TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Η κυρία Κατάκη, διηγήματα, 1995 Μικρά Αγγλία, μυθιστόρημα, 1997 Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 1998 Κουστούμι στο χώμα, μυθιστόρημα, 2000 Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 2001 Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβαζω, 2001 Ο άγιος της μοναξιάς, μυθιστόρημα, 2003 Νύφες, Από την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, 2004 Σουέλ, μυθιστόρημα, 2006 Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2007 Τα σακιά, μυθιστόρημα, 2010 Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβαζω, 2011 Καιρός σκεπτικός, διηγήματα, 2011
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ
ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ Μυθιστόρημα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
© Copyright Ιωάννα Καρυστιάνη – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1997 Έτος 1ης έκδοσης: 1997 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα T: 210-330.12.08 – 210-330.13.27 F: 210-384.24.31 e-mail:
[email protected]
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Μ
ΠΟΡΕΙ ΝΑ ΗΤΑΝ οι αναθυμιάσεις, ανάβουνε με την υγρασία τα στάρια και στο χαπιάρισμα γίνονται ζαβομάρες, μπορεί και να ’φταιγε το παστό, καούρα τον έπιασε τον Σάββα Σαλταφέρο, μα δεν του πήγαινε ν’ αφήσει μονάχο τον Νικηφόρο στο αμπάρι, αγγάρεψε το βαφτιστηράκι του και τον Στέλιο, με πλάτες, ποντίκια κι οι δυο, πιάστε να τον αποθέσουμε στην πλώρη, δέκα λεπτών δουλειά. Με το τσιγάρο στο χέρι, κουκουλωμένος τη νιτσεράδα για το αγιάζι, ξενύχτησε δίπλα στο φέρετρο. Σκίζανε το νερό, τσιμουδιά ο Ατλαντικός. Του πετούσε τις γόπες, ρίξε μια τζούρα κι εσύ, ρε ρουφήχτρα ατελείωτη, πού να προλάβουνε να πιάσουνε λιμάνι, από Καριπίσο ως Παραμαρίμπο τρία μερόνυχτα μπάρκος και ο Νικηφόρος τετέλεσται, από κάτι σαν βρογχοπνευμονία. Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα, κάτι περουβιάνικα σκάρτα, δυο πακέτα κάπνισε ο Σαλταφέρος, το χάραμα ακούμπησε στα πόδια του νεκρού την κασετίνα, τέσσερα είχανε απομείνει, πήγε στην καμπίνα κι άφησε το μαρκόνη του να χαζέψει για τελευταία φορά την ανατολή μόνος, μόνος κατάμονος είναι ο καθένας σ’ αυτή τη ζωή, σκεφτόταν ο καπετάνιος, ο Νικηφόρος τέρμα και οι λοιποί παρόντες, παρόντες στο Παραμαρίμπο και με παρά, όσο για την ξινή,
δεκαπέντε χρόνια κατεβασμένα τα μούτρα κι επειδή η ζωή δεν είναι διά δύο, θα ροκάνιζε τη σύνταξη να φαρδαίνει κι άλλο ο κώλος της, ενώ ο Νικηφόρος ο ακαταπόνητος, ο χρυσόκαρδος, ο άριστος θαλασσινός, ο περιζήτητος ασυρματιστής της εταιρείας, που οι γυναίκες στα λιμάνια, αν και σκορδοφάγο, τον κερνάγανε έναν πούτσο τζάμπα, πήρε δρόμο στα σαράντα ένα του. Τρία χρόνια πριν, το ’26, ο Σαλταφέρος είχε λάβει από Άνδρο φάκελο με φωτογραφία, η Μίνα με τις κόρες, Όρσα και Μόσχα, στη φαρδιά σκάλα της διπλανής Μεγαλόχαρης, Τήνος, και πίσω δυο λόγια σκέτη ξεραΐλα, να υπομένεις τις δυσκολίες προς χάριν αποκαταστάσεως Ορσαλίας και Μόσχας και η Παναγία δεν παραπονείται διά την απουσία σου. Άντεν-Βομβάη κάνανε τότε, νίτρα, λύσσιαξε ξάφνου ο Ινδικός, μπατάρισε το ΘΕΟΜΗΤΩΡ, τέσσερα μερόνυχτα παζάρι με το Χάρο, ξεγραμμένοι οι άνθρωποι, ξεγραμμένοι είκοσι δύο άντρες, κι όταν κάποτε κόπασε το όργιο και φέρανε το βαπόρι σε λογαριασμό, ο καπετάνιος καιγότανε να διώξει από πάνω του το μυστικό. Το πλήρωμα πατριωτάκια οι μισοί και πάνω, κι ο Σαλταφέρος εν πλω βαστούσε αποστάσεις για να μη χαλάει η πειθαρχία. Δεν μπορούσε λοιπόν να βρει τον τρόπο, το θάρρος, έλα, βρε Χρηστάκη, σπάσε μου δυο αυγά μάτια στο σαχάνι, να πει του μάγειρα, που κι αυτός δημιούργησε μια παρόμοια κατάσταση στη Χιλή, και βουτώντας στον κροκό να τα ιστορήσει χαρτί και καλαμάρι,
κάποιος να ξέρει, διά παν ενδεχόμενο, ας είναι κι ο Χρηστάκης, καλός άνθρωπος, και για να μην ξεβολεύεται, ο αθεόφοβος, ευσυγκίνητος κιόλας, μάνα και κόρες, τις Χιλιάνες στο Βαλπαραΐσο, τις φώναζε Φρόσω, Τασούλα, Βαγγελιώ, όπως τις άλλες, κάτω στο Αιγαίο. Μιαν άλλη αγάπη, μόνο του Νικηφόρου μπορούσε να την εξομολογηθεί, είχανε κάτι μητρικό τα μάτια του, καστανά και συνηθισμένα, ξεμοναχιάζανε όσους βάραινε μυστικό, ακούμπησέ το σ’ εμένα, ψιθυρίζανε, και μείνε ήσυχος, τσιμπούσανε μια μπουκιά κασέρι, για να σου πω λοιπόν, έκανε ο καπετάνιος, μα τελευταία στιγμή, σαν να μούδιασε η γλώσσα του, ξέρεις, βρε συ, όταν πέφτουμε σε τυφώνες, το βαφτιστηράκι μου νοιάζομαι πιο πολύ, ορφανό και μοναχοπαίδι, από δώδεκα χρονώ το σέρνω στις θάλασσες και η μάνα του του τρέφει άρρωστο πάθος, αμόλησε κάτι άλλο που δεν ήτανε πάντως ψέμα. Ο μακαρίτης δεν το ’χαψε, έπιανε αυτός τα ραδιοσήματα των ψυχών, λας σενιάλες ντελ άλμα, ίσια στα μάτια τον κοίταξε, μέχρι που ο Σαλταφέρος τα κατέβασε στο πιατάκι με το τυρί, κι αυτός, κυκλώνοντας με το πάσο του τον αναπαυμένο πια ορίζοντα, έπιασε να σιγανοτραγουδάει, φύσα μαϊστραλάκι μου και φέρε το πουλάκι μου, πάντα με το τσιγάρο το βαρύ στο χέρι.
Σ
ΤΙΣ ΕΝΝΕΑ Ιουλίου, Τετάρτη, ο Σπύρος Μαλταμπές της άγγιξε το χέρι, στις δεκαεφτά Ιουλίου, την επόμενη Πέμπτη δηλαδή, της το ’σφιξε κιόλας, όχι το δεξί αυτή τη φορά, το άλλο, το χάιδεψε αργά, το ξανάσφιξε, έτριψε εκεί που διχαλώνουν δυο δυο τα δάχτυλα. Μαζεύτηκε κι αυτή σαν σαλιγκαράκι, ένιωσε ένα κάψιμο παντού κι αμέσως μετά την καρδιά της, δίχως ήχο, να σκάει σαν ρόδι και τα ρουμπινάκια να διαγράφουν τόξα, να ξανασκοντάφτουν στους ώμους της και πάνω του, να αναπηδούν στις πλάκες του αγίου, σαν πυγολαμπίδες. Πέθανα φαίνεται, της ήρθε στο νου χωρίς να φοβάται ή να μετανοεί. Στις είκοσι μία του μηνός, ημέρα Δευτέρα, της άνοιξε τις αφέλειες, για να δω τα μάτια σου, Όρσα, πριν αποσκοτεινιάσει, αλλά το χέρι του έμεινε στα μαλλιά της ώρα πολλή, τρυπούσε με το δάχτυλο τη σφιχτή κοτσίδα, πασπάτευε και ζύγιζε, με τα πετσιασμένα ακροδάχτυλα ακούμπησε στα μηνίγγια, στο σβέρκο, πλάι στο λαιμό, έκανε τα μισοφέγγαρα των αυτιών, τα μισοφέγγαρα των φρυδιών, την ευθεία της μύτης, το οβάλ του πιγουνιού. Τα αντρικά δάχτυλα είναι βαριά. Σ’ αγγίζουνε μόνο και μαρμαρώνεις. Οι τοποθεσίες τώρα. To πρώτο ραντεβού ήτανε κάτω στο γεφυράκι, πίσω από τα
πλατάνια και τις αγριοσυκιές, απομεσήμερο κι η Όρσα είχε τη δικαιολογία ότι πήγαινε πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες, αγγουρόφλουδες στο κοτέτσι του νεκροθάφτη που τους έδινε τα παραπανίσια αυγά, και σε άλλη περίπτωση θα πρόσεχε μην πατήσει τη γλίτσα στις χοχλάκες και κωλοκαθίσει μες στο νερό, φοβόταν πολύ νεροφίδες, σκωλίδες, αμπελούδες, οχιές, είχε λιποθυμήσει και με εύχιο. Πήγε στο πρώτο ραντεβού χωρίς τη μαγκούρα για το σαματά που διώχνει τα ερπετά, πύρωνε ο ήλιος στέγες, σκάλες, σέρες, μάντρες, κόσκινο έκανε τις φυλλωσιές, ούτε πονοκέφαλο είχε όμως, μούσκεμα στον ιδρώτα κατρακυλούσε τρισευτυχισμένη προς το ποταμάκι, λησμόνησε και το νεκροθάφτη· παρουσιάστηκε στο πρώτο της ραντεβού βαστώντας στα δυο της χέρια το μεγάλο τους ταψί με τ’ αποφάγια, φλούδια, σπόρια και ξεροκόμματα μες στη λίγδα. Το δεύτερο ραντεβού αλλού, πίσω από το ιερό του Αγίου Δημητρίου, ήτανε σούρουπο και πήγαινε στη νονά της ν’ αποσπερίσουν παρέα, την έτρωγε τη μαύρη η μοναξιά μέσα στην ξεραΐλα, χωρίς γειτόνισσες, μ’ ένα σκύλο αβάφτιστο που δε γάβγιζε ποτέ. Τα σκίνα θεριά, ο τοίχος καυτός ακόμα, ο Άγιος Δημήτριος ναρκωμένος, άγιος του Οκτώβρη αυτός, τέλος φθινοπώρου. Μες στις ζέστες, όλοι τρέχανε να κουμαντάρουν τους καλοκαιρινούς Αγίους, Πέτρο και Παύλο πρώτους και καλύτερους, Κοσμά και Δαμιανό, Αγίους Αναργύρους, τον Προφήτη Ηλία, την Αγία Παρασκευή, τον Άγιο Παντελεήμονα. Από τα εξωχώραφα δεν πέρναγε ψυχή,
οι δυο χιλιάδες κάτοικοι της πόλης αγνοούσαν το ειδύλλιο. Μόνοι μάρτυρες κάτι χελιδόνια που φτεροκοπούσανε καθώς σαλτάρανε να κρυφτούν στις φωλιές τους κάτω από την τσίγκινη σκεπάστρα της θύρας. Αργότερα, όταν η Όρσα ανηφόρισε στη νονά, ο νους της ήταν αλλού, να τη συντροφέψει πήγε, άχνα δεν έβγαλε, χάζευε τ’ άστρα. Βαρέθηκε κι εκείνη, μπορεί και να τσαντίστηκε που το κορίτσι δεν την είχε άξια για μυστικά, γέμισε την ποδιά της ψιλοφάσουλα, μια ώρα πάστρευε μέσα στο σκοτάδι αφήνοντας τη βαφτισιμιά στον κόσμο της, μέχρι που αποκοιμήθηκε στο ντιβανάκι κάτω από τη λυκαστρίνα. Το τρίτο ραντεβού, κόντευε να νυχτώσει, είχε φεγγάρι κιόλας, ο Σπύρος Μαλταμπές κατέβηκε πρώτος στην ακροθαλασσιά και την περίμενε, στη μικρή σπηλιά όπου οι καππαριές κρέμονταν από τα βράχια σαν αφέλειες κι αυτές και της έκρυβαν το κούτελο. Βγάλανε τα παπούτσια, βράχηκαν ως τον αστράγαλο στο χλιαρό νερό, έκανε να την αγγίξει στο γόνατο και της έφυγε μια πνιχτή φρασούλα, μη, μωρέ Σπύρο, είχε στα μάτια του μια υπερκόσμια δύναμη που την παρέλυε και στα χέρια του άλλη μια που τη ζεματούσε, καρβουνάκι στο θυμιατό. Ρεγουλάρισε την ανάσα της και κόλλησε το αυτί στο στήθος του, μπουρού με τους ήχους μακρινών ωκεανών, και πού δεν είχε ταξιδέψει αυτός, έκλεινε κατά προτίμηση ζόρικους μπάρκους και η μεγάλη του αγάπη κάτι λιμάνια του διαόλου. Το κορίτσι φορούσε το κοράλλι μεταξωτό. Σε νυχτερινό ραντεβού το
χρώμα πήγαινε χαράμι. Το άγγιγμα όμως όχι. Ραντεβού αριθμός τέσσερα, Κυριακή, είκοσι εφτά Ιουλίου, καλεσμένοι σε Παντελήδες όλοι, σούρτα φέρτα και τέλειο άλλοθι για ένα ακόμα ξεπόρτισμα στον αυλόγυρο κάποιου άλλου αγίου, οποιουδήποτε, είχαν άριστες σχέσεις με όλους. Για το πρώτο φιλί η Όρσα φόρεσε το μπρικέ μεταξωτό, ολόκληρα τόπια της έστελνε ο πατέρας της παλιότερα, που έκανε συχνά Καλκούτα-Βομβάη, πέρασε σε κλωστή γιασεμιά και καρφίτσωσε το μπουκέτο στο τιραντάκι της, δρόσισε μπράτσα, ντεκολτέ, αυτιά με κολόνια, ράντισε και τα μαλλιά, λόγω ημέρας ο καλλωπισμός δε θα κινούσε υποψίες, δεν ήταν ανάγκη πριν επιστρέφει σπίτι να κρυφοξεπλένεται σε κρήνες και νεροσυρμές. Το μπρικέ μεταξωτό ο Σπύρος Μαλταμπές το τίμησε δεόντως και το κατατσαλάκωσε, έσφιγγε και φιλούσε το κορίτσι του και το ’γδερνε με τις πετσικαρισμένες παλάμες του, άλλο που δεν ήθελε η Όρσα, τον αγαπούσε εδώ και εφτά χρόνια, από τα δώδεκα δεκατρία της, από έναν Νοέμβριο που έβρεχε καταρρακτωδώς, κι αυτός, στα δεκαεννιά τότε, είχε ξεντυθεί κι έκανε μακροβούτι για ένα στοίχημα με κάτι άλλους, και τα φιλιά του τα είχε ονειρευτεί έτσι ακριβώς, λιγάκι άγρια σαν κύματα, πολύ σίγουρα, σαν ανεξίτηλες σφραγίδες στα χείλη της. — Πες μου ντε ποιος είναι, την πίεζε την επομένη η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, στα χαρτιά φιλόλογος, στη διάθεση μαθήτρια, μα η Όρσα παρέμενε σιωπηλή, δεν ήθελε
επί του παρόντος να μοιραστεί το μυστικό της. Όλα είχαν συμβεί όπως ακριβώς τα είχε επιθυμήσει. Ραντεβού κρυφά, τοποθεσίες ερημικές, λόγια απόρρητα, δικαιολογίες περίτεχνες, παραφορά και μικροπανικός. Κάθε έρωτας, και ειδικά ο πρώτος, πρέπει για αρκετό καιρό να μην κερνάει τρίτους. Το βεραμάν διώροφο της καθηγήτριας είχε σήμα κατατεθέν τη διάσημη λευκή τριανταφυλλιά, ποικιλία Ιαπωνίας, που του στεφάνωνε βεράντες και παράθυρα και μες στο κατακαλόκαιρο έμοιαζε χιονισμένο. Πίνανε καφέ οι δυο τους, και πριν χηρέψει η κυρία Νανά είχε κοριτσίστικες σχέσεις με πρώην μαθήτριες. Η Όρσα πήγαινε πού και πού, κυρίως την επομένη των ραντεβού, όταν ήθελε να καλμάρει, να επανέλθει στη συνηθισμένη αδιατάραχτη εικόνα της, μην πάρει μυρωδιά η μάνα της. Κοίταξε τη Νανά με περισσότερη επιείκεια, καλοχτενισμένα μαλλιά, καλοβαμμένα χείλη, δυο κιτρινισμένα δάχτυλα, καθισμένη σταυροπόδι πάνω στην καινούρια πουαντιγιέ φούστα με τις αιώνιες πιέτες και διαθέσιμη· το κυριότερο αυτό, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμη. Την κολάκευε η εμπιστοσύνη των κοριτσιών και ποτέ δεν τους έκανε χαλάστρα, συναδέλφους, γονείς και κηδεμόνες δεν τους ενημέρωνε, ακόμα κι όταν έπρεπε. — Προχθές απασχολούσαν τη σκέψη μου τα παράταιρα ζευγάρια της πόλης, έκανα τις αναδιατάξεις μου και
ξαναπάντρεψα τους μισούς από την αρχή. Ο γυμνασιάρχης είναι πλασμένος για τη Γλυνού και η γυναίκα του ταιριάζει γάντι στον τυπογράφο. Ο παπα-Φίλιππας εξάλλου θα ζούσε καλύτερα με τη Φραντζέσκα. — Κι η παπαδιά του με τον Άγιο Φανούριο, η Όρσα την άκουγε δυο τρεις φορές την ημέρα να ψάχνει τον άντρα της στα ξένα σπίτια. — Ο φωτογράφος ταιριάζει με τη Νότα του ζαχαροπλάστη, συνέχισε η Νανά. — Κι ο ζαχαροπλάστης με τη σοκολατίνα του, ξανάπε η Όρσα και η καθηγήτρια ενθουσιάστηκε, η εικοσάχρονη πρώην μαθήτριά της ήταν φυσικό να τα βλέπει όλα αυτά σαν αστείο, ένα παιχνίδι βεράντας, για να σκοτώνουν την ώρα που στην πόλη τους κυλούσε πιο αργά από αλλού, η πείρα της ζωής όμως μαζί με τα αναρίθμητα απογεύματα που η ίδια αφιέρωνε σε παρατηρήσεις ουσίας και στοχασμούς δε σήκωναν αμφισβητήσεις. — Ναι, καλό μου, η έπαρση της νιότης είναι το ωραιότερο λάθος στη ζωή, πολύ συχνά τα ταίρια σμίγουν αταίριαστα και χίλιες φορές καλύτερα ο ζαχαροπλάστης να παντρευότανε μια πάστα και να άφηνε ήσυχη τη Νότα· μαθήτριά της προ ετών κι αυτή, που της έφερνε σε δισκάκι με σελοφάν και φιόγκο τα γλυκάκια και σε άλλη θεαματική πλην διαφανή συσκευασία το κενό του έγγαμου βίου της, ξεφτέρι η Νανά, κάτω από τα στερεότυπα και τα καθησυχαστικά αλίευε τις μικροαπογοητεύσεις.
Κ
ΑΝΟΝΙΖΩ για Αθήνας, είπε η Μίνα, της είχε στείλει ειδοποίηση ο Κουρμούλης, ένα οικοπεδάκι στην Κηφισιά, καλούτσικο, τετρακόσιες πενήντα πήχες, δίπλα στο άλλο που είχε παζαρέψει πρόπερσι, Πέτρου και Παύλου, να ματίσει τα δυο τσουρούτικα, να κάνει ένα σωστό, έλα μάνι μάνι να σιάξουμε τα συμβόλαια, της είχε μηνύσει. Η Μίνα Σαλταφέρου είχε τους ανθρώπους της, έπαιρνε τις πληροφορίες της, έκανε τους λογαριασμούς της και οι λίρες πιάνανε τόπο. Έβαζε κατόπιν τη Μόσχα –η μεγάλη δε συγκατένευε– κι αντέγραφε τα συμβόλαια με ωραία καθαρά γράμματα, τα ταχυδρομούσε του άλλου αυθημερόν, εσύ μπορεί να σαπίζεις στον ωκεανό, αλλά κι εγώ δε χασομερώ, έβαζε δυο λόγια από κάτω· με τον άντρα της δε συνηθίζανε τις πολλές κουβέντες. Ιούλιο του ’27 έγινε παρανάλωμα το κέντρο του Πειραιά, Φεβρουάριο του ’28 στάχτη πενήντα καταστήματα στο Μοναστηράκι, άλλοι χάσανε, η Σαλταφέραινα όχι, αν και οι επενδύσεις της κατά κανόνα γίνονταν στην Αττική, έβαζε στο μάτι ένα κουρείο, ένα ραφείο, ένα χωραφάκι κι έκανε ξερή αξιολόγηση, πανταχόθεν ελεύθερη αναμνήσεων, εφηβικών αναπολήσεων, πατρογονικών πάρε δώσε και ανεπιθύμητων γειτνιάσεων, λόγοι που την απέτρεπαν να κυνηγάει αγορές στο νησί της, κι ας είχε κάνει παιδάκι προτού γυρίσει ο
αιώνας, στη Σμύρνη. Οι κόρες ξέρανε την αφοσίωσή της στους κτηματομεσίτες, ο Κουρμούλης, ας έκανε κι αλλιώς, μάζευε τα κελεπούρια για τη Σαλταφέραινα κι έδινε στις άλλες τα αποφάγια. Για Αθήνας λοιπόν είχε να ταξιδέψει δυο ολόκληρα χρόνια, ξεπροβοδούσε τον άλλο τότε κι έμεινε στο Ιόνιον τρεις μέρες παραπάνω για τις παραγγελίες, υποδήματα από του Πλυτά, στοά Αρσάκειου 5, βαρύτιμα κάδρα και λοιπά, οδηγοί ταξί και ιδιοκτήτες λεωφορείων απεργούσαν λόγω αντιθέσεως με την εγγλέζικη Πάουερ, πανελλήνιος σάλος, ένα χάος, κι είχε δεινοπαθήσει να φέρει βόλτα τις υποχρεώσεις της, τώρα όμως οι συγκοινωνίες δουλεύανε ρολόι κι από το λιμάνι γραμμή στον αφροδισιολόγο, έναν Νικολαΐδη στον κεντρικό Πειραιά. — Έτσι κι έτσι, του είπε, ο πατέρας άρπαξε σύφιλη, πάνε χρόνια τώρα, η ζημιά του ’μεινε, στραβώθηκε, λωλάθηκε, θαρρεί πως είναι ο ποιος, αλλά εγώ ενδιαφέρομαι για το γιο. — Νευροσύφιλη; ρώτησε ο γιατρός. — Εγώ θα βρω; Η Σαλταφέραινα έβαλε κάτω τις χρονολογίες, Δεκαπενταύγουστο του 1911 ο καπετάν Βατοκούζης, ξέμπαρκος και δωρητής της πλακοστρώσεως της αυλής του ναού, δε φάνηκε στο πανηγύρι, τα πλευρά του γεμάτα κοκκινίλες, άνθη της ροδακινιάς, της είχε πει στο αυτί η γυναίκα του άκεφη, έσερνε μαζί το γιο, θα ’τανε εφτά χρονών. Το κοριτσάκι της η μακαρίτισσα η Μερσίνα Βατοκούζη το
έκανε το 1914. Κόπηκε το δύστυχο λουρίδες, έλιωσε προτού καλά καλά σαραντίσει. Παλιά, όταν βούλιαξε ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ Π. στις Σκύλες, Scilly Islands, καταχείμωνο του 1905, είχανε ρίξει το φταίξιμο στον Μάριο, τον αδερφό της Μίνας. Οι πνιγμένοι τρεις και το καράβι καινούριο με ρήγμα ανεπανόρθωτο. Η πατρική οικογένεια της Μερσίνας Βατοκούζη, Ναυτιλιακή Γαιανθρακική Εταιρεία Ν. Δανιόλος και Υιός, τότε είχανε ένα γραφείο και στη Σύρα, δώσανε το πλοίο για παλιοσίδερα και πήραν πίσω κάτι λίγα, δυόμισι χιλιάδες λίρες Αγγλίας. Ο Μάριος το ’ριξε στο πιοτό. Θεός σχωρέσ’ τη, ήτανε η Μερσίνα που πιπίλισε το μυαλό του κύρη της, πήρε τον Μάριο πίσω στη δουλειά, τον έφερε πίσω στη ζωή κι αυτός εργάστηκε σαν σκυλί, έπαιρνε όλα τα επικίνδυνα φορτία, αμμωνία, νίτρα, ναφθαλίνες, βερνίκια και πίσσα. Το ’22, που ο Νουρεντίν πασάς κατέκαψε τη Σμύρνη, μάζεψε από τη Μικρασία καμπόσα δρομολόγια φαντάρους και το ’23 χάθηκε κι αυτός σαν ναυτικός στον πάτο της Μάγχης κι όχι σαν μπεκρούλιακας, να ντρέπεται το τέκνο του, φευγάτο πια στο Γιοχάνεσμπουργκ, στα εγγλέζικα αδαμαντωρυχεία. Χιλιάδες κόσμος αντέχει την Αφρική ή η Αφρική σηκώνει χιλιάδες κόσμο, ορθά και τα δύο, σκεφτόταν η Σαλταφέραινα που περίμενε μάταια ένα γράμμα από τον ανιψιό, έστω με περιγραφή εξόρυξης διαμαντιών. — Τι φάρμακα λαμβάνει ο ασθενής, την επανέφερε ο Νικολαΐδης, βισμούθιο, σαλβαρσάνη ή υδραργυρικά και
ιωδιούχα; Και ποια τους δεν τα ήξερε, η μοίρα τους, τα λέγανε και στης Μούραινας. Ρώτησε και για την υγεία του γιου ο αφροδισιολόγος, δεν παίρνω όρκο κυρία Φαρακούκη, η Μίνα είχε δώσει ψεύτικο επώνυμο, δεν παίρνω όρκο, αλλά μάλλον ο υιός συνελήφθη πριν μολυνθεί από τη σύφιλη ο πατέρας. Τελικά θα τον κάνω γαμπρό και πρέπει να βιαστώ, αποφάσισε η Σαλταφέραινα, γιατί πολύ αφηρημένη κι αλλοπαρμένη της φαινόταν τελευταία η μεγάλη, όταν βολιδοσκόπησε τη Μίνα ο Τώνης, ο αρχιλογιστής των Βατοκούζηδων και των Χαδούληδων, και με τρόπο πέταξε και πέντε στρογγυλά νούμερα για τα περιουσιακά, ένιωσε ένα γδούπο στην καρδιά, η πρωτότοκη κόρη της κατά γενική ομολογία ήταν παρά δέκα πόντους μπόι σωστή Αφροδίτη, αλλά τέλος πάντων κι ο Νίκος γερός έδειχνε, αρχοντικός, ο παράς ήταν δέλεαρ, η κόρη πολυέξοδη και ένας τέτοιος γάμος θα ήταν η καλύτερη αποπληρωμή του προσωπικού της γραμματίου στην ψυχή της Μερσίνας, είχε συντρέξει τη φαμίλια της, ένα μερσί της το χρωστούσε. Τακτοποίησε και την υπόθεση του οικοπέδου, είκοσι πέντε χρυσές λίρες Αγγλίας, γύρισε στην Άνδρο και ταχυδρόμησε στον Σάββα αντίγραφο του συμβολαίου, η υπογραφή μπήκε έξι Αυγούστου, ανήμερα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, του έγραψε, του σημείωσε και το μικροποσόν που έδωσε στον έρανο υπέρ των σεισμόπληκτων της Ιταλίας, λίγα πράματα, οι προπέρσινοι σεισμοί σε Ιαπωνία, Γιουγκοσλαβία,
Παλαιστίνη, Πακιστάν και Ιταλία πάλι την είχαν ξεπαραδιάσει. Για τα προξενιά θα τον ενημερώσω στο μέλλον, αφού τελειώσει η υπόθεση, αποφάσισε και ξανακαταπιάστηκε με την αιώνια λάτρα.
Σ
ΤΗΣ ΜΟΥΡΑΙΝΑΣ κάθε απόγευμα γινόταν προσκύνημα, κούτσου κούτσου να σου και θρονιάζονταν στη σάλα, αμάσητους καταπίνανε τους κουραμπιέδες, η Μούραινα μάλιστα, στουπί από ρακές, μαστίχες, λικεράκια, ξεστόμιζε διάφορα πονηρά και στα πιο πετυχημένα τα χαχανητά και τα σους ανάκατα κοινοποιούσαν την αμαρτία και παραέξω. Τα γειτονάκια σούρνονταν στα τέσσερα, τόσο δα χαμηλό τούς είχε βγει το μαντράκι, κρυφακούγανε κι αποστηθίζανε τα αστρόλογα, στο δημοτικό το μάθημα αυτό το ξέρανε φαρσί όλα. Ο δάσκαλος, για να κατσαδιάσει τάχα τη Μούραινα, τα τσίγκλιζε να του τα μαρτυρούν κι αυτουνού, ήσυχος άνθρωπος ο κύριος Στρατάκης, σκεφτόταν η Μόσχα, το μόνο του κουσούρι. — Από την ίδια τρύπα βγήκανε, ο ένας γιος γαμούσε σαν κορεάτικος τυφώνας, ο άλλος σαν σοροκάδα, από τις νύφες πήρα τις πληροφορίες εγώ, έψαχνε τις προάλλες τη μάνα της και τα άκουσε αυτά η Μόσχα με τα ίδια της τ’ αυτιά, είχε μάλιστα τόση φόρα η Μούραινα, που δεν πρόλαβε να κόψει τη φράση ή να τα μπαλώσει. Δεν της έκανε και τόση εντύπωση αυτό που άκουσε όσο αυτό που είδε, τις αναψοκοκκινισμένες μουσαφίρισσες που δεν πήραν χαμπάρι το κορίτσι, πού να κρατηθούν αυτές, το χαβά τους, κρέμονταν από τα χείλη της χοντρής που
κοκορευόταν πως ο λεγάμενός της δεν μπορούσε να τη σύρει έξω, γιατί η άγκυρά του έβρισκε στις τρίχες της. Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί. Όλα αυτά ως τα δεκατρία, έστω δεκατριάμισι, ήταν ένας απαγορευμένος θησαυρός, ένα επιθυμητό βασανάκι, τι θα πει εκείνο, τι το άλλο, αναρωτιόντουσαν οι μικρές, μυστήριον ο έρως φουντώνει κάθε θέρος, διότι τους χειμώνες όλες θα είναι μόνες και τα λοιπά. Η Μόσχα δεν έβρισκε μια καλή ιδέα για να της δώσει σημασία η Όρσα, τρία χρόνια μεγαλύτερή της, αυτό δε θα άλλαζε ποτέ, πάντα θα ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή της η χαϊδεμένη του μπαμπά, που χωρίς να είναι ψηλομύτα, κλειδωνότανε στην κάμαρά της με τις ώρες, κιχ δεν
ακουγόταν από μέσα, ή ξάπλωνε ανάσκελα στο μπεντενάκι και κοίταζε το Μάτι του Θεού, εκεί που κουτουλάνε δυο βουνά και τα σύννεφα πάντα βιάζονται. Ορσούλα, σε μισώ, αυτό να λέγεται, σκεφτόταν η Μόσχα, μην αγαπήσεις όμως ναυτικό γιατί, εκτός από το φόβο του χαμού του, θα κρέμεσαι κι εσύ από το στόμα της Μούραινας, που θα ’χει πια παραγεράσει και πραγματικά, τριάντα οχτώ χρονών η φάλαινα και αγκομαχούσε να σκαρφιστεί κάτι πρωτότυπο, οι χήρες ειδικά δεν κάθονταν αδιαμαρτύρητα ν’ ακούνε τα ίδια και τα ίδια, απαιτούσαν ανανέωση. Πριν πλακώσουνε λοιπόν τα καφεδόμπρικα, έσπαγε το κεφάλι της να ευφράνει τις γυναίκες, που, χήρες και μη, πέφτανε κάθε βράδυ στα στρωσίδια μόνες. Λίγους μήνες πριν, η Μόσχα χάζευε τον τεχνίτη που είχε έρθει από την Αθήνα κι επισκεύαζε σομιέδες. Στο διπλό κρεβάτι των γονιών της η λακκούβα ήταν στη μια μεριά, κάτι μουρμούρισε αυτός και χασκογέλασε, κι η μάνα της την ξαπόστειλε στο παρακούζινο να ψήσει τον καφέ. Θα ερχόταν το τέλος και το ζεύγος Σαλταφέρου δε θα είχαν λιώσει μαζί ένα ζεύγος σεντόνια. Έβρεχε κιόλας, σπαθιές οι στάλες, παντού λασπουριά, βρωμίσαμε κλεισούρα οι τρεις γυναίκες, έβριζε καμιά φορά η Μόσχα, που το κέφι της έστρωνε μόνο την ώρα των αγγλικών στο γυμνάσιο. Γαλατένιο δέρμα, αδύνατος σαν τσίχλα, κυματιστά καστανά μαλλιά, αυτό ήταν ο Ντέιβιντ και την προχωρούσε στο μάθημα πιο γρήγορα από τους άλλους,
της είχε δώσει, Τρίτη, το The Tower of London, 631 σελίδες, και του το επέστρεψε Παρασκευή ξεκοκαλισμένο, άθλος, ήθελε να τον πείσει ότι η διαφορά της γλώσσας δε θα στεκόταν εμπόδιο ανάμεσά τους, και ο Βρετανός, δύσπιστος, έκανε κάτι ερωτήσεις, μα αυτή του τα είπε νεράκι. Μόλις χτύπησε το κουδούνι, ίσως για να της ζητήσει συγγνώμη, stay for a while, της είπε και εντελώς ξεκάρφωτα της έδειξε μια κάρτα, η κοπελίτσα δε συγκράτησε το όνομα του ζωγράφου, Αμερικανός πάντως, μια χριστουγεννιάτικη νύχτα ο Τάμεσης παγωμένος, καΐκια και ιστιοφόρα τραβηγμένα στις όχθες, είχε ταχυπαλμία και μπέρδεψε τις λεπτομέρειες. Κάτι άλλες κολλούσαν εκεί, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον κι ένα είδος πεπρωμένου ήταν και η καταδίκη τους να στραβώνονται σκυφτές στους καμβάδες, να μετρούν και να ξαναμετρούν πόντους και βελονιές τα αργόσυρτα απογεύματα και τα κρύα βράδια του χειμώνα με τις λέξεις στο σπίτι μετρημένες, δυο στην κουζίνα κι άλλες δυο στο κελάρι, κάθε μέρα ίδιες. Η Μόσχα σιχαινόταν το κέντημα, ίσως γιατί ένας άγραφος νόμος τις υποχρέωνε όλες να κεντούν αυτό το λυπητερό κάδρο και να το κρεμούν στην πιο περίοπτη θέση της σάλας για να τις σπιουνεύει μια ζωή και να τις απειλεί, άκου λέει το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον. Αν η βλαμμένη η Όρσα της έλεγε και κανένα μυστικό, η Μόσχα θα της εμπιστευόταν τα δικά της, θα την ξεκούναγε, το πεπρωμένον φυγείν δυνατόν, εγώ πάντως με ναυτικό δεν, απλώς δεν, τρόμαζε μη γίνει κι αυτή πελάτισσα της
Μούραινας. Κατερίνα, πες αλεύρι, ο Καβοντόρος σε γυρεύει, όποτε είχε φουσκοθαλασσιά κάτι αντίχριστα παίρνανε με τις λεμονόκουπες την Κατερίνα Μπασαντή, ο άντρας της, μάγειρας, είχε πνιγεί σε αύτανδρο ναυάγιο στην άλλη άκρη του κόσμου δώδεκα χρόνια πριν, κι από τότε η γυναίκα δεν άντεχε να βλέπει το μπλε της θάλασσας, είχε μετακομίσει πίσω από ένα μονότονο βουναλάκι και με τη συνοδεία και προστασία της Μόσχας έκανε δεκαπλάσιους ποδαρόδρομους για να αποφεύγει σοκάκια που στο βάθος τους διακρινόταν ένα κομματάκι Αιγαίο, καμιά φορά κάρφωνε όρθια στο μάγουλο την παλάμη της να απομακρύνει από το μάτι της κάθε υποψία πελάγους. Δεν ήταν τρελή, ήταν ασυνήθιστη. Ούτε η Μόσχα ήθελε τη θάλασσα, ήταν μοιραίο λοιπόν να αγαπήσει τον Άγγλο καθηγητή και μόνη, ξαπλωτή και σαν ξεθωριασμένη πίσω από το τούλι της κουνουπιέρας του σιδερένιου κρεβατιού της, να ονειρεύεται απόδραση από τη Μικρά Αγγλία, όπως είχαν βαφτίσει την Άνδρο μεγαλοεφοπλιστές με γραφεία και συμφέροντα στο Λονδίνο και μικροκαραβοκυραίοι με παρόμοιες φιλοδοξίες, εγκατάσταση στη Μεγάλη, την αυθεντική, τσάγια, κέικ και μακροσκελείς συζυγικούς διαλόγους στα εγγλέζικα για θέματα εκλεπτυσμένα, προχωρημένα και ευρωπαϊκά.
Δ
ΕΙ ΧΡΗΜΑΤΩΝ καί ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστί γενέσθαι τῶν δεόντων, Δημοσθένης, τον πρόλαβε τον Σαλταφέρο, ειδάλλως θα το διατύπωνε πρώτος ο καπετάνιος εκείνο το πρωί κατά τις δεκάμισι που παρελήφθη το τηλεγράφημα, άτιμη η θάλασσα σε όλες τις άκρες της, Κωνστάντζα, Κάρντιφ, Ντιέγκο Σουαρέζ και Μαρακαΐμπο, πουτάνες, γιαλό γιαλό περικύκλωναν τους ωκεανούς, αμέτρητες, και αρχιπουτάνα η ίδια η θάλασσα, εκεί που σε πλουταίνει εκεί σε ξεβρακώνει κιόλας, ο Σάββας έβραζε από θυμό και στενοχώρια. Μετά βαρυαλγούσης καρδίας αναφέρω ότι ο φυγόδημος και αείμνηστος Ιάσων Τελεμές, προσβληθείς υπό ινφλουέντζας και ερυσιπέλατος, απεβίωσεν εν Νέα Υόρκη την 17ην Ιουλίου 1929, καλαμαράς ο γιος του χταποδάκια, άβρεχτος, ατυχήσας στον εφοπλισμό, του βουλιάξανε τα καράβια, όλα κι όλα δυο, η ΜΑΡΟΥΣΙΩ του 1907, αγορασθείσα το 1916 αντί 11.000 λιρών, χάθηκε το 1917 στα παράλια της Ουρουγουάης, η ΚΥΜΑΤΙΑΝΗ του 1908, αγορασθείσα το 1925 αντί 27.000 λιρών, χάθηκε πλέουσα κατά τις Φιλιππίνες, άφαντη και η συμβία, ρέστος απέμεινε ο Τελεμές, με χρέη και γραμμάτια στην κωλοπολιτεία που τον ξέκανε. Φίλος από τα παλιά ο Ιάσων, μωρέ σαν πολλοί πεθαίνουνε
τώρα τελευταία, σκεφτόταν ο Σαλταφέρος διχασμένος, αγαπούσε τη θάλασσα, φοβόταν όμως την κατάληξη, να ξεμείνει κανείς σ’ έναν τόπο από τον οποίο θα απουσιάζουν τα παιδικά του χρόνια, φιγούρες, σκιές, λόγια, άλλοι ήχοι, διαδρομές, χρώματα, πόσο διαφορετικά τα μπλε της θαλάσσης, όπως προτιμούσε τη γενική ο καπετάνιος, για λόγους κύρους των νερών, πόσο διαφορετικά τα μπλε, στον Μπέη, μετά τα Εισόδια της Θεοτόκου, γκρίζα και λαδιά, μέχρι να σηκωθεί ο γαρμπής και να τα βάψει μολυβιά, τα αφρικάνικα πάλι πορτοκαλιά, ιδίως τα απογεύματα, όσο για τα μπλε της θάλασσας των Κοραλλιών, άλλο πράγμα, εκεί τα ύδατα αναβοσβήνουνε και φωσφορίζουνε σαν χριστουγεννιάτικες γιρλάντες με λαμπιόνια, όπως τα μανταρινάκια στο μασιδάκι, με τις πρωινές στάλες στο φλούδι, πέρα στον Καβοντόρο να ανάβει η ανατολή, τα φρούτα να στραφταλίζουνε σαν ηλεκτρικά και να ζαβλακώνουν τα σπουργίτια που το βουλώνανε. Μικρός ο τόπος μα οι παραξενιές του ατελείωτες και οι θαλασσίτσες του θείο μπλε, εκεί που είναι κάλμα σαν ξεδιψαστικές γκαζόζες, εκεί φουσκώνουν και θαλασσοπνίγουνε, όπως τον χταποδάκια, αυτοκράτορας της πρέφας ο Πασχάλης Τελεμές, ασί ες λα βίδα. Πενηντάρης ο Σαλταφέρος, δεν είχε πια το θάρρος της άγνοιας και το χρόνο με το μέρος του, είχε το βαρύ φορτίο της πείρας και της ηλικίας κι έναν ραγδαία αυξανόμενο συναισθηματισμό, μια ιδέα γλυκερό, λέγανε οι νεότεροι, από
αντίδραση ίσως στην ολότελα στεγνή γυναίκα του που εκείνο τον καιρό έβαζε κάτω λοιπούς εν ζωή Τελεμέδες, Μαρήδες, Βαλμάδες, Ζανήδες, καλαμαράκηδες, χταποδάκηδες, παλαμυδάκηδες, καραβιδάκηδες και αστακούς, αναμετρούσε, συνέκρινε και σχεδίαζε γάμους εν κρυπτώ, αιφνιδίαζε η Μίνα σαν υπουργός των Οικονομικών που κάνει υποτίμηση, και ο καπετάνιος χιλιάδες μιλιά μακριά περίμενε τα απόνερα των ελιγμών της. Δεν είχε ποτέ διαβάσει την ψυχή της γυναίκας του, είχαν χάσει κάποιες ευκαιρίες και τώρα κανένας από τους δυο δεν είχε διάθεση για τέτοια, δεν υπήρχε ο τρόπος, άλλωστε έκαναν ό,τι ακριβώς τα πολλά ζευγάρια καπεταναίων του νησιού, ο άντρας κοίταζε τα αντρικά, καλοδιοίκηση του καραβιού, πλόες, φορτοεκφορτώσεις, εισόδημα, τη ζωή εν πλω, και η γυναίκα κοίταζε τα γυναικεία, καλοδιοίκηση του σπιτιού, επενδύσεις, ανατροφή και αποκατάσταση των παιδιών. Μόνο που για τα δύσκολα η Μίνα είχε διαλέξει ένα τρύπιο σωσίβιο, το πουγκί, έξυπνη γυναίκα, ήξερε το ρίσκο και το μάταιο του πράγματος και τουλάχιστον στη στρατηγική για τις κόρες της θα έπρεπε να βάλει λίγη καρδιά παραπάνω, κάτι τέτοιο ευχόταν ο Σαλταφέρος, μπαινόβγαινε στα λιμάνια της Λατινικής Αμερικής, general cargo, και πριν ανοίξει τα γράμματα από την Άνδρο, καλού κακού έκανε το σταυρό του.
Λ
ΕΣ, ΠΑΩ και χώνω τη μύτη μου σε όλη τη γειτονιά, λέω, πας και χώνεις το πράμα σου σε όλα τα λιμάνια του κόσμου, ήθελε να του το γράψει κατάμουτρα, το φύλαξε, θα ’ρθει η ώρα του, τίποτα δεν πάει χαμένο, υπολόγισε η Μίνα. Η Μόσχα είχε αντιγράψει τα συγχαρητήρια στη Φωνή του Αιγαίου, ογδόντα δραχμές κόστος δημοσίευσης, η οικογένεια Σάββα Π. Σαλταφέρου, πλοιάρχου, συγχαίρει θερμώς τον Δημοσθένην Γ. Γλυνόν, υιόν του συμπολίτου μας Ανωτέρου Αρχιφαρμακοποιού του Στρατού Γεωργίου Κ. Γλυνού, διά την είσοδόν του εις την Σχολήν Ναυτικών Δοκίμων. Λεχρίτης ο πατέρας, λεχρίτης και ο κανακάρης, αλλά η Σαλταφέραινα δεν μπορούσε να μαντέψει ποιον θα είχαν ανάγκη μια μαύρη μέρα στο μικρό τόπο, για τα συμφέροντα της φαμίλιας λοιπόν με όλους τα πήγαινε πρίμα και τους μισούς πίσω από την πλάτη τους τους φασκέλωνε. Ήταν αδύνατον να εμπιστευτεί το κουμάντο του σπιτιού στον απάντα, από θάλασσα του έκοβε, εκτός, τα έκανε μούσκεμα. Το μπλε της θαλάσσης έβρεξε τα ματάκια σου, Όρσα μου, έγραφε στην πρωτότοκη, και η άλλη παραπονιόταν, κι αν η μεγάλη του έγραφε όλο κι όλο ένα φύλλο χαρτί, η μικρή του πρόφταινε όλα τα νέα της Άνδρου, δίνοντας προτεραιότητα στο συγγενολόι και στις στεριανές συναναστροφές του. — Γράφε σε τσιγαρόχαρτα, της έλεγε η Μίνα, να ζυγίζουν
λιγότερο τα αισθήματΆ σου. Ο τυπογράφος είχε τυπώσει τα κυριακάτικα μνημόσυνα, χήρα Λ. Ίσαρη όπου λάμδα ίσον Λεονάρδος και χήρα Σ. Αργυρόπαιδου όπου σίγμα ίσον Σωκράτης, ο Στέργιος είχε άλλη χήρα, και δώστου στα δύο καφενεία εναλλάξ, τα είχανε συμφωνήσει οι καφετζήδες να μοιράζονται τις μακαρίες, και η πλατεία θα έπηζε πάλι στο πένθος, να μην υπάρχει μια Κυριακή χωρίς κόλλυβα, βάζανε και βγάζανε τα μαύρα, έμπαινε μέσα τους το σκούρο, σκούραινε το αίμα τους και τραβιόντουσαν κατόπιν στα μνημόσυνα γνωστών και αγνώστων, λάστιχο στις δουλειές όλη την εβδομάδα και την Κυριακή πρωί πρωί μαύρο ταγέρ και στην ουρά για τα συλλυπητήρια. Η Μίνα αποφάσισε να τις πάρει και τις δυο αξημέρωτα να ανηφορίσουνε στα Απατούρια, στης πεθεράς, θα κανόνιζε επιτόπου να πουλήσει τα σύκα, θα τις γλύτωνε και από την παρέλαση της μαυρίλας. Ήταν που το σπίτι δεν απείχε από τη Μητρόπολη και η ζωή τους όλο μνημόσυνα ναυτικών, το καλοκαίρι μάλιστα, που πλακώνανε στο νησί οι διάσπαρτοι, πέφτανε βροχή. Προ καιρού, της Αναλήψεως, έβλεπε την Όρσα, είχε μαζέψει από το χαντάκι κι από τις χέρσες αιμασιές στις Τρεις Εκκλησιές μια αγκαλιά παπαρούνες, κρεμασμένη στο μπαλκόνι τίναζε και φυσούσε τα πέταλα, που έτσι κι αλλιώς μαδάνε με την πρώτη, είχε γεμίσει το στενό κόκκινες νιφάδες και το αεράκι τις ταξίδευε στη μικρή άσπρη πόλη, έρημη για
τη μεσημεριάτικη σιέστα. Ήταν στο ισόγειο η Μίνα, στον ίσκιο της κληματαριάς, δυο φρουτάκια έτρωγε κι έβγαζε κρυφά το κεφάλι να την κοιτάζει, όμορφη, μακρινή, ένα μελί χρώμα, ένα σκέρτσο του ζέφυρου. Είχε δίκιο ο άλλος, το μπλε της θάλασσας είχε βρέξει τα μάτια της και για να δούμε μήπως έβγαζε και μπλε δάκρυα μόλις μάθαινε για το γαμπρό, μην κλάψεις, δεν έχει μα και ξεμά, η Μίνα θα το ξέκοβε.
Π
ΕΝΤΕ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, περίπου πέντε και η ώρα, πέντε το απόγευμα. Η άμμος είχε μαζέψει τη ζέστη της μέρας και άπλωνε ένα τρεμουλιαστό φως, σαν χρυσόσκονη πάνω σε ό,τι καφετί απέμενε, βράχια και χώμα, διάφανο το νερό μαρτυρούσε τον πάτο, εδώ κατακίτρινο, εκεί σκουροπράσινο, με τα νερόχορτα να γέρνουν αποκαμωμένα από τον ήλιο που τα κυνηγούσε στο βυθό. Στη μέση του κόλπου πλάγιαζε μια αγία που φαίνεται δεν αγαπούσε πια την Όρσα, η Αγία Θαλασσινή, κάτασπρη, ολόιδια με την άλλη που καθόταν σαν κατσίκα στο βράχο και είχε φυλάξει και τσίλιες κάποια βράδια που ο Σπύρος Μαλταμπές κι εκείνη καμπουριάζανε στο αυλιδάκι της για δυο κλεφτά φιλιά. Οι απλωτές μιας κολυμβήτριας ραγίσανε τη θάλασσα και σκορπίσανε την αγία σε λευκά χαρτάκια από μια επιστολή που ο παραλήπτης της απογοητευμένος έκανε κομμάτια, όλα τούτα σύντομες εικόνες που γεμίζανε το απόγευμα της πέμπτης Σεπτεμβρίου 1929, ένα απόγευμα που η Όρσα Σαλταφέρου θέλησε να το περάσει μόνη, δεν είχε και φίλες στενές κι η διάθεσή της ήταν τόσο πεσμένη, που την ενοχλούσε η παραμικρή κίνηση, ακόμα και σε απόσταση, όπως η κολυμβήτρια, τα βόδια του Μποζάκη που βόσκανε ξεραμένες γαλατσίδες και καυκαλήθρες και το κανελί μοσχαράκι που νύσταζε στον ίσκιο του ασφένταμου.
Η Όρσα έσφιξε στη χούφτα της τα τρία θαλασσοφαγωμένα κουτάλια που ξέβρασε το χθεσινό ξεθυμασμένο μελτέμι, από την άμμο τα ξέχωσε κι είχαν πάνω τους το πρασινωπό της λήθης, θα τα ’χω για πάντα στην τσάντα μου, συλλογίστηκε, το απόγευμα βιαζόταν, το μαγιό της αργούσε να στεγνώσει και η κολυμβήτρια είχε βγει στην ακτή και χουζούρευε ανάσκελα, ο κόσμος όλος ήταν τρεις οριζόντιες παράλληλες λωρίδες, μια ασπρογάλανη πάνω πάνω, μια μπλε στη μέση, μια κίτρινη χαμηλά και στην άκρη της η κολυμβήτρια με το βυσσινί μαγιό. Δεν ήθελε να της μιλήσει, κάθε άλλο, πιο καλά έτσι, από μακριά, κι αν ήτανε πέρσι ή πρόπερσι, ίσως επέλεγε να κρατήσει στο μυαλό της αυτή την εικόνα από το καλοκαίρι του ’29, έτσι αποθησαύριζε η Όρσα το παρελθόν, παραδείγματος χάριν το καλοκαίρι του ’28 ήταν εν τέλει το κόκκινο καπέλο μιας νιόπαντρης που το ’σερνε ο αέρας στην παραλία, το καλοκαίρι του ’27 ο Σπύρος Μαλταμπές στην άκρη του μόλου δίχως πουκάμισο να κοπανάει και να βρίζει ένα χταπόδι και το καλοκαίρι του ’26 η Νανά ΜπουραντάΚαραπιπέρη στα μαύρα με τη μαύρη βεντάλια της, καθιστή στο σκιερό χολ του σπιτιού της μόνη και η πόρτα ανοιχτή. Ο κόσμος στις παραλίες είχε αραιώσει, ένας εδώ κι άλλος εκεί, η κίνηση στην αγορά ψόφια, η πόλη, με τα απομεινάρια του φράγκικου κάστρου στη μύτη της, με τα σκαλοπάτια, τις πολλές εκκλησίες, τις μαρμάρινες κρήνες, τα διώροφα αρχοντικά με τους ενετικούς ή τοπικής έμπνευσης θυρεούς, τις λότζες και τα νεοκλασικά, όλα σπίτια με γερή αρματωσιά
για να αντέχουν στο χρόνο και στην τριγωνική επίστεψη ανάγλυφο το έτος κατασκευής για να το υπενθυμίζουν, ανακαταλήφθηκε σταδιακά από το γυναικόκοσμο, οι ναυτικοί σφάλιζαν το σάκο, έδεναν τα μπαούλα τους κι εγκατέλειπαν, αλλού και ο Σάββας Σαλταφέρος, είχε τάξει να ’ρθει το επόμενο Πάσχα και να μείνει τρεις μήνες. Της Όρσας δεν της ερχόταν ποτέ να πει μαμά μου, μανούλα, μαμάκα, θα την πάρει ο διάολος και θα τη σηκώσει ο μύλος, της ερχόταν να ξεφωνίσει, ιδιαίτερα όταν η Σαλταφέραινα αμφέβαλλε για το ολόσωστο των αποφάσεών της κι έπαιρνε από το ντουλάπι ένα κουτί πούρα Αβάνας να κανονίσει εξομολόγηση, οι αδυναμίες του παπα-Φίλιππα γνωστές, και τα πούρα υπήρχαν παρακαταθήκη, για να διευκολύνουν τη συγχώρεση κάθε αμαρτίας ή ενοχής. Το ήξερε το κόλπο η Σαλταφέραινα, ο παπάς είχε βαρεθεί να ακούει τα ίδια και τα ίδια, ύστερα από τριάντα χρόνια στην ενορία τα παραπατήματα των ναυτικών και των γυναικών τους δεν παρουσιάζανε πρωτοτυπία ή ενδιαφέρον, άκουγε αφηρημένος και στο τέλος συγχωρούσε τους πάντες και τα πάντα, έβγαινε στον αυλόγυρο της εκκλησίας και έστηνε καρτέρι στους λιγοστούς αρσενικούς του νησιού, ψάχνοντας παρέα για το τάβλι. Πιο καταπτοημένος φαινόταν όταν το καρτέρι πήγαινε χαράμι, παρά όταν μάθαινε τι βάραινε τις ψυχές των ενοριτών του. Αν η μάνα δεν είναι τελείως αναίσθητη, αυτές τις μέρες θα τακτοποιήσει τη συνείδησή της μ’ ένα κουτί πούρα Αβάνας,
σκέφτηκε η κοπέλα. Την προηγούμενη μέρα είχε φανεί ο θείος του Σπύρου, ο Αιμίλιος Μπάλας, να πιει έναν καφέ σπίτι τους και να φέρει το θέμα με τρόπο, την έχω αποφασίσει γι’ άλλον, είναι πολλά και ιερά στη μέση που μου δένουν τα χέρια, πες στον ανιψιό σου, δυστυχώς, έδωσα κιόλας το λόγο μου κάπου, πάντως αυτός ο Σπύρος, χριστιανέ μου, πολύ γόης μου φαίνεται για οικογένεια, κι ο θείος, λίγος, κατάπιε τη γλώσσα του, δεν ανέφερε για αίσθημα λέξη, η Σαλταφέραινα, πάλι, παρέκαμψε το σκόπελο και δεν ξεψάχνισε ως όφειλε και ως συνήθιζε καχύποπτη στο έπακρο, η Όρσα κρυφάκουσε τα πάντα. Ένιωσε τις φλέβες της τσαφ να σπάνε και να αδειάζουν και είδε το αίμα να κάνει ένα ρυάκι, να κυλάει αργά και αναπότρεπτα μέτρο προς μέτρο στον πολυαγαπημένο κύκλο Μαλταμπέ, Άγιος Δημήτριος, γεφυράκι, παλιό ταφείο, βραχοσπηλιά κι εκεί να παραδίνει το κόκκινο χρώμα του και να μην υπάρχει πια, να γίνεται σκέτο νερό, ένα με τη θάλασσα. Αφηνιασμένη η μάνα της είχε περάσει στη δράση, ούτε περίστροφο να κρατούσε και να σημάδευε, είχε ακινητοποιήσει τον Μπάλα και του ζητούσε από πάνω και την κοπριά του περιστεριώνα να τη σκορπίσει στις γαριφαλιές της. — Μη σ’ τη φάνε πάλι οι γειτόνισσές σου. Ακίνητη πίσω από τη δίφυλλη δρύινη πόρτα της σάλας, η Όρσα βαστούσε την αναπνοή της, τα άκουγε και δεν
μπορούσε και να κλάψει.
Γ
ΡΑΨΕ, ΚΑΜΑΡΙ MOΥ, τη συνταγή για τα παστελάκια, μπας και μας σιάξει λίγα ο μάγειρας, ήρθε καλλιγραφημένη η συνταγή από τη Μόσχα, τόσο μέλι, τόσο καρύδι, τόσο σουσάμι και τη μετέφρασε τσάτρα πάτρα στην Ανχελίτα, Ανχελίτα Ροδρίγεζ Σαν Πέδρο, η γυναίκα κοντή μα η λαδιά μεγάλη, έτος κατασκευής 1916, τόπος Αργεντινή, κατασκευαστής Σάββας Σαλταφέρος. Δεν ήταν μπερμπάντης, ένας κανονικός άντρας ήταν που η γυναίκα του του τη σβούριζε με την ξινίλα μόνιμη στη μούρη της, η χολέρα σου κι η χολέρα μου, λέγανε τις γυναίκες τους με το μακαρίτη τον Νικηφόρο. Προξενητής λοιπόν ο καραβόσκυλος ο Αχελώος, είχε φόβο στη φουρτούνα, αλλά όλοι οι βαπορίσιοι τον είχανε αγαπήσει το χέστη με το βασιλεμένο μάτι και το λερό καφετί τρίχωμα, που δυο μερόνυχτα ξερνοβολούσε κι έσπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μόλις δέσανε στο Μπουένος Άιρες, ο Σαλταφέρος έβγαλε τον Αχελώο μια βόλτα να ’ρθει στα συγκαλά του, καλμάρισε το ζώο, πήγανε και στις κοπελιές, η Ανχελίτα καινούρια στο σπίτι, φέρ’ τονε στην κάμαρη κι αυτόν μην τρομάξει πάλι και κάνει ζημιές, τον ντάντεψε, φώναξε τον κτηνίατρο, έγραψε αυτός κάτι καταπραϋντικά. Ένας πούστης σκύλος τον έμπλεξε, τα κόμο βος κεράς μι αμόρ και τα σι μι αμόρ ακολούθησαν μοιραία, οπότε την
πέμπτη φορά που πιάσανε Αργεντινή, αυτή τον περίμενε με ντοματοπίλαφο και χαλβά κι αυτός υιοθέτησε το γιο της. Αγνώστου πατρός, τρίω χρονώ, τον φώναζε κιόλας Οδυσσέα, το μόνο ελληνικό που θυμόταν από τρία τέσσερα χρόνια που είχε αντέξει τα θρανία, πάει να με τυλίξει το βρομοθήλυκο, σκέφτηκε ο Σαλταφέρος, το ίδιο απόγευμα την έσυρε σε συμβολαιογράφο και την έβαλε να υπογράψει πως δε θα φανερωθεί ποτέ στην επίσημη οικογένειά του και την άλλη το πρωί ξεμπέρδεψε και με το ληξιαρχείο και οι τρεις τους πήγαν για παγωτό. Ήσυχο πρωί, Σεπτέμβρης, μύριζε κιόλας άνοιξη, η Ανχελίτα συνήθως έξω καρδιά, γλύκες, ταγκό, φιλιά, είχε χάσει το κέφι της από την αναπάντεχη καλή της τύχη κι είχε πιάσει την κλάψα της ευγνωμοσύνης. Ο Σάββας κοίταζε το αγοράκι, δεν ήταν για πέταμα σίγουρα, είχε μια αξιοπρέπεια στο βλέμμα, δεν ενέκρινε τη στάση της μάνας του, τρίω χρονώ αντράκι με τα όλα του κι ένα φουντωτό κατσαρό μαλλί σαν αγγελικό στεφανάκι από χορταράκια. Ανχελίτα και Οδυσσέας, Παναγίες και οι δύο, και ο Σαλταφέρος τουλάχιστον στο Μπουένος Άιρες χαλάρωνε, είπε λοιπόν στους Χαδούληδες, πενηντάρισα, όχι άλλη Κίνα Ιαπωνία Ινδία Μαντζουρία, λόγω επανάστασης γινόταν χαμός εκεί, η Αργεντινή του πήγαινε πολύ, είχε μάθει καλά τις θάλασσες του Νότιου Ατλαντικού, Ατλάντικο Σουρ, και μερικά χρονάκια τώρα μάζευε για πάρτη του φορτία και
ναυλώσεις για Κίνγκσταουν, Τζώρτζταουν, Κιουρασάο, Παραμαρίμπο, Νικοτσέα, Βαλπαραΐσο και πίσω. Οι λοιποί δεν είχαν καμιά δουλειά να τα μάθουν, ο Νικηφόρος μάλιστα, άξιζε ένα τέτοιο μυστικό, μα πάνω στην ώρα τα κακάρωσε και του έμεινε ο γιος κρυφός, δεκαπέντε χρονώ παλικάρι πια, ένα κι ογδόντα ύψος. Και οι γνωστές κόρες. Τις προάλλες στη Λισσαβόνα πήρε τρία γράμματα, Όρσα, Μόσχα, Μίνα, λες κι είχαν γραφτεί όχι από πλάσματα που ζούσαν στο ίδιο σπίτι μα από ανθρώπους άγνωστους μεταξύ τους, αλλοεθνείς και αλλόφυλους, η γυναίκα του οχτώμισι σειρές λίστα εξόδων και κάτι μασημένα λόγια για προξενιά του μέλλοντος, η Μόσχα έντεκα σελίδες ραπόρτο για το τι συνέβαινε στις ξένες πόρτες, αφού προσπερνούσε την πόρτα του λευκού διώροφου σπιτιού της Ρίβας, τη δική τους, και η Όρσα δυο αραιογραμμένες σελίδες όπου με τον τρόπο της έλεγε αρκετά, να χαρείς, μπαμπάκα, κρύψε με στο βαπόρι σου, πολύ μικρή τελικά η Μικρά Αγγλία, που έλεγε και η νονά, για να χωρέσει τα μεγάλα αισθήματα. Ο Σάββας Σαλταφέρος σκοτείνιασε για εκατοστή φορά, η γυναίκα του είχε στερήσει τα χάδια από τα κορίτσια τους, και κάθε δυο τρία χρόνια που επέστρεφε κι ο ίδιος στο νησί δεν ένιωθε άνετα να φιλάει και να χαϊδεύει δυο μαζεμένα παιδιά που στο μεταξύ είχαν γίνει κοπελάρες και η ηλικία είχε σηκώσει ένα επιπλέον τείχος ανάμεσά τους. Αφού έπαιζε θέατρο μερικές φορές στην Άνδρο, έκανε τον νοσταλγό και τον περίλυπο, ενώ μέσα του βιαζόταν να την
κοπανήσει και να ξαναγλιστρήσει στα νερά του, τριάντα έξι χρόνια ναυτικός, όλα τα νερά τού ήταν γνώριμα. Φοβόταν ακόμα και ν’ αποθυμήσει το κρεβάτι του, τα ξινόδεντρα και το κηπαράκι του, τη γριά του και κάτι διαλεχτούς σαν τον Γρηγόρη. Ξαπλωμένος στον αέρα, στα χέρια τεσσάρων ναυτικών, κοιτώντας το Μάτι του Θεού, το γαλατένιο ουρανό, το μεσημεριανό φεγγάρι, ο Γρηγόρης πέταξε, μπαμπάκα, πέταξε για τελευταία φορά στη διαδρομή μέσα από τον κεντρικό δρόμο, προσπέρασε το σωρό με τα κούτσουρα και τα μαραμένα κλωνιά του νυχτολούλουδου που ξεπάστρεψε πάλι ο μυγιάγγιχτος ο κουρέας, προσπέρασε και τα δίδυμα πλατάνια της πλατείας, τα σπίτια που βεγγέριζε ανάμεσα σε δυο μπάρκους και προσγειώθηκε στην Παναγία, του είχε γράψει η Όρσα. Άκουγε, μπαμπάκα, από τις έντεκα το πρωί ως τις τέσσερις το απόγευμα την καμπάνα, άκουγε και το σιγανό κλάμα της γυναίκας του και προσπαθούσε να τη συνηθίσει. Σφίχτηκε η ψυχή του για τον Γρηγόρη, σφίχτηκε και για την Όρσα, ένα κορίτσι που το μυαλό της τριβελίζανε μίζερες ιδέες. Έσβησε το τσιγάρο, φύλαξε τις επιστολές κι έτριψε κυκλικά τους κροτάφους, η μάνα του υπέφερε από πονοκεφάλους και τους απόλαβε κι αυτός κληρονομιά, μη χάσει. Βγαίνοντας από την καμπίνα του για τη δουλειά έπεσε πάνω στο μάγειρα που του έφερνε λίγο λουκάνικο και ξέσπασε πάνω του. — Άι σιχτίρ, τελικά θα λέω αποθυμώ την Άνδρο και θα
εννοώ δεν αποθυμώ παρά τον Αρίστο τον μπακάλη, ας πούμε, που άνετος και καλοξυρισμένος, μ’ ένα μουστάκι σκέτη γεωμετρία, ενώ ζυγίζει πρόβειο βούτυρο ή βακαλάο, εξηγεί και τα όνειρα. — Και φτιάχνει και τα πιο πικάντικα λουκάνικα, συμπλήρωσε έντρομος ο Χρηστάκης.
Σ
ΕΛΙΣ 146, συστάσεις του Άγγλου Ναυάρχου Sir Frederick Bedford προς αποφυγήν συγκρούσεων, στο βιβλίο του πατέρα του, Στοιχειώδης Θεωρητική και Πρακτική Ναυτική μεθ’ όλων των πινάκων και αστρονομικών εφημερίδων, υπό Πελοπίδα Τσουκαλά, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1912, παλιό αλλά έγκυρο, ο Σπύρος Μαλταμπές το είχε αποστηθίσει και δεν ήταν το μόνο, από δώδεκα χρονώ φυλλομετρούσε τέτοιες εκδόσεις. Και τι άλλο να έκανε καταμεσής στον Ινδικό όπου τίποτα δε συνέβαινε, δεν υπήρχε παρά ένα βαπόρι που κυλούσε σε ένα άσπρο σύμπαν, και αυτή η μονοτονία τον υποχρέωνε να σκέφτεται τα ίδια και τα ίδια και να του στρίβει. Δεκαεφτά δεκάτου στη Σουραμπάγια Ιάβας, σκάλα για φόρτωση ρυζιού, έμαθε πως η Σαλταφέραινα τον απέρριψε ασυζητητί, στα είκοσι εφτά του καπετάνιος με δελεαστικές προτάσεις από πολλούς εφοπλιστές, Αντριώτες, Χιώτες, Εγνουσιώτες, Κασιώτες και Κεφαλλονίτες, δε ρώτησε καν αν υπήρχε αίσθημα ή συμπάθεια με την κόρη της, αυτή που ψώνιζε λάδι από την κορφή, βούτυρο από τη μέση και μέλι από τον πάτο, να που δεν ήξερε να ψωνίσει γαμπρό για το παιδί της, ένας Θεός ξέρει ποιον παλιοκερατά τζιτζιφιόγκο θα ’χε βάλει στο μάτι, αξίωμά της: δεν έχεις παρά, δεν έχεις χαρά. Κορμί για νυχτέρια και πάει, το ’χασα, θυμόταν ο
Μαλταμπές μια μέση λιανή, καρπούς κι αστραγάλους δαχτυλίδια, μπράτσα και πόδια κρεατωμένα. Όταν την πρωτοφίλησε, η Όρσα λιποθύμησε στην αγκαλιά του από ντροπή, μα μόλις συνήλθε, έμεινε σιωπηλή λίγα λεπτά κι ύστερα με απρόσμενη τόλμη απάντησε στο δικό του πρώτο φιλάκι με χίλια δικά της, αφήνοντάς τον ξερό από την έκπληξη. Όσο για το τελευταίο ραντεβού πριν μπαρκάρει, μάρτυρες τα σαράντα περιστέρια του θείου του, στα ζωναράκια και στα ψαροκόκαλα του περιστεριώνα γουργουρίζανε και σεγοντάρανε ανάσες κοφτές και λέξεις μισές. Παράξενο κορίτσι, τη μια υποτακτικό, την άλλη ανυπότακτο, την τρίτη γάργαρο και πρόσχαρο, την τέταρτη απρόσιτο και μελαγχολικό, με επηρεάζει πολύ το φως, επέμενε, ή τα όνειρα. Σπάνια μιλούσε για το σόι της, θα σου διαβάσω ένα ποίημα, έλεγε τελείως ξαφνικά και μετά τον βασάνιζε να βρει τίνος είναι, τον μπέρδευε με τα αρχικά των ποιητών ή τη γενέθλια πόλη τους κι εκείνος έχανε πάντα κι εκεινής της άρεσε πολύ που ο αγαπημένος της δε σκάμπαζε από ποίηση. Είχε αντιγράψει αδέσποτους στίχους από δω κι από κει στο δερματόδετο μακρόστενο τετράδιο, χοντρό σαν εκκλησιαστικό βιβλίο, ίδιο με αυτά που στα βαπόρια κατέγραφαν τη μισθοδοσία, papeterie Hautin, fondée en 1856, είχε μάθει τα γαλλικά από τις καρτ ποστάλ, αλλά η προφορά της ήταν καλή. Ο Μαλταμπές ξεφύλλισε στην τύχη
το δικό του, δεμένο με μαύρο δέρμα, με την ετικέτα ΟΣΤΡΙΑ σε καφέ διακοσμητικό πλαίσιο, μισθοδοσία πληρώματος από πρώτης Μαρτίου 1928 πέρυσι, ο τηλεγραφητής Νικολός Ζαννής χρεωστεί 250 σκούδα, ο ανθρακεύς Ιωάννης Πολύζος έχει λαμβάνειν 37 λίρες, σε άλλη σελίδα ο μηχανικός Αθανάσιος Μαΐστρος εζήτησεν εις Καλκούτα προκαταβολήν 50 λιρών και λοιπά, ο Μαλταμπές είχε κάνει δέκα φορές το γύρο του κόσμου. Πάντως το περασμένο καλοκαίρι είχε εντυπωσιαστεί από την άπλα και τις κρυψώνες του μικρού νησιού που καμουφλάρισε το ειδύλλιο, όλοι γνωστοί κι όλοι περίεργοι, κανένας δεν τους είχε πάρει χαμπάρι. Η Όρσα ερχόταν μεν με χίλιες προφυλάξεις, πάντα όμως τυλιγμένη στα μεταξωτά, ήξερε ο Σπύρος από τουαλέτες, αλλά αυτό ήταν ολόκληρη ιστορία, ερχόταν λοιπόν με λίγα φούλια περασμένα στη μελιά πλεξούδα, μια κορδέλα θαλασσιά σαν τα μάτια της, στύλωνε το βλέμμα του στο μπλε τους κι έβλεπε τον κυματισμό τους δροσερό και αέναο, σ’ αυτό το πέλαγος θ’ αρμενίζω, της δήλωνε και την έσφιγγε πάνω του φουντωμένος, τυχερέ Μαλταμπέ, έλεγε στον εαυτό του, το κορίτσι είναι γοργονάκι, το γούρι σου, σαν αυτό που είχε τατουάζ στο αριστερό του μπράτσο, με πλούσιο μαλλί, γυριστή ουρά και καλοσχεδιασμένα λέπια. Οι δουλειές του βαποριού βαριές κι οι άντρες κουρντισμένοι, άλλος πέντε, άλλος δεκαπέντε, άλλος είκοσι πέντε χρόνια στη θάλασσα, μόνο οι νεομπαρκαρισμένοι δεν έπαιρναν πρωτοβουλία και ρωτούσαν. Όταν ο καιρός δεν είχε
ξεσπάσματα, όλα ήταν πολύ ίδια, πολύ συνηθισμένα. Ο Σπύρος πρόσεχε τους παλιούς, ο καθένας τη ρέγουλά του και στα λιμάνια και εν πλω, ακόμα και οι χωρατατζήδες, οι μπελαλήδες κι όλοι οι ανοικονόμητοι νταήδες στους μακρινούς πλόες καταλάγιαζαν, η θάλασσα τους πετούσε κάτω την τρίτη μέρα, επέβαλλε το δικό της ρυθμό και τις σιωπές της σε όλους, όποια ειδικότητα κι αν ήταν σημειωμένη στο ναυτικό τους φυλλάδιο, λιπαντής, ναυτόπαις ή θαλαμηπόλος, όπως ο Τάκης, ο ανιψιός της Μούραινας, το καλό παιδί του νησιού που είχε ναυτολογηθεί, πάνε δυο μήνες, πρόθυμος για τους πιο κολασμένους μπάρκους και χωρίς να πέσει σε τυφώνα και να χρειαστεί να προσευχηθεί με φούρια, ξεφούσκωσε η ορμή του για περιπέτειες και γύρισε σε νευρασθένεια. Στο κεφάλι του Σπύρου είχαν μαζευτεί πολλά. Περίμενε όμως και την καλή. — Δύο φορές μου έσωσες πέρσι το βαπόρι, δύο περιουσίες μου γλύτωσες, ο υιός Χαδούλης, πολύ ιδιαίτερος τύπος, αριστοκράτης και του βιβλίου, του είχε μόλις τάξει με τηλεγράφημα πόντους στο καινούριο βαπόρι τους, ΛΕΩΝΙΔΑΣ II, παραγγελία στο όνομα του θείου τους που μεγαλούργησε στο ναυτικό εμπόριο και λαθρεμπόριο και πέθανε κανονικά, γέρος, μόλις είχε γονατίσει τον παπά στο τάβλι. Με ένα 15% πάνω του θα τον έβλεπε και η Σαλταφέραινα πιο κύριο, και ο Μαλταμπές που είχε βάλει στο μάτι το
κορίτσι της θα της το βούταγε παντί τρόπω.
Ε
ΝΑ ΜΟΥΛΑΡΙ στο παράθυρο, δέκα σακιά σβησμένη βερβελιά στη ρίζα της ρογκλωνιάς, η οπαλίνα που δεν αιωρείτο άλλο και ο ηλεκτρολόγος κατέβηκε επιτέλους από τη σκάλα έχοντας κουκίσει όλο το ισόγειο με ψιλοκομμένα κόκκινα και μαύρα καλώδια και μπρούντζινα συρματάκια. Η Μίνα Σαλταφέρου τον κατσάδιασε γιατί ήρθε να κρεμάσει τις καινούριες λάμπες μετά το γάμο, τι έφταιγε και ο Ευτύχης που είχε αρπάξει κρύο με πυρετό κι άφησε τις υποχρεώσεις προς τους πελάτες να εκκρεμούν; Η Σαλταφέραινα όμως είχε οργανώσει το γάμο της Όρσας σαν πολεμική επιχείρηση, μοιράζοντας ακριβείς οδηγίες σε συγγενείς, γειτόνους και άσχετους, για να μη μετρήσει η απουσία του Σάββα, για να μην προλάβει κανείς να αναλογιστεί τα κουσούρια αυτής της παντρειάς, για να σαστίσει και η πρωτότοκη με τα σούρτα φέρτα, να ξεχαστεί και να το βουλώσει. Η Μόσχα έβλεπε από μακριά στο μόλο να ξεφορτώνουν από τις μαούνες και να φορτώνουν στα ζώα τις βιεννέζικες καρέκλες, τα τέσσερα γαϊδούρια προχωρούσανε αργά, ως μισή ώρα πήρε να φτάσουν, να κατηφορίσουν τα σκαλοπάτια και να ακουμπήσουν στην αυλή τους τα εκλεκτά καθίσματα κι ένα πορτ μαντό, δώρα του Χαδούλη του εφοπλιστή, όλοι οι συνένοχοι βάζανε βαθιά το χέρι στην τσέπη. Χασομερούσε
αυτή στο ζαχαροπλαστείο, δίπλα στο μουστακαλή ιδρυτή του που μια δεκαετία τώρα, ξεθωριασμένος από τη θερινή αντηλιά, αναπαυόταν πάνω από τα φρουί γκλασέ και σκασίλα του, μόνη έννοια του μακαρίτη να κατακεραυνώνει με το γλαρό του μάτι τις μύγες που λιγουρεύονταν τη ζάχαρη, μα πού να γλείψουν. Θα έπαιρνε ζαχαροπλάστη; Προκειμένου να μην πάρει ναυτικό, θα έπαιρνε και τον παραγιό που φούρνιζε τα αμυγδαλωτά και τα παστίτσια, μωρέ και το σκλαβάκι που τα καλοκαίρια αλώνιζε τα χωράφια κι αγόραζε τα πικραμύγδαλα για τη σουμάδα θα έπαιρνε αν δεν αγαπούσε. Ο Ντέιβιντ καθόταν στο ζαχαροπλαστείο, είχε αποφάει μια πάστα, μάλλον σοκολατίνα γιατί είχε μείνει λίγη τρούφα στο πιατάκι και σκυμμένος έγραφε κάρτες, κάρτες χριστουγεννιάτικες, μα θα φτάσουνε κατόπιν εορτής, της ήρθε να τον μαλώσει, είκοσι Δεκεμβρίου κιόλας, αλλά αυτός ήταν ενοχλημένος από τον κόσμο που ολοένα μπαινόβγαινε να παραγγείλει και να ψωνίσει, τη χαιρέτησε κάπως τυπικά κι έτσι έμεινε ώρα στήλη άλατος να παρακολουθεί πέρα μακριά τα τέσσερα γαϊδούρια με τις βιεννέζικες, ξεγλωσσισμένα από τη διαδρομή στον παγωμένο αέρα, μέχρι που άκουσε, δεσποινίς Σαλταφέρου, έτοιμα τα κουφέτα, και στα δικά σας. Η Όρσα ήταν σαν ψεύτικη με το αέρινο νυφικό, αθηναϊκός οίκος, το μαλλί πασπαλισμένο με λεμονανθούς κι ένα τσούρμο παρανυφάκια, παιδιά καπεταναίων κι εφοπλιστών, όλη η Άνδρος είχε κάνει πρώτο θέμα το γάμο κι είχε στείλει
δώρα, γέμισε το διώροφο ορδινιές με παντεσπάνια, το κάτω σπίτι, εκεί που συνήθως ζούσε όλη η οικογένεια, κι όχι το επάνω που οι Σαλταφέροι προόριζαν για προικιό της πρωτότοκης, εξόπλιζαν με τις καλύτερες ποιότητες και στο μεταξύ το ξεκλείδωναν μόνο για γιορτές και φιλοξενία. Η Όρσα δεν ήθελε με τίποτα να μείνει στο επάνω, που είχε και καλύτερη θέα σε όλο το Αιγαίο, στον όρμο Παραπορτιού κι από την άλλη στο Μάτι του Θεού, έλεγε κάτι τρελά για τα νυχτολούλουδα στα παρτέρια που το θέρος τα ήθελε δίπλα της, η μάνα της έντεχνα την οδήγησε να δίνει μάχες για τα άνθη και την άφησε να τις κερδίσει, κι ο Βατοκούζης δεν ανακατεύτηκε, η Όρσα ήταν το λαχείο της ζωής του, αυτός δεν ήταν το λαχείο της Όρσας, γιατί όταν η Σαλταφέραινα πιο απαστράπτουσα κι από τον Σύρου, Τήνου, Άνδρου Αθανάσιο που ταξίδεψε να ευλογήσει ο ίδιος την ένωση και ως ανώτερος ιεράρχης να εξορκίσει αποτελεσματικότερα τη σύφιλη, όταν λοιπόν η Μίνα τόνιζε δεξιά κι αριστερά με έμφαση, ευχαί γονέων θεμέλια οίκων στηρίζουσι, η Όρσα την κοίταζε σαν σφαχτό, μα τζάμπα πια. Ο γάμος ήταν γεγονός, Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 1929. Καί σύ, Νύμφη, μεγαλύνθητι ὡς ἡ Σάρρα, καί εὐφράνθητι ὡς ἡ Ρεβέκκα, καί πληθύνθητι ὡς ἡ Ραχήλ, εὐφραινόμενη τῷ ἰδίῳ ἀνδρί, φυλάττουσα τούς ὅρους τοῦ νόμου, ὅτι οὕτως εὐδόκησεν ὁ Θεός· στη μέση της σάλας κάτω από το λασκαρισμένο πολύφωτο που ο Ευτύχης δεν είχε προλάβει να ξεκρεμάσει, ο Αθανάσιος τα είπε δυνατά, και σιγανά, μέσα
από τα δόντια, τα είπε και ο παπα-Φίλιππας, παράμερα παρών. Το γλέντι βάσταξε ως το χάραμα, η Μόσχα παρακολουθούσε τους σοβαρούς νεονύμφους, ένα βαλς κι ένας μπάλος, και συλλογιζόταν την αδερφή της δίχως ρούχα να παραδίνεται για πρώτη φορά σ’ έναν άντρα που υποπτευόταν το αίμα του, ενώ ψυχανεμιζόταν ότι άλλον ήθελε, κάποιον που δεν άνοιγε το στόμα της να μαρτυρήσει, και το δράμα ήταν που αυτός ο ξανθούλης και ψηλολέλεκας Βατοκούζης, με τα μισόκλειστα καστανά μάτια, δε φαινόταν βλάκας ή κακός, Θεέ και Κύριε, τι κοροϊδία τώρα και για τους δύο η αρωματισμένη κάμαρη, τα κολλαρισμένα σεντόνια και το σατέν καπιτονέ πάπλωμα, τα ροδοπέταλα, τα κοχύλια και τα κουφέτα σκόρπια στο κρεβάτι της πρώτης κοινής τους νύχτας, νύχτας μαρτυρίου. Νύχτα μαρτυρίου, κυρίας και κυρίου, στο φως ενός κηρίου η θέλησις Κυρίου, Κατίνα, Κική, Μαρί, Μόσχα, οι τέσσερις αχώριστες συμμαθήτριες ξανασυνειδητοποίησαν πως ήταν κορίτσια και με το ένα, με το δύο, με το τρία κατεβάσανε μονορούφι από ένα ρακί. Ο Ντέιβιντ αποφάσισε να κουνηθεί, ζήτησε από τη Μόσχα να χορέψουν κι αυτή όρμησε πάνω του με ανανεωμένες ελπίδες, σφίχτηκε στο στήθος του κι ο ξένος τρόμαξε, την επανέφερε σε μιαν απόσταση είκοσι πόντων από το κορμί του, απόσταση παραδεχτή από τους κανόνες ζωής του νησιού. Πρέπει πάντως να κατάλαβε την απογοήτευσή της,
αλλά εκείνη αναστέναξε για να την κάνει πιο αισθητή και τα μάτια της μαυρίσανε κι άλλο. Ύστερα από τέσσερις πέντε στροφές και με φωνή ακόμα πιο εγγλέζικη από συνήθως, δείξε μου και τα βήματα του μπάλου μετά, είπε, αλλά δεν υπήρξε μετά, σαν να το ξέχασε, χάθηκε πάλι στη γωνιά του ανάμεσα σε δυο γίγαντες, τον Παπαδόπουλο το φυσικομαθηματικό και τη Χαζάπη την ιστορικού, πολύ λιανός ο Ντέιβιντ, ούτε τα φαγητά του γαμήλιου τραπεζιού του αρέσανε, μόνο παστέλια και σοκολατίτσες τσιμπούσε, η κυρία Νανά του έτεινε συχνά τη φοντανιέρα. Η Μίνα Σαλταφέρου, που είχε παντού μάτια, πήρε χαμπάρι το βαλς και φύλαξε τα σχόλια για το χάραμα, όταν θα αποχαιρετούσανε και οι τελευταίοι, λιγότερο ή περισσότερο μεθυσμένοι, ψάχνοντας πού παράτησαν την μπομπονιέρα τους. — Πλήρωσα και τα όργανα, μια χρυσή λίρα στο λαουτιέρη και μια στο σαντουριτζή, η φασαρία τέλος. Πάμε κι εμείς να πλαγιάσουμε για δυο ωρίτσες. Η κόρη ήταν πολύ ψηλότερη, η ψηλή της οικογένειας, ανασηκώθηκε λοιπόν η χαμηλή και βαριά Μίνα, της έστρωσε το κατάμαυρο κατσαρό μαλλί και κοιτώντας καλά καλά όχι μόνο τη Μόσχα αλλά και το πάτωμα, δηλαδή την Όρσα που είχε αποσυρθεί με τον Νίκο στο κάτω σπίτι από νωρίς, εκμυστηρεύτηκε το απόσταγμα πείρας μιας ολόκληρης ζωής, οδηγώντας απαλά τη μικρή της κόρη ακριβώς πάνω από την κρεβατοκάμαρη των νιόπαντρων και μιλώντας σιγανά, ένα θα
σας πω, χίλιες φορές καλύτερα να μην παντρεύονται τα κορίτσια αυτούς που αγαπούν, γιατί όταν θα τρέχουνε γραμμή στις παστρικές, ο πόνος θα παλεύεται. Η Μίνα Σαλταφέρου, αν και κοντόχοντρη, στα είκοσί της ήταν επιθυμητή γυναίκα λόγω συνδυασμού χρωμάτων, δέρμα γάλα, μαλλί κορακί, μάτι κάρβουνο, στόμα δαμάσκηνο, στον καιρό της κάτι υπήρξε κι αυτή, και στη Σμύρνη που είχε κάνει κοριτσάκι δεν άφηναν τις γυναίκες να πηγαίνουν χαμένες. Μέσα της είχε βεβαίως προ πολλού καταλήξει για το είδος του δικού της γάμου, μια ζωή στην αναμονή και πρώτο βραβείο πίστης, μα το έπαθλο δεν άξιζε φράγκο.
Τ
Ι ΝΑ ΠΩ, καρδιά μου, για να με συγχωρέσεις; Δεν ήθελες τα δώρα, μα εμένα τον ίδιο. Από τους Γερμανούς έγινε σαφές ότι έπρεπε να επιβλέψω ο ίδιος τις επισκευές στην Αμβέρσα. Τη μέρα του γάμου σου, που είχα λογαριάσει να χορεύω μπάλο ίσαμε το ξημέρωμα, να τραγουδήσω κι εγώ με τα όργανα, έλα Χριστέ και Παναγιά με το μονογενή σου στ’ αντρόγυνο που γίνεται να βάλεις την ευκή σου, τα ’χα όλα συνεννοημένα με τηλεγράφημα στον Βαγγελάκη, τελικά έγινα στουπί παρέα με τους αλλοεθνείς και τα ολαρία τους. Καλύτερα που έλειπες, μπαμπά, είχε σκεπάσει χιόνι το νησί κι έμοιαζε αριστοκρατικό και σπάνιο, σαν τα τοπία με τα παγόβουνα που μας ταχυδρομούσες από τον Αρχάγγελο. Είκοσι λέξεις και ούτε, αυτή ήταν η απάντηση της Όρσας στον Σάββα Σαλταφέρο. Δέχτηκε το γαμήλιο ταξίδι για να μη βλέπει άλλο τη μάνα της να ανεμίζει στα μουγγά ιατρικά πιστοποιητικά με σφραγίδες και βούλες, εικοσάχρονη νύφη, πολύ νέα για να υποψιαστεί πως ίσως η Σαλταφέραινα φοβόταν μήπως στο τέλος ή, ακόμα χειρότερα, πριν από το τέλος, έβλεπε αλλιώτικα την ίδια της τη ζωή και αναλυόταν σε δάκρυα. Μακάρι να ήμασταν όλοι μεταξύ μας παραχαϊδεμένοι, να αγκαλιαζόμασταν και να φιλιόμασταν πιο συχνά, σαν παιδιά
να κλαψουρίζαμε και να χαχανίζαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας, ήταν σκέψεις που η Όρσα έκανε συχνά, είχε πάρει αμετάκλητη απόφαση στη ζωή της να δίνει βάρος μόνο στην αγάπη, από δώδεκα χρόνων αυτό, μια νύχτα που εντελώς ξαφνικά ένιωσε την κακή μοναξιά, τις χάρες της καλής δεν τις αρνιόταν. Πριν από το γάμο πήγε στα Απατούρια, μια ώρα ποδαρόδρομο, να πει στη νόνα Όρσα την αλήθεια και να συνάψει συμμαχία. Έφτασε με χειμωνιάτικη λιακάδα, το χωριό εκεί βλέπει ανατολή, μόλις αποφάγανε οι δυο Όρσες την ψαρόσουπα και ξεψαχνίσανε τα καπόνια, το συνηθισμένο γεροντίστικο φαΐ, η μεγάλη έβαλε το μπρίκι για καφέ κι η μικρή σηκώθηκε να ξεθερμίσει τα πιάτα στο νεροχύτη, είδε από το παραθυράκι της κουζίνας πως ο ήλιος είχε κιόλας χαθεί πίσω από το βουνό, σκοτείνιασε μεμιάς και η διάθεσή της· της άρεσε να σουρουπώνει και να νυχτώνει σε μέρη που βλέπανε στη δύση, η μέρα χασομερούσε, ο τόπος σκούραινε από λίγο λίγο, η στιγμή που οι άνθρωποι άναβαν το ηλεκτρικό ή το φιτίλι του πετρελαίου ήταν σαν φως και σκοτάδι ν’ άλλαζαν μεταξύ τους ένα φιλί, αλλού, εκεί που γίνονταν όλα απότομα, φοβόταν μην της στρίψει. Αναποδογύρισε τη σουπιέρα και τα δυο βαθιά πιάτα να στραγγίξουν, κοίταξε ξανά έξω, επίθεση εναέρια από εκατοντάδες ψαρόνια που πλάκωσαν βολίδα και σφηνώθηκαν σαν σφαίρες στις δυο πελώριες συκιές με τα
γυμνά κλαδιά τους ζεβλωμένα ακόντια, οι συκιές σταχτιές, ο κυπαρισσένιος ανεμοφράχτης πιο πέρα κατάμαυρος κιόλας, τοπίο σαν εικόνισμα απειλητικού αγίου. — Λοιπόν σ’ ακούω, έκανε η γριά, της πάσαρε το φλιτζανάκι, έβαλε στο τραπέζι ένα πανέρι με μανταρίνια και πήρε μια βαθιά ανάσα, έτοιμη να μάθει κάτι σοβαρό, είχε εννοήσει άριστα το σκοπό της επίσκεψης και πάντοτε λάτρευε να κοντράρει και να υπονομεύει τη νύφη της. Η Όρσα δεν έβγαλε άχνα, είχε καταπιεί τη γλώσσα της κι ένιωθε κομμένη. Η νόνα σκάλισε λιγάκι, πέταξε επίμαχες λέξεις, σύφιλη, πεθερός, φόβος, έρωτας, και αναγκαστικά το γύρισε αλλού. — Πόσα χρόνια έχεις άκοπο το μαλλί; ρώτησε την εγγονή της καθώς εκείνη έβαζε παλτό και σκουφάκι. — Από τη δευτέρα δημοτικού, απάντησε η Όρσα, τη φίλησε και βγήκε. Θαμπές φιγούρες πίσω από τα τζάμια τους οι λιγοστές γειτόνισσες, μια εδώ και μια εκεί, στύλωναν ακίνητο το μάτι στο έρημο δρομάκι, δεν περίμεναν να φανεί περαστικός, είχαν από νωρίς πάρει χαμπάρι την επίσκεψη της αρραβωνιασμένης κι ήθελαν να τη δουν καθώς άνοιγε το βήμα της μη νυχτωθεί στους χωματόδρομους. Δυο τρεις ανοίξανε μάνι μάνι τα τζάμια, παραμέρισαν τα κουρτινάκια και φώναξαν καλά στέφανα. — Μη μ’ ακουμπήσεις απόψε, είπε του Νίκου Βατοκούζη. Οι καλεσμένοι με τα γνωστά υπονοούμενα τους είχαν
σπρώξει μια ώρα αρχύτερα στην κρεβατοκάμαρη. Αυτός δε βιαζόταν καθόλου, έψαξε τα τσιγάρα του, στο δεύτερο, δεν πειράζει, Όρσα, είπε και κάπνιζε ως το πρωί ακούγοντας το λαούτο και τα χοροπηδητά στο πάνω σπίτι, χαλούσε ο κόσμος, εκ γενετής κουσούρι του διώροφου, η μονοπατωσιά και η φασαρία δεν έκοβε καθόλου. Ύστερα από λίγη ώρα η νύφη μπορούσε να ξεχωρίσει τα ψηλά τακούνια της Μαρί από τα τακουνάκια της Νανάς, που στα μικρά βηματάκια της ακουμπούσε πρώτα τη μύτη και κατόπιν τη φτέρνα, σαν οπλές νεαρού αλόγου, ο γαμπρός εντόπισε άνετα τις βαριές σόλες του Χαδούλη στον έναν και μοναδικό μπάλο που χόρεψε ο γέρος, διέκρινε τη στέρεη πατημασιά του μητροπολίτη, που αποχώρησε σχετικά νωρίς, από την αβέβαιη του παπα-Φίλιππα, που έμεινε, αλλά ο παραγκωνισμός τού είχε κόψει τα πόδια και τα κέφια, για λίγο αφοσιώθηκαν και οι δύο σ’ ένα πνιχτό κοριτσίστικο κλάμα, είχε λυθεί το τούλι της μπομπονιέρας κάποιας μικρής παρανύμφου και τα κουφέτα της κυλήσανε στο πάτωμα σαν βοτσαλάκια. Την άλλη το μεσημέρι φύγανε με την ΑΦΡΟΕΣΣΑ για Πειραιά, μείνανε στο Πρωτεύουσα τέσσερις μέρες, αυτός έτρεχε για τις εκκρεμότητες του ταξιδιού, από τους εφοπλιστές στους λιμενάρχες, στους ναυτικούς πράκτορες, στις εταιρείες ανεφοδιασμού, στην επίβλεψη της φόρτωσης. Οι Χαδούληδες, συνέταιροι του Βατοκούζη, και όχι μόνο αφεντικά του Σαλταφέρου, έστειλαν στο Πρωτεύουσα ένα
βουνό λευκό, εκατό άσπρα τριαντάφυλλα. Η Όρσα την έβγαζε στο δωμάτιο κοιτάζοντας από το παράθυρο την κίνηση του δρόμου και του λιμανιού, βροχή, άμαξες, αυτοκίνητα, άνθρωποι βιαστικοί και βαπόρια πλήθος. Όταν νύχτωνε, καθόταν στο σκοτάδι και μετρούσε τα φώτα έξω, ασυνήθιστα πολλά γι’ αυτήν, κιτρινωπά και θαμπά, καθώς τα κύματα του ψιλόβροχου έρχονταν κι αναδεύονταν σαν σύννεφα σκόνης και τύλιγαν όλο τον Πειραιά. Να ’ταν αλλιώς, θα βολτάριζε στις βιτρίνες, θα μπαινόβγαινε στα καταστήματα, θα πήγαινε να περιποιηθεί τα νύχια και τα μαλλιά της, να επισκεφθεί κόσμο. Αλλά δεν ήταν αλλιώς, ήταν έτσι. Ο Μαλταμπές έπλεε κάπου στον Ινδικό και στο καλοκαίρι του, στο πλήρωμα του ΟΣΤΡΙΑ πολλοί οι Αντριώτες και η αλληλογραφία στερεότυπη, ο τάδε πέθανε, η δείνα γέννησε, αυτός στεφανώθηκε την άλλη, ήξερε λοιπόν, ή σε λίγες εβδομάδες θα μάθαινε, πως η Όρσα Σαλταφέρου ήταν πλέον σύζυγος Νικολάου Βατοκούζη. Αυτό το τελευταίο συνέβη στην καμπίνα, ενώ το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ με τον αέρα πρίμα έπλεε στα ανοιχτά της Σαρδηνίας και το καντήλι πλάι στην κουσέτα ήταν όπως πάντα αναμμένο. Ο Νίκος Βατοκούζης είχε συνέχεια κλειστά τα μάτια και τα έκλεισε και η Όρσα, μόνο ο Άγιος Νικόλαος στο εικονισματάκι του τα είχε ορθάνοιχτα, δεν άφηνε τίποτα να του ξεφύγει. Όταν τελείωσε η ιστορία, η Όρσα συνειδητοποίησε πως η έκφραση «έγινα δική του» είναι λάθος, ήταν η πρώτη φορά
που ένιωσε το κορμί της δικό της και μόνο δικό της όσο και τις σκέψεις της, γύρισε ελαφρά στο πλάι, κι εκείνος νυχτιάτικα και ανεξήγητα της έλυσε τη μακριά πλεξούδα και με την τσατσάρα του της χτένισε χωρίς βιασύνη τα μαλλιά και τα άπλωσε να πιάσουνε όλο το κρεβάτι, σαν να περίμενε καιρό αυτή την πράξη κι αυτό το θέαμα. Έκανε ένα τσιγάρο και βγήκε, τράβηξε για την τσιμινιέρα να σιγουρευτεί για τη ρότα του βαποριού. Το νυφικό της Όρσας, ολόλευκος, ολοκέντητος, ολομέταξος καταρράχτης σε κρεμάστρα δίπλα στο φινιστρίνι, έμεινε εκεί και τις σαράντα ημέρες του ταξιδιού.
Είχε φουσκοθαλασσιά, περιέπλεαν το φανάρι του Φινιστέρο και ο Νίκος έψαχνε με τα κιάλια τους βράχους του Βίγκο, πολλά τα γολετόβρικα, τα ιστιοφόρα και τα ατμόπλοια που είχαν πιάσει τελευταίο ντόκο εκεί στον πάτο, στα ανοιχτά της Ισπανίας. — Λύσσα το φαΐ, είπε ο Μανσόλας ο υποπλοίαρχος, η μαγειρική του Καρυστινάκη δεν του πήγαινε καθόλου, κι έπινε απανωτά νερά, ο Νίκος κι ο μαρκόνης προτιμούσαν τον καφέ, οι τρεις τους κουβεντιάζανε με παύσεις στα μακρόσυρτα τριξίματα των σιδερένιων αρμών του πλοίου, καπνίζανε και περιμένανε να βρεθούν στο στίγμα που δυο χρόνια πριν είχε βουλιάξει το ΑΙΓΑΙΟΝ II. Η Όρσα δεν επρόκειτο να αποποιηθεί τα πατροπαράδοτα,
τέτοια έπαρση δεν την αφορούσε, το πέλαγος ασκούσε ανεξέλεγκτη εξουσία πάνω της και πάντοτε τη μαγνήτιζαν οι λέξεις των θαλασσινών, τις αποσπούσε μία μία μέσα από τις φράσεις τους και δεν τις ξεχνούσε ποτέ. Είχε λοιπόν σημειώσει τόπους ναυαγίων κι ήθελε να ρίξει κόλλυβα στα νερά στη μνήμη των χαμένων. Κουβαλούσε τέσσερα πέντε σακουλάκια, τα είχαν ψάλει στο μοναστήρι του Αϊ-Νικόλα, όπως πάντα εδώ και χρόνια. — Είναι στενάχωρα αυτά σ’ ένα γαμήλιο ταξίδι, της είπε ο Νίκος μαλακά, ελευθερώνοντάς την να αρνηθεί το θλιβερό καθήκον. — Δεν είμαι και δεισιδαίμων, του απάντησε σιγανά, δεν είχε ειρωνεία στη φωνή, ούτε παρίστανε την αγέρωχη, ήταν πολύ εντάξει μαζί του. Συνέβη ένα προξενιό, συνέβη ένας γάμος κι αυτοί οι δύο, έως τότε γνωστοί εξ όψεως, έπρεπε να περάσουν μαζί μια ζωή. Την πρώτη τους φορά, αυτή είχε στο κορμί της πάγο κι αυτός πανικό, ξημερωθήκανε μέχρι να βρεθεί μια άκρη, εδώ τη ράχη της άγγιζε απαλά ο Νίκος και δεν ήταν σίγουρος, κάθε τόσο απομακρυνόταν στην κουσέτα παίρνοντας μαζί και το χέρι της, γύριζε από την άλλη πλευρά, κρυβόταν φιλώντας στον αέρα και κοιτώντας σαν ανεκτίμητο μαρμάρινο γλυπτό το λεπτό καρπό της γυναίκας του και τα λευκά της δάχτυλα αφημένα στην ανάσα και στα χείλη του. — Εδώ είμαστε, τον επανέφερε στην πραγματικότητα ο υποπλοίαρχος, και ο Σταμάτης ο καμαρότος ειδοποίησε την
Όρσα που, έτοιμη από ώρα, βγήκε από την καμπίνα με μια νιτσεράδα πάνω από το πράσινο φουστάνι της, ένα μαντίλι στα μαλλιά και το σακουλάκι στο χέρι. Η θάλασσα ήταν ανήσυχη, με την αλαζονεία που επέβαλλε ο μύθος της περιοχής, έκαναν το σταυρό τους, η Όρσα έγειρε στα ρέλια και σκόρπισε τα κόλλυβα στα αφρισμένα νερά, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους, είπε ο Νίκος· με το ΑΙΓΑΙΟΝ II είχε χαθεί και ο Σοφοκλής Ροδοκανάκης, συμμαθητής του στη Ροβέρτειο και ο μόνος συνομήλικος που είχαν γίνει φίλοι αληθινοί, με γλεντάκια, αγκαλιές, φιλιά και άφθονα δάκρυα. Στο νησί, η λύπη για τη μάνα κι η ντροπή για τον πατέρα του τον είχαν υποχρεώσει να ξεκόψει από τις νεανικές παρέες, τριγύριζε μονάχος στη Ρίβα και στο μόλο, στοιχειό του μόλου τον φώναζε η παραμάνα η Αννεζιώ, τα θερινά μελτέμια και οι γαρμπήδες τον πιτσιλούσαν στα μούτρα κι αυτός είχε παρηγοριά το τσιγαράκι απαραιτήτως στο μέσα τσεπάκι του πανωφοριού από τα έντεκά του χρόνια. Στα έξι του, έξι γιατί πήγαινε στην πρώτη δημοτικού, ξύπνησε μια νύχτα από ποδοβολητά στα ξύλινα πατώματα και στις σκάλες του σπιτιού, ο πατέρας του ξέμπαρκος και λιγάκι πιωμένος πρέπει, Μερσίνα, κυνηγούσε τη μάνα του να τη γυρίσει στο κρεβάτι τους κι αυτή έντρομη και αλλοπαρμένη όρμησε έξω με το νυχτικό και πήρε την κατηφόρα ίσα κάτω στο ποτάμι. Το παιδί έτρεξε στο παράθυρο και μέσα στο σκοτάδι και στο ψιλόβροχο έβλεπε το άσπρο νυχτικό να
χάνεται προς τη ρεματιά. Το έκρυψε στην αγκαλιά της η Αννεζιώ και, χωρίς να μιλούν, ήξεραν πως σκέφτονταν και οι δυο το ίδιο, αυτό έξι κι αυτή τριάντα έξι ετών, μήπως κι η κακότυχη πέσει στο ποτάμι να πνιγεί. Δεν αδημονούσε να ξεμπαρκάρει ο μπαμπάς, μόνο να μπαρκάρει, και τα πανάκριβα παιχνίδια που του κουβαλούσε δεν τα έπαιζε, επέστρεφε εκείνος κάθε δυο χρόνια με ακόμα πιο επιθυμητά κι έβρισκε όλα τα προηγούμενα ανέγγιχτα στα πακέτα τους. Το παιδί είχε βρει έναν τρόπο να τον τιμωρεί, έναν τρόπο που του κόστιζε γιατί ήταν παιδί, παιδάκι, και από τα κουτιά το προκαλούσαν κουρδιστοί ποδηλάτες, γερμανικά τρένα, χρωματιστά μεταλλικά αεροπλάνα. Ήταν δεκατεσσάρων ετών όταν έχασε τη μητέρα του, υπογλυκαιμικό σοκ ή κάτι σχετικό, ο παθολόγος ο Ρεσβάνης απαντούσε πολύ αόριστα στρέφοντας τα μικρά ματάκια του προς το μεγάλο Μάτι του Θεού και τον ουρανό που κατά τη γνώμη του έφερε ακέραια την ευθύνη. Ο Νίκος επιφύλαξε και βαρύτερη τιμωρία στον πατέρα του, που εκείνο τον καιρό ταξίδευε στη Βόρεια Θάλασσα. Γύρισε ο καπετάνιος και βρέθηκε μπροστά σε μια συνωμοσία, ο γιος και η γυναικαδέλφη του τα είχανε κάνει πλακάκια να συνεχίσει ο νεαρός Βατοκούζης τη μόρφωσή του στην Πόλη σ’ ένα καλό κολέγιο, τη Ροβέρτειο, με την παρέα του εξαδέλφου του, αν και η αλήθεια είναι ότι αμοιβαία αδιαφορία δεν επρόκειτο να τους φέρει κοντά ποτέ.
Η σύφιλη του πατέρα επιδρούσε ανασταλτικά και στην έξοδο του γιου στη θάλασσα και τελικά τον αλλαξοδρόμησε προς τα μαθηματικά και το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ούτε που θυμάται πόσους γιατρούς είχε επισκεφθεί φοιτητής, πόσες φορές έκανε το τεστ Βάσσερμαν. Στο δεύτερο έτος σπουδών είχε μάθει πολλά, όχι για τα μαθηματικά μα για άλλα. Δεν ήθελε πια να τιμωρεί κανέναν. Αποφάσισε να ακολουθήσει ναυτική σταδιοδρομία κι αυτή του η πράξη ήταν η σιωπηλή συμφιλίωση με τον πατέρα του, είχε αφήσει τα χαρτιά για την έκδοση του ναυτικού φυλλαδίου στο μαρμαράκι του μπαγιού στο αντρέ, τα κοίταξε εκείνος καλά καλά και μάλλον θα ήθελε να τον αγκαλιάσει, ναυτικός ως το κόκαλο ο γέρος, έλα όμως που είχε φοβηθεί το γιο του από μια σταλιά παιδί. — Είχε κάνει κι ο πατέρας μου με το ΑΙΓΑΙΟΝ II, δυόμισι χρόνια τάιμ-τσάρτερ στις θάλασσες της βόρειας Κίνας, είπε η Όρσα κι έριξε ένα ακόμα σακουλάκι για τον ΑΣΗΜΑΚΟ, ο θείος της ο Θέμης είχε χαθεί εκεί. Βαθιά νύχτα πιάσανε Βισκαϊκό, τους περιποιήθηκε για καλά ο Μπέης, κατακλυσμιαία βροχή, ορατότης μηδέν κι όλοι στο πόδι, δεμένοι με σκοινιά μην τους αρπάξουν τα νερά, νερά από τα χειρότερα· η Όρσα, δεμένη κι αυτή, άδειασε το σακουλάκι για το ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, της απέμενε ένα για το ΝΑΥΤΙΛΟΣ που πριν από έξι χρόνια είχε τραβήξει στον πάτο της Μάγχης όλο του το πλήρωμα, μαζί και το δεύτερο αδερφό της μάνας της τον Μάριο, να με
ειδοποιήσετε, είχε ζητήσει από το πλήρωμα· ήταν ο καλός της θείος και την είχε μάθει ταγκό. — Αν υπήρχανε θαλάσσιοι τάφοι, το νεκροταφείο του Βισκαϊκού, ε, ναι, απέραντο θα ήτανε, απερπάτητο, είπε ο Νίκος· ήθελε να αγγίξει την Όρσα, να τη νοιαστεί που ήταν μούσκεμα, αλλά επειδή εξαρχής εκείνη καθόριζε τις αποστάσεις και το μυαλό της έτρεχε αλλού, δεν ήταν η στιγμή, άλλωστε όφειλε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα στη δουλειά, μέχρι τουλάχιστον να μαλακώσει ο καιρός. Δεν έπρεπε και να βιάσει την κατάσταση, σ’ ένα ναυτονήσι που πολλά παιδιά είχαν το γνωστό ολύμπιο μέτωπο ή τη ζαρωμένη επιδερμίδα των γερόντων, η ανάμνηση της ασαράντιστης αδερφούλας του, οι προλήψεις και η άγνοια τον είχαν για χρόνια περιορίσει σε μια περήφανη μοναχικότητα, το ’χε ρίξει στη δουλειά, με τις γυναίκες είχε ενοχές, κι αυτό το πλάσμα που του ήρθε εξ ουρανού δεν ήθελε να το χάσει. Η Όρσα κοιτούσε με τις ώρες τη θάλασσα και σίγουρα δεν ήταν επειδή το γαλάζιο τη γαλήνευε, κάτι διάβαζε στην αχανή επιφάνεια. Ο Νίκος Βατοκούζης παρατηρούσε τα μάτια της να κινούνται σχεδόν ανεπαίσθητα από αριστερά προς τα δεξιά, αυτός ο κόπος συνέχεια, καμιά φορά όλο το πρωινό. Έβλεπε στο μπλε γραμμένες ιστορίες που τα μεγάλα κύματα τις αναποδογύριζαν, αλλά και τα μικρά, το ήξερε ο ίδιος εκ πείρας, καθώς δε σταματούσαν ποτέ, παρατούσαν τις ιστορίες χωρίς τελεία και τους ήρωες χωρίς ανάπαυση.
Α
ΔΕΣΠΟΤΕΣ κατσίκες μασούσαν τους κήπους της πόλης κι αδέσποτες κόρες τυραννούσαν τις μάνες τους. Αλίμονό σου, ξετσίπωτο θηλυκό, είπε η Μίνα και πέταξε στο κεφάλι της μικρής κόρης της το καλαθάκι με τα καρύδια, φώναξε αυτή, μη, καλέ μαμά, γέμισε η σάλα καρυδότσουφλα και καρυδόψιχες, τα πάτησαν, λέκιασαν με το λάδι τις σανίδες. Η Σαλταφέραινα μόλις είχε ξετρυπώσει τη χαμένη της καπελιέρα, και καλά με τα παραχωμένα γραμματάκια συμμαθητριών, του προκομμένου του πατέρα της, κάτι χαρτάκια με λόγια τραγουδιών, ποιηματάκια, ψιλολόγια διάφορα δεμένα με χρωματιστά φιογκάκια, η φωτογραφία του ξένου τι δουλειά είχε μες στο σπίτι της, στα πράματα του κοριτσιού της. Πάνε δυο μήνες από την εκδρομή στο Μοναστήρι, της Τυρινής, σαράντα μουλάρια μουλαροσυρμή για Γερακώνες, τον θαύμαζε η Μίνα τον Εγγλέζο, πώς φίλησε το χέρι της Χαδούλαινας, της Ραΐσαινας, της Λουκίσσαινας, πώς συγκεντρωμένος και φιλομαθής ακολουθούσε τον ηγούμενο στην ξενάγηση, λες και του ’φταναν του σαχλαμάρα τα ελληνικά να εννοήσει πότε ανηγέρθη, πότε ανεστηλώθη, πότε έγινε το τέμπλο, πώς ήρθανε μαζί με τους πρόσφυγες τα πλακάκια από την Κιουτάχεια και βρήκανε ανάπαυση στην
Ωραία Πύλη. Δε συγχωρούσε τον εαυτό της που ο νους της δεν έβαλε άλλο από καμάρι για την πολυμάθεια της Μοσχούλας, για τη μανία της με την ξένη γλώσσα, όλο του εξηγούσε του ανώμαλου, γιατί ο άντρας που πλησιάζει ξένη είναι ανώμαλος, οι ξένοι κόσμοι δε συναντιούνται ποτέ, η Μίνα Σαλταφέρου είχε ακλόνητα πιστεύω και απαράβατες αρχές. Πριν κομματιάσει τη φωτογραφία, ο κοκωβιός μπροστά στο εγγλέζικο σπίτι του, το έκοψε καλά, καθόλου δεν της φάνηκε παλάτι. Ήρθε να καζαντίσει ο πειναλέος με το πανιασμένο μούτρο και τ’ αρρωστιάρικα παΐδια που φεγγίζανε κάτω από τα πουκάμισα, η κοψιά του της ήταν γνωστή, γιατί η γυρίστρα η μικρή προ μηνός, Τσικνοπέμπτη, την είχε τραβολογήσει και στη Λέσχη, παίζανε μονότονες μουσικές οι κόρες του Εξαδάκτυλου που προκόψανε στο πιάνο, ενώ οι δικές της το είχαν βαρεθεί την τρίτη χρονιά. Πάλι με τον ξένο η Μόσχα, λέγανε τα εγγλέζικα· μπορεί οι Εξαδάκτυλες να έχουν κλίση στο πιάνο, η δική μου έχει στις γλώσσες, σκέφτηκε κι ανακούφισε τη συνείδησή της. Ο δήμαρχος έκανε ευχαριστήρια ομιλία προς τον Μωραΐτη που δώρισε πλήρη σειρά ορειχάλκινων οργάνων στη Φιλαρμονική, κι όταν ήρθε η σειρά της μεγάλης Εξαδακτύλου με τη μαβιά μούρη, η Μίνα βαργέστησε με τα ντάπα ντούπα στο πιάνο, κατά βάθος αντιπαθούσε αυτό το όργανο που έπιανε πολύ τόπο και ήταν πίσσα μαύρο, κι έδιωξε το μυαλό της εκτός Λέσχης, στα διατρέξαντα την
τελευταία εβδομάδα, έρανο υπέρ της εν Αθήναις Αντιφθισικής Εταιρείας πεντακόσιες δραχμές μείον από το πορτοφόλι της, γέννα πεντάδυμων αρνιών στη Μεσσαριά και κεραυνοπληξία, είχε σκάσει για τον Λεώνη το γιδοβοσκό που στους Κατακαλαίους έγινε στόχος, ο ίδιος λαμπάδιασε και πάει, μα τα ρούχα του άκαυτα, απλώς είχαν ξηλωθεί από τις ραφές και σκορπίστηκαν στις αγκαθερές φούντες του βουνού, μ’ ένα γαζί ξαναφοριούνται μια χαρά, είχε σχολιάσει η Μούραινα, αναίσθητη όπως πάντα. Πιάνο λοιπόν, πιάνο ατελείωτο και δίπλα της η Μόσχα έκοβε κι έραβε σιγανά γέρνοντας λιγάκι προς τον κύριο καθηγητή που, αλίμονό του, την άλλη το πρωί η Μίνα θα κατέθετε στους καραβοκυραίους που τον περιμαζέψανε και τον φέρανε σαν ευεργεσία για τα τέκνα των ναυτικών, στείλτε τον πίσω στον αγύριστο. Θα πήγαινε με λίγα πούρα και στον παπα-Φίλιππα να της συγχωρεθεί η απροσεξία, αν και αυτό το καθεστώς σκεφτόταν να το περιορίσει, πανάκριβα και τα πούρα. Κατόπιν θα έγραφε αυτοπροσώπως του άλλου, πρέπει να βρω να την αρραβωνιάσω, γιατί ή έχει κάψες ή μπούχτισε τον τόπο της και θα τη χάσουμε. Θα του έστελνε και τις φωτογραφίες από το Λονδίνο, ο Βατοκούζης την είχε πνίξει τη μεγάλη στα χρυσάφια, κολιέ, βραχιόλια, σκουλαρίκια, το έμπειρο μάτι της τα είχε ήδη κοστολογήσει. Παλιά, πολύ παλιά, της είχε τάξει κι αυτηνής ο Σάββας να την πάρει τρίμηνο ταξίδι μέχρι τη Βαλτική και να τη γυρίσει
πίσω άλλο αντριώτικο βαπόρι, έβγαλε κι η Μίνα ναυτικό φυλλάδιο, μα δυο χοντροκομμένες κουβέντες της τα χαλάσανε όλα, άλλες καπετάνισσες, Ραΐσαινα, Λουκίσσαινα, Χαδούλαινα, λείπανε με τους άντρες τους κι έξι κι εννιά μήνες, η Σαλταφέραινα έκατσε ξέμπαρκη διαπαντός. Κουρασμένη κοίταξε έξω από το παράθυρο και ξεχάστηκε για λίγο στο περβάζι, απόγευμα, οι μέρες μεγαλύτερες, το Αιγαίο σιωπηλό και η Τήνος απέναντι. Ελπίζω να βρει λίγη φώτιση ο γαμπρός να κάνει καλύτερο κουμάντο, σκέφτηκε, να βρει τη φώτιση που έχουνε τα χελιδόνια και κάνουν ανεξήγητα θαύματα, παραδείγματος χάριν πετούν όλα μαζί, επί ώρες. Δύσκολη η προηγούμενη χρονιά για τη Μίνα, δύσκολη και η φετινή, ένιωθε ένα βάρος στο στέρνο της, δεν της άρεσε να πληγώνει τις κόρες της, ήταν η ίδια η ζωή που τα κανόνιζε έτσι να βαστάει ένας έρωτας λίγο κι ένας καημός πολύ.
Ο
ΤΥΠΟΣ νόμιζε πως ήταν φαρσέρ, αλλά δεν ήταν παρά ένας βάρβαρος, ο κύριος Ντίνος, ο γιόκας της Γερμανίδας, σαραντάρης, μπούλης, μία δούλευε και πέντε καθόταν, είχε μείνει εφτά μήνες στην Αμερική, είχε χαζέψει φυτείες καλαμποκιού και μπαμπακιού, έπληξε, επέστρεψε, έβαλε κολίγο στον μπαξέ του κι έλεγε κατόπιν οι μαρουλοφυτείες μου. Απογευματάκι νωρίς, με αέρα δυνατό και στάλες χοντρές, υπόλοιπα της ανοιξιάτικης καταιγίδας που σάρωνε όλο το προηγούμενο μερόνυχτο, βγήκανε σαν γυμνοσάλιαγκοι όσοι είχαν ανάγκη να ελέγξουνε τις ζημιές στους κήπους και στις βάρκες και να ψωνίσουνε για την οικογένεια. Πέρασε μπροστά από το ουζερί και η Κατερίνα Μπασαντή, την άρπαξε ο κύριος Ντίνος αγκαζέ, την έχωσε στη μέση της παρέας και της έβαλε στο στόμα ένα κομμάτι καλαμάρι κονσέρβα. Η γυναίκα δυσανασχετούσε κι αυτός χαχάνιζε, καυχιόταν κι απολάμβανε που είχε σκαρώσει παράσταση για κάτι ταλαιπωρημένους ηθοποιούς του έργου «Ο Ναπολέων ήτανε κορίτσι» που είχαν αποκλειστεί λόγω καιρού και για μια δεκαριά αδειούχους και χαραμοφάηδες που χασομερούσαν για να δουν αν η χήρα του μάγειρα θα καταπιεί το καλαμάρι. Η Μόσχα πήγαινε στης Θάλειας να πάρει τα κουμπιά και τη ζώνη που είχε παραγγείλει να της τα ντύσουν με πανί για
το πασχαλινό της, είδε ό,τι είδε, όρμησε στο ουζερί κι έβαλε την Κατερίνα να φτύσει το καλαμάρι, ούτε ψάρια ούτε θαλασσινά ήθελε να τρώει και καλά έκανε, δικός της λογαριασμός, αναρωτιέμαι ποιανού τελικά έχει σαλέψει, ξεστόμισε η μικρή Σαλταφέρου κοιτώντας κατάματα το γεροντοπαλίκαρο, βούτηξε τη γυναίκα από το χέρι, την έσυρε έξω και τραβήξανε βιαστικές για τη μακρινή γειτονιά της, μισή ώρα ποδαρόδρομος, και η Κατερίνα, κατά τα γνωστά, έβαζε διακριτικά το χέρι της στο μάγουλο, μη δει το μπλε, η θέα της θάλασσας την αρρώσταινε και δεν ήταν η μόνη που αρνιόταν να φάει ψάρια και θαλασσινά ή να κολυμπήσει, κι άλλοι, ιδίως όσοι είχαν χάσει τον άνθρωπό τους σε κοντινά πελάγη, δεν έβαζαν ψάρι στο στόμα, μπορεί να ’χει φάει από τις σάρκες του δικού μας, σκέφτονταν. Μέχρι να σπρώξουν το μάνταλο, οι γάμπες τους είχανε ξυλιάσει, καιρός τρελός. — Πάνε δώδεκα χρόνια που τους έκανα όλους πέρα, είπε η γυναίκα κι άναψε τη λάμπα πετρελαίου, ακόμα να ’ρθει το ηλεκτρικό στο συνοικισμό μας. Όταν ήμασταν μικρά, καθόμασταν τα βράδια στα βράχια του βουνού να δούμε να περνούν τα κατάφωτα πλοία. Έριξε δυο τρία ξυλαράκια στη σόμπα, ξεκλείδωσε ένα δερμάτινο ναυτικό μπαούλο, έκανε νόημα στη Μόσχα να το σκαλίσει κι εκείνη γύρισε πλάτη, στάθηκε στο στενό παραθύρι και ακίνητη κοιτούσε το βουνό της, που της έφερνε τη νύχτα μια ώρα αρχύτερα. Η Μόσχα σήκωσε το καπάκι του μπαούλου, Ευάγγελος
Μπασαντής ήταν γραμμένο στη μέσα μεριά και είχε σταλεί πριν από το γάμο τους από την Ευρώπη γεμάτο μεταξωτές ρόμπες, νυχτικά και πλάκες γραμμοφώνου, σκέτη μουσική και τραγούδια ξένα, μαύρα μάτια στο ποτήρι, γαλανά στο παραθύρι, ακόμα είχε την υπέροχη φωνή της Κατερίνας στ’ αυτιά της, την είχε ακούσει στους αρραβώνες της με το μάγειρά της, παιδάκι πέντε χρόνων η Μόσχα τότε, κι απέκτησε την ιδέα ότι όσες αρραβωνιάζονται φτιάχνουν φωνή και μαθαίνουν όλα τα τραγούδια. Το μπαούλο ήταν ξέχειλο από πατικωμένα πυκνοκεντημένα πανιά, τραπεζομάντιλα, μαξιλάρες, κουρτίνες· η Μόσχα τα ξεδίπλωνε ένα ένα κι ένιωθε μια ανατριχίλα να σέρνεται στη ραχοκοκαλιά της και να αναποδογυρίζει τη γλώσσα της, ε, ναι, τι θα μπορούσε να πει πέρα από το να αφήσει τα δάκρυά της να τρέχουνε ποτάμι. ΜΑΡΟΥΣΙΩ, πλοιοκτησίας Ιάσωνος Τελεμέ, εβυθίσθη αύτανδρον εις τα παράλια της Ουρουγουάης, 22.4.1917, απολεσθέντες ναυτικοί, Γεράσιμος Φακής πλοίαρχος, Αδαμάντιος Φακής υποπλοίαρχος, Νικόλαος Μανδαράκας α΄ μηχανικός, Νικολός Χαζάπης β΄ μηχανικός, Μάριος Περτέσης ασυρματιστής, Λεωνίδας Ζαννής θαλαμηπόλος, Ευάγγελος Μπασαντής μάγειρος, Ασημάκης Χιωτέλλης ναύτης, Παντελής Βακαρέλλης ανθρακεύς, Δημήτριος Μανδαράκας λιπαντής, Ματθαίος Παπαδάκης ναυτόπαις. Με ριζοβελονιά και πλακέ, με μαύρα, γκρίζα και χίλιω λογιώ καταραμένα μπλε, η Κατερίνα, όλα αυτά τα χρόνια,
έσκυβε πάνω στα άθικτα λευκά σεντόνια της προίκας της, ξήλωνε παπάκια, δελφινάκια, αστρουλάκια και κεντούσε τις ναυτικές τραγωδίες του νησιού, τη μια πίσω από την άλλη, πάλη με κύματα θανάτου, αναποδογυρισμένες λέμβοι, άδεια σωσίβια, μισοβυθισμένα καράβια κάτω από πένθιμους άγνωστους ουρανούς, αλλού ένας φάρος, ο Φάρος των Φαλαινών, μαρτυρούσε πως ύπουλες ξέρες είχαν παγιδέψει το πλοίο, αλλού ένας ανεμοστρόβιλος έβαζε την υπογραφή του στο κακό κι αλλού, όπου τα αίτια παρέμεναν άγνωστα, το πεπρωμένο, μια μαυροφορεμένη κακιά στεκόταν στην πλώρη ή στην πρύμη που προεξείχε λίγα μέτρα προτού τουμπάρει κι αυτή στα άπατα. Η Μόσχα είχε ξεδιπλώσει άνω των δεκαπέντε, πάνω σε καρέκλες, μπαούλα, στο τραπέζι, στον καναπέ, στο κιλίμι, στα πλακάκια, είχε μπροστά της επαναστατημένους και θανατηφόρους ωκεανούς, τον ακριβή κατάλογο των απολεσθέντων ναυτικών, τις ημερομηνίες, πολύ συχνά το βαρύ χέρι του Χάρου πατούσε το νησί προς το βυθό κι αυτό ξανάβγαινε αργά και λιγοθυμισμένα, βουτηγμένο στα μαύρα και στα κλάματα. — Η νονά του Βαγγέλη που μένει στην Καστέλα μου στέλνει τις κλωστές, είπε η Κατερίνα που τα είχε τσουγκρίσει με τα σόγια, συνυφάδα το καρφάκι και κουνιάδα το φαρμάκι που λένε, στεκόταν ακόμα στο παράθυρο, έξω το σκοτάδι είχε πάρει φόρα. Η Μόσχα έβγαλε τα παπούτσια, πάτησε πάνω στα
εργόχειρα, την έφτασε και τη φίλησε θερμά στα μάγουλα, νεανικά ακόμα, είκοσι οχτώ ετών η Κατερίνα και, όπως η νεαρή της φίλη ανακάλυψε εκείνη τη στιγμή, αμείωτα όμορφη, όμορφη πολύ, στα ήπια καστανά της χρώματα με τα πυκνά ματοτσίνορα και τις πολλές ελίτσες στο λαιμό. Το στήθος της Μόσχας είχε φουσκώσει από θυμό για τη μοίρα της Μικράς Αγγλίας, Little England τρομάρα της, που την έλεγαν κάποιοι καραβοκυραίοι και όχι ο Ντέιβιντ, από αλληλεγγύη για τη φουκαρού την Κατερίνα, από φόβο μήπως στα κεντήματα προστεθούν ο πατέρας κι ο γαμπρός της ο Βατοκούζης, αχ, Όρσα, της ξέφυγε, άραγε το πεπρωμένον φυγείν δυνατόν; Το παιχνίδι μ’ αυτή τη μοιρολατρική φράση το έπαιζε συχνά, φανερά για να σαρκάζει και κρυφά για να ανησυχεί. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε περασμένες εφτά, η Μόσχα δεν είχε διάθεση να φύγει, κουλουριάστηκε στον καναπέ κι από τη μέσα τσέπη του παλτού της τράβηξε μισό τσιγάρο. Στο γραμμόφωνο ξεκίνησε να τραγουδάει ένας Ρώσος, φωνή βαθιά και εντυπωσιακή, ποιος να ξέρει τι έλεγε, κάτι θλιμμένο και νοσταλγικό, ως συνήθως, η Κατερίνα τα είχε μάθει απ’ έξω πια και του ’κανε σεγόντο.
Τ
ΙΣ ΚΥΜΑΤΑΡΕΣ του ωκεανού έχυνε, έβαζα πλύση τα σεντόνια και το νυχτικό μου κάθε μέρα, οι Κορθιανές πεσκίρια της κουζίνας και ποδιές απλώνανε και μαραζώνανε, κι αυτό το είχε ξανακούσει η Όρσα, η Μούραινα είχε οίστρο και αρκετό ακροατήριο, μέσα καταχτυπούσανε τα φλιτζανάκια, τα πιατελάκια και τα νεροπότηρα, δε θα ψάξω εδώ για τη μάνα, αποφάσισε, προσπέρασε το κίτρινο διώροφο και τράβηξε για το βεραμάν της φιλολόγου, πολλά τα διώροφα στην πόλη, όλοι είχαν ένα μπαλκονάκι που έβλεπε στο πέλαγος κι όλοι κάθονταν στο άλλο, το τυφλό, που έβλεπε τους απέναντι ή ένα ντουβάρι μα ήταν προφυλαγμένο από το βοριά. Οι άνθρωποι θέλοντας και μη έβλεπαν καθημερινά τη θάλασσα, και η Όρσα πίστευε πως ο απλωτός ορίζοντας, ο άνευ τέλους ορίζων, όπως είχε γράψει σε μια έκθεση μαθήτρια της τρίτης γυμνασίου, η θάλασσα που τα νερά της τρέχουν αλλού, οπουδήποτε, και παίρνουν μαζί τους σκέψεις, τοπία, φωνές, κάνουν τους ναυτικούς και τους νησιώτες να μη νιώθουν ποτέ παγιδευμένοι. — Ρέει το μπλε κι εμείς μαζί του. — Οι Άνδριοι είστε ταξιδιάρηδες από τη μια, αμετακίνητοι από την άλλη. Η κυρία Νανά είχε αφήσει το τσιγάρο της στο τασάκι και άπλωνε στα χέρια της μια λοσιόν, είχε κοκκινωπά πιτσιλωτά
δάχτυλα και παλάμες και δε γνώριζε την οργανική αιτία, ίσως μ’ αυτό το σήμα να την έδιωχνε μακριά ο νεροχύτης της. Ο άοσμος καφές σερβιρισμένος στο σαλόνι, ίδιο κι απαράλλαχτο με όλα τα σαλόνια του νησιού, με τη βιβλιοθηκούλα, απαραίτητο έπιπλο στα σπίτια και των καπετανισσών, μισοκρυμμένη πίσω από τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα. Μάιος και από τα ανοιχτά παράθυρα έμπαινε η ευωδιά της λευκής τριανταφυλλιάς στο φόρτε της. Η Όρσα ένιωθε άβολα αλλά ασφαλής. Η κυρία Νανά της είχε πει κάποτε την ιστορία της με πολλά λόγια, αργότερα την ξανάπε με λιγότερα κι όσο περνούσαν τα χρόνια η τελεία στη διήγηση έμπαινε όλο και πιο νωρίς, ύστερα από εφτά, έξι, πέντε φράσεις. — Και όταν, καλό μου, χάθηκε η πρώτη μου αγάπη, όχι σε ναυάγιο αλλά στη στεριά, κάπου στις Ινδίες από δυσεντερία, υπέκυψα στο φλερτ του συμφοιτητού μου μόνο και μόνο επειδή ήταν κι αυτός Άνδριος, και φαντάσου δεν είχα επισκεφθεί ποτέ το νησί. Δεν άντεχε να επιστρέφει στα μέρη της, Πράμαντα Νομού Άρτης, στα απόκοσμα ωραία Τζουμέρκα, εντελώς νοσηρά, ήθελε να βρει μια γωνιά στο περιβάλλον του χαμένου, ατσαλάκωτη λοιπόν και μονότονη ζούσε τη ζωή μέσα από τις ζωές των άλλων, ενήμερη λεπτομερώς για τους ξένους έρωτες, τα ξένα πάθη και δεινά. — Δηλαδή στη ζωή περισσότερο αξίζουν αυτά που χάνεις παρά αυτά που βρίσκεις, η Όρσα προχώρησε σ’ ένα βιαστικό
συμπέρασμα, κάτι την έκαιγε, μια εμμονή, μια αμφιβολία, κάτι. — Αυτά που βρίσκεις ξαναχάνονται, τόνισε η Νανά τις λέξεις μία μία, αυτά που έχασες υπάρχουν για πάντα. Έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν τα πρώτα χρόνια του γάμου με τον Μικέ, με τον καιρό όμως η ζωή τη φιλοδώρησε με ένα μαθηματάκι από την ανάποδη, περισσότερο αξίζουν αυτά που έχεις, έστω το ένα, ένα και λίγο, παρά αυτά που λείπουν. — Ισχύουν εξίσου και τα δύο, διαλέγεις και παίρνεις, ρητά, αποφθέγματα και τα παρόμοια ισχύουν και αντιστρόφως. Η Όρσα δεν είχε κέφια για γρίφους, αφήσανε λοιπόν το παρελθόν και την πρόχειρη φιλοσοφία, η φιλόλογος ήταν δεινή σ’ αυτά, αλλά η πρώην μαθήτριά της δεν είχε νοσταλγήσει την αίθουσα διδασκαλίας και τη μέτρια βαθμολογία. Η κυρία Νανά, στρώνοντας τις μικρές πιέτες της φούστας της, της υπέβαλε χίλιες ερωτήσεις για το Λονδίνο που ποτέ δεν αξιώθηκε να επισκεφθεί γιατί η ναυτία της ήταν οδυνηρότερη και από καρδιακή πάθηση, είχε έρθει προ δεκαπενταετίας στο νησί με θαλασσοταραχή και έκτοτε δεν ξαναπέρασε τον Καβοντόρο. Όλα όσα ρωτούσε ήταν διαφορετικά από τα συνηθισμένα, αν οι Εγγλέζοι φορούν γούνινα ή υφασμάτινα παλτά, αν η παρουσία των σκύλων στους δρόμους είναι αισθητή, αν υπάρχουν τριανταφυλλιές τόσο εντυπωσιακές όσο η δική της, αν οι κοπέλες με το λευκορόδινο δέρμα κυκλοφορούν μόνες
ή με συνοδό. Τα υπόλοιπα, πάρκα, μουσεία, ανάκτορα, τα ήξερε καλά, η κυρία Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη καλούσε για τσάι ή καφέ όλες τις άρτι αφιχθείσες και τις ανέκρινε αριστοτεχνικά με γαϊδουρινή υπομονή και ποιητική διάθεση. Η Όρσα της παρέδωσε και τις καρτ ποστάλ, στο Λονδίνο τις είχε αγοράσει, αλλά δεν ήταν Λονδίνο, η Jamaica Bridje της Γλασκόβης, το Commodore Hotel της Νέας Υόρκης, το Hotel Majestic της Βομβάης που το είχε κιόλας διπλό· η φιλόλογος μάζευε καρτ ποστάλ με γέφυρες και πολυτελή ξενοδοχεία, η συλλογή της αριθμούσε πενήντα τρεις γέφυρες και ογδόντα δύο ξενοδοχεία κολοσσούς. Της παρέδωσε και μια φωτογραφία από το σπίτι του Καρόλου Ντίκενς, ειδική παραγγελία, ήταν γνωστή η αδυναμία της σ’ αυτό το συγγραφέα, άλλωστε τον Εγγλέζο του γυμνασίου, τον Ντέιβιντ Μπράντλεϋ, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ τον φώναζε και το καναρίνι της το έλεγε Όλιβερ, αν και η Μούραινα της είχε μηνύσει ότι το πουλί ήταν ή θηλυκό ή μουγγό· πραγματικά το απόγευμα κυλούσε πιο γρήγορα πια και ο Όλιβερ στο κλουβάκι του δεν έβγαζε άχνα και δεν ασχολείτο με τίποτα, ένα κίτρινο αγαλματάκι. Ο Μικές Καραπιπέρης είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν κι είχε έρθει η ώρα να ξεφυλλίσουν και πάλι το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, ο μακαρίτης, φιλόλογος, χοντρούλης και ευπρεπής, με ένα κέφι ζωής στα μάτια του που διαπερνούσε τα ματογυάλια του, στον αυλόγυρο του γυμνασίου εν μέσω μαθητών και μαθητριών του, πότε με τη σχολική ενδυμασία,
πότε με τις στολές των σκετς ή των γυμναστικών επιδείξεων από το σχολικό έτος 1917 έως το σχολικό έτος 1925 που υπέκυψε στην ελονοσία κι έχασαν όλοι τα καλαμπούρια του. Φυλλομετρώντας τις φωτογραφίες η Όρσα συνειδητοποίησε πως εκτός από τους καθηγητές πεθαίνουν και οι μαθητές, οι δίδυμες στην επιδημία τύφου, το Μαθιό του καφετζή που είχε φέξει από την αδυναμία, ο Μπάκης στον πρώτο του κιόλας μπάρκο. Προσπέρασε στα γρήγορα τον Μαλταμπέ μαθητή, σταμάτησε στον Βατοκούζη μαθητή, με τα μάτια σφιχτοκλεισμένα, δεκατετράχρονος κι ανοικονόμητος, λίγο προτού φύγει για κείνη τη θεία στην Πόλη, τι τέλος πάντων άξιζε πιο πολύ στη ζωή της, αυτός που έχασε ή αυτός που βρήκε. Έβγαλε από την τσέπη το τηλεγράφημα του άντρα της, το διάβασε δυνατά και διέκρινε στην έκφραση της καθηγήτριας περιέργεια, ενδιαφέρον και πανικό, μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά. Η κυρία Νανά έδωσε μια και χάλασε τις πιέτες της, κοίταξε στο πλάι τον Όλιβερ και του κούνησε δυο τρία δάχτυλα, φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της, ξανάφερε το φλιτζανάκι στα χείλη, ενώ προ πολλού είχε πιει ως και το κατακάθι. Αμίλητος είχε δεχτεί τα νέα και ο γερο-Βατοκούζης, ενώ η παραμάνα του Νίκου, που τώρα ξεσκάτωνε και έπλενε το γέρο πιστή στην οικογένεια από δώδεκα χρονώ, είχε χαϊδέψει τα μαλλιά της Όρσας, την είχε σταυρώσει, δεν είχε πει λέξη, μόνο πήγε και γονάτισε στα εικονίσματα και από τον τόνο
της φωνής και τα μισόλογα ήταν βέβαιο πως έκανε καβγά στην Παναγία. — Ο Νίκος έρχεται σε δέκα μέρες για να ταξιδέψουμε μαζί στην Πόλη. Το τηλεγράφημα ήταν από τα γραφεία του Πειραιά, ο άντρας της, που δεν απομακρυνόταν στην πίσω μεριά της γης, συνήθως περιέπλεε την Ευρώπη από Βαλτική έως Μαύρη Θάλασσα, θα έπαιρνε έξτρα άδεια να πάει το ζεύγος να ζητήσει την ευλογία του πατριάρχη για να γεννηθεί το μωρό γερό, είπε η Όρσα ψύχραιμη, μετέφερε τα φλιτζάνια στην κουζίνα και κούνησε κι αυτή δυο τρία δάχτυλα να καληνυχτίσει τον Όλιβερ. — Το κάνει για μένα, δεν πιστεύω πως είναι άρρωστος, είπε κι άφησε την καθηγήτρια στο μισοσκόταδο, αραγμένη στην κουνιστή, τυλιγμένη στις πιέτες, ν’ ανάβει κι άλλο τσιγάρο. — Για τις ανακατωσούρες να πιπιλάς μια πικρή άγουρη ελιά, είχα ακούσει, της συνέστησε ύστερα από δυο ρουφηξιές και λίγα λεπτά χωρίς λόγια. Η Όρσα βγήκε, έκοψε ένα μπουμπουκάκι και κατηφόρισε από τους λιγότερο πολυσύχναστους δρόμους, μην μπορώντας να αποφύγει περί τις δέκα καλησπέρες σε γυναίκες ναυτικών, που την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι κάθονταν θεομόναχες κι ασάλευτες στο περβάζι τους, μέχρι να συνηθίσουν την κρυάδα της επερχόμενης νύχτας και να ταιριάζουν κατόπιν τις παρέες της υπαίθριας βεγγέρας ανά τρεις ή ανά πέντε.
Προ ετών, μόλις είχε έρθει στην πέρα γειτονιά της νονάς της ο ηλεκτρισμός, η Όρσα δέκα χρονών τότε, περνούσε πάνω κάτω μπροστά από τις ανοιχτές πόρτες και απορούσε με τις γυναίκες, μία σε κάθε χολ, μαρμαρωμένη επί ώρες σε μια καρέκλα κάτω από το γλόμπο, σαν παγιδευμένος λαγός. Περπάτησε ως το μόλο, η θαλασσινή αύρα και η απουσία άλλων τη γαλήνεψαν. Κάθισε σ’ έναν κάβο με την πλάτη στα φώτα της πόλης, κοίταζε ευθεία μπροστά το φάρο, το γυάλινο Αιγαίο, το λιγοστό φεγγάρι που είχε μισοανάψει στη μέση του ουρανού. Το άσπρο μπουμπουκάκι μύριζε ιδρώτα από τις παλάμες της, σε όλη την κατηφόρα το μάλαζε σαν σβολαράκι ζύμης. Του ’δωσε μια και το πέταξε στο νερό. Χάιδεψε τα στήθη της που δεν ήταν πια κοριτσίστικα και την κοιλιά της που φούσκωνε κι έκανε τις ραφές στα πλάγια να τεντώνονται, η τελευταία φορά που φόρεσα το κοραλλί μου, δε μου κάνει πια, συλλογίστηκε και ξέσπασε σε γοερά κλάματα.
Ο
ΗΛΙΟΣ ξεκόλλησε από τη θάλασσα και, τινάχτηκε απάνω. Ως και το Μάτι του Θεού, μπλάβο συνήθως σαν να ’χε φάει μπουνιά, πασαλείφτηκε ροδί, και βρήκες, φίλε, το καλύτερο βουνό, του είπε ο Σαλταφέρος, να χορταίνεις ως θέαμα τα έργα Σου· αυτά που αξιώθηκε ξανά κι ο καπετάνιος ύστερα από τρία χρόνια στα ξενικά τοπία. Στεριανός αέρας φούσκωσε τις λεύκες και τις καρυδιές, το σούσουρο κατρακύλησε στο ρουμάνι, ξεκούνησε και την Πέρα Γειτονιά και σφιχταγκαλιασμένη την απόθεσε πιο χαμηλά· ο Σαλταφέρος έβλεπε θαύματα και λοιπά ανεξήγητα, είχε πάλι όρεξη για τα ρομαντικά και τα λυρικά. Όταν του πέρασε και σοβαρεύτηκε, παραδέχτηκε πως βρήκε το νησί βουτηγμένο στην ελονοσία και στον τύφο και τη φαμίλια του να βογγάει από κρυφή φαγωμάρα και φανερή παγωμάρα, Μάιο μήνα. Κάτι είχε ψυλλιαστεί από μασημένες κουβέντες στα γράμματα, στον Πειραιά η Μίνα δεν τα διέψευσε, είχαν δέσει τρεις Μαΐου, στον ντόκο περίμεναν οικογένειες Πειραιωτών, οι Παπαγιάννηδες και οι Βουγιουκλήδες, η Μαρκέλλα του Φιλιππάκη και η Μάρω του Πιταούλη από τη Χίο, τρεις σύζυγοι και δυο κόρες από την Άνδρο. Μείνανε στο Ερμής δυο μερόνυχτα, να παραδώσει στους Χαδούληδες, να παραλάβουν από τον οπτικό γυαλιά για το θεότυφλο συμπέθερο, να αγοράσουν κάτι χρυσό για το
αναμενόμενο πρώτο εγγόνι, να πάνε με ταξί στα οικόπεδα. Το δεύτερο βράδυ είχε συναντηθεί η παρέα σε μια μερακλίδικη ταβέρνα στο Μαρούσι, αυτά τα ξετρύπωνε ο Αργυρόπαιδος, είχαν σκάσει στα σπληνάντερα και στα εύγευστα ρουμελιώτικα ψητά και δώστου οι προπόσεις για την εγκυμονούσα Ορσούλα, η Μίνα όλο το βράδυ παγοκολόνα, το μούτρο αυτής της γυναίκας ποτέ δεν έδειχνε ενθουσιασμό, βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος, δυστυχώς, Δημόκριτος. — Μουγκριά και σαραβάνοι, αν ορέγεσαι ανοιξιάτικα ψάρια, τίμησε το τραπέζι μου, περιμένω τον Λούη να μου τα παραδώσει και στις έντεκα θα ’ναι μαγειρεμένα. Σύρε μια βόλτα στις περιουσίες σου και να ’σαι στην ώρα σου. Είχε περάσει τη νύχτα στης μάνας του· από Μάρτη ως και Νοέμβρη η γριά έμενε στο μικρό σπίτι στα Απατούρια, να μένει στο παλιό των Σαλταφέρων στην Πλακούρα και να μιλάει με το σόι Δεκέμβρη, Γενάρη, Φλεβάρη της ήταν υπεραρκετό, τους υπόλοιπους μήνες χρειαζόταν μόνο μια καλημέρα της γειτόνισσας και να ’χει το κεφάλι της ήσυχο. Χάραμα είχε ψήσει τον καφέ, το κόκκινο εμαγιέ κουπάκι που ο καπετάνιος το έσερνε πάντοτε μαζί το είχε ακουμπήσει στο μπεντένι της ταρατσούλας άκρη άκρη κι αυτή είχε βάλει την καρέκλα της ακριβώς κάτω από την κάσα της πόρτας, καθισμένη η μισή έξω και η άλλη μισή μέσα στο σπίτι της. Εδώ και κάποια χρόνια το ταφείο της πόλης είχε μεταφερθεί σε άλλη τοποθεσία και η μάνα του έβαζε λυτούς,
δεμένους και τα μεγάλα μέσα, το βουλευτή Κυκλάδων και τους εφοπλιστές να πάρει έγγραφη άδεια από το δήμαρχο για να αναπαυθεί, όταν έρθει η ώρα της, στο παλιό, πλάι στους γονείς της· ο άντρας της είχε χαθεί στο Δούναβη, το σλέπι του είχε πάρει τούμπα, η λασπουριά του ποταμού πότισε τα κοκαλάκια του, χάθηκε και σκορπίστηκε ο νεκρός μου, έλεγε πιο παλιά η γριά, δε μου βρίσκεται ακέραιος ούτε στις αναμνήσεις. Τώρα πια, όταν έβαζε να φάει, μασούσε αργά την πρώτη μπουκιά, κατάπινε και γύριζε στην ξεθωριασμένη φωτογραφία του, λίγο ανάλατο, του ’λεγε και τον ξαναξεχνούσε. Ο Σάββας ρουφούσε γουλιά γουλιά τον καφέ και η σιωπή της μάνας του τον οδήγησε σαφώς επίτηδες, βάσει σχεδίου, στις δύσκολες σκέψεις, σαν να του ’λεγε, κοίτα τον τόπο σου και ανάλαβε σαν άντρας. Η Όρσα, που της έφερνε σε πολλά, προχθές Δευτέρα, είχε τριφτεί πάνω του σαν γάτα, έλεγε αυτός, έλεγε, άσε, βρε μπαμπά, τα παχιά λόγια και τα αντριλίκια, του πέταξε σιγανά, μην πάρουν χαμπάρι οι άλλες, όταν είναι να παρθούν μεγάλες αποφάσεις, εσύ πάντα δίνεις στίγμα από την πίσω μεριά της γης και μη μου πεις πρεσβύτερον σέβου, Χίλων, ισχύει για άλλου τύπου πατεράδες. Το ίδιο βράδυ γαμπρός και πεθερός περπατήσανε στην Πλακούρα και στο Νειμποριό. Πέρα μακριά από τα κτήματα, αριστερά και δεξιά του ποταμού, ακούγονταν τα μουγκανητά των βοδιών, κάτι
αλλιώτικο από τους ήχους του ωκεανού, και το σκότος μοίραζε απαλά στις εξοχές τη μονότονη καληνύχτα τους. Προχωρήσανε ως το μόλο, ήπιανε ρακί από το ίδιο μπουκαλάκι και τα είπανε, καθελκύσεις πλοίων και γεγονότα Νοτίου Αμερικής. Οικονομικό μυαλό ο Βατοκούζης, είχε κάνει και στο πανεπιστήμιο, υπολόγιζε αλλιώς πού θα ακουμπούσε τη λίρα και πώς θα αύξαινε τους πόντους στο ΝΗΡΕΥΣ που είχε με τους Χαδούληδες. Αράδιασε λοιπόν κάποιες ευκαιρίες που κουβεντιάζονταν στην πιάτσα, ΚΥΜΑΤΙΑΝΗ II, ΝΗΣΟΣ ΣΚΥΡΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ II, κι ο πεθερός συμφώνησε, επαφές με τα ναυπηγεία της Αμβέρσας, ο Σάββας ξανασυμφώνησε, μεσολάβηση του βουλευτή για δάνειο από την τράπεζα, νέα επιδοκιμασία, την πρόθεσή του πολύ γρήγορα, με συνέταιρο ή μόνος, να πάρει ένα ακόμα μικρό έστω φορτηγό. Από τον πεθερό ευχές και ναι σε όλα. Ο Σαλταφέρος ένιωθε καθησυχασμένος, ο Νίκος για την Όρσα θα έκανε το παν και ασί ες λα βίδα, είπε λιγάκι πικαρισμένος που το κορίτσι του είχε περάσει σε άλλον άντρα, έτσι είναι η ζωή. — Τώρα που κάνεις και παιδί, δένεσαι χεροπόδαρα με υποχρεώσεις. — Γερό να ’ναι, αναστέναξε ο Βατοκούζης, πέταξε το άδειο μπουκάλι στη θάλασσα και μονολόγησε λες κι έβαζε στοίχημα με τον εαυτό του, η Κωνσταντινούπολη θα λιώσει τις σκιές, θα μας ενώσει για πάντα, κάτι το χρυσαφί της, κάτι
το βυζαντινό της, το ετερόκλητο και το χιλιόχρωμό της, ο Νίκος εναπόθετε μύχιες ελπίδες στην πολιτεία που μερικά χρόνια πριν και τον ίδιο, μαθητή με κρύα καρδιά, τον είχε κάνει να αγαπήσει ξανά τη ζωή. Πάντως, με τα λεχθέντα, ο Σάββας σιγουρεύτηκε εκατό τοις εκατό πως ο γάμος της μεγάλης δεν ήταν ευτυχής. Όσο για τη δεύτερη, την είχε τσακώσει με πρησμένα μάτια, τι να πει κι αυτός για τον Εγγλέζο, δεν ήταν εύκολη απόφαση, μια βδομάδα στη στεριά και τα προβλήματα τον πήραν από κάτω, ενώ έλεγε θ’ αράξει να πάρει μιαν ανάσα, να ρίξει τα κρασιά του, να σεριανίσει στους φίλους και στο συγγενολόι, κάθε τόσο ξεπεταγόταν η μια και μυξόκλαιγε, η άλλη που τον έσφαζε με τα υπονοούμενα. Όσο για τη Μίνα, ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, τις πρώτες μέρες ως συνήθως τον κυνηγούσε με το χοντρό τετράδιο των εσόδων-εξόδων, κι ενώ το μάτι του Σάββα ξανασυνήθιζε στην κοψιά τους, η μύτη του στη μυρωδιά τους, χαιρόταν τα βύσσινα να κοκκινίζουνε, τα καΐσια να κιτρινίζουνε και τα φρεσκοφυτεμένα φιντάνια στο μποστανάκι ή καθόταν με τη φανέλα στο περβάζι κι έψαχνε τα παράθυρα των γειτόνων, η φωνή της γυναίκας του πίσω του παρέθετε οικονομικές λεπτομέρειες, είχε ξεχρεώσει τις τρεις χιλιάδες εφτακόσιες δραχμές της Σίγγερ, τις είκοσι λίρες του καταστήματος στην ακτή Τζελέπη, καθώς και πανικά, πιατικά, ηλεκτρικά και εν γένει έξοδα γάμου. — Μου τα ’χεις στείλει και γραπτά, της έλεγε κάθε τόσο,
κάποτε μπαΐλντισε, έστριψε απότομα, την έπιασε γερά από τα μπράτσα, άι στο διάολο, είπε μέσα του και είδε για πρώτη φορά πως η πλεξούδα που έφερνε δυο γύρους το κεφάλι της ήτανε πια κάτασπρη. — Πάω με τον ψάλτη στο κτήμα του να θειαφίσουμε τις κληματαριές, είπε τελικά και βγήκε. — Πάλι; έκανε η Μίνα σιγανά, πέταξε το τεφτέρι της στο συρτάρι του μπουφέ και το ’σπρωξε πίσω με δύναμη. Άναψε ο καπετάνιος, του ’ρθε να ξαναμπεί και να της το πει φωναχτά, άι στο διάολο, κυρίως γιατί ήξερε πόσο έφταιγε κι αυτός για τη μοίρα που δίνανε στα κορίτσια τους, αλλά ο παπα-Φίλιππας παρουσιάστηκε ο από μηχανής παπάς, η λύση, φυλούσε καραούλι, σήκωσε τη δεξιά του χούφτα κλειστή, σαν να κουνούσε τα ζάρια, μωρέ του χαλάσαμε τα λαιμά του ανθρώπου με τα πούρα, μανιώδης καπνιστής πια ο παπάς και το αναπνευστικό του σμπαράλια, ο Σαλταφέρος πέρασε βιαστικός σε άλλες πιο ανώδυνες σκέψεις. — Είδα στον ύπνο μου ότι πήρα στο τάβλι τον Ιησού, είπε βραχνός μα κεφάτος, και η παπαδιά με νήστεψε το λάδι.
Ο
ΜΑΛΤΑΜΠΕΣ δεν περίμενε καλό από σπίτι που οι άνθρωποί του δε στείλανε ποτέ φωναχτά ο ένας τον άλλο στο διάολο. Ο σκατάς ο Αντώνης, τ’ ορφανό της Αννεζιώς, βαστούσε την μπομπονιέρα στην κουβέρτα κι όσοι περνούσαν από κει είχανε το κέρασμα. Τσουλούσε το βαπόρι προς τη νύχτα, έβαλε κι ο Σπύρος το κουφέτο στο στόμα, έγλειφε, για την πτώχευση των Μαμάηδων η συζήτηση, με το κραχ του περασμένου Οκτωβρίου και την παγκόσμια οικονομία στο φούντο οι χρεοκοπίες χιονοστιβάδα. Το πρωί είχε έρθει από Λονδίνο συγχαρητήριο τηλεγράφημα του αφεντικού για τη συμμετοχή του Σπύρου με 15% στο νεότευκτο ΛΕΩΝΙΔΑΣ II, 11.500 τόνων και 388.000 λιρών και λίγες ώρες μετά ήρθε από Πειραιά το σήμα για το στραπάτσο των άλλων, οι Lloyd’s διέκοψαν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ζητούσαν τις ποινικές ρήτρες, για το Δρομοκαίτειο θα ήταν οι Μαμάηδες, ο Μαλταμπές για πρώτη φορά σκέφτηκε σαν πλοιοκτήτης, έστω και εκκολαπτόμενος. Έχανε κόσμος τη δουλειά του, πολλές οικογένειες θα έβγαζαν γιους και πατεράδες στη ζήτα για νέο εργοδότη. Ούτε ο θείος του ο Αιμίλιος Μπάλας ούτε ο Σπύρος Μαλταμπές είχαν περάσει από βαπόρια των Μαμάηδων, ένα περίεργο πράγμα πάντως, λες και τους είχανε κάνει μάγια, η
μια ζημιά καβαλούσε την άλλη. Γίνονταν πλόες από Τσέιζ Μπέι για Μπατάβια, από Σπαλάτο για Γδύνια, από Ντιέγκο Σουαρέζ για Τζιμπουτί, οι Μαμάηδες έβαζαν δικά τους δρομολόγια, από Μασσαλία στην ξέρα του Φάρου του Κίλκρενταν, από Χάβρη στις ξέρες των Καναρίων, από δω κι από κει ίσα πάνω στην ύπουλη ξέρα του Τορέντο. Είκοσι χρόνια ο πατέρας Μαμάης, ο Νικολός, της Γαιανθρακεμπορικής, κινούσε τα καρβουνιάρικα σε Μαύρη Θάλασσα, Μεσόγειο και Αγγλία χωρίς ποτέ ν’ ανάψει το μεθάνιο, το 1925, χρονιά που πολλοί ξεκίνησαν την εφοπλιστική τους δράση, ο υιός Έψιλον, Επαμεινώντας, απόφοιτος της Ύδρας και της Σχολής Μηχανικών του Λονδίνου, άλλαξε την εταιρεία, Διηπειρωτικοί Πλόες Ν. Μαμάης και Υιός, general cargo, τρία βαπόρια με άριστη διαγωγή στη διάθεσή του· ο Μαλταμπές είχε ζηλέψει τις επιτυχείς αγορές, γουστάρισε σαν τρελός τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ, τη ΛΕΣΒΟ και το καμάρι τους την ΑΓΙΑ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ. Τεσσεράμισι χρόνια άντεξε ο εφοπλισμός των Μαμάηδων. — Η γλωσσοφαγιά τούς ξέκανε, είπε ο γερο-Πολέμης ο μάγειρος, και πολλοί άλλοι κάνανε παρόμοιες σκέψεις, τα ’θελε ο κώλος τους, είχανε αμολητά στην Πλακούρα τα θηλυκά του οίκου, άλλες τουαλέτες το πρωί, άλλες το βράδυ, περμανάντ στου Ιωσήφ και ψηλοτάκουνα παραγγελία με την ντουζίνα. Και οι δυο γιοι του άνεργοι τώρα, έπρεπε να βαρέσουν άλλες πόρτες, εκατό στην ίδια θέση να θαλασσομαχούν για
το μηνιάτικο, ποιος να πρωτοβολευτεί και πού, έχω μεγάλη στενοχώρια, είπε ο Πολέμης, δώσε, βρε Αντωνάκη, ένα κουφέτο ακόμα κι εμένα οι ευχές μου πιάνουν, άντε να γλυτώσουν τις σκοτεινές ημέρες ο Βατοκούζης με την πρωτοθυγατέρα του Σάββα· ο μικρός του γιος είχε κάνει στο δημοτικό μαζί της. Ο Μαλταμπές έφτυσε στο κατάστρωμα το μισολιωμένο κουφέτο που δεν ήξερε τίνος γάμου ήταν, πιες νερό, καπετάνιε, πιες νερό, του φώναξαν, του έδωσαν ένα ποτήρι και ο Σταθάκης τον χτύπησε πατρικά στην πλάτη, αν, βρε παλικάρι μου, λιγομαριάζεσαι και κοντυλίζεσαι έτσι, μη δίνεις μπέσα στο κουφέτο, φονιάς. Μόλις του πέρασε η δυσφορία, άντε και στα δικά μας, φώναξε ο χωρατατζής ο Αντώνης, που η ομορφιά του του έδινε θάρρος, εφτά οι άγαμοι στην ΟΣΤΡΙΑ, στο επόμενο ξεμπαρκάρισμα στην Άνδρο λογάριαζαν να περάσουν αρραβώνες ή να βάλουν κουλούρες οι έξι. — Για να συνηθίσεις να γλείφεις τα κουφέτα και στο μεθεπόμενο ξεμπαρκάρισμα να στεφανωθείς κι εσύ, ο έβδομος, τελείωσε την πλάκα ο Αντώνης. Από πέρυσι στη σύνταξη, ο Αιμίλιος Μπάλας δεν είχε γνωστοποιήσει στον Σπύρο τα του γάμου, τα είχε μάθει καιρό τώρα απ’ αλλού. Τη βραδιά που ο θείος του είχε επιστρέφει μαδημένος από τη Σαλταφέραινα, πάνω στα νεύρα τον είχε σπρώξει άσχημα, τον έβρισε άχρηστο και ο γέρος το ’χε πάρει βαριά. Έτσι κι
αλλιώς δεν του έγραφε ποτέ, λιγόλογα τηλεγραφήματα έστελνε, κάθε εφτά Δεκεμβρίου να τα εκατοστίσεις και ο Θεός να σας φυλάγει πάντα, όποτε μάθαινε πως γλύτωσαν παρά τρίχα σε κάποιο τυφώνα ή άλλο παιδεμό του Ειρηνικού, του Ινδικού, της Θάλασσας των Φιλιππινών. — Οι καπετάνιοι των Μαμάηδων είναι που θα δυσκολευτούν να ξαναπροσληφθούν, ένας Αντριώτης, ένας Κεφαλλονίτης κι ένας Κασιώτης, ο Μαλταμπές επανέφερε τη συζήτηση στα ναυτιλιακά, για κείνον το άλλο θέμα είχε λήξει, τον δηλητήριασαν τα μπαγιάτικα κουφέτα της Όρσας, είχε αφηνιάσει μέσα του με τους Σαλταφέρους, του έφταιγε ο πατέρας που απέφυγε να πάρει θέση, του έφταιγε η παραδόπιστη η μάνα και πιο πολύ του έφταιγε η νιόνυφη που του ’φαγε ένα θέρος να τον φιλάει και να τον ανάβει με ποιήματα, τσιμπιές και λοξές μπλε ματιές, μα με το πρωτοβρόχι η κάψα της έσβησε και όρμησε στο χρηματοκιβώτιο των Βατοκούζηδων, φτυστή Σαλταφέραινα κι αυτή, ένα χιλιόφυλλο τεφτέρι θα της στείλω δώρο, σκέφτηκε, να σκοτώνει την ώρα της με προσθαφαιρέσεις, γιατί το κορμί του γαμπρού δεν επρόκειτο να το λιμπιστεί για τους γνωστούς λόγους. Ο Μαλταμπές δεν είχε συνηθίσει τις Γαλλίδες με καμηλό παλτό, τις Εγγλέζες με τουίντ ταγέρ, τις Ρωσίδες με γούνινο καπέλο, με μεσοφόρι τις ήξερε και τις ευγνωμονούσε, ποτέ δεν τον υπέβαλλαν σε βασανιστήρια με αριστοκρατικές ρόμπες και διφορούμενα στιχάκια, αντιθέτως, εάν το ζητούσε,
του κάνανε υπομονετικό μασάζ στην πλάτη να ξεπιαστεί. Ο Αντωνάκης δίπλωσε στα δύο, στα τέσσερα, στα οχτώ το τούλι της μπομπονιέρας, το ’βαλε στην τσέπη και έχαψε ταχυδακτυλουργικά το τελευταίο άσπρο κουφέτο, αφού προηγουμένως το στριφογύρισε να γράψει πολλαπλούς αστραπιαίους κύκλους στο σκοτάδι. Ο ουρανός ήτανε σκέτος, πού στα κομμάτια πήγανε τα κωλοάστρα, θύμωσε ο Μαλταμπές κι έφυγε να ελέγξει την πορεία. — Πότε, Θεέ, θα πιάσουμε Τοκαπίλα να ξεσκουριάσουμε μια στάλα, μας ροκάνισε η υγρασία και η άπνοια, είπε καταπονημένος ο πρώτος μηχανικός, ο Μπούσουλας, αλλά μόλις κατάλαβε τον Μαλταμπέ μπαρούτι, έκατσε ακίνητος και μουγγός, ξέρανε όλοι πως όταν ήταν στις κακές του, ήθελε εκ μέρους τους άκρα σιγή και να μην κουνιέται φύλλο. Ο Σπύρος του βούτηξε ένα Ματσάγγου και το τσακμάκι του, έστειλε μια γερή ρουφηξιά στα μέσα του κι έπιασε το τιμόνι οδηγώντας καταπάνω στο μαύρο σκοτάδι.
Κ
ΑΙ ΩΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗ της Ροβερτείου και ως ναυτικού κατόπιν, με τους ναύλους των δημητριακών και του άνθρακα από Οδησσό και Κωνστάντζα, η θέα της Κωνσταντινούπολης και η ψυχή της δεν έλειπαν του Νίκου. Ο γλυκύς φωτισμός αυγής και δειλινού σάστιζε προς στιγμή τους Ρωμιούς, θα ξημερώσει μέρα ελληνική και το βράδυ θα αναπαυθούμε με ελληνικό ύπνο, θαρρούσαν, μέχρι να ξεδιαλύνει η αχλή, να παραδεχτούν πως το μέρος είχε τουρκέψει, μα δεν άλλαζε βέβαια η ιδέα ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα πολύστροφο ποίημα, και ο Νίκος ήθελε να το απαγγείλει στη γυναίκα του λέξη προς λέξη. Ήταν στον πρώτο του μπάρκο προς Καρθαγένη, φορτηγό ΘΕΟΤΟΚΟΣ, καπετάνιος Λιονάκης, όταν έμαθαν την καταστροφή της Σμύρνης, είχε ξεφαντώσει εκεί σε τρεις εκδρομές παρέα με τον ασίκη τον Ροδοκανάκη, άλλους σπουδαστές και από δίπλα αναγκαστικά και τον πληκτικό και αμέτοχο ξάδερφο. Έξω καρδιά η Σμύρνη με λουστραρισμένους νοικοκυραίους που αγαπούσαν εξίσου τη δουλειά και την καλοπέραση, ο Αμουδιανός κι ο Σαμιώτης συνεργάτες του πατέρα του που εμπορεύονταν λάδια και ηδύποτα. Κάηκε και η ψυχή του με το νέο της καμένης πολιτείας,
φαντάσου να παραδώσουνε στο πυρ και την Κωνσταντινούπολη, λέγανε με το πλήρωμα, είχαν κι εκεί επεισόδια με πενήντα νεκρούς και τον αγγλικό στόλο της Μεσογείου να σπεύδει για την υπεράσπιση των Στενών. — Ο Θεός να μας φυλάξει από τους Αγγλογάλλους, έκανε το σταυρό του ο άθεος πλοίαρχος, ορκισμένος εχθρός της δυτικής πολιτικής, της δυτικής διπλωματίας, της δυτικής κουζίνας και σάρκας. Ο Νίκος και η Όρσα φέρανε τοίχο τοίχο το γύρο της Αγίας Σοφίας, η είσοδος δεν επιτρεπόταν, αγόρασε λοιπόν κι αυτή ντουζίνες τις καρτ ποστάλ και τα δελτάρια και καθημερινά ταχυδρομούσε. Πιο πολλή ώρα περιεργαζόταν τα αξιοθέατα στις κάρτες παρά στην πραγματικότητα, ο Νίκος το ήξερε και από το σπίτι και από το γαμήλιο ταξίδι στο Λονδίνο, είχε το δικό της τρόπο να συνθέτει και να αισθάνεται ένα μέρος που είχε επισκεφθεί ή και δεν επρόκειτο ποτέ να πάει, βάζοντας σε σειρά, αλλάζοντας, μέχρι και αναποδογυρίζοντας τις καρτ ποστάλ, ανακατεύοντας την καλή και την ανάποδη από πάμπολλες γραμμένες που είχε σε κουτιά και συρτάρια ή έσερνε μαζί της σε πορτοφόλια και τσαντάκια. Le pont d’Adana, βρήκε και μια γαλλική σειρά, η γέφυρα των Αδάνων, το ξενοδοχείο Πέραν, το Constantinople Palace, για την κυρία Νανά, του εξήγησε. Ο πατριάρχης είχε κρυολογήσει και ο πυρετός ανέβαλε το ραντεβού για δυο μέρες. Πήραν το τσέρκι, πήγαν στην Πρώτη, στην Αντιγόνη, στη Χάλκη, στην Πρίγκηπο, φωτογράφησαν
και φωτογραφήθηκαν, με ταξί και τραμ τριγυρίσανε στο Μπαλουκλί και στ’ ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ, η Όρσα είχε λυπηθεί που δεν πρόλαβε τις τουλίπες στην εποχή τους, ποτέ της δεν είχε δει αληθινή τουλίπα. Το ίδιο απόγευμα στο δωμάτιο του Hotel Royal η Όρσα κοιτούσε το ξύλινο πολύφωτο στο ταβάνι και χάιδευε κυκλικά την κοιλιά της που είχε στρογγυλέψει, κάποια στιγμή μάλιστα του πήρε το χέρι, του ψηλάφισε τις φλέβες και το ακούμπησε πάνω της, δε μιλούσε, τα μάτια της είχαν υγρανθεί και γυαλίζανε στο σούρουπο. Ο Νίκος έσκυψε και φίλησε πολλές φορές, εκατό, την κοιλιά της, δυο τρία φιλιά στον αέρα και το τέταρτο στο ύφασμα, ροζ λινό, πάλι δυο τρία στον αέρα και μετά ένα διστακτικό άγγιγμα του σώματός της με τα χείλη του, που θα ’μεναν σφραγισμένα και απομακρυσμένα αν του έλεγε, Νίκο, στοπ. Την άλλη το πρωί ξαναπερπατήσανε στο Φανάρι, παρακολουθήσανε τη θεία λειτουργία και κοινωνήσανε στον Άγιο Γεώργιο και κατά τις έντεκα τους δέχτηκε ο Φώτιος ο Β΄, δεν είχε αναλάβει πλήρως από την αδιαθεσία, προσηνής πάντως, όμορφη Ελληνίδα είπε την Όρσα, την ευλόγησε και της χάρισε ένα βιβλίο, Ύμνοι Βυζαντινών Μελωδών, που φαίνεται αγαπούσε πολύ και ο ίδιος. Ενώ ο πατριάρχης και η Όρσα ξεκινούσαν μια λιγόλεπτη συζήτηση για τη δωρεά στο νοσοκομείο του Μπαλουκλί, ο Βατοκούζης άκουσε το στήθος του να χτυπάει ακατάστατα,
σχεδόν να πονάει από αγωνία, ίσως επειδή η γυναίκα του είχε χαλαρώσει και η ομορφιά της ήταν κάτι απίστευτο, πάνω από τις δυνάμεις του. Και τον πατριάρχη τον ήθελε πιο απόμακρο και επιβλητικό, να ’χει κάτι το ασυνήθιστο πάνω του, κάτι παντοδύναμο και θεϊκό, δεν του αρκούσε η συνάντηση με τον Φώτιο Β΄ σε ανάρρωση, χρειαζόταν ένα tête à tête με τον ίδιο το Θεό, Όλεγκ Ονεγκίν, θυμήθηκε το θρυλικό αξιωματούχο του τσαρικού ρωσικού στρατού, σπουδαστής είχε πέσει πάνω του απρόσμενα, μια Κυριακή πρωί, σ’ ένα ξέφωτο δάσους στα Πριγκηπόνησα, σε ξύλινη καλύβα ο θεϊκός να φτιάχνει για τον επιούσιο μαστίγια. Είχαν κλείσει στου Παντελή τραπέζι για τη μία το μεσημέρι, ο Μαδιανός της Οθωμανικής Τραπέζης, ο Φραγκόπουλος υιός, εισαγωγές-εξαγωγές, συμμαθητές της Ροβερτείου, με τις γυναίκες τους Κόριννα και Σοφία, ζευγάρια τρία, η θεία του είχε μετοικήσει οικογενειακούς στην Αίγυπτο, όπου ο μονόχνοτος εξάδελφος πρόκοβε ως μηχανικός. Λίγα μούρα και πετροκέρασα του Χάσκιοϊ έβαζε στο στόμα της τις προηγούμενες μέρες η Όρσα, κι όχι μόνο λόγω νηστείας. Ανακουφισμένη από τα του πρωινού, στου Παντελή πήρε ορεξάτη κάμποσες πιρουνιές κιαλτ κεμπάπ, μόνο αρνί έτρωγε από κρεατικά, δοκίμασε γλυκίσματα, όλα ελαφριά, με ρυζάλευρο και ανθόνερο, ζήτησε μάλιστα και μια συνταγή, καζάν ντιμπί. Αναποδογύρισε την τσάντα της, μέσα σε τόσα σουβενίρ, δελτάρια και φακέλους δεν έβρισκε το σημειωματάριό της, πέσανε στην ποδιά της και τα τρία
τσαλακωμένα, θαλασσοφαγωμένα κουτάλια. — Τα ξέβρασε το κύμα στα Γιάλια πέρσι στο τέλος του καλοκαιριού, είπε κοκκινίζοντας ελαφρά και τα φίλησε. Ο πατέρας της, είπε στην παρέα, λέει Καρταγκένα, Οντέσσα, Μαρσίλια, Αρχαγγέλσκ, Μπισκάγια, αλλά ο πεθερός και ο άντρας της λένε Καρθαγένη, Οδησσός, Μασσαλία, Αρχάγγελος, Βισκαϊκός, και αγαπά περισσότερο την ελληνική απόδοση, τέτοια ναυτική παράδοση, τόσοι θαλασσινοί, κανονικά θα έπρεπε όλα τα λιμάνια της γης να ανήκουν στην Ελλάδα, τελείωσε το συλλογισμό της, έγειρε το κεφάλι της αριστερά κι έπιασε να παίζει με το κρεμαστό σκουλαρίκι της που τσιμπούσε την επιδερμίδα στο λαιμό και στον ώμο. Πρώτος ο Φραγκόπουλος και δεύτερος ο Τάκης ο Μαδιανός κλείσανε με τρόπο το μάτι στον Βατοκούζη, έχοντας παραδοθεί άνευ όρων στη γοητεία της Όρσας, εάλω η Πόλις και οι καρδιές των αρρένων συνδαιτυμόνων. Τις επόμενες τρεις μέρες μέχρι να ξαναπεράσει ο ΩΡΩΠΟΣ, το τζενεραλάδικο των Χαδούληδων και να επιβιβαστούν για την επιστροφή, περιηγήθηκαν ό,τι δεν είχαν προλάβει, από την Επτάλοφο, όπως τη θυμήθηκαν από τα σχολικά τους αναγνώσματα, βολτάρανε στο Πέραν, στα καμένα από τη μεγάλη πυρκαγιά του περασμένου Ιανουάριου Ταταύλα, η Όρσα, αλλού αδιάφορη για τη θρησκεία, στην Πόλη δεν άφησε εκκλησία, άναψε τα απαραίτητα κεριά στην Παναγία στο Γαλατά και στην Αγία Τριάδα στο Ταξίμι, πήγε
μέχρι την Ευαγγελίστρια στο Γενί Σεχίρ, της άρεσε και το δροσερό εσωτερικό των ναών με τις σκουρόχρωμες αγιογραφίες. Διάλεγε ένα εικόνισμα κι έσερνε μια καρέκλα απέναντί του, να ξεκουράσει ιδίως τη μέση της, άνοιγε τα πόδια κι έριχνε ανάμεσα τις σούρες του φουστανιού της και τέλος έβγαζε τη μαύρη βεντάλια και αέριζε αργά το λαιμό και τα ιδρωμένα μπράτσα της. Ο Βατοκούζης θα μπορούσε να την κοιτάει επί ώρες. Οι τριχίτσες στις μασχάλες της φούντες καλαμποκιού, τα μελιά τσουλούφια που της είχαν ξεφύγει από τις φουρκέτες και τρέχανε προς τα πίσω, τα μπλε της μάτια πότε μισάνοιχτα, πότε κλειστά, σαν να παραπονιόταν του αγίου, ποπό, με ξεπάτωσε στις βόλτες ο άντρας μου. Ναι, ο Βατοκούζης θα μπορούσε να την κοιτάει επί ώρες. Παραλίγο να ξεχάσει και την παραγγελία της Αννεζιώς, ένα φυλαχτό για τον Αντώνη της που ταξίδευε με την ΟΣΤΡΙΑ και τον Μαλταμπέ. — Αν και δεν το ’χει ανάγκη, ο Σπύρος είναι ο καλύτερος καπετάνιος απ’ όλους μας, είπε ο Νίκος, τα αφεντικά ορκίζονταν στο όνομά του και του κάνανε χατίρια. Είχε ακουστεί πως θα αναλάμβανε πλοίαρχος στο πρώτο τους υπερωκεάνιο, στη γραμμή Σαουθάμπτον-Νέα Υόρκη, το ΜΙΝΕΡΒΑ, θαύμα ναυπηγικής και πολυτέλειας. — Χίλιες φορές καλύτερα για τον Αντώνη να μείνει μαζί του στο επιβατηγό να βλέπει κόσμο· ο μοναχογιός της παραμάνας μόλις είκοσι χρονών, είχε ήδη συμπληρώσει έξι χρόνια σε γκαζάδικα, τζενεραλάδικα.
Ο Νίκος δεν μπορούσε να αφήσει τα φορτηγά για τα επόμενα δυο τρία χρόνια, εργατικός και με κάποια σχέδια, εν ολίγοις όφειλε να είναι ο Νίκος Βατοκούζης υπάλληλος στον Νίκο Βατοκούζη εργοδότη. Γέλασε η Όρσα, καλά, είπε, ειδικότητά μου οι άγιοι, θα διαλέξω λοιπόν εγώ το φυλαχτό· και την άλλη το πρωί ο άντρας της έπινε γιουρούκικο καφέ στην προκυμαία και περίμενε να φανεί ο ΩΡΩΠΟΣ, κι αυτή, με το άσπρο της φουστάνι και πιο έντονα ζωγραφισμένη μια ελίτσα στο δεξιό κρόταφο, σαν των Λευκορωσίδων που εκείνα τα χρόνια πλημμύριζαν τα κέντρα διασκέδασης, πήρε μόνη το τσέρκι πίσω για την Πρίγκηπο κι έφερε από τον Άγιο Γεώργιο τον Κουδουνά, τον άγιο των αγοριών, ένα κόκκινο κοκάλινο σταυρουδάκι και κάτι κουδουνάκια. — Μόνο για τον Αντώνη πήρες; ρώτησε ο Νίκος κι αισθάνθηκε βλάκας, όχι γιατί προδόθηκε, θα νόμιζε κανείς, για το αντίθετο, άλλο τον ενδιέφερε κι όχι ένας γιος, απλώς συχνά γινόταν αδέξιος στα λόγια και στις χειρονομίες, μπροστά στην Όρσα τα έχανε κι εκείνη κόντευε κιόλας να το συνηθίσει και του έδινε άφεση αμαρτιών, καμιά φορά τη συγκινούσε κιόλας που ο άντρας της της έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων. — Εγώ θα κάνω κόρη, του δήλωσε με σιγουριά σαλιώνοντας και τρίβοντας με το δάχτυλο την ελιά μέχρι να σβήσει. Το δειλινό, φρεσκολουσμένη και φρεσκαρισμένη μ’ ένα
ελαφρό κόκκινο χρώμα στα μάγουλα και στους ώμους από το ζεστό ήλιο του Ιουνίου, κάθισε στην πλώρη σε μια σεζλόνγκ που της ξεδίπλωσε ο Οργίνος, παλιός γαλαντόμος καπετάνιος, κι αποχαιρέτησε την Κωνσταντινούπολη μασουλώντας ένα κουλουράκι.
Ε
ΡΩΣ ΕΣΤΙ… εσείς, love is… εγώ, τι εστί ανήρ εσείς, what a man is εγώ, γάμος εστί πίστις αιώνια και — ψυχών τε αρμονία εσείς, a wedding means faith to eternity and soul’s harmony εγώ και καλά να πάθω. Στο διάολο οι ξένες γλώσσες, στο διάολο οι ξένες χώρες, τζάμπα στραβωνόταν η Μόσχα με τις αγγλικούρες, τα άριστα δε, που της τα περικύκλωνε ο μίστερ με την ελικοειδή υπογραφή του, να τα βράσει. Πανσέληνος Αυγούστου. Μόλις είχε σηκωθεί το φεγγάρι πυρ και μανία κι αυτό με τα γεγονότα, καθισμένες στα βότσαλα, Κική, Κατίνα, Μαρί, Μόσχα, το παρακολουθούσαν να ανηφορίζει και να ασπρίζει, η μικρή Σαλταφέρου έκλαιγε και στόλιζε τη μάνα της κέρατο, άκαρδη, τσιγκούνα, ελεεινή, κι οι τρεις πιστές της φίλες απολάμβαναν το πρωτόγνωρο αίσθημα της γυναικείας απελπισίας για μια χαμένη αγάπη. Ο Ντέιβιντ Μπράντλεϋ είχε ξενοικιάσει, είχε μπαουλάρει, είχε φύγει ή φυγαδευτεί χωρίς ν’ αφήσει διεύθυνση, χωρίς ένα good by, Μοσχούλα, χωρίς καν να αποχαιρετήσει τους συναδέλφους του και τους παρτενέρ του στο μπριτζ της Λέσχης, Μαρή, Ρεσβάνη, κύριο Ντίνο. — Τι ωραία που είναι μερικές φορές η λύπη, είπε η Μαρί, πώς την τονίζουν τα παράξενα τοπία, καλή ώρα τώρα. Μαυροκοκκινωπή θαμπάδα, ο πελώριος βράχος-
φάντασμα, το πέλαγος ασάλευτο σαν ξερό και να σου τώρα κι ένα μακρύ βαπόρι με όλα του τα φωτάκια, σαν σκουλαρικάκια και κολιέδες. Είχαν φέρει Ματσάγγο, Κεράνη, Ξάνθης, Παπαστράτο, Σαντέ, πούρα, σπίρτα και τσακμάκια και τα καπνίζανε σερί στο καμουφλαρισμένο καπνιστήριό τους πίσω από τα βραχάκια. Αν ανασήκωνε ποτέ κανείς το μικρό σωρό από πέτρες, θα έβρισκε έναν κουβά γόπες και αποτσίγαρα, αποταμίευση δύο χρόνων· στην πόλη τους γυναίκες και καπνός ήταν κάτι το ασυμβίβαστο. Τι να έκαναν; Εκεί έθαψαν τον πόνο τους για τη διάλυση του αρραβώνα της Κατίνας, προτίμησε Ολλανδέζα ο κοντός, εκεί και τη στενοχώρια τους για την αναχώρηση όλων σχεδόν των συμμαθητών τους για τα βαπόρια ή πρώτα για σπουδές, ναυτικές πάντως, στην Τρίαινα της Πανελληνίου Ενώσεως Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού, στη Σύρο, στην Ύδρα, στην Αγγλία. — Τα δεκαοχτώ χρόνια είναι ορόσημο, αρραβωνιαζόμαστε τον ακριβό μας ή τον χάνουμε διαπαντός, δυστυχώς, ο νόμος είν’ αυτός, πικρός καημός και ο Θεός βοηθός, κυρίως η Μαρί και η Μόσχα, αλλά και οι άλλες ταίριαζαν κάθε φορά πρόχειρες ρίμες για να ξεγελούν το φόβο τους για τη ζωή που ξαφνικά, στα δεκαοχτώ, δε σήκωνε αστεία. Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο, με την αποφοίτηση από την έκτη έγιναν έξι αρραβώνες και δύο γάμοι, οι μισοί βιαστικά προξενιά. Κάθε Σαββατοκύριακο λοιπόν, όλο το κοπάδι οι συμμαθήτριες, τα πρωινά τα λέγανε στα μνημόσυνα και τα
βράδια, με τα κλος της μόδας, ανταμώνανε στα γλέντια και η τετραμελής εταιρεία αδελφών ψυχών, Κική, Κατίνα, Μαρί, Μόσχα, Κ.Κ.Μ.Μ., σφράγιζαν κάθε ένωση αλλά και κάθε διάλυση, όρα Κατίνα-Μιχάλης, Αγγέλα-Γιάννης, ΜαντώΛεωνίδας και Μόσχα-Ντέιβιντ, με βαθιές ηδονικές ρουφηξιές στο καπνιστήριο κι άλλες είκοσι γόπες στο παράνομο σταχτοδοχείο. Η Μόσχα φυσούσε τον καπνό στα μπράτσα της, μέσα στο ντεκολτέ της, φυσάτε όλες στα μαλλιά μου να χαρείτε, όταν γυρίσω σπίτι, θέλω να βρωμάω τσιγαρίλα, έλεγε με φούρκα και βιάση. Δυο μέρες πριν είχε συνοδέψει τη μεγάλη της αδερφή στον περίπατο, θα ’μπαινε στο μήνα της και κάθε μέρα, μόλις έπεφτε ο ήλιος, πεζοπορούσε ένα μεγάλο κύκλο, γεφυράκι, βραχοσπηλιά, Άγιος Δημήτριος, διαδρομή πανομοιότυπη και απαράβατη, ζήτημα πειθαρχίας φαίνεται. — Είχα κρυφακούσει που πέταξε στη μάνα μας, δεν είναι δα και η εξορία του Αδάμ το Λονδίνο και με μεγάλη ευκολία παίρνεις τις κόρες σου στο λαιμό σου, η Όρσα, που μιλούσε σπανίως, στη μάνα δε μόνο για τα απολύτως αναγκαία. Το Αιγαίο ήταν στις ομορφιές του, φυσούσε μελτεμάκι, βολτάρανε λοιπόν αργά, με τον ίδιο βηματισμό και με τις τσέπες στις φαρδιές κίτρινες φούστες που φούσκωνε ο αέρας γεμάτες λιόσπορους, λίγες κουβέντες, πολλά τσακ τσικ. Η Μόσχα της είπε για τον Άγγλο λίγα, τόσα ήταν, πολύ λίγα. — Εσύ τον αγαπάς τον Νίκο; ρώτησε.
— Είναι καλός σύντροφος. — Τον αγαπάς όμως; — Θα ζήσω ήσυχα μαζί του, βρε Μόσχα. — Τα χέρια του… Οι δύο αδερφές είχαν κι άλλες φορές σχολιάσει τα εντυπωσιακά χέρια του πανύψηλου, αδέξιου και ανατσούμπαλου Βατοκούζη, μακριά και οστεώδη, στους αγκώνες και στους καρπούς πολλές μπλε φλέβες και φλεβίτσες, χέρια γεωφυσικός χάρτης με ποταμούς και παραπόταμους, ο Ρίο ντε λα Πλάτα. Περπατούσαν χωρίς να μιλούν άλλο, νύχτωνε κιόλας και δε χρειαζόταν, τώρα σκέφτονταν χώρια, κατά μόνας, σύμφωνα με μια προσφιλή έκφραση της Νανάς, η Μόσχα κοίταζε κλεφτά τη μεγάλη κοιλιά της αδερφής της κι αν συναντούσε εκείνη τη στιγμή τη μάνα τους, θα τη βούταγε από τους ώμους, άντε χάσου, θα της έλεγε, χίλιες σκούνες και μαούνες λιγωμένες λαρδομούνες· την πείραζε πολύ που η Μίνα εν ψυχρώ δρασκελούσε κι αυτή το κατώφλι της Μούραινας και της χήρας του Νικηφόρου, που εδώ και λίγες βδομάδες είχε γίνει στέκι νούμερο δύο.
Ε
ΚΑΝΕ ΓΙΟ και με την πρώτη, σκέφτηκε η μάνα της. Ωσότου νά ’ρθει η μαμή από τα Λιβάδια, η Όρσα είχε τελειώσει τη δουλειά της δίχως ένα κιχ. Η Αννεζιώ, με τα ποδάρια ρημαδιό από τα αρθριτικά, πηγαινοερχόταν σαν κοριτσόπουλο, μη λείψει από τη γέννα, μην αφήσει στο έλεος και το γέρο. — Στην πολυθρόνα με την κουβέρτα στα γόνατα και το νου χαμένο στα κρίματα, είπε στη λεχώνα. Δε ρώτησε, μόνη μου του είπα, γιος, τα βλέφαρά του ούτε που τρεμοπαίξανε, μα το χεράκι του που έσφιγγε σαν τανάλια το μπρατσάκι της πολυθρόνας χαλάρωσε και η χούφτα ξεκλειδώθηκε, ένα αίμα η μέσα μεριά από το ζόρι. — Ο γαμπρός λείπει και θα λείπει, ο Σαλταφέρος τα ίδια, αλλά πια έχουμε άντρα στο σπίτι, η Μίνα αξιώθηκε εγγόνι και είπε μερσί στη χάρη Της με μοσχοθυμίαμα αγριοτριαντάφυλλου από το Άγιον Όρος. Το πυκνό άρωμα ελευθερώθηκε στο θυμιατό, έπιασε το σπίτι, αραίωσε στη γειτονιά και αναλύθηκε στον ουρανό· ήταν σούρουπο, η ώρα που τα νέα μπαινοβγαίνουν γρηγορότερα στα καφενεία και στα σπίτια, στο δείπνο όλοι ήξεραν πως η Όρσα με έναν πόνο είχε γεννήσει ένα ζωηρό, ασήκωτο παίδαρο με μαύρη περούκα, σουλούπι και μαλλί της Σαλταφέραινας.
— Δώσε του το όνομα του αποθανόντος βασιλέως, πρότείνε στην κόρη της· ο Κωνσταντίνος και ως διάδοχος και ως βασιλιάς είχε τιμήσει το νησί με επισκέψεις, και η Μίνα τελευταία τους λυπόταν τους μονάρχες, ο εν λόγω είχε τελειώσει τη ζωή του στη Σαρδηνία και η άλλη, η βασίλισσα Όλγα, στη Ρώμη. Στην πραγματικότητα αγωνιζόταν να γλυτώσει από το γρουσούζικο το Ιωάννης, του δυστυχούς συμπεθέρου της. Η Όρσα κοίταζε το μωρό στα μάτια, το μπούκωνε με τη θηλή, τα στήθη της έσταζαν σαν βρύσες, και μάνα παραμάνα περνούσαν τον καιρό τους ζεματίζοντας πανιά και μπουγαδιάζοντας. — Σε δουλειά να βρίσκομαι, ό,τι καλύτερο, μονολογούσε η Μίνα που εκείνες τις μέρες δεν έπαιρνε ανάσα, τακτοποιούσε μωρουδιακά, ξεπλήρωνε τάματα σε αρκετούς αγίους, φρόντιζε τη δίαιτα της κακόφαγης και παραξενιάρας λεχώνας και πάλευε με ένα βουναλάκι κυδώνια από τα Απατούρια για ρετσέλι, κυδωνόπαστο και γλυκό κουταλιού, ένα μεγάλο βάζο το προόριζε για τη Μαρίκα Χαδούλη, που είχε βάλει το χέρι της στην υπόθεση του ξένου. Δυο χρόνια πριν, η Μίνα είχε κουτσομπολέψει την Τάσα, απέναντι, που κουβάλησε από τα Καύκαρα τον καλόγερο και διάβασε ξόρκι για το Παρίσι, εννέα χρόνια εκεί ο δευτερότοκος για τα νομικά, είχε ξελογιαστεί, δεν έβρισκε το δρόμο του ρετούρ. Φρῖξον, τρόμαξον, φοβήθητι, ἀναχώρησον, ἐξολοθρεύθητι,
φυγαδεύθητι, ὁ πεσών οὐρανόθεν, καί σύν σοί πάντα τά πονηρά πνεύματα τῶν Παρισίων, πνεῦμα ἀσελγείας, πνεῦμα νυκτερινόν καί ἡμερινόν, μεσημβρινόν τε καί ἑσπερινόν, πνεῦμα μεσονυκτικόν, και λοιπά, η Μόσχα το είχε αποστηθίσει και με την παρέα της απαντούσε, η Τάσα η γαϊδούρα που πιπιλούσε μούρα, βρήκε να εξορκίσει το μυθικό Παρίσι. Αφού τα παραδεχόταν και η Εκκλησία, αν η Χαδούλαινα έκανε την κουφή, η Μίνα θα παράγγελνε του καλόγερου ένα ξόρκι που να πιάνει όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, η αυτοειρωνεία ήταν ένα συναίσθημα και μια στάση που την ανακούφιζε, ιδίως όταν δεν μπορούσε να αποφασίσει αν οι περιστάσεις ήταν για γέλια ή για κλάματα. Ευτυχώς η Χαδούλαινα λάτρευε την εξουσία και της άρεσε να την επιβεβαιώνει συχνά και με κάθε τρόπο, την άγκυρα που είχε κεντημένη με χρυσοκλωστή στο δεξί πέτο όλων των πανωφοριών και στο μπούστο όλων των φορεμάτων την είχε χρυσοκεντημένη και στη βράκα της, έλεγαν, διαρροή εκδίκησης από κάποια αδικημένη πλύστρα ή κεντήστρα. Στη σάλα της από το πάτωμα ως το ταβάνι δέσποζε ένας πελώριος ολόσωμος Ιησούς που επέτρεπε στη Χαδούλαινα να τον παρουσιάζει ως μόνιμο συμπαραστάτη, μάρτυρα, συνεργάτη και συνοδό, και δεν επέτρεπε στον άντρα της να αισθάνεται στο σπίτι του πρώτος τη τάξει. Χάρηκε η μπαμπόγρια που κανόνισε τον Εγγλέζο και διπλοχάρηκε και η Μίνα που ο διάολος ξεκουμπίστηκε και ξανάβρε το κορίτσι της, να το ετοιμάσει, ει δυνατόν, εντός του έτους, για έναν
από τους πέντε καλούς γαμπρούς, Μαργέτη, Λάβδα της Φράγκας, Λάβδα της Άννας, Ράλλια ή Πορφυράτο, κατά σειρά προσόντων. Ο Σάββας είχε ξαναμπαρκάρει αρχές Αυγούστου, έχασε και τη γέννα, δε θα τον είχε μες στα πόδια της, αν και δε διαφωνούσε ανοιχτά και ξεκάθαρα με τις σκέψεις και τις εκτιμήσεις της, απλώς σώπαινε ή στραβομουτσούνιαζε κι έδιωχνε από πάνω του κάθε ευθύνη. Όσο πάντως η Μόσχα ήταν θυμωμένη και άφαντη στης μιας και στης άλλης, η μάνα της υπομόνευε, άλλωστε πλησίαζε η περίοδος που η Μίνα θα καταγινόταν με τα χοιροσφάγια, τα γουρουνάκια της τα ανάθρεφε ο Αποσπερίτης στη Βουρκωτή μαζί με τα δικά του, όσα είχαν γλυτώσει από την πυρκαγιά του καλοκαιριού που γλίστρησε βιαστική στην κατηφόρα και κατέκαψε όλη την πλαγιά, επί το πλείστον θυμάρια και ρίγανες, αλλά και κάτι λάινα, απιδιές και κρεμμυδομπαξέδες. — Μου ’ρχονται στο όνειρο και τα είκοσι εννιά, ανάσκελα και τουμπανιασμένα, ξυπνώ και κλαίω, πάει έχασα τον ύπνο μου, θρηνούσε τις γουρούνες του, θρήνος περιττός, μιας και τον Νοέμβριο τα χοιρινά κατέληγαν λουκάνικα και γλίνα στα ντενεκάκια κι έπαιρναν κατόπιν το δρόμο για τους ωκεανούς, μεζές των αντρών. Η Μίνα μάλωνε τον Αποσπερίτη, αλλά τον ευγνωμονούσε κιόλας, όπως και όσους μ’ αυτά και μ’ εκείνα απασχολούσαν το νου και την ψυχή της από τα οικογενειακά, που ώρες και
φορές ήταν εκτός ελέγχου. Τριάντα Οκτωβρίου, Ζηνοβίου και Ζηνοβίας, ξόδιασα τρεις χρυσές λίρες κι αγόρασα δώρο γονέων από του Ίσαρη, Μεσσαριά, μια αγελάδα χρώματος μελισσί, χρειαζούμενη όταν η μεγάλη απογαλακτίσει, έγραψε του άλλου. Είχε αποβραδίς εξετάσει το μωρό ο Σαραβάνος, παιδίατρος που ερχόταν μια φορά το μήνα από την Αθήνα, είχε συζητήσει και με τον παθολόγο τον Ρεσβάνη, τον οικογενειακό γιατρό των Σαλταφέρων, η θεία ομορφιά της μαμάς σκότωσε όλα τα μικρόβια και τους βάκιλους του βρέφους, ο παιδίατρος, κεφάτος, ταυτόχρονα φλερτάρισε την κόρη και περιέπαιξε τη μάνα που το άγχος την είχε καθηλώσει και πανιάσει. Καθώς έφευγε, πληρωμένος από την Όρσα, από τη μισάνοιχτη πόρτα φυσούσε και γέμισαν τα πλακάκια της σάλας, κάτω, σκουπίδια από το γιασεμί και τα νυχτολούλουδα, σαν μαμουνάκια συρθήκανε τα μαραμένα σε όλο το πάτωμα. Η Μίνα έπιασε τη σκούπα και το φαράσι, άσ’ τα, καλέ μάνα, είναι τόσο ωραία, είπε η μεγάλη, νανούριζε το βρέφος στην αγκαλιά πάνω κάτω, πάνω κάτω και τα ’σπρωχνε με την παντόφλα.
Α
ΛΠΕΙΣ; — Θαυμαστικό. — — Παταγονία; — Αποσιωπητικά. — Σαχάρα; — Ερωτηματικό. — Άνδεις; — Άνω τελεία. — Νιαγάρας; — Άνω και κάτω τελεία. Η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη είχε επισκεφθεί την Όρσα μ’ ένα σατέν κοκκινοκίτρινο μπαλόνι για το μωρό και ιδέες για νέα παιχνίδια ερωταποκρίσεων, όπως τοποθεσίες και κατάλληλα σημεία στίξης. Κάθισε λίγο μαζί τους και η Μίνα, που έραβε ξηλωμένα κουμπιά, είχε βγάλει το δημοτικό στη Σμύρνη, τότε που ο πατέρας της με το ποσταλάκι του μετέφερε σε αλίμενα και ευλίμενα νησιά και πόλεις της περιοχής σύκα από τους συκεώνες του Ναζλί, απίδια της Πάρσας, γλυκόριζα και βελανίδια της Φιλαδέλφειας και ήξερε καλά μόνο την εκεί γεωγραφία, νομός Αϊδινίου με τα όρη Σίπυλος, Τμώλος, Μεσωγίς, Αάτμος, Κάδμος και Μίμας. Αργότερα έμαθε τα πολύβουα παραθαλάσσια εμπορικά
κέντρα πέντε ηπείρων, δεν επέτρεπε στον εαυτό της να είναι σύζυγος ναυτικού και αγεωγράφητη. Έβαλε λοιπόν λικέρ στην επισκέπτρια, μάζεψε τα ραφτικά και αποσύρθηκε, ακούγονταν οι βαριές πατημασιές της στο πάνω σπίτι να τραβολογάει καρέκλες, να κουρκουτεύει, να μπήγει και καμιά φωνή. — Τσακώνονται; ρώτησε η Νανά. — Μόνη της είναι πάνω. Εντός σπιτιού η μάνα της τα τελευταία χρόνια δεν πολυμιλούσε με τις κόρες της, μιλούσε με το γέρο γάτη της που οικουρούσε, πέντε οκάδες ο Μπάμπης, δυσκίνητος και υπναλέος, κι εδώ και κάποιους μήνες έκανε παρατηρήσεις στο βιβλιάριο τραπέζης, ερωτήσεις στον μπουφέ και σιχτίριζε την τρυπητή κουτάλα. Βαρύς χειμώνας, Δεκέμβριο του ’30 και Ιανουάριο του ’31 σαπίσανε στη βροχή, πνιγήκανε και οι κατσίκες της γριάς στα Απατούρια. Ο κόσμος ήταν ζαρωμένος και δύσθυμος, οι δουλειές έμεναν πίσω και στις γιορτές των Χριστουγέννων η πολυήμερη θαλασσοταραχή είχε ματαιώσει τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια και εόρτασαν περιορισμένα, με ελλείψεις αγαθών και καθυστέρηση αποστολής και παραλαβής ευχετήριων καρτών. — Πώς περνούσατε τα χειμωνιάτικα βράδια με τον Μικέ; ρώτησε η Όρσα. — Σπρώχναμε την ώρα να κυλήσει παίζοντας χαρτιά,
απάντησε η φιλόλογος και βυθίστηκε σε μια πολύ προσωπική ανάμνηση· ένα βράδυ ο μακαρίτης, ευτυχής ύστερα από διπλή αχνιστή μακαρονάδα και μερικά ποτηράκια κρασί από το Συνετί, είχε παρασύρει τη μισοζαλισμένη Νανά σε διαγωνισμό πορδής, δε θα σου το συγχωρήσω ποτέ, του έλεγε για καιρό, αλλά όποτε το θυμόταν γελούσαν και τ’ αυτιά της, νοσταλγούσε σαν τρελή, θα ’δινε και τι δε θα ’δινε για μια ολόιδια νύχτα που σκασμένοι στα γέλια κλάνανε σαν ανάγωγοι μαθητές και για να ξεβρωμίσει η κρεβατοκάμαρα, Ιανουάριο μήνα, είχαν τα αντικριστά παράθυρα ανοιχτά να γίνεται ρεύμα. — Πες μου τι σκέφτεσαι, θα ’ναι κάτι ευχάριστο. — Άσε, είπε η φιλόλογος, δεν επρόκειτο να το μαρτυρήσει. Λυπόταν τη νέα κοπέλα που θα περνούσε μόνη τις περισσότερες νύχτες της ζωής της, χιλιάδες νύχτες, έκανε έναν πρόχειρο πολλαπλασιασμό, πραγματικά χιλιάδες νύχτες. Με τον Μικέ είχαν ζήσει αχώριστοι δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Αν και σαραντάρα, να με προσέχεις, ο Νίκος σου μου αρέσει πολύ. Τα μάτια του είναι τόσο εικαστικά, που τα μυωπικά γυαλιά δεν τα μειώνουν, τα κορνιζώνουν θα ’λεγα. Όσο για το γενάκι του, συνέχισε κεφάτη, κακώς το θυσίασε, τον είχε δει παλιά να στέκεται ένα κρύο βράδυ κάτω από μια λουσέρνα στο Νειμποριό, με το μαλλί και το μουσάκι νοτισμένα και πασπαλισμένα με ψιλό χιονάκι, σαν στέπα. Ο σκούρος Μαλταμπές ήθελε ξύρισμα δυο φορές τη μέρα, θυμήθηκε η Όρσα, έξυσε το μάγουλό της, φίλησε το μωρό
και αμέσως έδιωξε τη σκέψη της όσο πιο μακριά γινόταν, στην πίσω πλευρά του πλανήτη, στην Καμπέρα, τη νέα εδώ και δυο χρόνια πρωτεύουσα της Αυστραλίας. — Λες να πάψει ποτέ να είναι πρωτεύουσα της Γαλλίας το Παρίσι; αναρωτήθηκε η Νανά με χαριτωμένη δυσπιστία. — Και η Βιέννη της Αυστρίας; — Και η Ρώμη της Ιταλίας; προχώρησε την αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών πρωτευουσών η καθηγήτρια, η ίδια κάποιες αλλαγές θα τις επικροτούσε, παραδείγματος χάριν να γίνει η Βενετία πρωτεύουσα της Ιταλίας, η Βαρκελώνη της Ισπανίας και η Πετρούπολη του διηπειρωτικού σοβιετικού κράτους, οι καρτ ποστάλ τής ενίσχυαν κάτι τέτοιες ανατρεπτικές απόψεις κι όσο η ναυτία της την κρατούσε αγκυροβολημένη και αιχμάλωτη στην Άνδρο τόσο τη συνάρπαζε η ιδέα μιας αέναης γεωγραφικής ρευστότητας. — Όχι μόνο ανέφικτο, αλλά θα μπερδεύει και τους ταχυδρόμους, την κοροΐδεψε λιγάκι η Όρσα που είχε κάπως βαρεθεί. — Μη μου λέτε πια τι είναι σωστό και τι λάθος, τι γίνεται και τι όχι, θέλω να έχω και τις πλάνες μου, τις χρειάζομαι όλες και ελπίζω να μου προκύψουν περισσότερες, ευχήθηκε η Νανά. Η Όρσα νανούριζε απαλά το μωρό που είχε αποκοιμηθεί από ώρα, ήταν αλήθεια πως η τρίωρη επίσκεψη της φιλολόγου κόντευε να την εξουθενώσει. — Όλα αυτά τα επινοείς μόνο και μόνο για να κυλάει το
βράδυ; τη ρώτησε. — Είκοσι ενός ετών; Και πού είσαι ακόμα, καλό μου, της απάντησε, έσβησε το δεύτερο τσιγάρο της βραδιάς, σηκώθηκε, έλεγξε σχολαστικά τις πιέτες της κι έψαξε ομπρέλα και παλτό. Στην πόρτα κοντοστάθηκε με το βλέμμα να εξετάζει την Όρσα, ήθελε να επιβεβαιώσει την αρχική εντύπωση, και πραγματικά η καλλονή πρώην μαθήτριά της ήταν κομμένη και κάπως αδύνατη. — Η Μόσχα; ρώτησε. — Καινούριος έρωτας. — Ποιος; — Ο μπέμπης.
Σ
ΤΑ ΕΞΗΝΤΑ της η Αννεζιώ αποστήθισε για άριστα όλα τα δύσκολα, τα ιερότατα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων, το Θεοδόχον της Βηθλεέμ Σπήλαιον και τα Ιορδάνεια νάματα, αποστήθισε τους θεοβάδιστους τόπους, τα Άγια των Αγίων τέμενος Ομάρ και τέμενος Ελ Άκσα και οι λόγοι του κόπου της ήταν τρεις. Πρώτον, περιέγραφε μόνο αυτή, διότι είδε μόνο αυτή, μιας κι ο γερο-Βατοκούζης είχε μόνιμη θολούρα στα μάτια. Δεύτερον, διόρθωνε ή συμπλήρωνε τα μισόλογά του, βελτίωνε την έννοιά τους, διέψευδε, διέγραφε κάτι ντιπ χαμένα, γέμιζε τις συχνές σιωπές για να κρύβει την κατάρρευσή του. Και τρίτον, αν και ουδείς της το ζητούσε, ήθελε να αποδείξει ότι έπιασε τόπο η γενναιοδωρία των Βατοκούζηδων να τη στείλουν συνοδό του αρρώστου στην Ιερουσαλήμ, και μάλιστα πρώτη θέση κι αυτήν προς είκοσι μία και μισή λίρες Αγγλίας, ενώ η δεύτερη θέση είχε δεκαοχτώμισι, η δεύτερη οικονομική δώδεκα και ο καθείς το στρώμα από το σπίτι του και η τρίτη θέση εφτά λίρες με διανυκτερεύσεις στις Μονές και όχι στα λουξ ξενοδοχεία. Ο Σύρου, Τήνου, Άνδρου Αθανάσιος είχε καλέσει και τη Μίνα Σαλταφέρου να συμμετάσχει στην εκδρομή του συλλόγου «Πανάγιος Τάφος», του χρόνου εγώ, μήνυσε
εκείνη προφορικά του μητροπολίτη, κι έτσι η καλλιγράφος Μόσχα, που έφερνε σε πέρας τα σχετικά, έστειλε στα Ηνωμένα Βουστάσια Αδελφών Γεωργαντή, Πανεπιστημίου 48, δύο αιτήσεις συμμετοχής με την ανάλογη προκαταβολή. Ατμοπλοϊκώς, Πειραιεύς-Ρόδος-Κύπρος 532 ναυτικά μίλια, Κύπρος-Ιόππη 180, το σύνολον 712, υπολόγιζε ο γέρος, κάποια κάπου του ήταν αξέχαστα, ο ίδιος έδειχνε αναμμένος πιο πολύ από το ταξίδι παρά από τον προορισμό, και η Αννεζιώ, έτσι κι αλλιώς, πετούσε, η παλιά καλή εποχή του αφεντικού προτού ψωνίσει το κακό, τότε που ο λόγος του, κολλαριστός και με τσάκιση, του χάριζε τα πρωτεία, καμιά φορά τον απομόνωνε κιόλας, πού να τον παρακολουθήσουν οι λοιποί, οι του σωρού, που μιλούσαν κομπιάζοντας, αναμασώντας τα αυτά ή αποκαλύπτοντας άκαιρα το φινάλε μιας ιστορίας που κατόπιν ήταν κολοβή και άχρηστη για τη βεγγέρα. Από τον Φεβρουάριο έως και τον Μάιο η παραμάνα είχε ξεσκολίσει όλες τις στάσεις της πασχαλινής εκδρομής, όλες τις τελετές, τις προσευχές και τους ύμνους, σαν να ’χε κιόλας επιστρέφει από το πολυπόθητο ταξίδι, η Όρσα μύριζε και θήλαζε το αγόρι που ο πεθερός με άγριες ματιές είχε αυστηρώς απαγορεύσει να το βαφτίσουν κι αυτό Γιάννη, του τύλιγε την μπούκλα στο κεφαλάκι, για το χατίρι του ξαναβρήκε στα πλήκτρα του ξεκούρδιστου πιάνου που απεχθανόταν την άρρωστη κούκλα του Τσαϊκόφσκι κι ένα άλλο, γερμανικό, ώσπου το αυτί του τα βαρέθηκε, τελεία και
παύλα, το πιάνο δεν είναι για το σόι μας, γελούσανε οι δυο αδερφές. Το μωρό είχε φέρει τη Μόσχα μια αναπνοή από την καρδιά της μεγάλης, έπρεπε φαίνεται να πιάσουν πάνω κάτω τα είκοσι και να ξεκόψουν από γονείς για να συναντηθούν σαν αδερφές. Στις ελάχιστες χειμωνιάτικες λιακάδες έβγαιναν βόλτα με το καρότσι, να ξεζαρώσουν, λίγο να δει κόσμο και το μωρό κι εκείνες, να πάνε στου Νικ για φωτογραφίες, η Μόσχα είχε φωτογραφηθεί με τον ανιψιό της πιο πολλές φορές απ’ όσες η μάνα του. — Μου πάει, φώναζε· με την Κική και τη Μαρί, η Κατίνα είχε φύγει στην Αθήνα σε σχολή νοσοκόμων, πήγαιναν κι έκλεβαν γλυκοπορτάκαλα από της Αντωνίας και μυρωδάτα φιρίκια από του παπά, όλα για το αντράκι, που μόλις άκουγε τις φωνάρες της, έσκαγε στα γέλια και ζητούσε τις αερότουμπες και τα ζουλήγματά της. Με την υγρασία τριών μηνών βροχής η Άνδρος χόρτασε αγκαθίτες με το καφέ καπελάκι τους, γλιστρίτες και κοκκινομανίτες, όλα τα βουναλάκια ήταν στολισμένα με πολύχρωμα μανιτάρια, εύγευστα μα καθόλου θρεπτικά. Δευτέρα του Θωμά το βράδυ επέστρεψαν από τους Αγίους Τόπους στον Πειραιά η Αννεζιώ κι ο πεθερός φορτωμένοι εικονίτσες, θρησκευτικά σουβενίρ και φυλαχτά, λες και το ’ξεραν, θα ’λεγε κανείς, γιατί βρήκαν την Όρσα στα Μελίσσια, στην κλινική Παπασαράντου, με σοβαρή αναιμία, είχε λιποθυμήσει στο σπίτι, ενώ έτριβε τις φτέρνες της με
αλαφρόπετρα. Η Μίνα έμεινε πίσω με το παιδί και οι δυο αδερφές ήρθαν άρον άρον στην Αθήνα κατ’ εντολήν του Ρεσβάνη, που δεν άντεχε τις ιατρικές ευθύνες, διέταζε Αθήνας και συνέχιζε τους μοναχικούς περιπάτους στη Ρίβα. Η Όρσα κράτησε την παραμάνα κι έδιωξε τη Μόσχα, το παιδί είχε ανάγκη το κέφι της, δυο μέρες μετά ο πεθερός στο αναπηρικό καρότσι και η αδερφή πήραν την ΑΦΡΟΕΣΣΑ και με ανοιξιάτικο καιρό επέστρεψαν στο νησί. — Στην τελετή του Αγίου Φωτός είχανε μαζευτεί από τα πέρατα της Αραβίας, τη Συρία και την Αβησσυνία καραβάνια με χιλιάδες καμήλες και ποικιλόθρησκο πλήθος, Αρμένηδες, Σύροι, Κόπτες και Τούρκοι ακόμη, αρχιερείς και πατριάρχες στα επίσημα ρούχα και παράσημα και ο τρελόγερος ο δικός μας με τη στολή του πλοιάρχου. Τον έντυσα με το ζόρι, τόνισε η Αννεζιώ, και ξέρω πως του καλάρεσε, άλλο αν Μεγάλο Σάββατο μ’ έφτυσε και με είπε καραπουτάνα. Η Όρσα έμεινε στην κλινική όλο τον Ιούνιο, έλεγχος για διαταραχές θυρεοειδούς ή έλκος δωδεκαδακτύλου, ευτυχώς η απώλεια σιδήρου είχε αιτία την κύηση και τη γαλουχία, ενέσεις λοιπόν, βιταμίνες και χίλια δυο και κατόπιν ως το τέλος Αυγούστου στο Σεσίλ της Κηφισιάς για ανάρρωση και ανάπαυση υπό παρακολούθηση, οι Χαδούληδες παραστάθηκαν σαν συγγενείς κι έστελναν δικούς τους επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου. Ο Νίκος έστελνε τηλεγραφήματα, δώρα με σημασία και
πολυσέλιδα γράμματα γεμάτα από τη λύπη του που του ήταν αδύνατον να παρατήσει το καράβι στη Βόρεια Θάλασσα και να βρεθεί κοντά της, τα γραμμάτια έτρεχαν και μάλλον, αν και δεν το διατύπωνε σαφώς, ντρεπόταν να ζητήσει κι άλλη άδεια, δεν ήθελε να κάνει κατάχρηση της καλής σχέσης με τον υιό Χαδούλη που έπαιρνε σταδιακά τη διαχείριση της εταιρείας με τα εφτά βαπόρια στα χέρια του. Όλο νόμιζε η Όρσα πως ο γιατρός Παπαοικονόμου θα την έδιωχνε πίσω στο αγοράκι της, αλλά έφαγε το καλοκαίρι στο ξενοδοχείο με την Αννεζιώ να την μπουκώνει κρέμες και μπον φιλέ περιγράφοντας εντελώς αλλιώτικα την αυτοκινητάδα στη Νεκρά Θάλασσα και την τελετή του Νιπτήρος, ἡ ἀβύσσους χαλινοῦσα καί θαλάσσας ἀναχαιτίζουσα Θεοῦ σοφία δεν μπορούσε να την κάνει καλά, είχε βαρύνει, ιδίως από την επίσκεψη στο Σεσίλ του Αντωνάκη της, που έμεινε ένα απόγευμα και κίνησε αστραπή για την Άνδρο, καθισιό δυο μήνες και κατόπιν, όπως ήταν αναμενόμενο, Σαουθάμπτον και ΜΙΝΕΡΒΑ, το καινούριο υπερωκεάνιο. Δεν αγαπώ την Κηφισιά, σκεφτόταν η Όρσα, ασυνήθιστη σε πανύψηλα δέντρα και τόση σκιά, η ίδια με τα μελιά, μπλε χρώματα ήταν μια πινελιά Αιγαίου, ένα μικρό κυκλαδονήσι μες στο καλοκαίρι, η Σίκινος ή η Σίφνος, που έλεγε κι ο πατέρας της. Ένα απόγευμα ξεπροβόδισε ως το τρένο τη Μέλπω Αθανασάκη, συμμαθήτριά της παντρεμένη στον Πειραιά, φιλία εφηβική που δεν της έλεγε τίποτα πια,
κουραστική. Έφυγε ο συρμός, ο σταθμός ήταν έρημος, η ώρα περασμένη. Η Όρσα είδε μια λευκή ψηλοτάκουνη γόβα πεταμένη στο δάπεδο και, από όλη την περίοδο ασθένεια, Μελίσσια, ανάρρωση, Κηφισιά, αποφάσισε να αποδελτιώσει στη μνήμη της αυτή την εικόνα. Την επομένη πακετάρισαν, αξημέρωτα χάρισε στη μικρή Καλαματιανή καμαριέρα το άρωμά της, μοίρασε φιλοδωρήματα και με ταξί κατέβηκαν στον Πειραιά, ήταν τρεις Σεπτεμβρίου, ο Αντώνης θα έμενε ως τις δέκα Οκτωβρίου και η Αννεζιώ μετρούσε τις μέρες. — Σκούντα με μόνο όταν φανεί η Άνδρος, παράγγειλε της παραμάνας κι έκλεισε τα μάτια. Όταν μπήκανε στα δικά τους νερά, ήταν προχωρημένο απόγευμα κι ο ουρανός είχε γεμίσει σύννεφα, αχ, φέτος τις έχασα και πόσο μου έλειψαν οι καλοκαιρινές λεπτομέρειες του νησιού, η ομίχλη στο Μάτι του Θεού, η μυρωδιά της λυγαριάς, τα αμπελίσια σύκα, τα ποταμίσια με το μαύρο φλούδι, η προτίμηση της Παναγίας για τους ροζ κρίνους· η Όρσα συνειδητοποίησε πόσο η Άνδρος της ήταν απαραίτητη, αναγκαίος όρος για να υπάρχει. Η ΑΦΡΟΕΣΣΑ αγκυροβόλησε αρόδο και βγήκαν με τις λέμβους, η Αννεζιώ επέβλεπε τη φόρτωση των αποσκευών και των πακέτων με τα παιχνίδια, όλο νεύρα που ο μοναχογιός έτρεχε ξεμυαλισμένος στ’ Αλαδινού κι έλειπε από την προϋπάντησή της. Άρχισε να ψιχαλίζει.
— Έφερες το πρωτοβρόχι, φώναξε η Μίνα Σαλταφέρου στην κόρη της και μέσα στους βιαστικούς ταξιδιώτες, που έσερναν όπως όπως κασόνια, κοφίνια και βαλίτσες, ακούμπησε το μικρό Σάββα, έτσι τον φώναζαν, στην προβλήτα· στεκόταν μόνος στα ποδαράκια του με ναυτικό κουστουμάκι και περπατούσε κιόλας τα πρώτα του βήματα, κι αυτό το ’χασα, σκέφτηκε η Όρσα, χρειαζόταν λίγο χρόνο να συνηθίσει στην ιδέα ότι δεν είχε πια μωρό αλλά κανονικό παιδάκι. Η βροχή δυνάμωνε και του χαλούσε τις μπούκλες. — Η Μόσχα έτρεξε σπίτι να σου φέρει αδιάβροχο και ομπρέλα, μην αρρωστήσεις πάλι, να τηνε, έρχεται με τον αρραβωνιαστικό της, δώσανε λόγο προχθές. Χάρηκε, ξαφνιάστηκε με το απρόσμενο και ταχύ του πράγματος, αλλά χάρηκε, μέσα σε τρία δευτερόλεπτα σκέφτηκε πέντε θετικά, πως η μικρή της αδερφή αποκλείεται να ’παιρνε άντρα με το στανιό, πως θα γλύτωνε από τον κέρβερο τη μάνα τους, θα λησμονούσε ίσως τον Εγγλέζο, θα γινόταν καλή μητέρα, η μεταξύ τους σχέση θα στέριωνε οριστικά και εν τω μεταξύ το ψιλόβροχο δυνάμωνε, τόνιζε τα χρώματα της στεγνής από το καλοκαίρι πόλης, και η Όρσα, πίσω στα μέρη της και πάλι, ένιωσε χαλαρή και γεμάτη κουράγιο. Σήκωσε το παιδί στην αγκαλιά της και γύρισε να δει τη Μόσχα, ερχόταν πεταχτή αγκαζέ με τον Σπύρο. Τον Σπύρο Μαλταμπέ.
ΜΟΝΟΠΑΤΩΣΙΑ
Μ
ΟΝΟΠΑΤΩΣΙΑ. Χαραμίζει τις χαρές των παιδιών μου, μου δηλητηριάζει τη ζωή, μου κλέβει τον ύπνο τις νύχτες, τις σπάνιες νύχτες που είναι αυτός εδώ κι άλλες πολλές ακόμα, στο κεφάλι της Όρσας στριφογύριζαν τα ίδια και τα ίδια εφτά χρόνια τώρα και την έκαναν να δυστυχεί· οι Σαλταφέροι χτίζοντας το διώροφο το 1917, όπως φαινόταν ανάγλυφο στη μετώπη της πρόσοψης, καταξοδεύτηκαν στα κουφώματα και στα πόμολα και τσιγκουνεύτηκαν στο πάτωμα, σαν ένα απλωμένο τουλπάνι έσταζε τους ήχους και τη ζωή τού επάνω σπιτιού στο κάτω, σκέτες λεπτές κυπαρισσοσανίδες, δίχως λάσπη ανάμεσα, δίχως ένα στέρεο υλικό που να αποδεικνύει ότι τα σπίτια ήταν δύο, να ξεχωρίζει τις ζωές τους και να τις κρατάει σε απόσταση ασφαλείας. Ιούνιο γύρισαν στο νησί οι εφτά του ΜΙΝΕΡΒΑ, το υπερωκεάνιο βρισκόταν για μικροεπισκευές και συντήρηση στις κλίνες του Ρότερνταμ, υπολόγιζαν λοιπόν να μείνουν ως αρχές Οκτωβρίου. Καλωσορίσματα και τραταρίσματα για τον Μαλταμπέ στο επάνω σπίτι, επισκέπτες και έμπα έβγα, το γλυκό βερίκοκο ακόμα χλιαρό, γαμπρέ μου, για σένα το δεύτερο πιατελάκι, το πρώτο για την κουνιάδα σου, που είναι πάλι σε ενδιαφέρουσα, δήλωσε η Σαλταφέραινα, δε μου τα γράψατε, είπε ο Σπύρος και μοίρασε στα παιδιά ενδυμασίες για σπορ, ρακέτες και νάιλον οδοντόβουρτσες, χαλασμός
γινόταν στην Αμερική μ’ αυτό το προϊόν, αλλά ο μικρός Σάββας κατέβασε μούτρα, ήθελε πάλι γιαπωνέζικα βεγγαλικά, εφτά χρόνων μπουρλοτιέρης, και τους είχε πρήξει. Τα λοιπά, ως συνήθως, υφάσματα εξαιρετικού γούστου για σύζυγο και πεθερά, πέντε γέφυρες και τρία ξενοδοχεία για την καθηγήτρια, παρέδωσε το φάκελο με τις καρτ ποστάλ στα χέρια της Όρσας και μαζί το δικό της δώρο, έναν ξύλινο αλιγάτορα· είχε ξεχάσει φαίνεται πόσο φοβόταν τα ερπετά. — Πάντα μας θυμάσαι, Σπύρο, του είπε ήσυχα, στην πραγματικότητα είχε πάψει να ενδιαφέρεται για τα δώρα, χορτάτη από μικρό κορίτσι, για αρκετές άλλωστε γνωστές της τη συγκίνηση την είχε το παιδικό τελετουργικό της αποσφράγισης των πακέτων, να αναρωτιέσαι για τον πάτο του κιβωτίου, το εύθραυστο ή μη, να αφαιρείς την ετικέτα της χώρας προέλευσης, να τραβάς αργά το σπάγκο, ούτε κι αδημονία είχαν για το περιεχόμενο, συχνά από τη συσκευασία και μόνο μάντευαν πως επρόκειτο γι’ άλλη μια αργεντίνικη κουβέρτα, δώδεκα ή είκοσι τέσσερις πολωνέζικες γυαλόκουπες ή βραζιλιάνικες πεταλούδες σε κορνίζα. Και στο δικό της κάτω σπίτι και στο επάνω της αδερφής της και σε όλα τα υπόλοιπα ανεξαιρέτως υπήρχαν οι τριγωνικές εταζέρες που ένωναν δύο τοίχους και το στολίδι ήταν μια πιρόγα με μελαψούς κωπηλάτες ή το τσόχινο λιοντάρι που το κεφάλι του αιωρείτο όταν άνοιγαν τα παράθυρα κι ορμούσε στη σάλα το αεράκι. — Πάντα μας θυμάσαι, επανέλαβε και κατέβηκε στο
ισόγειο. Μονοπατωσιά χιλιοκαταραμένη, όλα ακούγονταν, όλα, και η Όρσα ήθελε να τα ακούει, όποτε έκανε η Μερσίνα ή ο Σάββας να τσιρίξουν, να τσακωθούν, σκάστε, τα προλάβαινε, την επαναφορά στην πραγματικότητα από τον κόσμο που πήγαινε και χανόταν ανάμεσα σε δυο μπάρκους του κουνιάδου της την πλήρωναν τα παιδιά, μόνο όταν ήταν αυτός στο νησί δεν τα νοιαζόταν όπως έπρεπε, όλο νεύρα, ένα κουρέλι, με το αυτί να γαντζώνεται στους ήχους και τα σουρσίματα του πρώτου ορόφου, κι όταν αυτός ξαναμπαρκάριζε, μετανοημένη, άρπαζε τα παιδιά στην αγκαλιά της και τα τρέλαινε στα φιλιά, η τελευταία φορά που με αναστάτωσες, Σκύρο, ορκιζόταν από μέσα της, μα αρκούσε, δυο ολόκληρα χρόνια μετά, να διακρίνει από μακριά τη φιγούρα του να πλησιάζει και να βγαίνουν όλες στα παράθυρα ή στην καλή είσοδο, μ’ εκείνο τον όχι και πολύ κρυφό θαυμασμό, για να βαρέσει το κανόνι στο στήθος της, θερμή υποδοχή και υποταγή, ιδίως μόλις το διώροφο ησύχαζε κι εντός ολίγου άρχιζε το πανηγύρι στο σομιέ, στην αρχή με το μαλακό και κατόπιν όχι, και η Όρσα δεν μπορούσε να καταπνίξει την επιθυμία να περάσει το δάχτυλό της κόντρα στο μάγουλό του και να ψάξει στο μαύρο των ματιών του ίχνη από τα παλιά. Είχαν φύγει οι μουσαφιραίοι, άκουσε που έσυραν τις καρέκλες να δειπνήσουν, ο Μαλταμπές ανάλλαχτος, πληθωρικός, έκανε σαν παλαβός που η Μόσχα του τηγάνιζε
κεφτέδες, το αγαπημένο του, πήγαινε στο ανοιχτό παράθυρο κάθε τόσο, Άνδρο, δε σ’ αλλάζω με τίποτα, φώναζε και ξεσήκωνε τη γειτονιά και χαμηλώνοντας τη φωνή, όποιος πνίγηκε μετάνιωσε, έλεγε απανωτά κι αναστέναζε και δώστου κατόπιν να σφυρίζει και ξανά μανά, α ρε πατρίδα, και, πώς μοσχομυρίζει το νυχτολούλουδο· κάποτε νυχτολούλουδο ήταν λέξη συνθηματική, σήμαινε στις οχτώ στο νερόμυλο. Προσπερνούσαν τα σκαλοπάτια του βυσσινοχώραφου, κατηφόριζαν το ξεμοναχιασμένο μονοπάτι, λιγοθυμιά τους ερχόταν, περνούσε ο Σπύρος το μπράτσο του στη μέση της Όρσας να την προστατέψει από το άρωμα, κι έλιωνε το κορίτσι σαν κερί, επιτόπου. Όταν οι γιοι της Ζάννας ξεμασχάλιασαν το δέντρο και το ξεπάτωσαν με δυο τσαπιές, γιατί κάνανε βαρύ ύπνο στην καλύβα του κτήματος, όλα τους φταίγανε αυτωνών, μωρέ γρουσουζιά, είπε ο Σπύρος και σκάσανε κι οι δυο στα γέλια, Θε μου, τι γέλια είχαν κάνει, έτσι μπράβο, κοριτσάκι, είπε, μη σκας, θα γεμίσουμε νυχτολούλουδα τα παρτέρια στο σπίτι μας και το θέρος θα ξενυχτάμε στις βεράντες και θ’ ανασαίνουμε, θα ξενυχτάμε και θ’ ανασαίνουμε. Ήτανε περασμένες έντεκα όταν πέσανε, η Μόσχα είχε κοιμίσει τα μικρά με το ζόρι, η τετράχρονη Χριστίνα δεν είχε χορτάσει τα χάδια του πατέρα της κι ήθελε να το τραβήξει ως τα μεσάνυχτα, δεν τον θυμόταν καθόλου και της φαινόταν καινούριος σαν παιχνίδι, μα το αντρόγυνο βιαζόταν, σαν κλέφτρα βαστούσε η Όρσα την αναπνοή της, Μαλταμπέ,
σκεφτόταν, ξενυχτάω και δεν ανασαίνω, ξενυχτάω και δεν ανασαίνω. Μετρούσε τους ήχους έναν προς έναν, το δίπλωμα και ξεδίπλωμα των παραθυρόφυλλων, η Μόσχα, ως συνήθως, θα έσκυψε να βεβαιωθεί αν η Όρσα έχει σβήσει το φως της, έβγαλε κατόπιν τα πασούμια κι έπεσε πρώτη, ακούστηκε το τρίξιμο του σιδερένιου κρεβατιού, ο Σπύρος έφερνε πάνω κάτω τα δωμάτια, σαν κάτι να γύρευε, μάλλον κοίταζε με την ησυχία του τους χώρους και τα πράγματα, τα αιώνια και τα καινούρια, μην αργείς, τον κάλεσε η αδερφή της, στην απουσία του δεν πολυφανέρωνε επιθυμία για τον άντρα της, ακούστηκε γκλιν γκλιν στα ποτηρικά, νερό ήπιε φαίνεται και αργά ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρη, ακριβώς από πάνω. Η Όρσα κόκαλο, τον άκουσε που έβγαλε ένα ένα τα παπούτσια, ξάπλωσε στο κρεβάτι στην αριστερή μεριά, ένας βαθύς, αντρικός αναστεναγμός τρύπησε τη μονοπατωσιά, άχρηστε μάστορη, φονιά, διαολόστελνε τον Χαλά με την ψυχή της, έπειτα σιωπή, η γνώριμη σιωπή της αμηχανίας μόλις πρωτοακουμπήσουν δυο κορμιά που έμειναν καιρό ξένα, και λίγο αργότερα κάτι πνιχτά χαρχαλέματα, κάτι βαριές ανάσες, ήξερε πια, θέλοντας και μη τα είχε παραμονέψει όλα κάποιες νύχτες του ’31 που έγινε ο γάμος τους, του ’33 και του ’35 που ο Σπύρος καθόταν δυο τρεις μήνες κάθε φορά στην Άνδρο. Τα στήθη και τα μπούτια της αδερφής της τα είχε δει στη θάλασσα τα καλοκαίρια, όταν γεννούσε κι όταν θήλαζε, όποτε την έψηνε ο πυρετός, απρόσεκτη, του έξω, και άρπαζε
συχνά κρύο η Μόσχα, ανέβαινε λοιπόν να την περιποιηθεί, άλλαζε τα ιδρωμένα εσώρουχα και πασπάτευε το δέρμα της, μελετούσε όλα τα κρυφά του κορμιού της, τις απλωμένες θηλές με τις ρώγες χοντρές και μαύρες σαν σοκολατάκια και τους γαλατένιους οπάλινους μηρούς. Ήξερε καλά πού άπλωνε τα κουλά του ο Μαλταμπές. Όταν οι ανάσες τους βρήκανε μαζί το ρυθμό τους, σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, έριξε πάνω της ένα ρομπάκι και καθώς έπαιρνε στο χέρι τις παντόφλες κι έκλεινε μαλακά τη θύρα πίσω της, είδε, στο φέγγος που έμπαζε από τα ανοιχτά παράθυρα η πανσέληνος του Ιουνίου, ένα ζευγάρι μάτια να την παρακολουθούν· τα μάτια της μάνας της, που είχε πάντα δύσκολο τον ύπνο. Άκουγε κι αυτή. Μια φορά, κάτι χρόνια πριν, που η Όρσα είχε πάει ένα τριήμερο στον Πειραιά να δει τον άντρα της, γύρισε και βρήκε την κρεβατοκάμαρή της στην άλλη άκρη του σπιτιού, άφησε τη βαλίτσα στο αντρέ και το παιδί στα χέρια της μάνας της και, φορώντας το παλτό και αμίλητη, ξήλωσε επιτόπου τη νέα διαρρύθμιση· αυτό επαναλήφθηκε ύστερα από κάποια ημερήσια επίσκεψη για προσκύνημα στην Τήνο, η Μίνα, παριστάνοντας πάντοτε την ανήξερη, είχε στρώσει καινούρια σεντόνια κι είχε κρεμάσει άλλες κουρτίνες, αλλά δεν έπιασε. — Μαθημένη στην ησυχία σου, θα βρίσκεις τον μπελά σου μ’ εμάς, την είχε ψαρέψει μια δυο φορές και η Μόσχα. — Όταν μάνα και Αννεζιώ ροχαλίζουνε, νικάνε και τον αχό
της θάλασσας, ξέφευγε η μεγάλη μια χαρά. Το σκοτάδι ήταν λιγάκι άσπρο, η πανσέληνος· η Όρσα αφουγκράστηκε τη γειτονιά, σιγή, μόνο τη Μούραινα έπιασε το μάτι της από μακριά, καθόταν δίχως φως στο ταρατσάκι της και κάπνιζε τα βαριά, έτσι την έβγαζε τις καλοκαιρινές νύχτες, με το κομπινεζόν, τα παχιά της κρέατα απλωμένα γύρω για παρέα, πάλιωνε και σκούριαζε σαν τις σιδεριές του μπαλκονιού της μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι. Ύστερα από χρόνια μοναξιάς τα παιδικά τα νεροζούμια τίλιο και βαλεριάνα ήταν άχρηστα, ούτε τα βερονάλ που ζητούσαν, άυπνες όλες, από τον Ρεσβάνη τον παθολόγο, έλυναν το πρόβλημα, και η Όρσα τα είχε καταπιεί, λίγα πράματα. Άλλαξε στενό να κρυφτεί από τα αετίσια μάτια, δεν άντεχε κουβέντες, και προπαντός για αντρικά κορμιά. Με τα μπράτσα σταυρωμένα στην κορφή της κοιλιάς, έξι μηνών, κατηφόρισε αργά κι έκανε το συνηθισμένο πια κύκλο Μαλταμπέ, ποτάμι, βραχοσπηλιά, περιστεριώνας. Άγιος Δημήτριος, παλιό ταφείο στον κατάξερο λόφο, μέχρι να γυρίσω, υπολόγισε, θα ’χουνε ξεραθεί κι αυτοί, πανάθεμά τους. Θα ήθελε να ήταν μικρό κορίτσι να τη βγάζει κρυφά στο σαλόνι μόνη με τις ώρες, να αλλάζει συχνά πολυθρονάκι για να βρίσκει το σκουροπράσινο βελούδο δροσερό, να πιάνει τη χρυσή φούντα της βαριάς κουρτίνας, να χαϊδεύει με τα κρόσσια το λαιμό και τα μάγουλα, να τα ενώνει με τις
αφέλειές της κι αυτό να της αρκεί. Όταν μπήκε, να μην τη βαστούν τα γόνατα από την κούραση, οι αστράγαλοι πρησμένοι, τα βλέφαρα βαριά, η ψυχή στεγνή, ήθελε περί τις δύο ώρες ο κύκλος Μαλταμπέ, τα μάτια της μάνας της τρεμόπαιξαν κι ανασηκώθηκε ψεύτικο το ατάραχο ροχαλητό της. Από πάνω άκρα σιγή.
Χ
ΡΕΙΑΖΕΤΑΙ τέχνη να στερεώσει κανείς τα παραθυρόφυλλα. Το μελτέμι ήταν γερό, οι λευκές κουρτίνες ανέμιζαν, τα τζάμια καταχτυπούσαν και η Μόσχα έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, να ελέγξει τα ρεύματα, να ασφαλίσει τους μεντεσέδες, να προλάβει ζημιές. Στην τραπεζαρία, στη ράχη των καθισμάτων, προσεκτικά διπλωμένα εγγλέζικα μάλλινα, αιθέρια μεταξωτά και γαλλικά βελούδα, ό,τι της έστελνε με το σταγονόμετρο τόσα χρόνια ο πατέρας της, αλλά ο άντρας της κάλυπτε αναδρομικά και με το παραπάνω. Τώρα που χόρταινε λούσα, τα βαριόταν και λίγο, δεν το καταλόγιζε πια στον πατέρα της, ούτε στην αδερφή της που λάβαινε τότε τη μερίδα του λέοντος. Δεν της πολυάρεσε καλοκαιριάτικα να τρέχει και στη μοδίστρα, να ιδρώνει ακίνητη στην πρόβα, καταλληλότερη εποχή για ραψίματα και φρεσκάρισμα φορεμάτων το φθινόπωρο, να μαζεύονται στης β΄ εξαδέλφης Αρχοντίας Σαρρή, να αποφασίζουν μόδες, να τα λένε ένα χεράκι, να δοκιμάζουν πρώτες το φρέσκο γλυκό κυδώνι. Το καθεστώς της Μούραινας είχε καταρρεύσει. Το πήρε κατάκαρδα που ο άντρας της, που θα ήταν τάχατες μαγκωμένος εσαεί στη φάκα της κιλότας της, δε θα γύριζε ποτέ, τζάμπα και το ολόσωμο τάμα στη θαυματουργή
εικόνα της Θεοσκέπαστης, ο άσωτος ένστολος σε στάση προσοχής, αραίωσε λοιπόν από μόνη της τις συγκεντρώσεις κι ένα απόγευμα ζήτησε συγγνώμη κι έκλεισε την πόρτα της, είχε χάσει οριστικά την ευρηματικότητά της σε ερωτόλογα και απαγορευμένα, σιωπηρά είχε παραδώσει τη σκυτάλη στη χήρα του Νικηφόρου που είχε κι αυτή προ πολλού περάσει το φράγμα των εκατό οκάδων, λαρδομούνα εκ γενετής μα με λιγότερο ταλέντο από της προκατόχου. Πέρσι το καλοκαίρι ήταν υπέροχα, με την Όρσα και τα τέσσερα παιδιά είχαν ταξιδέψει στην Τήνο, έμειναν στο Τήνιον Παλάς δέκα μέρες χωρίς τη μάνα, που ήταν πάντοτε εμπόδιο, δεν της το πρότειναν καν, περίμενε η Μίνα μέχρι που κρυφά μέτρησε τα εισιτήρια στο συρτάρι του μπουφέ και δήλωσε παγερά, εγώ λογαριάζω να μείνω για τα χοιρινά και τον τρύγο. Τα ξαδέρφια πολύ αγαπημένα, ο Σάββας αφύσικα έως αντιπαθητικά σοβαρός για τα εφτά του χρόνια, η Μερσίνα πονόψυχη και φοβητσιάρα και τα δυο δικά της, η Χριστίνα και ο Μίμης, μπελάδες, και λόγω μελαχρινάδας σωστά τσιγγανάκια. Ανακάλυπτε την αδερφή της λίγο λίγο, σαν να ήταν κουκουλωμένη σε μια κασέλα κι αποκάλυπτε κάθε μέρα έναν πόντο εαυτού. Πλάσμα διαφορετικό απ’ ό,τι πίστευε στην εφηβεία τους, η Μόσχα είχε απαγκιστρωθεί πια από γνώμες τρίτων, σχημάτιζε τις δικές της, αποφάσιζε εκείνη με ποιους, πότε και γιατί θα είναι θερμή, γενναιόδωρη, αδιάφορη, κακιά και σκύλα ακόμη.
Χώνανε τις γάμπες τους στη χλιαρή άμμο, η μια δίπλα στην άλλη, με την άκρη του ματιού πρόσεχαν τα παιδιά, τους εντυπωσιακούς κολυμβητές, νεαρούς και αγοροκόριτσα, που έκαναν περίτεχνες βουτιές από ψηλούς βράχους, πλησίαζαν ολοένα και πιο ουσιαστικά η μια την άλλη χωρίς να εκμυστηρεύονται ή να πολυμιλούν, χωρίς καν να κοιτάζονται στα μάτια. Έλειπαν οι άντρες τους και μοιράζονταν την απουσία τους. — Και φυσικά, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, γελούσε ικανοποιημένη η Μόσχα, που πήρε μεν ναυτικό, αλλά ποιον, τον Σπύρο τον Μαλταμπέ, πώς να το κάνουμε, οι άλλοι δεν πιάνανε μπάζα μπροστά του. Στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου το ’31, η Όρσα έλειπε τότε στην Κηφισιά σε ανάρρωση, τρελάκιας και γοητευτικός μαζί δεν έβαζε τον πισινό του κάτω, χόρευε ως το ξημέρωμα, πυρπόλησε πολλές καρδιές κι έστελνε τη μια μετά την άλλη τις παντρεμένες στα κρεβάτια τους σε μεγάλες κάψες, Μούραινα, Τάσα, χήρα Νικηφόρου, Χαδούλαινα, ας είχα κόρη, λέγανε μπροστά στη Μίνα, καμιά Σπανιόλα θα μας τον φάει, σε όλες άρεσε, άρεσε και στη Μόσχα. — Ποιος σου την αρρώστησε, κυρα-Μίνα, την κόρη; είχε ρωτήσει περιπαιχτικά τη Σαλταφέραινα τραβώντας τη με το ζόρι για δυο στροφές στο χορό. — Έχω κι άλλη, του είχε απαντήσει κι αυτό ήταν. Νιόπαντρη η Μόσχα είχε ακολουθήσει τον Σπύρο σ’ ένα ταξίδι στην Αμερική, η Νέα Υόρκη της είχε φανεί ένα
αλλιώτικο πλήρες σύμπαν, περπατούσε με τα μεσογειακά μάτια της γουρλωμένα από τα πολλά αξιοπερίεργα, ο άντρας της την είχε πάει παντού κι η Μόσχα έλαμπε μέσα στις τουαλέτες της μιας φοράς, στην Άνδρο δε θα ήθελε να εμφανιστεί με τόσο εξεζητημένα φορέματα, θα τα καταχώνιαζε στο βάθος της ντουλάπας. Μιούζικ χολ, ρεστοράν, αρτοκλασίες της ελληνικής παροικίας, γαμήλιες δεξιώσεις σε πολυτελή ξενοδοχεία όπου η υπογραφή κομψότητας και φινέτσας, έγραφε στην αδερφή της τα πάντα, ήταν μια πελώρια ανθοδέσμη στο λόμπι από εκατό ή διακόσιες κάλλες, απ’ αυτές που την άνοιξη αφθονούσαν στις εξοχικές στέρνες και στα ρέματα της Άνδρου, τις μάζευαν και στόλιζαν Επιτάφιους. Συνάντησε και τον Αντώνη της Αννεζιώς, δεν ερχόταν πια στην Ελλάδα, αιτία τα πολιτικά, είχε αφήσει το ελληνικό εστιατόριο Λουτράκι του Σικάγου όπου στη Διεθνή Έκθεση του ’33 είχε βρει δουλειά· είχε γίνει στο μεταξύ κομμωτής. Το κομμωτήριό του στον Άλτον Σικάγο, από το νησί των ανέμων στην πόλη των ανέμων, οι Αμερικανίδες αντί για Αντώνης, τόνιζαν Άντωνις, Άδωνις νόμιζαν, και ο ωραίος Κυκλαδίτης τις άφηνε στην πλάνη τους. Στη Νέα Υόρκη λοιπόν τους παρέδωσε ένα πελώριο πτι καρό μπαούλο για τη γριά του, την είχε λαχταρήσει πολύ, λίγο πριν τους αποχαιρετήσει έσπασε, διαλύθηκε και το προσεκτικό μπουκλέ του χτένισμα, αγκιστρώθηκε στην αγκαλιά του Μαλταμπέ κι έκλαιγε με αναφιλητά, αχ,
καπετάνιε, έλεγε και ξανάλεγε κι άλλα λίγα σκόρπια, για θάλασσα, για τη νεανική του αγάπη στ’ Αλαδινού, μια ανακεφαλαίωση αισθημάτων και δεσμών, ένας κανονικός δραματικός αποχαιρετισμός, κι αυτό γιατί κι ο Σπύρος τον ξεχώριζε για την τσαχπινιά και την εργατικότητά του, ναυτικός, μάγειρας, κομμωτής και με πολιτική δράση, τρομάρα του, είχαν κι οι δυο τους δακρύσει. Στο Μητροπολιτικό Μουσείο η Μόσχα κάθισε αρκετά απέναντι από τον πίνακα που ο Ντέιβιντ Μπράντλεϋ της είχε δείξει σε κάρτα την εποχή του χαζοειδυλλίου όπως το ’λεγε πια, φανερά ευχαριστημένη με το γάμο της. Γουίστλερ λεγόταν λοιπόν ο ζωγράφος, Τζέιμς Μακ Νιλ Γουίστλερ κι εκτός από τον παγωμένο Τάμεση κάποια Χριστούγεννα παρελθόντων αιώνων, με ακατανίκητη έλξη για τις ναυτικές σκηνές, ας πούμε για το μπλε γενικά, η Κατερίνα Μπασαντή με τις κουβαρίστρες ήταν μια λαϊκή εκδοχή του ίδιου πράγματος και η Μόσχα τη θυμήθηκε την κατάλληλη στιγμή· αυτός ο Γουίστλερ λοιπόν ζωγράφιζε θάλασσες, ποτάμια την αυγή και λιμάνια το βράδυ, το νυχτερινό Βαλπαραΐσο μαγνήτισε την κοπέλα, ενώ ο Μαλταμπές, που είχε στο μεταξύ βαρεθεί, βρήκε θέμα και της μίλησε για τη χιλιάνικη πόλη που ήξερε σπιθαμή προς σπιθαμή, τα δυο πρώτα του χρόνια στα καράβια γυρόφερνε προς τα κει, έπαιρναν πλοηγούς από τη Νικοτσέα για τον περίπλου του τρομερού ακρωτηρίου Χορν με την ασίγαστη απειλητική βουή του κυματισμού.
Πάντοτε άρεσαν στη Μόσχα τα ταξίδια και οι μεγαλουπόλεις, μεγάλη πόλη ίσον πολλές ιστορίες να μάθεις, να χώσεις τη μύτη σου, να πρωταγωνιστήσεις ή απλώς να αφεθείς στην παραξενιά, τη γοητεία και τη θλίψη τους. Ύστερα από κάθε επιφώνημα θαυμασμού για έναν ουρανοξύστη, μια λιμουζίνα, μια αλλόκοτη ανθρώπινη φιγούρα, θα ’θελα να ζούσαμε στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, έλεγε και ξανάλεγε στον Μαλταμπέ και σαν να αγωνιούσε κατά βάθος για το ειδικό της βάρος στα μάτια του, γινόταν όλο και πιο εκδηλωτική, πιο διαχυτική, πιο λουσάτη, έκανε πράγματα που δεν ήταν εντελώς του χαρακτήρα της. Πριν από το γάμο πάντως, ο Σπύρος είχε δώσει καπάρο για ένα σπίτι στην Καστέλα, σαν να ’θελε να την κοπανήσει από τα γνωστά, ο Πειραιάς είχε πολυκοσμία και ενδιαφέρον και τον βόλευε, κι αν καμιά φορά ένιωθε θηρίο στο κλουβί, σκότωνε ώρες στα μαγαζιά με τα ναυτιλιακά, στου Λαζόπουλου, δίπλα στο Ταχυδρομείο, με την παρακαταθήκη χαρτών αγγλικού ναυαρχείου, στου Γαλακάτου, έναντι πλατείας Καραϊσκάκη, που εμπορευόταν αντλίες αναρροφητικές, αντλίες καταθλιπτικές, τίλματα, πτύα θερμαστών και είδη θερμασίας και δίπλα στο τελωνείο, στου Βήχου, να λένε για τις εξελίξεις του κλάδου και λοιπά, καθώς ο τέως μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού ρύθμιζε εξάντες, πυξίδες και δρομόμετρα. Ωραίος ο Πειραιάς, αλλά η Μόσχα δεν τόλμησε τελικά να
ξεκουνήσει από το μικρόκοσμό της. Έτσι είχε άντρα τρεις μήνες κάθε δυο ή τρία χρόνια, του έστελνε πολυσέλιδα γράμματα, όπως άλλοτε στον πατέρα της, αλλά μόλις στέγνωνε η μελάνη, την έβγαζε πάλι με τα ίδια, η παρέα και πάλι σε απαρτία, αφού η δραπέτις Κατίνα δεν μπόρεσε να γίνει νοσοκόμα στον Πειραιά, αλλά επέστρεψε κι έγινε νοσοκόμα του ανήμπορου πατέρα της, άσθμα, με όλες όμως τις σκοτούρες η τετραμελής αδελφότης Κ.Κ.Μ.Μ κάτι διατηρούσε από την τρέλα των δεκαέξι χρόνων, πλην Κατίνας όλες παντρεμένες, είχαν κοπιάσει πολύ να καταλήξουν στις νέες καλλιγραφικές τους υπογραφές αφότου έφεραν πλέον το επώνυμο των συζύγων, ντουμάνιαζαν ελεύθερα τσακίζοντας τις γόπες στα τασάκια μιας σάλας, με κουφωτά πάντως παραθυρόφυλλα, διάβαζαν μυθιστορήματα σε συνέχειες και ιδίως μετά τα κυριακάτικα μνημόσυνα, ονειρεύονταν αποδράσεις από στενάχωρα, πικρόχολα και τετριμμένα, με όλο και πιο παιδικό τρόπο, γιατί ήξεραν ότι αυτά δε γίνονται. — Κάποιοι κάθονται στο παράθυρο και περιμένουν να δουν τη ζωή τους να περνάει απ’ έξω, μια περιπέτεια να τη, μια φυγή, περνάει απ’ το δρομάκι μιαν αυγή, μας χαιρετάει και προσπερνάει και ως συνήθως μας μένει το ήθος, η Μαρί στιχουργούσε και έγγαμη, αφήνοντας υπονοούμενα που οι άλλες πιο τυχερές με τους άντρες τους απέφευγαν να ξεδιαλύνουν παραπέρα, άλλωστε από κοριτσόπουλα ήταν αδιανόητο να πουν η Μαρί φλέγεται για άντρες, λέγανε η
Μαρί έχει αδυναμία στα τιραντέ φορέματα. Γλύτωναν το λεξιλόγιο της Μούραινας, αλλά τα κορμιά τους με τον τρόπο τους ομολογούσαν, μερικές φορές, λόγω εξελίξεων σε μια ιδιωτική υπόθεση που γινόταν ξαφνικά βούκινο ή λόγω καιρού, είχαν μια ροπή προς ακολασία εφηβικού επαρχιακού τύπου, κάθονταν στην άμμο με τα φουστάνια ανασηκωμένα και τους μηρούς τους να ακουμπούν ή με τετριμμένα κόλπα προκαλούσαν την Κατίνα να λύσει το στηθόδεσμο και να πετάξει τα στήθη της, δυο οκάδες το ένα, με αχνοπράσινες φλεβίτσες πάνω στο ροζ. Κάτι τέτοια κάνουν τα κορίτσια και στα μυθιστορήματα τα περιγράφουν ως αμέριμνα, σκέφτηκε η Μόσχα και δε δικαιολόγησε κάποιους συγγραφείς για την ελαφρότητά τους, έπρεπε να σκαλίζουν πιο βαθιά. Αρκετές συμμαθήτριές της ήθελαν να φύγουν, δεν έφυγαν, να σπουδάσουν, δε σπούδασαν, άλλον αγαπούσαν, άλλον στεφανώθηκαν, πολλές με το ζόρι, όπως η αδερφή της, η παλιά υπόθεση που ευτυχώς ξεχάστηκε, άλλωστε ο Βατοκούζης θυσία γινόταν για την Όρσα, μάλιστα έκανε διάνα στις επιθυμίες της και της έστελνε συχνά πανάκριβες εκδόσεις με υπέροχες εικονογραφήσεις, βιογραφίες και φωτογραφίες ορεινών χειμερινών τοπίων απ’ όλο τον κόσμο· η Όρσα λάτρευε το χιόνι και ξεχειμώνιαζε προστατευμένη στο χάρτινο καταφύγιό της, ένα τραπεζάκι με συρτάρια στην κρεβατοκάμαρή της. Τώρα όμως ήταν κατακαλόκαιρο, το αεράκι ανάδευε τις
λεπτές κουρτίνες που πηδούσαν μέσα έξω από τα παράθυρα, ο γάτης ήταν παραδομένος στο θέαμα κι η Μόσχα δίπλωσε τα υφάσματα και τα τοποθέτησε στην ντουλάπα, ήθελε να φτιάξει ένα τέλειο ψητό, παραγγελία του Σπύρου, και πια δεν είχε χρόνο να σιγοψήσει το κρέας.
Α
ΒΕΣ ΜΑΡΙΝΑΣ I ΑΛΓΑΣ, θαλασσοπούλια και φύκια, ο Σάββας Σαλταφέρος πάτησε τα εξήντα τρία, την ηλικία που όσοι είχαν γλυτώσει από τα σκυλόψαρα έκαναν το σταυρό τους και δοκίμαζαν τους λοιπούς τρόπους αναχώρησης. Στο τελευταίο ταξίδι στο Νότιο Ατλαντικό, Μπουένος Άιρες-Ροζάριο, κρέατα, μπάρκος λίγων ημερών, πήρε μαζί και το γιο, ένα είδος γιου τέλος πάντων, τον Οδυσσέα, κλώνος δεκαεννιά χρονών, δυο φορές το μπόι της μάνας του, καμπέγιο λάργο ι ριζάδο, μακριά σγουρά μαλλιά, οι άντρες στο βαπόρι αλλά κι ο κόσμος στα λιμάνια ντρέπονταν να σηκώσουν μάτια πάνω του, παιδί πεντάμορφο. Θα ’βγαινε στη σύνταξη ο γέρος, δε θα ξανάβλεπαν ο ένας τον άλλο, ο νεαρός είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό το συγκινητικό ταξίδι, πού τον πέτυχες τέτοιον επιβάτη, ρωτούσαν όλοι, ξεφούρνιζε τα καλαμπούρια και τα παθιάρικα τραγούδια το ένα μετά το άλλο, ασί ες λα βίδα, έτσι είναι η ζωή, μια εκδρομή στα κύματα του ωκεανού, λας όλας ντελ οσεάνο, αφρισμένα και σκούρα, πολλές φορές πηχτά από τα νερόχορτα που αφθονούσαν σ’ εκείνες τις θάλασσες και κολλούσαν στα πλευρά, στην κουβέρτα και στα φινιστρίνια του βαποριού. Ο νεαρός αγαπούσε τη θέα των πόλεων από απόσταση, να
τις αφήνει πίσω του κι αυτός να απομακρύνεται αργά μ’ ένα καράβι ή ένα αεροπλάνο. Όταν λίγους μήνες πριν ο Αμερικανός Μπόινγκ λάνσαρε το 714, το αεροπλάνο με το μπαρ, κάποτε, έλεγε, θα κάνω κι εγώ το γύρο του κόσμου μ’ ένα ποτό στο χέρι, αεροπορικώς. Για την ώρα μάθαινε μηχανικός, δούλευε κιόλας, μάζευε λεφτά. Οκτώβριο του 1938 ο Σαλταφέρος έκλεινε ένα κεφάλαιο της ζωής του. Ήθελε να γυρίσει. Η πενηντάχρονη ναυτική του σταδιοδρομία είχε ξεκινήσει παραμονές εορτών, μια νύχτα του 1888, πολύ πριν φέξει και ξυπνήσει η πόλη, με το άρωμα του γλυκάνισου από τα χριστόψωμα να τον λιγώνει κι αυτός δεκατριάχρονος παραγιός στου ψωμά να βροντάει κάτω φουρνόξυλα και φουρνόπανα. Υποχώρησε κι η μάνα του, και τη μέρα της αναχώρησης με τη φέτα του φεγγαριού όρθια να υπόσχεται ευδία, άφησε ασκούπιστα, μη γρουσουζέψει το ταξίδι. Η γριά του, μια ζωή εναντίον του Ποταμού, τον έγραφαν με κεφαλαίο Π και εννοούσαν το Δούναβη, πολλοί οι Άνδριοι στις παραδουνάβιες επαρχίες τότε, εμπόρια και πάρε δώσε· εξαιτίας του είχε χηρέψει τριαντάρα, δεν επιθυμούσε να δει ναυτικούς και τα ορφανά της. Τώρα λοιπόν που ο γυρισμός ήταν ζήτημα εβδομάδων, ο Σάββας ανακεφαλαίωνε και υπολόγιζε. Η Ανχελίτα για το χατίρι του είχε λατρέψει καθετί ελληνικό και το διαμέρισμά της ήταν ένα κράτος εν κράτει, στην πρωτεύουσα της Αργεντινής, ένα τριάρι με αμέτρητα ρωμαίικα μπιχλιμπίδια, τσολιαδάκια, άδεια τενεκεδένια κουτιά γλυκών του κουταλιού
και άδεια χαρτονένια από λουκούμια τακτοποιημένα στα ράφια, κιτρινισμένα φύλλα της Φωνής του Αιγαίου, τσιγαρόκουτες Ματσάγγου, μπουκάλια μαστίχας και ούζου και περιτυλίγματα από σοκολάτες αμυγδάλου· η Ίτα, Ανχελίτα-Ίτα, δεν πετούσε τίποτα ελληνικό, ποτέ μι αμόρ, και δεν ήταν τόσο τα αντικείμενα και η σαβούρα όσο τα συναισθήματά της για τον Έλληνα καπετάνιο και ευεργέτη που ταπετσάριζαν τα ντουβάρια και τα έπιπλα του σπιτιού. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ο Σάββας πως με τον οριστικό χωρισμό τους η πιστή Αργεντίνα φιλενάδα δε θα παλιννοστούσε στα παλιά λημέρια και στα παλιά χούγια, ποτέ δε θα ξεχνούσε τα βήματα του μπάλου και όσο ζούσε το καλό της φαΐ θα ήταν τα γιουβαρλάκια αυγολέμονο. Δεν είχε τύψεις ή ενοχές, πρόσφερε και πήρε απ’ όλα, χάδια, περιποίηση, λεφτά και μια καλή κουβέντα, έριξε κάτι χαστούκια, άρπαξε κάτι νυχιές. Στο ΜΑΡΟΥΣΙΩ ΜΠΕΜΠΗ κανένας δεν ήξερε την αλήθεια, μια εξυπηρέτηση στους Χαδούληδες, διαδόθηκε, δεν μπορούσε ν’ απλώσει χέρι, έστω να χτυπήσει στην πλάτη το παιδί, που το ’ξερε από νιάνιαρο τριών χρονών, είχαν συνηθίσει ο ένας τον άλλο, ο μεγάλος κι ο μικρός άντρας της Ίτα, πόσες φορές τα χλιαρά ηλιοβασιλέματα κάθονταν στο μπαλκόνι και πίνανε λεμονάδα, κι εκείνη, με την ψευδαίσθηση της τέλειας οικογένειας, ετοίμαζε στην κουζίνα το δείπνο, κάτι πολύ ελληνικό, μα συνήθως νερουλιάρικο, δεν είχε μάθει να δένει τη σάλτσα.
Όταν ο Σάββας έσφιξε για τελευταία φορά στην αγκαλιά του την πενηντάρα πια γυναίκα, Σάββατο 7 Οκτωβρίου 1938, της χάιδεψε τα μαλλιά, ήταν πάντα η αδυναμία του τα γυναικεία μαλλιά. Από τις βαφές και τους οξυζενέδες είχαν αραιώσει, δεν ήταν καμπέγιο λάργο ι ριζάδο, και τι, γαμώ τα φουγάρα μου, θα κυματίζει στους ώμους της όταν λικνίζεται στο ταγκό, σκέφτηκε ο καπετάνιος και αναστατώθηκε, η Ανχελίτα κόντευε να κάνει φαλάκρα. Κοτσίδες, πλεξούδες, κότσοι, περμανάντ, μπούκλες, κυματιστά και αλογοουρές το ωραιότερο κόσμημα, με την πένα του πολλές φορές ζωγράφιζε πιο πλούσια τα χτενίσματα των γυναικών στις φωτογραφίες των περιοδικών και των εφημερίδων, πήρε λοιπόν τα μάτια από το κρανίο της γυναίκας με τις μισοξεπατωμένες θαμπές τούφες κι ύστερα από μια στιγμιαία αποστροφή τη φίλησε στα μάγουλα, τη χτύπησε με οικειότητα στα πισινά, έχωσε τα κλειδιά του στην τσέπη της κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Δεν έψαξε ένα τελευταίο βλέμμα της, να μην το θυμάται κι αυτό. Τη βαλίτσα την είχε πάρει από τη προηγούμενη, τα οικονομικά και τα λοιπά τα είχε φροντίσει σαν κύριος, η Ανχελίτα έδειχνε ασφαλής και γεμάτη, ήσυχη. Όλα αυτά λοιπόν τελείωναν και μαζί τους τελείωναν και οι παρτίδες με τα αγαπημένα του λιμάνια, γιατί την Αμερική την είχε αγαπήσει, ακόμα και τη Βόρεια με τα κλεμμένα ονόματα ευρωπαϊκών πόλεων. Κάρβουνο τα μάτια του Οδυσσέα κοίταζαν τον Σάββα δίχως να ζητούν τα ρέστα, δίχως να ασκούν πίεση, ευτυχώς
χωρίς καν ευγνωμοσύνη, με μια πολύ απλή αγάπη. Θα έλεγε καλό ταξίδι, μπουέν βιάχε, και δε θα υπονοούσε άστα πρόντο, καλή αντάμωση. Άλλωστε μύριζε πόλεμος. Ο Γερμανός εδώ και δυο τρία χρόνια εξόπλιζε μεραρχίες, παράγγελνε υποβρύχια και αεροπλάνα, η Βρετανία είχε τριπλασιάσει τα αεροσκάφη της και μόλις δυο εβδομάδες πριν, μαζί με τη Γαλλία είχαν ανακοινώσει ότι καλούν σε μερική επιστράτευση. Οι ωκεανοί θα γίνονταν πιο μοιραίοι, μια άμπωτη χωρίς παλίρροια θα ακουμπούσε τον Σάββα οριστικά στο βραχάκι του, κάβουρα με τη μια δαγκάνα σπασμένη, να συλλογίζεται τους γαμπρούς του, τον Βατοκούζη, στόφα εφοπλιστή που τα ναυτιλιακά του θα πήγαιναν χαράμι, και το θαλασσόλυκο τον Μαλταμπέ, που στο νερό ήταν ικανός για όλα.
Ο
Ι ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΕΣ επιβάτες του ΝΟΡΜΑΝΤΙ, του KOΥIN ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ, του KOΥIN ΜΑΙΡΗ και των λοιπών πλωτών ανακτόρων δεν απολάμβαναν όλοι ανενόχλητοι τις πολυτέλειες του υπερατλαντικού ταξιδιού, η ιδέα του πολέμου ενοχλούσε και φόβιζε, στα σαλόνια της πρώτης θέσης οι συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τα τελευταία νέα, οι Αγγλογάλλοι καθήλκυαν υπερωκεάνια με μέση ταχύτητα τριάντα κόμβων και το Γ΄ Ράιχ υποβρύχια, μόνο οι πολύ νέοι είχαν όρεξη για χορό και φλερτ και οι πολύ ηλικιωμένοι για συζητήσεις για τα πατροπαράδοτα θέματα των πολυήμερων ταξιδιών, περί χαρακτήρος των Ιαπώνων, περί βασιλείας των Φαραώ και περί νεκραναστάσεως. Ο Μαλταμπές είχε βαρεθεί να είναι συνέχεια στην τρίχα, τσάκιση στο πανταλόνι, σαβουάρ βιβρ, αχαλίνωτες πλούσιες τυλιγμένες με τις γούνες και την ανία τους που αποκοίμιζαν τους συζύγους κι έπαιρναν δρόμο από την καμπίνα για ένα τελευταίο ποτό με τον καπετάνιο, πολυβολώντας τον με υπονοούμενα χωρίς νοστιμιά, γιατί μόνο υπονοούμενα δεν ήταν, εφτά ολόκληρα χρόνια αυτά, είχε επιθυμήσει άλλες θάλασσες, άλλα φορτία, ρίσκο και απρόβλεπτα, όσο λοιπόν το υπερωκεάνιο ΜΙΝΕΡΒΑ θα παρέμενε για τα χρειώδη στο Ρότερνταμ, θα το κανόνιζε με τα αφεντικά να πάει στο ΛΕΩΝΙΔΑΣ II να εξασφαλίσει
καλύτερα και τους πόντους του, πόλεμος ερχόταν, πολλοί θα μπλέκονταν. Στο μεταξύ το αεράκι του έφερνε το άρωμα της Τήνου, κι όταν δυνάμωνε και στροβιλιζόταν, τον τύλιγε με τα ξεχωριστά αρώματα όλων των Κυκλάδων. Η πόλη, μια μακρόστενη λουρίδα ανάμεσα σε δυο κολπίσκους, ήταν ασβεστωμένη για το Δεκαπενταύγουστο κι από τη στροφή του Πίτσικλα έμοιαζε απαράλλαχτα κατάλευκο υπερωκεάνιο δεμένο στο μουράγιο. Πριν σαλπάρει για νέες φουρτούνες, ο Μαλταμπές λογάριαζε να ξεκουραστεί, να φάει, να πιει, να χορέψει, να κάνει το χατίρι του παπά που με το τάβλι στη μασχάλη του γυρόφερνε το διώροφο κι έριχνε παρακλητικές ματιές, ήθελε και να βολτάρει στο αληθινό έδαφος, χώμα, πετραδάκια, μαμούνια, χορταράκια, καλντερίμι· το ξύλινο του πλοίου το είχε μπουχτίσει. Κι ας ήταν μνημόσυνο χθες, τα σαράντα του διευθυντή της Υπηρεσίας Φάρων, ο Μαλταμπές ξέδωσε, παιάνισε η Φιλαρμονική με τα ορειχάλκινα πνευστά, χαιρετούρες, μικροεκπλήξεις, συναντήσεις, και στον καφέ γύρω από τα μακρόστενα τραπέζια της παρηγοριάς, όσοι είχαν το χάρισμα της αφήγησης, χάριν των υπολοίπων, φρεσκάρισαν τα αλιευτικά κατορθώματα του μακαρίτη και λόγο στο λόγο έφεραν την κουβέντα από τις σμύρνες και τις περδικούσες στα πλοία που σηκώνανε σημαία Παναμά, στα παλιά επιβατηγά που μετατρέπονταν σε φορτηγά, στον πόλεμο που πλησίαζε
αναπόφευκτος και με τορπίλες και νάρκες θα χαλούσε τις περιουσίες του νερού. Ο θείος Αιμίλιος, ναυάγιο πια, δεν έλειψε από το καθήκον, άλλωστε σεβόταν ιδιαιτέρως τους φαροφύλακες για τη φιλοπονία και την αντοχή τους στη μοναξιά, και στις περιπλανήσεις του σε βουνοπλαγιές, ρεματιές και κατσάβραχα, για μανιτάρια, σαλιγκάρια, χόρτα, και πιο πολύ για την ιδιωτική του σχέση με την απόκρυφη φύση του νησιού, αύξαινε την πεποίθησή του ότι οι φάροι οδηγούν και τους πλάνητες της στεριάς, τους εραστές της ερημιάς των άγονων και ανεμόδαρτων εκτάσεων, ώρες και μέρες μακριά από τα κατοικημένα. Ο Σπύρος πάντως του έβαλε ένα καλό ποσόν στην τσέπη, μην πεις όχι, θείε, σε παρακαλώ, για την ψυχή της μάνας μου, θα σε πάρω αύριο σπίτι να φάμε όλοι μαζί, η Μόσχα θα σφάξει κόκορα. Ο κόκορας όμως τη γλύτωσε. Πιάσανε την κουνιάδα του οι πόνοι, η Μόσχα μοίρασε παιδιά κι ανίψια στις γειτόνισσες και κατέβηκε αμέσως, κι ο Σπύρος ξέχασε το θείο και πήγε να φωνάξει τη μαμή. Ο Βατοκούζης με το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ όργωνε τη Βαλτική κι ο Σαλταφέρος με το ΜΑΡΟΥΣΙΩ ΜΠΕΜΠΗ περίμενε να του υπογράψει ο Νότιος Ατλαντικός τη συνταξιοδότησή του. Μόνος του ο Μαλταμπές στο πάνω σπίτι, γερμένος στο παράθυρο, κάπνιζε. Η Όρσα κοιλοπονούσε, οι φωνές της ήταν πνιχτές, έκανε προσπάθεια να μην τσιρίζει, ίσως
νοιαζόταν και τα μικρά, που με ίσες δόσεις αγωνίας και περιέργειας μετρούσαν τους ήχους. Όταν είδε τη Μερσίνα που είχε τρυπώσει κρυφά, ξυπόλυτη, να σκύβει και να ανασηκώνεται πάλι στην αγκαλιά του ανάμεσα στους αγκώνες του που ακουμπούσαν στο περβάζι, ξαφνιάστηκε. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Η μικρή έγειρε το κεφαλάκι στο πλάι, ν’ αγγίζει στο αριστερό του χέρι. Παραμόνευε τις φωνές της μάνας της. — Θείε, δείξε μου το τατουάζ, είπε συνωμοτικά. Και τον περίμενε να διπλώσει το μανίκι του πουκαμίσου για να φέρει τα μάτια της πολύ κοντά στη γοργόνα που είχε πληρώσει με το πρώτο του μηνιάτικο. Η Μερσίνα, έξι χρονώ, δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι οι γοργόνες αφθονούσαν στους ωκεανούς· χαϊδεύοντάς του το μπράτσο, μια χειρονομία που είχε κληρονομήσει από τη μάνα της, θα σου πω ένα αληθινό παραμύθι, του ανακοίνωσε, όποτε της Όρσας της ξέφευγε καμιά πιο δυνατή κραυγή, τρεμόπαιζε τα βλέφαρα και σφιγγόταν πάνω του· για να νικήσει το φόβο της για τη γέννα κατέφευγε στη φλυαρία. — Πριν από πολλά χρόνια, η μαμά μου λέει ή εκατό ή διακόσια, ένα καράβι που το λέγανε ΠΑΛΑΤΙΝΟ, γεμάτο φτωχούς Ολλανδούς, πήγαινε στην Αμερική. Αλλά στο ταξίδι τσακώθηκαν όλοι με όλους. Ο καπετάνιος και πολλοί άλλοι σκοτωθήκανε. Και μετά ο ΠΑΛΑΤΙΝΟΣ δεν ήξερε μόνος του να βρει το λιμάνι της Αμερικής, τελείωσε η μικρή την ιστορία της.
Ο θρύλος του ΠΑΛΑΤΙΝΟΥ ήθελε κάθε Δεκέμβρη το ίδιο βράδυ, βράδυ της αναμενόμενης άφιξης του μεγάλου ιστιοφόρου στην Αμερική, να βλέπουν από την ακτή το καράβι φλεγόμενο από την ανταρσία να βολοδέρνει στα κύματα κι ύστερα να χάνεται πάλι μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα. Την ιστορία την είχε πει στην Όρσα ο Μαλταμπές πριν από δώδεκα χρόνια, ένα ήσυχο καλοκαιρινό βράδυ που είχανε συναντηθεί κρυφά κάτω στα Γιάλια, στη βραχοσπηλιά, ένα καβούρι μάλιστα είχε χωθεί στο λευκό γοβάκι της Όρσας, κι όταν στέγνωσαν κάπως τα πόδια της και το αναζήτησε να το φορέσει, ο κάβουρας της δάγκωσε το μεγάλο δάχτυλο και η Όρσα τρόμαξε μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν ένα δηλητηριώδες φιδάκι κουλουριασμένο μέσα στο παπούτσι της. Το κλάμα του μωρού από κάτω, γοερό κι εκνευρισμένο, τους επανέφερε στην πραγματικότητα, κορίτσι, του φώναξε η Μόσχα βγάζοντας το κεφάλι από το παράθυρο, η μικρή λύθηκε από την υπερένταση και λίγα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της, γλιστρώντας μάλιστα έξω από την αγκαλιά του, για να τρέξει κάτω, μάλωσε και το θείο της, κλάψε κι εσύ, θείε, η μαμά λέει ότι κάνει καλό. Ο Μαλταμπές ξανάμεινε μόνος. Από το παράθυρο έβλεπε τις γειτόνισσες που έρχονταν στο σπίτι ανακουφισμένες, με ανθοδέσμες, ροζ κρίνους της Παναγίας και πανεράκια με φρεσκοκομμένα σταφύλια ή μπουρνέλες.
Αν και ήτανε η τρίτη γέννα, η Όρσα κοιλοπονούσε όλη τη μέρα, ο ήλιος είχε βασιλέψει προ πολλού, κι αυτός, ξεχασμένος, δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα κι είχε καπνίσει τουλάχιστον τριάντα τσιγάρα. Πήγε στο λαβομάνο κι έριξε νερό στο πρόσωπο, ξέπλυνε το στόμα, σαπούνισε τα χέρια και πήρε από την ντουλάπα ένα καθαρό πουκάμισο. Κατεβαίνοντας, στη μέση της σκάλας της κουζίνας, συναντήθηκε με τη Μόσχα που ανέβαινε φουριόζα, σου είχα σκεπασμένες στο τραπέζι μελιτζάνες, ελπίζω να βολεύτηκες μόνος σου, του είπε, του έσκασε ένα φιλί στο αυτί, κουκλί το μωρό, φώναξε ξαναμμένη καθώς περνούσε την πόρτα. Πριν μπει στο σπίτι της κουνιάδας του, ο Μαλταμπές άπλωσε το χέρι κι έκοψε ένα κλαρί νυχτολούλουδου, σκέφτηκε ότι ήταν λάθος, μα τον έσπρωχνε ο διάβολος. Η πεθερά του, στα μέσα και στα έξω, μετρούσε στη μαμή τα λεφτά, κάτι γειτόνισσες έβαζαν ένα χέρι στις δουλειές, μάζευαν ματωμένα πανιά και λεκάνες, η Μερσίνα είχε κουρνιάσει κάτω από το τραπέζι, ανάδευε τα κρόσσια του τραπεζομάντιλου και μιλούσε στο γατί, στείλτε μου να ταΐσω τα παιδιά που έχω γεμιστά, έλεγε και ξανάλεγε η Μούραινα σφηνωμένη σ’ ένα πολυθρονάκι. Ο Μαλταμπές ρώτησε με το βλέμμα τις γυναίκες, πήρε την άδεια και μπήκε αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρη· η Όρσα είχε γαληνέψει, το νεογέννητο, μια σταλιά, αναπαυόταν στο πλάι της, ο κότσος της είχε λυθεί και τα μελιά μαλλιά στην
παραμικρή της κίνηση σέρνονταν μ’ ένα βουβό κυμάτισμα στα καθαρά άσπρα σεντόνια. — Να σου ζήσει, της είπε, πλησίασε κι έφερε το νυχτολούλουδο κοντά στο πρόσωπό της να το μυρίσει. — Ευχαριστώ, Σπύρο, έκανε κουρασμένη η λεχώνα χωρίς να σηκώσει τα μάτια να τον κοιτάξει. Περίμενε ο Μαλταμπές, περίμενε, το μωρό κοιμόταν ασάλευτο, το πρώτο νεογέννητο που έβλεπε από κοντά, στο ημίφως είχε το χρώμα του κεριού και η τριών ωρών ζωής εικόνα του το έκανε να μοιάζει ενθύμιο από ταξίδι σε τόπο ανεπανάληπτων μυστικών· η σιωπή βάραινε αφόρητα, μέχρι κι η Σαλταφέραινα παραξενεύτηκε κι έχωσε το κεφάλι στην πόρτα μ’ ένα βλέμμα που ζεματούσε. Βγήκε. Ήταν νύχτα. Σιγουρεύτηκε πως είχε στην τσέπη πακέτο και τσακμάκι. Ακούσε την Αννεζιώ που ερχόταν μονολογώντας, μόλις θα ’χε βάλει για ύπνο τον σαλεμένο, δεν είχε διάθεση για χαιρετούρες και ερωταποκρίσεις και χασομέρησε για λίγο σε μια σκοτεινή γωνιά. Βαδίζοντας αργά κατηφόρισε προς την ακροθαλασσιά, διαδρομή, ώρα, ερημιά, σιγαλιά και νυχτερινή αύρα του θύμιζαν και τον βασάνιζαν, κι αυτός με τα χέρια στις τσέπες προχωρούσε και βύθιζε τα παπούτσια του βαθιά στην άμμο, δεν απέφευγε καν το νερό, μούλιασαν και βάρυναν τα μοκασίνια, μούσκεψαν τα ρεβέρ, λάσπιασε μέσα στις κάλτσες η ψιλή άμμος.
Η διάθεσή του ήταν ελεεινή. Κι επιπλέον όφειλε να φτιάξει μια φράση για το τηλεγράφημα στον Βατοκούζη. Αγαπητή Όρσα έτεκε θήλυ. Μητέρα και νεογέννητο χαίρουν άκρας υγείας. Θερμά συγχαρητήρια. Η Αγαπημένη σύζυγος Όρσα γέννησε πανέμορφο κοριτσάκι. Να σας ζήσει. Η Πανέμορφη Ορσούλα έκανε τρίτο παιδί, τα μάτια της πιο μπλε από ποτέ και τα μαλλιά της άκοπα από τη β΄ δημοτικού, φως δειλινού, κυματίζουν απαλά σε όλο το διπλό κρεβάτι.
Κ
ΑΝΕΝΑΣ ΣΤΟ ΣΟΪ και γύρω γύρω δεν ήταν κόκκινος, η Αννεζιώ δεν ήθελε ν’ ακούει για κομμουνισμό, μέχρι να στείλει ο Σαλταφέρος το ραδιόφωνο που άλλαξε τη ζωή όλων, πίστευε πως ο τρισκατάρατος κυκλοφορούσε ελεύθερος, κυρίως στο κομμωτήριο του Αντωνάκη στο Σικάγο. Άλτον Σικάγο είχαν πει, βάλτον Σικάγο είχε ακούσει, με την ηλικία η βουή της θάλασσας είχε εγκατασταθεί μονίμως στο αυτί της, πού πήγε το έρμο και ρίζωσε πάλι στους βάλτους, θα μου το ξεκάνει η ελονοσία, μουρμούριζε φουρκισμένη, οι ασθένειες την είχαν κουράσει. Η νευροσύφιλη είχε λιώσει το γέρο αφέντη της, ένα άδειο κουστούμι, τυφλός, δίχως νύχια, δίχως λογικά, η τιμωρία του είχε ξεπεράσει τα όρια της δικαιοσύνης, πολύ σκληρή πια. Η Σαλταφέραινα την παρηγορούσε πως ο συμπέθερος γρήγορα θα πήγαινε στον αγύριστο και στης Όρσας περίσσευε ένα κρεβάτι και για κείνην, η μεγάλη της λιγόφαγη, φτερό, δεν τα έβγαζε πέρα με τρία παιδιά, κατά βάθος υπολόγιζε και σε μια μυαλωμένη σύμμαχο σ’ ένα σπιτικό όπου οι δυο κόρες από μικρές ήταν αντίπαλο στρατόπεδο. Αυτά αράδιαζε και στον άντρα της, άλλα στα ίσια και άλλα όχι, ο Σάββας Σαλταφέρος αξιώθηκε να συνταξιοδοτηθεί, και αυτή, Ιανουάριο του 1939, κατέβηκε στον Πειραιά να τον
προϋπαντήσει, με οριστική ανακούφιση που δεν της τον έφαγε η θάλασσα αλλά κι έναν αόριστο φόβο για τη συμβίωση, ο Σάββας στα εξήντα τρία κι αυτή στα πενήντα τρία θα ’πρεπε να εκπαιδευτούν να ζουν μαζί, να ανέχονται ο ένας τον άλλο, η αντιπαλότητα και η πλήρης ασυμφωνία τις τρεις δεκαετίες του γάμου τους τους έκαναν να μην αγαπιούνται, αλλά όχι και να χωρίσουν, ευτυχώς ο καπετάνιος μπαρκάριζε και γινόταν καπνός. Στον Πειραιά έμειναν στο Πρωτεύουσα, ο Σαλταφέρος έφερνε πολλά μπαούλα, τις συνήθεις αργεντίνικες κουβέρτες για τις προίκες Μερσίνας, Χριστίνας και νεογέννητης εγγονής, είχε εκκρεμότητες με το ΝΑΤ, ήθελε επί τη λήξει της ναυτικής του σταδιοδρομίας να αποχαιρετήσει όλα τα αφεντικά που κατά καιρούς είχε μπει στη δούλεψή τους, να χειροφιλήσει μανάδες, συζύγους, αδερφές, να δωρίσει κοραλλένια βραχιόλια. Τρία χρόνια πριν, πλέοντας από Νότια Αμερική σε Νότια Αφρική, κατακάηκε από θραύση ατμαγωγού αυλού ο Γιωργάκης Λιάκουρας, ο αρχιθερμαστής του, κι οι Σαλταφέροι πήγαν ως τα Μέγαρα να επισκεφθούν τη νεαρή χήρα και το αγόρι, ετών έξι. Εκεί στο μικρό σπίτι με τις δυο ακλάδευτες τριανταφυλλιές και τα στενόχωρα δωμάτια βαμμένα λεμονί, η καπετάνισσα αισθάνθηκε το σπαραγμό, τον αληθινό σπαραγμό. Τα ναυτικά ενθύμια ήταν πεταμένα στο σερβάν. Η κοπέλα κακοδιάθετη, τους σερβίρισε έναν απαράδεχτο καφέ σε
σερβίτσιο που ο Σάββας είχε στείλει το ολόιδιο και στις κόρες. Δε ρωτούσε τίποτα, απαντούσε τα απαραίτητα. Το παιδί έλειπε, δεν τους είπε πού. Έφυγαν με βροχή, δεν είπε να τους κρατήσει, και μέχρι να φτάσουν στο λεωφορείο έγιναν λούτσα. Η Σαλταφέραινα, όπως κάθε χειμωνιάτικη μέρα, έσερνε μαζί την ομπρέλα, μα αυτοί οι δυο ήταν δύσκολο να σμίξουν από κάτω της. Πάλι χειμώνας ήτανε στο προηγούμενο ταξίδι της στον Πειραιά, το ’36, τρία χρόνια πριν, όταν είχαν καταπλεύσει τα πολεμικά με τις σορούς του Κωνσταντίνου, της Σοφίας και της Όλγας. Είχαν εκτεθεί σε προσκύνημα· η Σαλταφέραινα έκανε το καθήκον της και παρά τα χαλασμένα γόνατα που με δυσκολία παλαντζάριζαν το βαρύ της σώμα, εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της, προκαταβολή για ένα συμφερτικό μικρό ακίνητο, χριστουγεννιάτικες παραγγελίες, μακρινά σόγια, πήγε παντού με την ίδια καλή της μαύρη φορεσιά και την ομπρέλα της, ψιλόβρεχε ασταμάτητα και τότε. Μέτρο σύγκρισης πόλεων η μυθική Σμύρνη των παιδικών της χρόνων, νικούσε ασυζητητί κάθε άλλη, πάντως και σε Αθήνα και σε Πειραιά, μόνη, το απολάμβανε, να είναι αφέντρα του εαυτού της, να κάνει τσιγκουνιές, να παζαρεύει, να βγάζει το λάδι του συμβολαιογράφου. Πήγαινε στην αγορά και σημείωνε σ’ ένα χαρτί τις τιμές των ψαριών για να τις συγκρίνει με του νησιού, κατέγραφε τιμές ενδυμάτων, υποδημάτων, ειδών ραπτικής, γαλακτοκομικών, ζαχαρωδών και λικέρ, την τιμή του εισιτηρίου στο ηλεκτρικό πλέον τρένο,
το κόμιστρο των ταξί, άλλωστε όταν επέστρεφε, μόνο για τις τιμές των Αθηνών τη ρωτούσαν όλοι, σίγουροι πως η κυρία Μίνα μπορούσε μέσα σε λίγες μέρες να τα προφτάσει όλα και να κάνει κατόπιν συγκρίσεις και προβλέψεις. Στο καράβι του γυρισμού κοίταζε τον άντρα της που λαγοκοιμόταν, όμορφο σκαρί πάντα, ωστόσο η μύτη του ήταν διπλάσια, μπλάβα και διάτρητη από πόρους, από τα ρουθούνια και τ’ αυτιά πετούσαν τριχίτσες και καθώς τα βλέφαρά του ήταν γερτά, έχανε τη θέα των γαλανών ματιών του. Ο Θεός να βάλει το χέρι του, αναστέναξε από συνήθεια περισσότερο· είχε κουραστεί να επικαλείται το Θεό, είχε κουραστεί και να αναστενάζει. Οι Χαδούληδες καθυστέρησαν τον Μαλταμπέ, κάτι με τα βαπόρια, ο Βατοκούζης επέστρεψε να χαρεί το τρίτο του παιδί, τώρα που συνταξιοδοτήθηκε και ο Σάββας, ήταν η πρώτη φορά σε έντεκα χρόνια που στο σπίτι θα συνυπήρχαν τα τρία αντρόγυνα κομπλέ. Για σκέψου, έλεγε και ξανάλεγε πάντα από μέσα της, και για να μην παραδεχτεί πως ο άντρας της έκανε τον ψόφιο για να την αποφύγει, έστριψε αγέρωχη το κεφάλι προς τον Καβοντόρο· όπως τα μαλλιά του Σάββα, τα κύματα άσπριζαν μια ιδέα, ευτυχώς δεν είχε ποτέ της ναυτία, μόνο ο φόβος του σεισμού την παρέλυε, λίγες βδομάδες πριν, στη Χιλή, είκοσι πόλεις ισοπεδώθηκαν, κάτι γειτόνισσες με άντρες, γιους, γαμπρούς που φορτώνανε χαλκό στο Βαλπαραΐσο είχαν
φουρτουνιάσει μέχρι που σιγούρεψαν τους ανθρώπους τους και κάνα δυο απ’ αυτές, Φράγκα, Ζάννα, Πέπη, χωρίς χρονοτριβή, ξανάπιασαν τις θέσεις τους στους καναπέδες της χήρας του Νικηφόρου για τα γνωστά. Ήταν ένας τρόπος κι αυτός να διώχνουν όχι μόνο την παγωνιά της μοναξιάς μα και την παγωνιά του θανάτου. Οι κόρες της, τριάντα και είκοσι εφτά χρόνων, δεν είχαν πατήσει ποτέ στης Μούραινας, ούτε στης διαδόχου. Η μικρότερη τις καλημέριζε μετά βίας, η μεγάλη είχε το νου της αλλού. Στη Σαλταφέραινα δεν άρεσε η αρχοντική χειρονομία του γερο-Χαδούλη να αφήσει τον Μαλταμπέ άλλους τρεις μήνες για να έχουν επιτέλους μια φορά οικογενειακή απαρτία. Πήγε και του το είπε. — Έρχεται πόλεμος, κυρα-Μίνα. — Κι όχι μόνο ένας, τον έκοψε αυτή ξερά. Το ίδιο βράδυ στο μόλο οι ναυτικοί χάθηκαν στις αγκαλιές των δικών τους, η απειλή του πολέμου έκανε τους ανθρώπους να σφίγγονται πιο τρυφερά ή πιο απελπισμένα, χωρίς να βιάζονται να ξεκολλήσουν ο ένας από τον άλλο. Φυσούσε κι έκανε κρύο. Ο Σάββας Σαλταφέρος ευθυτενής και θαλερός, φίλησε, χάιδεψε, έσφιξε χέρια, δάκρυσε, χάθηκε μέσα στο πλήθος που σχημάτιζαν γύρω του η γριά μάνα, τα εγγόνια, οι κόρες, οι λοιποί συγγενείς και γνωστοί, κι αφού υπολόγισε ότι έκανε επαρκώς το χρέος του προς όλους, έπιασε αγκαζέ την Όρσα και προχωρώντας πρώτος έδωσε το
σύνθημα της επιστροφής στο σπίτι. Έγειρε το κεφάλι η μεγάλη στον ώμο του πατέρα της, όπως δεν το είχε γείρει ποτέ στον ώμο της μάνας της, ούτε στους διαγωνισμούς ούτε στους πυρετούς ούτε στις γέννες της. Η Σαλταφέραινα στύλωσε το βλέμμα στο δικό της ώμο, αναρωτήθηκε πόσο διαθέσιμος ήταν για τα κορίτσια της, και σε όλη τη διαδρομή δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια από τη μακριά μελιά πλεξούδα της Όρσας, που ο βοριάς την παίδευε σαν καραβόσκοινο.
Σ
ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ για τη βάφτιση της μικρής Βατοκούζη, στην ευρύχωρη σάλα με τα διθέσια καναπεδάκια σύρριζα στους τοίχους σαν στασίδια, τις βαρύτιμες κορνίζες με τις φωτογραφίες κυρίως αντρών, κυρίως αγνοουμένων σε ναυάγια του παρελθόντος, με τις εταζέρες να συμφιλιώνουν σουβενίρ από χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση, η λεπτεπίλεπτη Όρσα άφησε τον άντρα της άναυδο. Είχαν μαζευτεί μετά την εκκλησία, η νονά Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, που δίπλα στο όνομα Ασημίνα κόλλησε στο μωρό και το Αρτεμισία με πρόθεση να το φωνάζει Άρτα για να θυμάται τα μέρη της, συγγενείς, γείτονες, φίλοι βαπορίσιοι, έκαναν κέφι ως τα χαράματα. Η Όρσα κατέβαζε μονορούφι το κρασί και τα μάγουλά της είχαν πάρει φωτιά, με καβαλιέρο τον πατέρα της αλλά διαδοχικά και τους λοιπούς άντρες, όλους ίσως, χόρεψε με την ψυχή της· ο Βατοκούζης κοίταζε το κορμί της μελωμένο από τις τρεις γέννες, τα στήθη και τους γοφούς να τρέμουν, είχε κάτι ασυνήθιστο, τόσο λεπτούς μα τόσο λεπτούς καρπούς και αστραγάλους, η κοπέλα δεν ήταν δουλειά του Σάββα και της Μίνας, έμοιαζε προϊόν αγγέλων, η κουνιάδα του η Μόσχα μια κλασική ομορφιά, η Όρσα κάτι το αναπάντεχο, ακούγοντας την περιγραφή των χαρακτηριστικών και τα χρώματα δεν ήταν αρκετό στους τρίτους να φτιάξουν με τη
φαντασία την εικόνα της. Κατέβαζε γουλιά γουλιά το ποτό του και την κρυφοκοίταζε σαν να μην ήταν δική του γυναίκα, μα κάποιου άλλου που θα μπορούσε να του γυρέψει το λόγο. Δίπλα του ο Ρεσβάνης μάλωνε τη νονά, με συγχωρείτε για την αδιακρισία, πίνετε, έμαθα, εφτά με οχτώ καφέδες την ημέρα, είχε μάθει και για τα τσιγάρα, αλλά δεν ήξερε πώς να το χειριστεί και το αποσιώπησε, οι καταχρήσεις, αγαπητή κυρία Καραπιπέρη, στο τέλος μας κατατροπώνουν. Η καθηγήτρια απέφυγε τη συνέχεια, με το βαφτιστηράκι αγκαλιά αναζήτησε τη συντροφιά και τις γνώσεις του Μπάλα, είχαν ψοφήσει ο Όλιβερ, ο Ορφέας, ο Όμηρος και το παράξενο ινδονησιακό κλουβάκι της έμενε άδειο. Ο Βατοκούζης την είχε ακούσει πολλές φορές, μπάσα πολύ, τσίου τσίου να λέει στο παιδί και να τινάζει πέρα δώθε το κεφάλι της όπως τα πουλάκια όταν έπιναν νερό και μάντευε την απογοήτευσή της μόλις η μικρή θα άρχιζε να μιλάει κι όχι να κελαηδάει. Ο παιδίατρος και των πέντε παιδιών του σπιτιού Σαραβάνος είχε έρθει από την Αθήνα, δεν έπινε, δε χόρευε και η Μόσχα τον φρόντιζε να μην πλήξει αφιερώνοντάς του ένα πεντάλεπτο ανά ημίωρο, ο πρωταθλητής της ανοησίας κύριος Ντίνος, τι λες, Νίκο, κάνουμε διαγωνισμό χοντροκώλας, πετούσε στο αυτί του οικοδεσπότη, όποτε οι χορευτικές φιγούρες τον έφερναν κοντά, κι η πεθερά του είχε βάλει κάτω το ζαχαροπλάστη και τον εξέταζε για το
πετιμεζόχωμα του Πιτροφού, Μικρασιάτης ο Θεοφάνης από την κοιλάδα του Μπουρνόβα, με την ομώνυμη τερπνή κωμόπολη. Τα παιδιά χτυπούσαν παλαμάκια, ο γιος του ο Σάββας φορούσε μια μεγαλίστικη γραβάτα που τα χαλούσε όλα, στην κατάμεστη σάλα κυριαρχούσε η Όρσα με τα μοβ και τα κέφια της, όσο για τον μπατζανάκη του τον Μαλταμπέ, χορευταράς πρώτος και με το μπαουλάκι έτοιμο να φύγει σε καμιά δεκαριά μέρες για τον Ινδικό, έχωνε λίρες στο τσεπάκι του Βαγγελάκη του λαουτιέρη, αγαπημένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου, στο στήθος μου την έβαλα κι είπα καρδιά δροσίσου, ας ξημερώσουμε με μπάλο μια φορά, φώναζε, κι όχι με τη γουργούρα του νερού. Ο άλλος πάππους του βρέφους ήταν απών. Στα τελευταία του. Του μιλούσε ο Νίκος για τη ναρκοθέτηση των θαλασσών, με την ελπίδα να φανεί μια σπίθα στα νεκρά του μάτια, ο πόλεμος δεν είναι καθημερινό γεγονός, κι ο ίδιος ο γέρος του ήταν στο ΕΙΡΗΝΗ που τον Μάιο του ’17 είχε τορπιλιστεί, ευτυχώς άνευ απωλειών, κοντά στο Σπαρτιβέντο της Σαρδηνίας. Μόνος, ξεπεσμένος, έπαιζε με το μεταξωτό κορδόνι της ρόμπας του, πανύψηλος και κοκαλιάρης, γερμένος στη χιλιοκατουρημένη πολυθρόνα του που σκυλοβρωμούσε, μα δεν την αποχωριζόταν μέρα και νύχτα, με το κεφάλι του να αναπαύεται στο δεξί της μπράτσο. Οι δύο άντρες, εδώ και λίγα χρόνια, δεν είχαν να πουν τίποτα ο ένας στον άλλο, άλλωστε ο γέρος, όταν υποτροπίαζε, έχανε την
επαφή με την πραγματικότητα, διέταζε την Αννεζιώ και μόνο την Αννεζιώ να αποκρικώσει την άγκυρα και να την αφήσει με μικρό σημαντήρα, να ρίξει λάδι στη θάλασσα για να μετριάσει την ορμή των κυμάτων, να εκτοξεύσει σκυταλίδες, να κλείσει τους ανεμοδόχους, να σφαλίσει και τα παραθυρόφυλλα για να αποφύγουν τον τυφώνα που πλησίαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην τραπεζαρία. Όταν πάλι η νόσος βρισκόταν σε ύφεση, παλιότερα, τώρα η κατάσταση ήταν απελπιστική, συνειδητοποιούσε το χάλι του και βυθιζόταν βαρύς στον πάτο της σιωπής, της ενοχής και της λύπης. Η αλαζονεία του πήγαινε περίπατο. Απομεσήμερο Δευτέρας, μετά το μάθημα αγγλικών, που η Μόσχα παρέδωσε στα παιδιά του, ο Νίκος τα πήρε από το χέρι και ανηφόρισαν προς το πατρικό του. Τους έδειχνε κι αυτά παράβγαιναν ποιο θα πρωτοβρεί την αγγλική λέξη, μόλος, φάρος, μουλάρι, μωρό, καγκελόπορτα, σκαλί, είσοδος, γριά, χαλί, πάππους. Τα φόβιζε τα παιδιά αυτός ο πολύ μακρύς πάππους που είχε μονίμως στα γόνατα το καπέλο του πλοιάρχου και που η Αννεζιώ με νοήματα, μη και θα σας σφάξω, δεν τους επέτρεπε να φιλήσουν· ένας πάππους που δεν πήρε ποτέ φιλάκι από τα εγγόνια του. Ο Βατοκούζης από την εσωτερική ξύλινη σκαλίτσα της κουζίνας ανέβηκε στη σοφίτα και κατέβασε δυο δυο δεκάδες σκονισμένα κουτιά με πολυκαιρισμένα χρώματα, λερωμένα από ποντικοκούραδα, με τους φιόγκους του αμπαλάζ μουχλιασμένους κι αραχνιασμένους. Τα τίναξε όπως όπως
στο μπαλκόνι, έσκισε τα χαρτιά και τις κορδέλες και έφερε τα πακέτα στο δωμάτιο του πατέρα του, όπου ο Σάββας και η Μερσίνα αμήχανοι του είχαν γυρίσει την πλάτη και κοίταζαν έξω από το παράθυρο τον άδειο δρόμο. Σε λίγα λεπτά κάμποσα αφόρετα, μιας και ο καπετάνιος ποτέ δε θυμόταν πόσος πάνω κάτω ήταν ο γιος του και του ψώνιζε κάτι νούμερα άλλ’ αντ’ άλλων, αλλά και όλα τα παιχνίδια που τριάντα χρόνια πριν ήταν σε πρώτη ζήτηση στα ακριβότερα καταστήματα του Λονδίνου, του Κιέλου και της Πόλης, από παγοπέδιλα και βίου μάστερ μέχρι τρενάκια και εκατοντάδες μολυβένια στρατιωτάκια, ανέγγιχτα και άπαιχτα ήταν αραδιασμένα στο χαλί. Τα παιδιά, που δε γνώριζαν την αποθήκευσή τους στη σοφίτα, θαμπώθηκαν, αλλά ρωτούσαν κιόλας. Ο γέρος ανεπηρέαστος από το ξαφνικό φως της πολυχρωμίας, αισθητό μόνο στους άλλους, δεν κατάλαβε την τελική χειρονομία συγχώρεσης από το γιο του και τα λόγια ήταν πλέον περιττά, άργησα, σκέφτηκε λυπημένος ο Νίκος, μα η Αννεζιώ, άσος στα νοήματα, διευκρίνισε για πολλοστή φορά ότι ο γέρος τα είχε πια ντιπ χαμένα και δείχνοντας ψηλά τη στεφανοθήκη ξεκαθάρισε πως ο Θεός είχε έναν καλό λόγο για τη βαριά ποινή που επέβαλε. Μόνο έτσι ένιωθε ελεύθερη να νοιάζεται και ν’ αγαπάει ένα αφεντικό που τις αμαρτίες του τις ξεπλήρωνε και με τόκο. Ξαναβρήκε τη φωνή της, μια που ανέβηκες, θα είδες ότι η τραβάκα θέλει μια γερή επισκευή, κούνησε κι ο αέρας δυο τρία κεραμίδια και ποτίζει υγρασία το ντουβάρι του αντρέ,
είπε. Ο Νίκος την αγκάλιασε να της αποδείξει ότι δεν τη θεωρεί υπεύθυνη για τις φθορές και τα μερεμέτια, κατόπιν, από τη μέσα τσέπη του σακακιού, έβγαλε ένα διπλωμένο φάκελο και τον πέρασε στα χέρια της, σκούρα, πολυδουλεμένα και μπαλωμένα σαν τη μακρυμάνικη ρόμπα της του σπιτιού. Ο Αντωνάκης της, κομμουνιστής, το παλιόπαιδο, παλιόπαιδο είκοσι εννέα ετών, δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα, από το ’33 τους μαντρώνανε στην Ακροναυπλία, δίκαζαν, εξόριζαν, εκτελούσαν, και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, η παραμάνα μωρών και ξαναμωραμένων όπως αυτοσαρκαζόταν, έβγαλε ειδική βίζα να ταξιδέψει στην Αμερική στα εβδομήντα της. Περιεργάστηκε με ενδιαφέρον τα χαρτιά και το εισιτήριο, δεν είσαι γιος να πας στρατιώτης και να χρειαστεί να μου γράφεις, της είχε πει τον καιρό εκείνο η μάνα της και δεν την έγραψε στο σχολειό, ανάγνωση-γραφή δεν έμαθε ποτέ, όμως ο Βατοκούζης είχε κανονίσει να την παραδώσει σε αντριώτικο πλήρωμα για να την έχουν το νου τους. — Να σου πω, Νίκο αγόρι μου, είπε συλλογισμένη, θέλω να σφίξω στο στήθος μου εκείνο τον αλήτη τον κοκκινοκώλη, αλλά εσύ θα μπαρκάρεις, πρέπει να μείνω εγώ να του παρασταθώ του σκατόγερου στις τελευταίες του στιγμές, να του κλείσω και τα μάτια.
Τ
Ο ΧΑΛΑΖΙ είναι καταστροφή για τους αγρότες και δώρο για τους λάτρεις του σπάνιου ήχου, μικρές σαν βερικοκούκουτσα ή κερασοκούκουτσα μπαλίτσες πάγου να σκοντάφτουν στα τζάμια, στις γλειμμένες πλάκες των καλντεριμιών, στις τσίγκινες στέγες κοτετσιών, η πυκνή χαλαζόπτωση, ένας χαλασμός Κυρίου, είπε η νόνα Όρσα, γοητευμένη ωστόσο από την έκρηξη της φύσης, στεκόταν με τα χέρια πλεγμένα στη μέση και απλώς αφουγκραζόταν, απίστευτο να μη βρίσκεται επί ποδός η γριά που ενορχήστρωνε τα οικιακά. Η σούπα έτοιμη, ψάρια του Φεβρουαρίου, είχαν περισσέψει από το ξόδι του συμπέθερου που τα τίναξε στο παραπέντε, να προλάβει κι ο γιος την κηδεία, να μη χάσει κι η Αννεζιώ το εισιτήριο για την Αμερική. Τα δυο μεγάλα παιδιά ήταν στο σχολειό, οι δυο Ασημίνες είχαν μείνει σπίτι, Ασημίνα τελικά και το μωρό, το όνομα Άρτα της αρεσκείας της Νανάς είχε πέσει σε δυσμένεια, η φτωχή Ήπειρος δεν ενέπνεε το εύπορο καπετανόσογο, όσο για τις δυο Όρσες, έγερναν μπροστά στα πιάτα τους, η μεγάλη σώπαινε, γιατί την αρχή στην κουβέντα έπρεπε να την κάνει η μικρή που είχε πλέον μεγαλώσει. Η σχέση τους ήταν ουσιαστική και όχι απαραιτήτως με λόγια. Η Όρσα Βατοκούζη, αφότου έχασε από ακατέβατο πυρετό
τη σιωπηλή νονά στα Κάτω Υψηλού, όποτε κόντευε να κρεπάρει πήγαινε ακόμα πιο μακριά, στη νόνα της, στα Απατούρια, να μην μπορούν εύκολα να τη μαζέψουν πίσω, μετάνιωνε βέβαια και δεν άνοιγε την καρδιά της, να μη σκάσει και τη γριά, αλλά τι χρειάζονταν οι εκμυστηρεύσεις όταν έλεγε τον άντρα της καλόκαρδο άνθρωπο και στοργικό πατέρα σ’ αυτές τις επισκέψεις που γίνονταν πάντα λίγο προτού σαλπάρει ο Μαλταμπές… — Ήρθα γιατί είχα μια ανεξήγητη επιθυμία να κουβεντιάσω για ψάρια, ξύπνησα και είπα θέλω να μιλήσω για ψάρια με τη γιαγιούλα μου, ήταν πολύ κουρασμένη από την κηδεία, την πολυκοσμία και την κυριαρχία του μαύρου· η αντοχή της σ’ αυτά μηδέν. Από μικρή άλλωστε, αν και πρωτότοκη, δεν πήγαινε εκείνη, ήταν η Μοσχούλα από έξι εφτά χρονώ που συνόδευε τη μάνα τους σε σπίτια πενθούντων συγγενών να στολίσουν το δίσκο με τα κόλλυβα. Η Μίνα Σαλταφέρου είχε ταλέντο στα μακάβρια, περιζήτητη, κι έσερνε με το ζόρι και τη μικρή, μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο και δυο καμιά φορά τις νύχτες του θέρους, να γίνουν τα κόλλυβα την τελευταία στιγμή για να μην ξινίσουν. Πιπίλιζε τα ψαράκια η γριά, είχε νευριάσει με τις άφθονες τσίτες, τις ακουμπούσε γύρω γύρω στο πιάτο και κάποια στιγμή στράφηκε στη φωτογραφία του μακαρίτη και του κάρφωσε τις χειλούδες με το νεύμα που σήμαινε χαρά στο μεζέ. Ευτυχώς, το τραπέζι της κηδείας ήταν αψεγάδιαστο, η
Αννεζιώ είχε το γενικό πρόσταγμα, όλα τα δεύτερα και μικρά ψάρια τα κράτησε παράμερα, κατέβασε κρύσταλλα, πορσελάνες κι, έθαψε το γεροκατουρλή της με σπιτική μαγιονέζα και πολύ πετυχημένο αυγολέμονο. — Χειλούδες λοιπόν, λαπίνια και κόκκινες περδικούσες είναι ψάρια εμφανίσιμα και κάνουν νόστιμη σούπα, ψαρεύονται έως Μάρτη, μετά σκέτη φάβα. Η γριά συνέχισε με τ’ ανοιξιάτικα, το μουγκρί κομμένο μουρέλα για βραστό ή λεπτές φέτες για τηγάνι, έσπρωξε την κουβέντα ως τις μαγιάτικες σαρδέλες και τις αυγωμένες μένουλες κι ενώ πλησίαζε στη Θεοτόκο και στην καθαρή τραγάνα της όπου το καλοκαίρι το κελεπούρι ήταν οι αχινοί, καλοί με λεμόνι και καλύτεροι με ξίδι, παρατήρησε την εγγόνα της που άκουγε με τελείως ψεύτικο ενδιαφέρον, καλύτερα, σκέφτηκε προς στιγμήν και είπε να συνεχίσει με τους πλακί κυνηγούς του Σεπτεμβρίου, αλλά όχι, δεν είχε καμία δουλειά να κουκουλώνει, έσπρωξε λοιπόν το πιάτο της και ενώ ακόμα ο τόνος της φωνής της ήταν μετέωρος, αντί για κόμμα, αυτή έβαλε απότομα τελεία. Η Ορσούλα τίναξε τα ψίχουλα από το μαύρο φόρεμά της, κοίταξε κατάματα τη νόνα της κι απαίτησε, μην πεις ποτέ τίποτα, έρχεται ο πόλεμος κι όλα θα τα σκεπάσει. Ο καιρός είχε ανοίξει, το ουράνιο τόξο γεφύρωνε την Άνδρο με την Τήνο. Θα συνέδεε λοιπόν τις δυο τους ένα μυστικό που έσφιγγε τη γέρικη καρδιά, αλλά και την πετούσε, τώρα στα ογδόντα,
στο κέντρο μιας ανθρώπινης ιστορίας, με αίτημα να σταθεί παρηγορητική, συνετή και νηφάλια. Κατάπιε διαπαντός τις πολλές ερωτήσεις, άλλωστε τα επιμέρους δεν άλλαζαν τα γεγονότα, άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τα πολυαγαπημένα μαλλιά, έρχεται ο πόλεμος και όλα θα τα σκεπάσει, επανέλαβε, ή θα τα ξεσκεπάσει πέρα ως πέρα, σκέφτηκε από μέσα της· από την πείρα της ζωής ήξερε πως αυτό ήταν και το πιο πιθανό.
Ν
ΤΡΑΠΗΚΕ ο Μαλταμπές μόλις μπήκε στου θείου του και είδε πόσο φτωχικά ήταν όλα εκεί. Οι έξι όμοιες καρέκλες, άλλοτε κομψότατες, είχαν φαίνεται μείνει χρόνια αλουστράριστες και τα λεπτά πόδια ξελασκαρισμένα, δεν ισορροπούσαν. Η κουβέρτα μαδημένη, είχε χάσει το καστανό μαλλί, τελείως φαλακρή, σεντόνι. Στο νεροχύτη της κουζινούλας βρίσκονταν αλφαδιασμένα στη σειρά ένα πορτοκάλι, ένα λεμόνι, ένα μανταρίνι, ένα φιρίκι κι ένα αυγό. Και δυστυχώς, μόλις είχε τελειώσει κι ο καφές. Παρορμητικός ο Σπύρος και παραχαϊδεμένος από τον μοναχικό θείο, που ήταν η μοναδική συγγενική παρουσία στην εφηβεία του, έστελνε ένα γερό τσεκ όποτε τον έπιανε η ψυχοπονιά κι οι τύψεις και μετά για πολύ καιρό τον λησμονούσε ή τον τιμωρούσε, λες και μπορούσε ποτέ να φταίει σε κάτι αυτός ο άκακος, σιγανός άνθρωπος, που απλώς δεν υπήρξε λαμπερός. Μοιράσανε το τσάι του βουνού από το μπρίκι σε δυο κουπάκια, η προσφιλής συζήτηση μεταξύ αντρών ήταν ο αναμενόμενος πόλεμος, κι έτσι κύλησε ένα δίωρο με το γέρο να παρατάσσει τις ειδήσεις για τα νέα αντιτορπιλικά, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ο Α΄ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, που είχαν παραγγελθεί στα εγγλέζικα ναυπηγεία και για την καθέλκυση από το Γ΄ Ράιχ του ΜΠΙΣΜΑΡΚ. Είχε πεθάνει και
ο πάπας Πίος ο ΙΑ΄, τον οποίο ο γέρος είχε δει από μακριά, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, και έκανε παντού εντύπωση το θράσος των Γερμανών να στείλουν αντιπροσωπεία τους στους καρδινάλιους με αίτημα να εκλεγεί φασίστας πάπας. — Τι σκέφτεσαι; ρώτησε τον ανιψιό του, όχι βέβαια για το θέμα του πάπα, μα για τα δικά του σχέδια, μ’ ένα τσουλούφι κι ένα μουστακάκι τετράγωνο ο πόλεμος πλησίαζε αναπόφευκτος, και ο βετεράνος ανθρακεύς έπαιρνε όρκο πως, με τη λήξη, οι ναυτικοί, όσοι γλύτωναν, θα έβρισκαν τα λιμάνια αγνώριστα. Πέρασε η προθεσμία του και δε θα μάθαινε ο ίδιος για τα μακελεμένα και τα χαλασμένα, τον στενοχωρούσε περισσότερο που οι προβλήτες, οι προκυμαίες, τα κτίρια των τελωνείων, τα καρνάγια και οι ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες, οι δεξαμενές καυσίμων κι από κοντά τα κονάκια των ναυτικών, τα ξενοδοχεία φαγητού και ύπνου θα γίνονταν πρώτος στόχος. — Θ’ αλλάξει ο χάρτης των λιμανιών. Τι είχε στο μυαλό του λοιπόν ο Σπύρος; Ένα καλό λογαριασμό σε εγγλέζικη τράπεζα και αδημονούσε για τη συμβουλή του Χαδούλη υιού περί του πρακτέου. Ο πεθερός του, ρίχτα στα βαπόρια, του έλεγε και σε λίγο το ’παιρνε πίσω, η πεθερά του, που κατά βάθος δε χώνευε τη θάλασσα, κάνε τα γη, επέμενε κι όλο του πασάριζε αγγελίες για αγοραπωλησίες οικοπέδων αλλά και οπωροπωλείων ή κρεοπωλείων ο ίδιος ήθελε να ρισκάρει κάνα δυο χρόνια
ακόμα σε μακρινές θάλασσες, να στρογγυλέψει το ποσό και με το τέλος του πολέμου, που δεν υπήρχε περίπτωση να βαστήξει περισσότερο από δυο τρία χρόνια, να πουλήσει τους πόντους στο ΛΕΩΝΙΔΑΣ II, πριν έρθει ο καιρός του για τα παλιοσίδερα, και ν’ αγοράσει δικό του ολόκληρο βαπόρι. Με εβδομήντα χιλιάδες λίρες έβρισκε κόρων ολικής χωρητικότητας 4.500 πάνω κάτω και 7.500-8.000 τόνων φορτίου και όχι πολύ παλιό, δέκα ετών, με 20-25.000 λίρες παραπάνω θα έπαιρνε καινούριο. Ο Βατοκούζης τα είχε κιόλας καταφέρει, δυο βαπόρια συνεταιρικά. Ικανοποιημένος ο γέρος από τη σοβαρή συζήτηση, που σήμαινε μια παύση στον παραγκωνισμό του, λαγοκοιμήθηκε, μα ο Μαλταμπές δε βιαζόταν να φύγει. Επειδή ο θείος ήταν αδερφός της μάνας και όχι του πατέρα του, χωρίς να υπάρχει άλλος λόγος, ο Σπύρος τον έβλεπε λιγάκι σαν θεία, κι έτσι όλα αυτά τα χρόνια είχε χάσει και ταυτόχρονα στερήσει την αντρική συντροφιά· ο Αιμίλιος Μπάλας όμως ήταν εξαιρετικά ολιγαρκής και αξιοπρεπής για να διεκδικεί την προσοχή του Σπύρου. Άφησε μερικά λεφτά κάτω από το σταχτοδοχείο και χωρίς την ενοχή που του προκαλούσε η παρουσία της γυναίκας και των παιδιών του, αφέθηκε να σκέφτεται την Όρσα, με τη φούρια της παράνομης πράξης. Σαν να ’χε μόλις ξεμεθύσει, αναρωτιόταν πώς έγιναν όλοι ένα κουβάρι, αν ο κουνιάδος του που παραήταν άγιος ήξερε κάτι, αν η Όρσα είχε ποτέ μιλήσει στη Μόσχα ή αν η Μόσχα τα είχε πληροφορηθεί απ’
αλλού, τι ρόλο έπαιξε ο πεθερός σ’ αυτές τις γαμήλιες δοσοληψίες που η Σαλταφέραινα κανόνισε σαν αποπληρωμές δανείων και συναλλαγματικών, γιατί η Όρσα που ριγούσε και σπαρταρούσε στην αγκαλιά του δε σήκωσε κεφάλι στη μάνα της και, κυρίως, πώς ο ίδιος για ένα πείσμα κι ένα θιγμένο αντρικό εγωισμό φέρθηκε τόσο σκάρτα και στη μια αδερφή και στην άλλη. Τελικά ο Μαλταμπές ξεφτέρι στην αντιμετώπιση αυτανάφλεξης φορτίου, στην αντιμονή κατ’ ισχίον, στην παράδοση στον άνεμο και στο κουμαντάρισμα κάθε ιδιοτροπίας της θάλασσας και κάθε αναποδιάς εν πλω, σαν όλους τους καθαρόαιμους θαλασσινούς, μόλις έβγαινε από τα νερά του, τα έκανε σαλάτα, αισθήματα, φιλίες, συγγενολόγια και περιουσιακά, γιατί ψυχανεμιζόταν πως κι ο υιός Χαδούλης κάπου τον έριχνε. Άναψε κι άλλο τσιγάρο, σκέπασε με το σακάκι του το γέρο, επιτέλους παραδέχτηκε πως όλα αυτά τα χρόνια η Όρσα απέφευγε το βλέμμα του, αλλά κι ο ίδιος τηρούσε απέναντί της μια στάση προκλητικής αδιαφορίας, με τσιτιές εκδίκησης συνήθως στην επιλογή των σουβενίρ ή κάποιων λέξεων που έμπηγε στις φράσεις δήθεν τυχαία, νυχτολούλουδο ας πούμε. Κοιτώντας κάτι ελιοκούκουτσα στο σταχτοδοχείο, απομεινάρια κολατσιού του θείου, συλλογίστηκε για πρώτη φορά πως ίσως ήταν μοιραίο να χαθεί στους ωκεανούς από πολεμική αιτία, επειγόταν λοιπόν να ξεμοναχιάσει και να κοιτάξει κατάματα την Όρσα, που κρατούσε ένα δαχτυλιδάκι
της δικής του μάνας, ίσως επειδή κάπου το είχε παραπεταμένο χωρίς να έχει πλέον κάποια σημασία γι’ αυτήν ή ακριβώς το αντίθετο, επειδή σήμαινε πολλά… Πού είχαμε μείνει, κορίτσι μου; Άντε να κλείσουμε το θέμα, θα της έλεγε, γιατί υπάρχουν και πέντε παιδιά. Ο Σάββας οχτώ εννέα χρόνων, κατά βάθος δεν περηφανευόταν για την απόφαση του πατέρα του να μαζευτεί σιγά σιγά στο Αιγαίο, τον παράτολμο θείο θαύμαζε που δάμαζε τυφώνες και κυκλώνες, είχε πιει απ’ όλα τα ποτά και είχε καπνίσει απ’ όλα τα τσιγάρα. Ό,τι ιστορίες για ριψοκίνδυνους μπάρκους, ναυτικά φαντάσματα, σκυλόψαρα και εντερικά από ξινισμένα φαγιά έλεγε κάποτε στην Όρσα στα διαλείμματα των χαδιών και των ερώτων, ο Σάββας τις ήξερε όλες. Ο Μαλταμπές σηκώθηκε αθόρυβα, έφερε βόλτα με το μάτι τις φωτογραφίες, κυρίως καρβουνιάρικα και ποστάλια, βρώσιμες ελιές από την Αγριά Βόλου στη Βραΐλα και στον Ποταμό, σαρακατσάνικα σκουτιά στην Κύπρο, κάρβουνο από την Οδησσό στην Τεργέστη, ο θείος είχε φάει τη μοναχική ζωή του ψιθυρίζοντας τα δικά του, του ήλιου ο κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας, γαμώ το θαλασσινό νερό και την αρμύρα του, γκρίνιαξε μέσα από τα δόντια του, το μόνο που επιθυμούσε σαν τρελός ήταν να σφίξει στα μπράτσα του την Όρσα, να κρύψει το κεφάλι του που έκαιγε και βούιζε στα μαλλιά της, να έσερνε τις παλάμες του χιαστί και σαν μάγος να διέγραφε το λάθος.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του· το σαράκι του ξύλου ταίριαζε γάντι στον ένοικο του σπιτιού. Ο βοριάς του έκανε καλό, ας κόψω τις σαχλαμάρες, απολογήθηκε, είπε να μπει στο γραφείο των Χαδούληδων να ξεκαθαρίσει τις εκκρεμότητες, αλλά θα τον περίμεναν από ώρα για φαΐ, το ’χε κιόλας παρακάνει. Το τραπέζι ήταν στρωμένο, τα παιδιά του, μαθημένα να τρώνε ό,τι και όποτε ήθελαν, είχαν βαρεθεί να περιμένουν και βασάνιζαν το γάτη, η Μόσχα είχε βγάλει την ποδιά, φορούσε κάτι καινουριοραμμένο, κόκκινο, και καθισμένη στην άκρη του τραπεζιού έβαφε κόκκινα και τα νύχια. — Πάλι κεφτέδες, έκανε ο Μαλταμπές κι έπιασε τη θέση του βαρύς.
Β
ΑΤΟΚΟΤΖΗΣ και Αννεζιώ ταξίδεψαν με το ΙΡΙΣ για Πειραιά. Η γριά παραμάνα είχε ανηφορίσει με τον Σπυροκώτσο και τα μουλάρια του στη Βουρκωτή κι είχε ξεδιαλέξει για την Όρσα ένα υπηρετριάκι, ένα φιλότιμο δεκατετράχρονο κορίτσι που άφηνε το τηγανόλαδο να μαυρίσει, κι όταν σιδέρωνε τα κοφτά κεντήματα, μπέρδευε την καλή με την ανάποδη, ήταν όμως καλοφαγού και τεχνίτρα στο σαβού, καλλίφωνη κι αγαπούσε το έξω, να μη μελαγχολήσει η αραχνοΰφαντη κυρά, σκεφτόταν η Αννεζιώ, κι ας με υποδεχτούν σκουλήκια όταν γυρίσω, ύστερα από πέντε μήνες, καλοκαίρι υπολόγιζε. Δύο ναυτικά μπαούλα του προκομμένου της που κρύφτηκε στα λιμάνια της Ανατολής και δεν αναζήτησε ούτε μία φωτογραφία του γιου, αυτή είχε αποφασίσει από τότε να μη θυμάται ούτε ματόφρυδα και γραμμή μύτης, μήτε τα ιδιαίτερα και τα λοιπά του κορμιού του ένα ένα, για να μην τον φέρνει στο νου της ως άντρα ολόσωμο, ψόφιος πια, από χρόνια, μόνο τα δυο άδεια μπαούλα τής είχαν μείνει από το γάμο, τα ξεχείλισε λοιπόν κεντητές κουρτίνες, σεμέν και διπλά σεντόνια, δικά της άθικτα, να τα βρει μια νύφη, ας ήταν και Αμερικάνα. Ο Νίκος ποτέ δεν έπληττε με την Αννεζιώ, δεν ήταν μόνο τα πολλά του παρελθόντος που τους ένωναν, ήταν η διάθεσή της να μην παραιτείται από κανένα δικαίωμα στη ζωή υπέρ
των νεοτέρων, κι ας κόντευε τα εβδομήντα. Είχε γνώμη για όλα και κότσια για καβγά, ήξερε πως το χάδι της άξιζε, γιατί ήταν σπάνιο, για λιγοστούς, και ανάβρυζε από την καρδιά της, δεν έκρυβε την αντιπάθειά της για τη Σαλταφέραινα, σφίγγα σου λέει, μια φορά δεν την τσάκωσα απρόσεκτη, χαλαρή, και καλά έκανε κι εκείνος ο Σάββας και μέσα από τα δόντια του την ανεβοκατέβαζε χολέρα, ομολογούσε χωρίς περιστροφές και τη σιχαμάρα της για τα αφροδίσια, όμως το στραπατσαρισμένο αφεντικό της, που το δίκαζε και το καταδίκαζε εις επήκοον πάντων, όχι μόνο δεν το εγκατέλειψε, αλλά, πιστό σκυλί, του ’γλειφε τις πληγές ως το τέλος. Ο Νίκος κι αυτή η ανεξήγητη Όρσα που ερχόταν στο μισοσκόταδο και της έβαζε στο στόμα ένα λουκουμάκι και δυο σταγόνες πανάκριβου αρώματος πίσω από τα τσαλακωμένα της αυτιά, που κρυβόταν καμιά φορά στην αγκαλιά της και της ύγραινε τη ρόμπα, τα παιδιά πάλι, τρία κιόλας, ήταν ένας κόσμος που η φροντίδα του δεν άφηνε κενά στις μέρες και τις νύχτες της. Η φούσκα της γάμπας μαρτυρούσε πως είχε περπατήσει χιλιόμετρα, ήξερε το μέρος σπιθαμή προς σπιθαμή, πού φυτρώνουν σκασομανίτες για τον ψόφο, πού κουσουνάδες για πίτα, πού κρεμούν οι καππαριές μπουκέτα μίσχων με άνθη και καρπούς, ποιο μονοπάτι βγάζει σε κάθε ξεμακρυσμένο ξωκλήσι, ποιο πλατάνι στα Διποτάματα έχει το σκουρότερο ίσκιο, ποιος βράχος της Βόρης είναι πέρασμα της σκορπίνας και σε ποια ξερολιθιά του Φελλού πρέπει να γείρει κανείς, να
σκουπίσει τον ιδρώτα του και σε απαραβίαστη ακινησία κατόπιν να αφεθεί σε όλο το ηλιοβασίλεμα από την αρχή μέχρι το τέλος. — Η φύση κερνάει τους υπομονετικούς, έλεγε η Αννεζιώ, το δειλινό δεν είναι ένα χρώμα και πάει τέλειωσε, κι είχε δίκιο. Συμφωνούσε δε απολύτως με την Όρσα, όταν πολύ σοβαρή της εξομολογιόταν, έχω σκεφτεί τόσο πολλά για την άμμο, με απασχολεί συχνά η άμμος. Ο Νίκος απολάμβανε την άνεση της γριάς παραμάνας που δε φοβόταν το υπερατλαντικό ταξίδι και το εξωτερικό, έχω πάει και στους Αγίους Τόπους, θύμιζε σε όλους, παρέστησαν Ἄγγελοι πεμπθέντες ἐκ Θεοῦ, τήν ἀθλίαν μου ψυχήν ζητοῦντες ἀσυμπαθῶς, επαναλάμβανε σε πρόθυμο και απρόθυμο ακροατήριο και για να ελέγξει την αποτελεσματικότητα της μνήμης της, παρέθετε για χιλιοστή φορά λεπτομέρειες από την τελετή του Νιπτήρος και την Αναστάσιμη Ακολουθία με την ιερατική μεγαλοπρέπεια των χρυσοποίκιλτων και των δαμασκωτών. Το Σικάγο δε θα εκοσμείτο με τα λούσα της ορθοδοξίας, αλλά η Αννεζιώ ήταν πανέτοιμη και πρόθυμη για αλλόκοτα μέρη, μπορεί η Άνδρος να διέθετε αληθώς φύση καλλιτεχνική και πολυτελή, αλλά κι αλλού καλά θα ήταν. Ο Βατοκούζης την περιποιήθηκε σαν γιος, απροσποίητα, άλλωστε δεν έκρυβε τη λατρεία του για την ενδιαφέρουσα γυναίκα, την ανέβασε στο ΠΑΤΡΙΣ II, μίλησε εκεί που έπρεπε, μην τον ξεσηκώσεις να γυρίσει γιατί θα τον χάσεις τον
Αντώνη σου, της είπε τρυφερά στο αυτί· οι αριστεροί ήταν υπό δίωξη, γνώριζε αρκετές περιπτώσεις ο ίδιος. — Πάρε, βρε, το ένα μπουκαλάκι, η Κατερίνα Μπασαντή, η φουκαριάρα με τα μπλε και τα τοιαύτα, έστελνε δυο στον Αντώνη με ανθόνερο να βάζει το καλοκαίρι μια σταξιά στο νεροπότηρό του. Ο Βατοκούζης, με το καφέ φανελένιο κουστούμι και το ομοιόχρωμο πανωφόρι, έμεινε στην προκυμαία και της κουνούσε το μαντίλι μέχρι που η απόσταση μίκρυνε τους ανθρώπους και στο υπερωκεάνιο και στην ακτή Τζελέπη, αναχωρούντες και απομένοντες ασήμαντες κουκκιδίτσες, έπεσε και το φως της μέρας και ο Νίκος περπάτησε ως το ντοκ που ήταν δεμένη η ΠΗΝΕΛΟΠΗ, διάδοχος του ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ. Ανέβηκε στο φορτηγό για τις τελευταίες συνεννοήσεις, την άλλη το πρωί στις έξι θα σαλπάριζαν για Βραΐλα και Οδησσό, είχε αγαπήσει αυτές τις λυπημένες πολιτείες, ξεδιάντροπες και ξεπεσμένες, ποτέ δε φιλοδόξησαν να γίνουν πρώτες, όπως οι αμερικάνικες που πριν από πενήντα χρόνια δεν υπήρχαν, και τώρα στα όνειρα των φτωχών είχαν πάρει τη θέση της Γης της Επαγγελίας. Με τα χέρια στις τσέπες και συνοδό τον υποπλοίαρχο, ο Βατοκούζης έκανε πολλές φορές όλες τις διαδρομές του βαποριού, να μάθει τυφλά σκάλες, σκαλάκια, αλουέδες και στροφές, μηχανές και πορτάκια, ειδικότητες, μούτρα και ονόματα του πληρώματος, ν’ ακούσει ξανά την ιστορία με
τον άσχετο μάγειρα, το πλήρωμα είχε φέξει από την αδυναμία, SOS έγραφαν σε συζύγους και μανάδες, στείλτε κάνα λουκάνικο, ύστερα έδιωξε τον υποπλοίαρχο και τυλιγμένος στο πανωφόρι του βολεύτηκε στο κατάστρωμα κι έβλεπε τα φώτα του Πειραιά. Πρώτη φορά μέσα σε τόσα χρόνια συνέπεσε με τον Μαλταμπέ στο σπίτι. Και συνειδητοποίησε ότι το διώροφο ψηλοτάβανο αρχοντόσπιτο με τις δίφυλλες εσωτερικές πόρτες, τα πόμολα από φαγιάνς, τις γύψινες μπορντούρες, τα λεπτοσκαλισμένα έπιπλα και τα υπεράριθμα ασημικά είχε ένα αγιάτρευτο κουσούρι, τη μονοπατωσιά, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό που ο Μαλταμπές δε χόρταινε φαίνεται τη ζουμερή Μόσχα, κάθε νύχτα δέχονταν από πάνω καταιγισμούς αναστεναγμών και τριξιμάτων, απόδειξη και επίδειξη θορυβωδών ερώτων, που ο Βατοκούζης απεχθανόταν, αλλά δεν υποψιαζόταν. — Είναι τσακωμένοι οι αποπάνω; είχε ρωτήσει την τελευταία νύχτα την Όρσα, καμιά δεκαριά μέρες τώρα ο πόλεμος στο σομιέ των κουνιάδων είχε κοπάσει. — Δε μου είπε, άργησε να απαντήσει η γυναίκα του. Σε ελάχιστες στιγμές σιωπής ο Νίκος έκανε χίλιες σκέψεις, εν τέλει οι άντρες έπαιρναν δρόμο για τη θάλασσα και τις πόλεις του παγκόσμιου χάρτη και οι γυναίκες καθηλώνονταν, γι’ αυτό αγαπώ την Όρσα και τις κόρες μου, σκεφτόταν. Θα του έλειπαν οι σονατίνες του Κλεμέντι και του Κιουλώ από τα δαχτυλάκια της Μερσίνας, που δεν είχε ταλέντο το
καημενάκι, ζουλούσε τα πλήκτρα ακριβώς όπως ζουλούσε την κοιλιά του γάτη, αλλά τι πείραζε. — Σπίτι δεν αλλάζουμε. Κρεβατοκάμαρη τουλάχιστον; Ο Νίκος είχε παραμερίσει τα μαλλιά της γυναίκας του και ψιθύριζε την πρότασή του στο αυτί της. — Σιγά, μωρέ, σχολίασε εκείνη βιαστικά, μόνο εσύ προσέχεις κάτι τέτοια, εγώ πέφτω ξερή. Εξάλλου, όπως όλοι σας, ο Σπύρος λείπει, λείπει σχεδόν συνεχώς. Έκαναν έρωτα ήσυχα, η Όρσα θήλαζε ακόμα και δεν είχε φόβο να πιάσει τέταρτο παιδί, ο Νίκος άγγιζε ανεπαίσθητα, σαν κλέφτης, λεπτομέρειες που άλλοι δε θα μάθαιναν ποτέ, τον ελικοειδή αφαλό της, κάτι μικρές ελιές στο στομάχι της, ακριβώς στο σχήμα της Μικρής Άρκτου, το χνούδι στον κόκκυγα, το φουντωτό μελί τρίχωμα του εφηβαίου της, που ήταν πάντα νοτισμένο λες και το πιτσιλούσε άγνωστο ήπιο κύμα, τα άγγιζε μόλις, το ένα μετά το άλλο, χωρίς να ξεθαρρεύει, σαν να φοβόταν μην πάθει ηλεκτροπληξία, σκέφτηκε η Όρσα κουρασμένη. Ο Πειραιάς λουζόταν στα φώτα, ο Βατοκούζης ήξερε με κλειστά μάτια τη θέση του κάθε κτιρίου, άναψε ένα τσιγάρο και μετά την πρώτη ανακουφιστική ρουφηξιά σηκώθηκε να κουνήσει λίγο τα παγωμένα πόδια του να κυκλοφορήσει το αίμα. Ο Χαλάς με τα μαστοράκια του θα έπιανε την άνοιξη δουλειά στο πατρικό του, πήγε και συνεννοήθηκαν μισή ώρα προτού ξαναμπαρκάρει, κεραμίδια, τραβάκα, υδραυλικά,
σύγχρονο λουτρό, βαψίματα, μια ευρύχωρη τοξοτή τζαμαρία να αναπαύεται η Όρσα στην κουνιστή πολυθρόνα αγναντεύοντας το Αιγαίο και να συμφωνεί με τη Νανά πως ένα τοπίο ομορφαίνει όταν υπάρχει ένα πουλί που γλιστράει στα σύννεφα ή ένα μουλάρι που ασθμαίνει σ’ έναν ίσιο αγροτικό δρόμο. Η Αννεζιώ δε θα έχανε τη βολή της, το σπίτι είχε πολλά υπνοδωμάτια και καμαράκια, θα κρατούσαν και το υπηρετριάκι, τα δε πεθερικά δε θα ήταν πια στριμωγμένα στις δυο κάμαρες, κουζίνα, λουτρό πλάι τους, η Μίνα θα μπορούσε να ανακαταλάβει όλο το κάτω σπίτι. — Μόνο που είναι ψηλά, φυσάει και βουίζει συνέχεια σαν να ταξιδεύει στο φουρτουνιασμένο Βισκαϊκό το πατρικό σου, βρε Νίκο, έλεγε πού και πού η Όρσα, αναποφάσιστη στο θέμα της μετακόμισης.
Η
ΜΟΣΧΑ ΒΓΗΚΕ στα μαγαζιά για ένα σαξ πουκάμισο. Είχε γεμίσει το μπαούλο του Σπύρου με όλα τα συνηθισμένα, καινούριες αλλαξιές, γλυκάκια και λοιπά και κάτι ασυνήθιστα, ένα τετράδιο, όπου είχε αντιγράψει τα λόγια των τραγουδιών που ο άντρας της τραγούδησε και χόρεψε στις ονομαστικές εορτές και στις βεγγέρες, κάτι του πάππου, ένα κόκαλο από ταρταρούγα για να γλιστράει άνετα το πόδι στα δύο ζεύγη καινούρια παπούτσια που του είχε φτιάξει παραγγελία, ένα μπουκετάκι από μπούκλες των παιδιών και δικές της που το συγκρατούσε ένας κόκκινος βελούδινος φιόγκος από την περσινή της τουαλέτα. Κρατούσε σφιχτά την ομπρέλα, έβρεχε, φυσούσε κιόλας, μια έτσι, μια ανάποδα, γόβες, γάμπες είχαν μισομουσκέψει, δεν είχε ακόμα κίνηση η αγορά, ούτε εννιά το πρωί, και πολλοί είχαν χωθεί στην εκκλησία μαζί με τους μαθητές του δημοτικού και του γυμνασίου για τη λειτουργία των Τριών Ιεραρχών. Την επομένη το πρωί θα συνόδευε τον άντρα της στον Πειραιά και καθώς περπατούσε σκυφτή και τουρτούριζε, η σκέψη της, πάγος, είχε κολλήσει στα νεύρα του Σπύρου, μέρες τώρα μιλούσε τα μισά και κάπνιζε τα διπλά. Το σαξ πουκάμισο ήταν κιόλας διπλωμένο, το πλήρωσε και βγαίνοντας έκανε επιτόπου μεταβολή και τάχυνε το βήμα
της, είχε να επισκεφθεί την Κατερίνα από τη γιορτή της, 25 Νοεμβρίου. Όπως κάθε χρόνο, μετά τη λειτουργία, πήγαινε μέχρι το απόμερο σπίτι, η εορτάζουσα αδυνατούσε να προσκυνήσει στην εκκλησούλα της Αγίας Αικατερίνης που, μέσα σε ολόκληρη πόλη, η χάρη Της είχε κουρνιάσει στην κορφή ενός ψηλού κατακόρυφου βράχου, τον πάτο του, στο κύμα, τον είχε προφτάσει άλλη αγία, η Αγία Θαλασσινή. Γιατί να μην την καλέσω στο τραπέζι απόψε, σκέφτηκε η Μόσχα θυμωμένη με τον εαυτό της για την παράλειψη. Τη βρήκε στο υπόστεγο της αυλής να μοιράζει τρίμματα τυριού σε τρεις ολόλευκες πολύ λεπτές γάτες, ίδιες Ρωσίδες μπαλαρίνες. Αμέσως μπήκε μπρίκι για καφέ, ήρθε το λικέρ και το τασάκι, αν δε σου είμαι βάρος, έρχομαι από τώρα να σε βοηθήσω στο μαγείρεμα, πρότεινε η Κατερίνα κι η Μόσχα ανακουφίστηκε, γιατί η έμπειρη Αννεζιώ έπλεε προς το Νέο Κόσμο, το υπηρετριάκι ντάντευε το ανίψι κι η Όρσα το απόγευμα θα πήγαινε να φέρει τη νόνα που γερνούσε ραγδαία και δεν καταδεχόταν να κρύψει την αδυναμία της προς την πρωτότοκη του Σάββα, τα σου ξου ψου και οι ιδιαίτερες ματιές κρατούσαν πλήρως αλληλέγγυες τις δυο Όρσες. Όσο να φουσκώσει ο καφές, η Κατερίνα έβαλε στο γραμμόφωνο τα ξένα τραγούδια που τα τραγουδούσε με ισοπεδωμένη προφορά, αλλά πάντως πολύ ωραία, χωρίς ισοπεδωμένο αίσθημα, τα δροσερά τα έλεγε δροσερά, τα
παθιάρικα παθιάρικα και τα λυπητερά ακριβώς έτσι. Τσιγάρο… Δε ρώτησε, απλώς πρότεινε την κασετίνα στη Μόσχα, έριξε κι ένα βλέμμα στο ανέγγιχτο λικέρ, έτσι ρωτούσε και απαντούσε συνήθως η μαθημένη στη σιωπή χήρα, απλώς δείχνοντας και κοιτώντας. — Έχω ανακατωσούρες, ίσως έπιασα πάλι παιδί. Η Κατερίνα, που κάπνιζε μόνο για το χατίρι της Μόσχας, έσβησε αμέσως και το δικό της κι έβγαλε έξω στο περβάζι το σταχτοδοχείο να μη βρωμάει. Άνοιξε την ντουλάπα, πήρε ένα από τα φουστάνια που της είχε χαρίσει η φίλη της κατά καιρούς και γύρισε με προσοχή τη βελόνα του γραμμοφώνου στη θέση της. Ακίνητη κοίταζε το δίσκο να λιγοστεύει τις στροφές του και μόλις ακινητοποιήθηκε, γύρεψε την τσατσάρα της και την ποδιά της κουζίνας, πήρε και το καφέ μεταξωτό φόρεμα με την κρεμάστρα κι έδειξε στη Μόσχα την εξώπορτα. Συνάντησαν τον Μαλταμπέ έξω από το κουρείο του Ιωσήφ. Φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος και παντοτινός ως το κόκαλο ναυτικός, χαιρέτησε με σεβασμό την Κατερίνα, την έβλεπε σαν χήρα συναδέλφου κι αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο, αλλά για τον Σπύρο ήταν πολύ. Της χάιδεψε το μάγουλο και μια σκάλα των μαλλιών, θα μου δώσεις τα κόλλυβα και σ’ ένα χαρτί τα ονόματα των πλοίων, στίγμα ναυαγίων και ονοματεπώνυμα τα θυμάμαι απ’ έξω κι εγώ, της είπε. Φυσούσε μα δεν έβρεχε άλλο, τα πεζοδρόμια στέγνωναν
γρήγορα, τα σύννεφα έτρεχαν βιαστικά και προσπερνούσαν το ένα το άλλο, οι δυο γυναίκες χρειάζονταν κάτι λίγα ακόμα για το δείπνο, κυρίως κανελογαρίφαλα και επιπλέον μέλι για το γλυκό, Σπύρο, γεια σου, είπαν, ίσως αργήσω λίγο, απάντησε ο Μαλταμπές, είχε κάτι δουλίτσες ακόμη και χαιρετούρες από δω κι από κει, ψιλολόγια της τελευταίας στιγμής. Με την παλάμη όρθια στο μάγουλο για ν’ αποφύγει το μπλε της θάλασσας, σαφώς μολυβί λόγω καιρού, και πιο ασφαλής κοντά στην κυρία Μόσχα Μαλταμπέ, η Κατερίνα κατέβηκε τα δρομάκια με τα σκαλοπάτια πίσω από τη φίλη της, βιαζόταν ν’ απασχολήσει το μυαλό της με τα παχάκια του χοιρινού και τα πρασοσέλινα, ευγνώμων στη Μόσχα που τη θυμήθηκε για το αποχαιρετιστήριο δείπνο, αλλά και ανάστατη μιας και επρόκειτο να περάσει τόσες ώρες με καραβοκυραίους, και μάλιστα παραμονές πολέμου. Το ραδιόφωνο τη μάγεψε, ένα καφέ κουτί που έκανε τους ανθρώπους του σπιτιού να κοντοστέκονται στο χολ, να μαρμαρώνουν απότομα στη σάλα και να στρέφουν το βλέμμα στο καλοβερνικωμένο σωματάκι που τροποποιούσε τη διάθεση και υπαγόρευε τα ενδιαφέροντα της ημέρας. Ξέχασαν ν’ ανάψουν και τις λάμπες, τσιγάριζαν το κρέας κι έκοβαν λεπτές τις πατάτες για τη φουρτάλια ακούγοντας μες στη σκοτεινή κουζίνα τη φωνή ενός αόρατου τρίτου να περιγράφει την άφιξη στο Ναύσταθμο του νεοαποκτηθέντος αντιτορπιλικού ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ που είχε ναυπηγηθεί στην Αγγλία· η εκδηλωτική Μόσχα
ζητωκραύγασε, για δυο τρία λεπτά της ήρθε στη σκέψη εκείνος ο παλιο-Ντέιβιντ, λεπτούλης και κακόφαγος, δε θα γλύτωνε τη στράτευση, αλλά η ιστοριούλα είχε σβήσει, της είχε αφήσει ως ενθύμιο τα πολύ καλά εγγλέζικα. Στο ισόγειο η Μίνα Σαλταφέρου έψηνε τον μπακλαβά, η Ελένη το υπηρετριάκι έπαιζε με τα μικρά κάτι άσπαστα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, ο Σάββας με το μεγάλο εγγονό είχαν πεταχτεί στου παπά να χαζέψουν την ανάδειξη του πρωταθλητή ταβλαδόρου, αν και η παπαδιά είχε πια ξεκουτιάνει, τακ, τακ, πούλια και ζάρια σε άτακτο ήχο είκοσι χρόνια στο κεφάλι της, ούτε καφέ δεν τους έψηνε την τελευταία πενταετία κι αυτό διαόλιζε τον παπά, που ορμούσε στη μέσα κάμαρη, της τα ’λεγε ένα χεράκι κι επέστρεφε στο πρωτάθλημα μπαρούτι, εισπράττοντας τα επιδοκιμαστικά βλέμματα των διαγωνιζομένων. Κατά τις οχτώ πάντως, γύρω από το καρυδένιο τραπέζι, κατασκευής Χέλμη, του πρώτου ορόφου του αρχοντικού με τις τρεις επιπλέον τάβλες για να μην υπάρξει στριμωξίδι, είχαν πάρει τις θέσεις τους ο παπάς χωρίς τη σύζυγο που τον εμπόδιζε να είναι ο εαυτός του, ο Σάββας, η Μίνα, ο Αιμίλιος Μπάλας, ο νεοαφιχθείς στο νησί Χαδούλης υιός, οι αχώριστες της Μόσχας Μαρί, Κατίνα, Κική μετά του συζύγου Μπούσουλα, Ζανάκης, Μαΐστρος, οι τρεις τελευταίοι πλήρωμα του Σπύρου και η β΄ εξαδέλφη μοδίστρα Αρχοντία Σαρρή, που αγαπούσε τα εντυπωσιακά εμπριμέ και ντυνόταν πάντοτε σαν πολυθρόνα για να στρογγυλοκάθεται πάνω ο
Ζαννής της, έρωτας αμείωτος από αμνημονεύτων χρόνων, πρώτος και τελευταίος, απόψε απών, στην Ερυθρά Θάλασσα, θαλαμηπόλος στα βαπόρια των Μαρήδων. Οι δύο Όρσες μπήκανε τελευταία στιγμή, κουράστηκα να μετρώ το χρόνο και κάνω λάθος στην αριθμητική, είπε η γριά κι έπιασε την καρέκλα της, στα καλωσορίσματα και στα σχόλια απάντησε με βλέμματα, ήταν φανερή η πρόθεσή της να μείνει το υπόλοιπο βράδυ σιωπηλή. Η νέα Όρσα κατέβηκε βιαστικά να ρίξει μια ματιά στα παιδιά που με το ταβατούρι των επάνω θ’ αργούσαν να αποκοιμηθούν, θήλασε την μπέμπα, άλλαξε, φόρεσε το σκουροπράσινό της, έσταξε λίγο άρωμα στα κατάλληλα σημεία κι έτρεξε στο καθήκον. — Λοιπόν, προσφέρθηκε κι έψαξε με το μάτι τις δουλειές της τελευταίας στιγμής, να μεταφέρει καμιά κανάτα του κρασιού, καμιά αλατιέρα. — Τώρα που δέησες να φανείς, κυρία μου, τι να σε κάνουμε, είπε η Μόσχα, ο chef, κι έδειξε την Κατερίνα, βάζει την υπογραφή του στα έργα τέχνης του αποψινού δείπνου. — Δείπνου προς τιμήν απόντος, σχολίασε ο Χαδούλης υιός, κομψός και ευχάριστος, ικανότατος στις δημόσιες σχέσεις, αφού, όποτε βρισκόταν στο νησί, έτρεχε ως τα μεσάνυχτα στα τραπεζώματα για το καλό κατευόδιο των αντρών που η οικογενειακή εταιρεία είχε στη δούλεψή της, κάποιους ναυτικούς τους εκτιμούσε αληθινά, άλλους υποχρεωτικά τους παραδεχόταν. Το ραδιόφωνο, με χαμηλωμένη την ένταση, από την
ανοιχτή πόρτα της κουζίνας πρόσφερε σκόρπιες πληροφορίες σε όσους δε συμμετείχαν στη συζήτηση ή αφαιρούνταν για λίγο, ήταν πολύ πρόσφατο και πολύτιμο απόχτημα, σους, τους φώναξε η Σαλταφέραινα, που είχε κάνει τέτοια διάταξη όρασης, ακοής και αφής, ώστε να συλλαμβάνει πρώτη τα καθέκαστα, ο εκφωνητής ανήγγειλε κάτι πρωτοφανές, την πρόθεση της κυβέρνησης να κάνει τον προσεχή Μάρτιο δεκαήμερο μειωμένων τιμών στα καταστήματα· τσιμπούσαν λοιπόν μεζέδες, στην κουζίνα τσιτσίριζαν τα λουκάνικα στο τηγάνι και η Μίνα Σαλταφέρου οδηγούσε τη συζήτηση στην οικονομία, ενήμερη επαρκώς και για ζητήματα που ήταν πέραν των οικιακών αναγκών, όπως την κομπλιμεντάρισε ο Χαδούλης, εύχαρις και άνετος με όλους· στους Σαλταφέρους αισθανόταν του σπιτιού λόγω εγκάρδιας φιλίας που είχε προκύψει με τον Νίκο Βατοκούζη, όλως αιφνιδίως, πέντε χρόνια πριν, μια ζεστή βραδιά μπιροποσίας και αλληλοεκμυστηρεύσεων σ’ ένα ταβερνείο του κεντρικού Πειραιά. Μπήκαν ταυτόχρονα. Από την πόρτα της κουζίνας η πιατέλα με τη φουρτάλια κι από την πόρτα της εισόδου ο Μαλταμπές. Η Όρσα, ο παπάς, που σπίτι του κακότρωγε, κι οι περισσότεροι στράφηκαν προς τη φουρτάλια, η Μόσχα, που μόλις είχε ακουμπήσει την πιατέλα, κι η μάνα της κοίταξαν τον Σπύρο, η γιαγιά Όρσα κανέναν. Η Κατερίνα ακόμα στην κουζίνα, είχε βγάλει την ποδιά και σαπούνιζε τα χέρια της, είχε ανοίξει και το παράθυρο να φύγει η κάπνα και η
τηγανίλα. — Πού αλήτευες, βρε; Έφυγες ώρες πριν από μένα από τα γραφεία. Πού τα έπινες; ρώτησε ο εφοπλιστής βάζοντας στον Σπύρο ένα ρακί. — Περπάτησα στο μόλο πάνω κάτω, μπορεί και δέκα φορές· εδώ και μερικές μέρες η αναχώρηση του φαινόταν βουνό, κατέβασε λοιπόν μονορούφι το ρακί, έβγαλε το σακάκι και το πέταξε σ’ έναν καναπέ και πήγε στην άδεια καρέκλα στην κεφαλή του τραπεζιού. Ήπιε κι ένα δεύτερο και, με το αχ στον καμένο από το δυνατό αλκοόλ λαιμό, σήκωσε τα μάτια στη γυναίκα του μ’ ένα βλέμμα που την τάραξε, βλέμμα αποχαιρετισμού εκατό τοις εκατό· η Μόσχα ξαφνιάστηκε, ακούμπησε την πιρουνιά της κι αναζήτησε βοήθεια στα μάτια της αδερφής της, αλλά η σύμμαχος τα είχε κατεβασμένα και μισόκλειστα και σιωπηλή μεταλάβαινε απανωτά το ρουμπινί κρασί από το Συνετί. Ο παλιοπόλεμος, σκέφτηκε η Μόσχα, αυτό είναι, φαίνεται πως ο άντρας της φοβόταν μήπως δεν ξαναγύριζε κοντά τους. Ο Χαδούλης, άνθρωπος του γραφείου, έσπασε τη σιωπή, πρόχειρο θέμα ο παλιοπόλεμος, Εσθονία, Λετονία, Δανία υπέγραψαν με τη Γερμανία σύμφωνο μη επίθεσης, Νορβηγία, Σουηδία, Φιλανδία το αρνήθηκαν, είπε, και να σου και τα νέα των ωκεανών, όλα κακά, ψυχρά κι ανάποδα. — Στον Ινδικό θα είναι άραγε καλύτερα, χειρότερα ή το
ίδιο με τον Ατλαντικό; αναρωτήθηκε η Μόσχα. — Αναμονή μέχρι νεοτέρας, απάντησε ο Χαδούλης, αναμονή. Πέσανε προπόσεις, καλομαγειρεμένα φαγητά και αμήχανα αστεία. Ο παπάς, αν και, είχε πατώσει νωρίτερα στο πρωτάθλημα, έκανε τρελό κέφι, από κοντά κι η γυναικοπαρέα της Μόσχας, σε υπερένταση, Ινδικέ ωκεανέ και δερβίση Μαλταμπέ στα πολύ ωραία σου με την παρέα σου, και κάτι για το πλήρωμα, Ζανάκη, Μπούσουλα, Μαΐστρο, λιγάκι οίστρο, βρε παιδιά, απόψε που τα πίνουμε χωρίς την παπαδιά, τσουγκρίζοντας με τον παπά και αυτοσχεδιάζοντας έγιναν τύφλα, ο θείος γευόταν αργά τις μπουκιές του και με λιγόλογες ακριβείς φράσεις αναγνώριζε στον πρωθυπουργό Μεταξά την καθιέρωση του ειδικού βελτιωμένου εδεσματολογίου για τους ναυτικούς, η γιαγιά χάιδευε ένα κομματάκι κόρα και τσιμπούσε μόνο ψίχουλα, η Όρσα καθόταν ήσυχη λες κι ο νους της είχε πάλι πάρει τα όρη και τα βουνά, η Μίνα Σαλταφέρου εκτόξευε ερευνητικές ματιές προς πολύ συγκεκριμένους στόχους κι ο Μαλταμπές είχε μεν απλώσει το δεξί του χέρι γύρω από τους ώμους της Μόσχας, ακουμπώντας το πιο πολύ στη ράχη της καρέκλας της, αλλά της είχε γυρισμένη την πλάτη προσθαφαιρώντας με τους τρεις άντρες του και τον Χαδούλη εναλλάξ κέρδη και ζημιές και ανταλλάσσοντας αναπάντητα ερωτηματικά. Οι πιατέλες είχαν αδειάσει, ο παπα-Φίλιππας με μια γωνιά ψωμιού είχε σφουγγίσει τις σάλτσες, το κρασί πρόσφερε σε
όλους νάρκη και λίγη απαραίτητη παραίτηση, αλλά κάτι ο πόλεμος, κάτι η νευρικότητα του Σπύρου, σταδιακά αφαιρούσαν κάθε ζωηράδα και ένταση από τις κουβέντες και πρόσθεταν μια συγκίνηση και μια θλίψη. Πώς θα προλαβαίνω να κεντάω τα απολεσθέντα εκ πολεμικής αιτίας, αναρωτιόταν από μέσα της η Κατερίνα· στο τραπέζι δεν είχε ανοίξει το στόμα της εκτός από εις υγείαν και καλό ταξίδι, έτσι ξαφνιάστηκε και η ίδια όταν, χωρίς να το έχει σχεδιάσει, η φωνή της από μόνη της, στην αρχή σιγανά και κατόπιν πιο σταθερά, έπιασε ένα αγαπημένο ρώσικο τραγούδι, κρυφό σαν χαμένο σε χειμωνιάτικους ουρανούς. Όλοι σώπασαν, γύρισαν προς το μέρος της και βολεύτηκαν να την ακούσουν, η Μόσχα αναζήτησε κάτω από το τραπέζι τις παλάμες της γυναίκας δεμένες σφιχτά πάνω στα γόνατα και τις χάιδευε ήσυχα στο ρυθμό του τραγουδιού, τα δάχτυλα τρυπημένα από στραβές βελονιές και πρησμένα από χιονίστρες, οτ γκαβαρίλα ρόσια ζαλατάγια, μπεριόζαβεν βελιόζιμ γιαζικό, η Κατερίνα και κανένας βέβαια δεν καταλάβαιναν τα λόγια, αλλά αν άνοιγε η πόρτα κι έμπαινε ένας Ρώσος, θα νόμιζε πως ήταν όλοι συμπατριώτες του, τόσο απορροφημένοι από το νόημα του τραγουδιού, μέχρι και ο παπάς έδινε άφεση στην επικίνδυνη εθνικότητα της μελωδίας, ι ζουραβλί πετσάλνο προλετάγια, ους νιε ζαλέγιουτ μπόλσε νιι α κομ.
Τ
Ο ΤΡΙΤΟ της Μόσχας ήταν κορίτσι. Γεννήθηκε τη μέρα που το Ράιχ νοίκιασε από την Ιταλία το λιμάνι της Τριέστης για δέκα χρόνια, 13 Ιουλίου 1939. Άκουσαν το νέο από το μονίμως ανοιχτό ραδιόφωνο που λίγες μέρες αργότερα μετέδωσε και τη διαταγή της κυβέρνησης να δηλωθούν όλα τα ραδιόφωνα στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Οι μήνες της εγκυμοσύνης είχαν κυλήσει ανάμεσα σε μαύρες έννοιες και εξελίξεις, οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία από τον Απρίλιο, οι Άγγλοι είχαν επιβάλει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και ο Σοβιετικός αρχηγός στρατού Βοροσίλοφ είχε κληθεί στο Λονδίνο για από κοινού κατάστρωση πολεμικών σχεδίων, γεγονός που περισσότερο από όλους είχε εντυπωσιάσει την Αννεζιώ, αρκετά εξημερωμένη μετά την επιστροφή από την Αμερική, όπου ξεδίψασε τα χάδια του μοναχογιού της. — Οι Ρουμάνοι αξιωματικοί φορούν κορσέ, γι’ αυτό φαίνονται τόσο ευθυτενείς και ευρύστερνοι, είπε η Νανά· καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα χαλαρή, στο στήθος της κοιμόταν η βαφτισιμιά της, χοντρούλα δέκα μηνών, μόνο το δεξί χέρι κουνούσε η καθηγήτρια να φέρνει το τσιγάρο στα χείλη και να τινάζει πού και πού τη στάχτη στο τασάκι. Η Όρσα είχε φέρει μαζί και το ραδιόφωνο, η ίδια θα
έλεγε στη Νανά τα της γέννας της αδερφής της και λοιπά οικογενειακά νέα και η ηλεκτρική συσκευή θα συμπλήρωνε τα διεθνή. — Ακόμα δεν κατέβασε γάλα η Μόσχα και το μωρό φαίνεται λιμάρικο, μια πληγή οι ρώγες, δαγκαμένες. Στο τραπεζάκι ήταν απλωμένες καρτ ποστάλ φυσαρμόνικες, μνημεία της Βενετίας, αρχαιότητες και τροπικά τοπία της Αίγυπτου, πολλές μεμονωμένες· η Όρσα είχε υπομονετικά ξεσκαρτάρει το θησαυρό του άντρα της, που κόντεψε να μουχλιάσει στο πατάρι, και η Νανά ευχαριστήθηκε αρκετά, το πάθος της για τη συλλογή είχε μόλις αρχίσει να φθίνει. — Η Ευανθία Χίου πέρασε το μήνα του μέλιτος στο Οτέλ Καλβί της Κορσικής, η Νένα Μπέη στο Γκραντ Οτέλ Μιραμάρε της Γένοβας, η Μαρία Δαρδανού στο Οτέλ Ριζ της Νίκαιας, η επίσης Μαρία Κανάκη στο αυτό, η Λένα Βαρδακώστα στο Γκραντ Οτέλ Ντυ Παβιγιόν στο Παρίσι· η αταξίδευτη Νανά, που εκτός από τη ναυτία είχε στην πορεία της ζωής της εξοικονομήσει ρευματισμούς, δυσκοιλιότητα και αϋπνία, διατηρούσε λίστα με φωτογραφίες των ξενοδοχείων, όπου οι αγαπημένες και μη μαθήτριές της είχαν αξιωθεί να κοιμηθούν σε μήνα μέλιτος με τον καπετάνιο, υποπλοίαρχο ή μηχανικό τους. Η λίστα ήταν μακροσκελής γιατί η Νανά είχε συμπληρώσει εικοσιπενταετία ως φιλόλογος και η Μικρά Αγγλία, δόξα τω Θεώ, είχε ταξιδιάρηδες νέους και νέες. Τυχερή, πολύ τυχερή
ένιωθε η Όρσα που η Νανά με την μπάσα, σχεδόν αντρική φωνή φλυαρούσε ακατάπαυστα και δε ρωτούσε, ανάμεσα σε δυο τσιγάρα χάιδευε απαλά την πλάτη της μικρής, ανάδευε, ίσιωνε, ανάδευε ξανά και πάλι τακτοποιούσε τις πιέτες της γαλάζιας πλισέ φούστας, είχε επείγουσα ανάγκη να μιλήσει και όχι τόσο να ακούσει, την ανακούφιζε ο ήχος της δικής της φωνής που περιχυνόταν αργά στα λινά τραπεζομάντιλα και στα καλύμματα των επίπλων, ακουμπώντας εδώ κι εκεί εύηχα κοσμητικά επίθετα και διφορούμενα επιρρήματα· τα τρία τελευταία χρόνια που τα γυμνάσια ήταν πλέον Αρρένων και Θηλέων στο μουγγό της σαλόνι δεχόταν λιγότερες επισκέψεις. Η Όρσα μια δεκαετία τώρα χρησιμοποιούσε τη Νανά, ήρθε όμως η ώρα που τη σκέφτηκε σαν άνθρωπο που θα είχε τα δικά της, εδώ και λίγο καιρό εξερευνούσε εξαρχής τις λεπτομέρειες του προσώπου, τις διπλές χαρακιές στα μάγουλα και τις τριπλές στις άκρες των ματιών, τις λεπτομέρειες του σπιτιού επίσης, μια θαμπή φωτογραφία του άτεκνου Αθηναίου θείου που είχε σπουδάσει την επιμελή Αρτινή ανιψιά, τρία τέσσερα ζευγάρια γόβες με τακούνι και σάνδαλα που προεξείχαν κάτω από το μπλε ρουά κάλυμμα του ντιβανιού, τα χειμερινά και θερινά καπέλα του μακαρίτη καλοξεσκονισμένα στο πορτ-μαντό. — Κλαδεμένη φέτος από τη μητέρα σου, η τριανταφυλλιά είναι σαν χιονοστιβάδα των Άλπεων, πέφτει ο ήλιος, η ζέστα μαλακώνει κι από την μπαλκονόπορτα το άρωμά της μας
επισκέπτεται όλο και πιο έντονο. — Νανά, σου αρέσει το λευκό; — Το καλοκαίρι παραείναι φωτεινό, το χειμώνα παραείναι θλιμμένο. Και η Όρσα είχε καμιά τριανταριά κάρτες από Νορβηγία, Καναδά, Γη του Πυρός, τυχαίο πλήθος ορεινών χειμερινών τοπίων, ναι, το λευκό βγάζει πολλή στενοχώρια. Στις σκέψεις της η Νανά είχε εξαντλήσει το κεφάλαιο τριαντάφυλλα, παρομοίαζε εύστοχα τα μαγιανά με κοριτσάκια, τις μπομπόνες με αρραβωνιαστικιές, τα εκατοντάφυλλα με Αμαλίες που παρελαύνουν σε κεντρική αθηναϊκή λεωφόρο. Μισοσκόταδο κιόλας, το μικρό έγλειφε ένα ροδάκινο, το ραδιόφωνο μετέδιδε τραγούδια από απαλές γυναικείες φωνές και η Όρσα με τη Νανά στο κίτρινο διώροφο της Άνδρου έπιασαν πάλι να μιλούν για μέρη που απείχαν χιλιάδες μίλια. Γιατί ζούσαν στην Άνδρο αλλά οι ιστορίες τους ξετυλίγονταν κι απλώνονταν σε όλο τον πλανήτη, για την ακρίβεια τα λιγότερα συνέβαιναν στο νησάκι τους και τα περισσότερα αλλού, στα λιμάνια άλλων χωρών, άλλων ηπείρων ή εν πλω. Και στο ραδιόφωνο το αυτί τους δεν πολυέπιανε ό,τι γινόταν στη Λαμία και στην Πάτρα, την προσοχή τους τραβούσαν τα διεθνή, έτσι, για να φαντάζονται. Η Νότα του ζαχαροπλάστη δε χρειαζόταν ποτέ να φανταστεί, είναι έξι το πρωί, ο Θεοφάνης θα φουρνίζει παντεσπάνια, σκεφτόταν, είναι πέντε το απόγεμα, θα ’χει βγει να προμηθευτεί αυγά από της
Σταυρούλας, βούτυρο κι αλεύρι από τους Μπατήδες. Κι αυτή και η Άννα του ξενοδόχου και η Καίτη του Ιωσήφ γνώριζαν πάντα με ακρίβεια πού βρισκόταν ο άνθρωπός τους. — Ο ναυτικός; Μπορεί να είναι πέντε και δέκα χιλιάδες μίλια μακριά από κει που νομίζει η γυναίκα του. — Θα εννοείς τον κουνιάδο σου, αγάπη μου, παρατήρησε η Νανά. Η Όρσα δεν απάντησε. Ο άντρας της βέβαια ξεχειμώνιασε εδώ δίπλα, στη Μαύρη Θάλασσα, κι η ίδια είχε πεταχτεί δυο βιαστικά ταξίδια, όταν το καράβι του έπιασε Πειραιά να ξεφορτώσει παλιοσίδερα και να φορτώσει ξυλεία. Σηκώθηκε, έτριψε λίγο τη μέση της πίσω, στα νεφρά, άφησα τις πάνες κι ένα ζιπουνάκι στο τραπεζάκι του αντρέ, θύμισε και πήγε στον καθρέφτη να διορθώσει λίγο το χτένισμά της· η μικρή θα έμενε στη νονά της και η Όρσα θα εκπροσωπούσε το σόι στο ρεσιτάλ πιάνου της μεγάλης Εξαδακτύλου στη Λέσχη, η μικρή Εξαδακτύλου είχε παρατήσει τη μουσική, καλοπαντρεμένη στο Παλαιό Φάληρο μ’ ένα μεγαλέμπορο ειδών υγιεινής. Όταν η υπηρέτριά τους έφερε την πρόσκληση, η Σαλταφέραινα είχε βροντήξει την πόρτα πίσω από την πλάτη της δύστυχης γυναίκας, όλο ντάπα ντούπα, ντάπα ντούπα, τι το κάναμε, και στο μάθημα πιάνου της Μερσίνας δυσανασχετούσε, να πάτε εσείς, έχω πονοκέφαλο εγώ, είχε διατάξει όλους τους υπόλοιπους, η Μόσχα ήταν λεχώνα, η Αννεζιώ θα βαστούσε το πένθος για το γερο-αφέντη και στην
υπόλοιπη ζωή της, το υπηρετριάκι, έτσι κι αλλιώς ακάλεστο, πρόσεχε τα παιδιά, γιατί ένα κοριτσάκι είχε πεθάνει από δάγκωμα οχιάς και δέκα μέρες τώρα η Όρσα δεν άφηνε τα παιδιά της να ξεμυτίσουν στο περιβολάκι ή στα χωράφια· της έλαχε λοιπόν να υποστεί μια πληκτική βραδιά σε μια εποχή που τα νεύρα της ήταν κάπως τεντωμένα, η όρεξή της ακατάστατη και η αντοχή της έτσι κι έτσι. — Το Μερσινάκι; — Θα τη φέρει η Αρχοντία με καινούριο φουστανάκι. — Η ίδια θα καλυφθεί και πάλι με φαντεζί εμπριμέ υποθέτω. — Αν προλάβει το δικό της, αγάζωτο και αστρίφωτο ήταν το πρωί, μαγνόλιες και σε αλλιώτικη ύφανση, στιλπνά μαυροπράσινα φύλλα. — Τι βρίσκει και φιλάει εκείνος ο Ζαννής της… — Κάτι θα βρίσκει. — Μα τα χείλη της είναι πολύ στενά. Μια γραμμή… Η Νανά, έχοντας το μωρό στην αγκαλιά και ισιώνοντας τον πλισέ της, η μονομανία της με τις μικρές και μεγάλες πιέτες και κουφόπιετες πάλι, πλησίασε την Όρσα, της αφαίρεσε λίγες τρίχες που είχαν κολλήσει στην άσπρη μπλούζα, αυτή τη φορά θα παίξει και συνθέσεις δικές της, γράφει η πρόσκληση, είπε. — Καήκαμε, απάντησε η Όρσα, αν και δεν το εννοούσε καθόλου· η μεγάλη Εξαδακτύλου φορούσε κομψά σοβαρά ταγέρ, συνήθως σε αποχρώσεις του καφέ, κι έκανε μόνη
βραδινούς περιπάτους από την Καμάρα στο Κάστρο κι από το Κάστρο στην Καμάρα, είχε κατανόηση για όσους σκυλοβαριόντουσαν τις μουσικές της επιδόσεις και στα ρεσιτάλ της δεν κατέγραφε απουσίες. Έδωσε λοιπόν η Όρσα ένα φιλάκι στο μέτωπο του παιδιού της, ένα απαλό τσιμπηματάκι, χάδι σχεδόν στο αυτί της Νανάς, έβγαλε από την τσάντα ένα κολιέ, σκουλαρίκια, βραχιόλι, τα φόρεσε βιαστικά και κοίταξε το ρολογάκι της. — Άντε, καλό μου, να μετακομίσεις κοντά μου, είπε η καθηγήτρια, αγαπούσε πολύ την πρώην μαθήτριά της από τότε που έγραφε ωραιότατες εκθέσεις εκτός θέματος, είχε αγαπήσει και τη στρουμπουλή Άρτα κι όχι Ασημίνα, όπως διεκδικούσε ακόμα το όνομα, με λιγότερη όμως μαχητικότητα, στη μοναξιά της τις είχε ανάγκη αυτές τις δυο. — Να χαρείς, όχι τώρα μετακομίσεις, ψιθύρισε η Όρσα που από καιρό βασανιζόταν να πάρει μια απόφαση, ο Βατοκούζης την πίεζε με τον τρόπο του, μέχρι που τα τελευταία γράμματά του τα είχε στείλει στη διεύθυνση του ακατοίκητου σπιτιού, η Αννεζιώ και η μάνα της τρώγονταν, κι αυτή η φαγωμάρα την έδιωχνε από το άσπρο διώροφο, την έστελνε γραμμή στα οικεία απομονωμένα μέρη, στην αυλίτσα του Αγίου Δημητρίου, στο γεφυράκι με τα παχιά δροσερά φυλλώματα ή στη βραχοσπηλιά, ώρες βραδινές, να μη συναντάει αργοπορημένους κολυμβητές. Κάποτε μάλιστα, που λοξοδρόμησε να αποφύγει μια οχληρή γειτόνισσα, στον πυκνοφυτεμένο οπωρώνα του
Λουκίσσα ανακάλυψε την ωραιότερη στέρνα που είχε δει στη ζωή της, με χρυσόψαρα, νερόχορτα και την πολυετή γιγαντιαία αλόη ένα γύρω, πέντε μέτρα μήκος, δύο πλάτος, δύο ύψος, ένα σύνολο ρωμαϊκό στις δροσιές της άνοιξης, στέκι για μελισσουργούς, κοτσύφια, πεταλούδες και εντελώς αλλιώτικο, αφρικανική όαση σε κάτι διήμερα ή τριήμερα άπνοιας του Ιουλίου που οι πονοκέφαλοι και οι ζαλάδες καταταλαιπωρούσαν τους καλομαθημένους στο μελτέμι Κυκλαδίτες, λυπόταν που δεν την είχαν συμπεριλάβει με τον Σπύρο στις εκλεκτές τοποθεσίες συναντήσεων, ο κύκλος Μαλταμπέ θα έκλεινε στο πέτρινο πεζούλι της στέρνας, κάτω από τον ίσκιο της λωτιάς, δίπλα στους όγκους του μάγκανου και της πελώριας αλόης, ένα σταχτοπράσινο γλυπτό που δεν ανέμιζε ο αέρας, δεν άλλαζε ο καιρός. — Χρόνια τώρα περιμένω να γειτονέψουμε, η μητέρα σου είχε έρθει κάμποσες φορές στου Χαλά να του παραπονεθεί για τη μονοπατωσιά και να τον συμβουλευτεί, κρίμα στο λουσάτο αρχοντικό με τις ωραίες σκάλες και τα σφυρήλατα κάγκελα, μου έλεγε ο μάστορης, δε γίνεται τίποτα. Θα τη διώξει το ποδοβολητό των παιδιών, ευχόμουν, γιατί τα ανίψια σου είναι θηρία ανήμερα. — Δε μου είπες για τις κάρτες που σου έστειλε η Λιλή από τη Βαλτική, άλλαξε την κουβέντα η Όρσα βγαίνοντας. — Είδα επιτέλους πώς είναι τα φανάρια με το πράσινο και κόκκινο λαμπάκι που ρυθμίζουν την κυκλοφορία της Κοπεγχάγης…
Η Νανά με το παιδί στην αγκαλιά κάθισε στην ψάθινη πολυθρόνα στο βεραντάκι της, δεν άναψε φως μη μαζευτούν κουνούπια, άλλωστε με τα τόσα λευκά τριαντάφυλλα δεν έπηζε το σκούρο της νύχτας· η Όρσα κατέβηκε βιαστική τα τρία σκαλοπάτια, έστριψε τη γωνιά, έβγαλε από την τσάντα της και πέρασε στο δάχτυλό της ένα παλιό χρυσό δαχτυλίδι με μικρή μικρή πράσινη πέτρα, προχώρησε κι ενώθηκε με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης που φιλόμουσοι και μη έσπευδαν στη Λέσχη, γιατί η μεγάλη Εξαδακτύλου εκτός από πιανίστρια ήταν και μια άτυχη γυναίκα, ο μνηστήρας της, υποπλοίαρχος του ΣΤΕΝΙΕΣ, είχε χαθεί στο πολύνεκρο ναυάγιο του 1927 αφήνο ντάς την κοπέλα μόνη στο πέλαγος των μορσό λυρίκ του Γκριγκ.
Κ
ΥΡΙΑΚΑΤΙΚΑ, στις 3 Σεπτεμβρίου, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία και πέντε μέρες μετά, στις 8 του μηνός, η Ελλάδα απαγόρευσε την έξοδο από τη χώρα των αντρών ηλικίας είκοσι έως πενήντα ετών. Ήταν Παρασκευή, το ΠΗΝΕΛΟΠΗ μόλις είχε αγκυροβολήσει στην ακτή Κουντουριώτη και ο τριανταεξάχρονος Νίκος Βατοκούζης πιάστηκε στη φάκα. Λίγες μέρες αργότερα βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα σε παραλία του νησιού, μισοναρκωμένος από τις χλιαρές αχτίδες του απογευματινού ήλιου· το φως του Σεπτεμβρίου είναι πάντα παράξενο, ασπροκίτρινο ή λεμονί, αυτός ο μήνας δεν είναι έξω καρδιά όπως ο Απρίλιος, ξεθεωτικός όπως οι θερινοί ή νευριασμένος, σαν κάτι Φλεβάρηδες μες στο καταχείμωνο. Ο Σεπτέμβριος είναι μήνας αινιγματικός, οι αιμασιές στους γύρω λόφους σε γέρικο χρυσάφι, η θάλασσα ακίνητη κι ασπριδερή, το οικογενειακό πικνίκ εν εξελίξει με τη Μερσίνα που φώναζε πως αναγούλιαζε όταν την μπουκώνανε με το ζόρι ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα βατόμουρου, τη μικρή μικρή που είχε ανακτήσει το όνομα Άρτα παραχωρώντας το Ασημίνα στο βρέφος της Μόσχας και τώρα κοπανούσε τα βραστά αυγά στα βότσαλα και τον Σάββα που στο βράχο του, το Χιονατάκι, δόλωνε αγκίστρια
για να επιδοθεί στο ψάρεμα μόλις τους άδειαζαν τη γωνιά. Λίγη ώρα πριν, η Όρσα τον είχε χάσει από τα μάτια της, τον έψαχνε στους κολυμβητές και στην παραλία στα μικρότερα μπόγια και σώματα. Όταν τελικά τον ξεχώρισε να ανοίγει δρόμο στο νερό σαν δελφίνι και να βγαίνει στην όχθη, διαπίστωσε έκπληκτη πως ο Σάββας δεν ήταν πια αγοράκι, μόνο από απόσταση είδε πόσο είχε μεγαλώσει το παιδί της. Κι ήταν θυμωμένο, ο πατέρας του του είχε τάξει, παρά τις αντιρρήσεις μάνας και γιαγιάς, να το πάρει μαζί στο επόμενο ταξίδι, Πειραιάς-Πόλη-Οδησσός, αλλά το όνειρο πάει, δεν έφταιγε βέβαια ο Βατοκούζης, αλλά στον παιδικό αγορίστικο νου όλοι οι μεγάλοι ανεξαιρέτως, πρωθυπουργοί, στρατηγοί, γονείς, είχαν μερίδιο ευθύνης για την τροπή που πήραν τα πράματα, είχε δικό του ναυτικό μπαουλάκι ο μικρός, νιτσεράδα, ναυτικό σακάκι, κιάλια, και χωρίς ενοχή ευχόταν στο ταξίδι να πέσουν σε θεομηνία για να αποδείξει σε όλους όχι μόνο ότι δεν κάνει εμετό, αλλά ότι ξέρει κι ελόγου του να σώσει το καράβι, άλλωστε στο νησί τριγύριζε τους άντρες που έπαιζαν τάβλι και χαρτιά στα καφενεία και πέταγε ξεκάρφωτα, παράδοσις στον άνεμο, η άγκυρα Αγγλικού Ναυαρχείου μασχαλίζεται δύσκολα, κέρδιζε ένα βλέμμα συμπάθειας, καμιά φορά και τσαντίλας, μα συνέχιζε απτόητος, ορμιδοβόλος συσκευή εκτοξεύει σκοινί τριακοσίων μέτρων στην ακτή ή σε άλλο πλοίο για τη διάσωση ναυαγών. Ανέβαινε στης θείας του και σκάλιζε κάτι απίθανα παμπάλαια βιβλία του Σπύρου, εγγλέζικα, σπανιόλικα κι
ελληνικά, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει σημαδάκια και μουντζούρες εν είδη σημειώσεων, και με την ανοχή της Μόσχας άπλωνε στο πάτωμα τις εκδόσεις της υδρογραφικής υπηρεσίας Πολεμικού Ναυτικού, άνω των σαράντα πενήντα βιβλίων, και τα ξεκοκάλιζε, Φάροι και ναυτιλιακαί σημάνσεις, Πίναξ αποστάσεων λιμένων, Οδηγίαι μετεωρολογικών παρατηρήσεων, Ναυτικοί χάρται ελληνικών λιμένων. — Πάμε παρέα το βράδυ στη Λέσχη; Ο Βατοκούζης πρότεινε στο γιο του κοινή αντρική έξοδο, ο Σάββας ένευσε σοβαρός εντάξει και ανακουφισμένος επέτρεψε στον εαυτό του να γλείψει τη μαρμελάδα και να πετάξει το ψωμί κομματάκια στα κεφαλόπουλα που περικύκλωναν το Χιονατάκι και αδημονούσαν. Θα γίνει κοντόχοντρος σαν τη γιαγιά του, σκέφτηκε ο Βατοκούζης παρατηρώντας το παιδί, είχε πάψει να ’ναι ψηλόλιγνο σαν σπαθί, μεγαλώνοντας αντέγραφε το σουλούπι της Μίνας Σαλταφέρου, το κεφάλι του όμως ήταν κλασικό ελληνικό γλυπτό, με σγουρά μαύρα μαλλιά και μακριά σκιερά ματόκλαδα που μισοκουκούλωναν το καθαρό του βλέμμα, συνήθως απογοητευμένο, στα εννέα του χρόνια. Ο γερο-Σαλταφέρος την κοπανούσε από το σπίτι την αυγή, δεν έπινε ούτε καφέ με τη γυναίκα του, ο καημένος ο μικρός βαριόταν μέσα σε τόσο πολλές γυναίκες, νόνα, μαμά, θεία, αδερφές, ξαδέρφες α΄ και β΄, Αννεζιώ, Ελένη και σμήνη επισκεπτριών που γουργούριζαν ασταμάτητα στις κουζίνες, στα παρακούζινα, στις αυλές και στις σάλες, πολύ μοναχικό
παιδί, στενοχωριόταν ο Βατοκούζης για το γιο του, τον παραφύλαγε με τρόπο να χαρχαλεύει τα εργαλεία και ν’ ανοιγοκλείνει την πένσα ή το κλαδευτήρι, έτσι, άσκοπα, να βαράει σημάδι στους κορμούς των ευκαλύπτων χωρίς παρέα και παραμιλώντας ν’ ατενίζει με τις ώρες το πέλαγος, ασάλευτος. Δεν το ’χε χωνέψει ότι το παιδί θα ’παίρνε το δρόμο της θάλασσας, ήθελε και δεν ήθελε να δει τον Σάββα στα βαπόρια, τις προάλλες γερμανικά υποβρύχια U-boat βύθισαν το βρετανικό επιβατηγό ΑΘΕΝΙΑ, όλοι δαγκώθηκαν με την είδηση, ο νεαρός Βατοκούζης έψαχνε το πανωχείλι του παρακαλώντας την Παναγία να του φυτρώσει στα γρήγορα ένα καλό μουστάκι να ξαμοληθεί στους ωκεανούς να πάρει εκδίκηση. Είχε σουρουπώσει, δροσίσει, θαμπώσει, η Όρσα ήταν ακουμπισμένη στους αγκώνες με τις γάμπες στο νερό, αρκετά μακριά από τον άντρα της, είχαν ψυχραθεί από νωρίς για την αναθεματισμένη τη μετακόμιση, τέτοια ώρα στην πόλη θ’ ανάβουν τα φώτα, του φώναξε κι αυτό ήταν το σύνθημα της συμφιλίωσης και της αναχώρησης, η ίσια ακύμαντη παραλία σκούραινε ραγδαία κι έδιωχνε τους Βατοκούζηδες άρον άρον, άλλωστε οι λιγοστές άλλες συντροφιές, ισορροπώντας από βότσαλο σε βότσαλο, είχαν κιόλας απομακρυνθεί. Κουστουμαρισμένοι πατέρας και γιος, σοβαροί, μπήκαν στη Λέσχη Ανδρίων κατά τις οκτώμισι, Δανιόλοι, Μαρήδες, Μαμάηδες, Χαδούληδες, Μανδαράκες, καραβοκυραίοι και
μικροεφοπλιστές, ναυτικοί, άρχοντες στεριανοί, πολιτικολογούντες, πανικόβλητοι κι από κοντά οι άσχετοι, κύριος Ντίνος και συντροφιά, αραχτοί στους δερμάτινους καναπέδες, είχαν σπεύσει να προσθέσουν τις πληροφορίες τους και να ενώσουν τη σοφία τους μπας και βγάλουν άκρη. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και η σκληρή πειθαρχία των ναυτίλων του νησιού πήγαιναν στράφι, η πολιτεία δεν είχε πάρει προστατευτικά μέτρα, με συνέπεια τα τελευταία χρόνια αρκετοί Έλληνες εφοπλιστές να καταφεύγουν στις σημαίες ευκαιρίας, Λιβερίας, Παναμά, Ονδούρας, εν έτει 1939, απογραφή περσινή, στα νηολόγια Άνδρου παρέμεναν εγγεγραμμένα 192 ατμόπλοια και πολλοί ανοιχτομάτηδες ξενοκοίταζαν προς Νέα Υόρκη και Λονδίνο, δεν τους χωρούσε πλέον το νησάκι τους κι αυτή η πατρίδα μικρό μπακαλικάκι, Ελλαδίτσα-πατριδίτσα, που συνήθως έβαζε νόμους ίσα ίσα για να κόβει τα φτερά. Ιδού ο πόλεμος τώρα, που θα ξεκλήριζε πληρώματα, σκάφη και τραπεζικούς λογαριασμούς, δε θα ισοφάριζε τα πένθη με τα περίφημα πολεμικά κέρδη όπως ο πρώτος παγκόσμιος, κάποιοι τον αρχίνησαν μαουνιέρηδες και τον τελείωσαν εφοπλιστές. Ο Νίκος Βατοκούζης άκουγε και σημείωνε, πες μου, Σάββα, γιατί αγρίεψε ο Μανδαράκας, ρωτούσε το αγόρι που συμπλήρωνε ό,τι ξέφευγε του πατέρα του, όταν περνούσε η μπόρα του πολέμου κι ο ίδιος ο Βατοκούζης θα έπρεπε να πάρει αποφάσεις, γιατί όχι Αγγλία ας πούμε, όπου τα τρία του
παιδιά θα λάβαιναν άριστη μόρφωση και οι επιχειρηματικές δυνατότητες θα είχαν μεγαλύτερο εύρος και ποικιλία. Δύο συνεταιρικά βαπόρια διέθετε, ας έμεναν σώα και βλέπουμε, όταν έρθει η ώρα, αν μείνουμε σώοι κι εμείς, τι θα μας κρατάει στο νησί, συλλογίστηκε. Οι τάφοι των γονιών του με γαρίφαλα και σκουλαρίκια της βασίλισσας, άνθη βαθυκόκκινα, βυσσινιά, κατακόκκινα και ροζ να θωπεύουν άφοβα τα νεκρικά μάρμαρα, ευτυχώς δεν έδειχναν απελπισμένοι και απεχθείς, όσο ο τρόπος που έφυγαν από τη ζωή οι κεκοιμημένοι εντός, ο Βατοκούζης τους είχε επισκεφθεί με τη γυναίκα του, την Αννεζιώ και τη Μερσίνα, η Όρσα ήθελε να ποτίσει τα φυτά, ν’ ανάψει και το καντήλι της νονάς της, όπως κάθε φορά, είχε έρθει κι ο γάτης μαζί τους μέχρι το ταφείο, όχι ο παλιός, ο Μπάμπης, θανών από πάχος, ο Χαραλάμπης ο ακροβάτης, που πηδούσε από ταφόπλακα σε ταφόπλακα και γλεντούσε να μαδάει τα λεπτοφυή, μόνο το αγκάθι του Χριστού τη γλύτωσε και κάτι αθάνατοι, όνομα και πράμα. Η Αννεζιώ είχε προνοήσει και τα δυο φωτογραφικά πορτρέτα ήταν μεν βαλμένα λοξά αντικριστά, πλην όμως οι μακαρίτες δεν κοιτάζονταν μεταξύ τους, μη συνεχιστεί το πατιρντί και στον άλλο κόσμο, στην αρχή είχε τεντωμένο το αυτί μήπως ακούσει υπόκωφες κατάρες, και σαν ησύχασε, ο θάνατος ωφέλησε το ζεύγος, αποφάνθηκε κι έκανε το σταυρό της. Η Μερσίνα τη μιμήθηκε. Ο Βατοκούζης με τον παναμά στο χέρι και τη γραβάτα χαλαρή, κοίταζε μια την κόρη του με το
άσπρο φουστανάκι της να γνέφει στο αεράκι, μια τη μητέρα του στην κορνίζα, τη θυμόταν με το λευκό νυχτικό μαχαιριά να σκίζει στα δυο τη νύχτα καθώς δραπέτευε από την ερωτική παραφορά του ξεβράκωτου πατέρα του. Η κόρη του βγήκε ίδια η μάνα του, επί του παρόντος κάμποσα νούμερα μικρότερη. Χρώματα καστανά, δάκρυα μαργαριταρένια, ρουθούνια υγρά, νύχια φαγωμένα σε χέρια παγωμένα, που εκατό φορές τη μέρα τα σταύρωνε στο στηθάκι της και αναστέναζε ξεχνώντας τους γύρω, όπως ακριβώς έκανε η μακαρίτισσα, ανεπαίσθητη ή σπαραξικάρδια, αναλόγως. Το φθινόπωρο μπήκε πιο πικρό από ποτέ. Η Σαλταφέραινα το διέταζε να γλυκάνει, αράδιαζε με βουβή υστερία μουσταλευριές, μαρμελάδες και κυδωνόπαστα, αλλά το φθινόπωρο δεν υπάκουε στη γυναίκα που είχε αφήσει τους ανθρώπους και κυνηγούσε τα φαγιά και τα επιδόρπια. Μέσα στο πλήθος του διώροφου με τη λάτρα και τα ακατάπαυστα σούρτα φέρτα, πού στο διάβολο έχεις το νου σου, βρε Όρσα, αναρωτιόταν ο Βατοκούζης με ένα αίσθημα απειλής· η γυναίκα του ποτέ δεν τραβούσε το χέρι της όταν της το μάγκωνε, ποτέ δε δυσανασχετούσε όταν της τύλιγε απαλά τη μέση ή έζωνε καρπούς και αστραγάλους, ποτέ δεν του ξεγλιστρούσε όταν τις νύχτες σαν ένοχος της έβγαζε ένα ένα το μεσοφόρι και τα εσώρουχα, αλλά έμενε πάγος, και κάτι πρωινά ξυπνούσε με τα μάτια κατακόκκινα. Του Αγίου Δημητρίου ανέβηκαν στης Μοσχούλας, να
ευχηθούν στο αγόρι της, και μπρος στο σόι και στους λοιπούς, η μετακόμιση να κανονιστεί πριν πιάσει η βαρυχειμωνιά, τόνισε η πεθερά του, άι σιχτίρ, πια, είπε ξέπνοη η Όρσα και πριν οι άλλοι καλοκαταλάβουν, τινάχτηκε να βγει, πιάστηκε η φούστα της σ’ ένα καρφάκι του καναπέ και σκίστηκε. Ο Βατοκούζης βρήκε τη γυναίκα του να κλαίει γοερά, στην κάτω αυλή, δίπλα στα νυχτολούλουδα που κιτρινισμένα αραίωναν το σκοτάδι. Ακούμπησε στον τοίχο και κάπνισε ένα τσιγάρο, άλλο ένα, το τρίτο κι ένα τέταρτο. — Έχουμε άλλους πέντε Δημήτρηδες γι’ απόψε, της θύμισε. — Σύρε μονάχος, τον παρακάλεσε κι άγγιξε το μάγουλό του, ήταν χάλια, κι ο άντρας της δεν επέμεινε, βγήκε από τη μακελίνα και την έκλεισε πίσω του αθόρυβα. Στο φωτισμένο τζάμι του πρώτου ορόφου η Σαλταφέραινα φυλούσε καραούλι λαχταρισμένη, αλλά ποια να ήταν η βαθύτερη αιτία· ο Βατοκούζης ανηφόριζε το σοκάκι μπερδεμένος και απογοητευμένος, ήταν κιόλας οχτώ, και πολλοί, γυναίκες κυρίως με όλα τα χρυσαφικά τους να λαμποκοπούν και να ντιντινίζουν, έπαιρναν σβάρνα τους Δημήτρηδες και τις Δήμητρες. Σε σπίτια ναυτικών θα έμπαινε ο Νίκος, τελευταίο θα άφηνε το λιπαντή του, Μίμης αυτός, Μιμή η γυναίκα του κι απόψε είχαν σκοπό να το κάψουν, στις 14 Οκτωβρίου είχε τορπιλιστεί το βρετανικό θωρηκτό ROYAL OAK με χίλιους
διακόσιους άντρες πλήρωμα κι η βαριά απώλεια τρέλανε τους θαλασσινούς, ένα μεθύσι, Θεέ μου, ένα γερό μεθύσι λαχτάρησε ο Βατοκούζης και προχωρώντας κόντρα στις ριπές του γαρμπή με το καλό του κουστούμι, μόνος, σέρνοντας το βλέμμα του από το μοναχικό βράχο στη μέση της ακτής ως το φάρο στην είσοδο του λιμανιού και δώστου πάλι, Τούρλος-Τουρλίτης και Τουρλίτης-Τούρλος, ένιωσε πίσω από τα γυαλιά τα μάτια του να υγραίνονται και να τον κόβουν σαν δαρμένα.
Σ
ΤΙΣ 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1939, εκατόν εξήντα μίλια δυτικά των ιρλανδικών ακτών, τορπιλίστηκε ο ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ, το πρώτο αντριώτικο βαπόρι, και χάθηκαν είκοσι δύο ναυτικοί. Το μαύρο νέο σαν μαύρο κύμα έβαψε το νησί. Επώνυμα και σπίτια σπαρμένα στα χωριά και στη Χώρα, Βογιατζίδης, Τσίκνας, Μπάλλας, Γουλανδρής, Καμπάνης, Μανούσος, Αδαμόπουλος, Σωτήρος, Γκίνης, Κρούσης, Ρόμπος, Πέππας, Παρλιάρος, Πρίντεζης, Σαπουντζάκης, Στυλιανός, Φιλιππίδης, Φούντος, Λουκρέζης, Λάβδας και Μαλατάντες, επίσης θαλαμηπόλος Σαλταφέρος, ανιψιός της οικογένειας, η Μικρά Αγγλία ζάρωσε, δε σήκωνε μαζεμένο τόσο θρήνο και τόσο ποδοβολητό στα σοκάκια της, πήγαιναν πολλοί μαζί από κατοικία σε κατοικία, κι όσοι δεν είχαν χάσει συγγενή ή φίλο δεν ξεχώριζαν από τους πενθούντες, είχαν ανθρώπους τους στους ωκεανούς και από τις 30 Οκτωβρίου ο φόβος εγκαταστάθηκε μονίμως στην ψυχή τους. Να χαραμίζομαι στο τάβλι, θα φρενιάσω, μονολογούσε ο Σάββας Σαλταφέρος· με τον ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟ είχε πνιγεί ο ένας, μοναδικός και πολυλατρεμένος βαφτισιμιός της παπαδιάς, κι αυτή δε μαγείρευε πια, ο δε παπα-Φίλιππας, ασιδέρωτος και με δυο λαδιές στο ράσο, είχε υπερβεί την
αντοχή του σε κηδείες και μνημόσυνα, έσπασε στα δυο και η μέση του κι είχε οχυρωθεί έντρομος και σκυφτός πίσω από το τάβλι και τις λέξεις πούλια, ζάρια, ντόρτια, εξάρες, πλακωτό, πόρτες και δεν το κουνούσε ρούπι. Όταν έχανε, ματαιότης εστί ματαιοτήτων άπαντα, έλεγε κι αυτό κολλούσε γάντι όχι τόσο στην ήττα του όσο στη γνώμη του για τη ζωή, βανιδάδ δε βανιδάδες τόγιο βανιδάδ, μετέφραζε αμέσως ο Σαλταφέρος και τώρα με τη λήξη της ναυτικής του σταδιοδρομίας κι έναν πόλεμο να παίρνει πάλι φόρα και να ρημάζει, η μελαγχολική αυτή ρήση τού ξέφευγε συχνά και τα εγγόνια του την είχαν ξεσηκώσει σαν γλωσσοδέτη και τη στρίγγλιζαν στη διαπασών, σύνθημα ή παρασύνθημα σε πολλών λογιών σκανταλιές και παιχνίδια. Οι κόρες του με το αυτί στο BBC, η Μόσχα, του καθήκοντος, καθαρόγραφε και μια περίληψη των ειδήσεων κι οι γειτόνισσες που βιάζονταν για τα οικιακά τους δεν παρέλειπαν πάντως να μπουν στην αυλή και να χτυπήσουν το τζάμι, τι νέα, ρωτούσαν και συνέχιζαν την κατηφόρα για τα εμπορικά και τα εδώδιμα-αποικιακά. Οι συγκεντρώσεις στου τυπογράφου, στο Λιμεναρχείο, στη Λέσχη των Ανδρίων, στο Δημαρχείο, στα σπίτια ήταν καθημερινές, όχι ότι έβγαινε κάτι, παρέα έψαχναν οι άνθρωποι, μέχρι κι ο Αιμίλιος Μπάλλας, ο θείος του Μαλταμπέ, ανήσυχος, για την τύχη του Σπύρου, έτρεχε ασθμαίνων παντού, σέρνοντας την αλησμόνητη ιδιότητα του
κηδεμόνα, τη λύπη του και μια ομπρέλα με τις μισές μπαλένες ζεβλωμένες. Ο καφές άχνιζε στο κόκκινο εμαγιέ κουπάκι, ο γεροΣαλταφέρος, που αρνιόταν να πιει σε άλλο φλιτζάνι, το ’σερνε μαζί του στις συσκέψεις, στα ουζερί και στα ταφεία, αλήθεια, πόσους άντρες έχασα ως καπετάνιος, έλεγε από μέσα του, όχι ότι δε θυμόταν τον αριθμό, αλλά ακριβώς επειδή του ήταν αξέχαστος τριβέλιζε στις σκέψεις του κάθε τόσο, στην Μπισκάγια το ’18 τα κύματα έκοψαν το σκοινί που είχε δεθεί στο πόστο του ο Μαρής, την άλλη το πρωί ένα φαρόπλοιο του τον έφερε τούμπανο, σε μια διαολεμένη θαλασσοταραχή το ’26 ο Ατλάντικο Σουρ του είχε αρπάξει από τη γέφυρα Καρυστινό, Πολέμη, Ράλλη, το ’29 έχασε από βαρύ κρύωμα το φίλο του τον Νικηφόρο Ντόκο, το ’36 του είχε λαμπαδιάσει κι ο Γιωργάκης, ο νεαρός θερμαστής από τα Μέγαρα, έξι απολεσθέντες στο ταξίδι που βάσταξε σαράντα τρία χρόνια, τριάντα εφτά ως κυβερνήτης οχτώ πλοίων, ΔΟΥΝΑΒΙΣ, ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ, ΑΙΓΑΙΟΝ II, ΜΑΡΙΟΓΚΟΥΛΑ ΧΑΔΟΥΛΗ, ΥΔΡΟΥΣΑ, ΠΟΣΕΙΔΩΝ, ΘΕΟΜΗΤΩΡ, ΜΑΡΟΥΣΙΩ ΜΠΕΜΠΗ, μερικά είχαν γίνει κιόλας παλιοσίδερα, για τ’ άλλα θα νοιαζόταν ένα παραπάνω τούτους τους δύσκολους καιρούς. Τις προάλλες η Αννεζιώ του είχε μαρτυρήσει πως η αχώνευτη και αρχιτσιγκούνα γυναίκα του, όπως ανενδοίαστα τη στόλιζε, της είχε χώσει στον κόρφο κρυφά, μην τη δουν οι άλλοι, ένα πουγκάκι με είκοσι χρυσές λίρες, να το αποθέσει
στη Μονή Αγίου Σάββα, κοντά στα Ιεροσόλυμα, υπέρ υγείας και μακροημερεύσεως συζύγου, τότε που με το αφεντικό της είχαν ακολουθήσει την εκδρομή του Πανάγιου Τάφου, μην το αμολήσεις δεξιά κι αριστερά, της είχε επιβάλει· η κοινοποίηση της σπάταλης δωρεάς δεν ταίριαζε στη φήμη της. — Λοιπόν, αφέντη Σάββα, έτσι εξαγόρασε τη σωτηρία σου από τα σκυλόψαρα· η Μίνα Σαλταφέρου για μακροπρόθεσμες επενδύσεις και κέρδη είχε λαδώσει μια και καλή τον Άγιο Σάββα και το Θεό. Ο γέρο καπετάνιος συνειδητά απέφευγε να ανακατωθεί στα οικογενειακά των θυγατέρων, από κάτι μισόλογα της μάνας του, από κάτι ψευτοαγέρωχες ματιές της Ορσούλας, από μια παντόφλα που από το άγνωστο σημάδεψε κατακέφαλα τη Μίνα, από τον Βατοκούζη που μερικές φορές δεν έμοιαζε νοικοκύρης, αλλά μουσαφίρης στο ίδιο του το σπίτι, έπαιρνε στην ψυχή του κρυάδα, μα ήταν αμάθητος στις σχέσεις της στεριάς και είχε αποτραβηχτεί, θεατής κι ακροατής υπονοουμένων που σφάζανε. — Ματαιότης εστί ματαιοτήτων άπαντα, ο παπαΦίλιππας, ερείπιο πια, δανειζόταν τη ρήση του Ρωμανού του Μελωδού, ως επωδό κάθε φλυαρίας. Στη Λέσχη κάθονταν, γύρω τους βούιζαν οι αντροπαρέες, ο Σαλταφέρος ρουφούσε από το κόκκινο κουπάκι καυτές γουλιές και συμφωνούσε. — Εννοώ τα λεγάμενα προφυλακτικά, διευκρίνισε ο παπάς
και ξερόβηξε, η επαναστατική εφεύρεση σε μαζική πλέον παραγωγή είχε ανακουφίσει πανηγυρικά ή στη ζούλα εκατομμύρια μέλη ναυτικών οικογενειών ανά τας ηπείρους, αλλά να σου καπάκι ο πόλεμος, θα γλυτώνουν από τη σύφιλη και θα κομματιάζονται από τη νάρκη, είπε ο μοιρολάτρης ιερωμένος που στη μακρά υπηρεσία του είχε θάψει, πολλά θύματα της αρρώστιας κι είχε ακούσει εξομολογήσεις που του ’φερναν ανακατωσούρα στο στομάχι, χρειαζόταν κατόπιν πάση θυσία ένα πούρο Αβάνας να τον τυλίξει στις μυρωδάτες τολίπες του καπνού και να τον αποκόψει για λίγο από τις άθλιες πλευρές της επίγειας ζωής. Μέρα με τη μέρα μπούχτιζε τον παπά και την κλάψα, θύμωνε και με το σόι, αιώνιος θαλασσολάτρης και αναχωρητής, ο καπετάνιος αναπολούσε τις παραλλαγές του μπλε, σφραγίδες νερένιων τοπίων και τόπων, επιζητούσε ναυτοπαρέες, καμιά φορά, όταν έβλεπε στον ύπνο του, ας πούμε, τα θαλασσόδαρτα φαντασμαγορικά νότια παράλια της Αυστραλίας, τραβολογούσε τον συνονόματο εγγονό του στα απόκρημνα βράχια και στους φάρους, η μόνη εκούσια παραχώρηση στα συνήθη ήταν η λατρεία του για τα γυναικεία μαλλιά, όποτε η Όρσα πήγαινε στο κομμωτήριο τη συνόδευε από φόβο μην τα κόψει, είχε μάλιστα διατάξει τον Ιωσήφ, αν έρθει η γαλανομάτα χωρίς εμένα, διώχτη, έχω κοιλιακά, πες, κι εγώ θα σου πληρώσω τη χασούρα. Και τις νύχτες που ξάπλωνε στην αριστερή μπάντα του
σομιέ, που ακόμα δεν είχε κάνει βαθούλωμα, αργούσε να κλείσει τα μάτια, άκουγε το σιγανό ροχαλητό της χολέρας του, άκουγε τα κύματα να πιτσιλάνε τη Ρίβα, θυμόταν κι επαναλάμβανε σαν προσευχή, κουμαντάριζα τα βαπόρια λιγομίλητος, μου ’λειψε η μουρμούρα της θαλάσσης κι έπιασα να την αντικαταστήσω, παραμιλώντας για το μπλε, χαλώντας το μυαλό μου με τη νοσταλγία.
Κ
ΑΝΕΝΑ ΝΕΟ από τον Σπύρο; — Μπα. — Δύστυχο κορίτσι, είπε αργά η γριά Όρσα και με τα γέρικα δάχτυλα έστρωσε τα κρόσσια στο σάλι της. — Η Μόσχα; ρώτησε ξέπνοη η Σαλταφέραινα, άθελά της προδόθηκε, μα ήταν αργά να ζητήσει πίσω το ερωτηματικό. Η πεθερά της έκλεισε το διάλογο μ’ ένα αχ. Ένας Μαλταμπές λίβας, ένας Μαλταμπές σιμούν, προτού φύγει, είχε πάλι πετάξει σπίρτο αναμμένο, μα η παρουσία της ανυποψίαστης παραμάνας που κοιτούσε τους νεκρούς των κάδρων έναν έναν, σαν να τους έλεγε, καλώς σας βρήκα, τους απαγόρευε να πιαστούν στα λόγια ή στα χέρια. Ήτανε δύο το μεσημέρι, ρουφούσαν αμίλητες τον καφέ οι τρεις τους, η Σαλταφέραινα με την Αννεζιώ είχαν ανέβει στα Απατούρια, στης πεθεράς, ανάμεσα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, της πήγαν δυο αλλαξιές, νυχτικιά, τσατσάρα, φουρκέτες κι ένα καλάθι με λουκάνικα, βολάκια, γλυκίσματα και μαλλιά του αγγέλου, στα ογδόντα δύο της είχε βαρύνει πολύ, άφηνε τη γωνιά της σπάνια, δεν έκρυβε την απροθυμία της να συναναστρέφεται το συρφετό του διώροφου και τα δισέγγονα δεν τα άντεχε στιγμή. Καμιά από τις τρεις δεν είχε ευτυχήσει στο γάμο της, κοιτούσαν έξω από το παράθυρο, το φως εγκατέλειπε τη
ρεματιά πιο νωρίς από οποιοδήποτε άλλο μέρος του νησιού, ίσως κι αυτές οι δυο τρεις κουβέντες να είχαν φέρει τη βαριά σκιά που κατέστρεφε το νόημα της επίσκεψης. Η Σαλταφέραινα έχωσε τα χέρια στον κόρφο κι έμπηξε τα νύχια στα στήθη της, της είχε ξεφύγει ο έλεγχος της ζωής, όλα αναποδογυρίσανε, κι αυτή που θεωρούσε το άκρον άωτον της εξασφάλισης να βάζει χώρια λεφτά για κάθε εγγόνι στην τράπεζα και ν’ αποστηθίζει τους τόκους, μόνο δυσάρεστες πληροφορίες λάβαινε πλέον και τις έκανε κατόπιν πληρωμένα συλλυπητήρια στη Φωνή του Αιγαίου, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα σχεδίαζε και ξανασχεδίαζε στο νου της τις αγγελίες, εκ των προτέρων σίγουρη για τον ψόφο του τάδε και του δείνα, η εφημερίδα δεν ενημερώνει, ανακεφαλαιώνει και υπενθυμίζει, σκεφτόταν η Σαλταφέραινα και αριθμούσε αλάνθαστη έναν έναν τους νεκρούς της. Καταραμένο 1939, ήρθε με τους σεισμούς που σπάσανε κομμάτια τη Χιλή κι έφυγε με τους σεισμούς στην Τουρκία, έντεκα χιλιάδες άνθρωποι θάφτηκαν στα ερείπια κι αυτή τους πενθούσε, ὥσπερ φύλλον εὐτελές διασείεις ἅπασαν τήν γῆν, έλεγε και λοξοκοίταζε το Μάτι του Θεού, σταματούσε στα καλά καθούμενα τα προζύμια και τα καρικώματα, άκουγε υπόκωφους τριγμούς από τα έγκατα της γης και δυο τρεις φορές τη μέρα προειδοποιούσε, σεισμός, και σταματούσε ν’ αναπνέει. Η γη έτρεμε τους Γερμανούς, η Μίνα Σαλταφέρου έτρεμε και κάτι άλλο, το στραπάτσο, που θα ξεθεμελίωνε το
διώροφο, καθώς από τα έγκατα της ιδιοκτησίας τους το βογάρισμα του ερωτικού παράπονου δεν έλεγε να πάψει. Το ραδιόφωνο, μονίμως στο BBC, μετέδιδε μια αβάσταχτη ένταση στο σπίτι, δεν καταλάβαινε βέβαια τα εγγλέζικα, αλλά όποτε ο εκφωνητής έλεγε Χίτλερ και Γκεστάπο, η πρωτότοκη κόρη της, που συνήθως της είχε γυρισμένη την πλάτη, έκανε απότομα μεταβολή και τη φιλοδωρούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο δυστυχία. — Το Ατένι είναι στο μάτι του καιρού, ενώ η Βόρη σκεπίζει, είπε η Αννεζιώ, οι άλλες μιλιά. Επιχείρησε να φέρει την κουβέντα στα δισέγγονα. Αυτός ο Σαραβάνος νοιάζεται πολύ το παιδομάνι μας, είπε· η αλήθεια είναι πως όποτε ο παιδίατρος ερχόταν στην Άνδρο περνούσε μια βόλτα για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ότι τα παιδιά σφύζουν από υγεία κι ότι δεν ξαναμελανιάσανε τα άκρα του γιου της Μόσχας, συνεπώς ο Μίμης δεν ήταν ύποπτος για νόσο του νεκρού δακτύλου. Ο κύριος Σαραβάνος χρησιμοποιούσε πολλές ασυνήθιστες λέξεις, αλλά τέτοιες ώρες τέτοια λόγια, στο μικρό σπίτι στα Απατούρια η μάνα και η γυναίκα του Σάββα αρνιόντουσαν την άτακτη φυγή σε θέματα ιατρικά πλην ανώδυνα, συνέχισαν να αναμετριούνται και να βασανίζουν η μια την άλλη με σιωπή. Η Αννεζιώ βγήκε έξω, τυλίχτηκε στο πανωφόρι της και κάθισε στο μπεντενάκι της αυλής να ακούσει τη ρεματιά. Πέντε η ώρα κιόλας, τέλος η μέρα για σήμερα και στα γρήγορα, πόσο πιάνει το λεμόνι, είχε ρωτήσει η γριά τη νύφη
της ξεκινώντας την κουβέντα στην οποία πολύ σύντομα, μ’ εκείνο το αχ, είχε βάλει με πείσμα τελεία και παύλα.
Η
ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΣ κηρύχτηκε εν αφανεία στις 15 Ιανουαρίου 1940. Είχε αναχωρήσει από το Downs την προηγουμένη, με εικοσιεξαμελές πλήρωμα, αργότερα είχε επαφή με το σταθμό Land’s End της Αγγλίας και μετά τίποτα, χάθηκαν τα ίχνη του πλοίου, προφανώς τορπιλίστηκε και βυθίστηκε αύτανδρο, δηλαδή Κατσίκης, Μπαφαλούκος, Μηλαίος, Καραμαλέγκος, Φαλαγκάς, Μακρής, Καρράς, Κνακωτός, Σιφνάκης, Τζιώτης, Τούρλος, Πετράκης, Φίφης, Ραΐσης, κι άλλος Μηλαίος, Μίχας, Πρωτοψάλτης, κι άλλος Πετράκης, Φολερός, Βεινόγλου και ναυτόπαις Πιάγκος. Ο Μαλταμπές από παιδάκι του δημοτικού την έβγαζε χειμώνα καλοκαίρι στην άκρη του λιμενοβραχίονα της Χώρας, να θαυμάζει τα αγκυροβολημένα ή αναχωρούντα φορτηγά, βιράριζαν με την άγκυρα απίκο και απέπλεαν σφυρίζοντας τρεις απανωτές φορές. Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο το βαπόρι στο οποίο δούλευε ο πατέρας του είχε επιταχθεί για στρατιωτικές μεταφορές και στις εκβολές του Στρυμώνα, πάει, τον έχασε, πέθανε από τη χολέρα που θέριζε τότε, και το εννιάχρονο ορφανό πέρασε στην κηδεμονία του θείου Αιμίλιου που του έλειπε η πυγμή, αλλά του περίσσευε η αγάπη. Ο Σπύρος Μαλταμπές απευθείας απόγονος του Ποσειδώνα, μασκότ του καρνάγιου στο Παραπόρτι από μια
σταλιά, άριστος γνώστης της τέχνης του πλοιαρχεύειν και της ναυτικής ιστορίας με χίλιες χρονολογίες, κατορθώματα κι ονόματα ηρώων, αλατισμένος έως παστός, έφερε βαρέως κάθε απώλεια και τις σύψυχες βαρύτερα, ειδήσεις σαν αυτή για την ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟ τις έπαιρνε προσωπικά, πόσο μάλλον που τρεις από τους χαμένους ναυτικούς είχαν δουλέψει κάμποσα φεγγάρια μαζί του, έναν Πειραιώτη τον είχε στεφανώσει και με άλλους δυο, παλιά, είχαν επιδοθεί σ’ ένα αλησμόνητο ολονύχτιο ξεφάντωμα σ’ ένα μπουρδέλο της Μασσαλίας, τόσο είχαν μερακλώσει και ξεδώσει και οι πουτάνες, που την άλλη το απόγευμα είχαν στείλει στο καράβι μια κάσα αφρώδη αρωματικά κρασιά, ένα λεύκωμα με γυμνές φωτογραφίες και σε μια πελότα καρφιτσωμένα κάτι κόκκινα σατέν φυλαχτά. Πάνε αυτά. Εκτός από τη συμφορά της ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΥ, στις τέσσερις Φεβρουάριου, στον Ατλαντικό, ένα γερμανικό υποβρύχιο χωρίς προειδοποίηση τορπίλισε δυο ελληνικά φορτηγά, το ΕΛ. ΣΤΑΘΑΤΟΥ, δώδεκα οι νεκροί, και το ΚΕΡΑΜΙΕΣ, άλλοι τέσσερις, οι Εγγλέζοι αποφάσισαν να οπλίσουν τα εμπορικά πλοία και την επομένη, δεκαπέντε Φεβρουάριου, ο Χίτλερ απάντησε ότι θα τα θεωρεί πολεμικά. Το υπερωκεάνιο ΚΟΥΙΝ ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ μόλις που κατάφερε να φτάσει στην αποβάθρα αριθμός ενενήντα του λιμένα της Νέας Υόρκης, όπου και ανακοίνωσε τη ματαίωση όλων των δρομολογίων του. Τι στο διάβολο γυρεύω στον Ινδικό, άφριζε ο Μαλταμπές
από τη λύσσα του, ήδη από τον περασμένο Ιούλιο οι Ιάπωνες είχαν κλείσει τον ποταμό στην Καντόνα για να μπλοκάρουν το βρετανικό εμπόριο, κι αυτός περίμενε το συμβόλαιο απόκτησης του πολυπόθητου καραβιού της Αγγλοκυκλαδικής Εταιρείας του, όπως την είχε ονομάσει, σε μια εποχή που δεν ευνοούσε τους ναύλους, ούτε στον Ειρηνικό ούτε στον Ινδικό ούτε πουθενά, οι Αγγλογάλλοι είχαν ναρκοθετήσει μέχρι και τα νορβηγικά ύδατα για να ανακόψουν το εμπόριο μετάλλου με τη Γερμανία. Δεν είχε και νέα από το νησί, όσο να ’ναι μια σύζυγο και τρία παιδιά είχε αφήσει εκεί κάτω, αντί για κείνο το χρυσό παιχνίδι, πάρε με μαζί σου ένα ταξίδι, μπαμπάκα, είσαι βρε σπουδαίος αλλά και αρκετά ωραίος, η Χριστίνα ακολουθούσε τις ποιητικές επιδόσεις της γυναικοπαρέας Κ.Κ.Μ.Μ., στα εφτά της τον είχε πρότυπο αντρικό κι αυτό του άρεσε, αλλά τον ζεματούσε κιόλας τόσο όσο και η είδηση πως ο Βατοκούζης αποκλείστηκε στην Ελλάδα και η Όρσα με τον άντρα της καθημερινή παρέα, μπορεί να τον ξαναξεχνούσε, η Όρσα με τα μπλε μάτια και την παλλόμενη σάρκα, τα αυτιά που συνέχεια άλλαζαν χρώμα και θερμοκρασία, κεχριμπαρένια και παγωμένα, σ’ ένα λεπτό αλλιώς, ροδιά και αχνίζοντα και φτου κι από την αρχή, ίσως όμως να ήταν καλύτερα που δεν τον έπιασε κι αυτόν η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, γιατί πώς θα μπορούσε ένας κρυμμένος έρωτας να μην ξεσπάσει έντονος κι αφανιστικός κι αυτός όπως ο πόλεμος. Μόλις είχαν αρχίσει οι εχθροπραξίες και ο
Μαλταμπές έπαιρνε γεύση από αυτό που υπολόγιζε ότι θα συνέβαινε στη λήξη τους, γιατί αν επιζούσε από το μακελειό, σαν βετεράνος ενός πολέμου, σαν άντρας, δε θα καταδεχόταν να συνεχιστεί κι άλλο αυτό το μπέρδεμα. Τα κανελιά δειλινά δεν του έλεγαν τίποτα, είχε πήξει και με τα κοραλλιογενή συμπλέγματα νησιών, πήγε και στη Βομβάη σε μπουρδέλο και επί μία ώρα ματαιοπονούσε πάνω σε κάτι νοτισμένα σεντόνια, με την ποτοαπαγόρευση δε που ίσχυε από έτους στις Ινδίες δεν έβρισκε να κατεβάσει τίποτα μπίρες, να ξεθολώσει, κόντευε να κρεπάρει. Έτσι, όταν την άλλη το πρωί του ήρθε το τηλεγράφημα για την κατακύρωση του ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, όνομα κατ’ απαίτηση της Μόσχας, στην Αγγλοκυκλαδική του, πλοιοκτήτης πλέον, κέρασε το πλήρωμα αναψυκτικά και τρίωρο ρεπό κι έκατσε με τα σώβρακα στο σαλόνι να καπνίζει και να πίνει απανωτούς καφέδες, να ονειρεύεται το καταδικό του καράβι σαν άσπρο άτι με στρογγυλά καπούλια και τους καπνούς του φουγάρου του πλεξούδες ν’ ανεμίζουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου, ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ κόρων ολικής χωρητικότητας 4.978, τόνων φορτίου 7.500, νεότευκτο, αξίας 92.000 λιρών. Είχε αυτή την αφιλότιμη υγρασία που κάνει το πετσί του ανθρώπου να κολλάει και να στάζει βρώμα και το μυαλό του να παιδεύεται άσκοπα. Τα ’φερνε ο Μαλταμπές από δω, τα ’φερνε από κει, αγαπούσε τα παιδιά του, την Όρσα, την αρχαία μα και εφηβική ορμή του Αιγαίου, την ελληνική παράδοση της
ναυτοσύνης και την ελευθερία των ωκεανών, όπως τα είχε διδαχτεί στα θρανία και στη ζωή, εφτά οι πνιγέντες Μαλταμπέδες, συν ο θάνατος του πατέρα του στους βαλκανικούς, γι’ αυτό όταν έπιασε στο BBC εκείνη τη σούμα, εντός του μηνός Ιουλίου 1940 απωλέσθησαν δεκατέσσερα ελληνικά πλοία και επνίγησαν είκοσι ένας ναυτικοί, συνειδητοποίησε ότι ήταν γραφτό να μπει κι αυτός στον πόλεμο και δεν είχε την παραμικρή διάθεση να ξεφύγει ή να βλαστημήσει την τύχη του, ψυχή υπήρχε, κότσια γνωστά τοις πάσι, και ο Σπύρος, με μία και φαρμακερή εξαίρεση, από παιδί είχε την τάση να παίρνει φωτιά και να εκτοξεύεται πολύ πάνω του μετρίου. Υπό τις διαταγές των Εγγλέζων επιταγμένα πλοία από όλες τις συμμαχικές χώρες σχημάτιζαν νηοπομπές και κουβαλούσαν εφόδια από την Αμερική στην Ευρώπη. Ακόμα κι αν μπορούσε, ο Μαλταμπές ποτέ δε θα ύψωνε ουδέτερη σημαία και ποτέ δε θα λούφαζε ως θεατής, πλοιοκτήτης πια, έστειλε το σχετικό σήμα και έθεσε εαυτόν και το μοναδικό του πλοίο στις υπηρεσίες του αγώνα την ίδια κιόλας μέρα, αφήνοντας τους πάντες ξερούς με τα κέφια του, κακώς, γιατί Μαλταμπές ήταν αυτός και όλα αυτά του πήγαιναν γάντι.
Π
ΡΟΗΓΗΘΗΚΕ η β΄ εξαδέλφη Αρχοντία Σαρρή που κρέμασε αποφασιστικά τη βέρα της, ακολούθησε η Μόσχα με τη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, λεπτοδουλεμένο ασημένιο τάμα δεκαπέντε πόντων, η Όρσα, τρίτη, αμφιταλαντευόταν, με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού περικύκλωνε το οβάλ του καμέο, παλιού βιεννέζικου κειμηλίου που η γιαγιά της της είχε κρεμάσει στο λαιμό ειδικά γι’ αυτό το σκοπό, με τα δάχτυλα του δεξιού έψαχνε πάνω από το σαξ λινό ύφασμα της τσάντας τα κοσμήματα της πιο ακριβής της ανάμνησης, τα τρία θαλασσοφαγωμένα κουτάλια. Τελικά ξεκούμπωσε το καμέο από το λαιμό της· η Παναγία συγκέντρωνε βαρύτιμα τιμαλφή και η Όρσα ντρεπόταν να της εξηγήσει. Χιλιάδες προσκυνητές από όλη την Ελλάδα είχαν κατακλύσει την Τήνο, από την έναρξη της μικρής σαρακοστής, δυο βδομάδες τώρα, η Μεγαλόχαρη δεχόταν παρακλήσεις, παράπονα, αιτήσεις συγγνώμης και επανάληψη αιτημάτων για τα συνήθη, ασθένειες σώματος και ψυχής, μετανάστευση, περιουσιακά, έρωτες χωρίς ανταπόκριση, τεκνοποίηση· το 1940 όλοι οι άνθρωποι έβαζαν στην προσευχή τους, ως υστερόγραφο, κάτι σχετικό με τον πόλεμο, μέχρι τη στιγμή που ο πόλεμος δεν ήταν μόνο πρόβλημα των άλλων, δηλαδή κατά τις οκτώμισι το πρωί, όταν το αντιτορπιλικό ΕΛΛΗ αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι
προς τιμήν της μεγάλης χριστιανικής εορτής της Ορθοδοξίας, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Χατζόπουλο και πλήρωμα διακοσίων τριάντα δύο αντρών, δέχτηκε δυο τορπίλες και σε μια ώρα βυθίστηκε στα τηνιακά νερά, χωρίς το γεγονός να ματαιώσει τη λιτάνευση του θαυματουργού εικονίσματος. Ο χρόνος και ο τόπος που επέλεξε ο εχθρός μούδιασαν τον κόσμο, μικροί μεγάλοι στα καλά τους, με την επίσημη έκφραση που παίρνουν τα πρόσωπα στις οριακές στιγμές που προσδοκούν να συμβεί επιτέλους κάτι και να φτιάξει η ζωή. Οι δύο αδερφές κι η Αρχοντία Σαρρή η μοδίστρα έβαλαν με το νου τους τα χειρότερα, για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους ο πόλεμος αρχίζει πάντοτε νωρίτερα και τελειώνει αργότερα. Η περιφορά της εικόνας άλλο πράγμα, το πλήθος τσαλαπάτησε την ψάθινη καπελίνα της Όρσας, δεν μπορούσε ν’ ακολουθήσει μέσα στον ήλιο και γύρισε στο γνώριμο Τήνιον Παλάς με τα σωθικά κουβάρι και μια βαθιά απελπισμένη διάθεση να αγκαλιάσει την αδερφή της και να κλάψει μέχρι ν’ αδειάσουν τα μάτια της τις μυριάδες σταγονίτσες δάκρυα, που έρχονταν κύμα. — Έλα μαζί μου στην Τήνο να παραδώσουμε το τάμα για τη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, την είχε παρακαλέσει η Μόσχα που συχνά και αναλόγως την περίσταση ειρωνευόταν, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον ή το πεπρωμένον φυγείν δυνατόν, αλλά τώρα, καλού κακού, ήθελε να λάβει όλα τα
απαραίτητα μέτρα για να διαφυλάξει την οικογένεια και την περιουσία. Τρία μόνο γράμματα είχε πάρει, από τον Σπύρο, ολιγοσέλιδα και αλλιώτικα, έλεγε με πίκα, αλλά ενώ στις φίλες της διάβαζε αποσπάσματα, στην Όρσα έδειχνε μόνο τα τοπία των καρτ ποστάλ. Στο ταξίδι της επιστροφής από την Τήνο η Αρχοντία κατάκοπη κοιμόταν πάνω στο μπράτσο μιας παχιάς βολικής Τσιγγάνας και η Μόσχα έβγαλε από την τσάντα της κάτι επιστολές, εν τέλει ήθελε να μοιραστεί με την αδερφή της μερικές αραιογραμμένες σειρές, καμιά δεκαριά όλες κι όλες, που ήταν πολύ ασυνήθιστες για έναν άντρα ευθύ σαν βέλος, όπως ο Σπύρος. — Άσε, την έκοψε η Όρσα, μη μου διαβάσεις, κι επειδή όλοι στο σόι τη θεωρούσαν εύθραυστη και παραξενιάρα, η Μόσχα τα μάζεψε κι αφοσιώθηκε στη γραμμή του ορίζοντα. Είχε κι άλλες φορές, παλιά, επιχειρήσει να της διαβάσει στιχάκια και κάποιες παραγράφους από δικά της γραφτά προτού τα ταχυδρομήσει ή απροσεξίες από τα γράμματα του Σπύρου, το λιμάνι Σουραμπάγια δυο σειρές πιο κάτω ξαναγραμμένο Σορεμπάγια, τέσσερις πιο κει Σοραμπάγια και στην πίσω σελίδα με δύο ρο. Επέστρεφαν στον Πειραιά με νηοπομπή προστατευμένη από τα αντιτορπιλικά ΟΛΓΑ και ΓΕΩΡΓΙΟΣ, υπό τον αρχηγό του στόλου υποναύαρχο Καββαδία, τρομαγμένες γυναίκες ήταν και δεν ένιωθαν ασφαλείς, όπως όλοι άλλωστε οι ταξιδιώτες που είχαν παρακολουθήσει το σημαιοστολισμένο πολεμικό να εξαφανίζεται τόσο αναπάντεχα στα αθώα σαν
μάτια παιδιού γαλάζια νερά του Αιγαίου. Η Όρσα έχωσε το χέρι στην τσάντα, ένιωθε τόσο ένοχη και άδικη, που σκέφτηκε να πετάξει τα κουτάλια στη θάλασσα, λες και ως διά μαγείας αυτή η κίνηση θα μπορούσε να ξαναταιριάξει τα ταίρια ή έστω να τ’ αφήσει να πορευτούν τη ζωή τους δίχως πάθη. Άπλωσε το χέρι της προς τη Μόσχα, ν’ αγγίζει η σάρκα της τη σάρκα της μικρότερης αδερφής της, τη λυπόταν, τρωγόταν μέσα της γιατί ο Νίκος να μην ήταν ένας κανονικός Έλληνας σύζυγος που θα έκανε τη μετακόμιση χωρίς να αναμένει έγκριση, που δε θα σήκωνε πολλά πολλά· τέτοια σαχλά σκεφτόταν προκειμένου να μην ξυπνάει μέσα της αυτός ο παλιός καημός και να την τρώει. Στις είκοσι μία Αυγούστου επέστρεψαν στον Πειραιά από τη Λισσαβόνα τριακόσιοι Έλληνες ναυτικοί διασωθέντες από πλοία που δέχτηκαν επιθέσεις γερμανικών υποβρυχίων. Την είδηση μετέδωσε η ελληνική ραδιοφωνία. Ο Μαλταμπές δεν ήταν στους τριακόσιους, δεν αναμενόταν, ούτε το BBC είχε τίποτα το ευχάριστο να τους πληροφορήσει εκείνες τις μέρες, το σπίτι ανάσαινε βαριά, σιωπή, ανορεξία, νεύρα, κλάματα, τα παιδιά είχαν χάσει την τσαχπινιά τους, μιας και οι μεγάλοι τους έδιναν λιγότερη σημασία, και ένα μεσημέρι η Όρσα σηκώθηκε από το τραπέζι εντελώς ξαφνικά, έτρωγαν όλοι μαζί στην κάτω αυλή στη δροσιά της κληματαριάς, παράτησε τους τηγανητούς κολοκυθανθούς στο πιάτο της, πάω στης Νανάς, είπε μόνο
και την κοπάνησε. Βρήκε την καθηγήτρια στο βορινό μπαλκονάκι που δρόσιζε να διπλώνει τα σιδερόπανα, το απόγευμα ήταν καλεσμένη στου γυμνασιάρχη και είχε μόλις πατήσει τις πιέτες και τα πέτα της ζακέτας, θα φορέσω πάλι τα γκρι σουρί, είπε και πήγε την κρεμάστρα στο πορτμαντό του χολ. Η πλάτη της είχε κυρτώσει μια ιδέα, επαγγελματική νόσος, έλεγε, είχε αδυνατίσει, μα το βήμα της ήταν πάντα επιτηδευμένα κοριτσίστικο, της άρεσε να την αποκαλούν μαθητριούλα, και κάποιοι φιλοπαίγμονες υπάκουαν μετά χαράς. — Πορτογαλία-Κύθηρα, είπε επιστρέφοντας με τασάκι και τσιγάρο και ξαπλώνοντας με ευχαρίστηση στη βιεννέζικη. — Σικελία-Κάρπαθος, απάντησε η Όρσα, είχαν καιρό να παίξουν αυτό το παιχνίδι, ποιο μέρος κολλάει με ποιο, η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, άφταστη σε κάτι τέτοια, επινοούσε χίλιους τρόπους ν’ απασχολεί το μυαλό της, δεν είχε πάει πουθενά κι έστηνε μια υδρόγειο με τη δική της στρατηγική, που δε σήκωνε αντιρρήσεις. — Ήπειρος-Ιρλανδία. — Μετέωρα-Καρπάθια. — Καναδάς-Αιτωλοακαρνανία, αλλά γιατί άραγε… Δεν είχε απαντήσεις σε όλα η Νανά, δεν το επιδίωκε άλλωστε, η Όρσα ξέφυγε από τα δικά της, βρήκε προσωρινό καταφύγιο στις ερωταποκρίσεις και στη γεωγραφία των διαθέσεων, μεσολάβησε κιόλας, αλλά μάταια, να αποφασίσει η Νανά επιτέλους για κάτι που την ταλαιπωρούσε χρόνια
τώρα, να διαλέξει: — Παρίσι ή Λονδίνο; Διακόσια αεροπλάνα του Ράιχ είχαν βομβαρδίσει τον Ιούνιο τη γαλλική πρωτεύουσα και λίγες μέρες πριν, πολλά περισσότερα, οχτακόσια, είχαν περάσει τον ουρανό της Μάγχης και είχαν ρίξει χιλιάδες βόμβες στη βρετανική. Η αιωνίως αναποφάσιστη Νανά γνώριζε τις δυο μεγαλουπόλεις από τη λογοτεχνία και τις καρτ ποστάλ και δεν της έκανε καρδιά να προτιμήσει τη μια σε βάρος της άλλης.
Κ
ΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ του διώροφου, όπως άλλωστε των περισσότερων σπιτιών στις παραθαλάσσιες πόλεις και χωριά της Ελλάδας, τη Δευτέρα τρώνε ψάρι, πρωί πρωί λοιπόν η Μόσχα παρέα με τη Λενιώ πήγαν στην Πλακούρα, ξεψαρίζανε δράκαινες, σκορπίνες και αφρόψαρα, σούπα ή γόπες για τηγάνι, αναρωτήθηκε και παρέκαμψε τις γόπες που αρέσανε πολύ στη μάνα της· η αύρα του Αιγαίου της πήρε το βάρος που είχε στο κεφάλι, τον τελευταίο καιρό είχε για πρώτη φορά γνωρίσει την κόπωση της αϋπνίας, ήρθε η στιγμή να πάω κι εγώ στο γερο-Ρεσβάνη για τα γνωστά δισκία, σκεφτόταν ηττημένη. Η Μόσχα, καπάτσα, έστω και άυπνη, πλήρωσε τα καλύτερα ψάρια, έστειλε τη Λενιώ στους μανάβηδες της Πλακούρας για τα λοιπά και βάδισε προς το σπίτι, να στείλω ένα κατσαρόλι σούπα και στον Αιμίλιο, είχε κατά νου· ο διακριτικός θείος του Σπύρου ντρεπόταν να τους επισκεφθεί, μη νομίσουν ότι γύρευε λεφτά και πεσκέσια, πού και πού μάλιστα με περαστικούς κοινούς γνωστούς έστελνε τα καλοκαίρια ένα σακουλάκι καραμέλες για τα παιδιά και τους χειμώνες μανιτάρια που ξεδιάλεγε στις εξοχές. Το διάγγελμα του Γεωργίου Β΄, με την κατάληξη εν τοις Ανακτόροις των Αθηνών, δεν άφησε καμιά αμφιβολία στη Σαλταφέραινα ότι κηρύχτηκε πόλεμος, είχε καθίσει να
βουτήσει στον καφέ της και το άκουσε και στο ραδιόφωνο, στις 9:30 το πρωί έγιναν αεροπορικοί βομβαρδισμοί σε Τατόι, Πειραιά, Πάτρα, αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους, πάνω στα σύνορα αυτό, άλλωστε εδώ και ώρα οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού σήμαιναν το κακό νέο, η Σαλταφέραινα με το εξασκημένο αυτί άκουγε τα ντιν νταν κι από τα μακρινά χωριά, τα μακρινά νησιά, τις πόλεις της άνω και κάτω Ελλάδας, μιας Ελλάδας άνω κάτω. Τώρα μάλιστα, έλεγε κι έσφιγγε τα χείλη της, ήταν μόνη, όλες είχαν πάρει δρόμο, η Όρσα είχε παρατήσει τη σκούπα και το φαράσι, μάζευε στην αυλή τα μαραμένα γιασεμιά και τα πεσμένα φύλλα της κληματαριάς και του νυχτολούλουδου, η Μόσχα είχε αφήσει μες στη μέση ακαθάριστα τα ψάρια κι ο μπασμούτης ο Χαραλάμπης τα ’χε μαγαρίσει, η Λενιώ πάλι ξεπορτισμένη κι έπρεπε να της τραβήξουνε το αυτί, η Αννεζιώ είχε πάει από νωρίς στης Αρχοντίας να κάνει πρόβα μια μαύρη ρόμπα, τι τη χρειαζόταν την πρόβα, εδώ και τριάντα χρόνια έραβε το ίδιο σχέδιο και το κρεμούσε πάνω στο σκελετό της. Η πλατεία πήχτρα στον κόσμο, παιδάκια με τη σχολική ποδιά, γυναίκες με την ποδιά της κουζίνας, αρχοντοκυρές και παραμάνες, ψαρομάλληδες, κοψομεσιασμένοι από την υγρασία, πεσμένοι πάνω στα μπαστούνια, πλάσματα σημαδεμένα από τη σύφιλη, και βέβαια αγόρια και νέοι άντρες που έσπευδαν να καταταγούν, θα έπαιρναν βαπόρι για τη Σύρα, πολλοί κατηφόριζαν ποδαρόδρομο από Βραχνού,
Πιτροφό, Στραπουργιές, Στενιές, Αποικία και την πιο ορεινή Βουρκωτή, σε παρέες, τραγουδώντας, σφυρίζοντας και κάνοντας ένα τρελό κέφι που οι γυναίκες δεν το συμμερίζονταν με τίποτα. Ο παπα-Φίλιππας, με το χούι της ενέδρας, την είχε στημένη στην αποβάθρα κι όλο ξεφούρνιζε μέσα από τα ράσα του κουτιά με πούρα και κερνούσε τους στρατεύσιμους, ξεχνούσε να τους ευλογήσει με μια χριστιανική ευχή, θυμόταν όμως όλα τα ονοματεπώνυμα, δεκάδες κι εκατοντάδες ονοματεπώνυμα, χάιδευε τα μαλλιά των αγοριών, τους έκλεινε το μάτι, μέχρι που τους φιλούσε και το χέρι. Ο Νικ εν δράσει, απαθανάτιζε αντροπαρέες, οικογένειες, ζεύγη, Νικόλαος και Ορσαλία Βατοκούζη, Αθανάσιος και Καίτη Μπουλάκα, Ζαννής και Αρχοντία Σαρρή, Γεώργιος και Μάρω Ζαννή, είχε πλήρη συναίσθηση ότι οι φωτογραφίες που τραβούσε εκείνη την ημέρα, Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, θα αποτελούσαν υλικό ιστορίας, οι πλέον πολυφίλητες κάτω από το μαξιλάρι, στο συρτάρι του κομοδίνου, κορνιζαρισμένες όχι στα ραφάκια του μπουφέ αλλά στο εικονοστάσι του κάθε σπιτιού. Οι ηλικιωμένοι καθηγητές του γυμνασίου κουστουμαρισμένοι ξεπροβοδούσαν τους νεότερους συναδέλφους, η κυρία Νανά μια κρατούσε σφιχτά αγαπημένους πρώην μαθητές να μην τους χάσει, μια κρατούσε τις πιέτες της να μην της φύγουν, τα λίγα λευκά τριαντάφυλλα που απέμεναν εκείνη την εποχή,
μισομαδημένα από το αεράκι, τα ’χε μοιράσει στους πρώτους νεαρούς που βρήκε μπροστά της, για την ακρίβεια της τα είχαν από μόνοι τους αρπάξει, να τα χαρίσουν στα κορίτσια. Τα κορίτσια… Τα κορίτσια πάλι εκείνη τη μέρα λόγω σαστιμάρας στριφογύριζαν σαν σβούρες, κοκκίνιζαν ανά πέντε λεπτά, ήταν εκτυφλωτικά, σαν αερικά εμφανίζονταν στις γωνίες των δρόμων, σαν ζουζούνια, τέσσερα πέντε μαζί έπαιρναν φόρα εντελώς ξαφνικά, εναέριες πλεξούδες που διέσχιζαν την πλατεία για να σταθούν στο απέναντι πεζούλι, κι άλλα σαν μοναχικά αγάλματα έμεναν ακίνητα στα μπαλκόνια, τρεμοπαίζοντας μόνο τα βλέφαρα, όποτε ο Μανούσος βαρούσε άγαρμπα τα πιατίνια στα εμβατήρια που παιάνιζε η Φιλαρμονική. Μέχρι και η Εξαδακτύλου συγχωρούσε όλα τα φάλτσα, παρούσα και μάλλον γοητευτική· η Μόσχα για πρώτη φορά πρόσεξε πόσο είχαν γκριζάρει τα μαλλιά της κι αμέσως έλυσε βίαια ένα δικό της τσουλούφι και το ’φερε μπροστά στη μύτη της να δει τι γινόταν στο δικό της κεφάλι. Πάνε όλοι, πάει κι ο Βατοκούζης. Το πλοίο αρμένιζε κι ο Νίκος έβλεπε την Άνδρο να μικραίνει και ένιωθε το μελί κεφάλι της Όρσας γερμένο στον ώμο του, σαν να το ’χε πάρει μαζί. Σε λίγες μέρες η πόλη ήταν πιο άδεια κι η ζωή αλλιώτικη. Οι άνθρωποι έβγαιναν στα χωράφια με εικονίτσα στην τσέπη και επέστρεφαν αργά γύρω από τα ραδιόφωνα που είχαν πάρει φωτιά με τόσες καυτές ειδήσεις που ήταν υποχρεωμένα
να μεταδίδουν. Οι τοποθεσίες του ενδιαφέροντος δεν ήταν πια μόνο Λίβερπουλ, Αμβέρσα, Βαλτιμόρη, Παναμάς, Κρίστομπαλ, Μπατάβια, Τσιτακόγκ και Σάντα Φε, είχαν μπει στη ζωή τους οι λέξεις Πόγραδετς, Κορυτσά, Πρεμετή, Δελβίνο, Αργυρόκαστρο, Κλεισούρα, ονόματα διεθνώς ασήμαντων και εθνικώς σημαντικών ελληνικών κωμοπόλεων της Αλβανίας που ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει τη μία μετά την άλλη προκαλώντας οπερετικό φιάσκο στους Ιταλούς, που ήταν ένοχοι, σύμφωνα με το επιτέλους δημοσιευμένο πόρισμα, για τη βύθιση της ΕΛΛΗΣ. Πώς να είναι η Αλβανία, αναρωτιόταν η Μόσχα, ποτέ δεν είχαν καρτ ποστάλ από κει· η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη δήλωνε ασυγχώρητη που της είχε διαφύγει από τη συλλογή ολόκληρη χώρα, καμία δεν την είχε προτιμήσει για γαμήλιο ταξίδι, τα ελληνικά πλοία απλώς την προσπερνούσαν πλέοντας προς και από Τεργέστη, Ντουμπρόβνικ, Βενετία. Η Μόσχα, καμιά φορά και η Όρσα, περνούσε εκουσίως πλέον το κατώφλι της χήρας του Νικηφόρου, που αποκαλούσε ακόμα τις χήρες, τις συζύγους και τις αρραβωνιαστικιές λαρδομούνες, αλλά χωρίς ίχνος σεξουαλικού αλατοπίπερου, σαν χαϊδευτικό, με μια στάλα λύπησης, σαν να ’λεγε κακομοίρες, η Μόσχα ήξερε νέα από όλα τα μέτωπα του πολέμου, κάθονταν οι γυναίκες αποσβολωμένες και άκουγαν ότι οι Αμερικανοί πήραν τη δανέζικη Γροιλανδία και αναπτύσσουν στρατιωτικές
εγκαταστάσεις και αεροπορικές βάσεις, όσες δεν καταλάβαιναν καθόλου εγγλέζικα είχαν αποκτήσει εξάρτηση από τη Μόσχα, της στέλνανε μάλιστα τα παιδιά τους για μάθημα κι αυτό άλλοτε την έκανε να λέει, ευλογημένε Ντέιβιντ, κι άλλοτε, που να σε βράσω, καταραμένε Εγγλέζε, όταν είχε τις κακές της ή όταν τα παιδιά ήταν αντιπαθητικά. Ο χειμώνας ’40-’41 ήταν πολύ βροχερός, ένας οχταήμερος κατακλυσμός γκρέμισε ξερολιθιές, κελάκια και μαντριά, αφάνισε κοπάδια και κοτέτσια. Η Σαλταφέραινα λογάριαζε τη χασούρα από τα πνιγμένα ζωντανά πολλαπλασιάζοντας και προσθέτοντας το βιος αλλωνών, με το δίκιο τους τους είχε έρθει νταμπλάς, αφού κι η ίδια κόντεψε να παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά της ρεματιάς για να σώσει το Χαραλάμπη το γάτη, τουλάχιστον η χαζούλα η Μερσίνα της το αναγνώρισε με την καρδιά της. Ο Βασιλάκης ο νεκροθάφτης πένθησε το ναυάγιο του υπερωκεάνιου ΕΔΙΣΣΩΝ, μια ζωή καλαμπούριζε την ατζαμοσύνη του στα οικονομικά, δίνω δανεικά στους πεθαμένους, έλεγε, και επειδή δεν αξιώθηκε να γίνει μεγαλοεφοπλιστής, φώναζε υπερωκεάνιο ΕΔΙΣΣΩΝ το γάιδαρό του που φορτωμένος λεμόνια πνίγηκε στο φουσκωμένο ποτάμι του Νειμποριού. Συμβαίνει κάτι περίεργο στον πόλεμο, ο χρόνος είναι γεμάτος κορυφαία γεγονότα, κι όμως στα μικρά μέρη που φτάνει μόνο ο απόηχος είναι σαν να μην κυλάει κανονικά, ίσως γιατί τα συνήθη, γράμματα, εμβάσματα, δικαστήρια και
λοιπά γραφειοκρατικά σταματούν, κι όπως όλα είναι σε ακινησία ή αργή κίνηση, εκεί που νομίζεις ότι είναι και θα είναι για πάντα Ιανουάριος, Απρίλιος σου λένε, για σκέψου πόσο ο χρόνος χάνει τη ροή του και τη σημασία του, αφού τέλος Απριλίου οι Γερμανοί κατέλαβαν την ανοιξιάτικη Αθήνα και τα στούκας ξεκλήρισαν μέσα σε πέντε μέρες δέκα αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα του Πολεμικού Ναυτικού, ΨΑΡΑ, ΥΔΡΑ, ΘΥΕΛΛΑ, ΔΩΡΙΣ, ΚΥΔΩΝΙΑΙ, ΑΙΓΛΗ, ΚΙΟΣ, ΚΥΖΙΚΟΣ, ΠΕΡΓΑΜΟΣ, ΑΡΕΘΟΥΣΑ, κάτι που η Μόσχα δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται, στο παρελθόν χωρατατζού, πεισματάρα και ακατάβλητη, στο παρόν κάπως κίτρινη, κάπως νευρική, μόνο ένα πενήντα τοις εκατό του παλιού της εαυτού. Ο πόλεμος εν τω μεταξύ γινόταν ολοένα λιγότερο απρόσωπος, δυο συμμαθήτριές της νοσοκόμες στην Αθήνα πνίγηκαν όταν βυθίστηκε από γερμανικό βομβαρδισμό το πλωτό νοσοκομείο ΑΤΤΙΚΗ, τραυματίες, νοσοκόμοι, γιατροί, δε σώθηκε κανένας, κάτι παιδιά του νησιού ακρωτηριασμένα από κρυοπαγήματα και τραύματα ήταν μοιρασμένα σε νοσηλευτήρια, οι εκατόμβες στο θαλάσσιο κυνηγητό ήταν απανωτές, οι Βρετανοί σε αντίποινα για τη βύθιση του ΧΟΥΝΤ, χίλιοι τριακόσιοι νεκροί, καταδίωξαν στον Ατλαντικό επί χίλια εφτακόσια πενήντα μίλια και βύθισαν το ΜΠΙΣΜΑΡΚ, άλλοι χίλιοι νεκροί, τι γίνεται τέλος πάντων με τους αριθμούς, οργιζόταν η άυπνη Μόσχα, παίρνουν την επάνω βόλτα και χάνουμε το λογαριασμό· φοβόταν μη γίνει
κι ο Σπύρος ένας αριθμός, ο διακόσια είκοσι ένα ή ο εξακόσια πενήντα εφτά. Μετά την τρελή αντίσταση της Κρήτης, που υπέκυψε αφού πετσόκοψε την επίλεκτη 7η μεραρχία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, οι εισβολείς στις 31 Μαΐου απαγόρευσαν την κυκλοφορία στους δρόμους σε όλη την Ελλάδα, από τις 10 το βράδυ ως το πρωί, την έπνιγε τη Μόσχα αυτό και ζήτησε από την αδερφή της να πηγαίνουν παρέα σ’ εκείνο τον μακρύ ανακουφιστικό περίπατο που συνήθιζε μερικά απογέματα η Όρσα· Άγιο Δημήτριο, καλαμιώνα, παλιό ταφείο στο λόφο με τα ανάγλυφα ιστιοφόρα στις μαρμάρινες ταφόπλακες, γεφυράκι, βραχοσπηλιά, κι έτσι, χωρίς να το ξέρει, η Μόσχα, βαστώντας αγκαζέ τη μεγάλη και μασουλώντας λιόσπορους, έκανε κι αυτή τον κύκλο Μαλταμπέ.
Ο
Ι ΓΑΛΛΙΔΕΣ έχουν κώλο νερουλό, οι Αγγλίδες φαρδύ και πανιασμένο, οι Σπανιόλες βαρύ βαρύ, οι — Γερμανίδες ποπό Κρουπ σαν άρμα μάχης, οι Ρωσίδες κωλομέρια χοιρομέρια, οι Ιταλίδες έχουν κώλο ζωγραφιστό, οι Κινέζες καθόλου, οι μαύρες κώλο-εταζέρα και οι Αργεντινές κώλο αχνιστό. Ο γερο-Σαλταφέρος, καθηλωμένος από κρίση στηθάγχης στο νοσοκομείο, παρέδιδε μαθήματα στον εγγονό του, ο μικρός ήταν ξετρελαμένος που είχε τον παππού στη διάθεσή του, με τις ενοχλήσεις στην καρδιά και τα συχνά κρεβατώματα άρχισε η χρυσή περίοδος στη σχέση των δύο, συμβαίνει κι αυτό στη ζωή, οι άνθρωποι να γίνονται πιο χρήσιμοι, ανεκτίμητοι, όταν είναι ανήμποροι για τα συνήθη. Ήταν μια απρόσμενη, ας την πούμε ευτυχής ατυχία, που βρήκε τον Σάββα Βατοκούζη και τον ξεκόλλησε οριστικά, στα έντεκα χρόνια του, από την επιρροή της στρατιάς των θηλυκών του διώροφου, ο καταμελάχρινος πρώιμος έφηβος ξημεροβραδιαζόταν στο προσκέφαλο του πάππου κι είχε μάθει τόσα ναυτικά, τεχνικά, γεωγραφικά, αντρικά, που πίστευε πως δε θα είχε άλλες απορίες στη ζωή του. Η αναγκαστική ανάπαυση έκανε τον απείθαρχο ασθενή να επινοεί, επίτηδες, για να προκαλεί, πρωτότυπες βρισιές, γαμώ τα φύκια του Κολόμβου, να χέσω και να κλάσω τον Φύρερ,
που να σβήσουν τα γερμανικά καβλιά, πούστικα υποβρύχια, πήγαμε για κατούρημα στ’ αλβανικά βουνά. Να κι ένα καλό επιτέλους, σκεφτόταν ο Νίκος Βατοκούζης παρακολουθώντας πεθερό και γιο να ξεφαντώνουν με μυστικά που σφυρίζανε ο ένας στ’ αυτί του αλλουνού, τους τελευταίους μήνες, μετά την επιστροφή του από το ναρκαλιευτικό που τον είχαν ρίξει με την επιστράτευση, κάτι τον έπνιγε στην Άνδρο, πιο πολύ ένιωθε γείτονας παρά του σπιτιού, κι έτσι όταν ύστερα από ένα πούρο στο μισοσκότεινο γραφείο του σπιτιού του ο υιός Χαδούλης του πρότεινε σκασιαρχείο, συναισθάνθηκε πόσο παράλογη ήταν η ανακούφιση, αλλά δεν άντεχε άλλο, τον μείωνε το κρυφό καμάρι για τον ριψοκίνδυνο Σπύρο, τον διέλυε και η σκοτεινή πεθερά του· αυτή η τελευταία παραμόνευε άραγε πίσω από μισόγερτες πόρτες και βαριές κουρτίνες ή μήπως απέφευγε να είναι μες στα πόδια τους· τόσες δύσκολες γυναίκες μαζεμένες ήταν πάνω από το όριο αντοχής ενός άντρα μαθημένου να λείπει. Πήγε στο ανακαινισμένο, ακατοίκητο πατρικό του κι έκρυψε στο πατάρι ένα κιβώτιο με πολύχρωμα ολομέταξα παπλώματα, τα ’χε καιρό στις αποθήκες των Χαδούληδων, ήθελε με την εγκατάσταση στο σπίτι να στρώσουν τα ολοκαίνουρια κλινοσκεπάσματα στα κρεβάτια, αγορασμένα από ευρωπαϊκά καταστήματα της Πόλης που του είχε υποδείξει ο συμμαθητής του ο Μαδιανός, η μετακόμιση δεν έγινε ποτέ κι ο Νίκος ματαίωσε και την έκπληξη,
απογοητευμένος ανέσυρε από τα παιδικά του χρόνια τη χρησιμότητα του παταριού να κατατρώει και να αχρηστεύει τα αχρησιμοποίητα δώρα. Εμπιστεύτηκε την τύχη της περιουσίας του στο γεροΧαδούλη, παρακάλεσε τη Μόσχα να κάνει εντατικά αγγλικά στα παιδιά του, εάν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, θα ξεσήκωνε αμέσως τη φαμίλια για Αγγλία ή Αμερική, φαινόταν πιο εύκολη η Αμερική από τη μετακίνηση δυο στενά πιο πάνω, κάποιοι τολμηροί φίλοι του πριν σαρανταρίσουν είχαν κιόλας πλουτίσει και γλυτώσει μια και καλή από τη φαγούρα του μικρού νησιού, έδωσε αυστηρές εντολές στην ξεμυαλισμένη υπηρέτρια να μην πασάρει τις βαριές δουλειές στην Αννεζιώ, είχε αποβραδίς περπατήσει στο μόλο, μες στη νύχτα και στην υγρασία, μονάχος, με χίλιες σκέψεις, που πότε τις έδιωχνε και πότε τις καλούσε πίσω να τις βάλει σε τάξη, κι όταν, μεσάνυχτα, ξάπλωσε αγκαλιά με τη γυναίκα του, επιχείρησε μια ευ ρεία επανάληψη καλών αναμνηστικών χαδιών, μ’ εκείνη την παρδαλή αμερικάνικη βούρτσα που της είχε στείλει ο κουνιάδος του της χτένισε τα μαλλιά, της φίλησε και ξαναφίλησε απαλά τη Μικρή Άρκτο, της έτριψε τους λεπτούς καρπούς πολλή ώρα, αφού κόντεψε να τους λιώσει στο μισό, έκαναν έρωτα κι αυτός αποξεχασμένος μες στο σκοτάδι φορούσε ακόμα τα γυαλιά του, νοτισμένα από ένα διαρκές βούρκωμα που η Όρσα δεν πήρε χαμπάρι, μα εγώ σε λατρεύω, της ψιθύριζε, κι αυτή απαντούσε, να προσέχεις τον εαυτό σου, σε παρακαλώ, να προσέχεις τον εαυτό σου, γιατί
πολύ πριν από το χάραμα ο Νίκος πήρε δρόμο για τη Μέση Ανατολή.
M
E TO ΟΝΟΜΑ του πλοίου του καλυμμένο, σκοτάδι, μουδιασμένοι όλοι κι ο νους του Σπύρου, σε ώρα ακατάλληλη, κολλημένος εκεί, αράδιαζε, μία προς μία, ρόμπες, ρόμπες της μάνας του. — Έλα να ξεδιαλέξουμε, τον είχε φωνάξει ο γέρος του ένα βράδυ μετά τα τρίμηνα, το παιδί στα έντεκα, έλα, πουλί μου, να τελειώνουμε μια γυναικεία δουλειά, κι άνοιξε διάπλατα τα φύλλα της ντουλάπας. Στις δύο από τις πέντε λάμπες του πολύφωτου είχαν καεί τα φιτίλια, καιρό πριν, θα τα αλλάξω πρωί πρωί, ορκίστηκε από μέσα του ο Σπύρος κι ένιωσε άχρηστος, αλλά ο πατέρας του δεν είχε όρεξη να του βάλει τις φωνές, ας βαστήξουμε ένα πανί να τη θυμόμαστε, τ’ άλλα μοίρασέ τα στη μνήμη της, είπε, ήθελε να τα στείλουν στην Άρνη, σε κάτι ζαβές θειάδες που διατηρούσαν άριστες σχέσεις με τον Ανώτερο, θα σταυροκοπιόντουσαν, Θεός σχωρέσ’ τη, και θα το εννοούσαν εκατό τοις εκατό. — Μπροστά μου πάντως μην τα ξαναβρώ, είχε ξεκαθαρίσει ο καπετάν Μίμης, είχε σπουδάσει μηχανικός στην Αγγλία, δεν τσιγκουνεύονταν τότε οι εφοπλιστές, βλέπανε κιόλας μακριά, στις δεκαετίες του ατμού, χαλαλίζανε λίρες με ουρά στα σαΐνια, τους κάνανε ανθρώπους στα καλά σχολειά και τους αγκαζέρνανε εφ’ όρου ζωής.
Τράβηξε από την κρεμάστρα ένα τριανταφυλλί φουστάνι που είχε πάνω, αραιά και πού, σκόρπια πρασινωπά φυλλαράκια, να τον ρώταγες τότε τον Σπύρο, έφηβος, δεν πρόσεχε τέτοια, δεν ήξερε τι εστί τριανταφυλλί, τόσα χρόνια μετά, το ανακάλυψε στον πάτο της μνήμης του και το θυμήθηκε ολόσωστα. Ξέμπαρκος ο πατέρας του, σε γιορτές και σχόλες, από νωρίς μοσχοσαπουνισμένος, ξυρισμένος, και πριν καλά καλά σουρουπώσει, στο εγγλέζικο κουστούμι του, περίμενε τη συχωρεμένη να ετοιμαστεί, μα η συχωρεμένη βαστούσε ίσια μπροστά της, σαν ξιφολόγχη, την κρεμάστρα με το φουστάνι, ένα έμπα έβγα, στριφογύριζε στις κάμαρες να το φορέσει, να μην το φορέσει. Πάντα έριχνε πάνω της κάτι άλλο. — Φύλα αυτό το δαμασκηνί, πουλί μου, από το Λίβερπουλ, ήταν για τους αρραβώνες μας, μετά είχε πάρει το μαύρο ταγεράκι, το μύρισε, λέω να μην το δώσουμε, είπε, σε τόσες φωτογραφίες το φοράει, άσ’ το να βρίσκεται, παράμερα και το ζαχαρί μεταξωτό για τα βαφτίσια, το λουλουδάτο, ε, όχι και το λουλουδάτο, μ’ αυτό είχανε χορέψει ένα αξέχαστο βαλς της κακιάς ώρας στην πρωτοχρονιάτικη χοροεσπερίδα του 1903. Μια ώρα μετά, περιστοιχισμένος από φουστάνια, ο καπετάν Μίμης έκλαιγε άτσαλα, σπάραζε σαν γυναίκα, φταίω ο άτιμος, έλεγε, οι θαλασσινοί αφήνουν πίσω τους χήρες, είναι νόμος αυτός, πουλί μου, η γυναίκα του πάτησε το νόμο και μέσα από τα χέρια του του ξεγλίστρησε πρώτη, τριάντα
δύο χρονώ ακριβώς. Μετά θάνατο την ερωτεύτηκε, μέχρι τότε την μπούκωνε με τουαλέτες, πιο πολύ από τη δικιά της όμως γύρευε τις ξένες αγκαλιές στα λιμάνια και το ’ξερε η καημένη. Μετά το θάνατο της Χριστίνας Μαλταμπέ από σκασομανίτες, ο Σπύρος τσάκωνε συχνά τον πατέρα του με τον καφέ και το τσιγάρο να κάθεται μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα, ν’ αναδεύει στα ξαφνικά τα υφάσματα, λες κι η πεθαμένη του ’στελνε κάποιο ψίθυρο ή κρυμμένη πίσω από τα ρούχα του ’κάνε νόημα με το γαντοφορεμένο χεράκι της, ίσως έτσι να αποτύπωσε κι ο γιος στο νου του τα καλά της συχωρεμένης και να εκτίμησε τη χρωματική γκάμα, την υφή και τις ποιότητες των υφασμάτων. — Δε σου πάνε τα κατακόκκινα, είχε πει στην Όρσα το 1929, κι εκείνη υποσχέθηκε να αφαιρέσει το χρώμα από την ντουλάπα της το ίδιο κιόλας βράδυ. — Τα γαλάζια; τον είχε ρωτήσει, παραδομένη χωρίς αντίσταση και μετά φόβου γλυκού, γλυκύτατου, στην έγκρισή του. — Το δικό σου χρώμα, το πολύ δικό σου, είναι το πράσινο των κυπαρισσιών, της υπέδειξε, κι από τότε το έραβε συχνά. Η Αρχοντία Σαρρή που είχε παραδώσει τα χρώματα αναλόγως, η μια, με κολακεύει το μαύρο, η άλλη, με αδικεί το κίτρινο και οι πελάτισσες έχουνε πάντα δίκιο, είχε μετά χαράς χρεώσει στην Όρσα την αποκλειστικότητα του κυπαρισσί. Αργότερα, όποτε ξεμπαρκάριζε ο Σπύρος, την έβρισκε μες στα πρασινωπά της, και τότε, η φωνάρα του, φωτιά στα
κόκκινα, χαλούσε τον κόσμο, και το γύριζε αμέσως αλλού, για τη γυναίκα του τη Μόσχα, που ζούσε μέσα σε πορφυρά, βυσσινί, δαμασκηνί, δαμασκηνί βελούδο, ύφασμα βασιλικό, αδυναμία και του πατέρα του. Οι Μαλταμπέδες ήξεραν από καλό ρούχο, το λούσο στο αίμα τους. Ο μοιραίος μπάρκος του καπετάν Μίμη, έντεκα μήνες μετά από κείνο το ξεδιάλεγμα της γκαρνταρόμπας, στους βαλκανικούς, τους πρώτους εξολοθρευτές πολέμους του αιώνα, αλλά αρκετά με τα οικογενειακά του, εχθρός εν όψει, έδωσε ο κομοδόρος της νηοπομπής το σινιάλο του συναγερμού, τα γερμανικά υποβρύχια μόλις είχανε τορπιλίσει ένα γαλλικό βαπόρι, τους φάγανε μετά άλλα τρία, ένα νορβηγικό και δυο ολλανδέζικα, έπληξαν και δυο γκαζάδικα, άρπαξε φωτιά ο Ατλαντικός, λαμπάδιασε. Διάλυσις νηοπομπής, καλή τύχη, πήραν το μορσικό σήμα, πήραν και το μυστικό στίγμα για την επόμενη συνάντηση κι όπου φύγει φύγει, οι άλλοι είχαν αντιαεροπορικά στις γέφυρες και στα καραμποτίνια και στο κανόνι της πρύμης ναύτες κανονιέρηδες σε ολονύχτια βάρδια, ο Μαλταμπές στην άοπλη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, με μπαμπάκια και θειάφι που είχε φορτώσει από Νέα Ορλεάνη, πριν ανταμώσει στο Χάλιφαξ τ’ άλλα βαπόρια της νηοπομπής. Τα ελληνικά πέντε μέσα σε σύνολο εβδομήντα τριών, βελζικάνικα, παναμέζικα, βραζιλιάνικα κι απ’ αλλού, σταράδικα, φριγορίφικα της Αργεντινής, επιβατηγά, κολιαρέους της αγγλικής κόστας,
μανάδες που στην ειρήνη καρφώνανε τις φάλαινες στις μουγγές θάλασσες του Νότου· το άδικο του πολέμου είχε συνεπάρει τον Μαλταμπέ. Δεκαεφτά βαπόρια χάθηκαν στην επίθεση της πρώτης νύχτας, δέκα στην επίθεση της δεύτερης νύχτας, δεκατέσσερα στην επίθεση της τρίτης και το υπερωκεάνιο συνοδείας μπρουμούτισε, πάει κι αυτό. Σχηματίσατε νηοπομπήν, υψώσατε αριθμόσημα, ξανάδωσε το σήμα ο κομοδόρος. Όταν επιτέλους ο μαρκονιστής είδε το ιρλανδέζικο φανάρι της ακτής, από εβδομήντα τρία βαπόρια είχαν απομείνει τριάντα ένα και καταπληγωμένα. Ο Μαλταμπές μετρούσε σανίδια και όχι ανθρώπους, οι ναυαγοί δύσκολα περισυλλέγονταν, επισήμως το χασομέρι απαγορευόταν και οι μεν Εγγλέζοι παραβίαζαν την απόφαση, οι ανάλγητοι Αμερικανοί όμως ποτέ, είχαν δεμένα πάνω τους τα μουσαμαδένια ταγαράκια με το ναυτικό φυλλάδιο, το δίπλωμα, ένα δυο γράμματα, όλα αυτά βέβαια για να αναγνωριστεί το πτώμα τους, ο Σπύρος θυμήθηκε ένα γλυκό τρομαγμένο αγόρι, τον Γιαννάκη τον Χιώτη, που δεν έχωνε στο ταγαράκι τη φωτογραφία της αγάπης του, μη βραχεί. Τον είχαν παραδώσει σε γιατρούς, στον Καναδά. Το επόμενο βράδυ από την άφιξη της νηοπομπής σε ένα παμπ στο Γκάρστον, κόσμος και ντουνιάς, όλοι τους λαχταρισμένοι και στουπί, κατέβαζαν τις μπίρες δυο δυο, ο Μπούσουλας, ο άντρας της Κικής, κόντεψε να σκάσει. — Χοντροκέφαλοι οι Χιώτες στη σφαιρική τριγωνομετρία,
φώναζε ο Μαλταμπές· εκείνος ο Μπάτης, ο πιο στριμμένος εξεταστής πλοιάρχων, σκουπίδι τους έκανε, δεν είχε προλάβει να μάθει καλά την ουράνιο σφαίρα, ένα μήνα φροντιστήριο στον Πειραιά, στου Χορς, και γραμμή για τα βαπόρια. Το πατρικό σπίτι είχε φαγωθεί από χρέη του πατέρα του κι ο Αιμίλιος Μπάλας, ο θείος, είχε ήδη δώσει στον Σπύρο την ψυχή του, όπως θα ’κανε κι αυτός για τον μικρό Σάββα Βατοκούζη, που στα έντεκά του είχε αποστηθίσει τη θάλασσα και τα κόλπα της, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο. Έπινε, χαλάρωνε, ντρεπόταν που μέσα στη φούρια, αυτός, ένας πλοίαρχος σαράντα ενός ετών, είχε χωθεί στην τρίφυλλη ντουλάπα που δε χωρούσε στην κρεβατοκάμαρα των γονέων, δεν είχανε υπολογίσει σωστά τοίχους και κουφώματα και την είχανε βαλμένη στη σάλα. Ήταν αδύνατον όλη αυτή η μεγάλη βόλτα των αναμνήσεων και των σκέψεων να μην καταλήξει στην Όρσα, θυμήθηκε τα ραντεβουδάκια τους και πόση σημασία έδινε στα φορέματά της, ένα μεσημέρι είχαν σηκωθεί από τις υγρές ξινήθρες, στον ίσκιο των λεμονόδεντρων είχαν ανακαθίσει, λιγάκι, μισή ωρίτσα κι ούτε, έσιαζε κατόπιν και τραβούσε αναλόγως τις σούρες μιας άσπρης φούστας, να κρύψει τους πρασινωπούς λεκέδες που φώναζαν σε όλους τα κρυφά τους πάρε δώσε. Γύρω του οι άλλοι κουτσόπιναν ή μεθούσαν ξαπλαρισμένοι στον πάγκο του παμπ, κερνούσαν, έδειχναν φωτογραφίες των παιδιών τους, ρουθούνιζαν ξαναμμένοι κάθε που μια γυναίκα περνούσε ξυστά να συναντήσει την
παρέα της σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος, ρουφούσαν τις λεπτομέρειες από την επίθεση τριακοσίων εξήντα γιαπωνέζικων πολεμικών αεροπλάνων που ισοπέδωσαν την αμερικανική βάση του Περλ Χάρμπορ στη Χαβάη κι έβαλαν στον πόλεμο την Αμερική· είχε χιλιοταξιδέψει αυτά τα νερά ο Μαλταμπές, ήξερε τα τοπία, τα σουλούπια και τα χούγια των ανθρώπων σε όλα τα μέτωπα των συγκρούσεων, το πετσί του σήκωνε τον πόλεμο, πάει τελείωσε, βυθίστηκε λοιπόν πάλι στα προηγούμενα, με την παράφορη Όρσα δώδεκα χρόνια πριν, μεσημεράκι, γερμένοι στα κλεφτά, για μισή ωρίτσα το πολύ, πάνω στις ξινήθρες, στον ίσκιο των λεμονόδεντρων και το καημένο το κορίτσι να προσπαθεί κατόπιν να σβήσει τους πρασινωπούς λεκέδες από την άσπρη φούστα.
Ο
Ι ΤΙΜΕΣ των προϊόντων το φάρμακο και το φαρμάκι της, ο πλούτος και το βασανάκι της και πιο συγκεκριμένα οι τιμές του κρεμμυδιού και του λεμονιού, γιατί το ναρκοθετημένο Αιγαίο, τα οικονομικά σκαμπανεβάσματα και το πένθος του συμβολαιογράφου που έχασε γιο στην Αλβανία, Αγησίλαος Κουρμούλης ανθυπολοχαγός, απέτρεπαν τη Σαλταφέραινα από επενδυτικές βλέψεις στην Αττική, κάνα διάραχο στις αντριώτικες ερημιές παζάρευε μόνο, αψηφώντας αγριόσκυλα και λύκους. Τι άλλο να ’κανε; Ο Σαλταφέρος μια σε κρίση, μια σε ανάρρωση, δεν τον ήθελε στο σπίτι, είχε κάνει και τον εγγονό σαν τα μούτρα του, οι δυο κόρες δεν την υπολογίζανε, πολύ αργά, έλεγε χαιρέκακα μέσα της καμιά φορά, αλλά δεν το εννοούσε πια, κι ο χαμένος ο θείος του Μαλταμπέ παραλίγο να βάλει μπουρλότο στο διώροφο. Είχανε κάνει τέλος Δεκεμβρίου μια γιορτή για όλους τους αρσενικούς της οικογένειας, 6 Δεκεμβρίου του Αγίου Νικολάου, Βατοκούζης, 10 Δεκεμβρίου του Αγίου Σάββα, άντρας κι εγγονός, 12 Δεκεμβρίου του Αγίου Σπυρίδωνα, Μαλταμπές, ήρθε ο γνωστός θίασος, με ένα έξοδο, τα ίδια και τα ίδια· ο Μπάλας παράφαγε και παραήπιε, τη στρίμωξε στο αντρέ και της παραπονέθηκε που αρνήθηκε τα προξενιά για την πρωτότοκη, φρύαξε αυτή και τον έσπρωξε έξω στην αυλή, με
χιονιά καιρό του βούτηξε το κεφάλι μέσα στη γούρνα να ξεμπεκρουλιάσει, χάσου από δω για πάντα, βρωμόγερε, που θες να σκορπίσεις το σπίτι μου, για να σιγουρευτεί μάλιστα τον πήγε καροτσάκι καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά, ένα πούπουλο ήταν ο γέρος κι έκλαιγε, πώς στο καλό αφέθηκε στο ποτό, μονολογούσε, αφού από τότε ίσα που έβρεχε τα χείλη του στο κρασί, μόνο και μόνο για να μην του φύγει κουβέντα και βλάψει τις δύο εκ των υστέρων ωραιότατες και χριστιανικότατες, όπως τις έλεγε, οικογένειες, προσκαλώντας διακριτικά το Θεό να βάλει ένα χέρι κι ένα καλό τέλος. Ο χρόνος ούτε διέγραψε ούτε απάλυνε το γνωστό θέμα, κι η Σαλταφέραινα, κουρασμένη να κρύβει κάτι τόσο βαρύ, ξεσπούσε και έβριζε τους Αμερικάνους που για πρώτη φορά παίρναν μαύρους στο ναυτικό, τους Γερμανούς που διαβήκαν το Δούναβη, τους Ιταλούς φαντάρους που κόψανε τα πλατάνια στα Αποικία, την πεθερά της που σε τρεις κουβέντες, Μίνα, έφαγες τα κορίτσια σου, την έσφαξε, τον αντίχριστο μάστορη τον Χαλά κι όλη τη φάρα των ξυλουργών και των επιπλοποιών που έμπαζε κρυφά στο σπίτι για τη μονοπατωσιά, γιατί αυτή έφταιξε, η μονοπατωσιά με τις λιανές κυπαρισσοσανίδες, τόσοι ανάποδοι γάμοι στεριώσανε, τόσα αταίριαστα ζεύγη το πήρανε απόφαση, αλλά στ’ άλλα δίπατα δε διαπερνούσανε το πάτωμα τα μουγκρητά, τα παλέματα και τα ξεχωριστά κατορθώματα του απάνω, ήξερε καλά, γιατί άκουγε κι αυτή.
Αυτός ο Σπύρος, με τα ωραία κουστούμια να πηγαίνουνε στράφι, αιωνίως ξεκούμπωτος ή στραβοκουμπωμένος, ξεχτένιστος και μισοξυρισμένος, ξεκάλτσωτος ή ξεπαπούτσωτος και ξεζωσμένος με το λουρί της ζώνης να κρεμάει εμπρός, ο ξετσίπωτος, αυτός ο Σπύρος, ξέμπαρκος ήταν φωτιά που έκαιγε αδιακρίτως. Μόνες στιγμές αγαλλίασης και ευλογίας στο αρχοντικό ήταν οι ειδήσεις από το ρωσικό μέτωπο, ιδιαίτερα όταν λείπανε οι άλλοι κι η Σαλταφέραινα με την Αννεζιώ, αντικομμουνίστριες από κοσμιότητα και χριστιανική ανατροφή, βάζανε τη Μερσίνα να τους μεταφράζει τσάτρα πάτρα· η γριά παραμάνα μάλιστα γλεντούσε την πανωλεθρία των Γερμανών στη Μόσχα και τις απώλειές τους στην Κριμαία, ενάμισι εκατομμύριο γερμαναράδες νεκροί, δεν είχε ανάγκη πια να τα μασάει και να το φέρει βαρέως που ο Αντωνάκης της, ο κομμωτής του Σικάγου, της βγήκε κόκκινος. Κάτι ήταν κι αυτό. Γιατί κατά τα άλλα κατήφεια, επεισόδια, κατοχή, τορπιλισμοί, πένθη, ελλείψεις, πείνα. Και οι χειμώνες του πολέμου δε λυπήθηκαν τον κόσμο, στο κάτασπρο νησί με τα χιόνια να φτάνουν ως τη θάλασσα, σπάνιο γεγονός και θέαμα, άνθρωποι στα μαύρα έσκαβαν και ξεχιόνιζαν για κάνα ραδικάκι, είχαν ξεχάσει τα μεγαλεία και τις λίρες, είχαν αποφάει τα ρωσικά χαβιάρια και πολύ γρήγορα είχαν γλείψει και τα όρη από τα χορταράκια τους.
Π
ΑΝΑΣΕ ΑΘΑΝΑΤΟΣ στη ρίζα μιας κατακίτρινης γαζίας. — — Λουίζα και δεντρολίβανο. — Αραχνάκι και βασίλισσα μπιγκόνια στη σέρα. — Μουσμουλιά και δίπλα ροζ αγριοτριανταφυλλιά ν’ αγριφώνει στο σαρδελωτό μαντρότοιχο. — Μενεξέδες και λειχήνες. — Ελιά και ντουράφα. — Κάλλες και φτέρες στην ακροποταμιά. Η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη τις είχε δασκαλέψει όλες να ψάχνουν ακαταμάχητα ντουέτα φυτών, γιασεμί και πρωινή χαρά, έκλεισε το παιχνίδι και ειρωνεύτηκε την Κλαίρη Δελαβόγια, μια γειτόνισσα, που φύτεψε μεν την πρωινή χαρά, αλλά, καθώς μεσημεριαζόταν στο χουζούρι, δε χαιρόταν τα εντυπωσιακά γαλάζια άνθη, κλείνουν αυτά κατά τις έντεκα, προτού μεσουρανήσει ο ήλιος. Μια μεγάλη γυναικοπαρέα, η τετράδα Κ.Κ.Μ.Μ., η Όρσα, η Εξαδακτύλου κι η Νανά είχαν επισκεφθεί την Κατερίνα Μπασαντή, Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 1942, ημέρα που έκλεινε τα σαράντα· η Μόσχα πάντα τη νοιαζόταν την Κατερινιώ. Κάτι παιδιά της γειτονιάς είχαν πάει τις προάλλες ποδαρόδρομο μέχρι τ’ αρβανιτοχώρια Αμμόλοχο και Βαρίδι στα βόρεια ν’ ανταλλάξουν προίκες με φαγώσιμα, η Κατερίνα τους είχε
δώσει δαντελένια σεμέν και είχε ζητήσει μια πουλάδα ή έστω λίγο αλεύρι και αυγά, φάβα έλαβε, αλλά τέλος πάντων, τόσα χρόνια πριν δεν είχε τύχει να κάνει τραπέζι, και να που της προέκυψε μες στην ανέχεια του πολέμου, εξαιρετική ιδέα πάντως, γιατί οι γυναίκες μόνες τους χαλαρώσανε, λύθηκε η γλώσσα τους, μαρτυρήσανε το φόβο τους, παραδεχτήκανε την κρυάδα στις καρδιές τους και τις άσπρες τρίχες που πύκνωναν ραγδαία στα κεφάλια τους. — Νανά, γιατί πότε θες να σε λένε Μπουραντά, πότε Καραπιπέρη και πότε Μπουραντά-Καραπιπέρη; ρώτησε η Κική που χρόνια ήθελε να ξεδιαλύνει τους λόγους και τώρα που μιλούσε στην πρώην φιλόλογό της στον ενικό και μοιράζονταν τα τσιγάρα, είχε όλο το θάρρος. — Το Καραπιπέρη μονιμοποιήθηκε από τότε που έχασα τον Μικέ, όσο ζούσε το ’χε παράπονο που βρήκα να υψώσω παντιέρα στον τόπο του, μες στους συγγενείς του, δυστυχώς δεν είχα την ωριμότητα να του προσφέρω εγκαίρως αυτή τη χαρά, ο νους μου χανόταν αλλού, μονάχα αφότου πέθανε το πήρα απόφαση ότι υπήρξα η σύζυγός του. Η Νανά επέτρεψε στον εαυτό της κάτι σπάνιο, ένα βαθύ αναστεναγμό, σκηνοθετούσε πάντοτε λεπτομερώς τις συζητήσεις, για να αποφεύγει τους αιφνιδιασμούς, αλλά η Κική, κάπως αυθάδης από μικρή, δε σεβόταν ύφος, απόσταση και πιέτες. Έτσι η ώρα κυλούσε ζητώντας εκμυστηρεύσεις, ήταν απ’ αυτές τις εξαιρετικά φωτεινές φθινοπωρινές ημέρες που η
φύση αλλάζει τα χρώματά της μπρος στα μάτια μας και όλοι έχουμε την ανάγκη να βγάλουμε από πάνω μας ένα βάρος. Η Εξαδακτύλου, που άκουγε μόνο στο επώνυμό της, το Βάσω είχε ξεχαστεί απ’ όλους, χωρίς καμία πίεση, είπε σε δέκα κουβέντες ότι αγάπησε άλλον, αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να παντρευτεί, η Μικρά Αγγλία την έχρισε διά βίου πιανίστρια τελετών στη μνήμη όλων των πνιγέντων και εν τέλει συμφωνούσε πως στα μικρά μέρη είναι ανάγκη κάποιος να κρατάει αυτό το ρόλο. Το μέτωπο, τα μάγουλα και τα δάχτυλά της είχαν πάρει τις γνωστές απαλές μοβ ανταύγειες, τα αγγειάκια του αίματος διακλαδίζονταν κάτω από ένα διαφανές δέρμα, τις πολύ κρύες μέρες η Εξαδακτύλου γινόταν μπλε, είχε κάτι ασυνήθιστο αυτή η γυναίκα που υποχρέωνε τους υπόλοιπους νησιώτες να την τιμούν, αλλά και να την εκδικούνται λιγάκι. Η Κική ξεκαθάρισε εξαρχής ότι ο Μπούσουλας ήταν ο άντρας της ζωής της, ο μπουλούκος κι ο μουντζούρης της, κι οι δυο τους ντουέτο γερό, άλλωστε όποτε ξεμπαρκάριζε τη χάνανε οι άλλες, η Κατίνα σάρκασε την τύχη της, αφού το σκατοπεπρωμένον φυγείν αδύνατον, είχε περάσει δυο φορές αρραβώνα κι οι μνηστήρες στο τέλος παντρεύτηκαν Ολλανδέζες, η Μαρί ομολόγησε πως από την έλλειψη του έρωτα πονούσε όλο της το κορμί, τις νύχτες πρήζονταν η κοιλιά και τα στήθη της, οι ρώγες τη φαγουρίζανε, τα υπνωτικά δεν την έπιαναν άλλο, αν ζούσα σε μεγάλη πόλη, θα έπιανα εραστή, δήλωσε κοφτά, χάδι και φιλί και φιλί και
χάδι, βράδυ και πρωί και πρωί και βράδυ, της θύμισε η Κική κάτι παλιά, εκ του προχείρου, στιχάκια και μέχρι κι η Νανά τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της, κάποιες νύχτες, δεν μπορεί, θα νοσταλγούσε τα άσπορα και άσφαιρα πυρά του Μικέ της που επέμενε να παίρνει τη ζωή από την καλή της πλευρά. Κι άλλο ρακί στα ποτηράκια, αυτό δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι της Κατερίνας, καθόταν στην πιο άβολη καρέκλα του δωματίου κι είχε στα γόνατα μια ολόλευκη γάτα, δεν ντράπηκε να πει στις επισκέπτριες πως δεν της λείπει καθόλου ο έρωτας, απ’ όταν πνίγηκε ο άντρας της, δεν επιθύμησε άλλον, χήρεψε δεκαπέντε χρόνων, το σώμα και το στόμα της ακόμα θυμούνταν, κάπως αχνά βέβαια, κάτι από τον Βαγγέλη, έγλειφε τα χείλη της και σαν να είχε το φιλί του, γεύση λεπτή πολύ αραιού και δροσερού σάλιου, αρωματισμένου με πικραμύγδαλο· μάγειρας ήταν και στο άτυχο βαπόρι δεν είχαν ποτέ παραπονεθεί για τις υπηρεσίες του. Έγινε σιωπή που παραξένεψε και τη γάτα, ανασηκώθηκε και κοίταξε τις καλεσμένες, ιδίως τη Μαρί που καθόταν ακριβώς δίπλα και είχε ανατριχιάσει στην ιδέα ότι μπορεί η Κατερίνα να έλεγε αλήθεια, ζήλεψε κιόλας, άπλωσε το χέρι να γαργαλήσει την κοιλιά του ζώου και προτίμησε μιαν άλλη σκέψη, πως η έφηβη χήρα δεν πρόλαβε καλά καλά να νιώσει τον άντρα και τον έρωτα, γι’ αυτό και δεν αναζητάει, αν και η γαλήνη στο πρόσωπο της Κατερίνας δεν άφηνε αμφιβολία
πως η ανάμνηση και μόνο του Βαγγέλη, αυτής τουλάχιστον της έφτανε. Σαράντα οχτώ χρονών η Νανά, σαράντα η Κατερίνα, τριάντα έξι η Εξαδακτύλου, τριάντα δύο η Όρσα, και Κική, Μαρί, Κατίνα, Μόσχα είκοσι εννιά· η τελευταία ήταν λιγάκι αγριεμένη, είχε στα κρυφά ξεδιπλώσει και ξαναδιπλώσει στο διπλανό δωμάτιο τα δυο τελευταία κεντήματα της φίλης της, το ναυάγιο του ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΥ σε απαλό γκρι για τον Ινδικό ωκεανό, γερμανικό υποβρύχιο, τορπιλισμός, έκρηξη στο πλοίο και σε μονή στήλη είκοσι έξι ονοματεπώνυμα και την απώλεια της ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΥ, σκέτη θάλασσα, κύματα, η καταστενοχωρημένη γοργόνα που βαστούσε μια ταινία ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟΣ εν αφανεία και τα ονόματα σκόρπια στα νερά. Οι άντρες τους και πολλοί ακόμη Αντριώτες ήταν μοιρασμένοι στους ωκεανούς, οι ναυμαχίες και αερομαχίες από το Μίντγουεϊ ως τη θάλασσα των Κοραλλιών, τη Μαδαγασκάρη και το Βόρειο Ατλαντικό ήταν πολύνεκρες, κι οι εφτά γυναίκες πηγαίνοντας προς της Κατερίνας είχαν ορκιστεί να μην πουν λέξη για πόλεμο. — Τραγούδησε, βρε Κατερίνα, κάνα ρώσικο να μην καταλαβαίνουμε τα λόγια, είπε η Μόσχα, ας μην κατέθεταν απόψε και οι δυο αδερφές τα συζυγικά τους, μιαν άλλη φορά, σηκώθηκε, άναψε τη λάμπα πετρελαίου, γιατί εδώ και μήνες είχαν συχνές διακοπές ηλεκτρικού, και ξανακάθισε. — Τα ρώσικα τραγούδια ταιριάζουν πολύ με τις
στενοχώριες, είπε η Νανά. — Τα καλύτερα, αποφάνθηκε και η Μαρί, τα καλύτερα. Η Κατερίνα φίλησε το γατί, ξεροκατάπιε μια δυο φορές, ήξερε ακριβώς τι ήθελαν οι επισκέπτριές της, το μακρόσυρτο τραγούδι που ταίριαζε με το ξεθωριασμένο σούρουπο και είχε πολλές φορές τη λέξη λιούμπα, αγαπημένη. Άρχισε λοιπόν να τραγουδάει, η φωνή της έσπασε και μαλάκωσε, σκέφτηκε η Εξαδακτύλου, οι γυναίκες ένιωθαν ότι η γενέθλια συγκέντρωση ανίχνευε για το κατάλληλο φινάλε, και η Μόσχα έπιασε την αδερφή της από το μπράτσο και την ξεσήκωσε, οι δυο τους έπλεξαν τα χέρια γύρω από ώμους και μέση κι έψαξαν βήματα μεταξύ συρτού και ταγκό, ακολούθησε το ζεύγος Κική-Κατίνα, ενώ οι υπόλοιπες σιγομουρμούριζαν το σκοπό και πετούσαν στο σωστό σημείο τη λέξη λιούμπα. Λίγο αργότερα άφησαν την Κατερίνα να σκαλίζει τα δώρα της, γάντια, είδη ραπτικής, κολόνια μιμόζα, μιμόζα ή γαζία τέλειο ζεύγος μ’ έναν πανασέ αθάνατο σε μικρό γαλλικό κήπο εισόδου. Οι τρεις άσπρες γάτες, η λευκή τριάδα του σπιτιού, ακίνητες στο πεζουλάκι, έστρεφαν λίγο λίγο τα κεφάλια και παρακολουθούσαν τις επισκέπτριες ν’ απομακρύνονται, είχε βραδιάσει κι είχαν μισή ώρα περπάτημα να γυρίσουν στην πόλη. Τα μακρινά χλιμιντρίσματα, η μυρωδιά των διψασμένων χωραφιών, ένα ξαφνιασμένο πουλί, ένα κουνάβι που τίναξε
την ουρά του και χάθηκε πίσω από κάτι βατομουριές· αυτός ήταν ο τόπος τους. — Κορίτσια, η Μίνα δε μου έδωσε φέτος το καθιερωμένο βαζάκι με μαρμελάδα βατόμουρου, είπε η Νανά κι έπιασε την Όρσα αγκαζέ. — Δεν έφτιαξε, απάντησε η Μόσχα· τα παιδιά τής είχαν πει ότι είναι γεμάτη σκάγια, προτιμούσαν τη μαρμελάδα πορτοκάλι για το χειμώνα και καϊσάκι για το θέρος που έλιωναν στο στόμα, ανεπηρέαστα από τη βρετανική λογοτεχνία που εκτιμούσαν οι μαμάδες τους και η οποία ως γνωστόν αφιέρωνε σελίδες επί σελίδων σε ανύπαντρες, δροσερές ξανθούλες με το ψάθινο καλαθάκι περασμένο στον καρπό να κάνουν πολύωρους περιπάτους σε δασώδεις αλέες και να καταμαδούν τις βατομουριές της αγγλικής εξοχής. — Εδώ που τα λέμε, τα παιδιά έχουν απόλυτο δίκιο, σχολίασε η Κική. Πρώτη άφησαν τη Νανά και τελευταία την Εξαδακτύλου, η ηλικιωμένη υπηρέτριά τους την περίμενε στο κατώφλι, Όρσα και Μόσχα παρέκαμψαν τους πιο κεντρικούς δρόμους που τέτοια ώρα ήταν έρημοι και πήραν το θεοσκότεινο κατηφορικό σοκάκι· μετά τη βαβούρα, τις αποκαλύψεις και το αίσθημα της γυναικείας συνενοχής και αλληλεγγύης, η νύχτα, η ψύχρα και η σιωπή τις επανέφεραν στα πολύ προσωπικά τους.
Κ
ΡΥΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, λεπτόκορμα Εγγλεζάκια, πολλά, μπορεί και εκατό, από έξι εφτά έως δώδεκα χρονώ, με σκούρα μπλε βελούδινα κασκέτα τ’ αγόρια και καρό φούστες οι μικρές, έτρεχαν προς την ακτή, της δυτικής Βρετανίας, γονάτιζαν και γλείφανε τον αφρό, η θάλασσα είχε γλυκάνει, το κυματάκι σορόπι, γιατί εκεί, με φορτίο κουβανέζικης ζάχαρης, τορπιλίστηκε και βυθίστηκε αύτανδρο το ΔΗΜ. ΘΕΡΜΙΩΤΗΣ. Μπορεί και να μην ήταν ακριβώς όνειρο, για τον Μαλταμπέ αυτό που είχε σημασία ήταν ότι η πραγματικότητα είχε γίνει εφιάλτης, ο πόλεμος στο φουλ σε γη, ουρανό, θάλασσα, όλα τα πλοία συμμετείχαν σαν εύδρομα, πλωτά νοσοκομεία ή μοιρασμένα στις νηοπομπές Ατλαντικού, Μεσογείου, Ινδικού, όπου οι νάρκες και οι τορπίλες αποδεκάτιζαν τους καλούς ναυτικούς κι έπνιγαν περιουσίες μέσα σε δέκα λεπτά σε εποχή που η τιμή ναυπήγησης κατά τόνο έπιανε τις τριάντα λίρες, κι από τον Οκτώβριο του ’42, κάτι μήνες τώρα, η χρυσή λίρα Αγγλίας είχε σημειώσει αλματώδη άνοδο. Με την επιθυμία της θαλασσινής περιπέτειας να τον τρώει από παιδί, αποστήθιζε τότε και θυμόταν ακόμα σαν σχολικά ποιηματάκια τα περασμένα ναυτικά μεγαλεία που του εξιστορούσε ο πάππους του και τροφοδοτούσαν όνειρα για δύναμη και πλούτο, ταξίδευε τη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ μέσα στη νύχτα, άναβε το
επόμενο τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου κι έπαιζε με το νου του, βρίκιον ΡΟΔΟΝ ΑΜΑΡΑΝΤΟΝ, τόνοι 182, βομβάρδα ΝΕΑ ΤΥΧΗ, τόνοι 61, και γολέτες, γολετόβρικα, ναβάρες, επίσης περάματα και τράτες, ήταν και εφτά Δεκεμβρίου, ημέρα των γενεθλίων του και πήρε δώρο την είδηση καθέλκυσης στη Φιλαδέλφεια του μεγαλύτερου θωρηκτού στον κόσμο, του NEW JERSEY, αλλά και τι άλλο να συλλογιζόταν παρά μια παρέλαση της σαραντάχρονης ζωής του για να ’ναι μπόσικος ανά πάσα στιγμή να πάει στον αγύριστο, όπως συμμαθητές, μακρινοί ξάδερφοι και φίλοι, Μανσόλας, Χιόνας, Γεωργαλάς, Λάιος, Καραμούζης, Γιαννακούλας, Μουστάκας, Χαρχαρός, Περλουρέντζος, Καρίπογλου, Μπουκουβάλας και Παλαιοκρασσάδες. Δέκα μέρες πριν, ο Γάλλος ναύαρχος Νταρλάν είχε δώσει διαταγή βύθισης των πλοίων μέσα στο λιμάνι της Τουλόν για να μην τα πάρουν οι Γερμανοί, έκαψαν κι ανατίναξαν οι ίδιοι 250.000 τόνους, κάτι πλοίαρχοι δεν ήθελαν να ζήσουν περισσότερο, παρέμειναν στις γέφυρες και πήγαν στον πάτο παρέα με το αγαπημένο τους βαπόρι· είχε κλάψει ο Μαλταμπές, είχε ρίξει και το ανάλογο βλαστημίδι, επιθεωρούσε, χάιδευε και φιλούσε σανίδια, μπουλμέδες και ανεμοδόχους της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, πες το ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΜΗΣ το πλοίο, του πατέρα σου το όνομα, είναι γρουσουζιά να μη βαστάς την παράδοση, είχε παλέψει μάταια να του αλλάξει μυαλά η πεθερά.
Η τριακοστή πρώτη του νηοπομπή, μικρή αυτή, είκοσι εφτά γκαζάδικα και τζενεραλάδικα, είχε αποπλεύσει από Βοστόνη και ξανοιγόταν στο Βόρειο Ατλαντικό, οι σύμμαχοι είχαν βελτιώσει τα ραντάρ και τους ειδοποιούσαν για την εμφάνιση γερμανικών υποβρυχίων, σβέλτος ο Μαλταμπές έκανε αριστοτεχνικές μανούβρες και μάζευε και ναυαγούς, είχε ζήσει πολύ θάνατο και δε σήκωνε άλλον, δεν υπήρχε μέρα που να μη χάνεται γνωστό βαπόρι και γνωστός κόσμος, με είκοσι δύο άντρες πλήρωμα στη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, όλους από ναυτικά σόγια με αδερφοξαδέρφους στους λοιπούς επικίνδυνους θαλάσσιους δρόμους, τα πένθη έδιναν και έπαιρναν. Απώλειες τεράστιες, αριθμοί ιλιγγιώδεις. Στο μυαλό του Σπύρου χωρούσαν τα μεγάλα μεγέθη, αλλά δε χωρούσαν τα μικρά, έκανε προσπάθεια να θυμηθεί απλά πράματα, συνηθισμένες εικόνες, λεμονεώνες, το μελτεμάκι να εμποδίζει το λίχνισμα των σιτηρών, τα παιδιά του να βαριούνται στην εκκλησία, τη Μόσχα να πίνει μαζί του ρακί και να τσιμπούν τηγανητά, μόνο την Όρσα δεν έλεγε να ξεχάσει, ανέσυρε από τη μνήμη του όλες εκείνες τις καταχωνιασμένες και μηδαμινές λεπτομέρειες που τον πονούσαν και τον απέλπιζαν, ένα σημαδάκι από εμβόλιο στο αριστερό της μπράτσο, ένα πλαϊνό δόντι λίγο στραβό και μικρότερο από τα άλλα, που έδινε στο γέλιο της λίγη έπαρση και νοστιμιά, το κοράλλι μεταξωτό φουστάνι που είχε το ίδιο χρώμα με το αυγουστιάτικο φεγγάρι, την ακανόνιστη ανάσα της, αυτό το
κορίτσι ήταν έτοιμο ή να σβήσει ή να γίνει ολοκαύτωμα… Λαχταρώντας έψαξε μέχρι και εικόνες ενός κοινού μέλλοντος, ένα σπίτι στην Καστέλα, ένα δικό τους παιδί, ένα ποταμό φιλιών και τον εαυτό του, έναν Μαλταμπέ ψόφιο από την κούραση, να επιστρέφει από τον ωκεανό και να πέφτει ξερός για ύπνο πάνω στα λυτά της μαλλιά και μέσα στα μπλε της μάτια. Νέα από το νησί δεν είχαν, μάθαιναν για πείνα και φτώχεια στην Ελλάδα, ο μαρκόνης του δεν ήξερε τι γέννησε η γυναίκα του, ο Λεονάρδος ο θαλαμηπόλος στενοχωριόταν για τον κηροπλάστη που του είχε γονατίσει δέκα καρπερές συκιές, ο μάγειρας διαολιζόταν γιατί είχε κόρη ζωηρή και γυναίκα ανίκανη να της σφίξει τα λουριά· καθένας έβρισκε και κάτι άλλο να ανησυχεί εκτός από τους αναρίθμητους θανάτους και τα ερείπια του πολέμου. Την πρώτη νύχτα έχασαν έξι βαπόρια. Τη δεύτερη νύχτα εφτά, μόλις όμως φάνηκαν συμμαχικά αεροπλάνα κι έδιωξαν τους γερμανικούς λύκους, μπόρεσαν και μάζεψαν από το νερό μερικούς ναυαγούς, τους περισσότερους η ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ, και πάλι ο Έλληνας καπετάνιος είχε γίνει θρύλος. Την τρίτη νύχτα ευτυχώς ησυχία.
Α
ΞΙΟΠΟΙΟΥΣΑΝ τη στρατιωτική τους υπεροχή για να βουτάνε κότες, οι Ιταλοί είναι πλασμένοι για κουστούμι, σκαρπίνι και χωρίστρα κι όχι για αμπέχονο, αρβύλα και ψείρες, δεν τους πήγαινε ο πόλεμος όπως των Γερμανών που βομβαρδίσανε το νησί και ισοπεδώσανε τα παλάτια των μεγαλοεφοπλιστών και πόσα πλουσιόσπιτα της Πλακούρας, σωροί από χαλάσματα, σπασμένα μάρμαρα, καπνοί και μια πιανόλα να παίζει από μόνη της μες στα μισοκαμένα. Άλλαξε ξαφνικά η πόλη που κάθε σπίτι ήταν κι ένα μέλος του κορμιού της, ένα μέρος του προσώπου της, το αριστοκρατικό των Χαδούληδων και δίπλα τ’ άσπρα των Μαρήδων, των Τελεμέδων, του Λουκίσσα, του Σαλταφέρου, του Μανδαράκα, το ζαχαρί του παπά, το ξέξασπρο του Οργίνου, πιο ψηλά το γαλαζωπό του Βατοκούζη και σπαρμένα ανάμεσα σε δημόσια κτίρια κι άλλα νοικοκυρόσπιτα με λότζες, τζαμαρίες και γαλλικά παρτέρια το βεραμάν της Νανάς, το ξεφλουδισμένο ροζ της χήρας του Νικηφόρου και το κίτρινο, κατακίτρινο της Μούραινας, βίγλα της χοντρής που είχε πιάσει τα πενήντα πέντε και είχε χάσει τον εαυτό της, δεν ήξερε αν έπρεπε να γεράσει σαν δασκάλα βρωμόλογων και λάβρων κόλπων ή σαν ενάρετη εγκαταλειφθείσα. Ο Σάββας Σαλταφέρος και ο παπα-Φίλιππας με το τάβλι
υπό μάλης, διωγμένοι από τα σπίτια τους, ανεπιθύμητοι, τα κουβέντιαζαν αυτά με τον Αιμίλιο Μπάλα, του είχαν κάνει επίσκεψη, πίνανε στο κουζινάκι του άγλυκο βραστάρι και δόξα τω Θεώ δεν έπλητταν, γιατί ο πόλεμος και μέσα στη μονοτονία της δυστυχίας και της λύπης τούς τροφοδοτούσε με εκπληκτικές αλλαγές στις αντιλήψεις και στην καθημερινή ζωή, η Αννεζιώ, λόγου χάρη, με την παράδοση των Γερμανών που πολιορκούσαν το Στάλινγκραντ, βγήκε στα βρεμένα χωράφια για κουσουνάδες, καυκαλήθρες και σέσκουλα, τρατάρισε χορτοκεφτέδες και κρασί το διώροφο και κάτι γείτονες δυο εβδομάδες μετά την ονομαστική εορτή του απόντος Αντώνη, είχε περιποιηθεί το αραιωμένο μαλλί και δεχόταν συγχαρητήρια, λες και ο γιος της ο κομμουνιστής είχε αυτοπροσώπως υποτάξει τις εχθρικές μεραρχίες του Πάουλους, δε χώνευε τους Ρώσους, μα απολάμβανε την ταπείνωση των Γερμανών και στο μέλλον δε θα μισούσε το κόκκινο που το έβριζε κοκκινίλα, κοκκινάδι, πληγή κι αναθεματισμένο, είχε για κάποια χρόνια υιοθετήσει την απέχθεια για ένα χρώμα, όπως έφταιγε της Κατερίνας το μπλε, καλή ιδέα, έλεγε η γριά, να ξεσπάς σ’ ένα χρώμα. Τι να έκαναν οι άνθρωποι; Ευτυχώς επινοούσαν άπειρους τρόπους να αντέχουν τα αβάσταχτα, να συνηθίζουν τα δυσβάσταχτα, να συγχωρούν τα αδικαιολόγητα, να ερμηνεύουν τα απίστευτα, να λένε τα ανείπωτα, κι όλα αυτά για να μη μένουν μόνοι· ήταν ανακούφιση να ξετρυπώνουν κάθε τόσο έναν καλό λόγο για να συνυπάρχουν με τους
διαφορετικούς, ότι κι αν πρεσβεύανε. Ο Μπάλας, παρααδυνατισμένος, με τα πελώρια καφέ μάτια να εξέχουν από ένα μούτρο όπου βαθουλώματα και κόγχες είχαν γίνει σωστές τρύπες, ήταν απογοητευμένος με την καταστροφή του λιμανιού της Μασσαλίας, δεν τον παρηγορούσε η πανωλεθρία των ιαπωνικών νηοπομπών στον Ειρηνικό, δεκαπέντε χιλιάδες νεκροί από είκοσι δύο βυθισμένα μεταγωγικά σε μία μόνο επίθεση, εκεί ακουγόταν πολύ ο Αμερικανός στρατηγός Μακ Άρθουρ, οι σύμμαχοι γενικά έπαιρναν πλέον την επάνω βόλτα, αλλά του Μπάλα δεν του πήγαιναν ποτέ οι τόσο μακρινοί πλόες, στην καρδιά του είχε τη Μαύρη Θάλασσα, το Δούναβη κι ακόμα περισσότερο τη Μεσόγειο που τα λιμάνια της δέχονταν τόνους βομβών και είχαν πια το χάλι τους, ανασφαλή και άσχημα. Μόλις ο αταξίδευτος παπάς άκουσε τη λέξη λιμάνια, βρέθηκε το φάρμακο για τη σύφιλη, είπε, δε θυμόταν ποιο, πάντως λόγω επαγγέλματος είχε κάποια ευαισθησία και έγνοια για το συγκεκριμένο, ήξερα εγώ γιατί έδινα σε όλες άφεση αμαρτιών, το ευχαί γονέων θεμέλια οίκων στηρίζουσι δεν είναι αρκετό, είπε, ο Μπάλας άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το σβέρκο, τους κροτάφους και τις άσπρες φούντες στο κεφάλι του Σαλταφέρου και, καθώς την ανακάλυψη του φαρμάκου για τη σύφιλη την είχαν ξανακουβεντιάσει και ανοιχτά και με υπονοούμενα, έφερε τη συζήτηση στα περιστέρια του, είχαν μείνει δύο ζεύγη, δεν του ’κανε καρδιά
να τα μαγειρέψει και του τα ’κλεβαν άλλοι, στρώμα οι ακαθαρσίες στον περιστεριώνα κι επειδή δεν ήταν πια τόσο επιτήδειος στο σκούπισμα, πασάλειβε τα μπατζάκια του, η Μαρίτσα μάλιστα η απέναντι προσφέρθηκε με τρόπο να του πλένει πού και πού τα ρούχα. — Τι τον θες τέτοιον μπελά που τρώει την μπομπότα σου, αναρωτήθηκε ο παπάς. — Τ’ απογέματα κάνουνε περατζάδες γύρω γύρω στην κοιλάδα, Χώρα, Παραπόρτι, Λιβάδια, Φάλλικα, Λιβάδια, Μεσσαριά, τα παρακολουθούσε και περνούσε ευχάριστα η ώρα, χούι που στο σόι ένωνε προπάππο, πάππου, πατέρα, γιο κι εκεί θα τερμάτιζε· ο Μπάλας, νέος, στο θέμα του γάμου είχε αποτύχει δις. — Φάτα πριν σ’ τα φάνε οι Ιταλοί, έχουν ξεπαστρέψει όλους τους περιστεριώνες, είπε ο Σαλταφέρος, κάτι που ο Μπάλας ως άμεσα ενδιαφερόμενος το ’χε μάθει πριν απ’ αυτούς, έκανε γιούργια ο στρατός κατοχής κι άφηνε πίσω μαδημένα πούπουλα και βαθιές πατημασιές από τα άρβυλα στους σωρούς της κουτσουλιάς. Είχε καιρό να φανεί και η Όρσα, άλλη λάτρις των πτήσεων και ίσως των αναμνήσεων γύρω από τον περιστεριώνα του, ο Μπάλας, άθελά του και απρογραμμάτιστα, γιατί βεβαίως δεν την έπαιρνε και στο κατόπι, την είχε πετύχει ένα δυο απογεύματα στα γύρω βυσσινοχώραφα, βυσσινί γινόταν και το μάτι της μόλις τον διέκρινε ανάμεσα στα φυλλώματα, τόσα χρόνια και δεν έλεγε να λησμονήσει την αποτυχία του
ως προξενητή, μωρέ να λείπει το βύσσινο, φιλοσοφούσε κι αυτός το μάταιο των ερώτων κι επέστρεφε άκεφος. Πάνω στην ώρα, να σου ο μικρός Σάββας, Μίνα και παπαδιά τον είχαν στείλει να γυρέψει τους άντρες τους πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας και τη βραδινή υγρασία, το παιδί βαστούσε του Μπάλα σ’ ένα πεσκίρι δυο βρασιές μακαρονάκι, μισό καρβέλι και μια πλάκα σαπούνι. Ένα δωδεκάχρονο αγόρι αλλάζει αμέσως την πεσμένη διάθεση ηλικιωμένων αντρών, ζωηρέψανε όλοι, κι ούτε συνεννοημένοι να ’τανε, είπανε ακόμα κάμποσα αντρικά, ο πάππους του χάιδεψε το σγουρόμαλλο κεφάλι, καμπέγιο ριζάδο, φώναζε και ξαναφώναζε στα καλά καθούμενα, τα καμώματά του στην Αργεντινή δεν τα είχε εξομολογηθεί ούτε του παπά. Οι δυο Σάββες είχαν πλησιάσει τόσο ο ένας τον άλλο, που έμελλε να αγαπιούνται εφ’ όρου ζωής και παραπέρα, συχνά, σε περιπάτους που κάνανε στα στενά, στο μόλο ή στις αμμουδιές, ο μεγάλος ξεσκόλιζε τ’ αρχαία του ρητά και τ’ αργεντίνικα σ’ ένα διασκεδαστικό συνδυασμό, κι ο μικρός σήκωνε τα μανίκια κι έδειχνε τις μαύρες τρίχες που φύτρωναν στις μασχάλες, όπως στο πανωχείλι κι αλλού, έκλεινε το μάτι στον πάππου, οι δυο είχαν το ελεύθερο να κουβεντιάζουν τέτοια θέματα, οι μαύρες τούφες και τα χνούδια όμως, όπως κι η τσιγαρίλα που βρώμαγε καμιά φορά, δε σήμαιναν ανυπομονησία για γυναίκα, αλλά ανυπομονησία για φευγιό στη θάλασσα, και μάλιστα με τον τρόπο των παλιών, που
έφηβοι πήγαιναν μούτσοι μ’ ένα κουτάλι, ένα πιρούνι και μια κουβέρτα και δούλευαν ως το ’30 βάρδια δωδεκάωρη. Ένα απομεσήμερο τους μάζεψε ο γερο-Χαδούλης από το δρόμο, τους οδήγησε στο νέο σπίτι, που μετά το βομβαρδισμό του αρχοντικού του είχαν βολευτεί με την καπετάνισσα και τις δυο υπηρέτριες, καθίσανε στη σάλα με τα στραπατσαρισμένα έπιπλα και τα κουφωτά παραθυρόφυλλα και τους έσκασε το νέο, ο γιος του κι ο Βατοκούζης ύστερα από τρεις αποτυχημένες απόπειρες να βρεθούν στη Μέση Ανατολή και μιας κι οι Βρετανοί είχαν κιόλας διώξει τον Άξονα από το Ελ Αλαμέιν, κατόρθωσαν το ακατόρθωτο, άγνωστο πώς, να βρεθούν στη Νέα Υόρκη, το νέο είχε φτάσει με άκρα μυστικότητα σ’ έναν παλιόφιλο από τους ισχυρούς του Πειραιά, δε γνώριζε άλλες λεπτομέρειες και δεν επρόκειτο να μάθει, σημασία είχε ότι ήταν ζωντανοί, κι εδώ που τα λέμε, στην Αμερική με το τέλος του πολέμου θα κάνανε χρυσές δουλειές τα γραφεία ανεφοδιασμού πλοίων, τα ταξιδιωτικά, ναυτιλιακά, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ξύπνια ελληνόπουλα κι οι δυο, δε θα ’μεναν με σταυρωμένα χέρια· οι Χαδούληδες είχαν ήδη απολέσει το ΜΙΝΕΡΒΑ και δύο φορτηγά και δεν τους πήγαινε το καθισιό, η κλάψα κι η χασούρα. Μα κι έτσι θα χάσει το γιο της, σκέφτηκε ο Σαλταφέρος για τη γριά, τόσο μακριά η Αμερική, κατά βάθος αυτό που τον αναστάτωσε ήταν η σκέψη ότι θα έχανε τον εγγονό του και την Όρσα, τρόμαξε που δεν μπορούσε να κρύψει από την
ψυχή και το σώμα του την προτίμηση προς τη μεγάλη του κόρη και ο οξύς πόνος στο στήθος τού ’φερε κρύο ιδρώτα, μα, φίλε μου, σύνελθε, έλεγε από μέσα του στον εαυτό του, ο μικρός καθόταν ήσυχος στην άκρη ενός καναπέ, με το δάχτυλο ακολουθούσε τα σχέδια της ελαφρώς καμένης ταπετσαρίας, στα καλά της θα ήταν πλατιά καφεπράσινα φύλλα σε φόντο βυσσινί, είχε σκιρτήσει που ο πατέρας του ήταν καλά, τα υπόλοιπα δεν μπορούσε να τα εκτιμήσει, σύνελθε, γαμώ τα φουγάρα μου, πίεζε ο Σαλταφέρος τον εαυτό του, το νέο είναι ό,τι καλύτερο, ήπιε δυο γουλιές νερό και ήρθε στα καλά του, δάκρυσε από ανακούφιση, μπαμπάκα, η Άρτα έχει στο στομάχι της τη Μικρή Άρκτο, όπως εσύ κι εγώ, πάρε μας πλήρωμα να αλλάξουμε τον αέρα μας, σου ορκίζομαι θα ανέχομαι τις εκρήξεις σου, δε θα πάθω κι εγώ την αρρώστια που πέφτουνε στη θάλασσα, του είχε γράψει παιχνιδιάρικα και του είχε στείλει μια αστεία φωτογραφία, τη νεογέννητη να φοράει το δώρο του, τις ροζ πουέντ που της έρχονταν σαν μπότες, ο Χαραλάμπης ο ακροβάτης τις είχε πια κουρελιάσει. Ποτέ δεν παρακολούθησε κάποιος από την οικογένεια παράσταση μπαλέτου, ούτε η Όρσα, σκέφτηκε ο Σαλταφέρος, θα της τηγανίσω ο ίδιος πατάτες και θα κάτσω μαζί της απόψε να τα πούμε, αποφάσισε και γυρνώντας στη Χαδούλη, μόλις προχθές, που λέτε, είπε το εγγλέζικο ραδιόφωνο πως στην ετήσια έκθεση ανθοκομίας τους, θαρρώ στο Λονδίνο, η Εθνική Εταιρεία Ρόδων απένειμε το χρυσό βραβείο στο
τριαντάφυλλο Ελ Αλαμέιν, μια καινούρια ποικιλία πορτοκαλιά με κοκκινωπές πιτσίλες. — Τριαντάφυλλο Ελ Αλαμέιν; Να βαφτίσω κι εγώ το μαντανό μου Γοργοπόταμο, απάντησε ξερά η καπετάνισσα, περιφρονούσε ό,τι βρετανικό, το κοφτερό στενό της μάτι είχε από ώρα κολλήσει στο νεαρό Βατοκούζη, που η καλή του μοίρα θα τον μετέτρεπε σε Αμερικάνο.
K
AMΠΟΤ, ΑΛΑΤΖΑΔΕΣ, ντρίλια άφαντα, ούτε γλώσσες ν’ αλλάξει τις σκισμένες στα ράφια της κουζίνας, άδεια τα μαγαζιά, η Μίνα Σαλταφέρου δυσκολευόταν να σκαρφίζεται λύσεις για το νοικοκυριό, η Αννεζιώ άχρηστη, έμπαινε στην αποθήκη κι απορούσε με το μάγκανο του μεταξιού, τα καλαμοκούφαρα και το χάλκωμα του ρακιού με το λουλέ, λίγο μαγείρεμα και νανούρισμα των παιδιών κατάφερνε μόνο, όσο για το υπηρετριάκι, μαζί τους είχε καλοφάει, είχε καλοπιεί, μια νταρντάνα πια άλλο πράμα, και πίσω στη Βουρκωτή έσκαβε τα χωράφια, πόλεμος κι οι γεροί άντρες δυσεύρετοι. Δεν ήτανε καμιά αναίσθητη η Σαλταφέραινα που παρέβλεπε τις σούμες των νεκρών και των αγνοουμένων, οι συγγενείς της ήταν κορνιζωμένοι στα ντουβάρια μ’ εκείνη τη μελαγχολική όμοια έκφραση που αποκτούν οι πεθαμένοι με τον καιρό, αλλά λιγάκι τη γλύκαινε η δική της σούμα ακινήτων, απαριθμούσε η Χαδούλαινα τα βυθισθέντα πλοία, η Κατερίνα τους πνιγέντες, η πεθερά της τα ορφανά, ο Σάββας τους συνταξιούχους συντρόφους, ο Μπάλας τα βομβαρδισμένα λιμάνια, η καθηγήτρια τα βομβαρδισμένα πολυτελή ξενοδοχεία, η χήρα του Νικηφόρου τις λαρδομούνες, οι κόρες της ένας Θεός ξέρει τι κι η ίδια πέντε οικόπεδα σε Κηφισιά, Αμπελόκηπους και Αποικία,
συμβόλαια καμωμένα ανήμερα της Αγίας Κυριακής, της Αγίας Βαρβάρας, της Αγίας Άννης, δύο διαμερίσματα επί της Σταδίου, υπογραφή των Αγίων Αναργύρων, τέσσερα καταστήματα επί της Σταδίου πάλι, είχε διαλέξει άντρες αγίους για τα μαγαζιά, τον Άγιο Σπυρίδωνα, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Άγιο Χαράλαμπο και για το μεγαλύτερο τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο και τώρα είχε ιδρώματα και κομμάρες, της έλειπε το αλισβερίσι αυτό, επειγόταν να τοποθετήσει το χρήμα που καθόταν επικίνδυνα άπραγο στην τράπεζα, γι’ αυτό και πήγε στη Λέσχη, αν δεν τραγουδούσε τις χιλιοακουσμένες βαρκαρόλες του και την Τρεχαντήρα ο Σύμπουρας, που η Μίνα εποφθαλμιούσε το γαλακτοπωλείο του επί της Πατησίων, δε θα πήγαινε στο ρεσιτάλ. Η Μόσχα, λίγο συναχωμένη, είχε μείνει σπίτι με το τσούρμο των παιδιών, η Μερσίνα είχε βαρεθεί το πιάνο, που δεν την πολυάφηναν να μελετήσει γιατί ενοχλούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλο, στο πρώτο μέρος κάθονταν η Όρσα στη μέση, αριστερά και δεξιά η Σαλταφέραινα κι η Μπουραντά-Καραπιπέρη, καλύτερα Καραπιπέραινα, στο δεύτερο μέρος η Όρσα έβαλε στη μέση την καθηγήτρια, είχε πιάσει τη μάνα της να κοιτάει με περιέργεια το δαχτυλιδάκι με την πράσινη πέτρα, κόσμημα αγνώστου προελεύσεως, σούφρωσε η κοπέλα τα δάχτυλά της, αλλά ήταν αργά. Ο Βατοκούζης θα έπαιρνε την πρωτότοκη και τα παιδιά τους στην Αμερική κι αυτό θα ήταν μια λύση, σκεφτόταν η Μίνα, όχι πως το ήθελε, τα πράγματα έπαιρναν μια τροπή
που την ξεπερνούσε, κοίταζε δειλά το προφίλ της κόρης της με βαθιά ενοχή και αγάπη που της ήταν αδύνατον να δείξει, δεν τολμούσε να αγγίξει το χεράκι με το μυστηριώδες δαχτυλίδι, είχε ξεμάθει να είναι αισθηματίας. Στο δεύτερο μέρος, μετά τις μικρές Περτέση και Σαρρή, η Εξαδακτύλου, μ’ ένα μονοκόμματο μουσταρδί κρεπ, προτίμησε επίτηδες αυτή τη φορά γοργά, ζωντανά, οικεία θέματα, δεν έφυγε κανένας, δεν αποκοιμήθηκε κανένας, για τον πολύ κόσμο ήταν από τα ρεσιτάλ που δικαιολογούσαν την εφεύρεση του πιάνου, άλλωστε η όλη εκδήλωση είχε στόχο να διατηρήσει ο πληθυσμός το ηθικό του, γιατί ο πόλεμος είχε πλήξει καίρια το ναυτονήσι, οι Αθηναίοι πέθαιναν από την πείνα, οι Αντριώτες πνίγονταν στις ναυμαχίες. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα, η Σαλταφέραινα, φορώντας ένα φαρδύ, περικύκλωσε τον Σύμπουρα με ψεύτικα κομπλιμέντα και μια συμφέρουσα οικονομική πρόταση, ο κόσμος γύρω περιποιημένος και αξιοπρεπής, η γαλανή Εξαδακτύλου δεχόταν τα στερεότυπα συγχαρητήρια, στις μικρές κοινωνίες κινούνται όλοι μαζί προς την εκκλησία, το πανηγύρι, την κοσμική ή κοινωνική εκδήλωση, κι αυτή η έλλειψη της ανανέωσης προσώπων και χώρων συνάντησης κουράζει, αλλά παρέχει και μια ασφάλεια, είμαστε εδώ πολλοί γνωστοί μαζί, ό,τι κι αν τύχει. Όταν η Σαλταφέραινα με την Όρσα γύρισαν σπίτι, ανέβηκαν στον πρώτο όροφο να μαζέψουν τα μικρά και να
καληνυχτίσουν, στο ραδιόφωνο, πάντοτε σιγανά, έπαιζαν μεγάλες ξένες ορχήστρες, η Μόσχα όρθια ανακάτευε το ρυζόγαλο να μην πιάσει και στο τραπέζι της κουζίνας η Αννεζιώ, με την Άρτα αποκοιμισμένη στην αγκαλιά της, ξεμάτιζε μ’ ένα μαχαιράκι κουκιά. Η Όρσα, με παύσεις κόπωσης, έφτιαξε πάντως μια μεγάλη φράση να περιγράφει στην αδερφή της τα του ρεσιτάλ, η Μαρί στραμπούληξε τον αστράγαλό της, η Κατίνα ξέχασε τα μηδενικά που μάζευε στο γυμνάσιο και εμφανίστηκε πάλι με την ιστορικού τη Χαζάπη, ο Σύμπουρας φορούσε δίχρωμο κουστούμι, οι Ιταλοί ήταν κόσμιοι και απομονωμένοι από τους ντόπιους, η Εξαδακτύλου μ’ ένα νεύμα τής είχε αφιερώσει τα τραγούδια χωρίς όνομα του Μέντελσον. Η μέρα τους είχε τελειώσει όταν άρχισε η εκφώνηση του δελτίου ειδήσεων, τα συνήθη, πάλι στον Ειρηνικό, δεν καλοάκουσαν πού, μάλλον τους ήταν άγνωστη η τοποθεσία, οι Αμερικανοί είχαν βομβαρδίσει και καταστρέψει πολλά πλοία και αεροπλάνα του Άξονα, δεν πρόσεξαν πόσα ακριβώς, εκατοντάδες, ακολουθούσαν εκτενείς αναφορές, οι γυναίκες δεν πρόσεχαν πια, στο αυτί τους υπήρχε μονίμως ο βόμβος που φτιάχνεται από το λεξιλόγιο του πολέμου, άλλωστε στα συμμαχικά δελτία ειδήσεων γινόταν αναφορά μόνο στις εχθρικές απώλειες, οι λοιπές, για ευνόητους λόγους, συνήθως αποσιωπούνταν. Το νέο που αποσιώπησε το BBC το έφερε η Κική Μπούσουλα που μπήκε μέσα κίτρινη. Κάπου είχε σκοντάψει,
σε κάνα σκαλί, ποιος ξέρει, το τακούνι της είχε ξεκαρφωθεί και κούτσαινε. Στηρίχτηκε στο ντουλάπι της κουζίνας, έβγαλε το δεξί παπούτσι, το ’σφιξε στην αγκαλιά της και χωρίς να μπορεί να κουμαντάρει τη βροχή των δακρύων που κυλούσαν, κατάβρεχαν, ανακάτωναν και χαλούσαν τη σειρά των λέξεων και των συλλαβών, από τα παράσιτα του σπαραγμού και του γλωσσοδέτη της συντέθηκε η μαύρη είδηση, με κάποιο τρόπο, μέσω του κουνιάδου της που είχε ξεμείνει στην Αγγλία, του προπολεμικού συνεταίρου του με τα παράλληλα γραφεία σε Πειραιά, Λίβερπουλ και αλλού και κυρίως μέσω του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού είχε γίνει γνωστό πως η ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ είχε βληθεί στις 11 Μαρτίου 1943 έξω από τις ιρλανδικές ακτές, οι Άγγλοι είχαν περισυλλέξει τρία μέλη του πληρώματος που κατέθεσαν τις σχετικές πληροφορίες και έτερον ουδέν. Τους κόπηκε η ανάσα. Η Όρσα, πρώτη φορά στη ζωή της ενώπιον όλων εκτός ελέγχου, τινάχτηκε σαν λαβωμένη λέαινα, πέταξε με κλοτσιές από μπροστά της παιδιά, γατιά, σκαμνιά, σβούριξε στα ρυζόγαλα τις άσπρες γόβες που κρατούσε στο χέρι και κατρακύλησε την εξωτερική σκάλα, η Μόσχα, στήλη άλατος, δεν ήθελε να πιστέψει ούτε αυτό που άκουσε ούτε αυτό που είδε, η φασαρία σήκωσε αμέσως στο πόδι τα δυο γειτονικά σπίτια, άλλοι με παντόφλες και την πετσέτα του δείπνου στο χέρι κι άλλοι με πιτζάμες έτρεξαν στο άσπρο σπίτι, πέστε, που να πάρει, τι συμβαίνει, ρωτούσαν έξαλλοι κάποιοι που είχαν
δικό τους στο πλοίο του Μαλταμπέ, μα ποιος μπορούσε να τους εξηγήσει, η Μόσχα αδύνατον, η Αννεζιώ επίσης, η Μερσίνα, η Χριστίνα, ο Δημητράκης κι η Άρτα έκλαιγαν, κι η Μίνα Σαλταφέρου, ντυμένη ακόμα την καλή της ρόμπα και το μαργαριταρένιο κολιέ, χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο μέχρι που λιποθύμησε. Όταν οι δυο Σάββες μαζεύτηκαν στο σπίτι, στο κάτω σπίτι, η είδηση για τη ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ τους είχε βρει στο μόλο ενώ ψαρεύανε, γύρισαν ξεγλωσσισμένοι, ο μικρός φοβόταν και για την καρδιά του πάππου, η Αννεζιώ δεν τους άφησε να μπουν στο κάτω σπίτι, τους ξαπόστειλε επάνω και τους ακολούθησε, η κουζίνα ήταν μες στη βρώμα, πασαλειμμένες κατσαρόλες, καρέκλες, σκαμνιά και τοίχοι, πατημένες ελιές και σκόρπια ξερά κουκιά κι η Μίνα με τα τέσσερα εγγόνια στην αγκαλιά της, άσπρη, κάτω γινόταν χαλασμός, έρμε, Νίκο μου, αγόρι μου, ψέλλιζε η γριά παραμάνα, η μόνη που αυτή την ώρα πρόσθετε στο δράμα τον Βατοκούζη. Η Μόσχα, μόλις συνειδητοποίησε ότι ο χαμός του άντρα της και του βαποριού δεν ήταν η μόνη συμφορά που τη βρήκε, όρμησε κάτω, η μεγάλη αδερφή στη δική της κουζίνα έκλαιγε ασταμάτητα, δεν είχε τη δύναμη, ούτε τη διάθεση, να εμποδίσει τη μικρότερη, που άνοιγε με βία ντουλάπες, συρτάρια, εταζέρες, μπιζουτιέρες, καπελιέρες και πέταγε κάτω το περιεχόμενό τους, ανασήκωνε στρώματα ψάχνοντας για πειστήρια, έσκιζε γράμματα και καρτ ποστάλ φυλαγμένες
κατά θέμα ή ήπειρο σε κούτες, θήκες, τσαντάκια, ερευνούσε ανάμεσα στα φύλλα των βιβλίων για σημειώματα και κατόπιν τα σβούριζε στον τοίχο, αναποδογύριζε τους αγίους στο εικονοστάσι, ξεκάρφωνε κορνίζες, ξεβίδωνε γυάλες, ξεκαπάκωνε γαλατιέρες, ζαχαριέρες, σουπιέρες των καλών σερβίτσιων, κοίταζε εξονυχιστικά δώρα και σουβενίρ που είχε φέρει ο Σπύρος στην Όρσα, δυο μεταξωτά ελεφαντάκια, έναν ξύλινο αλιγάτορα, τις γκέισες, τον αμερικάνικο λεμονοστύφτη, τα πράσινα γάντια και τα φτερά του παγονιού, να βρει γραμμένα πάνω τίποτα συνθηματικά, μια λέξη, μια ημερομηνία, αρχικά, κάτι· όταν όλο το σπίτι το είχε κάνει αχούρι, αφηνιασμένη η Μόσχα τάραξε στις γροθιές και στις κλοτσιές την Όρσα, της μάτωσε κρόταφο, πιγούνι, λαιμό, γόνατα, της τραβούσε με λύσσα αυτά τα άκοπα μελιά μαλλιά, μέχρι που, σωματικά και ψυχικά κουρέλι, στάθηκε για λίγο, άναψε τσιγάρο, πες μου, τη ρώτησε κλαίγοντας, ποιος είναι ο πατέρας της Μερσίνας, ο Νίκος ή ο άντρας μου.
ΟΠΟΙΟΣ ΠΝΙΓΗΚΕ ΜΕΤΑΝΙΩΣΕ
Μ
ΗΝΕΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την απελευθέρωση, μια Κυριακή με λιακάδα και ψοφόκρυο στο τέλος του 1945, η πλατεία μπροστά στο Δημαρχείο γέμισε κόσμο, ειδοποιημένοι όπως όπως συνέρεαν από τα χωριά και τους μακρινούς μπαξέδες καβάλα στα μουλάρια, στα κάρα και ποδαράτοι, όσο για τα ρούχα, κι εκεί αμφιβολία, όσοι πενθούσαν έλπιζαν στο αναπάντεχο, στην ως διά μαγείας ανατροπή της μοίρας, κι όσοι φορούσαν χρωματιστά, μπας κι είναι πνιγμένοι οι δικοί μας, αναρωτιόντουσαν και κοίταζαν με ενοχή τα γκρι, τα πράσινα και τα καφέ τους. Πάντως η ζωή από μόνη της ξανάπαιρνε τα πάνω της, σε καταυλισμό της Παλαιούπολης τα προσκοπάκια τέλεσαν μνημόσυνο για τον Αμερικανό Πρόεδρο Φραγκλίνο Ρούσβελτ, στις Στραπουργιές επισκεύασαν το ταφείο και ανήγειραν οστεοφυλάκιο, στο έλος Παραπορτιού ψέκασαν πολλές απανωτές φορές με το νέο φάρμακο DDT, οι χοιροτρόφοι και οι μελισσοκόμοι προσπαθούσαν κούτσα κούτσα να αναπιάσουν πάλι ζώα και κυψέλες, αλλά η ναυτιλία είχε υποστεί συντριβή, στις επίσημες καταστάσεις παρουσιάζονταν χίλιοι τετρακόσιοι τόσοι άνεργοι Ανδριώτες ναυτικοί και το συσσίτιο για τις φαμίλιες τους ήταν της ντροπής, ενώ, λόγου χάρη, στον Πειραιά ήταν αξιοπρεπές, όχι στα ξένα πληρώματα λοιπόν, το σύνθημα το ανδριώτικο
βαπόρι στους Ανδριώτες ναυτικούς φιγουράριζε πρωτοσέλιδο στη Φωνή του Αιγαίου και σε όλα τα τοπικά φύλλα και δονούσε τις εργατικές συγκεντρώσεις, οι ναυτικές οικογένειες πλήρωναν ακόμα τον πόλεμο πολύ ακριβά. Ο Κώστας Καρυωτάκης από το Ζαγανιάρι, λιπαντής, αγνοούμενος από ναυάγιο του 1944 στο στενό της Μαδαγασκάρης, αιχμάλωτος αρχικά σε στρατόπεδο της Ιαπωνίας και κατόπιν των Φιλιππίνων, ένας από τους πέντε χιλιάδες που είχε απελευθερώσει ο στρατηγός Μακ Άρθουρ από τον Φεβρουάριο του 1945 που ανήγγειλε την πτώση της Μανίλας, είχε επιτέλους γυρίσει στο νησί και από το μπαλκόνι του Δημαρχείου απαντούσε, όπως μπορούσε, στις αγωνιώδεις ερωτήσεις συζύγων και γονέων, αν είχε πετύχει πουθενά στον Ειρηνικό αυτούς που λείπανε ακόμη από τις καταστάσεις νεκρών και επιζώντων. Η Μόσχα με τον πατέρα και τον ανιψιό της πήγαινε σε όλα αυτά μάταια. Με τη λήξη του πολέμου είχαν γυρίσει στο νησί από λογιώ λογιώ αιχμαλωσίες οι περισσότεροι από τους ναυτικούς της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, το πλοίο είχε τορπιλιστεί Πέμπτη 11 Μαρτίου του ’43, την τέταρτη νύχτα ταξιδιού της νηοπομπής, λίγο προτού φανεί η Ιρλανδία, είχε μπουνάτσα, κάποιους τυχερούς τους περισυνέλεξαν Εγγλέζοι, κάποιους άτυχους τους μάζεψε αιχμαλώτους ένα γερμανικό μεταγωγικό που αργότερα βυθίστηκε από συμμαχικά βλήματα, τους ξαναμάζεψαν Γερμανοί, οι τορπιλισμοί κι οι αιχμαλωσίες πήγαιναν σύννεφο, ποιοι διασωθέντες, ποιοι όχι, ουδείς
γνώριζε τι απέγινε ο καπετάνιος. Στη σάλα της θείας του ο νεαρός Σάββας είχε μετακινήσει τις οικογενειακές φωτογραφίες από τον τοίχο πίσω από τον καναπέ κι είχε στολίσει κορνιζαρισμένα αριστεία ανδρείας, επαίνους και κάρτες ευγνωμοσύνης από ξένους υπουργούς, πρεσβείες, ναυτιλιακές εταιρείες, διεθνείς συνδικαλιστικές ενώσεις και από μεμονωμένους αλλοδαπούς ναυτικούς που ο ατρόμητος Μαλταμπές είχε σώσει, captain-ghost στις ξένες εφημερίδες, καπετάν φάντασμα, στοιχειό ακόμα εν αφανεία του λόγου του. Καθόταν το παιδί και μελετούσε με τις ώρες τις ξένες σφραγίδες, τις υπογραφές, τα ξένα καλλιγραφικά, ήξερε με το νι και με το σίγμα την αναμπουμπούλα στο σόι, είχε κόψει τα πολλά με μάνα και θεία, αλλά αρνιόταν πεισματικά να καταδικάσει τον ήρωα, άλλωστε όλη η Άνδρος, που σε κουζίνες, παρακούζινα, πλυσταριά και μαρειουλάκια διύλιζε τα των Σαλταφέρων, αγαπούσε κιόλας το άρωμα της δόξας του Σπύρου, ιδιαίτερα στα μάτια των παιδιών και των εφήβων είχε γίνει ένα με τον Θησέα, τον Οδυσσέα και τον Αϊ-Γιώργη, κι όσο δε μάθαιναν κάτι οριστικό για την τύχη του, ο θρύλος έπαιρνε όλο και πιο τρελές διαστάσεις. Στις παρέες ανακεφαλαίωναν και παραφούσκωναν περιστατικά τόλμης και πατριωτισμού του Μαλταμπέ, από τα πέντε του χρόνια που ξέφυγε μιας συγγένισσας και κατηφόρισε μονάχο από την ορεινή Βουρκωτή στη Χώρα, από τα εφτά του που ξέκανε μια φωλιά με οχιές, στα οχτώ
που ένα ολόκληρο καλοκαίρι είχε παρτίδες μ’ ένα κοπάδι δελφινιών που τον βλέπανε να τσαλαβουτάει μαζί τους και κάνανε σαν παλαβά, στα έντεκα που είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό έναν φαμελιάρη, τον Σεπτέμβριο του ’22 που, ενώ ξαπόσταινε ανάμεσα σε δυο μπάρκους, καβάλησε ξένο καΐκι, πέρασε απέναντι και μάζευε κυνηγημένους Μικρασιάτες, τα ναυτικά κατορθώματα κατόπιν στους ωκεανούς, που δάμαζε ανεμοστρόβιλους, που εκμηδένιζε θύελλες, που μείωνε τις ημέρες των ταξιδιών, που ξέφευγε από τις ποντισμένες νάρκες, που έκανε νούμερα στους Γερμανούς. Ο καπετάν φάντασμα έμεινε στη γέφυρα της φλεγόμενης ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ σε στάση προσοχής και βούλιαξε αργά μαζί της, ο Κώστας Καρυωτάκης το είχε μάθει στην αιχμαλωσία από δυο Ρώσους αξιωματικούς, άντρες θετικούς, το όνομα ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ ήταν καλυμμένο όπως όλων των πλοίων καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, αλλά περιγραφή τζενεραλάδικου, ημερομηνία, στίγμα ταίριαζαν απολύτως και με τα ίδια δεδομένα δεν είχε αναφερθεί άλλη απώλεια, το υποβρύχιό τους τον είχε εντοπίσει, μα ήταν αμετάπειστος, δεν ήθελε να εγκαταλείψει το καράβι του. Η Μόσχα δεν έβγαλε κιχ, κοίταξε τη σκουροκόκκινη πλεχτή μπλούζα της, άκουσε μέσα της ένα σπασμό και κατουρήθηκε, με πρόσωπο τσιτωμένο από την υπερένταση της λήξης τριών σχεδόν ετών αγωνίας για πολλά και διάφορα εκτός από τη ζωή του συζύγου και υποβασταζόμενη από τους δύο Σάββες πήρε αργά το δρόμο για το άσπρο
διώροφο. Πίσω της σχηματίστηκε μια σιωπηλή πομπή, η Κική Μπούσουλα πρώτη, ο Παναγιώτης ο άντρας της είχε αφηγηθεί πολλές φορές σε φίλους, Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους πως τη μοιραία νύχτα δεν του πήγαινε να υπακούσει τη διαταγή εγκατάλειψης του πλοίου και να τον αφήσει, μα ο Σπύρος τον κλότσησε, τον σκυλόβρισε, του ’ριξε και δυο μπουνιές στη μούρη για να τον ξαποστείλει στη λέμβο, ακολουθούσαν η Ζανάκη κι η Μαΐστρου που οι άντρες τους, πλήρωμα του Σπύρου, είχαν επίσης γλυτώσει, ο Αιμίλιος Μπάλας σε κακό χάλι, πουλί τραυματισμένο, η Κατερίνα Μπασαντή, ακόμα και η β΄ εξαδέλφη Αρχοντία Σαρρή που είχε χάσει τον Ζαννή της σε άλλη νηοπομπή κι έραψε η ίδια τα μαύρα της, με τον παγωμένο αέρα να τους στραβώνει, κατηφόριζαν προς τη Ρίβα, ενώ το νέο για το γενναίο και παραδοσιακό τέλος του Μαλταμπέ έτρεχε από στόμα σε στόμα και εκτόπιζε κάθε άλλο θέμα συζήτησης στα καφενεία, στη Λέσχη και στου τυπογράφου. Η κακογερασμένη Μίνα Σαλταφύρερ, όπως τη φώναζαν πλέον μερικοί, δεν είχε τολμήσει να συνοδέψει την κόρη της στην πλατεία, κάπου παράμερα είχε σταθεί με έτοιμη τη δικαιολογία, ένα μυκονιάτικο καΐκι είχε φέρει κούκλους, τους περιέφερε ο καϊκτζής μ’ ένα καλάμι στα στενά προς άγραν πελατών, αλλά γύρευε δεκαπέντε χιλιάδες την οκά κι ο κόσμος δεν είχε, μόλις της πρόφτασαν τα του γαμπρού της, έκατσε βαριά σ’ ένα πεζούλι, έκανε ρεύμα εκεί, της έλειπε η πασχαλιά της πλατείας, την είχανε κόψει οι διεστραμμένοι.
— Μα πώς μπόρεσες, της είχε πει ο άντρας της το ’43, τη βραδιά που έγιναν τα αποκαλυπτήρια της όλης υπόθεσης. Η Μίνα δεν είχε τίποτα να απαντήσει στον κύριο που παντρεύτηκε χωρίς να αγαπά και δεν της επέτρεψε ο ίδιος να αγαπήσει έστω εκ των υστέρων, είχε μάλιστα το σθένος, εκεί στο πεζούλι, συνειδητά και όχι από κεκτημένη ταχύτητα, εκτός από τον πεθαμένο, τα δυστυχή κορίτσια της και τα ορφανά, να θρηνήσει, όπως του άξιζε, και το ωραίο χαμένο καράβι που κανένας του σπιτιού δεν είχε δει από κοντά. Σ’ εκείνη θα ’πεφτε κι η αγγαρεία να αναζητήσει τα δεδουλευμένα της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ και του μακαρίτη, κατατεθειμένα σε αγγλική τράπεζα· οι άλλοι πενθούσαν και βαρυπενθούσαν ελέω Μίνας που τους εξασφάλιζε τον άρτο τον επιούσιο, τον αυριανό και την πολυτέλεια της θλίψης και της δυσθυμίας. Μέχρι εκείνη την ώρα είχε αποδείξει πως άντεχε τα πάντα γιατί την είχε γεννήσει γκορτσιά, να όμως που δεν είχε τα κότσια να πάει σπίτι, τα γλου γλου από τους κούκλους ξανακάνανε την πόλη μικρούλα και επαρχιακή, ένα τίποτα στο σύμπαν, ζάρωσε αναλόγως κι η Σαλταφέραινα, μαύρο αποκαΐδι, ένα με το πεζούλι, να μην είναι παρούσα στο διώροφο τη στιγμή που η Όρσα θα μάθαινε τα τελεσίδικα.
Α
ΥΤΗ ΠΑΛΙ ευχόταν να ζει ο Σπύρος, μόνο αυτό, φορούσε ένα σκουροπράσινο πλεχτό και με τα μελιά μαλλιά της είχε τα χρώματα των φθινοπωρινών κήπων, από το παράθυρο κοιτούσε κάθε τόσο τα καλογερίστικα βουνά στο Μάτι του Θεού, ξεμαμούνιζε και τη φακή για την επομένη, είχε μια υπερένταση που άσπριζε και πάγωνε το μούτρο της, θα ζει, σκεφτόταν, κατά καιρούς είχαν τις ανάλογες πληροφορίες, μόνο που μερικές φορές διαφορετικοί ναυτικοί ορκίζονταν ότι ο καπετάν φάντασμα θεάθηκε τον ίδιο πάνω κάτω καιρό στη Βέρα Κρουζ, στο Μπριζμπέιν και στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, αυτός ο Κώστας Καρυωτάκης ίσως επιβεβαίωσε κάτι απ’ όλα, έλπιζε η Όρσα, μόνο να ζει, δεν ήθελε να σκέφτεται τα παρακάτω, τα δευτερεύοντα. Η αποκάλυψη των αισθημάτων της τότε ήταν βόμβα στα θεμέλια του διώροφου, για ένα δίμηνο συνέβαιναν απανωτά επεισόδια ικανά να στραγγίζουν το κλάμα και στο πιο μελοδραματικό μυθιστόρημα, έχουν μια δόση μοιρολατρίας και ρομαντισμού οι νησιώτες γενικώς, εν προκειμένω ένα παραπάνω, το σαξ, κραύγαζε ξαφνικά η Μόσχα κι ορμούσε κάτω, τα σαξ πουκάμισα ήταν αδυναμία του Σπύρου, κι αυτή, προσπαθώντας και ξαναπροσπαθώντας και πιέζοντας τη μνήμη της, όλο και ξέθαβε ένοχες λεπτομέρειες, πολλά
χρόνια πριν, στο Παραπόρτι, μεσημέρι και άπνοια, σπάνιο αυτό, πίσω από τις καλαμιές που κουνιόντουσαν είχε σταθεί το μάτι της σε κάτι σαξ και να σου αργότερα η μεγάλη αδερφή αναψοκοκκινισμένη να την προφταίνει για να γυρίσουν σπίτι παρέα. Και στις φραγκοσυκιές βαθιά χαραγμένα τα αρχικά Σ+Ο=Ο+Σ, παμπάλαια αλλά απείραχτα από το χρόνο, τα είχαν ψάξει οι εντεκάχρονες Μερσίνα και Χριστίνα, που χωρίς να το ξεφουρνίζουν η μια στην άλλη, το σκέφτονταν πάντως μήπως δεν είναι μόνο ξαδέρφες αλλά και αδερφές, είχαν κρυφακούσει έναν καβγά των μανάδων τους, ερευνούσε η Μόσχα με μανία χρονολογίες και ημερομηνίες κι η Όρσα δεν έβγαζε λέξη, την άλλη το χάραμα είχε φύγει μ’ ένα βαλιτσάκι και την πεντάχρονη Άρτα για τα Απατούρια, η γιαγιά Όρσα είχε ένα διψήφιο αριθμό παθήσεων και η εγγονή δε θα το κουνούσε ρούπι από κει· ήταν μια λύση τέλος πάντων. Ούτε μια φορά δεν της είπε η γριά τα συνηθισμένα, άμυαλη, ξεμυαλίστρα, ξεμυαλισμένη, αντίθετα, στερημένη κι η ίδια, ευλογημένοι, μονολογούσε, όσοι αγαπούν και αγαπιούνται τρελά, έριχνε καυστικές ματιές στον Χριστό και στο σύζυγο για να τους κόψει το βήχα πιθανών αντιρρήσεων· στην κάμαρη, που τα ντουβάρια της είχαν ποτίσει φαρμακίλα, ήταν έκρηξη ζωής, ένα γκρίζο λιπόσαρκο κουφάρι με βρώμικη ανάσα να σκιρτάει στο ντιβανάκι της, ν’ απλώνει το χέρι, να χαϊδεύει και να αγαπάει άνευ όρων. Έρχονταν τα δυο μεγαλύτερα της Όρσας, έπαιζαν λιγάκι με
την Άρτα, κάθονταν στην ταρατσούλα και κοιτούσαν τις γερακίνες να πετούν στην πυκνοφυτεμένη ρεματιά, στραβοκοίταζαν τη μάνα τους, αλλά την αγαπούσαν, δεν είχαν τη δύναμη και την αναίδεια να τη ρωτήσουν στα ίσια τα παρακάτω πέντε ερωτήματα, πρώτον αγάπησες ποτέ τον μπαμπά, δεύτερον μετά το γάμο έβλεπες κρυφά το θείο, τρίτον τι σόι γονείς είναι οι παππούδες που προκαλέσανε τέτοιο κακό, τέταρτον τους αγαπάς ακόμα και πέμπτον αφού δεν παντρεύτηκες αυτόν που ήθελες, γιατί δεν έμενες γεροντοκόρη. Κρυφοκοίταζε τα παιδιά η Όρσα, τα λάτρευε και δεν μπορούσε πια να ζουλάει την κοιλιά της Μερσίνας, να γαργαλάει τον οξύθυμο Σάββα, να τους αλείφει φέτες με σταφιδόμελο, να τους δείχνει συλλογές των καρτ ποστάλ, άλλωστε δεν είχε πια διάθεση να παρατάσσει τα ορεινά χειμωνιάτικα τοπία πέντε ηπείρων με μια τέτοια σειρά, που λες κι ανέβαινες λες σιγά σιγά τους πρόποδες ενός και μόνου πελώριου βουνού, το Παγκόσμιον Όρος, έλεγε, προσπερνούσες χωριά σκόρπια σε ανατολικές και δυτικές πλαγιές, εναλλασσόμενες οροσειρές και απάτητες βουνοκορφές κατόπιν, κι από ένα στρατηγικό σημείο η θέα όλου του κόσμου, ας πούμε. Επέστρεψε οριστικά στο διώροφο από τον Μάιο, ψυχορραγώντας η γριά Σαλταφέρου είχε με τα μάτια κατακεραυνώσει για τελευταία φορά και ενώπιον όλων γιο και νύφη και μάλλον δεν τους συγχώρεσε, ένα βήμα πριν από το
θάνατο και δεν έδωσε τόπο στην οργή, ο παπα-Φίλιππας χούφταλο κι αυτός, ψέλλισε κάτι αόριστο και σώπασε, το πάνω χέρι της στιγμής το είχε η ετοιμοθάνατη. Η Όρσα ένιωσε μόνη χωρίς τη νόνα της, τα δικά της παιδιά δεν είχαν ποτέ γλείψει από αυτό το αρωματικό μέλι, μια γιαγιάκα που να συνωμοτεί με τα εγγόνια, να χαζολογάει, να ενδιαφέρεται για τα αισθηματικά, να τσακώνεται για χάρη τους, να μηχανορραφεί κιόλας. Με το ζόρι κυλούσε ο καιρός στο πρώην άσπρο διώροφο, με τούτα και με τ’ άλλα δεν είχαν νου να το γαλακτίσουν κι ο Σάββας ντρεπόταν για το χάλι του σπιτιού, ντρεπόταν όμως και να βάλει ασπριτζήδες με μπαντανόβουρτσες, το φρεσκάρισμα των ντουβαριών τους μάρανε, θα λέγανε αυτοί που ζουν για να σχηματίζουν τη φράση της ημέρας, που βάζουν επικεφαλίδα σ’ ένα γεγονός για να κάνει τρεχάτο το γύρο της πόλης. Όρσα, Μόσχα αποφεύγανε η μια την άλλη, ένα πεδίο εξάσκησης για την αποφυγή κατά μέτωπον συγκρούσεων το σπίτι· τη φακή καθάριζε λοιπόν η πρώτη κι είχε τις κεραίες τεντωμένες να συλλάβει τα βήματα και τα μαντάτα, και πράγματι, το πλήθος που συνόδευε τη Μόσχα στάθηκε πιο μακριά, ακούστηκαν βαριά τα τακούνια στην εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, η πάνω πόρτα, το ξεπαπούτσωμα στο αντρέ, τα πέλματα στο διάδρομο, στο πανομοιότυπο κάτω σπίτι η Όρσα βήμα προς βήμα αντέγραφε τη διαδρομή της αδερφής που έφτασε στο υπνοδωμάτιο κι έπεσε σαν σακί,
προφανώς με τα ρούχα, στη δεξιά μπάντα του διπλού κρεβατιού, ώστε πέθανε, μονολόγησε η Όρσα, φαντάστηκε τα μαύρα του μάτια να σπάνε, τα ματόκλαδά του να ξηλώνονται κι απόμεινε να κοιτάει το ταβάνι, τη μονοπατωσιά που οι τάβλες της λύγιζαν ελαφρά, ήθελαν κι ένα δυο χέρια ριπουλίνη. Κλείστηκε κι αυτή στην κάμαρη της να βγάλει από τη δύσκολη θέση τους γονείς και τα παιδιά της, τα ανίψια τα είχανε στείλει στης Μπούσουλα και στο τσουκάλι υπήρχε κρεατόσουπα. Δε βγήκε ούτε το απόγευμα ούτε στο δείπνο που την παρακάλεσε ο πατέρας της, αργά τη νύχτα μόνο, όταν κατάκοποι όλοι κοιμόντουσαν βαριά, η Όρσα έριξε στους ώμους μια ζακέτα, βγήκε κι ανέβηκε ένα ένα τα δώδεκα σκαλιά, το κλειδί όπως πάντα στην πόρτα της κουζίνας και το καντήλι αναμμένο από τη μάνα οδήγησε τα βήματά της χωρίς ήχο προς την κρεβατοκάμαρη, ήταν ξυπόλυτη, άγγιξε τους τοίχους με την παλάμη της, την καλή και την ανάστροφη, πάτησε το δάχτυλο στο σκάλισμα του καθρέφτη, στην καμπύλη της βιεννέζικης καρέκλας, ανάσανε τη μυρωδιά του δωματίου, χάιδεψε την κουρτίνα, τα σεντόνια στην άδεια αριστερή μπάντα, το αριστερό μαξιλάρι, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, στριφογύρισε τις γάμπες της και με τα πέλματά της κουβάριασε το κιλιμάκι κάτω από το κρεβάτι κι ακολούθησε τις ευθείες ενώσεις των σανιδιών, κοίταζε κάτω ή μάντευε το πάτωμα εδώ κι εκεί, οι κυπαρισσοσανίδες σπάνε στις τρικυμίες και πνίγουν τους άντρες μας, αλλά και
μες στο σπίτι, λεπτές και μόνες, στάθηκαν μοιραίες, σκέφτηκε, στο ελάχιστο τρεμουλιαστό φως αναγνώρισε πάνω στο κομοδίνο το μπουκαλάκι του λάβδανου, κοίταξε τη στεφανοθήκη και τη φωτογραφία του ζεύγους από το ταξίδι στη Νέα Υόρκη, πάει αυτός, χάθηκε, είπε μέσα της, χάθηκε, χάθηκε, ξαναείπε και ξαφνικά αισθάνθηκε ότι δεν είχε άλλο κουράγιο για τη ζωή, έγειρε προς τη Μόσχα που κοιμόταν ανάσκελα, της ξεκόλλησε από το πρόσωπο τούφες ξεραμένες από μύξες και κλάματα και τη φίλησε στο μάγουλο.
Ο
Ι ΚΑΠΝΙΣΤΑΙ μας έχουν νεύρα, έγραφε η τοπική εφημερίδα στην πρώτη σελίδα, λόγω θαλασσοταραχής δέκα μέρες είχε να φανεί βαπόρι, οι δυο Σάββες που κάπνιζαν στη ζούλα, ο μεγάλος καρδιακός και ο μικρός απλώς μικρός, είχαν γανιάξει το δεκαήμερο της έλλειψης, άλλωστε κυρίως το παράνομο τσιγαράκι τούς έδενε ακόμα, λόγω των γεγονότων είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη του εγγονού, τον λυπόταν τον πάππου του, ό,τι χειρότερο, δεν ήταν πια συνεταιράκια οι δυο τους σε μυστικά και κοπάνες, άσε, του είπε, βαριέμαι, δε θα ταξίδευε μαζί του στη Σύρα να αποχαιρετήσουν το τελευταίο βαπόρι του καπετάνιου, το πολυταξιδεμένο ΜΑΡΟΥΣΙΩ ΜΠΕΜΠΗ που είχε πουληθεί για παλιοσίδερα. Η Σύρα ήταν μια βολτίτσα, μια μικρή βουτιά. Ο Σαλταφέρος από το ’38 που άραξε διαπαντός ταξίδευε πολύ περισσότερο από πριν, αλλά με το νου του, πότε για να γλυτώνει από το παρόν και πότε για να κατηγορεί τον εαυτό του που τριγυρνούσε με την παντόφλα και έκλανε απερίσπαστος στης Αργεντίνας, πόρδον ήκουσες, σκατόν μαντάτον, ενώ στο κονάκι του παιζόταν μια αρχαία τραγωδία, μια κατάσταση αλλόφρων, αιτία ο έρωτας, τά μῶρα γάρ πάντ’ ἐστίν Ἀφροδίτη βροτοῖς καί τοῦ ’νομ’ ὀρθῶς ἀφροσύνης ἄρχει θεᾶς, μάλλον του Ευριπίδη και διά την αντιγραφήν, ο
αείμνηστος δημοδιδάσκαλός του Φωκάς Ραλλίας, εργένης εκ πεποιθήσεως, ο τυχερός. Και τα κύματα δεν έλεγαν να κοπάσουν, μόλις ο θάνατος του Σπύρου επισημοποιήθηκε με υπουργικές σφραγίδες και τον Χαλκού Σταυρό εις πεσόντας ναυτικούς, άντε πάλι συλλυπητήρια τηλεγραφήματα, εγκωμιαστικά πατριωτικά δημοσιεύματα και επιδείνωση, φτου κι απ’ την αρχή. Περίλυπος ο Σαλταφέρος, σαν γνήσιος ναυτικός, αγαπούσε το θηλυκό γένος, δεν του είχε κακοφανεί που η γυναίκα του είχε γεννήσει σερί τρεις κόρες, το πρώτο μωρό, αεροβαφτισμένο Ορσούλα, είχε ζήσει κάτι ώρες, μπορεί και για καλό του, σκεφτόταν ο καπετάνιος, η συνείδηση της πατρικής ανεπάρκειας ήταν τόσο έντονη και άνευ ελαφρυντικών, που ξιφουλκούσε επίτηδες με τη στηθάγχη του· από τα εφτά χαράματα στο πόδι, σαν τρελός τηγάνιζε της Όρσας πατάτες ή μανιτάρια κι αυτή δε γύριζε να τα δει, αρνιόταν να βάλει φαΐ στο στόμα, δεν μπορούσε να καταπιεί, κάτι νερόσουπες την ποτίζανε, όπου εν αγνοία της διαλύανε μέσα δυναμωτικό, είχε φέρει από την Αμερική ο άντρας της πολυβιταμίνες κι όχι μόνο αυτό, βουναλάκι η σχετική αλληλογραφία και συνταγογραφία από γιατρούς και καθηγητές των Αθηνών, και να σου από δίπλα και τα βότανα και τα μαντζούνια, είχε γίνει ιερό χρέος της Χαδούλαινας, της Μούραινας, της χήρας του Νικηφόρου, της Τάσας, της παπαδιάς και βέβαια της Νανάς να συνεφέρουν την Όρσα, κάτι είχε αυτό το πλάσμα πάνω του και κανένας δε
χυδαιολογούσε σε βάρος της, η νόμιμη χήρα Μόσχα ήταν η συμπάθειά τους, αλλά η Όρσα διέθετε το άλλο μέγεθος, το αδιανόητο. Όλα τα λοιπά ήταν στα μέτρα τους. Ασθένεια τύφλωνε τα βόδια του Γαυρείου, άλλη ξεπάστρευε τα πουλερικά, η σοδιά των σιτηρών μηδαμινή, στο ένα καυκί ένα και μισό μέση απόδοση, έλλειψη αρσενικών γάτων στην Καππαριά, οι Ιταλοί του φυλακίου τούς είχαν μαγειρέψει, στο χορό της Λέσχης καντρίλιες και στους σιδηρουργούς δέκα τόνοι αγγλικού γαιάνθρακα αποστολή της ΕΜ-ΕΛ, λήξη προθεσμίας ανταλλαγής στρατιωτικών λιρών, διακόσιες δραχμές η οκά το κρέας και πάει λέγοντας σε όλη την Ελλάδα, μόνη διαφορά η μη άρση της κατάστασης πολιορκίας στις Κυκλάδες, ζώνη στρατιωτικών επιχειρήσεων, όπως υπενθύμιζαν διά διαταγής ο Κυβερνητικός Αντιπρόσωπος κι ο Ανώτερος Διασυμμαχικός Στρατιωτικός Διοικητής Αιγαίου. Ο Σαλταφέρος ξυπνούσε αξημέρωτα και λυρικός. Ατένιζε τα σύννεφα στο Μάτι του Θεού, αυτά που ο μυλωνάς έβλεπε σαν αλευροτσούβαλα, η ασπρορουχού σαν ασιδέρωτους χασέδες, ο ζαχαροπλάστης σαν κρέμα βουτύρου, η γεροντοκόρη η Κατίνα σαν νυφιάτικα πέπλα και η καθηγήτρια σαν προέκταση της άσπρης τριανταφυλλιάς της, ενώ ο Σάββας τα αποθαύμαζε ως σύννεφα, ήταν από κείνους που έχουν τη φύση περί πολλού, τα έλεγε μαζί της, κανάκευε την ανατολή, τα ’βαζε με το χιονιά, σιχτίριζε το
συννεφόκαμα και εμπιστευόταν εκατό τοις εκατό το δέκα το καλό, τη διαυγή, χλιαρή λιακάδα των Κυκλάδων. Τα απογεύματα από νωρίς τριγυρνούσε στου τυπογράφου, στο νεοσύστατο Οίκο του Ναύτου και στα καφενεία όπου οι θαμώνες κατέθεταν τα της Επιτροπής Τροφίμων κάθε χωριού και στις 7:15 άκουγαν στο ραδιόφωνο τα νεότερα από τη δίκη της Νυρεμβέργης με ειδικό ενδιαφέρον για την τύχη του Γερμανού ναυάρχου Καρλ Ντένιτζ, αρχηγού του στόλου των υποβρυχίων. Μετά το σχολειό τα εγγόνια δεν έβρισκαν κανέναν ενήλικα πρόθυμο να ασχοληθεί μαζί τους, η ενοχή τούς είχε αχρηστέψει. Καμιά φορά ο καπετάνιος παρακολουθούσε από μακριά τη δωδεκάχρονη ορφανή του Μαλταμπέ, τη Χριστίνα, φορούσε μαύρα, μαύρος και ο φιόγκος της αλογοουράς της, έπαιζε στη βρεμένη αμμουδιά του Νειμποριού και χάζευε στο ξύλινο γεφυράκι, μικρογραφία της γέφυρας του Μπρούκλιν και τόπος συνάντησης με την άλλη εγγονή, τη Μερσίνα, αχώριστες ως τότε και ορκισμένες να μαρτυρούν η μια στην άλλη τα άστοχα και αστόχαστα των γονέων, επρόκειτο να το χάσουν αυτό και βεβαίως καλή η αλληλογραφία, όμως είναι άλλο το κλάμα στον ώμο της φίλης, το ζεστό κλάμα.
Φ
ΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ, Πέμπτη, εννιά το βράδυ, χιονόνερο και ερημιά στην πλατεία Αμαρουσίου, αχανές οικογενειακό κέντρο, μια ξεφτισμένη αποκριάτικη γιρλάντα, πελατεία λιγοστή, ο σερβιτόρος με μάτι γλαρό από τη νέκρα παρακολουθούσε τα φανάρια των αυτοκινήτων που αραιά και πού έφερναν ένα γύρο την κακοφωτισμένη πλατεία. Όταν άνοιξε η τζαμόπορτα, δε γύρισε καν να δει το ζευγάρι που τρύπωσε βιαστικά, τριαντάρης αυτός, κάπου κει και η γυναίκα, είκοσι οχτώ μάλλον, στα μαύρα, όχι της μόδας, του πένθους, δεν έψαξαν, σωριάστηκαν στο πρώτο τραπέζι, παράγγειλαν στα γρήγορα, πιάναν τα δάχτυλα ο ένας του αλλουνού, ιδίως η γυναίκα, κοιτάζονταν ίσια στα μάτια και πάλι πιο πολύ η γυναίκα, που έγερνε το κεφάλι της μια ιδέα αριστερά, μετά δεξιά, και το μαλλί της λυτό και φουντωτό από την υγρασία έκανε γκελ στους ώμους, οι χειρονομίες της σαν προσεκτικές πόζες, το πρόσφατο της γνωριμίας φώναζε, αυτός ο άντρας, που δεν έλεγε να ξεκουμπώσει έστω το ημίπαλτο, σήμαινε το παν για κείνην. Πεινούσαν κι έπεσαν στα πιάτα τους, μα η γυναίκα, σαν να ’χε μετανιώσει που πήρε κοκορέτσι, δεν κρατήθηκε, μερακλού κι η προφανής αδυναμία της σπληνάντερα, γαρδούμπες, μποξάδες, εντόσθια γενικώς, μα ήταν τώρα φαΐ για ρομαντικό ραντεβού, έπιανε τα ξεροψημένα αντεράκια με τα ακροδάχτυλα, τα χαΐδευε και τα
γρατσούναγε με όση χάρη και κομψότητα μπορούσε να επιστρατεύσει, σαν χορδές μαντολίνου, δάγκωνε άκρη άκρη με μισόκλειστα χείλη σαν να μασουλούσε ελβετικό σοκολατάκι και το τζατζίκι το ’φερνε πλαγίως στο στόμα και το γευόταν σαν κρέμα αμυγδάλου, την παπάρα σαν αντίδωρο, βρισκόταν αλλού αυτή, στον παράδεισο, όχι με τον πεθαμένο που την έριξε στα μαύρα, μα με το σγουρομάλλη που ήσυχος και συμπαθητικός ξεκοκάλιζε σαν γάτης το φαΐ του, κοιτούσε η κοπέλα τα δαχτυλιδάκια των μαλλιών του κι η ματιά της κατέβαινε αργά στο άσπρο μέτωπο, στα φρύδια, στα σκούρα μάτια, γλιστρούσε στην κατηφόρα της μύτης, στο στόμα, στα λαδωμένα δάχτυλα και μουστάκια και σκέτη λατρεία κατέληγε στο παϊδάκι, αφού το περνούσε κατά μήκος. Ο Νίκος Βατοκούζης στην άλλη άκρη της σάλας είχε παρατήσει το πιάτο του στη δεύτερη μπουκιά, το θέαμα τον μαγνήτιζε, αυτή η τόσο ξετρελαμένη και αισθησιακή γυναίκα πετούσε σπίθες, η δική του δεν είχε ποτέ σπιθίσει για πάρτη του, ήθελε να κάνει στην Όρσα πιο ξεχωριστά ερωτικά χάδια, μα εκείνη ήταν πάντα κρατημένη, αγαπούσε άλλον, κι ο Βατοκούζης έκλαιγε πάνω από τα μισοξεψαχνισμένα μπριζολάκια του. Η Γερμανία είχε καταρρεύσει από τον Μάιο του ’45, ο Νίκος, πολύ πριν, ήξερε μέσες άκρες τα καθέκαστα και η απελευθέρωση δεν του ’λεγε πολλά, η επιστροφή του, Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, ήταν μια μάχη που χάθηκε
χωρίς να πέσει μια πιστολιά που λένε, μόλις είδε την Όρσα σουρωμένη κι εξασθενημένη στο χρώμα του λεμονιού και της στάχτης, δεν του πήγαινε να πει κουβέντα, συνειδητοποίησε πως ήταν μάταιο να επιμείνει να κουβαληθούν στην Αμερική. Ο Σάββας όμως στα δεκαπέντε και η δωδεκάχρονη Μερσίνα, νεαρά παιδιά, σκασμένα από την αρρωστημένη κατάσταση στο δίπατο, έπρεπε να φύγουν κι από το σπίτι κι από την Άνδρο κι από την Ελλάδα, στην ηλικία τους ευτυχώς δε φαντάζονταν τι σημαίνει για πάντα, ο Χαδούλης υιός στην Αμερική, στο Νιου Τζέρσεϊ, κάτι σαν αδερφός που ο Νίκος απέκτησε στα σαράντα του, θα τα φρόντιζε σαν δικό του αίμα, άλλωστε χρόνια πριν είχε πιάσει κάτι στον αέρα, προέβλεψε την έκβαση της ερωτικής αντιπαλότητας και τάχθηκε εγκαίρως με το μέρος του χαμένου, γεροντοπαλίκαρο από διαδοχικές μυστηριώδεις αποτυχίες, επέλεξε Βατοκούζη και του στάθηκε, ζώντας ηδονοβλεπτικά και εκ του σύνεγγυς ένα μεγάλο έρωτα και τους κλυδωνισμούς του, πράγμα που του ήταν υπεραρκετό. Η Μερσίνα τα είχε πια χαμένα, όταν μάλιστα ρώτησε αν ήταν σωστό να αποχωριστεί τη μαμά της, ο Νίκος δεν της άφησε περιθώρια. — Την τιμωρείς; είπε, κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, ποτέ του δεν περίμενε τέτοια ερώτηση από ένα κοριτσάκι του δημοτικού. Η Αννεζιώ πάλι δε μισούσε την Όρσα, από το μάτι αυτής της κοπέλας απούσιαζε η πρώτη ύλη που κατασκευάζει τέτοια
συναισθήματα, ούτε ένα ανεπαίσθητο στίγμα εμπάθειας, κατηγορούσε ανοιχτά την πεθερά του Νίκου, του παλικαριού που ποτέ δε θεώρησε αφεντικό, σπλάχνο της ήταν το άτυχο· είχε λοιπόν μετακομίσει μονάχη στο γαλάζιο διώροφο να το αερίζει, να ανανεώνει τους εποχιακούς βολβούς στις πεζούλες, να διορθώνει το γεωμετρικό κούρεμα της λεβαντίνας στο γαλλικό κηπάκι. Με άλλοθι τα γερατειά, που τα εξίσωνε με στραβομάρα, κουφαμάρα, κουτσαμάρα, στης Όρσας πήγαινε μόνο για να σιδερώσει, γιατί μελαγχολούσε εκεί, το θεωρούσε αμαρτία να καταρρέει μια κοπελάρα, να λιώνει μια θεϊκή ομορφιά, έψαχνε μάταια τα άφαντα μάγουλα, το μπλε στα μάτια, τα άδεια στήθια, τους εξαφανισμένους γοφούς, δεν έτρωγε, λέγανε. Θα ’χανε και τα παιδιά της τώρα, τιμωρία βαριά. Έφτιαχνε τα διαβατήριά τους στην Αθήνα ο Βατοκούζης και μ’ ένα προπολεμικό Ντεζότο τριγυρνούσε μόνος σε μακρινές διαδρομές και συνοικίες, από τις σπουδές και τα ταξίδια του αγαπούσε τους Μικρασιάτες, πήγαινε λοιπόν στις προσφυγοφωλιές των αριστερών, Καισαριανή και Βύρωνα, που τον προηγούμενο Δεκέμβριο ο συμπατριώτης του άλλου Βύρωνα, ο Βρετανός Σκόμπυ, τις είχε λυπηθεί λιγότερο κι από τους Γερμανούς· τα σημάδια του πολέμου νωπά, τοίχοι γκρεμισμένοι, σοβάδες ξεφλουδισμένοι, κάτοικοι μαυροφορεμένοι, πολιτικά πάθη πολύ αλλιώτικα από τα αμερικάνικα, πάθη και των γονέων, εν γένει πάθη, κάθε μέρα αλλού, λες και ζύγιζε τον τόπο και τους ανθρώπους να μάθει
τι βάρος έπιανε στην ψυχή του η πατρίδα, αυτή η παράξενη χώρα που άρχισε να τον απασχολεί ουσιαστικά απ’ όταν την εγκατέλειψε και αποφάσισε να τη στερήσει και από τα παιδιά του, που την είχε υπηρετήσει με αίσθημα καθήκοντος, ενώ ο Μαλταμπές, πώς θα μπορούσε να αποφεύγει τη σύγκριση μαζί του, ο Μαλταμπές έχοντας πάρει το μάθημά του από τη ζωή, δεν άφησε ξανά την ευκαιρία, πρόσφερε πάθος στην Ελλάδα, την αγάπησε τρελά και παράφορα, σαν αυτούς που ορμούν μέσα σε όλα και κλέβουν το κορίτσι τους.
Σ
ΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ ένα τεράστιο κοπάδι γερανών πέρασε πάνω από την Άνδρο, ο Αιμίλιος Μπάλας βάδιζε παραπατώντας στα μονοπάτια των Λιβαδιών, πρόσεχε τα περιστέρια του σε χαμηλές πτήσεις πάνω από κήπους με κουκιά και αγριοαγκινάρες και μόλις αντίκρισε φουλ τον ουρανό, ρίγησε, να μια εικόνα που αξιώνομαι για πρώτη φορά στην εβδομηνταπεντάχρονη ζωή μου, σκέφτηκε· με το θάνατο του Σπύρου δεν είχε άλλα κίνητρα ζωής, τα φτερά και τα πούπουλα ήταν παραγεμίσματα κι αυτός δεν υπήρξε ποτέ τόσο ανάλαφρος ώστε να του αρκούν. Πήγαινε στη Χώρα, στον Αϊ-Γιώργη, η ορφανή του Σπύρου, η Χριστίνα, θα βάφτιζε τα δίδυμα αγοράκια της Κικής Μπούσουλα, ο Παναγιώτης, διασωθείς της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, κι όλη η πόλη ήταν στο πόδι, το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον τελικά σ’ αυτό το καταραμένο νησί, σκεφτόταν η Μόσχα στο ρόλο της χήρας καπετάνισσας που από έφηβη μισούσε, άθραυστη και με αίσθηση του καθήκοντος μέσα στο μαύρο ταγέρ, στεκόταν παράμερα με τα δυο πανάκριβα λονδρέζικα παλτουδάκια στην αγκαλιά της και δεν έχανε από τα μάτια το μελανουράκι της, όπου να ’ναι θα της έρθει περίοδος, υπολόγισε ανιχνεύοντας τα μικρούτσικα μυτερά στήθη και κυρίως το πρόσωπο που είχε πάρει τη γυναικεία στροφή και νωρίς νωρίς προσυπέγραφε τα
ναυάγια και τα τοιαύτα. Πήχτρα ο ναός από συμμαθήτριες και συμμαθητές της Χριστίνας, η νέα γενιά έμπαινε κιόλας στο παιχνίδι, γιατί αν και τα δίδυμα, δύο μηνών, ήταν πασίχαρα και το μυστήριο εξίσου φωτεινό με το κυριακάτικο απογευματάκι, ήταν πανταχού παρούσα η αμετάκλητη απουσία του Μαλταμπέ που ενσάρκωνε και συμβόλιζε όλους τους χαμένους ναυτικούς. Οι μη απολεσθέντες έδιναν σύσσωμοι το παρόν στο ναό, αρκετοί από αυτούς εν ζωή χάρη στην παλικαριά και στην αξιοσύνη του καπετάνιου που είκοσι τρία χρόνια θαλασσομαχούσε τροπαιοφόρος. Γι’ αυτό άλλωστε η μαύρη θάλασσα βογγά και το μπουγάζι βράζει κι εμένα η καρδούλα μου κλαίει κι αναστενάζει, γι’ αυτό και όμορφος που ’ν’ ο γεμιτζής όταν βραχεί κι αλλάξει και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει· ο Βαγγελάκης ο λαουτιέρης, γεμάτος εξηντάρης, στο γλέντι για τα βαφτίσια ανακεφαλαίωσε το ναυτικό του ρεπερτόριο και κάηκε το πελεκούδι. Ο καπετάν Σάββας, ως εκπρόσωπος της οικογένειας, πρόσεχε το τσούρμο των έξι εγγονιών του και με τον υπέργηρο Χαδούλη, τον Μπάλα κι άλλους ακατάλληλους για μπάλο κουβεντιάζανε τη διευθέτηση και επανακυλίνδρωση της εθνικής οδού Γαυρείου-Χώρας με την ευκαιρία των εκλογών. Η Μόσχα μετά την εκκλησία είχε γυρίσει στο διώροφο. Κάτω, στην κάμαρη της Σαλταφέραινας υπήρχε φως, το ίδιο
και στην κάμαρη της Όρσας. Ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα και παρ’ όλη την ψύχρα κάθισε στο μπαλκονάκι χωρίς ζακέτα, χωρίς φως, άναψε ένα τσιγάρο. Θεέ μου, σαν τη Μούραινα κι εγώ, συλλογίστηκε και αναπόλησε την άτεγκτη εφηβεία της, τότε που λοιδορούσε τις λαρδομούνες και περιτριγύριζε τον αλλοδαπό καθηγητή, γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να την αποσπάσει από το γνωστό τοπίο. Δεν πήρε το χέστη, τον ήρωα πήρε και να. Η κόρη της που μεγάλωνε με φόρα την επανέφερε στις ηλικίες, στον κόπο και στην ουσία των σχέσεων, η Σαλταφύρερ, για παράδειγμα, η μάνα της, όταν κόντεψε να χάσει το ηθικό της, επιτέθηκε στις κόρες της κι έκλεψε το δικό τους. Γύρω της σκούρο μπλε, μαύρο, μακρινά φωτάκια, κάτι σαν το νυχτερινό Βαλπαραΐσο που είχε ζωγραφίσει εκείνος ο Γουίστλερ· η γειτονιά και ολόκληρη η πόλη ετοιμαζόταν για νέα αφαίμαξη, η αμερικανική πρεσβεία είχε απευθύνει τελευταία ειδοποίηση προς άπαντας τους κατόχους της αμερικανικής ιθαγένειας να επιστρέψουν αμέσως στις ΗΠΑ, και οι άντρες με τη διπλή υπηκοότητα μαζεύανε τα γυναικόπαιδά τους, η Μαρί είχε κιόλας μπαουλοδέσει προίκες και κειμήλια, παρακαλώ δεόντως βάλε κατεπειγόντως καλόγερους, παπάδες κι όλους τους δεσποτάδες να φτιάξουν ένα ξόρκι και για τη Νέα Υόρκη, της έγραφε στο αποχαιρετιστήριο καρτελάκι που της χάρισε μαζί με τα
βαφτιστικά της σκουλαρικάκια, όσο για την Κατίνα, κι αυτή πήρε δρόμο, είχε αναπαυθεί επιτέλους ο πατέρας της και σ’ ένα ταξίδι της σε θειάδες στον Πειραιά, που θα τη βοηθούσαν να δουλέψει ως νοσοκόμα, συνάντησε στο φούρνο έναν Μάσσιμο, ο Ιταλός εκστασιάστηκε από τα πελώρια στητά στήθη της, πλωριά γοργόνα τη λέγανε μικρή, αλλά αν δε βρισκόταν αυτή η ψυχή από την Τζένοβα, η πλωριά γοργόνα, τριάντα εφτά χρόνων θα στοίχειωνε στο ράφι· πάει λοιπόν και η τετραμελής αδελφότης, ώρα της ήτανε, η Μόσχα άναψε κι άλλο τσιγάρο κι άλλο και πέμπτο και έβδομο και δέκατο, συνειδητοποίησε πως τα πήγαιν’ έλα της σκέψης της δεν ήταν παρά μια πρόφαση, μια μακριά αναμονή για να αρπάξει το αυτί της ένα βήξιμο, ένα καπάκωμα κατσαρόλας, το ραδιόφωνο, έναν οποιονδήποτε ήχο τέλος πάντων από της Όρσας, μάταια όμως, κλειδαμπαρωμένη στο δωμάτιο θα έχασε και το πέρασμα των γερανών. Καλό σημάδι, ψουψουρίζανε κάτι φαφούτες γιαγιάδες στα βαφτίσια κι ανάμεσά τους ο Μπάλας, ο ειδήμων ορνιθολόγος, ίδιος γερολέλεκας, που τάιζε ψιλοκοπανισμένο καλαμπόκι όλα τα πετεινά του ουρανού και λυπόταν η ψυχή του τα κορακοειδή, επικηρυγμένα προς τρεις χιλιάδες δραχμές το κεφάλι. Τρεις μέρες μετά η γειτόνισσά του Μαρδίσσα Αντώνογλου τον βρήκε στον περιστεριώνα μπρούμυτα βυθισμένο σε τριάντα πόντους κουτσουλιές. Αφού περάσανε και τα σαράντα, η Μόσχα, τακτοποιώντας
το εργένικο νοικοκυριό, καίγοντας παλιατσαρίες, πετώντας κούρκουτα και αποδεκατίζοντας ενθύμια και αποκόμματα με δακρύβρεχτες ιστορίες, βρήκε δεκαεφτά ταχυδρομικούς φακέλους του Σπύρου προς το θείο του, δίχως γράμμα μέσα, μόνο που στο τριγωνάκι, που οι αποστολείς διπλώνουν σαν καπάκι και σαλιώνουν, υπήρχε από τη μέσα μεριά η φράση, για την Ορσούλα.
Ο
ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝ γλυκός και τα παιδιά αλώνιζαν σε Παραπόρτι, Νειμποριό και Γιάλια, ξάπλωναν ανά δύο ή τρία σε αμμουδιά και βότσαλα και κάνανε ζήλιες και κακίες. Ο Ρεσβάνης ο παθολόγος, φορέας της χειρότερης ισχυαλγίας του νησιού, είχε χάσει τις ανοιξιάτικες βολτίτσες του, είχε χάσει τη γαλήνη της Ακολουθίας των Χαιρετισμών, οικουρούσε και δε γλύτωνε με τίποτα από τη Σαλταφέραινα που τον τσίτωνε διαρκώς να βρει θαυματουργό δυναμωτικό για την κόρη της. Μάνος Σωτηριάδης ιατρός μικροβιολόγος του Ινστιτούτου Παστέρ Παρισίων, ιδού και το τηλέφωνό του, άχρηστο διότι η Άνδρος δεν είχε ακόμα τηλεφωνική σύνδεση, Μίνα μου, της εξήγησε κατόπιν, ανάλυσις γαστρικού χυμού διά της μεθόδου Winter μετά λεπτομερούς κοπρολογικής ερεύνης προς διάγνωσιν παθήσεων του στομάχου και των εντέρων. Αλλά πώς να μεταφερθούν τα κόπρανα νωπά στην Αθήνα; Το πλοίο της γραμμής ήθελε δώδεκα ώρες για τον Πειραιά, κι η Όρσα, τι κι αν είχε κλείσει το στομάχι της, τι κι αν υπέφερε από δυσκαταποσία, δε θα έμπαινε στην ταλαιπωρία ταξιδιού και ιατρικών εξετάσεων· η υγεία της δεν την ένοιαζε καθόλου. Ο Ευτύχης ο ηλεκτρολόγος, που ακουμπούσε όλες του τις εισπράξεις σε μπαρούτια για μπεκάτσες και κάτισχνα τρυγόνια, έδινε του Σαλταφέρου μερίδιο, Λούης, Νόνας, Λάβδας, Σκόρδας
έστελναν δράκαινες, σκορπίνες, κι εκείνα με τα ωραία ονόματα που ασημίζουν σαν φαρδιά κοσμήματα, όπως παρομοίαζε η Νανά όλα τα άγνωστα συλλήβδην, να και τα μούσμουλα από τα Απατούρια, δεν αρνιόταν ξεπίτηδες η Όρσα το φαΐ, είχε χάσει το κέφι της για ζωή και όλη αυτή η σκηνοθεσία μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής της έδινε στα νεύρα, στο τέλος πετούσε και τα φάρμακα από το παράθυρο. Στο σπίτι κανένας δεν έκανε τον κόπο να μπει στην ψυχή της Μίνας, παρατηρούσαν άλλα, πως δεν πανηγύρισε το συντριπτικό υπέρ της μοναρχίας και του Γεωργίου Β΄ αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και δεν έσκασε με την ισοπέδωση των ιαπωνικών ανακτόρων από τους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, τίναζε κάτι πρόχειρα μαξιλαράκια να φύγουν οι τρίχες του γάτη κι απλώς γύρισε και κοίταξε το ραδιόφωνο. Η αλήθεια είναι πως μετανοούσε, πονούσε και αγωνιούσε από απόσταση, είχε παραιτηθεί από χίλιες άτσαλες προσπάθειες να αποκαταστήσει τη σχέση της με τη μεγάλη, που δεν ταιριάσανε ποτέ οι λέξεις τους, δε διασταυρωθήκανε ποτέ τα νοήματά τους, η ερώτηση της μιας δε συναντούσε την απάντηση της άλλης, η Όρσα χρησιμοποιούσε λόγια αλλόκοτα, σαν να τα προόριζε μόνο για τα δικά της τ’ αυτιά και το δικό της νιονιό, αυτό το νιονιό, τον νου, που φοβόταν τόσο πολύ κι ο Σαλταφέρος, μιας και παλιά είχε χάσει αδερφό από την ασθένεια που πέφτουνε στη θάλασσα. — Δώσε μου τα γράμματα. Και τα δεκαεφτά.
Έπειτα από τόσο καιρό η Μόσχα μπήκε στο δωμάτιο της αδερφής της, είχε κλείσει πίσω της την πόρτα και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα παίχτηκαν πολλά, από τη μια οργή για τη μυστική αλληλογραφία και έκπληξη για το θέαμα που παρουσίαζε η Όρσα από κοντά κι από την άλλη η αδιαφορία για τη μομφή και κάτι σαν αναστεναγμός ανακούφισης για την επανεμφάνιση της αδερφής. — Μοσχούλα… — Δώσε μου τα γράμματα, η Μόσχα το επανέλαβε επιτακτικά, απειλητικά, το ούρλιαζε κιόλας, ταρακούνησε την Όρσα, κλότσησε το σκαμπό που είχε στα πόδια, κατέφυγε στα τσιγάρα και στον τσιγαρόβηχα, κι όταν η άλλη σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα και φόρεσε λεπτές κάλτσες και ζακέτα, την ακολούθησε και κατηφορίσανε προς το γεφυράκι δαρμένες από το βοριαδάκι και κυρίως από την απόγνωση που μοιράζονταν. Κάνανε τον κύκλο Μαλταμπέ. Σχεδόν από τα μισά η Μόσχα στήριζε την αδερφή της που δεν είχε δυνάμεις, αλλά χωρίς δισταγμό έβγαζε από πάνω της το βάρος πέντε έξι φράσεων, έσταζαν κόμπο κόμπο στις κατάλληλες τοποθεσίες, γεφυράκι, Τετάρτη εννέα Ιουλίου 1929, Άγιος Δημήτριος, Πέμπτη δεκαεφτά Ιουλίου 1929, βραχοσπηλιά, Δευτέρα είκοσι μία Ιουλίου 1929, εκεί που η νόνα τους είχε πετύχει να ενταφιαστεί κατ’ εξαίρεση, ψηλά στο λόφο, στο ταφείο των Αγίων Αναργύρων, Κυριακή είκοσι εφτά Ιουλίου 1929, καλαμιώνας στο Παραπόρτι, Παρασκευή πρώτη
Αυγούστου 1929, περιστεριώνας, Σάββατο δύο Αυγούστου 1929, παρ’ όλα αυτά, τα γράμματα, απαίτησε κοφτά η Μόσχα, τα γράμματα, κι η Όρσα της απάντησε ήρεμα, όχι προτού πιστέψεις εμένα την ίδια. Κόντευε να νυχτώσει, στα χωματένια μονοπάτια οι λιγοστοί περαστικοί παραμέριζαν αιφνιδιασμένοι, τα βόδια μουγκανίζανε, γύρω σμυρτιές, ασπαρτιές, βατομουριές, λυγαριές, κόψε ένα κλαράκι λυγαριάς για το καλό, έλεγε κάποτε ο παπάς, εκτός από τον ουρανό έψαχνε κι αλλού για ενισχύσεις. Η Νανά Μπουραντά-Καραπιπέρη, ειδοποιημένη για την κοινή έξοδο, είχε τρέξει στης Όρσας, είχε καθίσει στην κουνιστή και κάπνιζε περιμένοντας, καιρό τώρα κατέβαζε όλο της το οπλοστάσιο παρηχήσεων και παρομοιώσεων για να κάνει την αγαπημένη της να ενδιαφερθεί, αλλά του κάκου. Εκείνη τη βραδιά, όταν επέστρεψε η Όρσα και σωριάστηκε ξέπνοη στο κρεβάτι, η Νανά της πρόσφερε τα petit beurre Παπαδοπούλου που κατά κανόνα προτιμούσε για τις επισκέψεις κι από τη λαχτάρα της έπιασε πάλι κάτι άσχετο, με φυτά που ήταν και από τα ατού της, αφού ο μακαρίτης ο Μικές έκανε δημοσίως χιούμορ για τη νοικοκυροσύνη της, η Νανά μαγειρεύει άνοστα, έλεγε, αλλά οι γνώσεις της περί κηπουρικής είναι αρκετές για να κρατήσουν ένα γάμο χωρίς παιδιά, με τέσσερα όμως παρτέρια, όπου οι συνθέσεις χρωμάτων έκαναν το σύζυγο ευτυχή, εμείς, Ηπειρωτάκι μου, παντρευτήκαμε για τα πανσεδάκια, μου έλεγε, και μάλιστα
καθόλου ειρωνικά. — Σώπα πια, τη διέκοψε η Όρσα, τα ’χε ξανακούσει αυτά· με την άκρη του ματιού είδε το μισοάδειο μπουκάλι του λικέρ, τα είχε τσούξει πάλι η καθηγήτρια, που πήγαινε συχνά στο άσπρο διώροφο, για τη βαφτισιμιά της, έλεγε, αλλά κυρίως γιατί εκεί αναπολούσε τρελές στιγμές, θεωρούσε την κάμαρη της Όρσας κάτι σαν βωμό χαμένων ερώτων. Μόνο που η Όρσα, ειδικά απόψε, ήθελε να την ξεφορτωθεί, είχε ανάγκη να σκεφτεί τον Μαλταμπέ, έχανε τα δυο παιδιά της εξαιτίας του και δεν του κρατούσε κακία, την τρέλαινε η εικόνα του καθώς βυθιζόταν στον ωκεανό με τη στολή να φουσκώνει στο νερό, από το στόμα να ξεφεύγουν φυσαλίδες και το καπέλο να μουλιάζει, αλλά να μένει για κάμποσο στην επιφάνεια.
Ο
ΣΑΛΤΑΦΕΡΟΣ άρπαξε την ευκαιρία κι έκανε μια νέα κρίση στηθάγχης για να εδραιώσει την ανακωχή και να φέρει τις κόρες του πιο κοντά. Παρούσες στο ίδιο δωμάτιο, έστω και για λίγο, του έδιναν τα χάπια, η Μόσχα του διάβαζε την εφημερίδα, τα νέα που ήξεραν κιόλας οι πάντες, γιατί οι αρθρογράφοι, Σταματούδης, εκδότης-τυπογράφος, Παπαδόπουλος, γυμνασιάρχης, Σαλωνίκης, συνταξιούχος πλοίαρχος, και Λεφεντάριος, του ενταύθα παραρτήματος της Πανελληνίου Ναυτικής Ομοσπονδίας, έμεναν εκεί γύρω και ήξεραν ό,τι και οι άλλοι, όταν η Φωνή του Αιγαίου δημοσίευσε την είδηση ότι η θαλαμηγός ΑΔΕΛΦΟΙ της Ελληνικής Πολεμικής Περιθάλψεως εκόμισε από τας ΗΠΑ δεκαοχτώ ιπποειδή, τα ζώα είχαν ήδη βοσκήσει τις γαλατσίδες, τις βρωμούσες και τα αγριοβλάσταρα της μισής κοιλάδας. Διάβαζε η Μόσχα, είχε δεν είχε διάθεση, Μόσχα, Μοσχούλα, Μοσχάκι, στην άσπρη πλάτη χίλιες ελιές, για να ’χει να φιλάει ο Μαλταμπές, ο Σαλταφέρος τη θυμήθηκε νιόπαντρη, ζωηρούλα και τριγυρίστρα να της πιπιλάνε τα αυτιά οι τρελοφιλενάδες της με στιχάκια, παιδάκι μου, έλεγε από μέσα του και προσπαθούσε να την αγαπάει εξίσου, πώς να της το δείξει όμως, δεν του πήγαινε να παραστήσει τη μετανοούσα Μαγδαληνή και άφηνε τα πράγματα απείραχτα,
ανέβαλλε. Τον επισκέφθηκε κι η φιλόλογος και για πρώτη φορά έδειξε να τον συμπαθεί τόσο, αφού, λίγο πριν φύγει, τόλμησε να του πει κάτι, που λες και το ’χε σκεφτεί από χρόνια, ξεφούρνισε το αρχαίο του αυτός πάλι, κατά τη γνώμη του αναγκαίο ή αναπόφευκτο λόγω της ιδιότητας της επισκέπτριας, και η Νανά που το περίμενε επανέλαβε αργά, απήγγειλε σχεδόν τρία τέσσερα ρητά που ο καπετάνιος τα είχε ψωμοτύρι. — Με αυτά όμως, κύριε Σάββα, δεν επισφραγίζετε κάτι, ξεφεύγετε από κάτι, ας πούμε καβαλάτε ένα ρητό και απέρχεστε. — Μα τα επικαλείστε κι εσείς… — Εν γνώσει. Πάντως την εκτιμούσε κι ας είχε αρπάξει το αυτί του μια αδιακρισία της, προ ετών, ένα απόγευμα, έλεγε στη μεγάλη, το μόνο κοινό των γονέων σας είναι το ει, ο μειλίχιος κι η αμείλικτη. Στο δωμάτιο έχωναν το κεφάλι για να δουν τον πάππου με τα ίδια τους τα μάτια και τα μικρότερα εγγόνια, Άρτα, Μίμης, Μίνα, με τις μπεζ και γαλάζιες ποδιές του δημοτικού, ο μικρός Μαλταμπές με τα γερακίσια μάτια μαράζωνε για κάτι παραπάνω, συνήθως χωνόταν κάτω από το κρεβάτι του αρρώστου, τάχα για να κοιτάζεται στα μάτια με το γάτη, ποιος θα πρωτοϋπνωτίσει ποιον, και αποξεχνιόταν εκεί με τις ώρες, αλλά ο πάππους, μεγάλος πια, δεν είχε όρεξη να ξεκινήσει
νέες σοβαρές και απαιτητικές σχέσεις, άλλωστε από μια ηλικία και μετά βαραίνουν οι άνθρωποι, δεν παρακολουθούν τους νέους, ενδιαφέρονται μόνο για τους ήδη γνωστούς, τους αρκούν για το υπόλοιπο. Ο Σάββας ο νεότερος, τελευταία ουσιαστική σχέση της ζωής του, έλειπε, εφηβική αμφισβήτηση και κεραυνοβόλος έρωτας με την κόρη της Αρχοντίας Σαρρή, άφαντος όλη μέρα και διαπαντός με το τέλος του σχολικού έτους, αφού θα πήγαινε με τη Μερσίνα στην Αμερική. — Καλά είσαι, βρε, εμπρός, σήκω, του ανακοίνωσε ένα απογευματάκι ο γερο-Ρεσβάνης. Μίνα, Αννεζιώ παρούσες, πανικοβλήθηκαν με την παρότρυνση του γιατρού, η συνύπαρξη Όρσας-Μόσχας στο ίδιο δωμάτιο ήταν το μόνο παρήγορο που τους είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια. Προχωρημένη άνοιξη, η αμερικανική Ούνρα μοίραζε αντεμπρίνη και άλλα ανθελονοσιακά φάρμακα, με ευθύνη των κατά χωρίον επιτροπών συνεχιζόταν η διανομή υφασμάτων, πουλόβερ και υποδημάτων, τα φτηνά περιοδικά που απέστελλε η Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών γίνονταν ανάρπαστα, ομάδα περαστικών ταχυδακτυλουργών έδινε παραστάσεις στο καφενείο του Λουκίσσα και ο κύριος Ντίνος, εραστής του θεάτρου, έλεγε, των θεατρίνων, έλεγαν, ήταν απαρηγόρητος γιατί λόγω διάρροιας είχε χάσει και πάλι την τουρνέ της Βέμπο σε Κάιρο, Χαρτούμ, Αντίς Αμπέμπα. Ο Σαλταφέρος ξαναμπήκε στη ζωή της πόλης με το
καινούριο του κουπάκι, πάντοτε κόκκινο και εμαγιέ, αγορά επί τη αναρρώσει και τη φροντίδι της χολέρας του, και τυλιγμένος με το χοντρό ναυτικό του πανωφόρι. Περπάτησε ως το μόλο, χάζεψε το ποστάλι ΦΑΡΟΥΚ που ξεφόρτωνε λίπος, κομμένα όσπρια και γάλα σκόνη και, λίγη λίγη, ξανακέρδισε την πελαγίσια του όψη. — Πάμε στο σπίτι, έστειλε ο γιος από τη Νέα Υόρκη ένα φάκελο για σένα, αυστηρώς προσωπικό, γράφει, ο γεροΧαδούλης, στα ογδόντα, είχε βγει κι αυτός να κόψει κίνηση και να κυκλοφορήσει το αίμα στα ποδάρια του. Ο Σαλταφέρος φοβήθηκε πως η απανταχούσα από την Αμερική θα ήταν η απόφαση του Βατοκούζη να πάρει και το τρίτο παιδί της Όρσας, και πώς θα της το πω, συλλογίστηκε, έλεος πια, ποιος ξέρει τι άλλο θα μας βρει, γύρισε και είπε σκασμένος στο γέρο εφοπλιστή, αλλά δεν επρόκειτο για νέες επιπλοκές στην τραγωδία της κόρης του. Όταν μπήκαν στου Χαδούλη και πέρασαν στο γραφείο με την ασημοποίκιλτη εικόνα του Αγίου Νικολάου, τα θεόρατα πορτρέτα, τους βερνικωμένους χάρτες και τους δερματόδετους τόμους που είχαν φάει τα νιάτα του γιου, έβγαλε ο γέρος από το συρτάρι του έναν κιτρινωπό φάκελο και άφησε διακριτικά τον Σάββα μονάχο του, θα πω να μας σερβίρουν λεμονάδες, είπε και δε βιάστηκε να γυρίσει, βγήκε στο παρακούζινο, παράγγειλε, πήρε δυο πιρουνιές πρασόρυζο από το τσουκάλι, χάιδεψε τις γάτες που κοιμόντουσαν σ’ ένα τσούλι στο μπεντενάκι της αυλής, η γριά του είχε επιθυμήσει
τους καλόγερους, είχε ψωνίσει του Μοναστηριού καινούριους τετζερέδες, πρωί πρωί μπήκαν στη γραμμή για τα Καύκαρα κάπου τριάντα μουλάρια. Η γεροκόκαλη Χαδούλαινα καβαλούσε και ξεκαβαλούσε σαν αντράκι. Και δυο φορές που χάσανε βαπόρι, την ΥΔΡΟΥΣΣΑ το ’21 και το ΑΙΓΑΙΟΝ το ’23, είχε πάει η ίδια με το ζώο σε Συνετί, Μένητες, Ζαγανιάρι και Απροβάτου να ανακοινώσει τις κακές ειδήσεις. Ο Χαδούλης επέστρεψε στο γραφείο και βρήκε τον αλλοτινό αρχικαπετάνιο της εταιρείας του βαρύ, μ’ εκείνη την έκφραση που παίρνουν τα πρόσωπα των ανθρώπων που βάλλονται από αλλεπάλληλες ομοβροντίες και πλέον παραδίνονται. Στα γραφεία της Νέας Υόρκης είχε φτάσει από τον Έλληνα πρόξενο στο Μπουένος Άιρες ένα έγγραφο που πληροφορούσε ότι αναζητείται ο Σάββας Σαλταφέρος, συνταξιούχος πλοίαρχος της εταιρείας Θαλάσσιαι Μεταφοραί Γαβριήλ Χαδούλης και Τιός, δικαιούχος ενός διαμερίσματος στην αργεντίνικη πρωτεύουσα και κάτι μετρητών. Η διαδικασία τυπική, ωστόσο πρόξενος, καμιά φορά Χαδούληδες κι απαραιτήτως Σάββας είχαν ιδωθεί παλιά, όχι μια και δυο, επαγγελματικές δοσοληψίες και εκτός δουλειάς τρικούβερτες μπιροποσίες, μεζές ασάδο και Μερδίτα, Καρμενσίτα, Λολίτα, Τερεσίτα, Νεγρίτα και Τσικίτα, οι ναυτικοί ξέρουν απ’ αυτά, η Ανχελίτα Ροδρίγεζ Σαν Πέδρο λοιπόν, η Ανχελίτα-Ίτα και ο Οδυσσέας ο πανέμορφος, ο
Οδυσσέας ο γιος τους, είχαν σκοτωθεί σε ανατροπή λεωφορείου κι ο καπετάνιος τους κληρονομούσε.
Π
ΡΩΤΟΝ, κάθε βράδυ αφήνει στο μαρμαράκι του κομοδίνου μια χούφτα γιασεμιά, ακριβώς όπως η — μακαρίτισσα η γιαγιά της που το παιδί ποτέ δε γνώρισε. Δεν ξεσηκώνεται αυτό, κληρονομείται. Δεύτερον, οι δυο Μερσίνες φτυστές, διάφανο και το κορίτσι, ένα μαϊστραλάκι. Τρίτον, όταν κλαίει, παίρνει κι αυτό τους δρόμους. Άλλο. Δεν τρώει κουνέλι. Κι άλλο όμοιο σημείο, δεν έχει ταλέντο στο πιάνο, οι Βατοκούζηδες δε νιώθουν από τραγούδι και χορό. Κι ακόμα ένα. Αγαπά το άσπρο χρώμα, χιόνι, αφρό, κουφέτα, χασέδες και γλαράκια. Έλα που έχω να σου μιλήσω σοβαρά, είχε μηνύσει η Αννεζιώ της Μόσχας· η Μερσίνα είχε δει στον ύπνο της μια κυρία με άσπρο που της ζήτησε επειγόντως μια γλάστρα με άσπρη επίσης γαριφαλιά, δίχως άλλο, η γυναίκα ήταν η γιαγιά της, η μάνα του Νίκου, είχε στύψει το μυαλό της η γριά παραμάνα να συγκεντρώσει ακράδαντες αποδείξεις περί πατρότητας της Μερσίνας, είχε αδειάσει και το συρτάρι με τις ακορνίζωτες φωτογραφίες στο τραπέζι. — Κι εμείς, μωρέ, βγήκαμε ατάλαντες στο πιάνο και δεν είναι μόνο οι ημερομηνίες που βάζουν υποψίες, είναι και τα δεκαεφτά γράμματα, η Μόσχα πέταξε τους άδειους φακέλους στα γόνατα της γριάς που απαξίωσε να τους σκαλίσει, κιτρινισμένο χαρτομάνι με δυσδιάκριτες σφραγίδες
και ψαλιδισμένη πλάτη· ο Μπάλας έδινε τα γραμματόσημα στην απέναντι. Κάθονταν στην κουζίνα, η κοπέλα στριφογύριζε στο σκαμνί, η θέα από ψηλά, το Αιγαίο πέλαγος πάνω από την ψωμιέρα και η χρυσή αμμουδιά Παραπορτίου πάνω από ένα λεκανάκι με μια ψησιά φασολάκια, τα φασολάκια σπάνε με αχ, που έλεγε η Όρσα, τα φασολάκια σπάνε με αχ. Της ήρθε να κλάψει, συνειδητοποίησε πόσο ήταν παγιδευμένη στα ευτελή της επιχειρήματα. Τι στα κομμάτια την έσπρωξε να πληγώνει τόσο την Αννεζιώ που μέσα στο πελώριο διώροφο είχε κατοικήσει στο πιο μικρό καμαράκι, αιώνιο υπηρετικό προσωπικό άφαντων αφεντάδων, που τους διατηρούσε το αρχοντικό ως είχε και τα φυτά ακριβώς όπως τα επιθυμούσε κάποτε η κυρά, γαλλική πρόσοψη, φτέρες, ωραίο φύλλο και λόγχες στο σκιερό διάδρομο που οδηγούσε στην πίσω αυλή και στα γλαστράκια της σέρας γαριδάκι, αραχνάκι, κεράκι, βαμβακούλες, περούκα, μαυρομάτα και η άσπρη γαριφαλιά, στραπατσαρισμένη από επίσκεψη του γάτη της Σαλταφέραινας. — Γιατί δεν πας κι εσύ στην Αμερική κοντά στον Αντώνη ή στον Νίκο να τον βοηθήσεις και στα παιδιά; ρώτησε η Μόσχα. — Αυτό ήταν δουλειά της Όρσας, αλλά πού. Δε μου το πρότεινε πάντως. Κατά βάθος θέλει να ’χω λίγο το νου μου στην αδερφή σου, αν κι αυτή δεν πλησιάζεται πια, έκανε μια
παύση η Αννεζιώ και αρκετά περήφανη δήλωσε πως αν κι η Αμερική της άρπαξε τα δυο παλικάρια, η Άνδρος παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, υπήρχε απόθεμα μια ολόκληρη πόλη δυόμισι χιλιάδων κατοίκων που στα εβδομήντα πέντε της γνώριζε τους μισούς με πλήρες ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, μητρώνυμο, φρονήματα, κι όσο για τους άλλους μισούς, από τη φυσιογνωμία και την περπατησιά μπορούσε να υπολογίσει ποιας οικογένειας φύτρα ήταν ο καθένας. Η Αμερική είχε τελειώσει για κείνην, δεν είχε επιθυμία να την ξανακοιτάξει, είχε ήδη μπει στο Μουσείο τους, είχε δει γυναίκα διευθύντρια εργοστασίου καθισμάτων μαύρο να τρώει μπακλαβά και τρεις Κινέζες να κάνουν περμανάντ που δεν τους πήγαινε καθόλου και τον μάλωσε το γιο της που άφησε τις πελάτισσες του κομμωτηρίου σε πλάνη. Το μόνο που της άρεσε ήταν οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Ήταν γνωστό σε όλους ότι κάθε Κυριακή μεσημέρι, μετά τα μνημόσυνα, πλήρωνε τον μοναδικό οδηγό ταξί της πόλης να τη γυροφέρνει με το αμάξι του μέχρι τις Τρεις Εκκλησιές. — Επιτέλους ρέγκες και βακαλάος στο Γαύρειο, δήλωσε, όχι ότι αυτό την ενδιέφερε τέτοιες ώρες, σκεφτόταν συνεχώς τον Νίκο, πότε έτσι και πότε αλλιώς, σπουδαστή και κατόπιν σε μπάρκους της Μαύρης Θάλασσας, που την κακομάθαινε με πικάντικες λιχουδιές, λακέρδες, τσίρους, τυρί ροκφόρ και σαλάμι Πράγας. Και η παλιά δασκάλα πιάνου του νησιού, η Κέλλυ, με πέντε εγγόνια, πελώρια πισινά, αχνό μουστακάκι, μαλλί κοτετσόσυρμα και πολύ χρυσαφικό, παρέδιδε στον
Νίκο Τσαϊκόφσκι, και πάνω στο πιάνο είχε πιατάκι με αντζούγες και τουρσιά, δε διέθετε εμφάνιση και χούγια καλλιτέχνιδος περιωπής σαν την Εξαδακτύλου, που, προς γενική ανακούφιση, τη διαδέχτηκε, εξαϋλωμένη και άτυχη στη ζωή της, ό,τι έπρεπε για πιανίστρια. Η Μόσχα κοίταξε τις φωτογραφίες, η κυρία Κέλλυ τετράπαχη και κεφάτη αγκάλιαζε το παιδί, το πιάνο μόνο του, διάφορα βαπόρια, ο καπετάνιος σούζα δίπλα σε αγάλματα που λες και τον ζήλευαν, αξιοθέατα και καζίνα, η μακαρίτισσα η Μερσίνα, που δεν πρόλαβε να ευεργετηθεί από την ανακάλυψη της πενικιλίνης, φίνα και φωτογενής πολύ, τα μάτια, τα μάγουλα κι οι σκάλες των μαλλιών της έβγαζαν ανταύγειες που διασταυρώνονταν, όπως στο παιχνίδι με τις ηλιαχτίδες και τα καθρεφτάκια. Η ίδια φωτογραφία υπήρχε και στη σάλα της αδερφής της, είχε καιρό να πατήσει εκεί μέσα. — Λοιπόν. Εγώ που υποστηρίζω τον Βατοκούζη κι όχι τον Μαλταμπέ, τους αδικείς σου λέω όλους, και το συχωρεμένο τον άντρα σου και την αδερφή και το γαμπρό σου. Να το το Μερσινάκι, βάλε δίπλα δίπλα τις φωτογραφίες, ίδια μούτρα και ολόιδια μαύρη μοίρα. — Και τα γράμματα; — Αυτός ο φτωχοδιάβολος ο Μπάλας δε μας τυράννησε ζωντανός και τα κατάφερε πεθαμένος. Ξέχνα τα. Θάψ’ τα. Έξι παιδιά υπάρχουν και προέχουν, μην υποστούν από τις μανάδες τους ό,τι κι εσείς από τη δικιά σας.
— Αυτή σ’ έβαλε να με πιάσεις; — Όχι, στα κόκαλα της συχωρεμένης, μπορεί να είμαι δούλα εκ γενετής, αλλά δε σηκώνω εντολές από τη Σαλταφέραινα, χάλασε πολλά αυτή. Η Μόσχα όλο αυτό τον καιρό απέφευγε να προβλέψει πού θα κατέληγε η υπόθεση, πεισματικά περίμενε απαντήσεις και παρέμενε θεατής, δεν πίστευε με τίποτα ότι η Όρσα αγαπούσε απελπισμένα και βουβά τον Σπύρο επί δεκαεφτά χρόνια κι ότι ο δεσμός τους ήταν νεανικός, όπως ο δικός της με τον Εγγλέζο, που τον είχε ολωσδιόλου ξεπεράσει και ξεχάσει, μια μουρίτσα αμάγουλη κι αχνή. — Ας μου δώσει να διαβάσω τα γράμματα, το έχω ανάγκη, δεν είναι μόνο που συνέβησαν ίσως πολλά πίσω από την πλάτη μου, θέλω να ξέρω αν και πόσο με ερωτεύτηκε ο άντρας μου, εσύ Αννεζιώ, για να βγάλεις συμπεράσματα συγκρίνεις φωτογραφίες, εγώ θα συγκρίνω λόγια, αυτά που της έγραφε κι αυτά που μου έλεγε. Τα τζάμια κλειστά λόγω γαρμπή και η κουζίνα μ’ εκείνη την ειδική μυρωδιά που έχουν οι κουζίνες των γερόντων, ένα καπακωμένο πιάτο με ό,τι είχε περισσέψει από το μεσημεριανό συν τις καφέ ραγισματιές στην πορσελάνη, στα ράφια σκεύη αχρησιμοποίητα από χρόνια, στη γούρνα του νεροχύτη το σαπούνι λιωμένο, ένα κουκί πια, και το νερό που μύριζε λες και είχε παλιώσει· η Μόσχα δεν είχε τι άλλο να κουβεντιάσει, σηκώθηκε και τριγύρισε λιγάκι στα δωμάτια του σπιτιού που η αδερφή της είχε επανειλημμένα απορρίψει,
βαρύτιμα πατρογονικά έπιπλα στολισμένα με υπέροχα άχρηστα δώρα, παγοπέδιλα, μπαστούνια του γκολφ, καλάμια και φτερωτά αγκίστρια για το ψάρεμα της πέστροφας και του σολομού στα αμερικάνικα ποτάμια, ένα καπέλο σαφάρι και πάνω από το πιάνο σε ξύλινη βάση τα κέρατα αρσενικού ελαφιού, τώρα μάλιστα, σκέφτηκε και στάθηκε να χαζεύει από μακριά, από το βάθος του διαδρόμου, την κουζίνα, όπου η Αννεζιώ εξασκημένη τακτοποιούσε τις φωτογραφίες όπως οι χαρτοπαίκτες τα τραπουλόχαρτα.
Η
ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΕΡΗ τοποθεσία γι’ αυτό που είχαν στο νου ήταν τα Πίσω Γιάλια, μακριά από θεατές, τοπίο που εγκαθίσταται στην καρδιά και στην ψυχή και τις αλλάζει. Κίτρινη παραλία, πεντακόσια μέτρα μάκρος κι εκατόν πενήντα πλάτος, ξερά χορταρένια παπλωματάκια, αχνιστά στη μεσημεριάτικη κάψα, μικρές αμμουδιές που ξαπλώνουν σε μπαλκόνια και γεμίζουν τους αμφιθεατρικούς λόφους και τις κορφές τις ίδιες της λοφοσειράς. Κι αφού η αμμουδιά ανεβαίνει στον ουρανό, γιατί να μη σκάνε εκεί και τα κύματα; Μισόκλεισε τα βλέφαρα, κολλημένα και βαριά από τα ξεραμένα αλάτια, τα χρώματα τρεμούλιασαν, ο ήλιος τον κάρφωσε με χίλιες λάμες και είδε αφρούς λευκούς πασπαλισμένους με φύκια ψιλοκομμένα σαν μαρουλοσαλάτα να ξεχύνονται αλμυροί από την κορφή του βουνού και να καταβρέχουν ολόγυρα το αλουμινένιο μεσημέρι. Ακούσε το τσιτσίρισμα από την εξάτμιση, μούδιασε και γύρισε στο άλλο πλευρό, δεν έβλεπε πια βουνά να σιγοβράζουν, είδε το μπλε νερό, χρώμα ψυχρό από μόνο του και η δροσιά από τα μάτια κατέβηκε γρήγορα σε όλο του το κορμί. Ανατρίχιασε. Λίγο πριν είχαν κάνει για πρώτη τους φορά έρωτα, η Μαρίνα φορούσε μόνο το πουκαμισάκι της, ο Σάββας παρομοίως, είναι που φιλιόντουσαν ακατάπαυστα και
κοιτάζονταν στα μάτια, τα τέσσερα μαύρα μάτια, και με τις μπλούζες δεν ντρέπονταν και τόσο, ενώ ήταν ξεβράκωτοι, τα κορμιά τους από τη μέση και κάτω δε βαστιόντουσαν με τίποτα, κολλούσαν σαν μαγνήτες και σπαρταρούσαν απανωτά. Τα ρούχα τους πεταμένα δίπλα, η κιλότα της Μαρίνας έπλεε μουλιασμένη και κάτι μικρές φιλομαθείς σαύρες περιεργάζονταν τις δυο σχολικές σάκες. Τελευταία μέρα μαθημάτων, ο Νίκος Βατοκούζης, που επιχειρηματικές εκκρεμότητες τον κρατούσαν πέντε μήνες στον Πειραιά και καθώς η Όρσα δεν άλλαζε γνώμη, δώστου και παρέτεινε τα επαγγελματικά, τα είχε πια τακτοποιήσει κι ήρθε για να πάρει τα δυο μεγάλα παιδιά στην Αμερική. Η πόλη παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, σαν να μη συμφωνούσαν ή έστω να μην περίμεναν από τον Βατοκούζη με το λεπτό χαρακτήρα να πάρει από τη μάνα τα παιδιά της, κι ο ίδιος απορούσε γιατί συνέχιζε αυτό το μπλέξιμο που δεν το είχε ξεκινήσει από εκδικητική διάθεση, αν και για καιρό ήταν άλλος άνθρωπος, μάλλον ήταν ένα τέχνασμα, με δόλωμα τα παιδιά, για να αποσπάσει την Όρσα από το νησί, να τη γλυτώσει, και να κάνουν μια καινούρια αρχή μακριά. Το σχέδιο είχε πια προωθηθεί, είχε νοικιάσει διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, είχε βρει κολέγια, οικονόμο, συμβόλαια τροφοδοσίας πλοίων τον περίμεναν επειγόντως, μια διαδρομή χωρίς επιστροφή και τόσες δεσμεύσεις και συναισθηματικές εμπλοκές, που γεννούσαν μόνο λάθος αποφάσεις, τη μια μετά την άλλη. Η Αννεζιώ πάντως του το
επισήμανε, ξανασκέψου τα, τον καταρράκωνε και η γενική κακουχία της Όρσας, το δέρμα της ξεφτούσε, τα νύχια της έσπαζαν και τα μαλλιά της μαδούσαν, στα μαξιλάρια και στα μπράτσα των καναπέδων, παντού, υπήρχαν κουβαριασμένες και κολλημένες ενάμισι μέτρο μακριές τρίχες που τροποποιούσαν τα σχέδια και τις αποχρώσεις των υφασμάτων και των κεντημάτων. Την τελευταία νύχτα πριν από την αναχώρηση κι αφού φύγανε τα σόγια και οι λοιποί, ζήτησε να της δώσουν τα παιδιά της στο κρεβάτι, ξαπλώσανε, η Μερσίνα δεξιά και ο Σάββας αριστερά της, είμαι αδύναμη και δεν μπορώ να ακολουθήσω, ίσως αργότερα, μόλις τελειώσει και η Άρτα το δημοτικό, τους είπε, ξέρανε ότι ήταν ανέφικτο, αλλά, πολύ γενναίοι και οι τρεις, έλεγαν μέχρι το πρωί ψέματα κι έτσι δεν κλάψανε. Η Όρσα είχε ετοιμάσει για τον Σάββα ένα τετράδιο όπου σε ξεχωριστές σελίδες αποτύπωνε την εικόνα, αλλού ανοιξιάτικη, αλλού θερινή ή ανεμόδαρτη, ανδριώτικων τοπίων, δεν είμαι τόσο παρατηρητική όσο ο μπαμπάς σου κι εσύ, αγόρι μου. Αυτό είναι αλήθεια, σκέφτηκε ο Σάββας πικρόχολα, ωστόσο η μάνα του πάντα έβλεπε κάτι που κανένας άλλος δε θα το πρόσεχε, άνοιξε το τετράδιο και το ξεφύλλισε βιαστικά, Γερακώνες, Διποτάματα, Πύργος Μουβελά, Ακοή Λαμύρων, Τουρλίτης, Λίδι, Πιθάρα, Πίσω Γιάλια. Τοπίο Μαρίνα Σαρρή, ό,τι εκλεκτότερο στην Άνδρο, δεν υπήρχε· στα δεκαεφτά του ο νεαρός, ηλικία εντελώς
απρόσφορη για να παραδεχτεί πόσο οριστικά είχε δεθεί με το γενέθλιο τόπο, μάλιστα μέσα του την κορόιδεψε λίγο τη μάνα του γι’ αυτό το γλυκανάλατο σουβενίρ και διάβασε δυο φορές την τελευταία περιγραφή, του μεταπολεμικού Γαυρείου, μισόγκρεμος ανεμόμυλος στη βάρδια, ηρώο με πεσμένα κιγκλιδώματα, έρημο ταμπάκικο πάνω στην αμμουδιά και καθισμένο στα ρηχά το μισοκαμένο βαπόρι. Ένα ρημαγμένο Γαύρειο ήταν και το κορμί της, την ένιωθε κολλητά δίπλα του και τον κυρίευε απόγνωση που όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, έμεναν θεατές της συρρίκνωσης της μάνας του ως το τελικό μηδέν, τρόμαζε, μα ήθελε κιόλας να την ακουμπά και να την αγγίζει στους ώμους, στα γόνατα, στο στέρνο, να υπολογίζει πόση έλειπε, η περισσότερη μάνα του είχε χαθεί, είχε μείνει πια πολύ λίγη. Ανεμολόγιο, συμπλοΐα, μπουγάζι, άλμπουρο, Βέγας, ατμήρης ναυτιλία, θαλασσοπορία, βατσιμάνης, ντουκουμάνης, ήταν λέξεις που το αγόρι έχωνε σε φράσεις που έστηνε επίτηδες, η μάνα του αποθησαύριζε σε χαρτάκια, μπλοκάκια και στη ράχη των καρτ ποστάλ αγαπημένες εύηχες ναυτικές λέξεις και ο Σάββας, με τρόπο αδέξιο και συνάμα σπαρακτικό, χάριζε τα δώρα του στην Όρσα. Για τη Μερσίνα, Αννεζιώ και Μίνα είχαν ετοιμάσει μπαούλα με μεταξωτά, μες στην κακομοιριασμένη την κατοχή η Σαλταφέραινα έστηνε και κάνα καρτέρι στους νεαρούς που τραβούσαν δεκαοχτώ ώρες ποδαρόδρομο στ’
αρβανιτοχώρια ν’ ανταλλάξουν προίκες με αρακά, ξεδιάλεγε τις πιο λεπτοδουλεμένες δαντέλες και τα πιο καλοκαμωμένα κεντητά και τ’ αντικαθιστούσε με δευτεράντζες· να λοιπόν τρία ξέχειλα μπαούλα για την εγγονή, ούτε γραμμή για το γαμπρό να κινούσε, η Νανά είχε επιμεληθεί ένα λεύκωμα με αφιερώσεις από όλες τις συμμαθήτριες της μικρής, η Όρσα της είχε καθαρογράψει παραμύθια, θρύλους και αινίγματα που της έλεγε παλιά για νανούρισμα ή για να φάει το αυγό της, Λουγκάτηδες, Γκίγκαινα, ιστιοφόρο ΠΑΛΑΤΙΝΟΣ, πενήντα πενηντάφυλλο, εφτά φορές εφτάφυλλο και μέσα στο εφτάφυλλο είναι ένα τριαντάφυλλο, τι είναι; ξαναρώτησε λιγάκι ανόητα και αμήχανα την κόρη της, αλλά η Μερσίνα ούτε που την άκουσε, τινάχτηκε σαν σπαράκι, άνοιξε την τσάντα της μάνας της και σαν θαυματοποιός έβγαλε τα τρία θαλασσοφαγωμένα κουτάλια, δε ρώτησε τι γυρεύουν εδώ ή μήπως είναι φυλαχτά, σαν να τα είχε κρυφοκοιτάξει και κρυφοαγγίξει πολλές φορές, έδειξε το ένα με το ζεβλωμένο χεράκι. — Να σ’ το πάρω; τη ρώτησε. — Και βέβαια, πουλάκι μου, απάντησε η Όρσα, και βέβαια.
Σ
ΕΒΑΣΤΗ MOΥ NONA, Σε κορυφή του Ολύμπου, δύο χιλιάδες εξακόσια πενήντα μέτρα υψόμετρο και την ώρα που μαζωμένοι όλοι χαζεύαμε τα κομμένα κεφάλια μερικών ψευτοκαπεταναίων αναρχοκομμουνιστών, ο ταχυδρόμος μου παρέδωσε την επιταγήν σας και δεν μπορείτε να φανταστείτε τι τρομερή ευχαρίστηση αισθάνθηκα, Ηρακλής Μπόνης, Σ.Τ.Γ. 912. Η Μόσχα ζήτησε το γράμμα από τη Νανά και το ξαναδιάβασε από μέσα της μια δυο φορές, απορροφημένη στα του σπιτιού, είχε μείνει πίσω στα του κόσμου, που μόνο απαρατήρητα δεν μπορούσαν να περάσουν, η Ελλάδα εκείνη την εποχή ζούσε πρωτοφανείς καταστάσεις, έναν εμφύλιο πόλεμο, αδέρφια σε αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα κοπανιόντουσαν, ο Αλέκος, ο βαφτισιμιός του γέρου της, είχε μπλέξει με τον διαβόητο Αμπατιέλο, είχε εξελιχθεί σε ψυχωμένο συνδικαλιστή που στα ξένα λιμάνια έκανε τα βαπόρια ό,τι ήθελε, αν και ο ίδιος δεν είχε ποτέ ούτε δίμετρο βαρκάκι, οι του τυπογραφείου, ο μαθηματικός της Χριστίνας, ο Ευτύχης ο ηλεκτρολόγος και η β΄ εξαδέλφη Αρχοντία έδιναν δίκιο στους αριστερούς, το ζεύγος Ρεσβάνη, ο παιδίατρος Σαραβάνος, ο Αρίστος ο μπακάλης, ο κουρέας κι η καπάτσα η Τάσα, απέναντι, στους άλλους, η χήρα του Νικηφόρου και η Μούραινα, εντελώς μπεκρού πια,
παρομοίως, αν και μόλις έμαθε πως το ανίψι της, μικρός αδερφός εκείνου του φουκαρά του Τάκη που τον είχε χτυπήσει η νευρασθένεια της θάλασσας, κακότυχο κι αυτό, θα δικαζόταν ως κατάσκοπος, κατάσκοπος ο Γιαννιός, μάζεψε τα μισερά της γόνατα κι έφυγε σαν τρελή για την Αθήνα να του παρασταθεί του χαζού στο Στρατοδικείο, και κάτι κατάφερε, κίνησε γη και ουρανό, κάτι κατάφερε. Να σου όμως και αυτό το θλιβερό αγοράκι, Ηρακλής κιόλας, που είχε νονούς φιλολόγους, αλλά ήταν τούβλο, στα είκοσι ένα του έγραφε τέτοια· είχαν μαζευτεί στης Εξαδακτύλου αυτή τη φορά και μετά τα προκαταρκτικά, επιφωνήματα θαυμασμού για τον πόθο που καταπρασίνιζε ντουβάρια και ταβάνι της τραπεζαρίας, για τις σαράντα τόσες μπιγκόνιες της σέρας και τα τοποθετημένα ανάμεσα στους εύθραυστους μίσχους κλουβιά με καρδερίνες και κανάρες, είχαν προσγειωθεί κατευθείαν στην πραγματικότητα με το γράμμα του νεαρού που είχε συντρίψει τη Νανά, όχι επειδή ήταν αριστερή, αυτό ποτέ, ευτυχώς που δεν ψηφίζουμε οι γυναίκες, έλεγε, αλλά ως άτεκνη υπολόγιζε να καταστήσει κληρονόμο της αυτό το μακρινό ανιψιό και αναδεξιμιό, ψευδαίσθηση απογόνου, και μπορεί να μην έσκαγε για τα μπουφεδάκια της, οι συλλογές όμως των καρτ ποστάλ με τις καλλιγραφημένες λεζάντες και τους στίχους, ένας ολάκερος κόσμος, στα χέρια του Ηρακλή θα πήγαιναν στράφι. Η Εξαδακτύλου δε δεχόταν συχνά, είχε κατάκοιτη τη μάνα της που η άνοια και η γεροντική μελαγχολία την είχαν κάνει
επιθετική κι εκείνη τη μέρα τις διαολόστειλε, Πορτογέζες καραπουτάνες, από τίποτε ασυγχώρητα υπόλοιπα φαίνεται του μουρντάρη μακαρίτη, αλλά και η υπηρέτρια, η ετοιμόρροπη γιαγιούλα, πασίγνωστη άλλοτε για το τέλειο πουδράρισμα των κουραμπιέδων, είχε κι αυτή αρχίσει να ξεχνάει, σερβίρισε καφεδάκι και γλυκό βύσσινο τρεις φορές. Δεν κουβέντιαζαν ένα θέμα, πετούσαν σκόρπια νέα καθισμένες σε κύκλο, η πιανίστρια, η Μόσχα, η Νανά και η Κατερίνα που η βύθιση τις προάλλες, στις είκοσι Ιανουάριου, της ΧΙΜΑΡΑΣ με τα τόσα θύματα την είχε τσακίσει, ένιωθε παγιδευμένη μέσα στα αναρίθμητα ναυάγια, παράτα τα, της έλεγε η Μόσχα και ήθελε να σταματήσει να τα κεντάει, λυπόταν όμως ν’ αφήσει παραπονούμενες ψυχές, άλλο ένα, το τελευταίο, έλεγε κάθε φορά, και ιδού τώρα η ΧΙΜΑΡΑ που γέμισε πτώματα το στενό του Καφηρέα και τον Ευβοικό, η παλίρροια και η άμπωτη ταξίδευαν πάνω κάτω τους πνιγμένους και τα πλοία της γραμμής, επί μέρες, ψάρευαν πρησμένα κορμιά. — Τι θα παίξεις στο χορό υπέρ των Μαχομένων; ρώτησε η Νανά την Εξαδακτύλου, είχαν αφηνιάσει όλοι με απανωτούς χορούς και εράνους της Ελληνικής Μερίμνης διά τους Ακρίτας, οι μισοί Έλληνες σφάζονταν στις απόκρημνες βουνοκορφές κι οι άλλοι μισοί έπαιζαν θέατρα και χόρευαν υπέρ των Μαχομένων, ένα τρελό πράγμα πια. Η Μόσχα είχε γείρει λιγάκι στον ώμο της Κατερίνας, δεν είχε κανένα κέφι, εκείνο ειδικά το απόγευμα, να αποφασίσει
εάν ήταν βασιλόφρων, δημοκρατική ή κατακόκκινη· αυτός ο μπουνταλάς ο Ηρακλής με μια τσαπιά είχε σπάσει το στήθος της, σάματι σπίτι τους δεν είχαν κανονικό εμφύλιο, η Όρσα κι η ίδια έστηναν ενέδρες σε ισόγειο και πρώτο όροφο. Καληνύχτισε νωρίτερα από τις άλλες και μόλις μπήκε στην κουζίνα της, ανέβηκε η Άρτα και της έδωσε κάτι, από τη μαμά, ένα κουτί πούρα, πού τα βρήκε, αναρωτήθηκε η Μόσχα, αλλά φαίνεται πως εκείνη η Παρασκευή ήταν η μέρα των επιστολών γιατί μέσα στο ξύλινο κουτάκι βρίσκονταν τα δεκαεφτά γράμματα του Μαλταμπέ προς την Όρσα. Φοβήθηκε, δεν ήταν σίγουρη ότι άντεχε να τα διαβάσει. Κι αν με την ανάγνωση χειροτέρευε κι άλλο η κατάσταση; αναρωτήθηκε. Τα χαρτιά ήταν πολύ λεπτά και κιτρινισμένα, η μελάνη είχε γίνει καφετιά, άγγιξε κάποιες σκόρπιες λέξεις, Σουραμπάγια, καρυδάτος άνθρακας, γοργονάκι μου, αρρωστοφαγιά και κρασανάγκη, γύρισε δυο τρία φύλλα, λίγες λέξεις ακόμη, άπνοια, φιλί, τσιγάρα, η Μόσχα άναψε κι αυτή ένα, ξεφύλλισε, και προς το τέλος, Ορσούλα μου από δω, Ορσαλάκι μου από κει. Τι κάνουνε τώρα, αναρωτήθηκε με κόπο κι ένα ντουπ στα σωθικά, έκλεβε λέξεις που δεν της ανήκαν, άδειασε το μεγάλο τραπέζι από τη φρουτιέρα, τα σταχτοδοχεία και το βάζο με τους χειμωνανθούς και με προσοχή αράδιασε τα δεκαεφτά γράμματα κατά χρονολογική σειρά. Ξανακοίταξε τις ημερομηνίες που ο Σπύρος σημείωνε στις κόλες αλληλογραφίας επάνω δεξιά, Τσιταγκόγκ 27 Σεπτεμβρίου 1929, εν πλω 1η Οκτωβρίου 1929, Καλκούτα 7
Οκτωβρίου 1929, Σουραμπάγια 17 Οκτωβρίου 1929, εν πλω 25 Οκτωβρίου 1929, Βασόρα 26 Οκτωβρίου 1929, Βασόρα 28 Οκτωβρίου 1929, εν πλω 7 Νοεμβρίου 1929, εν πλω 11 Νοεμβρίου 1929, Λορέντζο Μαρκέζ 21 Νοεμβρίου 1929, εν πλω 23 Νοεμβρίου 1929, εν πλω 7 Δεκεμβρίου 1929, μέρα των γενεθλίων του, Μπέγκο 25 Δεκεμβρίου 1929, Σουέρτε 5 Ιανουαρίου 1930, εν πλω 24 Ιανουαρίου 1930, εν πλω 22 Φεβρουάριου 1930, Σουραμπάγια 20 Μαρτίου 1930. Και οι δεκαεφτά επιστολές είχαν ταχυδρομηθεί πριν από το δικό της αρραβώνα και γάμο με τον Σπύρο, κάτι που δεν είχε περάσει ως τότε από το μυαλό της, το αίμα πάφλαζε στις φλέβες της, Σουραμπάγια, ψιθύριζε και ξανά, Σουραμπάγια, Σουραμπάγια, πολλές φορές, ίσως και δέκα, κι ενώ έπρεπε να επιστρέψει αμέσως το κουτί στο ισόγειο, έκατσε όλη νύχτα και αποκρυπτογραφούσε τα ορνιθοσκαλίσματα του Σπύρου με τους παράταιρους τόνους, ο κάκιστος των μαθητών που είχαν περάσει από τα αντριώτικα θρανία, είχε σπάσει τα μισά και τα τετράδιά του ήταν γεμάτα λαδιές· ανύπαρκτα τα επιλήψιμα λοιπόν, από πουθενά δεν έβγαινε ότι ο Σπύρος κι η Όρσα είχαν τότε κάτι το ανεπανάληπτο, αναγνώρισε μάλιστα δυο τρεις φράσεις που σχεδόν αυτούσιες τις είχε γράψει κι αυτηνής, ερωτικές φράσεις, μου λείπει η μυρωδιά και τα φρεσκολουσμένα σου μαλλιά, κι αλλού, θα σου δαγκάσω τα χείλη να μάθεις, η προσφώνηση μετά, Ορσούλα και Ορσαλάκι, όπως Μοσχούλα και Μοσχάκι, και βέβαια τα μισά και πάνω γράμματα ήταν γεμάτα θυμό και πατημένο
αντρικό εγωισμό για το γάμο με τον Βατοκούζη, καλούσε την αδερφή της να τον παρατήσει και να κλεφτούνε στην άλλη άκρη του κόσμου και λύσσαγε σαν παιδάκι που η παντρεμένη Όρσα δεν απαντούσε καν, φιλάει καλύτερα από μένα ο συφιλιάρης, τη ρωτούσε, και, παρακάλα να μη σου κάτσει ο σπόρος του. Βεβαίως κάτι τέτοια ταιριάζανε σε κακομαθημένο και κακοήθη γυναικά και όχι σε ήρωα, ο καημένος ο Σπύρος τα κατάφερνε πολύ καλύτερα στις παραγράφους για τα νερά, η ευρηματικότατα και ο ποιητικός του οίστρος γίνονταν κείμενο ουράνιο, καμιά φορά κλαίω σαν μωρό με το ηλιοβασίλεμα στον Κίτρινο Ποταμό, έγραφε, μέχρι και η λασπουριά αστράφτει και το σκοτάδι ορμάει πυρωμένο, ή, όποιος δει το φεγγάρι στην άσπρη νύχτα της Θάλασσας των Κοραλλιών αποκλείεται να βγάλει από πάνω του το ναυτικό σακάκι, αιχμάλωτος του ωκεανού, μαγεύεται διά βίου. Ποια λοιπόν τον αγάπησε πιο πολύ, η Όρσα ή εγώ, αναρωτήθηκε για πρώτη φορά γι’ αυτό τον άντρα που με τόση έπαρση αρνήθηκε τη διάσωση και εξαφανίστηκε με το πλοίο του. Εκείνος πάλι, μήπως αγαπούσε τη θάλασσα πάνω απ’ όλους; Ή μήπως πέθανε για να μην αναγκαστεί με τη λήξη του πολέμου να διαλέξει; Η Μόσχα ήξερε πως ποτέ δε θα έπαιρνε σίγουρες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, έτσι συμβαίνει στη ζωή, δεν ξεκαθαρίζουνε και όλα, οι άνθρωποι όμως καταφέρνουν και πορεύονται στα παρακάτω κεφάλαια. Με τη λέξη της βραδιάς, Σουραμπάγια, να της ξεφεύγει
από τα χείλη σιγανά κι απανωτά και να της κρατάει συντροφιά, τακτοποίησε τα γράμματα στο κουτί των πούρων κι έκατσε να κάνει κάνα δυο τσιγάρα ακόμα κοιτώντας στον τοίχο τις κορνιζωμένες ευχαριστήριες επιστολές από ναύτες αρμενιστές και πυροβολητές και αρχικελευστές σηματωρούς, πάνω από διακόσιους ναυαγούς είχε περισυλλέξει ο captainghost, δεν ξεχνιέται ποτέ κάτι τέτοιο, σκέφτηκε η Μόσχα, το στομάχι της τη μαχαίρωσε, το στόμα της πλημμύρισε από πικρά υγρά, και ο Σπύρος, κούκλος και μακρινός, με κάτι αλήτικο και απολλώνειο, καθόταν του καλού καιρού στην κορνίζα του μόνος, κι όμως ο κύριος έδειχνε απολύτως αυτάρκης.
Ο
ΓΕΡΟ-ΡΕΣΒΑΝΗΣ, αφού πέθαιναν οι ασθενείς, είχε όλο τον καιρό μέχρι τα σαράντα να κάνει σωστή διάγνωση, στα νιάτα του, πρώτα είχε θάψει νεότατη τη μάνα του Βατοκούζη και κατόπιν βρήκε ότι η γυναίκα πήγε από υπογλυκαιμικό σοκ επειδή δεν της χορήγησε ενδοφλεβίως υπερτονικό διάλυμα σταφυλοσακχάρου, αντιθέτως σε μια διαβητική μεσόκοπη στο Κουρέλι πήγε μουσαφίρης και της βαστούσε πάστες, τετέλεσται κι αυτή, για ένα τραύμα στο γόνατο είχε χάσει τζάμπα κι εκείνο τον πολύτεκνο λεμβούχο από το Νειμποριό, η Σαλταφέραινα απελπίστηκε να αναμένει βελτίωση με τα βιταμινούχα σκευάσματα και το αηδιαστικό νορβηγικό μουρουνέλαιο, ενδιαμέσως ενοχλούσε και κάθε γιατρό, μαιευτήρα, ωτορινολαρυγγολόγο ή δερματολόγο που ερχόταν στο νησί να προσφέρει τις υπηρεσίες του για καμιά βδομάδα, είχε λοιπόν τελικά δικτυωθεί με αγίους, Έλληνες και Ρωμαίους, τους Μικρασιάτες παθολόγους Αγίους Αναργύρους, πρώτη Νοεμβρίου, τους Ρωμαίους Αγίους Αναργύρους πρώτη Ιουλίου, την Αγία Βαρβάρα που βαστάει το χόρτο που κατεβάζει τον πυρετό και διώχνει τα εξανθηματικά νοσήματα, τον Άγιο Σπυρίδωνα ειδικό για τα αυτιά, την Αγία Παρασκευή για τα μάτια, τον Άγιο Αντύπα για τα δόντια, τον Άγιο Παντελεήμονα γενικό γιατρό. Η Όρσα κουνιόταν στη βιεννέζικη πολυθρόνα που της είχε
δωρίσει η Νανά, απιθωμένη σε δυο τρία μαξιλαράκια για πιο μαλακά, κοιτούσε ένα γαλαζομπλέ όρθιο παραλληλόγραμμο, ουρανό και Αιγαίο, από το παράθυρό της, έλεγε και καμιά ιστορία στην Άρτα, που δεν πολυπλησίαζε πάντως τη μάνα της, δυο κουταλιές πουρέ, δυο ρουφηξιές ζωμό από πικροράδικα ή ένα κουπάκι νερόσουπα κι αυτό ήταν όλο. Κάποτε όλοι συμφωνούσαν ότι της έλειπαν δέκα πόντοι μπόι για να ’ναι σωστή Αφροδίτη της Μήλου, τώρα ένα σκιάχτρο. Το ραδιόφωνο στην κάμαρή της μονίμως στην πρίζα σε χαμηλή ένταση, άκουγε τραγούδια, ό,τι τύχαινε, ειδήσεις, ό,τι τύχαινε, και τα τοπικά δελτία που εξέδιδε η Αννεζιώ στη φανατική της προσπάθεια να δώσει ζωή στην κυρά της και να στείλει σήμα στον Βατοκούζη που περίμενε. Ήρθε η δεύτερη καμπάνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που την είχανε ταξιδέψει στην Αθήνα για επισκευή από το βομβαρδισμό, ψοφάνε οι όρνιθες, αλλά η αγορά γέμισε φτηνούς αστακούς προς δεκαοχτώ με είκοσι χιλιάδες δραχμές η οκά, στο καφενείο ο αθηναίικος θίασος του Γαϊτανάκη παίζει την «Ωραία του Πέραν», οι πρόσκοποι κάνουν χοροεσπερίδα υπέρ των Μαχομένων, οι εφοπλιστές με τα αμερικάνικα λίμπερτι αναπιάνουν τους χαμένους στόλους, τριάντα Αγγλίδες πήραν ναυτικό φυλλάδιο και υπηρετούν σε δύο βαπόρια με δύσκολα ονόματα, της μιλούσε και της έτριβε τα γαμπάκια και το σβέρκο με λίγη κολόνια να ξεπιαστεί, κι η Όρσα αφηνόταν στην αγάπη της και ανταπέδιδε με φευγαλέα φιλάκια στα χέρια της γερόντισσας.
Σε μια τέτοια στιγμή τις πέτυχε η Μόσχα κάποιο απόγευμα που μπήκε στο δωμάτιο με ένα πιατάκι κρέμα στο χέρι κι ένα αλλιώτικο χρώμα στα μάτια, όχι το μαύρο, το δικό της. Η Αννεζιώ άλλαξε το νερό στο ποτήρι και προτίμησε να τις αφήσει μόνες. Χωρίς χρονοτριβή και λόγια, η Μόσχα έσκυψε κι αγκάλιασε την αδερφή της, είχε τρομερή ανάγκη να ακουμπήσει το άλλο κορμί, να αγγίξει το ζελατινένιο δέρμα, να μυρίσει το μαλλί, έναν τόνο πια και αξέμπλεχτο κουβάρι, να συγχρονίσουν οι δυο τους τους χτύπους της καρδιάς στο στήθος. Έκαναν κάπως την αρχή και μιλούσαν όλη νύχτα, μια σκυταλοδρομία εξομολογήσεων εκ βαθέων και κοινοτοπιών που τις είχαν αποσιωπήσει και στερηθεί εξίσου, οι δύο αδερφές είχαν χάσει πολύ χρόνο κι άθελά τους είχαν βλάψει η μια την άλλη. — Ούτε η μάνα ήθελε να μας ξεπαστρέψει, είπε η Μόσχα. — Ο μπαμπάς αγαπούσε άλλην πριν από το γάμο τους. — Είχε πίσω του υποχρεώσεις και μπροστά του την προίκα, το ποστάλι· εκείνο το άσπρο πλεούμενο με τις κόκκινες και γαλάζιες ρίγες που η μάνα τους αποκαλούσε τυχερό και που στον καιρό του είχε διαπρέψει στο εμπόριο λεμονιού, πεπονιού και καρπουζιού στα μικρασιατικά παράλια, στα νησιά του Αρχιπελάγους και στην Πόλη. — Ο καημένος ο θείος Παναγιώτης, ροσμπίφ, γιουβέτσι, ήτανε λένε μάγειρας περιωπής.
— Η αρρώστια που πέφτουνε στη θάλασσα, είπε η Όρσα κι αναρωτήθηκε ειρωνικά αν υπήρχε ποτέ τέτοια αρρώστια, μια δυο φορές είχε ακούσει κάτι σχετικό πίσω από την πλάτη της κι είχε κοροϊδέψει με τραγουδιστή αγγελική φωνή, μα εγώ, δεν είμαι ναύκληρος, αλλά αυτή η αλλαγμένη φωνή επέτρεπε φαίνεται σε κάποιους να μειώνουν τις επιφυλάξεις τους και να προβλέπουν κακό τέλος, ενώ το κορίτσι κλειδωνόταν στην κάμαρή του και λυνόταν στα γέλια. — Πατέρας και μάνα δεν αγαπήθηκαν ούτε για ένα φεγγάρι, είπε η Μόσχα κι άναψε τσιγαράκι. — Χθες πάντως του έψησε ντοματοπίλαφο που η ίδια το αποφεύγει γιατί στουμπώνει, αλλά αρέσει εκεινού. — Ντοματοπίλαφο… — Αν είχε αγαπηθεί, δε θα ’ταν φίδι. — Ή αν είχε αγαπήσει, συμπλήρωσε η Μόσχα κι έκπληκτη σκέφτηκε πως δεν αναρωτήθηκε και δεν έμαθε ποτέ κάτι για τα νεανικά της μάνας της. — Είχε. Είχε αγαπήσει κι αυτή· η νόνα στα Απατούρια της είχε εμπιστευτεί τον πλήρη ερωτικό χάρτη του νησιού όπως θα τον σχεδίαζε ένας σατανικός και κεφάτος καλλιτέχνης του περασμένου αιώνα φυσικά, γιατί τα καμώματα του εικοστού η γριά βαριόταν να τα καταγράφει ανελλιπώς και εν εκτάσει, της αρκούσαν οι οικογενειακές εξαλλοσύνες που ήταν και πρωτάκουστες. — Αχ, μωρέ γιαγιάκα, είπε η Όρσα, και μπορεί η επίκληση της μακαρίτισσας όπως και οι ερωταποκρίσεις της βραδιάς
να μην ταίριαζαν σε σαραντάρες, να ήταν κοριτσίστικες, πικρόχολες και αδέξιες, πώς αλλιώς να τα διατύπωναν όμως όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους, ίσως ορισμένα θέματα να το θέλουν το στερεότυπο λεξιλόγιο, είναι από μόνα τους φορτισμένα έως υπερβολής, κι ευτυχώς απόψε απούσιαζε η Νανά που συχνά, με το έτσι θέλω, επέβαλλε επιτηδευμένες φιλοσοφικές και φιλολογικές εκφράσεις. — Όταν είχε έρθει ο Μπάλας κουστουμαρισμένος να σε ζητήσει για τον Σπύρο, η μάνα με είχε ξαποστείλει, για να μην αρπάξει κάτι το αυτί μου. Τη ρώτησα μετά, ήρθε να μου πουλήσει τον περιστεριώνα, είπε, μα δεν ενδιαφέρομαι για πιτσούνια, επενδύω αλλού. — Αν δε ζήλευες τα υφάσματα και τις δαντέλες που μου έστελνε ο μπαμπάς, αν είχαμε καλύτερη σχέση μεταξύ μας, θα σου μιλούσα, δε θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε. Τελικά στο λευκό διώροφο φώλιαζε μια τεράστια παρεξήγηση, άλλα νόμιζε ο καθένας με τις σιωπές και τις ημιτελείς συζητήσεις, κατέβαζαν πράγματα από το μυαλό τους, η Σαλταφέραινα, για παράδειγμα, από μικρές τις είχε χώσει και τις δυο σε καλούπι και αρνιόταν να δει την αλήθεια, η πρωτότοκή της ήταν εσωστρεφής, μοναχική, είρων, πιστή και αυστηρή και η δευτερότοκη σθεναρή, εργατική και κοινωνική, και η μάνα γκρίνιαζε, η Όρσα της φαινόταν ψηλομύτα, αριστοκράτισσα και ισχυρογνώμων κι η Μόσχα αντρογυναίκα και αρχηγίνα. — Ο Σπύρος σε είχε ξεχάσει. Ζούσαμε καλά τα πρώτα
χρόνια. Είχε γείρει πίσω το κεφάλι η Όρσα και είχε κλείσει τα μάτια, δεν άξιζε να πει ψέματα. — Εμένα δε με άφηνε να τον ξεχάσω η μονοπατωσιά, όποτε ξεμπαρκάριζε μου είχε γίνει αρρωστημένη συνήθεια να μην το κουνάω από το σπίτι, να στήνω αυτί, τώρα αδειάζει τις τσέπες του από τα κέρματα, τώρα ψάχνει στις κρεμάστρες τι να βάλει, τώρα κουφώνει τα παραθυρόφυλλα για την αντηλιά, κακαριστό γελάκι, συνθήματα, κατάρες και βραχνή ανάσα· η Όρσα τα παρέθετε αργά, στρέφοντας τα μάτια της ένα γύρω στο ταβάνι σαν να συνέβαιναν ένα ένα μόλις τώρα, δεν είχε παρασυρθεί, είχε πλήρη συναίσθηση τι έλεγε και σε ποιαν και δεν είχε σκοπό να σταματήσει, περιέγραψε νύχτες αϋπνίας, ήχους από καινούριες πεταλωμένες σόλες στις κυπαρισσοσανίδες, άτσαλα πατρικά νανουρίσματα με τους συριγμούς των φαλαινών που ξυπνούσαν εντελώς τα μικρά, παμπάλαιους διαλόγους με τη νιόπαντρη Μόσχα να ακκίζεται και για να τον πειράξει που στην ορνιθολογία δεν είχε μοιάσει του Μπάλα, κουτορνίθι μου, τον έλεγε και του ζητούσε δώρο μια κότα της Παδούης, απ’ αυτές με τα χρυσά πούπουλα που έγραφε το βιβλίο της β΄ γυμνασίου, περιέγραψε κι άλλους ήχους, κουταλοπότηρα να ντιντινίζουν στις δύο το πρωί, ο Μαλταμπές μετά τον έρωτα ήθελε μια μεγάλη κουταλιά γλυκό, μίλησε για συνήθειες, στιγμές και εικόνες του που κρυφαγαπούσε, το γουργουρητό και ανεπαίσθητο ροχαλητό του, τον τρόπο που έγλειφε τον αφρό
της μπίρας του, την ανεξήγητη άσπρη τούφα στο στέρνο, το αντρικό του μουλάρωμα, ξεπερασμένο και ερεθιστικό, τις διευκολύνσεις, τις παλικαριές και τις υποσχέσεις που με αστείρευτη γενναιοδωρία φιλοδωρούσε τους πάντες, και πάνω απ’ όλα την απόλυτη αγάπη του για τη θάλασσα, στο κάτω κάτω αυτήν ποτέ δεν τη γέλασε και στο τέλος της παραδόθηκε άνευ όρων. Η Μόσχα σε ό,τι άκουγε έβαζε δίπλα δικές της αναδρομές στα παλιά, τα μάταια σούρτα φέρτα των ξυλουργών για τη μονοπατωσιά και τη λύσσα της μάνας τους που στον κάτω όροφο κι εχθρά του ύπνου γνώριζε εξαρχής κι είχε εξορίσει τα παιδιά και την Αννεζιώ σε δυο κάμαρες στην άλλη άκρη, θυμόταν τις άκαρπες εκκλήσεις του Νίκου να μετακομίσουν στο πατρικό του και να που τώρα μόλις τα παιδιά της μαζεύτηκαν επάνω, είχαν ξυπολυθεί και τα άκουγε να γυροφέρνουν σαν σβούρες τα δωμάτια, να πετούν τα μολύβια τους και να τσακώνονται στα μουλωχτά για κάτι φρέσκα αμύγδαλα και μια τσατσάρα, σε όλη την υπόλοιπη κουβέντα είχε το κεφάλι στραμμένο ψηλά, στη μονοπατωσιά, είκοσι τέσσερις κυπαρισσοσανίδες, σκέτες, με τη σφραγίδα τσιγκουνιάς της μάνας τους, λαδομπογιαντισμένες κρεμ, ένα κομψό ταβάνι που της είχε κάνει πολύ χοντρή ζημιά. — Κάποιες φορές μου περνούσε από το νου ότι ίσως ξαγρυπνούσες. Τώρα που τα βάζουμε όλα κάτω, νομίζω πως μόνο στον Πειραιά, κάτι διήμερα στο ξενοδοχείο, τρία θαρρώ, χάρηκα τον άντρα μου πιο ελεύθερα.
Η Όρσα σκίρτησε μα δεν έβγαλε άχνα. — Και ο Νίκος; ρώτησε η Μόσχα. — Δεν κατάφερα να τον αγαπήσω αρκετά, πάντα υπομονετικός και υποχωρητικός, παραήταν ανεκτικός και καλός, ήταν συνοικέσιο, κι εγώ, βλέποντας το χαμό στης Μούραινας και στης χήρας του Νικηφόρου, είχα ορκιστεί ή θα παντρευτώ από έρωτα ή τίποτα. Όταν η Σαλταφέραινα με ταχυδακτυλουργίες της έκανε τη ζωή άνω κάτω, δεν έβγαλε τσιμουδιά, ούτε για την τιμή των όπλων, διαπίστωσε πως ήταν πάνω από τις δυνάμεις της να πάει κόντρα, κι ο Μαλταμπές της το χτυπούσε στα γράμματα, έπρεπε να δώσεις μάχη, της έγραφε, τη μάχη που τελικά δεν έδωσε ούτε κι αυτός, ο κατά τα άλλα ριψοκίνδυνος, ο απείθαρχος, ο άφοβος, ο διεθνής λεοντόκαρδος. Γιατί στ’ αλήθεια αγαπούσε εδώ και είκοσι χρόνια με τέτοιο βαρύ κόστος τον Μαλταμπέ; Η Όρσα δεν είχε ακόμα την απάντηση, δεν τη χρειαζόταν κιόλας, ο Σπύρος είχε χίλια καλά, άλλα χίλια κουσούρια, κι αυτή φαίνεται ξετρελαινόταν γι’ αυτό το συνδυασμό, απλώς τον αγαπούσε, είχε μάθει να τον σκέφτεται και να τον αγαπάει από μικρή, είχε μάθει να τον θυμάται, και τα καταπιεσμένα της αισθήματα επέμεναν, φούντωναν και έκαιγαν όλα τα άλλα, τα επιτρεπτά στο φως της ημέρας και στην κοινωνία του μικρού νησιού. Παιδί, έψαχνε τα μάτια της Μίνας να βρει τίποτα καλά αισθήματα για τον Σάββα, την πονούσε η έλλειψη αγάπης των γονιών της, αυτό το ουφ και το αμάν πια στα πρόσωπά
τους. Κι όταν στα δώδεκα ερωτεύτηκε τον Σπύρο, ορκίστηκε στον εαυτό της να μην του ρίξει ποτέ ξινή ματιά, αυτό το είδος βλέμματος το αποποιήθηκε διαπαντός. Και η Μόσχα; Ο όγκος της αγάπης της Όρσας την πονούσε, η αδερφή της ήταν φαίνεται πλασμένη για παράφορο έρωτα, για κάτι μυθιστορηματικό, αυτό που κατά βάθος ζήλευαν η Νανά και όλες τους· λοξοκοίταξε το κορμάκι που σαν άδειο μαξιλάρι ήταν πεταμένο στην πολυθρόνα, δεν άντεχε να πιάσουν να συγκρίνουν πόσο είχαν αγαπήσει, η Όρσα είχε κερδίσει την κούρσα που τελικά της έβγαζε την ψυχή. — Αν δουλεύαμε… Αν λείπαμε από το σπίτι, να μη σκαλίζουμε, να μην προλαβαίνουμε να ζούμε αλλιώτικη ζωή μέσα στο κεφάλι μας, ψιθύρισε η μεγάλη. — Βλέπω την πορτοκαλιά στην αιμασιά κάθε μέρα, κάθε μέρα, επί χρόνια, στο τέλος έρχεται μόνη της και μου μαρτυράει πως ένα βράδυ κάτω από τα κλαδιά της δόθηκαν παράνομα φιλιά· δεν είχε μάθει κάτι παρόμοιο η Μόσχα γιατί δεν είχε συμβεί κιόλας, αλλά η Όρσα δε διαμαρτυρήθηκε, ήταν από αυτά που δεν τους ταίριαζε διάψευση, η εξοικείωση και αλληλεξάρτηση με τα δέκα δεκαπέντε γνώριμα κι ανάλλαχτα της καθημερινότητάς τους στη μικρή πόλη μπορούσε να υπαγορεύει και τέτοιες ιδέες, καθόλου παλαβές, έτσι γίνεται όταν όλα και όλοι γνωρίζονται κι από την καλή κι από την ανάποδη και νιώθουν κάτι να τους φταίει και να τους κλέβει τα προσωπικά τους.
— Αν δουλεύαμε, ξανάπε η Όρσα. — Ή αν είχαμε σπουδάσει. Γιατί δε σπουδάσαμε, Όρσα; — Κι εγώ μεν ήμουν πάντα μέτρια μαθήτρια, όμως εσύ θα μπορούσες να είχες γίνει δασκάλα ή διπλωματούχος διερμηνέας. — Και νοσηλεύτρια θα μου άρεσε, στον πόλεμο καθόμουνα εκεί που κάνω τα πρόχειρα ραψίματα, στο πράσινο καναπεδάκι, είχα στα γόνατα τη Χριστίνα και της ξεμπέρδευα με τις ώρες το μαλλί κι ένιωθα ενοχές. Η Κλεισούρα κατελήφθη εν μέσω χιονοθυέλλης, θυμάσαι τη φράση; — Η Κλεισούρα κατελήφθη εν μέσω χιονοθυέλλης, επανέλαβε η μεγάλη· συμφωνούσε σε όλα με την αδερφή της, μόνο που κι αυτά τα ομολογούσαν κατόπιν εορτής κι αυτό δε βοηθούσε πια και πολύ, κι απόψε το ’φερε η κουβέντα, γιατί η Κική Μπούσουλα είχε περάσει από νωρίς, άφησε τα δίδυμα για λίγο στη μικρή νονά τους και στη Μίνα και μες σ’ αυτό το δωμάτιο πέταξε κάποια στιγμή ξεκάρφωτα μα και τόσο καίρια, ο Σπύρος έσωσε τους άντρες μας, είναι ο ήρωάς μας και τέρμα. Η ώρα ήταν περασμένη, η Μόσχα στάθηκε στο παράθυρο και το σκούρο τη μαγνήτισε, όποτε λοιπόν προσπαθούσε να θυμηθεί την πρώτη πρώτη εικόνα των παιδικών της χρόνων, δεν ήταν η κουνουπιέρα της, ο Μάρκος, ο τότε γάτης του σπιτιού που κοιμόταν πάνω στα παντοφλάκια της ή στο θρανίο της, κι εκείνος ο δασκαλάκος ο Στρατάκης που
διαρκώς ξεροκατάπινε κι άγγιζε το λαιμό του για να σιγουρέψει πως το μήλο του Αδάμ ήταν πάντα εκεί, η πρώτη εικόνα ήταν η θέα από το παράθυρο μέσα στο χρυσογάλαζο μεσημέρι, Αιγαίο, Άγιος Ερμόλαος, Παραπόρτι, αμμουδιά, με τρία εξάχρονα ή εφτάχρονα βρεμένα να τρέχουν λες κι είχαν νέφτι στον ποπό τους, να στριγγλίζουν αποτρελαμένα και να τυφλώνονται πετώντας χούφτες άμμου. Η Όρσα είχε βάλει μια κουταλίτσα κρέμα στο στόμα, δεν ήθελε τα φάρμακα, μη με βασανίζετε, είχε παρακαλέσει κι είχε αποκοιμηθεί, η υπερένταση της σημερινής συνάντησης με ό,τι ειπώθηκε και ό,τι εννοήθηκε μπορούσε να ξεκάνει και ταύρο· η ίδια η Μόσχα, κράση γερή, δυσκολευόταν να πάρει τα πόδια της ν’ ανέβει στο επάνω. Σκέπασε την Όρσα με την πικεδένια κουβέρτα και πήρε ν’ αδειάσει έξω το γεμάτο σταχτοδοχείο, τελευταία άνοιγε και δεύτερο πακέτο.
Κ
ΑΘΩΣ ΟΙ ΔΥΟ αδερφές περνούσαν μαζί τις απογευματινές ώρες, οι γείτονες και ιδίως οι γειτόνισσες αρχικά είχαν ανακουφιστεί, αλλά όταν το ξανασκέφτηκαν, σκανδαλίστηκαν λιγάκι, ακόμα και οι γονείς που δεν είχαν σαφείς πληροφορίες παραξενεύονταν που στο υπνοδωμάτιο δε γινόταν σκοτωμός, αλλά μπαινόβγαιναν γιασεμιά και νυχτολούλουδα, στο θέμα φαΐ δεν υπήρχε αλλαγή πάντως και η Μόσχα δεν την πίεζε άλλο τη μεγάλη που είχε κομμάρες, διάρροιες, δέκατα ακατέβατα, μα δε βογγούσε. Η Άρτα αντιπαθούσε τη μάνα της, της χρέωνε την αναχώρηση του μπαμπά, του Σάββα και της Μερσίνας, χαιρετίσματα στην Αρτούλα ή έστω πολλά πολλά φιλάκια, όλο κι όλο αυτό, μέχρι στιγμής δεν της είχαν ταχυδρομήσει ένα γράμμα δικό της, μόνο κουτιά με παιχνίδια που κι αυτά τα μισούσε γρήγορα. Το βαρύτερο που καταλόγιζε στη μάνα της ήταν το κακομοιριασμένο θέαμα που παρουσίαζε, μια μαμά σκελετός. Δεν τιμωρούσε τον εαυτό της με ασιτία η Όρσα, δεν τιμωρούσε τους άλλους για τις επεμβάσεις στη ζωή της, δεν επιζητούσε να φορτώσει ενοχές τους δικούς της, άλλωστε ούτε αυτή ένιωθε έτσι κι ας έβλεπε το παιδάκι της να μεγαλώνει ερήμην των μεγάλων κι ας μην είχε πατήσει πόδι
ούτε για να κρατήσει τον Σάββα και τη Μερσίνα· καθώς τα πρόσωπα της ιστορίας ήταν πολλά, τα πράγματα είχαν σκαλώσει σε κόμπους και τώρα σιγά σιγά έδιναν μόνα τους λύσεις, ξαναμοίραζαν τους ανθρώπους στις πόλεις, τροποποιούσαν φιλίες και αγάπες, χάραζαν διαδρομές ή πλόες, έφτιαχναν το τοπίο από την αρχή για την επόμενη παρτίδα, τα έξι παιδιά του Μαλταμπέ και του Βατοκούζη που επιτέλους έπρεπε να πάρουν μια ανάσα. Η Αννεζιώ με το τετράγωνο μυαλό χαιρόταν, κάτι ήταν κι αυτό, ήταν όμως δοσμένη ψυχή τε και σώματι στην ετοιμασία του σπιτιού, αυτή τη φορά δεν αναμενόταν ο Νίκος αλλά ο Αντωνάκης της, Αμερικανός υπήκοος με Αμερικάνα σύζυγο, μανικιουρίστα, τα αφεντικά τής είχαν επιτρέψει να τους παραχωρήσει τη μεγάλη κρεβατοκάμαρη και να στρώσει όσα μεταξωτά της Πόλης είχαν γλυτώσει από τον πόλεμο, προτού να τα αποτελειώσει ο σκόρος. Αυτό που εντυπώσιασε τη μικρή πόλη ήταν τα μακριά πορτοκαλιά νύχια της ξένης, το έντονο μακιγιάζ γενικά, ο Αντωνάκης ο κομμουνιστής είχε υποκύψει στα λούσα, κι η μάνα του κρύωσε στην καρδιά, να, του είπε και του διάβασε στη Φωνή του Αιγαίου για τον Μάνο το συμμαθητή του, ο υπηρετών εις το Γ΄ Τάγμα Σκαπανέων 5ος Λόχος Σ.Τ.Γ. 902 β Εμμανουήλ Τσουμέζης καταδικάζει τον ελασοκομμουνισμόν και δηλοί ότι είναι έτοιμος να επανέλθει εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, κι αν δεν το ’θελε το τραυλό η πατρίς, το ’θελε πίσω η μανούλα του, κι η Αννεζιώ της
έκανε πού και πού παρέα τέτοιες μέρες, να μη μένει σπίτι και βλέπει τη νύφη να καθρεφτίζεται και να μεγαλοπιάνεται και να την έχει ξανακάνει δούλα. Απασχολημένοι όλοι με τον Αντώνη, με τα τραγικά σε Άγραφα, Γράμμο, Βίτσι, τον αλληλοσκοτωμό, που η Μίνα κοιτώντας το Μάτι του Θεού, ἐμφυλίου μάχης ρῦσαι Παναμώμητε μουρμούριζε εν γένει μπαϊλντισμένη, σαν να τον επιτιμούσε τον εκεί ψηλά, μα τι κάνεις επιτέλους, κουνήσου, και εκτός τούτων απασχολημένοι κυρίως με το εξαίσιο επίτευγμα ναυπηγικής ΚΡΙΟΣ που ταξίδευε Τουρκία, Ελλάδα, Νέα Υόρκη και είχε πιάσει Χώρα ν’ αφήσει λαθρεπιβάτη και να θαμπώσει το ναυτονήσι με τη γυροσκοπική πυξίδα, το ραδιογωνιόμετρο, τα ηχοβολιστικά βυθόμετρα και το μηχάνημα αυτομάτου λήψεως ώρας Γκρίνουιτς, είχαν θέματα για συζήτηση, κι έτσι η Όρσα κι η Μόσχα μόνες και ήσυχες στην κάμαρη του ισογείου ανίχνευαν την πίστη τους και αγαπιόντουσαν για μια ακόμα φορά. — Του Αγίου Νικολάου θέλω να πάω στην εκκλησία, είπε η Όρσα. Όχι μόνο ο Ρεσβάνης και οι Αθηναίοι γιατροί είχαν παραιτηθεί αλλά κι ο παπα-Φίλιππας που είχε έρθει να την εξομολογήσει στο σπίτι κι ο νεότερος παπάς που είχε αναλάβει το πόστο, είχαν ματαιοπονήσει και ηττηθεί από την εξασθενημένη γυναίκα, χαρά στο κουράγιο σας να μην το βάζετε κάτω, τους έλεγε η αθεόφοβη. Βρε Όρσα, γιατί τον άφησες να σε ξαναγαπήσει, η Μόσχα
μονολογούσε, δεν ήθελε άλλες ανακρίσεις, καμιά φορά ωστόσο μέσα της τρωγότανε, τι καλά που θα ήταν να είχαν μια κανονική ζωή, να τους έλειπαν τα παράσημα, οι σπάνιοι έρωτες και οι αρχαίες τραγωδίες. Μέχρι και η Μαρί, αυτή η δύστροπη και ανικανοποίητη φιλενάδα της που έβρισκε νερόβραστους, κοιμισμένους και τζούφιους τους πάντες και τους χλεύαζε με τσουχτερές ομοιοκαταληξίες, η πιο εύστοχη στιχουργός της τετράδας, αιφνιδίασε τη γυναικοπαρέα όταν τους έγραψε από την Αμερική πως επιτέλους ξελογιάστηκε με τον άντρα της, τον εντέκατο χρόνο του γάμου τους αυτό, μόλις έμαθε πώς σώθηκε ο Τάκης από ένα ναυάγιο στον Ειρηνικό, πέσανε όλοι στην αγριεμένη θάλασσα κι εκείνος φοβόταν τα κύματα κι είχε γαντζωθεί στη μισοβυθισμένη πρύμη, όλοι χάθηκαν, ΕΣΤΟΡΙΛ, δεκαεννέα άντρες, κι ο Τάκης δυο μέρες μετά περισυνελέγη από παραπλέον ρώσικο, κουρνιασμένος σαν γλάρος στη μύτη του πλοίου, χεσμένος από την τρομάρα του, κι αυτό ακριβώς συγκλόνισε τη Μαρί, ότι τόλμησε να φοβηθεί σαν παιδί. Η Όρσα λοιπόν δεν ήξερε πώς και πότε ο Μαλταμπές την ξαναερωτεύτηκε, είχαν ιδωθεί βιαστικά και με την ψυχή στο στόμα ελάχιστες φορές, δεν την ένοιαζε το γιατί, έμενε στο γεγονός. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, τίποτα δεν μπορούσε να τρενάρει, όλα φάνταζαν επείγοντα και ανεπανάληπτα.
Όταν ο γερο-Σαλταφέρος μπήκε στο δωμάτιο, σκέφτηκε να ζητήσει από τη Μόσχα να βγει για λίγο, αλλά αμέσως συνήλθε κι απέφυγε την γκάφα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, αν και η Σαλταφέραινα ήταν στα Απατούρια για δουλειές στο κτήμα, κάθισε βαρύς στην άκρη του κρεβατιού, άφησε πάνω στην κουβέρτα κάτι φωτογραφίες και τον κίτρινο φάκελο και πήρε ένα τσιγάρο από της κόρης του, εξηγώντας ταυτόχρονα την ύπαρξη και την απώλεια της Αργεντίνας και του γιου, δεν ανέφερε το επάγγελμα της γυναίκας, αυτό το ’χε πια ξεχάσει, κρατούσε το όλο θέμα κρυφό πολύ καιρό και το ’χε αγκάθι στη συνείδησή του, οι θυγατέρες του έπρεπε να ξέρουν. Αυτές είχαν τόσα πάθει, εξομολογηθεί και συγχωρήσει η μια στην άλλη, που το πατρικό ολίσθημα το βρήκαν εντός κλίματος. Ζωή κι αυτή του ναυτικού, ένα χρόνο πριν, ο Χρηστάκης Τέζας, μάγειρας παλιά του ΘΕΟΜΗΤΩΡ και του ΜΑΡΟΥΣΙΩ ΜΠΕΜΠΗ, συνταξιοδοτήθηκε κι αντί να επιστρέψει στη Βουρκωτή, άραξε στη Χιλή με Φρόσω, Τασούλα, Βαγγελιώ, Χιλιανή σύζυγο και θυγατέρες, οικογένεια πιστό αντίγραφο της πρώτης στο χωριό του, τα είχαν μάθει από την προπολεμική υπηρετριούλα, την Ελένη, ανιψιά του μάγειρα, που εκ των πραγμάτων είχε εξελιχθεί σε αρχιμάγειρα. Να λοιπόν που ο πατέρας αγαπούσε άλλη πριν από το γάμο, αγαπούσε άλλη και κατά τη διάρκειά του, κι αν έχασε την Ανχελίτα-Ίτα, του ’μεινε η Ασημίνα-Μίνα· η Μόσχα του έψησε έναν ελαφρύ καφέ κι έμειναν να κοιτούν τις
φωτογραφίες, αυτή τη ζεστή ξένη Ανχελίτα-Ίτα και κυρίως τον υιοθετημένο αδερφό, τον πολύ όμορφο, τον πολύ άτυχο, πραγματικά βανιδάδ δε βανιδάδες τόγιο βανιδάδ, ματαιότης και λοιπά. — Μην πείτε τίποτα της Μίνας. — Μη φοβάσαι, μπαμπάκα, απάντησε η Μόσχα και χώθηκε στην αγκαλιά του, πόσοι τέλος πάντων πρέπει να πεθάνουν για να αναζωογονηθούν μερικές σχέσεις, σκέφτηκε με θυμό και πικρία, κατασκόπευε τον άταχτο καρδιακό παλμό του πατέρα της και τη θέρμη του κορμιού του, τον είχε στερηθεί, αλλά δεν ήθελε να τον μονοπωλήσει, μακάρι να ζούσε κι εκείνο το αγόρι στην Αργεντινή, ίσως να ρωτούσε περισσότερα εν καιρώ. Η Όρσα δε ζήλευε ούτε το γιο ούτε το σμίξιμο μπροστά της, ήταν η ώρα να τα βρουν αυτοί οι δυο, ντράπηκε μόνο που έπιασε το βλέμμα του πατέρα της στα μαλλιά της, ο γεροΣαλταφέρος έκανε πως δεν έβλεπε το γενικό χάλι της κόρης του, κρίμα στα μαλλιά, έλεγε κάθε τόσο, κρίμα στα μαλλιά, καμπέγιο λάργο ι ριζάδο άλλοτε.
Μ
ΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ ο Αντωνάκης ξανασυνήθιζε και ξαναγαπούσε το νησί, άφηνε τη γυναίκα του στην Πλακούρα και στη βαβούρα της και συναντούσε παλιές αδυναμίες, τη νεανική αγάπη από τ’ Αλαδινού με το μερακλή σύζυγό της, τον ονειροκρίτη μπακάλη και τον Κοσμά τον Αϊβαλιώτη που του είχε μάθει να ρίχνει πεζόβολο για τα κεφαλόπουλα, ρωτούσε για την τύχη όσων έλειπαν κι είχε πέσει με τα μούτρα σε βαφτίσια, αρραβώνες, κηδείες και μνημόσυνα. Εντός δεκαπέντε ημερών είχε ανακτήσει τη γλώσσα και την προφορά, τις γευστικές συνήθειες, κάποιες καμουφλαρισμένες αριστερές φιλίες και το ρυθμό με τον οποίο κυλούσε η μέρα στο νησί, κι η Αννεζιώ κοψοχόλιασε, δεν αναλάμβανε την ευθύνη εν καιρώ εμφυλίου να τον αναμαζέψει στο νησί, και μάλιστα χωρισμένο, γιατί η γυναίκα του, η Μπάρμπαρα, ένιωθε άβολα και δεν έδειχνε απ’ αυτές που σκύβουν το κεφάλι. Ωστόσο του ’χε ζητήσει μια χάρη, να μην ξαναπεί στην Όρσα να κόψει το μαλλί, αλλά, προτού επιστρέψει στο Σικάγο, να κάτσει με υπομονή να φροντίσει το κεφάλι της γυναίκας. Η Αμερική ήταν πολύ μπροστά και στην κομμωτική, η Όρσα πάλι δεν ήθελε να κακοκαρδίσει την Αννεζιώ κι έτσι ο έμπειρος Αντώνης άρχισε τα μασάζ με ελαιόλαδο και κάτι ξένα αρωματικά σωληνάρια και τα υπομονετικά ξεκομπιάσματα και βουρτσίσματα.
Ανήμερα του Αγίου Νικολάου η πόλη ξανάδε τα μελιά μαλλιά. Ήταν μια χειμωνιάτικη λιακάδα ύστερα από τριήμερη βροχή, οι δρόμοι καλοπλυμένοι, οι καμπάνες, οι σημαίες, τα τύμπανα, οι αμέτρητες φιγούρες στα μαύρα, ένας κόσμος που ο μόχθος της θάλασσας τον πλήγωνε, αλλά και τον ευεργετούσε. Η Όρσα δεν μπορούσε να φτάσει στην εκκλησία περπατώντας, ο Σάββας Σαλταφέρος, ο Γιαλαρός κι ο Τάκης, συμμαθητές του γιου της, κι ο Ευτύχης ο ηλεκτρολόγος σήκωναν την κουνιστή πολυθρόνα ανά δύο και εναλλάξ. Ανέβηκαν τα πολλά σκαλοπάτια με υποδείξεις της Μόσχας, για να μη στραβοπατήσουν, ο κόσμος έσπευδε στα παράθυρα ή έκαναν χώρο στα στενοσόκακα, κοιτούσαν με δέος την Όρσα, η Μούραινα από το μπαλκόνι της έκανε το σταυρό της, οι μαθήτριες από μέσα τους προσευχές, αυτό το πλάσμα κάτω από την καρό σκοτσέζικη κουβέρτα από την πολλή αγάπη είχε αγιάσει. Η Όρσα ήθελε να ξαναδεί τον κόσμο της πόλης να εκκλησιάζεται και να παραδίνεται στην εξουσία του πολιούχου που κανόνιζε τα πληρώματα και την τύχη τους, αὐτός καί νῦν πάντα ἐναντίον ἄνεμον κοίμισον, καί τά κύματα πράϋνον, καί τόν κλύδωνα κατάπαυσον, καί διέγειρον τούς ἐπιτηδείους, καί εὐθέτους καιρούς καί ἀνέμους, κυβερνήτης καί βοηθός πανταχοῦ γινόμενος τοῖς δούλοις σου,
ὁδηγών αὐτούς εἰς λιμένα σωτηρίας, το είχε αποστηθίσει για ένα σκετς με μπουρλοτιέρηδες στο γυμνάσιο, όλοι οι άντρες της ζωής της, πατέρας, θείοι, σύζυγος, γιος κι αγαπημένος ήταν δικοί του. Κοινώνησε, είδε το νεαρό παπά να τη φροντίζει με σεβασμό, κούνησε απαλά το κεφάλι ή ανοιγόκλεισε τα μάτια, σαν καλημέρα σε παλιές συμμαθήτριες, σε μαγαζάτορες και γείτονες που είχε καιρό να δει, αναζήτησε τον κάποτε αχώριστο του πατέρα της, τον παπα-Φίλιππα, αλλά απούσιαζε, μετά τον αιφνίδιο κι αδικαιολόγητο θάνατο της παπαδιάς, ενώ ρουφούσε το γάλα της, το τάβλι χωρίς την γκρίνια της του φαινόταν αδιάφορο, το σπίτι χωρίς την ακαταστασία της κρύο κι η εκκλησία χωρίς τη δεισιδαιμονία της μονότονη. Μια δυο φορές στη διάρκεια της λειτουργίας τα μάτια της Όρσας είχαν κοκαλώσει, είχε βυθιστεί για λίγο σε κενό από κόπωση, συγκίνηση και αδυναμία συγκέντρωσης. Η επιστροφή ήταν ακόμα πιο θεαματική, ειδοποιημένοι και οι υπόλοιποι είχαν τρέξει να δουν την ωραιότερη κάποτε γυναίκα της πόλης, ένα λιανοκέρι τώρα, τυλιγμένο στα άκοπα μαλλιά, και σε μερικά σημεία της διαδρομής η λιτάνευση της Όρσας ήταν εξίσου συγκινητική με τη λιτάνευση της εικόνας και κανένας δεν το θεωρούσε βλασφημία, η Νανά μάλιστα εξηγούσε σε δυο νεότερες καθηγήτριες ότι αυτό ήταν ένας θρίαμβος του έρωτα, που απάλυνε τη φοβέρα και τον πολύ δογματισμό της χριστιανικής πίστης. Ούτως ή άλλως ήταν
ένα πρωινό προορισμένο να μείνει αλησμόνητο σε όσους το έζησαν.
Η
ΜΑΡΙΝΑ αρραβωνιάστηκε με το δάσκαλο που υπηρετούσε στις Στενιές, είκοσι τεσσάρων ετών, Πελοποννήσιος με κάτι μάτια κάρβουνο και κάτι λόγια ακόμα πιο σπινθηροβόλα, δεν την άφηνε σε ησυχία, κι η αλήθεια είναι πως η πολλή αλληλογραφία με την Αμερική είχε κοπεί, ο Σάββας της απαντούσε ένα προς πέντε γράμματα κι η περήφανη κόρη της μοδίστρας δεν είχε σκοπό να κλαψουρίζει και να τον παρακαλάει, την παρακαλούσαν άλλοι. Μερσίνα-Χριστίνα είχαν κι αυτές αραιώσει, άλλες ήπειροι, άλλη ζωή, ηλικία που οι νέοι καμιά φορά διαγράφουν το παλιό τους εαυτό. Ποιος ξέρει, ίσως να ανακάλυπταν ξανά η μια την άλλη ύστερα από δυο δεκαετίες και να προχωρούσαν τη σχέση τους παραπέρα, ό,τι τις είχε ενώσει στα παιδικά τους χρόνια ήταν απ’ αυτά που ο χρόνος δε σβήνει, η Νανά στοιχημάτιζε σ’ αυτό. — Οι γυναίκες έχουν πιο λυγερό λαιμό γιατί είναι πλασμένες για να κοιτάνε και πίσω, οι γυναικείες φιλίες στηρίζονται στην πίστη, στην αυτοθυσία και στην αυταπάρνηση, και κάποια ωραία πρωία η Μερσίνα κι η Χριστίνα θα προχωρούν αγκαζέ. Η Χριστίνα Μαλταμπέ μάλιστα ίσως φορούσε κι εκείνο το δαχτυλιδάκι με την πράσινη πέτρα της συνονόματης γιαγιάς, η Μόσχα, κατόπιν οδηγιών της μεγάλης, το είχε ξεθάψει
μέσα από τα αμέτρητα κουτάκια των συρταριών της. — Πώς και δεν το είχα βρει όταν έκανα το σπίτι φύλλο και φτερό; — Το είχα στην τσέπη της ζακέτας μου, της είχε απαντήσει η Όρσα, που τις δυο τελευταίες εβδομάδες είχε βαρύνει πολύ, συχνά έχανε την επικοινωνία με το περιβάλλον και η Νανά, η Εξαδακτύλου κι η Κατερίνα, η β΄ εξαδέλφη Αρχοντία είχε ψυχραθεί, περνούσαν από κει για μια ημίωρη επίσκεψη ή για να ξεκουράσουν τη Μόσχα, υποχρεωμένη να παρακολουθεί τα γραφειοκρατικά της περιουσίας της που την είχε εμπιστευθεί στον Βατοκούζη, είχε να κοιτάξει τα παιδιά και να τους κάνει αγγλικά, και πιο εντατικά στην ανιψιά της, παρέδιδε και σε δυο τρεις άλλους, η αυτοπεποίθησή της για την επάρκειά της στην ξένη γλώσσα ήταν η μόνη που δεν είχε κλονιστεί. Η Αννεζιώ βαριαναστέναζε και λιγοψυχούσε κι η Σαλταφέραινα έκανε ό,τι και ο άντρας της, τότε που δεν τον χωρούσε το σπίτι, έφευγε, με το αχρησιμοποίητο ναυτικό της φυλλάδιο στο τσεπάκι της τσάντας, για να το ψηλαφεί καμιά φορά και να το βλαστημάει, την άνοιξη γύριζε στις εξοχές και κυνηγούσε τη μύγα Μεσογείου που μαγάριζε τα φρουτόδεντρα, στα κρύα επισκεπτόταν τα γραφεία του βουλευτή και τα ’βαζε με τον υπουργό Γεωργίας που δεν άφηνε να ’ρθουν από την Αμερική στην Άνδρο οι δεκαοχτώ αγελάδες, οι δώδεκα ημίονοι και οι δύο ταύροι και, όπως πάντοτε, βοηθούσε στα ξένα κόλλυβα και ν’ αδειάσουν τα
σπίτια πεθαμένων, πολλοί δεν άντεχαν αυτές τις δουλειές, και η Μίνα επί το έργον δικαίωνε τη φήμη της. Τη συμφιλίωση δεν την επιδίωκε πια, αγέρωχη, είχε αντέξει την απομόνωση και το αναποδογύρισμα όλης της της ζωής. Καταχείμωνο, είχε πιάσει πολύ κρύο, όπως το ’41, το χιόνι σκέπαζε όλο το νησί κι έφτανε μέχρι τη θάλασσα κι ο τόπος είχε γεμίσει αγριόχηνες διωγμένες από την κεντρική Ελλάδα προς το Αιγαίο λόγω ψύχους και μπαμ μπουμ του πολέμου. Τα μικρά διάσπαρτα νησάκια των Κυκλάδων ζούσαν τα γεγονότα σε μικρογραφία, οι λιγοστοί αριστεροί της Άνδρου, για να μην κινήσουν υποψίες, ούτε έρανο με κανονικά λεφτά δεν μπορούσαν να κάνουν, είχαν στείλει κρυφά στο κεντρικό κλιμάκιο του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σύρα δυο βαρελάκια λάδι, ήταν αδύνατον να γίνουν μάχες, μόνο ο απόηχος έφτανε ως εδώ, καμιά δήλωση μετάνοιας στη Φωνή του Αιγαίου, και τώρα οι αγριόχηνες, πέντε οκάδες η μία, και τα μπαρούτια είχαν γίνει ανάρπαστα. Εκείνη λοιπόν την Πέμπτη η Νανά καθόταν δίπλα στην κατάκοιτη Όρσα, είχε τη βαφτισιμιά της στα γόνατα και ανησυχούσε μη στραπατσαριστεί ο πλισές της, γιατί στον πόλεμο είχε αποχωριστεί τις περισσότερες φούστες της για λίγο αλευράκι, φλυαρούσε για τις καινουριοτυπωμένες καρτ ποστάλ της Ακρόπολης με τα πολύ αστραφτερά χρώματα και υπερθεμάτιζε υπέρ των παλαιοτέρων, των γκριζωπών, που είχαν μια δωρική σιωπή απολύτως ταιριαστή με το κύρος της
αρχαιότητας. Η συλλογή προοριζόταν για τη μικρή Άρτα, που στο μέλλον, εάν τη γαργαλούσε η περιέργεια, μέσα σ’ ένα βράδυ μπορούσε να μάθει πού είχαν πάει γαμήλιο ταξίδι οι μισοί Ανδριώτες και γυρνώντας τις κάρτες να διαβάσει μισοαδιάκριτες λεπτομέρειες, σημειωμένες με ρομαντική λογοτεχνική διάθεση. Η γέφυρα Μπρούκλιν-Μπάτερυ, η μεγαλύτερη στον κόσμο, ήθελε κάνα δυο χρόνια για να τεθεί σε λειτουργία, να γίνει καρτ ποστάλ και ως εκατοστή να κλείσει το βυσσινί βελούδινο άλμπουμ που η Νανά είχε εδώ και χρόνια χορτάσει. — Η ηλικία μου προχωρεί πιο γρήγορα από την τεχνολογία, θα πεθάνω και δε θα προλάβω τη γέφυρα του Καβοντόρου, αυτήν που ονειρευόμουν μια ζωή για να πεταχτώ κι εγώ στο Παρίσι, στο Λονδίνο και να ξαναδώ τα Πράμαντα Νομού Άρτης. Με δυο αλύπητες χαρακιές του χρόνου στα γαλάζια μάγουλα, ένα πρόσωπο που πάνω του υπήρχαν η μια πάνω στην άλλη οι χαμένες ηλικίες, η παιδική και της νεότητας, και επιβίωναν ως την πρόσφατη εκδοχή της πιανίστριας με ένα ρεμβαστικό παιδικό βλέμμα και μια αδημονία φιλιού στο ελαφρά γερτό προτεταμένο κατωχείλι της, όχι ερωτικού πια, φιλιού από ένα παιδί, γιατί η Εξαδακτύλου διεκδικούσε τη μικρή για λογαριασμό της· το πιάνο υπήρχε πάντα, και για να τη δελεάσει κατέφευγε σε κόλπα, έβρισκε στα πλήκτρα το νιαούρισμα του γάτη, τον ήχο από τις στάλες της νεροποντής
αλλά και από τις πορδές του Σαλταφέρου, επίσης η Σχολή Μαντολινάτας είχε ήδη πενήντα μαθητές και μαθήτριες και στη βραδιά του Μουσικού Ομίλου για το Νέο Έτος όλα τα κορίτσια, λευκοντυμένα, ήταν χάρμα ιδέσθαι. Τα μουσικά πράγματα της Άνδρου, επαρχιακά πάντοτε, είχαν πάρει την επάνω βόλτα και κόντευε να ολοκληρωθεί και η αντικατάσταση των κλοπιμαίων της Φιλαρμονικής από τους Ιταλούς, τριών κορνετών, τριών κλαρίνων, δύο πίφερων, ενός ταμπούρλου, των εξαρτημάτων της γκρανκάσας και των αναλογίων. Η εννιάχρονη Άρτα εδώ και καιρό είχε μετρήσει και ξαναμετρήσει τα δάχτυλα της Εξαδακτύλου, και μιας και τα βρήκε μόνο πέντε, όσα τα δικά της και όλων των άλλων που δεν ήταν πιανίστες, έπαψε να την κρυφοκοιτάει και να ασχολείται μαζί της, δεν τις πολυχώνευε αυτές τις γεμάτες ιδέες και ενδιαφέροντα κυρίες, κι ήταν αλήθεια πως τα χρόνια, η μοναξιά κι ο πόλεμος είχαν αφήσει πάνω τους μια στάλα εγωισμού και υστερίας, παρακολουθούσε την πάντοτε λιγομίλητη Κατερίνα που γύριζε τη μαμά της προσεκτικά, λες κι ήταν γυάλινη, και της έκανε απαλές εντριβές με οινόπνευμα στην πλάτη και στα ποδαράκια και σκεφτόταν ότι η μαμά της είχε μικρύνει, θα μπορούσε άνετα να την ντύσει με τα δικά της φουστανάκια. Όταν παύεις να είσαι παιδί, κάτι παθαίνεις, σκέφτηκε, όλοι οι μεγάλοι γύρω της ήταν η απόδειξη. Δεν ξεπόρτιζε όμως να γλυτώνει απ’ αυτούς σαν τη
μικρότερη ξαδέρφη της τη Μίνα, ζουρλοκόριτσο που άνοιγε η γη και την κατάπινε για ώρες. Μόλις έγινε σχετική ησυχία στον επάνω όροφο και πάψανε τα ποδοβολητά και τα κοπανήματα της εξώπορτας, πες μας, βρε Κατερινάκι, ένα τραγούδι, ζήτησε η Όρσα· ήταν ανακουφισμένη κι ευχαριστημένη, την είχαν ανασηκώσει δυο φορές να δει έξω από το παράθυρο το χιόνι που τόσο αγαπούσε, κι όταν είχε ψάξει το χεράκι της Άρτας, η μικρή δεν της το είχε αρνηθεί. Και ο παιδίατρος ο Σαραβάνος είχε επιχειρήσει να κάνει κάτι, κάθε δυο μήνες που ερχόταν στο νησί για καμιά βδομάδα, τελείωνε το ιατρείο του κι άφηνε τελευταία την επίσκεψη στην Όρσα, κοίταζε σχολαστικά και αμίλητος τα μπουκαλάκια και κατόπιν, βράδυ πια, ανέβαινε να δει τα παιδιά της Μόσχας, χασομερούσε παρακολουθώντας τη μικρή Μίνα, εφτά οχτώ χρονών, που έψαχνε τον εαυτό της στον καθρέφτη και του ψουψούριζε μυστικά και ακαταλαβίστικα, δε μένετε για το βραδινό, τον καλούσε η Μόσχα και του έπαιρνε το σακάκι και σε λίγο είχαν απομείνει οι δυο τους, είχαν σπρώξει τα πιάτα, ο παιδίατρος καθάριζε αργά ένα δυο μήλα και της τα πρόσφερε φέτα φέτα με τη μύτη του μαχαιριού, χωρίς κανένας τους να προσδοκά κάτι επιπλέον. Ακούστηκαν κι απόψε οι πατημασιές του επάνω, γνώριμες, τακουνιές και τριζάτο δερμάτινο παπούτσι, κι όταν βημάτισε στο χολ κι η καλή πόρτα έκλεισε πίσω του με θόρυβο λόγω
αέρα, αυτός κατέβηκε από τη μαρμάρινη σκάλα της εισόδου κι η Μόσχα από την πέτρινη της κουζίνας, φορούσε λίγη πούδρα και μια ιδέα κραγιόν, αχ, πτώμα είμαι, αναστέναξε, βολεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού και το ’ριξε αμέσως στα χασμουρητά. Η Κατερίνα ήταν έτοιμη, αγαπούσε όλες τις μουσικές χάρη στους δίσκους που της είχε στείλει τότε ο Βαγγέλης, ανίδεος, του είχανε γυαλίσει τα εξώφυλλα κι είχε αγοράσει απ’ όλα, λαϊκά τραγούδια, εθνικούς ύμνους, συμφωνικά έργα και όπερες, είχε θάρρος στις επιλογές η κοπέλα, σκεφτόταν η Εξαδακτύλου, γιατί δε γνώριζε το ειδικό βάρος κάποιων πραγμάτων. Έπιασε λοιπόν σιγανά την άρια του Φιλίππου από τον Ντον Κάρλος του Βέρντι, από τις αντρικές φωνές τενόρων και μπάσων μπορούσε να ξεσηκώνει κάπως καλύτερα τα λόγια.
T
O 1948 ΔΕΝ ΕΙΧΕ αλκυονίδες μέρες. Ήλιος φάνηκε αρχές Μαρτίου, άνοιξη μια και καλή. Ο κόσμος είχε ανάγκη να ξεκατσιάσει από την κλεισούρα της βαρυχειμωνιάς, και μικροί μεγάλοι, είχαν δεν είχαν δουλειά, σουλατσάριζαν στους δρόμους, πήγαιναν για φρεσκάρισμα στα κουρεία, για κουβέντα στη Λέσχη και στα καφενεία και για ρομάντζα στο μόλο. Σάββατο πρωί τα παιδιά ήταν ακόμα στο σχολείο, η Αρχοντία έραβε στου Λουκίσσα, η Νανά είχε τον Μπέη από τα Λιβάδια και της κλάδευε τη διάσημη λευκή τριανταφυλλιά, η Εξαδακτύλου ταξίδευε για την Αθήνα να κοιτάξει το κυκλοφορικό της και να πάει στο ρεσιτάλ ενός γνωστού στον Παρνασσό, η Αννεζιώ και η Κατερίνα είχανε πάει στο ταφείο ν’ ανάψουν τα καντήλια και να θυμιάσουν και το ζεύγος Σαλταφέρου με τους Χαδούληδες κι άλλους νοικοκύρηδες είχαν επισκεφθεί το νοσοκομείο της Χώρας για να παραστούν στην παραλαβή του ηλεκτρικού ψυγείου που έστελνε από τη Νέα Υόρκη ο γιος για τη συντήρηση της πενικιλίνης. Ο νεαρός καλόγερος της Μονής Παναχράντου ξεπέζεψε, βαστώντας το λαδοφάναρο, από το μουλάρι, ξεκρέμασε ένα σακίδιο από καραβόπανο και μπήκε στην αυλή των Σαλταφέρων όπου τον περίμενε η Μόσχα. Το πανωφόρι του
είχε ένα παράταιρο κουμπί και το ράσο του είχε παλιώσει. Πεινούσε και κάθισε πρόθυμα στο τραπέζι με τη Μόσχα, μπακαλιάρος, παντζάρια σκορδαλιά και λιγάκι κρασί τον ξανάφεραν στα συγκαλά του, άλλωστε η χήρα Σπύρου Μαλταμπέ ήταν μια ξεχωριστή γυναίκα, με παγκόσμια ενημέρωση που λάβαινε καθημερινά από το BBC και ευλογημένη με την αρετή της συγχώρεσης και της καρτερίας. Μιλήσανε κυρίως για τη Θεσπρωτία, η Μόσχα δεν είχε τύχει να πάει, αλλά ο μοναχός Συμεών, που άκουγε τα προβλήματα των άλλων, είχε κι αυτός ανάγκη πού και πού να λέει τα πολύ δικά του, για τον παιδικό του φίλο, τον πάππου και το σκύλο του. Μετά τον καφέ πήρε το σάκο και από τη σκάλα της κουζίνας κατέβηκαν στο κάτω σπίτι, η Μόσχα έριξε δυο ξύλα στη στόφα και πέρασαν στο υπνοδωμάτιο της Όρσας. Ήταν ήρεμη και μύριζε κολόνια, αλλά τίποτα επάνω της δε θύμιζε την αγγελική καλλονή που είχαν περιγράψει στον Συμεών κι αυτός την αναζήτησε και τη συνάντησε στις φωτογραφίες των τοίχων. Κάθισε κοντά της, ξεσούρωσε το κορδόνι του σάκου που κουβαλούσε κι έβγαλε από μέσα το σιντεφένιο κουτί με την κάρα του Αγίου Παντελεήμονα, όλο το χειμώνα, επειδή κουμαντάριζε καλά το μουλάρι και δεν τον έπιανε η γρίπη, έστελναν αυτόν στους ετοιμοθάνατους και στους αρρώστους που κατοικούσαν μακριά από τη Μονή. Η Μίνα Σαλταφέρου είχε στείλει στον ηγούμενο πολύ γερό ρεγάλο.
Ο Συμεών μετάνιωσε που είχε φάει τη σκορδαλιά, κοκκίνισε, είδε κι έπαθε ν’ ανοίξει το στόμα του για την ευχή εις πάσαν αρρώστιαν, Δέσποτα Παντοκράτωρ, ἰατρέ ψυχῶν καί σωμάτων· η Όρσα σιγοψιθύριζε μαζί του, στο ερωτηματικό βλέμμα του καλόγερου δεν είχε πραγματικά να απαντήσει κάτι, δεν έφταιγε αυτή που κάποιοι τη θεωρούσαν μάλλον κορόιδο που πέθαινε τόσο νέα ή και σαλεμένη σαν το θείο Παναγιώτη, που έφυγε από την αρρώστια που πέφτουνε στη θάλασσα. — Ἀπόστησον ἀπ’ αὐτῆς πᾶσαν πληγήν, πᾶσαν ἀλγηδόνα, πᾶσαν μάστιγα, πάντα πυρετόν ἤ ρῖγος καί εἴ τί ἐστίν ἐν αὐτῇ πλημμέλημα ἤ ἀνόμημα, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον διά τήν σῆν φιλανθρωπίαν. Ναί, Κύριε, φεῖσαι τοῦ πλάσματός σου. Η Όρσα, με τη βοήθεια της Μόσχας, ανασηκώθηκε και φίλησε το άγιο λείψανο έχοντας τα μάτια κλειστά, την απωθούσε η ιδέα, ποτέ δε συμφωνούσε μ’ αυτά, αλλά δεν είχε όρεξη να αρνηθεί τις καθιερωμένες τελετές, αυτά ήταν λεπτομέρεια. Ο Συμεών έκλεισε το Ευχολόγιο, έκλεισε και το κουτί, είχε μπροστά του μια γυναίκα που πέθαινε από κοσμική αγάπη, από έρωτα, ήταν πολύ νέος και δεν άντεχε να τη σιμώνει για πολύ, ξανασούρωσε το σακίδιό του, έπιασε το λαδοφάναρο και βγήκε βιαστικός, είχε να περάσει και από του Αρίστου για το σαλάμι και το κεφαλοτύρι του ηγούμενου, προτού πιάσει η Σαρακοστή. Όταν η Αννεζιώ έμαθε για την επίσκεψη, δαγκώθηκε, εάν
το ήξερε, δε θα είχε στείλει τη σκορδαλιά, σούπα θα έστελνε. Την επομένη το απόγευμα, Κυριακή, μ’ ένα γλυκό φως να κάνει τούλινα τα σύννεφα στο Μάτι του Θεού και τον κόσμο στο μόλο ή κρεμασμένο στα παράθυρα της Χώρας να κοιτάζει με κιάλια το αντριώτικο φορτηγό ΚΑΤΙΝΑ MAPΗ, καπετάνιος Γεώργιος Φαλαγγάς από Στενιές, που περνούσε στ’ ανοιχτά και σφύριζε απανωτά χαιρετισμό στις φαμίλιες του πληρώματος, η Μόσχα πήρε κάτι από το συρτάρι και κατέβηκε βάρδια στης αδερφής της, ο Σαλταφέρος μόλις είχε βγει με τα εγγόνια για πάστες, η μάνα τους εκεί, με το γάτη και την πόρτα της κλειστή. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο, τα βλέφαρα της Όρσας τρεμοπαίξανε από υπνηλία και κόπωση, ξεδίπλωσε το σεντόνι που κρατούσε και σκέπασε την αδερφή της, ήταν ένα γκριζογάλανο κέντημα διά χειρός Κατερίνας Μπασαντή, το ναυάγιο της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ, στον ουρανό μια ανεμίζουσα ταινία με την ημερομηνία 11 Μαρτίου 1943, η γκρίζα θάλασσα, το καράβι φλεγόμενο και μισοβυθισμένο και στη γέφυρα ο πλοίαρχος Σπυρίδων Δ. Μαλταμπές. Η Κατερίνα της είχε παραδώσει το κέντημα ενάμιση χρόνο πριν, για τα παιδιά σου τουλάχιστον, της είχε πει, κι η Μόσχα εκείνο το μεσημέρι την είχε μισήσει για την προσήλωσή της στο καθήκον, δεν ήξερε αν ήθελε αυτό το τρομερό πανί, δεν ήξερε και πού να το κρύψει για να το ξεχάσει κι αφού επί μέρες το τρύπωνε και το μετέφερε από την κασέλα με τα εργόχειρα στον πάτο του συρταριού με τα νυχτικά της κι από τη
σιφονιέρα με τα πουκάμισα του μακαρίτη στην οροφή της ντουλάπας, στο τέλος το καταχώνιασε σ’ ένα παράμερα βαλμένο μπαούλο με ενθύμια και κατάστιχα των ναυτικών της οικογένειας, ποντικοφαγωμένα ημερολόγια βαποριών που δεν υπήρχαν πια, σπασμένα μπιμπελό, μια αφρικάνα δίχως κεφάλι, έναν ελέφαντα δίχως προβοσκίδα, κάτι καγκουρό δίχως μωρά, με άδειες τσέπες. — Της Χριστίνας μου, όταν έρθει η ώρα, είπε στην Όρσα που είχε ζωηρέψει το μάτι της, ποτέ δεν είχε δει κάτι παρόμοιο, γιατί η Κατερίνα όλα αυτά τα χρόνια έβαζε πάνω στα κεντήματα ένα πέπλο σιωπής, τη συγκινούσαν λοιπόν η απελπισία κι η πίστη που ξεπηδούσαν από το καλαθάκι του ραψίματος κι οι κακοτεχνίες της κεντήστρας, ειδικά στη φιγούρα του Σπύρου με το δυσανάλογα μεγάλο κεφάλι, το κεφάλι του με τα ολόσγουρα μαύρα μαλλιά, τα μαύρα μάτια, πότε αεικίνητα και υπεροπτικά και πότε στυλωμένα στον ορίζοντα με τη γυάλινη έκφραση της πρωτιάς και της έπαρσης που αργά αργά ράγιζε και πρόδιδε ερήμην του καημούς και μοναξιές. Όποιος πνίγηκε μετάνιωσε, θυμήθηκε τη φράση που του άρεσε να ξεφουρνίζει πριν από το ρακί ή για να βάλει τελεία σε κουβέντες περί ναυαγίων και η καρδιά της ξαναχτύπησε άταχτα και βίαια, είχε αγωνιστεί να σβήσει από τη φαντασία της εικόνες της νύχτας της 11ης Μαρτίου 1943 που περιλάμβαναν το πρόσωπο του Σπύρου, ο χαμός του ήταν
για κείνην το καπέλο του πλοιάρχου, δίχως διακριτικά λόγω πολέμου, να επιπλέει μόνο του στα ιρλανδικά νερά. — Αυτό το πλοίο δεν το είδαμε από κοντά, είπε η Μόσχα, η Κατερίνα το είχε φανταστεί πολύ μακρύ, αχνοκίτρινο, με τρία μαύρα φουγάρα, δεν ήταν έτσι, αλλά τι σημασία είχε το λάθος; Τα χρόνια άλλους τους έκαναν πιο στενάχωρους και στρυφνούς και άλλους τους μαλάκωναν, η Κατερίνα ήταν από τους δεύτερους, σ’ αυτά τα εργόχειρα είχε βρει ένα σκοπό και μια σωτήρια ρουτίνα. Η Μόσχα έψησε λίγο καφέ, θα περνούσε όλο το απόγευμα με την Όρσα. — Δώσε μου ένα κουταλάκι, για το άρωμά του. — Τον Οκτώβριο που θα πάω στην Αθήνα σκέφτομαι να πάρω δίπλωμα οδηγού. — Μην ξεχνάς τη Νανά, να την παίρνεις κι αυτήν για καμιά βόλτα. Από το δρόμο ακουγόταν η χαρούμενη κίνηση λόγω ΚΑΤΙΝΑΣ ΜΑΡΗ, κουβέντες από αντικριστά παράθυρα, τρεχάλες στα στενά κι ύστερα από ώρα τα τρία σφυρίγματα του απόπλου κι η αργή επιστροφή στα σπίτια. Καμιά τους δεν ήταν πια γυναίκα καπετάνιου, ο υιός Χαδούλης, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Νέας Υόρκης, είχε πάρει με τους γνωστούς συμφερτικούς όρους τρία λίμπερτι και ο κατά τριάντα τοις εκατό συνέταιρος Νίκος ξενυχτούσε στα γραφεία, έστελνε φορτία από την Αμερική στη Χάιφα, στο νεοσύστατο κράτος των Εβραίων, τα
μαθηματικά που είχε μισοσπουδάσει εικοσάρης έπιαναν τόπο. Η Μόσχα τον ενημέρωνε συχνά για την κατάσταση και τα λοιπά οικογενειακά, έγραφε γράμματα για λογαριασμό της Όρσας και της Αννεζιώς και ως υστερόγραφο κάτι περιληπτικό για τα δικά της, δεν ήθελε τα νέα της να απομακρύνονται από το νησί κι ούτε της περίσσευαν ώρες, την αποζημίωση θύματος την είχε κάνει οικόπεδα στους Αμπελοκήπους και στην Καλλιθέα και ο χαρτοφύλακας με τα συμβόλαια ακινήτων, έξοδα περίφραξης, φορολογικά και κάρτες μεσιτικών γραφείων από το συρτάρι της Μίνας κάτω είχε μετακομίσει στον πρώτο όροφο, στο δρύινο μαθητικό της γραφείο, αφού τα ακατάστατα παιδιά της έγραφαν τις σχολικές εργασίες πεσμένα στα τέσσερα, πότε στο πάτωμα της κουζίνας και πότε στο αντρέ. Οι Βατοκούζηδες θα έρχονταν στο νησί με το τέλος του διδακτικού έτους, έλπιζαν να προλάβουν, αλλά και πάλι δε θα είχαν τι να πουν, θα βρίσκονταν απότομα μπροστά σε κάτι που έδειχνε παράλογο, αλλά που η Μόσχα και κάποιοι άλλοι της υπομονής είχαν με τον καιρό σεβαστεί και αποδεχτεί. Η Όρσα πάντως ήθελε να πεθάνει πριν. Η επανάληψη ερωτημάτων, βλεμμάτων απόγνωσης, ο Νίκος με ασπρόξανθα πια μαλλιά και λεπτό μεταλλικό σκελετό γυαλιών να κάθεται με τις ώρες απέναντί της, έχοντας σταυροδέσει στο στήθος τα παράξενα χέρια του με τις εκατοντάδες φλέβες και φλεβίτσες να δραπετεύουν από τα διπλωμένα μανίκια και να πάλλονται από την αγωνία που
τον έτρωγε, δε θα άλλαζαν τίποτα, θα επιβάρυναν κι άλλο τα παιδιά της. — Δε θα με συγχωρήσουν ποτέ. — Αφού εμείς οι δυο πίνουμε καφέ παρέα, για τους υπόλοιπους θα είναι πιο εύκολο, τους υποχρεώνουμε να ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα. — Ο γιος σου όμως; — Με τον Μίμη είναι το πιο δύσκολο. — Δε μου μιλάει καν. — Ούτε κι εμένα. Και πραγματικά ο μοναχογιός του Μαλταμπέ, με δυο φίλους αλάνια, ξημεροβραδιαζόταν σε ξένα σπίτια, στα βράχια και στον περιστεριώνα του Μπάλα, που είχε γίνει το στρατηγείο του, από πέρυσι μάλιστα που ήρθε στην πόλη και ο κινηματογράφος, δεν ξανάνοιξε βιβλίο, η Νανά πίεζε το δάσκαλο να κάνει τα στραβά μάτια. — Και από φέτος θα είναι μαθητής του γυμνασίου. — Του Ναυτικού Γυμνασίου, διευκρίνισε η Μόσχα, ήταν περίπου αυτονόητο, αλλά το επανέλαβε, του Ναυτικού, κατ’ απαίτησίν του, τον είχε γράψει εσωτερικό στον Πειραιά. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η Όρσα κοιτώντας έξω από το παράθυρο τα φώτα των γειτονικών σπιτιών και τους φανούς του δρόμου ν’ ανάβουν με τη σειρά, πέρασε την παλάμη της πάνω από τη μακρόστενη λουρίδα της ΜΙΚΡΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ στο σεντόνι και με αδύναμη φωνή και παύσεις άρχισε να μιλάει στην αδερφή της για την τελευταία
συνάντηση με τον Σπύρο. — Την ημέρα που θα έφευγε και μας είχες τραπέζι βρεθήκαμε κρυφά στα Απατούρια, στη ρεματιά. Είχα πάει να φέρω τη νόνα. Η Μόσχα δε διέκοπτε, άκουγε, βρέχοντας πού και πού τα χείλη της Όρσας με λίγο νερό. — Με χάιδεψε όπως ακριβώς στο πρώτο ραντεβού, απαγγέλλοντας σιγανά την κάθε κίνηση, με την ανάστροφη του χεριού έκανε το οβάλ του προσώπου, το ύψιλον του πιγουνιού, τα φτερά της μύτης, την τελεία της μικρής ελιάς στο δεξιό κρόταφο, τα αποσιωπητικά στα βλέφαρα, τα μισοφέγγαρα των φρυδιών, τα μισοφέγγαρα των αυτιών, τέτοια πάνω κάτω έλεγε αυτός ο άσχετος με την ποίηση, κάποτε του τα έλεγα εγώ και τα θυμόταν, με θηριώδεις εισπνοές μύριζε τα μαλλιά μου κι εκεί μες στις σμυρτιές αφέθηκα, πάνω στο σακάκι του. Ήξερα τις κινήσεις και τους αναστεναγμούς του, μου τα είχε μαρτυρήσει τόσες φορές η μονοπατωσιά, ένα εντεκάχρονο βασανιστήριο, μια ηδονή που μάζευα τους ήχους της κι άφηνα το σώμα μου να πονάει. Κάποια μέρα θα το κάψω το σπίτι, σκέφτηκε η Μόσχα κι έσφιξε το χέρι της αδερφής της, κανονικά αυτή ήταν πιο τρελή από την Όρσα, αφού καθόταν κι άκουγε τώρα μια τέτοια ομολογία. — Δε σου έχω κρύψει απολύτως τίποτα. Φαινόταν η ανακούφιση που φέρνει ολόκληρη κι όχι η μισή αλήθεια, όσο για τη Μόσχα, το ακριβές της συναίσθημα
θύμιζε αυτό που γέμιζε την ψυχή της όταν έκλεινε ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, η ιστορία λοιπόν δεν έμεινε ημιτελής, είχαν κάνει έρωτα, έστω και για μια φορά, ο άντρας της, ο Σπύρος, πριν πεθάνει στον πόλεμο, κι η αδερφή της η Όρσα, πριν σιγολιώσει από ερωτικό μαρασμό, τους αγαπούσε αυτούς τους δύο και όταν μόνη της πια θα έπρεπε να κλείσει και τα υπόλοιπα στόματα, θα μπορούσε να παίρνει δύναμη από αυτό το τρελό πάθος, φαίνεται πως ο Νίκος και η ίδια ήταν πλασμένοι για να παραμερίσουν. — Μόσχα, κλαις; — Όχι, δες τα μάτια μου, δε γυαλίζουν, ωστόσο η Μόσχα σκεφτόταν, πώς θα έμενε μόνη η Όρσα στο σκοτάδι, ενάμισι μέτρο κάτω από το χώμα, είχε ακούσει τον Αιμίλιο, στα τελευταία του, να το λέει στα περιστέρια του, με τρελαίνει αυτή η σκέψη να βρεθώ εκεί κάτω θεομόναχος. Τις επόμενες μέρες οι γιατροί μπαινόβγαιναν για μια υπόθεση τελειωμένη, ο Σάββας και η Μίνα στο τραπέζι της κουζίνας τους στο πλαϊνό μικρό σπίτι, μεσοτοιχία, μαράζωναν χωρίς λόγια, για να δω κι εγώ τη Σμύρνη, ζήτησε κάποια στιγμή εκείνος και την άγγιξε διστακτικά στον αγκώνα, μέσω μητροπολιτάδων και παπάδων τής είχαν παραδοθεί μερικές φωτογραφίες κυρίως του σπιτιού όπου είχε περάσει ξένοιαστα παιδικά χρόνια, που έμελλε να είναι και τα μόνα ευτυχισμένα της ζωής της, δεν αναγνώρισε τίποτα, από την είσοδο έλειπε η γλυσίνα, ούτε για τη λάμπα στο ταβάνι της σάλας ήταν σίγουρη, σε μια απ’ αυτές όμως ένα
Τουρκάκι μορτάκι βαστούσε αγκαλιά έναν γάτη, σταχτής μονόχρωμος, έδειχνε με εξαίρεση μισή άσπρη ουρά, ολόιδιος με τις δικές τους γάτες τότε, μισό αιώνα πριν, την Τουρκάν Χατούν και την Παναγιώτα, βαστούσε εξάπαντος από το ίδιο σόι. — Για φαντάσου, είπε ο Σάββας. Η Μίνα θυμήθηκε τα παλιά χρόνια που ο άντρας της έδειχνε ότι το άκρον άωτον της ικανοποίησης για κείνον ήταν να ξεκοκαλίζει το κεφάλι ενός ροφού και να βρίζει την κυβέρνηση, κι εκείνη από μέσα της τον περιφρονούσε, ας γινόταν κάτι τέτοιο τώρα, θα το ’βλεπε με συμπάθεια, για να είναι ειλικρινής, θα το ’θελε πολύ να συνέβαιναν τέτοια, να λείπαν όλα τ’ άλλα. Σήκωσε το κεφάλι κι από το μισάνοιχτο τζάμι αναζήτησε ψηλά το Μάτι του Θεού, να κοιταχτούν οι δυο τους κατάματα, μα της φάνηκε πως την αποστράφηκε μ’ εκείνο τον τρόπο που οι συνωμότες ομολογούν την ενοχή και την αποτυχία τους, κοριτσάκι μου, πας να τον βρεις, παραδέχτηκε, και κατόπιν, αδάκρυτη, τσιμπούσε από τα κλαδιά του μουσαμαδένιου τραπεζομάντιλου ένα ένα ψίχουλα και ψιχουλάκια. Ο τυπογράφος είχε έτοιμο το αγγελτήριο του θανάτου, η πόλη το έψαχνε στην εξώπορτα του άσπρου σπιτιού και αδημονούσε που η ψυχή της Όρσας αργούσε να βγει, σε μερικούς κακοφαινόταν αυτή η παράταση, ίσως επειδή κανένας δε ζήλευε μια ετοιμοθάνατη, πολλοί όμως δεν
απέφευγαν τη σύγκριση, πόσο έρωτα αξιώθηκαν να ζήσουν στη ζωή τους. Η Όρσα πάντως πέθανε στα χέρια της αδερφής της, το απομεσήμερο της Παρασκευής 16 Απριλίου 1948, στα τριάντα εννιά της, ενώ οι αργόσχολοι και τα παιδιά, σμάρι, έσπευδαν στην κεντρική πλατεία της πόλης όπου οι γύρω εστιάτορες και ζαχαροπλάστες, σε συνεννόηση, αντικαθιστούσαν τις παλιές καρέκλες με διακόσια πενήντα μοντέρνα λαδοπράσινα πολυθρονάκια.
Λίγα λόγια για την συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη
Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από Μικρασιάτες γονείς. Σπούδασε νομικά. Δούλεψε ως σκιτσογράφος. Βιβλία της: Με γκρι και γκρίζο, σκίτσα (Εκδόσεις Αίολος, 1985), Ένα σκίτσο στο τσεπάκι, σκίτσα (Εκδόσεις Αίολος, 1987), Η κυρία Κατάκη, διηγήματα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995), Μικρά Αγγλία, μυθιστόρημα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 1997), Κουστούμι στο χώμα, μυθιστόρημα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000), O άγιος της μοναξιάς, μυθιστόρημα (Eκδόσεις Kαστανιώτη, 2003), Σουέλ,
μυθιστόρημα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006), Τα σακιά, μυθιστόρημα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010), Καιρός σκεπτικός, διηγήματα (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011). Έχει επίσης γράψει το σενάριο της ταινίας «Nύφες» του Παντελή Βούλγαρη (Eκδόσεις Kαστανιώτη, 2004) και συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας «Ψυχή βαθιά» του ίδιου σκηνοθέτη (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009).
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ «ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ» ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΜΕ GFS DIDOT ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ETYPESETTING ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2013 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Καιρός σκεπτικός
Ο Μπάρδο γίνεται χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Σούλα, που δεν το βάζει κάτω, φιλάει ένα ζυμωτό ψωμί με ωραίο πρόσωπο. Ο Γαρύφαλλος τριγυρίζει στο θεσσαλικό κάμπο και του φαίνεται μια τσέπη τόπος. Η χήρα Αρτεμισία λαχταράει κάποια σωματική επαφή. Ο Διονύσης αποχαιρετά το βασανισμένο μοναχογιό του, που ταξιδεύει στο γαλαξία των ωραίων ψυχών. Ο Αργύρης για μια φορά στη ζωή του κάνει κάτι πίσω από την πλάτη της Φραντζέσκας. Η Βούλα και ο Μάκης επινοούν με σθένος θέματα συζήτησης. Η κυρία Σοφία γράφει ένα μεγάλο γράμμα για να περνά τα βράδια της. Ο Τόλης και ο Μίλτος ζουν αποτραβηγμένοι στην Κινέττα για να γλυτώνουν τα σχόλια των νταγκλαράδων. Άνθρωποι που τους χωρίζουν οι τόποι και τους ενώνει ο χρόνος, μοναχικοί ήρωες που παίρνουν το τιμόνι αλλιώς, με ρυτίδες-μαχαιριές που κόβουν τη φόρα στο χαμόγελο, αλλά και με μια καλοσύνη που κάποιες φορές τους ξελασπώνει.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Τα σακιά Μυθιστόρημα
Κάθε ιστορία έχει κενά, κάποια είναι κοινά για όλους όσοι λαβαίνουν μέρος στην πλοκή της. Καθένας ωστόσο έχει και μερικά που μόνο εκείνος έχει προσέξει, μόνο εκείνου δεν του δίνουν πειστικές απαντήσεις όσο κι αν προσπαθεί, αν προσπαθεί, που μάλλον δεν προσπαθεί. Σε μερικές περιπτώσεις κάποιοι βολεύονται με αυτά τα κενά, γκρίζες ζώνες που τις περιφρουρούν με νύχια και με δόντια, τρέμουν στην ιδέα ότι, αν καλυφθούν, μπορεί η πλήρης αλήθεια να είναι αβάσταχτη. Ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο, η Βιβή Χολέβα σκέφτηκε όσους ήξερε και δεν ήξερε, οι περισσότεροι είχαν τα φεγγάρια του φανατισμού της γκρίνιας, με την πρώτη αναποδιά, πάρ’ τους κάτω. Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας,
αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Σουέλ Μυθιστόρημα
- Ό,τι κι αν είναι αυτό, πες μου τι συμβαίνει. - Το σουέλ μου 'βαλε μπελά στο μυαλό. - Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που δε γυρίζεις; - Η θάλασσα δεν με επιστρέφει. - Τι γυρεύεις τώρα πια; - Δεν έχω θέληση για στεριά. Δώδεκα χρόνια μακριά από την οικογένειά του. Μακριά από τη στεριά, από τα αγαπημένα αλλά και λησμονημένα του πρόσωπα. Σπίτι του είναι πλέον το ATHOS III. O τόπος όπου αναμετριέται με τις μνήμες του. Το καταφύγιο όπου διαφυλάσσει ερμητικά κλεισμένα τα μυστικά του. Το μόνο μέρος απ’ το οποίο μπορεί και παρακολουθεί –όπως εκείνος θέλει– τη σιωπηλή πορεία του να χαράσσεται ερήμην του· τη μοναξιά του συντροφιά με το σουέλ: το βουβό κυματισμό του ωκεανού.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Νύφες Από την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη
Tο 1922 εφτακόσιες γυναίκες αφήνουν την Aνατολή και στοιβάζονται στην Γ' θέση του ποντοπόρου πλοίου που θα τις πάει στην Aμερική, εκεί που τις περιμένουν άγνωστοι άντρες. Στο μπαουλάκι τους ένα οικογενειακό νυφικό και η φωτογραφία του γαμπρού για την αναγνώριση. Στις είκοσι μέρες του ταξιδιού συμβαίνουν πολλά. Στη ζωή για όλους μας υπάρχει ένας έρωτας που δε θα ξεχάσουμε ποτέ. Oι Nύφες είναι ένα ταξίδι με πολλές σημασίες. Bίωμα βάναυσης αποκοπής από τη θερμή φωλιά των παιδικών και νεανικών χρόνων. Bίωμα απώλειας του ελάχιστου αλλά και του μέγιστου αγαθού, ο άνθρωπος να μιλάει και να ακούει γύρω του τη μητρική του γλώσσα. Eίναι όμως και προσδοκία για καθημερινό μεροκάματο και καθημερινό φαΐ. Eίναι και σωσίβιο για το φτωχόκοσμο που ναυάγησε στις φουρτούνες της πολύπαθης εποχής και περιοχής.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Ο άγιος της μοναξιάς Μυθιστόρημα
Η Στέλλα Σαλαγιά θέλει να «σπάει» χωρίς θεατές. Ο Σίμος Σεμερτζίδης διορίστηκε στη ζωή με ρουσφέτι. Η Κλαίρη κάνει πέρα όσους χαφιεδίζουν τις δυστυχίες του σπιτιού της. Ο Λεόντιος αφιερώνεται στους πολλούς αγίους της μοναξιάς. Η ακούραστη Μόρφω πιστεύει πως η τρέλα είναι σαλόνι. Ο Ιορδάνης σέρνει στα στενάκια την εργαλειοθήκη του και το πιστεύω του, κανένα ενθύμιο, καμία ανάμνηση, κανένας δικός. Η κατεψυγμένη lady Giannoula ξαναζωντανεύει την πόλη με τα ξεκούρδιστα πιάνα και τις ανεμοφαγωμένες πινακίδες. Μια ερωτική ιστορία της εποχής μας με σκηνικό και ουσία την παραίτηση και τη μοναχικότητα, που οδηγούν στον εσωτερικό εγκλεισμό σαν το μόνο ασφαλές καταφύγιο του καθενός. Ένας κόσμος που έχει ανάγκη να αγαπήσει ξανά, με κάθε τίμημα, τη ζωή, τον τόπο του, κάτι.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Κουστούμι στο χώμα Μυθιστόρημα
Ο Κυριάκος Ρουσιάς πήγε στην Αμερική στα δεκαπέντε του. Στα σαράντα τρία του μένει στο Γκαίηθερσμπεργκ και δουλεύει στο Φρέντερικ, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας. Δεν πολυμιλάει για το σόι του, δεν πολυμιλάει για τα παλιά. Το καλοκαίρι του '98, απροειδοποίητα, επιστρέφει στο χωριό του για πρώτη φορά. Και πέφτει πάνω στον άλλο Κυριάκο Ρουσιά. Ακούει εκείνη τη φωνή που τρυπούσε το ρόδι και ξεφλούδιζε το πετραμύγδαλο. Ψάχνει κάποια Μάρω με μια ελιά σα δάκρυ στην πίσω μεριά της γάμπας. Αναρωτιέται πώς είναι το βλέμμα του ανθρώπου τη στιγμή που παίρνει μια μοιραία απόφαση. Σελίδες για τις απάτητες διαδρομές του μυαλού. Για τα απαγορευμένα συναισθήματα. Για το ίδιο κάρβουνο που καίει δυο άντρες.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ Η κυρία Κατάκη Διηγήματα
Η Ιωάννα Καρυστιάνη, με την προφορικότητα της αφήγησής της και τους καίριους πυρήνες ζωής που επιλέγει, παρασύρει σε μία περιπέτεια αυτογνωσίας μέσα από το γέλιο, το σαρκασμό και το δάκρυ των ηρώων της. Γράφοντας, αν όχι καταγράφοντας πιστά, ζωές και ιστορίες, αναπλάθει πρόσωπα που βλέπουμε καθημερινά, πρόσωπα που δεν μπορούμε ή δεν αντέχουμε να δούμε. Κι αυτές οι εικόνες, αυτά τα πρόσωπα ζωντανεύουν, μιλούν, εξομολογούνται, λένε ιστορίες που ξετυλίγονται επιδέξια για να μας τυλίξουν στη μαγεία τους. ΠΕΠΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ Ο αρχαιολόγος λάτρης των μικρών και ταπεινών, ο θαυμαστής των αεροπόρων, η πιστή και αταλάντευτη οραματίστρια της επανάστασης, άνθρωποι σπασμένοι και σπαραχτικοί μας παρασέρνουν στη χαμηλότονη απελπισία
τους. Οι λύσεις που δίνουν είναι γνώριμες: ένα παιδί, το Κόμμα, η τεχνολογία, η τέχνη, το όνειρο, τα όνειρα... Είναι άνθρωποί μας, που μπορούμε να τους αγκαλιάσουμε και να κλάψουμε μαζί τους. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ