ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ
Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΕΛΕΙΠΕ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ ΣΕ ΑΛΗΘΙΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Σειρά: ΣYΓXPONH ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛOΓOΤΕΧNΙΑ Κώστας Κρομμύδας, Η ζωή που έλειπε © Κώστας Κρομμύδας και εκδόσεις Μίνωας, 2013 Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση: Μάιος 2013 Eπιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Δουρίδα Σχεδιασμός εξωφύλλου – Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης © Φωτογραφίας εξωφύλλου: Irene Lamprakou – Arcangel-images.com Copy right © για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 – fax: 210 27 11 056 www.minoas.gr • e-mail:
[email protected] ISBN 978-618-02-0117-8
Ο χρόνος και ο τόπος της ιστορίας σε πολλές περιπτώσεις έχουν αλλάξει σκόπιμα. Τα ονόματα είναι εντελώς φανταστικά και κάθε ομοιότητα είναι συμπτωματική.
Αφιερωμένο σε όσους θυσιάστηκαν δικαίως ή αδίκως γ ια να μπορούμε σήμερα να κρατάμε αυτό το βιβλίο και να το διαβάζουμε ελεύθεροι. Η αγ άπη και ο έρωτας βρίσκουν πάντα τον δρόμο… Στη Μαρίνα και τη Βάια, γ ια όλους τους ορίζοντες που ανοίγ ουμε μαζί Στον πατέρα μου, γ ια τους κόσμους που έχει φτιάξει με τις ιστορίες που μου αφηγ είται εδώ και περίπου σαράντα χρόνια
Στα γυρίσματα
Νιώθοντας στο σώμα μου ένα απαλό αεράκι, ξαπλωμένος όπως ήμουν, μισάνοιξα τα μάτια μου και είδα ανάμεσα στις ανοιχτές πόρτες του μπαλκονιού αυτό το αχνό κόκκινο φως που προβάλλει στον ορίζοντα για να αναγγείλει τον ερχομό της μέρας. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα εκεί να κοιτάζω τον ουρανό που έπαιρνε σιγά σιγά όλα τα χρώματα της αυγής. Προσπάθησα να σηκωθώ όσο πιο ήσυχα μπορούσα και στάθηκα στο άνοιγμα της μπαλκονόπορτας για να δω καλύτερα την ομορφιά που φανερωνόταν μπροστά μου. Ο δροσερός αέρας στέγνωνε τον ιδρώτα που είχε απομείνει στο γυμνό κορμί μου. Μια μικρή φέτα φεγγαριού παραστεκόταν στο φως της μέρας που αργά και σταθερά πλησίαζε. Στο βάθος, μια μικρή βάρκα έμπαινε νωχελικά στο λιμάνι. Είχε χαράξει μια γραμμή μέσα στη θάλασσα και όσο κοίταζες προς τα πίσω έβλεπες αυτή τη μαγική μοιρασιά των κυμάτων που είχε κάνει ένας τόσο μικρός όγκος στην απόλυτα ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας. Δεξιά μου έβλεπα τεράστιες μαύρες σκιές. Είναι τεράστιοι όγκοι από πέτρα που στέκονται ακίνητοι σχεδόν πάνω από τη θάλασσα σαν να κρέμονται στον αέρα.
Μια από τις σκιές μοιάζει σαν ανθρώπινο σώμα που ξάπλωσε κάποτε εκεί πάνω και με τα χρόνια τα βράχια το ρούφηξαν μέσα τους και δεν απέμεινε παρά το πρόσωπο που κοιτά τον ουρανό να διαγράφεται στο ρόδινο φόντο. Πάντα ένιωθα ένα δέος γι’ αυτές τις άμορφες μάζες που στέκονται απειλητικά εκεί για χιλιάδες χρόνια, ακίνητες, χαραγμένες από τον χρόνο. Και πάντα στο μυαλό μου φώλιαζε ο φόβος πως εύκολα θα μπορούσαν να ξεκολλήσουν και να πλακώσουν ό,τι έμπαινε στον δρόμο τους. Τελικά, οι φοβίες δεν έχουν χρόνο. Τ ις βρίσκεις μπροστά σου παντού, έτσι ανεξήγητα, σαν κάποιος να τις χάραξε μέσα σου ανεξίτηλα για να σε ακολουθούν και στις πιο όμορφες στιγμές που ζεις. Πόσες φορές άραγε θα καταφέρω να ξαναδώ κάτι τόσο όμορφο, τη γέννηση μιας καινούργιας μέρας σε όλο της το μεγαλείο… Η εικόνα και οι απαλοί ήχοι με είχαν απορροφήσει τόσο που δεν την κατάλαβα να με πλησιάζει, παρά μόνο τη στιγμή που με αγκάλιασε από πίσω και έφερε το κεφάλι της πάνω από τον δεξή ώμο μου. Ένιωσα τη ζέστη από το γυμνό της κορμί να μεταδίδεται στο δικό μου και με μια ανεπαίσθητη κίνηση προσπάθησα να κλείσω κάθε κενό που υπήρχε ανάμεσα στα κορμιά μας. Εκείνη έσφιξε ελαφρά τα χέρια της γύρω από το σώμα μου σαν μια μικρή ανταπόκριση στη δική μου κίνηση. Μείναμε έτσι για λίγο χωρίς να μιλάμε, σαν να φοβόμασταν μην αλλοιώσουμε με οποιοδήποτε ήχο την τελειότητα της φύσης και της στιγμής. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μας και τα κορμιά μας εφάρμοζαν όλο και πιο πολύ το ένα στο άλλο. Γυρίζοντας προς το μέρος της είδα στο βλέμμα της τη δίψα να δει αυτό που εγώ έβλεπα εκεί μόνος μου πριν λίγο. Ούτε που κατάλαβα πώς τα χείλη μας ενώθηκαν και τα χέρια μας άγγιζαν κάθε σημείο
από τα γυμνά σώματά μας. Όπως με φίλαγε, είδα μέσα από τα μισάνοιχτα μάτια μου στον καθρέφτη στο βάθος του δωματίου τα περιγράμματά μας να διαγράφονται ανάμεσα στις μπαλκονόπορτες. Ήταν σαν κάδρο που άλλαζε μορφή με την κίνηση των κορμιών μας με φόντο την αυγή, ώσπου τα δύο σχήματα έγιναν ένα. Μείναμε εκεί να φιλιόμαστε με πάθος και με το χάραμα στο βάθος όλο και να πλησιάζει και να μας φωτίζει. Είχαμε αγκαλιαστεί τόσο σφιχτά που εκείνη σχεδόν στεκόταν στον αέρα. Τα πόδια της γλίστρησαν στο ιδρωμένο μου σώμα και τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση μου. Κάναμε έρωτα εκεί όρθιοι. Όσο ξημέρωνε τόσο μεγάλωνε το πάθος, οι απαλές κινήσεις γίνονταν πιο έντονες και τα σώματά μας πάλλονταν σαν σε χορό. Κι εγώ που νόμιζα πως λίγο πριν ζούσα την απόλυτα τέλεια στιγμή μόνος μου κοιτάζοντας μακριά… Πώς να περιγράψεις λοιπόν μια τέτοια στιγμή… Απλώς δεν την περιγράφεις. Τη ζεις. Και αυτό έκανα, χωρίς να σκέφτομαι τίποτα πια. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που περνώντας ανάμεσα από τις άσπρες κουρτίνες του δωματίου χόρευαν στον ρυθμό που φυσούσε το ελαφρύ αεράκι με έκαναν να ανοίξω και πάλι τα μάτια μου και να κοιτάξω προς το ίδιο σημείο, μόνο που τώρα εκείνη με είχε προλάβει και απολάμβανε την εικόνα πρώτη. «Καλημέρα», της είπα με τη βραχνή πρωινή μου φωνή. Με το χέρι μου πήρα τα μακριά της μαλλιά από το σημείο που κάλυπταν το πρόσωπό της. Εκείνη μου χαμογέλασε και ήταν σαν να φωτίστηκε όλο το δωμάτιο. «Καλημέρα», μου είπε απαλά και γλυκά. Μείναμε για λίγο να κοιτάμε ο ένας τον άλλον στα μάτια με ένα αχνό χαμόγελο, που σιγά σιγά εξελίχθηκε σε γέλιο. Ένα γέλιο που
δεν ήξερες από πού προέρχεται, αλλά και ποιος νοιαζόταν τώρα. Απλώς γελούσαμε ανάμεσα σε φιλιά και πειράγματα. Το χτύπημα της πόρτας όμως μας επανέφερε στον πραγματικό κόσμο. Το δωμάτιο βρισκόταν σε κατάσταση πολέμου και με την άκρη του ματιού μου είδα και την τηλεφωνική συσκευή στο πάτωμα, με το ακουστικό… όχι στη θέση του. «Οχ, τι ώρα είναι;» Χωρίς να χάσει χρόνο άπλωσε το κορμί της πάνω από το δικό μου για να πιάσει το κινητό της στην άλλη άκρη του κρεβατιού. «Δέκα αναπάντητες… αμάν είναι εννέα και μισή» είπε με ψεύτικο τρόμο και σηκώθηκε τυλίγοντας το σεντόνι γύρω από το γυμνό κορμί της. «Ποιος είναι;» ρώτησε, γνωρίζοντας όμως έτσι κι αλλιώς ποιος ήταν πίσω από την πόρτα. «Η Ηλέκτρα είμαι, κυρία Κλερ». Κρατώντας με το ένα της χέρι το σεντόνι, άνοιξε με το άλλο ίσα μια χαραμάδα την πόρτα, για να μην μπορέσει να δει η Ηλέκτρα εμένα που βρισκόμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, και είπε σχεδόν ενοχικά «καλημέρα». Η Ηλέκτρα ήταν η δεύτερη βοηθός και ήταν υπεύθυνη για τους ηθοποιούς και τα ωράριά τους. Κοντούλα, γλυκιά, με λίγα παραπάνω κιλά, με τα μισά της μαλλιά ξυρισμένα και τα άλλα μισά να κρέμονται μακριά από τη μια μεριά του κεφαλιού. «Καλημέρα, συγγνώμη που χτύπησα, αλλά σας έπαιρνα και στο κινητό και στο δωμάτιο και κατάλαβα ότι σας είχε πάρει ο ύπνος και το όρντινό μας είναι στις δέκα και έχουμε και λίγο δρόμο ως το μοναστήρι του Αγίου Μάμα». «Το ξέρω, Ηλέκτρα μου, και ζητώ συγγνώμη, θα πρέπει να ξέχασα
να βάλω το ξυπνητήρι, και το τηλέφωνο του δωματίου… μάλλον δεν το έκλεισα καλά. Σε πέντε λεπτά θα είμαι κάτω, εντάξει;» «Εντάξει, κυρία Κλερ. Οι υπόλοιποι έχουν ξεκινήσει, θα σας περιμένω εγώ». «Σ’ ευχαριστώ, θα κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, και πάλι συγγνώμη… Α, και σε παρακαλώ, Ηλέκτρα μου, μπορείς να με λες Ανίτα σκέτο, εντάξει;» «Εντάξει, κυρία Κλέρ… εεεε, Ανίτα, συγγνώμη». Πριν προλάβει όμως η Ανίτα να κλείσει την πόρτα, η Ηλέκτρα φώναξε λίγο πιο δυνατά: «Καλημέρα, κύριε Βουδούρη. Να περάσετε όμορφα και θα σας ενημερώσω σύντομα για την ώρα που έχετε γύρισμα τη Δευτέρα». Και απομακρύνθηκε αφήνοντας και τους δυο μας με την ίδια έκπληξη στο πρόσωπο. Η Ανίτα έκλεισε την πόρτα, με κοίταξε με μια έκφραση «τι είπε;» και άρχισε να ετοιμάζεται βιαστικά για να κατέβει στο λόμπι του ξενοδοχείου. Ξέραμε και οι δύο πως όλοι γνωρίζουν για τη σχέση μας, όχι όμως και για το πότε συναντιόμαστε ακριβώς. Βρισκόμαστε στη μέση των γυρισμάτων και θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Άσχετα αν το σενάριο ταιριάζει απόλυτα με αυτό που συμβαίνει και στη ζωή μας, εμείς οφείλαμε να δείξουμε τον απαιτούμενο επαγγελματισμό. Η Ηλέκτρα μας το γκρέμισε αυτό για λίγο, αλλά ξέραμε και οι δύο πως ό,τι γινόταν δεν θα έμπαινε εμπόδιο στη δουλειά μας. Ήμασταν και οι δύο ελεύθεροι και μπορούσαμε να χειριστούμε με τον καλύτερο τρόπο αυτό που προέκυψε. Αυτό κάναμε από την πρώτη στιγμή, από τότε που βρεθήκαμε σε εκείνα τα δοκιμαστικά για την ταινία. Έτσι κι αλλιώς, αισθανόμουν πολύ τυχερός που διάλεξαν εμένα ανάμεσα σε τόσους ηθοποιούς. Τ ώρα, εκτός από τυχερός, αισθάνομαι και απόλυτα ευτυχισμένος, έτσι απλά, χωρίς καν να έχουμε προλάβει να
γνωριστούμε καλύτερα. Η Ανίτα είναι μια ηθοποιός σχετικά γνωστή, κυρίως στην Ευρώπη. Παρόλο που δεν έχει περάσει τα τριάντα, έχει μια καριέρα που θα ζήλευαν πολλοί. Ταινίες στο εξωτερικό, βραβεία, θέατρο και άλλα πολλά… Ποτέ δεν θα μπορούσα φανταστώ πόσο απλή είναι σαν άνθρωπος. Χωρίς να είναι από αυτές τις γυναίκες που αποκαλούνται εντυπωσιακές, έχει μια τόσο ιδιαίτερη και παράξενη ομορφιά που σε κερδίζει αμέσως. Τα μάτια της, ο τρόπος που κινείται, όλα έχουν κάτι το ιδιαίτερο. Τα καστανά της μαλλιά τονίζουν περισσότερο την ελληνική της καταγωγή παρά τη γερμανική. Εκείνη τη στιγμή, όμως, η Ανίτα έβαλε τέλος στις σκέψεις μου και χαμογελαστή ξάπλωσε στο κρεβάτι και με φίλησε. «Φαντάσου τι θα λένε για μένα, ε; Αργώ στο γύρισμα, κοιμάμαι και με τον συμπρωταγωνιστή μου…» Πιάνοντάς της το χέρι προσπάθησα να την καθησυχάσω. «Καταρχήν, δεν ξέρω τι εννοείς με το κοιμάμαι… δεν ξέρω πόσο κοιμάσαι εσύ… εγώ κοιμάμαι ελάχιστα…» της είπα πειράζοντάς την και συνέχισα παίρνοντας το πιο σοβαρό μου ύφος: «Ό,τι και να λένε, σταματάνε όταν είσαι μπροστά από την κάμερα, Ανίτα, και, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό έχει σημασία για όλους. Είσαι εξαιρετική επαγγελματίας και εκπληκτική στον ρόλο σου. Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι δίπλα σου, που παίζω δίπλα σου». Μείναμε για λίγο να κοιταζόμαστε, αλλά μας διέκοψε ο ήχος από το καράβι που μόλις έμπαινε στο λιμάνι. «Αυτό δεν είναι το καράβι που θα φύγεις;» μου είπε. «Ναι, μάλλον» είπα εγώ, ακόμη χαμένος στα προηγούμενα. «Τότε πρέπει και εσύ να βιαστείς για να μην το χάσεις» μου είπε και με κοίταξε με το πιο γλυκό της βλέμμα.
« Έχεις δίκιο, πρέπει να πάω στο δωμάτιό μου να ετοιμάσω τα πράγματά μου» είπα και σηκώθηκα όπως ήμουν γυμνός για να την ξεπροβοδίσω στην πόρτα. «Ξέρεις ότι θα ήθελα να μείνω μαζί σου, κοντά σου, αυτές τις τρεις μέρες, έτσι;» της είπα και το εννοούσα πραγματικά. «Το ξέρω, αλλά κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι για σένα να πας στο νησί σου. Δεν έχεις πάει ποτέ σου…» «Ε, όχι και ποτέ μου…» «Δεν πιάνεται αυτή η φορά, κανείς δεν μας είδε» είπε δίνοντάς μου ένα φιλί και συνέχισε, χωρίς να δείχνει ούτε στιγμή ότι βιάζεται να φύγει: «Έτσι κι αλλιώς, τρεις μέρες είναι, θα περάσουνε γρήγορα και θα βρεθούμε και πάλι». «Μακάρι να μπορούσες να έρθεις μαζί μου… Σκέφτομαι μήπως αναβάλω την επίσκεψη και πάω αργότερα, όταν τελειώσουμε με τα γυρίσματα» της είπα χαϊδεύοντας τα μακριά μαλλιά της. «Θα μπορούσα και να το δεχτώ, αν δεν πίστευα πόσο ιδιαίτ ερο είναι για σένα να πας εκεί. Θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω. Μόλις ανακαλύψεις και λύσεις τα μυστήρια που υπάρχουν εκεί, θα με πας να μείνουμε για καιρό, Δημήτρη, μου το υπόσχεσαι; Και θα ξαναπάμε στο Κρυμμένο και στη Σπηλιά της Σιωπής». «Ναι, σ’ το υπόσχομαι» της είπα και τη φίλησα προσπαθώντας να πάρω τα χείλη της μαζί μου για όσο θα έλειπα. Έριξε μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο που ήταν άνω κάτω. Την πρόλαβα πριν μιλήσει. «Θα τα τακτοποιήσω εγώ, μην σε νοιάζει… και λίγο η καμαριέρα…» Γελώντας και κοιτώντας με πάντα, έβαλε στον ώμο την τσάντα της και άρχισε να πηγαίνει προς τη σκάλα με βήματα προς τα πίσω.
Έμεινα για λίγο να τη βλέπω να απομακρύνεται, χωρίς να μπορώ να πιστέψω πως βρίσκομαι εκεί και ζω όλο αυτό που ζω. Πριν κατέβει τις σκάλες, σταμάτησε, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε πολύ σοβαρά σαν κάτι ξαφνικά να την ανησύχησε: «Να προσέχεις, Δημήτρη!» Ήταν η πρώτη φορά που είδα στο πρόσωπό της, όσο καιρό τη γνωρίζω, μια έστω τόσο μικρή ανησυχία. Αυτή της η έκφραση ήρθε να προστεθεί σε όσα μου έλεγε η μητέρα μου για το νησί. Δεν ήθελε να πάω με τίποτα. Όμως ο θείος μου μόλις είχε πεθάνει και επιθυμία του ήταν η σορός του να αποτεφρωθεί και να σκορπιστούν οι στάχτες του στο νησί. Όλα αυτά λοιπόν μου είχαν εξάψει την περιέργεια. Δεν μπορούσα παρά να κάνω αυτή την επίσκεψη. Ο θείος Νίκος δεν έκανε ποτέ του οικογένεια και γενικά ήταν πολύ μοναχικός και περίεργος. Είχε όμως μια αφάνταστα γλυκιά φωνή και τραγουδούσε υπέροχα και όποτε τον ρωτούσα πώς θα γίνει να τραγουδώ κι εγώ τόσο όμορφα μου έλεγε γελώντας, σαν να ξεχνούσε για λίγο αυτό που έδειχνε να τον απασχολεί πάντα: «Όταν θα πιεις νερό από την πηγή στο Μαντάνι, στην κορυφή του βουνού στο νησί, θα τραγουδάς κι εσύ ωραία, Δημήτρη μου». Και όταν του έλεγα πως, μόλις μεγαλώσω, θα πάω να πιω νερό, εκείνος σοβάρευε και πάλι, με κοίταζε στα μάτια και μου έλεγε: «Κανένα αρσενικό από την οικογένεια της μητέρας σου δεν θα ξαναπάει εκεί» και το πρόσωπό του έμενε για ώρα σκοτεινιασμένο μαρτυρώντας ότι ο θείος είχε μετανιώσει για ό,τι είχε πει. Ποτέ κανένας δεν μου εξήγησε το νόημα αυτής της απαγόρευσης, ούτε ο πατέρας μου, που έτσι κι αλλιώς έχει πεθάνει εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αλλά ούτε και η μητέρα μου, που κατάγεται από εκεί. Το μόνο που ήξερα είναι πως κι εκείνη έφυγε σχεδόν μωρό με
τον θείο Νίκο στην Κατοχή, αφού οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει τον παππού μου, τη γιαγιά μου και άλλους χωριανούς στην πλατεία του χωριού, λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Και το πιο βασικό είναι πως ήμουν το μόνο αρσενικό, όπως έλεγαν, που είχε απομείνει από την οικογένεια της μητέρας μου. Το θεώρησα λοιπόν σαν σημάδι, όταν πήρα αυτόν τον ρόλο στην ταινία, που τα γυρίσματα θα γίνονταν τόσο κοντά στο νησί. Το καράβι που φεύγει από εδώ είναι η μόνη σύντομη ανταπόκριση, αλλιώς έπρεπε να πας ή με κάποιο από τα σπάνια δρομολόγια από Πειραιά ή με δικό σου σκάφος, λες και για κάποιο λόγο το νησί ήταν αποκομμένο από τον άλλο κόσμο. Ήταν και η επιθυμία του θείου μου να σκορπίσουμε τη στάχτη του εκεί. Έφυγε μικρό παιδί και δεν πήγε ποτέ του ξανά∙ έτσι τουλάχιστον μας έλεγε. Ήθελε όμως, έστω και με αυτόν τον τρόπο, να ξαναβρεθεί εκεί και να μείνει για πάντα. Κάτι σήμαινε αυτό, αλλά τι; Κάποιος λοιπόν έπρεπε να πάει. Ούτε κάποιες μακρινές θείες μου, ούτε η μητέρα μου φυσικά, ούτε κανείς άλλος έδειχνε διάθεση να το κάνει, οπότε θεώρησα ότι έπρεπε να το κάνω εγώ, μιας και θα ήμουν τόσο κοντά. Ήταν λίγο σαν να συνωμοτούσε το σύμπαν για να το κάνω εγώ. Όλα έγιναν, όμως, με τον όρκο και την υπόσχεση στη μητέρα μου πως δεν θα φανερώσω σε κανέναν το όνομα του παππού μου, και πως δεν θα πω σε κανέναν πως κατάγομαι από εκεί. Όταν έμαθα ότι θα έχω τρεις μέρες κενό από τα γυρίσματα, αποφάσισα να πάω. Κανείς δεν ήξερε ότι στο μικρό μεταλλικό κουτί που έχω στη βαλίτσα μου μεταφέρω τις στάχτες από τη σορό του θείου μου. Ούτε η Ανίτα. Όπως είχα μείνει να κοιτάω προς τη σκάλα, αφηρημένος από τις σκέψεις μου, η Ανίτα είχε φύγει και στη θέση της στεκόταν μια
καμαριέρα που έκπληκτη με κοίταζε να κρατάω γυμνός την πόρτα του δωματίου ανοιχτή. «Συγγνώμη», είπα και έκλεισα βιαστικά την πόρτα.
Βερολίνο
Η Ανίτα βιαστικά κλείνει τις βαλίτσες στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού της που είναι ακουμπισμένες πάνω στο κρεβάτι. Το δωμάτιο είναι διακοσμημένο λιτά αλλά με πολύ γούστο· στο πλάι του κρεβατιού μια μεγάλη τζαμαρία που έχει πανοραμική και υπέροχη θέα κάπου κοντά στο κέντρο του Βερολίνου. Από εκεί μπορούσες να δεις ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης, που έδειχνε καθαρή και τακτοποιημένη σαν να φτιάχτηκε πριν λίγες μέρες. Στον τοίχο ξεχωρίζει μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι· είναι η γιαγιά της και η μητέρα της με ένα μωρό στην αγκαλιά, που δεν είναι άλλο από την ίδια. Και οι τρεις είναι χαμογελαστές και δείχνουν πολύ χαρούμενες σε αυτή τη φωτογραφία, που είναι τραβηγμένη σε έναν χώρο που μοιάζει με παλαιοπωλείο. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια μεγάλη ντουλάπα και δίπλα η πόρτα που οδηγεί σε μια σκάλα, που με τη σειρά της οδηγεί στον κάτω όροφο όπου βρίσκεται ένας ενιαίος χώρος καθιστικού και κουζίνας. Σελίδες σεναρίων είναι σχεδόν παντού σκορπισμένες στο δωμάτιο και αυτές προσπαθεί να μαζέψει τώρα,
αλλά το τηλέφωνο που χτυπά τη διακόπτει. Απαντά με άψογα γερμανικά. «Ανίτα Κλερ» Σαν να μην άκουσε: «Was ist; Μαμά μου, τώρα θα σ’ έπαιρνα, τρέχω να μαζέψω τα τελευταία… ναι, το ταξί με περιμένει, σε είκοσι λεπτά το πολύ θα είμαι εκεί, μανούλα μου… φιλιά, μαμά μου, σε κλείνω για να προλάβω, για να δω και τη γιαγιά ε, ελπίζω να μην κοιμήθηκε… τέλεια». Κλείνοντας το τηλέφωνο κοιτάζει για μια στιγμή τη φωτογραφία που είναι οι τρεις τους και χαμογελά γλυκά, αμέσως όμως επανέρχεται και μαζεύει ό,τι απέμεινε, πατά ένα κουμπί στο τηλεκοντρόλ και αυτόματα αργά αργά κλείνουν όλα τα στόρια του δωματίου αλλά και του κάτω ορόφου. Ταυτόχρονα κατεβάζει τη βαλίτσα της στον κάτω όροφο την ώρα που η κρεβατοκάμαρά της σκοτεινιάζει. Στον κάτω χώρο, που και αυτός είναι λιτά διακοσμημένος, ξεχωρίζει το κεντρικό τραπέζι του καθιστικού της που περιστοιχίζεται από μεγάλους και άνετους καναπέδες. Στο κέντρο του τραπεζιού υπάρχει ένας μεγάλος μεταλλικός σκούρος δίσκος με όλων των ειδών τις πέτρες, που, ενώ φαίνεται να είναι βαλμένες στην τύχη, σχηματίζουν ένα πολύ εντυπωσιακό μωσαϊκό σαν γλυπτό που φτιάχτηκε από τη φύση και θυμίζει ένα ανθρώπινο σώμα που γεννιέται μέσα από τις πέτρες. Κοντά στην εξώπορτα υπάρχει άλλη μια μικρότερη βαλίτσα και μια τσάντα που είναι η θήκη ενός laptop. Ρίχνει μια τελευταία ματιά, όλα είναι εντάξει, περνά την τσάντα στον ώμο της και βγάζει με μια σχετική δυσκολία τις βαλίτσες στον διάδρομο. Πληκτρολογεί τον κωδικό του συναγερμού της, κλείνει το φως και στο τέλος την πόρτα. Στην κεντρική είσοδο του κτιρίου την περιμένει ο οδηγός που αμέσως τη βοηθάει να μεταφέρει τις βαλίτσες και να τις βάλει στο αυτοκίνητο.
«Vielen Dank» λέει στον οδηγό, μπαίνει στην πίσω θέση του αυτοκινήτου και φοράει τη ζώνη της. Ο καιρός είναι καλός, άλλωστε όπου να ’ναι έρχεται καλοκαίρι, όλα γύρω είναι καταπράσινα και θαλερά. Το αυτοκίνητο ξεκινά και η Ανίτα, με ένα χαμόγελο προς τον οδηγό που την κοιτάζει στιγμιαία με θαυμασμό μέσα από τον καθρέφτη, λέει ένα ακόμα ευχαριστώ με μια κίνηση του κεφαλιού της. Καθώς κινούνται προς το σπίτι της μητέρας της, το ταξί σταματά σε ένα φανάρι και βλέπει από το παράθυρό της στη δεξιά πλευρά του δρόμου το μνημείο του Ολοκαυτώματος, που βρίσκεται έτσι κι αλλιώς κοντά στο σπίτι της. Πάντα της προκαλούσε δέος αυτό το μέρος, και η εικόνα του από μόνη της αλλά και αυτό που συμβολίζει, ειδικά τη νύχτα, όλοι αυτοί οι πέτρινοι όγκοι που, ενώ φαίνονται ατάκτως ερριμμένοι, ήταν τοποθετημένοι επίτηδες για να μπερδεύουν τους επισκέπτες. Ήταν στα μάτια της σαν ανθρώπινα σώματα που στέκονταν εκεί ακίνητα, παγωμένα στον χρόνο. Άλλωστε και η ίδια είχε χαθεί σε αυτούς τους όγκους κάποιες φορές που περιπλανήθηκε ανάμεσά τους… Καθώς το αυτοκίνητο άρχισε να κινείται, η εικόνα του μνημείου χάθηκε σιγά σιγά από το οπτικό της πεδίο, ενώ από την άλλη πλευρά μπροστά της φαινόταν η Πύλη του Βραδεμβούργου. Πάντα της άρεσε να κοιτάζει έξω και να παρατηρεί το τοπίο αλλά και τους ανθρώπους, όπου και αν ήταν. Όλα αυτά τα χρόνια είχε στο μυαλό της τα λόγια του μεγάλου της δασκάλου στην υποκριτική, του Rainous Kert: «Γίνεσαι καλ ύτερος ηθοποιός και άνθρωπος αν δεν σταματήσεις ποτέ στη ζωή σου να παρατηρείς και να σκέφτεσαι την αλ ήθεια». Ένα κορνάρισμα του οδηγού, πράγμα σπάνιο για το Βερολίνο, την επανέφερε από αυτή τη μικρή αναπόληση… Σαν να θυμάται κάτι, βγάζει το κινητό της και κάποιον καλεί.
«Ναι, καλησπέρα σας. Ανίτα Κλερ εδώ… Τ ι κάνετε;» Ο οδηγός, λίγο ξαφνιασμένος και με μια πολύ διακριτική κίνηση μέσα από τον καθρέφτη, ρίχνει μαι ματιά στην Ανίτα που μιλάει στο τηλέφωνο. Εκείνη, χωρίς να το καταλάβει, συνεχίζει τη συνομιλία της. «Σε τρεις ώρες πετάω για Αθήνα… όχι, δεν το έχω λάβει ακόμη… Πολύ ωραία, θα σας περιμένω αύριο το πρωί στο ξενοδοχείο. Λοιπόν… σας ευχαριστώ. Θα τα πούμε σύντομα». Κλείνει το τηλέφωνο και χαζεύει για λίγο τη διαδρομή για να δει πού βρίσκονται. Η φωνή του οδηγού όμως την κάνει να κοιτάξει μπροστά. «Είσαι από Ελλάδα;» ρωτάει ο οδηγός με μια σχετική έκπληξη προσέχοντας όμως πάντα τον δρόμο. Η Ανίτα, ξεπερνώντας το πρώτο σοκ, χαμογελά και απαντάει με ευγένεια. «Η γιαγιά μου κατάγεται από την Ελλάδα, αλλά μεγάλωσε εδώ… Εσείς Έλληνας είστε;» είπε περιμένοντας με ενδιαφέρον. «Ο πατέρας μου, Έλληνας, και ήρθε εδώ πριν από σαράντα πέντε χρόνια, παντρεύτηκε εδώ, έκανε γάμο με Γερμανίδα και μετά έκανε εμένα και αδελφή μου… Η Γερμανία είναι ωραία χώρα αλλά όχι σαν την Ελλάδα. Πολλοί Έλληνες ήρθαν εδώ και έκαναν δουλειές» απάντησε με σπαστά ελληνικά. «Ναι, αλήθεια είναι αυτό, πάρα πολλοί…» είπε χαμογελώντας του. «Εμένα στον πόλεμο οι Γερμανοί εκτέλεσαν παππού μου, αλλά ο πατέρας μου ήρθε εδώ και αγάπησε χώρα και Γερμανίδα, δεν είναι τρελό;» «Ο έρωτας είναι πιο ισχυρός από τον πόλεμο, αγαπητέ… Δεν τον σταματά τίποτα» του είπε με νόημα.
«Μιλάτε πολύ καλά ελληνικά πάντως… » «Ναι, μιλούσαμε πολύ στο σπίτι με τη γιαγιά μου και τη μητέρα μου. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα σε ελληνικό σχολείο, αλλά πήγα κι εγώ σε ελληνικό σχολείο κι έχω σπουδάσει ελληνική φιλολογία…» «Και ηθοποιός!» συμπληρώνει ο οδηγός με νόημα για να δείξει στην Ανίτα ότι ξέρει ποια είναι… «Ναι και ηθοποιός» λέει με τη σειρά της εκείνη χαμογελώντας σεμνά. «Δεν ήξερα ότι έχετε καταγωγή και από Ελλάδα, δεν το έχω διαβάσει πουθενά αυτό» της λέει, αλλά δεν παίρνει απάντηση, γιατί η Ανίτα φάνηκε λίγο σαν να μην ξέρει πώς να απαντήσει σε αυτό. Πώς να του εξηγήσει ότι, ενώ μιλά τέλεια ελληνικά, δεν αναφέρει και συχνά ότι κατάγεται από την Ελλάδα… Τη συζήτησή τους, ευτυχώς γι’ αυτή, διακόπτει το τηλέφωνό της που χτυπά. «Έλα, μαμά μου… σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί… ναι, στο ταξί… τα λέμε σε λίγο». Ρίχνει μια ματιά στο κινητό της και μετά ξαναγυρνά προς τη μεριά του οδηγού που περίμενε ευγενικά να τελειώσει τη συνομιλία της. «Δύσκολα τα πράγματα στην Ελλάδα ε;» της λέει κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. «Η Ελλάδα έχει περάσει πολύ χειρότερα και όλα θα πάνε καλά» απαντάει σαν να μην θέλει να συζητήσει πολύ για το θέμα. «Μακάρι…» λέει εκείνος που καταλαβαίνει τη διάθεσή της και δεν συνεχίζει. Λίγο πιο κάτω το αυτοκίνητο σταματάει και η Ανίτα λέει στον οδηγό: «Σε δέκα λεπτά το πολύ επιστρέφω και φεύγουμε για αεροδρόμιο, εντάξει;»
«Εντάξει, θα περιμένω, kein Problem» απαντάει εκείνος ευγενικά και πάντα χαμογελαστός. Βγαίνει από το ταξί κρατώντας τη θήκη του laptop περασμένη στον ώμο της και κατευθύνεται προς το σπίτι. Η Μικαέλα, η μαμά της, είχε ένα πρόσωπο φωτεινό σαν ήλιος που λάμπει και η Ανίτα της έμοιαζε πολύ, μπορούσες πολύ εύκολα να μαντέψεις αν τις έβλεπες μαζί πως είναι μαμά με κόρη. Με τίποτα δεν φανταζόσουν ότι αυτή η γυναίκα ήταν περίπου εβδομήντα χρονών. Πριν τριάντα πέντε χρόνια είχε παντρευτεί τον πατέρα της Ανίτας, αλλά όταν εκείνος της ανακοίνωσε πως θα έφευγε για την Αμερική, εκείνη, μην θέλοντας να ακολουθήσει, του ζήτησε διαζ ύγιο και από τότε ουσιαστικά, πέρα από κάποιες σπάνιες φορές που έρχεται στη Γερμανία για να δει την Ανίτα, δεν τον βλέπει και πολύ. Ούτε και η Ανίτα όμως έχει κανένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον πατέρα της. Οι σχέσεις τους ήταν σχεδόν τυπικές, αν και πολλές φορές εκείνος της έλεγε να αφήσει την Ευρώπη και να δοκιμάσει την τύχη της στην Αμερική. Αυτή όμως ούτε που ν’ ακούσει κάτι τέτοιο. Της άρεσε πολύ η ζωή της έτσι όπως την είχε φτιάξει και ήθελε να είναι κοντά στη μητέρα της αλλά και στη γιαγιά της. Η Μικαέλα λοιπόν την είδε από το παράθυρο να φτάνει και άνοιξε την εξώπορτα στο ισόγειο ενός νεοκλασικού κτιρίου, και αφού της έδωσε ένα φιλί την πέρασε μέσα στο σπίτι. Εδώ, σε αντίθεση με τη διακόσμηση του δικού της σπιτιού, βρισκόμαστε σε ένα σπίτι με βαριά επίπλωση, πολλά έπιπλα, τραπεζαρία, καναπέδες, φωτιστικά, κουρτίνες, και πολλά διακοσμητικά αντικείμενα. Περισσότερο θυμίζει προσεγμένο παλαιοπωλείο παρά σπίτι, και γι’ αυτό βέβαια ίσως να φταίει η γιαγιά της που στα νιάτα της είχε ένα από τα καλύτερα παλαιοπωλεία στο Βερολίνο, κάτι που κληρονόμησε από την οικογένεια του άντρα της, τότε, στον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο, όταν όλοι σκοτώθηκαν στον βομβαρδισμό του Βερολίνου… Η αλήθεια είναι πως η Ανίτα ποτέ δεν έμαθε πολλές λεπτομέρειες για εκείνη την εποχή ούτε και για το τι έγινε ακριβώς και το πώς σκοτώθηκαν ο παππούς της αλλά και όλη του η οικογένεια. Από τα λίγα πάντως κτίρια που επέζησαν του βομβαρδισμού ήταν εκείνο το παλαιοπωλείο. Ήταν το μοναδικό κτίριο που έμεινε όρθιο σε όλη την περιοχή, και η γιαγιά σώθηκε γιατί έτρεξε εκεί να σωθεί όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί. «Μου το χρώσταγε ο Θεός» τους έλεγε με μεγάλη ευχαρίστηση και ποτέ δεν εξηγούσε τι εννοούσε… Όταν ζητούσε περισσότερες λεπτομέρειες, η Ελένη της έλεγε πως είναι καλύτερα να ξεχάσουμε αυτά που έγιναν τότε, γιατί μόνο πόνο έχουν να μας δώσουν. Και πάντα άλλαζε θέμα για να μην συνεχίσει η Ανίτα την κουβέντα. Τα ίδια έκανε και στη Μικαέλα, που παλιότερα τη ρωτούσε αλλά, μετά από καιρό, μην παίρνοντας απαντήσεις, απλώς σταμάτησε να ρωτά. Η Ανίτα ένιωθε πως η γιαγιά της απεύφευγε συνειδητά να μιλήσει γι’ αυτά. Σαν να είχε δώσει έναν όρκο σιωπής σε κάποιον. Η Μικαέλα, παίρνοντάς τη στην αγκαλιά της, τη ρώτησε: «Τα πήρες όλα; Μην ξέχασες τίποτα, το χρειαστείς και μετά τρέχεις, κορίτσι μου». «Όλα εντάξει, μανούλα μου, και να ξέχασα κάτι, δεν θα είμαι στην έρημο, θα βρω ό,τι και να χρειαστώ» της λέει και την αγκαλιάζει τρυφερά. «Η γιαγιά;» ρωτάει κοιτώντας προς τα μέσα. «Η γιαγιά σε περιμένει, Ανίτα μου. Σήμερα είναι καλύτερα, αν και γενικά η κατάσταση επιδεινώνεται…» Η Ανίτα την κοίταξε με μια έκφραση λύπης για μια στιγμή αλλά η Μικαέλα συνέχισε. «Όταν κατάλαβε ότι θα πας στην Ελλάδα, δεν χάρηκε και πολύ.
Από εκείνη την ώρα δεν μιλάει καθόλου». «Μα γιατί της το είπες; Τ ώρα θα νομίζει ότι την κοροϊδεύω που δεν της το είπα εγώ» λέει η Ανίτα με αληθινό παράπονο. «Κορίτσι μου, ξέρεις πολύ καλά ότι μπορεί να μπεις μέσα και να μην θυμάται ποια είσαι, μην το ξεχνάς αυτό, άλλωστε δεν θέλω να της λέω ψέματα όταν με ρωτάει». «Ναι, αλλά αν ήταν, θα έπρεπε να της το έχω πει εγώ, αφού είχαμε συμφωνήσει πως δεν θα της το πούμε» της απαντά και για λίγο το πρόσωπό της σκοτεινιάζει. «Έλα τώρα, μην σε δει έτσι και στεναχωρηθεί περισσότερο, της αρκεί ότι θα πας στην Ελλάδα, δεν χρειάζεται να σε δει έτσι». Η Ανίτα για ελάχιστα το σκέφτεται και λέει με αθωότητα: «Να της πούμε ότι τελικά θα είμαι στην Τουρκία; Έτσι κι αλλιώς, κοντά θα είμαι». Η Μικαέλα, χαμογελώντας, την παίρνει αγκαλιά και την οδηγεί προς το δωμάτιο της γιαγιάς. «Καλύτερα να μην της πούμε πολλές λεπτομέρειες. Αρκεί το ότι θα είσαι Ελλάδα γενικώς. Πάμε τώρα να σε δει για να χαρεί» είπε φτάνοντας στην είσοδο του μεγάλου δωματίου της γιαγιάς Ελένης. Εκεί βρίσκεται και η Ρίνα, μια κυρία από τη Γεωργία που προσέχει για πολλές ώρες τη γιαγιά. Μόλις τις βλέπει, σηκώνεται, χαιρετά την Ανίτα που της σφίγγει το χέρι. «Danke, Rina». Χαμογελά και στις δύο, ρίχνει μια τελευταία μάτια στην Ελένη και βγαίνει από το δωμάτιο για να τις αφήσει να τα πούνε με την ησυχία τους. Στο δωμάτιο υπάρχει ένα μεγάλο κρεβάτι, μια άνετη καρέκλα που συνήθως κάθεται η Ρίνα ή όποιος προσέχει τη γιαγιά, μια τουαλέτα
με έναν μεγάλο παλιό καθρέφτη με πολλά μικρά αντικείμενα πάνω της. Μακριές κουρτίνες κρέμονται σχεδόν από το ταβάνι, που όμως το φως της μέρας τις διαπερνά και δίνει στο δωμάτιο έναν απαλό και γλυκό φωτισμό, χωρίς να χρειάζεται να ανάψει κάποια λάμπα. Στον τοίχο υπάρχει μέσα σε μια μεγάλη κορνίζα μια φωτογραφία. Απεικονίζει σε ένα λιμάνι κόσμο μαζεμένο που είναι έτοιμος να κάνει ένα ταξίδι. Πίσω τους στο βάθος φαίνεται ένα καράβι που από το φουγάρο του βγαίνουν καπνοί. Είναι η μόνη φωτογραφία που έχει η Ελένη από τα νιάτα της. Είναι λίγο θαμπή και τα πρόσωπα δεν φαίνονται καθαρά γιατί η αρχική ήταν πολύ μικρή και κατά τη μετατροπή της σε μεγάλο μέγεθος χάθηκε αρκετά η καθαρότητά της. Η Ελένη έχασε την πρωτότυπη τη μέρα που πήρε από το φωτογραφείο την κορνίζα με τη φωτογραφία μεγεθυσμένη. Είχε στεναχωρηθεί πολύ τότε. Έκλαιγε για μέρες. Προφανώς σήμαινε πολλά γι’ αυτή. Τους είχε πει πως είναι από την εποχή που έκανε τις σπουδές της στην Ιταλία. Και αυτός που φαινόταν να την κρατά αγκαλιά ήταν ένας συμφοιτητής της που ισχυριζόταν ότι ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Εκείνη έλεγε πως δεν υπήρχε ανταπόκριση από την πλευρά της, αλλά η φωτογραφία άλλο έδειχνε. Ήταν ακουμπισμένη στο στήθος του και με τα μάτια κλειστά. Ήταν προφανώς ένας από τους πρώτους της έρωτες. Αν όχι ο πρώτος. Ακριβώς δίπλα στο κομοδίνο με τον μεγάλο καθρέφτη βρίσκεται μια πολυθρόνα όπου και κάθεται η γιαγιά Ελένη κοιτώντας την Ανίτα με ένα γλυκό χαμόγελο. Είναι περίπου ενενήντα πέντε χρονών, και στο γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της μπορείς να ξεχωρίσεις αυτά τα υπέροχα και λαμπερά μάτια να τη φωτίζουν και να της δίνουν μια απίστευτη ζωντάνια που σε κάνει να ξεχνάς την ηλικία της. Χωρίς να καθυστερήσει άλλο, η Ανίτα την αγκαλιάζει.
«Γιαγιά μου όμορφη, τι κάνεις;» «Πώς με βλέπεις, Ανίτα μου» τη ρωτάει εκείνη με παιχνιδιάρικη διάθεση απλώνοντας τα χέρια της για να την αγκαλιάσει έτσι όπως είναι καθισμένη. «Σε βλέπω μια κούκλα, γιαγιάκα μου, και μου αρέσει που χαμογελάς, σου πάει τόσο πολύ, σε ομορφαίνει κι άλλο…» Η Μικαέλα που στέκεται ακριβώς δίπλα τους έχει και αυτή μια πολύ χαρούμενη έκφραση, επηρεασμένη από την αναπάντεχα ευχάριστη διάθεση της γιαγιάς. Η Ελένη, που κρατά σφιχτά το χέρι της εγγονής της, την κοιτά με θαυμασμό και λέει γελώντας και με διάθεση να την πειράξει: «Και εσύ όμως, αγάπη μου, είσαι πανέμορφη, φαίνεται τελικά πως μου έμοιασες». Γελώντας και οι τρεις, βρίσκονται η μια από το ένα μπράτσο και η άλλη από το άλλο και στη μέση η Ελένη που κρατά τα χέρια και των δύο ανάμεσα στα δικά της σαν να θέλει να τα ζεστάνει. Πριν σταματήσει το γέλιο τους, η Ελένη γυρνά στην Ανίτα και αφού την κοιτά στα μάτια για λίγο της λέει με νόημα: «Θα κάνεις μεγάλο ταξίδι, ομορφιά μου, και να προσέχεις». «Θα προσέχω, γιαγιά μου, θα προσέχω, για δουλειά πάω, αλλά θα προσέχω». «Η μαμά σου μου είπε πως θα πας στην Ελλάδα… είναι αλήθεια, κορίτσι μου;» «Ναι, γιαγιά, σήμερα πετάω για Αθήνα» απάντησε η Ανίτα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Θα μείνω για λίγο, και μεθαύριο θα φύγω για να πάω σε ένα νησί κοντά στην Τουρκία που θα κάνουμε την περισσότερη δουλειά. Θα είμαι σχεδόν δύο μήνες εκεί και μετά θα γυρίσω εδώ για τα υπόλοιπα γυρίσματα…»
Τη στιγμή που η Ανίτα είπε «νησί κοντά στην Τουρκία» το βλέμμα της Ελένης πάγωσε πάνω στον πίνακα, και έμεινε έτσι μέχρι να τελειώσει τη φράση της. Ήταν κάτι που προφανώς είχε ξαναγίνει, γιατί η Μικαέλα κοίταξε την κόρη της έχοντας μια έκφραση που φανέρωνε πως δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Η Ανίτα στην αρχή δεν το κατάλαβε και συνέχισε: «Θα μιλάμε όμως στο τηλέφωνο και στον υπολογιστή για να σας βλέπω κιόλας…» Καθώς δεν παίρνει απάντηση, κοιτά τη μητέρα της και συνεχίζει πιάνοντας την τσάντα με το laptop μήπως και καταφέρει να την κάνει να την προσέξει, την ανοίγει και βγάζει τον υπολογιστή έξω. «Να, από δω θα μιλάμε και θα σας βλέπω και θα με βλέπετε». Το βλέμμα της Ελένης εξακολουθούσε να εστιάζει παγωμένο στον πίνακα, σαν να προσπαθούσε να δει πίσω από αυτόν τον τοίχο στο άπειρο. Η Μικαέλα, πιο εξοικειωμένη με αυτή τη συμπεριφορά, χαϊδεύει τα μαλλιά της μητέρας της και κοιτά την κόρη της με ηρεμία λέγοντας ουσιαστικά και στις δύο: «Να αφήσουμε τη γιαγιά σου να ξεκουραστεί. Να μην αργήσεις κι εσύ …» Η Ανίτα, χωρίς να πάρει τα μάτια της πάνω από την Ελένη, λέει: «Εντάξει, γιαγιάκα μου, φεύγω τώρα… αλλά σε αγαπάω πολύ να μην το ξεχάσεις…» Τα μάτια της Ελένης ήταν σχεδόν υγρά, αλλά δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν από αυτό που σκεφτόταν ή από το ότι δεν τα ανοιγόκλεισε καθόλου από τη στιγμή που το βλέμμα της πάγωσε ακούγοντας την Ανίτα, η οποία την αγκαλιάζει για λίγο και κάνει να σηκωθεί. Τότε η Ελένη σχεδόν τη γραπώνει από τα μπράτσα και τη φέρνει
και πάλι κοντά της. «Όταν θα έρθουν, να κρυφτείς στο βουνό να μην σε βρουν, ακούς;» της είπε με φωνή που έτρεμε, κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. Η Ανίτα, αρχικά ξαφνιασμένη, δεν μίλησε, αλλά μετά, συνειδητοποιώντας την κατάσταση της γιαγιάς της, είπε με φωνή που φανέρωνε τη στενοχώρια της: «Ναι, γιαγιά μου, θα προσέχω, μην ανησυχείς, θα προσέχω πολύ». Η Ελένη, χωρίς ν’ αφήσει τα μπράτσα της, συνέχισε, στα γερμανικά αυτή τη φορά. «Έπρεπε να πάω μαζί του…» της είπε αφήνοντας τα χέρια της σαν να μην είχε άλλη δύναμη να κρατήσει την Ανίτα. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά που η Ελένη απευθύνθηκε στην Ανίτα στα γερμανικά και αυτό της έκανε μεγάλη εντύπωση. Για λίγο έμεινε εκεί να κοιτάζει τη γιαγιά της προσπαθώντας να καταλάβει το νόημα αυτών που της είπε και μετά, αφού της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, σηκώθηκε. «Σ’ αγαπώ» της είπε. «Και εγώ, κορίτσι μου» της είπε η Ελένη με όση δύναμη της είχε απομείνει δείχνοντας για λίγο να επανέρχεται στην πραγματικότητα… Τότε ήταν που η Ανίτα πρόσεξε δίπλα ακριβώς από την Ελένη πάνω στο κομοδίνο μια θήκη που μέσα της είχε ένα παλιό ρολόι τσέπης με αλυσίδα. Δεν το είχε ξαναδεί ποτέ της και της έκανε εντύπωση… Γύρισε όμως προς την άλλη πλευρά, γιατί η Μικαέλα την αγκάλιασε και περπατώντας την οδήγησε προς την πόρτα του δωματίου. Λίγο πριν βγει, σήκωσε το χέρι της χαιρετώντας τη γιαγιά της, χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση σε αυτή την κίνηση. Η Ρίνα, που στεκόταν κοντά, μόλις οι δυο τους βγήκαν από το δωμάτιο, πέρασε μέσα για να ξαναπάρει τη θέση της δίπλα στην Ελένη. Βλέποντας τη θλιμμένη έκφραση της κόρης της, η Μικαέλα πιάνει
με τα δυο χέρια το πρόσωπό της και της λέει: «Μην στεναχωριέσαι, αγάπη μου, η γιαγιά σου μεγάλωσε και μακάρι να φτάσουμε κι εμείς εκεί που είναι τώρα αυτή». «Το ξέρω, αλλά, όπως και να ’χει, δεν μπορώ να τη βλέπω έτσι» απαντά η Ανίτα, με βουρκωμένα μάτια. Η Μικαέλα άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο. «Έστω κι έτσι, κόρη μου, είναι μαζί μας όμως, έτσι δεν είναι;» Η Ανίτα την κοίταξε και με ένα νεύμα έδειξε να συμφωνεί. «Πρέπει να φύγω, έχω αργήσει και με περιμένει το ταξί… Α, έπεσα σε Έλληνα σοφέρ…» είπε καθώς τραβούσε τα μαλλιά της πίσω με μια ανάλαφρη κίνηση. «Αλήθεια;» της απάντησε χαμογελαστή η Μικαέλα προσπαθώντας να αλλάξει το κλίμα. Η Ανίτα, λίγο χαμένη ακόμη, ξαναγύρισε στα προηγούμενα. «Κατάλαβες μήπως γιατί μου μίλησε στα γερμανικά; Ποιον εννοούσε όταν έλεγε ότι έπρεπε να πάει μαζί του;» ρώτησε τη μητέρα της. Η Μικαέλα έγνεψε αρνητικά. «Η γιαγιά σου τελευταία μου λέει πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Σαν κάτι να θυμάται, που όμως είναι πολύ μπερδεμένο και δεν βγάζει νόημα». Η Ανίτα σήκωσε με απορία τα φρύδια. «Αυτό το ρολόι δίπλα στη γιαγιά τι είναι, μαμά; Δεν το έχω ξαναδεί». «Και εγώ προχθές το είδα πρώτη φορά και όταν τη ρώτησα τι είναι μου είπε “ αναμνήσεις”… και σιώπησε. Εχθές που την ξαναρώτησα, δεν μου είπε τίποτα, ξέρεις όμως πώς είναι η γιαγιά σου με όλα αυτά τα παλιά πραγματάκια, έχει διάφορα στα μπαούλα της. Κάποια κάτι
της θυμίζουν, κάποια απλώς της αρέσει να τα έχει, αυτό το ρολόι όμως δεν το έχω ξαναδεί ποτέ μου ούτε εγώ… Μπορεί να είναι του παππού σου… Τέλος πάντων, πάμε μην αργήσεις άλλο». Η Ανίτα την αγκάλιασε και αφού της έδωσε ένα τρυφερό φιλί ξεκίνησε για την πόρτα. «Μόλις φτάσω, θα σας πάρω, μανούλα μου. Σ’ αγαπάω…» «Και εγώ, κορίτσι μου… να προσέχεις» είπε η Μικαέλα την ώρα που η Ανίτα την κοίταζε τρυφερά βγαίνοντας αργά από την πόρτα.
Στο καράβι
Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπαίνουν στο καράβι μαζί μου. Όπως με πληροφόρησαν, κάνει μόνο διαδρομές ανάμεσα στα νησιά της περιοχής, πέντε με έξι δηλαδή, και οι ντόπιοι τού έχουν βγάλει και το χαϊδευτικό όνομα «Τ ιτανικός»… Γέλασα τόσο πολύ όταν το άκουσα αλλά κυρίως όταν το είδα, ένα καραβάκι πολύ παλιό, που μετά βίας χώραγε είκοσι αυτοκίνητα στο γκαράζ του. «Αβύθιστο» επίσης το έλεγαν, γιατί για πολλά χρόνια δεν έχει πάθει το παραμικρό στη θάλασσα και παρά την ηλικία του, οι ντόπιοι το αγαπούν, γιατί τους συντροφεύει από πάντα σχεδόν και φέρνει αυτά τα μικρά νησιά σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Ελπίζω μόνο να μην συμπέσει η φυσική του φθορά και κάποιο ατύχημα με τη δικιά μου επιβίβαση… Ανεβαίνοντας τις σκάλες αναρωτήθηκα πόσος κόσμος έχει ταξιδέψει με αυτό και τι ενδιαφέρουσες ιστορίες θα είχε να πει αν μπορούσε να μιλήσει… Κανείς δεν μου ζήτησε εισιτήριο οπότε συνέχισα να ανεβαίνω. Περνώντας από το σαλόνι του πλοίου, αποφάσισα να πιω έναν καφέ, αν και οι συμβουλές των ντόπιων ήταν να μην το κάνω. Δεν πρόλαβα όμως να πιω στο λιμάνι, οπότε αναγκαστικά θα
δοκίμαζα και αυτή την εμπειρία του λεγόμενου καραβίσιου καφέ. Δεν είχα κοιμηθεί έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα τα προηγούμενα βράδια… και είχα πραγματικά την ανάγκη ενός καφέ. Το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου δύο ώρες μέχρι τον προορισμό μου και γι’ αυτό πήγα κατευθείαν στο μπαρ. «Έναν διπλό εσπρέσο, παρακαλώ». Ο μπουφετζής, ένα νέο παιδί με λίγο κωμική φυσιογνωμία, γύρω στα είκοσι πέντε, με κοίταξε με μάτια γεμάτα απορία και λίγο ξαφνιασμένος. «Μόνο ελληνικό στο μηχάνημα και φραπέ έχουμε, φιλαράκι» είπε. «Έναν ελληνικό διπλό τότε» του είπα και έβγαλα να πληρώσω. «Ζαχαρίτσα;» είπε αυτός περιμένοντας με το μπρίκι στο χέρι. «Σκέτο, παρακαλώ» του απάντησα χαμογελώντας, ενώ εκείνος γυρνώντας έκανε έναν μορφασμό εντυπωσιασμού, μάλλον επειδή έπινα τον καφέ μου σκέτο. Την ώρα που μου έφτιαχνε τον καφέ, γύρισα και παρατήρησα το σαλόνι του καραβιού. Ήμασταν δεν ήμασταν καμιά πενηνταριά άτομα πάνω στο πλοίο. Ο περισσότεροι από αυτούς ξένοι με μπαγκάζια για κάμπινγκ που προτίμησαν το κατάστρωμα. Οι υπόλοιποι, κάποιοι Έλληνες, μόνιμοι κάτοικοι σε κάποιο από τα νησιά, που ταξίδευαν είτε για να πάνε σε κάποιο γιατρό είτε για να δουν γνωστούς και συγγενείς τους. Λίγο πιο μπροστά μια τηλεόραση που έδειχνε τα πρωινά νέα, με τον ήχο τόσο δυνατά, που όσο και να ήθελες να μην ακούσεις, εισέβαλαν άγρια στ’ αυτιά σου. Από πίσω μου όμως άκουσα τη χαρούμενη φωνή του μπάρμαν. «Έτοιμος, φιλαράκι, διπλός και κερασμένος». Έμεινα με το χέρι απλωμένο να κρατάει ένα χαρτονόμισμα και πριν προλάβω να πω κάτι, εκείνος συνέχισε με ένα πονηρό γέλιο. «Ο ηθοποιός δεν είσαι, μωρέ;»
Την έκπληξη στο πρόσωπό μου πρόλαβε και έπνιξε ένα βιαστικό «ναι». «Καλά σε κατάλαβα, σε είχα δει πέρσι στο θέατρο, φιλαράκι, και ήσουν πολύ καλός. Στη σκηνή φαίνεσαι πιο ψηλός…» Το ότι με αναγνώρισε, ότι με είχε δει στο θέατρο, αλλά και το ότι με κέρναγε τόσο καλόκαρδα με έκανε να μην ξέρω τι να απαντήσω από την αμηχανία μου… Δεν το είχα συνηθίσει μιας και δεν είχα κάνει σχεδόν καθόλου τηλεόραση, και όλα αυτά τα χρόνια έπαιζα κυρίως στο θέατρο, οπότε τις λίγες φορές που κάποιος με αναγνώριζε στον δρόμο ή κάπου αλλού μου προξενούσε εντύπωση. Του είπα κι εγώ ένα πολύ ζεστό «ευχαριστώ» και μετά: «Δεν είναι ανάγκη όμως». Εκείνος έκανε μια κίνηση με το χέρι. «Τ ι λες τώρα, δεν βλέπουμε και συχνά διάσημους εδώ πάνω» είπε πιο δυνατά και όσοι ήταν κοντά και τον άκουσαν γύρισαν για λίγο να δουν τον «διάσημο». Δεν φάνηκε όμως να εντυπωσιάζεται κανείς και συνέχισαν να κάνουν αυτό που έκαναν και πριν. Του ξαναείπα «ευχαριστώ» και πήρα τον καφέ στα χέρια μου, που πραγματικά είχε φτιάξει πολύ γρήγορα… Δεν ήθελα όμως να φύγω αμέσως και τον ρώτησα: «Από Αθήνα είσαι;» «Ναι» μου απάντησε εκείνος. «Και πηγαίνεις θέατρο συχνά;» «Όχι πολύ, αλλά αρέσει στην κοπελιά μου και πάμε καμιά φορά. Θα παίξεις σε κανένα θεατράκι φέτος να ξανάρθουμε;» «Προς το παρόν, όχι, αλλά θα δούμε, είναι νωρίς ακόμη» του είπα και νιώθοντας τη ζέστη του καφέ στο χέρι μου να αυξάνεται έκανα να πάω προς τους καναπέδες για να τον ακουμπήσω στο τραπέζι. Εκείνος συνέχισε με δυνατή φωνή σαν να ήμασταν μόνοι μας πάνω
στο καράβι. «Έχεις και τα γυρίσματα τώρα, ε; Για την ταινία;» Εκεί κατάλαβα πως ο τύπος είναι πολύ ενημερωμένος οπότε γελώντας του είπα: «Ναι, γι’ αυτό είμαι εδώ. Σε βρίσκω πολύ ενημερωμένο πάντως». Ακούμπησε μια εφημερίδα πάνω στον πάγκο και είπε: «Πολλές ώρες στο καράβι, φιλαράκι, και διαβάζω τα πάντα. Ξέρεις τι αφήνει ο κόσμος εδώ φεύγοντας». Μην μπορώντας να συγκρατήσω την περιέργειά μου, τον πλησίασα. «Μπορώ να τη δανειστώ για λίγο» ρώτησα. «Και βέβαια» είπε. «Έχει συνέντευξη της πρωταγωνίστριας, της Γερμανίδας που έχει και ρίζες από Ελλάδα… σε έχει και φωτογραφία μαζί της» είπε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα δίνοντάς μου την εφημερίδα στο χέρι. Και άμα πάω στη γέφυρα, θα σου φέρω και μια πιο φρέσκια που έχει και άλλες φωτογραφίες. Τη διαβάζει ο καπετάνιος τώρα», είπε και μου έκανε ένα νόημα ότι δεν τον πολυσυμπαθεί. Εγώ είπα ξανά «ευχαριστώ» και κάθισα πλέον ν’ απολαύσω τον καφέ μου αφήνοντας την εφημερίδα στο τραπεζάκι μπροστά. Δεν ήταν τόσο κακός ο καφές πάντως, αλλά μάλλον αυτό θα οφείλεται στην ιδιαίτερη μεταχείριση που είχα από τον θαυμαστή μου. Ακούμπησα αναπαυτικά το σώμα μου στον ξεθωριασμένο καναπέ του πλοίου και άνοιξα να διαβάσω την εφημερίδα. Στο εξώφυλλο είχε μια φωτογραφία της Ανίτας με τον τίτλο «Ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας Χαμένοι στον χρόνο με την Ανίτα Κλερ. Αποκλειστική συνέντευξη και φωτογραφίες». Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν έδινα σημασία σε όλα αυτά. Από τη μέρα όμως που πήρα τον ρόλο σε
αυτή την τεράστια παραγωγή, ανακάλυψα πόσο μεγάλο κομμάτι μιας τέτοιας δουλειάς είναι οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι συνεντεύξεις, αλλά και τα κουτσομπολιά… Η φωτογραφία στο εξώφυλλο μου ξανάφερε την εικόνα του προσώπου της, που, αν και είχα αποχωριστεί μόλις λίγο πριν, ένιωσα την ανάγκη πως ήθελα να ξαναδώ πολύ γρήγορα. Ίσως να φοβόμουν πως φεύγοντας μακριά της θα χανόταν αυτό που συνέβη μεταξύ μας τις τελευταίες μέρες. Η αλήθεια είναι πως, ό,τι και αν ήταν, ήταν δυνατό και όμορφο και κάτι όμοιό του δεν είχα ξαναζήσει στο παρελθόν. Καταλάβαινα όμως πως και η ίδια είχε ανάλογα συναισθήματα για μένα, και δεν φοβόμασταν να δείξουμε ο ένας στον άλλον αυτό που νιώθαμε. Ζούσαμε και δουλεύαμε μαζί σαν να γνωριζόμαστε από καιρό, χωρίς όμως να υπάρχει το παραμικρό ίχνος από τη ρουτίνα των ανθρώπων που γνωρίζονται για πολλά χρόνια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που απλώς κοιταζόμασταν για ώρα χωρίς να λέμε τίποτα, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε κάτι άλλο… Ακόμη είχα στα χείλη μου το άρωμά της, ακόμη ένιωθα το κορμί της κολλημένο πάνω μου, και ας είχε περάσει κάμποση ώρα. Δεν κατάλαβα πώς δημιουργήθηκε όλο αυτό το δέσιμο, αλλά ούτε και ήθελα να το καταλάβω∙ μου αρκούσε αυτό που ένιωθα βαθιά μέσα μου. Κάθε φορά που την έβλεπα, ένιωθα το αίμα μου να τρέχει σε όλο μου το σώμα με απίστευτη ταχύτητα. Και κάθε φορά που τα σώματά μας ενώνονταν ήταν σαν να ζούσα σε άλλη διάσταση… Νομίζω πως οποιαδήποτε ανάλυση στο μυαλό μου θα μείωνε πολύ αυτό που ζούσα όλες αυτές τις μέρες. Παλιότερα είχα μια τάση να αναλύω συνεχώς τα πάντα. Τ ώρα δεν το κάνω πια και δεν ξέρω αν φταίει η Ανίτα ή κάτι άλλο, απλώς δεν το κάνω. Χάζευα για λίγο τις φωτογραφίες και γέλασα όταν είδα μια που ήμασταν μαζί. Την είχαμε βγάλει για τις ανάγκες προώθησης της ταινίας. Θυμάμαι
αυτή τη μέρα σαν να είναι τώρα. Ένιωσα τόση ένταση όταν πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά, που δεν μπορούσα με τίποτα να το κρύψω… ούτε εκείνη βέβαια. Παρακαλούσα μέσα μου σαν μικρό παιδί να μην τελειώσει ποτέ η φωτογράφιση για να μπορώ να είμαι όλο και περισσότερο κοντά της… ήταν πολλά αυτά που ήρθαν στο μυαλό μου την ώρα που γύρισα και κοίταξα από το παράθυρο του πλοίου μακριά τη θάλασσα… Αυτό όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου, ό,τι και αν γίνει από εδώ και πέρα, είναι η πρώτη φορά που βρεθήκαμε μόνοι. Μια μέρα που δεν είχαμε γύρισμα, ο κυρ-Μιχάλης, που μας βοηθάει σε όλα, μας πήγε με ένα μεγάλο ταχύπλοο που έχει σε μια παραλία στο νησί της μητέρας μου. Της είχαν δώσει το όνομα «Κρυμμένο». Βρισκόταν στο πίσω μέρος του νησιού, ακριβώς απέναντι από το μέρος που κάναμε γυρίσματα. Στην αρχή δεν είπε πού θα μας πάει, το μόνο που μας είχε πει ήταν πως θα βλέπαμε μια παραλία μοναδική που θα μας άρεσε πολύ. Όταν είδα την πορεία του σκάφους ρώτησα σε ποιο νησί πάμε, και μόλις μου είπε, η πρώτη μου σκέψη ήταν να του πω να γυρίσουμε. Βλέποντας όμως πόσο χαρούμενη και χαλαρή ήταν η Ανίτα, δεν μίλησα. Άλλωστε, το πιθανότερο, όπως είχα καταλάβει, ήταν να μην συναντήσουμε κανέναν ντόπιο. Μετά από σαράντα λεπτά περίπου φτάσαμε. Αν και έχω ταξιδέψει πολύ, όμοια παραλία δεν έχω ξαναδεί· ουσιαστικά δεν είχε πρόσβαση από τον δρόμο και ο μόνος τρόπος για να πας ήταν ή με σκάφος ή περπατώντας αρκετά μέσα από βουνά και μονοπάτια. Καθώς φτάναμε με το σκάφος, αντικρίσαμε την καλά κρυμμένη αλλά απίστευτη ομορφιά του τοπίου. Ήταν τόσο ωραία που νομίζαμε πως ήμασταν οι πρώτοι που πηγαίναμε… Φαινόταν σαν να μην είχε πατήσει ποτέ κανείς εκεί το πόδι του. Μπορούσες από τη θάλασσα να μπεις στο ποτάμι που
έφτανε από ψηλά και, αν δεν υπήρχε ένα με δύο μέτρα αμμουδιάς, θα μπορούσε να ενωθεί μαζί της. Ήταν σαν ο Θεός να έβαλε ό,τι μπορούσε γύρω από αυτή την παραλία για να την προστατέψει από τα μάτια των ανθρώπων· ακόμα και ανοιχτά της θάλασσας να βρισκόσουν, αν δεν ήξερες πως εδώ υπάρχει αυτό το μέρος, δεν θα μπορούσες να το δεις – όχι ότι βρισκόταν και κανείς εκείνη τη μέρα εκεί. Η μεγάλη αμμουδιά κατέληγε σε δύο πελώρια βράχια που από κάτω τους υπήρχε μια σπηλιά, όπου μπορούσες να βρεις καταφύγιο χωρίς να φαίνεσαι από πουθενά. Εκεί, όπως μας είπε και ο κυρΜιχάλης, κρύβονταν τα παλιά χρόνια οι κυνηγημένοι, αλλά και όποιος ήξερε αυτό το μέρος, όπως μας είπε τότε με νόημα… Οι ντόπιοι τη λέγανε Σπηλιά της Σιωπής, όχι μόνο επειδή όταν ήσουν μέσα δεν άκουγες και πολλά πράγματα από τον έξω κόσμο, αλλά και για τα πολλά μυστικά που κουβαλούσε και κρατούσε καλά κρυμμένα όλα αυτά τα χρόνια. Ο κυρ-Μιχάλης μας είχε αφήσει εκεί με μερικές προμήθειες και θα ερχόταν να μας πάρει κάποια στιγμή το βραδάκι. Όση ώρα ταξιδεύαμε, μας έλεγε διάφορες ιστορίες που είχαν διαδραματιστεί ή είχαν την αφετηρία τους σ’ εκείνη την πανέμορφη γωνιά της Γης. Για πειρατές που έρχονταν εδώ να κρύψουν τους θησαυρούς τους, για άλλους που έβρισκαν καταφύγιο εδώ από τον κόσμο. Για τον άντρα και τη γυναίκα που στην Κατοχή ζούσαν εδώ τον έρωτά τους κυνηγημένοι από τους Γερμανούς, αλλά και για τον ίδιο, που εδώ έφερνε τη γυναίκα του πριν την παντρευτεί για να μην τους βλέπει κανείς. Ένιωθα πολύ περίεργα που πατούσα τα πόδια μου στο νησί της μητέρας μου για πρώτη φορά με αυτόν τον παράξενο τρόπο. Ήξερα πως σε μερικές μέρες θα ερχόμουν ξανά εδώ. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι και έστρεψα όλη μου την προσοχή στην Ανίτα που
έδειχνε εντυπωσιασμένη από το θέαμα. Ο καιρός εκείνη την ημέρα ήταν πολύ καλός, ήμασταν ολομόναχοι σε όλη αυτή την ομορφιά και, παρόλο που δεν είχε γίνει τίποτα μεταξύ μας ως εκείνη την ώρα, δεν χρειάστηκε και πολύ για να παραδοθούμε σε αυτό που νιώσαμε από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε. Όταν τα χείλη μας ενώθηκαν για πρώτη φορά, θυμάμαι πως ένιωσα σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Δεν νομίζω πως τα σώματά μας χώρισαν και πολύ εκείνο το απόγευμα· όταν μετά από ώρα βρεθήκαμε στη Σπηλιά της Σιωπής, συνειδητοποιήσαμε πόσο πολύ θέλαμε ο ένας τον άλλον… Ούτε που κατάλαβα πώς ξεπέρασα τη φοβία μου γι’ αυτά τα μέρη. Σπάνια έμπαινα σε σπηλιές, ένιωθα πάντα έναν φόβο ότι πιθανόν να μην μπορέσω να ξαναβγώ αν έμπαινα. Εκείνη τη μέρα όμως, δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο παρά την Ανίτα και αυτό που ζούσαμε. Η Ανίτα είχε στρώσει ένα μεγάλο σεντόνι στη μέση της σπηλιάς και μου ζήτησε να ξαπλώσω δίπλα της. Κάναμε έρωτα σαν να μην είχαμε ξανακάνει ποτέ πριν, με κανέναν άλλον στη ζωή μας, σαν να ανακαλύπταμε τα πάντα εκείνη την ώρα, και δεν ήταν λίγες οι στιγμές που κοιταζόμασταν με ένταση αλλά και με μια παράξενη απορία για το αν αυτό που ζούσαμε ήταν αληθινό… Μέσα στη σπηλιά υπήρχε μια πολύ μικρή λίμνη που σχηματιζόταν από τα νερά που έτρεχαν από ένα σημείο στον τοίχο. Από το λίγο φως που έμπαινε, η οροφή της σπηλιάς φωτιζόταν και άλλαζε σχήματα από την αντανάκλαση που έκανε το φως πάνω στο νερό της λίμνης αλλά και από τα σώματά μας που σχημάτιζαν παλλόμενες σκιές πάνω στις άγριες πέτρες. Μέσα στη σπηλιά οι ήχοι δημιουργούσαν αντίλαλο. Ακόμη ακούω την πλημμυρισμένη από ηδονή φωνή της στ’ αυτιά μου. Στα τοιχώματα, τα χαραγμένα αρχικά άλλων ανθρώπων που είχαν περάσει κάποιες στιγμές εκεί έδιναν σε
αυτό το μέρος μια αλλόκοτη ζωντάνια· οι άνθρωποι που ήξεραν την ύπαρξή του άφηναν μια μικρή ιστορία εκεί μέσα, χαράσσοντας κάπου τα αρχικά τους ή και ολόκληρα τα ονόματά τους. Αυτό κάναμε κι εμείς λίγο πριν φύγουμε· ψάξαμε ένα σημείο ψηλά στην επιφάνεια της σπηλιάς και με ένα μαχαίρι χαράξαμε τα ονόματά μας, σαν να θέλαμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας εκεί για τους επόμενους. Θυμάμαι πως η Ανίτα με κρατούσε για να μπορέσω να σκαλίσω με το μαχαίρι τα γράμματα στον άγριο βράχο της σπηλιάς. Και θυμάμαι ακριβώς δίπλα τα χαραγμένα ονόματα κάποιων άλλων που σχεδόν είχαν σβήσει με το πέρασμα του χρόνου – με το ζόρι διέκρινες ένα ΕΛΕΝΗ και δίπλα ένα Μ. Ο χρόνος και η αρμύρα είχαν σβήσει τα υπόλοιπα γράμματα. Από πότε άραγε, αναρωτιέμαι και σήμερα, να ήταν γραμμένα αυτά τα ονόματα; Να ζούσαν σήμερα αυτοί οι δύο, η ΕΛΕΝΗ και ο Μ; Ίσως σε πολλά χρόνια κάποιοι άλλοι να πάνε εκεί και να δουν και τα δικά μας ονόματα χαραγμένα… Είχαμε μείνει στην παραλία μέχρι που σχεδόν νύχτωσε όταν ήρθε ο κυρ-Μιχάλης για να μας παραλάβει. Αν την άλλη μέρα δεν είχαμε πρωινό ξύπνημα, θα του ζητούσαμε να μας αφήσει να κοιμηθούμε εκεί, στη Σπηλιά της Σιωπής, στην άκρη της παραλίας… Από εκείνη τη μέρα ένιωθα σαν να έχω βρει τον προορισμό που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή. Ήταν σαν να είχα γίνει ένας άλλος άνθρωπος. Αυτός που πάντα ήθελα να είμαι… Την αναπόλησή μου διέκοψε ένας κύριος, που καθόταν σχετικά κοντά στο σαλόνι του πλοίου, λέγοντας κάτι δυνατά καθώς κοιτούσε προς την τηλεόραση: «Άκου, άκου, οι άνθρωποι είναι άγριοι». Γύρισα κι εγώ προς τα εκεί και ξαφνικά ήταν σαν κάποιος να άνοιξε και πάλι τον ήχο εκεί μέσα, γιατί καθώς είχα βουτήξει στις
δικές μου εικόνες και αισθήσεις, το μόνο που άκουγα μέσα μου ήταν η παθιασμένη φωνή της Ανίτας. Από την τηλεόραση λοιπόν ακούστηκε ο παρουσιαστής των ειδήσεων να λέει πως οι εικόνες που ακολουθούν είναι πολύ σκληρές και να απομακρύνουμε τα παιδιά από τις οθόνες. Δεν είχα ακούσει την εισαγωγή και περίμενα να δω την εικόνα για να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. Αυτό που ακολούθησε πραγματικά με καθήλωσε τόσο, που όσο και να ήθελα να κοιτάξω αλλού, δεν μπορούσα. Το βίντεο ήταν τραβηγμένο σε κάποια αραβική χώρα και έδειχνε μια δεμένη γυναίκα γονατισμένη στο έδαφος και κάποιον να της δένει τα μάτια με ένα μαντίλι και στη συνέχεια να απομακρύνεται. Πλήθος κόσμου γύρω, άνδρες, γυναίκες αλλά και παιδιά φαίνονταν από τα θαμπά πλάνα να κρατούν στα χέρια πέτρες, έτοιμοι να τις πετάξουν προς τη δεμένη γυναίκα. Ευτυχώς το βίντεο ήταν κομμένο και δεν είδαμε όλη τη διαδικασία παρά μονάχα στο τέλος που η κάμερα πλησίασε κοντά και έδειξε το άψυχο σώμα της ανάμεσα στις ματωμένες πέτρες, τυλιγμένο στα σκισμένα και κόκκινα από το αίμα σεντόνια… Τότε ήταν που μπόρεσα να δω τον τίτλο χαμηλά στην οθόνη: Τ Η ΛΙΘΟΒΟΛΗΣΑΝ ΓΙΑΤ Ι ΑΠΑΤ ΟΥΣΕ Τ ΟΝ ΑΝΤ ΡΑ Τ ΗΣ Ο παρουσιαστής, σοκαρισμένος και αυτός από την εικόνα, έμεινε για ένα δυο δευτερόλεπτα σιωπηλός και συνέχισε το δελτίο με κάποιο άλλο θέμα. Η απότομη εναλλαγή από τη γλυκιά εικόνα της Ανίτας σε εκείνη την παραλία στην εικόνα της απάνθρωπης εκτέλεσης αυτής της γυναίκας με είχε σοκάρει, και για λίγο δεν μπορούσα να κάνω τίποτα… Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να μπορεί άνθρωπος
να το κάνει αυτό σε άνθρωπο, και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς τόσο πολλοί πήραν μέρος σε αυτή τη θηριωδία; Σίγουρα τη γνώριζαν και παρ’ όλα αυτά δεν φάνηκε κανείς να δείχνει οίκτο για μια γυναίκα που το έγκλημα που έκανε, αν το έκανε δηλαδή, ήταν να απατήσει τον σύζυγό της… Θα προτιμούσα να μην το είχα αντικρίσει όλο αυτό και να είχα μείνει στις δικές μου σκέψεις. Έριξα μια άγρια ματιά στον τύπο που ουσιαστικά με ανάγκασε να κοιτάξω προς την τηλεόραση και γύρισα από την άλλη για να δω τη θάλασσα και να σβήσω αυτή την άσχημη εικόνα που μόλις είχα αντικρίσει. Το βλέμμα μου τότε συναντήθηκε με το ήρεμο βλέμμα ενός ηλικιωμένου κυρίου που με κοιτούσε με κατανόηση σαν να μου έλεγε να ηρεμήσω και να ξεχάσω ό,τι είχα δει. Για λίγο μου φάνηκε σαν να τον ήξερα από κάπου, αλλά δεν ήμουν και πολύ σίγουρος… Έσφιξα για λίγο τα χείλη μου σαν να ήθελα να πω «ευχαριστώ» και εκείνος μου ανταπέδωσε με ένα μικρό κούνημα του κεφαλιού του. Γύρισα μπροστά μου και ήπια μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή με τη μητέρα μου στο σπίτι μας έναν μήνα πριν, που με ξόρκιζε με όλη της τη δύναμη να μην πατήσω το πόδι μου στο μέρος που γεννήθηκε. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και άρχισα να θυμάμαι…
Στο πατρικό μου· έναν μήνα πριν
Η αλήθεια είναι πως επισκεπτόμουν το πατρικό μου όλο και πιο αραιά τα τελευταία χρόνια, και γι’ αυτό βέβαια δεν έφταιγε η σχέση μου με τη μητέρα μου, αλλά ο άντρας που τα τελευταία χρόνια ζούσε μαζί της. Δεν είχα ποτέ την απαίτηση η μητέρα μου να μονάσει και να μην έχει έναν άνθρωπο κοντά της τώρα που μεγαλώνει. Έμεινε άλλωστε για πάνω από δέκα χρόνια μόνη μετά τον θάνατο του πατέρα μου από καρκίνο. Ήξερα πόσο δύσκολα πέρασε και πόσο τον αγαπούσε, οπότε δεν αισθάνθηκα ποτέ αλλά και ούτε της έδειξα ότι με ενοχλεί το να ζει με κάποιον άλλον άντρα. Απλώς οι σχέσεις μου με τον Κώστα ήταν σχεδόν ανύπαρκτες· σαν να μην υπήρχαμε ο ένας για τον άλλον. Ήξερα επίσης πόσο δύσκολα ήταν τα παιδικά της χρόνια αφού, ουσιαστικά, μαζί με τον αδερφό της, τον θείο Νίκο, κατάφεραν να γλιτώσουν στην Κατοχή την τελευταία στιγμή στην κυριολεξία. Δεν είχαν όμως την ίδια τύχη και οι γονείς της, οι παππούδες μου, που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς στην πλατεία του χωριού στο νησί λίγο πριν το εγκαταλείψουν, όταν σχεδόν τέλειωνε ο πόλεμος. Λες και δεν ήθελαν να αφήσουν καμιά
μορφή ζωής πίσω τους, σκότωναν τους ανθρώπους, έκαιγαν σπίτια και προκαλούσαν όσο περισσότερο κακό μπορούσαν στο πέρασμά τους. Ποτέ δεν έμαθα για ποιο λόγο ακριβώς οι Γερμανοί το έκαναν αυτό. Η μητέρα μου μαζί με τον θείο Νίκο έφυγαν με μια βάρκα από εκεί και μετά από μια μέρα χωρίς νερό και φαγητό κατέληξαν σε ένα από τα κοντινά νησιά όπου και τους φρόντισαν σε ένα μοναστήρι οι μοναχοί. Οι Γερμανοί όμως, όταν ανακάλυψαν πως οι μοναχοί τούς φρόντιζαν, έκαψαν σε αντίποινα το μοναστήρι. Από εκεί γλίτωσαν γιατί πρόλαβαν και έφυγαν την τελευταία στιγμή και μπόρεσαν να κρυφτούν αλλού για πολλές μέρες. Σύντομα τέλειωσε ο πόλεμος και οι Γερμανοί έφυγαν. Τότε μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και, στην αρχή, με τη βοήθεια κάποιων μακρινών συγγενών μεγάλωσαν και είχαν ένα σπίτι να μείνουν. Γρήγορα στάθηκαν στα πόδια τους και μπόρεσαν η μεν μητέρα μου να τελειώσει το σχολείο και να παντρευτεί τον πατέρα μου, ο δε θείος μου να φύγει για τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος ήταν πολύ κλειστός και απόμακρος και μόνο όταν καμιά φορά συναντιόμασταν έβλεπες ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του, αλλά γενικά πολύ σπάνια είχαμε νέα του. Χωρίς να μάθω ποτέ αρκετές λεπτομέρειες, ήξερα πως είχαν περάσει δύσκολα στην Κατοχή όταν ήταν μικρά παιδιά αλλά και μετά. Η μητέρα μου δεν θυμόταν και πολλά όπως έλεγε, αν και ένιωθα ότι πρέπει να είχαν χαραχτεί στη μνήμη της βαθιά πολύ περισσότερα από αυτά που μου είχε διηγηθεί, παρόλο που ήταν πολύ μικρή. Σχεδόν μωρό. Το μοναδικό πράγμα που είχε από το νησί ήταν ο σταυρός που της είχε χαρίσει η νονά της. Και τον φορούσε πάντα. Ήξερε από τον αδερφό της πως την είχαν βαφτίσει κρυφά στη θάλασσα. Εκεί η νονά της της πέρασε αυτόν τον σταυρό που και της είχε μείνει από τότε. Ο θείος μου είμαι σίγουρος πως θυμόταν πολλά, αλλά δεν τα έλεγε· ήταν σαν να τα είχε θάψει
κάπου βαθιά μέσα του και δεν ήθελε κανείς να τα ανακαλύψει. Πριν φύγω λοιπόν για τα γυρίσματα, αποφάσισα να επισκεφτώ τη μητέρα μου. Θα έλειπα για αρκετό καιρό, αλλά και για να παραλάβω τις στάχτες του θείου μου που φυλούσε σε ένα μεταλλικό κουτί. Θυμάμαι πως άνοιξα με το κλειδί μου μόνο την είσοδο της πολυκατοικίας και μόλις έφτασα στην πόρτα χτύπησα το κουδούνι. Μου είχε ανοίξει χαμογελαστή την πόρτα. «Αφού έχεις κλειδί, γιατί χτυπάς, αγόρι μου;» μου είπε. Είχε κόψει τα άσπρα της μαλλιά κοντά και αυτό έδινε μια φρεσκάδα στο γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό της. Ήταν σαν να φωτίστηκαν ακόμα περισσότερο τώρα που δεν υπήρχαν πολλά μαλλιά να κρύψουν κάποιες από αυτές. Σαν να αποφάσισε η κυρία Μαρία να δείξει καθαρά το πρόσωπό της σε όλους. Τα προηγούμενα χρόνια τη θυμάμαι να έχει πάντα μακριά μαλλιά που έκρυβαν αρκετά τα χαρακτηριστικά της. Τ ώρα όλο το πρόσωπό της ήρθε στο φως, σαν κάθε της ρυτίδα να ήταν έτοιμη να αφηγηθεί τη δικιά της ιστορία. Απάντησα στην ερώτησή της δίνοντάς της ένα φιλί στο μάγουλο κοιτώντας τη με νόημα, χωρίς να λέω την αλήθεια. «Το ξέχασα στο σπίτι μου». Καθώς ετοιμαζόμουν να κάνω μια ακόμα ερώτηση, εκείνη προλαβαίνοντάς με μου είπε: «Μόνοι μας είμαστε. Ο Κώστας λείπει και θα αργήσει να γυρίσει». «Εξαιρετικό κούρεμα, μαμά» είπα, χαϊδεύοντας τρυφερά τα κοντά της μαλλιά. «Ποτέ δεν σε έχω δει με τόσο κοντά μαλλιά». «Είπα κι εγώ να ανανεωθώ λιγάκι τώρα στα γεράματα, Δημήτρη μου…» μου απάντησε γελώντας. «Έλα, πέρασε, αγάπη μου, έχεις φάει; να σου βάλω κάτι;» με ρώτησε την ώρα που έμπαινα στο εσωτερικό του σπιτιού. «Είμαι εντάξει, μαμά μου, έχω φάει» της είπα και έριξα μια ματιά
στο σαλόνι του σπιτιού μας. Δεν είχαν αλλάξει και πολλά από τότε που είχα σταματήσει να μένω εδώ και αυτό για έναν παράξενο λόγο μου άρεσε, ένιωθα σαν να γυρνάω πάντα σε όλες αυτές τις αναμνήσεις, σε όλα αυτά που είχαμε ζήσει όλοι μαζί όταν ζούσε ο πατέρας μου. Θυμάμαι να τον περιμένω όταν επέστρεφε από τη δουλειά του, να είμαι γραπωμένος στην πόρτα και να περιμένω να τον δω να την ανοίγει… ακόμα και τότε κοίταξα, θυμάμαι, την πόρτα νομίζοντας πως θα τον ξαναδώ να μπαίνει και να με παίρνει στην αγκαλιά του. Σαν να μην χάθηκε ποτέ, σαν να μην έλειψε ποτέ από το σπίτι. Και τι δεν θα έδινα να άνοιγε τότε αυτή η πόρτα και να τον έβλεπα για μια ακόμα φορά να με κοιτάζει μ’ εκείνο το χαμόγελο… και χάρηκα τόσο που είδα ξανά τη φωτογραφία στον τοίχο που ήμαστε οι τρεις μας, μ’ εμένα, τη μητέρα μου και τον πατέρα μου, με αυτά τα τεράστια χαμόγελα σαν να τους είχα πει μόλις το πιο τρομερό ανέκδοτο, πράγμα αδύνατο για ένα μωρό οχτώ μηνών… Νόμιζα πως μια μέρα που θα πήγαινα ο Κώστας θα είχε αναγκάσει τη μητέρα μου να την κατεβάσει. Τ ίποτα τέτοιο όμως δεν είχε συμβεί. Το σπίτι ήταν του πατέρα μου και από την ανοιχτή πόρτα θυμάμαι τώρα ξανά την υπέροχη θέα στη θάλασσα. Μπροστά στο μεγάλο μπαλκόνι η μητέρα μου μέσα σε μεγάλα παρτέρια είχε όλων των ειδών τα λουλούδια. Καθώς βρισκόμασταν στο τέλος της άνοιξης, μπορούσες να δεις μια πανδαισία χρωμάτων, που αν την πλησίαζες οι μυρωδιές σε κατακλύζανε και σε συνδυασμό με τη θέα ένιωθες σαν να είσαι στον πιο όμορφο κήπο. Αν και τα τελευταία χρόνια η θέα περιορίστηκε μετά την ανέγερση μεγάλων συγκροτημάτων μπροστά μας, μπορούσες να δεις ένα μεγάλο κομμάτι της θάλασσας αλλά και των νησιών στο βάθος. Έμενα σε αυτό το σπίτι για αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου, αλλά και αργότερα, παρόλο που
είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στο κέντρο, περνούσα πολλές μέρες εδώ γιατί δεν ήθελα να είναι μόνη της. Ουσιαστικά, σταμάτησα να κοιμάμαι εδώ από τότε που μετακόμισε ο κυρ-Κώστας… Θυμάμαι σαν τώρα όλη τη σκηνή στο σπίτι της μητέρας μου. Όση ώρα καθισμένος στον καναπέ σκεφτόμουν τον πατέρα μου και παρατηρούσα το σπίτι, η μητέρα μου είχε πάει στην κουζίνα και γύρισε με ένα ποτήρι χυμό που μου τον πρόσφερε με ένα μεγάλο χαμόγελο. «Μόλις τον έστυψα» μου είπε και τον ακούμπησε μπροστά μου. Αμέσως κάθισε ακριβώς δίπλα μου. «Σ’ ευχαριστώ, μαμά» της είπα και ήπια μια μεγάλη γουλιά… Αυτή τη γεύση του φρεσκοστυμμένου πορτοκαλιού την είχα συνδυάσει με τα παιδικά μου χρόνια. Τη θυμάμαι να κρατά τον χυμό στο χέρι κάθε πρωί και να με περιμένει να τον πιω, πάντα όρθιος και πάντα την τελευταία στιγμή πριν ο πατέρας μου με πάει στο σχολείο. Και σχεδόν όλες τις φορές να έχω πιει μόνο τον μισό και να φεύγω με το καλαμάκι στο στόμα τραγουδώντας… «Λοιπόν, φεύγεις αύριο…» μου είχε πει και η φωνή της είχε αλλάξει λες και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να της είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο που της χάλασε τη διάθεση. «Ναι, αύριο το πρωί, και από μεθαύριο ξεκινάω κι εγώ τα γυρίσματα» είπα προσπαθώντας να της μεταδώσω τη χαρά μου για την καινούργια μεγάλη δουλειά που θα έκανα. Εκείνη, αν και φαινόταν ότι έχει κάτι άλλο στο μυαλό της, προσπάθησε να μου δείξει ότι χαίρεται πολύ για μένα. «Μπράβο, παιδί μου, πολύ ωραία. Μακάρι να πάνε όλα καλά και να έχετε επιτυχία…» Έκανε μια παύση. Δεν μίλησα γιατί είχα καταλάβει πως ήθελε να συνεχίσει. Η σιωπή της όμως ήταν μεγάλη
και φαινόταν πως δυσκολευόταν πολύ να εκφράσει αυτό που ήθελε. Προσπαθώντας τότε να τη βοηθήσω γιατί κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, μίλησα πρώτος. «Όλα θα πάνε καλά, μαμά, μην ανησυχείς. Μήπως όμως ήρθε επιτέλους η ώρα να μου πεις για ποιο λόγο δεν θέλεις να πάω εκεί; Νομίζω πως είμαι αρκετά μεγάλος πια για να ξέρω τους λόγους αυτής της απαγόρευσης. Ό,τι και αν είναι, πες το μου και θα προσέχω, αλλά θα ήθελα να ξέρω όμως, για να μπορώ, αν χρειαστεί, να προστατευτώ από ό,τι και αν είναι αυτό…» Εκείνη τότε είχε μαζέψει όση δύναμη είχε, πήρε τα χέρια μου στα χέρια της και με κοίταξε αποφασιστικά με μάτια που είχαν σχεδόν βουρκώσει. «Αν κάνεις ό,τι ακριβώς σου είπα, αγόρι μου, δεν χρειάζεται να σε προστατέψει κανείς. Εφόσον επιμένεις να πας τόσο πολύ εκεί, θα πας, θα σκορπίσεις τη στάχτη του θείου σου, δεν θα πεις τίποτα γι’ αυτό σε κανέναν και προπαντός δεν θα αναφέρεις ποτέ το όνομα Ρενιώτης, αλλά ούτε και πως έχεις καμία σχέση με αυτό το μέρος. Και θα φύγεις όσο πιο γρήγορα γίνεται να πας στη δουλειά σου, χωρίς κανείς να μάθει λεπτομέρειες για σένα. Αυτό θέλω να μου υποσχεθείς… Μπορείς, αγόρι μου;» μου είπε και στα τελευταία της λόγια ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό της. Για λίγο είχα μείνει σιωπηλός προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εκνευρισμό μου. Η επιμονή στάση της να μην μου λέει τίποτα και για ποιο λόγο κανείς από την οικογένειά της δεν ξαναπήγε στο νησί με έκανε να νιώθω δυσαρέσκεια αλλά και φόβο γι’ αυτό που πιθανόν θα είχα να αντιμετωπίσω αν φανέρωνα την ταυτότητά μου στους ανθρώπους εκεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί θα έπρεπε να επισκεφτώ αυτό το μέρος χωρίς να μπορώ να πω ποιος πραγματικά
είμαι. Η μητέρα μου, γνωρίζοντάς με πολύ καλά όμως, μου είχε πει, ίσως για να προλάβει την όποια αντίδρασή μου: «Όταν με το καλό γυρίσεις, αγόρι μου, αν μου υποσχεθείς πως θα κάνεις ό,τι σου είπα, θα κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα, και αν και μετά επιμένεις, θα σου πω τι ξέρω για το τι έγινε τότε. Γιατί, μην νομίζεις πως κι εγώ τα ξέρω όλα. Ο θειος σου λίγα μου έχει πει. Ξέρεις πως δεν του άρεσε να μιλάει για εκείνα τα χρόνια. Ίσως θα είναι καλύτερα να μην μιλήσουμε ποτέ γι’ αυτά. Μόνο κακές αναμνήσεις είναι και τίποτε άλλο και είναι καλύτερα εσύ να μην τις έχεις μέσα σου…» Δεν ήθελα να την κάνω να νιώσει πιο άσχημα και αποφάσισα να σταματήσω να επιμένω. «Εντάξει, μαμά μου, θα κάνω ό,τι ακριβώς μου ζήτησες» της είπα. «Το υπόσχεσαι;» μου είπε λες και ήθελε να βεβαιωθεί γι’ αυτό. «Έλα, μωρέ μαμά, μην με κάνεις να νιώθω σαν μωρό…» Εκείνη για λίγο με είχε κοιτάξει στα μάτια και σηκώθηκε πηγαίνοντας προς το παλιό δικό μου δωμάτιο. Από τη μια, ένιωθα άσχημα που την πίεζα, αλλά, από την άλλη, με έτρωγε η περιέργεια όλα αυτά τα χρόνια. Τον τελευταίο καιρό είχα βαρεθεί να ρωτάω και αφού είχα κάνει και κάποια έρευνα για οτιδήποτε είχε γίνει τότε, το μόνο που είχα καταφέρει να μάθω είναι αυτά που μου είχε πει και η μητέρα μου· οι Γερμανοί έκαψαν σχεδόν όλα τα σπίτια και εκτέλεσαν πολλούς κατοίκους του χωριού. Για πολλά χρόνια το χωριό είχε εγκαταλειφθεί και πριν πενήντα χρόνια περίπου κατοικήθηκε ξανά από κάποιους που επέστρεψαν. Από κανέναν όμως της οικογένειας του παππού μου Γιάννη Ρενιώτη. Ήμουν σίγουρος ότι αυτή η απαγόρευση δεν είχε να κάνει μόνο με αυτά που έκαναν οι ναζί τότε,
αλλά και με κάτι άλλο που έδειχνε να είναι πολύ σημαντικό για την οικογένεια του παππού μου. Τ ι να ήταν όμως; Θα το μάθαινα ποτέ, ή μήπως απλώς έπρεπε να κάνω αυτό που ζητούσε η μητέρα μου και να άφηνα αυτό το μυστικό που υπήρχε καλά κρυμμένο και θαμμένο όπως ήταν; Και πόσο πιο σημαντικό ήταν αυτό το μυστικό από τα τρομερά που είχαν κάνει ήδη οι ναζί στο χωριό και την οικογένειά μου… Δεν είναι λίγες οι φορές που οι άνθρωποι μετανιώνουν για κάτι που έμαθαν και άλλαξε τη ζωή τους και μετά λένε «καλύτερα να μην το είχα μάθει ποτέ μου». Η αλήθεια είναι ότι πήγαινα αποφασισμένος για να μάθω, αλλά ήταν στιγμές που ένιωθα και έναν περίεργο φόβο για όλα αυτά τα μυστικά. Και αυτός ο φόβος γεννιόταν από το γεγονός ότι δεν ήξερα τίποτα για να μπορώ να προφυλαχτώ. Μήπως έπρεπε ν’ αφήσω λοιπόν κι εγώ πίσω αυτές τις «κακές αναμνήσεις», όπως τις αποκαλούσε η μητέρα μου; Για να αφήσεις κάτι πίσω σου όμως, πρέπει να το γνωρίζεις, αλλιώς σε κυνηγά η αμφιβολία αλλά και η περιέργεια. Πραγματικά, δεν ήξερα πώς θα το χειριζόμουν όταν έφτανα εκεί, και γι’ αυτό είπα μέσα μου πως καλύτερα είναι να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου που ξεκινούσε άμεσα και να το αφήσω για λίγο στην άκρη. Ένα επίσης γεμάτο μυστικά κουτί ήταν αυτό με τις στάχτες του θείου μου Νίκου, που μόλις η μητέρα μου είχε ακουμπήσει στο τραπέζι πίσω μας, το είχε τυλίξει με ένα λινό ύφασμα και αν δεν ήξερες τι έχει μέσα, θα μπορούσες να πιστέψεις ότι είναι κάποιο δώρο… Αφού το κοίταξε για λίγο, θυμάμαι πως είπε, με το βλέμμα της όμως πάντα καρφωμένο εκεί: «Ο θείος Νίκος έφυγε για τη Θεσσαλονίκη μόλις τέλειωσε τον στρατό, και από τότε τον έβλεπα σπάνια. Μόλις κατάλαβε πως θα παντρευτώ τον μπαμπά, έφυγε, και από τότε ήταν σαν να ζούσε σε
μοναστήρι, χαμένος για μήνες. Αν δεν ήμουν εγώ, θα είχε φύγει νωρίτερα, δεν τον χώραγε ο τόπος… ακόμα και στον γάμο μας μόνο στην εκκλησία ήρθε και μετά έφυγε… δεν του κρατάω κακία, αλλά θα ήθελα να είχαμε περάσει περισσότερο χρόνο μαζί. Για μένα ο θείος είχε πεθάνει πολλά χρόνια πριν». Τα τελευταία της λόγια είχαν βγει με τεράστια δυσκολία από μέσα της και γι’ αυτό κι εγώ τότε σηκώθηκα, την πλησίασα και την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Εκείνη, παίρνοντας λίγη δύναμη από αυτό, με κοίταζε και σκουπίζοντας τα δάκρυά της συνέχισε: «Θα πρέπει όταν γυρίσεις να δούμε τι θα κάνουμε με την κληρονομιά του θείου σου… Δεν είχε πολλά, όμως…» μου το είπε σαν να ήθελε να συνεχίσει αλλά την έκοψα: «Εγώ το μόνο πού θέλω είναι να μην σε βλέπω να στεναχωριέσαι, μαμά μου, τίποτε άλλο δεν με νοιάζει, αρκετή στεναχώρια έχεις περάσει στη ζωή σου, φτάνει». Στην τελευταία μου λέξη τη φίλησα στο μέτωπο χαμογελώντας της. Με κοίταξε και αυτή για λίγο στα μάτια και μου είπε προσπαθώντας να αλλάξει διάθεση και κουβέντα: «Ας τα αφήσουμε αυτά, πες μου για τη δουλειά σου. Είδα στην τηλεόραση την πρωταγωνίστρια να μιλάει για την ταινία και είπε και για σένα ότι τα πάτε πολύ καλά… Δεν θυμάμαι αν την έχω δει κάπου, αλλά μου φαίνεται γνωστή, το πρόσωπό της κάτι μου θυμίζει… Ανίτα… αχ, ξεχνάω το επίθετο». «Κλερ» της απάντησα εγώ και η φωνή μου άλλαξε με το που στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα της Ανίτας. Η μητέρα μου, που κάτι τέτοια τα πιάνει στον αέρα, δεν χρειάστηκε πολύ και πιάνοντάς με από τους ώμους μού είπε: «Γλυκιά κοπέλα και καλό παιδί φαίνεται, και μιλάει και πολύ καλά τα ελληνικά, δεν την καταλαβαίνεις για ξένη πάντως. Οι γονείς της
είναι Έλληνες ή ξένοι; Γιατί δεν έχω καταλάβει. Πάντως περισσότερο για Ελληνίδα την περνάς παρά για Γερμανίδα». Η αλήθεια ήταν πως ήξερα πολύ λίγα πράγματα για την Ανίτα. Στα δοκιμαστικά που κάναμε δεν τη ρώτησα ποτέ τίποτα για την προσωπική της ζωή, ήξερα κι εγώ αυτά που είχα ακούσει από εδώ και από εκεί. «Ξέρω πως η γιαγιά της είναι Ελληνίδα και πως η μητέρα της ήταν δασκάλα σε ελληνικό σχολείο στη Γερμανία. Δεν έχουμε προλάβει να πούμε και πολλά» της είπα νιώθοντας το βλέμμα της να με διαπερνά. «Τ ώρα όμως θα έχετε χρόνο να τα πείτε, αφού θα είστε τόσες μέρες μαζί» μου είπε αφήνοντας και ένα μικρό υπονοούμενο. «Θα έχουμε πολλή δουλειά, μαμά μου, έτσι κι αλλιώς, αλλά αν μάθω λεπτομέρειες, θα σε ενημερώσω» της είπα κι εγώ απαντώντας ουσιαστικά στο υπονοούμενο και θέλοντας να μην συνεχίσω τη συζήτηση γιατί δεν ήθελε και πολύ για να με «διαβάσει». Κατάλαβε αμέσως πως δεν ήθελα να πω πολλά. «Χαίρομαι πολύ για σένα, αγόρι μου, και πιστεύω πως θα τα πας εξαιρετικά» μου είπε. «Να προσέχεις και να μην δίνεις δικαιώματα, ο κόσμος βγάζει κακία και υστεροβουλία όταν βλέπει κάποιον να προοδεύει…» Έτσι κι αλλιώς δεν ήμουν από αυτούς που έδιναν δικαιώματα, όπως έλεγε η μητέρα μου, αλλά δεν είχε και άδικο σε αυτό· δεν ήταν λίγοι από τον περίγυρο της δουλειάς μου που μόλις έμαθαν πως πήρα τον ρόλο άλλαξαν στάση απέναντί μου. Έβλεπα να με εκτιμούν περισσότερο, λες και ξαφνικά να ανακάλυψαν την αξία μου. Ήταν πολύ περίεργο να βλέπω ανθρώπους που μετά βίας μου μιλούσαν τις περισσότερες φορές τώρα να ενδιαφέρονται για μένα σε υπερβολικό βαθμό… Όπως και να έχει, ένιωσα πως έπρεπε ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή της μητέρας μου και να είμαι προσεκτικός σε αυτό το
θέμα. Θυμάμαι πως δεν είχα και πολύ χρόνο, ήθελα να αποφύγω και την όποια συνάντηση με τον κυρ-Κώστα, οπότε είπα στη μητέρα μου: «Μαμά, πρέπει να πηγαίνω γιατί έχω να κανονίσω κάποια πράγματα πριν φύγω». Με κοίταξε και πάλι με τα υγρά ακόμη μάτια της. «Εντάξει, αγόρι μου, να πας. Να με παίρνεις τηλέφωνο όμως, γιατί εγώ δεν θέλω να ενοχλώ, και όταν πας στο νησί, ρώτα πού είναι η πηγή και ρίξε τις στάχτες του θείου σου εκεί όπως το ήθελε, και μην ξεχάσεις αυτά που είπαμε, ε, να είσαι προσεκτικός, λέξη σε κανέναν». Τα τελευταία της λόγια μου τα είπε με ανάλαφρη διάθεση, προσπαθώντας να μου μεταφέρει το μήνυμά της με κάθε δυνατό τρόπο. Χαμογέλασα για να την κάνω να νιώσει καλύτερα και της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο. «Έγινε, μαμά μου» είπα. «Θα κάνω ό,τι μου είπες, και μην μου ανησυχείς αν δεν τηλεφωνώ συνέχεια. Θα έχουμε πολλή δουλειά και δεν θα έχω και πολύ χρόνο ελεύθερο». «Καλά, αγόρι μου, αλλά να με πάρεις λίγο πριν πας στο νησί. Εντάξει;» είπε και κατάλαβα πως, αν και δεν ήθελε να μου το δείξει άλλο, την τάραζε πολύ αυτή η επίσκεψη. Παίρνοντας στο ένα μου χέρι το τυλιγμένο μεταλλικό κουτί και με το άλλο τη μητέρα μου, κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα. Με γύρισε προς το μέρος της και βάζοντας τα δυνατά της με φίλησε και μου είπε: «Στο καλό, αγόρι μου, και να προσέχεις…» Προσπαθώντας τότε να αλλάξω εντελώς το κλίμα και με σχεδόν διάθεση και φωνή κλόουν της είπα: «Εντάξει, μητερούλα μου, θα είμαι προσεκτικός, δεν θα
κολυμπάω στα βαθιά, δεν θα κάνω κακές παρέες, θα τρώω το φαγητό μου και θα κοιμάμαι νωρίς…» Στις τελευταίες μου λέξεις άρχισε να χαμογελά και έκανα το ίδιο, δεν ήθελα να την αφήσω με κακή διάθεση, οπότε άνοιξα την πόρτα, της έδωσα ένα τελευταίο φιλί λέγοντάς της «σε αγαπάω» και στράφηκα να φύγω. «Και εγώ, αγόρι μου» την άκουσα να λέει πίσω μου. Γύρισα για μια τελευταία ματιά και διέκρινα πάλι αυτό το φοβισμένο βλέμμα της. Το κατάλαβε και με μια κίνηση του χεριού της με χαιρέτησε και περίμενε να μπω στο ασανσέρ. Ανταπέδωσα την κίνηση με το χέρι και μπήκα μέσα. Θυμάμαι πως αντικρίζοντας στον καθρέφτη το είδωλό μου να κρατά το κουτί με τις στάχτες είχα νιώσει μια ανατριχίλα να με διαπερνά ολόκληρο σαν για λίγο να φύσηξε ένα κρύο αεράκι. Ένιωθα έναν μικρό φόβο για όλα αυτά, χωρίς όμως αυτό να με κάνει να θέλω να κάνω πίσω… Πάτησα το κουμπί του ισογείου, έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και η σκέψη μου θυμάμαι πως μεταφέρθηκε αυτόματα στο πρόσωπο της Ανίτας που ανυπομονούσα να ξαναδώ σύντομα…
Άγιος Μάμας
Η Ανίτα βρίσκεται κάτω από μια τεράστια ομπρέλα που ο αέρας την κάνει να δείχνει έτοιμη να ξεκολλήσει από το έδαφος και να εκτοξευτεί στον ουρανό. Κόσμος πάει κι έρχεται κάνοντας προετοιμασίες και κουβαλώντας διάφορα. Μια κοπέλα, η Ρίτα, διορθώνει κάτι στα μαλλιά της Ανίτας με μεγάλη δυσκολία, μιας και ο αέρας δεν τη βοηθάει και πολύ. Φοράει ένα κάτασπρο μακρύ φόρεμα, και δίπλα έχει ακουμπισμένο ένα επίσης άσπρο καπέλο που θα φοράει την ώρα της λήψης. Σήμερα δεν υπάρχουν σκηνές με άλλους ηθοποιούς εδώ, και έτσι είναι μόνο η Ανίτα. Πλησιάζει η Ηλέκτρα κρατώντας κάποια χαρτιά. Της απευθύνεται ευγενικά: «Κυρία Κλερ… Ανίτα, συγγνώμη, ετοιμάζουμε τον χώρο, σε είκοσι λεπτά θα πάμε λήψη τη σκηνή μας, να σας φέρω λίγο νερό; Ή κάτι άλλο;» Της απαντά με διάθεση να παίξει και λίγο μαζί της: «Έχω αρκετό νερό, σας ευχαριστώ… και δεν χρειάζομαι κάτι άλλο, να είστε καλά… κυρία μου…» Ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη της Ηλέκτρας και κοιτάζοντας
την Ανίτα της είπε ευγενικά: «Δεν μου είναι εύκολο να μιλάω στον ενικό αλλά θα το συνηθίσω». «Σε ευχαριστώ, Ηλέκτρα μου, μίλα μου όπως νιώθεις και μην πιέζεσαι… Αφού έχω λίγο χρόνο, λέω να πάω μια βόλτα μέχρι το μοναστήρι. Ρίτα μου, σ’ ευχαριστώ, τα ξανακοιτάμε μετά» είπε δείχνοντας τα μαλλιά της και σηκώθηκε πηγαίνοντας ακριβώς δίπλα για να πάρει ένα μακρύ μαντίλι που το έριξε πάνω της για να καλύψει τους γυμνούς ώμους της αλλά και το κεφάλι της. Ξεκινώντας προς το μοναστήρι που βρισκόταν ακριβώς μπροστά χαιρέτησε τα δύο κορίτσια: «Αν με χρειαστείτε πιο γρήγορα, φώναξέ με, σε παρακαλώ». «Μείνετε ήσυχη» απάντησε η Ηλέκτρα και γυρίζοντας προς τη Ρίτα της είπε χαμηλόφωνα για να μην ακούσει η Ανίτα, που έτσι κι αλλιώς είχε απομακρυνθεί: «Τ ρομερά απλός άνθρωπος και εξαιρετική επαγγελματίας». Η Ρίτα την κοίταξε με ύφος που φανέρωνε πως είχε ακριβώς την ίδια γνώμη. «Μακάρι να ήταν και όλοι οι Έλληνες ηθοποιοί τόσο απλοί, και τι ιδιαίτερη ομορφιά, ε…» Με ένα κούνημα του κεφαλιού τους και οι δύο έδειξαν να συμφωνούν σε αυτό και ταυτόχρονα γύρισαν για να δουν την Ανίτα που είχε φτάσει στην είσοδο του μοναστηριού και ετοιμαζόταν να μπει μέσα. Το μοναστήρι ήταν χτισμένο στην άκρη ενός πολύ μεγάλου βράχου και το πίσω μέρος του νόμιζες πως ήταν σαν μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα. Όλο ήταν φτιαγμένο από πέτρα και έμοιαζε σαν ένα μικρό ενετικό κάστρο. Θα μπορούσες, αν δεν έβλεπες τους σταυρούς στην κορυφή των σκεπών, να το περάσεις όντως για κάστρο. Η
τεχνοτροπία αλλά και το σημείο που είχε χτιστεί ήταν πραγματικά μοναδικά. Από τη μια, το άγριο τοπίο του νησιού, από την άλλη, το πέλαγος μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου και στη μέση αυτό το πανέμορφο μοναστήρι. Ήταν η μοναδική μέρα που είχαν γύρισμα εδώ για μια σκηνή της ταινίας που η ηρωίδα επισκέπτεται το έρημο, κατά το σενάριο, μοναστήρι και μένει για λίγο να κοιτάζει το πέλαγος όταν μαθαίνει πως ο αγαπημένος της έφυγε για πάντα. Η σκηνή, αν και μικρή, θα τους έτρωγε όλη τη σημερινή μέρα· ήταν όμως η τελευταία της ταινίας και ο σκηνοθέτης, που ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ σχολαστικός, ήθελε να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Η Ανίτα, με το άσπρο της φόρεμα αλλά και με το μαντίλι στο κεφάλι της, έμοιαζε πολύ με απόκοσμη νεράιδα. Ο δυνατός αέρας έκανε το φόρεμά της και τις άκρες του μαντιλιού της να κυματίζουν. Μπήκε από την κεντρική πόρτα και κατευθύνθηκε προς ένα πιο ψηλό σημείο για να δει καλύτερα όσο πιο μακριά γινόταν. Από το πρωί που βρισκόταν εδώ δεν είχαν δει κάποιον να εμφανίζεται εκτός από τον άνθρωπο στον οποίο οι μοναχοί είχαν δώσει το κλειδί για να τους ανοίξει την κεντρική πόρτα. Αν δεν ήταν τόσο περιποιημένο, θα νόμιζες πως κανείς δεν ζούσε εδώ. Σιωπή και ηρεμία απλωνόταν σε όλο τον χώρο. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες για να πάει στο πιο ψηλό σημείο του μοναστηριού, ένιωσε μια πολύ γλυκιά μυρωδιά στην ατμόσφαιρα. Δεν ήταν άρωμα ή κάτι τέτοιο, αλλά μια άλλη μυρωδιά που δεν μπορούσε να την προσδιορίσει. Όταν πια έφτασε στο τελευταίο πάτωμα, υπήρχε ένα πλακόστρωτο άνοιγμα μπροστά από την είσοδο μιας πολύ μικρής εκκλησίας που η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Κατάλαβε ότι από εκεί ερχόταν και η πολύ γλυκιά μυρωδιά, γιατί όσο πλησίαζε τόσο πιο έντονη γινόταν.
Στάθηκε για λίγο στην πόρτα, αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να μπει μέσα. Στην αρχή δεν μπόρεσε να δει τίποτα γιατί καθώς μπήκε απότομα όλα ήταν σχεδόν σκοτεινά. Έκανε ένα δύο βήματα στο εσωτερικό και από το μικρό φως ενός κεριού μπόρεσε να φτάσει μπροστά από το τέμπλο του ιερού. Κοιτάζοντας προς τη δεξιά μεριά όπως μπήκε, άρχισε να διακρίνει τον τοίχο, που ήταν γεμάτος τοιχογραφίες αγίων· ένιωθε σαν κάποιος να άναβε το φως αργά αργά. Η πηγή αυτής της μοναδικής μυρωδιάς προερχόταν από κάπου εκεί κοντά, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς. Αυτό που είδε αμέσως μετά όμως της έκοψε προς στιγμήν την ανάσα. Ακριβώς λίγο πιο πίσω στεκόταν καθισμένος ένας καλόγερος που τα μαύρα ράσα του σε συνδυασμό με το ότι τα μάτια της δεν είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι καθιστούσαν την παρουσία του σχεδόν αόρατη. Η Ανίτα θα μπορούσε να ορκιστεί πως αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε εκεί όταν μπήκε. Ήταν σίγουρη πως βρισκόταν μόνη της εκεί μέσα. Το ξάφνιασμά της μετριάστηκε σχεδόν αμέσως, γιατί ο καλόγερος, με το που κατάλαβε πως τον αντιλήφθηκε, μίλησε με φωνή πολύ ήρεμη: «Καλημέρα, παιδί μου». Προσπάθησε να μην δείξει πόσο ξαφνιάστηκε αρχίζοντας πλέον να τον βλέπει λίγο καλύτερα. «Καλημέρα σας» είπε. Εκείνος την κοίταζε με απόλυτη ηρεμία. «Συγγνώμη αν σας ενόχλησα, δεν σας είδα…» «Δεν με ενόχλησες, παιδί μου» της είπε χαμογελώντας αλλά χωρίς να σηκωθεί από τη θέση του. «Κατάλαβα ότι δεν με είχες δει, νόμιζα πως ήθελες να προσευχηθείς και γι’ αυτό έμεινα σιωπηλός». Η Ανίτα είχε συνηθίσει το φως και μπορούσε να δει πιο καθαρά πια τον καλόγερο. Ενώ από τη φωνή αρχικά νόμιζε πως επρόκειτο για έναν νέο σχετικά άντρα, τώρα μπορούσε να δει πως είχε να κάνει
με κάποιον που ήταν τουλάχιστον εβδομήντα πέντε χρονών. Το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και καλυμμένο από πυκνά άσπρα γένια. Όπως στεκόταν ακίνητος, φαινόταν σαν να είναι κομμάτι της τοιχογραφίας που υπήρχε ακριβώς πίσω του. Η Ανίτα, αμήχανη από τη σιωπή, έκανε να φύγει προς την πόρτα αλλά ο γέροντας την πρόφτασε. «Μείνε, αν θέλεις να προσευχηθείς, παιδί μου». Εκείνη, παρόλο δεν είχε σκοπό να προσευχηθεί, παρά μόνο να δει και να παρατηρήσει, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ήρεμη φωνή του και γύρισε κοιτάζοντάς τον με ένα χαμόγελο σαν να ήθελε να τον ευχαριστήσει. Για άλλη μια φορά σιωπή απλώθηκε στον χώρο την ώρα που η Ανίτα παρατηρούσε τα πάντα γύρω της. Παίρνοντας θάρρος ρώτησε: «Αυτή η μυρωδιά από πού έρχεται; Δεν έχω ξαναμυρίσει κάτι παρόμοιο». Εκείνος ανασηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε ακριβώς απέναντι περνώντας από μπροστά της. Για άλλη μια φορά ένιωσε έντονα αυτή τη μυρωδιά σαν να ευωδίαζε ο ίδιος και η μυρωδιά τον ακολουθούσε. Στάθηκε μπροστά σε μια εικόνα και στράφηκε στην Ανίτα που βρισκόταν ακριβώς δίπλα του. «Από εδώ αναβλύζει αυτή η μυρωδιά, παιδί μου, από την εικόνα του αγίου» είπε, δείχνοντας την εικόνα που υπήρχε μέσα σε μια ξύλινη θήκη με ένα τζάμι να την προστατεύει από πάνω. Η Ανίτα δεν ήταν από αυτούς που πίστευαν και πολύ σε θρησκείες και δόγματα, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθε να πιστεύει αυτό που της έλεγε με την ήρεμη και σίγουρη φωνή του ο γέροντας. Κοίταξε για μια στιγμή την εικόνα. Τα σκαλοπάτια όμως που ανέβηκε σε συνδυασμό με το μαντίλι αλλά και τον κλειστό χώρο την έκαναν να
αρχίσει να ζεσταίνεται και μια σταγόνα ιδρώτας έτρεξε στο μέτωπό της. Έκανε μια μικρή κίνηση για να σκουπιστεί αλλά και για να πάρει λίγο περισσότερο αέρα. Ο γέροντας το παρατήρησε. «Έλα, πάμε έξω, γιατί εδώ μέσα το καλοκαίρι δεν είναι εύκολο να μείνεις για πολύ» της είπε χωρίς να την κοιτάξει, και γύρισε αργά και βγήκε στον προαύλιο χώρο που υπήρχε ακριβώς μπροστά. Αν και ξαφνιάστηκε από την απότομη αυτή αλλαγή, η Ανίτα ακολούθησε τον γέροντα προς τα έξω. Με το που τον είδε στο φως, δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει τα μάτια του που είχαν το χρώμα της θάλασσας. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο χρώμα σε ανθρώπινα μάτια. Στεκόταν εκεί και την κοίταζε με μια ηρεμία και με ένα χαμόγελο που φαινόταν να πηγάζει από αυτά τα παράξενα μάτια του παρά από ολόκληρο το πρόσωπό του. Από τις περιγραφές που είχε ακούσει, κατάλαβε πως αυτός που στεκόταν μπροστά της ήταν ο ηγούμενος της μονής. Αδύνατος και σχετικά ψηλός, έμοιαζε με πολλές από τις αγιογραφίες που είχε δει η Ανίτα. Πρότεινε το χέρι της κάνοντας μια μικρή κίνηση του κεφαλιού της: «Με λένε Ανίτα και είμαι με το συνεργείο που κάνουμε το γύρισμα εδώ» είπε. «Το ξέρω, παιδί μου» της απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Είμαι ο ηγούμενος της μονής και είναι χαρά μας που είστε εδώ». «Το κατάλαβα… εννοώ το ότι είστε ο ηγούμενος» του είπε με ευγένεια. «Έχετε κάνει εξαιρετική δουλειά. Το μοναστήρι είναι πολύ όμορφο και θα πρέπει να χρειάστηκε πολύς κόπος για να γίνει». «Όλα μπορούν να γίνουν με την αγάπη του Θεού, παιδί μου» της είπε ευγενικά κοιτώντας τη στα μάτια. Η Ανίτα ένιωθε πολύ έντονα τη ματιά του ηγούμενου και προσπάθησε κάνοντας άλλη μια ερώτηση να πολεμήσει την αμηχανία
της. «Ομολογώ πως δεν ξέρω και πολλά για την ιστορία της μονής. Πριν πόσα χρόνια φτιάχτηκε το μοναστήρι;» Εκείνος, κοιτώντας τη, γύρισε προς τη μεριά που ήταν η θάλασσα και έδειξε με το χέρι ένα σημείο δίπλα από όπου η Ανίτα μπορούσε και αυτή να δει καλύτερα τον ορίζοντα. Έκανε δύο βήματα και στάθηκε και αυτή να κοιτά προς τη θάλασσα. Για μερικά δευτερόλεπτα κανείς δεν μιλούσε και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αέρας που φύσαγε… Σε λίγο ο γέροντας, πολύ ήρεμα αλλά ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του για να ακουστεί, είπε κοιτώντας πάντα προς τη θάλασσα: «Πριν από πολλά χρόνια στο σημείο αυτό υπήρχε ένα μικρό οίκημα όπου έρχονταν οι μοναχοί για να περιποιηθούν τα χωράφια τους που βρίσκονταν εδώ πιο κάτω, αλλά και τα ζώα που είχαν σε έναν μικρό στάβλο δίπλα. Από εδώ έπαιρναν μεγάλο μέρος αυτών που χρειάζονταν για να ζήσουν. Το νησί από το 1912 είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς, αλλά ζούσαν ειρηνικά με τους Έλληνες. Το κακό ξεκίνησε όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Στην Κατοχή από εδώ έζησε πολύς κόσμος όταν οι Γερμανοί έκαψαν πολλά σπίτια στο νησί. Λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος όμως, βρήκαν καταφύγιο κυνηγημένοι από τα άλλα νησιά αλλά και ντόπιοι, δεν υπήρχε δρόμος τότε και δύσκολα μπορούσε να φτάσει κανείς εδώ. Τότε, παιδί μου, έγιναν πολλά και άσχημα πράματα… και όχι μόνο από τους Γερμανούς». Σε αυτό το σημείο κοίταξε την Ανίτα, που για λίγο ένιωσε ενοχές, κυρίως λόγω της καταγωγής της. Με τη γαλήνια φωνή του ο γέροντας συνέχισε να αφηγείται την ιστορία. «Όταν κάποιος από τους ντόπιους κατέδωσε στους Γερμανούς ότι σε αυτό το μέρος κρύβονται κάποιοι από αυτούς που κυνηγούσαν, αυτοί έστειλαν στρατό, οι άνθρωποι που ήταν εδώ ευτυχώς μόλις τους είδαν από
μακριά έτρεξαν και γλίτωσαν, δεν έμεινε όμως τίποτα όρθιο, τα πάντα έγιναν στάχτη… Αυτοί που κρύβαμε λοιπόν τότε ήταν δύο παιδιά, ένα μικρό κορίτσι περίπου τριών χρονών και ένα μεγαλύτερο αγόρι που ήταν ο αδελφός της. Κανείς άλλος. Το είχαν σκάσει κυνηγημένα με μια βάρκα από το διπλανό νησί και βρέθηκαν στην παραλία από κάτω μέσα στη βάρκα, ταλαιπωρημένα και πεινασμένα». Σε αυτό το σημείο σταμάτησε για λίγο να μιλά καθώς η φωνή του λύγισε. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισε κοιτώντας την Ανίτα που με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθούσε την αφήγησή του: «Τα παιδιά μετά χάθηκαν και δεν τα ξαναείδε κανείς… Εδώ δεν είχε μείνει τίποτα και όταν οι μοναχοί έψαχναν μέσα στα χαλάσματα για να δουν αν είχε γλιτώσει κάτι, αυτό που βρήκαν ήταν ένα θαύμα· κάτω από τις στάχτες και ανάμεσα στα καμένα ξύλα ένα παιδί που βόηθαγε εδώ τους μοναχούς βρήκε την εικόνα του Αγίου Μάμα, άθικτη, χωρίς να έχει πάθει απολύτως τίποτα. Ήταν το ίδιο παιδί που είχε βρει τα δύο αδέλφια στην παραλία που βρίσκεται από κάτω. Όλα τ’ άλλα είχαν καταστραφεί ή καεί από τη φωτιά που έπιασε μετά. Αυτό το θαύμα λοιπόν ήταν που έκανε τους μοναχούς να ξεκινήσουν να χτίζουν σε αυτό το σημείο το μοναστήρι που πήρε και το όνομα του αγίου. Εμείς με τη βοήθεια του Θεού και την αγάπη των ανθρώπων καταφέραμε να το τελειώσουμε πριν μερικά χρόνια. Με το που τέλειωσε το χτίσιμο του μοναστηριού, έγινε και ένα ακόμα θαύμα που κρατάει μέχρι σήμερα. Η εικόνα του αγίου, όπως διαπίστωσες και εσύ, άρχισε να ευωδιάζει και δεν έχει σταματήσει μέχρι σήμερα…» Η Ανίτα, αν και παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον αυτά που αφηγούνταν ο γέροντας, πίστευε πως γι’ αυτά που αποκαλούσε θαύματα ο ίδιος υπήρχε κάποια λογική εξήγηση. Της έκανε όμως
εντύπωση η ιστορία με τα δύο παιδιά που βρέθηκαν στην παραλία μόνα τους. Τ ι να απέγιναν μετά; Ήθελε να ρωτήσει, αλλά δεν είπε τίποτα και συνέχισε να κοιτάζει τον γέροντα περιμένοντας να ολοκληρώσει την ιστορία του. Εκείνος σαν να κατάλαβε τη σκέψη της τη ρώτησε: «Πιστεύεις στον Θεό, παιδί μου;» Δεν ήξερε αν έπρεπε να απαντήσει πως γι’ αυτήν ο Θεός ήταν ο ίδιος ο άνθρωπος και αυτά που κάνει ή που δεν κάνει, δεν ήθελε όμως τώρα να ξεκινήσει μια τόσο μεγάλη συζήτηση, οπότε κοιτάζοντάς τον και αφού σκέφτηκε για λίγο του είπε κάτι που ένιωθε πραγματικά: «Πιστεύω στην αγάπη και σε ό,τι γίνεται μέσα από αυτή… αυτό πραγματικά είναι ένα θαύμα όταν συμβαίνει…» Ο γέροντας έμεινε για λίγο σιωπηλός και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μιλήσει, τον διέκοψε η φωνή της Ηλέκτρας που μόλις είχε έρθει αθόρυβα πίσω τους. «Συγγνώμη που διακόπτω… κυρία Κλερ, σε λίγο θα πάμε το πλάνο και θα πρέπει να έρθετε» είπε και έκανε ταυτόχρονα μια κίνηση χαιρετισμού με το κεφάλι της προς τον γέροντα που κοίταζε με περιέργεια το μισό ξυρισμένο κεφάλι της. «Έρχομαι σε ένα λεπτό, Ηλέκτρα μου… σ’ ευχαριστώ» και γυρίζοντας προς το μέρος του συνέχισε. «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω». «Να είσαι πάντα καλά και ο Θεός να είναι μαζί σου» της είπε κουνώντας το κεφάλι του με κατανόηση. Η Ανίτα τον ευχαρίστησε και αυτή με τη σειρά της. «Σας ευχαριστώ πολύ και ελπίζω να τα ξαναπούμε, και συγγνώμη για την ενόχληση». Ενώ γύρισε να φύγει κάτι την έκανε να
σταματήσει και να ξαναγυρίσει προς τον γέροντα που είχε μείνει στη θέση του να την κοιτά. «Το παιδί που έσωσε τα παιδιά στην παραλία και βρήκε την εικόνα…» «Το βλέπεις μπροστά σου» απάντησε εκείνος αμέσως, σαν να ήξερε την ερώτησή της από πριν. Η Ανίτα ξαφνιάστηκε γιατί ένιωσε σαν ο γέροντας να είχε διαβάσει τη σκέψη της και χωρίς να πει κάτι άλλο έμεινε να τον κοιτάει. Και εκείνος την κοίταξε για μια ακόμη φορά και γυρνώντας ανέβηκε τις σκάλες για τον πάνω χώρο της μονής. Η Ανίτα με δυσκολία τράβηξε το βλέμμα της από τη φιγούρα του ηγούμενου και γύρισε και άρχισε να κατεβαίνει. Στο μυαλό της ήταν ακόμη η αφήγηση του γέροντα για το τι συνέβη εκείνα τα χρόνια αλλά και η τόσο γρήγορη απάντησή του πριν διατυπώσει καν την ερώτησή της. Η αλήθεια είναι πως, παρόλο που ένιωθε περισσότερο Ελληνίδα, όλα αυτά που έγιναν από τους Γερμανούς εκείνα τα χρόνια την έκαναν βαθιά μέσα της να νιώθει ενοχές. Χωρίς όμως να μπορεί να δώσει και μια λογική εξήγηση γιατί της συνέβαινε αυτό. Ίσως και το ότι ο παππούς της, ο άντρας της Ελένης, ήταν στρατιωτικός και σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό του Βερολίνου την έκανε να αισθάνεται περίεργα. Από ό,τι της είχε πει όμως η γιαγιά της, εκείνος ποτέ δεν είχε έρθει στην Ελλάδα. Άλλωστε, όπως επίσης της έλεγε, τα χρόνια εκείνα ήταν σκληρά και θα έπρεπε οι νεότερες γενιές να τα ξεχάσουν… Με αυτές τις σκέψεις ούτε που κατάλαβε τη Ρίτα που την πρόφτασε στον δρόμο και είχε αρχίσει να φτιάχνει πάλι τα μαλλιά της ενώ περπατούσε ακόμη προς τον χώρο του γυρίσματος. Μπροστά της στεκόταν η Ηλέκτρα με κάποια χαρτιά στα χέρια. «Αν και το ξέρετε, ρίξτε μια ματιά στο σενάριο και πείτε μου πότε είστε έτοιμη να φωνάξω τον σκηνοθέτη».
Με την άκρη του ματιού της και κρατώντας το σενάριο στα χέρια, η Ανίτα είδε ψηλά σ’ εκείνο το σημείο που είχε πάει πριν λίγο τον γέροντα να τους κοιτάζει ήρεμος. Έκανε μια κίνηση χαιρετισμού και τον είδε να ανταποδίδει και αυτός σηκώνοντας το χέρι του, για λίγο συνέχισε να τον κοιτά και σχεδόν απότομα γύρισε προς την Ηλέκτρα. «Έτοιμη» είπε, και το μυαλό της εστίασε στη σκηνή που ήταν έτοιμη να γυριστεί.
Στο καράβι
Ανοίγοντας τα μάτια μου στο σαλόνι του πλοίου κατάλαβα πως με τη σκέψη τού τι είχε γίνει στο σπίτι της μητέρας μου με είχε πάρει ο ύπνος. Κοίταξα το ρολόι στο μπαρ του πλοίου και διαπίστωσα πως είχε περάσει τουλάχιστον μισή ώρα. Αν δεν ήταν αρκετά άβολοι οι καναπέδες, δεν νομίζω πως θα ξύπναγα μέχρι να φτάσουμε. Γύρω μου τα πράγματα είχαν πλέον ησυχάσει, η τηλεόραση δεν έπιανε τίποτα και οι περισσότεροι ή κοιμούνταν ή είχαν βγει στο κατάστρωμα, κάτι που ήθελα να κάνω κι εγώ μόλις τελείωνα το διάβασμα. Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου που είχε πια κρυώσει και άνοιξα την κεντρική σελίδα της εφημερίδας με τη συνέντευξη. Πέρα από τις φωτογραφίες, με μεγάλα γράμματα έγραφε: « ΑΝΙΤΑ ΚΛΕΡ , ΧΑΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ … ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΗΣΙΩΝ», και από κάτω με πιο μικρά γράμματα: «Στο Αιγαίο εδώ και μερικές μέρες για τα γυρίσματα της ταινίας Χαμένοι στον χρόνο βρίσκεται η γνωστή ηθοποιός Ανίτα Κλ ερ υπό την καθοδήγηση του γνωστού Έλ λ ηνα σκηνοθέτη Δημήτρη Λυμπερόπουλ ου. Πρόκειται για μια μεγάλ η
γερμανο-ελ λ ηνική παραγωγή με γυρίσματα κυρίως στα ελ λ ηνικά νησιά αλ λ ά και στην Αθήνα. Στην ταινία συμπρωταγωνιστεί και ο Έλ λ ηνας ηθοποιός Δημήτρης Βουδούρης στην πρώτη του μεγάλ η εμφάνιση στο σινεμά». Σε αυτό το σημείο ακούστηκε μια ανακοίνωση πολύ δυνατά από τα ηχεία του πλοίου και με διέκοψε για λίγο. Ο ήχος ήταν πολύ κακός και δεν κατάλαβα τι ακριβώς είπαν, οπότε ξαναγύρισα και πάλι προς την εφημερίδα. «Η υπόθεση της ταινίας μιλ άει για δύο ανθρώπους που συναντιούνται μετά από δέκα χρόνια στο ίδιο νησί όπου είχαν πρωτογνωριστεί. Ο παλ ιός τους έρωτας, που τότε είχε διακοπεί απότομα, ζωντανεύει ξανά στις λ ίγες μέρες που βρίσκονται και πάλ ι μαζί. Μόνο που τώρα ένα μυστικό θα αλ λ άξει τις ζωές τους για πάντα. Ταξιδέψαμε στο Αιγαίο για να μιλ ήσουμε με την πρωταγωνίστρια της ταινίας» έγραφε μια μικρή παράγραφος πριν ξεκινήσει η κυρίως συνέντευξη της Ανίτας, ακριβώς από κάτω. «Κυρία Κλ ερ, πολ ύ λ ίγος κόσμος στην Ελ λ άδα ξέρει πως έχετε ελ λ ηνικές ρίζες και πως αγαπάτε τη χώρα μας πολ ύ, παρόλ ο που δεν έχετε ζήσει σχεδόν καθόλ ου εδώ. Πείτε μας δύο λ όγια γι’ αυτή σας την αγάπη». «Η Ελ λ άδα είναι μια χώρα που θα μπορούσε να αγαπά κάθε άνθρωπος στον κόσμο και όχι μόνο όσοι κατάγονται ή έχουν κάποια σχέση με αυτή. Η γιαγιά μου γεννήθηκε στη Γερμανία, από γονείς Έλ λ ηνες που είχαν έρθει στις αρχές του προηγούμενου αιώνα εκεί, η μητέρα μου σπούδασε στη Γερμανία δασκάλ α και μετά δίδασκε σε ελ λ ηνικό σχολ είο. Στο σπίτι τις περισσότερες φορές μιλ άγαμε ελ λ ηνικά, παρόλ ο που ο πατέρας μου είναι Γερμανός. Είχα δηλ αδή και μια δασκάλ α ελ λ ηνικών μέσα στο σπίτι εκτός από το σχολ είο, οπότε ήταν δύσκολ ο να ξεφύγω».
«Μιλ άτε ελ λ ηνικά καλ ύτερα και από Ελ λ ηνίδα. Αυτό το καταφέρατε μόνο από το σχολ είο και το σπίτι σας ή είχατε και άλ λ ες επιρροές;» «Στο Βερολ ίνο είχα αρκετούς φίλ ους Έλ λ ηνες και μπορώ να πω ότι με βοήθησε πολ ύ στο να μιλ άω καλ ά τη γλ ώσσα. Τα τελ ευταία χρόνια δίδασκα και θεατρικό παιχνίδι στο ελ λ ηνικό σχολ είο που δίδασκε και η μητέρα μου, κάτι που λ όγω υποχρεώσεων δεν κάνω πια, αν και θα το ήθελ α πολ ύ». «Πιστεύετε στα παιχνίδια της μοίρας, ας πούμε σαν αυτό που είναι και η κεντρική ιστορία της ταινίας που πρωταγωνιστείτε;» «Πιστεύω πως τη μοίρα του τη φτιάχνει ο άνθρωπος με τις επιλ ογές και τις πράξεις του, δηλ αδή πως εμείς καθορίζουμε αυτά που συμβαίνουν και θα συμβούν και όχι κάποια άλ λ η δύναμη». «Είναι η πρώτη φορά που έρχεστε στην Ελ λ άδα, δεν είναι λ ίγο παράξενο δεδομένης της αγάπης σας αλ λ ά και της καταγωγής σας;» «Σίγουρα πάντως δεν φταίει η μοίρα γι’ αυτό (γέλ ια), απλ ώς δεν μπόρεσα ποτέ μέχρι σήμερα να έρθω, παρόλ ο που το επιθυμούσα πολ ύ. Όσες φορές το κανόνιζα, κάποια δουλ ειά ή κάποια άλ λ η υποχρέωση δεν με άφηνε να το κάνω. Είμαι πολ ύ χαρούμενη τώρα όμως που ήρθα, και ακόμη πιο χαρούμενη που αιτία αυτού του ταξιδιού μου είναι η πολ ύ ωραία ταινία που πρόκειται να γυριστεί εδώ. Προφανώς ήταν η σωστή στιγμή». «Από όσα ξέρουμε για την ταινία, η κεντρική της ιστορία είναι γύρω από τη δύναμη που ασκεί ο έρωτας σε δύο ανθρώπους. Στην πραγματική σας ζωή, ο έρωτας πόσο σημαντικός είναι;» «Κοιτάξτε, οι άνθρωποι καθορίζουν το ποιον θα ερωτευτούν, και όσο και αν αυτό φαίνεται τυχαίο, δεν είναι. Η πορεία και η ζωή τους τους οδηγούν εκεί, απέναντι σε έναν άλ λ ο άνθρωπο που και αυτόν η
δικιά του πορεία τον έχει οδηγήσει εκεί. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην ταινία. Αυτοί οι δυο άνθρωποι, αφού συναντιούνται κάποια στιγμή στη ζωή τους, χάνονται για να ξανασμίξουν όταν οι ζωές τους αλ λ ά και οι επιλ ογές τους τους φέρνουν και πάλ ι κοντά. Βέβαια, στο τέλ ος αυτό μπορεί και πάλ ι να ανατραπεί…» «Τα πάντα λ οιπόν είναι θέμα επιλ ογής;» «Σχεδόν τα πάντα». «Εσείς έχετε ερωτευτεί ποτέ παράφορα;» Πριν διαβάσω τη συνέχεια, ανασήκωσα το κεφάλι μου και προσπάθησα να θυμηθώ πότε έδωσε αυτή τη συνέντευξη∙ ήταν πριν πάμε στο Κρυμμένο ή μετά; Δεν κατάφερα να θυμηθώ, οπότε ξαναγύρισα στην εφημερίδα για να διαβάσω την απάντησή της. «Σημασία έχει να δούμε και να ασχολ ηθούμε με αυτό που ζουν οι χαρακτήρες της ταινίας και όχι με τη δικιά μου ζωή, γι’ αυτό άλ λ ωστε βρισκόμαστε όλ οι σε αυτό το νησί». Χαμογέλασα διαβάζοντας την απάντησή της. Ήταν σαν να μου έκανε μάθημα για το πώς πρέπει να μιλάω στις συνεντεύξεις μου, και ταυτόχρονα κατάλαβα και πόσο σοβαρή αλλά και προσεκτική ήταν στη δουλειά της. Κάτι που δεν φάνηκε να τηρεί αυστηρά μ’ εμένα… Άρα λοιπόν το πιο πιθανό θα ήταν να έδωσε τη συνέντευξη πριν γίνει κάτι μεταξύ μας. Αυτή η εκδοχή με βόλευε και μου άρεσε περισσότερο. Θα πρέπει να είχα πολύ περίεργη έκφραση στο πρόσωπό μου, γιατί εξίσου περίεργο ήταν και το βλέμμα του ηλικιωμένου κυρίου απέναντί μου που με είχε κοιτάξει και πιο πριν. Φαντάζομαι ότι θα νόμιζε πως γελάω μόνος μου. Τον κοίταξα για λίγο συνεχίζοντας να χαμογελώ και επέστρεψα στην ανάγνωση. «Στην ταινία συμπρωταγωνιστείτε με έναν Έλ λ ηνα ηθοποιό, σχετικά άπειρο σε σύγκριση μ’ εσάς, τον Δημήτρη Βουδούρη. Ακούγεται
ότι τα πάτε πολ ύ καλ ά και πως η συνεργασία σας είναι εξαιρετική, είναι αλ ήθεια;» «Ο Δημήτρης είναι ένας πολ ύ καλ ός ηθοποιός και πολ ύ καλ ός συνεργάτης. Έως τώρα τουλ άχιστον, ούτε εγώ αλ λ ά ούτε και κανείς άλ λ ος, από ό,τι ξέρω, δεν έχει δει αυτό που αποκαλ είτε εσείς απειρία, ίσα ίσα νιώθω πως έχω να κάνω με έναν ηθοποιό που γνωρίζει πολ ύ καλ ά αυτό που κάνει». «Θα μπορούσατε να ερωτευτείτε κάποιον άντρα με τον οποίο εργάζεστε μαζί;» «Χωρίς να θέλ ω να φανώ απόλ υτη, μάλ λ ον όχι, τουλ άχιστον δεν έχει τύχει ως τώρα». Διέκοψα και πάλι την ανάγνωση για λίγο, γιατί η απάντησή της με έκανε να βεβαιωθώ πως η συνέντευξη έγινε πριν έρθουμε αρκετά κοντά… Συνέχισα όμως να διαβάζω. «Θα μπορούσατε να υποκριθείτε έναν έρωτα με κάποιον συμπρωταγωνιστή σας για να προκαλ έσετε αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι λ έμε δημοσιότητα με σκοπό την καλ ύτερη προβολ ή μιας δουλ ειάς;» «Δεν νομίζω πως μπορώ να υποκριθώ σε τίποτα που έχει να κάνει με την πραγματικότητα. Όλ α αυτά τα χρόνια προσπαθώ να μην μπερδεύω τη ζωή μου με τη δουλ ειά μου και νομίζω πως το έχω καταφέρει, όσο και αν είναι δύσκολ ο μερικές φορές». «Πώς σας φαίνετε λ οιπόν η χώρα τώρα που την έχετε ζήσει από κοντά;» «Είναι αλ λ ιώς να βλ έπεις τα πάντα από φωτογραφίες και βίντεο. Ομολ ογώ ότι αυτό που μου έκανε περισσότερο εντύπωση, πέρα από την απίστευτη ομορφιά της χώρας, είναι οι άνθρωποί της. Γνωρίζοντας αλ λ ά και δουλ εύοντας με Έλ λ ηνες, ανακάλ υψα πόσο πιο κοντά είμαι
σε αυτόν τον τρόπο ζωής αλ λ ά και σε αυτή τη νοοτροπία». «Να υποθέσω ότι θα έρχεστε πιο συχνά;» «Αυτό είναι σίγουρο, αλ λ ά δεν εξαρτάται μόνο από μένα το πότε θα μπορέσω να έρθω. Η αλ ήθεια είναι πως κάθε μέρα αυτή η χώρα με κερδίζει και περισσότερο και δεν θα ήθελ α να αργήσω να επιστρέψω». «Οικογένεια ή καριέρα;» «Και τα δύο μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά όταν έρθει η σωστή στιγμή. Είμαι κομμάτι μιας οικογένειας και θα ήθελ α κάποια στιγμή να μπορέσω να βάλ ω τα δικά μου κομμάτια μέσα σε αυτή». «Η αγάπη σας για την υποκριτική πώς προέκυψε;» «Νομίζω πως γι’ αυτό μεγάλ η εύθυνη έχει η γιαγιά μου… Από πολ ύ μικρή με πήγαινε στο θέατρο, αλ λ ά και σε όλ ες τις όπερες που παίζονταν στο Βερολ ίνο και σε άλ λ ες πόλ εις. Είχε φτιάξει τα σκηνικά για κάποιες θεατρικές παραστάσεις και πολ ύ συχνά με έπαιρνε μαζί της. Αυτή η μαγεία της σκηνής με εντυπωσίαζε πάντα, και από ένα σημείο και μετά, το μόνο που ήθελ α να κάνω ήταν αυτό». «Θα ήθελ α να σας ευχαριστήσω για την πολ ύ ωραία μας κουβέντα και σας εύχομαι κάθε επιτυχία». «Σας ευχαριστώ, να είστε καλ ά…» Δεν σήκωσα το κεφάλι μου από την εφημερίδα συνεχίζοντας να κοιτάζω τις άλλες φωτογραφίες της, αλλά και αυτή που ήμασταν μαζί. Ένιωθα μέσα μου ακόμη και τώρα να χτίζεται αυτό το μοναδικό παζλ της σχέσης μου με την Ανίτα. Καθετί που μάθαινα γι’ αυτή ερχόταν να προστεθεί σε αυτά που ήδη ήξερα και με έκαναν να τη θέλω ακόμα πιο πολύ και να τη θαυμάζω. Η επιθυμία να αναπνεύσω τον αέρα της θάλασσας έγινε ακατανίκητη και σηκώθηκα να βγω στο κατάστρωμα. Άφησα την τσάντα μου στο κάθισμα, δίπλωσα την εφημερίδα και την ακούμπησα
στο τραπέζι. Περνώντας από το μπαρ, είδα τον φίλο μου, που πλέον καθόταν στην καρέκλα μέσα από τον πάγκο και έπαιζε κάποιο παιχνίδι στο κινητό του. «Σου είναι εύκολο να προσέχεις την τσάντα μου; Θα βγω για λίγο στο κατάστρωμα» του είπα. «Έγινε, φιλαράκι, μείνε ήσυχος. Όλα υπό έλεγχο εδώ» μου απάντησε εκείνος, χωρίς να σηκώσει σχεδόν το βλέμμα του. Χαμογέλασα με το κωμικό στοιχείο που κουβάλαγε αυτό το παιδί και προχώρησα προς την πόρτα για να βγω έξω. Περπατώντας από έναν μικρό διάδρομο στο εξωτερικό μέρος του πλοίου, βρέθηκα πίσω στο μικρό κατάστρωμα και άκουσα τον δυνατό ήχο της μηχανής του πλοίου που αγκομαχούσε να διασχίσει τη θάλασσα. Διάφοροι ήταν ξαπλωμένοι στα άσπρα παγκάκια, με τσάντες γύρω τους, και κάποιοι άλλοι είχαν γυρίσει τις πλαστικές καρέκλες του πλοίου και κοίταζαν τον ορίζοντα. Είχε καλό καιρό και μπορούσες να δεις αρκετά μακριά στο πέλαγος. Αριστερά στο βάθος προς την κατεύθυνση του πλοίου μπορούσες να διακρίνεις κάποια βουνά, που, από ό,τι καταλάβαινα, θα πρέπει να ήταν το νησί της μητέρας μου. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, αλλά ο «Τ ιτανικός» δεν μπορούσε να πάει πιο γρήγορα. Λογικά, με κάποιο σχετικά γρήγορο σκάφος δεν θα ήταν πάνω από μια ώρα απόσταση. Όχι πολύ μακριά από εκεί που περνάγαμε τώρα πρέπει να βρισκόταν και η παραλία που είχα πάει εκείνη την ημέρα με την Ανίτα, το Κρυμμένο. Η αλήθεια είναι πως μόνος μου δεν θα μπορούσα να την ξαναβρώ και όσο και αν κοίταξα επισταμένα, δεν μπόρεσα να καταλάβω από ποιο σημείο μάς πήγε εκείνη την ημέρα ο κυρ-Μιχάλης. Οι βράχοι που προεξείχαν δεν σε άφηναν να δεις και πολλά πράγματα, αλλά θα ήθελα τόσο να ξαναπάω μια μέρα… Στα χέρια μου ένιωσα το αλάτι που είχε
κολλήσει από την κουπαστή του πλοίου. Πήρα μια καρέκλα και την έβαλα κοντά στο κάγκελο για να ακουμπήσω τα πόδια μου και ταυτόχρονα να μπορώ να βλέπω τη θάλασσα. Κοιτάζοντας προς το νησί μπροστά, ένιωσα πάλι αυτόν τον φόβο που μου είχε μεταδώσει η μητέρα μου για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν φανέρωνα την ταυτότητά μου στους ανθρώπους εκεί. Η μόνη ερμηνεία που θα μπορούσα να δώσω σε όλο αυτό είναι πως παλιότερα κάτι συνέβη μεταξύ της οικογένειας της μητέρας μου και κάποιας άλλης, και υπήρχε κάποιου είδους βεντέτα. Είχα ακούσει για δολοφονίες ακόμα και νέων ανθρώπων στο όνομα μιας βεντέτας. Πώς θα μπορούσε όμως κάποιος να κάνει κακό σε έναν άλλον άνθρωπο που ουσιαστικά δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι πιθανόν είχε γίνει στο παρελθόν; Τελικά, η προτροπή της μητέρας μου κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος και σκεφτόμουν να ακολουθήσω πιστά τις συμβουλές της. Άλλωστε, πέρα από το ότι ήθελα να εκπληρώσω την επιθυμία του θείου μου και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, δεν ένιωθα κανένα ιδιαίτερο δέσιμο με αυτό το μέρος, αλλά το πιο σημαντικό για μένα πλέον δεν ήταν τόσο να μάθω τι έγινε τότε, αλλά να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα κοντά στην Ανίτα. Λες και η γνωριμία μου μαζί της να μετέβαλε τις επιθυμίες μου μέσα σε λίγες μέρες. Ίσως και να μην πήγαινα πια αν δεν είχα μαζί μου τις στάχτες του θείου μου. Σκεφτόμουν πόσο μπορεί να αλλάξει έναν άνθρωπο κάτι τόσο έντονο σαν αυτό που βίωνα με την Ανίτα. Από πίσω μου είδα μια εφημερίδα να ξεπροβάλλει που την κρατούσε ο φίλος μου από το μπαρ. «Ό,τι πιο φρέσκο υπάρχει στο καράβι σε εφημερίδα. Είναι λίγο λερωμένη γιατί ο καπετάνιος έχυσε τον καφέ του, αλλά μπορείς να τη διαβάσεις» είπε κάνοντας πάλι εκείνο τον υποτιμητικό μορφασμό την
ώρα που μιλούσε για τον καπετάνιο. Για λίγο σκέφτηκα πως αυτό το παιδί θα μπορούσε να γίνει ένας πολύ καλός κωμικός ηθοποιός. Πήρα την εφημερίδα. «Σ’ ευχαριστώ, φίλε» είπα. «Θανάσης» μου απάντησε και μου πρότεινε το χέρι του. «Χάρηκα πολύ. Δημήτρης» του είπα γελώντας. Ανταπέδωσε το γέλιο και γύρισε για να φύγει. Η εφημερίδα πραγματικά ήταν λερωμένη από τον καφέ του καπετάνιου και δύσκολα διέκρινες στην πρώτη σελίδα πολλά πράγματα. Ήταν μια από αυτές τις κουτσομπολίστικες και είχε ένα μικρό άρθρο στις μέσα σελίδες. Ο τίτλος ήταν « ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ . ΑΝΙΤΑ ΚΛΕΡ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ» και είχε και μια φωτογραφία μας που είμαστε αγκαλιασμένοι και φιλιόμαστε σε έναν δρόμο στο νησί∙ αν και θαμπή, φαινόταν ότι είμαστε εμείς. Από κάτω είχε ένα μικρό κείμενο. «Αποκλ ειστικές πλ ηροφορίες από το νησί που γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΟΝ ΧΡ ΟΝΟ αναφέρουν τη γέννηση ενός μεγάλ ου έρωτα μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Η φωτογραφία που δημοσιεύεται έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που οι ντόπιοι βλ έπουν πλ έον στα σοκάκια του νησιού. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έχει προγραμματιστεί για τα Χριστούγεννα στην Αθήνα. Εμείς να ευχηθούμε τα καλ ύτερα στον νέο έρωτα που γεννιέται». Είναι βέβαιο πως τη φωτογραφία τράβηξε κάποιος με το κινητό του και την έστειλε στην εφημερίδα. Από την άλλη, αναρωτιόμουν μήπως όλα αυτά ήταν και λίγο στημένα, δηλαδή για λόγους δημοσιότητας όλο αυτό να το έβγαζε προς τα έξω κάποιος που να είχε σχέση με την παραγωγή. Γενικά ήμασταν πολύ προσεκτικοί όταν κυκλοφορούσαμε έξω και θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ που έχει τραβηχτεί αυτή η φωτογραφία δεν υπήρχε ψυχή γύρω μας…
χορεύαμε στα σοκάκια του νησιού σαν να μην μας έβλεπε κανείς. Το μυαλό μου συνεχώς ήταν στην Ανίτα… πόσο θα ήθελα να είμαι μαζί της τώρα… Εκείνη τη στιγμή σαν να άκουσα το κινητό μου να χτυπά. Το έβγαλα με μια σχετική δυσκολία από την τσέπη μου γιατί έτσι όπως καθόμουν δεν ήταν και πολύ εύκολο να βγει. Όταν τα κατάφερα, είδα πως είχα μήνυμά της: «Μου λείπεις…» Έμεινα για λίγο να κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου χωρίς να είμαι σίγουρος γι’ αυτό που διάβαζα. Σαν να ζούσα και πάλι σε ένα όνειρο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως θα μπορούσα να γυρίσω ακόμα και κολυμπώντας πίσω για να τη δω έστω και για λίγο… Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο, έγραψα: «Και εσύ… μακάρι να ήσουν εδώ» και πάτησα αποστολή. Η αλήθεια είναι πως θα μπορούσα να της γράψω ολόκληρο κατεβατό, αλλά προτίμησα να είμαι λιτός και ταυτόχρονα, ξέροντας ότι δουλεύει, να μην την απασχολήσω πολύ. Έμεινα για λίγο να κοιτάζω μία το νησί και μία την οθόνη του κινητού με το μήνυμά της αλλά και την απάντησή μου… Τη σκέψη μου διέκοψε η προσπάθεια που έκανε ο ηλικιωμένος κύριος που είχα δει στο σαλόνι να βγάλει μια καρέκλα από ένα σημείο ακριβώς δίπλα μου. Τ ις είχαν στοιβάξει με τέτοιο τρόπο που δεν ήταν καθόλου εύκολο να βγει. Χωρίς να σκεφτώ και πολύ, σηκώθηκα, έβαλα το κινητό στην τσέπη μου και έφτασα με δύο βήματα κοντά του. «Να σας βοηθήσω;» του είπα την ώρα που ήδη έπιανα μια καρέκλα και με το πόδι μου κράταγα κόντρα τις άλλες για να μπορέσω να την ξεκολλήσω. Τα κατάφερα σχετικά εύκολα και βγάζοντας την καρέκλα την πρόσφερα στον κύριο που με κοιτούσε. «Να είσαι καλά, παλικάρι μου, σε ευχαριστώ». «Παρακαλώ» είπα εγώ και επέστρεψα στη θέση μου, ενώ τον έβλεπα να βάζει και αυτός την καρέκλα του με τον ίδιο τρόπο που
την είχα κι εγώ προς τη θάλασσα. Με κοίταξε πάλι και για μια ακόμα φορά ένιωσα σαν να ήξερα από κάπου αυτόν τον άνθρωπο, σαν να τον είχα ξαναδεί. Δεν μπορούσα όμως να θυμηθώ και αφού του χαμογέλασα γύρισα και πάλι προς το πέλαγος και με την άκρη του ματιού μου είδα πως και αυτός έκανε το ίδιο. Ήταν σχεδόν δύο μέτρα από μένα και μπορούσα να καταλάβω τι έκανε χωρίς να τον κοιτάζω κατευθείαν. Σε λίγο ένιωσα να με κοιτάζει ξανά και γύρισα προς το μέρος του. «Πρώτη φορά έρχεσαι στο νησί μας;» Η ερώτησή του αλλά και το ύφος του στην αρχή μου φάνηκαν κάπως ύποπτα, και για λίγο σκέφτηκα μήπως αυτός ο άνθρωπος να ήξερε ποιος είμαι και απλώς ρωτώντας με διάφορα προσπαθούσε να το επιβεβαιώσει… Πέρασαν από το μυαλό μου τα λόγια της μητέρας μου και σε συνδυασμό με το ότι πλησιάζαμε στο νησί, του απάντησα ψέματα χωρίς να καταλάβω γιατί. Ένιωσα έναν μικρό φόβο και προσπάθησα να προφυλαχτώ. Ούτε λόγος βέβαια για τη μυστική μου επίσκεψη με την Ανίτα… «Είχα έρθει με τους γονείς μου όταν ήμουν μικρό παιδί και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα». Εκείνος, χωρίς να δείξει κάποια έκπληξη όπως ίσως περίμενα εγώ, μου απάντησε: «Δεν έχει αλλάξει και πολύ ο τόπος μας, παλικάρι μου, εδώ και χρόνια… Για δουλειά ή διακοπές; Άκουσα κάτω ότι είσαι ηθοπ οιός, έτσι δεν είναι;» Ήμουν βέβαιος ότι είχε ακούσει κι αυτός όπως όλοι τη δυνατή φωνή του φίλου μου του Θανάση στο σαλόνι του πλοίου, οπότε δεν μου έκανε εντύπωση που είχε αντιληφθεί την κουβέντα μας γύρω από το τι δουλειά κάνω. «Είμαι στα μέρη για δουλειά και είπα να επισκεφτώ το νησί σας
για κάνα δυο μέρες. Μου έχουν πει ότι συνεχίζει να είναι πολύ όμορφο μέρος…» «Όμορφο και απομονωμένο… αλλά εμάς μας αρέσει αυτό» μου είπε και δεν κατάλαβα αν το είπε θέλοντας να μου δείξει ότι δεν τους αρέσουν οι επισκέπτες ή ότι απλώς τους αρέσει η ησυχία. Ένιωθα συνεχώς σαν όλα να περιστρέφονται γύρω από αυτό το μυστικό που υπήρχε για την οικογένειά μου εκεί. Πώς όμως θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αφήνοντας τη λογική να υπερισχύσει, σκέφτηκα πως υπερβάλλω και συνέχισα την κουβέντα μου με τον άνθρωπο που υπομονετικά περίμενε να πω κάτι. «Αυτή την ησυχία θέλω κι εγώ για δυο τρεις μέρες… να ξεκουραστώ, για να επιστρέψω πάλι πίσω στη δουλειά» είπα χαλαρώνοντας ακόμα περισσότερο στην καρέκλα μου. «Από ησυχία έχουμε μπόλικη» είπε αυτός και γέλασε. Έτσι όπως μου χαμογέλασε, κατάλαβα και πάλι πως όλοι οι φόβοι μου ήταν υπερβολικοί, και πως αυτός ο άνθρωπος ήθελε μόνο να με ευχαριστήσει που τον βοήθησα ή ήθελε λίγη κουβέντα για να περάσει την ώρα του. Τ ίποτα παραπάνω. Το μυαλό μας και η σκέψη μας, όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, ασυνείδητα γυρνάει μέσα μας, εκεί που υπάρχει κάποιο έντονο συναίσθημα. Στην περίπτωσή μου, όσο και αν σκεφτόμουν άλλα πράγματα, πολλά από αυτά που έκανα και ένιωθα ήταν επηρεασμένα από το μυστικό που πλανιόταν όλα αυτά τα χρόνια γι’ αυτό εκεί το μέρος… «Εμένα με λένε Θωμά, εσένα;» μου είπε συνεχίζοντας να είναι χαμογελαστός. «Δημήτρη» του είπα και σηκώθηκα για να του δώσω το χέρι μου. Τη στιγμή που τα χέρια μας ακούμπησαν, ένιωσα τη ζέστη από το χέρι του να με διαπερνά και διαπίστωσα πόσο άγρια ήταν η παλάμη
του. «Θέλω να φωτογραφίσω τις ομορφιές σας, κύριε Θωμά, έχω ακούσει τα καλύτερα» είπα προσπαθώντας να δικαιολογήσω την επίσκεψή μου. Μέσα μου ένιωθα ενοχές που έλεγα ψέματα, αλλά στην παρούσα φάση μάλλον αυτό θα ήταν καλύτερο. «Και καλά θα κάνεις, όντως είναι όμορφος ο τόπος μας, αλλά παρατημένος, κανείς δεν νοιάζεται πώς ζούμε εδώ και τι έχουμε περάσει…» Ενώ ετοιμαζόμουν να του απαντήσω, άκουσα και πάλι το κινητό μου να χτυπά, το έβγαλα από την τσέπη μου, ζήτησα συγγνώμη και κοίταξα την οθόνη. Ήταν η Ανίτα. Έφτασες; έγραφε. Αυτή τη φορά σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να τηλεφωνήσω, γιατί φαντάστηκα πως θα είχε κάποιο κενό, οπότε δεν θα ενοχλούσα. Γύρισα προς τον κύριο Θωμά δίπλα μου που με παρατηρούσε προσεκτικά και λέγοντάς του «συγγνώμη, και πάλι, αλλά πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα», αμέσως κάλεσα την Ανίτα. Στο άλλο μου χέρι κρατούσα την εφημερίδα με σκοπό να την επιστρέψω στον Θανάση. Προχώρησα προς το εσωτερικό του πλοίου για να αποφύγω τον πολύ θόρυβο και να την ακούω καλύτερα. Μόλις μπήκα μέσα πάντα με το ακουστικό στο αυτί μου, κατάλαβα πως στο σημείο που είμαστε δεν είχα σήμα. Προσπάθησα ξανά, αλλά μάταια. Τότε άκουσα και πάλι τη δυνατή φωνή του φίλου μου που βρισκόταν έξω από το μπαρ αραχτός σε ένα σκαμπό. «Δεν πιάνει εδώ τίποτα, σε κανένα τέταρτο πάλι θα έχει σήμα, φιλαράκι». Αν και απογοητευμένος, προσπάθησα να μην το δείξω και τον ρώτησα: «Σε πόση ώρα φτάνουμε, Θανάση;»
«Σε καμιά ωρίτσα το πολύ» είπε εκείνος και σηκώθηκε για να πάει και πάλι πίσω από το μπαρ. «Να κεράσω καφεδάκι;» είπε και έπιασε το μπρίκι. «Όχι, ευχαριστώ, λέω να πάρω έναν υπνάκο μέχρι να φτάσουμε. Ορίστε και η εφημερίδα, σ’ ευχαριστώ» του είπα και την ακούμπησα πάνω στον πάγκο. «Κράτα την άμα θες…» Η αλήθεια είναι πως θα την ήθελα αυτή την εφημερίδα, αλλά έτσι όπως είχε γίνει χάλια με τους καφέδες, το ξανασκέφτηκα, την άνοιξα, πήρα τη σελίδα με τη δημοσίευση και την άφησα και πάλι εκεί. «Αυτό χρειάζομαι μόνο» του είπα κλείνοντας το μάτι, δίπλωσα την εφημερίδα και πήγα προς τον καναπέ για να συνεχίσω για λίγο τον ύπνο μου. Αφού έριξα μια ματιά στο κινητό μήπως είχε έρθει κανένα μήνυμα, έκανα μια προσπάθεια να ξανακαλέσω, αλλά τίποτα. Το έβαλα στην τσέπη μου και έγειρα πάνω στην τσάντα μου για να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν πως από κάτω ήταν οι στάχτες του θείου μου του Νίκου, αλλά δεν με τρόμαζε καθόλου. Ήρθε για λίγο στη σκέψη μου η τελευταία φορά που μας είχε επισκεφτεί στο σπίτι μας. Θυμάμαι πως αλλά ήταν πάντα σιωπηλός και μόνο όταν μου έριχνε καμία ματιά άλλαζε λίγο έκφραση το σκοτεινιασμένο του πρόσωπο… Τελευταίο πράγμα που είδα μέσα από τα μισόκλειστα μάτια μου πριν τα κλείσω εντελώς ήταν το πρόσωπο του κυρίου Θωμά που καθόταν απέναντί μου στη θέση του…
Βερολίνο
Έξω από το δωμάτιο της Ελένης βρίσκονται η Μικαέλα και η Ρίνα, και οι δύο όρθιες, σαν κάτι να περιμένουν πίσω από την κλειστή πόρτα. Από το βάθος ακούγεται η μουσική από το Τριστάνος και Ιζόλ δη του Βάγκνερ, ένα σημείο που άρεσε πολύ στην Ελένη. Ήταν από τις πιο αγαπημένες της όπερες και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τη δει αν παιζόταν… Τη συγκινούσε πολύ ο μύθος του έργου αλλά και το πόσο τραγικό τέλος είχε. Γι’ αυτό και η Μικαέλα πολύ συχνά έβαζε αυτή τη μουσική. Από τα παράθυρα μπορείς να καταλάβεις πως ο καιρός έξω δεν είναι και πολύ καλός. Κάποιες σταγόνες στα τζάμια των παραθύρων μαρτυρούν πως βρέχει, πράγμα όχι και τόσο σπάνιο για το Βερολίνο, παρόλο που το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά. Το πρόσωπο της Μικαέλας είναι ήρεμο αλλά θλιμμένο, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς ότι κάτι την προβληματίζει… Ο ήχος της πόρτας του δωματίου που άνοιξε έσπασε τη μελαγχολική ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Από μέσα βγήκε ένας άντρας γύρω στα πενήντα που από την τσάντα και τα ακουστικά που κρατούσε, καταλάβαινε κανείς πως είναι γιατρός. Μόλις είχε εξετάσει την
Ελένη. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και άνοιξε την τσάντα του. Η Μικαέλα δεν μίλησε και περίμενε από τον γιατρό να μιλήσει εκείνος πρώτος∙ τα πράγματα από την έκφρασή του δεν φαίνονταν καθόλου καλά. Αφού έβαλε με γρήγορες κινήσεις τα ακουστικά στην τσάντα, κοίταξε τη Μικαέλα και της είπε στα γερμανικά: «Δεν έχει αλλάξει κάτι από προχθές. Η κατάστασή της είναι σταθερή, αλλά δεν νομίζω ότι θα πάει καλύτερα». Το πρόσωπό της έμεινε για λίγο παγωμένο σαν να έλπιζε κάτι διαφορετικό. Έκανε νεύμα στη Ρίνα πως πρέπει να επιστρέψει στο δωμάτιο με την Ελένη. Εκείνη, καταλαβαίνοντας, άνοιξε την πόρτα και μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο. Αμέσως η Μικαέλα στράφηκε και πάλι στον γιατρό. «Τ ι εννοείτε;» τον ρώτησε. «Κοιτάξτε, είναι δύσκολο να σας πω κάτι συγκεκριμένο. Τ ώρα όλα εξαρτώνται από την ίδια πια. Καλό θα ήταν τις λίγες στιγμές που έχει επικοινωνία να δείτε αν έχει κάποια επιθυμία… Μου ανέφερε την Ανίτα και πως θέλει να τη δει, θα μπορέσει να έρθει;» «Δεν την έχω ενημερώσει για τις τελευταίες εξελίξεις» απάντησε αφού το σκέφτηκε λίγο «αλλά θα πρέπει να το κάνω, αν και δεν είναι καθόλου εύκολο να έρθει άμεσα». «Μήπως θα θέλατε να τη μεταφέρουμε στο νοσοκομείο;» ρώτησε ήρεμα ο γιατρός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. «Όχι, μου έχει ζητήσει να μην το κάνω ποτέ» απάντησε χωρίς καθυστέρηση. «Θέλει να είναι εδώ μέχρι την τελευταία στιγμή». Ο γιατρός κάνοντας ένα βήμα προς αυτή έδειξε πως ήταν ώρα να φύγει. «Εντάξει τότε… ό,τι χρειαστείτε, καλέστε με και θα έρθω αμέσως. Σας χαιρετώ».
«Σας ευχαριστώ, γιατρέ». Τον ακολούθησε μέχρι την πόρτα, και αφού την έκλεισε, έμεινε ακουμπισμένη με την πλάτη πάνω της, προσπαθώντας για λίγο να οργανώσει τη σκέψη της. Εδώ και καιρό ήξερε την εξέλιξη της υγείας της και πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα για τη μητέρα της. Όσο όμως πλησίαζε στο τέλος της, ένιωθε αδύναμη να αντιμετωπίσει αυτό που ερχόταν. Η Ανίτα έλειπε και θα έπρεπε να την ενημερώσει για την επιδείνωση της υγείας της Ελένης την τελευταία εβδομάδα. Τ ις λίγες στιγμές που είχε επαφή με το περιβάλλον έδειχνε να θέλει πολύ να τη δει, το μόνο που τη ρώταγε ήταν αν γύρισε από την Ελλάδα και αν είναι καλά. Τ ις περισσότερες φορές που τηλεφώνησε η Ανίτα, η γιαγιά της κοιμόταν. Δεν ήθελε όμως έτσι κι αλλιώς να την ανησυχήσει. Ήξερε πως δεν θα επέστρεφε σε λιγότερο από έναν μήνα. Ταυτόχρονα όμως σκεφτόταν μήπως έπρεπε να την ενημερώσει, γιατί ίσως να μπορούσε να κανονίσει να έρθει έστω και για μια μέρα να τη δει. Ήταν σε μεγάλο δίλημμα για το αν ήταν καλό να το κάνει τώρα ή όταν η Ελένη θα πλησίαζε στο τέλος… Δεν της άρεσε ούτε να σκέφτεται αυτή την εξέλιξη. Πήρε βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο της μητέρας της. Η Ρίνα, καθισμένη στην πολυθρόνα δίπλα, κρατούσε το αδύναμο χέρι της Ελένης. Πήγε από την άλλη πλευρά και αφού κάθισε στο πλάι του κρεβατιού άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε το μέτωπό της. Η Ελένη δεν ανταποκρίθηκε καθόλου και παρέμεινε με τα μάτια κλειστά∙ δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις ακόμα και την αναπνοή της. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Μικαέλα σηκωνόταν μέσα στη νύχτα και πλησίαζε την Ελένη για να δει αν συνεχίζει να αναπνέει. Τα τελευταία βράδια είχε αποφασίσει να κοιμάται αυτή δίπλα της και άφηνε τη Ρίνα να ξεκουραστεί. Αφού άγγιξε ξανά το μέτωπο της Ελένης, προσπάθησε να πιάσει το άλλο χέρι της που ήταν κάτω από
το σκέπασμα. Στην αρχή ένιωσε κάτι σκληρό ανάμεσα στα δάχτυλά της, και όταν τράβηξε το σεντόνι είδε πως μέσα στη χούφτα της η Ελένη κράταγε σφιχτά το ρολόι με την αλυσίδα που είχε στη θήκη δίπλα της τις προηγούμενες μέρες. Η Ρίνα έδειξε και αυτή να ξαφνιάζεται με αυτό που έβλεπε. Η θήκη ήταν ανοιχτή και ακουμπισμένη στο κομοδίνο δίπλα της. Προσπάθησε μαλακά να το πάρει από το χέρι της, αλλά στην αρχή δεν τα κατάφερε. Η Ελένη, παρ’ ότι έδειχνε πραγματικά να κοιμάται, είχε σφίξει στο χέρι της το ρολόι και έδειχνε να μην θέλει να το αφήσει. Η Μικαέλα, χωρίς να την πιέσει, άνοιξε αργά και με ήρεμες κινήσεις τα δάχτυλα της Ελένης και πήρε το ρολόι στα χέρια της. Την ώρα που το κοίταζε και ετοιμαζόταν να σηκώσει το καπάκι του, άκουσε τη φωνή της Ελένης που μόλις είχε ανοίξει τα μάτια της. «Ανίτα… ήρθες, κορίτσι μου, ήρθες; Γύρισες;» ρώτησε με χαμένο βλέμμα. Η Μικαέλα την πλησίασε κρατώντας πάντα το ρολόι στο χέρι της. «Όχι, μαμά μου, δεν ήρθε η Ανίτα, εμείς είμαστε εδώ, εγώ και η Ρίνα, θέλεις κάτι; Πες μου». «Πού είναι η Ανίτα, θέλω να τη δω… φώναξέ τη…» είπε καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. «Δεν είναι εδώ, είναι στο εξωτερικό για δουλειά και θα γυρίσει σύντομα. Θέλεις να της πω κάτι όταν την πάρω;» Η Ελένη έμεινε για λίγο σιωπηλή και έκλεισε τα μάτια της και πάλι. Η ανάσα της όμως ήταν βαριά, κάτι που ανησύχησε τη Μικαέλα και την έκανε να ξαναβάλει το χέρι της στο μέτωπό της. Χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, είπε αδύναμα μετά από λίγα δευτερόλεπτα: «Να μην πάει… θα τον πιάσουν… να μην πάει…» και έμεινε
σιωπηλή, με την αναπνοή της σιγά σιγά να ηρεμεί, δείχνοντας σε λίγο πως την έπαιρνε ξανά ο ύπνος. Η Μικαέλα συνέχισε με το ένα της χέρι να κρατά το μέτωπο της μητέρας της και με το άλλο το ρολόι. Προσπαθούσε να καταλάβει αυτό που είπε η μητέρα της. Δεν ήταν η πρώτη φορά τον τελευταίο καιρό που έλεγε κάποια πράγματα που δεν μπορούσες να καταλάβεις τι σήμαιναν. Πήρε απαλά το χέρι της και ανασηκώθηκε κοιτώντας το ήρεμο πρόσωπο της Ελένης. Κοίταξε το ρολόι στο χέρι της και το κράτησε να κρέμεται από την αλυσίδα του. Αναρωτήθηκε πότε το πήρε στα χέρια της… προφανώς τη στιγμή που ο γιατρός βγήκε, γιατί λίγο πριν όλα ήταν στη θέση τους και ο γιατρός θα το είχε δει όταν την εξέταζε. Το ρολόι στο μπροστινό του μέρος φαινόταν χτυπημένο και το σιδερένιο καπάκι είχε παραμορφωθεί κάπως. Το άνοιξε απαλά και είδε το τζάμι που ήταν σπασμένο και θαμπό. Παρ’ όλα αυτά είχε παραμείνει στη θέση του. Με δυσκολία διέκρινε την ώρα που έδειχνε. Οι δείκτες ήταν σταματημένοι στις τρεις και τέταρτο. Όπως το κράταγε σταθερά στο χέρι της, είδε πως στο μέσα μέρος του και σχεδόν κολλημένη στο καπάκι ήταν η ξεθωριασμένη φωτογραφία ενός νεαρού άντρα. Κάτω χαμηλά στη φωτογραφία υπήρχε ένας σκούρος λεκές που δεν ήταν ξεκάθαρο από τι είναι. Το πλησίασε πιο κοντά για να δει. Η φωτογραφία ήταν πολύ παλιά και ο άντρας ήταν καθισμένος κάπου, γυρισμένος προφίλ, και στον ώμο του είχε κρεμασμένο ένα όπλο. Πίσω του φαινόταν σαν να βρίσκεται κάπου κοντά στη θάλασσα. Όπως έβαλε το χέρι της για να δει καλύτερα τη φωτογραφία, αυτή έφυγε από τη θέση της και έμεινε στο χέρι της. Την κοίταξε πιο προσεκτικά, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν της θύμιζε τίποτα. Ήταν πολύ όμορφος με μακριά μαλλιά, και φαινόταν να κοιτάζει κάπου και να χαμογελά… Αναρωτιόταν γιατί άραγε η μητέρα της είχε αυτό το
ρολόι με τη φωτογραφία αυτού του άγνωστου για εκείνη άντρα δίπλα της τον τελευταίο καιρό. Είχε έτσι κι αλλιώς πολλά κενά από την παιδική ηλικία της μητέρας της, αλλά και για πιο μετά. Η Ελένη τους είχε πει πως η ίδια γεννήθηκε στη Γερμανία. Οι γονείς είχαν έρθει στις αρχές του αιώνα για δουλειές εκεί και έμειναν. Πήγε στην Ιταλία πριν ξεσπάσει ο πόλεμος για σπουδές και εκεί γνώρισε τον άντρα της στο πανεπιστήμιο και μαζί του γύρισε στη Γερμανία. Εκείνος πήγε στον στρατό και πολέμησε. Η Ελένη δεν μίλαγε και πολύ για τον άντρα της, τον πατέρα της Μικαέλας και παππού της Ανίτας. Θα ήθελαν τόσο να τον είχαν γνωρίσει και οι δύο, αλλά δυστυχώς σκοτώθηκε, όταν η Ελένη ήταν έγκυος στη Μικαέλα, στον βομβαρδισμό του Βερολίνου από τα συμμαχικά στρατεύματα την άνοιξη του 1945. Και οι γονείς της το ίδιο. Έτσι τους είχε πει. Από τη μια μέρα στην άλλη, όπως έλεγε, βρέθηκε εντελώς μόνη της με ένα παιδί στην κοιλιά. Η Μικαέλα γεννήθηκε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, όταν πια είχε τελειώσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μίλαγε ελάχιστα για το παρελθόν της. Δεν είχε άλλωστε κανέναν συγγενή, όπως τους είχε πει. Ήταν σαν η ζωή της να ξεκίνησε τότε, λίγο πριν παντρευτεί. Όταν τη ρωτούσαν για τα παιδικά της χρόνια, απέφευγε να λέει πολλά. Ποιος όμως ήταν αυτός ο άντρας στη φωτογραφία… σίγουρα όχι ο πατέρας της Ελένης, που, αν και δεν είχε γνωρίσει ποτέ, η μητέρα της τον είχε περιγράψει εντελώς διαφορετικό. Κοιτώντας τη λίγο πιο προσεκτικά, κατάλαβε πως μάλλον θα πρέπει να ήταν τραβηγμένη κάπου κοντά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ποια χώρα όμως και τι ήταν για τη μητέρα της; Κάποιος παλιός έρωτας, συγγενής ή κάτι άλλο; Δεν υπήρχε καμιά φωτογραφία από την οικογένειά της, όλες είχαν χαθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως της είχε πει κάποτε. Όπως η φωτογραφία είχε φύγει από τη θέση της,
η Μικαέλα πρόσεξε πως υπήρχαν χαραγμένα κάποια ελληνικά γράμματα στο εσωτερικό μέρος του ρολογιού. «Μ+Ε». Και από κάτω: «Μαζί πάντα». Το μυστήριο μεγάλωνε και για λίγο έμεινε εκεί να κοιτά τη μητέρα της και να προσπαθεί να δώσει κάποια εξήγηση για τη φωτογραφία και αυτά που ήταν χαραγμένα στο ρολόι… Αν δεν ήταν η Ρίνα που σηκώθηκε για να δροσίσει τα χείλη της Ελένης με μια βρεγμένη πετσέτα, θα είχε μείνει ώρα εκεί να αναρωτιέται τι σημαίνουν όλα αυτά. Επανήλθε όμως στην πραγματικότητα και άρχισε να ξανασκέφτεται τι θα κάνει με την Ανίτα. Η τελευταία εξέλιξη την είχε πείσει πως θα έπρεπε να την ενημερώσει και μαζί να αποφάσιζαν πώς θα το χειριστούν. Δεν ήθελε να το κάνει όμως σήμερα, λες και ήθελε να δώσει παράταση σε αυτή της την απόφαση. Θα την έπαιρνε λοιπόν αύριο το πρωί που ήξερε πως θα είχαν λίγο χρόνο να μιλήσουν. Ρίχνοντας μια ματιά στη μητέρα της έκανε τον γύρο του κρεβατιού και αφού έβαλε τη φωτογραφία πάλι στο μέσα μέρος του ρολογιού, έκλεισε το καπάκι του και το έβαλε στη θήκη που βρισκόταν στο κομοδίνο. Άγγιξε τη Ρίνα στους ώμους σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και βγήκε από το δωμάτιο για να πάει προς την κουζίνα. Η μουσική του Βάγκνερ συνέχιζε να ακούγεται απαλά σε όλο το σπίτι. Το μυαλό της και η φαντασία της όμως έτρεχαν στο πρόσωπο που είχε δει στη φωτογραφία. Το «Μαζί πάντα» που ήταν γραμμένο δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα αγάπης, μεταξύ ποιων όμως. Τ ίνος ήταν τα αρχικά; Το μόνο που μπορούσε να συνδυάσει ήταν το Ε, Ελένη, η μητέρα της… το όνομα του άντρα όμως ποιο ήταν; Πολλά ανδρικά ονόματα άρχιζαν από Μ. Σκεφτόταν πως θα ήταν κάποιος που είχε γνωρίσει πριν γνωριστεί με τον πατέρα της. Η μήπως μετά;… Από τη μια, είχε στο μυαλό της την κατάσταση της μητέρας της αλλά και το τι θα κάνει με
την Ανίτα και, από την άλλη, αυτό το μυστηριώδες ρολόι. Βέβαια η συναισθηματική της κατάσταση ήταν αρκετά φορτισμένη για να ασχοληθεί περισσότερο με το θέμα του ρολογιού. Απλώς ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να μπορέσει η σκέψη της να ξεφύγει για λίγο από όλη αυτή τη δύσκολη κατάσταση που βρισκόταν. Το μυαλό της ήταν πολύ μπερδεμένο αυτή τη στιγμή, άλλα θα ήθελε πολύ να καταφέρει να μάθει ποιος ήταν αυτός ο άντρας. Θα μπορούσε άραγε η μητέρα της να της απαντήσει ή και αυτό το μυστικό θα χανόταν, όπως τόσα άλλα που είχε καλά κρυμμένα η Ελένη…
Στο καράβι
Μέσα στο καράβι επικρατεί απόλ υτη ησυχία, η τηλ εόραση παίζει στο αθόρυβο ξανά τη σκηνή του λ ιθοβολ ισμού της γυναίκας που είχα δει και νωρίτερα. Μόνο που τώρα οι σκηνές που δείχνει είναι ακόμα πιο σκλ ηρές, φαίνονται καθαρά τα πρόσωπα των ανθρώπων που με μίσος πετούν τεράστιες πέτρες προς την άτυχη γυναίκα, ακόμα και μικρά παιδιά σηκώνουν με δυσκολ ία πέτρες και τις πετάνε προς αυτή. Πέτρες και σάρκες κρεμασμένες έχουν γίνει ένα και με κάνουν να μην μπορώ να παρακολ ουθήσω άλ λ ο. Σηκώνομαι και προσπαθώ να κλ είσω την τηλ εόραση αλ λ ά μάταια. Δεν υπάρχει κανείς μέσα στο σαλ όνι και το καράβι μοιάζει να είναι σταματημένο και εγκαταλ ελ ειμμένο. Επικρατεί απόλ υτη σιωπή και το μόνο που υπάρχει στον χώρο είμαι εγώ και η τηλ εόραση που παίζει βουβά τη σκηνή. Χωρίς να μπορώ να αντέξω άλ λ ο αυτή την εικόνα, πιάνω ένα σκαμπό και με όλ η μου τη δύναμη χτυπώ την τηλ εόραση που, παρόλ ο που το γυαλ ί της σπάει, συνεχίζει να παίζει μέσα από τη θρυμματισμένη οθόνη την αποτρόπαιη σκηνή, μόνο που τώρα ακούγεται και ο ήχος της, με τις κραυγές πόνου της γυναίκας να ακούγονται δυνατά και σπαρακτικά. Μαζί με τις φωνές
μίσους των ανθρώπων που συνεχίζουν με μανία να πετούν πέτρες. Από μακριά, σαν να ακούγεται μια μουσική που υπογραμμίζει με τρόπο τραγικό αυτά που συμβαίνουν. Με όση δύναμη έχω πιάνω την τηλ εόραση και την πετάω κάτω, μπροστά στο μπαρ, ξηλ ώνοντάς τη από τη βάση της. Μόνο τότε σταματά να παίζει… στον λ αιμό και στο μέτωπό μου τρέχει ιδρώτας και νιώθω το πουκάμισό μου κολ λ ημένο πάνω στο δέρμα μου. Ησυχία και πάλ ι. Αρχίζω να βαδίζω προς την έξοδο και ανοίγω την πόρτα για να δω πού βρισκόμαστε. Κανείς δεν υπάρχει πάνω στο πλ οίο. Πλ ησιάζω στην κουπαστή και απέναντί μου βλ έπω τα βράχια ενός νησιού και πίσω ένα σπίτι που καίγεται βγάζοντας καπνούς που υψώνονται στον ουρανό… κανείς δεν φαίνεται να υπάρχει κοντά… κανένας ήχος δεν ακούγεται. Πλ ησιάζοντας στο πίσω μέρος του καραβιού που ήταν δεμένο στο λ ιμάνι, σαν να ήταν μέσα στην ομίχλ η που αργά καθάριζε, βλ έπω πολ λ ούς ανθρώπους να φανερώνονται και να στέκονται στην προβλ ήτα κοιτώντας προς το καράβι. Είναι βρόμικοι, τα ρούχα και τα χέρια τους είναι γεμάτα αίματα και όλ οι κοιτούν προς εμένα με μίσος. Η καρδιά μου χτυπά τόσο δυνατά και γρήγορα, που νομίζω πως θα εκραγεί. Νιώθω τον φόβο να παραλ ύει το σώμα μου και ενώ θέλ ω να τρέξω να κρυφτώ δεν μπορώ να κάνω ούτε ένα βήμα… Πρώτος μπροστά στο πλ ήθος είναι ο κύριος Θωμάς που με τρομερό μίσος και ένταση με δείχνει με τεντωμένο το δάχτυλ ο στους υπόλ οιπους… Δίπλ α του μια μαυροφορεμένη ηλ ικιωμένη γυναίκα με τα άσπρα της μαλ λ ιά να ανεμίζουν… Κλ είνω τα μάτια μου σαν να μην θέλ ω να δω τίποτε άλ λ ο… Το χέρι που νιώθω στον ώμο μου να με ακουμπά με κάνει να τιναχτώ από την τρομάρα μου και ταυτόχρονα ακούω μια φωνή να μου λ έει… «Φτάνουμε, φιλαράκι, ξύπνα». Τα κλάσματα δευτερόλεπτου που πέρασαν για να ανοίξω τα μάτια μού φάνηκαν αιώνας. Η αστεία
φάτσα του Θανάση ήταν το πιο λυτρωτικό πράγμα εκείνη τη στιγμή. Αμέσως κατάλαβα πως όλο το προηγούμενο ήταν ένα κακό όνειρο. Ο Θανάσης, χωρίς να πάρει το χέρι του από πάνω μου, με κοίταζε με απορία, βλέποντας προφανώς το τρομαγμένο μου πρόσωπο. «Χάλασε και το κλιματιστικό και έχεις γίνει μούσκεμα, ρε φίλε» μου είπε και μάζεψε ό,τι υπήρχε στο τραπέζι μου αλλά και από τα άλλα δίπλα. Ανασηκώθηκα και κατάλαβα πραγματικά πως το πουκάμισό μου ήταν μούσκεμα… Ένιωθα λυτρωμένος που όλο αυτό ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης, αλλά και ταυτόχρονα τρομαγμένος από τις εικόνες που ήταν ακόμη νωπές στο μυαλό μου. Ήταν πολύ έντονες και ζωντανές και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σαν για λίγο να ήμουν στ’ αλήθεια εκεί. Το ζεστό χαμόγελο του κυρ-Θωμά απέναντί μου που σηκωνόταν και αυτός από τη θέση του ήρθε να διώξει ακόμα πιο μακριά τις άθλιες εικόνες του εφιάλτη. Για λίγο σκέφτηκα ξανά την περίπτωση να μην κατέβω. Ήμουν πολύ ταραγμένος ακόμη από το όνειρο. Γύρισα προς τον Θανάση που έβαζε κάποια πράγματα στο ψυγείο και τον ρώτησα δήθεν λίγο αδιάφορα: «Σε πόση ώρα ξαναφεύγετε;» «Θα μείνουμε εδώ μέχρι Δευτέρα πρωί» είπε χωρίς να σταματήσει τον ανεφοδιασμό του ψυγείου. «Άμα γουστάρεις και έχεις χρόνο, έλα απόψε στης Λευκωσίας την ταβέρνα. Έχει και το πανηγύρι των Αποστόλων αύριο, κερνάω εγώ, δεν έχεις ξαναφάει τέτοια φαγητά… εγγυημένο, ε» και γυρίζοντας προς εμένα μου έκλεισε το μάτι. «Να είσαι καλά, Θανάση μου, αλλά, άμα βρεθούμε, θα κεράσω εγώ, είναι η σειρά μου» του είπα, χωρίς να φανερώσω τι ακριβώς σκεφτόμουν, και γύρισα προς την τσάντα μου που είχε ένα υγρό αποτύπωμα από τον ιδρώτα μου στο πάνω μέρος. Ο κυρ-Θωμάς αλλά
και κάποιοι άλλοι έβγαιναν από το σαλόνι για να πάνε σιγά σιγά προς την έξοδο. Τότε παρατήρησα πως είχαμε πλησιάσει στον προορισμό μας και το καράβι ετοιμαζόταν να δέσει στο μικρό λιμάνι που φαινόταν στο βάθος. Έριξα μια ματιά στο κινητό μου, δεν είδα τίποτα και αποφάσισα να βγάλω το μουσκεμένο μου πουκάμισο. Άνοιξα τον σάκο, έβγαλα ένα μπλουζάκι και το φόρεσα. Μετά πήγα προς την έξοδο αφού έδεσα πάνω στον σάκο το πουκάμισό μου. Περνώντας από το μπαρ χαιρέτησα τον Θανάση που με κοίταζε χαμογελαστός. «Χάρηκα, Θανάση, και μπορεί να τα πούμε άμα βρεθούμε». «Ε, ναι, άλλωστε μόνο εδώ στη χώρα λέει για φαγητό, παραέξω δεν έχει τίποτα σπουδαίο… Πού θα μείνεις εσύ;» Αν και ο Θανάσης ήταν πολύ ευγενικός και συμπαθητικός, δεν ήθελα να κολλήσω σήμερα μαζί του. Σκόπευα να ξεκουραστώ και να μάθω πού είναι η πηγή, έτσι ώστε αύριο να έχω τον χρόνο να πάω και γενικά να μην είμαι υποχρεωμένος να ακολουθήσω κανένα πρόγραμμα. Θα έτρωγα κάτι και θα έπεφτα να κοιμηθώ γιατί ένιωθα πολύ κουρασμένος. Μετά ίσως πήγαινα για μπάνιο και εξερεύνηση… Η αλήθεια είναι βέβαια ότι δεν είχα κλείσει κάπου για να μείνω. Όσους είχα ρωτήσει μου είπαν πως θα βρω σίγουρα γιατί είναι ακόμη νωρίς και δεν έχει κόσμο. Μόνο τον Αύγουστο μου είπαν δεν βρίσκεις, γιατί δεν έχει και πολλά δωμάτια εδώ. Είπα λοιπόν την αλήθεια. «Δεν έχω κλείσει κάτι αλλά θα δω μόλις κατέβω… Ξέρεις κανένα καλό;» Εκείνος πλησίασε και μου απάντησε λίγο πιο χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσουν κάποιοι που έβγαιναν τελευταίοι από το σαλόνι. «Όλα τα ίδια είναι, αλλά αν θες ησυχία, να πας στην πάνω μεριά, στης κυρα-Θέκλας, είναι το πιο καλό και φτιάχνει φίνο πρωινό. Πας και με τα πόδια, αλλά καλύτερα νοίκιασε ένα μηχανάκι να μην
κουράζεσαι». Είχα να οδηγήσω μηχανή πολύ καιρό αλλά δεν μου φάνηκε κακή ιδέα. Είχε άλλωστε πολύ ωραίο καιρό, με ένα πολύ ελαφρύ αεράκι να δροσίζει την ατμόσφαιρα, οπότε ωραία θα ήταν να γυρίσω πάνω σε μηχανή το νησί και να το δω καλύτερα. Λίγο πριν βγω έξω, χαιρέτησα τον Θανάση που με κοίταζε υπομονετικά. «Λοιπόν, γεια χαρά και χάρηκα, Θανάση. Όλο και κάπου μπορεί να βρεθούμε» είπα την ώρα που και αυτός μου έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού. Βγήκα από την πόρτα του σαλονιού στον έξω χώρο. Για δευτερόλεπτα μου ήρθε και πάλι η εικόνα του ονείρου και για λίγο φοβήθηκα μην αντικρίσω στην προβλήτα όλο το πλήθος να με περιμένει. Τα λίγα κτίσματα που φαίνονταν στο βάθος ήταν περιποιημένα και τίποτε από αυτά που έβλεπα δεν θύμιζε το όνειρο. Συνέχισα να κοιτάζω γύρω μου όλες αυτές τις νέες εικόνες… Δυο τρεις εκκλησίες διάσπαρτες στις κορφές των μικρών βουνών έμοιαζαν σαν παρατηρητήρια που ελέγχουν το πέλαγος. Η ελληνική σημαία κυμάτιζε περήφανη στην πιο κοντινή. Προχώρησα προς το πίσω μέρος του πλοίου για να κατέβω τις σκάλες προς το λιμάνι. Από εκεί είδα όλη την προβλήτα αλλά και τα δύο ωραία ταβερνάκια που υπήρχαν πιο πίσω. Πιο πάνω, αμφιθεατρικά, ήταν χτισμένα μερικά κάτασπρα σπίτια, που νόμιζες πως ήταν επίτηδες φτιαγμένα έτσι ώστε το ένα να μην κόβει τη θέα του άλλου. Για άλλη μια φορά σκέφτηκα πόσα όμορφα μέρη της Ελλάδας δεν έχω δει. Κάτι που σκοπεύω να κάνω από εδώ και πέρα. Ο λίγος κόσμος που υπήρχε στο καράβι κατέβαινε και φαινόταν σαν να χάλασε για λίγο την ησυχία που επικρατούσε πριν έρθουμε εδώ. Τα λίγα αυτοκίνητα και μερικές μηχανές έβγαιναν από το γκαράζ του «Τ ιτανικού» αργά και ήσυχα. Σε μια παλιά μικρή πλατεία πιο πίσω είδα καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες να κυνηγάνε μια μπάλα ποδοσφαίρου και θυμήθηκα
πόσες φορές είχα ματώσει τα γόνατά μου παίζοντας ποδόσφαιρο κάτω από το πατρικό μου σπίτι στην Αθήνα. Σκέφτηκα τότε πως εδώ γεννήθηκε η μητέρα μου και ο θείος μου ο Νίκος, που σίγουρα θα είχε προλάβει να παίξει σε αυτή την πλατεία. Μόνο σε φωτογραφίες και βίντεο είχα δει εικόνες από εδώ και πραγματικά δεν περίμενα να είναι τόσο όμορφα στην πραγματικότητα. Το όνειρο είχε σχεδόν ξεθωριάσει στο μυαλό μου. Από τη μια, αυτές οι άσχημες και σκοτεινές εικόνες και, από την άλλη, αυτό το ηλιόλουστο και πανέμορφο μέρος που αμέσως μου έφτιαξε τη διάθεση. Κατέβηκα με μια μικρή δυσκολία τις στενές σκάλες, έχοντας πάντα κρεμασμένη την τσάντα μου στον ώμο. Δεν είχα πάρει και πολλά πράγματα μαζί μου γι’ αυτές τις δύο μέρες. Λίγα ρούχα, τη φωτογραφική μου μηχανή και τη μεταλλική θήκη με τις στάχτες του θείου μου. Δευτέρα απόγευμα έπρεπε να είμαι και πάλι πίσω. Θα επέστρεφα με τον «Τ ιτανικό» που είχε δρομολόγιο Δευτέρα πρωί. Ο θόρυβος στο γκαράζ του πλοίου ήταν πολύ δυνατός και με δυσκολία άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπά. Το έβγαλα από την τσέπη μου και βλέποντας πως είναι η Ανίτα βιάστηκα για να βγω προς τα έξω που ήταν πιο ήσυχα. Απάντησα γλυκά αλλά δυνατά για να με ακούσει. «Έλα… ναι… δεν ακούω τίποτα, ναι… σε παίρνω σε ένα λεπτό, είμαι στο καράβι, μόλις έφτασα». Δεν κατάλαβα αν δεν άκουγα από τη φασαρία ή αν δεν είχε σήμα, αλλά μόλις προχώρησα και προσπάθησα να την πάρω, κατάλαβα πως μάλλον το δικό της δεν έπιανε καλά εκεί που βρισκόταν. Ποτέ δεν ήμουν πολύ του τηλεφώνου, αλλά τώρα που το χρειαζόμουν για να επικοινωνήσω με την Ανίτα είχα συνεχώς δυσκολίες. Έκανα άλλη μια προσπάθεια αλλά μάταια. Μπροστά, σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου, στο κέντρο μιας
μικρής πλατείας ορθώνεται ένα μνημείο. Στη βάση του έχει διάφορες πέτρες βαλμένες στην τύχη και ανάμεσά τους υψώνεται μια μαρμάρινη πλάκα που πάνω της γράφει με μεγάλα γράμματα: 1940-1945 ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΟΣΩΝ ΕΠΕΣΑΝ ΔΙΚΑΙΩΣ Ή ΑΔΙΚΩΣ Ομολογώ ότι με παραξένεψε αυτή η επιγραφή, αλλά προχωρώντας έφτασα μπροστά από ένα καφενείο όπου κάθονταν εκτός από κάποιους τουρίστες και μερικοί ηλικιωμένοι ντόπιοι. Οι περισσότεροι μου χαμογέλασαν και έκανα κι εγώ το ίδιο λέγοντας σε όλους δυνατά «Καλημέρα». Μπροστά στο καφενείο υπήρχε μια τεράστια μπουκαμβίλια που στεφάνωνε με τα κόκκινα λουλούδια της όλο το μπροστινό μέρος του και το έκανε να μοιάζει σαν σκηνή υπαίθριου θεάτρου. Από μέσα ακουγόταν δυνατά μια ωραία νησιώτικη μελωδία με μια ανδρική φωνή να τραγουδά ένα τραγούδι που δεν είχα ξανακούσει. Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις τώρα μονάχος θα γυρνώ… Δεν πρόλαβα ν’ ακούσω παρακάτω γιατί από το εσωτερικό του καφενείου έφτασε ο κυρ-Θωμάς μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Έλα, παλικάρι μου, να σε κεράσουμε κάτι να ξαποστάσεις, το
καφενείο είναι δικό μας». «Ευχαριστώ πολύ, αλλά είμαι λίγο κουρασμένος κυρ-Θωμά, να πάω να αφήσω τα πράγματά μου και αργότερα, αν είστε εδώ, θα έρθω μια βόλτα… Μήπως ξέρετε πού είναι τα δωμάτια της κυρίας Θέκλας;» «Αν ξέρω λέει, εγώ της τα έφτιαξα με τα χέρια μου τα δωμάτια, πέτρα πέτρα τα έχτισα, παλικάρι μου» απάντησε όλο περηφάνια και μου έδειξε το εσωτερικό μέρος των χεριών του, που πράγματι ήταν ροζιασμένα και ταλαιπωρημένα. Κάτι που είχα αντιληφθεί όταν μου έδωσε το χέρι του στο καράβι. Για μια στιγμή, αυτή η εικόνα των χεριών του μου έφερε ξανά στον νου τη σκηνή στο όνειρο, αλλά ευτυχώς δεν κράτησε πολύ γιατί άρχισε να φωνάζει δυνατά προς το εσωτερικό του καφενείου και με επανέφερε στην πραγματικότητα. «Φανούλα…» και γυρνώντας αμέσως προς εμένα: «Θα σε πετάξει η εγγονή μου η Φανή με το μηχανάκι, μην περπατάς μέσα στο λιοπύρι με την τσάντα…» «Σας ευχαριστώ και πάλι, αλλά είναι καλύτερα να νοικιάσω ένα μηχανάκι για να μπορώ να κινούμαι εύκολα στο νησί». «Πόσο θα μείνεις, ορέ Δημήτρη, εδώ;» «Δεύτερα πρωί φεύγω» του απάντησα. Και εκείνη τη στιγμή ήρθε δίπλα του ένα κορίτσι που από το πρόσωπο καταλάβαινες πως είναι γύρω στα δεκαπέντε, αλλά ήταν ψηλή και γεροδεμένη και σου έδινε την εντύπωση μεγάλης γυναίκας. Μου χαμογέλασε λέγοντας ένα «γεια» και πριν προλάβω να αντιχαιρετήσω, ο κυρ-Θωμάς με πρόλαβε: «Θα σε πάει η Φανή στης Θέκλας και θα σου αφήσει το μηχανάκι να το έχεις μέχρι τη Δευτέρα, εμείς έχουμε και άλλα μηχανάκια εδώ, δεν είναι ανάγκη να νοικιάζεις τώρα για δύο μέρες».
Προς στιγμήν είχα μείνει άφωνος με τον φιλόξενο τρόπο που με υποδέχτηκαν στο νησί και για λίγο πέρασε από το μυαλό μου το πόσο υπερβολική ήταν η μητέρα μου και αυτά που μου έλεγε γι’ αυτό το μέρος. Η Φανή στεκόταν δίπλα του έτοιμη να υπακούσει στις εντολές του παππού της. Αφού σκέφτηκα για λίγο, γύρισα και είπα χαμογελώντας: «Εντάξει, λοιπόν, αλλά μόνο για σήμερα, αύριο θα σας το επιστρέψω και θα νοικιάσω ένα. Και δεν χρειάζεται να με πάει η Φανή, πείτε μου πού είναι, να πάω μόνος μου…» Εκείνος τότε την έπιασε από τον ώμο και την έσπρωξε ελαφρά προς το μέρος μου. «Την πρώτη φορά δεν το βρίσκει κανείς, άσε να σε πάει η Φανή και μετά θα το βρίσκεις και μόνος σου… Αύριο το βράδυ έχουμε πανηγύρι εδώ, θα έρθεις…» Μην έχοντας το κουράγιο να αρνηθώ την ευγενική αλλά με απόλυτο τρόπο διατυπωμένη προσφορά του κυρΘωμά, δέχτηκα με ένα κούνημα του κεφαλιού μου την πρόσκληση και ακολούθησα τη Φανή στο μηχανάκι που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς δίπλα. Όλη αυτή η σκηνή είχε κινήσει την περιέργεια τον ντόπιων που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την εξέλιξη. Ανέβηκα λοιπόν, τοποθέτησα όσο καλύτερα μπορούσα την τσάντα μου και της είπα «έτοιμος». Ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση ακολουθώντας τον δρόμο παράλληλα με τη θάλασσα που με αφετηρία το λιμάνι διέσχιζε όλη την ακτογραμμή. Η αίσθηση του θαλασσινού αέρα και του ήλιου στο πρόσωπό μου ήταν πολύ ευχάριστη, αυτή η αίσθηση της ελευθερίας πάνω στη μηχανή ήταν μοναδική… Ο αέρας έκανε τα μακριά μαλλιά της Φανής να χαϊδεύουν άλλοτε απαλά άλλοτε πιο βίαια το πρόσωπό μου καθώς κινούμασταν παράλληλα με τη θάλασσα. Λίγο πιο κάτω ένας δρόμος έστριβε σε μια μεγάλη ανηφόρα
και η Φανή μου είπε δυνατά: «Κρατηθείτε!» και ταυτόχρονα μάρσαρε για να πάρει φόρα και να ανέβει τον απότομο δρόμο. Αν δεν μου είχε πει να κρατηθώ, νομίζω πως θα έπεφτα από το μηχανάκι έτσι απότομα που άνοιξε το γκάζι. Κρατήθηκα την τελευταία στιγμή από τους ώμους της και την ένιωσα που χαμογέλασε με αυτή μου την αντίδραση. Μόλις φτάσαμε στην κορυφή της ανηφόρας έστριψε σε ένα πολύ στενό δρομάκι και αφού κατέβηκε προσεκτικά ένα μικρό σκαλοπάτι που υπήρχε στον δρόμο, συνέχισε πιο σιγά τώρα να κινείται ανάμεσα στα φρεσκοασπρισμένα σπίτια του νησιού. Από όπου πέρναγε και υπήρχε άνθρωπος, αντάλλασε μαζί του κάποιο χαιρετισμό∙ όλοι γνωρίζονταν εδώ. Λίγο πιο κάτω γύρισε το κεφάλι της κοιτώντας πάντα μπροστά και με ρώτησε: «Πρώτη φορά στο νησί μας;» «Ναι, πρώτη» της είπα αφηρημένος προσπαθώντας να βάλω λίγο καλύτερα τον σάκο μου που είχε κρεμαστεί από τη μια μεριά. Σε λιγότερο από ένα λεπτό σταμάτησε απότομα και σχεδόν κόντεψα να περάσω από πάνω της… Πάτησε μια κόρνα και περίμενε να κατέβω για να στερεώσει το μηχανάκι και μετά να κατέβει και αυτή. Η αλήθεια ήταν ότι θα το έβρισκα δύσκολα μόνος μου… Βρεθήκαμε στο πίσω μέρος ενός μεγάλου σπιτιού που φαινόταν να χωρίζεται σε μερικά μικρότερα που προφανώς ήταν τα δωμάτια όπου σε ένα από αυτά θα έμενα. Υπήρχε μια μεγάλη εξωτερική πόρτα ανοιχτή, φτιαγμένη από πέτρες του νησιού. Αυτές μάλλον θα εννοούσε ο κυρ-Θωμάς, ο οποίος πραγματικά είχε κάνει πολύ ωραία δουλειά. Μου άρεσε η τεχνοτροπία του χτισίματος, λιτή και απέριττη, χωρίς ίχνος επιτήδευσης. Και εδώ μια κατακόκκινη μπουκαμβίλια έπνιγε το μεγαλύτερο μέρος της πρόσοψης του σπιτιού. Από μέσα φάνηκε χαμογελαστή μια γυναίκα να έρχεται προς
το μέρος μας, γεματούλα με πρόσωπο φωτεινό και χαρούμενο. Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα ίδιο με το χρώμα της θάλασσας. «Καλώς τους, καλώς τους, καλώς ήρθες στο νησί μας… Κοπιάστε…» «Καλώς σας βρήκα» απάντησα, τείνοντάς της το χέρι μου. Για γυναίκα είχε πολύ δυνατή χειραψία και αυτό που ένιωσα ήταν το πόσο σκληρό ήταν το εσωτερικό του χεριού της. Δεν είχα συνηθίσει και μου φαινόταν παράξενο που μια γυναίκα είχε τόσο άγρια χέρια. Φαίνεται πως εδώ τις χειρωνακτικές εργασίες τις μοιράζονταν και οι γυναίκες. Εκείνη έκανε μια κίνηση να πάρει τον σάκο μου αλλά την απέτρεψα ευγενικά. «Σας ευχαριστώ… εντάξει είμαι…» Εκείνη τη στιγμή γύρισε προς τη Φανή που παρακολουθούσε. «Άντε, Φανούλα μου, πήγαινε εσύ από τις σκάλες, ο παππούς σου με πήρε και είπε να περάσεις από το σπίτι να πάρεις το γλυκό». «Εντάξει, κυρία Θέκλα…» για λίγο έμεινε αμήχανη αλλά παίρνοντας θάρρος γύρισε προς εμένα και μου είπε ντροπαλά: «Θα μου δώσετε ένα αυτόγραφο;» «Όλα σ’ τα πρόλαβε ο παππούς σου ε;» της είπα, μην μπορώντας να συγκρατήσω το γέλιο μου. «Αργότερα που θα περάσω από το μαγαζί θα σου δώσω ό,τι θες». Εκείνη σαν να φάνηκε να μην της είναι αρκετό, πήρε θάρρος και συνέχισε: «Θα βγούμε και μια φωτογραφία μαζί;» Η κυρία Θέκλα με πρόλαβε πριν να της απαντήσω. «Έλα, μωρέ Φανή μου, είναι κουρασμένος ο άνθρωπος. Αργότερα αυτά… άντε πάνε γιατί θ’ αργήσεις». Εκείνη, αν και δεν φάνηκε να ικανοποιείται, γύρισε και με ένα σάλτο άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά προς τον
δρόμο που οδηγούσε στο λιμάνι. Ίσα που πρόλαβε να πει ένα «γεια» και να ακούσει το δικό μου «ευχαριστώ» προτού εξαφανιστεί στη στροφή. Γυρνώντας είδα το μηχανάκι. «Δεν ενοχλεί εδώ;» ρώτησα την κυρία Θέκλα. Εκείνη με ακούμπησε στον ώμο και μου έδειξε να προχωρήσω προς τα μέσα. «Και να ενοχλεί, αγόρι μου, θα το κάνουν στην άκρη, μην ανησυχείς, έλα να σου δείξω τα δωμάτια να διαλέξεις. Δεν έχω πολύ κόσμο ακόμη, οπότε όποιο ελεύθερο σου αρέσει μπορείς να μείνεις. Πώς σε λένε;» «Δημήτρη», απάντησα και με κοίταξε περιμένοντας και το επίθετο. Εκείνη τη στιγμή ήρθε στο μυαλό μου η φωνή της μητέρας μου, «σε κανέναν μην φανερώσεις το όνομα του παππού σου και την καταγωγή μας, να πεις το δικό σου και τίποτε άλ λ ο». Κοίταξα προς το μέρος της και συνέχισα: «Βουδούρη». «Δημήτρης Βουδούρης» επανέλαβε εκείνη, σαν να προσπαθούσε να το απομνημονεύσει. Ένιωσα μια μικρή ανησυχία. Ευτυχώς το δυνατό της γέλιο έδιωξε κάθε κακή σκέψη από το μυαλό μου. «Για να το γράψω στο βιβλίο, μην σου ζητάω ταυτότητα τώρα, μου τη δίνεις μετά. Συγχώρα με που δεν σε ξέρω, παιδί μου, αλλά δεν βλέπω τηλεοράσεις και τέτοια εγώ… Πού χρόνος…» Μου άρεσαν πάντα οι απλοί άνθρωποι και συμπάθησα αμέσως αυτή τη γυναίκα, γι’ αυτό προσπάθησα να την κάνω να μην αισθάνεται άβολα. «Δεν πειράζει, κυρία Θέκλα, αλίμονο αν είχα την απαίτηση να με γνωρίζει όλος ο κόσμος. Και να σας πω την αλήθεια, ούτε εγώ παίζω πολύ στην τηλεόραση αλλά ούτε και βλέπω συχνά τηλεόραση, οπότε σας καταλαβαίνω…» της είπα και γέλασα μαζί της. «Ότι μου φαίνεσαι γνωστός μού φαίνεσαι, αλλά όχι από την
τηλεόραση… Σίγουρα δεν έχεις ξανάρθει εδώ;» Σε άλλη περίπτωση δεν θα έδινα καμιά σημασία σε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά τώρα, έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου και βρισκόμενος επιτέλους στο νησί, ένιωθα μια μικρή ανησυχία και πρόσεχα πολύ τις απαντήσεις μου… «Μια φορά όταν ήμουν παιδί, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα…» Κάτι που βέβαια δεν ήταν αλήθεια… απλώς θυμήθηκα πως αυτό είχα πει και στον κυρ-Θωμά, οπότε της είπα το ίδιο μικρό ψέμα. Με την κουβέντα, σχεδόν φτάσαμε στην είσοδο ενός από τα δωμάτια. Από την πόρτα μπορούσες να διακρίνεις μακριά τη θάλασσα, σαν να βρισκόσουνα στον αέρα και έβλεπες από ψηλά. Το μπροστινό μέρος του μεγάλου αυτού σπιτιού έβλεπε προς τη δύση και είχε πολύ ωραία και καθαρή θέα και προς το λιμάνι. Στο εσωτερικό του ψηλοτάβανου δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι με κάτασπρα σεντόνια και δύο άσπρες πετσέτες ακουμπισμένες δίπλα στο μαξιλάρι. Από πάνω κρεμόταν μια κουνουπιέρα που ήταν μαζεμένη στο ένα πλευρό του κρεβατιού. Δίπλα ένας μικρός καναπές και αριστερά η πόρτα του μπάνιου, στους τοίχους διάφορες μεγάλες φωτογραφίες από τοπία νησιών. Ξεχώριζε μια στο λιμάνι όπου πολύς κόσμος μαζεμένος είχε βγει μια αναμνηστική φωτογραφία μπροστά από μερικές βάρκες. Από κάτω έγραφε την ημερομηνία «1938». Λιτή και πολύ ζεστή διακόσμηση που σε συνδυασμό με την πολύ καλή θέση το έκανε να δείχνει ακόμα πιο όμορφο. Στο μικρό μπαλκόνι, ένα τραπέζι με δύο μεγάλες καρέκλες κοιτούσαν προς το πέλαγος. Η φωνή της διέκοψε για λίγο την περιήγησή μου στον χώρο. «Αυτό είναι, παιδί μου, αν θέλεις όμως μπορείς να δεις και τ’ άλλα δύο που είναι ελεύθερα για να διαλέξεις. Νομίζω όμως πως αυτό θα σου αρέσει πιο πολύ απ’ όλα. Αύριο που έχουμε το πανηγύρι, θα
είναι όλα πιασμένα». Το δωμάτιο έτσι κι αλλιώς ήταν μια χαρά, επιπλέον βιαζόμουν πολύ να τηλεφωνήσω στην Ανίτα και μετά να μπω στο μπάνιο, κι έτσι την επιβεβαίωσα ότι δεν ήθελα να δω άλλο. «Είμαι μια χαρά, δεν χρειάζεται να δω κάτι άλλο, μου αρέσει πολύ». «Ωραία τότε, παλικάρι μου, πάω να σου φτιάξω να φας κάτι γιατί φαντάζομαι θα πεινάς, κοντεύει μεσημέρι… θέλεις το ωραίο πρωινό μας ή κάτι άλλο;» με ρώτησε. Η αλήθεια είναι πως μέσα σε όλη τη βιασύνη είχα ξεχάσει να φάω κάτι το πρωί, αλλά και στο καράβι δεν υπήρχε και τίποτα ενδιαφέρον, οπότε ένιωσα να τρέχουν τα σάλια μου με το που άκουσα να μιλούν για φαγητό. «Το πρωινό ακούγεται μια χαρά» της είπα και ακούμπησα και την τσάντα μου κάτω, που τόση ώρα την είχα ξεχάσει στον ώμο μου. «Ωραία, βολέψου εσύ, και όταν τελειώσεις, κατέβα από τη σκάλα κάτω στην αυλή να σου σερβίρω να φας» μου είπε και πήγε προς την πόρτα και αφού μου έριξε ένα τελευταίο χαμόγελο την έκλεισε πίσω της. Κοίταξα για λίγο και πάλι τη θάλασσα και έκανα μια προσπάθεια να καλέσω την Ανίτα, αλλά και πάλι μάταια, το τηλέφωνό της ήταν εκτός δικτύου. Έστειλα ένα μήνυμα για να το πάρει μόλις βρει σήμα: «Έφτασα, είναι πανέμορφα, πάρε με όταν μπορέσεις…» Σκέφτηκα ότι δεν είχα τηλεφωνήσει στη μητέρα μου, και φαντάστηκα ότι θα ανησυχεί, γι’ αυτό την πήρα αμέσως. «Έλα, μαμά. Ναι, μόλις έφτασα… Όλα καλά, μαμά, είναι πολύ φιλόξενοι όλοι τους… Όχι, βρε μαμά, αφού είπαμε… αύριο το πρωί λέω να πάω, εντάξει, εντάξει… Είμαι πτώμα, μαμά, θα μπω στο μπάνιο. Έλα, σε φιλώ, θα τα πούμε… Γεια. Η φωνή της ήταν ήρεμη,
αλλά την αισθανόμουν σαν να καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα… Άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου για να μπω γρήγορα κάτω από το ντους. Την ώρα που το έκανα, σκεφτόμουν πως ίσως η ανησυχία της μητέρας μου ήταν υπερβολική. Το λίγο που είμαι εδώ, το μόνο που μπόρεσα να καταλάβω από τους ανθρώπους του νησιού ήταν πως είναι πολύ φιλόξενοι και φιλικοί και δύσκολα θα μπορούσα να πιστέψω πως αν τους φανέρωνα ποιος είμαι θα άλλαζε κάτι στη στάση τους απέναντί μου. Ακούμπησα την τσάντα στο κρεβάτι και με πολλή προσοχή έβγαλα το τυλιγμένο μεταλλικό κουτί και το έβαλα στον καναπέ για να είμαι σίγουρος πως δεν θα πέσει. Αφού άπλωσα το μουσκεμένο ακόμη πουκάμισό μου στην καρέκλα στο μπαλκόνι, έβαλα πρόχειρα τα υπόλοιπα ρούχα σε μια μικρή ντουλάπα. Πήγα στο μπάνιο και άνοιξα το κρύο νερό. Μπήκα από κάτω νιώθοντας το σώμα μου να ανατριχιάζει από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας…
Νησί· Σεπτέμβριος 1938
Μεγάλη κινητικότητα υπήρχε σήμερα στο λιμάνι μιας και σε λίγο οι μαούνες θα έπαιρναν όσους ήθελαν να ταξιδέψουν για να τους μεταφέρουν στο μεγάλο καράβι που ήταν ανοιχτά στο κέντρο του κόλπου. Με ένα δυνατό σφύριγμα από το φουγάρο του έβγαλε μια μαύρη στήλη καπνού που υψώθηκε στον ουρανό. Ήταν το σήμα πως έπρεπε όσοι ήταν να ταξιδέψουν να βιαστούν. Έβλεπες τις τρεις μαούνες που υπήρχαν στο λιμάνι να φορτώνονται με κάθε λογής πραμάτειες. Τσουβάλια, κοφίνια, κότες, κατσίκες που ήταν δεμένες και στα τέσσερα πόδια τους για να μην μπορούν να κινηθούν. Ιταλοί στρατιώτες παρακολουθούσαν με προσοχή όλη τη διαδικασία, ένας μάλιστα έψαχνε με επιμονή στην άκρη της προβλήτας κάτι ξύλινα καφάσια και από πάνω ο Έλληνας ιδιοκτήτης παρακολουθούσε με ιδιαίτερη ένταση και αγωνία. Γαϊδουράκια με κοφίνια κρεμασμένα δεξιά κι αριστερά πηγαινοέρχονταν στο λιμάνι. Οι τόσοι διαφορετικοί ήχοι από ανθρώπους, ζώα, καρότσια αλλά και από το καράβι που κυριαρχούσε με τα σφυρίγματά του έδιναν μια σπάνια ζωντάνια στο λιμάνι. Ήταν πολύ λίγες οι φορές που μεγάλο βαπόρι ερχόταν για να
παραλάβει εμπορεύματα και ανθρώπους και να τους πάει στα μεγαλύτερα νησιά που είναι τριγύρω. Έβλεπες τους γεροδεμένους εργάτες να αρπάζουν τα κιβώτια και τα σακιά και μετά, καθώς γέμιζαν τις μαούνες, να κάνουν κουπί μέχρι το βαπόρι. Εκεί με γρήγορες κινήσεις ξεφόρτωναν με σκοινιά ή πετώντας με τα χέρια τους ψηλά ό,τι μπορούσαν, για να το αρπάξουν οι ναύτες και αμέσως ξαναγύριζαν για το επόμενο φορτίο. Πίσω από το λιμάνι υπήρχαν πολλά κτίσματα και σε κάποια από αυτά γίνονταν εργασίες. Οι Ιταλοί προσπάθησαν να επισκευάσουν πολλά από τα κτίρια που υπήρχαν στο λιμάνι, σε κάποια πρόσθεσαν στην εξωτερική τους πλευρά πέτρινη επικάλυψη, σύμφωνα με τη δική τους αρχιτεκτονική. Έχτισαν και κάποια καινούργια, όπως το διοικητήριο αλλά και το κτίριο που στεγαζόταν η αγορά. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου κακό και σε συνδυασμό με την ντόπια παραδοσιακή αρχιτεκτονική έβλεπες το αριστοτεχνικό πάντρεμα δύο διαφορετικών στιλ. Οι Έλληνες σχεδόν λυτρώθηκαν με τον ερχομό των Ιταλών εδώ. Και αυτό γιατί τα χρόνια που ήταν υπό την κατοχή των Τούρκων τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι’ αυτούς. Μέχρι και πριν δύο τρία χρόνια η συμβίωσή τους ήταν αρμονική. Αυτό άλλαξε με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία αλλά και με την αλλαγή του κυβερνήτη της ευρύτερης περιοχής. Ο νέος κυβερνήτης, εκφραστής της φασιστικής ιταλικής κυριαρχίας, προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβάλει τους ιταλικούς νόμους καταργώντας πολλά από τα δικαιώματα των ντόπιων. Πολλοί από τους Έλληνες αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τα νησιά αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό. Μπροστά λοιπόν από τα κτίρια που γίνονταν όλες αυτές οι επισκευές, και με κατεύθυνση προς το λιμάνι, περπατούν η Ελένη και ο Μανόλης δίπλα δίπλα, και ακριβώς από πίσω ο πατέρας της Ελένης,
ο καπετάν-Ανδρέας. Στο χέρι του κρατά ένα λουρί που καταλήγει στο γαϊδουράκι του, το οποίο είναι φορτωμένο με μια μεγάλη βαλίτσα, δεμένη από τη μια μεριά του σαμαριού. Μόλις έφτασαν στην άκρη της προβλήτας, ο πατέρας της άρχισε να ξεδένει από το γαϊδουράκι τη βαλίτσα. Ακριβώς δίπλα, ο Μανόλης τον βοήθησε να την κατεβάσει. Μόλις την ακούμπησε στο έδαφος, ακούστηκε μια δυνατή φωνή που καλούσε όλους όσοι βρίσκονταν εκεί να έρθουν μπροστά από τις βάρκες για να βγουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Σχετικά γρήγορα όλοι μαζεύτηκαν στο σημείο μπροστά από εκεί που είχε στηθεί η φωτογραφική μηχανή. Ο Μανόλης με την Ελένη πήραν και αυτοί θέση μαζί με τους υπόλοιπους. Ο πατέρας της είχε μείνει από την άλλη πλευρά, μακριά τους. Ο Μανόλης πήρε την Ελένη με το ένα χέρι του κοντά του και το πέρασε γύρω από τη μέση της σφίγγοντάς την απαλά πάνω του. Η Ελένη ανατρίχιασε αλλά δεν αντιστάθηκε καθόλου. Αντιθέτως, άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στο στήθος του και έκλεισε τα μάτια… σαν να ήθελε να κρατήσει αυτή τη στιγμή για πάντα στη μνήμη της. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά που τα σώματά τους έρχονταν τόσο κοντά. Η Ελένη ένιωθε την ανάσα του και εκείνος το ίδιο. Ένιωσαν ο ένας τη ζέστη του άλλου μέσα από τα κορμιά τους. Αυτό που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν τόσο καιρό τις λίγες φορές που είχαν βρεθεί μόνοι τους το έκαναν τώρα μέσα σε όλο αυτό το πλήθος. Κρυμμένοι ανάμεσα στα σώματα των υπολοίπων, ένιωθαν για πρώτη φορά να ποθούν ο ένας τον άλλο… Δυστυχώς για εκείνους, αυτή η στιγμή δεν κράτησε πολύ. Ήταν αρκετοί αυτοί που μαζεύτηκαν και γι’ αυτό ο φωτογράφος του ζήτησε να πάνε πιο πίσω για να μπορεί να τους βγάλει όλους μαζί. Αυτό τους ανάγκασε να ξεκολλήσουν για λίγο αλλά και πάλι μόλις σταμάτησαν στο νέο σημείο βρέθηκαν ξανά στην ίδια θέση. Η
Ελένη έκλεισε και πάλι τα μάτια της, χαμένη στην αγκαλιά του Μανόλη… Μόλις τέλειωσε, όλοι επέστρεψαν στους δικούς τους. Η τρεις τους γύρισαν στο σημείο που είχαν αφήσει τα πράγματά της μπροστά από τη βάρκα που θα επιβιβαζόταν η Ελένη. Αμέσως μετά ο καπετάν-Ανδρέας αγκάλιασε την κόρη του και τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη τον έσφιξε δυνατά για λίγο στην αγκαλιά της, ανταποδίδοντας με ένα φιλί στο μάγουλό του. Ο καπετάν-Ανδρέας κοίταξε για λίγο τον Μανόλη και τραβώντας το γαϊδούρι γύρισε να φύγει προς το εσωτερικό του νησιού. Στέκονται για λίγο και οι δύο να τον κοιτούν να απομακρύνεται και μετά από λίγο γύρισαν και κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια. Η Ελένη φορούσε ένα μακρύ γκρίζο φόρεμα και από πάνω μια κόκκινη ζακέτα. Ο Μανόλης, ένα σκούρο κουστούμι και από μέσα ένα πουκάμισο άσπρο με τους γιακάδες του να βγαίνουν πάνω από τα πέτα του σακακιού. Είναι ντυμένοι και οι δύο με τα καλά τους, σαν να είναι έτοιμοι να πάνε σε κάποια γιορτή. Κοιτιούνται έντονα αλλά με αμηχανία. Αν τους έβλεπες από κάπου, θα πίστευες πως κρατιούνται για να μην πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν μιλάνε ούτε αγγίζονται, κόσμος πάει κι έρχεται θορυβωδώς από μπροστά τους, αλλά αυτοί εκεί, να κοιτιούνται βαθιά στα μάτια. Είναι οι μοναδικοί που στέκονται ακίνητοι στο λιμάνι σαν να σταμάτησε ο χρόνος γι’ αυτούς εκείνη τη στιγμή. Το μόνο που αλλάζει τη στάση τους για λίγο είναι το επίμονο σφύριγμα του καραβιού στο βάθος, σαν να τους λέει να βιαστούν… Η Ελένη, αφού κοιτάζει πρώτα προς το καράβι και μετά δεξιά αριστερά για να δει αν κάποιος τους παρακολουθεί, κάνει μια κίνηση να σηκώσει τη βαλίτσα της, αλλά ο Μανόλης, πιο σβέλτος, την προλαβαίνει και την αρπάζει. Με το ελεύθερο χέρι του πιάνει το χέρι της αποφασιστικά και τη γυρνά προς τις μαούνες που είχαν ήδη αρχίσει να φορτώνουν
τον κόσμο που θα ταξιδέψει με το καράβι. Τα πιασμένα τους χέρια σφίγγουν το ένα το άλλο τόσο, που η Ελένη, παρόλο που νιώθει έναν μικρό πόνο, δεν αφήνει το χέρι του Μανόλη ούτε για μια στιγμή. Είναι σαν να μεταφέρει ο ένας στον άλλον αυτά που νιώθει εκείνη την ώρα και δεν μπορεί να τα εκφράσει αλλιώς, παρά μόνο μέσα από τα σφιχτά ενωμένα τους χέρια. Μετά από λίγα μέτρα φτάνουν κοντά στη μαούνα που η Ελένη σε λίγο θα ανέβει για να πάει στο καράβι. Γυρίζουν χωρίς να αφήσουν τα χέρια τους και ξαναβυθίζονται ο ένας στα μάτια του άλλου. Κανείς τους δεν μπορεί να βγάλει λέξη. Η Ελένη με την άκρη του ματιού της διακρίνει στο βάθος τον πατέρα της που καβάλα στο γαϊδουράκι τούς παρακολουθεί σιωπηλός και ανέκφραστος από ένα σημείο πιο ψηλά. Έτσι ήταν και όλο το βράδυ εχθές, όταν ο Μανόλης πήγε στο σπίτι τους και ζήτησε την Ελένη για γυναίκα του. Όχι ότι δεν ήξερε πως η κόρη του αγαπά τον Μανόλη, αλλά ήθελε πρώτα να σπουδάσει και μετά να παντρευτεί. Πράγμα σπάνιο βέβαια για εκείνη την εποχή, μιας και όλοι οι γονείς το πρώτο πράγμα που ήθελαν να κάνουν τα παιδιά τους, και ειδικά τα κορίτσια, ήταν να παντρευτούν γρήγορα και να κάνουν οικογένεια. Η υποτροφία που παρείχε όμως το ιταλικό κράτος στην Ελένη έκαναν τον καπετάν-Ανδρέα να την πιέσει να πάει στην Πίζα της Ιταλίας για να σπουδάσει στο εκεί πανεπιστήμιο. Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, η Ελένη δεν είχε και πολλές επιλογές. Στην Ελλάδα δεν είχαν κανέναν, οπότε δέχτηκε θέλοντας να κάνει κάτι καλύτερο στη ζωή της. Στο νησί είχε μάθει αρκετά ιταλικά, αφού έτσι κι αλλιώς στο σχολείο έκαναν και την ιταλική γλώσσα. Με το που τέλειωσε το σχολείο, έγινε η επίσημη γλώσσα διδασκαλίας. Τα ελληνικά γίνονταν προαιρετικά, και μόνο στις πρώτες τάξεις. Η ίδια πολλές φορές δίδασκε σε Ελληνόπουλα που ήταν αγράμματα. Η ιδέα των σπουδών
στην Ιταλία δεν της φαινόταν άσχημη, παρόλο που θα έφευγε μακριά από τον Μανόλη. Άλλωστε δεν θα έμενε για πάντα εκεί. Θα τέλειωνε τις σπουδές της και αργότερα σκεφτόταν πως ίσως μαζί με τον Μανόλη μετακόμιζαν στην Αθήνα για να ζήσουν εκεί. Κάτι που ο καπετάν-Ανδρέας δεν ήξερε. Αυτός ήθελε να τη δει δασκάλα και αυτό θα ήθελε να σπουδάσει η κόρη του. Άσχετα αν η Ελένη είχε άλλα σχέδια. Ήταν το μοναχοπαίδι του και την αγαπούσε πολύ γιατί ουσιαστικά αυτός τη μεγάλωσε, μιας και η μητέρα της είχε πεθάνει λίγο μετά τη γέννα. Ήταν και πατέρας και μάνα για την Ελένη. Μόνο τα πρώτα χρόνια που ήταν μωρό δέχτηκε βοήθεια από κάτι ξαδέρφες της γυναίκας του. Μετά τα έκανε όλα μόνος του, πράγμα επίσης σπάνιο για τους άντρες εκείνη την εποχή. Τη μεγάλωσε, την έστειλε σχολείο και κατά βάθος ήθελε να τη σπουδάσει, όχι μόνο για να έχει μια δουλειά όπως έλεγε, αλλά για να φύγει από αυτό το νησί. Γι’ αυτό, όταν ο Μανόλης τη ζήτησε, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να φέρει και πολλές αντιρρήσεις, έβλεπε πόσο τον αγαπούσε η Ελένη και ήξερε πως αν αρνιόταν την πρόταση του Μανόλη δεν θα κατάφερνε και πολλά πράγματα. Της έκανε μόνο μια ερώτηση. Τη ρώτησε αν τον αγαπά, και όταν αυτή ντροπαλά είπε ναι, γύρισε στον Μανόλη και χωρίς να δείχνει πως θα δεχτεί την όποια αντίρρησή του είπε: «Την ευχή μου την έχετε με μόνο έναν όρο∙ θα αρραβωνιαστείτε μόλις η Ελένη τελειώσει τις σπουδές της και μετά θα κανονίσουμε και τους γάμους… ως τότε, Μανόλη Ρενιώτη, δεν πρέπει τίποτα να εμποδίσει τις σπουδές της κόρης μου…» και αφού κοίταξε τον Μανόλη με νόημα, του έδωσε το χέρι του για να σφραγίσουν αυτή τη συμφωνία. Εκείνος έσφιξε το χέρι του και δέχτηκε τον όρο του. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει και διαφορετικά. Ο Μανόλης είχε έναν αδερφό, τον Γιάννη, που ήταν παντρεμένος και είχε ένα γιο τον Νίκο.
Του Γιάννη δεν του πολυάρεσε η σχέση του Μανόλη με την Ελένη, θεωρούσε πως κακώς η Ελένη έμαθε να μιλά ιταλικά και πως επίσης κακώς πάει για σπουδές στην Ιταλία… Δεν έλεγε όμως και πολλά στον αδερφό του γιατί έβλεπε πόσο ερωτευμένος ήταν… Ο Γιάννης ήταν δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο στο νησί, αλλά σιγά σιγά έβλεπε πως σύντομα δεν θα είχε δουλειά μιας και οι Ιταλοί έβγαζαν την ελληνική γλώσσα από τα σχολεία. Γι’ αυτό πήγαινε κοντά στον αδερφό του. Μαζί είχαν τον μοναδικό μύλο που υπήρχε στο νησί. Ο Μανόλης είχε τυπικές σχέσεις με τους Ιταλούς. Αυτοί τον είχαν ανάγκη για να αλέθουν στον μύλο σιτάρι και καλαμπόκι. Πέρα όμως από όλα αυτά, του άρεσε να ασχολείται με κάθε πρόσφατη ανακάλυψη που γινόταν στην τεχνολογία. Διάβαζε ό,τι σχετικό έπεφτε στα χέρια του και καταπιανόταν με διάφορες κατασκευές… Άλλο ένα σφύριγμα από το βαπόρι ύψωσε στον ουρανό και πάλι μαύρο καπνό, και τρόμαξε προς στιγμή την Ελένη που είχε χαθεί για λίγο κοιτώντας τον. Μια φωνή από τη βάρκα ότι έπρεπε να βιαστούν τους έκανε να σφίξουν τα χέρια τους ακόμα πιο πολύ. Αυτή η μικρή κίνηση έφερε τα σώματά τους πιο κοντά, δεν ήθελαν και πολύ για να αγκαλιαστούν. Πλησιάζουν απότομα κοντά με τα χείλη τους να ενώνονται για πρώτη φορά εκεί στο λιμάνι μπροστά στα μάτια όλων. Για λίγο ήταν και πάλι σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο τριγύρω τους. Προσπαθούσαν τόσο να γευτούν τη χαρά του πρώτου τους φιλιού που δεν λογάριαζαν τίποτα. Η φωνή από τη βάρκα ξανακούστηκε δυνατά και αποφασιστικά πλέον, και αν δεν ανέβαινε στη βάρκα αμέσως, θα την έχανε, γι’ αυτό έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα χείλη της και στα χείλη του Μανόλη, σαν να ήθελε να τον χαιρετήσει, και προσπάθησε να σηκώσει τη βαλίτσα της. Εκείνος πάλι την πρόλαβε και με μια κίνηση την έδωσε στον εργάτη που ανυπόμονα περίμενε.
Κρατώντας το χέρι της, της έδωσε ένα μικρό κομμάτι από καθρέφτη μαζί με μια μικρή φωτογραφία του, και άρχισε να της τραγουδά σιγανά: Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις τώρα μονάχος θα γυρνώ… Εκείνη στην αρχή χαμογέλασε, μετά όμως αυτό το χαμόγελο χάθηκε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Έβαλε το καθρεφτάκι στην τσέπη της ζακέτας της και κράτησε τη φωτογραφία κοντά στην καρδιά της. Ο Μανόλης, συνεχίζοντας το τραγούδι του, τη βοήθησε να μπει στη βάρκα που αμέσως ξέδεσε. Με τα κουπιά τους οι εργάτες άρχισαν να απομακρύνονται. Στο πίσω μέρος η Ελένη όρθια φώναξε δυνατά στον Μανόλη λίγο πριν απομακρυνθεί: «Να προσέχεις, Μανόλη…» και με τα χείλη της σχημάτισε ένα «σ’ αγαπώ» λες και δεν ήθελε κάνεις άλλος εκτός από τον Μανόλη να καταλάβει τι του είπε. Από εκεί και μετά δεν τον έχασε ούτε στιγμή από τα μάτια της, αλλά και αυτός ακίνητος την κοίταζε που όλο και απομακρυνόταν προς τα ανοιχτά. Ο Μανόλης με δυσκολία κράτησε ένα δάκρυ, σε αντίθεση με την Ελένη που από μακριά έβλεπες τα δάκρυά της να κυλούν στο πρόσωπό της. Σε λίγο η βάρκα έφτασε στο πλάι του βαποριού και αφού πρώτα ξεφόρτωσαν ό,τι πράγματα υπήρχαν, άρχισαν από μια σκάλα να ανεβαίνουν όλοι στο καράβι. Η Ελένη περίμενε κοιτώντας προς τον Μανόλη, και όταν άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, το πρόσωπό της ήταν πάντα στραμμένο προς αυτόν. Ακόμα και όταν ανέβηκε, πήγε στο πίσω μέρος του καραβιού για να μπορεί να είναι έστω κι έτσι λίγο πιο κοντά του. Πριν καλά
καλά η βάρκα γυρίσει προς το λιμάνι, το καράβι με ένα τελευταίο σφύριγμα ξεκίνησε να κινείται αργά και σταθερά προς τα ανοιχτά. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται μέχρι που πια δεν μπορούσαν διακρίνουν τίποτα παρά μόνο ο Μανόλης τον όγκο του καραβιού που όλο και μίκραινε και η Ελένη, το λιμάνι. Γνώριζαν πολύ καλά και οι δύο πως η απόσταση ήταν μεγάλη και πως η Ελένη μπορεί να μην ερχόταν πίσω πριν το επόμενο καλοκαίρι. Ήταν όμως τόσο δυνατό αυτό που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, που θα μπορούσαν να περιμένουν ο ένας τον άλλο μια ολόκληρη ζωή… Εδώ και μερικούς μήνες που ήρθαν πιο κοντά, δεν υπήρχε τίποτε άλλο στη ζωή τους. Αν και οι συναντήσεις τους ήταν δύσκολες, ζούσαν και ανάπνεαν μόνο για την αγάπη τους. Γνωρίζονταν καιρό, αλλά ποτέ δεν είχαν εκφράσει τον έρωτά τους που γεννήθηκε από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε ο ένας τον άλλον. Ήταν στο πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων το προηγούμενο καλοκαίρι. Από τις λίγες φορές που οι Ιταλοί τους άφηναν να γιορτάζουν κάτι. Όταν ο Μανόλης είδε την Ελένη να χορεύει, την ερωτεύτηκε αμέσως. Του έκανε εντύπωση ο τρόπος που κινούσε το σώμα της. Έκλεινε τα μάτια της λες και κανείς δεν ήταν τριγύρω. Τον είχε εντυπωσιάσει πολύ, και όταν την πλησίασε εκείνο το βράδυ και χόρεψε μαζί της, ένιωσε και αυτή με τη σειρά της ακριβώς το ίδιο συναίσθημα να την κυριεύει αμέσως… Από τότε κατάλαβαν πως το πεπρωμένο τους ήταν αυτό· να είναι μαζί. Όταν πια το καράβι έφτασε στα ανοιχτά, ο Μανόλης κινήθηκε βιαστικά προς το εσωτερικό του λιμανιού, και πέρασε τρέχοντας ξυστά από τον πατέρα της Ελένης, ο οποίος, καβάλα στον γάιδαρο, του έριξε ένα άγριο βλέμμα δείχνοντάς του ότι δεν του άρεσαν καθόλου αυτά που είδε. Ο Μανόλης του ανταπέδωσε με ένα
χαμόγελο ευτυχίας και έτρεξε λίγο πιο πάνω που είχε δεμένο το άλογό του. Μια μαύρη νεαρή όμορφη φοράδα με μια άσπρη καρδούλα σαν ζωγραφιά στο κέντρο του κεφαλιού της. Μόλις είδε τον Μανόλη να πλησιάζει, έδειξε πως τον αναγνώρισε, και αφού έκανε μια κίνηση με τα δυο μπροστινά της πόδια, γύρισε περιμένοντάς τον να ανέβει στη ράχη της. Την έλεγε Κάρμη, ένα όνομα που του άρεσε από την αρχαία ελληνική μυθολογία και του είχε προτείνει ο αδερφός του ο Γιάννης. Μόλις έφτασε εκεί, την έλυσε με μια κίνηση, ανέβηκε, και είπε δυνατά: «Πάμε, Κάρμη». Η Κάρμη ξεχύθηκε προς το πάνω μέρος του λιμανιού. Αφού πέρασε ανάμεσα από τα λίγα σπίτια που υπήρχαν στο λιμάνι, ανέβηκε αντίθετα την ανηφόρα στον λόφο με κατεύθυνση την κορυφή. Τα δυνατά πόδια της έδειχναν να μην δυσκολεύεται καθόλου και σχετικά γρήγορα έφτασε στο πιο ψηλό σημείο και από εκεί, μένοντας στην κορυφογραμμή, άρχισε να καλπάζει παράλληλα με την κατεύθυνση που είχε πάρει το βαπόρι με την Ελένη. Δεν δίστασε ούτε στιγμή να χυθεί σαν αστραπή ανάμεσα στα δέντρα και τα βράχια που υπήρχαν στον δρόμο. Ήξερε πολύ καλά αυτά τα μέρη, και αν τους έβλεπες από μακριά, άλογο και αναβάτη, νόμιζες πως ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να γκρεμοτσακιστούν. Μόνο σε ένα σημείο που τα βράχια σχημάτιζαν ένα πέρασμα, ένα φυσικό τούνελ που από τη μια μεριά ήταν ανοιχτό, και ίσα ίσα χώραγες να περάσεις, το άλογο έκοψε ταχύτητα, ο Μανόλης ξεκαβαλίκεψε και περπατώντας πέρασε αυτό το σημείο. Αμέσως μετά όμως βρέθηκε σε ένα άνοιγμα πάνω στο βουνό και με ένα σάλτο ξαναβρέθηκε στη ράχη της Κάρμης. Ο καλπασμός έγινε πολύ πιο γρήγορος. Ήθελε να προλάβει να φτάσει κοντά στην πηγή στο Μαντάνι για να δει το βαπόρι να περνά στα ανοιχτά∙ αν αργούσε, θα έχανε την ευκαιρία να δει έστω και από τόσο μακριά την Ελένη για τελευταία φορά εκείνη
τη μέρα. Έφτασε όμως έγκαιρα, χάρη κυρίως στη δύναμη της Κάρμης που μόλις σταμάτησε σήκωσε τα δύο της μπροστινά πόδια χλιμιντρίζοντας από την κούραση του καλπασμού. Πριν προλάβει να ακουμπήσει τα πόδια στο έδαφος, ο Μανόλης κατέβηκε γρήγορα και πήγε στο πιο ακρινό σημείο που είχε θέα προς τα ανοιχτά του Αιγαίου. Εδώ συναντιόταν με την Ελένη και κάθονταν ώρες κουβεντιάζοντας και κοιτώντας τη θάλασσα. Δεν είχε ποτέ του προσπαθήσει να πλησιάσει περισσότερο την Ελένη από όσο του έδειχνε εκείνη ότι θέλει. Γι’ αυτό, το πρώτο τους φιλί στο λιμάνι έκανε την καρδιά του να χτυπά σαν καμπάνα την Ανάσταση. Ακόμα και τώρα που προσπαθούσε να βγάλει από την τσέπη του ένα μικρό κομμάτι καθρέφτη, τα χέρια του έτρεμαν από την αγωνία. Στάθηκε λοιπόν εκεί με το καθρεφτάκι να προσπαθεί να βρει την ακτίνα του ήλιου και να τη στρέψει προς το καράβι. Ήθελε να μιλήσει με αυτόν τον τρόπο στην Ελένη λίγο πριν τη χάσει για πολύ καιρό… Τα πόδια του είχαν βυθιστεί στα νερά που έτρεχαν από την πηγή στην πλαγιά, αλλά δεν τον ένοιαζε, το μόνο που ήθελε να δει ήταν η απάντηση της Ελένης στο δικό του σήμα. Αυτό δεν άργησε και από το πλάι του καραβιού που ήταν στραμμένο προς αυτόν είδε το καθρεφτάκι της Ελένης να αστράφτει, ενώ, με αγωνία και νευρικές κινήσεις, προσπαθούσε να ανταποδώσει κουνώντας το χέρι του στέλνοντας και αυτός αυτή τη δέσμη φωτός και αγάπης μαζί στην Ελένη. Συνέχισαν και οι δύο μέχρι που το καράβι άρχισε να χάνεται πίσω από τα βουνά του νησιού στο βάθος. Ακόμη και όταν σχεδόν το καράβι εξαφανίστηκε, ο Μανόλης έμεινε εκεί με τον καθρέφτη στραμμένο προς την πορεία του… Ένα ελαφρύ αεράκι δρόσισε το ιδρωμένο του πρόσωπο την ώρα που το μόνο που ακουγόταν ήταν το νερό που κυλούσε και έπεφτε στην πλαγιά και οι φωνές των γλάρων από
μακριά… Αν δεν τον πλησίαζε η Κάρμη σκουντώντας τον από πίσω, θα είχε μείνει για πολλή ώρα εκεί να αγναντεύει τη θάλασσα. Με μια κίνηση του χεριού του χάιδεψε το κεφάλι του αλόγου του που είχε σκύψει για να πιει λίγο νερό. Αφού τίναξε τα πόδια του από τις λάσπες, έσκυψε και αυτός και ήπιε λαίμαργα νερό από την πηγή. Σκούπισε το νερό που έτρεχε από τα χείλη του και μετά ανέβηκε στη ράχη της Κάρμης. Χωρίς να βιάζεται πια πήρε τον δρόμο του γυρισμού…
Άγιος Μάμας
Η Ανίτα μόλις έχει τελειώσει το γύρισμα μιας σκηνής λίγο πιο κάτω από το σημείο που βρισκόταν το μοναστήρι. Η Ηλέκτρα της δίνει μια τσάντα και από μέσα βγάζει το παγούρι της και πίνει διψασμένα νερό. Το αφήνει σε ένα πρόχειρο τραπέζι που έχουν στήσει στην άκρη του δρόμου και από την τσάντα βγάζει το κινητό της. Κοιτάζει την οθόνη και από την έκφρασή της φαίνεται απογοητευμένη που δεν έχει σήμα. Φορά το καπέλο της και στρέφεται προς την Ηλέκτρα. «Πάω λίγο πιο πάνω, Ηλέκτρα μου, μήπως και πιάσω σήμα. Εδώ δεν έχει τίποτα». «Εντάξει… Ανίτα, ούτε τα δικά μας έχουν, δεν πιάνει εδώ. Μήπως θέλεις να σε πάει κάποιος με το αυτοκίνητο;» τη ρωτά η Ηλέκτρα, αφού κοίταξε πρώτα το ρολόι της. «Όχι, όχι, ευχαριστώ… Θα περπατήσω λίγο, δεν είναι μακριά, σας περιμένω εκεί» είπε και ξεκίνησε να περπατά προς την κατεύθυνση του μοναστηριού. Πίσω της ακούγονταν οι φωνές του συνεργείου αλλά και του σκηνοθέτη, που προσπαθούσαν να οργανώσουν τη μετακίνησή τους κοντά στο μοναστήρι και πάλι. Αφού περπάτησε για
ένα περίπου λεπτό, κοίταξε την οθόνη του τηλεφώνου και μόλις διαπίστωσε πως έχει σήμα στο σημείο που βρισκόταν, σταμάτησε και προσπάθησε να καλέσει τον Δημήτρη. Δεν ακουγόταν τίποτα και γύρισε το σώμα της προς τη μεριά που ήταν το συνεργείο. Με το τηλέφωνο στο αυτί της προσπαθούσε να ακούσει κάποιον ήχο που θα τη συνέδεε με τον αγαπημένο της. Λαχταρούσε να τον ακούσει. Ο ελάχιστος χρόνος που δεν ήταν μαζί τής φάνηκε αιώνας. Στο μυαλό της συνεχώς γυρνούσε το πρόσωπο του Δημήτρη και το χαμόγελό του. Θα ήθελε τόσο πολύ να είναι πλάι του τώρα. Ήταν η πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησαν που ο Δημήτρης δεν είναι κοντά της. Ακόμα και όταν δεν είχε γύρισμα, έβρισκε κάποια αφορμή να είναι γύρω της… Και εκείνη όμως δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να παρακολουθεί σκηνές στις οποίες αυτή δεν συμμετείχε, αλλά έπαιζε ο Δημήτρης. Όλο αυτό το διάστημα μετά από εκείνη την ημέρα στην παραλία δεν τους χώρισε τίποτα. Ήταν σχεδόν συνέχεια μαζί. Ήθελε τόσο να ακούσει τη φωνή του. Ένιωθε το σώμα της να ανατριχιάζει και μόνο στη σκέψη του, και στη σκέψη όλων αυτών που ζούσαν. Το σώμα της ήταν σαν να είχε ζωντανέψει. Είχε πολύ περισσότερη όρεξη για δουλειά και γενικότερα έδειχνε πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Ταυτόχρονα, λοιπόν, με την προσπάθειά της να βρει τον Δημήτρη έβλεπε την προσπάθεια ενός μεγάλου τζιπ που είχαν στο γύρισμα, φορτωμένο με την κάμερα και άλλο εξοπλισμό, να προσπαθεί να πάρει μια στροφή για να γυρίσει προς το μέρος της. Ο δρόμος ήταν πολύ στενός όμως και δυσκολευόταν πολύ. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και βγήκε για λίγο να δει αν έχει χώρο για να πάρει τη στροφή. Αυτό που είδε η Ανίτα αμέσως μετά την τρόμαξε τόσο που το κινητό της έφυγε από το χέρι της και μια κραυγή βγήκε ασυναίσθητα από το στόμα της.
«Προσέχετε…» Το τζιπ, τη στιγμή που ο οδηγός ήταν στο πίσω μέρος του σκυμμένος, άρχισε να κινείται προς τα κάτω στο μικρό κενό που υπήρχε στο πλάι του δρόμου. Ο οδηγός ίσα που πρόλαβε να κάνει στην άκρη για να μην τον χτυπήσει το αυτοκίνητο που αργά άρχισε να κυλά στην κατηφόρα και μετά από λίγο προσέκρουσε σε έναν μεγάλο βράχο που υπήρχε λίγα μέτρα πιο κάτω και ανέκοψε την πορεία του. Αν δεν σταματούσε εκεί, αμέσως μετά ήταν ένας μεγάλος γκρεμός και μετά… η θάλασσα. Ούτε που κατάλαβε πώς άρχισε να τρέχει προς τα εκεί μαζί με τους υπόλοιπους που έρχονταν από το κάτω μέρος του δρόμου φωνάζοντας με δύναμη. Η Ανίτα έφτασε πολύ γρήγορα κοντά στο σημείο που ο οδηγός στεκόταν στην άκρη του δρόμου. Από πάνω του ήταν κάποιοι από το συνεργείο και οι υπόλοιποι είχαν κατέβει μερικά μέτρα πιο κάτω κοντά στο τζιπ. Ευτυχώς ο οδηγός φαινόταν καλά και την είχε γλιτώσει με μια γρατσουνιά από την πτώση. Μέσα στη φασαρία ξεχώριζε η φωνή του που σχεδόν κλαίγοντας έλεγε «Λύθηκε το χειρόφρενο… δεν πρόλαβα» αλλά και μερικές βρισιές για την κακοτυχία του. Το αυτοκίνητο δεν φαινόταν να έχει μεγάλη ζημιά. Όχι όμως και ο εξοπλισμός που υπήρχε πάνω σε αυτό. Η μεγάλη κάμερα είχε πέσει κάτω και μερικά κομμάτια είχαν σκορπιστεί εδώ κι εκεί. Επικρατούσε τρομερός εκνευρισμός και η Ανίτα προσπαθούσε να βοηθήσει λέγοντας σε όλους να είναι ψύχραιμοι. Σε λίγο από τον δρόμο φάνηκε και ο ηγούμενος που μαζί με άλλους δύο μοναχούς είχαν καταφτάσει για να βοηθήσουν και να δουν τι συμβαίνει. Κάποιος είπε να απομακρυνθούν από το σημείο γιατί υπήρχε κίνδυνος το αυτοκίνητο να πάρει φωτιά μιας και διάφορα υγρά έτρεχαν από το κάτω μέρος της μηχανής. Η Ανίτα μαζί με τους
υπόλοιπους άρχισαν να ανεβαίνουν λίγο βιαστικά και πάλι προς τον δρόμο. Εκεί τους περίμεναν οι καλόγεροι, με τον ηγούμενο να δείχνει πολύ ανήσυχος γι’ αυτό που συνέβη. Αφού οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν προς το μοναστήρι, στο σημείο έμειναν μερικοί που, έχοντας και κάποιους πυροσβεστήρες στα χέρια τους, προσπαθούσαν να απομακρύνουν όποιον και ό,τι βρισκόταν κοντά στο αυτοκίνητο. Η Ανίτα περπατούσε δίπλα στον ηγούμενο και κοίταζε με αγωνία προς το σημείο του ατυχήματος. Η φωνή του την έκανε να γυρίσει προς αυτόν. «Το τηλέφωνο πρέπει να είναι δικό σου, παιδί μου» της είπε και απλώνοντας το χέρι του της έδειξε το τηλέφωνο που είχε στα χέρια του. Εκείνη τον κοίταξε, λίγο χαμένη ακόμη, και αφού αναγνώρισε τη συσκευή, το πήρε στα χέρια της. «Ναι, το δικό μου είναι. Σας ευχαριστώ, ούτε που θυμόμουν ότι μου έπεσε» του είπε λαχανιασμένη, και κοιτώντας το πιο προσεκτικά είδε πως η οθόνη ήταν σπασμένη και το τηλέφωνο εκτός λειτουργίας. Δεν έδωσε όμως πολλή σημασία σε αυτό και το έβαλε στην τσέπη της. «Τ ι ατυχία» είπε μονολογώντας. Ο γέροντας στράφηκε προς το μέρος της διατηρώντας πάντα την ηρεμία του. «Σημασία έχει, παιδί μου, που δεν χτύπησε κανείς σας, όλα τα άλλα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού». Αν το άκουγε οποιαδήποτε άλλη στιγμή αυτό, η Ανίτα θα είχε άλλη αντίδραση, αλλά τώρα δεν μίλησε και συνέχισε να περπατά μέχρι που όλοι τους έφτασαν στο μοναστήρι. «Έλα, παιδί μου, στο προαύλιο να κάτσεις στη σκιά μέχρι να δείτε τι θα κάνετε» της πρότεινε ο ηγούμενος. Η Ανίτα όμως ήταν πολύ ανήσυχη και τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο σημείο που είχε πέσει το αυτοκίνητο. Ήλπιζε να μην είχε γίνει μεγάλη ζημιά και όλα
να συνεχίζονταν κανονικά. «Σας ευχαριστώ πολύ, θα μείνω όμως λίγο εδώ να δω αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι. Να είστε καλά» του είπε ευγενικά. «Όπως θέλεις, παιδί μου, αλλά να ξέρεις και εσύ αλλά και οι υπόλοιποι πως αν χρειαστείτε κάτι μπορείτε να μας το πείτε». Έριξε κι αυτός μια ματιά προς το σημείο του ατυχήματος και μπήκε στον εσωτερικό χώρο του μοναστηριού. Αφού είχε περάσει περίπου μισή ώρα, ο σκηνοθέτης μαζί με τον διευθυντή παραγωγής, εμφανώς πολύ ανήσυχοι και απογοητευμένοι, εμφανίστηκαν στο μέρος όπου στεκόνταν όλοι. Από το πρόσωπό τους καταλάβαινες πως δεν είχαν καλά νέα. Μόλις έφτασαν κοντά, ο διευθυντής παραγωγής τούς ανακοίνωσε: «Τελειώσαμε για σήμερα. Έχουμε ένα θέμα και μάλλον τα γυρίσματα θα σταματήσουν έως τη Δευτέρα. Γυρνάμε πίσω στο ξενοδοχείο και σε δύο ώρες θα έχουμε όλοι πιο καλή ενημέρωση». Απογοητευμένοι, άρχισαν να κινούνται για να μαζέψουν τα πράγματά τους. Πιο κάτω έβλεπες ένα άλλο αυτοκίνητο να τραβά το τζιπ αργά προς τον δρόμο και γύρω κάποιοι από το συνεργείο που βοηθούσαν. Ο σκηνοθέτης πλησίασε την Ανίτα και χαμηλόφωνα της είπε: «Ανίτα μου, συγγνώμη, αλλά είμαστε λίγο άτυχοι, έγινε ζημιά στη βασική μας κάμερα αλλά και στον εξοπλισμό και θα πρέπει να τον αντικαταστήσουμε. Φοβάμαι πως ότι έχουμε γυρίσει σήμερα θα το ξανακάνουμε κάποια στιγμή την επόμενη εβδομάδα. Το πρόγραμμά μας πάει πίσω, ελπίζω όμως να μην έχουμε άλλες καθυστερήσεις. Θα αρχίσουμε και πάλι Τ ρίτη πρωί με τις σκηνές σου με τον Δημήτρη στη βάρκα… Βέβαια, υπάρχει και μια μικρή περίπτωση, αν έχει έρθει
ο εξοπλισμός, να κάνουμε το γύρισμα τη Δευτέρα, αλλά δύσκολο». «Λυπάμαι πολύ, κύριε Λυμπερόπουλε, μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω, αλλά αυτά συμβαίνουν, είμαστε λίγο άτυχοι, αλλά όλα καλά». «Είναι μια καλή ευκαιρία να ξεκουραστείς κι εσύ δύο μέρες, γιατί από βδομάδα θα πρέπει να τρέξουμε το πρόγραμμα για να είμαστε μέσα στους χρόνους» είπε ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της και συνέχισε: «Ξεκινήστε εσείς για το ξενοδοχείο και εμείς ερχόμαστε σε λίγο. Το απόγευμα θα δώσουμε συνέντευξη στο γερμανικό κανάλι, και πρέπει να συνεννοηθούμε…» «Εντάξει», είπε η Ανίτα, του χαμογέλασε, και περπάτησε μαζί του προς τα αυτοκίνητα που περίμεναν για να τους πάρουν. Φαινόταν απογοητευμένη από ό,τι έγινε, αλλά δεν ήθελε να το δείξει σε όλο τον κόσμο εκεί. Από την άλλη, σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει στο κενό που θα είχε μέχρι τη Δευτέρα. Μέχρι τη Δευτέρα… Κοίταξε το σπασμένο της κινητό και μπήκε σε ένα αυτοκίνητο της παραγωγής ενώ ένα πονηρό χαμόγελο σχηματιζόταν αργά στο πρόσωπό της…
Νησί· παρόν
Ό,τι ετοίμασε η κυρία Θέκλα ήταν τέλειο∙ όλα σπιτικά και όλα από εδώ από το νησί. Φρέσκα αυγά ομελέτα, μαρμελάδες που φτιάχνει η ίδια, φρούτα και μέλι με βούτυρο πάνω σε ζεστό ψωμί… Είχα καιρό να γευτώ τόσες νοστιμιές μαζεμένες… Χαμογελαστή πάντα, μου φέρνει σε ένα μικρό πιατάκι γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο… Υπέροχη γεύση και αυτό – δεν ήξερα καν πως μπορείς να κάνεις γλυκό από τριαντάφυλλο. Ένιωθα ευτυχισμένος εδώ στη σκιά της κληματαριάς, βλέποντας μπροστά μου τον περιποιημένο κήπο της… Μου έφερε στο μυαλό το μπαλκόνι της μητέρας μου με τα πολλά και διαφορετικά λουλούδια. Όσο περνούσε η ώρα, ένιωθα όλο και πιο άνετα στο νησί. Είχε μεσημεριάσει και δεν είχα νέα από την Ανίτα, το κινητό της ήταν εκτός λειτουργίας και φανταζόμουν πως κάπου είναι και δεν πιάνει. Σκεφτόμουν να πάρω την Ηλέκτρα, αλλά ντρεπόμουν, και έψαχνα να βρω μια αφορμή για να την καλέσω και έμμεσα να μάθω τι γίνεται στο γύρισμα. Εκείνη τη στιγμή άκουσα το τηλέφωνό μου να χτυπά και στην οθόνη το όνομα της Ηλέκτρας που με καλούσε. Από μέσα μου είπα δεν γίνονται αυτά, και χαμογέλασα
με απορία για το πώς έγινε και με πήρε τη στιγμή που σκεφτόμουν κάποια δικαιολογία για να την πάρω εγώ. Αφού το άφησα να χτυπήσει άλλη μια φορά, απάντησα δήθεν χωρίς να ξέρω ποιος είναι. «Ναι… Έλα, Ηλέκτρα μου, τι κάνεις; Όλα καλά;» Ένιωσα το πρόσωπό μου να σφίγγεται από αυτό που άκουσα. «Πότε;» Σε αυτό το σημείο η φωνή μου, χωρίς να το καταλάβω, έτρεμε λίγο, αλλά συνέχισα. «Η Ανίτα είναι καλά… σίγουρα; Εντάξει… Μα τι λες τώρα… Απίστευτο… Ευτυχώς, αφού δεν χτύπησε κανείς. Πάλι καλά… Και τώρα; Είναι κοντά σου; Καλά θα την πάρω στο ξενοδοχείο. Μήπως πρέπει να επιστρέψω; Εντάξει, Ηλέκτρα μου, θα τα πούμε τη Δεύτερα, αλλά, αν κάτι αλλάξει, πάρε με… Εντάξει, μην ανησυχείς. Γεια». Όταν μου είπε πως έγινε ένα ατύχημα, το πρώτο που σκέφτηκα ήταν η Ανίτα. Ένιωσα, σε αυτόν τον ελάχιστο χρόνο που έκανε η Ηλέκτρα για να μου απαντήσει ότι είναι καλά, πως χάθηκε ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Ευτυχώς δεν έπαθε κανείς τίποτα… Δεν νομίζω πως μπορώ να περιγράψω με λέξεις κάτι από αυτά που νιώθω εδώ και τρεις εβδομάδες περίπου. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως θα μπορούσα να είμαι τόσο ερωτευμένος. Όλες οι προηγούμενες σχέσεις μου, στην καλύτερη περίπτωση, ήταν απλώς ευχάριστες. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ το δέσιμο και την τρέλα που έχω για την Ανίτα… Κάτι που έβλεπα όλο και πιο πολύ πως είναι αμοιβαίο. Για μια ακόμα φορά σκέφτηκα να φύγω και να πάω κοντά της, αλλά κρατήθηκα στη σκέψη αυτών που είχα να κάνω. Θα την έπαιρνα σε λίγο στο ξενοδοχείο, αφού δεν είχε κινητό πλέον. Η κυρία Θέκλα, στο μεταξύ, με είχε πλησιάσει και βλέποντάς με ανήσυχο με ρώτησε: «Όλα καλά, παιδί μου;» Οδηγία της παραγωγής ήταν να μην
μαθευτεί ακόμη για το ατύχημα στο γύρισμα, οπότε της απάντησα προσπαθώντας να δείξω πως δεν ήταν κάτι σοβαρό. «Ένα μικρό ατύχημα στη δουλειά, αλλά όλα καλά, σας ευχαριστώ». «Καφεδάκι; να φτιάξω;» «Λέω να κατέβω στον κύριο Θωμά, να πιω ένα καφεδάκι, να κάνω και μια βόλτα, θα τα βάλετε όλα στο λογαριασμό μου, έτσι;» είπα δείχνοντας το τραπέζι… «Ναι, παιδί μου, μην σκοτίζεσαι μ’ αυτά… Αύριο να μας έρθεις στο πανηγύρι, μην το ξεχάσεις…» «Νομίζω πως και να μην ήθελα να έρθω, δεν μπορώ να ξεφύγω» είπα αστειευόμενος. Γέλασε αλλά καθώς με πλησίασε και με κοίταξε στα μάτια, η έκφρασή της σοβάρεψε. «Για μας η αυριανή μέρα δεν είναι μόνο χορός και γλέντι… είναι μια μέρα που θυμόμαστε τους ανθρώπους μας που χάθηκαν στον πόλεμο. Σαν αύριο γίνανε πολλά κακά στο νησί μας, κάποια ξεχαστήκανε αλλά και κάποια, ας μην τα μαρτυράμε, δεν ξεχνιούνται ποτέ». Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική μου στήλη. Ξαφνικά και χωρίς να ρωτήσω, αρχίζω να μαθαίνω πράγματα για τότε. Δεν περίμενα ποτέ πως θα μπορούσα έστω και έτσι να αρχίσω να ξετυλίγω το κουβάρι αυτών που έγιναν στην Κατοχή και που πιθανόν εμπλέκεται και η δικιά μου οικογένεια… Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω τι είχε γίνει, αλλά είχε ήδη περάσει σε άλλο θέμα. «Έφαγες καλά;» Με τούτα και με κείνα είχα ξεχάσει να της πω πόσο απόλαυσα το φαγητό και το γλυκό της. «Υπέροχα, όλα ήταν τέλεια, σας ευχαριστώ…» είπα σχεδόν
απολογούμενος. «Θα σας τιμήσω και αύριο το πρωί. Κυρία Θέκλα… όταν θα βρούμε χρόνο, θα ήθελα να μου πείτε για εκείνα τα χρόνια…» της είπα και η φωνή μου απέκτησε ξαφνικά τόνο σοβαρό. Με κοίταξε για λίγο απορώντας που ήθελα να μάθω, αλλά, σαν να το είχε κάπως μετανιώσει που το ανέφερε, προσπάθησε να το προσπεράσει. «Εσύ τώρα, παιδί μου, ήρθες για διακοπές κι εγώ κάθομαι και σου λέω τον πόνο μας και τα δικά μας… Άντε, πάνε μια βόλτα να ξεσκάσεις και άμα με το καλό έχουμε χρόνο, θα είναι καλύτερα να σ’ τα πει η μάνα μου που τα έζησε από κοντά. Λίγοι τα ξέρουν όλα και δεν μιλάνε πολύ. Αύριο στο πανηγύρι θα τη βάλω να σου τα πει. Έτσι κι αλλιώς, κάνει και την ευχή κάθε χρόνο αυτή τη μέρα στο γλέντι… Από αυτούς που ζούσανε τότε στο νησί, η μάνα μου είναι η μόνη που θυμάται τι έγινε. Και η μόνη που είναι ζωντανή και βρίσκεται στο νησί. Όλοι οι άλλοι ή πεθάνανε ή ήσαντε μικροί και δεν θυμούνται. Αυτό που ξέρω εγώ όμως να σου πω είναι πως πιο καταραμένη φάρα από τσι Γερμανούς δεν υπάρχει στον κόσμο». Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να της πω εκείνη τη στιγμή πως είναι και δικά μου όλα αυτά που έγιναν τότε. Πως κομμάτι αυτού του νησιού και της ιστορίας του είναι και η δικιά μου οικογένεια. Κρατήθηκα όμως και σκέφτηκα πόσο άσχημα θα ένιωθε η Ανίτα αν άκουγε τον αφορισμό της για τους Γερμανούς. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να συνεχίσω την κουβέντα, κάποιος φώναξε την κυρία Θέκλα από το βάθος της αυλής και αφού με κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο, έφυγε προς τα εκεί. Ήταν ένα ζευγάρι που καθόταν στην άλλη πλευρά. Σηκώθηκα κι έμεινα για λίγο να κοιτάζω τη θάλασσα. Πετάχτηκα ως το δωμάτιο για να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή και αποφάσισα να μην πάρω το μηχανάκι, αλλά να περπατήσω ως το
λιμάνι και το καφενείο. Βγήκα στο σοκάκι και άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά που οδηγούσαν προς τα κάτω. Η ζωή μου είχε αλλάξει πολύ τον τελευταίο καιρό. Ένιωθα πως μέσα μου γίνονταν μεγάλες αλλαγές που δεν είχαν όμως να κάνουν μόνο με την Ανίτα και τη δουλειά, αλλά και με την επίσκεψή μου στο νησί. Ένιωσα ξαφνικά τεράστια ευθύνη που βρίσκομουν εδώ. Ήμουν ο πρώτος από την οικογένεια της μητέρας μου που ήρθε εδώ μετά από αυτά που έγιναν τότε. Κατηφορίζοντας, το μυαλό μου ταξίδευε πότε στην Ανίτα και πότε στα πρόσωπα των ανθρώπων που είχα γνωρίσει στο νησί. Σαν όλοι μαζί να ήταν κομμάτι μιας ιστορίας, της δικιάς μου ιστορίας, που εξελισσόταν στη ζωή μου τις τελευταίες μέρες. Παντού στον δρόμο όλα ήταν τακτοποιημένα και όμορφα. Ασπρισμένα δρομάκια με γλάστρες και λουλούδια. Έβγαζα φωτογραφίες με μια λαχτάρα σαν να ήθελα να πάρω όλες αυτές τις εικόνες μαζί μου. Θα έδειχνα όλα αυτά τα όμορφα μέρη στη μητέρα μου προσπαθώντας και λίγο να την κάνω να ξεπεράσει το μίσος που αντιλαμβανόμουν ότι ένιωθε γι’ αυτόν τον τόπο. Θα ήθελα πολύ να έρθω και με την Ανίτα εδώ κάποια στιγμή. Μόλις ξεδιαλύνω λίγο την ιστορία, θα της διηγηθώ τα πάντα, ακόμα και για ποιο λόγο είμαι σήμερα εδώ. Όλοι οι άνθρωποι που συναντούσα στον δρόμο μου με χαιρετούσαν ευγενικά και πρόσχαρα, λες και με ήξεραν από παλιά. Δεν είχα ζήσει ποτέ μου σε ένα μέρος όπου ο κόσμος είναι τόσο φιλόξενος, και ας μην σε γνωρίζει. Και σε άλλα νησιά στην Ελλάδα οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί, αλλά εδώ ήταν σαν να σ’ έκαναν δικό τους αμέσως. Σαν να σε ξέρανε από καιρό… Αν και τις τελευταίες δύο εβδομάδες κοιμόμουν ελάχιστα, δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να χάσω τη μέρα μου και να πέσω για ύπνο. Ήθελα αυτές τις τρεις μέρες να έβλεπα όσο περισσότερα πράγματα
γινόταν από τον τόπο αυτόν. Αύριο θα πήγαινα στην πηγή στο Μαντάνι αλλά και στο πανηγύρι το βράδυ. Την Κυριακή είχα σκοπό να κάνω τον γύρο του νησιού με τη μηχανή. Σήμερα όμως είχα ανάγκη να χαλαρώσω εντελώς και να βάλω σε μια τάξη όλες τις νέες εξελίξεις. Αν και χάθηκα μια δυο φορές στα στενά, δεν ρώτησα, αλλά προσπάθησα να προσανατολιστώ και τελικά τα κατάφερα. Σε μια στροφή είδα τη θάλασσα και κατάλαβα πως έπρεπε να πάω προς τα εκεί. Συνέχιζα να φωτογραφίζω τα σπίτια που, αν και τα περισσότερα ήταν κλειστά αφού οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν έρθει ακόμη, ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Μου άρεσαν οι ξύλινες πόρτες και όσο πιο παλιές ήταν, τόσο πιο πολύ μου κινούσαν το ενδιαφέρον. Ο συνδυασμός του ξύλου με το λευκό χρώμα των σπιτιών αλλά και με το κόκκινο της μπουκαμβίλιας ήταν κάτι το μοναδικό. Λίγο πιο κάτω, σε ένα τραπεζάκι σχεδόν στη μέση του δρόμου, κάτω από μια κληματαριά, κάθονταν μια παρέα από γιαγιάδες που μόλις με είδαν πόζαραν και άρχισα να τις φωτογραφίζω. Τ ι τρομερά χαμόγελα… Ο ήχος από δύο ψαροκάικα που έβγαιναν στα ανοιχτά από το λιμάνι με έκανε να εγκαταλείψω τις γιαγιάδες και να αρχίσω να παρακολουθώ την πορεία τους ανάμεσα στα σοκάκια, τραβώντας ασταμάτητα φωτογραφίες. Περπατώντας λίγο ακόμα έφτασα στον δρόμο πλάι στη θάλασσα που οδηγούσε στο μικρό λιμάνι. Εκτός από τον «Τ ιτανικό», ήταν δεμένα πεντέξι ψαροκάικα, μερικές μικρές βάρκες και δύο ιστιοπλοϊκά. Στον δρόμο, λίγα αυτοκίνητα, κυρίως των ντόπιων που έκαναν τις δουλειές τους. Μετά από λίγο έφτασα στο λιμάνι και κατευθύνθηκα προς το καφενείο. Ο ήχος από τα τζιτζίκια ήταν πολύ δυνατός και κυριαρχούσε όσο πλησίαζ α. Στάθηκα με τη μηχανή μου μπροστά στο μνημείο και έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Απέναντι, ο κυρ-Θωμάς
καθόταν παρέα με κάποιους άλλους. Μόλις με είδε, σηκώθηκε και ήρθε να με υποδεχτεί. Μια καλόκαρδη έκφραση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Καλώς τον. Τ ι έγινε; έπαθε τίποτα το μηχανάκι και ήρθες με τα πόδια;» «Όχι, απλώς ήθελα να περπατήσω λίγο και το άφησα. Αν το χρειάζεστε όμως να πεταχτώ να το φέρω…» είπα, σκεφτόμενος πως μπορεί όντως να το χρειάζονται για τις δουλειές τους. «Θα το φέρεις τη Δευτέρα το πρωί που θα φύγεις, Δημήτρη. Ως τότε κάνε ό,τι θες, έχουμε μηχανάκια εμείς να βολευτούμε… Έλα να σε κεράσουμε κάτι. Έφαγες;» μου είπε και με τράβηξε ελαφρά προς τα μέσα. «Έφαγα… και πολύ καλά μάλιστα. Είναι πολύ όμορφα στης κυρίας Θέκλας, σας ευχαριστώ». «Τ ίποτα, παιδί μου, χαρά μας. Εσύ άλλωστε είσαι στα μέρη μας για δουλειά και μακάρι να ερχόσασταν και από εδώ να σας φιλοξενήσουμε όλους. Έχουμε κι εμείς ωραία μέρη να κάνετε γυρίσματα» είπε και μου έδειξε μια καρέκλα στο τραπέζι που ήταν δίπλα σε αυτό που καθόταν ο ίδιος πριν. «Το βλέπω ότι είναι όμορφο το νησί, αλλά δεν εξαρτάται από εμένα. Θα τους πω όμως να έρθουμε όλοι μαζί μια φορά» είπα και κάθισα. Από μέσα εμφανίστηκε η Φανή με δύο φίλες της κρατώντας από ένα κομμάτι χαρτί και στιλό. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου και χωρίς να φέρω αντίρρηση υπέγραψα και στις τρεις από ένα αυτόγραφο. Δεν είχα δώσει και πολλά από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω, και πάντα αισθανόμουν λίγο αμήχανα όταν το έκανα. Τα παιδιά όμως είχαν μάθει από τον κυρ-Θωμά αλλά και από την τηλεόραση που μετέδιδε διάφορα για τα γυρίσματα και για μένα. Γι’
αυτό θέλησαν να έχουν ένα αυτόγραφό μου. Ανάμεσα σε γέλια και πειράγματα βγάλαμε και μερικές φωτογραφίες. «Άντε τώρα, φτάνει, τον φάγατε τον άνθρωπο… Φανούλα, φέρε μας ένα ουζάκι να πιούμε και πες στη μάνα σου να κάνει και έναν καλό μεζέ» είπε και κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι. «Σας ευχαριστώ, αλλά δεν πίνω, κυρ-Θωμά. Θα πάρω ένα καφεδάκι, αν είναι εύκολο». Με κοίταξε με υψωμένο το φρύδι, χωρίς να φαίνεται να με πολυπιστεύει. «Το ούζο που έχουμε εδώ το φτιάνει ο ξάδερφός μου, Δημήτρη, δεν έχεις ματαπιεί τέτοιο. Δοκίμασε λίγο, και άμα δεν σου αρέσει, πάρε καφεδάκι, αλλά έτσι για το καλωσόρισμα να πιούμε όλοι μαζί». Το πονηρό του χαμόγελο ήταν μοναδικό και με έκανε αμέσως να δεχτώ, υπό έναν όρο όμως… «Εντάξει, αλλά θα κεράσω εγώ, αλλιώς δεν πίνω, κυρ-Θωμά». «Καλά, εντάξει» είπε εκείνος θέλοντας προφανώς να με κάνει προς στιγμήν να πιστέψω πως θα με άφηνε να κεράσω. Από μέσα εμφανίστηκε η Φανή μ’ έναν δίσκο με δυο ποτήρια, ένα μικρό καραφάκι ούζο, πάγο σε ένα μεταλλικό μπολάκι και ένα μπουκάλι νερό. Μόλις τα άφησε στο τραπέζι τής είπα: «Βάλε και εδώ μια γύρα, Φανή, κερασμένη από εμένα» και έδειξα το τραπέζι δίπλα μας που καθόταν η παρέα του κυρ-Θωμά. «Α, εσένα δεν θα σε κάνουμε καλά μου φαίνεται» είπε γελώντας εκείνος. Έπιασα το καραφάκι και άρχισα να σερβίρω. Σήκωσα πρώτος το ποτήρι και αφού τσούγκρισα μαζί του, ήπια μια γουλιά ενώ την ίδια στιγμή άκουγα τον κυρ-Θωμά να λέει: «Εσύ πρέπει να έχεις ρίζες από τα μέρη μας, δεν εξηγείται αλλιώς, οι Αθηναίοι δεν κάνετε τέτοια». Και με κοίταξε που έμεινα με το
ποτήρι στο χέρι και τα μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη. Γενικά, δεν έπινα, και το ούζο σε συνδυασμό με αυτό που άκουσα με έκανε να παγώσω για λίγο. Την αμηχανία της στιγμής έσπασε η Φανή που έφερε ένα ακόμα καραφάκι ούζο και το ακούμπησε δίπλα. Ένας από αυτούς σέρβιρε και όλοι μαζί σήκωσαν τα ποτήρια λέγοντας στην υγειά μας, καλ ωσόρισες και τέτοια. Είχα μείνει με τη σκέψη μου στα λόγια του κυρ-Θωμά και αναρωτιόμουν πόσο τυχαία θα μπορούσε να είναι. Πίνοντας άλλη μια γουλιά, πήρα θάρρος από το αλκοόλ που έτρεχε μέσα μου και του είπα: «Μπορεί και να είμαι από τα μέρη σας, ποτέ δεν ξέρεις, κυρ-Θωμά». Όλοι, λες και ήταν συνεννοημένοι, γέλασαν σαν να άκουσαν το μεγαλύτερο αστείο. Πίσω μου ακούστηκε η φωνή ενός από το τραπέζι. «Και να μην είσαι από τα μέρη μας, βρε παλικάρι, θα σε κάνουμε δικό μας, τόσα κορίτσια έχουμε». Τότε ο κυρ-Θωμάς σήκωσε το χέρι και τους σταμάτησε. «Έχει δοσμένη αλλού την καρδιά του ο Δημήτρης…» και αφού με κοίταξε συνέχισε. «Έτσι δεν είναι, Δημήτρη;» «Ναι έτσι… έτσι» είπα αμήχανα και άρχισα να διερωτώμαι αν υπήρχε και κάτι που δεν ήξερε για μένα ο κυρ-Θωμάς. Φαίνεται πως είχε παρακολουθήσει ολόκληρη τη συζήτησή μου με τον Θανάση στο καράβι και τα είχε ακούσει όλα… Δεν χρειάστηκε και πολύ για να καταλάβω πως το ούζο με έπιασε και πως θα ήταν καλύτερα να μην πιω άλλο, γιατί, αν συνέχιζα, δεν νομίζω πως θα μπορούσα να κρατηθώ και να μην τους πω ποιος είμαι στ’ αλήθεια. Άφησα να μου βάλει λίγο ακόμα στο ποτήρι μου, αλλά κάθε φορά που το έβαζα στο στόμα μου απλώς έβρεχα τα χείλη μου κάνοντας πως πίνω. Αφού για λίγο συζητήσαμε όλοι μαζί για την ταινία και το τι κάνω στα μέρη τους, ρώτησα προσπαθώντας να δείχνω αδιάφορος:
«Υπάρχει μια πηγή εδώ πιο πάνω μου είπαν, Μαντάνι, αν δεν κάνω λάθος. Πώς πάει κάποιος; Θέλω να βγάλω φωτογραφίες αύριο το πρωί. Έμαθα πως η θέα είναι εξαιρετική από εκεί». Είχαμε γίνει πια ένα τραπέζι και από απέναντι ένας κύριος κοντά στην ηλικία του κυρ-Θωμά, που φόραγε ένα άσπρο ναυτικό καπέλο, προσφέρθηκε να με κατατοπίσει. «Καλά σου είπαν, στο Μαντάνι είναι πολύ όμορφα και να πας. Μπορείς με τα πόδια αλλά έχει ανηφόρα και θ’ αργήσεις, αλλά μπορείς να πας και με το μηχανάκι, ή από τον κεντρικό ή από τον παλιό δρόμο, που είναι και πιο ωραία η διαδρομή. Αν θέλεις όμως, μπορείς να ακολουθήσεις με τα πόδια το αυλάκι και θα σε οδηγήσει στην πιο όμορφη παραλία μας, στο Κρυμμένο, και άμα φτάσεις εκεί, να πας στη Σπηλιά της Σιωπής να δεις τι όμορφα που είναι». Πώς να του έλεγα τώρα ότι ήξερα πολύ καλά τη Σπηλιά της Σιωπής αλλά και ότι είχα βιώσει τη μαγεία του μέρους που μου περιέγραφε, και πως εκεί πέρασα μια από τις ομορφότερες μέρες της ζωής μου… Δεν μίλησα και έκανα τον ανήξερο. Ο κυρ-Θωμάς μπήκε και αυτός αμέσως στη συζήτηση. «Μπορώ να σε πάω, άμα θες, Δημήτρη, θέλω κι εγώ να πάω μια βόλτα εκεί, έχω καιρό ν’ ανέβω στην πηγή». Εδώ τα πράγματα δυσκόλεψαν. Πώς θα σκόρπιζα τη στάχτη του θείου Νίκου και πώς θα το δικαιολογούσα στον κυρ-Θωμά; Έπρεπε να το αποφύγω και γι’ αυτό έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει. Παρ’ όλη την επίδραση του ούζου βρήκα γρήγορα μια δικαιολογία. «Πολύ ευχαρίστως, αλλά έλεγα να κάνω μια βόλτα πρώτα κι έπειτα θα σταματάω κάθε τρεις και λίγο να βγάζω φωτογραφίες, καλύτερα να πάμε αν θέλετε την Κυριακή». «Την Κυριακή θα είμαστε όλοι ξάπλα από το πανηγύρι, αλλά δεν
πειράζει, κάνε εσύ τη βόλτα σου και θα πάω εγώ μια άλλη φορά» είπε γελώντας. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνό μου δίνοντάς μου την ευκαιρία να ξεφύγω. Είδα έναν αριθμό που δεν ήξερα. «Ναι…» Το πρόσωπό μου θα πρέπει να φωτίστηκε, γιατί όλοι με κοίταξαν με απορία. «Ανίτα… είσαι καλά, κορίτσι μου; Τ ι έγινε; Ναι, πες μου…» Ζητώντας βουβά συγγνώμη σε όλη την παρέα, σηκώθηκα και πήγα λίγο πιο πέρα για να μιλήσω. Η Ανίτα άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία με το ατύχημα στο γύρισμα. Είχα σταματήσει δίπλα στο μνημείο που υπήρχε εκεί, και χωρίς να το καταλάβω κάθισα στο μάρμαρο ακριβώς μπροστά από την επιγραφή. Ήμουν πολύ χαρούμενος που επιτέλους κατάφερνα να μιλήσω μαζί της. Μου είχε λείψει απίστευτα και δεν σταμάτησα να της το λέω. Μου είπε πως δεν θα έχει δουλειά μέχρι τη Δευτέρα και σκέφτηκα μήπως τελικά δεν μείνω την Κυριακή και επιστρέψω πιο νωρίς για να περάσουμε λίγο χρόνο ήρεμα χωρίς να τρέχουμε με τη δουλειά. Καταλάβαινα πως ήθελε να έρθει, αλλά δεν ήθελε να φύγει μετά και από το ατύχημα που έγινε. Άλλωστε, είχαν ήδη κανονίσει να δώσει κάποιες συνεντεύξεις σήμερα και αύριο. Την παρότρυνα να μείνει, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσε κάτι να προκύψει. Δεν θα ήταν πολύ επαγγελματικό να λείπουμε και οι δύο μετά από αυτό το ατύχημα και να κάνουμε διακοπές. Μιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμα. Της είπα πόσο όμορφα ήταν εδώ, αλλά και το πόσο φιλόξενοι είναι οι άνθρωποι. Ανανεώσαμε το τηλεφωνικό μας ραντεβού για το βραδάκι, έκλεισα το τηλέφωνο και έμεινα να κοιτάζω τις βάρκες μπροστά μου να χορεύουν από το κυματάκι που σήκωσε ένα σκάφος που μόλις είχε μπει στο λιμάνι. Έτσι όπως είχα ακουμπήσει πάνω στις πέτρες
στη βάση του μνημείου ούτε που κατάλαβα πώς κόπηκε το χέρι μου σε κάποιο αιχμηρό σημείο της πέτρας. Ήμουν τόσο απορροφημένος από την κουβέντα μαζί της που δεν ένιωσα τίποτα. Από το δάχτυλό μου είχε τρέξει μια μικρή σταγόνα αίμα πάνω στην πέτρα. Προσπάθησα να τη σκουπίσω αλλά τα έκανα χειρότερα. Έβαλα το δάχτυλο στο στόμα μου για να καθαρίσω το λίγο αίμα που είχε απομείνει. Κοίταξα πίσω μου και είδα ξανά την επιγραφή στο μνημείο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως αυτό το μνημείο είχε να κάνει με ό,τι είχε συμβεί στην οικογένεια της μητέρας μου. ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΟΣΩΝ ΕΠΕΣΑΝ ΔΙΚΑΙΩΣ Ή ΑΔΙΚΩΣ. Αυτό το « ΑΔΙΚΩΣ» κάτι μου έλεγε πως έκρυβε πολλά… Έμεινα για λίγο εκεί και μετά επέστρεψα στην παρέα του καφενείου που άρχισε τα πειράγματα, αφού όλοι είχαν καταλάβει πόσο σημαντικό ήταν το τηλεφώνημά μου… Κάθισα αρκετή ώρα και τη συζήτηση μονοπωλούσε η ταινία και η πλοκή της. Όλοι με ρώταγαν λεπτομέρειες για το πώς γυρίζεται μια ταινία και αν τα φιλιά που δίναμε με την Ανίτα ήταν αληθινά. Πώς να τους εξηγήσω ότι τα φιλιά μου με την Ανίτα όχι μόνο ήταν αληθινά αλλά και κάτι παραπάνω. Αν και με έτρωγε, δεν ρώτησα τίποτα για τότε, για την Κατοχή. Είχα μπροστά μου μια παρέα ωραίων ανθρώπων που με είχαν αγκαλιάσει με τον φιλόξενο τρόπο τους. Παρ’ όλα αυτά ένας υπόγειος φόβος με κρατούσε από το να ανοίξω συζήτηση για ό,τι συνέβη στο παρελθόν. Εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν πως ίσως θα ήταν καλύτερα να μην σκαλίσω την ιστορία, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Πάνω στην κουβέντα όμως, ανάμεσα σε όλες τις άλλες πληροφορίες για τον τόπο τους, έμαθα πως πριν από πολλά χρόνια έγιναν τρομερά πράγματα από τους Γερμανούς στο νησί. Έκαψαν σχεδόν τα πάντα και
εκτέλεσαν πολλούς ντόπιους σε αντίποινα για τον θάνατο κάποιων Γερμανών στρατιωτών. Υπήρχαν δύο μεγάλα χωριά εκτός από τη χώρα εδώ στο λιμάνι που είχαν καταστραφεί εντελώς και τώρα εκεί υπάρχουν μόνο λίγα σπίτια κάποιων, που μετά τον πόλεμο γύρισαν και τα ξανάφτιαξαν. Το νησί σχεδόν ερήμωσε για μερικά χρόνια, και μόνο μετά από καιρό οι ντόπιοι άρχισαν να επιστρέφουν εδώ και να στήνουν από την αρχή τις ζωές τους. Αυτά πάνω κάτω τα ήξερα όμως και δεν κατάφερα, αλλά δεν προσπάθησα κιόλας εκείνη τη στιγμή, να μάθω περισσότερα. Μετά πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και έτσι πέρασε αρκετή ώρα. Όλο αυτό το διάστημα, αρνιόμουν με μεγάλη δυσκολία, πλην όμως ευγενικά, τις προτροπές τους να πιω. Κάποια στιγμή σκέφτηκα πως θα ήθελα να κάνω ένα μπάνιο στη θάλασσα και γι’ αυτό σηκώθηκα. Πλήρωσα τον λογαριασμό παρά τις αντιρρήσεις όλων, τους χαιρέτησα και ανανεώσαμε το ραντεβού μας γι’ αργότερα. Έμαθα για μια παραλία που δεν ήταν και πολύ μακριά και αποφάσισα να περπατήσω ως εκεί. Γαλ άζια πέτρα την έλεγαν, από τη μεγάλη πέτρινη πλάκα που φαινόταν στον βυθό και είχε ένα ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Δεν είχα πάρει μαζί μου τίποτα, ούτε μαγιό ούτε πετσέτα. Θα έκανα μπάνιο γυμνός, αλλά αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, γιατί με διαβεβαίωσαν πως κανείς δεν θα ήταν εκεί σήμερα. Περπάτησα αρκετά δίπλα στη θάλασσα και αφού έφτασα μετά από δέκα λεπτά περίπου σ’ ένα σημείο που ο δρόμος τέλειωνε, πήρα το μικρό μονοπάτι που, σύμφωνα με τις οδηγίες τους, ανέβαινε έναν μικρό λόφο και σε λίγο είδα χαμηλά μπροστά μου τα καταπράσινα νερά της παραλίας. Στο κέντρο της, μέσα στη θάλασσα, υπήρχε όντως μια μεγάλη πέτρινη στρογγυλή πλάκα που είχε έναν τόνο πιο γαλάζιο από το χρώμα που είχαν τα νερά. Φαινόταν πεντακάθαρα και μπορούσα να δω πολλές
λεπτομέρειες του βυθού. Κανείς δεν ήταν τριγύρω. Κατέβηκα λίγο ακόμα και κάθισα στην άκρη της παραλίας, τράβηξα μια φωτογραφία με το κινητό μου και την έστειλα στην Ανίτα. Μετά έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα στη δροσερή θάλασσα κολυμπώντας προς τα ανοιχτά…
Νησί· 15 Αυγούστου 1940
Πάνω σε ένα λευκό στρωμένο σεντόνι στην αμμουδιά κάθεται η Ελένη. Κρατά ένα λεπτό τετράγωνο ξύλο που επάνω του έχει ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίζει αυτό που βλέπει. Έχει διάφορα μολύβια και κάθε φορά που αλλάζει κάποιο χρώμα, κοιτάζει με προσοχή προς τη θάλασσα θέλοντας να αποτυπώσει όσο καλύτερα μπορεί αυτό που υπάρχει μπροστά της. Ο ήλιος στο βάθος σε λίγο θα ξεκολλήσει από τον ορίζοντα και θα υψωθεί ψηλά στον ουρανό. Οι ακτίνες του δημιουργούν μια ασημένια γραμμή που τρέμει μέσα στη θάλασσα και φτάνει μέχρι μπροστά στα πόδια της. Είναι η πρώτη φορά που ήρθε στο νησί από τότε που έφυγε για την Ιταλία. Δεν ήταν και τόσο εύκολο τελικά να έρχεται και πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια για να μπορέσει να επιστρέψει. Είναι δύο μέρες εδώ. Η εισβολή των ναζί στην Πολωνία αλλά και η κήρυξη του πολέμου στη Γερμανία από την Αγγλία και τη Γαλλία την ανάγκασαν να επιστρέψει έτσι κι αλλιώς και να διακόψει τις σπουδές της στη ζωγραφική. Ήθελε πολύ να είχε έρθει πιο νωρίς, αλλά αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Οι Ιταλοί δεν άφηναν πλέον τους Έλληνες που σπούδαζαν εκεί να
έρχονται συχνά στην πατρίδα τους. Τα πράγματα άλλαζαν κάθε μέρα στην Ιταλία προς το χειρότερο. Η άνοδος του Μουσολίνι και η παραμονή του στην εξουσία δυσκόλευε πολύ τις ζωές όλων αλλά και τη δικιά της. Σήμερα όμως δείχνει πολύ χαρούμενη και το πρόσωπό της είναι ήρεμο και χαλαρό. Το μόνο που ακούγεται είναι το κύμα που φτάνει σχεδόν μέχρι την άκρη του απλωμένου σεντονιού. Παρατηρώντας αυτό που ζωγραφίζει μπορούσες να διακρίνεις στη μέση του κάδρου την όψη ενός ανδρικού κορμιού που είναι μέσα στη θάλασσα και έχει στραμμένο το πρόσωπό του προς τον ήλιο. Κάτω χαμηλά στη δεξιά πλευρά του κάδρου με μικρά γράμματα ήταν γραμμένο το εξής: Γαλ άζια Πέτρα. Αν κοίταζες όμως προς τη θάλασσα, θα ανακάλυπτες ότι αυτό που ζωγράφιζε υπήρχε πραγματικά. Μπροστά της, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, μέσα στη θάλασσα, βρισκόταν ένας άντρας που όντως ήταν σαν να είχε σταθεί στη μέση του μικρού κόλπου και κοίταζε προς τον ήλιο. Δεν μπορούσες να διακ ρίνεις τα χαρακτηριστικά του γιατί βρισκόταν ακριβώς στην ίδια ευθεία με τον ήλιο που δεν σε άφηνε να δεις και πολλά πράγματα. Σε λίγο η Ελένη άφησε τα εργαλεία της πάνω στο απλωμένο σεντόνι, σηκώθηκε και με το χέρι της έκανε νόημα προς τον άντρα, που μόλις το είδε ξεκίνησε να κολυμπά προς το μέρος της. Άρχισε να πλησιάζει πιο πολύ προς τη θάλασσα και τα γυμνά της πόδια μπήκαν μέσα στο νερό μέχρι τους αστραγάλους. Σήκωσε το φουστάνι της πιο ψηλά μέχρι το γόνατο και προχώρησε λίγο πιο μέσα. Στο μεταξύ ο άντρας είχε έρθει κοντά και πλέον μπορούσες να δεις τα χαρακτηριστικά του καθαρά. Ήταν ο Μανόλης. Μόλις έφτασε στα ρηχά βγήκε και πλησίασε την Ελένη που για λίγο φυλάχτηκε για να μην γίνει μούσκεμα από το
νερό που έτρεχε από το κορμί του, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. «Πώς τα πήγα; Κατάφερα να μείνω ακίνητος αρκετά για να με ζωγραφίσεις;» ρώτησε γελώντας. «Μια χαρά, ελπίζω μόνο να μην κρύωσες τόση ώρα που σε ταλαιπωρώ» είπε και αφήνοντας το χέρι του πήγε γρήγορα προς το σεντόνι και πήρε μια πετσέτα. Πιάνοντάς την από τις δύο άκρες πλησίασε τον Μανόλη σαν να ήθελε να τον στεγνώσει αγκαλιάζοντάς τον. «Για να δω» είπε εκείνος και πήγε προς το σημείο που υπήρχε η ζωγραφιά της Ελένης. Φτάνοντας μαζί του εκείνη, το σήκωσε και του το έδειξε. «Είναι πολύ όμορφο, Ελένη». Συνέχισε να το κοιτάζει με θαυμασμό. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, το έκανα πολύ γρήγορα για να μην σε αφήσω πολλή ώρα μέσα στη θάλασσα και κρυώσεις» είπε εκείνη και ο Μανόλης γέλασε δυνατά και πήγε να βγάλει την πετσέτα από πάνω του. «Έλα να σε στεγνώσω καλύτερα» του είπε και αφού άφησε κάτω τη ζωγραφιά τον τύλιξε τρυφερά. Ο Μανόλης όλη αυτή την ώρα την κοίταζε γλυκά και το βλέμμα του μαρτυρούσε πόσο του είχε λείψει όλο αυτόν τον καιρό. Αλληλογραφούσαν όσο μπορούσαν πιο συχνά και τα γράμματά τους ήταν γεμάτα από το πάθος και την αγάπη που ένιωθε ο ένας για τον άλλον. Είχαν χτίσει μέσω των γραμμάτων ακόμα περισσότερο τη σχέση τους. Ο χωρισμός τους, αντί να λειτουργήσει αρνητικά, τους έκανε πιο δυνατούς λες και η απόσταση δεν υπήρχε γι’ αυτούς. Τ ις πρώτες στιγμές που συναντήθηκαν, τώρα που γύρισε η Ελένη, και οι δύο τους ήταν αμήχανοι αλλά σύντομα το
ξεπέρασαν. Σήμερα είναι η πρώτη στιγμή που καταφέρνουν να βρεθούν μόνοι τους χωρίς να τους βλέπει κανείς. Ο πατέρας της πίστευε πως μετά από τόσο καιρό ο έρωτάς τους θα ξέφτιζε, αλλά έκανε λάθος. Η αλήθεια είναι πως δεν αντιπαθούσε τον Μανόλη, απλώς ήθελε η κόρη του να πάρει κάποιον σπουδαγμένο και να φύγει από αυτό το νησί. Δεν του άρεσε και πολύ ιδέα να γίνει γυναίκα ενός μυλωνά. Δεν ήξερε βέβαια τα κρυφά σχέδιά τους που λέγανε πως μόλις παντρευτούν θα φύγουν από εδώ. Δεν του το είχε πει ποτέ η Ελένη. Όλα άλλωστε ήταν τόσο αβέβαια γύρω τους εκείνη την εποχή. Όση ώρα η Ελένη σκούπιζε τον Μανόλη, αυτός την είχε πλησιάσει κοιτώντας τη στα μάτια. Έβγαλε την πετσέτα από το σώμα του και την άφησε να πέσει κάτω. Τα χέρια του πέρασαν γύρω από τη μέση της Ελένης που, αν και κάπως αμήχανη, έδειχνε να μην μπορεί αλλά και να μην θέλει να αντισταθεί. Τα χείλη τους ενώθηκαν αργά και τρυφερά με ένα φιλί που μαρτυρούσε τι ένιωθαν εκείνη τη στιγμή μέσα τους. Η Ελένη προσπαθώντας να ξεπεράσει την αμηχανία ξέφυγε για λίγο και έσκυψε πάνω από μια τσάντα που είχε μαζί της. Έβγαλε από μέσα ένα μικρό κουτί δεμένο με μια μαύρη μικρή κορδέλα. Αφού το κοίταξε για λίγο, το έδωσε στον Μανόλη που το κοίταζε περίεργος. «Άνοιξέ το» του είπε και του το έβαλε στο χέρι. Ο Μανόλης, αφού άγγιξε το χέρι της, έπιασε το κουτί και άρχισε να το ανοίγει. Έβγαλε την κορδέλα και αργά σήκωσε το καπάκι. Μέσα υπήρχε κάτι που ήταν τυλιγμένο με ένα σκούρο μπλε χαρτί. Το έβγαλε και αφού αφαίρεσε το περιτύλιγμα έμεινε να κρατάει στα χέρια του ένα όμορφο ρολόι τσέπης με μια αλυσίδα που κρεμόταν από τη βάση του. Το κοίταξε καλύτερα και χαμογελώντας αγκάλιασε την Ελένη.
«Σ’ ευχαριστώ… είναι πανέμορφο, δεν έπρεπε να ξοδεύεις τα χρήματά σου όμως». «Αυτό το αγόρασα με δικά μου χρήματα, Μανόλη, από τη δουλειά που κάνω στην Ιταλία». Η Ελένη είχε βρει δουλειά τον τελευταίο καιρό στο ατελιέ ενός Ιταλού ζωγράφου. Τον βοηθούσε σε διάφορα και πληρωνόταν σχετικά καλά γι’ αυτό. «Χαίρομαι που σου αρέσει… άνοιξέ το να δεις». Ο Μανόλης άνοιξε το καπάκι του ρολογιού και μέσα φάνηκαν οι δείκτες που έδειχναν την ώρα. «Πολύ όμορφο…» «Κοίταξέ το πιο καλά» επέμεινε και με το χέρι της ανασήκωσε το δικό του. Τότε μπόρεσε να διακρίνει πως στο μέσα μέρος του καλύμματος υπήρχαν σκαλισμένα κάποια γράμματα. Μ+Ε ΜΑΖΙ ΠΑΝΤΑ Ο Μανόλης, αφού κοίταξε για λίγο το ρολόι, έσκυψε πάνω από τα ρούχα του και από την τσέπη του παντελονιού του έβγαλε ένα μικρό υφασμάτινο πουγκί. «Σειρά σου τώρα… Άνοιξέ το». Η Ελένη είχε μείνει να τον κοιτά στα μάτια κρατώντας το στο χέρι της. Δεν περίμενε πως ήταν μέρα ανταλλαγής δώρων τελικά. Έλυσε τον κόμπο και από μέσα έβγαλε ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Στο πάνω μέρος του είχε χαραγμένο ένα μικρό τριαντάφυλλο. Για λίγο το κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Κάτι πήγε να ψελλίσει, αλλά ο Μανόλης έπιασε το χέρι της και αργά της το πέρασε στο δάχτυλο και με το χέρι του σήκωσε το πιγούνι της για να την κοιτάξει καλύτερα στα μάτια. «Ήταν της μητέρας μου…» Μετά την πλησίασε και της έδωσε ένα φιλί. Εκείνη είχε δακρύσει, αλλά ανταποκρίθηκε και άρχισε να τον
φιλά σε όλο του το πρόσωπο. Τα φιλιά τους γίνονταν όλο και πιο παθιασμένα. Τα χέρια της Ελένης σφίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του Μανόλη που την άγγιζε διψασμένα σε όλο της το κορμί. Το σώμα του δεν είχε στεγνώσει τελείως και το φόρεμά της έγινε μούσκεμα. Τα χέρια του άρχισαν να ανασηκώνουν το φουστάνι της αργά και τρυφερά. Τα λευκά της πόδια αποκαλύφθηκαν και η Ελένη τον τράβηξε να καθίσουν στο σεντόνι που ήταν απλωμένο πάνω στην άμμο. Το σώμα της έτρεμε ολόκληρο, αλλά και η καρδιά του Μανόλη χτυπούσε δυνατά. Ήταν ο μόνος άντρας που είχε φιλήσει και τώρα ήταν έτοιμη να του δοθεί ολοκληρωτικά για πρώτη φορά. Στα γράμματά τους είχαν ονειρευτεί με πολύ πάθος αυτή τη στιγμή και η αλήθεια ήταν πως το επιθυμούσαν και το πρόσμεναν και οι δύο όσο τίποτε άλλο. Ο Μανόλης άρχισε να γλιστρά πάνω στο σώμα της μέχρι που βρέθηκε σχεδόν πάνω της. Με τα χέρια του άγγιζε κάθε σημείο του σώματός της. Τα νύχια της Ελένης είχαν σχεδόν μπει μέσα στο δέρμα του. Άγγιζε τον Μανόλη σαν να μην ήθελε να τον αφήσει ποτέ, σαν να ήθελε να αγκιστρωθεί πάνω στο κορμί του. Εκείνος άρχισε να ξεκουμπώνει αργά τα κουμπιά που υπήρχαν στο μπροστινό μέρος του φορέματός της. Τα χείλη του από το στόμα της κατέβηκαν στον λαιμό της και σιγά προς το στήθος της που ανασηκωμένο λίγο περίμενε να γευτεί τα φιλιά του. Δεν μπορούσε κανείς από τους δύο να ελέγξει ούτε τη σκέψη του ούτε το σώμα του. Είχαν αφεθεί σε αυτό που ένιωθαν βαθιά μέσα τους. Αυτή τη στιγμή και οι δύο ήταν έτοιμοι να κάνουν πράξη ό,τι είχαν φανταστεί μέχρι σήμερα. Τα δύο σώματα σφίγγονταν άτσαλα με πάθος προσπαθώντας να γίνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται… ένα. Ξαφνικά, από μακριά ακούστηκε μια φωνή να φωνάζει το όνομα του Μανόλη. Μόλις το άκουσαν, τα κορμιά τους χώρισαν βιαστικά και η Ελένη κάλυψε γρήγορα με το
φουστάνι της ό,τι είχε αποκαλυφθεί και άρχισε να το κουμπώνει. Ο Μανόλης, ανήσυχος, σηκώθηκε και κοίταξε να δει από πού ήρθε αυτή η φωνή, που όμως του φάνηκε γνώριμη. Ψηλά στον λόφο εμφανίστηκε ο αδερφός του ο Γιάννης που μόλις τους είδε έτρεξε γρήγορα στην κατηφόρα προς αυτούς. Η όψη του και το ύφος του έδειχναν ότι είχε γίνει κάτι πολύ σημαντικό. «Έλα, Μανόλη, έχω άσχημα μαντάτα» είπε λαχανιασμένος από το τρέξιμο. «Τ ι έγινε, αδερφέ μου, πάρε μια ανάσα και πες μας». Ο Γιάννης πήρε δυο βαθιές αναπνοές και κοίταξε την Ελένη που μόλις ανασηκωνόταν ανήσυχη κι αυτή με τη σειρά της. «Είχα πάει στο κυβερνείο που μου είχαν ζητήσει να πάρω δύο τσουβάλια καλαμπόκι να το αλέσω και κανείς δεν ήταν στο γραφείο. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι συνέβαινε, αλλά μετά είδα πως όλοι τους είχαν μαζευτεί στο κάτω δωμάτιο και άκουγαν τον ασυρματιστή που μίλαγε με το αρχηγείο στη Ρόδο. Από τα λίγα που κατάλαβα, βυθίστηκε ένα ελληνικό καράβι πριν λίγες ώρες μέσα στο λιμάνι κάποιου ελληνικού νησιού. Όχι μόνο του. Το βύθισαν. Δεν είναι μόνο αυτό όμως που με ανησύχησε…» «Τ ι άλλο άκουσες;» είπε ο Μανόλης και το χέρι του ασυναίσθητα έπιασε σφιχτά το χέρι της Ελένης. «Από τη Ρόδο δόθηκε διαταγή να είναι όλο το στράτευμα σε επιφυλακή, και πριν έρθουν προς το γραφείο άκουσα τον λοχαγό τους να λέει “ La guerra è in arrivo, preparare i miei soldati”». Ο Μανόλης τον κοίταξε με απορία αφού δεν μίλαγε καλά ιταλικά. «Τ ι σημαίνει;» Πριν προλάβει να απαντήσει ο Γιάννης, μίλησε η Ελένη. «Έρχεται πόλεμος, ετοιμαστείτε στρατιώτες μου» και αφού τον κοίταξε στα
μάτια συνέχισε «αυτό σημαίνει…» και οι τρεις έμειναν σιωπηλοί. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έσκαγε απαλά στην άμμο και μετά αποσυρόταν πάλι προς τη θάλασσα…
Νησί· παρόν
Γύρισα αργά από τη θάλασσα και τώρα καθισμένος στο μπαλκόνι του δωματίου μου απολαμβάνω την ηρεμία και την ομορφιά του τοπίου. Κοντεύει να νυχτώσει και νιώθω τα μάτια μου να κλείνουν από την κούραση. Δεν νομίζω πως θα μπορούσα να αντέξω και πολύ ακόμη. Είχα χαλαρώσει αρκετά με το μπάνιο στη Γαλάζια Πέτρα. Περπάτησα πολλά χιλιόμετρα σήμερα και νιώθω τα πόδια μου βαριά και κουρασμένα. Δεν ήθελα με τίποτα να σηκωθώ από εκεί αλλά έπρεπε, γιατί ήθελα να τηλεφωνήσω στην Ανίτα και το τηλέφωνό μου ήταν μέσα συνδεδεμένο με τον φορτιστή. Καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια, σηκώθηκα και πήγα να πάρω το τηλέφωνο που πλέον είχε φορτιστεί και μπορούσα να μιλήσω όσο ήθελα. Κάλεσα την Ανίτα στο δωμάτιό της, αλλά δεν απάντησε και πήρα στη ρεσεψιόν. Μου είπαν πως βρίσκεται σε μια συνέντευξη και πως σε λίγο τελειώνει. Της άφησα μήνυμα να με πάρει. Ξανακάθισα στην καρέκλα του μπαλκονιού κοιτάζοντας μακριά τα όμορφα χρώματα που άφησε πίσω της η δύση του ήλιου. Είναι από τις εικόνες αλλά και τα συναισθήματα που θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Ένιωθα
την ηρεμία του τοπίου να με κυριεύει και να μου δημιουργεί την αίσθηση της ολοκλήρωσης. Γλάροι ακούγονταν να περνάνε ακριβώς πάνω από τα σπίτια. Νυχτώνει σε λίγο και προφανώς κάπου πηγαίνουν για να περάσουν τη νύχτα. Οι σκιές τους ξεχωρίζουν στον ουρανό σαν ζωγραφιά. Το μόνο πράγμα που θα ήθελα αυτή τη στιγμή ήταν να μπορούσα να έχω δίπλα μου την Ανίτα και να μοιραστούμε αυτή την ομορφιά. Τελικά τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή δεν είναι αυτά που μπορείς να αποκτήσεις ή να ζήσεις μόνος σου, αλλά αυτά που μπορείς να μοιραστείς. Στο βάθος, τα φώτα ενός μεγάλου επιβατικού καραβιού ξεχώριζαν μέσα στη θάλασσα σαν στολισμένο χριστουγεννιάτικο δένδρο. Από το μυαλό μου πέρναγαν τα πρόσωπα των ανθρώπων που γνώρισα σήμερα. Αύριο είχα σκοπό το πρωί να ανεβώ με τη μηχανή στο Μαντάνι για να σκορπίσω στο νερό της πηγής τις στάχτες του θείου Νίκου. Θα ήθελα να ακολουθήσω τη διαδρομή μέχρι την παραλία αλλά δεν ξέρω αν θα τα προλάβαινα όλα αύριο. Ο θείος μου ήταν περίπου δεκατριών χρονών όταν έφυγε με τη μητέρα μου από εδώ. Εκείνη ήταν τότε τριών. Το σπίτι τους από ό,τι κατάλαβα ήταν στο χωριό που υπήρχε τότε πιο πάνω από τη χώρα. Τ ώρα το μόνο που είχε απομείνει εκεί από αυτό το χωριό είναι μερικά καινούργια σπίτια που χτίστηκαν τελευταία και κάποιοι πέτρινοι τοίχοι που αντιστάθηκαν στον πόλεμο του χρόνου και παρέμειναν όρθιοι. Δεν ήθελα να αρχίσω τις πολλές ερωτήσεις με το που ήρθα εδώ, αλλά αύριο είχα σκοπό να προσπαθήσω να μάθω περισσότερες πληροφορίες για το τι έγινε τότε. Ένιωθα πως δεν υπήρχε κάτι να φοβηθώ και αναρωτιόμουν και πάλι αν έπρεπε να φανερώσω την ταυτότητά μου. Τη μια στιγμή έλεγα μέσα μου πως θα το κάνω, αλλά γρήγορα μετάνιωνα καθώς τα λόγια της μητέρας μου και η επιμονή της επανέρχονταν στο μυαλό μου… Είχε αρχίσει
να φυσάει λίγο και σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να ρίξω κάτι πάνω μου. Σηκώθηκα και μπήκα στο δωμάτιο, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοίταξα προς τα έξω. Το λίγο φως που έμπαινε απέξω μου θύμισε το προηγούμενο βράδυ στο δωμάτιο της Ανίτας. Θυμήθηκα πόσο έμοιαζε αυτό που έβλεπα μπροστά μου με τη θέα από το δωμάτιό της. Μια μουσική που ακούστηκε από μακριά με νανούρισε και δεν άργησα να κλείσω τα κουρασμένα μου μάτια…
Στα γυρίσματα
Η Ανίτα μόλις έχει τελειώσει τη συνέντευξή της και μιλάει όρθια με τον σκηνοθέτη αλλά και με κάποιους από τους ηθοποιούς που παίζουν τους μικρότερους ρόλους στην ταινία. Το σενάριο είναι κυρίως βασισμένο στον δικό της ρόλο αλλά και στου Δημήτρη. Υπάρχουν όμως εδώ και άλλοι δέκα περίπου ηθοποιοί που παίρνουν μέρος στην ταινία. Οι περισσότεροι από τους κομπάρσους είναι από εδώ, γιατί ο σκηνοθέτης τούς προτίμησε από τους επαγγελματίες. Του άρεσαν τα πρόσωπα των ντόπιων και αυτοί έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ χαρούμενοι που έπαιρναν μέρος στα γυρίσματα. Αισθάνονταν υπερήφανοι που προτιμήθηκε το νησί τους. Άλλωστε το σενάριο μίλαγε για ένα από τα πιο ωραία νησιά του Αιγαίου. Όλη αυτή την ώρα κάποιος τραβά φωτογραφίες. Κόσμος υπάρχει τριγύρω. Την Ανίτα πλησιάζει η Ηλέκτρα και της δίνει ένα κουτί με μια τηλεφωνική συσκευή. «Έχω βάλει την παλιά κάρτα, αλλά πρέπει να το φορτίσεις, το άλλο είναι για πέταμα μου είπαν… κατάφεραν και σου πέρασαν όλες τις επαφές, αλλά οι φωτογραφίες που είχες τραβήξει χάθηκαν». Η
Ανίτα απογοητεύτηκε. Είχε βγάλει πολλές φωτογραφίες με το τηλέφωνό της τον Δημήτρη και δεν ήθελε να τις χάσει. «Σ’ ευχαριστώ, Ηλέκτρα, δεν πειράζει, θ’ ανέβω σε λίγο στο δωμάτιο και θα το κάνω», είπε και της χαμογέλασε. «Μπορείς να μου βρεις τον κύριο Μιχάλη που θέλω να τον ρωτήσω κάτι σε παρακαλώ;» «Και βέβαια, είναι έξω και περιμένει να του δώσω το πρόγραμμα της άλλης εβδομάδας. Τον φωνάζω να έρθει» είπε και ξεκίνησε για την είσοδο του ξενοδοχείου. Η Ανίτα είχε μια πολύ πονηρή έκφραση, σαν μικρό παιδί που ετοιμαζόταν να κάνει κάποια ζαβολιά. Αφού χαιρέτησε τους υπόλοιπους πήγε προς τη ρεσεψιόν. Η κοπέλα που ήταν εκεί της έδωσε ένα σημείωμα με το μήνυμα ότι την πήρε ο Δημήτρης. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ήθελε τόσο να βρεθεί μόνη της και με ηρεμία να του μιλήσει. Είχε περάσει όλη η μέρα και δεν κατάφεραν να τα πουν όσο θα ήθελαν. Μόλις πήγαινε στο δωμάτιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανε. Ήθελε να πάρει τη μητέρα της να της πει πως είναι καλά, γιατί μπορεί να την έψαχνε όση ώρα δεν είχε το κινητό της. Την προβλημάτιζε λίγο το γεγονός ότι δεν είχε μιλήσει εδώ και μέρες με τη γιαγιά της και φοβόταν πως δεν ήταν πολύ καλά για να μην μπορεί να βγει στο τηλέφωνο. Γυρίζοντας είδε τον κυρ-Μιχάλη να την πλησιάζει χαμογελώντας. Γνήσια φάτσα νησιώτη με ηλιοκαμένο πρόσωπο και μεγάλο μουστάκι. Γύρω στα εξήντα, αλλά δεν τον έκανες για πάνω από πενήντα χρονών. Αδύνατος και ψηλός. Ήταν ο άνθρωπος που η παραγωγή τού είχε αναθέσει ουσιαστικά να προσέχει την Ανίτα και να τη βοηθά σε ό,τι χρειάζεται… ήταν ο φύλακας άγγελός της… εκτός από τον Δημήτρη! «Γεια σου, κυρ-Μιχάλη» είπε και του έσφιξε το χέρι. «Γεια σας, κυρία Ανίτα» είπε ο κυρ-Μιχάλης αλλά το άγριο
βλέμμα της τον έκανε να το διορθώσει. «Γεια σου, Ανίτα μας» είπε και γέλασαν και οι δύο. «Έτσι μπράβο…» Αφού κοίταξε γύρω της τον πλησίασε και του είπε: «Κύριε Μιχάλη, θέλω μια μεγάλη χάρη αν γίνεται». «Ό,τι θες, παιδί μου, πες μου». «Θυμάστε που μας είχατε πάει με τον Δημήτρη στο απέναντι νησί στην ωραία παραλία… στη Σπηλιά της Σιωπής;» «Και βέβαια θυμάμαι. Τ ι έγινε; Θέλετε να σας ξαναπάω;» «Περίπου…» του είπε με ένα τσαχπίνικο χαμόγελο. Τον τράβηξε πιο πέρα για να μην τους ακούσει κανείς και χαμηλόφωνα άρχισε να του λέει το σχέδιό της. Η Ανίτα στο δωμάτιό της μόλις έχει συνδέσει το καινούργιο τηλέφωνο στον φορτιστή και αφού το ανοίγει, το πρώτο πράγμα που λαμβάνει είναι η φωτογραφία που της έστειλε ο Δημήτρης από τη Γαλάζια Πέτρα. Την κοιτάζει με ευχαρίστηση και καλεί τον Δημήτρη με ανυπομονησία. Αν και το τηλέφωνο του Δημήτρη χτυπά, εκείνος δεν απαντά. Σκέφτεται πως ίσως θα είναι κάπου και μόλις το δει θα την πάρει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι και τώρα είναι που προσέχει ένα μικρό φακελάκι δίπλα στο κομοδίνο της. Απέξω γράφει «ΑΝΙΤΑ» και είναι κλεισμένο. Το ανοίγει με προσοχή και βγάζει από μέσα ένα χαρτί. Το ξεδιπλώνει και το διαβάζει. «Ό,τι και αν γίνει, να θυμάσαι πως αυτές οι μέρες μαζί σου ήταν από τα πιο όμορφα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μου. Έχεις πέντε λ επτά που έφυγες και μου λ είπεις ήδη. Δ.» Έμεινε να κρατάει το σημείωμα για λίγο σαν να μην πίστευε αυτό
που διάβαζε. Όχι γιατί της φαινόταν υπερβολικό, αλλά επειδή ένιωθε ακριβώς το ίδιο με τον Δημήτρη. Και γι’ αυτήν, οι τρεις εβδομάδες που πέρασαν ήταν από τα πιο όμορφα πράγματα που είχε ζήσει στη ζωή της. Και της έλειπε το ίδιο και περισσότερο. Έπιασε το τηλέφωνό της και τον ξανακάλεσε. Όμως και πάλι δεν απάντησε. Ένιωσε μια μικρή ανησυχία και σκέφτηκε πως δεν είχε κάποιο άλλο τηλέφωνο για να τον βρει. Δεν ήξερε πού έμενε και έτσι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν το τηλέφωνο. Μπορεί η Ηλέκτρα να είχε περισσότερες πληροφορίες, αλλά ντρεπόταν να την πάρει και να ρωτήσει. Την είχε προβληματίσει λίγο το γεγονός ότι ο Δημήτρης πήγαινε εκεί και πως δεν της είχε πει και πολλές λεπτομέρειες. Κατάλαβε πως επρόκειτο για κάποιο οικογενειακό θέμα αλλά τίποτα περισσότερο. Και γι’ αυτό δεν τον ρώτησε τίποτα. Πού ήταν όμως τώρα, αναρωτιόταν. Μπορεί να είχε βγει και να ξέχασε το τηλέφωνό του και σε λίγο να την έπαιρνε και να έπαυε να ανησυχεί. Αποφάσισε να κάνει άλλη μια προσπάθεια πριν μπει στο μπάνιο για να κάνει ένα ντους.
Νησί· παρόν
Στο μπαλκόνι του δωματίου το τηλέφωνο του Δημήτρη χτυπά ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Το όνομα της Ανίτας αναβοσβήνει στην οθόνη. Από το ανοιχτό παράθυρο φαίνεται στο βάθος ο Δημήτρης ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος. Το δεξί του χέρι κρέμεται έξω από το στρώμα. Το τηλέφωνο σταματά να χτυπά. Από μακριά ακούγεται ξανά το τραγούδι Η νησιώτισσα, που είχε ακούσει και στο λιμάνι το πρωί που έφτασε… Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις τώρα μονάχος θα γυρνώ στη θάλ ασσα στα βράχια. Αν δεν γυρίσεις γρήγορα θα πέσω να πεθάνω…
Βερολίνο
Η Ελένη κοιμάται ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Δίπλα στον καναπέ η Μικαέλα, λίγο στριμωγμένη, κοιμάται και αυτή στο πλάι. Από το παράθυρο μπαίνει φως από τις λάμπες στον δρόμο. Μια μικρή δέσμη φωτός φωτίζει την κρεμασμένη φωτογραφία στον τοίχο της Ελένης από τις σπουδές της στην Ιταλία, όπως τους είχε πει. Ήταν με μια μεγάλη παρέα από το πανεπιστήμιο και θα πήγαιναν μια εκδρομή με ένα βαπόρι. Απέξω, τα κλαδιά των δέντρων κουνιούνται από τον αέρα που φυσά και οι σκιές των φύλλων χορεύουν στους τοίχους του δωματίου. Τα μάτια της Ελένης ανοίγουν τρομαγμένα από τον θόρυβο μιας ριπής αέρα πάνω στο τζάμι. Παρατηρεί τις σκιές των δέντρων μέσα στο δωμάτιο και η αναπνοή της δυσκολεύει και λαχανιάζει σαν να μην βρίσκει τον αέρα που χρειάζ εται. Η Μικαέλα ξυπνά από τον θόρυβο, σηκώνεται και πηγαίνει κοντά της. «Μαμά… μαμά, είσαι καλά;» της λέει και προσπαθεί να την ανασηκώσει λίγο στο μαξιλάρι της. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει και η Ρίνα που άκουσε την Ελένη και αμέσως έτρεξε να βοηθήσει. Την ανασηκώνουν λίγο στο μαξιλάρι της και η Μικαέλα της χαϊδεύει
τρυφερά τα μαλλιά. Ανάβει μια λάμπα για να βλέπουν καλύτερα. «Λίγο νερό» ακούγεται από τα χείλη της. Η Ρίνα αμέσως της βάζει το ποτήρι στο στόμα για να μπορέσει να πιει. Με δυσκολία η Ελένη πίνει μια γουλιά και ακουμπά με ανακούφιση το κεφάλι της στο ανασηκωμένο μαξιλάρι. Κοιτάζει τη Μικαέλα και της λέει με αποφασιστικότητα αλλά και με όση δύναμη της είχε απομείνει: «Θέλω να σου μιλήσω, κόρη μου». Η Μικαέλα κοιτά τη Ρίνα που αμέσως καταλαβαίνει και βγαίνει από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Κοιτάζει ξαφνιασμένη τη μητέρα της που δείχνει να έχει επαφή με την πραγματικότητα. Κάτι που τελευταία γίνεται όλο και πιο σπάνια. Κάθεται στο πλάι του κρεβατιού και την κοιτάζει ανήσυχη, σχεδόν τρομοκρατημένη, αλλά και περίεργη ταυτόχρονα. «Πες μου, μαμά, τι είναι, τι συμβαίνει;» «Η Ανίτα γύρισε; Είναι καλά;» λέει με αγωνία. «Δεν γύρισε ακόμη, θα έρθει σε λίγες μέρες, αλλά είναι καλά. Θα την πάρουμε το πρωί να της μιλήσεις και θα χαρεί πολύ να σε ακούσει». Χωρίς να σχολιάσει το τελευταίο, έπιασε το χέρι της κόρης της με όση δύναμη είχε. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο, κορίτσι μου, πρέπει να μάθεις την αλήθεια…» Η Μικαέλα για λίγο έμεινε να την κοιτά χωρίς να μπορεί να πει κάτι. Προσπαθούσε να καταλάβει αν πραγματικά η μητέρα της είχε συνέλθει για λίγο ή αν είχε χαθεί και πάλι σε έναν άλλο κόσμο και έλεγε ασυναρτησίες. «Πες μου, μαμά μου, εδώ είμαι, κοντά σου… πες μου». Η Ελένη για λίγο σώπασε σαν να μάζευε όση δύναμη είχε για να
μπορέσει να συνεχίσει να μιλά. Αδύναμη, κατανικώντας και τον τελευταίο δισταγμό, κοίταξε αποφασιστικά την κόρη της. «Στο μπαούλο που έχω στη σοφίτα, παιδί μου, κάτω από όλα τα χαρτιά και τους φακέλους, θα βρεις ένα ξύλινο κουτί… Απέξω γράφει Γαλ άζια Πέτρα… και είναι κλειδωμένο. Θέλω αν μπορείς να μου το φέρεις, κόρη μου». Η Μικαέλα σκέφτηκε για λίγο μήπως ήταν καλύτερα να τη βάλει για ύπνο και να τα κάνουν όλα το πρωί, αλλά φοβόταν πως δύσκολα θα μπορούσε να έχει και πάλι τόσο καλή επαφή με το περιβάλλον, οπότε αποφάσισε, αν και μεσάνυχτα, να κάνει αυτό που της ζητούσε η μητέρα της. Φώναξε τη Ρίνα και σηκώθηκε για να πάει στη σοφίτα. Βγήκε από το δωμάτιο, άναψε τα φώτα και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα που οδηγούσε στη μικρή σοφίτα. Είχε πολύ καιρό να ανέβει εδώ πάνω. Αυτή η σοφίτα ήταν το αγαπημένο της μέρος όταν ήταν μικρή. Ανέβαινε πολύ συχνά εδώ με τη μητέρα της αλλά και με την Ανίτα. Ήταν ο μαγικός κόσμος τους. Η Ελένη της έλεγε εκείνο το όμορφο παραμύθι για τον πρίγκιπα με το μαύρο άλογο που στην κορυφή του κεφαλιού του είχε μια άσπρη καρδούλα σαν κάποιος να την είχε ζωγραφίσει εκεί. Μια μέρα έφυγε μακριά από την αγαπημένη του και άργησε πολλά χρόνια να γυρίσει. Και εκείνη τον περίμενε. Πριν ζούσαν και οι δύο σε ένα πανέμορφο νησί μέσα σε ένα κάστρο στην κορυφή ενός λόφου. Της έκανε πάντα εντύπωση που στο τέλος του παραμυθιού, όταν ο πρίγκιπας γύριζε και παντρευόταν την αγαπημένη του, η Ελένη έκλαιγε βουβά και για πολλή ώρα. Σαν να μην της άρεσε που τέλειωνε έτσι… Και όταν τη ρώταγε γιατί έκλαιγε, εκείνη της απαντούσε πως το έκανε από χαρά. Ακριβώς τα ίδια συνέβαιναν όταν η Ελένη έλεγε αυτό το παραμύθι στη μικρή Ανίτα. Μόνο που η Ανίτα έκλαιγε μαζί της στο τέλος, λες και ήθελε να της συμπαρασταθεί. Και της ζητούσε να της το ξαναπεί.
Αυτό το παραμύθι πέρασε από μάνα σε κόρη και μετά στην εγγονή. Σαν μια ιστορία που έπρεπε να ξέρουν όλες τους. Η Ανίτα μικρή πάντα πίστευε πως ο άντρας που θα παντρευτεί θα έρθει πάνω σε ένα μαύρο άλογο όπως ο πρίγκιπας του παραμυθιού. Το έλεγε αυτό στη γιαγιά της αλλά και στη μητέρα της, που τώρα στεκόταν για λίγο να κοιτάζει και να ανακαλεί στη μνήμη της όλες αυτές τις εικόνες από τη μικρή σοφίτα. Με όλα αυτά τα μικροπράγματα που είχε εκεί η Ελένη, νόμιζες πως βρίσκεσαι σε μια άλλη πραγματικότητα, όπου όλα είναι πιο μικρά και χωράνε σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο. Μαριονέτες που είχε φτιάξει η Ελένη κρεμασμένες από την ξύλινη οροφή. Ζωγραφιές που δεν πρόλαβε πότε να τελειώσει στους τοίχους, ανάμεσά τους και μια με το άλογο του παραμυθιού που στέκεται στην κορυφή ενός λόφου κοιτώντας προς τη θάλασσα. Υπάρχουν όμως και πολλά αντικείμενα ακουμπισμένα με τάξη πάνω σε ξύλινες βάσεις που υπήρχαν στον τοίχο. Όλα αυτά θύμιζαν στη Μικαέλα τη δικιά της παιδική ηλικία αλλά και της Ανίτας. Στο πίσω μέρος της σοφίτας υπήρχαν και στις δύο πλευρές μικρά παράθυρα. Ακριβώς από κάτω, σχεδόν κρυμμένο, ήταν το μπαούλο που της είπε να κοιτάξει η μητέρα της. Κάθισε δίπλα και έβγαλε ό,τι υπήρχε πάνω και το άνοιξε αργά. Άρχισε να το αδειάζει προσεκτικά ακουμπώντας τα πράγματα στο πάτωμα. Στα περισσότερα από τα χαρτιά που έβγαζε ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπο ενός άντρα. Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιος ήταν, αλλά σε λίγο θυμήθηκε πως μοιάζει πολύ με τον άντρα της φωτογραφίας στο ρολόι. Δεν άργησε να βρει το κουτί που της είχε περιγράψει η μητέρα της. Δεν θυμόταν να το είχε ξαναδεί. Συνειδητοποίησε πάντως πως η μητέρα της είχε όντως επαφή με την πραγματικότητα και δεν τα σκάρωνε η φαντασία αυτά που της είπε. Το πήρε στα χέρια της και αφού το ξεσκόνισε λίγο, διέκρινε με λίγη
δυσκολία πως στο πάνω του μέρος ήταν ζωγραφισμένη μια παραλία. Στη μέση ένας άντρας που κοίταζε τον ήλιο ενώ κολυμπούσε. Κάτω δεξιά έγραφε Γαλ άζια Πέτρα. Έκανε μια μικρή προσπάθεια να το ανοίξει αλλά κατάλαβε πως ήταν κλειδωμένο. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σηκωθεί άκουσε τη φωνή της Ρίνας να της φωνάζει με ένταση να κατέβει. Κρατώντας το κουτί στα χέρια της, με γρήγορες κινήσεις, κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στο δωμάτιο της Ελένης. Ακούμπησε το κουτί στο κρεβάτι και πλησίασε τη Ρίνα που στεκόταν πάνω από την Ελένη η οποία, ακίνητη και με κλειστά μάτια, δεν έδειχνε ούτε καν να αναπνέει… «Πάρε τον γιατρό να έρθει» είπε έντρομη στη Ρίνα. Πλησίασε τη μητέρα της και της άγγιξε το πρόσωπο. «Μαμά… μαμά, με ακούς; μίλα μου, μαμά…» Προσπαθώντας να πάρει τον σφυγμό της Ελένης, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό της… Από το δωμάτιο βγαίνει ο γιατρός με τη Μικαέλα. Το πρόσωπό της είναι ανέκφραστο και κοιτά σαν χαμένη. Ο γιατρός της είπε πως θα πρέπει άμεσα η Ελένη να μεταφερθεί στο νοσοκομείο μιας και, απ’ ό,τι φαίνεται, χειροτέρεψε απότομα. Δεν έχει πλέον καμιά επαφή με το περιβάλλον όπως της είπε, και ο μόνος τρόπος για να κρατηθεί περισσότερο στη ζωή είναι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Κάθε λεπτό που περνά είναι κρίσιμο και στην πραγματικότητα δεν ξέρει τι πρέπει να αποφασίσει. Έχει υποσχεθεί στη μητέρα της πως μόνο νεκρή θα την έβγαζε από το σπίτι. Η Ελένη ήθελε να αφήσει την τελευταία της ανάσα στο σπίτι που αγαπούσε και που είχε ζήσει τόσα χρόνια. Τ ώρα όμως που ήρθε η ώρα ν’ αποφασίσει, η Μικαέλα δεν ξέρει και δεν έχει τη δύναμη να καταλάβει τι είναι σωστό να
κάνει. Αναρωτιέται αν πρέπει να πάρει την Ανίτα για να τη βοηθήσει στην επιλογή της αλλά το μετανιώνει. Είναι μια απόφαση που πρέπει να πάρει μόνη της. Για να έχει αυτή και μόνο αυτή την ευθύνη για ό,τι και αν προκύψει. Ο γιατρός που καταλαβαίνει τη μάχη που δίνει μέσα της στέκεται για λίγο χωρίς να μιλάει δίπλα της. «Πάμε στο νοσοκομείο» λέει η Μικαέλα αποφασιστικά. Αφού η Ελένη δεν είχε καμιά επαφή, θα ήταν καλύτερα να πάνε στο νοσοκομείο. Ένιωθε αδύναμη ν’ αποφασίσει τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της στο σπίτι και προτίμησε να την κρατήσει όσο γίνεται περισσότερο στη ζωή. Έστω και στο νοσοκομείο. Ο γιατρός τηλεφωνούσε για να έρθουν να παραλάβουν την Ελένη. Η Μικαέλα, αφού είπε στη Ρίνα να ετοιμαστεί, πήγε στο δωμάτιο και την κοίταξε έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το βλέμμα της πήγε και στο κουτί που είχε φέρει από τη σοφίτα. Θα ασχολιόταν με αυτό κάποια άλλη στιγμή. Αφού πήγε κοντά και χάιδεψε το πρόσωπο της μητέρας της, γύρισε να πάει να ετοιμαστεί για να τη συνοδεύσει στο νοσοκομείο. Τοποθέτησε το κουτί με προσοχή στο ράφι που υπήρχε στο δωμάτιο και βγήκε κοιτώντας την Ελένη για μια ακόμα φορά…
Νησί· παρόν
Ανοίγοντας τα μάτια μου βλέπω το πρώτο φως της μέρας και προσπαθώ να καταλάβω πού είμαι. Κοιτάζω δίπλα μου να δω αν η Ανίτα είναι εκεί και αμέσως θυμάμαι πού βρίσκομαι. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά και καθώς ανασηκώνομαι βλέπω το τηλέφωνό μου πάνω στο τραπέζι του μπαλκονιού. Κοιμήθηκα πολύ βαθιά. Ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που κοιμόμουν τόσες ώρες συνεχόμενα. Φαίνεται πως το χρειαζόμουν πραγματικά. Τεντώνομαι αργά αργά και πηγαίνω να πάρω το τηλέφωνο. Μόλις το πιάνω βλέπω τις κλήσεις της Ανίτας. Μα είναι δυνατόν να μην άκουσα τίποτα; Ετοιμάζομαι να την καλέσω, αλλά βλέπω ότι είναι πολύ νωρίς και το μετανιώνω. Αποφασίζω να στείλω καλύτερα ένα μήνυμα. «Καλ ημέρα, μόλ ις ξύπνησα και είδα τις κλ ήσεις σου. Κοιμόμουν και δεν άκουσα τίποτα… Πάρε με μόλ ις το δεις». Πάτησα αποστολή. Ελπίζω να μην την ανησύχησα αλλά και να μην την έβαλα σε περίεργες σκέψεις. Πόσο κουρασμένος ήμουν όμως για να κοιμήθηκα τόσο βαθιά… Πολύ, προφανώς. Γύρισα πάλι στο κρεβάτι για λίγο κοιτάζοντας έξω από τα ανοιχτά παράθυρα. Τ ίποτα δεν ακούγεται,
όλοι κοιμούνται τέτοια ώρα… Ο ήχος του τηλεφώνου μου όμως με έκανε να πεταχτώ σαν ελατήριο. Η Ανίτα. Η νυσταγμένη φωνή της μου άρεσε τόσο πολύ. Κατάλαβα πως ανησύχησε που δεν απαντούσα, αλλά και η ίδια μετά από μερικές προσπάθειες να με βρει αποκοιμήθηκε κουρασμένη στο κρεβάτι της και την ξύπνησε το μήνυμά μου. Μιλήσαμε πολλή ώρα, ούτε που σκεφτόμαστε πως είναι χαράματα. Είχαμε και οι δύο την ανάγκη να τα πούμε, οπότε δεν μας ένοιαζε η ώρα… Μου περιέγραψε τη χτεσινή μέρα και το άτυχο συμβάν κι εγώ της διηγήθηκα όλα αυτά που έζησα από τη στιγμή που μπήκα στο καράβι. Της είπα τώρα πλέον από το τηλέφωνο τον πραγματικό λόγο που είχα έρθει εδώ. Χωρίς όμως λεπτομέρειες για τους φόβους και τις απαγορεύσεις της μητέρας μου. Της είπα ότι είχα έρθει εδώ για να σκορπίσω τις στάχτες του θείου μου, όπως ήταν και η επιθυμία του. Ξαφνιάστηκε στην αρχή, αλλά της εξήγησα πως καταγόμαστε από εδώ από την πλευρά της μητέρας μου και πως ποτέ δεν είχε έρθει κανείς από την οικογένεια από τότε που έφυγαν. Απέφυγα ωστόσο και πάλι τις πολλές λεπτομέρειες. Αν και προβληματίστηκε λίγο, έδειξε πως το κατάλαβε, και δεν σχολίασε τίποτα για τη διστατικότητά μου να της αποκαλύψω περισσότερα. Μάλιστα μου είπε πως τη συγκίνησε αυτό που έκανα. Της είπα επίσης για τα σχέδιά μου σήμερα αλλά και για το βραδινό πανηγύρι. Είχα σκοπό την Κυριακή το μεσημέρι να πάρω το καράβι και να γυρίσω μια μέρα νωρίτερα πίσω. Βέβαια δεν θυμόμουν αν έχει καράβι αλλά θα έβρισκα έναν τρόπο… Δεν άντεχα μακριά της και αφού δεν μπορούσε να έρθει εκείνη σήμερα, θα γύρναγα εγώ νωρίτερα. Ξαφνιάστηκε, αλλά μετά κατάλαβα πως χάρηκε πολύ με αυτό. Μου είπε ότι της άρεσε πολύ η φωτογραφία της Γαλάζιας Πέτρας και πως θα την έστελνε στη μητέρα της και τη γιαγιά της. Κατάλαβα πόσο
μεγάλη ήταν η αγάπη της για τη μητέρα της αλλά κυρίως για τη γιαγιά της, που ήταν άρρωστη. Η φωνή της με χαλάρωνε απίστευτα και με ταξίδευε κοντά της. Ήταν σαν να ήμαστε δίπλα ο ένας στον άλλο και να μιλάμε. Κουβεντιάζοντας λοιπόν για διάφορα βγήκε ο ήλιος και αποφασίσαμε να το κλείσουμε και να πάμε και οι δύο για πρωινό. Συμφωνήσαμε να μιλήσουμε αργότερα το μεσημέρι που θα γυρίζαμε από τις δουλειές μας. Ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει και θυμήθηκα το ωραίο πρωινό της κυρίας Θέκλας. Σηκώθηκα, έκανα ένα ντους και με γρήγορες κινήσεις ντύθηκα για να κατεβώ στην αυλή όπου είχε αρχίσει να κατεβαίνει και ο υπόλοιπος κόσμος που έμενε εδώ.
Βερολίνο
Στο δωμάτιο του νοσοκομείου βρίσκεται η Ελένη ξαπλωμένη στο κρεβάτι με μια μάσκα οξυγόνου στο πρόσωπο. Είναι ακίνητη με τα μάτια κλειστά. Ακούγονται μόνο οι ήχοι από τα μηχανήματα που υπάρχουν στο δωμάτιο και φανερώνουν πως η καρδιά της χτυπά. Η Μικαέλα στέκεται δίπλα της και την κοιτά ήρεμα αλλά η στενοχώρια είναι προφανής στο πρόσωπό της. Της κρατά το χέρι που είναι συνδεδεμένο με κάποιον ορό που κρέμεται από πάνω. Σε λίγο σηκώνεται και παίρνει την τσάντα της και αφού ρίχνει μια ακόμα ματιά στη μητέρα της βγαίνει στον διάδρομο. Βγάζει το τηλέφωνό της για να πάρει την κόρη της. Στην οθόνη βλέπει πως η Ανίτα μόλις της έστειλε μια φωτογραφία. Ανοίγει το μήνυμα και βλέπει την εικόνα της Γαλάζιας Πέτρας που είχε στείλει ο Δημήτρης στην Ανίτα. Από κάτω έγραφε: «Κοιτάξτε, ομορφιά… σας αγαπώ, ανυπομονώ να γυρίσω, έχω πολ λ ά να σου πω… μου λ είπετε». Ένα πικρό χαμόγελο σκάει στα χείλη της και φέρνει πιο κοντά την οθόνη σαν να θέλει να δει καλύτερα την εικόνα. Κάτι της θυμίζει, αλλά δεν μπορεί να προσδιο-
ρίσει τι. Έχει μείνει με το τηλέφωνο στο χέρι κοιτάζοντας από το τζάμι τη μητέρα της μέσα στο δωμάτιο. Είναι σε μεγάλο δίλημμα για το αν πρέπει να πει στην Ανίτα τι έχει συμβεί. Η φωτογραφία δείχνει πως περνάει καλά και πως αν την ενημερώσει για τη γιαγιά της, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να της χαλάσει τη διάθεση. Υποψιαζόταν πως η κόρη της είναι τρελά ερωτευμένη και ας μην της το έλεγε. Χαιρόταν πολύ με αυτό γιατί ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε τόσο καλά. Τ ώρα όμως ξέρει πως δεν μπορεί να επιστρέψει πριν το τέλος των γυρισμάτων και πως για να έρθει, έστω και για λίγο, χρειάζεται σχεδόν μια μέρα ταξιδιού. Έχει όμως κάθε δικαίωμα να ξέρει. Απλώς σκέφτεται μήπως το καθυστερήσει μια δυο μέρες, για να δει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση της υγείας της Ελένης, που, από ό,τι της είπαν οι γιατροί, είναι πλέον σταθερή. Κοιτά το τηλέφωνό της και αρχίζει να γράφει ένα μήνυμα. «Η φωτογραφία είναι τέλ εια… μας λ είπεις. Έχουμε έρθει νοσοκομείο για κάποιες εξετάσεις, αλ λ ά όλ α καλ ά. Σε αγαπάμε πολ ύ και οι δύο, να προσέχεις». Της λέει τη μισή αλήθεια, απλώς διαλέγει να της πει το ανώδυνο μισό και όχι το δύσκολο. Ξαναρίχνει μια ματιά στη φωτογραφία αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί κάτι. Σαν να έχει ξαναδεί αυτό το μέρος κάπου, αλλά πού; Μήπως ήταν μια από τις παραλίες που είχε επισκεφτεί όταν ταξίδεψε στην Ελλάδα… Κοιτάζει στον διάδρομο και βλέπει τη Ρίνα να την πλησιάζει κρατώντας ένα ποτήρι με καφέ. Της χαμογελά και της λέει να πάει στο σπίτι να ξεκουραστεί και να έρθει το απόγευμα. Καθώς η Ρίνα απομακρύνεται, πλησιάζει και πάλι το τζάμι του δωματίου και κοιτά μέσα. Η αγάπη της για την Ελένη είναι πολύ μεγάλη. Ξέρει πόσο δύσκολα πέρασε η μητέρα της για να τη μεγαλώσει σε μια κατεστραμμένη πόλη, χωρίς να έχει βοήθεια από
κανέναν. Όλοι οι κοντινοί τους άνθρωποι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόλις είχαν παντρευτεί με τον πατέρα της. Στον βομβαρδισμό του Βερολίνου μετά από δύο μέρες αφανίστηκε ουσιαστικά η οικογένεια του άντρα της και έτσι η Ελένη, που είχε χάσει τη δικιά της οικογένεια, έμεινε εντελώς μόνη και έγκυος. Με κληρονομιά το παλαιοπωλείο. Από αυτό έζησε και μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της. Όλοι πήγαιναν να δουν τότε το μοναδικό κτίριο σε ένα ολόκληρο τετράγωνο που δεν γκρεμίστηκε από τους βομβαρδισμούς. Εκεί έτρεξε η μητέρα της και σώθηκε. Η Μικαέλα την κοιτά και στο μυαλό της έρχονται οι μέρες που πήγαινε μαζί της στο παλαιοπωλείο και τη βοηθούσε όσο μπορούσε. Θυμάται τώρα και την πρώτη φορά που πήγε την Ανίτα εκεί όταν ήταν μωρό, και στην προσπάθειά της να περπατήσει έκανε μια μεγάλη ζημιά σπάζοντας κάποιες λάμπες που ήταν πάνω σε ένα τραπέζι. Δεν θα ξεχάσει την ηρεμία που αντιμετώπιζε η Ελένη όλες τις δύσκολες στιγμές. Έλεγε πάντα πως υπάρχουν πολύ σοβαρότερα πράγματα να ασχολούμαστε από το να δίνουμε τεράστια αξία σε ασήμαντα πράγματα. Οι τελευταίες εξελίξεις βέβαια την είχαν κάνει να αναρωτιέται τι σήμαιναν όλα αυτά. Ποιος ήταν ο άντρας στη φωτογραφία του ρολογιού; Τ ι είχε μέσα αυτό το κουτί που την έστειλε να φέρει η μητέρα της πριν χάσει τις αισθήσεις της; Ακόμα και τα λόγια που είχε πει στην Ανίτα πριν φύγει την είχαν προβληματίσει. Πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ της άρχισε να περπατά στον διάδρομο του νοσοκομείου…
Νησί· 10 Νοεμβρίου 1940
Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει και ένα κρύο αεράκι φυσά κουνώντας τα κλαδιά μιας ελιάς που βρίσκεται ακριβώς έξω από τον μύλο του Μανόλη. Από το μικρό παράθυρο φαίνεται ένα αχνό φως που φωτίζει ελάχιστα το εσωτερικό. Πάνω στις δύο μεγάλες στρογγυλές πέτρες που αλέθουν, κάθονται ο Μανόλης και η Ελένη. Είναι σιωπηλοί και οι δύο και τα βλέμματά τους είναι στραμμένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Αργά αλλά ταυτόχρονα γυρίζουν ο ένας προς τον άλλον. Ο Μανόλης πιάνει τα χέρια της Ελένης και τα τυλίγει τρυφερά μέσα στα δικά του. Μόλις της έχει πει την απόφασή του να καταταγεί στο σύνταγμα που δημιουργήθηκε από πολλούς Έλληνες που είτε κατάγονται από τα νησιά τριγύρω είτε θα φύγουν όπως αυτός για να πάνε στην Αθήνα. Μετά θα αναχωρήσουν για το μέτωπο στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο Μανόλης είχε κρατήσει επαφές με την Ελλάδα κυρίως μέσω των ναυτικών που δούλευαν στα ελληνικά καράβια που έπιαναν στο νησί. Είχε μάθει λοιπόν πως το χάραμα, από τα ανοιχτά, κοντά σε μια βραχονησίδα, ένα αγγλικό πλοίο θα μετάφερε στον Πειραιά αυτούς που ήθελαν να πάνε να
πολεμήσουν. Θεωρούσε χρέος του να το κάνει, παρόλο που δεν ήθελε με τίποτα να φύγει μακριά από την Ελένη. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα που ούτε πρόλαβε να το σκεφτεί πολύ. Ήξερε πως μπορεί να μην την ξανάβλεπε ποτέ. Αυτό όμως ήταν κάτι που το ήξερε και η ίδια. Γι’ αυτό δεν ήθελε να τον αφήσει να πάει. Φοβόταν τόσο πολύ. Τα πράγματα στο νησί είχαν αρχίσει να αγριεύουν και οι Ιταλοί δεν ήταν πλέον τόσο φιλικοί όσο πριν. Ο πατέρας της ήταν άρρωστος και ουσιαστικά θα ήταν μόνη της. Προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη, αλλά ο Μανόλης της εξήγησε πως αν το έκαναν αυτό όλοι, το πιθανότερο θα ήταν οι Ιταλοί να κατακτούσαν την Ελλάδα, και τότε τα πράγματα θα γίνονταν ακόμα πιο άσχημα. Ο Μανόλης είχε ενημερωθεί για τη συμμαχία των Γερμανών με τους Ιταλούς. Δεν μπορούσε να ζει εδώ κρυμμένος μην κάνοντας κάτι για την πατρίδα του. Άλλωστε, πολλοί φίλοι του αλλά και συγγενείς του είχαν ήδη ενταχθεί στο σύνταγμα. Αφού λοιπόν υπήρχε τρόπος να πάει, το αποφάσισε. Έφερε τα χέρια της στα χείλη του και τα φίλησε απαλά. «Σου υπόσχομαι πως μια μέρα θα γυρίσω. Όλα τότε θα έχουν αλλάξει. Θα ζήσουμε ελεύθεροι, θα παντρευτούμε και θα κάνουμε οικογένεια, θέλω μόνο να με περιμένεις. Τ ίποτε άλλο…» Η Ελένη που τον άκουγε δακρυσμένη σκούπισε το μάγουλό της χωρίς να σταματήσει να τον κοιτά. «Μπορώ να σε περιμένω όλη μου τη ζωή, Μανόλη, φτάνει να γυρίσεις…» «Θα γυρίσω, αγάπη μου, θα γυρίσω. Σ’ το ορκίζομαι». Ήταν η πρώτη φορά που την αποκάλεσε έτσι και η Ελένη ένιωσε όμορφα που το άκουσε από τα χείλη του… Αμέσως μετά ο Μανόλης την έκρυψε στην αγκαλιά του. Αφού έμειναν κάμποσο έτσι, την έσπρωξε απαλά για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπό της και συνέχισε: «Ό,τι
και να σας πουν οι Ιταλοί, εσύ να αρνηθείς ότι ξέρεις πού πήγα. Φοβάμαι μήπως ξεσπάσουν πάνω σας, αν καταλάβουν για ποιο λόγο έφυγα… και ό,τι χρειαστείς να το ζητήσεις από τον Γιάννη τον αδερφό μου. Θα έρθω μια μέρα να σε πάρω, Ελένη, να φύγουμε στην Ελλάδα για να ζήσουμε ελεύθεροι. Είναι το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ». Η Ελένη τον πλησίασε περισσότερο και τον φίλησε τρυφερά. Απέξω ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στις πέτρες και τα φτερά του μύλου. Στο λιγοστό φως του φεγγαριού φάνηκε να πλησιάζει μια φιγούρα κοντά στην εξώπορτα. Αφού έριξε μια ματιά από το παράθυρο στο εσωτερικό, χτύπησε την πόρτα. Ο Μανόλης και η Ελένη τινάχτηκαν τρομαγμένοι. Εκείνος σηκώθηκε και αφού πήρε στα χέρια του ένα μακρύ ξύλο, πλησίασε στην πόρτα για να δει ποιος είναι. Περίμενε τον αδερφό του τον Γιάννη, αλλά αργότερα, όχι τώρα. «Ποιος είναι;» ρώτησε χωρίς να ανοίξει την πόρτα. Πριν προλάβει να μιλήσει ο άντρας απέξω, τη φωνή του έπνιξε ένας δυνατός βήχας, που λες και περίμενε εκείνη τη στιγμή για να τον πιάσει και δεν τον άφηνε να πει ποιος είναι. Η Ελένη όμως από μέσα τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο πατέρας της. Πήγε δίπλα στον Μανόλη που ακόμα δεν είχε καταλάβει την ταυτότητα του επισκέπτη. «Είναι ο πατέρας μου, Μανόλη, άνοιξε…» Χωρίς δεύτερη κουβέντα, αυτός ανοίγει την πόρτα και στο μισόφως βλέπει τη φιγούρα του καπετάν-Ανδρέα που ακόμη συνταρασσόταν από τον βαθύ βήχα και σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Η Ελένη τον αγκάλιασε και με τη βοήθεια του Μανόλη τον πέρασε μέσα. Τον έβαλαν να ακουμπήσει πάνω στις πέτρες και ο Μανόλης έβαλε λίγο νερό από μια κανάτα και του πρόσφερε. Ο καπετάν-Ανδρέας πήρε μια δύο ανάσες, ήπιε μια γουλιά νερό και
έδειχνε πως σιγά σιγά συνερχόταν. Το καλοκαίρι είχε αρρωστήσει και από τότε ποτέ δεν έγινε εντελώς καλά. Τον τελευταίο καιρό όμως η κατάστασή του επιδεινώθηκε, και όταν τον έπιανε αυτός ο βήχας δεν σταματούσε με τίποτα. Η Ελένη είχε μείνει να του χαϊδεύει την πλάτη. Σύντομα άρχισε να αναπνέει κανονικά και αργά σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε. «Θα φύγεις έμαθα, Μανόλη, το πρωί…» είπε και έμεινε να τον κοιτά στα μάτια. Κανείς εκτός από την Ελένη και τον αδερφό του τον Γιάννη δεν ήξερε για την αναχώρησή του και του έκανε τρομερή εντύπωση που το ήξερε ο πατέρας της Ελένης. Την κοίταξε και από το βλέμμα της κατάλαβε πως δεν του το είχε πει αυτή. Ποιος όμως; Πριν προλάβει να ρωτήσει εκείνος, ο πατέρας της συνέχισε. Οι λέξεις, αν και έβγαιναν δύσκολα και αργά από το στόμα του, ακούγονταν καθαρά. «Αναρωτιέσαι πού το ξέρω, ε; Αν δεν ήμουν τόσο γέρος και άρρωστος, θα ερχόμουν μαζί σου, παλικάρι μου, τι νόμισες; Εμείς δεν είμαστε πατριώτες;» «Καπετάν-Ανδρέα…» πρόλαβε να ψελλίσει ο Μανόλης πριν εκείνος συνεχίσει. «Θα πας με την ευχή του Θεού και θα γυρίσεις. Και όταν γυρίσεις και θα έχουν τελειώσει όλα, θα σε περιμένει η Ελένη και θα κάνουμε τον γάμο σας. Θέλω να προλάβω να δω εγγόνια, Μανόλη…» είπε και χαμογέλασε και στους δύο. Ο Μανόλης και η Ελένη είχαν ξαφνιαστεί από την επίσκεψη του πατέρα της. Αλλά περισσότερο τους έκαναν εντύπωση τα λόγια του. Δεν μίλαγε πολύ για όλα αυτά και νόμιζες πως δεν τον ένοιαζε που οι Ιταλοί είχαν κατακτήσει το νησί του. Ούτε ποτέ του είχε εκφραστεί για τη σχέση τους. Τ ώρα όμως έδειχνε μια άλλη, κρυφή του, πλευρά. Πριν προλάβουν να συνέλθουν, ο
καπετάν-Ανδρέας σηκώθηκε με κόπο όρθιος. Έφτιαξε το σακάκι του και πλησιάζοντας στο παράθυρο στάθηκε να κοιτά το φως που άπλωνε το φεγγάρι πάνω στη θάλασσα. Ήρεμα και απαλά άρχισε να μιλά. «Τη μέρα που πέθανε η μητέρα σου, έδωσα έναν όρκο στον εαυτό μου, να σε μεγαλώσω και να σε δω να προκόβεις. Ήθελα να σπουδάσεις και να φύγεις από εδώ, να πας στην Ελλάδα, να ζήσεις ελεύθερη και να κάνεις εκεί οικογένεια. Όταν με το καλό γυρίσει ο Μανόλης, θα τα μαζέψετε και θα φύγετε από δω… εκτός και αν λευτερωθούμε… Τότε, μόνο αν θέλετε, θα μείνετε εδώ… Μόνο αυτό θέλω να μου υποσχεθείς» είπε και γύρισε προς την Ελένη που τον κοίταζε συγκινημένη. «Σ’ το υπόσχομαι, πατέρα, και σου υπόσχομαι πως θα έρθεις κι εσύ μαζί μας, όπου και αν πάμε, αν το θέλεις». Απέξω ακούστηκε ποδοβολητό αλόγου, και μόλις έπαψε, ακούστηκε η φωνή του Γιάννη. Καλούσε τον αδερφό του και ταυτόχρονα χτυπούσε την πόρτα. Ο Μανόλης γύρισε και πήγε ν’ ανοίξει. Ο Γιάννης μπήκε και έδειξε να ξαφνιάζεται που είδε τον καπετάν-Ανδρέα εκεί. Από πίσω του παρουσιάστηκε δειλά ο γιος του ο Νικόλας που προφανώς ήρθε και αυτός καβάλα στο άλογο με τον πατέρα του. Στάθηκε δίπλα του και χωρίς να πει τίποτα κοίταζε με περιέργεια την Ελένη. Εκείνη του χαμογέλασε για μια στιγμή μέσα από τα βουρκωμένα μάτια της. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών, αλλά έδειχνε μεγαλύτερος. Ο Γιάννης γύρισε ανήσυχος προς τον αδερφό του. «Είναι ώρα να φύγουμε, Μανόλη». Η Ελένη έσκυψε προσπαθώντας να κρύψει το πρόσωπό της. Ο καπετάν-Ανδρέας, αφού έβαλε καλά το παλτό του, πλησίασε τον
Μανόλη και του έσφιξε το μπράτσο. «Να προσέχεις, παλικάρι μου, ο Θεός μαζί σου» του είπε και βγήκε μαζί με τον Γιάννη αφήνοντάς τους για λίγο πάλι μόνους… Ο Νικόλας έμεινε τελευταίος να τους κοιτάζει, αλλά, όταν ο θείος τον κοίταξε με νόημα, γύρισε και ακολούθησε τους άλλους έξω. Για ένα παιδί σαν τον Νικόλα θα πρέπει να ήταν πολύ περίεργα όλα αυτά που συνέβαιναν. Βγήκε έξω αλλά συνέχισε να κοιτά από τη μισάνοιχτη πόρτα τον Μανόλη που πλησίασε την Ελένη και με το χέρι του σήκωσε το πιγούνι της για να δει το πρόσωπό της. Εκείνη τον κοιτούσε έντονα χωρίς να μπορεί να σταματήσει πια τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Θέλοντας να νιώσει τον Μανόλη για τελευταία φορά, έδεσε τα χέρια της γύρω του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Αυτός την αγκάλιασε και με το ένα του χέρι χάιδευε τα μαλλιά της που φωτίζονταν από το ασημένιο φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρο. Θα ήθελαν να έχουν παντρευτεί αλλά δεν γινόταν με όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω τους. Έμειναν για κάμποσο έτσι και μετά από λίγο ο Μανόλης αναζήτησε τα χείλη της που όμως ήδη έψαχναν τα δικά του. Το φιλί τους κράτησε πολύ και ήταν σαν να προσπαθούσαν ο ένας να περάσει στον άλλον μεμιάς όλα τα σωρευμένα συναισθήματα που δεν είχαν προλάβει να εκδηλώσουν και τους έπνιγαν. Για λίγο ήταν σαν να ανέπνεαν ο ένας μέσα από τον άλλον… Ο αέρας φύσαγε τώρα μανιασμένα και ο Μανόλης, αφού κοίταξε για μια ακόμα φορά την Ελένη στα μάτια, έβγαλε μια φωτογραφία της από τη μέσα τσέπη του σακακιού του, τη φίλησε μπροστά της και την ξανάβαλε στην τσέπη του. «Θα σε έχω συνέχεια μαζί μου, αγαπημένη μου» της είπε. Η Ελένη έβαλε πάλι τα κλάματα. Εκείνος, προσπαθώντας να μην δείξει τα συναισθήματά του, γύρισε απότομα, πήρε έναν σάκο που είχε
κρεμασμένο στον τοίχο και χωρίς να κοιτάξει καθόλου πίσω έφυγε για να συναντήσει τον αδερφό του. Περνώντας από την πόρτα πήρε μαζί του και τον Νικόλα, που όλη αυτή την ώρα είχε μείνει σχεδόν με το στόμα ανοιχτό. Ο πατέρας της Ελένης σε λίγο μπήκε και την είδε να πλησιάζει στο παράθυρο και να τους κοιτά να απομακρύνονται καβάλα στ’ άλογά τους. Πήγε κοντά της και ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της θέλοντας να την παρηγορήσει. Η Ελένη δεν πήρε καθόλου τα μάτια της από τις τρεις σκιές που απομακρύνονταν στο βάθος πάνω στ’ άλογα. Ήταν σαν να ακολουθούσαν την ασημένια γραμμή που άφηνε το φεγγάρι πάνω στη θάλασσα. Ήξερε μέσα της, αν και δεν ήθελε να το πιστέψει, πως μπορεί αυτή να ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον αγαπημένο της…
Νησί· παρόν
Σήμερα νιώθω πολύ ξεκούραστος. Πώς να μην είμαι άλλωστε μετά από τόσες ώρες ύπνο; Μόλις είχα τελειώσει το πρωινό μου, έκανα ένα δύο τηλέφωνα, και τώρα ήμουν έτοιμος να ανέβω στο δωμάτιο για να πάρω τον σάκο μου και να αρχίσω την εξερεύνηση του νησιού μου. Να μάθω την ιστορία του και ουσιαστικά και τη δικιά μου ιστορία. Η κυρία Θέκλα που ήξερε πως σήμερα ήταν η μέρα της εξόρμησής μου, ήρθε με ένα μικρό δεματάκι που μέσα είχε, όπως μου είπε, ζυμωτό ψωμί… «Γι’ αργότερα που θα πεινάσεις» μου είπε και έφυγε βιαστικά να εξυπηρετήσει τον κόσμο που είχε καταφτάσει κυρίως λόγω του αποψινού πανηγυριού. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν έρθει με δικά τους σκάφη από τα γύρω νησιά και θα έμεναν απόψε εδώ, γιατί μάλλον μετά από το γλέντι θα ήταν αδύνατο να επιστρέψουν αμέσως πίσω. Στο δωμάτιό μου τοποθέτησα με προσοχή το κουτί με τις στάχτες του θείου Νίκου αλλά και το δέμα της κυρίας Θέκλας μέσα στον σάκο μου και τον πέρασα στους ώμους μου. Κρέμασα και τη φωτογραφική μου μηχανή και ξεκίνησα για το μηχανάκι. Το πρώτο
πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να σκορπίσω τη στάχτη του θείου μου. Ένιωθα πως αυτό θα με απελευθέρωνε από κάτι που με βάραινε αλλά κυρίως θα εκπλήρωνα την επιθυμία του όπως ακριβώς την είχε εκφράσει. Έβαλα μπροστά το μηχανάκι και ξεκίνησα αργά και προσεκτικά προς το λιμάνι, όπου από εκεί θα έπαιρνα τον δρόμο για την πηγή. Ήθελα να πω και μια καλημέρα στον κύριο Θωμά. Αν και για λίγο μπερδεύτηκα με τα σοκάκια, τελικά βρήκα τον δρόμο που έπρεπε να πάρω έχοντας πάντα τη θάλασσα στο πλάι μου. Δεν άργησα να βρεθώ έξω από το καφενείο. Σταμάτησα και κοίταξα προς τα μέσα, αλλά εκτός από τη Φανή που πλησίασε και κάποιους που κάθονταν στα τραπέζια δεν είδα τον κυρ-Θωμά. «Καλημέρα… πού είναι ο παππούς;» τη ρώτησα πριν καλά καλά φτάσει κοντά μου. «Καλημέρα» μου απάντησε χαμογελαστή «πετάχτηκε μέχρι το κτήμα εδώ πιο πάνω, σε λίγο θα γυρίσει, να του πω κάτι;» «Όχι, Φανή, μια καλημέρα πέρασα να πω και αν ξέρεις να μου πεις ποιο δρόμο να πάρω για το Μαντάνι». Γύρισε προς τα δεξιά της και μου έδειξε ένα σοκάκι. «Αν πάρεις αυτό το στενό δρομάκι, θα σε βγάλει σε έναν χωματόδρομο μετά από λίγο, αν τον ακολουθήσεις χωρίς να στρίψεις καθόλου, θα πέσεις πάνω στην πηγή. Να προσέχεις μόνο γιατί το δρομάκι είναι στενό και σε κάποιο σημείο θα περάσεις μέσα από έναν βράχο. Να σκύψεις…» Στο τελευταίο γέλασε λίγο θέλοντας να μου δείξει πως κάποιοι την έχουν πατήσει στο συγκεκριμένο σημείο. «Ευχαριστώ, Φανή, θα τα πούμε αργότερα» είπα και ξεκινώντας βρέθηκα πάλι μπροστά στο μνημείο που ήταν στημένο στη μέση του δρόμου. Καθώς περνούσα από δίπλα, ένιωσα και πάλι έναν φόβο να με κυριεύει. Η διάθεσή μου από τότε που ήρθα ήταν ιδιαίτερα
ευμετάβλητη. Το πρωί μίλησα για λίγο με τη μητέρα μου που συνέχιζε να είναι πολύ ανήσυχη. Μου ζήτησε μάλιστα να μην μείνω άλλο και να φύγω σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε καράβι και αυτό που σκεφτόμουν ήταν να φύγω αύριο. Η κυρία Θέκλα μού είχε πει πως κάποιοι από αυτούς που είχαν έρθει με σκάφος από το νησί που κάναμε γυρίσματα θα επέστρεφαν αύριο το πρωί, και πως αν ήθελα θα μπορούσε να το κανονίσει να με πάρουν μαζί τους. Ήθελα τόσο να πάω κοντά στην Ανίτα που δεν είχε δουλειά και να περάσουμε μαζί λίγο χρόνο. Αυτό και μόνο μου έδινε τρομερή χαρά. Δεν περίμενα πως θα μου λείπει τόσο πολύ… Είχα αρχίσει να ανηφορίζω το σοκάκι και σε λίγο άρχισε ο χωματόδρομος που πραγματικά στένευε πολύ. Από τη μια μεριά τα βράχια και από την άλλη κατά διαστήματα μικροί γκρεμοί. Από εδώ πάνω όλα φαίνονταν πανέμορφα. Σταμάτησα για λίγο προσεκτικά για να βγάλω μερικές φωτογραφίες το λιμάνι και στο βάθος το πέλαγος. Τα εκκλησάκια στις κορυφές ήταν λες και πόζαραν για μένα. Σε λίγο συνέχισα και δεν άργησα να φτάσω σε ένα σημείο όπου ο δρόμος στένευε ακόμα πιο πολύ και έπρεπε ουσιαστικά να περάσω από ένα μικρό τούνελ που από τη μεριά της θάλασσας ήταν ανοιχτό. Ο βράχος σε αυτό το σημείο προεξείχε και ήταν σαν να στεκόταν στον αέρα… Ελάττωσα ταχύτητα, κατέβηκα και άρχισα να περνάω σιγά σιγά μέσα από αυτή την εσοχή κρατώντας το τιμόνι με τα χέρια μου και με τη μηχανή αναμμένη. Ήταν αρκετά χαμηλά και αναρωτήθηκα πώς περνούσαν από εδώ με τα άλογά τους παλιότερα αλλά και τώρα. Θα πρέπει να ξεκαβαλίκευαν και να το διέσχιζαν πεζοί. Από τότε που βρέθηκα με την Ανίτα στη Σπηλιά της Σιωπής ήταν σαν να ξεπέρασα τη φοβία που είχα για σπηλιές και τούνελ… Με τρόμαζε λίγο ακόμη, αλλά όχι όπως παλιά. Αφού λοιπόν πέρασα από αυτό το σημείο,
βρέθηκα σε ένα άνοιγμα και ανέβηκα ξανά στο μηχανάκι και ανοίγοντας λίγο περισσότερο το γκάζι ξεχύθηκα στην κορυφογραμμή ακολουθώντας το στενό δρομάκι. Ένιωσα τον αέρα στο πρόσωπό μου και μαζί τη μυρωδιά από τις θυμαριές που φύτρωναν παντού. Το τοπίο είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πράσινο, σημάδι πως πλησιάζαμε στην πηγή. Δεν ήταν και πάρα πολύ εύκολο πάντως να οδηγώ μετά από τόσο καιρό και μάλιστα με έναν σάκο και μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένα πάνω μου. Παρ’ όλα αυτά η αίσθηση της ελευθερίας που ένιωθα οδηγώντας ήταν μοναδική… Λίγο πιο μπροστά από το σημείο που είχα φτάσει, φάνηκε το μέρος όπου προφανώς βρισκόταν η πηγή στο Μαντάνι. Σε έναν μικρό λόφο που προεξείχε φαινόταν καθαρά μια πέτρινη παλιά κατασκευή όπου από μέσα έβγαινε το νερό της πηγής. Η εικόνα που απλωνόταν μπροστά μου ήταν μοναδική. Χωρίς τίποτα να σε εμποδίζει, μπορούσες να δεις μακριά το πέλαγος και τα γύρω νησιά. Έφτασα κοντά και έσβησα τη μηχανή. Η ησυχία που απλώθηκε στον χώρο αμέσως με ξάφνιασε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος του νερού που έπεφτε από το στόμιο της πηγής και κυλούσε στην πλαγιά προς τα κάτω, δημιουργώντας δύο πράσινες γραμμές δεξιά και αριστερά από το αυλάκι. Εκεί υπήρχαν χόρτα και χαμηλά δέντρα που έφταναν μέχρι όπου μπορούσε να δει το μάτι σου. Πλησίασα και αφού ακούμπησα τον σάκο μου πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πιω λίγο νερό. Έριξα λίγο στο πρόσωπό μου και στα μαλλιά μου και κοίταξα μακριά στον ορίζοντα. Για λίγο φαντάστηκα τον θείο μου να κάθεται εδώ πριν από πολλά χρόνια και να τραγουδά κοιτώντας και αυτός ό,τι κοιτώ τώρα εγώ. Ήταν τόσο ευτυχισμένος κάθε φορά που μου ανέφερε την πηγή εδώ στο Μαντάνι. Μόνο τότε τον έβλεπα να
χαμογελά. Εδώ έρχονταν οι γυναίκες εκείνη την εποχή για να πλύνουν τα ρούχα, όπως μου είχε διηγηθεί. Εδώ είναι που άρχιζαν το τραγούδι όλοι μαζί όση ώρα κάνανε παρέα οι άντρες στις γυναίκες μέχρι να τελειώσουν και να τις μεταφέρουν με τα άλογα ξανά στη χώρα. Ήταν όμως ώρα να πραγματοποιήσω την επιθυμία του θείου μου και γι’ αυτό έβγαλα το κουτί και στάθηκα μπροστά από το σημείο που έπεφτε το νερό, εκεί που άρχιζε να χύνεται στην πλαγιά. Για μια στιγμή ένιωσα μια παράξενη ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου καθώς το κρατούσα στα χέρια μου… Το άνοιξα με προσοχή και αφού έριξα μια τελευταία ματιά στο πέλαγος άρχισα να ρίχνω τις στάχτες στο αυλάκι που υπήρχε μπροστά μου. Για μια στιγμή το νερό θόλωσε καθώς η στάχτη έπεφτε μέσα. Σιγά σιγά άρχισε να καθαρίζει και πάλι αφού η ροή του νερού ήταν σχετικά γρήγορη με αποτέλεσμα να παρασύρει τις στάχτες στην πλαγιά. Είμαι σίγουρος πως ο θείος μου αυτό είχε στο μυαλό του. Την ομορφιά αυτής της στιγμής που ζούσα εγώ τώρα. Σκέφτηκα πως κάπως έτσι θα ήθελα να καταλήξει και το δικό μου σώμα όταν έρθει εκείνη η στιγμή. Η ιδέα να με θάψουν στο χώμα δεν μου άρεσε καθόλου. Η παράξενη αγάπη που είχε ο θείος μου όλα αυτά τα χρόνια γι’ αυτό το μέρος ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό για μένα. Μετά από τον τρόπο που έφυγαν από εδώ αλλά και αυτά που πιθανόν έγιναν, μου έκανε εντύπωση που ήθελε στο τέλος να επιστρέψει εδώ… Ήξερα μέσα μου πως αυτή δεν ήταν η τελευταία πράξη της ιστορίας που διαδραματίστηκε εδώ αλλά μόνο ένα κομμάτι της… το πιο πρόσφατο. Αφού έριξα όλες τις στάχτες, ξέπλυνα το κουτί με λίγο νερό και το έριξα στο αυλάκι για να μην απομείνει τίποτα στο εσωτερικό του. Το νερό διέσχιζε όλη την πλαγιά και στο τέλος κατέληγε στην παραλία που βρισκόταν η Σπηλιά της Σιωπής. Από το δάχτυλό μου είχε τρέξει λίγο αίμα. Ήταν
στο σημείο που είχα κοπεί χθες από τις πέτρες στο μνήμα. Το έβαλα κάτω από το νερό και το ξέπλυνα σκεπτόμενος πως το αίμα μου μαζί με τις στάχτες του θείου μου θα γίνονταν ένα. Ένιωσα σαν να παίρνω μέρος σε κάποια τελετή, όπου όλα έπρεπε να γίνουν με αυτή τη διαδικασία. Όλο αυτό βέβαια έγινε τυχαία. Κοίταξα για λίγο τον ουρανό σαν να ήθελα να δείξω στον θείο μου εκεί ψηλά ότι έκανα αυτό που ζήτησε και εκείνη τη στιγμή άκουσα κάτι που στην αρχή με έκανε να ανατριχιάσω. Από κάπου ερχόταν μια ανδρική φωνή που τραγουδούσε το γνώριμο τραγούδι που άκουσα και χθες… Τη Νησιώτισσα, έτσι το λέγανε μου είχε πει το πρωί η κυρία Θέκλα όταν τη ρώτησα. Προσπάθησα να καταλάβω από πού έρχεται αυτή η φωνή και δεν άργησα να το αντιληφθώ. Από την άλλη πλευρά εμφανίστηκε μέσα από κάτι δέντρα καβάλα σε ένα άσπρο άλογο ο κυρ-Θωμάς χαμογελαστός να έρχεται προς το μέρος μου. Άφησα το κουτί μέσα στον σάκο και προσπάθησα να μην δείξω ξαφνιασμένος. Χωρίς να σταματήσει το τραγούδι του πλησίασε και μόνο όταν κατέβηκε μου μίλησε. «Δεν είναι υπέροχα εδώ, Δημήτρη μου;» Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, ένιωσα πάλι αυτόν τον φόβο που μου είχε μεταδώσει η μητέρα μου. Η αλήθεια είναι πως ο κυρ-Θωμάς βρισκόταν από χθες συνεχώς μπροστά μου. Σαν πραγματικά κάτι να ήξερε και να παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Να είχε δει άραγε τι έκανα μόλις εκεί; Μάλλον όχι, καθώς από το σημείο που εμφανίστηκε είναι λίγο δύσκολο να είχε καλή ορατότητα. Έτσι κι αλλιώς προσπάθησα να μην δείξω τίποτα και απάντησα ψύχραιμος. «Όπως μου τα είχατε περιγράψει και ακόμα πιο όμορφα κυρΘωμά. Βγάζω συνέχεια φωτογραφίες…» Εκείνος χαμογέλασε και αφού έδεσε σε έναν βράχο που προεξείχε
το όμορφο άλογό του πλησίασε και έσκυψε να πιει νερό από την πηγή. Σκουπίζοντας το νερό από το στόμα του με κοίταξε σοβαρά και μου είπε: «Ξέρω τι κάνεις εδώ». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια, γιατί ταυτόχρονα, από το σημείο που είχε φανεί ο κυρ-Θωμάς, εμφανίστηκαν καβάλα στ’ άλογά τους άλλοι τρεις. Κοιτώντας τους κατάλαβα πως είναι οι φίλοι του από το καφενείο. Ο ένας μάλιστα κρατούσε στα χέρια του μια καραμπίνα… Τα χρειάστηκα. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό και η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπά δυνατά. Παίρνοντας όσο θάρρος μπορούσα, γύρισα προς τον πάντα σοβαρό κυρ-Θωμά και είπα με δυσκολία κοιτώντας και τους άλλους που είχαν φτάσει και στέκονταν στ’ άλογά τους σαν να περίμεναν ν’ ακούσουν τον διάλογό μας. Μέσα μου, ταχύτατα, αναδύθηκε η βεβαιότητα πως κατάλαβαν ποιος είμαι και τώρα θα πλήρωνα για τις διαφορές που υπήρχαν με κάποιον από τους προγόνους μου. «Τ ι κάνω;…» είπα χαμογελώντας ψεύτικα προσπαθώντας να κρύψω τον φόβο μου… Ο κυρ-Θωμάς τότε κατάλαβε πως τρόμαξα, γέλασε δυνατά και μου απάντησε: «Μας κλέβεις το νερό, βρε Δημήτρη;» και συνέχισε να γελά δυνατά μαζί με τους άλλους που προφανώς ήξεραν τ’ αστεία του. Ένιωσα την καρδιά μου να έρχεται ξανά στη θέση της μόλις κατάλαβα πως αστειευόταν και με δυσκολία ακολούθησα το γέλιο τους προσπαθώντας και πάλι να μην δείξω την ταραχή μου. Πριν προλάβω να μιλήσω, συνέχισε χτυπώντας με στον ώμο. «Έλα να μας βγάλεις μια φωτογραφία καβάλα στ’ άλογα, βρε Δημήτρη, εδώ δίπλα στην πηγή να φαίνεται πίσω η θάλασσα».
Ήταν τέτοια η ανακούφισή μου που χωρίς να το σκεφτώ και πολύ έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και πήγα από την άλλη πλευρά για να τους φωτογραφίσω. Ο κυρ-Θωμάς ανέβηκε στο άλογο και περίμενε να πάρω θέση. Είχαν γυρίσει όλοι προς το μέρος μου και πραγματικά μέσα από τον φακό η εικόνα αυτών των ανθρώπων καβάλα στ’ άλογά τους μπροστά από την πηγή με θέα το πέλαγος ήταν πολύ όμορφη. Φαινόταν σαν να ήταν από μια άλλη εποχή… Αν και στην αρχή τα χέρια μου έτρεμαν ακόμη, κατάφερα και έβγαλα αρκετές. «Αν έχει φωτογραφείο στο νησί, θα τις δώσουμε σήμερα να τις εμφανίσουμε κιόλας. Είναι πολύ ωραίες». Ο κυρ-Θωμάς μου έγνεψε ευχαριστημένος. «Ωραία, άμα τελειώσεις τη βόλτα σου, έλα από το μαγαζί να πάμε να τις εμφανίσουμε εκεί κοντά, εμείς θα συνεχίσουμε μπας και βρούμε κανένα λαγό να φτιάξουμε για το πανηγύρι και να σ’ αφήσουμε κι εσένα στην ησυχία σου να βγάλεις φωτογραφίες… και να μας κλέψεις και άλλο νερό». Εδώ πια γέλασα κι εγώ με την ψυχή μου αφού βεβαιώθηκα πως όλο αυτό ήταν ένα αστείο και πως πραγματικά δεν ήξερε τι έκανα εκεί. Τ ράβηξε τα γκέμια προς την άλλη μεριά και ακούστηκε να λέει δυνατά στο άλογό του: «Πάμε». Όλοι μαζί γελώντας και χαιρετώντας με πήραν τον αντίθετο δρόμο κι εγώ έμεινα ανακουφισμένος να τους κοιτώ ν’ απομακρύνονται. Μετά από αυτό αποφάσισα πως δεν θα έλεγα σε καμιά περίπτωση ποιος είμαι σε κανέναν. Δεν ήθελα να ξαναπεράσω αυτή την ταραχή όταν νόμισα ότι με πιάσανε στα πράσα. Αφού τους κοίταξα για λίγο να χάνονται ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες, πήρα τον σάκο και τον έδεσα με ένα σχοινί στο πίσω μέρος της μηχανής. Μετά στάθηκα για λίγο να κοιτώ τη θέα και την ομορφιά του τοπίου. Έβγαλα μερικές
φωτογραφίες ακόμα και περπάτησα προς τα κάτω ακολουθώντας τη ροή του νερού. Ενώ στην αρχή φαινόταν σαν να φτάνεις σε γκρεμό, μόλις πλησίασα είδα ότι υπήρχε ένα μικρό πέρασμα που σε έβγαζε σε ένα πλάτωμα όπου το νερό σχημάτιζε μια πολύ μικρή λίμνη. Μετά χυνόταν προς τα κάτω ανάμεσα στις φυλλωσιές των θάμνων συνεχίζοντας την πορεία του προς τη θάλασσα. Αυτό που παρουσιάστηκε στα μάτια μου είναι από τις ομορφότερες εικόνες που έχω δει στη ζωή μου. Ένα κοπάδι από πέντε άλογα έπινε νερό σ’ εκείνο το σημείο. Δεν είχαν ούτε σέλες ούτε τίποτα. Πλησίασα προσεκτικά και άρχισα και πάλι να βγάζω απανωτές φωτογραφίες. Δεν φάνηκαν να ενοχλούνται και κατάφερα να φτάσω αρκετά κοντά τους. Κάποια στιγμή πάτησα ένα ξερό ξύλο που έσπασε και αυτός ο θόρυβος τα τρόμαξε και άρχισαν να φεύγουν προς τα κάτω χλιμιντρίζοντας… Μόνο ένα μαύρο, πολύ όμορφο, έμεινε να με κοιτά σαν να μην φοβήθηκε καθόλου. Στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού του πάνω από τα μάτια του είχε μια άσπρη βούλα που έμοιαζε με καρδιά. Σαν κάποιος να την είχε ζωγραφίσει εκεί. Στεκόταν σχεδόν ακίνητο, και με κοιτούσε χωρίς να δείχνει ότι με φοβάται. Σαν να με ήξερε και περίμενε να το πλησιάσω. Αυτό και έκανα. Άρχισα να βαδίζω αργά προς τα εκεί. Με μεγάλη προσοχή έφτασα κοντά του. Αυτό συνέχισε να με κοιτά ήρεμα μέσα στα μάτια. Λες και είχα έναν άνθρωπο εκεί απέναντί μου. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το νερό που κυλούσε στο αυλάκι και η ανάσα του αλόγου που ανέπνεε πιο έντονα όσο το πλησίαζα. Τότε παρατήρησα πως το νερό ακριβώς μπροστά ήταν θολό από τις στάχτες που είχα ρίξει λίγο πριν. Τα πόδια του αλόγου βουτούσαν στο νερό σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο… Όταν έφτασα κοντά του, στάθηκα και εγώ ακίνητος. Το άλογο συνέχισε να με κοιτά στα μάτια χωρίς να αντιδρά. Αργά αργά
τόλμησα να σηκώσω το χέρι μου για να του χαϊδέψω το κεφάλι. Όσο πλησίαζε το χέρι μου, το άλογο έδειχνε να μην φοβάται και δεν έκανε τίποτε άλλο από το να με κοιτά στα μάτια. Όταν άγγιξα το κεφάλι του, εκείνο γύρισε σαν να ήθελε να μυρίσει το χέρι μου. Τότε, εντελώς ξαφνικά, σαν κάτι να το τσίμπησε σηκώθηκε στα δύο του πόδια ακριβώς μπροστά μου χλιμιντρίζοντας πολύ έντονα. Για λίγο νόμισα πως θα με χτυπήσει και κάνοντας προς τα πίσω έπεσα κάτω βλέποντας όρθιο το άλογο να καλύπτει τον ήλιο ρίχνοντας τη σκιά του πάνω μου. Ασυναίσθητα έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι και γύρισα για να προφυλαχτώ. Ο ήχος από τα πόδια του που προσγειώθηκαν στο έδαφος ακριβώς μπροστά μου σχεδόν φάνηκε σαν σεισμός. Πριν προλάβω να βγάλω τα χέρια μου από το κεφάλι κατάλαβα την ανάσα του αλόγου πάνω στα χέρια μου. Ένιωσα να με ακουμπά με το στόμα του σαν να μου έδινε ένα φιλί. Την ώρα που γύρισα για να το κοιτάξω έκανε μια απότομη κίνηση και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει και τ’ άλλα άλογα πριν λίγο. Στάθηκε μόνο για μια στιγμή και έφερε μια βόλτα γύρω από τον εαυτό του. Με ξανακοίταξε, σήκωσε και πάλι τα δύο του πόδια ψηλά σαν να ήθελε να με χαιρετήσει και χάθηκε καλπάζοντας ανάμεσα στους βράχους… Έμεινα για λίγο έτσι πεσμένος κάτω προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε. Νιώθοντας το νερό να κάνει μούσκεμα το παντελόνι μου, σηκώθηκα κοιτώντας προς τα εκεί που κάλπασαν τα άλογα. Η καρδιά μου από τον φόβο της χτυπούσε πολύ δυνατά ακόμη. Τ ίναξα τις σκόνες από πάνω μου και άρχισα να ανεβαίνω προς την πηγή. Αισθανόμουν πολύ περίεργα. Από τη μια ένιωθα ακόμη την ταραχή και από την άλλη είχα μείνει εντυπωσιασμένος από την ομορφιά του αλόγου και από την αλλόκοτη συμπεριφορά του. Ήταν σαν να το είχα ζήσει όλο αυτό σε κάποιο όνειρό μου και
όχι στην πραγματικότητα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο με είχαν πλημμυρίσει εντελώς διαφορετικά ίσως και αντιφατικά συναισθήματα. Μόλις έφτασα πάνω, κάθισα σε μια πέτρα βγάζοντας το κινητό μου για να πάρω την Ανίτα. Μέσα σε αυτή τη γαλήνη λαχταρούσα τόσο πολύ ν’ ακούσω τη φωνή της και να της αφηγηθώ την περιπέτειά μου…
Μακεδονία – Βλάστη· 13 Απριλίου 1941
Αρχίζει να ξημερώνει και παρ’ όλη την ομίχλη και την ψιλή βροχή που πέφτει παντού μπορείς να διακρίνεις πρόχειρα φτιαγμένα παραπήγματα σε μια πλαγιά. Απέναντι ακριβώς στον λόφο υπάρχουν κάποια σπίτια του χωριού που βρίσκεται εδώ. Ο Μανόλης είχε ακούσει πως το χωριό ονομαζόταν Βλάστη… Οι ντόπιοι έδωσαν ό,τι μπόρεσαν στους στρατιώτες. Φαγητό και κάποια ρούχα και κάλτσες. Τ ώρα όμως είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους και μόνο σε ένα δύο από αυτά έβλεπες κάποιο φως ίσα ίσα να αχνοφέγγει από τα παράθυρά του. Γύρω έβλεπες φωτιές ανάμμενες κάτω από τα δέντρα ή σε εσοχές βράχων για να μην τις σβήσει η βροχή. Ακούγονται κάποια αγκομαχητά πόνου κατά διαστήματα που διακόπτουν την αφύσικη ησυχία που επικρατεί. Μερικοί άνδρες με στρατιωτικά ρούχα περιφέρονται από σκηνή σε σκηνή σταματώντας πού και πού να κοιτάξουν και αυτούς που βρίσκονται ξαπλωμένοι με σκισμένα ρούχα εδώ κι εκεί. Άλογα βόσκουν ελεύθερα στο λιγοστό χορτάρι που υπάρχει τριγύρω. Όπλα βρίσκονται παρατημένα, σκόρπια κάτω από τη βροχή. Αρκετοί είναι μαζεμένοι γύρω από τις φωτιές για να
ζεσταθούν και να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους. Λάσπες παντού που κάνουν ακόμα πιο δύσκολη τη μετακίνηση των τραυματιών. Μόνο τα ρούχα τους φανερώνουν πως πρόκειται για στρατιώτες. Κατά τ’ άλλα, παντού είναι ορατή η εγκατάλειψη. Οι περισσότεροι είναι αξύριστοι και αδυνατισμένοι. Κάτω από έναν μεγάλο βράχο και με μια φωτιά αναμμένη μπροστά του στέκεται ο Μανόλης. Το πρόσωπό του φωτίζεται από τη μικρή φλόγα που βγάζουν τα υγρά ξύλα, και ο καπνός τον καλύπτει και τον κάνει να φαίνεται σχεδόν σαν εξαϋλωμένος. Τα μάτια του είναι καρφωμένα στη φωτιά. Δείχνει να είναι αρκετά ταλαιπωρημένος. Έχει αδυνατίσει πολύ και τα γένια σκεπάζουν μεγάλο μέρος του προσώπου του. Τα ρούχα του, σκισμένα και λασπωμένα. Είναι ανέκφραστος και το βλέμμα του είναι παγωμένο. Αν δεν ήταν όρθιος, θα νόμιζες πως δεν αναπνέει. Αυτός και περίπου άλλοι χίλιοι πεντακόσιοι είναι ό,τι έχει απομείνει από το σύνταγμα των τριών χιλιάδων που είχε δημιουργηθεί από άνδρες που η καταγωγή τους ήταν από τα νησιά γύρω από το νησί του Μανόλη. Οι υπόλοιποι είτε είχαν χάσει τη ζωή τους είτε είχαν αιχμαλωτιστεί στις μάχες με τους Γερμανούς που πλέον προελαύνανε στο εσωτερικό της χώρας, μετά τις αποτυχημένες προσπάθειες να τους σταματήσουν στα σύνορα. Βρισκόταν εκεί σε αναμονή των διαταγών για το προς τα πού θα έπρεπε να κινηθούν. Οι περισσότεροι ήταν σχεδόν άοπλοι και απελπισμένοι. Δεν είχαν ούτε προμήθειες ούτε πολεμοφόδια. Τα λίγα τρόφιμα τους τα έδιναν οι κάτοικοι από τα διάφορα χωριά που περνούσαν. Αν και πολέμησαν γενναία για μερικές μέρες, η υπεροπλία των Γερμανών ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο και δεν μπορούσαν να αντέξουν το σφυροκόπημα από το βαρύ πυροβολικό και τα γερμανικά αεροπλάνα. Υποχωρούσαν με την ελπίδα κάπου να μπορέσουν να στήσουν μαζί
με τους Άγγλους κάποια νέα ισχυρή αμυντική γραμμή. Ο Μανόλης δεν είχε πολεμήσει ποτέ του και αυτά που είδαν τα μάτια του τον είχαν σκληρύνει πάρα πολύ. Για μια στιγμή φάνηκε να κινείται. Έβαλε το χέρι του μέσα από το πανωφόρι, έβγαλε ένα μικρό, σκισμένο τετράδιο και το άνοιξε εκεί που έκρυβε τη φωτογραφία της Ελένης. Την έβγαλε με προσοχή και την έφερε κοντά στα μάτια του. Αν και αρκετά ταλαιπωρημένη και τσακισμένη, φαινόταν ακόμη καθαρά το χαμογελαστό πρόσωπό της, με φόντο το λιμάνι του νησιού. Μόνο τότε φάνηκε για λίγο να γλυκαίνει η έκφρασή του. Κοίταζε τη φωτογραφία σαν να ήθελε να μπει μέσα σ’ αυτή και να συναντήσει εκείνη τη στιγμή την αγαπημένη του. Από τότε που είχε φύγει, δεν είχε καταφέρει να έχει καμιά επαφή μαζί της. Έγραψε αρκετά γράμματα αλλά ποτέ δεν πήρε απάντηση. Στο πρώτο που της είχε στείλει είχε βάλει και μια φωτογραφία από την πρώτη μέρα που είχε καταταγεί κρατώντας στον ώμο του το όπλο. Ούτε κάποιος άλλος στο σύνταγμα που καταγόταν από το νησί είχε πάρει γράμμα από κάποιον δικό του. Κανείς δεν ήξερε να τους απαντήσει για ποιο λόγο δεν μπορούσαν να πάρουν γράμματα από τους δικούς τους. Δεν ήξερε αν η Ελένη είχε λάβει τα δικά του. Δεν ήξερε αν ήταν καλά. Το βασικότερο όμως ήταν πως μετά από τόσο καιρό ποιος ξέρει τι μπορεί να περνούσε από το μυαλό της. Θα ήθελε τόσο πολύ να μπορούσε να της πει πως είναι καλά και πως το μόνο που λαχταρούσε αυτή τη στιγμή ήταν να βρεθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα κοντά της. Από τα λίγα που άκουγε και έβλεπε, καταλάβαινε πως τα πράγματα προς το παρόν είχαν τελειώσει. Ακούγονταν πολλές φήμες πως σύντομα η Ελλάδα θα συνθηκολογούσε με τους Γερμανούς και θα τέλειωνε αυτή η περίοδος της αντίστασης των ελληνικών αλλά και των αγγλικών
στρατευμάτων. Ήταν θέμα ημερών. Ίσως και ωρών. Με το χέρι του έβγαλε το ρολόι που του είχε χαρίσει η Ελένη και κοίταξε την ώρα. Μετά γύρισε για να δει τα χαραγμένα ονόματά τους για μια ακόμα φορά. Δεν υπήρχε μέρα που να μην το έκανε. Το έσφιξε για λίγο στο χέρι του και το ξανάβαλε στην τσέπη. Ξαφνικά, πολύ κοντά στο σημείο που βρισκόταν, άρχισαν να ακούγονται ήχοι από πυροβόλα και δυνατές εκρήξεις. Ο Μανόλης πετάχτηκε βάζοντας βιαστικά τη φωτογραφία της Ελένης στο τετράδιο και μετά στο πανωφόρι του. Κλότσησε με τα πόδια του τη φωτιά για να σβήσει και μαζί και με όλους τους υπόλοιπους που έδειχναν ξαφνιασμένοι άρχισε να πηγαίνει προς το κέντρο όπου ήταν μαζεμένοι αρκετοί από τους βαθμοφόρους. Επικρατούσε φασαρία και εκνευρισμός. Πριν καλά καλά φτάσει εκεί, άκουσε πως θα έπρεπε να αρχίσουν να μετακινούνται γρήγορα γιατί τα γερμανικά στρατεύματα πλησίαζαν και με το πρώτο φως της μέρας θα έρχονταν και τα αεροπλάνα τους. Οι εντολές ήταν να καταστρέψουν ό,τι οπλισμό δεν μπορούσαν να μεταφέρουν για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών. Σε αυτό βοήθησε ο Μανόλης μεταφέροντας μαζί με άλλους που είχαν συγκεντρώσει μεγάλο μέρος του οπλισμού από πριν σε ένα σημείο στο κέντρο της περιοχής. Οι περισσότεροι είχαν αρχίσει ήδη να μετακινούνται βοηθώντας και τους τραυματίες που δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Δεν είχαν πολύ χρόνο και έπρεπε να βιαστούν. Μέσα στις λάσπες και τη βροχή έβλεπες τις απελπισμένες προσπάθειές τους να κάνουν ό,τι έπρεπε για να φύγουν γρήγορα. Στα άλογα ανέβασαν τους τραυματίες και στράφηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που ακούγονταν οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις. Δεν είχαν προλάβει καν να ξεκουραστούν από την εξαντλητική πορεία τους μέσα στα βουνά. Η ανάπαυσή τους κράτησε
πολύ λίγο και τώρα θα έπρεπε να βιαστούν αν δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με τον γερμανικό στρατό. Ο Μανόλης, ώρα μετά, ήταν από τους τελευταίους που είχαν απομείνει στο σημείο. Τ ώρα πια εκεί δεν είχε μείνει τίποτε άλλο παρά κουρέλια πεταμένα μέσα στις λάσπες και μισοσβησμένες φωτιές. Μια στοίβα από βαριά πυροβόλα μαζί με ξύλα και άλλο βαρύ οπλισμό. Εκεί μαζί με άλλους πέντε τα περιέλουσαν με πετρέλαιο και αφού έβαλαν φωτιά απομακρύνθηκαν αρκετά και μόλις η φωτιά φούντωσε πολύ, ένας από αυτούς έριξε από μακριά μια χειροβομβίδα μέσα. Η έκρηξη σκόρπισε τη φωτιά αλλά και διάφορα αντικείμενα από τον οπλισμό τριγύρω. Όλο αυτό κράτησε αρκετή ώρα και οι περισσότεροι είχαν απομακρυνθεί, με τον Μανόλη και δυο τρεις άλλους να έχουν μείνει τελευταίοι και τώρα να κινούνται βιαστικά προς την κατεύθυνση που είχαν πάρει οι υπόλοιποι. Δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν αρκετά και μπροστά τους πετάχτηκαν Γερμανοί στρατιώτες σημαδεύοντάς τους με τα όπλα τους και φωνάζοντας δυνατά και λυσσασμένα στα γερμανικά προφανώς να παραδοθούν. Έτσι κι αλλιώς μόνο οι δύο είχαν τουφέκια που μπροστά στους περίπου δέκα Γερμανούς με τα αυτόματα φάνταζαν πολύ λίγα. Κατέβασαν τα όπλα τους και σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά. Ο Μανόλης, χωρίς να έχει μαζί του κάποιο όπλο, έμεινε ο τελευταίος που δεν σήκωσε ψηλά τα χέρια του. Δεν τα σήκωσε ούτε όταν ένας Γερμανός τον πλησίασε φωνάζοντας μανιασμένα στην ακατανόητη γλώσσα του. Τότε ένας άλλος που ήρθε από πίσω του τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι με το κοντάκι του όπλου του. Το τελευταίο πράγμα που ήρθε στο μυαλό του πριν πέσει λιπόθυμος ήταν η εικόνα της Ελένης να στέκεται απέναντί του χαμογελαστή όπως στη φωτογραφία που είχε μαζί του…
Νησί· παρόν
Σήμερα ήταν μια απίστευτη μέρα. Αφού σχεδόν γύρισα το μισό νησί με το μηχανάκι, βρίσκομαι στον δρόμο του γυρισμού πολύ κοντά στα δωμάτια της κυρίας Θέκλας. Είναι σχεδόν απόγευμα πια και το μόνο που θέλω είναι να φάω κάτι γιατί πεινάω σαν λύκος. Το ψωμί που είχα μαζί μου είχε φαγωθεί εδώ και ώρα. Έχει μια πολύ παράξενη ομορφιά αυτός ο τόπος. Η εμπειρία που είχα με το άλογο στην πηγή δεν είχε φύγει ούτε λεπτό από το μυαλό μου. Όσο και αν προσπαθούσα να δώσω κάποια εύλογη εξήγηση, δεν μπορούσα. Ένιωθα μέσα μου σαν αυτό το άλογο να με αναγνώρισε… Ίσως βέβαια για όλες αυτές τις σκέψεις να έφταιγε και ο ήλιος… Περπάτησα πολύ και είδα κρυμμένες μικρές παραλίες που μόνο με τα πόδια μπορούσες να προσεγγίσεις. Αυτό και έκανα. Κολύμπησα σε δύο από αυτές σήμερα. Ανακάλυψα όμως και άλλες ομορφιές. Μονοπάτια που οδηγούσαν σε παλαιά κτίσματα που ήταν λες και είχαν φυτρώσει ανάμεσα στα βράχια. Σε αρκετά σημεία, σωροί από πέτρες μαρτυρούσαν την ύπαρξη άλλων, ανύπαρκτων πλέον, οικημάτων. Τα τζιτζίκια με συνόδευαν σε όλη τη διαδρομή
κρατώντας παντού το τραγούδι τους σαν μουσική υπόκρουση. Ήταν σαν να προσπαθούσαν το ένα να τραγουδήσει πιο δυνατά από το άλλο. Ένιωθα τον ήλιο να καίει το πρόσωπό μου, αφού δεν είχα σκεφτεί να πάρω καπέλο. Θα έπρεπε να προσέχω, γιατί δεν μπορούσα ξαφνικά να εμφανιστώ στα γυρίσματα ηλιοκαμένος. Γενικά στο νησί δεν είχε πολύ κόσμο ακόμη και είχε αρκετή ησυχία. Το απολάμβανα αυτό. Οι άνθρωποι έχουν την τάση με την παρουσία τους αλλά και με αυτά που κάνουν να παραμορφώνουν ή και να καταστρέφουν τη φυσική ομορφιά. Αφού έκανα έναν μεγάλο κύκλο, γύρισα από έναν άλλο δρόμο που κατέβαινε από το βουνό και από την αντίθετη πλευρά όπου βρισκόταν το λιμάνι. Κάποια παλιά ερειπωμένα πέτρινα σπίτια έδιναν μια μελαγχολική νότα στο τοπίο. Μισογκρεμισμένα είχαν μείνει εκεί ποιος ξέρει από πότε να θυμίζουν πως κάποτε εκεί ζούσαν άνθρωποι. Να ήταν άραγε ένα από αυτά το σπίτι των δικών μου; Περιουσία στο νησί δεν είχε κανείς από την οικογένειά μου, τουλάχιστον αυτό ήξερα εγώ. Δεν είχα καμιά πληροφορία για το πού ακριβώς ζούσαν τότε οι δικοί μου. Η αλήθεια είναι ότι όσο περνά η ώρα σκέφτομαι πως θα ήταν ωραία να υπήρχε εδώ κάτι δικό μας. Μου άρεσε πολύ αυτός ο τόπος. Άντε βέβαια να το πω αυτό στη μητέρα μου. Ίσως αν μάθαινα την ιστορία και το τι έγινε τότε, να μπορούσα να κρίνω καλύτερα για τον αν θα μπορούσα να έχω εδώ κάτι που να μου ανήκει. Πώς όμως θα το έκανα χωρίς να καταλάβουν ποιος είμαι; Με όλες αυτές τις σκέψεις να τριγυρνούν στο μυαλό μου, έφτασα χωρίς να το καταλάβω έξω από τα δωμάτια της κυρίας Θέκλας. Πάρκαρα στο ίδιο σημείο το μηχανάκι, που έβγαζε από τη μηχανή του μια απίστευτη ζέστη, σημάδι πως το είχα ζορίσει πολύ. Μπήκα στο προαύλιο και αφού της ζήτησα να μου ετοιμάσει μια μερίδα από τα ωραία της γεμιστά που είχε για πιάτο
ημέρας, πήγα στο δωμάτιό μου για να κάνω ένα μπάνιο. Το αλάτι είχε κολλήσει παντού στο δέρμα μου. Μπήκα και άφησα τον σάκο μου στον καναπέ και άρχισα να βγάζω τα ιδρωμένα μου ρούχα. Όπως έβγαζα την μπλούζα μου, η ματιά μου έπεσε στη φωτογραφία στον τοίχο από το λιμάνι με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Την ξεκρέμασα και την πήρα στα χέρια μου. Κάτω δεξιά χαμηλά έγραφε 1938… πίσω φαινόταν ο καπνός από το φουγάρο ενός βαποριού έτοιμου να ξεκινήσει. Μια παράξενη νοσταλγική διάθεση με κατέλαβε. Πάντα με συγκινούσαν οι κρυφές ματιές στο παρελθόν και στις ζωές των ανθρώπων αλλοτινών καιρών. Ετοιμάζονταν για κάποια εκδρομή, για να ταξιδέψουν… για πού και για πόσο άραγε; Τα πρόσωπά τους είναι μελαγχολικά όπως τα περισσότερα εκείνης της εποχής. Λες και την ώρα που έβγαιναν φωτογραφία έπαιρναν επίτηδες το πιο θλιμμένο τους ύφος. Είναι άραγε κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους ζωντανοί σήμερα; Πώς είναι τώρα τα πρόσωπά τους. Πώς κύλησαν στο σώμα και στη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια; Μήπως κάποιος ανάμεσά τους είναι από τη δικιά μου οικογένεια; Έφερα τη φωτογραφία ακόμα πιο κοντά στα μάτια μου και είδα μια γυναίκα στην αγκαλιά ενός άντρα που με το ένα του χέρι την κρατούσε σφιχτά πάνω του. Αυτό που μου έκανε εντύπωση όμως περισσότερο ήταν πως η γυναίκα φαινόταν να έχει τα μάτια της κλειστά. Ίσως να ήταν η μόνη που έβλεπες, έστω και με κλειστά μάτια, να έχει μια έκφραση ευχαρίστησης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ο άντρας κοιτούσε προς τον φακό με σοβαρό ύφος. Φαινόταν όμως πως και αυτός είχε κολλήσει πάνω της. Μέσα σε όλο αυτόν τον κόσμο, τώρα που παρατηρούσα καλύτερα τη φωτογραφία, έβλεπα μόνο αυτούς τους δύο. Λες και όλοι οι υπόλοιποι ξαφνικά να θάμπωσαν και τα μόνα καθαρά πρόσωπα που έβλεπα να ήταν τα δικά
τους. Επιμένοντας να την παρατηρώ, πρόσεξα και κάτι ακόμα που με έκανε να γελάσω μόνος μου. Αυτή η γυναίκα έμοιαζε στην Ανίτα… Μου έλειπε τόσο, που προφανώς την έβλεπα παντού μπροστά μου. Ακόμα και σε φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί πολλά χρόνια πριν… Τόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της. Έβγαλα έναν αναστεναγμό, κοίταξα για λίγο ακόμα τη φωτογραφία και την ακούμπησα προσωρινά πάνω στο τραπέζι. Μπήκα στο μπάνιο και βιάστηκα να τελειώσω γιατί η μυρωδιά των γεμιστών είχε φτάσει στη μύτη μου και με καλούσε να τα απολαύσω. Δεν άργησα να κατέβω στην αυλή, όπου αρκετός κόσμος γευότ αν τα ωραία φαγητά της κυρίας Θέκλας. Μόλις με είδε, μου έδειξε το τραπέζι μου με μια ωραία φρεσκοκομμένη σαλάτα να με περιμένει. «Κάθισε, αγόρι μου, και σε ένα λεπτό έρχονται τα γεμιστά. Να σου φέρω κάτι να πιεις;» μου είπε πρόσχαρα. «Όχι, ευχαριστώ, λίγο νεράκι μόνο, αν είναι εύκολο» της απάντησα την ώρα που καθόμουν στο τραπέζι κοιτάζοντας με λαχτάρα το μεγάλο πιάτο με τη σαλάτα. «Πέρασες καλά σήμερα, πώς ήταν η βόλτα σου;» «Πέρασα πολύ όμορφα, κυρία Θέκλα» απάντησα, με το πιρούνι στο χέρι και έτοιμος να βουτήξω στη σαλάτα. «Θέλω όμως να σε ρωτήσω για κάτι που είδα στο βουνό κοντά στην πηγή…» Εκείνη κάθισε απέναντί μου για να με ακούσει καλύτερα. «Είδα ένα κοπάδι από άλογα χωρίς σέλες, ελεύθερα, κοντά στην πηγή και μάλιστα ένα από αυτά με πλησίασε σαν να ήταν ήμερο. Ξέρεις να ανήκουν σε κάποιον και τι έκαναν εκεί πάνω;» «Α, καλά, θα το έσκασαν από κανένα στάβλο, μωρέ, αλλά πού να πάνε εδώ, θα τα βρουν. Λίγα άλογα έχουμε στο νησί. Καλά που μου το είπες να το πω κι εγώ μήπως και τα ψάχνουν. Στην πηγή στο
Μαντάνι είπες τα είδες ε;» «Ναι, αλλά μετά έφυγαν προς τα κάτω, προς τη θάλασσα». «Καλά, μην σκοτίζεσαι, θα τα βρούμε» είπε χαμογελώντας. Αλλάζοντας θέμα την πρόλαβα λίγο πριν φύγει. «Το νησί σας είναι ένας μικρός θησαυρός γεμάτος μυστικά». «Από μυστικά, παιδί μου, άλλο τίποτα αυτό το νησί… έλα, σε αφήνω να φας. Πάω να φέρω τα γεμιστά σου. Να ξεκουραστείς, γιατί το βράδυ θα το ξενυχτήσουμε» είπε και έφυγε βιαστικά προς την κουζίνα. Να δω αν και πότε θα μάθω κι εγώ μερικά από αυτά τα μυστικά, αναρωτήθηκα τη στιγμή που με το πιρούνι μου κάρφωνα με λαιμαργία την πρώτη ντομάτα…
Νησί· Αύγουστος 1942
Είναι απόγευμα, ο ήλιος μόλις έχει κρυφτεί πίσω από τα βουνά του νησιού. Στην παραλία που ακριβώς δίπλα είναι η Σπηλιά της Σιωπής, βρίσκονται ο Γιάννης, η γυναίκα του η Άννα και ο γιος τους ο Νίκος. Ακριβώς μπροστά τους με τα πόδια μέσα στη θάλασσα, η Ελένη κρατά ένα σεντόνι ανοιχτό στα χέρια της και κοιτά προς τα έξω. Σχεδόν απέναντί της και με ένα μωρό στην αγκαλιά, ένας γενειοφόρος άντρας που έχει σηκωμένα τα παντελόνια του και στον λαιμό του κρέμεται ένα πετραχήλι. Εκείνη τη στιγμή ακούγεται να λέει δυνατά τη στιγμή που βουτά το μωρό μέσα στη θάλασσα: «Βαπτίζεται η δούλ η του Θεού… Μαρία. Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις ο παπάς βουτά το σώμα του μωρού μέσα στο νερό ένα δυνατό κλάμα σαν ουρλιαχτό βγαίνει από τα χείλη του. Η Ελένη το κοιτά σαν να συμπάσχει μαζί του. Της έκανε μεγάλη εντύπωση που πολλά μικρά ψάρια είχαν μαζευτεί τριγύρω από το σημείο που είχε
μπει το μωρό στη θάλασσα και ήταν σαν να παρακολουθούσαν την τελετή. Απομακρύνθηκαν μόνο όταν ο παπάς έβγαλε και ξανάβαλε απότομα τη μικρή στο νερό. Ήθελε τόσο πολύ να είναι η νονά της κόρης του Γιάννη, αλλά και ανιψιάς του αγαπημένου της. Ήταν χαρούμενη γιατί είχε μάθει πως ο Μανόλης ζει, έστω και αιχμάλωτος. Κάτι ήταν και αυτό μετά από τόσο καιρό όπου δεν είχε κανένα νέο για την κατάστασή του ούτε καν για το αν ήταν ζωντανός, και αν ναι, πού βρισκόταν. Τα μαντάτα γι’ αυτούς που είχαν σκοτωθεί έρχονταν με δυσκολία στο νησί και πάντα αγωνιούσε μήπως ακούσει το όνομά του μέσα σε αυτούς. Τ ίποτα όμως, καμιά είδηση τόσο καιρό. Ούτε κακή ούτε καλή. Μόνο αυτή η τελευταία. Ο πατέρας της είχε χειροτερεύσει και από ό,τι φαινόταν δεν θα άντεχε πολύ. Είχε ζητήσει από τον Γιάννη και την Άννα να είναι αυτή η νονά της κόρης τους και το δέχτηκαν με πολλή χαρά. Την ένιωθαν σαν μέλος της οικογένειάς τους πια. Ο Γιάννης, που τη γνώρισε καλύτερα, την είχε συμπαθήσει πολύ. Ο μικρός Νίκος όμως την αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους. Τη θαύμαζε πολύ και ήξερε πόσο την αγαπούσε ο θείος του, που επίσης ήταν γι’ αυτόν ένα πρότυπο. Μάλιστα βιαζόταν να μεγαλώσει για να πάει να πολεμήσει κι αυτός σαν εκείνον, όπως έλεγε. Η Ελένη όμως πάντα του εξηγούσε πόσο κακό πράγμα είναι ο πόλεμος. Τ ώρα στεκόταν εκεί μαζί με τους γονείς του να βλέπει την Ελένη να βαφτίζει την αδερφή του. Μόλις η τελετή τέλειωσε, βγήκαν από τη θάλασσα. Η Ελένη κρατούσε τυλιγμένη στο σεντόνι τη Μαρία και μόλις πλησίασε την Άννα, της την έδωσε να την κρατήσει αγκαλιά. Έβγαλε από την τσέπη της έναν χρυσό σταυρό δεμένο με μια αλυσίδα και της τον πέρασε στον λαιμό. Η μικρή ήταν λίγο πιο ήσυχη τώρα, αλλά δεν είχε σταματήσει στιγμή να κλαίει. Πήρε στα χέρια της το σταυρουδάκι
σαν παιχνίδι και το έβαλε στα χείλη της για λίγο. Αυτό την ηρέμησε περισσότερο. Η Άννα το πήρε και το έβαλε μέσα από το σεντόνι για να μην μπορούν να το βρίσκουν τα μικρά χεράκια της. Σε λίγο της φόρεσαν ένα φορεματάκι και ήταν έτοιμη. Αποφάσισαν να κάνουν εδώ τα βαφτίσια της, κρυφά απ’ όλους. Άλλωστε το εκκλησάκι του Άι-Νικόλα ήταν ακριβώς δίπλα. Εκεί επίσης είχαν βαφτιστεί ο Νίκος αλλά και ο Μανόλης με τον Γιάννη πολύ παλιότερα. Δεν είχαν πολύ χρόνο για χάσιμο, γιατί σε λίγο θα νύχτωνε οπότε ξεκίνησαν για να επιστρέψουν. Μόνο η Ελένη ζήτησε να μείνει λίγο ακόμα μόνη της εκεί. Αφού λοιπόν πήραν τα άλογά τους που έπιναν νερό στο ποταμάκι δίπλα, πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Είχε μείνει μόνο η Κάρμη για να γυρίσει η Ελένη. Αφού τους κοίταξε να χάνονται στην πλαγιά, κάθισε στην άμμο μπροστά στη θάλασσα. Έβγαλε μέσα από την τσέπη του φουστανιού της μια φωτογραφία και την κοίταξε γλυκά. Ήταν ο Μανόλης που μόλις είχε καταταγεί τις πρώτες μέρες∙ είχε βγάλει μια φωτογραφία και της την έστειλε μαζί μ’ ένα γράμμα. Ήταν το μόνο γράμμα που είχε λάβει απ’ αυτόν. Από τη στιγμή που ξεκίνησε για το μέτωπο ο Μανόλης, η μόνη φορά που άκουσε νέα του ήταν πριν έναν μήνα περίπου από αυτόν που επέστρεψε και όπως είπε πολεμούσαν μαζί. Της είπε ότι ζει και είναι αιχμάλωτος. Τ ίποτε άλλο. Έμεινε για λίγο να κοιτά τη φωτογραφία του και έκλεισε τα μάτια της. Στο μυαλό της ήρθε εκείνη η μέρα που οι δυο τους είχαν βρεθεί μόνοι τους στη Γαλάζια Πέτρα. Θυμάται ακόμη πώς είχε νιώσει όταν ο Μανόλης την αγκάλιασε και τη φιλούσε σε όλο της το κορμί. Ακόμα και τώρα στην ανάμνηση και μόνο εκείνης της στιγμής ένιωσε στο σώμα της την ίδια ένταση, το ίδιο λίγωμα. Αν δεν ερχόταν ο Γιάννης που τους διέκοψε τότε, θα του είχε δοθεί. Εκεί, στην παραλία, μέρα μεσημέρι. Ζούσε με την ελπίδα κάποια
στιγμή να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του και αυτή τη φορά να του δοθεί ολοκληρωτικά. Άνοιξε για λίγο τα μάτια της και κοιτώντας τη θάλασσα από μέσα της παρακαλούσε με όλη της δύναμη να ζει και να είναι καλά. Και ας μην τον ξανάβλεπε ποτέ. Φτάνει να το ήξερε πως ήταν εντάξει. Τ ίποτε άλλο. Έπρεπε όμως να γυρίσει στο σπίτι της γιατί ο άρρωστος πατέρας της ίσως να χρειαζόταν τη βοήθειά της. Σηκώθηκε και κοίταξε για μια ακόμα φορά τη θάλασσα σαν να της έλεγε να φέρει πίσω τον αγαπημένο της. Μετά γύρισε, καβάλησε την Κάρμη και πήρε κι αυτή τον δρόμο του γυρισμού…
Στα γυρίσματα
Είναι απόγευμα και η Ανίτα κατεβαίνει στο λόμπι του ξενοδοχείου κρατώντας μια μικρή τσάντα. Έχει τελειώσει με τις συνεντεύξεις και αφού πήγε για λίγο στο δωμάτιό της επέστρεψε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Εκεί την περιμένει ο Μιχάλης. Ο ήλιος μόλις έχει πέσει και έξω όλα έχουν ένα ροδοκόκκινο χρώμα. Τα ψαροκάικα ξεκινούν για να βγουν από το λιμάνι και ο ήχος τους κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα. Η Ανίτα ρίχνει μια ματιά έξω από τη μεγάλη τζαμαρία και τρέχει προς το μέρος του Μιχάλη. «Καλησπέρα, κυρ-Μιχάλη». «Καλησπέρα, παιδί μου. Έτοιμη;» τη ρωτά παίρνοντας την τσάντα από το χέρι της. «Έτοιμη… αν και αυτό δεν το έχω ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου. Ο καιρός είναι καλός;» «Λάδι η θάλασσα… και έτσι θα είναι μέχρι τη Δευτέρα, όπως σ’ τα είπα…» απαντά εκείνος και ξεκινά να περπατά προς τα έξω. «Αφήνω τα κλειδιά μου κι έρχομαι» λέει και στρέφεται προς τη ρεσεψιόν, όπου ακουμπά τα κλειδιά της στον πάγκο. «Καλησπέρα»
λέει στον νεαρό που είναι από πίσω. «Θα επιστρέψω λογικά αύριο το απόγευμα. Για ό,τι χρειαστεί, μιλήστε με την Ηλέκτρα που έχει και το τηλέφωνο του κυρ-Μιχάλη». «Μάλιστα, κυρία Κλερ, καλό βράδυ σας εύχομαι». Κανένας εκτός από την παραγωγή και τον Μιχάλη δεν ήξερε πως η Ανίτα θα έφευγε από το νησί για να πάει να συναντήσει τον Δημήτρη. Στο ξενοδοχείο αλλά και γενικά είχαν πει πως απόψε θα διανυκτέρευαν σε ένα άλλο χωριό στην άλλη πλευρά του νησιού. Η αλήθεια είναι ότι δεν τους άρεσε και πολύ που η Ανίτα θα έφευγε, αλλά βλέποντας πόσο το ήθελε δεν μπόρεσαν να της το αρνηθούν. Θα ταξίδευε με τον Μιχάλη με ένα μεγαλύτερο σκάφος για ασφάλεια. Καθοριστικό ρόλο βέβαια για να μην φέρουν αντιρρήσεις από την παραγωγή ήταν ότι θα είχε πολύ καλό καιρό και πως αύριο το απόγευμα θα επέστρεφαν όλοι μαζί. Ο Δημήτρης βέβαια δεν ήξερε τίποτα. Μέσα της ένιωθε πως για πρώτη φορά είχε χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων της. Σε καμιά άλλη περίπτωση δεν θα είχε κάνει ούτε τα μισά από αυτά που έκανε για να είναι μαζί με τον Δημήτρη. Αυτό, από τη μια, τη φόβιζε, αλλά, από την άλλη, την έκανε να αισθάνεται με έναν τρόπο πρωτόγνωρο, αλλά και μια ένταση μοναδική, που όλο και μεγάλωνε και την κατέκλυζε όσο περνούσε ο καιρός κοντά του. Είχε αποφασίσει να το ζήσει ολοκληρωτικά, ό,τι και αν σήμαινε αυτό. Χαιρέτησε χαμογελώντας τον υπάλληλο, και όρμησε προς την έξοδο. Ήταν τόσο ανυπόμονη να συναντήσει τον Δημήτρη που πήγε σχεδόν τρέχοντας στο σκάφος που βρισκόταν δεμένο στην προβλήτα. Δεν ήταν το ίδιο που είχαν πάει στη Σπηλιά της Σιωπής, αλλά ένα μεγαλύτερο, κλειστού τύπου, κάτι που βέβαια δεν την ένοιαζε καθόλου. Ήθελε όσο τίποτα να ξεκινήσει το συντομότερο. Να προλάβει το πανηγύρι που είχε μάθει πως θα γίνει
στην πλατεία μπροστά στο λιμάνι. Εκεί κάπου θα ήταν και ο αγαπημένος της. Δεν καταλάβαινε αν αυτό που ένιωθε για τον Δημήτρη ήταν αγάπη, γιατί όλα έγιναν τόσο νωρίς και τόσο γρήγορα, αλλά ήξερε πολύ καλά πως δεν άντεχε να είναι μακριά του. Η ζωή της είχε αποκτήσει απίστευτη ομορφιά από τότε που τον γνώρισε. Από το πρώτο βλέμμα που αντάλλαξαν. Ένιωθε ερωτευμένη με έναν τρόπο που δεν είχε ξανανιώσει. Με όλη την ύπαρξή της. Δεν ήταν και λίγες οι στιγμές που αυτό τη φόβιζε, γιατί καταλάβαινε πως δεν είχε πάντα τον έλεγχο αυτών που έκανε. Όπως τώρα που θα φύγει μέσα στη νύχτα για να πάει να τον συναντήσει ταξιδεύοντας ως το άλλο νησί. Ήταν πολύ καλή επαγγελματίας και πρόσεχε πάντα την εικόνα της. Τ ώρα όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί στη λαχτάρα της και σε αυτά που ήθελε να ζήσει… Ο Μιχάλης τη βοήθησε να μπει κρατώντας της το χέρι. Μαζί του στο σκάφος ήταν και η Νιόβη που ήταν βοηθός παραγωγής. Ερχόταν μαζί περισσότερο για να προσέχει αλλά και να βοηθήσει την Ανίτα σε ό,τι χρειαστεί. Αφού χαιρετήθηκαν, πήγε προς το μπροστινό μέρος του σκάφους. Αμέσως μετά ο Μιχάλης έλυσε τα σκοινιά και αργά και προσεκτικά πήραν πορεία για την έξοδο του λιμανιού. Το σούρουπο και η ηρεμία της θάλασσας ήταν μαγευτικά. Η Ανίτα κάθισε σε έναν καναπέ που βρισκόταν σχεδόν στην πρύμνη και κοίταζε προς την κατεύθυνση που ακολουθούσε ο Μιχάλης. Ήθελε αυτό το ταξίδι να κρατήσει όσο γίνεται λιγότερο και να βρεθεί αμέσως στην αγκαλιά του. Μόλις ανοίχτηκαν, εμφανίστηκε μπροστά της σε όλο του το μεγαλείο ο ουρανός που φωτιζόταν από το διάχυτο φως ενός ήλιου που μόλις είχε χαθεί από τα μάτια της. Τα προκλητικά χρώματα στον ορίζοντα την έκαναν να κοιτά αυτή την ομορφιά με το στόμα σχεδόν ανοιχτό. Ακόμα και τα λίγα σύννεφα είχαν βαφτεί στα χρώματα του
δειλινού. Τη διέκοψε η Νιόβη που της έφερε ένα μπουκάλι με νερό. Το ακούμπησε δίπλα της και η Ανίτα την ευχαρίστησε με ένα γλυκό χαμόγελο. Μόλις όμως η Νιόβη έφυγε, έστρεψε ξανά το βλέμμα της προς το ηλιοβασίλεμα ρουφώντας αχόρταγα την κάθε στιγμή. Όλα αυτά τα χρόνια, η Ανίτα είχε κάνει κάποιες σχέσεις που όμως δεν είχαν κάτι το ιδιαίτερο. Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της αναζητούσε τον μεγάλο έρωτα που θα ερχόταν και θα άλλαζε ριζικά τη ζωή της. Νόμιζε πως όλα αυτά που ζούσε ήταν ένα παραμύθι. Δεν πίστευε ποτέ πως υπάρχει εκεί έξω ένας άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσε να νιώσει έτσι όπως ένιωθε για τον Δημήτρη. Ταίριαζαν τόσο πολύ, που πραγματικά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τα σώματά τους ήταν σαν να είχαν φτιαχτεί για να συμπληρώνει το ένα το άλλο. Σαν δύο θραύσματα που μόνο αν ενώνονταν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν. Στο μυαλό της έρχονταν όλες αυτές οι στιγμές που πέρασαν μαζί. Το πάθος και η τρυφερότητα είχαν βρει πολύ γρήγορα την απόλυτη ισορροπία σε αυτή τη σχέση. Ήθελε να ζήσει όσο μπορούσε περισσότερο την κάθε στιγμή. Πρώτη φορά ήθελε να πηγαίνει στη δουλειά της, περισσότερο για να περνά χρόνο μαζί του παρά για να κάνει αυτό που έπρεπε… Τη σκέψη της διέκοψε ένα παλιό καΐκι που πέρασε πολύ κοντά τους και ο θόρυβος της μηχανής του αλλά και μια δυνατή μουσική που ακουγόταν από ένα μεγάφωνο την έκαναν να κοιτάξει προς τα εκεί. Οι δύο ψαράδες που ήταν πάνω χαιρέτησαν προς τη μεριά τους και αυτή τους το ανταπέδωσε κουνώντας το χέρι της. Από το μεγάφωνο του καϊκιού που οι ψαράδες είχαν σχεδόν στο τέρμα, ακουγόταν ένα νησιώτικο τραγούδι με μια μελωδία που της άρεσε αλλά με δυσκολία ξεχώριζε τους στίχους του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε από μέσα και ο Μιχάλης. Μόλις
είχε χαιρετήσει και αυτός τους ψαράδες. «Είναι λίγο της φασαρίας εδώ οι ψαράδες, Ανίτα μου». «Ποιο τραγούδι είναι αυτό που παίζει, Μιχάλη; Ωραία μελωδία είχε αλλά δεν κατάλαβα τι λέει…» είπε η Ανίτα συνεχίζοντας να κοιτά προς το καΐκι που απομακρυνόταν, σαν να έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ξεχωρίσει τα λόγια του τραγουδιού. «Το τραγούδι που άκουσες είναι η Νησιώτισσα και είναι πολύ γνωστό στα μέρη μας». Καθώς η Ανίτα δεν είπε κάτι περιμένοντας και άλλες πληροφορίες, ο Μιχάλης συνέχισε: «Ο μύθος λέει πως το έγραψε κάποιος πριν πολλά χρόνια για την αγαπημένη του που έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Και αυτός μέχρι να πεθάνει έπαιρνε τη βάρκα του και τραγουδούσε στη θάλασσα κοιτώντας το πέλαγος με την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσει. Κάποιοι λένε πως δεν είναι και τελείως μύθος αυτή η ιστορία, αλλά, όπως και να έχει, κορίτσι μου, είναι ένα ωραίο τραγούδι. Άμα με το καλό γυρίσουμε, θα σ’ το βρω να σ’ το δώσω να το έχεις». Η Ανίτα πάντα γοητευόταν με τους ελληνικούς μύθους αλλά και με αυτές τις ιστορίες, που δεν ήξερες αν είναι πραγματικές ή όχι. Ήταν άλλωστε σαν να ζούσε και η ίδια σε μια τέτοια ιστορία. Θυμήθηκε τότε το παραμύθι που της έλεγε συχνά η γιαγιά της. Για τον πρίγκιπα που αναγκάστηκε ν’ αφήσει την αγαπημένη του. Αυτό που της είχε μείνει από αυτό το παραμύθι ήταν πόσο βαθιά το βίωνε η γιαγιά της όταν της το αφηγούνταν. Και πώς στο τέλος πάντα την έπιαναν τα κλάματα. Παρόλο που ο πρίγκιπας γυρνούσε πίσω, ελευθέρωνε την αγαπημένη του και την παντρευόταν στο κάστρο του. Της είχε περιγράψει το πόσο αγαπούσαν ο ένας τον άλλον. Και παρ’ όλες τις δυσκολίες που είχαν, κατάφερναν να είναι μαζί. Κάπως έτσι είχε φανταστεί τον άντρα της ζωής της. Και τώρα ήταν σαν να
τον είχε βρει… «Σε πόση ώρα φτάνουμε;» ρώτησε ανυπόμονα κοιτώντας μπροστά με προσδοκία. Ο Μιχάλης χαμογέλασε με κατανόηση και σηκώθηκε για να πάει και πάλι στο τιμόνι όπου είχε αφήσει τη Νιόβη. «Θα είμαστε πολύ σύντομα εκεί, κορίτσι μου. Δεν αργούμε…» της είπε και την άφησε πάλι μόνη να κοιτά τον ορίζοντα. Ο αέρας αλλά και η ησυχία της θάλασσας έφερε εκείνη τη στιγμή, λες και άκουσε την επιθυμία της λίγο πριν, το τραγούδι από το καΐκι που είχε απομακρυνθεί αρκετά… Για μια στιγμή ακούστηκαν καθαρά τα λόγια του… … αν δεν γυρίσεις γρήγορα θα πέσω να πεθάνω…
Νησί· Σεπτέμβριος 1943
Στο λιμάνι υπάρχει μεγάλη αναταραχή. Μόλις έχουν φτάσει δύο πολεμικά καράβια και αποβιβάζουν Γερμανούς στρατιώτες. Στο διοικητήριο του νησιού, η ιταλική σημαία έχει κατέβει και πλέον κυματίζει η γερμανική σβάστικα. Η πτώση του Μουσολίνι στην Ιταλία το καλοκαίρι έφερε τεράστιες αλλαγές στα νησιά της περιοχής. Η διοίκησή τους πέρασε σε γερμανικά χέρια και τα πράγματα είχαν αρχίσει να αγριεύουν για τους ντόπιους. Οι περισσότεροι από αυτούς, είτε από τα σπίτια τους είτε από όπου μπορούσαν, παρατηρούσαν την απόβαση των Γερμανών με μεγάλη ανησυχία. Είχαν έρθει αρκετές πληροφορίες για το πώς αντιμετώπιζαν τον ντόπιο πληθυσμό στα μέρη που καταλάμβαναν. Η Ελένη βρισκόταν ψηλά, μπροστά στο προαύλιο μιας μικρής εκκλησίας. Μαζί της ο Γιάννης με τον γιο του Νίκο. Πιο πίσω, δεμένη κάτω από ένα δένδρο, η Κάρμη, το άλογο του Μανόλη. Είναι μεσημέρι και η ζέστη είναι αρκετή γι’ αυτό στέκονται και οι ίδιοι κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου πλάτανου. Παρακολουθούν σιωπηλοί ό,τι συμβαίνει στο λιμάνι. Από κάπου ακούγονται γερμανικά εμβατήρια που πλαισιώνουν μουσικά την
απόβαση των στρατιωτών. Μόνον ο Νίκος, που φαίνεται να έχει μεγαλώσει αρκετά, παίζει με ένα ξύλο που κρατά στα χέρια του πειράζοντας μια μυρμηγκοφωλιά. Πού και πού βέβαια ρίχνει κλεφτές ματιές προς το λιμάνι. Ο Γιάννης στέκεται σιωπηλός με σφιγμένο πρόσωπο να κοιτά και αυτός προς τα εκεί. Η Ελένη δείχνει πολύ στεναχωρημένη. Φοράει μαύρα ρούχα. Πριν μερικούς μήνες ο πατέρας της, ο καπετάν-Ανδρέας, πέθανε μην μπορώντας να ξεπεράσει την αρρώστια του που τον ταλαιπωρούσε για πολύ καιρό. Δεν είχε άλλωστε και κανένα νέο για τον Μανόλη. Το τελευταίο που είχε μάθει ήταν πως είχε πιαστεί αιχμάλωτος. Τ ίποτε άλλο. Αν και ταλαιπωρημένη, το πρόσωπό της είχε μια σκληράδα. Δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Ζούσε με την ελπίδα πως κάποια στιγμή ο αγαπημένος της θα επέστρεφε. Αυτό της έδινε δύναμη και κουράγιο. Ήταν η πρώτη που έτρεχε μόλις μάθαινε πως κάποιος γύρισε, για να τον ρωτήσει αν ήξερε κάτι για τον Μανόλη. Μπορεί να είχε χάσει πριν λίγο καιρό τον πατέρα της, αλλά το κενό που είχε αφήσει η απουσία του Μανόλη ήταν τεράστιο. Ήταν σίγουρη πως πολύ σύντομα θα τον ξανάβλεπε. Και θα χανόταν στην αγκαλιά του. Σκεφτόταν μερικές φορές να φύγει από το νησί και να πάει να τον ψάξει. Είχε ακούσει πως πολλούς από τους αιχμαλώτους τους πήγαιναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Μέσα της πίστευε όμως πως ο Μανόλης ήταν κάπου στην Ελλάδα. Ένιωθε τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει, καθηλωμένη εδώ. Οι πληροφορίες για ό,τι συνέβαινε στον κόσμο έρχονταν με το σταγονόμετρο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιοι Ιταλοί στρατιώτες την πολιόρκησαν, αφού δεν σταμάτησε ποτέ να είναι γοητευτική και κομψή. Έδειχνε όμως από την αρχή σε όλους, χωρίς να φοβάται, ποια
ήταν η δικιά της επιθυμία. Το έκανε με θάρρος και ίσως αυτό ήταν που κρατούσε μακριά τους όποιους μνηστήρες. Μιλούσε καλά ιταλικά και αυτό την είχε βοηθήσει πολύ. Επίσης, το ότι ήταν μορφωμένη ενέπνεε έναν σεβασμό σε όποιον την πλησίαζε. Όλο αυτό το διάστημα έκανε μαθήματα ζωγραφικής στα παιδιά κάποιων Ιταλών αξιωματικών που είχαν εγκατασταθεί στο νησί. Τ ώρα όμως οι περισσότεροι θα έφευγαν, οπότε θα έχανε αυτή τη δουλειά. Δεν ήταν λίγοι οι ντόπιοι που την είχαν κατηγορήσει γι’ αυτό που έκανε. Λες και τα αθώα παιδιά των Ιταλών έφταιγαν σε τίποτα για όλο αυτό το κακό που είχε σκορπίσει ο πόλεμος. Αντίθετα με ό,τι νόμιζαν λοιπόν, μάθαινε αρκετά νέα για την κατάσταση που επικρατούσε στο μέτωπο και στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Κρυφάκουγε κάποιες συζητήσεις των Ιταλών και τα μετέφερε κρυφά στον Γιάννη που με τη σειρά του ενημέρωνε μια ομάδα Ελλήνων που συναντιόνταν συχνά και συζητούσαν για τις εξελίξεις. Ανάμεσά τους ήταν και αρκετοί από αυτούς που γύρισαν από το μέτωπο. Βέβαια, όλα αυτά με πολύ μεγάλη προσοχή για να μην τους καταλάβουν. Ούτε οι Ιταλοί αλλά πολύ περισσότερο οι Γερμανοί δεν ήθελαν ο κόσμος να ενημερώνεται για ό,τι συμβαίνει. Είχε ακουστεί μάλιστα πως σε άλλα νησιά οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει με συνοπτικές διαδικασίες όσους έπιαναν να διαδίδουν πληροφορίες. Ο Γιάννης την πλησίασε και ακουμπώντας τη στον ώμο τής είπε: «Πάμε, Ελένη». «Πηγαίνετε εσείς και έρχομαι σε λίγο» απάντησε χωρίς να πάρει τα μάτια της από το λιμάνι. Ο Γιάννης την κοίταξε. «Σου αφήνω την Κάρμη, εμείς θα περπατήσουμε λίγο. Με περιμένει η Άννα». Τότε μόνο η Ελένη γύρισε και χαμογέλασε προς τον Γιάννη.
«Πηγαίνετε… Θα περάσω κι εγώ αργότερα να δω τη Μαρία μας». Ένιωθε τη Μαρία, από τότε που τη βάφτισε, σαν δικό της παιδί. Περνούσε πολλή ώρα βοηθώντας την Άννα στο σπίτι αλλά και απασχολώντας τη μικρή. Ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει ο Μανόλης και να κάνουν πολλά παιδιά. Να φτιάξουν μια μεγάλη οικογένεια μιας και της είχε λείψει πολύ αυτό αφού η ίδια ήταν μοναχοπαίδι. Έμεινε για λίγο να τους κοιτά και μετά έφερε κοντά στο στόμα της το δεξί της χέρι και φίλησε το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει στη Γαλάζια Πέτρα ο Μανόλης. Γι’ αυτή αλλά και για τον Μανόλη εκείνη η μέρα ήταν η μέρα των αρραβώνων τους. Η μέρα που σιωπ ηλά ορκίστηκαν αιώνια αγάπη ο ένας στον άλλον. Έμεινε κάμποσο με τα μάτια κλειστά σαν να προσεύχεται και μετά από λίγο πήρε τον δρόμο για το σπίτι του Γιάννη. Η φασαρία από κάτω όλο και δυνάμωνε. Από αυτά που είχε ακούσει καταλάβαινε πως η άφιξη των Γερμανών θα άλλαζε πολύ τα πράγματα στο νησί. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα γι’ αυτά που θα γίνονταν από εδώ και πέρα…
Βερολίνο
Η Μικαέλα επιστρέφει στο σπίτι της. Επικρατεί μια παράξενη ησυχία καθώς κανένας δεν είναι εκεί. Η Ελένη έδειχνε να είναι κάπως καλύτερα και γι’ αυτό αποφάσισε να φύγει για λίγο. Είχε κουραστεί πολύ τις τελευταίες μέρες. Έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι συνεχώς κοντά στη μητέρα της. Χρειαζόταν όμως ένα διάλειμμα. Γι’ αυτό γύρισε στο σπίτι, να ξεκουραστεί, να πάρει κάποια πράγματα που χρειαζόταν και να επιστρέψει και πάλι αργότερα. Η Ρίνα άλλωστε ήταν ένας άνθρωπος που εμπιστευότ αν και δούλευε πολλά χρόνια κοντά τους. Ήταν σαν μέλος της οικογένειας πια. Το βασικότερο όμως είναι ότι έδειχνε να αγαπάει πολύ την Ελένη. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για εκείνη. Άφησε την τσάντα της και πέρασε στην κουζίνα για να πιει λίγο νερό. Αμέσως μετά πήγε στο δωμάτιο της μητέρας της και γύρισε κρατώντας το κουτί που είχε βρει στη σοφίτα. Κοίταξε τη ζωγραφιά και για λίγο έμεινε ακίνητη κοιτάζοντάς τη. Προσπάθησε ν’ ανοίξει και πάλι το κουτί αλλά θυμήθηκε πως ήταν κλειδωμένο. Πήρε από την τσάντα της το τηλέφωνο και κρατώντας τα όλα μαζί στα χέρια της πήγε στο διπλανό
δωμάτιο όπου ήταν το γραφείο τους. Ένα λιτό δωμάτιο με μεγάλα τζάμια που έβλεπαν στον πίσω κήπο του σπιτιού. Ξεχώριζαν τα φωτισμένα μεγάλα δέντρα ανάμεσα από τις κουρτίνες που ήταν τραβηγμένες στο πλάι. Ακούμπησε μπροστά της το κουτί, κάθισε στην καρέκλα και άρχισε να ψάχνει κάτι στην οθόνη του τηλεφώνου της. Το πρόσωπό της πήρε ξαφνικά μια έκφραση απορίας καθώς κοιτούσε μία την οθόνη και μία τη ζωγραφιά που υπήρχε πάνω στο κουτί. Η φωτογραφία που της είχε στείλει η Ανίτα έμοιαζε πολύ με τη ζωγραφιά που είχε κάνει η Ελένη. Απλώς η ζωγραφιά δεν φαινόταν τόσο καθαρά. Θεωρώντας το συμπτωματικό, άφησε το κινητό της και άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια του γραφείου. Σε λίγο δεν άργησε να βρει μέσα σε ένα μικρό κουτί μερικά κλειδιά. Θυμόταν πως εκεί η Ελένη έβαζε πάντα τα κλειδιά από όποια κλειδαριά υπήρχε στο σπίτι. Και πάντα είχε την απορία γιατί μερικά από αυτά δεν άνοιγαν καμιά από τις υπάρχουσες κλειδαριές. Θεωρούσε ότι ήταν ξεχασμένα εκεί και ποτέ δεν ρώτησε τη μητέρα της για τη χρησιμότητά τους. Άρχισε να τα δοκιμάζει και με χαρά ανακάλυψε πως ένα από αυτά άνοιγε το κουτί. Με προσοχή το ξεκλείδωσε και το άνοιξε ακουμπώντας το μπροστά της. Το πρώτο πράγμα που έβγαλε από μέσα ήταν δύο κομμάτια χαρτόνι τυλιγμένα σε ρολό και δεμένα προσεκτικά. Ένα άλλο μικρότερο κουτάκι που όταν το άνοιξε μέσα του υπήρχε τυλιγμένο σε ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα ένα ασημένιο δαχτυλίδι που στην κορυφή του υπήρχε σχεδιασμένο ένα μικρό τριαντάφυλλο. Ακριβώς από κάτω στη βάση του κουτιού, ένας φάκελος που από πάνω έγραφε: ΕΛΕΝΗ ΔΑΠΑΚΗ-ΚΛΕΡ Η ζωή που λ είπει.
Να ανοιχτεί αφού φύγω. Για λίγο η Μικαέλα ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας προσπαθώντας να συνέλθει από αυτό το μικρό σοκ∙ καταρχήν, έπρεπε να βάλει σε τάξη τη σκέψη της, αλλά και όλα αυτά που είχε μπροστά της. Για πρώτη φορά έβλεπε αυτό το όνομα, Δαπάκη. Δεν ήταν αυτό το πατρικό όνομα της μητέρας της. Τ ι σήμαινε; Γιατί ξαφνικά σε έναν φάκελο, που μάλλον ήταν κάτι σαν διαθήκη, η μητέρα της υπογράφει με ένα επίθετο που δεν είχε ξανακούσει ποτέ; Είχε μπερδευτεί και γι’ αυτό άρχισε να ξετυλίγει τα χαρτόνια. Τα έφερε μπροστά της και είδε πως ουσιαστικά στο ένα και πάλι ήταν ζωγραφισμένη η παραλία που υπήρχε έξω από το κουτί. Με πολύ μεγαλύτερη λεπτομέρεια όμως. Τ ώρα φαινόταν πολύ πιο μαγευτική. Το πιο παράξενο ήταν πως έμοιαζε ακόμα περισσότερο με τη φωτογραφία που είχε λάβει από την Ανίτα. Ξανακοίταξε τις δύο εικόνες και τότε ανακάλυψε πως δεν επρόκειτο για διαφορετική παραλία. Ήταν σχεδόν η ίδια. Και μάλιστα φαινόταν να ταιριάζει πολύ και η γωνία από όπου ήταν και οι δύο εικόνες ιδωμένες. Σαν το άτομο που ζωγράφισε και το άτομο που φωτογράφισε την παραλία να στέκονταν περίπου στο ίδιο σημείο. Μα πώς μπορούσε να συμβεί αυτό; Να της στείλει η Ανίτα μια φωτογραφία η οποία είναι σχεδόν ίδια με μια ζωγραφιά, που υπήρχε προφανώς από πολλά χρόνια, στο κουτί της μητέρας της. Στο άλλο χαρτόνι ήταν μια ζωγραφιά περίεργη. Σαν μια σπηλιά γεμάτη με σχήματα. Σε ένα σημείο στην οροφή της σπηλιάς ήταν γραμμένο στα ελληνικά: « ΜΑΝΩΛΗΣ - ΕΛΕΝΗ ΜΑΖΙ ΠΑΝΤΑ ». Κάτω χαμηλά έγραφε: Σπηλ ιά της Σιωπής. Οι πληροφορίες που είχε πάρει σε πολύ λίγο χρόνο ήταν πολλές γι’ αυτό προσπάθησε να τις οργανώσει στο μυαλό της. Υπήρχε το ρολόι
με τη φωτογραφία του άγνωστου άντρα και αυτό που έγραφε μέσα, αλλά και το πρόσωπό του ζωγραφισμένο από τη μητέρα της σε τόσα σκίτσα. Και τώρα ήρθαν να προστεθούν το ένα σκίτσο με την παραλία, το άλλο με αυτή τη σπηλιά, το δαχτυλίδι αλλά και το σφραγισμένο γράμμα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι κάτι σαν διαθήκη της Ελένης. Υπάρχει κάτι που τα ενώνει αυτά, ή πρόκειται για κάποια σύμπτωση; Από τη μια, η μητέρα της στο νοσοκομείο και, από την άλλη, όλες αυτά τα νέα δεδομένα. Ήταν πολύ δύσκολο να τα βάλει όλα σε μια σειρά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η μητέρα της είχε τόσα μυστικά από εκείνη. Αποφάσισε να ανοίξει τον υπολογιστή μπροστά της για να ψάξει λίγο καλύτερα το νησί που βρισκόταν η Ανίτα. Ήξερε περίπου πού ήταν αλλά όχι πολλές λεπτομέρειες. Σκέφτηκε να της τηλεφωνήσει, αλλά προτίμησε να βρει πρώτα μια άκρη σε όλα αυτά και μετά να τα μοιραστεί με την κόρη της. Πατώντας το όνομα του νησιού, από τα πρώτα αποτελέσματα που βγήκαν ήταν πληροφορίες για τα γυρίσματα που έκαναν εκεί για την ταινία. Άρχισε λοιπόν να ανοίγει τις σελίδες ψάχνοντας, χωρίς να ξέρει ουσιαστικά ακριβώς τι. Περισσότερο ήθελε να δει κάποιες φωτογραφίες μήπως και κάνει κάποια σύνδεση με αυτά που είχε μπροστά της. Εκεί λοιπόν την περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Όλα τα υπόλοιπα δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που μόλις παρουσιάστηκε μπροστά της… Σηκώθηκε από την καρέκλα και σχεδόν τρέχοντας πήγε στη σοφίτα και μετά στην κρεβατοκάμαρα. Επέστρεψε σχεδόν αμέσως κρατώντας το σπασμένο ρολόι που είχε δίπλα στο κρεβάτι της η Ελένη και τα σκίτσα του άντρα που είχε στο μπαούλο και που προφανώς τα είχε ζωγραφίσει η ίδια… Κάθισε και πάλι στην καρέκλα και άρχισε να κοιτάζει μια τα σκίτσα και το ρολόι και μια την οθόνη του υπολογιστή. Απότομα ακούμπησε στην πλάτη
της καρέκλας αφήνοντάς τα όλα πάνω στο γραφείο. Δεν περίμενε με τίποτα πως θα μπορούσε να εκπλαγεί και με κάτι ακόμα σήμερα. Νόμιζε πως αρκετά είχε ανακαλύψει. Αυτό που έβλεπε μπροστά της όμως έλεγε το αντίθετο… Πλησίασε λίγο ακόμα κοντά στην οθόνη όπου φαινόταν η φωτογραφία του Δημήτρη και της Ανίτας σε κάποιο από τα δημοσιεύματα που αφορούσαν το νησί αλλά κυρίως την ταινία. Για μια ακόμα φορά προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που ξετυλιγόταν μπροστά της. Με το χέρι της έφερε δίπλα από την οθόνη του υπολογιστή το σκίτσο που υπήρχε στο κουτί της μητέρας της και με έκπληξη διαπίστωσε πως ο Δημήτρης και ο άντρας στα σκίτσα της Ελένης… έμοιαζαν πολύ…
Στο πατρικό μου
Στο μπαλκόνι του σπιτιού της κάθεται η Μαρία κοιτάζοντας προς τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, τα φώτα των νησιών που φαίνονται στο βάθος. Είναι αργά και δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γι’ αυτό βγήκε για λίγο έξω αφήνοντας τον Κώστα στο κρεβάτι να κοιμάται. Δείχνει σκεπτική και προβληματισμένη. Στο ένα χέρι έχει μια φωτογραφία του Δημήτρη και με το άλλο περιεργάζεται ένα χρυσό σταυρουδάκι με μια αλυσίδα. Είναι το μοναδικό πράγμα που είχε από την παιδική της ηλικία. Είναι ο σταυρός που της χάρισε η νονά της τη μέρα που τη βάφτισαν στη θάλασσα. Της τα είχε περιγράψει ο αδερφός της ο Νίκος που ήταν μπροστά. Εκείνη δεν θυμάται σχεδόν τίποτε από το νησί που γεννήθηκε. Θα ήθελε τόσο να είχε μια φωτογραφία των δικών της, αλλά και της νονάς της, που δυστυχώς, όπως της είχε αφηγηθεί ο αδερφός της, εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς. Και τότε όλα χάθηκαν. Ο Νίκος της είχε πει πως οι γονείς τους τη λάτρευαν. Το μόνο λοιπόν που είχε από εκείνα τα χρόνια ήταν αυτό το σταυρουδάκι της νονάς της. Όσο και αν είχε προσπαθήσει να μάθει κάποιες λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη, δεν τα κατάφερε. Το
μόνο που ήξερε ήταν πως οι ντόπιοι ουσιαστικά πρόδωσαν τον αδερφό του πατέρα της στους Γερμανούς. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που δεν ξαναπήγαν στο νησί. Αυτά δεν τα είχε πει ποτέ βέβαια στον γιο της τον Δημήτρη. Ρωτούσε λεπτομέρειες τον αδερφό της, αλλά συνέχεια της έλεγε πως δεν θυμόταν πολλά και πως όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Αυτό που της είχε τονίσει όμως πολύ σοβαρά και αρκετές φορές είναι πως κανένας δεν έπρεπε να ξαναπάει στο νησί, γιατί αν μαθευόταν η ταυτότητά του μπορεί να κινδύνευε και η ζωή του. Καταλάβαινε πως ουσιαστικά απέφευγε να της απαντήσει. Ήξερε πως υπήρχαν και άλλα μυστικά που δεν είχε μάθει. Γι’ αυτό προτίμησε να μην πει ποτέ πολλά πράγματα στον Δημήτρη. Τη βασάνιζε μόνο το αν αυτός που έκανε το όποιο κακό ήταν ο πατέρας της και αν κινδύνευε ο γιος της σε περίπτωση που γινόταν γνωστό το ποιος ήταν. Η μόνη ανάμνηση που είχε ήταν από το άλλο νησί που είχαν πάει όταν ξέφυγαν από τους Γερμανούς και τους βοήθησε κάποιο παιδί που τους βρήκε στην παραλία και τους πήγε σε ένα μοναστήρι. Το θυμάται σαν άγγελο, με καταγάλανα μάτια, να την παίρνει αγκαλιά μέσα από τη βάρκα. Εκεί τους περιποιήθηκαν οι καλόγεροι κρύβοντάς τους και δίνοντάς τους φαγητό. Είναι σαν όνειρο αυτή η ανάμνηση. Άλλη μια στιγμή που είναι βαθιά χαραγμένη μέσα της είναι τότε που οι Γερμανοί έκαψαν τα πάντα και εκείνη χωμένη στην αγκαλιά του αδερφού της που έτρεχε για να κρυφτεί. Τ ώρα είχε αγωνία για τον Δημήτρη. Δεν αισθανόταν καθόλου καλά που ήταν εκεί. Είχε υποσχεθεί στον Νίκο πως αν ποτέ κάποιος από την οικογένεια πήγαινε στο νησί, δεν θα αποκάλυπτε το πραγματικό του όνομα. Υπήρχε κάτι πέρα από αυτά που έκαναν οι Γερμανοί. Η προδοσία του θείου της που ήταν στην αντίσταση αλλά και η εκτέλεση όλων μετά ήταν σίγουρα η μια πλευρά. Αυτή ήταν
και η βασική αιτία να μην ξαναγυρίσει ποτέ κανείς από την οικογένειά της εκεί. Ακόμα και μια μακρινή της θεία που επέζησε τότε, μόλις τέλειωσε ο πόλεμος έφυγε και δεν ξαναπάτησε το πόδι της ποτέ. Πέθανε όμως λίγο αργότερα και η Μαρία δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν ήξερε όλη την αλήθεια, αγνοούσε τα μισά γεγονότα. Γνώριζε μόνο αυτά που είχε επιλέξει ο αδερφός της να της αποκαλύψει. Άλλωστε, είχε περάσει δύσκολα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί και πολύ με όλα αυτά. Μετά γνώρισε τον πατέρα του Δημήτρη και τον αγάπησε πολύ. Και αυτός την αγαπούσε πολύ και την έκανε να νιώσει ασφαλής. Κάτι που είχε πολύ ανάγκη στη ζωή της. Όταν τον έχασε, δυσκολεύτηκε πολύ να το ξεπεράσει. Αν δεν είχε τον Δημήτρη, ίσως και να μην το άντεχε. Τ ώρα ζει μαζί με τον Κώστα, με τον οποίο είναι πολύ καλοί σύντροφοι και προσέχουν ο ένας τον άλλον. Στην ηλικία της ήταν πολύ σημαντικό που είχε έναν άνθρωπο να της κάνει παρέα. Τον άντρα της όμως δεν τον είχε ξεχάσει ούτε στιγμή. Τον είχε γνωρίσει όταν ήταν στο σχολείο ακόμη και από τότε μέχρι και που τον έχασε δεν είχαν χωρίσει ποτέ. Δεν υπήρχε μέρα που να μην τον σκέφτεται. Αγαπούσε τόσο πολύ την ίδια αλλά και τον Δημήτρη, με τον οποίο ήταν πολύ δεμένοι. Αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος που ο γιος της δεν αποδέχτηκε ποτέ τον Κώστα. Αν και ήξερε και καταλάβαινε πόσο καλό έκανε αυτό στη μητέρα του, ένιωθε σαν να πρόδιδαν τη μνήμη του πατέρα του. Ο Δημήτρης πίστευε πως υπάρχει κάπου μια αδερφή ψυχή για τον καθένα και πως, όταν συναντηθούν, αυτός ο δεσμός είναι παντοτινός. Κάπου στο βάθος κάποια βεγγαλικά φωτίζουν τον ουρανό και η Μαρία παρακολουθεί τα παιχνίδια με τα χρώματά τους, αλλά το μυαλό της είναι στον Δημήτρη. Είχε καταλάβει πόσο ερωτευμένος
είναι με την Ανίτα και αυτό της άρεσε πολύ. Την είχε συμπαθήσει από το λίγο που την είχε δει σε κάποιες συνεντεύξεις στην τηλεόραση. Της άρεσε ο τρόπος που μιλούσε, έδειχνε σοβαρή και πολύ καλλιεργημένη. Έβλεπε όχι μόνο τον τρόπο που την κοίταζε ο γιος της, αλλά και με το πόση αγάπη του ανταπέδιδε και αυτή το βλέμμα του. Ο Κώστας μάλιστα της έλεγε πως αυτοί οι δύο μοιάζουν, και η Μαρία του έλεγε πως υπερβάλλει. Δεν είχε δει ποτέ της τον Δημήτρη τόσο χαρούμενο. Όσες φορές κατάφερνε να μιλήσει όσο καιρό έλειπε καταλάβαινε πως είναι πολύ ευτυχισμένος. Ανυπομονούσε να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα που έκανε τόσο χαρούμενο το παιδί της. Της είχε υποσχεθεί πως μόλις τελειώσουν τα γυρίσματα θα έρχονταν για μερικές μέρες στην Αθήνα και θα την έβλεπε από κοντά. Σκόπευε βέβαια να του πει επιτέλους τα λίγα επιπλέον που ήξερε γι’ αυτά που έγιναν τότε. Με τον θάνατο του αδελφού της και την εκπλήρωση της τελευταίας του επιθυμίας να σκορπιστούν οι στάχτες του στο νησί, ένιωθε ότι αυτό το κεφάλαιο της ζωής της θα έκλεινε για πάντα. Πού να ήξερε όμως ότι μόλις τώρα άρχιζε να ξετυλίγεται το κουβάρι των γεγονότων και της αγριότητας εκείνης της εποχής…
Νησί· Χριστούγεννα 1944
Βρέχει δυνατά. Ο αέρας φυσάει αγριεμένος και κάνει τις βάρκες στο λιμάνι αλλά και ένα μεγαλύτερο πολεμικό γερμανικό καράβι να σκαμπανεβάζουν σαν καρυδότσουφλα. Λίγο πιο έξω, τα κύματα χτυπάνε με ορμή πάνω στα βράχια. Μπροστά από το διοικητήριο στέκονται μερικοί Γερμανοί στρατιώτες που προσπαθούν να βρουν καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο. Από μέσα ακούγονται φωνές και γερμανικά τραγούδια. Πιο πέρα, μέσα στο σχολείο όπου τώρα έχει μετατραπεί σε αποθήκη, βρίσκεται η Ελένη με μερικά παιδιά και τραγουδάνε χριστουγεννιάτικους ύμνους. Το τζάκι καίει ζεσταίνοντας τη μικρή αίθουσα. Η Ελένη είχε καταφέρει να πάρει άδεια από τους Γερμανούς για να μπορέσει με κάποια από τα παιδιά που βρίσκονται στο νησί να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έδειχνε πολύ χαρούμενη όχι μόνο για τη γιορτή αλλά κυρίως γιατί είχε επιτέλους νέα από τον Μανόλη. Ήταν καλά και της είχαν πει πως σύντομα θα μπορούσε να έρθει στο νησί. Μάλιστα, της είχε στείλει κρυφά και ένα γράμμα. Το διάβαζε κάθε μέρα θέλοντας να πιστέψει πως ο αγαπημένος της ήταν καλά και σύντομα θα επέστρεφε κοντά
της. Θα ερχόταν μόλις έφτιαχνε λίγο ο καιρός, με κάτι ψαράδες. Δεν έπρεπε όμως κανείς να μάθει για την επιστροφή του. Αυτό θα γινόταν μυστικά και θα έπρεπε να παραμένει κρυμμένος από τους Γερμανούς. Όλο το διάστημα που έλειπε, ο Μανόλης είχε ενταχθεί στην αντίσταση και απ’ ό,τι της είπε ο άνθρωπος που της έφερε το γράμμα, αν τον έπιαναν, θα τον εκτελούσαν αμέσως. Αυτό που ήξεραν όλοι ήταν πως δεν είχε δώσει κανένα σημείο ζωής όλο αυτό το διάστημα και πως μάλλον είχε σκοτωθεί. Γι’ αυτό η Ελένη προσπαθούσε να μην το καταλάβει κανείς. Τ ώρα λοιπόν ήταν ανάμεσα στα παιδιά και τραγουδούσε όλο χαρά τα τραγούδια που τους είχε μάθει το προηγούμενο διάστημα. Δίπλα της η Άννα, που στην αγκαλιά της έχει τη μικρή Μαρία, καλά φασκιωμένη, που ίσα ίσα φαίνεται λίγο το προσωπάκι της. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ. Ακόμα και η εύρεση τροφής είχε γίνει πολύ δύσκολη. Ήταν όλα μαζί πεντέξι παιδιά εκεί. Εκτός από την Ελένη και την Άννα, εκεί βρίσκονταν και δύο άλλες γυναίκες, οι μητέρες των υπόλοιπων παιδιών. Οι περισσότεροι δεν τα είχαν στείλει σε αυτή τη μικρή γιορτή. Δεν τους άρεσε που η Ελένη είχε αναπτύξει καλές σχέσεις με τους Γερμανούς και την κρατούσαν σε απόσταση. Η αλήθεια είναι πως το μόνο που έκανε η Ελένη χωρίς να έχει πολλά πολλά μαζί τους ήταν να κρατά τα πράγματα ήρεμα. Αντιπαθούσε τους Γερμανούς όσο κανέναν άλλον. Αλλά δεν το έδειχνε. Δεν κέρδιζε τίποτα από αυτό έτσι κι αλλιώς. Ακούγονταν πολλά για τις αγριότ ητες που είχαν κάνει σε άλλα μέρη, αλλά εδώ όλα έδειχναν να είναι καλύτερα. Ως τώρα δεν είχαν συναντήσει κάποια ιδιαίτερη αντίσταση στο νησί και μόνο σε μια δυο περιπτώσεις από τότε που ήρθαν υπήρξε δυναμική αντίδρασή τους. Κάποιοι από τους ντόπιους δεν αποδέχτηκαν ποτέ την παρουσία τους εκεί. Χωρίς όμως ως τώρα να κάνουν κάτι για ν’ αλλάξει αυτό. Όχι
ότι μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Κάποιοι άλλοι όμως, αντιθέτως, τους βοηθούσαν παρέχοντας ό,τι χρειάζονταν αλλά και όποιες πληροφορίες είχαν. Η Ελένη δεν ήξερε ακριβώς ποιοι είναι αυτοί. Μέσα της ένιωθε οργή για τους προδότες που από την πρώτη στιγμή στάθηκαν στο πλευρό των Γερμανών. Η εξαθλίωση όμως πολλών από τους κατοίκους σε συνδυασμό με κάποια νέα πως ο πόλεμος ίσως και να πλησίαζε στο τέλος του είχαν δημιουργήσει έναν πυρήνα αντίστασης που αποτελούνταν από μερικούς άνδρες του νησιού και φυσικά τον Γιάννη αλλά και τον μικρό Νίκο, ο οποίος ένιωθε περήφανος γι’ αυτό. Όλα όμως γίνονταν με απόλυτη μυστικότητα. Άκουγαν για τρομερές μάχες στα γύρω νησιά αλλά και πως στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, η αντίσταση είχε αρχίσει να δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στους ναζί. Όλες αυτές οι πληροφορίες έρχονταν με το σταγονόμετρο και με πολλή προσοχή διαδίδονταν από στόμα σε στόμα. Δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να μάθουν οι λάθος άνθρωποι ότι διαδίδονται πληροφορίες. Γι’ αυτό όλοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και πολλές φορές καχύποπτοι. Κάποια στιγμή η πόρτα του σχολείου άνοιξε απότομα και στην είσοδο εμφανίστηκαν δύο Γερμανοί στρατιώτες που γελώντας δυνατά διέκοψαν το τραγούδι των παιδιών. Ο ένας από αυτούς κράταγε ένα μπουκάλι και έπινε. Έδειχναν μεθυσμένοι και παραπατούσαν. Βλέποντάς τους εκεί μαζεμένους, άρχισαν να φωνάζουν διάφορα στα γερμανικά δείχνοντάς τους πως έπρεπε να βγουν έξω. Η Ελένη τρόμαξε πολύ και πήγε προς τα παιδιά για να τα προστατέψει. Το ίδιο έκανε και η Άννα που κράταγε τη μικρή Μαρία στην αγκαλιά της. Προσπαθώντας να υπακούσουν στις εντολές των δύο Γερμανών άρχισαν να πηγαίνουν προς την έξοδο προστατεύοντας με τα σώματά τους τα παιδιά. Τελευταία είχε μείνει η Ελένη με την Άννα. Έξω
έβρεχε πολύ και τα παιδιά με τις μητέρες τους έτρεξαν για να προφυλαχτούν προς τα σπίτια τους. Μόλις πέρασε η Άννα από μπροστά τους, η Ελένη πήγε να την ακολουθήσει αλλά ο ένας από τους δύο την έπιασε από το μπράτσο δείχνοντάς της πως έπρεπε να μείνει. Η Άννα κρατώντας πάντα στην αγκαλιά της τη Μαρία σταμάτησε για να μείνει μαζί της, αλλά ο άλλος στρατιώτης απειλώντας τη με το όπλο της έδειξε πως έπρεπε να τους αδειάζει τη γωνιά. Η Ελένη της έκανε νόημα να φύγει θέλοντας να προστατέψει και τη μικρή. Η Άννα τότε θέλοντας και μη βγήκε στη βροχή και σκεπάζοντας με το πανωφόρι της τη μικρή που άρχισε να κλαίει δυνατά έτρεξε φοβισμένη να φύγει. Ο ένας Γερμανός τότε έκλεισε την πόρτα πίσω του και γύρισαν και οι δύο προς την Ελένη που τρομαγμένη άρχισε να τους λέει στα ιταλικά και στα ελληνικά να την αφήσουν να φύγει. Έκανε μάλιστα και μια κίνηση προς την πόρτα, αλλά οι Γερμανοί με τα σώματά τους της έκλεισαν τον δρόμο. Οι ανάσες τους βρομούσαν από το ποτό και η Ελένη κατάλαβε πολύ καλά τι ήθελαν από εκείνη. Ό ένας της χάιδεψε το πρόσωπο λέγοντας διάφορα που εκείνη δεν καταλάβαινε, αλλά ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν. Οπισθοχωρούσε κι εκείνοι την ακολουθούσαν αργά και τρεκλίζοντας. Βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο μην μπορώντας να πάει κάπου αλλού. Έτρεμε από τον φόβο της και από το στόμα της βγήκε μια δυνατή κραυγή όταν ο ένας άπλωσε το χέρι του πάνω στο στήθος της. Προσπάθησε και πάλι να ξεφύγει, αλλά αυτοί, αφήνοντας τα τουφέκια τους, την έπιασαν από τα χέρια και την ακινητοποίησαν με την πλάτη της ακουμπισμένη στον τοίχο. Μάταια προσπαθούσε να τους ξεφύγει παρακαλώντας τους και φωνάζοντας βοήθεια. Ο θόρυβος της βροχής δεν άφηνε να ακουστεί τίποτα έξω. Έλπιζε μόνο η Άννα να στείλει τον Γιάννη ή κάποιον άλλο να τη βοηθήσει.
Τότε ο δυνατός θόρυβος της πόρτας που άνοιξε απότομα τους έκανε να γυρίσουν όλοι προς τα εκεί. Στην είσοδο στεκόταν ένας Γερμανός που από τη στολή καταλάβαινες πως επρόκειτο για κάποιον αξιωματικό. Οι δύο μεθυσμένοι με το που τον είδαν τραβήχτηκαν μακριά από την Ελένη και προσπάθησαν να σταθούν προσοχή χαιρετώντας τον αξιωματικό τους. Εκείνος, με πολύ αυστηρό και απότομο τρόπο, τους πλησίασε και αφού τους είπε κάτι πολύ άγρια στα γερμανικά τούς έδειξε τον δρόμο για την έξοδο. Έφυγαν σχεδόν τρέχοντας αρπάζοντας τα όπλα τους, χωρίς να κοιτάξουν την Ελένη που είχε διπλωθεί στα δύο ακουμπισμένη στον τοίχο. Αναπνέοντας γρήγορα, σήκωσε για λίγο το κεφάλι της αργά και είδε από πάνω το πρόσωπο του Γερμανού που την κοίταζε με συμπάθεια. Ήταν γύρω στα τριάντα, ψηλός, ξανθός και πολύ περιποιημένος. Η στολή του έδειχνε ολοκαίνουργια, με διάφορα παράσημα να λάμπουν σαν να είχαν γυαλιστεί μόλις τώρα. Το πρόσωπό του ήταν καλοσυνάτο και έδειχνε να ντρέπεται γι’ αυτό που συνέβη στην Ελένη. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ. Θα έπρεπε να είναι από αυτούς που ήρθαν τελευταία στο νησί. Διόρθωσε λίγο τα ρούχα της και ανασηκώθηκε φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Στάθηκε απέναντί του σκουπίζοντας τα δάκρυά της και προσπαθώντας να ηρεμήσει. «Ευχαριστώ…» είπε, προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ. Εκείνος έδειχνε να μην καταλαβαίνει και της απάντησε στα γερμανικά. «Μιλάς γερμανικά;» η Ελένη κατάλαβε την ερώτηση και έγνεψε αρνητικά. «Ιταλικά;» είπε σε μια προσπάθεια να βρει έναν τρόπο να συνεννοηθεί με την Ελένη. Εκείνη τον κοίταξε απορώντας λίγο και είπε στα ιταλικά: «Ναι,
μιλάω… κι εσείς;» Το πρόσωπό του έλαμψε από αυτή την εξέλιξη και συνέχισε τότε με περισσότερο θάρρος. «Θα πρέπει να σας συστηθώ πριν σας ζητήσω συγγνώμη για την απαράδεκτη συμπεριφορά των στρατιωτών… Είμαι ο Αλεξάντερ, λοχαγός του γερμανικού στρατού. Να είστε σίγουρη πως αυτοί οι δύο θα τιμωρηθούν γι’ αυτό που σας έκαναν. Σας παρακαλώ να δεχτείτε τη συγγνώμη μου…» Η Ελένη είχε εντυπωσιαστεί από την ευγένεια αυτού του ανθρώπου αλλά και από το γεγονός ότι μίλαγε τόσο καλά ιταλικά. Του απάντησε χωρίς να έχει ηρεμήσει εντελώς από ό,τι προηγήθηκε. «Είμαι η Ελένη και σας ευχαριστώ για τη βοήθεια. Είναι τουλάχιστον απαράδεκτο αυτό που έγινε. Αν δεν ερχόσασταν εγκαίρως, τι θα είχε συμβεί…» «Έχετε δίκιο» ψέλλισε με πραγματικά ένοχο ύφος. «Θα φροντίσω όσο είμαι εδώ να μην ξανασυμβεί. Είμαι μόνο δύο μέρες στο νησί σας». Προσπαθώντας ν’ αλλάξει θέμα, έκλεισε την πόρτα που χτύπαγε πίσω από τον αέρα και γυρνώντας είπε στην Ελένη: «Μιλάτε πολύ καλά ιταλικά, εδώ τα μάθατε;» «Όχι, σπούδασα για λίγα χρόνια στην Ιταλία και εκεί έμαθα να μιλάω καλά…» «Αλήθεια… Κι εγώ το ίδιο, πριν τον πόλεμο, έμεινα για πέντε χρόνια στη Ρώμη σπουδάζοντας στην αρχή ιατρική αλλά σύντομα την εγκατέλειψα για να σπουδάσω αυτό που ήθελα εξαρχής, Ιστορία της Τέχνης… » είπε ο Αλεξάντερ κοιτάζοντάς τη με πολύ ενδιαφέρον. «Εσείς τι σπουδάσατε;» «Καλές Τέχνες και Ζωγραφική στο πανεπιστήμιο της Πίζας» είπε η Ελένη που, παρόλο που είχε εντυπωσιαστεί από όλο αυτό, έδειχνε αμήχανη. Ένιωθε άβολα που μιλούσε μαζί του, αλλά, από την άλλη,
σκεφτόταν πως αν δεν ήταν ο Αλεξάντερ… «Πολύ ενδιαφέρον. Πραγματικά λυπάμαι για ό,τι έγινε, αλλά βλέπω πως οι στρατιώτες μας έχουν κουραστεί από τον πόλεμο και δεν μπορούν να ελέγξουν τις πράξεις τους. Αυτοί οι δύο ήταν εντελώς μεθυσμένοι, αλλά αυτό δεν τους δικαιολογεί. Ελπίζω και εύχομαι σύντομα… να τελειώσουν όλ’ αυτά». Ήταν η πρώτη φορά που η Ελένη άκουγε Γερμανό να λέει πως θέλει να τελειώσει ο πόλεμος και αυτό της έκανε εντύπωση. Ο Αλεξάντερ έσκυψε και σήκωσε από κάτω μια ζακέτα ενός από τα παιδιά που έπεσε όταν έφυγαν βιαστικά και φοβισμένα… «Είδα τα παιδιά που έτρεχαν μέσα στη βροχή τρομαγμένα και κατάλαβα ότι έφυγαν από εδώ… γι’ αυτό ήρθα». Για άλλη μια φορά η πόρτα που άνοιξε απότομα τους έκανε να γυρίσουν προς τα εκεί. Στην είσοδο εμφανίστηκε ο Γιάννης αλαφιασμένος και δίπλα του ο μικρός Νίκος που κρατούσε ένα ξύλο έτοιμος να επιτεθεί. Ο Αλεξάντερ, μην ξέροντας ποιοι είναι, τράβηξε το περίστροφό του και το έστρεψε καταπάνω τους. Η Ελένη καταλαβαίνοντας τι πήγαινε να γίνει, μπήκε ανάμεσά τους φωνάζοντας. «Μη, Γιάννη, αυτός με έσωσε…» και γύρισε προς τον Αλεξάντερ δείχνοντάς του πως τους ξέρει. «Είναι συγγενείς μου, ήρθαν να με βοηθήσουν…» του είπε και εκείνος αργά άρχισε να κατεβάζει το όπλο του. Ο μικρός Νίκος όμως συνέχισε να κρατάει το ξύλο και η Ελένη του το πήρε από τα χέρια και το πέταξε κάτω. Την ίδια στιγμή είπε: «Μου επιτέθηκαν δύο Γερμανοί και αυτός με έσωσε. Αν δεν ερχόταν, δεν ξέρω τι θα είχε γίνει». Ο Γιάννης κοίταξε για λίγο τον Αλεξάντερ και κάνοντας μια πολύ μικρή κίνηση του κεφαλιού έδειξε σαν να τον ευχαριστεί. Πλησίασε την Ελένη και την αγκάλιασε. Ο
Αλεξάντερ, νιώθοντας μια μικρή αμηχανία, τοποθέτησε το όπλο του στη θήκη και έκανε να φύγει. Γύρισε προς την Ελένη και στάθηκε σχεδόν προσοχή. «Να είστε σίγουρη πως αυτοί οι δύο θα τιμωρηθούν… Θα χαρώ να τα ξαναπούμε κάτω από καλύτερες συνθήκες… Τα σέβη μου και χάρηκα πολύ για τη γνωριμία». Κοίταζε την Ελένη με θαυμασμό και εκείνη απάντησε αμέσως, προσπαθώντας να του θυμίσει τι συνέβη. «Εγώ σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε, αλλά θα πρέπει να φροντίσετε να μην ξαναγίνει τίποτα παρόμοιο. Ούτε σ’ εμένα αλλά ούτε σε καμιά άλλη γυναίκα του νησιού» είπε η Ελένη, της οποίας η οργή και ο θυμός είχαν επιστρέψει. Χωρίς να πει κάτι άλλο, εκείνος γύρισε και βγήκε έξω περπατώντας προς τη μεριά που ήταν το αρχηγείο των Γερμανών λίγο πιο κάτω. Έξω συνέχιζε να βρέχει δυνατά και η Ελένη τον παρακολούθησε για λίγο που απομακρυνόταν αργά χωρίς να νοιάζεται που γινόταν μούσκεμα από τη βροχή. Ο Γιάννης που είχε καταλάβει τι είπανε τη ρώτησε με αγωνία: «Είσαι καλά; Τ ι σου έκαναν αυτά τα γουρούνια;» Η Ελένη ήξερε πολύ καλά πως ο Αλεξάντερ δεν έσωσε μόνο αυτή σήμερα αλλά και τον Γιάννη με τον Νίκο. Αν είχαν εμφανιστεί πριν τον Αλεξάντερ, το πιθανότερο είναι να έμπλεκαν άσχημα όλοι τους. Οι μεθυσμένοι Γερμανοί θα μπορούσαν ακόμα και να τους εκτελέσουν και να πουν μια δικιά τους ιστορία γι’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς δεν έδιναν αναφορά και σε κανέναν. Πιάνοντας το χέρι του Γιάννη αλλά και του Νίκου, είπε ανακουφισμένη: «Ευτυχώς δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα» και τους αγκάλιασε και τους δύο. Ο Γιάννης τότε, πολύ προβληματισμένος, την κοίταξε στα μάτια. «Θα πρέπει να προσέχουμε πολύ από εδώ και πέρα. Ακούγεται
πως οι Γερμανοί χάνουν πολλά από αυτά που είχαν κερδίσει. Είναι ικανοί να κάνουν οτιδήποτε πλέον. Να πάρουμε τα μέτρα μας, γιατί ο πόλεμος θα τελειώσει πιο σύντομα από ό,τι νομίζουμε…» «Πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά;» είπε η Ελένη ρίχνοντας και μια ματιά προς τα έξω μην τυχόν εμφανιστεί κανείς. «Θα σου πω, Ελένη μου, σύντομα θα σου πω. Πάμε τώρα στο σπίτι, γιατί έχω καλά νέα» είπε ο Γιάννης. Η Ελένη τον κοίταξε με αγωνία περιμένοντας ν’ ακούσει… Εκείνος αγκαλιάζοντάς την έβαλε πάνω από το κεφάλι της το παλτό του και την οδήγησε έξω από το σχολείο όπου κάποτε δίδασκε στα Ελληνόπουλα του νησιού. Πίσω τους ακολούθησε και ο Νίκος που βγαίνοντας τράβηξε την πόρτα…
Νησί· παρόν
Στην πλατεία του νησιού που βρίσκεται μπροστά στο λιμάνι υπάρχει μεγάλη αναταραχή. Κόσμος πάει κι έρχεται και γενικά υπάρχει ένα πολύ ευχάριστο και γιορτινό κλίμα. Έχουν στρωθεί πολλά τραπέζια και κάποιοι έχουν ήδη πιάσει θέση. Ένα συγκρότημα έχει ανέβει σ’ ένα προχειροστημένο πάλκο και παίζει νησιώτικα τραγούδια. Είναι τρεις άντρες και στη μέση μια γυναίκα που σιγοτραγουδά καθισμένη σε μια καρέκλα. Δεξιά βρίσκεται το καφενείο του κυρ-Θωμά, που σχεδόν έχει γίνει ένα με τον χώρο που έχουν στηθεί τα τραπέζια. Έφτασα με το μηχανάκι μου ακριβώς τη στιγμή που μια μεγάλη παρέα από Γερμανούς τουρίστες γελούσαν δυνατά μιλώντας με τον κυρ-Θωμά μπροστά από το μνημείο που υπήρχε στη μέση του δρόμου…. Πάρκαρα ακριβώς μπροστά τους και εκείνη τη στιγμή ο κυρΘωμάς τους έβαζε να καθίσουν. Μόλις με είδε, γύρισε προς το μέρος μου και χαμογελαστός πάντα με πλησίασε. «Καλώς τον Δημήτρη μας, πώς τα πέρασες σήμερα; Δεν πιστεύω να μας ήπιες όλο το νερό από την πηγή…» είπε και γέλασε τόσο δυνατά που οι Γερμανοί γύρισαν
να δουν τι συμβαίνει… «Καλησπέρα, κυρ-Θωμά, ναι, πέρασα πολύ όμορφα σήμερα… Και όχι, δεν το ήπια όλο… Σας άφησα λίγο να έχετε…» γέλασα κι εγώ με τη σειρά μου την ώρα που με έπαιρνε από τον ώμο οδηγώντας με σε ένα από τα κεντρικά τραπέζια όπου κάθονταν κι άλλοι. «Βλέπω πως έχει και αρκετούς ξένους σήμερα, ε» του είπα. «Όχι πολλούς… κάτι Γερμανούς τουρίστες μόνο, που έφτασαν με ένα σκάφος το απόγευμα» απάντησε χαμηλόφωνα, σαν να μην ήθελε να τον ακούσουν. «Όταν με ρώτησαν τι γράφει το μνημείο μπροστά και τους είπα, ένας από αυτούς είπε πως ο παππούς του πολέμησε στην Ελλάδα. Και μάλιστα σε κάποιο από τα νησιά μας εδώ. Κρατήθηκα πολύ για να μην του πω για τα εγκλήματα που έκαναν εδώ οι πρόγονοί τους αλλά και σε όλο τον κόσμο. Άσ’ τα, Δημήτρη, καλύτερα να μην τα ξέραμε… Θα μου πεις τι φταίνε τα παιδιά τώρα, αυτοί ήρθαν να κάνουν διακοπές. Απλώς, καμιά φορά, οι γεροντότεροι, άμα ακούνε γερμανικά, τρέχουν να κρυφτούν από τον φόβο τους και με δυσκολία κρατιούνται για να μην τους βρίσουν… Τέτοια που έγιναν εδώ δεν ξεπλένονται με τίποτα…» Τόση ώρα που μίλαγε τον άκουγα με προσοχή και κατάλαβα πως τα ένιωθε αυτά που έλεγε. Τον ακούμπησα απαλά στον ώμο. «Θέλω να μου τα πεις, κυρ-Θωμά. Θα ήθελα να μάθω γι’ αυτά που έγιναν τότε». Εκείνος, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα, με άρπαξε και με παρουσίασε στους υπόλοιπους που κάθονταν εκεί. «Λοιπόν, όσοι δεν τον ξέρετε, αυτός είναι ο Δημήτρης μας, ο ηθοποιός, καλό παιδί, θα κάτσει μαζί μας απόψε για να δει πώς γλεντάμε εδώ στο νησί…» Ανάμεσά τους είδα και τον Θανάση από το καράβι που χαμογελούσε σηκώνοντας το ποτήρι του. Όλοι χαιρέτησαν και ο κυρ-Θωμάς με
έβαλε δίπλα στον Θανάση και κάθισε και αυτός από την άλλη μεριά. Αφού συστηθήκαμε και με τους υπόλοιπους, ο Θανάσης μου πρόσφερε το πρώτο ποτήρι κρασί για να τσουγκρίσουμε. «Στην υγειά του σταρ μας» είπε ο Θανάσης δυνατά, όπως πάντα άλλωστε. Αν και ντράπηκα, σήκωσα το ποτήρι μου και το τσούγκρισα με όλους. Στην αρχή αισθάνθηκα λίγο αμήχανα αλλά μετά αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για διάφορα. Όλο και περισσότερος κόσμος έφτανε στην πλατεία. Είχε σχεδόν γεμίσει και λίγα τραπέζια παρέμεναν άδεια. Όλοι στο τραπέζι ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για τα γυρίσματα και την Ανίτα. Το μυαλό μου δεν είχε φύγει σχεδόν καθόλου απο τη σκέψη της. Μιλούσα γι’ αυτή και ταυτόχρονα τη φανταζόμουν δίπλα μου. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο και εντυπωσιάστηκε πολύ από τη σκηνή που διαδραματίστηκε στην πηγή με τα άλογα, αν και ανησύχησε λίγο. Θα έκαναν μια φωτογράφιση απόψε, όπως μου είπε, και μετά θα πήγαιναν όλοι μαζί σε μια ταβέρνα για φαγητό. Είχε έρθει στο νησί και ένας από τους Γερμανούς παραγωγούς και έπρεπε να βγουν μαζί του. Ανυπομονούσα να γυρίσω κοντά της όσο και αν περνούσα ωραία εδώ. Όταν τηλεφώνησα στη μητέρα μου για να της πω ότι σκόρπισα τις στάχτες του θείου, έδειξε να χαίρεται που έγινε αυτό που ήθελε ο αδερφός της. Πιο πολύ όμως χάρηκε όταν της είπα πως δεν θα μείνω ως τη Δευτέρα, αλλά πως θα φύγω αύριο. Δεν ήθελα βέβαια να της πω ότι αυτό το κάνω κυρίως για να βρεθώ και πάλι κοντά στην Ανίτα. Την άφησα να πιστεύει πως το έκανα για χάρη της. Έτσι κατάφερα να την καθησυχάσω. Για μια ακόμα φορά όμως ήταν κατηγορηματική. Να μην πω τίποτα σε κανέναν. Θα πρέπει να μου το έχει πει πάνω από είκοσι φορές από τότε που έφυγα για να έρθω εδώ. Η αλήθεια είναι πως από τη στιγμή που μπήκα στο καράβι
για να έρθω είχαν γίνει διάφορα, που, αν και το πιο πιθανό είναι να ήταν τυχαία, με είχαν φοβίσει λίγο. Το όνειρο που είχα δει, το άλογο, το μνημείο. Όλα μαζί είχαν δημιουργήσει ένα πέπλο μυστήριου γύρω από τα γεγονότα που είχαν συμβεί κάποτε εδώ που με έλκυε και με φόβιζε ταυτόχρονα. Ίσως αργότερα να μάθαινα κάποια πράγματα από τον κυρ-Θωμά. Χωρίς να το καταλάβω, το πρώτο κρασί το ήπια πολύ γρήγορα και ο Θανάσης φρόντισε να μου γεμίσει το ποτήρι αμέσως. Θα έπρεπε να προσέχω γιατί γενικά δεν έπινα. Ακόμα και λίγο αλκοόλ με ζάλιζε. Άντε όμως να το πω σε αυτή την παρέα όπου όλοι έπιναν λέγοντας «άσπρο πάτο» τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους κάθε δυο λεπτά… Απόψε θα ήταν μια δύσκολη βραδιά. Έβγαλα το τηλέφωνό μου και έγραψα ένα μήνυμα στα γρήγορα και το έστειλα στην Ανίτα. «Θα μπορούσε όλ α να ήταν τέλ εια… αν ήσουν εδώ…» Δεν πρόλαβα καλά καλά να σηκώσω το κεφάλι μου για να κοιτάξω τον κόσμο και η απάντησή της ήρθε πολύ γρήγορα. «Κλ είσε τα μάτια σου και ευχήσου το… πού ξέρεις, μπορεί και να γίνει…» Έμεινα για λίγο να χαμογελώ κοιτάζοντας την οθόνη. Το συγκρότημα έπαιζε ένα απαλό τραγούδι και η φωνή της τραγουδίστριας με έκανε να ταξιδέψω και πάλι στο πρόσωπο της Ανίτας. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά σαν να ήθελα να της στείλω με τη σκέψη μου αυτό που ένιωθα. Ξαφνικά ένιωσα δύο απαλά χέρια να μου καλύπτουν τα μάτια. Το σώμα μου σχεδόν ανατρίχιασε μόλις με άγγιξαν. Αν και ξαφνιάστηκα, δεν έκανα για μερικά δευτερόλεπτα τίποτα. Σαν να είχα κοκαλώσει εκεί ανήμπορος. Ήξερα πολύ καλά αυτά τα χέρια… Μα ήταν δυνατόν; Τα έπιασα απαλά και τα έβγαλα από το πρόσωπό μου.
Ταυτόχρονα γύρισα το κεφάλι μου για να δω σε ποιον ανήκαν…. Αν και είχα καταλάβει. Όλοι είχαν σταματήσει ό,τι έκαναν και κοίταζαν έκπληκτοι πάνω από το κεφάλι μου. Ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου αυτό που αντίκρισα. Το πρόσωπο της Ανίτας. Με κοίταξε για λίγο πριν πέσει πάνω μου αγκαλιάζοντάς με και φιλώντας με. Δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω από τη χαρά μου αλλά και από την έκπληξη. Παίρνοντάς τη στην αγκαλιά μου όπως καθόμουν κατάφερα μόνο να ψελλίσω: «Μα πώς; Τ ι έγινε; Πώς τα κατάφερες;» Εκείνη μου έκλεισε με το χέρι της το στόμα και μου είπε: «Χαίρεσαι που είμαι εδώ;» Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάφερα να βγάλω ούτε λέξη από το στόμα μου προσπαθώντας να πω τόσο πολλά. Χωρίς λοιπόν να περιμένει την απάντησή μου, που έτσι κι αλλιώς ήταν κάτι παραπάνω από φανερή, συνέχισε: «Ε, τότε βάλε μου να πιω…» Χωρίς να σηκωθεί ούτε μια στιγμή από την αγκαλιά μου, της έβαλα σ’ ένα ποτήρι που μου έδωσε αμέσως ο πάντα πρόθυμος Θανάσης και τσουγκρίσαμε όλοι μαζί. Μας κοίταζαν με ανυπόκριτο θαυμασμό. Όχι μόνο στο δικό μας τραπέζι, αλλά και οι περισσότεροι από τα γύρω τραπέζια που είδαν την αναταραχή που επικρατούσε. Σε λίγο εμφανίστηκε και ο Μιχάλης με τη Νιόβη. Κάθισαν από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Είχαν έρθει μαζί με την Ανίτα με το σκάφος. Με εντυπωσίασε αυτό που είχε κανονίσει. Ένιωθα τόσο όμορφα που την είχα ξανά στην αγκαλιά μου. Δεν είχα συνέλθει ακόμη από την έκπληξη. Δεν περίμενα με τίποτα πως θα μπορούσε να έρθει. Μου εξήγησε στα γρήγορα πώς οργάνωσε όλο το σχέδιο με τον Μιχάλη και πως αύριο θα μπορούσαμε αν θέλουμε να επιστρέψουμε με το σκάφος που ήρθαν. Μου μιλούσε κι εγώ το μόνο που πρόσεχα ήταν τα χείλη της και το χαμόγελό της. Ουσιαστικά, από ένα σημείο και μετά δεν άκουγα καν αυτά που μου έλεγε.
Ένιωθα βαθιά πληρότητα που την είχα εκεί μαζί μου. Για μια στιγμή εξαφανίστηκαν όλες μου οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί μου. Τη σύστησα σε όλους και πιο εντυπωσιασμένος από όλους έδειχνε ο κυρ-Θωμάς. Μας κοίταζε με θαυμασμό και αγάπη λες και ήμασταν δικά του παιδιά. Ο ερχομός της Ανίτας σε συνδυασμό με το κρασί αλλά και τη μουσική που είχε αρχίσει να δυναμώνει με έκαναν να δείχνω αλλά και να είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος. Η αλήθεια είναι πως ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος αυτή τη στιγμή. Δεν ήθελα να είμαι πουθενά αλλού στον κόσμο. Σαν να είχα βρει τη θέση μου στο σύμπαν. Νιώθοντας τα βλέμματα όλων πάνω μας, είπα στην Ανίτα αν ήθελε να περπατήσουμε λίγο πριν ξεκινήσει το γλέντι για τα καλά. Ήθελα τόσο να μείνω για λίγο μόνος μαζί της. Θέλαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα και το κατάλαβα από την έκφραση που πήρε μόλις της το πρότεινα. Σηκωθήκαμε και αφού είπα στον κυρ-Θωμά ότι πάμε μια μικρή βόλτα προς το λιμάνι, την πήρα αγκαλιά και περπατήσαμε λίγο πιο μακριά από τον κόσμο. Η Ανίτα κοίταζε γύρω της δείχνοντας πολύ ευτυχισμένη. Περνώντας μπροστά από το μνημείο κοντοστάθηκε για να διαβάσει την επιγραφή. Έδειξε να της κάνει εντύπωση αλλά δεν είπε τίποτε και συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε δίπλα στη θάλασσα. Τα αστέρια στον ουρανό τώρα που ήμασταν λίγο πιο απόμερα έλαμπαν πεντακάθαρα. Τα κοιτάξαμε μαζί για λίγο αμίλητοι. Εκείνη έγειρε απαλά στον ώμο μου. Τη γύρισα και την έφερα απέναντί μου. Μείναμε να κοιτιόμαστε για λίγο στα μάτια χωρίς να λέμε τίποτα. Ο ήχος του πανηγυριού φαινόταν τόσο μακρινός και ας ήταν δίπλα μας. Ένιωσα τη δροσιά των χειλιών της τόσο έντονα που την έσφιξα ακόμα περισσότερο πάνω μου προσπαθώντας να τα γευτώ όσο γινόταν πιο πολύ. Για λίγο ξανακοιταχτήκαμε και χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος αρχίσαμε να
γελάμε. Χωρίς να ξέρουμε γιατί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό. Τ ρελαινόμουν που μπορούσαμε από τη μια στιγμή στην άλλη να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια χωρίς να υπάρχει κάποια αιτία. Έτσι χαμογελαστή έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και ήταν σαν να χορεύαμε… Εκείνη τη στιγμή σαν κάποιος να δυνάμωσε τη μουσική και ακούστηκε από την πλατεία ο γνωστός σκοπός της Νησιώτισσας. Με κοίταξε και μου είπε: «Μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι…» και αγκαλιάζοντάς με αρχίσαμε να κινούμαστε αργά στον ρυθμό του. Είχα ξαφνιαστεί που το ήξερε και προσπάθησα να θυμηθώ αν το είχαμε ακούσει ποτέ μαζί… Από την πλατεία ακούστηκαν γέλια και σφυρίγματα. Κοιτάξαμε προς τα εκεί και είδαμε πως με αφορμή το τραγούδι σχεδόν όλος ο κόσμος είχε σηκωθεί και πιασμένος χέρι χέρι χόρευε. Σαν αυτό το τραγούδι να ήταν πολύ σημαντικό και να σήμαινε κάτι για όλους… Κοιταχτήκαμε και τρέχοντας κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί. Όταν φτάσαμε ο κυρ-Θωμάς μας φώναξε ανοίγοντας χώρο για να μπούμε κι εμείς ανάμεσά τους. Αυτό που γινόταν στην πλατεία ήταν μαγικό και εντελώς τελετουργικό. Σχεδόν όλος ο κόσμος είχε πιαστεί και χόρευε με απίστευτη ενέργεια αυτό το τραγούδι. Ένιωσα μια ανατριχίλα στο κορμί μου από αυτό που είχε δημιουργηθεί. Χωρίς να ξέρουμε ούτε τα βήματα, αρχίσαμε να ακολουθούμε τους υπόλοιπους που έδειχναν πολύ χαρούμενοι αλλά και απόλυτα συγκεντρωμένοι σε αυτό. Σαν το γλέντι να ξεκίναγε εκείνη τη στιγμή με αυτό το τραγούδι… Η Ανίτα που ήταν μπροστά μου γύρισε και με κοίταξε χωρίς να νοιάζεται για τον ρυθμό και τα βήματα… Το ίδιο έκανα κι εγώ… στα χείλη μου άρχισαν να σχηματίζονται οι στίχοι του τραγουδιού… Νησιώτισσά μου όμορφη,
που φεύγεις και μ’ αφήνεις τώρα μονάχος θα γυρνώ στη θάλ ασσα στα βράχια. Αν δεν γυρίσεις γρήγορα, θα πέσω να πεθάνω… Τα χείλ η μας τα χώρισε της θάλ ασσας το κύμα μα η καρδιά σου, όμορφη, να μην με λ ησμονήσει. Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις θα σε αγαπώ μην το ξεχνάς ακόμα και αν με χάσεις…
Νησί· 1945
Όλα είναι καταπράσινα γύρω. Η άνοιξη βρίσκεται στο ξεκίνημά της και παντού ξεφυτρώνουν αγριολούλουδα που χρωματίζουν ολόκληρους λόφους∙ αλλού κόκκινα, αλλού μπλε, αλλού κίτρινα. Ο ήλιος μόλις έχει ξεπροβάλει και στεγνώνει την πρωινή δροσιά πάνω στο χορτάρι. Η Ελένη, καβάλα στην Κάρμη, κατευθύνεται προς το Κρυμμένο. Εκεί είναι ο Γιάννης μαζί με μερικούς ακόμα. Χτες της είπε πως θα έρχονταν κρυφά στο νησί κάποιοι Άγγλοι για να οργανώσουν καλύτερα την αντίσταση. Τους πήγαινε ό,τι μπόρεσε να βρει για να φάνε, κάποια ρούχα και κουβέρτες. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ και έπρεπε να είναι όλοι τους πολύ προσεκτικοί. Στο σπίτι ενός ντόπιου οι Γερμανοί είχαν βρει ένα όπλο. Ο διοικητής τους τον εκτέλεσε στην αυλή του σπιτιού του μπροστά στα παιδιά του. Αν δεν ήταν εκεί ο Αλεξάντερ, της είχαν πει, θα σκότωναν και τα παιδιά και τη γυναίκα του. Τους γλίτωσε την τελευταία στιγμή, μιλώντας και αλλάζοντας τη γνώμη του διοικητή. Οι Γερμανοί είχαν απαιτήσει την παράδοση όλου του οπλισμού που υπήρχε στο νησί. Οι περισσότεροι τα είχαν παραδώσει υποκύπτοντας στον φόβο και
στις απειλές τους. Ελάχιστοι δεν το έκαναν κρατώντας τα κάπου καλά κρυμμένα. Αυτούς τους τρεις μήνες από το περιστατικό στο σχολείο, η Ελένη είχε σχεδόν αναγκαστεί να συντηρεί κάποιους πίνακες ζωγραφικής που οι Γερμανοί είχαν αρπάξει από τα σπίτια Ιταλών πολιτών που τα εγκατέλειψαν για να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Της το είχε ζητήσει ο Αλεξάντερ εξηγώντας της πως έτσι θα μπορεί να τη βοηθάει σε ό,τι χρειάζεται. Είχε καταλάβει πως πιο πολύ το έκανε για να μπορεί να είναι περισσότερο μαζί της, μιας και αυτό γινόταν κοντά στο γραφείο του. Της είχε δείξει την ιδιαίτερη συμπάθειά του και μάλιστα κάποιες φορές της έβρισκε κρυφά και τρόφιμα για να τα δίνει κυρίως στα παιδιά του Γιάννη. Το πιο σημαντικό όμως από αυτά που είχε κάνει ο Αλεξάντερ, κινδυνεύοντας και ο ίδιος αν μαθευόταν, ήταν όταν ο μικρός Νίκος αρρώστησε βαριά πριν έναν μήνα. Τότε έφερε τον Γερμανό γιατρό, με τον οποίο είχε πολύ καλή σχέση από τις σπουδές του στην Ιταλία, να τον εξετάσει και μάλιστα τους έδωσε και τα φάρμακα που χρειαζόταν για να γίνει καλά. Όλα αυτά βέβαια χωρίς να το μάθει κανείς άλλος. Ο Αλεξάντερ δεν είχε καμιά σχέση με τους υπόλοιπους Γερμανούς. Βρέθηκε τυχαία εκεί. Είχε αναγκαστεί να πάει να πολεμήσει. Έλεγε στην Ελένη πως σύντομα ο πόλεμος θα τελείωνε. Τότε θα επέστρεφε και θα ασχολιόταν με το παλαιοπ ωλείο που είχαν οι γονείς του. Ήταν από τα μεγαλύτερα στο Βερολίνο και, όπως είχε πει στην Ελένη, εκεί υπήρχαν μικροί και μεγάλοι ιστορικοί θησαυροί. Της είχε κάνει τρομερή εντύπωση το πόσο διακινδύνευε και ο ίδιος για να τη βοηθήσει. Είχε καταλάβει βέβαια το ενδιαφέρον του, αλλά του είχε εξηγήσει πως είναι αρραβωνιασμένη και πως μόλις ο Μανόλης επέστρεφε θα τον παντρευόταν. Εκείνος έδειχνε να σέβεται αυτά που του έλεγε η Ελένη, αλλά δεν σταμάτησε διακριτικά να της
δείχνει το ενδιαφέρον του. Τον είχε γοητέψει με την προσωπικότητά της αλλά και με την ιδιαίτερη ομορφιά της. Πέρναγε αρκετή ώρα μαζί της με πρόσχημα τη συγκέντρωση και τη συντήρηση των έργων τέχνης που είχαν οι Γερμανοί. Του άρεσε η αρχαία ελληνική ιστορία. Θαύμαζε τους Έλληνες τραγικούς και δεν ήταν λίγες οι φορές που συζητούσαν με την Ελένη για την τραγική μοίρα των ηρώων των κλασικών έργων. Είχε μαζί του πάντα τον Οιδίποδα και διάβαζε κάποια αποσπάσματα στα ιταλικά. Θαύμαζε γενικότερα τους Έλληνες και γι’ αυτό ήταν τόσο φιλικός. Η Ελένη όμως, πέρα από αυτά που της είχαν αναθέσει, προσπαθούσε να μαθαίνει οτιδήποτε μπορούσε και τα μετέφερε στον Γιάννη. Οι Γερμανοί άκουγαν στο ραδιόφωνο έναν ιταλικό ραδιοφωνικό σταθμό με ωραία τραγούδια. Κάπου κάπου όμως έλεγαν και μερικές ειδήσεις. Η Ελένη, σχεδόν κρυφακούγοντας, μάθαινε αρκετά… Τα τελευταία νέα έλεγαν για μεγάλες μάχες στην Ευρώπη. Εδώ και καιρό στον πόλεμο είχαν μπει και οι Αμερικάνοι, οι οποίοι πολεμούσαν μαζί με τους υπόλοιπους συμμάχους κατά των Γερμανών. Έπρεπε να προσέχει, γιατί, αν ο Αλεξάντερ καταλάβαινε πως τον χρησιμοποιούσε, θα άλλαζε εντελώς στάση απέναντί της. Δεν τον ήξερε και πολύ, αλλά η αλήθεια ήταν πως τον είχε συμπαθήσει. Αυτό και μόνο όμως. Τ ίποτα παραπάνω. Έβλεπε την καλοσύνη που είχε μέσα του αλλά και το πόσο την είχε βοηθήσει από την πρώτη στιγμή που την είδε. Η αγάπη της για τον Μανόλη όμως δεν είχε λιγοστέψει καθόλου. Ζούσε και ανέπνεε για τη στιγμή που θα τον ξανασυναντούσε. Ένιωθε μέσα της πως αυτή η ώρα δεν ήταν μακριά. Από τότε που είχε μάθει πως ζούσε και πως ήταν καλά, δεν έκανε τίποτε άλλο από το να περιμένει να τον δει. Ο Γιάννης είχε μάθει πως ο Μανόλης ήταν στο διπλανό νησί κρυμμένος και με την πρώτη ευκαιρία θα ερχόταν εδώ. Το είπε στην Ελένη τη
νύχτα μετά το περιστατικό στο σχολείο. Τ ώρα ήταν που τον ένιωθε ακόμα πιο κοντά της και αυτό της έδινε τρομερή δύναμη. Έπαιζε πολύ καλά τον ρόλο της με τους Γερμανούς μαθαίνοντας πολλά για τις κινήσεις τους και τα σχέδιά τους. Είχε μάθει και λίγα γερμανικά πια από τον Αλεξάντερ. Της είχε δώσει ένα ιταλικό βιβλίο που εξηγούσε πολλές γερμανικές λέξεις και εκφράσεις. Κρατούσε μια πολύ επικίνδυνη ισορροπία και έπρεπε συνεχώς να προσέχει. Ένα λάθος της θα μπορούσε να είναι καταστροφικό όχι μόνο για την ίδια αλλά και για τους υπόλοιπους. Τ ώρα λοιπόν καβάλα στο άλογο του αγαπημένου της πηγαίνει να συναντήσει κρυφά τον Γιάννη. Φοράει ένα σκούρο πράσινο φόρεμα και από πάνω ένα μαύρο παλτό. Τα μαλλιά της είναι δεμένα πίσω σε έναν σφιχτό κότσο. Είναι πολύ προσεκτική και κοιτάζει πίσω της και γύρω της συνεχώς. Δεν έπρεπε κανείς να την ακολουθήσει. Έλεγε πάντα σαν δικαιολογία ότι πηγαίνει να ζωγραφίσει όμορφα τοπία και γι’ αυτό έπαιρνε τα σύνεργα μαζί της. Πολλά από αυτά της τα έργα κοσμούσαν τα γραφεία των Γερμανών. Η αλήθεια είναι πως είχε παρατηρήσει τους Γερμανούς που είχαν αρχίσει να βάζουν σε μεγάλα ξύλινα κουτιά διάφορα λες και θα τα μετέφεραν κάπου μακριά… Όσο και αν προσπάθησε να μάθει τι έχουν μέσα αυτά τα κιβώτια, δεν τα κατάφερε. Φανταζόταν ότι επρόκειτο για κάποιους από τους θησαυρούς του νησιού. Πολλά αγάλματα είχαν εξαφανιστεί τελευταία… Ο Αλεξάντερ της είχε ζητήσει να τη συντροφεύσει όταν πήγαινε για ζωγραφική έξω, αλλά εκείνη πάντα αρνιόταν ευγενικά τονίζοντας πως κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό. Κάποιοι στο νησί που δεν ήξεραν τον ρόλο της δεν την έβλεπαν με καλό μάτι. Θεωρούσαν ότι παρείχε
στους Γερμανούς βοήθεια. Μάλιστα έλεγαν πως κακώς ασχολείται με τη συντήρηση αυτών των έργων, γιατί οι Γερμανοί θα τα έπαιρναν μαζί τους όταν έφευγαν. Δεν μπορούσε βέβαια να εξηγήσει σε όλους τι έκανε, γιατί πολύ απλά δεν ήξερε ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί. Τη στιγμή που η Κάρμη πάτησε τα πόδια της στην αμμουδιά της παραλίας σαν κάτι να την ενόχλησε και σταμάτησε κοιτώντας προς τη μεριά όπου βρισκόταν η σπηλιά και χλιμίντρισε δυνατά. Η Ελένη παραξενεύτηκε, αλλά άφησε το άλογο να την οδηγήσει εκεί. Κανείς δεν φαινόταν και όλα ήταν πολύ ήσυχα. Ήταν πολύ δύσκολο οι Γερμανοί να προσεγγίσουν αυτό το σημείο. Από τα ανοιχτά δεν φαινόταν τίποτα. Αυτό το μέρος ήταν αρκετά καλά κρυμμένο. Αν κάποιος προσπαθούσε να πλησιάσει από τη στεριά, γινόταν αντιληπτός από μακριά. Ο μοναδικός δρόμος που υπήρχε ήταν ένα στενό μονοπάτι και μόνο περπατώντας ή με το άλογο μπορούσες να έρθεις. Καθώς πλησίαζε στα δεξιά μέσα από ένα παλιό πέτρινο κτίσμα, εμφανίστηκε ο Νίκος που τη χαιρέτησε από μακριά. Πάντα ένας φύλαγε σκοπιά στην περίπτωση που εμφανιζόταν κάποιος ανεπιθύμητος. Τότε ειδοποιούσε τους άλλους για να κρυφτούν πίσω στα απότομα βράχια, αλλά και στο μικρό δάσος που υπήρχε εκεί. Η Ελένη τον χαιρέτησε και αυτή σηκώνοντας το χέρι της. Ήταν δεν ήταν δεκατριών χρονών. Όλα αυτά τον είχαν κάνει όμως να δείχνει μεγαλύτερος. Με ένα σφύριγμα ειδοποίησε τους άλλους να βγουν. Από τη σπηλιά πρώτος εμφανίστηκε ο Γιάννης. Πίσω του τρεις από το νησί και δίπλα τους άλλοι δύο που δεν τους είχε ξαναδει. Αυτοί θα ήταν οι Άγγλοι που μόλις είχαν έρθει στο νησί. Όλοι τους φορούσαν πολιτικά ρούχα. Η Ελένη πλησίασε λίγο ακόμα καβάλα στην Κάρμη. Πίσω από όλους, τελευταίος, εμφανίστηκε κάποιος με σκούφο στο κεφάλι. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο γένια και ερχόταν προς το
μέρος τους σκυφτός. Η Ελένη τον κοίταζε με περιέργεια και προσπαθούσε να καταλάβει ποιος είναι. Τα αυτιά της Κάρμης τότε σηκώθηκαν και άρχισε να κατευθύνεται προς αυτόν. Η Ελένη προσπάθησε να τη σταματήσει αλλά μάταια. Ακόμα και ο Γιάννης που χαμογελώντας την έπιασε από τα γκέμια δεν το κατάφερε. Περνώντας ανάμεσα από τους υπόλοιπους έφτασε στον άντρα που ακόμη σκυφτός περπατούσε στην άμμο. Είχε σηκωμένο τον γιακά του παλτού του και έκρυβε αρκετά το πρόσωπό του. Ήταν σαν να τον ήξερε. Τότε εκείνος ανασηκώνοντας το κεφάλι του κοίταξε την Ελένη, έβγαλε τον σκούφο και ταυτόχρονα με το χέρι χάιδεψε το άλογο στον λαιμό που ανασαίνοντας βαριά προσπαθούσε να του γλείψει τα χέρια. Ο χρόνος για την Ελένη σταμάτησε απότομα. Το κύμα της θάλασσας από την απότομη σιωπ ή ακούστηκε πεντακάθαρα να ορμά και να αποτραβιέται πάνω στην ψιλή άμμο της παραλίας… Κοίταζε αυτόν τον άντρα χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Εκείνος περπάτησε δύο βήματα και ήρθε στο πλάι του αλόγου. Η Ελένη συνέχισε να κοιτά προσπαθώντας για μερικά δευτερόλεπτα να πει κάτι. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπροστά της στεκόταν ο άντρας που αγαπούσε και που της είχε λείψει τόσο πολύ. Σχεδόν έπεσε από το άλογο στην αγκαλιά του. Σαν μικρό παιδί πριν πει οτιδήποτε φίλαγε τον Μανόλη γελώντας δυνατά. Και εκείνος όμως γέλαγε δυνατά ανάμεσα στα φιλιά και τις αγκαλιές της Ελένης. Είχαν να βρεθούν σχεδόν τέσσερα χρόνια. Πόσο περίμεναν αυτή τη στιγμή και οι δύο! Η Ελένη πάτησε τα πόδια της στην άμμο μιας και όλη αυτή την ώρα ήταν σχεδόν σκαρφαλωμένη πάνω του. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως τον είχε εκεί στην αγκαλιά της και τον κρατούσε τόσο δυνατά λες και εκείνος ήθελε να ξεφύγει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει πολύ και τα γένια στο πρόσωπό του τον έκαναν
αγνώριστο. Τα μάτια του όμως ήταν τόσο οικεία στην Ελένη. Αυτά τα μάτια έβλεπε κάθε φορά που έκλεινε τα δικά της και ονειρευόταν αυτή ακριβώς τη στιγμή. Είχε αδυνατίσει πολύ και το πρόσωπό του ήταν λίγο χλωμό… Οι υπόλοιποι, αφού για λίγο παρακολούθησαν τη σκηνή, αποτραβήχτηκαν παίρνοντας και το άλογο μαζί τους και πήγαν λίγο πιο πέρα όπου έβγαλαν τις λίγες προμήθειες και κάποια ρούχα που είχε φέρει η Ελένη. Όλη αυτή την ώρα δεν είχαν βγάλει λέξη οι δυο τους σαν να τους είχε κοπεί η φωνή. Κοιτάζονταν σαν να μην μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή. Σε λίγο η Ελένη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τον κοίταξε πάλι και με πολλή δυσκολία κατάφερε να ψιθυρίσει: «Μου έλειψες τόσο, Μανόλη. Θεέ μου, νόμιζα πως θα πεθάνω αν δεν σε έβλεπα ξανά. Ακόμη δεν το πιστεύω πως σε έχω εδώ στην αγκαλιά μου… Δεν ήξερα πως θα έρθεις. Νομίζω πως ονειρεύομαι». Εκείνος τότε χάιδεψε το πρόσωπό της και πολύ γλυκά της είπε: «Όχι, δεν ονειρεύεσαι, αγαπημένη μου… Εδώ είμαι και δεν θα ξαναφύγω ποτέ από κοντά σου… ό,τι και αν γίνει». «Μου το υπόσχεσαι;» είπε και με το σώμα της τον παρέσυρε να καθίσουν στην άμμο συνεχίζοντας να είναι γραπωμένη πάνω του. «Σου το υπόσχομαι… πλέον μόνον ο θάνατος θα μας χωρίσει…» Η Ελένη ακούγοντας τα τελευταία του λόγια τρύπωσε μέσα στην αγκαλιά του και έκλεισε τα μάτια της σαν να ήθελε να κρατήσει αυτή τη στιγμή για πάντα. Από μακριά ο Νίκος κοίταζε ικανοποιημένος τον θείο του και την Ελένη. Είχε χαρεί και ο ίδιος τόσο πολύ που επέστρεψε ο Μανόλης. Τον είχε βάλει από χθες το βράδυ να του αφηγηθεί τα πάντα. Πώς πολέμησε, τι έγινε όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο. Πώς κατάφερε να το σκάσει λίγο πριν τον ανεβάσουν σε ένα τρένο και, το κυριότερο, πώς
κατάφερε μετά από μεγάλη περιπλάνηση στα γύρω νησιά να έρθει χθες με ένα καΐκι μαζί με τους δύο Άγγλους εδώ. Ο Μανόλης με την Ελένη έμειναν για αρκετή ώρα αγκαλιά μιλώντας για όλα αυτά που είχαν μεσολαβήσει το διάστημα της απουσίας του. Και εκείνος όμως της είπε για όσα πέρασε. Αυτή συνέχεια χάιδευε το πρόσωπό του που σχεδόν ήταν κρυμμένο κάτω από τα πυκνά του γένια. Ένιωθαν όμως και οι δύο την ανάγκη να βρεθούν επιτέλους μόνοι τους. Χωρίς τίποτα και κανένας να τους εμποδίζει. Τα σώματά τους ήταν διψασμένα το ένα για το άλλο. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσο καιρό, δεν άργησε να γεννηθεί και να γιγαντωθεί αυτή η επιθυμία και των δύο να γευτούν επιτέλους ανεμπόδιστα τον έρωτά τους. Η Ελένη είχε φτιάξει στο μυαλό της αυτή τη στιγμή άπειρες φορές. Φανταζόταν τον Μανόλη να εμφανίζεται μέσα στη νύχτα και να τρυπώνει στην κάμαρά της. Να ξαπλώνει δίπλα της και με τα φιλιά του να την κάνει δικιά του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξύπναγε το πρωί και ένιωθε έντονα στο σώμα της όλο αυτό που είχε φανταστεί ή ονειρευτεί σαν να είχε συμβεί στ’ αλήθεια. Και ο Μανόλης όμως προσδοκούσε να φτάσει κάποτε αυτή η ώρα. Τ ώρα που επέστρεψε ήθελε πολύ να βρεθεί με την αγαπημένη του. Θυμόταν τα γεμάτα πάθος γράμματά της τότε που ήταν στην Ιταλία. Καταλάβαιναν και οι δύο πως αν εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν εκεί μόνοι τους τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει το πάθος τους. Αντί να έχει εξασθενήσει όλο αυτόν τον καιρό, είχε γίνει σαν φουσκωμένο ποτάμι που ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει και να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Κάποια στιγμή ο Μανόλης έπιασε από τα χέρια την Ελένη και της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Εκείνη, χωρίς να το σκεφτεί, και μην αφήνοντας το χέρι του τον ακολούθησε. Στην είσοδο της σπηλιάς
ήταν ακουμπισμένα δύο τουφέκια. Από το μικρό άνοιγμα της σπηλιάς μπήκαν μέσα. Τα μάτια τους, συνηθισμένα από το φως, δεν μπόρεσαν αρχικά να δουν και πολλά πράγματα καθώς προχωρούσαν στο εσωτερικό. Σιγά σιγά όμως συνήθισαν την αλλαγή. Οι αντανακλάσεις του νερού στα τοιχώματα έδιναν μια παράξενη ζωντάνια στη σπηλιά. Η Ελένη είχε έρθει σε αυτή τη σπηλιά πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν μικρή. Αρκετές φορές ήρθε στο Κρυμμένο αλλά δεν είχε μπει μέσα. Είχε ακούσει για τις τρομερές ιστορίες που έλεγαν γι’ αυτό το μέρος. Πως εδώ οι πειρατές έκρυβαν τους θησαυρούς τους και πως εδώ έρχονταν οι ερωτευμένοι για να γευτούν κρυφά τον ερωτά τους. Κοίταζε με θαυμασμό τα σχήματα που είχαν δημιουργηθεί με τον καιρό. Κάποια ήταν τρομακτικά και έμοιαζαν με ανθρώπινα σώματα που είχαν εγκλωβιστεί μέσα σε ένα πέτρινο περίβλημα… Σε ένα σημείο λίγο πιο πέρα ο Μανόλης σταμάτησε και αφού κοίταξε την Ελένη άφησε το χέρι της και μετακίνησε μια πέτρα. Εκεί υπήρχε μια μεγάλη εσοχή στο τοίχωμα της σπηλιάς. Από μέσα έβγαλε κάτι τυλιγμένο σε ένα σεντόνι και το ακούμπησε σε κάποιο στεγνό σημείο μπροστά τους. Γονάτισε και ένευσε στην Ελένη να κάνει το ίδιο. Εκείνη κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε να βγάζει μέσα από τις κουβέρτες ένα μηχάνημα που έμοιαζε με το ραδιόφωνο που είχαν οι Γερμανοί στο αρχηγείο τους. Μαζί ήταν και κάποια άλλα σύνεργα τυλιγμένα προσεκτικά. Πριν προλάβει να ρωτήσει, ο Μανόλης την κοίταξε και άρχισε να της εξηγεί: «Αυτό, Ελένη μου, είναι ραδιόφωνο. Είναι των Άγγλων που ήρθαμε μαζί, αλλά τώρα θα το έχουμε εμείς για λίγο. Για να μαθαίνουμε τι γίνεται στον κόσμο. Δεν πρέπει όμως να μάθει κανείς γι’ αυτό…»
«Υπάρχει και ένα στο γραφείο των Γερμανών» του είπε εκείνη «από εκεί ακούω ό,τι μπορώ και τα λέω στον Γιάννη…» Ο Μανόλης τύλιξε ξανά προσεκτικά το ραδιόφωνο. «Δεν πρέπει να μείνει πολύ εδώ, η υγρασία θα το καταστρέψει και δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τίποτα έτσι κι αλλιώς εδώ. Θα πρέπει να το πάρεις μαζί σου τώρα που θα γυρίσεις με το άλογο. Θα το κρύψεις καλά στον μύλο και το βράδυ θα ανέβουμε και εμείς να το βάλουμε μπροστά, αφού φορτίσουμε τη γεννήτρια. Έτσι μόνο μπορεί να πάρει μπρος. Θα έρθουμε από το βουνό και δεν θα μπορούμε να το κουβαλάμε… δεν πρέπει να μας δει κανένα μάτι στον δρόμο. Θα πρέπει όμως να προσέξεις να μην σε καταλάβει κανείς… Όποιον πιάσουν με ραδιόφωνο τον εκτελούν επιτόπου, εντάξει, αγάπη μου;» «Ναι, αγαπημένε μου, ναι» του είπε χωρίς να διστάσει. «Θα κάνω ό,τι μου πεις, φτάνει να μην ξαναφύγεις…» «Δεν θα χρειαστεί να ξαναφύγω. Ο πόλεμος τελειώνει και θα μπορέσουμε να ζήσουμε όπως θέλουμε. Ετοιμάζονται μεγάλα πράγματα. Γι’ αυτό πρέπει να ακούμε τι γίνεται. Να είμαστε έτοιμοι για ό,τι και αν συμβεί». Πλησίασε απαλά το κεφάλι του και της έδωσε ένα φιλί. Με τα μάτια κλειστά και οι δύο αφέθηκαν στη μαγεία της στιγμής. Κανείς από τους δύο δεν πίστευε πως αυτό που ζούσαν ήταν αληθινό. Ήταν όλα σαν παραμύθι… Σε λίγο ο Μανόλης με το ένα του χέρι την αγκάλιασε και με το άλλο πήρε το τυλιγμένο ραδιόφωνο. Σηκώθηκαν αργά και βγήκαν προς τα έξω. Οι υπόλοιποι είχαν καθίσει και έτρωγαν αυτά που τους είχε φέρει η Ελένη. Τους πλησίασαν και αφού κάθισαν μαζί τους, ο Μανόλης τη σύστησε στους ξένους. Αυτή πήρε ένα ψωμί κοιτώντας τον όλο χαρά. Έκοψε ένα μικρό κομμάτι και του το έδωσε, και ύστερα το χέρι της Ελένης έμεινε στο πρόσωπό του χαϊδεύοντάς τον τρυφερά. Πάντα φόραγε το
δαχτυλίδι με το σκαλιστό τριαντάφυλλο που της είχε χαρίσει ο Μανόλης. Ο ανοιξιάτικος ήλιος ζέσταινε τα χλωμά από το χειμώνα πρόσωπά τους. Η Ελένη έδειξε με καμάρι το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο Μανόλης και εκείνος έβγαλε το ρολόι και της έδειξε κρυφά από τους άλλους τα αρχικά που ήταν γραμμένα μέσα. «Μαζί πάντα» έγραφε και τώρα να που ήταν και πάλι μαζί. Αυτό έλπιζαν. Να είναι μαζί για πάντα και τίποτα να μην τους χωρίσει ξανά. Γέλαγαν πολύ με τα παιχνίδια που έκαναν μεταξύ τους χωρίς να σταματήσουν ν’ αγγίζουν ο ένας τον άλλον. Έμειναν πολλή ώρα εκεί έτσι καθισμένοι και είπαν πολλά από αυτά που είχαν γίνει όλα αυτά τα χρόνια. Για τον πατέρα της που πέθανε, για τη μικρή Μαρία που τη βάφτισε η Ελένη σε αυτό το μέρος. Του άρεσε πολύ πού είχε βαφτίσει την ανιψιά του. Τέλος, του μίλησε και για τον Αλεξάντερ. Είπε στον Μανόλη τι ακριβώς έκανε και εκείνος έδειξε να προβληματίζεται λίγο. Της ζήτησε να προσέχει πολύ γιατί σύντομα θα είχαν εξελίξεις και η στάση τους θα άλλαζε. Οι Γερμανοί από όπου έφευγαν έκαναν πολλές καταστροφές. Έκαιγαν τα σπίτια και εκτελούσαν χωρίς λόγο όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Προς το μεσημέρι, αφού πια είχαν μιλήσει αρκετά, η Ελένη σηκώθηκε να φύγει. Έλειπε πολλή ώρα και είναι σίγουρο πως θα κινούσε υποψίες αν καθυστερούσε κι άλλο. Μαζί της θα γύριζαν από άλλο δρόμο βέβαια και ο Γιάννης με τον Νίκο. Έπρεπε και αυτοί να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η Άννα είχε μείνει μόνη της με τη μικρή Μαρία και σίγουρα θα χρειαζόταν βοήθεια. Ο Αλεξάντερ ήταν ικανός να βγει να την ψάξει στα βουνά αν καθυστερούσε κι άλλο. Αφού αγκάλιασε σφιχτά τον Μανόλη, πήγε προς το άλογο. Έδεσαν καλά το ραδιόφωνο στη σέλα και έμειναν να κοιτιούνται για λίγο σαν να μην
πίστευαν πως βρίσκονται εκεί μαζί, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Ο Μανόλης τη φίλησε απαλά και τη βοήθησε να ανέβει στην Κάρμη που τον κοίταζε με χαρά. Το άλογο που είχε αναγνωρίσει το αφεντικό του έδειχνε να ανυπομονεί να τον νιώσει στη ράχη της. Και ο Μανόλης θα ήθελε πολύ να την καβαλήσει και να τρέξει στις πλαγιές του νησιού. Θα το έκανε με την πρώτη ευκαιρία. Ο Νίκος με τον Γιάννη πλησίασαν και αυτοί. Θα πήγαιναν μαζί έως ένα σημείο και μετά θα χώριζαν για να μην τους δουν όλους μαζί. Υποτίθεται πως έλειπαν για δουλειές στα χωράφια. Οι κινήσεις τους έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικές για να μην κινήσουν υποψίες. Οι Γερμανοί τελευταία έδειχναν πολύ νευρικοί. Μετά την εκτέλεση του συγχωριανού τους μπροστά στο σπίτι του όλοι είχαν θορυβηθεί. Καταλάβαιναν πως πλέον δεν αστειεύονταν και με το παραμικρό η αντίδρασή τους θα μπορούσε να είναι πολύ άσχημη. Για λίγο περπάτησαν δίπλα δίπλα πιασμένοι από τα χέρια μέχρι το σημείο που τέλειωνε η αμμουδιά και άρχιζε το μονοπάτι. Μετά η Ελένη συνέχισε αργά μαζί με τους άλλους. Είχε γυρίσει και κοίταζε τον Μανόλη μέχρι που χάθηκε ανάμεσα στα βράχια και τα δέντρα. Ακόμα και μετά, όταν βγήκε σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει την παραλία, το βλέμμα της ήταν προς τα εκεί. Ο Μανόλης δεν είχε σχεδόν κουνηθεί από τη θέση του μέχρι που η Ελένη δεν φαινόταν πια. Γύρισε προς τους άλλους και πήγε κοντά τους. Μετά από τόσες περιπέτειες και δυσκολίες ήταν εκεί. Στο νησί του, κοντά στην αγαπημένη του. Ήξερε πως σύντομα ο πόλεμος θα τέλειωνε και θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν. Να ζήσουν τη ζωή τους όπως την είχαν ονειρευτεί. Η Ελένη, αφού χώρισε με τον Γιάννη και τον Νίκο, κατευθύνθηκε
προς τον μύλο. Ένιωθε πολύ χαρούμενη. Ωστόσο, κοίταζε τριγύρω της για να δει αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να τη δει. Θα έκρυβε το ραδιόφωνο στο σημείο που είχαν συμφωνήσει, έτσι ώστε ακόμα και αν κάποιος πήγαινε εκεί, να μην μπορούσε να το βρει εύκολα. Από αυτά που της εξήγησε ο Μανόλης, είχε καταλάβει πως θα έβαζαν τον μύλο σε λειτουργία και με κάποιο τρόπο θα συνέδεαν το ραδιόφωνο για να φορτίσει και να αρχίσει να εκπέμπει. Της έκανε εντύπωση που αυτό το πράγμα μπορούσε να φέρει εκεί τη φωνή ανθρώπων που ήταν τόσο μακριά. Όσο καιρό ήταν στην Ιταλία, είχε ακούσει για τις νέες εφευρέσεις αλλά δεν είχε τύχει να δει ποτέ από κοντά ραδιόφωνο. Μόνο αυτό στο γραφείο των Γερμανών και τώρα αυτό που έφερε ο Μανόλης. Ο ήλιος ήταν ψηλά και η Ελένη πλησίαζε στον μύλο. Ήταν σε καλή κατάσταση, αν και πια δεν έρχονταν πολύ συχνά. Μόνο για να αλέσει ο Γιάννης σιτάρι και καλαμπόκι, όταν έβρισκαν έστω και λίγο. Έφτασε κοντά και κατέβηκε από το άλογο. Κοίταξε και πάλι τριγύρω και αφού βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανένας, έβγαλε τα σχοινιά και πήρε στα χέρια της το τυλιγμένο πακέτο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μια γαλήνια ησυχία κυριαρχούσε παντού. Μόνο ο ήχος από τις μέλισσες που δούλευαν ακούραστα έξω στα λουλούδια ακουγόταν και το ελαφρύ αεράκι που φύσαγε. Έβαλε το ραδιόφωνο πολύ προσεκτικά εκεί που είχαν κανονίσει. Βεβαιώθηκε πως το έκρυψε καλά και για λίγο κάθισε στη μεγάλη πέτρα του μύλου. Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως ο Μανόλης ήταν εδώ και πως δεν θα ξανάφευγε. Θυμάται σαν χθες που τον ξεπροβόδιζε σε αυτό εδώ το σημείο πριν από περίπου τέσσερα χρόνια. Είναι σαν να μην πέρασε ούτε ένα λεπτό. Και ας έχουν γίνει τόσα πολλά αυτά τα χρόνια. Απέξω ακούστηκε το ανήσυχο χλιμίντρισμα της Κάρμης και η
Ελένη αμέσως πετάχτηκε και πήγε προς τα εκεί. Στάθηκε στην πόρτα και είδε τον Αλεξάντερ που είχε πιάσει τα γκέμια του αλόγου και το χάιδευε στον λαιμό. Κάτι που έδειχνε να μην του αρέσει και πολύ. Το ξάφνιασμα της Ελένης ήταν μεγάλο. Προσπάθησε να μην δείξει πόσο τρόμαξε και χαμογέλασε νευρικά. Από το στόμα της βγήκε μόνο ένα «Αλεξάντερ» και τίποτε άλλο. Δεν φόραγε τα στρατιωτικά του ρούχα, αλλά ένα στενό παντελόνι ιππασίας που κατέληγε μέσα στις ψηλές του μπότες. Από πάνω ένα δερμάτινο μπουφάν και από μέσα ένα γκρι πουκάμισο με ένα κάτασπρο φουλάρι στον λαιμό του. Ήταν σαν να είχε βάλει τα καλά του. «Είπα να κάνω έναν περίπατο και από μακριά είδα το άλογό σου και ήρθα προς τα εδώ… Συγγνώμη αν σε τρόμαξα… Τ ι κάνεις, Ελένη;» Μάζεψε όλη της τη δύναμη για να μπορέσει να ξαναβρεί τη μιλιά της. «Όχι, δεν με τρόμαξες, απλώς δεν περίμενα να βρω κάποιον εδώ. Μου αρέσει να έρχομαι σε αυτό το μέρος. Ήθελα να ζωγραφίσω τον μύλο και τώρα ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω…» «Μα είναι αργά, θα προλάβεις;» είπε εκείνος κοιτάζοντάς τη με απορία. Εκείνη δεν τα έχασε, αντίθετα, είχε ανακτήσει την ψυχραιμία και την ετοιμότητά της. «Θα κάνω ένα μικρό προσχέδιο και θα το αποτελειώσω στο σπίτι… Περπάτησες μακριά όμως ε;» «Όχι και τόσο μακριά, έχω αφήσει το αυτοκίνητο μέχρι εκεί που πήγαινε ο δρόμος… Περπατάω αρκετή ώρα και ελπίζω να ξαναβρώ τον δρόμο της επιστροφής… Όλο γκρεμούς έχει τριγύρω… Εδώ λοιπόν αλέθετε το αλεύρι σας;» είπε πηγαίνοντας πιο κοντά στην είσοδο, κοιτάζοντας το εσωτερικό. Η καρδιά της Ελένης πήγε να σπάσει. Αν και ήταν απίθανο να βρει
ο Αλεξάντερ το ραδιόφωνο. Είχε προλάβει να το κρύψει καλά. Γυρίζοντας προς την άλλη μεριά, θέλοντας να τον κάνει να έρθει προς τα εκεί, είπε: «Ο μύλος είναι του αρραβωνιαστικού μου και τον δουλεύει ο αδερφός του…» Ο Αλεξάντερ, αφού έριξε μια ματιά ακόμα μέσα, την ακολούθησε. «Υπό άλλες συνθήκες, όλα θα ήταν πολύ πιο όμορφα στο νησί σας, κάτι που πιθανόν δεν θα αργήσει να γίνει… Έχει τόσες ομορφιές που δεν τις χορταίνω… Θα ήθελες να μου τις δείξεις;» Η Ελένη ένιωσε άβολα. «Νομίζω ότι σου έχω εξηγήσει…» άρχισε να του λέει κομπιάζοντας. «Ελένη, σ’ το έχω ξαναπεί» την έκοψε «δεν θέλω να σε στεναχωρήσω, αλλά, εφόσον δεν έχεις νέα του εδώ και τέσσερα χρόνια, είναι δύσκολο να είναι ζωντανός. Μην χάνεις τα καλύτερά σου χρόνια περιμένοντας κάποιον που μάλλον δεν θα έρθει ποτέ». Σε άλλη περίπτωση θα αντιδρούσε έντονα, αλλά τώρα, ξέροντας πως ο Μανόλης ζει, απάντησε πιο ήπια. «Δεν ξέρω αν το έχεις νιώσει ποτέ, αλλά σ’ το εύχομαι. Να γνωρίσεις μια γυναίκα που θα καταλάβεις πως είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, να μην μπορείς να φανταστείς καμία άλλη δίπλα σου…» «Ακόμα και αν αυτός δεν ζει;» τη διέκοψε αυτός. «Ακόμα και αν δεν ζει…» του είπε μετά από μια μικρή παύση. Ήταν εντελώς διαφορετικό αυτό που ένιωθε μέσα της από αυτό που του έδειχνε. Προσπαθούσε από τη μια να κρύψει τη χαρά της και από την άλλη να μην καταλάβει τον λόγο που βρισκόταν εκεί. Αν ο Αλεξάντερ έβρισκε το ραδιόφωνο, δεν μπορούσε να φανταστεί ποια θα ήταν η αντίδρασή του. Όλο αυτόν τον καιρό που γνωρίζονταν είχαν μιλήσει αρκετά και είχε δημιουργηθεί μια σχετική οικειότητα
μεταξύ τους. Η αλήθεια είναι πως μετά το περιστατικό στο σχολείο και όλα τ’ άλλα που είχε κάνει γι’ αυτούς, τον είχε συμπαθήσει. Αλλά τίποτε παραπάνω. Ήταν δύσκολο για εκείνη να είναι ευγενική και να τον κρατά σε απόσταση. Προσπαθώντας να πείσει τον Αλεξάντερ γι’ αυτό που έκανε, έβγαλε από την τσάντα της τα μολύβια της που πια είχαν σωθεί και ένα κομμάτι χαρτί. Το στερέωσε σε ένα πλατύ ξύλο που είχε μαζί της και άρχισε να ζωγραφίζει. Αυτός την πλησίασε αρκετά και στάθηκε πίσω της κοιτώντας τη να σχεδιάζει τις πρώτες γραμμές του μύλου. Το χέρι του ακούμπησε τα μαλλιά της Ελένης που απότομα σταμάτησε να ζωγραφίζει. Το χέρι της κόντευε να σπάσει τη μύτη του μολυβιού που ακουμπούσε πάνω στο χαρτί. Χωρίς να σταματήσει ν’ αγγίζει τα μαλλιά της, έσκυψε κοντά στον λαιμό της και της είπε: «Ζωγραφίζεις υπέροχα, Ελένη…» Εκείνη τότε τραβήχτηκε απότομα δείχνοντας την ενόχλησή της. Ο Αλεξάντερ αμέσως την έπιασε από το χέρι και τη γύρισε μαλακά προς το μέρος του. «Ελένη, είσαι πολύ όμορφη και έχεις καταλάβει ότι μου αρέσεις. Αν ήθελες, θα μπορούσες να φύγεις από εδώ μαζί μου και να κάνεις όλα τα όνειρά σου πραγματικότητα. Δεν θέλω να σε πιέσω, αλλά θέλω να ξέρεις πως έχεις αυτή την επιλογή… Σε λίγο καιρό θα φύγω και, αν θες, μπορώ να κανονίσω να έρθεις μαζί μου». «Είσαι ευγενικός άνθρωπος και δεν μοιάζεις με κανέναν από τους υπόλοιπους» του είπε προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμη. «Έχεις καταλάβει όμως πως η καρδιά μου είναι αλλού δοσμένη και αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει τίποτα». Αυτός τότε άφησε το χέρι της και τραβήχτηκε προς τα πίσω. Έστρεψε το βλέμμα του προς τη θάλασσα. «Ο πόλεμος τελειώνει, Ελένη, και εσύ περιμένεις ένα φάντασμα να γυρίσει, αλλά τα
φαντάσματα δεν γυρίζουν ποτέ στην πραγματικότητα. Μην χάσεις τη ζωή σου περιμένοντας. Ακόμα και εμείς να φύγουμε, κάποιος άλλος θα έρθει εδώ, και μην είσαι σίγουρη πως θα είναι πιο καλός από εμάς». Η Ελένη θα ήθελε πολύ εκείνη την ώρα να του πει την αλήθεια για τον Μανόλη και να του δείξει πως κάνει λάθος με όλα αυτά που λέει. Κρατήθηκε όμως και του απάντησε πολύ ήρεμα και με σταθερή φωνή: «Αυτός είναι ο τόπος μου, εδώ γεννήθηκα, εδώ θέλω να ζήσω. Μπορώ να περιμένω αυτόν που αγαπώ όλη μου τη ζωή αν χρειαστεί». Αυτό που έκανε τον Αλεξάντερ να θαυμάζει ακόμα περισσότερο αυτή τη γυναίκα ήταν η ακλόνητη πίστη της. Κατάλαβε και πάλι πως δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτε. Την κοίταξε για λίγο χωρίς να πει κάτι. Γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται. Στην Ελένη έκανε εντύπωση η ευγένεια αυτού του ανθρώπου. Την κολάκευε το ενδιαφέρον του, αλλά, ειδικά τώρα που γύρισε ο αγαπημένος της, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. Λίγο πιο κάτω ο Αλεξάντερ σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος της. «Σε λίγο καιρό τα πράγματα θα αγριέψουν πολύ, Ελένη. Αν αλλάξεις γνώμη…» Χωρίς να ολοκληρώσει τη φράση του στράφηκε και άρχισε να κατηφορίζει βιαστικά το μονοπάτι. Η Ελένη τον κοίταζε για λίγο και σκεφτόταν μήπως είναι επικίνδυνο πια να έρθει εδώ ο Μανόλης με τους άλλους το βράδυ. Δεν ήταν πλεον σίγουρη ότι ο μύλος ήταν ένα ασφαλές μέρος. Αποφάσισε να αφήσει ένα σημείωμα στον Μανόλη με το τι έγινε για να έχει τον νου του. Μόλις βεβαιώθηκε πως ο Αλεξάντερ είχε απομακρυνθεί αρκετά, μπήκε και πάλι μέσα κρατώντας το χαρτί που ζωγράφιζε για να αφήσει μήνυμα
στον Μανόλη.
Νησί· παρόν
Στην πλατεία του χωριού το κέφι βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Όλοι χορεύουν. Η Ανίτα δίπλα μου, που είναι σε πολύ μεγάλα κέφια, δείχνει να απολαμβάνει όσο τίποτα αυτό που γίνεται. Δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ της σε κάτι παρόμοιο. Έδειχνε να το χαίρεται βαθιά μέσα της. Από την άλλη, εγώ ούτε που θυμάμαι πόσα ποτήρια κρασί έχω πιει. Νιώθω το κεφάλι μου να γυρίζει τόσο που δύσκολα ακολουθώ τα βήματα του χορού. Οι περισσότεροι όμως είναι στην ίδια κατάσταση. Απλώς δείχνουν να το ελέγχουν καλύτερα από εμένα. Ο κυρ-Θωμάς με τη Φανούλα αλλά και όλους τους άλλους δεν μας άφησαν να κατέβουμε από την πίστα ούτε ένα λεπτό. Μόνο κατά διαστήματα, όταν ερχόταν κάποιο ποτήρι με κρασί, σταματούσα τον χορό και το άδειαζα με συνοπτικές διαδικασίες. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως αν συνέχιζα να χορεύω θα σωριαζόμουν φαρδύς πλατύς στο έδαφος. Άφησα την Ανίτα και προσπαθώντας να μην δείξω πως ζαλίστηκα κάθισα στο τραπέζι. Με το που ακούμπησα στην καρέκλα, νόμιζα ότι τα έβλεπα όλα σε αργή κίνηση. Δεν ένιωθα πια καμιά φοβία γι’ αυτό το μέρος και είχα
συμπαθήσει τόσο πολύ όλους αυτούς τους ανθρώπους, που δεν με ένοιαζε ακόμα και να τους πω ποιος είμαι. Είχα πολύ καιρό να νιώσω τη χαλάρωση που φέρνει το αλκοόλ στο σώμα και το μυαλό. Άλλες μια δυο φορές να είχα πιει πολύ σε όλη μου τη ζωή. Όχι όμως τόσο όσο σήμερα. Έμεινα για λίγο να κοιτάζω την Ανίτα που μου χαμογελούσε κάθε φορά που περνούσε από μπροστά μου χορεύοντας. Ήταν τόσο όμορφη και ήμουν τόσο χαρούμενος που ήταν εκεί. Θα μπορούσα να κάθομαι ώρες και να την παρακολουθώ… Ένιωσα πολύ έντονα την επιθυμία να την αγκαλιάσω και πάλι, αλλά προτίμησα να μείνω λίγο καθισμένος. Μου άρεσε να τη βλέπω να χορεύει. Ακόμα και έτσι ζαλισμένος έβλεπα το σώμα της να κινείται τόσο αρμονικά και τόσο ερωτικά. Δεν τη χόρταινα. Για μια στιγμή νόμιζα ότι από το μεθύσι δεν άκουγα τη μουσική αλλά γρήγορα κατάλαβα πως απλώς σταμάτησε και όλοι σιγά σιγά κάθισαν στα τραπέζια τους. Η Ανίτα ήρθε και δίνοντάς μου ένα φιλί κάθισε και πάλι στα πόδια μου. Ο κυρ-Θωμάς έχοντας πιει αρκετά και αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα μας λέγοντας συνωμοτικά: «Τ ώρα είναι η ώρα της ευχής και μετά συνεχίζουμε τον χορό». Η Ανίτα γύρισε και με κοίταξε με απορία αλλά κατάλαβε πως ούτε εγώ ήξερα τι θα συμβεί. Την είχε πιάσει λόξιγκας από το ποτό. Κάθε φορά που προσπαθούσε να μου πει κάτι, γινόταν πολύ αστεία όταν τη διέκοπτε ο επίμονος λόξιγκας… Γυρίσαμε και οι δύο προς την εξέδρα και είδαμε αργά την κυρία Θέκλα να κρατάει από το χέρι μια πολύ μεγαλύτερή της γυναίκα και να την οδηγεί κοντά στο μικρόφωνο. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και τα μαλλιά της, κάτασπρα, ήταν λυτά στην πλάτη της και την έκαναν να μοιάζει με ξωτικό. Θα πρέπει, απ’ όσο μπόρεσα να υπολογίσω, να ήταν πάνω από ενενήντα χρονών. Κάτι μου είχε πει η κυρία Θέκλα, αλλά δεν θυμόμουν καλά. Κατάλαβα
όμως πως επρόκειτο για τη μητέρα της. Στον χώρο, μετά τη φασαρία και το γλέντι, απλώθηκε σιωπή. Οι δύο γυναίκες, με τη βοήθεια ενός νεότερου άντρα, πλησίασαν. Αυτός πήρε πρώτος τον λόγο. «Χρόνια πολλά και του χρόνου με υγεία. Είμαι ο πρόεδρος του λαογραφικού συλλόγου του νησιού, για όσους δεν με ξέρετε. Όπως κάθε χρόνο αυτή τη μέρα είναι η ώρα της ευχής… Για εσάς που δεν γνωρίζετε τι είναι αυτή η ευχή, θα σας πω δύο λόγια σύντομα. Από την αρχή του αιώνα, οι πρόγονοί μας ζούσαν εδώ στο νησί κρατώντας την ελληνική περηφάνια ψηλά. Με τους Τούρκους στην αρχή, με τους Ιταλούς αργότερα, αλλά και με τους Γερμανούς τα τελευταία χρόνια του πολέμου. Αυτά που έγιναν όμως εδώ τις τελευταίες μέρες της Κατοχής σημάδεψαν για πάντα το νησί μας». Με την άκρη των μισοθολωμένων μου ματιών είδα κάποιον να μεταφράζει στους Γερμανούς τουρίστες αυτά που λέγονταν. Ήταν όλοι τους σοβαροί. Κοίταζαν και άκουγαν με πολλή προσοχή τα πάντα. Γύρισα κι εγώ συνεχίζοντας να ακούω με τεράστια αγωνία αυτά που έλεγε ο κύριος στην εξέδρα. Ήξερα πως αφορούσαν και τη δικιά μου οικογένεια αυτά που επρόκειτο να ειπωθούν και ήταν ίσως επιτέλους η ευκαιρία να μάθω κάποια παραπάνω πράγματα για το τι συνέβη τότε. Αν και δυσκολευόμουν να συγκεντρωθώ, η ένταση που είχα με έκανε για λίγο να νιώσω πιο νηφάλιος. Η Ανίτα, λες και ένιωσε την αγωνία μου, με χάιδευε ήρεμα στην πλάτη και στον λαιμό. Συγκεντρώθηκα λοιπόν σε αυτά που άκουγα για να μην χάσω κάτι σημαντικό. Ο κύριος λοιπόν συνέχισε να μιλά. «Ο σκοπός δεν είναι να θυμόμαστε για να συντηρούμε το μίσος αλλά για να τιμήσουμε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους τότε… δίκαια ή άδικα. Το νησί μας μετά τον πόλεμο ερημώθηκε. Η ζωή όμως είναι πιο δυνατή και σήμερα είμαστε πάλι εδώ. Με τις
οικογένειές μας αλλά και με όλους εσάς τους αγαπημένους φίλους και επισκέπτες που είστε μαζί μας απόψε. Η κυρία Αγαθή είναι η μόνη από αυτούς που επέζησαν αλλά και επέστρεψαν εδώ μετά από αυτά που έγιναν. Οι περισσότεροι ή δεν γύρισαν ποτέ πίσω ή ήταν μικροί και δεν θυμούνται ή τώρα βρίσκονται εκεί ψηλά στον ουρανό, παρέα με τους προγόνους μας. Θα μας κάνει λοιπόν την ευχή και μετά θα συνεχίσουμε το γλέντι μας γιατί η ζωή πρέπει πάντα να συνεχίζει ό,τι και αν συμβαίνει». Αυτά είπε και έκανε χώρο στην κυρα-Αγαθή που αργά πλησίασε στο μικρόφωνο. Κάποιοι πήγαν να χειροκροτήσουν, αλλά, βλέποντας πως δεν τους ακολουθεί κανείς, σταμάτησαν. Ένα αεράκι που φύσηξε σήκωσε τα άσπρα της μαλλιά στον αέρα. Με μια κίνηση του χεριού της τα κατέβασε στο πλάι και πλησίασε στο μικρόφωνο. Η φωνή της ήταν ήρεμη και καθαρή. «Χρόνια πολλά… και του χρόνου με υγεία…» είπε και έκανε μια μικρή παύση πριν συνεχίσει. Ήταν σαν να έπαιρνε δύναμη γι’ αυτά που ετοιμαζόταν να πει. Για έναν παράξενο λόγο γύρισε και κοίταξε προς το μέρος που καθόμαστε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν κοιτάζει εμάς ή κάποιον άλλο δίπλα μας. Χωρίς να είμαι σίγουρος, ένιωσα σαν να με κοιτάζει στα μάτια. Ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρω να εστιάσω… «Έχουν περάσει τόσα χρόνια και τα θυμάμαι όλα σαν τώρα. Ακόμη βλέπω τους ανθρώπους μας εδώ μαζεμένους στην πλατεία τη μέρα που έγινε το μεγάλο κακό. Τα είδα όλα με τα μάτια μου… και δεν τα λησμονώ…» Εδώ η φωνή της έσπασε για λίγο αλλά παίρνοντας θάρρος συνέχισε. «Θα πιούμε τώρα όλοι μαζί και θα ευχηθούμε τέτοιο κακό να μην ματαγίνει σε κανέναν τόπο. Δικό μας και ξένο. Την τελευταία σας γουλιά από το ποτήρι ρίξτε τη χάμω στη μνήμη αυτών που χάσαμε άδικα. Και όπως έλεγε και ο δάσκαλός μου τότε
στο σχολείο, ο Γιάννης ο Ρενιώτης, που πέθανε εδώ μπροστά μαζί με τους άλλους, να αγαπάτε όλ ους τους ανθρώπους ακόμα και αυτούς που σας πετροβολ ούν…» Ενώ όλοι είχαν πιάσει τα ποτήρια τους έτοιμοι να πιουν, έμεινα ακίνητος, σχεδόν χωρίς να αναπνέω, στο άκουσμα του ονόματος του παππού μου… Πήρα κι εγώ το γεμάτο ποτήρι μου και το κατέβασα μονορούφι προσπαθώντας να ξεπεράσω το σοκ. Η Ανίτα, που κατάλαβε την ταραχή μου, με κοίταξε ανήσυχη. Η σκέψη μου εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο μπερδεμένη. Από τη μια, είχα τη φωνή της μητέρας μου να με προειδοποιεί να μην πω τίποτα και, από την άλλη, όλα αυτά που εκτυλίσσονταν από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ. Ένιωθα τα σωθικά μου να βράζουν από το τελευταίο ποτήρι κρασί που ήπια. Η κυρα-Αγαθή είχε τελειώσει την ευχή, την οποία δεν άκουσα στο τέλος, και με τη βοήθεια της Θέκλας κατέβαινε από τα σκαλιά. Τότε, χωρίς να καταλάβω γιατί, σήκωσα από πάνω μου απαλά την Ανίτα που με κοιτούσε έκπληκτη. Την άφησα να καθίσει στην καρέκλα μου και αργά σηκώθηκα όρθιος νιώθοντας τα πάντα γύρω μου να γυρίζουν. Όλα ήταν ήσυχα ακόμη. Η φωνή μου βγήκε από μέσα μου χωρίς να το καταλάβω. Ένιωσα την Ανίτα να με κρατάει καθώς ταλαντευόμουν δεξιά αριστερά. Με την ελάχιστη διαύγεια που μου είχε απομείνει είπα δυνατά: «Συγγνώμη… έχω κι εγώ να πω κάτι…» Όλοι γύρισαν και χαμογελώντας οι περισσότεροι περίμεναν ν’ ακούσουν. Η Ανίτα έδειχνε να μην καταλαβαίνει τι γίνεται, αλλά με κοίταζε με περιέργεια περιμένοντας με μια σχετική αγωνία να δει τι θα πω. Μετά από μια μικρή παύση και ενώ όλοι είχαν γυρίσει προς το μέρος μου, εγώ συνέχιζα να κάνω μεγάλη προσπάθεια να σταθώ όρθιος… Τα λόγια μου έβγαιναν με δυσκολία και με κόπο. Και από τον φόβο μου αλλά
και από το μεθύσι… Τα χείλη μου ήταν σαν να μην με υπάκουαν και γύριζαν ανάμεσα στα γράμματα και τις συλλαβές αυτών που ήθελα να πω. «Έχω κάτι που θέλω να σας πω… Η κυρα-Αγαθή μόλις μας μίλησε για τον δάσκαλό της που είχε στο σχολείο τότε… Η μητέρα μου θα με σκοτώσει που θα σας το μαρτυρήσω, αλλά… ο Γιάννης ο Ρενιώτης ήταν ο πατέρας της και δικός μου παππούς…» Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν σωριαστώ στην αγκαλιά της Ανίτας και του κυρΘωμά είναι τα παγωμένα πρόσωπα όλων των χωριανών τριγύρω που έμοιαζαν και πάλι με το όνειρο που είχα δει στο καράβι. Σαν σε εφιάλτη έβλεπα όλο τον κόσμο να έρχεται καταπάνω μου… τρόμαξα πολύ… Μετά, σαν κάποιος να έσβησε τα φώτα, έχασα κάθε επαφή με ό,τι γινόταν εκεί…
Νησί· 1945
Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ο Μανόλης γύρισε. Τ ίποτα δεν είναι ίδιο πια. Υπάρχει απίστευτη αναταραχή και εκνευρισμός. Οι Γερμανοί έχουν υποψιαστεί πως στο νησί βρίσκονται κρυμμένοι κάποιοι της αντίστασης. Έχουν προσπαθήσει πολλές φορές να τους βρουν, αλλά μάταια. Δεν είναι λίγες οι φορές που, κάνοντας έφοδο στα σπίτια, προσπαθούν να βρουν αν κάποιος είναι κρυμμένος ή αν υπάρχουν κρυμμένα όπλα. Κάποιοι προδότες δίνουν πληροφορίες στους Γερμανούς για ό,τι ύποπτο πέσει στην αντίληψή τους. Ο Μανόλης με τους υπόλοιπους κρύβονται καλά και δεν έχουν δώσει στόχο. Όλο και περισσότεροι ενσωματώνονται στην αρχική ομάδα που δημιουργήθηκε. Σήμερα όμως είναι μια μέρα που όσοι έχουν αποφασίσει να αντισταθούν θα μαζευτούν στον μύλο για να πάρουν κάποιες αποφάσεις. Ο Μανόλης με τη βοήθεια των Άγγλων είχε καταφέρει να βάλει σε λειτουργία το ραδιόφωνο και τα νέα που μαθαίνουν ήταν πολύ καλά. Ο γερμανικός στρατός κατέρρεε παντού και ήταν θέμα ημερών ίσως ακόμα και να φύγουν από το νησί. Οι πληροφορίες που έπαιρναν ήταν μετρημένες. Έπρεπε να έχουν τα
μάτια τους δεκατέσσερα. Ένα μικρό λάθος μπορεί να τους πρόδιδε. Οι εντολές που είχαν ήταν να προσπαθήσουν να τους κάνουν όσο περισσότερη ζημιά μπορούσαν. Κυρίως στον εξοπλισμό τους. Αρκετοί από τους αξιωματικούς τους είχαν πάει στα μεγαλύτερα νησιά και με αεροπλάνα έφευγαν για Γερμανία για να οργανώσουν την άμυνά τους εκεί. Δεν ήταν όμως εύκολο και είχαν εγκλωβιστεί στα νησιά χωρίς να μπορούν εύκολα να επιστρέψουν. Ο Μανόλης άκουγε στις ειδήσεις ότι παντού η αντίσταση είχε καταφέρει μεγάλα πλήγματα στον κατοχικό στρατό. Το πρόβλημα εδώ στο νησί ήταν πως επειδή οι Γερμανοί δεν επέτρεπαν κανενός είδους ενημέρωση, οι περισσότεροι δεν είχαν πειστεί πως πραγματικά ο πόλεμος τελείωνε και πως ήταν, έστω και τώρα, η ώρα να ξεσηκωθούν. Η προπαγάνδα τους έκανε ακόμη καλή δουλειά. Ο Μανόλης και οι υπόλοιποι δεν ήταν αρκετοί για να κάνουν ό,τι χρειαζ όταν. Γι’ αυτό, με τον χρόνο να τους πιέζει, πήραν μια μεγάλη απόφαση. Να φωνάξουν στον μύλο όσο περισσότερους πίστευαν πως μπορούσαν να εμπιστευτούν και να τους ενημερώσουν αλλά και να τους ζητήσουν να σταθούν δίπλα τους. Διακινδυνεύοντας όμως έτσι πολύ. Όσο ήταν λίγοι, τα πράγματα ήταν υπό έλεγχο. Τ ώρα η δράση τους θα μαθευόταν σε πολύ κόσμο. Δεν είχαν όμως άλλη επιλογή. Όπλα δεν υπήρχαν πολλά και έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρεθούν. Έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ένα ελαφρύ αεράκι που φυσά κουνάει τα φύλλα των θάμνων και των δένδρων. Η μυρωδιά από τις πατημένες θυμαριές είναι πολύ έντονη. Στην περιοχή γύρω από τον μύλο πολλές σκιές ανθρώπων κινούνται προσεκτικά προς την κορυφή. Ένα ελάχιστο φως, αχνό, φαίνεται στο εσωτερικό του. Μέσα βρίσκεται ο Μανόλης και ο Γιάννης και σιγά σιγά μαζεύονται και όλοι οι υπόλοιποι. Οι δύο Άγγλοι έχουν φύγει πριν από μερικές μέρες
με μια ψαρόβαρκα για τα παράλια της Τουρκίας. Μετά θα πήγαιναν σε κάποιο από τα μεγαλύτερα νησιά για να βοηθήσουν στην αντίσταση εκεί. Κάποιος σε ένα σημείο πιο ψηλά κρατάει σκοπιά για κάθε ενδεχόμενο. Μέσα σε λίγη ώρα έχουν μαζευτεί καμιά εικοσαριά άντρες. Σχεδόν όλοι τους μένουν έκπληκτοι όταν βλέπουν τον Μανόλη. Οι περισσότεροι τον είχαν για νεκρό. Τον αγκαλιάζουν και ρωτούν να τους πει τι έγινε και πώς βρέθηκε εκεί. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ αγαπητός στο νησί. Η απόφασή του να πάει να πολεμήσει τους είχε εντυπωσιάσει και για πολλούς ήταν ήρωας. Μέχρι να μαζευτούν όλοι, ο Μανόλης έλεγε κάποιες από τις ιστορίες που είχε ζήσει αυτά τα τέσσερα χρόνια. Όταν ήρθε και ο τελευταίος που περίμεναν, ετοιμάστηκε να μιλήσει σε όλους. Μόνο η Ελένη έλειπε, που έπρεπε να μείνει πίσω να παρακολουθεί από κοντά τις κινήσεις των Γερμανών. Αν αντιλαμβανόταν κάτι, θα τους ειδοποιούσε με τον Νίκο που ήταν και αυτός εκεί, έτοιμος να καβαλήσει την Κάρμη και να έρθει από το μονοπάτι γρήγορα εδώ. Ο Αλεξάντερ δεν την είχε αφήσει ήσυχη όλο αυτόν τον καιρό. Μάλιστα, της είχε πει πως από μέρα σε μέρα θα έφευγε και την παρακαλούσε να πάει μαζί του. Η Ελένη έκανε μεγάλη προσπάθεια να μην δείξει τη χαρά της. Με τον Μανόλη δεν είχε καταφέρει να βρεθεί πολλές φορές, και όταν βρισκόταν ήταν για λίγο. Πάντα τον συναντούσε ελάχιστα και μόνο για να τους δώσει κάποια τρόφιμα και να ανταλλάξουν ένα φιλί και μια αγκαλιά στα γρήγορα. Ακόμα και τώρα που είχε επιστρέψει δεν είχαν καταφέρει να είναι μαζί όσο θα ήθελαν. Τους αρκούσε προς το παρόν που ήταν κοντά ο ένας στον άλλον. Ήξεραν πως όλα σύντομα θα τέλειωναν. Γι’ αυτό πρόσεχαν πολύ. Καταλάβαιναν πως οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να παρακολουθούν όλο
και περισσότερο τις κινήσεις στο νησί. Κάτι που δυσκόλευε ακόμα και την απλή επικοινωνία μεταξύ τους. Ο Μανόλης είναι έτοιμος να ξεκινήσει να μιλά. Η Ελένη του είχε κόψει τα μακριά μαλλιά αλλά είχε αφήσει τα γένια του. Στάθηκε για λίγο στο κέντρο του μύλου σιωπηλός περιμένοντας να ησυχάσουν όλοι. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε να έρθουν περισσότεροι εδώ. Σε κάποιους έτσι κι αλλιώς δεν είπαν τίποτα γιατί δεν τους εμπιστεύονταν. Άλλοι φοβήθηκαν και άλλοι δεν τα κατάφεραν να έρθουν. Πολύ λίγοι ήξεραν τι επρόκειτο να ειπωθεί εκεί μέσα. Έβγαλε το ραδιόφωνο από την κρύπτη του και το ακούμπησε πάνω στις στρογγυλές πέτρες του μύλου. Όλοι το κοίταξαν με έκπληξη καθώς ο Μανόλης αφαιρούσε το περιτύλιγμά του. Ταυτόχρονα άρχισε να μιλά. «Φίλοι μου, καλωσήρθατε, χαίρομαι πολύ που σας ξαναβλέπω μετά από τόσα χρόνια. Έγιναν τόσο πολλά όλα αυτά τα χρόνια, που αν αρχίσουμε να τα λέμε δεν μας φτάνει το βράδυ όλο. Σας κάλεσα εδώ για να σας πω κάποια πράγματα που πιθανόν να μην ξέρετε. Κυρίως όμως σας κάλεσα για να αποφασίσουμε μαζί πώς θ’ αντισταθούμε στον κατοχικό στρατό των Γερμανών. Τα νέα είναι ευχάριστα. Ο πόλεμος τελειώνει, όπως λένε οι ειδήσεις που ακούμε στο ραδιόφωνο. Σύντομα θα βρεθούμε και πάλι μόνοι μας. Ή με κάποιον άλλον πάνω από το κεφάλι μας. Πρέπει όμως όλοι τώρα να πολεμήσουμε συντονισμένα τους Γερμανούς. Αν είμαστε πολλοί, κάτι θα καταφέρουμε. Αλλιώς θα θυσιαστούν οι λίγοι για το τίποτα. Μετά θα δούμε τι θα κάνουμε…» Ένα σούσουρο ξεκίνησε από αρκετούς που ρωτούσαν τι ακριβώς έπρεπε να γίνει. Κάποιοι έδειξαν να δυσανασχετούν. Ο Μανόλης, βλέποντας την αναταραχή, ύψωσε τη
φωνή του. «Ακούστε και όσοι είστε μαζί μας να μας το πείτε, οι υπόλοιποι θα είστε ελεύθεροι να πάτε στα σπίτια σας. Εμείς έχουμε αποφασίσει, όσοι και αν είμαστε, να πολεμήσουμε. Με ό,τι έχουμε… Μάθαμε πως ίσως μεθαύριο οι Γερμανοί αρχίσουν να φεύγουν. Και πρέπει να τους αιφνιδιάσουμε. Πρέπει να τους κάνουμε όσο μεγαλύτερη ζημιά μπορούμε. Όλα πρέπει να γίνουν γρήγορα για να μην προλάβουν οι Γερμανοί να αντιδράσουν. Πολέμησα με το σύνταγμα που φτιάχτηκε από άνδρες που κατάγονται από τα νησιά μας. Έφυγα από εδώ ένα βράδυ πριν από τέσσερα χρόνια για να καταταγώ στο πλάι τους. Για να μην κατακτήσουν την Ελλάδα οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Για να μπορέσουν τα παιδιά μας επιτέλους να αναπνεύσουν ελεύθερα τον ελληνικό αέρα… Ξέρετε πόσοι από τα αδέλφια μας σκοτώθηκαν; Πάνω από τους μισούς. Κάποιοι από αυτούς στα χέρια μου. Αν δεν αντισταθούμε, έστω και τώρα, θα είναι σαν να πήγε χαμένη η θυσία όλων αυτών. Πριν λοιπόν ακούσετε τι έχουμε να σας πούμε, θέλουμε να ξέρουμε πόσοι είστε αποφασισμένοι να πολεμήσετε». Για λίγο κανείς δεν ακούστηκε, αλλά πρώτος μίλησε κάποιος που ήταν πίσω και ήρθε μπροστά στον Μανόλη. Στάθηκε προσοχή και είπε: «Εγώ είμαι μαζί σας, Μανόλη Ρενιώτη». Ακολούθησαν και άλλοι κάνοντας ένα βήμα μπροστά. Τ ρεις όμως σχεδόν δεν κουνηθήκαν από τη θέση τους. Τ ώρα στέκονταν από τη μια μεριά αυτοί που ήταν με τον Μανόλη και από την άλλη αυτοί που προφανώς δεν ήθελαν να πάρουν μέρος σε ό,τι ήταν να γίνει. Ήταν πολύ κοντά μιας και ο μύλος δεν ήταν και τόσο μεγάλος. Κοιτιούνταν στα μάτια, σαν ξαφνικά να έγιναν εχθροί. Τον λόγο τότε πήρε ο Γιάννης που τόση ώρα είχε μείνει σιωπηλός. Κοίταξε αυτούς που στέκονταν απέναντι.
«Κανείς δεν πρόκειται να σας κάνει με το ζόρι να έρθετε μαζί μας» τους είπε. «Αυτό που θέλουμε όμως είναι να κρατήσετε κλειστά τα στόματά σας. Ούτε στις γυναίκες σας ούτε στα παιδιά σας να μιλήσετε. Πάρτε όμως τα μέτρα σας τις επόμενες μέρες». Ένας από αυτούς που ήταν και ο μεγαλύτερος σε ηλικία ανέλαβε να εξηγήσει: «Δεν είναι ότι δεν θέλουμε να έρθουμε μαζί σας, αλλά εμείς δεν ξέρουμε ούτε πώς κρατάνε ένα όπλο. Πώς θα καταφέρουμε να το χρησιμοποιήσουμε κιόλας; Άλλωστε, αν είναι έτσι όπως τα ακούτε και τα λέτε, γιατί να τους προκαλέσουμε τώρα την τελευταία στιγμή και να μην κάνουμε λίγη υπομονή μέχρι να φύγουν; Αν δεν τα καταφέρουμε, οι Γερμανοί θα μας σκοτώσουν όλους. Και τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας. Ξεχνάτε πως εκτέλεσαν τον Γιωργή μπροστά στο σπίτι του επειδή είχε το παλιό τουφέκι του πάτερα του. Ούτε καν έριχνε…» Ο Μανόλης τότε τον διέκοψε κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Καλά είναι όλα αυτά, αλλά να ξέρετε πως εκείνα που θα κάνουν φεύγοντας μπορεί να είναι χειρότερα από αυτά που θα γίνουν αν εμείς αντισταθούμε. Αν κανείς δεν είχε αντιδράσει, τότε οι Γερμανοί θα έμεναν για πάντα εδώ. Πρέπει και εμείς να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί. Για να μπορούμε αύριο να κοιτάμε στα μάτια όλη την Ελλάδα και να ξέρουν πως πολεμήσαμε. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να λευτερωθούμε πραγματικά… Κάντε ό,τι σας λέει η καρδιά σας… Μόνο μην μας προδώσετε… τίποτε άλλο…» Για λίγο και πάλι απλώθηκε σιωπή στον χώρο. Με αργά βήματα δύο από αυτούς άνοιξαν την πόρτα και χαιρετώντας τους βιαστικά έφυγαν στο σκοτάδι για τα σπίτια τους. Έμεινε μόνο αυτός που είχε μιλήσει. Πλησίασε τον Μανόλη και τον αγκάλιασε: «Κι εγώ μαζί σας, Μανόλη» του είπε.
Ο Γιάννης τότε παρενέβη λέγοντας ότι δεν πρέπει να χάσουν άλλο χρόνο. «Μανόλη, είναι ώρα να πούμε τι πρέπει να γίνει». Ο Μανόλης τότε τους κοίταξε, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να τους εξηγεί το σχέδιό τους. Έχουν περάσει περίπου δύο ώρες και έξω από τον μύλο βρίσκονται όλοι όσοι μαζεύτηκαν εδώ. Αγκαλιάζονται και χαιρετιούνται. Αρχίζουν να κατηφορίζουν το μονοπάτι για τη χώρα και τα σπίτια τους. Όλοι είναι σκεφτικοί και δείχνουν προβληματισμένοι. Αύριο είναι μια μέρα που θα γίνουν μεγάλα και πολλά στο νησί. Ο Γιάννης φόρτωσε τα όπλα στην Κάρμη και θα τα πήγαινε σε μια κρυψώνα κοντά στο χωριό. Από εκεί αύριο θα τα μοίραζε την κατάλληλη στιγμή στους υπόλοιπους. Όλα ήταν καλά κανονισμένα. Έπρεπε να τους επιτεθούν το μεσημέρι και να προλάβουν ό,τι και αν σχεδίαζαν να κάνουν φεύγοντας. Οι Άγγλοι είχαν πει στον Μανόλη πως από όπου έφευγαν έκαιγαν και σκότωναν αλύπητα. Αυτή ήταν η εντολή που τους είχαν δώσει. Να καίνε και να σκοτώνουν. Για λίγο τα δύο αδέρφια έμειναν εκεί να κουβεντιάζουν τις λεπτομέρειες. Ο Γιάννης κάποια στιγμή σηκώθηκε, αγκάλιασε τον αδερφό του και πήρε από τα γκέμια την Κάρμη και περπατώντας χάθηκε στο σκοτάδι. Ο Μανόλης, αφού έκρυψε το ραδιόφωνο, έκλεισε καλά τον μύλο και πήρε το μονοπάτι για το Κρυμμένο. Το φεγγάρι δεν είχε βγει ακόμη και το φως ήταν λιγοστό. Αν δεν ήξερες καλά τον δρόμο, μπορεί και να έπεφτες σε κάποιον από τους απότομους γκρεμούς που υπήρχαν στη διαδρομή. Θα μπορούσε να περπατήσει εδώ και με κλειστά μάτια. Ήξερε πολύ καλά τον δρόμο. Από παιδί τον είχε κάνει πολλές φορές. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και τα αστέρια έλαμπαν σαν να ήταν πολύ κοντά στη γη. Η φωνή του γκιόνη που ακουγόταν
ρυθμικά κάθε λίγο ήταν το μοναδικό που αντηχούσε στον αέρα. Σαν να κρατούσε συντροφιά στον Μανόλη μέσα στο σκοτάδι. Του άρεσε να ακούει μέσα στη νύχτα αυτό το πουλί. Θυμόταν πάντα την ιστορία που του είχε πει ο πατέρας του όταν ήταν μικρός. Για δύο αδέλφια που ζούσαν κάποτε αγαπημένα. Και όταν μια μέρα ο ένας αδερφός έδιωξε σε έναν καβγά τον άλλον από το σπίτι, εκείνος χάθηκε και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Όταν ο άλλος κατάλαβε τι έκανε, μετάνιωσε και ο μύθος έλεγε πως μεταμορφώθηκε σε πουλί και τον έψαχνε φωνάζοντας μέσα στη νύχτα. Γι’ αυτό κάθε φορά ο Μανόλης ένιωθε νοσταλγία και λύπη όταν άκουγε το κελάιδισμά του. Πέρα από αυτά όμως, έλεγαν ακόμη πως ο γκιόνης φέρνει την άνοιξη, ελπίζοντας να βρει τον αδερφό του που, χαμένος μέσα στον χειμώνα, τριγυρνά μονάχος του. Αυτή την άνοιξη που θα άλλαζε τα πάντα καρτερούσε και ο Μανόλης. Η αυριανή μέρα ήταν μια μέρα που την περίμενε καιρό. Είχε ζήσει την αγριότητα των Γερμανών και αύριο ήθελε να τους το ανταποδώσει. Ήθελε ακόμα να εκδικηθεί για τους φίλους του που έχασε στον πόλεμο. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δεν θα σταματήσει ποτέ του να αγωνίζεται. Πιο πολύ όμως ήθελε να τελειώνουν όλα αυτά για να μπορέσει να ζήσει ελεύθερος τον έρωτά του με την Ελένη. Είναι κοντά έναν μήνα εδώ και βλέπονται μόνο κρυφά και για λίγο. Θέλουν τόσο να τελειώνουν όλα αυτά και να παντρευτούν. Και να κάνουν παιδιά, πολλά παιδιά, που θα ζήσουν ελεύθερα. Όχι έτσι όπως ζουν τώρα οι ίδιοι. Στο λίγο που βλέπονταν ένιωθαν τα κορμιά τους όταν πλησίαζε ο ένας τον άλλον να ποθούν όσο τίποτε τη στιγμή της ένωσής τους. Και αυτό όλο και φούντωνε. Τόσο καιρό δεν είχαν μπορέσει να χαρούν τον έρωτά τους. Η αγάπη του για την Ελένη τού έδινε δύναμη να αγωνιστεί με ό,τι μέσο είχε, όσο πενιχρό και αν ήταν. Άλλωστε αυτή η αγάπη ήταν
που τον κράτησε ζωντανό αυτά τα χρόνια. Πλησιάζοντας μετά από ώρα στο Κρυμμένο όπου και θα πέρναγε τη νύχτα, σταμάτησε, γιατί από εκεί που ήταν, φάνηκε ένα μικρό φως να τρεμοπαίζει κοντά στην είσοδο της σπηλιάς. Αυτό τον ανησύχησε πολύ. Κανείς δεν θα έπρεπε να είναι εκεί. Άρχισε να πλησιάζει πολύ προσεκτικά και όταν έφτασε κοντά προσπάθησε να καταλάβει αν ακούγεται κάτι από το εσωτερικό. Το κύμα που έσκαγε στην άμμο δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. Τότε όμως είδε κάτι που τον έκανε να ηρεμήσει αλλά και να ξαφνιαστεί ταυτόχρονα. Κοντά στην είσοδο ήταν δεμένη η Κάρμη που τόση ώρα δεν αντιδρούσε γιατί τον αναγνώρισε. Δεν το περίμενε αυτό. Συνέχισε όμως προσεκτικά προς την είσοδο της σπηλιάς ρίχνοντας και κάποιες ματιές γύρω του. Δεν άργησε να φτάσει πιο κοντά κι έτσι μπόρεσε να δει το εσωτερικό. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ με αυτόν τον τρόπο τη Σπηλιά της Σιωπής. Κρυμμένα κεριά πίσω από πέτρες φώτιζαν τη σπηλιά απαλά. Οι σκιές τρεμόπαιζαν στους τοίχους και την οροφή. Στα σημεία πιο πέρα που υπήρχε λίγο νερό η αντανάκλαση του φωτός δημιουργούσε παράξενες εικόνες πάνω στους βράχους. Λουλούδια ήταν βαλμένα σε διάφορα μέρη κοντά στα κεριά και ήταν σαν ξαφνικά μέσα από τα βράχια να φύτρωσαν τα ομορφότερα άνθη. Στη μέση ακριβώς μπροστά βρισκόταν ένα απλωμένο σεντόνι πάνω στο μαλακό χώμα. Στο κέντρο υπήρχε ένα κερί που φώτιζε καθαρά το πρόσωπο της Ελένης, που καθισμένη κοίταζε τον έκπληκτο Μανόλη. Φορούσε μια πλεχτή μπλούζα που αποκάλυπτε τον λαιμό της και μια ζακέτα. Τα μαλλιά της ήταν λυμένα στο πλάι. Του χαμογέλασε και του έδειξε τον κενό χώρο μπροστά της για να καθίσει. Εκεί ήταν δύο ποτήρια με κρασί και λίγα φαγητά απλωμένα χάμω. Ο Μανόλης έβγαλε αργά το παλτό του και
το ακούμπησε δίπλα. Πλησίασε και αφού ξανακοίταξε γύρω του εντυπωσιασμένος, γύρισε στην Ελένη χαμογελώντας και τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Πότε τα έκανες όλα αυτά, Ελένη μου… πότε πρόλαβες;» είπε τη στιγμή που καθόταν κάτω απέναντί της. Η Ελένη χωρίς να του απαντήσει στην ερώτησή του, έπιασε το ποτήρι του και του το έδωσε κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια. «Δεν έχουμε πολύ αλλά φτάνει για να πιούμε και να κάνουμε μια ευχή». Ο Μανόλης πήρε το ποτήρι, κρατώντας όμως για μια στιγμή μέσα στο χέρι του το δικό της χέρι. Έσκυψε και το φίλησε. Σήκωσε το ποτήρι και αφού το ακούμπησε στο δικό της, είπε: «Μαζί πάντα…» «Μαζί πάντα…» είπε εκείνη και ήπιαν μαζί το λίγο κρασί που υπήρχε μέσα στα ποτήρια μονορούφι. Είχαν καταλάβει και οι δύο τι επρόκειτο να συμβεί. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ήταν η πρώτη φορά που ήταν ολομόναχοι από τότε που γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Χωρίς να νοιάζονται αν θα τους δει κάποιος. Αν και περίμεναν αυτή τη στιγμή όσο τίποτα, τώρα στέκονταν αμήχανοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Η Ελένη τότε, αποφασισμένη, πήρε ό,τι υπήρχε ανάμεσά τους και το έβαλε στην άκρη. Πλησίασε τον Μανόλη που συνέχιζε να την κοιτά εντυπωσιασμένος. Στάθηκε γονατιστή και αργά, σχεδόν τελετουργικά, έβγαλε τη ζακέτα της. Από μέσα φόραγε μια λεπτή πλεχτή μπλούζα. Ο Μανόλης έφερε το παλτό του και το άπλωσε κάτω μπροστά τους. Την πλησίασε και άρχισε να τη φιλά απαλά στον λαιμό. Το κορμί της ανατρίχιασε τη στιγμή που τα χείλη του την ακούμπησαν. Με αργές κινήσεις έβγαλε το πουκάμισο και τη φανέλα του Μανόλη που έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω. Πάνω στο αδύνατο σώμα του διαγράφονταν οι μύες
του που πάλλονταν σε κάθε του κίνηση. Αργά, χωρίς να σταματήσει να τη φιλά, της έβγαλε την μπλούζα. Έσκυψε μαλακά και άρχισε να φιλά το γυμνό της στήθος. Με τα χέρια του αγκάλιαζε το κορμί της φέρνοντάς το όλο και πιο κοντά του. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω νιώθοντας το σώμα της να πλημυρίζει από ηδονή. Αργά και απαλά την ξάπλωσε πάνω στο παλτό του. Εκείνη έλυσε αργά τη ζώνη από το παντελόνι του. Ο Μανόλης ταυτόχρονα έβγαζε το φουστάνι της ξεκουμπώνοντας τα κουμπιά που βρίσκονταν στο πίσω μέρος. Όλα γίνονταν αργά και χωρίς βιασύνη. Χωρίς όμως ούτε μια στιγμή τα χείλη να αποχωρίζονται το σώμα του άλλου. Ήταν σαν να ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν και οι δύο. Σαν να είχαν κάνει πολλές φορές πρόβα αυτή τη στιγμή. Και το είχαν κάνει με το μυαλό τους. Η πρόσκαιρη αμηχανία τους άρχισε να εξαφανίζεται και τη θέση της πήρε πια το πάθος και η επιθυμία τους να ενωθούν. Τα κορμιά τους, επιτέλους γυμνά, βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο. Το λίγο κρύο έκανε τους πόρους του δέρματός τους να διαστέλλονται. Ο Μανόλης φέρνει την Ελένη μπροστά του και αργά βάζει το δικό του σώμα ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη τους ενώνονται με πάθος. Τα χέρια της έχουν τυλιχτεί γύρω από το κορμί του και περιμένει όσο τίποτα να νιώσει τον αγαπημένο της όπως ποτέ άλλοτε. Με αργές κινήσεις τα σώματά τους έρχονται όλο και πιο κοντά. Η Ελένη τον φιλά παντού σαν να θέλει να γευτεί το κορμί του, να το κάνει δικό της με τα χείλη της. Ανοίγοντας ακόμα περισσότερο τα πόδια της δείχνει στον αγαπημένο της πως είναι έτοιμη να του δοθεί. Μια μικρή κραυγή πόνου της Ελένης κάνει τον Μανόλη να σταματήσει. Εκείνη χωρίς να το σκεφτεί τον κρατά δυνατά με τα χέρια της και τον πιέζει να μείνει στη θέση του. Αυτός κινείται αργά προσέχοντας την αγαπημένη του… Τα μάτια της κλείνουν για λίγο νιώθοντας τον πόνο
που διαπερνά το κορμί της. Μένουν για λίγο έτσι ακίνητοι και ενωμένοι. Δάκρυα αρχίζουν να κυλούν από τα μάτια της. Προβάλλοντας το σώμα της δείχνει στον Μανόλη να συνεχίσει. Εκείνος αργά, φιλώντας τα δακρυσμένα μάτια της, την κάνει δικιά του. Απέξω ο αέρας αρχίζει να φυσά δυνατά και τα κύματα χτυπούν στα βράχια καλύπτοντας τη φωνή της Ελένης που είναι πλημυρισμένη από ηδονή και πόνο ταυτόχρονα. Τα κορμιά τους ενωμένα μοιάζουν με τις μορφές που έχουν σχηματιστεί με τα χρόνια μέσα στη σπηλιά. Και με το φως των κεριών που τρεμοπαίζει είναι σαν όλα μαζί να χορεύουν στον ρυθμό του αέρα που φύσα στο εσωτερικό της σπηλιάς. Μετά από λίγο ο Μανόλης στέκεται στα γόνατά του χωρίς όμως να αποχωριστεί καθόλου το σώμα της Ελένης που, τυλιγμένη γύρω του, νιώθει τον αγαπημένο της με τρόπο πρωτόγνωρο. Έχει δέσει δυνατά τα χέρια του γύρω από τη μέση της και το κεφάλι της έχει γείρει προς τα πίσω, ο κορμός της λυγίζει σαν τόξο με τα μαλλιά της σχεδόν να ακουμπούν στο έδαφος. Η Ελένη σαν αγρίμι που απελευθερώθηκε γεύεται με πάθος για πρώτη φορά τον έρωτα… η φωνή της ακούγεται πια πολύ πιο δυνατά από τα κύματα που σκάνε άγρια στις πέτρες…. Δεν ακούγεται τίποτε άλλο παρά οι ανάσες τους που καταλαγιάζουν. Είναι ακόμη αγκαλιασμένοι προσπαθώντας να συνέλθουν από αυτό που μόλις έζησαν. Αργά ο Μανόλης παίρνει την μπλούζα του και προσπαθεί να σκεπάσει το γυμνό κορμί της Ελένης που δείχνει να κρυώνει από τη δροσιά της σπηλιάς. Φέρνοντας το σεντόνι γύρω τους ξαπλώνει και την παίρνει στην αγκαλιά του. Εκείνη βρίσκει καταφύγιο πάνω στο στήθος του. Οι καρδιές και των δύο χτυπούν ακόμη δυνατά. Στην οροφή της σπηλιάς το λίγο αεράκι κάνει το φως
των κεριών να σχηματίζει φιγούρες που δείχνουν σαν φαντάσματα που τριγυρνούν εκεί μέσα. Αυτή η εικόνα φοβίζει την Ελένη που κλείνει τα μάτια της για να μην τις βλέπει βουλιάζοντας κι άλλο στην αγκαλιά του Μανόλη. Σαν κάτι ξαφνικά να την τρόμαξε, τον σφίγγει δυνατά πάνω της. Όρθιοι πια αρχίζουν να ντύνονται μπροστά από το απλωμένο σεντόνι. Ένας μικρός λεκές από λίγο αίμα υπάρχει πάνω. Η Ελένη μόλις το βλέπει κάνει μια κίνηση να το μαζέψει ντροπιασμένη. Ο Μανόλης που το καταλαβαίνει το παίρνει από τα χέρια της και το ακουμπά στο πλάι. Την κοιτά στα μάτια. Την πιάνει από το χέρι του και παίρνοντας ένα από τα κεριά τη φέρνει σε ένα σημείο δίπλα και της δείχνει κάτι στην οροφή της σπηλιάς. Η Ελένη άρχισε να ξεχωρίζει τότε τα φρεσκοσκαλισμένα γράμματα που είχε χαράξει εκεί ο Μανόλης. ΕΛΕΝΗ – ΜΑΝΩΛΗΣ. ΜΑΖΙ ΠΑΝΤΑ
Νησί· παρόν
Ανοίγοντας τα μάτια μου νιώθω έναν τρομερό πονοκέφαλο. Δεν μπορώ να δω πού είμαι γιατί είναι σκοτεινά. Μένω για λίγο ακίνητος προσπαθώντας να συγκεντρωθώ και να καταλάβω πού βρίσκομαι και τι έχει γίνει. Ανακαλύπτω σχεδόν αμέσως πως δίπλα μου είναι ξαπλωμένος κάποιος. Αγγίζω με το χέρι μου αυτό το σώμα που μόλις νιώθει το άγγιγμά μου μετακινείται προς εμένα αγκαλιάζοντάς με και αρχίζοντας να με φιλάει. Είναι μια γυναίκα ολόγυμνη… Για λίγο τα χάνω, αλλά ναι, καταλαβαίνω τώρα πως η Ανίτα είναι ξαπλωμένη εκεί δίπλα μου. Νιώθω πολύ ζαλισμένος. Είναι τόσο μπερδεμένα όλα στο μυαλό μου που δεν μπορώ να θυμηθώ τι έχει γίνει. Ανταποκρίνομαι στο φιλί της και νιώθω τα χέρια της να με αγγίζουν σε όλο μου το κορμί. Αναρωτιέμαι μήπως ονειρεύομαι. Όχι, δεν μπορεί να είναι όνειρο. Θυμάμαι σκόρπια πράγματα και μπερδεμένα. Τα χέρια μου αρχίζουν να αγγίζουν το κορμί της. Η ζάλη μου μετατρέπεται σε επιθυμία να κάνω δική μου την Ανίτα. Χωρίς να μου μιλά, ανταποκρίνεται αμέσως στα χάδια μου και αρχίζει να βγάζει τα ρούχα μου. Με το στόμα της καλύπτει κάθε εκατοστό του κορμιού
μου. Χωρίς ακόμη να έχω θυμηθεί και πολλά πράγματα, αποφασίζω να ακολουθήσω αυτό που συμβαίνει τώρα. Πώς βρεθήκαμε εκεί; τι έγινε; Γυρίζω την Ανίτα και έρχομαι από πάνω της. Πιάνω το πρόσωπό της και αρχίζω να τη φιλάω τρυφερά στα χείλη. Εκείνη με τα χέρια της με τραβά πάνω της δείχνοντας πόσο θέλει να ενωθούν τα κορμιά μας. Νιώθω τη ζέστη του κορμιού της σαν να είναι πρώτη φορά. Θα ήθελα αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα. Η ηδονή έχει πλημυρίσει όλο μου το σώμα που σε συνδυασμό με τη ζάλη με κάνει να νιώθω σαν να πετώ στο κενό, αργά και ήρεμα. Μετακινούμαστε στο κρεβάτι χωρίς τα ενωμένα κορμιά μας να χωρίζουν ούτε μια στιγμή. Ακούω την ανάσα της να δυναμώνει. Τα σώματά μας πάλλονται όλο και πιο γρήγορα το ένα μέσα στο άλλο. Μου ψιθυρίζει το όνομά μου στο αυτί και είναι σαν αυτό να διαπερνά όλο μου το σώμα. Οι ανάσες μας συντονίζονται. Νιώθω τα νύχια της να μπαίνουν στην πλάτη μου τη στιγμή που σφίγγει με όλη της τη δύναμη το σώμα μου ανάμεσα στα πόδια της. Τ ώρα ακούω τη φωνή της να βγαίνει βαθιά και δυνατά. Ασυναίσθητα βάζω το χέρι μου στο στόμα της όχι για να τη σταματήσω αλλά για να νιώσω ακόμα πιο έντονα την κορύφωσή της. Μου δαγκώνει το χέρι σαν να θέλει να πνίξει αυτό που αισθάνεται. Συνεχίζουμε έτσι έντονα για λίγο ακόμα και μετά αργά οι κινήσεις μας αρχίζουν να επιβραδύνονται… οι αναπνοές μας αρχίζουν σιγά σιγά να ηρεμούν χωρίς όμως να βρίσκουν εύκολα τον φυσιολογικό τους ρυθμό. Τα σεντόνια είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα μας… τα σώματα μας είναι σαν κολλημένα. Γέρνω στο πλάι και τη φέρνω μέσα στην αγκαλιά μου. Εκείνη μαζεύεται και τυλίγεται εκεί μέσα σαν να θέλει να προστατευτεί. Απόλυτη γαλήνη και ηρεμία… Καθώς νιώθω την ανάσα της να ησυχάζει, τα μάτια μου κλείνουν. Για λίγο έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα της Ανίτας που
χόρευε στο γλέντι. Έτσι όπως ηρεμώ, αρχίζω να θυμάμαι όλο και περισσότερες λεπτομέρειες… Ανοίγω και πάλι τα μάτια μου και βλέπω πως έξω αρχίζει να ξημερώνει. Η Ανίτα δεν κινείται καθόλου δείχνοντας πολύ γαλήνια. Χωρίς να σκεφτώ τίποτε άλλο, αφήνομαι στην ηρεμία της στιγμής.
Νησί· 1945
Έξω χαράζει. Η Ελένη, ξαπλωμένη, με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζει προς το παράθυρο. Βρίσκεται στο σπίτι του Γιάννη όπου και μένει εδώ και αρκετό καιρό. Το πρόσωπό της φωτίζεται από το λιγοστό φως που μπαίνει από το παράθυρο. Η κάμαρα είναι μικρή αλλά προτίμησε να μείνει εδώ όταν της το ζήτησαν ο Γιάννης με την Άννα. Μπορούσε να τη βοηθάει στο σπίτι αλλά κυρίως να μην είναι μόνη της. Από τότε που πέθανε ο πατέρας της δεν είχε κανέναν άλλον δικό της στο νησί. Οι λίγοι συγγενείς που είχε έφυγαν όταν οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν εδώ και από τότε δεν είχε σχεδόν κανένα νέο τους. Το χέρι της είναι ακουμπισμένο στο στήθος της. Δείχνει γαλήνια και νιώθει ακόμη στο σώμα της αυτό που έζησε με τον Μανόλη. Ποτέ της δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα υπάρχει κάτι που μπορούσε να ικανοποιήσει όλες τις αισθήσεις της με τέτοια ένταση. Το κορμί της ακόμη τρέμει κατά διαστήματα. Δεν έχει καταφέρει να κοιμηθεί ούτε ένα λεπτό από τη στιγμή που γύρισε. Ξέρει πως η μέρα που ξημερώνει είναι πολύ σημαντική. Αυτά που θα γίνουν μπορεί να αλλάξουν τη ζωή τους για πάντα. Ελπίζει και προσεύχεται να είναι
μόνο προς το καλύτερο. Και να μην πάθει κανείς τίποτε από τους δικούς της ανθρώπους αλλά ούτε και κάποιος άλλος. Τα τελευταία νέα που της είπε ο Μανόλης είναι πως στα νησιά τριγύρω οι Γερμανοί άρχισαν να τα μαζεύουν, σημάδι πως σύντομα θα έφευγαν. Όπου να ’ναι θα ερχόταν και η σειρά τους. Είχαν σκοπό να τους αιφνιδιάσουν το μεσημέρι προκαλώντας στον οπλισμό τους όσο μεγαλύτερη ζημιά μπορούσαν. Ξαφνικά ακούει ένα χτύπημα στο τζάμι του παραθύρου της. Τ ινάζεται και πάει προς τα εκεί. Στο λίγο φως διακρίνει τη φιγούρα του Αλεξάντερ που, σκαρφαλωμένος στον τοίχο, βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο παράθυρό της. Της κάνει έντονα νόημα να ανοίξει. Στην αρχή δεν το κάνει και για λίγο δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Τ ι γυρεύει τέτοια ώρα εκεί; Σκέφτεται για μια στιγμή να φωνάξει αλλά το μετανιώνει. Μόνο η Άννα είναι κάτω με τη μικρή. Στο μεταξύ απέξω εκείνος ξαναχτυπά ελαφρά το τζάμι επιμένοντας. Αποφασίζει να το ανοίξει. Ρίχνει κάτι πάνω της και ανοίγει λίγο το ένα φύλλο. Ο Αλεξάντερ δείχνει πολύ ταραγμένος. «Πρέπει να έρθεις μαζί μου αυτή τη στιγμή, Ελένη, κάνε γρήγορα δεν έχουμε χρόνο…» της λέει με κομμένη σχεδόν την ανάσα. Η Ελένη ξαφνιάζεται. «Γιατί να έρθω μαζί σου… πες μου τι συμβαίνει;» «Άκουσέ με προσεκτικά. Από στιγμή σε στιγμή θα μαζέψουν όλο το χωριό στην πλατεία… Ξέρουμε τι σκοπεύετε να κάνετε… Ξέρω πως ο αγαπημένος σου γύρισε. Σας πρόδωσαν…» Η Ελένη μόλις τον άκουσε πάγωσε και κάνει ένα βήμα πίσω σαν να φοβάται. Συνεχίζοντας χαμηλόφωνα εκείνος της λέει ακόμα πιο έντονα: «Δεν ήρθα για να σε συλλάβω, Ελένη, ήρθα για να σε σώσω. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, βιάσου, δεν έχουμε χρόνο. Σε λίγο θα έρθουν από εδώ και μετά δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω». Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει.
Από τη μια, ήθελε να φωνάξει στον Γιάννη, αλλά ήξερε ότι έλειπε. Από την άλλη, αναρωτήθηκε γιατί ο Αλεξάντερ εμφανίστηκε ξαφνικά εκεί. Ποιος ήταν ο σκοπός του; Πλησιάζοντας στο παράθυρο του είπε: «Δεν μπορώ να φύγω από εδώ, δεν μπορώ να τους αφήσω, η Άννα, τα παιδιά… εξήγησέ μου τι συμβαίνει, αλλιώς δεν με νοιάζει τι θα γίνει…» Αυτός σχεδόν ικετεύει. «Η Άννα και τα παιδιά δεν θα πάθουν τίποτα… εσένα ψάχνουν… βιάσου, σε παρακαλώ… σε λίγο θα είναι αργά». Τότε ήταν που από την πλευρά του σπιτιού που βρισκόταν η κεντρική είσοδος ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και οι επιτακτικές φωνές Γερμανών στρατιωτών. Η Ελένη έτρεξε προς την άλλη πλευρά του δωματίου και είδε με δυσκολία από το παράθυρο στην εξώπορτα τους Γερμανούς που μόλις την είχαν ανοίξει. Από κάτω άκουσε φωνές και διάφορα πράγματα να πέφτουν κάτω. Δεν άργησε να δει την Άννα να βγαίνει απότομα από την πόρτα, κρατώντας τη Μαρία σφιχτά στην αγκαλιά της. Ασυναίσθητα μια φωνή βγήκε από μέσα της και γύρισε προς τον Αλεξάντερ που με νοήματα της έδειχνε να πάει προς τα εκεί. Χωρίς να προλάβει να σκεφτεί, αρπάζει το παλτό της, βάζει βιαστικά τα παπούτσια της και πάει κοντά στο παράθυρο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει κάτω ή να ακολουθήσει τον Αλεξάντερ. Όλα άλλωστε έγιναν τόσο γρήγορα που δεν είχε και πολύ χρόνο. Τα κλάματα της μικρής Μαρίας και οι φωνές της Άννας έφταναν στ’ αυτιά της και για λίγο δίστασε. Ο Αλεξάντερ που κατάλαβε τον δισταγμό της την άρπαξε από τα χέρια και έκανε μια τελευταία προσπάθεια να την πείσει. «Έλα, δεν έχουμε χρόνο, θα σ’ τα εξηγήσω όλα…» «Αν δεν μου πεις πού τους πάνε, δεν φεύγω από εδώ. Θα πάω
κάτω μαζί τους». «Δεν θα πάθουν απολύτως τίποτα, σ’ το υπόσχομαι… εσένα ψάχνουν, σ’ το ξαναλέω…» σχεδόν φωνάζει. «Αν δεν έρθεις τώρα μαζί μου, Ελένη, δεν ξέρω τι θα γίνει… Σε παρακαλώ, εμπιστέψου με και θα σου τα εξηγήσω όλα… δεν έχουμε χρόνο». Τότε η Ελένη, ακούγοντας και τα βήματα των στρατιωτών στην εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην κάμαρά της, ανεβαίνει στο παράθυρο και με τη βοήθεια του Αλεξάντερ βγαίνει στο πίσω μέρος στου σπιτιού. Από εκεί βιαστικά πηγαίνουν από ένα στενό τρέχοντας σε ένα αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω. Από παντού ακούγονται οι άγριες φωνές των Γερμανών στρατιωτών που ουρλιάζουν ανάμεσα στα σπίτια. Μόλις φτάνουν στο αυτοκίνητο, η Ελένη σταματά απότομα σαν να μετάνιωσε. Ο Αλεξάντερ λαχανιασμένος την πιάνει από τους ώμους. «Άκουσέ με, σε παρακαλώ, αν δεν μπεις στο αυτοκίνητο τώρα, θα μας σκοτώσουν και τους δύο αν μας βρουν εδώ. Τ ώρα πια δεν κινδυνεύεις μόνο εσύ, αλλά κι εγώ. Κατάλαβέ το». Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει. Τ ι έκανε ακριβώς; Μήπως δεν έπρεπε να φύγει; Άφησε μόνη της την Άννα με τη Μαρία. Πού ήταν ο Γιάννης με τον Νίκο… Πόσο θα ήθελε να ήταν εκεί ο αγαπημένος της για να της πει τι να κάνει… Χωρίς να περιμένει την αντίδρασή της, ο Αλεξάντερ την πιάνει μαλακά και την τραβά κοντά στο αυτοκίνητο. Ανοίγει το πίσω μέρος και τη βάζει να ξαπλώσει κάτω. Η Ελένη σαν υπνωτισμένη δεν αντιδρά… «Προσπάθησε να μην κινείσαι καθόλου μέχρι να απομακρυνθούμε» λέει και τη σκεπάζει βιαστικά με ένα σεντόνι που υπάρχει εκεί. Από πάνω βάζει και κάποια στρατιωτικά ρούχα που ήταν ριγμένα γύρω. Πάει στη θέση του οδηγού και χωρίς να βιάζεται
ξεκινά το αυτοκίνητο. Οδηγεί ήρεμα αλλά η καρδιά του χτυπά δυνατά. Παίρνει το στενό σοκάκι που οδηγεί έξω από το χωριό. Λίγο πιο κάτω πέφτει σε ένα μπλόκο από Γερμανούς στρατιώτες. Μόλις πλησιάζουν και βλέπουν τον Αλεξάντερ, στέκονται προσοχή χαιρετώντας και τον αφήνουν να περάσει χωρίς να κάνουν κανέναν έλεγχο. Η καρδιά του που πήγαινε να σπάσει μόλις τους είδε αρχίζει και πάλι να χτυπά κανονικά. Από τον καθρέφτη του αυτοκίνητου κοιτάζει στο πίσω μέρος εκεί που βρίσκεται ξαπλωμένη και κρυμμένη η Ελένη. Μπροστά του στον ορίζοντα το πρώτο φως της μέρας αρχίζει να φωτίζει το τοπίο… Αφού οδήγησε για μερικά λεπτά, ο Αλεξάντερ σταμάτησε σ’ ένα σημείο που ο δρόμος τέλειωνε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και κοίταξε γύρω του. Ο ήλιος στο βάθος του ορίζοντα ήταν έτοιμος να ξεπροβάλει. Πήγε πίσω και τράβηξε τον μουσαμά που έκλεινε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Ελένη με μια κίνηση πέταξε από πάνω της το σεντόνι και τα ρούχα. Της έδωσε το χέρι του και τη βοήθησε να βγει έξω. Αυτό που είδε όταν κοίταξε προς το μέρος της χώρας την έκανε να παγώσει. Καπνοί έβγαιναν από σπίτια που καίγονταν. Κοίταξε τρομαγμένη τον Αλεξάντερ. «Γιατί; Τ ι έγινε; Για ποιο λόγο το κάνουν αυτό; Σε τι φταίξαμε;» Εκείνος στην αρχή την κοίταξε άγρια, αλλά, μαλακώνοντας αμέσως, είπε αποφασιστικά: «Θέλω να με ακούσεις πολύ προσεκτικά, Ελένη. Αν θέλεις να σωθείς, θα πρέπει να κάνεις ό,τι ακριβώς σου πω. Δεν έχω κανένα λόγο να σου πω ψέματα. Δεν θα διακινδύνευα με αυτόν τον τρόπο μόνο και μόνο για να σου πω ψέματα. Δεν έχω χρόνο. Πρέπει πολύ σύντομα να επιστρέψω. Όπως σου είπα και πριν, χθες το βράδυ σας πρόδωσαν. Ξέρουμε τι
ετοιμάζατε για σήμερα… Με στεναχωρεί που είσαι κομμάτι αυτής της συνωμοσίας, αλλά αυτά δεν είναι για τώρα. Ο διοικητής θα μαζέψει τους άντρες του χωριού στην πλατεία. Όχι όλους βέβαια. Θα λείπουν αυτοί που σας πρόδωσαν. Αν δεν παραδοθεί ο αγαπημένος σου μέχρι το μεσημέρι, θα σκοτώσουν όλους τους άντρες αλλά και την οικογένειά του. Ξέρουμε για το ραδιόφωνο, Ελένη… Πριν μερικές ώρες μια περίπολος έπιασε τον Γιάννη με τα όπλα… τον έχουν στο σχολείο». Τα μάτια της είναι κατακόκκινα. Είναι έτοιμη να εκραγεί και δεν ξέρει πώς να αντιδράσει. Μέσα της νιώθει απίστευτο μίσος γι’ αυτούς που πρόδωσαν τον Μανόλη και τους υπόλοιπους. Κοιτά σαν χαμένη τον Αλεξάντερ χωρίς να μπορεί αν μιλήσει… «Όχι, δεν είναι δυνατόν… δεν μπορεί να συμβαίνει … εσύ γιατί το κάνεις αυτό, γιατί με γλίτωσες;» του λέει και δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν στο πρόσωπό της. Εκείνος μαλακώνοντας λίγο της μιλά πιο ήρεμα. «Ο πόλεμος τελειώνει, Ελένη. Θέλω εσύ να σωθείς από όλο αυτόν τον παραλογισμό. Δεν ξέρω πώς θα τελειώσει αυτό σήμερα. Δεν μπορώ να το ελέγξω πια. Είναι πέρα από μένα. Άκουσέ με τώρα, δεν έχουμε άλλο χρόνο. Έχουν πιάσει τον γιο του Γιάννη. Του είπαν να ειδοποιήσει τον Μανόλη πως αν δεν παρουσιαστεί μέχρι το μεσημέρι με το ραδιόφωνο θα εκτελέσουν όλο το χωριό. Και θα κάψουν τα πάντα». Η Ελένη έπιασε το στομάχι της και ένας λυγμός βγήκε από μέσα της. «Ο Νίκος… τι φταίει ο Νίκος… είναι ένα μικρό παιδί. Δεν φταίει σε τίποτα. Τ ι θα γίνει αν παραδοθεί ο Μανόλης; Θέλω να μου πεις την αλήθεια… η Άννα; η Μαρία;» Για λίγο εκείνος δεν είπε τίποτε αλλά γρήγορα την πλησίασε και
της έπιασε τα χέρια. «Την Άννα και τη μικρή δεν θα τις πειράξουν… Για τους άλλους, ειλικρινά δεν ξέρω. Αν παραδοθεί, θα προσπαθήσω να πείσω τον διοικητή να τον τιμωρήσει μόνο και όχι να…» Σταματά για λίγο βλέποντας την Ελένη να είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Συνεχίζει όμως αμέσως: «Εκεί κάτω, Ελένη, επικρατεί παραλογισμός. Θέλω να φύγεις και να κρυφτείς. Θα προσπαθήσω να γίνει το λιγότερο κακό, αλλά τώρα φύγε. Δεν πρέπει να μας δει κανείς εδώ. Ό,τι και να γίνει σήμερα, θα έρθω στον μύλο να σε βρω. Μην πλησιάσεις στο χωριό…» Η Ελένη σαν χαμένη ξεκινά να φύγει. Ρίχνει μια ματιά στο χωριό που αρχίζει να φωτίζεται από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και αρχίζει να προχωρά ανάμεσα στα βράχια ώσπου να χαθεί. Νιώθει τον κόσμο να γκρεμίζεται κάτω από τα πόδια της. Μόλις απομακρύνθηκε, βλέπει το αυτοκίνητο του Αλεξάντερ να φεύγει προς τη χώρα. Σταματά για λίγο και αποφασιστικά αλλάζει πορεία πηγαίνοντας προς το Κρυμμένο όπου βρίσκεται ο Μανόλης…
Νησί· παρόν
Έχει ξημερώσει για τα καλά. Ανοίγοντας τα μάτια μου, το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι η Ανίτα που στέκεται στην μπαλκονόπορτα και κοιτάζει έξω. Το δυνατό φως του ήλιου κάνει το σώμα της να διαγράφεται στο παράθυρο σαν μια σκιά. Προσπαθώ να καταλάβω αν είδα στον ύπνο μου πως κάναμε έρωτα ή έγινε πραγματικά. Ήταν τόσο έντονο όμως ακόμα και τώρα στο σώμα μου που μόνο αληθινό θα μπορούσε να είναι. Γεύομαι το αλκοόλ ακόμη στο στόμα μου, σαν να ήπια μόλις τώρα μια γουλιά. Ανασηκώνομαι λίγο και μόλις εκείνη καταλαβαίνει πως ξύπνησα, γυρίζει και με κοιτά. Το κεφάλι μου πονάει πολύ και νιώθω το στομάχι μου ανακατεμένο. Δεν νομίζω πως έχω ξαναπιεί τόσο στη ζωή μου. Η Ανίτα έρχεται προς το μέρος μου. Από την έκφρασή της, καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. «Καλημέρα, πώς είσαι;» μου λέει και μου δίνει ένα φιλί. «Καλημέρα, ζαλισμένος ακόμη…» λέω κι εγώ και την κοιτάζω προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει. «Τ ι συμβαίνει; τι έπαθες;» της λέω με ανησυχία. Κοιτάζει έξω για λίγο. «Δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά από τη στιγμή
που είπες στο πανηγύρι ποιος είσαι, συμβαίνουν περίεργα πράγματα…» Μόλις άκουσα αυτό που μου είπε, ταράχτηκα τόσο πολύ που πετάχτηκα πάνω πιάνοντας το κεφάλι μου που τώρα πια ήταν έτοιμο να εκραγεί. «Τ ι έκανα λέει» ρώτησα έντρομος. «Πότε το είπα αυτό; Τ ι ακριβώς είπα; Δεν θυμάμαι τίποτα, Ανίτα…. Πες μου, σε παρακαλώ, θα τρελαθώ». Η Ανίτα τότε σηκώθηκε και με τράβηξε από το χέρι. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να δεις πριν σου πω». Με πήγε ως την πόρτα που οδηγούσε στο μπαλκόνι. Με δυσκολία προσπάθησα να εστιάσω το βλέμμα μου και κοίταξα έξω στην αυλή. Εκεί στέκονταν καμιά εικοσαριά άτομα περίπου. Ανάμεσά τους διέκρινα τον Θωμά που μίλαγε ήρεμα με τον δικό μας τον Μιχάλη αλλά και τους άλλους που είχα γνωρίσει από χθες που ήρθα. Σε μια καρέκλα στο κέντρο καθόταν μια γιαγιά που κάτι μου θύμιζε… Ήταν λες και περίμεναν εκεί για κάποιο λόγο. «Τ ι κάνουν όλοι αυτοί εδώ;» είπα και γύρισα προς την Ανίτα με απορία. «Νομίζω πως περιμένουν…» «Τ ι;» ρώτησα με ανησυχία. Σώπασε για λίγο και με κοίταξε διερευνητικά στα μάτια. «Εσένα». Τ ρόμαξα. Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου τι είχε γίνει χθες, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν θυμόμουν τίποτα. Ξανακοίταξα έξω. «Πες μου τι έγινε χθες, δεν θυμάμαι τίποτα. Πότε τους είπα το όνομά μου;» Με πήρε από το χέρι και καθίσαμε στον καναπέ. Μου έδωσε ένα μπουκάλι με νερό. Δίψαγα πολύ και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Ένιωσα σαν να σβήνει τη φωτιά που υπήρχε στα σωθικά μου.
«Τ ι θυμάσαι, Δημήτρη, από χθες βράδυ;» είπε πλησιάζοντάς με κι άλλο. «Θυμάμαι αρκετά… όχι όμως να λέω ποιος πραγματικά είμαι». Η Ανίτα με κοίταξε με απορία. «Ποιος είσαι, Δημήτρη; Τ ι σημαίνουν όλα αυτά;» «Θα σου εξηγήσω, Ανίτα μου, πες μου τι έγινε χθες, σε παρακαλώ. Θυμάμαι μέχρι που κάποιος πήρε το μικρόφωνο και μίλησε… και μια μεγάλη γυναίκα που ανέβηκε στη σκηνή… όλα τ’ άλλα είναι πολύ θολά μέσα στο μυαλό μου…» «Λοιπόν, η μεγάλη αυτή γυναίκα είναι αυτή που κάθεται κάτω στην καρέκλα… Ανέβηκε για να κάνει μια ευχή και μίλησε για τα χρόνια της Κατοχής και για αυτά που έγιναν τότε εδώ. Η αλήθεια είναι πως κι εγώ ήμουν αρκετά ζαλισμένη και δεν κατάλαβα και πολλά. Μετά κάτι είπε για τον δάσκαλό της που δίδασκε στο σχολείο. Αμέσως εσύ σηκώθηκες και φώναξες πως αυτός ο δάσκαλος ήταν ο παππούς σου…» Σταμάτησε για λίγο κοιτώντας με έντονα στα μάτια. «Μετά;» ρώτησα με αγωνία. «Μετά λιποθύμησες… και όλοι με ρώταγαν αν έκανες πλάκα ή το έλεγες σοβαρά και από πού ήξερες αυτό το όνομα που είπες…» Ένιωθα το αίμα μου να κυλά γρήγορα στις φλέβες μου. Είχα αρχίσει να συνέρχομαι πια. Ένας φόβος με κυρίευσε όταν σκέφτηκα πως είπα ποιος είμαι. Τ ι γύρευαν τώρα όλοι αυτοί εκεί; Και τι ήθελαν από μένα; Μήπως έπρεπε να φωνάξω την αστυνομία; Αν υπήρχε κάποιος κίνδυνος, δεν θα μας είχε ειδοποιήσει ο Μιχάλης; Ήταν ένας άνθρωπος που εμπιστευόμουν πολύ. Κάτι θα μας έλεγε, δεν μπορεί… Αποφάσισα να μιλήσω καταρχήν στην αγαπημένη μου που εξακολουθούσε να με κοιτάζει διερευνητικά. Έπιασα τα χέρια της και
προσπαθώντας να συγκεντρωθώ όσο γινόταν άρχισα να της μιλάω. «Σου έχω πει λίγα πράγματα για τον λόγο που ήρθα στο νησί. Πρέπει να σου πω ότι κι εγώ δεν ξέρω πολλά. Τουλάχιστον όχι όλα. Όπως σου είπα και στο τηλέφωνο, χθες σκόρπισα τις στάχτες του θείου μου εδώ, όπως ήταν και η τελευταία του επιθυμία. Όταν έμαθα πως θα είμαι κοντά για τα γυρίσματα, θεώρησα πως έπρεπε να το κάνω. Η οικογένεια της μητέρας μου κατάγεται από εδώ. Όλοι όμως έφυγαν λίγο πριν τελειώσει ο πόλεμος. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στην πλατεία του χωριού τον παππού μου αλλά και άλλους μας συγγενείς. Μαζί και τους περισσότερους άντρες του χωριού. Οι μόνοι που τη γλίτωσαν από τους δικούς μου ήταν η μητέρα μου με τον θείο μου. Για κάποιο λόγο κανείς από την οικογένειά μου δεν το είχε επισκεφτεί ποτέ. Αρνούνταν να έρθουν και εμένα ουσιαστικά με απέτρεπαν λέγοντάς μου διάφορες δικαιολογίες. Όποτε το ανέφερα, με φόβιζαν λέγοντάς μου να μην το κάνω ποτέ. Μου έλεγαν πως αν για οποιονδήποτε λόγο πατούσα το πόδι μου εδώ, να μην αναφέρω το πατρικό όνομα της μητέρας μου. Η μητέρα μου με τον θείο μου το έσκασαν την τελευταία στιγμή πηγαίνοντας στο διπλανό νησί με μια βάρκα. Μόνοι τους. Εκεί τους βρήκε ένα παιδί και τους πήγε σε ένα μοναστήρι που ήταν κοντά. Έτσι σώθηκαν». Η Ανίτα έδειξε να ξαφνιάζεται εκείνη τη στιγμή. Σαν κάτι να της θύμισε αυτό που μόλις είπα. «Δημήτρη, αυτό που λες είναι απίστευτο, διότι τη μέρα που είχαμε γύρισμα στον Άγιο Μάμα μίλησα με τον ηγούμενο του μοναστηριού και μου είπε την ίδια ιστορία. Άφησε να εννοηθεί πως είναι αυτός που έσωσε τα δύο παιδιά όταν τα βρήκε στην παραλία. Μου είπε ακριβώς τα ίδια που λες κι εσύ τώρα… πώς γίνεται;» Αυτό που άκουσα με ξάφνιασε πολύ. Πώς είναι δυνατόν να
συμβαίνει κάτι τέτοιο, και μάλιστα τώρα. Δηλαδή, η Ανίτα μίλησε με τον άνθρωπο που έσωσε τη μητέρα μου και το θείο μου τότε; Η αλήθεια είναι ότι για μια στιγμή νόμισα πως όλο αυτό είναι μια στημένη φάρσα από κάποιον. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν για μια σύμπτωση σαν κι αυτή; «Πότε σου είπε ότι έγινε αυτό;» τη ρώτησα με αγωνία. «Όταν τέλειωνε ο πόλεμος και μετά οι Γερμανοί έκαψαν ό,τι υπήρχε εκεί και τα δύο παιδιά χάθηκαν προσπαθώντας να σωθούν. Και δεν τα ξαναείδε ποτέ κανείς από ό,τι κατάλαβα… Είναι δυνατόν να πρόκειται για τους δικούς σου, Δημήτρη;» «Ειλικρινά, Ανίτα, νιώθω πως από προχθές που ανέβηκα στο καράβι για να έρθω εδώ, όλα είναι σαν να τα έχω ξαναζήσει. Συμβαίνουν διάφορα, αλλά αυτό είναι απίστευτο. Δεν μπορεί πάντως την ίδια περίοδο να έσωσαν στο ίδιο νησί άλλα δύο παιδιά που βρέθηκαν εκεί με μια βάρκα. Παραείναι σύμπτωση… δεν ξέρω τι να πω. Θα ήθελα να μιλήσω με τον καλόγερο μόλις γυρίσουμε. Αναρωτιέμαι τι θα πει η μητέρα μου μόλις της πω αυτή την ιστορία… » Έπιασα το πρόσωπό της και με τα δυο μου χέρια. «Δεν σου είπα πολλά πράγματα, γιατί δεν ξέρω πολλά πράγματα. Δεν είχα σκοπό να το ψάξω και πολύ τι είχε γίνει. Αυτά που αποκαλύπτονται όμως με κάνουν να θέλω να μάθω τι ακριβώς συνέβη… Ήθελα περισσότερο να σκορπίσω τις στάχτες του θείου μου και να γυρίσω σύντομα κοντά σου. Μου έλειψες τρομερά αυτές τις δύο μέρες. Σε ένιωθα δίπλα μου ό,τι και αν έκανα…» «Κι εσύ μου έλειψες. Ξέρω ότι ίσως δεν έπρεπε να φύγω, αλλά δεν άντεχα άλλο μακριά σου… Μιας και είμαστε εδώ όμως, ίσως είναι καλό να βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω».
Με το μυαλό μου να επεξεργάζεται όλες τις νέες πληροφορίες άρχισα να της λέω ό,τι ήξερα. «Υπάρχει κάποιο τραγικό μυστικό, Ανίτα. Κάτι φοβερό που συνέβη εδώ τότε. Κάτι που τους ανάγκασε να μην ξανάρθουν ποτέ εδώ. Δεν έχω καταλάβει αν κάποιος από την οικογένειά μου προκάλεσε κάποιο κακό ή το αντίθετο. Προφανώς είναι κάτι που είναι πολύ πιο σκληρό ακόμα και από την εκτέλεση όλων αυτών των ανθρώπων». Σταμάτησα για λίγο, γιατί κατάλαβα πως εκεί κάτω με περίμεναν. Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να κατέβω και να μάθω επιτέλους κάτι από αυτά που στοίχειωναν την οικογένεια τόσα χρόνια, αλλά και εμένα τον ίδιο πλέον. Φοβόμουν γι’ αυτά που θα μάθαινα. Τη σκέψη μου διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. Σηκώθηκα απότομα και μαζί μου και η Ανίτα που ρώτησε ανήσυχα «ποιος είναι». Απέξω ακούστηκε η φωνή του Μιχάλη. Ηρεμήσαμε και η Ανίτα άνοιξε τη στιγμή που έριχνα κάτι πάνω μου. Ο Μιχάλης φάνηκε στην είσοδο αλλά δεν μπήκε μέσα. «Καλημέρα, είδα ότι ξυπνήσατε και σας χτύπησα…» Απαντήσαμε εν χορώ: «Καλημέρα, Μιχάλη». Λες και είχαμε συνεννοηθεί με την Ανίτα. Χωρίς να χάσει χρόνο τον ρώτησε: «Μιχάλη, τι έγινε; Γιατί είναι όλος αυτός ο κόσμος μαζεμένος, έχει γίνει κάτι κακό; Μήπως δεν πρέπει να κατέβουμε;» Ο Μιχάλης κατάλαβε την ανησυχία της. «Δεν νομίζω πως υπάρχει κάποιος κίνδυνος για εσάς αλλά και για κανέναν. Θα είναι καλύτερα να κατέβετε για να ακούσετε αυτά που θέλουν να σας πουν. Εγώ μπερδεύτηκα από τα πολλά που άκουσα πάντως. Η κυρα-Αγαθή λέει πως θα μιλήσει μόνο σ’ εσένα, Δημήτρη. Θα είναι καλύτερα, μόλις τελειώσετε, να επιστρέψουμε πίσω… το απογευματάκι. Όχι ότι υπάρχει κάποιος φόβος, αλλά ο καιρός θα χαλάσει αύριο και θα είναι
δύσκολο». Τον κοίταξα λίγο χωρίς να πιστεύω και πολύ το τελευταίο που είπε. Κατάλαβα πως είχε μια μικρή ανησυχία για κάτι, αλλά τι ήταν αυτό; Η Ανίτα με κοίταγε σαν να περίμενε από εμένα να αποφασίσω. Παίρνοντας δύναμη από το έντονο βλέμμα της, είπα: «Σε δύο λεπτά θα είμαστε κάτω, Μιχάλη μου. Σ’ ευχαριστούμε». Εκείνος χαμογέλασε και έφυγε κλείνοντας την πόρτα. Ένιωθα πως ήθελα να αφήσω πίσω μου αυτό το μυστήριο που υπήρχε στην οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια. Τόσες συμπτώσεις μόνο τυχαίες δεν ήταν… Κοίταξα την Ανίτα και κατάλαβα σαν να συμφωνούσε. Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και πιάνοντάς τη από το χέρι κατευθυνθήκαμε προς την αυλή. Η βοή των ανθρώπων εκεί όλο και ακουγόταν πιο δυνατά καθώς πλησιάζαμε. Μόλις όμως εμφανιστήκαμε από τις σκάλες σώπασαν όλοι ξαφνικά. Μας κοίταζαν χωρίς να μιλάνε. Δεν ένιωθα φόβο. Είχα αποφασίσει να τα πω και να τα μάθω όλα. Πρώτος κινήθηκε προς το μέρος μου ο Θωμάς. Με δυσκολία χαμογελούσε. Με έπιασε από τον ώμο. «Καλημέρα, παλικάρι μου, ελάτε να καθίσετε». Όλοι παραμέρισαν και μας έβαλε να καθίσουμε στο τραπέζι που καθόταν η Θέκλα με τη μητέρα της την Αγαθή. Από τη στιγμή που με είδε, δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω μου. Σαν να έβλεπε κάποιο φάντασμα. Όλοι ήταν κρεμασμένοι από τα χείλη της. Περίμεναν να μιλήσει σχεδόν ακίνητοι. Αφού έμεινε για λίγο σιωπηλή παρατηρώντας με, είπε: «Του μοιάζεις…» Απόρησα στην αρχή γιατί δεν θυμόμουν και πολλά από αυτά που είπε στο γλέντι. «Σε ποιον;» ρώτησα, υποθέτοντας όμως την απάντηση. Εκείνη κοιτώντας με στα μάτια συνέχισε: «Στον αδερφό του παππού σου». Η απάντησή της με ξάφνιασε. Η
αλήθεια είναι ότι περίμενα να μου πει πως μοιάζω στον παππού μου. Για τον αδερφό του παππού τον Μανόλη δεν ήξερα σχεδόν τίποτα, παρά μόνο πως και αυτός εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μαζί με τους άλλους στην πλατεία του χωριού. Μείναμε για λίγο να κοιτιόμαστε στα μάτια έντονα με την κυρα-Αγαθή χωρίς να μιλάμε. Τα μάτια της ήταν υγρά και με κοίταζε με έναν πολύ περίεργο τρόπο χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς ένιωθε. Τη σιωπή έσπασε κάποιος που εμφανίστηκε απότομα στην αυλή σχεδόν τρέχοντας. Τον είχα ξαναδεί στον χορό. Ήταν αυτός που μίλησε πριν την Αγαθή χθες. Πλησίασε και αφού χαιρέτησε τον κόσμο ήρθε και κάθισε δίπλα μας. «Καλημέρα, παιδί μου. Αντώνης Καντούνας, είμαι ο πρόεδρος του Λαογραφικού Συλλόγου». «Καλημέρα σας. Δημήτρης Βουδούρης» απάντησα, δίνοντας το χέρι μου. Ένιωσα το χέρι της Ανίτας να σφίγγει το άλλο μου χέρι σαν να ήθελε να μου δώσει δύναμη. «Στο γλέντι φώναξες ότι ο Γιάννης Ρενιώτης ήταν παππού σου» με ρώτησε σοβαρεύοντας αρκετά. Του απάντησα αμέσως. «Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι να σας το λέω… είχα πιει πολύ χθες και κάποια πράγματα δεν τα θυμάμαι καλά…» Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερα να τους πω πως έκανα λάθος και πως μου ξέφυγε λόγω της ζάλης που είχα. Ξεπέρασα αυτή τη σκέψη όμως γρήγορα. «Αλλά ναι… είμαι εγγονός του Γιάννη Ρενιώτη. Μητέρα μου είναι η Μαρία Ρενιώτη. Το πατρικό μου όνομα είναι Βουδούρης». Αυτός κοίταξε για λίγο την Αγαθή που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και γυρίζοντας πάλι προς εμένα είπε γεμάτος έκπληξη: «Θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Αν όντως είσαι αυτός που λες, είσαι ο πρώτος από την οικογένειά σου που επισκέπτεται το νησί μετά το τέλος του πολέμου. Έχω ασχοληθεί
πολύ με την ιστορία του τόπου μου και έχω μάθει γι’ αυτά που έγιναν τότε. Μάλιστα γράφω και ένα βιβλίο με τα γεγονότα και η παρουσία σου εδώ αλλάζει πολύ αυτά που ξέραμε εμείς για την οικογένειά σου αλλά και πολλά άλλα. Η μητέρα σου ζει;» «Ναι» απάντησα περιμένοντας με αγωνία τη συνέχεια. «Αδέρφια έχει;» «Είχε έναν αδερφό, τον Νίκο» είπα νιώθοντας σαν να με ανακρίνουν. «Ο θείος σου ζει;» «Όχι, πέθανε πριν από λίγο καιρό… και αυτός ο είναι ο λόγος που ήρθα στο νησί» απάντησα με θάρρος. Δεν με ενδιέφερε πια τι θα γινόταν. Ήθελα να τελειώνει όσο πιο γρήγορα αυτή η ιστορία. Τον διέκοψα τη στιγμή που πήγαινε να με ρωτήσει κάτι ακόμα. «Γιατί μου τα ρωτάτε όλα αυτά; Θέλετε να μου πείτε για ποιο λόγο είμαστε εδώ μαζεμένοι; Δεν έκανα κάτι κακό. Θα ήθελα να καταλάβω για ποιο λόγο μου κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις». Αυτός μου χαμογέλασε και πήρε βαθιά ανάσα. «Παιδί μου, εσύ σίγουρα δεν έχεις κάνει κάτι κακό… Η οικογένειά σου πέρασε πολλά στον πόλεμο. Φαντάζομαι ότι θα σ’ τα είπε ο θείος σου που τα είδε από κοντά. Αυτό όμως που δεν ξέραμε είναι πως η μητέρα σου με τον θείο σου ζούσαν. Τα γεγονότα έλεγαν πως μετά από αυτά που έγιναν εδώ, χάθηκαν με μια βάρκα στη θάλασσα και κανείς δεν ξανάμαθε νέα τους. Όλοι λοιπόν υπέθεσαν πως πνίγηκαν εκείνη τη μέρα». Κοίταξα με νόημα την Ανίτα και τον άφησα να συνεχίσει. «Δυο μικρά παιδιά άλλωστε μόνα τους στη θάλασσα με μια βαρκούλα. Και πώς βέβαια να μην τρέχουν να κρυφτούν. Ειδικά ο θείος σου που καταλάβαινε, μετά από αυτό που έκαναν οι ντόπιοι στον αδερφό του παππού σου, τον Μανόλη…»
Πήγα να ρωτήσω τι έκαναν, αλλά κρατήθηκα. Εκείνος συνέχισε. «Το πρώτο λοιπόν πράγμα που πρέπει να κάνω πριν μιλήσουμε για όλα είναι να σου ζητήσω εκ μέρος όλων αυτών, που οι περισσότεροι δεν ζουν βέβαια, μια μεγάλη συγγνώμη… για αυτό που αναγκάστηκε να κάνει όλο το χωριό στον Μανόλη Ρενιώτη τότε. Όπως σου είπα, δεν είχε έρθει ποτέ κανείς από την οικογένειά σου εδώ. Αφού λοιπόν είσαι ο πρώτος, πρέπει να σου εκφράσω αυτό που θα ήθελαν όλοι όσοι ήταν παρόντες στα γεγονότα. Όπως θα ξέρεις όμως, αναγκάστηκαν να το κάνουν. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να δεχτείς τη συγγνώμη μας…» Να λοιπόν που άρχιζε να ξετυλίγεται το κουβάρι του μυστηρίου. Δεν ήθελα να τους πω πως δεν ήξερα πολλά για τότε. Αν το καταλάβαιναν, μπορεί να μην μου έλεγαν την αλήθεια. Προσπάθησα να απαντήσω γενικά για να μην προδοθώ. «Θα δεχτώ τη συγγνώμη σας, αν μου πείτε τι ακριβώς έγινε τότε. Γνωρίζω αρκετά, αλλά όχι όλες τις λεπτομέρειες. Θα σας φανεί περίεργο, αλλά οι δικοί μου δεν μιλούσαν και πολύ γι’ αυτά». «Και καλά έκαναν, παιδί μου» πετάχτηκε η Αγαθή διακόπτοντας την κουβέντα μας. Αυτός με κοίταξε λίγο καχύποπτα λες και κατάλαβε ότι μάλλον βρισκόμουν σε πλήρη άγνοια. Γύρισε στην Αγαθή που τόση ώρα παρακολουθούσε υπομονετικά. «Ο μόνος άνθρωπος που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο νησί και τα έζησε όπως έγιναν είναι η κυραΑγαθή. Νομίζω πως είναι καλύτερα να μας πει αυτή όλη την ιστορία για εκείνη τη μέρα στο νησί μας». Η γερόντισσα δεν είχε σταματήσει να μας κοιτά από την ώρα που ήρθαμε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μιλά. «Παιδί μου, δεν ξέρω τι σου έχουν πει οι δικοί σου, αλλά εγώ θα
σ’ τα πω όπως τα έζησα. Τον παππού σου τον είχα δάσκαλο πριν τον πόλεμο. Είχα μεγαλώσει και δεν είχα μάθει γράμματα και αυτός μας είχε μαζέψει τότε όλα τα αγράμματα παιδιά και μας δίδασκε να γράφουμε και να διαβάζουμε ελληνικά. Άγιος άνθρωπος. Και αυτός και ο αδελφός του ο Μανόλης. Έχασα κι εγώ τότε τους δικούς μου ανθρώπους. Τον πατέρα μου, τον αδερφό μου αλλά και πολλούς άλλους αγαπημένους. Τον θείο σου τον θυμάμαι μικρό παιδί να περνάει καμαρωτός, καβάλα στ’ άλογο, μπροστά από το σπίτι μας. Η μητέρα σου τότε ήταν μωρό. Ίσα που περπάταγε, δύο βήματα και έπεφτε καταγής. Τότε λοιπόν οι Γερμανοί είχαν έρθει στο νησί μας μετά τους Ιταλούς. Στην αρχή, τα πράγματα ήταν ήρεμα αλλά, όσο πλησίαζε ο πόλεμος στο τέλος, αγρίεψαν. Ο Μανόλης ο Ρενιώτης όταν έγινε ο πόλεμος με τους Ιταλούς είχε πάει στο μέτωπο και όλοι τον νομίζαμε σκοτωμένο μέχρι που μια μέρα μάθαμε πως ζει…» Εδώ σταμάτησε να μιλά γιατί δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. Μέσα σε αναφιλητά είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου… «Την ίδια μέρα που μάθαμε πως ζει… εκείνη τη μέρα τον σκοτώσαμε κιόλας…» Νόμισα πως δεν άκουσα καλά και πως η κυραΑγαθή άλλο ήθελε να πει και άλλο είπε. Προσπαθώντας να καταλάβω τη ρώτησα: «Τ ι εννοείτε τον σκοτώσατε;» Εκείνη τότε σταμάτησε να κλαίει λες και κάτι της έδωσε απίστευτη δύναμη. Με κοίταξε και είπε: «Από τα μάτια σου καταλαβαίνω πως οι δικοί σου δεν σ’ τα είπανε αυτά που έγιναν τότε… Η μάνα σου ήταν μωρό και μπορεί ο θείος σου να μην τα είδε όλα, δεν ξέρω… Αλλιώς δεν θα πάταγες το πόδι σου εδώ, παιδί μου… Θα σ’ τα πω εγώ λοιπόν. Γι’ αυτά που έπαθε ο παππούς σου, αλλά κυρίως γι’ αυτά που κάναμε όλοι μας τότε στον Μανόλη. Εμείς και
αυτή η καταραμένη που τον πρόδωσε…» Η Ανίτα γύρισε και με κοίταξε. Είχαμε εντυπωσιαστεί και ξαφνιαστεί και οι δύο πάρα πολύ. Ακόμα και να μην είχα κάποια σχέση με την ιστορία, όλα αυτά ακούγονταν τρομερά ενδιαφέροντα και μυστηριώδη. Πόσο μάλλον τώρα που με αφορούσαν κιόλας… Γύρισα και πάλι στην Αγαθή που ήταν έτοιμη να συνεχίσει την αφήγησή της.
Νησί· 1945
Από παντού ακούγονται τα κελαηδίσματα των πουλιών. Ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά και φωτίζει τις καταπράσινες και λουλουδιασμένες πλαγιές του νησιού. Νερό τρέχει στο αυλάκι που ξεκινάει από την πηγή στο Μαντάνι και καταλήγει στη θάλασσα. Η Ελένη περπατάει βιαστικά στο μονοπάτι προς το Κρυμμένο, κοιτάζει συχνά πίσω της και γύρω της για να δει αν την παρακολουθεί κάποιος. Δάκρυα τρέχουν στα μάγουλά της. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή της άλλαξε για μια ακόμα φορά εντελώς. Ήταν τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη με την επιστροφή του Μανόλη, αλλά τώρα αυτή η χαρά έχει μετατραπεί σε εφιάλτη. Θα ήθελε να ξυπνήσει και όλα αυτά να είναι ένα κακό όνειρο. Με το μυαλό της είχε φανταστεί να ζουν ελεύθεροι τη ζωή τους όπως αυτοί ήθελαν. Και εκεί που καταλάβαινε πως αυτή η στιγμή πλησίαζε, όλα γκρεμίστηκαν απότομα. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να πιστέψει αυτά που θα γίνονταν από εδώ και πέρα. Βασάνιζε το μυαλό της να βρει μια λύση όσο περπατούσε, αλλά καταλάβαινε πως αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο χωρίς να πάθει κάποιος κακό. Ήταν τόσο ευτυχισμένη τελευταία και δεν περίμενε
πως κάτι θα μπορούσε να χαλάσει αυτή την ευτυχία. Στο βάθος καπνοί φαίνονται να ανεβαίνουν στον ουρανό από τη μεριά που βρίσκεται το λιμάνι και η χώρα… Καθώς περπατά βλέπει από την απέναντι μεριά να έρχονται προς το μέρος της ο Μανόλης και ο Νίκος καβάλα και οι δύο στην Κάρμη. Μόλις τους βλέπει αρχίζει να τρέχει με όλη της τη δύναμη προς τα εκεί. Ο Μανόλης με ένα σάλτο κατεβαίνει από το άλογο και περπατά βιαστικά προς αυτή. Πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο και αγκαλιάζονται σφιχτά. Η Ελένη κλαίει. Προσπαθεί να μιλήσει αλλά δεν τα καταφέρνει. Η φωνή της πνίγεται στα αναφιλητά. Ο Μανόλης της χαϊδεύει τα μαλλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο και παγωμένο. Με τα χέρια του χαϊδεύει τα μαλλιά της σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του. Δεν περίμενε πως η Ελένη είχε ξεφύγει. Νόμιζε πως την είχαν πιάσει μαζί με τους άλλους. Ο Νίκος δακρυσμένος στέκεται καβάλα και τους κοιτά. Από τη μύτη του τρέχει λίγο αίμα. Οι Γερμανοί τον χτύπησαν για να τους πει πού κρύβεται ο θείος του. Αυτός όμως δεν είπε τίποτα. Δεν λυπηθήκαν ούτε ένα παιδί. Είχε ενημερώσει τον θείο του γι’ αυτά που έγιναν. Είχαν στήσει καρτέρι στον Γιάννη λίγο έξω από το χωριό. Οι Γερμανοί τον βρήκαν να περιμένει τον πατέρα του μέσα στο παλιό σπίτι που θα έκρυβαν τα όπλα. Όταν έπιασαν τους υπόλοιπους, τον έστειλαν να πει στον Μανόλη τι έπρεπε να κάνει για να μην τους εκτελέσουν όλους. Σε λίγο η Ελένη ηρέμησε αλλά συνέχισε να κλαίει βουβά κοιτάζοντας τον Μανόλη. «Μην πας, αγάπη μου, θα σε σκοτώσουν…» του είπε ανάμεσα σε λυγμούς που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει. Ο Μανόλης την κοίταξε. Προσπαθούσε πολύ να κρατηθεί και να φανεί δυνατός. «Τουλάχιστον, εσύ ξέφυγες, αγάπη μου. Νόμιζα πως σε είχαν πιάσει. Πώς τα κατάφερες, πες μου…» είπε ο Μανόλης
προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε γίνει. «Μ’ έσωσε ο Αλεξάντερ, ήρθε στο σπίτι λίγο πριν εμφανιστούν οι στρατιώτες και με έβγαλε από το χωριό με το αυτοκίνητό του και μου είπε να κρυφτώ μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά. Μην με ρωτήσεις γιατί το έκανε, αλλά μου υποσχέθηκε πως θα προσπαθήσει να σε σώσει αν παρουσιαστείς με το ραδιόφωνο εκεί. Δεν τον πιστεύω όμως, κανέναν δεν πιστεύω… μας πρόδωσαν, Μανόλη. Μας προδώσαν στους Γερμανούς. Τα ξέρουν όλα και τώρα πρέπει να πας να παραδοθείς… αλλιώς… λέει ότι θα τους σκοτώσουν όλους… μπορεί και τον Γιάννη, την Άννα, τη Μαρία… όλους, δεν πιστεύω κανέναν πια». Το κλάμα έπνιξε τη φωνή της. Ο Μανόλης τα ήξερε αυτά. Εκτός από το ότι ο Αλεξάντερ έσωσε την Ελένη. Αναρωτήθηκε γιατί να το κάνει αυτό. Είχε καταλάβει πως του άρεσε η Ελένη, αλλά να φτάσει σε τέτοιο σημείο δεν το περίμενε. Μήπως το έκανε για να την παρακολουθήσει για να τους πάει σ’ αυτόν; Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα είχαν ήδη παρουσιαστεί. Άλλωστε τώρα πια δεν είχε επιλογές. Η εντολή ήταν σαφής. Ή παρουσιαζόταν με το ραδιόφωνο ως το μεσημέρι ή οι Γερμανοί θα εκτελούσαν τους πάντες. Μέσα του έβραζε. Κάποιος από αυτούς που ήρθαν χθες το βράδυ στον μύλο τους πρόδωσε. Πέρασε τέσσερα σχεδόν χρόνια μακριά από την αγαπημένη του και τώρα που την ξαναβρήκε θα έπρεπε να τη χάσει. Για πάντα. Έπιασε την Ελένη και την κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα. «Άκουσε με, Ελένη. Περίμενα τη στιγμή που θα ξανάρθω κοντά σου όσο τίποτα. Το μόνο που με κράτησε στη ζωή αυτά τα χρόνια ήταν η αγάπη μου για σένα… Και τώρα θα πρέπει να σε χάσω. Δεν πιστεύω πως θα με αφήσουν να γλιτώσω. Και δεν πιστεύω πως θα είμαι ο μόνος που θα πληρώσει για όλα αυτά. Θέλω όμως να μου ορκιστείς πως θα κάνεις ό,τι σου πω…»
Εκείνη τον διέκοψε αποφασιστικά. «Θα έρθω μαζί σου, είσαι η ζωή μου… δεν με νοιάζει ό,τι κι αν γίνει. Προτιμώ να πεθάνω μαζί σου πάρα να ζήσω χωρίς εσένα. Θέλω να είμαστε μαζί ό,τι και αν γίνει ως το τέλος». Τότε ο Μανόλης, μαζεύοντας όση δύναμη είχε μέσα του, της είπε αποφασιστικά: «Πάντα πιστεύαμε στα παιχνίδια της μοίρας. Η μοίρα ήταν που μας ξανάφερε κοντά μετά από τόσο καιρό. Ο Αλεξάντερ σήμερα σε έσωσε για έναν λόγο. Για να ζήσεις. Αυτή είναι η δικιά σου μοίρα. Και θέλω να μου το ορκιστείς αυτή τη στιγμή πως θα το κάνεις. Θα ζήσεις αυτή τη ζωή που ονειρευτήκαμε μαζί. Δεν θα χάσεις ούτε μέρα. Θα γεράσεις και θα κάνεις εγγόνια και θα τους λες σαν παραμύθι την ιστορία μας. Κοίτα γύρω σου πόση ομορφιά υπάρχει στον κόσμο. Αν επιμένεις να έρθεις μαζί μου, δεν θα πάω ούτε εγώ, και δεν με νοιάζει τι θα γίνει». Δεν της είχε ξαναμιλήσει ποτέ τόσο έντονα. Τον κοίταζε μην μπορώντας να αποφασίσει τι θα κάνει. Ο Μανόλης δεν της άφησε και πολλά περιθώρια. «Θα μείνεις με τον Νίκο κρυμμένη για λίγες μέρες. Τελειώνουν όλα, Ελένη. Ο πόλεμος τελειώνει. Οι Γερμανοί θα φύγουν πολύ σύντομα. Μπορεί και αύριο. Και τότε θα είστε ελεύθεροι να ζήσετε». Η Ελένη, σε μια τελευταία προσπάθεια να τον πείσει, του λέει με όση δύναμη είχε η φωνή της: «Μα δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα…» Ο Μανόλης την πήρε στην αγκαλιά του και τη σήκωσε όρθια. Την κράτησε εκεί σφιχτά για λίγο και όταν κατάλαβε πως ηρέμησε της σήκωσε το κεφάλι. Τη φίλησε απαλά στα χείλη. «Μπορείς, και θα ζήσεις, αγάπη μου. Αν με αγαπάς πραγματικά, θα το κάνεις… Είναι ώρα να πάω… Εσείς κρυφτείτε εδώ για λίγες μέρες. Οι Γερμανοί δεν θα έρθουν ως εδώ».
Η Ελένη δεν φαινόταν να είχε πειστεί να αποχωριστεί τον Μανόλη. Ήθελε να πεθάνει μαζί του, αν αυτή θα ήταν τελικά η μοίρα του άντρα που αγαπούσε όσο κανέναν άλλον στον κόσμο. Καταλαβαίνοντας το πόσο αποφασισμένος είναι, προσπάθησε να κερδίσει λίγο χρόνο. «Άσε με να έρθω μαζί σου ως τον μύλο… σε παρακαλώ. Και όταν θα φτάσουμε εκεί, θα δούμε τι θα κάνουμε, σε παρακαλώ». Βλέποντας τα μάτια της έτσι δακρυσμένα, με δυσκολία κρατήθηκε και αυτός να μην κλάψει. Υπέκυψε στην επιθυμία της. «Θα έρθεις ως τον μύλο, αν μου υποσχεθείς πως μετά θα φύγετε και θα κρυφτείτε, και πως θα παλέψεις με όλη σου τη δύναμη για να ζήσεις μια όμορφη ζωή. Αν μου το υποσχεθείς, τότε ναι, έλα να περπατήσουμε μαζί…» Η Ελένη τον κοίταξε και τα χείλη της έτρεμαν… εκείνος τότε σκούπισε το πρόσωπό της από τα δάκρυα και έμειναν για λίγο να κοιτάζονται βαθιά στα μάτια. Το ελαφρύ αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της και ο Μανόλης άπλωσε το χέρι του και της τα χάιδεψε τρυφερά προσπαθώντας πιο πολύ από αμηχανία να της τα διορθώσει. Σε λίγο την έπιασε από το χέρι σφιχτά και άρχισαν να περπατάνε προς τα πάνω, στο μονοπάτι. Η Ελένη, σαν υπνωτισμένη, άρχισε να τον ακολουθεί. Το κλάμα της ήταν το μόνο που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή. Σκεφτόταν πως ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά που είχε κοντά τον αγαπημένο της. Τον έπιασε από τη μέση και κόλλησε πάνω του ακολουθώντας το βήμα του. Πίσω τους ερχόταν ο Νίκος, κλαίγοντας και αυτός, καβάλα στην Κάρμη.
Νησί· παρόν
Πριν ξεκινήσει την αφήγησή της, η Αγαθή πίνει μια γουλιά από το ποτήρι με το νερό που βρίσκεται μπροστά της παρατείνοντας για λίγο ακόμα την αγωνία μας. Η Ανίτα έχει κολλήσει πάνω μου και περιμένει ν’ ακούσει αυτά που θα μας έλεγε αυτή η γυναίκα. Δείχνει σαν μικρό παιδί που είναι έτοιμο ν’ ακούσει το πιο συναρπαστικό παραμύθι στον κόσμο. Μόλις η Αγαθή άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, κοίταξε για λίγο προς τη θάλασσα και αμέσως μετά γύρισε σ’ εμάς και μέσα στην απόλυτη σιωπή που είχε απλωθεί ανάμεσα σε όσους ήταν εκεί άρχισε να μιλά. «Αυτά που θα πω είναι σκληρά, παιδί μου. Θα σ’ τα πω όμως όπως έγιναν και τα θυμάμαι εγώ. Ο παππούς σου και ο αδερφός του τη μέρα που έγινε το μεγάλο κακό είχαν οργανώσει να επιτεθούν στους Γερμανούς. Είχαν μαζέψει κάποια όπλα και σκόπευαν να χτυπήσουν το αρχηγείο τους και να ανατινάξουν κάποιες από τις εγκαταστάσεις τους. Οι στρατιώτες τους δεν ήταν τόσοι όσοι πιο παλιά. Είχαν φύγει αρκετοί τις προηγούμενες μέρες και από ό,τι μαθαίναμε μετά, θα έφευγαν και όσοι είχαν απομείνει την επόμενη
μέρα. Ήταν όμως αρκετοί για να κάνουν ό,τι έκαναν… Λες και όλα έγιναν για να συμβεί το κακό. Σκότωσαν όσους μπόρεσαν και τα έκαψαν όλα. Την άλλη μέρα δεν έμεινε κανένας τους εδώ. Με ένα βαπόρι μάζεψαν ό,τι μπόρεσαν και έφυγαν, αλλά ο Θεός τους τιμώρησε γι’ αυτά που έκαναν. Οι Άγγλοι το βύθισαν από ό,τι είπανε και όλοι αυτοί οι δολοφόνοι πέθαναν στη θάλασσα. Που να σαπίσουν τα κόκαλά τους! Ο πατέρας μου και ο αδερφός μου ήταν σε αυτούς που είχαν συμφωνήσει να πολεμήσουν μαζί με τους υπόλοιπους. Τους πρόδωσαν όμως και δεν πρόλαβαν. Κάποιοι από τους ντόπιους αλλά και αυτή η καταραμένη. Που δεν λογάριασε ούτε τον αρραβώνα της με τον Μανόλη ούτε τίποτα. Και θα σου πω και κάτι ακόμα, παιδί μου, που ίσως να μην το ξέρεις. Αυτή η γυναίκα είναι η νονά της μάνας σου… αυτή τη βάφτισε. Τέτοιο δαίμονα δεν γέννησε ο τόπος μας άλλον… ήμασταν ίδια ηλικία περίπου και την ήξερα…» Να λοιπόν κάτι εντελώς καινούργιο που δεν ήξερα καθόλου, μια γυναίκα που δεν είχα ξανακούσει τίποτα γι’ αυτή. Είχε αρραβωνιαστεί τον αδερφό του παππού μου και είχε βαφτίσει τη μητέρα μου. Πόσα από αυτά γνώριζε όμως η ίδια μου η μητέρα; Καιγόμουν να ρωτήσω πολλά, αλλά η κυρα-Αγαθή ήταν βυθισμένη στην ιστορία που μας έλεγε και δεν ήθελα να τη διακόψω. Την άφησα να συνεχίσει και σκεφτόμουν να τη ρωτήσω στο τέλος ό,τι ήθελα. «Το πρωί εκείνης της μέρας λοιπόν οι Γερμανοί έπιασαν όλους τους ντόπιους και τους πήγαν στην πλατεία. Και μένα, μαζί με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου. Από τη μια είχαν βάλει τους άντρες και από την άλλη εμάς τις γυναίκες με τα παιδιά. Λίγο πριν, είχαν πιάσει τον παππού σου και τον θείο σου τον Νίκο με τα όπλα. Το παιδί ευτυχώς μετά το άφησαν. Δεν καταλάβαμε γιατί. Ήξεραν όμως πως ο Μανόλης είχε το ραδιόφωνο. Και απαίτησαν, για να μην
σκοτώσουν ακόμα και τα γυναικόπαιδα, να παραδοθεί μέχρι το μεσημέρι και να φέρει το ραδιόφωνο. Και τότε ήταν που άρχισε το κακό, Παναγιά μου… Οι Γερμανοί τον έπιασαν έξω από το χωριό στον μύλο του παππού σου μαζί με την προδότρια. Τον μύλο έβαλαν φωτιά και τον έκαψαν. Αυτή τον πρόδωσε και τους τον παρέδωσε. Αυτή πρόδωσε και τον Γιάννη Ρενιώτη και τους άλλους. Μετά από όσα έγιναν, την είδα εγώ να φεύγει αγκαλιά με τον Γερμανό λοχαγό έξω από το χωριό. Τον Μανόλη μετά από λίγη ώρα τον έφεραν μισολιπόθυμο στην πλατεία. Τον είχαν χτυπήσει πολύ. Σε λίγο συνήλθε και τον έδεσαν με ένα σκοινί στη μέση της πλατείας γονατιστό. Τότε μας μάζεψαν όλους μαζί σε μια μεριά απέναντί του. Περιμέναμε πως θα τον εκτελέσουν εκεί μπροστά μας. Ένα γερμανικό καμιόνι έφτασε τότε και στην καρότσα του ήταν γεμάτο πέτρες. Μας έβαλαν να τις ξεφορτώσουμε σε έναν σωρό εκεί μπροστά. Κανείς δεν καταλάβαινε γιατί το έκαναν αυτό. Ο διοικητής τους ήρθε κοντά στον Μανόλη και με ένα καμτσίκι τον χτύπησε στο πρόσωπο. Οι στρατιώτες μάς περικύκλωσαν όλους απειλώντας μας με τα όπλα τους. Τότε ένας προδότης από εδώ άρχισε να μεταφράζει αυτά που έλεγε ο διοικ ητής τους». Για λίγο σταμάτησε να αφηγείται και κοίταξε και πάλι προς τη θάλασσα. Δάκρυα έτρεξαν στα μάτια της. Το πρόσωπό της όμως, παγωμένο, έδειχνε να θυμάται με τρόμο αυτό που έγινε. Φάνηκε σαν να μην ήθελε να πει τη συνέχεια της ιστορίας και γι’ αυτό αγγίζοντας το χέρι της της είπα μαλακά: «Μετά τι έγινε, κυρα-Αγαθή… Πες μας…» Με κοίταξε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισε με δυσκολία. «Αυτά που θα σας πω είναι σκληρά και λίγοι τα ξέρουν, παιδί μου. Και όταν θα τα ακούσετε, θα καταλάβετε γιατί δεν μαθεύτηκαν στον
κόσμο. Είναι το μυστικό μας. Όσοι ζήσαμε τότε ορκιστήκαμε να μην τα μαρτυρήσουμε, αλλά τώρα τα χρόνια πέρασαν και οι τύψεις είναι άγριο πουλί που σε κυνηγά, παιδί μου, και δεν σε αφήνει σε ησυχία. Καλύτερα που δεν τους γνώρισες ποτέ σου για να είναι λιγότερος ο πόνος από αυτά που θα σας πω… Εμείς όμως γνωριζόμασταν και τους αγαπούσαμε σαν δικούς μας ανθρώπους. Δεν είναι δα και τόσο μεγάλο το νησί μας… Αυτό που μας ζήτησε λοιπόν αυτός ο καταραμένος ήταν κάτι που δεν το είχαμε ξανακούσει. Μας είπε πως έπρεπε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να πιάσουμε τις πέτρες και να σκοτώσουμε τον Μανόλη…» Εκεί σταμάτησε, και η Θέκλα που ήταν δίπλα της της έδωσε ένα μαντίλι για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως άνθρωπος θα σκεφτόταν να κάνει κάτι τέτοιο σε άνθρωπο. Στο μυαλό μου αυτόματα ήρθε η σκηνή που είχα δει προχθές στο καράβι με τον λιθοβολισμό της γυναίκας σε κάποια αραβική χώρα. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Ήταν η πρώτη φορά που κοιτάζοντας την Ανίτα την είδα να έχει τόσο θλιμμένη αλλά και έκπληκτη έκφραση. Από τη μια ένιωθα αηδιασμένος, αλλά από την άλλη ήθελα τόσο πολύ να μάθω τι έγινε τελικά. Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως θα ήταν καλύτερα να μην τ’ ακούσει όλα αυτά, αλλά την είδα προσηλωμένη στη Αγαθή και δεν είπα τίποτα. Έπιασα το χέρι της και το έσφιξα μαλακά θέλοντας να της δώσω κουράγιο. Η γριούλα με κοίταξε και είπε: «Είναι σαν να βλέπω τα μάτια του, παιδί μου… τώρα αυτή τη στιγμή μέσα στα δικά σου μάτια. Πώς μας κοίταζε όταν άκουσε αυτά που είπε ο διοικητής. Σαν να μην τον πίστευε. Θυμάμαι πως χαμογέλασε στην αρχή, λες και ό,τι ακούστηκε ήταν αστείο. Το ίδιο νομίσαμε κι εμείς… Δεν αργήσαμε να καταλάβουμε πως δεν αστειευόταν καθόλου αυτός ο διάολος ο
ίδιος. Το είπε δύο και τρεις φορές να πάρουμε τις πέτρες και να τις πετάξουμε. Ακόμα και όταν αυτός ο λοχαγός που τον είδα να φεύγει αγκαλιά με την αρραβωνιαστικιά του Μανόλη μετά πήγε κοντά και κάτι του είπε, εκείνος τον έσπρωξε και συνέχισε να ουρλιάζει πως αν δεν το κάνουμε θα μας σκοτώσει όλους. Λοιπόν… αφού κανείς μας δεν έσκυψε να πάρει πέτρα και να την πετάξει, διέταξε να φέρουν εκεί δίπλα από τον Μανόλη τον παππού σου τον Γιάννη… Έβγαλε το όπλο και χωρίς δεύτερη κουβέντα… τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Όλοι μας αρχίσαμε να φωνάζουμε, αλλά οι Γερμανοί με τα όπλα μάς απειλούσαν. Ο Μανόλης άρχισε να ουρλιάζει και να βρίζει τους Γερμανούς σαν είδε τον αδερφό του να πέφτει νεκρός δίπλα του. Η Άννα η γυναίκα του κρατώντας τη μάνα σου, μωρό τότε, στην αγκαλιά της χτυπιόταν και καταριόταν. Και οι στρατιώτες άμα τους έβλεπες είχαν σαστίσει με αυτά που γίνονταν. Ακόμα και τότε όμως κανείς δεν σήκωσε μια πέτρα να την πετάξει. Διέταξε τότε να φέρουν τη γιαγιά σου και τη μάνα σου εκεί και είπε πως θα είναι οι επόμενοι αν δεν το κάναμε… Ο Μανόλης τότε άρχισε να μας φωνάζει να πιάσουμε τις πέτρες και να του τις ρίξουμε. Ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη για να μας πείσει. Δεν ήθελε να σκοτώσουν την Άννα και τη μάνα σου. Και πάλι όμως κανείς δεν έριξε. Λες και νομίζαμε πως θα αλλάξει γνώμη την τελευταία στιγμή και δεν θα κάναμε το κακό που κάναμε. Αφού λοιπόν μας είδε και πάλι να μην πετάμε τις πέτρες στον Μανόλη, άρπαξε τη μάνα σου από την αγκαλιά της Άννας της γιαγιάς σου, και την ακούμπησε φασκιωμένη όπως ήταν στο πεζούλι παραδίπλα. Έκλαιγε το καημένο δυνατά, ακόμη ακούω τη φωνούλα του στ’ αυτιά μου. Με το όπλο του, χωρίς δεύτερη κουβέντα, πυροβόλησε την Άννα στο στήθος. Ένα κλάμα ακουγόταν σε όλο το νησί από άντρες και γυναίκες. Ο Μανόλης μας παρακάλαγε να τον
σκοτώσουμε. Όταν ο διοικητής έστρεψε το όπλο προς τη μάνα σου, καταλάβαμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Ένα μωρό παιδί. Θα το έκανε ο αντίχριστος… Άρχισαν τότε όλοι να σκύβουν με δάκρυα στα μάτια και με χέρια που έτρεμαν να παίρνουν τις πέτρες. Όταν το είδε αυτό ο διοικητής παραμέρισε και περίμενε…» Για μια ακόμα φορά σταμάτησε την αφήγηση γιατί τώρα πια δεν μπορούσε να συνεχίσει. Η φωνή της πνίγηκε μέσα στους λυγμούς και τα αναφιλητά. Ένιωσα πως βασανίζεται και όσο και αν ήθελα να μάθω τι έγινε δεν της ζήτησα να συνεχίσει. Η Θέκλα την αγκάλιασε και με κοίταξε με νόημα σαν να ήθελε να μου πει να σταματήσουμε. Τη σήκωσε με τη βοήθεια του κυρ-Θωμά και πήγε να φύγει μαζί της προς τα μέσα. Εκείνη σταμάτησε, γύρισε και μας κοίταξε και το μόνο που μπόρεσε να πει ανάμεσα στο κλάμα της, δείχνοντας τα χέρια της, ήταν: «Με αυτά τα χέρια, με αυτά τα χέρια… συγγνώμη, παιδί μου, συγχώρα μας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς…» Και χωρίς να σταματήσει να μας κοιτά, έφυγε μαζί με τη Θέκλα προς το εσωτερικό του σπιτιού κλαίγοντας…
Νησί· 1945
Ο χρόνος φαίνεται σαν να έχει σταματήσει στην πλατεία μπροστά από το λιμάνι. Στη μια πλευρά όλοι οι ντόπιοι που στα χέρια τους κρατάνε πέτρες. Στο πλάι τους στρατιώτες που τους σημαδεύουν απειλώντας τους. Κοντά στο πεζούλι ο διοικητής τους σημαδεύει με μίσος τη μικρή Μαρία, που έχει σταματήσει να κλαίει και κοιτάει τον Γερμανό από πάνω της με απορία. Με τα χεράκια της είναι σαν να θέλει να του πάρει το όπλο από τα χέρια. Απέναντι ακριβώς ο Μανόλης, γονατισμένος, με αίματα στο πρόσωπο από τα χτυπήματα που δέχτηκε όταν τον έπιασαν. Το σώμα του κινείται μπρος πίσω και ένας θρήνος ακούγεται από μέσα του. Κάτω, δίπλα του, δεξιά κι αριστερά, σκοτωμένοι, ο αδερφός του ο Γιάννης και η Άννα η γυναίκα του… Ο Μανόλης στέκεται απότομα ακίνητος και κοιτάζει προς τη μεριά που είναι όλοι οι χωριανοί του. Σηκώνει όσο μπορεί το σώμα του σαν να θέλει να τους δείξει τι να κάνουν. Βλέπει το πρώτο χέρι να σηκώνεται και να πετά την πέτρα που κρατούσε προς το μέρος του. Τον πετυχαίνει στο στήθος και μια δυνατή κραυγή πόνου βγαίνει από μέσα του. Ξανακοιτάζει άλλη μια φορά προς τα εκεί. Τα
χέρια αρκετών υψωμένα, έτοιμα να ρίξουν κομμάτια από μικρές και μεγάλες πέτρες προς αυτόν… Αμέσως μετά ο ήχος που έκαναν πέφτοντας πάνω στο κορμί του αλλά και οι κραυγές του έκαναν τον κόσμο να σταματήσει να πετά άλλες. Σωριασμένος και ματωμένος παντού, ανέπνεε με δυσκολία. Ένα πληγωμένο ζώο που αρνιόταν να πεθάνει, μούγκριζε δυνατά και σερνόταν στο χώμα. Τότε πυροβολώντας στον αέρα ο διοικητής τους έδειξε πως πρέπει να συνεχίσουν. Όλοι κατάλαβαν πως αυτό το μαρτύριο για τον Μανόλη έπρεπε να τελειώσει γρήγορα. Με μανία λοιπόν άρχισαν όλοι τους να πετάνε όσο πιο πολλές πέτρες μπορούσαν, όχι για να τον σκοτώσουν, αλλά για να τον λυτρώσουν. Όλοι, άντρες γυναίκες και παιδιά, πέταγαν με μανία πέτρες προς το πεσμένο κορμί του Μανόλη. Ο θρήνος τους και τα τσακισμένα από τον πόνο πρόσωπά τους γι’ αυτό που έκαναν ήταν τόσο έντονος που αντηχούσε παντού τριγύρω. Μετά από λίγο το ακίνητο σώμα του κείτονταν ανάμεσα στον ματωμένο σωρό από πέτρες που είχαν ξεσκίσει το κορμί του… Τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί και αποκάλυπταν τη ματωμένη σάρκα του… Τα μοιρολόγια και οι κατάρες των γυναικών ήταν το μόνο που ακούγονταν. Ο Γερμανός διοικητής πάνω απ’ το πτώμα του Μανόλη βεβαιώνεται πως πέθανε πυροβολώντας δύο φορές το έτσι κι αλλιώς άψυχο σώμα του. Γυρίζει προς τους στρατιώτες και κάτι τους λέει. Με γρήγορες κινήσεις εκείνοι ξεχωρίζουν τους άντρες από τα γυναικόπαιδα. Φαινόταν πως το κακό δεν είχε τελειώσει ακόμη. Ψηλά στην εκκλησία που είναι πάνω από το λιμάνι βρίσκεται ο Νίκος. Είχε ακολουθήσει από μακριά τον Μανόλη όταν τον συνέλαβαν οι Γερμανοί. Έκανε έναν κύκλο και, αφήνοντας την Κάρμη, τους ακολούθησε με τα πόδια. Είχε αναρωτηθεί τι απέγινε η
Ελένη, αλλά τώρα ήθελε να δει τι θα κάνανε οι Γερμανοί στον θείο του. Είναι εκεί ξαπλωμένος ανάμεσα σε κάτι θάμνους και παρακολουθεί με τρόμο αυτό που συμβαίνει. Έχει τρομάξει τόσο που το σώμα του τρέμει από τα βουβά αναφιλητά του. Είναι σε κατάσταση σοκ. Μόλις είδε να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια του ο πατέρας του με τη μητέρα του, αλλά και ο θείος του με αυτόν τον βάρβαρο τρόπο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Γερμανός εκτέλεσε έτσι απλά τους γονείς του. Δεν είχε καταλάβει γιατί οι χωριανοί πέταξαν όλες αυτές τις πέτρες και σκότωσαν τον θείο του. Έβλεπε με φρίκη καλά τι γινόταν, αλλά δεν άκουγε τα λόγια τους από τη φασαρία που επικρατούσε. Τ ώρα βλέπει τους Γερμανούς που ξεχωρίζουν τους άντρες από τις γυναίκες και καταλαβαίνει τι θα γίνει. Ακούει ξαφνικά το κλάμα της αδερφής του. Ένας Γερμανός στρατιώτης την πήρε στα χέρια του και άρχισε να περπατά προς το μέρος του μπαίνοντας μέσα στα σοκάκια του οικισμού. Χωρίς να χάσει χρόνο σηκώνεται προσεκτικά και πάει και αυτός προς τα εκεί. Πλησιάζοντας τον καθοδηγεί το κλάμα της Μαρίας που ακούγεται δυνατά. Δεν αργεί να φτάσει ακόμα πιο κοντά. Ακριβώς από κάτω του ο Γερμανός στρατιώτης σταματά με τη Μαρία αγκαλιά και την ακουμπά σε ένα πεζούλι. Προσπαθεί να βγάλει το όπλο του από τον ώμο του αλλά το λουρί έχει πιαστεί και δεν μπορεί να το κάνει. Είναι εκνευρισμένος και τον ακούει να μιλά δυνατά βρίζοντας. Χωρίς να χάσει χρόνο και πιστεύοντας πως θα τη σκοτώσει αρπάζει αθόρυβα μια μεγάλη πέτρα και πηγαίνοντας ακριβώς από πάνω του την πέτα με δύναμη και μίσος πάνω του. Τον πετυχαίνει στο κεφάλι. Αν δεν φόραγε το κράνος, θα του το είχε σπάσει σίγουρα. Ο Γερμανός βγάζει μια κραυγή πόνου και πέφτει κάτω ζαλισμένος πιάνοντας το κεφάλι του. Με ένα σάλτο ο Νίκος πηδάει από τον τοίχο και κλοτσώντας
τον ξανά στο κεφάλι, αρπάζει την αδελφή του και αρχίζει να τρέχει στα στενά σοκάκια, ανεβαίνοντας και πάλι προς την εκκλησία και από εκεί παίρνει το μονοπάτι για το βουνό. Η μικρή μόλις νιώθει την αγκαλιά του ηρεμεί και σταματά να κλαίει κοιτώντας τον στο πρόσωπο. Πίσω του ακούει τις φωνές του Γερμανού που άρχισε να συνέρχεται και παραπατώντας με το κεφάλι του μέσα στα αίματα αρχίζει να κατεβαίνει προς την πλατεία. Ο Νίκος σε λίγο, πάντα με την αδερφή του σφιχτά στην αγκαλιά του, φτάνει και πάλι στην εκκλησία. Εκείνη τη στιγμή ακούει πολλούς πυροβολισμούς και ουρλιαχτά από την πλευρά της πλατείας. Παρόλο που θέλει να τρέξει προς το βουνό, σταματά και πλησιάζει για να δει τι έχει συμβεί. Βλέπει σχεδόν όλους τους άνδρες που είχαν μαζέψει πριν οι Γερμανοί πεσμένους νεκρούς κάτω. Μόλις τους είχαν εκτελέσει και ο Γερμανός διοικητής αποτέλειωνε με το περίστροφό του όποιον δεν είχε πεθάνει. Στην πλατεία εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ο Γερμανός που μόλις λίγο πριν είχε χτυπήσει ο Νίκος. Το κεφάλι του είναι ματωμένο, και κάτι λέει ουρλιάζοντας στους άλλους. Μεμιάς τότε και τη στιγμή που ο Νίκος ήταν έτοιμος να φύγει, οι Γερμανοί στρέφουν τα όπλα τους προς τα γυναικόπαιδα και αρχίζουν να πυροβολούν. Τα πόδια του είχαν κοκαλώσει για μια ακόμα φορά και δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Έβλεπε για δεύτερη φορά άλλη μια εικόνα σφαγής στα μάτια του. Χωρίς να λυπηθούν τίποτα, πυροβολούσαν αδιακρίτως προς όλους. Ο κόσμος που είχε απομείνει άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά προσπαθώντας να σωθεί. Τότε ένας από τους Γερμανούς τον είδε και άρχισε να φωνάζει και να τον δείχνει. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του και πυροβολώντας προσπαθούσαν να τον πετύχουν. Ο Νίκος κατάλαβε πως έπρεπε να αρχίσει να τρέχει αν ήθελε να γλιτώσει. Αυτό και έκανε. Έσκυψε και έφυγε ορμώντας
προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος. Οι σφαίρες πέρναγαν από πάνω του χτυπώντας στα βράχια και στον τοίχο της εκκλησίας. Χωρίς να κοιτάξει ούτε μια στιγμή πίσω του, έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα και τα βράχια. Ήξερε πολύ καλά αυτά τα μονοπάτια και τώρα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τρέξει όσο γρηγορότερα μπορούσε. Όσο απομακρυνόταν άκουγε τις φωνές των Γερμανών που τον ακολουθούσαν από μακριά. Σε λίγη ώρα έφτασε στη θάλασσα κοντά σε μια μικρή προβλήτα που είχαν στήσει εκεί πρόχειρα οι ψαράδες. Μια βάρκα ήταν δεμένη στην άκρη. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ, και μην έχοντας και άλλη επιλογή, ακούμπησε την αδελφή του στον πάτο της βάρκας, την ξέδεσε και με τα κουπιά άρχισε αργά να απομακρύνεται από τη στεριά. Το στήθος του κόντευε να εκραγεί από την αναπνοή του που έβγαινε γρήγορα και δυνατά από μέσα του. Σε λίγο με μεγάλη δυσκολία η βάρκα έφτασε στον κάβο και στρίβοντας εξαφανίστηκε από την άλλη μεριά. Την ίδια στιγμή άκουγε τους Γερμανούς που μόλις είχαν φτάσει εκεί χωρίς όμως να προλάβουν να τον δουν… Το τελευταίο πράγμα που είχε προλάβει να δει ήταν πως κάποιοι φαινόταν να έχουν γλιτώσει και έτρεχαν στα βουνά για να κρυφτούν.
Μια ώρα πριν Ο Μανόλης και η Ελένη μόλις φτάνουν στον μύλο. Εδώ θα χωρίσουν οι δρόμοι τους. Για πάντα. Ο Νίκος καβάλα στ’ άλογό του στέκεται λίγο πιο πίσω περιμένοντας την Ελένη για να φύγουν. Η ώρα έχει περάσει και πρέπει να βιαστούν. Ο Μανόλης έχει σκοπό να πάρει το ραδιόφωνο και να πάει στο λιμάνι που τον περιμένουν να παραδοθεί.
Δεν ήθελε εξαιτίας του να σκοτωθεί κανείς. Σταματά μπροστά από την είσοδο και φέρνει την Ελένη απέναντί του. Εκείνη, χωρίς να μπορεί να κρατηθεί, πέφτει πάνω του και αρχίζει να τον φιλά παρακαλώντας τον να την αφήσει να πάει μαζί του. Ο Μανόλης με μεγάλη δυσκολία προσπαθεί να την πείσει. Βγάζει από την τσέπη του το ρολόι που του είχε χαρίσει η Ελένη και της το βάζει στο χέρι. Εκείνη το κοιτά σαν χαμένη. Αυτός σπρώχνει το χέρι της για να το βάλει μέσα στην τσέπη της ζακέτας της. Της δίνει και τη φωτογραφία από τη μέρα που έφευγε για την Ιταλία. Η Ελένη την κοιτά και σε λίγο τη βάζει και αυτή στην τσέπη της. Πριν προλάβει να του πει και πάλι πως θέλει να πάει μαζί του, από την πόρτα του μύλου πετάχτηκαν τρεις Γερμανοί στρατιώτες που είχαν κρυφτεί εκεί και τους περίμεναν. Άρχισαν να φωνάζουν άγρια και με τα όπλα τους σημάδευαν τον Μανόλη και την Ελένη που ξαφνιασμένοι έμειναν ακίνητοι. Ο ένας από αυτούς γύρισε προς τον Νίκο που μόλις τους είδε γύρισε την Κάρμη και άρχισε να καλπάζει στην κατηφόρα προσπαθώντας να ξεφύγει. Άρχισε να τον πυροβολεί και τότε η Ελένη τον έσπρωξε με τα χέρια της για να τον εμποδίσει να βρει τον στόχο του. Ένας άλλος στρατιώτης τη χτύπησε στο κεφάλι με το κοντάκι του δυνατά και την έριξε κάτω αναίσθητη. Είχε προλάβει όμως να δώσει χρόνο στον Νίκο να εξαφανιστεί ανάμεσα στα βράχια και τα δέντρα. Ο Μανόλης είχε σκύψει πάνω από την αγαπημένη του και προσπαθούσε να τη συνεφέρει. Ο ένας από τους τρεις τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον σήκωσε απειλώντας τον με το όπλο. Οι άλλοι δύο μπήκαν στον μύλο και άρχισαν να βάζουν φωτιά. Πυκνοί καπνοί άρχισαν να βγαίνουν από το εσωτερικό. Σε λίγο και αφού η φωτιά είχε εξαπλωθεί παντού, βγήκαν με το ραδιόφωνο στα χέρια. Το πέταξαν κάτω και με τα πόδια τους το διέλυσαν εντελώς σε πολλά
κομμάτια. Ό,τι απέμεινε το έριξαν στον γκρεμό ακριβώς δίπλα από τον μύλο. Ο Μανόλης βρισκόταν όρθιος με τον Γερμανό στρατιώτη που δεν είχε κατεβάσει ούτε στιγμή το όπλο του, σημαδεύοντάς τον από πίσω. Δεν μπορούσε να πιστέψει πώς τους έπιασαν και τους δύο. Νόμιζε ότι τουλάχιστον η αγαπημένη του θα ζούσε, αλλά αυτό δεν το περίμενε. Ένιωθε σαν αγρίμι σε κλουβί. Η ανάσα του έβγαινε βαριά. Δεν τον ένοιαζε που θα πέθαινε. Καταλάβαινε πως την ίδια μοίρα θα είχε και η αγαπημένη του και τα έβαζε με τον εαυτό του που την άκουσε και την πήρε μαζί του ως εκεί. Θα έπρεπε να την είχε αφήσει στο Κρυμμένο και να ερχόταν μόνος του. Τ ώρα πια ήταν αργά και καταλάβαινε πως και αυτός αλλά και η αγαπημένη του πολύ δύσκολα θα έμεναν ζωντανοί σήμερα… Οι δύο Γερμανοί, αφού άρχισαν να διαφωνούν για κάτι, άρπαξαν τον Μανόλη και σπρώχνοντάς τον τον ανάγκασαν να πάρει το μονοπάτι για το λιμάνι. Εκείνος που δεν ήθελε να αποχωριστεί την αγαπημένη του αντιστάθηκε και πήγε να τους ορμήσει. Τότε ο ένας τον χτύπησε στο κεφάλι με το όπλο του ρίχνοντάς τον κάτω. Ο τρίτος Γερμανός είχε μείνει πάνω από το λιπόθυμο σώμα της Ελένης. Κοίταξε τους άλλους να απομακρύνονται σέρνοντας τον Μανόλη και όταν δεν τον έβλεπαν πια, έβγαλε το όπλο του και τη σημάδεψε. Για λίγο έμεινε σαν να μην ήθελε να το κάνει. Το χέρι του τότε σηκώθηκε και σημαδεύοντας στον αέρα πυροβόλησε. Κοίταξε γύρω του και βιαστικά άρχισε να τρέχει προς τους άλλους για να τους προλάβει. Η Ελένη έμεινε ακίνητη κάτω από τη σκιά της ελιάς. Η ανάσα της έβγαινε με δυσκολία από μέσα της…
Βερολίνο
Η Μικαέλα μόλις έχει φτάσει στο νοσοκομείο. Είναι πολύ χαρούμενη γιατί την ειδοποίησαν το πρωί πως η μητέρα της έχει συνέλθει. Τ ώρα βρίσκεται στο ασανσέρ του νοσοκομείου. Στον ώμο της κρέμεται το λάπτοπ της μέσα στη θήκη του. Το έχει πάρει μαζί της για να δείξει στην Ελένη τις φωτογραφίες της Ανίτας και του Δημήτρη. Στο ένα της χέρι κρατάει μια ανθοδέσμη από κόκκινα τριαντάφυλλα που αρέσουν πολύ στην Ελένη. Είχε αγωνία και της φάνηκε ατελείωτη η ώρα που έκανε το ασανσέρ για να φτάσει στον όροφο όπου ήταν η μητέρα της. Δεν είχε καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει όλα αυτά που είχε ανακαλύψει στο σπίτι και είχε σκοπό να τη ρωτήσει. Πίστευε πως έστω και τώρα έπρεπε να μάθει κάποια πράγματα από το παρελθόν της μητέρας της. Περισσότερο όμως ήθελε να δει την αντίδρασή της στην ομοιότητα που είχε αυτός ο άντρας στη φωτογραφία του ρολογιού με τον συμπρωταγωνιστή της κόρης της. Σε καμία περίπτωση δεν είχε περάσει από το μυαλό της πως υπήρχε κάποια σχέση. Μόλις όμως έμαθε πως η Ελένη συνήλθε, σκέφτηκε να της δείξει αυτές τις φωτογραφίες. Και αμέσως μετά είχε σκοπό, όσο
το επέτρεπε η κατάστασή της, να τη ρωτήσει για όλα αυτά τα μυστήρια. Φανταζόταν πως η μητέρα της είχε ζήσει έναν κρυφό έρωτα πριν τον πόλεμο με αυτόν τον άντρα στην Ελλάδα. Χωρίς ποτέ της να αναφέρει σε κανέναν κάτι γι’ αυτό. Της προξενούσε όμως τρομερή εντύπωση η ομοιότητα με τον Δημήτρη. Σκεφτόταν πως πρόκειται για μια απλή σύμπτωση. Επιτέλους η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και ξεχύνεται με χαρά προς τον θάλαμο όπου είναι η μητέρα της. Φτάνει στο δωμάτιο και απέξω βλέπει έναν γιατρό και τη Ρίνα να είναι δίπλα στην Ελένη που, ανασηκωμένη λίγο, ακουμπά στην πλάτη του κρεβατιού. Είναι συνδεδεμένη με διάφορα σωληνάκια. Μόλις βλέπει τη Μικαέλα, από το τζάμι, χαμογελά και της κάνει νόημα να μπει μέσα. Εκείνη ανοίγει την πόρτα και αφού ακουμπά τη θήκη στο τραπέζι πάει κοντά της χαμογελώντας. Της δίνει τα τριαντάφυλλα και η Ελένη τα παίρνει και τα φέρνει κοντά στη μύτη της. Τα μυρίζει με ευχαρίστηση. «Πώς είσαι, μητέρα;» τη ρωτάει και κάθεται δίπλα της. «Είμαι αρκετά καλύτερα τώρα που σε βλέπω, κόρη μου. Σου είχα πει όμως πως δεν θέλω να με φέρεις στο νοσοκομείο» είπε με παράπονο. Εκείνη την ώρα ο γιατρός γύρισε προς τη Μικαέλα. «Η κυρία Ελένη είναι πολύ δυνατή, έχει μάθει να παλεύει στη ζωή της και αυτό κάνει και τώρα. Σήμερα μας εξέπληξε όλους ευχάριστα…» «Ποτέ θα μπορέσουμε να πάμε σπίτι μας, γιατρέ;» ρωτάει η Μικαέλα παίρνοντας θάρρος. «Αυτό θα το συζητήσουμε» της απαντά εκείνος με πιο σοβαρό ύφος. Αμέσως μετά όμως συνεχίζει χαμογελώντας. «Μόλις μπορέσετε, ελάτε να σας δω στο γραφείο μου» και αργά βγήκε από τον θάλαμο. Τον κοίταξε για λίγο που έφευγε. Κατάλαβε πως ίσως θα
έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένη. Η Ρίνα σηκώθηκε από την πολυθρόνα παραχωρώντας τη θέση της στη Μικαέλα. Πήρε τα τριαντάφυλλα και βγήκε χαμογελώντας έξω για να τα βάλει σε κάποιο βάζο αλλά κυρίως για να τις αφήσει μόνες τους. Η Μικαέλα έσφιξε το χέρι της μητέρας της. «Πόσο χαίρομαι, μαμά… Σε βλέπω μια χαρά. Απίστευτο μου φαίνεται». Εκείνη γελώντας και με διάθεση να την πειράξει της απάντησε: «Γιατί σου φαίνετε περίεργο, παιδί μου, νέο κορίτσι είμαι ακόμη». Γέλασαν δυνατά και οι δύο με το αστείο της. Είχε να δει τη μητέρα της με τέτοια διάθεση πολύ καιρό. Αν και την παραξένευε, προσπάθησε να το χαρεί όσο κρατούσε. Μόλις σταμάτησαν λίγο να γελούν, η Ελένη τη ρώτησε σοβαρεύοντας αρκετά: «Η Ανίτα είναι καλά; Πότε επιστρέφει;» «Είναι πολύ καλά, μητέρα, έχεις τα φιλιά της. Μου είπε ότι της έλειψες πολύ. Θα την πάρουμε αργότερα τηλέφωνο να της μιλήσεις» της είπε προσπαθώντας να την επαναφέρει στην προηγούμενή της διάθεση. Η Ελένη όμως έδειξε λίγο απότομα να βυθίζεται και πάλι στις σκέψεις της. Η Μικαέλα την παρατήρησε για λίγο και σκέφτηκε πως ίσως ήταν μια από τις τελευταίες ευκαιρίες να μάθει κάποια πράγματα για όλα αυτά που είχε ανακαλύψει στο σπίτι. «Μητέρα, στο σπίτι βρήκα κάποια πράγματα που δεν κατάλαβα τι είναι και ήθελα να σε ρωτήσω». Η Ελένη σαν να διάβασε τη σκέψη της της έσφιξε το χέρι. «Άκουσέ με, κόρη μου. Θα αναρωτιέσαι γιατί ανησύχησα για το ταξίδι της Ανίτας αλλά και ποιανού είναι αυτό το ρολόι που είχα στο κρεβάτι μου, και ποιος είναι ο άντρας στη φωτογραφία μέσα… Σας άκουγα στο κρεβάτι να συζητάτε, χωρίς να μπορώ να σας απαντήσω.
Θέλω να τα κρατήσεις όλα αυτά μαζί με το κουτί από τη σοφίτα… Το άνοιξες;» Στη Μικαέλα έκανε εντύπωση η απίστευτη διαύγεια που είχε η μητέρα της σήμερα. Θυμόταν τα πάντα. «Ναι, μητέρα, το άνοιξα με ένα κλειδί που είχες στο γραφείο σου. Δεν ήξερα αν θα συνέλθεις και ήθελα να καταλάβω γιατί μου ζήτησες να σ’ το φέρω». «Άνοιξες και το γράμμα που έχω αφήσει;» ρώτησε καχύποπτα η Ελένη. «Όχι, μητέρα δεν το άνοιξα». «Και να μην το κάνεις, κορίτσι μου, πριν…» εδώ σταμάτησε για λίγο να μιλά και τα μάτια της βούρκωσαν απότομα. Αναστέναξε. «Ξέρω καλά μέσα μου πως πλησιάζει η ώρα που θα πρέπει να αποχωριστούμε, κόρη μου. Σε αυτό το γράμμα υπάρχει γραμμένο ένα κομμάτι από τη ζωή μου… Αυτό που λείπει». Η Μικαέλα για λίγο έμεινε ακίνητη ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις της μητέρας της. Αυτό που λ είπει; Τ ι εννοούσε… Εκείνη συνέχισε. « Όταν με το καλό γυρίσει η Ανίτα, θα το ανοίξουμε. Θέλω να είμαστε οι τρεις μας και να μας το διαβάσει εκείνη. Σαν να μας λέει ένα παραμύθι. Γιατί αυτό το κομμάτι της ζωής μου είναι σαν παραμύθι που όμως δεν έχει καλό τέλος. Θα ήθελα να σας τα έχω πει εγώ, αλλά δεν νομίζω πως είμαι τόσο δυνατή». Η Μικαέλα, που είχε ξαφνιαστεί με όλα αυτά που άκουγε, της είπε γλυκά: «Είμαι η κόρη σου, μητέρα, και η Ανίτα η εγγονή σου. Σε αγαπάμε όσο τίποτε στον κόσμο. Ό,τι και αν ήταν, έπρεπε να μας το πεις. Γιατί κρατάς μέσα σου μυστικά που θα μπορούσες να μοιραστείς με τους ανθρώπους που σε λατρεύουν και θα σε καταλάβουν όσο κανένας άλλος;» «Έλα, ας αλλάξουμε θέμα τώρα, δεν μπορώ άλλο να μιλάω γι’
αυτά. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Κάνε λίγη υπομονή και όλα θα αποκαλυφθούν. Να πάρουμε τώρα την Ανίτα μας να δούμε τι κάνει, θέλω τόσο να την ακούσω». Η Μικαέλα, αν και λαχταρούσε να μάθει περισσότερα, σκέφτηκε πως δεν θα ήταν καλό να την πιέσει άλλο και έβγαλε το τηλέφωνό της και πήρε την Ανίτα. Περίμενε λίγο και αφού δεν απάντησε το έκλεισε. «Δεν απαντάει, αλλά θα μας πάρει μόλις το δει, δεν θέλω να την ενοχλώ πολύ τώρα στη δουλειά της». «Κυριακή είναι σήμερα, δουλεύουν και τις Κυριακές;» «Νομίζω πως δουλεύουν κάθε μέρα, μητέρα» είπε γελώντας. «Σου είπε σε ποιο νησί κάνουν γυρίσματα τώρα;» είπε η Ελένη με φωνή που έδειχνε αρκετή ανησυχία. «Θέλεις να σου δείξω φωτογραφίες μήπως και μαντέψεις πού είναι. Έχω ένα προαίσθημα ότι μπορεί και να καταλάβεις…» είπε και άρχισε να βγάζει από τη θήκη το κομπιούτερ της. Η Ελένη απόρησε με αυτό που είπε η κόρη της και περίμενε ανυπόμονα ν’ ανοίξει το κομπιούτερ. Η Μικαέλα ήρθε κοντά της γυρνώντας την οθόνη προς το μέρος της. Το πρώτο πράγμα που της έδειξε ήταν η φωτογραφία που της είχε στείλει η Ανίτα από την παραλία στη Γαλάζια Πέτρα. Μόλις η Ελένη είδε τη φωτογραφία, ένα παράξενο γέλιο βγήκε από μέσα της και για λίγο γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά λες και αυτό που είδε τη φόβισε. Αργά γύρισε και πάλι προς τα εκεί. Σαν να μην πίστευε αυτό που έβλεπε. Ταυτόχρονα άκουγε τη Μικαέλα να της λέει: «Αυτή είναι μια φωτογραφία από μια παραλία στο νησί που βρίσκεται η Ανίτα. Δεν είναι πολύ όμορφα; Σου θυμίζει κάτι;» Το αμήχανο χαμόγελο από το πρόσωπο της Ελένης εξαφανίστηκε απότομα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικό. Κοίταξε την κόρη της σχεδόν απελπισμένα. «Πότε
τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία;» «Νομίζω χθες» είπε προσπαθώντας να καταλάβει τι ένιωθε η μητέρα της. «Εκεί είναι η Ανίτα;» ρώτησε με αδύναμη φωνή. «Δεν είμαι σίγουρη αν είναι εκεί ακριβώς, αλλά κάπου εκεί κοντά βρίσκονται…» Κοίταξε τη μητέρα της που κοιτούσε επίμονα τη φωτογραφία. Για μια στιγμή σκέφτηκε μήπως η μητέρα της είχε πει στην Ανίτα να πάει σε αυτή την παραλία, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Ακούμπησε στο κρεβάτι το κομπιούτερ και συνέχισε. «Την ίδια παραλία έχεις ζωγραφισμένη και εσύ, μητέρα, στο κουτί που υπήρχε στη σοφίτα… πώς γίνεται; Είναι σχεδόν ίδια… έχεις πάει σε αυτό το νησί, μητέρα;» Η Ελένη τότε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την κοίταξε και της είπε: «Εκεί γεννήθηκα, κόρη μου…»
Νησί· παρόν
Ο Θωμάς μόλις έχει τελειώσει την ιστορία που η Αγαθή δεν κατάφερε να μας ολοκληρώσει. Το σώμα μου είναι σαν να δέχτηκα εγώ όλες αυτές τις πέτρες. Η Ανίτα δίπλα μου νομίζω πως νιώθει ακριβώς το ίδιο μ’ εμένα. Νιώθω αηδία αλλά και πόνο γι’ αυτά που άκουσα, γι’ αυτά που πέρασε κυρίως ο Μανόλης αλλά και όλοι οι υπόλοιποι. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου εκτελέστηκαν μπροστά στα μάτια των παιδιών τους. Πόσο τιποτένια ήταν αυτή η γυναίκα που τους πρόδωσε… Της άξιζε να πάθει τα ίδια και χειρότερα. Μέσα σε όλα αναρωτιέμαι πόσα από αυτά γνωρίζει η μητέρα μου. Ενώ προσπαθώ να συνδέσω το παζλ των πολλών πληροφοριών, σκέφτομαι πως ο θείος μου ο Νίκος τα ήξερε όλα αυτά και γι’ αυτό δεν μίλαγε ποτέ του για ό,τι έγινε. Τον κυνήγησαν όταν άρπαξε την αδερφή του από την πλατεία χωρίς όμως να τον πιάσουν. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως τον είδαν με μια βάρκα στ’ ανοιχτά να απομακρύνεται από το νησί λίγη ώρα αργότερα. Η Αγαθή, μας είπε ο Θωμάς, τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή τρέχοντας μακριά όταν οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν και τα γυναικόπαιδα. Στο βουνό που έτρεξε να κρυφτεί
με τους άλλους, κοντά σε έναν γκρεμό, είδε από την απέναντι μεριά τον Γερμανό λοχαγό να φεύγει αγκαλιασμένος με αυτή τη γυναίκα. Μάλιστα τους είπε πως τους πέταξε πέτρες προσπαθώντας να της ανταποδώσει αυτό που έκανε στον αρραβωνιαστικό της. Ο Γερμανός την πυροβόλησε χωρίς να την πετύχει… μετά όμως χάθηκαν μαζί με αυτή μέσα στα απότομα βουνά… Το είχε πει σε όλους όσοι επέζησαν και είχαν πειστεί πως αυτή τους πρόδωσε. Την άλλη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν άρον άρον. Δεν την είδαν να φεύγει μαζί τους και την έψαξαν. Αλλά τίποτα. Εξαφανίστηκε. Από τότε κανείς δεν την ξαναείδε. Κάποιοι είπαν πως οι Γερμανοί πριν φύγουν τη σκότωσαν και την πέταξαν στη θάλασσα. Μετά από όλα αυτά, όπως είπε η Αγαθή, το νησί ερήμωσε. Ακόμα και οι λίγοι προδότες έφυγαν μαζί με τους Γερμανούς. Τους κατάπιε όμως όλους η θάλασσα, όπως επανέλαβε με ευχαρίστηση ο κυρ-Θωμάς. Κανείς δεν μπορούσε να ζήσει εδώ έχοντας τις τύψεις αυτών που έγιναν. Γιατί όλοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος. Τη μέρα εκείνη όλοι όσοι ήταν στην πλατεία σήκωσαν τα χέρια τους και σκότωσαν τον Μανόλη. Και κανείς από αυτούς που επέζησαν δεν μίλαγε για ό,τι συνέβη για χρόνια. Σαν να ορκίστηκαν κρυφά να μην πουν ποτέ τίποτα για ό,τι έγινε. Ένας από αυτούς και ο θείος μου. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως ούτε η μητέρα μου ήξερε για τον λιθοβολισμό. Ο θείος μου επέλεξε να μην της πει όλη την αλήθεια. Και εκείνη επέλεξε να μην πει σ’ εμένα όλα όσα ήξερε. Πόση αγριότητα κρύβει τελικά ο άνθρωπος μέσα του και τι είναι αυτό ακριβώς που απελευθερώνει τόση κακία; Και με τόσο βάρβαρο τρόπο. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από βαρβαρότητες που έκαναν άνθρωποι σε ανθρώπους. Δεν είχα ξανακούσει όμως κάτι παρόμοιο ποτέ μου.
Τα χέρια μας με την Ανίτα ήταν δεμένα σφιχτά. Μέσα σε όλα, ένιωθα πιο δυνατός που ήταν εδώ η αγαπημένη μου και μοιραζόταν μαζί μου την τραγική ιστορία της οικογένειάς μου. Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν για όλα αυτά. Πώς να ένιωθε άραγε ακούγοντας όλες αυτές τις αγριότητες. Μεγάλωσε στη Γερμανία και είμαι σίγουρος πως ξέρει γι’ αυτά που έκαναν όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο οι ναζί εκείνη την εποχή. Φοβόμουν μήπως ένιωθε ενοχές που βρισκόταν εκεί. Όλοι ξέρανε για τη γερμανική της καταγωγή. Ο Θωμάς που για λίγο είχε φύγει γύρισε κρατώντας μια μεγάλη κορνίζα. Ήταν ακριβώς ίδια με αυτή που υπήρχε στο δωμάτιό μου κι έδειχνε κόσμο μαζεμένο μπροστά στο λιμάνι το 1938, όπως έγραφε χαμηλά. Θυμήθηκα τότε πως την είχα ξεκρεμάσει και ποτέ δεν την ξανάβαλα στη θέση της στον τοίχο. Ο Θωμάς την ακούμπησε μπροστά μας και μας είπε: «Η Θέκλα έχει μία σε κάθε δωμάτιο. Είναι μια ξεχωριστή φωτογραφία για το νησί μας. Την έχουν οι περισσότεροι στα σπίτια τους. Είναι από τις λίγες που υπάρχουν από εκείνα τα χρόνια. Είναι όμως πλέον ξεχωριστή και για σένα, Δημήτρη μου. Είναι η μοναδική φωτογραφία στην οποία υπάρχει ο Μανόλης Ρενιώτης. Μαζί του βέβαια είναι και αυτή που τον πρόδωσε. Η Ελένη Δαπάκη, έτσι τη λέγανε. Να εδώ είναι, την κρατάει αγκαλιά τη μέρα που αυτή έφυγε με το βαπόρι για σπουδές στην Ιταλία. Πού να ήξερε τι φίδι είχε στον κόρφο του. Αυτοί οι δύο είναι» και μας έδειξε με το δάχτυλό του ανάμεσα στο πλήθος τον άντρα που κρατούσε αγκαλιά τη γυναίκα με τα κλειστά μάτια. Θυμήθηκα πόση εντύπωση μου είχε κάνει αυτή η φωτογραφία και ειδικά αυτό το ζευγάρι ανάμεσα σε όλους τους άλλους. Πού να ήξερα όταν την έβλεπα πως εκεί υπήρχε ένας άνθρωπος που ήταν μέλος της οικογένειάς μου; Και πού να ήξερα πως αυτή η γυναίκα που κρατάει αγκαλιά ήταν η
αρραβωνιαστικιά του, που μάλιστα μετά τον πρόδωσε και έφυγε με τους Γερμανούς. Νόμιζα πως κάποια δύναμη που έπλεξε όλη αυτή την εξέλιξη καθόταν τώρα και γέλαγε βλέποντάς με να ανακαλύπτω σελίδα σελίδα την ιστορία της οικογένειάς μου. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το σενάριο μιας κακόγουστης φάρσας. Όση ώρα σκεφτόμουν όλα αυτά, κατάλαβα πως η Ανίτα είχε καρφωθεί στη φωτογραφία χωρίς σχεδόν να αναπνέει και την κοίταζε επίμονα. Έδειχνε παγωμένη. Κατάλαβα το χέρι της να παραλύει και να αφήνει το δικό μου. Με κοίταξε και είδα στα μάτια της και στο πρόσωπό της ζωγραφισμένο για πρώτη φορά έναν βαθύ τρόμο. Σαν να έβλεπε μπροστά της ένα φάντασμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έπαθε. Την πλησίασα ανήσυχος και την πήρα αγκαλιά. «Ανίτα μου, τι έπαθες; τι συμβαίνει;» Δεν μίλαγε. Με κοίταζε έντρομη και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ξανακοιτάξει τη φωτογραφία. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν καταλάβαινα τι έπαθε. Όλοι είχαν προσέξει αυτό που γινόταν. Αμίλητοι γύρω μας παρακολουθούσαν με περιέργεια κάθε μας κίνηση. Δεν με ένοιαζε όμως καθόλου αυτό. Έκανα άλλη μια προσπάθεια, γιατί την έβλεπα να μην αντιδρά και της είπα γλυκά: «Αγάπη μου… τι έπαθες; Μίλα μου…» Ήταν η πρώτη φορά που την αποκαλούσα έτσι. Ούτε που κατάλαβα πώς βγήκε από το στόμα μου μια τόσο συνηθισμένη φράση που την εννοούσα όμως με όλη της τη σημασία. Και μάλιστα τώρα που την έβλεπα να είναι σαν χαμένη μπροστά σε αυτή την εικόνα. Ήταν σαν να μην με άκουσε. Το δάχτυλό της αργά κύλησε πάνω στο τζάμι και σταμάτησε κάτω από το πρόσωπο της γυναίκας που, όπως είπε ο Θωμάς, ήταν η αρραβωνιαστικιά του Μανόλη Ρενιώτη. Άρχισα να πανικοβάλλομαι, γιατί μετά από όλα αυτά τα τρομερά που μόλις είχα μάθει, έβλεπα την Ανίτα να τα έχει χάσει.
Σαν να της συνέβαινε εκείνη τη στιγμή κάτι απίστευτα κακό. Προσπάθησε να μιλήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Κοίταξε γύρω της με τρόμο τους άλλους που σιωπηλοί την παρακολουθούσαν. Το δάχτυλό της εξακολουθούσε να είναι κολλημένο στο ίδιο σημείο. Φαινόταν σαν να κάνει μια προσπάθεια να θυμηθεί κάτι. Κάνοντας μια τελευταία απόπειρα να καταλάβω, την έπιασα από το πρόσωπο, την κοίταξα στα μάτια και της είπα: «Πες μου, σε παρακαλώ τι συμβαίνει, τι έπαθες;» Σαν ξαφνικά να συνήλθε, ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό της. Κοίταξε τον κυρ-Θωμά και τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε: «Αυτή η φωτογραφία είπατε πως είναι τραβηγμένη στο λιμάνι του νησιού; Είστε σίγουρος πως δεν είναι από αλλού;» «Πού δηλαδή;» ρώτησε παραξενεμένος αυτός. «Κάπου στην Ιταλία;» ρώτησε εκείνη με μεγάλη αγωνία. «Όχι, βέβαια, παιδί μου, πίσω… άμα δεις καλά, φαίνονται καθαρά τα ίδια βουνά που βρίσκονται και τώρα εκεί. Να κοίτα και από εδώ μπορείς να τα δεις. Και το λιμάνι δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε. Το βαπόρι φαίνεται με τους καπνούς που βγαίνουν από το φουγάρο του. Αν δεις καλά τη φωτογραφία, το καταλαβαίνεις… εδώ είναι, στο νησί μας τραβήχτηκε. Είναι από τότε που έφευγαν για δουλειές οι ντόπιοι στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι δεν ξαναγύρισαν ποτέ… Γιατί ρωτάς όμως;» Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έκανε αυτές τις ερωτήσεις και την κοίταζα όλο απορία αλλά και αγωνία μαζί. Η Ανίτα κοίταξε προς την απέναντι πλευρά που φαίνονταν τα βουνά που περιέβαλλαν το λιμάνι, έδειξε όμως να μην πείθεται. Πήγα να πω κάτι αλλά με πρόλαβε. «Δεν μπορεί να είναι αληθινή αυτή η φωτογραφία…» είπε και την ξανακοίταξε επίμονα λες και δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Συνέχισε
με πολλή δυσκολία. «Στο πατρικό μου σπίτι στη Γερμανία υπάρχει αυτή η φωτογραφία στον τοίχο σε μια κορνίζα…» Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που άκουγα. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό; Θεώρησα πως πιθανόν να είναι κάποια φωτογραφία που μοιάζει με αυτή. Ήταν μια πολύ συνηθισμένη πόζα που έπαιρναν τότε και πολλές έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους. Άλλωστε δεν ήταν τόσο καθαρή για να μπορείς να δεις όλες τις λεπτομέρειες. «Είσαι σίγουρη πως είναι η ίδια;» τη ρώτησα. «Όσο σίγουρη ότι είσαι μπροστά μου τώρα, Δημήτρη…» μου απάντησε και κατάλαβα πως κάτι την τάραζε συθέμελα. Προσπάθησα όσο μπορούσα να την ηρεμήσω. Την έπιασα από τους ώμους και την έφερα κοντά μου. «Ακόμα και να είναι η ίδια, Ανίτα μου, γιατί έχεις τρομάξει τόσο; Μπορεί να έτυχε κάποιος να την έφερε στο σπίτι σας, δεν είναι η μοναδική…» Η Ανίτα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έσκυψε σαν να ήθελε να κρυφτεί. Με το χέρι μου χάιδεψα μαλακά τα μαλλιά της. «Τότε… ποιος την έφερε στο σπίτι σας;» Χωρίς να μου απαντήσει, ξαναγύρισε στον κυρ-Θωμά. Η φωνή της συνέχισε να τρέμει και έβγαινε με δυσκολία. «Θέλετε να πείτε πως η γυναίκα αυτή είναι η ίδια που τους πρόδωσε όλους τότε, και πως είναι και υπεύθυνη για όλα όσα έγιναν;» ρώτησε και ήταν εμφανής η επιθυμία της η απάντηση του κυρ-Θωμά να είναι αρνητική. Εκείνος όμως με βεβαιότητα της είπε: «Αν δεν τους πρόδιδε αυτή, δεν θα τους έπιαναν και δεν θα γινόταν το μακελειό. Την ώρα που οι άνθρωποι εδώ αναγκάζονταν να κάνουν ό,τι έκαναν στον αρραβωνιαστικό της, αυτή ήταν με τον Γερμανό. Και να σκεφτείς ότι ήταν μαζί του εκεί που κρυβόταν στη Σπηλιά της Σιωπής κάτω στο
Κρυμμένο όλες τις μέρες πριν. Μακάρι να πέθαινε τότε. Μακάρι να τη σκότωσαν οι Γερμανοί, όπως λένε. Για μας αυτή η γυναίκα είναι καταραμένη. Και αν τυχόν έζησε, καταραμένο να είναι ό,τι έβγαλε από τα σπλάχνα της». Στα τελευταία του λόγια ο κυρ-Θωμάς αγρίεψε χτυπώντας μάλιστα το τραπέζι με το χέρι του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Η Ανίτα, μετά από αυτά που της είπε, άρχισε να τρέμει σαν να κρύωνε. Ακούγοντας ότι βρίσκονταν στο Κρυμμένο, θυμήθηκα τότε που πήγαμε κι εμείς κρυφά εκεί. Ο Μιχάλης που στεκόταν δίπλα με κοίταξε με νόημα όταν το άκουσε. Ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαμε μόνοι. Άλλη μια σύμπτωση λοιπόν. Στο μεταξύ, η Ανίτα, που φάνηκε να μην το κατάλαβε, μια ακόμα φορά γύρισε στον Θωμά και τον ρώτησε: «Τον Γερμανό που έφυγε μαζί του ξέρετε πως τον έλεγαν;» «Όχι, αλλά θα σου πω σε ένα λεπτό… Τα ονόματά τους τα βρήκαμε σε κάτι χαρτιά που ξέχασαν στο σχολείο. Τα έχει γραμμένα στο βιβλίο του ο πρόεδρος του συλλόγου… μια στιγμή να το βρω και σου λέω» είπε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς την κουζίνα. Ένιωθα πως δεν άντεχα άλλο. Μάζεψα όση δύναμη είχα και τη ρώτησα παίρνοντάς τη μέσα στην αγκαλιά μου: «Τ ι έχεις, κορίτσι μου, τι σημαίνουν όλα αυτά… Ποιος έφερε αυτή τη φωτογραφία σπίτι σας; Πες μου, σε παρακαλώ…» «Αυτή η γυναίκα…» είπε παγερά και σηκώνοντας το κεφάλι της έδειξε τη γυναίκα στη φωτογραφία που κρατούσε αγκαλιά ο Μανόλης. Για μια στιγμή σκέφτηκα μήπως το ποτό την είχε πειράξει. Βλέποντας όμως το πόσο καθαρή ήταν η ματιά της εκείνη τη στιγμή αλλά και το σοβαρό της ύφος, κατάλαβα πως εννοούσε αυτά που έλεγε. Πόσο απίθανο ήταν αυτή η γυναίκα που υπάρχει εκεί να πήγε
τη φωτογραφία στο σπίτι της Ανίτας. Προσπάθησα να βγάλω μια άκρη. Είχα δεχτεί πολλές πληροφορίες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Πληροφορίες που δυσκολευόμουν πολύ να χωνέψω. Μου ήρθε στο μυαλό η σκέψη που έκανα μόλις είδα τη φωτογραφία στο δωμάτιό μου… πως η Ανίτα έμοιαζε σε αυτή τη γυναίκα. Τ ώρα όμως την έβλεπα να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση και ξέχασα όλα τα υπόλοιπα. Το πρόσωπό της ήταν παγωμένο και ανέκφραστο. Δεν ήθελα να τη βλέπω άλλο έτσι και προσπάθησα να ξεδιαλύνω την κατάσταση. «Ανίτα μου, αυτό είναι σχεδόν απίθανο να συμβαίνει, πώς είναι δυνατόν αυτή η γυναίκα να έφερε τη φωτογραφία σπίτι σας… πώς το ξέρεις;» Εκείνη τη στιγμή από μέσα εμφανίστηκε ο Θωμάς κρατώντας ένα βιβλίο που έγραφε απέξω μεταξύ άλλων. Η ιστορία μας. Έψαχνε τις σελίδες αλλά ταυτόχρονα άκουγε και την απάντησή της Ανίτας. «Το ξέρω γιατί…» έκανε μια παύση και τους κοίταξε όλους γύρω. Σταμάτησε σ’ εμένα. «Γιατί, αυτή η γυναίκα είναι η γιαγιά μου». Μείναμε όλοι άφωνοι. Δεν πίστευα πως άκουσα καλά. Τη σιωπή έσπασε ο επίσης σοκαρισμένος Θωμάς λέγοντας ψυχρά: «Αλεξάντερ…» Δεν συνέχισε σαν κάτι να του έκλεψε τη φωνή. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Κοίταξε με απορία την Ανίτα που μόλις τον άκουσε να λέει το όνομα σηκώθηκε απότομα και έφυγε κλαίγοντας προς το δωμάτιο.
Νησί· 1945
Ο Αλεξάντερ τρέχει μετά το μακελειό στην πλατεία προς τον μύλο. Προσπάθησε να αλλάξει γνώμη στον διοικητή του, αλλά δεν τα κατάφερε. Είδε αυτό που έγινε και τώρα ψάχνει πολύ ταραγμένος να βρει την Ελένη. Δεν ξέρει πού είναι. Εκείνος δεν την είδε πουθενά και φοβάται μήπως και αυτή έπαθε κάτι κακό. Δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι γινόταν. Βρέθηκε να πολεμάει χωρίς ουσιαστικά να το θέλει. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο πριν πεθάνει τον ανάγκασε να καταταγεί στη ναζιστική νεολαία. Από εκεί είχε γρήγορη εξέλιξη. Η θέση του πάτερα του στο στράτευμα του άνοιγε όλες τις πόρτες όσο και αν δεν το ήθελε. Ήρθε στο νησί λόγω του φίλου του του γιατρού που βρισκόταν εκεί. Τον είχε ενημερώσει ότι τα πράγματα ήταν ήσυχα και ότι δεν είχαν πολλά προβλήματα. Ήθελε να βρει ένα ήσυχο μέρος για να τελειώσει ο πόλεμος όσο πιο ανώδυνα και να επιστρέψει στο μεγάλο παλαιοπωλείο που είχαν στο Βερολίνο. Είχε σκοπό να κάνει πολλά πράγματα γύρω από αυτό που σπούδασε. Η Ιστορία της Τέχνης του άρεσε πολύ και είχε σκοπό επιστρέφοντας να μετατρέψει το
παλαιοπωλείο σε ένα μικρό μουσείο τέχνης. Αυτά τα όνειρα τα είχε μοιραστεί με την Ελένη… Ήρθε λοιπόν πριν λίγο καιρό και δεν περίμενε πως θα ζούσε ποτέ αυτό που έζησε. Ό,τι έγινε ήταν ενάντια σε κάθε του αρχή. Ήξερε πως αύριο όλοι τους θα έφευγαν από το νησί με ένα καράβι που θα ερχόταν. Ακουγόταν πως το γερμανικό μέτωπο κατέρρευσε σε όλη την Ευρώπη και τώρα τα μάζευαν όπως όπως και επέστρεφαν στη Γερμανία. Δεν κατάλαβε το μίσος που έτρεφε μέσα του ο διοικητής του. Γιατί μια μέρα πριν φύγουν φέρθηκε με τόση απίστευτη σκληρότητα; Αν μπορούσε, θα τον σκότωνε εκεί μπροστά για ό,τι έκανε. Είχε αποφασίσει με τον φίλο του τον γιατρό αλλά και δύο ακόμα Γερμανούς το βραδάκι να έφευγαν με ένα γερμανικό σκάφος από το νησί. Είχαν μάθει ότι πολλά από τα στρατεύματά τους είχαν πλέον παραδοθεί και σκόπευαν να κάνουν το ίδιο. Ήταν θέμα ωρών πια να τελειώσει όλο αυτό. Ξέρει πως μπορεί να κατηγορηθεί για λιποταξία, αλλά δεν τον νοιάζει πια. Προτιμούσε να παραδοθεί παρά να σκοτωθεί για την τιμή μιας ιδέας που δεν πίστευε. Μετά από αυτά που έγιναν, κατάλαβε πως δεν ανήκει εκεί. Καταριόταν τον εαυτό του που δεν το έκανε νωρίτερα. Αν δεν ήταν η Ελένη, θα είχε φύγει μέρες πριν. Τ ώρα όμως δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Το βράδυ ή θα έφευγε με τον φίλο του τον γιατρό και τους άλλους ή θα έπρεπε να πάει με τους υπόλοιπους στο καράβι. Κάτι που δεν ήθελε με τίποτα. Στη Γερμανία είχε τη μητέρα του. Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί στο μέτωπο της Ρωσίας στις αρχές του πολέμου. Τα πάντα κατέρρεαν και προσπαθούσε να επιβιώσει με όποιον τρόπο μπορούσε. Ο ήλιος ακόμη είναι ψηλά και καίει πολύ. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα και περπατάει ελπίζοντας να βρει κάπου την Ελένη. Και το μόνο μέρος που σκέφτηκε πως θα μπορούσε να είναι τώρα ήταν ο
μύλος. Εκεί άλλωστε της είχε πει να πάει. Την είχε ερωτευτεί από την πρώτη μέρα που την είδε στο σχολείο, τότε που την έσωσε από τα χέρια των μεθυσμένων στρατιωτών. Έκτοτε, δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην προσπαθεί να είναι κοντά της. Τη βοηθούσε κρυφά όσο μπορούσε και της είχε αναθέσει να συντηρεί κάποιους πίνακες. Ήταν και αυτή μια πρόφαση για να μπορεί να είναι κοντά της. Τον είχε γοητεύσει η απλότητα αλλά και η ιδιαίτερη ομορφιά της. Δεν είχε γνωρίσει καμία στο παρελθόν με τον δυναμισμό και την προσωπικότητα της Ελένης. Καταλάβαινε πως αγαπούσε τον Μανόλη, αλλά αυτό δεν τον αποθάρρυνε ποτέ από το να την πολιορκεί. Τ ώρα είχε δει με τα μάτια του αυτό που έπαθε ο Μανόλης και οι άλλοι και το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από εκεί. Και μακάρι να μπορούσε να πάρει και την Ελένη μαζί του. Πλησιάζοντας στον μύλο, βλέπει από μακριά, κάτω από τον ίσκιο της ελιάς που βρισκόταν μπροστά, ένα πεσμένο ανθρώπινο σώμα. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν είναι άντρας ή γυναίκα και αρχίζει να τρέχει με δύναμη. Όσο πλησιάζει, η ανάσα του πάει να κοπεί από το λαχάνιασμα. Δεν αργεί να φτάσει κοντά. Αυτό που βλέπει αρχικά τον παγώνει. Η Ελένη βρίσκεται πεσμένη κάτω ακίνητη. Αίματα τρέχουν από το μέτωπό της. Δεν φαίνεται να αναπνέει. Γονατίζει από πάνω της και τη γυρνά απελπισμένος για να δει αν ζει. Μόλις ένιωσε το τράνταγμα του Αλεξάντερ, εκείνη αρχίζει να συνέρχεται και να κουνά το κεφάλι της δεξιά αριστερά. Ο Αλεξάντερ της μιλά και την ανασηκώνει λίγο. Βλέπει το τραύμα στο κεφάλι της. Βγάζει το φουλάρι που φοράει στον λαιμό του και αρχίζει να της το τυλίγει με προσοχή. Το άσπρο φουλάρι αμέσως γίνεται κόκκινο στο σημείο που έχει το τραύμα από το αίμα που έχει τρέξει. Σιγά σιγά ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτά. Απορεί που τον βλέπει και δείχνει ακόμη πολύ ζαλισμένη.
«Πώς είσαι; πώς νιώθεις; Πονάς…» τη ρωτάει αλαφιασμένος ακόμη. Η Ελένη, με ορθάνοιχτα μάτια, γεμάτα φόβο, ρωτάει σαν να παραμιλάει: «Ποιος είσαι; Πού βρίσκομαι;» Ο Αλεξάντερ ξαφνιάζεται αλλά καταλαβαίνει πως πιθανόν από το χτύπημα να είναι ακόμη ζαλισμένη. Από τα λίγα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει στην ιατρική, ήξερε πως μπορούσε να συμβεί αυτό. Την κοίταξε στα μάτια περισσότερο ανήσυχος τώρα. «Ελένη, είμαι ο Αλεξάντερ, είσαι ζαλισμένη γιατί σε χτύπησαν στο κεφάλι, έλα να σηκωθείς λίγο». Εκείνη έκανε προσπάθεια να ανασηκωθεί, εξακολουθώντας να έχει φοβισμένο ύφος. «Ποιος με χτύπησε; Γιατί; Δεν σε γνωρίζω… ποιος είσαι; Γιατί βρίσκομαι εδώ;» Ο Αλεξάντερ καταλαβαίνει πως η Ελένη δεν θυμάται τίποτα. «Μπορείς να μου πεις τι θυμάσαι; Ξέρεις πού βρίσκεσαι και τι έγινε πριν λίγο;» Εκείνη κάτι πήγε να πει, αλλά σταμάτησε. Τον κοίταξε με ένα χαμένο ύφος πιάνοντας το κεφάλι της που πήγαινε να σπάσει από τον πόνο. «Δεν θυμάμαι τίποτα…» Ο Αλεξάντερ ήξερε πως δεν έχουν και πολύ χρόνο. «Άκουσε με, πρέπει να φύγουμε, αλλιώς, αν μας βρουν μαζί, θα μας σκοτώσουν. Θα σ’ τα εξηγήσω όλα, αλλά τώρα πρέπει να με εμπιστευτείς και να έρθεις μαζί μου. Πάμε, μας περιμένουν…» Λέγοντας αυτά την ανασήκωσε αργά. Έδειχνε ακόμη πολύ ζαλισμένη. Μια κραυγή πόνου βγήκε από τα χείλη της την ώρα που ο Αλεξάντερ τη βοηθούσε. Δεν μπορούσε εύκολα να σταθεί όρθια. Τη
στερέωσε στον ώμο του και άρχισε να περπατά μαζί της. Η Ελένη έδειχνε να τα έχει χαμένα και χωρίς να πει τίποτα αφέθηκε και τον ακολούθησε. Περπατούσε με δυσκολία. Το στόμα της είχε στεγνώσει από τη δίψα. Αφού περπάτησαν αρκετά, έφτασαν σε ένα σημείο που έτρεχε λίγο νερό σε ένα αυλάκι μπροστά τους. Ο Αλεξάντερ έλυσε το φουλάρι του από το μέτωπό της και της ζήτησε να γονατίσει για να της πλύνει την πληγή. Η Ελένη τον κοίταζε και παρόλο που δεν θυμόταν ποιος είναι, ένιωσε πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Αφού την περιποιήθηκε, τη βοήθησε να σκύψει για να πιει λίγο νερό. Μετά ήπιε και ο ίδιος και τη σήκωσε αργά για να φύγουν. Και πάλι μόλις στάθηκε όρθια, έβγαλε μια φωνή που μαρτυρούσε πως πονούσε. Τον κοίταξε την ώρα που άρχισαν να περπατάνε και τον ρώτησε με μεγάλη απορία: «Πού πάμε;» «Πάμε να πάρουμε ένα καράβι να μας πάρει μακριά από εδώ» της είπε ο Αλεξάντερ χωρίς να κόψει τον ρυθμό του. Η Ελένη τότε σταμάτησε απότομα και γύρισε προς το μέρος του. «Δεν θα πάω πουθενά, αν δεν μου πεις ποιος είσαι και πού πάμε». Ο Αλεξάντερ ένιωσε απελπισία, από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε κάποιος να τους δει εκεί. Πλέον δεν κινδύνευαν μόνο από τους δικούς του αλλά και από τους ντόπιους. Αυτοί που προδώσαν τον Μανόλη και τους υπόλοιπους είχαν διαδώσει πως η Ελένη κρυβόταν πίσω από την προδοσία. Επικαλούμενοι κυρίως τη σχέση που είχε ο ίδιος μαζί της. Αυτοί, που ήταν λίγοι βέβαια, ήταν από εκείνους που δεν βρίσκονταν στην πλατεία. Αποφάσισε λοιπόν να της πει κάτι για να την αναγκάσει να τον ακολουθήσει. Ήξερε πως, αν της έλεγε την αλήθεια, το πιθανότερο θα ήταν να μην πήγαινε μαζί του. Ειδικά αν μάθαινε τι έπαθε ο αγαπημένος της και οι υπόλοιποι. Αποφάσισε
λοιπόν να εκμεταλλευτεί το κενό στη μνήμη της. «Είμαι ο άντρας σου, Ελένη, και πρέπει να γυρίσουμε σπίτι μας γρήγορα». Από μακριά ακουστήκαν κάποιοι πυροβολισμοί. Στο βάθος πυκνοί καπνοί έβγαιναν από το μέρος που ήταν το λιμάνι. Η Ελένη ακούγοντας τους πυροβολισμούς τρόμαξε και αγκάλιασε τον Αλεξάντερ. Εκείνος χωρίς να χάσει χρόνο την κράτησε κοντά του και άρχισαν να περπατάνε αγκαλιασμένοι προς το μέρος όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι. Στα δεξιά τους υπήρχε ένας μεγάλος γκρεμός και έπρεπε να βαδίσουν με προσοχή. Ακριβώς απέναντί τους στην άλλη πλευρά του μεγάλου γκρεμού εμφανίζεται πίσω από έναν βράχο το κεφάλι μιας γυναίκας που παρακολουθεί από μακριά τον Αλεξάντερ να φεύγει αγκαλιά με την Ελένη. Είναι τρομαγμένη αλλά έχει στυλώσει το βλέμμα της πάνω τους. Χωρίς να χάσει χρόνο, μόλις η γυναίκα καταλαβαίνει ποια είναι, παίρνει μια πέτρα και με όση δύναμη και μίσος έχει την πετάει προς το μέρος τους φωνάζοντας: «Προδότρα». Πολλές φορές και μανιασμένα. Η πέτρα δεν έφτασε ούτε μέχρι τη μέση του γκρεμού που υπήρχε ανάμεσά τους και έπεσε στο κενό. Ο Αλεξάντερ αρπάζει την Ελένη που τρομοκρατημένη τον ακολουθεί πίσω από τα βράχια. Βγάζοντας το όπλο του πυροβολεί προς τα εκεί. Αμέσως μετά γυρίζει και με γοργό βήμα φεύγουν και χάνονται. Απέναντι, πίσω από τη γυναίκα που πετά και άλλες πέτρες με μανία αδιαφορώντας για τον πυροβολισμό, φτάνει ένας άντρας λαχανιασμένος που της φωνάζει καθώς την αρπάζει: «Αγαθή, πρόσεξε, είσαι τρελή, θα σε σκοτώσουν, κρύψου…» και την κατεβάζει κάτω. Αρκετή ώρα μετά η Ελένη, ο Αλεξάντερ και άλλοι τρεις βρίσκονται στο γερμανικό σκάφος και ταξιδεύουν στα ανοιχτά. Έχουν σκοπό να
πάνε να παραδοθούν σε ένα μεγαλύτερο νησί που πια δεν είναι υπό γερμανική κατοχή. Πίσω τους η στεριά διαγράφεται σαν μια μαύρη σκιά με φόντο τον ροδοκόκκινο ουρανό. Κοντεύει να νυχτώσει και όλα φαίνονται πολύ γαλήνια από αυτή την πλευρά που είναι εντελώς ακατοίκητη. Οι άντρες μιλάνε στο πίσω μέρος και η Ελένη στέκεται μπροστά κοιτάζοντας τον ορίζοντα. Το κεφάλι της είναι δεμένο με επιδέσμους που της έβαλε ο γιατρός φίλος του Αλεξάντερ. Μια άσπρη σημαία κυματίζει από το κατάρτι. Η Ελένη δεν έχει θυμηθεί τίποτα. Ούτε ποια είναι ούτε τι κάνει εκεί. Πίστεψε όπως είναι η γυναίκα του Αλεξάντερ και τώρα τον ακολουθούσε βουβά. Στο μυαλό της γυρνάει αυτή η γυναίκα που με μανία φώναζε προς το μέρος τους και τους πέταγε πέτρες. Είχε πειστεί πως κινδύνευε και πως ο Αλεξάντερ τη βοηθούσε. Δεν μπορούσε όμως να φέρει καμιά άλλη ανάμνηση στο μυαλό της. Κάποια στιγμή βάζει το χέρι της στη μέσα τσέπη της ζακέτας της. Ανακαλύπτει πως κάτι υπάρχει. Αργά και προσέχοντας να μην τη δουν το βγάζει έξω. Είναι μια φωτογραφία και ένα ρολόι τσέπης. Ασυναίσθητα γέρνει το σώμα της περισσότερο για να μην μπορούν οι υπόλοιποι να δουν αυτά που κρατάει στα χέρια της. Κοιτάζει τη φωτογραφία και βλέπει πως είναι σε ένα λιμάνι που δείχνει κόσμο μαζεμένο. Δεν έχει όμως πολύ φως και με δυσκολία ξεχωρίζει κάτι. Κοιτά το ρολόι που είναι χτυπημένο στο μπροστινό του μέρος. Το παρατηρεί προσεκτικά και ανοίγει αργά το καπάκι του. Με δυσκολία βλέπει πως υπάρχει εκεί η φωτογραφία ενός άντρα. Δεν μπορεί όμως να ξεχωρίσει ποιος είναι. Στο ασημένιο καπάκι βλέπει πως είναι γραμμένες κάποιες λέξεις. Στο ελάχιστο φως διαβάζει με δυσκολία Μ+Ε ΜΑΖΙ ΠΑΝΤΑ . Ταυτόχρονα προσέχει για πρώτη φορά το δαχτυλίδι που φοράει στο χέρι της. Σαν κύμα που έρχεται και χάνεται το μυαλό της προσπαθεί να θυμηθεί αλλά δεν τα
καταφέρνει. Αρχίζει και πάλι να κλαίει με αναφιλητά κοιτάζοντας τον ουρανό. Καταλαβαίνοντας πως ο Αλεξάντερ την πλησιάζει, βάζει γρήγορα στην τσέπη της το ρολόι και τη φωτογραφία. Φτάνει κοντά της και με τα χέρια του την πιάνει από τους ώμους και αφού κοιτάζει λίγο το τραύμα της της λέει: «Θυμήθηκες τίποτα;» Η Ελένη τον κοιτά πολύ έντονα χωρίς να του απαντήσει. Κατεβάζει τα χέρια του από πάνω της και γυρνάει μπροστά. Τα μάτια της ξαφνικά λάμπουν στο σκοτάδι. Στη μνήμη της εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα όνομα χωρίς όμως να καταφέρει να θυμηθεί κάτι άλλο. Ένα όνομα που είναι σαν να ακούει να το φωνάζει κάποιος μέσα στο μυαλό της… Μανόλ η… Στο βάθος του ορίζοντα το φεγγάρι ίσα που άρχιζε να ξεπροβάλλει μέσα από τη θάλασσα…
Νησί· παρόν
Με τα πόδια μου μουδιασμένα κατευθύνομαι προς το δωμάτιό μου. Νιώθω πως κάθε μου βήμα είναι και μια τεράστια προσπάθεια να πλησιάσω και πιο κοντά. Δεν νιώθω καθόλου ζαλισμένος. Το μόνο που προσπαθώ να καταλάβω είναι αν όλα αυτά που ζω συνέβησαν στην πραγματικότητα ή τα φαντάζεται το μυαλό μου. Από την ώρα που η Ανίτα έφυγε από την αυλή, όλα γύρω μου είναι νεκρά. Σαν κάποιος να έκλεισε τον ήχο. Το έχω ξαναζήσει αυτό το συναίσθημα. Τότε που πέθανε ο πατέρας μου. Ένα τεράστιο κενό μέσα μου, που όπως και τότε νομίζω πως τίποτα δεν μπορεί να το γεμίσει. Έχω περπατήσει τη μισή διαδρομή ως το δωμάτιο και από το μυαλό μου περνούν άπειρες σκέψεις με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. Ανεβαίνοντας τη σκάλα πλησιάζω την πόρτα με μόνο μια ελπίδα. Να δω την Ανίτα να μου χαμογελά και να μου λέει πως όλο αυτό είναι ένα κακόγουστο αστείο. Ας είναι μια φάρσα και δεν πρόκειται να της πω τίποτα, δεν θα θυμώσω καθόλου, όσο και αν τώρα έχω χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν θέλω να ζήσω την πιθανότητα να είναι αλήθεια αυτά που άκουσα. Δηλαδή η γυναίκα που πρόδωσε τον παππού μου και
ήταν υπεύθυνη για όλα όσα έγιναν να είναι η γιαγιά της Ανίτας. Και ο παππούς της ήταν αυτός ο Γερμανός… Πώς μπορούσε να συμβαίνει αυτό; Ήταν απίθανο και να το φανταστεί κανείς. Θέλω όσο ποτέ άλλοτε να με έχει κοροϊδέψει και όλα να είναι ψέματα. Αν όμως ήταν αλήθεια… δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας αυτή τη στιγμή είναι σε δυσκολότερη θέση… Εκείνη ή εγώ; Νομίζω πως ζούμε την ίδια εφιαλτική εμπειρία από διαφορετική μεριά. Ανοίγω αργά την πόρτα του δωματίου και τη βλέπω πεσμένη στο κρεβάτι να κλαίει βουβά. Για μια στιγμή δεν ξέρω τι ακριβώς πρέπει να κάνω. Πλησιάζω και μόλις με καταλαβαίνει γυρνάει αργά και με κοιτάζει με τρόμο. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα. Τα αναφιλητά της είναι δυνατά και σχεδόν δείχνει να μην μπορεί να αναπνεύσει. Είναι η πρώτη στιγμή από τότε που τη γνώρισα που για πρώτη φορά τη νιώθω τόσο μακριά μου. Σαν ξαφνικά να μας χωρίζει τεράστια απόσταση. Έχουν γίνει τόσο πολλά μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, που ένιωθα πως έπρεπε να τα βάλω σε μια τάξη. Ενώ κανονικά θα την αγκάλιαζα, για κάποιο λόγο κάθισα απέναντί της και αφού έμεινα για λίγο σιωπηλός της είπα: «Είχα την ελπίδα όλα αυτά να είναι ένα αστείο και να σε βρω να γελάς… Από ό,τι βλέπω όμως, δεν είναι…» Πριν προλάβω να συνεχίσω, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να κλαίει, είπε: «Όχι, Δημήτρη… μακάρι να ήταν ψέματα, αλλά δεν είναι. Και εγώ θα ήθελα να είναι μια φάρσα, αλλά με αυτά που άκουσα έχω σχεδόν πειστεί πως αυτή η γυναίκα είναι η γιαγιά μου. Τον παππού μου τον έλεγαν Αλεξάντερ. Αλλά απ’ ό,τι μου είχαν πει μέχρι τώρα, ήξερα ότι δεν είχε έρθει ποτέ στην Ελλάδα… Δεν έχω τη δύναμη να τηλεφωνήσω καν στη μητέρα μου να τη ρωτήσω… αλλά θα το κάνω σύντομα». «Πριν τηλεφωνήσεις, να τα βάλουμε σε μια σειρά για να δούμε
μήπως δεν είναι έτσι…. Ηρέμησε, σε παρακαλώ, και πες μου τι ξέρεις για τη γιαγιά σου; Μου έχεις πει πως οι γονείς της είχαν έρθει στη Γερμανία και πως αυτή γεννήθηκε εκεί…» Δεν με άφησε να ολοκληρώσω. «Όλα αυτά τα χρόνια καταλάβαινα πως μας έκρυβε κάποια πράγματα για τη ζωή της. Δεν ήθελε ποτέ της να μιλάει για το παρελθόν και κάποια πράγματα ήταν θολά. Καταλάβαινα πως κάτι την πλήγωνε και ποτέ δεν την πίεσα να μου πει την αλήθεια. Δεν περίμενα να μάθω την ιστορία της με αυτόν τον τρόπο. Δεν μπορώ να πιστέψω πως όλο αυτό που ζω είναι αληθινό». Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε πιο ήρεμα τώρα. «Ο παππούς μου σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό του Βερολίνου με τη μητέρα του και όλη την υπόλοιπη οικογένεια. Μόνο η γιαγιά μου είχε γλιτώσει τότε. Αυτά μας είχε πει. Την είχα αφήσει να νομίζει πως πίστευα όλα όσα μας έλεγε… Είμαι όμως σίγουρη πως η γιαγιά μου δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι έγινε τότε. Είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο και δεν θα μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει κακό σε κανέναν. Κάτι άλλο υπάρχει που δεν ξέρουμε και γι’ αυτό θέλω να μιλήσω μαζί της. Είναι στο νοσοκομείο και δεν ξέρω καν αν θα μπορεί αν μου μιλήσει. Δεν μπορεί όμως να τα έκανε όλα αυτά… Θέλω να με πιστέψεις» είπε παρακλητικά, προσπαθώντας να με πείσει. Μέσα μου είχα παγώσει. Ήξερα πως ακόμα και αν όντως η Ελένη ήταν η γιαγιά της Ανίτας, η ίδια δεν μπορούσε να έχει κάποια σχέση με ό,τι έγινε. Το πιθανότερο θα ήταν να ισχύει αυτό που μου έλεγε μόλις. Πως η γιαγιά της δεν τους είπε ποτέ τίποτα. Και τι να τους πει βέβαια μετά από αυτά που έκανε. Ένιωθα απίστευτο μίσος γι’ αυτή τη γυναίκα, αλλά ταυτόχρονα είχα εκεί απέναντί μου τον άνθρωπο που τους τελευταίους τρεις μήνες είχε αλλάξει τόσο τη ζωή μου. Ήθελα πολύ να τα διαχωρίσω αλλά ήταν αδύνατον. Αυτό που ζούσα
με την Ανίτα ήταν μοναδικό και δεν ήθελα τίποτα να το αλλάξει… Ακόμα και αν μπορούσα να προσπεράσω τις πράξεις της γιαγιά της, πώς θα γινόταν κάποια στιγμή να αντικρίσω αυτή τη γυναίκα; Προσπαθώντας να βρω μια άκρη συνέχισα. «Ανίτα, σε πιστεύω. Δεν μπορώ να φανταστώ πως ήξερες το παραμικρό από όλα αυτά. Όμως αυτό δεν διαγράφει όλα αυτά που έγιναν. Δεν μπορώ ούτε καν να διανοηθώ πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει μια τόσο απίθανη σύμπτωση. Τα γεγονότα και οι μαρτυρίες λένε πως αυτή η γυναίκα πρόδωσε τον αγαπημένο της και όλους τους άλλους. Είναι η γυναίκα που ουσιαστικά ήταν η αιτία να αφανιστεί η οικογένειά μου. Τον παππού σου εντάξει, όχι ότι μπορώ να τον δικαιολογήσω, αλλά ήταν Γερμανός και πολεμούσε. Η γιαγιά σου όμως τι έκανε; Η μητέρα μου και ο θείος μου από τύχη έζησαν. Σου έχω πει τι τράβηξαν… Αυτή έφυγε στη Γερμανία για να ζήσει ελεύθερη τη ζωή της, και οι ναζί σκότωσαν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Δεν λυπηθήκαν ούτε τα μικρά παιδιά…» Με κοίταξε με έκπληξη, γιατί, παρασυρμένος από όλα αυτά, δεν είχα καταλάβει πως τα λόγια μου έβγαζαν ξαφνικά ένα τεράστιο μίσος γι’ αυτή τη γυναίκα και όχι μόνο. Μιλούσα σαν να ήμουν πλέον σίγουρος για την ταυτότητα της γιαγιάς της. Την ψυχρότητά μου την κατάλαβε αμέσως. Φάνηκε από τον τρόπο που με κοίταζε. Δεν έκανα καμιά κίνηση να την πλησιάσω. Αφού για λίγη ώρα δεν είπαμε τίποτα προσπαθώντας και οι δύο να σκεφτούμε τι θα κάνουμε, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Με δυσκολία άρχισε να μαζεύει τα λίγα πράγματά της. Μπήκε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της. Πήγε προς την πόρτα. Ούτε τότε έκανα κάποια κίνηση. Ένιωθα μουδιασμένος αλλά και θυμωμένος. Γύρισε πριν βγει, με κοίταξε και είπε: «Αν όλα αυτά είναι αλήθεια, το μόνο που μπορώ
να πω σ’ εσένα και στην οικογένειά σου είναι πως λυπάμαι και μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για να τ’ αλλάξω. Θέλω να μιλήσω με τη γιαγιά μου και τη μητέρα μου πριν από οτιδήποτε. Γι’ αυτό θα είναι καλύτερα να φύγω τώρα. Θα είμαστε αναγκαστικά μαζί για μερικές μέρες ακόμα στη δουλειά. Αυτό που δεν θέλω να ξεχάσεις όμως ποτέ σου είναι πως από την πρώτη μέρα που σε είδα ένιωσα σαν να βρήκα αυτό που έψαχνα σε όλη μου τη ζωή. Όσο ξαφνικά όμως πίστευα πως το βρήκα, τόσο ξαφνικά φαίνεται πως το χάνω». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου της που είχε ξεχάσει και γύρισε να το πάρει από το τραπέζι. Κοίταξε την οθόνη και ένας αναστεναγμός βγήκε από το στήθος της. Έβαλε το ακουστικό στο αυτί της κοιτάζοντάς με. Η φωνή της βγήκε με πολύ κόπο χωρίς να μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά της για άλλη μια φορά. «Έλα, μητέρα… ναι, μπορώ… τι έγινε;» Παρακολουθούσα το πρόσωπό της όσο άκουγε αυτά που της έλεγε η μητέρα της να σφίγγεται. Μια μικρή κραυγή βγήκε από μέσα της και διπλώθηκε γονατίζοντας στο πάτωμα. Κάτι είπε στα γερμανικά σαν να παραμιλούσε και να της φαινόταν απίστευτο αυτό που άκουσε. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα να μιλά γερμανικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Ένιωθα σαν κάποιος να είχε ανοίξει πυρ και μας πυροβολούσε από παντού. Την πλησίασα. Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να μπορέσει να πει κάτι παραπάνω στη μητέρα της. Την έπιασα και τη γύρισα προς το μέρος μου. «Τ ι συμβαίνει, Ανίτα, τι έπαθες;» Για μια ακόμα φορά σήμερα τα λόγια της βγήκαν με δυσκολία από μέσα της ανάμεσα σε αναφιλητά. «Η μητέρα μου με πήρε από το νοσοκομείο…» «Και τι σου είπε;» «Μου είπε πως πριν από λίγο η γιαγιά μου πέθανε».
Βερολίνο· πριν από λίγο
Στο δωμάτιο του νοσοκομείου η Μικαέλα στέκεται απέναντι από τη μητέρα της ακίνητη. Αυτό που της είπε μόλις το άκουγε για πρώτη φορά. Δυσκολευόταν πολύ να την πιστέψει. Δεν είχε γεννηθεί στη Γερμανία, όπως ήξεραν μέχρι τώρα. Για ποιο λόγο έλεγε ψέματα τόσο καιρό; Για μια στιγμή νόμισε πως ήταν μέρος της αλλόκοτης συμπεριφοράς που είχε τελευταία. Από την άλλη, όλα αυτά που είχε ανακαλύψει την προβλημάτιζαν. Τ ώρα λοιπόν άλλη μια πληροφορία. Εντελώς νέα γι’ αυτήν. Η Ελένη έχει μείνει να κοιτά στην οθόνη τη Γαλάζια Πέτρα. Το πρόσωπό της έχει μια γλυκιά νοσταλγική έκφραση. Η Μικαέλα πιάνει τον υπολογιστή και κρατώντας τον στην αγκαλιά της κάθεται δίπλα της. «Τ ι εννοείς, μητέρα, ότι γεννήθηκες εκεί… Πώς γίνεται αυτό;» Η Ελένη ανασηκώνεται λίγο στο κρεβάτι της και κοιτά από το πλάι την οθόνη. Δεν υπήρχε πια η φωτογραφία της παραλίας αλλά αυτή του Δημήτρη με την Ανίτα που άλλαξε τη στιγμή της μετακίνησης. Με το χέρι της το γυρνάει και τη φέρνει απέναντί της. Το πρόσωπό της φωτίζεται ξαφνικά. Το μόνο που βγαίνει από το
στόμα της είναι μια λέξη: «Μανόλη…» Η Μικαέλα την κοιτά παράξενα. Αναρωτιέται ποιος είναι αυτός που η μητέρα της μόλις ανέφερε. «Ποιος είναι ο Μανόλης, μητέρα…» Η Ελένη κοιτά έντονα τη φωτογραφία. Απλώνει το χέρι της και χαϊδεύει την οθόνη στο μέρος που είναι ο Δημήτρης που χαμογελά. Είναι μια φωτογραφία που είχαν βγάλει λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα και τα μαλλιά του Δημήτρη ήταν αρκετά μακριά. Είναι στο ίδιο μήκος με αυτά που είχε ο Μανόλης στη φωτογραφία στο ρολόι. Πέρα από αυτό όμως η ομοιότητα ήταν εμφανής. Η Ελένη, συνεχίζοντας να αγγίζει την οθόνη τρυφερά, αρχίζει να μιλά με τρόπο απόκοσμο: «Του μοιάζει τόσο… Τα μάτια τους μόνο είναι διαφορετικά». Σαν τόση ώρα να μην έβλεπε πως δίπλα του ήταν η Ανίτα και να την πρόσεξε μόλις, έκανε μια μικρή κίνηση προς τα πίσω για να δει καλύτερα. «Η Ανίτα… ποιος είναι αυτός μαζί της;» Η Μικαέλα πριν της απαντήσει βγάζει από την τσάντα της το ρολόι και το ανοίγει μπροστά στην Ελένη. «Είναι ο Δημήτρης, μητέρα, ο συμπρωταγωνιστής της Ανίτας μας. Μαζί κάνουν γυρίσματα στο νησί. Και μοιάζει πολύ με αυτόν τον άντρα που υπάρχει σε αυτή τη φωτογραφία… Το όνομά του υποθέτω πως είναι Μανόλης, έτσι;» της λέει προσπαθώντας να βγάλει και αυτή μια άκρη. Η Ελένη κοιτά τη φωτογραφία στο ρολόι και κλείνει τα μάτια της. Το ακουμπά έτσι ανοιχτό τρυφερά στο στήθος της. Για μια στιγμή φάνηκε να μην αισθάνεται καλά. Εντελώς ξαφνικά δείχνει να αισθάνεται μεγάλη δυσφορία. Η Μικαέλα, που το καταλαβαίνει, πιάνει το πρόσωπό της και προσπαθεί να τη συνεφέρει. Σκέφτεται να πατήσει το κουμπί για να έρθει κάποιος, αλλά βλέπει τη μητέρα της να συνέρχεται και σταματά. «Είσαι καλά, μαμά; Να φωνάξω τον
γιατρό;» της λέει ανήσυχα. Η Ελένη πήρε μερικές αναπνοές και έδειξε να συνέρχεται. «Είμαι καλά, κόρη μου, όχι, μην φωνάξεις κανέναν. Δεν έχουμε πολύ χρόνο, πρέπει να μάθεις… κάθισε κοντά μου» λέει και ξανακοιτά τη φωτογραφία του Δημήτρη και της εγγονής της. Η Μικαέλα κάθεται ξανά στην πολυθρόνα δίπλα της. Εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο μπαίνει η Ρίνα που κρατάει ένα βάζο γεμάτο με τα τριαντάφυλλα που έφερε η Μικαέλα. Το ακουμπά στο τραπέζι. Καταλαβαίνει πως τις διέκοψε και χωρίς να πει κουβέντα βγαίνει κλείνοντας την πόρτα. Αμέσως σχεδόν η Ελένη, κρατώντας σφιχτά το χέρι της κόρης της, αρχίζει να αφηγείται: «Νόμιζα πως είχα ξεμπερδέψει με το παρελθόν αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, με κυνηγάει. Αυτός ο νεαρός μοιάζει πολύ με τον μοναδικό άντρα που αγάπησα στη ζωή μου. Η σύμπτωση στην ομοιότ ητα αλλά και στο μέρος είναι κάτι που είναι πέρα από τον ανθρώπινο νου. Σαν από θαύμα είναι μαζί με την Ανίτα στο νησί που γεννήθηκα και ερωτεύτηκα τον Μανόλη. Σαν κάποιος να τον έβαλε μαζί της για να μου θυμίσει ό,τι έγινε… αυτά όμως θα τα κοιτάξουμε μετά. Έχουμε άλλα να πούμε πρώτα». Η φωνή της ήταν ήρεμη αλλά ήταν ολοφάνερο πως δυσκολευόταν. Η Μικαέλα της έδωσε να πιει λίγο από το νερό. Μόλις ήπιε μια γουλιά πήρε δύναμη και συνέχισε. «Θα σου πω την ιστορία μου από τη αρχή, κόρη μου, για να ξέρεις και να την πεις και στο κορίτσι μας όταν γυρίσει. Δεν υπάρχει λόγος πια να μην ξέρετε την αλήθεια για μένα, όσο και αν ντρέπομαι γι’ αυτή». Η Μικαέλα τη διέκοψε. «Θα της την πεις εσύ, μητέρα, όταν έρθει…» Προσπαθούσε να μην σκέφτεται αυτό που εννοούσε η Ελένη. «Γεννήθηκα σε αυτό το νησί το 1921. Η μητέρα μου πέθανε λίγο
μετά τη γέννησή μου και δεν τη γνώρισα ποτέ. Ήμουν το μόνο παιδί στην οικογένεια και πολλούς συγγενείς δεν είχαμε. Οι περισσότεροι έφυγαν από εκεί και δεν ξαναμάθαμε νέα τους ποτέ. Με μεγάλωσε ο πατέρας μου σχεδόν μόνος του. Πριν τον πόλεμο το νησί το είχαν οι Ιταλοί. Μέχρι που ξεκίνησε ο πόλεμος ζούσαμε ήρεμα. Λίγο καιρό πριν φύγω για σπουδές στην Ιταλία γνώρισα τον Μανόλη. Ήταν μια μέρα σε ένα πανηγύρι που ήρθε και χόρεψε μαζί μου. Όταν τον είδα σαν ξαφνικά να βγήκε ο ήλιος στο σκοτάδι εκείνο το βράδυ. Από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ. Ακόμα και όταν έφυγε για τον πόλεμο. Ακόμα και τώρα που δεν ζει πια… Λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος γύρισα στον αγαπημένο μου… τότε του χάρισα αυτό το ρολόι που μου το έδωσε πίσω λίγο πριν τον χάσω για πάντα». Η Ελένη συνέχισε για ώρα τη διήγησή της. Της περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή στο νησί, τον έρωτά της για τον Μανόλη. Της είπε πολλά. Μέχρι και για τη μέρα που έγινε το κακό. Συνέχιζε να μιλά χωρίς να κάνει ούτε μια διακοπή. «Όταν με βρήκε ο Αλεξάντερ, ήμουν λιπόθυμη. Όταν συνήλθα δεν θυμόμουν τίποτα. Ούτε ποια είμαι ούτε τι έκανα εκεί. Με είχαν χτυπήσει στο κεφάλι και ήμουν μέσα στα αίματα. Ακόμη έχω αυτό το σημάδι… Από παντού μας κυνηγούσαν και γι’ αυτό τον ακολούθησα όταν μου είπε πως ήταν ο άντρας μου. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα τότε, κόρη μου. Ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα πάνω στο πλοίο που μας μετέφερε μακριά. Είχα αρχίσει να θυμάμαι πράγματα σκόρπια. Τ ίποτα όμως ακόμη που να με βοηθήσει να καταλάβω ποια είμαι και τι γινόταν. Όταν ξημέρωνε φτάσαμε σε ένα μεγάλο νησί. Στην αρχή ήθελαν να παραδοθούν στους Συμμάχους, αλλά μετά έγινε μεγάλος καβγάς μεταξύ τους. Ο Αλεξάντερ ανακάλυψε στ’ αμπάρια του μικρού αυτού πλοίου μπαούλα γεμάτα με αγάλματα αλλά και
άλλους θησαυρούς που είχαν κλέψει οι Γερμανοί από τα γύρω νησιά αλλά και από το δικό μας. Ενώ αρχικά νόμιζε πως θα παραδοθούν, ανακάλυψε πως όλα ήταν κανονισμένα για να φτάσουν εκεί και να μεταφέρουν όλους αυτούς τους θησαυρούς κάπου αλλού. Ο γιατρός που ήταν μαζί του ήταν φίλος του. Του είπε πως ήξερε ότι, αν του έλεγε την αλήθεια, δεν θα ερχόταν μαζί του και δεν θα τους ακολουθούσε. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να πάει μαζί τους για να πάρει κι εμένα. Εγώ συνέχιζα να θυμάμαι μόνο λίγα πράγματα και κυρίως το όνομα του Μανόλη. Σε αυτό το νησί που πήγαμε μας περίμεναν και μας πήγαν στο αεροδρόμιο μαζί με ό,τι είχαμε μαζί μας. Όταν ανεβήκαμε στο αεροπλάνο όμως, άρχισα να θυμάμαι πολλά. Μέχρι να φτάσουμε, είχα θυμηθεί τα πάντα. Όταν λοιπόν προσγειώθηκε κάπου, που δεν έμαθα ποτέ ποιο μέρος ήταν, οι Γερμανοί ξεφόρτωσαν τα μπαούλα που είχαμε μεταφέρει από το νησί. Στο μεταξύ όλα είχαν καθαρίσει μέσα μου. Ήξερα πλέον ποια είμαι και τι είχε γίνει. Όχι όλα βέβαια. Μου έλειπε το χειρότερο κομμάτι. Καλύτερα να μην είχα βρει ποτέ τη μνήμη μου και να ζούσα στην άγνοια… Όταν ο Αλεξάντερ κατάλαβε πως θυμήθηκα, μου ζήτησε να μην μιλήσω γιατί μπορεί να μας σκότωναν και τους δύο. Όταν το αεροπλάνο ξαναπέταξε, χωρίς να μου πει πού πάμε, άρχισε να μου αφηγείται τι έγινε εκείνες τις ώρες που εγώ ήμουν αναίσθητη στον μύλο. Μέσα μου, όταν τελείωσε την ιστορία, παρακαλούσα να πέσουμε και να σκοτωθούμε όλοι μας. Αυτό μας άξιζε. Μου είπε πως όλοι εκεί νόμιζαν πως εγώ πρόδωσα τον Μανόλη και τους υπόλοιπους και πως αν ποτέ γυρνούσα θα με σκότωναν». Η Ελένη είπε λοιπόν στη Μικαέλα για όσα της μετέφερε ο Αλεξάντερ για τον λιθοβολισμό του Μανόλη και την εκτέλεση των υπολοίπων. Εκείνη έμεινε άφωνη και σοκαρισμένη. Της είχε κάνει
εντύπωση πως όση ώρα αφηγούνταν αποκαλούσε τον πατέρα της Αλ εξάντερ, σαν να μην ήθελε να πει τις λέξεις ο πατέρας σου. Πριν εκείνη συνεχίσει τη ρώτησε: «Τα παιδιά… ο Νίκος και η Μαρία τι απέγιναν;» «Ο Αλεξάντερ δεν ήξερε, μου είπε πως το τελευταίο πράγμα που είδε από μακριά καθώς με έψαχνε ήταν η σφαγή των γυναικόπαιδων. Θέλω να ελπίζω πως έζησαν…» Ήπιε άλλη μια γουλιά νερό δείχνοντας πως δεν θα άντεχε και πολύ να μιλάει. Έσφιξε και πάλι το ρολόι τρυφερά πάνω της. Είχε ήδη κουραστεί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε θέλοντας να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. «Δεν με ένοιαζε για τη ζωή μου. Αφού ήξερα πως ο αγαπημένος μου δεν ζει, ήθελα να πεθάνω. Περίμενα όλα εκείνα τα χρόνια για να μπορέσω να ζήσω μαζί του και λίγο πριν αυτό γίνει, όλα χάθηκαν. Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί έφυγαν από το νησί όπως έμαθα αργότερα. Και λίγο μετά έφυγαν και οι ντόπιοι που είχαν απομείνει και το μέρος ερήμωσε για χρόνια. Όταν πριν από πολύ καιρό έμαθα πως το νησί ξανακατοικήθηκε, σκέφτηκα να γυρίσω πίσω μαζί σου. Αλλά πριν το κάνω, πλήρωσα κάποιον να πάει και να μάθει τι έγινε. Όλα σχεδόν ήταν όπως μου τα είχε πει ο Αλεξάντερ. Εκτελέστηκαν όλοι στην πλατεία και τον Μανόλη τον σκότωσαν με τις πέτρες οι ντόπιοι που αναγκάστηκαν από τους Γερμανούς. Το χειρότερο όμως είναι πως την Ελένη Δαπάκη τη θεωρούσαν όλοι τους προδότρια. Πρόδωσε τον άντρα που αγαπούσε και όλους τους άλλους. Και όπως έλεγαν, ήταν καταραμένη γι’ αυτούς. Και πως έφυγε με τον Γερμανό εραστή της… Δεν τόλμησα ποτέ να επιστρέψω. Ούτε καν στην Ελλάδα δεν ξαναπήγα. Έτρεμα πως μόλις γυρίσω θα με αναγνωρίσουν και θα με σκοτώσουν… Για μένα ο Μανόλης ποτέ δεν πέθανε. Ζούσε και ζει μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην
τον σκεφτώ… Και ας μην σας έλεγα τίποτα». Η Μικαέλα δεν πίστευε στ’ αυτιά της, ένιωθε χαμένη αλλά βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει: «Με τον πατέρα μου τι έγινε μετά;» Η Ελένη για λίγο φάνηκε να σκέφτεται αν έπρεπε να συνεχίσει. Το έκανε όμως. «Αφού φτάσαμε στο Βερολίνο, μετά από πολλές περιπέτειες, πήγαμε στο παλαιοπωλείο του Αλεξάντερ. Είχα αποφασίσει να σκοτωθώ. Δεν άντεχα να ζω με όλες αυτές τις μνήμες. Αλλά κυρίως δεν άντεχα να ζω χωρίς τον Μανόλη μου… Ο Αλεξάντερ με έκρυψε εκεί. Μου είχε ζητήσει να κάνω λίγη υπομονή να τελειώσει ο πόλεμος και μετά θα με άφηνε να κάνω ό,τι ήθελα. Την επόμενη μέρα αποφάσισα να βάλω τέλος στη ζωή μου… Ευτυχώς δεν έγινε, κορίτσι μου, γιατί δεν θα σε είχα γεννήσει ποτέ… Την ώρα που ετοιμαζόμουν να κρεμαστώ από ένα σχοινί, έξω από το παλαιοπωλείο άκουσα μια μεγάλη έκρηξη. Σταμάτησα και βγήκα. Οι Σύμμαχοι είχαν αρχίσει την εισβολή τους και μόλις είχαν σκοτώσει ακριβώς απέναντι τον Αλεξάντερ και τη μητέρα του. Έτρεχαν για να κρυφτούν στο παλαιοπωλείο αλλά μια χειροβομβίδα τους σκότωσε… και γι’ αυτό ένιωθα ενοχές. Όλα όσα είχαν γίνει με στοίχειωναν. Σαν εγώ να έφταιγα για όλα. Για όλους αυτούς τους σκοτωμούς που γίνονταν γύρω μου… Έφτιαξα μια ψεύτικη ιστορία και σας έλεγα. Μια που τα βόλευε όλα. Και να φαίνονται αληθινά… Σου ζητάω συγγνώμη, κορίτσι μου. Θα με συγχωρέσεις ποτέ;» Η Μικαέλα δεν μπορούσε να πει τίποτα. Σκεφτόταν όλα αυτά που μόλις της είχε πει η μητέρα της. Ξαφνικά, μάθαινε πράγματα που αγνοούσε. Για όλη την οικογένειά της. Από τη μια, αναρωτιόταν γιατί της τα κράτησε όλα αυτά μυστικά και, από την άλλη, όλη αυτή η ιστορία τής φαινόταν απίστευτη. «Μαμά, δεν ξέρω τι να πω, έχω μείνει άφωνη. Νόμιζα πως ο
πατέρας μου είχε πεθάνει στον βομβαρδισμό του Βερολίνου… κι αυτό γιατί είπες ψέματα». Η Ελένη την κοίταξε καταλαβαίνοντας πώς νιώθει. «Όταν με ρώτησαν αν είναι ο άντρας μου, απάντησα ναι. Επικρατούσε χάος. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αποφάσισα να ζήσω. Ίσως γιατί ένιωθα πως σε είχα μέσα μου. Οι μέρες πέρναγαν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλοι νόμιζαν πως ήμουν η γυναίκα του Αλεξάντερ. Τα πάντα είχαν γκρεμιστεί τριγύρω. Για καιρό εμένα στο παλαιοπωλείο. Έβγαινα και έτρωγα από τα συσσίτια που έβγαζαν εδώ. Όταν έγινε η καταγραφή, εμφανίστηκε ο γιατρός με τον οποίο είχαμε φύγει μαζί από το νησί. Με ρώτησε τι έγινε και με τα λίγα γερμανικά που είχα μάθει του είπα. Με πέρασε στα χαρτιά και επίσημα ως γυναίκα του Αλεξάντερ. Και έτσι το παλαιοπωλείο έγινε δικό μου. Ποτέ δεν εμφανίστηκε κανένας συγγενής του. Όλοι είχαν χαθεί στον πόλεμο. Ο Αλεξάντερ ήταν καλός άνθρωπος και με αγαπούσε, το ξέρω…» Η Μικαέλα τη διέκοψε πολύ προβληματισμένη. «Μητέρα, τον αποκαλείς για πρώτη φορά συνεχώς με το όνομά του λες και δεν είναι πατέρας μου, γιατί;» Η Ελένη άρχισε να δείχνει και πάλι έντονη δυσφορία. Κατάφερε όμως να πει: «Γιατί, κόρη μου, δεν είναι ο πατέρας σου…» Το σοκ ήταν τρομερό για τη Μικαέλα. Σηκώθηκε αφήνοντας το χέρι της και τη ρώτησε εντελώς ανέκφραστη: «Και ποιος είναι τότε;» Η Ελένη άρχισε να αναπνέει γρήγορα και δυνατά. Το μόνο που πρόλαβε να πει πριν την πιάσει μια έντονη κρίση ήταν: «Ο Μανόλης. Είναι ο μόνος άντρας που με άγγιξε ποτέ…» και ύστερα το σώμα της άρχισε να έχει έντονους σπασμούς. Η Μικαέλα πάτησε αμέσως το κουμπί ενώ κατέφτασαν ταυτόχρονα μια νοσοκόμα και ο γιατρός
που είχαν ειδοποιηθεί από τις ενδείξεις στα μηχανήματα. Της ζήτησαν να βγει έξω και πήγαν πάνω από την Ελένη. Το τελευταίο πράγμα που είδε η Μικαέλα πριν τραβήξουν την κουρτίνα ήταν τον γιατρό να κάνει με το χέρι του στο στήθος της ακίνητης Ελένης τεχνητή αναπνοή… Λίγο αργότερα ο γιατρός ανακοινώνει στη Μικαέλα ότι η Ελένη πέθανε. Την ώρα που τη βγάζουν από τον θάλαμο πάνω σε ένα φορείο, η Μικαέλα σηκώνει το σεντόνι και της δίνει ένα φιλί στο μέτωπο. Αμέσως μετά η νοσοκόμα σκεπάζει το άψυχο σώμα της Ελένης και αρχίζει να κινείται στον διάδρομο… Όταν η πόρτα του ασανσέρ με το φορείο κλείνει, η Μικαέλα γυρίζει και κοιτά το άδειο δωμάτιο. Τα μάτια της είναι βουρκωμένα… Βγάζει το τηλέφωνό της και αφού για λίγο μένει σκεπτική, σκουπίζει τα δάκρυά της και καλεί την Ανίτα.
Νησί· παρόν
Είναι απόγευμα. Ο ήλιος, λαμπρός ακόμη, φωτίζει το λιμάνι. Η θάλασσα είναι ήρεμη και ίσα που ακούγεται ένα μικρό κυματάκι που σκάει πάνω στην προβλήτα. Εκεί περπατάει η Ανίτα σκυφτή και με δυσκολία. Η Νιόβη που είναι δίπλα της τη βοηθά να σταθεί όρθια. Δείχνει καταβεβλημένη. Από πίσω ο Μιχάλης που κρατάει τα πράγματά τους. Αρκετά πιο πίσω βαδίζω εγώ, αργά, προς την κατεύθυνση που είναι το σκάφος, για να αναχωρήσουμε όλοι μαζί. Αποφάσισα να γυρίσω μαζί τους. Θα ήταν καλύτερα να είμαστε όλοι πίσω. Στον ώμο μου έχω περασμένο τον σάκο μου. Λίγες βάρκες είναι δεμένες στο λιμάνι. Οι περισσότεροι επισκέπτες έχουν φύγει από το μεσημέρι. Δεξιά, η πλατεία που χθες βράδυ έγινε το πανηγύρι. Ο λίγος κόσμος που ήταν εκεί και συμμάζευε σταματάει για λίγο ό,τι κάνει και μας κοιτά βουβά. Έξω από το καφενείο του Θωμά και μπροστά στον δρόμο είναι και μερικοί ακόμα μαζεμένοι. Ανάμεσά τους ο ίδιος ο Θωμάς αλλά και πολλοί από αυτούς που είχα γνωρίσει από τότε που ήρθα εδώ. Μας κοιτούν σαν να παρακολουθούν την πομπή μιας κηδείας. Όλοι είναι αμίλητοι. Οι φωνές των παιδιών που
έπαιζαν σταματούν και αυτές να ακούγονται όταν αντιλαμβάνονται τη σιωπή που επικράτησε απότομα γύρω τους. Σε λίγο φτάνουν μπροστά στο σκάφος. Η Ανίτα με τη βοήθεια της Νιόβης ανεβαίνει. Ακολουθεί και ο Μιχάλης που αρχίζει να βάζει τα πράγματα πάνω και να ετοιμάζεται για αναχώρηση. Μετά το τηλεφώνημα της μητέρας της, η Ανίτα σχεδόν κατέρρευσε. Είχε δεχτεί όπως κι εγώ μέσα σε λίγο χρόνο απίστευτο καταιγισμό πληροφοριών. Που όμως δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Αντιθέτως, ξεγύμνωναν ιστορίες από το κοινό πλέον παρελθόν των οικογενειών μας. Μια ιστορία που δεν θα μπορούσε να τη σκεφτεί ούτε ο πιο πανούργος σεναριογράφος. Χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να μπορέσει κάποιος να σκαρφιστεί μια τέτοια πλοκή. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να πιστέψω τι έχει συμβεί. Μόλις ηρέμησε από την είδηση του θανάτου της γιαγιά της, όσο και αν μέσα μου καιγόμουν, καταφέραμε να μιλήσουμε ήρεμα. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω για να δει τι θα κάνει με την κηδεία. Ήθελε πολύ να πάει. Η Ελένη Δαπάκη πέθανε περίπου τη στιγμή που μαθευόταν η αλήθεια για το παρελθόν της. Άλλη μια από τις πολλές, απίθανες συμπτώσεις σήμερα… Σκεφτόμουν πως η ζωή τής έδωσε παραπάνω χρόνια για να ζήσει από αυτά που άξιζε. Η θεία δίκη δεν τιμωρεί πάντα τους κακούς. Δεν ξέρω πώς έζησε αυτή η γυναίκα. Από τα λίγα που έμαθα, κατάλαβα πως δεν υπέφερε και πολύ γι’ αυτά που έκανε. Σε αντίθεση με τη δικιά μου οικογένεια. Μέσα μου ακόμα και τώρα που ξέρω πως είναι νεκρή τη μισώ. Και χαίρομαι που πέθανε. Έστω και τώρα. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν ζούσε… Η σχέση μου με την Ανίτα ήταν και συνεχίζει να είναι ό,τι πιο όμορφο έχω ζήσει στη ζωή μου. Αν δεν είχα έρθει εδώ, το πιθανότερο θα ήταν να μην μάθαινα ποτέ τι είχε γίνει. Πριν, ζούσα μαζί της, για
όσο βέβαια θα κράταγε, την απόλυτη ευτυχία. Ήταν λίγος ο καιρός που ήμαστε μαζί, αλλά αρκετός για καταλάβω πόσο ταιριάζαμε. Θα μπορούσαμε ακόμα και να περάσουμε όλη μας τη ζωή χωρίς να ανακαλύψουμε την αλήθεια. Όλα έγιναν όμως για κάποιο λόγο. Η μοίρα είχε στήσει με μαεστρία όλα τα γεγονότα έτσι ώστε να αποκαλυφθεί όχι μόνο το τι έγινε, αλλά και το ποια ήταν τελικά αυτή η γυναίκα που όλοι νόμιζαν νεκρή τόσα χρόνια. Όλα έγιναν τη σωστή στιγμή. Ακόμα και ο θάνατος του θείου μου πριν λίγο καιρό και της Ελένης σήμερα έμοιαζαν σαν το τέλος μιας τραγωδίας με πολλά φινάλε, που όμοιά της δεν υπήρχε. Ήμουν ψυχρός με την Ανίτα. Ενώ καταλάβαινα πως δεν έφταιγε σε τίποτα, κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να είμαι όπως ήμουν πριν μαζί της. Περισσότερο με τρόμαζε ότι θα γκρεμιζόταν η σχέση μας πάρα αυτά που έμαθα. Θα ήταν πολύ δύσκολο να ξαναβρούμε αυτό που υπήρχε ανάμεσά μας. Τ ώρα όμως δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αλλάξω. Φτάνοντας κοντά στο σκάφος κατάλαβα πως από την πλατεία πλησίαζε ο κυρ-Θωμάς. Γύρισα και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Πίσω του όλοι μάς παρακολουθούσαν βουβά. Άλλη μια εικόνα που έμοιαζε με τον εφιάλτη που είχα δει στο καράβι. Έφτασε κοντά μου και με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν σκληρό. «Δεν υπάρχουν λόγια, γιε μου, αυτή την ώρα. Θα σας περιμένουμε να έρθετε με τη μητέρα σου να σας γνωρίσουμε καλύτερα. Αν βέβαια θα θελήσει να έρθει ποτέ της εδώ όταν μάθει τι κάναμε στον θείο της. Για εμάς είστε πια δικοί μας άνθρωποι. Τα σπίτια μας είναι ανοιχτά και για σας αλλά και για τους φίλους σας. Να της πεις όμως πως τότε δεν μπόρεσαν να κάνουν αλλιώς. Και να της ζητήσεις να συγχωρέσει
αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχαν επιλογή. Νόμιζαν πως, αν θυσίαζαν έναν, θα γλίτωναν οι πολλοί. Πού να ήξεραν… Η Αγαθή πάντα μας έλεγε πως όσοι επέζησαν ζούσαν καθημερινά με αυτόν τον εφιάλτη. Όλους τους βασάνιζε αυτό που έγινε. Και μας είχαν ξορκίσει πως αν ποτέ κάποιος από την οικογένεια ήταν ζωντανός και πατήσει το πόδι του στο νησί, να του ζητήσουμε να τους συγχωρέσει γι’ αυτό που έκαναν». Δεν είπα τίποτα. Το ίδιο και εκείνος για λίγο. Κοίταξε προς το σκάφος, και μου είπε: «Η συγχώρεση είναι μεγάλη αρετή, παιδί μου. Και όποιος την κατέχει μπορεί να ζήσει καλύτερα τη ζωή του. Δώσε τόπο στην οργή. Όπως εμείς ζητάμε συγχώρεση γι’ αυτά που έκαναν οι άνθρωποί μας στον Μανόλη, έτσι και η Ανίτα μπορεί να θέλει και τη δικιά σου συγχώρεση. Εμείς δεν τη μισούμε. Τ ι φταίει για ό,τι έκανε εκείνη η καταραμένη πριν τόσα χρόνια. Ούτε η μάνα της δεν είχε γεννηθεί τότε. Το ότι πέθανε σήμερα κάτι θέλει να μας πει. Ίσως ο θάνατός της να είναι το πρώτο γιατρικό γι’ αυτά που έγιναν. Ο χρόνος είναι θεός πράος, παιδί μου, και γιατρεύει τις πιο μεγάλες πληγές…» Τα λόγια του με άγγιξαν. Κάπου είχα ξανακούσει την τελευταία του φράση. Νομίζω είναι από κάποια ελληνική τραγωδία… Αυτά που μου είπε καταλάγιασαν για λίγο το μίσος που έβραζε μέσα μου. Δεν είχα το κουράγιο να πω πολλά τώρα. Κοίταζα πίσω από την πλάτη του το μνημείο και την επιγραφή. Γύρισε και είδε τι κοίταζα. «Όταν γύρισαν μετά από χρόνια οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού βρήκαν στην πλατεία τον σωρό από τις πέτρες που είχαν πετάξει και κάποιοι από αυτούς τους ίδιους στον Μανόλη. Τ ις μάζεψαν και έφτιαξαν το μνημείο, παιδί μου. Σαν να ζητούσαν συγχώρεση. Αυτές οι πέτρες είναι ποτισμένες από το αίμα του…» «Και από το δικό μου» είπα καθώς θυμήθηκα ότι χθες εκεί έκοψα
το χέρι μου την ώρα που μιλούσα στο τηλέφωνο με την Ανίτα. Δεν ήξερα τι άλλο να περιμένω πια. Όλα με κάποιον τρόπο συνδέονταν μεταξύ τους. Οι δύο εποχές έμπαιναν η μία μέσα στην άλλη. Σαν όλα να ξαναγίνονταν με διαφορετικό τρόπο. Ο Θωμάς με κοίταξε με απορία ακούγοντάς με. Χωρίς να του εξηγήσω, γύρισα και τον αγκάλιασα. «Καλή αντάμωση, Θωμά…» και γύρισα βιαστικά για να μπω στο σκάφος αφήνοντάς τον με την απορία γι’ αυτό που είπα. Ο Μιχάλης με περίμενε και, μόλις ανέβηκα, ξέδεσε και πήγε στο τιμόνι. Αργά άρχισε να βγαίνει από το λιμάνι. Δεν πήρα ούτε μια στιγμή το βλέμμα μου από το πλήθος του κόσμου που μας παρακολουθούσε να φεύγουμε. Δεν μπορώ να φανταστώ τι ένιωθαν για την Ανίτα. Αυτό που ένιωσα όμως εγώ από όταν ήρθα ήταν πολύ όμορφο. Ακόμα και πριν μαθευτεί η ιστορία με είχαν κάνει να αισθανθώ σαν να είμαι δικός τους άνθρωπος. Σαν δικό τους παιδί. Αναρωτιόμουν πώς θα τα έλεγα όλα αυτά στη μητέρα μου. Για μια ακόμα φορά αναρωτιόμουν τι ξέρει και τι όχι. Έπρεπε άμεσα να μιλήσω μαζί της. Θα το έκανα μόλις φτάναμε. Όταν θα ήμουν πιο ήρεμος και θα σκεφτόμουν πιο καθαρά. Την ώρα που το σκάφος μας απομακρυνόταν, μια δυνατή γυναικεία φωνή έσκισε τον αέρα του λιμανιού. «Ντροπή της». Γύρισα αλλά δεν κατάφερα να δω ποιος μίλησε. Οι περισσότεροι με αρχηγό τον Θωμά έδειξαν να ενοχλούνται με αυτό που έγινε και κάποιοι της φώναξαν να ησυχάσει και να μην ξαναμιλήσει. Η Ανίτα είμαι σίγουρος πως το άκουσε όμως… Μετά από λίγο το σκάφος βρέθηκε στα ανοιχτά. Η Ανίτα καθόταν με τη Νιόβη στο εσωτερικό του σκάφους και έκλαιγε βουβά. Η φωνή αυτής της γυναίκας την είχε ταράξει περισσότερο από ό,τι φοβόμουν. Ήθελα πολύ να πάω κοντά της αλλά για κάποιο λόγο δεν το έκανα.
Σε λίγη ώρα περάσαμε και πάλι από το σημείο που απέναντί μας βρισκόταν το Κρυμμένο και η Σπηλιά της Σιωπής. Τότε λοιπόν μου ήρθαν στο μυαλό τα αρχικά που είχαμε δει χαραγμένα στη σπηλιά. ΕΛΕΝΗ και ένα Μ . ΕΛΕΝΗ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗΣ. Τα δικά τους θα πρέπει να ήταν. Γι’ αυτό είχαν σβηστεί. Είχαν γραφτεί σχεδόν εβδομήντα χρόνια πριν… Λες και είχα νιώσει τότε περί τίνος επρόκειτο, έγραψα τα αρχικά μας δίπλα στα δικά τους. Δίπλα από τα αρχικά που είχε γράψει ο Μανόλης με αυτή τη γυναίκα. Νομίζω πως θα τρελαθώ μετρώντας τις συμπτώσεις. Το αεράκι που με χτυπά στο πρόσωπο μου δίνει μια μικρή αίσθηση ελευθερίας. Είχα μάθει πια την ιστορία της οικογένειάς μου. Το κόστος γι’ αυτή την αποκάλυψη είναι μεγάλο βέβαια. Θα ήθελα να πω στον Μιχάλη να στρίψει και να μας πάει εκεί στο Κρυμμένο για μια ακόμα φορά και να την αγκαλιάσω σαν να μην χάλασε ποτέ αυτό που είχαμε. Μακάρι να μπορούσα. Δεν ένιωθα τόσο δυνατός. Άλλωστε και η Ανίτα δεν δείχνει καθόλου καλά. Θα πρέπει γυρίζοντας να δουλέψουμε μαζί. Πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα μπορώ να την κοιτάζω χωρίς να σκέφτομαι τι έχει γίνει. Τ ώρα όλοι θα μάθουν τι συνέβη. Πρέπει να φανούμε πολύ δυνατοί και οι δύο. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε από την πόρτα. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα την έβλεπα έτσι ποτέ. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Το σώμα της σκυφτό σαν να μην είχε δύναμη να σταθεί κανονικά. Με πλησίασε και κάθισε κοντά μου. Θα ήθελα τόσο να την πάρω αγκαλιά και να την κάνω να νιώσει καλύτερα. Η φωνή της είχε βραχνιάσει από το κλάμα. Άρχισε να μου μιλά κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να ακουστεί καθαρά. «Πραγματικά, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι για να σου πω. Μίλησα με την παραγωγή. Κανόνισαν αργά απόψε το βράδυ να πετάξω για
Βερολίνο. Θα κάνεις εσύ κάποια γυρίσματα αύριο και μεθαύριο. Άλλαξαν το πρόγραμμα για να μπορέσω να πάω στην κηδεία. Θα σε πάμε πίσω κι εγώ θα συνεχίσω με το σκάφος. Φεύγει ένα αεροπλάνο και κατάφεραν να βρουν μια θέση. Η κηδεία της γιαγιάς μου θα γίνει αύριο το απόγευμα. Θα επιστρέψω την Τ ρίτη το πρωί. Θέλω να μιλήσω με τη μητέρα μου. Δεν της έχω πει τίποτα. Θα το κάνω όταν φτάσω. Νομίζω ότι πρέπει να μάθει την αλήθεια. Θέλω να δω τι ξέρει και τι όχι. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν γνωρίζει τίποτε από όλα αυτά. Κάτι θα μου είχε πει, δεν μπορεί. Είμαι σίγουρη πως δεν είναι έτσι η ιστορία που μας είπαν. Ξέρω… ήξερα πολύ καλά τη γιαγιά μου. Δεν θα έκανε πότε της κάτι τέτοιο. Όλα αυτά τα χρόνια δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ της. Και ποτέ δεν έμαθα να έχει κάποια σχέση με άλλον άντρα. Έλεγε πως μια φορά ερωτεύτηκε και αυτό ήταν για πάντα». «Ναι, τον Γερμανό που έφυγε μαζί του από το νησί…» ξεστόμισα πολύ ψυχρά και ειρωνικά χωρίς να το καταλάβω. Το μετάνιωσα αμέσως αλλά πια το είχα πει. Με κοίταξε με έκπληξη. Σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Συνέχισε όμως να μιλά. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα και για τους δυο μας που θα φύγω για λίγο. Φαντάζομαι πώς αισθάνεσαι και μακάρι να μπορούσα να τα άλλαζα όλα. Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, μπορείς να ξεσπάσεις σ’ εμένα… απλώς έλα για λίγο στη θέση μου…» Μου το είπε και τη στιγμή που πήγα να της απαντήσω σηκώθηκε και έφυγε πηγαίνοντας και πάλι μέσα. Γιατί το έκανα αυτό; Σαν μέσα μου να πάλευαν δύο άνθρωποι. Όλα τα σκεφτόμουν δύο φορές. Σαν να ήταν άλλος άνθρωπος αυτός που μίλαγε και άλλος αυτός που αισθανόταν. Δεν το είχα ξανανιώσει ποτέ μου αυτό. Σε λίγη ώρα φτάσαμε. Στην προβλήτα μάς περίμενε η Ηλέκτρα.
Κρατούσε μια μεγάλη βαλίτσα με ροδάκια και μόλις δέσαμε, ανέβηκε και, αφού με χαιρέτησε, μπήκε μέσα. Περπάτησα προς τη σκάλα για να βγω στη στεριά. Σταμάτησα λίγο στο παράθυρο και την κοίταξα. Την ίδια στιγμή ένιωσα πως και αυτή γύρισε προς το μέρος μου. Λες και ήξερε ακριβώς τη στιγμή που θα κοιτάξω προς αυτήν. Μείναμε έτσι για λίγο. Δεν ήξερα τι ακριβώς ένιωθα. Μέσα μου σχηματιζόταν όλο και πιο πολύ ένα κενό. Και συνεχώς μεγάλωνε. Κοιταχτήκαμε για αρκετή ώρα στα μάτια. Χωρίς να σταματήσω να κοιτάζω προς το μέρος της βγήκα από το σκάφος. Πάτησα στη στεριά και έμεινα εκεί ακίνητος. Ο Μιχάλης πέρασε δίπλα μου και με άγγιξε στον ώμο σαν να ήθελε να μου δείξει πως με καταλαβαίνει. Κόσμος πηγαινοερχόταν αλλά ήταν σαν να μην τους άκουγα. Σε λίγο από την πόρτα βγήκε η Ηλέκτρα και ήρθε προς εμένα. Η Νιόβη στεκόταν στην πόρτα του μικρού σαλονιού που είχε το σκάφος. Πήρα τον σάκο μου και πήγα λίγο πιο πίσω. Κάθισα στη σκιά από το κιόσκι που υπήρχε εκεί. Κοίταζα προς το σκάφος συνεχώς. Δεν ήθελα να φύγω πριν τη δω για τελευταία φορά. Η Ηλέκτρα πέρασε από δίπλα μου και μου είπε κάτι που δεν άκουσα καν. Το μυαλό μου και όλες μου οι αισθήσεις ήταν στραμμένες αλλού. Είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Σε λίγη ώρα το σκάφος άρχισε να κινείται και πάλι μακριά από το λιμάνι. Περίμενα μέχρι που άρχισε να χάνεται στα ανοιχτά. Η Ανίτα δεν βγήκε ποτέ… Σε λίγο έβγαλα από την τσέπη μου το τηλέφωνο. Κοίταξα την οθόνη. Στην αρχή πήγα να την καλέσω. Το μετάνιωσα. Έψαξα τον κατάλογο του τηλεφώνου και μαζεύοντας όση δύναμη μπορούσα κάλεσα τη μητέρα μου. Αναρωτιόμουν τι γνώριζε και τι όχι από όλη αυτή την τραγική ιστορία.
Στο πατρικό μου
Η Μαρία μόλις έχει κλείσει το τηλέφωνο στον Δημήτρη. Μιλούσαν για πάνω από μια ώρα. Ο Κώστας, που έχει ακούσει πάνω κάτω τι έγινε, είναι δίπλα της και την κρατά στην αγκαλιά του. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Τ ώρα κατάλαβε γιατί ο αδερφός της δεν της είπε ποτέ τίποτα γι’ αυτά που έπαθε ο Μανόλης. Ήξερε μόνο πως όλοι εκτελέστηκαν στην πλατεία όταν κάποιος από το νησί τους πρόδωσε. Δεν ήξερε το πώς. Το μόνο που θυμόταν από εκείνη τη μέρα ήταν όταν έφτασαν στο διπλανό νησί με τη βάρκα. Τα μάτια του παιδιού που τους βρήκε στην παραλία και τους έσωσε. Πάντα νόμιζε πως ήταν ένας Άγγελος που τους βοήθησε. Τ ώρα έμαθε πως αυτό το παιδί ήταν ο ηγούμενος του μοναστηριού στο νησί που έκαναν γυρίσματα για την ταινία. Ήταν το νησί όπου είχε ξεβραστεί η βάρκα που ήταν με τον αδερφό της. Θα πήγαινε σύντομα να τον συναντήσει και να τον ευχαριστήσει για ό,τι έκανε τότε… Και ύστερα, σαν να θυμήθηκε κάτι, με μια απότομη κίνηση βγάζει το σταυρουδάκι που φόραγε στον λαιμό της. Κόβει την αλυσίδα και την πετάει κάτω. Ήταν το μόνο αντικείμενο που είχε από το νησί. Ήταν
η μόνη σύνδεση που είχε με εκείνα τα χρόνια. Δεν ήθελε να φοράει αυτό που της χάρισε η γυναίκα που πρόδωσε τους ανθρώπους της. Ήταν η νονά της. Την είχαν βαφτίσει στη θάλασσα όπως της είχε πει ο Νίκος. Πού να ήξερε ότι τόσο καιρό φόραγε στον λαιμό της έναν σταυρό που της είχε χαρίσει η γυναίκα που ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο των γονιών της, τόσων άλλων, αλλά και του θείου της. Και με αυτόν τον τραγικό τρόπο. Ο Κώστας σήκωσε το σταυρουδάκι και το έβαλε πάνω στο τραπέζι. Έκανε ζέστη και την πήρε μαζί του προς το μπαλκόνι που φύσαγε ένα δροσερό αεράκι. Η Μαρία, μόλις βγήκε, κοίταξε με δακρυσμένα μάτια προς το πέλαγος. Ήξερε πως προς τα εκεί ήταν το νησί τους. Δεν μπορούσε να πιστέψει όλα αυτά που της είπε ο γιος της. Αυτό που δεν πίστευε με τίποτα βέβαια ήταν η σχέση της Ανίτας με όλα αυτά. Ήξερε πως ο Δημήτρης ήταν ερωτευμένος μαζί της. Με την εγγονή αυτού του τέρατος. Έλεγε και ξανάλεγε στον Κώστα, που την κρατούσε ανήμπορος να τη συνεφέρει, πως δεν μπορούσε να το πιστέψει. Και πώς να μπορούσε άλλωστε. Θα ήθελε να ζούσε αυτή η γυναίκα και να σταθεί απέναντί της. Να την κοιτάξει στα μάτια και να τη ρωτήσει τόσα πολλά. Γιατί τους ανάγκασε να στερηθούν μάνα και πατέρα; Γιατί τελικά τους πρόδωσε; Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Ήξερε πως η Ανίτα θα πήγαινε στην κηδεία της. Θα ήθελε ο Δημήτρης να τα παρατήσει όλα και να γυρίσει πίσω σήμερα. Γνώριζε βέβαια πως αυτό ήταν αδύνατον. Δεν άντεχε στην ιδέα πως θα ξαναβρισκόταν με αυτή τη γυναίκα. Και ας της είπε ο γιος της πως ουσιαστικά δεν έφταιγε για τίποτε από αυτά που έκανε η γιαγιά της. Ένιωθε την ανάγκη να πάει στο νησί. Δεν ένιωθε κανένα μίσος για τους ανθρώπους εκεί. Άλλωστε μόνο η Αγαθή ζούσε από αυτούς που ήταν παρόντες σε ό,τι έγινε. Ήθελε να δει πού γεννήθηκε και πού μεγάλωσαν οι γονείς της.
Της έλειπε αυτό το κομμάτι και ήθελε έστω και τώρα, και μετά από ό,τι έγινε, να το γεμίσει. Από την πρώτη μέρα είχε ένα κακό προαίσθημα για την επίσκεψη του Δημήτρη εκεί. Ποτέ όμως δεν φανταζόταν πως θα μάθαινε όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα. Θα ήθελε να πάει κοντά στον γιο της, αλλά αυτός της είπε να μην το κάνει. Φοβόταν για την αντίδρασή της όταν θα έβλεπε την Ανίτα. Και μάλλον έκανε καλά. Μόλις τέλειωνε τα γυρίσματα, θα πήγαιναν μαζί εκεί. Της το είχε υποσχεθεί. Από την άλλη, ήξερε το παιδί της καλά και είχε καταλάβει πώς ένιωθε για την Ανίτα. Ποτέ της δεν του έλεγε τι να κάνει στη ζωή του. Ούτε καν ποια της άρεσε ή όχι από αυτές που έβγαινε. Ήταν η μόνη φορά που ευχόταν ο γιος της να την ξεχάσει και να φύγει μακριά της.
Βερολίνο
Η Μικαέλα αγκαλιά με την Ανίτα πάνω από τον ανοιχτό τάφο της Ελένης. Φοράνε μαύρα ρούχα. Ο καιρός είναι καλός. Λίγα σύννεφα υπάρχουν στον ουρανό και εμποδίζουν κατά διαστήματα τον ήλιο να φωτίζει το σημείο της τελετής. Δίπλα τους η Ρίνα που κλαίει ασταμάτητα. Αγαπούσε και αυτή πολύ την Ελένη. Λίγος κόσμος τριγύρω. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που την γνώριζαν καλά. Μόνο από τις δουλειές της είχε επαφές με κάποιους ανθρώπους. Απέφευγε να έχει πολλά με όσους γνώριζε. Σαν να φοβόταν να ανοιχτεί. Δεν είχε σχεδόν καμιά φίλη. Σαν να τη φόβιζαν οι άνθρωποι. Ήταν κλειστός χαρακτήρας και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να είναι καλά η κόρη της και η αγαπημένη της εγγονή. Καθώς η τελετή τελειώνει, ρίχνουν λίγο χώμα και παρακολουθούν για λίγη ώρα το υπόλοιπο της διαδικασίας. Είναι θλιμμένες και σιωπηλές. Η καθεμιά μέσα της σκέφτεται πώς θα πει στην άλλη αυτά που ξέρει. Έχουν και οι δύο σκοπό να αποκαλύψουν τις ιστορίες τους μόλις γυρίσουν στο σπίτι. Τοποθετούν πάνω στο φρέσκο χώμα που έχει σκεπάσει το φέρετρο της Ελένης μερικά λουλούδια και
στέκονται εκεί. Αφού χαιρετούν και τους τελευταίους που είχαν έρθει για να αποχαιρετήσουν την Ελένη, κάθονται για λίγο μόνες τους με τη Ρίνα πάνω από τον τάφο. Μένουν έτσι για λίγο σιωπηλές. Το μόνο που ακούγεται είναι τα αναφιλητά της Ρίνας που όσο και αν προσπαθεί δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει. Μετά από λίγο αγκαλιάζονται και αρχίζουν να κινούνται αργά προς την έξοδο του μικρού νεκροταφείου. Η Ανίτα είχε έρθει με αεροπλάνο από ένα μεγάλο νησί που βρισκόταν κοντά σε αυτό που γίνονταν τα γυρίσματα και είχε πολύ συχνές πτήσεις για το Βερολίνο, κυρίως με τουρίστες που επισκέπτονταν τα ελληνικά νησιά. Θα επέστρεφε αύριο το πρωί. Και από εκεί ο Μιχάλης θα την περίμενε για να τη γυρίσει πίσω. Μέσα της σκεφτόταν πως θα ήθελε να είχε τελειώσει με την ταινία και να μην χρειαζόταν να ξαναπάει πίσω. Αναρωτιόταν πώς θα την αντιμετώπιζαν όλοι αφού θα είχαν μάθει τι είχε γίνει. Σε λίγο φτάνουν κοντά σε ένα αυτοκίνητο. Ένας άντρας βγαίνει από μέσα και τους ανοίγει τις πόρτες για να μπουν. Η Ρίνα τους χαιρετά και φεύγει με τον άντρα της που την περίμενε. Η Μικαέλα της είπε πως για μερικές μέρες θα μπορούσε να ξεκουραστεί. Είχε περάσει και αυτή πολλά τις τελευταίες μέρες. Η Ανίτα αγκαλιάζει τη μητέρα της δυνατά και της λέει. «Πάμε σπίτι. Έχω πολλά να σου πω και δεν έχουμε πολύ χρόνο…» Η Μικαέλα, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από τα μάτια της, την κοίταξε έκπληκτη. Αναρωτιόταν αν ήξερε κάτι από όλα αυτά που της είχε αφηγηθεί η μητέρα της. Πώς ήταν δυνατόν όμως; «Και εγώ, κορίτσι μου, θέλω να σου μιλήσω». Έχοντας και οι δύο στα πρόσωπά τους μια έκφραση απορίας μπαίνουν στο αυτοκίνητο και αναχωρούν για το σπίτι.
Ο ήχος της μουσικής του Βάγκνερ από το Τριστάνος και Ιζόλ δη ακούγεται χαμηλά μέσα στο σπίτι της Ελένης. Η Ανίτα και η Μικαέλα κάθονται δίπλα δίπλα στον καναπέ του σαλονιού. Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει έξω και το λίγο φως από μια λάμπα φωτίζει αμυδρά τον χώρο. Η Ανίτα κρατά μερικές σελίδες από το γράμμα που είχε αφήσει η Ελένη στο κουτί… Δίπλα της ακουμπισμένες οι ζωγραφιές της Ελένης από το νησί, αλλά και το κουτί που μέσα έχει το ρολόι και το δαχτυλίδι της. Τους έγραφε πως ήθελε να το πάρει η εγγονή της. Από μέσα της βγαίνει μια ανάσα ανακούφισης. Κοιτάζει τη μητέρα της. Η Ελένη σε αυτό το γράμμα τούς εξηγούσε τα πάντα. Έγραψε όλη την ιστορία της εκεί. Τα πάντα. Ήθελε έστω κι έτσι να τη μάθουν οι δύο πιο αγαπημένοι της άνθρωποι. Εξηγούσε πώς βρέθηκε στη Γερμανία μετά από ό,τι έγινε. Όλα έγιναν με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει ν’ ανακαλύψει πως είναι έγκυος στη Μικαέλα πριν δώσει τέλος στη ζωή της. Αυτό όμως που η Ανίτα δεν πίστευε με τίποτα ήταν πως η μητέρα της ήταν παιδί του Μανόλη… Τελικά, ο μόνος άντρας που ερωτεύτηκε η γιαγιά της ήταν αυτός. Θα ήταν τρομερό για εκείνη όταν κατάλαβε πως όλοι τη θεωρούσαν προδότρια. Μέσα σε μια στιγμή να χάσει τα πάντα άδικα. Στενοχωριόταν γι’ αυτά που πέρασε η γιαγιά της, αλλά τώρα ήξερε πως αυτά που της είχαν πει στο νησί δεν ήταν αλήθεια. Μέσα της ήταν χαρούμενη και ανακουφισμένη γιατί θα μπορούσε να τους δείξει το γράμμα και να τους πει πως κάνανε λάθος για την Ελένη. Θα την πίστευαν όμως; Θα μπορούσε το γράμμα να το έχει γράψει ο καθένας. Δεν την ένοιαζε. Της αρκούσε που είχε μάθει η ίδια την αλήθεια. Δεν την ενδιέφερε αν θα την πίστευαν οι υπόλοιποι. Ο μόνος που ήθελε όσο τίποτα να την πιστέψει ήταν ο Δημήτρης. Διαβάζοντας το γράμμα της Ελένης ανακάλυψε πόσα κοινά
συναισθήματα είχε με τη γιαγιά της για τους άντρες που αγαπούσαν. Εκείνη τότε και αυτή σήμερα. Ήταν στα περισσότερα σημεία σαν να άκουγε τον εαυτό της να μιλάει για τον Δημήτρη. Πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνουν σχεδόν τα ίδια πράγματα μετά από τόσα χρόνια; Η Σπηλιά της Σιωπής υπήρξε και για τις δύο το μέρος που έζησαν μαγικές στιγμές. Όταν ξεκινούσε να πάει στην Ελλάδα, δεν περίμενε πως η ζωή της θα άλλαζε εντελώς. Από κάθε άποψη. Καταρχήν, δεν περίμενε πως θα μπορούσε να ερωτευτεί με τέτοιο τρόπο. Και μάλιστα τόσο γρήγορα. Ήταν σαν να μην ήξερε πριν πώς είναι αυτό το συναίσθημα της ολοκλήρωσης που ένιωθε κάθε φορά που βρισκόταν με τον Δημήτρη. Ακόμα και στην απουσία του υπέφερε. Ήθελε να είναι συνεχώς κοντά του, να τον αγγίζει, να κάνουν έρωτα ασταμάτητα. Ν’ αφήνονται για ώρες στο ταξίδι των κορμιών τους το ένα μέσα στο άλλο, το ένα δίπλα στο άλλο… να μην κάνουν απολύτως τίποτα και να νιώθουν ευτυχισμένοι… Άλλωστε δεν θα ήταν εκεί να διαβάζει αυτό το γράμμα αν η Ελένη δεν είχε βρεθεί για μια και μόνο φορά με τον Μανόλη στη σπηλιά. Λίγο πριν χαθούν για πάντα. Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά της. Μετά όμως από αυτά που έμαθε, τη θαύμαζε ακόμα περισσότερο. Ήθελε να σηκώσει το τηλέφωνο και να πάρει τον Δημήτρη. Να του πει την ιστορία και να τρέξει κοντά του. Να τελειώσουν την ταινία και να εξαφανιστούν από όλους. Μέσα στον πανικό, μόλις κατάφερε να συνειδητοποιήσει πως ο Μανόλης ήταν παππούς της και πως… ο Δημήτρης είναι δεύτερος ξάδερφός της… Κάθε ανακάλυψη και μια απίστευτη ιστορία από μόνη της. Αυτό την τρόμαξε. Τ ι σήμαινε αυτή η συγγένεια; Δεν είχε όμως αφηγηθεί ακόμη στη μητέρα της τι έγινε στο νησί. Ήθελε να ηρεμήσουν λίγο και την πρόλαβε εκείνη όταν άρχισε να της
αφηγείται την ιστορία που της είπε η Ελένη. Αμέσως μετά της έδωσε το γράμμα. Τ ώρα όμως ήταν η σειρά της να της πει με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε στο νησί. Δεν μπορούσε να φανταστεί την αντίδρασή της. Αφού έπιασε το χέρι της της είπε με ήρεμη φωνή: «Μητέρα, δεν προλαβαίνω να σου εκφράσω τι νιώθω αυτή τη στιγμή γι’ αυτά που διάβασα. Είναι όμως ώρα να σου πω τι έγινε στο νησί. Αυτά που θα μάθεις θα σε ταράξουν. Θα σου φανούν απίστευτα αλλά είναι απολύτως αληθινά. Και πίστεψέ με δεν φαντάζεσαι τι πρόκειται ν’ ακούσεις…» Τ ις επόμενες ώρες της διηγήθηκε ό,τι συνέβη από τη στιγμή που ο Δημήτρης έφυγε για το νησί. Η Μικαέλα από την αρχή σχεδόν της ιστορίας ακούμπησε στον καναπέ και έμεινε εκεί ακίνητη ώσπου η κόρη της να τελειώσει την αφήγησή της. Οι πρώτες λέξεις που βγήκαν από το στόμα της αφορούσαν τον Δημήτρη: «Ντροπή του, πώς μπόρεσε να σου φερθεί με αυτόν τον τρόπο…» Η Ανίτα όμως θέλησε να την προλάβει. «Μητέρα, δεν έκανε κάτι κακό. Ο Δημήτρης δεν ξέρει αυτά που ξέρουμε εμείς. Προσπάθησε να μπεις στη θέση του. Άλλωστε, όπως σου είπα, δεν μου φέρθηκε άσχημα…» Η Μικαέλα είχε πολύ έντονο μέσα της το ένστικτο της επιβίωσης. Μεγάλωσε σε μια κατεστραμμένη πόλη με τη μητέρα της. Πάντα προσπαθούσε να σκέφτεται καλά πριν αποφασίσει οτιδήποτε. Έμεινε για λίγο σιωπηλή προσπαθώντας και αυτή, με τη σειρά της, να οργανώσει όλες αυτές τις νέες πληροφορίες. Αν δεν υπήρχε το γράμμα και η αφήγηση της μητέρας της, δεν θα πίστευε ποτέ και τίποτε από όλα αυτά που άκουσε από την κόρη της. Τ ώρα όμως καταλάβαινε πως, όσο και αν δυσκολευόταν να τα πιστέψει όλα αυτά, ήταν αληθινά. Εκτός από το ότι θεωρούσαν προδότρια τη μητέρα της.
Σηκώθηκε και πολύ ταραγμένη πήγε στην κουζίνα και έβαλε ένα ποτήρι νερό. Το έφερε και χωρίς να πιει το ακούμπησε στο τραπέζι. Ήταν τόσο αναστατωμένη που δεν καταλάβαινε τι έκανε. Σε λίγο όμως κάτι ήρθε στο μυαλό της και το είπε στην Ανίτα: «Κορίτσι μου, είσαι σίγουρη πως δεν γνώριζε κανείς την ιστορία και δεν σας έβαλε μαζί για ν’ αποκαλυφθούν όλα; Κάποιος που γνώριζε το παρελθόν σας και το έκανε επίτηδες;» Η Ανίτα δεν άργησε ν’ απαντήσει. Το είχε σκεφτεί αυτό από χθες. Ήταν όμως απίθανο να συμβαίνει. Κανείς δεν ήξερε πως θα πήγαινε στον Δημήτρη το βράδυ του Σαββάτου. Δεν θα μπορούσε να είναι προμελετημένο το ατύχημα στο γύρισμα. Ήταν μπροστά και το είδε. Αλλιώς δεν θα πήγαινε ποτέ εκεί. Ακόμα και ο Δημήτρης θα μπορούσε να μην μάθει ποτέ του την πραγματική ιστορία. Αν δεν ήταν η ίδια εκεί, το πιθανότερο θα ήταν να μην το μάθει. Ήταν τόσο πολλά, που δεν θα μπορούσε να τα οργανώσει κανείς. Αν το κανόνισε κάποιος, θα έπρεπε να έχει μαντικές και υπερφυσικές ικανότητες. Και αυτό είπε στη μητέρα της. Αν και δεν είχε πειστεί, η Μικαέλα κάθισε δίπλα στην κόρη της και της είπε: «Θέλω να προσέχεις πολύ τώρα που θα γυρίσεις. Μην προσπαθήσεις να πείσεις κανέναν γι’ αυτά που ξέρεις. Αν δεν σε πιστέψουν, κάνε υπομονή και φύγε μόλις τελειώσεις. Αναρωτιέμαι αν πρέπει να κάνουμε κάτι για να μην σου συμβεί το παραμικρό». Η Ανίτα έμεινε σιωπηλή. Το πρόσωπό της ήταν μελαγχολικό. Η μητέρα της ήξερε τι γινόταν. Είχε καταλάβει εδώ και καιρό πως η κόρη της ήταν ερωτευμένη. Πού να το φανταζόταν βέβαια ποιον θα της έφερνε η μοίρα να ερωτευτεί. «Τον αγαπάς;» τη ρώτησε ενώ της χάιδευε τα μαλλιά. «Δεν ξέρω τι είναι αυτό που νιώθω. Μοιάζουν όλα όσα έχω μέσα
μου με αυτά που έγραφε η γιαγιά για τον Μανόλη. Θέλω να τον βλέπω, να είμαι μαζί του. Ντρέπομαι που το λέω και δεν είναι σωστό, αλλά νιώθω μεγαλύτερο κενό που δεν είμαι μαζί του. Έχει πεθάνει η γιαγιά κι εγώ σκέφτομαι τον Δημήτρη…» Η Μικαέλα χαμογέλασε. «Κορίτσι μου, μην αισθάνεσαι άσχημα γι’ αυτά που νιώθεις. Η γιαγιά σου έζησε μεγάλη και δύσκολη ζωή. Όμως έζησε. Θα ήθελε να κάνεις αυτό που νιώθεις και όχι αυτό που πρέπει. Και τώρα είμαι πολύ πιο σίγουρη από αυτά που έμαθα ότι πέρασε. Θα σου έλεγε, αν μπορούσε, να τρέξεις κοντά του και να του πεις την αλήθεια. Και να του πεις ό,τι αισθάνεσαι. Σκέψου ότι η ίδια δεν κατάφερε ποτέ της να πει πως ήταν αθώα. Και αν δεν σε καταλάβει, τότε δεν θα είναι γραφτό. Όλα αυτά τα γεγονότα έγιναν για κάποιο λόγο. Μην χάσεις την ευκαιρία να ζήσεις αυτό που έχασα εγώ, αλλά κυρίως η γιαγιά σου. Θέλω μόνο να προσέξεις πολύ. Και αν σε πειράξει αυτός ο αλήτης, θα έχει να κάνει μαζί μου» είπε και χαμογέλασε για να της δείξει ότι αστειεύεται. Συνέχισε όμως αμέσως πιο σοβαρά: «Σκέφτομαι μόλις τελειώσετε τα γυρίσματα και αν δεν έχει γίνει κάτι κακό ως τότε, να κατέβω κι εγώ στην Αθήνα και να βρεθούμε όλοι μαζί. Επιτέλους μαθαίνω πως έχω κάποιον συγγενή. Αν βέβαια σε πιστέψουν, κορίτσι μου…» Για αρκετή ώρα έμειναν εκεί καθισμένες και ανάμεσα σε όλα αυτά που έλεγαν θυμούνταν στιγμές που είχαν ζήσει με την Ελένη και τις αναπολούσαν. Τ ώρα γέμιζαν τα κενά που είχαν από αυτά που έλεγε προς το τέλος της ζωής της. Τ ώρα την καταλάβαιναν πιο πολύ. Λες και τόσο καιρό δεν γνώριζαν ένα κομμάτι του χαρακτήρα της. Πόσο θα ήθελαν να ζούσε και να της πουν τα πάντα. Λες και κατάλαβε πότε θα μαθευτεί η αλήθεια και άφησε την τελευταία της πνοή αμέσως μετά. Η Ανίτα, μετά από ώρα, σηκώθηκε και πήρε τη μητέρα
της αγκαλιά. Της είχε ζητήσει να κοιμηθούν μαζί απόψε. Κάτι που είχαν πολλά χρόνια να κάνουν και είχε λείψει και στις δύο. Νωρίς το πρωί άλλωστε θα ξαναπέταγε πίσω. Είχε τόσα πολλά ν’ αντιμετωπίσει, που χρειαζόταν λίγη ξεκούραση… Στην κάμαρα της Ελένης μια δέσμη φωτός από τη λάμπα που υπήρχε στον δρόμο φώτιζε και πάλι τη φωτογραφία του Μανόλη και της Ελένης που με τα μάτια κλειστά αφηνόταν μέσα στην αγκαλιά του.
Στα γυρίσματα
Η Ανίτα έχει επιστρέψει. Τα γυρίσματα στο νησί τελειώνουν σήμερα. Έχουν απομείνει κάποιες σκηνές σε άλλες τοποθεσίες χωρίς να παίζουμε όμως εμείς εκεί, και η ταινία τελειώνει. Δεν έχουμε μιλήσει και πολύ αυτές τις μέρες. Πιο πολύ για τα τυπικά. Πώς να συνεννοηθούμε για τη δουλειά μας και για τα βασικά. Αυτό οφείλεται κυρίως σ’ εμένα. Όταν γύρισε από τη Γερμανία, προσπάθησε να μου πει κάτι, αλλά και πάλι ήμουν πολύ ψυχρός μαζί της. Μαλώσαμε για πρώτη φορά. Ισχυριζόταν πως κάναμε λάθος για τη γιαγιά της και πως μπορούσε να μου το αποδείξει. Δεν της έδωσα όμως κανένα περιθώριο να μιλήσει. Θυμάμαι πως την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε, μετά από λίγο, έφυγα αφήνοντάς την άφωνη. Κατάλαβα πως με κάποιο τρόπο ήθελε να δικαιολογήσει τη γιαγιά της. Ήμουν πολύ απότομος μαζί της. Την επόμενη μέρα, της ζήτησα συγγνώμη και της είπα να μιλήσουμε αλλά είχε πεισμώσει. Μου είπε πως δεν υπήρχε λόγος να μου πει τίποτα πια. Τ ις μέρες που έλειπε είχα μιλήσει αρκετά με τη μητέρα μου και με είχε πείσει πως αποκλείεται να μην γνώριζαν κάτι. Τουλάχιστον, η μητέρα της. Μου
είχε αναφέρει διάφορα επιχειρήματα και ομολογώ ότι με είχε επηρεάσει. Από την άλλη, αν ήξερε και το παραμικρό, γιατί ήρθε; Το θέμα μου δεν ήταν αν ήξερε. Ήμουν σίγουρος πως δεν είχε ιδέα. Όπως και να έχει όμως, ένιωθα πως κάτι ράγισε μέσα μου. Συνέχιζα να συγκρατώ τον εαυτό μου, να μην τον αφήνω ελεύθερο να κάνει αυτό που ένιωθα, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Ανίτα έδειχνε θυμωμένη μαζί μου. Αντί να είμαι εγώ θυμωμένος, ήταν αυτή. Είχα να κοιμηθώ κανονικά πολλές μέρες. Έβλεπα συνεχώς εφιάλτες. Οι άνθρωποι της παραγωγής είχαν προστατέψει πολύ την Ανίτα όταν μαθεύτηκε η ιστορία. Είχαν δώσει ρητές εντολές σε όλους για απόλυτη μυστικότητα στα γυρίσματα και δεν επέτρεπαν σε κανένα να την πλησιάσει. Το είχε ζητήσει και η Ανίτα, αλλά θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Όλοι είχαν εντυπωσιαστεί με ό,τι είχε αποκαλυφθεί. Ούτε σ’ εμένα όμως έδειχναν κάτι. Σαν να μην συνέβη τίποτα. Όλοι ξέραμε τι είχε γίνει, αλλά κανένας δεν έκανε ούτε νύξη. Τα γυρίσματα ήταν μια επίπονη διαδικασία και για τους δυο μας. Ειδικά οι σκηνές που έπρεπε να είμαστε πιο κοντά γυρίζονταν με δυσκολία. Ο σκηνοθέτης, αν και δυσκολευόταν πολύ, δεν παραπονέθηκε καθόλου. Ίσα ίσα, παρόλο που αργούσαμε να τελειώσουμε κάθε σκηνή, μας έλεγε πολύ καλά λόγια. Φαίνεται πως η ένταση που είχαμε μεταξύ μας ταίριαζε με κάποιον τρόπο στο σενάριο της ταινίας. Και αυτό δεν ήταν ψέματα. Είχαμε γυρίσει τις περισσότερες ερωτικές σκηνές και μας είχαν απομείνει κάποιες ενδιάμεσες συμπληρωματικές που όντως υπήρχε ένταση μεταξύ των χαρακτήρων που παίζαμε. Σήμερα είναι η τελευταία σκηνή που θα κάνουμε, όπου ο ήρωας που υποδύομαι αναγκάζεται να εγκαταλείψει και πάλι τη γυναίκα που ξαναβρήκε μετά από τόσα χρόνια. Όλα τόσο προφητικά. Ακόμα και το σενάριο της ταινίας. Είχα
μάθει πως η Ανίτα θα έφευγε το βραδάκι με την ίδια διαδικασία που επέστρεψε όταν πέθανε η γιαγιά της. Ήθελα τόσο να της μιλήσω. Μαζί είχαμε ακόμα μια σκηνή που θα γυριζόταν τελικά στην Αθήνα σε περίπου δύο μήνες. Όπου κατά το σενάριο οι ήρωες που υποδυόμαστε περνούσαν μετά από χρόνια ο ένας δίπλα από τον άλλον χωρίς όμως να συναντηθούν. Είχε προγραμματιστεί για το τέλος καλοκαιριού και δεν ξέρω αν θα άντεχα έως τότε χωρίς να έχω μιλήσει μαζί της. Ένιωθα να με κυριεύει ένας ηλίθιος εγωισμός που δεν με άφηνε να κάνω αυτό που αισθανόμουν. Μου έλειπε τόσο πολύ και παρ’ όλα αυτά δεν της έδειχνα το παραμικρό. Είχα μείνει με τον θυμό των αποκαλύψεων για τη γιαγιά της. Εντάξει ναι, ο θυμός υπήρχε για ό,τι έκανε αυτή η γυναίκα. Η Ανίτα δεν έφταιγε όμως σε τίποτα. Ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε τη ζωή μου. Με είχε κάνει να θέλω να γίνομαι καλύτερος. Να αισθάνομαι καλύτερος από τότε που τη γνώρισα. Και τώρα σε λίγες ώρες θα έφευγε. Κινδυνεύοντας όλη αυτή η ομορφιά που είχαμε να χαθεί μέσα στη δίνη των αποκαλύψεων μιας άλλης εποχής. Θα της μιλούσα. Δεν με ένοιαζε ούτε τι θα γίνει αλλά ούτε τι θα έλεγε η μητέρα μου. Δεν ήθελα να τη χάσω. Ήθελα να βρεθεί ένας τρόπος για να τα σβήσω όλα αυτά. Τη γιαγιά της είχα αρχίσει να τη μισώ περισσότερο γιατί κινδύνευα να χάσω την Ανίτα παρά γι’ αυτά που έκανε τότε. Παράλογο, αλλά έτσι σκεφτόμουν. Δεν είχα καμιά ανάμνηση ούτε από τους παππούδες μου αλλά ούτε και από τον Μανόλη. Εδώ και μερικές μέρες ένιωθα γι’ αυτούς όπως θα ένιωθε κάποιος άσχετος που μάθαινε αυτή την τραγική ιστορία. Στην αρχή είχα σοκαριστεί. Γι’ αυτά που πέρασε η μητέρα μου και ο θείος μου σίγουρα δεν ευθύνεται η Ανίτα. Αυτή που ήταν υπεύθυνη είναι πλέον νεκρή. Τ ώρα όμως που πέρασαν οι μέρες έλεγα μέσα μου πως όλο αυτό δεν έγινε τυχαία. Ήξερα πως το
βράδυ θα μαζευόμασταν στο ξενοδοχείο για ν’ αποχαιρετιστούμε. Εκεί είχα σκοπό να της μιλήσω. Να την πάρω αγκαλιά και να της πω πως δεν με νοιάζει τίποτα. Και πως το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί της. Θα το έκανα όμως; Αυτή η μάχη μέσα μου δεν είχε τελειωμό. Τη μια στιγμή το έπαιρνα απόφαση, την άλλη με κράταγε μια φωνή που φώναζε πως η Ανίτα είναι η εγγονή της γυναίκας που σκότωσε όλους αυτούς τους δικούς μου ανθρώπους στο παρελθόν. Αυτή η μάχη γινόταν κάθε βράδυ μέσα μου και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σηκώθηκα πολλές φορές για να πάω στο δωμάτιό της, αλλά μετά από λίγο το μετάνιωνα. Γύριζα πίσω και εμένα ξάγρυπνος ως το πρωί. Η σκηνή είχε στηθεί και με φώναξαν να πάω εκεί για ν’ αρχίσουμε. Είμαστε έξω, κοντά στη θάλασσα. Είναι μεσημέρι και ο ήλιος καίει πολύ. Μας ετοίμαζαν σε διαφορετικά σημεία. Επίτηδες, για να μην συναντιόμαστε. Από την αντίθετη κατεύθυνση λοιπόν εμφανίστηκε η Ανίτα φορώντας ένα μεγάλο καπέλο που μόλις έφτασε κοντά το έβγαλε και για λίγο με κοίταξε στα μάτια. Συνέχιζε να έχει αυτό το θυμωμένο ύφος. Μα γιατί το έκανε αυτό; Δεν μπορούσε να καταλάβει πως κι εγώ είμαι πολύ πληγωμένος από όλα αυτά; Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα πλέον τι με είχε πληγώσει περισσότερο. Σήμερα δεν αργήσαμε πολύ. Θέλαμε και οι δύο προφανώς να τελειώσει όλο αυτό. Ελπίζω να ήθελε και εκείνη αυτό που ήθελα κι εγώ. Σε λίγο τα μαζέψαμε και κάποιοι γιόρτασαν το τελευταίο μας πλάνο εδώ, ανοίγοντας μια σαμπάνια. Μετά φύγαμε για το ξενοδοχείο. Δεν ήταν μακριά και πήγαμε οι περισσότεροι με τα πόδια. Κάθισα στο σαλόνι και σε λίγο θα ανέβαινα να ετοιμαστώ κι εγώ. Λίγα λεπτά αργότερα πέρασε από μπροστά μου και χωρίς να πει κάτι ανέβηκε στο δωμάτιό της. Σε λίγο θα νύχτωνε. Όλοι θα
αναχωρούσαμε αύριο για την Αθήνα με το καράβι της γραμμής. Εκτός από την Ανίτα. Αφού κάθισα για λίγο εκεί και ήπια ένα ποτό, άλλη μια συνήθεια που απέκτησα μετά από εκείνη τη μέρα, ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Έκανα ένα μπάνιο και σε λίγο κατέβηκα στο λόμπι. Είχα αποφασίσει ό,τι και να γινόταν να της μιλήσω. Δεν θα την άφηνα να φύγει έτσι. Χωρίς να της πω τι πραγματικά νιώθω. Δεν με ένοιαζε ούτε το παρελθόν ούτε τίποτα. Ήθελα να ζήσω το τώρα… Είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος εκεί. Η Ηλέκτρα με πλησίασε. Είχε ένα πολύ περίεργο ύφος που δεν μου άρεσε καθόλου. Κάτι κακό είχε γίνει. Προς στιγμήν ανησύχησα για την Ανίτα. Έφτασε κοντά μου και μου είπε: «Κύριε Βουδούρη, η κυρία Κλερ μου ζήτησε να σας δώσω αυτό» και μου έδωσε στο χέρι έναν κλεισμένο φάκελο με το όνομά μου απέξω. Σάστισα, στην αρχή δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Λίγο χαμένος τη ρώτησα: «Γιατί δεν μου το έδωσε η ίδια… πού είναι;» Θα ήθελα να μην είχα ακούσει αυτό που μου είπε. «Η κυρία Κλερ έφυγε με τον Μιχάλη πριν λίγα λεπτά για να προλάβει το αεροπλάνο. Μου ζήτησε να σας το δώσω». Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό χωρίς να μπορώ να πω τίποτα. Η Ηλέκτρα προσπαθώντας να μου πει κάτι για να βοηθήσει τη δύσκολη στιγμή συνέχισε: «Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να σας πω ότι λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε και είναι κρίμα…» Το είπε και έφυγε βιαστικά σαν να μην ήθελε να δει την αντίδρασή μου. Απέξω άκουσα τον ήχο της μηχανής ενός σκάφους. Χωρίς να χάσω χρόνο πέρασα ανάμεσα από όλους βιαστικά και βγήκα στον δρόμο. Στο βάθος το σκάφος του Μιχάλη έβγαινε από το λιμάνι. Στο πίσω μέρος η Ανίτα στεκόταν και κοίταζε προς τη μεριά μου. Δεν την έβλεπα καλά, γιατί είχε σκοτεινιάσει αλλά καταλάβαινα πολύ καλά
το βλέμμα της που ήταν καρφωμένο πάνω μου. Πλησίασα λίγο ακόμα προς τη θάλασσα κρατώντας στα χέρια μου τον φάκελο που μου άφησε. Έμεινα εκεί να την παρακολουθώ ν’ απομακρύνεται. Κοίταζα το σκάφος μέχρι που έγινε μια μικρή κουκκίδα μέσα στη θάλασσα. Για μια ακόμα φορά ένιωσα το κενό που υπήρχε μέσα μου όλες τις μέρες να μεγαλώνει.
Θεσσαλονίκη· δυο μήνες μετά
Ανοίγοντας την πόρτα, το πρώτο πράγμα που νιώθω είναι η μυρωδιά της κλεισούρας που είναι αρκετά έντονη. Είναι σκοτεινά. Τα παραθυρόφυλλα είναι κλειστά και δεν μπαίνει καθόλου φως. Ανοίγω τον διακόπτη αλλά τίποτα. Με πολλή προσοχή χωρίς να έχω συνηθίσει το σκοτάδι, πλησιάζω στην μπαλκονόπορτα και ανοίγω αργά την πόρτα αλλά και το μεγάλο παντζούρι. Κοντεύει μεσημέρι και ο ήλιος ξεχύνεται μέσα. Βάζω το χέρι στα μάτια μου για να προφυλαχθώ από το εκτυφλωτικό φως. Μαζί με τον ήλιο μπαίνει καθαρός και φρέσκος αέρας από τη θάλασσα που φαίνεται μακριά μπροστά. Η θέα που έχει το μπαλκόνι προς το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι πολύ όμορφη. Παλιές αποθήκες και μεγάλα καράβια μέσα στη θάλασσα με μεγάλους γερανούς από πάνω τους. Όλα ήταν σαν ζωγραφιά. Γυρίζω προς το εσωτερικό και σιγά σιγά ανοίγω και τα υπόλοιπα παράθυρα του μικρού διαμερίσματος. Είναι πολύ λιτά διακοσμημένο. Στον τοίχο του μικρού σαλονιού, πίσω από ένα μικρό γραφείο, δεσπόζει ένας μεγάλος χάρτης του νησιού. Δίπλα ακριβώς σε μια μικρότερη κορνίζα η γνωστή πλέον φωτογραφία που
δείχνει την Ελένη και τον Μανόλη αγκαλιά στο λιμάνι μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Αυτή τη φωτογραφία τη βρίσκω συνεχώς μπροστά μου. Απόρησα που την έβλεπα εδώ. Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν στο σπίτι του θείου μου του Νίκου στη Θεσσαλονίκη. Πώς γινόταν να έχει τη φωτογραφία και αυτός; Καινούργια μυστήρια συνεχίζουν ν’ αναδύονται. Ακόμα και τώρα. Σχεδόν δύο μήνες μετά τη μέρα που έμαθα όλη την ιστορία για το παρελθόν της οικογένειάς μου. Φαίνεται πως τίποτα δεν είχε ακόμη τελειώσει… Αφού επέστρεψα στην Αθήνα, προσπάθησα πολλές φορές να επικοινωνήσω με την Ανίτα. Αυτοί οι δύο μήνες που έχουμε να βρεθούμε είναι η χειρότερη περίοδος της ζωής μου. Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Με καλούσαν σε συνεντεύξεις και απέφευγα να πάω. Όλοι ήθελαν να μάθουν λεπτομέρειες για τις φήμες που είχαν κυκλοφορήσει σχετικά με την ιστορία μας στο νησί. Το καλό είναι πως δεν είχαν μάθει αρκετά. Οι ντόπιοι ήξεραν να κρατάνε καλά τα μυστικά τους. Το είχαν κάνει άλλωστε πολύ προσεκτικά για πολλά χρόνια. Αναρωτιόμουν αν ενοχλούσαν και την Ανίτα. Καταλάβαινα πως και εκείνη υπέφερε αλλά συνέχιζε να είναι απόμακρη και να μην απαντάει ούτε στα τηλέφωνά μου ούτε στα e-mail που τις έστελνα. Η μόνη μας επαφή ήταν μέσω της παραγωγής για ό,τι είχε να κάνει με την ταινία. Γι’ αυτό και ξαφνιάστηκα όταν είδα πριν από μια εβδομάδα το όνομά της στην οθόνη του τηλεφώνου μου να με καλεί. Μου μίλησε ήρεμα αλλά ψυχρά. Μου ζήτησε κάτι που επιθυμούσε η μητέρα της. Ήθελε να έρθει να γνωρίσει την ξαδέρφη της. Τη μητέρα μου. Ομολογώ πως ξαφνιάστηκα. Δεν το περίμενα με τίποτα να μου ζητήσει κάτι τέτοιο. Το βράδυ που έφυγε μου άφησε να διαβάσω το γράμμα που τους άφησε η γιαγιά της όταν πέθανε. Ήταν κάτι σαν διαθήκη. Απέξω
ήταν γραμμένο το όνομά της και κάτι που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Έγραφε Η ζωή που λ είπει. Η ιστορία που αφηγούνταν η Ελένη Δαπάκη έμοιαζε πολύ με όλα αυτά που είχαμε μάθει στο νησί. Το μόνο που άλλαζε ουσιαστικά ήταν πως δεν είχε καμιά σχέση με την προδοσία που έγινε τότε και πως έφυγε κυνηγημένη με τον Γερμανό αφού είχε πάθει αμνησία όταν τη χτύπησαν στο κεφάλι. Όταν η μνήμη της επανήλθε, ήταν ήδη μακριά και γνωρίζοντας πως όλοι είναι νεκροί και ότι τη θεωρούσαν προδότρια, δεν γύρισε ποτέ πίσω. Μετά περιέγραφε πώς ο Αλεξάντερ σκοτώθηκε την επόμενη μέρα που έφτασαν εκεί και την κατέγραψαν ως γυναίκα του. Αυτό μάλιστα τεκμηριώθηκε στις αρχές όταν είδαν αργότερα πως είναι έγκυος. Είχε πει τότε πως το παιδί ήταν του Αλεξάντερ. Το γράμμα της όμως στο τέλος είχε μία ακόμη τεράστια αποκάλυψη που δεν ξέρω κατά πόσο είναι αλήθεια. Είναι κάτι που μπορεί ν’ αποδειχτεί βέβαια, αν αυτό χρειαστεί. Έγραφε λοιπόν πως η κόρη της η Μικαέλα είναι παιδί του Μανόλη και όχι του Γερμανού. Και η Ανίτα εγγονή του… δηλαδή δεύτερή μου ξαδέρφη… Θυμάμαι πως, όταν το διάβασα, στην αρχή με έπιασε νευρικό γέλιο. Δεν μπορούσα να πιστέψω τίποτε από όλα αυτά. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Με την Ανίτα γνωριστήκαμε ως δύο άνθρωποι εντελώς ξένοι και τώρα αποκαλυπτόταν πόσο κοινό παρελθόν είχαμε. Και πόσο κοινό θα ήταν παραλίγο το μέλλον μας. Μετά από όλα αυτά που ζήσαμε τους τρεις μήνες που ήμαστε μαζί. Όταν ηρέμησα και έβαλα τα γεγονότα σε μια σειρά, κατάλαβα πως η πιθανότητα να είναι όντως παιδί του Μανόλη η μητέρα της ήταν το πιο ρεαλιστικό σενάριο μέσα σε όλα τα υπόλοιπα απίστευτα που είχα ακούσει. Η μητέρα μου όμως έλεγε πως δεν υπήρχε περίπτωση και πως όλα αυτά ήταν ψέματα για να εξιλεωθεί όταν έμαθε πως αποκαλύφθηκε. Όταν
της είπα όμως πως πέθανε πριν μάθει πως η Ανίτα γνώριζε, άλλαξε θέμα και μου έλεγε διάφορα για να μου αλλάξει γνώμη. Με το ζόρι την έπεισα να συναντηθούμε όλοι μαζί σε λίγες μέρες που θα έρχονταν η Ανίτα με τη μητέρα της. Νομίζω πως αν δεν καταλάβαινε πόσο ερωτευμένος ήμουν ακόμη μαζί της δεν θα το δεχόταν. Αν και τελευταία είχε μαλακώσει αρκετά, συνέχισε να πιστεύει πως η Ελένη τους πρόδωσε τότε. Πριν μερικές μέρες ανοίχτηκε και η διαθήκη του θείου μου του Νίκου. Δεν έλεγε πολλά. Μου άφηνε αυτό το διαμέρισμα. Κάποια λίγα χρήματα που είχε τα άφηνε σε ένα ίδρυμα με ορφανά παιδιά. Στο τέλος έγραφε μέσα πως στο σπίτι του υπάρχει το κομμάτι που λ είπει. Η Ελένη Δαπάκη έγραφε έξω από το γράμμα της Η ζωή που λ είπει και ο θείος μου το κομμάτι που λ είπει. Ακόμα και για τα γράμματά τους νόμιζες πως είχαν συνεννοηθεί. Αν δεν με καθυστερούσαν με τα κλειδιά τα οποία είχαν χάσει στο συμβολαιογραφείο, θα είχα έρθει αμέσως. Τα πήρα όμως μόλις χθες το βράδυ. Και τώρα είμαι εδώ αναζητώντας το κομμάτι που λείπει. Δεν ήξερα τι άλλο να περιμένω πια. Κοιτάζοντας όλους τους χώρους κατάλαβα πως ο θείος μου ζούσε πολύ λιτά. Το σπίτι του είχε ελάχιστα πράγματα. Ένας μεγάλος καναπές και ένα μικρό τραπέζι με τέσσερις καρέκλες. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη ήταν το πιο εντυπωσιακό πράγμα που υπήρχε μέσα. Γεμάτη παλιά βιβλία. Τα περισσότερα ήταν ιστορικά, κυρίως για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, από το λίγο που πήρε το μάτι μου. Μια μικρή κρεβατοκάμαρα και η κουζίνα. Ήξερα ελάχιστα πράγματα για τον θείο μου. Μάλλον ήξερα αυτά που είχε επιλέξει εκείνος να μου πει. Δεν είχε περάσει λίγα. Κοιτώντας τριγύρω καιγόμουν να βρω το κομμάτι που έλειπε… τη ζωή που έλειπε… Δεν μπορούσα να καταλάβω. Κάθισα στο γραφείο του και τότε πρόσεξα πως από το
μισάνοιχτο συρτάρι φαινόταν ένας φάκελος. Άνοιξα καλύτερα το συρτάρι και είδα στο κέντρο του έναν μεγάλο άσπρο φάκελο. Τ ίποτε άλλο δεν υπήρχε μέσα. Απέξω έγραφε Προς Δημήτρη Βουδούρη και Μαρία Βουδούρη-Ρενιώτη. Ο θείος μου είχε αρρωστήσει καιρό αλλά δεν μας είχε πει τίποτα. Μόνο όταν πλησίαζε στο τέλος μάθαμε τι είχε. Πήρα τον φάκελο και τον άνοιξα πολύ προσεκτικά. Μέσα υπήρχε κάτι που έμοιαζε με ημερολόγιο. Απέξω ήταν γραμμένα τα εξής: Το κομμάτι που λ είπει. Να διαβαστεί μετά τον θάνατό μου. Και η Ελένη και ο θείος μου ζητούσαν να διαβαστεί η αλήθεια για το παρελθόν τους αφού πεθάνουν. Γιατί το έκαναν αυτό; Και μάλιστα με δύο φράσεις που έμοιαζαν τόσο. Εκείνη φανταζόμουν πως το έκανε από τις τύψεις που ένιωθε. Ο θείος μου όμως γιατί; Δεν θα αργούσα να μάθω. Πήρα μια καρέκλα και βγήκα στο μπαλκόνι. Βρήκα ένα σκιερό σημείο και κάθισα. Τα φυτά που υπήρχαν στις γλάστρες είχαν ξεραθεί εντελώς. Κανείς δεν είχε έρθει στο σπίτι για πολύ καιρό. Ο ήχος της πόλης έφτανε στ’ αυτιά μου απόμακρος. Βλέποντας τη θάλασσα στο μυαλό μου ήρθαν μνήμες από το νησί και από τις στιγμές που περάσαμε με την Ανίτα. Άνοιξα το ημερολόγιο και στην αρχή το ξεφύλλισα. Λίγες σελίδες ήταν γραμμένες. Το υπόλοιπο ήταν κενό. Γύρισα στην πρώτη σελίδα και άρχισα να διαβάζω την ιστορία του θείου μου για τη ζωή και το κομμάτι που έλειπε… Φαντάζομαι και ελ πίζω πως ο πρώτος που θα διαβάσει αυτή την ιστορία θα είσαι εσύ, Δημήτρη, γι’ αυτό γράφω σαν να
απευθύνομαι σ’ εσένα. Αν ταξίδεψες στο νησί για την τελ ευταία μου επιθυμία, θα ανακάλ υψες και εσύ την ομορφιά του τόπου που γεννηθήκαμε η μητέρα σου και εγώ. Νιώθω τρομερή γαλ ήνη στη σκέψη και μόνο πως ό,τι απέμεινε από το σώμα μου θα σκορπιστεί από την πηγή στο Μαντάνι στο νησί και μετά στη θάλ ασσα. Ελ πίζω να το έκανες. Δεν ξέρω τι έμαθες για το παρελ θόν μας. Όταν εγώ επισκέφτηκα το νησί, με το ζόρι έμαθα λ ίγα πράγματα. Βλ έπεις η ντροπή των ανθρώπων για ό,τι έγινε και για ό,τι έκαναν οι ίδιοι είναι μεγάλ η. Θα σ’ τα γράψω όλ α και εσύ κάνε τη σύνδεση με καθετί που γνωρίζεις ή που ήξερες. Ό,τι θα γράψω όμως είναι η αλ ηθινή ιστορία. Μοιάζει πολ ύ με πολ λ ές από αυτές που λ έγονται, αλ λ ά είναι όπως τα έζησα και τα είδα εγώ. Και ίσως να καταλ άβετε εσύ και η αγαπημένη μου αδερφή γιατί όλ α αυτά τα χρόνια ήμουν κλ εισμένος στον εαυτό μου. Σταμάτησα για λίγο την ανάγνωση και κοίταξα μακριά ένα καράβι που ερχόταν προς το λιμάνι. Το πρώτο πράγμα που μάθαινα λοιπόν από το γράμμα του θείου μου είναι πως κάποια στιγμή επισκέφτηκε το νησί. Διάβασα γρήγορα όλα τα υπόλοιπα που είχε γράψει. Δεν ήταν πολλά άλλωστε. Αυτά που έλεγε συμφωνούσαν με αυτά που είχα μάθει στο νησί αλλά πολύ περισσότερο συμφωνούσαν με το γράμμα της Ελένης Δαπάκη. Ένιωσα έντονη συγκίνηση και χαρά τελειώνοντας το γράμμα. Απ’ όσα είχα μάθει έως σήμερα, για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος. Για το πόσο είχαν αγαπηθεί η Ελένη με τον Μανόλη. Ολοκληρωτικά. Ένα δάκρυ έτρεξε στο πρόσωπό μου. Όχι μόνο γι’ αυτά που διάβαζα αλλά και για το πόσα κοινά συναισθήματα ανακάλυπτα πως είχα με αυτό το ζευγάρι που έζησε τον απόλυτο έρωτα πριν εβδομήντα χρόνια σχεδόν. Αισθανόμουν σαν τον Μανόλη
που είχε πάει στον πόλεμο και ανυπομονούσε να γυρίσει στην αγαπημένη του. Μπορεί η δικιά μου μάχη να γινόταν μέσα μου, αλλά ήθελα κι εγώ σύντομα να επιστρέψω όπως εκείνος στη γυναίκα που αγαπούσα. Η πιο σημαντική όμως ανακάλυψη ήταν πως τελικά ίσως η Ελένη να μην ήταν αυτή που τους πρόδωσε τότε και όλα όσα ισχυριζόταν να έγιναν στ’ αλήθεια. Ξαναπήγα στο σημείο που περιέγραφε τι έγινε ακριβώς εκείνη τη μέρα και το διάβασα άλλη μια φορά για να βεβαιωθώ. … Όταν με έπιασαν οι Γερμανοί με τον πατέρα μου, μας πήγαν στην πλ ατεία. Είχαν βρει τα όπλ α που είχαμε κρυμμένα. Ρωτούσαν για το ραδιόφωνο που είχε ο θείος μου ο Μανόλ ης. Εκεί κατάλ αβα πως κάποιος μας πρόδωσε. Κάποιος από αυτούς που ήξεραν τι σχεδιάζαμε. Απλ ώς δεν τα ήξερε όλ α, γιατί αλ λ ιώς οι Γερμανοί θα είχαν πάει στον μύλ ο από την αρχή όπου ο Μανόλ ης είχε και το ραδιόφωνο. Όταν με άφησαν να πάω να ειδοποιήσω τον θείο μου να έρθει γιατί αλ λ ιώς θα τους σκότωναν όλ ους, κατάλ αβα πως κάποιος από τους κατοίκους με ακολ ούθησε. Τον είχαν βάλ ει οι Γερμανοί να δουν πού θα πάω για να βεβαιωθούν πως θα πιάσουν τον Μανόλ η. Τότε κατάλ αβα ποιος μας πρόδωσε. Δεν έχει σημασία να πω το όνομά του γιατί έμαθα πως σκοτώθηκε μετά μαζί με τους Γερμανούς. Δεν είναι σωστό αυτά που έκαναν τότε κάποιοι να στιγματίζουν τις επόμενες γενιές και τους δικούς τους ανθρώπους. Άρχισα να τρέχω και κατάφερα να ξεφύγω από αυτόν που με ακολ ουθούσε. Βρήκα τον Μανόλ η στο Κρυμμένο και όταν του είπα τι έγινε, χωρίς να το σκεφτεί, ξεκίνησε για να παραδοθεί. Δεν ήθελ ε κανείς να πάθει το παραμικρό εξαιτίας του. Μου ζήτησε όμως να μην εμφανιστώ
γιατί φοβόταν μήπως οι Γερμανοί δεν κρατήσουν τον λ όγο τους. Με ρώτησε τι απέγινε η Ελ ένη και όταν του είπα πως δεν ήξερα, φοβήθηκε μην τη σκότωσαν. Όταν λ ίγο μετά μας πρόλ αβε στο Κρυμμένο, μας είπε πως ο Γερμανός λ οχαγός την έσωσε και την άφησε να φύγει. Ήθελ ε να πάει μαζί του, αλ λ ά ο Μανόλ ης, που ήξερε τι θα συμβεί, την έβαλ ε να ορκιστεί πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να ζήσει τη ζωή της. Να μεγαλ ώσει και να κάνει παιδιά και εγγόνια όπως της είχε πει… Πόσο τον άκουσε, σκέφτηκα. Έζησε τη ζωή της όπως την είχε βάλει να του υποσχεθεί. Συνέχισα όμως παρακάτω για να καταλάβω καλύτερα την ιστορία. Όταν μετά από λ ίγο φτάσαμε στον μύλ ο την ώρα που αποχαιρετιούνταν, πετάχτηκαν από μέσα τρεις Γερμανοί που είχαν στήσει καρτέρι. Φαίνεται πως οι προδότες είχαν μάθει στο μεταξύ για τον μύλ ο. Αν δεν ήταν η Ελ ένη που έπεσε πάνω σε έναν Γερμανό που με σημάδευε, θα με είχαν σκοτώσει. Έφυγα με το άλ ογο καλ πάζοντας στην πλ αγιά. Το μόνο που μπόρεσα να δω όταν γύρισα το κεφάλ ι μου ήταν τον έναν στρατιώτη να χτυπάει στο κεφάλ ι την Ελ ένη με το όπλ ο και εκείνη να σωριάζεται κάτω. Λίγο αργότερα άκουσα έναν πυροβολ ισμό και όταν μετά έφτασα σε ένα ύψωμα είδα από μακριά τους Γερμανούς να σέρνουν τον Μανόλ η προς το λ ιμάνι. Η Ελ ένη δεν ήταν μαζί τους και συμπέρανα από τον πυροβολ ισμό που είχα ακούσει πως την είχαν σκοτώσει. Αυτή που μου είχε σώσει τη ζωή πέφτοντας πάνω στον Γερμανό που με σημάδευε. Περπάτησα κρυφά ως τα πρώτα σπίτια. Όλ οι ήταν μαζεμένοι στην πλ ατεία και σε λ ίγο
έφεραν και τον Μανόλ η… Δεν ήθελα να ξαναδιαβάσω τη σκηνή του λιθοβολισμού και πήγα παρακάτω, στο σημείο που ο θείος μου άρπαξε τη μητέρα μου από έναν Γερμανό που ήταν έτοιμος να τη σκοτώσει: … τότε του πέταξα μια μεγάλ η πέτρα στο κεφάλ ι και μόλ ις έπεσε κάτω, άρπαξα την αδερφή μου και άρχισα να τρέχω να γλ ιτώσω. Λίγο πριν χαθούμε στο βουνό είδα τον Γερμανό που χτύπησα να φωνάζει στους άλ λ ους και να τους λ έει προφανώς γι’ αυτό που του έκανα εγώ. Τότε αυτοί αγρίεψαν και άρχισαν να τους σκοτώνουν όλ ους. Τα γυναικόπαιδα. Ακόμη ακούω τις νύχτες τις φωνές των υπολ οίπων που πέθαναν εξαιτίας αυτού που έκανα στον Γερμανό. Μετά μας είδαν και άρχισαν να μας πυροβολ ούν. Δεν σταμάτησα να τρέχω πάρα μόνο όταν έφτασα στη θάλ ασσα. Εκεί έβαλ α την αδερφή μου σε μια βάρκα και βγήκαμε στ’ ανοιχτά. Πίσω μας άκουγα τους Γερμανούς να ουρλ ιάζουν και να μας ψάχνουν. Για πολ λ ές ώρες ήμασταν μέσα στη βάρκα. Δεν είχαμε ούτε κουπιά ούτε τίποτα. Την άλ λ η μέρα το πρωί το κύμα μας ξέβρασε σε μια παραλ ία όπου μας βρήκε ένα παιδί και μας πήγε σε κάτι καλ όγερους εκεί κοντά. Η Μαρία, μικρό μωρό, δεν θα άντεχε και πολ ύ αν δεν μας έβρισκαν. Μετά οι Γερμανοί έκαψαν ό,τι υπήρχε και εκεί. Εμείς πάλ ι το σκάσαμε και κρυφτήκαμε στα βουνά. Την επομένη, μάθαμε πως οι Γερμανοί επιτέλ ους έφευγαν. Από εκεί και μετά την ιστορία την ξέρετε… Δεν μπόρεσα να ζήσω ποτέ με τις τύψεις πως εξαιτίας μου οι Γερμανοί σκότωσαν όλ ους τους υπόλ οιπους. Το έκανα για να σώσω την αδερφή μου και να εκδικηθώ τον θάνατο του πάτερα
μου, της μητέρας μου και του θείου μου. Και αυτό έγινε αιτία να σκοτωθούν πολ λ οί. Και ο Μανόλ ης εκείνη τη μέρα ζήταγε να τον σκοτώσουν για να μην πεθάνουν άλ λ οι. Ήθελ ε και αυτός να γλ ιτώσει όσους μπορούσε με τον θάνατό του. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να το κάνουν. Όλ οι τους. Ακόμη θυμάμαι και τα μικρά παιδιά να πετάνε πέτρες στο δεμένο σώμα του Μανόλ η. Ο Θεός ας με συγχωρέσει για το κακό που έκανα σε αυτούς τους ανθρώπους όταν χτύπησα τον Γερμανό. Εύχομαι να ζήσεις μια ζωή μέσα στη χαρά και όχι όπως την έζησα εγώ, μέσα στις τύψεις και τον πόνο. Η αδερφή μου, απ’ όσο ξέρω, έζησε καλ ά. Γι’ αυτό δεν της είπα ποτέ τίποτα γι’ αυτό το μικρό κομμάτι της ζωή της που έλ ειπε. Για να μην νιώσει ούτε μια στιγμή τις ενοχές που ένιωθα εγώ από τότε και για πάντα. Όταν επισκέφτηκα το νησί, δεν είπα ποιος είμαι βέβαια. Έψαξα και έμαθα με δυσκολ ία διάφορα. Πήγα παντού. Στο Κρυμμένο, στο σημείο που υπήρχε ο μύλ ος, στη Γαλ άζια Πέτρα, αλ λ ά και όπου μπόρεσα να φτάσω. Ένας παππούς μια μέρα πριν φύγω μου αφηγήθηκε μια ιστορία για ένα άλ ογο που εμφανιζόταν στην πηγή στο Μαντάνι και έπινε νερό. Έψαχνε έλ εγε τον κύρη του που τον έχασε στον πόλ εμο. Ένα μαύρο άλ ογο με μια άσπρη καρδιά στο μέτωπό του… ίδιο με το άλ ογο που είχαμε τότε. Την Κάρμη. Μου είπε πως όλ α αυτά τα χρόνια λ ίγοι το είχαν δει αλ λ ά όλ οι τους είχαν καλ ή καρδιά. Πήγα στο Μαντάνι τρεις φορές μέχρι να φύγω, αλ λ ά το άλ ογο δεν το είδα. Θεσσαλ ονίκη ΝΙΚΟΣ ΡΕΝΙΩΤΗΣ Στο τέλος είχε ένα υστερόγραφο: Να επικοινωνήσεις με τον
δικηγόρο που γράφει η κάρτα που σου αφήνω μέσα στον φάκελ ο. Άκου τον και κάνε ό,τι νομίζεις. Και εκεί που νόμιζα πως επιτέλους τέλειωσαν τα μυστήρια, η αγωνία μου πήρε παράταση. Τ ι άλλο θα μπορούσε να αποκαλυφθεί από αυτόν τον δικηγόρο; Δεν άντεχα να περιμένω, έβγαλα το τηλέφωνο και κοίταξα το νούμερο για να τηλεφωνήσω. Διάβασα το όνομά του και αμέσως μετά είδα πως το γραφείο ήταν στο νησί μας… Απόρησα, αλλά σχημάτισα το νούμερο που είχε τυπωμένο πάνω στην κάρτα…
Αθήνα· τελευταίο γύρισμα
Η Ακρόπολη είναι από τα πιο όμορφα μέρη στον κόσμο. Είμαι πολύ χαρούμενος αλλά και αναστατωμένος για πολλούς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι είμαστε εδώ για το τελευταίο γύρισμα, κάτω από τον Ιερό Βράχο. Ο δεύτερος και ο πιο σημαντικός είναι πως χθες βράδυ ήρθε η Ανίτα με τη μητέρα της. Θα βρισκόμασταν όλοι μαζί απόψε για να τα πούμε. Δεν της είχα πει τίποτε ακόμη γι’ αυτά που ανακάλυψα στο σπίτι του θείου μου. Ένιωθα σαν τα μικρά παιδιά που κρατιούνται για να μην πουν το μυστικό τους. Η Ανίτα μου είχε στείλει ένα μήνυμα. Και όταν την πήρα, δεν μου απάντησε. Τότε της έστειλα κι εγώ ένα, κλείνοντας το αποψινό μας ραντεβού. Είχαμε συμφωνήσει με τη μητέρα μου να τους τα πούμε όταν θα είμαστε όλοι μαζί. Για το μόνο που αμφέβαλλε ακόμη ήταν οι λόγοι που πραγματικά έφυγε με τον Γερμανό λοχαγό τότε. Είχε πειστεί πως δεν τους πρόδωσε η Ελένη. Είχα σκοπό τις επόμενες μέρες να πάμε όλοι μαζί στο νησί και να πούμε τις ιστορίες που είχαν αποκαλυφθεί για εκείνη την εποχή. Δεν ξέρω αν η Ανίτα και η μητέρα της θα έρχονταν, αλλά θα το έκανα έστω και μόνος μου. Ήθελα να πω σε αυτούς τους ανθρώπους την
ιστορία που έλειπε. Είμαστε λοιπόν κάτω από την Ακρόπολη και περιμένουμε ουσιαστικά την Ανίτα για το τελευταίο γύρισμα της ταινίας. Έχει αργήσει λίγο, γιατί από ό,τι μου είπαν ήταν λίγο αδιάθετη από το ταξίδι, αλλά είναι στον δρόμο και έρχεται. Τη βλέπω από μακριά να φτάνει στον χώρο που έχουν στήσει το μακιγιάζ και τα ρούχα. Ήθελα τόσο πολύ να τρέξω και να την αγκαλιάσω και να της τα πω όλα τώρα. Να μην χάσω ούτε ένα λεπτό. Έκανα όμως υπομονή. Την κοίταζα και ένιωθα και πάλι αυτή την ανάγκη να είμαι μαζί της. Κάποια στιγμή με είδε που είχα μείνει ακίνητος και σταμάτησε για λίγο κοιτώντας με στα μάτια. Μέσα μου αναρωτιόμουν πώς κρατιέμαι. Πίσω της μια γυναίκα περίπου στην ηλικία της μητέρας μου έμεινε και αυτή να με κοιτάει. Θα πρέπει να ήταν η μητέρα της. Τους χαμογέλασα αμήχανα κάνοντας μια κίνηση χαιρετισμού με το χέρι μου. Η μητέρα της ανταπέδωσε. Εκείνη όχι. Είχα να τη δω τόσο καιρό και μου είχε λείψει. Πρόσεξα όμως πως για μια ακόμα φορά δεν είχε καλή διάθεση. Ήταν χλωμή και έδειχνε πολύ ταλαιπωρημένη. Δεν με ένοιαζε όπως και αν ήταν τώρα. Το μόνο που ήθελα ήταν να είμαστε και πάλι μαζί. Τ ίποτε άλλο. Όταν η μητέρα μου ξεκίνησε μια συζήτηση περί συγγένειας, της το ξέκοψα αμέσως. Απλώς δεν με ένοιαζε. Αναρωτιόμουν μέσα μου αν και εκείνη ένιωθε ακόμη κάτι για μένα. Όπως και να έχει, ήθελα να τελειώνει αυτό το μαρτύριο. Όποια και αν ήταν η εξέλιξη. Δεν άντεχα άλλο να ζω έτσι. Δεν έφυγα από τη θέση μου γιατί μου είχαν ζητήσει να μείνω για λίγο στο σημείο που θα κάναμε τη σκηνή μας. Σε λίγη ώρα η Ανίτα είχε ετοιμαστεί και ερχόταν προς το μέρος μου. Δεν είπαμε τίποτα. Μόνο κοιτιόμαστε στα μάτια έντονα όλη την ώρα. Ακόμα και όταν δεν το απαιτούσε η σκηνή μας. Την έβλεπα όμως συνεχώς να δυσανασχετεί. Σαν κάτι να την ενοχλούσε πολύ.
Μέσα μου έλεγα πως μάλλον δεν ήθελε πια να είμαστε μαζί και το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει. Φαινόταν σαν να μην της άρεσε καθόλου που ήταν εκεί. Η αγωνία μου ήταν απίστευτη. Δεν το είχα ξανανιώσει αυτό στη ζωή μου. Χωρίς να το καταλάβω πώς πέρασε η ώρα, κάποια στιγμή τελειώσαμε. Δεν είχαμε να κάνουμε και κάτι δύσκολο βέβαια. Ήταν σαν να μην είμαι παρών σε ό,τι γινόταν για μια ακόμα φορά. Το μυαλό μου και το κορμί μου ήταν στραμμένα πάνω της. Συνήλθα την ώρα που όλοι φώναζαν χαρούμενοι για το τέλος των γυρισμάτων. Εκείνη με κοίταξε ανάμεσα στον κόσμο που αγκαλιαζόταν. Κανείς δεν μας πλησίασε. Όλοι ήξεραν για μας και τι είχε γίνει. Όχι όμως και τα τελευταία νέα. Ούτε για το γράμμα της Ελένης αλλά ούτε βέβαια γι’ αυτό του θείου μου. Μας άφησαν στην ησυχία μας να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Αποφάσισα να την πλησιάσω περισσότερο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ένιωθε. Έδειχνε πολύ ενοχλημένη. Τη στιγμή που είχα φτάσει κοντά της και ετοιμαζόμουν να της μιλήσω, την είδα να κλείνει τα μάτια της και να λιποθυμά. Αν δεν ήμουν κοντά, θα είχε πέσει κάτω. Πρόλαβα και την κράτησα στην αγκαλιά μου. Γονάτισα και άρχισα να της μιλάω προσπαθώντας να τη συνεφέρω. Το ίδιο και η μητέρα της που έφτασε αμέσως δίπλα μας. Από πάνω και μερικοί ακόμα που μόλις είδαν τι έγινε έτρεξαν προς το μέρος μας. Έδειχνε να μην έχει τις αισθήσεις της. Τα μάτια της ήταν μεν κλειστά αλλά ένιωθα την αναπνοή της. Αυτό προς στιγμήν με καθησύχασε. Κάποιος με άγγιξε και μου είπε πως είναι γιατρός. Παραμέρισα λίγο για να μπορέσει να την εξετάσει κρατώντας την όμως πάντα μέσα στη αγκαλιά μου. Δεν θα την ξανάφηνα για τίποτα πια. «Έχει πολύ χαμηλή πίεση, πρέπει να την πάμε στο νοσοκομείο»
είπε ο γιατρός μετά από μια σύντομη εξέταση. Δεν άφησα το χέρι της ούτε μια στιγμή μέχρι που φτάσαμε στο νοσοκομείο μ’ ένα από τα αυτοκίνητα της παραγωγής. Η μητέρα της είχε έρθει και αυτή μαζί μας και έδειχνε πολύ αναστατωμένη. Συνεχώς αναρωτιόταν τι έπαθε το παιδί της και τι ήταν αυτό που της συνέβη. Αναρωτιόμουν μήπως ήμουν η αιτία αυτής της αδιαθεσίας. Ότι δηλαδή αισθανόταν τόσο άσχημα που ήταν εδώ, ώστε δεν άντεξε και λιποθύμησε. Σκεφτόμουν ό,τι πιο ακραίο υπήρχε. Δεν μπορούσα να δώσω καμιά λογική εξήγηση στην απότομη αδιαθεσία της. Η μητέρα της την ακολούθησε στον χώρο που την εξέταζαν. Έμεινα για λίγο με την Ηλέκτρα που μόλις είχε φτάσει αλλά και μερικούς ακόμα από την παραγωγή. Τα λεπτά που περνούσαν μου φαίνονταν αιώνες. Σε λίγο σηκώθηκα και πήγα προς το θάλαμο που την είχαν. Την ώρα που πλησίαζα, μια νοσοκόμα που την παρέλαβε από τα χέρια μας μου είπε χαμογελαστή βγαίνοντας «συγχαρητήρια…» και έφυγε στο βάθος με τα παπούτσια της να τρίζουν στο πλαστικό πάτωμα του νοσοκομείου. Προσπάθησα να καταλάβω τι μου είπε. Και κυρίως γιατί μου το είπε. Με ειρωνευόταν λέγοντάς μου «συγχαρητήρια» επειδή υπέθεσε πως εγώ ήμουν η αιτία που η Ανίτα λιποθύμησε; Ή για κάποιον άλλο λόγο; Στην πόρτα εμφανίστηκε η μητέρα της που ακόμη δεν είχα προλάβει να γνωρίσω. Χωρίς να την ξέρω, κατάλαβα πως μόλις της είχαν πει κάτι που της είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη. Με κοίταγε σαν χαμένη. Μου έδωσε το χέρι της και εντελώς ανέκφραστα μου είπε: «Πήγαινε, θέλει να σε δει…» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Στα λίγα δευτερόλεπτα που έκανα για να μπω μέσα ευχόμουν να είναι καλά και να μην ακούσω πως της συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ο γιατρός που στεκόταν
δίπλα της μάζευε κάποια ιατρικά εργαλεία. Από ό,τι κατάλαβα, της είχε κάνει μόλις υπέρηχο. Σχεδόν αμέσως σηκώθηκε και τον κοίταξε. Είχε συνέλθει και στο χέρι της είχε ορό. Χωρίς να μου έχει ρίξει ούτε μια ματιά από τη στιγμή που μπήκα, συνέχισε να κοιτάζει τον γιατρό κάνοντάς του ένα παράξενο νεύμα… Αυτός ξαναγύρισε και με πλησίασε. Μου έδωσε το χέρι του. «Η κυρία Κλερ είναι περίπου τριών μηνών έγκυος. Μου είπε πως είστε ο πατέρας. Τα συγχαρητήριά μου λοιπόν. Θα κάνουμε κάποιες εξετάσεις και θα πάρει εξιτήριο. Αλλά θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική τις επόμενες μέρες». Δεν τον θυμάμαι να φεύγει. Ένιωσα για μια ακόμα φορά αυτό το κενό όταν προσπαθώντας να καταλάβω τι άκουσα δεν αντιλαμβανόμουν τι γινόταν γύρω μου. Η Ανίτα με κοίταζε σαν να περίμενε την αντίδρασή μου. Πλησίασα στο κρεβάτι. Χάιδεψα το μέτωπό της και αργά πήγα πιο κοντά της. Μετά από ώρα είδα ένα μικρό χαμόγελο να σκάει στα χείλη της.
Νησί· επόμενο καλοκαίρι
Κοντεύει να μπει το φθινόπωρο. Στη Σπηλιά της Σιωπής επικρατεί ησυχία. Τ ίποτε από αυτά που γίνονται έξω δεν ακούγονται εδώ μέσα. Ακόμη δεν έχω συνηθίσει το σκοτάδι και κοιτάζω γύρω μου τα παράξενα σχήματα που έχουν πάρει οι πέτρες. Ξαπλώνω χωρίς να το σκεφτώ και πολύ στο έδαφος, κοιτάζοντας προς το σημείο που θυμόμουν πως είχα χαράξει τα αρχικά μας με την Ανίτα. Δίπλα από αυτά του Μανόλη και της Ελένης. Όσο συνήθιζα το σκοτάδι έβλεπα και πιο καθαρά τα γράμματα να εμφανίζονται πάνω στο τοίχωμα της σπηλιάς. Προσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα τους από τα λίγα που ήξερα γι’ αυτούς. Έκλεισα τα μάτια μου και το μυαλό μου ανακουφισμένο ταξίδεψε σε όμορφες σκέψεις και αναμνήσεις. Υπάρχουν κάποιες στιγμές στις ζωές των ανθρώπων που, ενώ όλα φαίνονται πως πηγαίνουν όπως εκείνοι θα ήθελαν, έρχεται κάτι και τα αλλάζει άγρια. Πολλές φορές αυτό το κάτι είναι εντελώς ασήμαντο. Μια μικρή πληροφορία που μπορεί να αλλάξει την πορεία σου αλλά και αυτά που πίστευες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και βέβαια
όχι πάντα προς το κακό. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα απόλυτα ερωτευμένος. Χωρίς να με νοιάζει τίποτα. Χωρίς να σκέφτομαι και να προσπαθώ για τίποτα. Έκανα αυτό που μου έλεγε η καρδιά μου και τίποτε άλλο. Η τραγική ιστορία της οικογένειάς μου. Οι απίστευτες συμπτώσεις και τα παιχνίδια της μοίρας αλλά και ο τρόπος που πέθαναν οι παππούδες μου, αλλά κυρίως ο Μανόλης, με έκαναν να καταλάβω πως τα πάντα μπορούν να συμβούν. Δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή μου να ξαναπώ δεν γίνεται αυτό. Τουλάχιστον όχι αμέσως. Μέσα μου ήξερα πως όποια και αν ήταν η τελική εξέλιξη των γεγονότων, δεν θα μπορούσε να μειώσει στο ελάχιστο αυτά που ένιωσα και νιώθω για την Ανίτα. Το ότι στο τέλος σχεδόν αποδείχτηκε πως η γιαγιά της δεν πρόδωσε κανέναν τότε δεν με ένοιαζε. Δεν λέω ότι δεν χάρηκα. Χάρηκα, ναι. Περισσότερο για εκείνη και όχι για μένα. Για να μην νιώθει ποτέ αυτές τις ενοχές που βασανίζουν τους ανθρώπους στερώντας τους μια φυσιολογική ζωή. Που νιώθουν ενοχές και τύψεις ακόμα και γι’ αυτά που οι ίδιοι δεν είχαν καμιά συμμετοχή, αλλά η μοίρα συσχέτιζε με κάποιο τρόπο μαζί τους. Σαν τον θείο Νίκο που πέρασε μια ζωή βουτηγμένος στη λύπη και στις ενοχές… Μέσα μου σκέφτομαι πως αν δεν γίνονταν όλα όπως έγιναν, δεν θα γνώριζα ποτέ την Ανίτα. Δεν λέω πως αν ήταν στο χέρι μου θα τα άφηνα να ξανασυμβούν. Όμως ο τρόπος που αποκαλύφθηκαν τα πάντα για μένα είχε έναν και μόνο σκοπό. Να μας φέρουν κοντά. Να κάνουμε σχεδόν τα ίδια πράγματα, στον ίδιο τόπο, στα ίδια μέρη, μετά από τόσα χρόνια. Να ζήσουμε τον έρωτα που εκείνοι δεν έζησαν όπως θα ήθελαν. Να γευτούμε ό,τι δεν μπόρεσαν οι ίδιοι να γευτούν μαζί. Ακόμα και το μέρος που η Ανίτα έμεινε έγκυος ήταν το ίδιο με αυτό που έμεινε η Ελένη. Εδώ, στη Σπηλιά της Σιωπής. Λες και γράφτηκε τότε, με τον θάνατο του Μανόλη,
αλλά και μετά, με τη ζωή που έζησε η Ελένη, η δικιά μας συνάντηση στο μέλλον. Λες και όλα είχαν κανονιστεί με στόχο την ένωσή μας. Σε λίγο σηκώθηκα και κοίταξα προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Είχα συνηθίσει πια το σκοτάδι. Για μια ακόμα φορά κοίταζα τις παράξενες μορφές, τόσο όμορφες που δεν θα μπορούσε να τις δημιουργήσει ούτε ο πιο ταλαντούχος γλύπτης. Ένιωσα την παρουσία της καθώς με πλησίασε αθόρυβα από πίσω. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω μου και αισθάνθηκα τη ζεστή της ανάσα στον λαιμό μου καθώς με φιλούσε. Άπλωσα τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου για να την αγκαλιάσω. Τα δάχτυλά μου τυλίχτηκαν μέσα σε κάτι που έμοιαζε με δίχτυ στο άσπρο φόρεμά της. Προσπαθούσα να τα ξεμπλέξω χωρίς να τα καταφέρω και με βοήθησε εκείνη. «Δημήτρη, σιγά, θα μου χαλάσεις το νυφικό…» Ταυτόχρονα ξεσπάσαμε σε γέλια. Τη στιγμή μου ξέμπλεκε τα χέρια μου από το νυφικό γύρισα να την αγκαλιάσω. Τ ινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα μου, μου είπε συνεχίζοντας να χαμογελά: «Χάλια έγινες… πώς θα εμφανιστείς έτσι στον κόσμο;» Έπιασα το πρόσωπό της με τα χέρια μου. Άρχισα να φιλώ απαλά τα χείλη της: «Ακόμη δεν παντρευτήκαμε, και άρχισες να με μαλώνεις… Δεν έχεις καταλάβει πως δεν με νοιάζει ο κόσμος, αγάπη μου; Ας πουν ό,τι θέλουν. Άλλωστε, εσύ επέλεξες να παντρευτούμε εδώ, στη μέση του πουθενά…» Το χέρι μου ταυτόχρονα κύλησε αργά πιο χαμηλά σηκώνοντας το κοντό της νυφικό. Ήταν ξυπόλυτη, όπως κι εγώ άλλωστε. Ακούμπησα το δέρμα της και την έσφιξα πιο δυνατά πάνω μου, ενώνοντας όσο γινόταν τα κορμιά μας. Ένιωσα έντονα την επιθυμία να την κάνω δικιά μου για μια ακόμα φορά. Εκείνη, χωρίς να σταματήσει να γελά, τραβήχτηκε μαλακά πιο πίσω. «Δημήτρη, μην το κάνεις… θέλω πολύ νομίζεις. Σε λίγο θα
αρχίσουν να μας ψάχνουν και άλλωστε θα πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι την πρώτη νύχτα του γάμου. Έτσι δεν έκαναν παλιά;» «Αυτοί που σύχναζαν εδώ δεν έκαναν έτσι πάντως…» είπα και προσπάθησα και πάλι να τη φέρω κοντά μου. Εκείνη χαμογελώντας με κράτησε μακριά με το χέρι της… Την κοίταζα σαν διψασμένος που μπροστά του έχει ένα ποτήρι νερό που όμως δεν μπορεί να πιει. Αφού διόρθωσε το νυφικό της αλλά και το δικό μου κουστούμι που είχε γίνει λίγο χάλια όταν ξάπλωσα, με τράβηξε προς τα έξω. Λίγο πριν φτάσουμε στην είσοδο της είπα με νόημα: «Να υποθέσω δηλαδή ότι τα μωρά μας θα κοιμηθούν με τις γιαγιάδες τους σήμερα;» Εκείνη χαμογέλασε και πάλι παρασύροντάς με κι εμένα σε ένα δυνατό γέλιο. Λίγο πριν φτάσουμε στην έξοδο της σπηλιάς με σταμάτησε και μου έδειξε στο χέρι της το δαχτυλίδι που είχε χαρίσει ο Μανόλης στην Ελένη. Φίλησα το χέρι της και από την τσέπη μου έβγαλα το ρολόι του Μανόλη που η μητέρα της με είχε παρακαλέσει να δεχτώ σαν δώρο. Μου είπε πως το σωστό είναι να το έχω. Κοίταξε με τρυφερότητα το ρολόι και με φίλησε. Έβαλα το ρολόι στην τσέπη μου και έπιασα σφιχτά το χέρι της. Κάναμε δύο βήματα και βρεθήκαμε στη στενή έξοδο. Βρεθήκαμε μπροστά στον κόσμο που μας περίμενε. Ήταν όλοι τους εκεί. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του νησιού αλλά και όσοι είχαν δουλέψει για την ταινία. Και βέβαια αρκετοί φίλοι μας που ήρθαν άλλοι από τη Γερμανία και άλλοι από την Αθήνα. Οι μητέρες μας κάθονταν κάτω από μία από τις μεγάλες ομπρέλες που είχαν στηθεί στην παραλία κρατώντας αγκαλιά τα μωρά μας. Δίπλα τους ο Κώστας έκανε αέρα με μια βεντάλια στη μητέρα μου αλλά και στη μητέρα της Ανίτας. Δίπλα του, ο πατέρας της Ανίτας, που ήρθε και αυτός από την Αμερική κάνοντας ένα ταξίδι αστραπή, τους πρόσφερε ποτήρια με παγωμένο νερό. Σε μια άλλη
ομπρέλα δίπλα καθόταν η Αγαθή με τη Θέκλα. Κοίταζαν χαμογελαστές τις δύο γιαγιάδες να παίζουν με τα εγγόνια τους. Μόλις μας είδαν να βγαίνουμε, όλοι μας χειροκρότησαν. Για πολλοστή φορά σήμερα. Λες και κάθε φορά τελειώναμε μια εξαιρετική σκηνή στο θέατρο και στο τέλος παίρναμε το χειροκρότημα του κοινού. Σε λίγο θα γινόταν ο γάμος μας στο μικρό ξωκκλήσι δίπλα στην παραλία. Και αμέσως μετά τα βαφτίσια των διδύμων μας μέσα στη θάλασσα… του Μανόλη και της Ελένης. Αυτά θα ήταν τα ονόματα που θα τους δίναμε. Ήταν το ελάχιστο που μπορούσαμε να κάνουμε για να τιμήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για τον τρόπο με τον οποίο αγαπήθηκαν για πάντα. Όταν μιλήσαμε για το ποια θα ήταν τα ονόματα των παιδιών μας, δεν μας πήρε ούτε δύο λεπτά να αποφασίσουμε. Η ταινία μας είχε κυκλοφορήσει στην αρχή του καλοκαιριού και γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Σε αυτό βοήθησαν και οι φήμες που κυκλοφορούσαν έντονα γύρω από την πραγματική μας ιστορία. Πρόσφατα μας πρότειναν να κάνουμε σενάριο την αληθινή ιστορία του Μανόλη και της Ελένης. Για μια ακόμα φορά συμφωνήσαμε αμέσως να αρνηθούμε ευγενικά. Για κάποιο λόγο πιστεύαμε πως καμιά ταινία δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει την πραγματικότητα. Θέλαμε να κρατήσουμε αναλλοίωτο στη μνήμη μας το κομμάτι του απόλυτου έρωτα του Μανόλη και της Ελένης και όχι το τραγικό μέρος στο οποίο θα επικεντρωνόταν η ταινία. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις… Στο Κρυμμένο είχε στηθεί ολόκληρη υπερπαραγωγή. Ο έρημος τόπος έμοιαζε με την πιο πολυσύχναστη παραλία. Στη θάλασσα, έπλεαν τα σκάφη που είχαμε χρησιμοποιήσει για να έρθουμε εδώ. Όλα έγιναν με τον όρο πως θα ήμασταν πολύ προσεκτικοί και πως
μόλις τελειώσουμε όλα θα επανέλθουν στην αρχική τους μορφή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένος. Από του χρόνου σκοπεύαμε με την Ανίτα να φτιάξουμε ένα σπίτι στο νησί. Ο θείος μου ο Νίκος όταν ήρθε, αγόρασε στο όνομά μου μια έκταση κοντά στην πηγή στο Μαντάνι. Γι’ αυτό μου είχε αφήσει την κάρτα του δικηγόρου στο γράμμα του. Τα είχε κανονίσει όλα. Η Ανίτα, παρόλο που είχε πολλές προτάσεις για δουλειές, είχε αποφασίσει να σταματήσει για μερικά χρόνια για να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας. Θα μέναμε λίγο έξω από την Αθήνα σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα που πλέον δεν μπορούσαμε να αποχωριστούμε. Η μητέρα της σκεφτόταν πολύ σοβαρά να έρθει να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. Από την είσοδο της μικρής εκκλησίας εμφανίστηκε ο ηγούμενος του μοναστηριού του Αγίου Μάμα που είχε σώσει τη μητέρα μου και τον θείο μου τότε. Μαζί του άλλοι δύο καλόγεροι που τον βοηθούσαν σε ό,τι χρειαζόταν. Τα μάτια του ήταν πιο γαλανά και από τη θάλασσα, και τον έκαναν να μοιάζει όντως με πραγματικό άγγελο. Την ώρα που όλοι είχαν μαζευτεί γύρω μας για να αρχίσει η τελετή, γύρισα και κοίταξα πάνω μακριά στον λόφο νιώθοντας πως κάτι κινείται εκεί. Ένα μαύρο άλογο που στεκόταν στην κορφή του λόφου κοίταζε προς το μέρος μας. Σήκωσε τα πόδια του ψηλά όπως το άλογο τη μέρα που πήγα στο Μαντάνι. Κοίταξα την Ανίτα με νόημα προσπαθώντας να της το δείξω. Όταν όμως γύρισα το βλέμμα μου μαζί της προς τα εκεί, είχε εξαφανιστεί και δεν υπήρχε τίποτα. Κανείς άλλος τριγύρω δεν έδειξε πως είδε κάτι. Θυμήθηκα τη σχετική ιστορία που είχε πει εκείνος ο παππούς στον θείο μου για το μαύρο άλογο που εμφανιζόταν στην πηγή στο Μαντάνι, μόνο όμως σε ανθρώπους με καλή καρδιά. Ήταν μακριά, και στο λίγο που το είδα δεν μπόρεσα να διακρίνω αν στο μέτωπό του είχε την άσπρη καρδιά
όπως το άλογο του Μανόλη, αλλά και αυτό που είχα δει την πρώτη φορά που είχα έρθει εδώ. Σε όλη την τελετή κρατούσα το χέρι της Ανίτας σφιχτά. Κοιτιόμαστε συνέχεια σαν να μην πιστεύαμε αυτό που ζούσαμε. Αργότερα, τα κλάματα των διδύμων ακούγονταν σε όλη την παραλία την ώρα που ο ηγούμενος τα βάφτιζε στη θάλασσα. Νονοί τους ήταν ο κυρ-Θωμάς, η Φανούλα αλλά και η κυρία Θέκλα. Αλλά και όλο το νησί, όπως μας ζήτησαν. Όλα πια ήταν σαν να είχαν μπει στη θέση τους και τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό. Οι περισσότεροι είχαμε μπει με τα πόδια στη θάλασσα παρακολουθώντας τον γέροντα να κάνει την τελετή ήρεμα και χωρίς να δείχνει ότι βιάζεται, παρόλο που ο ήλιος έκαιγε πολύ. Σε λίγο, όταν τέλειωσαν τα βαφτίσια, ο κυρ-Θωμάς έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά. Από το μονοπάτι που πήγαινες προς το λιμάνι ακούστηκε μια μουσική. Με την Ανίτα κοιταχτήκαμε γιατί αναγνωρίσαμε αμέσως τον σκοπό, παρόλο που ακούγονταν μόνο τα όργανα που έπαιζαν τη γνωστή μας μελωδία. Δεν άργησαν να φανούν ένα ένα τα μέλη του συγκροτήματος που έπαιζε τη νύχτα στο πανηγύρι όταν η Ανίτα είχε εμφανιστεί ξαφνικά στο νησί. Όσο πλησίαζαν, η μουσική δυνάμωνε και όλοι άρχισαν να μαζεύονται τριγύρω μας δείχνοντάς μας πως έπρεπε να ξεκινήσουμε το χορό. Αρχίσαμε όλοι τότε να κινούμαστε σχηματίζοντας μια τεράστια αγκαλιά από ανθρώπους με ενωμένα χέρια. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν η πρώτοι στίχοι του τραγουδιού…
Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις
τώρα μονάχος θα γυρνώ στη θάλ ασσα στα βράχια. Αν δεν γυρίσεις γρήγορα, θα πέσω να πεθάνω… Τα χείλ η μας τα χώρισε της θάλ ασσας το κύμα μα η καρδιά σου, όμορφη, να μην με λ ησμονήσει. Νησιώτισσά μου όμορφη, που φεύγεις και μ’ αφήνεις θα σε αγαπώ μην το ξεχνάς ακόμα και αν με χάσεις… Και αν ξαναφύγεις μια βραδιά και με γεμίσεις λ ύπη, θα κλ αίω κάθε δειλ ινό για τη ζωή που λ είπει…
Ευχαριστίες Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Π. που μου εμπιστεύτηκε τη συγκλονιστική ιστορία του παππού του. Τον Ανδρέα Μανωλικάκη, που για μια ακόμα φορά μου άνοιξε απίστευτους ορίζοντες στην ιστορία που έγραψα. Την Εβίτα Ζημάλη, για την υπομονή και τις πολύτιμες συμβουλές σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου μου. Τη Λίλια Δημαράκη, για τις πρώτες διορθώσεις και τις κουβέντες μας που τη μετέτρεψαν από μαθήτρια σε δασκάλα μου. Τέλος, τον Γιάννη και τη Ζωή από τις εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, που για μια ακόμα φορά με εμπιστεύτηκαν σε ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα.