ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τίτλος του πρωτότυπου: Science, technique et capital © Copyright: Editions du Seuil, 1976 © Copyright για την ελληνική: Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1985 Μετάφραση: Ειρήνη Μιγάδη Φωτοστοιχειοθεσία: “ΑΧΤΙΔΑ” επε , Ανδρέα Μεταξά 7, Εξάρχεια, Τηλ. 3637125 Αναπαραγωγή φιλμς: Δημήτρης Κοδιανάκης.
Εκδόσεις Α/συνέχεια, Τζαβέλλα 7, ΑΘΗΝΑ, Τηλ. 8656897
ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΚΟΡΙΑ
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εκδόσεις Α/συνέχεια
Μ ε το βιβλίο αυτό ξεκινάμε την έκδοση μιας σειράς έργων και μελετώ ν που αφορούν το σύγχρονο κόσμο και τις νέες τεχνολογίες. Ζ ούμε σε μια εποχή · επιστημονικής και τεχνικής επανάστα σης» όπως ισχυρίζονται πολλά αποκαλούμενα μαρξιστικά, όσο και συγκεκριμένα τεχνοκρατικά ρεύματα; Ποιος — πού και πώς — παράγει τις καινούργιες τεχνικές; Π ώ ς ενσωματώνονται αυτές στην καπιταλιστική παραγωγή; Ποιες τροποποιήσεις επιφέρουν στους όρους εργασίας; Π οιες είναι οι πολιτικές σκοπιμότητες αυτών των αναλύσεων; Τι έχει να μας διδάξει, μ ’ αυτή την έννοια, η κινέζικη πείρα; Ν α μερικά από τα ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει αυτή η κριτική μελέτη. Σ τη χώ ρα μα ς άκριτα και καθυστερημένα, προβάλονται αυτά τα τεχνοκρατικά και αποκαλούμενα μαρξιστικά ρεύματα και όλόι συναγωνίζονται σε υπερθεματισμούς ότι το μέλλον της Ε λλάδας εξαρτιέται από την απάντηση που θα δώσουμε στη μεγάλη πρόκλη ση της
Πρόλογος για την ελληνική έκδοση
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, ΠΑΝΤΑ... Το κείμενο που θα γνωρίσει ο Έλληνας αναγνώστης είναι από κάθε άποψη ταυτόσημο με εκείνο της πρώτης γαλλικής έκδοσης. Όμως δεν πρέπει να οδηγηθούμε απ’ αυτό στο συμπέρασμα πως, ύστερα από οχτώ χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη έκδοση — και που για μένα ήταν χρόνια εντατικής μελέτης και έρευνας — δεν έχω να προσθέσω τί ποτα ή να διορθώσω. Λ ι>, παρά τον πειρασμό να ξανακοιτάξω αυτό ή το άλλο σημείο του βιβλίου, θεώρησα πως θα ήταν προτιμότερο να διατηρη θεί το κείμενο όπως είναι · αυτό έγινε με τη σκέψη πως τα επιχειρήματα που ήταν ικανά να ενδιαφέρουν τον τοτινό αναγνώστη, θα έπρεπε (ακόμα και στις υπερβολές τους, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο) να επισύρουν την προ σοχή και του σημερινού αναγνώστη. Και τούτο τουλάχιστον σε δύο βασι κά σημεία. 1) Η αδιάκοπη ανανεωνόμενη επικαιρότητα της «επιστημονικοτεχνικής επανάστασης» Αναμφισβήτητα δεν γίνεται λόγος πια για τη «χημικσποίηση» ή την «κυβερνητικοποίηση» της παραγωγής και της ζωής. Την προσοχή τώρα συγκροτούν οι τελευταίες εξελίξεις της μικροηλεκτρονικής, εκείνες που είναι υπό εκκόλαψη στην τηλεματική, ή ακόμα οι εξελίξεις που προσδοκούνται από την βιοτεχνολογία. Αλλά πάντα γίνεται λόγος για την επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Αυτό που το βιβλίο περιέχει με μια κριτι κή αυτής της έννοιας, τα ανοίγματα προς την κατεύθυνση μιας υλιστικής ανάλυσης των όρων παραγωγής και κυκλοφορίας της επιστήμης και της τεχνικής — όσο παλιά κι αν είναι τα κείμενα και ορισμένες από τις παρα πομπές που χρησιμοποιεί — όλα αυτά εξακολουθούν να έχουν σημασία για όποιον πασχίζει να προσανατολιστεί στην οικονομική ανάλυση της τεχνολογίας και των αποτελεσμάτων της.
2) Ο ταιηλορισμός, ο φορντισμός και η μαζική παραγωγή Πέρα από την *κριτική» του διάσταση, σ ’ αυτό που περικλείνει σχετι κά με τη θετική πλευρά της ανάλυσης των μορφών και τρόπων που χαρα κτηρίζουν τον σύγχρονο καπιταλισμό, ορισμένες αναπτύξεις που περικλείνονται στο βιβλίο αυτό όπως: η ανάλυση του ταιηλορισμού, του φορντισμού, ή η μορφοποίηση της έννοιας της μαζικής παραγωγής, είχαν μια ευτυχισμένη συνέχεια. Οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι της εργασίας, ορισμένοι προχωρώντας στο δικό τους δρόμο, έδωσαν σ& πρόσφατες εργασίες μεγάλη σημασία στην ανάλυση αυτών των ίδιων φαινομένων που από τη μεριά μου τις είχα συσχετίσει με τις μεγάλες καινοτομίες των πενήντα τελευταίων χρόνων και που είχα επιχειρήσει να αναμετρήσω την επίδρασή τους στους τρόπους συσσώρευσης του κεφάλαιου.1 Το γεγονός πως αυτή η προσέγγιση επιβεβαιώθηκε, από κατοπινές έρευνες που συγκλίνουν στα σημαντικά σημεία, συνέβαλε στην απόφασή μου να δώσω χωρίς αλλαγές το αρχικό κείμενο με τις ατέλειές του αλλά και με τις ενοράσεις του. Μια τελευταία διευκρίνιση είναι αναγκαία. Αφορά το 2ο δοκίμιο που συγκροτεί το βιβλίο και που έχει σαν τίτλο: *Εργοστάσια και Εργοστα σιακά παν/μια στην Κίνα μετά την Πολιτιστική Επανάσταση». Γραμμένο ύστερα από μια έρευνα που έγινε στην Κίνα (τον Απρίλη 1975), συνίσταται στην παρουσίαση εκείνου που αποτελούσε τότε ένα σύνολο σημαντι κών νεωτερισμών σχετικά με την πάλη για την αλλαγή των μορφών καταμερισμού της εργασίας που κληρονομήθηκαν από τον καπιταλισμό. Σήμερα είναι φανερό πως αυτός ο τύπος πολιτικής — στην Κίνα — εγκαταλείφτηκε. Το κείμενο που παρατίθεται δεν αποτελεί άρα τίποτε άλλο από μια μαρτυρία ή ένα ντοκουμέντο για μια περίοδο και μια πείρα που ανήκουν στο παρελθόν. Το πρόβλημα που κυριαρχεί στο κείμενο — η αναζήτηση μορφών οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής που να μη στηρί ζονται στις ταιηλορικές ή φορντικές αρχές — θεωρώ πως παρόλα αυτά 1. Ανάμεσα στις πρόσφατες εργασίες, ο R . Boyer, σε μια αξιοσημείωτη σειρά άρθρων, αφιερωμένων στο ζήτημα της ρύθμισης, κάνει τη μισθωτή σχέση και τις τροποποιήσις στο προτσές εργασίας κεντρικό άξονα της δικής του έρευνας. Για τον R. Boyer, βλέπε ιδιαίτερα, *La crise aciuelle, une mise au point en form e de perspective historique» στο •Critiques de I’economie politique» ap. 7-9, Σεπτέμβρης 1979 και *Les salaires en lon gue periode*, στο «Economic el Stadstique», ap. 103, Σεπτέμβρης 1978. Κι εγώ στο L’ Atelier et k Chronoinetre Editions Bourgois, 1979, ζανάπιασα και ανέ πτυξα ορισμένα από τα ζητήματα αυτά.
9
διατηρεί απόλυτα την οξύτητα και τη σημασία του. Και ελπίζω, μόλις μπορέσω να το κάνω, να ξαναγυρίσω σε βάθος στα ζητήματα που απασχόλησαν αυτή την έρευνα. Τότε το αρχικό κείμενο θα επανατοποθετηθεί σε μια ευρύτερη προοπτική, και η φάση που περιγράφτηκε μετά την Πολιτιστική Επανάσταση θα αναλυθεί ξανά σε μια πιο μακρόχρονη διά σταση από εκείνη της κινέζικης πείρας. Στην περίοδο αυτή των επιταχυνόμενων μεταβολών έχουμε να κάνου με πολύ δουλειά, για να επιχειρήσουμε να συλλάβουμε τα πραγματικά αντικείμενα που διαμορφώνονται μπροστά μας. Ελπίζω μονάχα το βιβλίο αυτό να μπορέσει να βοηθήσει όποιον εννοεί να πασχίσει για κάτι τέτοιο, για να βρει το δικό του δρόμο. Παρίσι, Δεκέμβρης 1984 Β. Coriat
10
Εισαγωγή
Η σημερινή στιγμή της κριτικής της επιστημονικοτεχνικής ανάπτυξης
Και αν η αρχή ενός κριτικού ερωτηματικού σχετικά με τις μορφές και τους τρόπους ανάπτυξης των επιστημών και της τεχνικής δεν συνιστά αυτή καθεαυτή ένα νέο γεγονός, και, αν από περίοδο σε περίοδο βλέπουμε να επανεμφανίζεται αυτό το ερωτηματικό μέσα απ’ αυτό που παρουσιάζεται σαν «κρίση» της επιστήμης και των επιστημονικών κύ κλων, όμως, η σημερινή περίοδος θεωρούμε πως παρουσιάζει τέτοια χαρακτηριστικά, που επιτρέπει και καθιστά δυνατή (αν όχι επείγουσα) μια επανεξέταση των κλασσικών θέσεων σχετικά με την κριτική της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης. Ο καθορισμός αυτού του σημείου σημαίνει επίσης την υπόδειξη, πώς και γιατί αυτή η επανεξέ ταση, που η πρόσφατη βιβλιογραφία δείχνει σε αρκετό βαθμό πως βρί σκεται σε πορεία, μπορεί να αποτελέσει και μια ανανέωση. Ανανέωση με την έννοια ότι μετατοπίζει και τη φύση των ζητημάτων και το σημείο, απ’ όπου τα θέτει. Τα πρώτα ερωτηματικά σχετικά με την επιστήμη και την τεχνική, αν δούμε από κοντά το ζήτημα, είναι σύγχρονα με την ίδια τη γέννηση των σύγχρονων επιστημών. Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε τις σχέσεις που διατηρούσε ο Γαλιλαίος με την ιδεολογία και την Εκκλησία του καιρού του. Με την ανάπτυξη, από το ένα μέρος, των μηχανών και της μεγάλης βιομηχανίας, που ενσωματώνει μια ακατάπαυστα πιο περί πλοκη τεχνολογία, και με την ανάπτυξη, από το άλλο μέρος, ενός εθνι κού και συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού, αυτό το ερωτηματικό εστιάζεται στις ιδιαίτερες συγκυρίες και διευρύνεται ακατάπαυστα. Αλλά, αν επιμείνουμε στο βασικό, εμφανίζεται καθαρά πως αυτή η επερώτηση για την επιστήμη και την τεχνική είναι εντοπισμένη σε δύο κύ ριες περιοχές: • Σε ότι αφορά τις επιστήμες (ιδιαίτερα φυσικές, που αμέσως θα αντικατασταθούν από τη χημεία) αυτό που κυριαρχεί είναι η ανησυχία για 13
τη χρησιμοποίησή τους για στρατιωτικούς και καταστρεπτικούς σκοπούς1. Παρά τα «ευεργετήματά» τους —απ’ όπου λοιπόν και η στροφή προς την ανάπτυξη της βιολογίας και της ιατρικής— επιτρέ πουν μια πλατιά ιστορική αισιοδοξία2. • Σε ότι αφορά τις τεχνικές (διατηρώντας τη διάκριση επιστήμη/τεχνι κή σαν προσωρινή διευκόλυνση), αυτό που επισημαίνεται είναι κύρια η «πραγμοποίηση» της ανθρώπινης εργασίας, όπου οδηγεί η μαζική χρησιμοποίησή της στην παραγωγή3. Αλλά κι εδώ πάλι —και η ίδια η έκφραση της τεχνικής προόδου που έχει περάσει στην τρέχουσα γλώσ σα το υποδείχνει αρκετά- κυριαρχεί η θετική πλευρά: απελευθέρωση μέσα από την τεχνική από την υποταγή στις φυσικές δυνάμεις. Αργότερα οι επιστήμες και οι τεχνικές, τη φορά αυτή συγχωνευμένες, θα εγκληθούν σε μια τρίτη περιοχή, σ’ εκείνη όπου η βιομηχανική τους χρησιμοποίηση εγκαινίασε τη μη αναστρέψιμη καταστροφή των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος, διατηρώντας σ’ αυτή την έκ φραση όλη της την αοριστία. Έτσι, συνοψίζοντας, μέχρι μια πρόσφατη περίοδο το ερωτηματικό για τις επιστήμες και τις τεχνικές αφορούσε αποκλειστικά τη χρησιμοποίηση που γίνεται στα αποτελέσματά τους από την κοινωνία. Η σκέψη και η κριτική επικεντρώνονταν ολοκληρωτικά γύρω από το ζήτημα της «καλής» ή «κακής» χρησιμοποίησης της επιστήμης και της τεχνικής, με σκοπό βέβαια, να ευνοηθεί μια «καλύτερη» χρησιμοποίη ση των ανακαλύψεων. Όμως σήμερα η κριτική έχει περιβληθεί με νέα περιγράμματα. Εδώ και μερικά χρόνια δεν γίνεται επίκληση των κοινωνικών σχέ σεων μονάχα για να κατακριθεί ο τρόπος χρησιμοποίησης των επιστη μών και των τεχνικών, αλλά ακόμα, κι αυτό είναι που αποτελεί την 1. Ο Πιέρ Κιουρί δήλωνε ήδη το 1903 στο λόγο του κατά την παράδοση σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ: «Μπορούμε να σκεφτούμε πως σε εγκληματικά χέρια το ράδιο μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο και εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η ανθρωπότη τα θα κερδίσει γνωρίζοντας τα μυστικά της φύσης, αν είναι ώριμη να επωφεληθεί απ’ αυτό ή αν αυτή η γνώση θα της γίνει επιζήμια. Το παράδειγμα των ανακαλύψεων του Νόμπελ, είναι χαρακτηριστικό: τα ισχυρά εκρηκτικά επέτρεψαν στους ανθρώπους να κάνουν θαυμαστά έργα. Αποτελούν επίσης φοβερό μέσο καταστροφής στα χέρια μεγά λων εγκληματιών, που παρασύρουν τους λαούς στον πόλεμο». 2. Ό πω ς το δείχνει πάλι ο ίδιος ο λόγος του Πιέρ Κιουρί, που συνέχισε: «Είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν, όπως και ο Νόμπελ, πως για την ανθρωπότητα οι νέες ανακα λύψεις θα κάνουν περισσότερο καλό παρά κακό». 3. Το ρεύμα αυτό είναι σταθερό από τον Α. Σμιθ μέχρι τον Γ. Φρήντμαν.
14
ιδιαιτερότητα του σύγχρονου τρόπου του ερωτηματικού, για να αμφισβητηθεί: • από το ένα μέρος, η ουδετερότητα των τεχνικών σαν υλικών αντικεί μενων με ιδιαίτερα χαραχτηριστικά, που μέχρι σήμερα δίνονταν πάν τοτε σαν «τεχνικές» απαντήσεις επίσης σε «τεχνικά» προβλήματα, που είχαν τεθεί με το σχεδίασμά τους· • από το άλλο μέρος και βαθύτερα, αμφισβητήθηκε η λογική σύμφωνα με την οποία πραγματοποιήθηκε η επιστημονική και τεχνική ανάπτυ ξη. Εμφανίσθηκαν μια σειρά νέα προβλήματα: ανισόμετρη ανάπτυξη των διαφόρων πειθαρχιών, νομιμότητα των συνόρων ανάμεσα σε επι στήμες που θεωρούνταν συγγενικές, ανισόμετρη τεχνολογική ανάπτυ ξη σε συγκρίσιμα επίπεδα στην επεξεργασία διαφορετικών θεωρητικών σωμάτων, εσωτερικός και υπερφορμαλιστικός χαραχτήρας των προτά σεων και του επιστημονικού λόγου, κλπ. Ταυτόχρονα ενισχύεται η επερώτηση, όχι μονάχα στην περιοχή της κοινωνικής χρησιμοποίησης αλλά επίσης —και με την ισχυρή έννοια— της ιδεολογικής εκμετάλλευσης των επιστημονικών θεωριών και των ίδιων των επιστημόνων μέσα στις πολεμικές όπου το πολιτικό αντι κείμενο είναι έκδηλο. Το ίδιο και η παλιά πολεμική σχετικά με τον υλι σμό που επανεμφανίζεται σαν κεφάλι της μέδουσας σε κάθε επιστημο νική ανακάλυψη κάποιας σημασίας. Αυτή η επανάκαμψη και αυτή η ανανέωση, όπως και ο συλλογισμός γύρω απ’ αυτά στην πολύ μεγάλη περίοδο, που έπρεπε να κυλήσει πριν από τη διατύπωσή τους, είναι, κατά την άποψή μας, ακατανόητα, αν δεν προσφύγουμε σε μία ανασκόπηση —έστω σύντομη και σχηματι κή— των κριτικών που έγιναν από την εμφάνιση του μαρξισμού. Από τον ίδιο τον Μαρξ και μέχρι μια πρόσφατη περίοδο κρατήθηκε κύρια μέσα από την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας η στενή σχέση που αυτός εισάγει ανάμεσα στο κεφάλαιο, τις μηχανές και τον καταμε ρισμό εργασίας (το αιώνιο 4ο μέρος του Πρώτου Τόμου που αναπαράχθηκε εκατό φορές και που ανάχθηκε τελικά στις «βασικές σελίδες» του). Σε συντομία, κύρια η προσοχή στρέφονταν στις θέσεις, για τον λεγόμενο «αλλοτριωμένο εργάτη» από την επιστήμη και την τεχνική. Για την επιστήμη με την κυριολεκτική έννοια —και παρά τη σημα σία των αναλύσεων που διαπερνούν όλο το έργο του, παρά τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό του Λένιν—λίγα πράγματα. Πραχτικά τίποτα. Μέχρι που ο Αλτουσέρ και μερικοί άλλοι έδειξαν -α πό τη φιλοσοφική πλευρά— αυτό που ο Μαρξ περιλάμβανε ήδη με μια υλιστική θεωρία 15
της παραγωγής γνώσεων4. Αυτή η σιωπή του μαρξιστικού λόγου δεν εξηγείται παρά σε αναφο ρά με δυο γεγονότα, που τόπος τους είναι ο μαρξισμός. 1. Το πρώτο αφορά τις μορφές και τους όρους μέσα στους οποίους πραγματοποιή&ηκε μετά τον Λένιν η συνέχιση της κριτικής. Ο λυσσενκισμός, οι αξιοθρήνητες θέσης για τον αστικό χαραχτήρα της μεντελιανής γενετικής ή για την κβαντική θεωρία —και που αποτελούν τη δεύτερη στιγμή της κριτικής- είναι τέτοιες που εξηγούν τη σύνεση, αν όχι τη σιωπή στην οποία περιχαρακώθηκε η μαρξιστική κριτική. «Αστική επιστήμη / προλεταριακή επιστήμη: ψηλή σημαία που κυματίζει στο κενό» λέει ο Αλτουσέρ σαν αυτοκριτική. Το πρό βλημα είναι ότι επαναφέροντας τη σημαία δεν απέμεινε τίποτα, παρά το κενό. Όμως ο λυσσενκισμός που επικαλεστήκαμε εδώ δεν μπορεί, κατά την άποψή μας, να εξηγήσει το κενό της μαρξιστικής κριτικής. Να υποθέσουμε ακόμα, πως ένας λόγος για τις επιστήμες είχε καταστεί αδύνατος· χρειάζεται ακόμα να εξηγηθεί η σιωπή σχετικά με τις τεχνικές, κριτική, που όντας κοντινότερη στο «πραγματικό προτσές» της παραγωγής, όφειλε να αναπτυχθεί πολύ πιο γρήγορα. Θεωρούμε πως ο λόγος της σιωπής αυτής πρέπει να αναζητηθεί προς την πλευρά των αρχών και της πολιτικής που εφαρμόζονταν στη Σοβιετική Ένω ση, σχετικά με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού ιδιαίτερα κατά τη σταλινική λεγάμενη περίοδο. 2. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά στάδια: πρώτα οι υλικές βά σεις, σε συνέχεια οι «υπερδομές» περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα ενός ορθολογικού σκληρού πυρήνα, της εκβιομηχάνισης (είτε σοσιαλιστι κής, είτε καπιταλιστικής). Ο σκληρός αυτός πυρήνας είναι εκείνος που αποτελείται από ένα συνεκτικό σύμπλεγμα μηχανών και παραγωγικών τεχνικών για το οποίο δεν φαντάζονταν πως θα μπορούσε να πάρει δια φορετικές μορφές. Σ’ ένα τέτοιο θεωρητικό έδαφος, η ιδέα μιας αμφισβήτησης της «ουδετερότητας» των τεχνικών θα γινόταν κατα νοητό, ότι είχε λίγες πιθανότητες να αναπτυχθεί3. Αν, παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε να διαγράφεται η φυσιογνωμία ενός τρίτου κύματος, είναι, κατά τη γνώμη μας, ότι η Κινέζικη Πολιτιστική 4. Για μια λεπτομερειακή έκθεση για το σημείο αυτό βλ, S. Karsz: Theorie et Politique: Louis Althusser, Fayard, 1974. 5. Απομένει να καθοριστεί — εδώ δεν μπορούμε να το αναλάβουμε — ποιοι τύποι αρθρώσεων μπορούν να καθοριστούν ανάμεσα στο λυσσενκισμό, όπως αναπτύχθηκε και στην πράξη της οικοδόμησης των «υλικών βάσεων του σοσιαλισμού».
16
Επανάσταση και ο θεωρητικός διάλογος που τη διαδέχτηκε, επέτρεψε, αποφεύγοντας τις παγίδες του λυσσενκισμού, την ανανέωση μέσα από τη μετατόπιση των θέσεων απ’ όπου ασκείται η κριτική, άρα επίσης πά νω εκεί που ασκείται: - Ό χ ι πια η καταστροφική αστική επιστήμη / προλεταριακή επιστή μη, αλλά δύο ριζικά διαφορετικά προβλήματα, που τοποθετούνται σε ένα άλλο έδαφος. • Επεξεργασία μιας κριτικής της επιστημονικής ανάπτυξης, που θα προσπαθήσει να δείξει πως οι επιστήμες συγκροτούνται μονάχα μέσα σε μια πάλη με συλλογιστικούς σχηματισμούς όπου η ιδεολογία διατη ρεί μια σημαντική θέση. • Να τοποθετηθεί, ενάντια σε μια καπιταλιστική λογική της συσσώ ρευσης του κεφαλαίου, που αποτυπώνει ειδικά χαραχτηριστικά στο προτσές παραγωγής επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, ένας δια φορετικός δρόμος -δηλαδή ένα διαφορετικό προτσές—που να μη στη ρίζεται πια στον καταμερισμό της εργασίας και στην όλο και μεγαλύτε ρη ανάπτυξη της εξειδίκευσης τεχνικών με ανώτερη ειδίκευση, αλλά στην πρωτοβουλία των άμεσων εργαζόμενων και στο συνδυασμό τους με τους τεχνικούς και τα στελέχη στην εργασία επιστημονικού σχεδιασμού και πειραματισμού. Κι αυτό σε μια στρατηγική πάλης για την εξάλειψη του διαχωρισμού ανάμεσα στη χειρωνακτική εργασία και την πνευματική εργασία. —Τέλος, να αμφισβητηθεί όχι μονάχα η καπιταλιστική χρησιμο ποίηση της τεχνικής, αλλά να δειχτεί πως οι τεχνικές στην ίδια την υλικότητά τους (σαν εργαλεία και μηχανές)... φέρνουν το αποτύπωμα των κοινωνικών σχέσεων μέσα και κάτω από τις οποίες σχεδιάστηκαν. Έτσι ξανοίγεται στην κριτική ένα νέο πεδίο6. Πράγμα που, κατά την αίσθησή μας, χαρακτηρίζει τους σημερινούς τρόπους του ερωτηματι κού για τις επιστήμες και τις τεχνικές. Επομένως βλέπουμε πως ακόμα 6. Δεν είναι δίχως ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως, εκτός από τουλάχιστον δυο προβλήματα που άνοιξε η ΜΠΓΙ Επανάσταση· και η Δύση από την πλευρά της έθεσε ανάλογα προβλήματα. Με την ευκαιρία των συζητήσεων σχετικά με την ανασύνθεση των βιομηχανικών καθηκόντων, είδαμε να επιβεβαιώνεται: -α π ό το ένα μέρος (σχέδιο Scalom στις ΗΠΑ, «Βιομηχανική Δημοκρατία· στη Νορβηγία) η σημασία του συνδυασμού των άμεσων εργαζόμενων με τους τεχνικούς και επιστημονικούς ερευνητές στην εργασία σχεδιασμού των νέων εξοπλισμών—από το άλλο μέρος (θεωρία της παραγωγικής μονάδας σαν «κοινωνικο-τεχνικό σύ στημα») η ιδέα ενός ευλύγιστου χαρακτήρα των τεχνολογιών που πρέπει να σχεδια στούν διαφορετικά, για να επιτρέπουν την εκτέλεση μιας όχι πια κατατεμαχισμένης, αλλά ανασυνθεμένης εργασίας.
17
και αν η αρχή ενός κριτικού ερωτηματικού σχετικά με τις επιστήμες και τις τεχνικές δεν είναι νέα, τα προβλήματα που έχουν τεθεί και κύ ρια οι τόποι όπου και από τους οποίους τοποθετούνται, έχουν αναστα τωθεί με ξεχωριστό τρόπο. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, τα πράγματα δεν είναι απλά. Και αυτή η κατά σταση, που ήταν εκείνη των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1970, έχει ήδη καθαρά αλλάξει. Είναι φανερό πως αυτή η προσπάθεια κριτι κής της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης, που θα διεξαχθεί από θέσεις που θα χαρακτηρίσουμε για λόγους απλοποίησης «υλιστικές», έχει ήδη επικαλυφτεί από ένα αντι-ρεύμα, που τροφοδοτείται από τις πιο βέβαιες πηγές του σκοταδισμού. Ας κοιτάξουμε τον τύπο -το ν ευρείας κυκλοφορίας ή τον άλλο τον λεγόμενο εξειδικευμένο. Δεν γί νεται λόγος πια παρά για Επιστροφή των Αστρολόγων ή για ωροσκό πια που βγαίνουν από υπολογιστές... στα Ηλύσια. ΓΥ αυτά υπάρχουν λόγοι. Και στέρεοι. Ό χ ι χωρίς συνέπειες ορισμέ νοι από τους πιο διάσημους σύγχρονους φυσικούς καταφέρνουν να γί νονται -μ ε τη βοήθεια του Νόμπελ το υ ς- σύμβουλοι (πολύ) εξειδικευμένοι του Πεντάγωνου. Αρχιτέχτονες ή ενεργοί συνένοχοι της εξόντωσης και της «επιστημονικής» γενοκτονίας ενός λαού αγροτών. Δίχως να φτάσουμε μέχρι αυτά τα ακραία παραδείγματα -α λλά που εί ναι αληθινά—πρέπει να παραδεχτούμε πως θέλοντας και μη ολόκληρη η καθημερινή μας ζωή έχει «επιστημονικοποιηθεί», και αυτό έχει αποφασιστεί έξω από μας. Αυτό δεν επαληθεύεται πια μονάχα στον εργάτη -τη ς χημικής βιομηχανίας π.χ.—που στα 30 χρόνια του τα χέρια του και τα μάτια του έχουν καεί από τους αδιάκοπους χειρισμούς μιγμάτων για τους οποίους αγνοεί τα πάντα, αυτό αρχίζει να ισχύει για τον καθέ να από μας. Απ’ αυτό γεννιούνται οι μακροβιοτικοί μας αδηφάγοι και, στην καρ διά των «ανεπτυγμένων» χωρών μας, η φυγή σ’ αυτούς τους Οικολογικο-φυσικούς παράδεισους που έγιναν η Αρντές ή το Λοζέρ, γη φτώχειας και εξόδου, που ανάχθηκαν στην τάξη νέας Αμερικής. Αμυντικά κινήματα και, βέβαια, που εκδηλώνουν με τον τρόπο τους, μια άρνηση. Αλλά μαζί τους και γύρω τους η δυσπιστία οργανώνεται. Που δεν ενδιαφέρεται για επιχειρήματα. Και γελιέται για μια φορά ακό μα στο στόχο. Τροφοδοτώντας μ’ αυτό —και άθελά της—μια ανάδειξη ενός ορισμένου ανορθολογισμού, που αυτός όμως γνωρίζει πολύ καλά πού πηγαίνει. Και είναι αναμιγμένη με τις πιο καθυστερημένες πολιτι κές και κοινωνικές δυνάμεις που σ’ αυτές βρίσκεται η προέλευση των «κακών» που περιγράφονται. 18
Κι όμως η Ουμανιτέ θεώρησε καθήκον να οργανώσει το 1974 την τελευταία «γιορτή» της κάτω από το σήμα της ίδιας της Επιστήμης και της προάσπισής της. Διατηρώντας μόνιμο εκθετήριο, δεν ήταν το μικρότερο από τα θεάματα που προσφερόντουσαν στην περισυλλογή των εργατών που είχαν έρθει από τις τέσσερεις γωνιές της Γαλλίας. Το πιο λυπηρό της υπόθεσης είναι ότι, αυτή τη φορά, το θέαμα προσφερόταν στο όνομα του κομμουνισμού. Σε συντομία, θα έχει γίνει φανερό πού θα θέλαμε να πάμε. Αν, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η κριτική των μορφών και τρόπων που έχει πάρει η τεχνολογική εφαρμογή των επιστημών πρέπει να συνεχίζεται, σήμερα δεν μπορεί πια να πραγματοποιηθεί από οποιαδήποτε άποψη. Από μέρους μας, θεωρούμε πως είναι προτιμότερο και έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε -μπροστά στο αντι-ρεύμα που επισημάναμεαπό το να σταθούμε σε μια καθαρή και απλή υπεράσπιση της Επιστή μης και των επιστημόνων. Θα πρέπει να το αποφασίσουμε, ο 19ος αιώ νας είναι νεκρός! Και το έδαφος που αποδεσμεύεται από την «κρίση» των επιστημονικών κύκλων, είναι η αμφισβήτηση ενός ορισμένου τρό που διαχωρισμού ανάμεσα στη χειρωναχτική εργασία και την πνευμα τική εργασία. Το έδαφος αυτό δεν πρέπει να εγκαταλειφτεί. Απ’ αυτό εξαρτιούνται πολλές αλλαγές πρωταρχικής σημασίας. Αν εντάσσεται σ’ ένα κίνημα στοχασμού μιας ορισμένης έκτασης —και πού θα προσδιορίσουμε τα περιγράμματά του—το βιβλίο αυτό σ’ ότι αφορά το ίδιο ορίζει περιορισμένους και καθορισμένους στόχους. Ξεκινώντας από την πολιτική οικονομία παίρνει σαν κεντρικό αντικεί μενο τις τεχνολογικές μεταβολές, που συνέβησαν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην εμπορευματική παραγωγή. Έτσι, αυτή η εργασία θα ήθελε να είναι μια μεθοδολογική εργασία. Στην έννοια που θα ασχοληθεί περισσότερο στο να θέσει ερωτήματα, να διερωτηθεί γι’ αυτό που αποκαλείται «επιστημονικοτεχνική επανάσταση», παρά να εισφέρει οριστικές απαντήσεις, κλεισμένες στον εαυτό τους. Πιο ακριβέστερα, είναι η ίδια η έννοια της τεχνικής και της τεχνικής «προόδου» που θα τεθεί σε παρατήρηση. Ποιος την «παράγει», ποιοι εί ναι οι όροι της ενσωμάτωσής της στην εμπορευματική παραγωγή, ποιες πραγματικές αλλαγές —πέρα από λόγους που θα τους συντομεύσουμε— εισάγει στο προτσές εργασίας και στους όρους λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Με δυο λόγια, το βιβλίο αυτό πασχίζει να αναλύσει την τεχνική και την επιστήμη σαν ένα προτσές που συνδέεται με την αξιοποίηση του κεφάλαιου. Για να το κάνει αυτό, 19
οι δραστηριότητες έρευνας και σχεδιασμού αντικρύζονται από τη θέση που κατέχουν στον καταμερισμό εργασίας. Έτσι πρέπει να τονιστεί, πως στο δοκίμιο αυτό θα γίνει λόγος περισσότερο για την τεχνική παρά για την επιστήμη. Απ’ όπου και ο τίτλος: «Το κεφάλαιο, η τεχνι κή και η επιστήμη»... Θα πραγματευτεί την «επιστήμη» μονάχα κάτω από τη «μορφή» απ’ όπου παρεμβαίνει στην εμπορευματική παραγωγή: σαν τεχνολογική εφαρμογή. Το κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι πως οι τεχνικές, ιδιαίτερα οι παραγωγικές τεχνικές, φέρνουν το αποτύπωμα και το σημάδι των παραγωγικών σχέσεων (καπιταλιστικών) μέσα και κάτω από τις οποίες σχεδιάστηκαν. Με την έννοια αυτή δεν είναι «ουδέτερες». Η θέση αυτή οδηγεί σε μια σειρά θεωρητικές και πραχτικές συνέπειες που θα εκτε θούν και θα εξεταστούν. Το πρώτο δοκίμιο που συνθέτει αυτό το βιβλίο: «Το κεφάλαιο, η τεχνική και η επιστήμη» αποτελείται από τρία κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην ανάλυση των κυριότερων θέσεων σχετικά με την επιστημονική και τεχνική επανάσταση και την κριτική τους. Η εργασία αυτή αποτελεί για μας ένα είδος αφετηριακού σημείου. Κύρια σημαντική θα είναι στο βαθμό που θα μας επιτρέ ψει —με το «αρνητικό παράδειγμα» θα μπορούσαμε να πούμε— να αποχτήσουμε τα μέσα για να συνεχίσουμε τα ερωτηματικά μας σε άλ λες βάσεις, απ’ αυτές που κυριαρχούν πραχτικά σε όλες τις μελέτες αφιερώμενες στην ανάλυση, που εισήγαγαν οι σύγχρονες τεχνικές στην εμπορευματική παραγωγή. Το δεύτερο κεφάλαιο προσπαθεί να εξετάσει τις δραστηριότητες έρευνας και σχεδιασμού από την άποψη της θέσης που κατέχουν στον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Θα επιδιώξει να εντοπίσει το ποιος παράγει τις επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις και μέσα σε ποιους όρους, κάνοντας την υπόθεση πως αυτή η έρευνα μπορεί να επιτρέψει να εμφανιστούν αυτές οι δραστηριότητες κάτω από νέο φως. Το τρίτο κεφάλαιο καταπιάνεται με το να εκθέσει ορισμένους από τους όρους που θέτει το κεφάλαιο στην ενσωμάτωση των «διαθέσιμων» τεχνικών στην πορεία της αξιοποίησής του. Το δεύτερο δοκίμιο «Εργοστάσια και εργοστασιακά πανεπιστήμια — στην Κίνα μετά την Πολιτιστική Επανάσταση» συντάχθηκε ύστερα από μια παραμονή που πραγματοποιήθηκε στη Λ. Δ. Κίνας. Αφιερωμένο στην ανάλυση της εκπαίδευσης των τεχνικών και στη
20
θέση που κατέχουν στον καταμερισμό εργασίας στους κόλπους των βιομηχανικών παραγωγικών μονάδων, θα προσπαθήσει με ορισμένο τρόπο να ξεκαθαρίσει —στην «πληρότητά» τους—ορισμένα ερωτήματα που συναντήθηκαν και τέθηκαν στο πρώτο κείμενο. Ένα τελευταίο ζήτημα: στο βασικό του μέρος το πρώτο δοκίμιο που παρουσιάζεται σ’ αυτό το βιβλίο τελείωσε το 1972. Για την παρούσα έκδοση έκανα μερικές αλλαγές μορφής και προχώρησα σε μερικές συμ πληρώσεις. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους, φίλους και δασκά λους, που με βοήθησαν με τις συμβουλές τους σε όλο το διάστημα που έκανα αυτή την εργασία.
21
ΠΡΩΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Το κεφάλαιο, η τεχνική και η επιστήμη
1. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Κριτική μιας αντίληψης
Από την πρώτη του έκδοση το 1966 (50.000 αντίτυπα πουλήθηκαν μονάχα στην Τσεχοσλοβακία) το βιβλίο του Ρίχτα Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι' στάθηκε μια επιτυχία. Με το πέρασμα του χρόνου το βλέ πουμε τώρα καλύτερα, το βιβλίο βρέθηκε αμέσως σε διπλή συγκυρία, σε ένα διπλό δεσμό, που το έκανε ένα σημαντικό βιβλίο κι ένα αναμε νόμενο βιβλίο. Ένα σημαντικό βιβλίο. Εδώ θίγουμε το πρώτο επίπεδο αυτής της συγκυρίας. Είναι αυτή που τα περιγράμματά της διαγράφηκαν μ’ αυτό που συμφωνήθηκε να ονομάζεται «η Ανοιξη της Πράγας». Έργο συλ λογικό και πολύ πειθαρχικό, παραγγελμένο από την τσεχοσλοβάκικη Ακαδημία Επιστημών, Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι, αποτελεί μια σημαντική στιγμή της επίθεσης που εξαπολύθηκε -σ το ιδεολογικό και θεωρητικό πεδίο—από τους «ντουμπτσεκικούς» και προετοίμασε τον ανοιχτό πολιτικό αγώνα της άνοιξης του 1968. Από το γεγονός αυτό, είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Μαζί με τον Ό τα Σικ, ο Ρίχτα είναι αναμ φισβήτητα από τους τσέχους «μεταρρυθμιστές» που απόχτησε, και γρήγορα, διεθνή φήμη. Θα έχουν άδικο όσοι θεωρούν τον Πολιτισμό στο σταυδρόμι σαν ένα καθαρά «τσεχοσλοβάκικο» γεγονός. Η καλύτερη ένδειξη είναι η υπο δοχή που βρήκε το έργο στην καπιταλιστική Δύση. Ο Ρίχτα είναι επί σης -κ ι αυτή είναι η δεύτερη πλευρά της συγκυρίας στην οποία παρέμβηκε—ένας από τους πιο συνεπείς «θεωρητικούς» (αν όχι ο κατεξοχήν θεωρητικός) των αλλαγών, που μέσα από την έκφραση της επιστημονικής και τεχνικής επανάστασης (στο εξής για συντομία ΕΤΕ) ο καπιταλιστικός κόσμος προσπαθεί από την πλευρά του να καταγρά ψει και να αναλύσει. Κάτι περισσότερο: έκανε από τη συγκεχυμένη ακόμα έννοια, μια αντίληψη, προτείνοντας από τους μετασχηματι I. R. Richta. La Civilisation au carrrfour. Anthropos, 1966. Ed. du Semi, 1974.
25
σμούς που μπήκαν στην οικονομική ζωή με την ανάπτυξη της τεχνο λογικής εφαρμογής της επιστήμης —κύρια από τον Δεύτερο Παγκό σμιο Πόλεμο- μια συνολική, συνεκτική και συστηματική ερμηνεία. Έτσι κατέλαβε μια θέση που ένα μεγάλο κίνημα ανάλυσης και έρευνας προετοίμαζε2. Έτσι, απ’ αυτό, ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι ήταν ένα αναμενόμενο βιβλίο. Με τον Ρίχτα η έννοια της ΕΤΕ απόχτησε μια υπόσταση στις αναλύσεις των «σύγχρονων κοινωνιών» που δε θα τη χάσει. Ο Ρίχτα έγινε μια υποχρεωτική αναφορά για όποιον ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και τη βιομηχανία. Αυτές οι λίγες σελίδες θα αφιερωθούν στην κριτική της έννοιας της ΕΤΕ. Προηγούμενα θα επιχειρηθεί να αναφερθούμε όσο αυτό γίνεται, σ’ αυτό που θεωρούμε σαν το βασικό στις «θέσεις» που αφού εκτέθη καν με επιμέλεια από τον Ρίχτα, αποτελούν —έστω και σιωπηρά—αυτή την «υποχρεωτική» αναφορά για την οποία μιλήσαμε, για τους συγγρα φείς που ασχολούνται με την ΕΤΕ. Απ’ όπου και το πλάνο που υιοθετήθηκε. 1. Η ουσία της ΕΤΕ έχει συμπυκνωθεί και εκτίθεται σε 3 θέσεις. Θα την διαδεχθεί μια: 2. Κριτική της ίδιας της αντίληψης που θα ξεκινήσει με μια εργασία στα κείμενα του Μαρξ στα οποία αναφέρεται ο Ρίχτα.
/. Η ουσία της ΕΤΕ. Αυτό που αφορά την ακριβή περιγραφή εκείνου που αποτελεί την ΕΤΕ (ταυτόχρονα το περιεχόμενό της, τα περιγράμματά της και την ιστορική της σημασία) η ουσία αυτού που εκθέτει ο Ρίχτα μπορεί να συνοψιστεί σε 3 θέσεις. Δεν ισχυριζόμαστε καθόλου πως όλος ο Ρίχτα βρίσκεται σ’ αυτές τις 3 θέσεις, ούτε ακόμα πως δεν βρίσκονται εδώ κι εκεί σ’ αυτό το μεγάλο και δύσβατο έργο που είναι Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι ορισμένες ενδείξεις που προσανατολίζουν σε μια πιο πολύχρωμη κατανόηση αυτής ή εκείνης της ιδέας. Οι 3 θέσεις που θα εκθέσουμε τώρα —λεπτομερειακά, αναφέροντάς τις αναλυτικά—αποτε λούν κατά την αίσθησή μας την ουσία.
2. Για τη σημασία αυτού του κινήματος, δεν υπάρχει καλύτερος δείκτης από τη σημαντική βιβλιογραφία που ο ίδιος και οι συνεργάτες του επεξεργάστηκαν και στην οποία αναφέρεται αδιάκοπα. Βλέπε τις πάρα πολλές σημειώσεις στο Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι.
26
Επιπλέον, πουθενά (ούτε πριν, ούτε μετά από τον Ρίχτα) δεν βρίσκε ται μια τόσο συστηματική έκθεση της ΕΤΕ. Υποχρεωτική αναφορά, εί παμε. Αξίζει γι* αυτό κάποια προσοχή! Τρεις προτάσεις μπορούν να συνοψίσουν τις 3 θέσεις που αναγγέλ θηκαν. Είναι αυτές: Θέση αρ. 1: Η εποχή μας ζα το γεγονός της ΕΤΕ που αντικατέστησε τη βιομηχανική επανάσταση (από δω και πέρα σε συντομία BE) - από την άποψη των αρχών που διέπουν την παραγωγή, αυτή η αντικατά σταση είναι επίσης αντικατάσταση με την ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΡΧΗ — της ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ.
Θέση αρ. 2: Στην ουσία της η ΕΤΕ συνίσταται στο γεγονός πως μια αποκαθίσταται ανάμεσα στην ΕΠΙΣΤΗΜΗ και τη - κάνοντας την επιστήμη μια ΑΜΕΣΗ Παραγωγική Δύ ναμη (ΠΔ) και στο εξής την ΠΔ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ.
ΝΕΑ ΣΧΕΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ
Θέση αρ. 3: Αυτή η είσοδος της επιστήμης στην παραγωγή έχει σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή μιας ΝΕΑΣΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ στο προτσές εργασίας, στην «ανάπτυξη» των κοινωνιών και στους νόμους εξέλιξης της ανθρωπότητας. Τέλος, στο περιθώριο αυτών των ίδιων των θέσεων, μια λέξη για τη μέθοδο του Ρίχτα. Σύμφωνα με τη δική του ομολογία: «Ο μ όνος δρόμος που επέτρεπε να εντοπιστούν στο εννοιολογικό πεδίο οι αλλαγές στα θεμέλια του πολιτισ μού είναι η επεξεργασία θεω ρητικώ ν μοντέλω ν που να α ντιπροσω πεύουν «καθαρούς» τύ πο υ ς τη ς δομ ής και τη ς δυνα μ ική ς τη ς ΠΔ...» (σ. 1 9 /Χ Χ Χ ΙΧ 3).
Πάνω στη λέξη αυτή, εκείνη του μοντέλου και του καθαρού τύπου θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε, γιατί η εφαρμογή στις κοινωνικές επιστήμες της μεθόδου των «μοντέλων» και των «καθαρών τύπων» έχει μια ιστορία4 στην οποία την κατάλληλη στιγμή θα είναι χρήσιμο να ανα
3. Οι αναφορές παραπέμπουν στις δύο εκδόσεις του Πολιτισμού στο σταυροδρόμι: πρώτα (πρώτος αριθμός) στην έκδοση τσέπης του Seuil (συλλογή «Politique»), μετά στην έκδοση Anlhropos. Κάθε φορά που δεν υποδείχνεται ρητά το αντίθετο, είμαι εγώ που υπογραμμίζω (B.C.). 4. Ιστορία που με τον Βέμπερ, το υπογραμμίζουμε από τώρα, μπερδεύεται με εκείνη της χρησιμοποίησης της ορθολογικότατος, που ο Ρίχτα επίσης χρησιμοποιεί.
27
φερθούμε για να αξιολογηθεί το διάβημα του Ρίχτα και τα αποτελέσματά του. Αφού τέθηκαν όλα αυτά, περνάμε λεπτομερειακά στις θέσεις. 1.1. ΘΕΣΗ ΑΡΙΘ. I . ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗ BE ΣΤΗΝ ΕΤΕ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΡΧΗ
Στον Ρίχτα υπάρχει άμεσα η πολύ καθαρή διαβεβαίωση πως οι σε πορεία μετασχηματισμοί δεν είναι απλές «αναστατώσεις της επιφά νειας» αλλά πως αυτό που γίνεται με την ΕΤΕ είναι «επαναστατικές ποιοτικές μεταβολές». Με δυο λόγια, πρόκειται πρώτα απ’ όλα για μια επανάσταση που —όπως θα δούμε—ανοίγει ταυτόχρονα μια «νέα ιστο ρική περίοδο». Επανάσταση: ας ρίξουμε καταρχήν το βλέμμα μας σ’ αυτό που καταργείται. 1.1.1. Η BE: μηχανική αρχή και αλλοτριωμένη εργασία*. «Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτισμού που γεννήθηκε στη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων» (σ. 25/2). Τρία στοιχεία χαρακτηρίζουν αυτό τον «πολιτισμό»6: α. Η «βάση» του, είναι η «μεγάλη μαζική βιομηχανική παραγωγή» (GPIM, σ. 25/2). Αυτή είναι οργανωμένη γύρω από «μηχανές, μηχανές σε σειρές, μηχανικές αλυσίδες και δίπλα τους στρατιές εργατών που τις εξυπηρετούν» (σ. 25/2). Η BE, εξηγεί ο Ρίχτα, έχει πάρει συγκεκριμένες διαφορετικές μορ φές, αλλά η «ουσία» της είναι όπως πρέπει να είναι (για μια ουσία) στα θερή: συνίσταται «σε μια αδιάκοπη αναστάτωση των οργάνων εργα σίας» (σ. 25/2): πρέπει να εννοούμε μ’ αυτό μονάχα τα όργανα εργα σίας. β. Κι εδώ είναι το κεντρικό σημείο, ή «σύνθεση» που κάνει ο Ρίχτα: όλα αυτά τα σύνολα μέσα από την εξέλιξή τους και την ποικιλία τους, διέπονται από μια ενιαία αρχή. τη μηχανική αρχή: «Η μηχανή εργασίας 5. Σκόπιμα ξαναπιάνουμε το ποιοτικό της «αλλοτριωμένης» εργασίας. Ο Ρίχτα λέει επίσης «πραγμοποιημένη». Η έννοια αυτή βρίσκεται, όπως είναι γνωστό, στο κέντρο μιας σκέψης: ουρανισμός, που με την ανάπτυξη των μηχανών γνώρισε κάτω από νέες μορφές μια νέα άνοδο. 6. Για την έκθεση των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την BE, όπως και για την ΕΤΕ, υιοθετούμε ένα και το αυτό σχήμα, που είναι το ίδιο που χρησιμοποιεί ο Ρίχτα, δηλα δή: 1) η τεχνική βάση της 2) η «αρχή» που την κινεί 3) η θέση του ανθρώπου (του «ανθρώπινου παράγοντα») σ’ αυτό το σύνολο.
28
που αναλύει και αναλαμβάνει τις χειρωναχτικές πράξεις του ανθρώ που, η μηχανή κινητήρας που απάλλαξε τον άνθρωπο από την καταπόνηση, η μηχανική μεταβίβαση —να η ουσία των στοιχείων και των βαθμιδών γέννησης της μηχανικής αρχής» (σ. 25/3 υπογράμμιση του συγγραφέα. P.P.). γ. Όσον αφορά τον «ανθρώπινο παράγοντα» —αφού ο Ρίχτα έχει σαν μέθοδο το διαχωρισμό της ανάλυσης των ανθρώπινων και κοινω νικών στοιχείων—αυτό που τον χαρακτηρίζει στη BE, είναι πως ο άν θρωπος «είναι το κυριότερο άμεσο θεμέλιο της παραγωγής» αλλά μονάχα στο βαθμό όπου «εξυπηρετεί τις μηχανές» που τον έχουν απο γυμνώσει από κάθε «δημιουργική» νόηση. Η εργασία είναι αλλοτριω μένη. Αυτή ήταν σε βασικές γραμμές η εποχή που ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ακόμα κι αν υπάρξουν απ’ αυτό το «μοντέλο» βαθιά ίχνη και ορισμένα στοιχεία τώρα πια μπαίνουμε σε μια νέα εποχή, σ’ αυτή της ΕΤΕ, της οποίας μπορούμε επίσης να δείξουμε τα κυριότερα γνωρίσματα. 1.1.2. Η ΕΤΕ, αυτόματη αρχή και απελευθέρωση του ανθρώπινου παράγοντα. Με την ΕΤΕ αυτό που εγκαθιδρύεται, είναι όπως λέει — μια «δομή και μια δυναμική νέων παραγωγικών δυνάμεων για τη ζωή του ανθρώπου»(σ. 27/4). «Νέα δομή και δυναμική των παραγωγικών δυνά μεων»: Για τι πρόκειται; α. Όσον αφορά την «τεχνική βάση» της, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, ο Ρίχτα είναι εντελώς σαφής: «Δεν είναι μονάχα το εργαλείο ή μέσο εργασίας που παρεμβάλλεται ανά μεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αλλά μια ολόκληρη αυτόνομη τεχνική της παραγωγής, που αποτελεί τη σύνθεση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο της παρέμβασης του μέσου και του αντικείμενου με τη μορφή μιας δομής και μιας εσωτερικής δυναμικής του μοντέλου», (σ. 28/5). Με αυτό πρέπει να εννοήσουμε πως σε διάκριση με τη BE που δεν αναστάτωσε, τίποτε άλλο παρά μονάχα το μέσο εργασίας, η ΕΤΕ επιφέ ρει επανάσταση ταυτόχρονα και στο μέσο και στο αντικείμενο της εργασίας, όπως επίσης και στη σχέση που αποκαθίσταται ανάμεσα στο μέσο και το αντικείμενο7. Πρόκειται για την «αλληλεπίδραση» για την οποία μιλάει ο Ρίχτα που πραγματοποιεί μια νέα «σύνθεση». 7. Με ενδεικτικό τρόπο ο Ρίχτα τιτλοδετεί την ακόλουθη παράγραφο που αφιέρωνα στην «ουσία» της ΕΤ Ε «Η ενότητα των αναστατώσεων της τεχνολογίας, των υλικών και των πηγών ενεργεΐας» (σ. 29/7).
29
Όσον αφορά τη «μεγάλη μαζική βιομηχανική παραγωγή», μεγάλη βάση της BE, φαίνεται8 πως μετασχηματίζεται απλά σε «μεγάλη μαζική αυτοματοποιημένη παραγωγή». β. Απ’ αυτή την τοποθέτηση γίνεται φανερό πως, ναι μεν η μηχανικ-η αρχή ήταν που χαραχτήριζε όλη την περίοδο της BE, όμως στο εξής η «αυτόματη αρχή» είναι που αποδεσμεύεται και εξασφαλίζει την υπεροχή της. «Η πρω τοτυπία (της ΕΤΕ) είναι πω ς κάνει τη σύνθεση του προτσές —φυσικού, τεχνικοπ οιη μ ένου, επιβλημ ένου, αφομοιω μένου— και α πό το γεγονός αυτό ρυθμιζόμενο α πό το ν άνθρω πο — να εξασφαλίζει το θρίαμβο τη ς αυτόματης αρχής με τη ν πιο πλατιά έννοια τη ς λέξη ς (όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη τεχνολογική βάση)» (σ. 28/5).
Με την αυτόματη αρχή μπορούμε να διατρέξουμε τις κυριότερες διαστάσεις. Ονομάζονται «κυβερνητικοποίηση» (σ. 30/8), «χημικοποίηση» (σ. 31/9) και «πυρηνικοποίηση» (σ. 32/10) της ζωής’. Ας πούμε μερικά πράγματα γι’ αυτό. —Η κυβερνητικοποίηση γνώρισε διαδοχικά επίπεδα. Η πιο στοιχειώ δης μορφή της: οι «ψηλαφητές («τεχνητά αισθητηριακά όργανα») που εξαλείφουν τα τελευταία υπολείμματα χειρισμού από τον άνθρωπο» (σ. 30/8). Πιο τελειοποιημένα τα *κέντρα ελέγχου και αυτο-οδήγησης» που μετατρέπονται «σε ένα τεχνικό αντανακλαστικό - σύστημα («νευρικό σύστημα») ικανό να αντιδρά και που δεν απαιτεί παρά μονάχα μια εξω τερική διεύθυνση που ασκείται με τη βοήθεια ειδικών μηχανισμών (αναλόγιο διεύθυνσης)» (σ. 30/8). Τέλος, «η αυτοματοποίηση φτάνει στο τρίτο στάδιο, όταν ο υπολογιστής («τεχνικός εγκέφαλος») σαν νέα εσωτερική (!) κυριαρχία καταχτάει τη συνεχή παραγωγή σε όλο της το πλάτος» (σ. 30/8). —Η χημικοποίηση είναι η δεύτερη μεγάλη επανάσταση που γίνεται με την ΕΤΕ. Το βασικό εδώ είναι «πως απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον περιορισμένο αριθμό των φυσικών πρώτων υλών και από τις αμετάβλητες ιδιότητές τους για να τις αντικαταστήσει με μια βεντάλια συνθετικών υλών που οι ιδιότητες τους προσδιορίζονται προγραμματι σμένα» (σ. 31/10). «Οι χημικές παραγωγές...προσφέρουν απεριόριστες 8. «θεωρείται γενικά, πως μέχρι το τέλος του αιώνα η αυτόματη αρχή θα κυριαρχή σει στη μεγαλύτερη πλειοψηφία της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, θα αναστατώ σει ολόκληρη τη σημερινή δομή της παραγωγής» (σ. 33/12). 9. «Πυρηνικοποίηση»: ο νεολογισμός αυτός οφείλεται σε μας. Ο Ρίχτα μιλά μόνο για «επαναστατικά αποτελέσματα» από την αποδέσμευση και χρησιμοποίηση της πυρηνικής ενέργειας.
30
δυνατότητες στις επιστημονικές εφαρμογές και είναι ιδιαίτερα προσαρ μοσμένες στις αυτοματοποιημένες επεξεργασίες·. Κυβερνητικοποίηση και χημικοποίηση συσσωρεύουν έτσι τα αποτελέσματα τους, συντη ρώντας αυτή τη «νέα δυναμική των παραγωγικών δυνάμεων» για την οποία μιλάει ο Ρίχτα. —Στην πλευρά των ενεργειακών πόρων, η επανάσταση δεν είναι μικρότερη αφού «η εκμετάλλευση της πυρηνικής ενέργειας φαίνεται... να προσφέρει απεριόριστους ενεργειακούς πόρους, που αποδεσμεύονται με την εφαρμογή της αυτόματης αρχής (πάλι συσσωρευμένα απο τελέσματα— B.C.) που παρουσιάζονται εδώ σαν μια τεχνική αναγκαιό τητα» (σ. 32/10). «Μερική» ή «πλήρης» (σ. 32-33/10-11), η αυτοματο ποίηση αποτελεί πια το χαραχτηριστικό της εποχής μας. γ. Ό λα αυτά δείχνουν αρκετά τη νέα θέση και το νέο ρόλο του «ανθρώπινου παράγοντα» στην ΕΤΕ. Ενώ στη BE στρατιές εργατών περιορίζονταν να «εξυπηρετούν» τις μηχανές σε αλυσίδα ή σε σειρά, η προώθηση της αυτόματης αρχής τοποθετεί τον άνθρωπο «στο περιθώριο» της άμεσης παραγωγής. Στην πραγματικότητα, «στο πεδίο του ανθρώπινου παράγοντα, η επενέργεια της BE και της ΕΤΕ είναι εντελώς αντίθετη» (σ. 34/14, υπογράμμιση του συγγραφέα Ρίχτα). Η «αυτοματοποίηση μετατρέπει την ανθρώπινη δραστηριότητα σε έναν τύπο περίπλοκης εργασίας, όπως εκείνη του τεχνικού ή του μηχανικού, στο περιθώριο της άμεσης παραγωγής» (σ. 34/15). Έτσι ο άνθρωπος αποχτάει μια «νέα θέση στον κόσμο των παραγωγικών δυνάμεων» — και από κει «μια νέα θέση γενικά» (σ. 34/16). Κάτι περισσότερο: το προτσές είναι διαλεχτικό. Γιατί ενώ από το ένα μέρος, η ΕΤΕ προωθεί «την περίπλοκη εργασία», από το άλλο μέρος δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλέρια παρά με «την ολοκληρωμένη ανάπτυξη» του ανθρώπου και των «δημιουργικών του ικανοτήτων» (σ. 34/38/15-19). Να πώς, σχηματικά —γιατί συγκροτούμε μονάχα το βασικό— παρουσιάζονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στην εποχή που τελειώνει και σ’ αυτή που γεννιέται. Έτσι μπορούμε να καταρτίσουμε έναν μικροπίνακα αυτών των αντιθέσεων. BE
ΕΤΕ
—συ νεχή ς αναστάτω ση τω ν ορ γά νω ν εργασίας
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ - (ΤΕΧΝΙΚΗ) ΒΑΣΗ —μαζική αυτοματοποιημένη παρα γω γή —συ νεχή ς αναστάτω ση τω ν ο ργάνω ν
ΤΕΧΝΙΚΗ ΒΑΣΗ
—ΜΒΜΠ
31
εργασίας, του α ντικειμένου εργα σίας και τη ς «αλληλεπίδρασης» ανάμεσα στα όργα να και το α ντι κείμενο ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΗ -κα τα τεμ αχισ μ ένη εργασία, ανα λυό μενη από τις μ ηχανές - μ η χ α ν ικ ή κινητήρια δύναμη - μ η χ α ν ικ ή μεταβίβαση
ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΡΧΗ —οι μη χα νές πρα γμα τοποιούν οι ίδιες τη «σύνθεση» τη ς α πλ ή ς κατα τεμαχισμένης εργασίας και τη ς π ερίπλοκης εργασίας -« μ η χ α ν έ ς - εγκέφαλοι» που ρυθμί ζ ο υ ν «αυτόνομα» όλη τη ν πορεία τη ς πα ραγω γής
•ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ» —ο αλλοτριω μ ένος άνθρω πος είναι δούλ ος τη ς μ η χα νή ς· πραγμοποιημένη εργασία
«ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ» - ο άνθρω πος είναι «στο περιθώριο» τη ς άμεσης πα ραγω γής · α σχολείται με «περίπλοκα» καθήκοντα μ η χα νι κού ή «τεχνικού» —κύριος τω ν μη χα νώ ν, ανάπτυξη τω ν δ η μιουργικώ ν του ικανοτήτω ν
Κ υριότερες α ντιθέσεις ανάμεσα στη BE και τη ν ΕΤ Ε (που καταγράφ ονται στη Θ έση αρ. 1)
Όμως πέρα απ’ αυτούς τους μετασχηματισμούς, το πιο σημαντικό για τον Ρίχτα είναι να έρθει στο φως το βάθος των πραγμάτων: αυτό που αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή αλλά και την αρχή αυτών των μετασχηματισμών: πρόκειται για το νέο ρόλο της επιστήμης. 1.2. ΘΕΣΗ ΑΡΙΘ. 2: Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΤΕ, Ο ΝΕΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Εδώ πρόκειται για ένα θέμα που διαπερνάει σχεδόν ολόκληρο το έρ γο και αποτελεί πιθανότατα την κεντρική θέση του Ρίχτα. Σ’ αυτό στη ρίζεται το οικοδόμημα της ΕΤΕ Βέβαια στη δεκαετία τρυ 1960 δεν ήταν ο Ρίχτα μονάχα που μίλησε για το νέο ρόλο της επιστήμης. Εξάλ λου σε τίποτα, μιλώντας κυριολεκτικά, δεν είναι ένας «ανανεωτής». Το ενδιαφέρον του έργου του πρέπει να αναζητηθεί στη συνολική αναδόμηση που προβαίνει. Εκείνο που έχει για μας σημασία εδώ είναι να εντοπίσουμε τον ειδικό τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει το νέο ρόλο της επιστήμης, στο πλαίσιο του γενικού οικοδομήματος της 32
ΕΤΕ. Η κατάδειξη της έννοιας της επιστήμης και της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης στις οποίες αναφέρεται με τρόπο ρητό, ή υπο νοούμενο, θα μας είναι χρήσιμη σε συνέχεια για να εκτιμήσουμε το σύ νολο των αποτελεσμάτων στα οποία φτάνει. Μπορούμε να διασαφηνίσουμε αυτή τη θέση ανάγοντάς την σε δύο κύρια στοιχεία —εντελώς συνενωμένα και που τα διαχωρίζουμε μονά χα για την καθαρότητα της έκθεσης — που είναι: 1. Η επιστήμη είναι μια παραγωγική δύναμη και στο εξής η «αποφα σιστική» Π.Δ. 2. Η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης μετατρέπει το προτσές εργασίας σε «επιστημονικό προτσές». 1.2.1. Η επιστήμη σαν άμεση ΠΔ και από δω κι εμπρός σαν «αποφασιστική» ΠΔ Υπάρχει μια παλιά ήδη πολεμική στην οικονομική φιλολογία (μαρ ξιστική ή μη μαρξιστική) σχετικά με το αν η επιστήμη είναι ή όχι «άμεση» παραγωγική δύναμη10. Αλλά ησυχάστε! Δεν έχουμε την πρό θεση να ξανανοίξουμε την πολεμική αυτή. Θα περιοριστούμε σ’ αυτό που θεωρούμε κεντρικό και στον Ρίχτα μονάχα. Αυτό που έχει σημα σία είναι η ακριβής έννοια μέσα στην οποία ο Ρίχτα αναπτύσσει αυτή τη θέση. Με δυο λόγια, γΓ αυτόν, όταν λέει πως η επιστήμη είναι μια «άμεση» ΠΔ δεν σημαίνει μονάχα: —Πως η επιστήμη είναι μια παραγωγική δύναμη, δηλαδή πως οι εφαρμογές της στη βιομηχανία επιτρέπουν ταυτόχρονα ισχυρή προώ θηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την παραγωγή εμπορευμά των σε ακατάπαυστα διευρυμένη κλίμακα και, επίσης αδιάκοπα, με τη χρησιμοποίηση των ιδιαίτερων ιδιοτήτων της ύλης (ή με την επεξεργα σία στο εργαστήριο νέων σωμάτων ή νέων μιγμάτων) την παραγωγή νέων αξιών χρήσης· —Πως η επιστήμη επεκτείνει τη σφαίρα εφαρμογής της σε όλο και περισσότερους τομείς της παραγωγής και συμβάλει στη δημιουργία νέων, συντομεύοντας την προθεσμία ανάμεσα στην εφεύρεση και την ενσωμάτωσή της στο προτσές παραγωγής. Γιατί αυτά δεν αμφισβητούνται, ούτε αμφισβητήθηκαν απο οποιονδήποτε που ασχολήθηκε ή ασχολείται με το να αναλύσει τα οικονομικά αποτελέσματα της σύγχρονης επιστήμης. Αυτό που θέλει να επισημάνει ο Ρίχτα είναι άλλο πράγμα. Μπορούμε να το πούμε με μια λέξη, 10. Δίχως εξάλλου να ξεκαθαρίζεται πάντα με ικανοποιητική επιμέλεια, εκείνο που εννοούν σ’ αυτή ή την άλλη αντίληψη —με την ΠΔ και την «άμεση» ΠΔ.
33
που είναι επίσης ένα «παιχνίδι» λέξεων: η επιστήμη είναι «άμεση» παραγωγική δύναμη με την έννοια, πως με την ΕΤΕ κυριαρχεί «άμεσα» στη σφαίρα της βιομηχανίας. Της επιβάλλει, λέει ο Ρίχτα, τη «λογική» της και τη δική της «μετρική» (σ. 25/7). «Τοποθετεί το σύνολο της παραγωγικής ροής από την αρχή ως το τέλος σε μια λογική βάση εξι σώσεων και αλγορίθμων» (σ. 37-18). Δομεί και αναδομεί κάτω από την αυθεντία της, σύμφωνα με τη δική της ορθολογικότητα (πρόκειται για την κυρίαρχη λέξη, αυτήν από την οποία οργανώνεται η συνολική αναδόμηση του Ρίχτα· θα γυρίσουμε σ’ αυτήν) τα διάφορα προτσές εργασίας και τις ειδικές τους αρθρώσεις. Η περιοχή εφαρμογής της εί ναι «καθολική»... «Ολόκληρη η βιομηχανία έγινε η τεχνολογική εφαρ μογή της επιστήμης...» (σ. 37/18). Οι σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη και τη βιομηχανία εννοούνται έτσι δίχως αντίθεση —σαν ένα παιχνίδι, μια σαΐτα που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε τμήματα («επιστημονικό» και «βιομηχανικό») ενός μεγά λου ενιαίου εργαστηρίου όπου οι επιτεύξεις γονιμοποιούνται αμοιβαία. «Νέες πλευρές της επιστήμης μπαίνουν στο παιχνίδι και αναλαμβά νουν άμεσα μια παραγωγική λειτουργία11 (...) Αντίστροφα, νέοι τομείς μετασχηματίζονται ακατάπαυστα σε πειραματικές επιστήμες» (σ. 38/19). Για τους δυο αυτούς λόγους (η «καθολικότητά» της και το γεγονός πως η δική της «ορθολογικότητα επιβάλλεται»), η επιστήμη δεν είναι μονάχα άμεση παραγωγική δύναμη, αλλά επίσης αποφασιστική παρα γωγική δύναμη: από δω κι εμπρός απ’ αυτήν «εξαρτιέται η αύξηση του πλούτου»... χαι η άνθιση του ανθρώπου: «Η επιστήμη γίνεται προοδευ τικά η κεντρική παραγωγική δύναμη της κοινωνίας και πραχτικά ο «αποφασιστικός συντελεστής» της αύξησης της ΠΔ» (σ. 43-44). I.2.2. Η μετατροπή του προτσές εργασίας σε επιστημονικό προτσές Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα αυτών των αναστατώσεων είναι η μετατροπή του «προτσές εργασίας σε επιστημονικό προτσές». Τι πρέ πει να εννοήσουμε μ’ αυτό; Ταυτόχρονα με την «επιστημονικοποίηση της βιομηχανίας» και στο βαθμό που η επιστήμη ενεργεί άμεσα σαν ΠΔ, η τεχνολογική εφαρμο II. Σημειώνουμε πως ο Ρίχτα δεν λέει ιάμεσα παραγωγική λειτουργία», αλλά η επιστήμη αναλαμβάνει άμεσα... μια παραγωγική λειτουργία. Αυτό το παιχνίδι λέξεων είναι, όπως ειπώθηκε, εκείνο με το οποίο ο Ρίχτα μετατόπιζει τη συνηθισμένη έννοια της θέσης σχετικά με την «επιστήμη σαν άμεση ΠΔ».
34
γή της επιστήμης γίνεται ο νόμος και ο κανόνας που κυβερνάει την οργάνωση των παλιών προτσές εργασίας. Τα τελευταία γίνονται «επι στημονικά» προτσές. Στο βαθμό που «η προώθηση των τεχνικών εξα λείφει τις περιορισμένες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώ που, από την άμεση παραγωγή...», «...δίνει στο εξής μια εσοχτερική τεχνική ενότητα στην παραγωγή (υπογραμμίζει ο ίδιος ο Ρίχτα) αυθόρ μητη βάση ανάπτυξης της παραγωγής». «Εσωτερική τεχνική ενότητα», δεν θα μπορούσε να είναι πιο καθαρό. Εδώ σταματάμε αυτή την απα ρίθμηση. Για το δικό μας λόγο αρκεί να σημειώσουμε σ’ αυτό το επίπε δο: α. Πώς ο Ρίχτα υπογραμμίζει μια πλευρά του προβλήματος, δηλαδή: στη νέα σχέση ΕΠΙΣΤΗΜΗ / ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ12, την «επιστημονικοποίηση» της βιομηχανίας (ακόμα και η ανάλυση που κάνει είναι ολότελα ιδεαλιστική). β. Αλλά πώς δεν φαίνεται να βλέπει (σε κάθε περίπτωση δεν λέει τί ποτα) τη δεύτερη πλευρά, δηλαδή: τη βιομηχανοποίηση της έρευνας: με άλλα λόγια τη διείσδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην ίδια την έρευνα (βλ. κεφάλαιο 2). Αυτό τον οδηγεί να αποκαλύψει την κυριαρχία μιας επιστημονικής «νέας μετρικής», στην παραγωγή. Συμπέρασμα εξάλλου γι’ αυτόν ολό τελα λογικό, αλλά που έβγαλε με καθαρή και απλή εξάλειψη ενός από τους όρους του προβλήματος ή καλύτερα της αντίθεσης. (Γιατί η «επιστημονικοποίηση» της παραγωγής που γι’ αυτήν μιλάει ο Ρίχτα γίνε ται μέσα και με τη «βιομηχανοποίηση» της έρευνας). Στο σημείο αυτό βλέπουμε τη συνοχή ανάμεσα στη θέση αριθ. 1 και τη θέση αριθ. 2. Συνοχή, αλλά όχι επανάληψη. Η θέση αριθ. 2 δεν επαναλαμβάνει την πρώτη, την προεκτείνει- «η αυτόματη αρχή» κατανοείται στο εξής καλύτερα: είναι εκείνη με την οποία μια τεχνική ενότητα χρησιμεύει σαν «βάση στην αυθόρμητη ανάπτυξη» της παραγωγής. Πράγμα που εί ναι —μπορούμε τώρα να πάρουμε όλη τη διάσταση —καθαρά... νέο! Έχοντας θέσει αυτά τα στοιχεία δεν απομένει στον Ρίχτα παρά να βγάλει τις τελευταίες συνεπαγωγές, εκείνες που κατά βάθος τον ενδια φέρουν (γιατί με ορισμένο τρόπο όλα αυτά δεν είναι παρά προκαταρ κτικά). Και το κάνα με μια μεγάλη συνέπεια.
12. Στο επίπεδο αυτό, διατηρούνται ακόμα προσωρινά οι κατηγορίες «επιστήμη» και •βιομηχανία», που είναι αυτές που χρησιμοποιεί ο Ρίχτα. Για την κριτική τους, βλ. πιο κάτω κεφ. I, σημ. 3.
35
1.3. ΘΕΣΗ ΑΡΙΘ. 3: ΜΙΑ ΝΕΑ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ, ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Είδαμε προηγούμενα (θέση αρ. 2 § 1 και 2) πως μια νέα λογική καμωμένη από αλγόριθμους και εξισώσεις, αναλαμβάνοντας την κυριαρχία της, τοποθέτησε τον άνθρωπο στο «περιθώριο» της παραγω γής. Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε περισσότερο και ο Ρίχτα υποστη ρίζει πως αυτό που ισχύει για το προτσές εργασίας: 1) ισχύει στο επίπεδο της κοινωνικής οικονομίας (νέα μοντέλα ανά. πτύξης), 2) οδηγεί σε «βαθιές αλλαγές» στις παραγωγικές σχέσης. 1.3.1. Μοντέλο εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης Με την ΕΤΕ ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης επιβάλλεται. Σε όλη την περίοδο που καλύπτει η BE αντιστοιχεί ένας τρόπος «εκτατικής» ανά πτυξης που στηρίζονταν στην εκβιομηχάνιση. Εδώ είναι οι νόμοι της συσσώρευσης του κεφάλαιου που αναπτύσσονται και ασκούν τα αντι θετικά τους αποτελέσματα. Η εμπορευματική παραγωγή υπακούει στις επιταγές αξιοποίησης του κεφαλαίου, που αυτό το ίδιο εννοείται όχι σαν «πράγμα», αλλά σαν κοινωνική σχέση, πολλαπλασιάζοντας στον ένα πόλο τη συσσώρευση πλούτου δίχως να μειώνει στον άλλο την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς και την «αλλοτριωμένη εργασία». Με την ανάπτυξη της τεχνολογικής εφαρμογής της επιστήμης... το προτσές αυτοαξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφάλαιου παύει να αποτελεί, σε ένα καθαρά οικονομικό πεδίο, τον όρο της γενικής προό δου της παραγωγής» (σ. 40/22). «Εμφανίζονται τα προδρομικά σημά δια ενός νέου τύπου ανάπτυξης·. Σε διάκριση με την προηγούμενη — που στηριζόταν στην επεκτατικότητα των παραμέτρων της εκβιομηχά νισης —το μοντέλο αυτό είναι εντατικό. Διαθέτει «...νόμους και εσωτε ρικές σημασίες ολότελα νέες (και) πρωτότυπες» (σ. 41/23). Σε συντο μία, πρόκειται για τη «νέα» ειδική «μετρική» της μεταβιομηχανικής εποχής — ο Ρίχτα λέει επίσης του πολιτισμού. Σ’ αυτούς τους νέους «νόμους» αντιστοιχούν —όπως πρέπει — μια νέα πολιτική οικονομία θεμελιωμένη στην οικονομία του χρόνου. Θα περιοριστούμε μονάχα13 σχετικά μ’ αυτό να υπογραμμίσουμε «πως 13. Βλ. στο σημείο αυτό την παράγραφο με τίτλο «Οι σημασίες και οι παράμετροι της οικονομίας χρόνου» (σελ. 78-84/82-86). Ό λο αυτό το κομμάτι αξίζει μια προσεχτι κή εξέταση. Από λόγους απλούστευσης δεν παρατίθεται σ’ αυτό το κείμενο το μέρος
36
αποτελεί έναν πολύ πρωτότυπο (!) τύπο οικονομίας ορθολογικότητας, που διακρίνεται από όλους τους άλλους γνωστούς (!!) τύπους τό σο από το πλάτος της (...) όσο και από τα αποτελέσματά της» (...) (σ. 88/85). Σε σχέση με τη λογική της συσσώρευσης του κεφάλαιου, αυτός έχει το ιδιαίτερο πως «καταργεί την προηγούμενη ουσία της οικονομικής ορθολογικότητας» (σ. 82/85). Βέβαια, η βάση των νέων «εντατικών» μοντέλων είναι η επιστήμη και η τεχνολογική της εφαρ μογή, η «συσσωρευμένη» και «κοινωνικοποιημένη γνώση». Ας δούμε τώρα και για να τελειώνουμε με την έκθεση των «θέσεων», την τελευ ταία συνεπαγωγή. 1.3.2. Αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων14 Γνωρίζουμε πως οι παραγωγικές σχέσεις είναι πριν απ’ όλα και κύ ρια ταξικές σχέσεις11. Ακόμα κι αν ο Ρίχτα δεν δίνει ακριβή ορισμό, δεν μπορεί παρά να το ξέρα πολύ καλά. Όπως θα δούμε, εκείνες που θα μετασχηματιστούν θα είναι αυτές οι ίδιες οι ταξικές σχέσεις. Με το συλλογισμό που ακολουθεί: -πρώ το στοιχείο: «οι παραγωγικές σχέσεις δεν είναι παρά μια μορφή κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων», —δεύτερο στοιχείο: το έχουμε δει λεπτομερειακά, η «δυναμική και η δομή των παραγωγικών δυνάμεων» αναστατώνονται από την επιστήμη και την τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης· επομένως συμπέρασμα: «οι βαθιές αναταραχές στη βάση του πολιτι σμού της ανθρώπινης ζωής, που προκλήθηκαν από την ΕΤΕ στην ολό τητά της —έχουν αναγκαστικά επιπτώσεις στους στοιχειώδεις ιστορι κούς νόμους» (σ. 256 υπογραμ. από τον Ρίχτα). Το πλάτος αυτών των επιπτώσεων είναι τέτοιο που πραγματοποιεί ται μια «μεταφορά των κέντρων βαρύτητας». Έτσι που αυτή η ιδέα αντίθετη με τους κλασσικούς του μαρξισμού βεβαιώνει ο Ρίχτα —πως «η πραγματοποίηση του κομμουνισμού είναι υπόθεση αλλαγών στο που ενδιαφέρει, θ α πούμε παρόλα αυτά με μια λέξη, πως «αυτή η νέα οικονομία χρό νου» επικαλείται μια νέα οικονομική πολιτική που στο βάθος της απαιτεί τη «γενίκευση του επιχειρηματικού πνεύματος...» (σ. 76) και «...νέα συστήματα διαχείρισης στηριγμέ να στη χρησιμοποίηση της αγοράς...» (σ. 97). Με λίγα λόγια αναγνωρίζουμε τις θέσεις που υπερασπίζουν με πολύ μεγάλη ζωηρότητα ο Ό τα Σικ και στην Ε ΙΣ Δ οι Καντόροβιτς, Ναντσίνοφ ...κλπ. Απλός τρόπος να δειχτεί πως «η νέα πολιτική οικονομία» μας οδηγεί στις θεωρητικές υποθέσεις και στα όργανα διαχείρισης των ...νεο-κλασσικών. 14. Ο Ρίχτα λέει ακριβέστερα: «Η ΕΤΕ και οι μετασχηματισμοί των παραγωγικών σχέσεων». 15. Βλ. Κ. Μαρξ, Πρόλογος στην Εισαγωγή της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας.
37
πεδίο της εξουσίας, των μορφών ιδιοχτησίας και ιδεολογίας, συνοδευόμενες ενδεχόμενα από γενική αύξηση της παραγωγής» (σ. 83/86) — με δυο λόγια πως η επανάσταση είναι υπόθεση της ταξικής πάλης — αυτή η ιδέα δεν είναι παρά φλυαρίες! Τα «νέα κέντρα βαρύτητας» οδη γούν την επανάσταση σε «νέα επίπεδα» που εκφράζουν «ποιοτικό μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων όπως και των κοινωνι κών και ανθρώπινων σχέσεών τους (!)» (σ. 83/87). Δεν γίνεται πια λό γος παρά για «ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου» σ’ έναν κόσμο όπου ο καταμερισμός της εργασίας «συνθετικοποιείται» από την αυτο ματοποίηση που συμφιλιώνει τη χειρωνακτική εργασία και την πνευ ματική εργασία. Συνολικά, όπως βλέπουμε άλλωστε, οι ταξικές σχέσεις «διαλύονται» από την ΕΤΕ: να που ήρθε ο καιρός για «νέα κέντρα βαρύτητας». Σημειώνουμε παρ’ όλα αυτά πως εδώ πρόκειται γι’ αυτό που θα χαραχτηρίσουμε «μέγιστη εκδοχή» των αποτελεσμάτων της ΕΤΕ. Η πιο τρέχουσα εκδοχή, και κυριαρχική, στις θέσεις τις σχετικές για τον κρατικό μονοπωλιακό καπιταλισμό «είναι εκείνη στην οποία «η παρού σα στιγμή» (η Γαλλία του 1974) χαραχτηρίζεται από «τις απαρχές της ΕΤΕ σε μια κοινωνία που είναι ακόμα (σημειώστε το ακόμα) μια ταξι κή κοινωνία»16». Ας πούμε λίγα λόγια γι’ αυτές τις θέσεις, γιατί κάτω απ’ αυτή τη μορφή — «γαλλική» — πιο «φίνα» είναι ακόμα παρούσα η ΕΤΕ.
1.4. ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ (ΚΜΚ) ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος, μέσα στα όρια που είμαστε αναγκα σμένοι να σταθούμε πως θα εξετάσουμε λεπτομερειακά το σώμα των θέσεων που συνιστούν την έννοια του ΚΜΚ17 και τη θέση που κατέχει 16. Ο Λένιν και η επιστημονική πραχτική. Συμπόσιο του CERM, Εισαγωγή, Editions Sociales. 17. Ό μως μια σύντομη υπενθύμιση είναι αναγκαία. Την έννοια του κρατικυμονοπωλιακού καπιταλισμού την επεξεργάστηκαν οι οικονομολόγοι της επιθεώρησης Economie et Politique στη δεκαετία του 1960 και αποτελεί σήμερα τη βασική αναφορά του Κ.Κ. Γαλλίας σχετικά με την ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Από θεωρητική άποψη, σύμφωνα με τους συγγραφείς, ο ΚΜΚ είναι μια «εντελώς νέα φάση» του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. (Στη Γαλλία, θεωρήθηκε πως παίρ νει τα ουσιαστικά του γνωρίσματα με τον γκωλλισμό;. Εκείνο που χαρακτηρίζει αυτή τη φάση, σύμφωνα με τους συγγραφείς, είναι μια σφαιρική και γενική «κυριαρχία» των
38
σ’ αυτήν η ΕΤΕ Όμως είναι ολότελα δυνατό να δειχτεί πώς «λειτουρ γεί» η ΕΤΕ στην ανάλυση του ΚΜΚ. Με το πώς «λειτουργεί» η ΕΤΕ, πρέπει να εννοούμε μ’ αυτό ποιο ρόλο παίζει και ποια «λειτουργία» εκπληρεί η σύγκληση της ΕΤΕ στις αναλύσεις του ΚΜΚ. Στο σημείο αυτό, μπορούμε να πούμε πως η ΕΤΕ εξασφαλίζει μια διπλή «παρου σία». —Από το ένα μέρος είναι ένα από τα στοιχεία που χρησιμεύουν να θεμελιωθεί η ίδια η ύπαρξη του ΚΜΚ, σαν φάση που προηγείται άμεσα του «σοσιαλισμού». Το δεσμικό σημείο εδώ παρέχεται από το γεγονός πως η επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη «κοινωνικοποίησε» τις παραγωγικές δυνάμεις' και την κοινωνική εργασία. Απ’ όπου και το αγαπητό στους δημιουργούς του ΚΜΚ θέμα του «συλλογικού παρα γωγικού εργάτη», συλλογικού θύματος των «μονοπώλιων». Από κει, ο ΚΜΚ από καιρό - στην ολότελα νέα επιστημονικο-τεχνική του βάση — δημιούργησε τις «υλικές βάσεις» του σοσιαλισμού. Όπως και στο βιβλίο του Ρίχτα, αυτή η θέση προϋποθέτει μια «ουδετερότητα» της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης αναφορικά με τις καπιταλιστι κές παραγωγικές σχέσεις. Ό λα εννοούνται εδώ σαν να γίνονται οι «εφαρμογές» της ΕΤΕ μονάχα κάτω από τον έλεγχο και την κυριαρχία του κεφαλαίου. (Σημειώνουμε ακόμα πως οι συγγραφείς μιλάνε για μονοπώλιων στο σύνολο της οικονομικής ζωής και το γεγονός πως το κράτος βρίσκεται στην υπηρεσία των μονοπώλιων, γίνεται απλό εργαλείο του. Ιδιαίτερα, χάρη στις τεχνι κές της σχεδιοποίησης. Η νέα αυτή φάση σημαδεύει έναν επιταχυνόμενο βαθμό των αντιθέσεων, που είναι σύμφυτος στο κεφάλαιο και προετοιμάζει άμεσα, σε ότι αφορά τις «υλικές βάσεις του», την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού (μετά από μια ενδιάμεση περίοδο τη λεγάμενη σήμερα «προωθημένη δημοκρατία», αφού στις πρώτες εκδοχές του ΚΜΚ ονομάστηκε «πραγματική δημοκρατία» και μετά «αυθεντική δημοκρατία»). Κι αυτό, στο βαθμό που η αλληλοδιείσδυση του κράτους και των μονοπώλιων (απ’ όπου η έκφραση κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός) οδηγεί σε μια κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων τέτοια, που καθιστά επείγουσα την ανάκτηση του παραγω γικού μηχανισμού από τις δημοκρατικές δυνάμεις. Μονάχα αυτές είναι σε θέση να τον «κάνουν να δουλέψει» αποτελεσματικά και προς όφελος όλων —κι όχι πια μονάχα των «μονοπώλιων». Από πολιτική άποψη το κυριότερο σημείο είναι, πως η κυριαρχία των μονοπώλιων είναι τέτοια που όλα τα άλλα στρώματα και τάζεις υφίστανται την κυριαρ χία τους. Στις συνθήκες του ΚΜΚ επομένως, πρέπει να εφαρμοστεί ένα •αντιμονοπωλιακό πρόγραμμα» όπου να συσπειρώσει όλα τα μη μονοπωλιακά στρώμα τα. Ό λα συμβαίνουν σαν να έχει μετακινηθεί η χυριότερη αντίθεση ανάμεσα σε «μονοπωλιστές» και «μη μονοπωλιστές». Πραχτικά η συμμαχώ ανάμεσα στους τεχνικούς, μηχανικούς και στελέχη είναι «δικαιολογημένη» απ’ αυτή την ανάλυση, η οποία χρησι μεύει επίσης και σαν βάση του «Κοινού Προγράμματος» της αριστεράς· καταλαβαί νουμε επομένως πως σ’ ένα τέτοιο σώμα θέσεων η έννοια της ΕΤΕ κατέχει μια σημαν τική θέση.
39
«μονοπώλια» κι όχι για κεφάλαιο). Όλα εννοούνται σαν ο τύπος της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης (δηλαδή ο ρυθμός της, ο χαραχτήρας της, όπως η ανισόμετρη ανάπτυξή της ανάμεσα στους διά φορους κλάδους της κοινωνικής οικονομίας) που απαιτείται και ενερ γοποιείται από το προτσές συσσώρευσης του κεφάλαιου να μην αποτυπώνει στις ίδιες τις τεχνικές αυτές ειδικούς χαρακτήρες, και να αφορά μονάχα την «κακή» χρησιμοποίηση. -Α λλά από το άλλο μέρος, αν η ΕΤΕ είναι παρούσα και συμβάλει στη θεμελίωση του περάσματος σε μια «ολότελα νέα» εποχή του καπι ταλισμού, δεν αποτελεί εκεί παρά μια παραμορφωμένη εικόνα του εαυ τού της. Η παραμόρφωση είναι διπλή: • η ΕΤΕ σαν να έχει «παρεκτραπεί» στον ΚΜΚ και τα αποτελέσματά της να «χρησιμοποιούνται άσχημα» ή ακόμα χρησιμοποιούνται ενάν τια στους εργαζόμενους· • σαν να έχει «παγώσει», συγκροτηθεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η θέση αυτή οδηγεί σε ακραίες διατυπώσεις. Ας κρίνουμε: « Ι τ ο σημερινό σημείο ανά πτυξή ς του, μπροστά σε μια επαναστατική τεχνική όπω ς η αυτομ ατοποίησ η, ο καπιταλισμός μ πόρεσε να βρει στιγμιαία (!) μια χρη σιμ οποίη ση α υτή ς τη ς τεχνική ς ακρω τηριάζρντάς την». ( Traite d ' econom ie m arxiste - Le C M E , τόμ ος I, 1, σ. 138).
Ολόκληρος ο Ρίχτα περιέχεται σ’ αυτή τη θέση: η αυτοματοποίηση είναι από μόνη της («αυτή καθεαυτή») μια επαναστατική τεχνική· και ο καπιταλισμός — που παρήγαγε αυτή την τεχνική, ας μην το ξεχνάμε αυτό — δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει παρά μονάχα «στιγμιαία»! Αλλά ας ησυχάσουμε, το πνεύμα αγρυπνεί, γιατί οι συγγραφείς συνεχί ζουν: «Αλλά η αντίθεση υφίσταται και ο κίνδυνος γίνεται μεγαλύτερος για τη ν κυριαρχία του κεφάλαιου» (στο ίδιο, σ. 138).
Αυτή η θεσούλα, που διαλέχτηκε σαν παράδειγμα, δείχνει μέχρι ποιες ακρότητες μπορεί να οδηγήσει ο οικονομισμός. Σε μια «φίνα» παραλλαγή του πράγματος οι δυο λαθεμένες έννοιες της ΕΤΕ στον καπιταλισμό συμπληρώνουν η μια την άλλη: η θέση αυτή παίρνεται γιατί τα «μονοπώλια έγιναν» από την τεχνική πρόοδο που ταυτόχρονα τα ίδια «φρενάρουν» την ανάπτυξη και την εφαρμογή της. Απ’ αυτό το γεγονός, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως με τον ίδιο τρόπο που άλλοι — ο Ά γιος Θωμάς ο Ακινάτης ας αναφερθούμε σ’ αυτόν — συνηγορούσαν υπέρ ενός συμπληρώματος ψυχής, οι 40
δημιουργοί του ΚΜΚ εμφανίζονται να αναζητούν ένα συμπλήρωμα παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, πέρα απ’ αυτό που παρουσιάζεται εδώ σαν ένα ευφυολόγημα, αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτή την έννοια της ΕΤΕ και του τρόπου λειτουργίας της στον ΚΜΚ είναι μια σειρά από σημαντικά θεωρητικά προβλήματα, που συνδέονται με το ζευγάρι παραγωγικές δυνάμεις / παραγωγικές σχέσης και που (με ορισμένες δευτερεόουσες διαφορές σχεδόν) βάζουν τους συγγραφείς του ΚΜΚ στην ίδια πλευρά με τον Ρίχτα, σε ότι αφορά την ανάλυση και τη θέση της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης στο σύγχρονο καπιταλι σμό. Αυτή η διπλή «παρουσία» της ΕΤΕ: «θετική» παρουσία και αν και «παραμορφωμένη» είναι κοινή με την ΕΤΕ σύμφωνα με τον Ρίχτα: • γιατί δικαιολογεί με την άποψη για την υλική της βάση, την εμφάνι ση μιας «ολότελα» νέας φάσης του καπιταλισμού: τον ΚΜΚ· • γιατί διατηρεί σχετικά με το χαραχτήρα και τη θέση αυτής της νέας τεχνικο-επιστημονικής βάσης το βαρύτερο διφορούμενο: η μοναδική κριτική ένδειξη συνίσταται στη διαβεβαίωση πως τα αποτελέσματα της επιστήμης και της τεχνικής «χρησιμοποιούνται κακά» γιατί βρίσκονται στην «υπηρεσία των μονοπωλίων». Όσον αφορά την ίδια την επιστή μη, διατηρείται - στον υπέροχο μηχανισμό της - μακριά από τους θορύβους της εμπορευματικής παραγωγής. Η έννοια της «επιστήμης» όπως μας κληροδοτήθηκε από τον αιώνα και τη φιλοσοφία του Διαφω τισμού δεν επερωτάται από μια υλιστική άποψη ούτε για μια στιγμή, δεν «αναλύεται» για να εξεταστεί από την άποψη του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας πως «λειτουργεί» και σε τι αρθρώνεται η πραχτική της παραγωγής επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό απαλλάσσει τους δημιουργούς του ΚΜΚ (όπως απαλλάχτηκε ο Ρίχτα) από το να αναρωτηθούν για το χαραχτήρα της κοινωνικοποίη σης των παραγωγικών δυνάμεων, την οποία θεωρείται πως την πραγμα τοποίησε η «επιστήμη». Αν αυτή η κοινωνικοποίηση έπαιρνε... ειδικά καπιταλιστικό χαραχτήρα τι θα συνέβαινε με τις «υλικές βάσεις» που στο όνομά τους έχει χτιστεί όλο το οικοδόμημα; και σε ποιες συνεπα γωγές θα κατέληγαν από πολιτική άποψη (σε όρους ταξικών συμμαχιών, για παράδειγμα); Θα έχουμε πλατιά την ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε στα σημεία αυτά. Για την ώρα αρκεί να δείξουμε αυτές τις ίδιες τις θέσεις του Ρίχτα (με άλλες μορφές μονάχα) που «λειτουργούν» στην ανάλυση του ΚΜΚ. Κι επομένως, μέσα από τον Ρίχτα και την κριτική του, θα συζητηθούν οι σημερινές και «γαλλικές» θέσεις. 41
Αφού εκτέθηκαν οι θέσεις, οι σχετικές με την ΕΤΕ, απομένει να γίνει η κριτική τους. Θα μπορούσαμε να επανεξετάσουμε λεπτομερειακά την καθεμιά θέση για να συνδέσουμε τα κυριότερα σημεία που μπαίνουν σε συζήτηση και από κει να προχωρήσουμε στην κριτική. Δεν έχει εδώ υιοθετηθεί αυτή η μέθοδος. Ο λόγος είναι πως τελικά όλο το οικοδόμη μα της ΕΤΕ στηρίζεται σε δυο ή τρία σημεία που παίζουν για το σύνο λο της κατασκευής το ρόλο των δεσμικών σημείων: Σημείο αριθ. 1: η αυτοματοποίηση και τα αυτόματα συμπλέγματα των μηχανών. Στην πραγματικότητα, με την εμφάνισή τους, η αυτόματη αρχή έρ χεται να αντικαταστήσει τη μηχανική αρχή και να εξασφαλίσει το πέ ρασμα στη νέα περίοδο πιο πέρα ακόμα, τα αυτόματα συμπλέγματα των μηχανών έρχονται να καταργήσουν τη λειτουργία του νόμου της αξίας. Η θέση αυτή είναι κεντρική όχι μονάχα στον Ρίχτα, αλλά σε όλους τους ιδεολόγους του «νεο-καπιταλισμού» ή της «μεταβιομηχανι κής» κοινωνίας. Σημείο αριθ. 2: μετατροπή του προτσές εργασίας σε «επιστημονικό προτσές». Πρόκειται για αναποδογύρισμα της προηγούμενης θέσης. Αλλά προσθέτει τούτο, πως εξαιτίας των τροποποιήσεων που έγιναν στο προτσές εργασίας, τροποποιήθηκαν η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι ταξικές σχέσεις στον καπιταλισμό, θέτοντας τους μηχανικούς και τους τεχνικούς σε μια νέα θέση. Ο υπολογισμός αυτής της διάκρισης είναι το κλειδί για να κατανοηθούν ταυτόχρονα οι νέες ταξικές συμμαχίες που πρέπει να προωθηθούν (η λεγάμενη «αντιμονοπωλιακή» στρα τηγική στους συγγραφείς του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού) και τα νέα μοντέλα ανάπτυξης που επιβλήθηκαν και υπαγορεύονται από την ΕΤΕ. Σ’ αυτά τα δύο σημεία, (δηλαδή ακολουθώντας αυτές τις δύο κύριες γραμμές) θα στραφεί η κριτική, προσφεύγοντας, όπως μας προσκαλεί ο ίδιος ο Ρίχτα, στον Μαρξ. Έτσι, θα αποχτήσουμε νέα μέσα για να συνεχίσουμε την έρευνα μας. Δηλαδή θα προχωρήσουμε σε μια κριτι κή της έννοιας της ΕΤΕ που θα γίνει από την άποψη της πολιτικής οικονομίας και της κριτικής της. Κριτική επομένως, ενός ιδιαίτερου τύ που, και που αφορά μια ιδιαίτερη κατανόηση της έννοιας της ΕΤΕ. Βέ βαια είναι δυνατές κι άλλες κριτικές - π.χ. που να ξεκινήσουν από την
42
άποψη της φιλοσοφίας18. Θα οδηγούσαν σε ένα άλλο έδαφος και σε άλ λες έννοιες, που θα ολοκλήρωναν τις πρώτες παρατηρήσεις που προ βάλουμε εδώ.
2. Στις πηγές του Ρίχτα: μερικά θεωρητικά κείμενα του Μαρξ Μια κριτική της αντίληψης της ΕΤΕ Η πρώτη από τις βασικές αλλαγές που έγιναν από την ΕΤΕ είναι αυτή που μετέτρεψε το προτσές εργασίας σε «επιστημονικό προτσές·. Θα εξετάσουμε αρχικά αυτό το ζήτημα. Ταυτόχρονα θα προσδιορι στούν ορισμένες έννοιες που χρησιμοποιούνται συνέχεια σ’ αυτή τη μελέτη. 2.1. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΠΡΟΤΣΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΡΟΤΣΕΣ: ΠΡΟΤΣΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΣΕΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Για τον Ρίχτα, η μετατροπή του προτσές εργασίας σε «επιστημονικό προτσές» απορρέει από το γεγονός πως επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία της 18. Γράφοντας αυτά, εννοούμε βέβαια τον Λ. Αλτουσέρ. Ιδιαίτερα έχουμε υπόψη μας αυτή τη σελίδα της Απάντησης στον Τζων Λιούις: «Εισαγμένο στον μαρξισμό το ζευγάρι οικονομισμός / ουμανισμός αλλάζει δύσκολα μορφές, ακόμα κι αν του χρειάζεται εν μέρει (εν μέρει μονάχα) να αλλάξει λεξιλόγιο. Ο ουμανισμός παραμένει ουμανισμός: με τους σοσιαλδημοκρατικούς του τόνους... δίχως ταξική πάλη και με την κατάργησή της, αλλά με υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, αν όχι και της απελευθέρωσης και της άνθισης της «προσωπικότητας· ή «ακεραιότητας· σκέτα. - Ο οικονομισμός παραμένει οικονομισμός, απ’ τη στιγμή που υπερτονίζει τις παρα γωγικές δυνάμεις, την κοινωνικοποίησή τους (ποιας;) «την επιστημονική και τεχνική επανάσταση», την «παραγωγικότητα...» κλπ. (Απάντηση στον Τζ/cuv Λιούις, σ. 83). «Ολοκληρωμένη ανάπτυξη προσωπικότητας», «έξαρση των παραγ(ογικών δυνάμεων, ΕΤΕ», βρισκόμαστε ακριβώς στις κεντρικές κατηγορίες του Ρίχτα. Ο Αλτουσέρ συνε χίζει: «Μπορούμε λοιπόν, να συγκρίνουμε; Ναι. Και να αποκαλύψουμε αυτό που πριν όπως και μετά, επιτρέπει να αναγνωριστεί το ιδεολογικό ζευγάρι οικονομισμός / ουμανισμός και οι πρακτικές του: ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση των παραγωγικών σχέσεων και της ταξικής πάλης (υπογράμμιση από τον συγγραφέα Λ.Α.). Θα διακρίνουμε ότι αυτή η ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση των παραγωγικών σχέ σεων, είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει την αντίληψη που έχει ο Ρίχτα για την επι στημονική και τεχνική ανάπτυξη και αυτό που του επιτρέπει τη διάγνωση μιας νέας «Επανάστασης».
43
αυτόματης αρχής και των CAM στη βιομηχανική παραγωγή. Αλλά αυτή η διαβεβαίωση, επιφανειακά απλή και που ξαναβρίσκεται αδιάκο πα στη φιλολογία τη σχετική με την ΕΤΕ και την αυτοματοποίηση, εί ναι φορτισμένη με προϋποθέσεις. Θα θέλαμε να καταδείξουμε εδώ μερικές. Έτσι, το ζήτημα της «επιστημονικοποίησης» του προτσές εργασίας θα φωτιστεί διαφορετικά. Θα εξετάσουμε: —Την έννοια του προτσές εργασίας «γενικά»· —Τους χαραχτήρες που αποτυπώνει στο προτσές εργασίας το κεφά λαιο, αφού κυριαρχήσει σ’ αυτό· —Μερικές ενδείξεις για τις διαδικασίες με τις οποίες το κεφάλαιο μετατρέπει το προτσές εργασίας που κληρονόμησε, για να τους δίνει χαραχτήρες επαρκείς για τους δικούς του στόχους. Θα δούμε τότε και καθαρά, ότι αυτό που ο Ρίχτα ονομάζει επιστημονικοποίηση του προτσές εργασίας είναι ένα φαινόμενο που το επισήμανε και το υπόδειξε ο Μαρξ· αλλά που κατέχει στο κεφάλαιο μια ριζικά άλλη θέση απ’ αυτή που ο Ρίχτα το βάζει να κατέχει. 2.1.1. Η έννοια του προτσές, εργασίας — Ορισμός Στο βαθμό που είναι προτσές με το οποίο μετατρέπονται πρώτες ύλες σε καταναλώσιμα προϊόντα που έχουν μια αξία χρήσης, κάθε προτσές εργασίας αναλύεται σε τρία απλά στοιχεία που είναι: « 1. Η προσωπική δραστηριότητα του ανθρώπου ή εργασία με την κυριολεκτική έννοια· 2. Το αντικείμενο στο οποίο ενεργεί η εργασία· 3. Το μέσο (ή τα μέσα) με τα οποία ενεργεί»19. Σ’ αυτά, πρέπει να προσθέσουμε δύο παρατηρήσεις. Η μια αφορά το αντικείμενο εργασίας: με το αντικείμενο εργασίας προσδιορίζονται οι πρώτες ύλες πάνω στις οποίες ασκείται η εργασία. Η άλλη αφορά την έννοια των μέσων εργασίας·, σ’ αυτή πρέπει να κατατάξουμε δύο σειρές στοιχείων: • Από το ένα μέρος, εκείνα που συγκροτούνται από «ένα πράγμα ή ένα σύνολο πραγμάτων που ο άνθρωπος παραθέτει ανάμεσα στον εαυτό του και το αντικείμενο της εργασίας σαν οδηγούς της δραστηριότητάς του» (στο ίδιο, σ. 181): όργανα, εργαλεία, μηχανές και βοηθητικές ύλες, που μέσα απ’ αυτά ασκείται η εργασία. • Από το άλλο μέρος «...με μια πλατιά έννοια όλοι οι υλικοί όροι που, χωρίς να εντάσσονται άμεσα στις δραστηριότητες αυτές, είναι παρόλα αυτά απαραίτητοι» (στο ίδιο, σ. 183). Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει πως πρόκει 19. Το Κεφάλαιο, τ. I, σ. 181, Editions Sociales.
44
ται για τη γη στο βαθμό που προμήθευε στην εργασία «τη βάση όπου (η δραστηριότητά της) μπορεί να ξεδιπλωθεί», όπως και τα «εργαστή ρια, ναυπηγεία, κανάλια, δρόμοι...», κλπ, που, αν και οφείλονται σε μια παρωχημένη εργασία αποτελούν μέρος των μέσων εργασίας. Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε πως «το προτσές εργασίας είναι ο ειδικός τόπος όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα πραγματοποιεί με τη βοήθεια μέσων εργασίας μια ηθελημένη τροποποίηση του αντικείμενού της» (στο ίδιο, σ. 183). Έτσι το προτσές εργασίας είναι ο τόπος όπου πραγματοποιείται μια «αλλαγή μορφής» στις πρώτες ύλες που μετατρέπονται σε προϊόντα χρησιμοποιήσιμα από τον άνθρωπο: δηλαδή σε αξίες χρήσεις. Με την παραγωγή αυτών των αξιών χρήσης (το προτσές εργασίας σβήνει...» (στο ίδιο, σ. 183). Για να τελειώσουμε με τις τυπικές εξειδικεύσεις του προτσές εργα σίας, πρέπει να προσθέσουμε πως: • οι πρώτες ύλες και τα εργαλεία αποτελούν τους «αντικειμενικούς όρους της εργασίας» • «η ζωντανή εργατική ικανότητα, η εργατική δύναμη είναι οι υπο κειμενικοί της όροι» (Ανέκδοτο κεφάλαιο σελ. 46, εκδόσεις Α/συνέχεια20). Όλα αυτά αφορούν την εξειδίκευση κάθε προτσές εργασίας, ανε ξάρτητα από τις παραγωγικές σχέσεις, στις οποίες εντάσσεται. «...Όποιο κι αν είναι το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και ο τρόπος παραγωγής, στη βάση του οποίου ξετυλίγεται». 2.1.2. Το προτσές εργασίας σαν προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου Το προτσές εργασίας, έτσι όπως καθορίστηκε (με όλους τους «φυσι κούς» προσδιορισμούς του), παίρνει με την ανάπτυξη της καπιταλιστι κής παραγωγής ειδικούς χαρακτήρες. Πραγματικά, «...στο μέτρο της ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής..., φαίνεται... πως ακόμα οικονομικές κατηγορίες, που ανήκουν σε προηγούμενες εποχές παρα γωγής, στη βάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποκτούν έναν ειδικά διαφορετικό χαρακτήρα» (Αν. Κεφ. σελ. 167. Εκδ. Α/συνέχαα). Είναι ότι το κεφάλαιο, αφού καταχτάει τα προτσές εργασίας που υπάρχουν πριν την εμφάνισή του, τα κάνει να λειτουργούν αρχικά και 20. Η αναφορά στο Ανέκδοτο Κεφάλαιο αφορά το 6ο κεφάλαιο του Κεφαλαίου, που δημοσιεύτηκε από τον Dangeville στις Editions 10/18. θ α το αναφέρουμε σε συντομία Αν. Κεφ. (Ελληνική έκδοση: Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [VI ανέκδοτο κεφάλαιοΙ εκδόσεις Α/συνέχεια, Αθήνα, 1983, σημ. ελλ. έκδ.).
45
κύρια σαν προτσές παραγωγής υπεραξίας. Τα διάφορα στοιχεία, στα οποία αναλύεται το προτσές εργασίας - όπως ο ειδικός συνδυασμός, του οποίου αποτελούν αντικείμενο — εντάσσονται τότε σαν στοιχεία ενός προτσές παραγωγής του κεφάλαιου. Βέβαια το προτσές εργασίας «σβύνει» πάντα με την παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά μονάχα όσο οι τελευταίες είναι το υποστήριγμα των ανταλλαχτικών αξιών. Αφού ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι η παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά η παραγωγή ανταλλακτικών αξιών, η ίδια η αρχή της, απλά εκφραζόμενη, λέει: «κάνε περισσότερο χρήμα με χρήμα» (Χ-ΕX ). Ο Μαρξ συνοψίζει το σύνολο των στοιχείων αυτών σε μια διπλή πρόταση: «Το ίδιο το προτσές εργασίας εμφανίζεται μόνο σαν μέσο του προτσές αξιοποίησης, ακριβώς όπως η αξία χρήσης του προϊόντος μόνο σαν φορέας της δικής του ανταλλακτικής αξίας. Η αυτο-αξιοποίηση του κεφάλαιου —η δημιουργία υπεραξίας — είναι άρα ο καθοριστικός, ο κυρίαρχος και ο πάνω απ’ όλα εκτεινόμενος σκοπός του καπιταλιστή, το απόλυτο κίνητρο και περιεχόμενο των πράξεων του, στην πράξη μόνο η εκλογικευμένη ορμή και σκοπός του αποθησαυριστή...» (Αν. Κεφ. σελ. 61, εκδ. Α/συνέχεια. Υπογραμμίσεις Μαρξ). Επομένως δεν μπορεί να υπάρξει διφορούμενο: το προτσές εργασίας και το προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου είναι αξεδιάλυτα συνδεμέ να. Δεν μπορούμε, όπως το κάνει ο Ρίχτα (και τόσοι άλλοι μαζί του) να εξετάζουμε τους όρους της μετατροπής του προτσές εργασίας δίχως αναφορά στο προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου, όπως το δείχνει ο Μαρξ με ξεκάθαρο τρόπο. 2.1.3. Ενότητα του προτσές εργασίας και του προτσές αξιοποίησης Αν, στην πραγματικότητα, η διπλή άποψη του προτσές παραγωγής μπορεί να αναφερθεί21, σαν προτσές εργασίας, και σαν προτσές αξιο ποίησης του κεφάλαιου, πρέπει να υπενθυμίσουμε πως η καταλληλό τητα αυτής της διάκρισης είναι καθαρά αναλυτική, «τυπική» θα λέγαμε, γιατί: «Αν εξετάσουμε το προτσ ές πα ρ α γω γής κάτω από δύο διαφορετικές ο πτι κές γω νίες 1) σαν προτσές εργασίας 2) σ αν προτσές αξιοποίησης, τότε ήδη εμπεριέχεται μέσα σ ’ αυτά ότι είναι μόνο ένα μ οναδικό, αδιαίρετο
21. «Διπλή άποψη· που παραπέμπει σ’ εκείνη του εμπορεύματος, το οποίο είναι ταυ τόχρονα αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία.
46
προτσ ές εργασίας. Δεν γίνετα ι δύο φορές εργασία, μία φορά για σκόπιμη δη μιουργία ενός πρ οϊόντος, α ξιώ ν χ ρή σ η ς, για μετα τρο πή τω ν μέσων πα ρα γω γής σε προϊόντα, και τη ν άλλη φορά για τη δημιουργία αξίας και υπεραξίας, για τη ν αξιοποίηση τη ς αξίας» (Ανεκ. κεφ. σελ. 62, εκδ. Α /συνέχεια. Υπογραμ. Κ. Μαρξ).
Πρόκειται για ένα ενιαίο προτσές, προτσές μέσα στο οποίο «ο καπι ταλιστής εμφανίζεται σαν διευθυντής, καθοδηγητής», αν και πρόκειται «για το δικό του προτσές». (Ανεκ. κεφ. σ. 101). Σαν τέτοιο - όπως λένε —αυτό είναι «...στην ουσία παραγωγή υπεραξίας, δηλαδή προτσές αντικεψενοποίησης απλήρωτης εργασίας. Μέσα απ’ αυτό προσδιορίζεται ειδικά ο συνολικός χαρακτήρας του προτσές παραγωγής». (Ανεκδ. κεφ. σ. 62). Από δω απορρέει πως, όχι μόνο το προτσές εργασίας και το προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου είναι μονάχα ένα και το ίδιο προτσές — πράγμα που ήδη αποδείχθηκε —αλλά ακόμα και κύρια αρμόζει να υπο γραμμιστεί πως πρέπει να ξεκινάμε από το προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου για να υπολογίζουμε τις αλλαγές που αφορούν το (ή τα) προτσές εργασίας. Είναι αυτό που τονίζει ο Μαρξ: «Το προτσ ές εργασίας μετατρέπεται σε μέσο του προτσ ές α ξιοποίησης, του προτσ ές τη ς α υτοα ξιοποίη σης του κεφάλαιου — τη ς πα ρα γω γής υ πε ραξίας» (Ανεκ. κεφ. σελ. 101).
Τα διάφορα στοιχεία που το αποτελούν και στα οποία αναλύεται το προτσές εργασίας — κι επομένως ιδιαίτερα τα μέσα παραγωγής: τα περίφημα συμπλέγματα μηχανών του Ρίχτα ανάμεσα σε άλλα —δεν εί ναι παρά απλά «μέσα αξιοποίησης του κεφάλαιου». Απ’ αυτό το σημείο, θα βγάλουμε αργότερα τις συνέπειες, δείχνοντας πως δεν βρί σκουν τομέα εφαρμογής παρά μονάχα σε καθορισμένους όρους αξιο ποίησης του κεφάλαιου και μέσα στις περιορισμένες σφαίρες της κοι νωνικής παραγωγής. Είναι αυτονόητο πως στη διάρκεια ενός μακρόχρονου προτσές το κεφάλαιο υποτάσσει τα διάφορα προτσές εργασίας που κληρονόμησε: Το προτσές αυτό που εκτείνεται σε μια μακρόχρονη ιστορική περίοδο είναι εκείνο από το οποίο η «τυπική» υπαγωγή της εργασίας μετατρέπεται σε πραγματική υπαγωγή. 2.1.4. Τυπική υπαγωγή και πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο: απόλυτη υπεραξία και σχετική υπεραξία Στο βαθμό (και μπορούμε να πούμε στον ακριβή βαθμό) όπου το 47
προτσές παραγωγής γίνεται προτσές του ίδιου του κεφάλαιου, καθένα από τα «στοιχεία του προτσές εργασίας» —όπως ο συνδυασμός που τα συνδέει — μετασχηματίζονται από το κεφάλαιο που προσπαθεί να τα κάνει επαρκή για το δικό του στόχο: την εξαγωγή υπεραξίας, απλήρω της εργασίας. Αλλά πρώτα απ’ όλα το κεφάλαιο καταχτάει το προτσές εργασίας έτσι όπως το κληρονόμησε από προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής: είναι αυτό που ο Μαρξ ονομάζει τοπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Η τυπική αυτή υπαγωγή είναι το αφετηριακό σημείο ενός προτσές που αποσκοπεί στην πραγματική υπαγωγή. Η πρώτη αντιστοιχεί κύρια στην παραγωγή απόλυτης υπεραξίας, η δεύ τερη κύρια στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας. α. Η τυπική υπαγωγή. «Το κεφάλαιο — λέει ο Μ αρξ — υπάγει (αρχικά) στο ν εαυτό του ένα δοσμένο, υπαρκτό προτσ ές εργασίας, άρα, π.χ. εργασία χειρ ο τεχνικ ο ύ εί δ ους, εκείνο τον τρό πο γεω ργίας, π ου αντιστοιχεί στη μικρή, ανεξάρτητη γεω ργική οικονομία» (Αν. κεφ. σελ. 103).
Στη βάση αυτή, το κεφάλαιο θα προσπαθήσει να αυξήσει την ένταση και τη διάρκεια της εργασίας, αλλά «δεν αλλάζει αυτό καθ’ εαυτό τίπο τα στο χαρακτήρα του ίδιου του πραγματικού προτσές εργασίας, στον πραγματικό τρόπο εργασίας» (στο ίδιο, σ. 103). Έτσι που τα τελευταία, αν και υπαγμένα στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις βρίσκονται σε «μεγάλη αντίθεση προς τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» (στο ίδιο, σ. 103), ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη χρησιμοποιούμενη τεχνική και την οργάνωση εργασίας που αφήνει — από την άποψη του κεφάλαιου —μια πολύ μεγάλη ελευθερία στους εργαζόμενους και επιτρέπει να επαφίεται το προϊόν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην επιδεξιότητα του εργάτη. Επίσης «σε αντίθεση με τον πλέρια αναπτυγμένο καπιταλιστι κό τρόπο παραγωγής θα ονομάσουμε τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο την υπαγωγή στο κεφάλαιο του τρόπου εργασίας έτσι όπως ήταν αναπτυγμένος πριν εμφανιστεί η καπιταλιστική σχέση» (στο ίδιο, σ. 103-104). Από την άποψη της απόσπασης υπεραξίας, ο «τυπικός» χαρακτήρας της υπαγωγής επιφέρει περιορισμούς. Στην πραγματικότητα: «Στη βάση ενός υ παρκτού τρό πο υ εργασίας, άρα μιας δοσμένης («κληρο νομημένης» - B.C .) α νά πτυξη ς τη ς δύνα μ η ς πα ρα γω γής τη ς εργασίας και ενός τρόπου που αντιστοιχεί σ ’ αυτή τη δύναμη πα ρα γω γής, υπερα ξία μπορεί μ όνο να παραχθεί μέσα α πό παράταση του χρόνου εργασίας,
48
άρα με το ν τρ ό πο τη ς α πό λυτη ς υπεραξίας. Α υτή σαν η μονοδική μορφή της παρ α γω γής υπεραξίας α ντιστοιχεί στην τυπική υπα γω γή τ η ς εργα σία ς στο κεφ ά λ α ιο » (στο ίδιο, σελ. 104).
β. Η πραγματική υπαγωγή Είναι διαφορετικό το προτσές αυτό, που πρόκειται με την πραγματι κή υπαγωγή. Εδώ το κεφάλαιο καταχτάει τα στοιχεία του προτσές εργασίας και τα μετασχηματίζει. Η πραγματική υπαγωγή «...συνοδεύει μια τιλήρη (και διαρκώς συνεχιζόμενη και επαναλαμβανόμενη) επανάσταση» (στο ίδιο, σ. 123). Αυτό που επαναστατικοποιείται είναι ακριβώς αυτό που κληρονό μησε το κεφάλαιο: οι παραγωγικές δυνάμεις (εργαλεία, μηχανές, υλικοί όροι της παραγωγής και μορφές οργάνωσης της εργασίας), οι ίδιοι οι εργαζόμενοι (είτε πρόκειται για τη διεύρυνση της βάσης τους με την ενσωμάτωση στην παραγωγή της εργασίας των γυναικών και των παι διών... είτε σε σχέση με την ειδίκευσή τους) όπως επίσης μετασχηματί ζονται οι σχέσεις που συνάπτουν ανάμεσά τους με την ευκαιρία της παραγωγής. Έτσι «υπαγμένο πραγματικά» το προτσές εργασίας χαρα κτηρίζεται από μία γιγαντιαία ανάπτυξη «μηχανολογικού εξοπλισμού, (...) συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών, μηχανικής, χημείας κλπ. για συγκεκριμένους σκοπούς, τεχνολογία κλπ., όπως και με την σε όλα αυτά αντίστοιχη εργασία σε μεγάλη κλίμακα...» (στο ίδιο, σ. 107). Τελευταία λεπτομέρεια: ακόμα κι αν πούμε πως η παραγωγή απόλυ της υπεραξίας αντιστοιχεί στην τυπική υπαγωγή «... εκείνη της σχετι κής υπεραξίας αντιστοιχεί —(σύμφωνα με το μηχανισμό που περιγράφηκε εδώ) στην πραγματική υπαγωγή»22 (στο ίδιο, σ. 108). Να λοιπόν που φτάσαμε στην παραπομπή του ίδιου του Ρίχτα, σ’ εκείνη όπου ο Μαρξ μιλάει για τη διείσδυση των επιστημονικών δυνά μεων στο προτσές εργασίας. Αλλά να επίσης μετατοπισμένη στο πλαί σιό της. Αυτή η «ανα-πλαισίωση» επιτρέπει να δειχτεί μεμιάς ποια είναι η νομιμότητα της αναφοράς του Ρίχτα στον Μαρξ! Ενώ ο Μαρξ υπο δείχνει αδιάκοπα πως η «επιστημονικοποίηση» δεν μπορεί να κατανοηθεί — δηλαδή να εξηγηθεί στην ανάπτυξή της όπως και στη μηανάπτυξή της, στις «καθυστερήσεις» της — παρά μονάχα σε αναφορά με το προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου, ο Ρίχτα ξεκινάει απ’ αυτήν: από την ύπαρξή της που «διαπιστώνει» για να εξηγήσει — με τη βοή θεια της ΕΤΕ —πως δεν υπάρχει νόμος συσσώρευσης του κεφάλαιου. 22. Ακόμα και τώρα βέβαια οι δυο μορφές παραγωγής της υπεραξίας όχι μονάχα αλληλοδιαδέχονται αλλά σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχουν.
49
Η αποκατάσταση στην οποία θα προβούμε θα δείξει όπως ελπίζου με, τη φύση και τους τρόπους των «αναποδογυρισμάτων» που ενεργεί ο Ρίχτα. Αλλά αυτό είναι μονάχα το πρώτο βήμα, η πρώτη στιγμή του διαβή ματος που προτίθεται να γίνει εδώ. Γιατί αφού δειχτεί πως οι περίπλο κες αυτοματοποιημένες μηχανές που έφεραν μια ορισμένη αναστάτω ση στο προτσές εργασίας είναι αυτές οι ίδιες ένα προϊόν του προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου, θα δειχτεί κι εδώ είναι το ουσιαστικό, πως δεν μεταβάλουν τους όρους λειτουργίας του κεφάλαιου. Δηλαδή, κατά πρώτο λόγο, πως δεν τροποποιείται αυτός ο ρυθμιστής που είναι για την καπιταλιστική παραγωγή ο νόμος της αξίας. Κάτι περισσότερο, εί ναι αυτός που προσδιορίζει στις περίπλοκες αυτοματοποιημένες μηχα νές αυτή ή την άλλη σφαίρα (ή το μέρος του τφοτσές εργασίας) όπου εφαρμόζονται. 2.2. Η «ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ· ΤΩΝ ΠΕΡΙΠΛΟΚΩΝ ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ Κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ρίχτα, στη «συνεχή παραγωγή (ενεργειακή, χημική, μεταλλουργική, τσιμεντοποιείες...) η αυτόματη αρχή εγκαθιδρύεται πιο ορμητικά». Κατά τα άλλα, «συνεχής» παραγω γή και αυτόματη αρχή είναι ένα μονάχα και το ίδιο πράγμα: αποτελούν την «ουσία» και το φαινόμενο μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται. Εκεί γεννιούνται και αναπτύσσονται οι πρώτες μεγάλες μεταβολές που εισάχθηκαν από την ΕΤΕ 2.2.1. Το πρόβλημα των περίπλοκων αυτοματοποιημένων μηχανών στις Grundrisse Το κείμενο του Μαρξ στο οποίο αναφερόμαστε εδώ περικλείνεται στις Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Εκ. Anthropos, τόμος II, σ. 210-236). Ο Ρίχτα παραπέμπει εκεί τον αναγνώστη23 γιατί βρί σκει εκεί επιβεβαίωση στο ότι με τις περίπλοκες αυτοματοποιημένες μηχανές το προτσές εργασίας μετατρέπεται σε «επιστημονικό προτσές» κι από κει και πέρα αναπτύσσει τη δική του λογική. Και πραγματικά, ο Μαρξ βεβαιώνει εκεί πως σαν αποτέλεσμα της εισαγωγής περίπλοκων αυτοματοποιημένων μηχανών (συνοψίζουμε), «...η εργασία παύει να είναι το καθοριστικό στοιχείο... μειώ νεται σ ’ έναν ρόλο απαραίτητο βέβαια, αλλά υποδεέστερο σε σχέση με τη γενική επι
23. Πρόκειται για τη σημείωση 26 του κεφάλαιου I του Πολιτισμού στο σταυροδρόμι.
50
στημονική δραστηριότητα, με τη ν τεχνολογική εφαρμογή τω ν φυσικώ ν επιστημώ ν, κλπ» (G rudrisse, τ. II, σ. 215).
Ό λα αυτά φαίνονται να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Ρίχτα και σ’ αυτά άλλωστε στηρίζεται. Όμως —και εδώ βρίσκεται το κεντρικό σημείο —ενώ ο Μαρξ εκθέ τει αυτές τις προτάσεις ταυτόχρονα τις επαναφέρει στα δικά τους όρια ισχύος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, βεβαιώνοντας πρώτα απ’ όλα και με συμπυκνωμένο τρόπο: «Ακόμα κι αν οι μ ηχανές είναι η πιο επα ρκή ς μορφή τ η ς αξία ς χρ ήσ ης του πάγιου κεφάλαιου, δεν συνάγεται καθόλου πω ς η υπα γω γή το υς στις κ α π ιτα λ ισ τικ ές παραγω γικές σχέσεις αντιπροσω πεύει τον πιο επαρκή και τον κα λύτερο τρόπο για τη χρη σιμ οποίη σή τους» (στο ίδιο, σ. 215).
Στο κείμενο αυτό, ο Μαρξ δίνει ένα από τα βασικά θεωρητικά κλει διά που σχετίζονται με την πολεμική σχετικά με τις περίπλοκες αυτοματοποιημένες μηχανές προειδοποιώντας για τον κίνδυνο μιας σύγχυ σης: στην πραγματικότητα πρέπει να δούμε πως η ισχυρή παραγωγική ισχύς (η παραγωγική δύναμη) ενός συμπλέγματος αυτοματοποιημένων μηχανών δεν είναι αυτό που εγγυάται την ενσωμάτωσή του στο προτσές της εμπορευματικής παραγωγής. Εκείνο που εισάγει εδώ ο Μαρξ είναι η διάκριση ανάμεσα α) στην αξία χρήσης ενός μέσου παρα γωγής, δηλαδή στις τεχνικές του ιδιότητες (όπως π.χ. η ικανότητά του να προβαίνει σε υπολογισμούς, σε ρυθμιστικές πράξεις... κλπ), και β) στους όρους μέσα στους οποίους, βελτιώνοντας την παραγαηακότητα της εργασίας (ζωντανής), συμβάλει στη μείωση του αναγκαίου χρό νου προς όφελος της υπερεργασίας. Αλλά αυτό δεν είναι ένα τεχνικό πρόβλημα, είναι πριν απ’ όλα ένα πρόβλημα κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Απ’ αυτά προκύπτει πως όποια κι αν είναι η αξία χρήσης ενός δοσμέ νου μέσου παραγωγής (το επίπεδο της τεχνικής του τελειότητας, η ποιότητα των επιδόσεων του να έχει μετρηθεί, π.χ., με τεστ —και απ’ αυτή την άποψη το αυτόματο σύμπλεγμα μηχανών να είναι η «πιο επαρκής μορφή»), δεν είναι αυτό που προσδιορίζει — με όλους τους όρους ίσους — την ενσωμάτωσή του στην παραγωγή. Η ενσωμάτωσή αυτή δεν θα γίνει — κι εδώ πάλι με όλους τους όρους ίσους — παρά μονάχα αν επιτρέπει την αύξηση του χρόνου της υπερεργασίας. Ο Μαρξ στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σαφής: «Το κεφάλαιο δεν χρησιμοποιεί τις μηχανές παρά μονάχα στο βαθμό που επιτρέπουν στον εργάτη να του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του... Χάρη σ’ αυτές η αναγκαία διάρκεια για την παραγω 51
γή ενός καθορισμένου αντικείμενου να μειώνεται πραγματικά στο μίνι μουμ αλλά αποκλειστικά έτσι που ένα μάξιμουμ εργασίας να αξιοποιεί ένα μάξιμουμ αντικείμενων» (Grundrisse, σ. 217). Η αντίθεση εδώ είναι η ακόλουθη: • Από το ένα μέρος το κεφάλαιο τείνει να μειώνει στο μίνιμουμ τη ζωντανή εργασία, αν όχι και να την εξαλείφει —σε ορισμένα μέρη της συνεχούς παραγωγής - (επομένως σκεφτείτε το αυτό το όνειρο για το κεφάλαιο, εμπορεύματα να παράγονται δίχως εργάτες, επομένως χωρίς μισθούς και χωρίς απεργίες!). • Από το άλλο μέρος «να αξιώνει να μετράει τις γιγαντιαίες κοινωνι κές δυνάμεις που έτσι δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τον κανόνα του εργάσιμου χρόνου, και να τις περισφίγγει μέσα σε στενά όρια, αναγ καία για τη διατήρηση σαν αξία της ήδη παραγμένης αξίας...» (Grundrisse, σ. 229). Κι αυτό στο βαθμό όπου «το κεφάλαιο είναι μια αντίθεση σε προτσές: από το ένα μέρος ωθεί στη μείωση του εργάσιμου χρόνου, και από το άλλο μέρος θέτει τον εργάσιμο χρόνο σαν τη μοναδική πηγή και το μοναδικό μέτρο του πλούτου» (στο ίδιο, σ. 22224). Το κεφάλαιο δεν έχει σαν σκοπό την παραγωγή αξιών χρήσης, αλλά εμπορευμάτων που ενσωματώνουν τμήματα της κοινωνικής εργασίας που μέσα στην ανταλλαγή πρέπει να γίνονται έγκυρα25. Επομένως και για να κλείσουμε, αφήνουμε το λόγο στον Μαρξ: «Όλα αυτά δείχνουν τον παραλογισμό του Λόντερνταλ που βλέπει στο πάγιο κεφάλαιο (τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών του Ρίχτα) μια αυτόνομη πηγή αξίας ανεξάρτητα από το χρόνο εργασίας·. (Ο Λόντερνταλ ήταν ένας σύγχρονος του Μαρξ οικονομολόγος). Ο Μαρξ υπογραμμίζει ακόμα: «Δεν είναι πηγή παρά μονάχα στο βαθμό όπου είναι το ίδιο αντικειμενοποιημένη εργασία κι όπου θέτει χρόνο υπερεργασΐας» (στο ίδιο, σ. 218). Να που ξαναβάζοντας τα 24. θ α δειχτεί μετέπειτα (βλ. κεφάλαιο 3, σημείο 6) πως οι καπιταλιστικές κρίσεις του 20ού αιώνα (ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) δεν εξηγούνται κάτω από ορισμένες από τις πλευρές τους, παρά μονάχα από το γεγονός της ύπαρξης μεγά λων μηχανοποιημένων και αυτοματοποιημένων συνόλων που θεμελίωσε το πέρασμα στην καπιταλιστική μαζική παραγωγή. 25. Η ανάγκη στην εμπορευματική παραγωγή να γίνονται οι ατομικές εργασίες κοι νωνικά έγκυρες, είναι μια από τις κεντρικές αντιθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και είναι η πηγή για τη δυνατότητα της κρίσης. Βλ. στο σημείο αυτό: S. BrunholT και J. Cartelier: ·Μια μαρξιστική ανάλυση του πληθωρισμού», Chroniques sociales de France, ειδικό τεύχος για τον πληθωρισμό, 1974. Το σημείο αυτό θα ξαναπιαστεί παραπέρα (βλ. κεφάλαιο 3, σημ. 6).
52
πράγματα στη θέση τους οδηγούμαστε μακριά από τις όχθες της ΕΤΕ και φωτίζεται ιδιαίτερα το παιχνίδι του Ρίχτα26 και των «Ορθολογικοτήτων»: τα αυτόματα συμπλέγματα μηχανών αποτελούν μια ιδιαίτερη στιγμή ανάπτυξης των μηχανών στον καπιταλιστικό κόσμο παραγωγής, σ’ εκείνη που αντιστοιχεί στο «πλέρια ανεπτυγμένο εργο στάσιο». Οι νόμοι που είναι οι νόμοι του καπιταλισμού εξακολουθούν να παράγουν όλα τα αποτελέσματα τους. Αυτή η πρώτη «επιδρομή» στα κείμενα του Μαρξ επιτρέπει να δού με, αυτό που θα ονομάσουμε για απλούστευση τα δυο λάθη του Ρίχτα.
26. Άλλωστε, όχι μονάχα του Ρίχτα και είναι το σημείο να το τονίσουμε. Ο Χαμ περμάς όσο υιοθετεί τις ιδίες της ΕΤΕ φτάνει κι αυτός αναγκαστικά εκεί. Εκεί, εννοού με σ’ αυτό το σημείο: η θεωρία της αξίας, λυδία λίθος (και αναγκαίο σημείο) κάθε «ανα θεώρησης» του Μαρξ, δηλαδή επίσης, σημείο επιστροφής σε έννοιες της ρικαρντιανής ή νεο-κλασσικής πολιτικής οικονομίας. Ας αφήσουμε στην άκρη την πολεμική για τις •κοινωνικές τάξεις στο έργο του Χαμπερμάς (όπως και του Ρίχτα) που σήμερα «έχουν διαλυθεί» για να έρθουμε στο οικονομικό υπόβαθρο. Ας ακούσουμε τον Χαμπερμάς. Το μικρό αυτό κείμενο αρκεί: «Έτσι, η επιστήμη και η τεχνική έγιναν η κύρια παραγωγική δύναμη, εξαλείφοντας έτσι τους όρους εφαρμογής της θεωρίας της αξίας εργασίας (υπογραμ. X.) όπως την βρίσκουμε στον Μαρξ. Δεν έχα πια καθόλου έννοια να υπολογίζεται το ύψος των κεφαλαίων των επενδυμένων στην έρευνα και την ανάπτυξη στη βάση της αξίας της εργατικής δύναμης (απλό!!...) της μη ειδικευμένης... όταν (βλέπε τον Μπ. Κ.) η επιστη μονική και τεχνική πρόοδος έγινεμια ανεξάρτητη πηγή υπεραξίας, απέναντι στην οποία η μοναδική πηγή υπεραξίας που έπαιρνε υπόψη του ο Μαρξ, η εργατική δύναμη του άμεσου παραγωγού, βλέπει τη σημασία της να μειώνεται πάντα...» (στο J. Habermas: La Technique et la Science, comme ideologle, Gallimard, 1973, σ. 44). Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε: να ζητήσουμε από τον Χαμπερμάς, πόσες «πηγές» γνωρίζει και γιατί επομένως η Δυτική Γερμανία — για να σταθούμε σ’ αυτήν — προ σφεύγει ακόμα σ’ αυτήν την ενοχλητική «πηγή» που είναι η εργατική δύναμη την οποία εισάγει ακόμα και από την Τουρκία! (Η Γαλλία, είναι αλήθεια, δεν μένει πίσω. οι τελευταίες στρατιές εργαζόμενων μεταναστών που ξεμπαρκάρουν στην Σιτροέν ήρ θαν... από την Φορμόζα!) Τέλος θα μπορούσαμε να του παρατηρήσουμε, πως αυτοί που «υπολογίζουν το ύψος των επενδυμένων κεφαλαίων στην έρευνα» είναι ακριβώς οι φιλελεύθεροι οικο νομολόγοι. Ας διαβάσει τις αμερικάνικες δημοσιεύσεις ή εκείνες του OCDE... Με δυο λόγια, μπορούμε να παραθέσουμε μια ατέλειωτη λίστα παρατηρήσεων. Δεν θα το κάνουμε. Αρκεί σχετικά με το θέμα μας να υπογραμμίσουμε, πως από τον Ρίχτα μέχρι τον Χαμπερμάς οι θέσεις οι σχετικές με την ΕΤΕ συναντιούνται με (μόλις) απο χρώσεις λεξιλόγιου. Επίσης, πως ένα από τα υποχρεωτικά σημεία αυτών των θέσεων, είναι η αναθεώρηση του νόμου της αξίας- «αναθεώρηση» (όπως το δείχνει το κείμενο των Crundrisse) που ο Μαρξ προτρέχοντας την αποτρέπει. Παράξενη μοίρα η μοίρα του Κεφάλαιου που περικλείνει την αντίκρουση «αναθεωρήσεων» που επιχείρησε να κάνει... έναν αιώνα πριν διατυπωθούν!
53
2.2.2. Δυο λάθη του Ρίχτα 2.2.2.1. Το πρώτο λάθος αφορά την έννοια της αξίας χρήσης του πάγιου κεφάλαιου Όταν ο Ρίχτα βεβαιώνει πως δεν πρόκειται για μια «εσωτερική τεχνική ενότητα, που αποτελεί τη βάση της αυθόρμητης ανάπτυξης της
παραγωγής» ή πως «η εφαρμογή της επιστήμης... τοποθετεί το σύνολο της ροής της παραγωγής σε μια λογική βάση αλγόριθμων και εξισώ σεων», πέφτει στο λάθος, ενάντια στο οποίο ο Μαρξ έχει προειδοποιή σει. Για να μιλήσουμε αυστηρά, αυτό το λάθος συνίσταται σε μια σύγχυση και σε μια μετατόπιση. Μια σύγχυση: Ο Ρίχτα «μπερδεύει» στην πραγματικότητα τη χαρα κτηροποίηση των CAM27 από την άποψη της αξίας τους χρήσης σαν μέσων παραγωγής, με την εκτίμησή τους σαν σταθερό κλάσμα της αξίας του προκαταβλημένου κεφάλαιου, η οποία επιτρέπει σε διαστά σεις που διαφέρουν να μειώνεται η αναγκαία εργασία και να επιμηκύ νεται ο χρόνος υπερεργασίας. Με άλλα λόγια, ο Ρίχτα προϋποθέτει μια πληρότητα ανάμεσα στα τεχνικά χαρακτηριστικά ενός δοσμένου μέσου παραγωγής (αξία χρή σης του) και την αποτελεσματικότητά του σαν μέσο παραγωγής του (και του) κεφάλαιου, δηλαδή και τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του χρόνου υπερεργασίας και στην απόσπαση υπεραξίας. Πράγμα που όπως υπόδειξε ο Μαρξ είναι ολότελα άλλο πράγμα και αποτελεί ένα άλλο πρόβλημα. Να γιατί μπορούμε να βεβαιώσουμε πως αυτή η σύγχυση διπλασιά ζεται από μια μετατόπιση. Αντί να ξεκινήσει με ένα συλλογισμό σε όρους αξίας και κοινωνικής εργασίας, όπου οι CAM επιτρέπουν ή όχι μείωση (ανάλογα με τους συγκεκριμένους όρους που έχουν επιβληθεί στο προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου), ο Ρίχτα κάνει την αξία χρήσης των μέσων παραγωγής το κριτήριο που αποφασίζει για την ενσωμάτωσή τους στην καπιταλι στική παραγωγή. Έτσι οδηγεί στο να υποστήριζα την κυριαρχία μιας «νέας ορθολογικότητας» ενώ ο ίδιος ο χώρος όπου αυτή η «ορθολογικότητα» (η «τεχνι κή» των αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων μηχανών) μπορεί να έχει θέση, προσδιορίζεται και καθορίζεται από το νόμο της αξίας. Αυτή η «μετατόπιση» είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές συνέπειες μιας
27. CAM: αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα μηχανών.
54
ανάλυσης «που εξαφανίζει ταχυδακτυλουργικά» τις παραγωγικές σχέ σεις μέσα και κάτω από τις οποίες παράγονται και ενεργοποιούνται οι μηχανές και η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. Εδώ πρόκειται επίσης για το «τίμημα» —εννοούμε με τούτο το αναπόφευκτο αποτέλε σμα — μιας ανάλυσης σε όρους «μοντέλου». Αλλά μπορούμε να ανα τρέξουμε περισσότερο και να επισημάνουμε ένα ακόμα πιο θεμελιακό «λάθος» του Ρίχτα. 22 .2 .2 . Το δεύτερο λάθος αφορά ένα θεμελιακό πρόβλημα μεθόδου
Σύμφωνα με τον ξεκάθαρο λόγο του Ρίχτα, η επιστήμη, από τη στιγ μή που «ξεπερνάει ένα ορισμένο κατώφλι» αναπτύσσεται ακολουθών τας τη δική της ροή ανεξάρτητα και η τεχνολογική εφαρμογή της επι στήμης γίνεται ο «αποφασιστικός συντελεστής της ανάπτυξης». Εκείνο που θέλουμε να δείξουμε εδώ, είναι πως ο Ρίχτα, πολύ πριν απ’ αυτό το «κατώφλι», αναφέρεται στην πραγματικότητα και αδιάκοπα, σε μια μη υλιστική αντίληψη της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης28. Στην πραγματικότητα, σ’ αυτό που αποκαλεί περίοδο εκ βιομηχάνισης (και στο οποίο φαίνεται γι’ αυτόν να συνοψίζεται η επε κτατική φάση του καπιταλισμού σαν τρόπος παραγωγής με τους δικούς του νόμους) ο Ρίχτα σημειώνει εδώ κι εκεί πως οι «μηχανές» δεν αναπτύχθηκαν στη διάρκειά της παρά με ορισμένα όρια, πως σ’ αυτήν την περίοδο η επιστήμη ήταν «πνιγμένη» ή «περιορισμένη». Κά τι περισσότερο, φτάνει να λέει (βλ. θέση αριθ. 3) πως εκείνο που κυβέρ νησε το «βιομηχανικό πολιτισμό» είναι μια αρχή της «διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφάλαιου» που η κινητήρια δύναμή της είναι το προτσές αξιοποίησης και αυτοαξιοποίησης του κεφάλαιου. Αλλά σε καμιά στιγμή δεν την κάνει μια μεθοδολογική αρχή για να αναλύσει 28. Σημειώνουμε ευκαιριακά — και για πάντα —πως στο κείμενο αυτό παίρνου με τις εκφράσεις «επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη» και «τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης» σαν ισοδύναμες. Αν και μιλώντας κυριολεκτικά, δεν αναφερόμαστε παρά σ’ αυτό το μέρος της επιστημονικής και τεχνικής ανάπτυξης που προσφέρεται σε «εφαρμογή» στην παραγωγή. Εκείνο που επιτρέπει αυτή την εξομοίωση, είναι η χρήση που κάνει ο ίδιος ο Ρίχτα: από εκεί το γεγονός ότι η ΕΤΕ καθορίζεται σαν μια «Επανά σταση» εξαιτίας των «οικονομικών» παραμέτρων της. Στο σημείο αυτό δεν μπορεί να υπάρξει λάθος: Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι δεν είναι ένα δοκίμιο Ιστορίας των επι στημών (και των τεχνικών)· είναι η σχέση «επιστήμη / βιομηχανία» που αναλύεται στο βιβλίο αυτό. Απ’ όπου η ισοδυναμία, προσωρινή και περιορισμένη στο κείμενο αυτό> ανάμεσα σε «επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη» και «τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης».
55
τους όρους της ανάπτυξης των διαφόρων μορφών και επιπέδων των μηχανών και της τεχνολογικής εφαρμογής της επιστήμης. Έτσι που η αναφορά του στις κατηγορίες της «διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφάλαιου» είναι μια απλή διάταξη του στυλ, ένα είδος παραχώρησης σε μια ορισμένη μαρξιστική «ορθοδοξία». Στρέφεται πολύ πιο θελημα τικά προς τις θεωρητικές σελίδες των Grundrisse (κι ακόμα σ’ αυτές κάνα μια πολύ «ορισμένη» ανάγνωση όπως δείχτηκε) παρά προς τα ολοκληρωμένα κείμενα του Κεφάλαιου. Θα θέλαμε να πούμε λίγα πράγματα σχετικά μ’ αυτές τις σελίδες του 4ου μέρους του Κεφάλαιου (όπου είναι συγκεντρωμένες οι σημαντικότερες υποδείξεις του Μαρξ σχετικά με την τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης). Απ’ αυτό θα βγουν — με ένα είδος αναποδογυρίσματος — τα όρια του Ρίχτα. Σχετικά με αυτές τις σελίδες του 4ου μέρους του Κεφάλαιου, μπο ρούμε να προβάλουμε — προσωρινά, το ζήτημα θα ξαναπιαστεί αργό τερα - την ακόλουθη θέση: ένα ακόμα και γρήγορο διάβασμα αυτού του μέρους κάνει να φανούν γρήγορα δύο χώροι, δυο κλειδιά, όπου και πώς αναλύεται η ανάπτυξη των μηχανών και η ενσωμάτωσή τους στην παραγωγή. Το κεφάλαιο δεν προστρέχει στις μηχανές, λέει ουσιαστικά ο Μαρξ, παρά μονάχα: α. Όταν η χρησιμοποίηση της νεκρής εργασίας (συσσωρευμένης στις μηχανές) επιτρέπει να παίρνεται ένα μεγαλύτερο μέρος υπερεργα σίας και μ’ αυτό, να μειώνεται το μέρος της εργάσιμης ημέρας που ο εργάτης αφιερώνει για τη δική του παραγωγή, σε βάρος εκείνης που πηγαίνει στο κεφάλαιο. β. Από το άλλο μέρος (οι δυο όροι, αφού είναι στενά συνδεμένοι: αποτελούν δυο πλευρές ενός και του αυτού προβλήματος, διαχωρισμέ νες για την ανάλυση, αν και συνδέονται με μια και την ίδια λογική) όταν οι τεχνικές (ή οι τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης) επιτρέ πουν μια καλύτερη κυριαρχία του προτσές εργασίας από το κεφάλαιο (δηλ. από τους καπιταλιστές) και εξασφαλίζει την υποταγή του εργάτη (ατομική ή συλλογική). Με αυτούς τους δύο χώρους στους οποίους αντιστοιχούν (α) η ανά λυση του προτσές εκμετάλλευσης (δηλ. «οικονομική» ανάγνωση της ιστορίας των μηχανών) και (β) η ανάλυση του προτσές με το οποίο το κεφάλαιο εξασφάλισε την κυριαρχία του (δηλ. «πολιτική» ανάγνωση της ιστορίας των μηχανών), με αυτούς τους δυο μεγάλους χώρους λοι πόν — και με τις έννοιες που τους προσιδιάζουν — ο Μαρξ πήρε τα εννοιολογικά μέσα για να αναλάβει μια υλιστική ανάλυση των μηχα νών και της τεχνολογικής εφαρμογής της επιστήμης: ανάλυση που νοείται σαν ένα προτσές όχι χρονολογικό αλλά αν μπορούμε να το 56
πούμε έτσι, «τοπολογικό» που οι βασικές του στιγμές είναι η απλή συνεργασία, η μανιφακτούρα, η μεγάλη βιομηχανία και το εργοστάσιο, μέχρι σ’ εκείνο που ο Μαρξ ονόμασε το εργοστάσιο σαν «πλέρια ανα πτυγμένο» και που στηρίζεται — να που φτάσαμε πάλι εκεί — στα αυτοματοηοιημένα συμπλέγματα μηχανών.
Το πέρασμα από την καθεμιά απ’ αυτές τις «μορφές» σε μια άλλη «μορφή» καθαρίστηκε από μια ορισμένη θέση των αντιθέσεων ανάμεσα στην εργατική δύναμη και το κεφάλαιο29. Αφού θέσαμε όλα αυτά μπορούμε να γυρίσουμε στον Ρίχτα πάλι και να διαπιστώσουμε πως, αφού συλλογίζεται έξω από όλες τις κοινωνι κές σχέσεις (ούτε τις καπιταλιστικές ούτε κι εκείνες μιας μεταβατικής κοινωνίας), μπορεί να οικοδομεί όλα τα μοντέλα κι όλους τους «καθα ρούς τύπους» του κόσμου. Ελεύθερος είναι να το κάνει, όσο δεν διατεί νεται πως αυτά τα «μοντέλα»30 είναι η ανάλυση των αλλαγών που προσδιορίζουν το σύγχρονο καπιταλισμό ή τις μεταβατικές κοινωνίες προς το σοσιαλισμό. Έτσι το σύνολο της αντίληψής του για την επιστημονική και τεχνι κή ανάπτυξη προκαλεί το λιγότερο την υποψία! Και μπορούμε να βεβαιώσουμε πως οι αναφορές που κάνει ο Ρίχτα στα «όρια» που συναντούν η ανάπτυξη των μηχανών και η τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης είναι καθαρά τυπικά, άδεια από περιεχόμενο. Χάρη στην ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση των παραγωγικών σχέ σεων που ο Αλτουσέρ (βλ. σ. 38) υποδείχνει σαν το κεντρικό σημείο, η αντίληψη για την επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη που κυριαρχεί στον Ρίχτα αρμενίζει ανάμεσα στον πιο κοινότυπο οικονομισμό («γιατί είναι ασύγκριτα ανώτερα από τεχνική άποψη (!) τα «εννοιολογικά» συστήματα και οι αυτόματοι «εγκέφαλοι» που αντικαθιστούν τους «ανθρώπους») και στον πιο καθαρό ιδεαλισμό «η επιστήμη ανοίγει το δικό της δρόμο — ανεξάρτητα...* (δική του υπογράμμιση, Ed. Seuil, σ. 264). Απόλυτα συνεκτική με τις προτάσεις αυτές είναι η θέση του σχετικά με την επίδραση των κοινωνικών σχέσεων (όχι πια στην επιστημονική και τεχνική ανάπτυξη) αλλά στις ίδιες τις τεχνικές. Οι τελευταίες είναι 29. Στο υποκεφάλαιο 2, γίνεται μια πρώτη επεξεργασία αυτής της θέσης σχετικά με το ρόλο που έπαιξε ο Ταιηλορισμός στη συσσώρευση του κεφάλαιου σπς ΗΠΑ, σπς αρχές του 20ού αιώνα. 30. ·Η κατάστρωση σχεδίων, έλεγε ήδη ο Καντ στην εισαγωγή στα Προλεγόμενα (για να χρησιμεύσουν σε κάθε μελλοντική μεταφυσική) είναι η πιο μάταιη απασχόληση
που μπορεί να υπάρξα!·
57
ουδέτερες αναφορικά με τις παραγωγικές σχέσεις. «Αν καθορίζουμε με
τον όρο τεχνική το σύνολο των μηχανών (και τίποτα περισσότερο)... η τεχνική βάση θα μας εμφανιστεί άμεσα ανεξάρτητη, αδιάφορη προς το κοινωνικό σύστημα και αντίστροφα», (σ. 45-46/30) αναγκάζοντας έτσι σε αποχώρηση τους φιλεύθερους ιδεολόγους που εκθειάζουν την επε ξεργασία τεχνικών που να επιτρέπουν μια «εμπλουτισμένη», πιο «ανθρώπινη» εργασία κλπ.
3. Για να κλείσοομε: σημασία και όρια των θέσεων του Ρίχτα Συνολικά η προσφορά του Ρίχτα συνίσταται στην επιμονή του σχε τικά με τη θεμελιακή σημασία για τις κοινωνίες μας των επιστημονι κών και τεχνικών ανακαλύψεων και της εφαρμογής τους στην εμπορευματική παραγωγή. Από το πλάτος των αναστατώσεων που φέρ νουν, τροποποιείται ολόκληρη η κοινωνική ζωή. «Πολιτισμός στο σταυροδρόμι» λέει για να τονίσει πως πρόκειται για κάτι περισσότερο από έναν μετασχηματισμό των μεθόδων και τεχνικών της παραγωγής. Κάτι περισσότερο, ο Ρίχτα και μαζί του οι «συνεχιστές» της ΕΤΕ, προσδιορίζουν και περιγράφουν ορισμένα προτσές που βρίσκονται κιόλας σε πορεία μέσα απ’ αυτό που παρουσιάζουν σαν «τη χημικοποίηση, την πληροφορικοποίηση ή την κυβερνητικοποίηση» της κοι νωνικής ζωής. Τέλος, ο Ρίχτα έχει από τη μεριά του την αξία πως υπο δείχνει με μεγάλη σαφήνεια τον τόπο όπου τα προτσές γεννιούνται: «η νέα σχέση της επιστήμης με τη βιομηχανία» και πως άρχισε τη μελέτη τους. Αλλά σ’ αυτό τον ίδιον τόπο, σημαδεύονται τα όριά του. Τα τελευταία εγγράφονται με μεγάλα γράμματα στις ίδιες τις κατηγορίες που του χρησιμεύουν να προσδιορίζει και να αναλύει τα νέα φαινόμενα που υπογραμμίζει. Το απλό γεγονός πως ξαναπιάνει και κάνει να «λειτουργούν» — όπως λειτουργούν —οι κατηγορίες της «επιστήμης» και της «βιομηχα νίας» δεν γίνεται από θεωρητική άποψη, χωρίς αποτέλεσμα. Οι κατη γορίες αυτές είναι εκείνες της πολιτικής οικονομίας31 και ακόμα ίσως θα λέγαμε, οι κατηγορίες της χυδαίας πολιτικής οικονομίας, με την ακριβή έννοια που δίνει ο Μαρξ στον όρο αυτό. Δηλαδή πρόκειται — 31. Γι* αυτό που πρέπει να εννοούμε με την «Πολιτική Οικονομία», την προβληματι κή της και τις έννοιές της, βλ. ιδιαίτερα Suzanne de Brunhoff, Marx A. Rlcardien, Συμπόσιο Νίκαιας, 1973 και C. Benetti, Ualeur et Ripartition du revenu, Ed. Maspero, 1973, κεφ. I.
58
στον Ρίχτα όπως και σε όλες τις κατασκευές που εξάρουν «το νέο ρόλο της επιστήμης»... — για κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας που η ανάλυσή τους δεν σχετίζεται παρά μονάχα με ορισμένες από τις πιο επιφανειακές μορφές και εκδηλώσεις που έχει πάρει το προτσές της συσ σώρευσης κεφάλαιου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τι είναι
λοιπόν πραγματικά — από την άποψη της συσσώρευσης του κεφάλαιου αυτή η «επιστήμη» και αυτή η «βιομηχανία» για τις οποίες μιλάει αδιάκοπα ο Ρίχτα και που λειτουργούν στο βιβλίο του σαν κεντρικές έννοιες; Μπορούμε να διαβάσουμε πολλές φορές το ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι: δεν θα το μάθουμε. Σε καμιά στιγμή οι κατηγορίες αυτές δεν τίθενται σαν «προβλήματα» και δεν τίθενται σε αμφισβήτηση. Σε καμιά στιγμή αυτές δεν εξετάζονται από μια υλιστική άποψη, δηλαδή, πρώτα απ’ όλα και κύρια από την άποψη του καταμερισμού εργασίας και των ειδικών μορφών που του αποτυπώνει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι νόμοι της αναπαραγωγής του. Η «απουσία» αυτή στο κείμενο του Ρίχτα δεν είναι βέβαια χωρίς σημασία, ούτε ανεξήγητη. Από θεωρητική άποψη μπορεί να αναχθεί σε τρεις σειρές λόγων: 1. Πρώτα απ’ όλα ο Ρίχτα δεν συλλογίζεται με όρους τρόπου παραγωγής, καταμερισμού εργασίας, κι επομένως με ειδικές μορφές που αποτυπώνουν δοσμένες κοινωνικές (παραγωγικές σχέσεις). Αυτή την έννοια — κεντρική για κάθε μαρξιστική ανάλυση —την υποκαθιστά με εκείνες της «βιομηχανικής επανάστασης» και της «επιστημονι κής και τεχνικής επανάστασης», σαν αυτές οι δύο στιγμές του καπιτα λιστικού τρόπου παραγωγής να κυβερνιούνταν από διαφορετικούς νό μους, πράγμα που προϋποθέτει αδιάκοπα αλλά δεν αποδείχνει ποτέ. Και σωστά! Επιδιώκοντας να αποφύγει μια ανάλυση των όρων μέσα στους οποίους λειτουργεί η σχέση «επιστήμη / βιομηχανία» στον καπι ταλιστικό τρόπο παραγωγής (ή σ’ εκείνους μιας μεταβατικής κοινω νίας προς το σοσιαλισμό), ο Ρίχτα αυτό που κάνει είναι να προσδιορί ζει έναν καθαρά φανταστικό χώρο. Ο τόπος, στον οποίο εργάζεται, κά νει δυνατές όλες τις επιθυμητές γενικεύσεις και επεκτάσεις. Αλλά αυτό που προκύπτει, το λιγότερο, στο λόγο αυτό δεν υπάρχει τίποτα που να διαθέτει το μίνιμουμ της νομιμότητας που παραθέτει η εξήγηση του τομέα της εγκυρότητας των προτάσεων που προβάλει. 2. Επίσης, κι αυτό είναι το δεύτερο σημείο, μπορεί να συλλογίζεται σχετικά με τους μετασχηματισμούς του προτσές εργασίας σαν να ακο λουθούσαν μια αυτόνομη ανάπτυξη, μια δική τους λογική, «τεχνική» όπως προτείνει. Ποτέ ο Ρίχτα δεν συσχετίζει τις επιταγές του προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου με τα διάφορα προτσές εργασίας για να 59
επιχείρηση να πάρει υπόψη του την ανισόμετρη ανάπτυξή τους. 3. Τελικά και για να τελειώνουμε, μερικές λέξεις σχετικά με τη σιω πηρή ή ρητή «μέθοδο» του Πολιτισμού στο σταυροδρόμι. Ο Ρίχτα ξεκι νάει από ορισμένα φαινόμενα που διαπιστώνει την ύπαρξή τους: «χημικοποίηση, πληροφορικοποίηση, κυβερνητικοποίηση#... και προϋποθέτει την επέκτασή τους και τη γενίκευσή τους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής παραγωγής. Από κει αναγγέλλει και περιγράφει τη νέα κοινωνία που δεν μπορεί παρά να προκόψει. Θεωρούμε πως σ ’ αυτή την πράξη της γενίκευσης υπάρχει μια «κατάχρηση» της μεθόδου. Αν ο Ρίχτα μπορεί να προχωρεί έτσι αυτό συμβαίνει γιατί δέχεται σιω πηρά πως τα λιγότερο τεχνικοποιημένα προτσές εργασίας έχουν μια απλή «καθυστέρηση» σε σχέση με τα πιο αναπτυγμένα προτσές. Ακριβώς αυτό που η εργασία που πραγματοποιήθηκε στα κείμενα του Μαρξ επι τρέπει να αμφισβητούμε. Δεν οφείλεται σε τυχαίο αποτέλεσμα αν ορι σμένα προτσές είναι τεχνικά αναπτυγμένα, ενώ άλλα προτσές παραμέ νουν διαρκώς λίγο ή πολύ λίγο αναπτυγμένα. Κάτι περισσότερο, όπως θα το δείξουμε σε συνέχεια λεπτομερειακά, υπάρχει μια ακριβής σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη μη ανάπτυξη των διάφορων προτσές εργασίας της κοινωνικής οικονομίας. Μπορούμε ακόμα να βεβαιώσου
με πως ακριβώς επειδή ορισμένα προτσές εργασίας είναι αναπτυγμένα, άλλα δεν είναι αναπτυγμένα ή είναι μόνο λίγο αναπτυγμένα. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι πιο κεντρικοί ισχυρισμοί του Ρίχτα: η ΕΤΕ σαν νέα εποχή κυριαρχούμενη από την «αυτόματη αρχή» (θέση αριθ. 1), ο νέος ρόλος της επιστήμης και τα αποτελέσματά της στην κοινωνική οικονομία (θέση αριθ. 2)γ, ο θρίαμβος μιας νέας λογι κής (θέση αριθ. 3), δεν θεωρούμε πως διαθέτουν καμιά σοβαρή βάση. Ο Πολιτισμός στο σταυροδρόμι εμφανίζεται περισσότερο σαν ένας λόγος σχετικά με τη δυναμική της επιστήμης παρά σαν μια επιστημονική και θεωρητική εργασία, και κατατάσσεται απ’ αυτό και τοποθετείται σε μια ήδη παλιά παράδοση «κοινωνιολογίας της επιστήμης». Γιατί από την αρχή το βιβλίο αυτό αδράχθηκε από μια πολιτική συγκυρία που εξα σφάλιζε την αναζωογόνηση μιας συζήτησης σχετικά με τους τρόπους ανάπτυξης των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών, είχε την απή χηση που γνωρίζουμε. Επίσης αυτός είναι ο λόγος που πήραμε τις «θέ σεις» του σαν αφετηρία για τη δική μας μελέτη. Μια τελευταία διευκρίνιση είναι αναγκαία. Γιατί αν απορρίπτουμε κάθε νομιμότητα στην έννοια της Ε Τ Ε έτσι όπως προσδιορίστηκε και λειτουργεί στις κυρίαρχες αναλύσεις του σύγχρονου καπιταλισμού δεν υπάρχει πρόβλημα να αρνηθούμε πως από τον Δεύτερο Παγκόσμιο
60
Πόλεμο ιδιαίτερα ο καπιταλισμός προσδιορίστηκε από σημαντικές μεταβολές. Με την ανάπτυξη της αυτοματοποίησης είναι βέβαιο πως το σύστη μα θέσεων και λειτουργιών που προσδιορίζονται στους διάφορους συντελεστές της παραγωγής, ο απαιτούμενος αριθμός και η απαιτούμενη ειδίκευση των εργαζομένων, οι μορφές καταμερισμού της εργασίας, ακόμα και η διάρθρωση της εργατικής τάξης στα διάφορα συστατικά της (ανειδίκευτοι (O.S.), ειδικευμένοι (Ο.Ρ.)) οι σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτήν και τους εργοδότες... όλα αυτά, αναμφισβήτητα, έτσι ή αλλιώς έχουν τροποποιηθεί σε σημαντικό βαθμό (και απαιτούνται με επείγοντα τρόπο αναλύσεις και έρευνες)! Αλλά οι τροποποιήσεις αυτές έχουν γί νει στο εσωτερικό μιας ταξικής σχέσης, που στηρίζεται σ’ έναν ειδικό τρόπο εκμετάλλευσης και σαν τέτοια παραμένει. Ε κ εί ακριβώς βρίσκε ται η θεμελιακή μας διαφορά με τον Ρίχτα και τους θεωρητικούς της Ε ΤΕ η .
Η ουσία του προβλήματος είναι πως ο Ρίχτα και οι θεωρητικοί της «μεταβιομηχανικής» κοινωνίας ποντάρουν διαρκώς σ’ ένα διφορούμε νο όταν διακρίνουν και αντιπαραθέτουν δύο μεγάλες ιστορικές περιρδους: το «βιομηχανικό» πολιτισμό και την περίοδο που άνοιξε με την ΕΤΕ. Αποφεύγουν απλά να ξεκαθαρίσουν πως η BE (ανεξάρτητα από τις αλλαγές στις τεχνικές βάσεις από τις οποίες αναδείχθηκε) κι αυτή, επίσης και προπαντός, «ξεγέννησε» νε'ες παραγωγικές σχέσεις. Και πραγματικά, αν προσπαθούν αδιάκοπα να καταγράψουν τη διαφορά που βλέπουν ανάμεσα στην ΕΤΕ και τη BE, δεν είναι η σύγκριση των τεχνικοεπιστημονικών «βάσεων» που αντικρύζρυν, αλλά το γεγονός πως η ΕΤΕ φέρνει μαζί της νέες παραγωγικές σχέσεις. Εποχή «ποιοτικών επα
ναστατικών αλλαγών», «νέας ορθολογικότητας» και «νέων κέντρων βαρύτητας». Πρόκειται για το σημείο που δεν τους ακολουθούμε. Αν πρέπει απόλυτα η ΕΤΕ να είναι μια επανάσταση —για μας —είναι μια «επανάσταση» στις τεχνικές (με την ευρεία έννοια), μια από τις δυο ή τρεις μεγάλες μεταβολές που ο καπιταλισμός (σαν ειδική σχέση εκμε 32. Μπορούμε να εκφράσουμε αυτή τη διαφορά με μια άλλη μορφή, λέγοντας πως εκεί όπου οι υποστηρικτές της ΕΤΕ περιγράφουν την «επιστημονικοποίηση» της βιο μηχανίας, πρέπει να επισημάνουμε τροποποιήσεις στις τεχνικές βάσεις που χρησιμεύουν σαν στήριγμα στη συσσώρευση του κεφάλαιου. Οι αναλύσεις του ΚΜΚ, που όμως τοποθετούν την ΕΤΕ στο πλαίσιο των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, δεν καταλήγουν στα απαιτούμενα συμπεράσματα όσον αφορά τον χαρακτήρα (ειδικά καπι ταλιστικό) της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται. Το μοναδικό πρόβλημα που τίθεται είναι η «απελευθέρωση» της ανάπτυξης των επιστημο νικών δυνάμεων.
61
τάλλευσης) έχει γνωρίσει. Αυτή η νέα «τεχνική» επανάσταση, ή αν προτιμάτε τεχνικο-επιστημονική, συνοδεύεται από μεταβολές που υπο δείχθηκαν προηγούμενα. Κατά τα άλλα, το σημαντικότερο κατά την άποψή μας, δεν είναι να δώσουμε ένα όνομα — ας είναι κι εκείνο της επανάστασης - σχετικά μ’ αυτές τις μεταβολές. Το επείγον είναι μάλ λον η ανάλυσή τους. Η συνολική, όπως και λεπτομερειακή ανάλυση στην οποία προχώ ρησε ο Ρίχτα, στηρίζεται ολοκληρωτικά σ’ αυτό το «διφορούμενο» του όρου «επανάσταση» που έτσι βοηθάει πολύ λίγο. Οι υποδείξεις που παρέχει ο Μαρξ — στο 4ο Μέρος, αλλά επίσης το σύνολο του έργου του —θεωρούμε (και ελπίζουμε να αρχίσαμε να το δείχνουμε) προτεί νουν ένα αλλιώτικο σίγουρο και γόνιμο αφέτη ριακό σημείο. Όσον αφορά την «επιτυχία» των θέσεων της ΕΤΕ παρατηρείται μια περίεργη συναίνεση ανάμεσα στην Ανατολή όπου εξυπηρετεί την «οικονομική μεταρρύθμιση» και τις τάξεις που επωφελούνται απ’ αυτήν και στη Δύση όπου ήρθε σε βοήθεια των θεωρητικών της μετα βιομηχανικής κοινωνίας και μαζί της το «τέλος» αυτών των αρχαϊκών ανταγωνισμών —θήραμα για αρχαιολόγους και καθυστερημένους μαρ ξιστές — που είναι οι ταξικοί ανταγωνισμοί. Έτσι μπορεί να είναι σί γουρη πως μπροστά της βρίσκονται ακόμα ωραίες στιγμές. Κι επι πλέον στο βαθμό που παρενέβηκε σε μια περίοδο σημαντικών μεταβο λών με τις οποίες έχει να κάνει. Η ανάλυση αυτών των «μεταβολών» απομένει να γίνει, για να «μη μείνουμε πίσω» —όπως έχει πει ο Λένιν - «από τη ζωή». Φοβάμαι πως στον τομέα αυτό δεν είμαστε και πολύ προχωρημένοι!... Αλλά είμαι βέβαιος πως ο Ρίχτα και οι οπαδοί του δεν μας βοηθάνε σ’ αυτό και πολύ. 4. Για να συνεχίαουμε: ανάγκη αντιμετώπισης της τεχνικής και της επιστήμης σαν ένα προτσές συνδεμένο με το προτσές συσσώρευσης του κεφάλαιου Ας αφήσουμε τον Ρίχτα στο παιχνίδι των λογικών του και ας προ σπαθήσουμε να αποχτήσουμε τα μέσα για να συνεχίσουμε την έρευνά μας. Για να το κάνουμε αυτό έχουμε την πρόθεση να ξαναπιάσουμε ορισμένες από τις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν σε σχέση με τον Ρίχτα. Ξεκαθαρίζοντάς τις και συστηματοποιώντας τις με τη μορφή ζητημάτων μεθόδου, θα αποχτήσουμε ένα αφέτη ριακό σημείο για να προβάλουμε «θετικές» προτάσεις σχετικά με το δρόμο που πρέπει να 62
ακολουθηθεί για να προωθηθεί η ανάλυση. Οι παρατηρήσεις αυτές που καταλήξαμε σ’ αυτές μετά την «επιστροφή» στον Μαρξ που πραγ ματοποιήσαμε — μπορούν να συγκεντρωθούν σε δύο σύνολα προτά σεων. 4 .1 . ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΡΟΤΣΕΣ
Προβλήθηκε πως το σύνολο των αναλύσεων του Ρίχτα μετατοπιζό ταν αδιάκοπα ανάμεσα σε «οικονομίστικες» θέσεις και σε «ουμανιστι κές» θέσεις. Με αυτό θέλαμε να υποδείξουμε καταρχήν πως πρόκειται σε όλες αυτές τις «θέσεις» τις σχετικές με την ΕΤΕ για μη υλιστικές προβληματικές. Μη υλιστικές: μ’ αυτό πρέπει να εννοούμε πως ποτέ στις αναλύσεις δεν προχωράει στην παραμικρότερη μελέτη για τους όρους μέσα στους οποίους παράγονται οι επιστημονικές και τεχνικές ανακαλύψεις. Επίσης, ποτέ δεν εκτέθηκαν οι όροι μέσα στους οποίους οι επιστημονικές και τεχνικές ανακαλύψεις — αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε διαθέσιμη κοινωνικά γνώση —μετατρέπονται πραγματικά σε παραγωγικές τεχνικές, δηλαδή ενσωματώνονται στην εμπορευματική παραγωγή. Από το γεγονός πως ήθελε να «απαλλαγεί» απ’ αυτό τον τύ
πο ανάλυσης οδηγήθηκε αναγκαστικά σε απόλυτα «οικονομίστικες» θέ σεις. Με συμπυκνωμένο τρόπο μπορούμε να ισχυριστούμε λως οι ανα λύσεις αυτές έχουν το κοινό γνώρισμα πως δεν αντικρύζουν την τεχνική και την επιστήμη σαν ένα προτσές ανάπτυξης μέσα σε όρους και τρόπους που τους προσιδιάζουν. Αυτό επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε τις αναλύσεις αυτές σαν μη υλιστικές. Εδώ πρέπει να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις, γιατί πρόκειται αναμφισβήτητα για την κεντρική θέση του βιβλίου. Τι θέλουμε να πούμε διαβεβαιώνοντας την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η τεχνική και η επιστήμη «σαν ένα προτσές» και ποιες είναι οι συνεπαγωγές αυτής της άποψης; Πρώτα απ’ όλα θα εξηγηθούμε σχετικά με την κατηγορία του «προτσές». Στο σημείο αυτό ο Μαρξ στον Τόμο I του Κεφάλαιου έγρα φε: «Η λέξη «προτσές» που εκφράζει μια ανάπτυξη θεωρούμενη στο σύνολο των πραγματικών της όρων έχει ενταχθεί α πό πολύ καιρό στη ν επιστη μονική γλώ σσα σε όλη τη ν Ε υρώ πη. Στη Γαλλία, καθιερώθηκε με δειλό τρόπο, κάτω από τη λατινική μορφή της — processus. Μετά γλίστρησε και πέρασε απαλλαγμένη α πό αυτή τη σχολαστική μεταμφίεση στα β ιβλία τη ς χημείας, τη ς φυσιολογίας, κλπ. Θα καταλήξει στο να πολιτογραφηθεί γενικά» (Το Κεφάλαιο, εκδ. Σ ύγχρ ο νη Ε πο χή , τομ. I, σ. 191).
63
Να αντικρύζουμε την επιστήμη και την τεχνική σαν ένα προτσές σημαίνει επομένως — όπως μας προσκαλεί αυτή η υποσημείωση του Μαρξ — να εξετάζουμε «το σύνολο των πραγματικών όρων» («πραγματικών»: ξέρουμε πως για τον Μαρξ σημαίνει καταρχήν υλικών) μέσα στις οποίες παράγονται, κυκλοφορούν και ενσωματώνον ται οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σε έναν δοσμένο τρόπο παρα γωγής. Μπορούμε ακόμα να προχωρήσουμε σ’ ένα σημείο ξεκαθαρί
ζοντας πως η εξήγηση αυτών των πραγματικών όρων για τους οποίους μιλάει ο Μαρξ είναι δοσμένη πριν απ’ όλα, από την εξέταση των μορ φών και των τρόπων του καταμερισμού εργασίας. Μονάχα οι τελευ ταίες είναι στην πραγματικότητα να παραδώσουν αυτή τη «θέση» που διατηρούν οι δραστηριότητες έρευνας και σχεδιασμού στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και επομένως επίσης αυτό που μπορεί να προκύψει απ’ αυτές. Η «θέση» που κατέχει ο υλισμός έτσι εμφανίζεται αλλη λέγγυα με την ανάγκη ανάλυσης της τεχνικής και της επιστήμης σαν ένα προτσές, και να το νοήσουμε πριν απ’ όλα μέσα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη πρόταση που θα μας χρη σιμεύσει σαν βοηθός στη συνέχεια της έρευνας μας και που μας δίνεται «ανάγλυφα» από τα λάθη που οδηγούν οι αναλύσεις (τύπου «ΕΤΕ») που αφθονούν απ’ αυτή την άποψη, όπως και με ξεκάθαρο τρόπο στα κείμενα του Μαρξ που απευθυνθήκαμε σε όλο το μήκος του πρώτου αυτού κεφαλαίου. Αλλά έχοντας να κάνουμε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μπορούμε να πάμε μακρύτερα και να πούμε: 4.2 . ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΟΤΑΣΗ: ΤΟ ΠΡΟΤΣΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Αντικρύζοντας τα αποτελέσματα αυτού του πρώτου κεφάλαιου πάν τα από την άποψη της μεθόδου, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως σε ότι αφορά τη χρησιμοποίηση των αυτοματοποιημένων συμπλεγμάτων μηχανών όπως και πιο γενικά, για κάθε τροποποίηση που σχετίζεται με το προτσές εργασίας, ο Μαρξ αδιάκοπα αναφέρεται στο προτσές αξιο ποίησης και συσσώρευσης του κεφάλαιου33. «Το κεφάλαιο, λέει ο Μαρξ, δεν χρησιμοποιεί τις μηχανές παρά μονάχα στο βαθμό που επι33. Χρησιμοποιούμε εδώ το «συσσώρευση· και «αξιοποίηση» του κεφάλαιου σαν συνώνυμες εκφράσεις. Η διάκριση δεν γίνεται παρά στο κεφάλαιο 3, σημείο 5.
64
νου του...» (έχει ήδη αναφερθεί). Πέρα απ’ αυτή την απλοποιημένη δια τύπωση, κρύβεται ένα ουσιαστικό πρόβλημα για τη «θέση» της έννοιας «επιστήμη» στο έργο του Μαρξ. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίες μερι κές παρατηρήσεις. Πρέπει πριν απ' όλα να διαπιστώσουμε πως ένα κεφάλαιο σχετικά με την «επιστήμη» στο έργο του Μαρξ είναι ανεύρετο. Και αυτό παράδο ξα, ενώ οι σημειώσεις και τα σχόλια σχετικά με τις αναστατώσεις που εισάγει στο προτσές της παραγωγής —όπως και στο σύνολο της κοι νωνικής ζωής - αναπτύσσονται μέσα από το σύνολο σχεδόν του έρ γου του. Δεύτερη παρατήρηση, και που φέρνει το παράδοξο στο κορύ φωμά του, είναι ο Ένγκελς (Διαλεκτική της Φύσης} και ο Λένιν ( Υλισμός και Εμπεφιοκριτικισμός), που μόνοι τους θα αφιερώνουν μελέτες τους ολοκληρωτικά και αποκλειστικά επικεντρωμένες στην έν νοια της επιστήμης. Αν δούμε τα πράγματα όμως από πιο κοντά, το «κλειδί» αυτού του παράδοξου δίνεται γρήγορα. Θεωρούμε πως συνίσταται σ’ αυτό, πως τόσο ο Ένγκελς όσο και ο Λένιν, όταν έπαιρναν σαν κεντρικό αντικείμενο την «επιστήμη» το έκαναν — σε δοσμένες «πολιτικές» συγκυρίες - βασικά από φιλοσοφική άποψη, δηλαδή από την άποψη της αντίθεσης ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, και όσο η αντίθεση αυτή, όπως θα το δείξει αργότερα ο Λ. Αλτουσέρ, είναι ο τόπος όπου εστιάζονται οι ταξικοί αγώνες στη θεωρία. Όσον αφορά τον Μαρξ, —αν βάλουμε στην άκρη τα «νεανικά κείμε να» — δεν καταπιάστηκε με το ζήτημα της «επιστήμης» βασικά παρά από την άποψή της του συνολικού προτσές του κεφάλαιου, δηλαδή από την άποψη της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Όμως στο έδαφος αυτό, όπως έχει ήδη δειχτεί, δεν υπάρχει θέση για μια συγκροτημένη έννοια της επιστήμης, έτσι όπως κληρονομήθηκε από τον αιώνα του Διαφωτισμού, όπου σφυρηλατήθηκε σαν όπλο της αστικής τάξης ενάν τια στη χριστιανική θρησκευτική ιδεολογία. Αν η έννοια της επιστή μης αναφέρθηκε και αναφέρεται από τον Μαρξ σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το σημείο της ανάπτυξής του, βρίσκεται πάντα κάτω από την «κομματια στή» της μορφή - σαν «τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης» δηλαδή κάτω από την ίδια τη μορφή όπου το κεφάλαιο στην κίνηση για την αξιοποίησή του την ιδιοποιείται. Ό χ ι μονάχα κάτω από τη «μορφή» που της αποτυπώνει το κεφάλαιο, αλλά επίσης και στον «τό πο» όπου στην πορεία της αξιοποίησής του προσφεύγει σ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, η «επιστήμη» στο έργο του Μαρξ εμφανίζεται κάτω από τους τρόπους του προτσές της, και των στοιχείων της, σε σχέση με το προτσές συσσώρευσης του κεφάλαιου.
65
Επίσης ο λόγος για τον οποίο —εδώ αγγίζουμε τη λύση του «παρά δοξου* — αν δεν υπάρχει κεφάλαιο για την «επιστήμη» στο «Κεφά λαιο», υπάρχουν αντίθετα στο κεφάλαιο για τη σχετική υπεραξία (ιδιαίτερα στο 4ο μέρος του Κεφάλαιου) όλα τα στοιχεία που επιτρέπουν την ανασύσταση του προτσές του (δηλαδή ενός προτσές παραγωγής και κυκλοφορίας των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων). Το να προ χωρήσουμε στην εξαγωγή των συνεπαγωγών αυτής της «ανατροπής», που πραγματοποίησε ο Μαρξ και να στοχαστούμε πάνω στο γεγονός, πως ακριβώς στο κεφάλαιο για τη σχετική υπεραξία πραγματεύτηκε την επιστήμη κι όχι αντίστροφα, αποτελεί για μας μια μεθοδολογική αρχή. Στο βιβλίο αυτό θα ασχοληθούμε μονάχα με αυτό το μέρος της «επι στήμης», που χρησιμοποιείται πραγματικά στην εμπορευματική παρα γωγή, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από το προτσές συσσώρευσης του κεφάλαιου και όχι από τις νέες επιστημονικές θεωρίες για τη φυσική, τη βιολογία, τη χημεία ή τα μαθηματικά, ακόμα κι αν αυτές συμβά λουν στην τροποποίηση ορισμένων τρόπων της συσσώρευσης του κεφάλαιου. Γιατί από την ανάπτυξη νέων περιφερειακών επιστημονι κών θεωριών, αντίθετα με όσα διατείνεται ο Ρίχτα και μαζί μ’ αυτόν πολλοί άλλοι, τίποτα δεν μπορούμε να συμπεράνουμε, και προπαντός πως μπήκαμε στην εποχή των μεταβιομηχανικών κοινωνιών. Η ανα κάλυψη του DNA ή η μαζική χρησιμοποίηση της πληροφορικής έβα λε τέλος στην ειδική σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλισμού; Βέβαια, μπορούμε να χαμογελάμε! Και βέβαια σκόπιμα παρουσιάζουμε τα πράγματα με μια καρικατουρίστικη μορφή. Κι όμως! Είναι αυτός ο ίδιος ο συλλογισμός - πιο επιδέξια δεμένος —που χρησιμεύει σαν βά ση στους «θεωρητικούς» της «μεταβιομηχανικής» κοινωνίας. Θα έχου με πλατύτερα την ευκαιρία να δείξουμε στην πορεία αυτής της εργα σίας πως ξεκινώντας μονάχα από τις απαιτήσεις και τις αντιθέσεις που προσιδιάζουν στην κίνηση της συσσώρευσης του κεφάλαιου μπορούμε να δούμε πως από τη «μάζα» των διαθέσιμων κοινωνικά γνώσεων σε μια δοσμένη στιγμή, μονάχα ορισμένα ακριβή «υποσύνολα» χρησιμο ποιούνται πραγματικά στην εμπορευματική παραγωγή. Θα κατανοή σουμε πως οι όροι της ενσωμάτωσης αυτής ή της άλλης τεχνικής παραγωγικής μεθόδου ξεπερνούν πλατιά τη μοναδική θεώρηση του επιπέδου της τεχνικής τελειότητας.
66
2. Οι όροι της παραγωγής τεχνικής και επιστήμης
Σε έναν πρώτο στοχασμό (υποκεφάλαιο I «τεχνική και εργάτες...») ασχοληθήκαμε με το να καθορίσουμε ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά που ζχα πάρει το προτσές παραγωγής' επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων. Ακριβέστερα, προσπαθήσαμε να θέσουμε τρία ερωτήματα και αρχίσαμε να απαντάμε σ’ αυτά: • «ΠΟΙΟΣ» παράγει επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις; Δηλαδή θα επιχειρήσουμε πρώτα να τοποθετήσουμε τη «θέση» που κατέχουν οι δραστηριότητες της έρευνας στον τύπο κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το διάβημα αυτό θα αποκαλύψει μεμιάς ποιος δεν παράγει και γιατί. • «ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ» πραγματοποιείται αυτή η εργασία. Ιδιαίτερα θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε ποια σχέση διατηρεί η έρευνα με τις απαιτήσεις αξιοποίησης του κεφαλαίου. Σχετικά με τη μέθοδο που εφαρμόζεται, είναι αναγκαίες μερικές διευκρινίσεις. Ο στόχος μας δεν είναι να προβούμε σε μια εξαντλητική περιγραφή των διάφορων ιδρυμάτων που γίνεται η έρευνα. Ούτε, πολύ περισσότερο, να εξετάσουμε λεπτομερειακά τους διάφορους τρόπους που μπορεί να παίρνει. Στο σημείο αυτό είναι διαθέσιμες καλές μονο γραφίες και εμπειρικές μελέτες και που δημοσιεύονται αδιάκοπα. (Ιδιαίτερα στη σειρά «Η επιστημονική πρόοδος» της L a Documenta tion frangaise). Αυτό που έχει σημασία για μας είναι πως αφού εντοπί σουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά του «τομέα» της έρευνας από την άποψη του καταμερισμού εργασίας, να επιχειρήσουμε να «ανεβούμε 1. Λέμε παραγωγής. Οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις αντικρύζονται στο κεφά λαιο αυτό σαν ένα «προϊόν». Προϊόν μιας ιδιαίτερης εργασίας, έρευνας που αναθέτουν σε ειδικευμένους τεχνικούς. Το κεφάλαιο 3 θα αφιερωθεί στην ανάλυση ορισμένων όρων που μπαίνουν στην ενσωμάτωσή των διαθέσιμων κοινωνικά τεχνικών στο προτσές παραγωγής εμπορευμάτων.
67
ξανά» μέχρι τα στοιχεία που μπορούν να περιγράψουν αυτά τα χαρα κτηριστικά και να τα εξηγήσουν. Το υπο-κεφάλαιο 2 («Ταιηλορισμός και ιδιοποίηση...») έχει έναν κά πως ιδιαίτερο χαρακτήρα. Πρόκειται για μια πρώτη απόπειρα να σκεφτούμε τα προβλήματα των κοινωνικών / τεχνικών αλλαγών που συνέβηκαν στο προτσές εργασίας σε μια ιδιαίτερη σημαντική στιγμή της ιστορίας του: σ’ εκείνη που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ταιηλορισμός. Η υπόθεση είναι πως ο ταιηλορισμός, όπως και οι τεχνι κές (εργαλεία) τα οποία γέννησε, αποτελούν μια από τις απαντήσεις που έδωσε το αμερικανικό κεφάλαιο για να συντρίψει την εργατική αντίσταση και να εξασφαλίσει την ανάπτυξή του. Το υπο-κεφάλαιο αυτό —αν και υποδείχνει κατευθύνσεις εργασίας, παρά να τις αναπτύ ξει - διαθέτει μια δική του ενότητα.
1. Τεχνική και τεχνικο-επιστημονικά εργαζόμενοι 1. «Ποιος» παράγει την τεχνική και την επιστήμη; Η έρευνα στον καταμερισμό εργασίας Θα εξετάσουμε λοιπόν το πρώτο ερώτημα: «ποιος» παράγει επιστή μη και τεχνική στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ΚΤΠ. Θα ξεκι νήσουμε από τις διάφορες παρουσιάσεις —σχετικές με το ζήτημα αυτό — των λεγομένων δραστηριοτήτων «Έρευνα και Ανάπτυξη» (Ε και Α). Εκείνο που δίνει αυτό τον τύπο πληροφορίας, είναι το γεγονός του χωρισμού των δραστηριοτήτων της έρευνας —στη βάση της σύγχρο νης νεοτερικότητας — και της εμφάνισης ενός ιδιαίτερου «τομέα» της κοινωνικής οικονομίας: εκείνου της «ΕΑ», όπου παράγεται το ουσια στικό μέρος της νεοτερικότητας. Αλλά αυτό που δεν δίνει η φιλολογία αυτή είναι το γιατί αυτός ο χωρισμός και το αποτέλεσμά του στο προϊόν της ΕΑ. Απ’ όπου τα τρία σημεία που θα εξεταστούν: —ορισμοί, ο χωρισμός των δραστηριοτήτων της έρευνας· - η ΕΑ στον καταμερισμό εργασίας· —αποτελέσματα του καταμερισμού εργασίας στην ΕΑ. 1.1. ΟΡΙΣΜΟΙ. Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΑΝ ΧΩΡΙΣΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε με μια λέξη την εξέλιξη του «τομέα 68
της έρευνας». Μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν πριν απ’ όλα και κύρια δρα στηριότητα με χειροτεχνικό χαρακτήρα. Προοδευτικά — και στο βαθ μό που - θα συνδεθεί με την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, το «προτσές εργασίας» στο οποίο στηρίζεται, θα τροποποιηθεί, μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου το μοντέλο καταμερισμού εργα σίας που κυριαρχούσε στη βιομηχανία θα τη διαπότιζε βαθιά. Προοδευτικά, το κεφάλαιο εξασφάλισε τον έλεγχο και την οργάνω ση της επιστημονικής και τεχνικής παραγωγής. Αν μπορεί να συμβαί νει ακόμα, μια τέτοια εφεύρεση, ικανή να μετασχηματίσει μια δοσμένη αγορά να είναι ένα γεγονός ενός μεμονωμένου εφευρέτη, το βασικό μέ ρος αυτής της δραστηριότητας βρίσκεται τώρα κάτω από τον έλεγχο της βιομηχανίας. Ο αποκαλούμενος τομέας «ΕΑ» βαθμιαία οικοδομήθηκε και επωφελήθηκε από τις προσεχτικές της φροντίδες και μαζί μ’ αυτόν αναπτύχθηκε μια σημαντική φιλολογία, που προσπαθούμε να την.επεξεργαστούμε. Καταρχήν έχουμε την πρόθεση να καθορίσουμε μια επακριβή ορολογία, σε συνέχεια να αναρωτηθούμε σχετικά μ’ αυτό που αυτή αποδίδει στο ίδιο το φαινόμενο. Θα δανειστούμε τους ορι σμούς που ακολουθούν από μια έκθεση2 του Υπουργείου Βιομηχανι κής και Επιστημονικής Ανάπτυξης που έδωσε δημοσιότητα σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1969-70 και που αφορούσε «τα μέσα που αφιέρωσε η Γαλλία στην Έρευνα και την Ανάπτυξη το 1968». Θα χρησιμοποιήσουμε πολλές πληροφορίες απ’ αυτό το ντοκουμέντο που συγκεντρώνει μια πολύ σημαντική πληροφόρηση. Στους όρους αυτής της έκθεσης, κάτω από τον όρο ΕΡΕΥΝΑ πρέπει να εννοούμε κάθε: «εργασίες, που αναλαμβάνονται συστηματικά προς το σκοπό της αύξη σης των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, για την επίλυση νέων ή μη επεξεργασμένων ακόμα προβλημάτων»5. Ξεκαθαρίζουμε πως, «η.έννοια της έρευνας περικλείνει εκείνες της βασικής έρευνας και της εφαρμοσμένης έρευνας». «Οιεργασίες της β α ς ικ η ι ε ρ ε υ ν ά ς είναι όλες εκείνες που συντείνουν στην ανάλυση των ιδιοτήτων, των δομών, των αμοιβαίων σχέσεων των αντικειμένων και των όντων, που συνθέτουν το σύμπαν, με στόχο την οργάνωση σε γενικούς νόμους των γεγονότων που δίνει αυτή η ανάλυ ση. Οι εργασίες αυτές αναλαμβάνονται είτε από επιστημονική περιέργεια (ελεύθερη βασική έρευνα), είτε για να προσφερθεί μια θεωρητική συμβο
2. «Les moyens consacres par la France a la RD en 1968», Υπουργείο Βιομηχανικής και Επιστημονικής Ανάπτυξης», DGRST, ειδικό τεύχος της Progris Sdentf/Ufue. 3. Στο ίδιο, σ. 7.
69
λή στη λύση τεχνικώ ν προβλη μ άτω ν (προσανατολισμένη βασική έρευ να). Τ α αποτελέσματα τω ν βασικώ ν ερευνώ ν γενικά δημοσιεύονται»4.
Θα υπογραμμίσουμε αυτό το τελευταίο σημείο: «γενικά δημοσιεύον ται»· θα σταθούμε αργότερα στη σημασία του. «Οι εργασίες εφαρμοσμένης έρευνας α ναλαμβάνονται είτε για να ανιχνεύσουν τις δυνατές εφαρμογές τω ν αποτελεσμάτω ν τη ς βασικής έρευνας (έρευνα εφαρμογής), είτε για να βρ ο υν νέες λύσεις που να επιτρέπουν την επίτευξη ενός καθορισμένου σ τό χ ο υ, επιλεγμένου α πό π ρ ιν, για την ικανοποίηση ανα γκ ώ ν τη ς ανθρω πότητας. Τ α αποτελέσματα μιας εφαρ μοσμένης έρευνας συνίσ τανται σε μια α ρχή του πρ οϊόντος, στη ν επεξερ γασία ή στη μέθοδο που να είναι χρη σιμ οποιή σιμ α το υ λάχισ το ν σε ο ρ ι σμένες περιπτώ σεις. Ό τ α ν είναι διαπραγματεύσιμα καλύπτονται από μυστικότητα και υπόκεινται στη ν ανάγκη κατάθεσης πατέντας»5.
Υπογραμμίζουμε και αυτό το σημείο, συμμετρικό με το προηγούμε νο. Επομένως να τι πρέπει, να εννοούμε με το εργασίες έρευνας. Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως στους σύγχρονους όρους του καταμερισμού εργασίας τις περισσότερες φορές τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης έρευνας δεν μπορούν να βρεθούν ενσωματωμένα σαν τέτοια στην εμπορευματική παραγωγή. Αυτό το μέρος της κοινωνικής εργασίας, που εντάσσεται στην προέ κταση των εργασιών έρευνας με την κυριολεκτική έννοια ονομάζεται εργασία «έρευνας - ανάπτυξης». Έτσι σήμερα για την έρευνα DGRST, που αναφέρθηκε, η «ΕΑ» συνίσταται σε κάθε: «χρησιμοποίηση τω ν αποτελεσμάτω ν τη ς ερευνητικής εργασίας για να φέρει στο στάδιο τη ς εκμετάλλευσης νέα προϊόντα, νέα δυναμικά, νέα συστήματα και μ εθόδους, ή για να βελτιώσει αυτά που ήδη υπάρ χο υ ν. Η ανάπτυξη συνίσταται στο πέρασμα α πό το μοντέλο του εργαστήριου, που δείχνει τη ν εγκυρότητα τω ν α ρ χώ ν που επιλέχθηκαν για μια νέα βιο μηχανική μέθοδο, στο βιομ η χα νικό πρω τό τυ πο , που αξίζει να αναπαραχθεί για τη ν πώ ληση»4.
4. Στο ίδιο, σ. 7. 5. Στο ίδιο. 6. Κι άλλες λεπτομέρειες δίνονται σχετικά με αυτό που πρέπει να εννοούμε στις δαπάνες για την ΕΑ. «Στο πεδίο της ανάπτυξης περικλείνονται: - I . Η πραγματοποίηση και οι δοκιμές του πρωτότυπου. - 2 . Η κατασκευή και χρησιμοποίηση εγκαταστάσεων - οδηγών. - 3 . Οι μελέτες και σχέδια» (στο ίδιο, σ. 8).
70
Το σύνολο των ορισμών αυτών δίνεται στην εισαγωγή του ντοκου μέντου που αναφέρθηκε. Σε συνέχεια δίνει μια παρουσίαση των δρα στηριοτήτων έρευνας που εγγράφονται κάτω από τους τίτλους που ακολουθούν, και που παραθέτουμε καταρχήν γιατί είναι τυπικοί αυτών των ντοκουμέντων και σε συνέχεια γιατί προμηθεύουν ένα καλό αφέ τη ριακό σημείο για τη σκέψη μας. Τυπική παρουσίαση του τομέα ΕΑ Δεδομένα σχετικά με τους διάφορους τύπους δραστηριότητας
Δραστηριότητες βασικής Ε Δραστηριότητες εφαρμοσμένης Ε Δραστηριότητες Ε ανάπτυξης Δεδομένα σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης
Ιδιωτική Δημόσια Ά λλες7 Δεδομένα σχετικά με τον εντόπιαμό
Στον τομέα Επιχείρηση Στον Κρατικό τομέα Στον τομέα Εκπαίδευσης 'Αλλοι (ISBL... κλπ). Θα εξετάσουμε σε συνέχεια αυτή την ονοματολογία από την άποψη Γης χρηματοδότησης της έρευνας, πράγμα που, βέβαια, είναι πλούσιο σε διδάγματα. Στο επίπεδο αυτό θα απασχοληθούμε μονάχα να τοποθε τήσουμε τη θέση της ΕΑ στην κοινωνική οικονομία, από την άποψη του καταμερισμού εργασίας. Όσο συνοπτικοί κι αν είναι οι ορισμοί που δανειστήκαμε από την DGRST, παρουσιάζουν το πλεονέκτημα, γι’ αυτό που έχουμε να κάνουμε εδώ, πως επιτρέπουν να βγάλουμε έναν ορισμένο αριθμό από διδάγματα. Μπορούμε να τα συνοψίσουμε
Αντίστροφα, υπογραμμίζουμε πως στους όρους της DGRST: «Δεν αποτελούν μέρος της ανάπτυξης: - 1 . Η εκκίνηση της κατασκευής: δημιουργία εργαλείων, ξεκίνημα της κατασκευής - 2 . Οι μελέτες της αγοράς... το εμπορικό λανσάρισμα... κλπ· (στο ίδιο σ. 8). Επίσης δεν αποτελούν μέρος «η επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση·. 7. Συχνά παραμελούμενη: αποτελάται από προικοδοτήσεις κλπ. ιδιαίτερα των ■Ινστιτούτων χωρίς κερδοσκοπικό σκοπό» (ISBL).
71
έτσι:" α. Υπάρχει ένας «τομέας» σύμφυτος με την έρευνα Αν και ο «τομέας» αυτός αναπτύσσεται σε διαφορετικούς θεσμούς (Διοίκηση, Δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, Πανεπιστήμια, Γραφεία Μελετών κλπ.) έχει τη δική του ομοιογένεια. Αποτελούν μέρος αυτού του τομέα όλες οι «υπηρεσίες» που η κυριότερη δραστηριότητά τους εί ναι η παραγωγή επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων — σε επίπεδα λιγότερο ή περισσότερο απομακρυσμένα από τη μορφή κάτω από την οποία εισχωρούν αυτές οι ιδέες (ή είναι επιδεκτικές να εισχωρήσουν) στην παραγωγή εμπορευμάτων. β. Ένα χαρακτηριστικό αυτού του τομέα είναι πως αποτελείται από τεχνικούς με ανώτερη ειδίκευση
Έχει απόλυτη σημασία η διαπίστωση πως το δυναμικό αυτού του τομέα μετριέται σε «ισοδύναμους ερευνητές —με πλήρη χρόνο». Οι άλ λες κατηγορίες εργαζομένων (βοηθοί, εργάτες, τεχνικοί μέσης ή κατώ τερης ειδίκευσης, υπάλληλοι) ακόμα κι όταν αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των ανθρώπων που απασχολούνται, υπολογίζονται σε μια ξεχω ριστή στήλη. Το σημαντικό είναι, πως, ένα οποιοδήποτε κέντρο ερευ νών δεν μετριέται σ’ αυτές τις ονοματολογίες με το εργατικό δυναμικό, αλλά με εκείνο των ερευνητών και των δημοσιεύσεών «τους». Αφού είναι «ευγενική» εργασία, η έρευνα αποτελεί'αποκλειστικότη τα πολύ ακριβών κλασμάτων της γενικής κοινωνικής εργασίας. Έτσι και αυτό είναι το τρίτο δίδαγμα που μπορούμε να βγάλουμε από τη μελέτη αυτής της ονοματολογίας: γ. Η σχεδόν ολότητα της τεχνικής νεοτερικότητας εξασφαλίζεται από τεχνικούς με ανώτερη ειδίκευση και που η συντριπτική τους πλαοψη φία δεν συμμετέχει στην άμεση παραγωγή, αλλά είναι περιορισμένοι στα γραφεία, στην προσήκουσα απόσταση από τους βιομηχανικούς εργά τες, που αυτοί όμως θα έχουν να κάνουν και κατά πρώτο λόγο, με τις «νεοτερικότητες» που θα τους έρθουν από τα γραφεία. 8. Βέβαια αυτοί οι ορισμοί, όπως αυτή η ίδια η τυπολογία (Βασική Έρευνα, Εφαρ μοσμένη Ε, Ε ανάπτυξη) έχει κάτι το απόλυτα αυθαίρετο, όπως γενικά κάθε αρχή κατά ταξης. Αλλά ο κάπως άχρηστος χαρακτήρας αυτής της ταξινόμησης δεν είναι στενό χωρος, όσον αφορά το αντικείμενό μας εδώ. Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από οποιαδήποτε άλλη αρχή κατάταξης. Οι ίδιες παρατηρήσεις θα απορρέανε. Γιατί, όπως θα δούμε, καμιά κατάταξη δεν μπορεί να ακυρώσει αυτό το βασικό γεγονός - που μονάχα μας ενδιαφέρει εδώ —πως οι δραστηριότητες έρευνας κατέχουν στον κοινωνι κό καταμερισμό εργασίας μια απόλυτα άδική θέση.
72
Ο τομέας της έρευνας, αντικρυσμένος έτσι στη σφαιρικότητά του, μεγάλη βάση της σύγχρονης καινοτομίας, παρουσιάζεται επομένως σαν ένας τομέας κατά κάποιο τρόπο *ξεχωριστός» από τους άλλους τομείς της κοινωνικής οικονομίας, προικισμένος με τη δική του αυτο νομία. Το γεγονός πως λειτουργεί «υπέρ» αυτών των τομέων δεν αλλά ζει σε τίποτα αυτό το δεδομένο, ότι οι άμεσοι παραγωγοί, δηλαδή εκεί νοι, για τους οποίους προορίζονται τα προϊόντα της ΕΑ, αποκλείονται από κάθε συμμετοχή στο σχεδίασμά τών μηχανών, των πρώτων υλών πάνω στις οποίες θα εφαρμόσουν την εργασία τους, όπως και των μορ φών οργάνωσης και των όρων άσκησης της εργασίας τους. Έτσι, προσδιορίζοντας «ποιος» παράγει (οι «άδικοί» της ΕΑ), προσδιορίζεται ταυτόχρονα ποιος αποκλείεται α π’ αυτές τις δραστηριότητες σύλληψης: οι μεγάλες μάζες των εργατών, υπαλλήλων και τεχνικών, που όμως εξασφαλίζουν το βασικό της παραγωγής. Θα αντιληφθούμε εύκολα — και η υπόθεση αυτή θα εξεταστεί σε συνέχεια λεπτομερειακά — πως αυτό δεν μένει δίχως αποτέλεσμα και χωρίς συνέπειες σε ότι αφορά τη φύση και τον τύπο των καινοτομιών, που σχεδιάζονται και εφαρμόζον ται στην παραγωγή εμπορευμάτων. Αλλά πριν φτάσουμε εκεί, μπαίνει ένα προκαταρκτικό ερώτημα: γιατί αυτός ο αποκλεισμός; Ας συνεννοηθούμε: δεν αμφισβητείται, πως ορισμένα καθήκοντα σύλληψης δεν απαιτούν για να εκπληρωθούν σωστά, να πραγματοποιούνται σε ένα υψηλό, αν όχι πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής αρμοδιότητας. Το ζήτημα δεν βρίσκεται στην αμφισβήτηση της αναγκαιότητας τεχνικών με πολύ υψηλή ειδίκευση. Το ζήτημα είναι εντελώς άλλο. Έγκειται στο ερώτη μα για το λόγο του χωρισμού αυτών των τεχνικών με τους άμεσους παρα γωγούς, για το λόγο του αποκλεισμού μεγάλων μαζών εργατών και υπαλ λήλω ν από τις δραστηριότητες σχεδιασμού. Γιατί, και αυτό είναι το
σημείο που θέλουμε να θέσουμε σε συζήτηση, η αναγκαιότητα προ σφυγής για ορισμένα καθήκοντα σε τεχνικούς με υψηλή ειδίκευση, δεν μας εξηγεί γιατί αυτοί πρέπει να «κατάσχουν» για αποκλειστικό τους όφελος την εργασία σύλληψης. Το γεγονός πως την έρευνα — σαν ιδιαίτερο τμήμα της πνευματικής εργασίας —την ιδιοποιείται ολοκλη ρωτικά ένα ειδικό στρώμα εργαζομένων, πρέπει να εξηγηθεί γιατί το γεγονός αυτό, όσο κι αν γίνεται αποδεκτό, δεν είναι αυτονόητο. Ξεκαθαρίζουμε ακόμα, πως στην εποχή μας το ερώτημα αυτό δεν εί ναι μονάχα εκείνων, που ένας «θεωρητικός» συλλογισμός τους οδηγεί λογικά να το θέτουν, αλλά υπάρχουν άλλες μορφές οργάνωσης της παραγωγής επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, που καταπολεμούν αυτό το χωρισμό. Πράγμα, που νομιμοποιεί ακόμα περισσότερο αυτό το ερώτημα. Οι νέες αυτές μορφές είναι εκείνες που γεννήθηκαν στη 73
διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα9. Από μια απ’ αυτές τις ιστορικές «τύχες» —αλλά, είναι όντως μία; —που εξασφαλί ζουν τη νίκη μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, αυτό το κίνημα της πά λης ενάντια στο χωρισμό της πνευματικής εργασίας από τη χειρωνα κτική εργασία, (που διεξάχθηκε στην Κίνα, ας μη το ξεχνάμε, μέσα σε συνθήκες σοσιαλισμού), εξελίχθηκε στο ίδιο διάστημα όπου, στην καπι ταλιστική Δύση, νέες μορφές εργατικού αγώνα άρχισαν να αναπτύσ σονται χτυπώντας μετωπικά την καπιταλιστική οργάνωση εργασίας. Ορισμένες επισημάνσεις: 1966, εξαπόλυση της Μεγάλης Προλεταρια κής Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα, αλυσιδωτές απεργίες των εργατών αλυσίδας (OS) στο Ντητρόιτ. 1968-1969 ο γαλλικός «Μάης» και το ιταλικό «θερμό φθινόπωρο». Τουλάχιστον στις δυο χώρες αυτές, οι αγώνες των εργατών (OS) (αλυσίδας) ενάντια στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας δεν σταμάτησαν - και δεν φαίνεται πως θα στα ματήσουν. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας κάνη να ξεχνάμε πως η συμ παγής πραγματικότητα αφήνει ακόμα σχεδόν πλήρη το χωρισμό της εργασίας σύλληψης (ιδιαίτερα της έρευνας) από την εργασία της κατα σκευής, που παραμένει με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων, καθαρή εργασία εκτέλεσης. Αφού έχουμε δείξει πως αυτός ο χωρισμός πρέπει να τεθεί σαν ερώτημα — που δεν «είναι αυτονόητο» — θα προσπαθή σουμε να δώσουμε μερικά στοιχεία απάντησης. Πράγμα που, όπως θα δούμε, παραπέμπει στην εξέταση των ειδικών μορφών που παίρνει ο καταμερισμός εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. 1.2. ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Να αναρωτηθούμε σχετικά με τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας — και τις ειδικές μορφές της στον ΚΤΠ —σημαίνει να αναρωτηθούμε σχετικά με τους ιστορικούς όρους, μέσα στους οποίους αναπτύσσεται. Από ποιες μεσολαβήσεις πέρασε η κοινωνική εργασία, πριν καταμερι στεί και οριοθετηθεί από τη μεγάλη βιομηχανία; Από το χειροτέχνη, που ασχολούνταν με πλήρη καθήκοντα για την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου αντικειμένου, μέχρι τον εργάτη, τον περιορισμένο σε μία μερική εργασία πάνω σε ένα μερικό αντικείμενο, ποια είναι τα κυριότερα στάδια; Ποιους τύπους σχέσεων, οι διαφορετι
9. Μια παραμονή τριών εβδομάδων στη Λ. Δ. Κίνας μου επέτρεψαν να προχωρήσω σε ορισμένη εμβάθυνση αυτού του ερωτήματος. Την απήχησή του θα τη βρούμε στο δεύτερο δοκίμιο που συνθέτει αυτό τον τόμο.
74
κές κοινωνικές τάξης και στρώματα, προοδευτικά διαιρεμένες, διατη ρούσαν ανάμεσά τους; Εκείνο που χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, υποδείχνει ο Μαρξ στις «Formen»10, είναι «ο χωρισμός του εργαζόμε νου από τους αντικειμενικούς όρους της πραγματοποίησής της » (μέ σα, αντικείμενο εργασίας) και από το προϊόν της εργασίας του. Από ιστορική άποψη όπως και από θεωρητική άποψη, αυτός ο χωρισμός παρουσιάζεται σαν η βάση από την οποία αναπτύχθηκε ο καταμερι σμός εργασίας. Έτσι με τη γέννηση της αστικής τάξης σαν τάξη, οι άμεσοι παραγωγοί — συγκεντρωμένοι στη μανιφακτούρα — θα εξαρτιούνται από τους καπιταλιστές τόσο για τα μέσα όσο και για το αντι κείμενο της εργασίας, η κυριαρχία στο ίδιο το προτσές παραγωγής, θα τους ξεφύγει. Το πέρασμα από τη συνεργασία στη μανιφακτούρα πραγματοποιήθηκε κάτω από την εξουσία του καπιταλιστή, έτσι που η συλ λογική εργασία προοδευτικά θα διαιρεθεί από το κεφάλαιο, που θα οργανώσει το προτσές εργασίας προς όφελος του. Αυτή η διαίρεση, που επεκτείνεται και βαθαίνει κάτω από την κυριαρχία της μεγάλης βιομηχανίας, θα οδηγήσει σε δυο σειρές μετασχηματισμών: • στα έτσι διαιρούμενα προτσές εργασίας και στη νέα άρθρωσή τους πρώτα, • στη φύση των σχέσεων που διατηρούν οι διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και στρώματα σε συνέχεια. Όσον αφορά τους μετασχηματισμούς των διαφόρων προτσές εργα σίας, αυτοί συνιστούνται στο ότι στη διαίρεσή τους γεννιούνται νέες λειτουργίες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση του προτσές παραγωγής. Στην ουσία τους, αυτές οι νέες λειτουργίες είναι λειτουρ γίες συντονισμού των διαφόρων τμημάτων της κοινωνικής εργασίας στα οποία το προϊόν τώρα πια αναλύεται. Γιατί στην πραγματικότητα: «Κάθε κοινή κοινωνική εργασία που αναπτύσσεται σε μεγάλη κλίμακα απαιτεί μια διεύθυνση για να εναρμόνιζα τις ατομικές δραστηριότητες. Πρέπει να εκπληρώνει τις γενικές λειτουργίες, που έχουν την πηγή τους στη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη συνολική κίνηση του παραγωγι κού σώματος και στις ατομικές κινήσεις των ανεξάρτητων μελών, από τα οποία αποτελείται. Ένας μουσικός που εκτελεί ένα σόλο διευθύνει ο ίδιος τον εαυτό του, αλλά μια ορχήστρα έχει ανάγκη από έναν αρχηγό»11.
10. «Προκαπιταλισπκές μορφές παραγωγής», σπς Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Anthropos, 1968. 11. Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο I, Τόμος 2, σελ. 23, Editions Sociales.
75
Έτσι ο καταμερισμός εργασίας εμφανίζεται σαν η βάση, από όπου αναπτύσσονται νέες λειτουργίες. Αλλά αν αυτές οι λειτουργίες είναι γενικές: «σαν καπιταλιστικές λειτουργίες, α παιτούν ειδικούς χαρακτήρες*'1.
Ποιοι είναι οι ειδικοί χαρακτήρες και ποιες είναι οι αιτίες που τους προσδιορίζουν; Ο Μαρξ απαντάει στα δυο ερωτήματα. 'Οσον αφορά τις αιτίες, ο Μαρξ τονίζει: «Το ισχυρό κίνη τρο, η μεγάλη προω θητική δύναμη τη ς καπιταλιστικής πα ρα γω γής (είναι) η ανάγκη α ξιοποίησης του κεφάλαιου, έτσι ο καθορι στικός σκοπ ός είναι η μεγαλύτερη απόσπαση υπεραξίας... ή πρ άγμα που είναι το ίδιο, η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση τη ς εργατικής δύνα μ η ς*13.
Επίσης: «...ανάμεσα στα χέρια του καπιταλιστή, η διεύθυνση δεν είναι μονάχα αυτή η ειδική λειτουργία που γεννάει η ίδια η φύση του σ υνεργατικού ή κοινω νικού προτσ ές, α λλά επιπλέον και κα τεξοχή ν η λειτουργία εκμετάλ
λευσης της κοινωνικής εργασίας...»1*
Και — αυτό είναι το δεύτερο σημείο — οι ειδικοί χαρακτήρες που αποχτούν οι νέες λειτουργίες, γενικές σε «κάθε κοινή κοινωνική εργα σία που αναπτύσσεται σε μια αρκετά μεγάλη κλίμακα» συνοψίζονται σ’ αυτό: πως στον ΚΤΠ «η μορφή της διεύθυνσης αυτής είναι αναγκαστι κά δεσποτική»}>. Κι αυτό, για τρεις τουλάχιστο λόγους: —Πρώτο, στο βαθμό όπου το προτσές εργασίας είναι «κατεξοχήν προτσές εκμετάλλευσης της εργασίας», στο βαθμό που αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που μπαίνουν στην υπηρεσία του κεφάλαιου «η αντί σταση των εργατών αυξάνεται, κι επομένως και η πίεση που πρέπει να ασκείται για την κατανίκηση αυτής της αντίστασης»16. Σε συνέχεια θα δούμε λεπτομερειακά πώς η επεξεργασία των πιο «δεσποτικών» τεχνι κών που μπορούν να επινοηθούν (αυτές, που επεξεργάστηκε ο ίδιος ο Ταίηλορ) είχαν πρώτα απ’ όλα και κύρια σαν στόχο την καταπολέμιση της εργατικής αντίστασης στη μισθωτή εργασία, σε μια ορισμένη στιγ 12. 13. 14. 15. 16.
Μαρξ, Μαρξ, Μαρξ, Μαρξ, Μαρξ,
Κεφάλαιο, σ. 23. στο στο στο στο
ίδιο. ίδιο. ίδιο, υπογράμ. Μπ. Κ. ίδιο.
76
μή συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις. Αν και τελικά έχει λί γο μελετηθεί17, η δυσκολία των αφεντικών να κάνουν τους εργάτες να αποδεχτούν την «πειθαρχία της φάμπρικας» αποτέλεσε αναμφισβήτητα το κυριότερο εμπόδιο που συνάντησε η γεννώμενη αστική τάξη στη διάρκεια της ανάπτυξής της. Στα όρια μιας εποχής που τελειώνει και μιας τάξης που επιζητεί ταυτόχρονα τη νομιμοποίησή της και τις πιο επαρκείς μορφές της κυριαρχίας της γεννήθηκε ο «δεσποτισμός του εργοστάσιου» που παρουσιάζεται σήμερα — αλλά για πόσον καιρό ακόμα —σαν μια «τεχνική» επιταχτική αναγκαιότητα της «βιομηχανι κής» παραγωγής. Σε μερικές δεκαετίες θα επιβεβαιωθούν οι μορφές του νοσοκομείου, του άσυλου, του φρενοκομείου, που επικαλούνται σύμ φωνα με τον Μ. Φουκώ, μορφές μιας και της ίδιας κίνησης: εκείνης που περιγράφεται στο «Η Μεγάλη Εγκάθειρξη»18. Εκεί επίσης σφυρηλατείται σαν αντίστροφη εικόνα της καταναγκαστικής εργασίας, ο δεσποτισμός του εργοστασίου, για τον οποίο μιλάει ο Μαρξ. -Δεύτερο: το κεφάλαιο, για να κατέχει τις μεγάλες μάζες των μη ειδικευμένων εργατών, τις περισσότερες φορές απαλλοτριωμένων από το χωριό, βρήκε στην τεχνική αυτή έναν σίγουρο σύμμαχο. Ο Σμιθ ήδη έχει εκθέσει σχετικά με τη μανιφακτούρα καρφιτσών όλα όσα έγιναν προς την πλευρά της ανάπτυξης μηχανών για να ευνοηθεί η άνο δος της παραγωγής σε μια πλατιά κλίμακα. Και αυτό που δεν μπορού σε να πραγματοποιήσει το ίδιο το κεφάλαιο με τη σκληρή άσκηση των διευθυντικών λειτουργιών του ανατέθηκε στις ίδιες τις μηχανές. Το εργαλείο διαφοροποιείται όλο και περισσότερο έτσι που να μην απαιτεί παρά έναν απλό χειρισμό. Μαζί μ’ αυτό η εργασία αποσυντίθεται κι αυτή η «ανάλυση» κάνει δυνατή τη συγκρότηση «περίπλοκων» μηχα νών όπου ο εργάτης απογυμνώνεται από το «επάγγελμά» του και επο μένως από τις ικανότητές του συγκράτησης. Έτσι όλο και περισσότε ρο τα μέσα παραγωγής στέκονται απέναντι στον εργάτη «σαν ξένη
17. Σχετικά με το θέμα αυτό, υπάρχουν μερικές σημαντικές εξαιρέσεις. Βλ. ιδιαίτερα Sidney Pollard, The Genesis o f M odem Management, Penguin Books, 1968. Για τις πρόσφατες μορφές της εργατικής αντίστασης, βλ. Critique de la division du travail, κείμενα που έχει συγκεντρώσει ο A. Gorz, Εκδ. Seuil, 1974. 18. Μ. Φουκώ, Ιστορία της τρέλλας. Gallimard, 1966. Ακόμα κι αν, για να χρησιμο ποιήσουμε μια γλώσσα που είναι δική του, ανάμεσα στο παιχνίδι των «διαλυτικών σχηματισμών» και των «μη διαλυτικών σχηματισμών» υπάρχει —σ’ αυτή τη φανταστι κή ιστορία της Εγκάθειρξης —μια άλλη θέση και αλλιώτικα σημαντική, έτσι που μπο ρούμε να την εντάξουμε στις κινήσεις των εργατικών δυνάμεων απαλλοτριωνόμενων από το ένα μέρος, καταπιεζόμενων από το άλλο.
77
ιδιοχτησία» και «αυξάνεται η ανάγκη ενός ελέγχου, μιας επαλήθευσης της προσήκουσας απασχόλησής του19». Από κει, η «περιστροφή» που πραγματοποιήθηκε από την πλευρά της ανάπτυξης των μηχανών έγινε για να επιβοηθήσει την αναγκαιότητα του «ελέγχου» και της «επιτήρη σης» κι επομένως την ενίσχυση της «δεσποτικής» μορφής της σχέσης καπιταλιστή - μισθωτών. —Τέλος, τρίτο, ο δεσποτισμός απαιτήθηκε για να λυθεί η αντίθεση ανάμεσα, από το ένα μέρος στην αναγκαιότητα διατήρησης ενός συνεργατικού χαρακτήρα στο προτσές εργασίας (συγκέντρωση των διαφόρων ξεχωριστών στοιχείων του προϊόντος) και από το άλλο μέ ρος, στο γεγονός πως οι εργάτες, αφού απογυμνώθηκαν από την κυριάρχηση στο προτσές εργασίας, η απαιτούμενη αλληλοσύνδεση των εργασιών τους τους εμφανίζονταν εδώ σαν γεγονός του κεφάλαιου. Αυτή η αλληλοσύνδεση δεν μπορούσε να επιτευχθεί παρά μονάχα απολυταρχικά20. Εκεί τοποθετούνται για τον Μαρξ, πολύ και συχνά πάρα πολύ σύν τομα εκτεθειμένα, τα τρία στοιχεία που επιτρέπουν να κατανοήσουμε πως οι νέες γενικές λειτουργίες, που γεννήθηκαν από την ίδια τη φύση του συνεργατικού προτσές, παίρνουν αναγκαστικά στον ΚΤΠ μια «δεσποτική» μορφή. Επομένως, βλέπουμε να διαμορφώνεται μια διαλεχτική ανάμεσα στην ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας και στον τύπο σχέσεων που οι διάφορες τάξεις (ή στρώματα των μερικών εργα τών) διατηρούν, μόλις κυριαρχήσουν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Σε συντομία, οι κυριότερες στιγμές αυτής της διαλεχτικής εί ναι: -Πρώτα, η διαίρεση της πνευματικής εργασίας από τη χειρωναχτική εργασία. Σχετικά μ’ αυτό, πρέπει να σημειώσουμε πως με την πρώ τη «ο καπιταλιστής αρχίζει να απαλλάσσεται από τη χειρωνακτική εργασία»21 για να εξασφαλίσει τις γενικές λειτουργίες της διεύθυνσης, μεσολάβησης, συντονισμού, επιτήρησης. -Σ ε συνέχεια, δεύτερο: «...όταν το κεφάλαιο μεγαλώνει και μαζί του η συλλογικ ή δύναμη ερ γα σίας που εκμεταλλεύεται, παραιτείται α πό τη λειτουργία του της άμεσης επιτήρησης... και τη μεταφέρει σ ’ ένα ιδιαίτερο είδος μισθω τών. Α πό τη στιγμή που βρέθηκε επικεφ αλής ενός βιομ η χα νικού στρατού, του χρειά
19. Μαρξ, Κεφάλαιο, σελ. 24. 20. Μαρξ, στο ίδιο. σ. 24. 21. Μαρξ, στο ίδιο.
78
ζονται ανώτεροι αξιωματικοί (διευθυντές, διαχειριστές) και κατώτεροι αξιωματικοί (επιτηρητές, επιθεωρητές, εργοδηγοί) που στη διάρκεια του προτσές εργασίας διοικούν στο όνομα του κεφάλαιου»22. Η δεύτερη στιγμή είναι η στιγμή που βαθαίνει ο καταμερισμός εργα σίας μέσα στην ίδια την πνευματική εργασία. Με την ανάγκη επιτήρη σης του άμεσου προτσές παραγωγής (επιτηρητές, εργοδηγοί) και με την ανάπτυξη των καθηκόντων διαχείρισης (εξοπλισμοί, εργατική δύ ναμη και εμπορεύματα) και την εμπορευματοποίηση (πραγματοποίηση των εμπορευμάτων) αναπτύσσονται τα σώματα «των κατώτερων αξιω ματικών» και των «ανώτερων αξιωματικών» για να καλύπτουν τα καθή κοντα που απαιτούνται από την πραγματοποίηση του νέου προτσές εργασίας. - Η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης παρεμ βαίνει σ’ ένα τρίτο επίπεδο. Ο καπιταλιστής, για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του σαν τέτοιος και την απλή ή διευρυμένη αναπαραγω γή των κερδών του εξαναγκάζεται βαθμιαία να φροντίζει για την ανα νέωση των εξοπλισμών του και των παραγωγικών τεχνικών του” , αλλιώτικα κινδυνεύει να μειωθεί το μερίδιό του στην αγορά και να καταστραφεί από πιο επιχειρηματικούς καπιταλιστές. Οι δραστηριότη τες «ΕΑ» επομένως έρχονται να τοποθετηθούν «δίπλα» σε άλλες δρα στηριότητες, χωρισμένες απ' αυτές και συγκεντρωμένες μ’ αυτές κάτω από την εξουσία του καπιταλιστή (ή του «διαχειριστή» που ενεργεί εξονόματός του) σ’ ένα καπιταλιστικό «σχέδιο» ανάπτυξης. Ιστορικά, κι αυτό πραγματοποιήθηκε αργά — ιδιαίτερα στη Γαλλία - ένας μηχανισμός συγκροτήθηκε βαθμιαία για την επιστημονική και τεχνική έρευνα. Εδώ δίνονται τα πολύ βασικά γνωρίσματα των κυριότερων στιγμών αυτής της ανάπτυξης. Στη διάρκεια της περιόδου της βιομηχανικής επανάστασης (ή ακρι βέστερα των διαφορετικών βιομηχανικών επαναστάσεων στις χώρες της Ευρώπης) αποκαταστάθηκε μια ορισμένη συνεργασία ανάμεσα σε «επιστήμονες» —που ήταν πρώτα απ’ όλα τεχνικοί και «μηχανικοί» 22. Μαρξ, στο ίδιο. 23. Εδώ δεν ασχολιόμαστε με τις διαδικασίες και τις μορφές μέσα στις οποίες το κεφάλαιο ιδιοποιείται τις επιστημονικές και τεχνικές δυνάμεις, για να τις χρησιμοποιεί σαν μέσα εκμετάλλευσης της κοινωνικής εργασίας, για να παράγει υπεραξία στο μάξιμουμ. Το σημείο αυτό θα εξεταστεί μετέπειτα (βλ. πιο κάτω, 2. I). Στο επίπεδο αυτό πρόκειται μονάχα για την επισήμανση, του πώς και σε ποια στιγμή αναπτύσσονται οι δραστηριότητες της ΕΑ, επομένως η θέση τους στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργα-
79
και σε βιομήχανους. Τότε υπήρξε μια άνθιση τοπικών μικρών «ακαδημιών επιστημών» σε όλα τα μεγάλα μανιφακτουρικά κέντρα, κι αυτές εργάζονταν σε στενή σχέση με τις εργοδοτικές ενώσεις και εταιρίες. Αυτή η «οριζόντια», αποκεντρωμένη συνεργασία θα παίξει πολύ μεγά λο ρόλο για την άνοδο της μανιφακτουρικής παραγωγής. Έχει πρω ταρχική σημασία να υπογραμμίσουμε πως αυτοί οι «επιστήμονες» —με λίγες εξαιρέσεις - είναι περισσότερο ερασιτέχνες και ιδιοφυείς μαστόροι παρά «επαγγελματίες της Έρευνας», όπως θα τους παράγει ο ανα πτυγμένος καπιταλισμός στον 20ο αιώνα. Αναμφισβήτητα υπήρχε μεγάλη ευλυγισία στους δεσμούς ανάμεσα σ’ αυτούς τους «χειροτέχνες - μηχανικούς» και στη γεννώμενη εμπορευματεμπορική αστική τάξη. και σ’ αυτό οφείλεται η επιτυχία του κοινού τους εγχειρήματος. Αλλά κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Γαλλία, η δραστηριότητα αυτών των χαροτεχνών εφευρετών θα προσκρούσει γρήγορα στις μεγάλες ακαδημίες που η αριστοκρατία δημιούργησε από την πλευρά της για να δια τηρήσει ένα δικαίωμα ελέγχου στη μανιφακτουρική ανάπτυξη. Η Βασι λική Ακαδημία Επιστημών, που κρατούσε για τον εαυτό της το μονο πώλιο της καταγραφής και της κοινωνικής εγκυρότητας των εφευρέ σεων, γρήγορα εμφανίστηκε - εξαιτίας της πραγματικής της συγγέ νειας με τους μαστόρους των συντεχνιών —σαν ένα αφόρητο εμπόδιο και φραγμός στην ελεύθερη πρωτοβουλία των εμπόρων. Από δω η κυριολεκτική έφοδος εναντίον της από τους επαναστάτες της δεκαε τίας του 179024. Τα πρώτα έμβρυα ενός μηχανισμού έρευνας εμφανίστηκαν μετά την Επανάσταση και την πρώτη Αυτοκρατορία. Δημιουργία του Ινστιτού του, του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, του Αστεροσκοπείου, της Πολυτεχνικής Σχολής, των Μεγάλων Σχολών Φυσικής Επιστήμης και Γραμμάτων, και αργότερα της Ecole Pratique des hautes etudes. Όμως για πολλούς λόγους που η εξέτασή τους βρίσκεται μακριά από τα όρια αυτού του βιβλίου, τα ιδρύματα αυτά δεν θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός πραγματικού μηχανισμού έρευνας. Επισημαίνουμε παρ’ όλα αυτά πως, σ’ ότι σχετίζεται με τη χημεία, πρέπει να γίνει έρευνα αναμφισβή τητα προς την πλευρά της Κομμούνας για να εξηγηθεί το γιατί, παρά την «προώθηση» της Γαλλίας, αυτή δεν ανάπτυξε βιομηχανικά εργα στήρια. Μετά τον τραυματισμό του 1870, η αστική τάξη αναγκάστηκε να αναθεωρήσει ορισμένους από τους τρόπους με τους οποίους εξα σφαλίζονταν η εξουσία της μέσα από τις ταξικές συμμαχίες. Ιδιαίτερα,
η ανάγκη της να τραβάει κοντά της το σύνολο της αγροτιάς για να δημιουργεί κενό γύρω από την «κομμουνάρικη» τάξη, την οδήγησε να παγώσει την ανάπτυξη ορισμένων τμημάτων της χημείας —για παρά δειγμα των χρωστικών ουσιών —που δεν μπορούσε να πραγματοποιη θεί παρά μονάχα σε βάρος αγροτικών παραγωγών και τμημάτων της αγροτιάς, που ζούσαν απ’ αυτές. Μια άλλη διαμόρφωση των ταξικών σχέσεων, θα επιτρέψει στον Liebig, που σπούδασε στη Γαλλία (!), να δημιουργήσει στη Γερμανία τα πρώτα εργαστήρια βιομηχανικής έρευ νας, εξασφαλίζοντας σ’ αυτήν μια τεχνικο-επιστημονική «βάση» που θα συνεχίσει μια σχεδόν αδιάκοπη επέκταση στον 20ο αιώνα. Ταυτό χρονα, δημιουργήθηκε η πρώτη βιομηχανία που λειτουργούσε με μια επιστημονική βάση. Αυτή είναι που θα εφαρμόσει πρώτη τους τρόπους καταμερισμού εργασίας που θριαμβεύουν στα εργαστήρια, αλλά θα τους εφαρμόσει στην ίδια την εργασία έρευνας. Θα χρειαστεί να περιμένουν τον 20ο αιώνα —στη Γαλλία, τον Δεύ τερο Παγκόσμιο Πόλεμο —για να συγκροτηθεί ένας καθεαυτό τομέας έρευνας. Θα γίνει πρώτα απ’ όλα ξεκινώντας από τις «επιπτώσεις» και από την επαναχρησιμοποίηση στην παραγωγή εμπορευμάτων των μεγάλων σειρών καινοτομιών, που ενθαρρύνθηκαν από τον πόλεμο. Μπήκαν σε εφαρμογή «μεγάλα προγράμματα»: ενέργεια (ξεχωριστά η πυρηνική), διαστημικά, ξανά πυρηνική, αλλά τη φορά αυτή σ’ ένα στρατιωτικό πρόγραμμα για τη συγκρότηση μιας «στρατηγικής δύνα μης», σχέδιο υπολογισμού, αεροναυτικό πρόγραμμα (Κόνκορντ - Αίρμπας). Κατά τα άλλΛ, τα υπουργεία περιβάλλονται με γραφεία ή διευ θύνσεις έρευνας στις οποίες —με το παιχνίδι ιδιαίτερα των χρηματιστικών φακέλλων και των «συμβολαίων» —θα μπορεί να δώσει τη σημα σία που απαιτούν... οι επιταγές της καπιταλιστικής παραγωγής, σ’ αυτόν ή τον άλλο τομέα της κοινωνικής παραγωγής25. Στο στάδιο αυτό, η περίοδος των χειροτεχνών - εφευρετών έχει πια περάσει. Η μορφή του «σοφού» έχει πια ολοκληρωτικά αποσυντεθεί και δεν μπορεί να επιζήσει πέρα από τα τελευταία «καλά» του χρόνια, εκείνα του μεσοπολέμου, όπου αναπτύχθηκε η κβαντική επανάσταση. Με έναν ορισμένο τρόπο, είναι η ίδια η επιτυχία της επιστήμης που βρίσκεται στην αρχή της χειραγώγησής της από το κεφάλαιο. Η κατα σκευή της βόμβας στο πλαίσιο του προγράμματος Μανχάτταν θα βαρύνει διπλά στο γίγνεσθαι της επιστήμης. 25. Ιδιαίτερα αποδεικτικό είναι από την άποψη αυτή το παράδειγμα που δίνεται με την «εξαπόλυση» της χημείας των πολυμερών (πλαστικών) στη δεκαετία του I960. Σχετικά με το σημείο αυτό βλ. την έκθεση για τον τομέα αυτό του Σχεδίου.
81
Από το ένα μέρος η βόμβα, και η αποτελεσματικότητά της, θα αναμιχθούν και θα συνδυαστούν από δω και πέρα με εκείνη των επιστημό νων και της επιστήμης. Αφού αυτή μπόρεσε, με τελικά λίγα μέσα, να πραγματοποιήσει ένα όπλο τέτοιας αποτελεσματικότητας, και τι δεν θα μπορούσε να κάνει, προικισμένη με σημαντικά μέσα; Ο συλλογισμός αυτός αναμφισβήτητα βρίσκεται στη βάση της εξαιρετικής περιόδου των «παχιών αγελάδων» που έζησαν οι επιστήμονες, ιδιαίτερα οι φυσι κοί, μετά τον πόλεμο. Στην οικονομία προσδοκούσαν κατορθώματα ανάλογα μ’ αυτά που πραγματοποιήθηκαν στο στρατιωτικό τομέα. Σ’ αυτό τον τύπο συμβιβασμού ανάμεσα στη βιομηχανία που αναζητούσε κέρδη και στους επιστήμονες που αναζητούσαν πιστώσεις, στηρίχθηκε η άνοδος της ψευτο-«επιστημονικής επανάστασης» μας. Συμβιβασμός, που αποδείχθηκε επίσης παρεξήγηση. Αυτή η επέκταση του «τομέα» της έρευνας έγινε ευκολότερα, αφού όπως έδειξε το πρόγραμμα Μανχάτταν, ο ίδιος τρόπος οργάνωσης της εργασίας που είχε εξασφαλίσει το θρίαμβο της κυριαρχίας του κεφα λαίου πάνω στην εργασία, μπορούσε να εφαρμοστεί στην ίδια την επι στημονική παραγωγή. Ξεκινώντας από το Μανχάτταν (με το σημαντι κό προηγούμενο των γερμανικών εργαστηρίων της βιομηχανικής χημείας) καθιερώθηκε στην έρευνα ο κατατεμαχισμός των καθηκόντων και ο καταμερισμός εργασίας ίδιου τύπου μ’ αυτόν που θριάμβευσε στη βιομηχανία. Το επιστημονικό περιβάλλον διαφοροποιήθηκε γρήγορα. Από το «αφεντικό» στους «υπηρέτες» —περνώντας από όλες τις ενδιά μεσες κατηγορίες εργατών και τεχνικών —ολόκληρη η κλασσική δια στρωμάτωση της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης θα αντικαταστή σει στο εξής τη μοναχική πραχτική του «σοφού»26. Η βιομηχανία από τη μια πλευρά, ο στρατός από την άλλη, θα πολ λαπλασιάζουν, θα διαφοροποιούν και θα εκλεπτύνουν τις διαδικασίες με τις οποίες θα υποτάσσουν στις αυστηρές ανάγκες τους αυτό το δυναμικό της γκρίζας ύλης που έτσι βάζουν στην άκρη. Στην «καλή» πλευρά, στη διάθεση του κεφάλαιου. Η όλο και πιο συστηματική προ σφυγή σε προσωπικό με εποχιακή απασχόληση και πρόσκαιρη απασχόληση, η πραχτική των «συμβολαίων» με περιορισμένο χρόνο — των οποίων η ανανέωση παραμένει μια διακριτική εξουσία των χρημα τοδοτών —θα γίνουν οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι —αλλά, εννοεί ται, όχι οι μοναδικές —στις οποίες υπόκεινται οι πνευματικοί «άνθρω 26. Αυτή την άποψη που έχα εκθέσει με ισχυρά επιχειρήματα ο G. Way sand: La Comre - Revolution Scienttflque, Anthropos, 1974. Σε ότι αφορά ιδιαίτερα τη φυσική, βλ. ιδιαίτερα: «L’ ideologic de/dans la physique», στο Temps Modemes, 8/9 1974.
82
ποι». Ταυτόχρονα θα αποτελέσουν τους όρους μιας «κρίσης» — που κανένας απ’ όσους χτύπησε δεν έχει καταλάβει — στο σύνολο του επαγγέλματος27. Αυτός ο σύντομος ιστορικός φωτισμός επιτρέπει να φανούν τουλά χιστον δυο πράγματα: πρώτο, ότι κατά κάποιο τρόπο «δίπλα» στη βιο μηχανική παραγωγή είναι που αναπτύχθηκε η εργασία επιστημονικής σύλληψης και πειραματισμού σύμφωνα με τρόπους, που πρώτα και κύ ρια αποσκοπούν να εξαλείφουν και να αποκλείουν τους άμεσους παρα γωγούς. Δεύτερο, πως αυτά τα «ευγενικά» καθήκοντα σύλληψης ανατί θενται σε υψηλής ειδίκευσης τεχνικούς κάτω από διαδικασίες που αφή νουν στο κεφάλαιο ένα σχεδόν πλήρη έλεγχο της δραστηριότητας τους. Με την έννοια αυτή, μπορούμε να υποστηρίξουμε, πως κάτω από ειδι κά καπιταλιστικές μορφές του καταμερισμού εργασίας συγκροτήθηκε ένας τομέας Έρευνας. Απ’ αυτό το γεγονός, λίγοι (κι όχι συχνά) βγά ζουν συνεπαγωγές. Θα επιχειρήσουμε στην ακόλουθη παράγραφο να εκθέσουμε μερικές από τις πιο σημαντικές συνέπειες αυτής της κατά στασης. 1.3. Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ
ΕΡΓΑΤΩΝ, ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Σχετικά με τη φύση του «χωρισμού» των δραστηριοτήτων της έρευ νας μπορούμε τώρα να γίνουμε πιο ακριβείς. Οι ειδικοί χαρακτήρες που άποκτούν στον ΚΤΠ οι γενικές λειτουργίες, που προέρχονται από τον καταμερισμό εργασίας, προσδίνουν στις κοινωνικές σχέσεις δεσποτικούς και αυταρχικούς χαρακτήρες. Οι μάζες των εργατών, των υπαλλήλων και των τεχνικών, ξένοι στα μέσα τους και στους όρους εργασίας τους —αυτά αποφασίζονται έξω απ’ αυτούς και ενάντιά τους για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του προτσές αξιοποίησης — δεν μπορούν να συνδυαστούν με τις δραστηριότητες σύλληψης και η πρωτοβουλία τους συντρίβεται ολοκληρωτικά. Αυτή η αρχή του αποκλεισμού σε κάθε καπιταλιστική οργάνωση εργασίας «κωδικοποιήθηκε» σ’ αυτό που ονομάζεται από τον Ταίηλορ «Επιστημονική Οργά 27. Ας συνεννοηθούμε: όποια ια ον είναι η «λεπτότητα» και η περιπλοκότητα των διαδικασιών με τις οποίες το κεφάλαιο υποτάσσει την έρευνα, στο εσωτερικό τους και μέσα στους θεσμούς που αναπτύσσονται, είναι δυνατό να αναπτυχθούν αγώνες. Το ότι μια ιδεολογία και μια πολιτική κυριαρχούν - και είναι ιδεολογία και πολιτική μιας τά ξης — δεν σημαίνει πως δεν μπορούν τοπικά να δημιουργηθούν συσχετισμοί δυνά μεων. Ακόμα και μέσα στη θεωρία και στον καθορισμό των ίδιων των προγραμμάτων έρευνας.
83
νωση Εργασίας» (OST2*), που τονίζει στις πρώτες παραγράφους του: «Ο προσδιορισμός τω ν μεθόδων εργασίας είναι μια πο λύ περίπλοκη υ π ό θεση για να αφεθεί στη διάκριση τω ν εργατώ ν. Στα εργοστάσια πρέπει να επιφορτίζονται μ ’ αυ τή ν τη ν υπόθεση ειδικευμένα γραφεία μελετών, ανα λύοντα ς τα υ τό χρ ο να τις μ ηχανές, το χρό νο και τις κινήσεις. Έ τσ ι θα μ πορεί να καθοριστεί ένας τρ ό πο ς ενέργειας, ο μοναδικά καλύτερος (one best way), που σε συνέχεια πρέπει να διδαχθεί σ το υ ς εργάτες. Κάθε τψωτοβουλία που θα τους αφήνονταν στο πεδίο οργά νω ση ς τη ς εργασίας θα επέφερε α πρόοπτα ασυμβίβαστα με τη ν οργάνω ση τη ς επιχείρη ση ς και με τις ακριβείς οδηγίες τω ν μηχανικώ ν»29.
Αυτό το μικρό κείμενο απαιτεί μερικά σχόλια. Για να εξαλειφτεί «κάθε πρωτοβουλία» από μέρους των άμεσων παραγίογών, προβλήθη καν δύο επιχειρήματα: • το πρώτο είναι πως αποτελεί μια «πολύ περίπλοκη υπόθεση», • το δεύτερο, πως μια πρωτοβουλία των άμεσων παραγωγών επιφέρει «απρόοπτα ασυμβίβαστα με την οργάνωση της επιχείρησης και τις προβλέψεις των μηχανικών». Ας αρχίσουμε με την εξέταση αυτού του δεύτερου επιχειρήματος. Παρατηρούμε πως ο ισχυρισμός που περικλείνει δεν μπορεί να επι βεβαιώσει πιο καθαρά και σαφέστερα πως 1) η σύλληψη και η δημιουργία γίνονται έξω από τους άμεσους παραγωγούς (βλ. στην αρχή του κειμένου στα «εξειδικευμένα γραφεία μελετών») 2) πως αυτή η σύλληψη είναι «ασυμβίβαστη» με την πρωτοβουλία και τη συνεργα σία των άμεσων παραγωγών, κι επομένως γίνεται όχι μονάχα έξω απ’ αυτούς, αλλά ενάντια σ’ αυτούς. Αν όχι, πού βρίσκεται το μη 28. Το σημείο αυτό μελετιέται λεπτομερειακά, αλλά από μια άλλη άποψη, απ’ αυτή του προτσές εργασίας στο υποκεφάλαιο 2. 29. Έκθεση, στο Έρευνες για μια ανθρωπινότερη οργάνωση της βιομηχανικής εργα σίας, ντοκουμέντο του Yves Delamotte, της υπηρεσίας εκπαίδευσης των επιθεωρητών εργασίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Πληθυσμού, σ. 2, Documentation f i -αηςαΐse, 1972. Οι εμπειρίες που αναφέρονται στο ντοκουμέντο αυτό είναι πρωταρχικής σημασίας. Σε ότι αφορά το θέμα μας, επιβεβαιώνουν καθαρά τούτο: πως όλοι οι εξο πλισμοί μπορούν — και αυτό έχει γίνει — να σχεδιάζονται έτσι που να επιτρέπουν την ανασύνθεση της βιομηχανικής εργασίας και επομένως την αντιπαράθεση προς τον κατατεμαχισμό και την επαναληπτικότητα των καθηκόντων, βασική αρχή της OST. Επίσης το ντοκουμέντο αυτό αποδείχνει πως νέοι τύποι εξοπλισμών, όπως αποκαλύφθηκε από τη χρησιμοποίησή τους, δεν κάνουν να πέφτει η «αποδοτικότητα» αν δεν συντελούν στο να γίνει ένα άλμα προς τα μπρος. Έτσι τίθεται καθαρά και αμφισβητεί ται το πρόβλημα του τεχνικού καταμερισμού εργασίας. Κάθε «τεχνικός» καταμερισμός εργασίας είναι ταυτόχρονα και κοινωνικός. Το σημείο αυτό θα το ξαναπιάσουμε αργό τερα.
84
συμβιβαστό; Γιατί η εργατική πρωτοβουλία πρέπει να έρχεται σε αντί θεση και με τις «προβλέψεις των μηχανικών» και —ακόμα πιο σημαντι κό — με «την οργάνωση της επιχείρησης». Πρόκειται για ένα πρώτο σημείο, που το βεβαιώνουν τα θεαφητικά κείμενα του Μαρξ που αναφέρθηκαν30 και που έρχεται να επιβεβαιώσει ο ορθολογικοποιητικός λόγος του «Management».
Όσον αφορά το άλλο επιχείρημα, το γεγονός πως αυτή η υπόθεση είναι «πολύ περίπλοκη», απαιτεί επίσης μερικές παρατηρήσεις. Εδώ θυμίζουμε ακόμα πως δεν υπάρχει ζήτημα να αρνηθούμε ότι ορισμένα καθήκοντα σχεδιασμού απαιτούν για την πραγματοποίησή τους υψηλά επίπεδα τεχνικής αρμοδιότητας. Αυτό για το οποίο γίνεται λόγος είναι πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ακυρώνει όλη την εμπειρία που έχει συσσωρευτεί από τους άμεσους παραγωγούς. Η εμπειρία αυτή μπορεί να είναι - και όπως θα το δούμε —η πηγή ενός σταθερού, αδιά κοπου στοχασμού που αδιάκοπα παραπέμπει στον εαυτό του, σχετικά με χιλιάδες και χιλιάδες μικρές επιμέρους βελτιώσεις, αν όχι για μια άλλη σύλληψη ορισμένων εξοπλισμών, οργάνωσης του προτσές εργα σίας στην επιχείρηση, χρησιμοποίησης των βιομηχανικών απόβλητων κλπ. Αυτά τα επιβεβαιώνει συγκεκριμένα η Πολιτιστική Επανάσταση της Κ ίνας3'. Η πολιτική που εφαρμόζεται σχετικά με την καινοτομία συνίσταται στη δημιουργία μικτών ομάδων από εργάτες - τεχνικούς μηχανικούς, που συνεργάζονται για την τροποποίηση των εξοπλισμών που υπάρχουν και για το σχεδίασμά νέων εξοπλισμών και όλοι συμμε τέχουν με τη σειρά τους στην παραγωγική εργασία και στην εργασία πειραματισμού με την κυριολεκτική έννοια. Αλλά στον ΚΤΠ τίποτε τέτοιο. Αυτό που εγκαθιδρύεται και σ’ ένα μαζικό επίπεδο, η καπιταλι στική οργάνωση εργασίας —έτσι όπως «κωδικοποιήθηκε» στην OST, είναι ο ολοκληρωτικός χωρισμός και της αρχής των δραστηριοτήτων σχεδιασμού μ’ εκείνες της κατασκευής: -α π ό το ένα μέρος, απωθούνται σε καθήκοντα απλής εκτέλεσης οι μεγάλες μάζες των άμεσων παραγωγών, —αλλά ακόμα, κι αυτό είναι το σημείο που θέλουμε να τονίσουμε περισσότερο, τα ίδια τα καθήκοντα σχεδιασμού εντάσσονται σ’ ένα προτσές καταμερισμού εργασίας που κάνα τους τεχνικοεπιστημονικούς εργαζόμενους, στους οποίους αναθέτουν τα καθήκον 30. Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο I, Τόμος 2, σ. 23-25, Editions Soclales, βλ. πιο πάνω 1.2. 31. Βλ. στο βιβλίο αυτό «Εργοστάσια και Παν/μιακά Εργοστάσια στην Κίνα μετά την Πολιτιστική Επανάσταση».
85
τα, συντελεστές που δεν διαθέτουν στις περισσότερες περιπτώσεις μεγάλη ελευθερία σχεδιασμού απ’ αυτή που διαθέτουν οι εργάτες. Ο A. Gorz32 χαρακτηρίζει αυτή την κατηγορία των εργαζομένων σαν «συντελεστές κυριαρχούμενους από την κυριαρχία του κεφάλαιου». Είναι «κυριαρχούμενοι συντελεστές» στο βαθμό που η άσκηση της εργασίας τους υπόκειται στις απαιτήσεις του κεφάλαιου και της αξιο ποίησής του —που προσωποποιείται από την παρουσία του μηχανικού ή ’του επικεφαλής του εργαστηρίου. Οι τελευταίοι εμφανίζονται «σαν ξένη θέληση» λέει ο Μαρξ, όπως ο επικεφαλής του εργαστηρίου αντιπαρατίθενναι στον εργάτη. Αλλά ανάμεσα στον τεχνικο-επιστημονικό εργαζόμενο και στον εργάτη, υπάρχει διαφορά φύσης. Ιδιαίτερα, αφού η θέση που κατέχει και ο ένας και ο άλλος ρυθμίζεται από τις αρχές της ιεραρχικής εξάρ τησης. Αν και υποταγμένος, ο τεχνικο-επιστημονικός εργαζόμενος απέναντι στον εργάτη είναι επενδυμένος με μια ορισμένη εξουσία, που του έχει παραχωρηθεί. Ακόμα, η δραστηριότητα του σχεδιασμού ανά γεται σε απλή εκτέλεση ενός μέρους του προγράμματος που δεν κυριαρχεί σ’ αυτό, και χρησιμοποιείται σαν εργάτης. Αυτό τον κάνει να είναι συντελεστής της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Με την παρατήρηση αυτή ο κύκλος με έναν τρόπο έκλεισε. Από την έρευνα αυτή σχετικά με τους όρους παραγωγής της τεχνικής και της επιστήμης στις κοινωνίες μας, βγαίνει πως: —πρώτο, οι άμεσοι παραγωγοί είναι ολοκληρωτικά αποκλεισμένοι από τις δραστηριότητες σύλληψης και εκτέλεσης· —δεύτερο, κι αυτό είναι ένα αναγκαίο και υποχρεωτικό αποτέλεσμα, της ειδικά καπιταλιστικής μορφής που παίρνει ο καταμερισμός εργα σίας· —τέλος, τρίτο, τα καθήκοντα σύλληψης ανατίθενται σε τεχνικούς αφού αυτοί οι ίδιοι έχουν μετατραπεί σε μεριστικούς εργάτες και/ή υποταγμένους στο κεφάλαιο. Απομένει να δειχτεί πως αυτό το προτσές καταμερισμού εργασίας δεν έχει (ή δεν έχει πια) αυτό που επικαλείται αδιάκοπα για βοήθεια: την «αποτελεσματικότητα». Με άλλα λόγια, αυτό το σημείο θα άξιζε μια μακριά ανάπτυξη. Σήμερα δύο σειρές από γεγονότα (το λιγότερο33) 32. A. Gorz: «Caracteres de dasse de la science et des travaiileurs technico scientifiques». Temps Modemes, Ιούνης 1974. 33. Λέμε «το λιγότερο δύο γεγονότα» γιατί υπάρχα και τρίτο που έχει την δική του σημασία. Συνίσταται στο τεράστιο πεδίο το απελευθερωμένο από την Πολιτιστική Κινέζικη Επανάσταση που αναγκάζει, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, στην αντιμετώπιση
86
απαλλάσσουν από πληκτικές αποδείξεις: —από το ένα μέρος, η όλο και πιο καθαρότερη αντίθεση σ’ αυτές τις καπιταλιστικές μορφές καταμερισμού εργασίας έκανε να ωριμάσουν οι όροι μιας κρίσης, μιας άρνησης, όχι μονάχα στο προτσές κατασκευής εμπορευμάτων (από το Ντητρόιτ στο Τουρίνο και από το Τουρίνο στο Φλιν), αλλά και στην ίδια την έρευνα-α πό το άλλο μέρος, η πείρα από την ανασύνθεση των καθηκόντων (στη Γαλλία: Ρενώ, BSN, Ρον-Πουλένκ, κλπ, στην ίδια τη μεγάλη βιομηχανία) «αποκάλυψε» πως τα εργαστήρια που έχουν ανασυντεθεί έχουν μια καλύτερη αποδοτικότητα (η λέξη κλειδί ειπώθηκε) απ’ αυτή των εργαστηρίων όπου η εργασία είναι κομματιασμένη και συντριμμένη34. Το γεγονός αυτό αναμφισβήτητα δεν έχει μικρή σημασία για το κί νημα άρνησης της κατατεμαχισμένης εργασίας και συμβάλει στο να καταστήσει φανερή μια διπλή κρίση του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας: εκείνη της αποτελεσματικότητάς του και της νομιμοποίη σής του. Αυτό το ίδιο το βιβλίο δεν θα άξιζε να διαβαστεί αν τουλάχιστον αποδειχθεί πως το αξίζει (!), εξαιτίας της εντελώς ιδιαίτερης πολιτικής συγκυρίας που άνοιξε αυτή η διπλή «κρίση».
2.
87
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗ ΡΙΟΤΗΤΕΣ των επιχειρήσουν
ΑΡΙΘΜΟΣ επιχειρήσεων
Ενέργεια ............................................ Πυρηνική μηχανική ........................... Πετρέλαιο και καύσιμα ...................... Σιδηρουργία ..................................... Μη σιδηρούχα μέταλλα .................... Κατασκευές μηχανών ........................ Αυτοκινητοβιομηχανία ...................... Αεροδιαστημικές βιομηχανίες ............ Ναυπηγεία ......................................... Ηλεκτρικές κατασκευές και τηλε πικοινωνίες .................................... Κατασκευή ηλεκτρονικού υλικού....... Μέτρα και όργανα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά ............................. Υλικά πληροφορικής ......................... Μηχανήματα ακριβείας, οπτικά, φωτογραφίας, αντιγραφής .............. Γυαλί, κεραμικά, οικοδομικά Χτίρια και δημόσια έργα .................... Χημικές βιομηχανίες ......................... Φαρμακευτικές βιομηχανίες............... Καουτσούκ και πλαστικά ................... Βιομηχανίες γεωργικές και επισιτιστικές Υφανιουργικές και εξαρτημένες βιομηχανίες .................................... Ξύλο, χαρτί, χαρτόνι .......................... Μεταφορές ......................................... Μηχανική........................................... Βιομηχανίες, διάφορες υπηρεσίες (εταιρίες λογιστικών και μελετών για αυτοματοποίηση) ....................
το 1968 | Εκατομμύρια Ποσοστό φράγκα του συνόλου
X 6 6 17 17 14 175 34 37 5
451 22 279,9 95,8 101,1 526,4 513,8 1 96 Μ 9,4
1.4 1.5 7,5 7,4 28,1 0.1
97 37
493,6 591,4
7,1 8,4
38 7
87,6 314,2
13 4.5
43
87,1
1.3
37 50 86 98 35 80
135,5 55,5 617 242,8 67,2 75,2
4.9 0.8 8,8 3,5 0,9 1
118,3 21,2 68,1 22,8
1,7 0,3 0,8 0,3
19
Σύνολο επιχειρήσεων και οργανισμών
1032
από τους οποίους: Παραγωγικές επιχειρήσεις ................. Εταιρίες μελετών ............................. Εταιρίες έρευνας με συμβόλαιο ......... Κέντρα ερευνών ................................ Επαγγελματικοί οργανισμοί ...............
872 64 20 17 59
Πίνακας 5 C. Κατανομή των Εσωτερικών δαπανών Ε
31,8 6 980
6,5 0,3
0,6 100
Α της γαλλικής
ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΤΑΝΕΜΗΜΕΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ Κατανομή κατά τομείς Αύξηση 1967-1968 %
Κατανομή κατά κλάδους
το 1967 Εκατομμύρια Ποσοστό φράγκα του συνόλου
Αριθμός ιδρυμάτων
Εσωτερικές % δαπάνες Ποσοστό 1968 του συνόλου εκατομμύρια φράγκα
8 4,5 10 - 0,5 22 20 6,5 - 5,2 -4 4 ,4
416,4 21 253,2 96,1 82,8 438,5 482,4 2 067,9 16,9
6,2 0,3 3,8 1,4 1.2 64 7,2 30,8 0,25
9 8 19 19 15 177 35 38 5
436,2 33,6 276,4 97 100,7 534,6 509 1 928,5 9,4
6 04 4 1,4 14 7,7 7,3 27,6 0,1
11 8,7
444,4 543,4
6,6 8,1
100 42
473 605,7
6,7 8,7
ι4
17,5
341,6
5,1
39 7
107.1 314.2
37,5
63,4
0,9
44
91,1
1,3
10 - 15,5 0,5 15,2 28,9
123,4 65,6 613,2 210,6 52,1
1,8 1 9,1 3,3 0,8
38 52 95 98 37
136,1 55,4 636,1 241,9 68,7
2 0,8 9,1 34 1
- 3 - 14,5 - 3,9
46,3 121,9 24,8 90,4 -
0,7 1,8 0,35 0,9 -
83 40 30 8 16
74,1 118,3 21,2 57,1 22,5
1 1.7 0,3 0,8 0,3
62 -7 5
127,3
4
6 713,6 6 009,2
:
20
1,9 100
1075 914 64 20 18 59
89,5
447,6
6,67
256,8
3,83
32,1 6 980 6 097,8 156,9 305.7 -101,9 317.7
04 100 87,2 2.4 14 4.5
βιομηχανίας σύμφωνα με την οικονομική δραστηριότητα των ειαχαρήσεων
89
Πίνακας 6 C. Εσωτερικά έξοδα της Ε και Α των επιχειρήσεων καταταγμένων στη βάση μεγέθους και στη βάση τομέα οικονομικής δραστηριότητας
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗ ΡΙΟΤΗΤΕΣ των επιχειρήσεων
Ενέργεια ................................................. Πυρηνική μηχανική .............................. Πετρέλαιο και καύσιμα ......................... Σιδηρουργία .......................................... Μη σιδηρούχα μέταλλα ....................... Κατασκευές μηχανών ........................... Αυτοκινητοβιομηχανία ......................... Αεροδιαστημικές βιομηχανίες ............. Ναυπηγεία ............................................. Ηλεκτρικές κατασκευές και τηλε πικοινωνίες ........................................ Κατασκευή ηλεκτρονικού υ λ ικ ο ύ ........ Μέτρα και όργανα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά ................................ Υλικά πληροφορικής ............................ Μηχανήματα ακρίβειας, οπτικά, φωτογραφίας, αντιγραφής ............... Γυαλί, κεραμικά, οικοδομικά Χτίρια και δημόσια έργα ....................... Χημικές βιομηχανίες ............................ Φαρμακευτικές βιομ η χα νίες................. Καουτσούκ και πλαστικά ..................... Βιομηχανίες γεωργικές και επισιτιστικές Υφαντουργικές και εξαρτημένες βιομηχανίες ........................................ Ξύλο. χαρτί, χαρτόνι ............................ Μεταφορές .............................................. Μ η χα νική ............................................... Βιομηχανίες, διάφορες υπηρεσίες (εταιρίες λογιστικών και μελετών για αυτοματοποίηση) ....................... Σύνολο επιχειρήσεων και οργανισμών από τους οποίους: Παραγωγικές επιχειρήσεις ................... Εταιρίες μελετών ................................ Εταιρίες έρευνας με συμβόλαιο ......... Κέντρα ερευνών .................................... Επαγγελματικοί οργανισμοί .................
90
περιλαμβανόμενες ανάμεσα σε
50,1 8,8 190,3
179,9
57.6
149,6
ανώτερες των 5000 ατόμων
203,3 473,2 1 523,3
ΕΞΟΔΑ εσωτερικά της Ε και A
101,1 526,4 513,8 1 961,3 493,5 591,4 87,6 314,2
20.6 44,9 I 95,2 27.6 39,1 64.6
242.8 67.2 75.2 63,6 56,2
118,3 21.2 58,1 22.8
305.6 78,4 317.7
91
τμημάτων της κοινωνικής εργασίας, τη λειτουργία του σύνολου του προτσές παραγωγής προς όφελος του. Αυτό θα επιχειρήσουμε να απο δείξουμε τώρα, εξετάζοντας πρώτα απ’ όλα ορισμένες από τις διαδικα σίες μέσα στις οποίες το κεφάλαιο ιδιοποιείται την έρευνα και την «έρευνα-ανάπτυξη ». 2.1. ΟΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Παραμένουμε πιστοί στη μέθοδο που συνίσταται στο να ξεκινάμε από τα δεδομένα —εκείνα ιδιαίτερα που έδωσε η έρευνα DGRST που αναφέρθηκε - για να εξετάσουμε τη σημασία τους. Θα ενδιαφερθούμε ιδιαίτερα για τα δεδομένα που αφορούν τη χρηματοδότηση των δρα στηριοτήτων της ΕΑ, διατυπώνοντας την υπόθεση πως αυτός ο τύπος πληροφόρησης είναι θεμελιακός για να προσδιοριστεί ο προσανατολι σμός της ΕΑ. 2.1.1. Η έρευνα και η χρηματοδότησή της: αφετηριακά δεδομένα Η έρευνα που πραγματοποιείται στον ιδιωτικό τομέα ή στο δημόσιο τομέα, έχει δυο κύριες πηγές χρηματοδότησης35: —η χρηματοδότηση από δημόσια κονδύλια —η χρηματοδότηση από ιδιωτικά κονδύλια: πρόκειται για αυτοχρη ματοδότηση από ίδια κεφάλαια της επιχείρησης ή με προσφυγή στην τραπεζική πίστη. Τι λέει σχετικά μ’ αυτό η έρευνα DGRST36; Μια σύντομη εξέταση των ποσοστών χρηματοδότησης κατά τύπους έρευνας δίνει τις ακό λουθες ενδείξεις: Αν δούμε καταρχήν το μέρος το σχετικό με τη χρηματοδότηση από δημόσια κονδύλια, έχουμε (για το 1968): 13.640 εκατομ. φράγκα, όπου -δημόσια χρηματοδότηση 9.187 - (σε 67,4% του συνόλου) -ιδιωτική χρηματοδότηση 4.452 - (32,6% του συνόλου)
Συνολική χρηματοδότηση Ε και Α :
35. Λέμε κύριες: μπορούν να προστεθούν πραγματικά σ' αυτές προικοδοτήσεις, δωρεές, κλπ. 36. Οι αριθμοί που αναφέρονται εδώ είναι κάπως παλιάς ημερομηνίας. Αναμφισβή τητα σε απόλυτα μεγέθη μεσολάβησαν τροποποιήσεις από την απογραφή στην οποία αναφέρεται η DGRST. Ό μως στο βαθμό που αναφερόμαστε σε αναλογίες (και που αυτές δεν έχουν αλλάξει σημαντικά) οι αναλογίες που προβάλονται εδώ βασικά είναι έγκυρες.
92
Αν γυρίσουμε τώρα προς τον τόπο εκτέλεσης της Ε και A —πράγμα που όπως θα δούμε είναι ένα σημαντικό δεδομένο —διαπιστώνουμε τό τε πως: στα 9.187 εκατομμύρια φράγκα της δημόσιας χρηματοδότησης 2.501,4 εκατομμύρια εκτελέστηκαν στον τομέα Επιχειρήσεις, πράγμα που αντιπροσωπεύει 56,1% αυτό που ο τομέας Επιχειρήσεις αφιερώνει από ίδια κεφάλαια στις δραστηριότητες της ΕΑ. Δηλαδή, όχι μονάχα η δημόσια χρηματοδότηση καλύπτει το 67,4% του συνόλου των δραστηριοτήτων ΕΑ αλλά εξασφαλίζει ακόμα το 38,1% του συνόλου της ΕΑ που πραγματοποιείται στον τομέα Επιχει ρήσεις. Αν εξεταστεί τώρα το μέρος το σχετικό του συνόλου που απορροφήθηκε από τους διάφορους τύπους έρευνας έχουμε: 19% του συνόλου για βασική έρευνα 32% για εφαρμοσμένη έρευνα 49% για ΕΑ Επιπλέον σχετικά με αυτά τα δεδομένα, ορισμένες τάσεις μπορούν να εντοπιστούν. Το σχόλιο DGRST τονίζει: «Οι εργασίες βασικής έρευνας έγιναν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους μέσα στα ιδρύματα του εκπαιδευτικού τομέα (71% του συνόλου) και του Κρατικού τομέα (18%)» (επομένως πραχτικά, αποκλειστικά με δημόσια κεφάλαια). «Οι δραστηριότητες ανάπτυξης πραγματοποιήθηκαν αποκλειστικά στις επιχειρήσεις (70% του συνόλου) και στους οργανισμούς του κρα τικού τομέα (30%)»17. «Η εφαρμοσμένη έρευνα ενδιαφέρει όλους τους οικονομικούς τομείς. Το σχετικό μέρος των διάφορων τομέων είναι: Επιχείρηση Κρατικός τομέας Εκπαίδευση Άλλοι: ISBL, κλπ
52% του συνόλου 42% 5% 1%38»
Πολλές παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν από τα δεδομένα
37. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να παραξενεύει, αν παίρνουμε υπόψη μας τη σημα σία των προϋπολογισμών ΕΑ δημόσιων επιχειρήσεων όπως η SNCF ή ο EDF. ο CEA, κλπ. 38. Έρευνα DGRST που αναφέρθηκε ήδη, σελ. 24.
93
αυτά, ιδιαίτερα απ’ αυτά που αφορούν το παιχνίδι Κράτος / Εταιρίες στην έρευνα.
α. Το σύνολο σχεδόν της βασικής έρευνας πραγματοποιείται με δημόσια κονδύλια. Όμως ξέρουμε πως αν τα αποτελέσματά της δεν μπορούν άμεσα να εφαρμοστούν στην παραγωγή, είναι απαραίτητο σ’ ένα διάστημα να πραγματοποιηθούν. Ακόμα, είναι γνωστό πως τα «αποτελέσματά της γενικά δημοσιεύονται». Το «γενικά» αναφέρεται ιδιαίτερα στην αφαίρεση που κάνη το κράτος σε ανακαλύψεις και εφευρέσεις που μπορούν να έχουν στρατιωτική εφαρμογή. β. Από το άλλο μέρος, το κράτος καλύπτει το 50% σχεδόν της εφαρ μοσμένης έρευνας, από την οποία το βασικό μέρος δημοσιεύεται με εξαίρεση ότι μπορεί να έχει στρατιωτική σημασία —ανακαλύψεις και εφευρέσεις που το κράτος θέλει να διατηρήσει την εκμετάλλευσή τους (SNCF, EDF, κλπ). γ. Επομένως όλα συμβαίνουν σαν να μην έχει άμεση εφαρμογή η έρευνα που παράγεται από το κράτος και μπαίνη στη διάθεση —με τη δημοσιότητα των εργασιών - των εταιριών που μπορούν να τη χρησι μοποιούν ή όχι. δ. Αυτό κάνουν, αφού καλύπτουν το 70% της έρευνας για την ανά πτυξη (το κράτος χρηματοδοτεί το υπόλοιπο). Αυτές οι λίγες παρατη ρήσης μας δίνουν ένα εξαιρετικά απλό αποτέ λεσμα. Το βασικό μέρος της «ενδιάμεσης» έρευνας (βασική και εφαρ μοσμένη) εξασφαλίζεται από τα δημόσια κονδύλια και από τα δημόσια ιδρύματα. Όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτής της «ενδιάμεσης» έρευνας, η προέκτασή της στην ΕΑ με την κυριολεκτική έννοια, εξα σφαλίζεται κατά το βασικό από την ιδιωτική βιομηχανία (με ίδια ή δημόσια κεφάλαια). Η ολότητα σχεδόν του προϊόντος της Ε και A ελέγχεται έτσι από τις επιχηρήσης. 2.1.2. Οι 4 τομείς της έρευνας Μετά απ’ αυτή την πρώτη «σφαιρική» παρουσίαση των δραστηριο τήτων της έρευνας, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια αρχή ανάλυ σης των διαθέσιμων δεδομένων. Μια κεντρική παρατήρηση προκύπτη άμεσα (στην οποία θα σταθούμε εδώ): εκείνη της ισχυρής συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων της έρευνας.
1. Συγκέντρωση της έρευνας και της έρευνας - ανάπτυξης. Αφού καταπιαστήκαμε να επισημάνουμε ποιες ανάμεσα στις επιχηρήσεις πραγματοποιούν ΕΑ, επιβάλλεται ένα πρώτο δεδομένο. (Βλ. διάγραμμα 1. Έρευνα DGRST, σ. 95). 94
Σχήμα 1 C. Συνολικό ύψος των εσωτερικών δαπανών της Ε και Α των επιχειρήσεων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα μειωνόμενα ποσά των εσωτερικών δαπανών της Ε και Α σε κάθε μια απ’ αυτές
6 980 εκ. φρ. του συνόλου των επιχειρήσεων
Εσωτερικές δαπάνες της Ε και Α
100 100 300 500 200 400
1 000 Αριθμός επιχειρήσεων
95
Οι αριθμοί αυτοί σχολιάστηκαν από τον εισηγητή της έρευνας DGRST με τον ακόλουθο τρόπο (παραθέτουμε όλο το σχόλιο γιατί τα πάντα λέγονται σ’ αυτό): «Οι δαπάνες για ΕΑ των επιχειρήσεων είναι πολύ συγκεντρωμένες. Τέσσερεις επιχειρήσεις που ανήκουν βασικά στους τομείς της αεροναυ πηγικής και της ενέργειας δαπανούν πάνω από 300 εκατομμύρια φράγκα σε ΕΑ. Το σύνολο των δαπανών τους σε ΕΑ αντιπροσωπεύει 24% των εσωτερικών δαπανών για ΕΑ όλων των επιχειρήσεων. Εφτά επιχειρήσεις δαπανούν πάνω από 150 εκατομμύρια φράγκα. Οι είκοσι πρώτες επιχειρήσεις ανήκουν κύρια στους τομείς της αεροναυπηγικής, της ηλεκτρονικής, του αυτοκινήτου, της χημείας, που η καθεμιά τους ξοδεύει πάνω από 60 εκατομμύρια φράγκα. Το σύνολο των δαπανών τους αντιπροσωπεύει σχεδόν το μισό των εξόδων για ΕΑ όλων των επιχειρήσεων. Οι εκατόν πέντε πρώτες επιχειρήσεις από τις οποίες πολλές ανήκουν στους τομείς της αεροναυπηγικής, του αυτοκίνητου και των ηλεκτρονι κών κατασκευών και της ηλεκτρονικής ξοδεύουν η καθεμιά τους τουλά χιστον 10 εκατομμύρια φράγκα για ΕΑ. Το σύνολο των δαπανών τους αντιπροσωπεύει το 75% των εσωτερικών δαπανών για ΕΑ όλων των επιχειρήσεων»39. Αν στραφούμε τώρα με περισσότερη ακρίβεια προς τους τύπους βιομηχανιών που αναπτύσσουν μεγαλύτερες δραστηριότητες για ΕΑ, θα έχουμε:
Κατανομή των εσωτερικών δαπανών της R και D της γαλλικής βιομη χανίας σύμφωνα με την οικονομική δραστηριότητα των ε π ιχ ε ιρ ή σ ε ω ν
αεροδιαστημική ηλεκτρισμός και ηλεκτρονική χημεία και φαρμακευτική μηχανικές κατασκευές και αυτοκίνητα άρα, για 4 τομείς
27,6% 16,9%
του συνόλου των δαπανών της γαλλ. βιομ. -
12,6
15,0% 72,1%
39. Έρευνα DGRST που αναφέρθηκε ήδη, σ. 94.
96
-
Για να γίνουν πιο σημαίνοντα αυτά τα δεδομένα πρέπει να ολοκλη ρωθούν ακόμα σ’ ένα σημείο: με τη διάσταση40 των επιχειρήσεων που πραγματοποιούν Ε και Α. Ο πίνακας 6 C (σ. 97 της έρευνας DGRST) υποδείχνει βασικά, για τους τέσσερεις κυριότερους τομείς παραγωγής Ε και Α, τις εσαηερικές δαπάνες Ε και Α των επιχειρήσεων, καταταγμένων κατά μέγεθος και κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας.
-Αεροδιαστημική: 1.523,3 εκατομ. φράγκα στο 1.961,3, δηλαδή 76,1% του συνόλου των δαπανών ΕΑ που πραγματοποιήθηκαν σε επι χειρήσεις με πάνω από 5000 άτομα.
-Χημεία: 470 εκατομ. φράγκα στα 617 δηλαδή ακόμα 76,1% πραγ ματοποιήθηκαν σε επιχειρήσεις με μίνιμουμ 2.000 άτομα. -Μ έτρα και όργανα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά (περισσότερο υλική πληροφορική): 272,2 εκατομμύρια φράγκα στα 314,2 θα είναι 86,5% ενεργοποιούμενα μέσα σε επιχειρήσεις που απασχολούν το λιγότερο 2.000 άτομα.
Έτσι συνολικά μέσα από μια διασπορά που δεν είναι επιφανειακή, μπορούμε να διαπιστώσουμε: -Μ ια πολύ μεγάλη συγκέντρωση Ε και Α σε τέσσερεις τομείς (αεροδιαστημική, χημεία, ηλεκτρονική, μηχανές και αυτοκίνητο), —και σ’ αυτούς τους τομείς, στις μεγαλύτερες εταιρίες. Αυτό είναι το πρώτο αποτέλεσμα που εμφανίζεται αμέσως. Η «επι στημονική και τεχνική μας επανάσταση», αν εξεταστεί από την άποψη δραστηριοτήτων έρευνας, αφορά 4 τομείς, (από τους οποίους ένας του λάχιστον, η αεροδιαστημική ασχολείται με πολύ ιδιαίτερα «προϊόντα») και τη στιγμή της έρευνας αφορούσε περίπου 500 επιχειρήσεις. Ξεκα θαρίζουμε ακόμα ένα σημείο. 2. Ο αντιφατικός ρόλος της «διάστασης» της φίρμας. Το πρόβλημα που τίθεται εδώ είναι το ακόλουθο: αν ερευνήσουμε τις στατιστικές καταθέσεων πατέντων (και συνδρομές δικαιωμάτων που καταγράφηκαν ή πληρώθηκαν σαν άδειες) από επιχειρήσεις με βάση το μέγεθος τους, πρέπει να διαπιστώσουμε πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι σε σχέση με τις μεγάλες πολύ πιο καινοτόμες. Ορισμένοι αριθμοί γι’ αυτό έχουν δοθεί από τον J-C. Morand (στο le progres Scienttfique , τεύχος Σεπτεμβρίου 1968) και αναφέρονται από τον Φελίτσε στο Τεχνολογική Ανανέωση (πολυγραφημένο IREP 1972). 40. Διάφορα κριτήρια διάστασης μπορούν να τηρηθούν. Εδώ, το τηρούμενο κριτή ριο - εκείνο του αριθμού των προσληφθέντων ατόμων — είναι ικανοποιητικό.
97
Καταθέσεις πατέντων και συνδρομές αδαών αναφορικά με τον κύκλο εργασιών
Κατατεθειμένες πατέντες Συνδρομές αδειών καταγραμμένες Συνδρομές αδειών πληρωμένες
μεγάλες επιχ. 45
μεσ. επιχ. 67
μικρ. επιχ. 161
18
33
27
28
72
79
Όπως υπογραμμίζει ο ντε Φελίτσε: —οι αριθμοί αυτοί είναι δεδομένα σε σχετική αξία (ενώ τα δεδομένα σε απόλυτη αξία είναι το λιγότερο εξίσου σημαντικά)· -δεν λένε τίποτα για τον αληθινά καινοτόμο χαρακτήρα των πατέν των που κατατέθηκαν (ακόμα κι αν πρόκειται για πατέντες που κατατέ θηκαν και αναγνωρίστηκαν από μια επιτροπή ειδικών)· —ακόμα, σε ότι αφορά τις συνδρομές που κατατέθηκαν (επομένως την «πρόσοδο» τους ή την «τεχνολογική εξάρτηση») οι μικρές εταιρίες έχουν μια πολύ πιο σημαντική επίδοση41 από ότι οι μεγάλες42. Οι ενδείξεις αυτές επομένως πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγάλη προσοχή. Όμως, μαρτυρούν έναν ορισμένο δυναμισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σχετικά με τη νεοτερικότητα —ακόμα κι όταν δεν διαθέτουν τα ίδια μέσα με τις μεγάλες. Το φαινόμενο αυτό του «Spin οίΤ» στις ΗΠΑ (το φαινόμενο που αποκαλείται «μπουμπούκιασμα» των «μικρών επιχειρήσεων στην υψηλή τεχνολογία που ξεκινάει από μια ισχυρή μητρική εταιρία, αν όχι από ένα μεγάλο ιδιωτικό ή δημόσιο εργαστήριο», δεν είναι ολοκληρωτικά εκπληκτικό και μπορεί να επιδέ χεται ορισμένες εξηγήσεις. Στην πραγματικότητα, αν η μεγάλη εταιρία έχει τα μέσα να ανανεω θεί —σε κάθε περίπτωση να παράγει Ε και A —μπορεί συχνά να απο θαρρύνεται —αφού είναι δεδομένη η φύση της - στο να ενσωματώνει 41. Ας σημειωθεί παρ’ όλα αυτά, για να διαφοροποιηθεί αοτό, ότι αν γΓ αυτό το τελευταίο σημείο αποιταθιστούσαμε τα νούμερα με απόλυτη αξία, θα παίρναμε μία «εξάρτηση» πιο σημαντιιτή για τις μεγάλες εταιρίες, παρά για τις μικρές. 42. Μ. de Felice, L ' Innovation technologique, που αναφέρθηκε ήδη, σ. 45.
98
στην παραγωγή της τη νεοτερικότητα. Καταρχήν η μάζα των ακινητοποιήσεών της σε πάγιο κεφάλαιο (εξοπλισμός) που έχει επιβληθεί από τους σύγχρονους όρους της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής, δεν μπορεί σε κάθε στιγμή να μετασχηματίζεται και να ανανεώνεται. Χρειάζεται τουλάχιστον το χρόνο ώστε το σύνολο της αξίας, που αυτή ενσωματώνει, να πραγματοποιηθεί και να καλυφθεί η δαπάνη του ξεκι νήματος. Γι’ αυτό η μεγάλη εταιρία δεν θα προβεί σε μια τροποποίηση των εξοπλισμών της (τεχνικό και τεχνολογικό παραγωγικό προτσές) παρά μονάχα αν αυτές οι τροποποιήσεις είναι απαραίτητες για την αναπαραγωγή της. Σε ότι αφορά την παραγωγή νέων προϊόντων — που συνεπάγεται ή όχι την επεξεργασία και τη χρησιμοποίηση νέων τεχνικών —η μεγάλη εταιρία δεν θα προβεί σε καινοτομίες παρά μονάχα από τη στιγμή όπου το νέο προϊόν θα έχει αποδείξει πως μπορεί να διαμορφώσει μια τερά στια αγορά, μια αγορά που να είναι στα μέτρα της μεγάλης εταιρίας.
Με ακριβώς αντίθετο τρόπο —αυτοί οι παράγοντες δεν βαραίνουν σ’ αυτήν —η μικρή ή η μεσαία εταιρία, από τη μικρότητα των ακινητοποιήσεών της και από το γεγονός πως μπορεί να αρκεστεί σε μια περιο ρισμένη αγορά, θα ωθηθεί να επιχειρήσει - με την καινοτομία - να ανοίξει ένα δρόμο (ή μια αγορά), εκεί που η μεγάλη εταιρία δεν μπορεί να παρέμβει. Έτσι αναπτύσσεται ένα είδος μοιράσματος, μια συμπληρωματικότητα 43 ανάμεσα στη μικρή και μεγάλη εταιρία. Έτσι ο Μπαράν44 οδηγήθηκε να υποστηρίξει πως οι σημαντικότερες καινοτομίες —οι νεότερες — προέρχονται από τις μικρομεσαίες εται ρίες, αφού οι μεγάλες δεν μπορούν να αναλάβουν σ’ έναν πρώτο χρόνο τον κίνδυνο μιας πολύ μεγάλης «νεοτερικότητας». Επομένως, συμπλη ρωματικότητα. Αλλά στατικά μονάχα, γιατί δυναμικά τα πράγματα αλλάζουν. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την έκθεση αυτού του τύπου προβλήματος, όμως θα σταθούμε μονάχα στο ότι η μεγάλη εταιρία, εξοπλισμένη για την ΕΑ σε μεγάλη κλίμακα, δεν μπορεί τις περισσότε ρες φορές να αναλαμβάνει τους κινδύνους μιας πολύ μεγάλης «νεοτε ρικότητας». Και πώς παράδοξα είναι η μικρή εταιρία, γιατί δεν μπορεί να βρει μια αγορά με πολύ εξειδικευμένα προϊόντα, που αναλαβαίνει ένα μεγάλο μέρος της νεοτερικότητας.
43. Μ. de Felice, στο ίδιο σ. 45. 44. Ρ.Α. Baran, Le CapUatisme Monopotiste, Maspero. Βλ. ιδιαίτερα κεφ. I : «Η μεγάλη εταιρία».
99
Απ’ αυτή τη μικρή έρευνα μπορούμε σαν συμπέρασμα να βγάλουμε δυο τύπους διδαγμάτων: —Πρώτο: αφού περάσαμε από το λόγο σχετικά με την επιστημονική επανάσταση, την εξαιρετική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που επιφέρει κλπ... στην ανάλυση των πραγματικά παραγωγών και καταναλωτών τεχνικής τομέων της ενέργειας, είδαμε πως μονάχα 4 απ’ αυτούς, - δηλαδή περίπου 500 επιχειρήσεις - μετασχηματίστηκαν πραγματικά με σημαντικό τρόπο από τις μεταπολεμικές τεχνολογίες. —Δεύτερο: οι μεγάλες εταιρίες, αυτές που ακινητοποιούν τα μεγάλα κέντρα τεχνικής έρευνας, δεν είναι αναγκαστικά οι πιο νεοτερικές. Εξαιτίας της διάστασής τους, η προσφυγή στην καινοτομία δεν είναι δυνατή γι’ αυτές, παρά μονάχα όταν είναι συγκεντρωμένοι ιδιαίτεροι όροι αποδοτικότητας. Απ’ όπου —και για να μην επεκταθούμε —φαίνεται καθαρά πως δεν μπορούμε να επιμένουμε στο λόγο για την ΕΤΕ. Αντικρύζοντας τα πράγματα από την άποψη της συγκεκριμένης τους λειτουργίας και μέ σα στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, απορρέει πως αν ο καπι ταλισμός τείνει σταθερά στο να επαναστατικοποιεί ακατάπαυστα τις τεχνικές παραγωγικές του μεθόδους — πράγμα που δεν τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης —δεν προβαίνει σ’ αυτές τις τροποποιήσεις παρά μονά χα σύμφωνα με τρόπους και διαδικασίες που η εξέτασή τους, ακόμα και σε συντομία, δείχνει την περιπλοκότητα και τον αντιφατικό τους χαρακτήρα.
2.2. Η ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ Τ ΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. ΓΙΑ ΤΗ ΜΗ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ Στους κόλπους της επιχείρησης —όπως και στο κοινωνικό επίπεδο — η λειτουργία των επιστημονικο-τεχνικών εργαζόμενων είναι η εξα σφάλιση ενός ορισμένου αριθμού γενικών καθηκόντων. Τα καθήκοντα αυτά συνίστανται στο να φροντίζουν για τη βελτίωση και την ανανέω ση των εξοπλισμών, των πρώτων υλών... έτσι που να επιτρέπουν την κατασκευή νέων προϊόντων. Αλλά αυτή η δραστηριότητα, όπως είδα με, δεν πραγματοποιείται μέσα σε οποιεσδήποτε σχέσεις και από το γεγονός αυτό υπακούει σε μια ορισμένη λογική. Στις σελίδες που ακο λουθούν, προσπαθούμε να δείξουμε πως η εργασία σύλληψης των τεχνικών και μεθόδων παραγωγής, που είναι ενταγμένη στις καπιταλι στικές παραγωγικές σχέσεις, οδηγεί στην επεξεργασία τεχνικών προι κισμένων με ακριβή χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στους όρους 100
μεσα στους οποίους παραγονται αυτές οι τεχνικες και στους ορούς της λειτουργίας που τους επιφυλάσσεται. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τα πράγματα με μια λέξη, λέγοντας πως οι τεχνολογίες αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες: • από το ένα μέρος με τις απαιτήσεις αξιοποίησης του κεφάλαιου, • από το άλλο μέρος (και δεν αποτελεί αυτό παρά μονάχα μια άλλη πλευρά του προβλήματος) στην ανάγκη αναπαραγωγής της υλικής, «τεχνικής» βάσης, που απαιτείται για την αναπαραγωγή παραγωγικών σχέσεων.
2.2.1. Οι απαιτήσεις του προτσές αξιοποίησης και η επεξεργασία συνεκτικών μηχανικών συνόλων: το παράδειγμα της γραμμής συναρμολόγησης Να υποστηρίξουμε όπως το έκανε ο Μαρξ (βλ. κεφάλαιο 1), πως τα μέσα και οι τεχνικές της παραγωγής δεν εντάσσονται παρά «σαν μέσα .του προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου» δεν είναι κάτι δίχως προε κτάσεις. Αυτό που περικλείνει αυτή η ιδέα —απόλυτα ξένη σε όλη την Πολιτική Οικονομία — είναι πως τα διάφορα στοιχεία του. προτσές εργασίας δεν πρέπει να παίρνουν οποιαδήποτε τεχνικά χαρακτηριστι κά. Στην πραγματικότητα, τα διάφορα στοιχεία του προτσές εργασίας - και ξεχωριστά τα μέσα παραγωγής - πρέπει να συμβάλουν πριν απ’ όλα στο να παράγονται κοινωνικές αξίες χρήσης: για την ανταλλα γή (εμπορευμάτων). Τα «τεχνικά» χαρακτηριστικά των μέσων παραγω γής πρέπει επομένως να νοούνται πριν απ’ όλα και κύρια σε συνάρτη ση με αυτό το κεντρικό γεγονός στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή: την απόσπαση υπεραξίας. Το καλύτερο παράδειγμα απ’ αυτή την άποψη είναι αναμφισβήτητα αυτό που δίνει η επεξεργασία της γραμμής συναρμολόγησης, δηλαδή η αλυσίδα από τον Φορντ στη δεκαετία του 1920. Με τη γραμμή συναρμολόγησης, πρέπει να εννοούμε επίσης όλα τα τεχνικά δυναμικά και το περίπλοκο σύστημα μηχανών, που δίχως αυτό δεν θα μπορούσαν να δουν το φως. Το ενδιαφέρον του να πάρουμε την αλυσίδα σαν «παράδειγμα» έγκειται στο γεγονός πως οργανώνει γύρω από την κίνησή της την εργασία πολλών χιλιάδων παραγωγών. Ας μη μας προσάψουν τη μομφή πως επιλέξαμε για την απόδειξή μας μια τεχνική (ή ένα σύνολο τεχνικών) που δεν έχει ένα επαρκές πεδίο εφαρ μογής! Τέλος, το τελευταίο πλεονέκτημα που παρουσιάζει η «αλυσίδα» είναι πως μέχρι μια πρόσφατη περίοδο —και που δεν έχει ακόμα άλλω στε ολοκληρωθεί (αρκεί να συμβουλευτούμε για να πειστούμε γι’ αυτό 101
τις εργασίες του συνέδριου του CNPF (Συμβούλιο Γάλλων Εργοδο τών) του 1979) — παρουσιάζεται σαν να απαντάει σε μια επιταχτική ανάγκη της παραγωγής σε σειρές. Και όχι βέβαια σαν μια ειδικά καπι ταλιστική τεχνική απόσπασης υπερεργασΐας. Θα θέλαμε να δείξουμε πως από τη γέννησή της αντιστοιχούσε πριν απ’ όλα και κύρια στο στό χο της μεγαλύτερης δυνατής απόσπασης υπεραξίας σε μια δεδομένη στιγμή συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε καπιταλιστές και μισθω τούς. Έτσι, βρίσκεται στο σταυροδρόμι μιας οικονομικής ανάγνωσης και μιας πολιτικής ανάγνωσης της ιστορίας των μηχανών. Για να παρουσιάσουμε την αλυσίδα, δίνουμε πρώτα απ’ όλα το λόγο στον ίδιο τον Φορντ. Στο Η ζωή μου και το έργο μου, εκθέτη τις βασι κές αρχές που διέπουν την αλυσίδα. Με τίτλο: «Τα εξαρτήματα να πηγαίνουν μπροστά στον εργάτη», γράφει: «Δεν υπάρχει στα εργαστήρια ούτε ένα εξάρτημα που δουλεύεται που να μη βρίσκεται σε κίνηση. Μερικά κρεμασμένα στον αέρα με γάντζους σε αλυσίδες προχωρούν στη συναρμολόγηση με την ακριβή τάξη που τους έχει καθοριστεί. Τα άλλα προχωρούν σε μια κινητή πλατφόρμα, άλλα από το δικό τους βάρος. Όμως η γενική αρχή είναι πως τίποτα δεν φέρεται ούτε κινιέται έξω από τα εξαρτήματα, στο εργαστήριο. Τα υλικά φέρονται από βαγονέττα ή από ρεμούλκες που κινούνται από σκέτα σασσί Φορντ που είναι αρκετά ευκίνητα και γρήγορα για να κυκλοφορούν στην ανάγκη μέσα σε όλα τα περάσματα. Κανένας εργάτης δεν έχει τίποτα να μεταφέρει ούτε να σηκώσει, όλες αυτές οι δραστηριότητες αποτελούν το αντικείμενο μιας ξεχωριστής υπηρεσίας, της υπηρεσίας μεταφορών»45. Το κείμενο αυτό εκφράζη δυο από τις βασικές ιδέες που βρίσκονται στην καταγωγή και στη βάση — «της γραμμής συναρμολόγησης» — δηλαδή της πρώτης μορφής κάτω από την οποία έκανε την εμφάνισή της η «αλυσίδα» στην αυτοκινητοβιομηχανία πριν επεκταθεί και γενι κευτεί σε άλλες βιομηχανίες. Αυτές οι δύο ιδέες είναι οι ακόλουθες: α. Ό λα τα καθήκοντα της διακίνησης μπορούν να εξασφαλίζονται από τις μηχανές (βαγονέττα, μεταφορείς, κινούμενα σασσί) και σε κάθε περίπτωση συνδέονται με μια ξεχωριστή υπηρεσία που εξασφαλίζει τα καθήκοντα της συναρμολόγησης με την κυριολεκτική έννοια. Οι εργά τες της κατασκευής «αποφορτίζονται» έτσι από κάθε μετακίνηση στο εσωτερικό του εργαστηρίου και είναι «καρφωμένοι» στη θέση τους εργασίας. β. Από το άλλο μέρος —η πλευρά αυτή είναι συμπληρωματική της πρώτης - η ταχύτητα μετακίνησης των εξαρτημάτων, δηλαδή ο ρυθ 45. Χένρυ Φορντ, Η ζωή μου και το έργο μου, Payot, σ. 94.
102
μός της εργασίας ρυθμίζεται με μηχανικό τρόπο, εξωτερικό για τους εργάτες και από το γεγονός αυτό επιβλημένος σ’ αυτούς. Ακόμα και για να είναι όλα τα πράγματα εντελώς ξεκάθαρα, τα εξαρτήματα «πηγαίνουν στη συναρμολόγηση με την ακριβή τάξη » όπου πρέπει να μονταριστούν. Κάτι που εξαλείφει την τελευταία δυνατότητα να «παίζα με το χρόνο» που είχε απομείνει στην εξουσία του εργάτη. Η διπλή αυτή παρατήρηση εισάγει άμεσα στην έκθεση αυτό που θεωρούμε πως αποτελεί την πρώτη από τις δυο βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η αντίληψη της φορντικής αλυσίδας. Η πρώτη αυτή αρχή μπορεί να εκτεθεί με τη μορφή δυο αντιφατικών προτάσεων: 1. Από το ένα μέρος εγκαθιδρύεται ένα σύστημα βασισμένο στην κίνηση και την αδιάκοπη κυκλοφορία των εξαρτημάτων, εργαλείων και υλικών εργασίας. Από το άλλο μέρος όλη αυτή η κυκλοφορία έχει συλληφθεί και σχεδιαστεί για να «καρφώνει» τον εργάτη σε μια πολύ ακριβή θέση εργασίας, έτσι που να μην απομακρύνεται απ’ αυτήν ούτε ένα βήμα. Κι αυτό σημαδεύεται καθαρά ο δεσποτικός χαρακτήρας της οργάνω σης εργασίας που καθιερώνει η αλυσίδα. Επίσης βλέπουμε πως η αλυ σίδα μακριά από το να είναι μια απλή «καινοτομία» που να αποβλέπει στην ελάφρυνση των καθηκόντων μετακίνησης είναι πρώτα απ’ όλα και κύρια ένα σύστημα που αποβλέπει στη σύνθλιψη των περιθωρίων πρωτοβουλίας και αυτονομίας που οι καθαρά ταιηλορικές τεχνικές δεν είχαν ακόμα «περιορίσει» (βλ. για το σημείο αυτό πιο κάτω υποκεφά λαιο 2). Αυτή η λειτουργία της αλυσίδας εμφανίζεται ακόμα καθαρότερα αν προστεθεί πως η δεύτερη θεμελιακή αρχή που εντάσσεται στη συγκρό τησή της αποβλέπει: 2. Από το ένα μέρος εγκαθιδρύει ένα όλο και πιο περίπλοκο και ακα τάπαυστα τελειοποιούμενο σύστημα μηχανών, έτσι ώστε από το άλλο μέρος οι πράξεις που απαιτούνται είναι πάντα οι απλούστερες και οι πιο στοιχειώδικες και από το γεγονός αυτό μπορούν πάντα να πραγμα τοποιούνται περισσότερο από ανειδίκευτους εργάτες. Ο Φορντ, σε ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου του «Η ζωή μου και το έργο μου», δίνει στη γραμμή συναρμολόγησης μια σχεδόν μεθοδολογι κή έκθεση που επιτρέπει να καταδεχθούν άλλοι χαρακτήρες της «αλυ σίδας». Γράφει: «Οι α ρ χές τη ς συνα ρμ ολόγη ση ς (m ontage) είναι οι α κόλουθες: 1. Τοποθέτηση των εργαλείων και των ανθρώπων σύμφωνα με τη ν τάξη τω ν πράξεω ν κατασκευής, έτσι που κάθε εξάρτημα να έχει τη μικρότερη
103
δυνατή απόοταση να διατρέξει α πό την πρώ τη μέχρι την τελευταία πρά
ξη· 2. Η χρη σιμ οποίη ση ολισθητήρω ν ή και κάθε άλλου μηχανισμού μεταβί βασης, που να είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε όταν ένας εργάτης τελειώνει μια πράξη, το εξάρτημά του να πέφτει πάντα στο ίδιο μέρος, που πρέπει να είναι όσο το δυνα τό ν πιο κοντά στο χέρι του και αν είναι δυνα τό από το ίδιο το δικό του βάρος το εξάρτημα να παρασύρεται πρ ο ς τον α κόλου θο εργάτη. 3. Η χρησιμ οποίηση ενός δικτύου βαγονέττων ή αλυσίδω ν συ να ρ μ ο λό γη σης, που με τη βοήθεια το υ ς τα εξαρτήματα για συναρμ ολόγηση να είναι κατανεμημένα σε βολικές αποστάσεις» (σ. 90-91).
Αν ξαναπιάσουμε αυτά τα στοιχεία και τα συστηματοποιήσουμε με απλό τρόπο, έχουμε τις ακόλουθες προτάσεις: • εγκαθίδρυση ενός προτσές κυκλοφορίας των εξαρτημάτων για επε ξεργασία και των εργαλείων, • αυτό να αντιστοιχείται με ένα προτσές κατανομής ανθρώπων που να επιτρέπει να «ολοκληρώνονται» με ανθρώπινη εργασία οι πράξεις που δεν εξασφαλίζονται με μηχανικό τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τονίζει ο Φορντ, αυτά τα δύο προτσές πρέπει να είναι τέτοια, που «κανένας άνθρωπος να μην έχει να κάνει ούτε ένα βήμα» (σ. 90). Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί στο επίπεδο αυτό είναι, πως το προτσές κυκλοφορίας των εξαρτημάτων (που επισημάνθηκε σαν ένα από τα συστατικά στοιχεία της γραμμής συναρμολόγησης), που εξα σφαλίζεται από βαγονέττα και διάφορα συστήματα μηχανικής μεταβί βασης, είναι ένα ρυθμιζόμενο προτσές και μπορούμε να πούμε διπλά ρυθμιζόμενο: • πρώτα απ’ όλα γιατί τα εξαρτήματα — με μηχανικό τρόπο — οδηγούνται με μεγάλη ακρίβεια στον τόπο όπου πρέπει να τοποθετηθούν και «σε ακριβή τάξη» εκεί όπου πρέπει να συναρμολογηθούν· • σε συνέχεια, γιατί όλα αυτά τα μηχανικά συστήματα μεταβίβασης ενσωματώνουν τους «απαιτούμενους» χρόνους, δηλαδή τα διάφορα εξαρτήματα οδηγούνται σε ένα σημείο όπου παραμένουν έναν πολύ ακριβή χρόνο, που έχει προκαταρκτικά καθοριστεί από τις υπηρεσίες «Μέθοδοι». Ο χρόνος αυτός είναι ακριβώς εκείνος που ανήκει στον εργάτη για να πραγματοποιήσει τον προβλεπόμενο χειρισμό στο πλά νο της συναρμολόγησης. Πλάνο που κι αυτό το έχουν επεξεργαστεί και καθορίσει στις παραμικρότερες κινήσεις, εξωτερικά για τον εργάτη, από τις ίδιες τις υπηρεσίες «Μέθοδοι». Έτσι όπως περιγράφτηκε ο φορντισμός εμφανίζεται αυτό που είναι, 104
ένα γιγάντιο δυναμικό — παρουσιασμένο κάτω από τα εξωτερικά «καθαρά θεωρητικά» του —αλλά που αποσκοπεί στο να πάρει από τον εργάτη το μάξιμουμ δυνατό εργασίας σε μια εργάσιμη ημέρα. Με δύο λόγια, είναι πρώτα απ’ όλα η εντατικοποίηση της εργασίας που επιζητιέται. Επίσης, το προτσές εργασίας, αφού έχει απόλυτα «συντρίβει» σε στοιχειώδικες κινήσεις, οι εργάτες (που απαιτούνται από την αλυσίδα κι επομένως ολοκληρωτικά απο-ειδικευμένοι) χτυπιούνται άμεσα σ’ αυτό, που στη διάρκεια ολόκληρης περιόδου αποτέλεσε το κυριότερό στοιχείο της σχέσης τους δύναμης απέναντι στο κεφάλαιο: την «τέχνη» τους και την τεχνική τους γνώση. Το γεγονός πως αυτή η διπλή επιχεί ρηση καλύπτεται από την επιφανειακή «αντικειμενικότητα» της τεχνι κής δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση. Έτσι που ο Ντράκερ —απο λογητικός θεωρητικός της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» —απαντών τας στον Φορντ που δεν ντρεπόταν να παριστάνει πως ήταν ένας «μεγάλος μηχανικός και μεγάλος μηχανολόγος»46 μπορούσε να γρά φει: «Αν αναλύσουμε πραγματικά την αποκαλούμενη νέα τεχνολογία, θα ανακαλύψουμε πως δεν είναι καθόλου μια «τεχνολογία». Δεν είναι ένας συν δυασμός φυσικών δυνάμεων. Είναι μια αρχή κοινωνικής τάξης. Αυτό έχει εφαρμογή στο έργο του Φορντ. Δεν έκανε καμιά εφεύρεση ή μηχανική ανακάλυψη. Όλα αυτά που χρησιμοποίησε από μηχανική άποψη ήταν παλιά και πολύ γνωστά47. Μονάχα η αντίληψή του για την ανθρώπινη οργάνωση ήταν'νέα»4*.
Από μέρους μας —μετά την περιγραφή των τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν από τον Φορντ —θα προτιμούσαμε να πούμε πως πρόκειται για «ένα συνδυασμό φυσικών δυνάμεων» υπό τον όρο να υπογραμμί σουμε αμέσως πως και στο σημείο αυτό συμφωνούμε ολοκληρωτικά με τον Ντράκερ, πως αυτός ο «συνδυασμός» αποσκοπούσε στην καθιέ ρωση μιας αρχής κοινωνικής τάξης. Έτσι μπορούμε να υποστηρίξου με, πάντοτε μαζί με τον Ντράκερ, πως αυτό που είναι νέο είναι «η αντί ληψή του για την ανθρώπινη οργάνωση», όποια κι αν είναι τα «τεχνικά» χαρακτηριστικά κάτω από τα οποία εμφανίζεται. 46. Για το σημείο αυτό βλ, Η. Bcyron, Working for Ford, Penguin Education, Λονδίνο, 1973, σ. 17-40. 47. Ό χι μονάχα τα βαγονέττα χρησιμοποιήθηκαν πριν από τον Φορντ σε ορισμένες βιομηχανίες, αλλά την η ίδια αρχή της αλυσίδας πάρθηκε από τα εργοστάσια κονσερ βών στο Σικάγο, όπως αναφέρει ο Φορντ στο βιβλίο του «Η ζωή μου και το έργο μου», σ. 91. 48. P. Druckcr, New Society, Ed. Harper and Row, 1950, σ. 19.
105
Μια τελευταία λέξη για να πούμε πως, σε ότι αφορά αυτόν τον ίδιο το «συνδυασμό» και τη μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα» της εργα σίας, που απορρέει απ’ αυτόν, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα: • σ’ αυτό που επιτρέπει εξοικονόμιση μη παραγωγικής δαπάνης εργα τικής δύναμης - έτσι, τα πολλά καθήκοντα διακίνησης που εξασφαλί ζονται από τα βαγονέττα • και στο υπερπροΐ'όν που παίρνεται με την εντατικοποίηση της εργα σίας, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, με μια αύξηση δαπάνης εργατι κής δύναμης. Βέβαια αυτές οι δύο πλευρές στην πραγματικότητα είναι εντελώς συνδεδεμένες. Όμως, η διάκριση παραμένει — από αναλυτική σκοπιά — χρήσιμη και απαραίτητη. Αν προϋποτεθεί, π.χ., πως επιμηκύνεται ο χρόνος ενέργειας τόσο, όσο αυτό που «κερδίζεται» χάρη στην αντικα τάσταση των καθηκόντων διακίνησης από τα βαγονέττα: έχουμε εδώ ένα φαινόμενο που μπορεί να εκτιμηθεί σαν μια *τεχνική πρόοδος»*9. Η υπόθεση αυτή είναι καθαρά τυπική αφού το σύνολο του συστήματος Φορντ δεν αποβλέπει στην επιμήκυνση του χρόνου ενέργειας, αλλά αντίθετα στη μείωσή του στα όρια του υποφερτού —και ακόμα σε ορι σμένες περιπτώσεις πέρα απ’ αυτά. Για όλους αυτούς τους λόγους θεωρούμε πως ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο Ντράκερ για τον φορντισμό σαν αρχή κοινωνικής τάξης είναι σωστός και διεισδυτικός: δίχως να χάνεται σε «τεχνικές» αναλύσεις προχωράει στο ουσιαστικό και το ουσιαστικό είναι «πολιτικό». Με την έννοια όπου το κεντρικό ζήτημα στο οποίο ο Φορντ και ο φορντισμός δίνουν μια απάντηση, είναι: ποιος είναι αυτός ο τύπος «τεχνικής» οργάνωσης της παραγωγής που επιτρέπει την απόσπαση του μάξιμουμ υπερεργασίας σ’ ένα δοσμένο επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική τάξη και σ’ εκείνη των αφεντικών; 2.2.2. Οι απαιτήσεις της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων και τα αποτελέσματά της στο προϊόν της ΕΑ Ο καπιταλιστής, κυριαρχώντας στα διάφορα στοιχεία του προτσές εργασίας και κάνοντάς τα να λειτουργούν προς όφελος του, αναπαρά γει αδιάκοπα τους όρους της κυριαρχίας του στα διάφορα τμήματα της κοινωνικής εργασίας, που μέσα τους αναλύεται το προϊόν. Στην περί πτωση της αλυσίδας που αναλύθηκε προηγούμενα, φαίνεται καθαρά πως όλη η δραστηριότητα των τεχνικο-επιστημονικά εργαζόμενων 49. Για την έννοια της τεχνικής προόδου βλ. στο συμπέρασμα αυτού του δοκιμίου.
106
απορροφιέται για την επεξεργασία τεχνικών συστημάτων — και για τους υπολογισμούς των «χρόνων και κινήσεων» — που να επιτρέπουν τη στήριξη της κυριαρχίας του κεφάλαιου στο προτσές εργασίας, και τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση υπεραξίας. Αλλά πέρα απ’ αυτό το «παράδειγμα» — που είναι, υπενθυμίζουμε, κάτι περισσότερο από ένα «οποιοδήποτε» παράδειγμα, στο βαθμό που πρόκειται για την κατεξοχήν τεχνική στην οποία προσφεύγει ο σύγχρονος καπιταλισμός στην παραγωγή σε σειρές —επομένως πέρα απ’ αυτό, και γενικότερα η δραστηριότητα των τεχνικο-επιστημονικά εργαζόμενων εντάσσεται πάντα μέσα στα ακριβή, καθορισμένα από το κεφάλαιο όρια. Είναι αλήθεια πως οι παραγωγικές σχέσεις προσδιορίζουν «ένα σύ στημα θέσεων και λειτουργιών που ορίζουν τους διάφορους συντελε στές που συμ βάλουν στην παραγωγή»30 ανεξάρτητα από τη φύση των σχέσεων που διατηρούν τα διάφορα στρώματα και τάξεις που κατέχουν στην παραγωγή (δεσποτικές, ιεραρχικές ή όχι σχέσεις), αυτό το «σύστημα θέσεων» στηρίζεται σε μια υλική βάση. Όπως υπογραμμί ζει η Μ. Α. Ματσιόκι: «υπάρχει πάντα μια τεχνική βάση στο προτσές εργασίας31» και μια ακριβής, ειδική βάση σε κάθε κοινωνική οργάνω ση. Και ο καπιταλιστής —η καπιταλιστική επιχείρηση σαν τόπος αξιο ποίησης του κεφάλαιου - πρέπει να αναπαράγει και αναπαράγει τις βάσεις στις οποίες στηρίζεται ο καταμερισμός εργασίας, όπως και το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων και την εργασία που προστατεύει και που τον χαρακτηρίζει. Αυτές οι υλικές βάσεις συγκροτούνται στην καπιταλιστική επιχείρηση από το σύστημα των μέσων παραγωγής που οι εργατικές δυνάμεις ενεργοποιούν και αυτό, στο βαθμό όπου υπάρχει μια σχέση με ένα δεδομένο σύστημα μέσων παραγωγής, όπου η κοινωνι κή εργασία κατανέμεται και που οργανώνεται το προτσές εργασίας. Έτσι στο επίπεδο της εταιρίας52 και θεωρώντας τα πράγματα στην υλικότητά τους, ο καπιταλιστής που αναπαράγει την κυριαρχία του
στο προτσές της κατατεμαχισμένης εργασίας, πρέπει να αναπαράγει τα μέσα παραγωγής που αποτελούν τη βάση του καταμερισμού και του κατατεμαχισμού της εργασίας. Με άλλα λόγια, ένας από τους όρους
αναπαραγωγής των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων είναι η 50. Bettelheim, Calcul economique et formes de propriete, Maspero. 51. M.A. Macciocchi, «De la Chine ou des racines de la sinophobie occidental» στο
Tel Quel, αρ. 48/49, σ. 95. 52. Λέμε στο επίπεδο της εταιρίας, γιατί στο κοινωνικό επίπεδο, η αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων παραπέμπει σε μια ανάλυση άλλου τύπου, που ο Αλτουσέρ έκανε δυνατή με την παραγωγή της έννοιας κρατικός ιδεολογικός μηχανισμός.
107
αναπαραγωγή ενός ορισμένου τύπου μέσων παραγωγής που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή ευο'ς ορισμένου τύπου καταμερισμού εργασίας. Η ουσία του προβλήματος είναι πως η καπιταλιστική επιχείρηση χρειάζεται για να αναπαράγεται όχι μονάχα να ανανεώνει τους εξοπλι σμούς της, αλλά οι νέοι εξοπλισμοί, που μπαίνουν απ’ αυτή σε κυκλο φορία, να διαθέτουν τέτοια χαρακτηριστικά που να αναπαράγουν αδιά κοπα τις «τεχνικές» βάσεις της κυριαρχίας του προτσές εργασίας; Η υπόθεση που προβάλεται είναι, πως οι καπιταλιστικές «τεχνικές» είναι τόσο τεχνικές παραγωγής όσο και τεχνικές κυριαρχίας 53 και σ’ αυτό τον τύπο ορίων είναι ενταγμένοι οι τεχνικο-επιστημονικά εργαζόμενοι που απασχολούνται από την επιχείρηση — όπως εξάλλου και όλοι οι τεχνικο-επιστημονικά εργαζόμενοι που απασχολούνται στον ΚΤΠ, έτσι που το κεφάλαιο κυριαρχικά αποφασίζει αν θα ενσωματώνει ή όχι στην παραγωγή του τις τεχνικές τους «δημιουργίες». Έτσι εμφανίζονται ορισμένα επιχειρήματα που επιτρέπουν την αμφισβήτηση της θέσης για την
53. A. Gorz, στο έργο που αναφέρθηκε.
108
1. Ο χωρισμός της χειρωνακτικής εργασίας και της πνευματικής εργασίας. Υποδείχθηκε πως αυτός ο χωρισμός απαιτείται από τον καπιταλιστι κό χαρακτήρα της παραγωγής εμπορευμάτων. Το σχίσμα ανάμεσα στο χειρωνακτικό μέρος και στο πνευματικό μέρος της εργασίας άρχισε να φανερώνεται στο στάδιο της μανιφακτούρας. Από αυτή τη στιγμή ο χειροτέχνης που απασχολούνταν με περίπλοκα καθήκοντα κατα σκευής (που είναι τόσο καθήκοντα σύλληψης όσο και απλής χειρωναχτικής «συναρμολόγησης») βλέπει την εργασία του να διαιρείται προοδευτικά. Αυτό το προτσές χωρισμού και καταμερισμού των καθη κόντων πήρε την πρώτη του ανάπτυξη κάτω από την εξουσία του καπιταλιστή. Απ’ αυτή την άποψη είναι ενδιαφέρουσα η υπογράμμιση πως, για την Εγκυκλοπαίδεια (του Ντ’ Αλαμπέρ και του Ντιντερό), αυτό που χαρακτηρίζει τη μανιφακτούρα είναι η «συγκέντρωση ενός σημαντικού αριθμού εργατών στον ίδιο τόπο για να κάνουν ένα είδος έργου κάτω από το βλέμμα ενός επιχειρηματία »54. Πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός πως αυτό το προτσές χωρισμού δεν πήρε αυτό το μαζι κό χαρακτήρα — και μπορούμε να πούμε χαρακτήρα αρχής — παρά μονάχα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τίποτα το συγκρίσιμο (τουλάχιστον σ’ αυτή την κλίμακα), στις ασιατικές κοινωνίες ή στη συντεχνιακή οργάνωση εργασίας. Το σχίσμα ενεργήθηκε γιατί υπάρχει ο όρος της αναπαραγωγής του κεφάλαιου και της καπιταλιστικής εμπορευματικής αναπαραγωγής. Απ’ αυτή την άποψη είναι σύμφυτο με την ύπαρξη της μισθωτής εργασίας και των ταξικών αντιθέσεων που την συγκροτούν55. 2. Η αντίθεση της πνευματικής εργασίας με τη χειρωνακτική εργαΔεν αρκεί στην πραγματικότητα να λέμε πως η χειρωνακτική εργα σία και η πνευματική εργασία είναι «χωρισμένες». Πρέπει να ξεκαθαρί ζουμε ακόμα πως αυτός ο «χωρισμός» καταγράφεται με την αντίθεση. Είναι αυτό που αναπτύχθηκε, όταν είπαμε πως το κεφάλαιο βαθμιαία καταχτάει όλες τις λειτουργίες διεύθυνσης και σύλληψης. Το πνευμα τικό μέρος της εργασίας αυτονομοποιείται πάντα σαν συμπληρωματι κή «λειτουργία» του κεφάλαιου. Είδαμε πως η συνεργατική αρχή του 54. Encyclopedie, Διαλεχτά Kcipr.vu, Udiiiuns Sociales, άρθρο «Manufacture», σ. 160. 55. Στο σημείο αυτό είμαι σύμφωνος με τον Frcyssenet, «Le processus de dequalifi cation - surqualification·, CSU, 1974.
109
κεφάλαιου, που προϋποθέτει μια λειτουργία «συντονισμού» («όπως μια ορχήστρα χρειάζεται έναν επικεφαλής»), αναπτύχθηκε άμεσα μ’ έναν δεσποτικό τρόπο - αφού αυτή η λειτουργία ενεργοποιήθηκε στις καπι ταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Με το πέρασμα στη μεγάλη βιομηχα νία αναπτύσσεται σαν λειτουργία του κεφάλαιου που είναι τα γενικά καθήκοντα σύλληψης - επιτήρησης - ελέγχου. Το γενικό προτσές αποειδίκευσης (που ενεργοποιήθηκε από τον ταιηλορισμό και τις μηχανές) που από τη μια μεριά ανάγει την εργασία του εργάτη στην επαναληπτι κή εκτέλεση κατατεμαχισμένων καθηκόντων, συνοδεύεται από την άλ λη πλευρά με μια ιδιοποίηση της πνευματικής εργασίας, πράγμα που ο Μαρξ το υποστηρίζει σαφέστατα: «Οι πνευματικές παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται από μια πλευρά μονάχα, γιατί εξαφανίζονται κάτω από όλες τις άλλες. Α υτό που χάνο υν οι μερικοί εργάτες συγκεντρώνεται απέναντι τους στο κεφάλαιο. Ο μανιφακτουρικός καταμερισμός το υ ς αντιπαραθέτει τις πνευματικές πα ρα γω γικές δυνάμεις σαν τη ν ιδιοχτησία του ά λλου και σαν δύναμη που τους κυριαρχεί. Τ ο σχίσμ α αυτό... ολοκληρώνεται... στη μεγάλη βιομηχανία που κάνει την επιστήμη μια παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργα
σία και στρατολογεί την επιστήμη στην υπηρεσία του κεφάλαιου*56.
Αυτή η ιδέα, πως η επιστήμη αναπτύσσεται μονάχα σε ένα προτσές που είναι εκείνο της πάλης του κεφάλαιου ενάντια στην εργασία, είναι μόνιμη στο έργο του Μαρξ. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ακόμα πως αποτελεί ένα από τα ειδικά μαρξιστικά χαρακτηριστικά της ανάλυσης της επιστημονικής ανάπτυξης. Το ισχυρό σημείο του Μαρξ εδώ είναι πως συνδέει αυτό το γεγονός με τις μορφές και το προτσές καταμερι σμού της εργασίας στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο Μαρξ στις Grundrisse, υπογράμμισε ήδη πως η επιστήμη «...χωρίζεται ολότελα από την επιδεξιότητα και τις γνώσεις του ατομικού εργάτη...». Πιο πέρα θα δειχθεί (βλ. υποκεφάλαιο 2) πως ο ταιηλορισμός —προνομιοποιημένη στιγμή αν είναι έτσι του χωρισμού της χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας —συγκροτήθηκε «ολότελα» σε μια κίνηση απαλλοτρίωσης των εργατών από τη γνώση τους. Η «κυρίευση» της εργατι κής γνώσης (τεχνικής) από το κεφάλαιο και προς όφελος του παρου σιάζεται σαν ο αναγκαίος όρος για την ανάπτυξη της συσσώρευσης του κεφάλαιου. Αυτό το προτσές, που πυροδοτήθηκε πλατιά στον 19ο αιώνα, περιγράφτηκε ήδη από τον Μαρξ, που βεβαιώνει στο ίδιο κομ 56. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Βιβλίο Πρώτο, τόμος I, Editions Sociales, σ. 50. 110
μάτι στις Grundrisse: «Όλες αυτές οι εφαρμογές (της επιστήμης) εμφα νίζονται αυτές οι ίδιες σαν μέσα εκμετάλλευσης της εργασίας... επομέ νως σαν δυνάμεις του κεφάλαιου απέναντι στην εργασία...» Πιο πέρα ακόμα παρουσιάζει αυτόν το χωρισμό και αυτή την αντίθεση σαν ένα προτσές, σαν μια κίνηση, που οι όροι της προσδιορίζονται έξω από τον εργάτη, σαν γεγονός του κεφάλαιου, κι ενάντια σ’ αυτόν: «...Και είναι έτσι που η ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνά μεων της εργασίας και οι όροι της ανάπτυξής τους να εμφανίζονται σαν γεγονός του κεφάλαιου απέναντι στους οποίους ο εργάτης δεν έχει μονά χα μια παθητική συμπεριφορά... (αυτές)... παράγονται ενάντιά του»” Αυτό δίνει μια ιδέα για τα θαυματουργά μέσα, που χρειάστηκε να επιστρατεύσουν, για να ισχυριστούν πως βρήκαν στον Μαρξ τις βά σεις της «επιστημονικής και τεχνικής επανάστασης» και τις βάσης μιας συμμαχίας με τους τεχνικούς και τους μηχανικούς, που να μην αμφισβητεί τη φύση της εργασίας που πραγματοποιούν οι τελευταίοι. Όπως κι αν έχει και για να ξαναγυρίσουμε στον Μαρξ, έχει βασική σημασία να μη ξεχνάμε, πως η μορφή του «χωρισμού» του χειρωνακτι κού μέρους και του πνευματικού μέρους της εργασίας επικαλύπτεται από μια άλλη, ακόμα πιο σημαντική μορφή: εκείνη της αντίθεσης ανά μεσα στην πνευματική εργασία και τη χειρωνακτική εργασία, που η πρώτη αναπτύσσεται από την πλευρά του κεφάλαιου — και κάτω από την κατοχή και την κυριαρχία του - ενάντια στην εργασία. Από δω απορρέει μια τρίτη πρόταση: 3. Οι παραγωγικές δυνάμεις, θεωρούμενες από τη διπλή άποψη των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας58 αλλά επίσης και απ’ αυτή των «πραγμάτων» (μέσων παραγωγής), φέρνουν το αποτύπωμα και το σημάδι των κοινωνικών σχέσεων, μέσα στις οποίες εντάσσονται κι απ’ όπου αναπαράγονται. Ήδη η Ματσιόκι, γυρίζοντας από την Κίνα, έκανε αυτή τη διαπί στωση, πως «...είναι αδύνατο να μιλάμε γενικά μονάχα για παραγωγι κές δυνάμεις. Φέρνουν αποτυπωμένες στους κόλπους τους τα σημάδια των παραγωγικών σχέσεων»59. Η περίπτωση της αλυσίδας για την οποία είπαμε λίγα λόγια υπογραμμίζει τέλεια αυτό το γεγονός. Το σύ 57. Μορξ, Grundrisse, σ. 81. 58. «Ένας καθορισμένος τρόπος παραγωγής ή ένα καθορισμένο βιομηχανικό στά διο, είναι σταθερά δεμένα με έναν τρόπο συνεργασίας... και αυτός ο τρόπος συνεργα σίας καθεαυτός είναι μία “παραγωγική δύναμη”· . Μαρξ, Η γερμανική ιδεολογία. 59. Μ. A. Macciocchi, στο έργο που αναφέρθηκε, σ. 95. 111
νολο των «τεχνικών» συστημάτων που τη συνθέτουν επινοήθηκε και σχεδιάστηκε απ’τη μια άκρη ως την άλλη για να μειώνει την ικανότητα «φρεναρίσματος» του εργάτη, για να του επιβάλλει —ενσωματώνοντάς τον στις μηχανές —ένα ρυθμό εργασίας, στον οποίο δεν μπορεί παρά να υποταχθεί. Στην ουσία της είναι μια γιγάντια μηχανή απόσπασης υπεραξίας και απογύμνωσης του εργάτη από κάθε κυριάρχηση στους όρους της εργασίας του, επομένως επίθεση στη σχέση του δύναμης απέναντι στο κεφάλαιο. Θα δειχθεί επίσης (βλ. υποκεφάλαιο 2) πως ο ταιηλορισμός έδωσε μια ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων του κεφάλαιου και μια κίνηση ανανέωσης του υπάρχοντος εργαλειακού δυναμικού, για να το κάνει σύμφωνο στις επιταχτικές απαιτήσεις αξιοποίησης του κεφάλαιου και να επιτρέψει την αναπαρα γωγή της κυριαρχίας του στην εργασία. Όμως πρέπει να πάμε ακόμα πιο πέρα, βγάζοντας τις συνεπαγωγές από τα τρία πρώτα συμπεράσμα τα που έχουν ήδη διατυπωθεί, για να εκτεθεί μια τέταρτη και τελευταία θέση: 4. Θεωρώντας τα πράγματα στο κοινωνικό επίπεδο, μπορούμε να επισημάνουμε και να προσδιορίσουμε «δυο δρόμους» και «δυο γραμ μές» σε ότι αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων: έναν καπιταλιστικό δρόμο και έναν σοσιαλιστικό δρόμο. - Ο καπιταλιστικός δρόμος είναι εκείνος όπου η ανάπτυξη των παρα γωγικών δυνάμεων γίνεται από και μέσα από τη συσσώρευση του κεφάλαιου. —Ο σοσιαλιστικός δρόμος, εκείνος που κάνει να στηρίζεται η ανά
πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη «συλλογική παραγωγική ικα νότητα και στην πρωτοβουλία των μαζών»60. Η θέση αυτή των «δυο δρόμων» εξηγείται από τον Μπεττελέμ σ’ ένα άρθρο, που κατευθύνονταν ενάντια στους συντάκτες της Nouvelle Critique και επαναλήφθηκε αργότερα πιο λεπτομερειακά στο βιβλίο «Πολιτιστική Επανάσταση και Βιομηχανική οργάνωση στην Κίνα». Στο άρθρο κατά της Nouvelle Critique, ο Μπεττελέμ γράφει ιδιαίτερα: «Αυτοί (οι συντάκτες της Nouvelle Critique), δεν μπορούν να παρα δεχτούν παρά μονάχα έναν τρόπο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνά μεων: τον καπιταλιστικό τρόπο, που στηρίζεται ακριβώς στη συσσώρευση κεφάλαιου. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να διανοηθούν πως οι κινέζοι εργάτες, απελευθερωμένοι από τα δεσμά της κυριαρχίας 60. Bettelheim, σημ. από το διάβασμα του άρθρου «De la Chine ou des racines de la sinophilie occidentale», Tel Quel, ap. 48/49. 112
του καπιταλισμού και καταχτώ ντας όλο και πιο συλλογικά τη ν τεχνική (συμ μ αχώ ντας με το υ ς τεχνικούς, αλλά αρνούμενοι να έχο υ ν αυτοί μια κυριαρχική θέση), βρήκαν αυτό πο υ είχαν προβλέψει οι κλασσικοί του μ αρξισμού: το σοσιαλιστικό δρόμο α νά πτυξη ς τω ν πα ρα γω γικώ ν δυνά μεω ν, ένα δρόμο που επιτρέπει τη ν πλήρη ά νοδο τη ς πα ρα γω γική ς ικα νότη τα ς και νεοτερικότητας, τω ν εργαζόμενων μαζών»61.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση επιχειρήθηκε να προχωρήσει ο συγγραφέας στο άρθρο που καταχωρήθηκε σ’ αυτό το βιβλίο και που αναφέρει ορι σμένα στοιχεία της κινέζικης πολιτικής σχετικά με την τεχνική ανα νέωση και την οργάνωση της εργασίας. Αφήνοντας στην άκρη το ζή τημα, αν η Κίνα μπορεί να εφαρμόσει αποτελεσματικά και να αναπτύ ξει αυτό το προτσές νέου τύπου (πράγμα που θα εξαρτηθεί από την έκβαση της ταξικής πάλης), μπορούμε από τώρα να αναγνωρίσουμε αυτή την τεράστια και ιστορικής σημασίας συμβολή, που έδωσε σ’ αυτό το πρόβλημα τη μορφή μιας πολιτικής, που η εμβέλειά της, όποιο κι αν είναι το άμεσο μέλλον του στην Κίνα, άρχισε να γίνεται αισθητή. Κάτω από το φως που έδωσε η Κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση, ένα κείμενο του Μαρξ που αναφέρεται συχνά φωτίζεται με ιδιαίτερο τρόπο, γιατί λέει ο Μαρξ: «Αυτό που διακρίνει μια οικονομική εποχή από μια ά λ λη , είναι λιγότερο εκείνο που κατασκευάζεται, παρά ο τρόπος κατασκευής των μέσων εργα σίας με τα οποία κατασκευάζει. Τα μέσα εργασίας είναι το γραδόμετρο α νάπτυξης του εργαζόμενου και υποδείχνο υ ν τις κοινωνικές σχέσεις μέ σα στις οποίες εργάζεται»62.
Δεν μπορούσε να εκφραστεί καθαρότερα αυτή η ιδέα, πως τα μέσα εργασίας φέρνουν τα ίχνη και τα σημάδια των κοινωνικών σχέσεων μέ σα στις οποίες επινοήθηκαν και για τις οποίες λειτουργούν. Με τον Α. Ντ. Μαγκαλίν63, πρόκειται για ένα προτσές υλοποίησης των παραγωγι κών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις που πρέπει να μιλήσουμε. Και να βγάλουμε τόσο τις θεωρητικές όσο και τις πολιτικές συνεπαγωγές. Θεωρητικές: Όλη η «παλιά» διαλεκτική του ζευγαριού «παραγωγι κές δυνάμεις / παραγωγικές σχέσεις» που νοεί κάθε στοιχείο σε εξωτερικότητα σε σχέση με το άλλο πρέπει να απορριφθεί. Για να πιάσουμε — για μια στιγμή μονάχα — τη γλώσσα των θέσεων σχετικά με τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, δεν είναι για την «απεμπλοκή» της 61. Bettelheim, σ. 104. Η υπογράμμιση του συγγραφέα. 62. Μαρξ, Το κεφάλαιο, Εκδ. Pleiade, τομ. 1, σ. 727. Υπογραμ. Μ. Κοριά. 63. A. D. Magaline, Lutte des classes et Divalorisation du capital, Maspero, 1975.
113
ΕΤΕ που πρέπει να μιλήσουμε ούτε πολύ περισσότερο για μια «παρεκ τροπή» ή μια «κακή χρησιμοποίηση» της επιστήμης και της τεχνικής από το κεφάλαιο. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται —δεν θα το επαναλάβουμε ποτέ αρκετά - σε μια περισσότερο ή λιγότερο καλή χρησιμοποίηση της δυναμικό τητας της επιστήμης και της τεχνικής. Το πρόβλημα είναι να κατανοηθεί, πως το κεφάλαιο εξασφαλίζει ένα ορισμένο τύπο ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, στις οποίες «μπαίνει σαν ηγέτης και αρχηγός». Έτσι το σύνολο του συστήματος των παρα γωγικών δυνάμεων —η γενική του διαμόρφωση, όπως και οι ιδιαίτερες πλευρές του — παίρνουν ειδικές, καπιταλιστικές μορφές. Το να λέμε εξάλλου πως ο καπιταλισμός «φρενάρει» την ανάπτυξη των παραγωγι κών δυνάμεων, δεν μπορεί να στηριχτεί παρά με τίμημα μια γερή καζουιστική. Αντίθετα, αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι μια εντελώς φανταστική ανάπτυξή τους. Το αληθινό και μοναδικό πρόβλημα είναι πως πρόκειται για τις δικές του παραγωγικές δυνάμεις, για τις παραγωγικές δυνάμεις του και για κεφάλαιο. Να ανταγωνιζόμαστε σχε τικά με την ποσότητα και την αποτελεσματικότητα από την ίδια τη δική του άποψη, κινδυνεύουμε να έχουμε απογοητεύσεις μεγάλης έκτασης. Πολιτικές συνεπαγωγές: παραπέμπουν σε δύο σειρές προβλημάτων. Πρώτο: Θα πρέπει να αποφασίσουμε να δεχτούμε πως η «υλική βά ση», που κληρονομήθηκε από τον καπιταλισμό, κινδυνεύει να αποκαλυφτεί εντελώς ακατάλληλη για την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικού τύ που σχέσεων. Η υπεράσπιση κάθε προόδου της τεχνικής ανάπτυξης — γιατί συμβάλει στην προετοιμασία των υλικών βάσεων του σοσιαλι σμού — είναι, απ’ αυτή την άποψη, ένα παιδικό παιχνιδάκι, που δεν μπορεί να λειτουργεί αιώνια. Δεύτερο: Η επαναγωγή της συμμαχίας με τους τεχνικούς και τα στε λέχη δεν μπορεί να γίνεται αιώνια δίχως να αμφισβητηθεί η φύση της εργασίας που πραγματοποιείται απ’ αυτές τις κατηγορίες εργαζόμενων. Χωρίς τη μετατόπιση των διεκδικητικών θεμάτων και της πάλης από τα αυστηρά μισθολογικά ζητήματα στην αμφισβήτηση του καταμερι σμού της εργασίας και του χωρισμού του πνευματικού μέρους και του χειρωνακτικού μέρους της εργασίας. Και σ’ αυτό το σημείο ακόμα, η Κίνα και η Πολιτιστική Επανάσταση δεν μπορούν να αρνούνται και να παραμορφώνονται αδιάκοπα.
114
2. Ο ταιηλορισμός και η απαλλοτρίωση της εργατικής γνώσης
Σ’ αυτό το υποκεφάλαιο έχουμε την πρόθεση να παρουσιάσουμε ορισμένες από τις πλευρές του ταιηλορισμού. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε πως ο ίδιος ο ταιηλορισμός σαν τεχνική οργάνωσης της εργα σίας, όπως και οι τεχνικές (εργαλεία) της παραγωγής που εξασφαλίζει την προώθηση και την άνοδό τους πρέπει να κατανοηθοΰν σε αναφορά με τους όρους απογείωσης της συσσώρευσης κεφάλαιου στις ΗΠΑ, σε μια συγκεγκριμένη στιγμή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στην εργατική και την εργοδοτική τάξη. Πρόκειται για μια συμπληρωματική συμβολή στην κριτική της θέ σης της «ουδετερότητας» των τεχνικών, που ολοκληρώνει τα στοιχεία που προβλήθηκαν στο υποκεφάλαιο 1, κάνοντάς τα να «λειτουργούν» σε μια καθορισμένη ιστορική κατάσταση64.
/ . Ο Ταίηλορ και η αρχαιολογία του: Το προτσές εργασίας τφιν αχό την «Επιστημονική Διεύθυνση» Στη δεκαετία του 1870, στα χαλυβουργεία της Midvale Stell Company ο Ταίηλορ σαν εργάτης και μετά σαν εργοδηγός, έκανε σκέ ψεις και πειραματισμούς, που αφορούσαν μια νέα μέθοδο διεύθυνσης των εργαστηρίων. Τρεις ανακοινώσεις στην ASME63 σημάδεψαν την ανάπτυξη της σκέψης του και, όπως θα δείξουμε, με τρόπο που, ξεκι νώντας από μια μελέτη — εξαιρετικά αναπτυγμένη στην εποχή του — σχετικά με τους τρόπους αμοιβής της εργασίας «ένα νέο σύστημα πληρωμής του μισθού με το κομμάτι» (1895), βαθμιαία άλλαξε έδαφος - και είναι ο μόνος που θα το κάνει - για να προτείνει με το «Shop management» (1903) και το «Αρχές Επιστημονικής Διεύθυνσης» (1906)
64. Το κείμενο που θα διαβάσετε οφείλει πολλά σε μια εργασία που έγινε μαζί με τον Ρομπέρ Λινάρ. Είναι όμως αυτονόητο, πως την ευθύνη για τις απόψεις που προβάλονται εδώ τη φέρνω εγώ. 65. ASME: American Society οΓ Mechanical Engineers: για τις έρευνες σχετικά με την οργάνωση εργασίας, έπαιζε ταυτόχρονα ρόλο εργαστηρίου και διάδοσης των απο τελεσμάτων για την θεωρούμενη περίοδο (1870-1920).
115
μια επαναστατική τεχνική για την οργάνωση εργασίας. Επαναστατική στο ότι αναστάτωσε ταυτόχρονα την οργάνωση του προτσές εργασίας, σύντριψε παρά την ισχυρή του αντίσταση το συνδικαλισμό των ειδι κευμένων εργατών που στηρίζονταν στο επάγγελμα και μετασχημάτισε βαθιά την τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης?6 και της επέβαλε όλους τους σύγχρονους χαρακτήρες της, όπου κυριαρχούν ο αποειδικευμένος εργάτης-μάζα (OS) και ο εργάτης της αλυσίδας. Το πρόβλημα που έθεσε — στρατολογημένος σαν εργοδηγός και αργότερα διορισμένος σαν μηχανικός-σύμβουλος στην οργάνωση εργασίας - είναι εκείνο που ολόκληρο το κεφάλαιο έθετε67,απ’ αυτό η πολεμική σε όλες τις συνόδους της ASME68: πώς να εξοστρακίσουν ή καλύτερα να συντρίψουν αυτό που προσδιορίζεται σαν «σουλατσάρισμα» και που εμείς θα ονομάσουμε με την έννοιά του: την εργατική αντίσταση στη μισθωτή εργασία, που πρέπει καταρχήν να πούμε μερι κές λέξεις για να τοποθετήσουμε το πλάτος της και τη ζωηρότητά της: 1.1. ΤΟ «ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟ ΣΟΥΛΑΤΣΑΡΙΣΜΑ.
Είναι αυτό που επεξεργάζεται η «Επιστημονική διεύθυνση» σαν το ζήτημα κλειδί και το βασικό εμπόδιο, όπου προσκρούει η επέκταση του κεφάλαιου. Είναι όχι μονάχα συστηματική πραχτική των βιομηχα νικών εργατών, αλλά επίσης και προπαντός μια συνδικαλιστική πολιτική. Ο Ταίηλορ προσπαθεί καταρχήν να επισημάνει τις αιτίες της ζωηρότητάς του. Επισημαίνει τρεις. 1.1.1. «Το σουλατσάρισμα θεωρούμενο σαν φάρμακο για την ανεργία» Η ουσία της εργατικής στάσης συνοψίζεται από τον ίδιο τον Ταίη λορ: «Η μεγάλη πλειοψηφία των εργατών πιστεύουν πως αν εργάζον
66. Με τον όρο τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης εννοούμε την ανάλυση της εργατικής τάξης στα διάφορα συστατικά της: επαγγελματτες εργάτες (ΟΡ), ειδικευμέ νοι εργάτες (OQ και OHQ) και «εξαδικευμένοι» εργάτες χωρίς ιδιαίτερη ειδίκευση. 67. Ας πούμε μονάχα εδώ, πως πρόκειται για το κεφάλαιο μιας περιόδου πολύ μεγά λης επέκτασης: το πετρέλαιο και μαζί του η χημική βιομηχανία, ο ηλεκτρισμός, οι σιδηρ/μοι και ο χάλυβας είναι ήδη καρτελοποιημένα και ο πόλεμος για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα των αγορών είναι στην ημερήσια διάταξη (βλ. Λένιν: «Ο ιμπεριαλι σμός, ανώτερο στάδιο...» και Ν. Μπουχάριν: «Η παγκόσμια οικονομία και ο ιμπεριαλι σμός.). 68. Για το ρόλο της ASME σαν πόλος σκέψης για την οργάνωση της εργασίας, βλ. A J. Aitken, Taylortsme at Watertown, εισαγωγή. Harvard University - Press, Cam bridge, Massachusetts, I960.
116
ταν με τη βέλτιστη ταχύτητά τους, θα προκάλούσαν σημαντική ζημιά στο επάγγελμα φέρνοντας στην ανεργία ένα μεγάλο αριθμό συναδέλ φων τους» (...) Επίσης, «εξαιτίας αυτής της απατηλής άποψης, ένα μεγάλο μέρος των εργατών δύο χωρών μας (ΗΠΑ και Αγγλία), επιβραδύνουν εσκεμμένα το ρυθμό εργασίας τους για να μειώνουν την παραγωγή». «Σχεδόν όλα τα εργατικά συνδικάτα έχουν καθορίσει κανόνες που έχουν σαν στόχο τον περιορισμό της παραγωγής των μελών τους και οι άνθρωποι που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στην εργατική τάξη, οι αρχηγοί των συνδικάτων και τα άτομα που τους προ σφέρουν τη βοήθειά τους για φιλανθρωπικούς σκοπούς διαδίδουν κάθε μέρα αυτή την προκατάληψη». (DSE, σ. 24-266’). Ο λόγος αυτής της εργατικής και συνδικαλιστικής αντίστασης είναι τριπλός: • πρώτα απ’ όλα οι μηχανές ώθησαν και εξακολουθούν να ωθούν σημαντικές μάζες βιομηχανικών εργατών, όπως και την πάλη για την απασχόληση —αφού πήρε σαν στόχο τις ίδιες τις μηχανές —να υιοθε τούν τη μορφή μιας πάλης για το διαπραγματευμένο καθορισμό ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου αριθμού καθηκόντων κατά επάγγελ μα. • επίσης, αφού απουσιάζει κάθε μορφή «έμμεσου μισθού» (οι σημερι νές μορφές κοινωνικών παροχών) — μονάχα τα εργατικά ταμεία εξα σφαλίζουν μια μικρή προστασία για την ασθένεια και την ανεργία - εί ναι η φυσική του ύπαρξη —σαν εργατική δύναμη —που ο εργάτης διακυβεύει με την αντίσταση στην εντατικοποίηση της εργασίας, προσπα θώντας να κάνει να αποτύχει η πρόωρη φθορά του. • ο τρίτος λόγος είναι συνδεμένος με το μισθό αλλά αυτή τη φορά αφορά όχι τον άμεσο ή τον έμμεσο χαρακτήρα του, αλλά τον τρόπο υπολογισμού και καθιέρωσής του. 1.1.2. Το σύστημα του μισθού με το κομμάτι Κι εδώ ακόμα ο Ταίηλορ είναι ένας οξυδερκής παρατηρητής όταν σημειώνει: «δεν μπορούμε να βρούμε σε όλα τα σημαντικά σύγχρονα ιδρύματα, όποιος κι αν είναι ο τρόπος πληρωμής των μισθών, έναν ικανό εργάτη που να μην αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του για να μελε 69. Ό λες οι αναφορές αυτές έχουν παρθεί από το βιβλίο του r.W . Taylor. La Diivi ii.n: s. it iiiilh/iii·
117
τάει, για να βρει ποιο είναι το όριο βραδύτητας που μπορεί να φθάσει, πεί θοντας το αφεντικό του πω ς αυτό α ποτελεί μια κανονική ταχύτητα» (DSE).
Πολύ περισσότερο — και παράδοξα — στην περίπτωση του μισθού με το κομμάτι, που αποτελεί κιόλας από την άποψη του κεφάλαιου την πιο τέλεια μορφή που πέτυχε, η αντίσταση αυτή είναι ακόμα πιο ισχυ ρή. Γιατί αν κατ’ αρχή ο μισθός με το κομμάτι μπορεί να παίξει ρόλο με την έννοια του να παράγει επιπλέον ο εργάτης, που ζητά μια μεγα λύτερη αμοιβή για την εργατική του δύναμη, στο μέτρο που γίνεται ο καλύτερος χρόνος· σε μια δεύτερη φάση εφόσον παρθεί σαν αναφορά γιά τον υπολογισμό του βασικού μισθού, το αποτέλεσμα για τον εργάτη είναι στο τέλος-τέλος μια αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας δίχως (ή σχεδόν) αύξηση μισθού. Επίσης οι παλιότεροι και οι πιο πληροφορημένοι εργάτες, με τη βοήθεια των συνδικαλιστών, φρόντιζαν ώστε να μη ξεπερνιούνται οι συμφωνημένοι ρυθμοί - που είχαν διαπραγματευτεί για το καθένα από τα επαγγέλματα. Έτσι, «Στις περισσότερες περιπτώ σεις, ο φόβος το υ ς να καθιερωθεί μια α πό δ ο ση που θα μ πορούσε να χρησιμεύσει σαν βάση για τη ν καθιέρωση του μισθού με το κομμάτι το υ ς οδηγούσ ε να σουλατσάρουν όσο μπορούσαν περισσότερο»10 (DSE).
1.1.3. Η τρίτη αιτία που ευνοεί το «σουλατσάρισμα» έγκειται στην πολύ μεγάλη ποικιλία των λειτουργικών τρόπων και στα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στο καθένα από τα επαγγέλματα. Είναι, όπως θα δούμε, η κυριότερη αιτία της εργατικής αντίστασης και, σύμφωνα με τον Ταίηλορ — που δεν γελιέται — εκείνη που όχι μονάχα εννοούσε το «σουλατσάρισμα» αλλά το έκανε δυνατό και απο τελεσματικό. Εδώ όλα προέρχονται από το ότι «...σε όλα τα επαγγέλμ ατα, οι εργάτες έ χο υ ν μάθει τα στοιχεία τη ς εργα σίας τους παρα τη ρώ ντα ς α υτούς που βρίσκονται άμεσα γύ ρ ω τους. Υ πάρχουν από το συνηθισμένο μέχρι και πο λλοί τρόποι για να κάνουν τη ν ίδια εργασία (ΝΒ), «ίσως 40, 50, ή και 100 τρόποι για να γίνεται η ίδια πράξη, που συγκροτεί τη ν εργασία ενός επαγγέλματος. Για το ν ίδιο λόγο υπάρχει μια πο λύ μεγάλη ποικιλία στα εργαλεία που χρη σ ιμ ο ποιούνται σ ’ αυτό το είδος εργασίας» (D S E , σ. 46-47).
70. Ετο γεγονός πως στο τέλος - τέλος ο μισθός με το κομμάτι αποδείχνονταν αναπο τελεσματικός, ο Μαρξ χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα (Αν. Κεφ.).
118
Αυτό το πλήθος πραχτικών και εργαλείων άφηνε τους διευθυντές χωρίς εξουσία πραγματικού ελέγχου τουλάχιστον σε ότι αφορούσε το χρόνο. Ο εργάτης, λέει ο Ταίηλορ, μπορεί να κάνη την εργασία του «όπως θέλει». Στους όρους αυτούς, θεωρούσε όλες τις διευθυντικές τεχνικές που προηγήθηκαν αναποτελεσματικές στο μεγαλύτερο μέρος τους και τις κρίνα αυστηρά. 1.2. ΤΟ «ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ
ΠΑΛΙΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ» ΚΑΙ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ
ΤΟΥ
Στο βαθμό πραγματικά που οι «διευθυντές παραδέχονται ειλικρινά πως οι 500 ή 1000 εργάτες που ανήκουν σε 20 ή 30 διαφορετικά επαγγέλματα και που βρίσκονται υπό τις διαταγές τους, διαθέτουν μονάχα εκείνοι αυτή τη μάζα των πατροπαράδοτων γνώσεων και... (που) το μεγαλύτερο μέρος τους τις αγνοεί» (DSE, σ. 73), δεν τους μέ νει πια παρά να αφήσουν «καθαρά στους εργάτες τους την ευθύνη για τον καλύτερο και τον πιο οικονομικό τρόπο εκτέλεσης της εργασίας τους» (DSE, σ. 73). Ο ρόλος τους ήταν να προσπαθούν να πάρουν από τους εργάτες — με την καταπίεση και την ανταμοιβή — το μάξιμουμ των πρωτοβου λιών για να φτάνει η παραγωγή στην πιο υψηλή δυνατή απόδοση. Ανάμεσα σε όλα τα δυνατά «κίνητρα», ο μισθός αποτελούσε βέβαια το καλύτερο. ΓΓ αυτό η ουσία του «παλιού καλύτερου συστήματος» (έκ φραση με την οποία ο Ταίηλορ προσδιόριζε τις πιο τελειοποιημένες μέθοδες της διεύθυνσης των εργαστήριων πριν απ’ αυτόν) συνίσταται στη χρησιμοποίηση των πιο δυνατών τελειοποιημένων μεθόδων αμοι βής (ο μισθός με το κομμάτι κάτω από τις διάφορες παραλλαγές του με ή δίχως πριμ, ατομικά ή συλλογικά) που να εγγυούνται την πιο διαφο ροποιημένη δυνατή αμοιβή, ανάλογα με τον όγκο της παραγωγής που παίρνονταν από κάθε εργάτη11. Από δω η έκφραση του διευθυντικού συστήματος σαν «πρωτοβου λία και κίνητρα» με την οποία ορίζονταν αυτή η τεχνική, που σήμαινε πως καταβάθος η αποτελεσματικότητά του στηριζόταν στην καλή θέ ληση (πρωτοβουλία) του εργάτη, πράγμα που δείχνει βέβαια τα οξύτατα τρωτά του. 71. Και σ’ αυτό το έδαφος, του μισθού, ο Ταίηλορ δεν μένει πίσω. Με το λεγόμενο σύστημα του «διαφορικού μισθού με το κομμάτι» έφερε μια πολύ σημαντική συμβολή που δεν εκτίμησε η ASME. Μονάχα κάτω από την επιμονή του η ανακοίνωσή του μελετήθηκε σε σύνοδο, εκτιμήθηκε η αξία της και μετά διαδόθηκε πλατιά.
119
Ο Ταίηλορ προτείνει να τελειώνουν μ’ αυτή την καθυστέρηση και πραγματικά μ’ αυτόν παίρνει τέλος. Κατά βάθος, αυτό που ήθελε να επιτευχθεί ήταν να εξαλειφθεί ένας ορισμένος τύπος καθυστέρησης ή καλύτερα απόστασης, που αποτελούσε εμπόδιο στην επέκταση του κεφάλαιου και στην αξιοποίησή του. Ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας που παρουσιάζει ακόμα την ιδιαιτερότητα πως στηρίζεται στο επάγγελμα, δηλαδή στη γνώοη και στην εργατική τεχνογνωσία επιτρέπει στην εργατική αντίσταση να ανα πτύσσεται με αποτελεσματικότητα. Η «γνώση είναι για τον εργάτη το πιο πολύτιμό του αγαθό», σημειώνει ο Ταίηλορ που δεν γελιέται. Εκεί στηρίζεται η σχέση δύναμής του απέναντι στο κεφάλαιο. Αυτό για το οποίο πρόκειται ουσιαστικά είναι η σχέση δύναμης και γνώσης ή ακριβέστερα ο συσχετισμός δυνάμεων στη γνώση. Σ’ αυτό το πρόβλημα προσκρούει το κεφάλαιο και ο Ταίηλορ το αντιμετωπίζει μετωπικά. Αυτό θέλουμε τώρα να δειχθεί. Αλλά προηγούμενα, μερικές διευκρι νίσεις ακόμα σχετικά με το τι δεν είναι ο ταιηλορισμός ώστε να επισημανθεί το τι είναι. 2. Η οργάνωση της πραγματικής υπαγωγής: ο ταιηλορισμός σαν προτσές απαλλοτρίωσης των εργατών από τη γνώση τους Το κύριο έργο του Ταίηλορ, εκείνο στο οποίο συνόψιζα όλη του την πείρα και μεταφέρει την ουσία με μία συμπυκνωμένη μορφή σ’ αυτό που πρέπει να ονομάζεται θεωρία του, έχει σαν τίτλο, ας μη το ξεχνάμε, «Αρχές επιστημονικής διεύθυνσης». Και ο Ταίηλορ διαπραγ ματεύεται αρχές — εκείνες που αφορούν την οργάνωση εργασίας — όπως ο Ρικάρντο διαπραγματεύθηκε τις αρχές της πολιτικής οικονο μίας. Εδώ πρέπει να αποδώσουμε στον Ταίηλορ αυτό που του ανήκει και να μη αναγάγουμε τον ταιηλορισμό στη σειρά των τεχνικών που θα αναπτυχθούν ύστερα απ’ αυτόν από την OST (επιστημονική οργά νωση εργασίας). Γιατί, αν ο ταιηλορισμός αντλεί πλατιά από τις πρα κτικές που προϋπήρχαν, αυτό συνίσταται σε μια ανάκτηση και σε μια συστηματοποίηση αυτών των πρακτικών σύμφωνα με ορισμένες αρχές, συστηματοποίηση που θεμελιώνει την ιδιαιτερότητά του. 2.1. ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ: ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
2.1.1. Πρόκειται για ένα σύστημα, δηλαδή για ένα ορισμένο αριθμό 120
σκόρπιων στοιχείων που, συνδυαζόμενα σύμφωνα με ορισμένες αρχές, διευθετούνται αυτά τα στοιχεία τα μεν προς τα δε σύμφωνα με μια ορι σμένη διάταξη, και τα κάνουν να λειτουργούν αλλιώτικα απ’ ότι λει τουργούσαν ξεχωρισμένα στους παλιούς τρόπους διεύθυνσης. Πρόκειται επιπλέον για ένα ανοιχτό σύστημα όπως θα αποδείξει μερικά χρόνια αργότερα ο Φορντ, εισάγοντας άλλα στοιχεία. Με αυτή την έννοια ο ταιηλορισμός δεν είναι —και ειπώθηκε αυτό άδικα - ένας κατάλογος από συνταγές και τεχνικές. Ακριβώς επειδή βασίζεται σε αρχές που επιτρέπουν τη διάταξη και το συνδυασμό των στοιχείων μπορεί, μετασχηματιζόμενο και αναπτυσσόμενο (βλ. εισαγωγή της γραμμής συναρμολόγησης στην αυτοκινητοβιομηχανία), να διατηρεί σαν σύστημα σταθερά χαρακτηριστικά, όποιες κι αν είναι οι τροπο ποιήσεις στην εφαρμογή του σ’ αυτή ή την άλλη βιομηχανία. Στο ζήτημα της κληρονομιάς του, ο Ταίηλορ έχει μια ολοκληρωτικά καθαρή άποψη. «Θα θεωρηθεί α ναμφισβήτητα πω ς σε όλα αυτά που είπαμε, δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο, τίποτα που να μη το σκέφτηκε κάποιος άλλος στο παρελθόν. Π ολύ πιθανό αυτό να είναι α ληθινό. Η επιστημονική διεύθυν ση (στο εξής ΕΔ) δεν είναι αναγκαστικά μια μεγάλη ανακάλυψη. Νέα ή εντυπω σιακά πράγματα δεν έ χο υ ν ανακαλυφτεί» (D S E , σ. 312).
Να που ο Ταίηλορ υποδείχνει καθαρά πού τοποθετεί την πρωτοτυ πία του, εδώ, που ομολογεί πως είναι μονάχα και πέρα γιά πέρα ο κλη ρονόμος μιας παράδοσης σχετικά με την οργάνωση εργασίας ή ακριβέ στερα των παραδοσιακών πρακτικών που έρχονται από μακριά, τουλά χιστον από τη μανιφακτούρα και στις οποίες βρίσκονταν σε εκκόλαψη ένας στοχασμός. Αλλά ο Ταίηλορ ξέρει επίσης πολύ καλά σε τι συνίσταται η εισφορά του και η ιδιαιτερότητα του συστήματος του: «Αυτή (η ΕΔ) εμπεριέχει μο νά χα έναν ορισμένο συνδυασμό, που δεν υ πή ρ χε στο παρελθόν...» (D S E , σ. 313).
και που συνοψίζει κατατάσσοντάς τον σε εργασιακές κινήσεις, επιλογή και αλληλοσύνδεση των εργατών στις θέσεις τους, νέα κατανομή εργα σίας ανάμεσα στους εργάτες και τη διεύθυνση. 2.1 .2 . Τι δεν είναι η ΕΔ, Οι τεχνικές που την αποτελούν
Σύμφωνα με όσα λέει ο ίδιος ο Ταίηλορ, η ΕΔ δεν είναι:
121
«—ένα σύστημα αποτελεσματικότητας, ούτε μια σειρά α πό α ποτελεσματι κές τεχνικές —ούτε ένα νέο σύστημα υπολογισμ ού τω ν τιμ ώ ν κόστους —ούτε ένα νέο σύστημα πλη ρω μή ς τω ν εργατώ ν. Δεν πρόκειται για πλ η ρωμή με το κομμάτι, με κέρδος, με πριμ» (D SE , σ. 65). «Δεν είναι πολύ περισσότερο ένας τρό πο ς χ ρη σιμ οποίη ση ς ενός χ ρ ο ν ο μέτρου και καταγραφ ής α υτού που κάνει ο εργάτης. Δεν είναι ούτε η μελέτη τω ν χ ρόνω ν, ούτε η μελέτη τω ν κινήσεων. Π ροπα ντός δεν είναι ένα πρόβλημα εκτύπω σης ενός χοντρ ο ύ β ιβ λίου με κανόνες και παράδο σής του στους α νθρώ πους λέγοντας το υ ς: χρη σιμ οποιή στε το» (D S E , σ.
66).
Αυτά δεν είναι παρά μονάχα τα μέσα που «θεωρημένα συνολικά ή χωριστά δεν συγκροτούν την ΕΔ». Ανήκουν ή μπορούν να ανήκουν «σε οποιαδήποτε άλλη μέθοδο διεύθυνσης». Και βέβαια, ο Ταίηλορ δεν τα περιφρονούσε (DSE, σ. 66), αλλά η ΕΔ δεν μπορούσε να συνοψι στεί σ’ αυτή την απαρίθμηση. Πρόκειται μονάχα για στοιχεία με τα οποία είχε να κάνει. Ελειπε απ’ αυτά το βασικό: οι αρχές που να διατάσσουν, ιεραρχούν και να διευθετούν αυτές τις διαφορετικές και προϋπάρχουσες από την ΕΔ πραχτικές. 2.2.2. Τι είναι ο ταιηλορισμός Οι τέσσερεις αρχές της ΕΔ Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο «καλύτερο παλιό σύστημα» και να αναφερθούμε κύρια στο εμπόδιο που σκόνταψε, για να εκτιμηθεί η ανα τροπή που θα φέρει ο ταιηλορισμός. Όπως είδαμε το εμπόδιο στάθηκε η εργατική τεχνογνωσία. Ο Ταίηλορ προβαίνει στην ανάλυσή της. Μεθοδική ανάλυση. Ερώτημα πρώτο: από πού προέρχεται; Απάντηση: είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης πρακτικής συσσώρευσης που μεταβιβάζεται προφορικά — στη διάρκεια της μαθητείας — από γενιά σε γενιά. «Οι μέθοδες που χρησιμοποιούνται τώρα μπορούν κατά προ σέγγιση να προσδιοριστούν σαν το αποτέλεσμα μιας εξέλιξης που στη διάρκειά της οι καλύτερες και οι πιο προσαρμοσμένες μέθοδες που χρησιμοποιήθηκαν στην πορεία του χρόνου μπόρεσαν να διατηρη θούν» (DSE, σ. 72). Αυτή είναι επίσης η μεγάλη τους αδυναμία γιατί δεν συστηματοποιήθηκαν, αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια «...απουσία ομοιομορ φίας των μεθόδων σύμφωνα με τις οποίες εκτελούνται οι διάφορες εργασίες που συγκροτούν ένα επάγγελμα» (DSE, σ. 73) όπως επίσης και στα εργαλεία που χρησιμοποιούνται. Αυτή η απουσία «συστηματοποίησης συνδέεται με τον προφορικό 122
χαρακτήρα της μεταβίβασης της γνώσης - εμπειρίας ποο αποτελεί εμπόδιο για την κωδικοποίησή της» (DSE, σ. 73). Μεταβιβαζόμενη από γενιά σε γενιά και επιπλέον μεταβιβαζόμενη προφορικά και στην πράξη (μαθητεία) επομένως μη συστηματοποιημέ νη και κωδικοποιημένη, να αυτό που αποτελεί τη δύναμη των εργα τών: σχεδόν η ολότητα της τεχνικής γνώσης βρίσκεται στην πλευρά τους, βρίσκεται στην κατοχή τους. «Αυτή η μάζα των εμπειρικών γνώσεων αποτελεί το κύριο αγαθό κάθε εργάτη», συμπεραίνει ο Ταίηλορ (DSE, σ. 73). Σ’ αυτό σκοντάφτει το «καλύτερο παλιό σύστημα», που «η επι τυχία του εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες αναπτύσσουν τις πρωτοβουλίες τους» (DSE, σ. 79) και γΓ αυτό ακόμα και το σύστημα της διαφορικής πληρωμής με το κομμάτι από μόνο του είναι ανίσχυρο και δεν αποτελεί παρά μονάχα ένα στοιχείο της ΕΔ. Το κλειδί της ΕΔ βρίσκεται αλλού: το πρόγραμμά της εκτίθεται από την ανάλυση αυτού του ίδιου του εμπόδιου που σκοντάφτει: πρόκειται για την απαλλοτρίωση των εργατών από τη γνώση τους, εγχείρημα απο φασιστικό. Κι αυτό βέβαια απαιτεί ένα σχέδιο. Σχηματικά, το σχέδιο αυτό αναλύεται σε τρεις φάσεις: 1η φάση: πρώτα απ’ όλα πρέπει να αναχθεί η περίπλοκη εργατική γνώση στα απλά στοιχεία της και να προχωρήσει σε ένα είδος επιπεδοποίησης της τεχνικής γνώσης. Το μέσο να πραγματοποιηθεί αυτή η ανάλυση είναι η μέτρηση των κινήσεων και των χρόνων. Είναι η είσο δος του χρονομέτρου στο εργαστήρι που θα επιτρέψει την επίτευξη αυτού του στόχου. «Σε κάθε κίνηση αντιστοιχεί ένας χρόνος», αυτή είναι η
οδηγία που δίνεται στους χρονομετρητές. 2η φάση: Όλες οι κινήσεις κατακερματίζονται η γνώση αυτή γίνεται «κομματάκια» και συστηματικά ξεδιαλέγεται και κατατάσσεται. 3η φάση: Για κάθε πράξη δεν κρατιέται παρά «the one best way», «ο μοναδικός καλύτερος τρόπος», που συνίσταται σ’ έναν συνδυασμό και σ’ ένα μονάχα από τα απλά στοιχεία που διαλέχτηκαν. Ο τρόπος ενέρ γειας διαβιβάζεται κάθε πρωί στους εργάτες με τους χρόνους που απαιτούνται για κάθε απλό στοιχείο. Ο Ταίηλορ το συνοψίζει αυτό με μια φράση: «...Η διεύθυνση επιφορτίζεται να δέχεται όλα τα στοιχεία της παραδοσιακής γνώσης που στο παρελθόν βρίσκονταν στην κατοχή των εργατών, να κατατάσσει αυτές τις πληροφορίες, να κάνει τη σύνθε σή τους και να βγάζει απ’ αυτές τις γνώσεις κανόνες, νόμους και τύ πους» (DSE, σ. 79). Λέγοντας αυτό δείχνει πως δεν πρόκειται μονάχα για απαλλοτρίωση των εργατών από τη γνώση τους, αλλά επίσης για μια κατάσχεση αυτής της γνώσης —ανακτημένης και συστηματοποιη 123
μένης —για αποκλειστικό όφελος του κεφάλαιου — πράγμα που επι τρέπει να μιλάμε για κατάσχεση. Αυτό που καθιερώνεται εδώ, στο επίπεδο της μάζας, είναι ο χωρι σμός της εργασίας σύλληψης και εκτέλεσης, μια από τις προνομιοποιημένες στιγμές του χωρισμού της πνευματικής εργασίας από τη χει ρωνακτική εργασία. Έτσι, οι τέσσερεις αρχές στις οποίες συνοψίζει ο Ταίηλορ την ΕΔ εμφανίζονται καθαρά αυτό που είναι: μια πολεμική μηχανή που επιτρέ πει να πραγματοποιηθεί αυτή η απαλλοτρίωση - κατάσχεση. Αρχή αρθ. 1
«Τα μέλη της διεύθυνσης επεξεργάζονται την επιστήμη της εκτέλε σης του κάθε στοιχείου της εργασίας που αναπληρώνει τις παλιές καλές εμπειρικές μέθοδες». Εδώ επιβεβαιώνεται όχι μονάχα ο χωρι σμός της εργασίας σύλληψης απ’ αυτήν της εκτέλεσης, αλλά επίσης ο χωρισμός της εκτέλεσης στα απλά της στοιχεία. Ό λο αυτό το προτσές επιτρέπει στη «διεύθυνση» να γίνεται κύρια της οργάνωσης εργασίας. Αρχή αριθ. 2
«Επιλέγουν με επιστημονικό τρόπο τους εργάτες τους και τους εξασκούν... ενώ στο παρελθόν κάθε εργάτης διάλεγε την εργασία του και εξασκούνταν ο ίδιος όσο μπορούσε καλύτερα». Εδώ είναι που η επιλογή καθιερώνεται σαν αρχή. Η βιομηχανική ψυχολογία και η ψυχοτεχνική θα βρουν μια θέση που θα σημαδέψει για πολύ καιρό τις κατοπινές αναπτύξεις τους»72. Αρχή αριθ. 3
Επεκτείνει τον έλεγχο στο προτσές εργασίας και στους ίδιους τους εργαζόμενους. Η διεύθυνση «συνεργάζεται εγκάρδια με τους εργάτες έτσι που να έχουν τη βεβαιότητα πως η εργασία εκτελείται σύμφωνα με τις αρχές της επιστήμης που δημιουργήθηκε».
Αυτο-έλεγχος στα επίπεδα και αιφνιδιασμοί, γιατί οι ίδιοι οι ελεγ κτές οφείλουν να είναι ελεγχόμενοι —ο ανταγωνισμός είναι βίαιος — από υπηρεσίες που ασχολούνται με «υπερέλεγχο» όπως εκείνες που ο ίδιος ο Ταίηλορ θα καθιερώσει σ’ ένα εργοστάσιο ρουλεμάν, όπου μπό ρεσε να εφαρμόσει τις αρχές της «επιστημονικής» του διεύθυνσης (DSE). 72. Σχετικά με τις λειτουργίες που εξασφαλίζουν οι νυχο-τεχνικοί, όπως και για την πολιτική κρίση που τους διαπερνάει, βλ. ιδιαίτερα Μ. de Montmollin, Les Psychopilres, PUF. 1973.
124
Αρχή αριθ. 4
Η αρχή αυτή είναι η κυριότερη, είναι εκείνη που επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της ανάκτησης της γνώσης από τη διεύθυνση. «Η εργασία και η ευθύνη της εργασίας καταμερίζονται με σχεδόν ίσο τρόπο ανάμεσα στα μέλη τηο διεύθυνσικ... rvr.) στο παρελθόν όλη η εργασία και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης που συνεπάγονταν αυτή η εργασία ανήκε στους εργάτες». Το «σχεδόν ίσο» αποτελεί από μόνο του ένα πρόγραμμα. «Ένα μέ λος της διεύθυνσης για τρεις εργάτες» (DSE, σ. 89), να η αναλογία που εκθειάζει ο Ταίηλορ. Και βέβαια, θα απομείνει για τους εργάτες ένας πολύ μεγάλος αριθμός καθηκόντων. Αλλά «ολόκληρη η εργασία κάθε εργάτη προβλέπεται από μια μέρα πριν» και «κάθε εργάτης στις περισ σότερες περιπτώσεις παίρνει πλήρεις γραφτές οδηγίες... που εξειδι κεύουν... - τι πρέπει να κάνει - πώς πρέπει να το κάνει - το χρόνο που του παραχωρείται για να το κάνει» (DSE, σ. 94). Βλέπουμε πως το «σχεδόν ίσο» καθορίζει στην πραγματικότητα: από τη μια πλευρά τη σύλληψη και την προετοιμασία της εργασίας, από την άλλη την εκτέλεσή της. Κι ο Ταίηλορ το ξέρει αυτό, όταν αναγνω ρίζει πως από τις τέσσερεις αρχές, οι τρεις πρώτες συχνά είναι παραγε μισμένες με τα παλιά συστήματα διεύθυνσης, «αν και με μερικό και υποτυπώδικο τρόπο», ενώ η τέταρτη, σημείο-κλειδί του συστήματος, αποτελεί αντικείμενο μιας ιδιαίτερης ανάπτυξης και την παρουσιάζει σαν τη βασική του συνεισφορά. Μια τελευταία λέξη για την ιδέα του καθήκοντος που ο Ταίηλορ αναγνώριζα πως «είναι ίσως το σημαντικότερο στοιχείο της ΕΔ» (σ. 93). Σε κάθε περίπτωση αυτό έδωσε από την αρχή το όνομά του στο σύστημα που προτάθηκε από τον Ταίηλορ, όταν καταρχήν χαρακτηρί στηκε και από τον ίδιο σαν σύστημα διεύθυνσης με καθορισμό καθηκόν των.
Η ιδέα του καθήκοντος συνόψιζα και συμπυκνώνει μέσα της όλες τις βασικές αρχές του ταιηλορισμού. • Με την αναγωγή της εργατικής γνώσης στα απλούστερα στοιχεία της, το καθήκον προσδιορίζεται εδώ σαν το μικρότερο μέρος ενός ομοιογενούς προτσές εργασίας που πραγματοποιεί η ανατροπή στην οποία προβαίνει ο ταιηλορισμός. • Όλη η ταξινομική δραστηριότητα του ταιηλορισμού, η «επιστημονι κή» μελέτη των χρόνων και κινήσεων δεν αποβλέπει σε τίποτε άλλο 125
από τον καθορισμό απλών καθηκόντων που αναθέτει στους εργάτες και που προσφέρονται στον έλεγχό του. • Τέλος, και εδώ είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το καθήκον καθιερώνει την ατομική πρακτική του εργάτη, εκεί όπου το συνεργείο και η αλληλεγγύη της ομάδας ήταν —προερχόμενη από τα επαγγέλμα τα — ισχυρή και ζωντανή. Ακριβέστερα, με την έννοια που ο Λ. Αλτουσέρ λέει πως η ιδεολογία εγκαλεί το άτομο σε υποκείμενο, το καθήκον συγκροτεί το άτομο σε υποκείμενο, το καθήκον συγκροτεί το άτομο σε υποκείμενο του προτσές εργασίας13. 3. Ο ταιηλορισμός και τα εργαλεία του: μια επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις του κεφάλαιου
Ο ταιηλορισμός σαν μέθοδος οργάνωσης της εργασίας είναι μια ιδιαίτερη μέθοδος — και ιδιαίτερα αποτελεσματική —για την παραγω γή σχετικής υπεραξίας. Από το γεγονός αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, με αυτό το βασικό σημείο δεν θα ασχοληθούμε σ’ αυτό το κείμενο. Εκείνο που θα θέλαμε να δεί ξουμε εδώ αφορά την ειδική σχέση που διατηρεί ο ταιηλορισμός με τα εργαλεία (με τη γενική έννοια του μέσου εργασίας)74. Ο ταιηλορισμός, για να μπει σε εφαρμογή σαν προτσές απόσπασης υπεραξίας, συνάντησε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των εργαλείων (ένα σύνολο μέσων εργασίας) που χωρίς να αποτελούν κυριολεκτικά ένα εμπόδιο - σε ορισμένες μονάχα περιπτώσεις συνέβαινε κι αυτό ήταν το λιγότερο ακατάλληλα για το σκοπό του. Ο ταιηλορισμός θα αναστατώσει το εργαλειακό σύνολο που βρήκε, τουλάχιστο κάτω από δυο σχέσεις που είναι: • η επιλογή από τα υπάρχοντα εργαλεία και η υπαγόρευση κανόνων για το σχεδιασμό των μελλοντικών εργαλείων • η τυποποίηση και η ομοιομορφοποίηση των μέσων εργασίας κατά κλάδο και ανάμεσα στους κλάδους. Θα εξεταστούν αυτά τα δύο σημεία, πριν δοθούν μερικές γενικές επι σημάνσεις σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στο σύστημα μηχανών και τον ταιηλορισμό. 73. Και αφού έτσι, η ομάδα η συγκεντρωμένη γύρω από τον μάστορα διαλύθηκε, ο εργοδοτικός δεσποτισμός μπορούσε να ασκηθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εκεί όπου δεν θριάμβευε ακόμα ο δεσποτισμός της μηχανής (βλ. πιο κάτω 5.3.). 74. Και επομένως η λέξη «εργαλείο» έχει παρθεί σ’ αυτό το κείμενο με την αυστηρή έννοια που της δίνει ο Μαρξ σαν .α πλή προέκταση του χεριού».
126
3.1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΝΕΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ Με τον ίδιο τρόπο που η «επιστημονική» μελέτη εμπεριέχει τους χρόνους και τις κινήσεις, εμπεριέχει και τα εργαλεία που χρησιμο ποιούνται στις δραστηριότητες που επιχειρεί με τη χρονομέτρηση και τη μέτρηση75 να τις αναλύσει στα πιο απλά στοιχεία τους. Γιατί ακόμα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία εργασιακών διαδικασιών («40, 50 και συχνά 100 τρόποι εκτέλεσης μιας και της ίδιας εργασίας» λέει ο Ταίη λορ, βλ. πιο πάνω 1) όπως «υπάρχει και μια μεγάλη ποικιλία εργαλείων για την εκπλήρωση μιας και της ίδιας εργασίας » (DSE, σ. 281). Η ΕΔ πρέπει ανάμεσα σ’ αυτές τις εργασιακές διαδικασίες και σ’ αυτά τα διά φορα εργαλεία να επισημάνει το «μοναδικό καλύτερο». «Το μοναδικό καλύτερο» εννοείται εδώ με το διπλό κριτήριο: —να επιτρέπει τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή σ’ έναν δεδομένο χρόνο (δηλαδή, όπως θα δούμε, τη μεγαλύτερη δυνατή δαπάνη ενέρ γειας που να μην εκθέτει την καθημερινή ανασύσταση της εργατικής δύναμης), —να καθορίζει τέτοιους λειτουργικούς τρόπους, που να μπορούν να αναλύονται στα μικρότερα δυνατά στοιχεία και κλάσματα, σε «κομμα τάκια» θα ειπωθεί αργότερα, έτσι που τα γραφεία προετοιμασίας της εργασίας να μπορούν να προγραμματίζουν στο 1/100 του λεπτού το λειτουργικό κύκλο και να εμπιστεύονται την εκτέλεσή του σε οποιονδήποτε εργάτη76. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμιστεί εδώ είναι πως δεν πρόκει ται για οποιοδήποτε «one best way». Πρόκειται για το «μοναδικό καλύ τερο τρόπο» από την άποψη του κεφάλαιου και πρόκειται επίσης για αυτόν που επιτρέπει την στο μάξιμουμ απόσπαση υπεραξίας που να εξασφαλίζει την κυριαρχία του κεφάλαιου —και την απόλυτη κυριάρ χησή του - στο προτσές εργασίας. Κατά τα άλλα, η διάκριση που 75. Οι ταιηλορικές τεχνικές της μέτρησης των χρόνων και των κινήσεων θα ανα πτυχτούν από την OST (επιστημονική οργάνωση εργασίας) που θα δημιουργήσει τους πίνακες ΜΧΚ (μέτρα, χρόνοι, κινήσεις) υποδείχνοντας για κάθε θέση πόσος χρόνος απαιτεϊται, όπως και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να πραγματοποιούνται στους ίδιους χρόνους πολλές κινήσεις ταυτόχρονα. 76. Ο Φορντ και η αλυσίδα θα οδηγήσουν αυτό το προτσές πολύ μακρύτερα. Ο Φορντ στο βιβλίο Η ζωή μου και το έργο μου καυχιέται πως πάνω από το 30% των καθηκόντων που απαιτούνται από το προτσές εργασίας του, μπορούν να πραγματο ποιούνται από ανάπηρους (τυφλούς, κουλούς, χωρίς χέρια, σακατεμένους, κλπ). Μετά τον πόλεμο του 1914 η παρατήρηση αυτή πήρε όλη της την έννοια.
127
εισάγεται εδώ είναι καθαρά αναλυτική. Από την άποψη του πραγματι κού προτσές, επειδή το κεφάλαιο εξασφαλίζει την κυριάρχηση του προτσές εργασίας μπορεί να μεγιστοποιεί την απόσπαση υπεραξίας. Επίσης κάτω απ’ αυτό το διπλό κριτήριο προσδιορίζεται ο καλύτερος λειτουργικός τρόπος, εκείνος που το κεφάλαιο —στην κάθε συγκεκριμέ νη περίπτωση - διατηρεί. Σε συντομία, πρόκειται για ένα απλό πρό βλημα «βελτιστοποίησης δίχως καταναγκασμούς». Και τα εργαλεία αναλύονται σαν μια από τις μεταβλητές της βελτιστοποιητικής συνάρ τησης. Τα εργαλεία είναι η μεταβλητή, τουλάχιστο με διπλό τρόπο: • πρώτα, γιατί δεν είναι τυποποιημένα και σε κάθε επάγγελμα, εκτός από ορισμένα απλά εργαλεία που ξαναβρίσκονται αδιάκοπα, δεν χρησι μοποιούνται τα ίδια εργαλεία11,
• σε συνέχεια, γιατί σε κάθε περίπτωση είναι τροποποιήσιμα. Έτσι η «επιστημονική διεύθυνση», εφαρμοσμένη από έναν από τους οπαδούς του, που ο Ταίηλορ αρέσκεται να αναφέρει, στο χτίσιμο τοί χου με τούβλα (συντεχνία χτιστών) συνοψίστηκε σε τρεις αρχές από τον Ταίηλορ: —«Έμαθε στους χτίστες να εκτελούν ταυτόχρονες κινήσεις με τα δυο χέ ρια, -κατάργησε ολοκληρωτικά ορισμένες κινήσεις, —έβαλε σε ενέργεια απλά εργαλεία» (DSE, σ. 158). Όμως αυτή η απλή παράθεση των τριών αρχών, δεν περιγράφει την πραγματικότητα του προτσές. Επειδή έβαλε σε ενέργεια νέα εργαλεία (ένα βαθύτερο δοχείο τσιμέντου και μια κινητή και ρυθμιζόμενη σκα λωσιά) μπόρεσε να καταργήσει ορισμένες κινήσεις. Κάτι περισσότερο, για να εξαλείψει αυτές τις κινήσεις όφειλε να βάλει σε ενέργεια .νέα εργαλεία. Βλέπουμε επομένως, ξεκινώντας απ’ αυτό το συγκεκριμένο παρά δειγμα, πως ο ταιηλορισμός προέβηκε στην ανάπτυξη ενός ορισμένου τύπου εργαλείων. Τα χαρακτηριστικά τους συνάγονται και απαιτούνται από την ανάλυση των χρόνων και κινήσεων, και γενικότερα από την επιταγή του ελέγχου του προτσές εργασίας από το κεφάλαιο, πράγμα που ο Ταίηλορ το βεβαιώνει ακόμα πιο ξεκάθαρα γιατί εκθέτει με μεγά λη σαφήνεια τις αρχές που πρέπει να εφαρμόζονται στη χρησιμοποίη
77. Έτσι ο Ταίηλορ, αναφερόμενος στο πείραμα οργάνωσης της εργασίας που επι χείρησε στο «ρτυάρισμα», εξηγεί πως το πρώτο εμπόδιο που σκόνταψε είναι πως σχε δόν ο κάθε εργάτης χρησιμοποιούσε ένα διαφορετικό τύπο φτυαριού (DSE).
128
ση των εργαλείων. Στην πραγματικότητα, η ΕΔ απαιτεί (παραθέτουμε αυστηρά): «1. να προχωρούμε σε μια βαθιά μελέτη του κάθε τύπου εργαλείου που είναι επεξεργασμένο εμπειρικά, 2. να προσδιορίζεται με τη μελέτη του χρόνου η ταχύτητα χρησιμοποίησης του καθενός απ’ αυτά, 3. και τα ενδιαφέροντα σημεία του καθενός απ’ αυτά τα εργαλεία να συγ
κεντρώνονται σ’ ένα νέο εργαλείο, που η προδιαγραφή του να επιτρέπει στον εργάτη να εργάζεται ταχύτερα και ευκολότερα από πριν, 4. το εργαλείο αυτό λοιπόν υιοθετείται στη θέση πολλών παλιών εργα λείων· η χρησιμοποίησή του διατηρείται μέχρι που να ξεπεραστεί από ένα εργαλείο, που ύστερα από μελέτη των χρόνων και των κινήσεων, αποδείχνεται ακόμα καλύτερο» (DSE, σ. 282). Δεν μπορούσε να είναι καθαρότερο. Ξαναπιάνουμε τις προτάσεις του Ταίηλορ εξετάζοντάς τις από πιο κοντά: 1. Μελετιέται η μορφή, δηλαδή τα τεχνικά χαρακτηριστικά ή αν προ τιμάτε, η αξία χρήσης σαν μέσο εργασίας, του καθενός εργαλείου όπως κληροδοτήθηκε από την παράδοση. 2. Αλλά δεν είναι η αξία χρήσης του σαν μέσο εργασίας γενικά που διατηρείται σαν κριτήριο επιλογής, είναι η «ταχύτητα χρησιμοποίη σής» του που διαπιστώνεται με τη «μελέτη του χρόνου». Επομένως, το κριτήριο που διατηρείται είναι άρα η αξία του σαν μέσο παραγωγής κεφάλαιου, (και από το κεφάλαιο). Η καπιταλιστική του χρησιμοποίηση - όποια κι αν είναι η αξία του χρήσης σαν μέσο εργασίας —είναι που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στους διάφορους τύπους των διαθέσιμων εργαλ£ίων78. 78. Ο Μαρξ στις Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναπτύσσει αυτή την ιδέα με μεγάλη καθαρότητα. Εισάγει μια διάκριση —κατά τη γνώμη μας βασική για να μπορεί να γίνει μια ανάγνωση της ιστορίας των μηχανών στον ΚΤΠ - ανάμεσα στην αξία χρήσης ενός οποιουδήποτε μέσου παραγωγής και στη χρησιμοποίησή του σαν μέ σο παραγωγής κεφάλαιου. Υποστηρίζει πως όποια κι αν είναι η αξία χρήσης ενός μέσου παραγωγής, δεν είναι αυτή που εγγυάται τη χρησιμοποίησή του στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι σχετικά μ’ αυτό που αποκαλείται «σύστημα μηχανών» (δηλαδή αυτόματα συμπλέγματα μηχανών) γράφει (βλ. κεφάλαιο I): «Ακόμα αν το σύ στημα των μηχανών είναι η πιο επαρκής αξία χρήσης του κεφάλαιου, δεν συνάγεται καθόλου πως η υποταγή του στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις αντιπροσωπεύει τον καλύτερο τρόπο χρησιμοποίησής του». (Grundrisse, II, σ. 215). Κατά την άποψή μας αυτό ακριβώς βρίσκεται στο σημείο να «ανακαλύψει» ο Ταίηλορ. Δεν είναι η αξία
129
3.
Τέλος, και εδώ ίσως είναι το κυριότερο, όλα αυτά δεν είναι τίποτα
περισσότερο από μια προκαταρκτική φάση στην επεξεργασία νέων εργαλείων που να συνδυάζουν τα καλύτερα χαρακτηριστικά - από τη σκοπιά της καπιταλιστικής τους εκμετάλλευσης σε ειδικές παραγωγι κές σχέσεις - των διάφορων διαθέσιμων εργαλείων. Το σύνολο αυτής της κίνησης νοείται σαν ένα αδιάκοπο προτσές. «Το εργαλείο αυτό εισάγεται... μέχρι που να ξεπεραστεί» — προτσές που η πρόοδός του σημαδεύεται πάντα από την ίδια αρχή «μετά από μελέτη των χρόνων και των κινήσεων», πράγμα που είναι αυτό που απαιτείται από την οργάνωση της κυριαρχίας του κεφάλαιου πάνω στη μισθωτή εργασία. Δεν θα είναι ποτέ περιττό να επιμένουμε σχετικά με την αδυναμία στη μαρξιστική παράδοση — δίχως να μιλήσουμε για τη μη μαρξιστική παράδοση —για μια πολιτική ανάγνωση της ιστορίας των τεχνικών και της ενσωμάτωσής τους στο προτσές εργασίας. Αυτή η «πολιτική» ανά γνωση δεν ακυρώνει μια «οικονομική» ανάγνωση (ιστορία των τεχνι κών σαν ιστορία της οικονομίας της ζωντανής εργασίας), αλλά πρέπει εκεί να αρθρωθεί. Ο ταιηλορισμός δείχνει πως τοποθετείται ο ίδιος στο σταυροδρόμι της οικονομίας και της πολιτικής σε ότι αφορά την ανάλυσή του για τα εργαλεία. Και αυτό με πολύ ξεκάθαρο τρόπο. Βρίσκεται στην αρχή μιας κίνησης που είναι ένα προτσές καινοτομιών και ανανέαχτης του υπάρχοντος εργαλειακού δυναμικού. Πρέπει ακόμα να πούμε πως δεν έχει σημασία ποιο προτσές επιδιώκει, και που έχει σαν αποτέλεσμα την επεξεργασία οποιουδήποτε εργαλειακού δυναμικού. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε πολύ σχηματικά αυτό το προτσές λέγοντας: 1. Η βάση του είναι ο χωρισμός της εργασίας σύλληψης και εκτέλε σης. Το εργαλειακό δυναμικό το επεξεργάζεται η πλευρά της διεύθυνσης. Επομένως, ξεκινώντας βέβαια από το εργαλειακό δυναμικό που υπάρχει κληροδοτημένο από τα επαγγέλματα, αλλά «ξαναπιάνοντάς» το κάτω από μια τέτοια μορφή —στα γραφεία προετοιμασίας του εργαλειακού δυναμικού — αποκλείει από το σχεδιασμό τους εργάτες, τη γνώση τους και την πρωτοβουλία τους. Αυτή η μορφή ιδιοποίησης της εργατικής γνώσης («πηγμένη» στα εργαλεία) και επαναχρησιμοποίησής της στο φως της σύγχρονης ανάπτυξης του ταιηλορισμού, από τη μηχανική, τη φυσική και τη χημεία αποτελεί επίσης μορφή αποκλεισμού των άμεσων εργαζόμενων. χρήσης των εργαλείων σαν τέτοια που μπορεί να χρησιμεύσει σαν οδηγός, είναι η
χρησιμοποίησή της, κάτω από το κριτήριο του χρόνου και των κινήσεων. 130
Σχετικά με το γεγονός πως αυτός ο αποκλεισμός έγινε αναγκαίος όχι από «τεχνικούς» λόγους (όπως: τα γραφεία προετοιμασίας των εργα λείων είναι πιο αποτελεσματικά, κλπ) αλλά για πολιτικούς λόγους που βρίσκονται στη φύση των παραγωγικών σχέσεων στη μισθωτή εργα σία, ο Ταίηλορ είναι εντελώς ξεκάθαρος όταν βεβαιώνει: «Ακόμα κι αν ο εργάτης μπορούσε να προσδιορίσει επιστημονικούς κανόνες19 για να εκτελέσει μια εργασία με μη εμπειρικό τρόπο, θα είχε συμφέρον να κρα τήσει τις ανακαλύψεις του, για να χρησιμοποιεί προσωπικά αυτή την άδική γνώση, για να παράγει περισσότερα από τους άλλους εργάτες και κατά συνέπεια να κερδίζει έναν υψηλότερο μισθό (DSE, σ. 185). 2. Τα εργαλεία που ετοιμάζονται — με όλους τους όρους ίσους — πρέπει να είναι τέτοια που να ευνοούν το μεγαλύτερο δυνατό κατατε μαχισμό της εργασίας. Η ανάλυση της περίπλοκης εργασίας — όχι ακόμα «αναγμένης» — σε απλή εργασία. Έτσι, όπως είδαμε, που να εξασφαλίζει την κυριάρχηση του προτσές εργασίας από το κεφάλαιο και για να συντρίβει την ικανότητα αντίστασης των εργατών («πολιτι κό» κριτήριο). 3. Πρέπει να επιτρέπει τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ζων τανής εργασίας κάτω από τη σχέση της μελέτης των «χρόνων» («οικο νομικό» κριτήριο = οικονομία ζωντανής εργασίας). 4. Τα δυο τελευταία στοιχεία (οικονομικό κριτήριο + πολιτικό κρι τήριο) συνδυάζοντας τις ειδικές τους απαιτήσεις οδηγούν στο να κά νουν τη νεκρή εργασία («αποκρυσταλλωμένη» με τη μορφή των μηχα νών) τη θεμελιακή βάση του προτσές εργασίας. Ο Φορντ, με την εισαγωγή της αλυσίδας πραγματοποίησε μια δημιουργική ανάπτυξη του ταιηλορισμού που τον έφερε —από τη σκο 79. Σημειώνουμε ευκαιριακό πως ο περιορισμός που εισάγει ο Ταίηλορ: «Ακόμα κι αν ο εργάτης μπορούσε...» δεν σημαίνει πως του αρνείται αυτή δυνατότητα εξαιτίας της «άγνοιάς» του. Αντίθετα, είδαμε πως η «διάγνωσή· του για την αποτελεσματικότη τα του σουλατσαρίσματος στηρίζεται ακριβέστερα στη γνώση του. Το ότι δεν κατέχει αυτούς τους νόμους, είναι, λέει, «επειδή δεν έχει ούτε το χρόνο, ούτε την ευκαιρία να τους προσδιορίσει» (σ. 185). Θα συμφωνήσουμε εύκολα πως «ο χρόνος» και «η ευκαι ρία» είναι πράγματα που μπορούν να δημιουργηθούν: αρκεί να τους δοθούν: αυτό ίσως είναι μια άλλη αρχή (όχι βέβαια ταιηλορική) οργάνωσης. Κατά τα άλλα, το τέλος του αποσπάσματος δείχνει πως δεν πρόκειται κατά βάθος για το «χρόνο», αλλά για «συμφέοοντα» ανάμεσα σε αφεντικά και μισθωτούς.
131
πιά του κεφάλαιου —σε ένα είδος τελειότητας. Στην πραγματικότητα, η εισαγωγή της αλυσίδας επέτρεψε όπως είδαμε, ταυτόχρονα: • ενσωμάτωση των χρόνων και των κινήσεων στις ίδιες τις μηχανές, • «συντριβή» και «κατατεμαχισμό», σε βαθμούς που δεν είχαν ποτέ επιτυχθεί, των κινήσεων που απαιτούνται από τη ζωντανή εργασία, • όλα αυτά καθιστώντας δυνατή μια σημαντική εντατικοποίηση της εργασίας. Και βέβαια είναι η νεκρή εργασία (η ίδια η αλυσίδα) που είναι η βά ση του προτσές εργασίας. Επομένως, δεν είναι καθόλου εκπληκτικό πως η φορντική αλυσίδα δεν έπαψε από το 1920 να κερδίζει έδαφος και να υιοθετείται κάθε φορά που το επιτρέπει η φύση του προϊόντος. Ο ταιηλορισμός και μετά ο φορντισμός προσδιόρισαν επομένως μια νέα άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων και τους αποτυπώνουν μέχρι τις υλικές πλευρές τους (σαν φυσικά αντικείμενα) ακριβή χαρακτηρι στικά. Πρόκειται για μια «επανάσταση στους όρους παραγωγής», για μια εσωτερική επανάσταση στο κεφάλαιο, προς όφελος του και στο προτσές στο οποίο έχει ολοκληρωτική κυριάρχηση80. Η ιδέα της «ουδετερότητας» των τεχνικών, η τόσο βαθιά ριζωμένη στους οικονομολόγους, που αντιστοιχεί στη θέση πως οι μηχανές, τα εργαλεία, τα μέσα παραγωγής γενικά, διαθέτουν σαν υλικά αντικείμενα τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται από τους «τεχνικούς» κανόνες της κατασκευής τους, βρίσκει εδώ μια καθαρή διάψευση. Βέβαια, η τεχνική παραμένει. Αλλά πριν από την τεχνική, υπάρχει η πολιτική, η ταξική πάλη και η ιδιοποίηση της τεχνικής από το κεφάλαιο. Πράγμα που εξηγεί και κάνει δυνατό ώστε τα τεχνικά χαρακτηριστικά να είναι εκεί να που επιζητούνται όχι για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της εργασίας «γενικά» —πράγμα που δεν λέει τίποτα: δεν εργάζεται κανείς
80. Στο βαθμό που είναι σωστό αυτό που προσδιορίζει, δεν μπορούμε παρά να συμ φωνήσουμε με τον Ιβάν Ίλιτς, όταν αποκαλύπτει τον «μη συμβιωτικό» χαρακτήρα των διαθέσιμων εργαλείων σ' αυτό που ονομάζει «οι βιομηχανικές κοινωνίες». Ο Ιβάν Ίλιτς «παραλείπει» μονάχα να υποδείξει πως αυτός ο «μη συμβιωτικός» χαρακτήρας εί ναι το αποτέλεσμα του αντικειμενικού προτσές: αυτού με τον οποίο η αστική τάξη παρήγαγε εργαλεία στα οποία στηρίζει την κυριαρχία της. Αλλά ίσως αυτή η «απου σία» δεν είναι τυχαία. Ίσως ακόμα να είναι αναγκαία για το σχέδιο μιας «συμβιωτικής» κοινωνίας, που περιγράφεται με τέτοιο διφορούμενο τρόπο, που αφήνει ολοκληρωτικά ξεκρέμαστο το ζήτημα της φύσης των παραγωγικών σχέσεων στη «συμβιωτική» του «κοινωνία». Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα πρέπει να την πάρει υπόψη του: Η ιστορία της κίνησης με την οποία η ίδια η αστική τάξη έφτασε να αμφισβητήσει τον τρόπο συσσώρευσής της (το ΜΙΤ), την οργάνωση εργασίας (επιχείρηση και πρόοδος) και τα εργαλεία της (Ίλιτς).
132
«γενικά», αλλά πάντα κάτω από τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις αλλά για τη μεγιστοποίηση του προϊόντος81 κάτω από όρους ενός καταμερισμού εργασίας που εξασφαλίζει στο κεφάλαιο την κυριαρχία στο προτσές παραγωγής. Θυμίζουμε πως αυτοί οι δυο στόχοι δεν είναι αντιφατικοί. Η εγκαθίδρυση της κυριαρχίας, είναι κατά κάποιο τρόπο ο όρος της μέγιστης απόσπασης υπεραξίας, ενώ οι δυο επιταγές εμφανί ζονται μάλλον σαν συμπληρωματικές. Αλλά αυτή δεν είναι παρά μονάχα μια πλευρά της «επανάστασης στα εργαλεία» στην οποία προέβηκε ο ταιηλορισμός. Μια άλλη, επίσης σημαντική πλευρά —από τη σκοπιά του ρόλου που πάει να παίξει στη συσσώρευση του κεφάλαιου και στην επέκταση της καπιταλιστικής σφαίρας — αφορά την τυποποίηση του εργαλειακού δυναμικού — και από κει σε ορισμένο βαθμό του προϊόντος — στην οποία θα συμβάλει. 3.2. ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Το προτσές ανακαίνισης και ανανέωσης που συνεπάγεται ο ταιηλορισμός συνοδεύεται επίσης και αναγκαστικά από μια ομοιομορφοποίηση των μέσων εργασίας. Πρώτα απ’ όλα στη μεμονωμένη επιχείρηση, μετά, μια που ο ταιηλορισμός έχει σαν ιδιαιτερότητά του να συντρίβει την περίπλοκη εργασία του «μάστορα-εργάτη» για να την ανακατανέ μει με τη μορφή απλών εργασιών, αυτή η ομοιομορφοποίηση των μέ σων εργασίας επεκτάθηκε στους κλάδους, ανεξάρτητα από τη φύση των συγκεκριμένων εργασιών που αναπτύσσονται σ’ αυτούς. Κι αυτό με μια εφαρμογή της αρχής πως σε κάθε στοιχειώδικη κίνηση αντιστοι χεί ένα απλό εργαλείο. Αυτό βέβαια είναι ένα παράλληλο προτσές με το οποίο κάθε κλάδος παράγει τις ειδικές μηχανές που χρειάζεται. Επο μένως υπάρχει μια διπλή κίνηση: • επεξεργασίας ειδικών μηχανών κατά κλάδο • επέκτασης ενός ομοιόμορφου εργαλειακού εξοπλισμού κάθε φορά που η περίπλοκη εργασία συντρίβεται και χωρίζεται σε κατατεμαχισμέ νες εργασίες. Θα αναλύσουμε μονάχα αυτή τη δεύτερη κίνηση82. Εδώ θα θέλαμε να διατυπώσουμε τρεις παρατηρήσεις: 81. Για να μιλήσουμε αυστηρά, πρέπει να πούμε: της υπεραξίας- είναι από διάθεση απλοποίησης το ότι διατηρείται αυτή η προσέγγιση σ’ αυτό το σημείο ανάλυσης. 82. Ένα καλό παράδειγμα της πρώτης κίνησης (με την οποία τελειοποιούνται ή επε ξεργάζονται ειδικά εργαλεία κατά κλάδο) δίνεται από τον ίδιο τον Ταίηλορ. Πρόκειται
133
1. Καταρχήν, πρέπει να σημειώσουμε πως η τυποποίηση και η ομοιομορφοποίηση του εργαλειακού εξοπλισμού απαιτείται από τον ίδιο τον «one best way». «Η αναγωγή των 40, 50, ή 100 τρόπων εκτέ λεσης της ίδιας εργασίας» σε έναν «μοναδικό καλύτερο τρόπο» προϋποθέτει όχι μονάχα την ανάλυση των κινήσεων (χρόνων και κινή σεων) αλλά επίσης βέβαια και των εργαλείων: με το «μοναδικό καλύτε ρο τρόπο» αναφερόμαστε σ’ αυτό που θα αποκαλεστεί κατ’ αναλογία «τα μοναδικά καλύτερα εργαλεία». Τα μοναδικά καλύτερα εργαλεία πρέπει να γενικευτούν και να καθιερωθούν ακριβώς ταυτόχρονα με το «μοναδικό καλύτερο τρόπο». Πρόκειται για δύο πλευρές του ίδιου προ βλήματος, για μια διπλή μορφή ορθολογικοποίησης του εργασιακού προτσές στην οποία προβαίνει ο ταιηλορισμός. Από την άποψη του καταμερισμού εργασίας, τούτο μεταφράζεται με τη γέννηση (όταν δεν υπάρχει ήδη) ή την επέκταση αυτού του μέρους δραστηριότητας της κοινωνικής εργασίας που κατέχει η σύλληψη και κατασκευή των εργα λείων. Ο ταιηλορισμός ενισχύει έτσι σε μια πλατιά κλίμακα την εμφά νιση και τη σταθεροποίηση των τεχνικών, των χωρισμένων από τους άμεσους παραγωγούς, στους οποίους εμπιστεύεται το καθήκον της επεξεργασίας των εργαλείων και γενικότερα των μέσων εργασίας. Αυτό που ανάγγειλε ήδη ο Μαρξ στο 4ο μέρος του Κεφάλαιου: «Η ιδιοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο» που το κάνει να λειτουρ γεί «ενάντια στους εργάτες» έτσι πραγματοποιήθηκε. Αυτή η διεύρυνση του καταμερισμού εργασίας έχει ένα πεδίο εφαρμογής τόσο στο κοινω νικό επίπεδο (υποδιαίρεση I) όσο και στο εσωτερικό του εργοστάσιου (κατασκευαστές εργαλείων και εργαστήρια εργαλείων). Με ορισμένο τρόπο, ο καταμερισμός εργασίας αυτο-αναπαράγεται: η «επιστημονι κή» μελέτη των χρόνων και των κινήσεων εμπεριέχει ταυτόχρονα κι εκείνη των εργαλείων. για το περίφημο παράδειγμα «για το ταχύ κόψιμο του χάλυβα», για το κόψιμο των μετάλλων στις μηχανικές βιομηχανίες. Ο στόχος του Ταίηλορ εδώ ήταν να «καθόρισα ποια ήταν η μορφή των εργαλείων και οι καλύτερες γωνίες χτυπήματος για το κόψιμο των μετάλλων κι επίσης να επιχειρήσει να καθορίσει ποια ήταν η βέλτιστη ταχύτητα κοπής του χάλυβα*. (Υπογραμμίζω εγώ, Μ.Κ.). Είναι ενδιαφέρουσα η υπογράμμιση πως, ανάμεσα στις 12 μεταβλητές που πήρε υπόψη του ο Ταίηλορ, όλες δίχως εξαίρε ση αναφέρονταν σε τεχνικά χαρακτηριστικά των υλικών (φυσικο-χημικά) κι ούτε μια δεν αναφέρονταν στον επίμοχθο χαρακτήρα της εργασίας. Εισάγεται με «την ταινία» μέσα από τη «βέλτιστη ταχύτητα» χωρίς σχέση με την απώλεια ενέργειας. Το σημείο αυτό είναι ενδιαφέρον γιατί επιτρέπει να δειχτεί —έστω και μερικά —αυτό που διαβεβαιώναμε για την ειδική φύση της ανανέωσης του εργαλειακού εξοπλισμού στην οποία προέβηκε ο ταιηλορισμός. ,
134
2. Ειπώθηκε πως αυτή η τυποποίηση γίνεται σε βάρος του εργάτη. Αυτό θα θέλαμε να το ξεκαθαρίσουμε περισσότερο. Γίνεται σε δύο κατευθύνσεις: πρώτο, επιτρέπει έναν μεγαλύτερο έλεγχο από το κεφά λαιο του προτσές εργασίας, δεύτερο, επιτρέπει την απόσπαση μεγαλύ τερης μάζας υπερεργασίας. Η διεύθυνση δεν περιορίζεται στον προσδιορισμό των καλύτερων εργαλείων ή στην επεξεργασία νέων, αν αυτά που είναι διαθέσιμα δεν είναι ικανοποιητικά. Όπως λέει ο Ταίηλορ σχετικά με τον πειραματι σμό που αφορά την κοπή μετάλλων: «Δεν θα είχε ξοδευτεί τόσο χρήμα και δεν είχαν παρθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα για να οδηγηθούν όλα σ’ ένα καλό τέλος για ένα αφηρημένο κίνητρο: δεν έγιναν όλα αυτά για να συγκεντρωθούν επιστημονικές γνώσεις (για την αγάπη της επιστήμης)
(DSE, σ. 187). Στην πραγματικότητα ο Ταίηλορ έχει άλλες ανησυχίες: «Υπήρξε ένας πολύ πραχτικός σκοπός: να μη λείπουν ακριβείς πληροφορίες83 που να επιτρέπουν τις καλύτερες μεθόδους και στον συντομότερο χρόνο» (υπογραμμίζουμε). Με άλλα λόγια, η διεύθυνση καθορίζοντας το εργαλείο, καθορίζει επίσης τους όρους χρησιμοποίησής του. Στον αριθμό των οποίων, ιδιαίτερα, πρέπει να υπολογίσουμε την «ταχύτητα χρησιμοποίησής του» για να ξαναχρησιμοποιήσουμε κι εδώ την έκφραση του Ταίηλορ. Εδώ παίζει ο ίδιος μηχανισμός: ο εργάτης απογυμνωμένος από τη γνώση, που αφορά τη χρησιμοποίηση του εργαλείου, απογυμνώνεται από την ικανότητα του φρεναρίσματος. Το κεφάλαιο με τη μεσολάβη ση των ανθυπασπιστών και λοχιών του (εργοδηγοί και χρονομετρητές) μπορεί να ελέγχει την εργασία και τους χρόνους. Επιπλέον, η διεύθυν ση θα μπορεί να ποντάρει στο γεγονός πως τα εργαλεία της ανήκουν για να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα ποινικών κυρώσεων για ότι σχετίζε ται με τη χειροτέρευσή τους ή την πρόωρη φθορά τους. Αυτό το σύ στημα ελέγχου «με το μισθό» θα συμβάλει στο να κάνει τον εργάτη να σέβεται αυστηρά τους κανόνες χειρισμού που υπαγορεύονται από τη διεύθυνση. Πρέπει να επισημάνουμε πως αυτή η τυποποίηση γίνεται σε βάρος του εργάτη με μια άλλη έννοια ακόμα. Έχει τυποποιηθεί μονάχα ένας περιορισμένος αριθμός εργαλείων, αναφορικά με τον «ιδανικό εργάτη»
83.
«Να μη λείπουν πληροφορίες.: το βλέπουμε- είναι πάντα η ίδια γραμμή: κατοχή
γνώσης για κατοχή δύναμης. 135
των πινάκων ΜΤΜ που από τις ΗΠΑ κατέκλυσαν την Ευρώπη μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι εγκαταλείφτηκαν όλα τα ειδικά εργαλεία, τα προσαρμοσμένα στις φυσικές ανάγκες ή τις διαφορετικές μορφολογίες, και τούτο δίχως να μιλήσουμε για όλα αυτά που εντάσ σονται σε λειτουργικούς τρόπους διαφορετικούς από το θεωρούμενο «μοναδικά καλύτερο». Με άλλα λόγια, ο τύπος τεχνικής συσσώρευσης που καθορίζει ο ταιηλορισμός γίνεται ακόμα με τίμημα μια ε γκατάλειψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνικά διαθέσιμης γνώσης84. Είναι αλήθεια πως ο Ταίηλορ το λέει καθαρά: «Δεν πρόκειται για συγκέντρωση επιστημονικών γνώσεων» αλλά για αύξηση των δυνατο τήτων ελέγχου στο προτσές της εργασίας και αύξηση της ταχύτητας χρησιμοποίησης των εργαλείων. Οι εργάτες σε όλες τις περιπτώσεις οφείλουν να περιορίζονται σε επιλεγμένα εργαλεία και μηχανές, γιατί, και αυτό είναι το τελευταίο σημείο που έχουμε την πρόθεση να επισημάνουμε, αυτή η τυποποίηση και αυτή η ομοιομορφοποίηση του εργαλειακού δυναμικού αποτελειώ νουν - εκεί που δεν έχει πραγματοποιηθεί — την απαλλοτρίωση των εργαζρμένων από τα μέσα εργασίας τους.
Λέμε «αποτελειώνουν» γιατί το προτσές έχει αρχίσει πλατιά πριν από τον ίδιο τον Ταίηλορ85. Στην περίπτωση του φτυαρίσματος που ήδη αναφέρθηκε, ο Ταίηλορ στην πραγματικότητα δείχνει πως οι εργα ζόμενοι ήταν ιδιοχτητες των φτυαριών τους και πως αυτά αφού είχαν πολύ διαφορετικά και ποικίλα χαρακτηριστικά (μάκρος λαβής, χωρητι κότητα φτυαριού, διαφορετικά επίπεδα κύρτωσης του φτυαριού κλπ), η «ορθολογικοποίηση» από τους χρόνους και τις κινήσεις προϋπόθετε καταρχήν την απαλλοτρίωση των φτυαριστών από τα εργαλεία τους και την επεξεργασία τυποποιημένων φτυαριών που γι’ αυτά η διεύθυνση προσδιόρισε τυποποιημένους χρόνους86.
84. Αυτή η μικρή μελέτη σχετικά με την οργάνωση της εργασίας έρχεται - από την πλευρά της - να συμβάλει στην υποστήλωση της ιδέας πως η τεχνικο-επιστημονική ανάπτυξη στον καπιταλισμό πραγματοποιείται, σε ορισμένες περίπτωσης, σε βάρος της λαϊκής, μερικής και ασυστηματοποίητης γνώσης. Είτε η «επιστήμη» ιδιοποιείται αυτές τις γνώσεις, είτε οι κανόνες συγκρότησής της «αποκλείουν» απ’ αυτήν τους κάτοχους παραδοσιακών γνώσεων. 85. Βλ. για το σημείο αυτό πιο πάνω 3.3. «Ταιηλορισμός και μηχανές». 86. Το παράδειγμα αυτό προβάλει τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνεται η αγροτική απαλλοτρίωση που κάνει «ελεύθερη» την εργασία και η απαλλοτρίωση από τα μέσα εργασίας (άλλα από τη γη).
136
3. Το σημαντικότερο τέλος είναι ο ρόλος που παίζει η τυποποίηση των εργαλείων στην τυποποίηση του προϊόντος και από κει ο ρόλος της στην ανάπτυξη της παραγωγής σε σειρές και στη μαζική παραγωγή. Στην πραγματικότητα πρέπει να τονιστεί αρκετά το γεγονός πως τυποποιώντας τον εργαλειακό εξοπλισμό και τις διαδικασίες εργασίας, δημιουργήθηκαν όλοι οι όροι για την επέκταση της παραγωγής σειράς. Ο Φορντ το κατάλαβε αυτό πολύ γρήγορα στο αυτοκίνητο. Επιδίωξε να φτάσει στο πιο απλό δυνατό μοντέλο (στόχο που πέτυχε με το πασί γνωστο μοντέλο Τ το 1914) κάτι που πέτυχε ακολουθώντας τις πιο τυποποιημένες δυνατές εργασιακές διαδικασίες (αυτή θα είναι η αλυσί δα από το 1924) και τον έκανε να εξαρτιέται όσο γίνεται λιγότερο για τα μοντέλα από τις δυνατότητες εφοδιασμού από μια ειδικευμένη αγο ρά εργατικής δύναμης. Με μια λέξη, ο Φορντ κατάλαβε πολύ γρήγορα πως δεν αρκούσε να υπάρχει μια πολύ μεγάλη δυναμική αγορά για το αυτοκίνητο. Ακόμα χρειαζόταν η φύση του προτσές εργασίας να μην ορθώνεται σαν ένα εμπόδιο στην επέκταση της παραγωγής. Με μια «διεύρυνση της κλίμακας της παραγωγής» έγινε το πέρασμα από την «τυπική υπαγωγή» του προτσές εργασίας στο κεφάλαιο στην «πραγμα τική» του «υπαγωγή». Η τυποποίηση είναι ταυτόχρονα το προϊόν αυτής της «διεύρυνσης της κλίμακας της παραγωγής» και το μέσο με το οποίο πραγματοποιεί ται. Κι αυτό για δύο λόγους: • πρώτα απ’ όλα, όπως είδαμε, γιατί επιτρέπει με τον έλεγχο, τη μέτρη ση των χρόνων και των κινήσεων κλπ,να φέρει σ’ ένα ασύγκριτο μέγε θος την ποσότητα των προϊόντων που κατασκευάζονται σ’ έναν δοσμέ νο χρόνο, • σε συνέχεια και από κει, γιατί επέτρεψε την πτώση της ατομικής αξίας του προίόντος-εμπορεύματος κι επομένως τη διεύρυνση της α γοράς του. Πρόκειται ακριβώς για τη δεύτερη έμμονη ιδέα του Φορντ: να μειώνει αδιάκοπα την τιμή πώλησης του μοντέλου του Τ για να του εξασφαλίσει όλο και πλατύτερες αγορές. Το πρόβλημα αυτό παίρνει όλη του τη σημασία για να κατανοηθεί γιατί και πώς η μαζική παραγωγή γνώρισε στη δεκαετία του 1920 μια πρώτη άνοδο, που αφού συντρίφτηκε από τη μεγάλη κρίση, θα αναπτυ χθεί πλέρια μονάχα μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. 3.3. ΤΑΙΗΛΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ
ΜΗΧΑΝΕΣ
Μέχρι εδώ αναφερθήκαμε-σχετικά με τα εργαλεία —σε απλά παρα δείγματα (φτυάρια, μηχανές για «γρήγορο κόψιμο» του χάλυβα) και
137
μπορεί να υπάρξει η αντίρρηση πως τα προτσές που περιγράφηκαν και μπήκαν στο λογαριασμό ίου ταιηλορισμού, έχουν περιγράφει ήδη 50 χρόνια πριν από τον Μαρξ στο τέταρτο μέρος του Κεφάλαιου. Σ’ αυτό θέλουμε να αντιπαραθέσουμε δύο παρατηρήσεις. 1. Ό λα όσα έχει περιγράψει ο Μαρξ μπαίνουν στο λογαριασμό ενός «φυσικού» προτσές, σύμφυτου στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με δυο λόγια, πρόκειται για νόμους που διέπουν την ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας και των μηχανών στον ΚΤΠ.
Εδώ εξάλλου μπορεί να μετρηθεί όλη η δύναμη και η ορθότητα της ανάλυσής του. Γιατί, όταν ο Μαρξ περιγράφει τις φάμπρικες και τη μεγάλη βιομηχανία (ή ακόμα καλύτερα στις Grundrisse τις περίπλοκες αυτόματες μηχανές: το
Αφού έχουν έτσι τα πράγματα, ο ιστορικός ρόλος που έπαιξε ο Ταίηλορ και ο ταιηλορισμός θεωρούμε πως μπορεί να τοποθετηθεί στην αληθινή θέση του. Ό λα αυτά που ανάγγειλε ο Μαρξ σε ότι αφορά τους ειδικά καπιταλιστικούς χαρακτήρες του προτσές εργασίας (κατατεμαχισμός καθηκόντων, ενσωμάτωση της τεχνικής γνώσης στις μηχανές, δεσποτικός χαρακτήρας της διεύθυνσης) ο Ταίηλορ τα πραγματοποίησε ή ακριβέστερα τους έδωσε μια σφαίρα επέκτασης που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Το εξαιρετικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο Ταίηλορ έγκειται στο γεγονός πως είναι η συνειδητή, συμπυκνωμένη και συστηματική έκφραση των συμφερόντων του κεφάλαιου σε μια στρατηγική στιγμή της ιστορίας του. Έκανε συνείδηση στην αστική τάξη τις επιταγές της αξιοποίησης του κεφάλαιου σχετικά με τις μορ φές που αποτυπώνει στο προτσές εργασίας, μορφές που ο Μαρξ με επαγωγικό τρόπο είχε αναγγείλει. 2.
Αλλά αυτός ο χαρακτηρισμός είναι ακόμα ανεπαρκής. Γιατί στο
βαθμό που το προτσές εργασίας είναι ένας ειδικός συνδυασμός της ζωντανής εργασίας με τη νεκρή εργασία (μηχανή, εργαλείο, βοηθητικά παραγωγικά υλικά) πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί ο ρόλος του Ταίη λορ στην καθεμιά απ’ αυτές τις δύο πλευρές. Θα πούμε έτσι σε συντο μία: • α. Ό λα όσα δεν είχε ακόμα πραγματοποιήσει το σύστημα των μηχα νών σχετικά με την τεχνική απαλλοτρίίοση των εργατών, ο ταιηλορισμός τα πραγματοποίησε μέσα από την οργάνωση της εργασίας • β. από κει, στήριξε το σύστημα μηχανών και του έδωσε μια νέα άνοδο
(βλ. 3.1. και 3.2.: «Ο ταιηλορισμός και τα εργαλεία του »). Έτσι ήρθε κατά κάποιο τρόπο — να αποτελειώσει — μια κίνηση εγχάρακτη «μέσα στην ίδια τη φύση των πραγμάτων». Για να ευνοηθεί η άνοδος της συσσώρευσης του κεφάλαιου σύμφωνα με νέους τρόπους - εκείνους της μαζικής παραγωγής - «ανασυνθέτοντας» την εργατική τάξη, με τρόπο που να ενισχύεται η κυριαρχία του κεφάλαιου στο προτσές εργασίας.
139
3. Οι όροι της ενσωμάτωσης της τεχνικής και της επιστήμης στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή Εισαγωγή 1. Στην πορεία της εργασίας που έφτασε ως εδώ μπορέσαμε να εκθέ σουμε ορισμένους από τους ειδικούς χαρακτήρες που αποτυπώνει ο ΚΤΠ στην παραγωγή της επιστήμης και της τεχνικής. Κάνοντας αυτό, μπορέσαμε ήδη να παρατηρήσουμε πως πολλές εφευρέσεις ή προϊόντα της Ε και Α δεν βρίσκουν εφαρμογή στην παραγωγή εμπορευμάτων και μπορούν να παραμείνουν για πολύ καιρό αχρησιμοποίητα —και να μη χρησιμοποιηθούν και ποτέ. Στα όρια που ο ΚΤΠ σαν τρόπος παρα γωγής βάζει στην παραγωγή της Ε και Α, ο ΚΤΠ εντάσσει στα προϊόν τα της Ε και Α στο προτσές παραγωγής όρους που μπορούν να αποτελούν και τα όρια για την ενσωμάτωσή τους. Στην πραγματικότητα εί ναι ένα πράγμα η παραγωγή τεχνικής — που εμφανίζεται τότε σαν δυναμική «τελειοποίηση» —και άλλο πράγμα είναι η πραγματική χρη σιμοποίηση αυτών των νέων τεχνικών και μεθόδων στο προτσές παρα γωγής. Μπορούμε να δώσουμε σ’ αυτό το πρόβλημα μια πιο γενική διατύ πωση και να αναρωτηθούμε: ανάμεσα σε όλες τις διαθέσιμες εφευρέ σεις σε μια δοσμένη στιγμή, γιατί ορισμένες μονάχα χρησιμοποιούνται στην παραγωγή εμπορευμάτων. Με ποια κριτήρια γίνεται αυτή η ενσωμάτωσή. Γιατί μια εφεύρεση παραγμένη σε μια δοσμένη χώρα, σε μια δοσμένη στιγμή δεν εφαρμόζεται σ’ αυτή τη χώρα παρά μονάχα πολύ πιο αργά, αλλά εφαρμόζεται αμέσως σε μια άλλη χώρα απ’ αυτή στην οποία παράχθηκε. 2. Ένα πρόβλημα τίθεται άμεσα: πώς και πού μελετιούνται αυτοί οι όροι που θέτει ο ΚΤΠ στην ενσωμάτωσή των εφευρέσεων στην παρα γωγή εμπορευμάτων. Είναι δυνατά τουλάχιστον δύο διαβήματα. —Το πρώτο συνίσταται να ξεκινήσουμε από την εταιρία (ή από τον 140
κλάδο) και να παρατηρήσουμε πώς προβαίνει στις επιλογές του σχετι κά με τις εφευρέσεις, σε ποιες βάσεις, παίρνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, κλπ. Αυτός ο τύπος διαβήματος μπορεί να είναι γόνιμος1, αλλά παρουσιάζει πολλά μειονεκτήματα. Γιατί, καθορίζοντας σαν πεδίο μελέτης την εταιρία, περικλείνουμε αμέσως τα αποτελέσματα που φτάνει, σε στενά όρια. Η μέθοδος αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερα τρία μειονεκτήματα. • Πρώτο μειονέκτημα: δεν μπορούμε να ξέρουμε —ή ξέρουμε άσχημα —εκείνο που στη θεωρούμενη εταιρία (ή ακόμα και στον κλάδο), συν δέεται ιδιαίτερα με αυτή την εταιρία, εκείνο που μπορεί να αποτελεί μια κοινωνικά έγκυρη πρόταση. Και αυτό ήδη — έχει κιόλας υπογραμμι στεί —αποτελεί ένα από τα όρια που σκόνταψε η εργασία του Ρίχτα: «χημικοποίηση, πληροφορικοποίηση, κυβερνητικοποίηση» βέβαια, αλλά αφορούν καλά καθορισμένους τόπους δραστηριότητας· και τίπο τα - πριν θεμελιωθεί — δεν επιτρέπει κι ούτε κάνει αξιόπιστη την προϋπόθεση πως οι μετασχηματισμοί που επηρεάζουν αυτές τις δρα στηριότητες μετασχηματίζουν το σύνολο των κλάδων της κοινωνικής οικονομίας. • Δεύτερο μειονέκτημα: η εταιρία, στην επιλογή της των καινοτομιών σκέφτεται βέβαια κύρια σε σχέση με τους άμεσους ανταγωνιστές της, αλλά επίσης —στη δική της στρατηγική ανάπτυξης —αναγκαστικά σε αναφορά με το σύνολο της κοινωνικής οικονομίας, με την οποία είναι συνδεδεμένη με ολόκληρη σειρά αλληλοεξαρτήσεων. Επίσης, και λίγο αν απασχοληθούμε με κάποια συνέπεια να φωτίσουμε τους παράγοντες που βαραίνουν στις αποφάσεις της σχετικά με τη νεοτερικότητα, θα οδηγηθούμε σε προβλήματα που ξεφεύγουν κατά πολύ από εκείνα που η απλή ανάλυση των αποφάσεων της εταιρίας καθιστά διαφανή. • Το τρίτο μειονέκτημα: ίσως το κυριότερο, είναι πως παρατηρώντας τους παράγοντες που βαραίνουν στις αποφάσεις της εταιρίας σχετικά με τη νεοτερικότητα, κινδυνεύουμε να παρατηρήσουμε περισσότερο την πολιτική της σχετικά με τη νεοτερικότητα, παρά με τις αιτίες που —βασικά —κάνουν, ώστε αυτός ή ο άλλος τύπος εφευρέσεων να απορριφθεί ή να υιοθετηθεί. Εδώ αναφερόμαστε στο γεγονός πως η εταιρία διαθέτη έναν αναγκαστικά περιορισμένο ορίζοντα και πως ορισμένοι
I. Ένα παρόμοιο διάβημα εγινε - και με αποτελέσματα - από τον Maunoury στο La Genese des Innovations, που έχει σαν υπότιτλο «La creation technique dans Γ activite de la firme*. Αλλά για λόγους που θα εκτεθούν εδώ, εμείς δεν μπορούμε να υιοθετή σουμε ένα τέτοιο διάβημα.
141
τύποι εφευρέσεων μπορούν να αποκλείονται γι’ αυτήν και να είναι εφαρμόσιμοι για άλλες εταιρίες (για το κεφάλαιο γενικά). Πάντα για λόγους στρατηγικής και ταχτικής, στον αγώνα της για να εξασφαλίσει και να αναπαράγει την αγορά στην οποία στηρίζεται, η εταιρία μπορεί να αποχτάει εφευρέσεις για να τις αποστειρώνει (με το παιχνίδι του συστήματος των πατέντων), εφευρέσεις, που δίχως αυτά τα εμπόδια, θα έβρισκαν εφαρμογές στην κοινωνική οικονομία. Ή , για να βρισκόμα στε σε συνοχή με το αντικείμενό μας, είναι αναγκαίο να φτάσουμε σε μια τέτοια μέθοδο, ώστε οι απαιτήσεις που προσιδιάζουν στην αυτοαξιοποίηση ενός ατομικού κεφάλαιου (και που μπορούν να προσδιορί ζουν ένα δοσμένο πεδίο ενσωμάτωσης / μη ενσωμάτ<οσης των διάφορων διαθέσιμων εφευρέσεων) να διαχωριστούν από τις απαιτήσεις αξιοποίη σης του κεφάλαιου γενικά. Με δυο λόγια, το μειονέχτημα αυτού του πρώτου τύπου διαβήματος έγκειται στο ότι δεν επιτρέπει να γίνει καθα ρή αυτή η διάκριση. Αν θέλουμε να επισημάνουμε τους όρους που ο ΚΤΠ - σαν τρόπος παραγωγής —θέτει στην ενσωμάτωσή των εφευρέ σεων, πέρα από τις ιδιαίτερες αιτίες που μπορούν προσδιορίζουν τη συμπεριφορά αυτής ή της άλλης επιχείρησης, οδηγούμαστε να τοποθε τηθούμε σε ένα άλλο επίπεδο κατανόησης των πραγμάτων: στο κοινω νικό επίπεδο. —Απ’ όπου η αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός άλλου διαβήματος. Παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει αυτό, είναι δυνατό να απαντή σουμε στο ερώτημα: πώς ο ΚΤΠ ενσωματώνει ή απορρίπτει τις εφευ ρέσεις που παράγει;2 —Η υπόθεσή μας είναι η ακόλουθη: αν ο ΚΤΠ είναι πρώτα απ’ όλα μια δραστηριότητα για την αξιοποίηση του κεφάλαιου, σημαίνει πως εξετάζοντας τη συμβολή που οι διαφορετικοί τύποι εφευρέσεων εισφέ ρουν στο κεφάλαιο στο προτσές της αυτοαξιοποίησης, μπορούμε να φανερώσουμε τις αιτίες — κοινωνικές —που προσδιορίζουν την ενσωμάτωση ή την απόρριψη των διαφόρων διαθέσιμων τύπων εφευρέσεων. Επομένως, στο ίδιο το προτσές της διαμόρφωσης της αξίας και ακριβέ στερα στη συμβολή των εφευρέσεων στο αν επιτρέπουν (ή όχι) την απόσπαση υπεραξίας χρειάζεται να αναζητήσουμε, εξετάζοντας πώς, από την άποψη αυτή, παρεμβαίνουν οι διάφοροι τύποι εφευρέσεων, που είναι: οι νέες μηχανές, οι νέες πρώτες ύλες και τα νέα προϊόντα
2. Ξεκαθαρίζουμε πως πρόκειται να εξετάσουμε τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή «συνηθισμένων» εμπορευμάτων. Αυτές που συνδέονται με στρατιωτι κές εφαρμογές δεν εξετάζονται.
142
που αυτές ή οι άλλες μπορούν να επιτρέπουν να κατασκευάζονται-’. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας μη μπορώντας να εξεταστούν όλες οι υποθέσεις, θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το ζήτημα των εφευρέσεων που μπορούν να επιτρέπουν την επεξεργασία νέων μηχανών (η περί πτωση των νέων πρώτων υλών και των νέων προϊόντων θα εξεταστεί επίσης, αλλά πιο σύντομα). Έτσι για την περίπτωση των μηχανών θα προχωρήσουμε στην έκθε ση των όρων που θέτει ο ΚΤΠ για την ενσωμάτωσή τους στην παρα γωγή εμπορευμάτων, και τούτο σε αναφορά με τον τρόπο ειδικής επενέργειάς τους στο προτσές σχηματισμού αξίας και απόσπασης υπε ραξίας. Επομένως θα στραφούμε σ’ ένα πρώτο χρόνο προς τη θεωρία της σχετικής υπεραξίας 4 όπου ο Μαρξ αναλύει το ζήτημα της «αξίας που μεταβιβάζεται από τις μηχανές στο προϊόν»5. Η ουσία των προτάσεων που εκθέτη ο Μαρξ στο κείμενο αυτό αφορά τους λόγους για τους οποίους το κεφάλαιο, συγκροτημένο στην μανιφακτούρα, αναπτύσσε ται προς τη μεγάλη βιομηχανία και τη φάμπρικα, ενσωματώνοντας πάντα περισσότερες μηχανές. Αυτό το ίδιο το κείμενο προσφέρεται να διαβαστεί σαν ένας στοχασμός σχετικά με τη συμβολή των μηχανών στην παραγωγή υπεραξίας (και τις αντιθέσεις που προκύπτουν από τη χρησιμοποίησή τους)· θα βρούμε εκεί την ουσία των στοιχείων που καθορίζουν στον ΚΤΠ να ενσωματώνει ή να μην ενσωματώνει τους διαθέσιμους διάφορους τύπους εφευρέσεων. 3. Όμως αυτός ο τύπος διαβήματος, αν είναι πιο κατάλληλος για το δικό μας αντικείμενο, παρουσιάζει κι αυτός ορισμένα μειονεχτήματα. Και ιδιαίτερα πως δεν θα υπάρξει εξήγηση για καμιά ιδιαίτερη εφεύρεση. Για κάθε συγκεκριμένη εφεύρεση που ενσωματώνεται ή απορρίπτεται είναι αναγκαία μια ειδική εργασία. Αλλά, αφού θα αναδειχτούν τα γενικά στοιχεία, η τέτοια εργασία θα διευκολυνθεί. Θα μελετηθούν ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά δεν θα συνιστώνται παρά σε απλές υπογραμμίσεις. Η εργασία αυτή δεν αξιώνει να φέρει απαντήσεις στα προβλήματα που θέτει το φαινόμενο της καινο
3. Που επιφέρουν ή όχι νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας μέσα στις επιχειρή σεις. 4. Αυτό θα θεμελιωθεί κατοπινά. Εδώ δίνουμε μερικές ενδείξεις σχετικά με τους λό γους για τους οποίους πρέπει να αναζητηθοΰν εκα οι απαντήσεις στα ερωτήματά μας. 5. «Οι μηχανές και η μεγάλη βιομηχανία.. Κεφάλαιο, κεφ. 15, τ. 2. Editions Sociales.
143
τομίας, αλλά να συμβάλει, ξεκινώντας από μια προκαταρκτική μελέτη, στο να τα θέσει. Το κεφάλαιο αυτό θα αφιερωθεί στη μελέτη των προβλημάτων που αφορούν τη σχέση εφεύρεση / νεοτερικότητα / νόμος της αξίας6. Κατά κάποιο τρόπο πρόκειται να σκεφτούμε σχετικά με τα στοιχεία που συν θέτουν ένα «νόμο επιλογής των καινοτομιών» που προσιδιάζει στον ΚΤΠ. Με μια σύντομη υπενθύμιση (1), εξετάζουμε τα ακόλουθα σημεία: - η οικονομία χρόνου στην εργασία7 (2) —η προθεσμία μεταβίβασης της αξίας της μηχανής στο προϊόν (3) - η ταχύτητα περιστροφής του κεφάλαιου (4) —τα διαφορετικά αποτελέσματα της νεοτερικότητας στους διάφο ρους κλάδους της κοινωνικής οικονομίας (5) —πριν να καταλήξουμε σε μια παράγραφο (6) αφιερωμένη στις πλευ ρές της σημερινής «κρίσης», όσο μια ανάλυση των «μηχανών» επιτρέ πει κάπως να φωτιστούν. I. Υπενθυμίσεις, μερικές α-ρετηριακές προτάσεις
Μελετάμε τους όρους ενσωμάτωσης των νέων μηχανών κάτω από το ακόλουθο σώμα υποθέσεων: 1. Η παραγωγή είναι πριν απ’ όλα και βασικά παραγωγή υπεραξίας, σ’ ένα προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου. 2. Στην πορεία της ανάπτυξής του, το κεφάλαιο καταχτάει πρώτα απ' όλα τα προτσές εργασίας έτσι όπως υπάρχουν, για να τα μετασχημα τίσει σε συνέχεια και βαθμιαία έτσι που να τα κάνει κατάλληλα για το στόχο του: τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση υπεραξίας. Τα διάφορα στοιχεία του προτσές εργασίας (και ιδιαίτερα αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ: οι μηχανές) μπαίνουν σαν μέσα του προτσές αξιοποίησης. Σ’ αυτές τις προτάσεις (που διατυπώθηκαν στο πρώτο και δεύτερο μέρος αυτής της εργασίας) πρέπει να προστεθούν μερικές άλλες, που παραπέμπουν στο Βιβλίο I (τόμοι I, II, III) του Κεφάλαιου για τις διά6. Με τον όρο εφεύρεση, θα εννοούμε στη συνέχεια αυτού του κείμενου, κάθε μέθο δο που επιδέχεται εφαρμογή στην παραγωγή, με τη διευκρίνιση πως η μέθοδος που καλύπτει μια εφεύρεση γενικά οδηγεί σε μια κατάθεση πατέντας και από το γεγονός αυτό υπόκειται, όσον αφορά την κυκλοφορία της, σε ιδιαίτερους κανόνες. 7. Δεν θα εκτεθούν παρά μονάχα τα απλούστερα στοιχεία αυτού του ζητήματος. Το πρόβλημα της μετατροπής της αξίας σε τιμές κι εκείνο της εξίσωσης των ποσοστών κέρδους δεν θα εξεταστούν.
144
φορές μορφές υπεραξίας και τους διαφορετικούς τρόπους απόσπασής της. 3. Στο προτσές αυτοαξιοποίησης, για να παραχθεί υπεραξία, το κεφάλαιο ενεργεί πρώτα με την παράταση της εργάσιμης ημέρας — χωρίς αντίστοιχη αύξηση του μισθού (παραγωγή απόλυτης υπερα ξίας). Αλλά μόλις το προλεταριάτο συσπειρωθεί και οργανωθεί σε ενώ σεις υπεράσπισης της εργατικής του δύναμης, η παράταση της εργάσι μης ημέρας σκοντάφτει σε σχετικά άκαμπτα όρια. 4. Τότε το κεφάλαιο προσπαθεί να παράγει περισσότερη υπεραξία στον ίδιο χρόνο εργασίας (παραγωγή σχετικής υπεραξίας). Στην κίνη ση αυτή, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μονάχα σε μια «επανάσταση των όρων παραγωγής»6, το κεφάλαιο έχει μια σύμφυτη στη λειτουργία του τάση να παράγει και να ενσωματώνει μηχανές, που αυξά
νουν κάθε φορά την παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας. Αυτή η αύξηση της παραγωγικότητας επιτρέπει στον καπιταλιστή —μειώνον τας τον αναγκαίο κοινωνικά χρόνο για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος —να αυξάνει το χρόνο υπερεργασίας, το χρόνο που στη διάρκειά του ο εργάτης δουλεύει για άλλον. Αυτό αντιστοιχεί στο γενι κό μηχανισμό παραγωγής σχετικής υπεραξίας9, που όλη η «τέχνη» του συνίσταται να περάσει από το σχήμα: α ---------------- β -----------γ
όπου α-γ: εργάσιμη ημέρα α-β: αναγκαία εργασία (Κ+Μ) β-γ: υπερεργασία (Υπ) Κ: σταθερό κεφάλαιο Μ: μεταβλητό κεφάλαιο Υπ: υπεραξία
στο σχήμα: α -------- β '---------------γ όπου α-γ είναι η ίδια εργάσιμη ημέρα, αλλά όπου η αναγκαία εργασία μετατοπίζεται σε α-β' και μειώνεταιβ'-γ γίνεται ο χρόνος υπερεργασίας έτσι που β'-γ>β-γ, δηλ. Υπ’>Υπ. 8. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Βιβλίο I, τομ. 2, σ. 9, Editions Sociales (υπογραμ. Μπ. Κ.). 9. Οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας μεταφράζονται με την απόσπαση
σχετικής υπεραξίας, μονάχα όταν αυτές οι τροποποιήσεις επηρεάζουν τους τομείς που παράγουν είδη συντήρησης (βλ. πιο πάνω). 145
Ο Μαρξ τονίζει πως για να μπορεί να πραγματοποιηθεί αυτή η μετα τόπιση : «Αφού τα όρια της ημέρας είναι δοσμένα (α-γ σταθερά), η παράταση της υπερεργασίας πρέπει να προκύπτει από τη συστολή της αναγκαίας εργασίας·'0.
Με ένα παραδειγματάκι υπογραμμίζει αυτή τη διαβεβαίωση, πριν βγάλει μια γενική σκέψη: «Ένας παπουτσής, για παράδειγμα, με δοσμένα μέσα, κάνει σε 12 ώρες ένα ζευγάρι μπότες. Για να κάνει στον ίδιο χρόνο δυο ζευγάρια, πρέπει να διπλασιάσει την παραγωγική δύναμη11 της εργασίας του, πράγμα που δεν συμβαίνει χωρίς αλλαγή στα εργαλεία ή στη μέθοδό του εργασίας ή ταυτόχρονα και στα δυο»12. Ξεκινώντας απ’ αυτό το παράδειγμα, μπορούμε να διατυπώσουμε την ακόλουθη πρόταση: για να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργα σίας και να αποσπαστεί περισσότερη υπεραξία στον ίδιο χρόνο εργα σίας: «χρειάζεται να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση στους όρους της παραγωγής»13. Αυτή η σύντομη υπενθύμιση θα επιτρέψει να καταλάβουμε πιο καθαρά —αυτό που προβάλαμε στην εισαγωγή (σημείο 2) — πως στο κεφάλαιο της σχετικής υπεραξίας (όσο η κατανόησή της απαιτεί την εξέταση «της επανάστασης στους όρους παραγωγής») θα βρούμε την ουσία της ανάλυσης των μετασχηματισμών που αποτυπώνουν στο προϊόν οι μηχανές — από την άποψη των διάφορων κλασμάτων της αξίας (Σ, Μ και Υπ) στα οποία αναλύεται το προϊόν - και στην εργάσι μη ημέρα. Επομένως θα βρούμε επίσης την ουσία των όρων που το κεφάλαιο — στην πορεία του προτσές της αξιοποίησης — θέτει στην ενσωμάτωσή των μηχανών, όσο οι τελευταίες είναι ένα μέσο αυτού του προτσές.
10. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 9 (υπογραμ, Μπ. Κ.). 11. «Με τον όρο αύξηση της παραγωγικής δύναμης ή της παραγωγικότητας της εργασίας, εννοούμε γενικά μια αλλαγή στις μεθόδους της που συντομεύουν τον κοινω νικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, έτσι που με μια μικρότερη ποσότητα εργασίας να αποχτάει τη δύναμη να παράγει περισσότερες αξίες χρήσης στον ίδιο χρόνο εργασίας» (υπογραμ. Μπ. Κ.), Μαρξ, στο ίδιο, σ. 9. 12. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 9. 13. Μαρξ, στο ίδιο.
146
2. Ο γενικός όρος για την ενσωμάτωση των μηχανών: το πρόβλημα της οικονομίας της ζωντανής εργασίας Έστω μια νέα μηχανή (ή μέθοδος, ή δυναμικό) που θέλουν να δοκι μάσουν — από την άποψη του κεφάλαιου — τα πλεονεχτήματα που παρουσιάζει η ενσωμάτωσή της στην παραγωγή εμπορευμάτων. Προϋποτίθεται πως αυτή η μηχανή επιτρέπει σε σχέση με εκείνες που υπάρχουν, να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, δηλαδή η απασχόλησή της επιτρέπει στον καπιταλιστή που τη χρησιμοποιεί να παράγει ένα δοσμένο εμπόρευμα σ’ ένα χρόνο κατώτερο από τον κοι νωνικά αναγκαίο χρόνο. Αυτή η υπόθεση, στο επίπεδο όπου τοποθετεί ται, είναι απαραίτητη. Γιατί από την άποψη της καπιταλιστικής χρησι μοποίησής της, είναι παραπλανητικό να θεωρηθεί πως ένας οποιοσδή ποτε καπιταλιστής θα την εφαρμόσει στην παραγωγή — εκτός, κάτι που μπορεί να συμβεί, για λόγους τακτικής, που από σύμβαση απο κλείεται από το πεδίο της ανάλυσής μας. Εξετάζουμε τα αποτελέσματα που παράγει αυτή η μηχανή στα διά φορα κλάσματα αξιών που - όπως η ζωντανή εργατική δύναμη που τη βάζα σε κίνηση - αποτυπώνει στο προϊόν. Η αύξηση της παραγωγικό τητας — που εξ ορισμού προϋποτίθεται πως έχει αποκτηθεί — δεν εγγυάται μονάχη της πως θα ενσωματωθεί αυτή η μηχανή. Γιατί, όπως έχουμε την πρόθεση να το δείξουμε τώρα, το αποτέλεσμά της είναι αντιφατικό. Για να το τονίσουμε αυτό, πρέπει καταρχήν να θυμηθούμε ότι: « Ό π ω ς κάθε άλλο στοιχείο του σταθερού κεφάλαιου, η μ η χα νή δεν παράγει αξία, αλλά μεταβιβάζει απλά τη δική της στο είδος που χρησιμο
ποιείται στην κατασκευή του. Έτσι η δική της αξία μπαίνει σ’ εκείνη του προϊόντος»'*.
Έτσι παίρνουμε το αυτό το a priori παράδοξο αποτέλεσμα, πως: «Αντί να το κάνει φθηνότερο, το υπερτιμά σε α ναλογία μ ’ αυτό πο υ αυτή αξίζει»15.
Κι ακόμα: «Αν... η βιομηχανία... ενσω ματώ νοντας φυσικές και σω ματικές δυνάμεις, αυξάνει μ ’ ένα θαυμαστό τρό πο τη ν παρα γω γικότη τα τη ς εργασίας, μ π ο ρούμε να αναρω τηθούμε αν αυτό που κερδίζεται α πό τη μια πλευρά δεν 14. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 72 (υπογραμ. Μπ. Κ.). 15. Μαρξ. στο ίδιο.
147
χάνεται από τη ν ά λ λη , αν η χρησιμοποίηση μηχανών Εξοικονομεί περισσό τερη εργασία απ'αυτή που κοστίζουν η κατασκευή και η συντήρησή της »“ .
Ό λο το ζήτημα τότε είναι να εξεταστεί 1) σε ποια αναλογία υπερτι μιέται το προϊόν 2) αν αυτή η υπερτίμηση —αυτή η επιπλέον αξία που η μηχανή μετέφερε στο προϊόν - είναι ή όχι, μια οικονομία εργάσιμου χρόνου σε σχέση με τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο. Αυτή η εκτίμηση της υπερτίμησης πρέπει να γίνει σε πολλά επίπεδα. Ιδιαίτερα, πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο διαφορετικά πράγματα, αν και συνδεμένα που είναι 1) το αναλογικό μερίδιο της αξίας της που η μηχανή μεταφέρει στο προϊόν (σε κάθε προϊόν, όπως στο σύνολο των προϊόντων στα οποία μεταφέρεται) και 2) το μέρος της υπεραξίας ή της παραπανίσιας υπεραξίας17 που μπορεί να παίρνεται με πτώση του κοι νωνικά αναγκαίου χρόνου. Θα εξετάσουμε αυτά τα ζητήματα από κοντήτερα και: «Παρατηρούμε πρώτα απ’ όλα πως η μηχανή μπαίνει ολόκληρη στο προτσές που δημιουργεί το προϊόν κατά κλάσμα μονάχα, στο προτσές που δημιουργεί την αξία»18. Η κατασκευή ενός οποιουδήποτε αγαθού προϋποθέτει μια ακινητοποίηση σημαντικού κεφάλαιου με τη μορφή πάγιου κεφάλαιου (πράγ μα που υποδείχνει ο Μαρξ στο πρώτο μέρος της πρότασής του: «η μηχανή μπαίνει ολόκληρη στο προτσές που δημιουργεί το προϊόν») αλλά, σε ότι αφορά ακριβώς το προτσές δημιουργίας αξίας: «Δεν μεταφέρει ποτέ περισσότερη αξία απ’ ότι η φθορά της χάνει κατά μέσο όρο»19. Κι αυτό, όποια κι αν είναι η σημασία της αφετηριακής ακινητοποίησης (η σημασία που η μηχανή συνολικά αποκρυσταλλώνει στον εαυτό της)· Επίσης: «Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αξία της μηχανής και στο κλά 16. Μαρξ, Βιβλίο 1, τόμ. 2, σ. 72 (υπογραμ. Μπ. Κ.). 17. Το πρόβλημα των διαφορετικών μορφών σύμφωνα με τις οποίες αποσπάται η υπεραξία (απόλυτη υπεραξία, σχετική ή παφαπανίσια) θα ξαναπιαστεί και θα εξεταστεί πιο πέρα (βλ. πιο κάτω 5). Στο επίπεδο αυτό, η μορφή της υπεραξίας που αποσπάται δεν μας ενδιαφέρει. 18. Μαρξ, στο ίδιο. 19. Μαρξ, στο ίδιο. Δεν είναι παρά ένας τρόπος πιο ακριβής, για να πούμε πως η μηχανή μπαίνει «...κατά κλάσμα μονάχα στο προτσές που δημιουργεί αξία».
148
σμα τη ς αξίας που μεταφέρει περιοδικά στο προ ϊόν τη ς, ανάμεσα στη μηχανή σαν στοιχείο αξίας και τη μ ηχανή σαν στοιχείο της παραγω γής»20.
Ύστερα απ’ αυτά, ποια στοιχεία επιτρέπουν να επισημανθεί αν η μηχανή επιτρέπει ή όχι να μειωθεί για τον καπιταλιστή που τη χρησι μοποιεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος, παρά την αξιακή υπερτίμηση στην οποία συμβάλει. Ο Μαρξ υποδείχνει τουλάχιστον τρία απ’ αυτά τα στοιχεία και που είναι τα κυριότερα: Πρόκειται: 1. Για τη σημασία της αξίας που ενσωματώνει η μηχανή αρχικά και επομένως μεταβιβάζει κατά κλάσμα ολοκληρωτικά. 2. Ο χρόνος (η προθεσμία) που του είναι αναγκαίος για να μεταβιβά σει ακέραια την αξία της. 3. Ο αριθμός των προϊόντων στα οποία εφαρμόζεται. Θα εξετάσουμε πρώτα απ’ όλα τα σημεία 2 και 3, μετά το σημείο 1. Αυτά τα τρία σημεία μας τοποθετούν στο κέντρο του προβλήματος μας, που θα εκτεθεί: αξία μεταβιβαζόμενη από τις μηχανές στο προϊόν και όρος ενσωμάτωσης των μηχανών. 2.1. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ Αν είναι αλήθεια —για να ξαναπιάσουμε το προηγούμενο τσιτάτο — πως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αξία της μηχανής και το κλάσμα αξίας που μεταφέρει περιοδικά στο προϊόν της, απομένει να ξεκαθαρίσουμε πως ο «χρόνος», η προθεσμία μεταβίβασης, συμβάλει στον προσδιορισμό του αναλογικού μέρους της αξίας που θα μεταβι βαστεί στο προϊόν. Ο Μαρξ απαντάει στο ερώτημα τονίζοντας: «Ό σ ο μεγαλύτερη είναι η περίοδος στη διάρκεια τη ς οποίας αυτή η μη χα νή λειτουργεί, τόσο μεγαλύτερη είναι αυτή η διαφορά»21.
Με άλλα λόγια, αν η μηχανή (εφαρμοζόμενη σ’ ένα σταθερό αριθμό προϊόντων) μεταφέρει ολοκληρωτικά την αξία της σε 7 '/2 χρόνια ή σε 15 χρόνια, μεταφέρει στην πρώτη περίπτωση σε κάθε προϊόν 2 φορές περισσότερη αξία απ’ ότι στη δεύτερη περίπτωση, (προϋποτίθεται βέ βαια πως μεταφέρεται ακέραια στις αντίστοιχες προθεσμίες των 7 '/2 χρόνων και 15 χρόνων). Έτσι λοιπόν, θεωρώντας τα πράγματα μονάχα από την άποψη της
20. .Μαρξ, στο ίδιο, σ. 72. 21. Μαρξ. στο ίδιο, σ. 72.
149
υλικής φθοράς και του κλάσματος αξίας που μεταφέρεται στο προϊόν22, όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος λειτουργίας μιας μηχανής, τόσο μεγα λύτερη είναι επομένως η προθεσμία όπου μεταφέρεται. Επίσης, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να βρει μια χρησιμοποίηση στις καπιτα λιστικές παραγωγικές σχέσεις. Αλλά αυτή η άποψη —μονόπλευρη —μετατρέπεται αν αντιπαρατεθεί με τα άλλα στοιχεία που πρέπει να παρθούν υπόψη.
2.2. ΑΛΛΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΑ ΟΠΟΙΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΑΞΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΟΝΑΔΑ ΧΡΟΝΟΥ
Αν σε ένα και τον ίδιο χρόνο (π.χ. 10 ώρες) δυο μηχανών, που ενσω ματώνουν αρχικά την ίδια αξία και εφαρμόζονται στην παραγωγή ενός και του ίδιου εμπορεύματος, η μια μπορεί να εφαρμόζεται σε 500 προϊόντα και η άλλη σε 1000 προϊόντα, είναι φανερό πως η δεύτερη μηχανή (χωρίς να υπολογιστούν τα έξοδα συντήρησης) ενσωματώνει σε κάθε εμπόρευμα 2 φορές λιγότερη αξία από την πρώτη. Πράγμα που μπορεί να μετρηθεί με την «ταχύτητα» της μηχανής, δηλαδή με τον αριθμό των πράξεων που είναι ικανή να πραγματοποιεί σ’ έναν δοσμένο χρόνο. Έτσι: «Όταν είναι δοσμένη... η μάζα μιας μηχανής, το μέγεθος του προϊόντος της εξαρτιέται από την ταχύτητα των πράξεων της, για παράδειγμα από την ταχύτητα με την οποία γυρίζει το έμβολο ή από τον αριθμό των χτυ πημάτων που δίνει το σφυρί σ’ ένα λεπτό»23. Με όλους τους όρους ίσους, όσο μεγαλύτερη είναι η ταχύτητα μιας μηχανής, τόσο μικρότερο είναι το αναλογικό μέρος της αξίας της που μεταφέρει, τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά με τον κοινωνικά αναγ καίο χρόνο.
22. Λέμε υλική φθορά. Το ζήτημα της παλαίωσης ή «ηθικής φθοράς» θα εξεταστεί κατοπινά (βλ. πιο κάτω 3). 23. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 73. Το κείμενο που αναφέρθηκε συνεχίζει δίνοντας παραδείγ ματα ανισόμετρης ταχύτητας: «Μερικά απ’ αυτά τα γιγάντια σφυριά δίνουν 70 χτυπή ματα στο λεπτό. Η μηχανή του Ρυντέρ που χρησιμοποιεί ατμοσφύρια μικρότερων δια στάσεων για να σφυρηλατεί έμβολα, δίνει μέχρι 700 χτυπήματα κατά λεπτό».
150
2.3. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: Η ΑΞΙΑΚΗ ΜΑΖΑ ΠΟΥ Η ΜΗΧΑΝΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΕΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ΑΡΧΙΚΑ (Ή Η ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑ) Η έννοια με την οποία παρεμβαίνει αυτό το στοιχείο είναι απόλυτα φανερή: «Αφού είναι δοσμένη η αναλογία με την οποία μεταφέρει η μηχανή αξία στο προϊόν, το μέγεθος αυτού του αναλογικού μεριδίου εξαρτιέται από την αρχική αξία της μηχανής. Όσο λιγότερο μεταφέρει αξία, τόσο πιο παραγωγική είναι και τόσο περισσότερο η παραγωγική υπηρεσία που αποφέρει την κάνει να προσεγγίζει εκείνη των φυσικών δυνάμεων»24. «Όμως τόνιζα ο Μαρξ, αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, η παραγωγή μηχανών μέσα από μηχανές μειώνει προφανώς την αξία τους αναλογικά με την επέκτασή τους και την αποτελεσματικότητά τους»25. Ένα ήδη παλιό τεύχος της επιθεώρησης Recherches Internationa!esu αφιερωμένο στην αυτοματοποίηση αναφέρει τον υπολογι σμό αποδοτικότητας που έκανε η Austin πριν πάρει την απόφαση να αυτοματοποιήσει ορισμένες από τις παραγωγικές της μονάδες. Τα βασικά στοιχεία αυτού του υπολογισμού βρίσκονται στον ακόλουθο πίνακα (σε λίρες στερλίνες):
Παλιό εργοστάσιο
Αυτοματοποιημένο εργοστάσιο
£ 30850 2500 μονάδες/εβδομάδα
£ 25903 3000 μονάδες/εβδομάδα
-16
Κόστος της λειτουργίας των μηχανημάτων
£ 4.8s.9d/tbpa
£ 3.13s.3d/(bpa
-17
Έξοδα μισθών
£ 2.17s.2d/copa
1ls.Od/ώρα
-80
Αρχική επένδυση Όγκος παραγωγής
Αλλαγές επί τοις%
+20
24. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 73. 25. Στο ίδιο. Υπογραμμίζουμε αυτό το σημείο για την κατανόηση του φαινόμενου της αυτοματοποίησης του προτσές παραγωγής, για το οποίο μιλάει ο Ρίχτα. 26. Recherches Internationales ά la lumiere du marxisme, αρ. 3, 1957, «Sur Γ automatisation».
151
Ό σο σχηματικό κι αν είναι αυτό το παράδειγμα δείχνει πως το κέρ δος παραγωγικότητας γίνεται κατά μονάδα τφοϊόντος όσο και κατά μάζα. Α λλά αυτό το παράδειγμα δεν πιάνει την ουσία της ενσωμάτωσης των μηχανών. Αναμφισβήτητα δεν είναι διαθέσιμα τα δεδομένα κι έτσι αυτό δεν επιτρέπει να αξιολογηθεί σε ποιο βαθμό η ζωντανή εργασία, που εξοικονομείται στο αυτοματοποιημένο εργοστάσιο, που δεν μεταφέρεται και δεν μετατοπίζεται στο επίπεδο κατασκευής των μηχανών επιτρέπει την αυτοματοποίηση του εργοστάσιου. Γιατί, κατά βάθος: «Είναι φανερό στην πραγματικότητα πως γίνεται μια απλή μετατόπιση της εργασίας, δηλαδή πως το συνολικό ύψος της εργασίας που απαιτεί η παραγωγή ενός εμπορεύματος δεν μειώνεται ή πως η παραγωγική δύνα μη της εργασίας δεν αυξάνεται, αν η παραγωγή μιας μηχανής κοστίζει τόση εργασία όση εξοικονομεί η χρησιμοποίησή της»21. Πράγμα που επιτρέπει την υποστήριξη πως: «Η παραγωγικότητα της μηχανής (ή μιας δεδομένης μηχανής σε σχέση με μια άλλη) έχει σαν μέτρο την αναλογία σύμφωνα με την οποία αντικα θιστά τον άνθρωπο»28. Ο βασικός όρος, αφού έχουν έτσι τα πράγματα, για μια μηχανή — όποιες κι αν είναι οι αναλογίες μέσα στις οποίες αυξάνεται η παραγωγι κότητα της ανθρώπινης εργασίας —για να ενσωματωθεί, γίνεται από λυτα καθαρός. Και μπορούμε να διατυπώσουμε ένα πρώτο γενικό απο τέλεσμα: «Θεωρούμενη αποκλειστικά από την άποψη του να γίνει φτηνότερο το προϊόν29, η χρησιμοποίηση των μηχανών συναντάει ένα όριο. Η εργασία που όαπανιέται στην παραγωγή τους πρέπει να είναι μικρότερη από την
27. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 75. Για να γίνει πιο ακριβής προσθέτει: «Η διαφορά ανάμεσα στην εργασία που κοστίζει και σ’ αυτή που εξοικονομείται, δεν εξαρτιέται από τη σχέ ση της δικής της αξίας με εκείνη ενός εργαλείου που αντικαθιστά. Αυτή η διαφορά δια τηρείται, όσο η εργασία που πραγματοποιείται στη μηχανή και η αξιακή μερίδα που προσθέτει κατά συνέπεια στο προϊόν παραμένουν κατώτερες από την αξία που προσθέ τει ο εργάτης με το εργαλείο του στο αντικείμενο της εργασίας». 28. Μαρξ, στο ίδιο. 29. Ο συλλογισμός που έγινε ως εδώ, αφορά την απαίτηση να «γίνεται το προϊόν φτηνότερο». Ό ταν δεν παρεμβαίνει αυτή η απαίτηση άμεσα ή και κατά δεύτερο λόγο (περίπτωση νέων προϊόντων π.χ.) έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές καταστάσεις και με διαφορετικούς όρους ενσωμάτωσης. Θα εξεταστούν πιο πέρα.
152
εργασία που θα αντικαθιστά με τη χρησιμοποίησή της*'0.
Υπογραμμίζουμε —και αυτό είναι σημαντικό —πως ο Μαρξ χρησι μοποιεί την έκφραση «όριο» στην ενσωμάτωση των μηχανών. Επομένως διαθέτουμε τον ΓΕΝΙΚΟ ΟΡΟ για την ενσωμάτωση των μηχανών. Αλλά ο Μαρξ είναι πιο ακριβής, όταν προσθέτει αμέσως: «Για τον καπιταλιστή όμως, το όριο αυτό είναι στενότερο. Όπως δεν πλη ρώνει την εργασία αλλά την εργατική δύναμη που χρησιμοποιεί, στους υπολογισμούς του καθοδηγείται από τη διαφορά αξιών ανάμεσα στις μηχανές και τις δυνάμεις εργασίας που μπορούν να αντικατασταθούν»31. Φτάνουμε στο τέλος της έρευνας μας. Επισημάναμε με αναφορά στο νόμο της αξίας, μια πρώτη σειρά στοιχείων που επιτρέπουν την κατα νόηση των «ορίων» της καπιταλιστικής χρησιμοποίησης των μηχα νών. Στο βαθμό όπου: πρώτο, ο καπιταλιστής κατευθύνεται στους υπολο γισμούς του όχι από την αξία της εργασίας αλλά από την τιμή της εργατικής δύναμης σε μια δοσμένη στιγμή · και όπου δεύτερο, αυτή η «τιμή» της εργατικής δύναμης μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη χώρα και τον κλάδο, καταλαβαίνουμε πως μια και η ίδια μηχανή μπορεί να βρεθεί να χρησιμοποιείται σε μια δοσμένη χώρα σε καλούς όρους αποδοτικότητας (αν π.χ. εκεί η εργατική δύναμη είναι «ακριβή») και να μη βρίσκει αυτούς τους ίδιους ευνοϊκούς όρους στην ίδια τη χώρα όπου επινοήθηκε. Πράγμα που διαπιστώνει ο Μαρξ: «Σήμερα βλέπουμε πως μηχανές που εφευρέθηκαν στην Αγγλία δεν χρησιμοποιούνται στην Αγγλία αλλά χρησιμοποιούνται στη Βόρεια Αμερική». Ο λόγος βρί σκεται στο ότι οι μισθωτοί εργάτες στις ΗΠΑ μπόρεσαν να διαπραγμα τευτούν σχετικά υψηλούς μισθούς32. Η χρησιμοποίηση των μηχανών - που εξοικονομεί ζωντανή εργασία — απαντάει στις επιταγές της αξιοποίησης του κεφάλαιου. «Για τον ίδιο λόγο, η Γερμανία του 16ου και του 17ου αιώνα επινόησε μηχανές που η Ολλανδία χρησιμοποιού
30. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 76, (υπογραμ. Μπ. Κ.). 31. Μαρξ, στο ίδιο, σελ. 75. 32. Ακριβέστερα ο Μαρξ λέει: •...η διαίρεση της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαία εργασία και σε υπερεργασία διαφέρει, όχι μονάχα στις διάφορες χώρες, αλλά επίσης και στην ίδια χώρα και σε διαφορετικές περιόδους. Και στην ίδια περίοδο και στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας...·. Ακόμα «...ο πραγματικός μισθός του εργάτη πότε ανεβαίνει πάνω, πότε κάτω, από την αξία της εργατικής του δύναμης» (στο ίδιο, σ. 76-77).
153
σε μονάχα · και αρκετές γαλλικές εφευρέσεις του 18ου αιώνα τις εκμε ταλλεύτηκε μονάχα η Αγγλία»33. Επίσης, για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «Οι Γιάγκηδες εφεύραν μη χα νές για να σπάνε και να συντρ ίβο υ ν τις πέ τρες. Ο ι Α γγλοι δεν τις χ ρη σιμ οποιούν γιατί ο «άθλιος» που κάνει αυτή τη δουλειά παίρνει ένα τόσο μικρό μέρος αυτού που του οφεΐλεται για τη δ ουλειά αυτή, ώστε η χρησιμοποίηση τω ν μη χα νώ ν θα ακρίβαινε το προϊόν για τον καπιταλιστή»34.
Άλλο και ακόμα πιο κατάλληλο παράδειγμα για μας. δίνει μια γενι κή πρόταση: «Στην Α γγλία χρη σιμ ο πο ιο ύν ακόμα κατά μ ή κος τω ν καναλιών γυναίκες α ντί για άλογα για τη ρυμούλκηση, γιατί τα έξοδα τω ν α λόγω ν και των μη χα νώ ν είναι δοσμένες μαθηματικά ποσ ότητες, ενώ εκείνα τω ν γυ να ι κώ ν, ριγμένα στην υποστάθμη του πληθυσμού, ξ εφεύγουν α πό κάθε υ π ο λογισμό. Σ την Α γγλία, τη χώρα τω ν μη χα νώ ν, η ανθρώ πινη δύναμη σ παταλιέται για γελοιότητες με το μεγαλύτερο κυνισμό»35.
Για αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, η τιμή της εργατικής δύνα μης αυτού του ιδιαίτερου τμήματος που είναι οι γυναίκες είναι τόσο χαμηλή, που όποιο κι αν είναι το επίπεδο μηχανοποίησης των διαφό ρων κλάδων της κοινωνικής οικονομίας, για ορισμένα καθήκοντα που πραγματοποιούνται από τις γυναίκες η χρησιμοποίηση από την καπιτα λιστική σκοπιά της μηχανής είναι παραλογισμός — και τούτο, οποιαδήποτε κι αν είναι η σκληρότητα της εργασίας με την οποία τις απασχο λούν. Ξεκινώντας απ’ αυτά τα παραδείγματα βλέπουμε πως κάθε διάβημα που, διαπιστώνοντας ένα πολύ υψηλό επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης ορισμένων βιομηχανικών κλάδων, προϋποθέτει την επέκτασή τους και τη γενίκευσή τους σε όλους τους κλάδους της κοινωνικής οικονομίας, 33. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 77. Είναι οι ίδιοι λόγοι που εξηγούν το εντελώς άνισο επίπεδο «μηχανοποίησης» ανάμεσα στις διάφορες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Ορισμένοι τομείς του γαλλικού ή ιταλικού προλεταριάτου για παράδειγμα, αμείβονται με μισθούς τόσο κάτω από την αξία της εργατικής τους δύναμης, ώστε η χρησιμοποίη ση των μηχανών στους τομείς αυτούς να γίνεται ολότελα «περιττή» από καπιταλιστική σκοπιά. 34. Μαρξ. στο ίδιο, σ. 78. Σε υποσημείωση ο Μαρξ αναφέρει αυτή την πρόταση του Ρικάρντο: «Συμβαίνει συχνά η μηχανή να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός αν η εργασία (θέλει να πει ο μισθός) ακριβήνει» (Στο ίδιο, σ. 77, υποσημ. I, υπογραμ. Μπ. Κ.). 35. Μαρξ. στο ίδιο.
154
παραγνώριζα τους ειδικούς νόμους στους οποίους υπακούει ο ΚΤΠ στην ενσωμάτωση των μηχανών. Ακόμα περισσότερο, σε ορισμένες καταστάσεις η χρησιμοποίηση των μηχανών σε ορισμένους τομείς κά νει απίθανη σε μεγάλο βαθμό την ενσωμάτωση τους σε άλλους τομείς. Έτσι, ο Μαρξ βεβαιώνει: «Σε όλες τις χώρες του παλιού πολιτισμού, η χρησιμοποίηση των μηχα νών σε μερικούς βιομηχανικούς κλάδους παράγει σε άλλους μια τέτοια υπεραφθονία εργασίας (redundancy of labour, λέει ο Ρικάρντο) που η
πτώση του μισθού κάτω από την εργατική δύναμη δημιουργεί εδώ εμπόδιο στη χρησιμοποίησή τους και την κάνει περιττή, και συχνά ακόμα και αδύ νατη από την σκοπιά του κεφάλαιου, που το κέρδος του προέρχεται στην πραγματικότητα από τη μείωση όχι της εργασίας που χρησιμοποιεί, αλλά της εργασίας που πληρώνει»56.
Οι λίγες αυτές παρατηρήσεις μπορούν να θεωρηθούν σαν στοιχεία για την κριτική του Ρίχτα, τη μέθοδό του και τις υποθέσεις του και για να υπενθυμίσουν την αναγκαιότητα να προβαίνουμε, για έναν δοσμένο τρόπο παραγωγής, στην ανάλυση των ειδικών όρων μέσα στους οποίους παράγει και ενσωματώνει εφευρέσεις. Συμπερασματικά, αυτή η πρώτη εργασία μας δίνει το γενικό όρο της ενσωμάτωσης των μηχανών στον ΚΤΠ: οι μηχανές πρέπει να επιτρέ πουν μια «οικονομία ζωντανής εργασίας». Αλλά πρέπει να ξεκαθαρι στούν δύο πράγματα: • Πρώτο: αυτό ισχύει «αποκλειστικά» από την άποψη «να γίνει φτηνό τερο το προϊόν». Αλλά αυτή η φροντίδα όσο σημαντική κι αν είναι δεν εξαντλεί τα κίνητρα που ωθούν στη νεοτερικότητα. Η οικονομία της ζωντανής εργασίας δεν είναι τίποτα άλλο από μια αναφορά, ένα «όριο» λέει ο Μαρξ, και απομένει να ξεκαθαριστεί η διαλεκτική που μπορεί να αναπτυχθεί μέσα και γύρω απ’ αυτό το «όριο». • Δεύτερο: κάθε φορά που πρόκειται για ένα νέο προϊόν, δεν είναι «η οικονομία της ζωντανής εργασίας» που μπορεί να προσδιορίζα την καπιταλιστική συμπεριφορά, αφού στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί μια διεύρυνση της αγοράς με την πτώση των κόστων. Αντί θετα το πρόβλημα εδώ είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας αγοράς που δεν υπάρχει παρά μονάχα δυναμικά. Έτσι, γι’ αυτούς τους δύο λόγους, η έρευνά μας για τους όρους ενσωμάτωσης των μηχανών πρέπει να συνεχιστεί και να φωτιστούν κι άλλα στοιχεία. 36. Μαρξ, στο ίδιο.
155
3. Το πρόβλημα της προθεομίας μεταβίβασης της αξίας ατο ηροϊόν. Υλική φθορά και «ηθική φθορά» και τα αποτελέσματά της 3.1 . ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ, ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Στο προηγούμενο σημείο, υπογραμμίσαμε πως η μηχανή μεταφέρει σε κάθε προϊόν ένα αναλογικό μέρος της αξίας του που η σημασία του εξαρτιέται: —από τη συνολική αξία που ενσωματώνει η μηχανή αρχικά (πριν λειτουργήσει), —από τον αριθμό των προϊόντων στα οποία μεταφέρεται σε μια δοσμένη μονάδα χρόνου (δηλαδή η «ταχύτητα της μηχανής»), -α πό την προθεσμία μέσα στην οποία λειτουργεί και στην οποία μεταφέρει το σύνολο της αξίας της. Τα δυο πρώτα σημεία δεν απαιτούν ιδιαίτερες παρατηρήσεις. Το τρίτο στοιχείο (η προθεσμία) αντίθετα, γεννάει μια σειρά από σημαντικά ζητήματα. Αν προϋποθέσουμε την περίπτωση μιας μηχανής που ενσωματώνει μια μεγάλη αξία αρχικά και που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά πολύ λίγο χρόνο (ένα ή δύο χρόνια, π.χ.) —με όλους τους όρους ίσους — θα μεταφέρει σε κάθε προϊόν ένα τέτοιο αναλογικό μέρος της αξίας της, που κινδυνεύει να μην επιτρέψει σε μια τόσο σύντομη προθεσμία την παρακράτηση καμιάς προσόδου από υπερκέρδος. Ακόμα μπορεί να υπερτιμιόταν το προϊόν με τέτοιο τρόπο που θα βρισκόταν πάνω από την κοινωνική του τιμή. Προϋποθέτουμε βέβαια σ’ αυτή την περί πτωση πως η ίδια μηχανή λειτουργώντας 15 ή 20 χρόνια θα μετέφερε σε κάθε προϊόν ένα αναλογικό μέρος της αξίας της, τέτοιο που θα κατέβαζε την ατομική τιμή καθαρά κάτω από την κοινωνική αξία και θα επέτρεπε επομένως την παρακράτηση μιας προσόδου από υπερκέρ δος. Η υπόθεση αυτή δείχνει πως το πρόβλημα της προθεσμίας που στη διάρκειά της λειτουργεί η μηχανή, είναι ένα αποφασιστικό πρό βλημα από την άποψη της καπιταλιστικής της χρησιμοποίησης. Αν προστεθεί πως η μηχανή δεν έχει μονάχα καταστραφεί (εκτός από την κατάσταση να λειτουργεί) από υλική φθορά, αλλά επίσης και από το γεγονός πως νέες μηχανές που παρεμβαίνουν άμεσα μετά απ’ αυτήν την κατέστησαν μη αποδοτική από την άποψη της καπιταλιστικής χρησιμοποίησής της, θα συλλάβουμε όλη τη σημασία του προβλήμα τος. Το λεγόμενο φαινόμενο της «παλαίωσης» (ο Μαρξ το ονομάζει «ηθική φθορά») μεταφράζεται με μια σμίκρυνση της προθεσμίας λει 156
τουργίας της μηχανής. Από οικονομική άποψη, γεννιούνται μια σειρά από ζητήματα γύρω απ’ αυτό το πρόβλημα. 3.2. ΥΛΙΚΗ ΦΘΟΡΑ ΚΑΙ «ΗΘΙΚΗ ΦΘΟΡΑ.: ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΩΣΗΣ Πρώτα απ’ όλα μερικές διευκρινίσεις σχετικά με τις έννοιες που χρησιμοποιούνται: «Η υλική φθορά των μηχανών παρουσιάζεται από διπλή πλευρά. Από το ένα μέρος φθείρονται από τη χρησιμοποίησή τους, όπως τα νομίσματα μέσα στην κυκλοφορία τους. Από το άλλο μέρος από την αδράνειά τους, όπως ένα ξίφος σκουριάζει μέσα στη θήκη του»37.
Υποθέτουμε πως η μηχανή λειτουργεί στην παραγωγή εμπορευμά των μέχρι την καταστροφή της (φυσική), μεταφέροντας σε κάθε προϊόν στο οποίο εφαρμόζεται ένα αναλογικό μέρος της αξίας της, η μηχανή αυτή φθείρει υλικά τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται. Τη στιγμή της καταστροφής της, έχει μεταφέρει με τις διαδοχικές φθορές της το σύνολο της αξίας της στην ολότητα των προϊόντων που συνέβαλε να κατασκευαστούν. Αλλά είναι σπάνιο —κι εδώ είναι το πρόβλημα — να μπορεί να λει τουργεί μέχρι την ολοκληρωτική υλική φθορά της και τη φυσική της καταστροφή. Γιατί: «Η μηχανή στην πραγματικότητα, υπόκειται σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ηθική φθορά της. Χάνει την ανταλλακτική της αξία στο βαθ μό που αναπαράγονται φτηνότερα μηχανές της ίδιας κατασκευής ή στο βαθμό όπου πιο τελειοποιημένες μηχανές έρχονται να την ανταγωνιστούν»3·.
Και στις δύο περιπτώσεις, (φτηνότερες ή πιο τελειοποιημένες μηχα νές), τα πλεονεχτήματα που βγάζει ο καπιταλιστής από τη χρήση τους ακυρώνονται. Κάτι περισσότερο —το υπογραμμίσαμε —η επιχείρηση ενσωμάτωσης μιας νέας μηχανής μπορεί να εξισωθεί με μια καταστρο φή αν η ενσωματωμένη μηχανή ξεπεραστεί σύντομα και επομένως, από το γεγονός αυτό, μεταφερθεί ολοκληρωτικά σε μια μικρή ποσότη τα προϊόντων που στην πραγματικότητα τα φέρνει σε υπερτίμηση πά
37. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 87. 38. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 87-88.
157
νω από την κοινωνική τιμή, αντί να προσδιορίσει την πτώση τους κά τω απ’ αυτό το όριο39. Όμως, αυτή η υπόθεση (υπερτίμηση) δεν είναι μια υπόθεση σχολής. Γιατί στην πραγματικότητα, αν η σύλληψη ενός πρωτότυπου μηχανικού συνόλου απαιτεί συχνά μια πολύ σημαντική, πολύ αργή, πολύ λεπτολό γο και πολύ δαπανηρή εργασία (κόστος πρωτότυπων κ λ π), η αναπα ραγωγή αυτού του συνόλου ή των τελειοποιήσεων σε ακριβή σημεία, δεν ενσωματώνουν καθόλου την ίδια ποσότητα εργασίας. Όπως υπο δείχνει ο Μαρξ, αυτό είναι τόσο αληθινό που αποτελεί κανόνα η διαπί στωση: «Από τη στιγμή της εισαγωγής μιας μηχανής σ’ έναν οποιοδήποτε κλά δο, βλέπουμε να επακολουθούν διαδοχικές νέες μέθοδες για τη φτηνότε ρη παραγωγή της40, σε συνέχεια έρχονται βελτιώσεις που δεν αφορούν μονάχα μεμονωμένα μέρη ή μηχανισμούς, αλλά ολόκληρη την κατα σκευή της»41.
Και βέβαια, το αποτέλεσμα απ’ αυτό είναι πως: «Και στις δύο περιπτώσεις όσο καινούργια και ζωηρή μπορεί να είναι η αξία της δεν προσδιορίζεται από το χρόνο που πραγματοποιήθηκε σ’ αυτήν αλλά από εκείνον που απαιτεί η αναπαραγωγή της, ή η αναπαραγω
γή πιο τελειοποιημένων μηχανών·*1. Έτσι το πρόβλημα της προθεσμίας που στη διάρκεια της μια μηχα νή λειτουργεί και μεταφέρει την αξία της, το πρόβλημα της ηθικής φθοράς της, γίνεται στον ΚΤΠ ένας από τους όρους στην ενσωμάτωση των μηχανών. Όποια κι αν είναι η αναλογία στην οποία μια δοσμένη μηχανή αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και επιτρέπει από το γεγο νός αυτό την οικονομία σε ζωντανή εργασία, αν ο καπιταλιστής δεν
39. Στην καπιταλιστική πραχτική, σε λογιστικούς όρους αν προτιμάτε, αυτό το πρό βλημα είναι εκείνο της μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας της περιόδου απόσβεσης του προκαταβλημένου κεφάλαιου και επενδυμένου στα μέσα παραγωγής. 40. Για τη σχέση ανάμεσα στο κόστος παραγωγής μιας μηχανής και το κόστος της αναπαραγωγής της, ο Μαρξ αναφέρει μια ένδειξη από έναν συγγραφέα της εποχής του, τον Babbage, που σύμφωνα μ' αυτόν: *εκτιμιέται χοντρικά πως χρειάζρνζαι S φορές μεγαλύτερα έξοδα για να κατασκευαστεί μια μονάχα μηχανή, σύμφωνα μ’ ένα νέο μον τέλο, από το να ανακατασκευαστεί η ίδια μηχανή στο ίδιο μοντέλο». («On the Econo my οΓ Machinery») Κεφάλαιο, Βιβλίο I, τ. 2, σ. 88, υποσημ. I. 41. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 88. 42. Μαρξ, στο ίδιο.
158
εξασφαλίζεται πως μπορεί να την κάνει να λειτουργήσει σε έναν «επαρ κή» χρόνο — έχει όλες τις πιθανότητες να μην ενσωματωθεί ποτέ. Θα εξετάσουμε στις διάφορες υποθέσεις τους διάφορους όρους στην καπιταλιστική χρησιμοποίηση των μηχανών και στη μετατροπή των εφευρέσεων σε πραγματικές καινοτομίες. Θα διακρίνουμε ιδιαίτερα ανάμεσα στην περίπτωση όπου οι νέες μηχανές χρησιμεύουν για την παραγωγή αξιών χρήσης που ήδη υπάρ χουν και για την οποία ο τρόπος παρέμβασης της μηχανής συνίσταται στην πτώση του κόστους των εμπορευμάτων· και στην περίπτωση όπου οι νέες μηχανές χρησιμεύουν για την παραγωγή νέων αξιών χρή σης. Οι όροι ενσωμάτωσης αυτών των δυο τύπων μηχανών δεν τέμνονται παρά εν μέρει μονάχα. 3.2.1. Πρώτη περίπτωση: όροι ενσωμάτωσης νέων μηχανών που επιτρέπουν την πτώση της αξίας των εμπορευμάτων που ήδη διατίθενται στην αγορά Το πρώτο στοιχείο που πρέπει να παίρνεται υπόψη είναι ο βαθμός στον οποίο η νέα μηχανή επιτρέπει να πέφτει η ατομική αξία του εμπο ρεύματος, κι επομένως το μέτρο της υπεραξίας που επιτρέπει να απο σπαστεί σε διαφορά με την κοινωνική αξία της. Είναι φανερό πως στην πραγματικότητα αν αυτή η διαφορά είναι μικρή, το πλεονέχτημα που απορρέει από τη χρησιμοποίηση μιας νέας μηχανής μειώνεται στην ίδια αναλογία. Ακόμα και ακυρώνεται, αν η αξία της μηχανής (η αφετηριακή ακινητοποίηση σε πάγιο κεφάλαιο) είναι πολύ σημαντική. Επομένως θα υποθέσουμε, σ’ αυτά που ακολουθούν, πως αυτή η δια φορά είναι αρκετά μεγάλη. Πρόκειται για έναν αναγκαίο όρο για την ενσωμάτωσή της μηχανής. Αναγκαίο αλλά όχι επαρκή. Πρέπει ακόμα να συγκεντρώνονται κι άλλοι όροι: • αυτοί που αφορούν την «προστασία» της καινοτομίας • εκείνοι που συνίστανται στην εξασφάλιση του χρόνου της μακρότερης δυνατής λειτουργίας της νέας μηχανής. 1) Η προστασία της καινοτομίας της. Περιοριζόμαστε σε απλές υποδείξεις σχετικά με αυτό το πρόβλημα. Γιατί η ανάλυσή του παραπέμπει στη νομική θεωρία του μονοπώλιου και του μερικού μονοπώλιου. Η ουσία του προβλήματος εδώ είναι πως ο θεσμός του συστήματος των πατέντων εφεύρεσης σαν τόπος αγοράς καινοτομιών43 επιτρέπει 43. Ακόμα και αν αυτή η αγορά είναι η περισσότερο σκιασμένη μέσα στον ΚΤΠ,
159
στον καπιταλιστή να προβαίνει στην προστασία της εφεύρεσης που ενσωματώνει και τούτο με δυο τρόπους τουλάχιστον: • καλύπτοντας τις μεθόδους που χρησιμοποιεί με ένα δάσος πατέντων • παίρνοντας όλες τις πατέντες που καλύπτουν μεθόδους που μπο ρούν να ανταγωνιστούν τη μηχανή που χρησιμοποιεί, είτε για να τελειοποιήσει την ίδια, είτε για να τις αχρηστεύσει. 2) Επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας. Σε ότι σχετίζεται με την επιμήκυνση του χρόνου λειτουργίας με την κυριολεκτική έννοια, ο καπιταλιστής που θέλει εγγυήσεις για την χρη σιμοποίηση της νέας μηχανής του δεν είναι δίχως πόρους. Ένας μικρός υπολογισμός επιτρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Μια μηχανή λειτούργησε επί 5 ώρες την ημέρα στη διάρκεια 16 χρόνων, επί 16 ώρες στη διάρκεια 8 χρόνων, ή επί 24 ώρες στη διάρκεια 4 χρόνων, κι αυτό από την άποψη της συνολικής αξιακής μάζας που μεταβιβάστηκε είναι ολότελα αδιάφορο (με όλους τους όρους ίσους). Αλλά για τον καπιταλιστή οι ισότητες αυτές δεν είναι ισοδύναμες. Γιατί στις διαφο ρετικές περιπτώσεις που εκτέθηκαν, ο κίνδυνος να δει τη μηχανή του ξεπερασμένη, να γίνει αχρησιμοποίητη εξαιτίας «ηθικής φθοράς» παίρ νει άλλες διαστάσεις. Έτσι ο καπιταλιστής βάζα σε ενέργαα δύο συμπληρωματικές ενέρ γειες για να αγωνιστεί ενάντια στον κίνδυνο μιας ηθικής φθοράς. Οι δυο αυτές «εγγυήσεις» είναι πρώτο η επιμήκυνση της διάρκειας της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας, δεύτερο η εντατικοποίηση της εργα σίας. Επιμήκυνση της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας. Μ’ αυτό πρέπει να εννοούμε, πέρα από το νομικό περιορισμό του αριθμού των εργάσιμων ημερήσιων και βδομαδιάτικων ωρών που απαιτούνται από έναν εργα ζόμενο σ’ έναν οποιοδήποτε κλάδο, το γεγονός πως κάνει να λειτουρ γεί η θεωρούμενη μηχανή, όσο το δυνατό πιο πολύ στην ημέρα - κι αν είναι δυνατό 24 ώρες το 24ωρο — ακόμα κι αν είναι αναγκαίο για το λόγο αυτό να καταφύγει σε βάρδιες εργαζόμενων που να εναλλάσσον ται στις ίδιες θέσεις εργασίας (το λεγόμενο σύστημα 3x8). Έτσι ο καπιταλιστής διαθέτει ένα μέσο να μειώνει το «ρίσκο» η μηχανή του να χτυπηθεί πολύ γρήγορα από «ηθική φθορά». Κι αυτή η υποκίνηση στην παράταση της κοινωνικής εργάσιμης ημέρας είναι πολύ πιο ισχυ ρή αφού σ’ αυτό συμβάλουν δύο άλλα στοιχεία. Αυτά είναι: —από το ένα μέρος το γεγονός πως αυτή η επιμήκυνση επιτρέπει σε από το παιχνίδι του ανταγωνισμού και τη στρατηγική των εταιριών.
160
μια μικρότερη προθεσμία όχι μονάχα να μειώσει τον κίνδυνο παλαίω σης, αλλά επίσης να «απορροφήσει... τόση υπερεργασΐα» σ’ ένα μειωμέ νο χρόνο44· —από το άλλο μέρος το γεγονός πως όσο σημαντικότερη είναι η ακινητοποίηση σε πάγιο κεφάλαιο στη μηχανή, τόσο περισσότερο δύσκο λο είναι να αποδεχτεί ο καπιταλιστής να χρησιμοποιηθεί η μηχανή με μη παραγωγικό τρόπο: «Αν ένας εργάτης, λέει ο κ. Ασγουώρθ... παρατήσει το φτυάρι του, κάνει ανώφελο για όλο αυτό το χρονικό διάστημα ένα κεφάλαιο από 18 πέννες. Ό ταν ένας από τους ανθρώπους μας παρατήσει τη φάμπρικα, κάνει ανώ φελο ένα κεφάλαιο που κόστισε 100.000 λίρες στερλίνες. Για σκεφτείτε το: γίνεται ανώφελο για ένα δευτερόλεπτο ένα κεφάλαιο 100.000 λίρων στερλινών... (Έτσι)... η ολοένα αυξανόμενη αναλογία του πάγιου κεφάλαιου σε μηχανές κάνει απόλυτα επιθυμητή μια αυξανόμενη παράταση της εργάσιμης ημέρας»41.
Είναι ο λόγος για τον οποίο στο βαθμό που αυξάνονται οι επενδύ σεις σε μέσα παραγωγής επεκτείνεται η νυχτερινή εργασία, κατά βάρ διες. Δικαιολογείται για τεχνικούς λόγους μονάχα σε σπάνιες περιπτώ σεις (π.χ. στις βιομηχανίες που χρησιμοποιούν συνεχή φωτιά, αλλά συχνά ένα συνεργείο μονάχα θα αρκούσε γι’ αυτό). Αλλη μέθοδο που διαθέτει ο καπιταλιστής για να μειώσει το ρίσκο της παλαίωσης: Η εντατικοποίηση της εργασίας: Η μέθοδος αυτή συνδέεται με την ίδια λογική των προηγούμενων. Αποβλέπει να κάνη τον εργάτη που κινεί τη μηχανή να παράγει περισσότερα προϊόντα στον ίδιο χρόνο, πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μονάχα με μια αύξηση δαπάνης ενέργειας του εργάτη. Στο βαθμό που ο καπιταλιστής δεν θα πληρώνει τη δαπανώμενη εργασία - επομένως την επιπλέον καταναλωνόμενη ενέργεια - αλλά την εργατική δύναμη του εργάτη, και όταν θα παίρνει αυτή την εντατικοποίηση της εργασίας χωρίς αύξηση αντίστοιχη του μισθού ή ακόμα δίχως καμιά αύξηση, προσφεύγει σ’ αυτή τη μέθοδο46.
44. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 88. 45. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 89. 46. Για περισσότερα, παραπέμπουμε στην παράγραφο που είναι αφιερωμένη στην εντατικοποίηση της εργασίας. Κεφάλαιο, Βιβλίο I, τόμος 2, σ. 91-100, Editions Sociales. Η ανάλυση του ταιηλορισμού και του φορντισμού έδειξε πως αποσκοπούν και στην αύξηση της εντατικστητας της εργασίας, όσο και της παραγωγικότητάς της.
161
Έτσι, από το γεγονός πως «όσο μικρότερη είναι η χρονική περίοδος που αναπαράγεται η συνολική αξία της τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυ νος της ηθικής φθοράς» και πως «όσο πιο μεγάλη είναι η εργάσιμη μέ ρα τόσο πιο σύντομη είναι η περίοδος αυτή», καταλαβαίνουμε πως «η πρώτη περίοδος της ζωής» μιας μηχανής είναι «η περίοδος όπου το ιδιαίτερο κίνητρο για την παράταση της εργάσιμης ημέρας δρα με μεγαλύτερη δύναμη»47 και, μπορούμε να προσθέσουμε, το κίνητρο αυτό δρα επίσης και για την εντατικοποίηση της εργασίας. Η καπιταλιστική χρησιμοποίηση νέων μηχανών, ιδιαίτερα στους τομείς με μεγάλη κατανάλωση τεχνολογίας, γίνεται μ’ αυτό το τίμημα. Χάρη σ’ αυτά τα στοιχεία καταλαβαίνουμε αυτή την κάπως λίγο χον τροκομμένη, από πρώτη ματιά, διαβεβαίωση του Μαρξ που τη δίνουμε πριν να κλείσουμε: «Αν η μηχανή είναι το πιο ισχυρό μέσο για το ανέβασμα της παραγωγι κότητας της εργασίας, δηλαδή για την ελάττωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για την παραγωγή εμπορευμάτων, γίνεται, σαν στήριγμα του
κεφάλαιου, πρώτα απ’ όλα στους βιομηχανικούς κλάδους που καταχτάει άμεσα, το μέσο αύξησης της εργάσιμης ημέρας πέρα από κάθε φυσικό όριο»** (υπογράμμιση Μπ. Κ.) Διαβεβαίωση που μας οδηγεί και δω ακόμα πολύ μακριά από τις θέ σεις του Ρίχτα για την ενότητα του «υποκειμενικού συντελεστή και του αντικειμενικού συντελεστή» στη «σύνθεση» που πραγματοποιεί η σύγχρονη αυτόματη μηχανή. Η ανάγκη να προβαίνουμε στην ανάλυ ση των όρων μέσα στους οποίους ενσωματώνεται η μηχανή στην παραγωγή εμπορευμάτων στον ΚΤΠ, με βάση τις ειδικές μορφές που παίρνει σ’ αυτόν η ενσωμάτωση, εμφανίζεται παραπάνω από καθαρά. Για να κλείσουμε αυτό το σημείο, μπορούμε να διαβεβαιώσουμε σε ότι αφορά τις μηχανές που επιτρέπουν να μειώνεται η αξία των ήδη 47. Στο ίδιο, σ. 88, υποσημ. 3. Εδώ ακόμα ο Μαρξ αναφέρει ένα παράδειγμα που το χρησιμοποιεί για να κάνει καθαρότερη την ανάπτυξη και που το έχει πάρει από το ίδιο βιβλίο «On the economy of machinery* (Λονδίνο, 1832) του Babbage. Πρόκειται για τελειοποιήσεις που αναφέρονται στις μηχανές οι οποίες εξυπηρετούν στην κατασκευή τουλιών «...Οι τελειοποιήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη με τέτοια ταχύτητα, που οι μηχανές έμειναν μισοφτιαγμένες στα χέρια των κατασκευαστών τους, γιατί προτού τελειώσει η κατασκευή τους απαρχαιώνονταν κιόλας εξαιτίας νέων καλύτερων εφευρέ σεων». Ο Μαρξ προσθέτει: «ΓΓ αυτό σε τούτη την περίοδο της θυελλώδικης ανάπτυ ξης οι εργοστασιάρχες τουλιών παράτειναν σε λίγο την αρχικά 8ωρη εργάσιμη ημέρα, σε 24ωρη εργάσιμη ημέρα με δυο βάρδιες». 48. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 87. Αυτή τη θέση την ξαναπιάνουμε και τη συζητάμε στα συμπεράσματα.
162
διαθέσιμων εμπορευμάτων στην αγορά, πως το κεφάλαιο διαθέτει στο σύστημα των πατέντων, στην επιμήκυνση και την εντατικοποίηση της εργασίας, αποτελεσματικά μέσα για να προστατεύεται ενάντια στην παλαίωση. 3.2.2. Δεύτερη περίπτωση: όροι ενσωμάτωσης των μηχανών που χρη σιμεύουν για να παράγονται νέες αξίες χρήσης (νέα προϊόντα) Πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως τα στοιχεία που φωτίσαμε προηγούμενα εξακολουθούν να παίζουν το ρόλο τους. Πραγματικά είναι φανερό πως αν πρόκειται για μηχανές ή για μέθοδες που χρησιμεύουν στην παραγωγή νέων προϊόντων το «κίνητρο» της προστασίας των νέων μεθόδων (χάρη στο σύστημα των πατέντων), η επιμήκυνση και η εντατικοποίηση της εργασίας, εξακολουθούν να παί ζουν το ρόλο τους. Θα εξετάσουμε αυτή την περίπτωση ιδιαίτερα, μονάχα στο βαθμό όπου παρουσιάζει ορισμένα χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει το ερώτημα γύρω από τους λόγους που οδηγούν τον καπιταλισμό να παράγει στις σύγχρονες φάσεις του νέες αξίες χρήσης σε τόσο μεγάλο αριθμό, πριν καταπιαστούμε να φωτίσου με τους όρους που προσιδιάζουν σ’ αυτό τον τύπο καινοτομιών. Δεν είναι μυστικό για κανένα πως η εισαγωγή σε κυκλοφορία νέων προϊόντων αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και τα πιο σημαντι κά γνωρίσματα του σύγχρονου καπιταλισμού. Για πολλούς οικονολόγους «οι καινοτομίες, διατηρώντας μια απο φασιστική σημασία, εκείνες που αφορούν το προτσές παραγωγής ανα πτύσσονται σχετικά αργότερα από τις καινοτομίες που αφορούν την ουσία, το στυλ και την παρουσίαση των καταναλωτικών προϊόντων»49. Υποθέτοντας πως αυτή η μεταβολή στη σχετική σημασία — σε ποσότητα —των δύο τύπων καιτονομιών συνέβηκε πραγματικά: ποιοι είναι οι λόγοι γι’ αυτό; ποια πλεονεκτήματα παρουσιάζει για το κεφά λαιο η παραγωγή νέων προϊόντων; Πριν απαντήσουμε ακριβώς σ’ αυτό το ερώτημα, παρατηρούμε πως υπάρχουν σημαντικά όρια, απ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις καινοτομίες που αφορούν προτσές παρα γωγής και πως τα όρια αυτά εκδηλώνονται, όποια κι αν είναι η σημα σία των ανακαλύψεων και εφευρέσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε πιο τελειοποιημένες μηχανές. 49. A. Gorz: στο άρθρο που αναφέρθηκε στους Temps Modemes, σ. 148.
163
Για να το καταλάβουμε αυτό, φτάνει να θυμόμαστε πως οι καινοτο μίες που αφορούν το προτσές παραγωγής αποβλέπουν σε δυο κυριότερους στόχους, που είναι: -μ ε την οικονομία ζωντανής εργασίας, να κάνουν να μειώνεται ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος και να αποσπάται το μάξιμουμ της υπε ρεργασίας· -ν α αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας για να παράγονται σ’ ένα και τον ίδιο χρόνο όλο και περισσότερα εμπορεύματα κι έτσι να παίρνουν υπεραξία από έναν και όλο μεγαλύτερο αριθμό εμπορευμάΌμως αυτοί οι δύο στόχοι που είναι συνδεμένοι —αλλά που χωρί ζουμε εδώ μονάχα για τις ανάγκες της ανάλυσης —από μια ορισμένη στιγμή δεν μπορούν πια να εκπληρώνονται ή δεν εκπληρώνονται σωστά. Σε ότι αφορά την ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑΣ πρώτα: το κεφάλαιο αναπτύσσεται μέσα από μια σημαντική αντίθεση. Γιατί, στην πραγμα τικότητα, κάθε φορά που μια μηχανή επιτρέπει εξοικονόμηση ζω ντα νής εργασίας — πράγμα που είναι ο όρος της ενσωμάτωσής της — με την ίδια κίνηση μειώνει τη βάση της ζωντανής εργασίας από την οποία αφαιρεί την υπερεργασία. «Όποια κι αν είναι η αναλογία σύμφωνα με την οποία, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η μηχανική βιομηχανία αυξάνει την υπε ρεργασία σε βάρος της αναγκαίας εργασίας, είναι φανερό πως αυτό το αποτέλεσμα το πετυχαίνει με τη μείωση του αριθμού των απασχολούμε νων εργατών από ένα δοσμένο κεφάλαιο»50.
Και στο βαθμό όπου η μηχανική παραγωγή μετατρέπει σε μηχανές, δηλαδή «σε σταθερό στοιχείο που δεν αποφέρει υπεραξία, ένα μέρος του κεφάλαιου που προηγούμενα ήταν μεταβλητό...» (και που επομένως «απόφερε») και που είναι αδύνατο - αν η εργάσιμη μέρα π.χ. είναι καθορισμένη στις 12 ώρες — «να πάρει από 2 εργάτες τόση υπεραξία όση έπαιρνε από 24 εργάτες, το κεφάλαιο έχει πιαστεί σε μια αντίθεση»51. Αφού η τάση των μηχανών επομένως είναι να μειώνουν τον αριθμό των απασχολούμενων εργατών στην παραγωγή (π.χ. από 24 σε 12) και αποτελεί ακόμα και τον όρο της ενσωμάτωσής τους, ο Μαρξ μπορεί να βεβαιώνει:
50. Μπρξ. στο ίδιο, σ. 90 (υπογραμ. Μπ. Κ.). 51. Μκρξ. στο ίδιο.
164
«Στη χρησιμοποίηση των μηχανών για την παραγωγή υπεραξίας ενυπάρ χει μια εσωτερική αντίθεση, επειδή ένας από τους δύο παράγοντες της υπεραξίας που παράγει ένα κεφάλαιο δοσμένου μεγέθους, οι μηχανές, δεν μεγαλώνουν τον ένα παράγοντα, το ποσοστό της υπεραξίας παρά μό νο μικραίνοντας τον άλλο παράγοντα, τον αριθμό των εργατών·*1.
Με άλλα λόγια «το κίνητρο για ανανέωση» σε ότι αφορά το μετασχηματισμό του προτσές παραγωγής μειώνεται και τείνει να ακυ ρωθεί στο βαθμό που φτάνει σ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης η παραγωγική δύναμη των μηχανών. Στο επίπεδο αυτό, τα προσδοκούμενα κέρδη παραγωγικότητας έχουν ένα τέτοιο κόστος που δεν δικαιο λογούν πια την αύξηση της επένδυσης, πράγμα που δείχνει ο Μαρξ μ’ αυτό το σύντομο παράδειγμα: «Αν ο αναγκαίος χρόνος εργασίας μειώνονταν στο 1/1000, η συνολική υπεραξία θα ήταν 009/1.000. Αν η παραγωγική δύναμη πολλαπλασιάζονταν ακόμα επί 1000, η αναγκαία εργασία θα έπεφτε στο 1/1.000.000 η εργάσιμη ημέρα και η υπεραξία θα έφτανε τα 999.999/1.000.000 μιας εργάσιμης ημέρας... επομένως θα αυξάνονταν κατά 999/1.000.000, δηλα δή για μια παραγωγική δύναμη πολλαπλασιασμένη επί χίλια, αυτή (η υπεραξία) δεν θα αυξάνονταν παρά κατά ένα χιλιοστό»13.
Είναι ο λόγος για τον οποίο οι καινοτομίες που σχετίζονται με το προτσές παραγωγής προσκρούουν σε ορισμένα όρια. Θα εξετάσουμε
τώρα τον άλλο λόγο. Σε ότι αφορά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της παραγωγής περισσότερων εμπορευμάτων σ ' έναν και τον ίδιο χρόνο, πάλι ο καπιταλιστής προσκρούει σε ορισμένες αντιθέσεις. Εδώ ο καπιταλι στής τοποθετείται μπροστά σε ένα δίλημμα: είτε να διατηρήσει ένα υψηλό ποσοστό κέρδους, αλλά έτσι δεν θα πάρει παρά μονάχα έναν περιορισμένο αριθμό εμπορευμάτων, είτε να παραχωρήσει το ποσοστό του κέρδους με την ελπίδα να διευρύνει την αγορά του και να αποσπάσει υπεραξία από μια πολύ πιο σημαντική μάζα εμπορευμάτων54. Παραμένει το γεγονός πως από τη δεκαετία του 1950, το κεφάλαιο 52. Μαρξ, στο ίδιο. Καταλαβαίνουμε πως η χρησιμοποίηση των μηχανών αυξάνει το ποσοστό υπεραξίας, αλλά μειώνει τον αριθμό των εργατών απ’ όπου αποσπάται η υπεραξία. Η αντίθεση βρίσκεται ανάμεσα στο ποσοστό και στη μάζα της υπεραξίας που αποσπάται. 53. Μαρξ, Βάσεις Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Anthropos, τομ. 1, σ. 244. 54. Εδώ ξαναβρίσκουμε με μια άλλη μορφή τη διαλεχτική ποσοστό κέρδους / μάζα υπεραξίας. Το ζήτημα αυτό θ' άξιζε μια ιδιαίτερη εξέταση. Από έλλειψη χώρου, περιο ριζόμαστε απλά να το υποδείξουμε.
165
ρίχνει αδιάκοπα στην αγορά νέα προϊόντα. Ποια πλεονεκτήματα έχει ο καπιταλιστής απ’ αυτό; Ποιοι είναι οι όροι ενσωμάτωσης αυτού του τύπου μηχανών; Αφού το πρόβλημα για τα μονοπώλια (ή τις πολύ μεγάλες παραγω γικές μονάδες) είναι να αποτρέπουν τον κορεσμό της αγοράς τους και να συντηρούν μια αδιάκοπη ζήτηση, και τούτο δεν μπορεί να επιτευ χθεί παρά μονάχα με μείωση των κόστων (καινοτομίες στο προτσές παραγωγής), «το αδιάκοπο λανσάρισμα νέων προϊόντων» εμφανίζεται σαν το μέσο και η λύση που είναι σε θέση να δίνει το κεφάλαιο για να εξασφαλίζει την αδιάκοπη ύπαρξη των κερδών του. Έτσι, τα νέα αυτά προϊόντα λανσάρονται κανονικά με επιτυχία (συναντούν μια φερέγγυα ζήτηση και μπορούν να πραγματοποιούνται) και, να «βγάζουν εκτός μόδας προϊόντα, για τα οποία η αγορά βρίσκεται κοντά στον κορεσμό, αντικαθιστούν τα τελευταία με διαφορετικά πιο τελειοποιημένα προϊόντα που παρουσιάζουν ένα δέλεαρ νεωτερισμού»35 (είτε είναι ή όχι πραγματικά νέες αξίες χρήσης, αφού εδώ το βασικό είναι να μετα κινούν γύρω τους την αξιόπιστη ζήτηση σε κάθε νέο λανσάρισμα). Στην περίπτωση αυτή, ο ανταγωνισμός (από υποθέση) δεν λειτουργεί με την ίδια αποτελεσματικότητα κι ο καπιταλιστής μπορεί να εφαρμό ζει τιμές πώλησης που δεν έχουν καμιά σχέση με την αξία των προϊόν των και να εφαρμόζει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά κέρδους. Έτσι τα ποσοστά κέρδους είναι τέτοια, που ακόμα κι αν το προϊόν έχει μια σχετικά σύντομη περίοδο ζωής (ας πούμε 2 χρόνια) δεν αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση· η μάζα της υπεραξίας που αποσπάται αυτή τη σύντομη χρονική περίοδο επιτρέπει να πραγματοποιείται παρόλα αυτά η μηχανή και η αξία που μεταφέρει στο προϊόν με καλούς όρους56.
55. A. Gorz, στο άρθρο που αναφέρθηκε, σ. 48. Ο μηχανισμός αυτός που συνδέεται με τη μαζική παραγωγή δεν είναι απαλλαγμένος από αντιθέσεις. Ό ταν οι τελευταίες φτάνουν σ’ ένα ορισμένο επίπεδο, ξεσπάει μια «κρίση» πραγματοποίησης. Η πλευρά αυτή πιάνεται και εξηγείται στο σημείο 6 αυτού του κεφάλαιου. 56. Ο A. Gorz αναφέρει το παράδειγμα της φαρμακευτικής βιομηχανίας: «Η περί πτωση της φαρμακευτικής βιομηχανίας είναι εντελώς τυπική απ’ αυτή την άποψη: το λανσάρισμα των λεγομένων «σπεσιαλιτέ» νέων προϊόντων επιτρέπει στην εταιρία που κρατάει την αποκλειστικότητά τους, να πραγματοποιεί στη διάρκεια ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος (όσο κρατάει το μονοπώλιο αυτού του τύπου προϊόντων) υπερ κέρδη της τάξης του 1.000% στο κόστος παραγωγής. Οι νέες σπεσιαλιτέ που η θερα πευτική τους αποτελεσματικότητα δεν είναι συχνά μεγαλύτερη απ’ αυτήν των παλιών (δεν πρόκειται συχνά παρά για συνδυασμούς, συσκευασίες ή νέες παρουσιάσεις ή για νέα προϊόντα θεραπευτικά ισοδύναμα με τα παλιά) αλλά που η τιμή τους είναι γενικά
166
Εδώ η μέθοδος είναι πολύ απλή: παίρνουν για μια σύντομη περίοδο εξαιρετικά υψηλά ποσοστά κέρδους και μόλις απειλούνται, εγκαταλείπεται το προϊόν για να λανσαριστεί ένα νέο που επιτρέπει με τη σειρά του ένα πολύ υψηλό ποσοστό κέρδους κλπ. Εννοείται πως δεν είναι βέβαιο πως όλες οι εταιρίες και σε οποιοδήποτε τομέα μπορούν να λει τουργούν σύμφωνα μ’ αυτή την αρχή. Όμως η χημεία, ο ηλεκτρισμός ή η ηλεκτρονική βάζουν σε κυκλοφορία στην αγορά και κανονικά ποσότητες προϊόντων που παρουσιάζουν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Το γεγονός επίσης πως οι τομείς αυτοί είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που καταναλώνουν τη σημαντικότερη ΕΑ εξηγείται εν μέρει από πραγματι κότητες αυτού του είδους. Η απασχόληση του κεφάλαιου να βρίσκει ακατάπαυστα νέους τομείς όπου να εφαρμόζεται με αποδοτικό τρόπο, αποτελεί μια σταθερά που τα στοιχεία της μπορούν να επιτρέψουν να περιγράφει. Έτσι, για να κλείσουμε, κάθε φορά που έχουμε να κάνουμε με μηχανές που χρησιμεύουν για να παράγουν νέα είδη κατανάλωσης, οι όροι της ενσωμάτωσής τους παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΑ του προϊόντος (επομένως η προθεσμία μέσα στην οποία η μηχανή μεταβιβάζει την αξία της και επομένως η αναλογία μέ σα στην οποία το υπερτιμάει) αποτελεί ένα πολύ λιγότερο σημαντικό όρο απ’ ότι στην περίπτωση καινοτομιών που αφορούν το προτσές παραγωγής με την κυριολεκτική έννοια. Τούτο εξηγείται όπως είδαμε από τη σημασία των ποσοστών κέρδους που τα νέα προϊόντα επιτρέ πουν να παίρνονται. Ο ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ57 του προϊόντος —ή ακριβέστε ρα η ικανότητά του να εδραιώνεται σε μια αρκετά σημαντική αγορά καταναλωτών που να είναι σε θέση να πληρώνουν υψηλές τιμές (πράγ μα που συχνά προσδιορίζεται από το βαθμό του «νεωτερισμού» του) παίζει τον ίδιο ρόλο με την ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΑ στην περίπτωση καινοτο μιών που αφορούν το προτσές παραγωγής. Αυτή η διαλεκτική ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΥ - ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΑΣ μπαίνει επομένως σαν συμπληρω ματική στα στοιχεία που συγκροτούν την καπιταλιστική χρησιμοποίη ση των μηχανών.
πολύ υψηλότερη, γίνονται αντικείμενο μιας εντατικής προπαγάνδας στο ιατρικό σώμα και βαθμιαία αντικαθιστούν τα παλιά προϊόντα που τελικά αποσύρονται από την πούληση. Τα υπερκέρδη που πραγματοποιούνται χάρη στις νέες σπεσιαλιτέ επανεπενδύονται με τη σειρά τους εν μέρει στην έρευνα για νέα προϊόντα». (A. GORZ, στο άρ θρο που αναφέρΦηκε, σ. 150, υποσ. 9). 57. Με την έννοια όπου στο δίκαιο των εφευρέσεων, γίνεται λόγος για «νεωτερισμό· σαν όρος απόχτησης πατέντας.
167
Όμως, όλα αυτά δεν χωράνε σ’ αυτές τις δύο προτάσεις. Και το πρόβλημα του «χρόνου» που επιτρέπει η μηχανή να κερδίζεται ή να χάνεται έχει ακόμα μια άλλη πλευρά, που από την άποψη της καπιτα λιστικής χρησιμοποίησής της αποτελεί ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Στην πραγματικότητα, ανάλογα με το αν η μηχανή - ή όπως θα δούμε με άλλες μεθόδους - επιτρέπει ή όχι να αυξάνεται η ταχύτητα περι στροφής του κεφάλαιου, να συντομεύεται ή όχι ο αναγκαίος για την πραγματοποίηση του πλήρους κύκλου του κεφάλαιου χρόνου (— Χ.Ε... X' - ) επομένως από μια δοσμένη μάζα κεφάλαιου να παράγονται σε έναν και στον ίδιο χρόνο πολλές «γενιές εμπορευμάτων», η ενσωμάτωσή της παρουσιάζει για το κεφάλαιο ένα άνισο ενδιαφέρον.
4. Παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα της ταχύτητας περιστροφής του κεφάλαιου 4.1.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ, ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Η ίδια λογική που οδηγεί το κεφάλαιο να εξοικονομεί ζωντανή εργασία, το σπρώχνει να παλεύει για τη μείωση του χρόνου περιστρο φής του κεφάλαιου. Ο «χρόνος» αυτός παρουσιάζεται σαν ένα όριο στην αξιοποίηση του κεφάλαιου. Πριν στην πραγματικότητα, ο καπιταλιστής ξαναβρεί κάτω από μορφή περισσότερου χρήματος (X ) τη μάζα του κεφάλαιου - χρήμα (X) που διέθετε στην αρχή της δραστηριότητάς του σαν καπιταλιστής, πρέπει να περάσει ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα. Και είναι φανερό πως από τη δική του άποψη να «κάνει περισσότερα λεφτά με λεφτά»38, το μήκος αυτής της προθεσμίας (που εκτείνεται από την πρώτη εφαρμογή του κεφάλαιου - χρήμα μέχρι την πραγματοποίηση των εμπορευμάτων) δεν είναι αδιάφορο. Υποθέτουμε πως μπορεί —ξεκινώντας από ορισμένες από τις διαθέ σιμες κοινωνικά εφευρεύσεις —να συντομέψει αυτή την προθεσμία, θα μπορούσε με την ίδια κίνηση στον ίδιο χρόνο να παραγάγει περισσότε ρα εμπορεύματα, επομένως να αποσπάσει περισσότερη υπερεργασία με μορφή υπεραξίας. Και αυτό, ακόμα κι αν η συμπληρωματική επένδυση για να αυξήσει την ταχύτητα περιστροφής του κεφάλαιου, υπερτιμούσε το προϊόν που κατασκευάζει. 58. Μαρξ, Ανέκδοτο κεφάλαιο.
168
Για το λόγο αυτό, τα στοιχεία που επιδρούν στον προσδιορισμό της ταχύτητας κυκλοφορίας του κεφάλαιου εκτίθενται επίσης σαν όροι για την ενσωμάτωση των εφευρέσεων. Γνωρίζουμε πως ο Μαρξ καθορίζει την ταχύτητα περιστροφής του π = α Η” όπου Π = ο χρόνος σαν μέτρο του χρόνου περιστροφής α = ο αριθμός των περιστροφών του π = ο χρόνος περιστροφής ενός δοσμένου κεφάλαιου. Κάθε στοιχείο που κάνει να πέφτει το α αυξάνει επομένως τον χρόνο της περιστροφής (π) και επιτρέπει — με όλους τους όρους ίσους — στον καπιταλιστή να αποσπάει υπεραξία από περισσότερα εμπορεύματα.
Γνωρίζουμε επίσης πως ο χρόνος περιστροφής αναλύεται: • σε χρόνο παραγωγής • σε χρόνο κυκλοφορίας και πραγματοποίησης. Θα εξετάσουμε σύντομα ποιοι είναι οι όροι για την ενσωμάτωση των εφευρέσεων που αφορούν το καθένα απ’ αυτά τα δύο επίπεδα. 4.2.
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Στο χρόνο παραγωγής, μπαίνει - όπως έχουμε ήδη εξετάσει - η «ταχύτητα» της μηχανής, δηλαδή ο αριθμός των πράξεων που μπο ρούν να πραγματοποιηθούν σε μια δοσμένη χρονική περίοδο. Έχουμε σημειώσει σχετικά μ’ αυτό πως ο καπιταλιστής για να αυξάνει την «ταχύτητα» της μηχανής έχει την τάση να αυξάνει την εντατικοποίηση (τον ρυθμό) της εργασίας. Εδώ έχουμε την πρόθεση να εξετάσουμε αυτό το άλλο στοιχείο που μπαίνει στο χρόνο παραγωγής — σαν ένα όριο για τη μείωσή του —που αποτελεί η απαιτούμενη προθεσμία για την τροφοδότηση σε πρώτες ύλες. Και, πριν απ’ όλα, παρατηρούμε πως στον τύπο ταχύτητας περι στροφής του κεφάλαιου (π = 1/α Π) ο Μαρξ δεν έθεσε αυθαίρετα Π για το χρόνο σαν μέτρο του χρόνου περιστροφής. Δικαιολόγησε αυτή την εκλογή: «Όπως η εργάσιμη ημέρα είναι η φυσική μονάδα για τη μέτρηση της λει τουργίας της εργατικής δύναμης, ο χρόνος αποτελεί τη φυσική μονάδα για να μετριούνται οι περιστροφές του κεφάλαιου που περιγράφουν το 59. Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο 2, τομ. 4, ο. 143-44, Editions Sociales.
169
προτσές του. Α υτή η μονάδα μ έτρησης έχει το φυσικό τη ς θεμέλιο στο γεγονός πω ς τα σημαντικότερα γεω ργικά προϊόντα τη ς εύκρα της ζώ νης,
λίκνο της καπιταλιστικής παραγωγής, είναι χρονιάτικα προϊόντα»60.
Δηλαδή μιλάει για τη σημασία που αποχτάει ο χρόνος φυσικής ωρίμανσης των γεωργικών προϊόντων για τον καθορισμό του χρόνου παρα γωγής. Και πραγματικά, όσο η βιομηχανία εξαρτιόταν για τον εφοδια σμό της από φυσικά προϊόντα (και από το φυσικό χρόνο ωρίμανσης), το κεφάλαιο συγκρούονταν με ένα απόλυτο όριο. Το όριο αυτό μπο ρούσε να παραμεριστεί με αύξηση της γονιμότητας του εδάφους —ή με άλλες μέθοδες του ίδιου χαρακτήρα —αλλά αυτή η αύξηση προσέκρουε σε σχετικά άκαμπτα όρια. Μόλις έγινε δυνατό — και το κεφά λαιο συνέβαλε από τη μεριά του για να γίνει δυνατό — να παράγονται με συνθετικό τρόπο οι πρώτες ύλες (ή ισοδύναμα προϊόντα) οι αναγ καίες για τη βιομηχανία, το φυσικό όριο για την αύξηση της ταχύτητας περιστροφής του κεφάλαιου μπορούσε να ξεπεραστεί και, πολλαπλα σιάζοντας τον αριθμό των εμπορευμάτων που μπορούσε να παράγει σ’ ένα δοσμένο χρόνο, το κεφάλαιο πολλαπλασίαζε στην ίδια αναλογία τα κέρδη του. Ένα κατάλληλο άρθρο αφιερωμένο σ’ αυτό το πρόβλημα τονίζει: «Για να αγω νιστεί ενάντια στη ν πτώση του ποσοστού του κέρδους, α να πόφευκτη συνέπεια της αντικατάστασης τη ς α ξιοπαραγω γού «ζωντανής» εργασίας με την εργασία τω ν μηχανώ ν... ο Κ ΤΠ μπορεί να χ ρη σιμ οποιεί μ ια πολύ αποτελεσματική μέθοδο: τη ν επιτάχυνση τη ς περισ τροφ ή ς του κεφάλαιου με την αύξηση τη ς τα χύτη τα ς τη ς πα ραγω γής και α ντα λ λ α γής. Η ίδια ποσότητα κεφάλαιου μπορεί τότε να βάλει σε κίνηση μια μ εγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτω ν και εργατικής δ ύνα μ η ς, να α πο ρ ροφάει έτσι μια μεγαλύτερη μάζα κέρδους, με τον όρο να υ π ά ρ χο υ ν όμω ς επαρκείς δυνατότητες επέκτασης. Ο Κ ΤΠ προωθεί όλο και περισσότερο αυτή τη μέθοδο... Α πό την άποψη αυτή πρέπει... να δούμε τη ν πελώρια α ύξηση της χημικής βιομηχανίας: τη ν αντικατάσταση τω ν πρ ώ τω ν υλώ ν και τω ν γεω ργικώ ν προ ϊό ντω ν με συνθετικά προϊόντα, πρά γμα πο υ σ υ ν τομεύει το χρόνο πα ρα γω γής γιατί αποφεύγεται το α ργό π ρ ο τσ ές τη ς φυσικής ω ρίμανσης. Σ ε συνάρτηση μ ’ αυτές τις ανάγκες α να πτύχθη κε η οργανική χημεία, μετά οι α τομικές θεωρίες... κλπ»“ .
Με τον όρο επομένως «πως υπάρχουν επαρκείς δυνατότητες επέκτα σης», η αύξηση της ταχύτητας περιστροφής του κεφάλαιου επιτρέπει
60. Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο 2, τ. 4, σ. 144, (υπογραμ. Μπ. Κ.). 61. Cahiers du communisme des consells, Απρίλης 1969, αρ. 3, σ. 13.
170
να αποσπούνται σημαντικά υπερκέρδη. Κι όπως υπογραμμίζει το άρ θρο που αναφέρθηκε, οι παραγωγές της Χημείας φαίνονται σχετικά μ’ αυτό, να παίζουν αποφασιστικό ρόλο, πράγμα που, παρενθετικά, θα εξηγούσε κι εδώ, τουλάχιστον εν μέρει, τη σημασία της Ε και Α στον τομέα αυτό και τους λόγους για τους οποίους εισχώρησε τόσο βαθιά στην παραγωγή. Η «χημικοποίηση» των προτσές παραγωγής, που επισήμανε ο Ρίχτα, δικαιολογείται ακόμα περισσότερο —από καπιταλιστι κή σκοπιά - αφού δεν επιτρέπει μονάχα να μειώνεται ο κύκλος ωρίμανσης των φυσικών προϊόντων, αλλά επίσης: -ν α εξασφαλίζεται η σταθερότητα ενός εφοδιασμού σε πρώτες ύλες που από φυσικές αιτίες (κακές αγροτικές παραγωγές) ή άλλες περιστάσεις62 γινόταν αβέβαιη· —να παράγονται νέες πρώτες ύλες, βάσεις νέων τψοϊόντων, με όλα τα πλεονεχτήματα που παρουσιάζει αυτός ο τύπος καινοτομίας63 (βλ. πιο πάνω, 1.3.)· —τη μείωση του χρόνου και του κόστους μεταφοράς κάθε φορά που οι πρώτες ύλες μπορούν να παράγονται συνθετικά κοντά στους τόπους παραγωγής, αντί να εισάγονται συχνά από μακριά (το παράδειγμα του καουτσούκ είναι σχετικά μ’ αυτό τυπικό)· —να χρησιμοποιεί στην παραγωγή απόβλητα χωρίς να απαιτούνται συμπληρωματικά έξοδα64. Για να κλείσουμε αυτή την παρένθεση σχετικά με τη Χημεία, κατα λαβαίνουμε —αφού είναι δοσμένη η ποικιλία αυτών των τρόπων ενέρ γειας και τα ερείσματα εφαρμογής τους —τη θέση που διατηρούν στο κοινωνικό προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου. Και η «χημικοποίη62. Μπορούμε να αναφέρουμε δυο παραδείγματα άνκτης σημασίας. Είναι η ανάπτυ ξη του εθνικοαπελευθερωτικού πόλεμου του Βιετνάμ - που οι φυτείες του σε καουτσούκ τροφοδοτούσαν την παραγωγή ελαστικών των αυτοκινήτων —που ευνόη σε ισχυρά την επεξεργασία του συνθετικού καουτσούκ. Επίσης, η δύναμη των γερμα νικών χημικών εταιριών (Hoechsl, BASF...) συνδέεται αναμφισβήτητα με τον πόλεμο του 1940, που στη διάρκεια του η Γερμανία έπρεπε να εξασφαλίσει τη δική της τροφο δοσία σ’ ένα επίπεδο ανταλλαγών εξαιρετικά χαμηλό με τον υπόλοιπο κόσμο. 63. Το σημείο αυτό εξάλλου το υποδείχνει καθαρά ο Μαρξ: «Η χημεία, ανακαλύ πτοντας νέες χρήσιμες πρώτες ύλες ή νέες χρήσιμες ιδιότητες των πρώτων υλών που ήδη χρησιμοποιούνται, πολλαπλασιάζει τις σφαίρες τοποθέτησης για το συσσωρευμένο κεφάλαιο» (Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο 2, τ. 3, σ. 46, Editions Sociales). 64. «Μαθαίνοντας κατάλληλες μέθοδες για να ρίχνουν στην κυκλική κίνηση της αναπαραγωγής υπολείμματα της κοινωνικής παραγωγής και κατανάλωσης, τα από βλητό τους μετατρέπουν χωρίς καμιά συνδρομή κεφάλαιου αυτές τις μη αξίες σε πρό σθετα στοιχεία της συσσώρευσης» (Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο 2, τ. 3, σ. 46, Editions Sociales).
171
ση» που προσδιορίζει ο Ρίχτα σαν την πιο πανηγυρική εκδήλωση της «διαλεκτικής αλληλοδιείσδυσης» της επιστήμης και της βιομηχανίας εμφανίζεται σαν ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο παράδειγμα για να είναι αξιό πιστη η απόδειξή του65. Επομένως βλέπουμε πως η παραγωγή νέων πρώτων υλών - ιδιαίτε ρα χάρη στην ανάπτυξη της χημείας —επιτρέπει να αυξάνεται η ταχύ τητα περιστροφής του κεφάλαιου, να εξαλείφονται σύμφυτα όρια με τον κύκλο ωρίμανσης των φυσικών προϊόντων και να αγωνίζονται ενάντια στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Είναι φανερό πως κάθε εφεύρεση ή δυναμικό που πάει προς αυτή την έννοια έχει όλες τις πιθα νότητες να γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη. 4.3.
ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟ ΠΟΙΗΣΗΣ
Εδώ, από άποψη αρχών, δεν υπάρχει αλλαγή σε σχέση με τα προ βλήματα που σχετίζονται με τη μείωση του χρόνου παραγωγής. Απλά πρέπει να τονίσουμε πως στο βαθμό που επιμηκύνεται η προ θεσμία πραγματοποίησης, το σχετικό μέρος του κυκλοφοριακού κεφάλαιου αναφορικά με το πάγιο κεφάλαιο αυξάνεται. Η αποθήκευση και η διατήρηση των εμπορευμάτων αυξάνει τα έξοδα του καπιταλιστή. Επίσης αυξάνονται οι τόκοι για το βιομήχανο καπιταλιστή με την επι μήκυνση της προθεσμίας πραγματοποίησης. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα να αυξάνεται το μέρος της συνολικής υπεραξίας που πρέ πει να αντιπαραχωρήσει στο χρηματιστικό κεφάλαιο. Επομένως βλέ πουμε πως γύρω από αυτό το ζήτημα του χρόνου κυκλοφορίας διακυβεύονται περίπλοκα συμφέροντα66. Στο άρθρο που αναφέραμε πριν των Cahiers du communisme des conseils αναφέρεται πως και για να μειώσει το χρόνο παραγωγής το κεφάλαιο συνέβαλε πλατιά στην ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, για να μειώσει το χρόνο κυκλοφορίας και ανταλλαγής, προσπάθησε να αναπτύξπ την «ηλεκτρο-τεχνική» όσο η τελευταία «συνδέεται άμεσα»
65. Για να μην πούμε για όλες τις καταστροφές που φέρνει η ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και που κατά ένα μεγάλο μέρος συνυπάρχουν με την χρησιμοποίησή της στους καπιταλιστικούς όρους. 66. Ο τομέας των μεταφορών σε ότι σχετίζεται ταυτόχρονα με τη σφαίρα παραγω γής και τη σφαίρα κυκλοφορίας, υποδείχνεται από τον Μαρξ σαν το κομβικό σημείο του προβλήματος αυτού, απ’ όπου η σημασία των μεταβολών που τον διαπερνούν (σιδηρόδρομοι, ναυτικό και αεροπορία).
172
μ’ αυτή τη μείωση (τηλέφωνο, ραδιόφωνο, τηλέγραφος, ηλεκτρισμός). Ο ηλεκτρισμός, όπως κάθε πηγή ενέργειας που αντικαθιστά το κάρ βουνο, δεν «μειώνει και συντομεύει την προθεσμία μεταφοράς» μονά χα, αλλά και αυξάνει σημαντικά την παραγωγική δύναμη των μηχα νών που βάζει σε κίνηση. Κι εδώ ακόμα, τα στοιχεία αυτά είναι ενδιαφέροντα σε ότι επιτρέ πουν να εξηγηθεί γιατί ο τομέας αυτός είναι από εκείνους που κατανα λώνουν μια σημαντική μάζα Ε και Α. Θα περιοριστούμε στο σημείο αυτό σ’ αυτές τις λίγες υπόδειξης. Πριν κλείσουμε αυτό το μέρος πρέπει να ασχοληθούμε μ’ ένα τελευ ταίο ζήτημα. Είναι εκείνο των διαφορετικών αποτελεσμάτων που παρά γει η καινοτομία (με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας) στους διάφορους τομείς που πραγματοποιείται. Το πρόβλημα αυτό, που ανακινείται από τον Μαρξ, στις τελευταίες σελίδες που αφιερώνει στην εξέταση της σχετικής υπεραξίας, αξίζει μια ιδιαίτερη προσοχή.
5. Η καινοτομία στον τομέα ειδών συντήρησης και στον τομέα ειδών πολυτελείας. Υπεραξία και πρόσθετη υπεραξία Αν εννοούμε με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας: «...μια αλλαγή στις μέθοδες (εργασίας), που μειώνουν τον κοινωνικά αναγ καίο χρόνο για την παραγωγή ενός εμπορεύματος, έτσι που μια μικρή ποσότητα εργασίας να αποχτάει τη δύναμη να παράγει περισσότερες αξίες χρήσης»,67 είναι φανερό πως αυτή η αύξηση της παραγωγικότη τας μπορεί να παραχθεί σε οποιοδήποτε τομέα της κοινωνικής οικονο μίας. Είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως μετά από διαδοχικές καινοτομίες που γίνονται στον ίδιο τομέα, η αξία των εμπορευμάτων που παράγονται θα μειωθεί. Όμως, ανάλογα με τους «κλάδους» της κοινωνικής παραγωγής, τα αποτελέσματα αυτής της πτώσης δεν είναι ταυτόσημα. Ιδιαίτερα πρέπει να διακρίνουμε την περίπτωση όπου παρεμβαίνει μια αύξηση της παραγωγής σε τομείς όπου παράγονται είδη συντήρησης, και την περίπτωση όπου συμβαίνει στους τομείς που παράγουν τα λεγάμενα είδη «πολυτελείας».
67. Μαρξ, Κεφάλαιο, Βιβλίο 1. τ. 2, σ. 9. Editions Sociales.
173
Η γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο τύπους τομέων και στις αντίστοιχες σφαίρες τους παραπέμπει στην ανάλυση της εργα τικής δύναμης και των όρων ανασύστασής της. Γνωρίζουμε πως αφού για τον Μαρξ η εργατική δύναμη στον ΚΤΠ είναι απλό εμπόρευμα, η αξία της προσδιορίζεται —όπως και για κάθε άλλο εμπόρευμα —από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την ανασύστασή της. Με άλλα λόγια, η αξία της αποτελείται από την αξία μιας ορισμένης ποσό τητας εμπορευμάτων (αναγκαίων για την αναπαραγωγή της), με απο κλεισμό άλλων. Έτσι, σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο, σε μια χώρα με ιδιαίτερες παραδόσεις, μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη η αξιολόγηση αυτών των εμπορευμάτων που μπορούν να θεωρηθούν πως εντάσσον ται στην ανασύσταση της εργατικής δύναμης (και επομένως αποτε λούν μέρος του τομέα παραγωγής των αναγκαίων μέσων συντήρησης), και εκείνων των εμπορευμάτων που δεν αποτελούν μέρος, κι επομένως είναι σχετικά με τον τομέα παραγωγής των λεγάμενων ειδών «πολυτε λείας». Αν και οι πραχτικές δυσκολίες είναι πραγματικές, αυτή η διά κριση ανάμεσα στους διάφορους τύπους εμπορευμάτων είναι, από θεω ρητική άποψη, αναγκαία και απαραίτητη. Θα συμφωνήσουμε εύκολα, π.χ., πως μια και η ίδια μάζα κεφάλαιου, εφαρμοσμένη στην παραγωγή αεριούχων νερών ή στην παραγωγή εργατικών κατοικιών, δεν παράγει τα ίδια αποτελέσματα στην κοινωνική οικονομία. Θα εξετάσουμε επομένως χωριστά τα αποτελέσματα της παραγωγι κότητας της εργασίας (με την ενσωμάτωση της τεχνικής προόδου) στον τομέα των ειδών συντήρησης και σ’ εκείνον των ειδών «πολυτε λείας». Απ’ αυτή την αντιπαράθεση θα βγουν μερικές παρατηρήσεις. 1η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ: ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΕΙΔΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Σ’ αυτό τον τομέα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ενεργεί όπως παντού, μειώνοντας την ατομική αξία και κατά συνέπεια την κοινωνική αξία του εμπορεύματος που παράγεται μέσα από τις νέες τεχνικές. Αλλά και αυτό είναι τό ειδικό στον τομέα αυτό, αφού εί ναι δοσμένος ο ιδιαίτερος χαρακτήρας αυτών των εμπορευμάτων στα οποία ενεργεί (θυμίζουμε πως εντάσσονται στην ανασύσταση της εργα τικής δύναμης), η αύξηση της παραγωγικότητας «μεταφέρεται» και παράγει αποτελέσματα στο σύνολο της κοινωνικής οικονομίας. «Η αύξηση τη ς πα ρα γω γικότη τα ς - λέει ο Μ αρξ - ...(όταν)... αγκαλιάζει
174
τους βιομ η χα νικούς κλά δους68 που τα προϊόντα τους κα θορίζουν την εργατική δύναμη... κά νουν να πέφτει η αξία τη ς εργατικής δύναμης»69.
Επομένως το σύνολο της καπιταλιστικής τάξης θα επωφεληθεί απ’ αυτό το ανέβασμα της παραγωγικότητας. Ο Μαρξ δίνει ένα συγκεκρι μένο παράδειγμα: «Για παράδειγμα, τα πουκάμισα είναι είδος πρ ώ τη ς ανά γκ η ς, α λλά υ πά ρ χουν κι άλλα τέτοια είδη. Η πτώση τη ς τιμής τους μειώνει τα έξοδα του εργάτη γ ι' αυτό το ιδιαίτερο αντικείμενο»70.
Όταν αυτές οι «πτώσεις τιμών» αγκαλιάζουν την παραγωγή των αναγκαίων ειδών συντήρησης, τα αποτελέσματά τους εκδηλώνονται επομένως όχι μονάχα στους ατομικούς καπιταλιστές αλλά και στο σύ νολο της κοινωνικής οικονομίας. Η πτώση της αξίας της εργατικής δύ ναμης που απορρέει από τις αυξήσεις παραγωγικότητας της εργασίας στους κλάδους που παράγουν είδη συντήρησης, αφορά το σύνολο της κοινωνικής εργατικής δύναμης και μειώνει για τους καπιταλιστές τον αναγκαίο χρόνο εργασίας προς όφελος του χρόνου υπερεργασίας. Το αποτέλεσμα για την καπιταλιστική τάξη στο σύνολό της, είναι μια αύ ξηση της υπεραξίας που αποσπάει. Τότε συμβαίνει αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «άνοδο του γενικού ποσοστού υπεραξίας» (υπ/μ) ή «κοινωνι κού ποσοστού εκμετάλλευσης». Αλλιώτικα είναι τα αποτελέσματα της αύξησης της παραγωγικότη τας της εργασίας στον τομέα των ειδών «πολυτελείας». 2η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ: ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ Αντίθετα μ’ αυτό που συμβαίνει στον τομέα ειδών συντήρησης: «Στους βιομ η χα νικούς κλάδους που δεν πα ρέχουν ούτε είδη συ ντή ρ η σης, ούτε τα υλικά τους μέσα, μια αύξηση τη ς παραγιογικότητας τη ς εργασίας, δεν αγκαλιάζει καθόλου την αξία της εργατικής δύναμης*11.
Απ’ αυτό το γεγονός, αν αντικρυστούν τα πράγματα στο κοινωνικό επίπεδο, δεν παράγονται η πτώση του αναγκαίου χρόνου εργασίας και
68. Είτε πρόκειται για τον τομέα (υποδιαίρεση σ. ελ. μ.) II (παραγωγή των ίδιων των ειδών συντήρησης) ή για τον τομέα (υποδιαίρεση σ. ελ. μ.) I (μέσα παραγωγής που χρησιμεύουν για την παραγωγή τους). 69. Μαρξ, στο ίδιο, σ. 10. 70. Μαρξ, στο ίδιο. 71. Μαρξ. στο ίδιο, σ. 10.
175
η συνακόλουθη επιμήκυνση του χρόνου υπεργασίας. Επομένως δεν παράγεται η άνοδος του γενικού ποσοστού υπεραξίας. Δεν αναπτύσσεται παρά μονάχα ένα πολύ πιο περιορισμένο φαινό μενο που επιδράει στους καπιταλιστές του ιδιαίτερου τομέα (και για το ιδιαίτερο εμπόρευμα) στο οποίο (και για το οποίο) έχει επιτευχθεί η αύ ξηση της παραγωγικότητας. Ο καπιταλιστής του τομέα που επωφελεί ται από την καινοτομία μπορεί να αποσπάσει - από τη διαφορά ανάμε σα στην ατομική αξία και την κοινωνική αξία αυτού του εμπορεύματος —αυτό που ο Μαρξ προσδιορίζει με την έννοια της «πρόσθετης υπερα ξίας». Ένα παράδειγμα μπορεί να κάνει ανάγλυφο αυτό το μηχανισμό. Εστω ένα εμπόρευμα που η τιμή του είναι κατά μέσο όρο 1 σελλίνι, κι ένας καπιταλιστής που χάρη σε μια τεχνική μπορεί να το παράγει για 9 πέννες. Αν θυμόμαστε πως «αξία ενός είδους σημαίνει, όχι την ατομική του αξία αλλά την κοινωνική του αξία και (πως) η τελευταία καθορίζε ται από το χρόνο εργασίας που κόστιζα όχι στην ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά κατά μέσο όρο»72, ο καπιταλιστής μπορεί να πουλήσει το είδος του 11 πέννες ή ακόμα ένα σελλίνι και να πραγματοποιήσει μια πρό σθετη υπεραξία 2 ή 3 πέννες κατά εμπόρευμα. Βέβαια: «Αρπάζει αυτό το κέρδος είτε το εμπόρευμα του ανήκει είτε όχι στον κύκλο των αναγ καίων μέσων συντήρησης που καθορίζουν την αξία της εργατικής δύναμης»73. Το βάθος του ζητήματος είναι πως και στις δυο περιπτώσεις (και στους δυο τομείς) έχουμε μια «συμπληρωματική» απόσπαση υπεραξίας για τον καπιταλιστή ανακαινιστή σ’ έναν οποιοδήποτε από τους τομείς, αλλά μονάχα οι αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας στους τομείς των ειδών συντήρησης επιτρέπουν74 την αύξηση του κοι νωνικού χρόνου υπερεργασίας σε βάρος της αναγκαίας εργασίας, και την /ίνοδο του γενικού ποσοστού της υπεραξίας. Ξεκινώντας απ’ αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να διατυπώσουμε ορι σμένες παρατηρήσεις σχετικά με το αποτέλεσμα της τεχνικής «καινο τομίας» στους διάφορους τομείς της κοινωνικής οικονομίας και πέρα απ’ αυτό στη συσσώρευση του κεφάλαιου. 1. Αν οι αυξήσεις παραγωγικότητας, που πετυχαίνονται χάρη σε βελτιώσεις της τεχνικής της παραγωγής, έχουν στο ατομικό επίπεδο (σ’ εκείνο της εταιρίας) το ίδιο αποτέλεσμα: εκείνο που επιτρέπουν την
72. Μαρξ, στο ίδιο σ. II. 73. Μαρξ, στο ίδιο. 74. Ό ταν η «κοινωνική αξία» πέφτει στο επίπεδο της νέας ατομικής αξίας.
176
απόσπαση μιας σημαντικής μάζας συμπληρωματικής υπεραξίας, δεν συμβαίνει καθόλου το ίδιο και από κοινωνική άποψη. 2. Στο επίπεδο αυτό, εκείνο της αναπαραγωγής του κεφάλαιου στο σύνολό του, δεν είναι καθόλου αδιάφορο αν οι «καινοτομίες» εφαρμό ζονται στον τομέα των μέσων συντήρησης ή στους άλλους τομείς (που δεν εντάσσονται στην ανασύσταση της εργατικής δύναμης). Μονάχα οι τεχνικές της παραγωγής που εφαρμόζονται στον τομέα των μέσων συντήρησης επιτρέπουν μια αύξηση του ποσοστού (κοινωνικού) εκμε τάλλευσης, κι επομένως επιτρέπουν την απόσπαση για τη συσσώρευση (κατοπινή) σημαντικότερων μαζών για το κεφάλαιο. 3. Το γεγονός αυτό εξηγεί πως όταν το προτσές εργασίας έχει ανα στατωθεί στους τομείς που παράγουν μέσα συντήρησης, υφίσταται σημαντικές αλλαγές το σύνολο του καπιταλισμού. Η άνοδος αυτού που ονομάζεται «μαζική παραγωγή», δηλαδή η παραγωγή σε μεγάλες σειρές εμπορευμάτων που η ατομική τους αξία έχει πέσει, είναι συνακόλουθη της διείσδυσης των μηχανών και των ταιηλορικών και φορντικών τεχνικών οργάνωσης εργασίας σ’ αυτούς τους τομείς. Έχουν αναστατωθεί από το ένα μέρος η σχέση των τιμών των γεωρ γικών εμπορευμάτων (μεγάλη βάση, ας μη το ξεχνάμε, της ανασύστα σης της εργατικής δύναμης) αναφορικά με τις τιμές των βιομηχανικών εμπορευμάτων και από το άλλο μέρος με την παραγωγή σε σειρές, των ίδιων των βιομηχανικών εμπορευμάτων. Τα φαινόμενα αυτά βρίσκονται στη βάση των νέων τρόπων συσσώ ρευσης του κεφάλαιου, που τώρα πια στηρίζεται στην παραγωγή σε μεγάλες σειρές εμπορευμάτων, αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε «η μεγά λη παραγωγή υπεραξίας » και που διακρίνει τις σύγχρονες μορφές συσ σώρευσης του κεφάλαιου από τις προηγούμενες μορφές, αυτές όπου η παραγωγή σε μεγάλες σειρές δεν είναι ακόμα η κυρία μορφή και η κυρίαρχη μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής. Έτσι τροποποιήθηκαν οι «μορφές» αλλά και οι «ρυθμοί» και οι «τρό ποι» των κρίσεων της συσσώρευσης του κεφάλαιου. Θα θέλαμε να τελειώσουμε στο σημείο αυτό, γιατί θεωρούμε πως η έρευνα που προχωρήσαμε στο κεφάλαιο αυτό, πήρε υπόψη της ορισμένες από τις πλευρές της «κρίσης» που αγκαλιάζουν τις σημερινές καπιταλιστικές οικονομίες. Ακριβέστερα, εκείνες τις πλευρές που συν δέονται μ’ αυτό που ονομάζεται «υπερσυσσώρευση», δηλαδή (για να το αποδώσουμε απλούστερα) την ύπαρξη μεγάλων αχρησιμοποίητων αποθεμάτων μέσων παραγωγής και εμπορευμάτων που δεν μπορούν — κι αυτό με διαρκή τρόπο —να διοχετευτούν και να πραγματοποιηθούν
177
παρά το πλήθος των τεχνασμάτων που χρησιμοποιούνται στα διάφορα σχέδια «αναζωογόνησης».
6. Τεχνική πρόοδος, μαζική παραγωγή και κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης75 Ξεκινώντας από στοιχεία που αυτό το κεφάλαιο επέτρεψε να βγουν, μπορούμε να προβάλουμε μερικές σειρές από σκέψεις που επιτρέπουν να εξηγηθούν ορισμένες πλευρές των κρίσεων όπως φανερώνονται στον 20ο αιώνα· ξεχωριστά, γιατί το κύριο αντικείμενό μας εδώ είναι η «κρίση», που κανένας δεν μπορεί σήμερα να αρνηθεί την ύπαρξή της. Δίχως να περάσουμε σε όλα τα συστατικά στοιχεία του προτσές συσ σώρευσης του κεφάλαιου (ιδιαίτερα στις νομισματικές και χρηματιστικές του διαστάσεις)76 μπορούμε να προβάλουμε ορισμένες υποθέσεις επικεντρωμένες γύρω από το πρόβλημα της τεχνικής «προόδου» και του ειδικού τρόπου παρέμβασής της στους καπιταλιστικούς όρους. Αμέσως αναγγέλουμε το κλίμα. Η κεντρική υπόθεση που θα παρου σιάσουμε εδώ, έγκειται στο ότι η «κρίση», που δεν πήρε οξύ χαρακτήρα παρά μονάχα το 1974-1975, ήρθε στην πραγματικότητα από πολύ πιο μακριά. Θεωρούμε πως η αιτία βρίσκεται στο ότι η σημερινή «κρίση» που αγκαλιάζει, το τονίζουμε, το σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου δεν είναι μια απλή συγκυριακή «ύφεση»,αλλά αφορά ορισμένους από τους τρόπους που πήρε η συσσώρευση κεφάλαιου τουλάχιστον μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη γνώμη μας, ένας ορισμένος τύπος «μοντέλου» συσσώρευσης, συγκεκριμένα μια ιδιαίτερη μορφή και ιδιαίτεροι τρόποι απόσπασης της υπεραξίας συνάντησαν από το 1965 ορισμένες δυσκολίες. Ξεκινώντας από τη μελέτη διάφορων τρόπων απόσπασης υπερα ξίας, μπορούμε σε βασικές γραμμές να εντοπίσουμε δύο κύριες περίοδες επέκτασης του κεφάλαιου. Η καθεμιά «επικυρώθηκε» από μια «κρί ση». Η πρώτη φάση επέκτασης είναι αυτή που καλύπτει την περίοδο 1910-1930: η δεύτερη τα χρόνια Ι945-196577. 75. Η παράγραφος αυτή οφείλει πολλά στις ημέρες μελέτης σχετικά με την κρίση που οργανώθηκε από την ACSES (Association pour la Critique des Sciences Economiques et Sociales) στις 6-7 και 8 Ιούνη 1975. 76. Γύρω από αυτές τις απόψεις βλέπε ιδιαίτερα: Suzanne de BrunhofT, La Politique mortetalre, PUF. 1973. 77. Αυτή η περιδιολόγηση όπως άλλωστε και τα άλλα στοιχεία που παρουσιάζονται
178
6.1. 1910-1930: Ο ΤΑΙΗΛΟΡΙΣΜΟΣ. Ο ΦΟΡΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΏΤΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Η περίοδος αυτή είναι εκείνη όπου επιβεβαιώνεται η κυριαρχία των μονοπωλίων, ο νέος ρόλος των τραπεζών στη χρηματοδότηση της συσσώρευσης και η συγχώνευση του τραπεζικού κεφάλαιου και του βιομηχανικού κεφάλαιου στο «χρηματιστικό κεφάλαιο». Με δυο λόγια, η περίοδος αυτή είναι εκείνη της διαμόρφωσης του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Μερικές χώρες του «κέντρου» εγκαθίδρυσαν την κυριαρ χία τους στο σύνολο του πλανήτη. Είναι η εποχή της διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας αγοράς υποταγμένης σε μερικές χώρες. Οι ΗΠΑ βέ βαια αποτελούν συμβαλόμενο μέρος αυτού του μεγάλου ιμπεριαλιστι κού κονσέρτου, αλλά λιγότερο από τις παραδοσιακές δυνάμεις της (ήδη) γηραιάς Ευρώπης. Το αμερικάνικο κεφάλαιο είναι ακόμα κατά το μεγαλύτερο μέρος του απασχολημένο να εξασφαλίζει την επέκτασή του στο δικό του εθνικό χώρο. Η νίκη των Βορείων εξασφάλισε προο δευτικά στο σύνολο του εδάφους το θρίαμβο του βιομηχανικού και καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ακόμα, θυμίζουμε, οι ΗΠΑ δέ χονταν εκατομμύρια εργατικές δυνάμεις που απαλλοτριώνονταν από την ευρωπαϊκή ύπαιθρο στο βαθμό που αναπτύσσονταν η βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη (στα χρόνια 1900 και στα ακόλουθα, κύρια από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη). Ό λα τα στοιχεία (πλεόνασμα αποικιών, σημαντική μεταναστευτική εργατική δύναμη), που αποτελούν τόσους όρους που μπορούν να ευνοήσουν τη συσσώ ρευση του κεφάλαιου με τον όρο πως οι διαθέσιμες εργατικές δυνάμεις να μπορούν πραγματικά να ενσωματωθούν στην παραγωγή εμπορευ μάτων. Είδαμε προηγούμενα, (βλ. υποκεφάλαιο 2) πως ο ταιηλορισμός και αργότερα ο φορντισμός ήρθαν να τροποποιήσουν το προτσές εργασίας για να το καταστήσουν κατάλληλο για τους νέους όρους αξιοποίησης του κεφάλαιου. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα και που αναμετράμε καλύτερα την εμβέλειά του, είναι πως η άνοδος του ταιηλορισμού και του φορντισμού είναι ίσης έκτασης με την πρώτη άνοδο αυτού που ονομάζουμε σήμερα μαζική παραγωγή. Δεν πρόκειται να περάσουμε σε λεπτομέ ρειες για αυτά τα χαρακτηριστικά. Αλλά μπορούμε να υποδείξουμε πολλά στοιχεία που εντάσσονται στη σύστασή της και που ο υπολογι σμός τους είναι απαραίτητος για να δούμε τους όρους συσσώρευσης ■·£ώισχύουν κύρια για τις ΗΠΑ. Θεωρούμε πως η αμερικάνικη «κρίση» - αναμφισβή τητα επειδή είναι οξύτερη - αποτελεί ένα καλύτερο έδαφος μελέτης.
179
του κεφάλαιου και των κρίσεων στην πρόσφατη περίοδο του καπιταλι σμού. Από την άποψη αυτή είναι σημαντικά πολλά γεγονότα. -Πρώτα απ’ όλα το προτσές εργασίας ταιηλορικού τύπου (και φορντικού) επιτρέπει μια εντατικοποίηση της εργασίας δίχως δυνατή σύγ κριση με καθετί που προηγήθηκε στην ιστορία των τρόπων παραγωγής που διαδέχθηκε. —Έτσι, όχι μονάχα αυξήθηκε η εντατικοποίηση της εργασίας — εξαιτίας της διαμόρφωσης του προτσές εργασίας - αλλά και αυτό απο τελεί ένα άλλο σημείο: έχουμε παράλληλα μια σημαντική αύξηση της παραγωγικής κλίμακας. Με την ενσωμάτωση στην παραγωγή μεγάλων μαζών αγροτών που απαλλοτριώθηκαν από το χωριό, αυξήθηκε η σφαίρα εφαρμογής του καπιταλισμού σε πολύ μεγάλες διαστάσεις. Με δυο λόγια, περάσαμε σ’ αυτό που ονομάζει ο Μαρξ «μεγάλη παραγωγή υπεραξίας» που στηρίζεται στην παραγωγή εμπορευμάτων σε σειρές με «μικρές» ατομικές αξίες. —Με την ανάπτυξη του ταιηλορισμού και του φορντισμού στις σφαίρες που εξασφαλίζουν την παραγωγή μέσων συντήρησης και μέ σων κατανάλωσης της εργατικής τάξης, το ποσοστό (κοινωνικό) εκμε τάλλευσης αυξήθηκε επίσης σε μεγάλες διαστάσεις. Ο ταιηλορισμός και ο φορντισμός έγιναν έτσι ισχυρά όργανα από σπασης υπεραξίας. —Ταυτόχρονα - και από το ίδιο το γεγονός της αύξησης του ποσο στού εκμετάλλευσης —έχουμε μια σημαντική άνοδο του ονομαστικού μισθού και (αν και μικρότερη) του πραγματικού μισθού. Γνωρίζουμε πως ο Ταίηλορ δεν έπαψε να συστήνει και να εφαρμόζει υψηλά ποσο στά μισθού για να δημιουργεί μια καταναλωτική ικανότητα που να εί ναι επιδεκτική για την «πραγματοποίηση» των τεράστιων μαζών εμπο ρευμάτων από την οργανωμένη εργασία σύμφωνα με μέθοδες που επι τρέπουν την παραγωγή τους. Ακόμα, αυτές οι αυξήσεις μισθών παρα μένουν συμβιβαστές με την άνοδο, που ήδη επισημάνθηκε, των ποσο στών εκμετάλλευσης και των ποσοστών κέρδους. Καθιερώνεται έτσι μια «μηχανική», εκείνη της μαζικής παραγωγής που αντιστοιχεί σε ιδιαίτερους και νέους τρόπους σε σχέση με εκείνους του 19ου αιώνα, συσσώρευσης κεφάλαιου. «Μηχανική» βέβαια, αλλά που τη χαρακτη ρίζει ακόμα μια μεγάλη ευαισθησία και τρωσιμότητα. Το γενικό σπάσι μό της το 1929 το δείχνει εύγλωττα78. 78. Δεν μπορούμε εδώ να αναφερθούμε λεπτομερειακά στη «μεγάλη κρίση». Αλλά το γεγονός πως διαδέχτηκε την πρώτη άνοδο της μαζικής παραγωγής δεν αποτελεί βέ βαια τυχαίο γεγονός.
180
Α π ’ αυτή την περίοδο χρειάζεται πρώτα α π ’ όλα να συγκροτήσουμε αυτό: νέοι τρόποι συσσώρευσης του κεφάλαιου αρχίζουν να εμφανίζονται, που στηρίζονται σ ’ ένα νέου τύπου προτσές εργασίας, που επιτρέπει μια πρώτη άνοδο της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης. Αυτά τα ίδια
στοιχεία ξαναβρίσκονται, αλλά σε ένα ανώτερο επίπεδο στη δεύτερη μεγάλη φάση επέκτασης του κεφάλαιου στα χρόνια 1945-1965. 6.2. Η ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής στα χρόνια 1945-1965 και οι
79. Πολύ λιγότερο ζωηρή απ’ ότι σε καιρό ειρήνης, δεν μπόρεσε να εναντιωθεί στην καθιέρωση «νόρμων» εργασίας στην κατασκευή και στη «μέτρηση» των κινήσεων και των λειτουργικών τρόπων.
181
προηγούνται από την ανάπτυξη συστήματος μηχανών. Κι όχι το αντί στροφο. • Από το άλλο μέρος ο πόλεμος κινητοποίησε τεράστιες πιστώσεις για έρευνα και συγκρότησε εργαστήρια που θα αποτελέσουν τη βάση για σειρές από καινοτομίες, που θα δοκιμάσουν να αποδόσουν μέσα στην παραγωγή εμπορευμάτων τα μεγάλα στρατιωτικά προγράμματα επι στημονικής έρευνας και τεχνικής ανανέωσης. Από εδώ προέρχονται οι «επαναστάσεις» του Ρίχτα: εκείνες της πληροφορικής, της χημείας, της πυρηνικής ενέργειας και τέλος των παραγωγικών τεχνικών στα αυτοματοποιημένα σύνολα. Αυτά τα διαφορετικά στοιχεία συγκλίνουν για να εξασφαλίσουν μια βασική τροποποίηση του προτσές εργασίας και την άνοδο νέων τεχνι κών αύξησης της παραγωγικότητας και εντατικοποίησης της εργασίας επιτρέποντας την αναζωογόνηση στην απόσπαση υπεραξίας. Ό σο ποτέ άλλοτε η συσσώρευση κεφάλαιου έγινε από τη μαζική παραγωγή. —Σε σύνδεση με αυτές τις τροποποιήσεις —και με βάση το γεγονός της ανάπτυξης της συνδικαλιστικοποίησης και της μαχητικότητας της εργατικής τάξης σε σημαντικούς τομείς - εμφανίστηκαν νέες νόρμες εργατικής κατανάλωσης, που αντιστοιχούν στην αύξηση διαθέσιμων αγαθών χρήσης χάρη στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργα σίας ιδιαίτερα στον τομέα (υποδιαίρεση) II80. Αυτές οι νέες νόρμες κατανάλωσης αντιστοιχούν επίσης σε τροποποιήσεις της αξίας της εργατικής δύναμης συνακόλουθες των αναστατώσεων που συνέβηκαν στους τρόπους συσσώρευσης του κεφάλαιου81. 6.3. Η .Κ ΡΙΣΗ » ΤΟ 1965
ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ
Αν σταθούμε στην εξέταση των λιγότερο αμφισβητούμενων δεδομέ νων —γιατί έχουν δοθεί από τις στατιστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και από τις διεθνείς στατιστικές υπηρεσίες — βλέπουμε πως άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σημάδια της «κρίσης» γύρω στο 1965. Ιδιαίτε ρα αυτό φαίνεται με τη μεσολάβηση αυτού του θεμελιακού «δείκτη» που είναι η εξέλιξη του ποσοστού κέρδους.
80. Για αυτό το σημείο βλ. Μ. Aglietta, «La regulation du mode de production capitaJiste en longue periode», Διατριβή, Παρίσι, 1975. 81. Βλ. Suzanne de BrunhofT et Jean Cartelier, «Une analyse marxiste de Γ inflation», στο Chronique sociale de France, ειδικό τεύχος για τον πληθωρισμό, 1974.
182
Οι νομισματικές αναταραχές και η αύξηση της ανεργίας (ακόμα κι αν δεν επισπεύστηκε παρά μονάχα αυτή την περίοδο) άρχισαν επίσης να φανερώνονται (με ορισμένες ετήσιες αποκλίσεις που έχουν λίγη σημασία εδώ) στη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Μια ορισμένη αναζωογόνηση των εργατικών αγώνων ήταν ο απόη χος αυτών των δυσκολιών και τούτο στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου, είτε πρόκειται για τις εξεγέρσεις του Ντητρόιτ, για το Γαλλικό Μάη, είτε για το θερμό Ιταλικό Φθινόπωρο. Μέχρι τα χρόνια 1974-75 όπου το σύνολο των ενδείξεων της κρίσης, που εκδηλώνονταν μέχρι τότε χωριστά και κατά κάποιο τρόπο διαδοχικά, σύγκλινε για να της δώσει μια οξύτατη και από ορισμένες πλευρές νέα τροπή: το στάσιμο πληθωρισμό. Το σχέδιό μας δεν είναι να προβούμε σε μια λεπτομερεια κή και «εκλεπτυσμένη» ανάλυση των διάφορων εκδηλώσεων της κρί σης. Όμως, αυτό το σύντομο ιστορικό των τρόπων συσσώρευσης του κεφάλαιου θεωρούμε πως μπορεί να επιτρέψει να φωτιστούν ορισμένες πλευρές των σημερινών προβλημάτων. Αυτό που πρέπει να διαπιστώσουμε πρώτα απ’ όλα είναι πως οι τομείς που χτυπήθηκαν σκληρότερα είναι αυτοί οι ίδιοι που εξασφάλι σαν τη μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη: αυτοκίνητο, χημεία, ηλεκτρονική. Παρέσυραν μαζί τους μια ύφεση των βαριών τομέων (χά λυβας, κατασκευή βαριών μηχανών...). Με δυο λόγια, πρόκειται κατεξοχήν για τομείς που εξασφάλισαν την άνοδο της καπιταλιστικής μαζι κής παραγωγής.
Με τη γενίκευσή του στο σύνολο του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, με το τέλος της ευρωπαϊκής και ιαπωνικής ανοικοδόμησης και την ευρω-ιαπωνική επάνοδο στην παγκόσμια αγορά, το «μοντέλο» συσσώρευσης του κεφάλαιου που εξασφάλισε την ανάπτυξη του καπι ταλισμού των ΗΠΑ και σε συνέχεια του δυτικοευρωπαϊκού και ιαπω νικού καπιταλισμού, φάνηκε να καρκινοβατεί και αυτό, όσο η κρίση ηγεμονίας του αμερικανικού ιμπεριαλισμού συνοδεύτηκε από την άνο δο τοπικών αστικών τάξεων (του τρίτου κόσμου) που έπαιρναν τα μερ τικά τους από τα «αποικιακά» πλεονάσματα και έθεταν από το γεγονός αυτό σε κίνδυνο τις δυνατότητες μιας συσσώρευσης σε μια παγκόσμια βάση. Ένα από τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της ανόδου (ή αυτής της εμφάνισης στην παγκόσμια σκηνή) των τοπικών αστικών τάξεων μεταφράστηκε με την υπερτίμηση ορισμένων πρώτων υλών... εν ανα μονή και των άλλων. Έτσι βρέθηκε εκτεθειμένος (ή είναι στο σημείο να συμβεί αυτό) ο εφοδιασμός με πρώτες ύλες σε χαμηλή τιμή, πράγμα που αποτελούσε ένα από τα κεντρικά στοιχεία του τύπου συσσώρευ σης που είχε εξασφαλίσει την ανάπτυξη της καπιταλιστικής μαζικής 183
παραγωγής. Από δω το θέμα της αναγκαίας «επανανάπτυξης» (του κεφάλαιου) που προβάλεται σήμερα από όλες τις οικονομικές πολιτι κές των χωρών του ιμπεριαλιστικού κέντρου. Αυτό που παίζεται πίσω απ’ αυτή την «επανανάπτυξη», θεωρούμε πως είναι η αναζήτηση μιας νέας μορφής συσσώρευσης του κεφάλαιου. Η μελέτη της πολιτικής των πολυεθνικών εταιριών του πετρελαίου παρέχει από την άποψη αυτή ένα καλό παράδειγμα. Στην πραγματικότητα από το 1965 περί που (το προτσές επιταχύνθηκε μονάχα με τις πρόσφατες αυξήσεις) οι πετρελαϊκές πολυεθνικές πήραν τον έλεγχο του συνόλου αυτού που θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο ενεργειακό τομέα. Άνθρακες, ασφαλτικοί σχιστόλιθοι, ασφαλτική άμμος και βέβαια πυρηνική ενέργεια: το βασικό απ’ ότι μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια πέρασε στα χέρια τους. Με αυτό το «νέο τομέα» σημαντικές μάζες κεφάλαιων που πρέπει να καταβροχθιστούν στην έρευνα, στην επεξεργασία και την παραγω γή νέων τεχνολογιών, την εκμετάλλευση της «καρριέρας», την κυκλο φορία και τη διανομή νέων πηγών ενέργειας... κλπ. Με δυο λόγια αυτό που «αναζωογονείται» τουλάχιστον μερικά είναι η συσσώρευση κεφάλαιου82. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε μ’ αυτή την έννοια, μιλώντας π.χ. για την «πυρηνική επιλογή» που έγινε στη Γαλλία. Δεν θα αντιμετωπί ζαμε μεγάλες δυσκολίες για να αποδείξουμε πως πέρα από το καθαρά ενεργειακό πρόβλημα, η πυρηνική «επιλογή» έγινε πρώτα απ’ όλα γιατί αναμένεται απ’ αυτή να εξασφαλίσει την αύξηση ορισμένων «βαριών» τομέων της γαλλικής οικονομίας για τους οποίους υπάρχει πρόβλημα - δίχως αυτή την «ένεση» —για το πού θα μπορούσαν να βρουν κάτι να τροφοδοτήσουν τη δράστη ριότητά τους σε επαρκές επίπεδο. Με τα παραδείγματα αυτά τούτο που θέλουμε να υποδείξουμε μονά χα (μια απόδειξη προϋποθέτει την κάλυψη ενός διαφορετικά οργανω μένου πεδίου ανάλυσης), είναι πως ορισμένες από τις εκδηλώσεις της κρίσης, ιδιαίτερα στην «υπερ-συσσώρευση» εμπορευμάτων (ας σκεφτούμε τα αποθέματα της αυτοκινητοβιομηχανίας και της χημικής βιο μηχανίας π.χ.) αυτό που διακυβεύεται είναι ορισμένες πλευρές του μοντέλου συσσώρευσης που κυριαρχεί από τον πόλεμο. Ιδιαίτερα, η προέλευση των σημερινών φαινομένων υπερσυσσώρευσης βρίσκεται στις μεγάλες καιτονομίες και τις μεγάλες τροπο ποιήσεις του προτσές εργασίας που προήλθαν απ’ αυτό που ονομάζε ται Επιστημονική και Τεχνική Επανάσταση. Με άλλα λόγια, όχι μονά
82. Με τον όρο πως δεν θα εκδηλωθούν πολύ σημαντικά χρηματιστικά εμπόδια.
184
χα η επιστήμη δεν τροποποίησε σε τίποτα τους όρους λειτουργίας του κεφάλαιου και του νόμου της αξίας, αλλά μπορούμε ακόμα να υποστη ρίξουμε πως η εξαιρετική συσσώρευση εμπορευμάτων που συνόδευσε τη διείσδυσή της σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής παραγωγής σή μερα παρουσιάζεται σαν μια από τις πηγές της κρίσης. Η αντίθεση είναι πως από τη μια πλευρά τα μεγάλα μηχανικά αυτοματοποιημένα και πληροφορικοποιημένα σύνολα απαιτούν για την αξιοποίησή τους παραγωγές σε σημαντικές κλίμακες· και πως από την άλλη πλευρά, με την επίθεση στους «πραγματικούς» μισθούς, την ανερ γία και την άνοδο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, αυτές οι μεγάλες μάζες εμπορευμάτων δεν μπορούν να βρουν κάτι όπου να πραγματοποιηθούν. Απ’ όπου οι αυξήσεις των τιμών παραγωγής και πούλησης (συνεχώς στο αυτοκίνητο π.χ. όταν ακόμα εντείνεται το κεσάτι) για να επιβραδυνθεί η πτώση του ποσοστού κέρδους, ενώ οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, που πραγματοποιούνται σε λιγότερα προϊόντα, συμβάλουν στην υπερτίμησή τους (βλ. κεφάλαιο 3, τις τρεις πρώτες παράγραφους, που περιγράφουν αυτά τα προτσές). Απ’ αυτά δεν πρέπει βέβαια να βγάλουμε το συμπέρασμα για μια επικείμενη καταστροφή. Το να προβλέψουμε την έκβαση της κρίσης προϋποθέτει μια ανάλυση που τα στοιχεία της δεν είναι συγκεντρωμέ να εδώ. Θελήσαμε μονάχα να δείξουμε στο τέλος αυτού του κεφάλαιου, που είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στην τεχνική «πρόοδο» και στο κεφάλαιο, πως οι μεγάλες καινοτομίες που συχνά περιγράφονται κάτω από το έμβλημα της ΕΤΕ διατηρούν μια στενή σχέση με τους τρόπους της σημερινής κρίσης. Και αν υπάρχει ακόμα ανάγκη να θυμίσουμε στους υμνητές της ΕΤΕ και της «μεταβιο μηχανικής κοινωνίας» πως οι τροποποιήσεις ορισμένων από τις τεχνι κές βάσεις του καπιταλισμού —μέχρι και ακόμα, κάτω από το αποτέλε σμα της επιστήμης - μπορούν, σε αυτές τις δοσμένες συνθήκες, να συμβάλουν στο να δώσουν στην καπιταλιστική κρίση έναν οξύτερο χαρακτήρα, αντί, όπως συχνά διατείνονται, να την αναβάλουν ή να την καταστήσουν αδύνατη. Τέλος, υπάρχουν όλοι οι λόγοι για να θεωρήσουμε πως η ενεργο ποίηση «των πόρων και των δυναμικοτήτων της ΕΤΕ»83 για να αντιμε τωπιστεί η κρίση δεν μπορεί να αποτελέσει τίποτε άλλο από μια νέα ανάπτυξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στην περίπτωση αυτή η 83. Η έκφραση είναι του Herzog σ’ ένα άρθρο της Monde τον Ιούνη 1975, αφιερω μένο στην ανάλυση της κρίσης και στα μέτρα που πρέπει να παρθούν για την καταπο λέμησή της.
185
«κρίση» δεν θα οδηγούσε παρά μονάχα σε διαφορετικούς τρόπους ανα διάρθρωσης του κεφάλαιου που πραγματοποιείται σήμερα. Είναι αλη θινό πως η προσφυγή στην ΕΤΕ (κάτω από τις διάφορες παραλλαγές της) δεν μπορεί να έχει σημασία παρά μονάχα σ’ ένα «σχέδιο» διαχείρι σης του καπιταλισμού.
186
Σαν συμπέρασμα: τεχνική πρόοδος και/ή πρόοδος των καπιταλιστικών παραγωγικών τεχνικών
«Δεν είναι καθόλου αυτός ο σκοπός των μηχανών που χρησιμο ποιούνται με κεφαλαιοκρατικό τρόπο». Στο ερώτημα του Τ.Σ. Μιλλ για το αν «...οι μηχανικές εφευρεύσεις που έγιναν μέχρι σήμερα ελάφρωσαν τον καθημερινό μόχθο ενός οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος», ο Μαρξ έδωσε αυτή την απάντηση - με σατυρική επιγραμματική μορφή, μετά συνέχισε και εξήγησε: « Ό π ω ς κάθε άλλη ανάπτυξη τη ς παραγω γικής δύνα μ η ς τη ς εργασίας έτσι και η ανάπτυξή τη ς με τις μ ηχανές έχει σκοπό να φτηναίνει τα εμπο ρεύματα και να συντομέψει το μέρος εκείνο τη ς εργάσιμης ημέρας που ο εργάτης εργάζεται για το ν εαυτό του, για να μεγαλώσει το άλλο μέρος τη ς εργάσιμης ημέρας που το δίνει δωρεάν στο ν καπιταλιστή». (Κεφάλαιο, τ. 2, σ. 58, Editions Sociales).
Αυτό το επίγραμμα και αυτή η απάντηση θα μας κάνουν να σταθού με λίγο. Γιατί υπάρχει εδώ με συμπυκνωμένη μορφή, στο τέλος της μελέτης μας, αυτό που αποτελεί τον ειδικό χαρακτήρα — και μη αναγώγιμο σε κάποια άλλη ανάλυση της Πολιτικής Οικονομίας — των μαρξιστικών θέσεων σχετικά με την τεχνική. Τι λέει στην πραγματικότητα αυτό το κείμενο; 1. Λέει πρώτα-πρώτα και καθαρά πως η «επιστήμη» όπως και κάθε άλλη τεχνολογική εφαρμογή της δεν μπορεί να εκτιμηθεί από «οικονο μική» άποψη παρά μονάχα σαν ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της ζωντανής εργασίας. Με άλλα λόγια πως «κάθε τεχνική πρόοδος» δεν μπορεί να εκτιμηθεί παρά μονάχα αναφορικά με την έννοια της παραγωγικότητας της εργασίας.
-Α λλά αυτό δεν είναι παρά μονάχα μια αρχή, γιατί το κείμενο λέει 187
δεύτερο πως η χρησιμοποίηση των μηχανών — κι επομένως αυτή η
ίδια η παραγωγικότητα της εργασίας — στους καπιταλιστικούς όρους της χρησιμοποίησής τους δεν χρησιμεύουν παρά μονάχα για να μεγα λώνουν το χρόνο υπερεργασίας σε βάρος του χρόνου που ο εργάτης αφιερώνει να εργάζεται «για τον εαυτό του», δηλαδή για να ανασυστήσει την εργατική του δύναμη. Λέει, και δεν μπορούσε να το πει καθα ρότερα, πως το πρόβλημα της τεχνικής και της «προόδου» της, στους καπιταλιστικούς όρους της «χρησιμοποίησής» της, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντικρύζεται παρά μονάχα από την άποψη του κεφάλαιου που την ενεργοποιεί, πρώτα και πριν απ’ όλα σαν ένα από τα στοιχεία της σχέσης εκμετάλλευσης που συνδέουν καπιταλιστές και εργάτες. Έτσι, οι τροποποιήσεις στις παραγωγικές τεχνικές συμβάλουν (όσο τουλάχιστον μπορούν να συμβάλουν)1 στην αύξηση της υπεραξίας που αποσπάται. Με την έννοια αυτή, μπορούμε να μιλήσουμε για την ύπαρξη μιας αντίληψης για την «τεχνική πρόοδο» στο έργο του Μαρξ. -Α λλά, κι εδώ είναι το τρίτο σημείο ενδιαφέροντος αυτού του μικρού κειμένου: οι τροποποιήσεις στο σχετικό μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας σε σχέση με το χρόνο υπερεργασίας μπορούν να προκύψουν και από την εντατικοποίηση της εργασίας, που όπως ξέρουμε, συνδέεται με την ανάλυση της παραγωγής της απόλυτης υπεραξίας. Το πλήθος των παραδειγμάτων που αναπτύχθηκαν στην πορεία αυτής της εργασίας (ελπίζουμε) το έχουν δείξει αρκετά: όσο μεγαλύτερη αποτελε σματικότητα έχει η παραγωγική δύναμη της εργασίας, πράγμα που επιζητείται με τις «προόδους» της τεχνικής, τόσο μεγαλύτερη είναι η υπο ταγή του εργάτη (ατομικού όσο και συλλογικού) στους καπιταλιστι κούς όρους παραγωγής. Το επιδιωκόμενο είναι τότε η αύξηση στην ίδια εργάσιμη ημέρα του αποτελεσματικού παραγωγικού χρόνου εργα σίας. Πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μονάχα με τη μείωση των «πόρων» της εργάσιμης ημέρας, των παύσεων και των νεκρών χρόνων. Αφού δεν τροποποιείται η «νόμιμη» εργάσιμη ημέρα, «μεγα λώνει* μέσα από την αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας. Αυτό που πρέπει να βεβαιώσουμε είναι πως στην ίδια κίνηση, εκείνη της τροποποίησης των «τεχνικών» όρων της παραγωγής, το κεφάλαιο πραγματοποιεί τον διπλό στόχο της αύξησης της απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Παρενθετικά, αναρωτιούμαστε, σε ένα ορισμέ
I. Ό ταν οι τροποποιήσεις αφορούν τους τομείς που παράγουν μέσα συντήρησης (βλ. σημείο 5 του κεφάλαιου 3).
188
νο επίπεδο οργάνωσης της εργατικής αντίστασης, αν θα ήταν δυνατό να εντατικοποιηθεί η εργασία δίχως αυτή η εντατικοποίηση να παρουσιά ζεται κάτω από ένα «τεχνικό» εξωτερικό, δίχως τη μεσολάβηση μιας τροποποίησης σ’ αυτές τις ίδιες τις τεχνικές παραγωγής. Στη γραμμή συναρμολόγησης οι δύο μορφές της «καπιταλιστικής χρησιμοποίησης» των μηχανών συνυπάρχουν απόλυτα. Τα μηχανικά συστήματα που αποτελούν τα βαγονέττα, οι μεταφορείς, οι ολισθητήρες... κλπ, όσο επιτρέπουν μια μείωση των καθηκόντων διακίνησης (και επομένως μια οικονομία ζωντανής εργασίας) συνδέονται μ’ αυτό που συμφωνήθηκε να ονομάζεται «τεχνική πρόοδος». Αλλά το σύνολο του μηχανικού συστήματος που αποτελείται από την αλυσίδα δεν απο βλέπει μονάχα σ’ αυτή την «ελάφρυνση» των καθηκόντων διακίνησης. Όπως ειπώθηκε, σχεδιάστηκε ολοκληρωτικά για να περιορίζει τον εργάτη σε μια ακριβή θέση, σε μια κομματιαστή και επαναλαμβανόμε νη κίνηση, και που ο χρόνος του είναι ενσωματωμένος στη μηχανή, στο βαγονέττο που «περνάει» με ένα κανονισμένο ρυθμό εξωτερικό σ’ αυτόν, που επιτρέπει να παίρνεται απ’ αυτόν το μάξιμουμ των δυνατών παραγωγικών κινήσεων (και συχνά πέρα απ’ αυτό) σε μια εργάσιμη ημέρα. Ποιος θα αμφισβητήσει πως εδώ αυτό που επιζητείται είναι η εντατικοποίηση της εργασίας (και πετυχαίνεται) ταυτόχρονα με την αύ ξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας; Και κύρια, πως το απο τέλεσμα αυτό παίρνεται με «τεχνικά» δυναμικά. Το «αυτός δεν είναι ο σκοπός τους», που εξαπόλυσε ο Μαρξ στον Τ. Σ. Μιλλ, φωτίζεται έτσι με νέο φως. Αυτό που γελοιοποιεί εδώ ο Μαρξ είναι μια ολόκληρη παράδοση «φετιχοποίησης» της τεχνικής. Εκείνη που αναγγέλει την Επιστήμη και τις Εφαρμογές της στο βασίλειο της Προόδου. Ο Μαρξ με το πιο απλούστερο μέσο διαχώρισε τον εαυτό του από τον τρόπο που έθετε το πρόβλημα η Πολιτική Οικονομία. Η Πολιτική Οικονομία, δηλαδή πρώτα απ’ όλα και κύρια για τον Μαρξ, ο Ρικάρντο. Θα πούμε λίγα λόγια για την έννοια της τεχνικής «προόδου» στο έργο του Ρικάρντο. Η ιδιαιτερότητα της μαρξιστικής ανάλυσης για την τεχνική και για την «πρόοδό» της θα φανεί καθαρότερα. 2. Απλοποιώντας την πολύ, και για να πάμε στο βασικό, η έννοια της τεχνικής προόδου καθορίστηκε — και εδώ βρίσκεται το ισχυρό σημείο του Ρικάρντο κατά την άποψή μας —σε σχέση με ένα ορισμένο τρόπο λειτουργίας του νόμου της «αξίας - εργασίας». Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως στο έργο του Ρικάρντο υπάρχει μια τεχνική πρόοδος όταν μια τεχνική Β επιτρέπει να παράγεται ένα 189
εμπόρευμα Ε ενσωματώνοντας σ’ αυτό μια ποσότητα άμεσης και έμμε σης εργασίας μικρότερη απ’ αυτήν που απαιτείται για την παραγωγή του ίδιου εμπορεύματος Ε μέσο μιας άλλης τεχνικής Α. Είναι σημαντικά τρία σημεία σ’ αυτό τον «ορισμό» της τεχνικής προόδου: —Αυτό που παίρνεται υπόψη είναι η συνολική ποσότητα της δαπανημένης εργασίας ανάλογα με τον αν γίνεται προσφυγή στη μια ή την άλ λη τεχνική. Συνολική δηλαδή άμεση συν έμμεση: η εργασία που απαιτείται για να παραχθεϊ η τεχνική —Α ή Β —πρέπει αυτή η ίδια να προ στεθεί στην «άμεσα» δαπανημένη εργασία για να παραχθεί το θεωρού μενο εμπόρευμα Ε. - Η ποσότητα της δαπανημένης εργασίας μετριέται σε ώρες ζωντα νής εργασίας (η οποία) στον Μαρξ αντιστοιχεί με αυτή την ίδια τη «συγκεκριμένη»2 εργασία και σε αναφορά με μια μονάδα μισθού. —Μια από τις μέγιστες δυσκολίες αυτού του ορισμού (που δεν λύ νονται στις «Αρχές») είναι πως, αφού ο Ρικάρντο δεν έφτασε μέχρι την εννοιολογική διάκριση της διαφοράς ανάμεσα στην εργασία και την εργατική δύναμη, το κριτήριο που χρησιμοποιεί για να κρίνει μια «τεχνική πρόοδο» δεν επιτρέπει τη διάκριση ανάμεσα στις θεωρούμενες διαφορετικές τεχνικές (σε μια δοσμένη στιγμή): • ανάμεσα σ’ αυτές που ενεργούν για την εντατικοποίηση της εργα σίας (δηλαδή επιτρέπουν να αποσπάται ένα μεγαλύτερο μέρος υπερερ γασίας μέσα στην ίδια την εργάσιμη ημέρα), • και σ’ εκείνες που επιτρέπουν πραγματικά τη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας (για την παραγωγή εμπορευμάτων) δίχως «επιμήκυν ση» της εργάσιμης ημέρας. Και εδώ βρίσκεται το αδύνατο σημείο του ορισμού του Ρικάρντο. Απαγορεύει απόλυτα να παίρνεται υπόψη η διάκριση ανάμεσα στην εντατικοποίηση της εργασίας και στην παραγωγικότητα της εργασίας για το χαρακτηρισμό της ίδιας της έννοιας της τεχνικής προόδου. 3. Μπορούμε τώρα να γυρίσουμε στον Μαρξ και να συλλαβίσουμε τις διαφορές. —Πρώτα απ’ όλα, ο Μαρξ αντίθετα από τον Ρικάρντο και τη συνέ2. Γνωρίζουμε πως η έννοια της «αφηρημένης» εργασίας δεν υπάρχει στο έργο του Ρικάρντο.
190
χειά του στην Πολιτική Οικονομία, δεν έκανε ποτέ να λειτουργήσει η έννοια της «τεχνικής προόδου» παρά μονάχα σε μια θεωρία για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και κάνοντας τη διάκριση ανά μεσα στη μια και στην άλλη, στις έννοιες της παραγωγικότητας και της εντατικοποίησης της εργασίας. Αυτή η ίδια η διάκριση έγινε δυνατή απ’ αυτήν που έφτασε προηγούμενα ανάμεσα στην εργασία και στην εργατική δύναμη3. —Απ’ αυτά συνάγεται πως οι τεχνικές τροποποιήσεις αντιμετωπί ζονται πάντα από τη σκοπιά του κεφάλαιου. Δεν υπάρχει «πρόοδος» στις τεχνικές της παραγωγής, παρά μονάχα όσο αυτές επιτρέπουν να ενεργούν στη θεμελιακή σχέση του καπιταλιστικού τρόπου παραγω γής: χρόνος αναγκαίας εργασίας / χρόνος υπερεργασίας. Έτσι, μπο ρούμε να υποστηρίξουμε πως στο έργο του Μαρξ κάθε «πρόοδος» των τεχνικών της παραγωγής είναι πρώτα απ’ όλα εσαηερική «πρόοδος» για το κεφάλαιο, πρόοδος των καπιταλιστικών τεχνικών της παραγωγής και απόσπασης υπερεργασίας.
—Τέλος, και είναι η τρίτη διαφορά που θα καταγραφεί, από το γεγο νός πως ο Μαρξ αναλύει την πρόοδο των καπιταλιστικών τεχνικών απόσπασης υπερεργασίας στους όρους της μισθωτής εργασίας, παρου σιάζει ακόμα (βέβαια με αποσπασματικό τρόπο) μια ανάλυση των τεχνικών που αποβλέπουν στην εδραίωση της κυριαρχίας του κεφάλαιου στο προτσές εργασίας. Απόλυτα σημαντική είναι απ’ αυτή την άποψη η ανάγνωση απ’ αυτόν της ιστορίας των μηχανών του Γιούρε και του Μπαμπάτζ. Εκεί που αυτοί δεν βλέπουν παρά προόδους μονά χα στα μηχανικά δυναμικά (με λίγα λόγια, πρόοδο του ίδιου του πνεύ ματος) ο Μαρξ περιγράφει τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται από τους βιομήχανους για να ενσωματώνουν την τεχνική γνώση στις μηχανές, να σπάνε την ικανότητα διαπραγμάτευσης των υφαντουργών και του «σχεδόν μονοπώλιού» τους στην αγορά εργασίας και για να τους επιβάλλουν όλο και ταχύτερους ρυθμούς εργασίας (βλ. στο σημείο αυτό, ιδιαίτερα το κεφάλαιο 15 του Κεφάλαιου).
3. Στις «Νέες έρευνες σχετικά με την παραγωγή υπεραξίας», ο Μαρξ, αφού τις δια κρίνει, βάζει ξανά να «λειτουργήσουν» στην ίδια την ανάλυση, τις έννοιες απόλυτη και σχετική υπεραξία και υπογραμμίζει τη διαφορά του με τον Ρικάρντο: *Γι’ αυτόν, η ημέρα δεν αλλάζει ποτέ μέγεθος, ή η εργασία εντατικόττ/τα, έτσι που η παραγωγικότητα παραμένει ο μοναδικός μεταβλητός παράγοντας» (Κεφάλαιο, τ. 2, σ. 194, Editions Sociales).
191
Αν και μπορούμε να υποστηρίξουμε πως αν το «ίχνος» της έννοιας της τεχνικής προόδου — έτσι όπως το καθόρισε η Πολιτική Οικονο μίας —υπάρχει στο έργο του Μαρξ, μέσα από την ανάλυση που έκανε για την παραγωγικότητα της τεχνικής εργασίας, η «θέση» που κατέχει στην Πολιτική Οικονομία και στο έργο του Μαρξ είναι ριζικά διαφορε τική. Εκεί βρίσκεται στο κέντρο μιας θεωρίας της «ανάπτυξης», που νοείται ακόμα με μη ιστορικό και μη κριτικό τρόπο. Εδώ είναι ένα από τα στοιχεία μιας θεωρίας της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας και της κυριαρχίας του κεφάλαιου πάνω στην εργασία. Από δω συνάγεται πως αυτή η έννοια της «τεχνικής προόδου» είναι απ’ αυτές που στο έργο του Μαρξ κατέχουν μια ριζικά άλλη θέση από εκείνη που κατέχουν στην Πολιτική Οικονομία. Γι’ αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, μια από τις άμεσες συνέπειες αυτού του «ξαναχυσίματος» της Πολιτικής Οικονομίας αφορά τις έν νοιες της παραγωγικότητας και της εντατικοποίησης της εργασίας. Μονάχα στο έργο του Μαρξ αυτή η διάκριση παίρνει μια εννοιολογική υπόσταση, και απ’ αυτό βγάζει όλες τις θεωρητικές συνεπαγωγές — από την άποψη του μεγέθους της αξίας σαν άποψη της διαίρεσης της εργάσιμης ημέρας ανάμεσα στην αναγκαία εργασία και τον χρόνο υπε ρεργασίας. Αλλά αυτή η διάκριση δεν είναι χρήσιμη παρά μονάχα από μια καθαρά αναλυτική άποψη. Η στήριξη σ’ αυτήν για να γίνεται ένα είδος «κατάταξης» τεχνικών: αριστερά, αυτές που επιτρέπουν την αύ ξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, δεξιά, εκείνες που σχετίζον ται με την εντατικοποίηση της εργασίας, όχι μονάχα είναι κάτι το αδύ νατο, αλλά προϋποθέτει μια μη κατανόηση σε βάθος της μαρξιστικής ανάλυσης για την τεχνική και την «πρόοδό» της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια, όποιος επιχειρεί να απομακρυνθεί απ’ αυτό το κεντρικό γεγονός, πως οι ίδιες οι τεχνικές της παραγωγής δεν είναι δυνατό να ερμηνευτούν και να κατανοηθούν παρά μονάχα μέ σα στις ταξικές σχέσεις στις οποίες ενεργοποιούνται - και οι τελευ ταίες προσδιορίζουν και τη «φύση» τους και το ρυθμό της ανάπτυξής τους —περνάει στο έδαφος της Πολιτικής Οικονομίας και σύντομα σ’ εκείνο της χυδαίας οικονομίας. Μια από τις πρόσφατες μεταμορφώσεις αυτής της «μη κατανόησης» του Μαρξ (για την οποία υπάρχουν αιτίες και μια ιστορία που, όπως πάντα στην μαρξιστική παράδοση είναι να αναζητείται πρώτα απ’ όλα η πολιτική πλευρά και η ιστορική πλευρά του εργατικού κινήματος συνίσταται στο να διαχωρίζει τις «τεχνικές» από την «κακή» τους χρησιμοποίηση από το κεφάλαιο ή ακόμα χειρό τερο από τα «μονοπώλια». 192
Με δυο λόγια, αν η «τεχνική πρόοδος» είχε αναλυθεί σαν πρόοδος των καπιταλιστικών παραγωγικών τεχνικών, όπως καλεί ο Μαρξ, πολ λές πολεμικές θα γίνονταν καθαρότερες, αρχίζοντας απ’ αυτήν σχετικά με την «ουδετερότητα» της επιστήμης και της τεχνικής και την ισοδύναμή της, τη σχετική με τις «υλικές βάσεις του σοσιαλισμού».
193
ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Εργοστάσια και εργοστασιακά Πανεπιστήμια στην Κίνα μετά την Πολιτιστική Επανάσταση
Προειδοποίηση
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα είδος απολογισμού που έγινε κατά την παραμονή τριών εβδομάδων στη Λαϊκή Κίνα στη διάρκεια του Απρίλη 1975, μαζί με μια ομάδα από 12 μέλη του ανώτατου διδα κτικού προσωπικού1. Ο αρχικός στόχος της έρευνας ήταν το ζήτημα της «θέσης της γνώσης» στην Κίνα μετά την Πολιτιστική Επανάσταση. Πώς παράγονται και κυκλοφορούν οι επιστημονικές γνώσεις; Πώς οι μερικές ή μή συστηματοποιημένες «παραδοσιακές γνώσεις» χρησιμο ποιούνται ή επαναχρησιμοποιούνται; Ποιες είναι οι σχέσεις που καθιε ρώνονται ανάμεσα στους «διανοούμενους» — φορείς της «τεχνικής γνώσης» — και στις «μάζες», απλούς εργάτες και αγρότες; Ένα μέρος αυτού του προγράμματος πραγματοποιήθηκε. Αλλά σε μια χώρα όπου υπήρξε δυο φορές τουλάχιστον ένα άλλο κοινωνικό σύστημα (μια φορά ο Κομφούκιος και μια φορά η δικτατορία του προ λεταριάτου) και που μοιάζει πολύ λίγο με τις εικόνες (της δεξιάς ή της αριστερός) που παρουσιάζει γενικά, πρέπει να αναπροσαρμοστεί ο στό χος για να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και όχι να μεταφέρουμε προβλήματα που έρχονται απευθείας από το Καρτιέ Λατέν (ή σχεδόν). Οι σελίδες αυτές είναι αφιερωμένες στο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην τεχνική γνώση και την οργάνωση εργασίας. Το πρόβλημα αυτό (τελικά) κρατήθηκε, γιατί θεωρώ πως αντιστοιχεί ταυτόχρονα σε ένα πρόβλημα που θέτουν οι ίδιοι οι Κινέζοι —και για το οποίο έχουν συσσωρεύσει μια ορισμένη πείρα! — και σ’ ένα πρόβλημα που έχει τεθεί όλο και πιο ξεκάθαρα στους μεταπολεμικούς εργατικούς αγώνες. Όμως, για να προλάβουμε μια κάπως απλουστευμένη και μηχανική I . Η ομάδα αυτή αποτελούνταν από μέλη του διδακτικού προσωπικού διάφορων αγωγών των κοινωνικών επιστημών με επικεφαλής τον Jean Chesneaux. Ας μου επιτραπεί εδώ να ευχαριστήσω τα μέλη αυτής της ομάδας και ιδιαίτερα τον Jean Chesneaux. Πρέπει να τονίσω πως πολλές ιδέες που διατυπώνονται στο κείμενο, είναι καρπός συλλογικού στοχασμού και συζητήσεων. Για τη μορφή και την τάξη που εκτί θενται εδώ είναι αυτονόητο πως την ευθύνη την έχω εγώ.
197
θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τέθηκε αοτό το ζήτη μα από τους Κινέζους. (Ένας αναγνώστης βιαστικός ή λίγο εξοικειω μένος με τα λεγόμενα προβλήματα «μετάβασης στο σοσιαλισμό» μπο ρεί να τα παρακάμψει). Το δεύτερο μέρος ασχολείται με τη «θέση» της τεχνικής γνώσης και το ρόλο των τεχνικών από δυο πλευρές: • ποια είναι η σημασία - απ’ αυτή την άποψη - της Επανάστασης στην Ανώτατη Παιδεία, όπως μπορεί να εκτιμηθεί 6 χρόνια μετά το 9ο συνέδριο του Κ.Κ.Κίνας, που σημάδεψε μια σημαντική ημερομηνία της Πολιτιστικής Επανάστασης· • πώς αυτή η Επανάσταση στην εκπαίδευση συνέβαλε στο βάθαιμα της επαναστατικοποίησης των παραγωγικών σχέσεων στις βιομηχανι κές επιχειρήσεις. Εδώ επιβάλλεται μια διευκρίνηση. Οι εμπειρίες που αναφέρονται συχνά θεωρούνται (στην ίδια την Κίνα) σαν ιδιαίτερα προωθημένες εμπειρίες «αιχμής». Τούτο όμως δεν πρέπει να περιορίσει σε τίποτα τη σημασία που πρέπει να αποδίνεται. Θα προσπαθήσω κύ ρια να δείξω πως αυτές οι εμπειρίες φέρνουν μέσα τους το σπέρμα μιας νέας πολιτικής, που το ισχυρό σημείο της είναι η σύνδεση της κατάρτι σης των τεχνικών, που προέρχονται από τις γραμμές της εργατικής τά ξης, με την οργάνωση της βιομηχανικής εργασίας. Η ενότητα αυτών των δυο προτσές είναι δοσμένη από το στόχο της πάλης ενάντια στον κληρονομημένο από τον καπιταλισμό καταμερισμό εργασίας. Σαν τέ τοια, αυτή η πολιτική, στηριζόμενη σε νέες αρχές δεν φαίνεται να μπο ρεί να αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης στην Κίνα... όπως στη Γαλ λία! Μια τελευταία λέξη: ειπώθηκε πως το κείμενο αυτό είναι «ένα είδος απολογισμού». Πραγματικά, σ’ αυτό αναμιγνύονται συζητήσεις με Κινέζους υπεύθυνους και σκέψεις «θεωρητικού» χαρακτήρα που πασχίζουν να πλαισιώσουν και να φωτίσουν αυτές τις ίδιες τις συζητή σεις. Η μορφή αυτή προτιμήθηκε από κάθε άλλη - παρά τα μειονεχτήματά της —γιατί επιτρέπει περισσότερο να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο στην ίδια την Κίνα, λειτουργεί μια ορισμένη σχέση της θεω ρίας και της πράξης — πράγμα που δεν είναι το μικρότερο από τα μαθήματα που είχαμε το προνόμιο να ακούσουμε.
I. Το θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο: η μελέτη του «αστικού δίκαιου»
1. Η τωρινή εκστρατεία μελέτης της διχτατορίας του προλεταριάτου Ενώ μόλις τελειώνουν, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως οι τέσσε ρεις πρώτοι μήνες του 1975 θα παραμείνουν σημαδεμένοι από ένα μεγάλο γεγονός: εκείνο της εξαπόλυσης μιας πολιτικής εκστρατείας εξαιρετικά μεγάλης σημασίας. Οι Κινέζοι τον ονομάζουν «μελέτη της διχτατορίας του προλεταριάτου». Όπως συνήθως, αυτή η «εκστρατεία» έρχεται από μακριά. Στην πορεία του κινήματος κριτικής του Λιν Πιάο και του Κομφούκιου («Πι Λιν-Πι Κογκ1») —που μ’ έναν ορισμένο τρό πο συνεχίζεται - ήδη ποτέ δεν έπαψε κατά τη δημοσίευση άρθρων στον εθνικό τύπο και στις εκδόσεις — τα τελευταία έχοντας σαν λει τουργία την υπόδειξη του γενικού προσανατολισμού και προώθησης των διορθώσεων και αναπροσαρμογών στην ίδια τη διάρκεια του κινή ματος —η επιμονή για την αναγκαιότητα της μελέτης της θεωρίας της διχτατορίας του προλεταριάτου. Ξεκάθαρα αυτά τα άρθρα συστήνουν
I. Μια παρατήρηση επιβάλλεται σχετικά με το κίνημα Πι Λιν-Πι Κογκ. Εκτός από μερικές κατάλληλες παρατηρήσεις εδώ κι εκεί, πρέπεινα διαπιστώσουμε πως το μεγα λύτερο μέρος των διανοούμενων της Δύσης δεν κατάφεραν να καταλάβουν, γιατί η κριτική του Λιν Πιάο διεξάγεται παράλληλα με εκείνη του Κομφούκιου και αναφέρεται έτσι αδιάκοπα. Θα ήθελα να θυμίσω πως δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά μονά χα για αναζήτηση στη φιλοσοφία της προέλευσης και της βάσης των διαφόρων πολιτι κών. Κι αυτή η πρακτική είναι ήδη μια στέρεη μαρξιστική παράδοση. Πρέπει να θυμί σουμε πως ο Λένιν για να πολεμήσει με τους εμιγκρέδες που ήταν συσπειρωμένοι γύ ρω από τον Μπογκτάνωφ, γύριζε στον Καντ και στον Χιούμ. Ο ίδιος ο Μαρξ πρόσφευγε στο Χέγκελ για να τελειώνει με τους Β. Bauer, Μ. Stirner... κι ολόκληρη την «Αγία Οικογένεια». Η μόνη διαφορά είναι πως για τις θέσεις που κατέχουν στην κουλ τούρα μας οι Καντ και Χέγκελ, για την Κίνα τις θέσεις αυτές τις κατέχουν οι Κομφούκιος. Μένκιος, κλπ.
199
την ανάγνωση και τη μελέτη συγκεκριμένων κειμένων, ιδιαίτερα της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα.
Επίσης στην πορεία αυτού του κινήματος (Πι Λιν-Πι Κογκ) εμφανί στηκε η καθοδηγητική εντολή που έχει μια στρατηγική σημασία και εμβέλεια, να συγκροτηθούν «ισχυρές δυνάμεις εργατών θεωρητικών». Πρέπει να πούμε —όταν θυμόμαστε μερικά από τα στοιχεία που προηγήθηκαν αμέσως πριν την εξαπόλυση της εκστρατείας το 1975 - πως οι «βάσεις» της είχαν ήδη τεθεί. Όμως, λίγο μετά το κλείσιμο της 4ης Εθνικής Λαϊκής Συνέλευσης δημοσιεύτηκε ένα νέο άρθρο της «Ρενμίν Ριμπάο»: «Πρέπει να μελετά με σε βάθος τη θεωρία της διχτατορίας του προλεταριάτου» (Pekin In formation 17-2-75) και αμέσως ακολούθησαν τρία άρθρα. Η σημασία αυτών των κειμένων είναι πρόδηλη. Στην Κίνα κανένας δεν γελιέται γι’ αυτό: πρόκειται για ένα νέο άλμα προς τα μπρος και για ένα νέο βάθαιμα - αυτού που ονομάζεται με έναν ακατάλληλο όρο, για μια νέα «εκστρατεία», που προεκτείνει το Πι Λιν-Πι Κογκ, προσκαλώντας στη μελέτη και στην κριτική των νέων δρόμων. Το πρώτο απ’ αυτά τα τρία κείμενα που αναφέρθηκαν είναι μια συλ λογή αποσπασμάτων των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν σχετικά με τη διχτατορία του προλεταριάτου. Με ημερομηνία 3 Μάρτη, μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος σύνοψης των κυριότερων θέσεων που πρέπει να μελετηθούν και χρησιμεύει σαν κοινή αναφορά για όλους αυτούς που συμμετέχουν στη μελέτη. Το δεύτερο κείμενο, κι ίσως το σημαντικότερο, που υπογράφεται από τον Γιάο Βεν-Γιουάν έχει τίτλο: «Σχετικά με τις κοινωνικές βάσεις της αντικομματικής κλίκας Λιν Πιάο». Σε σχέση με τα προηγούμενα κείμενα του κινήματος Πι Λιν-Πι Κογκ, εισάγει μια σειρά νέα στοιχεία. Το τρίτο κείμενο: «Για την ολοκληρωμένη διχτατορία πάνω στην αστική τάξη». (Pekin Information 7-4-1975), που υπογράφεται από τον Τσανγκ Τσουέν - Κιάο, εντάσσεται στην ίδια γραμμή με το δεύτερο, και αναπτύσσει και βαθαίνει ορισμένα σημεία που θίχτηκαν από τον Γιάο Βεν-Γιουάν. Με αυτά τα τρία κείμενα διαθέτουμε ταυτόχρονα ένα πρώτο εμβαθυμένο απολογισμό για τη σημασία της γραμμής Λιν Πιάο και για τους αγώνες που ξετυλίχτηκαν στο εσωτερικό του Κ.Κ.Κίνας μετά το 9ο συνέδριο, κι ίσως πιο σημαντικό ακόμα, διαθέτουμε τα κυριότερα στοι χεία που πήρε υπόψη του το Κ.Κ.Κίνας για να θέσει —στην παρούσα φάση της Κινέζικης Επανάστασης — το πρόβλημα της μετάβασης στον κομμουνισμό. Επομένως, αυτά τα κείμενα που αναφέρονται σ’ αυτά που μπορέσαμε να δούμε και να καταλάβουμε κατά τη διάρκεια 200
της παραμονής μας στην Κίνα, υποδείχνουν καθαρά τον τρόπο με τον οποίο έχει τεθεί το ζήτημα της μείωσης της απόστασης ανάμεσα στη χειρωναχτική εργασία και την πνευματική εργασία. Για το λόγο αυτό θα σταθούμε λίγο, σχολιάζοντας με λίγα λόγια, το κείμενο που είναι σημαντικότερο για το θέμα μας, εκείνο του Γιάο Βεν-Γιουάν. Από ορισμένες απόψεις, αυτό το κεντρικό κείμενο για όλη την περίοδο που μελετάμε είναι ένας πρώτος απολογισμός της εκστρατείας κριτικής του Λιν Πιάο, αυτού που στην Κίνα ονομάζουν η δέκατη μεγάλη πάλη ανάμεσα στις δύο γραμμές στους κόλπους του Κ.Κ.Κ. Αλλά δεν στέκεται εκεί. Μπορούμε να πούμε πως η κυριότερη συμβο λή του έγκειται στο ότι παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν ένα βάθαιμα αυτής της κριτικής και το ότι αποτελεί μια αναζωογόνηση της κριτικής σε νέες βάσεις. Έτσι, το κείμενο αυτό είναι ένας δεσμός ανάμεσα σε δυο στιγμές του κινήματος κριτικής. Μέχρι το κείμενο του Γιάο Βεν-Γιουάν και κατά το μεγαλύτερο μέ ρος, τα θέματα και οι πραχτικές του «γενικού επιτελείου» Λιν Πιάο εξη γούνταν και αναλύονταν σαν να συνδέονταν κύρια με κεπιβιώσεις» στη σοσιαλιστική κοινωνία των «φεουδαρχικών» θέσεων και πραχτικών. Εξάλλου, αυτός είναι ένας από τους λόγους που η κριτική του Λιν Πιάο συνδέονταν μ’ εκείνη του Κομφούκιου. Έτσι, το άρθρο της 17 Φλεβάρη τονίζει: «Το κίνημα κριτικής του Λιν Πιάο και του Κομφού κιου στιγμάτισε με βαθύ τρόπο τη ρεβιζιονιστική, αντεπαναστατική γραμμή του Λιν Πιάο και τη σημαντική ιδεολογική της πηγή: το δόγμα του Κομφούκιου και του Μένκιου...». Αυτό το σημείο, που φαίνεται να είναι μια από τις στερεές κατακτήσεις του Πι Λιν-Πι Κογκ, δεν είναι αυτό στο οποίο επιμένει το κείμενο του Γιάο Βεν-Γιουάν. Αμεσα προ βάλει έναν άλλο στόχο και τον εκθέτει καθαρά: «Σε τι συνίσταται ο ταξικός χαρακτήρας “ανθρώπων όπως ο Λιν Πιάο”, και κύρια σε ποια κοινωνική βάση μπόρεσε να γεννηθεί μια τέτοια κλίκα». Το πρόβλημα αυτό παρουσιάζεται σαν αποφασιστικό, όχι μονάχα για να εξηγηθεί και να κατανοηθεί το παρελθόν, αλλά έτσι, που στο μέλλον «να δημιουργηθούν βαθμιαία οι όροι μέσα στους οποίους η αστική τάξη να μη μπο ρεί ούτε να υπάρχει, ούτε να μετασχηματιστεί». Με μια λέξη πρόκειται για την κατανόηση αυτής της «κοινωνικής βάσης» για να εξαλειφθεί βαθμιαία το «έδαφος» - ακόμα μια λέξη κλειδί στην εκστρατεία που διεξάγεται —εκεί όπου «μια νέα ρεβιζιονιστική κλίκα» μπορεί να γεν νιέται και να αναπτύσσεται μέχρι που να βρεθεί σε θέση να διαμορφώ σει το σχέδιο της κατάχτησης της ανώτατης εξουσίας. Το πρόβλημα είναι σοβαρό γιατί επιμένει ο Γιάο Βεν-Γιουάν, η εμφάνιση αυτής της γραμμής (Λιν Πιάο) *δεν αποτέλεσε ένα τυχαίο φαινόμενο» και είχε, η 201
κλίκα αυτή, «μια βαθιά ταξική κοινωνική βάση»... «Η αντικομματική κλίκα Λιν Πιάο ενσάρκωνε τα συμφέροντα των νικημένων γαιοχτημόνων και της νικημένης αστικής τάξης. Αυτό το σημείο είναι ξεκάθαρο». Ο χαρακτηρισμός αυτός γεμίζει όλο τον κινέζικο τύπο και δεν είναι αυτό το νέο που ισχυρίζεται ότι φέρει το άρθρο του Γιάο Βεν-Γιουάν. Αντίθετα, προειδοποιεί ενάντια στην επανάληψη εύκολιον διατυπώ σεων: «Μια τέτοια κατανόηση των πραγμάτων — τονίζει — δεν αγκα λιάζει το σύνολο του προβλήματος. Γιατί, βέβαια η αντικομματική γραμμή του Λιν Πιάο ενσάρκωνε τα συμφέροντα των τάξεων που έχουν ανατραπεί, αλλά ακόμα και κύρια, μπορούμε να πούμε, πως αντιπροσώπευε «τις ελπίδες των αστικών στοιχείων που γεννήθηκαν στη σοσιαλιστική κοινωνία», μέσα σ’ αυτήν την ίδια (!) θα ’πρεπε να προστεθεί. Να που ανατρέπεται η συνηθισμένη προοπτική και ο Γιάο Βεν-Γιουάν υποδείχνει καθαρά την κύρια πλευρά: «Πρέπει να επιμείνουμε σ' αυτή τη δεύτερη τιλευρά («τους νέους αστούς»)». Έχοντας φτάσει στο σημείο αυτό, ο Γιάο Βεν-Γιουάν κάνει μια μικρή περιστροφή εκθέτοντας και σχολιάζοντας μια θεμελιακή θέση — θέση, που βρίσκεται στο κέντρο της εκστρατείας μελέτης της διχτατορίας του προλεταριάτου —και η οποία της δίνη όλη τη σημασία της. Θα σταθώ για λίγο σ’ αυτήν, γιατί πρόκειται για ένα από τα «κλειδιά» για να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο οι Κινέζοι θέτουν το ζή τημα της μείωσης της απόστασης ανάμεσα στην πνευματική / χειρωναχτική εργασία. 2. Η επιμονή του «αστικού δίκαιου» στη σοσιαλιστική κοινωνία και τα αποτελέσματά της Το «αστικό δίκαιο» αποτελεί την «οικονομική βάση» όπου μπορούν να γεννηθούν και να αναπτυχθούν «νέα αστικά στοιχεία». Αυτή είναι η θέση. Ένα πρώτο πρόβλημα τίθεται: Τι είναι αυτό το «αστικό δίκαιο»; Δεύτερο πρόβλημα, γιατί πρέπει να υφίσταται σε μια σοσιαλιστική κοι νωνία ένα αστικό δίκαιο; Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσό τερο όταν, συνεχίζοντας το διάβασμα, αντιλαμβανόμαστε πως αυτό το «αστικό δίκαιο» εξακολουθεί να υπάρχει στη διάρκεια ολόκληρης της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή πιθανά για πολλούς αιώνες! Η αιτία βρίσκεται στο ότι όπως πάντα σε ότι αφορά τα ζητήματα του «δίκαιου», με τον όρο της αντιμετώπισής τους από θεωρητική άποψη, το συστατικό στοιχείο του δίκαιου δεν είναι τα δικαστήρια και οι δικα στές, ούτε ακόμα οι «νόμοι» με την κυριολεκτική έννοια, αλλά οι 202
παραγωγικές σχέσεις. Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το «αστικό δίκαιο» —όπως κάθε δίκαιο —είναι η «αντανάκλαση» και η συμπύκνω ση άλλου πράγματος: οι παραγωγικές σχέσεις εξακολουθούν να υπάρ χουν, να παράγουν τα αποτελέσματά τους, δίχως να είναι δυνατό να εξαλειφθούν. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να μειωθεί, και σε συνέχεια να καταργηθεί, το «αστικό δίκαιο» μονάχα με την «επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων» και στο βαθμό που αυτή αναπτύσσε ται. Γιατί, όπως θυμίζει ο Μαρξ: «Το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν πολιτιστική ανάπτυξη» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, εκδ. Πεκίνο, σ. 15). Έτσι μπορούμε να επιχειρήσουμε να «ανεβούμε ξανά» προς το συγκεκριμένο. Αφού το «αστικό δίκαιο» συνοδεύει μονάχα ή, αν προτιμάτε, «παρασταίνει», μια «οικονομική διαμόρφωση», ποια είναι η «διαμόρφωση» αυτή στην Κίνα; Η απάντηση δίνεται από ένα μικρό ανέκδοτο κείμενο του Μάο Τσε Τουγκ, που δημοσιεύτηκε με την ευκαιρία της εξαπόλυσης της νέας «εκστρατείας»: «Η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική χώρα. Πριν την Απελευθέρωση, τα πράγματα συνέβαιναν σχεδόν όπως στον καπιταλισμό. Σήμερα, εφαρμό ζουμε πάντα ένα σύστημα μισθών με οχτώ βαθμίδες, την αρχή που λέει «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», τη χρηματική ανταλλαγή, και όλα αυτά δεν διαφέρουν καθόλου από την παλιά κοινωνία. Η διαφο ρά που υπάρχει είναι πως έχα αλλάξει το σύστημα της ιδιοχτησιας. Η χώρα μας σήμερα εφαρμόζει το εμπορευματικό σύστημα. Το σύστημα των μισθών δεν είναι ίσο, υπάρχουν σ’ αυτό οχτώ βαθμίδες, κλπ. Ό λα αυτά δεν μπορούν να περιοριστούν παρά μονάχα κάτω από τη διχτατορία του προλεταριάτου».
Αν το προσέξουμε καλά, η απάντηση στο ερώτημά μας βρίσκεται σ’ αυτό το κείμενο. Το κεντρικό σημείο είναι το ακόλουθο: «Η χώρα μας εφαρμόζει σήμερα το εμπορευματικό σύστημα». Βέβαια «το σύστημα ιδιοχτησιας έχει αλλάξει» —η ατομική ιδιοχτησία έχει σχεδόν καταλυ θεί και έχει αντικατασταθεί από την παλλαϊκή ιδιοχτησία ή από τη συλ λογική ιδιοχτησία —αλλά τούτο δεν έχει σαν αποτέλεσμα την εξάλει ψη του «αστικού δίκαιου». Το τελευταίο, αν και περιορισμένο (θα ξαναγυρίσω στο σημείο αυτό), εξακολουθεί να υπάρχει σαν ρυθμιστής των ανταλλαγών και της διανομής. Μπορούμε να τα συνοψίσουμε όλα αυτά, λέγοντας πως, όσο υπάρχει «το εμπορευματικό σύστημα», το αστικό δίκαιο δεν μπορεί να εξαλειφθεί, Κι αυτό τι σημαίνει; Και αν υφίσταται το αστικό δίκαιο, σε τι συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στη σοσιαλιστική κοινωνία και την αστική κοινωνία; Η διαφορά είναι αυτή. Ουσιαστικά ανάγεται σε δύο αρχές, που προσιδιάζουν στη 203
σοσιαλιστική κοινωνία και ποο μονάχα αυτή μπορεί να τις πραγματο ποιεί και να τις εφαρμόζει. Πρώτη αρχή: «Όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει» (Λένιν). Η αρχή αυτή είναι καθαρά σοσιαλιστική. Στην αστική κοινωνία στην πραγματι κότητα, η ατομική ιδιοχτησία των μέσων παραγωγής επιτρέπει στον ιδιοχτήτη να ιδιοποιείται ορισμένα μερίδια της κοινωνικής εργασίας. Και υπάρχει το σύστημα ιδιοχτησίας και το κράτος που το εγγυάται (μαζί βέβαια και η δύναμη καταναγκασμού, που έχει το μονοπώλιό της), που κάνει δυνατή αυτή την ιδιοποίηση, και, όπως ξέρουμε, με κά θε νομιμότητα. Πρόκειται εδώ για τρόπο ενέργειας και για την κυριότερη λειτουργία του αστικού δίκαιου, στην αστική κοινωνία. Είναι από λυτα ξεκάθαρο, πως στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν υπάρχει μ’ αυτή τη μορφή. Δεύτερη αρχή: «Στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Πρόκει ται εδώ για την αρχή που κυβερνάει τη διανομή σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Σημειώνουμε, και αυτό δεν είναι δίχως σημασία, πως ο Λέ νιν δίνει σ’ αυτή την ίδια αρχή μια άλλη διατύπωση. Χρησιμοποιεί τον τύπο: «Για ίση ποσότητα εργασίας, ίση ποσότητα προϊόντων». Όποια κι αν είναι η διατύπωσή της, η αρχή αυτή παραμένει κι αυτή μια καθα ρά σοσιαλιστική αρχή. Στην πραγματικότητα στην αστική κοινωνία, όχι μονάχα εκείνοι που δεν εργάζονται μπορούν να παίρνουν —με βά ση το δίκαιο της ιδιοχτησίας - πλατιά τμήματα του κοινωνικού προϊόντος που είναι προϊόν της εργασίας άλλων· αλλά ακόμα η διανο μή (παίρνοντας για απλούστευση την περίπτωση του μισθού) ρυθμίζε ται τόσο από οικονομικούς νόμους —οι ποσότητες των εμπορευμάτων που είναι αναγκαίες για την ανασύσταση της εργατικής δύναμης - όσο και από πολιτικούς λόγους: κατάσταση ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους, ικανότητα του κάθε στρώματος εργαζόμενων να διαπραγματεύεται την πούληση της δύναμής του πάνω ή κάτω από την αξία της. Πάνω απ’ όλα, στην τάξη του δίκαιου, η αγορά της εργατικής δύναμης διέπεται από το συμβόλαιο εργασίας που, όπως ξέρουμε, είναι προσωπικό. Όλα αυτά τα υπενθυμίσαμε από μνήμης, για να φανεί ο καθαρά σοσιαλιστικός χαρακτήρας της αρχής «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του». Ό λα αυτά εκτέθηκαν για να δειχτούν οι διαφορές ανάμεσα στο «αστικό δίκαιο» στην αστική κοινωνία και στη σοσιαλι στική κοινωνία. Τώρα ερχόμαστε στις ομοιότητες. Το πρόβλημά μας — απ’ αυτή την άποψη — μπορεί να διατυπωθεί έτσι: —Σε τι οι δυο αρχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αφού είναι καθαρά σοσιαλιστικές, συνδέονται με το αστικό δίκαιο;
204
—Ερώτημα που απορρέει από το προηγούμενο: γιατί δεν μπορεί — αφού καθαρά προσδιορίζεται σαν αστικό — να καταργηθεί; («Στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας που ονομάζεται συνήθως «σοσιαλισμός» — το «αστικό» δίκαιο καταργείται αλλά όχι ολοκληρω τικά, μονάχα ev μέρει...· βεβαιώνει ο Λένιν· «Όλα αυτά δεν μπορούν να περιοριστούν παρά μονάχα κάτω από τη διχτατορία του προλεταριά του», ξαναπιάνει το ζήτημα με τη σειρά του ο Μάο Τσε Τουνγκ). Η απάντηση σ’ αυτά τα δύο ερωτήματα θα μας επιτρέψει να δούμε πως η έννοια του «αστικού δίκαιου» είναι πολύ πιο περίπλοκη απ’ ότι φαίνεται από πρώτη ματιά. Η ουσία της δυσκολίας έγκειται σ’ αυτό, πως δεν δίνη μια απλή και αισθητή κατανόηση: το δικαίωμα της «ισό τητας» —δηλαδή εκείνο που κυβερνάει τη σοσιαλιστική αρχή της δια νομής — είναι κι αυτό επίσης ένα αστικό δικαίωμα. Αυτό το εκθέτη λεπτομερειακά ο Μαρξ στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα. Συνοψίζοντας τις κυριότερες στιγμές της επιχηρηματολογίας του καταλήγουμε: 1. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, δηλαδή έτσι όπως βγαίνη από την καπιταλιστική κοινωνία, η εφαρμογή της αρχής «στον καθένα σύμφω να με την εργασία του» σημαίνη πως: «ο παραγωγός παίρνει ατομικά... το ακριβές ισοδύναμο αυτού που έδωσε στην κοινωνία». Και «αυτό που έδωσε, είναι η ατομική του ποσότητα εργασίας» (σ. 13), «παίρνη από την κοινωνία μια απόδειξη ότι πρόσφερε τόση και τόση εργασία... και μ’ αυτή την απόδειξη παίρνη από την κοινωνική παρακαταθήκη μέσων κατανάλωσης τόσα, όσα αντιστοιχούν στη δουλειά που ξόδεψε. Την ίδια ποσότητα εργασίας, που έδωσε στην κοινωνία με μια μορφή, την παίρνει πίσω με άλλη μορφή» (σ. 14). Το σύντομο αυτό κομμάτι περιέχη πολλές διαβεβαιώσεις. Λέη, πρώτο, πως στη σοσιαλιστική κοινωνία, είναι ο χρόνος εργασίας (ο Μαρξ μιλάη για «ποσότητα εργασίας που πρόσφερε...») που χρησι μεύει σαν μονάδα μέτρου στη διανομή. Σε συνέχαα λέει, δεύτερο, πως στην ουσία υπάρχη απλή «αλλαγή μορφής»: η ίδια ποσότητα εργασίας που δίνεται από τη μια πλευρά με τη μορφή εργασίας που ξοδεύτηκε στην παραγωγή, ξαναπαίρνεται από την άλλη πλευρά με μορφή εμπο ρευμάτων που ενσωματώνουν μια και την ίδια ποσότητα κοινωνικής εργασίας. Υπογραμμίζουμε ευκαιριακά πως το σημείο αυτό εξηγεί για τί «Σήμερα εφαρμόζουμε πάντα... τη χρηματική ανταλλαγή» (Μάο Τσε Τούνγκ). Το χρήμα και η χρηματική ανταλλαγή απαιτούνται στην πραγματικότητα απ’ αυτή την «αλλαγή μορφής». Με άλλα λόγια, και προσθέτοντας ένα συμπληρωματικό στοιχείο, πρέπη να παραδεχτούμε πως: 205
2. «Εδώ ολοφάνερα κυριαρχεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλ λαγή εμπορευμάτων (δηλαδή εκείνη της αστικής κοινωνίας —Μπ. Κορια) εφόσον είναι ανταλλαγή ίσων αξιών» (σ. 14). Έτσι συνέχιζα ο Μαρξ: «...όμως, όσο για τη διανομή των μέσων κατανάλωσης ανάμεσα στους ξεχωριστούς παραγωγούς, κυριαρχεί η ίδια αρχή όπως και στην ανταλλαγή ισοδύναμων εμπορευμάτων: ανταλλάσσεται ίση εργασία σε μια μορφή, με ίση εργασία σε άλλη μορφή» (σ. 14). Και ο Μαρξ μπορεί να συμπεράνει: 3. « Ωστε εδώ το ίσο δίκαιο (υπογράμμιση από τον ίδιο) εξακολουθεί να είναι κατ’ αρχήν το αστικό δίκαιο (υπογράμμιση από τον ίδιο). Με επιφανειακά παράδοξο τρόπο ο Μαρξ καταλήγει επομένως να διατυ πώσει αυτή τη θέση πως, αν και, και πρέπει να πούμε επίσης επειδή, η διανομή πραγματοποιείται «σύμφωνα με την εργασία», το αστικό δίκαιο εξακολουθεί να επικρατεί. Με δυο λόγια, η διανομή σύμφωνα με την εργασία είναι ακόμα και πάντα αστικό δίκαιο. Ο Μαρξ ξεκαθαρίζει αυτό το σημείο υποδείχνοντας: «Αυτό το ίσο δίκαιο, είναι ένα άνισο δί καιο για μια άνιση εργασία. Δεν αναγνωρίζει καμιά ταξική διάκριση» (σ. 16). Η μοναδική διάκριση που παίρνει υπόψη του είναι αυτή που αφορά την ανισότητα των «ατομικών ικανοτήτων κι ακόμα για να λογιστικοποιεί τις διαφορές απόδοσης και έτσι να δικαιολογεί τα προ νόμια, δίνοντάς τους μια «φυσική» βάση! *Στο περιεχόμενό του επομέ νως είναι δίκαιο της ανισότητας, όπως κάθε δίκαιο» (σ. 15). Αυτή είναι η τελευταία —ή περίπου η τελευταία λέξη — του Μαρξ. Λέω ή περί που: στην πραγματικότητα ο Μαρξ δεν αφήνει σε κανένα άλλο έξω από τον εαυτό του, τη φροντίδα να βγάλει τα τελευταία συμπεράσματα γι’ αυτό που προβάλει και βρίσκεται σε κάθε λογική όταν βεβαιώνει: «Για να αποφευχθούν όλα αυτά τα μειονεχτήματα θα έπρεπε το δίκαιο να είναι όχι ίσο, αλλά άνισο». Να που φτάσαμε στο τέλος της μικρής «θεωρητικής αναδρομής». Απομένει να ξεκαθαρίσουμε ένα τελευταίο σημείο: γιατί αυτό το δίκαιο — για το οποίο βλέπουμε τώρα με ποια έννοια παραμένει ένα «αστικό» δίκαιο — στη διάρκεια ολόκληρης της μεταβατικής περιόδου μπορεί μονάχα να «περιοριστεί» κι όχι να καταργηθεί. Μετά την ανάπτυξη που αφιερώθηκε στην ανάλυση των λόγων για τους οποίους εξακολουθεί να εκδηλώνεται, η απάντηση είναι απλή. Ό σο υφίστανται οι εμπορευματικές κατηγορίες, η χρηματική ανταλλαγή, κλπ, με άλλα λόγια όσο διατηρούνται οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις —κι επομένως ο τύπος του καταμερισμού εργασίας που τους αντιστοιχεί — οι σχέσεις διανομής (που δεν αποτελούν, το ξαναλέμε, παρά την «ανάποδη» όψη των παραγωγικών σχέσεων) δεν μπορούν παρά να είναι σημαδεμένες 206
από έναν αστικό χαρακτήρα. Με τον όρο πως ξεκαθαρίζουμε αμέσως πως ο τύπος του «άνισου» δίκαιου που υπερέχει στην εφαρμογή της σοσιαλιστικής αρχής «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του» είναι το δίκαιο το όσο το δυνατόν περισσότερο «ίσο», έχουμε την απάντηση στο ερώτημά μας. Αυτή συνίσταται σε μια κίνηση. Ο περιορισμός του αστικού δίκαιου δεν προϋποθέτει έναν νομικό χειρισμό, αλλά την «επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων» και κατά πρώτο λόγο τον περιορισμό και την εξάλειψη του καταμερισμού εργασίας. Αυτό το τελευταίο σημείο ο Μαρξ το τονίζει ακόμα πολύ πιο ξεκά θαρα: «... όταν θα εξαλειφθεί η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό εργασίας και μαζί της η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική εργασία και τη χειρωναχτική εργασία... τότε μονάχα ο περιορισμένος ορίζοντας του αστικού δίκαιου θα μπορέσει να ξεπεραστεί οριστικά». Μια τελευταία σύσταση, αυτό το μικρό κείμενο δεν εί ναι μια φιλολογική σελίδα, πρόκειται για μια κεντρική θεωρητική θέση της μεταβατικής περιόδου και σαν τέτοια την βλέπουν οι Κινέζοι. Ξεκινώντας από το κείμενο του Γιάο Βεν-Γιουάν (τουλάχιστον) το πρόβλημα της πάλης ανάμεσα στους δύο δρόμους και τις δύο γραμμές σχετίζεται πάντα με το ακόλουθο πρόβλημα: πασχίζουμε και θέλουμε πραγματικά να περιοριστεί το αστικό δίκαιο ή οχυρωνόμαστε πίσω από «αριστερούς» λόγους και θέλουμε να αφήσουμε τα πράγματα στην κατάσταση που υπάρχουν, δηλαδή στην πραγματικότητα να αφεθεί (αυθόρμητα με το ελεύθερο παιχνίδι των εμπορευματικών κατηγοριών) να διευρύνεται το αστικό δίκαιο και επομένως σ’ ένα διάστημα να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός, έστω και κάτω από μια ειδική μορφή, δίχως παλινόρθωση της ατομικής ιδιοχτησίας. Αυτό είναι όλο το προτσές που οι Κινέζοι χαρακτηρίζουν με μια διατύπωση, που κατανοείται συχνά άσχημα, γιατί είναι συμπυκνωμένη, λέγοντας πως πρόκειται για τον «καπιταλιστικό δρόμο». Μετά απ’ αυτά, μπορούμε να συνοψίσουμε αυτά που καταχτήθηκαν στην πορεία αυτής της «θεωρητικής αναδρομής» και να επιχειρήσουμε να βγάλουμε μερικά διδάγματα, από την άποψη του καταμερισμού εργασίας, που μονάχα μας απασχολεί εδώ. Μπορούμε να συγκεντρώ σουμε τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί στο διάβασμα της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα σε τρεις θέσεις. θέση αριθ. 1: Το «ίσο» δίκαιο —αυτό που υπερέχει στην εφαρμογή της σοσιαλιστικής αρχής «στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του» - παραμένει ουσιαστικά ένα αστικό δίκαιο. Όμως στη μεταβατική κοινωνία αυτό το δίκαιο δεν μπορεί να 207
καταργηθεί, μπορεί μονάχα προοδευτικά να μειώνεται και να περιοστεί. Ακόμα καλύτερα, στο βαθμό μονάχα όπου προχωρεί η «επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων» —και μπορούμε να προσθέσουμε με τον ίδιο το ρυθμό της —μπορεί να περιορίζεται το «αστικό δίκαιο». Κι αυτό στο βαθμό όπου: θέση αριθ. 2: «Το δίκαιο δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερο από την οικονομική διαμόρφωση και την καθορισμένη από αυτήν εκπολιτιστι κή ανάπτυξη της κοινωνίας». Αυτή η δεύτερη θέση επιτρέπει να κατανοήσουμε αυτή τη διαβε βαίωση του Λένιν — που είναι επίσης απλή διαπίστωση — που την ξαναπιάνει ο Γιάο Βεν-Γιουάν, σύμφωνα με την οποία αφού η μεταβα τική κοινωνία μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν μια εμπορευματική οικο νομία, το «αστικό δίκαιο» διατηρείται «σαν ρυθμιστής της διανομής και των ανταλλαγών». Σημειώνουμε ευκαιριακά πως σε ότι αφορά τη δια νομή εδώ έχουμε το λόγο για τον οποίο «... το σύστημα των μισθών δεν είναι ίσο. Σ’ αυτόν υπάρχουν οχτώ βαθμίδες...» (Μάο Τσε Τουνγκ). Όσον αφορά τους όρους που πρέπει να συγκεντρωθούν για να εξαλειφτεί το αστικό δίκαιο αυτοί υποδείχνονται καθαρά από τον Μαρξ. Συνίστανται: θέση αριθ. 3: «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, όταν θα έχουν εξαλειφτεί • η υποδουλωτική υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό εργασίας και μαζί μ’ αυτήν η αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική εργασία και τη σωματική εργασία• όταν η εργασία δεν θα είναι μόνο ένα μέσο ζωής, αλλά θα έχει γίνει αυτή η ίδια μία ζωτική ανάγκη· • όταν, με την πολύπλευρη ανάπτυξη των ατόμων, οι παραγωγικές δυνάμεις θα αυξηθούν κι αυτές κι όλες οι πηγές του συλλογικού πλού του θα αναβλύζουν σε αφθονία, τότε μονάχα ο περιορισμένος αστικός ορίζοντας θα καταστεί δυνατό να ξεπεραστεί οριστικά, και η κοινωνία θα μπορέσει να γράψει στις σημαίες της: “Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του”» (Μαρξ). Θα σταθούμε για μια στιγμή σ’ αυτή τη θέση. Τονίζουμε πως θα στα θούμε στην εξέταση μονάχα του πρώτου όρου που εκθέτει ο Μαρξ. (Υπάρχουν ορισμένοι λόγοι για να θεωρούμε πως αυτός ο πρώτος όρος είναι στην πραγματικότητα ο κυριότερος - δηλαδή πως η πραγ
ματοποίησή του εξαρτιέται κατά πρώτο λόγο από εκείνη των δυο άλ λων). Ας πάρουμε τη θέση του Μαρξ κατά γράμμα. Λέει: «η εξάλειψη του αστικού δίκαιου προϋποθέτει την εξάλειψη... του καταμερισμού εργασίας», ιδιαίτερα, το τέλος της αντίθεσης ανάμεσα στη χειρωναχτική εργασία και την ττνευματική εργασία. Τίποτε λιγότερο! Θα προσπαθή σουμε να βαθύνουμε σ’ αυτό το σημείο. Γιατί κάτω απ’ αυτή την επι γραμματική μορφή —και έτσι συμβαίνει πάντα, όταν πρόκειται για μια «θέση» —η πρόταση αυτή δεν δίνει τη λογική που τη στηρίζει. Για λό γους διευκόλυνσης, θα ξεκινήσουμε από ένα «απλό» παράδειγμα. Έχουμε λοιπόν το «σύστημα μισθών με οχτώ βαθμίδες» που θεωρείται σήμερα (στην Κίνα) σαν μια από τις πιο κραυγαλέες εκδηλώσεις ύπαρ ξης του «αστικού δίκαιου». Γιατί διατηρείται ένα σύστημα - άνισο — μισθών με οχτώ βαθμίδες; Με άλλα λόγια τι «θεμελιώνει» την ύπαρξη αυτών των οχτώ βαθμιδών; Μια παρατεταμένη συζήτηση με ορισμέ νους υπεύθυνους και με μέλη μιας ομάδας θεωρητικών εργατών του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών αριθ. 1 της Σαγκάης, μας επέτρεψε να ξεκαθαρίσουμε κάπως αυτό το πρόβλημα.
3. Συζήτηση με «θεωρητικούς εργάτες» της Σαγκάης: δίκαιο», άνισο μιαθολογικό σύστημα και διαφορά στις τεχνικές αρμοδιότητες
«γαστικό
Πρώτη σειρά ερωτημάτων: · Γιατί ένα μισθολογικό σύστημα σε οχτώ βαθμίδες; Ποια είναι η προέλευσή του;» «Η εφαρμογή αυτού του συστήματος ανάγεται στην Απελευθέρωση (1949). Βαθμιαία επεκτάθηκε στα εργοστάσια που ανήκουν στο κρά τος. Υπάρχουν κι άλλα συστήματα μισθών, αλλά αυτό είναι το περισ σότερο διαδομένο. Αρχικά, σε σχέση με την κοινωνία που υπήρχε πριν από την Απελευθέρωση, αυτό το σύστημα αποτελούσε μια πρόοδο. Σή μερα με βάση το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και τις επιτυχίες που είχαμε στον πολιτικό και ιδεολογικό τομέα πρέπει να βαθύνουμε τη διχτατορία του προλεταριάτου και να αλλάξουμε αυτό το σύστημα. Ακόμα αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει, γιατί είναι ένα από τα εδά φη που ευνοεί την καπιταλιστική παλινόρθωση». (Θυμίζουμε πως ο Μάο Τσε Τουγκ υπόδειξε το σύστημα των μισθών με οχτώ βαθμίδες σαν έναν από τους λόγους για τους οποίους «αν άνθρωποι σαν τον Λιν Πιάο πάρουν την εξουσία, θα τους είναι εύκολο να παλινορθώσουν τον καπιταλισμό»). 209
«Πώς και σε ποιες βάσεις καθορίστηκαν οι οχτώ βαθμίδες;» «Πολλά κριτήρια πάρθηκαν υπόψη για να καθοριστούν οι οχτώ βαθ μίδες: • η ηλικία του εργαζόμενου και η αρχαιότητά του στο εργοστάσιο· • η διάρκεια της εργασίας • ο επίμοχθος χαρακτήρας της (τούτο εξηγεί τη συχνή διαπίστωση πως στα κινέζικα εργοστάσια ο μισθός των εργατών είναι ανώτερος από εκείνον των υπαλλήλων και συχνά των στελεχών)· • τελικά και κύρια το επίπεδο της τεχνικής αρμοδιότητας του εργαζόμενου2. Αυτό το τελευταίο κριτήριο — που εξομοιώνεται με τα προηγούμενα —επιτρέπει το πέρασμα από τη μια βαθμίδα στην άλλη. «Θεωρητικά όλοι μπορούν να περάσουν προοδευτικά από την Ιη στην 8η βαθμίδα, στο βαθμό που αυξάνουν τις τεχνικές τους αρμοδιό τητες και την πείρα τους στη βιομηχανική εργασία. Στην πράξη δεν συμβαίνει αυτό. Σε πολλές ειδικότητες, πραγματικά, υπάρχει ένα κατώφλι στην 4η βαθμίδα, από το οποίο ο εργάτης δεν μπορεί πια να περάσει στη βάση των γνώσεων που αποχτάει με την πείρα και την πράξη». (Νομίζω, πως ήθελαν να μας δείξουν μ’ αυτό —αλλά ομολογώ πως δεν είχα την πνευματική ετοιμότητα να βάλω το ερώτημα —πως για να φτάσουν στην 5η βαθμίδα και παραπάνω, πρέπει να είναι τεχνικοί, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις να έχουν παρακολου θήσει μαθήματα «θεωρητικής» τελειοποίησης). Οι συνομιλητές μας επι μένουν σ’ αυτό το σημείο: ο άνισος χαρακτήρας των μισθών μπορεί να καταπολεμηθεί με διάφορους τρόπους, αλλά στη βάση της ανισότητας παραμένει η διαφορά τεχνικών αρμοδιοτήτων και επίσης αυτή βασικά πρέπει να καταπολεμηθεί και να περιοριστεί. Ακόμα, αυτό το σύστημα «ευνοεί την ανάπτυξη μέσα στους εργάτες της ιδέας και της επιδίωξης της ατομικής τεχνικής τελειοποίησης - «νόμιμη» κατά κάποιον τρόπο για να φτάσουν στην 8η βαθμίδα κι αυτό σε βάρος της συνεργασίας, της αλληλοβοήθειας και της αμοιβαίας εκπαίδευσης. Έτσι καταλαβαί νουμε καλύτερα πως αν δεν προσεχτεί, υπάρχει μια οικονομική και ιδεολογική βάση για την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Επίσης, όπως υποστηρίζει ο Γιάο Βεν-Γιουάν, το έδαφος όπου μπορεί να δια μορφωθούν και να αναπτυχθούν «νε'α αστικά στοιχεία» γεννιέται από 2. Παρεμβαίνουν άλλα κριτήρια. Στην παράγραφο αυτή θέτουμε σκόπιμα σε πρώτη γραμμή το κριτήριο της διαφοράς των τεχνικών «αρμοδιοτήτων» - δίνοντάς του αναμ φισβήτητα μεγαλύτερη σημασία απ’ αυτή που έχει στην πραγματικότητα - γιατί θέτει άμεσα μια σειρά βασικά προβλήματα της μεταβατικής κοινωνίας.
210
την ίδια τη σοσιαλιστική κοινωνία. Έτσι τίθεται ένα ερώτημα: αφού έχει γίνει δεκτός ο «ρυθμιστικός» ρόλος των διάφορων κριτήριων που παίρνονται υπόψη - και σ’ αυτό το επίπεδο παρεμβαίνει η προλεταρια κή πολιτική —γιατί βρίσκεται «πίσω» από το σύστημα με οχτώ βαθμί δες η διαφορά των τεχνικών αρμοδιοτήτων; α) Στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί καταρχήν μια απάντηση «a contrario». Θυμίζουμε πως αυτή η αρχή της διανομής είναι προσωρι νή, που επιβλήθηκε «από την οικονομική διαμόρφωση της κοινωνίας και την εκπολιτιστική ανάπτυξη που της αντιστοιχεί» (Μαρξ). Ο στρα τηγικός στόχος — από την άποψη του κομμουνισμού — υποδείχνεται από τον Τσαγκ Τσουέν Τσιάο: «Όσο οι λαϊκές κοινότητες δεν θα έχουν αρκετά πράγματα για να εφαρ μόζουν την «κοινότητα των αγαθών» με τις ταξιαρχίες και τις ομάδες παραγωγής, και το σύστημα της παλλαϊκής ιδιοκτησίας δεν θα διαθέτει μια εξαιρετική αφθονία προϊόντων για να εφαρμόζει, ανάμεσα στα 800 εκατομμύρια κατοίκων μας, την αρχή της διανομής σύμφωνα με τις ανάγκες, δεν μπορεί παρά να διατηρείται η εμπορευματική παραγωγή, η ανταλλαγή με τη μεσολάβηση του χρήματος και η διανομή σύμφωνα με την εργασία» (Ρ.Ι. αρ. 14, σ. 10). Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε πως όσο δεν έχουν συγκεντρωθεί οι όροι που να επιτρέψουν την εφαρμογή της κομμουνιστικής αρχής της διανομής «σύμφωνα με τις ανάγκες» — που προϋποθέτει ιδιαίτερα «μια εξαιρετική αφθονία αγαθών» —δεν μπορεί παρά να εφαρμόζεται η αρχή της διανομής «σύμφωνα με την εργασία». β) Ύστερα απ’ αυτά μπορούμε να γυρίσουμε στο ερώτημά μας: γιατί στην αρχή της διανομής «σύμφωνα με την εργασία» είναι η διαφορά των τεχνικών αρμοδιοτήτων που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί τη βάση των 8 βαθμιδών; Πρέπει καταρχήν να παρατηρήσουμε, για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, πως με βάση την αρχή «για ίση εργασία, ίσος μισθός», το «δικαίωμα του παραγωγού είναι αναλογικό με την εργασία που προσφέρει» (Κριτική του Προγράμματος της Γκότα, σ. 14). Και πρέπει να θυμόμαστε αυτή τη διευκρίνιση, πως «εδώ η ισό τητα συνίσταται στη χρησιμοποίηση της εργασίας σαν μονάδα μέτρου». Με δυο λόγια, από την άποψη του νόμου της αξίας, αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να παίρνεται υπόψη πως «η περίπλοκη εργασία... είναι μια... δύναμη απλής εργασίας». Και πως αυτό «ξαναβρίσκεται» στη διανομή, αφού η λειτουργία του νόμου της αξίας δεν έχει ολοκληρωτικά 211
καταργηθεΡ. Αυτό δεν σημαίνει παρά μονάχα πως επαναλαμβάνεται η ιδέα που έχει εκτεθεί, πως δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα της διανομής - συμπεριλαμβανόμενης επίσης και της σοσιαλιστικής κοι νωνίας —ανεξάρτητα από τον τρόπο που «έχουν κατανεμηθεί οι ίδιοι οι όροι παραγωγής» (Μαρξ, στο ίδιο, σ. 16). Στο βαθμό όπου, πρώτο, οι τεχνικές αρμοδιότητες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία των παραγωγικών μονάδων κι όπου δεύτερο, οι τελευταίες είναι (ακόμα) ανάμεσα στα χέρια μιας μειοψηφίας ειδικών — που έχουν ιδιοποιηθεί με ατομικό τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε — αποτελούν το κατώφλι στο οποίο σκοντάφτει η ισότητα των μισθών, και η «κρυμμένη» βάση των οχτώ βαθμιδών. Ό σο το προτσές διανομής των καθηκόντων και των λειτουργιών παραμένει ένα προτσές καπιταλιστικού τύπου, επιφέροντας ένα προτσές διανομής «τεχνικής γνώσης», που χαρακτηρίζεται από την ιδιοποίηση αυτής της γνώσης από μια μειοψηφία ειδικών και επομένως όσο υφίσταται ο χωρισμός ανάμεσα στην χειρωναχτική εργασία και την πνευματική εργασία, θα διατηρείται πάντα το «αστικό δίκαιο».
3. Πρέπει όμως να προσέχουμε να μη χρησιμεύσει αυτός ο τρόπος επιχειρημάτων για να δικαιολογεί και να νομιμοποιεί την επιμονή ανισότητων —ιδιαίτερα μισθολογικών. Ό σον αφορά τους Κινέζους, αυτοί επιμένουν πως σήμερα τα στοιχεία διανομής «σύμφωνα με τις ανάγκες» είναι παρόντα και βαθμιαία γίνονται κύρια. Ένα πρόσφατο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Theorie el Politique (αρ. 5, Ιούλης 1975), μεταφρασμένο από την Joel Bel Lassen και παρμένο από μια από τις πιο ζωντανές επι θεωρήσεις της Σαγκάης, Eludes et Critiques, είναι καθαρό στο σημείο αυτό. Το κείμενο αυτό υποστηρίζει: «Είναι λυπηρό πως μετά το θάνατο του Λένιν η ΕΣΣΔ βαθμιαία εγκατάλειψε τις αρχές της Κομμούνας τοο Παρισιού σχετικά με τους μισθούς... Στο πεδίο της διανομής και των μισθών εξαιτίας 1) της έλλειψης πείρας 2) του εμπόδιου που αποτέλεσε μια μεταφυσική σκέψη, (ο Στάλιν) προνομιοποίησε τους ειδικούς σε βάρος των μαζών, την τεχνική σε βάρος της πολιτικής, τα υλικά κίνητρα σε βάρος της ιδεολο γικής και πολιτικής δουλιάς, τον αγώνα ενάντια στον εξισωτισμό σε βάρος του αγώνα ενάντια στα προνόμια. Το αποτέλεσμα ήταν μια καταχρηστική εφαρμογή και όχι διαλεχτική της αρχής από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του στον καθένα σύμφω να με την εργασία του και μια σταθερή αύξηση της απόστασης στο πεδίο των ατομικών εισοδημάτων ανάμεσα, από το ένα μέρος στις λαϊκές μάζες και από το άλλο μέρος στους διανοούμενους και τους υπεύθυνους του κόμματος... (οι υπογραμμίσεις δικές μου - Μπ. Κ.). «Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται με τη μορφή μιας συμβολής στον απολογισμό της σταλινικής περίοδου, αλλά βέβαια οι παρατηρήσεις αυτές απευθύνον ται στους Κινέζους που είναι απασχολημένοι με την πάλη ενάντια στο «αστικό δί καιο». Πρέπει να τονίσουμε πως στην Κίνα, αν μελετήθηκε το «αστικό δίκαιο», δεν έγινε για να «δικαιολογηθεί» μια υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, αλλά για να μετασχη ματιστεί σε μια σοσιαλιστική έννοια.
212
Με άλλα λόγια, κι αυτό θα είναι η τελευταία μας λέξη σ’ αυτό το σημείο: το μέσο για να δημιουργηθούν προοδευτικά οι όροι για την εξά λειψη του χαοτικού δίκαιου» και της αρχής της άνισης διανομής *σύμ φωνα με την εργασία», συνίσταται στην πάλη ενάντια στην ιδιοποίηση της τεχνικής από τους ειδικούς και στη συνακόλουθη πάλη για την εξά λειψη του χωρισμού ανάμεσα στην πνευματική εργασία και τη χειρωναχτική εργασία. Απλουστεύοντας (πολύ) θα μπορούσαμε να πούμε πως κάθε άλλο μέσο δεν είναι παρά μονάχα νομικό «μαστόρεμα» στη βεντάλια των μισθών και δεν φτάνει στις ρίζες της ανισότητας που τη θεμελιώνουν και την αναπαράγουν. Ας συνεννοηθούμε: αυτό το «μαστόρεμα» είναι αναγκαίο, και αποτελεί ένα σταθερό αντικείμενο στους ταξικούς αγώνες. Θέλω μονάχα να υποδείξω πως δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής αποτελεσματικότητα παρά μονάχα αν συνοδεύεται από μια επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, που μέσα σ’ αυτήν μονάχα πραγματοποιούνται οι οικονομικοί και πολιτικοί όροι που εξασφαλίζουν τη μείωση των ανισοτήτων. Θεωρώ πως αυτό το σημείο επιβεβαιώθηκε εξάλλου από τους συνομιλητές μας στο Εργο στάσιο Εργαλειομηχανών. Στο ερώτημα: Πώς αντιμετωπίζετε τη μείωση των αποτελεσμάτων του αστικού δίκαιου σε ότι σχετίζεται με τό σύστημα των μισθών; η απάντηση ήταν η παρακάτω: «Το πρόβλημα αυτό είναι από εκείνα που μελετάμε αυτή τη στιγμή κατά προτεραιότητα και στο οποίο αποδίνουμε ιδιαίτερη προσοχή. Το Καλύτερο παράδειγμα στον τομέα αυτό μας το έχει δώσει η Κομμούνα του Παρισιού που το 1871 έκανε πολλές προσπάθειες για να περιορίσει το αστικό δίκαιο. Τα κυριότερα μέτρα ήταν: 1) Τα ηγετικά μέλη της κομμούνας δεν έπρεπε να έχουν ανώτερο μισθό απ’ αυτόν των εργατών. 2) Ισότητα μισθών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. 3) Τα ηγετικά μέλη που έχουν δύο υπευθυνότητες δεν πρέπει να παίρνουν διπλή αμοιβή. 4) Πρέπει να μειώνονται οι ανώτεροι μισθοί και να αυξάνονται οι χαμηλότεροι μισθοί. Η Κομμούνα του Παρισιού απαντάει στις σημερινές μας ανάγκες. Ιδιαίτερα άμεσα, πρέπει να προσέξουμε να μη διευρυνθεί η βεντάλια των μισθών, αντίθετα, να μειωθεί αυξάνοντας «τους χαμηλότερους μισθούς». Αλλά, διευκρίνισαν αμέσως, για να σταθεροποιηθούν αυτά τα μέτρα και να προχωρήσουμε μπροστά, πρέπει να αγωνιστούμε ενάν τια στην ιδιοποίηση της τεχνικής από τους ειδικούς και να καταπολε μήσουμε τη διαίρεση ανάμεσα στη χειρωναχτική εργασία και στην 213
πνευματική εργασία. Για να γίνει αυτό «πρέπει να διευρύνονται αδιά κοπα οι γνώσεις των εργατών» και να επιμένουμε σταθερά στο σύστη μα των «δυο συμμετοχών» (των εργατών στη διεύθυνση και των στελε χών στην παραγωγή). Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο που μέσα σ’ αυτό τοποθετείται το πρό βλημα της διαφοράς των τεχνικών αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους εργα ζόμενους και τις ομάδες των εργαζόμενων. Όπως βλέπουμε, το πρό βλημα εξετάζεται από τους Κινέζους σε βάθος και επανατοποθετείται σε σχέση με τα καθήκοντα της μετάβασης στον κομμουνισμό. Μπο ρούμε να συνοψίσουμε πολύ σύντομα τα σημεία που ξεκαθαρίστηκαν σε τρεις προτάσεις. 1. Το πρόβλημα της διαφοράς των τεχνικών αρμοδιοτήτων δεν μπο ρεί να κατανοηθεί παρά μονάχα σε σχέση μ’ αυτό το γενικότερο πρό βλημα της «απόστασης» ανάμεσα στην πνευματική εργασία και τη χειρωναχτική εργασία. 2. Η «απόσταση» αυτή είναι μια από τις τρεις μεγάλες κληρονομιές της αστικής κοινωνίας. Η «μείωσή» της είναι ένα από τα μεγάλα ιστο ρικά καθήκοντα της μετάβασης στον κομμουνισμό. 3. Η πάλη ή όχι ενάντια σ’ αυτή την απόσταση, η προοδευτική της μείωση —δηλαδή η επίθεση ενάντια στις υλικές και ιδεολογικές βάσεις στις οποίες εδραιώνεται — σημαίνει σε τελευταία ανάλυση το αν ακο λουθείται ο «σοσιαλιστικός δρόμος» ή ο «καπιταλιστικός δρόμος». Πρόκειται για το αν πασχίζουν ή όχι να μειώσουν προοδευτικά τους όρους που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του αστικού δίκαιου. Από την πτώση του Λιν Πιάο και από το 10ο συνέδριο του Κ.Κ.Κ. (η επιμονή του Γιάο Βεν-Γιουάν και του Τσανγκ Τσουέν-Τσιάο στο σημείο αυτό είναι απόλυτα σημαντική) φάνηκε πως το κύριο πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης αποτελείται από αυτό το πρόβλημα της πάλης ενάντια στο «αστικό δίκαιο» και τις εκδηλώσεις του. Ένα από τα κυριότερα σημεία που διαφιλονικούνται και που αποτελεί το κέντρο της πολεμικής, είναι ακριβώς το σημείο της «θέσης» της τεχνικής και των τεχνικών τη στιγμή που, όπως φαίνεται, έχει αποκατασταθεί η συναίνεση για να γίνει η Κίνα (σε 25 χρόνια) μια μεγάλη βιομηχανική χώρα.
214
Ύστερα απ’ όλα αυτά, θα ήθελα να παρουσιάσω τις κυριότερες πλευρές της πολιτικής που εφαρμόζεται με την ΜΙΊΙΊΕ για να εξασφα λιστεί η ιδιοποίηση της τεχνικής από τις εργατικές μάζες, προωθώντας την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων.
215
2. Τεχνική, τεχνικοί και καταμερισμός εργασίας
Τοποθέτηση του προβλήματος Από την έρευνα που κάναμε στο πρώτο μέρος, θα συγκροτήσουμε πρώτα και κύρια αυτή την ιδέα, πως μια πραγματική και συνεπής πάλη για την εξάλειψη του αστικού δίκαιου (μέχρι και μαζί τις εκδηλώσεις του που σχετίζονται με το σύστημα των μισθών) απαιτεί την επαναστατικοποίηση των «όρων της παραγωγής», δηλαδή και των σχέσεων παραγωγής. Αυτή η επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, προϋποθέτει καθ’ εαυτή πως πρέπει να καταπολεμηθεί και να μετασχη ματιστεί όχι μονάχα το σύστημα των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό των παραγωγικών μονάδων, αλλά επίσης κάθε τι που «από τα πάνω» προετοιμάζει τις διάφορες κατηγορίες των εργαζόμενων για να ασκήσουν αυτή ή την άλλη λειτουργία κι επομένως ιδιαίτερα το εκπαιδευτικό σύστημα. Ξεκαθαρίζουμε αυτά τα δύο σημεία. 1. Όπως το δείχνει το παράδειγμα του συστήματος των μισθών, εκείνο που εξασφαλίζει στο εσωτερικό της επιχείρησης, παρά τους περιορι σμούς που μπορεί να φέρνει, η εμμονή στο «αστικό δίκαιο», είναι βασι κά το «μοίρασμα της τεχνικής γνώσης» ανάμεσα στα διάφορα μέλη που συντελούν στην παραγωγή. Στο εργοστάσιο υπάρχει ένας «παραγωγι κός συλλογικός εργάτης», αλλά όχι ακόμα ένας «συνδυασμένος εργά της». Στο καπιταλιστικό εργοστάσιο — και από το οποίο πρέπει να ξεκινάνε, στην Κίνα όπως κι αλλού - η πραγματικότητα του αφετηριακού σημείου είναι ένα άνισο μοίρασμα της εξουσίας, που εκδηλώνε ται με μια ιδιαίτερη διαμόρφωση του προτσές κατανομής των καθηκόν των και λειτουργιών. Ο Μπεττελέμ χαρακτήριζει αυτό το προτσές έτσι: «Στο καπιταλιστικό εργοστάσιο, η διαίρεση ανάμεσα στη ν πνευματική εργασία και τη χειρω να χτική εργασία εκδηλώ νεται με τη διάκριση ανάμε σα:
216
- σ τ η ν άμεσα παραγω γική εργασία που πρα γμα τοποιούν οι εργάτες —και τη ν εργασία τω ν μη χα νικώ ν και τω ν τεχνικώ ν που διευθύνουν το προτσ ές πα ραγω γής και πα ίρνουν τις αποφάσεις πο υ αφορούν τις α λ λα γές που πρέπει να γ ίνο υ ν σ το προτσές εργασίας, σ τις μ ηχανές που χ ρη σ ι μοποιούνται, στους τεχνικο ύ ς κανόνες» (Revolution culturelie et Organi sation industrielle en Chine, M aspero, σ. 89).
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε, στην πλευρά της πνευματικής εργα σίας, τα καθήκοντα διαχείρισης. Για να απλουστεύσουμε ακόμα, μπο ρούμε να πούμε πως είναι χωρισμένες και αντιτιθέμενες: • από τη μια πλευρά η εργασία κατασκευής που ανατίθεται στους άμε σους παραγωγούς, • και από την άλλη, η εργασία σύλληψης διεύθυνσης. Αν προστεθεί πως «αυτή η διαίρεση τοποθετεί τους αμέσους παραγω γούς σε μια εξαρτημένη θέση σε σχέση με τους μηχανικούς και τους τεχνικούς» (Μπεττελέμ, στο ίδιο, σ. 89) έχει μια συμπληρωματική ακρίβεια και ολοκληρώνει τον χαρακτηρισμό του συνόλου που μπορεί να δοθεί στο προτσές διανομής καθηκόντων και λειτουργιών στους καπιταλιστικούς όρους, λέγοντας πως: • από το ένα μέρος υπάρχει χωρισμός ανάμεσα στην πνευματική εργα σία και τη χειρωνακτική εργασία (χωρισμός κατασκευής / σύλληψης διεύθυνσης)· • και από το άλλο μέρος, υπάρχει αντίθεση («εξαρτημένη» σχέση λέει ο Μπεττελέμ) ανάμεσα σε μια εργασία που παρουσιάζεται σαν εργασία διεύθυνσης (εμπορική, χρηματιστική ή τεχνική) και σε μια εργασία που είναι καθαρή εκτέλεση. Έτσι παίρνουμε υπόψη το γεγονός πως ο χωρισμός (κατασκευή / δια χείριση - διεύθυνση) καλύπτεται από μια αντίθεση (εκτέλεση / διεύθυν ση). Έτσι, βλέπουμε καθαρά πως αν όλο αυτό το σύστημα δεν τροπο ποιηθεί, η προώθηση των στελεχών και των τεχνικών που «προέρχον ται από την εργατική τάξη» δεν αλλάζει σε τίποτα την υπόθεση. Πρέπει να τροποποιηθούν οι παραγωγικές σχέσεις, το σύστημα των «θέσεων» και ο καταμερισμός εργασίας, στο εσωτερικό της θεωρούμενης παρα γωγικής μονάδας. Και τούτο δεν πετυχαίνεται με την αντικατάσταση μιας γραφειοκρατίας — της «αριστερός» — με μια άλλη. 2. Μετά απ’ αυτά, πρέπει να ανέβουμε «προς τα πάνω» και να δούμε το στενό δεσμό ανάμεσα σ’ ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων και τους κοινωνικούς όρους που επιτρέπουν την αναπαραγωγή του. Ιδιαί τερα εκείνες ακριβώς τις σχέσεις που συντηρούν το μηχανισμό κατάρτι σης των εργαζόμενων με το σύστημα των · θέσεων· στις παραγωγικές 217
μονάδες, και τούτο στο βαθμό όπου η λειτουργία του είναι να «εξειδι κεύει» —τόσο από τεχνική όσο και από ιδεολογική άποψη —τα διάφο ρα τμήματα της εργατικής τάξης που θα έρθουν να καταλάβουν αυτή ή την άλλη «θέση» στην επιχείρηση. Για όλους αυτούς τους λόγους βλέ πουμε καθαρά, πως η επανάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα και η επανάσταση στην παραγωγική μονάδα πρέπει να διεξαχθούν παράλλη λα, γιατί αλλιώτικα θα παρεμποδίζουν η μια την άλλη, αντί να τις στη ρίζουν. Η προώθηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης γίνεται μ’ αυτό το τίμημα. 3. Αφού ξεκαθαρίστηκε αυτό, θα ήθελα να συγκεντρώσω στο δεύτε ρο μέρος αυτού του άρθρου μια σειρά από στοιχεία που υποδείχνουν τον τρόπο που εννοείται και διεξάγεται η πάλη ενάντια στο χωρισμό και την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική εργασία και τη σωματική εργασία από την έναρξη της ΜΠΓΊΕ. Θα φανεί πως αυτό που διακυβεύεται, πέρα από την απλή εκμάθηση της τεχνικής από τις μάζες, εί ναι ένα αλλιώτικα δύσκολο και περιπλεγμένο πρόβλημα, αφού δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από την άσκηση της διχτατορίας του προλεταριάτου στον τομέα της τεχνικής. Οι Κινέζοι προσέγγισαν το πρόβλημα αυτό από πολλές πλευρές. Θα αναφέρω δύο: • την επανάσταση στο σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης • την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγι κές μονάδες. (Θα εξετάσουμε μονάχα τα στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με το ζήτημα της προλεταριακής ιδιοποίησης της τεχνικής).
1. Η Επανάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα: Τα «εργοστασιακά πανεπιστήμια» και η πάλη για την ιδιοποίηση της τεχνικής από την εργατική τάξη 1. Η γενική γραμμή Από την έναρξη της Πολιτιστικής Επανάστασης, οι μετασχηματι σμοί που έγιναν στο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν αδιάκοπα το αντικείμενο μελετών και άρθρων. Έτσι που καταλήγουν να πιστεύουν πως έχει αποκτηθεί κάθε γνώση σχετικά μ’ αυτό το σημαντικό θέμα και 218
έχουν πάψει να του αποδίνουν την αναγκαία προσοχή. Αν παρεμβαίνω στο ζήτημα αυτό, το κάνω βέβαια γιατί έχει σχέση με το πρόβλημα που μας απασχολεί, αλλά και γιατί θεωρώ πως η πραγματική πολιτική σημασία, έτσι όπως εμφανίζεται 6 χρόνια μετά το 9ο συνέδριο, τουλάχι στον στη Γαλλία, δεν έχει πραγματικά κατανοηθεί. Και τούτο όπως θα δούμε, εξηγείται κατά ένα μεγάλο μέρος από το γεγονός πως στην ίδια την Κίνα ξετυλίγονται σημαντικοί αγώνες σχετικά με τη σημασία που πρέπει να δοθεί στις γενικές καθοδηγητικές εντολές σχετικά με την επανάσταση στην εκπαίδευση. Επομένως θα ξεκινήσουμε από την αρχή. Πρέπει να γυρίσουμε στο 1968. Το 1968, είναι πραγματικά ο χρόνος όπου συνέβηκαν τουλάχιστο δύο αποφασιστικά γεγονότα, που θα παραμείνουν στο επίκεντρο των αγώνων στη διάρκεια των κατοπι νών χρόνων. —Το πρώτο απ’ αυτά τα γεγονότα ήταν η είσοδος ομάδων προπαγάν δας από εργάτες, αρχικά στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο Τσινγκ Χουά του Πεκίνου, σε συνέχεια σε όλα τα ανώτατα πνευματικά ιδρύματα της Κίνας. Ταυτόχρονα, όταν άρχισε να γίνεται κατανοητό πως αυτές οι ομάδες προπαγάνδας δεν πήγαν μονάχα για να βάλουν τέλος στον φραξιονισμό, που παρέλυε κάθε συνέχιση της επανάστασης, αλλά πως «θα βρίσκονται εκεί για πολύν καιρό», δημοσιεύτηκε ένα άρθρο με μεγάλη απήχηση, που το υπόγραφε ο Γιάο Βεν-Γιουάν και που είχε έναν τίτλο που ανάγγελνε καθαρά το χρώμα του: «Η εργατική τάξη πρέπει να καθοδηγεί τα πάντα». Στο μικρό αυτό άρθρο ο Γιάο Βεν Γιουάν, που ήξερε γιατί μιλούσε, υποστήριξε ιδιαίτερα: «Η είσοδος τω ν εργατικώ ν ομάδω ν πρ οπαγάνδας στο ν τομέα τ η ς Α νώ τα τη ς Ε κπαίδευσης α ποτελεί ένα γεγο νό ς που θα αναστατώσει γη και ουρα
νό». Ακόμα, το κείμενο αυτό περιείχε μια νέα καθοδηγητική εντολή του Μάο Τσε Τουγκ, σε μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή της πάλης στην εκπαίδευση. Ο Μάο από την πλευρά του υπόδειξε όχι πάνω από τέσσε ρεις δρόμους. Ας το κρίνουμε: «Για να πραγματοποιηθεί η προλεταριακή επανάσταση σ τη ν εκπαίδευση, πρέπει η εργατική τάξη να αναλάβει την καθοδήγηση, πρέπει οι εργατικές μάζες να πάρουν μέρος σ’ αυτήν και να πρ α γμα τοποιή σουν με τη συνεργα σία τω ν μα χη τώ ν του Λ Α Σ, την τριπλή ένωση τω ν επαναστατικώ ν στοι χείω ν, που να περικλείνουν επίσης τα δραστήρια στοιχεία ανάμεσα σ του ς φ οιτητές, στο διδακτικό προσω πικό και το υ ς εργαζόμενους στις σ χολές, που να είναι αποφασισμένα να διεξαγάγουν τη ν επανάσταση ω ς το τέλος. Οι εργατικές ομάδες προπαγάνδας θα πρέπει να παραμείνουν στις
219
σχολές για π ολ ύ ν καιρό και να πάρ ο υ ν μ έρος σε όλα τα καθήκοντα της π ά λ η ς - κριτικής - μ ετασχηματισμού. Α κόμα θα πρέπει να καθοδηγούν πάντα τις σχολές...* (Ο ι υπογραμμίσεις είναι δικές μ ου, Μ π. Κ.).
Εκείνο που είναι σημαντικό εδώ —και που αποτελεί πραγματικά ένα νέο γεγονός —είναι αυτή η ιδέα πως για να αναλάβει η εργατική τάξη την καθοδήγηση της επανάστασης στην εκπαίδευση πρέπει (ανάμεσα σε άλλους όρους, αλλά αυτοί καθορίστηκαν ξεκάθαρα από τον Μάο): «οι εργατικές μάζες να πάρουν μέρος σ’ αυτήν». Με δυο λόγια, η «είσο δος του προλεταριάτου στο εποικοδόμημα» σημαίνει επίσης την είσο δο των ίδ:ων των εργατικών μαζών με σάρκα και οστά. Το σημείο αυτό δεν φαίνεται να είχε γίνει ομόφωνα δεκτό, αφού ο Γιάο Βεν-Γιουάν υποχρεώθηκε να παραθέσει: «Θέλουμε να απελευθερωθούμε μοναχοί μας και δεν έχουμε ανάγκη από τη συμμετοχή εργατών που δεν εξαρτιούνται από τη σχολή». Να τι έλεγε η Απόφαση της Κεντρικής Επι τροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας σχετικά με την ΜΠΠΕ: «Οι μάζες δεν μπορούν να απελευθερωθούν παρά μονάχα από τον εαυ τό τους». Οι εργάτες δεν θα κατανοηθούν από τις «μάζες»; Και πιο πέ ρα, ο Γιάο Βεν-Γιουάν για να κάνει εντελώς ξεκάθαρα τα πράγματα προσθέτει: « Ό λ ο ι αυτοί που θεω ρούν το υ ς εργάτες σαν ξένη δύνα μ η «σ’ αυτές τις ίδιες» τις μάζες, είτε είναι τα ρα χοποιοί, είτε ξένα στοιχεία γ ια τη ν εργατι κή τάξη και κατά συνέπεια η εργατική τάξη έχει ολοκλη ρω τικά δίκιο να ασκήσει τη διχτατορία πάνω τους. Υ πά ρχουν αυτοί ο ι διανοούμενοι που ανα κη ρύσσουν το υ ς εαυτούς τους « προλετάριους επαναστάτες» αλλά μό λις η εργατική τάξη θίξει τα συμφέροντα του μ ικρού το υ ς «ανεξάρτητου βασιλείου» εναντιώ νονται στο υ ς εργάτες».
Αυτό δίνει μια μικρή ιδέα για τους αγώνες που «με την είσοδο στο παιχνίδι» — και τι είσοδος: εκείνη των εργατών! — θα σημαδέψει την επανάσταση στην εκπαίδευση. —Το δεύτερο γεγονός είναι μια άλλη καθοδηγητική εντολή του Μάο, που ήρθε να στηρίξει την εργασία των εργατικών ομάδων προπα γάνδας (που πασχίζουν να ξαναβάλουν σε δρόμο τα παν/μια) και υπο δείχνει τον γενικό προσανατολισμό. Αυτή η καθοδηγητική εντολή, η αποκαλούμενη της «21 Ιούλη», βρίσκεται πάντοτε σε ισχύ: «Οι ανώ τατες σχο λές είναι αναγκαίες. Με αυτό εννοώ κύρια τις πολυτε χνικ ές σχολές. Ό μ ω ς , πρέπει να μειωθεί η διάρκεια τω ν σπ ουδώ ν, να διεξαχθεί η επανάσταση στη ν εκπαίδευση, να μπει η προλεταριακή πολιτική στο τιμόνι και να πάρει το δρόμο που ακολουθεί το Ε ργοστάσιο Εργαλ ειομ η χα νώ ν τη ς Σ αγκάης, δηλαδή να συγκροτηθεί ένα τεχνικό προσω
220
πικό που να προέρχεται α πό τις εργατικές γραμμές. Ο ι φοιτητές πρέπει να επιλεγούν ανάμεσα στους εργάτες και αγρότες που έχο υ ν αποχτήσει μια πρακτική πείρα. Ύ στερα α πό μερικά χρόνια σπ ο υδώ ν, θα ξαναγυρίσου ν στη ν πράξη τη ς παραγωγής».
Ύστερα απ’ αυτή την καθοδηγητική εντολή, ένα από τα μέτρα που πάρθηκαν ήταν να στέλνουν τους απόφοιτους της Μέσης Εκπαίδευσης να περάσουν 2 ή 3 χρόνια στο χωριό. Αναμφισβήτητα το μέτρο αυτό υποκίνησε μια ζωηρή αντίθεση στους διάφορους συντηρητικούς κύ κλους και δεν είναι βέβαια τυχαίο γεγονός πως το πολέμησε και ο Λιν Πιάο. Στο «Σχέδιο Εργασίας 571» είχε γράψει: «Η εγκατάσταση νέων στο χωριό σημαίνει άνοιγμα στρατοπέδων αναδιαπαιδαγώγησης με την εργασία». (Παραθέτω αυτό το ντοκουμέντο σύμφωνα με την εκδοχή που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση La Nouvelle Chine, αρ. 16, Μάρ της 1974. Το υπογραμμισμένο μέρος είναι εκείνο που αναδημοσιεύεται συνήθως στον Κινέζικο τύπο). Και είναι επίσης, το σημείο σχετικά με το οποίο ο Γιάο Βεν-Γιουάν 7 χρόνια μετά ξανάρχισε τον πόλεμο. Στο κείμενό του του Μάρτη 1975, κριτικάροντας τον Λιν Πιάο, γράφει: «Η επιμονή ή όχι στο δρόμο της συγχώνευσης των νέων διανοουμένων στο χωριό με τους εργάτες και αγρότες βρίσκεται σε άμεση σχέση με το ακόλουθο ερώτημα: η επανάσταση στην ανώτατη παιδεία μπορεί ή όχι να συνεχιστεί στο δρόμο που χάραξε το Εργοστάσιο Εργαλειομηχανών της Σαγκάης, δηλαδή οι σπουδαστές να επιλέγονται ανάμεσα στους εργάτες και τους αγρότες και να γυρίζουν πάλι σ’ αυτούς μετά το τέλος των σπουδών τους». Απ’ όπου βγαίνει πως το 1975 η πάλη εί ναι το ίδιο ζωηρή όπως και το 1968, και πως τα «οχυρωμένα χωριά» που συγκροτήθηκαν από τους «ειδικούς» στον τομέα της εκπαίδευσης δεν καταλήφθηκαν παρά μονάχα ύστερα από έναν παρατεταμένο αγώ να, όπου καταγράφηκαν υποχωρήσεις της αριστερός. (Σχετικά με το σημείο αυτό συμβουλευτήκαμε ιδιαίτερα ένα άρθρο της Nouvelle Chine, αρ. 17, «Η κριτική Πι Λιν-Πι Κογκ», όπου εκτίθεται με πολλές λεπτομέρειες ο τρόπος με τον οποίο άρχισε να εκδηλώνεται μια ορι σμένη παλινόρθωση στην εκπαίδευση πριν από την εξαπόλυση του Πι Λιν-Πι Κογκ). Έτσι βλέπουμε πως η επανάσταση στην εκπαίδευση — και ιδιαίτερα στην ανώτατη εκπαίδευση - δεν έγινε δίχως δυσκολίες. Ο λόγος είναι, νομίζω, πως όπως ανάγγειλε ο Γιάο Βεν-Γιουάν στο άρ θρο του το 1968, το γεγονός θα αναστάτωνε «γη και ουρανό»! Θα ήθε λα, αφού τέθηκαν αυτά τα στοιχεία, να διατυπώσω τρεις παρατηρήσεις σχετικά με τη σημασία των καθοδηγητικών εντολών που αφορούσαν την επανάσταση στην ανώτατη εκπαίδευση. Ίσως τότε θα φανεί πως αυτό που διακυβεύεται βρίσκεται πέρα απ’ ότι γενικά πιστεύεται. 221
Πρώτη παρατήρηση: Αυτό που προβλήθηκε σαν «μοντέλο» και σαν «γραμμή» που πρέπει να ακολουθηθεί, δεν είναι ένα ανώτατο ίδρυμα, αλλά ένα εργοστάσιο. Το κείμενο (του Μάο όπως κι αυτό του Γιάο ΒενΓιουάν) δεν λέει: πάρτε το δρόμο του παν/μιου του Πεκίνου ή της Σαγκάης, αλλά του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών της Σαγκάης. Πέρα από το λόγο — μαζί και της «αριστεράς» — που συντομεΰσαμε στην ΜΠΠΕ, αναμετρήσαμε σοβαρά τι σημαίνει αυτό. Και ποια ολοκληρω τική ανατροπή προτείνει αυτός ο «δρόμος», σε σχέση με όλες τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επινοηθεί για την παιδεία. «Επανάσταση» στην εκπαίδευση λένε ο Μάο και ο Γιάο Βεν-Γιουάν και όχι «μεταρ ρύθμιση» όπως λένε άλλα κείμενα. Δεύτερη παρατήρηση: Ο πιο σύντομος χαρακτηρισμός που δόθηκε στο «δρόμο του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών» συνίσταται σ’ αυτό: «... οι φοιτητές επιλέγονται ανάμεσα στους εργάτες... και ξαναγυρίζουν εκεί». Όμως πρέπει να σημειώσουμε πως οι «μορφωμένοι νέοι» που αποτελούν σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των σπουδαστών στα παν/μια δεν είναι, μιλώντας κυριολεκτικά, εργάτες και αγρότες. Το πολύ - πολύ στην πλειοψηφία τους1 να έχουν κάνει στο χωριό μια περίοδο 2 ή 3 χρόνων. Πιστεύω πως δεν έχει προσεχτεί αυτό το σημείο, αφού και η «εγκατάσταση στην ύπαιθρο» δεν είναι παρά ένα μέτρο κατά κάποιο τρόπο συντηρητικό. Αν τώρα συσχετιστούν αυτές οι δύο παρατηρήσεις με τους αγώνες που ξετυλίχτηκαν από το 1968 σχετικά με τον τρόπο κατανόησης και εξήγησης των κεντρικών καθοδηγητικών εντολών, καταλήγουμε σε μια νέα κατανόηση της επανάστασης στην εκπαίδευση. Τρίτη παρατήρηση: Μπορούμε στην πραγματικότητα να υποστηρί ξουμε πως αυτό που διακυβεύεται είναι η ριζική αμφισβήτηση του παλιού εκπαιδευτικού συστήματος και η ανοικοδόμηση ενός νέου συστήματος που στις βασικές του πλευρές έχει λίγη σχέση με το παλιό σύστημα. Να γιατί τα κείμενα του Μάο μιλάνε για επανάσταση στην εκπαίδευση. Ήδη διαγράφονται τα βασικά περιγράμματα του νέου συστήματος. Από στρατηγική άποψη και σ’ ότι σχετίζεται με την ανώτατη παιδεία, δυο χαρακτηριστικά διακρίνονται: 1. Λέω στην πλειοψηφία τους, γιατί δεν αφορά το σύνολό τους. Οπωσδήποτε «χατήρια» υπάρχουν ακόμα, όπως το μαρτυράει ένα νταντζιμπάο που καταγγέλει την ύπαρ ξη σπουδαστών, γιων στελεχών, που μπήκαν στο παν/μιο από την ·π(σω πόρτα». Σημάδι, αν πρέπει να τονιστεί κι αυτό, πως «η μεγάλη επανάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι απαραίτητη και απόλυτα επίκαιρη για να αποτρέψει τον ρεβιζιονισμό και να σταθεροποιήσει τη διχτατορία του προλεταριάτου» (Μάο).
222
• πρέπει να οργανωθεί γύρω από τα εργοστάσια, κι όπως θα δούμε κά τω από τη διεύθυνση των ίδιων των εργατών • και να στρατολογεί φοιτητές από τις γραμμές της εργατικής τάξης. Από τακτική άποψη και για να πραγματοποιηθεί αυτός ο στρατηγι κός στόχος, η επανάσταση πρέπει να συνεχιστεί ακολουθώντας τρεις κύριες κατευθύνσεις. 1. Εκεί όπου αυτό είναι δυνατό, να δημιουργηθούν «εργοστασιακά παν/μια» πάνω στο πρότυπο του παν/μιου της 21 Ιούλη του Εργοστά σιου Εργαλειομηχανών της Σαγκάης. 2. Να διατηρηθούν τα παλιά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά α) με βαθιά ανανέωση της στρατολογίας τους (εγκατάσταση νέων στο χωριό και καθορισμός των σπουδαστών από τους αγρότες· μόνιμη υποδοχή ομάδων εργατών και αγροτών για την εκπαιδευτική περίοδο μεταβλητής διάρκειας ανάλογα με τις ανάγκες και απασχολήσεις αυτών των ομάδων)· β) επανάσταση στις μέθοδες διδασκαλίας: ξεκι νώντας από την πραχτική και τη συσσωρευμένη πείρα από τους εργά τες, τους αγρότες και τους νέους στη διάρκεια της παραγωγικής εργα σίας· εκπαίδευση με «ανοιχτές πόρτες» όπως λέγεται: το παν/μιο εφαρ μόζει τη διπλή αρχή «προσκαλώντας» (τους εργαζόμενους από διάφο ρους τομείς και επίπεδα για να μαθαίνει απ’ αυτούς) και «βγαίνοντας» (για να κάνει έρευνες επί τόπου, και να μαθαίνει μέσα στην πράξη). 3. Εγκαθίδρυση μιας μόνιμης κυκλοφορίας σε βάθος με την υπόλοι πη κοινωνία, και ιδιαίτερα με τις παραγωγικές μονάδες. Το παν/μιο εί ναι ένας ανοιχτός «τόπος», μια «βάση» στην υπηρεσία των εργαζόμε νων κι όχι ένας κλειστός τόπος όπου καλλιεργείται σε θερμοκήπιο μια τεχνική ψευτο-«ελίτ». Με δυο λόγια, για να ξαναπιάσουμε μια κινέζικη έκφραση, το παν/μιο πρέπει να διαμορφώνει τους «συνεχιστές» της επανάστασης κι όχι «ακαδημαϊκές κορυφές» κάθε είδους, περιχαρακω μένες πίσω από τα «οχυρωμένα χωριά» της γνώσης τους και κατάλλη λες μονάχα για να είναι οι συνεχιστές της... αστικής τάξης. Αυτά, επαναλαμβάνουμε, αποτελούν τη «γενική γραμμή» και συγ κρούονται με μια αντίθεση, που για να κρυφτεί κάτω από εξωτερικά χαρακτηριστικά συχνά της «αριστερός», δεν υπολείπεται σε ζωντάνια. Έτσι, στο παν/μιο Μπεί'ντα του Πεκίνου, ένα μέλος του διδακτικού προσωπικού μας εξήγησε: «Μετά την πτώση του Λιν Πιάο, ορισμένοι, κάτω από το πρόσχημα της κριτικής της υποτιθέμενης «αριστερίστικης» γραμμής του, στην πραγματικότητα χτυπούσαν την ίδια την αρι στερά, πολεμούσαν τις καταχτήσεις της Πολιτιστικής Επανάστασης κι έτσι - πράγμα που αποτελούσε το σχέδιό τους — ευνόησαν μια ορι σμένη παλινόρθωση της ακαδημαϊκής εξουσίας. Παρεμπόδισαν σοβα 223
ρά την ανάπτυξη της επανάστασης στο παν/μιο. Η πρωτοβουλία ξαναπέρασε στην αριστερά με την άνοδο του κινήματος Πι Λιν-Πι Κογκ. Και η επαναστατικοποίηση του παν/μιου ξαναπήρε το σωστό δρόμο εδώ και μερικούς μήνες». Η Επανάσταση στην εκπαίδευση περικλείνει βέβαια πάρα πολλές πλευρές. Δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα στα όρια ενός απλού άρθρου για να εκτεθούν όλες. Θα ήθελα να σταθώ στις σελίδες που ακολου θούν στην εξέταση ενός μονάχα ζητήματος: πώς γίνεται η ιδιοποίηση της τεχνικής από την εργατική τάξη. Η επιλογή αυτή εξηγείται από δυο λόγους. -Σ τη ν ίδια την Κίνα, η ικανότητα προοδευτικής επίλυσης αυτού του ζητήματος θεωρείται σαν ένας από τους βασικούς όρους διατήρη σης και ενίσχυσης της διχτατορίας του προλεταριάτου. Επιπλέον, όπως έχουμε δει, το ζήτημα αυτό στο βαθμό όπου καλύπτεται από το πρόβλημα του καταμερισμού πνευματική εργασία / σωματική εργασία, είναι απ’ αυτά που χρησιμεύουν σαν βάση της ύπαρξης του «αστικού δίκαιου» στη σοσιαλιστική κοινωνία. —Στη Γαλλία, και γενικότερα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώ ρες, η ιδεολογία της εξειδίκευσης και της αρμοδιότητας χρησιμεύει για να δικαιώνει όχι μονάχα τις κυρίαρχες τάξεις, αλλά και αρκετά σχέδια και προγράμματα της «αριστεράς». Επίσης, η πείρα που έχει συσσωρευτεί σ’ αυτό τον τομέα από τον κινέζικο λαό είναι πρωταρχικής σημασίας. Και όσο κι αν αναζητήσου με δεν θα βρούμε άλλη. Και κύρια, που να αποχτιέται σ’ αυτή την κλί μακα.
2. Μια δημιουργία της ΜΠΠΕ: «τα εργοστασιακά παν/μια» Αν και διαφορετικά πειράματα επιχειρήθηκαν από το 1958, η δημιουργία εργοστασιακών παν/μιων και κύρια η επέκτασή τους χρο νολογείται μετά την Πολιτιστική Επανάσταση. Το κεντρικό σημείο εδώ συγκροτείται από την επιτυχημένη απόπειρα να «διαμορφωθούν τεχνικοί από τις γραμμές των εργατών». Οι άλλες αλλαγές είναι μονά χα αποτελέσματα και συνέπειες αυτού του κεντρικού προσανατολι σμού. «να διαμορφωθούν τεχνικοί που να προέρχονται από τις γραμμές της εργατικής τάξης» 224
Πρέπει αμέσως να υπογραμμίσουμε ένα σημείο: η διαμόρφωση τεχνικών από τις εργατικές γραμμές δεν έχει σαν σκοπό να εξασφαλί σει την προώθηση του εργατικού προσωπικού στο εσωτερικό του εργοστάσιου ή να «ξεμπλοκάρει την καρριέρα» των εργατών. Αυτό που διακυβεύεται είναι κάτι άλλο, είναι το παρακάτω ερώτημα: είναι δυνα τό ή όχι, και με ποια μέσα, να συντρίβει το μονοπώλιο των «ειδικών» σχετικά με την τεχνική γνώση, επομένως να συντρίβει η εξουσία στην οποία εδραιώνεται; Με άλλα λόγια το πρόβλημα είναι: πώς να ασκηθεί στον τομέα της τεχνικής, η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή η εξουσία της μεγάλης μάζας των απλών παραγωγικών εργαζόμενων στο εργοστάσιο. Ακόμα (βλ. μέρος I αυτού του κεφάλαιου) να εξασφαλι στεί αυτή η εξουσία σ’ ένα προτσές που να οδηγήσει βαθμιαία στην εξάλειψη όλων των διαφορών στο εσωτερικό του εργοστάσιου. Να μερικά παραδείγματα των δυσκολιών και των αποτυχιών που καταγράφηκαν. Το 1958, ο Μάο Τσε Τουγκ στη μεγάλη κινητοποίηση που έγινε γύρω από το «Μεγάλο Αλμα» προσπάθησε να υποκινήσει ένα κίνημα πάλης ενάντια στο εκπαιδευτικό σύστημα όπου ασκείται «η κυριαρχία των αστών ειδικών». Βασικά, η καθοδηγητική αυτή εντολή δεν είχε αποτελέσματα. Αυτή η «αποτυχία» σήμερα καταλογίζεται στη γραμμή Λιού Σαο-Σι που κυριαρχούσε τότε. Αλλά και κει όπου επιχειρήθηκαν τέτοια πειράματα δεν είχαν επιτυχία.' Έτσι ο Γιάο Βεν-Γιουάν στη διάρκεια μιας «κουβέντας» που έγινε το 1971 με τους κυριότερους υπεύθυνους της Σαγκάης, για να κάνουν τον απολογισμό της επανά στασης στην εκπαίδευση και να την αναζωογονήσουν, θύμισε την πεί ρα του 1958. Τότε επιχειρήθηκε να διαμορφωθούν τεχνικοί από τις εργατικές γραμμές. Το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, εξήγησε, οι εργάτες - τεχνικοί σε συνέχεια συμπεριφέρονταν σαν χυδαίοι «αστοί ειδικοί». Η αιτία βρισκόταν στο ότι ο τόνος δόθηκε σχεδόν αποκλειστι κά στην τεχνική συγκρότηση μονάχα, ενώ ακόμα η οργάνωση εργα σίας στα εργοστάσια δεν είχε τροποποιηθεί, οι νέοι τεχνικοί έτσι πήραν μονάχα τη θέση των παλιών, ή ενώθηκαν μαζί τους, δίχως όμως να προχωρήσει ούτε κατά ένα πόντο η επαναστατικοποίηση των παραγω γικών σχέσεων. Σήμερα, ακόμα, αναφέρουν αυτοί που πήραν μέρος στη συζήτηση, μια από τις δυσκολίες που πρέπει να υπερνικηθεί, έγκει ται στην ιδεολογία πολλών εργατών που θεωρούν τους εαυτούς τους σαν «επαναστάτες από γεννησιμιού τους», δυστροπούν μπροστά στη σύνδεση θεωρίας / πράξης με το πρόσχημα πως «για την πράξη έχουμε κάνει αρκετά στο εργαστήρι», εκδηλώνοντας έτσι μια ορισμένη μη κατανόηση για τους στόχους της επανάστασης που διεξάγεται. Αυτά τα μικρά γεγονότα αναφέρονται με το σκοπό μονάχα να δειχθεί πως τα 225
πράγματα δεν είναι απλά και χρειάζεται για να προωθηθούν μια πολύ μεγάλη επαγρύπνηση. Το παν/μιο 21 Ιούλη του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών της Σαγκάης που επισκεφτήκαμε δίνει ένα πετυχημένο παράδειγμα και έχει δώσει αυτό που αποτελεί «μοντέλο» για ολόκληρη την Κίνα. «να καταλάβουμε με έφοδο τα οχυρά της επιστήμης και της τεχνικής»: το παράδειγμα του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών της Σαγκάης Εδώ η πάλη «στο μέτωπο της τεχνικής» άρχισε πολύ γρήγορα και οι σημερινές επιτυχίες δεν «έπεσαν από τον ουρανό», προετοιμάστηκαν από πολλές πρωτοβουλίες που προωθήθηκαν από την Απελευθέρωση. Για να σταθούμε στην ουσία, πρέπει να διακρίνουμε τουλάχιστον δυο μεγάλες περιόδους. Από το 1953 μέχρι το 1965, εκπαιδεύτηκαν 250 εργάτες για να γί νουν τεχνικοί (σ’ ένα σύνολο 600, δηλαδή 40%). Χρησιμοποιήθηκαν πολλές μέθοδες. α) Πρώτα απ’ όλα δημιουργήθηκε μια «ερασιτεχνική σχολή», όπου έξω από τις εργάσιμες ώρες οι εργάτες πήγαιναν να ασκηθούν σε δύ σκολα μονταρίσματα και χειρισμούς και με τη βοήθεια τεχνικών και στελεχών του εργοστάσιου, τελειοποιούνταν στη μελέτη αυτής ή της άλλης αγωγής. Φαίνεται πως αυτό το σύστημα έδωσε καλά αποτελέ σματα, αφού σήμερα ακόμα υπάρχει μια ερασιτεχνική σχολή αυτού του είδους. β) Μια δεύτερη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε συνίσταται στην αποστολή έμπορων εργατών στα τεχνικά γραφεία του εργοστάσιου. Εκεί, πάνω στη δουλειά, μαζί με καταρτισμένους τεχνικούς συνδύασαν προγράμματα μελετών και έρευνες για τεχνικές καινοτομίες. Προεκτεί νοντας αυτή τη συγκρότηση με συμπληρωματικές μελέτες με τη βοή θεια ήδη καταρτισμένων τεχνικών, προοδέυσαν σύντομα για να γίνουν τεχνικοί ολοκληρωτικά. γ) Η τρίτη μέθοδος ήταν πιο κλασσική: οργάνωναν επιτόπου επι μορφωτικά μαθήματα για εργάτες, που ολοκληρώνονταν, όταν απαιτούνταν, με μαθήματα που γίνονταν σε διάφορες τεχνικές σχολές της περιφέρειας όπου στέλνονταν εργάτες που τα είχαν ανάγκη. Τα πράγματα βρίσκονταν εκεί όταν το 1966 αναπτύχθηκε η Πολιτι στική Επανάσταση. Εδώ, όπως κι αλλού, έφερε βαθιές αλλαγές. Στον τομέα που μας απασχολεί εδώ, στη διαμόρφωση τεχνικών, μπορούμε 226
να πούμε πως η κυριότερη αλλαγή έγινε με τη δημιουργία ενός πραγ ματικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος νέου τύπου: ενός «εργοστα σιακού παν/μιου», που σαν συνέπεια της καθοδηγητικής εντολής της 21 Ιούλη 1968 θα πάρει τη θέση που γνωρίζουμε στην επανάσταση στην εκπαίδευση. Τρία κύρια στοιχεία το χαρακτηρίζουν: η στρατολο γία, η φύση και οι τρόποι της εκπαίδευσης, η σύνθεση του «διδακτικού σώματος». α. Η στρατολογία Από δω κι εμπρός οι σπουδαστές του παν/μιου της 21 Ιούλη (που το τονίζουμε διευθύνεται από το εργοστάσιο και εξαρτιέται απ’ αυτό) επι λέγονται ανάμεσα στους εργάτες του εργοστάσιου ή άλλων εργοστα σίων του ίδιου τύπου. Ήδη έχουν στρατολογηθεί και εκπαιδευτεί τρεις σειρές. Η πρώτη αποτελούνταν από 52 εργάτες του εργοστάσιου. Η μέση ηλικία τους ήταν 29 χρόνια, η αρχαιότητα 12 χρόνια. Η δεύτερη αποτελούνταν από 98 εργάτες (από τους οποίους 58 από το ίδιο το εργοστάσιο και 40 από άλλα εργοστάσια). Η μέση αρχαιότητα και η μέση ηλικία ήταν χαμηλότερες και οι δυο: αντίστοιχα 8 και 27 χρόνια. Η τρίτη αποτελούνταν από 109 εργάτες από τους οποίους 60 από άλλα εργοστάσια της Σαγκάης: μέση ηλικία 26 χρόνια, αρχαιότητα 7 χρό νια. Όμως δεν πιστεύεται πως έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα. Έτσι «ορισμένα εργαστήρια του εργοστάσιου δεν είναι διατεθειμένα να αφήσουν ι<α φύγουν οι άνθρωποί τους που αποτελούν το σκελετό τους. Έχουν ένα παρτικιουλαρίστικο πνεύμα»2. Επομένως βλέπουμε πως η πάλη σ’ αυτό τον τομέα όπως και στους άλλους συνεχίζεται. Όμως αυτό δεν παρεμπόδισε να επιτευχθούν προόδοι αφού στη διάρκεια της ΜΠΠΕ σαρώθηκε το παράλογο σύστημα «ένα για έναν». Ο «συνδυα σμός ένας για έναν (ένας εργάτης εξυπηρετεί έναν τεχνικό)... σήμαινε πως “ο ρόλος του μηχανικού είναι να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του και ο ρόλος του εργάτη να χρησιμοποιεί τα χέρια του”, “ο ρόλος του μηχανικού είναι να δίνει ιδέες, ο ρόλος του εργάτη να τις πραγματο ποιεί”». Σαρώθηκε η αρχαία, χιλιόχρονη αντίληψη σύμφωνα με την οποία «αυτοί που παρέχουν πνευματική προσπάθεια είναι οι κυβερνή τες και εκείνοι που χρησιμοποιούν τα χέρια τους είναι οι κύβερνώμενοι». Αυτό το μικρό κείμενο δείχνει ταυτόχρονα την αυστηρότητα και το βάθος της κριτικής που αναπτύχθηκε. Για να μην αναπαραχθεί η 2. Βλέπε το 'Συζητήσεις·, όπου έχω ήδη αναφερθεί: Luttons pour V etablissement d'une universite scienttfique et technique modeme el socialiste, Ed. Pekin, σ. 72.
227
προηγούμενη κατάσταση έχουν παρθεί εγγυήσεις, που οι πιο σημαντι κές αφορούν τη νέα αντίληψη για την εκπαίδευση. β. Μια νέου τύπου εκπαίδευση Η διαφορά με το παλιό σύστημα είναι τουλάχιστο σε δύο σημεία. Πρόκειται για τη διδασκόμενη ύλη και για τους τρόπους λειτουργίας του δεσμού ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Για να κατανοηθεί η εμβέλειά τους, πρέπει να μην ξεχνιέται, πιστεύω, πως η εκπαίδευση που προορίζεται για εργάτες δεν αποβλέπει μονάχα να τους κάνει ικα νούς τεχνικούς, αλλά επίσης και κύρια να τους επιτρέψει να ασκήσουν μια νέου προλεταριακού τύπου εξουσία στον τομέα της διαχείρισης και της τεχνικής έρευνας. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται να αντικατασταθούν ο.ι ειδικοί με ειδικούς, αλλά να γίνει δυνατό, συντρίβοντας το μονοπώλιο που ασκούν μια χούφτα «ειδικοί», να δημιουργηθούν εγγυήσεις για τη δημοκρατία και την πρωτοβουλία των «μαζών» στο εργοστάσιο σε όλους τους τομείς. Ας έρθουμε ύστερα απ’ αυτά στους μετασχηματισμούς. —Η νέα ύλη διδασκαλίας. Έχει καταρτιστεί ξεκινώντας από το γενι κό πρόγραμμα του παν/μιου: «Σχεδιασμός και κατασκευή διορθωτικών μηχανών ακρίβειας». Τα «κλασσικά» εγχειρίδια της μηχανικής, δυναμι κής, κινητικής, ηλεκτρισμού κλπ. υπάρχουν και είναι βέβαια διαθέσι μα. Αλλά δεν ξεκινούν απ’ αυτά. Μικτές ομάδες εργατών - τεχνικών έχουν επιφορτισθεί με έρευνα και συζήτηση με έμπειρους και παλαίμα χους εργάτες για να εντοπίζουν και να συγκεντρώνουν στα «διδακτικά υλικά» περισσότερο ή λιγότερο προσωρινά ομοιογενή σύνολα δεδομένων και προβλημάτων. Το σημαντικό σημείο είναι εδώ πως, σύμφωνα με το γενικό πρόγραμμα του παν/μιου, τα «θεωρητικά» προ βλήματα σχεδιασμού δεν διαχωρίζονται από τα «πραχτικά» της κατα σκευής. Εδώ, όπως στο εργοστασιακό παν/μιο των ορυχείων του Κεϊλουάν, επινοούν με αυτή τη μέθοδο —έστω και σε σπέρμα ακόμα —νέα ύλη διδασκαλίας που υπακούει σε μια άλλη ταξινόμηση απ’ αυτή που παραδοσιακά έχει κληροδοτηθεί από τη Δύση. Ας μη βιαστούμε να δού με εδώ το αποτέλεσμα ενός «μαστορέματος» που προκύπτει από μια εμπειρική ή παραγωγίστικη έννοια της γνώσης. Ο Γιάο Βεν-Γιουάν, σαν πολιτικός ηγέτης βέβαια, αλλά και σαν φιλόσοφος (η αρχική του «κατάρτιση») τοποθετεί τα πράγματα με ακρίβεια: «Το ξεκίνημα από την πράξη για τη σύνταξη νέων εκπαιδευτικών υλικών και την καθιέρωση νέων αγωγών, αποτελεί μια μεγάλη δημιουργία της ΜΠΠΕ» (Συζητήσεις... σ. 62). Ανεξάρτητα απ’ αυτό το «αποτέλεσμα», που ο καθένας μπορεί να μετρήσει τη σημασία του, θα πρέπει να υπογραμμι 228
στεί το γεγονός πως, «το ξεκίνημα από την πράξη» εγγυάται τη συμμε τοχή και την πρωτοβουλία των απλών εργατών στους μετασχηματι σμούς που πραγματοποιούνται. Κι επομένως για τη δυνατότητα άσκη σης ενός ορισμένου ελέγχου στους εκπαιδευμένους τεχνικούς. Αυτό συμπληρώνεται με: —Τους τρόπους λειτουργίας του δεσμού θεωρίας - πράξης. Στο παλιό σύστημα εκπαίδευσης που κυριαρχούσε στο σύνολο της Κίνας (όπως σήμερα ακόμα στη Γαλλία... π.χ.) πίστευαν πως ήταν αναπόφευκτο το πέρασμα από τρία στάδια: 1. βασική εκπαίδευση, 2. συμπληρωματική θεωρητική διδασκαλία, 3. εξειδίκευση. Αυτές οι τρεις φάσεις τώρα έχουν «σπάσει» σε 4 περίοδες. 1η περίοδος: συγκέντρωση και μελέτη των πρώτων εκπαιδευτικών υλικών· ο τόνος τίθεται στη θεωρητική μελέτη και στις βασικές επαγγελματικές τεχνικές. Κι αυτά για μια διάρ κεια 8-9 μηνών. 2η περίοδος: «Να μάθουμε να κάνουμε τον πόλεμο πολεμώντας». Οι σπουδαστές βγαίνουν από τη σχολή και γυρίζουν πά λι στα εργαστήρια. Ενσωματώνονται στις ομάδες που υπάρχουν της «τριπλής ένωσης για την τεχνική ανανέωση» και συμβάλουν άμεσα στην προώθηση των προγραμμάτων και των ερευνών που βρίσκονται σε πορεία και τούτο — επιμένουν οι συνομιλητές μας — μέχρι την κατασκευή. Στη διάρκεια αυτής της περίοδου οι καθηγητές συνεχίζουν τη διδασκαλία τους —αλλά επιτόπου και σε συνάρτηση με τις δυσκο λίες που συναντιούνται. Η 3η περίοδος είναι αφιερωμένη σ’ ένα νέο άλμα στη γνώση. Νέα θεωρητική μελέτη για να λυθούν τα προβλήματα που έμειναν εκκρεμή. Η 4η περίοδος τέλος είναι αφιερωμένη πάλι στην πράξη. Αλλά σ’ αυτό το επίπεδο οι εργάτες - τεχνικοί είναι ικανοί να αναλύουν τα προβλήματα με ανεξάρτητο τρόπο. Συμμετέχουν στις εργασίες σχεδιασμού και κατασκευής των πιο περίπλοκων μηχανών. ·/ το διδακτικό σώμα Έχει υποστεί αλλαγές στο βαθμό των μετασχηματισμών που πραγ ματοποιούνται. Αποτελείται από 22 μόνιμα μέλη και προέρχεται από τρεις πηγές: 8 είναι εργάτες και τεχνικοί του ίδιου του εργοστάσιου (2 έμπειροι εργάτες + 6 εργάτες - τεχνικοί που καταρτίστηκαν επιτόπου)· 4 προέρχονται από τις τεχνικές σχολές της Σαγκάης και οι 10 τελευ ταίοι ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό διάφορων κρατικών παν/μιων. Αλλά δεν πρέπει να θεωρείται σαν ένα «επαγγελματικό» διδακτικό σώμα. Αδιάκοπα προστίθενται έμπειροι εργάτες ή τεχνικοί του εργοστάσιου που δίνουν ένα μάθημα, εκτελούν μια άσκηση, προ λαβαίνουν μια δυσκολία ή λύνουν ένα πρόβλημα. Κι εδώ ακόμα προ στατεύονται ενάντια σ’ ένα ενδεχόμενο κλείσιμο της ομάδας στον εαυ 229
τό της, επιδιώκοντας τη συμμετοχή της στις εργασίες του εργοστά σιου, όπου η «εξειδίκευσή» της ελέγχεται και κοινωνικοποιείται. Έτσι πραγματοποιήθηκαν μεγάλες πρόοδες. Ας κρίνουμε: «Άλλοτε πολλοί ερευνητές... σημείωναν στα σημειωματάριά τους τα θεωρητικά δεδομέ να που θεωρούσαν σαν μια προσωπική «μικρή περιουσία» τους. Τώρα, τα συγκεντρώνουν οι ίδιοι σε φυλλάδια για να τα μοιράζουν σε όλους, σαν τεκμηρίωση». Σ’ αυτού του είδους τους δείκτες αναμφισβήτητα μετριέται η πραγματικότητα και η σημασία των αλλαγών που πραγμα τοποιούνται. Τώρα, ίσως καταλαβαίνουμε καλύτερα την απόσταση που δια δέχτηκε σε σχέση με τις παλιές μέθοδες. Στο παν/μιο Μπεί'ντα του Πεκίνου το παλιό σύστημα μας παρουσιάστηκε πως χαρακτηρίζονταν «από τρία κέντρα: ο καθηγητής, τα μαθήματα, το βιβλίο». Αυτά τα τρία κέντρα οδηγούσαν σε μια εκπαίδευση με «κλειστές πόρτες», στο σκοτά δι των κλειστών παραθυρόφυλλων και μιας άπιαστης γνώσης, περιτυλιγμένης μαλακά στις σελίδες των βιβλίων. Οι σπουδές γινόντουσαν «από έννοια σε έννοια και από βιβλίο σε βιβλίο, χωρίς να ξέρουμε πως δουλεύουν οι εργάτες, πως καλλιεργούν οι αγρότες και πως κυκλοφο ρούν τα εμπορεύματα». Με δυο λόγια, η εκπαίδευση που στηρίζονταν στα τρία κέντρα οδηγούσε σε «τρεις χωρισμούς». «Χωρισμός με την παραγωγική εργασία, με τις εργατικές και αγροτικές μάζες και χωρι σμός με την προλεταριακή πολιτική για τη σταθεροποίηση της επανά στασης. Χοντρικά η εκπαίδευση ήταν μια εκπαίδευση που γινόταν από την αστική τάξη για να διαμορφώσει τους συνεχιστές της. Οι τελευ ταίοι, όταν έβγαιναν από το παν/μιο, προωθούνταν σε υπεύθυνες θέ σεις και διαθέτανε όλες τις πιθανότητες για να φέρουν ή να σταθερο ποιήσουν — όχι αναγκαστικά με συνειδητό τρόπο — τις. τεχνικές της αστικής διαχείρισης και διεύθυνσης. Αυτό είναι που οι Κινέζοι ονόμα ζαν «καπιταλιστικό δρόμο». Έχουν άδικο; Ό λα αυτά δεν πρέπει να μας κάνουν να πιστέψουμε πως τα «εργο στασιακά παν/μια» αναπτύχθηκαν από μόνα τους. Σαν απόδειξη ανα φέρουμε μια συζήτηση με έναν από τους οδηγούς μας στη Σαγκάη, σε άσκηση τελειοποίησης των γαλλικών μαζί μας και που κατά τύχη ασχολούνταν ακριβώς με την προώθηση... των εργοστασιακών παν/μιων. Η προώθηση των εργοστασιακών παν/μιων στο δήμο της Σαγκάης Ο δήμος της Σαγκάης, για να υποστηρίξει την ανάπτυξη εργοστα 230
σιακών παν/μιων, δημιούργησε «γραφεία». Η συνομιλήτρια μου. διπλωματούχος του παν/μιου του Πεκίνου, αφού εργάστηκε τρία χρό νια σε ένα εργοστάσιο μηχανών έχει τοποθετηθεί από τη δημιουργία του σ’ ένα απ’ αυτά τα γραφεία: στην περίπτωση αυτή πρόκειται για το «Γραφείο Μηχανικών Κατασκευών», που συνδέεται με το δήμο της Σαγκάης. Αυτό δημιουργήθηκε το 1974, αποτελείται από μια μικρή ομάδα και διαθέτει πολύ λίγα υλικά μέσα. Λένε πως η λειτουργία του είναι καταρχήν πολιτική. Τι πρέπει να καταλάβουμε μ’ αυτό; «Το καθήκον μας - εξηγεί η Σιου - είναι να προωθήσουμε τα εργοστασια κά παν/μια, να υποκινούμε τη δημιουργία τους, να τα βοηθάμε να αρχίσουν να λειτουργούν και να φροντίζουμε να παίρνουν σωστό προ σανατολισμό». Πώς προωθούνται πραχτικά τέτοιοι στόχοι; «Προχω ρούμε σε μια πρώτη εξέταση των εργοστάσιων που εξαρτιούνται από το γραφείο μας (αυτά της κατασκευής μηχανών). Θεωρούμε πως σαράντα απ’ αυτά πρέπει να δημιουργήσουν εργοστασιακά παν/μια. «Η κυριότερη μέθοδος που χρησιμοποιούμε για να υποκινήσουμε τη δημιουργία τους, συνίσταται στην οργάνωση συσκέψεων με τα στελέ χη των εργοστασίων για τα οποία πρόκειται. Συμβαίνει συχνά να σκον τάφτουμε σε μια μη κατανόηση της πολιτικής σημασίας των εργοστα σιακών παν/μιων και του ρόλου τους στην ενίσχυση της διχτατορίας του προλεταριάτου. Ορισμένα στελέχη δηλώνουν πως η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά πως οι εξαναγκασμοί της παραγωγής για την πραγματοποίηση του σχέδιου είναι βαρύτατοι για να μπορέσουν να αφιερωθούν σε καθήκοντα εκπαίδευσης. Άλλοι πιστεύουν πως κατα νοούν ότι η διαμόρφωση τεχνικών από τις γραμμές των εργατών έχει σαν σκοπό τη διαμόρφωση τεχνικών με πιο οικονομικό τρόπο και δεν βλέπουν πάντα την πολιτική — ταξική —ουσία αυτής της πρωτοβου λίας. Άλλοι ζητούν συμπληρωματικά μέσα, ιδιαίτερα καθηγητές κι αυτό δεν γίνεται, γιατί τα εργοστάσια πρέπει να εφαρμόζουν την αρχή της «στήριξης στις δικές τους δυνάμεις». Μπροστά σ’ αυτή την κατά σταση οργανώνονται συσκέψεις όπου προχωρούμε από κοινού στη μελέτη των προβλημάτων. «Μελετιούνται ιδιαίτερα οι καθοδηγητικές εντολές του πρόεδρου Μάο σχετικά με την επανάσταση στην εκπαίδευση. Η έμφαση μπαίνει στο γεγονός πως αυτή η επανάσταση πρέπει να υποβοηθά πριν απ’ όλα την άσκηση της διχτατορίας του προλεταριάτου στον τομέα της τεχνι κής και πως αυτό το σημείο πρέπει να οδηγεί τη δουλειά του μετασχη ματισμού». Η Σιου επιμένει: «η πάλη ανάμεσα σε δυο δρόμους συνεχί ζεται στον εκπαιδευτικό τομέα» και αντιλαμβάνομαι πως οι καθοδηγη τικές εντολές του Μάο μπορεί να ερμηνεύονται με μια ρεφορμιστική 231
έννοια, πράγμα που η Σιου και οι σύντροφοί της, προσπαθούν με τη μελέτη να πολεμήσουν. Η Σιου συνεχίζει: «Όταν τα πράγματα είναι καθαρότερα και τα στελέχη έχουν κατανοήσει τη σημασία της δη μιουργίας εργοστασιακών παν/μιων, οργανώνονται συσκέψεις σε διά φορες βαθμίδες για την κινητοποίηση των εργατών και ώστε να παίρ νουν στα χέρια τους και να μπαίνει κάτω από τον έλεγχό τους «η δημιουργία εργοστασιακών παν/μιων». Η Σιου αλλάζει τον τόνο για να μου αναφέρει ορισμένες εμπειρίες που συσσωρεύτηκαν στην πορεία αυτής της εργασίας. «Γενικά οι εργάτες είναι ενθουσιασμένοι από την αναγγελία της δημιουργίας ενός πανεπιστήμιου που θα είναι δικό τους. Όταν τα στελέχη δυσανασχετούν ακόμα για τους εξαναγκασμούς του πλάνου ή για την έλλειψη μέσων, βλέπουμε τους ηλικιωμένους εργά τες να δηλώνουν πως είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν περισσότερο, να κάνουν τη δουλειά των νέων για να μπορέσουν οι τελευταίοι να πά νε στο παν/μιο. Όλοι φέρνουν από τα σπίτια τους τραπέζια, χαρτί και κάθε είδους πράγματα για να αρχίσει δίχως καθυστέρηση και η οικοδό μηση της “σχολής”». Και σ’ αυτή τη χώρα των λειτουργικών παραδό σεων που είναι ακόμα η Κίνα, οι εργάτες με συμβολικό τρόπο προβαί νουν στην κατάθεση της πρώτης πέτρας σαν να επικυρώνουν την επι λογή για το μέλλον και να κάνουν αδύνατη την επιστροφή προς τα πί σω και την εγκατάλειψη του σχέδιου. «Όταν οι μάζες παίρνουν στα χέ ρια τους το πρόβλημα, οι δυσανασχετήσεις των στελεχών σαρώνονται και οι δυσκολίες μπορούν να λύνονται μια - μια. Το καθήκον μας συνίσταται τότε να βοηθήσουμε το εργοστάσιο να βρει το απαραίτητο διδα κτικό προσωπικό. Για να γίνει αυτό οργανώνουμε συναντήσεις ανάμε σα σε διάφορα εργοστάσια που βάζουν κάτω τις εμπειρίες τους και τα μέσα τους. Το άλφα εργοστάσιο αποδεσμεύει για την εκπαίδευση δυο τεχνικούς - μηχανικούς, το βήτα εργοστάσιο ηλεκτρολόγους κλπ, μέ χρι που να συγκροτηθεί ολόκληρο το διδακτικό σώμα. Πέρα απ’ αυτές τις ανταλλαγές, αν χρειαστεί θα ερχόμαστε σε επαφή με τις ανώτατες τεχνικές σχολές μας και τα παν/μια που παρέχουν συμπληρωματικό διδακτικό προσωπικό ή και υλικά πειραματισμού». Αυτό το πρόβλημα του διδακτικού προσωπικού φαίνεται να έχει τεθεί με μεγαλύτερη οξύ τητα από το «Γραφείο» της συντρόφισσας Σιου αφού από την πλευρά του δημιούργησε το 1975 ένα «κεντρικό» εργοστασιακό παν/μιο — σχε διασμένο στη βάση της ίδιας αρχής με τα τοπικά —και που η λειτουρ γία του είναι να εκπαιδεύει εργάτες - τεχνικούς που θα χρησιμεύσουν κύρια σαν διδάσκοντες στα νέα εργοστασιακά παν/μια. «Όμως δεν σταματάει εδώ η δουλειά. Περιοδικά — ή με αίτηση — οργανώνονται συσκέψεις απολογισμού για να εξασφαλίζεται πως το παν/μιο προχω232
pei στο σωστό δρόμο. Το κυριότερο καθήκον μας είναι - συμπεραίνει η Σιου —σε κάθε στάδιο να ανιχνεύουμε και να εντοπίζουμε τους «δυο δρόμους» που μπορεί να πάρει το παν/μιο και να κινητοποιούμε τους εργάτες για να αγωνίζονται ενάντια σε κάθε γραφειοκρατική ή ρεφορ μιστική τάση που θα μπορούσε να εκδηλωθεί». Μια τελευταία διευκρίνιση που δίνη το μέτρο των πραγμάτων: το 1974 στη Σαγκάη υπήρχαν 240 εργοστασιακά παν/μια! Τα εργοστασιακά παν/μια και η εκπαίδευση με «ανοιχτές πόρτες» Μέχρι τώρα μίλησα για τα εργοστασιακά παν/μια, γιατί πρόκηται για ένα νέο φαινόμενο κι ακόμα γιατί εδώ η επανάσταση στην εκπαί δευση παίρνει, κατά την άποψή μου, όλη της την έννοια. Όμως πρέπει να πω λίγες λέξεις και για την επανάσταση στα άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα για να φανεί καλύτερα ο δεσμός ανάμεσα στην προώθηση των εργοστασιακών παν/μιων και στο υπόλοιπο εκπαιδευτικό σύστη μα. Ο δεσμός αυτός αποτελείται απ’ αυτό που οι Κινέζοι ονομάζουν εκπαίδευση «με ανοιχτές πόρτες» και που γι’ αυτό έχω πει λίγα πράγ ματα. Περί τίνος πρόκηται; Για το σκοπό της καταπολέμησης του «αστικού» συστήματος των τριών κέντρων και των τριών χωρισμών, οικοδομούν συστηματικά μια εκπαίδευση που στηρίζεται στο άνοιγμα προς την κοινωνία και στην επιτόπου μελέτη. Ο αριθμός των καθαρά «θεωρητικών» μαθημάτων έχη μηωθεί στον ελάχιστα αναγκαίο, το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης γίνεται σε περιορισμένες ομάδες εργασίας (μια δωδεκάδα άτομα) που βαθαίνουν τις γνώσεις τους προ σπαθώντας να λύσουν πραχτικά προβλήματα. Για να γίνεται αυτό έχουν αποκατασταθεί σχέσης εργασίας με εργοστάσια, αγροτικές ταξιαρχίες και διάφορα γραφεία εμπορίου, σχεδιοποίησης, υγιηνής κλπ. Εφαρμόζεται το διπλό σύστημα *πρόσκληση και έξοδος». Καθώς από την πλευρά τους τα εργοστασιακά παν/μια εφαρμόζουν επίσης αυτό το σύστημα, φανταζόμαστε την τροπή που μπορεί να πάρη η εκπαίδευση. Πρέπει να σημηώσουμε πως, όταν οι φοιτητές πηγαίνουν σ’ ένα εργοστάσιο δεν πηγαίνουν μονάχα για να «μάθουν από τους εργάτες», αλλά επίσης, για να διδάξουν, να συνεργαστούν στα προ γράμματα έρευνας και τεχνικών καινοτομιών. Με δυο λόγια, αποκαθίσταται μια πραγματική ανταλλαγή, που βασίζεται στην από κοινού μελέτη των προβλημάτων. Αυτό το σύστημα ισχύει τόσο για τα τεχνι κά και επιστημονικά παν/μια όσο και για εκείνα των κοινωνικών επι στημών. Θέλετε παραδείγματα; 233
—Η Φυσικομαθηματική Σχολή του Μ πείηα δημιούργησε 7 εργοστά σια και 27 εργαστήρια που διευθύνονται απ' αυτήν. Επιπλέον, έχει αποκαταστήσει σχέσεις με 65 εργοστάσια της πόλης. Το Σασμολογικό Τμήμα της Σχολής Γεωφυσικής με την ευκαιρία ενός σεισμού στο Γιαονίγκ πήγε επιτόπου και συμμετέχοντας στην παροχή περίθαλψης, προέβηκε στην καταγραφή και στη μελέτη των τελευταίων σεισμών. Γενικά, η θεωρητική μελέτη μιας πειθαρχίας διεξάγεται σε σύνδεση με ένα ή πολλά εργοστάσια που κατασκευάζουν προϊόντα - τύπους που απορρέουν από την εφαρμογή αυτής της πειθαρχίας στην παραγωγή. Οι φοιτητές πηγαίνουν στα εργοστάσια αυτά για να πάρουν μέρος στην παραγωγική εργασία και συμμετέχουν στις τεχνικές καινοτομίες. —Στα τμήματα κοινωνικών επιστημών η πολιτική είναι «να παίρνουμε την κοινωνία σαν εργοστάσιο». (Οι Κινέζοι λένε επίσης σαν «εργαστή ριο»). Έτσι οι σπουδαστές της οικονομίας, ύστερα από την εξαπόλυση της εκστρατείας για τη μελέτη του αστικού δίκαιου, πήγαν στο χωριό να κάνουν μια έρευνα για την ελεύθερη αγορά. Άλλοι συμμετέχουν στις τιμολογήσεις με τα γραφεία σχεδιοποίησης που είναι επιφορτισμέ να γι’ αυτά τα προβλήματα. Οι σπουδαστές των κλασσικών σπουδών κάνουν έρευνες στους παλαίμαχους αγρότες και εργάτες σχετικά με την πραχτική λειτουργία της κομφουκιανής ιδεολογίας: θέση και ρό λος της γυναίκας, αρχές και τρόποι διαπαιδαγώγησης των παιδιών... κλπ. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Με την αντίστροφη έννοια οι εργάτες και οι αγρότες πηγαίνουν στα παν/μια μαζικά για να ακολου θήσουν επιμορφωτικά προγράμματα σε καθορισμένα θέματα, είτε κατά μικρές ομάδες, για να μελετήσουν με τους φοιτητές και τους καθηγητές αυτό ή το άλλο πρόβλημα που συζητιέται στο εργοστάσιο. Έτσι το παν/μιο γίνεται ένα είδος «βάσης», ένα μετόπισθεν στη διά θεση των εργατών και αγροτών και ένα είδος φάμπρικας- φυτώριο «τεχνικών νέου τύπου». Να, απλουστεύοντας, η πραγματική σημασία και το αντικείμενο της σημερινής πάλης για την επανάσταση στην εκπαίδευση. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, ξεκινώντας από την εκπαί δευση και την κατάρτιση, είναι τελικά το πρόβλημα του χωρισμού και της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και την χειρωναχτική εργασία. Το πρόβλημα χτυπιέται στη ρίζα του: ποιος σπουδάζει για να γίνει «διανοούμενος»; Η προσπάθεια συνίσταται από το ένα μέρος στην μετατόπιση του κέντρου βαρύτητας των «επωφελούμενων» προς τους ίδιους τους εργάτες και αγρότες (και όχι πια μονάχα στα παιδιά τους)· και από το άλλο μέρος στο να πετύχουν ώστε οι νέοι που επωφελούν ται από τις σπουδές να το μπορούν μόνο μετά από μια περίοδο 3 χρό νων κοντά στους εργάτες και αγρότες, περίοδο στην οποία έχουν όλο 234
το χρόνο να σκεφτούν για τις κλίσεις τους, τις πραγματικές ανάγκες της Κίνας — και τούτο δεν έχει τη μικρότερη σημασία - τους όρους ζωής και δουλειάς των μαζών των Κινέζων. Ακόμα οι αγρότες έχουν πλατιά το χρόνο να αξιολογήσουν τις αρετές των νέων, τις ικανότητές τους και τη θέλησή τους να συγχωνευτούν μαζί τους για να συνεχίσουν την επανάσταση. Θα ειπωθεί βέβαια πως πρόκειται για ταξική επιλογή. Η αστική τάξη στρατολογεί τα στελέχη της στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών, η Κίνα στρατολογεί τα δικά της στα χωράφια. Δεν πρέπει να απορούμε πως τα κριτήρια δεν είναι τα ίδια! —Η φύση της εκπαίδευσης. Εδώ ακόμα το δυναμικό που έχει εγκαθιδρυθεί (ο δεσμός θεωρίας - πράξης, ξεκινώντας από την πράξη, η ανα ζήτηση νέου εκπαιδευτικού υλικού, το γεγονός πως «ανεβαίνουν οι εργάτες στην έδρα» - η διατύπωση είναι κινέζικη-!...) αποβλέπει όχι μονάχα στην «αξιοποίηση» της εργατικής γνώσης και στο να παίρνεται ολοκληρωτικά υπόψη, αλλά επίσης στο βαθύ μετασχηματισμό του «διανοούμενου» για να γίνει ένας εργαζόμενος με τον ίδιο τρόπο όπως οι άλλοι και η «γνώση» του να μην τον τοποθετεί μακρυά και πάνω από τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων της παραγωγικής του μονάδας. Έτσι πασχίζουν με μια δουλειά σε βάθος και παρατεταμένης διάρ κειας να εξαλείψουν προοδευτικά την απόσταση ανάμεσα στην χειρωναχτική εργασία και την πνευματική εργασία. Όμως όλες οι εγγυήσεις που παίρνονται σχετικά με τη συγκρότηση και που καταγράφηκαν σε συντομία, δεν αποτελούν παρά μονάχα ένα μέρος του μεγάλου στρατη γικού σχεδίου που έχει μπει σε εφαρμογή για τον περιορισμό των «τριών αποστάσεων». Γιατί όπως έχει ειπωθεί και εδώ είναι ο τόπος να το θυμίσουμε, αν η επανάσταση στο σύστημα εκπαίδευσης δεν συνο δευτεί από μια επανάσταση στις παραγωγικές σχέσεις και στον καταμε ρισμό εργασίας στο εσωτερικό των παραγωγικών μονάδων, σ’ ένα διά στημα αναμφισβήτητα όλες αυτές οι προσπάθειες θα καταλήξουν σε αποτυχία. Αυτή τη δεύτερη πλευρά, συμπλήρωμα της πρώτης, θα παρουσιάσουμε τώρα στις βασικές της γραμμές.
2. Σχετικά με μερικές τροποποιήσεις στην οργάνωση της βιομηχανικής εργασίας: Η πάλη για την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων
235
1. Η σημασία του προβλήματος Μπορούμε να διατυπώσουμε το πρόβλημα με απλό τρόπο, λέγοντας πως το πρόβλημα δεν συνίσταται μονάχα στη διαμόρφωση τεχνικών εργατών· αλλά, όπως το υποδείχνει καθαρά ο Γιάο Βεν-Γιουάν, στο να πετύχουν ώστε η εργατική τάξη «να ασκεί την ηγεσία της στα πάντα», ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνικής που μας απασχολεί εδώ. Γιατί, σ’ αυτό ας μην υπάρχει αμφιβολία, η αλλαγή της κοινωνικής προέλευσης των τεχνικών δεν εγγυάται από μόνη της τη συνέχιση της επανάστα σης και την άσκηση της διχτατορίας του προλεταριάτου στον τομέα της τεχνικής. Επίσης η λύση αυτής της δυσκολίας έχει πρωταρχική σημασία, «δυσκολία» που υπάρχει ένας μεγάλος πειρασμός να την ονο μάσουμε... ρεβιζιονιστική. Ένα παράδειγμα: Στις χώρες σας πόσοι παλιοί εργάτες εμφανίζονται τώρα σαν εργοδηγοί, αρχιεργάτες ή επικε φαλής εργαστηρίων; Αν το σκεφτούμε έτσι, συμβάλουν ή όχι στην εφαρμογή και τήρηση της εργοδοτικής πολιτικής; Η απάντηση είναι καθαρή: συμβάλουν ώστε να εφαρμόζεται περισσότερο· με τη στενή γνώση που έχουν για τη βιομηχανική εργασία και τις αντιστάσεις που μπορεί να αντιπαραθέσει η εργατική τάξη σ’ αυτήν. Ο Ταίηλορ, ο «πατέρας» της OST - η πιο ραφιναρισμένη τεχνική εκμετάλλευσης είχε αρχικά κάνει πολλά χρόνια εργάτης και μετά εργοδηγός. Θεωρώ πως αυτό δεν είναι τυχαίο. Η εργατική γνώση που κατείχε ήταν απαραίτητη για την επεξεργασία της «Επιστημονικής Διεύθυνσης». Το πρόβλημα εδώ είναι ακόμα ότι, αν δεν καταπολεμηθούν ο κατα μερισμός εργασίας και το σύστημα θέσεων και λειτουργιών που τον συνοδεύουν και τα ειδικά μέσα που υιοθετούνται, ο κίνδυνος είναι μεγάλος να συμβάλουν στην εμφάνιση αυτής της «νέας αστικής τά ξης», για την οποία μιλάει ο Γιάο Βεν-Γιουάν. Πολύ πιο επίφοβης, αφού η ταξική προέλευση είναι *καλή» (εργάτες και αγρότες), αφού η εξουσία της στηρίζεται όχι στην ιδιοχτησία αλλά στην αρμοδιότητα, μπορεί να προφυλάγεται και να τρέφεται με λόγους σχετικά με «την εξουσία των εργατών - αγροτών», για την «αναγκαιότητα διατήρησης της προλεταριακής αγωγής» κλπ. Ας μην αμφιβάλουμε, ο παλινορθωμένος καπιταλισμός κάτω από νέες μορφές είναι προτιμότε ρος από τον απλό, πρώτου τρόπου καπιταλισμό: απ’ εκείνο τον «δικό μας». Οι Κινέζοι, που έχουν συνείδηση του κινδύνου, καταπιάνονται με το πρόβλημα από πολλές πλευρές. Μετά απ’ αυτό που ονομάζουν επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, παίρνουν μια ολόκληρη 236
σειρά από πολύ συγκεκριμένα μέτρα για να καταπολεμήσουν τον κατα μερισμό εργασίας και να παρεμποδίσουν την ανασύσταση μιας νέας αστικής τάξης. Εδώ θα ασχοληθώ μονάχα με τα κυριότερα στοιχεία. Πρόκειται για: α) την κριτική των «παράλογον κανονισμών», β) τις ομάδες τριπλής ένωσης για την τεχνική καινοτομία γ) τις ομάδες εργα τικής διαχείρισης δ) το σύστημα των δύο συμμετοχών.
2. Η κριτική των παράλογων κανονισμών Είναι δύσκολο να ειπωθεί με μια λέξη αυτό που εννοούν οι Κινέζοι με το «παράλογοι κανονισμοί». Το θέμα αυτό εμφανίστηκε προοδευτι κά στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης για να γίνει ένα από τα κυριότερα αντικείμενα της πάλης ενάντια στη ρεβιζιονιστική γραμ μή στα εργοστάσια. Και πραγματικά, αυτή η κατηγορία κάπως χρησιμοποιήθηκε για να τα χωράει όλα... πράγμα που δεν θέλουν πια. Εδώ θεωρείται σαν παράλογος κανονισμός το σύστημα των πριμ στο βαθμό που, εννοώντας τον ατομικό ανταγωνισμό, αποτελεί —από το γεγονός αυτό — πηγή σπατάλης. Αλλού, είναι οι κανονισμοί ασφάλειας που θεωρούνται γελοίοι και δεν μπορούν να τους παίρνουν υπόψη σοβαρά. Όμως αν πασχίσουμε να βάλουμε σε τάξη τις διάφορες πληροφορίες που κάνουν λόγο για όλα αυτά βλέπουμε πως θεωρείται σαν παράλο γος κανονισμός κάθε πραχτική που παρεμποδίζει την πρωτοβουλία των εργατών και αποβλέπει στο να τους εντάσσει στην επαναλαμβανόμενη εκτέλεση ενός και του ίδιου καθήκοντος, με αποκλεισμό κάθε άλλου. Πέρα απ’ αυτό —και που υπάρχει κάτω απ’ αυτούς τους κανονισμούς - αυτό που αμφισβητείται είναι το σύστημα διαχείρισης του εργοστά σιου από «άδικούς» και το «κέρδος στο τιμόνι». Έτσι, για παράδειγμα, οι εργάτες του Εργοστάσιου Εργαλειομηχανών της Σαγκάης κριτικά ρισαν με δύναμη τις μέθοδες που είχαν επιβάλλει τα παλιά στελέχη από την ΜΠΠΕ. «Καθιέρωσαν ολόκληρη σειρά από κανονισμούς και συστήματα για να τοποθετήσουν τους εργάτες κάτω από την κυριαρχία τους, να τους επιβάλλουν περιορισμούς και να ασκούν πιέσεις πάνω τους. Το «βιβλιάριο του παραγωγικού εργάτη» περιείχε, μονάχα αυτό, πάνω από 170 διατάξεις που ζητούσαν από τους εργάτες να τους απο στηθίσουν και να τους τηρούν κατά γράμμα. Τέτοια πράγματα δεν μπο ρούσαν παρά να μεγαλώσουν το χάσμα ανάμεσα στους εργάτες και τεχνικούς». Σε μας, παντού όπου υπήρξαν επιτυχίες στη δημιουργία ομάδων της τριπλής ένωσης για την τεχνική καινοτομία στις οποίες 237
συμμετείχαν εργάτες, μας τις παρουσίασαν σαν νίκες ενάντια στους παράλογους κανονισμούς που αποβλέπανε στο να απαγορεύουν την εργατική πρωτοβουλία. Έτσι μαζί με τον Μπεττελέμ μπορούμε να τους ορίσουμε σαν: «την κωδικοποίηση» μιας κανονιστικής ρύθμισης της εργασίας (που είχε επιβληθεί προηγούμενα από τους διευθυντές εργοστασίων που είχαν επηρεαστεί από το ρεβιζιονισμό) που «προστα τεύει» τις αστικές παραγωγικές σχέσεις και τις καπιταλιστικές μορφές καταμερισμού εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις: τον χωρισμό της χειρωναχτικής εργασίας και της πνευματικής εργασίας, των καθη κόντων εκτέλεσης και των καθηκόντων διεύθυνσης και την υποταγή των άμεσων παραγωγών στους τεχνικούς, μηχανικούς, στο διοικητικό προσωπικό, στους διευθυντές, κλπ». (Bettelheim, στο ίδιο, σ. 131). Με άλλα λόγια ακόμα, αυτό που οι Κινέζρι ονόμαζαν παράλογους κανονι σμούς δεν είναι τίποτε άλλο στο τέλος - τέλος, από τη δική μας · Επιστη μονική Οργάνωση Εργασίας». Έχουμε δει πως, ύστερα από τον Ταίη λορ, συγκροτήθηκε προοδευτικά ένα γιγαντιαίο προτσές ιδιοποίησης της εργατικής γνώσης και κατάσχεσής της προς όφελος της αστικής τάξης. Επομένως δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό στη διαπίστωση πως η αναζήτηση της απελευθέρωσης της εργατικής πρωτοβουλίας στην παραγωγή συναντάει με τη σειρά της τους κανόνες της O ST σαν ένα εμπόδιο που ορθώνεται, μνημείο «παραλογισμού» που πρέπει να σαρωθεί. Στα Κινέζικα εργοστάσια η κριτική των παράλογων κανονισμών δεν έγινε μια ωραία ημέρα, μια για πάντα. Πρέπει να την εννοήσουμε να αναπτύσσεται μέσα σε ένα κίνημα, όπως ένα προτσές. Στο βαθμό που συγκεντρώνονται οι κοινωνικοί και τεχνικοί όροι που επιτρέπουν να προωθηθεί με την έννοια της κατάργησης των μεγάλων διαιρέσεων και χωρισμών που κλήρονομήθηκαν από τον ταιηλορισμό, η «κωδικο ποίηση» — δηλαδή οι πραχτικές που χρησιμοποιούνται —τροποποιεί ται. Εκείνο που έχει σημασία πάνω απ’ όλα, είναι πως η κωδικοποίηση που ισχύει εννοείται είτε χαρακτηρίζεται καθαρά σαν «προσωρινή» και υπόκειται αδιάκοπα σε τροποποιήσεις. Ακόμα, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρόσχημα για να μπλοκάρει την ανάπτυξη της εργατικής πρωτοβουλίας που επιτρέπει την καταπολέμηση της οργάνωσης εργασίας που κληρονομήθηκε από τον ταιηλορισμό και τον καπιταλισμό. Είναι σημαντικό απ’ αυτή την άποψη πως κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης η κριτική αυτή έγινε αρχικά από τους εργάτες - και δικαιολογημένα. Στις περίφημες αρχές του Χάρτη του Αντσάν —που ο ίδιος ο Μάο τον παρουσίασε σαν πρότυπο διαχείρισης — τονίζεται πως πρέπει «...να προωθούνται κινήματα των 238
μαζών και... να κριτικάρονται οικονομισμοί σ’ ότι παράλογο περικλείνουν». Γιατί δεν πρέπει να γελιόμαστε, η επιλογή είναι ανάμεσα σ’ έναν μικρό αριθμό «αδικών», που υπαγορεύουν κανονισμούς απαραίτητους για το σεβασμό του τρόπου που βλέπουν τα πράγματα και στην κινη τοποίηση των εργατών για την επίλυση των δυσκολιών που παρουσιά ζονται. Τέλος, τελευταίο σημείο σε σχέση με το κίνημα κριτικής των παρά λογων κανονισμών: η προσπάθεια διοικητικής απλούστευσης. Αφού στην πραγματικότητα οι άμεσοι παραγωγοί παίρνουν στα χέρια τους όλο και περισσότερο τα προβλήματα σχετικά με την οργάνωση εργα σίας και διαχείρισης, γίνεται δυνατό να ελαφρύνει η οργάνωση των γραφείων. Στον OST, όχι μονάχα οι υπάλληλοι αναλαβαίνουν ειδικά καθήκοντα λογιστικής, διοίκησης κλπ, αλλά επίσης ολόκληρη την οργάνωση των εργαστηρίων και κατά κάποιο τρόπο «διπλασιασμένη». «Ένα πρόσωπο σκέφτεται, ένας εργάτης κάνει κάτι», έλεγε ήδη ο Ταίη λορ. Έχει επισημανθεί πως η εφαρμογή του ταιηλορισμού συνοδεύτη κε από μια σημαντική διόγκωση του προσωπικού που χρησιμοποιείται στα γραφεία. Με την πάλη για την κατάργηση των χωρισμών που κληρονομήθηκαν από τον καπιταλισμό, γίνεται δυνατό να μειωθεί σε πολύ σημαντικές διαστάσεις αυτή η γραφειοκρατία3. Η διοικητική απλούστευση σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπει να μειώνεται το προσωπικό που χρησιμοποιείται κατά δυο τρίτα. Αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτό το κίνημα είναι, όπως αντιλαμβανό μαστε, η συστηματική αναζήτηση μιας ορισμένης ρευστότητας στην οργάνωση εργασίας, για να αποτραπεί η ανασύσταση μιας αυστηρής διαίρεσης καθηκόντων και λειτουργιών που θα μπορούσε βέβαια να γί νει προς όφελος των τεχνικών και μηχανικών. Κατά κάποιο τρόπο συμβάλει στη δημιουργία των όρων, ώστε οι «νέοι τεχνικοί» — ακόμα μια φορά πρόκειται για εργατικής προέλευσης τεχνικούς —να μη μπο ρούν να βρουν το ιδεολογικό - υλικό στήριγμα ή να εδραιώσουν έναν τύπο εξουσίας συμβιβαστό με εκείνο των «αστών ειδικών» που έχουν κριτικαριστεί. Κι αυτό επίσης αποτελεί μέρος της πάλης κατά του «αστικού δίκαιου». 3. Από το γεγονός πως ξεδιπλώνεται η εργατική πρωτοβουλία, τιι γραφεία μεθόδων έχουν μειωθεί ιδιαίτερα. Ετσι ο Μ. de Montmollin αναφέρει: «Τα δυναμικά των γρα φείων μελετών, προετοιμασίας της εργασίας, κλπ, φαίνονται σκελετώδικα στο δυτικό παρατηρητή. Έντεκα τεχνικοί στο γραφείο «τεχνολογία της παραγωγής» για ένα εργο στάσιο καλυμμάτων 1.600 ατόμων. Δέκα στο «γραφείο σχεδιασμού» για τη ζώνη αριθ. 5 του λιμανιού της Σαγκάης (1.200 άτομα)». Στην 'Monde», 11 Μάρτη 1975, «Στην Κίνα, μια νέα βιομηχανική ηθική».
239
3. Οι ομάδες της «τριπλής ένωσης» για τις τεχνικές καινοτομίες Πρόκειται εδώ για ένα από τα επιτεύγματα —της Πολιτιστικής Επα νάστασης —στα οποία οι Κινέζοι αποδίνουν τη μεγαλύτερη σημασία. Και πραγματικά αυτές οι ομάδες αποτελούν ένα από τα κεντρικά στοι χεία του δυναμικού που επιτρέπουν την υποβοήθηση της οικονομικής οικοδόμησης - και «Η Κίνα είναι μια φτωχή χώρα» όπως το θύμισε ο Τσου Εν-Λάι - κάνοντας την επανάσταση, δηλαδή σταθεροποιώντας την εξουσία των εργατών και αγωνιζόμενες ενάντια στις παλιές παρα γωγικές σχέσεις. Για όποιον επισκέπτεται την Κίνα, η φροντίδα «να προωθήσουμε την τεχνική επανάσταση» —όπως υποδείχνει ένα από τα κεντρικά συνθήματα της περιόδου - είναι απόλυτα φανερή. Η Κίνα δεν έχει τίποτα, θα πρέπει να λύσει πολλά, μέχρι που να μοιάζει με τον οικολογικο - χειροτεχνικό παράδεισο που ονειρεύονται ορισμένοι. Το πρόβλημα της τεχνικής επανάστασης παίρνει για την Κίνα μια πολύ μεγάλη σημασία: το κλειδί είναι η γενίκευση της μέσης εκπαίδευσης που πέτυχαν μονάχα ορισμένες επαρχίες —και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των μαζών, η αύξηση της βοήθειας στις χώρες του Τρίτου Κόσμου κλπ. Το σημείο αυτό δεν σηκώνει συζήτηση. Εκεί όπου το ζή τημα αποχτάει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι όταν μπαίνει το ερώτημα (και μπαίνει τέτοιο ερώτημα) σχετικά με το γεγονός πώς η αναπόφευ κτη εκβιομηχάνιση μπορεί να πάρει άλλες μορφές από τη δική μας και να μην εκτεθεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση με την κυριολεκτική έν νοια. Η συγκρότηση των ομάδων της «τριπλής ένωσης» για τις καινο τομίες είναι μια από τις απαντήσεις που δίνουν οι Κινέζοι σ’ αυτό το ερώτημα. Αντί να αναθέσουν τα καθήκοντα της καινοτομίας και της τεχνικής ανανέωσης σε μια χούφτα επαγγελματίες τεχνικούς, μηχανι κούς και ερευνητές, πασχίζουν ώστε οι εργάτες να τα πάρουν στα χέ ρια τους και να τα θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους. Η παράδοση έρ χεται από μακρυά. «Ζήτω το πνεύμα των ξυπόλυτων», έλεγε ήδη ο Μάο στη διάρκεια του εμφύλιου πόλεμου. Ό χ ι όμως «αριστερισμός», που δεν ταιριάζει και πολύ με τη σημερινή Κίνα. Η Κινέζικη λύση εί ναι η ακόλουθη: σε κάθε εργοστάσιο συγκροτούνται ομάδες όπου συνεργάζονται εργάτες, τεχνικοί και στελέχη. Γενικά, σε κάθε εργο στάσιο υπάρχουν πολλές ομάδες αυτού του τύπου. Υπάρχει μια κατά εργαστήριο συν μια κεντρική ομάδα. Ο στόχος είναι να συνδεθούν οι εργάτες με όλα τα επίπεδα της τεχνικής επανάστασης. Κατά προτε ραιότητα πραγματοποιείται επιλογή καινοτομιών: σε κάθε εργαστήρι οι 240
προτάσεις των εργατών συγκεντρώνονται σε ότι αφορά τις τροποποιή σεις που πρέπει να γίνουν. Αυτό επιτρέπει ώστε οι προτάσεις να γίνον ται όχι μονάχα για τη βελτίωση των τεχνικο-οικονομικών επιδόσεων των μηχανών, αλλά επίσης για οτιδήποτε αφορά τα σκληρό χαρακτήρα εργασιών και γενικά τις συνθήκες εργασίας στο εργαστήριο. Εκείνοι από τους εργάτες που έχουν την πρόθεση να συμβάλουν σ’ αυτή ή εκείνη την καινοτομία σε συνέχεια ενσωματώνονται στις «τριπλέςενώ σεις». Καθορισμός συγκεκριμένου προγράμματος καινοτομιών που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά προτεραιότητα: αντιπρόσωποι κάθε εργαστήριου συζητούν με το τμήμα της Επαναστατικής Επιτροπής το επι φορτισμένο με την προώθηση της τεχνικής επανάστασης. Εκτέλεση προγραμμάτων: σε κάθε ομάδα συγχωνεύονται εργάτες με διαρκή τρό πο, τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που πραγματοποιείται ένα σχέδιο, συχνά για πολλά σχέδια. Βέβαια αυτό είναι το ιδανικό σχήμα. Σοβαροί άγώνες διεξάγονται ώστε η εργατική συμμετοχή να είναι πραγματική σε όλα αυτά τα επίπε δα, γιατί όπως δείξαμε, συμβαίνει η παρουσία των εργατών να είναι ολοκληρωτικά ή μερικά «χειριζόμενη», ενώ αυτοί χρησιμεύουν κατά κάποιο τρόπο σαν «όμηροι» και σαν εγγύηση του προγράμματος που έχει καθοριστεί από τη διεύθυνση και εκτελείται από τους τεχνικούς. Οι εργάτες τότε στις ομάδες παραμερίζονται σε απλά και καθαρά καθή κοντα εκτέλεσης. Το ίδιο και οι προτάσεις τους δεν παίρνονται πάντα υπόψη. Έτσι, π.χ. οι λιμενεργάτες της διάσημης Αποβάθρας αρ. 5 της Σαγκάης μας εξήγησαν πως μια από τις κατηγορίες που απεύθυναν στη διεύθυνση της Αποβάθρας πριν από τα Ντατζιμπάο αφορούσε το γεγονός πως οι καινοτομίες που ζητούσαν για να ελαφρώσει μια ιδιαί τερα βαριά εργασία, απορρίπτονταν γιατί θεωρούνταν πολύ δαπανη ρές. Αλλά, όπως παρατήρησαν, η παρουσία εργατών στις ομάδες της «τριπλής ένωσης» είναι με κάθε τρόπο προτιμότερη από το «καθόλου εργάτες». Επιπλέον η παρουσία τους δημιουργεί τους όρους ώστε μια πάλη για την αποτελεσματική τους συμμετοχή να αναπτυχθεί αποτελε σματικά. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως οι καινοτομίες γίνονται κάτω από τον έλεγχό τους, ίσως και κάτω από την ηγεσία τους, αφού παίρνεται υπόψη όχι μονάχα η τεχνική πλευρά, αλλά και η πολιτική πλευρά των πραγμάτων. Πρέπει να προσθέσουμε πως στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πραχτικές τους γνώσεις αποτελούν ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της τελικής επιτυχίας και επιτρέπουν να λυθούν πολλές δυσκολίες που συναντάει η εργασία σχετικά με το «πλάνο», Να γιατί ο Μπεττελέμ μπορεί να γράφει, πως εδώ η τεχνική 241
επανάσταση δεν είναι συνδεμένη με τη συσσώρευση κεφάλαιου — όπως συμβαίνει στο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής —και δεν στηρί ζεται στη «νεκρή εργασία», αλλά στην πρωτοβουλία των μαζών. Για το λόγο αυτό έχουμε ένα «προτσές καινοτομιών και ανανέωσης» νέου τύ που, που δεν βαθαίνει τους κληρονομημένους από τον καπιταλισμό χωρισμούς, αλλά αντίθετα συμβάλει στο σβύσιμό τους. Ή πάλι, βλέ πουμε πως οι τροποποιήσεις στις σχέσεις εργασίας και παραγωγής στο εσωτερικό της επιχείρησης προεκτείνουν και ολοκληρώνουν εκείνες που αφορούν στη διαμόρφωση τεχνικών. Αυτά τα δύο κινήματα συμ βάλουν στη σταθεροποίηση αυτού που είναι ένας αγώνας για την ιδιοποίηση της τεχνικής από την εργατική τάξη και στην άσκηση της εξουσίας της σ’ ένα τομέα που φημίζεται σαν απόρθητος ανάμεσα σε όλους.
4. Το σύστημα των βδύο συμμετοχών»: τα στελέχη στην παραγωγή καί οι εργάτες στη διαχείριση Τελευταία πραχτική που επισημαίνουμε: το σύστημα των «δύο συμ μετοχών». Με βάση αυτή την αρχή, όλα τα στελέχη κατά περίοδο συμ μετέχουν στην παραγωγική εργασία. Λέω παραγωγική κι όχι μονάχα χειρωναχτική. Δηλαδή ενσωματώνονται σε μια παραγωγική ομάδα σε μια δοσμένη θέση και υπόκεινται επομένως όπως όλα τα άλλα μέλη της ομάδας σε εξαναγκασμούς ποσότητας και ποιότητας. Με τον τρό πο αυτό, όχι μονάχα καταπολεμιέται η τάση να αντιμετωπίζουν προ βλήματα με γραφειοκρατικό τρόπο, αλλά ακόμα τα στελέχη επαλη θεύουν επιτόπου την καλή πορεία του εργοστάσιου, την εγκυρότητα των κανονισμών που ισχύουν και τις πρόοδες που μπορούν ακόμα να πραγματοποιηθούν. Αντίθετα, μπορούν να γνωρίσουν στην αντίθετη περίπτωση τα ολέθρια αποτελέσματα ορισμένων τρόπων οργάνωσης της εργασίας ή την επίμοχθη δουλειά σ’ αυτή ή την άλλη θέση. Έτσι, από την παρουσία τους στα εργαστήρια προσδοκάται μια καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων που τίθενται και, αν χρειάζεται, μια επα ναξιολόγηση της σημασίας της χειρωναχτικής εργασίας. Απ’ όπου απορρέει πως οι σχέσεις ανάμεσα στα στελέχη και τους απλούς εργά τες, που συνάπτονται γύρω από τα ίδια καθήκοντα στο εργαστήρι, εί ναι άλλου τύπου απ’ αυτές που προκύπτουν από τη μοναχική και απο κλειστική άσκηση της εξουσίας, μακρυά από το θόρυβο των εργαστη ρίων. Αυτά τα μέτρα έχουν βέβαια έναν «ιδεολογικό» στόχο: να μην 242
ξεκόβουν από τους απλούς εργάτες του εργαστηρίου, αλλά ο στόχος είναι πριν απ’ όλα πολιτικός: η «γνώση» δεν επιτρέπει μια για πάντα τη φυγή έξω από τα εργαστήρια και την άνοδο σε όλο και πιο ψηλά τοπο θετημένα και ζεστά μοκεταρισμένα γραφεία, ζτόχος επίσης τεχνικός: μαθαίνουν περισσότερα για την πραγματική λειτουργία του εργοστά σιου στη διάρκεια αυτών των περιόδων, παρά με το ξεφύλλισμα φακέλλων σ’ ένα γραφείο. Εξάλλου, ποιος το αρνιέται! Σίγουρα όχι οι προωθητές της μισο-εναλλασσόμενης εκπαίδευσης ή εκείνοι της ομάδας «συνδέσμου και πληροφορίας παν/μιου - βιομηχανίας»! Αν υπάρχει μπλοκάρισμα στις κοινωνίες μας, είναι άλλου χαρακτήρα. Η διάρκεια της περίοδου της παραγωγικής εργασίας που πραγματο ποιούν τα στελέχη ποικίλει ανάλογα με τα εργοστάσια. Μπορεί να κυμαίνεται από 2 ημέρες την εβδομάδα σε περίοδες καθορισμένες 3 ή 4 εβδομάδων το χρόνο. Μια άλλη αρχή που εφαρμόζεται είναι «του ενός τρίτου». Δηλαδή υπάρχει πάντα ένα τρίτο των στελεχών του εργοστά σιου που ασχολείται με παραγωγικά καθήκοντα στα εργαστήρια. Σε πολλές περιπτώσεις, στη διάρκεια των επισκέψεών μας, παρατηρήσαμε εδώ τον επικεφαλής του εργαστήριου, εκεί το μηχανικό υπεύθυνο των τεχνικών υπηρεσιών να εργάζονται στα ίδια καθήκοντα όπως οι απλοί εργάτες. Αναμφισβήτητα σε ορισμένες περιπτώσεις το σύστημα δεν λειτουργεί τέλεια και η περίοδος παραγωγικής εργασίας των στελεχών, συντομευμένη, γίνεται μια απλή τυπικότητα που εκπληρώνεται απ’ αυτά, όπως εκτελείται μια τελετουργία. Αλλά ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι όροι είναι συγκεντρωμένοι για να μετασχηματιστεί η «τελετουργία» και να πάρει όλη τη σημασία της. Με κάθε τρόπο είναι απίθανο τέτοιες πραχτικές να μπορούν να εφαρμόζονται δίχως να βγαίνουν διδάγματα, όποια κι αν είναι η σοβαρότητα που δίνουν τα στελέχη αυτά στην πολιτική που ακολουθείται σχετικά με τη διαχείρι ση! Η άλλη «συμμετοχή» είναι εκείνη των εργατών στη διαχείριση. Το πράγμα, όπως γίνεται φανερό δεν μπορεί (ακόμα) να γίνεται άμεσα. Στην πράξη, ορισμένοι εργάτες που έχουν την εμπιστοσύνη των άλ λων, εκλέγονται ή ορίζονται και αποτελούν μια ομάδα, που περιοδικά πραγματοποιεί έναν έλεγχο σχετικά με τη διαχείριση στο εργοστάσιο. Για να γίνεται αυτό οργανώνονται συσκέψεις με τα στελέχη και τους υπεύθυνους της διαχείρισης. Προηγούμενα, όλα τα είδη εγγράφων παραδίνονται στην ομάδα ελέγχου για να μπορεί να αποχτάει μια επαρ κή γνώση των φακέλλων και να παρεμβαίνει αποτελεσματικά. Μας δόθηκαν σχετικά με το σημείο αυτό μερικές λεπτομέρειες. 243
Κατά την επίσκεψή μας στο Υφαντουργικό Εργοστάσιο αριθ. 2 του Πεκίνου μπορέσαμε να δούμε μια μεγάλη επιγραφή σ’ ένα από τα κτί ρια. Μας μεταφράστηκε και έλεγε: «Καλοκιορίζουμε την ομάδα ελέγ χου της εργασίας των διευθυντών και γραμματέων». Μετά ο συνοδός μας μας είπε: «Κάθε τρεις μήνες οι εργάτες ελέγχουν τη δουλειά των διευθυντών. Οι εργάτες που πραγματοποιούν αυτό τον έλεγχο ορίζονται από τις μάζες του εργοστάσιου. Την επαλήθευση την προετοιμάζει και την οργανώνει το συνδικάτο. Αν η επαλήθευση αποκαλύψει κάτι το ανώ μαλο, οι εργάτες έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να κριτικάρουν τους διευθυντές. Επίσης μπορούν να διατυπώνουν προτάσεις για να τροποποιούνται ή να βελτιώνονται ορισμένες μέθοδες και πραχτικές». Στο βαθμό όπου βασικά πρόκειται για το εσωτερικό κονδύλι συσσώ ρευσης του εργοστάσιου που καλύπτει το κυριότερο μέρος των κοινω νικών παροχών (ασθένεια, καντίνα, βρεφοκομείο και σε ορισμένες περιπτώσεις κατοικίες κλπ), μπορεί να είσαστε βέβαιοι πως ο έλεγχος αυτός έχει λίγες πιθανότητες να είναι τυπικός! Βέβαια, οι ομάδες αυτές κάνουν απολογισμό για τα αποτελέσματα της εργασίας τους στους εργάτες των εργαστηρίων. Σ’ αυτές τις διάφορες συγκεντρώσεις, το αντικείμενο δεν είναι μονάχα ο «έλεγχος» με την αυστηρή έννοια. Αλλά και μια μύηση στις αρχές που χρησιμοποιούνται στη διαχείριση. Οι διευθυντές είναι στην πραγματικότητα υποχρεωμένοι να δίνουν όλες τις αναγκαίες εξηγήσεις, να εξηγούν τη σημασία των διάφορων εγγράφων, λογιστικών και άλλων, που χρησιμοποιούν συνήθως. Έτσι, αυτός ο τομέας των σκιών, που είναι ανάμεσα από όλους τους άλλους, ο τομέας της διαχείρισης, γίνεται προοδευτικά διάφανος. Και ένα νέο «οχυρωμένο χωριό» της αυθεντίας βαθμιαία «πέφτει» στον κενό χώρο. Να που συμβάλει πλατιά στο μετασχηματισμό των σχέσεων που εγκα θιδρύονται ανάμεσα στους τεχνικούς - εδώ στους αρμόδιους για τη διαχείριση — και στους απλούς εργάτες. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, να μιλήσουμε για το ρόλο του συνδικάτου, για τις ομάδες βελτίωσης των όρων διαβίωσης και εργα σίας, για τις ομάδες τεχνικών ή πολιτικών μελετών κάθε είδους και κά θε επιπέδου που προωθούνται στα εργαστήρια από τις κομματικές επι τροπές, κλπ. Τότε θα είχαμε μια πιο ολοκληρωμένη και σωστότερη εικόνα της εξαιρετικής δραστηριότητας που ξεδιπλώνεται στα εργο στάσια και που με μια απλή επίσκεψη στα εργαστήρια δεν μπορεί κανέ νας να την υποψιαστεί. Από έλλειψη χώρου δεν θα το κάνουμε. Επι πλέον, τα τρία παραδείγματα που αναπτύξαμε αρκούν για να υπογραμ μίσουν το λόγο μας. Είτε πρόκειται για διαχείριση, είτε πρόκειται για 244
εκμάθηση της τεχνικής (οι «τριπλές ενώσεις») ή για οργάνωση και καταμερισμό εργασίας (κριτική των παράλογων κανονισμών), τίποτα δεν μένει έξω από την εμβέλεια και τον έλεγχο των «μαζών», όπως λένε στην Κίνα. Πολλές ομάδες έχουν δημιουργηθεί από τις οποίες ορισμέ νες ασκούν έλεγχο, έτσι που υπάρχει μια γενική κινητοποίηση σχετικά με τις υποθέσεις του εργοστάσιου. Αυτή η κινητοποίηση δεν αποκλείει βέβαια την πάλη. Κάτι περισσότερο, αποτελεί μέρος της, την τροφοδο τεί και τη συντηρεί, με τους ισχυρούς και τους αδύνατους χρόνους της, τις στιγμές όπου η πρωτοβουλία περνάει στην αριστερά και εκεί νες όπου από λάθη και αποθάρρυνση, η «παλινόρθωση» εγκαθιδρύεται. Η ουσία είναι πως ένα πραγματικό κίνημα αναπτύσσεται και έχει σαν στόχο τις μεγάλες διαιρέσεις (σύλληψη / εκτέλεση, χειρωναχτική εργασία / πνευματική εργασία...) που έχουν κληρονομηθεί από τον καπιταλισμό. Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση χρόνου, πάλης, διορθώσεων. Στο σημείο που βρίσκονται τα πράγματα, δηλαδή στο ξεκίνημά τους (και στην Κίνα), εκείνο που έχει σημασία είναι η δημιουργία ενός «δυναμικού», που να επιτρέψει την επίτευξη των στόχων, που είναι, ας μη το ξεχνάμε, οι στόχοι του κομμουνισμού.
245
Συμπέρασμα
Μια νέα σχέση ανάμεσα στην τεχνική κατάρτιση και στην οργάνωση της βιομηχανικής εργααίας Έχοντας φτάσει σ’ αυτό το σημείο, μπορούμε να συνοψίσουμε αυτό που θεωρούμε πως αποτελεί την ουσία των νέων πραχτικών που επι χειρήσαμε να περιγράψουμε. Κατά βάθος, αυτό για το οποίο πρόκειται, συνίσταται στην εγκαθίδρυση ενός νέου σύνολου σχέσεων ανάμεσα στους τρόπους κατάρτισης του τεχνικού προσωπικού από το ένα μέρος, και στις τροποποιήσεις που έγιναν σχετικά με την οργάνωση εργασίας από το άλλο μέρος. Αυτά τα δύο σύνολα πραχτικών έχουν αυτό το κοινό, πως αποτελούν κατά κάποιο τρόπο δυο αξεδιάλυτες πλευρές μιας και της ίδιας πολιτικής που αποβλέπει στη διάλυση του καπιταλι στικού καταμερισμού εργασίας και στην εγκαθίδρυση μιας οργάνωσης εργασίας νέου τύπου. Αυτά τα δύο σύνολα πραχτικών δεν συγκροτούν τίποτε άλλο από τα στοιχεία ενός προτσές επαναστατικοποίησης των παραγωγικών σχέσεων. Αυτά μπορούν να συνοψιστούν σε μερικές προτάσεις. 1. Χαρακτηρίσαμε το καπιταλιστικό εργοστάσιο σαν ένα χώρο όπου το προτσές κατανομής καθηκόντων και λειτουργιών αποχτάει μια ιδιαίτερη διαμόρφωση. Δυο στοιχεία (τουλάχιστον) στο προτσές αυτό είναι εντελώς ειδικά και επιτρέπουν να διακρίνεται η καπιταλιστική μορφή αυτού του προτσές από κάθε άλλη μορφή. Αυτά τα δύο στοι χεία συνίστανται σ’ «έναν χωρισμό» και σε «μια αντίθεση». —Ο χωρισμός είναι πραγματοποιημένος ολοκληρωτικά ανάμεσα στα καθήκοντα σύλληψης - διαχείρισης και στα καθήκοντα κατασκευής, (ξεκαθαρίζω πως πρέπει να περικλείνονται στα τελευταία τα επαναλη πτικά και κατακομματιασμένα καθήκοντα που εκτελούν οι υπάλληλοι). - Η αντίθεση είναι αυστηρά καθορισμένη από τους τρόπους του χωρισμού: τον επικαλύπτει και κατά κάποιον τρόπο τον «διπλασιάζει». 246
Ανάμεσα στα καθήκοντα σχεδιασμού - διαχείρισης και σ’ εκείνα της κατασκευής, υπάρχει στην πραγματικότητα σχέση εξουσίας, διευθύνοντα σε διευθυνόμενο. Τα πρώτα συνίστανται σε καθήκοντα διεύθυνσης, τα δεύτερα σε καθήκοντα απλής εκτέλεσης. (Για να μιλή σουμε με αυστηρότητα, πρέπει να προσθέσουμε πως αυτή η αντίθεση δεν είναι παρά «παράσταση» στο χώρο του εργοστάσιου των ταξικών ανταγωνισμών που κυριαρχούν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχημα τισμό θεωρούμενο στο σύνολό του). Οι ιδιαίτεροι τρόποι της σχέσης ανάμεσα σ’ αυτόν το χωρισμό και σ’ αυτή την αντίθεση καθορίζονται και οριοθετούνται από την κατάσταση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων, που μονάχα αυτός μπορεί να την αποδώσει. Όμως μπορούμε να υποστηρίξουμε πως στον πλέρια ανα πτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η συνοχή του σύνολου του «συστήματος θέσεων και λειτουργιών» εξασφαλίζεται από έναν ορισμένο αριθμό γραφτών κανόνων και «συνηθειών» που δεν είναι τί ποτε άλλο από εκείνους της OST. Αυτό το δυναμικό έχει ισχύ περισσότερο σαν αρχή κοινωνικής τά ξης (εκείνη που απαιτείται από την παραγωγή υπεραξίας και ανταλλα κτικών αξιών) παρά σαν «τεχνική» αρχή οργάνωσης της εργασίας (για την παραγωγή αξιών χρήσης). Κάθε παράβαση προσκρούει σ’ ένα πειθαρχικό σύστημα που αρχίζει στο εργοστάσιο (προειδοποιήσεις, κυρώσεις, απολύσεις...) και ολοκληρώνεται έξω από το εργοστάσιο με την υπαγωγή στην αστυνομική καταπίεση και σε δικαστικές διώξεις. Εδώ εμφανίζεται κάτω από άπλετο φως η στενή σχέση ανάμεσα στον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης και στους ιδεολο γικούς και καταπιεστικούς μηχανισμούς, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Μετά απ’ αυτά, μπορούμε να εκθέσουμε τις διάφορες «στιγμές» και επίπεδα του προτσές επαναστατικοποίησης των παραγωγικών σχέ σεων, έτσι όπως εμφανίστηκαν από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σ’ αυτό το άρθρο. 2. Η πρώτη τροποποίηση που μπορούμε να επισημάνουμε, συνίσταται στην εφαρμογή ενός αποχωρισμού ανάμεσα στην άσκηση (με τη βοήθεια των ιδιαίτερων συντελεστών) των καθηκόντων σύλληψης - δια χείρισης, από την άσκηση της εξουσίας. Έχει δειχτεί πως στον ΚΤΠ τα καθήκοντα σύλληψης - διαχείρισης είναι εκείνα όπου ασκείται η εξου σία (η «διεύθυνση»). Αυτό το προτσές αποχωρισμού δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά (σ’ έναν πρώτο χρόνο) μια αναστάτωση του καταμερι 247
σμού εργασίας. Μπορεί να συμβιβαστεί — προσωρινά - με τη διατή ρηση του παλιού χωρισμού ανάμεσα στα καθήκοντα σύλληψης - δια χείρισης και στα καθήκοντα κατασκευής. Η εργασία σύλληψης - δια χείρισης μπορεί να γίνεται κάτω από τον έλεγχο και τη διεύθυνση των άμεσων παραγωγών σ’ αυτό το επίπεδο που απαιτεί το μίνιμουμ της αναγκαίας οργάνωσης. Αρκούν να το δείξουν δυο παραδείγματα. -Σ ε ότι αφορά τα προγράμματα τεχνικών καινοτομιών: οι λιμενεργά τες της Αποβάθρας αριθ. 5 δεν είχάν ανάγκη να τους υπολογίζουν ανά μεσα στους απόφοιτους του πολυτεχνείου και των κεντρικών σχολών για να επιβάλλουν να προσανατολιστεί η τεχνική έρευνα στην ελά φρυνση και διεκόλυνση της πιο βαριάς εργασίας της εκφόρτωσης. Το ίδιο, οι εργάτες του Υφαντουργικού Εργοστάσιου αριθ. 2 του Πεκίνου όταν πρόκειται να πετύχουν να μειωθεί ο θόρυβος των μηχανών ή η πυκνότητα της σκόνης του μπαμπακιού στο μειωνόμενο αέρα. Οι λιμε νεργάτες της Χάβρης ή οι εργάτες της Rhone - Poulenc - Textile πόσα δεν έχουν να πουν; -Σ ε ότι αφορά τα καθήκοντα διαχείρισης, το παράδειγμα που ανα πτύχθηκε πιο πάνω για τις εργατικές ομάδες ελέγχου είναι ακόμα καθαρότερο. Στο θεωρούμενο εργοστάσιο, η διάκριση ανάμεσα στα καθήκοντα διαχείρισης και σ’ αυτά της κατασκευής δεν καταργήθηκε (ακόμα). Όμως η δημιουργία και η ύπαρξη της ομάδας ελέγχου είχαν αυτές καθεαυτές σαν λειτουργία την εισαγωγή μιας τομής (ή «αποχωρι σμό») ανάμεσα στην άσκηση των καθηκόντων διαχείρισης και άσκη σης της εξουσίας. 3. Αλλά εκείνο που έδειξε επίσης η σύντομη εξέταση της πολιτικής που εφαρμόζεται από τους Κινέζους, είναι ότι η διάσταση που εγκαθιδρύθηκε ανάμεσα στα καθήκοντα σύλληψης - διαχείρισης και άσκησης της εξουσίας («διεύθυνση») δεν μπορεί παρά να είναι συντηρητική. Για να γίνει αποτελεσματική και διαρκής, πρέπει οι εργάτες να μάθουν σε ότι αφορά την τεχνική, τουλάχιστον αυτό που απαιτείται ώστε ο έλεγ χος και η διεύθυνση που θα ασκούν να είναι πραγματικός. Με άλλα λό για — και για να διατηρήσουμε την ίδια γλώσσα —μπορούμε να υπο στηρίξουμε πως αυτό το προτσές διάστασης έχει πιθανότητες να οδη γήσει σε μια «μεταφορά εξουσίας», αν συνοδευτεί από ένα προτσές ιδιο ποίησης της τεχνικής γνώσης από τους εργάτες — και τους άμεσους παραγωγούς. Μονάχα μ’ αυτό τον όρο, τα μέτρα «αποχωρισμού» μπο ρούν να σταθεροποιηθούν και η εξουσία των «αδικών» να μετασχημα τιστεί σε εξουσία των εργατών. Μίλησα για ιδιοποίηση από τους εργά τες και τους άμεσους παραγωγούς, γιατί μια λύση που θα περιορίζον 248
ταν στο να γίνουν μερικοί εργάτες νέοι ειδικοί είναι ακριβώς αυτή που απορρίπτουν οι Κινέζοι και τη χαρακτηρίζουν ρεβιζιονισμό. Γι’ αυτό το προτσές ιδιοποίησης γνώσεων και της τεχνικής γνώσης δεν μπορεί να συνίσταται στην καθαρή και απλή «διαμόρφωση» νέων τεχνικών που «να προέρχονται» —όπως το δείχνει τόσο καλά η διατύπωση —από τις εργατικές γραμμές. Αυτό το προτσές από ορισμένες πλευρές του αφορά το σύστημα εκπαίδευσης και διαμόρφωσης. Αλλά από άλλες πλευρές — απόλυτα αξεδιάλυτες - πρέπει να αφορά επίσης τον καταμερισμό εργασίας στην επιχείρηση και το σύστημα θέσεων και λει τουργιών που αναπτύσσεται εκεί. α) Αφορά το σύστημα διαμόρφωσης και εκπαίδευσης. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ όσα αναπτύχθηκαν στο σημείο 1. Πρέπει απλά να θυμό μαστε πως η επανάσταση στην εκπαίδευση έχει σαν νέο κέντρο βάρους αυτό το ίδιο το εργοστάσιο. Είτε πρόκειται για τη στρατολογία «σπου δαστών», είτε για εκπαιδευτικά προγράμματα και διδακτική ύλη, ή για τρόπους εκπαίδευσης (τρόπος λειτουργίας της θεωρίας - πράξης) ή ακόμα για τη σύνθεση του «διδακτικού προσωπικού». Αυτό ισχύει πρώτα απ’ όλα για τα «εργοστασιακά παν/μια», αλλά ισχύει επίσης για τα παν/μια «κλασσικού τύπου» και τα ιδρύματα Μέσης Εκπαίδευσης (για τα οποία δεν είπαμε τίποτα εδώ, αλλά που εφαρμόζονται και σ’ αυτά οι ίδιες αρχές). Έχει ήδη υπογραμμιστεί πως αυτό που προβάλεται για το σύνολο της επανάστασης στην εκπαίδευση είναι ένα εργοστάσιο κι όχι μια σχολή. Μονάχα με τον όρο να επικεντρωθεί στην κοινωνία και ιδιαίτερα στο εργοστάσιο μπορεί η εκπαίδευση πραγματι κά να «επαναστατικοποιηθεί» κι όχι απλά να μεταρρυθμιστεί. β) Αφορά επίσης και κύρια τον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης. Τα τρία «παραδείγματα» που εξετάσαμε πιο πάνω: η κριτική των παράλογων κανονισμών, οι ομάδες της «τριπλής ένωσης» και οι ομάδες εργατικής διαχείρισης, έδειξαν πως αυτό που διακυβεύεται είναι η διάλυση του προτσές κατανομής των καθηκόντων και των λειτουργιών που κληρονομήθηκαν από τον καπιταλιστικό εργοστάσιο. Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται να διαλυθεί η «υλική βάση» που συγ κροτεί ο παλιός καταμερισμός εργασίας για να καταστεί αδύνατο οι νέοι τεχνικοί να μπορέσουν να «εγκατασταθούν» στις θέσεις σύλληψης και διαχείρισης κι έτσι να πάρουν τη διεύθυνση. Αλλά αυτή η κριτική στη δράση του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας δεν έχει μονά χα αυτή την «προληπτική» λειτουργία. Εκπληρώνει τουλάχιστον δυο άλλες «λειτουργίες» κατά κάποιον τρόπο «θετικές». Η πρώτη είναι πως εκεί που ο καπιταλισμός εγκαθίδρυσε ένα προτσές χωρισμού και κατα τεμαχισμού των καθηκόντων, οι τροποποιήσεις που έγιναν αποβλέ 249
πουν στην αποκατάσταση της δυνατότητας της πρωτοβουλίας και της συνεργασίας. Και αυτό αποτελεί μέρος του «κινέζικου δρόμου» σχετι κά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η δεύτερη είναι, πως αυτές οι ίδιες οι τροποποιήσεις υποβοηθούν την επανάσταση στην εκπαίδευση, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής της επανάστασης. Αυτή η ίδια η πράξη της βιομηχανικής εργασίας γίνεται ο τόπος και ο χώρος της εκπαίδευσης. Οι ομάδες της «τριπλής ένωσης» για την τεχνική καινοτομία επινοήθηκαν ξεκάθαρα για να επιτρέψουν επίσης τη διαμόρφωση τεχνικών από τις γραμμές της εργατικής τάξης. Το τεχνικό προσωπικό ήδη διαμορφωμένο σε σύνδεση με τα καθήκοντα παραγωγής στα εργαστήρια, είναι έτσι κάτω από τον έλεγχο των εργα τών, ενώ κινητοποιεί και κινητοποιείται απ’ αυτούς. Έτσι η εκπαίδευ ση αναπτύσσεται με την ευκαιρία της παραγωγής, παύει να απωθείται «αλλού», στην περίμετρο μιας αίθουσας διδασκαλίας «με κλειστές πόρ τες», όπως λένε οι Κινέζοι. Έτσι το προτσές ιδιοποίησης των γνώσεων που θεμελιώνει και επι τρέπει τη σταθεροποίηση της εξουσίας των εργατών αποχτάει χαρα κτήρες που του προσιδιάζουν, από τους οποίους ο πρώτος είναι πως δεν χωρίζει την τεχνική μαθητεία από την πράξη της παραγωγικής εργασίας και επίσης, γιατί όλα αυτά δεν είναι δεδομένα, από την πράξη την πάλη των τάξεων. Μονάχα μ’ αυτό το τίμημα, η εκμάθηση της «τεχνικής» από την εργατική τάξη, επιτρέπει και προωθεί μ’ αυτό τη σοσιαλιστική οικοδό μηση με την κυριολεκτική έννοια. Αυτό το σημείο, δεν υπάρχει αμφι βολία, δεν είναι το ισχνότερο από τις κατακτήσεις της Πολιτιστικής Επανάστασης. Αυτό που διακυβεύεται, είναι απλά το ερώτημα αν ναι ή όχι, και πώς, η εργατική τάξη μπορεί να ασκήσει την εξουσία στον τομέα της τεχνικής. Η δύναμή της δηλαδή και η ικανότητά της, απε λευθερώνοντας τον εαυτό της, να εξαλείψει τις μεγάλες διαιρέσεις που κληρονομήθηκαν από τον καπιταλισμό. Όπω ς βλέπουμε πρόκειται για μια εντελώς άλλη υπόθεση από την τροποποίηση της νομικής υπόστα σης της επιχείρησης!
250
Περιεχόμενα
Πρόλογος για την ελληνική έκδοση
Η τεχνολογική επανάσταση πάντα...
8
Εισαγωγή Η σημερινή στιγμή της κριτικής της επιστημονικοτεχνικής ανάπτυξης
13
ΠΡΩΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Το κεφάλαιο, η τεχνική και η επιστήμη 1. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση. Κριτική μιας αντί ληψης
25
1. Η ουσία της ΕΤΕ
26
1.1. Θέση αριθ. 1: πέρασμα από τη BE στην ΕΤΕ από τη μηχα νική αρχή στην αυτόματη αρχή 1.2. Θέση αριθ. 2: Η ουσία της ΕΤΕ, ο νέος ρόλος της επιστή
28
μης
32
1.3. Θέση αριθ. 3: Μια νέα ορθολογικότητα, στους τρόπους ανάπτυξης και στους μετασχηματισμούς των παραγωγικών σχέσεων 1.4. Κρατικός μονοπωλιακός καπιταλισμός (ΚΜΚ) και επιστη μονική και τεχνική επανάσταση
38
2. Στις πηγές του Ρίχτα: μερικά θεωρητικά κείμενα του Μαφξ. Μια κριτική της αντίληψης της ΕΤΕ
43
2.1. Σχετικά με τη μετατροπή του προτσές εργασίας σε επιστη μονικό προτσές: Προτσές εργασίας και προτσές αξιοποίησης του κεφάλαιου 2.2. Η «επανάσταση» των περίπλοκων αυτοματοποιημένων μηχανών
50
36
43
3. Για να κλείσουμε: σημασία και όρια των θέσεων του Ρίχτα
58
4. Για να συνεχίσουμε: ανάγκη αντιμετώπισης της τεχνικής και της επιστήμης σαν ένα προτσές συνδεμένο με το προτσές συσσώ ρευσης του κεφάλαιου
4.1. Πρώτη πρόταση: ανάγκη αντιμετώπισης της τεχνικής και της επιστήμης σαν ένα προτσές 4.2. Δεύτερη πρόταση: το προτσές παραγωγής και κυκλοφο ρίας των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων πρέπει να αναφέρεται σε εκείνο της αξιοποίησης του κεφάλαιου
62 63 64
2. Οι όροι της παραγωγής τεχνικής και επιστήμης
67
I.
68
Τεχνική και τεχνικοεπιστημονικά εργαζόμενοι
1. *Ποιος» παράγει την τεχνική και την επιστήμη; Η έρευνα στον καταμερισμό εργασίας
68
1.1. Ορισμοί. Η έρευνα σαν χωριστή δραστηριότητα 1.2. Οι δραστηριότητες έρευνας και οι ειδικές μορφές του κοι νωνικού καταμερισμού εργασίας 1.3. Ο αποκλεισμός των εργατών, τεχνικών και υπαλλήλων
68 74 83
2. *Πώς* και *για ποιον· ο ΚΤΠ παράγει τεχνική. Ιδιαίτεροι χαρακτήρες αυτής της τεχνικής
87
2.1. Οι δραστηριότητες της έρευνας και οι τρόποι ιδιοποίησής τους από το κεφάλαιο 2.2. Η ιδιοποίηση της τεχνικής και της επιστήμης από το κεφά λαιο. Για τη μη ουδετερότητα των τεχνικών
100
92
II. Ο ταιηλορισμός και η απαλλοτρίωση της εργατικής γνώ σης
115
1. Ο Ταίηλορ και η αρχαιολογία του: το προτσές εργασίας πριν από την ^Επιστημονική Διεύθυνση·
115
1.1. Το «συστηματικό σουλατσάρισμα» 1.2. Το «καλύτερο από τα παλιά συστήματα· και οι αδυναμίες του
116
2. Η οργάνωση της πραγματικής υπαγωγής: ο ταιηλορισμός σαν προτσές απαλλοτρίωσης των εργατών από τη γνώση τους
119 120
2.1. Τα συστατικά στοιχεία του συστήματος: παλιές και ποικί λες πρακτικές
120
3. Ο ταιηλορισμός και τα εργαλεία του: μια επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις του κεφάλαιου
126
3.1. Επιλογή από τα υπάρχοντα εργαλεία και υπαγόρευση κανόνων για το σχεδίασμά νέων εργαλείων 3.2. Ομοιομορφοποίηση και τυποποίηση των εργαλείων και του προϊόντος 3.3. Ταιηλορισμός και μηχανές 3. Οι όροι της ενσωμάτωσης της τεχνικής και της επιστή μης στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή
127 133 137 140
1. Υπενθυμίσεις, μερικές αφετηριακές προτάσεις
144
2. Ο γενικός όρος για την ενσωμάτωση των μηχανών: το πρόβλη μα της οικονομίας της ζωντανής εργασίας
147
2.1. Το ζήτημα της προθεσμίας μεταβίβασης 2.2. Αλλο στοιχείο: Ο αριθμός των προϊόντων στα οποία μετα φέρει αξία σε μια και την ίδια μονάδα χρόνου 2.3. Το τρίτο στοιχείο: Η αξιακή μάζα που η μηχανή ενσωμα τώνει στον εαυτό της αρχικά (ή η πρωταρχική της αξία)
149 150 151
3. Το πρόβλημα της προθεσμίας μεταβίβασης της αξίας στο προϊόν. Υλική φθορά και *ηθική φθορά» και τα αποτελέσματά της
156
3.1. Υπενθύμιση, τοποθέτηση του προβλήματος 3.2. Υλική φθορά και «ηθική φθορά»: το ζήτημα της παλαίωσης
156 157
4. Παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα της ταχύτητας περιστρο φής του κεφάλαιου
168
4.1. Υπενθύμιση, τοποθέτηση του προβλήματος 4.2. Καινοτομία και χρόνος παραγωγής 4.3. Καινοτομία και χρόνος κυκλοφορίας και πραγματοποίη σης
168 169 172
5. Η καινοτομία στον τομέα ειδών συντήρησης και στον τομέα ειόών πολυτελείας. Υπεραξία και πρόσθετη υπεραξία
173
6. Τεχνική πρόοδος, μαζική παραγωγή και κρίση της καπιταλι στικής συσσώρευσης
178
6.1. 1910-1930: Ο ταιηλορισμός, ο φορντισμός και η πρώτη άνοδος της μαζικής καπιταλιστικής παραγωγής 6.2. Η ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής στα χρόνια 19451965 και οι «δυσκολίες» της συσσώρευσης κεφάλαιου 6.3. Η «κρίση» το 1965 και στα χρόνια που ακολούθησαν Σαν συμπέρασμα: τεχνική πρόοδος και/ή πρόοδος των καπιταλιστικών παραγωγικών τεχνικών
179 181 182 187
ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Εργοστάσια και εργοστασιακά πανεπιστήμια στην Κίνα μετά την πολιτιστική επανάσταση Προειδοποίηση
197
1. Το θεωρητικό και πολιτικό πλαίσιο: η μελέτη του «αστι κού δίκαιου»
199
1. Η τωρινή εκστρατεία μελέτης της διχτατορίας του προλεταριά του
199
2. Η επιμονή του *αστικού δίκαιου· στη σοσιαλιστική κοινωνία και τ’ αποτελέσματά της
3. Συζήτηση με 'θεωρητικούς εργάτες· της Σαγκάης: *αστικό δίκαιο», άνισο μισθολογικό σύστημα και διαφορά στις τεχνικές αρμοδιότητες 2. Τεχνική, τεχνικοί και καταμερισμός εργασίας I.
202
209 216
Τοποθέτηση του προβλήματος
216
Η επανάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα: Τα «εργοστασιακά πανεπιστήμια* και πάλη για την ιδιο ποίηση της τεχνικής από την εργατική τάξη
218
1. Η γενική γραμμή
218
2. Μια δημιουργία τής ΜΠΠΕ: *τα εργοστασιακά παν/μια»
224
II. Σχετικά με μερικές τροποποιήσεις στην οργάνωση της βιο μηχανικής εργασίας: Η πάλη για την επαναστατικοποίηση των παραγατγικών σχέσεων
235
1. Η σημασία του προβλήματος
236
2. Η κριτική των παράλογων κανονισμών
237
3. Οι ομάδες της *τριπλής ένωσης* για τις τεχνικές καινοτομίες
240
4. Το σύστημα των *δοο συμμετοχών»: τα στελέχη στην παραγω γή και οι εργάτες στη διαχείριση
242
Συμπέρασμα Μια νέα σχέση ανάμεσα στην τεχνική κατάρτιση και στην οργά νωση της βιομηχανικής εργασίας
246