Π Ο Δ Ο Σ Φ Α ΙΡ Ο
Τίτλος πρωτοτύπου: Jean-Marie Brohm 6" Marc Perelman, Le Football, une peste emotioneUe, Les Editions de la Passion, Paris 1998. Ο Εκδόσεις Μαύρη Λίστα Ξενοκράτους 9, Αθήνα 106 75 Τ η λ.: 72 52 971, 72 52 431 - Φαξ: 72 52 972 e-mail:
[email protected]
ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ: ΚΠΣΤΟΥΛΛ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗ Μετάφραση από τα γαλλικά: Σπύρος Παντελάκης ~ Επι μέλεια: Παναγιώτης Σουλτάνης ~ Εξώφυλλο: Εύη Κώτσου ~ Ηλεκτρονική επεξεργασία και μοντάζ: Ν. & Γ. Μπαλή αε - Διαχωρισμοί: TextColour Γραφικές Τέχνες επε — Εκτύ πωση: Αφοί Χρυσοχοΰ ΟΕ — Εκτύπωση εξωφύλλου: Επικοι νωνία ΕΠΕ - Βιβλιοδεσία: θ . Ηλιόπουλος - Π. ΡοδόπουλοςΟΕ ISBN 960-8044-08-1
Ζαν-Μαρί Μ προμ Μαρκ Π ερελμάν
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΜΙΑ ΣΥΓΚ ΙΝ Η ΣΙΑ ΚΗ Π ΑΝ ΟΥΚΛΑ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΠΙΘΗΚΩΝ, ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΠ Υ ΡΟ Σ Π ΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ ΑΘΗΝΑ
1999
Γνωρίζουμε ότι η σύγχρονη παιδεία χρησιμοποιεί στο έπακρο τον αθλητισμό για να αποστρέψει τη νεολαία από τη σεξουαλι κή δραστηριότητα, θ α ήταν μάλιστα ορθότερο να πούμε άτι νποκαθιστά την καθαρά σεξουαλική απόλαυση μ ε την απόλαυ ση που προσφέρει η κίνηση και ότι περιορίζει τη σεξουαλική δραστηριότητα σε μ ία από τις αυτο-ερωηκές συνιστώσες της. ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΐΝΤ, Trots Essais sur la theorie de la sexualite, Gallimard, Παρίσι 1974, a. 183 (σημείωση που προστέθηκα το 1910).
Στο πεδίο της φιλανθρωπίας, της διασκέδασης και του αθλη τισμού η αστική τάξη και η Εκκλησία είναι ασύγκριτα ισχυρό τερες από μας. Το μόνο μέσο για να απο σπάσουμε τ ψ εργατική νεολαία από τον έλεγχό τους είναι το σοσιαλιστικό πρόγραμμα και η επαναστατική δράση. ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ, -Oil va la France?» (τέλη Μαρτίου 1935), Quatrieme Internationale, n° special, Παρίσι 1969, σ. 67.
Π έρα από τ ψ τεχνική διεργασία στο χώρο της δουλειάς, τα όποια απομεινάρια ατομικής δημιουργικότητας περιορίζονται στα χόμπι, στα κάθε είδους μαστορέματα, στα παιχνίδια. Φυ σικά υπάρχει η γνήσια καλλιτεχνική, λογοτεχνική, μουσική, φιλοσοφική, επιστημονική δημιουργία, όμως παρόμοιες περιο χές είναι ελάχιστα πιθανό να αποτελέσουν προνόμιο του καθενός, ακόμη και στις καλύτερες κοινωνίες. Τα υπόλοιπα είναι αθλητισμός, διασκεδάσεις, εμμονές. Χερμπερτ Μαρκουζε, Pout une thiorie critique de la societi, Denoil-Gonthier, Παρίσι 1971, σ. 193.
ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΜΜΕ: ΜΙΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Στο τέλος του αιώνα -τριάντα χρόνια μειά τον Μάη του ’68, που αποτέλεοε έναν φωτεινό σταθμό της κριτικής σκέψης, του τολμηρού θεωρητικού στοχασμού και της ιστορικής πρωτοβουλίας- το σύνολο σχεδόν των διανο ουμένων, των πανεπιστημιακών και των πολιτικών, όλοι τους οπαδοί του τετελεσμένου γεγονότος, ανάγουν την υποχώρηση μπροστά στην καθεστηκυίατάξη σε κατηγορική προσταγή, το συμβιβασμό προς την κυρίαρχη ιδεολογία σε τρόπο ζωής, την αποστασία και την άρνη ση σε τέχνη. Πρώην «αγανακπσμένοι» ή αγωνιστές του Μάη του ’68 έγιναν διευθυντές υπουργικών γραφείων, κατά προτίμηση στο Υπουργείο Εσωτερικών,1 γερου σιαστές ή βουλευτές των σοσιαλιστών, επιθεωρητές ερ γασίας ή γενικοί επιθεωρητές μέσης εκπαίδευσης' φρό νιμος τρόπος για να μυηθεί κανείς στα θέλγητρα του βολεμένου κόσμου της γραφειοκρατίας. Αλλοι πάλι, μαγεμένοι από τη ναρκισσιστική εμ πειρία που προσφέρουν τα στρας και οι παγέτες, κομ πάζουν παριστάνοντας τους παντογνώσιες ή γίνονται σαλτιμπάγκοι των ΜΜΕ αναλαμβάνοντας να παίξουν 1. Στη Γαλλία το Υπουργείο Εσωτερικών έχει και την ευθύνη της αστυνομίας (σ.τ.μ.). 11
ρόλο τηλεοπτικών μπάτλερ-παρουσιαστών, δημοσιο γράφων υπηρετών του κιτρινισμού, διαφημιστών ρε πόρτερ ή διαχειριστών της λαϊκής διασκέδασης και ιδιαίτερα των «αθλητικών παθών». Φυσικά, όλοι τους έχουν αποκηρύξει τα ιδανικά που τους έκαναν να στρατευτούν κατά τη διάρκεια της σύντομης νιότης τους, έχοντας μεταβληθεί σε σοσιαλιστές γεροντοκράτες ή σε γερασμένα «χρυσά παιδιά» του κεφαλαίου. Βολεύτηκαν όλοι τους στο τεράστιο πλήθος της συναι νετικής κοινής λογικής και πρόθεσή τους είναι στο εξής να αναγορεύσουν την επαίσχυντη προσχώρησή τους σπς δυνάμεις του περιρρέοντος κρετινισμού σε πιστεύω του τέλειου οπορτουνισμού. Αυτό το μεταμοντέρνο δόγμα -που ξεκινά από την αγοραία αριστερά και φτάνει μέχρι τη φιλελεύθε ρη σαρκοβόρα δεξιά- βρήκε σήμερα έναν προνομιού χο χώρο έκφρασης: την κυνική απολογία υπέρ του α θλητισμού γενικά και, ειδικότερα, υπέρ του ποδοσφαί ρου. Από την άποψη αυτήν το Μουντιάλ2 αποκαλύπτει πόσο βαθιά είναι η λοβοτομή που έχουν υποσιεί οι διανοούμενοι, οι «διαμορφωτές της κοινής γνώμης», ιδιαίτερα οι «αριστεροί» δημοσιογράφοι και φυσικά οι στρατιές της αδιαφοροποίητης αθλητικής σκέψης, στα πλαίσια της οποίας συναντιούνται βεντέτες των σοουμπίζνες, σιάρλετ των πολυμέσων, «μεγάλοι δια2. Εννοείται το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που διοργανώθηκε το καλοκαίρι του 1998 σιη Γαλλία (σ.τ.μ.). 12
νοητές του καιρού μας», διαφημιστές μετα-αγωνιστές του Μάη του ’68, δουλικοί παρουσταστές της ετοιμο παράδοτης σκέψης και άλλοι επιστήμονες του «ρεαλι σμού». Όλοι τους ποδοσφαιρόφιλοι, τρελοί για το πο δόσφαιρο, φετιχισιές της στρογγυλής θεάς, φανατικοί του δέρματος και του χορταριού. Ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά τους υποδει κνύουν σε ποια κατάσταση έχει περιέλθει η πολιτική σκέψη σε τούτο τον τόπο, δηλαδή στο άκρον άωπον της ένδειας. Επικαλούμενοι κάποιο υποτιθέμενο «αθλητικό ι δεώδες», που στην ουσία αποτελεί απλώς την άλλη όψη της πλέον τετριμμένης αθλητικής ιδεολογίας, υποβαθ μίζουν συστηματικά, όποτε δεν συγκαλύπτουν εντελώς, την πραγματικότητα του σύγχρονου πρωταθλητισμού και ιδιαίτερα του ποδοσφαίρου, την οποία επιμένουν παραδόξως να παρουσιάζουν ως κόσμο «συναδέλφω σης», «ειρήνης», «διεθνών συναντήσεων», «παθών που καταργούν τις ανισότητες», ακόμη και -ξεπερνώντας κάθε όριο θρασύτητας- «δημοκρατίας» και «κουλτού ρας». Το ψέμα, η κακοπιστία, η υποκρισία και οι ενοχές τούς κάνουν να κλείνουν τα μάτια μπροστά στις εκα τόμβες του ντοπαρίσματος, στην κερδοσκοπική δια φθορά, στη μαφιόζικη αισχροκέρδεια, στις εκρήξεις βίας, στο ρατσισμό και στο μίσος για τον άλλον, που διαβρώνουντο πολυεθνικό θέαμα του ποδοσφαίρου. Σε άλλες περιπτώσεις, με συγκινητική αθωότητα που αγγί ζει τα όρια της συνεργασίας με τον διάβολο, αποσυνδέ 13
ουν τον «αγνό» αθλητισμό από τις «παρεκτροπές» του, τις «παραποιήσεις» του, τα «αιυχήματά» του. Οι πιο αφελείς, οι περισσότερο ιδεαλισιές, πιστεύουν ότι είναι ακόμη δυνατό να «σωθεί» ο αθλητισμός, να αποκατασταθεί η «αυθεντική» του μορφή, να επανέλθει σιην αρχική του κατάσταση. Αυτοί οι πρωταθλητές του στρουθοκαμηλισμού προτιμούν να κρύβουν το κεφάλι στο χορτάρι των γηπέδων για να μην αντικρίζουν την τερατώδη χρηματοαντλία, τη μηχανή πού τινάζει στον αέρα συνειδήσεις και τον πόλεμο που μαίνεται τις τε λευταίες δεκαετίες στην αυτοκρατορία του ποδοσφαί ρου. Τα σκάνδαλα, οι βιαιοπραγίες των φιλάθλων, η πολιτική χειραγώγηση, η αποκτήνωση των μαζών, οι νεκροί και οι τραυματίες των γηπέδων δεν έχουν καμιά σημασία όσο κρατάει το μεθύσι, η ευτυχία, η ευφορία, η έξαψη. Η ουσία βρίσκεται στο όνειρο, αναφωνούν εν χορώτα διαφημιστικά γραφεία, τα γραφεία προπαγάν δας, όλα τα λόμπι που υπηρετούντο ποδόσφαιρο. Γιατί με το όνειρο αυτό πρέπει να ξεχαστεί ο ποδοσφαιρικός εφιάλτης και κυρίως οι βιαιοπραγίες του, οι παρανο μίες του, η συνήθης εγκληματικότητά του. Όλοι αυτοί οι ονειροπόλοι, οι διανομείς του λαϊκίστικου ονειρισμού, λογοκρίνουν ενσυνείδητα -και σε τούτο συνίσιαται η προσπάθειά τους να παραπλανή σουν και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, να τη μετατρέψουν σε εκτελεστικό όργανο των επιθυμιών τους- ορισμένες αναμφισβήτητες πραγματικότητες, που περνούν μόνο στα ψιλά των εφημερίδων, χωρίς 14
βέβαια αυτό να σημαίνει ότι παύουν να απστελούν α διαμφισβήτητα γεγονότα. Ο ρόλος των κοινωνιολόγων είναι, άραγε, να αγνοούν αλαζονικά τα γεγονότα ή να τα χαρακτηρίζουν ανύπαρκτα; «Έχουν μάτια και όμως δεν βλέπουν»... Σε όσους πιστεύουν ότι η βία του ποδοσφαίρου δεν είναι παρά ένα παροδικό επιφαινόμενο ή μια «λε πτομέρεια» του υπέροχου θρύλου του, αρκεί να αντιπαραθέσει κανείς την ατέλειωτη λίστα των θυμάτων του ποδοσφαίρου, όλων εκείνων που συνθλίφτηκαν, πέθαναν από ασφυξία, ποδοπατήθηκαν, τινάχτηκαν στον αέρα, ξυλοκοπήθηκαν ή μαχαιρώθηκαν μέσα ή έξω από τα γήπεδα. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, ήταν τέτοιες οι βιαιοπραγίες και τα φονικά έκτροπα των μηαραμηράβας (barrabravas, αργεντινοί χούλι γκαν), ώστε στις 13 Μαΐου 1998 ο πρόεδρος Κάρλος Μένεμ (Carlos Menem) αναγκάστηκε να εγκρίνει τη διακοπή των επαγγελματικών πρωταθλημάτων ποδο σφαίρου «μέχρις ότου κατοχυρωθεί η ασφάλεια στα γήπεδα και εξαλειφθούν οι βιαιοπραγίες. Στην Αργεν τινή, μετά το 1976, τα επεισόδια που συνδέονται με το ποδόσφαιρο προκάλεσαν το θάνατο 53 ατόμων».3 Με τά τους άγγλους, τους ολλανδούς και τους γερμανούς χούλιγκαν οι ιταλοί τεηίστι (teppisti, οι «γνωστοί άγνω στοι») έγιναν οι πιο βίαιοι της Ευρώπης. «Δεν περνάει Κυριακή χωρίς να ξεσπάσουν επεισόδια. Την ώρα που 3. U Monde, 15 Matou 1998.
η αστυνομία, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι και η δικαιο σύνη ρίχνουν ο ένας την ευθύνη στον άλλον, διαδρα ματίζονται σκηνές πρωτοφανούς βίας ανάμεσα σε αν τίπαλες ένοπλες συμμορίες και σε δυνάμεις της τάξης συχνά πολύ περιορισμένες σε αριθμό [...]. Το ιταλικό ποδόσφαιρο συνεχίζει να εξάπτει τα πάθη ενός ολό κληρου λαού. Το παραμικρό συμβάν που αφορά μια φάση του παιχνιδιού προκαλεί απίστευτα επεισόδια».4 Πρόκειται σίγουρα γι* αυτό που οι κοινωνιολόγοι των «αθλητικών παθών»5 θα ονόμαζαν, στη μικροαστι κή αγγελική γλώσσα τους, «πάθος που καταργεί τις ανισότητες» ή κουλτούρα της ανδροπρέπειας. Απλές δηλαδή «σφαγές για μια μπαγκατέλα», θα λέγαμε πα ραφράζοντας τον αρχηγό της αγέλης των άρρωστων του ποδοσφαίρου Κριστιάν Μπρονμπερζέ,6 που κολα κεύει με χυδαία αυταρέσκεια -από κοινού με τους πι στούς του Αλέν Ερενμπέρ και Πατρίκ Μινιόν- την «παθιασμένη επιθυμία για διάκριση» και τον «αυθεντι κό τρόπο ζωής» του φανατισμένου οπαδού, τη «μάχη για την ηγεμονία», την «αντρίκια ατμόσφαιρα που βα σιλεύει στα γήπεδα», την «αποχαλίνωση των συναισθη μάτων» και άλλα φραστικά σχήματα που δηλώνουν τη σχέση απόλυτης ταύτισης που διέπει τη συμμετοχή στις συμμορίες, τις αγέλες και τις ορδές των εν δυνάμει 4. Le Monde, 6 ΜοΛου 1998. 5. Patrick Mignon, La Passion dufootball, Odilejacob, Παρίσι 1998. 6. Christian Bromberger, Football, la bagatelle la plus serieuse du monde, Bayand Editions, Παρίσι 1998. 16
και νυν φονιάδων που κοσμούν τις κερκίδες των γηπέ δων. Τα αθλητικά πάθη είναι προφανώς φονικά, όμως οι μεταμοντέρνοι εθνολόγοι μας αδιαφορούν- το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να δικαιολογήσουν το απε ρίσκεπτο και ανορθολογικό πάθος τους για το ποδό σφαιρο, λησμονώντας ότι η «θυμική συνταύτιση»7 με το αντικείμενο της έρευνας οδηγεί σε μια σειρά ασύνειδων αποκλεισμών, λογοκρισιών, απωθήσεων και παραμορφώσεων του πραγματικού. Ο Μπρονμπερζέ κάνει εθνολογία με τον ίδιο τρό πο που κοινωνιολογεί αυθόρμητα ένας φίλαθλος: με την κοιλιά και το κατώτερο τμήμα του εγκεφάλου του. Μαγεμένος από τις τις σχέσεις απόλυτης εξάρτη σης και συλλογικής συνταυτισης, ο Μπρονμπερζέ και οι όμοιοί του έχουν πέσει προφανώς θύματα λυρικής διάχυσης (δόξα τω ποδοσφαίρω!) και θεωρητικής σύγ χυσης (στο ποδόσφαιρο η γνώμη του μέσου φιλάθλου θεωρείται ισοδύναμη με την αλήθεια). Όπως το κλωσσόπουλο αφήνεται ηδονικά να το καταβροχθίσει το φίδι, οι φίλοι μας οι εθνολόγοι της πόλης αφήνουν τη σκέψη τους να διαβρωθεί από τα λαϊκιστικά στερεό τυπα των αθλητικών αγελών. Πιθανότατα επειδή αγνο ούν ότι ο Ζορζ Ντεβερέ,8 όπως όλοι οι γνήσιοι ανθρω 7. Max Scheler, Nature et formes de la sympathie, Payot, Παρ(σι 1971. 8. Georges Devereux, De I'angoisse ά la methode, Flamman on, Παρίσι 1980. 17
πολόγοι, δεν παραδόθηκε πστέ ψυχή τε και σώμαιι στα αντικείμενα της έρευνάς του ούτε, κυρίως, αφέθηκε να παγιδευτεί από τα απατηλά τους θέλγητρα, τη μαγεία και τη σαγήνη τους. Η κοινωνική ανθρωπολο γία -ακόμη και ένας τελειόφοιτος φοιτητής το ξέρειδεν έχει ούτε τοτέμ ούτε ταμπού, τουλάχιστον όχι εκεί να των «φυλών», των ομάδων, των συλλόγων, των σω ματείων ή των άλλων συλλογικστήτων που μελετά. Η εξάρτηση από τον κρυφό τους έρωτα οδηγεί τον Μπρονμπερζέ και τους άλλους ποδοσφαιριστές του ερ γαστηρίου να εξιδανικεύουν το χώρο δράσης τους λογοκρίνοντας με επιμέλεια οτιδήποτε διαλύει τις άθλιες ψευδαισθήσεις που τρέφουν για τη μιζέρια του αθλητι κού κόσμου. Ωστόσο, πίσω από το πέπλο του ονείρου κρύβεται ο εφιάλτης του ποδοσφαίρου και της αμείλι κτης πραγματικότητάς του, που κυριαρχείται από το μίσος, τη βία, την καταστροφή και το θάνατο. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον Τύπο: «Η ΦΙΦΑ (FIFA) αποζη μίωσε τους συγγενείς των θυμάτων της καταστροφής στην Πόλη της Γουατεμάλας. Στις 16 Οκτωβρίου 1996, στο εθνικό στάδιο Ματέος Φλόρες, μια μετατό πιση του πλήθους προκάλεσε το θάνατο 78 θεατών του παιχνιδιού Γουατεμάλα - Κόστα Ρίκα. Κάθε οικογέ νεια έλαβε μια επιταγή 6.500 δολαρίων».9 Οι τελετουρ γίες της ποδοσφαιρικής φιέστας είναι προφανώς απάν θρωπες και η ΦΙΦΑ πραγματικό γραφείο κηδειών... 9. U Monde, 31 Ιουλίου 1997. 18
Μια άλλη παρόμοια «γιορτή» βύθισε στο πένθος τη Χιλή: «Δύο νεκροί, είκοσι περίπου τραυματίες και περισσότερες από εκατό συλλήψεις: αυτός είναι ο θλι βερός απολογισμός των επεισοδίων που ακολούθησαν τη νίκη με 3-0 της Χιλής επί της Βολιβίας την περα σμένη Κυριακή [...]. Τα επεισόδια σημειώθηκαν κυ ρίως στην Πιάτσα Ιτάλια, όπου αργά τη νύχτα παρέ μεναν 8.000 άτομα αρνούμενα να αποχωρήσουν. Η αστυνομία χρησιμοποίησε πυροσβεστικούς εκτοξευτήρες και δακρυγόνα, ενώ οι φίλαθλοι απάντησαν με πέτρες».10 Μάρτυρας παρόμοιων φονικών βανδαλισμών, αι ματηρών βιαιοπραγιών και δολοφονικών επιθέσεων, που ορισμένοπολμούν ακόμη να αποκαλούν «γιορτή», μπορεί να γίνει κανείς σε όλα τα γήπεδα του κόσμου, όλες τις εποχές, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και στα πρωταθλήματα όλων των κατηγοριών. Αρκεί, ακό μη μια φορά, ν’ ανοίξει τα μάτια. Προς χάριν των φιλοσόφων-ποδοσφαιριστών και των ποδοσφαιριστών που παριστάνουν τους στοχαστές, ας αναφέρουμε μια σοφή σκέψη του Μαξ Σέλερ: «Μπορεί οι παρωπίδες να έχουν μια ορισμένη βιολογική [ή ιδεολογική] χρη σιμότητα* παρά ταύτα, όποιος φιλοδοξεί να γνωρίσει πρέπει να μπορεί να υποτάξει στη γνώση του ακόμη και τις ίδιες του τις παρωπίδες και να διευρύνει τη γνωστική του προσπάθεια πέρα από τον ορίζοντα 10. France Football, 21 Νοεμβρίου 1997. 19
που αυτές οριοθετούν»·11 και, ιδιαίτερα, πέρα από τη μαγεία του γηπέδου, που έχει μετατραπεί σε πραγμα τικό πεδίο μάχης και πρόσχημα για συνεχείς συγκρού σεις. Γιατί, άραγε, οι «στοχαστές» του ποδοσφαίρου αγωνίζονται λυσσαλέα να κρύψουν πίσω από μια όμορφη βιτρίνα την ατέλειωτη σειρά βιαιοπραγιών, μέσα και έξω από τα γήπεδα, που σημαδεύουν πλέον όλα τα σημαντικά ποδοσφαιρικά παιχνίδια; Υπέρ της βίας είναι εκείνοι που την καταγγέλλουν ή μήπως εκεί νοι που τη συγκαλύπτουν ξεδιάντροπα ή τη δικαιολο γούν αφελώς; Μήπως πρέπει να υποθέσουμε ότι η βία του ποδοσφαίρου τούς μαγεύει; Στις 20 Μαΐου 1998, όταν η Ρεάλ Μαδρίτης κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης με νίκη της σε βάρος της Γιουβέντους του Τορίνο (μιας ομά δας στην οποία έχουν ιδιαίτερη αδυναμία ο Μπρονμπερζέ και οι η ψ ό ζ ι όμοιοι του...), ολόκληρη η Ευρώ πη είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει απευθείας μια αποκαλυπτική επίδειξη της ποδοσφαιρικής «κουλ τούρας»: «170 τραυματίες, μεταξύ των οποίων δύο α στυνομικοί σοβαρά, είναι ο απολογισμός των επεισο δίων που σημειώθηκαν όταν οι δυνάμεις της τάξης ήλθαν αντιμέτωπες με τους οπαδούς της Ρεάλ, τη νύ χτα της 20ής Μαΐου στη Μαδρίτη. Από τις 10.30 μ.μ., 500.000 περίπου άτομα είχαν συρρεύσει στο συντριβάνι της Πλάθα ντε λας θιμπέλες, στο κέντρο της 11. Nature el formes de la sympaihie, ό.π., o. 50.
πρωτεύουσας, για να γιορτάσουν τον έβδομο τίτλο Πρωταθλήτριας Ευρώπης της Ρεάλ. Σύμφωνα με τις πρώτες μαρτυρίες, ομάδες νεαρών προσπάθησαν, υπό την πίεση του πλήθους, να παραβιάσουν τον κλοιό ασφαλείας που σχημάτιζαν οι αστυνομικοί γύρω από το συντριβάνι, όπου, όπως έχει καθιερωθεί, βουτάνε οι οπαδοί του μαδριλένικου συλλόγου κάθε φορά που η ομάδα τους κερδίζει έναν τίτλο ή κάποιο σημαντικό παιχνίδι. Η αστυνομία, μερικές δεκάδες άνδρες των μονάδων αποκατάστασης της τάξης εξοπλισμένοι με ασπίδες, κλομπ και όπλα με πλαστικές σφαίρες, απώ θησε το πλήθος προκαλώντας τον τραυματισμό πολ λών ατόμων και ξεσηκώνοντας την οργή των φιλά θλων».12 Συνηθισμένες σκηνές καταδίωξης μετά από ματς. Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για τη λεγόμενη γιορτή των τρελαμένων και των ξυλοδαρμένων. Εν ονόματι του ποδοσφαίρου κηρύσσεται κατάσταση ε κτάκτου ανάγκης και με τη δικαιολογία των καταστροφέων και της ζυθοποσίας α<πυνομικές δυνάμεις κρούσεως χτενίζουν τον δημόοι$ \ώρο... Εδώ και κάμποσα χρόνια τέτοιου είδους «καυτές βραδιές» όχι απλά δεν σπανίζουν, αλλά απστελούν τον κανόνα. «Ο λαϊκός αναβρασμός», που τόσο δοξάστηκε από ορισμένους μεταμοντέρνους κοινωνιολόγους, εκ φράζεται στο ποδόσφαιρο μέσα από μορφές βαριάς εγκληματικότητας, ιδίως στα παιχνίδια «υψηλού κινδύ12. U Monde, 22 Matou 1998. 21
νου» και κυρίως σε εκείνα μεταξύ της Παρί Σεν Ζερμέν και της Ολυμπίκ Μαρσέιγ. «Τη “βραδιά υψηλού κινδύ νου” στο Παρκ ντε Πρενς την πλήρωσαν οι δυνάμεις της τάξης. Μολονότι μπόρεσαν να δημιουργήσουν α σφυκτικό κλοιό γύρω από τους μασσαλιώτες οπαδούς, δέκα περίπου αστυνομικοί των ΜΑΤ τραυματίστηκαν στην έξοδο του γηπέδου προς την Πορτ ντε Σεν Κλου από ομάδες παρισινών σκίνχεντ που πετούσαν ατσάλι νες μπίλιες. Συνελήφθησαν δέκα περίπου ταραξίες, μέ λη του κλαμπ οπαδών της Παρί Σεν Ζερμέν της περιο χής της Βουλόνης. Ένας άνδραςτων ΜΑΤ τραυματίστη κε στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια επέμβασης σε μια εξέδρα την οποία αρνούνταν να εγκαταλείψουν οι σκληροπυρηνικοί παρισινοί οπαδοί. Τουλάχιστον δύο αυτοκίνητα υπέστησαν σοβαρές ζημιές».13 θ α μπορούσε κανείς να συνεχίσει επ’ άπειρον τον κατάλογο αυτών των βιαιοτήτων που διαψεύδουν τις καθησυχαστικές κοινοτοπίες των θαυμαστών της «πο δοσφαιρικής κουλτούρας», των ίδιων που περνούν τον καιρό τους επινοώντας μυθιστορήματα για όλη την οικογένεια, χρυσοποίκιλτους θρύλους και εθνικά πο δοσφαιρικά όνειρα, ξεχνώντας όμως στο μεταξύ ότι ένα όνειρο δεν απστελεί παρά μια παραμορφωμένη εκδοχή της πραγματικότητας. Σ’ αυτούς, λοιπόν, τους αμετανόητους ονειροπαρμένους, αξίζει που και που να τους χώνει κανείς τη μούρη στο βούρκο των γηπέ 13. Le PUrisien Ubere, 10 Νοεμβρίου 1997. 22
δων, έναν βούρκο φτιαγμένο από μαζική διαφθορά, μαφιόζικες κομπίνες, απάτες και μαζικό ντοπάριομα: «Τα οικονομικά συμφέροντα έχουν πάρει δυσανάλογα μεγάλες διαστάσεις. Ο ποδοσφαιριστής έχει γίνει εμ πόρευμα που αγοράζεται και πουλιέται ανάλογα με το κέφι των παραγόντων. Τα ποσά που διακινούνται στην αγορά των μεταγραφών είναι αδιανόητα. Το χάσμα μεταξύ μικρών και πλούσιων ομάδων διευρύνεται συ νεχώς».14Αυτά όσον αφορά την «ελευθερία» των αθλη τών, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε μισθοφόρους σκλάβους και πουλιούνται σαν ζωντανά σε εμποροπανήγυρη ή σαν άλογα κούρσας... Ο Μαραντόνα δίνει πάντα τον καλύτερο εαυτό του: «Την Κυριακή 24 Αυγούστου, μετά τον αγώνα Μπόκα Τζούντορς - Αρχεντίνος Τζούνιορς, το «Χρυσό Αγόρι» («Ε1 Pibe de Ογο») υποβλήθηκε ξανά σε ντό πινγκ κοντρόλ, και πάλι θετικό στην κοκαΐνη. Είναι η τρίτη φορά που βλέπουμε την αυλαία να πέφτει τόσο απότομα για έναν τόσο χαρισματικό παίκτη. Είδωλο της χώρας του και της Νάπολης, στην οποία χάρισε δύο φορές τον τίτλο της πρωταθλήτριας Ιταλίας και ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ, αλλά επίσης είδωλο ολόκληρου του ποδοσφαιρικού πλανήτη, τον οποίο σαγήνευσε με το μεγαλοφυές παιχνίδι του».15 Προφανώς, αυτό το είδωλο, που ορισμένοι θα ήθελαν να προβάλουν ως 14. Jean-Pierre Papin, Le Monde, 13 Matou 1998. 15. Liberation, 1 Σεπτεμβρίου 1997. 23
πρότυπο για τη νεολαία όλου του κόσμου, αξιοποιούσε το ίδιο ταλέντο για να ετοιμάζει γραμμές κοκαΐνης, να ντοπάρεται, να εξαπατά και να πυροβολεί με την καραμπίνα του: «Ένας αργεντινός δικαστής επέτρεψε στον Ντχέγκο Μαραντόνα να εγκαταλείψει τη χώρα για να παρακολουθήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας. Εναντίον του πρώην διεθνούς έχει ασκηθεί ποινική δίωξη επειδή, τον Φεβρουάριο του 1994, πυ ροβόλησε εναντίον δημοστογράφων που τον περίμεναν έξω από το σπίτι του».16 Αυτό είναι το ποιόν των αστέρων της μπάλας -των Καντονά, Ολμετά και μερικών ακόμη τσαμπουκάδων, τοξικομανών ή ντοπαρισμένων- που λατρεύουν οι φα νατικοί του ποδοσφαίρου. «Ο λόγος για τον οποίο μας μαγεύουν παίκτες όπως ο Κοπά, ο Πελέ, ο Μαραντό να, ο Ρονάλντο, ο Ζιντάν», γράφει ο Μπρονμπερζέ, εντελώς αποβλακωμένος από τα πρεζόνια των γηπέ δων, «είναι προφανώς η ποιότητα των άθλων τους, αλλά επίσης η βεβαιότητα όττ γνώρισαν τη δόξα χάρη στις δικές τους δυνάμεις».17 Αυτοί οι «ποδοσφαιρολάτρες», για τους οποίους όλα είναι ρόδινα και μαγικά, δεν θέλουν να αντικρίσουν κατάματα την πραγματικό τητα, γιατί φοβούνται μήπως δουν τις ψευδαισθήσεις τους να διαλύονται. Ντοπάρισμα στο ποδόσφαιρο; Α δύνατο, μας έλεγαν μέχρι πρότινος. Παρ’ όλα αυτά, 16. U Monde. 6 Ιουνίου 1998. 17. Football, la bagatelle la plus serieuse du monde, ό.π., σ. 40. 24
«μερικοί προπονητές δεν διστάζουν να συγκρίνουν τα συμπτώματα του ντοπαρίσματος με εκείνα της δια φθοράς. Μπουτζίνσκι (Budzinski): “Παρακολουθούμε τις εξελίξεις με καθυστέρηση. Ορισμένοι πιστεύουν ακόμη ότι στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει νιοπάρισμα, όπως πριν από δέκα χρόνια πίστευαν ότι δεν υπήρχαν στημένα παιχνίδια”».18 Τα φαινόμενα διαφθοράς, τα στημένα παιχνίδια, οι αγορασμένοι διαιτητές, οι παίκτες «σε επαφή» με τη μαφία, οι κατευθυνόμενες κληρώσεις, όλα τούτα δεν είναι επινόηση μερικών «αριστεριστών» κοινωνιολό γων- είναι η καθημερινή πραγματικότητα του ποδο σφαίρου, που βρίσκεται πια υπό αυστηρή δικαστική επιτήρηση. Τα δε «κατορθώματα» των εμπόρων του ονείρου και άλλων μεσιτών της ευτυχίας (καταχρήσεις δημόσιου χρήματος, αμοιβές κάτω από το τραπέζι, φο ροδιαφυγή, υπεξαιρέσεις κ,λπ.) απστελούν τώρα αντι κείμενο δικαστικών διώξεων. Όλοι αυτοί, και ανάμεσά τους ο Μπρονμπερζέ και η στρατιά των αφελών που συγχέουν τον κόσμο με μια στρογγυλή μπάλα, που λι βάνιζαν μέχρι αηδίας τους «υπέροχους άθλους» της Ολυμπίκ Μαρσέιγ της εποχής Ταπί,19 κράτησαν το στό
18. -Dopage: le foot franfais sort de sa torpeur», Liberation, 20 Οκτωβρίου 1997. 19. Bernard Tapie, πρώην επιχειρηματίας και υπουργός του Μιτεράν. Περίπτωση ανάλογη με εκείνη του Κοσκωτά, τόσο ως προς τις μεθόδους ανάδειξης όσο και ως προς την κατάληξη (σ.τ.μ.). 25
μα τους κλειστό όταν ο τελευταίος, *το είδωλο της νε ολαίας», καταδικάστηκε από το εφετείο σε τρία χρόνια φυλάκιση με αναστολή, πρόστιμο 300.000 φράγκων και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμά των για την υπόθεση των λογιστικών ατασθαλιών της Ολυμπίκ Μαρσέιγ. Προφανώς, ακόμη μια φορά, ο Μπρονμπερζέ και οι εθνολόγοι της πόλης δεν κατάλα βαν ότι ο Ταπί -όπως ο Μπερλουσκόνι, ο Μαραντόνα και μερικά ακόμη ύποπτα πρόσωπα- μοίραζε στον λαό την ευτυχία όπως μοίραζε τα χαρτονομίσματα σε διά φορους σκοτεινούς μεσάζοντες. Ας δούμε ένα αποκα λυπτικό απόσπασμα της δικαστικής απόφασης: «Η πρόθεση των εναγομένων ιθυνόντων της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, που αφορούσε την απόκτηση των καλύτερων παικτών ώστε να κατακτήσουν το Κύπελλο Ευρώπης, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη θεσμική απάτη που οργανώθηκε από το σύλλογο της Μασσαλίας, ακόμη και αν δεν είναι ο μοναδικός σύλλογος της Γαλλίας που έχει εφαρμόσει παρόμοιες τακτικές. Βεβαίως, οι συγκεκριμένοι ιθύνοντες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ακόρεστη οικονομική αδηφαγία ορισμένων παικτών, τα καπρίτσια τους και την πλειοδοσία των μεσαζόντων, η αμοιβή των οποίων είναι ανάλογη προς την τιμή με ταγραφής. Σε κάθε περίπτωση οι καταδικαστέες αυτές πρακτικές δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσουν τη θε σμοθέτηση της οργανωμένης απάτης, που στοχεύει στο να αποκρύψει από τις εθνικές διοικητικές αρχές του ποδοσφαίρου το πραγματικό ύψος των μεταγραφών
και των μισθών που καταβάλλονται. Οι δαπάνες για τη χρηματοδότηση ανομολόγητων μυστικών συναλλαγών επ’ ωφελεία ημιεπίσημων και αμφιβόλου ποιού μεσα ζόντων απστελούν επίσης στοιχεία εις βάρος των ιθυ νόντων της Ολυμπίκ Μαρσέιγ».20 Όλα αυτά βέβαια δεν εμποδίζουν καθόλου όσους κατ’ επάγγελμα διαρρηγνύουν τα ιμάττά τους κσταγγέλοντας «τις παρεκτροπές στις οποίες οδηγεί μια απο κλειστικά εμπορική αντίληψη του αθλητισμού· μια αν τίληψη μπροστά στην οποία δεν μπορούμε να σηκώ σουμε τα χέρια ψηλά».21 Με τη δήλωσή της αυτήν η κομμουνίστρια υπουργός Αθλητισμού κλείνει σεμνότυ φα τα μάτια μπροστά στο ανελέητο διαφημιστικό σφυροκόπημα που συνδέεται με το ποδόσφαιρο, μπροστά στα αστρονομικά ποσά που κυκλοφορούν στη ΦΙΦΑ και στις κρυφές δοσοληψίες με τις εταιρείες-σπόνσορες, που έχουν καταληστέψει το Μουντιάλ. Η συνηθισμένη διγλωσσία του Κομμουνιστικού Κόμματος: από τη μια ο κατά φαντασίαν αγώνας εναντίον του «μεγάλου κεφα λαίου», από την άλλη η πραγματική συνεργασία με την άρχουσατάξη... Υιοθετώντας το ρόλο του υπηρέτη της ΦΙΦΑ η αριστερή κυβερνητική συμμαχία αποδέχτηκε
20. Le Monde, 5 Ιουνίου 1998. 21. Marie-Geoige Buffet (σ.τ.μ.: κομμουνίστρια υπουργός Νεότη τας και Αθλητισμού της υπό τον Λιονέλ Ζοσπέν κυβέρνησης αρι στερής συνεργασίας σοσιαλισιών-κομμουνισιών-οικολόγων), Le Monde, 1 Ιουνίου 1998. 27
να γίνει υποτελής μιας πολυεθνικής που «μέσα σε ένα τέταρτο του αιώνα έγινε η πιο μεγάλη μηχανή παραγωγής χρήματος του πλανήτη. Από τα 1,2 τρισεκατομμύ ρια γαλλικά φράγκα τζίρο που κάνει το ποδόσφαιρο σε όλο τον κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος προέρχεται από τα τηλεοπτικά δικαιώματα [...]. Στα δύο επόμενα Παγ κόσμια Κύπελλα η μοιρασιά θα είναι τελείως διαφορε τική· τα δικαιώματα για όλο τον κόσμο τα άρπαξε ένα ντι του ασύλληπτου ποσού των 14 δισεκατομμυρίων φράγκων ο γερμανός μεγιστάνας των οπτικοακουστικών μέσων Λέο Κιρς (Leo Kirsch), εταίρος του ISL, του πρώτου παγκόσμιου συγκροτήματος αθλητικού μάρ κετινγκ. Χρυσή συμφωνία για τη ΦΙΦΑ».22 Σύντροφοι κομμουνιστές, υπερασπιστείτε με όλες τις δυνάμεις σας «το ποδόσφαιρο του πολίτη», την «ποδοσφαιρική κουλτούρα», την «αθλητική δημοκρατία». Big business is watching you... Ωστόσο ο Γιόζεφ Μπλάτερ, γενικός γραμματέας της ΦΙΦΑ,23 δεν διστάζει να διαβεβαιώνει ότι, παρά τις μάστιγες της διαφθοράς, του ντοπαρίσματος και της βίας, «το παιχνίδι πρέπει να μείνει ανθρώ πινο, εφόσον η γοητεία και η δύναμή του βρίσκεται ακριβώς στον ανθρώπινο χαρακτήρα του».24 Και κυ ρίως στη δύναμη που έχει σαν όπιο του λαού... 22. U Monde, 31 Matou και 1 Ιουνίου 1998. 23. Λίγους μήνες αργότερα ο J. Blatter εξελέγη πρόεδρος της FIFA (σ.τ.μ.). 24. Le Monde, 4 Δεκεμβρίου 1997. 28
Μετά τους λιγότερο ή περισσότερο κακόπιστους διαστρεβλωτές της πραγματικότητας, αξίζει να ασχο ληθούμε και με τους κατ’ επάγγελμα ιδεολόγους του ποδοσφαίρου που αναλώνουν το χρόνο τους εκθειάζον τας τον έρωτα για το ποδόσφαιρο, τη γιορτή, ίο όνει ρο, την ευτυχία, την κουλτούρα και τα υπόλοιπα κλισέ της αθλητικής απάτης. Μέσα στην τεράστια, πασίγνω στη αυτή στρσιιά, που συγκεντρώνει όλες τις τάσεις της αριστερός και της δεξιάς, όλες τις φυλές του τζετσετ, όλους τους ευσεβείς πιστούς της κοινωνίας του θεάματος, είναι εύκολο να διακρίνουμε τους συνήθεις ηδονοβλεψίες, υπηρέτες του οπίου του λαού, σαν τον Μπερνάρ Πιβό25 που συνδέει με ανυπόκριτη άνεση το ποδόσφαιρο με τον έρωτα. «Παίζεται σε ολόκληρο τον κόσμο», λέει εκστασιασμένος. «Η οικουμενικότητα αυ τού του αθλήματος -μιλάω φυσικά για το ποδόσφαι ρο- δεν απστελεί, άραγε, την απόδειξη ότι σε όλες τις ηπείρους, σε όλες τις φυλές [sic], ανταποκρίνεται σε ανάγκες, παρορμήσεις, επιθυμίες, ότι συνιστά μια ευ τυχή εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης;». Να ’μασιε, λοιπόν: η αιώνια και οικουμενική φύση του ανθρώπου!
25. Bernard Pivoi, «Le pied·, Contact, le magazine des adherents de la FNAC, n° 343, Μάιος-Ισυνιος 1998 (σ.τ.μ.: ο γάλλος δημοσιο γράφος Β. Pivot παρουσιάζει πολιτισπκίς εκπομπές μεγάλης ακροαματικότητας στη γαλλική τηλεόραση- ομολογημένη φιλο δοξία των εκπομπών αυτών η μετατροπή πολιτιστικών αγαθών, κυρίως βιβλίων, σε εμπορικά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης). 29
«Από αρχαιστάτων χρόνων ο άνθρωπος...», όπως δια βάζουμε και στις κακές εκθέσεις τελειόφοιτων μαθη τών του λυκείου. Αλλωστε, ο Πιβό δεν διστάζει να συγ κρίνει το ποδόσφαιρο με τη λογοτεχνία και τους πο δοσφαιριστές με συγγραφείς, για να καταλήξει ότι «όπως τα βιβλία, έτσι και τα ματς απογοητεύουν ή συναρπάζουν». Ιδού η πρώτη μεταμοντέρνα φενάκη, που θέλει να συγκρίνει, να βάλει μάλιστα στο ίδιο επίπεδο, πο δοσφαιρικές φάσεις και φράσεις της λογοτεχνίας, να θεμελιώσει με απόλυτα ιδεολογικό τρόπο ότι το ποδό σφαιρο απστελεί μέρος της κουλτούρας ισότιμα με τον Σέξπιρ, τον Δάντη, τον Γκέτε και τον Προυστ. Προφα νώς για τον Πιβό ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπού τσια ή ένα μπουκάλι μποζολέ είναι ισοδύναμα με ένα έργο τέχνης, ένα γήπεδο μπορεί να συγκριθεί με ένα μουσείο ή μια βιβλιοθήκη και οι κινήσεις των αθλητών να ταυτιστούν με πνευματικά δημιουργήματα. Μια τέ τοια σκέψη που προκαλεί σύγχυση και εξισώνει τα πάντα, μια σκέψη που αναστρέφει τις αξίες, που υπο βιβάζει την ανθρώπινη κουλτούρα στο επίπεδο της σωματικής άσκησης και τη θεωρητική σκέψη στο επί πεδο της εφίδρωσης, επιβεβαιώνει τον κρετινισμό που έχει καταλάβει τους «πνευματικούς ταγούς» μας. Η άποψη πως το ποδόσφαιρο απστελεί μέρος της κουλτούρας δεν συνιστά απλώς πλάνη, αλλά αποκαλύ πτει και μια άθλια αντίληψη για την κουλτούρα, την αντίληψη της ετοιμοπαράδοτης σκέψης, του fast
thinking, του zapping και της προκλητικής «μαγκιάς» που επικρατεί σήμερα στα ΜΜΕ, στα οποία ιερουρ γούν οι νεόκοποι φρουροί του κατεστημένου. Το πά θος δεν δικαιολογεί τα πάντα και ασφαλώς δεν δικαιο λογεί αυτήν τη γλοιώδη δημαγωγία που επιτρέπει σε ανόητα, γεμάτα απωθημένα άτομα να επιδεικνύουν τις αντιδραστικές προκαταλήψεις τους, όπως κάνει με επιμονή ο Μπρονμπερζέ, λάτρης ενός «έντονα αρσε νικού πάθους»: «Καθεμιά από τις ομάδες των αρσενι κών προστατεύει τα δίχτυα της που πρέπει να μείνουν “παρθένα”, “απαραβίαστα” και προσπαθεί να “διεισδύσει” στην άμυνα ή και να την “τρυπήσει”. Πρέπει να “πάρει την παρθενιά” των αντιπάλων. Οι λέξεις έχουν τη σημασία τους [...]. Με την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας, το γήπεδο ποδοσφαίρου έγινε το κατεξοχήν καταφύγιο των ανδρών. Εκεί βρισκόμαστε μακριά από τις γυναίκες, μπορούμε να πούμε πράγματα που αλλού θεωρείται ανάρμοστο να ειπώνονται. Έχουμε δικαίω μα να παρεκτρεπόμαστε με τα λεγάμενα και τις χειρο νομίες μας, να βρίζουμε, χωρίς να διατρέχουμε τον κίνδυνο να χαρακτηριστούμε πρόστυχοι ή να θεωρη θούμε φαλλοκράτες. Αυτό μάλιστα ισχύει και για τους φιλάθλους μπροστά στην τηλεόρασή τους».26 Ο εθνο λόγος μας του Μ apt Κλερ, που έρχεται στο κέφι με παρόμοιες σεξουαλικού περιεχομένου λεκτικές υπερ βάσεις, δεν αναρωτιέται καν για το χαρακτήρα αυτής 26. Marie Claire & I’Equipe magazine, Ιούνιος 1998, ο. 35. 31
της αρσενικής κουλτούρας των αχαμνών και των «σε ξουαλικών αστεϊσμών» που χαρακτηρίζουν τους ζαμανφουτίστες, τους φαλλοκράτες, τους μεθυσμένους φαντάρους, τους νταλικιέρηδες και, φυσικά, τους θαμώνες των μπαρ όπου μαζεύονται οι ποδοσφαιρόφιλοι μετά το παιχνίδι και που απστελούν κατά γενική ομο λογία χώρους υψηλής ανθρωπιστικής ευαισθησίας και πολιτιστικής εκλέπτυνσης. Τα «έντονα αρσενικά πάθη» παίρνουν στο ποδόσφαιρο μια αποκρουστική όψη: αγέλες από αλήτες και άξεστους, όλοι τους «παιχταρά δες», όλοι τους μεθυσμένοι από τον ιδρώτα, το αίμα και τα σαπούνια των αποδυτηρίων. Η προσπάθεια να εξηγήσει κανείς -όπως επιχειρεί με εντελώς ανορθολογικό τρόπο ο Μπρονμπερζέ, ο «μέγας λάτρης του ποδοσφαίρου» σύμφωνα με το Μαρί Κλερ- ότι το πο δόσφαιρο σου επιτρέπει να αποδείξεις ότι «έχεις αρχίδια»27 απστελεί αναμφίβολα σημαντική συνεισφορά στην εθνολογία, όμως ακόμη σημαντικότερη στην κουλτούρα του φτωχού, στην οποία συναντιούνται «οι γαμημένοι, οι γκόμενες, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι κερατάδες, οι μαλάκες» και άλλα κοσμητικά του υπέ ροχου λαϊκού ποδοσφαιρικού πολιτισμού! Ανάμεσα στους θιασώτες της «ανθρωπιάς του πο δοσφαίρου» πρέπει φυσικά να επισημάνουμε την πα ρουσία των πρώην σταλινικών, πρώην θαυμαστών του «σοσιαλιστικού αθλητισμού» της Ανατολικής Γερμα 27. Ό.π., σ. 34. 32
νίας, της Κούβας, της ΕΣΣΔ και της Κίνας. Για παρά δειγμα ο Πιερ Ζαρκά (Pierre Zarka), διευθυντής της Ονμσητέ, αφού κατόρθωσε να χωνέψει όλο το σταλι νικό παραμύθιασμα του ΚΚΓ (Κομμουνιστικού Κόμ ματος Γαλλίας), χρησιμοποιεί μια μορφή ψευτοπρό ζας, συνδυασμό της λαϊκίστικης κοινής λογικής και των κοινοτοπιών της μικροαστικής ιδεολογίας των ε πιτυχημένων γραφειοκρατών, για να υποστηρίξει ότι «ο αθλητισμός είναι μια ανθρώπινη δραστηριότητα που συνεισφέρει στο χτίσιμο της προσωπικότητας του ατόμου και απστελεί συστατικό χαρακτηριστικό της ταυτότητας ενός έθνους. Αυτή η ειρηνική [sic] αντι παράθεση προϋποθέτει την υπέρβαση του εαυτού μας, το σεβασμό του άλλου και των νόμων, που στο γήπεδο ονομάζονται κανόνες. Ο αθλητισμός, ως έκφραση της επί Γης ειρήνης [sic], είναι μια ασύγκριτη στιγμή της κοινωνικής ζωής των πολιτών».28 Ο Ζαρκά προφανώς παραλείπει να διευκρινίσει, όπως και όλη η αριστερή κυβερνητική συμμαχία, ότι η Γαλλία, πατρίδα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα υποδεχτεί αντιπροσωπίες μισθοφόρων από χώρες ό που επικρατούν η δικτατορία, ο θρησκευτικός φανα τισμός, η ανέχεια, η εθνοκάθαρση και η ανελέητη κα ταστολή. Η Νιγηρία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Κολομβία, η Κροατία, η Γιουγκοσλαβία, η Χιλή, η 28. ·11π Iangage universe!·, LHumaniie hois serie - «Lhumanite du Tool Un autre regard sur le mondial·, Απρίλιος 1998, σ. 6. 33
Νότια Κορέα, η Παραγουάη, η Αργεντινή, η Ρουμα νία, η Βουλγαρία, η Τυνησία, το Μαρόκο, το Καμε ρούν, τόσες χώρες στις οποίες βασιλεύει «η επί Γης ειρήνη», κατά την έκφραση του σταλινικού κονδυλο φόρου, τόσες χώρες στις οποίες το ποδόσφαιρο προ άγει τη «συναδέλφωση και τη φιλία», τόσες χώρες στις οποίες οι αντιπολιτευόμενοι παίζουν ευτυχισμένοι πο δόσφαιρο στα κάτεργα ή στις φυλακές, «θέατρο της ζωής, το ποδόσφαιρο κεντρίζει τη φαντασία, θρέφει τα όνειρα, αναμοχλεύει τα πάθη», γράφει ακόμη ο Ζαρκά, που δεν διστάζει να εξυμνήσει τον αθλητικό εθνικισμό και την ιερή συμμαχία πίσω από τους «παί κτες μας»: «Όπως οι μεσαιωνικοί ήρωες έτσι και οι παίκτες φορούν τα χρώματα της καλής τους -στην περίπτωσή μας της Γαλλίας- και συμβολίζουν την πε ρηφάνια και την επιβεβαίωση ενός ολόκληρου λα ού, όλων των κοινωνικών τάξεων συμπεριλαμβανομέ νων».29 Το ΚΚΓ, σε ρόλο πρωθιερέα της απολιτικής αθλητικής ενότητας και της συνεργασίας των τάξεων, υπερασπίζεται φανατικά το Μουντιάλ σαν «μεγάλη λαϊκή γιορτή του πλανήτη». Παράλληλα, δεν διστάζει να παραχωρήσει τη συνδικαλιστική αστυνομία της CGT,30 για να τσακίσει τους αγώνες των μισθωτών και να αναισθητοποιήσει 29. Ό.π., σ. 6. 30. cgt; Confederation generate du travail (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), συνδικάτο προσκείμενο σιο κκγ (σ.τ.μ.). 34
την πολιτική τους συνείδηση κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ. Ενώ οι πιλότοι της Ερ Φρανς ξεκινούσαν απεργία αρνούμενοι να πληρώσουν εκείνοι τα διαχει ριστικά λάθη της εταιρείας, ενώ οι σιδηροδρομικοί υπερασπίζονταν τις συνθήκες εργασίας και τις μισθολογικές τους διεκδικήσεις, οι εργατοπατέρες της CGT εναλλάξ με εκείνους της CFDT31 εξηγούσαν με τη δουλοπρέπεια που ταιριάζει στους υπηρέτες του κεφα λαίου, ότι η συνομοσπονδία τους «δεν επιθυμεί να πα ρεμποδιστεί από κοινωνικές αντιπαραθέσεις η διεξα γωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου».32 Ο Βιανέ (Viannet), γενικός γραμματέας της CGT, μετά το τέλος μιας συνάντησής του με τον πρόεδρο της Δημο κρατίας Ζακ Σιράκ, ήταν ακόμη πιο σαφής: «Η CGT δεν διανοήθηκε ποτέ να θέσει το Παγκόσμιο Κύπελλο υπό ομηρία».33 Και φυσικά δεν πέρασε ποτέ από τη σκέψη αυτών των συνδικαλιστών-επιστατών των εργα ζομένων, ότι η Γαλλία και οι φορολογούμενοι είχαν στην πράξη τεθεί υπό ομηρία από τη ΦΙΦΑ, το κονσόρ τσιουμ κατασκευής του Μεγάλου Σταδίου και από τη 31. CFDT; Confederation franfaise et democradque du travail (Γαλ λική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας), το δεύτερο σε δύναμη εργατικό συνδικάτο της Γαλλίας. Δημιουργήθηκε το 1964 από την πλειοψηφία των μελών ενός χριστιανικού συνδι κάτου που επιθυμούσαν την εγκατάλειψη του θρησκευτικού του χαρακτήρα. Υποστηρίζει την αυτοδιαχείριση (σ.τ.μ.). 32. Le Monde, 14 Matou 1998. 33. Le Monde, 6 Ιουνίου 1998. 35
Γαλλική Οργανωτική Επιτροπή του Μουντιάλ, ότι η χώρα ολόκληρη βομβαρδιζόταν επί σειρά εβδομάδων από το μηχανισμό διαφημιστικής προπαγάνδας του κεφαλαίου. Κυρίως, όμως, δεν σκέφτηκαν ότι η γιορτή της στρογγυλής θεάς αποτελούσε πρώτης τάξεως άλ λοθι για την εργοδοσία και την «αριστερή» κυβέρνηση, για να περιφρονήσουν τις διεκδικήσεις, να καταπνί ξουν τους αγώνες και να αποβλακώσουν την κοινή γνώ μη στο όνομα της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου... Το ποδόσφαιρο, όπως και όλα τα άλλα κοινωνικά μαζικά φαινόμενα, σημαδεύεται από τους πολιτικούς διαχωρισμούς και τις ιδεολογικές επιλογές. Όχι μόνο δεν είναι ουδέτερο και υπεράνω των κοινωνικών αντι παραθέσεων, αλλά απστελεί πρότυπο ολοκληρωτικού προσηλυτισμού, που εμποδίζει ακόμη και τα λαμπρό τερα μυαλά να διατηρήσουν το κριτικό τους πνεύμα ή έστω απλώς τη διαύγειά τους. Ο Αλέν Φινκιλκρότ, για παράδειγμα, που πάντοτε έδειξε την ευαισθησία του για διάφορα κοινωνικά ζητήματα, σε σχέση με το πο δόσφαιρο έχει καταληφθεί από μια περίεργη τύφλω ση, μια παράδοξη διανοητική αγκύλωση. Σε μια συ νέντευξή του με τίτλο «Αλέν Φινκιλκρότ ή η ποδοσφαιροφιλοσοφία»,34 ο συγγραφέας του βιβλίου La Difaite de la pensee (Η ψ ια της σκέψης), αφού δηλώνει ότι τον «ανησυχούν ιδιαίτερα οι παρεκκλίσεις του ποδο34. «Alain Finkielkraut ou la philo-foot», Le Journal du dimanche, 26 Απριλίου 1998.
οφαίρου, η στροφή των φιλάθλων προς τη βία, ο οικο νομικός παραλογισμός», σπεύδει να διευκρινίσει ότι η κριτική του αυτή ήταν κριτική ενός «ερωτευμένου». Και με τον ίδιο τρόπο που όλοι οι ερωτευμένοι προ σπαθούν να αποφύγουν την ερωπική απογοήτευση, αι σθάνεται υποχρεωμένος να δικαιολογήσει την ένοχη εθελοτυφλία του: «Αγαπώ τον αθλητισμό, δυσκολεύο μαι όμως να διατηρήσω την αντικειμενικότητά μου. Οταν παρακολουθώ ένα ματς που δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αισθάνομαι την ανάγκη να πάρω το μέρος της μιας από τις δύο ομάδες. Δεν έχει νόημα να αγα πάς το ποδόσφαιρο χωρίς να αγαπάς την ομάδα σου. Αυτή όμως η μεροληψία πρέπει να μένει στα όρια μιας ψύχραιμης και πολιτισμένης στάσης. Έχω τη νοοτρο πία του φιλάθλου με την παλιά έννοια, πριν από την εποχή των ιαχών, των ύμνων, των τεντωμένων μπρά τσων και των ύβρεων». Δηλαδή ενός φιλάθλου με αγω γή! Ο Αλέν Φινκιλκρόι, λοιπόν, για να δικαιολογήσει το φίλαθλο πάθος του, απορρίπτει με μεγάλη φυσικό τητα κάθε ανάλυση αυτού του πάθους: «Η ιδέα του αθλητισμού ως αλλοτρίωσης μου ήταν πάντοτε ξένη. Αντίθετα, μου φαίνεται πως ο αθλητισμός συνιστά μία από τις λίγες διεξόδους απέναντι στην κοινωνική μοι ρολατρία [...]. Ποτέ, ακόμη και την εποχή που βλέπα με να κυκλοφορούν βιβλία σχετικά με την απάτη, την αλλοτρίωση, τη φρίκη του αθλητισμού, δεν συμμερί στηκα την άποψη ότι ο αθλητισμός είναι το όπιο του λαού». Όπως όλοι οι ανήσυχοι ερωτευμένοι, ο Αλέν 37
Φινκιλκρότ αντί να σκεφτεί, δονείται από συγκίνηση: «Το γεγονός ότι από τη Νέα Γουινέα μέχρι τη Γροι λανδία την ίδια χρονική στιγμή οι άνθρωποι δονούνται από συγκίνηση μπροστά στο ίδιο θέαμα είναι κάτι το συναρπαστικό». Η ομοθυμία με την οποία οι διανοού μενοι φυλακίζουν τη σκέψη τους και αφήνονται να βυθιστούν στη γλυκιά απόλαυση της παθιασμένης δό νησης είναι επίσης κάτι το συναρπαστικό, αν και με ρικές φορές η συνταύτιση του λαϊκισμού με τη λαϊκή μέθη οδήγησε σε τραγικά φαινόμενα, είτε πρόκειται για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το λαϊκό πανεπιστήμιο ή την επιστημονική εκλαΐκευση, είτε για τη φιλοσοφία του πεζοδρομίου... Η αγάπη για την μπάλα δεν δι καιολογεί καθόλου την απουσία σκέψης ή, ακόμη χει ρότερο, την αδιαφοροποίητη σκέψη των άρρωστων του γηπέδου.
38
Η Φ Α ΣΙΖΟ Υ ΣΑ Α ΙΣ Θ Η Τ ΙΚ Η Τ Ο Υ Π Ο Δ Ο ΣΦ Α ΙΡΟ Υ
Σε μια συνέντευξή του ο Νταβίντ Ζινολά (David Ginola),1το δήθεν είδωλο των κυριών που διαβάζουν γυναι κεία περιοδικά -ένα ξανθό είδωλο, ακαθόριστα ανδρό γυνο, με ζωώδη ομορφιά-, μας λέει τα εξής: «Ένα ματς είναι μια θύελλα. Ενενήντα λεπτά πολέμου. Δεχόμαστε χτυπήματα από παντού. [...] Πρόκειται για ένα πραγ ματικό άθλημα φυσικής επαφής. Στο τέλος ματώνουμε, όλο μας το σώμα είναι γεμάτο γρατζουνιές. [...] Υπάρχει ένας αισθησιασμός της οσμής στο ποδόσφαιρο. Μυ ρίζει ωραία ο ιδρώτας. Στον αγωνιστικό χώρο μυρίζου με το χώμα και το χορτάρι. [...] Μοιάζουμε με κτήνη. Υποθέτω ότι αυτό αρέσει στις γυναίκες· τα μουσκεμένα μαλλιά, τα αξύριστα πρόσωπα, η αίσθηση του αρσενι κού που ιδρώνει». Χάρη στην ψυχανάλυση ξέρουμε τι σημαίνουν παρόμοιες φράσεις, που αποκαλύπτουν τις ελεεινότερες φαντασιώσεις. Η θεωρία του ψετιχισμού, ειδικότερα, έκανε τεράστια άλματα όταν έγινε κατα νοητό ότι η επιλογή του φετίχ συνδέεται με τον απωθημένο έρωτα που μετατοπίζεται στις ιδιαίτερα έντονες οσμές. «Τα πόδια και τα μαλλιά αποπνέουν μια δυνατή οσμή, αναβιβάζονται δε στο επίπεδο των φετίχ όταν 1. Marie Claire b ’ LEquipe magazine, ό.π. 41
εγκσταλειφθούν οι οσφρητικές εντυπώσεις που θεω ρούνται δυσάρεστες. Στην περίπτωση του φεπχισμού του ποδιού, τα βρόμικα και δύσοσμα πόδια μετατρέπονται πάντοτε σε σεξουαλικό αντικείμενο. Η φετιχιστική προτίμηση για τα πόδια μπορεί επίσης να βρεί μια εξήγηση στις θεωρίες της παιδικής σεξουαλικότη τας. Το πόδι υποκαθιστά το πέος, η απουσία του οποίου από τη γυναίκα γίνεται δύσκολα αποδεκτή από το παι δί».2Όπως μαρτυρεί το ίδιο του το όνομα, το ποδόσφαι ρο -παιχνίδι με τα πόδια- συντηρεί το μύθο της μεγά λης σημασίας του ποδιού και δοξάζει την απλούσιατη λειτουργία του· εξάλλου, το πόδι αποτελεί πηγή από λαυσης για τα παιδιά (που πιπιλάνε τα πόδια τους). Η σχέση με το πόδι είναι ενδεικτική ενός τουλάχιστον αρχέγονου δεσμού με ένα μέρος του σώματος. Η υπερβο λική έμφαση που δίνειαι στο πόδι, το υπερθετικό πόδι, φανερώνει ένα ακραίο, σια όρια της νεύρωσης, ενδια φέρον για ένα τμήμα της ανατομίας μας που στην πραγ ματικότητα έχει μικρή σημασία. Εκτός από τους ίδιους τους παίκτες, μερικοί ακόμη βραδύνοες αναπτύσσουν αυτό το έμμονο ενδιαφέρον για το πόδι, που μας γυρνά ει σε τόσο απλές «αρχέγονες λειτουργίες». Ο Βλαντίμιρ Ντιμπρίγιεβπς, φιλοσέρβος φασίστας, η ανοησία του οποίου είναι ευθέως ανάλογη προς τη μαγεία που ασκεί πάνω του «ο βασιλιάς των σπορ», μας σερβίρει μερικές 2. Sigmund Freud, Trots Essais sur la theorie de la sexualiU, Gallimard, Παρίσι 1962, o. 172. 42
αλήθειες δικής του επινόησης. «Η κλοτσιά του βρέ φους», μας εξηγεί βαρύγδουπα, «εμπεριέχει σε σπερμα τική κατάσταση την κομψή μπαλιά του Εουσέμπιο».3 Δεν μπορεί παρά να διαπισιώσει κανείς ότι η φα σιστική αισθητική του τέλουςτου αιώνα, η οποία συνδέ ει το αρχέγονο με το υπερμοντέρνο, έχει υιοθετηθεί από το ποδόσφαιρο, το οποίο έχει διαποτιστεί από τη δηλητηριώδη της δύναμη. «Ιδρώτας, αίμα και χώμα», αυτό φαίνεται πως είναι το έμβλημα των νέων μίνι-μισθοφόρων των γηπέδων, όπως εκφράζεται μεταξύ άλ λων και από τον Ζινολά με τις ψεηχισηκές φαντασιώσεις του, τις οποίες θα ήθελε να μοιραστεί με τις γυναίκες, αν και μάλλον, ως απαίσιος φαλλοκράτης, θα προτι μούσε οι γυναίκες να υποταχτούν στις σεξουαλικές του φαντασιώσεις. Είναι σαφές ότι η καριέρα του πο δοσφαιριστή πρέπει να καταταγεί στις «ναρκισσιστικές επαγγελματικές σταδιοδρομίες».4 Πέρα όμως από αυ τό, βλέπουμε καθαρά ότι η ποδοσφαιρική οικονομία εκδηλώνεται γύρω από τη σεξουαλικότητα θεωρημένη ως δομή βίαιης, ακόμη και πολεμικής συμπεριφοράς, και από τον διαπιστωμένο σαδομαζοχισμό των περισ σότερων παικτών. Επιπλέον, η σεξουαλικότητα αυτή συνδυάζεται με μια αισθητική προσανατολισμένη προς 3. Vladimir Dimitrijevic, L a V u e s tu n ballon rm d, De Fallois, Πα ρίσι 1998, σ. 23. 4. Reimut Reiche, SexualiU et lutte de classes, Francois Maspeio, Παρίσι 1971,σ.63. 43
ένα πολύ περίεργο ιδεώδες ομορφιάς. Σήμερα, όλοι οι ποδοσφαιριστές μιλούν για τη σεξουαλικότητά τους (μερικοί κάνουν έρωτα την ίδια την ημέρα του ματς, ακριβώς πριν), για να εξασφαλίσουν σίγουρα και αβίαστα την «ολοκλήρωσή τους», ως προετοιμασία για τη βία, ως τεχνική επίτευξης καλής φυσικής κατάστασης εν όψει της πλήρους μυϊκής έκρηξης κατά τη διάρκεια του ματς. Ξέρουμε παρ’ όλα αυτά ότι η πραγματική στέρηση γεννιέται κατά τη διάρκεια του ματς, γιατί η σεξουαλικότητα εκδηλώνεται ακριβώς με τις πιο διφο ρούμενες μορφές. Το ματς, η διεξαγωγή του στην τρο μακτική ατμόσφαιρα που εξασφαλίζει το στάδιο, εμπί πτει στην κατηγορία των νευρωτικών ασθενειών των μα ζών που οφείλονται στην εκτροπή της σεξουαλικότητας προς μετουσιωμένες πολεμοχαρείς εκδηλώσεις (γενικευμένη χυδαιότητα, πρόστυχη συμπεριφορά, βιαιό τητες κάθε είδους κ,λπ.). Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι η σε ξουαλικότητα που συνδέεται με τον αθλητισμό, με το ποδόσφαιρο, δεν απστελεί παρά μια υποβαθμισμένη και εκφυλισμένη εκδοχή της ερωτικής ζωής, ενταγμένη στην προετοιμασία για το ματς, το οποίο συνιστά μια επαγγελματική δραστηριότητα. Η ισχυρή ενστι κτώδης συμπεριφορά, που υποκινείται από την αθλη τική δραστηριότητα και απστελεί θεμέλιό της, εκδη λώνεται κυρίως με τη μορφή ταπεινών παρορμητικών πράξεων (φτυσιές, βρισιές...), ως βία ενάντια στον άλ λον (ιδέα του φόνου, φαντασίωση του ξεσπάσματος,
σαδομαζοχιστική φαντασίωση...). Το ποδόσφαιρο ε νέχει συνάμα μια τάση ανάπτυξης -διαβάστε μας με προσοχή, ώστε να αποφευχθούν αδικαιολόγητοι εκνευ ρισμοί· λανθανουσών ομοφνλοφιλικών σνμηερνφορών ανάμεσα στους παίκτες, όχτ στη βάση μιας ερωτικής σύμπραξης, αλλά μιας σύμπραξης στη βία μεταξύ νι κητών και ηττημένων, στα πλαίσια του ηοΧέμου του ματς. Η ομοφυλοφιλία εκδηλώνεται με τη μορφή στρατού εφόδου που λαμβάνουν η ομάδα (οι παίκτες) και οι οπαδοί... Πρόκειται για την ίδια ακριβώς πα ρορμητική ομοφυλοχριλία, μια ιδιαίτερη ιστορική μορ φή της λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας, που έπαιξε π.χ. μεγάλο ρόλο στη γέννηση και τη συνοχή του μαζικού φασιστικού κινήματος στη Γερμανία.5 Αν για τον Έριχ Φρομ ο σύγχρονος άνθρωπος α ναπτύσσει έναν «αυταρχικό μαζοχιστικό χαρακτήρα» που μας φαίνεται πλήρως αναγνωρίσιμος στον μέσο ποδοσφαιριστή, για τον Αντόρνο και τον Χόρκχαϊμερ παραιηρείται μια «ασύνειδη ομοφυλοφιλοποίηση»,6 με την έννοια ότι το ερωτικό ιδεώδες οπισθοδρομεί προς μια παιδική συμπεριφορά. Η κοινωνία οικοδόμη σε πάνω στον άνδρα μια γενετήσια εικόνα χωρίς αντι φάσεις, την «ομοφυλοφιλοποιημένη» επιφάνεια μιας ή. Πρβλ. Wilhelm Reich, La Psychologie de masse du fascisme, Payot, Παρίσι 1972. 6. Adorno a Horkheimer, La Dialectique de la Raison, Gallimard, Παρίσι 1974. 45
παιδικής δομής. Το ερωτικό ιδεώδες γίνεται παιδικό, πράγμα που βλέπουμε πολύ καθαρά όταν οι ποδοσφαι ριστές φιλιούνται, δίνουν φιλικά χτυπήματα στους γλου τούς, κυλιούνται μαζί πάνω στο χορτάρι, κάνουν τούμπες... Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι το ποδόσφαιρο -ως φαινόμενο άμβλυνσης της έντασης ανάμεσα στα φύλα ή μάλλον της εκμηδένισής της προς όφελος της έξαψης του αρσενικού μόνο είδους- επιφέρει αυτήντην ομαδική παλινδρόμηση και κατευθύνει τις παρορμήσεις προς τα νηπιακά στάδια της προσωπικότητας, η οποία περιέρχεται σε μια πρωτογενή κατάσταση. Παρατηρείται δηλαδή μια αποδόμηση της γενετήσιας αστικής σε ξουαλικότητας, καθώς και των αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικώντης. Σε γενικές γραμμές, η ποδοσφαι ρική ομάδα απστελεί έναν στρατό σε διάταξη πορείας, έναν στρατό ο οποίος προετοιμάζεται συναισθηματικά από μια διφορούμενη ηδονή, που οδηγεί τους ποδο σφαιριστές από τα αποδυτήρια στο γήπεδο, αφού δια σχίσουν, πριν και μετά, όλους τους ενδιάμεσους γειτο νικούς χώρους. Αυτή η νέα ανθρώπινη τυπολογική κα τηγορία «ανταγωνίζεται» μερικά μέλητης συλλογικότητας του παρελθόντος: «Στη φασιστική συλλογικότητα, με τις ομάδες της και τα στρατόπεδα εργασίας, ο καθέ νας, από την τρυφερότερη κιόλας νεότητά του, είναι φυλακισμένος στο δικό του κελί, πράγμα που ευνοεί την ανάπτυξη της ομοφυλοφιλίας».7 7. Adorno & Horkheimer, ό.π., σ. 275. 46
Ο αγωνιστικός χώρος του ποδοσφαίρου -το στά διο εξασφαλίζει την πλήρη ανάπτυξη της ομοφυλοφι λίας- επιτρέπει την ανάδυση και την εφήμερη αλλά επικίνδυνη εκδήλωση μιας συλλογικής σεξουαλικής α τμόσφαιρας που μοναδικό στόχο έχει τη σύγκρουση με τον αντίπαλο- στα πλαίσια αυτά, η νόθα χαρά της νίκης νομιμοποιεί την αποχαλίνωση και την έκρηξη μιας εσυιερικης σεξουαλικότητας της ομάδας, μιας αντεστραμμένης σεξουαλικότητας, το αντίθετο της σε ξουαλικής πληρότητας. Αυτή η επιβεβαίωση και η εν δυνάμωση της σεξουαλικής διεκδίκησης εκτρέπεται προς την πιο αγελαία δυνατή πρακτική. Τέλος, κατά την άποψή μας, η ποδοσφαιρική ομάδα ως συλλογική δομή, ως άγρια ορδη, δεν απστελεί απλώς «επιστροφή στην πρωτογενή βαρβαρότητα, αλλά το θρίαμβο της κατασταλτικής ισότητας, της ισότητας απέναντι στο δικαίωμα στην αδικία [.. .]».8 Το ποδόσφαιρο δεν είναι παρά η δομή εκψασισμον των μαζών με τη διαμεσολάβηση μιας σεξουαλικότητας που μετατοπίζεται, προσανατολίζεται και εκτονώνεται προς την ανάγκη για βία που χαρακτηρίζει έναν στρατό εφόδου. Με το γήπεδο, και με τη διαμεσολάβηση του γηπέδου, ο καπιταλισμός της τρίτης ηλικίας φρόντισε να αποκτή σει μια τερατώδη τεχνική αυτοκρατορία: το οπτικοαθλητικό σύστημα, μια παντοδυναμία που δεν είχε επι τευχθεί ποτέ μέχρι τώρα και που αναμεταδίδεται και 8. Adorno & Horkheimer, ό.π., ο. 30. 47
μεγεθύνεται από την τηλεόραση. «Η δομή και η ιδε ολογία της κοινωνίας της τρίτης ηλικίας του καπιτα λισμού», παρατηρεί ο Ερνέστ Μαντέλ, «δημιουργούν κατά τα άλλα τρόπους συμπεριφοράς που βασίζονται στον εξαναγκασμό της επίδοσης, με αποτέλεσμα το στρες, τη νεύρωση, αλλά και την υπσταγή στην “τεχνο λογική αρχή”. Παρόμοιοι τρόποι συμπεριφοράς πε ριορίζουν συστηματικά την ανάπτυξη της σκέψης και της κριτικής συνείδησης, οδηγούν στον κομφορμισμό και στην τυφλή υπακοή και ωθούν με επικίνδυνο τρό πο στην εκτέλεση φασιστικών και απάνθρωπων διατα γών που μπορούν να φτάσουν ακόμη και μέχρι τον βασανισμό [...]».9 Μέχρι τώρα γνωρίζαμε τους κυριότερους γάλλους σπόνσορες (την Danone, τα Ταχυδρομεία κ,λπ.), ιδιαί τερα ευτυχείς και περήφανους για την ανακήρυξή τους σε χρυσούς χορηγούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου Πο δοσφαίρου της Γαλλίας (Ιούνιος-Ιούλιος 1998). Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να κάνουμε διαφορετικά εφόσον, λόγω ακριβώς αυτής τους της επιτυχίας, δεν ήταν πια δυνατό να φάει κανείς ένα γιαούρτι χωρίς να καταπιεί μαζί και τον Φουτίξ10 ούτε να κολλήσει ένα γραμματόσημο χωρίς να γλείψει μια «στρογγυλή 9. Ernest Mandel, Le Troisieme Age du capitaiisme, Les Editions de la Passion, Παρ(σι 1997, o. 401. 10. Foodx, η μασκότ του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας το 1998 (ο.τ.μ.). 48
θεά»... Στο εξής πρέπει να συνυπολογίζουμε τη σύμ πραξη του συνόλου σχεδόν των δημοσιογράφων και διανοουμένων που αποσκοπε( στο να γίνουμε μέτοχοι της αποβλάκωσης, την οποία προσφέρει το παγκό σμιο αυτό γεγονός, αυτής της ψευδαίσθησης που έχει μετασχηματιστεί σε υλική χειροπιαστή πραγματικό τητα, έτσι όπως είναι γαντζωμένη στην καρδιά όλων των ατροφικών ατομικών και συλλογικών συνειδήσε ων. Η μανία για την μπάλα είναι καθολική, δεν σέβε ται πολιτικά σύνορα ούτε αναγνωρίζει ηθικά όρια. Εί τε πάρει κανείς την Εκίη'1 με τα ανόητα και μεγαλό στομα εγκώμια («Σαμπάνια!» ήταν ο τίτλος της εφημε ρίδας την παραμονή των εγκαινίων του Σταδίου της Γαλλίας τον Ιανουάριο του ’98) είτε τη Μοντ (η εφη μερίδα είναι αληθινός ανάδοχος της φιέστας), πέφτει πάντα πάνω στην ίδια ατέλειωτη πομπή που παρελαύ νει στις στήλες και τις φωτογραφίες όλων των εντύπων. Ας ρίξουμε μια ματιά στην πρώτη από αυτές ττς εφημερίδες και ας εστιάσουμε την προσοχή μας στο άρθρο του Ζερόμ Μπιρό (Jerome Bureau) της 27ης Ιανουαρίου 1998. Στην πρώτη σελίδα ο αρθρογράφος δεν κρατιέται, θέλει οπωσδήποτε να δημοσιοποιήσει την ικανοποίησή του, μια χαρά τόσο απλή όπως εκεί νη που νιώθει ένας πατέρας με τον ερχομό του μωρού I I ./ .' Equipe, γαλλική αθλητική εφημερίδα μεγάλης επιρροής και κυκλοφορίας. Η μοναδική αθλητική καθημερινή εφημερίδα της χώρας (ο.τ.μ.). 49
του, μια χαρά τρυφερή και αθώα. «Αυτό ήταν, το έχου με μπροστά μας και, παρά τις τόσες ανησυχίες που περιβάλλουν τη γέννησή του, ας τολμήσουμε να πούμε ότι είμαστε περήφανοι. Διότι η κατασκευή ενός στα δίου έχει την ίδια σπουδαιότητα, την ίδια στρατηγική και πολιτιστική σημασία, την ίδια κρισιμότητα, την ίδια αναγκαιότητα με την κατασκευή ενός καθεδρικού ναού, μιας όπερας, μιας βιβλιοθήκης, ενός τεμένους, ενός μουσείου ή ενός αεροδρομίου. Ας καλωσορίσου με, λοιπόν, τον γιορτινό αυτόν χώρο, το Στάδιο της Γαλλίας, εφόσον είναι συνάμα -και τούτο απστελεί μια δεύτερη ικανοποίηση- υπέροχο, τουλάχιστον το τμήμα του που μπόρεσα να δω μέχρι τώρα, δηλαδή η εξαίσια εξωτερική όψη του Σταδίου όπως «ραίνεται από τον γειτονικό αυτοκινητόδρομο. Α! το σωστό να λέγεται! Είναι εκπληκτικά όμορφο». Ο καημένος ο Ζερόμ! Ο κακομοίρης ο Μπιρό! Αυτός, ένα πρώην μέλος της Κομμουνιστικής Ένωσης12 να έχει μετατραπεί σε επίσημο εκπρόσωπο της βλακείας, την οποία φροντί ζει να σκορπίζει προς πάσα κατεύθυνση, συνδυάζον τας στο ίδιο πιστεύω την αθλητική αποστασία και τη στρατευμένη απάτη. Άλλωστε, τον ακολούθησαν
12. Ligue communiste (Κομμουνιστική Ένωση), τρστσιασηκή ορ γάνωση που έδρασε στη Γαλλία μετά τον Μάη του '68. Τέθηκε εκτός νόμου και διαλύθηκε το 1973. Το 1974 ορισμένα πρώην μέλη της (δρυσαν τη Ligue communiste rivoluDonnaire (Επα ναστατική Κομμουνιστική Ένωση) (σ.τ.μ.). 50
και άλλοι σ’ αυτό το τουλάχιστον ολισθηρό έδαφος, όπως π.χ. ο Ντενί Σομιέ (Denis Chaumier) (πρώην Ca ron), παλιότερα συντάκτης της εφημερίδας Ρουζ,13 ο οποίος αξιοποίησε τις πλούσιες ποδοσφαιρικές του γνώσεις ως αρχισυντάκτης του Φρανς Φουτμπόλ, του πλέον αποβλακωτικού των περιοδικών. Όμως τη συμπύκνωση, ίσως την πεμπτουσία, του στοιχείου εκείνου που συνιστά το υπόβαθρο μιας άνευ όρων ουνηγορίας του σταδίου και του ποδοσφαίρου, τη βρίσκουμε στα λόγια του Ζερόμ Μπιρό: ομορφιά του μνημείου, κουλτούρα μέσω του ποδοσφαίρου, γιορτή για όλο τον κόσμο κ.λπ. Και φυσικά το καλύτερο το κρατάει για το τέλος: «Αν, όπως αναμένεται, επικρα τήσει το αθλητικό πνεύμα, τίποτα, καμιά προκατάλη ψη και καμιά δυσκολία δεν θα με εμποδίσει να αγα πήσω αυτό το στάδιο. Να το αγαπήσω με πάθος». Κον τολογίς, πρόκειται για έναν τρελό, δηλαδή τυφλό, έρω τα, αν και θα ήταν σωστότερο να πούμε ότι πρόκειται για τύφλωση, για την υπνωτική σαγήνη του μνημεια κού, που καταχρηστικά αποκαλείται «υπέροχο». Μπο ρούμε όμως στ’ αλήθεια να κάνουμε σύγκριση ή να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει οποιαδήπστε αναλογία ανάμεσα σε τόσο διαφορετικά πράγματα: στάδιο/όπε ρα, στάδιο/καθεδρικός, στάδιο/αεροδρόμιο...; Όχι ότι 13. Rouge, τρστσκιστική εφημερίδα, όργανο της Κομμουνιστικής Ένωσης. Κυκλοφορεί και σήμερα εκφράζοντας τις θέσεις της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Ένωσης (σ.τ.μ.). 51
η αναλογία ή η παραβολή είναι αυτή καθαυτή άστοχη ή γελοία· όμως η αναλογία, όταν ξεχνιούνται οι στόχοι της, είναι. Ας πάρουμε το παράδειγμα που περιλαμβά νει δύο στοιχεία διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους. Για μας ένα στάδιο δεν είναι συγκρίσιμο -δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε χωρίς να κινδυνεύουμε να γελοιο ποιηθούμε- με ένα έργο τέχνης όπως π.χ. με τον κα θεδρικό του Σεν-Ντενί, που βρίσκεται κοντά στο Στά διο της Γαλλίας και άρχισε να χτίζεται τον 12ο αιώνα με πρωτοβουλία του αβά Σιζέ (Suger). Ένας καθεδρι κός τον οποίο ο δήμαρχος, ο ανανεωτής κομμουνιστής Μπραουζέκ (Braouezec), επέλεξε ως το άλλο αιώνιο σύμβολο της πόλης. Με την ίδια λογική ένας ποδο σφαιριστής δεν μπορεί να συγκριθεί με έναν καλλιτέ χνη: Πικάσο/Ζιντάν, Καντίνσκι/Ρονάλντο, Τζότο/Πελέ... Ως επαγγελματίας σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων, ο Ζερόμ Μπιρό θέλει να χρησιμοποιήσει λέ ξεις που ελέγχει ελάχιστα. Για εκείνον, όπως και για μερικούς άλλους, το στάδιο ανήκει στην κατηγορία του υπέροχου, το στάδιο δημιουργεί μια «υπέροχη εν τύπωση» όπως και ο καθεδρικός που βρίσκεται λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα. Είναι να μένεις με ανοι κτό το στόμα. Ο Μπιρό, δημοσιογράφος της Εκίη, αγνοεί αυτήν τη βασική κατηγορία της αισθητικής -το υπέροχο-, σίγουρα λόγω της υπερβολικής του εξοικείωσης με την ομορφιά του τάκλιν, τη στηριγμέ νη στο ένστικτο χορογραφία των παικτών, τη βία, υπέ ροχη σίγουρα και αυτή, το σουτ που σχίζει το χώρο 52
σαν σφαίρα πυροβόλου όπλου. Το υπέροχο του πολέ μου! Η ομορφιά των όπλων! Η Μ οη από την πλευρά της, με τη φωνή των ειδημόνων σε θέματα δομημένου χώρου δημοσιογρά φων, επέλεξε επίσης τη μέθοδο των επισφαλών παρο μοιώσεων, εκθειάζοντας και παραδίδοντας στην αιω νιότητα «έναν κρίκο από μπετόν αφιερωμένο στο φως και στο χώρο». Οι Φρεντερίκ Εντελμάν (Frederic Edelmann) και Εμανουέλ ντε Ρου (Emmanuel de Roux), που υπερασπίστηκαν από την αρχή με νύχια και με δόντια το Μεγάλο Στάδιο, θέλησαν να προσθέσουν και το δικό τους λιθαράκι στην αισθητική του μπετόν, με αποτέλεσμα το πιο εξωφρενικό άρθρο που δημοσίευ σε η Μοντ εδώ και πολλά χρόνια. Από την αρχή κιόλας το δίδυμό μας διευκρινίζει ότι «ορισμένα μνημεία μέ νουν στην ιστορία [...], κερδίζουν την αγάπη του κό σμου [...]. Αναμφίβολα το Στάδιο της Γαλλίας θα μεί νει στην ιστορία ως ένα από τα μέγιστα έργα της Ε' Δημοκρατίας, με τις 80.000 θέσεις που περιβάλλονται από αυτό το λαϊκό φωτοστέφανο, σύμβολο της καθαρά γαλλικής απστελεσματικότητας που, από τον Πύργο του Άιφελ μέχρι το κανάλι Ντονζέρ-Μοντραγκόν,14 ε πέτρεψε την πραγματοποίηση τόσων επιτευγμάτων 14. Donztos - Mondragon, κανάλι εκτροπής του Ροδανού ποταμού που σε συνδυασμό με φράγμα τροφοδοτεί ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και εξυπηρετεί την ποταμοπλοΐα και την άρδευση (ο.τ.μ.). 53
της μηχανικής. 'Οταν πέφτει το σούρουπο, επιμένουν, όταν έρχεται δηλαδή η δική του προνομιακή και ευ λογημένη ώρα, παίρνει ξαφνικά μια όψη στέρεη και λαμπερή. Όλοι, ακόμη και εκείνοι που υπήρξαν οι φανατικότεροι επικριτές του, το παραδέχονται [εκτός από εμάς!]: η παρουσία του εδώ, η ακριβής τήρηση της ημερομηνίας παράδοσής του, προκαλεί το θαυμα σμό και καθησυχάζει μέσα στον κυκεώνα των αυτοκι νητοδρόμων, των καναλιών, των σιδηροδρόμων και των κάθε είδους άλλων διαδρόμων, που υφαίνουν γύ ρω του τον μυστηριώδη ιστό του αιώνα [sic!]. Φυσικά, όπως συνέβη και με τη Μαντλέν,15 εκείνο που θα αποφανθεί οριστικά είναι το μέλλον, δηλαδή η αγάπη του κόσμου».16 Λίγες μέρες αργότερα ένας χρονογράφος της ίδιας εφημερίδας θα παραθέσει μια σειρά από εξίσου ηλίθια επιχειρήματα. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Η ψυχή ενός γηπέδου» ο Πιερ Ζορζ (Pierre Georges) περιγράφει τη συμμετοχή του «στη γέννηση ενός γηπέδου. [...] Ε 15. Sainte-Marie-Madeleine, εκκλησία με μορφή αρχαίου ελληνι κού ναού στο κέντρο του Παρισιού. Αρχισε να χτίζεται το 1764 και μετά από μια μεγάλη διακοπή κατά τη διάρκεια της Γαλλι κής Επανάστασης η ανέγερσή της συνεχίστηκε από τον Ναπολέοντα που αποφάσισε να μεται ρέψει το ημιτελές κτίριο σε ναό αφιερωμένο στη Δόξα και στον Μεγάλο Στρατό. Όταν ολοκλη ρώθηκε τελικά το 1840, παραδόθηκε ξανά στην Καθολική Εκ κλησία (σ.τ.μ.). 16. Le Monde, 27 Ιανουαρίου 1998.
ξάλλου ήταν ένα θέαμα μεγαλειώδες. Μία από αυτές τις υπέροχες ιεροτελεστίες της εποχής μας. Με όλα τα συμπαρομαρτούντα λέιζερ, ντεσιμπέλ, ηχητικά και φωτιστικά εφέ, με ακροβάτες να αιωρούνται κρεμα σμένοι στον αέρα, συμβολικά σχήματα που προβάλ λονταν σε ένα μεγάλο λευκό παραπέτασμα και γιγαντιαίες εικονικές κατασκευές που έμοιαζαν να έχουν βγει από τρισδιάστατη οθόνη. Ας πούμε απλώς ότι, για το είδος του, ήταν πολύ ωραίο. [...] Αυτό το Στάδιο της Γαλλίας μοιάζει να γεννήθηκε τόσο όμορφα, ώστε βρή κε αμέσως την ψυχή του. Είναι λιγάκι δύσκολο να εξη γήσει κανείς τι είναι η ψυχή ενός γηπέδου, κυρίως σε εκείνους που βρίσκουν παρόμοιες συγκινήσεις υπερβο λικές και χυδαίες. Ας αποφύγουμε, λοιπόν, να υποστούμε αυτό το κήρυγμα. Ας κρατήσουμε για μας αυτήν την ευτυχή ανακάλυψη: το Στάδιο της Γαλλίας αμέσως μό λις γέμισε από κόσμο, γέμισε και από ζωή. Βρήκε από την πρώτη κιόλας στιγμή την ατμόσφαιρα και τη δι καίωσή του, το κοινό του και τη ζεστασιά του. Η φιλο φρόνηση δεν είναι μικρή».17Τι επιχειρήματα, τι αλλό κοτα επιχειρήματα περιέχουν στ’ αλήθεια αυτά τα δύο άρθρα! Ας παρατηρήσουμε μάλιστα ότι εδώ επίσης επιμένουν κατά κόρον σε έννοιες που έχουν μεγάλη σημασία για το φαντασιακό: ομορφιά, γέννηση, φως... Όπως θα έχει γίνει ήδη κατανοητό, αμφισβητού με την εγκυρότητα αυτής της θεματικής και αυτών των 17. Le Monde, 30 Ιανουαρίου 1998. 55
παρομοιώσεων. Αρνουμαστε αυτούς τους τουλάχιστον επικίνδυνους συσχετισμούς όσο εξακολουθεί αυτή η χοντροκομμένη προσέγγιση, όσο οι κατασκευές, στην προκειμένη περίπτωση το Στάδιο της Γαλλίας, αλλά και ένας ποδοσφαιριστής κρίνονται με βάση τις τεχνι κές τους δεξιότητες- κυρίως, όσο ο ποδοσφαιριστής θεωρείται ημίθεος ή καλλιτέχνης του οποίου το ταλέν το και μερικές φορές η μεγαλοφυΐα δεν έχουν το όμοιό τους. Γιατί πράγματι τόσο το σιάδιο όσο και ο ποδο σφαιριστής εκτιμούνται για μια τεχνική γνώση που συνδέεται με μια αισθητική μπροστά στην οποία δεν μπορούμε παρά να εκστασιαστούμε. Στο λόγο πολλών δημοσιογράφων, λόγο που στη συνέχεια υιοθετούν εν χορώ οι περισσότεροι οπαδοί, υπάρχει η πρόθεση να συνδεθούν δύο οντότητες, που η αξία της καθεμιάς είναι τουλάχιστον διαφορετική, αν όχι διαμετρικά αντίθετη από την αξία της άλλης, θεωρούν, ωστόσο, ότι παρουσιάζουν ορισμένα σημεία ομοιότητας. Απ’ όσο γνωρίζουμε, η καλλιτεχνική δρα στηριότητα -ακόμη και αν σήμερα αντιμετωπίζει (θέ τει η ίδια στον εαυτό της) προβλήματα αναγνώρισηςείναι φορέας γνώσης, ιστορίας και τεχνικών που προς το παρόν τη διαφοροποιούν από οποιαδήπστε άλλη δραστηριότητα. Εκτός αν διαπιστωθεί ότι μια συγκε κριμένη καλλιτεχνική δραστηριότητα έχει κάποιον στενό και προχωρημένο δεσμό με τον αθλητισμό. Τούτο δεν συμβαίνει, αν και πολλοί καλλιτέχνες δεί χνουν συχνά ένα ανόητο ενδιαφέρον για τον αθλητι
σμό βλέποντας σ’ αυτόν ένα παιχνίδι... Μια άλλη υπό θεση, όχι περισσότερο σοβαρή, θα ήταν να δεχτούμε ότι η τέχνη προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με τον α θλητισμό, να μοιάσει στον αθλητισμό, με μια λέξη ότι η τέχνη «αθλητικοποιείται». Πρέπει πριν απ’ όλα να παρατηρήσουμε ότι τα θέματα της τέχνης -και τούτο ισχύει για όλες τις εποχές- ελάχιστα ασχολούνται με τον αθλητισμό. Είναι δύσκολο να βρει κανείς κάποιον καλλιτέχνη, ακόμη και πολύ λίγο γνωστό, που να έχει πραγματοποιήσει ένα έργο αναφοράς στον τομέα αυ τόν. Για να βοηθήσουμε όποιον το επιθυμεί, θα μπο ρούσαμε να θυμήσουμε τον πίνακα με τίτλο Οι ποδο σφαιριστές (Les footballeurs) του Νικολά ντε Σταλ (Ni colas de Stael)... Το θέμα, λοιπόν, του αθλητισμού είναι σχεδόν ανύπαρκτο στην τέχνη. Εξάλλου, ελάχιστα συχνότερα χρησιμοποιείται ο αθλητισμός ως εξωτερικό πλαίσιο της καλλιτεχνικής έκφρασης. Όπως π.χ. στους Ολυμ πιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, όπου μπορούσε κα νείς να συναντήσει μερικά «προϊόντα» του ζωγράφου Μιρό (Μΐτό). Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά; Διαπιστώνου με ότι όπστε επιχειρήθηκε να συνδεθούν αθλητικοί αγώνες με ένα έργο ή κάποιον καλλιτέχνη, το αποτέ λεσμα ήταν, χωρίς να αποκτήσουν οι αγώνες μεγαλύ τερο ενδιαφέρον, να αποδυναμωθούν τόσο το έργο όσο και ο καλλιτέχνης. Πού είναι, τέλος πάντων, τα μεγάλα εκείνα έργα που απστελούν τμήμα μιας παγ κόσμιας και αναγνωρισμένης κουλτούρας...; Ακόμη, 57
ένα άλλο ερώτημα αφορά τις κατηγορίες του αθλητι σμού, που θα ήταν δυνατό να απστελέσουν εσωτερικό κίνητρο για το έργο τέχνης ή τον καλλιτέχνη. Μήπως η καλλιτεχνική δραστηριότητα προσπαθεί να ανταποκριθεί θετικά σε κάποιο ρεκόρ; Μήπως ο καλλιτέχνης πρέπει να επιβάλει στον εαυτό του μια παράλογη εξάσκηση-προπόνηση που να στηρίζεται στην επανάληψη των ίδιων κινήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους να συνδέονται με μια μοναδική τεχνική; Είναι απαραίτη το να προσφύγει κανείς στη χρήση ναρκωτικών ουσιών για να ζωγραφίσει, να κάνει γλυπτική ή να δημιουργή σει αρχιτεκτονικές φόρμες; Στο ερώτημα αυτό προφα νώς μπορούμε να απαντήσουμε αρνητικά. Αντίθετα, όλοι οι αθλητές από τη μεριά τους κάνουν χρήση ου σιών μάλιστα, σήμερα πια, δεν γίνεται ούτε καν να πούμε «εκτός από μερικές εξαιρέσεις». Επίσης, ένα έργο τέχνης (ζωγραφικής, γλυπτικής...) -εκτός από τις διαστάσεις του που έχουν μικρή σημασία για την αξία του ή την κριτική του αποτίμηση- δεν προσπα θούμε να το εκτιμήσουμε ή να προσδιορίσουμε την αξία του σε χρήμα με οποιοδήπστε μέτρο. Η αξία ενός πίνακα ή ενός κηρίου δεν είναι συνάρτηση του μεγέ θους του. Επιπλέον, καθόλου δεν γίνεται λόγος για την ποσότητα (των χρωμάτων, των ήχων, των υλικών...), όταν κρίνεται η πολυτιμότητα ενός έργου. Η ζωγραφι κή αποτελεί το πιο προφανές παράδειγμα. Το κόστος των υλικών (πινέλα, γκουάς, λάδια...) δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη όταν κρίνεται το αποτέλεσμα. Ικανός 58
να δημιουργήσει έργο δεν είναι a priori ο καλλιτέχνης που διαθέτει τα πλουσιότερα υλικά. Ένας μικρός πί νακας «αξίζει», δηλαδή έχει μια ανταλλακτική αξία, με βάση ένα σύνολο παραμέτρων που ξεπερνούν τις αυ στηρά μετρήσιμες διαστάσεις του. Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να εμβαθυνουμε λίγο περισσότερο, γιατί είναι γεγονός ότι στην περιοχή των τεχνών συναντάμε χαρακτηριστικά όπως η κατά ταξη, που απστελεί σημαντικό, αν όχι καθοριστικό κρι τήριο για τον αθλητισμό. Σήμερα ο ζωγράφος Φράνσις Μπέικον έχει στο χώρο του τη μεγαλύτερη οικονο μική αξία. Και όσον αφορά την ιστορία της τέχνης, ορισμένοι ή μάλλον πολλοί καταπιάστηκαν με το έργο της κατάταξης των καλλιτεχνών: Λεονάρντο ντα Βίντσι (ο καιεξοχήν οικουμενικός άνθρωπος), Μιχαήλ Αγγε λος, αργότερα Πικάσο κ.ά. Δεν θα ήταν καθόλου πρω τότυπο αν λέγαμε ότι προφανώς η τέχνη μετατράπηκε σε μια τεράστια αγορά, μια μεγάλη εμποροπανήγυρη με τα πόστα της, τις ιεραρχημένες τιμές της, τις κλίκες της, τις ασύλληπτα επικερδείς πωλήσεις της (ανεξάρ τητα αν ο Βαν Γκογκ πέθανε μέσα στην ανέχεια...). Η κατάταξη την οποία συναντάμε στον αθλητισμό σχε τίζεται με μια επίδοση, τα κριτήρια αναγνώρισης της οποίας έχουν προκαθοριστεί κατάλληλα με γνώμονα τις κατηγορίες του καταμετρημένου χρόνου και του ορθολογικά διατεταγμένου χώρου. Αυτό δεν μπορεί να ορίσει την τέχνη στο σύνολό της. Αν στην τέχνη υφίσταται το στοιχείο της ενότητας, αυτή θεμελιώνεται 59
πριν απ’ όλα στην άσκηση της τέχνης με κριτήρια την πρωτοτυπία, το μυστήριο, διεργασίες που δεν εντάσ σονται στην κατηγορία της επανάληψης ούτε συνιστουν την επανάληψη μιας κατηγορίας, αλλά συνδέ ονται με τη σφαίρα της πνενμσζικής όσο και σωματικής παρόρμψτης. Πιο συγκεκριμένα, η δουλειά της τέχνης, η δουλειά πάνω στην τέχνη ή μέσα στην τέχνη και ακόμη η καλλιτεχνική δραστηριότητα, ο συλλογικός ή ατομικός προγραμματικός σχεδιασμός τον οποίο ε πιδιώκει να πραγματώσει, χαρακτηρίζονται από μια συνθετότητα και έναν πλούτο που δεν μπορεί να έχει ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου. Με τον ίδιο τρόπο, ένας καλλιτέχνης (και το έργο του) είναι επίσης πολύ πιο σύνθετος από όσο συνήθως θεωρείται, χαρακτηρίζεται από μια συνθετότητα όχι μορφολογική αλλά διαλεκτι κή, με την οποία πραγματώνεται ό,τι είναι αντικειμε νικά απαραίτητο στο ένα ή το άλλο περιβάλλον, σαν να επρόκειτο για το ίδιο του το πεπρωμένο. 'Οταν ένας ζωγράφος επαναλαμβάνει πολλές φο ρές ένα θέμα -σκεφτόμαστε ξανά εδώ τον Σεζάν και το Όρος Σεντ-Βικτονάρ-,1Ηη αξία δεν βρίσκεται στην ί δια την επανάληψη με την έννοια της εξάσκησης-προπόνησης. Τα δεκάδες Όρη Σεντ-Βικιονάρ είναι κάθε φορά διαφορετικά μεταξύ τους, παρόλο που (και κυ 18. Το Όρος Σενζ-Βιπουάρ (La Montagne Sainte-Victoire), ένα από τα μόνιμα θέματα του Σεζάν, το βουνό που έβλεπε από το ατελιέ του (σ.τ.μ.). 60
ρίως επειδή) μοιάζουν τόσο πολύ. Η συνθπότητα δεν έχει σχέση με κάποια ορθολογική συμπύκνωση, αλλά με την ηαρόρμηση για άνοιγμα, την πραγμάτωση εκεί νου που βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση. Το έρ γο επιτρέπει την πρόσβαση στην περιοχή του συγκε κριμένου προκαθορισμού έτσι, ώστε «να γίνει συνειδη τό ό,τι παρέμενε ακόμη μη συνειδητό».19 Τα Όρη του Σεζάν, για παράδειγμα, είναι δηλωτικά της έρευνας, της προσέγγισης ενός εύθραυστου γίγνεσθαι, της διαρκώς απειλούμενης και σε εξέλιξη ενότητας ενός πρω τότυπου έργου. Διατρέχουν μόνιμα όλη την κλίμακα της αναπαράστασης: όχι εκείνο που μπορεί να είναι ο πίνακας σε σχέση με το πραγματικό, αλλά εκείνο που μπορεί να είναι το πραγματικό μέσα στον πίνακα. Υπάρχει εδώ, εγγεγραμμένη στην καρδιά του προ γραμματικού στόχου, ή της δημιουργίας, η περιπέτεια εκείνου που δεν ήταν εγγεγραμμένο πουθενά, που δεν προβλεπόταν· πρόκειται μάλλον για τον ασταμάτητα ανανεούμενο ουτοπικό προκαθορισμό ενός πράγματος που εγγράφεται, υλοποιείται μπροστά στα μάτια μας ως πραγματικό. Στο εξής δεν βλέπουμε πια το Όρος Σεντ-Βικτουάρ σαν έναν μεγάλο βραχώδη όγκο κοντά στην Εξ-αν-Προβάνς, αλλά το βλέπουμε και το θαυμά ζουμε μέσα από τη γνωριμία μας με τα έργα του Σε ζάν, το αντιμετωπίζουμε ως φαινόμενο μελετημένο, 19. Ernst Bloch, Le Principe Esperance, τόμ. I, Gallimard, Παρίσι 1976, 0. 157. 61
δηλαδή μεταμορφωμένο, υλικά μετασχηματισμένο από έναν τουλάχιστον εμπνευσμένο ζωγράφο. Στην περίπτωση αυτήν ο καλλιτέχνης, ανάμεσα στ’ άλλα, απώθησε με αποφασιστικότητα τον πεπερασμένο χα ρακτήρα της στιγμής ή μιας πολύ ισχυρής παρουσίας, ενός χρόνου που βαραίνει ακόμη πολύ και αντιπροσω πεύει όλο το παρελθόν, το κάποτε. Αντίθετα, το novum του έργου, τα μονοπάτια που οδηγούν στο καινούργιο είναι παρόντα, ακόμη και αν «είναι δύσκολο να τα ακολουθήσει κανείς, [πράγμα που οφείλεται] στο γε γονός ότι το νέο υλικό είναι ακόμη άμορφο και δεν συνδέεται με τίπστα το συνηθισμένο».20 Από την άλλη πλευρά, πού βρίσκεται το νέο ή το πρωτότυπο στο ποδόσφαιρο, σε ένα ματς; Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ μάλλον με την επανάληψη του παλιού, μια πραγματική μανία επανάληψης που διέπει το σύ νολο του φαινομένου, το οποίο και θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε στον αναλυτικό κοπάλογο που άνοιξε ο Φρόιντ; Πιστεύουμε πράγματι ότι η επανάληψη των ίδιων κινήσεων, η μανιώδης παρακολούθηση των κι νήσεων αυτών από τους θεατές και, γενικότερα, το στοιχείο εκείνο που το ποδόσφαιρο υποκινεί είναι α κριβώς ό,τι το βαθύτερο και τρομερότερο ενυπάρχει στην ίδια την παρόρμηση: η τάση για το απόλυτο ξέ σπασμα, η χειραγώγηση της παρόρμησης του θανά του μέχρι την ικανοποίησή της, που μπορεί να συνδε 20. Ernst Bloch, ό.π., σ. 159. 62
θεί με τη φυσική αποχαλίνωση, το μίσος, το σαδισμό. Η σφραγίδα της παρόρμησης του θανάτου είναι τέ τοια, ώστε ο Φρόιντ θέλησε να τη συγκρίνει με το «δαι μονικό» στοιχείο, μια ακαταμάχητη δύναμη της ο ποίος φορέας είναι και το ποδόσφαιρο. Αν δεχτούμε ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχει κάηοια αρχή της απόλαυσης, η αρχή αυτή υποσκάπτεται από τψ παρόρμηση του θανάτου. Με άλλα λόγια, η αρχή της απόλαυσης παρακάμπτεται και επανοργανώνεται προς την κατεύθυνση που της δίνει η παρόρμηση του θανάτου, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η αρχή της πραγματικότητας. Από την άλλη πλευρά, κατά τη διάρκεια ενός ματς δεν υπάρχει κανενός τύπου υπέρ βαση και ακόμη λιγότερο ουτοπία, αν εξαιρεθεί η ε πιθετικότητα των μεν απέναντι στους δε, δηλαδή η υπέρβαση των κανόνων ή κωδίκων που άλλωστε δεν υπάρχουν παρά για το λόγο αυτόν. Σε τελευταία ανά λυση μια «ωραία» πάσα ή ένα «υπέροχο» σουτ δεν ση μαίνει τίποτα περισσότερο από τον αυστηρό σεβασμό του απόλυτα καθορισμένου χώρου (των γραμμών του γηπέδου), ένα σύνολο κινήσεων αυστηρά περιορισμέ νων από την υπέρτατη αρχή της πραγματικότητας του αγωνιστικού χώρου. Μια τρίπλα ή ένα σουτ που προ σπαθεί να παρακάμψει το αμυντικό τείχος, ούτε κατά διάνοια δεν συνιστά πρωτότυπη τεχνική κίνηση όπως η χειρονομία ενός γλύπτη ή ενός ζωγράφου. Πρόκει ται για την ίδια κίνηση, που επαναλήφθηκε εκατό φο ρές, χίλιες φορές κατά τη διάρκεια ολοένα και περισ
σότερο παράλογων προπονήσεων, στις οποίες άλλω στε το νεαρό της ηλικίας των παικτών απστελεί απο φασιστικό πλεονέκτημα. Οι ομάδες δημιουργούν ε κτροφεία παιδιών-θαυμάτων, αθλητικά στρατόπεδα όπως εκείνα της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερ μανίας, όπου τα νεαρά ταλέντα υποχρεώνονται από πολύ νωρίς να ζούν καθημερινά στο ρυθμό αλλεπάλ ληλων προπονήσεων. Στο ποδόσφαιρο δεν υπάρχει κανένα κρυφό μυ στικό, ούτε η πορεία του χαράσσεται από κάποια ου τοπία. Μοναδικό όνειρο είναι εκείνο της με κάθε τί μημα νίκης επί των άλλων, των φιλοξενουμένων, των ξένων. Αντίθετα, το παράξενο, το μυστήριο, η ουτοπία, που ενδέχεται ανά πάσα στιγμή να εμπνεύσουν και να καθοδηγήσουν μια καλλιτεχνική χειρονομία, συνιστούν για τον ποδοσφαιριστή μια ακατανόητη πραγ ματικότητα. Σε αντίθεση προς τον ζωγράφο, ο ποδο σφαιριστής δεν δημιουργεί το χώρο, αλλά είναι υπο ταγμένος σ’ αυτόν· μόλις η μπάλα ξεπεράσει τα όρια, το παιχνίδι σταματάει... Ένας καλλιτέχνης δημιουρ γεί το χώρο του, ακόμη και αν αυτός περιορίζεται από ένα κάδρο. Όμως ένας καλλιτέχνης, για να υλοποιήσει το προδιαγεγραμμένο σχέδιό του, δεν προπονείται εξουθενωπικά, στηρίζεται άμεσα στα συναισθήματά του και στην ιστορία, στα πλαίσια της οποίας ωρίμασε η σκέψη του για το συγκεκριμένο έργο. Μέχρι τους πιο μοντέρνους (ορισμένους σύγχρονους) καλλιτέχνες, το έργο τέχνης έχει νόημα μόνο ως τμήμα μιας διεργα-
αίας, μιας παράδοσης που μπορεί είτε να ανατραπεί είτε να γίνει σεβαστή. Απεναντίας, η ιστορία του αθλη τισμού (στην προκειμένη περίπτωση του ποδοσφαί ρου) είναι κλειστή. Σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει για ένα έργο τέχνης, το κυρίαρχο στοιχείο της ιστορίας του ποδοσφαίρου δεν γίνεται κατανοητό μέσα από μια ανοικτή ιστορία συνδεδεμένη με άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Είναι δε σημαντικό να τονιστεί το σημείο αυτό, ότι δηλαδή η σαφήνεια και η απλό τητα του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να συνδεθεί με μια ιστορία, η οποία με τη σειρά της δεν μπορεί να είναι παρά μια ακολουθία αριθμών που έχουν συλλεγεί αφηρημένα. Αν το ποδόσφαιρο γεννήθηκε στην Αγγλία τον 19ο αιώνα, η ιστορική του εξέλιξη δεν ξέφυγε από κάποια θεμελιώδη και σταθερά δεδομένα, που ούτε μεταβλήθηκαν ούτε ανστράπηκαν ποτέ, αν εξαιρεθούν μερικές ασήμαντες τροποποιήσεις των κανονισμών. Από την πλευρά τους οι τέχνες αποκωδικοποιούνται μέσα από το κίνημα που τις εμψυχώνει και τις συνδέει με την πραγματική ζωή στο σύνολό της. Η κριτική απόλαυση που μπορεί να αντλήσει κανείς από τα έργα του Άντι Γουόρχολ ή του Μαρσέλ Ντισάν -απόλαυση που δεν σημαίνει και αποδοχή των προ γραμματικών σχεδιασμών τους- είναι δυνατή επειδή πάνω τους έχει εγγραφεί η ιστορία- δηλαδή, τα έργα τους μπόρεσαν να αναδειχθούν μόνο σε αντίθεση προς άλλα έργα, μέσα από μια αναμέτρηση ιδιαίτερα σκλη ρή μερικές φορές. Αν το υπερρεαλιστικό κίνημα δεν 65
είναι άμεσα αναγνώσιμο σε ένα έργο του Ντισάν, του λάχιστον εμείς ξέρουμε καλά ότι είναι κρυμμένο στο βάθος του Μεγάλου γυαλιού.21 Σε αντίθεση προς το ποδόσφαιρο, τα έργα τέχνης μας επιτρέπουν να σκεψτούμε είτε τα έχουμε μπροστά στα μάτια μας είτε όχι. Ένα ματς που κάνει τα πλήθη να παραληρούν περιορίζει τη λειτουργία της σκέψης. Το έργο σε κάνει να σκεψτείς, δημιουργεί φαντασιακό, μια εναλλαγή στη ζοφερή καθημερινότητα, μας βυθίζει σε μια ονειροπόληση, σ’ ένα όνειρο. Το ποδό σφαιρο όχι. Να σκέφτεσαι το ποδόσφαιρο σημαίνει να σταματήσεις να σκέφτεσαι ή να μην έχεις το μυαλό σου παρά μόνο στο ποδόσφαιρο, δηλαδή να μη σκέ φτεσαι. Προγραμματικός στόχος του ποδοσφαίρου εί ναι το ίδιο το ποδόσφαιρο· είναι μια δραστηριότητα που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, απστελεί ένα πρόγραμ μα χωρίς στόχο. Στο ποδόσφαιρο η αντίληψη, το βλέμ μα που κατευθύνεται στους παίκτες απστελεί μια μο νόπλευρη πρακτική, όχι μια διαλεκτική σχέση με το έργο. Ποια εμπειρία ελευθερίας μπορούμε να βιώσουμε παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, όταν δεν πρόκει 21. Το Μεγάλο Γυαλί ή Η Νύφη ηον την ξεγυμνώνουν ακόμη χαι οι μνηστήρες της, είναι ένα από τα έργα-κλειδιά της ζωής και του έργου του Μαρσέλ Ντισάν. Τον απασχόλησε για οκτώ τουλά χιστον χρόνια (1915-1923) και αφού το ολοκλήρωσε δήλωσε ότι σταματάει να ασχολείται με την τέχνη, για να αφοσιωθεί ολο κληρωτικά στο σκάκι (παρ’ όλα αυτά, κατά την περίοδο 19461966 δούλευε κρυφά ένα άλλο έργο, τα Δεδομένα...) (σ.τ.μ.).
ται παρά για την ελευθερία μιας απολιθωμένης εμπει ρίας; Με τη ζωγραφική για παράδειγμα, το στοιχείο που μας ωθεί προς τα εμπρός με μια όλο και βαθύτερη ορμή είναι η εμπειρία του σχεδίου. Όχι ότι αυτό κα θαυτό το σχέδιο δηλώνει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης δύναμης, αλλά καθορίζει μια δομή ή μάλλονχτίζει μια χρόρμα έτσι, ώστε η φόρμα αυτή να εκφράζει από μόνη της κάτι. «Ας φανταστούμε [...] τον Άνθρωπο ηον περ πατάει του Μπσισόνι, όχι έναν άνθρωπο σε ανάπαυση που μπορεί να χρειαστεί να περπατήσει, αλλά αυτή καθαυτή την πράξη του περπατήματος, την πράξη που κυριεύει το σώμα, που η ίδια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ζωή του σώματος».22 Αλλά το σχέδιο μπορεί και πρέπει -και έτσι έγινε- να διαμελιστεί, χωρίς αυιό να σημαίνει την καταστροφή του. Το σχέ διο πρέπει να μπορεί να αντηχεί πέρα από το απλό οπτικό πεδίο. Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητή η αντίθεση με τη δήθεν ποδοσφαιρική τέχνη, η οποία χρησιμοποιεί τους παίκτες για να εξωθήσει τη συμπύκνωση του οπτι κού στοιχείου στα άκρα. Βέβαια το ποδόσφαιρο δη μιουργεί φανταστικές και εφήμερες γραμμές (κίνηση των παικτών, τροχιά ενός σουτ...), όπως άλλωστε και πραγματικές (γραμμές που ορίζουν τον αγωνιστικό χώρο), αλλά όλες αυτές οι γραμμές οριστικοποιούν το πεδίο κυριαρχίας του ορατού περιορίζοντας το σύ 22. Ernst Bloch, LEsprit de I’utopie, Gallimard, Παρίσι 1977, σ. 41. 67
νολο του χώρου αποκλειστικά και μόνο σε ένα κλει σμένο στον εαυτό του οπτικό στοιχείο, χωρίς ορμή και χωρίς βάθος. Το ορατό υλοποιείται στην περίπτωση αυτή πάνω στους παίκτες χωρίς να υπάρχει η δυνατό τητα διαλεκτικής σχέσης με τους θεατές, που είναι υ ποταγμένοι, απλοί λάτρεις του θεάματος. Οι γραμμές συνδέονται με την οπτικοποίηση των μηχανών, δηλα δή των παικτών... Η δημιουργία ή η αναγνώριση ενός έργου σε οποιονδήποτε τομέα της τέχνης είναι μια μακροχρόνια και γιγαντιαία ιστορική διεργασία που περιλαμβάνει και πραγματοποιεί, κυρίως προδιαγράφει τόσο τις προφανέστερες όσο και τις πιο κρυφές τάσεις της παγ κόσμιας κουλτούρας. Όταν ο Τζότο φιλοτεχνεί τις νω πογραφίες του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στην Ιταλία δεν «ξεπερνά» απλώς την παραδοσιακή τέχνη ενός Τσιμαμπούε, αλλά δημιουργεί μπροστά στα μά τια μας ένα γεγονός, μια ιστορία, μια εικαστική πραγ ματικότητα που επιβάλλεται ως νέα και ριζοσπαστική. Οι νωπογραφίες δε αυτές, που γεννήθηκαν τον 13ο αιώνα, παραμένουν ακόμη και σήμερα, παρά τη με γάλη ηλικία τους, το ίδιο δροσερές και ζωντανές... Ανήκουν στην ιστορία μας ή καλύτερα είναι η ιστορία, προσφέροντας εκείνο το «αιώνιο» και «αναλλοίωτο» μοντέρνο αφού, για να μιλήσουμε σαν τον Μποντλέρ, βρίσκονται στον αντίποδα «του μεταβατικού, του φευ γαλέου, του περιστασιακού». Ένα άλλο εξίσου μοντέρνο χαρακτηριστικό των 68
νωπογραφιών αυτών του Τζότο είναι πως αποτελουν την κοινή μνήμη, μια μνήμη εποχών που πέρασαν και συνάμα είναι πάντοτε παρούσες. Επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο συρρέουν προκειμένου να τις δουν αναγνω ρίζοντας σ’ αυτές την απόδειξη του ingenium του ανθρώπου, του καλλιτέχνη, μιας ατομικής ιδιοφυίας, που, αν και ανήκει σε έναν μόνο άνθρωπο, απηχεί την ιδιοφυία ολόκληρου του κόσμου, γίνεται οικουμε νική. Η ιστορία είναι, λοιπόν, συνυφασμένη με το συγ κεκριμένο ζωγραφικό γεγονός. Η ιστορία, δηλαδή η πάλη εναντίον της καθιερωμένης παράδοσης, εναντίον της δύναμης μιας ζωγραφικής παραδοσιακά αγκιστρωμένης σε παλιές εξουσίες, γράφτηκε με τη μεσο λάβηση αυτού του εικαστικού μανιφέστου, του αποτε λέσματος της θέλησης ενός ανθρώπου που πρότεινε μια ερμηνεία της ζωής του Αγίου Φραγκίσκου- μια ερμηνεία που θα δημιουργήσει μια άλλη αντίληψη για τη θρησκεία και ταυτόχρονα μια άλλη αντίληψη για τον κόσμο (Weltanschauung). Η ιστορία, μια ιστο ρία φτιαγμένη από τους ανθρώπους και όχι πλέον κατευθυνόμενη από τους Ουρανούς, πλουτίστηκε με ένα έργο και το έργο τέχνης δημιούργησε και πλούτισε με τη σειρά του την ιστορία. Επομένως, το έργο τέχνης δεν απστελεί ανακεφα λαίωση ή καταγραφή μιας παρούσας και τετριμμένης κατάστασης πραγμάτων, δεν απστελεί τη λτγότερο ή περισσότερο παραμορφωμένη ή απόμακρη αντανά κλαση του κόσμου. Αντίθετα, υπάρχει «έργο» όταν έχει
καθοριστεί ένας προγραμματικός στόχος, μια διαδρο μή στην οποία είναι δυνατό να στρατευθεί κανείς. Στην περίπτωση αυτήν το νέο συνδέεται αμέσως με το πα λιό, το παλιό επιτρέπει το νέο, το νέο αποκαθιστά το παλιό ως νέο. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται ίσως η μοναδική οικουμενική διαλεκτική που φέρνει στο φως το έργο. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το έργο απστελεί αντικείμενο μιας μακράς διεργασίας που εκτείνε ται σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ίδια του η πραγ ματοποίηση είναι συχνά μακροχρόνια (αιώνες για τους καθεδρικούς ναούς, χρόνια για τις νωπογραφίες). Ακόμη όμως και αν η διαδικασία εκτέλεσής τους ήταν σύντομη (μερικοί μήνες, μερικές ημέρες, έστω λίγες ώρες, ελάχιστα δευτερόλεπτα...), τα έργα τέχνης φέ ρουν και «ξεγεννούν» την ιστορία και τη μνήμη, κατα σκευάζουν μια εμπειρία, η οποία δεν επηρεάζεται αρ νητικά από την ταχύτητα της εκτέλεσης, όσο μεγάλη και αν είναι αυτή. Ας πάρουμε έναν σύγχρονο ζωγράφο, τον Τζάκσον Πόλοκ (Jackson Pollock). Ένα έργο του, φιλστεχνημένο με την τεχνική του ντρίπινγκ, η πραγματοποί ηση του οποίου απαίτησε μερικές μόνο ώρες, απσιελεί το πειστικότερο παράδειγμα. Ο Πόλοκ ανέτρεψε βίαια τις ζωγραφικές συμβάσεις που εξακολουθούσαν να στηρίζονται στην κατακόρυφη σχέση πίνακα (κα βαλέτου) και ζωγράφου. Γκρέμισε μια παράδοση της ζωγραφικής, η οποία όμως δεν σταμάτησε να υπάρχει, εφόσον συνεχίζει ακόμη να χρησιμοποιείται από άλ
λους καλλιτέχνες και μάλιστα σιις πιο παραδοσιακές εκδοχές της. Μετακινούμενος «ελεύθερα» πάνα στον πίνακα [σ.τ.μ.: που είναι τοποθετημένος οριζόντια πά νω στο έδαφος] και αφήνοντας το χρώμα να τρέχει είτε από τρυπημένα ειδικά για το σκοπό αυτόν δοχεία είτε από τα πινέλα του, ο Πόλοκ υπονόμευσε, ταρακούνησε, αναστάτωσε ό,τι εξασφάλιζε σιη ζωγραφική μια ορισμένη σταθερότητα. Πέρα από την αισθητική απο τίμηση του έργου του, η οικουμενική αξία της ζωγρα φικής του, της action painting («δυναμική ζωγραφική» ή «αέχνη-δράση»), έγκειται στο γεγονός ότι κατόρθωσε να συντηρήσει τη ζωγραφική επεκτείνοντας το πεδίο δράσης της προς άλλες περιοχές. Ελευθερώνοντας τον εαυτό του από μερικούς αρκετά ισχυρούς εξαναγκα σμούς, ο Πόλοκ, ούτε λίγο ούτε πολύ, αρνήθηχε τη θεσμοθετημένη θέση, την ίδια τη μέχρι τότε αίγλη της ζωγραφικής. Η στάση του αυτή είχε τη σημασία μιας αποφασιστικής άρνησης της υπόστασης ορισμέ νων πραγμάτων- άρνησης της μονιμότητάς τους, της σταπκότητάς τους και όχι της ζωγραφικής στο σύνολό της, της ζωγραφικής αυτής καθαυτής. Για να προχω ρήσει προς τα μπρος, δηλαδή να μην επαναλαμβάνει ad aetemam τις ίδιες συνθέσεις με λουλουδιασμένους κάμπους, οικογενειακά πορτρέτα, θαλασσινά τοπία κ,λπ., ο Πόλοκ θέλησε να αναστατώσει ακόμη και τη διαδικασία της ζωγραφικής δημιουργίας, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο δρα ο ζωγράφος απέναντι στο τε λάρο. Ο πίνακας αναποδογυρίστηκε με τη φυσική έν 71
νοια ίου όρου. Δεν είναι ένας ανη-πίνακας ή μια αντιζωγραφική. Από προγραμματικός σχεδιασμός για ή με αφορμή τη ζωγραφική ο πίνακας μετατράπηκε ο ίδιος σε προγραμματικό τον σχεδιασμό... Με όλα αυτά θέλουμε να πούμε ότι προγραμμα τικός στόχος του Πόλοκ, όπως και στόχος κάθε καλλι τέχνη -πράγμα που διαπιστώνεται εύκολα, παρότι εδώ επίσης η αισθητική εμπειρία ή η κρίση, η κριτική αν είναι προτιμότερο, έχουν ανάγκη να στηριχτούν σε μια βαριά ιστορία, σε μια πλατιά πολιτιστική βάση-, τέλος πάντων, ο προγραμματικός στόχος ενός καλλιτέχνη έχει μια αξία υπέρβασης της πραγματικότητας, επειδή ο ίδιος αυτός στόχος συνιστά μια πραγματικότητα. Αυτό το «ξεπέρασμα» ίσως σηματοδοτεί μια ολοκλή ρωση της τέχνης με την εγελιανή έννοια, ενός πιθανού τέλους, τη διάλυσή της σε μια τεχνική που της έχει πάρει την ουσία, της έχει στερήσει ένα συστατικό ποιοτικό χαρακτηριστικό. Και ο συνεχής προβλημα τισμός σχετικά με το τέλος της τέχνης, ίσως πρέπει να εστιάζεται στο εξής: η πραγματική δύναμη του ποδο σφαίρου στηρίζεται στην αδυναμία της τέχνης. Αυτός είναι ο μόνος διαλεκτικός δεσμός που ενώνει σήμερα το ποδόσφαιρο και την τέχνη. Κάθε αντικείμενο (ζω γραφικός πίνακας, γλυπτό, αρχιτεκτόνημα, μουσικό έργο...) που δέχεται την αποτίμηση του καθενός δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να προϋποθέτει προ γραμματικό σχεδιασμό, αλλιώς είναι καταδικασμένο να χαθεί, να πεθάνει για πάντα. 72
Η περίπτωση του σταδίου είναι ενδιαφέρουσα και επιτρέπει να κατανοηθεί καλύτερα η θέση του σύγ χρονου αρχιτεκτονικού προγραμματικού σχεδιασμού. Το στάδιο όχι μόνο δεν απστελεί τον καθεδρικό ναό των μοντέρνων καιρών, το χώρο συνάθροισης των πι στών μιας νέας θρησκείας, αλλά, έτσι μάλιστα όπως είναι ορατό από παντού, καταδεικνύει τη χρεοκοπία του προγραμματικού σχεδιασμού της αρχιτεκτονικής στη σμπαραλιασμένη πολεοδομία των υποβαθμισμέ νων προαστίων. Αν θελήσουμε δε να κάνουμε μια σύγ κριση της ιεροτελεστίας που πραγματοποιείται στο στάδιο με εκείνη του καθεδρικού ναού, δηλαδή με τη θεία λειτουργία, το γήπεδο επιτρέπει στον κόσμο να ουρλιάζει εκφράζοντας την επιθυμία του για εκδίκη ση, τη δίψα του να νικήσει τον άλλον και ακόμη να ωρύεται υποστηρίζοντας ό,τι χειρότερο από τη συμπε ριφορά των παικτών (εξάλλου η διαγωγή των θεατών δεν πάει πίσω...). Ο καθεδρικός ναός από τη μεριά του είναι μάλλον ένας χώρος ανάπαυσης, ηρεμίας, με ρικές φορές γαλήνης..., που όμως το οπτικό και ακου στικό του περιβάλλον (το οποίο άλλωστε εξαρτάται από την ιστορική περίοδο) είναι χίλιες φορές πλουσιό τερο από το γρασίδι και τις κερκίδες ενός γηπέδου. Ένα γήπεδο αποτελεί τον κατεξοχήν αντι-χαθεδρικό. Προσοχή όμως να μην κάνουμε λάθος. Αν δεχτούμε ότι ο καθεδρικός είναι ένας από τους ιερούς τόπους της αλλοτρίωσης («το όπιο του λαού»), δεν θα πρέπει πάντως να ξεχνάμε ότι αποτελεί εξίσου και χώρο «δια 73
μαρτυρίας».23 Μέσα στο γήπεδο όμως, η διαμαρτυρία πήρε τη μορψή απελπισίας, μιας ξέφρενης απελπισίας, αφού η διαμαρτυρία είναι μια καρδιά δίχως θαλπωρή, μια απέραντη δυστυχία που εκφράζουν οι θεατές με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους όταν κραυγάζουν σαν αγέλη. Επιπλέον, γνωρίζουμε από την ιστορία των καθεδρικών ότι μερικές φορές μεχαιράπηκαν σε χώ ρους που αποτέλεσαν τη βάση εξεγέρσεων, αντίστα σης, μιας κριτικής δράσης εναντίον του υφιστάμενου κράτους. Για το στάδιο το μόνο που μπορεί να πετ κα νείς είναι ότι πάει πάντα όπου φυσάει ο άνεμος, ακο λουθεί δηλαδή την πιο βίαιη και ωμή εξουσία. Ας μην ξεχνάμε μάλιστα -και στο σημείο αυτό θα επανέλθουμε- ότι στο στάδιο και κατά τη διάρκεια των ματς η 23. -Η θρησκευτική απελπισία απστελεί αφενόςέκφραση της πραγ ματικής απελπισίας, αφετέρου διαμαρτυρία κατά της πραγμα τικής απελπισίας. Η θρησκεία απστελεί την πνοή του καταπιε σμένου πλάσματος, τη θαλπωρή σε έναν κόσμο δίχως καρδιά, όπως επίσης απστελεί το πνεύμα των κοινωνικών συνθηκών απ' όπου το πνεύμα έχει αποκλειστεί. Είναι το όπιο του λαού. Η κατάργηση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού, ισο δύναμε! με απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Απαίτηση να παραιτηθεί από τις ψευδαισθήσεις όσον αφορά τη θέση του στον κόσμο σημαίνει απαίτηση να παραιτηθεί από μια θέση που έχει ανάγκη από ψευδαισθήσεις- Κατά συνέπεια η κριτική της θρησκείας συνιστά εν σπέρματι κριτική της κοιλάδας τον δα κρύων που δοξάζεται από τη θρησκεία». Καρλ Μαρξ, Contri bution ά la critique de la philosophie du droit de Hegel, Edi tions sodales, Παρίσι 1975, o. 198. 74
ελάχιστα έστω επεξεργασμένη κριτική ή κρίση είναι παντελώς απούσες. Το στάδιο δεν απστελεί παρά την προσαρμογή, την ίδια τη μορφή της προσαρμογής στην κουλτούρα των μαζών και στη σημερινή τεχνολογία. Σ’ αυτόν τον ψευδεπίγραφο προγραμματικό σχεδιασμό, στην αιττή ψευδαίσθηση του πολιτιστικού προγράμμα τος που εκπροσωπεί το στάδιο, αυτό το τελευταίο προ κύπτει από την άμεση και ολοκληρωτική προσαρμογή του σε τόπο ολέθρου, αναδύεται από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του με το λαβύρινθο της νέας πολεοδομικής τάξης: τα συγκοινωνιακά δίκτυα, τις μεταφορές, τη ροή της κυκλοφορίας... Έτσι, στην ακινησία του σταδίου πρέπει να ανταποκρίνεται το σύνολο των κι νήσεων των παντός τύπου μεταφορικών μέσων. Το στάδιο, λοιπόν, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον καθεδρικό ναό, γιατί είναι το βιομηχανικό προϊόν, «το επακόλουθο μιας σειράς δεδομένων που έχουν εξο μοιωθεί και συνδυαστεί με τρόπο, ώστε να αρθούν οι αντιφάσεις τους. Πρόκειται μάλλον για προληπτικό υ πολογισμό παρά για αρχιτεκτονικό πρόγραμμα* το δε αποτέλεσμα είναι περισσότερο το πόρισμα αυτού του υπολογισμού παρά συγκεκριμένη πρόταση. Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας σημειώνονται αντιπαραθέ σεις, πραγματοποιούνται περικοπές, οριστικές επιλο γές, που έχουν πάντοτε ως στόχο την επιτυχία του προϊόντος ή τη βελτίωση των τεχνικών κατασκευής του. Εδώ δεν χωράει καθαυτό κριτική αξιολόγηση, για τί η κριτική αξιολογεί την πράξη που έχει εκπληρωθεί, 75
εκπληρώνεται ή θέλει να εκπληρωθεί σε σχέση με τις θεσμικές αρχές και τους σκοπούς μιας δραστηριότητας ή ενός συγκεκριμένου τομέα, του οποίου αναγνωρίζου με την αναγκαιότητα και θέλουμε να εξασφαλίσουμε τη διάρκεια και την εξέλιξη».24 Οτιδήποτε σχετίζεται με το στάδιο και το θέαμά του (οι παίκτες, οι οπαδοί, το αρχιτεκτονικό περιβάλλον...) δεν είναι παρά η αντι στροφή, η ανατροπή ενός προγράμματος χειραφέτη σης. Όπου ορθώνεται ένα γήπεδο μεγαλώνει η ερημιά. Η πολεοδομική ερημιά υποκαθιστά την ανθρώπινη κουλτούρα, τη δυνατότητα ύπαρξης μιας ιστορίας... «θαύματα» της τεχνικής όπως η ανέγερση του θόλου του Μπρουνελέσκι στη Φλωρεντία ή τα μπαρόκ έργα του Μπορομίνι εγκαινίασαν μια νέα περίοδο της ιστορίας. Όχι γιατί απστελούν την επιτομή μιας τεχνι κής μπροστά στην οποία πρέπει να μείνουμε εκστατι κοί, μια τεχνική που στοχεύει στην κατανάλωση- τα έργα αυτά είναι φτιαγμένα με τρόπο, ώστε όσο περισ σότερο αντλούμε από την ουρανόσταλτη πηγή τους (τη φαντασία) τόσο περισσότερο η πηγή αυτή αναβλύζει. Ένα μήλο του Σεζάν εμπεριέχει όλα τα φρούτα που πραγματώθηκαν πριν από αυτό στη ζωγραφική. Το ίδιο το μήλο του Σεζάν «καταβροχθίζεται», ξεπερνιέται από άλλα μήλα (Πικάσο...) μέχρι που παύει να είναι «μήλο». Γιατί το ενδιαφέρον μας δεν επικεντρώ 24. Giulio Carlo Aigan, Projet et destm [1964], Les tditions de la Passion, Παρίσι 1993, σ. 53. 76
νεται ακριβώς στο ίδιο το μήλο ως ύλη, αλλά στο μήλο του Σεζάν ή τον Πικάσο και πριν από αυτά τον Σαρντέν... Το αποφασιστικό στοιχείο γι’αυτόν που προσ λαμβάνει το έργο ή, ακόμη πιο άμεσα, για το ίδιο το έργο και τον μυστικό, ενδόμυχο κόσμο του, είναι, συ νεπώς, η δυνατότητά του να προκαλεί συνειρμούς, να διεγείρει τη φαντασία· πρόκειται για κάτι που υπερ βαίνει το ίδιο το φρούτο, για ένα φαινόμενο στραμμένο προς τα εμπρός. 'Οταν κοιτάμε ή τρώμε μήλα έχουμε την ανάμνηση των μήλων του Σεζάν και των άλλων ζωγράφων, μια ανάμνηση που μας πλουτίζει και υποκαθιστά την τετριμμένη λειτουργία της βρώσης. Αντί θετα, ένα σουτ, μια τρίπλα ή μια πάσα δεν προκαλούν τίποτα περισσότερο από ό,τι είναι hie et nunc. Σταμα τούν εκεί που σταματά και η ενέργεια του παίκτη. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν και άλλες «υπέροχες» τρίπλες, σουτ και πάσες που θα σβήσουν οτιδήποτε είχε υπάρξει πριν από αυτές. Τι θυμόμαστε από τον Πελέ; Ένα εκπληκτικό σουτ από το κέντρο του γηπέδου προς το τέρμα, ένα σουτ που δεν βρήκε στόχο... Ποιος είναι όμως ο «προ γραμματικός σχεδιασμός» ενός σουτ προς το τέρμα αν δεν είναι να μπει γκολ, να πετύχει η προσπάθεια; Ένα γκολ του Μαραντόνα (ακόμη και όταν έχει μπει με λαθροχειρία) αγαλλιάζει τις καρδιές χιλιάδων φιλά θλων. Όμως δεν τους προσφέρει παρά μόνο ένα άμεσο και δυνατό αίσθημα ευφορίας, ρηχό και χωρίς κανένα μνστήριο. Ωστόσο το έχουν δει, το έχουν δει με τα ίδια 77
τους τα μάτια. Αυτό που έχει σημασία είναι η άμεση και στιγμιαία οπτική εμπειρία, η εγγενής βία της οπτι κής αντίληψης, με άλλα λόγια η πυκνότητα της κίνη σης που «καρφώνεται» στο μάτι, μια δύναμη σύμφυτη με την κίνηση του αθλητή στην οποία οφείλεται και η ισχύς που διαθέτει το ποδόσφαιρο σε έναν βίαιο κό σμο - του σταδίου συμπεριλαμβανομένου. Από την άλλη πλευρά το έργο τέχνης, αντί να επαναλαμβάνει μια ήδη οργανωμένη πραγματικότητα, όπως συμβαί νει στο ποδόσφαιρο, δημιουργεί μια πραγματικότητα ανεπανάληπτη. Αντίθετα, ένα πέναλτι είναι το ίδιο στο Τόκιο ή στην Αθήνα, εκατομμύρια τρίπλες επαναλαμ βάνονται παντού στον πλανήτη χωρίς έστω μία από αυτές -ούτε καν μία- να δημιουργεί μνήμη, να γίνεται ανάμνηση. Η πραγματικότητα του έργου εξελίσσεται, αναδεικνύεται και μας προτείνει ένα σύμπαν, το οποίο μας αφήνει να ανακαλύψουμε. Το ποδόσφαιρο είναι απεναντίας ένα σύμπαν κλειστό, το παιχνίδι έχει αποφασιστεί και καθοριστεί μια για πάντα. Στο έργο τέχνης είναι παρούσα η κριτική συνι στώσα, ενώ στο ποδόσφαιρο το πολύ-πολύ να κρίνου με την απόφαση του διαιτητή, δηλαδή ένα σφάλμα, ή το γεγονός ότι ο τάδε έχασε ένα πέναλτι. Η κριτική, η κριτική συνιστώσα, λειτουργεί ακόμη στην τέχνη. Η κριτική εκφράζεται στην εκτίμηση του είναι και του μη είναι, της τέχνης και της μη τέχνης, στην αμφιτα λάντευση ανάμεσα στο υπαρκτό και το μη υπαρκτό. Από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η κριτική συ78
νιστώσα είναι αδιαχώριστη από τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, την οποία υποκινεί και κατά κάποιον τρόπο ελέγχει. Όμως αυτή ακριβώς η κριτική συνιστώσα τείνει να εξαλειφθεί με την εμφά νιση του βιομηχανικού-τεχνολογικού κατασκευάσμα τος. Ένα προϊόν -ένα ψυγείο, μια οδονιόβουρτσαπου κρίνεται αμέσως και a priori εξαιρετικό, απαραί τητο, χρήσιμο κ.λπ., δεν απαιτεί αναλυτικά επεξεργα σμένη κριτική. Δεν νοείται κριτική του είναι ή του μη είναι κάποιου πράγματος που δεν υπάρχει ή δεν αποτελεί παρά ένα από τα αναρίθμητα αντίγραφα ενός προτύπου, την επανάληψη του ίδιου πράγματος. Το γεγονός ότι το αντικείμενο της καθημερινής ζωής αποκλείει τη δυνατότητα αποτίμησης του είναι και του μη είναι, αποτίμηση που θα επιβεβαίωνε την ύπαρξή του, μας υποχρεώνει να διαπιστώνουμε απλώς την παρουσία του χωρίς να παίρνουμε θέση. Και αυτό ισχύει για το φαινόμενο του αθλητισμού σε όλες του τις διαστάσεις: τόσο για τις «μεγαλειώδεις» και «υπέρο χες» κατασκευές σαν το στάδιο όσο και για οτιδήποτε αξιώνει να παρουσιάζεται ως συναφές με την τέχνη (παιχνίδι, παίκτες κ.λπ.). Με το πέρασμα από τη βιο τεχνία στη βιομηχανία, η ίδια η δυνατότητα αποτίμη σης ακυρώνεται· η κριτική συνιστώσα εξαφανίζεται από το χώρο «τέχνη», που δεν τη χρειάζεται πλέον. Η τέχνη γίνεται -όπως ήταν πάντοτε ο αθλητισμόςένα δεδομένο και σβήνει η διάσταση του γίγνεσθαι που τη χαρακτήριζε και απστελούσε την εξαίσια δύναμή
της. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ανιιλήφθηκε ότι την εποχή των τεχνικών αναπαραγωγής, οι οποίες έγιναν εφικτές χάρη στη βιομηχανία, ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του έργου τέχνης δέχτηκε σοβαρό πλήγμα: η αίγλη της. Η υπόθεση που κάνουμε εμείς, είναι ότι ο αθλη τισμός ως μαζικό φαινόμενο έδωσε στο έργο τέχνης, και μάλιστα πλήττοντας ακριβώς την αίγλη του, μια ακόμη μεγαλύτερη ώθηση προς το κενό. Έχοντας εξε λιχθεί κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στο ισχυρότε ρο φαινόμενο από την άποψη της δυνατότητας κινη τοποίησης των ανθρώπων, ισχυρότερο ακόμη και από τον πόλεμο, ο αθλητισμός (κυρίως το ποδόσφαιρο) συνέτεινε στην παρακμή, ίσως εντέλει στην καταστρο φή της αίγλης του έργου τέχνης. Επειδή το ποδόσφαι ρο κινητοποιεί μια μάζα που έγινε το διακύβευμα και ο κατεξοχήν χώρος κυριαρχίας του ορατού, υποκατέ στησε το έργο τέχνης, το οποίο αποκλείστηκε γιατί δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί σ’ αυτήν την ανάγκη για ολοκληρωτική οπτική αντίληψη. Την τέχνη που ακόμη έθετε ερωτήματα και ασκούσε κριτική στον κό σμο, δηλαδή την τέχνη που φτάνει ίσως μέχρι τον υ περρεαλισμό, την υποκατέστησε ο άλογος κόσμος τον οποίο πρότεινε ο αθλητισμός. Η τέχνη και το έργο έπαψαν να υφίστανται ως εμπειρία τον γίγνεσθαι, ολο κλήρωσαν τον κύκλο τους και μετασχηματίστηκαν μέ σα από τον αθλητισμό σε ένα μεταμοντέρνο μόρφωμα. Ο αθλητισμός εξαίρει το οπτικό στοιχείο, αυτήν τη φορά ως εμπειρία ενός πράγματος δεδομένου, δηso
λαδή ενός πράγματος που μένει απαραβίαστο. Το γε γονός ότι το ποδόσφαιρο παρομοιάζεται με το μπαλέ το ή παρουσιάζεται σαν μπαλέτο, νέα χορογραφία ή πρωτότυπος χορός, ίσως να συμβαίνει επειδή ακριβώς η τέχνη αδυνατεί πλέον να δώσει μια νέα διάσταση στην κίνηση του σώματος. Εξου και το πολιτικό ενδια φέρον -που εκδηλώνουν, μεταξύ άλλων, και πολλοί πρώην σταλινικοί που έχουν μεταπηδήσει στο στρατό πεδο των απολογητών της ισότητας του πάθους στο ποδόσφαιρο- να χαρακτηρίζεται το ποδόσφαιρο όχι απλώς ως λαϊκό θέαμα ή ως λαϊκή τέχνη, αλλά και ως λαϊκή ομορφιά. Επιτέλους! Να ένα θέαμα που γίνεται εύκολα κατανοητό στον περισσότερο κόσμο! θ α απαν τήσουμε ότι, αν το ποδόσφαιρο έχει κάτι από μπαλέτο, τότε η ουσία αυτού του μπαλέτου βρίσκεται στη βία, στην όλο και βιαιότερη σύγκρουση των αντιπάλων, με αποτέλεσμα την αιματηρή αντιπαράθεση τόσο μέσα στο γήπεδο όσο και έξω από αυτό. Η συντριβή του αντιπάλου, το κλάδεμα των ποδιών του κ.λπ. μπορεί άραγε να συγκριθεί με κάποια τέχνη άλλη από εκείνη των χτυπημάτων; Και αφού μας μιλούν επίσης για τη σωματική προσποίηση, τον ελιγμό, που υποτίθεται ότι αποτελεί το άκρον άωιον του παιχνιδιού με το σώμα, πώς είναι δυνατό ο έλεγχος πάνω στο σώμα να περιο ρίζεται σε μια από τις πλέον μηχανιστικές εκδηλώσεις της σωματικής κίνησης; Σε αντίθεση με το χορό, που συνιστά την ουτοπία της κίνησης, τον ιστορικό μετασχηματισμό της σωμα81
τικής κίνησης, το ποδόσφαιρο, ή μάλλον ο παίκτης, που υποτίθεται αντιστοιχεί στο χορευτή, είναι δέσμιος του χώρου που τον περιβάλλει. Αν ο χορευτής ορίζει το χώρο μέσα στον οποίο κινείται, τάιε ο χώρος στην πραγματικότητα περιβάλλεται πάντοτε από τον χορευ τή· αντίθετα στο ποδόσφαιρο ο χώρος ορίζεται από τον παίκτη που του είναι υποταγμένος. Από την πλευρά, τώρα, της γνωριμίας με ένα έρ γο, μπορούμε π.χ. με τη μορφή του καλλιτεχνικού του ρισμού να επισκεφτούμε το Λούβρο και να θαυμάσου με την Τζοκόνια. Όμως η Τζοκόντα χάνει το ουτοπικό της περιεχόμενο από τη στιγμή που ο καθένας μπορεί να την έχει στο κομοδίνο του. Ο δημόσιος χώρος γε μίζει από το πνεύμα του αθλητισμού, η μάζα θέλησε να φέρει τα πράγματα «πιο κοντά» της, τόσο από την άποψη του χώρου όσο και από την άποψη της εγγύ τητας μεταξύ των ανθρώπων. «Η ευθυγράμμιση της πραγματικότητας με τις μάζες και των μαζών με την πραγματικότητα είναι μια διαδικασία βαρύνουσας ση μασίας για τη σκέψη αλλά και για τη διαίσθηση».25 Σήμερα ο αθλητισμός τίθεται στην υπηρεσία μιας ιε ροτελεστίας που, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, τείνει να γίνει πανίσχυρη με τη βοήθεια της τηλεόρα σης. Το ωραίο -ακόμη και στην κοσμική του εκδοχή-, η λατρεία του ωραίου, όπως γεννήθηκε την εποχή της 25. Wilier Benjamin, -Locuvre d ’art a I'ere de sa reproductibilite technique», in Essais 2, Denoel-Gonlhier, Παρίσι 1983, σ. 95. 82
Αναγέννησης, σιγά-σιγά χάθηκε και μειαιράπηκε σε εμπόρευμα με εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό της τον αθλητή. Η μάζα βλέπει σιο πρόσωπο του τελευταίου τον νέο καλλιτέχνη, που έρχεται να αντικαταστήσει τους καλλιτέχνες περασμένων εποχών. Από αιπόν μό νο θα μπορέσει να πηγάσει -πράγμα που κατά τα λοι πά δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ- η νέα αίγλη που θα χαρακτηρίζει την οπτική παγκοσμιοποίηση. Γιατί το ποδόσφαιρο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με την επέκταση και την εξέλιξη των τεχνικών λήψης της εικόνας, έγινε το πραγματικό θέατρο ενός κόσμου που έσπευσε, που όρμησε με μιας να μετατρέψει σε θέαμα το ανούσιο. «Η τεχνική του κινηματογράφου μοιάζει με εκείνη του αθλητισμού, από την άποψη ότι όλοι οι θεατές και στις δύο περιπτώσεις αποτιμούν τις επιδόσεις τους σχεδόν σαν ειδήμονες».26 Οι νέες τεχνικές λήψης της εικόνας αποδεικνύουν την όλο και μεγαλύτερη διάσταση ανάμεσα στο κριτικό πνεύ μα και σε μια συμπεριφορά που επιζητεί την άμεση απόλαυση του πλέον συμβατικού, εκείνου που προσφέρεται χωρίς ο θεατής να έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί από το άμεσο. Οι τεχνικές λήψης και αναμετάδοσης εικόνας που χρησιμοποιούνται στο ποδοσφαίρο δεν είναι σαν τις άλλες. Οι τεχνικές αυτές απστελούν οργανικό μέρος ενός ευρύτερου μηχανι σμού, του οποίου το κέντρο και συγχρόνως το διακύ26. Writer Benjamin, ό.π., σ. 109. 83
βευμα απστελούν οι μάζες. «Στις μεγάλες εορταστικές πομπές, στις τερατωδώς μεγάλες συναθροίσεις, στις αθλητικές εκδηλώσεις που συγκεντρώνουν τις μάζες, τέλος στον πόλεμο, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις όπου παρεμβαίνει σήμερα ο μηχανισμός λήψης της εικόνας, η μάζα μπορεί να δει κατά πρόσωπο τον ίδιο της τον εαυτό».27 Είναι απαραίτητο να τονίσουμε για μια ακόμη φο ρά ότι η τέχνη του σιαδίου, η ομορφιά των παικτών/ καλλιτεχνών, η υπέρμετρη και πρωτοφανής χαρά των θεατών, η ευτυχία που βιώνουν όλοι γύρω από το αθλη τικό θέαμα, αποτελούν τη δομή προσχώρησης στη φασίζουσα αισθητική του τέλους του αιώνα μας. Για αρκε τούς ιστορικούς η φασιστική τέχνη του παρελθόντος, την οποία πολλοί -και δικαίως- κατακρίνουν με μια ευκολία που αιφνιδιάζει, δεν υφίσταται πια σήμερα με την προφανή μορφή μιας τέχνης της προπαγάνδας. Αντίθετα, εμείς πιστεύουμε ότι η τέχνη της προπαγάν δας είναι ο αθλητισμός (το ποδόσφαιρο), εφόσον προ σπαθεί να σαγηνεύσει τις μάζες με την ακαταμάχητη όψη των επιβλητικών (από την άποψη της οπτικής αν τίληψης) μνημείων, να τα κάνει να διεισδύσουν στην καρδιά του ασυνείδητου, να μας τα υποβάλει. Κυρίως προσπαθεί να ωθήσει τις μάζες να κατευθυνθούν από μόνες τους προς την υποταγή τους. Το στάδιο είναι ο ιδεώδης χώρος ή μάλλον απστελεί ένα ιδεώδες χώρου. 27. Walter Benjamin, ό.π., σ. 124. 84
Τελειώνοντας, θα θέλαμε, με την επισήμανση ορισμέ νων θεωρητικών σημείων, να επιμείνουμε για μια ακό μη φορά στο λεπτό ζήτημα της ομορφιάς των παικτών/ καλλιτεχνών και του σταδίου/έργου τέχνης. Η ιδέα του ωραίου (το ίδιο το ωραίο) είναι σχετι κή, τόσο από ιστορική και κοινωνική άποψη όσο και από την άποψη του ατόμου. Χωρίς να προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση, ας σημειώσουμε ότι το σημε ρινό ιδεώδες περί ομορφιάς προσεγγίζει έναν σαφή και συνεπή πλατωνισμό. Ωραίο είναι εκείνο που χωρίς διαμεσολάβηση προκαλεί μια ευαρέσκεια (τα χρώμα τα, οι φόρμες, οι ήχοι...), μια καθαρή απόλαυση, ή καλύτερα εκείνο που προκαλεί την εμπειρία μιας από λαυσης. Ο Σωκράτης όριζε το ωραίο ως μια «ευαρέ σκεια» που προέρχεται κυρίως από την ακοή και την όραση, στην πράξη μια απόλαυση που πλησιάζει το «χρήσιμο». Η αρχιτεκτονική ενός σταδίου προκαλεί μια τέτοιου είδους «απόλαυση», γιατί συνδυάζει εξίσου το μέτρο και την αναλογία, ως αυστηρή πραγμάτωση μιας διανοητικής τάξης. Κατά συνέπεια, η ομορφιά δεν είναι δυνατή παρά ως αποκατάσταση μιας σχέσης, ως συμμόρφωση σε μια προφανή λειτουργία, δηλαδή στη δυνατότητα υλοποίησης του θεάματος, του θεάμα τος σε όλες τις πτυχές του (βιαιοπραγιών, ακροτήτων και όλων των άλλων συναφών...). Η υποτιθέμενη ο μορφιά του σταδίου υποδηλώνει κυρίως την προσέγγι 85
ση μιας κατάστασης τελειότητας, της τελειότητας που συνδέεται με την όραση, τη χειροπιαστή απόδειξη ότι είναι δυνατό να υπάρχει τάξη στην καρδιά ενός πανταχου παρόντος χάους. Η ομορφιά ως οπτική τελειότητα εξασφαλίζεται στα πλαίσια μιας γενικότερης αρμονίας χάρη σε ένα ουσιαστικό και χαρακτηριστικό στοιχείο: τη συμμε τρία, τη συνήθη λειτουργία της συμμετρίας, η οποία κατανέμει τα διάφορα στοιχεία με βάση μια γραμμή που και η ίδια ορίζει μια μορφή. Η συμμετρία, που από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων συνδέεται με ένα ανώτερο μαθηματικό ιδεώδες, τον κύκλο, βρίσκει στο στάδιο έναν πραγματικά προνομιούχο χώρο. Κάθε θε ατής βρίσκεται σε οπτικά ίση απόσταση από το κέν τρο, στοιχείο που απστελεί σύμβολο μιας ισότητας η οποία επιτυγχάνεται μέσω της γεωμετρίας, σιην προ κειμένη περίπτωση μέσω της γεωμετρίας του σταδίου. Ωστόσο, μιλώντας εδώ για «ισότητα», στεκόμαστε στο επίπεδο της μορφής και της λειτουργίας, εφόσον σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για κοινωνική ή πολι τική ισότητα... Το ιδεώδες της ομορφιάς σχετίζεται επίσης με έναν επωφελή στόχο, με την ικανοποίηση μιας λιγότερο ή περισσότερο ισχυρής ανάγκης. Το στάδιο παρου σιάζεται ως κατασκευή προσαρμοσμένη σε μια λει τουργία, μια κατασκευή που διακρίνεται για την πλή ρη ενότητά της, προορισμένη να υπηρετήσει ολοκλη ρωτικά έναν δεδομένο γνωστό στόχο. Ένα γήπεδο -ας
το θυμίσουμε- δεν χρησιμεύει σε τίποτε άλλο παρά σιη διεξαγωγή μερικών ποδοσφαιρικών παιχνιδιών. Η κοινωνική του χρησιμότητα είναι ανύπαρκτη, αν αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι μπορεί να του αποδοθεί μια φαινομενική χρησιμότητα λόγω της ό ψης του, λόγω της τόσο συμπαγούς και αψεγάδιαστης εμφάνισής του, της τόσο συγκεκριμένης μορφής και λειτουργίας του. Η χρήση «μοντέρνων» υλικών, όπως το μέταλλο ή το γυαλί, ενισχύει αυτήν την τόσο δυνατή, τόσο σκληρή όψη με μια κατασκευαστική ευφυΐα, με μια απαράμιλλη αίσθηση τάξης, η οποία δεσπόζει, σχεδόν κυριεύει και καθυποτάσσει τα πάνια. Στο στά διο ό,τι σχετίζεται με την ομορφιά ανήκει μόνο στη σφαίρα του ορατού, επιβεβαιώνει με οφθαλμοφανή τρόπο εκείνο που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Το στάδιο απστελεί έναν μηχανισμό διαμόρφω σης της συμπεριφοράς, αξιοποιώντας τα μέσα μιας αρχιτεκτονικής που δημιουργεί μια εκτός χρόνου πραγματικότητα. Η πλαστική του, η πραγματική πλα στική ομορφιά του συνδέεται αποκλειστικά με αυτήν την απαστράπτουσα μηχανική μορφή' είναι μια αυ στηρά γεωμετρική ομορφιά που περιβάλλεται με την επιθυμία να είναι αιώνια, μη αλλοιώσιμη, άχρονη. Αυ τό άλλωστε συνιστούσε ήδη την αρχή της ομορφιάς και για τους αρχαίους Έλληνες. Το στάδιο είναι σήμερα το τελευταίο δημόσιο κτίριο μέσω του οποίου εκφράζεται η φιλοδοξία να δημιουργηθεί μια τέτοια αιωνιότητα... Η ψυχρή και συναρπαστική ομορφιά ενός σταδίου απο87
τελεί τψ έκφραση ενός κενού, ακινψοπονημένου από τον χρόνο περιεχομένου, τψ ψυχρή αφαίρεση ενός χρό νου που έχει ανασταλεί αρχιτεκτονικά. «θεωρώ αδιαμφισβήτητο ότι η ιδέα του “ωραίου” έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική διέγερση και ότι αρ χικά δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά ό,τι διεγείρει σε ξουαλικά. Με τούτο συνδέεται το γεγονός ότι τα γ ε ν ε τικά όργανα καθαυτά, η θέα των οποίων προκαλεί την ισχυρότερη σεξουαλική διέγερση, δεν θα μπορούσαν ποτέ να χαρακτηριστούν ωραία».28 Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αθλητική κίνηση δεν έχει ομορφιά. Εκείνο που υπάρχει είναι μια απατηλή εκδήλωση του βλέμματος που έχει ως αντικείμενο την πραγματική κίνηση. Το βλέμμα υποτάσσεται αμέσως σε έναν ιδιαί τερο μηχανισμό, σε μια έλξη ή σε μια μαγευτική δύ ναμη που μοιάζει με την άμεση ικανοποίηση μιας ε πιθυμίας ταύτισης, στην περίπτωσή μας με τον παίκτη. Αυτή η ταύτιση με τον παίκτη επιτείνεται ακόμη πε ρισσότερο επειδή γεννιέται από τη διέγερση της απο στερημένης ανάγκης, που συνδέεται με ένα μνημονικό ίχνος, στο σημείο όπου ακριβώς η παιδική αντίληψη παίζει τον ουσιαστικότερο ρόλο: στην ευνοϊκή υποδο χή της κίνησης του σώματος, ενός σώματος υπερ-αναπαραστημένου στα πλαίσια μιας αισθητικής της προ σπάθειας που προσεγγίζει τη σεξουαλικά χαρακτηρι σμένη συμπεριφορά. Πρόκειται δηλαδή για μια αντί 28. Sigmund Freud, ό.π., σ. 173.
ληψη της αθλητικής προσπάθειας, της ομορφιάς της, ως παραμορφωμένης εμπειρίας της σεξουαλικότητας, συχνά συναφούς με την πολεμική συμπεριφορά, τη νοοτροπία του νικητή, τη βία της σύγκρουσης. Λέγεται ότι ένα γκολ είναι υπέροχο. Είναι στ’ α λήθεια λογικό; Το υπέροχο μας βγάζει από το καθη μερινό ακόμη και αν γεννιέται από αυτό. Σύμφωνα με τον Καντ, μια νύχτα μπορεί να είναι υπέροχη, όχι ό μως μια μέρα, ούτε καν όταν είναι ηλιόλουστη. Το υπέροχο εκτοπίζει το καθημερινό, το μεταμορφώνει, το μετασχηματίζει. Αν το ποδόσφαιρο δημιουργεί και αναπαράγει το καθημερινό, μπορούμε, άραγε, να μι λήσουμε γι" αυτό κατατάσσοντάς το στην κατηγορία του υπέροχου; Με τη μεσολάβηση του ποδοσφαίρου αναδημιουργείται μιά καθημερινότητα που μετατρέ πει την εξάρτησή μας από το σύστημα των υλικών αναγκών σε μεταφυσική επιθυμία αλήθειας, ομορ φιάς, καλοσύνης, ποιητικής. Αυτό είναι το υπέροχο; Και μπορούμε να το βρούμε στο ποδόσφαιρο ή στον παίκτη; Το υπέροχο δεν είναι υπεροπτικό, δεν προ σπαθεί να παρασύρει τους ανθρώπους σε απατηλά ύψη. Το υπέροχο βρίσκεται «στον γόνιμο και θεμελια κό σεβασμό που κάνει τον κόσμο ανθρώπινο και τον προφυλάσσει να μην ξεπέσει στην πεζότητα».29 Το υπέροχο είναι η προσπάθεια να εκφραστεί το άπειρο. 29. Karel Kosik, «La ville et I’architectonique du monde·, Le Messager europeen, Gallimard, Παρίσι 1994, o. 288.
Ωστόσο, το άπειρο δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από το πεπερασμένο. Κατ δεν υπάρχει τίποτα πιο πεπερα σμένο από το ποδόσφαιρο, το οποίο απστελεί την ίδια την έκφραση του πεπερασμένου. Αντίθετα, το υπέροχο είναι μια προβολή στις φυσικές δομές ή στα ανθρώπι να δημιουργήματα (όπως τα κτίρια), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι υλοποιημένο ή ενσωματωμένο σ’ αυτά. Υπάρχει υπέροχο στον σύγχρονο κόσμο; Και, όσον αφορά το θέμα μας, το στάδιο αντιπροσωπεύει, άραγε, μια μορφή του υπέροχου; Για το υπέροχο ο χρόνος και ο χώρος δεν υφίστανται, ενώ τόσο το στά διο και το ματς όσο και οι ίδιοι οι παίκτες αποτελουν την αποθέωση του χώρου και του χρόνου. Το στοιχείο που εμφανίζεται ως υπέροχο στον αθλητισμό -όντας, ωστόσο, διαφορετικό από αυτό- είναι το μεγαλειώδες, το επιβλητικό, το κολοσσιαίο, το μνημειακό. Αυτό α κριβώς ακυρώνει την κριτική σκέψη, αλλά και τη δυ νατότητα της απόστασης που χρειάζεται η σκέψη. Συ ναρπαστικό ή, μάλλον, τρομακτικό, το ποδόσφαιρο είναι το «ωραίο [... ] ως μεταμόρφωση του συμπαθούς και του ευχάριστου, το υπέροχο ως παράλλαξη του επιβλητικού, η εγγύτητα των πραγμάτων ως απόρροια της επιθετικότητάς τους».30 Σήμερα το υπέροχο το κυ κλώνει και το καταπνίγει η πλημυρίδα του τετριμμέ νου, του κοινότοπου...
30. Karel Kosik, ό.π.. σ. 290. 90
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
Μ Α Υ ΡΗ
Λ ΙΣ Τ Α
ΡΟΛΦ ΠΟΛΕ
Το όνομά μου είναι άνθρωπος. Η κομμένη συνέντευξη ΠΈΡΠΟΙΚΑΤΣΑΡΟΕ
Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης. Η γοητεία της βίας ΜΛίΚΛ ΡΑΤΝΕΡ / ΜΑίΚΛΓΓΙΒΕΝ ΣΜΙΘ
Ο Τοε Γκεβάρα και το FBI. Ο απόρρητος φάκελος των μυστικών υπηρεσιών για τον λατινοαμερικανό επαναστάτη ΜΙ1ΕΛΦΟΥΚΟ
0 μεγάλος εγκλεισμός. Το πείραμα της Ομάδας Πληροφόρησης για τις Φυλακές ΝΙΛΖΙ ΚΙΖ1ΛΠΟΥΡΕΚ
Κύπρος: Το αδιέξοδο rov εθνικισμών γκιντερ βαλραφ
Αποκαλύψεις: κείμενα ενός ανεπιθύμητου δημοσιογράφου
ΜΙ ΚΡΗ
ΣΕΙΡΑ
ΚΑΡΛΧΑΐΝΤΣ ΝΤΕΙΝΕΡ
Σεξουαλικότητα και χριστιανισμός ΖΑΝ-ΜΑΡ1 ΜΠΡΟΜ/ ΜΑΡΚ ΠΕΡΕΛΜΛΝ
Ποδόσφαιρο: Μια συγκινησιακή πανούκλα ΤΟΝΙ ΝΕΓΚΡΙ
Εξορία
Στο εξώφυλλο: Footballeurs (1952), πίνακας ίου Nicolas de StaiL