ΚΑΡΛ ΠΟΛΑΝΥΙ μεγάλος μετασχηματισμός Πρόλογος: ]ο$ερή Ε. $ΐί§Ιίΐζ | Εισαγωγή: ΡΓεά ΒΙοΙ< | Μετάφραση: Κώστας Γαγανάκης
Κ Α ΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας
Μετάφραση: Κώστας Γαγανάκης
ΝΗΣΙΔΕΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρώτο μέρος: Το διεθνές σύστημα 1. Η εκατονταετής ειρήνη 2. Συντηρητική δεκαετία του 1920, επαναστατική του 1930
9 9 26
Δεύτερο μέρος: Ανοδος και πτώση της οικονομίας της αγοράς I. Το σατανικό εργοστάσιο, ο σατανικός μύλος 3. «Κατοίκηση ή βελτίωση» 4. Κοινωνίες και οικονομικά συστήματα 5. Η εξέλιξη της μορφής της αγοράς 6. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα 7. δρθθπΐιβηηίβηϋ, 1795 8. Προηγούμενα και συνέπειες 9. Ανέχεια και ουτοπία 10. Η πολιτική οικονομία και η ανακάλυψη της κοινωνίας
37 37 37 46 58 69 78 87 103 111
II. Η αυτοπροστασία της κοινωνίας 11. Ανθρωπος, φύση και η οργάνωση της παραγωγής 12. Η γέννηση του φιλελεύθερου δόγματος 13. Η γέννηση του φιλελεύθερου δόγματος (2): Ταξικά συμφέροντα και κοινωνική αλλαγή 14. Αγορά και άνθρωπος 15. Αγορά και φύση 16. Αγορά και οργάνωση της παραγωγής 17. Η εξασθένηση της αυτορύθμισης 18. Διαλυτικές εντάσεις
129 129 133
Τρίτο μέρος: Ο μετασχηματισμός σε εξέλιξη 19. Λαϊκή κυβέρνηση και οικονομία της αγοράς 20. Η ιστορία σε διαδικασία κοινωνικής αλλαγής 21. Ελευθερία σε μία σύνθετη κοινωνία
213 213 226 237
Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις Σημειώσεις
249 249 254 256 261 265 272 274
στο στο στο στο στο στο στο
1ο κεφ. 2ο κεφ. 4ο κεφ. 5ο κεφ. 7ο κεφ. 8ο κεφ. 13ο κεφ.
Πρόλογος του ϋοδθρΜ Ε. δ ^ Ι ΐ ί ζ στην έκδοση του 2001 Εισαγωγή του ΡγθοΙ ΒΙοΚ στην έκδοση του 2001 Ευρετήριο
149 161 175 188 196 203
279 301 327
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Το βιβλίο αυτό γράφηκε στην Αμερική κατά τη διάρκεια του Β ' Παγκοσμίου πολέμου. Α λλά είχε αρχίσει και τελειώ σει στην Αγγλία, όπου ο συγγραφέας δίδαξε στα Εκτός των τειχών τμήματα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και στα αντίστοιχα ιδρύματα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Η κύρια θέση του αναπτύχθηκε κατά το ακαδημαϊκό έτος 1939-1940 σε συνδυασμό με την εργασία του σε μικρές ομάδες φοιτητών (Τυίοιϊ^Ι 0Ι333Θ8), που οργάνωσε η Μορφωτική Ενωση των Εργατών στο ΜογΙθυ ΟοΙΙθ9 θ του Λονδίνου, στο Καντέρμπερυ και στο ΒθχΝΙΙ. Η ιστορία αυτού του βιβλίου είναι μία ιστορία από γενναιόδωρες φιλίες. Πολλά οφείλονται στους άγγλους φίλους του συγγραφέα, ιδίως την Ιγθπθ Ογ^ιίϊ, με της οποίας την ομάδα συνδεόταν. Κοινές σπουδές τον συνέδεσαν με τον ΡθΙϊχ δοΙι^ίθΓ, οικονομολόγο από τη Βιέννη, τώρα στο \Λ/θΙΙΐη9 ίοη της Νέας Ζηλανδίας. Στην Αμερική, ο ϋοΐιη Α. ΚουννθπΙιονθη βοήθησε ως έμπιστος φ ίλος διαβάζοντας και υποδεικνύοντας- πολλές υποδείξεις του εντάχθηκαν στο κείμενο. Ανάμεσα σε άλλους φίλους που βοήθησαν ήταν οι συνάδελφοι του συγγραφέα στο Βθηηίη 9 Ϊοη, ο ΗοΓδί ΜθηάθΓδΙίδυδθη και ο Ρθϊθγ Ρ. ϋΓυοΚθΓ. Ο δεύτερος και η γυναίκα του ήταν μία πηγή ενδυναμωτικής ενθάρρυνσης, παρά την απόλυτη διαφω νία τους με τα συμπεράσματα του συγγραφέα- η γενική συ μπαράσταση του πρώτου προστέθηκε στη χρησιμότητα των συμβουλών του. Ο συγγρα φέας οφ είλει ευχαριστίες και στον Η^ηδ ΖθϊδθΙ του Πανεπιστημίου Β υ^β^δ που διάβασε προσεκτικά το κείμενο. Στην Αμερική ανέλαβε την παρουσίαση του βιβλίου στον Τύπο εξ ολοκλήρου ο ΚουννθπΙιονθη, με τη βοήθεια του ΟΓυοΚθΓ και του ΜθηάθΓδΙιβϋδθη, για την οποία πράξη φιλίας ο συγγραφέας αισθάνεται βαθιά ευγνώμων. Αισθάνεται υποχρεωμένος και στο ΒοοΚϊθΙΙθγ Ρουηάαΐΐοη για μία διετή υποτροφία (1941-43), που του έδωσε τη δυνατότητα να ολοκληρώ σει το βιβλίο στο Κολέγιο Βθηηϊη 9 ίοη του νθπηοηί, έπειτα από πρόσκληση που του έγινε από τον Βο&θιΙ ϋ. Ιθΐ9ΐι, τότε πρόεδρο του Κολεγίου. Σχέδια για το έργο προωθήθηκαν από μία σειρά δη μόσιων διαλέξεω ν και ένα σεμινάριο που διεξήχθη κατά το ακαδημαϊκό έτος 1940-41. Δ ιευκόλυναν ευγενώς την έρευνά μου η Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου στην Ουάσινγκτον και η Βιβλιοθήκη δθϋ 9 ΐηαη του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Σε όλους αυτούς ο συγγραφέας οφ είλει τις ευχαριστίες του. Κ. Ρ. δΐΊΟΓθΐΊδΓΠ, δθνθΠ03ΐ<3,
ΚθΠί
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
9
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ
1. Η εκατονταετής ειρήνη Ο πολιτισμός του 19ου αι. έχει καταρρεύσει. Το βιβλίο αυτό πραγμα τεύεται τις πολιτικές και οικονομικές ρίζες αυτού του γεγονότος, καθώς και τον μεγάλο μετασχηματισμό που επέφερε. Ο πολιτισμός του 19ου αι. στηριζόταν σε τέσσερις θεσμούς. Πρώτος, ήταν το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, που για έναν αιώνα απέτρεψε την έκρηξη μακροχρόνιου και καταστροφικού πολέμου ανάμεσα στις Με γάλες Δυνάμεις. Δεύτερος, ήταν ο διεθνής κανόνας του χρυσού, που συμβόλιζε μία μοναδική οργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας. Τρίτος, ή ταν η αυτορυθμιζόμενη αγορά, που παρήγαγε έναν πρωτοφανή υλικό πλούτο. Τέταρτος, ήταν το φιλελεύθερο κράτος. Από μια σκοπιά, οι δύο από τους θεσμούς αυτούς ήταν οικονομικοί, ενώ οι άλλοι δύο πολιτικοί· α πό μιαν άλλη, οι δύο ήταν εθνικοί και οι δύο διεθνείς. Από κοινού καθόρι σαν το χαρακτηριστικό περίγραμμα της ιστορίας του πολιτισμού μας. Από τους θεσμούς αυτούς, ο διεθνής κανόνας του χρυσού απέβη μοι ραίος” η κατάλυσή του ήταν η άμεση αιτία της καταστροφής. Την εποχή που κατέρρεε, σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί είχαν ήδη θυσιασθεί, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον διασώσουν. Αλλά πηγή και μήτρα του συστήματος ήταν η αυτορυθμιζόμενη αγορά. Αυτή ακριβώς η καινοτομία ανέδειξε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό. Ο διε θνής κανόνας του χρυσού ήταν απλώς μία προσπάθεια επέκτασης του το πικού συστήματος αγοράς σε διεθνή κλίμακα- το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων ήταν μια υπερδομή στηριγμένη στον, και εν μέρει διαμορφωμέ νη από τον, κανόνα του χρυσού- το φιλελεύθερο κράτος ήταν δημιούργη μα της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας. Το κλειδί του θεσμικού συστήματος του 19ου αι. βρισκόταν στους νόμους που διείπαν την οικονομία της αγο ράς. Αποψή μας είναι πως η ιδέα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς αποτελού σε καθαρή ουτοπία. Ένας τέτοιος θεσμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει για μεγάλη χρονική διάρκεια, δίχως να εκμηδενίσει την ανθρώπινη και φυ σική υπόσταση της κοινωνίας- θα οδηγούσε στην φυσική εξόντωση του ανθρώπου και την ερήμωση του περιβάλλοντος του. Αναπόφευκτα, η κοι νωνία πήρε μέτρα αυτοπροστασίας- αλλά όποια μέτρα έπαιρνε, δυσχέραιναν την αυτορύθμιση της αγοράς, αποδιοργάνωναν τη βιομηχανία και α πειλούσαν έτσι διαφορετικά την κοινωνία. Αυτό ακριβώς το δίλημμα μο νοδρόμησε το σύστημα της αγοράς σε μιαν αναγκαστική κατεύθυνση, διαταράσσοντας τελικά την κοινωνική οργάνωση που βασιζόταν σε αυτό. Η παραπάνω εξήγηση μιας από τις βαθύτερες κρίσεις της ανθρώπινης
10
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ιστορίας φαίνεται υπεραπλουστευτική. Τίποτε πιο άτοπο από την περιστο λή ενός πολιτισμού, της υπόστασης και του ήθους του, σε μιαν άκαμπτη σειρά θεσμών από την επιλογή ενός από αυτούς ως θεμελιώδους και από την απόπειρα να εξηγηθεί το αναπόφευκτο της αυτοκαταστροφής αυτού του πολιτισμού με βάση μία τεχνική ιδιότητα της οικονομικής του οργάνω σης. Οι πολιτισμοί, όπως η ζωή, πηγάζουν από την αλληλεπίδραση πολ λών ανεξάρτητων παραγόντων, οι οποίοι κατά κανόνα δεν μπορούν να αναχθούν σε περιορισμένους θεσμούς. Ο εντοπισμός του θεσμικού μηχανι σμού της πτώσης ενός πολιτισμού μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ανέφικτο εγχείρημα. Κι όμως, αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε. Στην προσπάθειά μας αυτήν, εστιάζουμε συνειδητά την προσοχή μας στην απόλυτη μοναδικότητα του αντικειμένου. Ο πολιτισμός του 19ου αιώνα ήταν μοναδικός, ακριβώς ε πειδή βασιζόταν σε έναν καθορισμένο θεσμικό μηχανισμό. Καμία ερμηνεία δεν αποβαίνει ικανοποιητική, εάν δεν λάβει σοβαρά υπ’ όψη τη σφοδρότητα του κατακλυσμού. Σαν κάτι να συγκροτούσε τις δυνάμεις τής αλλαγής επί έναν αιώνα, ξάφνου ένας χείμαρρος γεγονό των κατακλύζει την ανθρωπότητα. Ένας κοινωνικός μετασχηματισμός πλανητικής εμβέλειας έχει ως επιστέγασμα πρωτοφανείς πολεμικές συρ ράξεις, στις οποίες πολλά κράτη συντρίβονται και νέες αυτοκρατορίες αρ χίζουν να εμφανίζονται μέσα από ένα λουτρό αίματος. Αλλά αυτή η δαι μονική βία απλώς επικαλύπτει ένα ταχύ, σιωπηλό ρεύμα αλλαγής, που κα ταβροχθίζει το παρελθόν, συχνά δίχως να αφήνει ίχνη. Μία ολοκληρωμέ νη ανάλυση της καταστροφής πρέπει να συνυπολογίζει τόσο τη θυελλώ δη δράση όσο και την αθόρυβη υπόγεια αποσάθρωση. Το έργο μας δεν είναι ιστορικό- δεν ψάχνουμε για μία πειστική αλλη λουχία εξαιρετικών συμβάντων, αλλά για μία ερμηνεία της τάσης τους α πό την άποψη των ανθρώπινων θεσμών. Είμαστε ελεύθεροι να ασχολη θούμε με πτυχές του παρελθόντος, με μοναδικό στόχο να διαυγάσουμε καταστάσεις του παρόντος- θα προχωρήσουμε σε λεπτομερείς αναλύσεις κρίσιμων περιόδων και θα αγνοήσουμε σχεδόν εξ ολοκλήρου τα συνδετι κά χρονικά διαστήματα- στην επιδίωξη αυτού του μοναδικού στόχου, θα παρεισφρήσουμε στο πεδίο πολλών επιστημών. Πρώτα, θα ασχοληθούμε με την κατάρρευση του διεθνούς συστήμα τος. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι το σύστημα της ισορροπίας δυ νάμεων δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει την ειρήνη, από τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία πάνω στην οποία εδραζόταν είχε αποτύχει. Αυτό ε ξηγεί τη βιαιότητα της τομής, την ασύλληπτη ταχύτητα της κατάλυσης. Αλλά εάν η καταρράκωση του πολιτισμού μας συνέπεσε με την αποτυ χία της παγκόσμιας οικονομίας, ασφαλώς δεν προκλήθηκε από αυτήν. Οι ρίζες της εντοπίζονται περισσότερο από εκατό χρόνια πριν, στην κοινωνι κή και τεχνολογική αναταραχή που γέννησε την ιδέα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς στην Δυτική Ευρώπη. Το τέλος του εγχειρήματος αυτού επήλθε στα χρόνια μας- κλείνει ένα διακριτό στάδιο στην ιστορία του βιο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
μηχανικού πολιτισμού. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, θα ασχοληθούμε με τον μηχανισμό που διέπει την κοινωνική και εθνική αλλαγή στην εποχή μας. Γενικά, πι στεύουμε ότι η τωρινή κατάσταση του ανθρώπου θα πρέπει να προσδιορισθεί με βάση τις θεσμικές καταγωγές της κρίσης. Ο 19ος αιώνας παρήγαγε ένα φαινόμενο πρωτάκουστο στα χρονικά του δυτικού πολιτισμού, μιαν εκατονταετή ειρήνη: 1815-1914. Εκτός από τον Κριμαϊκό Πόλεμο — ένα λίγο πολύ αποικιακό γεγονός— Αγγλία, Γαλ λία, Πρωσία, Αυστρία, Ιταλία και Ρωσία δεν ενεπλάκησαν σε πόλεμο με ταξύ τους, παρά μόνο για 18 μήνες συνολικά. Ένας υπολογισμός συγκρί σιμων στοιχείων για τους δύο προηγούμενους αιώνες δίνει έναν μέσο ό ρο 60 ή 70 χρόνων σύρραξης για τον κάθε αιώνα ξεχωριστά. Αλλά ακόμη και η πιο λυσσαλέα αναμέτρηση του 19ου αιώνα, ο γαλλοπρωσικός πόλε μος του 1870-71, δεν κράτησε περισσότερο από έναν χρόνο, ενώ το ηττημένο έθνος κατόρθωσε να καταβάλει πρωτοφανείς πολεμικές αποζημιώ σεις στον νικητή δίχως να διαταραχθούν καθόλου οι ισοτιμίες των νομι σμάτων των αντιμαχομένων. Ο θρίαμβος του πραγματιστικού πασιφισμού [φιλειρηνισμού] ασφαλώς δεν ήταν απότοκο της απουσίας σοβαρών αιτίων σύγκρουσης. Πίσω από την πανηγυρική διατήρηση της ειρήνης υπέφωσκαν συνεχείς μετατοπί σεις στις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες ισχυρών κρατών και μεγά λων αυτοκρατοριών. Κατά τους πρώτους χρόνους του αιώνα, εμφύλιοι πόλεμοι, επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις ήταν το χαρακτηριστικό της περιόδου. Στην Ισπανία, 100.000 στρατού υπό τον Δούκα της Ανζουλέμ εκπόρθησαν το Καντίζ· στην Ουγγαρία, η επανάσταση των Μαγυάρων παρ’ ολίγο να νικήσει τον ίδιο τον αυτοκράτορα στο πεδίο της μάχης και τελικά κατεστάλη μόνον από μια ρωσική στρατιά που εισέβαλε στο ουγ γρικό έδαφος. Ένοπλες επεμβάσεις στη Γερμανία, το Βέλγιο, την Πολω νία, τη Δανία και την Ελβετία μαρτυρούσαν την παντοδυναμία της Ιεράς Συμμαχίας. Η δυναμική της προόδου απελευθερώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα: η Οθωμανική και η Αιγυπτιακή αυτοκρατορία, η Περσία, διαλύονται ή διαμελίζονται· η Κίνα υποχρεώνεται από τους στρατούς των εισβολέων να ανοίξει τις πύλες της στους ξένους και, σε μια γιγαντιαία μοιρασιά, ολόκληρη η Αφρική κατακερματίζεται. Ταυτόχρονα, δύο δυνά μεις αποκτούν παγκόσμια σπουδαιότητα: οι Η.Π.Α. και η Ρωσία. Η εθνική ενότητα επιτυγχάνεται στη Γερμανία και την Ιταλία. Βέλγιο, Ελλάδα, Ρου μανία, Βουλγαρία, Σερβία και Ουγγαρία αποκτούν ή επανακτούν τη θέση τους ως κυρίαρχα κράτη στον ευρωπαϊκό χάρτη. Μια σχεδόν ατελείωτη σειρά ανοιχτών πολέμων συνοδεύει την εισβολή του βιομηχανικού πολιτι σμού στα εδάφη παρακμασμένων πολιτισμών και πρωτόγονων λαών. Οι στρατιωτικές κατακτήσεις της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία, οι αμέτρητοι ινδικοί και αφρικανικοί πόλεμοι της Αγγλίας, οι επεκτάσεις της Γαλλίας στην Αίγυπτο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Συρία, τη Μαδαγασκάρη, την Ινδοκίνα και το Σιάμ δημιούργησαν προβλήματα ανάμεσα στις Μεγάλες
12
ΚΑΗΙΡΟΙΑΝΥΙ
Δυνάμεις, τα οποία, κατά κανόνα, λύνονταν μόνο με την προσφυγή στη βία. Κι όμως, κάθε μία από τις συρράξεις αυτές ήταν περιορισμένη τοπικά, και αμέτρητες άλλες αφορμές για βίαιη αλλαγή αντιμετωπίσθηκαν είτε με συλλογική δράση είτε με συμβιβασμούς υπό την πίεση των Μεγάλων Δυ νάμεων. Ενώ κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα τα συνταγματικά δικαιώμα τα ήταν προγραμμένα και η Ιερά Συμμαχία καταπατούσε την ελευθερία στο όνομα της ειρήνης, κατά το δεύτερο ήμισυ — και πάλι στο όνομα της ειρήνης— τραπεζίτες στραμμένοι στις επιχειρήσεις επέβαλαν συντάγμα τα σε ταραχοποιούς δεσπότες. Έτσι, υπό διάφορες μορφές και συνεχώς τροποποιούμενες ιδεολογίες — άλλοτε στο όνομα της ελευθερίας και της προόδου, άλλοτε με την ισχύ του θρόνου ή του άμβωνα, άλλοτε με τη δύ ναμη του χρηματιστηρίου και του καρνέ επιταγών, με διαφθορά και δωρο δοκία, με ηθικά επιχειρήματα και φωτισμένες ομιλίες, άλλοτε με ομοβρο ντίες και με την ξιφολόγχη— επιτυγχανόταν ένα και το αυτό αποτέλε σμα: η διατήρηση της ειρήνης. Αυτή η θαυμαστή επιτυχία οφειλόταν στην ισχύ της ισορροπίας δυνά μεων, που είχε εδώ ένα αποτέλεσμα συνήθως ξένο προς αυτήν. Από τη φύση της, η ισορροπία δυνάμεων οδηγεί σε ένα τελείως διαφορετικό α ποτέλεσμα, την επιβίωση των αντιμαχόμενων μονάδων ισχύος· στην ου σία, προϋποθέτει ότι τρεις ή περισσότερες μονάδες ισχύος θα συμπεριφέρονται έτσι, ώστε να συνδυάζουν τη δύναμη των ασθενέστερων ως αντί βαρο σε τυχόν αύξηση της δύναμης της ισχυρότερης. Στην παγκόσμια ι στορία, η ισορροπία δυνάμεων αφορούσε κράτη που στήριζαν πάνω της την αυτονομία τους. Αυτό, όμως, το πετύχαινε μόνο με συνεχείς πολέ μους ανάμεσα σε εναλλασσόμενους συμμάχους. Αυτή ήταν η πρακτική των αρχαιοελληνικών ή των βορειοίταλικών πόλεων-κρατών. Πόλεμοι α νάμεσα σε μεταβαλλόμενες ομάδες αντιπαρατιθέμενων διατήρησαν την ανεξαρτησία αυτών των κρατών για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η λει τουργία της ίδιας αρχής διασφάλισε για περισσότερο από διακόσια χρό νια την επικυριαρχία των ευρωπαϊκών κρατών, όπως αυτά διαμορφώθη καν κατά την περίοδο της Συνθήκης του Μύνστερ και της Βεστφαλίας (1648). Όταν, εβδομήνταπέντε χρόνια αργότερα, στη συνθήκη της Ουτρέ χτης, οι συμβαλλόμενοι δήλωναν την κοινή προσήλωση τους στην ίδια αρχή, την ενσωμάτωναν σε ένα σύστημα, εξασφαλίζοντας έτσι αμοιβαίες εγγυήσεις επιβίωσης για ισχυρούς και αδυνάτους δια μέσου του πολέμου. Το γεγονός ότι τον 19ο αιώνα ο ίδιος μηχανισμός είχε σαν αποτέλεσμα την ειρήνη είναι ένα πρόβλημα προκλητικό για τον ιστορικό. Ο εντελώς καινούριος παράγοντας ήταν το έντονο ενδιαφέρον για την ειρήνη. Κατά παράδοση, ένα τέτοιο ενδιαφέρον θεωρούνταν ότι βρισκό ταν εκτός της προοπτικής του κρατικού συστήματος. Η ειρήνη και τα συμπαρομαρτούντα της θεωρούνταν απλώς ωραιοποίηση της ζωής. Η Εκκλησία μπορεί να προσευχόταν για την ειρήνη όπως και για μια πλού σια σοδειά, αλλά στον χώρο δράσης του κράτους πρότεινε την ένοπλη παρέμβαση· οι κυβερνήσεις υπέτασσαν την ειρήνη στην ασφάλεια και την
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
13
επικυριαρχία, δηλαδή σε σκοπούς που μπορούσαν να εξασφαλισθούν μό νο με την προσφυγή στο έσχατο μέσο. Λίγα πράγματα θεωρούσε μια κοι νότητα πιο επικίνδυνα από την ύπαρξη οργανωμένου ειρηνιστικού κινήμα τος στους κόλπους της. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο ϋ.ϋ.Ρουδδββυ κατηγο ρούσε τους εμπόρους για έλλειψη πατριωτισμού, επειδή υποψιαζόταν ότι προτιμούσαν την ειρήνη από την ελευθερία. Μετά το 1815, η αλλαγή είναι ξαφνική και πλήρης. Ο απόηχος της Γαλλικής επανάστασης ενίσχυσε την ανερχόμενη Βιομηχανική επανάστα ση να εδραιώσει ειρηνικά εγχειρήματα προς το γενικότερο συμφέρον. Ο Μέτερνιχ δήλωνε πως αυτό που χρειάζονταν οι Ευρωπαίοι δεν ήταν ελευ θερία αλλά ειρήνη. Ο Γκέντς αποκαλούσε τους πατριώτες νεοβαρβάρους. Εκκλησία και θρόνος αποδύθηκαν στην αποεθνικοποίηση της Ευρώπης. Τα επιχειρήματά τους έβρισκαν δικαίωση τόσο στη βιαιότητα των πρό σφατων λαϊκών μορφών πολεμικής σύγκρουσης, όσο και στην υπερβολι κά μεγάλη αξία της ειρήνης για τις νεαρές οικονομίες. Φορείς του «νέου ειρηνικού πνεύματος» ήταν, ως συνήθως, όσοι ωφε λούνταν από αυτό, ιδιαίτερα το καρτέλ των δυναστών και φεουδαρχών, που τα κληρονομικά δικαιώματά τους απειλούσε το επαναστατικό ρεύμα πατριωτισμού το οποίο διαπότιζε την ήπειρο. Έτσι, επί τριάντα περίπου χρόνια, η Ιερά Συμμαχία αποτέλεσε την κατασταλτική και την προωστική δύναμη μιας ενεργού ειρηνιστικής πολιτικής: οι στρατιές της αλώνιζαν την Ευρώπη, καταστέλλοντας μειονότητες και καταπατώντας πλειονότη τες. Από το 1846 έως περίπου το 1871 — «μία από τις πιο ταραγμένες εικοσιπενταετίες στην ευρωπαϊκή ιστορία»1— η ειρήνη εξασφαλιζόταν πιο δύ σκολα, καθώς η φθίνουσα δύναμη της αντίδρασης συναντούσε την ανερχό μενη δύναμη του κόσμου της βιομηχανίας. Την εικοσιπενταετία που ακολου θεί τον γαλλοπρωσικό πόλεμο, το αναβιωμένο ενδιαφέρον για την ειρήνη το αντιπροσωπεύει μια νέα ισχυρή οντότητα: η Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Τα συμφέροντα ωστόσο, όπως και οι προθέσεις, παραμένουν θεωρητι κά μέχρις ότου μετουσιωθούν σε πολιτική δια μέσου μίας κοινωνικής πα ρέμβασης. Επιφανειακά, δεν υπήρχε τέτοιο εργαλείο υλοποίησης· η Ιερά Συμμαχία και η Ευρωπαϊκή Συμφωνία αποτελούσαν απλές συναθροίσεις κυρίαρχων κρατών, και γι’ αυτό υποτάσσονταν στην ισορροπία δυνάμεων και τον πολεμικό της μηχανισμό. Πώς, όμως, διατηρούνταν η ειρήνη; Βέβαια, ένα σύστημα ισορροπίας δυνάμεων θα προσπαθήσει να απο τρέψει πολέμους που πηγάζουν από την ανικανότητα ενός έθνους να προβλέψει την αναδιάταξη των δυνάμεων που προκύπτει από την προσπάθειά του να μεταβάλλει το δίβΐυδ ςυο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ματαίωση από μέρους του Μπίσμαρκ της επίθεσης δια μέσου του τύπου ε ναντίον της Γαλλίας το 1875, έπειτα από αγγλορωσική παρέμβαση (η υ ποστήριξη της Αυστρίας στη Γαλλία θεωρούνταν δεδομένη). Αυτή τη φο1. 5οηί39, Η.ϋ., ΕυΓορββη ΟίρΙοινβίίο ΗίείοΓγ, 1871-1932, 1933.
14
ΚΑΡΙΡΟ ΙΑΝ ΥΙ
ρά, η Ευρωπαϊκή Συμφωνία στράφηκε εναντίον της Γερμανίας, που βρέ θηκε απομονωμένη. Το 1877-78, η Γερμανία δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, αλλά πέτυχε να τον περιορίσει τοπικά, υπο δαυλίζοντας την αγγλική δυσαρέσκεια για τυχόν έξοδο της Ρωσίας στα Δαρδανέλια- Αγγλία και Γερμανία υποστήριξαν την Τουρκία εναντίον της Ρωσίας και έσωσαν έτσι την ειρήνη. Στο Συνέδριο του Βερολίνου κατα στρώθηκε ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο διάλυσης των ευρωπαϊκών κτήσε ων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας· αυτό οδήγησε στην αποτροπή της πολεμικής σύρραξης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, παρ’ όλες τις επα κόλουθες αλλαγές στο δΜυε ςυο, καθώς τα ενδιαφερόμενο μέρη γνώρι ζαν εκ των προτέρων τις δυνάμεις με τις οποίες θα συγκρούονταν στο πε δίο της μάχης. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ειρήνη υπήρξε ένα αίσιο παρεπόμενο του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων. Επίσης, πόλεμοι αποτρέπονταν μερικές φορές με τον παραμερισμό των αιτίων τους, όταν αφορούσαν αποκλειστικά τις τύχες μικρών κρατών. Στα μικρά έθνη απαγορεύονταν διαταραχές του δΜυε ςυο που θα μπο ρούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο. Η εισβολή της Ολλανδίας στο Βέλγιο το 1831 οδήγησε τελικά στην ουδετεροποίηση του Βελγίου. Το 1855, ουδετεροποιήθηκε η Νορβηγία. Το 1867, το Λουξεμβούργο πουλήθηκε από την Ολλανδία στη Γαλλία- παρενέβη η Γερμανία, και το Λουξεμβούργο ουδετεροποιήθηκε. Το 1856, η ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατο ρίας κρίθηκε απαραίτητη για τη διατήρηση της ισορροπίας στην Ευρώπη, και η Ευρωπαϊκή Συμφωνία ανέλαβε να την διατηρήσει- μετά το 1878, ό ταν η αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας φάνηκε αναγκαία για τις ευρωπαϊκές ισορροπίες, ο διαμελισμός της προχώρησε με υποδειγμα τική τάξη, αν και, και στις δύο περιπτώσεις, οι αποφάσεις σήμαιναν ζωή ή θάνατο για αρκετούς μικρούς λαούς. Ανάμεσα στο 1852 και το 1863 η Δα νία, ανάμεσα στο 1851 και το 1856 τα γερμανικά κράτη, απείλησαν να διαταράξουν την ισορροπία- και στις δύο περιπτώσεις, τα μικρά κράτη α ναγκάσθηκαν να συμμορφωθούν στα κελεύσματα των μεγάλων δυνάμε ων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποίησαν την ε λευθερία δράσης που τους παρείχε το σύστημα για να επιτύχουν έναν κοινό στόχο — που τύχαινε να είναι η διατήρηση της ειρήνης. Αλλά η εκατονταετής ειρήνη είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την απο τροπή της σύρραξης δια μέσου της έγκαιρης αποκρυστάλλωσης της ισορ ροπίας δυνάμεων ή του πειθαναγκασμού των μικρών εθνών. Διατάραξη των διεθνών ισορροπιών μπορεί να προέλθει από αμέτρητους λόγους — από μια βασιλική ερωτική περιπέτεια, από την απόφραξη των εκβολών ε νός ποταμού, από μια θεολογική διαμάχη για μια τεχνολογική εφεύρεση. Απλώς και μόνον η αύξηση του πλούτου και του πληθυσμού — ή η μείωση τους— κινητοποιεί πολιτικές δυνάμεις- και η εξωτερική ισορροπία θα α ντανακλά μονίμως την εσωτερική. Ακόμα κι ένα οργανωμένο σύστημα ι σορροπίας δυνάμεων μπορεί να εγγυηθεί την ειρήνη χωρίς τη μόνιμη α πειλή του πολέμου, εφ’ όσον είναι σε θέση να επιδράσει ευθέως πάνω σε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
15
αυτούς τους παράγοντες και να προλάβει εν τη γενέσει της την τυχόν α νισορροπία. Από τη στιγμή που η διατάραξη προσλάβει διαστάσεις, μπο ρεί να αρθεί μόνο με τη βία. Αποτελεί κοινό τόπο πως η διατήρηση της ει ρήνης σημαίνει εξάλειψη των αιτίων του πολέμου' αλλά δεν γίνεται συ χνά αντιληπτό ότι, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να ελέγχεται από τη ρίζα της η ροή της ζωής. Η Ιερά Συμμαχία το επιχείρησε με ειδικώς σχεδιασμένα όργανα. Βασι λείς και αριστοκρατία της Ευρώπης δημιούργησαν μια Διεθνή που βασιζό ταν στους δεσμούς αίματος και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τους παρέσχε ένα εθελοντικό σώμα δημόσιων λειτουργών από την ανώτερη έως την κατώτερη κοινωνική κλίμακα, στην νότια και κεντρική Ευρώπη. Οι ιε ραρχίες του αίματος και της Χάριτος συσσωματώθηκαν σε ένα εργαλείο τοπικού ελέγχου, που συνεπικουρούνταν απλώς από την ισχύ για τη δια τήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Αλλά η Ευρωπαϊκή Συμφωνία που το διαδέχθηκε δεν είχε τις φεουδαλικές και εκκλησιαστικές απολήξεις, αποτελούσε μία απλή ομοσπονδία που δεν συγκρινόταν με το δημιούργημα του Μέτερνιχ. Μόνο σε εξαιρετι κές περιπτώσεις μπορούσε να συγκληθεί διάσκεψη των μεγάλων δυνάμε ων, και οι αντιζηλίες τους διευκόλυναν σημαντικά την ίντριγκα, τους α νταγωνισμούς και την διπλωματική υπονόμευση· η από κοινού ανάληψη στρατιωτικής δράσης έγινε κάτι σπάνιο. Κι όμως, αυτό που η Ιερά Συμμα χία, με όλη της την εσωτερική συνοχή και ιδεολογική ενότητα, κατάφερε μόνο με τις συχνές στρατιωτικές επεμβάσεις, επιτεύχθηκε τώρα σε πα γκόσμια κλίμακα από την σκιώδη Ευρωπαϊκή Συμφωνία, με πολύ πιο πε ριορισμένη προσφυγή στη βία. Για την εξήγηση αυτού του εκπληκτικού κατορθώματος, πρέπει να αναζητήσουμε μια κρυφή ισχυρή κοινωνική δράση, που αντικατέστησε τους φεουδάρχες και επισκόπους της παλαιάς εποχής και υλοποίησε αποτελεσματικά την ειρήνη. Αυτός ο ανώνυμος πα ράγοντας ήταν τα μεγάλα επενδυτικά συμφέροντα. Μέχρι σήμερα, δεν έχει επιχειρηθεί μία ολοκληρωμένη έρευνα της φύ σης του διεθνούς τραπεζικού συστήματος του 19ου αιώνα. Αυτός ο μυ στηριώδης θεσμός έχει μόλις αρχίσει να διαφαίνεται κάτω από τον πέπλο της πολιτικο-οικονομικής μυθολογίας2. Ορισμένοι ισχυρίσθηκαν ότι ήταν απλώς το όργανο των κυβερνήσεων, άλλοι ότι οι κυβερνήσεις ήταν τα όρ γανα της άσβεστης δίψας του για κέρδος· άλλοι ισχυρίσθηκαν πως υπήρ ξε ο σπορέας της διεθνούς διχόνοιας. Αλλοι, πως ήταν ο φορέας ενός θη λυπρεπούς κοσμοπολιτισμού που υπονόμευσε τη δύναμη ρωμαλέων ε θνών. Κανείς δεν έπεσε τελείως έξω. Τα μεγάλα τραπεζικά συμφέροντα, ένας θεσμός ευί ςθηθΠδ, χαρακτηριστικό του τελευταίου τρίτου του 19ου και του πρώτου τρίτου του 20ού αιώνα, λειτουργούσαν ως κύριος συνδε τικός κρίκος στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική οργάνωση της επο χής. Παρείχαν τα μέσα για ένα διεθνές ειρηνευτικό σύστημα, 2. Ρθίδ, Η., Ευωρβ, ΙΙίο \Λ/ογΙ0'8 Β άπ Κθγ, 1870-1914, 1930.
16
ΚΑΠΙΡΟ ΙΑΝΥΙ
που ολοκληρωνόταν με τη συμβολή των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ω στόσο δεν ήταν σε θέση να το εδραιώσουν από μόνες τους. Ενώ η Ευρω παϊκή Συμφωνία δρούσε περιστασιακά, η «Υψηλή Πίστη» λειτουργούσε ως μόνιμος και τρομερά ελαστικός φορέας. Ανεξάρτητη από μεμονωμέ νες κυβερνήσεις, ακόμα και τις πιο ισχυρές, είχε στενή επαφή με όλες. Ανεξάρτητη από τις κεντρικές τράπεζες, ακόμη και από την Τράπεζα της Αγγλίας, ήταν στενά συνδεδεμένη με αυτές. Υπήρχε στενή επαφή ανάμε σα στην τραπεζική πίστη και τη διπλωματία· καμία πλευρά δεν μπορούσε να προχωρήσει σε μακροπρόθεσμα ειρηνικά ή πολεμικά σχέδια, αν δεν ή ταν σίγουρη για τις προθέσεις της άλλης. Κι όμως, το μυστικό της επιτυ χούς διατήρησης της γενικής ειρήνης βρισκόταν αναμφίβολα στη θέση, την οργάνωση και τις τεχνικές του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Τόσο το προσωπικό όσο και τα κίνητρα αυτού του μοναδικού σώματος του έδιναν μιαν υπόσταση, που οι ρίζες της ήταν βαθιά θεμελιωμένες στη σφαίρα του καθαρά ιδιωτικού επιχειρηματικού συμφέροντος. Οι Ρότσιλντ δεν λογοδοτούσαν σε καμία συγκεκριμένη κυβέρνηση· ως οίκος, ενσάρ κωναν την αφηρημένη βασική αρχή του διεθνισμού. Η μόνη τους αφοσίω ση ήταν σε μια εταιρεία, που η πίστωσή της είχε καταστεί ο μοναδικός υ περεθνικός συνεκτικός ιστός ανάμεσα στην πολιτική κυβέρνηση και τη βιομηχανική προσπάθεια, σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικο νομία. Σε τελευταία ανάλυση, η ανεξαρτησία τους πήγαζε από τις ανά γκες των καιρών, που απαιτούσαν την ύπαρξη ενός κυρίαρχου φορέα ο ο ποίος θα συγκέντρωνε την εμπιστοσύνη των εθνικών πολιτικών και των διεθνών επενδυτών. Σε αυτήν ακριβώς τη ζωτική ανάγκη απάντησε η με ταφυσική ξενικότητα μίας εβραϊκής οικογένειας τραπεζιτών, που είχε στεριώσει στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Δεν ήταν καθόλου ειρηνιστές· είχαν κάνει την περιουσία τους χρηματοδοτώντας πολέμους. Έμεναν ανε πηρέαστοι από ηθικές αναστολές· δεν εναντιώνονταν σε μικρούς, βραχύ χρονους, τοπικούς πολέμους. Αλλά ο κύκλος των επιχειρήσεών τους θα κινδύνευε, εάν ένας γενικευμένος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνά μεις παρεισέφρυε στη νομισματική θεμελίωση του συστήματος. Υπό το φως των γεγονότων, εναπόκεινταν σε αυτούς να διατηρήσουν τις προϋ ποθέσεις μίας γενικής ειρήνης εν μέσω του επαναστατικού μετασχηματι σμού που επιβαλλόταν στους λαούς του πλανήτη. Οργανωτικά, το διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο ήταν ο πυρήνας ενός α πό τους πολυπλοκότερους θεσμούς της ανθρώπινης ιστορίας. Αν και με ταβατικής φύσης, συγκρινόταν σε καθολικότητα και αφθονία μορφών και οργάνων μόνο με το σύνολο των ανθρώπινων αναζητήσεων στο εμπόριο και τη βιομηχανία, τις οποίες κατά έναν τρόπο αντανακλούσε. Πέρα από το διεθνές κέντρο, το «μεγάλο κεφάλαιο» καθ’ εαυτό, υπήρχαν περίπου έξι εθνικά κέντρα με τις ανάλογές τους τράπεζες και χρηματιστήρια. Εξ άλλου, το διεθνές τραπεζικό σύστημα δεν περιοριζόταν στη χρηματοδό τηση των κυβερνήσεων και των περιπετειών τους σε καιρό πολέμου και ειρήνης· συμπεριλάμβανε ξένες επενδύσεις στη βιομηχανία, τις υπηρε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
17
σίες κοινής ωφέλειας και τις τράπεζες, καθώς και μακροπρόθεσμα δάνεια σε δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς του εξωτερικού. Το εθνικό τραπεζικό σύστημα ήταν με τη σειρά του ένας μικρόκοσμος. Μόνον η Αγγλία είχε περίπου πενήντα διαφορετικά είδη τραπεζών, με α νάλογη τραπεζική οργάνωση στη Γαλλία και τη Γερμανία. Σε κάθε μία από τις χώρες αυτές, η πρακτική του Υπουργείου Οικονομικών και οι σχέσεις του με τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα ποίκιλλαν με τον πιο έντονο και, συχνά, όσον αφορά στις λεπτομέρειες, με τον πιο λεπτό τρόπο. Η χρημα τική αγορά ασχολούνταν με πλήθος εμπορικών γραμματίων, εισοδημάτων από υπερπόντιες συναλλαγές, καθαρά πιστωτικών συναλλαγματικών, ό πως και με πιστωμένο κεφάλαιο και άλλες διευκολύνσεις των χρηματι στών. Ο μικρόκοσμος αποτελούνταν από μία ατελείωτη ποικιλία εθνικών ομάδων ή προσωπικοτήτων, κάθε μία με το ιδιαίτερό της γόητρο, κοινωνι κή θέση, εξουσία και δεσμεύσεις, τις δικές της επενδύσεις σε χρήμα, επα φές, κοινωνική επιρροή και πελατειακές σχέσεις. Το «μεγάλο κεφάλαιο» δεν είχε σχεδιασθεί ως εργαλείο ειρήνευσης· αυτή η λειτουργία τού αποδόθηκε τυχαία, όπως θα έλεγε ο ιστορικός, ενώ ο κοινωνιολόγος θα προτιμούσε να το θεωρήσει νόμο της τάσης. Κίνητρό του ήταν το κέρδος· για την πραγμάτωσή του ήταν αναγκαίο να διατηρεί αγαθές σχέσεις με τις κυβερνήσεις που στόχευαν στην εξουσία και τις κατακτήσεις. Σε αυτό το στάδιο, μπορούμε να αγνοήσουμε τη διάκριση α νάμεσα σε πολιτική και οικονομική δύναμη, ανάμεσα σε οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς των κυβερνήσεων. Ουσιαστικά, η αγνόηση της διάκρι σης αυτής υπήρξε το χαρακτηριστικό των εθνών-κρατών της περιόδου γιατί, ανεξάρτητα από τη φύση των επιδιώξεών τους, οι κυβερνήσεις προ σπαθούσαν να τις υλοποιήσουν με την αύξηση της εθνικής τους ισχύος. Από την άλλη, η οργάνωση και το προσωπικό του «μεγάλου κεφαλαίου» ήταν διεθνείς και γι’ αυτό όχι τελείως ανεξάρτητες από τις εθνικές οργα νώσεις. Γιατί, ως ενεργοποιητικό κέντρο της συμμετοχής των τραπεζών σε συνδικάτα, επενδυτικές ομάδες, συμπράξεις, ξένα δάνεια, οικονομι κούς ελέγχους ή άλλες συναλλαγές υψηλών απαιτήσεων, το «μεγάλο κε φάλαιο» ήταν υποχρεωμένο να επιζητεί τη συνεργασία της εθνικής πί στης, χρηματοδότησης και κεφαλαίου. Η εξάρτηση του εθνικού κεφαλαί ου από τις κυβερνήσεις — αν και σχετική, συγκριτικά με την εξάρτηση της εθνικής βιομηχανίας— υποχρέωνε το «μεγάλο κεφάλαιο» να διατηρεί ε παφή με τις κυβερνήσεις. Αλλά στον βαθμό που ήταν ανεξάρτητο από με μονωμένες κυβερνήσεις — εξ αιτίας της θέσης, του προσωπικού, του πλούτου και των διακλαδώσεών του— ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει ένα καινούργιο συμφέρον, που δεν είχε ένα ιδιαίτερό του όργανο ούτε και διαθέσιμο θεσμό, και παρ’ όλα αυτά ήταν ζωτικής σημασίας: την ειρήνη, όχι την ειρήνη με κάθε κόστος, ούτε ακόμα την ειρήνη με αντίτιμο ένα κά ποιο μερίδιο ανεξαρτησίας, εθνικής κυριαρχίας, υστεροφημίας ή και μελ λοντικών επιδιώξεων των άμεσα εμπλεκόμενων δυνάμεων, αλλά ειρήνη ει δυνατόν χωρίς καμία θυσία.
18
ΚΑΒίΡΟΙΑΝΥΙ
Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Η ισχύς είχε την πρωτοκαθεδρία απέναντι στο κέρδος. Ανεξάρτητα από την φυσική ομοιότητα των επιδιώξεών τους, ο πόλεμος εξακολουθούσε να επιβάλλει νόμους στις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, Γαλλία και Γερμανία ήταν εχθροί από το 1870. Αυτό δεν α πέκλειε επιφυλακτικές συναλλαγές μεταξύ τους. Συχνά σχηματίσθηκαν τραπεζικές συμπράξεις για προσωρινούς, μεταβατικούς σκοπούς1υπήρχε ιδιωτική συμμετοχή γερμανικών τραπεζών σε γαλλικές επιχειρήσεις, αλ λά αυτό δεν φαινόταν στους ισολογισμούς. Στον χώρο των βραχυπρόθε σμων δανείων, υπήρχε μια έκπτωση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τη χορήγηση βραχυπρόθεσμων δανείων σε κοινές επιχειρήσεις από τις γαλλικές τράπεζες. Υπήρχαν και άμεσες επενδύσεις, όπως στην περίπτω ση του «παντρέματος» του σιδήρου με το κωκ, ή του εργοστασίου του Τύσεν στη Νορμανδία, αλλά τέτοιες περιπτώσεις ήταν περιορισμένες σε ο ρισμένες περιοχές της Γαλλίας και προκαλούσαν τις συνεχείς και σφο δρότατες επικρίσεις εθνικιστών και σοσιαλιστών. Οι άμεσες επενδύσεις ήταν συχνότερες στις αποικίες, όπως λόγου χάρη οι προσπάθειες της Γερμανίας να εξασφαλίσει υψηλής περιεκτικότητας μετάλλευμα στην Αλγερία ή οι κοινές επιχειρήσεις στο Μαρόκο. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει γεγονός ότι, μετά το1870, δεν υπήρξε καμία ακύρωση της επίσημης, αν και σιωπηρής, απαγόρευσης της εισόδου γερμανικών χρεωγράφων στο Χρηματιστήριο των Παρισίων. Η Γαλλία προτιμούσε να αποφύγει την ε μπειρία μιας «στροφής της ισχύος του δανεικού κεφαλαίου εναντίον της»3. Η Αυστρία ήταν επίσης ύποπτη, ενώ στη Μαροκινή κρίση του 19056, η ίδια απαγόρευση επιβλήθηκε και στην Ουγγαρία. Χρηματιστικοί κύ κλοι των Παρισίων πίεζαν για την είσοδο των ουγγρικών χρεωγράφων, βιομηχανικοί κύκλοι όμως υποστήριξαν την σκληρή εναντίωση της κυβέρ νησης σε οποιαδήποτε παραχώρηση σε έναν πιθανό στρατιωτικό αντίπα λο. Ο πολιτικο-διπλωματικός ανταγωνισμός συνεχίστηκε αμείωτος. Οποι αδήποτε κίνηση θεωρούνταν ότι μπορούσε να ενισχύσει τη δυναμική του προβαλλόμενου εχθρού συναντούσε την αρνησικυρία των κυβερνήσεων. Επιφανειακά, αρκετές φορές η σύγκρουση είχε αποφευχθεί, αλλά οι πιο εντριβείς στα πράγματα γνώριζαν πως είχε απλά μετατεθεί σε ένα ακόμη βαθύτερο υπόστρωμα της κατά τα άλλα ειρηνικής επιφάνειας. Αλλο παράδειγμα, οι ανατολικές βλέψεις της Γερμανίας. Και εδώ, δια πλέκονταν πολιτική και οικονομικά συμφέροντα, αλλά η πολιτική παρέμε νε κορυφαίας σπουδαιότητας. Έπειτα από μια εικοσιπενταετία επικίνδυ νων μικροδιενέξεων, Αγγλία και Γερμανία υπέγραψαν μία εκτενή συμφω νία για τη σιδηροδρομική γραμμή της Βαγδάτης τον Ιούνιο του 1914 — πο λύ αργά, ωστόσο, για να αποτραπεί ο πόλεμος, όπως συχνά λέγεται. Απε ναντίας, άλλοι ισχυρίζονται πως η υπογραφή της συνθήκης αποδεικνύει σαφώς ότι ο πόλεμος Αγγλίας - Γερμανίας δεν οφείλεται σε αντιπαρατιθέμενους οικονομικούς επεκτατισμούς. Καμία άποψη δεν επιβεβαιώνεται 3. Ρθίδ, ορ. αΐ., ο. 201.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
19
από τα γεγονότα. Η συμφωνία άφηνε στην ουσία ανεπίλυτη την κεντρική διαφωνία: η γερμανική σιδηροδρομική γραμμή δεν θα συνέχιζε μετά τη Μπάσρα δίχως τη συναίνεση της αγγλικής κυβέρνησης, και οι οικονομικές ζώνες της συνθήκης έμελλε να οδηγήσουν σύντομα σε μετωπική σύ γκρουση. Στο μεταξύ, οι Δυνάμεις εξακολουθούσαν να προετοιμάζονται για τη Μεγάλη Μέρα, που ήταν κοντύτερα απ’ όσο φαντάζονταν.4 Τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια ήταν υποχρεωμένα να αντιμετωπίσουν τις φιλοδοξίες και τις ίντριγκες μικρών και μεγάλων δυνάμεων τα σχέδιά τους ακυρώνονταν από διπλωματικούς ελιγμούς, οι μακροπρόθεσμες ε πενδύσεις τους κινδύνευαν, οι αναπτυξιακές τους προσπάθειες εμποδίζο νταν από πολιτικές υπονομεύσεις και παρασκηνιακές παρενοχλήσεις. Οι εθνικοί τραπεζικοί οργανισμοί, που χωρίς αυτούς το «μεγάλο κεφάλαιο» ήταν ανήμπορο, ήταν συχνά συνεργοί των εθνικών τους κυβερνήσεων, ε νώ γνώριζαν την επιτυχία μόνο σχέδια που καθόριζαν εκ των προτέρων τη λεία του καθενός συνεταίρου. Παρ’ όλα αυτά, τα διεθνή χρηματοδοτικά συμφέροντα συχνά κέρδιζαν σε ισχύ, επωφελούμενα από τη διπλωματία του δολαρίου, η οποία ενίσχυε τη δύναμη επιβολής τους. Η επιτυχία στις επιχειρήσεις προϋπέθετε την αμείλικτη χρήση βίας εναντίον των ασθενέ στερων χωρών, τη μαζική δωροδοκία οπισθοδρομικών γραφειοκρατιών και γενικά τη χρήση όλων των πιθανών μέσων εξασφάλισης κέρδους, ό πως συνέβαινε στον αποικιακό και ημι-αποικιακό χώρο. Κι όμως, ο ρόλος του «μεγάλου κεφάλαιου» στην αποτροπή ενός γενικού πολέμου ήταν λειτουργικά προσδιορισμένος. Η μέγιστη πλειονότητα των κατόχων κυ βερνητικών χρεωγράφων, όπως και άλλοι επενδυτές, θα ήταν οι μεγαλύ τεροι χαμένοι σε περίπτωση τέτοιων πολέμων, ιδίως αν επηρεάζονταν και οι νομισματικές ισοτιμίες. Κατά συνέπεια, η επιρροή που ασκούσαν τα διεθνή επενδυτικά συμφέροντα στις Μεγάλες Δυνάμεις συνηγορούσε στη διατήρηση της ειρήνης. Και η επιρροή αυτή ήταν αποτελεσματική, στον βαθμό που οι κυβερνήσεις εξαρτώνταν από τη συνεργασία τους σε πολ λούς τομείς. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε στιγμή που να μην αντιπροσω πεύεται το ενδιαφέρον για την ειρήνη στα συμβούλια της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας. Εάν λάβουμε υπ’ όψη και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ειρήνη στο εσωτερικό κάθε έθνους που γνώριζε επενδυτική άνθηση, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί ο τρομακτικός νεωτερισμός — η ένο πλη ειρήνη ανάμεσα σε ετοιμοπόλεμα κράτη— διατηρήθηκε στην Ευρώπη της περιόδου 1871-1914 χωρίς να φτάσουμε σε εκρηκτική δυναμική ανα μέτρηση. Τα διεθνή επενδυτικά συμφέροντα λειτουργούσαν διαμεσολαβητικά στις διαβουλεύσεις και τις πολιτικές πολλών μικρότερων κυρίαρχων κρα τών. Τα δάνεια και η ανανέωσή τους εξαρτώνταν από την πίστωση, κι αυ τή από την καλή συμπεριφορά. Από τη στιγμή που, σε εποχή συνταγματι κής διακυβέρνησης (οι μη συνταγματικές κυβερνήσεις αποδοκιμάζονταν 4. Σημειώσεις για τις Πηγές, σελ.245 κ.π.
20
ΚΑΡί. ΡΟΙΑΝΥΙ
αυστηρά) η συμπεριφορά αντανακλώνταν στον προϋπολογισμό και η εξω τερική αξία του νομίσματος δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τον όλο προϋπολογισμό, οι οφειλέτριες κυβερνήσεις ήταν αναγκασμένες να ελέγ χουν τη δημοσιονομική τους πολιτική και να αποφεύγουν πολιτικές που θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στην ευρωστία του προϋπολογι σμού. Αυτή η αρχή απέβη ένας αδιάσειστος κανόνας συμπεριφοράς, από τη στιγμή που μια χώρα υιοθετούσε τον κανόνα του χρυσού, που δεν ά φηνε περιθώρια σημαντικών διακυμάνσεων. Ο διεθνής κανόνας του χρυ σού και ο συνταγματισμός ήταν τα εργαλεία που επέβαλαν την άποψη του λονδρέζικου Σίτυ στις μικρές χώρες που είχαν υιοθετήσει αυτά τα σύμβολα προσχώρησης στην νέα παγκόσμια τάξη. Η Ρ3Χ Βπίθηηίεβ επι βαλλόταν συχνά με την απειλή των κανονιοφόρων, συχνότερα όμως με καίριες παρασκηνιακές κινήσεις στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Η επιρροή του «μεγάλου κεφάλαιου» εξασφαλιζόταν και με την άτυπη άσκηση οικονομικού ελέγχου σε τεράστιες ημιαποικιακές περιοχές του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των παρακμαζουσών ισλαμικών αυτοκρα τοριών στην εξαιρετικά εύφλευκτη ζώνη της Εγγύς Ανατολής και της βό ρειας Αφρικής. Εδώ, οι χρηματοδότες ασχολούνταν καθημερινά με τους λεπτούς παράγοντες που στήριζαν την εσωτερική τάξη και παρείχαν μια άθ ίβοΐο διοίκηση σε αυτές τις ταραχώδεις περιοχές, όπου η ειρήνη ήταν ι διαίτερα επισφαλής. Ετσι διασφαλίζονταν οι προϋποθέσεις των μακρο πρόθεσμων επενδύσεων κεφαλαίου απέναντι σε σχεδόν αξεπέραστα ε μπόδια. Το έπος της κατασκευής σιδηροδρόμων στα Βαλκάνια, την Ανατολία, την Περσία, την Αίγυπτο, το Μαρόκο και την Κίνα είναι μία ιστορία πείσματος και απρόσμενων εξελίξεων, που μοιάζει αρκετά με το αντίστοι χο εγχείρημα στην βορειοαμερικανική ήπειρο. Αλλά ο βασικός κίνδυνος που εγκυμονούσε για τους Ευρωπαίους καπιταλιστές δεν ήταν η τεχνο λογική ή η οικονομική αποτυχία, αλλά ο πόλεμος — όχι ο πόλεμος ανάμε σα σε μικρές χώρες (αυτός μπορούσε να περιορισθεί τοπικά με σχετική ευκολία) ούτε ο πόλεμος μιας Μεγάλης Δύναμης ενάντια σε μια μικρή χώ ρα (μια συχνή και αρκετά βολική πρακτική), αλλά ο γενικός πόλεμος ανά μεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ευρώπη δεν ήταν μια άδεια ήπειρος· ήταν η πατρίδα πολλών αρχαί ων και νέων λαών. Κάθε καινούρια σιδηροδρομική γραμμή έπρεπε να δια σχίσει σύνορα διαφορετικής σταθερότητας, που ορισμένα μπορούσαν να υπονομευθούν θανάσιμα, ενώ άλλα να ενισχυθούν ζωτικά από την επαφή αυτήν. Η καταστροφή μπορούσε να αποφευχθεί μόνο με τον ασφυκτικό έ λεγχο που ασκούσαν τα οικονομικά συμφέροντα στις εξασθενημένες κυ βερνήσεις των υπανάπτυκτων περιοχών. Όταν η Τουρκία αθέτησε τις οι κονομικές της υποχρεώσεις το 1875, προκλήθηκε αμέσως σύρραξη, που διάρκεσε από το 1876 ως το1878 και έληξε με την υπογραφή της Συνθή κης του Βερολίνου. Η ειρήνη διατηρήθηκε για τα επόμενα τριάντα έξι χρόνια. Αυτή η εκπληκτική ειρήνη εδραιώθηκε από το Διάταγμα του Μουχαρέμ το 1881, με το οποίο ιδρύθηκε η Επιτροπή του Οθωμανικού Χρέους
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
21
στην Κωνσταντινούπολη. Οι αντιπρόσωποι της «Υψηλής Πίστης» επιφορτί σθηκαν με τη διαχείριση του συνόλου της τουρκικής οικονομίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, κατόρθωσαν να συμβιβάσουν τις Δυνάμεις· σε άλλες, απέτρε ψαν την παρεμβολή επιπρόσθετων δυσχερειών από την ίδια την Τουρκία. Σε άλλες, πάλι, έδρασαν απλά ως αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων. Γενικά, εξυπηρέτησαν τα χρηματιστικά συμφέροντα των πιστωτών και, ό που ήταν δυνατόν, τα συμφέροντα των ντόπιων καπιταλιστών. Τον στόχο αυτόν τον δυσχέραινε σημαντικά το γεγονός ότι η Επιτροπή Οθωμανικού Χρέους δεν αποτελούσε αντιπροσωπευτικό όργανο των ιδιωτών πιστωτών, αλλά όργανο του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου στο οποίο το «μεγάλο κε φάλαιο» αντιπροσωπευόταν μόνον ανεπίσημα. Χάρη, όμως, σε αυτήν την ρευστή κατάσταση κατόρθωσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην πολι τική και την οικονομική οργάνωση της εποχής. Το εμπόριο ταυτίστηκε με την ειρήνη, ενώ, στο παρελθόν, η οργάνωσή του υπήρξε στρατιωτική και πολεμοχαρής· ήταν παρεπόμενο του πειρατή, του επιδρομέα, του οπλισμένου καραβανιού, του κυνηγού και παγιδευτή, του ξιφοφόρου εμπόρου, των ένοπλων αστών, των εξερευνητών και κατακτητών, των κυνηγών κεφαλών και δουλεμπόρων, των αποικιακών στρατών των εμπορικών εταιρειών. Τώρα, όλα αυτά είχαν ξεχαστεί. Το ε μπόριο εξαρτιόταν από ένα διεθνές νομισματικό σύστημα, που αδυνατού σε να λειτουργήσει σε περίπτωση γενικού πολέμου. Απαιτούσε ειρήνη, και οι Μεγάλες Δυνάμεις πασχίζαν να τη διατηρήσουν. Αλλά, όπως είδα με, το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων δεν μπορούσε από μόνο του να διασφαλίσει την ειρήνη. Η ειρήνη διασφαλίστηκε από τους διεθνείς χρη ματοδοτικούς κύκλους, που η ύπαρξή τους ενσάρκωνε την αρχή της και νούριας εξάρτησης του εμπορίου από την ειρήνη. Έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε την εξάπλωση του καπιταλι σμού ως απόλυτα ειρηνική διαδικασία, και του χρηματοδοτικού κεφαλαίου ως δημιουργό αναρίθμητων αποικιακών εγκλημάτων και επεκτατισμών. Η στενή του διασύνδεση με τη βαριά βιομηχανία οδήγησε τον Λένιν στην ά ποψη ότι το χρηματιστικά κεφάλαιο ήταν υπεύθυνο για τον ιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα για τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε διαφορετικές σφαίρες επιρ ροής, για παραχωρήσεις και εδαφικά δικαιώματα, για τους αμέτρητους δηλαδή τρόπους με τους οποίους οι δυτικές δυνάμεις έπαιρναν υπό τον έλεγχό τους υπανάπτυκτες περιοχές, με σκοπό να επενδύσουν σε σιδη ρόδρομους, εταιρείες κοινής ωφέλειας, λιμάνια και άλλες μόνιμες εγκα ταστάσεις, από τις οποίες θα αντλούσε κέρδος η βαριά τους βιομηχανία. Στην πραγματικότητα, επιχειρήσεις και χρηματιστικά κεφάλαιο ήταν μεν υπεύθυνες για πολλούς αποικιακούς πολέμους, αλλά και για το γεγονός ότι αποφεύχθηκε η μείζων σύρραξη. Οι διασυνδέσεις τους με τη βαριά βιομηχανία, αν και στενές μόνο στη Γερμανία, ήταν υπεύθυνες και για τις δύο εξελίξεις. Ως κορυφαία οργάνωση της βαριάς βιομηχανίας, το επεν δυτικό κεφάλαιο είχε πολλές διασυνδέσεις με τους διάφορους κλάδους της και δεν επέτρεπε σε μία μεμονωμένη ομάδα να καθορίσει την πολιτι-
22
ΚΑΒΙΡΟ ΙΑΝ ΥΙ
κή του1απέναντι σε κάθε συμφέρον που προωθούσε ο πόλεμος, υπήρχαν πολλά άλλα που μπορούσαν να διακυβευθούν. Σίγουρα, το διεθνές κεφά λαιο θα ήταν ο χαμένος ενός πολέμου. Αλλά ακόμα και οι εθνικοί χρημα τοδότες μπορούσαν να κερδίσουν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, που όμως ήταν αρκετά συχνές, όπως φαίνεται από τους πολλούς αποικιακούς πολέμους, όσο αυτοί παρέμεναν τοπικά περιορισμένοι. Σχεδόν όλοι οι πό λεμοι σχεδιάζονταν από τους χρηματιστές· το ίδιο και η ειρήνη. Η ακριβής φύση αυτού του αυστηρά πραγματιστικού συστήματος, που απέτρεπε έναν γενικό πόλεμο και ενίσχυε την ομαλή επιχειρηματική δρα στηριότητα μέσα από μία ατελείωτη σειρά μικρών, περιφερειακών πολέ μων, αποτυπώνεται με σαφήνεια στις αλλαγές που επέφερε στο δημόσιο δίκαιο. Ενώ εθνικισμός και βιομηχανία έτειναν προς ολικούς και βιαιότε ρους πολέμους, ταυτόχρονα δημιουργούνταν αποτελεσματικά εχέγγυα για την ομαλή διεξαγωγή της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε καιρό πολέμου. Ο Μέγας Φρειδερίκος αρνήθηκε «για αντίποινα» την αποπληρω μή του Σιλεσιανού Δανείου στους Βρετανούς, το 17525. Ο ΗθΓδίΐθ^ διαπι στώνει πως «καμία παρόμοια απόπειρα δεν έγινε από τότε. Οι πόλεμοι της γαλλικής επανάστασης αποτελούν τις τελευταίες περιπτώσεις κατά σχεσης της περιουσίας υπηκόων του εχθρού στην εμπόλεμη ζώνη, με την έκρηξη των εχθροπραξιών». Μετά την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου, ε πετράπη σε εμπόρους του εχθρού να αποπλεύσουν, πρακτική την οποία τίμησαν η Πρωσία, η Γαλλία, η Ρωσία, η Τουρκία, η Ισπανία, η Ιαπωνία και οι Η.Π.Α. κατά τα πενήντα επόμενα χρόνια. Ήδη από την έναρξη αυτού του πολέμου παρατηρήθηκε μεγάλη ανοχή σε εμπορικές συναλλαγές με ταξύ των αντιμαχομένων. Έτσι, στον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο, επιτρε πόταν η είσοδος σε ισπανικά λιμάνια ουδέτερων σκαφών τα οποία μετέ φεραν αμερικανικά αγαθά, εκτός αν μετέφεραν πολεμικό υλικό. Η άποψη πως οι πόλεμοι του 19ου αι. ήταν καθ' όλα καταστροφικότεροι από του 18ου, αποτελεί προκατάληψη. Σε ό,τι αφορά στο καθεστώς των υπηκόων του εχθρού, στην εξυπηρέτηση δανείων στην κατοχή υπηκόων του ε χθρού, στην εχθρική περιουσία ή στο δικαίωμα απόπλου εμπόρων του α ντιπάλου, ο 19ος αι. αποτελεί μία δυναμική στροφή στην ενίσχυση των μέτρων προστασίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας σε καιρό πολέ μου. Αυτό το ρεύμα ανακόπηκε μόνο τον 20ό αι. Η καινούρια οργάνωση της οικονομικής ζωής αποτέλεσε το υπόβαθρο της εκατονταετούς ειρήνης. Στην πρώιμη περίοδο, τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα ήταν βασικά μία επαναστατική δύναμη που απειλούσε την ειρή νη, όπως φάνηκε στη Ναπολεόντεια περιπέτεια· ίσα ίσα εναντίον αυτού του νέου παράγοντα εθνικής αποσταθεροποίησης οργάνωσε η Ιερά Συμ μαχία την αντιδραστική της ειρήνη. Στην δεύτερη περίοδο, η νέα οικονο μία επικράτησε. Οι μεσαίες τάξεις ήταν τώρα οι φορείς του ειρηνισμού, πολύ πιο ισχυρές από τους αντιδραστικούς προκατόχους τους, διαμορφω 5. Ρθίδ, ορ. οΐί., σ. 202.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
23
μένες από τον εθνικό και τον διεθνή χαρακτήρα της νέας οικονομίας. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, το ενδιαφέρον για την ειρήνη είχε αποτελέ σματα μόνον επειδή ήταν σε θέση να θέσει στην υπηρεσία του το σύστη μα της ισορροπίας δυνάμεων, παρέχοντας σε αυτό κοινωνικά όργανα ικα νά για απ’ ευθείας επαφές με τις δρώσες εσωτερικές δυνάμεις στην πε ριοχή που βίωνε την ειρήνη. Υπό την Ιερά Συμμαχία, τα όργανα αυτά ήταν ο φεουδαλισμός και οι μοναρχίες, ενισχυμένα από την υλική και πνευμα τική δύναμη της εκκλησίας· υπό την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, ήταν το διε θνές επενδυτικό κεφάλαιο και τα εθνικά τραπεζικά συστήματα που συνδέ ονταν με αυτό. Δεν υπάρχει λόγος να υπερτονίσουμε τη διάκριση αυτήν: κατά τη διάρκεια της τριακονταετούς ειρήνης (1816-46), η Βρετανία προ ωθούσε ήδη την υπόθεση της ειρήνης από κοινού με τις επιχειρήσεις, ενώ η Ιερά Συμμαχία δεν δυσφορούσε με την οικονομική στήριξη των Ρότσιλντ. Υπό την Ευρωπαϊκή Συμφωνία, το διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο έπρεπε και πάλι να στηρίζεται συχνά στις δυναστικές και αριστοκρατικές του διακλα δώσεις. Τα γεγονότα αυτά απλώς επιβεβαιώνουν την άποψη μας ότι, σε κάθε περίπτωση, η ειρήνη επιβίωνε όχι μόνο χάρη στις πολιτικές κεφαλές των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και με τη συνδρομή συγκεκριμένων δυνάμεων που εξυπηρετούσαν διεθνή συμφέροντα. Με άλλα λόγια, η διεθνής ισορ ροπία δυνάμεων μπορούσε να αποτρέψει γενικές συρράξεις μόνο με τη στήριξη της νέας οικονομίας. Αλλά, το επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Συμ φωνίας ήταν πολύ σπουδαιότερο από της Ιεράς Συμμαχίας, γιατί αυτή διατήρησε την ειρήνη σε μια περιορισμένη περιοχή μιας αμετάβλητης πο λιτικά ηπείρου, ενώ η πρώτη πέτυχε το ίδιο σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ ταυτόχρονα κοινωνική και οικονομική πρόοδος επαναστατικοποιούσαν τον κόσμο. Αυτό το μέγα πολιτικό επίτευγμα ήταν αποτέλεσμα της ανό δου μιας συγκεκριμένης οντότητας, του «μεγάλου κεφάλαιου», το οποίο αποτέλεσε τη δεδομένη σύνδεση ανάμεσα στην πολιτική και οικονομική οργάνωση της διεθνούς ζωής. Πρέπει να έχει γίνει σαφές πως η διατήρηση της ειρήνης βασιζόταν στην οικονομική οργάνωση. Κι όμως, τα δύο ήταν διαφορετικής υφής. Η ύπαρξη μίας πολιτικής ειρηνευτικής οργάνωσης στον κόσμο μπορεί να θε ωρηθεί γεγονός μόνο με την ευρύτερη δυνατή έννοια, επειδή η Ευρωπαϊ κή Συμφωνία ήταν περισσότερο ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών προστατευόμενων από τον μηχανισμό του πολέμου, και λιγότερο μία οργάνωση ειρήνης. Το αντίθετο ισχύει για την παγκόσμια οικονομική οργάνωση. Αποφεύγοντας να περιορίσουμε άκριτα τον όρο «οργάνωση» σε κεντρικά ελεγχόμενες ομάδες που λειτουργούν με τους δικούς τους αξιωματούχους, πρέπει να δεχθούμε πως τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο καθορι στικό από τις διεθνώς αναγνωρισμένες αρχές στις οποίες στηριζόταν αυ τή η οργάνωση, και τίποτε πιο συγκεκριμένο από τα πραγματικά της στοι χεία. Προϋπολογισμοί και εξοπλισμοί, διεθνές εμπόριο και προμήθειες πρώτων υλών, εθνική ανεξαρτησία και επικυριαρχία, αποτελούσαν τώρα
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
24
λειτουργίες της πίστης και του χρήματος. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., οι τιμές των παγκοσμίων εμπορευμάτων αποτελούσαν την κε ντρική πραγματικότητα στη ζωή εκατομμυρίων ευρωπαίων χωρικών. Οι διακυμάνσεις της χρηματαγοράς του Λονδίνου λαμβάνονταν καθημερινά υπ’ όψη από τους επιχειρηματίες όλου του κόσμου, και οι κυβερνήσεις ε πεξεργάζονταν σχέδια για το μέλλον, υπό το φως της παγκόσμιας κεφα λαιαγοράς. Μόνον ένας παρανοϊκός θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι το διεθνές οικονομικό σύστημα ήταν ο κεντρικός άξονας της υλικής ύπαρξης των ανθρώπων. Εφ’ όσον αυτό το σύστημα απαιτούσε ειρήνη για να λει τουργήσει, η ισορροπία δυνάμεων εφευρέθηκε για να εξυπηρετήσει αυ τόν τον σκοπό. Με την κατάργηση αυτού του οικονομικού συστήματος, το ενδιαφέρον για την ειρήνη θα εξαφανιζόταν από την παγκόσμια πολιτική. Πέραν αυτού, δεν υπήρχε καμία επαρκής αιτία, αλλά και καμία πιθανότητα διατήρησης της ειρήνης. Η επιτυχία της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας πήγαζε από τις ανάγκες της καινούριας διεθνούς οικονομικής οργάνωσης και α ναπόφευκτα θα έληγε με την κατάλυσή της. Η εποχή του Μπίσμαρκ (1861-90) υπήρξε η καλύτερη για την Ευρωπαϊκή Συμφωνία. Δυό δεκαετίες μετά την ανάδειξη της ως Μεγάλης Δύναμης, η Γερμανία υπήρξε η μεγάλη ωφελημένη του ενδιαφέροντος για την ειρήνη. Είχε επιβάλει την παρουσία της στις τάξεις των μεγάλων, σε βάρος της Αυ στρίας και της Γαλλίας, και ήταν προς όφελος της η διατήρηση του δίβίυδ ςυο και η αποτροπή του πολέμου — ο οποίος θα ήταν μόνον εκδικητικός ε ναντίον της. Ο Μπίσμαρκ ηθελημένα εδραίωσε την έννοια της ειρήνης ως κοινής υπόθεσης των Μεγάλων Δυνάμεων και απέφευγε δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να απομακρύνουν τη Γερμανία από τον ειρηνοποιό της ρόλο. Ήταν αντίθετος σε επεκτατικές φιλοδοξίες στα Βαλκάνια ή σε άλλες ηπεί ρους, χρησιμοποίησε επανειλημμένα το όπλο του ελεύθερου εμπορίου ενα ντίον της Γαλλίας και Αυστρίας, εκμηδένισε, τέλος, τις βαλκανικές φιλοδο ξίες της Ρωσίας και της Αυστρίας με τη βοήθεια της ισορροπίας των δυνά μεων, παραμένοντας σε καλές σχέσεις με δυνητικούς συμμάχους και αποφεύγοντας καταστάσεις που θα μπορούσαν να εμπλέξουν τη Γερμανία σε πολεμική αναμέτρηση. Ο επιβουλέας του 1863-70 έγινε ο έντιμος διαμεσο λαβητής και εχθρός των αποικιακών περιπετειών το 1878. Συνειδητά τέθηκε στην πρωτοπορία του ειρηνευτικού ρεύματος της εποχής του, με στόχο την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας του. Αλλά στο τέλος της δεκαετίας του 1870, η εποχή του ελεύθερου ε μπορίου (1846-79) έδυε. Η υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού από τη Γερ μανία σηματοδότησε την απαρχή μιας εποχής προστατευτισμού και αποι κιακής επέκτασης6. Η Γερμανία τώρα ισχυροποιούσε τη θέση της, προχω ρώντας σε σύναψη μιας στενής συμμαχίας με την Αυστρουγγαρία και την Ιταλία· όχι πολύ αργότερα, ο Μπίσμαρκ έφυγε από το πηδάλιο της κρατι 6. ΕυΙθηϋυΓς Ρ., Α υ ε ε β η Ιιε η ά β Ι Αβί VIII, 1929, ο. 209.
υ η ό Α υ ε ε β η ί ι ε η ά θ Ιε ρ ο ΙΜ .
Στο
ΰ π ιη ό η ε ε ό β Γ 3οζΐ3ΐοΙ<οηοίνίΙ<
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
25
κής πολιτικής. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η Βρετανία αναδείχθηκε στον κυριότερο προασπιστή της ειρήνης σε μιαν Ευρώπη που εξακολου θούσε να αποτελεί ομάδα κυρίαρχων κρατών, άρα να υπόκειται στους νό μους της ισορροπίας δυνάμεων. Την δεκαετία του 1890, το διεθνές επεν δυτικό κεφάλαιο έφτασε στο αποκορύφωμα της δύναμής του και η ειρήνη έμοιαζε ασφαλέστερη παρά ποτέ. Τα γαλλοβρετανικά συμφέροντα διίσταντο στην Αφρική, Αγγλία και Ρωσία βρίσκονταν σε οξύ ανταγωνισμό στην Ασία, και η Συμφωνία συνέχιζε να λειτουργεί, αν και με προβλήματα. Παρά την ύπαρξη της Τριπλής Συμμαχίας, υπήρχαν ακόμα κάποιες ανε ξάρτητες δυνάμεις για να επιτηρούν η μια την άλλη. Όχι όμως για πολύ. Το 1904, η Αγγλία προχώρησε σε μία καθοριστική συμφωνία με τη Γαλλία για το Μαρόκο και την Αίγυπτο· μερικά χρόνια αργότερα, ήρθε σε συμβι βασμό με τη Ρωσία για την Περσία, και έτσι σχηματίσθηκε η αντι-συμμαχία. Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία, χαλαρή ομοσπονδία ανεξάρτητων δυνάμε ων, αντικαταστάθηκε από δύο αντίπαλους σχηματισμούς ισχύος. Η ισορ ροπία δυνάμεων τερματίσθηκε· ο ρόλος της έπαψε να είναι αναγκαίος, με την ύπαρξη μόνο δύο ανταγωνιστών. Δεν υπήρχε πια ένας τρίτος σχημα τισμός, που θα μπορούσε να ενωθεί με έναν από τους άλλους δύο, για να ανακόψει την ανοδική πορεία όποιου θα επιδίωκε να αυξήσει την ισχύ του. Περίπου την ίδια περίοδο διαφάνηκαν σαφέστατα τα σημάδια κατά λυσης της υπάρχουσας μορφής της παγκόσμιας οικονομίας: ο αποικιακός ανταγωνισμός και ο αγώνας δρόμου για την κατάκτηση εξωτικών αγο ρών. Η ικανότητα αποτροπής των συρράξεων από μέρους του διεθνούς ε πενδυτικού κεφαλαίου μειωνόταν ταχύτατα. Η ειρήνη λαθροβίωνε για τα επόμενα επτά χρόνια, αλλά ήταν πια ζήτημα χρόνου να λήξει η Εκατονταετής ειρήνη, εξ αιτίας της κατάλυσης της οικονομικής οργάνωσης του 19ου αι. Υπό το φως αυτής της διαπίστωσης, καθίσταται επιτακτικό για τον ι στορικό να συλλάβει την πραγματική φύση αυτής της εντελώς τεχνητής οικονομικής οργάνωσης στην οποία στηριζόταν η ειρήνη.
26
Κ ΑΒΙΡΟ ΙΑΝ ΥΙ
2. Συντηρητική δεκαετία του 1920, επαναστατική του 1930
Η κατάρρευση του διεθνούς κανόνα του χρυσού συνέδεσε αόρατα την αποσύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας, την αυγή του 20ού αι., με τον μετασχηματισμό ενός ολόκληρου πολιτισμού, κατά τη δεκαετία του 1930. Μόνον αν συνειδητοποιήσουμε τη ζωτική σημασία αυτού του παράγοντα, μπορούμε να συλλάβουμε τον μηχανισμό που οδήγησε την Ευρώπη στον όλεθρο, όπως και τις συγκυρίες που ευθύνονται για το εκπληκτικό γεγο νός ότι οι μορφές και το περιεχόμενο ενός πολιτισμού στηρίζονταν σε τό σο σαθρά θεμέλια. Ουδείς κατανόησε την αληθινή φύση του διεθνούς συστήματος, πριν αυτό καταρρεύσει. Σχεδόν κανείς δεν κατανόησε την πολιτική λειτουργία του διεθνούς νομισματικού συστήματος, με συνέπεια ο τρομακτικά αιφνί διος μετασχηματισμός να καταπλήξει κυριολεκτικά τον κόσμο. Κι όμως, ο διεθνής κανόνας του χρυσού ήταν ο μοναδικός εναπομείνας στυλοβάτης της παραδοσιακής παγκόσμιας οικονομίας· η κατάργησή του είχε αναπό φευκτα ακαριαίες επιπτώσεις. Για τους οικονομολόγους του φιλελευθερι σμού, ο διεθνής κανόνας του χρυσού ήταν ένας καθαρά οικονομικός θε σμός· δεν τον θεωρούσαν τμήμα ενός κοινωνικού μηχανισμού. Συνακό λουθα, οι δημοκρατικές χώρες ήταν οι τελευταίες που συνειδητοποίησαν την πραγματική φύση της καταστροφής και οι πιο αργοπορημένες στην α ντιμετώπιση των συνεπειών της. Ως και αφού ο κατακλυσμός είχε ήδη επέλθει, δεν μπόρεσαν οι ηγέτες τους να διαβλέψουν ότι, πίσω από την κατάρρευση του διεθνούς συστήματος, κρυβόταν μία μακροχρόνια εξέλι ξη στο εσωτερικό των πιο αναπτυγμένων χωρών, που καθιστούσε το σύ στημα αναχρονιστικό. Με άλλα λόγια, διέφυγε εντελώς από την αντίληψή τους αυτή καθεαυτή η αποτυχία της οικονομίας της αγοράς. Ο μετασχηματισμός επήλθε πολύ πιο αιφνιδιαστικά από όσο συνήθως θεωρούμε. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και οι μεταπολεμικές επαναστά σεις ήταν ακόμη κομμάτι του 19ου αι. Η σύγκρουση του 1914-18 απλώς ε πιτάχυνε και επιδείνωσε βαθιά μια κρίση που δεν την είχε προκαλέσει η ί δια. Αλλά οι ρίζες του διλήμματος δεν ήταν διακριτές εκείνη την εποχή, και η φρίκη και οι καταστροφές του πολέμου θεωρήθηκαν από τους επιζώντες η μοναδική πηγή των εμποδίων που απρόσμενα ορθώθηκαν στην πα γκόσμια σύγκλιση. Ξαφνικά, δεν λειτουργούσε ούτε το οικονομικό ούτε το πολιτικό παγκόσμιο σύστημα, και οι φοβερές πληγές που έφερε στους ανθρώπους ο Παγκόσμιος Πόλεμος φάνηκαν να προτείνουν μία ερμηνεία. Ουσιαστικά, τα μεταπολεμικά εμπόδια στην ειρήνη και τη σταθερότητα πήγαζαν από τις ίδιες αιτίες που είχαν οδηγήσει στον πόλεμο. Η κατάλυ ση της παγκόσμιας οικονομίας, που είχε ήδη δρομολογηθεί από το 1900, οδήγησε στην πολιτική ένταση που εξερράγη το 1914. Τα αποτελέσματα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
27
του πολέμου και η συνθηκολόγηση είχαν αμβλύνει επιφανειακά την έντα ση, με τον παραμερισμό του γερμανικού ανταγωνισμού, ενώ στην ουσία επιδείνωναν τα αίτιά της και συνακόλουθα αύξαναν τις πολιτικο-οικονομικές δυσχέρειες για την ειρήνη. Πολιτικά, οι διάφορες συνθήκες περιέκλειαν μία θανάσιμη αντίφαση: με τον μονομερή αφοπλισμό των ηττημένων κρατών απέκλειαν την ανα σύσταση του παγκόσμιου συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, εφ’ όσον η ισχύς αποτελεί αναπόσπαστη προϋπόθεση ενός τέτοιου συστήματος. Μά ταιες ήταν οι προσπάθειες ανοικοδόμησης αυτού του συστήματος στη Γε νεύη, δια μέσου της δημιουργίας μιας διευρυμένης και βελτιωμένης Ευ ρωπαϊκής Συμφωνίας που ονομάστηκε Κοινωνία των Εθνών, γιατί εξέλιπε η ουσιαστική προϋπόθεση της ύπαρξης ανεξάρτητων δυνάμεων. Η Κοινω νία των Εθνών δεν μπορούσε ποτέ να εδραιωθεί ουσιαστικά’ τα άρθρα 16 (για την επιβολή των όρων συνθηκολόγησης) και 19 (για την ειρηνική τους αναθεώρηση), ουδέποτε εφαρμόστηκαν. Η μόνη βιώσιμη λύση στο καυτό πρόβλημα της ειρήνης — η ανασύσταση της παγκόσμιας ισορρο πίας δυνάμεων— ήταν ανέφικτη. Αυτή η πραγματικότητα ήταν τόσο βα θιά, ώστε οι πραγματικοί στόχοι των πιο δημιουργικών πολιτικών της δε καετίας του 1920 ουδέποτε έγιναν αντιληπτοί από τον πολύ κόσμο, που εξακολουθούσε να παραμένει σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Μπροστά στο τρομακτικό γεγονός του αφοπλισμού μιας ομάδας κρα τών και του συνεχιζόμενου εξοπλισμού άλλων — κατάσταση που ακύρωνε κάθε θετική προσπάθεια για την εδραίωση της ειρήνης— επικράτησε η συναισθηματική άποψη ότι η Κοινωνία των Εθνών είχε, μυστηριωδώς, κα ταστεί ο προάγγελλος μιας νέας ειρηνικής περιόδου, που χρειαζόταν μό νο συχνές λεκτικές ενθαρρύνσεις για να μονιμοποιηθεί. Στην Αμερική, διάχυτη ήταν η αντίληψη πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν τελείως δια φορετικά, εάν είχαν προσχωρήσει οι Η.Π.Α. στην Κοινωνία των Εθνών. Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη από αυτήν, για την αδυναμία κατανόη σης των οργανικών αδυναμιών του λεγάμενου μεταπολεμικού συστήμα τος — «λεγάμενου», γιατί, στην ουσία, η Ευρώπη στερούνταν πλέον πολι τικού συστήματος. Ένα τόσο ρηχό δΐβίυδ ηυο μπορεί να διαρκέσει μόνον όσο διαρκεί και η φυσική εξάντληση των διαφόρων πλευρών, και δεν είναι παράξενο που ως μοναδική διέξοδος διαφαινόταν η επιστροφή στο καθε στώς του 19ου αιώνα. Παράλληλα, η Κοινωνία των Εθνών θα μπορούσε να λειτουργήσει κάπως σαν ευρωπαϊκό διευθυντήριο, όπως περίπου και η Ευρωπαϊκή Συμφωνία στο ζενίθ της, εάν δεν υπήρχε ο μοιραίος κανόνας της ομοφωνίας, που καθιστούσε το κάθε ατίθασο κρατίδιο ρυθμιστή της ειρήνης. Η παράλογη επιβολή του μόνιμου αφοπλισμού των ηττημένων κρατών απέκλειε κάθε θετική λύση. Μοναδική εναλλακτική δυνατότητα σε αυτήν την καταστροφική κατάσταση θα ήταν η εδραίωση μιας διεθνούς τάξης με οργανωμένη δύναμη, που θα υπερέβαινε τα όρια της εθνικής κυ ριαρχίας των κρατών. Αλλά μια τέτοια κίνηση ήταν για την εποχή εντελώς ανέφικτη. Καμία χώρα της Ευρώπης, ούτε φυσικά οι Η.Π.Α., δεν θα υπο-
28
ΚΑ Β Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
τασσόταν σε ένα τέτοιο σύστημα. Στο οικονομικό επίπεδο, η πολιτική της Γενεύης υπήρξε πολύ πιο συ γκροτημένη στην κατεύθυνση της παλινόρθωσης της παγκόσμιας οικονο μίας ως δεύτερης γραμμής άμυνας για την ειρήνη. Γιατί ένα επιτυχώς α ποκαταστημένο παγκόσμιο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων θα απέδιδε μό νον αν είχε αποκατασταθεί και το διεθνές νομισματικό σύστημα. Αν δεν υπήρχαν σταθερές συναλλαγές και ελευθερία του εμπορίου, οι κυβερνή σεις των διαφόρων κρατών θα αδιαφορούσαν ουσιαστικά για την ειρήνη, όπως στο παρελθόν, και θα την διατηρούσαν μόνο στον βαθμό που δεν θα παρεισέφρυε στα ύψιστα συμφέροντά τους. Πρώτος από τους πολιτικούς της εποχής ο Γούντροου Ουίλσον συνέλαβε την αλληλεξάρτηση ειρήνης και εμπορίου, ως εγγύηση όχι μόνο του εμπορίου, αλλά και της ειρήνης. Δεν είναι παράξενο ότι η Κοινωνία των Εθνών προσπάθησε επανειλημμέ να να αποκαταστήσει την διεθνή χρηματική και πιστωτική οργάνωση ως το μοναδικό εχέγγυο της ειρήνης μεταξύ κυρίαρχων κρατών, καθώς και ό τι ο κόσμος στηριζόταν περισσότερο από ποτέ στο διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο. Ο Τζ.Π. Μόργκαν είχε αντικαταστήσει τον Ν.Μ. Ρότσιλντ ως δημιουργός ενός ανανεωμένου 19ου αι. Σύμφωνα με τα πρότυπα του αιώνα, η πρώτη μεταπολεμική δεκαετία παρουσιάστηκε ως επαναστατική περίοδος· στη βάση της δικής μας πρό σφατης εμπειρίας φαίνεται ξεκάθαρα ότι, στην πραγματικότητα, ήταν το εκ διαμέτρου αντίθετο. Η πρόθεση της δεκαετίας ήταν βαθιά συντηρητική, αφού εξέφραζε την συλλογική πεποίθηση ότι μόνον η παλινόρθωση της προ του 1914 πραγματικότητας, «τούτη τη φορά σε στέρεα θεμέλια», θα αποκαθιστούσε την ειρήνη και την ευημερία. Ουσιαστικά, ο μετασχηματι σμός της δεκαετίας του 1930 πήγασε από την αποτυχία αυτής της προ σπάθειας για επιστροφή στο παρελθόν. Όσο κι αν ήταν εντυπωσιακές οι επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις της μεταπολεμικής δεκαετίας, αποτε λούσαν μόνο μηχανικές αντιδράσεις στην ήττα ή, το πολύ, αναβιώσεις του γνώριμου στη Δύση φιλελευθερισμού και συνταγματισμού, αυτήν τη φορά στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Μόνο κατά τη δεκαετία του 1930 εντελώς καινούρια στοιχεία σημάδεψαν την ιστορία της Δύσης. Οι επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το 1917-20 ήταν, παρά τα φαινόμενα, πλάγιοι τρόποι ανάπλασης των καθεστώτων που είχαν ηττηθεί στον πόλεμο. Οταν ο καπνός της α ντεπανάστασης διαλύθηκε, τα πολιτικά συστήματα στη Βουδαπέστη, τη Βιέννη και το Βερολίνο είχαν αλλάξει ελάχιστα σε σχέση με την προπο λεμική περίοδο. Το ίδιο περίπου ίσχυε και για τη Φιλανδία, τις Βαλτικές χώρες, την Πολωνία, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, την Ιτα λία και τη Γερμανία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Σε μερικές χώρες έγιναν σημαντικά βήματα προς την εθνική ανεξαρτησία και τον α ναδασμό της γης — επιτεύγματα που χαρακτήριζαν την Δυτική Ευρώπη α πό το 1789. Από αυτήν τη σκοπιά, η Ρωσία δεν αποτελούσε εξαίρεση. Τά ση των καιρών ήταν, απλώς, η παλινόρθωση (ή η εδραίωση) του συστήμα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
29
τος που συνήθως ταυτίζεται με τα ιδεώδη της αγγλικής, της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης. Με αυτήν την ευρεία έννοια, όχι μόνον ο Χίντενμπουργκ και ο Ουίλσον, αλλά και ο Λένιν και ο Τρότσκι έμεναν πι στοί στην δυτική παράδοση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η αλλαγή επήλθε αιφνίδια. Ορόσημά της, η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από τη Βρετανία, το πενταετές πρόγραμμα στη Ρωσία, η διακήρυξη του Νιού Ντηλ (Νθνν ϋθβΙ), η εθνικοσοσιαλιστική επανάσταση στη Γερμανία και, τέλος, η κατάρρευση της Κοινω νίας των Εθνών, προς όφελος αυταρχικών αυτοκρατοριών. Ενώ με τη λήξη του πολέμου τα ιδεώδη του 19ου αιώνα ήταν πανίσχυρα και η επιρροή τους κυριάρχησε κατά την επόμενη δεκαετία, από το 1940 και μετά είχε εξαλειφθεί κάθε υπόλειμμα της διεθνούς τάξης και, με εξαίρεση ορισμένους θύ λακες, τα έθνη ζούσαν σε μία εντελώς νέα διεθνή πραγματικότητα. Θέση μας είναι ότι οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στην απειλητική κα τάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, που λειτουργούσε α ποσπασματικά από την αρχή του αιώνα, για να καταστραφεί τελικά από τον πόλεμο και τις συνθήκες που ακολούθησαν. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αι σθητό τη δεκαετία του 1920, όταν σχεδόν όλες οι εσωτερικές κρίσεις στην Ευρώπη κορυφώνονταν εξ αιτίας κάποιου ζητήματος εξωτερικών οι κονομικών σχέσεων. Οι μελετητές της πολιτικής κατέτασσαν τώρα τις χώρες όχι σύμφωνα με τις ηπείρους, αλλά σύμφωνα με τον βαθμό προ σχώρησής τους σε μια συνετή νομισματική πολιτική. Η Ρωσία κατέπληξε τον κόσμο με την καταστροφή του ρουβλιού, που η αξία του κυριολεκτικά εκμηδενίστηκε από τον πληθωρισμό. Η Γερμανία επανέλαβε το απελπι σμένο αυτό εγχείρημα, για να παρακάμψει τους όρους της συνθηκολόγη σης· ο εξανεμισμός των εισοδημάτων που ακολούθησε, έθεσε τα θεμέλια για την ναζιστική επανάσταση. Το γόητρο της Γενεύης στηριζόταν στην επιτυχή στήριξη των προσπαθειών της Αυστρίας και της Ουγγαρίας να α ποκαταστήσουν το εθνικό τους νόμισμα, και η Βιέννη έγινε η Μέκκα των φιλελεύθερων οικονομολόγων, εξ αιτίας μιας ευφυέστατης επέμβασης στην αυστριακή κορώνα, επέμβασης δυστυχώς μοιραίας για τον ασθενή. Στη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Φιλανδία, τη Λιθουανία, τη Λεττονία, την Εσθονία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, η αποκατάσταση του νομίσματος έδωσε στις αντεπαναστατικές δυνάμεις το δικαίωμα να διεκδικήσουν την εξουσία. Στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Αγγλία, η αριστερά έχασε την ε ξουσία από τον αντίπαλό της — μία συνετή νομισματική πολιτική. Μία σχε δόν ασταμάτητη σειρά νομισματικών κρίσεων συνέδεσε τα άπορα Βαλκά νια με τις εύπορες Η.Π.Α. δια μέσου του ιμάντα ενός διεθνούς πιστωτικού συστήματος, που μετέδιδε την πίεση των ατελώς αποκαταστημένων εθνι κών νομισμάτων, πρώτα από την Ανατολική στην Δυτική Ευρώπη, κι έπει τα από την Δυτική Ευρώπη στις Η.Π.Α. Τελικά, οι Η.Π.Α. συγκλονίσθηκαν από την πρόωρη σταθεροποίηση των ευρωπαϊκών νομισμάτων. Η τελική κατάλυση είχε ξεκινήσει. Το αρχικό σοκ επήλθε στο εσωτερικό των κρατών. Ορισμένα νομίσμα
30
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
τα, όπως το ρωσικό, το αυστριακό, το γερμανικό και το ουγγρικό, αφανί στηκαν μέσα σε έναν χρόνο. Πέρα από την πρωτοφανή ταχύτητα της αλ λαγής, ήταν και η συγκυρία, που έφερνε αυτήν την αλλαγή στα πλαίσια μιας πλήρως μονεταριστικής οικονομίας. Μια «κυτταρική», αλυσιδωτή δια δικασία δρομολογήθηκε στην ανθρώπινη κοινωνία, με αποτελέσματα πρω τόγνωρα για την ανθρώπινη εμπειρία. Εσωτερικά και εξωτερικά, τα παραπαίοντα νομίσματα προκαλούσαν κλυδωνισμούς. Τεράστια χάσματα δημιουργήθηκαν ανάμεσα στα κράτη, ενώ τα διάφορα στρώματα του πληθυ σμού επηρεάστηκαν με εντελώς διαφορετικούς και συχνά αντίθετους τρόπους. Η διανοούμενη μεσαία τάξη κυριολεκτικά πτώχευσε, ενώ οι με γαλοκαρχαρίες συσσώρευαν προκλητικές περιουσίες. Στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα είχε παρεισφρύσει ένας παράγοντας ανυπολόγιστης συνθετικής ή διαλυτικής δύναμης. Η «φυγή του κεφαλαίου» ήταν ένας νεοτερισμός· δεν παρατηρήθηκε το 1848, ούτε το 1866 ούτε το 1871. Κι όμως, ο ρόλος του υπήρξε καθορι στικός στην ανατροπή των φιλελεύθερων κυβερνήσεων στη Γαλλία το 1925 και ξανά το 1938, καθώς και στην ανάπτυξη του φασιστικού κινήμα τος στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930. Το νόμισμα είχε καταστεί ο στυλοβάτης της εθνικής πολιτικής. Σε μία νεοτερική χρηματική οικονομία, όλοι αισθάνονταν σε καθημερινή βάση τη συρρίκνωση ή την επέκταση του οικονομικού μέτρου σύγκρισης. Οι πληθυ σμοί απέκτησαν χρηματική συνείδηση- ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στο πραγματικό εισόδημα προεξοφλούνταν από τις μάζες και, παντού, άνδρες και γυναίκες, θεωρούσαν το σταθερό νόμισμα υπέρτατη ανάγκη της κοινω νίας. Μια τέτοια συνείδηση, όμως, ήταν αδιαχώριστη από την παραδοχή πως τα θεμέλια της αξίας του χρήματος εξαρτώνταν από εξω-εθνικούς πο λιτικούς παράγοντες. Έτσι, η κοινωνική αναταραχή, που κλόνισε την εμπι στοσύνη στην εγγενή σταθερότητα του νομίσματος, θρυμμάτισε και την α φελή έννοια της οικονομικής αυτοδυναμίας σε μία αλληλεξαρτώμενη οικο νομία. Στο εξής, εσωτερικές κρίσεις που σχετίζονταν με το νόμισμα θα κα τέληγαν να εγείρουν σπουδαιότατα εξωτερικά ζητήματα. Η πίστη στον κανόνα του χρυσού ήταν η θρησκεία της εποχής. Για κά ποιους ήταν αφελής, για άλλους κρίσιμη, για άλλους σατανιστική δοξα σία, που προϋπέθετε αποδοχή στην πρακτική και απόρριψη στην ιδεολο γία. Κι όμως, επρόκειτο παντού για την ίδια πίστη, ότι δηλαδή τα χαρτονο μίσματα έχουν αξία επειδή αντιπροσωπεύουν χρυσό. Δεν είχε καμία δια φορά αν ο χρυσός είχε από μόνος του αξία επειδή ενσάρκωνε την εργα σία, όπως ισχυρίζονταν οι σοσιαλιστές, ή επειδή ήταν κάτι χρήσιμο και σπάνιο, όπως διατεινόταν το ορθόδοξο οικονομικό δόγμα. Ο πόλεμος με ταξύ παράδεισου και κόλασης αγνόησε το χρηματικό ζήτημα, ενώνοντας θαυματουργικά καπιταλιστές και σοσιαλιστές. Εκεί που συμφωνούσαν ο Ρικάρντο με τον Μαρξ, ο 19ος αιώνας δεν γνώριζε καμία αμφιβολία. Ο Μπίσμαρκ και ο Λασάλ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ και ο Χένρυ Τζωρτζ, ο Φίλιπ Σνόουντεν και ο Κάλβιν Κούλιτζ, ο Μΐδθδ και ο Τρότσκι, συμμερίζονταν
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
31
αυτήν την πίστη. Ο Μαρξ είχε καταδείξει εξονυχιστικά την αυταπάτη που κρυβόταν πίσω από τα ουτοπικά εργασιακά γραμμάτια του Προυντόν (που θα αντικαθιστούσαν το χρήμα) και το Κεφάλαιο διατύπωνε την εμπορευματική θεωρία του χρήματος στη ρικαρντιανή της μορφή. Ο ρώσος μπολ σεβίκος Σοκόλνικοφ ήταν ο πρώτος μεταπολεμικός πολιτικός που αποκα τέστησε την αξία του εθνικού νομίσματος της χώρας του συνδέοντάς το με τον χρυσό· ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Χίλφερντινγκ εξέθεσε το κόμμα του με την άκαμπτη εμμονή του στις αρχές της συνετής νομισματι κής πολιτικής· ο αυστριακός σοσιαλδημοκράτης Ότο Μπάουερ υποστήρι ζε τις μονεταριστικές αρχές πίσω από την αποκατάσταση της κορόνας, ό πως αυτή επιχειρήθηκε από τον μεγάλο του αντίπαλο Ζάιπελ. Ο άγγλος σοσιαλιστής Φίλιπ Σνόουντεν στράφηκε εναντίον του Εργατικού Κόμμα τος, όταν θεώρησε πως η στερλίνα κινδύνευε από την πολιτική του' τέ λος, ο Ντούτσε χάραξε σε πέτρα την αξία της λιρέτας σε χρυσό και ορκί στηκε ότι θα πεθάνει υπερασπιζόμενος την. Δύσκολα θα εντοπίζαμε δια φορές στις θέσεις του Χούβερ, του Λένιν, του Τσώρτσιλ και του Μουσολί νι στο ζήτημα αυτό. Πράγματι, η σπουδαιότητα του κανόνα του χρυσού για τη λειτουργία του διεθνούς οικονομικού συστήματος της εποχής υπήρξε το μοναδικό α ξίωμα που μοιράζονταν άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων, τάξεων, θρη σκευτικών πεποιθήσεων και κοινωνικών φιλοσοφιών. Ήταν η αόρατη πραγματικότητα, που πάνω της μπορούσε να γαντζωθεί η θέληση για επι βίωση, τη στιγμή που η ανθρωπότητα ετοιμαζόταν να αποκαταστήσει την ετοιμόρροπη ύπαρξή της. Η προσπάθεια, που απέτυχε, ήταν η πιο ολοκληρωμένη που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Η σταθεροποίηση των σχεδόν καταστραμμένων νομισμά των της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Βουλγαρίας, της Φιλανδίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας, δεν αποτελούσε μόνο δήλωση πίστης αυτών των μικρών και αδύναμων χωρών, που κυριολεκτικά πείνασαν για να φτάσουν στις όχθες του χρυσού, αλλά υπέβαλλε σε δεινή δοκιμασία και τους ισχυρούς και πλούσιους πάτρονές τους — τους δυτικοευρωπαίους νικη τές. Η πίεση δεν γινόταν αντιληπτή, όσο τα νομίσματα των νικητών κυμαί νονταν αυτοί εξακολουθούσαν να δανείζουν στο εξωτερικό όπως και πριν τον πόλεμο και, έτσι, συνέβαλλαν στη συντήρηση των οικονομιών των νικημένων χωρών. Όταν, όμως, Αγγλία και Γαλλία στράφηκαν στον χρυσό, άρχισε να διαφαίνεται η πίεση των σταθεροποιημένων τους ισοτι μιών. Σταδιακά, μια σιωπηρή ανησυχία για την ασφάλεια της στερλίνας άρχισε να εκδηλώνεται στη μεγαλύτερη χρυσοπαραγωγό χώρα, τις Η.Π.Α. Αυτή η έγνοια, που συνέδεσε τις δύο όχθες του Ατλαντικού, έφε ρε απρόσμενα τις Η.Π.Α. στη ζώνη του κινδύνου. Η επισήμανση αυτή φαί νεται τεχνικής φύσεως, αλλά πρέπει να κατανοηθεί πλήρως. Η στήριξη της στερλίνας από τις Η.Π.Α. οδήγησε σε χαμηλά επιτόκια στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να αποτρέψει σημαντικές μετακινήσεις κεφα λαίων από το Λονδίνο προς στην τοπική αγορά. Ανάλογη ήταν η δέσμευ
32
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
ση της Επιτροπής Ομοσπονδιακών Αποθεμάτων [των Η.Π.Α.] απέναντι στην Τράπεζα της Αγγλίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η Αμερική είχε ανάγκη υψηλών επιτοκίων, καθώς το σύστημα τιμών της είχε αρχίσει να υφίσταται επικίνδυνες πληθωριστικές πιέσεις (πραγματικότητα την οποία επίσκιαζε η ύπαρξη ενός σταθερού τιμάριθμου, που διατηρούνταν παρά τη δραματική μείωση του κόστους). Όταν επτά χρόνια ευημερίας έληξαν με το — από πα λιά σε αναστολή— κραχ του 1929, η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισ σότερο από τον υπάρχοντα κρυπτο-πληθωρισμό. Οφειλέτες γονατισμένοι από τον αντιπληθωρισμό είδαν τους πιστωτές τους να συντρίβονται υπό το βάρος των πληθωριστικών πιέσεων. Με μία ενστικτώδη κίνηση, η Αμερική αποδεσμεύθηκε από τον χρυσό το 1933, καταστρέφοντας το τελευταίο υ πόλειμμα της παραδοσιακής παγκόσμιας οικονομίας. Αν και κανείς σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη βαρύτητα του γεγονότος στη δεδομένη συγκυρία, ο ρους της ιστορίας ανατράπηκε σχεδόν αυτόματα. Επί περισσότερο από μια δεκαετία, η αποκατάσταση του κανόνα του χρυσού αποτέλεσε το σύμβολο της παγκόσμιας αλληλεγγύης. Αναρίθμη τες διασκέψεις συγκλήθηκαν στις Βρυξέλλες, το Σπα, τη Γενεύη, το Λον δίνο, τη Λωζάννη και το Λοκάρνο, με σκοπό να θέσουν τις πολιτικές προ ϋποθέσεις για σταθερότητα στην νομισματική ισοτιμία. Η Κοινωνία των Εθνών ενισχύθηκε από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, εν μέρει για να εξι σώσει τις συνθήκες ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη, ώστε να γίνει δυνατόν να απελευθερωθεί το εμπόριο δίχως να απειληθεί η ποιότητα ζωής. Η χρηματική ισοτιμία βρισκόταν πίσω από τις εκστρατείες της Γουόλ Στρητ για υπέρβαση του προβλήματος μεταβίβασης καθώς και, κατ’ αρχάς, για την εμπορευματοποίηση και, κατά δεύτερο λόγο, για την ρευστο ποίηση των πολεμικών αποζημιώσεων. Η Γενεύη λειτουργούσε ως οικο νομικός υποστηρικτής μιας διαδικασίας αποκατάστασης, στην οποία οι συνδυασμένες πιέσεις των χρηματιστών του Λονδίνου και των νεοκλασι κών δογματικών της Βιέννης τέθηκαν στην υπηρεσία του κανόνα του χρυ σού. Κάθε διεθνής προσπάθεια είχε αυτόν τον τελικό στόχο, ενώ, κατά κανόνα, οι εθνικές κυβερνήσεις προσάρμοσαν τις πολιτικές τους στην α ναγκαιότητα να διασφαλίσουν το νόμισμα, ιδιαίτερα τις πολιτικές που σχετίζονταν με το εξωτερικό εμπόριο, τον δανεισμό, το τραπεζικό σύστη μα και τις διεθνείς συναλλαγές. Αν και η άποψη πως η σταθερότητα των ισοτιμιών εξαρτιόταν τελικά από την απελευθέρωση του εμπορίου ήταν καθολική, όλοι — εκτός από τους δογματικούς υποστηρικτές του ελεύθερου εμπορίου— ήξεραν ότι ή ταν ανάγκη να παρθούν άμεσα μέτρα για τον περιορισμό του εξωτερικού εμπορίου και των διεθνών πληρωμών. Ποσοστά εισαγωγών, ιηοΓ3ίοΐΊ3, σύμφωνα παγώματος, κλήρινγκ και διμερείς εμπορικές συμφωνίες, α νταλλακτικοί διακανονισμοί, εμπάργκο στην εξαγωγή κεφαλαίων, έλεγ χος του εξωτερικού εμπορίου και ταμεία συναλλαγματικής εξίσωσης ανα πτύχθηκαν στις περισσότερες χώρες, για να αντιμετωπισθεί η συγκυρία. Παρ’ όλα αυτά, ο εφιάλτης της αυτάρκειας κατέτρυχε κάθε κίνηση για την
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
33
προστασία του νομίσματος. Ενώ πρόθεση ήταν η απελευθέρωση του ε μπορίου, αποτέλεσμα ήταν ο στραγγαλισμός του. Αντί της πρόσβασης στις παγκόσμιες αγορές, οι κυβερνήσεις, με τις πράξεις τους, απέκλειαν τις χώρες τους από το διεθνές δίκτυο, και απαιτούνταν ολοένα αυξανόμε νες θυσίες για τη συντήρηση της ομαλής ροής των εμπορικών συναλλα γών. Οι μανιώδεις προσπάθειες προστασίας της εξωτερικής αξίας του νο μίσματος ως μέσου για το διεθνές εμπόριο, οδήγησαν άθελά τους τους λαούς σε αυταρχικές μορφές οικονομίας. Το όλο πλέγμα των περιοριστι κών μέτρων, ριζική απομάκρυνση από την παραδοσιακή οικονομική θεω ρία, ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα συντηρητικών απόψεων υπέρ του ε λεύθερου εμπορίου. Αυτό το ρεύμα ανέκοψε βίαια η τελική πτώση του διεθνούς κανόνα του χρυσού. Οι ίδιες θυσίες που είχαν γίνει για την αποκατάστασή του, απαιτούνταν τώρα για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ζήσουν χωρίς αυτόν. Οι ί διοι μηχανισμοί που είχαν σχεδιασθεί για να περιορίσουν τη ζωή και το ε μπόριο υπέρ της διατήρησης σταθερών νομισματικών ισοτιμιών, χρησιμοποιήθηκαν πια για να προσαρμόσουν τη βιομηχανία στην νέα πραγματικό τητα της μόνιμης απουσίας ενός τέτοιου συστήματος. Ίσως εδώ να βρί σκεται η αιτία της επιβίωσης της μηχανικής και τεχνολογικής δομής της σύγχρονης βιομηχανίας, παρά την κατάρρευση του κανόνα του χρυσούγιατί, στην προσπάθεια διατήρησής του, ο κόσμος ετοιμαζόταν ασυναί σθητα για τις ιδιαίτερες προσπάθειες και τους θεσμούς που απαιτούνται σε μια πραγματικότητα δίχως αυτόν. Πρόθεση, όμως, τώρα ήταν το αντί θετο: στις χώρες που είχαν υποφέρει τα μέγιστα στην μακρόχρονη προ σπάθεια για το ανέφικτο, τιτάνειες δυνάμεις απελευθερώθηκαν ως αντί δραση. Μαζί με τον κανόνα του χρυσού, κατέρρευσαν η Κοινωνία των Εθνών και τα διεθνή επενδυτικά συμφέροντα- η εξαφάνισή του συνέπεσε με την εξαφάνιση του οργανωμένου ειρηνιστικού λόμπυ και των κυρίων οργάνων επιβολής του: των Ρότσιλντ και Μόργκαν. Το σπάσιμο της χρυ σής κλωστής επέσπευσε την παγκόσμια επανάσταση. Αλλά η αποτυχία του κανόνα του χρυσού απλώς εντόπισε χρονικά ένα συμβάν, που ήταν πάρα πολύ μεγάλο για να έχει προκληθεί από αυτήν. Η ολική καταστροφή των εθνικών θεσμών της κοινωνίας του 19ου αιώνα συ νόδεψε την κρίση σε μεγάλο μέρος του κόσμου, και παντού αυτοί οι θε σμοί άλλαξαν ή αναθεωρήθηκαν ριζικά. Σε πολλές χώρες, το φιλελεύθερο κράτος αντικαταστάθηκε από ολοκληρωτικά καθεστώτα, ενώ ο κεντρικός θεσμός του αιώνα — η παραγωγή που βασίζεται σε ελεύθερες αγορές— εκτοπίστηκε από νέες μορφές οικονομίας. Τη στιγμή που μεγάλα έθνη α ναθεώρησαν τη σκέψη τους και αποδύθηκαν σε πολέμους για την υπο δούλωση του κόσμου, στο όνομα πρωτάκουστων θεωριών για τη φύση του σύμπαντος, ακόμα μεγαλύτερα έθνη προσέτρεξαν στην υπεράσπιση της ελευθερίας, που απέκτησε κι αυτή στα χέρια τους πρωτάκουστο πε ριεχόμενο. Αν και πυροδότησε τον μετασχηματισμό, η αποτυχία του διε θνούς συστήματος σίγουρα δεν ευθυνόταν για το βάθος και το περιεχό-
34
ΚΑΡ1_ ΡΟΙΑΝΥΙ
μενό του. Μπορεί να γνωρίζουμε γιατί ό,τι συνέβη έγινε τόσο αιφνίδια, αλλά υπάρχει η πιθανότητα να μην έχουμε προσδιορίσει επακριβώς το γιατί τελικά συνέβη. Δεν ήταν τυχαίο το ότι ο μετασχηματισμός αυτός συνοδεύτηκε από πολέμους πρωτόγνωρης έκτασης. Η ιστορία είχε δρομολογήσει κοινωνι κές αλλαγές, και η τύχη των εθνών συνδέθηκε με τον ρόλο τους σε έναν θεσμικό μετασχηματισμό. Μια τέτοια συμβίωση δεν αποτελεί εξαίρεση στην ιστορία: αν και εθνικές ομάδες και κοινωνικοί θεσμοί έχουν την δική τους αυτόνομη καταγωγή, τείνουν να συνδέονται στον αγώνα για επιβίω ση. Μία διάσημη περίπτωση της συμβίωσης αυτής συνέδεσε τον καπιταλι σμό με τα παράκτια έθνη του Ατλαντικού. Η Εμπορική επανάσταση, που συνδεόταν στενά με την άνοδο του καπιταλισμού, αποτέλεσε το μέσον κατάκτησης της εξουσίας για την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ολλανδία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τις Η.Π.Α., χώρες που επωφελήθηκαν από τις ευκαιρίες τις οποίες προσέφερε αυτό το ευρύ και συνάμα βαθιά ριζωμένο κίνημα- από την άλλη, ο ίδιος ο καπιταλισμός εξαπλωνόταν στον πλανήτη με τη συνδρομή αυτών των ανερχόμενων δυνάμεων. Αυτός ο νόμος είχε και αντίστροφη εφαρμογή: ο αγώνας για την επιβίω ση ενός κράτους μπορεί να δυσχερανθεί σε σημαντικό βαθμό από την παρακμιακή φύση μερικών θεσμών του — ο κανόνας του χρυσού στον Β ' Πα γκόσμιο Πόλεμο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από την άλλη, χώ ρες που για δικούς τους λόγους εναντιώνονται στο εΜυε ςυο, ανακαλύ πτουν γρήγορα τις εγγενείς αδυναμίες της θεσμικής πραγματικότητας και κινούνται προνοητικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας θεσμών καλύτερα προσαρμοσμένων στα συμφέροντά τους. Τέτοια κράτη επιταχύνουν την πτώση αυτού που παρακμάζει, ενώ διατηρούν εκείνο που από μόνο του κι νείται προς την δική τους κατεύθυνση. Μπορεί, επομένως, να φανεί ότι αυ τά τα κράτη ξεκίνησαν τη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής, ενώ στην πραγματικότητα επωφελήθηκαν από αυτήν, και ακόμα είναι πιθανό να έ στρεψαν ένα ρεύμα για να το κάνουν να εξυπηρετήσει τους σκοπούς τους. Έτσι, η Γερμανία, αν και νικημένη, ήταν σε θέση να διαγνώσει τις κρυ φές αδυναμίες του καθεστώτος του 19ου αιώνα και να εφαρμόσει τη διά γνωσή της στην καταστροφή αυτής της πραγματικότητας. Κάτι σαν μο χθηρή διανοητική ανωτερότητα χαρακτήριζε τους γερμανούς πολιτικούς της δεκαετίας του 1930 που αφοσιώθηκαν σε αυτόν τον σκοπό — που συ χνά επεκτεινόταν στην ανάπτυξη νέων μεθόδων χρηματοδότησης, εμπο ρίου, πολέμου και κοινωνικής οργάνωσης— στην προσπάθειά τους να διαπλάσουν τις καταστάσεις προς όφελος των επιδιώξεών τους. Πάντως, τα προβλήματα αυτά δεν δημιουργήθηκαν από τις κυβερνήσεις που τα χρησι μοποίησαν προς όφελος τους· ήταν αληθινά — αντικειμενικά δεδομένα— και θα μας απασχολούν μονίμως, ανεξάρτητα από την πορεία των μεμο νωμένων χωρών. Καθίσταται εμφανής η διαφορά ανάμεσα στον Α' και τον Β ’ Παγκόσμιο Πόλεμο: ο πρώτος αποτελούσε ακόμα χαρακτηριστικό κομμάτι της πραγματικότητας του 19ου αι. — μία απλή σύγκρουση που
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
35
προήλθε από την κατάρρευση του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, ενώ ο δεύτερος αποτελεί ήδη μέρος της παγκόσμιας ανακατάταξης. Αυτές οι επισημάνσεις μάς επιτρέπουν να αποσπάσουμε τις δραματι κές εθνικές ιστορίες της περιόδου από τον εν εξελίξει κοινωνικό μετα σχηματισμό. Ετσι, θα μπορέσουμε ευκολότερα να δούμε πώς η Γερμανία και η Ρωσία, η Βρετανία και οι Η.Π.Α., ως μονάδες ισχύος, βοηθήθηκαν ή εμποδίστηκαν από τη σχέση τους με την υποβαστάζουσα κοινωνική διαδι κασία. Αλλά αυτό ισχύει και για την ίδια την κοινωνική διαδικασία: ο φασι σμός και ο σοσιαλισμός βρήκαν στην άνοδο των διάφορων δυνάμεων ένα μέσον διάδοσης των πιστεύω τους. Η Γερμανία και η Ρωσία αντίστοιχα ε ξελίχθηκαν σε αντιπροσώπους του φασισμού και του σοσιαλισμού σε πα γκόσμια κλίμακα. Ο αληθινός σκοπός αυτών των κοινωνικών κινημάτων μπορεί να εκτιμηθεί μόνον εάν αναγνωρισθεί ο υπερβατικός τους χαρα κτήρας και ειδωθεί ξέχωρα από τα εθνικά συμφέροντα που στρατολογήθηκαν στην υπηρεσία τους. Ο ρόλος που έπαιξαν η Γερμανία και η Ρωσία, η Ιταλία και η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι Η.Π.Α., αν και αποτελούν μέρος της παγκόσμιας ιστορίας, δεν ενδιαφέρουν άμεσα το παρόν βιβλίο- αντίθετα, ο φασισμός και ο σο σιαλισμός υπήρξαν ζωντανές δυνάμεις του θεσμικού μετασχηματισμού που αποτελεί και το αντικείμενό μας. Η ζωτική ορμή που γέννησε στον γερμανικό και τον ρωσικό λαό αυτόν τον ανεξιχνίαστο πόθο για μεγαλύ τερο μερίδιο στη χάραξη του ανθρώπινου πεπρωμένου, πρέπει να θεωρη θεί πραγματικό στοιχείο των συνθηκών στις οποίες εξελίσσεται η ιστορία μας, ενώ το προφανές περιεχόμενο του φασισμού και του σοσιαλισμού ή του Νιού Ντηλ αποτελεί κομμάτι αυτής της ιστορίας. Η παραπάνω συζήτηση μας οδηγεί στη θέση μας, που δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί: ότι, δηλαδή, η ρίζα του κατακλυσμού εντοπίζεται στο ουτο πικό εγχείρημα του οικονομικού φιλελευθερισμού να δημιουργήσει ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Μια τέτοια οπτική μοιάζει να προσδί δει σε αυτό το σύστημα σχεδόν μυθικές δυνάμεις- ούτε λίγο ούτε πολύ, ι σχυρίζεται ότι η ισορροπία δυνάμεων, ο κανόνας του χρυσού και το φιλε λεύθερο κράτος, αυτά τα θεμέλια του πολιτισμού του 19ου αιώνα, διαμορ φώθηκαν σε τελευταία ανάλυση από μία κοινή μήτρα, την αυτορυθμιζόμενη αγορά. Ο ισχυρισμός μοιάζει ακραίος, άν όχι χυδαία υλιστικός. Αλλά η ιδιαιτε ρότητα του πολιτισμού, την κατάρρευση του οποίου ζήσαμε, έγκειται α κριβώς στο ότι στηριζόταν σε οικονομικά θεμέλια. Και άλλες κοινωνίες και πολιτισμοί επηρεάστηκαν από το υλικό πλαίσιο ύπαρξής τους — αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό όλης της ανθρώπινης ιστορίας, ουσιαστικά της ί διας της ζωής, θρησκευτικής ή μη, υλικής ή πνευματικής. Όλοι οι τύποι κοινωνιών επηρεάζονται από οικονομικούς παράγοντες. Ο 19ος αιώνας ή ταν, όμως, οικονομικός κατά έναν διαφορετικό και ξεχωριστό τρόπο, επει δή στηρίχθηκε σε ένα κίνητρο που δεν είχε αναγνωρισθεί ή εκτιμηθεί προηγουμένως στην ανθρώπινη ιστορία και, σίγουρα, δεν είχε ποτέ πριν
36
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
εδραιωθεί ως δικαίωση της δράσης και συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή: το κέρδος. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά προήλθε αποκλειστικά από αυ τήν την αρχή. Ο μηχανισμός που τέθηκε σε λειτουργία από το κίνητρο του κέρδους συγκρίνεται στην αποτελεσματικότητά του μόνο με την πιο βίαιη έξαρση του θρησκευτικού πάθους στην ανθρώπινη ιστορία. Στο διάστημα μιας γε νεάς, ολόκληρος ο κόσμος πέρασε κάτω από την επιρροή του. Όπως είναι γενικά γνωστό, ωρίμασε στην Αγγλία ταυτόχρονα με την Βιομηχανική ε πανάσταση, στο πρώτο ήμισυ του 19ου αι. Πέρασε στην ηπειρωτική Ευ ρώπη και την Αμερική περίπου πενήντα χρόνια αργότερα. Τελικά, παντού στον δυτικό κόσμο, παρόμοιες εναλλακτικές λύσεις ενέταξαν τα καθημε ρινά ζητήματα σε ένα μοτίβο, που τα κύρια χαρακτηριστικά του ήταν ταυ τόσημα σε όλες τις χώρες του δυτικού πολιτισμού. Αναζητώντας τη ρίζα του κατακλυσμού, πρέπει να στραφούμε στην άνοδο και την πτώση της οικονομίας της αγοράς. Η οικονομία της αγοράς γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά οι αδυναμίες της δημιούργησαν τις πιο τραγικές επιπλοκές στην ηπειρωτική Ευρώπη. Για να καταλάβουμε τον γερμανικό φασισμό, πρέπει να επιστρέφουμε στην ρικαρντιανή Αγγλία. Ο 19ος αι. υπήρξε σαφώς ο αιώνας της Αγγλίας. Η Βιομηχανική επανάσταση ήταν βρετανικό γεγονός. Η οικονο μία της αγοράς, το ελεύθερο εμπόριο και ο διεθνής κανόνας του χρυσού ήταν βρετανικές εφευρέσεις. Αυτοί οι θεσμοί κατέρρευσαν παντού τη δε καετία του 1920 — στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία, το συμβάν ή ταν απλώς πιο πολιτικό και πιο δραματικό. Αλλά πέρα από τις συνθήκες των τελικών επεισοδίων, οι μακροπρόθεσμοι παράγοντες που συνέτριψαν τον πολιτισμό αυτόν πρέπει να μελετηθούν στην κοιτίδα της Βιομηχανι κής επανάστασης: την Αγγλία.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
37
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ I. ΤΟ ΣΑΤΑΝΙΚΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ, Ο ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΣ 3. «Κατοίκηση ή βελτίωση»
Στο επίκεντρο της Βιομηχανικής επανάστασης του 18ου αι. βρισκόταν μία εκπληκτική βελτίωση των μέσων παραγωγής, που συνοδεύτηκε από μία καταστροφική αποδιάρθρωση της ζωής των απλών ανθρώπων. Θα επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τους παράγοντες που προσδιόρι σαν τις μορφές της αποδιάρθρωσης αυτής, όπως εμφανίσθηκε στην οξύτερή της έκφραση, στην Αγγλία πριν από έναν περίπου αιώνα. Ποιός «σα τανικός μύλος» άλεθε μαζικά τους ανθρώπους; Σε ποιόν βαθμό το είχαν προκαλέσει αυτό οι νέες φυσικές συνθήκες; Σε ποιόν οι νέες οικονομικές εξαρτήσεις που λειτουργούσαν υπό τις νέες συνθήκες; Και ποιός ήταν ο μηχανισμός με τον οποίο καταλύθηκε ο κοινωνικός ιστός και επιχειρήθηκε μια τόσο ανεπιτυχής νέα εναρμόνιση ανθρώπου και Φύσης; Δεν υπήρξε καταφανέστερη αποτυχία της φιλελεύθερης φιλοσοφίας από τη σύλληψη του προβλήματος της αλλαγής. Με έντονη την συναι σθηματική προσήλωση στον αυθορμητισμό, παραμέρισε τη στάση που υ παγορεύει η κοινή λογική απέναντι στην αλλαγή, προς όφελος μιας μυ στικιστικής προθυμίας για αποδοχή των οιωνδήποτε κοινωνικών συνεπει ών της οικονομικής προόδου. Οι βασικές αρχές της πολιτικής επιστήμης αλλά και της πολιτικής καθεαυτής αμφισβητήθηκαν αρχικά, για να ξεχαστούν κατόπιν. Δεν χρειάζεται να διευκρινίσουμε πώς μια διαδικασία ανε ξέλεγκτης αλλαγής, που ο ρυθμός της εμφανίζεται ιδιαίτερα ταχύς, πρέ πει να συγκροτείται, αν είναι δυνατόν, για να διαφυλαχθεί η ευημερία της κοινότητας. Τον 19ο αιώνα, αυτές οι αρχές της παραδοσιακής πολιτικής, συχνά αντανακλάσεις των διδαχών μιας παλαιάς κοινωνικής φιλοσοφίας, απαλείφθηκαν από τη σκέψη των διανοούμενων, διαβρωμένες από μια χυ δαία χρησιμοθηρία που συνδυαζόταν με μιαν άκριτη εμπιστοσύνη στην θεωρητική ικανότητα αυτοθεραπείας της ασύνειδης ανάπτυξης. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός παρανόησε την ιστορία της Βιομηχα νικής Επανάστασης, επειδή επέμενε να κρίνει κοινωνικά γεγονότα από οι κονομική σκοπιά. Σαν παράδειγμα αυτής της κατάστασης, θα στραφούμε σε ένα θεωρητικά απόμακρο ζήτημα: τις περιφράξεις ανοιχτών αγρών και τη μετατροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκοτόπια κατά την πρώιμη περίοδο των Τυδώρ στην Αγγλία, όταν αγροί και κοινόχρηστες εκτάσεις περιφράχθηκαν από τους ευγενείς, με συνέπεια ολόκληρες επαρχίες να απειληθούν με πληθυσμιακή μείωση. Στόχος μας είναι αφ’ ενός να κατα δείξουμε το παράλληλο ανάμεσα στις καταστροφές που επέφεραν οι ευ
38
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
εργετικές τελικά περιφράξεις και σε εκείνες που προέκυψαν από την Βιο μηχανική επανάσταση και, αφ’ ετέρου — και σε ευρύτερο επίπεδο— να α ποσαφηνίσουμε τις εναλλακτικές δυνατότητες που είχε μια κοινότητα α ντιμέτωπη με μία ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη. Οι περιφράξεις θα αποτελούσαν προφανή οικονομική βελτίωση, αν δεν μεσολαβούσε η μετατροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκοτόπια. Η πε ριφραγμένη γη άξιζε διπλάσια και τριπλάσια από την απερίφραχτη. Εκεί που διατηρήθηκε η καλλιέργεια, η προσφορά εργασίας δεν μειώθηκε, ενώ αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή τροφίμων. Η απόδοση της γης αυξήθηκε κατακόρυφα, ιδιαίτερα στην ενοικιαζόμενη γη. Ούτε, όμως, η μετατροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκοτόπια ήταν εντελώς επιβλαβής για την ύπαιθρο, παρ' όλη την ερήμωση οικισμών και τη μείωση της προσφοράς εργασίας που προκάλεσε. Η οικοτεχνία εξα πλωνόταν ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 15ου αι. και, έναν αιώνα αργότε ρα, αποτελούσε κυρίαρχο χαρακτηριστικό της υπαίθρου. Η παραγωγή μαλλιού στο αγρόκτημα έδωσε δουλειά σε ακτήμονες και μικρούς γεωρ γούς που είχαν εκδιωχθεί από τη γη τους και τα νέα κέντρα της υφα ντουργίας εξασφάλιζαν εισόδημα σε πολλούς τεχνίτες. Αλλά — και αυτό ακριβώς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε— τέτοια αντισταθ μιστικά αποτελέσματα μπορούσαν να προκύψουν μόνο σε μία οικονομία της αγοράς. Αν δεν υπάρχει μία τέτοια οικονομία, η ιδιαίτερα κερδοφόρος ενασχόληση με τη βοσκή των προβάτων και την πώληση του μαλλιού τους μπορεί να καταστρέψει την ύπαιθρο. Τα πρόβατα που «έκαναν την άμμο χρυσάφι» θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν το χρυσάφι άμμο, ό πως τελικά συνέβη στον πλούτο της Ισπανίας του 17ου αιώνα, που το κα ταπονημένο έδαφος της ουδέποτε συνήλθε από την υπερεξάπλωση της βοσκής των προβάτων. Το πρόβλημα της αλλαγής διατυπώνεται πολύ παραστατικά σε ένα ε πίσημο έγγραφο του 1607, προς χρήση των Λόρδων του Βασιλείου: «Ο φτωχός θα ικανοποιήσει τον πόθο του για κατοικία, ενώ ο αριστοκράτης δεν θα εμποδισθεί στην επίτευξη του δικού του στόχου, που είναι η οικο νομική βελτίωση». Η διατύπωση αυτή φαίνεται να θεωρεί δεδομένη την ουσία της οικονομικής προόδου, που επιτυγχάνει πρόοδο με αντίτιμο την κοινωνική αποδιάρθρωση. Υπονοεί, όμως, και την τραγική αναγκαιότητα που γαντζώνει τον φτωχό στην καλύβα του, καταδικασμένο από την επι θυμία του πλούσιου για μια δημόσια βελτίωση που θα του αποφέρει ιδιω τικό κέρδος. Οι περιφράξεις έχουν ορθά ονομαστεί επανάσταση των πλούσιων ενα ντίον των φτωχών. Οι λόρδοι και οι ευγενείς διασάλευαν την κοινωνική τάξη, καταστρατηγώντας παμπάλαιους νόμους και έθιμα, άλλοτε με τη χρήση βίας, άλλοτε με πιέσεις και εκφοβισμό. Κυριολεκτικά άρπαζαν από τους φτωχούς το μερίδιό τους στην κοινή γη, γκρεμίζοντας τις κατοικίες που οι φτωχοί θεωρούσαν δικαιωματικά ιδιοκτησία δική τους και των απο γόνων τους. Ο κοινωνικός ιστός απειλούνταν ερημωμένα χωριά και ερεί
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
39
πια κατοικιών μαρτυρούσαν τη βιαιότητα με την οποία είχε επέλθει η επα νάσταση, διακινδυνεύοντας την αμυντική ικανότητα της χώρας, υποβαθμί ζοντας τις πόλεις της, αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό της, μετατρέποντας το καταπονημένο έδαφος της σε έρημο, τρομοκρατώντας τους ανθρώπους της και εξαναγκάζοντάς τους να μετατραπούν από τίμιοι αγρότες σε επαί τες και ληστές. Αν και τα κρούσματα ήταν σποραδικά, ο κίνδυνος να προσλάβουν διαστάσεις εθνικής καταστροφής ήταν σαφής1. Ο βασιλιάς και το Συμβούλιό του, υπουργοί και επίσκοποι, προάσπιζαν το συλλογικό καλό της κοινότητας, ουσιαστικά την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση της κοινωνίας α πέναντι σε αυτήν τη μάστιγα. Καταπολέμησαν την πληθυσμιακή συρρίκνω ση αδιάκοπα επί ενάμισυ αιώνα — από τα 1490 το αργότερο, έως τα 1640. Ο Λόρδος Προστάτης Σόμερσετ έχασε τη ζωή του στα χέρια της αντεπανά στασης, η οποία εξάλειψε όλους τους νόμους για την περίφραξη από τα νο μικά διατάγματα του κράτους και εδραίωσε τη δικτατορία των κτηνοτροφών ευγενών, ιδιαίτερα μετά την ήττα της επανάστασης του Κετ — που οδήγησε στη σφαγή μερικών χιλιάδων χωρικών. Ο Σόμερσετ κατηγορήθηκε, όχι ε ντελώς αβάσιμα, πως είχε ενθαρρύνει τους εξεγερμένους χωρικούς με τη σφοδρή του αποκήρυξη των περιφράξεων. Μια δεύτερη αναμέτρηση ανάμεσα στους δύο αντιπάλους συνέβη πε ρίπου 100 χρόνια αργότερα, αλλά, την περίοδο αυτήν, οι ευγενείς είχαν εξελιχθεί σε εύπορους αριστοκράτες της υπαίθρου και εμπόρους. Υψηλοί πολιτικοί σχεδιασμοί, κοσμικοί και εκκλησιαστικοί, παρακινούσαν τώρα την πολιτική του στέμματος εναντίον των περιφράξεων, και το ζήτημα τε λικά χρησιμοποιήθηκε από τον βασιλιά για την ισχυροποίηση της θέσης του έναντι της αριστοκρατίας, μια αντιπαράταξη που οδήγησε στον θάνα το τον δίΓδίΐοΓοΙ και τον Ι_3υά κατόπιν εντολής του Κοινοβουλίου. Η πολιτι κή της αριστοκρατίας ήταν αντιδραστική, οικονομικά και πολιτικά. Επιπλέ ον, οι περιφραγμένες εκτάσεις προορίζονταν πια για καλλιέργειες και όχι για βοσκοτόπια. Σύντομα, όμως, ο Εμφύλιος πόλεμος εκμηδένισε την πο λιτική των Τυδώρ και των Στιούαρτ. Ομόφωνη υπήρξε η καταδίκη της πολιτικής των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ από τους ιστορικούς του 19ου αι., που η συμπάθειά τους έκλινε φυσικά προς την πλευρά του Κοινοβουλίου, το οποίο προωθούσε τις περι φράξεις. Αν και ένθερμος υποστηρικτής του λαού, ο Η. άθ Β. Οϋββίηε έ γραψε: «Τέτοια προστατευτικά διατάγματα ήταν, κατά κανόνα, μάταια»2. Ο Ιηηθδ ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός: «Οι συνήθεις μέθοδοι τιμωρίας της ληστείας και της αναγκαστικής εκβιομηχάνισης ακατάλληλων αγρών όπως και της αναγκαστικής ώθησης του κεφαλαίου προς λιγότερο προ σοδοφόρες επιχειρήσεις, ως συνήθως, απέτυχαν»3. Ο ΟβίιτΙηθί' δεν δί στασε να αναφερθεί σε έννοιες του ελεύθερου εμπορίου, όπως ο 1. Τβννηθγ, Η.Η., 77)0 Α ογ3Π3Π ΡίούΙβΓπ ίη ίίιβ 16ίή ΟβηΙυιγ, 1912. 2. Οιββίηδ, Η.άθ Β., Τίιβ ΙηάυείηβΙ ΗίεΙοίγ οίΕηςιΙβηά, 1895. 3. Ιηηθδ, ΑΌ., Εηςίαηά υηάβΓ ίίιβ ΤυάοΓε, 1932.
40
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
«οικονομικός νόμος»: «Οι οικονομικοί νόμοι, βέβαια, δεν γίνονταν κατανοη τοί», έγραψε, «και έγιναν προσπάθειες από την πλευρά του νομοθέτη να παρεμποδισθεί η κατεδάφιση των αγροικιών των ακτημόνων από τους γαιο κτήμονες που θεωρούσαν πιο επικερδές να παραδώσουν την καλλιεργήσι μη γη στη βοσκή, παρά να αυξήσουν την παραγωγή μαλλιού. Η συχνή επα νάληψη αυτών των διαταγμάτων απλώς καταδεικνύει την αναποτελεσματικότητά τους»4. Πιο πρόσφατα, οικονομολόγοι, όπως ο Ηθο1<51ίθγ, υπογράμ μισαν πως ο μερκαντιλισμός πρέπει να ερμηνευθεί κυρίως ως ελλιπής κατα νόηση των οικονομικών φαινομένων, τους οποίους προφανώς ο ανθρώπι νος νους θα κατανοούσε μερικούς αιώνες αργότερα5. Στην ουσία, η εναντίον τους νομοθεσία ποτέ δεν μπόρεσε να σταματή σει ή, έστω, να περιορίσει τις περιφράξεις. Ο ϋοΐιη ΗβΙβδ, ένθερμος υποστηρικτής της κοινοπολιτείας των ανθρώπων, παραδέχθηκε πως ήταν αδύνα τον να διωχθούν ποινικά οι αυτουργοί των περιφράξεων, εξ αιτίας της συμ μετοχής υπηρετών τους στα δικαστήρια και «του μεγάλου αριθμού υπηρε τών και πελατών τους που δεν επέτρεπε τη συγκρότηση δικαστηρίου χωρίς αυτούς». Αρκούσε μερικές φορές ένα απλό, επιφανειακό «όργωμα» του α γρού, για να γλιτώσει τον γαιοκτήμονα αριστοκράτη από τη δίωξη. Η σχετικά εύκολη επικράτηση των ιδιωτικών συμφερόντων επί της δι καιοσύνης αντιμετωπίζεται συχνά ως ένδειξη της αναποτελεσματικότη τας της νομοθεσίας, καθώς και της ματαιότητας οποιοσδήποτε «αντιδρα στικής παρέμβασης» στις περιφράξεις. Αυτή, όμως, η άποψη είναι ολότελα άστοχη. Γιατί θα πρέπει η τελική νίκη μιας τάσης να εκλαμβάνεται ως ένδειξη της αναποτελεσματικότητας των προσπαθειών επιβράδυνσής της; Και γιατί δεν πρέπει να θεωρείται στόχος αυτών των προσπαθειών α πλώς και μόνον η επιβράδυνσή της; Ό,τι αποτυγχάνει να διακόψει μιαν ε ξέλιξη, δεν συνεπάγεται πως είναι εντελώς αναποτελεσματικό. Συχνά, η ταχύτητα της αλλαγής είναι εξ ίσου σημαντική με τις κατευθύνσεις της· αλλά ενώ συχνά αυτές είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή μας, η ταχύτητα που έχει η αλλαγή μπορεί κάλλιστα να εξαρτηθεί από εμάς. Η πίστη στην αυτόματη πρόοδο αναγκαστικά απομακρύνει από την ο πτική μας τον ρόλο της κυβέρνησης στην οικονομική ζωή. Αυτός ο ρόλος είναι συνήθως η τροποποίηση του ρυθμού της αλλαγής, η επιτάχυνση ή ε πιβράδυνσή του, ανάλογα με την περίπτωση· αν δεχόμαστε ότι ο ρυθμός αυτός είναι αναλλοίωτος, ή — πιο ακραία— ότι κάθε απόπειρα επηρεασμού του ρυθμού της αλλαγής αποτελεί ιεροσυλία, τότε, βεβαίως, δεν υ πάρχει κανένα περιθώριο για παρέμβαση. Οι περιφράξεις μάς προσφέ ρουν ένα παράδειγμα. Εκ των υστέρων, είναι ολοφάνερο πως υπήρχε ένα ευρωπαϊκό ρεύμα οικονομικής προόδου, που στόχευε στην εξαφάνιση της τεχνητά διατηρημένης ομοιομορφίας των γεωργικών τεχνικών, των διαπλεκόμενων τιμαρίων και του πρωτόγονου θεσμού της κοινοτικής γης. 4. ΘΒίτάπθΓ, ϋ., «Ηθπγυ VIII», Οβιτιβπάςθ Μ ο ό β ίη ΗίείοΓγ, νοΙ.ΙΙ, 1918. 5. ΗθοΚδΜθΓ, Ε.Ρ., Μ β Γ 0 3 ηίίΙίεΓΠ, 1935, σ.104.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
41
Όσο για την Αγγλία, είναι βέβαιο πως η ανάπτυξη της βιομηχανίας μαλλιού αποτέλεσε πλεονέκτημα για τη χώρα, επειδή οδήγησε στην ε δραίωση της βαμβακοβιομηχανίας — βασικού φορέα της Βιομηχανικής ε πανάστασης. Επιπλέον, είναι σαφές ότι η αύξηση της οικοτεχνικής υφα ντουργίας εξαρτιόταν από την αντίστοιχη αύξηση της εσωτερικής παρα γωγής μαλλιού. Αυτά τα στοιχεία αρκούν για να προσδώσουν στη μετα τροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βοσκοτόπια και στις επακόλουθες περι φράξεις τον χαρακτήρα ρεύματος οικονομικής προόδου. Κι όμως, αν δεν υπήρχε η συνεπής πολιτική των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ, ο ρυθ μός της αλλαγής θα απέβαινε καταστροφικός και θα καθιστούσε αυτήν τη διαδικασία μάλλον παρακμιακή παρά αναγεννητική. Ο λόγος ήταν κυρίαις ότι από αυτόν τον ρυθμό εξαρτιόταν η ικανότητα των ακλήρων να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες, δίχως να πληγεί θανάσιμα η υπόστασή τους. Εξαρτιόταν, δηλαδή, το κατά πόσον ήταν σε θέση να βρουν ευκαι ρίες απαχόλησης στις νέες συνθήκες που επέφερε η αλλαγή, και κατά πόσον οι συνέπειες των αυξανόμενων εισαγωγών, αποτέλεσμα της αύξη σης των εξαγωγών, θα επέτρεπαν σε όσους είχαν χάσει τη δουλειά τους να βρουν άλλους τρόπους συντήρησης των οικογενειών τους. Η απάντη ση στο ερώτημα εξαρτιόταν σε κάθε περίπτωση από τους σχετικούς ρυθ μούς αλλαγής και προσαρμογής. Οι συνηθισμένες «μακροπρόθεσμες» προσεγγίσεις της οικονομικής θεωρίας είναι ανεφάρμοστες· κρίνουν εκ των υστέρων το αποτέλεσμα, θεωρώντας ότι το γεγονός εκτυλίχτηκε στα πλαίσια μιας οικονομίας της αγοράς. Όσο και αν μας φαίνεται φυσιο λογική, η άποψη αυτή είναι αδικαιολόγητη: η οικονομία της αγοράς είναι δομή η οποία, όπως πολύ εύκολα ξεχνούμε, υπάρχει μόνο στη δική μας περίοδο και ποτέ άλλοτε. Αλλά και πέραν αυτού, οι «μακροπρόθεσμες» προσεγγίσεις στερούνται νοήματος. Αν το άμεσο αποτέλεσμα μιας αλλα γής είναι καταστροφικό, τότε, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, το τελικό αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Αν η μετατροπή καλλιεργήσιμης γης σε βοσκοτόπια περιλαμβάνει την καταστροφή σπιτιών, την απώλεια συγκε κριμένου ποσοστού απασχόλησης και τη μείωση στην τοπική παραγωγή τροφίμων, τότε τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να θεωρηθούν οριστικά, μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Αυτό δεν αποκλείει τον συνυπολογισμό των πιθανών επιδράσεων της αύξησης των εξαγωγών στο εισόδημα των παραγωγών, ούτε και των πιθανοτήτων εύρεσης εργασίας που δημιουργούνται με την αύξηση της τοπικής παραγωγής μαλλιού· ή, ακόμα, το πώς θα χρησιμοποιήσουν τα αυξημένα τους εισοδήματα οι γαιοκτήμονες, δη λαδή σε νέες επενδύσεις ή σε δαπάνες πολυτελείας. Η σύγκριση του χρονικού ρυθμού της αλλαγής με τον ρυθμό της προ σαρμογής θα κρίνει το τελικό αποτέλεσμα της αλλαγής. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να δεχθούμε τη λειτουργία νόμων της οικονο μίας της αγοράς, όταν δεν υπάρχει οικονομία της αγοράς. Οι νόμοι αυτοί έχουν ισχύ μόνο στο θεσμικό πλαίσιο μιας οικονομίας της αγοράς. Οι πο λιτικοί των Τυδώρ δεν παρανόησαν τα γεγονότα- τα παρανόησαν οι σύγ-
42
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
χρονοι οικονομολόγοι, που η στενότητα της οπτικής τους προϋπέθετε θε ωρητικά την ύπαρξη της οικονομίας της αγοράς. Η Αγγλία άντεξε χωρίς μεγάλες απώλειες τη θύελλα των περιφράξεων, ακριβώς επειδή οι Τυδώρ και οι πρώτοι Στιούαρτ χρησιμοποίησαν τη δύναμη του στέμματος για να επιβραδύνουν τη διαδικασία της οικονομι κής βελτίωσης, μέχρις ότου αυτή καταστεί κοινωνικά ανεκτή, μετερχόμενοι τη δύναμη της κεντρικής εξουσίας για να απαλύνουν τις ζημιές του μετασχηματισμού και προσπαθώντας να ελέγξουν τη διαδικασία της αλ λαγής, με σκοπό να την καταστήσουν λιγότερο ισοπεδωτική. Τα υπουρ γεία και τα άλλα όργανά τους ήταν κάθε άλλο παρά συντηρητικά: αντι προσώπευαν το επιστημονικό πνεύμα της νέας κρατικής πολιτικής, ευνο ώντας τη μετανάστευση ξένων τεχνιτών, προωθώντας με ζήλο νέες τε χνικές, υιοθετώντας στατιστικές μεθόδους και ακριβείς τρόπους αναφο ράς, αγνοώντας έθιμα και παράδοση, το εθιμικό δίκαιο- αν ο νεωτερισμός χαρακτηρίζει τον επαναστάτη, τότε, ίσα ίσα αυτοί υπήρξαν οι επαναστά τες της εποχής. Δέσμευσή τους, η ευημερία της κοινότητας, που εκφρα ζόταν περίλαμπρα στην ισχύ και το μεγαλείο του μονάρχη. Κι όμως, το μέλλον ανήκε στο συνταγματικό καθεστώς και στο Κοινοβούλιο. Η εξου σία του στέμματος υποχώρησε μπροστά στην εξουσία της τάξης που η γούνταν της βιομηχανικής και εμπορικής επανάστασης. Το συνταγματικό καθεστώς συνδέθηκε άμεσα με την πολιτική επανά σταση που αφαίρεσε την εξουσία από ένα στέμμα το οποίο είχε χάσει τη δημιουργικότητά του, και του οποίου ο προστατευτισμός δεν είχε πια ζωτι κή σημασία για μια χώρα που είχε αντέξει τη θύελλα της μετάβασης. Τώρα, η οικονομική πολιτική του στέμματος περιόριζε αναίτια την ισχύ της χώρας και άρχιζε να επιδρά αρνητικά στο εμπόριό της- στην προσπάθεια να διατη ρήσει τα προνόμιά του, το στέμμα τα καταχράστηκε και συνακόλουθα έβλα ψε τους πόρους του έθνους. Η λαμπρή διαχείριση της εργασίας και της βιο μηχανίας, ο προσεκτικός έλεγχος στο κίνημα των περιφράξεων, παρέμειναν τα τελευταία του επιτεύγματα. Αλλά αυτά ακριβώς ξεχάστηκαν αμέ σως, καθώς καπιταλιστές και εργοδότες της ανερχόμενης μεσαίας τάξης υ πήρξαν τα κύρια θύματα του κρατικού προστατευτισμού. Χρειάστηκε να περάσουν άλλοι δύο αιώνες, για να ξαναποκτήσει η Αγγλία μία κοινωνική διαχείριση εξ ίσου αποτελεσματική και άρτια οργα νωμένη με εκείνη που κατέστρεψε η Κοινοπολιτεία. Βέβαια, μια έντονα πατερναλιστική διοίκηση ήταν πια αχρείαστη. Αλλά, από μία άποψη, η το μή είχε φοβερές συνέπειες, γιατί συντέλεσε στην απάλειψη από τη συλ λογική μνήμη των φρικαλεοτήτων της περιόδου των περιφράξεων, καθώς και των επιτευγμάτων της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της πληθυσμιακής μείωσης. Ισως αυτό να βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί δεν έγινε αντι ληπτή η αληθινή φύση της κρίσης όταν, εκατόν πενήντα χρόνια αργότε ρα, μια παρόμοια καταστροφή, με τη μορφή της Βιομηχανικής επανάστα σης, απείλησε τη ζωή και την ευημερία της χώρας. Τη φορά αυτήν έτυχε να είναι το συμβάν αποκλειστικά αγγλικό- έτυχε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
43
και το θαλάσσιο εμπόριο να αποτελέσει την πηγή ενός κινήματος που ε πηρέασε το σύνολο της χώρας· τη φορά αυτήν, ίσα ίσα η βελτίωση στην πιο επιβλητική κλίμακα επέφερε τον όλεθρο στον χώρο κατοικίας των α πλών ανθρώπων. Προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία, οι εργάτες είχαν στοιβαχτεί σε νέους αποτρόπαιους χώρους, στις λεγάμενες βιομηχανικές πόλεις της χώρας· οι χωρικοί είχαν καταντήσει τρωγλοδύτες, ενώ ο θε σμός της οικογένειας απειλούνταν με αφανισμό. Τεράστια τμήματα της χώρας εξαφανίζονταν ταχύτατα, κάτω από όγκους σκουπιδιών που συσ σώρευαν τα «σατανικά εργοστάσια». Συγγραφείς όλων των αποχρώσεων, συντηρητικοί και φιλελεύθεροι, καπιταλιστές και σοσιαλιστές, περιέγραφαν ομόφωνα τις κοινωνικές συνθήκες της Βιομηχανικής επανάστασης σαν μια πραγματική άβυσσο της ανθρώπινης υποβάθμισης. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί καμία ικανοποιητική ερμηνεία του γεγο νότος. Οι σύγχρονοί του πίστεψαν πως ανακάλυψαν την αιτία της κατα στροφής στους σιδηρούς νόμους που ρύθμιζαν τον πλούτο και τη φτώ χεια, τους οποίους αποκαλούσαν νόμο των μισθών και νόμο του πληθυ σμού. Η θεωρία αυτή έχει διαψευστεί. Μία άλλη ερμηνεία του πλούτου και της φτώχειας προβάλλει και υπερτονίζει την εκμετάλλευση εκείνης της περιόδου· αλλά η ερμηνεία αυτή δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το γε γονός της ανωτερότητας των μισθών στις βιομηχανικές παραγκουπόλεις σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο μέρος της χώρας, καθώς και το γεγονός της σταθερής αύξησής τους για έναν ακόμη αιώνα. Συχνά προτείνεται έ να συνονθύλευμα αιτιών, που όμως στερείται βάσης. Η λύση που προτείνω εδώ δεν είναι καθόλου απλή: καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου μου. Θέση μου είναι ότι στην Αγγλία χύθη κε ένας χείμαρρος κοινωνικής αποδιάρθρωσης, που ξεπερνά κατά πολύ αυτόν της περιόδου των περιφράξεων ότι η καταστροφή αυτή ήταν επα κόλουθο ενός τεράστιου κινήματος οικονομικής βελτίωσης και ότι ένας ε ντελώς νέος θεσμικός μηχανισμός είχε αρχίσει να ενεργεί στην δυτική κοινωνία. Οι κίνδυνοί του, που προκάλεσαν αφόρητο πόνο με την εμφάνι σή τους, δεν ξεπεράστηκαν ποτέ. Τέλος, ότι η ιστορία του πολιτισμού του 19ου αι. ήταν κυρίως απόπειρες να προστατευθεί η κοινωνία από τις κατα στροφές που έφερνε ο μηχανισμός αυτός. Η Βιομηχανική επανάσταση α ποτελούσε απλώς την απαρχή μιας επανάστασης τόσο ακραίας και ριζο σπαστικής, που ξεπερνούσε και τους πιο ακραίους στοχαστές· αλλά αυτό το καινούργιο πιστεύω ήταν ολότελα υλιστικό, θεωρώντας πως όλα τα ανθρώπινα προβλήματα μπορούσαν να επιλυθούν, αν υπήρχαν απεριόρι στα υλικά αγαθά. Η ιστορία έχει ειπωθεί αμέτρητες φορές: η επέκταση των αγορών, η ύ παρξη άνθρακα και σιδήρου, το υγρό κλίμα, ευνοϊκό για τη βιομηχανία βάμβακος, το πλήθος των ακλήρων από τις νέες περιφράξεις του 18ου αι., η ε φεύρεση νέων μηχανών και άλλες αιτίες συνδυάστηκαν και έφεραν την Βιομηχανική επανάσταση. Έχει καταδειχθεί εμπεριστατωμένα ότι δεν υ πάρχει μία μοναδική αιτία που να μπορεί να θεωρηθεί αιτία αυτού του τό-
44
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
σο αιφνίδιου και απρόσμενου γεγονότος. Αλλά πώς μπορεί να οριστεί η επανάσταση; Ποιο ήταν το βασικό χαρα κτηριστικό της; Ηταν η άνοδος των εργοστασιακών κέντρων, η εμφάνιση των παραγκουπόλεων, οι πολλές εργάσιμες ώρες των ανηλίκων, οι χαμηλοί μισθοί ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων, η αύξηση του πληθυσμού, ή η γεωγραφική συγκέντρωση των βιομηχανιών; Πιστεύω ότι όλα αυτά ήταν α πλώς συμπτώματα μιας βασικής αλλαγής, της εδραίωσης της οικονομίας της αγοράς, καθώς και ότι η φύση του θεσμού αυτού δεν μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή, αν δεν αντιληφθούμε τον αντίκτυπο που έχει η ύπαρξη της μηχανής σε μία εμπορική κοινωνία. Δεν υποστηρίζω ότι η μηχανή προ ξένησε τα πάντα, αλλά επιμένω πως από τη στιγμή που μία εμπορική κοινω νία χρησιμοποίησε στην παραγωγή σύνθετες μηχανές και εγκαταστάσεις, άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Η χρήση εξειδικευμένων μηχανών σε μιαν αγροτική και εμπορική κοι νωνία παράγει χαρακτηριστικά αποτελέσματα: μία τέτοια κοινωνία αποτελείται από καλλιεργητές και εμπόρους που αγοράζουν και πουλούν τα προϊόντα της γης. Η παραγωγή με τη βοήθεια εξειδικευμένων, σύνθετων ακριβών εργαλείων και εγκαταστάσεων μπορεί να ενταχθεί σε μία τέτοια κοινωνία μόνον αν συνδεθεί η παραγωγή με την αγορά και την πώληση. Ο έμπορος είναι ο μόνος ικανός να αναλάβει κάτι τέτοιο και θα συνεχίσει να το διεκπεραιώνει όσο δεν του προκαλεί ζημία. Θα πουλήσει τα αγαθά με τον ίδιο τρόπο που θα τα πουλούσε σε όσους τα ζητούν. Αλλά θα τα προ μηθευτεί διαφορετικά, δηλαδή όχι αγοράζοντάς τα ετοιμοπαράδοτα, αλλά αγοράζοντας την αναγκαία εργασία και την αντίστοιχη πρώτη ύλη. Τα δύο, συνδυασμένα σύμφωνα με τις εντολές του εμπόρου, συμπεριλαμβανομένης και μίας αναγκαίας αναμονής για την ολοκλήρωση της παραγω γής, αποτελούν το νέο προϊόν. Το παραπάνω δεν αποτελεί περιγραφή μό νο του συστήματος της οικοτεχνίας, αλλά κάθε μορφής βιομηχανικού κα πιταλισμού, και του δικού μας· η πραγματικότητα αυτή έχει σημαντικές συνέπειες στο κοινωνικό σύστημα. Εξ αιτίας του κόστους τους, οι σύνθετες μηχανές αποδίδουν μόνον ό ταν παράγουν μεγάλον αριθμό αγαθών6. Χρησιμοποιούνται χωρίς ζημία εφ’ όσον εξασφαλίζεται η διάθεση του προϊόντος και δεν διακόπτεται η παραγωγή από έλλειψη των αναγκαίων πρώτων υλών. Για τον έμπορο, αυτό σημαίνει ότι όλοι οι σχετικοί παράγοντες πρέπει να είναι διαθέσιμοι στη ζήτηση, με άλλα λόγια, να είναι διαθέσιμοι στις αναγκαίες ποσότητες σε όποιον είναι διατεθειμένος να πληρώσει γι’ αυτούς. Η απουσία μιας τέ τοιος προϋπόθεσης ενέχει κινδύνους για την παραγωγή με ειδικά κατα σκευασμένες μηχανές, τόσο για τον έμπορο που ρισκάρει τα χρήματά του, όσο και για την κοινότητα ως σύνολο, η οποία τελικά εξαρτάται από την απρόσκοπτη παραγωγή για να αντλήσει πόρους και θέσεις εργασίας, αλλά και να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά. 6. 0ΐ3ρΙΐ3ΐτι, ϋ.Η., Εοοηοινίο Ηίείοίγ οί ΜοάθΓη ΒπΙβΐη, νοΙ.ΙΙΙ.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
45
Τέτοιες συνθήκες φυσικά δεν υπήρχαν σε μία αγροτική κοινωνία, άρα έπρεπε να δημιουργηθούν. Η δυνατότητα σταδιακής εμφάνισής τους δεν αναιρεί τον αιφνιδιαστικό χαρακτήρα των αλλαγών. Ο μετασχηματισμός προϋποθέτει μιαν αλλαγή στα κίνητρα δράσης των μελών της κοινωνίας: το κίνητρο του κέρδους πρέπει να αντικαταστήσει το κίνητρο της συντή ρησης. Όλες οι συναλλαγές μετατρέπονται σε χρηματικές συναλλαγές, και αυτές με τη σειρά τους απαιτούν την εισαγωγή της συναλλαγής σε ό λες τις εκφάνσεις της βιομηχανικής ζωής. Όλα τα εισοδήματα πρέπει να πηγάζουν από την πώληση προϊόντων και, ανεξάρτητα από τη φύση της πραγματικής πηγής του, το ατομικό εισόδημα πρέπει να θεωρείται ότι προέρχεται από πώληση. Αυτό ακριβώς υπονοεί ο απλός όρος «σύστημα αγοράς», με τον οποίο ονομάζουμε το θεσμικό σύστημα που περιγράψαμε. Αλλά η εντονότερη ιδιομορφία του συστήματος έγκειται στο γεγονός ότι, αφού εδραιωθεί, πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει μακριά από εξω τερικές παρεμβολές. Το κέρδος δεν είναι πια εγγυημένο, και ο έμπορος πρέπει να αντλεί το κέρδος του από την αγορά. Οι τιμές θα πρέπει να επιτραπεί να αυτορυθμίζονται. Ένα τέτοιο αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγο ράς το αποκαλούμε οικονομία της αγοράς. Η μετάβαση σε αυτό το σύστημα από το προηγούμενο οικονομικό κα θεστώς είναι τόσο ολοκληρωμένη, ώστε μοιάζει περισσότερο στη μετα μόρφωση της χρυσαλίδας σε πεταλούδα παρά σε οποιαδήποτε αλλαγή που εκφράζεται με όρους συνεχούς ανάπτυξης και εξέλιξης. Συγκρίνετε, για παράδειγμα, τις πωλήσεις του εμπόρου-παραγωγού με τις αγοραστι κές του δραστηριότητες: οι πωλήσεις του αφορούν μόνο κατασκευασμέ να προϊόντα· το κατά πόσον επιτυγχάνει να βρει αγοραστές δεν επηρεά ζει τον κοινωνικό ιστό. Αλλά αυτό που αγοράζει είναι πρώτες ύλες και ερ γασία — φύση και άνθρωπο. Η εκμηχάνιση της παραγωγής σε μιαν εμπο ρική κοινωνία οδηγεί ουσιαστικά στην εμπορευματοποίηση ανθρώπου και φύσης. Αυτό το συμπέρασμα, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, είναι αναπό φευκτο. Τίποτε λιγότερο δεν εξυπηρετεί τον σκοπό: προφανώς, η αποσά θρωση που προκαλείται από τέτοιες επινοήσεις θα αποδιαρθρώσει τις αν θρώπινες σχέσεις και θα απειλήσει με αφανισμό το φυσικό περιβάλλον. Ενας τέτοιος κίνδυνος ήταν πράγματι άμεσος. Θα αντιληφθούμε τον πραγματικό του χαρακτήρα, αν εξετάσουμε τους νόμους που διέπουν τον μηχανισμό της αυτορυθμιζόμενης αγοράς.
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
46
4. Κοινωνίες και οικονομικά συστήματα
Πριν εξετάσουμε τους νόμους που διέπουν μία οικονομία της αγοράς, όπως αυτή που επιχείρησαν να εδραιώσουν τον 19ο αι., πρέπει να σχημα τίσουμε σαφή αντίληψη για τις ασυνήθιστες απόψεις που κρύβονται πίσω από το σύστημα αυτό. Με τον όρο οικονομία της αγοράς εννοούμε ένα αυτορυθμιζόμενο σύ στημα αγορών με πιο τεχνικούς όρους, εννοούμε μία οικονομία που διευ θύνεται αποκλειστικά από τις τιμές της αγοράς. Ένα τέτοιο σύστημα, ικα νό να οργανώνει την οικονομική ζωή στο σύνολό της χωρίς έξωθεν βοή θεια ή παρεμβάσεις, ονομάζεται αυτορυθμιζόμενο. Αυτές οι χονδρικές διαπιστώσεις αρκούν για να δείξουν πόσο ριζοσπαστικό ήταν το εγχείρη μα αυτό για την μέχρι τότε ιστορία της ανθρωπότητας. Ας γίνουμε πιο σαφείς: καμία κοινωνία δεν μπορεί φυσιολογικά να δια τηρηθεί για οποιαδήποτε χρονική διάρκεια, αν δεν κατέχει μία μορφή οι κονομικής οργάνωσης. Αλλά, πριν από την εποχή μας, καμία οικονομία δεν ελεγχόταν αποκλειστικά από τις αγορές. Σε πείσμα των θεωρητικών του 19ου αι., το κέρδος που προέρχεται από συναλλαγές δεν είχε παίξει ποτέ πριν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη οικονομία. Αν και η αγορά ως θεσμός απαντάται ήδη από την Ύστερη Λίθινη Περίοδο, ο ρόλος της στην οικονομική ζωή ήταν δευτερεύων. Η άποψή μας αυτή έχει στέρεη θεμελίωση. Ο ίδιος ο Ανταμ Σμιθ διαπί στωνε ότι ο καταμερισμός της εργασίας στην κοινωνία εξαρτιόταν από την ύπαρξη αγορών ή, με τα λόγια του, από «την τάση του ατόμου για δο σοληψίες και ανταλλαγή αγαθών». Αυτή η διατύπωση θα οδηγούσε αργό τερα στη γένεση της έννοιας του Οικονομικού Ανθρώπου. Εκ των υστέ ρων, φαίνεται ότι καμία παρανόηση του παρελθόντος δεν υπήρξε τόσο προφητική για το μέλλον: ενώ την εποχή του Ανταμ Σμιθ αυτή η τάση συ ναλλαγής δεν είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σπουδαιότητα για τη ζωή οποιοσ δήποτε γνωστής κοινότητας και κατείχε δευτερεύοντα ρόλο στην οικονο μική ζωή, εκατό χρόνια αργότερα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη ένα βιομηχανικό σύστημα, το οποίο, πρακτικά και θεωρητικά, υπονοούσε πως όλες οι δραστηριότητες των ανθρώπων, οικονομικές, πο λιτικές και πνευματικές, απέρρεαν από αυτήν την τάση. Το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι., ο Χέρμπερτ Σπένσερ, με την περιορι σμένη του γνώση των οικονομικών, ταύτιζε τον καταμερισμό της εργα σίας με τη συναλλαγή ενώ, πενήντα χρόνια αργότερα, ο Λούντβιχ φον Μίζες και ο Βάλτερ Λίπμαν θα κατέληγαν στην ίδια πλάνη. Η περίοδος ε κείνη γνώρισε ομοφωνία για το ζήτημα αυτό: πολλοί επιστήμονες της πο λιτικής οικονομίας, κοινωνικής ιστορίας, πολιτικής φιλοσοφίας και γενικής κοινωνιολογίας, είχαν ακολουθήσει την κατεύθυνση του Σμιθ και είχαν α
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
47
ναγορεύσει το δικό του πρότυπο του συναλλασσόμενου αγρίου σε αξίω μα των επιστημών τους. Στην πραγματικότητα, οι απόψεις του Σμιθ για την οικονομική ψυχολογία των πρώτων ανθρώπων ήταν εξ ίσου λαθεμέ νες με του Ρουσώ για την πολιτική ψυχολογία των αγρίων. Ο καταμερι σμός της εργασίας, φαινόμενο παλιό όσο η κοινωνία, προέρχεται από δια φορές που πηγάζουν από το φύλο, τη γεωγραφία και τις διανοητικές δυ νατότητες του κάθε ατόμου. Όσο για την υποτιθέμενη τάση του ανθρώ που για οικονομική συναλλαγή, προσλαμβάνει μυστικιστικές διαστάσεις. Αν και η ιστορία και η εθνολογία γνωρίζουν διάφορων ειδών οικονομίες, που οι περισσότερες έχουν αγορές που λειτουργούν, δεν γνωρίζουν κα μία προηγούμενη οικονομία που να ελεγχόταν έστω και λίγο από τις αγο ρές. Αυτό θα καταστεί ολότελα σαφές, αν εξετάσουμε σφαιρικά, και χω ριστά, την ιστορία των οικονομικών συστημάτων και των αγορών. Θα δού με τότε ότι ο ρόλος των αγορών στην εσωτερική οικονομία διάφορων χω ρών ήταν ασήμαντος μέχρι την εποχή μας, και θα αντιληφθούμε σαφέστε ρα τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς. Πρώτα πρώτα, πρέπει να απαλλαγούμε από ορισμένες προκαταλήψεις του 19ου αι., που υποκρύπτονται στην άποψη του Σμιθ για την υποτιθέμενη τάση του πρωτόγονου ανθρώπου για προσοδοφόρες ασχολίες. Επειδή η ά ποψή του σχετιζόταν πολύ πιο άμεσα με το εγγύς μέλλον παρά με το συ γκεχυμένο παρελθόν, δημιούργησε στους οπαδούς του μία παράξενη αντί ληψη για την ανθρώπινη ιστορία: με βάση τις αρχές του Σμιθ, τα διαθέσιμα στοιχεία από το παρελθόν έδειχναν ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε ανα πτύξει μία κομμουνιστική μάλλον, παρά καπιταλιστική νοοτροπία· κατά συ νέπεια, οι οικονομικοί ιστορικοί στράφηκαν αποκλειστικά στη διερεύνηση της περιόδου εκείνης στην οποία ήταν διακριτή η πρακτική της ανταλλαγής, απωθώντας τις πρωτόγονες οικονομίες στη σφαίρα της προϊστορίας. Ασυ ναίσθητα, αυτό οδήγησε στην εμφάνιση μιας «ψυχολογίας της αγοράς», ε πειδή, κατά την σχετικά σύντομη περίοδο των τελευταίων αιώνων, τα πά ντα θεωρούνταν ότι έτειναν προς αυτό που τελικά επικράτησε, δηλαδή την οικονομία της αγοράς, ανεξάρτητα από άλλες τάσεις, που προσωρινά αγνοήθηκαν. Η σύνδεση της οικονομικής ιστορίας με την κοινωνική ανθρω πολογία θα λειτουργούσε διορθωτικά προς αυτήν την «βραχυπρόθεσμη» ο πτική, αλλά αυτό αποφεύχθηκε συστηματικά. Σήμερα, γίνεται φανερό ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με βάση αυτήν τη συλλογιστική. Η συνήθεια να αντιμετωπίζουμε τα τελευταία 10.000 χρόνια και όλες τις πρώιμες κοινωνίες ως πρελούδιο της πραγμα τικής ιστορίας του πολιτισμού μας, που ξεκινά με τη δημοσίευση του Πλούτου των Εθνών το 1776, είναι τουλάχιστον παρωχημένη. Ολοκληρώ νει την ιστορική της διαδρομή στις μέρες μας· και στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε τις εναλλακτικές προτάσεις του μέλλοντος, πρέπει να συ γκροτήσουμε τη φυσική μας ροπή να ακολουθήσουμε τις τάσεις των προ γόνων μας. Η ίδια προκατάληψη, που έκανε τη γενιά του Άνταμ Σμιθ να θεωρεί ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος είχε κλίση προς την ανταλλαγή, οδή
48
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
γησε τους διαδόχους της να χάσουν κάθε ενδιαφέρον για τον πρώιμο άν θρωπο, με βάση τη γνώση τους ότι δεν τον χαρακτήριζε αυτή η κλίση. Η παράδοση των κλασικών οικονομολόγων, που επιχείρησαν να θεμελιώ σουν τους νόμους της αγοράς πάνω σε «φυσικές τάσεις» του ανθρώπου, αντικαταστάθηκε από την πλήρη αδιαφορία για την κουλτούρα του «απο λίτιστου» ανθρώπου, επειδή αυτή δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήμα τα της εποχής μας. Μια τόσο υποκειμενική θεώρηση των παρελθόντων πολιτισμών δεν πρέ πει να έχει κανένα ενδιαφέρον για την επιστημονική έρευνα. Οι διαφορές ανάμεσα σε «απολίτιστους» και «πολιτισμένους» λαούς έχουν υπερδιογκωθεί, ιδιαίτερα στη σφαίρα της οικονομίας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι μορφές βιομηχανικής ζωής στην αγροτική Ευρώπη ήταν μέχρι πρόσφατα σχεδόν οι ίδιες με εκείνες που επικρατούσαν και χιλιάδες χρόνια πριν. Με την εισαγωγή του αλετριού — στην ουσία, μιας μεγάλης αξίνας που την έ σερναν ζώα— οι γεωργικές μέθοδοι στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι περίπου την έλευση των νεότερων χρόνων. Ουσιαστικά, η πολιτισμική πρόοδος των περιοχών αυτών ήταν κυρίως πολιτική, διανοητική και πνευματική. Από την άποψη των υλικών συνθηκών, η δυτική Ευρώπη του 1100 μ.Χ., δύσκολα συγκρινόταν με τον ρωμαϊκό κόσμο της προηγούμενης χιλιετίας. Αλλά και αργότε ρα, η αλλαγή εμφανίσθηκε εντονότερα στους τομείς της κρατικής πολιτι κής, της λογοτεχνίας και των τεχνών, και ιδιαίτερα στη θρησκεία και την παιδεία, παρά στην βιομηχανική οργάνωση. Η οικονομική πραγματικότητα της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν χονδρικά η ίδια με της Περσίας, της Ινδίας και της Κίνας, ενώ δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί σε πλούτη και κουλτού ρα το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου, πριν από 2.000 χρόνια. Ο Μαξ Βέμπερ ήταν από τους πρώτους οικονομικούς ιστορικούς που εναντιώθηκαν στον παραγκωνισμό των πρωτόγονων οικονομιών ως άσχε των προς τα κίνητρα και τους μηχανισμούς των πολιτισμένων κοινωνιών. Οι κατοπινές έρευνες της κοινωνικής ανθρωπολογίας τον δικαίωσαν απόλυτα: αυτό που αναδεικνύουν έντονα οι πρόσφατες μελέτες των πρωτόγονων κοινωνιών είναι το αμετάβλητο του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος. Τα φυ σικά του χαρίσματα επανεμφανίζονται με αξιοσημείωτη συνέπεια σε κοινω νίες όλων των περιόδων και περιοχών και οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιβίωση της κοινωνίας εμφανίζονται σταθερά οι ίδιες. Σπουδαία ανακάλυψη της πρόσφατης ιστορικής και ανθρωπολογικής έ ρευνας αποτελεί το γεγονός ότι, κατά κανόνα, η ανθρώπινη οικονομία θε μελιώνεται στις κοινωνικές σχέσεις: ο άνθρωπος δεν δρα για να διασφα λίσει το ατομικό του συμφέρον στην κατοχή υλικών αγαθών δρα για να διασφαλίσει την κοινωνική του υπόσταση, τις κοινωνικές του κατακτήσεις και φιλοδοξίες. Εκτιμά τα υλικά αγαθά, μόνον εφ’ όσον συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ούτε η παραγωγή ούτε η διανομή αγαθών συνδέ ονται με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα σχετικά με την κατοχή α γαθών αλλά κάθε στάδιο αυτής της διαδικασίας αντιστοιχεί σε συγκεκρι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
49
μένα κοινωνικά συμφέροντα, που τελικά εξασφαλίζουν την ολοκλήρωσή της. Αυτά τα συμφέροντα είναι πολύ διαφορετικά σε μια μικρή κοινότητα κυνηγών ή ψαράδων και σε μια μεγάλη δεσποτική κοινωνία, αλλά και στις δύο περιπτώσεις το οικονομικό σύστημα θα λειτουργεί με βάση μη οικο νομικά κίνητρα. Αν την δούμε από τη σκοπιά της επιβίωσης, η εξήγηση είναι απλή. Ας εξετάσουμε μία φυλετική κοινωνία. Τα ατομικά οικονομικά συμφέροντα έ χουν ελάχιστη σπουδαιότητα, επειδή η κοινότητα προστατεύει τα μέλη της από τον λιμό, όσο δεν υποκύπτει η ίδια σε μία φυσική καταστροφή — περίπτωση στην οποία, πάλι, απειλείται το συλλογικό και όχι το ατομικό συμφέρον. Από την άλλη, η διατήρηση κοινωνικών δεσμών είναι ζωτικής σημασίας γιατί, πρώτον, αν αγνοήσει τον γενικά αποδεκτό κώδικα τιμής ή γενναιοδωρίας, το άτομο αποβάλλεται από την κοινότητα. Δεύτερον, ε πειδή, μακροπρόθεσμα, όλες οι κοινωνικές υποχρεώσεις είναι αμοιβαίες και η ικανοποίησή τους εξυπηρετεί και το ατομικό συμφέρον του κάθε μέ λους. Μια τέτοια κατάσταση πρέπει να ασκεί συνεχή πίεση στο άτομο για να περιορίζει το ατομικό οικονομικό συμφέρον στη συνείδηση του, σε βαθμό που να τον καθιστά ανίκανο να συλλάβει σε πολλές (μα όχι σε ό λες τις) περιπτώσεις τις συνέπειες των πράξεών του, από τη σκοπιά του ατομικού του συμφέροντος. Η στάση αυτή ενισχύεται από τις συχνές κοι νοτικές δραστηριότητες, όπως το μοίρασμα της τροφής ή το μερτικό στα λάφυρα από μία μακρινή και επικίνδυνη εκστρατεία της φυλής. Η κοινωνική αξία που αποδίδεται στη γενναιοδωρία δεν συγκρίνεται με οποιοσδήποτε άλλης πράξης, με εξαίρεση την πλήρη αυταπάρνηση. Ελά χιστα ενδιαφέρει ο προσωπικός χαρακτήρας του κάθε μέλους. Ο άνθρω πος μπορεί να είναι καλός ή κακός, κοινωνικός ή αντικοινωνικός, ανάλογα με τις κοινωνικές αξίες. Ο εξορκισμός του φθόνου από την κοινότητα επι βραβεύεται τελετουργικά, όπως ακριβώς ο δημόσιος έπαινος είναι προνό μιο του φιλόπονου, επιδέξιου και πετυχημένου κηπουρού (εκτός και αν εί ναι υπερβολικά πετυχημένος, οπότε δεν θα επαινεθεί, γιατί θα θεωρηθεί θύμα μαύρης μαγείας). Τα ανθρώπινα πάθη, καλά ή κακά, απλώς αποσκοπούν σε μη οικονομικούς στόχους. Η τελετουργική επίδειξη αποσκοπεί στο να κεντρίσει την άμιλλα, και το έθιμο της κοινοτικής εργασίας απο σκοπεί στο να εξυψώσει τα ποιοτικά και τα ποσοτικά πρότυπα της φυλής. Η απουσία της έννοιας του κέρδους ή του πλούτου, με εξαίρεση αντικεί μενα που προσδίδουν κοινωνικό γόητρο, εξηγείται, αν λάβουμε υπ’ όψη τη θεώρηση κάθε πράξης ανταλλαγής ως δώρο που πρέπει να ανταποδο θεί, αν και όχι απαραίτητα από το ίδιο άτομο — διαδικασία που καθορίζε ται λεπτομερέστατα και διαφυλάσσεται με πολύπλοκες μεθόδους δημο σιότητας, με μαγικές τελετές ή με τη δημιουργία «δυαδικοτήτων» στις ο ποίες οι ομάδες των ανθρώπων συνδέονται με αμοιβαίες υποχρεώσεις. Αυτή η περιγραφή των γενικών χαρακτηριστικών μιας δυτικής μελανησιακής κοινότητας δεν συμπεριέλαβε τη σεξουαλική χωροταξική της ορ γάνωση, σε σχέση με την οποία ασκούν την επίδρασή τους η παράδοση, η
50
ΚΑΡΙΡΟ ΙΑΝ ΥΙ
μαγεία και η θρησκεία- γιατί αποσκοπούσαμε απλώς να περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο τα λεγάμενα οικονομικά κίνητρα πηγάζουν από το ευ ρύτερο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν σε ένα σημείο: στην απουσία του κινήτρου του κέρδους, στην απουσία της αρχής της εργασίας με αμοιβή ή της αρχής της ελάχιστης προσπάθει ας για μέγιστο κέρδος. Και ιδιαίτερα, στην απουσία ενός ξεχωριστού και διακριτού θεσμού, που βασίζεται σε οικονομικά κίνητρα. Πώς, όμως, δια σφαλίζεται η ομαλή παραγωγή και διανομή; Την απάντηση μας δίνουν κυρίως δύο αρχές συμπεριφοράς, που δεν σχετίζονται άμεσα με την οικονομία: η αρχή της αμοιβαιότητας και η αρχή της αναδιανομής. Στους κατοίκους των νήσων Τρόμπριαντ της δυτικής Μελανησίας, που χρησιμεύουν ως παράδειγμα μιας τέτοιας οικονομίας, η αμοιβαιότητα αφορά κυρίως στη σεξουαλική οργάνωση της κοινωνίας, δη λαδή την οικογένεια και τους δεσμούς αίματος· η αναδιανομή αφορά κυ ρίως σε όσους βρίσκονται υπό την ηγεμονία του ίδιου αρχηγού, είναι συνε πώς εδαφικού χαρακτήρα. Ας εξετάσουμε αυτές τις αρχές χωριστά. Η συ ντήρηση της οικογένειας — της γυναίκας και των παιδιών— είναι υποχρέω ση των εξ αίματος συγγενών τους. Ο άνδρας, που φροντίζει την αδελφή του και την οικογένειά της παρέχοντάς τους τα πιο εκλεκτά προϊόντα από τη σοδειά του, κερδίζει περισσότερο σε εκτίμηση και λιγότερο σε υλικές απολαυές. Αν είναι οκνηρός, αυτό βλάπτει καίρια τη φήμη του. Η αρχή της α μοιβαιότητας θα λειτουργήσει προς όφελος της γυναίκας και των παιδιών του, ανταμείβοντάς τον έτσι για την αρετή του. Η τελετουργική έκθεση των αγαθών, τόσο στον κήπο του όσο και μπροστά στην αποθήκη του αποδέκτη τους, θα εξασφαλίσει πως η υψηλή τους ποιότητα θα γίνει καθολικά γνω στή. Είναι φανερό πως η οικονομία του κήπου και του νοικοκυριού αποτελεί εδώ μέρος των κοινωνικών σχέσεων που σχετίζονται με το γόητρο του κα λού νοικοκύρη και του χρηστού πολίτη. Η ευρεία αρχή της αμοιβαιότητας ε ξασφαλίζει την παραγωγή και τη συντήρηση της οικογένειας. Εξ ίσου αποτελεσματική είναι η αρχή της αναδιανομής. Σημαντικό μέ ρος της παραγωγής του νησιού παραδίδεται από τους πρεσβύτερους στον αρχηγό, που την αποθηκεύει. Εφ’ όσον, όμως, οι δραστηριότητες της κοινότητας εστιάζονται σε γιορτές, χορούς και άλλες εκδηλώσεις στις οποίες οι νησιώτες ψυχαγωγούν φίλους και επισκέπτες από άλλα νη σιά (στις οποίες ανταλάσσονται αγαθά εξωτερικού εμπορίου, ανταλλάσ σονται δώρα σύμφωνα με το πρωτόκολλο, και ο αρχηγός μοιράζει τα πα ραδοσιακά δώρα σε όλους), καθίσταται σαφής η τεράστια σημασία της α ποθήκευσης. Από τη σκοπιά της οικονομίας, η αποθήκευση αποτελεί ου σιαστικό μέρος του καταμερισμού της εργασίας, της φορολόγησης προς όφελος του δημοσίου ή για αμυντικές δαπάνες. Αλλά όλες αυτές οι λει τουργίες ενός καθαρά οικονομικού συστήματος αφομοιώνονται τελείως στις ιδιαίτερα έντονες εμπειρίες, που προσφέρουν πάμπολλα μη οικονομι κά κίνητρα για κάθε πράξη που τελείται στο πλαίσιο του συνολικού κοινω νικού συστήματος.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
51
Πάντως, παρόμοιες αρχές συμπεριφοράς αποβαίνουν αποτελεσματι κές μόνον όταν είναι διαθέσιμες θεσμικές μορφές για την εφαρμογή τους. Η αμοιβαιότητα και η αναδιανομή είναι σε θέση να διασφαλίσουν τη λειτουργία ενός συστήματος οικονομίας δίχως γραπτά αρχεία και σύνθε τη διοίκηση, μόνον επειδή η οργάνωση τέτοιων κοινωνιών ικανοποιεί τις προϋποθέσεις αυτής της κατεύθυνσης, με τη βοήθεια σχημάτων όπως η συμμετρία και η κεντρικότητα. Η αμοιβαιότητα διευκολύνεται σημαντικά από τη θεσμική μορφή της συμμετρίας, συχνό χαρακτηριστικό της κοινωνικής οργάνωσης των αναλ φάβητων λαών. Η έντονη «δυαδικότητα» που απαντάται στις φυλετικές υ ποδιαιρέσεις διευκολύνει τον σχηματισμό ιδιωτικών σχέσεων και, συνακό λουθα, υποβοηθά την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών, παρά την απου σία μονίμων αρχειακών καταχωρίσεων. Λίγα γνωρίζουμε για την καταγω γή της «δυαδικότητας», αλλά κάθε παράκτιο χωριό των νήσων Τρόμπριαντ έχει το ομόλογό του σε ένα μεσόγειο χωριό, διευκολύνοντας έτσι την ση μαντική ανταλλαγή καρπών και ψαριών, αν και αυτή παίρνει τη μορφή α μοιβαίου δωρισμού και δεν συμβαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα. Στο εμπόριο των Κούλα, κάθε άτομο έχει τον συνεταίρο του σε ένα άλλο νη σί, προσωποποιώντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την αρχή της αμοιβαιότητας. Δίχως τη συχνότητα της συμμετρικής μορφής των φυλετικών υποδιαιρέ σεων, της τοποθεσίας των οικισμών και των διαφυλετικών σχέσεων, θα ή ταν ανέφικτη μία ευρεία αμοιβαιότητα που βασίζεται στη μακροπρόθεσμη λειτουργία ξεχωριστών πράξεων συναλλαγής. Εξ άλλου, η θεσμική μορφή της κεντρικότητας, ως έναν βαθμό παρούσα σε όλες τις ανθρώπινες ομάδες, παρέχει ένα κανάλι για τη συλλογή, απο θήκευση και αναδιανομή των αγαθών και των υπηρεσιών. Τα μέλη μιας κυ νηγετικής φυλής συνήθως παραδίδουν το θήραμα στον αρχηγό, ο οποίος φροντίζει για τη διανομή του. Λόγω της φύσης του κυνηγιού, το πλήθος των θηραμάτων ποικίλλει, πέραν του ότι αυτά αποτελούν αποτέλεσμα συλ λογικής προσπάθειας. Στις συνθήκες αυτές, δεν υπάρχει άλλη εφικτή μέθο δος νομής, εφ’ όσον η ομάδα δεν διαλύεται μετά από κάθε εξόρμηση. Μια παρόμοια ανάγκη υπάρχει σε όλες τις μη χρηματικές οικονομίες. Όσο ευρύ τερη η περιφέρεια και όσο πιο ποικίλο το προϊόν, τόσο η αναδιανομή συντε λεί σε έναν αποτελεσματικό καταμερισμό της εργασίας, επειδή οφείλει να συνδέει γεωγραφικά διαφοροποιημένες ομάδες παραγωγών. Συμμετρία και κεντρικότητα απαντούν από κοινού στις ανάγκες της α μοιβαιότητας και της αναδιανομής: θεσμικές μορφές και αρχές συμπερι φοράς ρυθμίζονται αμοιβαία. Εφ’ όσον η κοινωνική οργάνωση παραμένει αδιατάρακτη, δεν εμφανίζονται ιδιωτικά οικονομικά κίνητρα, ούτε και υ πάρχει περίπτωση να εκδηλωθεί φυγοπονία. Ο καταμερισμός της εργα σίας διασφαλίζεται αυτόματα και οι οικονομικές υποχρεώσεις εκπληρώνο νται εμπρόθεσμα. Πάνω απ’ όλα, παρέχονται τα μέσα για μία υπερφίαλη επίδειξη της αφθονίας των αγαθών σε κάθε δημόσιο εορτασμό. Σε μια τέ τοια κοινότητα, η ιδέα του κέρδους είναι εξοστρακισμένη· το παζάρεμα α-
52
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ποτελεί αξιόμεμπτη πράξη. Αρετή θεωρείται η δωρεάν και ανιδιοτελής προσφορά. Η υποτιθέμενη τάση για οικονομική συναλλαγή δεν εμφανίζε ται. Ουσιαστικά, το οικονομικό σύστημα αποτελεί απλώς μία λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης. Δεν πρέπει, όμως, σε καμία περίπτωση να συμπεράνουμε ότι τέτοιες κοι νωνικοοικονομικές αρχές απαντώνται μόνο σε πρωτόγονες διαδικασίες ή σε μικρές κοινότητες· ούτε ότι μία οικονομία δίχως κέρδος και αγορά είναι κατ’ ανάγκην απλή. Το δίκτυο Κούλα στη δυτική Μελανησία, που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας, αποτελεί μία από τις πιο εξελιγμένες μορφές εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των ανθρώπων όσο για την αναδιανομή, συντελούνταν σε γιγαντιαία κλίμακα στον πολιτισμό των πυραμίδων. Οι νήσοι Τρόμπριαντ σχηματίζουν ένα σχεδόν κυκλικό αρχιπέλαγος, και μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αυτού του αρχιπελάγους αφιερώνει ση μαντικό μέρος του χρόνου του στο εμπόριο Κούλα. Το ονομάζουμε «ε μπόριο», αν και δεν περικλείει κέρδος, χρηματικό ή σε είδος- κανένα αγα θό δεν διατίθεται ούτε κατέχεται σε μόνιμη βάση· η απόλαυση των αγα θών συνίσταται στην παράδοσή τους σε κάποιον τρίτο- δεν υπάρχει παζά ρεμα ούτε συναλλαγή, και η όλη διαδικασία ορίζεται καθ’ ολοκληρίαν από τη μαγεία και την κοινωνική εθιμοτυπία. Παρ’ όλα αυτά, είναι εμπόριο, και οι ιθαγενείς επιχειρούν μεγάλες εξορμήσεις σε τακτά διαστήματα, με σκοπό να φέρουν ένα συγκεκριμένο πολύτιμο αντικείμενο στους κατοί κους μακρινών νησιών του αρχιπελάγους, στα οποία πηγαίνουν με τη φο ρά των δεικτών του ρολογιού- αντίστοιχα, διοργανώνονται άλλες εξορμή σεις στα νησιά του αρχιπελάγους, με φορά αντίθετη από των δεικτών του ρολογιού, για τη μεταφορά άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Μακροπρόθε σμα, και οι δύο κατηγορίες αντικειμένων, παραδοσιακά περιβραχιόνια από λευκό κοχύλι και περιδέραια από κόκκινο, θα κάνουν τον γύρο του αρχι πελάγους, διαδρομή που διαρκεί ως και μία δεκαετία. Επιπλέον, κατά κανόνα υπάρχουν ζεύγη «συνεταίρων» στο Κούλα, που θα ανταποδώσουν ένα δώρο Κούλα με εξ ίσου πολύτιμα περιβραχιό νια και περιδέραια, κατά προτίμηση εκείνα που είχαν κάποτε περιέλθει στην κατοχή σημαντικών προσώπων. Αυτή η συστηματική ανταλλαγή πο λύτιμων αντικειμένων σε μεγάλες αποστάσεις περιγράφεται ορθά ως ε μπόριο. Κι όμως, αυτό το πολυσύνθετο σύνολο λειτουργεί αποκλειστικά στη βάση της αμοιβαιότητας. Ενα περίπλοκο σύστημα, που συνδέει τον χώρο, τον χρόνο και τον άνθρωπο και καλύπτει μεταφέροντας χιλιάδες α ντικείμενα εκατοντάδες μίλια σε δεκαετίες, διεκπεραιώνεται δίχως γρα πτή καταχώριση, αλλά και δίχως κανένα κίνητρο κέρδους ή ανταλλαγής. Αυτό που κυριαρχεί είναι η αμοιβαιότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς. Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα αποτελεί εκπληκτικό οργανωτικό επίτευγ μα, από οικονομικής πλευράς. Πράγματι, αναρωτιόμαστε αν η πιό σύγχρο νη οργάνωση της οικονομίας της αγοράς, που στηρίζεται σε ακριβή τήρη ση λογιστικών, θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε έναν παρόμοιο στόχο. Πολύ πιθανόν, οι διάφοροι πωλητές δεν θα είχαν κέρδος και θα προτιμού
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
53
σαν να αποσυρθούν από την αγορά, εξ αιτίας της ύπαρξης αμέτρητων μο νοπωλιακών συμφωνιών αγοράς και πώλησης των αντικειμένων, με σα φείς περιορισμούς για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή. Η αναδιανομή έχει, κι αυτή, την μακρά και ποικιλόμορφη ιστορία της, που σχεδόν φτάνει στους νεότερους χρόνους. Ο ιθαγενής Μπεργκντάμα που επιστρέφει από το κυνήγι, η γυναίκα που επιστρέφει από το μάζεμα ριζών, φύλλων ή καρπών, οφείλουν να παραδώσουν το μεγαλύτερο μέ ρος της παραγωγής τους στους υπόλοιπους ανθρώπους που ζουν μαζί τους. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι μοιράζονται το προϊόν της δραστηριότητάς τους με τους συμπατριώτες τους. Ως αυτό το σημείο επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας: η απόδοση του σήμερα θα ανταμειφθεί με την παραλαβή του αύριο. Αλλά σε μερικές φυλές υπάρχει ένας ενδιάμεσος, συνήθως ο πρεσβύτερος ή ένα άλλο σημαίνον πρόσωπο της ομάδας· αυ τός δέχεται και διανέμει τις προμήθειες, ιδιαίτερα όταν αυτές είναι προς αποθήκευση. Αυτό αποτελεί καθαρή αναδιανομή. Προφανώς, οι κοινωνι κές συνέπειες αυτής της μεθόδου διανομής είναι τεράστιες, επειδή δεν είναι όλες οι φυλές δημοκρατικά οργανωμένες όπως οι πρωτόγονοι κυνη γοί. Είτε αυτή η αναδιανομή τελείται από μία ισχυρή οικογένεια είτε από ένα σημαίνον πρόσωπο, μία διοικούσα αριστοκρατία ή μία ομάδα γραφειο κρατών, όλοι θα επιχειρήσουν να ενισχύσουν την πολιτική τους οντότητα, προσδίδοντας μιαν ιδιαιτερότητα στη μέθοδο αναδιανομής των αγαθών. Στο πότλατς των Κβακιούτλ, αποτελεί ένδειξη τιμής για τον φύλαρχο να επιδεικνύει και να μοιράζει την πλούσια συλλογή δερμάτων του- αλλά κά νει τη μοιρασιά έτσι, ώστε να καταστήσει τους αποδέκτες υπόχρεους, να τους κάνει οφειλέτες και, κατόπιν, ακολούθους του. Όλες οι μεγάλες μη χρηματικές οικονομίες λειτουργούσαν με βάση την αρχή της αναδιανομής. Το βασίλειο του Χαμουραμπί στη Βαβυλώνα και ιδιαίτερα το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου ήταν συγκεντρωτικές δεσπο τείες γραφειοκρατικού τύπου, που θεμελιώνονταν σε μια τέτοια οικονο μία. Το νοικοκυριό της πατριαρχικής οικογένειας αναπαραγόταν σε υπερ βολικά μεγεθυμιένο βαθμό, ενώ η «κομμουνιστική» [κοινοκτημονική] του αναδιανομή είχε διαβαθμίσεις, που αφορούσαν σε αυστηρώς διαφοροποι ημένα μερίδια. Πάμπολλες αποθήκες ήταν έτοιμες να δεχθούν το προϊόν της δραστηριότητας του χωρικού, είτε ήταν κτηνοτρόφος είτε κυνηγός, φούρναρης, κεραμοποιός, υφαντής ή οτιδήποτε άλλο. Το προϊόν κατα γραφόταν επιμελώς και, αν δεν καταναλωνόταν επί τόπου, μεταφερόταν από μικρές σε μεγαλύτερες αποθήκες, ώσπου να φτάσει στους χώρους της κεντρικής διοίκησης, στην αυλή του Φαραώ. Υπήρχαν χωριστές απο θήκες για υφάσματα, για έργα τέχνης, για διακοσμητικά αντικείμενα, καλ λυντικά, ασημικά, την βασιλική ιματιοθήκη κτλ. Υπήρχαν και τεράστιες α ποθήκες δημητριακών, κελάρια κρασιών και οπλοστάσια. Αλλά η αναδιανομή στην κλίμακα που γνώρισαν οι Αιγύπτιοι δεν πε ριοριζόταν αποκλειστικά σε μη χρηματικές οικονομίες. Όλα τα αρχαία βα σίλεια χρησιμοποιούσαν μεταλλικό νόμισμα για την πληρωμή φόρων και
54
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
μισθών, αλλά κατά τα άλλα βασίζονταν σε πληρωμές σε είδος, από σιτα ποθήκες και κάθε είδους αποθήκες, από τις οποίες διένεμαν τα πιο ποικί λα αγαθά για χρήση και κατανάλωση κυρίως από το μη παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού: τους αξιωματούχους, τους στρατιωτικούς και την άρχουσα τάξη. Τέτοιο ήταν το σύστημα στην αρχαία Κίνα, την αυτοκρατορία των Ίνκας, τα βασίλεια της Ινδίας και τη Βαβυλώνα. Σ’ αυτούς, όπως και σε πολλούς άλλους πολιτισμούς με σπουδαία οικονομικά επιτεύγματα, ο μηχανισμός της αναδιανομής είχε προωθήσει έναν εξελιγμένο καταμερι σμό της εργασίας. Η ίδια αρχή ίσχυε και στις φεουδαλικές συνθήκες. Στις εθνικά διαστρωματωμένες κοινωνίες της Αφρικής, συμβαίνει συχνά το ανώτερο στρώμα να απαρτίζεται από βοσκούς, οι οποίοι εγκαθίστανται σε κοινότη τες καλλιεργητών που χρησιμοποιούν ακόμα το δικράνι. Τα δώρα που παίρνουν οι βοσκοί είναι κυρίως αγροτικά — δημητριακά ή μπίρα— ενώ τα δώρα που δίνουν μπορεί να είναι ζώα, ιδίως πρόβατα ή κατσίκια. Στις πε ριπτώσεις αυτές υπάρχει καταμερισμός της εργασίας, αν και συνήθως άνισος, ανάμεσα στα διάφορα στρώματα της κοινωνίας: η διανομή μπορεί συχνά να περικλείει έναν βαθμό εκμετάλλευσης, ενώ συγχρόνως η συμ βίωση ευνοεί τις ανάγκες και των δύο στρωμάτων, εξ αιτίας των πλεονε κτημάτων που παρέχει ο εξελιγμένος καταμερισμός της εργασίας. Πολιτι κά, οι κοινωνίες αυτές έχουν φεουδαρχικό καθεστώς, ανεξάρτητα από το αν η γη ή το κοπάδι αποτελούν την κυρίαρχη αξία. Υπάρχουν αρκετά «κτηνοτροφικά φέουδα στην ανατολική Αφρική». Ο ΤΙιυπΊννΗΐά, τον οποίο ακολουθούμε πιστά στο θέμα της αναδιανομής, μπορούσε συνεπώς να ι σχυριστεί ότι, παντού, ο φεουδαλισμός εμπεριείχε ένα σύστημα αναδια νομής. Μόνο σε πολύ προηγμένες συνθήκες και ειδικές περιστάσεις καθί σταται αυτό το σύστημα κυρίως πολιτικό, όπως συνέβη στην δυτική Ευ ρώπη, όπου η αλλαγή πήγασε από την ανάγκη προστασίας του βασάλου και όπου τα δώρα μετατράπηκαν σε φεουδαλικούς δεσμούς υποτέλειας. Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν ότι η αναδιανομή τείνει και να εμπλέξει στις κοινωνικές σχέσεις το καθαυτό οικονομικό σύστημα. Κατά κανό να, η διαδικασία της αναδιανομής αποτελεί τμήμα του επικρατούντος πο λιτικού καθεστώτος, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι της φυλής, της πόλης-κράτους, του δεσποτισμού ή του φεουδαλισμού του κοπαδιού ή της γης. Η παραγωγή και διανομή των αγαθών οργανώνεται κυρίως δια μέσου της συλλογής, φύλαξης και αναδιανομής, και το σύστημα εστιάζεται ανά λογα στον αρχηγό, τον ναό, τον δεσπότη ή τον φεουδάρχη. Καθώς οι σχέσεις της άρχουσας ομάδας με τους υποτελείς ποικίλλουν ανάλογα με τη θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, η αρχή της αναδιανομής περι κλείει ποικίλα ατομικά κίνητρα, από το εθελοντικό μοίρασμα του θηράμα τος από τους κυνηγούς, ως τον φόβο της τιμωρίας, που ωθεί τον φελλάχο να αποδώσει τον δικό του φόρο σε είδος. Στην παραπάνω παρουσίαση, σκόπιμα αγνοήσαμε τη ζωτική διάκριση ανάμεσα σε ομοιογενείς και διαστρωματωμένες κοινωνίες, δηλαδή σε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
55
κοινωνίες που είναι στο σύνολό τους κοινωνικά ενοποιημένες και σε κοινω νίες που χωρίζονται σε δυνάστες και υποτελείς. Αν και η σχετική πραγματι κότητα δούλων και αφεντάδων είναι πολύ διαφορετική από των ελεύθερων, ίσων μελών μερικών κυνηγετικών φυλών, και συνεπώς τα κίνητρα στις δύο κοινωνίες θα διαφέρουν σημαντικά, η οργάνωση του οικονομικού συστήμα τος μπορεί ακόμα να βασίζεται στις ίδιες αρχές, που ενδέχεται να συνοδεύ ονται από διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με τις ιδιαίτε ρες ανθρώπινες σχέσεις με τις οποίες διαπλέκεται το οικονομικό σύστημα. Η τρίτη αρχή, που προορίζεται να παίξει μεγάλο ρόλο στην ιστορία και που θα την αποκαλέσουμε αρχή της οικιακής οικονομίας, συνίσταται στην παραγωγή για ατομική χρήση. Οι αρχαίοι Έλληνες την αποκαλούσαν οικο νομία, και απ’ αυτήν προέρχεται η λέξη θοοηοιηγ. Εθνογραφικές έρευνες δεν πιστοποιούν ότι η παραγωγή για ιδιωτική χρήση είναι αρχαιότερη από την παραγωγή της αμοιβαιότητας ή της αναδιανομής. Αντίθετα, η ορθόδο ξη θεωρία, όπως και μερικές πιο πρόσφατες απόψεις, έχουν διαψευστεί πανηγυρικά στο σημείο αυτό. Ο ατομικιστής άγριος, που συλλέγει τρόφι μα για τον ίδιον και την οικογένειά του, δεν υπήρξε ποτέ. Μάλιστα η πρα κτική της παραγωγής για τη συντήρηση ενός μόνο νοικοκυριού καθίσταται χαρακτηριστικό της οικονομικής ζωής μόνο σε ένα πιο αναπτυγμένο επίπε δο γεωργίας. Πάντως, ακόμα και τότε, δεν είχε καμία σχέση με το κίνητρο του κέρδους ή τη θέσπιση αγορών. Μορφή του αποτελεί η κλειστή ομάδα. Η αρχή ήταν η ίδια, δηλαδή η παραγωγή και αποθήκευση για την ικανοποίη ση των αναγκών των μελών της ομάδας, άσχετα με το ποια οντότητα — της οικογένειας, του οικισμού ή του φέουδου— αποτελούσε την αυτάρκη καλ λιεργητική μονάδα. Η αρχή είναι τόσο ευρεία στην εφαρμογή της όσο και η αμοιβαιότητα και η αναδιανομή, και δεν παίζει κανένα ρόλο η φύση του θε σμικού πυρήνα: μπορεί να είναι το φύλο, όπως στην πατριαρχική οικογέ νεια, η εντοπιότητα, όπως στο χωριό, ή η πολιτική δύναμη, όπως στο φέου δο. Ούτε και έχει σημασία η εσωτερική οργάνωση της ομάδας. Μπορεί να είναι δεσποτική, όπως η ρωμαϊκή ί3ΓηίΙί3, ή δημοκρατική, όπως η νοτιοσλαβική ζάντρουγκα’ μπορεί να είναι μεγάλη, όσο τα τεράστια κτήματα των Καρολιγγιδών αρχόντων, ή μικρή, όσο το μέσο αγροτικό τιμάριο στην δυτική Ευρώπη. Η ανάγκη του εμπορίου ή των αγορών δεν είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις περιπτώσεις της αμοιβαιότητας και της αναδιανομής. Μια τέτοια πραγματικότητα προσπάθησε να εδραιώσει ως νόρμα ο Αρι στοτέλης, περισσότερο από δυό χιλιάδες χρόνια πριν. Κοιτάζοντας από το γοργά μειούμενο ύψος της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς, πρέπει να παραδεχθούμε ότι η διάσημη αριστοτελική διάκριση της παραγωγής για το νοικοκυριό από την παραγωγή για την επιδίωξη κέρδους, στο εισα γωγικό κεφάλαιο των Πολιτικών του, ίσως να ήταν η πιο προφητική νύξη στον χώρο των κοινωνικών επιστημών οπωσδήποτε, εξακολουθεί να εί ναι η καλύτερη υπάρχουσα ανάλυση του θέματος. Ο Αριστοτέλης τονίζει την παραγωγή για τη χρήση — σε αντίθεση με την παραγωγή για το κέρ δος— ως ουσία της οικιακής οικονομίας. Κι όμως, ισχυρίζεται πως η συ
56
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
μπληρωματική παραγωγή για την αγορά δεν καταστρέφει αναγκαστικά την αυτάρκεια του νοικοκυριού, εφ’ όσον η παραγωγή για το κέρδος θα μπορούσε να γίνει στο αγρόκτημα όπως η παραγωγή για τη συντήρησή του, όπως ακριβώς η κτηνοτροφία ή τα δημητριακά. Μόνο μία ιδιοφυία της κοινής λογικής, όπως αυτός, θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι το κέρδος α ποτελούσε ιδιαίτερο κίνητρο της παραγωγής για την αγορά, και ότι ο χρη ματικός παράγοντας εισήγε ένα νέο στοιχείο στην πραγματικότητα· ω στόσο, εφ’ όσον αγορές και χρήμα αποτελούσαν απλά συμπληρώματα ε νός αυτάρκους νοικοκυριού, η αρχή της παραγωγής για τη χρήση μπορού σε να λειτουργήσει. Στο σημείο αυτό είχε αναμφίβολα δίκιο, αν και δεν μπόρεσε να διαπιστώσει πόσο αντιπρακτική ήταν η αγνόηση της ύπαρξης των αγορών, σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία εξαρτιόταν στο σύ νολό της από το χονδρεμπόριο και τον δανεισμό κεφαλαίων: εκείνον α κριβώς τον αιώνα η Δήλος και η Ρόδος εξελίσσονταν σε κέντρα ναυτιλια κής ασφάλισης, θαλασσίων δανείων και ταμιευτηρίου, που, σε σύγκριση μ’ αυτά, η δυτική Ευρώπη της επόμενης χιλιετίας έδινε την εικόνα του πρω τογονισμού. Ο κοσμήτορας του κολεγίου ΒειΙΙίο! της Οξφόρδης ϋοννβΚ έσφαλε σο βαρά όταν ισχυριζόταν πως η βικτοριανή Αγγλία είχε ορθότερη αντίληψη από τον Αριστοτέλη για τη φύση της διαφοράς μεταξύ παραγωγής για συ ντήρηση και παραγωγής για κέρδος. Δικαιολογούσε τον Αριστοτέλη πα ραδεχόμενος ότι «τα αντικείμενα της γνώσης περί του ανθρώπου δεν γί νονταν εύκολα διακριτά στην εποχή του». Είναι αλήθεια πως ο Αριστοτέ λης δεν διέκρινε με σαφήνεια τις συνέπειες του καταμερισμού της εργα σίας και του συσχετισμού του με το χρήμα και την αγορά- ούτε και αντιλήφθηκε τις χρήσεις του χρήματος ως κεφαλαίου και πίστης. Ως εδώ, οι απόψεις του ϋοννβΙΙ είναι δικαιολογημένες. Αλλά ίσα ίσα ο κοσμήτορας του ΒβΙΙίοΙ, και όχι ο Αριστοτέλης, αγνοούσε τις επιπτώσεις που είχε στον άνθρωπο η επιδίωξη χρηματικού κέρδους. Δεν μπόρεσε να διαβλέψει ότι η διάκριση ανάμεσα στην αρχή της χρήσης και στην αρχή του κέρδους α ποτελούσε το κλειδί για έναν ριζικά διαφορετικό πολιτισμό, που περιέγραψε με ακρίβεια ο Αριστοτέλης δύο χιλιάδες χρόνια πριν την έλευσή του, ενώ ο ίδιος — σύγχρονος του φαινομένου— παρέβλεψε την ύπαρξή του. Κατηγορώντας την αρχή της παραγωγής για το κέρδος ως «αφύσικη για τον άνθρωπο», ο Αριστοτέλης εντόπιζε ουσιαστικά το κρίσιμο σημείο, δηλαδή την απόσπαση ενός ξέχωρου οικονομικού κινήτρου από τις κοινω νικές σχέσεις, στις οποίες ενυπήρχαν οι παραπάνω περιορισμοί. Σε γενικές γραμμές, θεωρούμε ότι όλα τα γνωστά οικονομικά συστή ματα μέχρι το τέλος του φεουδαλισμού στην δυτική Ευρώπη ήταν οργα νωμένα με βάση την αμοιβαιότητα, την αναδιανομή ή την παραγωγή για την αυτοσυντήρηση ή, ακόμη, έναν συνδυασμό αυτών των τριών. Οι αρ χές αυτές, θεσμοποιήθηκαν με τη συνδρομή μιας κοινωνικής οργάνωσης η οποία, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιούσε τις αρχές της συμμετρίας, της κε ντρικότητας και της αυταρχίας. Στο πλαίσιο αυτό διασφαλιζόταν η μεθοδι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
57
κή παραγωγή και διανομή αγαθών, με βάση ποικίλα κίνητρα, που ήταν όλα προσαρμοσμένα στις γενικές αρχές της συμπεριφοράς- το κίνητρο του κέρδους δεν κατείχε, ανάμεσά τους, εξέχουσα θέση. Ενας συνδυασμός παράδοσης και νόμου, μαγείας και θρησκείας, έπειθε τον άνθρωπο να συμβιβάζεται με τους κανόνες συμπεριφοράς οι οποίοι, τελικά, εξασφάλι ζαν τη λειτουργία του στα πλαίσια του οικονομικού συστήματος. Παρ’ όλη την μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου της, η ελληνορωμαϊκή περίοδος δεν αποτελεί εξαίρεση: την χαρακτήριζε η μεγάλη έκταση της αναδιανομής δημητριακών που εφάρμοζε η ρωμαϊκή διοίκηση σε μία οικο νομία που στηριζόταν στην παραγωγή για τη συντήρηση, και δεν αποτε λούσε εξαίρεση στον κανόνα πως, μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, οι αγο ρές δεν έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στα οικονομικά συστήματα- επικρατού σαν άλλες θεσμικές μορφές. Από τον 16ο αι. και μετά, οι αγορές ήταν πολλές και σημαντικές. Στο μερκαντιλιστικό σύστημα, πέρασαν στη σφαίρα της κρατικής πολιτικής. Κι όμως, δεν υπήρχε ακόμα κανένα σημάδι της επερχόμενης ηγεμονίας των αγορών πάνω στην ανθρώπινη κοινωνία- το αντίθετο. Οι ρυθμίσεις και η αυστηρή πειθαρχία ήταν πιο αισθητές από κάθε άλλη φορά, ενώ έλειπε παντελώς η ιδέα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Για να καταλάβουμε την αιφνίδια στροφή σε έναν ριζικά νέο τύπο οικονομίας τον 19ο αι., πρέπει τώρα να στραφούμε στην ιστορική εξέλιξη της αγοράς, ενός θεσμού που πρακτικά τον αγνοήσαμε όταν επισκοπούσαμε τα οικονομικά συστήματα του παρελθόντος.
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
58
5. Η εξέλιξη της μορφής της αγοράς
Ο κυρίαρχος ρόλος των αγορών στην καπιταλιστική οικονομία, σε συν δυασμό με τη βασική σημασία της αρχής της ανταλλαγής, απαιτούν να ε ρευνήσουμε προσεκτικά τη φύση και την καταγωγή των αγορών, αν θέλου με να απαλλαγούμε από τις οικονομικές προκαταλήψεις του 19ου αι.1 Η ανταλλαγή αποτελεί μία αρχή οικονομικής συμπεριφοράς που η αποτελεσματικότητά της εξαρτάται από τη μορφή της αγοράς. Η αγορά εί ναι ο χώρος συνάντησης με σκοπό την ανταλλαγή ή την αγοραπωλησία. Αν λείπει η αγορά, η τάση για ανταλλαγή θα βρει περιορισμένο πεδίο δράσης: δεν μπορεί να παράγει τιμές.2 Όπως ακριβώς η αμοιβαιότητα υποβοηθείται από μία συμμετρική μορφή οργάνωσης ή η αναδιανομή διευ κολύνεται από έναν βαθμό συγκεντρωτισμού ή, τέλος, η παραγωγή για την αυτοσυντήρηση [η οικιακή οικονομία] πρέπει να βασίζεται στην αυτάρκεια, η αποτελεσματικότητα της αρχής της ανταλλαγής εξαρτάται από τη μορφή της αγοράς. Όπως ακριβώς η αμοιβαιότητα, η αναδιανομή ή η πα ραγωγή για αυτοσυντήρηση εμφανίζονται σε μία κοινωνία δίχως να απο τελούν κυρίαρχα χαρακτηριστικά της, έτσι και η αρχή της ανταλλαγής μπορεί να καταλάβει μία δευτερεύουσα θέση σε μία κοινωνία στην οποία βρίσκονται σε άνοδο άλλες αρχές. Πάντως, από ορισμένες άλλες πλευρές, η αρχή της ανταλλαγής δεν εμ φανίζεται εντελώς ταυτόσημη με τις άλλες τρεις. Η μορφή της αγοράς με την οποία συνδέεται είναι πιο συγκεκριμένη από τη συμμετρία, την κεντρι κότητα ή την αυταρχία — οι οποίες, σε αντίθεση με την αγορά, είναι απλά «χαρακτηριστικά» και δεν δημιουργούν θεσμούς σχεδιασμένους αποκλει στικά για μία λειτουργία. Η συμμετρία δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία κοινωνιολογική διευθέτηση, που δεν γεννά χωριστούς θεσμούς, αλλά α πλώς σχηματοποιεί υπάρχοντες (δεν υπάρχει διακριτός θεσμός που να δια φοροποιεί ένα συμμετρικά διαμορφωμένο χωριό από ένα άλλο, μη συμμε τρικό). Η κεντρικότητα, αν και δημιουργεί συχνά διακριτούς θεσμούς, δεν περικλείει ωστόσο ένα κίνητρο που θα μπορούσε να προσδώσει στον γεν νημένο θεσμό μία συγκεκριμένη, μοναδική λειτουργία (ο αρχηγός ενός χω ριού ή ένας άλλος κεντρικός αξιωματούχος μπορούν, λόγου χάρη, να ασκή σουν κατά βούληση ποικίλες λειτουργίες, στρατιωτικές, θρησκευτικές, οικο νομικές, πολιτικές κτλ).Τέλος, η οικονομική αυταρχία είναι μόνον ένα δευτερεύον χαρακτηριστικό μιας υπάρχουσας κλειστής ομάδας2. 1. Βλ. Σημειώσεις για τις πηγές, σ. 245 κ.ε. 2. ΗβννΙτβγ, Ο.Ρ., 7776 Εοοηοινίο ΡηόΙβΓη, 1925, σ.13. «Η πρακτική εφαρμογή της αρχής του ατομικισμού εξαρτάται απόλυτα από την πρακτική της ανταλλαγής». Ωστόσο, ο ΗβννίΓβγ σφάλλει όταν υποθέτει πως η ύπαρξη αγορών απλώς πήγαζε από την πρακτι κή της ανταλλαγής.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
59
Αντίθετα, το πρότυπο της αγοράς, που συνδέεται με ένα ιδιαίτερο κί νητρο, της δοσοληψίας ή της ανταλλαγής, είναι σε θέση να δημιουργήσει έναν συγκεκριμένο θεσμό, την αγορά. Αυτός είναι, σε τελευταία ανάλυ ση, ο λόγος για τον οποίο ο έλεγχος που ασκεί η αγορά στο οικονομικό σύστημα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την όλη οργάνωση της κοινω νίας: στην ουσία, προεξοφλεί τη λειτουργία της κοινωνίας ως παρεπομέ νου της αγοράς. Αντί να βασίζεται η οικονομία στις κοινωνικές σχέσεις, αυτές ακριβώς θεμελιώνονται στο οικονομικό σύστημα. Η ζωτική σημασία του οικονομικού παράγοντα για την ύπαρξη της κοινωνίας αποκλείει κάθε άλλη εξέλιξη. Από τη στιγμή που το οικονομικό σύστημα οργανώνεται με βάση χωριστούς θεσμούς, οι οποίοι βασίζονται σε συγκεκριμένα κίνητρα και προσδίδουν συγκεκριμένο δΜυδ, η κοινωνία οφείλει να διαμορφωθεί έτσι, ώστε να επιτρέψει σε αυτό το σύστημα να λειτουργήσει με βάση τους δικούς του νόμους. Αυτό είναι το νόημα της γνωστής ρήσης ότι μία οικονομία της αγοράς μπορεί να λειτουργήσει μόνο στα πλαίσια μίας κοι νωνίας της αγοράς. Η μετάβαση από μεμονωμένες αγορές σε μία οικονομία της αγοράς, α πό ελεγχόμενες αγορές σε μία αυτορυθμιζόμενη αγορά, είναι κεφαλαιώ δους σημασίας. Ο 19ος αι. — είτε με την εξύμνηση του παραπάνω γεγονό τος ως αποκορυφώματος του πολιτισμού είτε με την απόρριψή του ως καρκινικού όγκου— πίστευε αφελώς πως μία τέτοια εξέλιξη ήταν το φυ σιολογικό αποτέλεσμα της επέκτασης των αγορών. Δεν είχε ακόμα γίνει αντιληπτό ότι η προσαρμογή των αγορών σε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστη μα μεγάλης ισχύος δεν ήταν το αποτέλεσμα μίας εγγενούς τάσης των α γορών προς μια αφύσικη υπερδιόγκωση αλλά μάλλον το αποτέλεσμα της χορήγησης τεχνητών διεγερτικών στο κοινωνικό σώμα, ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε μία πραγματικότητα που είχε προέλθει από το εξ ίσου τεχνητό φαινόμενο της μηχανής. Η περιορισμένη και μη επεκτεινόμενη φύση της αγοράς δεν αναγνωριζόταν κι όμως, αυτή πιστοποιείται με σαφήνεια από την σύγχρονη έρευνα. «Αγορές δεν βρίσκονται παντού- η απουσία τους, αν και καταδεικνύει απομονωτικές τάσεις, δεν συνδέεται με μία συγκεκριμένη εξέλιξη, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την τυχόν παρουσία τους». Αυτή η άχρωμη πρό ταση από το ΕοοηοινίοΒ ίη Ρήινϋίνβ ΟοηηηΊυηίΰθΒ του ΤίιυιηννεΙά συμπυ κνώνει τα σημαντικά πορίσματα της σύγχρονης έρευνας για το θέμα. Ένας άλλος συγγραφέας επαναλαμβάνει τη διατύπωση του ΤΙιυιτιννβΙοΙ, τη φορά αυτή σε σχέση με το χρήμα: «Το γεγονός και μόνον ότι μία φυλή χρησιμοποιούσε χρήμα, ελάχιστα την διαφοροποιούσε στο οικονομικό ε πίπεδο από άλλες ομοειδείς πολιτισμικά φυλές που δεν το χρησιμοποιού σαν». Θα αρκεστούμε να καταδείξουμε ορισμένα από τα σημαντικότερα πορίσματα των παραπάνω διατυπώσεων. Η παρουσία ή η απουσία αγορών και χρήματος δεν επηρεάζει αναγκα στικά το οικονομικό σύστημα μιας πρωτόγονης κοινωνίας — αυτό απορρί πτει τον μύθο του 19ου αι., σύμφωνα με τον οποίο το χρήμα αποτελεί επι
60
ΚΑΗί ΡΟΙΑΝΥΙ
νόηση που η εμφάνισή της μετασχημάτισε αναπόφευκτα την κοινωνία, δημιουργώντας αγορές, οξύνοντας τον καταμερισμό της εργασίας και α πελευθερώνοντας την φυσική τάση του ανθρώπου για δοσοληψίες και α νταλλαγή. Ουσιαστικά, η ορθόδοξη οικονομική θεωρία βασιζόταν στον υπερτονισμό της σπουδαιότητας της αγοράς ως θεσμού. «Μερική απομό νωση» ή, ακόμα, «μια τάση προς απομονωτισμό», αποτελούν τα μόνα οι κονομικά χαρακτηριστικά που ορθώς εντοπίζονται στην απουσία αγορών. Η παρουσία ή απουσία αγορών δεν παίζει κανένα ρόλο στην εσωτερική οργάνωση μιας κοινωνίας. Οι λόγοι είναι απλοί: οι αγορές είναι θεσμοί που λειτουργούν όχι κυ ρίως στο εσωτερικό μιας οικονομίας, μα στο εξωτερικό. Είναι τόποι συνά θροισης για το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Οι τοπικές αγορές καθ’ εαυτές έχουν μικρή σημασία. Επιπλέον, οι τοπικές αγορές ή οι αγορές ε κτεταμένου γεωγραφικά εμπορίου, δεν είναι κατ’ ανάγκην ανταγωνιστι κές, συνακόλουθα ασκούν μικρή πίεση προς την κατεύθυνση της εδραίωσης του περιφερειακού εμπορίου, δηλαδή μιας εσωτερικής ή εθνικής αγο ράς. Οι επισημάνσεις αυτές συγκρούονται με τις αξιωματικές παραδοχές των κλασικών οικονομολόγων, κι ωστόσο πηγάζουν σαφώς από τα γεγο νότα, όπως τα φωτίζει η σύγχρονη έρευνα. Πράγματι, η εσωτερική αλληλουχία αυτής της πραγματικότητας είναι η αντίθετη εκείνης που υιοθετεί η κλασική θεωρία. Η ορθόδοξη σκέψη ξεκι νά από την τάση του ατόμου για ανταλλαγή, και από αυτήν εξάγει την α ναγκαιότητα της ύπαρξης τοπικών αγορών και του καταμερισμού της ερ γασίας· τέλος, συνάγει την αναγκαιότητα του εμπορίου, έπειτα του διε θνούς εμπορίου και, τελικά, του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων. Με βά ση τις τωρινές μας πληροφορίες, θα πρέπει ουσιαστικά να αντιστρέψουμε την αλληλουχία του επιχειρήματος: πραγματική αφετηρία είναι το εμπό ριο μεγάλων αποστάσεων, αποτέλεσμα της γεωγραφικής τοποθέτησης των αγαθών και του «καταμερισμού της εργασίας» που πηγάζει από αυ τήν. Το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων δημιουργεί συχνά αγορές, θεσμό που περικλείει πράξεις ανταλλαγής ή, αν χρησιμοποιείται χρήμα, πώλη σης και αγοράς. Έτσι, αλλά καθόλου αναγκαστικά, δίνει την ευκαιρία σε ορισμένους να ικανοποιήσουν την υποτιθέμενη τάση τους για παζάρεμα. Κυρίαρχο στοιχείο αυτού του δόγματος είναι η εξωτερικότητα του ε μπορίου σε σχέση με την εσωτερική οργάνωση της οικονομίας: «Η εφαρ μογή των αρχών του κυνηγιού στην απόκτηση αγαθών πέραν των ορίων της περιοχής οδήγησε σε ορισμένες μορφές ανταλλαγής, που παρουσιά ζονται αργότερα σε εμάς ως εμπόριο».3 Η αναζήτηση της καταγωγής του εμπορίου πρέπει να έχει ως αφετηρία την απόκτηση αγαθών από απόστα ση, όπως στο κυνήγι. «Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, οι κεντροαυστραλιανοί Ντιέρι οργανώνουν μία εκστρατεία στον Νότο για να απο κτήσουν την κόκκινη ώχρα που χρησιμοποιούν στη βαφή των σωμάτων 3. ΤίΐϋΓηννβΙά Ρ.Ο., Εοοηοίπιοε ΐη ΡπΓηίϋνβ Οοπιηιυηίϋβε, 1932, σ.147.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
61
τους... Οι γείτονες τους οι Γιαντρουβούντα οργανώνουν παρόμοιες εξορ μήσεις για την απόκτηση κόκκινης ώχρας, πλακών ψαμμίτη και σπόρων χορταριού στην περιοχή ΡΙίηάθΓδ ΗίΙΙδ, σε απόσταση 800 χιλιομέτρων. Και στις δυό περιπτώσεις, μπορεί να προκύψει η ανάγκη να συγκρουστούν για την απόκτηση των αγαθών, αν οι ντόπιοι προβάλλουν αντίσταση στη συλ λογή τους». Αυτή η μέθοδος απόκτησης αγαθών μοιάζει περισσότερο με τη ληστεία και την πειρατεία παρά με ό,τι έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «εμπόριο». Βασικά είναι μία μονοδιάστατη σχέση. Συχνά, εξελίσσεται σε διμερή, δηλαδή σε «μια ορισμένη μορφή ανταλλαγής» μέσω εκβια σμού στον οποίο προχωρούν οι δυό πλευρές στο σημείο συλλογής ή μέ σω αμοιβαίων συμφωνιών, όπως στο κύκλωμα του Κούλα ή των επισκεπτριών ομάδων των Πένγκβε της δυτικής Αφρικής, ή στους Κπέλε όπου ο αρχηγός μονοπωλεί το εξωτερικό εμπόριο, με πρόσχημα τη φιλοξενία που υποχρεωτικά προσφέρει σε όλους τους επισκέπτες. Ουσιαστικά, τέ τοιες επισκέψεις δεν είναι τυχαίες, αλλά — με δικούς μας και όχι με δι κούς τους όρους— γνήσια εμπορικά ταξίδια. Πάντως, η ανταλλαγή αγα θών διεξάγεται πάντοτε υπό το σχήμα αμοιβαίων δώρων ή της ανταπόδο σης των επισκέψεων. Συμπεραίνουμε ότι, αν και οι περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες γνώ ριζαν το εξωτερικό εμπόριο, αυτό δεν συνεπαγόταν αναγκαστικά αγορές. Από την καταγωγή του, το εξωτερικό εμπόριο ταιριάζει περισσότερο στην περιπέτεια, την εξερεύνηση, το κυνήγι, την πειρατεία ή τον πόλεμο, παρά στην ανταλλαγή. Δεν περικλείει κατ' ανάγκην ειρήνη ή διμερή συμφωνία, αλλά, κι όταν ακόμα τις περιλαμβάνει, οργανώνεται συνήθως με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, όχι της ανταλλαγής. Η μετάβαση στην ειρηνική ανταλλαγή μπορεί να εντοπισθεί σε δύο κα τευθύνσεις, στης ανταλλαγής και στης ειρήνης. Μια φυλετική εξόρμηση πιθανόν να αναγκάζεται να συμμορφωθεί σε ορισμένες συνθήκες που επι βάλλουν επί τόπου οι διάφορες πλευρές, οι οποίες μπορεί να αποσπά σουν κάποιο αντίτιμο από τους ξένους. Αυτό το είδος σχέσης, αν και όχι ολότελα ειρηνικό, μπορεί να δώσει ώθηση στην ανταλλαγή — η μονομε ρής απόσπαση αγαθών εξελίσσεται σε διμερή. Άλλη κατεύθυνση είναι του «σιωπηρού εμπορίου», που συναντάται στην αφρικανική ενδοχώρα, όπου ο κίνδυνος σύρραξης αποτρέπεται μέσω μιας οργανωμένης ανακωχής, και τα στοιχεία της ειρήνης και της εμπιστοσύνης εισέρχονται, με τη δέ ουσα επιφύλαξη, στο εμπόριο. Σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι αγορές καθί στανται κυρίαρχες στην οργάνωση του εξωτερικού εμπορίου. Αλλά, από οικονομική άποψη, οι εξωτερικές αγορές είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τις τοπικές ή τις εσωτερικές. Διαφέρουν όχι μόνο στο μέγεθος, αλλά και στη λειτουργία και την προέλευσή τους. Το εξωτερικό εμπόριο περι λαμβάνει τη μεταφορά, εξ αιτίας της έλλειψης συγκεκριμένων αγαθών σε μία περιοχή: παράδειγμα, η ανταλλαγή αγγλικών μάλλινων με πορτογαλι κά κρασιά. Το τοπικό εμπόριο περιορίζεται στα εγχώρια προϊόντα που δεν
62
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
απαιτούν μεταφορά, είτε γιατί είναι πολύ βαριά είτε πολύ ογκώδη είτε ευ παθή σε μεγάλες αποστάσεις. Εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο σχετίζο νται με την γεωγραφική απόσταση, το πρώτο περιοριζόμενο σε αγαθά που δεν μπορούν να την υπερβούν, το δεύτερο μόνο σε αγαθά που αντέ χουν να την διανύσουν. Το εμπόριο αυτού του είδους περιγράφεται ορθά ως συμπληρωματικό. Τοπικές συναλλαγές μεταξύ πόλης και υπαίθρου και το εξωτερικό εμπόριο ανάμεσα σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες βασίζο νται σε αυτήν την αρχή. Ένα τέτοιο εμπόριο δεν περικλείει αναγκαστικά ανταγωνισμό, και αν αυτός τείνει να το αποδιοργανώσει με την εμφάνισή του, τότε η απάλειψή του δεν εκφράζει αντίφαση. Σε αντίθεση με το εξω τερικό και το τοπικό εμπόριο, το εσωτερικό είναι ουσιαστικά ανταγωνιστι κό: πέρα από συγκεκριμένες συναλλαγές, περιλαμβάνει πολύ περισσότε ρες συναλλαγές, στις οποίες ανταγωνίζονται παρόμοια αγαθά από διαφο ρετικές πηγές. Συνεπώς, μόνο με την εμφάνιση του εσωτερικού ή εθνικού εμπορίου τείνει να γίνει αποδεκτός ο ανταγωνισμός ως γενική αρχή του εμπορίου. Οι τρεις αυτοί τύποι εμπορίου, που διαφέρουν ριζικά στην οικονομική τους λειτουργία, διαφέρουν και στην καταγωγή τους. Έχουμε πραγματευθεί τις απαρχές του εξωτερικού εμπορίου. Αυτό ανέπτυξε φυσιολογικά α γορές, εκεί που έπρεπε να σταθμεύσουν οι μεταφορείς, σε πόρους, θα λάσσια λιμάνια, κοίτες ποταμών, ή εκεί όπου διασταυρώνονταν τα δρομο λόγια δυό καραβανιών. «Λιμάνια» αναπτύχθηκαν στους τόπους του διαμετακομιστικού εμπορίου.4 Η βραχύβια άνθηση των διάσημων εμποροπανηγύρεων της Ευρώπης υπήρξε μία περίπτωση κατά την οποία το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων δημιούργησε ένα συγκεκριμένο είδος αγοράς: οι α γορές της Αγγλίας αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα. Αλλά, ενώ αγορές και εμποροπανηγύρεις εξαφανίσθηκαν με μια σφοδρότητα που ενοχλεί τον δογματικό υπέρμαχο της εξέλιξης, το λιμάνι ήταν προορισμένο να παίξει τεράστιο ρόλο στην αστικοποίηση της δυτικής Ευρώπης. Κι όμως, ακόμα κι εκεί που δημιουργήθηκαν πόλεις κοντά σε εξωτερικές αγορές, οι τοπικές αγορές παρέμεναν συχνά ξέχωρες τόσο στη λειτουργία, όσο και στην οργάνωσή τους. Ούτε το λιμάνι ούτε η εμποροπανήγυρη υπήρξαν οι παραγωγοί των εσωτερικών ή εθνικών αγορών. Πού, λοιπόν, πρέπει να α ναζητήσουμε την καταγωγή τους; Φαίνεται φυσιολογικό να υποθέσουμε ότι μεμονωμένες πράξεις α νταλλαγής οδηγούν στην ανάπτυξη τοπικών αγορών και ότι οι αγορές αυ τές, μόλις εμφανιστούν, οδηγούν εξ ίσου φυσιολογικά στην εδραίωση ε σωτερικών ή εθνικών αγορών. Αλλά καμία από τις υποθέσεις αυτές δεν θεμελιώνεται. Μεμονωμένες πράξεις δοσοληψίας ή ανταλλαγής — αυτή είναι η απλή αλήθεια— δεν οδηγούν κατά κανόνα στην εδραίωση αγο ρών, σε κοινωνίες στις οποίες επικρατούν άλλες αρχές οικονομικής συ μπεριφοράς. Τέτοιες πράξεις συνηθίζονται σχεδόν σε όλες τις μορφές 4. ΡϊΓθηηθ, Η., ΜβάίβνβΙ αίίβε, 1925, σ. 148 (σημ. 12).
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
63
πρωτόγονων κοινωνιών, αλλά θεωρούνται συμπληρωματικές, καθώς δεν παρέχουν τα απαραίτητα προς το ζην. Στα τεράστια αρχαία συστήματα α ναδιανομής, πράξεις ανταλλαγής και τοπικές αγορές ήταν ένα σύνηθες αλλά δευτερεύον χαρακτηριστικό. Το ίδιο συμβαίνει και για εκεί που ισχύ ει η αρχή της αμοιβαιότητας: εδώ, πράξεις ανταλλαγής πηγάζουν συνή θως από μακρινές σχέσεις εμπιστοσύνης, κατάσταση που ακυρώνει τον διμερή χαρακτήρα της ανταλλαγής. Οι περιοριστικοί παράγοντες προέρχονται από όλο το κοινωνιολογικό φάσμα: παράδοση και δίκαιο, θρησκεία και μαγεία, συμβάλλουν από κοι νού στο αποτέλεσμα, που είναι ο περιορισμός των πράξεων ανταλλαγής σε σχέση με ανθρώπους και αντικείμενα, τον τόπο και τη συγκεκριμένη συγκυρία. Κατά κανόνα, όποιος προβαίνει σε ανταλλαγή, απλώς προχω ρεί σε έναν έτοιμο τύπο δοσοληψίας, στον οποίο είναι δεδομένα τόσο τα αντικείμενα όσο και οι αξίες τους. Η λέξη υίυ στη γλώσσα των Τικόπια5 υποδηλεί ένα τέτοιο παραδοσιακό ανάλογο ως μέρος μιας αμοιβαίας α νταλλαγής. Αυτό που εμφανίστηκε ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της α νταλλαγής στη σκέψη του 18ου αιώνα, το βολονταριστικό [βουλησιαρχικό] στοιχείο του παζαρέματος και το θεωρούμενο κίνητρο της ανταλλα γής, έχει ελάχιστα περιθώρια δράσης στη συναλλαγή. Το κίνητρο αυτό σπάνια βγαίνει στην επιφάνεια, ακόμα κι όταν κινεί τη διαδικασία. Συνήθως, δίνεται διέξοδος στο αντίθετο κίνητρο. Ο δότης μπορεί να «αφήσει» απλώς το αντικείμενο στο έδαφος και ο παραλήπτης θα προσποιηθεί ότι το μάζεψε τυχαία, ή ακόμα θα αφήσει έναν από τους ακολού θους του να κάνει τούτη τη δουλειά. Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο αντίθετο στην γενικά αποδεκτή καλή συμπεριφορά από έναν εξονυχιστικό έλεγχο του αντιτίμου που δόθηκε για το προϊόν. Επειδή δεν έχουμε λό γους να πιστεύουμε ότι αυτή η στάση είναι προϊόν μιας γνήσιας έλλειψης ενδιαφέροντος για την υλική πλευρά της δοσοληψίας, μπορούμε να απο δώσουμε στην κοινωνική εθιμοτυπία της έναν αντισταθμιστικό χαρακτή ρα, που περιορίζει το πεδίο δράσης της συναλλαγής. Από τα υπάρχοντα στοιχεία προκύπτει ότι θα ήταν βεβιασμένο να ισχυρισθούμε ότι οι τοπικές αγορές προήλθαν από μεμονωμένες πράξεις ανταλλαγής. Αυτό που μπορεί να εξακριβωθεί στο ασαφές παρελθόν των αγορών είναι ότι, από την αρχή, ο θεσμός αυτός περιβαλλόταν από δι κλίδες ασφαλείας, ειδικά σχεδιασμένες για την προστασία της κρατούσας οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας από την παρεμβολή των πρα κτικών της αγοράς. Η ειρηνική διεκπεραίωση των αγορών διασφαλιζόταν με βάση τελετουργίες που περιόριζαν τα περιθώρια δράσης τους, εξα σφαλίζοντας, από την άλλη, τη δυνατότητα λειτουργίας τους μέσα σε αυ στηρά καθορισμένα όρια. Το σημαντικότερο προϊόν των αγορών —η γέν νηση των πόλεων και του αστικού πολιτισμού— ήταν στην πραγματικότη τα το αποτέλεσμα μιας παράδοξης εξέλιξης: οι πόλεις, τέκνα των αγο 5. ΤΜυιηννδΙά, Ρ.Ο., ορ. οίΐ, σ. 163.
64
ΚΑΒΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
ρών, δεν ήταν μόνον οι φυσικοί τους προστάτες, αλλά και τα κύρια μέσα αποτροπής τής επέκτασης των αγορών στην ύπαιθρο, που θα είχε ως συ νέπεια τον επηρεασμό της κρατούσας οικονομικής οργάνωσης της κοινω νίας. «Περιέχω» και «συγκρατώ» (οοηΐΗίη) αποδίδουν καλύτερα τη διπλή λειτουργία των πόλεων αναφορικά με τις αγορές, τις οποίες προστάτευ αν, αλλά και των οποίων την επέκταση εμπόδιζαν. Αν η ανταλλαγή περιβαλλόταν από ταμπού σχεδιασμένα να συγκροτή σουν την επιρροή αυτής της συγκεκριμένης ανθρώπινης δραστηριότητας στις λειτουργίες της οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας, η εσωτερική πειθαρχία της αγοράς ήταν ακόμα αυστηρότερη. Ιδού ένα παράδειγμα α πό τη χώρα των Σάγκα: «Η αγορά πρέπει να δέχεται τακτικές επισκέψεις τις ημέρες της αγοράς. Εάν οποιοδήποτε συμβάν αποτρέψει τη λειτουρ γία της αγοράς για μια ή μερικές μέρες, ο χώρος της θα πρέπει να εξαγνισθεί... Κάθε τραυματισμός, κάθε πράξη που κατέληγε σε αιματοχυσία α παιτούσε άμεσο εξαγνισμό. Από εκείνη τη στιγμή καμία γυναίκα δεν μπο ρούσε να εγκαταλείψει τον χώρο της αγοράς και κανένα προϊόν δεν έ πρεπε να μετακινηθεί ή να χρησιμοποιηθεί, δίχως προηγουμένως να έχει εξαγνισθεί. Τουλάχιστον μία κατσίκα έπρεπε να θυσιασθεί. Ενας ακριβό τερος και πιο σπουδαίος εξαγνισμός απαιτούνταν σε περίπτωση γέννας ή αποβολής στον χώρο της αγοράς. Αυτή η περίπτωση απαιτούσε τη σφαγή γαλακτοφόρου ζώου. Επιπρόσθετα, ο κλήρος του αρχηγού έπρεπε να εξαγνισθεί με το αίμα μιας αγελάδας, ενώ έπρεπε και να ραντιστούν όλες οι γυναίκες της περιοχής».6 Τέτοιοι κανόνες δεν διευκόλυναν την εξάπλωση των αγορών. Η τυπική τοπική αγορά, στην οποία οι νοικοκυρές προμηθεύονται τα κα θημερινά, και οι παραγωγοί και οι τεχνίτες πουλούν τα προϊόντα τους, πα ραμένει αναλλοίωτη σε τόπο και χρόνο. Τέτοιες συναθροίσεις δεν προσι διάζουν μόνο στις πρωτόγονες κοινωνίες, αλλά παραμένουν αναλλοίωτες μέχρι τα μέσα του 18ου αι., ακόμα και στις πιο προηγμένες χώρες της δυτι κής Ευρώπης. Αποτελούν παρεπόμενο της τοπικής ζωής και διαφέρουν ε λάχιστα μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το αν αποτελούν τμήμα της κεντρο αφρικανικής φυλετικής ζωής, μιας πόλης της Μεροβιγγιανής Γαλλίας ή ε νός σκωτικού χωριού της εποχής του Ανταμ Σμιθ. Ό,τι ισχύει για το χωριό, ισχύει και για την πόλη. Οι τοπικές αγορές είναι στην ουσία αγορές της γει τονιάς και, μολονότι σημαντικές για τη ζωή της κοινότητας, δεν έδειξαν πουθενά τάσεις επιβολής στο υπάρχον οικονομικό σύστημα. Δεν αποτέλεσαν, δηλαδή, αφετηρίες του εσωτερικού ή εθνικού εμπορίου. Στην πραγματικότητα, το εσωτερικό εμπόριο στην δυτική Ευρώπη δημιουργήθηκε με την παρέμβαση του κράτους. Μέχρι την εποχή της Εμπορι κής επανάστασης, ό,τι εμφανίζεται σαν εθνικό εμπόριο δεν ήταν εθνικό, αλ λά κοινοτικό. Οι έμποροι της Χανσεατικής Ενωσης δεν ήταν γερμανοί έ μποροι: αποτελούσαν μια ομάδα κυρίαρχων του εμπορίου, που κατάγονταν 6. ΤήυΓΠνν3ΐό, Β.Ο., ορ. οίί., ο. 162-164.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
65
από τις πόλεις της Βαλτικής και της Βόρειας θάλασσας. Αντί να «εθνικο ποιήσουν» τη γερμανική οικονομική ζωή, οι Χανσεάτες απέκοψαν συνει δητά τα περίχωρα των πόλεών τους από το εμπόριο. Το εμπόριο της Αμβέρσας, του Αμβούργου, της Βενετίας ή της Λυόν δεν ήταν σε καμία περίπτωση ολλανδικό, γερμανικό, ιταλικό ή γαλλικό. Το Λονδίνο δεν απο τελούσε εξαίρεση: ήταν τόσο ελάχιστα «αγγλικό», όσο η Λυβέκη «γερμα νική». Ο εμπορικός χάρτης της Ευρώπης σωστά δείχνει μόνο πόλεις και αφήνει κενή την ύπαιθρο — από τη σκοπιά του οργανωμένου εμπορίου, η ύπαιθρος δεν υπήρχε. Τα λεγάμενα έθνη ήταν απλώς πολιτικές μονάδες, και μάλιστα πολύ χαλαρές, η δε οικονομία τους απαρτιζόταν από αμέτρη τα μικρά και μεγάλα ανεξάρτητα νοικοκυριά και ασήμαντες τοπικές αγο ρές στα χωριά. Το εμπόριο περιοριζόταν στις οργανωμένες κωμοπόλεις, που το διεξήγαν σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο — τα δύο είδη αυστηρώς διαχωρισμένα, και εκτός υπαίθρου. Ένας τέτοιος μόνιμος διαχωρισμός του τοπικού εμπορίου από το εμπό ριο μεγάλων αποστάσεων στην οργάνωση της πόλης πρέπει να κατα πλήσσει στον οπαδό της εξέλιξης, για τον οποίο οι συγχωνεύσεις είναι πάντα κάτι φυσιολογικό. Κι όμως, αυτή η ιδιαιτερότητα αποτελεί το κλειδί για την κοινωνική ιστορία της αστικής ζωής στην δυτική Ευρώπη. Ενισχύει σημαντικά τους ισχυρισμούς μας για την καταγωγή των αγορών, όπως τους εξάγουμε από συνθήκες που επικρατούν σε πρωτόγονες κοινωνίες. Η σαφής διάκριση ανάμεσα σε εμπόριο τοπικό και σε εμπόριο μεγάλων α ποστάσεων φαίνεται ωστόσο πολύ ανελαστική, ιδίως επειδή μας οδηγεί στο κάπως εκπληκτικό συμπέρασμα ότι ούτε το τοπικό ούτε το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων αποτέλεσαν τους δημιουργούς του εσωτερικού ε μπορίου των νεότερων χρόνων — καταλήγοντας έτσι φαινομενικά στην ερμηνεία που βασίζεται στον από μηχανής θεό της κρατικής παρέμβασης. Σύντομα θα δούμε πώς τα συμπεράσματά μας επιβεβαιώνονται από πρό σφατες έρευνες. Αλλά πρώτα θα προχωρήσουμε σε μία πρόχειρη σκια γράφηση της ιστορίας του αστικού πολιτισμού, όπως διαμορφώθηκε από τον διαχωρισμό του τοπικού από το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων, στα πλαίσια της μεσαιωνικής πόλης. Πράγματι, ο διαχωρισμός αυτός κατείχε θέση κεντρικού θεσμού στα α στικά κέντρα του μεσαίωνα.7 Η πόλη ήταν μια οργάνωση των «αστών» (βυΓςθδδθδ). Μόνον αυτοί είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, και το σύστη μα στηριζόταν στον διαχωρισμό πολιτών και μη-πολιτών. Οι χωρικοί των περιχώρων και οι ξένοι έμποροι στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Αλλά ενώ η πολιτική και στρατιωτική δύναμη της πόλης επαρκούσε για να αντιμετωπίσει τους χωρικούς, δεν μπορούσε να ασκήσει παρόμοια εξου σία πάνω στον ξένο έμπορο. Κατά συνέπεια, οι πολίτες αντιμετώπιζαν μια ριζικά διαφορετική κατάσταση αναφορικά με το τοπικό εμπόριο και το ε μπόριο μεγάλων αποστάσεων. 7. Η παρουσίαση μας ακολουθεί τα γνωστά έργα του Η. ΡίΓθηηβ.
66
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
Όσο για την προμήθεια τροφίμων, οι κανονισμοί προέβλεπαν την ε φαρμογή μεθόδων όπως η αναγκαστική διαφάνεια στις συναλλαγές και ο αποκλεισμός των μεσαζόντων, με σκοπό τον έλεγχο του εμπορίου και τη συγκράτηση των τιμών. Αλλά ένας τέτοιος διακανονισμός ίσχυε μόνο για τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης με τα περίχωρά της. Η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων. Μπαχαρι κά, παστά ψάρια ή κρασί, έπρεπε να μεταφερθούν από μακρινές αποστά σεις, άρα υπάγονταν στη δικαιοδοσία του ξένου εμπόρου και των καπιτα λιστικών του μεθόδων χονδρικής πώλησης. Αυτό το είδος εμπορίου απέ φευγε την τοπική νομοθεσία και γι’ αυτόν τον λόγο καταβάλλονταν προ σπάθειες για τον όσο το δυνατόν ολοκληρωτικό αποκλεισμό του από την τοπική αγορά. Η πλήρης απαγόρευση του λιανικού εμπορίου στους ξέ νους εμπόρους κινούνταν επίσης σε αυτήν την κατεύθυνση. Όσο μεγαλύ τερος ο όγκος του καπιταλιστικού χονδρεμπορίου, τόσο αυστηρότερος ο αποκλεισμός του από τις τοπικές αγορές. Στα βιομηχανικά είδη, ο διαχωρισμός του τοπικού από το εμπόριο μεγά λων αποστάσεων ήταν ακόμα βαθύτερος, καθώς αφορούσε ολόκληρη την οργάνωση της παραγωγής για εξαγωγές. Η αιτία ήταν η ίδια η φύση των συντεχνιών, δια μέσου των οποίων οργανωνόταν η παραγωγή. Στο επίπεδο της τοπικής αγοράς, η παραγωγή ρυθμιζόταν ανάλογα με τις ανάγκες των παραγωγών, έμενε δηλαδή περιορισμένη σε ένα απλώς επικερδές επίπεδο. Αυτή η αρχή δεν εφαρμοζόταν φυσικά στις εξαγωγές, όπου τα συμφέρο ντα των παραγωγών δεν καθόριζαν όρια στην παραγωγή. Κατά συνέπεια, ε νώ το τοπικό εμπόριο υποβαλλόταν σε αυστηρές ρυθμίσεις, η παραγωγή για εξαγωγές ελεγχόταν μόνο τυπικά από τις συντεχνίες. Η κυρίαρχη εξαγωγική βιομηχανία της εποχής, η κατασκευή και εμπορία υφασμάτων, ήταν ουσιαστικά οργανωμένη στην καπιταλιστική βάση της μισθωτής εργασίας. Αντίδραση της αστικής κοινότητας στον κίνδυνο αποσύνθεσης των θε σμών από το μετακινούμενο κεφάλαιο ήταν ένας εντεινόμενος διαχωρι σμός του τοπικού από το εξαγωγικό εμπόριο. Η τυπική μεσαιωνική πόλη δεν προσπάθησε να αποτρέψει τον κίνδυνο με μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στην ελεγχόμενη τοπική αγορά και τις ιδιο μορφίες του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων αλλά, αντίθετα, αντιμετώπι σε την απειλή ριζικά, εφαρμόζοντας με την μεγαλύτερη αυστηρότητα την πολιτική του αποκλεισμού και προστατευτισμού που αποτελούσαν και την ορθολογική βάση της ύπαρξής της. Πρακτικά, αυτό σήμαινε πως οι πόλεις παρεμπόδιζαν συστηματικά τον σχηματισμό εθνικής ή εσωτερικής αγοράς, για τον οποίο πίεζε ο καπιταλι στής χονδρέμπορος. Διατηρώντας σε ισχύ την αρχή του μη ανταγωνιστι κού τοπικού, και του εξ ίσου μη ανταγωνιστικού εμπορίου μεγάλων απο στάσεων, οι αστοί δυσχέραιναν με όλα τα διαθέσιμα μέσα την υπαγωγή της υπαίθρου στη ζώνη επιρροής του εμπορίου, όπως και την εδραίωση α νεξέλεγκτων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των πόλεων και της υπαί θρου. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη οδήγησε στην παρέμβαση του περιφερεια
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
67
κού κράτους ως οργάνου «εθνικοποίησης» της αγοράς και δημιουργού του εσωτερικού εμπορίου. Τον 15ο και 16ο αι., το κράτος επέβαλε εσκεμμένα τον μερκαντιλισμό στις έντονα προστατευτικές κυβερνήσεις πόλεων και πριγκηπάτων. Ο μερκαντιλισμός κατέλυσε την παρακμασμένη ανεξαρτησία του τοπικού και διακοινοτικού εμπορίου, γκρεμίζοντας τους φραγμούς μεταξύ αυτών των δύο τύπων μη ανταγωνιστικού εμπορίου και ανοίγοντας έτσι τον δρό μο για τη δημιουργία μιας εθνικής αγοράς, η οποία αγνοούσε όλο και πιο έντονα τη διάκριση ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο, όπως, εξ άλλου, και α νάμεσα σε διάφορες πόλεις και επαρχίες. Στην πραγματικότητα, ο μερκαντιλισμός απαντούσε σε περισσότερες από μία προκλήσεις. Στο πολιτικό επίπεδο, το συγκεντρωτικό κράτος ήταν ένα νέο δημιούργημα που προκάλεσε η Εμπορική επανάσταση, η οποία εί χε μεταφέρει το κέντρο βάρους του δυτικού κόσμου από τη Μεσόγειο στην ακτή του Ατλαντικού, αναγκάζοντας τους λαούς των αγροτικών χω ρών να αναπροσαρμόσουν την εμπορική τους δραστηριότητα. Στο επίπε δο της εξωτερικής πολιτικής, πρώτιστο μέλημα της εποχής υπήρξε η ε δραίωση κυρίαρχων, ισχυρών κρατών ο μερκαντιλισμός προϋπέθετε τη διαχείριση του συνόλου των πόρων της επικράτειας για την εξυπηρέτηση και στήριξη του κράτους στις εξωτερικές του υποθέσεις. Στην εσωτερική πολιτική, η ενοποίηση των χωρών που ήταν κατακερ ματισμένες από τις φεουδαλικές και αστικές αποσχιστικές τάσεις, υπήρξε το αναπόφευκτο επακόλουθο αυτής της προσπάθειας. Οικονομικά, το όρ γανο της ενοποίησης ήταν το κεφάλαιο, δηλαδή ιδιωτικοί πόροι υπό τη μορφή χρηματικών αποθεμάτων, κατάλληλοι για την ανάπτυξη του εμπο ρίου. Τέλος, η διοικητική τεχνική που στήριξε την οικονομική πολιτική της κεντρικής κυβέρνησης παράχθηκε με την επέκταση του παραδοσιακού κοινοτικού συστήματος σε εθνικό επίπεδο. Στη Γαλλία, όπου οι αστικές συντεχνίες εξελίσσονταν σε κρατικά όργανα, το σύστημα των συντε χνιών εξαπλώθηκε στο σύνολο της κρατικής επικράτειας. Στην Αγγλία, ό που η παρακμή των κλειστών πόλεων είχε πλήξει ανεπανόρθωτα αυτό το σύστημα, η ύπαιθρος βιομηχανοποιήθηκε χωρίς την επίβλεψη των συντε χνιών ενώ, και στις δυό χώρες, το εμπόριο προσέλαβε εθνικές διαστάσεις και εξελίχθηκε στην κυρίαρχη μορφή οικονομικής δραστηριότητας. Σ’ αυ τήν ακριβώς την πραγματικότητα εντοπίζονται οι ρίζες της εσωτερικής ε μπορικής πολιτικής του μερκαντιλισμού. Η κρατική παρέμβαση, που είχε απαλλάξει το εμπόριο από τους περιο ρισμούς της αυτόνομης αστικής κοινότητας, κλήθηκε τώρα να αντιμετωπί σει δύο στενά συνδεδεμένους κινδύνους τους οποίους η πόλη είχε ξεπεράσει με επιτυχία, το μονοπώλιο και τον ανταγωνισμό. Ήταν ευρέως κα τανοητό ότι ο ανταγωνισμός τελικά οδηγεί στο μονοπώλιο, ενώ ο φόβος του μονοπωλίου ήταν πιο έντονος από όσο αργότερα, επειδή συχνά αφο ρούσε τα αναγκαία προς το ζην και, συνακόλουθα, προσλάμβανε διαστά σεις απειλής για την κοινότητα. Μόνη λύση αποτελούσε μία συνολική
68
ΚΑΒΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
ρύθμιση της οικονομικής ζωής, αυτή τη φορά σε εθνικό και όχι απλώς σε κοινοτικό επίπεδο. Αυτό που στην αντίληψη των νέων χρόνων εμφανίζεται ως κοντό φθαλμος αποκλεισμός του ανταγωνισμού, ήταν στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος διασφάλισης της λειτουργίας των αγορών στις δεδομένες συνθήκες. Ο λόγος ήταν ότι μια προσωρινή διείσδυση αγοραστών και πωλητών στην αγορά διαταράσσει τις ισορροπίες και προβληματίζει τους τα κτικούς αγοραστές και πωλητές, με αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουρ γίας της αγοράς. Οι παραδοσιακοί προμηθευτές θα πάψουν να προσφέ ρουν τα αγαθά τους, καθώς δεν εξασφαλίζουν καλή τιμή και η αγορά, α ποδυναμωμένη από την έλλειψη ικανών προμηθειών, θα καταστεί εύκολη λεία στο μονοπώλιο. Σε μικρότερο βαθμό, οι ίδιοι κίνδυνοι παρουσιάζονταν και από την πλευρά της ζήτησης, όπου μια γρήγορη μείωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα μονοπώλιο ζήτησης. Κάθε μέτρο του κράτους για τον περιορισμό των τοπικιστικών περιορισμών, τελωνείων και απαγορεύσεων, εξέθετε το οργανωμένο σύστημα παραγωγής και διανομής, το οποίο τώρα απειλού νταν από τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό και την εισβολή παρείσακτων καιροσκόπων, οι οποίοι θα «καλύπταν» την αγορά χωρίς καμία εγγύηση μονι μότητας της παρουσίας τους. Κατά συνέπεια, ενώ οι νέες εθνικές αγορές ήταν αναπόφευκτα ως έναν βαθμό ανταγωνιστικές, επικρατούσε το παρα δοσιακό χαρακτηριστικό της ρύθμισης, και όχι το νέο στοιχείο του ανταγω νισμού.8 Το αύταρκες νοικοκυριό του εργαζόμενου για τη συντήρησή του χωρικού εξακολουθούσε να παραμένει η πλατιά βάση του οικονομικού συ στήματος, που εντασσόταν πια σε μεγάλες εθνικές μονάδες δια μέσου της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Αυτή η εθνική αγορά κατέλαβε τη θέ ση της δίπλα στις, και συχνά σε αλληλοδιαπλοκή με τις, τοπικές και ξένες αγορές. Η γεωργία συμπληρωνόταν από το εσωτερικό εμπόριο — ένα σύ στημα σχετικά απομονωμένων αγορών, που ήταν ολότελα συμβατό με την κυρίαρχη μορφή του αγροτικού νοικοκυριού της υπαίθρου. Εδώ ολοκληρώνεται η σύνοψη της ιστορίας της αγοράς μέχρι την επο χή της Βιομηχανικής επανάστασης.Το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης ι στορίας έφερε, όπως γνωρίζουμε, μία απόπειρα οργάνωσης της μεγάλης αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Τίποτε στον μερκαντιλισμό, αυτήν την ιδιαίτε ρη πολιτική του δυτικού έθνους-κράτους, δεν προοιωνιζόταν μια τόσο α παράμιλλη εξέλιξη. Η «απελευθέρωση» του εμπορίου, που επέφερε ο μερκαντιλισμός, απλώς αποδέσμευσε το εμπόριο από τον τοπικιστικό α πομονωτισμό, αλλά την ίδια στιγμή επεξέτεινε τα περιθώρια δράσης της ρυθμιστικής παρέμβασης. Το οικονομικό σύστημα πήγαζε από τις γενικές κοινωνικές σχέσεις- οι αγορές αποτελούσαν απλώς ένα συμπληρωματικό χαρακτηριστικό ενός θεσμικού πλαισίου, που ελεγχόταν και ρυθμιζόταν περισσότερο παρά ποτέ από την κοινωνική εξουσία. 8. Μοηΐθδςυίθυ, ί'Εερήί άβε ίοίε, 1748: «Οι Αγγλοι περιορίζουν τον έμπορο, αλλά αυτό είναι προς όφελος του ίδιου του εμπορίου».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
69
6. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά και τα πλασματικά εμπορεύματα: εργασία, γη και χρήμα Αυτό το πρόχειρο διάγραμμα του οικονομικού συστήματος και των αγο ρών, αν τα δούμε ξεχωριστά, δείχνει ότι ποτέ πριν από την εποχή μας δεν ξεπέρασαν οι αγορές την καταστατική θέση του εξαρτήματος της οικονομι κής ζωής. Κατά κανόνα, το οικονομικό σύστημα ήταν ενσωματωμένο στο κοινωνικό, και η μορφή της αγοράς ήταν συμβατή με οποιαδήποτε αρχή συ μπεριφοράς επικρατούσε στην οικονομία. Η αρχή της ανταλλαγής, που βρί σκεται πίσω από τη μορφή της αγοράς, δεν φανέρωνε μία τάση επέκτασης σε βάρος των υπολοίπων. Εκεί που οι αγορές ήταν περισσότερο αναπτυγ μένες, όπως στο μερκαντιλιστικό σύστημα, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο μιας κεντρικής εξουσίας, που ασκούσε την αυταρχική εξουσία της τόσο στην α γροτική οικονομία όσο και στην εθνική ζωή. Ουσιαστικά, έλεγχος και αγορά αναπτύσσονταν παράλληλα. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά ήταν άγνωστη έν νοια· πράγματι, η εμφάνιση της ιδέας της αυτορύθμισης έφερε μία πλήρη μεταστροφή του ρεύματος της εξέλιξης. Κάτω από το φώς αυτών των εξε λίξεων μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως τις ασυνήθιστες απόψεις που κρύβονται πίσω από μία οικονομία της αγοράς. Η οικονομία της αγοράς αποτελεί ένα οικονομικό σύστημα που ελέγχε ται, ρυθμίζεται και κατευθύνεται μόνον από τις αγορές. Η τάξη στην παρα γωγή και τη διανομή των αγαθών επαφίεται σε αυτόν τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό. Μία τέτοια οικονομία πηγάζει από την αντίληψη ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να τους αποφέρει τα μέγιστα χρηματικά οφέλη. Προϋποθέτει αγορές, στις οποίες η παροχή αγαθών (και υπηρε σιών), που διατίθενται σε μια ορισμένη τιμή, θα ισούται με τη ζήτηση. Προϋ ποθέτει την παρουσία του χρήματος, που λειτουργεί ως αγοραστική δύναμη στα χέρια των κατόχων του. Συνεπώς, η παραγωγή θα ελέγχεται από τις τι μές, επειδή τα κέρδη αυτών που διευθύνουν την παραγωγή θα εξαρτώνται από αυτές· η διανομή των αγαθών θα εξαρτάται επίσης από τις τιμές, επειδή αυτές δημιουργούν εισοδήματα και ίσα ίσα χάρη στα εισοδήματα αυτά παράγονται και διανέμονται τα αγαθά μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Με αυτές τις αντιλήψεις, η τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών ε ξασφαλίζεται αποκλειστικά από τις τιμές. Η αυτορύθμιση συνεπάγεται ότι ολόκληρη η παραγωγή προσφέρεται προς πώληση στην αγορά και ότι όλα τα εισοδήματα πηγάζουν από τέτοιες πωλήσεις. Συνεπώς, υπάρχουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, όχι μόνο για τα αγαθά (συμπεριλαμβανομένων πάντα των υπηρεσιών) αλλά και για την εργασία, τη γη και το χρήμα, που οι τιμές τους ονομάζονται τι μές εμπορευμάτων, μισθοί, πρόσοδος και τόκος αντίστοιχα. Οι ίδιοι οι όροι δείχνουν ότι οι τιμές διαμορφώνουν τα εισοδήματα: ο τόκος είναι η τιμή για τη χρήση του χρήματος και αποτελεί το εισόδημα όσων είναι σε θέση να χο-
70
ΚΑΒΙ ΡΟί,ΑΝΥΙ
ρηγήσουν χρήμα. Η πρόσοδος είναι η τιμή της χρήσης της γης και αποτελεί το εισόδημα εκείνων που παρέχουν γη· οι μισθοί είναι η τιμή για τη χρήση της εργασιακής δύναμης και αποτελούν το εισόδημα όποιων την πωλούν. Τέλος, οι τιμές των εμπορευμάτων αποτελούν τα εισοδήματα όποιων που λούν τις επιχειρηματικές τους υπηρεσίες, και το εισόδημα ονομάζεται κέρ δος επειδή αποτελεί ουσιαστικά τη διαφορά ανάμεσα σε δύο κατηγορίες τι μών, την τιμή των παραχθέντων αγαθών και το κόστος τους, δηλαδή την τι μή των αγαθών την αναγκαία για την παραγωγή τους. Εφ’ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, όλα τα εισοδήματα θα προέρχονται από πωλήσεις στην αγορά και θα επαρκούν για να αγοράζουν όλα τα παραγόμενα αγαθά. Μία άλλη κατηγορία αντιλήψεων αφορά στο κράτος και την πολιτική του. Τίποτε δεν πρέπει να δυσχεραίνει τη δημιουργία αγορών, και κανένα εισόδη μα δεν πρέπει να επιτρέπεται να δημιουργηθεί με τρόπο άλλον εκτός από τις πωλήσεις. Ούτε και πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε παρεμβολή στην προ σαρμογή των τιμών στην αλλαγή των συνθηκών της αγοράς — είτε οι τιμές α φορούν σε αγαθά είτε σε εργασία, γη ή χρήμα. Έπεται ότι πρέπει να υπάρ χουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας1και ότι απαγορεύεται η λή ψη μέτρων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη δράση των αγορών αυτών. Ούτε η τιμή ούτε η προσφορά ούτε η ζήτηση πρέπει να είναι σταθερές ή ρυθμιζόμενες. Είναι επιτρεπτές μόνον εκείνες οι πολιτικές που συντελούν στη διασφάλιση της αυτορύθμισης της αγοράς και δημιουργούν συνθήκες που κα θιστούν την αγορά μοναδική οργανωτική δύναμη στη σφαίρα της οικονομίας. Γ ια να αντιληφθούμε πλήρως τι σημαίνει αυτό, θα στραφούμε για λίγο στο μερκαντιλιστικό σύστημα και στις εθνικές αγορές, των οποίων την ανά πτυξη βοήθησε πολύ ουσιαστικά. Στον φεουδαλισμό και στο συντεχνιακό σύστημα, γη και εργασία αποτελούσαν μέρος της καθαυτό κοινωνικής οργά νωσης (το χρήμα δεν είχε ακόμα εξελιχθεί σε κυρίαρχο στοιχείο της βιομη χανίας). Η γη, το θεμελιώδες στοιχείο του φεουδαλισμού, ήταν η βάση για το στρατιωτικό, δικαιοδοτικό, διοικητικό και πολιτικό σύστημα-η καταστατι κή θέση και η χρήση της καθορίζονταν από νομικούς και εθιμικούς κανόνες. Το κατά πόσον η κατοχή της μεταβιβαζόταν ή όχι και, αν ναι, σε ποιόν και υ πό ποιους περιορισμούς, τι συνεπάγονταν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, σε ποια χρήση θα υποβάλλονταν συγκεκριμένες εκτάσεις γης — όλα αυτά τα ζητήματα δεν υπάγονταν στην οργάνωση της αγοραπωλησίας, αλλά σε μία εντελώς διαφορετική κατηγορία θεσμικών ρυθμίσεων. Τα ίδια ίσχυαν και για την οργάνωση της εργασίας. Στο συντεχνιακό σύ στημα, όπως και σε όλα τα προηγούμενα οικονομικά συστήματα στην αν θρώπινη ιστορία, τα κίνητρα και οι περιστάσεις των παραγωγικών δραστη ριοτήτων στηρίζονταν στην γενικότερη οργάνωση της κοινωνίας. Οι σχέ σεις τεχνίτη, βοηθού, μαθητευόμενου, οι συνθήκες εργασίας της κάθε τέ 1. ΗθπάθΓδοη, Η.ϋ., 5υρρ1γ αηά ϋβινβηό, 1922. Η πρακτική της αγοράς είναι διττή: η κατ’ αναλογία κατανομή των παραγόντων στις διαφορετικές χρήσεις και η οργάνωση των δυ νάμεων που επηρεάζουν την συνολική προσφορά παραγόντων.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
71
χνης, ο αριθμός των μαθητευομένων, οι μισθοί των εργατών, ρυθμίζονταν ό λα από την παράδοση και τη διοίκηση της κάθε συντεχνίας και πόλης. Το μερκαντιλιστικό σύστημα απλώς ενοποίησε όλες αυτές τις συνθήκες, είτε με δια τάγματα, όπως στην Αγγλία, είτε δια μέσου της «εθνικοποίησης» των συντε χνιών, όπως στη Γαλλία. Όσον αφορά στη γη, το φεουδαλικό καθεστώς είχε καταργηθεί μόνον όπου σχετιζόταν με περιφερειακά, τοπικά προνόμια. Γ ια ό λα τα υπόλοιπα, η γη παρέμενε θχϊγ3 οοιηιηθί'αυιτι στην Αγγλία και τη Γαλλία. Μέχρι την Επανάσταση του 1789, η κτηματική περιουσία παρέμενε η πηγή των κοινωνικών προνομίων στη Γαλλία, ενώ στην Αγγλία, ακόμη και μετά από αυτήν την περίοδο, το εθιμικό δίκαιο της γης ήταν ουσιαστικά μεσαιωνικό. Παρ’ όλη την τάση του για εμπορευματοποίηση, ο μερκαντιλισμός ουδέποτε επιτέθηκε στα εχέγγυα που προστάτευαν τα δύο βασικά στοιχεία της παρα γωγής — την εργασία και τη γη— από τυχόν απόπειρες εμπορευματοποίησής τους. Στην Αγγλία, η «εθνικοποίηση» της εργατικής νομοθεσίας με τον «Νό μο περί τεχνιτών» (1563) και τον νόμο της «Κοινωνικής πρόνοιας» (1601) έ θεσε υπό την προστασία της την εργασία, ενώ η πολιτική των Τυδώρ και των πρώτων Στιούαρτ εναντίον των περιφράξεων αποτελούσε μία σταθερή αντί σταση στην αρχή της κερδοφόρου χρήσης της κτηματικής περιουσίας. Παρ’ όλη την έμφαση που έδινε στην εμπορευματοποίηση ως εθνική πο λιτική, ο μερκαντιλισμός αντιμετώπιζε τις αγορές πολύ διαφορετικά από ό,τι η οικονομία της αγοράς, πράγμα που δείχνει σαφέστατα η υπερβολική επέ κταση του κρατικού παρεμβατισμού στη βιομηχανία. Στο σημείο αυτό δεν υ πήρχε καμία διαφορά ανάμεσα στους μερκαντιλιστές και τους νοσταλγούς της φεουδαρχίας, ανάμεσα στον σχεδίασμά του στέμματος και τα κεκτημένα δικαιώματα ή ανάμεσα στους συγκεντρωτικούς γραφειοκράτες και τους συντηρητικούς αυτονομιστές. Διαφωνούσαν μόνον ως προς τις μεθόδους της ρύθμισης: συντεχνίες, πόλεις και επαρχίες επικαλούνταν την παράδοση και το έθιμο, ενώ η νέα κρατική εξουσία έκλινε προς τα νομοθετικά μέτρααλλά και οι δύο ήταν αντίθετες στην εμπορευματοποίηση της γης και της εργασίας — προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς. Συντεχνίες και φεουδαλικά δικαιώματα καταργήθηκαν στη Γ αλλία μόλις το 1790, ενώ ο ελισαβε τιανός «Νόμος περί φτωχών» μόλις το 1834. Και στις δύο χώρες, η εδραίω ση της ελεύθερης αγοράς εργασίας ούτε που συζητιόταν πριν από την τε λευταία δεκαετία του 18ου αι. Όσο για την ιδέα της αυτορύθμισης της οικο νομικής ζωής, βρισκόταν εντελώς πέρα από τον ορίζοντα της εποχής. Ο μερκαντιλισμός ασχολούνταν με την ανάπτυξη των πόρων της χώρας, και της προσφοράς εργασίας, δια μέσου του εμπορίου-θεωρούσε δεδομένη την παραδοσιακή οργάνωση γης και εργασίας. Από την άποψη αυτήν, βρισκόταν τόσο μακριά από τις σύγχρονες αντιλήψεις όσο ήταν και στον χώρο της πο λιτικής, στον οποίο καμία νύξη εκδημοκρατισμού δεν ήταν ικανή να μετριά σει την ένθερμη πίστη του στις απολυταρχικές εξουσίες του πεφωτισμένου δεσπότη. Όπως ακριβώς η μετάβαση σε ένα δημοκρατικό, αντιπροσωπευτι κό πολιτικό σύστημα επέφερε την πλήρη ανατροπή της κυρίαρχης αντίλη ψης της εποχής, η αλλαγή από ρυθμισμένες σε αυτορυθμιζόμενες αγο-
72
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ρές, στα τέλη του 18συ αι., αντιπροσώπευε τον πλήρη μετασχηματισμό της κοινωνικής δομής. Μία αυτορυθμιζόμενη αγορά απαιτεί τον θεσμικό διαχωρισμό της κοι νωνίας στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα δραστηριοτήτων. Ο δια χωρισμός αυτός αποτελεί στην ουσία απλώς την επαναδιατύπωση, από την πλευρά της κοινωνίας ως συνόλου, της ύπαρξης μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ο διαχωρισμός των δύο σφαιρών δραστηριοτήτων ενυπάρχει σε όλους τους τύπους κοινω νίας, σε όλες τις εποχές. Αυτό, όμως, θα βασιζόταν σε πλάνη. Είναι γεγο νός ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ένα σύστημα που να εξασφαλίζει την τάξη στην παραγωγή και τη διανομή των αγαθών. Αλλά αυτό δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την ύπαρξη ξέχωρων οικονομικών θε σμών συνήθως, η οικονομική τάξη αποτελεί απλώς λειτουργία της κοινω νικής, στην οποία εμπεριέχεται. Ξεχωριστό οικονομικό σύστημα στην κοι νωνία δεν υπήρχε στην φυλετική ούτε στην φεουδαλική ούτε στην μερκαντιλιστική πραγματικότητα. Η κοινωνία του 19ου αι., στην οποία η οικονο μική δραστηριότητα απομονώθηκε και αποδόθηκε σε ένα ιδιαίτερο οικονο μικό κίνητρο, αντιπροσώπευε πράγματι μία ριζικά νέα κατεύθυνση. Ενα τέτοιο θεσμικό πρότυπο μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με την σχετική υποταγή της κοινωνίας στις απαιτήσεις του. Μία οικονομία της αγο ράς μπορεί να υπάρξει μόνο σε μία κοινωνία της αγοράς. Αναλύοντας την εξέλιξη της μορφής της αγοράς, φτάσαμε σε αυτό το γενικό συμπέρασμα. Μπορούμε τώρα να συγκεκριμενοποιήσουμε τον ισχυρισμό μας. Μία οικο νομία της αγοράς πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, συ μπεριλαμβανομένων της γης, της εργασίας και του χρήματος. (Σε μία οικο νομία της αγοράς, το τελευταίο αποτελεί επίσης ουσιαστικό στοιχείο της βιομηχανικής ζωής και η συμπερίληψή του στον μηχανισμό της αγοράς έ χει, όπως θα δούμε, σημαντικότατες θεσμικές συνέπειες). Αλλά εργασία και γη δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που απαρτίζουν κάθε κοινωνία, καθώς και από το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή υπάρχει. Η συ μπερίληψή τους στον μηχανισμό της αγοράς σημαίνει την καθυπόταξη της καθαυτό υπόστασης της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς. Είμαστε τώρα σε θέση να διατυπώσουμε πιο συγκεκριμένα τη θεσμική φύση της οικονομίας της αγοράς και τους κινδύνους που περικλείει για την κοινωνία. Πρώτα πρώτα, θα περιγράψουμε τις μεθόδους με τις οποίες ο μηχανισμός της αγοράς καθίσταται ικανός να ελέγχει και να κατευθύνει τα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής. Δεύτερον, θα προσπαθήσουμε να υ πολογίσουμε τις επιπτώσεις του μηχανισμού αυτού σε μία κοινωνία που υφίσταται τη δράση του. Ο μηχανισμός της αγοράς προσαρμόζεται στα διάφορα στοιχεία της βιομηχανικής ζωής με τη βοήθεια της έννοιας του εμπορεύματος. Τα ε μπορεύματα εδώ ορίζονται εμπειρικά ως αντικείμενα που έχουν παραχθεί για πώληση στην αγορά, ενώ οι αγορές ορίζονται, πάλι εμπειρικά, ως οι ε παφές πωλητών και αγοραστών. Κατά συνέπεια, όλα τα στοιχεία της βιο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
73
μηχανίας θεωρείται ότι έχουν παραχθεί για πώληση, καθώς τότε και μόνο τότε θα γίνουν αντικείμενο της αλληλεπίδρασης του μηχανισμού προσφο ράς και ζήτησης με την τιμή. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρ χουν αγορές για όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας, καθώς και ότι, σε αυ τές τις αγορές, καθένα από τα στοιχεία αυτά θα οργανώνεται σε μία ομά δα προσφοράς και ζήτησης· τέλος, ότι κάθε τέτοιο στοιχείο θα έχει μία τι μή, η οποία θα βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την προσφορά και τη ζήτη ση. Αυτές οι — αναρίθμητες— αγορές αλληλοσυνδέονται, για να δημιουρ γήσουν Μία Μεγάλη Αγορά.2 Σημαντικό στοιχείο είναι το ακόλουθο: η εργασία, η γη και το χρήμα εί ναι ουσιαστικά στοιχεία της βιομηχανίας και πρέπει και αυτά να οργανώ νονται σε χωριστές αγορές· πράγματι, αυτές οι αγορές αποτελούν πολύ ζωτικό μέρος του οικονομικού συστήματος. Αλλά εργασία, γη και χρήμα δεν αποτελούν προφανώς εμπορεύματα- το αξίωμα πως οτιδήποτε αγο ράζεται και πουλιέται πρέπει να έχει παραχθεί για πώληση, είναι καταφα νώς αναληθές στην περίπτωσή τους. Με άλλα λόγια, δεν αποτελούν ε μπορεύματα, σύμφωνα με τον εμπειρικό ορισμό του εμπορεύματος. Η ερ γασία είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για μία ανθρώπινη δραστηριότητα που ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, και που δεν παράγεται για πώληση αλ λά για εντελώς διαφορετικούς λόγους, και δεν μπορεί να διαχωρισθεί α πό την ανθρώπινη ζωή, να «αποθηκευθεί» ή να μετακινηθεί. Γη, άλλωστε, είναι ένα άλλο όνομα της Φύσης, που δεν παράγεται από τον άνθρωπο. Τέλος, το χρήμα αποτελεί απλώς ένα τεκμήριο αγοραστικής δύναμης που, κατά κανόνα, δεν παράγεται, αλλά δημιουργείται με τον μηχανισμό της ιδιωτικής και της δημόσιας Πίστης. Κανένα απ’ αυτά δεν παράγεται για πώληση. Η απόδοση της ιδιότητας του εμπορεύματος στην εργασία, τη γη και το χρήμα είναι ολότελα πλασματική. Κι όμως, ίσα ίσα με τη βοήθεια αυτής της κατασκευής οργανώνονται οι αγορές εργασίας, γης και χρήματος3- αυτά πωλούνται και αγοράζονται στην αγορά και η προσφορά και η ζήτησή τους αποτελούν πραγματικά με γέθη- κάθε μέτρο ή πολιτική που θα εμπόδιζε τον σχηματισμό τέτοιων α γορών, θα απειλούσε αναπόφευκτα την αυτορύθμιση του συστήματος. Επομένως, η νοητική κατασκευή του εμπορεύματος παρέχει μία ζωτική οργανωτική αρχή για το σύνολο της κοινωνίας και επηρεάζει με τους πιο ποικίλους τρόπους όλους τους θεσμούς της: την αρχή σύμφωνα με την ο ποία απαγορεύεται κάθε διακανονισμός ή συμπεριφορά που θα απέτρε παν την ουσιαστική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς με βάση την νοητική κατασκευή του εμπορεύματος. 2. ΗεννίΓθγ, Ο.Η., ορ.οίΐ. Η λειτουργία της Μεγάλης Αγοράς, όπως την ορίζει ο ΗβννίΓθγ, συνίσταται στο «να καθιστά τις σχετικές αγοραστικές αξίες όλων των εμπορευμάτων αμοιβαία συμβατές/ σύμμετρες». 3. Η αναφορά του Μαρξ στον φετιχιστικό χαρακτήρα των εμπορευμάτων σχετίζεται με την ανταλλακτική αξία των γνησίων εμπορευμάτων και δεν έχει καμία σχέση με τα πλασματικά εμπορεύματα για τα οποία μιλούμε εδώ.
74
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
Πάντως, σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα, αυτό το αξίωμα δεν μπορεί να επικυρωθεί. Η καθιέρωση του μηχανισμού της αγοράς ως μοναδικού ρυθμιστή της τύχης των ανθρώπων και του φυσικού τους περι βάλλοντος, ως και του μεγέθους και της χρήσης της αγοραστικής δύνα μης, θα κατέληγε στην κατάλυση της κοινωνίας. Το υποτιθέμενο εμπό ρευμα «εργασιακή δύναμη» δεν μπορεί να χρησιμοποιείται αδιακρίτως, ούτε και να αφήνεται αχρησιμοποίητο, δίχως να επηρεάσει τον άνθρωπο, που τυχαίνει να είναι φορέας αυτού του ιδιαίτερου εμπορεύματος. Αχρη στεύοντας την εργασιακή δύναμη του ανθρώπου, το σύστημα αναπόφευ κτα θα αχρήστευε την φυσική, ηθική και ψυχολογική οντότητα που λέγε ται «άνθρωπος», η οποία συνδέεται με αυτό το εμπόρευμα. Αν έχαναν την προστατευτική κάλυψη των πολιτισμικών θεσμών, οι άνθρωποι θα εκ μηδενίζονταν από τα αποτελέσματα της κατάλυσης της κοινωνίας· τελικά θα πέθαιναν, θύματα μίας οξείας κοινωνικής αποσάθρωσης, μίας έξαρσης του εγκλήματος, της περιθωριοποίησης και της λιμοκτονίας. Θα ακολου θούσε η ισοπέδωση της φύσης, η μόλυνση των τοπίων, των ποταμών και των κατοικημένων χώρων, η διακύβευση της εθνικής ασφάλειας και η πλήρης απώλεια της δυνατότητας παραγωγής τροφίμων και πρώτων υ λών. Τέλος, η ρύθμιση της αγοραστικής δύναμης από την αγορά θα κατέ στρεφε τις επιχειρήσεις, επειδή η έλλειψη ή η πληθώρα του χρήματος θα απέβαιναν εξ ίσου καταστροφικές για την επιχείρηση, όπως οι πλημμύρες και οι ξηρασίες για την πρωτόγονη κοινωνία. Αναμφίβολα, η εργασία, η γη και το χρήμα είναι ουσιώδη για μία οικονομία της αγοράς. Αλλά καμία κοι νωνία δεν θα άντεχε τις συνέπειες από την εφαρμογή ενός τέτοιου συ στήματος χονδροειδών νοητικών κατασκευών, έστω και για απειροελάχι στο χρονικό διάστημα, αν δεν προστατεύονταν η ανθρώπινη, η φυσική της υπόσταση, όπως και η επιχειρηματική της οργάνωση, από την κατα στροφική επιρροή αυτού του σατανικού μύλου. Η άκρως τεχνητή φύση της οικονομίας της αγοράς έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι η ίδια η διαδικασία της παραγωγής οργανώνεται με τη μορφή της αγοραπωλησίας4. Κανένας άλλος τρόπος οργάνωσης της πα ραγωγής δεν είναι εφικτός σε μία εμπορική κοινωνία. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, η βιομηχανική παραγωγή για τις εξαγωγές ήταν υπό τον έλεγ χο πλούσιων αστών και διεκπεραιωνόταν υπό την άμεση επίβλεψή τους στην πόλη τους. Αργότερα, στην εμπορική κοινωνία, η παραγωγή ήταν υ πό τον έλεγχο των εμπόρων και δεν περιοριζόταν πια στις πόλεις· ήταν η εποχή της «οικοτεχνίας», τότε που η βιομηχανία της αγροτικής υπαίθρου προμηθευόταν τις πρώτες ύλες από τον έμπορο καπιταλιστή, ο οποίος διεύθυνε την παραγωγική διαδικασία ως καθαρά εμπορική επιχείρηση. Τότε η βιομηχανική παραγωγή πέρασε σε μεγάλη κλίμακα υπό την καθοδήγηση του εμπόρου. Αυτός είχε γνώση της αγοράς, του όγκου και της ποιότητας της ζήτησης1 αυτός εγγυότα ν την προμήθεια των πρώτων 4. ΟυηηιηςΙΐΒΓΠ, \Ν., «Εοοηοηιιο Οίίθηςθ», οτο 03Γηΰπά§β Μοάβίη ΗίείοΓγ, Ν/οΙ.1.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
75
υλών, όπως το μαλλί και μερικές φορές οι αργαλειοί, για το οικοτεχνικό σύστημα παραγωγής. Αν δεν επαρκούσαν οι προμήθειες, δυσμενέστερες ήταν οι επιπτώσεις πάνω στον τεχνίτη, που έχανε προσωρινά την απα σχόλησή του. Δεν απαιτούνταν καμία μεγάλη βιομηχανική εγκατάσταση και ο έμπορος δεν έπαιρνε σημαντικό ρίσκο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της παραγωγής. Το σύστημα αυτό ισχυροποιόταν και βελτιωνόταν οργανωτικά επί αιώ νες, ως την εποχή που, σε μία χώρα, την Αγγλία, η υφαντουργία, υπό τον έλεγχο του υφασματέμπορου, προσέλαβε σχεδόν εθνικές διαστάσεις. Αυτός που αγόραζε και πουλούσε, εξασφάλιζε την παραγωγή — δεν απαιτούνταν ένα ξέχωρο κίνητρο. Η παραγωγή αγαθών δεν λάμβανε υπ’ όψη ούτε τις αμοιβαίες σχέσεις αλληλοϋποστήριξης ούτε την έγνοια του νοι κοκύρη για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας ούτε την πε ρηφάνια του τεχνίτη για το προϊόν του ούτε την ικανοποίηση και επιδοκι μασία του αγοραστικού κοινού-τίποτε, παρά μόνο το καθαρό κίνητρο του κέρδους, ίδιον του ανθρώπου που το επάγγελμά του είναι να πουλά και να αγοράζει. Μέχρι τα τέλη του 18ου αι., η βιομηχανική παραγωγή στην δυτική Ευρώπη ήταν απλώς συμπληρωματική του εμπορίου. Όσο η μηχανή αποτελούσε ένα φτηνό και μη εξειδικευμένο εργαλείο, δεν υπήρχε καμία αλλαγή σε αυτήν την κατάσταση. Το γεγονός ότι ο οικοτεχνίτης μπορούσε να παράγει περισσότερα προϊόντα στις ίδιες εργά σιμες ώρες, πιθανόν να τον ωθούσε να χρησιμοποιήσει μηχανές για να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του, αλλά δεν επηρέαζε αναγκαστικά την ορ γάνωση της παραγωγής. Το αν ο τεχνίτης — ή ο εργοδότης— ήταν κάτο χος των φθηνών μηχανημάτων, προκαλούσε μια κάποια διαφοροποίηση στην κοινωνική θέση των δύο συμβαλλομένων και, οπωσδήποτε, σήμαινε μια διαφορά στα εισοδήματα του εργάτη, που κέρδιζε περισσότερα όταν ήταν ιδιοκτήτης των εργαλείων του. Αυτό, όμως, από μόνο του δεν προέτρεπε τον έμπορο να μεταβληθεί σε βιομήχανο καπιταλιστή ή να περιορί σει τις δραστηριότητές του αποκλειστικά στο να δανείζει σε τέτοιους αν θρώπους. Η πώληση των αγαθών σπάνια ήταν πλήρης και η μεγαλύτερη δυσκολία παρέμενε η προμήθεια πρώτων υλών, που μερικές φορές ήταν αδύνατον να μη διακοπεί. Αλλά ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, η ζημία του εμπόρου-ιδιοκτήτη των μηχανημάτων δεν ήταν σημαντική. Αυτό που άλλαξε τελείως τη σχέση τού εμπόρου με την παραγωγή δεν ήταν η εμ φάνιση της μηχανής καθ’ εαυτή, αλλά η εφεύρεση περίπλοκων και άρα εξειδικευμένων μηχανημάτων. Αν και ίσα ίσα ο έμπορος εισήγαγε την νέα οργάνωση της παραγωγής — γεγονός που καθόρισε την όλη πορεία του μετασχηματισμού— η χρήση πολύπλοκων μηχανημάτων και εγκαταστά σεων απαίτησε τη δημιουργία εργοστασίων και, συνακόλουθα, αλλοίωσε την ισορροπία τής σχέσης εμπορίου και βιομηχανίας, καταφανώς προς ό φελος της τελευταίας. Η βιομηχανική παραγωγή έπαψε να λειτουργεί ως εξάρτημα του εμπορίου, και περιέκλειε πια μακροπρόθεσμες επενδύσεις και ανάλογα ρίσκα. Όσο δεν διασφαλιζόταν η απρόσκοπτη παραγωγή α
76
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
γαθών, τέτοια ρίσκα δεν ήταν εφικτά για τον επενδυτή. Όσο, όμως, γινόταν πολυπλοκότερη η βιομηχανική παραγωγή, τόσο αύξανε ο αριθμός των στοιχείων της βιομηχανίας, που η προμήθειά τους έπρεπε να διασφαλισθεί. Από αυτά, τρία ήταν κεφαλαιώδους σημασίας: η εργασία, η γη και το χρήμα. Σε μία εμπορική κοινωνία, υπήρχε μόνον ένας τρόπος οργάνωσής τους: να καταστούν διαθέσιμα προς πώληση. Επομέ νως, έπρεπε να οργανωθούν για να πουλιούνται στην αγορά, δηλαδή σαν εμπορεύματα. Η επέκταση του μηχανισμού της αγοράς στην εργασία, τη γη και το χρήμα, υπήρξε η αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής των ερ γοστασίων σε μία εμπορική κοινωνία. Όλα τα στοιχεία της βιομηχανίας έ πρεπε να προσφέρονται προς πώληση. Αυτό συνδεόταν με την ανάγκη να υπάρχει ένα σύστημα αγοράς. Γνω ρίζουμε πως σε ένα τέτοιο καθεστώς τα κέρδη διασφαλίζονται μόνον αν εξασφαλίζεται η αυτορύθμιση δια μέσου της ύπαρξης αλληλένδετων α νταγωνιστικών αγορών. Καθώς η ανάπτυξη των εργοστασίων αποτελούσε μέρος της διαδικασίας αγοράς και πώλησης, η εργασία, η γη και το χρήμα έπρεπε να μετατραπούν σε εμπορεύματα για να διασφαλισθεί η απρόσκο πτη παραγωγή. Βέβαια, δεν θα μπορούσαν πραγματικά να μετατραπούν σε εμπορεύματα, καθώς δεν παράγονταν για να πουληθούν στην αγορά. Αλλά ο μύθος της εμπορευματοποίησής τους κατέστη η οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Από τα τρία διακρίνεται ένα: «εργασία» είναι ο τεχνικός ό ρος που χρησιμοποιείται για τους ανθρώπους, εφ’ όσον είναι υπάλληλοι και όχι εργοδότες· συνάγεται ότι, εφ’ εξής, η οργάνωση της εργασίας θα άλλαζε παράλληλα με την οργάνωση του συστήματος της αγοράς. Αλλά καθώς η οργάνωση της εργασίας είναι απλώς μία άλλη περιγραφή του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων, αυτό σημαίνει πως η ανάπτυξη του συστήματος της αγοράς θα συνοδευόταν από μία αλλαγή στην οργάνωση της κοινωνίας. Τελικά, η ανθρώπινη κοινωνία είχε καταστεί εξάρτημα του οικονομικού συστήματος. Επανερχόμαστε στις παράλληλες ιστορίες των ζημιών που προκάλεσαν οι περιφράξεις στην αγγλική ιστορία, και της κοινωνικής καταστρο φής που ακολούθησε την Βιομηχανική επανάσταση. Έχουμε επισημάνει ότι, κατά κανόνα, βελτιώσεις επιτυγχάνονται με αντίτιμο την κοινωνική αποδιάρθρωση. Αν αυτή προσλάβει μεγάλες διαστάσεις, τότε η κοινότητα υποκύπτει στο μοιραίο. Οι Τυδώρ και οι πρώτοι Στιούαρτ γλίτωσαν την Αγγλία από την τύχη της Ισπανίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα και την έ κταση της αλλαγής ώστε αυτή να καταστεί ανεκτή, και παροχετεύοντας τα αποτελέσματά της σε λιγότερο καταστροφικές απολήξεις. Τίποτε, ό μως, δεν έσωσε τον αγγλικό λαό από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής ε πανάστασης. Η τυφλή πίστη στην αυθόρμητη πρόοδο είχε κυριεύσει τον νου των ανθρώπων, και οι πιο φωτισμένοι πίεζαν για απεριόριστη και ανε ξέλεγκτη κοινωνική αλλαγή, με θρησκευτικό φανατισμό. Οι συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων είναι φρικτές, ξεπερνούν κάθε προσπάθεια περιγρα φής. Πράγματι, η ανθρώπινη κοινωνία θα βάδιζε στην εξολόθρευση, αν
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
77
δεν υπήρχαν προστατευτικές αντιδράσεις, που περιόριζαν τη δράση αυ τού του μηχανισμού αυτοκαταστροφής. Η κοινωνική ιστορία του 19ου αι. υπήρξε, επομένως, το αποτέλεσμα μιας διπλής κίνησης: η επέκταση της οργάνωσης της αγοράς για τα γνή σια εμπορεύματα, συνοδεύθηκε από έναν περιορισμό για τα πλασματικά. Ενώ από τη μία οι αγορές κατέκλυσαν την υφήλιο και η ποσότητα των διατιθέμενων αγαθών προσέλαβε απίστευτες διαστάσεις, από την άλλη έ να δίκτυο μέτρων και πολιτικών ενσωματώθηκε σε ισχυρούς θεσμούς, που είχαν σχεδιαστεί για να ελέγξουν τη δράση της αγοράς σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ενώ η οργάνωση παγκοσμίων αγορών ε μπορευμάτων, κεφαλαίων και νομίσματος, υπό την αιγίδα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, έδωσε μία πρωτοφανή ώθηση στον μηχανισμό των α γορών, αναδύθηκε ένα βαθιά ριζωμένο κίνημα αντίστασης στις καταστρο φικές συνέπειες μιας οικονομίας υπό τον έλεγχο της αγοράς. Η κοινωνία αυτοπροστατεύτηκε από τους κινδύνους που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς — αυτό αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστι κό γνώρισμα της ιστορίας της περιόδου.
ΚΑΒί. ΡΟΙΑΝΥΙ
78
7. δρββηΐιαιηίαηύ,1795 Η κοινωνία του 18ου αι. αντέδρασε ασύνειδα σε όλες τις προσπάθειες μετατροπής της σε εξάρτημα της αγοράς. Δεν νοούνταν οικονομία της α γοράς δίχως αγορά εργασίας-αλλά η εγκαθίδρυση μίας τέτοιας αγοράς, ι διαίτερα στον αγροτικό χώρο της Αγγλίας, θα επέφερε την πλήρη κατα στροφή του παραδοσιακού κοινωνικού οικοδομήματος. Σε όλη τη διάρκεια της πιο δραστήριας περιόδου της Βιομηχανικής επανάστασης, από το 1795 έως το 1834, η δημιουργία μίας αγοράς εργασίας στην Αγγλία εμποδίσθηκε από τον Νόμο της 5ρθθηΙΐ3Γηΐ3ηά. Πράγματι, η αγορά εργασίας υπήρξε η τελευταία από τις αγορές που οργανώθηκαν με το νέο βιομηχανικό σύστημα, και το τελικό αυτό μέτρο πάρθηκε όταν είχε πια διαφανεί πως η οικονομία της αγοράς ήταν έτοιμη να ξεκινήσει και πως η απουσία μίας αγοράς εργασίας είχε προσλάβει διαστάσεις απειλής πολύ μεγαλύτερης από τις συμφορές που θα ακολου θούσαν την εισαγωγή της. Τελικά, παρά τις απάνθρωπες μεθόδους δημι ουργίας της, η αγορά ελεύθερης εργασίας αποδείχθηκε οικονομικά επω φελής για όλες τις πλευρές. Κι όμως, τώρα ανέκυψε το θεμελιώδες πρόβλημα: τα οικονομικά οφέ λη ενός συστήματος ελεύθερης εργασίας δεν μπορούσαν να αντισταθμί σουν την κοινωνική καταστροφή που είχε επιφέρει. Νέου τύπου ρυθμίσεις έπρεπε να επιβληθούν, που θα προστάτευαν εκ νέου την εργασία, αυτήν τη φορά από τη δράση του μηχανισμού της αγοράς. Αν και οι νέοι προ στατευτικοί θεσμοί, όπως τα συνδικάτα και οι εργοστασιακοί νόμοι, ανταποκρίνονταν όσο ήταν δυνατόν στις απαιτήσεις του οικονομικού μηχανι σμού, παρ’ όλα αυτά παρεμβάλλονταν στην αυτορύθμισή του και, τελικά, κατέστρεψαν το σύστημα. Στην εξέλιξη αυτήν ο Νόμος δρθθηΐΊβιηΙβηά κα τείχε στρατηγική θέση. Στην Αγγλία, γη και χρήμα εντάχθηκαν σε αντίστοιχες αγορές πριν α πό την εργασία. Η ένταξη της εργασίας στη δική της αγορά εμποδιζόταν από αυστηρούς περιορισμούς στην φυσική της κινητικότητα, επειδή ο ερ γαζόμενος ήταν δέσμιος της ενορίας του. Ο «Νόμος της εγκατάστασης» του 1662, που είχε επιβάλει την λεγόμενη «ενοριακή δουλεία», αποδυνα μώθηκε μόλις το 1795. Η εξέλιξη αυτή θα καθιστούσε εφικτή τη δημιουρ γία μίας εθνικής αγοράς εργασίας, αν συγχρόνως δεν είχε εισαχθεί ο «Νόμος της δρθθηίΐΗΓπΙβπά» ή, αλλιώς, «σύστημα επιδομάτων». Η λογική αυτού του νόμου κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την επιβολή ενός πατερναλιστικού συστήματος οργάνωσης της εργασίας, όπως είχε κληρονομηθεί από τους Τυδώρ και τους Στιούαρτ. Στις 6 Μάίου 1795, εποχή μεγάλης κοινωνικής κρίσης, η δικαστική αρχή του Ββΐ'ΚδΙιίΐ'θ, σε μία συνεδρίασή της στο ΡθΙίΙοη Ιππ στην 5ρθθη(Ί3ΐπΐ3ηά κο ντά στο Νθνν&υπγ, αποφάσισε ότι έπρεπε να χορηγηθούν ενισχυτικά επιδό
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
79
ματα στους μισθούς, ανάλογα με το κόστος του ψωμιού, ώστε να διασφαλισθεί ένα ελάχιστο εισόδημα για τους φτωχούς, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα κέρδιζαν. Η περίφημη διατύπωση των αξιωματούχων έχει ως εξής: «Όταν το καρβέλι το ψωμί μίας κάποιας ποιότητας κοστίζει 1 σελίνι, τότε ο κάθε φτωχός και εργατικός άνθρωπος θα λαμβάνει για τον εαυτό του 3 σελί νια εβδομαδιαίως, από τη δική του ή από οικογενειακή εργασία, ή θα λαμβά νει ένα επίδομα από τα τέλη για τους άπορους, ενώ για τη συντήρηση της γυναίκας του και κάθε μέλους της οικογένειας του θα λαμβάνει 1 σελίνι και 6 πένες. Όταν το καρβέλι το ψωμί κοστίζει 1 σελίνι και 6 πένες, ο φτωχός θα λαμβάνει εβδομαδιαίως 4 σελίνια γι' αυτόν και 1 σελίνι και 10 πένες για κάθε μέλος της οικογένειάς του- για κάθε πένα που προστίθεται στην αξία του καρβελιού πέραν του ενός σελινιού, θα λαμβάνει 3 πένες για τον εαυτό του και 1 πένα για τους άλλους». Αυτοί οι αριθμοί διέφεραν στις διάφορες επαρχίες, αλλά στις περισσότε ρες περιπτώσεις υιοθετήθηκε η κλίμακα της δρθθηήβηηίβηά. Αυτή αποτελούσε μέτρο ανάγκης και εφαρμόσθηκε άτυπα-αν και ονομάστηκε νόμος, η κλί μακά της ουδέποτε επικυρώθηκε νομικά. Παρ’ όλα αυτά, είχε καταστεί σύ ντομα ο νόμος της υπαίθρου και, αργότερα, αρκετών βιομηχανικών περιο χών. Ουσιαστικά, υπεράσπιζε νομοθετικά το δικαίωμα στην επιβίωση και, μέ χρι την κατάργησή της, το 1834, είχε εμποδίσει με επιτυχία τη δημιουργία μίας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1832, η με σαία τάξη είχε ανέλθει στην εξουσία, εν μέρει σκοπεύοντας να παραμερίσει αυτό το εμπόδιο στην εδραίωση της νέας καπιταλιστικής οικονομίας. Πράγ ματι, ήταν καταφανής η ανάγκη να απαλλαγεί το νέο οικονομικό σύστημα από το «δικαίωμα στην επιβίωση», όπως το καθόριζε ο Νόμος της 8ρθθη(ΐ3ΠΊΐ3ηό: στο νέο καθεστώς του Οικονομικού Ανθρώπου, κανείς δεν θα εργαζόταν μι σθωτά, όσο μπορούσε να επιζήσει άνεργος. Αλλη μία διάσταση της ανατροπής του νόμου της δρβθπΙιβιτιΙβηοΙ, που δεν έγινε αντιληπτή από τους περισσότερους συγγραφείς του 19ου αι., ή ταν το γεγονός ότι το μισθοδοτικό σύστημα έπρεπε να προσλάβει καθολι κές διαστάσεις, για το συμφέρον και των ίδιων των μισθωτών, αν και αυτό θα υπονόμευε την απαίτησή τους να συντηρούνται με τον μισθό τους. Το «δικαίωμα στην επιβίωση» είχε αποβεί θανάσιμη παγίδα. Το παράδοξο ήταν απλώς επιφανειακό. Θεωρητικά, το μοντέλο της 5ρθθηή3Γπΐ3ηό σήμαινε μία φιλελεύθερη διαχείριση του νόμου της «Κοι νωνικής πρόνοιας», αλλά στην πραγματικότητα κατέληξε στο εκ διαμέ τρου αντίθετο: στην ελισαβετιανή Κοινωνική πρόνοια, οι φτωχοί ήταν υ ποχρεωμένοι να εργασθούν, ανεξάρτητα από το ύψος της αμοιβής και δι καιούνταν επιχορήγηση μόνον όσοι, αποδεδειγμένα, δεν έβρισκαν εργα σία. Επιχορήγηση με τη μορφή της ενίσχυσης του μισθού δεν δινόταν. Με τον νόμο της δρθθηΙΐ3Γηΐ3ηοΙ, μπορούσε κάποιος να λάβει επίδομα, και αν ακόμα είχε εργασία, εφ’ όσον οι μισθοί του δεν συμπλήρωναν το οικογε νειακό του εισόδημα, όπως αυτό προσδιοριζόταν από την κλίμακα με βά ση την τιμή του ψωμιού. Συνακόλουθα, κανένας εργάτης δεν είχε υλικό
80
ΚΑΒ1. ΡΟΙΑΝΥΙ
συμφέρον να ικανοποιήσει τον εργοδότη του όσο το εισόδημά του θα έ μενε το ίδιο, άσχετα από το ύψος του μισθού του. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε για την περίπτωση που οι καθαροί μισθοί υπερέβαιναν την κλίμακα, φαινό μενο άγνωστο στην ύπαιθρο, όπου οι εργοδότες έβρισκαν εργατικά χέρια σχεδόν με το ελάχιστο κόστος. Αλλά όσο κι αν πλήρωνε ο εργοδότης, τα επιδόματα από τα τέλη αρκούσαν για να φέρουν το εισόδημα του εργαζό μενου στο επίπεδο που καθοριζόταν από την κλίμακα. Μέσα σε λίγα χρόνια, η παραγωγικότητα βούλιαξε στο επίπεδο της παραγωγικότητας των απόρων, δίνοντας έτσι έναν επιπρόσθετο λόγο στους εργοδότες να μην αυξάνουν τα ημερομίσθια πάνω από την κλίμα κα: με την απεριόριστη κατάπτωσή της, η εργασία κατέληξε ταυτόσημη με τη φυγοπονία ή την προσποιητή εργασία ως πρόσχημα. Αν και θεωρητικά η εργασία εξακολουθούσε να επιβάλλεται, στην πράξη η ανακούφιση των απόρων προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις και ως και στο εσωτερικό των πτωχοκομείων η υποχρεωτική εργασία των εγκλείστων δύσκολα μπορού σε να χαρακτηριστεί εργασία. Αυτό οδήγησε στην εγκατάλειψη της νομο θεσίας των Τυδώρ, για χάρη ενός μεγαλύτερου πατερναλισμού. Η επέ κταση της εκτός πτωχοκομείου πρόνοιας, η εισαγωγή επιδομάτων ενισχυτικών στους μισθούς, που συμπληρώνονταν από επιπλέον επιδόματα για τα εξαρτώμενα μέλη, των οποίων το ύψος καθοριζόταν από την εκάστοτε αξία του ψωμιού, οδήγησαν στην δραματική επανεμφάνιση, στον χώρο της εργασίας, της ρυθμιστικής αρχής που, εκείνη την περίοδο, εξαφανιζό ταν ταχύτατα από την βιομηχανική οργάνωση. Κανένα μέτρο δεν υπήρξε δημοφιλέστερο.1 Οι γονείς απαλλάχθηκαν α πό τη φροντίδα των παιδιών τους, τα παιδιά έπαψαν να εξαρτώνται από τους γονείς, ενώ οι εργοδότες μπορούσαν να μειώνουν τα μεροκάματα κα τά βούληση και οι εργάτες να παραμένουν εξασφαλισμένοι, ανεξάρτητα α πό το αν ήσαν οκνηροί ή παραγωγικοί. Οι ανθρωπιστές επικροτούσαν το μέ τρο ως πράξη ελεημοσύνης αν όχι και δικαιοσύνης, ενώ οι εγωιστές ικανοποιόντουσαν στη σκέψη ότι το μέτρο ήταν φιλανθρωπικό, αλλά σίγουρα όχι φιλελεύθερο. Ακόμα και οι φορολογούμενοι άργησαν να αντιληφθούν τι θα συνέβαινε στα τέλη, σε ένα σύστημα που διακήρυσσε το «δικαίωμα στην ε πιβίωση», ανεξάρτητα από το αν κάποιος έπαιρνε μισθό ή όχι. Μακροπρόθεσμα, το αποτέλεσμα ήταν τρομακτικό. Αν και χρειάστηκε να περάσει καιρός μέχρις ότου ο αυτοσεβασμός του απλού ανθρώπου καταποντισθεί, μέχρι σημείου που να προτιμά τα επιδόματα από τον μισθό, οι μισθοί του — που επιδοτούνταν από τα δημόσια ταμεία— ήταν τελικά α στείρευτοι, κι έτσι τον εξώθησαν στην μόνιμη εξάρτηση από το επίδομα. Σταδιακά, οι κάτοικοι της υπαίθρου πτώχευσαν το απόφθεγμα «μια φορά στο επίδομα, πάντοτε στο επίδομα» βγήκε αληθινό. Χωρίς τα μακροπρό θεσμα αποτελέσματα του συστήματος των επιδομάτων, θα ήταν αδύνα τον να ερμηνεύσουμε την ανθρώπινη και κοινωνική καταρράκωση που 1. ΜθΓθάϋή, Η.Ο., ΟυΙίιηβε οί Οηβ Εοοηοηιΐο ΗιεΙοίγ οί ΕηςιΙβηό, 1908.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
81
επέφερε ο πρώιμος καπιταλισμός. Το γεγονός της 3ρθθηΙη3ΠΊΐ3ηοΙ αποκάλυψε στον λαό της ηγέτιδας χώ ρας του αιώνα την αληθινή φύση του κοινωνικού εγχειρήματος στο οποίο είχαν αποδυθεί. Άρχοντες και υποτελείς, ουδέποτε ξέχασαν τα διδάγματα αυτού του παραμυθένιου κόσμου. Η Μεταρρύθμισης του 1832 και η τροπο ποίηση του νόμου της «Κοινωνικής πρόνοιας» το 1834 θεωρούνται αφετη ρίες του σύγχρονου καπιταλισμού, ακριβώς επειδή τερμάτισαν τη βασιλεία του αγαθοεργού άρχοντα και του συστήματος του επιδομάτων. Η προσπά θεια δημιουργίας μίας καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων δίχως μία αγορά εργασίας είχε αποτύχει δραματικά. Οι νόμοι που διέπουν τον καπιταλισμό επιβεβαιώθηκαν και εκδήλωναν την ριζική τους αντίθεση στην αρχή του πα τερναλισμού" είχε γίνει φανερή η ανελαστικότητα αυτών των νόμων, ενώ η παραβίασή τους είχε καταστρέψει όσους την αποτόλμησαν. Στο καθεστώς της 5ρβθηΙΐ3ΐτιΐ3ηά, η κοινωνία σπαρασσόταν από δύο α ντίθετες τάσεις: η μία, πήγαζε από τον πατερναλισμό και προστάτευε την εργασία από το σύστημα της αγοράς· η άλλη, οργάνωνε τα στοιχεία της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της γης, με βάση ένα σύστημα αγο ράς και έτσι υποβάθμιζε κοινωνικά και οικονομικά τον απλό άνθρωπο, αναγκάζοντάς τον να πουλάει την εργατική του δύναμη για να ζήσει, ενώ ταυτόχρονα στερούσε από την εργασία του την αγοραστική της αξία. Απέναντι σε μία νέα τάξη εργοδοτών, δεν υπήρχε δυνατότητα να σχημα τιστεί καμία αντίστοιχη τάξη εργαζομένων. Ένα νέο γιγάντιο κύμα περιφράξεων σφετεριζόταν τη γη και δημιουργούσε ένα αγροτικό προλετα ριάτο, ενώ η «κακοδιαχείριση της Κοινωνικής πρόνοιας» τους απέτρεπε από το να κερδίσουν με την εργασία τους τα προς το ζην. Η κραυγαλέα αντίφαση ανάμεσα σε μία υπέρογκη αύξηση της παραγωγής και την πεί να, που είχε προσλάβει τεράστιες διαστάσεις, έκανε αισθητή την παρου σία της στη σκέψη των ανθρώπων της εποχής. Από το 1834, γενική ήταν η πεποίθηση ότι η ιστορία της 3ρθθηΙΐ3ηηΐ3ηο1 έπρεπε να λήξει. Είτε έπρε πε να καταργηθούν οι μηχανές, όπως προσπάθησαν να κάνουν οι Λουδίτες* είτε έπρεπε να δημιουργηθεί μία κανονική αγορά εργασίας· έτσι οδηγήθηκε η ανθρωπότητα προς την κατεύθυνση ενός ουτοπικού πειράματος. Δεν πρόκειται να μακρηγορήσουμε εδώ σχετικά με την οικονομική φι λοσοφία της 3ρθθπίΐ3ηιΐ3ηοΙ' θα την αναλύσουμε παρακάτω. Εκ πρώτης όψεως, το «δικαίωμα στην επιβίωση» έπρεπε να οδηγήσει στην κατάργηση της μισθωτής εργασίας: οι πραγματικοί μισθοί θα εκμηδενίζονταν, και θα μετέφεραν έτσι το κόστος της συντήρησης του εργαζομένου στην ενο ρία, διαδικασία που θα καθιστούσε ολοφάνερο τον παραλογισμό του δια κανονισμού αυτού. Αλλά ήταν μία προκαπιταλιστική εποχή, όπου οι απλοί 'Λουδίτες (ΙυόόίίβεΥ Από τον Κίης Ι_υά, που εμφανίζεται σε προπαγανδιστικά φυλλάδια κατά των μηχανών. Χειρώνακτες εργάτες, κυρίως των πλεκτοβιομηχανιών του ΝοΙϋηςήβηΐδΙιίΓΘ, ΟθΓόγδΙιίΓθ και Ι_θιοθ31θγ5Νγθ, που συνασπίσθηκαν με σκοπό να κατα στρέψουν τις μηχανές την περίοδο 1811-1818. Δρακόντειοι νόμοι τούς συνέτριψαν. [Στμ]
82
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
άνθρωποι διαπνέονταν από παραδοσιακές αντιλήψεις και κάθε άλλο παρά βάσιζαν τη συμπεριφορά τους αποκλειστικά σε οικονομικά κίνητρα. Η μεγά λη πλειονότητα του πληθυσμού της υπαίθρου ήταν ιδιοκτήτες ή ισόβιοι ε νοικιαστές γης, που προτιμούσαν οποιαδήποτε κατάσταση ζωής από τη ζωή του φτωχού, κι αν ακόμα το καθεστώς της ανέχειας δεν επιβαρυνόταν με ε ξοργιστικές και ταπεινωτικές δυσχέρειες, όπως θα συνέβαινε αργότερα. Αν οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να κινητοποιηθούν συνδικαλιστικά για την προώθηση των συμφερόντων τους, το σύστημα των επιδομάτων θα εί χε αναπόφευκτα αντίθετον αντίκτυπο στους πραγματικούς μισθούς: η δρά ση των συνδικάτων θα διευκολυνόταν αφάνταστα από την αρωγή των α νέργων, δια μέσου μιας φιλελεύθερης διαχείρισης της Κοινωνικής πρόνοι ας. Αυτό προφανώς υπήρξε μία από τις αιτίες για τη θέσπιση των άδικων αντισυνδικαλιστικών νόμων του 1799-1800, που διαφορετικά θα ήταν ανεξή γητοι, εφ’ όσον τόσο οι δικαστές του ΒβτΚδΙηϊΓβ όσο και το Κοινοβούλιο ενδιαφέρονταν για την οικονομική κατάσταση των φτωχών, ενώ, μετά το 1797, η πολιτική αναταραχή είχε κοπάσει. Πράγματι, μπορούμε να ισχυρισθούμε πως η πατερναλιστική παρέμβαση του Νόμου της δρβθηΗβιηΙβηά προκάλεσε τους αντισυνδικαλιστικούς νόμους, μία άλλη παρέμβαση, δίχως την οποία ο Νόμος της 3ρθθηΙΐ3Γηΐ3ηοΙ ίσως τελικά να οδηγούσε σε μία αύ ξηση των μισθών. Σε συνδυασμό με τους αντισυνδικαλιστικούς νόμους — που δεν ανακλήθηκαν τα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια— η δρθθπΙπβηΊίβηοΙ κατέληξε στο ειρωνικό αποτέλεσμα, το «δικαίωμα στην επιβίωση» να κατα στρέψει εκείνους προς όφελος των οποίων είχε σχεδιασθεί. Για τις επόμενες γενεές, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο φανερό από την ασυμβατότητα θεσμών όπως το μισθοδοτικό σύστημα και το «δι καίωμα στην επιβίωση» ή, με άλλα λόγια, από την αδυναμία λειτουργίας μίας καπιταλιστικής οργάνωσης, όσο τα ημερομίσθια επιδοτούνταν από τα δημόσια ταμεία. Αλλά οι σύγχρονοι της δρθθηίιβΠΊίβηά δεν κατανοού σαν την πραγματικότητα, την έλευση της οποίας προετοίμαζαν. Μόνον ό ταν προέκυψε μία αισθητή επιδείνωση της παραγωγικότητας των μαζών — πραγματική εθνική καταστροφή, που δυσχέραινε την πρόοδο του εκμηχανισμένου πολιτισμού— επιβλήθηκε στη συλλογική συνείδηση η ανα γκαιότητα να καταργηθεί το απεριόριστο δικαίωμα των φτωχών για δημό σια αρωγή. Η σύνθετη οικονομία της δρβθηίιβηηίβηά ήταν πέρα από κάθε κατανόηση, ακόμα και για τους πιο έμπειρους παρατηρητές της εποχής. Αλλά διαφάνηκε εντονότατα πως τα επιδόματα στους μισθούς ήταν τελι κά καταστροφικά, γιατί πάντα έπλητταν όσους τα εισέπρατταν. Οι αδυναμίες του συστήματος της αγοράς δεν ήσαν ακόμη εμφανείς. Γ ια να το συνειδητοποιήσουμε πλήρως, πρέπει να διαχωρίσουμε τις διά φορες διακυμάνσεις στις οποίες υποβλήθηκαν οι εργαζόμενοι της Αγγλίας, με την εισαγωγή των μηχανών: κατ’ αρχάς, της περιόδου της δρθθη(ΐ3Γηΐ3ηά, από το 1795 έως το 1834. Έπειτα, τα δεινά που προκάλεσε η μεταρρύθμιση του νόμου της «Κοινωνικής πρόνοιας» τη δεκαετία μετά το 1834' τέλος, τα καταστροφικά αποτελέσματα της ανταγωνιστικής αγοράς
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
83
εργασίας μετά το 1834, μέχρι και τη δεκαετία του 1870, οπότε η νομιμοποί ηση των εργατικών συνδικάτων προσέφερε επαρκή προστασία. Από χρονι κή άποψη, η δρθθηίΐ3Γηΐ3ηοΙ προηγούνταν της οικονομίας της αγοράς, η δε καετία της μεταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας αποτελούσε μετάβαση σε αυτήν την οικονομία, και η τρίτη περίοδος — σε διαπλοκή με την προη γούμενη— ήταν της καθαυτό οικονομίας της αγοράς. Οι τρεις περίοδοι διέφεραν σημαντικά. Η 5ρθβηΐΊ3Γηΐ3ηοΙ σκόπευε να α ποτρέψει ή, τουλάχιστον, να καθυστερήσει την προλεταριοποίηση των κα τώτερων στρωμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική τους εξαθλίωση. Η μεταρρύθμιση του νόμου της «Κοινωνικής πρόνοιας» του 1834 παρα μέρισε αυτό το εμπόδιο στην αγορά εργασίας: το «δικαίωμα στην επιβίω ση» καταργήθηκε. Η επιστημονική σκληρότητα αυτού του νομοθετήματος υπήρξε τόσο προκλητική στα μάτια των συγκαιρινών του, ώστε χαρακτηρι στικό της περιόδου αυτής, όπως την αποτύπωσε η ιστορική μνήμη, παραμέ νουν οι βιαιότατες αναταραχές. Πράγματι, πολλοί από τους φτωχότερους εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, καθώς σταμάτησε η παροχή βοηθημάτων έξω από το πτωχοκομείο- κύρια, όμως, θύματα υπήρξαν οι «αξιοβοήθητοι φτωχοί», άτομα αρκετά αξιοπρεπή για να εισέλθουν στο πτωχοκομείο, που είχε ήδη καταστεί χώρος αίσχους. Ισως ποτέ στην σύγχρονη ιστορία δεν έ χει γίνει τόσο ανελέητη μεταρρύθμιση· συνέτριψε αμέτρητες ζωές, ενώ προσποιούνταν ότι απλώς σκόπευε να προσφέρει ένα κριτήριο γνήσιας φτώχειας, δια μέσου του ελέγχου του πτωχοκομείου. Ψυχολογικά βασανι στήρια εγκρίνονταν και εφαρμόζονταν από απρόθυμους φιλανθρώπους, ως μέσον τόνωσης της αγοράς εργασίας. Κι όμως, οι περισσότερες διαμαρτυ ρίες αφορούσαν κυρίως στη σφοδρότητα με την οποία είχε επέλθει η εκρίζωση ενός παραδοσιακού θεσμού και ο ριζικός μετασχηματισμός που την συνόδευσε. Ο Ντισραέλι κατάγγειλε αυτήν «την αδιανόητη επανάσταση» στη ζωή των ανθρώπων. Πάντως, αν υπολογίζονταν μόνον οι απολαβές, η κατάσταση των ανθρώπων σύντομα θα βελτιωνόταν. Τα προβλήματα της τρίτης περιόδου ήταν ακόμα βαθύτερα. Οι φρικα λεότητες που διαπράχθηκαν σε βάρος των φτωχών από την κεντρική γρα φειοκρατία της «Κοινωνικής πρόνοιας» μετά το 1834 ήταν αποσπασματι κές και δεν συγκρίνονταν με τα ευρύτερα αποτελέσματα του ισχυρότε ρου από όλους τους σύγχρονους θεσμούς, της αγοράς εργασίας. Η απει λή ήταν παρόμοια με της 5ρθθηΙΐ3Γηΐ3ηοΙ, αλλά, τούτη τη φορά, ο κίνδυνος απέρρεε από την παρουσία και όχι την απουσία της ανταγωνιστικής αγο ράς εργασίας. Αν η δρθθηΙΐ3ΐηΐ3ΐχΙ είχε αποτρέψει τον σχηματισμό μιας εργατικής τάξης, τώρα οι φτωχοί μεροκαματιάρηδες οδηγούνταν σωρη δόν σε μια τέτοια τάξη, υπό την πίεση ενός στυγνού μηχανισμού. Αν στην δρθθηΙιβΓηΙβηοΙ η προσοχή και η μέριμνα που παρέχονταν στους ανθρώ πους δεν τους διαφοροποιούσαν από τα ζώα, τώρα θεωρούνταν ικανοί να φροντίσουν μόνοι τους τον εαυτό τους, ενάντια στις πολλές αντιξοότη τες. Αν η 5ρθθηίΐ3ΐπΐ3ηά ταυτιζόταν με μία «βολική» μιζέρια υποβάθμισης, τώρα ο εργαζόμενος ήταν μόνος μέσα στην κοινωνία. Αν η 3ρθθηΙΐ3ΐτιΐ3ηά
84
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
είχε καταχρασθεί την αξία της γειτονιάς, της οικογένειας και της υπαί θρου, τώρα ο άνθρωπος αποχωριζόταν σπίτι και συγγενείς, ξεριζωνόταν από τον τόπο και από το γνώριμο περιβάλλον του. Κοντολογίς, αν η δρθθηΐΊ3Γηΐ3ηά έφερνε τη σήψη δια μέσου της ακινησίας, ο κίνδυνος τώρα ήταν ο θάνατος δια μέσου της κοινωνικής έκθεσης. Η ανταγωνιστική αγορά εργασίας εδραιώθηκε στην Αγγλία το 1834' πριν από αυτήν την χρονολογία, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε πως υπήρχε βιο μηχανικός καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα. Κι όμως, σχεδόν αμέσως εκδηλώθηκε η αυτοπροστασία της κοινωνίας: εργοστασιακοί νόμοι και κοι νωνική νομοθεσία, κι ένα πολιτικό και συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης. Σε αυτήν την προσπάθεια απόκρουσης των νέων κινδύνων τους οποί ους έφερε ο μηχανισμός της αγοράς, η προστατευτική δράση συγκρούστηκε θανάσιμα με την αυτορύθμιση του συστήματος. Δεν είναι υπερβολή αν ισχυρισθούμε ότι η κοινωνική ιστορία του 19ου αι. καθορίσθηκε από τη λογική του συστήματος της αγοράς, από τη στιγμή που η αγορά απελευθερώθηκε, με τη μεταρρύθμιση του νόμου της «Κοινωνικής πρόνοιας» του 1834. Αφε τηρία αυτής της νέας δυναμικής υπήρξε ο νόμος της δρθβηϊιβπηΙβηοΙ. Αν ισχυριζόμαστε ότι η μελέτη της δρθθπίΐΒίπΙβηά αποτελεί μελέτη της γέννησης του πολιτισμού του 19ου αι., ο λόγος δεν είναι τα κοινωνικά και οι κονομικά της αποτελέσματα ούτε η καθοριστική τους επίδραση στην σύγ χρονη ιστορία, αλλά το εν πολλοίς άγνωστο στις σημερινές γενεές γεγονός ότι η κοινωνική μας συνείδηση διαπλάσθηκε από αυτήν. Η εικόνα του φτω χού, ξεχασμένη έκτοτε σχεδόν τελείως, κυριαρχούσε σε έναν προβληματι σμό που το αποτύπωμά του ήταν εξ ίσου έντονο με των πιο θεαματικών γε γονότων της ιστορίας. Αν η Γαλλική επανάσταση όφειλε πολλά στη σκέψη του Βολταίρου, του Ντιντερό, του Κεναί και του Ρουσώ, ο προβληματισμός για την «Κοινωνική πρόνοια» διέπλασε τη σκέψη του Μπένθαμ και του Μπερκ, του Γκόντγουιν και του Μάλθους, του Ρικάρντο και του Μαρξ, του Ρόμπερτ Όουεν και του Τζον Στιούαρτ Μιλ, του Δαρβίνου και του Σπένσερ, ανθρώπων που, μαζί με την Γαλλική επανάσταση, υπήρξαν οι πνευματικοί πατέρες του πολιτισμού του 19ου αι. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν την δρθθηίιβΓπΙβηά και τη μεταρρύθμιση της «Κοινωνικής πρόνοιας», η προσοχή του ανθρώπου στράφηκε προς την κοινότητα, διαποτισμένη από ένα και νούργιο άγχος: η επανάσταση, την οποία μάταια είχαν προσπαθήσει να ε μποδίσουν οι δικαστές του ΒθΓΚδίΊίΓΘ και την οποία απελευθέρωσε τελικά η μεταρρύθμιση της «Κοινωνικής πρόνοιας», εστίασε την προσοχή των αν θρώπων στην συλλογική τους ύπαρξη, σαν να την είχαν παραβλέψει στο πα ρελθόν. Αποκαλύφθηκε ένας κόσμος, που η ύπαρξή του ήταν ως τότε αδια νόητη: ο κόσμος των νόμων που διέπουν μία σύνθετη κοινωνία. Αν και η εμ φάνιση αυτής της νέας και διακριτής σύλληψης της κοινωνίας συνέβη στο οικονομικό πεδίο, οι επιπτώσεις της ήταν καθολικές. Η νέα πραγματικότητα πέρασε στη συνείδησή μας με τη μορφή της πολιτικής οικονομίας. Οι εντυπωσιακές κανονικότητες και εκπληκτικές α ντιφάσεις της έπρεπε να ενταχθούν στη φιλοσοφία και τη θεολογία, για
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
85
να προσλάβουν διαστάσεις κατανοητές από τους ανθρώπους. Οι αμετάκλητες πραγματικότητες και οι ανελέητοι νόμοι που φαίνονταν να οδη γούν στην κατάργηση της ανθρώπινης ελευθερίας, έπρεπε με κάποιον τρόπο να συμφιλιωθούν με αυτήν. Αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη των με ταφυσικών δυνάμεων που ενέπνεαν τους θετικιστές και τους ωφελιμι στές. Η διφορούμενη αντίδραση του ανθρώπινου νου απέναντι σε αυτούς τους τρομακτικούς περιορισμούς ήταν μία απεριόριστη ελπίδα και ταυτό χρονα μία άφατη απελπισία. Η ελπίδα — το όραμα της τελειότητας— αντλήθηκε από την εφιαλτική πραγματικότητα των νόμων του πληθυσμού και των μισθών και ενσαρκώθηκε σε μία έννοια προόδου τόσο ισχυρή, ώ στε να είναι σε θέση να δικαιολογήσει τις εκτεταμένες και οδυνηρές απο διαρθρώσεις που θα ακολουθούσαν. Η απελπισία θα αναδεικνυόταν σε α κόμα ισχυρότερο παράγοντα μετασχηματισμού. Οι άνθρωποι αναγκάζονταν να υποταχθούν παθητικά στον όλεθρό τους. Ήταν καταδικασμένοι είτε να διακόψουν την αναπαραγωγή του είδους είτε να χαθούν σε πολέμους, λοιμούς, λιμούς και στο κοινό έγκλημα. Η ανέχεια έγινε η καθαυτό φύση της κοινωνίας· η ειρωνεία ήταν ακόμα πικρότερη, ε πειδή η περιορισμένη ποσότητα των τροφίμων και ο απεριόριστος αριθμός των ανθρώπων εμφανίστηκαν ακριβώς τη στιγμή που η ανθρωπότητα κατα κλυζόταν από υποσχέσεις για αδιάκοπη αύξηση του πλούτου. Έτσι ενσωματώθηκε η ανακάλυψη της κοινωνίας στον πνευματικό κό σμο του ανθρώπου- πώς, όμως, μπορούσε αυτή η νέα πραγματικότητα, η νέα κοινωνία, να μετουσιωθεί σε πράξη ζωής; Ως αρχές εφαρμογής, οι ηθι κές αξίες της αρμονίας και της σύγκρουσης υπέστησαν την μεγαλύτερη δυ νατή κατάχρηση και εξ ανάγκης ενσωματώθηκαν σε ένα πλαίσιο σχεδόν πλήρους αντίφασης. Θεωρούνταν δεδομένο ότι η αρμονία ήταν εγγενής στην οικονομία, και τα συμφέροντα ατόμου και κοινωνίας ήταν τελικά ταυ τόσημα — αλλά μια τέτοια αρμονική αυτορύθμιση απαιτούσε τον σεβασμό των νόμων της οικονομίας από το άτομο, κι αν ακόμα συνέβαινε να το οδη γούν στην καταστροφή. Η σύγκρουση θεωρούνταν ότι είναι εγγενής στην οικονομία, είτε ως ανταγωνισμός ανάμεσα σε άτομα είτε ως πάλη των τά ξεων — αλλά, ξανά, μία τέτοια σύγκρουση θα εξελισσόταν σε φορέα μίας βαθύτερης αρμονίας στην παρούσα ή ίσως στην μελλοντική κοινωνία. Ένδεια, πολιτική οικονομία και η ανακάλυψη της κοινωνίας ήταν στενά συνυφασμένες: η ένδεια εστίαζε την ανθρώπινη προσοχή στο αδιανόητο γεγονός της συνύπαρξής της με την υλική αφθονία. Κι όμως, αυτό ήταν μόνο το πρώτο από τα πολλά παράδοξα που επιφύλασσε στον νεοτερικό άνθρωπο η βιομηχανική κοινωνία. Είχε μπει στην νέα κατοικία του από την πόρτα της οικονομίας και η συγκυρία αυτή προσέδιδε στην περίοδο την υλιστική της διάσταση. Γ ια τον Ρικάρντο και τον Μάλθους, τίποτε δεν ήταν πιο πραγματικό από τα υλικά αγαθά. Γι’ αυτούς, οι νόμοι της αγοράς αποτελούσαν τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ο Γκόντγουιν πί στευε στις απεριόριστες δυνατότητες, γι’ αυτό και έπρεπε να αρνηθεί τους νόμους της αγοράς. Το ότι οι ανθρώπινες δυνατότητες περιορίζο
86
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
νται, όχι από τους νόμους της αγοράς, αλλά από τους νόμους της ίδιας της κοινωνίας, αποτελεί αποκλειστικά διατύπωση του Όουεν, που πρώτος διέκρινε την νέα, ανερχόμενη πραγματικότητα πίσω από τον πέπλο της οικονομίας της αγοράς: την κοινωνία της αγοράς. Αλλά η διορατικότητα του παρέμεινε ανεκμετάλλευτη επί έναν αιώνα. Σε σχέση ακριβώς με το πρόβλημα της φτώχειας άρχισαν οι άνθρωποι να εξετάζουν το περιεχόμενο της ζωής σε μία σύνθετη κοινωνία. Η παγκο σμιοποίηση της πολιτικής οικονομίας συντελέσθηκε σε δύο διαφορετικές προοπτικές: της προόδου και της εντέλειας, και του ντετερμινισμού και της καταδίκης· η μετουσίωσή της σε πρακτική επιτεύχθηκε με δύο αντίθετους τρόπους, δια μέσου της αρχής της αρμονίας και της αυτορύθμισης από τη μια, και του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης από την άλλη. Ο οικονομι κός φιλελευθερισμός και η έννοια της [κοινωνικής] τάξης πρωτοδιαμορφώθηκαν μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις. Μία νέα κατηγορία ιδεών πέρασε στην ανθρώπινη συνείδηση με την οριστικότητα ενός αμετάκλητου γεγονότος.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
87
8. Προηγούμενα και συνέπειες Αρχικά, το σύστημα της δρθβηΙιβΓηΙβηςΙ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα απλό σκαρίφημα. Κι όμως, λίγοι θεσμοί έχουν διαμορφώσει τόσο απο φασιστικά την τύχη ενός ολόκληρου πολιτισμού, όπως αυτός που έπρεπε να τεθεί σε αχρησία πριν ξεκινήσουν οι νεότεροι χρόνοι. Στο μερκαντιλιστικό σύστημα, η οργάνωση της εργασίας στην Αγγλία στηριζόταν στον νόμο της «Κοινωνικής πρόνοιας» και στον νόμο «Περί τε χνιτών». Η «Κοινωνική πρόνοια», όπως ονομάζονταν τα νομοθετήματα της περιόδου 1536-1601, αποτελεί κατά γενικήν ομολογία ατυχή χαρακτηρισμό. Στην ουσία, οι νόμοι αυτοί και οι επακόλουθες τροποποιήσεις τους αποτε λούσαν τον μισό εργατικό κώδικα της Αγγλίας. Ο άλλος μισός, καλυπτόταν από τον νόμο «Περί τεχνιτών» του 1563. Ο δεύτερος αφορούσε στους ερ γαζόμενους, ενώ η «Κοινωνική πρόνοια» σ’ αυτούς που θα ονομάσουμε α νέργους και ανίκανους να εργασθούν (εκτός από τους ηλικιωμένους και τα παιδιά). Στα μέτρα αυτά προστέθηκε αργότερα, όπως είδαμε, ο νόμος της «Εγκατάστασης» του 1662, που σχετιζόταν με τη νόμιμη διαμονή των αν θρώπων και περιόρισε στο ελάχιστο την κινητικότητά τους (ο καθαρός δια χωρισμός ανάμεσα σε εργαζόμενους, ανέργους και ανίκανους να εργασθούν είναι βέβαια αναχρονιστικός, γιατί υπονοεί την ύπαρξη ενός σύγχρο νου μισθολογικού συστήματος, που θα έλειπε για άλλα περίπου 250 χρόνιαχρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους χάριν απλούστευσης, στα πλαίσια αυ τής της πολύ γενικής παρουσίασης). Η οργάνωση της εργασίας σύμφωνα με τον νόμο «Περί τεχνιτών» βασι ζόταν σε τρία βάθρα: την επιβολή της εργασίας, επταετή περίοδο μαθητείας στα επαγγέλματα και ετήσιους υπολογισμούς των μισθών από δημόσιους αξιωματούχους. Πρέπει να τονισθεί πως ο νόμος ίσχυε για τους εργάτες της υπαίθρου και για τους τεχνίτες, και εφαρμοζόταν στις πόλεις και στις αγρο τικές περιοχές. Εφαρμόσθηκε με ακρίβεια για περίπου ογδόντα χρόνια- αρ γότερα, τα άρθρα που αφορούσαν στη μαθητεία περιέπεσαν σε αχρησία, και περιορίστηκαν στις παραδοσιακές τέχνες-δεν εφαρμόζονταν σε νέες βιομη χανίες, όπως η βαμβακουργία. Και οι ετήσιοι υπολογισμοί των μισθών με βά ση το κόστος ζωής περιέπεσαν σε αχρησία στο μεγαλύτερο μέρος της χώ ρας, μετά την Παλινόρθωση (1660). Τυπικά, τα άρθρα για τον υπολογισμό των μισθών ανακλήθηκαν μόλις το 1813, και τα σχετικά με τους μισθούς το 1814. Πάντως, από πολλές απόψεις, ο νόμος της μαθητείας διάρκεσε πολύ περισσότερο από τον συνολικό νόμο- αποτελεί ακόμα τη γενική πρακτική στα εξειδικευμένα επαγγέλματα στην Αγγλία. Η επιβολή της εργασίας στην ύπαιθρο έπαυσε σταδιακά να ισχύει. Πάντως, μπορούμε να πούμε πως, για το διάστημα των δυόμιση αιώνων στο οποίο αναφερόμαστε, ο νόμος «Περί τεχνιτών» έθετε τις κατευθυντήριες γραμμές μίας εθνικής οργάνωσης της
88
ΚΑΠΙ ΡΟί,ΑΝΥΙ
εργασίας, που βασιζόταν στις αρχές της ρυθμιστικής παρέμβασης και του πατερναλισμού. Ο νόμος «Περί τεχνιτών» συμπληρωνόταν από τους νόμους για τους φτωχούς, πράγμα που προκαλεί σύγχυση στον σύγχρονο παρατηρητή, για τον οποίο «φτώχεια» και «ανέχεια» είναι περίπου έννοιες ταυτόσημες. Στην πραγματικότητα, οι άγγλοι αριστοκράτες έκριναν φτωχό όποιον το εισόδημά του δεν αρκούσε για να τον συντηρήσει. Πρακτικά, ο «φτωχός» ταυτίσθηκε με τις κατώτερες τάξεις (δηλαδή με σχεδόν ολόκληρο το κοινωνικό φάσμα εκτός των εύπορων κτηματιών). Έτσι, ο όρος «φτωχός» αφορούσε τον καθέ να που βρισκόταν σε ανάγκη και όλους τους ανθρώπους, όταν και εάν βρί σκονταν στα όρια της ανέχειας. Φυσικά περιλάμβανε τους «παραδοσιακούς» φτωχούς, αλλά όχι μόνον αυτούς. Οι υπερήλικοι, οι ανάπηροι, τα ορφανά, έ πρεπε να τύχουν φροντίδας σε μία κοινωνία που ισχυριζόταν ότι στους κόλ πους της είχε θέση για όλους τους χριστιανούς. Πάνω απ’ όλα, όμως, υπήρ χαν οι «ικανοί φτωχοί», που θα τους αποκαλούσαμε ανέργους, επειδή ήταν σε θέση να κερδίσουν τα προς το ζην με χειρωνακτική εργασία, εφ’ όσον βέ βαια τους δινόταν η ευκαιρία. Η επαιτεία τιμωρούνταν αυστηρότατα, ενώ η καθ' υποτροπήν αλητεία επέσυρε την εσχάτη των ποινών. Η «Κοινωνική πρό νοια» του 1601 όριζε πως οι ικανοί για εργασία φτωχοί έπρεπε να εξαναγκασθούν να εργασθούν για να κερδίσουν τα προς το ζην, πράγμα που φρόντιζε η ενορία' το βάρος της κοινωνικής πρόνοιας έπεφτε αποκλειστικά στην ενο ρία, που είχε το δικαίωμα να επιβάλει φόρους και δασμούς για να συγκε ντρώσει τα αναγκαία κονδύλια. Αυτοί επιβάλλονταν σε όλους τους ιδιοκτή τες ακινήτων και τους ενοικιαστές, πλούσιους και άκληρους, ανάλογα με το ενοίκιο της γης ή του οικήματος στο οποίο κατοικούσαν. Συνδυαζόμενοι, οι νόμοι «Περί τεχνιτών» και «Κοινωνικής πρόνοιας» αποτελούσαν έναν άτυπο κώδικα εργασίας. Η «Κοινωνική πρόνοια» εφαρμο ζόταν σε τοπικό επίπεδο: κάθε ενορία είχε την υποδομή της, που της έδινε τη δυνατότητα να κινητοποιεί τους ικανούς για εργασία, να συντηρεί ένα πτωχοκομείο, να παρέχει μαθητεία στα επαγγέλματα σε ορφανά και άπορα παιδιά, να περιθάλπει ηλικιωμένους και κατάκοιτους, να θάβει τους άπορουςτέλος, κάθε ενορία είχε την δική της κλίμακα φόρων υπέρ των απόρων. Όλα αυτά φαίνονται πολύ πιο επιβλητικά από ό,τι στην πραγματικότητα ήταν: πολλές ενορίες δεν είχαν πτωχοκομεία, ακόμα περισσότερες δεν μπορού σαν να απασχολήσουν παραγωγικά τους ικανούς για εργασία. Αναρίθμητοι ήταν οι τρόποι, με τους οποίους η νωθρότητα των δημοτών, η αδιαφορία των υπευθύνων για τους απόρους και η σκληρότητα των συμφερόντων που είχαν επενδυθεί στον κόσμο της φτώχειας, ακύρωναν στην πράξη τον νόμο. Παρ’ όλα αυτά, περίπου 16.000 ενορίες της Αγγλίας είχαν καταφέρει να δια τηρήσουν σχεδόν ανέπαφο το κοινωνικό οικοδόμημα της ζωής του χωριού. Αλλά σε ένα εθνικό σύστημα εργασίας, η τοπική πρόνοια για τους α νέργους και τους φτωχούς αποτελούσε μία ολοφάνερη ανωμαλία. Όσο πιο σύνθετη η τοπική υποδομή αρωγής των φτωχών, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος κατακλυσμού της συγκεκριμένης ενορίας από «επαγγελματίες
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
89
φτωχούς». Μετά την Παλινόρθωση ψηφίστηκε ο νόμος «Περί εγκατάστα σης και μετακόμισης», για να προστατεύσει τις «καλύτερες» ενορίες από την μαζική εισροή φτωχών. Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ο Άνταμ Σμιθ επιτέθηκε σε αυτόν τον νόμο, επειδή ακινητοποιούσε τους αν θρώπους, τους στερούσε τη δυνατότητα να βρουν μία χρήσιμη απασχόλη ση, και συνάμα εμπόδιζε τον καπιταλιστή να βρει υπαλλήλους. Μόνο με την ανοχή του τοπικού δικαστή και των ενοριακών αρχών μπορούσε κά ποιος να μείνει σε ξένη κατοικία· οπουδήποτε αλλού, απειλούνταν με εκ δίωξη, ακόμα κι αν ήταν εργαζόμενος και έχαιρε κοινωνικής εκτίμησης. Έτσι, το νομικό καθεστώς των ανθρώπων ήταν καθεστώς ισότητας και ε λευθερίας, αλλά με μεγάλους περιορισμούς: ήταν ίσοι απέναντι στον νό μο, και ελεύθεροι ως άτομα. Αλλά δεν ήταν ελεύθεροι να διαλέξουν το ε πάγγελμα το δικό τους ή των παιδιών τους- δεν ήταν ελεύθεροι να εγκα τασταθούν όπου ήθελαν και ήταν υποχρεωμένοι να εργασθούν. Οι δύο σημαντικοί ελισαβετιανοί νόμοι και ο νόμος «Περί της εγκατάστασης» α ποτελούσαν τον καταστατικό χάρτη της ελευθερίας των ανθρώπων, αλλά επισφράγιζαν κιόλας τις περιορισμένες τους δυνατότητες. Η Βιομηχανική επανάσταση ήταν ήδη σε πλήρη εξέλιξη, όταν το 1795, και υπό την πίεση των αναγκών της βιομηχανίας, ανακλήθηκε μερικώς ο νόμος «Περί εγκατάστασης», καταργήθηκε η «ενοριακή δουλοπαροικία» και αποκαταστάθηκε η φυσική κινητικότητα των εργατών. Μία αγορά ερ γασίας μπορούσε πια να εδραιωθεί σε εθνική κλίμακα. Αλλά συγχρόνως, όπως γνωρίζουμε, εισήχθηκε μία νέα διαχειριστική αντίληψη της «Κοινω νικής πρόνοιας», που οδήγησε στην ανατροπή της ελισαβετιανής καταναγκαστικής εργασίας. Η δρθθπΙιαπηίΒηά εξασφάλισε το «δικαίωμα στην επι βίωση». Τα επιδόματα τα ενισχυτικά των μισθών γενικεύθηκαν, και ενισχύθηκαν με οικογενειακές επιχορηγήσεις. Οι επιχορηγήσεις θα δίνονταν ελεύθερα, δηλαδή χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά οι δικαιούχοι στο πτωχοκομείο. Αν και η ανακούφιση των απόρων ήταν ασήμαντη, επαρκούσε ωστόσο για να διατηρεί στη ζωή τον δικαιούχο. Αυτό αποτελούσε μία θριαμβευτική επιστροφή των ρυθμίσεων και του πατερναλισμού, τη στιγμή που η ατμομηχανή πίεζε για ελευθερία και οι μηχανές απαιτούσαν εργατι κά χέρια. Κι όμως, ο νόμος της δρθθπΐΐδίτιίεηά συνέπεσε χρονικά με την μερική ανάκληση του νόμου «Περί εγκατάστασης». Η αντίφαση ήταν κα ταφανής: ο νόμος «Περί εγκατάστασης» ανακαλούνταν, επειδή η Βιομη χανική επανάσταση απαιτούσε μια σε εθνική κλίμακα ζήτηση εργασίας α πό τους εργάτες, ενώ η δρθθηΙι^ηΊίβηά διακήρυττε ότι κανείς δεν διέτρεχε τον κίνδυνο λιμοκτονίας, και ότι τόσο αυτός όσο και η οικογένεια του θα ενισχύονταν από την ενορία, όσο μικρό κι αν ήταν το εισόδημά τους. Υπήρχε μία πλήρης αντίφαση μεταξύ των δύο βιομηχανικών πολιτικών η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο, μπορούσε να οδηγήσει μόνο στη δημι ουργία ενός κοινωνικού εκτρώματος. Αλλά η γενιά της δρθθηΐΊ3ΐηΐ3πά δεν είχε συναίσθηση της επερχόμενης πραγματικότητας. Την προτεραία της μεγαλύτερης βιομηχανικής επα
90
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
νάστασης στην ιστορία, δεν υπήρχαν εμφανή σημάδια ή οιωνοί της. Ο κα πιταλισμός εισέβαλε απρόσκλητος. Ουδείς είχε προβλέψει την ανάπτυξη μίας εκμηχανισμένης βιομηχανίας, που ήρθε εντελώς αιφνιδιαστικά. Η Αγγλία ανέμενε από καιρό μία ύφεση στο εξωτερικό εμπόριο, όταν το φράγμα κατέρρευσε και ο παλιός κόσμος παρασύρθηκε από την ακατά σχετη επέλαση μίας νέας πλανητικής οικονομίας. Πάντως, μέχρι τη δεκαετία του 1850, κανείς δεν μπορούσε να βεβαιώ σει κάτι τέτοιο.Το κλειδί για να καταλάβουμε την πρόταση των δικαστι κών της δρθθηΐΊ3Γηΐ9ηά είναι η άγνοιά τους για τις ευρύτερες συνέπειες των πράξεών τους. Εκ των υστέρων, φαίνεται ότι όχι μόνον είχαν επιχει ρήσει το ανέφικτο, αλλά και ότι το είχαν πράξει έτσι, ώστε σι εσωτερικές αντιφάσεις του θα έπρεπε να έχουν καταστεί ορατές ήδη εκείνη την πε ρίοδο. Στην ουσία πέτυχαν τον στόχο τους, την προστασία του χωριού α πό την αποδιάρθρωση, αλλά οι συνέπειες της πολιτικής τους ήταν ακόμα καταστροφικότερες σε άλλες, απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Η πολιτική της 5ρθΘΓΐΙΐ3Γηΐ3Π0) ήταν προϊόν μιας συγκεκριμένης φάσης της εξέλιξης μίας αγοράς εργασίας και πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τις απόψεις των κρα τουντών της περιόδου. Από τη σκοπιά αυτήν, το σύστημα των επιδομάτων θα φανεί τέχνασμα των μεγαλογαιοκτημόνων, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν μία νέα πραγματικότητα, στην οποία η φυσική κινητικότη τα της εργατικής δύναμης δεν μπορούσε πια να απαγορεύεται-σι μεγαλογαιοκτήμονες επιθυμούσαν να αποφύγουν μία διατάραξη των τοπικών συνθηκών, και τα υψηλότερα ημερομίσθια που θα συνεπαγόταν η ελεύθε ρη, εθνική αγορά εργασίας. Η δυναμική της 5ρθθηΐΊ3ΐηΐ3ηά απέρρεε από τις συγκυρίες της γένεσής της. Η αύξηση της ένδειας στην ύπαιθρο αποτελούσε το πρώτο σύμπτωμα της επερχόμενης αναταραχής. Κι όμως, κανείς δεν το είχε αντιληφθεί τότε. Ο συσχετισμός της ένδειας στην ύπαιθρο με τον αντίκτυπο του παγκόσμιου εμπορίου διέφευγε παντελώς της προσοχής των συγκαιρινών, που δεν εί χαν κανένα λόγο να συνδέσουν τον αριθμό των φτωχών στα χωριά με την ανάπτυξη του εμπορίου στις επτά θάλασσες. Η ανεξήγητη αύξηση του αριθ μού των απόρων αιτιολογούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά με βάση την κακο διαχείριση της «Κοινωνικής πρόνοιας», χωρίς μάλιστα να λείπουν και οι σχε τικές αποδείξεις. Στην πραγματικότητα, η απειλητική αύξηση του αριθμού των απόρων της υπαίθρου συνδεόταν υπογείως με την τάση της γενικής οι κονομικής εξέλιξης. Αλλά αυτή η σχέση δεν γινόταν διόλου αντιληπτή. Πολ λοί συγγραφείς ιχνηλατούσαν τους διαύλους από τους οποίους εισέρεαν οι φτωχοί στα χωριά, και η ποικιλία των ερμηνειών της εμφάνισής τους ήταν εκπληκτική. Παρ’ όλα αυτά, ελάχιστοι επισήμαναν τα συμπτώματα αποδιάρθρωσης που συνηθίζουμε σήμερα να συσχετίζουμε με την Βιομηχανική επα νάσταση. Μέχρι το 1785, το αγγλικό κοινό δεν είχε διαισθανθεί μία σημαντι κή αλλαγή στην οικονομική ζωή, πέρα από την ασταθή αύξηση των εμπορι κών συναλλαγών και τη διόγκωση της ένδειας. Στη διάρκεια του αιώνα, το ζήτημα της προέλευσης των φτωχών ήταν το
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
91
θέμα ολοένα περισσότερων φυλλαδίων. Τα αίτια της ένδειας ήταν στενά συνυφασμένα με τους τρόπους καταπολέμησής της, σε μία αντίληψη που θεω ρούσε ότι αρκούσε να θεραπευθούν τα πιο προφανή δεινά της, για να πάψει να υπάρχει ένδεια. Γ ενική ήταν η συμφωνία ότι τα αίτια της αύξησης του α ριθμού των φτωχών ήταν πολλά και ποικίλα. Απ’ αυτά, κάποιοι επισήμαναν την σπάνη των δημητριακών, άλλοι το ύψος των τιμών των αγροτικών προϊ όντων, που προκαλούσαν αύξηση της τιμής των τροφίμων. Στα πολλά αίτια περιλαμβάνονταν και τα πολύ χαμηλά αγροτικά και τα πολύ υψηλά αστικά η μερομίσθια, η αστάθεια της απασχόλησης στα αστικά κέντρα, η εξαφάνιση των μικρογεωργών, η αδυναμία προσαρμογής του αστικού εργάτη σε αγρο τικές εργασίες, η απροθυμία των κτηματιών να πληρώσουν υψηλότερα ημε ρομίσθια και ο φόβος των ιδιοκτητών ακινήτων ότι μία αύξηση των μισθών θα οδηγούσε ενδεχομένως στη μείωση των ενοικίων η αδυναμία του χειρω νακτικού εργαστηρίου να ανταγωνισθεί τις μηχανές, η έλλειψη μίας οικιακής οικονομίας, ακατάλληλες κατοικίες, φτωχότατη διατροφή ή εξάρτηση από ναρκωτικά. Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούσαν υπεύθυνο έναν νέο τύπο με γάλου προβάτου, άλλοι επέμεναν ότι τα άλογα έπρεπε να αντικατασταθούν από βόδια, ενώ άλλοι πρότειναν να περιοριστεί ο αριθμός των οικιακών σκυ λιών. Ορισμένοι πίστευαν πως οι φτωχοί έπρεπε να τρώνε ελάχιστο ή καθό λου ψωμί, ενώ άλλοι το εκ διαμέτρου αντίθετο. Γ ια μερικούς, το τσάι ήταν ε πικίνδυνο για την υγεία των απόρων, ενώ η σπιτική μπίρα είχε ευεργετικά α ποτελέσματα. Αυτοί που καταφέρονταν εναντίον του τσαγιού, το θεωρού σαν όχι καλύτερο από το φθηνότερο ποτό. Ως και σαράντα χρόνια αργότε ρα, η Ηβιτίβί Μδΐΐίπθβυ θα διακήρυσσε ότι η εξάλειψη της συνήθειας της τεϊοποτίας θα συντελούσε στην ανακούφιση των απόρων1. Πάντως, αρκετοί συγγραφείς διαμαρτύρονταν για την αναταραχή που προκαλούσαν οι περι φράξεις, ενώ άλλοι επισήμαιναν τα δεινά που προκαλούσε στην ύπαιθρο η επιχειρηματική αστάθεια. Αλλά συνολικά φαίνεται πως η ένδεια αντιμετωπι ζόταν ως φαινόμενο ευί 9θπθπ5, κοινωνική νόσος που την προκαλούσαν διά φορα αίτια, που τα περισσότερό τους επενεργούσαν εξ αιτίας της ανικανό τητας της διοίκησης της «Κοινωνικής πρόνοιας» να προτείνει μια θεραπεία. Σίγουρα, η σωστή απάντηση ήταν ότι η επιδείνωση του προβλήματος της ένδειας και οι νέοι υψηλότεροι φόροι οφείλονταν σε κάτι που θα ονο μάζαμε σήμερα αφανή ανεργία. Μία τέτοια επισήμανση ήταν αδύνατη σε μία εποχή στην οποία, λόγω του οικοτεχνικού συστήματος, ήταν αφανής ως και η απασχόληση. Αλλά προβληματίζει το ζήτημα της αύξησης του α ριθμού των ανέργων και υποαπασχολούμενων, καθώς και το γεγονός ότι τα σημάδια των επερχόμενων αλλαγών στη βιομηχανία δεν έγιναν αντι ληπτά ακόμα και από τους πιο έμπειρους παρατηρητές της εποχής. Η εξήγηση δίδεται κατά πρώτο λόγο από τις διακυμάνσεις του εμπορί ου της πρώιμης περιόδου, οι οποίες έτειναν να αποκρύπτουν την αληθινή αύξηση των εμπορικών συναλλαγών. Ενώ αυτή οδηγούσε σε αύξηση της 1. Μ3Γίίπθ3υ, Η., Τήβ ΗζηιΙβί, 1833.
92
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
απασχόλησης, οι διακυμάνσεις προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη άνοδο της ανεργίας. Αλλά ενώ η άνοδος της γενικής απασχόλησης συντελούνταν με αργούς ρυθμούς, η άνοδος της ανεργίας και της υποαπασχόλη σης ήταν ραγδαία. Έτσι, η συσσώρευση αυτού που ο Ένγκελς αποκάλεσε «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός» υπερτερούσε από τη δημιουργία μιας καθεαυτό βιομηχανικής εργατικής δύναμης. Αυτό είχε ως σημαντική συνέπεια την παράβλεψη της σχέσης ανάμε σα στην ανεργία και την αύξηση του συνολικού εμπορίου. Ενώ παρατη ρούνταν συχνά ότι η άνοδος της ανεργίας οφειλόταν στις μεγάλες διακυ μάνσεις του εμπορίου, διέφευγε της προσοχής των ανθρώπων ότι αυτές αποτελούσαν μέρος μίας υπόγειας διαδικασίας πολύ μεγαλύτερης ευρύ τητας, δηλαδή της ανόδου του εμπορίου που βασιζόταν στην βιομηχανική παραγωγή. Για τους συγκαιρινούς, δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ της ύ παρξης κυρίως αστικών βιομηχανικών μονάδων και της μεγάλης αύξησης των φτωχών της υπαίθρου. Η αύξηση των συνολικών εμπορικών συναλλαγών οδηγούσε φυσιολογι κά σε αύξηση της απασχόλησης, ενώ οι τοπικοί καταμερισμοί της εργασίας, σε συνδυασμό με τις μεγάλες διακυμάνσεις του εμπορίου ευθύνονταν για την σοβαρή αποδιάρθρωση των αγροτικών και αστικών επαγγελμάτων, που συντέλεσε με τη σειρά της στην ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Η φήμη για υψηλότερα ημερομίσθια στις πόλεις, έκανε τους φτωχούς να μη θεωρούν ε παρκή τα ημερομίσθια της γεωργίας και δημιούργησε τελικά μία απέχθεια για τα υποαμειβόμενα αγροτικά επαγγέλματα. Οι βιομηχανικές περιοχές της εποχής έμοιαζαν με καινούργια χώρα, με μιαν άλλη Αμερική, και προσέλκυαν χιλιάδες μετανάστες. Η μετανάστευση συνοδεύεται συνήθως από παλιννόστηση. Μία τέτοια αντίστροφη κίνηση προς τα χωριά επαληθεύεται από το γεγονός ότι δεν παρατηρήθηκε καμία ουσιαστική μείωση του αγροτι κού πληθυσμού. Συντελέστηκε μία σωρευτική διατάραξη των συνθηκών κα τοίκησης του πληθυσμού, καθώς διαφορετικές ομάδες προσελκύονταν κατά διαφορετικές περιόδους στην εμπορική και βιομηχανική απασχόληση, για να ξανακυλήσουν έπειτα στον αγροτικό τόπο κατοικίας τους. Η μεγαλύτερη ζημία που υπέστη η αγγλική ύπαιθρος οφειλόταν στην άμεση αποδιαρθρωτική επίδραση που άσκησε σ’ αυτήν το εμπόριο. Η επα νάσταση στις αγροτικές καλλιέργειες σίγουρα προηγήθηκε της Βιομηχα νικής επανάστασης. Μεγάλη αναστάτωση προκάλεσαν οι περιφράξεις των κοινοτικών γαιών και η εδραίωση σταθερών κτημάτων που ακολούθη σαν τις προόδους της γεωργίας. Ο πόλεμος εναντίον των αγροικιών, η α πορρόφηση των κήπων και των κτημάτων τους, η κατάργηση του δικαιώ ματος χρήσης των κοινοτικών γαιών στέρησαν την οικοτεχνία από τα δύο βάθρα της: το οικογενειακό εισόδημα και την αγροτική υποδομή. Οσο η οι κιακή οικονομία ενισχυόταν από έναν κήπο, ένα χωραφάκι ή δικαιώματα βοσκής, η εξάρτηση του εργάτη από τις χρηματικές απολαβές δεν ήταν από λυτη. Ένα περιβόλι με πατάτες, λίγες χήνες, μία αγελάδα ή κι ένα γαϊδου ράκι αρκούσαν, και το οικογενειακό εισόδημα ενεργούσε ως εξασφάλιση α
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
93
πέναντι στην ανεργία. Η ορθολογικοποίηση της γεωργίας αναπόφευκτα υ πονόμευσε τον εργάτη και δυναμίτισε την κοινωνική του εξασφάλιση. Στον αστικό χώρο, εμφανέστατες ήταν οι συνέπειες της νέας μάστιγας της ασταθούς απασχόλησης. Κατά γενικήν ομολογία, η βιομηχανία θεωρού νταν αδιέξοδη απασχόληση. «Εργάτες που σήμερα είναι πλήρως απασχο λούμενοι, μπορεί αύριο να βρεθούν στους δρόμους, ζητιανεύοντας λίγο ψωμί», έγραφε ο ϋβνίά ϋ3νίθ5, και συμπλήρωνε: «Η αβεβαιότητα των συν θηκών εργασίας αποτελεί το πιο ολέθριο αποτέλεσμα αυτών των νεωτερι σμών. Όταν μια πόλη, που απασχολείται στο σύνολό της σε μία βιομηχανία, την στερηθεί, τα πάντα παραλύουν και οι κάτοικοι επιβαρύνουν αυτομάτως την ενορία με το κόστος συντήρησής τους». «Αλλά τα δεινά δεν τελειώ νουν με αυτήν τη γενιά», επειδή στο μεταξύ, λόγω του καταμερισμού της εργασίας, ο άνεργος τεχνίτης μάταια επιστρέφει στο χωριό του, γιατί «ο υ φαντής δεν μπορεί να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο». Η αστικοποίηση υ πήρξε θανάσιμα αμετάκλητη, όπως προέβλεψε ο Άνταμ Σμιθ όταν περιέ γραψε τον βιομηχανικό εργάτη ως διανοητικά υποδεέστερο του φτωχότε ρου γεωργού, επειδή ο τελευταίος είναι συνήθως ικανός για οποιαδήποτε εργασία. Παρ' όλα αυτά, ο αριθμός των απόρων δεν είχε αυξηθεί επικίνδυ να μέχρι τον καιρό της δημοσίευσης του Πλούτου των Εθνών. Η εικόνα άλλαξε αιφνιδιαστικά κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες. Στο έργο του Τήους)ίιΐ5 Βηά ΩβίΒίΙβ οη 5θ3κίίγ, το οποίο υπέβαλλε στον Πιτ το 1795, ο Μπερκ ανέφερε πως, παρά την γενική πρόοδο, «είχε παρατηρηθεί μία συνολικά κακή περίοδος τα περασμένα είκοσι χρόνια». Πράγματι, κατά τη δεκαετία που ακολούθησε τον Επταετή πόλεμο (1763) η ανεργία αυξή θηκε σημαντικά, όπως έδειξε η παρεχόμενη κοινωνική πρόνοια. Γ ια πρώτη φορά συνέπεσε μία κατακόρυφη αύξηση του εμπορίου να συνοδεύεται από σημάδια μίας εντεινόμενης επιδείνωσης στην κατάσταση των φτωχών. Αυ τή η προφανής αντίφαση έμελλε να αποτελέσει για τις επερχόμενες γενιές το πιο δυσνόητο επαναλαμβανόμενο φαινόμενο της κοινωνικής ζωής. Ο φόβος του υπερπληθυσμού άρχιζε να κυριαρχεί στη σκέψη των ανθρώπων. Στο έργο του ΟίβεβΓίθϋοη οη ίίιβ Ρ οογ ίβννε, ο ννίΙΙίδΐη Τοννηδθπά προεδοποιούσε: «αποτελεί γεγονός ότι στην Αγγλία έχουμε περισσότερους από ό σους μπορούμε να θρέψουμε και πολύ περισσότερους από όσους μπορού με να αξιοποιήσουμε παραγωγικά, υπό το σημερινό νομικό καθεστώς». Το 1776, ο Άνταμ Σμιθ διαισθανόταν την τάση της εξέλιξης. Δέκα χρόνια αργό τερα, ο ΤοννηδθηοΙ είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος. Κι όμως, έμελλε να συμβούν πολλά, πριν αναγκασθεί ο απόμακρος από την πολιτική και πετυχημένος σκοτσέζος μηχανικός Τέλφορντ να δηλώσει αγανακτισμένος (μόλις πέντε χρόνια αργότερα) ότι η επανάσταση ήταν η μόνη ελπίδα στα αδιέξοδα της παρούσας διακυβέρνησης. Ένα μόνον αντίτυ πο του βιβλίου του Παίην Βίς/Με οί Μάη, που έστειλε ο Τέλφορντ στο χωριό του, ήταν αρκετό για να προκαλέσει τοπική εξέγερση ενώ, την ίδια περίοδο, το Παρίσι ήταν ο καταλύτης των ευρωπαϊκών επαναστατικών ζυμώσεων. Ήταν πεποίθηση του Κάνιγκ ότι η «Κοινωνική πρόνοια» έσωσε την
94
ΚΑΠΙ Ρ01-ΑΝΥΙ
Αγγλία από την επανάσταση. Αναφερόταν κυρίως στη δεκαετία του 1790 και τους Γαλλικούς πολέμους. Η νέα έξαρση των περιφράξεων επιδείνωσε πε ρισσότερο τις συνθήκες ζωής των απόρων της υπαίθρου. Ο απολογητής αυ τών των περιφράξεων ϋ.Η.ΟΙβρίιβΓΠ παραδέχθηκε πως «οι περιοχές στις ο ποίες σημειώθηκε το ηιβχίηηυίτι των περιφράξεων, γνώρισαν μια σημαντικό τατη και συστηματική ενίσχυση των μισθών από τα επικουρικά επιδόματα». Μ’ άλλα λόγια, δίχως τα χορηγούμενα επιδόματα, οι φτωχοί πολλών περιο χών της αγροτικής Αγγλίας θα είχαν καταντήσει να ζουν σε μη ανεκτά επί πεδα. Το κάψιμο των θημωνιών για θέρμανση και το καβούρδισμα καλαμπο κιού για διατροφή ήταν συνηθέστατα- το ίδιο και οι εξεγέρσεις, και ακόμα πιο συνήθεις οι φήμες για μεγάλες ταραχές. Στην περιοχή του ΗΗΓηρδΙιίΓθ — και όχι μόνον εκεί— οι δικαστικές αρχές απειλούσαν με την ποινή του θανά του «όποιον προσπαθούσε βίαια να μειώσει τις τιμές των εμπορευμάτων, στην αγορά ή αλλού». Αλλά συγχρόνως, οι αρχές της ίδιας κομητείας πίε ζαν εσπευσμένα για τη γενική χορήγηση επιδομάτων στους μισθούς. Ήταν προφανές πως μία προληπτική παρέμβαση είχε πια καταστεί υποχρεωτική. Αλλά γιατί, από όλες τις εναλλακτικές δυνατότητες, υιοθετήθηκε εκεί νη που αργότερα αποδείχθηκε η πιο ανέφικτη; Η απάντηση βρίσκεται, αν εξετάσουμε προσεκτικά την κατάσταση, και κυρίως τα εμπλεκόμενα συμ φέροντα. Ο αριστοκράτης κτηματίας και ο εφημέριος ήταν οι άρχοντες του χωριού. Ο Τοννηεθπά συνοψίζει την πραγματικότητα, όταν λέει ότι ο αριστοκράτης κτηματίας κρατά τα εργοστάσια σε «απόσταση ασφαλείας» από τα κτήματά του, τόσο εξ αιτίας «της αστάθειας που τα χαρακτηρίζει, όσο και εξ αιτίας του γεγονότος ότι το κέρδος που θα αποκομίσει θα είναι ασύγκριτα μικρότερο από την επιβάρυνση που [τα εργοστάσια] θα προκαλέσουν στην περιουσία του...» Η επιβάρυνση αυτή αφορούσε κυρίως σε δύο φαινομενικά αντιφατικές συνέπειες της εκβιομηχάνισης, δηλαδή στην αύξηση του αριθμού των απόρων και στην άνοδο των μισθών. Αλλά οι δύο ήταν αντιφατικές μόνον όταν θεωρούνταν δεδομένη η ύπαρξη μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, που, βέβαια, θα περιόριζε την ανεργία δια μέσου της μείωσης των μισθών. Αν έλειπε μία τέτοια αγορά — και εξα κολουθούσε να ισχύει ο νόμος «Περί εγκατάστασης»— ένδεια και μισθοί θα αυξάνονταν παράλληλα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το χωριό πλήρωνε το «κοινωνικό κόστος» της ανεργίας στις πόλεις, επειδή στο χωριό συνέρρεαν οι άνεργοι. Επιπλέον, οι υψηλοί μισθοί των πόλεων επιβάρυναν κι άλλο την αγροτική οικονομία. Τα ημερομίσθια της υπαίθρου ήταν δυσβάστακτα για τον εργοδότη κτημα τία, αλλά και εντελώς ανεπαρκή για τον εργάτη. Είναι σαφές ότι η γεωρ γία δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί τα αστικά ημερομίσθια. Από την άλλη, γενικευμένη ήταν η άποψη ότι έπρεπε να ανακληθεί ή τουλάχιστον να «χαλαρώσει» ο νόμος «Περί εγκατάστασης», για να μπορέσουν να βρουν οι εργάτες απασχόληση και οι εργοδότες εργατικά χέρια. Ήταν κοινή συ νείδηση ότι αυτό θα οδηγούσε σε μια σφαιρική αύξηση της παραγωγικό τητας και συνακόλουθα θα εκμηδένιζε την οικονομική επιβάρυνση από
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
95
τους μισθούς. Αλλά η «απελευθέρωση» των μισθών θα έκανε προφανώς πιεστικότερο για το χωριό το άμεσο ζήτημα της διαφοράς των μισθών πό λης και υπαίθρου. Οι διακυμάνσεις της απασχόλησης στη βιομηχανία, σε συνδυασμό με παροδικές εξάρσεις της ανεργίας, θα αποδιάρθρωναν ακόμα περισσότερο τις αγροτικές κοινότητες. Επρεπε να βρεθεί μία προστασία α πέναντι στην πλημμυρίδα των αυξανόμενων μισθών έπρεπε να ανακαλυ φθούν μέθοδοι που θα προστάτευαν το κοινωνικό οικοδόμημα του χωριού από την αποδιάρθρωση, θα ενίσχυαν την παραδοσιακή εξουσία, θα απέτρε παν την μείωση του αγροτικού εργατικού δυναμικού και θα αύξαιναν τα α γροτικά ημερομίσθια δίχως να εξοντώνουν τον κτηματία. Μία τέτοια εφεύ ρεση αποτελούσε ο νόμος της δρθβηΙιβιτιΙδηοΙ. Γεννήθηκε στα ταραγμένα χρόνια της Βιομηχανικής επανάστασης και έμελλε να προκαλέσει μεγάλη κοινωνική αναστάτωση. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μία αποτελεσματική απάντηση στο υπάρχον πρόβλημα, όπως τουλάχιστον φρονούσε η άρχουσα τάξη της υπαίθρου — οι αριστοκράτες κτηματίες. Από διαχειριστική σκοπιά, η δρββηΙιβπηΙβηςΙ ήταν σημαντική οπισθοδρό μηση σε σχέση με τους νόμους της «Κοινωνικής πρόνοιας». Η πείρα δυόμιση αιώνων είχε δείξει πως η ενορία ήταν πολύ μικρή ως μονάδα διαχεί ρισης της κοινωνικής πρόνοιας, ενώ καμία απόπειρα κοινωνικής αρωγής δεν αρκούσε, αν δεν χώριζε τους ανέργους τους ικανούς για εργασία από τους ηλικιωμένους, τους ανήμπορους και τα παιδιά. Συνακόλουθα, η δια χείριση της «Κοινωνικής πρόνοιας» θα μπορούσε να είναι σχετικά ικανο ποιητική μόνον αν γινόταν σε εθνικό επίπεδο και χώριζε τους ανέργους τους ικανούς για εργασία από τους «κλασικούς» απόρους. Αυτό συνέβη την περίοδο μεταξύ 1590 και 1640, υπό τους ΒυΓίθΐοΜ και Ι_3υά, όταν το κράτος διαχειριζόταν τον «Νόμο των φτωχών» δια μέσου των ειρηνοδι κείων και είχε ξεκινήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα εξαναγκασμού σε ερ γασία, παράλληλα με την οργάνωση πτωχοκομείων. Αλλά η Κοινοπολι τεία (1640-60) ακύρωσε αυτό που θεωρήθηκε προσωπικός αυταρχισμός του στέμματος, ενώ —ειρωνεία της τύχης— η Παλινόρθωση ολοκλήρωσε το έργο της Κοινοπολιτείας. Ο νόμος «Περί εγκατάστασης» του 1662 περιό ρισε τη διαχείριση της «Κοινωνικής πρόνοιας» στο επίπεδο της ενορίας, και η νομοθεσία αγνόησε ουσιαστικά το πρόβλημα της ένδειας μέχρι την τρίτη δεκαετία του 18ου αι. Τέλος, το 1722 ξεκίνησαν ορισμένες προσπά θειες διαχωρισμού των ικανών για εργασία από τους ανήμπορους φτω χούς: ενώσεις ενοριών θα ίδρυαν κοινά «αναμορφωτήρια», τελείως δια φορετικά από τα πτωχοκομεία. Σ’ αυτά θα διαπιστώνονταν οι πραγματικές ανάγκες των δικαιούχων, με σκοπό να προσφερθεί μία περιορισμένη οικο νομική αρωγή, πέρα από του πτωχοκομείου. Το 1782, ο νόμος του ΟΐΙόθΓί αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα επέκτα σης των διαχειριστικών μονάδων, καθώς ενθάρρυνε τη δημιουργία ενώσε ων ενοριών τότε, οι ενορίες είχαν εντολή να βρίσκουν απασχόληση στους ανέργους εντός των ορίων τους. Η πολιτική αυτή θα συμπληρωνό ταν με την εξωτερική πρόνοια και με τη χορήγηση ενισχυτικών επίδομά-
96
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
των, με στόχο τη μείωση του κόστους της πρόνοιας για τους ικανούς για εργασία. Αν και η δημιουργία ενώσεων ενοριών δεν ήταν υποχρεωτική, ω στόσο αποτέλεσε μια προώθηση προς μία ευρύτερη διαχείριση της κοινω νικής πρόνοιας, και προς έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε άπορους ικανούς και ανήμπορους για εργασία. Έτσι, και παρ' όλες τις αδυναμίες του συ στήματος, ο νόμος του ΘίΙβθΐΙ ήταν βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, και όσο τα επιδόματα και η εξωτερική πρόνοια ενεργούσαν απλώς συ μπληρωματικά προς μία παραγωγική κοινωνική νομοθεσία, δεν θα υπονό μευαν τη δυνατότητα να δοθεί μία ορθολογική λύση στο πρόβλημα. Η 5ρθθηΐΊ3Γηΐ3ηοΙ έβαλε τέρμα στη μεταρρύθμιση. Γενικεύοντας την ε ξωτερική πρόνοια και τα επιδόματα τα ενισχυτικά των μισθών, δεν ακο λούθησε (όπως έχουν λαθεμένα υποστηρίξει ορισμένοι) το πνεύμα του νόμου του ΘίΙβθΐΙ, αλλά ανέτρεψε εντελώς την κατεύθυνσή του και, ου σιαστικά, κατάργησε το όλο σύστημα της ελισαβετιανής Κοινωνικής πρό νοιας. Η σαφής διάκριση ανάμεσα στο αναμορφωτήριο και το πτωχοκομείο έχασε κάθε νόημα. Οι διάφορες κατηγορίες απόρων και ικανών για εργασία ανέργων έτειναν τώρα να συγχωνευθούν σε ένα αξεδιάλυτο κουβάρι εξαρτημένων φτωχών. Ξεκίνησε το αντίθετο από μία διαδικασία διαχωρισμού- το αναμορφωτήριο συγχωνεύθηκε με το πτωχοκομείο, που σταδιακά έσβηνε. Τέλος, η ενορία έγινε πάλι η μοναδική και τελική μονά δα σ’ αυτό το πραγματικό αριστούργημα θεσμικής εξαθλίωσης. Η 3ρθθηΐΊ3Γηΐ3ηό είχε ως συνέπεια την ενίσχυση της κυριαρχίας του α ριστοκράτη μεγάλο κτηματία και του κληρικού. Η «χωρίς διακρίσεις φιλαν θρωπία της εξουσίας», για την οποία διαμαρτύρονταν οι υπεύθυνοι των πτωχοκομείων, ενσαρκώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στον «δεξιό σοσια λισμό», με τον οποίο ασκούσαν την αγαθοεργό εξουσία τους τα ειρηνοδι κεία, ενώ τα βάρη των φιλανθρωπικών επιδομάτων έπεφταν στους ώμους της αγροτικής μεσαίας τάξης. Η μεγάλη πλειονότητα των γεωργών είχε από καιρό εξαφανιστεί μέσα από τις παλινδρομήσεις της Αγροτικής επα νάστασης και, στα μάτια του ισχυρού της υπαίθρου, οι εναπομείναντες α κτή μονές και καλλιεργητές ενοικιασμένης γης έτειναν να σχηματίσουν έ να κοινωνικό στρώμα με τους ανεξάρτητους μικρογεωργούς. Ο αριστο κράτης κτηματίας δεν έκανε τη διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη από βοήθεια και τους «κλασικούς» φτωχούς. Από την υψη λή θέση του, δεν υπήρχε σαφής διαχωρισμός φτωχών και ακτημόνων, και δικαιολογημένα θα σάστιζε αν μάθαινε ότι, έπειτα από μια κακή χρονιά, έ νας μικροκτηματίας κατέληξε να εξαρτάται από τα επιδόματα, που, με το δυσβάστακτο ύψος τους, είχαν συντελέσει στην καταστροφή του. Βέβαια, τέτοιες περιπτώσεις δεν ήταν συνηθισμένες, αλλά και μόνον η πιθανότητά τους υπογράμιζε το γεγονός ότι πολλοί από τους φορολογούμενους δημό τες ήταν και οι ίδιοι άποροι. Συνολικά, η σχέση του φορολογούμενου και του φτωχού ήταν σχετικά παρόμοια με τη σχέση ανάμεσα στον εργαζόμε νο και τον άνεργο της δικής μας εποχής, στην οποία τα διάφορα συστήμα τα κοινωνικής ασφάλισης ρίχνουν το βάρος της συντήρησης των προσωρι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
97
νά ανέργων στους ώμους των εργαζόμενων. Αλλά ο τυπικός φορολογού μενος δημότης δεν ήταν δικαιούχος κοινωνικής αρωγής, ενώ ο τυπικός ερ γάτης της υπαίθρου δεν πλήρωνε φόρους. Στο πολιτικό επίπεδο, η 8ρθβηΙΐ3Γηΐ3ηοΙ αύξησε την επιρροή της γαιοκτημονικής αριστοκρατίας στους φτωχούς, ενώ μείωσε την επιρροή της αγροτικής μεσαίας τάξης. Η πιο παρανοϊκή διάσταση του συστήματος ήταν η οικονομία του. Το ε ρώτημα «ποιός πλήρωνε για την 3ρθβπίΐ3Γπΐ3πό;» έμενε στην ουσία αναπά ντητο. Βέβαια, το άμεσο βάρος έπεφτε στους φορολογούμενους. Αλλά οι κτηματίες αποζημιώνονταν μερικώς από τα χαμηλά ημερομίσθια που έδιναν στους εργάτες τους — άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος της δρθθηΐΊ3ΐτιΐ3ηά. Επιπλέον, συχνά επιστρεφόταν στον κτηματία ένα μέρος των φόρων, εφ’ όσον ήταν πρόθυμος να δώσει εργασία σε έναν χωρικό που, διαφορετικά, θα βάσιζε την επιβίωσή του στα επιδόματα. Έπρεπε, δη λαδή, να συνυπολογιστούν τα έξοδα που επέφερε η επακόλουθη συσσώ ρευση πλεοναζόντων — και όχι πάντοτε παραγωγικών— εργατικών χεριών στο εισόδημα του εργοδότη κτηματία. Η εργασία εκείνων που η επιβίωσή τους εξαρτώνταν από τα επιδόματα θα προσφερόταν με πολύ χαμηλό αντί τιμο. Συχνά, ήταν υποχρεωμένοι να εργασθούν ως «νομάδες» σε διάφορες εργασίες, να αμείβονται μόνο με τα τρόφιμά τους και να εκτίθενται σε πλειστηριασμό στη «μάντρα» του χωριού. Είναι άλλο ζήτημα το πόσο άξιζε αυ τή η αναγκαστική εργασία. Τέλος, επιδόματα ενοικίου χορηγούνταν μερι κές φορές στους απόρους, ενώ οι ασυνείδητοι ιδιοκτήτες των τρωγλών στις οποίες κατοικούσαν κερδοσκοπούσαν, αυξάνοντας υπέρογκα το ενοί κιο των ανθυγιεινών τρωγλών τους. Οι αρχές του χωριού θα ανέχονταν αυ τήν την κατάσταση όσο πληρώνονταν οι φόροι για τις καλύβες. Γίνεται φα νερό ότι μία τέτοια διαπλοκή συμφερόντων θα υπονόμευε κάθε έννοια οι κονομικής υπευθυνότητας και θα ενθάρρυνε όλες τις μορφές διαφθοράς. Κι όμως, από μία ευρύτερη άποψη το σύστημα της δρθθηήβΓπΙβηοΙ απέ διδε. Είχε ξεκινήσει ως επικουρικό των μισθών, ενισχύοντας φαινομενικά τους εργαζόμενους, ενώ στην ουσία επιδοτούσε τους εργοδότες δια μέ σου των δημοσίων πόρων. Το κύριο αποτέλεσμα του συστήματος των επι δομάτων ήταν η συμπίεση των μισθών κάτω από τα όρια της ανέχειας. Στις βαθιά εξαθλιωμένες περιοχές, οι κτηματίες δεν έδιναν εργασία στους εργάτες που κατείχαν ένα κομμάτι γης, επειδή «κανένας με περι ουσιακά στοιχεία δεν δικαιούνταν ενοριακή συνδρομή, και ο πραγματικός μισθός ήταν τόσο χαμηλός, ώστε δεν επαρκούσε, χωρίς επίδομα, να συ ντηρήσει έναν οικογενειάρχη». Συνακόλουθα, σε ορισμένες περιοχές, ελ πίδες να βρουν δουλειά είχαν μόνον εκείνοι που εξαρτώνταν από τα επι δόματα, ενώ σπάνια εξασφάλιζαν εργασία αυτοί που προσπαθούσαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι και να κερδίζουν το ψωμί τους με τον μόχθο τους. Κι όμως, στο σύνολο της υπαίθρου, αυτοί οι τελευταίοι αποτελού σαν την πλειονότητα, και απ’ αυτούς αντλούσαν οι εργοδότες επιπρόσθε το κέρδος, επωφελούμενοι από τα χαμηλά ημερομίσθια και απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να τα αυξήσουν, συνεισφέροντας στους φόρους.
98
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝ
Μακροπρόθεσμα, ένα τόσο αντίοικονομικό σύστημα θα επιδρούσε ανα πόφευκτα στην παραγωγικότητα της εργασίας, θα μείωνε τους πραγματι κούς μισθούς και τελικά ως και την «κλίμακα» που είχαν θεσπίσει οι αρχές προς όφελος των φτωχών. Τη δεκαετία του 1820, η κλίμακα με βάση την α ξία του ψωμιού είχε μειωθεί σε πολλές επαρχίες, και τα γλίσχρα εισοδήμα τα των φτωχών συμπιέστηκαν ακόμα περισσότερο. Μεταξύ 1815 και 1830, η κλίμακα της 5ρθθπ1ΐ3Γηΐ3πο1, που ήταν η ίδια για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, μειώθηκε κατά ένα τρίτο (και μάλιστα σε εθνική κλίμακα). Ο 0ΐ3ρΙπ3Γη αμφιβάλλει αν τα συνολικά βάρη των φόρων ήταν τόσο υψηλά, όσο άφηνε να εννοηθεί η αιφνίδια έξαρση των διαμαρτυριών. Και έχει δίκιο- γιατί, αν και η αύξηση των φόρων σε ορισμένες περιοχές ήταν δραματική και θα πρέ πει να επέπεσε σαν συμφορά, είναι πολύ πιθανό ότι ίσα ίσα η οικονομική ε πίδραση των επικουρικών επιδομάτων στην παραγωγικότητα της εργασίας αποτελούσε τη ρίζα του προβλήματος. Η νότια Αγγλία, που είχε πληγεί βα θιά, πλήρωνε σε φόρους υπέρ των φτωχών περίπου το 3,3% των εσόδων της — ανεκτή επιβάρυνση, σύμφωνα με τον ΟΙβρήβηι, αν πάρουμε υπ’ όψη ό τι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού «θα έπρεπε να είχε αποδοθεί στους φτωχούς με τη μορφή μισθών». Στην πραγματικότητα, οι συνολικοί φόροι μειώνονταν σταθερά κατά τη δεκαετία του 1830, και το σχετικό τους βάρος θα πρέπει να περιορίσθηκε ακόμα περισσότερο, αν λάβουμε υπ’ όψη την άνοδο της εθνικής ευημερίας. Το 1818, τα ποσά που δαπανούνταν συ νολικά υπέρ των φτωχών ανέρχονταν σε 8 εκατομμύρια στερλίνες-μειώθη καν σταθερά, μέχρις ότου έπεσαν κάτω από τα 6 εκατομμύρια το 1826, ενώ παράλληλα το εθνικό εισόδημα αυξανόταν ταχύτατα. Κι όμως, οι επικρίσεις εναντίον της δρθθηίΐ3ΐηΐ3ηοΙ γίνονταν ολοένα πιο έντονες, μάλλον επειδή η μαζική εξαθλίωση είχε αρχίσει να παραλύει την εθνική ζωή και, ειδικότερα, να συμπιέζει ασφυκτικά την ενεργητικότητα της βιομηχανίας. Η δρθθπΙιβΓηΙβηοΙ έφερε μία κοινωνική καταστροφή. Συνηθίζουμε να α πορρίπτουμε τις ζοφερές περιγραφές του πρώιμου καπιταλισμού ως «δακρύβρεκτες ιστορίες». Στην προκειμένη περίπτωση, οφείλουμε να τις δε χθούμε. Η εικόνα που σχημάτισε η διαπρύσια υπέρμαχος της μεταρρύθμι σης του νόμου της «Κοινωνικής πρόνοιας» Ηδιτίβί Μβιΐίηββυ συμπίπτει με των Χαρτιστών, οι οποίοι ηγούνταν της κατακραυγής εναντίον της μεταρ ρύθμισης αυτής. Τα στοιχεία που περιέχονται στη διάσημη αναφορά της Επιτροπής για τον νόμο της «Πρόνοιας» (1834) για να στηρίξουν το αίτημα της άμεσης ανάκλησης του νόμου της δρθθηΐιβιτιίβηά, θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμεύσουν ως υλικό στην εκστρατεία του Ντίκενς ενάντια στην πολιτική της Επιτροπής. Ούτε ο 0ΙΊ3ΓΙΘ3 ΚίηςεΙθγ ούτε ο φρήντριχ Ένγκελς ούτε ο Μπλαίηκ ούτε ο Καρλάυλ έσφαλαν στην πεποίθησή τους ότι η τρο μακτική καταστροφή είχε βεβηλώσει ως και την αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του. Αλλά ακόμα πιο εντυπωσιακή από τις κραυγές αγωνίας και απόγνωσης των ποιητών και φιλανθρώπων ήταν η παγερή σιωπή με την οποία αντιμετώπιζαν ο Ρικάρντο και ο Μάλθους τις καταστάσεις που αποτέλεσαν τη βάση των θεωριών τους για την κοινωνική εξαθλίωση.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
99
Αναμφίβολα, η κοινωνική αποδιάρθρωση που προκάλεσαν οι μηχανές και οι συνθήκες υπό τις οποίες καταδικάστηκε να τις υπηρετεί ο άνθρω πος, είχαν πολλές αναπόφευκτες επιπτώσεις. Ο πολιτισμός της αγροτι κής Αγγλίας απούσιαζε από το αστικό περιβάλλον που έμελλε να γεννή σει τις μεταγενέστερες βιομηχανικές πόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης2. Στις νέες πόλεις δεν υπήρχε εδραιωμένη μεσαία τάξη, ένας πυρήνας μα στόρων και τεχνιτών, αξιοσέβαστων μικροαστών, που θα μπορούσε να αποτελέσει τον χώρο κοινωνικής ένταξης για τον τραχύ μεροκαματιάρη ο οποίος, θελγμένος από τα υψηλά ημερομίσθια ή διωγμένος από τη γη του εξ αιτίας των περιφράξεων, δούλευε σαν σκλάβος στα πρώτα εργοστά σια. Η βιομηχανική πόλη της κεντρικής και βορειοδυτικής Αγγλίας ήταν μία πολιτισμική έρημος- τα παραπήγματά της απλώς αντανακλούσαν την έλλειψη παράδοσης και αυτοσεβασμού των πολιτών. Μέσα σ’ αυτό το ζο φερό κλίμα αθλιότητας, ο μετανάστης χωρικός ή και ο γεωργός και ο μικροκτηματίας μεταμορφώνονταν γοργά σε απροσδιόριστα ζώα του βάλ του. Κι αυτό, όχι εξ αιτίας του χαμηλού ημερομίσθιου ή του εξαντλητικού ωραρίου εργασίας — αν και υπήρχαν κι αυτά— αλλά, κυρίως, εξ αιτίας των φυσικών συνθηκών που καθιστούσαν απάνθρωπη την καθημερινότητα. Η κατάσταση αυτών των ανθρώπων ίσως να ήταν ίδια με των αφρικανών νέ γρων που στοιβάζονταν σαν τα ζώα στα αμπάρια των δουλεμπορικών κα ραβιών. Κι όμως, όλα αυτά δεν ήταν αθεράπευτα. Όσο ο άνθρωπος είχε μία κοινωνική επιφάνεια, μία θέση ανάμεσα στους συνανθρώπους του στην κοινωνία, μπορούσε να διεκδικήσει μία καλύτερη μοίρα και να παραμείνει αδούλωτος. Αλλά στην περίπτωση του εργάτη, αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με έναν τρόπο: με το να ενταχθεί σε μία νέα κοινωνική τάξη. Αν δεν μπορούσε να κερδίσει τα προς το ζην με την εργασία του, ήταν προλετά ριος και όχι εργάτης. Η τεχνητή υποβάθμιση μέχρις εξαθλίωσης των μεροκαματιάρηδων αποτέλεσε το μέγιστο κακούργημα της 8ρβθπΙΐ3Γηΐ3ηοΙ. Αυ τή η διπρόσωπη φιλανθρωπία εμπόδισε τους εργάτες να ενταχθούν σε μία οικονομική τάξη κι έτσι τους στέρησε το μοναδικό μέσον για να αποφύ γουν τη μοίρα που τους επιφύλασσε η νέα οικονομική πραγματικότητα. Η 3ρθβηίΐ3Γηΐ3πό ήταν ένα ανεξάντλητο όργανο λαϊκής εξαχρείωσης. Αν η ανθρώπινη κοινωνία αντιπροσωπεύει μία μηχανή που αυτόματα δρα προς την κατεύθυνση της διατήρησης των αρχών στις οποίες βασίστηκε, η 5ρβθηΙ"ΐ3ηηΐ3ηά αποτελούσε ένα αυτόματο κατεδάφισης των αρχών πά νω στις οποίες θα μπορούσε να βασιστεί οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Όχι μόνον ενίσχυσε τη φυγοπονία και την ανεπάρκεια αλλά, επιπλέον, κατέστησε ελκυστική την ένδεια, ακριβώς την κρίσιμη στιγμή που οι άνθρωποι πάλευαν να ξεφύγουν απ’ αυτήν την κατάσταση. Από τη στιγμή που κάποιος έμπαινε στο πτωχοκομείο (συνήθως κατέληγε εκεί μετά από μία περίοδο εξάρτησης του ίδιου και της οικογένειάς του από το 2. Ο καθηγητής ΙΙδΙίθΓ προσδιορίζει ως απαρχή της γενικευμένης αστικοποίησης το έ τος 1795.
100
ΚΑΒΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
επίδομα) ήταν παγιδευμένος και σπάνια μπορούσε να βγει από κει. Η άνε ση και ο αυτοσεβασμός των χρόνων του επαγγελματισμού του έσβηναν γοργά μέσα στο πτωχοκομείο, όπου ο καθένας φρόντιζε να κρύψει την πραγματική του κατάσταση έχοντας τον φόβο μη βρεθεί ξαφνικά στον δρόμο, ψάχνοντας για εργασία. «Το πτωχοκομείο είχε καταντήσει άντρο των επιτήδειων... Για να εξασφαλίσουν το μερτικό τους, οι βίαιοι τρομο κρατούσαν τους υπεύθυνους, οι άσωτοι επιδείκνυαν τα νόθα παιδιά που είχαν να θρέψουν, οι οκνηροί ζητιάνευαν όσο να πάρουν αδαείς νέοι και νέες παντρεύονταν βασισμένοι σ’ αυτό, λωποδύτες, κλέφτες και πόρνες υπεξαιρούσαν διάφορα ποσά με εκφοβισμό- επαρχιακοί δικαστικοί το λά τρευαν για λόγους καριέρας, ενώ οι κηδεμόνες επειδή τους βόλευε. Αυτή ήταν η εξέλιξη του ταμείου υπέρ των φτωχών». «Αντί του αναγκαίου αριθμού εργατών για την καλλιέργεια της γης του — εργατών που τους πλήρωνε ο ίδιος— ο κτηματίας ήταν αναγκασμέ νος να προσλάβει τους διπλάσιους, που τα ημερομίσθιά τους τα κάλυπταν εν μέρει τα επιδόματα. Αυτοί οι εργάτες, που του τους είχαν επιβάλει οι αρχές, ήταν ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι ως προς την ποσότητα και την ποιό τητα της εργασίας τους- υποβάθμιζαν τη γη του και του στερούσαν τη δυ νατότητα να προσλάβει ικανούς εργάτες, που θα μοχθούσαν για να κερδί σουν την οικονομική τους ανεξαρτησία. Αυτοί οι ικανοί εργάτες υποβιβάσθηκαν στη χειρότερη θέση. Μετά από έναν μάταιο αγώνα, ο φορολογού μενος μικροκτηματίας ζητούσε φιλανθρωπικό επίδομα για να επιβιώσει». Ετσι περιγράφει την κατάσταση η ΗεΐΓίθί Μ3ΐ1ϊηθ3υ3. Θορυβημένοι σι φι λελεύθεροι των μεταγενέστερων εποχών δεν τίμησαν τη μνήμη αυτής της αποστόλου του πιστεύω τους. Αλλά ακόμα και οι υπερβολές της, που τους φόβιζαν, έριχναν άπλετο φως στην πραγματικότητα. Η ίδια ανήκε στην χειμαζόμενη μεσαία τάξη, που η συγκαλυμμένη φτώχεια της την κα θιστούσε ευαίσθητη στις ιδιομορφίες της Κοινωνικής πρόνοιας. Κατανο ούσε και εξέφραζε με σαφήνεια την κοινωνική ανάγκη να δημιουργηθεί μία καινούρια κοινωνική τάξη, των «ανεξάρτητων εργατών». Αυτοί αποτέλεσαν τους ήρωες των ονείρων της και, μάλιστα, έκανε έναν απ’ αυτούς — έναν χρόνια άνεργο εργάτη που αρνείται την πρόνοια— να δηλώνει πε ρήφανος σε έναν συνάδελφό του που αποφάσισε να ζήσει από το επίδο μα: «Εδώ είμαι, και προκαλώ τον οποιονδήποτε να με περιφρονήσει. Θα μπορούσα να βάλω τα παιδιά μου στη μέση της εκκλησίας και να προκαλέσω οποιονδήποτε να αμφισβητήσει τη θέση που κατέχουν στην κοινωνία. Μπορεί να υπάρχουν εξυπνότεροι ή πλουσιότεροι απ’ αυτά- δεν υπάρχουν όμως εντιμότεροι». Οι ισχυροί της άρχουσας τάξης δεν εννοούσαν να κα ταλάβουν πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη να δημιουργηθεί αυτή η καινού ρια τάξη. Η Μβιϋηθβυ επισήμανε «την χυδαία λαθεμένη αντίληψη της αρι στοκρατίας, που υποθέτει ότι κάτω από την άρχουσα τάξη μπορεί να υπάρ χει μόνο μία υποδεέστερη, με την οποία αναγκαστικά συναλλάσσεται». 3. Μ3Γΐίηθ3ϋ, Η., ΗΪΒίοιγ ο ίΕης/Ι3ηά άυήηρ (Ηβ Τ!ιίήγ Υθβγβ 1Ρβ30β (1816-1846), 1849.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
101
Διαμαρτυρόταν, επειδή ο λόρδος ΕΙάοη, μεταξύ άλλων, «στοίβαζε κάτω από μία επικεφαλίδα (οι «κατώτερες τάξεις») όλους τους κάτω από το επί πεδο των πλούσιων τραπεζιτών — μικροβιομήχανους, εμπόρους, τεχνίτες, εργάτες και φτωχούς...»4. Ιδιαίτερη έμφαση έδινε στον διαχωρισμό των τε λευταίων δύο κατηγοριών, που τον θεωρούσε θεμέλιο λίθο της μελλοντικής κοινωνίας. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Στην Αγγλία, πέρα από τη διάκριση μονάρχη και υπηκόου, δεν υπάρχει κοινωνική διαφοροποίηση ευρύτερη από αυτήν ανάμεσα στον ανεξάρτητο εργάτη και τον φτωχό. Και είναι αμαθές, ανήθικο και ασύμφορο να συγχέουμε τις δύο αυτές κατηγορίες». Αυτό, φυ σικά, αντανακλούσε την πραγματικότητα. Υπό την δρβθηΙηβιτιΙβηοΙ, η διάκρι ση ανάμεσα στα δύο στρώματα είχε καταστεί ανύπαρκτη. Η διατύπωση αυ τή αποτελούσε μάλλον έκφραση πολιτικής θέσης, που βασιζόταν σε μία προφητική προσδοκία: την ίδια πολιτική θέση θα είχαν οι Επίτροποι της με ταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας, και η προφητεία αφορούσε στη δη μιουργία μίας ελεύθερης, ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, και στην συνα κόλουθη εμφάνιση του βιομηχανικού προλεταριάτου. Η κατάργηση της δρθθπΐΊΘΓηΙεηοΙ έφερε πράγματι τη γέννηση της ερ γατικής τάξης, που το άμεσο συμφέρον της έμελε να την καταστήσει προστάτη της κοινωνίας από τους κινδύνους του εκμηχανισμένου πολιτι σμού. Αλλά ανεξάρτητα από τα όσα τους επιφύλασσε το μέλλον, η εργα τική τάξη και η οικονομία της αγοράς εμφανίστηκαν στην ιστορία μαζί. Η απέχθεια για τη δημόσια συνδρομή, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις κρατι κές ενέργειες, η εμμονή στον αυτοσεβασμό και την αυτάρκεια παρέμεναν επί πολλές γενεές χαρακτηριστικά του βρετανού εργάτη. Η ανάκληση της δρββηΐΐθΐηΐβποί ήταν έργο μίας καινούριας τάξης που είχε εμφανιστεί στην ιστορική σκηνή: της μεσαίας τάξης της Αγγλίας. Η γαιοκτημονική αριστοκρατία ήταν ανίκανη να ανταποκριθεί στο έργο που προοριζόταν να επιτελέσει η καινούρια τάξη: τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε οικονομία της αγοράς. Δεκάδες νόμοι έπρεπε να ανακληθούν ή να θεσπιστούν, πριν εδραιωθεί ο μετασχηματισμός αυτός. Η Κοι νοβουλευτική Μεταρρύθμιση του 1832 ακύρωσε το νομικό καθεστώς των φριχτών δημοτικών διαμερισμάτων και κατέστησε οριστικά τον απλό λαό πρωταγωνιστή του Κοινοβουλίου. Πρώτη μεγάλη μεταρρυθμιστική τους πράξη: η κατάργηση της 3ρθθηΙΐ3Γηΐ3ηο). Αφού αντιληφθούμε τον βαθμό εμπέδωσης των πατερναλιστικών της μεθόδων στη ζωή της χώρας, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες οπαδοί της μεταρρύθμισης δίσταζαν να προτείνουν μεταβατική περίοδο μικρότε ρη των δέκα ή δεκαπέντε χρόνων. Στην πραγματικότητα, η κατάργηση έγινε με μια σφοδρότητα που καθιστά άνευ νοήματος τον μύθο της αγγλι κής σύνεσης, μύθο που διαπλάσθηκε σε μία μεταγενέστερη περίοδο, όταν αναζητούνταν επιχειρήματα κατά της ριζοσπαστικότητας της μεταρρύθμι σης. Το βίαιο σοκ αυτού του γεγονότος κατέτρυχε επί πολλές γενεές την 4. ΜβΓϋπθΗϋ, Η., Τήθ Ρ3ΓΪ5ίΊ, 1833.
102
ΚΑΒΙ, ΡΟΙΑΝΥΙ
αγγλική εργατική τάξη. Κι όμως, η επιτυχία του επώδυνου αυτού εγχειρή ματος οφειλόταν στην βαθιά ριζωμένη συλλογική πεποίθηση του πληθυ σμού, και των εργατών, ότι το σύστημα που φαινομενικά τους στήριζε, στην ουσία τους κατέστρεφε, και ότι το «δικαίωμα στην επιβίωση» ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη. Ο νέος νόμος απαγόρευσε την εξωτερική πρόνοια. Η διαχείρισή του γι νόταν σε εθνικό επίπεδο και στηριζόταν σε σαφή διαχωρισμό των ικανών για εργασία από τους παραδοσιακούς φτωχούς. Τα επιδόματα τα ενισχυτικά των μισθών καταργήθηκαν, ενώ άλλαξε και το αναμορφωτήριο και πήρε νέα μορφή: ο αϊτών έκρινε αν τελικά ήταν τόσο άπορος ώστε να εισαχθεί αυτό βουλα σε ένα άσυλο που είχε καταστεί συνειδητά χώρος φρίκης. Το ανα μορφωτήριο έφερε πια ένα κοινωνικό στίγμα· η παραμονή σ’ αυτό αποτελού σε ψυχολογικό και ηθικό μαρτύριο, ιδίως σε θέματα υγιεινής και μιας ελάχι στης αξιοπρέπειας —δύο τομείς που αποτελούσαν πρόσχημα για μεγαλύτε ρη καταπίεση από τους υπεύθυνους. Καινούριοι διαχειριστές, οι επιστάτες, θα εφάρμοζαν τον νόμο, υπό μία σχεδόν ολοκληρωτική κεντρική επίβλεψη. Ως και η ταφή ενός απόρου είχε εξελιχθεί σε εκδήλωση της κοινωνικής πε ριφρόνησης προς το πρόσωπό του, ακόμα και την ώρα του θανάτου του. Το 1834, ο βιομηχανικός καπιταλισμός βρισκόταν στην αφετηρία του, κι αυτό οδήγησε στη μεταρρύθμιση της «Κοινωνικής πρόνοιας». Ο νόμος της δρθθηίΐ3Γηΐ3ποΙ, που είχε προστατέψει την αγροτική Αγγλία και, συνα κόλουθα, τον εργαζόμενο πληθυσμό από την ορμητικότητα του μηχανι σμού της αγοράς, είχε πια καταστεί κοινωνικό καρκίνωμα. Την εποχή της ανάκλησής του, τεράστια πλήθη εργαζομένων είχαν ξεπέσει σε εφιαλτικό βαθμό. Η φυσική αποκτήνωση των εργατών συνοδεύθηκε από την ηθική εξαχρείωση των εύπορων τάξεων. Η παραδοσιακή ενότητα μίας χριστιανι κής κοινωνίας παραχωρούσε τώρα τη θέση της σε μία άρνηση κάθε υπευ θυνότητας των πλουσίων απέναντι στους φτωχούς συνανθρώπους τους. Σταδιακά σχηματίζονταν τα δύο «έθνη». Προς μεγάλη κατάπληξη των νουνεχών ανθρώπων, ο ανήκουστος πλούτος κατέστη αδιαχώριστος από την ανήκουστη φτώχεια. Μία νέα επιστήμη των νόμων που διέπουν τον κόσμο του ανθρώπου είχε εισαχθεί πανηγυρικά στις κοινότητες των δια νοουμένων. Με βάση αυτούς τους νόμους, ο οίκτος εξοβελίστηκε από τις καρδιές των ανθρώπων, ενώ. η στωική αποκήρυξη κάθε έννοιας ανθρώπινης αλληλεγγύης στο όνομα της εξυπηρέτησης του γενικότερου καλού απέκτη σε διαστάσεις κοσμικής θρησκείας. Ο μηχανισμός της αγοράς εδραιωνόταν και άδιζε προς την ολοκλήρω σή του: η ανθρώπινη εργασία έπρεπε να καταστεί εμπορεύσιμο αγαθό. Μά ταιη υπήρξε η αντίσταση ενός αντιδραστικού πατερναλισμού σε αυτήν την εξέλιξη. Γ ια να ξεφύγουν από τη φρίκη της δρβθηΐΊ3ΓΤΐΐ3ηά, οι άνθρωποι α ναζήτησαν στα τυφλά καταφύγιο σε μία ουτοπική οικονομία της αγοράς.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
103
9. Ανέχεια και Ουτοπία Το πρόβλημα της φτώχειας εστιαζόταν σε δύο στενά συνδεδεμένα ζητή ματα: της ανέχειας και της πολιτικής οικονομίας. Αν και θα εξετάσουμε χω ριστά τον αντίκτυπο του καθενός στη νεοτερική συνείδηση, αποτελούσαν τμήματα ενός αδιαίρετου όλου: της ανακάλυψης της κοινωνίας. Μέχρι τον καιρό της δρββηΐΊβιτιΙβηοΙ, δεν είχε βρεθεί ικανοποιητική απά ντηση στο πρόβλημα της προέλευσης των φτωχών. Πάντως, ήταν γενικά α ποδεκτό από τους διανοητές του 18ου αι. πως ανέχεια και πρόοδος ήταν α διαχώριστες. Ο μεγαλύτερος αριθμός φτωχών δεν συναντάται στις άγονες χώρες ή στα βάρβαρα έθνη, αλλά στις πιο γόνιμες και πολιτισμένες, έγραφε ο ϋοΐιπ Μ8οΡ3γΙ3πθ το 1782. Ο ΐταλός οικονομολόγος Θ ϊ8γτίγτί8Π3 Οιΐθδ είχε ως αξίωμα ότι ο πλούτος ενός έθνους είναι ανάλογος με τον πληθυσμό του και με τη φτώχεια του (1774). Ακόμη και ο Ανταμ Σμιθ με τον ιδιαίτερο, επι φυλακτικό του τρόπο, διακήρυττε πως οι εργατικοί μισθοί δεν είναι υψηλό τεροι στις πλουσιότερες χώρες. Συνακόλουθα, ο ΜβοΡβιΐΗηθ δεν παραδοξολογούσε, όταν εξέφραζε την πεποίθησή του ότι, καθώς η Αγγλία πλησίαζε στο απόγειο του μεγαλείου της, «ο αριθμός των φτωχών θα εξακολουθούσε να αυξάνεται».1 Γ ια τον μέσο Αγγλο, η πρόβλεψη μίας στασιμότητας στις εμπορικές συ ναλλαγές απηχούσε την κοινή γνώμη. Η άνοδος των εξαγωγών στα πενή ντα χρόνια πριν από το 1782 ήταν εντυπωσιακή, αλλά εξ ίσου εντυπωσιακές ήταν και οι διακυμάνσεις του εμπορίου. Το εμπόριο είχε μόλις αρχίσει να α νακτά το μέγεθος του, μετά από μία καθίζηση που είχε μειώσει τις εξαγω γές σχεδόν στα επίπεδα της προηγούμενης πεντηκονταετίας. Γ ια τους συ γκαιρινούς, η μεγάλη άνοδος του εμπορίου και η εντυπωσιακή αύξηση της εθνικής ευμάρειας που ακολούθησαν τον Επταετή Πόλεμο απλώς σηματο δοτούσαν μία ευοίωνη περίοδο για την Αγγλία, αντίστοιχη με τις προηγού μενες της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας. Η ρα γδαία άνοδος της χώρας αποτελούσε ήδη παρελθόν και δεν υπήρχε κανέ νας λόγος πίστης στη συνέχιση της προόδου, που φαινόταν απλώς αποτέ λεσμα της θετικής έκβασης μίας πολεμικής σύρραξης. Όπως είδαμε, σχε δόν ομόφωνη ήταν η αναμονή της πτώσης των εμπορικών συναλλαγών. Στην πραγματικότητα καραδοκούσε η ευημερία, μία ευημερία γιγάντιων διαστάσεων, που θα εξελισσόταν σε μία νέα μορφή ζωής όχι μόνο για ένα έθνος, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αλλά ούτε οι πολιτικοί ούτε οι οικονομολόγοι της εποχής υποψιάζονταν τον ερχομό της. Γ ια τους πολιτι κούς, αυτό ήταν πιθανόν αποτέλεσμα αδιαφορίας καθώς, επί δύο γενιές, οι ραγδαία αυξανόμενες εμπορικές συναλλαγές ελάχιστα επηρέαζαν την 1. Μ3οΡ3γΙ3πθ, ϋ., Εηηυΐήθβ οοηοθΓηίηςι Οίθ Ρ οογ, 1782. Βλ. και τις εισαγωγικές παρατηρή σεις του ΡοδίΙθίΙιννΒγί για την Ολλανδική Κοινωνική Πρόνοια του 1531, στο «Παγκόσμιο Λεξικό» του 1757.
104
ΚΑΒί ΡΟΙΑΝΥΙ
ανθρώπινη εξαθλίωση. Αλλά στην περίπτωση των οικονομολόγων, η παρά βλεψη αυτή αποτελούσε απαράμιλλη ατυχία, καθώς ολόκληρο το θεωρητικό τους σύστημα είχε θεμελιωθεί στη διάρκεια της έκρηξης αυτής της «ανωμα λίας», στην οποία η εκπληκτική αύξηση των εμπορικών συναλλαγών και της παραγωγής έμοιαζε να συμβαδίζει με μιαν εκρηκτική επιδείνωση της ανθρώ πινης εξαθλίωσης. Στην ουσία, τα φαινομενικά γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκαν οι αρχές του Μάλθους, του Ρικάρντο και του Τζαίημς Μιλ, α πλώς αντανακλούσαν τις παράδοξες τάσεις που επικρατούσαν σε μία αυ στηρά προσδιορισμένη μεταβατική περίοδο. Η κατάσταση προκαλούσε πράγματι σύγχυση. Οι φτωχοί πρωτοεμφανίσθηκαν στην Αγγλία κατά το πρώτο ήμισυ του 16ου αι. Τράβηξαν την προ σοχή ως άτομα μη συνδεδεμένα με το φεουδαρχικό κτήμα ή «με οποιονδήποτε φεουδαρχικό αφέντη», και η σταδιακή τους μεταμόρφωση σε μία τάξη ελεύθερων εργατών ήταν το συνδυασμένο αποτέλεσμα της ανηλεούς δίω ξης της επαιτείας και της εδραίωσης της οικοτεχνίας, που ενισχυόταν σημα ντικά από την συνεχή επέκταση του εξωτερικού εμπορίου. Κατά τον 17ο αι. δεν υπήρξε άλλη αναφορά στο πρόβλημα της ένδειας, και ακόμη και το πε ριοριστικό μέτρο του νόμου «Περί εγκατάστασης» πέρασε χωρίς δημόσια συζήτηση. Οταν το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε προς τα τέλη του αιώνα, η Ουτοπία του Τόμας Μωρ και η Κοινωνική πρόνοια είχαν ήδη ηλικία πλέον των 150 ετών, και η κατάργηση των μοναστηριών, όπως και η εξέγερση του Κετ, είχαν από μακρού ξεχαστεί. Ορισμένες προσπάθειες εγκλεισμού, όπως και διογκώσεις του αριθμού των φτωχών παρατηρούνταν καθ’ όλην αυτήν την περίοδο, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κα ρόλου Α ', αλλά κατά κανόνα οι νέες κοινωνικές τάξεις είχαν διαμορφωθεί ριζικά. Εξ άλλου, ενώ οι φτωχοί των μέσων του 16ου αι. αποτελούσαν απει λή για την κοινωνία, στην οποία ενέσκυπταν σαν εχθρικές ορδές, στα τέλη του 17ου αι. οι φτωχοί αποτελούσαν απλώς ένα βάρος στους δημόσιους φόρους. Από την άλλη, η νέα κοινωνία ήταν μάλλον ημιεμπορική παρά ημιφεουδαλική, και τα αντιπροσωπευτικά της μέλη ευνοούσαν την εργασία για την αξία της, και απέρριπταν τόσο την μεσαιωνική άποψη ότι η φτώχεια δεν αποτελούσε πρόβλημα, όσο και την άποψη της περιόδου των περιφράξεων ότι οι άνεργοι ήταν απλώς οκνηροί και ικανοί για εργασία. Εφ’ εξής, οι από ψεις για τη φτώχεια θα άρχιζαν να αντανακλούν φιλοσοφικές τάσεις, όπως ακριβώς τα θεολογικά ζητήματα στο παρελθόν. Οι απόψεις για τους φτω χούς αντανακλούσαν απόψεις για την ανθρώπινη ύπαρξη στο σύνολό της. Εξ ου, η ποικιλία και η φαινομενική σύγχυση των απόψεων, όπως και η κε φαλαιώδης σημασία τους για την ιστορία του πολιτισμού μας. Οι Κουάκεροι, πρωτοπόροι στη διερεύνηση των δυνατοτήτων της νεοτε ρικής ύπαρξης, πρώτοι αναγνώρισαν ότι η ακούσια ανεργία πρέπει να απορ ρέει από μία δυσλειτουργία στην οργάνωση της εργασίας. Με μία αυστηρή προσήλωση στην πρακτικότητα, εφάρμοζαν στους φτωχούς αδελφούς τους την αρχή της συλλογικής αλληλοβοήθειας, που μερικές φορές την ασκού σαν ως αρνητές συνείδησης όταν, θέλοντας να αποφύγουν να υποστηρί
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
105
ξουν τις αρχές, πλήρωναν οι ίδιοι τα έξοδα συντήρησής τους στη φυλακή. Ο φανατικός Κουάκερος Ιεννεοη δημοσίευσε την Έκκληση προς το Κοινοβού λιο ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας επαίτης στην Αγγλία, σαν μια «πλατ φόρμα» στην οποία πρότεινε την ίδρυση γραφείων απασχόλησης εργατικού δυναμικού, με τη μορφή της σημερινής δημόσιας υπηρεσίας ευρέσεως ερ γασίας. Αυτά το 1660. Δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Χένρυ Ρόμπινσον είχε προ τείνει την ίδρυση «Γραφείου Διευθύνσεων και Επαγγελματικών Συναντήσε ων». Αλλά η κυβέρνηση της Παλινόρθωσης ευνοούσε πιο πεζές πρακτικέςο νόμος «Περί εγκατάστασης» του 1662 κινούνταν σε μία σαφώς αντίθετη κατεύθυνση από οποιοδήποτε ορθολογικό σύστημα απασχόλησης του ερ γατικού δυναμικού, που θα μπορούσε να δημιουργήσει μία ευρύτερη αγορά εργασίας. Η «Εγκατάσταση» — όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην νομοθετική πράξη— δέσμευε την εργασία στην ενορία. Μετά την Ένδοξη Επανάσταση (1688), η φιλοσοφία των Κουάκερων βρή κε στο πρόσωπο του Τζον Μπέλερς μία πραγματικά προφητική προσωπικό τητα, σε σχέση με τις κοινωνικές τάσεις του απώτερου μέλλοντος. Οι «Συ ναντήσεις των αναξιοπαθούντων», στις οποίες χρησιμοποιούνταν συχνά στατιστικές για να προσδώσουν επιστημονική ακρίβεια στην θρησκευτική πολιτική πρόνοιας, αποτέλεσαν το 1696 τον χώρο γέννησης της πρότασής του για την ίδρυση «Κολεγίων Βιομηχανίας», στα οποία θα μπορούσε να αξιοποιηθεί παραγωγικά η ακούσια ανεργία των φτωχών. Την πρόταση αυτήν δεν την ενέπνεαν οι αρχές του Γ ραφείου Απασχόλησης Εργατικού Δυναμι κού αλλά οι εντελώς διαφορετικές, της ανταλλαγής εργασίας. Το πρώτο, συνδεόταν με την παραδοσιακή μέθοδο εύρεσης εργοδότη για τους ανέρ γους, ενώ η δεύτερη σήμαινε ότι οι εργάτες δεν χρειάζονταν εργοδότη, κα θώς μπορούσαν να ανταλλάξουν απ’ ευθείας τα προϊόντα τους. Όπως έλε γε ο Μπέλερς, «ο μόχθος των φτωχών είναι ο θησαυρός των πλουσίων», ε πομένως οι φτωχοί ήταν σε θέση να συντηρηθούν, αξιοποιώντας αυτόν τον πλούτο προς όφελος τους. Αρκούσε να οργανωθούν σε ένα «Κολέγιο» ή συνεταιρισμό, όπου θα μπορούσαν να συνενώσουν τις προσπάθειές τους. Αυτή η πρόταση αποτελεί το επίκεντρο όλων των μεταγενέστερων σοσιαλι στικών θεωρήσεων, είτε αυτή έπαιρνε τη μορφή των Ενωμένων Χωριών του Όουεν είτε των Τραπεζών Εργασίας του Προυντόν, της Κοινότητας των Εργαζομένων του Φουριέ, των Εθνικών Εργαστηρίων του Λουί Μπλαν ή των Πενταετών Πλάνων του Στάλιν. Το βιβλίο του Μπέλερς περιείχε ψήγ ματα των περισσότερων προτάσεων που έχουν διατυπωθεί για την επίλυση αυτού του προβλήματος, από την εμφάνιση των πρώτων μεγάλων αποδιαρθρώσεων που προκάλεσαν οι μηχανές στην νεοτερική κοινωνία. «Αυτή η α δελφότητα θα καταστήσει την εργασία, κι όχι το χρήμα, θεμελιώδη μονάδα αξιολόγησης όλων των αναγκαίων». Είχε σχεδιαστεί «ως ένωση όλων των χρήσιμων επαγγελμάτων, που θα εργάζονται ανελλιπώς για την αμοιβαία στήριξη». Ο συνδυασμός δελτίων εργασίας, αλληλοβοήθειας και συνεργα σίας έχει μεγάλη σημασία. Οι εργάτες, τριακόσιοι τον αριθμό, έπρεπε να αυτοσυντηρούνται και να εργάζονται από κοινού, για να εξασφαλίσουν τα α-
106
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
πολύτως απαραίτητα, ενώ «η πρόσθετη εργασία θα αμειβόταν επιπλέον». Σε περιπτώσεις εφαρμογής της αλληλοβοήθειας σε μικρή κλίμακα, το πλεό νασμα δινόταν στις «Συναντήσεις των αναξιοπαθούντων» και χρησίμευε για να στηρίξει οικονομικά τα άπορα μέλη της θρησκευτικής αδελφότητας. Αυ τό το πλεόνασμα έμελλε να έχει σπουδαίες προοπτικές· η νέα αντίληψη του κέρδους αποτέλεσε την πανάκεια της εποχής. Το πρόγραμμα εθνικής απο κατάστασης των ανέργων του Μπέλερς θα εφαρμοζόταν ως κερδοσκοπική επιχείρηση από τους καπιταλιστές! Την ίδια χρονιά, το 1696, ο ϋοίιη Οβιγ ί δρυσε στο Μπρίστολ τον «Συνεταιρισμό για τους φτωχούς» ο οποίος, μετά από μία αρχική επιτυχία, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα κέρδη, όπως άλλω στε και όλες οι συναφείς επιχειρήσεις. Η πρόταση του Μπέλερς στηριζόταν στην ίδια αντίληψη με το σύστημα σύνδεσης της εργασίας με τους φόρους, που εισηγήθηκε ο Τζον Λοκ, πάλι το 1696" σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι φτωχοί του χωριού θα παραχωρούνταν για να εργαστούν στους φορολο γούμενους, σε αριθμό ανάλογο με την φορολογική επιβάρυνση του καθενός. Αυτό αποτέλεσε και την απαρχή του άτυχου συστήματος των περιφε ρόμενων μεροκαματιάρηδων, όπως το όρισε ο νόμος του ΟίΙόθΐΙ. Είχε πια ε μπεδωθεί στις αντιλήψεις των ανθρώπων ότι η ένδεια έπρεπε να καταστεί οικονομικά αποδοτική. Ακριβώς έναν αιώνα αργότερα, ο Ιερεμίας Μπένθαμ, ο πιο παραγωγικός και διορατικός νους της εποχής, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους φτω χούς σε μία μεγάλης κλίμακας βιομηχανική επεξεργασία ξύλου και μετάλ λου, χρησιμοποιώντας τις μηχανές τού ακόμα πιο εφευρετικού αδελφού του, Σάμιουελ. «Ο Μπένθαμ», γράφει ο 8 ιγ ΙβδΙίθ δίθρΙιβη, «είχε συνεταιρι στεί με τον αδελφό του στην προσπάθεια να δημιουργήσουν την ατμομηχα νή. Επειτα σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν καταδίκους, αντί της ατμομηχανής». Αυτά το 1794. Το σχέδιο ΡβηορΙίοοη του Μπένθαμ, για την χαμηλού κόστους και αποδοτική διαχείριση των — ειδικά σχεδιασμένων — φυλακών, είχε ήδη ηλικία δύο χρόνων, και τώρα αποφάσισε να το εφαρ μόσει στο δικό του εργοστάσιο με κατάδικους εργάτες· τη θέση των ποινι κών θα καταλάμβαναν οι άποροι. Πολύ σύντομα, η ιδιωτική επιχείρηση των αδελφών Μπένθαμ εντάχθηκε σε ένα ευρύτερο σχέδιο συνολικής επίλυσης του κοινωνικού προβλήματος. Η απόφαση των αρχών της δρθθπήβιτιίβηά, η πρόταση για την καθιέρωση κατώτατου μισθού του \Λ/ΙιίΙόΓΘ3θΙ και, πάνω απ’ όλα, η ανεπίσημη κατάθεση από τον Πιτ ενός προσχεδίου εκτεταμένης με ταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας, είχαν καταστήσει το πρόβλημα της ένδειας κύριο θέμα προβληματισμού στους πολιτικούς κύκλους. Ο Μπένθαμ, που η κριτική του στο σχέδιο νόμου του Πιτ είχε θεωρητικά οδηγήσει στην απόσυρσή του, διατύπωσε τις απόψεις του στα Αηη3ΐ3 του Αρθουρ Γ ιάνγκ το 1797. Οι εργατικές του πολυκατοικίες, που προβλέπονταν στο ΡβηορΙίοοη — πενταόροφες οικοδομές, κατανεμημένες σε δώδεκα το μείς— για την εκμετάλλευση της εργασίας των συντηρούμενων φτωχών, θα διοικούνταν από μια κεντρική διοικητική επιτροπή, με έδρα το Λονδίνο και θα βασιζόταν στο πρότυπο της Διοικούσας Επιτροπής της Τράπεζας της
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
107
Αγγλίας· όλοι οι κάτοχοι μετοχών αξίας πέντε ή δέκα λιρών θα είχαν δικαί ωμα ψήφου. Το κείμενο, που τυπώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, όριζε τα ε ξής: «1. Η διαχείριση των αναγκών των φτωχών ολόκληρης της νότιας χώ ρας θα εναποτεθεί σε μία αρχή, και το κόστος θα επιβαρύνει ένα ταμείο. 2. Η αρχή αυτή θα έχει τη μορφή Ανωνύμου Εταιρείας, με τίτλο Εθνική Φιλαν θρωπική Εταιρεία»2. Θα ανεγείρονταν 250 τέτοιες οικοδομές, για περίπου 500.000 τροφίμους. Το σχέδιο συνοδευόταν από λεπτομερή ανάλυση των διαφόρων κατηγο ριών ανέργων, ανάλυση που, χάρη στη διορατικότητα του Μπένθαμ, διατύ πωνε συμπεράσματα τα οποία θα απασχολούσαν άλλους ερευνητές, περισ σότερο από έναν αιώνα αργότερα. Η ταξινόμηση που επιχείρησε αποτελεί σαφώς το καλύτερο δείγμα του ρεαλιστικού τρόπου σκέψης του: διαχώριζε τους «εκτοπισμένους εργάτες», που είχαν πρόσφατα απολυθεί από τις ερ γασίες τους, από εκείνους που αδυνατούσαν να βρουν εργασία λόγω ενός «έκτακτου παγώματος των θέσεων εργασίας». Εξ άλλου, το «περιοδικό πά γωμα» των εποχιακών θέσεων εργασίας διαχωριζόταν από τους «εκτοπι σμένους εργάτες», δηλαδή από κείνους που «είχαν καταστεί πλεονασματικοί, εξ αιτίας της εκμηχάνισης της παραγωγής» ή, με πιο σύγχρονη ορολο γία, την «τεχνολογική ανεργία». Μία τελευταία κατηγορία ανέργων αποτε λούσαν οι πρόσφατα απολυθέντες από τον στρατό, πολυάριθμοι την εποχή του Μπένθαμ, εξ αιτίας της λήξης του Γαλλικού πολέμου. Η σημαντικότερη κατηγορία, πάντως, ήταν του «έκτακτου παγώματος θέσεων εργασίας»· πε ριλάμβανε όχι μόνο τεχνίτες και εργάτες, που τα επαγγέλματά τους «εξαρτώνταν από τη μόδα», αλλά και την πολυαριθμότερη κατηγορία εκείνων που έμεναν άνεργοι «στην περίπτωση γενικότερου παγώματος της βιομηχανι κής παραγωγής». Το σχέδιο του Μπένθαμ επιχειρούσε πράγματι να ενισχύσει τις επιχειρήσεις δια μέσου της εμπορευματοποίησης της ανεργίας σε γιγάντια κλίμακα. Το 1819, ο Ρόμπερτ Όουεν αναδημοσίευσε το ηλικίας πλέον των 120 ε τών σχέδιο του Μπέλερς για τη σύσταση Κολεγίων Βιομηχανίας. Τα σποραδι κά κρούσματα φτώχειας είχαν πλέον εξελιχθεί σε μια μεγάλη έξαρση της ε ξαθλίωσης. Τα προτεινόμενα από τον Όουεν «Ενωμένα χωριά» διέφεραν α πό την αντίστοιχη πρόταση του Μπέλερς ως προς το μέγεθος, και περιλάμβα ναν 1.200 εργαζομένους σε ισάριθμα εκτάρια γης. Στην επιτροπή παραλαβής των αιτήσεων γι’ αυτό το πειραματικό σχέδιο επίλυσης του προβλήματος της ανεργίας συμμετείχαν αυθεντίες της εποχής, όπως ο Νταίηβιντ Ρικάρντο. Αλλά κανείς ενδιαφερόμενος δεν εμφανίσθηκε. Λίγο αργότερα, ο Γάλλος Κάρολος Φουριέ γελοιοποιήθηκε, αναμένοντας μάταια κάποιον που θα προ θυμοποιούνταν να χρηματοδοτήσει την πρότασή του για τη σύσταση «Κοινό τητας εργαζομένων» (ΡήβΙβηβίβΓθ, φαλαγγείου), πρόταση που εμφορούνταν από μία αντίληψη παρόμοια με ενός από τους σπουδαιότερους συγκαιρινούς εμπειρογνώμονες σε οικονομικά θέματα. Η εταιρεία του Ό ουεν 2. ΒθπίΙιβιτι, ϋ.. ΡευρβΓ ΜΒΠΒΟβΓηβηΙ, Πρώτη έκδοση 1797.
108
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
— με ετερόρρυθμο εταίρο τον Μπένθαμ— στο Νθνν Ι_3Π3ΐΊ< είχε γίνει παγκό σμια γνωστή, εξ αιτίας της οικονομικής επιτυχίας των φιλανθρωπικών της μεθόδων. Αλλά δεν υπήρχε ακόμα μία γενικά αποδεκτή θεώρηση της φτώ χειας, ούτε και ένας ευρύτερα αποδεκτός τρόπος απόσπασης κέρδους από τους φτωχούς. Ο Όουεν πήρε από τον Μπέλερς την ιδέα των δελτίων εργασίας και την εφάρμοσε — ανεπιτυχώς— στο Εθνικό Γ ραφείο Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού το 1832. Η συγγενική αρχή της οικονομικής αυτάρκειας της ερ γατικής τάξης — άλλη μία ιδέα του Μπέλερς— βρισκόταν στο υπόβαθρο των περίφημων συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων των επόμενων δύο χρό νων. Η «Ενωση Συντεχνιών» (ΤΓβάβδ ΙΙηίοπ) αποτελούσε μία γενική ομο σπονδία όλων των επαγγελμάτων και τεχνών, και των ανεξάρτητων αρχιμα στόρων, και είχε τον ασαφή στόχο να τους συγκροτήσει με ειρηνικά μέσα σε ενιαία κοινωνική οντότητα. Κανένας δεν μπορούσε τότε να αντιληφθεί ό τι το κίνημα αυτό θα αποτελούσε την εμβρυακή μορφή όλων των βίαιων διεκδικήσεων της ενιαίας συνδικαλιστικής εκπροσώπησης από την εργατική τάξη για τα επόμενα εκατό χρόνια. Συνδικαλισμός, καπιταλισμός, κομμουνι σμός και αναρχισμός ταυτίζονταν ουσιαστικά στα σχέδιά τους για τους φτωχούς. Η Τράπεζα Εργασίας του Προυντόν, πρώτη πρακτική εφαρμογή του φιλοσοφικού αναρχισμού, ήταν στην ουσία μία προέκταση του πειράμα τος του Όουεν. Ο κρατικιστής σοσιαλιστής Μαρξ επιτέθηκε σφοδρά στις α ντιλήψεις του Προυντόν και, έκτοτε, το κράτος θα παρείχε το αναγκαίο κε φάλαιο για τέτοια κολεκτιβιστικά σχέδια, από τα οποία τα πιο διάσημα ήταν του Λουί Μπλαν και του Λασάλ. Τα αίτια της οικονομικής αναποτελεσματικότητας της φροντίδας των φτωχών δεν θα πρέπει να αποτελούν μυστήριο. Διατυπώθηκαν πριν από 150 χρόνια από τον ΟβηϊθΙ ϋθίοθ, που το φυλλάδιό του, δημοσιευμένο το 1704, έθεσε τέρμα στον προβληματισμό που είχαν ξεκινήσει ο Μπέλερς και ο Λοκ. Ο ϋθίοθ επέμενε πως αν οι φτωχοί είχαν υποστήριξη δεν θα εργάζο νταν για το μεροκάματο-και αν αναγκάζονταν να κατασκευάζουν αγαθά σε δημόσια ιδρύματα, απλώς θα δημιουργούσαν μεγαλύτερη ανεργία στα ιδιω τικά εργοστάσια. Το φυλλάδιό του είχε τον σατανικό τίτλο Παρέχουμε Βοή
θεια, όχι Ελεημοσύνη, και η Απασχόληση των Φτωχών, Πληγή για το Έθνος και το ακολούθησαν οι πιο διάσημοι αφορισμοί του δρ. ΜβηάθνίΙΙθ περί των εξελιγμένων μελισσών, που η κοινότητά τους ευημερούσε, επειδή ευνοού σε τη ματαιοδοξία και τον φθόνο, την ανηθικότητα και τη σπατάλη. Αλλά ε νώ ο εκκεντρικός γιατρός διατύπωνε μία ρηχή ηθική παραδοξολογία, ο συγ γραφέας του φυλλαδίου είχε θίξει βασικά ζητήματα της νέας πολιτικής οι κονομίας. Η διατριβή του γρήγορα ξεχάστηκε, καθώς ανέκυψαν προβλήμα τα αστυνόμευσης κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αι., ενώ η φτηνή παραδο ξολογία του ΜβηάθνίΙΙθ απασχόλησε μυαλά του επιπέδου του Μπέρκλεϋ, του Χιούμ και του Σμιθ. Προφανώς, κατά το πρώτο ήμισυ του 18ου αι., ο κι νητός πλούτος αποτελούσε ακόμα ηθικό πρόβλημα, σε αντίθεση με τη φτώ χεια. Οι πουριτανικές τάξεις προσβάλλονταν από τις ημιφεουδαρχικές κατα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
109
χρήσεις και τη σπατάλη, που τις θεωρούσαν περιττές και ακόλαστες, αλλά ήταν υποχρεωμένες να συναινέσουν παθητικά στην άποψη του ΜβηάθνίΙΙθ ότι, δίχως αυτά τα δεινά, το εμπόριο σύντομα θα οδηγούνταν στην παρακ μή. Αργότερα, οι πλούσιοι αυτοί έμποροι θα εξασφάλιζαν την ηθική ακεραιό τητα του επαγγέλματος τους: οι νέοι βαμβακόμυλοι δεν ικανοποιούσαν πια την νωθρή επιδεικτικότητα, αλλά πεζές, καθημερινές ανάγκες· αναπτύχθη καν νέες μορφές καταναλωτισμού, που ήταν θεωρητικά λεπτότερες, ενώ στην ουσία ήταν πιο δαπανηρές από τις προηγούμενες. Η επισήμανση του ϋθίοθ για τους κινδύνους που περιέκλειε η κοινωνική αρωγή στους φτωχούς, δεν ήταν αρκετά επίκαιρη για να εισδύσει σε συνει δήσεις που προβληματίζονταν για τους ηθικούς κινδύνους που έφερνε ο πλούτος-δεν είχε επέλθει ακόμα η Βιομηχανική επανάσταση. Κι όμως, ανε ξάρτητα από την εμβέλειά του, το παράδοξο με τον ϋβίοθ ήταν ότι πρόβλεψε τις επερχόμενες δυσχέρειες: «Παρέχουμε βοήθεια, όχι ελεημοσύνη» — γιατί, αν απομακρυνθεί το φάσμα της πείνας, απλώς δυσχεραίνεται η παρα γωγή και, στην ουσία, προκαλείται νέα λιμοκτονία- «η απασχόληση των φτωχών, πληγή για το έθνος» — γιατί η δημιουργία δημοσίων θέσεων εργα σίας, απλώς οδηγεί στην αύξηση της υπεραφθονίας των αγαθών στην αγο ρά και επιταχύνει την οικονομική καταστροφή των ιδιωτών εμπόρων. Ανάμε σα στον Κουάκερο Μπέλερς και τον καιροσκόπο δημοσιογράφο ϋβίοβ, ανά μεσα στον άγιο και τον κυνικό, κάπου περί τα τέλη του 17ου αι., αναπτύχθη καν ζητήματα που για την κοπιαστική τους επίλυση θα απαιτούνταν πάνω α πό δύο αιώνων σκέψη και εργασία, ελπίδα και δεινά. Αλλά την εποχή της 3ρθθπΙΐ9Γηΐ3πά, η αληθινή φύση της φτώχειας δεν γινόταν αντιληπτή. Υπήρχε γενική ομοφωνία για το επιθυμητό της ύπαρξης του μεγαλύτερου δυνατού πληθυσμού, επειδή η δύναμη του κράτους απαρ τιζόταν από άνδρες. Γ ενική ήταν και η ομοφωνία για τα πλεονεκτήματα της φτηνής εργασίας, επειδή μόνο με αυτήν θα μπορούσαν να ανθήσουν οι βιο μηχανίες. Επιπλέον, αποκλειστικά οι φτωχοί επάνδρωναν τα πλοία και στρατολογούνταν σε καιρό πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, διατυπώνονταν αμφι βολίες για το αν, τελικά, η φτώχεια δεν αντιπροσώπευε μία κοινωνική πλη γή, ενώ, σε κάθε περίπτωση, πολλές ήταν οι φωνές που ισχυρίζονταν πως οι φτωχοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν παραγωγικά προς όφελος του κράτους, όπως συνέβαινε στον ιδιωτικό τομέα. Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούσε να δοθεί πειστική απάντηση. Ο Οθΐοβ είχε τυχαία καταλήξει στην αλήθεια την οποία, εβδομήντα χρόνια αργότερα, θα αντιλαμβανόταν και ο Άνταμ Σμιθ. Η υπανάπτυκτη μορφή της οικονομίας της αγοράς έκρυβε τις εγγενείς της αδυναμίες, και δεν γίνονταν ακόμα κατανοητά ο νέος πλούτος και η νέα φτώχεια. Το ότι το ζήτημα ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο, φαινόταν από την εκ πληκτική σύγκλιση των προτάσεων που προέρχονταν από διανοητές πολύ ξένους μετάξυ τους, όπως ο Κουάκερος Μπέλερς, ο άθεος Όουεν και ο ω φελιμιστής Μπένθαμ. Ως σοσιαλιστής, ο Όουεν πίστευε ακράδαντα στην ι σότητα των ανθρώπων και στα απαράβατά τους δικαιώματα- ο Μπένθαμ α-
110
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
πεχθανόταν τις εκκλήσεις για ισότητα και έκλινε σαφώς υπέρ του ΙβίδδθζίβίΓβ. Κι όμως, τα «Παραλληλόγραμμα» του Όουεν έμοιαζαν τόσο πολύ με τις Εργατικές κατοικίες του Μπένθαμ, ώστε θα λέγαμε πως εμπνεύστηκαν από αυτές, αν αγνοούσαμε τον σαφή επηρεασμό του από τον Μπέλερς. Και οι τρεις ήταν πεπεισμένοι ότι μία κατάλληλη οργάνωση της εργασίας των α νέργων έπρεπε να οδηγήσει στην παραγωγή πλεονάσματος, που ο Μπέ λερς, ως ανθρωπιστής, σκόπευε να το χρησιμοποιήσει για την ανακούφιση άλλων αναξιοπαθούντων ο ωφελιμιστής Μπένθαμ σκόπευε να το αποδώσει στους μετόχους, ενώ ο σοσιαλιστής Όουεν να το επιστρέφει στους ίδιους τους ανέργους. Αλλά ενώ η διαφοροποίησή τους έκρυβε απλώς μη ανιχνεύ σιμα σπέρματα μελλοντικών ρήξεων, οι κοινές τους αυταπάτες φανέρωναν την ίδια ριζική ακατανοησία της φύσης της φτώχειας στη δημιουργούμενη οικονομία της αγοράς. Πολύ πιο σημαντική από τις υπόλοιπες διαφοροποιή σεις τους ήταν η σταθερή αύξηση του αριθμού των φτωχών: το 1696, τον καιρό που έγραφε ο Μπέλερς, οι συνολικοί φόροι υπέρ των φτωχών ανέρ χονταν σε περίπου 400.000 στερλίνες· το 1796, όταν ο Μπένθαμ επιτέθηκε στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Πιτ, πρέπει να είχαν υπερβεί τα 2 εκατομ μύρια. Το 1818, την εποχή του Όουεν, πλησίαζαν τα 8 εκατομμύρια. Στα 120 χρόνια που είχαν μεσολαβήσει ανάμεσα στον Μπέλερς και τον Όουεν, ο πληθυσμός είχε τριπλασιαστεί, ενώ οι φόροι υπέρ των φτωχών είχαν εικοσαπλασιαστεί. Η ένδεια είχε καταστεί κοινωνική μάστιγα. Αλλά η φύση της παρέμενε ανεξιχνίαστη.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
111
10. Η πολιτική οικονομία και η ανακάλυψη της κοινωνίας Η σπουδαιότητα του προβλήματος της φτώχειας έγινε αντιληπτή με την έλευση του 19ου αι. Η καμπή ήλθε κατά τη δεκαετία του 1780. Στο μεγάλο έργο του Άνταμ Σμιθ, η κοινωνική αρωγή στους απόρους δεν αποτελούσε α κόμα πρόβλημα· μόλις μια δεκαετία αργότερα, εμφανίσθηκε ως σημαντικό ζήτημα στο έργο του Τοννηδθηά Οί85βή.3ϋοη οη Οίθ Ρ οογ ίθννε και, έκτοτε, δεν έπαψε να απασχολεί την κοινή γνώμη για τα επόμενα 150 χρόνια. Η αλλαγή κλίματος από τον Σμιθ στον Τοννηδθηο) ήταν πράγματι εντυπω σιακή. Ο πρώτος, σημάδεψε το πέρας μιας εποχής που είχε ανοίξει με τους επινοητές του κράτους, τον Τόμας Μωρ και τον Μακιαβέλι, τον Λούθηρο και τον Καλβίνο. Ο δεύτερος, ανήκε στον αιώνα στον οποίο ο Ρικάρντο και ο Χέγκελ ανακάλυψαν από διαφορετικές οπτικές την ύπαρξη μιας κοινωνίας που δεν υποτασσόταν στους νόμους του κράτους αλλά, απεναντίας, το κράτος υ ποτασσόταν στους νόμους της κοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι ο Άνταμ Σμιθ α ντιμετώπιζε τον υλικό πλούτο ως ξεχωριστό πεδίο μελέτης· η άποψή του αυ τή, εκφρασμένη με μεγάλο ρεαλισμό, τον κατέστησε θεμελιωτή μίας νέας ε πιστήμης, της οικονομίας. Πάντως, γι’ αυτόν ο πλούτος αποτελούσε απλώς μία διάσταση της ζωής, που στις επιταγές της ήταν υποταγμένη η κοινότητααποτελούσε ένα εργαλείο στον αγώνα των εθνών για επιβίωση, και δεν ήταν δυνατόν να διαχωρισθεί απ' αυτά. Κατ’ αυτόν, ο πλούτος των εθνών εξαρτιόταν από διάφορες παραμέτρους, όπως, λ.χ., η γενική κατάσταση στασιμότη τας, ακμής ή παρακμής της χώρας, η εθνική ασφάλεια και οι απαιτήσεις της ι σορροπίας δυνάμεων, οι διάφορες πολιτικές της κυβέρνησης, ενισχυτικές της πόλης ή της υπαίθρου, της βιομηχανίας ή της γεωργίας. Η διατύπωση του ζητήματος του πλούτου, με τον οποίο εννοούσε την υλική ευημερία του «με γάλου κοινωνικού σώματος», ήταν δυνατή μόνο στα πλαίσια ενός συγκεκρι μένου πολιτικού συστήματος. Στο έργο του δεν υπονοείται πουθενά ότι τα οι κονομικά συμφέροντα των καπιταλιστών καθορίζουν την κοινωνία- πουθενά δεν εμφανίζονται οι καπιταλιστές ως εγκόσμιοι εκφραστές της Θείας Πρόνοι ας, που διευθύνει τον οικονομικό κόσμο ως ξεχωριστή οντότητα. Γ ια τον Άνταμ Σμιθ, η οικονομική σφαίρα δεν διέπεται ακόμα από τους ιδιαίτερους νόμους της, που παρέχουν τον γνώμονα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Σμιθ αντιμετώπιζε τον πλούτο των εθνών ως συνάρτηση της εθνικής, φυσικής και ηθικής τους ζωής: η ναυτική του πολιτική εναρμονιζόταν με τους Νόμους της Ναυσιπλοΐας του Κρόμγουελ, ενώ η σύλληψή του της αν θρώπινης κοινωνίας με το σύστημα φυσικών δικαιωμάτων του Τζον Λοκ. Κατ' αυτόν, τίποτε δεν καταδεικνύει την ύπαρξη στην κοινωνία μίας οικονο μικής σφαίρας, που θα μπορούσε να καταστεί βάση για ηθικές και πολιτικές δεσμεύσεις. Η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος απλώς μας οδηγεί να πράξουμε αυτό που, ουσιαστικά, θα ωφελήσει και άλλους: το ατομικό συμ φέρον του κρεοπώλη θα μας προμηθεύσει το φαγητό μας. Μία μεγάλη αι-
112
ΚΑΒί ΡΟΙΑΝΥΙ
σιοδοξία διαποτίζει τη σκέψη του Σμιθ, καθώς οι νόμοι που διέπουν το οικο νομικό σκέλος είναι, μαζί με τους νόμους που ορίζουν τις υπόλοιπες δια στάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, σύμφωνοι προς το ανθρώπινο πεπρωμέ νο. Καμία υπόγεια δύναμη δεν μας αναγκάζει να αποδεχθούμε κανιβαλικές πρακτικές στον βωμό της εξυπηρέτησης του ατομικού συμφέροντος. Η α ξιοπρέπεια του ανθρώπου έγκειται στην ηθική του υπόσταση, στην υπαγωγή του στην πολιτική ιεραρχία της οικογένειας, του κράτους και «της Μεγάλης Κοινωνίας της ανθρωπότητας». Η λογική και η ανθρωπιά ορίζουν την αν θρώπινη εργασία και επιβάλλονται στην άμιλλα και την επιδίωξη του κέρ δους. Φυσικό είναι ό,τι ανταποκρίνεται στις αρχές που ορίζει ο ανθρώπινος νους και φυσική τάξη είναι εκείνη που εναρμονίζεται με αυτές τις αρχές. Στη. σκέψη του Σμιθ, η Φύση, με την έννοια του περιβάλλοντος, εξαιρούνταν συνειδητά από το πρόβλημα του πλούτου. «Ανεξάρτητα από το έδαφος, το κλίμα, την έκταση ενός κράτους, η επαρκής ή ανεπαρκής ετήσια παραγωγή του εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από δύο παράγοντες»: τη δεξιότητα των εργατών και την αναλογία ενεργών και αδρανών μελών της κοινωνίας. Υπο λογίζονται, δηλαδή, αποκλειστικά οι παράγοντες που έχουν σχέση με τον άνθρωπο. Η εξαίρεση του βιολογικού και γεωγραφικού παράγοντα από την αρχή του βιβλίου του, αποτελούσε συνειδητή αντίδραση του Σμιθ στις πλά νες των φυσιοκρατών η υπερβολική σημασία που αυτοί απέδιδαν στη γεωρ γία, τους οδηγούσε σε μία σύγχυση της Φύσης με την ανθρώπινη φύση και τελικά στον ισχυρισμό ότι μόνο το έδαφος ήταν παραγωγικό. Μία τέτοια θε οποίηση της Φύσης ήταν τελείως έξω από τη λογική του Σμιθ. Η πολιτική οι κονομία έπρεπε να είναι μία επιστήμη του ανθρώπου, να ασχολείται με ό,τι είναι φυσικό για τον άνθρωπο, και όχι με τη Φύση. Δέκα χρόνια αργότερα, το έργο του ΤοννηδθηοΙ Οίεεβιίζΰοη εστιαζόταν στο θεώρημα των κατοικιών και των σκυλιών. Τόπος είναι το νησί του Ροβινσώνα Κρούσου στον Ειρηνικό ωκεανό, κοντά στις χιλιανές ακτές. Σ’ αυτό το νησί, ο ϋυβπ Ρθίτιβηάθζ άφησε ελεύθερες μερικές κατσίκες, για να αποτελέσουν την τροφή όσων θα έφταναν στις ακτές του. Οι κατσίκες πολλαπλασιάστηκαν με σχεδόν βιβλικούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν ένα ανεξάντλητο απόθεμα τροφής για τους πειρατές, ιδιαίτερα τους Άγγλους, που παρενοχλούσαν το ισπανικό εμπόριο. Γ ια να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, οι Ισπανοί άφησαν στο νησί ένα ζευγάρι σκυλιά, που με τη σειρά τους πολλαπλασιάστηκαν με εκρηκτικό ρυθμό, και εκμηδένισαν τα κα τσίκια, με τα οποία τρέφονταν. «Έτσι αποκαταστάθηκε μια νέα ισορροπία», έγραφε ο Τοννηδθηά. «Το πιο αδύναμο από τα δύο είδη υπέκυψε στους νό μους της φύσης. Το πιο ισχυρό και δραστήριο διατηρήθηκε στη ζωή»' και προσθέτει: «Η ποσότητα της τροφής ρυθμίζει το πλήθος των ανθρώπων». Σημειωτέον ότι η έρευνα των σχετικών πηγών δεν έχει επιβεβαιώσει την αυθεντικότητα της ιστορίας1. Ο ϋυβη ΡβΓηβηοΙθζ είχε σίγουρα αφήσει 1. Βλ. Απίοπίο άβ υΐΐ03, ννβίβΓ, ννίΙΙίδίη ΡυηηθΙΙ, καθώς και τον Ιδββο ϋβπίθδ και τις παρατη ρήσεις του Εάνν3Γά ΟοοΙ<θ.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
113
στο νησί λίγες κατσίκες· αλλά τα θρυλικά σκυλιά τα περιγράφει ο \Λ/ίΙΙί3ΐτι ΡυηηβΙΙ σαν όμορφες γάτες και, οπωσδήποτε, δεν έχει παρατηρηθεί μεγά λος αριθμός σκυλιών ή γατών. Επιπλέον, οι κατσίκες ζούσαν σε δύσβατες ορεινές περιοχές, ενώ στις ακτές — σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες μαρ τυρίες— κατοικούσαν πλήθος φώκιες, που θα αποτελούσαν πολύ ελκυστική λεία για τα άγρια σκυλιά. Πάντως, το παράδειγμα δεν χρειάζεται εμπειρική στήριξη. Η αναυθεντικότητα της ιστορίας ουδόλως επηρεάζει το γεγονός ό τι εμπνεύσθηκαν από αυτήν ο Μάλθους και ο Δαρβίνος — ο Μάλθους την πληροφορήθηκε από τον Κοντορσέ, ενώ ο Δαρβίνος από τον Μάλθους. Αλλά ούτε η θεωρία του Δαρβίνου για την φυσική επιλογή ούτε του Μάλθους για τους νόμους που διέπουν τον πληθυσμό, θα είχαν ασκήσει α ξιοσημείωτη επίδραση στην νεοτερική κοινωνία, αν δεν είχε προηγηθεί η διατύπωση των αρχών που πορίστηκε ο Τοννηδθηά από τον μύθο των κατοι κιών και των σκυλιών, και τις οποίες επιθυμούσε να εφαρμόσει σε μία με ταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας: «Η πείνα εξημερώνει τα αγριότερα ζώα, διδάσκει την ευγένεια και την αξιοπρέπεια, την υπακοή και την υποτα γή, ακόμα και στους πιο διεστραμένους. Γενικά, μόνον η πείνα μπορεί να τιθασεύσει και να εξαναγκάσει τους απόρους να εργαστούν-κι όμως, οι νόμοι μας ορίζουν πως δεν πρέπει ποτέ να τους αφήσουμε να πεινάσουν. Από την άλλη, όμως, οι νόμοι ορίζουν ότι οι φτωχοί πρέπει να αναγκασθούν να ερ γαστούν. Αυτός, όμως, ο νομικός περιορισμός δημιουργεί προβλήματα, έ ξαρση της βιαιότητας και τελικά καθίσταται αντιπαραγωγικός ως προς την προσδοκώμενη εργατικότητα και δημιουργικότητα των φτωχών. Αντίθετα, η πείνα αποτελεί όχι μόνο μία ειρηνική, υπόγεια και διαρκή μορφή πίεσης, αλ λά και το πιο φυσικό κίνητρο για εργασία και παραγωγικότητα. Και όταν ικα νοποιηθεί υλικά, θέτει ισχυρά και μακρόβια θεμέλια ευγνωμοσύνης και κα λής θέλησης του εργαζόμενου απέναντι στον εργοδότη. Ο δούλος πρέπει να αναγκάζεται να εργαστεί, ενώ ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να αφεθεί να επιλέξει ο ίδιος την τύχη του- θα πρέπει να προστατεύεται και να απο λαμβάνει τη ζωή του, όποια κι αν είναι αυτή. Αλλά θα πρέπει να τιμωρείται, όταν καταπατά την περιουσία του γείτονά του». Αυτό αποτελούσε μία νέα αφετηρία για την πολιτική επιστήμη. Προσεγ γίζοντας την ανθρώπινη κοινότητα από τη σκοπιά των ζώων, ο Τοννηεθηά παρέκαμψε το θεωρητικά αναπόφευκτο ζήτημα των θεμελίων της κυβέρνη σης και εισήγαγε μία νέα σύλληψη του νόμου στις ανθρώπινες υποθέσεις, όμοια με των νόμων της Φύσης. Η γεωμετρική τάση του Χομπς, όπως και του Χάρτλεϋ και του Χιούμ, η επιδίωξη του Κεναί και του Ελβέτιου να εφαρ μόσουν τους νόμους του Νεύτωνα στην ανθρώπινη κοινωνία, είχαν απλώς μεταφορική σημασία: οι διανοητές αυτοί διακατέχονταν από την έντονη επι θυμία να ανακαλύψουν έναν καθολικό νόμο για την κοινωνία, όπως ήταν ο νόμος της βαρύτητας για τη Φύση, αλλά τον αντιμετώπιζαν ως ανθρώπινο νόμο — λόγου χάρη, μία διανοητική δύναμη όπως ο φόβος στη σκέψη του Χομπς, η ανθρώπινη συνένωση στην ψυχολογία του Χάρτλεϋ, η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος στον Κεναί ή η χρησιμοθηρία στον Ελβέτιο. Η
114
ΚΑΡί ΡΟΙΑΝΥΙ
τάση αυτή δεν χαρακτηριζόταν από κανέναν δογματισμό: ο Κεναί, όπως ο Πλάτων, προσέγγιζε ορισμένες φορές τον άνθρωπο από την οπτική του κτηνοτρόφου, ενώ ο Άνταμ Σμιθ σαφώς δεν αγνοούσε τον συσχετισμό των πραγματικών μισθών με την μακροπρόθεσμη παροχή εργατικής δύναμης. Πάντως, ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει πως μόνον οι θεοί και τα θηρία μπο ρούσαν να ζήσουν εκτός κοινωνίας, και ο άνθρωπος δεν ήταν τίποτε από τα δύο. Εξ άλλου, στη χριστιανική σκέψη, το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο ήταν καθοριστικό- καμία αναφορά στη σφαίρα της ψυχολογίας δεν μπορούσε να ακυρώσει την πίστη της χριστιανικής θεολογίας στις πνευ ματικές ρίζες της ανθρώπινης πολιτείας. Στη σκέψη του Χομπς, αν ο άνθρω πος συμπεριφερόταν στον συνάνθρωπό του σαν λύκος, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, έξω από την κοινωνία, οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν σαν λύ κοι, και όχι σε ένα κοινό βιολογικό στοιχείο ανθρώπου και λύκου. Σε τελευ ταία ανάλυση, αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι μέχρι τότε δεν μπορούσε να συλληφθεί μία έννοια ανθρώπινης κοινωνίας, που να μη ταυτιζόταν με τον νόμο και την κυβέρνηση. Αλλά στο νησί του ϋυβη Ρθγπ3ποΙθζ δεν υπήρχε νόμος ούτε κυβέρνησηπαρ’ όλα αυτά, υπήρχε ισορροπία μεταξύ κατοικιών και σκύλων. Αυτή η ι σορροπία στηριζόταν στη δυσκολία που αντιμετώπιζαν οι σκύλοι για να βρουν τροφή, εξ αιτίας της μετακίνησης των κατοικιών σε δύσβατες ορεινές περιοχές του νησιού, όπως και στις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν τα κατσί κια καθώς προσπαθούσαν να προστατευτούν από τις επιθέσεις των σκύλων. Δεν απαιτούνταν καμία κυβέρνηση για τη διατήρηση αυτής της ισορροπίας, που εξασφαλιζόταν από τη μία πλευρά από την έντονη πείνα, και από την άλλη από την έλλειψη τροφής. Ο Χομπς είχε επισημάνει την ανάγκη να υ πάρχει ένας δεσπότης, επειδή οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν σαν ζώα- ο Τοννπδθπά ισχυριζόταν ότι στην ουσία ήταν ζώα και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο απαιτούνταν η ελάχιστη παρέμβαση μίας κυβέρνησης. Σ’ αυτήν τη ρι ζοσπαστική θεώρηση, η κοινωνία απαρτιζόταν θεωρητικά από δύο ειδών αν θρώπους: τους ιδιοκτήτες και τους εργάτες. Ο αριθμός των εργατών καθορι ζόταν από την ποσότητα των διαθέσιμων τροφίμων και, όσο η ιδιωτική περι ουσία ήταν εξασφαλισμένη, η πείνα θα τους οδηγούσε να εργαστούν. Δεν απαιτούνταν καμία διοικητική δύναμη, γιατί η πείνα ήταν πολύ πιο πειστική από οποιονδήποτε αξιωματούχο. Μία έκκληση στον αξιωματούχο, όπως καυστικά παρατηρούσε ο Τοννηδθηά, θα αποτελούσε «έκκληση από την ι σχυρότερη στην ασθενέστερη εξουσία». Τα νέα ιδεολογικά θεμέλια ήταν στενά προσαρμοσμένα στην ανερχόμενη νέα κοινωνία. Εθνικές αγορές αναπτύσσονταν από τα μέσα του 18ου αι., ενώ η τιμή των δημητριακών καθοριζόταν πια σε περιφερειακό, και όχι σε τοπικό επίπεδο. Αυτό προϋπέθετε την σχεδόν καθολική χρήση του χρήμα τος, όπως και την ευρεία διαθεσιμότητα των προϊόντων στην αγορά. Οι τι μές της αγοράς, τα εισοδήματα, συμπεριλαμβανομένων της έγγειας προσό δου και των μισθών, παρουσίαζαν μία σημαντική σταθερότητα. Οι Φυσιοκρά τες εντόπισαν πρώτοι τις κανονικότητες αυτές, χωρίς όμως να μπορέσουν
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
115
να τις εντάξουν, ούτε καν θεωρητικά, σε ένα όλον, καθώς τα φεουδαρχικά εισοδήματα ήταν ακόμα κυρίαρχα στη Γαλλία, οι εργαζόμενοι ήταν συχνά α πελεύθεροι, με αποτέλεσμα το ύψος των μισθών και της έγγειας προσόδου να μη καθορίζεται κατά κανόνα από την αγορά. Αλλά η αγγλική ύπαιθρος, τον καιρό του Άνταμ Σμιθ, είχε καταστεί αναπόσπαστο μέρος μιας εμπορι κής κοινωνίας: τόσο η έγγεια πρόσοδος που αποδιδόταν στον κτηματία, όσο και τα ημερομίσθια των εργατών της υπαίθρου, έδειχναν μία ουσιαστική ε ξάρτηση από το ύψος των τιμών. Τιμές και μισθοί καθορίζονταν από τις αρ χές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά, σ’ αυτήν την παράδο ξη νέα τάξη πραγμάτων, οι παλιές κοινωνικές τάξεις συνέχιζαν να υπάρ χουν στην παραδοσιακή τους ιεραρχική κλίμακα, παρά την εξάλειψη των νο μικών τους προνομίων και περιορισμών. Αν και κανένας νόμος δεν ανάγκα ζε τον εργάτη της υπαίθρου να υπηρετεί τον γεωργό, και τον γεωργό να προσφέρει τα μέγιστα στον κτηματία ιδιοκτήτη, εργάτες και γεωργοί εξακο λουθούσαν να λειτουργούν με βάση αυτήν την παράδοση. Ποιος νόμος υ ποχρέωνε τον εργαζόμενο να υπηρετεί έναν αφέντη, με τον οποίο άλλωστε δεν τον έδενε καμία νομική υποχρέωση; Ποια δύναμη εξακολουθούσε να διαχωρίζει τις τάξεις της κοινωνίας, σάμπως αυτές να αποτελούντα από διαφορετικά όντα; Και τι διατηρούσε την ισορροπία και την ευταξία σε αυ τήν την ανθρώπινη κοινότητα, που δεν επιδίωκε ούτε ανεχόταν την παρέμ βαση της πολιτικής διοίκησης: Το παράδειγμα των κατοικιών και των σκύλων φαινόταν πως έδινε μία α πάντηση. Η βιολογική φύση του ανθρώπου εμφανίσθηκε ως δεδομένη θεμελίωση της κοινωνίας, εκτός της πολιτικής τάξης πραγμάτων. Έτσι οι οικονο μολόγοι ξεπέρασαν σύντομα τον ουμανισμό του Άνταμ Σμιθ και υιοθέτησαν τις αντιλήψεις του Τοννηεθηά. Ο νόμος του πληθυσμού του Μάλθους και ο νόμος της μειούμενης απόδοσης του Ρικάρντο κατέστησαν τη γονιμότητα ανθρώπου και γης θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της νέας πραγματικότη τας, που η ύπαρξή της είχε μόλις αποκαλυφθεί. Η οικονομική κοινωνία είχε διαχωρισθεί από το πολιτικό κράτος. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε ορατή η ύπαρξη αυτής της νέας αν θρώπινης ολότητας — της σύνθετης κοινωνίας— έχει τεράστια σημασία για την ιστορία της διανόησης του 19ου αι. Επειδή η ανατέλλουσα νέα πραγμα τικότητα δεν ήταν άλλη από την κοινωνία της αγοράς, η ανθρώπινη κοινω νία διέτρεχε τον κίνδυνο να ολισθήσει σε θεμελιώσεις εντελώς ξένες προς τον ηθικό κόσμο, που τμήμα του ήταν μέχρι τότε η κοινωνία. Το φαινομενικά άλυτο πρόβλημα της ένδειας ανάγκαζε τον Ρικάρντο και τον Μάλθους να νομιμοποιήσουν την νατουραλιστική διέξοδο που προσέφερε ο ΤοννηδΘηά. Ο Μπερκ προσέγγιζε το ζήτημα της ένδειας από την οπτική της δημό σιας ασφάλειας. Η κατάσταση στις Δυτικές Ινδίες τον είχε πείσει για τους κινδύνους που επιφύλασσε η συντήρηση πολλών υπόδουλων εργατών, δί χως καμιά εξασφάλιση της προστασίας των λευκών αφεντικών, ιδίως όταν επιτρεπόταν στους νέγρους να οπλίζονται. Κατά τον Μπερκ, αυτό ίσχυε και για το πρόβλημα της αύξησης των φτωχών στην Αγγλία, ιδίως όταν ήταν
116
ΚΑΒί ΡΟΙΑΝΥΙ
εμφανές πως η κυβέρνηση δεν διέθετε την αναγκαία αστυνομική δύναμη. Αν και ένθερμος υποστηρικτής των πατριαρχικών παραδόσεων, ήταν παθια σμένος οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού, που τον έβλεπε ως λύση στο ακανθώδες πρόβλημα της φτώχειας. Οι τοπικές αρχές ευτυχώς επωφε λούνταν από την απρόσμενη ζήτηση άπορων παιδιών ως μαθητευομένων στους βαμβακόμυλους. Εκατοντάδες παραδόθηκαν στα εργοστάσια, συχνά σε μακρινές περιοχές. Συνολικά, οι νέοι βιομηχανικοί οικισμοί έδειχναν έ ντονο ενδιαφέρον να απορροφήσουν τους φτωχούς- πολλά εργοστάσια προσφέρονταν να πληρώσουν, για να χρησιμοποιήσουν άπορους ως εργά τες. Οι ενήλικοι άποροι παραδίδονταν σε όποιον ήταν διατεθειμένος να ε πωμιστεί τα έξοδα της συντήρησής τους, ακριβώς όπως κληρώνονταν στον αγρότη με το σύστημα της πλανόδιας εργασίας. Η «υπενοικίαση» απόρων από τις ενορίες αποδείχθηκε φτηνότερη από τη λειτουργία των «φυλακών χωρίς ενόχους», όπως συχνά αποκαλούσαν τα αναμορφωτήρια. Από την πλευρά της διοίκησης, αυτό σήμαινε την αντικατάσταση της κυβερνητικής και ενοριακής πολιτικής εξαναγκασμού σε εργασία των φτωχών από την «πιο επίμονη και λεπτομερέστερα οργανωμένη εξουσία του εργοδότη»2. Ξεκάθαρα, έμπαινε ζήτημα κρατικής πολιτικής. Οι φτωχοί δεν αποτελού σαν πια αναπόφευκτη επιβάρυνση των δημόσιων πόρων, και η συντήρησή τους δεν επαφιόταν αναγκαστικά στις ενορίες, εφ’ όσον αυτές απαλάσσονταν από τις σχετικές τους υποχρεώσεις υπενοικιάζοντας τους φτωχούς στους καπιταλιστές βιομηχάνους, οι οποίοι είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη ερ γατών, ώστε ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν τη συντήρησή τους. Αυτό εξ άλλου σήμαινε ότι υπήρχε φτηνότερος τρόπος από τον δεδομένο ενοριακό να αναγκαστούν οι φτωχών να εργαστούν για τη συντήρησή τους. Η λύση ήταν η κατάργηση της ελισαβετιανής Πρόνοιας και η μη αντικατάστασή της από άλλον νόμο. Καταργήθηκαν έτσι οι ετήσιες αναπροσαρμογές των μι σθών, η χορήγηση επιδόματος στους ικανούς για εργασία ανέργους, το ε λάχιστο ημερομίσθιο και η διασφάλιση του «δικαιώματος στην επιβίωση». Η εργασία έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως αυτό που αντιπροσώπευε, δηλαδή έ να εμπόρευμα που η τιμή του έπρεπε να καθοριστεί στην αγορά. Οι νόμοι του εμπορίου ήταν και νόμοι της Φύσης και, τελικά, νόμοι του Θεού. Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από μία έκκληση από την ασθενέστερη στην ισχυρό τερη αρχή, από τον ειρηνοδίκη στην πειθώ της πείνας. Γ ια τον πολιτικό και τον κρατικό αξιωματούχο, το ΐΗίδδθζ-ίβίΓθ αποτελούσε απλώς μία αρχή δια σφάλισης του νόμου και της τάξης με ελάχιστο κόπο και κόστος. Αν η συ ντήρηση των φτωχών αφηνόταν στην αγορά, τα πράγματα θα έπαιρναν αυ τομάτως τον δρόμο τους. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο συναντήθηκαν ο ορθολογιστής Μπένθαμ με τον παραδοσιοκράτη Μπερκ. Αυτός ο συνδυασμός πείνας και ευχαρίστησης απέκλειε τη συσσώρευση των αποφευκταίων δει νών. Εφ’ όσον η πείνα επαρκούσε για την αποστολή της, καμία άλλη ποινή δεν ήταν απαραίτητη. Στο ερώτημα «τι μπορεί να κάνει ο νόμος για τη συ 2. ννθβϋ, 3. 3πό Β., ΕπρΙίεΐΊ ίοοβΙ ΟονβΓηητιβηί. νοΙ. νΐΙ-ΙΧ, «Ροογ Ι_βνν ΗιβΙογυ»
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
117
ντήρηση του ανθρώπου», ο Μπένθαμ απαντούσε, «τίποτε»3. Η ένδεια απο τελούσε έκφραση της Φύσης μέσα στην κοινωνία-φυσική της επικύρωση ή ταν η πείνα. «Εφ’ όσον αρκεί η δύναμη της φυσικής επικύρωσης, περιττεύει κάθε απόπειρα πολιτικής»4. Αυτό που απαιτούνταν ήταν μία «οικονομική και επιστημονική» αντιμετώπιση των φτωχών5. Ο Μπένθαμ εναντιώθηκε σφο δρά στο σχέδιο Κοινωνικής πρόνοιας του Πιτ, που θα αποκαθιστούσε μερι κώς το σύστημα της 8ρθθηΙΐ3Γηΐ3ηοΙ, επαναφέροντας την εξωτερική πρόνοια και τα επιδόματα τα ενισχυτικά των μισθών. Αλλά σε αντίθεση με τους επι γόνους του, ο Μπένθαμ δεν ήταν σκληροπυρηνικός φιλελεύθερος ούτε και εμφορούνταν από δημοκρατικές αντιλήψεις. Οι Βιομηχανικές κατοικίες του αποτελούσαν μία εφιαλτική εφαρμογή των αρχών της πιο λεπτολόγου ωφε λιμιστικής διοίκησης, με τη συνδρομή όλων των μεθόδων της επιστημονικής διαχείρισης. Διατεινόταν ότι αυτή του η επινόηση θα είχε παντοτινή χρησι μότητα, επειδή η κοινωνία δεν μπορούσε να αδιαφορήσει για τους απόρους. Ο Μπένθαμ πίστευε πως η φτώχεια αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της ευμάρειας. «Στο υψηλότερο στάδιο της κοινωνικής ευημερίας», έγραφε, «η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών πιθανόν θα έχουν μόνο την καθημερι νή τους εργασία ως πηγή εισοδήματος, και συνακόλουθα θα βρίσκονται κο ντά στο επίπεδο της ανέχειας...». Στη βάση αυτήν, πρότεινε τη «θέσπιση τα κτικής συνεισφοράς για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών», αν και, «θεωρητικά, ο περιορισμός της ένδειας πλήττει τη βιομηχανία», όπως παρα τηρούσε με πικρία-από την ωφελιμιστική οπτική, σκοπός της κυβέρνησης ή ταν η αύξηση της ένδειας, ώστε να καταστεί αποτελεσματική η φυσική κύ ρωση της πείνας6. Η αποδοχή μιας κατάστασης στα όρια της ανέχειας από την πλειονότητα των πολιτών, ως αντίτιμο για την επίτευξη του υψηλότερου στάδιου ευημε ρίας, συνοδεύτηκε από πολύ διαφορετικές ηθικές αντιλήψεις. Ο Τοννηδθηά διατήρησε την συναισθηματική του ισορροπία, καταφεύγοντας σε προκατα λήψεις και συναισθηματισμούς. Η απερισκεψία των φτωχών ήταν νόμος της Φύσης, ειδάλλως δεν θα υπήρχε δυνατότητα να εκτελούνται οι πιο ποταπές και ταπεινωτικές εργασίες. Εξ άλλου, η μάζα των φτωχών αποτελούσε την ασπίδα της πατρίδας: «Γιατί, τι άλλο από τη φτώχεια και την απελπισία μπο ρεί να καταστήσει τα κατώτερα στρώματα του λαού ικανά να αντεπεξέλθουν στη φρίκη που τους επιφυλάσσουν ο μανιασμένος ωκεανός ή το πεδίο της μάχης;» Πάντως, αυτή η έξαρση σκληρού πατριωτισμού άφηνε περιθώ ρια σε πιο λεπτά αισθήματα. Βέβαια, η Κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς έπρεπε να καταργηθεί εντελώς. Η Κοινωνική πρόνοια «βασίζεται σε νόμους που αγγίζουν τα όρια της ανοησίας, καθώς επιχειρούν να πετύχουν κάτι, που, από τη φύση και τη συγκρότηση του κόσμου, είναι εντελώς
3. 4. 5. 6.
Β6πίΙΐ3Γη, ϋ., ΡπηαρΙβε οίΟνϋ Οοάβ, κεφ.4 (Βοννπης, νοΙ.Ι, σ. 333). ΒβηίήΒΓη, ϋ., ίΜ . ΒοπΙΗθγπ. ϋ.. Οόεβίναϋοη οη (Ηβ Ρ οογΒιΊΙ, 1797. ΒθπΙΙπ3Γη ϋ., Ρηηάρίθε οίΟίνίΙ ΰοόβ, σ. 314.
118
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
ανέφικτο». Αλλά από τη στιγμή που οι άποροι θα εγκαταλείπονταν στο έλε ος των ευπορότερων, ποιος αμφιβάλλει ότι η «μόνη δυσκολία» θα ήταν η χαλιναγώγηση της χειμαρρώδους αγαθοεργίας των πλουσίων; Και μήπως δεν είναι η φιλανθρωπία απείρως ευγενέστερη από τα αισθήματα που απορ ρέουν από τις ανελαστικές νομικές υποχρεώσεις; «Μπορεί, στη Φύση, να υ πάρξει κάτι ευγενέστερο της φιλανθρωπίας;» τόνιζε, συγκρίνοντάς την με την ψυχρή ακαρδία της ενοριακής οικονομικής αρωγής. «Όταν οι φτωχοί α ναγκαστούν να επιζητούν τη φιλία των πλουσίων, αυτοί δεν θα φεισθούν ε ξόδων για την ανακούφιση τους...». Όποιος έχει διαβάσει αυτήν τη συγκινη τική απεικόνιση του συναισθηματικού κόσμου των Δύο Εθνών, δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι, ασυναίσθητα, η βικτοριανή Αγγλία βάσισε τη διαμόρφωση του συναισθηματικού της κόσμου στο νησί των κατοικιών και των σκύλων. Ο Έντμουντ Μπερκ ήταν άνθρωπος διαφορετικού ηθικού αναστήματος. Εκεί που άνθρωποι όπως ο ΤοννηδθηοΙ είχαν μικρές αποτυχίες, η δική του ή ταν τεράστια. Η ιδιοφυία του προσέδωσε τόνους τραγωδίας στην βάρβαρη πραγματικότητα, ενώ προσέδωσε στον συναισθηματισμό του μία έντονα μυ στικιστική χροιά. «Όταν αισθανόμαστε οίκτο για τη φτώχεια εκείνων που πρέπει να εργαστούν για τη λειτουργία του κόσμου, απλώς παίζουμε με την ύπαρξη της ανθρωπότητας». Αυτό ήταν σίγουρα καλύτερο από την προκλη τική αδιαφορία, τις κενές θρηνολογίες και τις σπλαχνικές υποκρισίες. Αλλά η σφοδρότητα αυτής της ρεαλιστικής προσέγγισης υπονομευόταν από την λεπτή αυταρέσκεια με την οποία περιέγραφε σκηνές από την πομπώδη ζωή της αριστοκρατίας. Αποτέλεσμα ήταν μία υπέρμετρη σκληρότητα και η υπο τίμηση της ανάγκης για μία έγκαιρη μεταρρύθμιση. Μπορούμε να υποθέσου με με σχετική βεβαιότητα πως, αν ζούσε ο Μπερκ, η Μεταρρύθμιση του 1832, που έθεσε τέρμα στην κοινωνία του προεπαναστατικού καθεστώτος, θα εδραιωνόταν μόνο με αντίτιμο μία αιματηρή — και αποφευκτέα— επανά σταση. Κι όμως, θα μπορούσε να αντιτείνει ο Μπερκ, από τη στιγμή που οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας είχαν καταδικάσει τις μάζες στην εξαθλίω ση, η ιδέα της ισότητας δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα άθλιο δόλω μα για την αυτοκαταστροφή της ανθρωπότητας. Ο Μπένθαμ δεν είχε ούτε την υστεροβουλία του Τοννηδβπά ούτε τον βε βιασμένο ιστορικισμό του Μπερκ. Γι’ αυτόν τον οπαδό της λογικής και της μεταρρύθμισης, η νεοεμφανισθείσα πραγματικότητα των κοινωνικών νόμων παρουσιάσθηκε ως περιζήτητητο πεδίο πειραματισμού της ωφελιμιστικής σκέψης. Όπως ο Μπερκ, αρνιόταν να καταφύγει σε ζωολογικούς ντετερμινισμούς, και απέρριπτε την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας επί της πολιτικής. Αν και συγγραφέας έργων όπως το Δοκίμιο για την Τοκογλυφία και το Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας, ήταν ερασιτέχνης της οικονομικής επιστή μης και, επιπλέον, απέτυχε να κάνει την — αναμενόμενη— μεγάλη συνει σφορά του ωφελιμιστικού στρατοπέδου στην οικονομική επιστήμη, δηλαδή τη σύνδεση της αξίας με τη χρησιμότητα. Αντίθετα, επηρεασμένος από τη συνδυαστική ψυχολογία, άφησε ελεύθερη την αστείρευτη φαντασία του, ως κοινωνικός μηχανικός. Γ ια τον Μπένθαμ, το ΙβίδδθΖ-ίβίΐΌ ήταν μία ακόμα επι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
119
νόηση της κοινωνικής μηχανικής. Κοινωνικές και όχι τεχνικές επινοήσεις αποτέλεσαν τη διανοητική βάση της Βιομηχανικής επανάστασης. Η αποφασιστική παρέμβαση των φυσικών επιστημών στη μηχανική είναι έργο του επόμενου αιώνα, όταν η Βιομηχανι κή επανάσταση ήταν παρελθόν. Πριν την ανάπτυξη των νέων εφαρμοσμέ νων επιστημών της μηχανικής και της χημείας, ο εμπειρικός κατασκευαστής γεφυρών και καναλιών, ο σχεδιαστής μηχανών και κινητήρων, θεωρούσε τη γνώση των γενικών νόμων της Φύσης εντελώς άχρηστη. Ο ιδρυτής και ισό βιος Πρόεδρος της Εταιρείας Πολιτικών Μηχανικών Τέλφορντ, απέρριπτε αιτήσεις εγγραφής ανθρώπων που είχαν σπουδάσει φυσική ενώ, σύμφωνα με τον 5ίι· Οβνίό Β γθ \λ/31θ γ , δεν εξοικειώθηκε ποτέ με τους κανόνες της γεω μετρίας. Οι θρίαμβοι των φυσικών επιστημών ήταν στην πραγματικότητα θε ωρητικοί και δεν συγκρίνονταν σε σπουδαιότητα με τα επιτεύγματα των κοι νωνικών επιστημών της εποχής. Οι κοινωνικές επιστήμες ανόρθωσαν το κύ ρος της επιστήμης απέναντι στην παράδοση και τη ρουτίνα και, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο στη δική μας γενιά, οι φυσικές επιστήμες απέκτησαν κύ ρος μέσα από τη σύνδεσή τους με τις επιστήμες του ανθρώπου. Η ανακάλυ ψη της οικονομικής επιστήμης επιτάχυνε σημαντικά τον μετασχηματισμό της κοινωνίας, όπως και την εδραίωση του συστήματος της αγοράς, ενώ η νέα τεχνολογία αιχμής ήταν δημιούργημα ανεκπαίδευτων και συχνά αγράμ ματων τεχνιτών. Είναι λοιπόν πρέπον να θεωρήσουμε τις κοινωνικές και όχι τις φυσικές επιστήμες πνευματικό πατέρα της επανάστασης της μηχανικής, που υπέταξε τα στοιχεία της Φύσης στον άνθρωπο. Ο Μπένθαμ ήταν πεπεισμένος πως είχε επινοήσει μία νέα κοινωνική επι στήμη, που σχετιζόταν με τα ήθη και τη νομοθεσία. Βασιζόταν στην αρχή της χρησιμότητας, και επιδεχόταν ακριβή υπολογισμό, με τη βοήθεια της συνδυαστικής ψυχολογίας. Στην Αγγλία του 18ου αι., «επιστήμη» σήμαινε μία πρακτική τέχνη, που εδραζόταν στην εμπειρική γνώση. Η αναγκαιότητα μιας τέτοιας πραγματιστικής αντίληψης ήταν πράγματι επιτακτική. Αφού έ λειπε η στατιστική, ήταν συχνά αδύνατον να εξακριβωθεί μία αύξηση ή μεί ωση του πληθυσμού, το επίπεδο του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών, ή το ποια κοινωνική τάξη βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Η εξακρίβωση του ύ ψους του πλούτου της χώρας, της προέλευσης των φτωχών, της κατάστα σης στο πιστωτικό σύστημα, στα κέρδη, ήταν συχνά προϊόν εικασιών. «Επι στήμη» σήμαινε μία εμπειρική και όχι θεωρητική προσέγγιση της πραγματι κότητας και, καθώς τα πρακτικά συμφέροντα είχαν αποκτήσει τεράστια σπουδαιότητα, εναπόκεινταν στην επιστήμη να προτείνει τρόπους ρύθμισης και οργάνωσης της πελώριας πραγματικότητας των νέων φαινομένων. Είδαμε πόσο είχε προβληματίσει τους Κουάκερους η φύση της φτώχει ας, και πόσο πετυχημένα ανέπτυξαν μορφές αλληλοβοήθειας· πόσο εδραι ώθηκε η αντίληψη του κέρδους ως πανάκειας όλων πόσο διφορούμενες υ πήρξαν οι ηθικές αντιλήψεις απέναντι στο φαινόμενο της ένδειας· πόση ή ταν η έκπληξη των διαχειριστών των «επιστημονικών» αναμορφωτηρίων, ό ταν ανακάλυψαν πως δεν μπορούσαν να αντλήσουν κέρδος από την εκμε-
120
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
τάλλευση των απόρων. Και πόσο πετυχημένη ήταν η επιχείρηση του Όουεν, που κινήθηκε στο πνεύμα μιας συνειδητής φιλανθρωπίας, ενώ πόσο αποτυ χημένα στάθηκαν παρόμοια μεταγενέστερα πειράματα. Αν είχαμε επεκτεί νει το πεδίο της έρευνάς μας από τον χώρο της φτώχειας στην Πίστη, το σκληρό νόμισμα, τα μονοπώλια, τις καταθέσεις, τις ασφάλειες, τις επενδύ σεις, τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις ή, ακόμα, στις φυλακές, την εκπαίδευ ση ή την έκδοση λαχνών, θα ανακαλύπταμε εύκολα εξ ίσου πολλές μορφές επιχειρήσεων που σχετίζονταν με το καθένα. Αυτή η περίοδος κλείνει περίπου με τον θάνατο του Μπένθαμ7. Από τη δεκαετία του 1840, οι σχεδιαστές στις επιχειρήσεις προωθούσαν απλώς συ γκεκριμένους στόχους, και δεν θεωρούνταν ότι εφάρμοζαν σ’ αυτές τις κα θολικές αρχές της αμοιβαιότητας, της εμπιστοσύνης, του ρίσκου και άλλων στοιχείων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Εφ’ εξής, οι επιχειρηματίες θεω ρούσαν πως γνώριζαν εκ των προτέρων τη μορφή που θα έπρεπε να προσλάβουν οι δραστηριότητές τους-σπανίως ερευνούσαν τη φύση του χρήμα τος πριν ιδρύσουν μία τράπεζα. Οι κοινωνικοί μηχανικοί εντοπίζονταν πια συ νήθως στις τάξεις των απατεώνων, και συχνά κλείνονταν στις φυλακές. Ο χείμαρρος των βιομηχανικών και πιστωτικών συστημάτων, που από την επο χή του Πάτερσον και του Τζον Λω ως τον Περέιρες είχε πλημμυρίσει τα χρη ματιστήρια με τις προτάσεις θρησκευτικών, κοινωνικών και ακαδημαϊκών σεχταριστών, είχε πια στερέψει. Στον επιχειρηματικό κόσμο, οι αναλυτικές ιδέ ες γνώριζαν σημαντική υποχώρηση. Ήταν γενικά αποδεκτό πως η εξερεύνη ση της κοινωνίας είχε πλέον ολοκληρωθεί- δεν υπήρχαν πια κενά στη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης. Ανθρωποι της ιδιοσυγκρασίας του Μπέν θαμ είχαν καταστεί ανεπιθύμητοι για έναν ολόκληρο αιώνα. Από τη στιγμή που η βιομηχανική ζωή οργανώθηκε με βάση τους νόμους της αγοράς, όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί ενσωματώθηκαν στο νέο πλαίσιο λειτουργίας. Η εφευρετικότητα της κοινωνικής μηχανικής είχε καταστεί ολότελα ανεπίκαιρη7. Το Ρθηορίίοοη του Μπένθαμ όχι μόνο «θα μετέτρεπε τα αποβράσματα σε τίμιους ανθρώπους και τους οκνηρούς σε ανθρώπους του μόχθου»8, αλλά θα απέδιδε και μέρισμα, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας. Οι προτάσεις του πε ριλάμβαναν ένα νέο βελτιωμένο σύστημα κατοχύρωσης των ευρεσιτεχνιών, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, απογραφή του πληθυσμού ανά δεκαετία, την ίδρυση Υπουργείου Υγείας, την έκδοση τοκοφόρων χαρτονομισμάτων με στόχο τη γενίκευση της αποταμίευσης, έναν χώρο κατάψυξης για την α ποθήκευση λαχανικών και φρούτων, την ίδρυση πολεμικών βιομηχανιών που στηρίζονταν στις νέες τεχνικές με προσωπικό στρατολογούμενο από ποινι κούς κρατούμενους ή από επιδοτούμενους απόρους, την απαγόρευση της το κογλυφίας και την αποποίηση των αποικιών, ένα σύστημα δημόσιας λογιστι κής, εθνικό κτηματολόγιο, την σύνδεση Ατλαντικού και Ειρηνικού μέσω μιας νέας ανώνυμης εταιρείας, τη χρήση της αντισύλληψης για 7. Το έτος 1832. 8. δίθρίΐθη, 3ϊγ Ι_., Τίΐθ Εης/ΙίεΐΊ ίΐϋΐΰβπβηε, 1900.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
121
να περιοριστεί ο αριθμός των φτωχών και πολλές άλλες. Μερικές προτά σεις του περιέκλειαν διάφορες μικρσβελτιώσεις, όπως, για παράδειγμα, τη βελτίωση των Βιομηχανικών οικιών που έφερνε τη βελτίωση των συνθηκών ζωής αλλά και την εκμετάλλευση του ανθρώπου, και βασιζόταν στις αρχές της συνδυαστικής ψυχολογίας. Ενώ ο Τοννηεβηά και ο Μπερκ δεν συνέδεαν το ΐ3ίδδβζ-ί3ίΓθ με μία εντατικοποίηση του νομοθετικού έργου, ο Μπένθαμ δεν το θεωρούσε εμπόδιο σε μαζικές μεταρρυθμίσεις. Πριν εξετάσουμε την απάντηση του Μάλθους στον Γκόντγουιν το 1798, που αποτέλεσε την αφετηρία της κλασικής οικονομικής σκέψης, θα θυμί σουμε την εποχή. Το έργο του Γκόντγουιν ΡοΙίϋοεΙ .Λ/δί/'οβ ήταν απάντηση στο ΠβίΙβσϋοηε οη (Ιιβ Ρ γθποΙί ΠβνοΙυϋοη του Μπερκ (1790). Κυκλοφόρησε λίγο πριν το κύμα της πολιτικής καταπίεσης, που ξεκίνησε με την κατάργη ση του 1130833 οοιρυε (1794) και την απαγόρευση των δημοκρατικών εται ρειών. Εκείνη την εποχή, η Αγγλία ήταν ήδη σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γαλλία, και η Τρομοκρατία της Γαλλικής επανάστασης είχε καταστήσει τη λέξη «δημοκρατία» συνώνυμη της κοινωνικής εξέγερσης. Παρ’ όλα αυτά, το αγγλικό δημοκρατικό κίνημα, που είχε εμφανισθεί επίσημα με το κήρυγμα «ΟΙά ϋβννη/» του Δρ. Πράις και είχε φτάσει στο απόγειο της λογοτεχνικής του φήμης με το έργο του Παιν ΓΛβ ΒίςΜβ οίΜαη (1791), περιοριζόταν απο κλειστικά στο πολιτικό πεδίο και δεν απηχούσε τη δυσαρέσκεια των εργαζό μενων φτωχών. Το ζήτημα της Κοινωνικής πρόνοιας θιγόταν ελάχιστα στα φυλλάδια που αξίωναν καθολικό δικαίωμα ψήφου και ετήσια θητεία του κοι νοβουλίου. Κι όμως, ουσιαστικά στον χώρο της Κοινωνικής πρόνοιας εκδη λώθηκε η αντεπίθεση της κτηματικής αριστοκρατίας, με τη μορφή του συ στήματος της δρθθηΙιβιηΙβηοΙ. Το ενοριακό σύστημα κοινωνικής αρωγής συγκαλύφθηκε έντεχνα και, έτσι, διατηρήθηκε σε ισχύ, είκοσι χρόνια μετά τη μάχη του Βατερλώ. Αλλά ενώ οι δυσμενείς επιπτώσεις των σπασμωδικών πράξεων πολιτικής καταπίεσης του 1790 μπορούσαν να ξεπερασθούν αν δεν συνοδεύονταν από άλλες, η εκφυλιστική διαδικασία που ξεκίνησε με την 5ρθθηΗ3Γπΐ3ηά άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στη χώρα. Η επέκταση της κυριαρχίας της κτηματικής αριστοκρατίας για άλλα σαράντα χρόνια, α πόρροια της 8ρβθηή3Γηΐ3ποΙ, επιτεύχθηκε με αντίτιμο τον ηθικό μαρασμό των κατώτερων στρωμάτων. «Όταν οι ιδιοκτήτριες τάξεις παραπονούνταν ότι οι φόροι υπέρ των φτωχών είχαν καταστεί δυσβάστακτοι», γράφει ο Μα ντού, «αγνοούσαν ότι οι φόροι αυτοί στην ουσία ισοδυναμούσαν με δικλί δα ασφαλείας απέναντι σε μία ενδεχόμενη κοινωνική έκρηξη ενώ, με την α ποδοχή των ψιχίων που της χορηγούνταν με τη μορφή των επιδομάτων, η εργατική τάξη αγνοούσε ότι τα επιδόματα προέρχονταν εν μέρει από τη μεί ωση των νομίμων αποδοχών της. Γιατί αναπόφευκτη συνέπεια του συστή ματος των επιδομάτων ήταν η συρρίκνωση των μισθών στο χαμηλότερο δυ νατό επίπεδο, ακόμα και κάτω από τα όρια της ανέχειας. Ο κτηματίας ή ο βιομήχανος βασίζονταν στη συνδρομή της ενορίας για να καλύψουν τη δια φορά ανάμεσα στο ημερομίσθιο που έδιναν στους εργάτες τους και το πο σό που χρειάζονταν οι εργάτες για να ζήσουν. Δεν υπήρχε λόγος να επιβα
122
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ρυνθούν με μία δαπάνη που θα μπορούσε κάλλιστα να βαρύνει τους φορο λογούμενους. Από την άλλη, οι δικαιούχοι των ενοριακών επιδομάτων ήταν πρόθυμοι να εργαστούν με χαμηλότατο ημερομίσθιο, και καθιστούσαν έτσι μονίμως ανέργους όσους δεν λάμβαναν επιδόματα. Το παράδοξο αποτέλε σμα της κατάστασης αυτής ήταν η δημιουργία μίας οικονομίας αποκλειστικά προς όφελος των εργοδοτών, καθώς και σημαντικές απώλειες για όποιον άνθρωπο του μόχθου δεν εξαρτούσε την τύχη του από την δημόσια ελεημο σύνη. Το αμείλικτο παιχνίδι των συμφερόντων είχε καταστήσει έναν ευερ γετικό νόμο δεσμό δουλείας για τον εργαζόμενο»9. Θεωρούμε ότι ο νέος νόμος των μισθών και του πληθυσμού στηρίχθηκε σ’ αυτόν τον σιδερένιο δεσμό. Ο ίδιος ο Μάλθους, όπως άλλωστε ο Μπερκ και ο Μπένθαμ, εναντιωνόταν σφοδρότατα στην 5ρθθηΗ3Γπΐ3ηά και υποστή ριζε την πλήρη ανάκληση των νόμων της Κοινωνικής πρόνοιας. Κανείς τους δεν είχε προβλέψει πως η δρθβηήβιτιίβηά θα συμπίεζε τους μισθούς κάτω α πό τα όρια της ανέχειας· αντίθετα, ανέμεναν πως θα οδηγούσε στην αύξη ση ή, τουλάχιστον, στην τεχνητή διατήρησή τους, εξέλιξη αρκετά πιθανή αν δεν μεσολαβούσαν οι αντισυνδικαλιστικοί νόμοι. Αυτή η λαθεμένη εκτίμηση βοηθά να εξηγήσουμε την αδυναμία τους να συνδέσουν το χαμηλό επίπεδο των αγροτικών ημερομισθίων με την 5ρββηΙΐ3Γηΐ3ηά, που ήταν η πραγματική αιτία, και να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο ως αδιάσειστη απόδειξη της λει τουργίας του λεγάμενου σιδηρού νόμου των μισθών. Ερχόμαστε τώρα σ’ αυτό το θεμέλιο της νέας οικονομικής επιστήμης. Αναμφίβολα, ο νατουραλισμός του Τοννηδθπά δεν ήταν η μόνη πιθανή βάση για την νέα επιστήμη της πολιτικής οικονομίας. Η ύπαρξη της οικονο μικής κοινωνίας φανερωνόταν στην κανονικότητα των τιμών, και η σταθερό τητα των εισοδημάτων εξαρτιόταν απ' αυτές τις τιμές. Συνακόλουθα, ο οικο νομικός νόμος μπορούσε κάλλιστα να βασίζεται απ’ ευθείας στις τιμές. Αυ τό που ωθούσε την ορθόδοξη οικονομική σκέψη να αναζητήσει τα θεμέλιά της στον νατουραλισμό, ήταν το ανεξήγητο φαινόμενο της εξαθλίωσης της μεγάλης μάζας των παραγωγών, φαινόμενο που, όπως γνωρίζουμε σήμερα, δεν ήταν δυνατόν να ερμηνευθεί με βάση τους νόμους της παλιάς αγοράς. Χονδρικά, τα στοιχεία που έβλεπαν οι συγκαιρινοί ήταν τα εξής: στο παρελ θόν, οι εργαζόμενοι είχαν ζήσει στα όρια της ανέχειας· με την εμφάνιση των μηχανών, το βιοτικό τους επίπεδο ουδέποτε ανέβηκε πάνω από τα όρια συντήρησής τους. Και τώρα, με την τελική διαμόρφωση της οικονομικής κοι νωνίας, ήταν αναμφισβήτητο γεγονός πως, με την πάροδο των δεκαετιών, οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των εργαζόμενων φτωχών δεν είχαν βελτιωθεί καθόλου-και μάλιστα επιδεινώνονταν. Μόνη δυνατή εξήγηση των στοιχείων αυτών ήταν ο σιδηρούς νόμος των μισθών, που όριζε πως η κατάσταση της οριακής ανέχειας στην οποία ζούσαν οι εργάτες ήταν αποτέλεσμα ενός νόμου, που έτεινε να περιορίζει αμετάκλητα τα εισοδήματα τους σε χαμηλότατα επίπεδα. Η φαινομενικότητα 9. Μ3π1ουχ, Ρ.Ι_., 77ιβ ΙηόυείπβΙ ΠβνοΙυίίοπ ίη ίίιβ Είς/ΜθβηΙΙι ΩβηΙυίγ, 1928.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
123
αυτή δεν ήταν μόνο διαστρεβλωτική αλλά, στην ουσία, περιέκλειε έναν παραλογισμό, από τη σκοπιά μιας συνεπούς θεωρίας των τιμών και των εισοδημά των στο καπιταλιστικό καθεστώς. Κι όμως, σε τελευταία ανάλυση, ίσα ίσα εξ αιτίας αυτής της πλαστογράφησης της πραγματικότητας ο νόμος των μισθών δεν μπορούσε να βασισθεί σε έναν ορθολογικό κανόνα ανθρώπινης συμπερι φοράς, αλλά προέκυπτε από την νατουραλιστική πραγματικότητα της γονιμό τητας ανθρώπου και εδάφους, όπως την παρουσίαζε ο νόμος του πληθυσμού του Μάλθους, σε συνδυασμό με τον νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Έπεται ότι ούτε ο Ρικάρντο ούτε ο Μάλθους κατανοούσαν τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ένας αιώνας από τη δημοσίευση του Πλούτου των εθνών για να γίνει πλήρως κατανοητό ότι, σε ένα σύστημα αγοράς, οι συντελεστές της παραγωγής παρεμβαίνουν στο προϊόν και, όσο μεγαλύτερη η παραγωγή, τόσο μεγαλύτερη η παρεμβο λή τους10. Αν και ο Άνταμ Σμιθ είχε υιοθετήσει την λαθεμένη αντίληψη του Λοκ για την καταγωγή της αξίας από την εργασία, ο έντονος πραγματισμός του τον έκανε ασυνεπή απέναντι σ’ αυτήν τη λογική. Βρισκόταν σε σύγχυση σχετικά με τα στοιχεία που διαμορφώνουν τις τιμές, ενώ είχε απόλυτο δίκιο όταν επισήμαινε ότι καμία κοινωνία δεν μπορεί να ανθήσει, αν η μεγάλη πλειονότητα των μελών της βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Πάντως, αυτό που θεωρείται κοινοτοπία την εποχή μας, αποτελούσε παράδοξο τότε. Η ά ποψη του Σμιθ ήταν ότι μία καθολική υπεραφθονία αναγκαστικά θα ωφελού σε τον λαό-ήταν αδύνατον να αυξάνεται ο πλούτος μιας κοινωνίας, και πα ράλληλα να συρρικνώνεται το εισόδημα των μελών της. Δυστυχώς, τα γεγονότα άργησαν να τον δικαιώσουν και καθώς οι θεω ρητικοί έπρεπε να τα ερμηνεύσουν, ο Ρικάρντο διατύπωσε τον ισχυρισμό ό τι, όσο προόδευε η κοινωνία, τόσο δυσχερέστερη θα απέβαινε η παροχή τροφής και θα πλούτιζαν οι κτηματίες, εκμεταλλευόμενοι τόσο τους καπιτα λιστές όσο και τους εργάτες. Τα συμφέροντα καπιταλιστών και εργατών ή ταν εκ διαμέτρου αντίθετα, αλλά η αντίφαση αυτή τελικά θα ξεπερνιόταν, καθώς τα εισοδήματα των εργατών δεν θα περνούσαν ποτέ τα όρια της συ ντήρησής τους, ενώ τα κέρδη ήταν προδιαγεγραμμένο να συμπιέζονται σε κάθε περίπτωση. Κατά κάποιον τρόπο, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί περιείχαν έ να ίχνος αλήθειας, αλλά ήταν ολότελα λαθεμένοι και εξωπραγματικοί ως ερμηνεία του καπιταλισμού. Πάντως, τα ίδια τα στοιχεία της πραγματικότη τας διαμορφώνονταν αντιφατικά, και είναι δύσκολο ακόμη και σ’ εμάς να τα ξεδιαλύνουμε. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει η ξεκρέμαστη παρεμβολή του πολλαπλασιασμού των ζώων και των φυτών ως ερμηνεία σε ένα σύστη μα επιστημονικής σκέψης, που οι δημιουργοί του ισχυρίζονταν ότι θεωρού σαν τους νόμους της παραγωγής και της διανομής απόρροια της ανθρώπι νης και όχι της ζωικής ή φυτικής συμπεριφοράς. Θα προχωρήσουμε σε μία σύντομη επισκόπηση των συνεπειών που είχε το γεγονός ότι η οικονομική θεωρία θεμελιώθηκε την περίοδο της 10. 03ΠΠ3Π, Ε .,
Α Πβνίβνν οί Ε οοπογπκ ΤίίθΟΓγ, 1930.
124
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
5ρΘθη(ΐ3Π)ΐ3ηοΙ, πράγμα που εμφάνισε ως ανταγωνιστική οικονομία της αγο ράς κάτι που στην ουσία ήταν καπιταλισμός χωρίς αγορά εργασίας. Πρώτον, η κλασική οικονομική θεωρία βρισκόταν σε ουσιαστική σύγχυ ση. Ο παραλληλισμός πλούτου και αξίας εισήγαγε πλήθος πολύπλοκων ψευδοπροβλημάτων, σχεδόν σε όλους τους τομείς της ρικαρντιανής οικο νομικής σκέψης. Η θεωρία του ταμείου μισθών, κληροδότημα του Άνταμ Σμιθ επιδεχόταν πλήθος παρερμηνειών. Πέρα από ορισμένες εξειδικευμένες θεωρίες περί μισθωμάτων, φορολογίας και εξωτερικού εμπορίου, τομείς στους οποίους αποκτήσαμε σημαντικές γνώσεις, η θεωρία αποτελούσε μία απέλπιδα απόπειρα εξαγωγής κατηγορηματικών συμερασμάτων σχετικά με θολά διατυπωμένους όρους ερμηνείας της συμπεριφοράς των τιμών, της δημιουργίας των εισοδημάτων, της παραγωγικής διαδικασίας, της επιρροής του κόστους στις τιμές, του επιπέδου των κερδών, μισθών και τόκων, που τα περισσότερό τους παρέμειναν εξ ίσου ανεξιχνίαστα όπως πριν. Δεύτερον, με δεδομένες τις συνθήκες υπό τις οποίες παρουσιαζόταν το πρόβλημα, κανένα άλλο αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατό. Κανένα μονιστικό σύστημα δεν ήταν σε θέση να ερμηνεύσει τα γεγονότα, καθώς αυτά δεν ε ντάσσονταν σε κανένα σύστημα, αλλά ήταν ουσιαστικά αποτέλεσμα της ταυτόχρονης επίδρασης πάνω στο κοινωνικό σώμα δύο αλληλοεξαιρούμενων συστημάτων, δηλαδή μίας πρωτοεμφανιζόμενης οικονομίας της αγο ράς και ενός πατερναλιστικού παρεμβατισμού στον χώρο του πιο σημαντι κού παράγοντα της παραγωγής, της εργασίας. Τρίτον, η λύση στην οποία κατέληξαν οι κλασικοί οικονομολόγοι είχε α νυπολόγιστες συνέπειες για την κατανόηση της φύσης της οικονομικής κοι νωνίας. Καθώς συλλαμβάνονταν σταδιακά οι νόμοι που διέπουν μία οικονο μία της αγοράς, υπάχθηκαν στη δικαιοδοσία της Φύσης. Ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης ήταν νόμος της φυσιολογίας των φυτών. Ο μαλθουσιανός νόμος του πληθυσμού αντανακλούσε τη σχέση ανάμεσα στη γονιμότη τα του ανθρώπου και τη γονιμότητα του εδάφους. Και στις δύο περιπτώσεις, δρώσες δυνάμεις ήταν οι δυνάμεις της Φύσης, το ζωικό σεξουαλικό ένστι κτο και η ανάπτυξη της βλάστησης σε ένα δεδομένο έδαφος. Η αρχή που υ πονοούνταν ήταν ταυτόσημη με των κατοικιών και των σκυλιών του Τοννπδβηά: υπήρχε ένα φυσικό όριο, πέρα από το οποίο ο πολλαπλασιασμός του ανθρώπου ήταν αδύνατος, και το όριο αυτό το προσδιόριζε η παροχή τροφίμων. Όπως ο Τοννηεθηά, έτσι και ο Μάλθους υποστήριζε ότι τα πλεονάζοντα είδη θα αφανίζονταν ενώ οι κατσίκες αφανίζονται από τα σκυλιά, αυτά με τη σειρά τους αφανίζονται από την πείνα. Στην περίπτωση του Μάλθους, οι κτηνώδεις δυνάμεις της Φύσης κατέστρεφαν τα υπεράριθμα εί δη και έφερναν τον περιορισμό. Καθώς οι άνθρωποι αφανίζονται και από άλ λα αίτια πέρα από την πείνα — πόλεμο, αρρώστια, εγκληματικότητα— οι αι τίες αυτές ταυτίζονταν με τις καταστροφικές δυνάμεις της Φύσης. Αυτό περιέκλειε μία αντίφαση, καθώς οι κοινωνικές δυνάμεις καλούνταν να αποκα ταστήσουν την ισορροπία που απαιτούσε η Φύση-πάντως, στην κριτική αυ τήν ο Μάλθους θα αντέλεγε ότι αν έλειπαν οι πόλεμοι και η εγκληματικότη
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
125
τα — δηλαδή σε μία ενάρετη κοινότητα— οι νεκροί από λιμό θα αντιστάθμι ζαν όσους είχαν επιβιώσει εξ αιτίας της ενάρετης φύσης της κοινωνίας. Ου σιαστικά, η οικονομική θεωρία θεμελιωνόταν πάνω στην σκληρή πραγματι κότητα της Φύσης· αν ο άνθρωπος παρέβαινε τους νόμους που κυβερνού σαν αυτήν την κοινωνία, ο ανελέητος εκτελεστής θα στραγγάλιζε το τέκνο του απερίσκεπτου. Οι νόμοι της ανταγωνιστικής κοινωνίας επικυρώνονταν από τους νόμους της ζούγκλας. Η αληθινή σημασία του βασανιστικού προβλήματος της φτώχειας είχε πλέον αποκαλυφθεί: η οικονομική κοινωνία υποτασσόταν σε νόμους που δεν ήταν ανθρώπινοι. Η διάσταση ανάμεσα στον Άνταμ Σμιθ και τον ΤοννπεθηοΙ είχε πια καταστεί χάσμα' εμφανίστηκε μία διχοτομία, που σημα τοδότησε τη γέννηση της συνείδησης του 19ου αι. Εφ’ εξής, ο νατουραλι σμός κατέτρυχε την επιστήμη του ανθρώπου, και η επανένταξη της κοινω νίας στον κόσμο των ανθρώπων κατέστη ο συστηματικά επιδιωκόμενος στό χος στην εξέλιξη της κοινωνικής σκέψης. Η μαρξική οικονομική θεωρία — σε αυτήν τη γραμμή πλεύσης— ήταν μία ουσιαστικά αποτυχημένη απόπειρα να επιτευχθεί αυτός ο στόχος· η αποτυχία οφειλόταν στη στενή συγγένεια του Μαρξ με τη σκέψη του Ρικάρντο και την φιλελεύθερη οικονομική παράδοση. Οι κλασικοί οικονομολόγοι δεν ήταν διόλου αδιάφοροι απέναντι στην α ναγκαιότητα αυτήν. Ο Μάλθους και ο Ρικάρντο δεν ήταν αναίσθητοι απένα ντι στη μοίρα των φτωχών, αλλά ο ανθρωπισμός τους απλώς οδήγησε μία λαθεμένη θεωρία σε ακόμα πιο σφαλερές κατευθύνσεις. Ο σιδηρούς νόμος των μισθών είχε ένα αρκετά γνωστό λυτρωτικό σκέλος, σύμφωνα με το ο ποίο όσο υψηλότερες ήταν οι συνήθεις ανάγκες της εργατικής τάξης, τόσο υψηλότερο έπρεπε να είναι το όριο της ανέχειας, κάτω από το ο ποίο ούτε αυτός ο σιδηρούς νόμος είχε τη δύναμη να συμπιέσει τους μισθούς. Σ ’ αυτό ακριβώς το «επίπεδο αθλιότητας» βάσισε τις ελπίδες του ο Μάλθους'1 και αυτό έλπιζε να ανυψώσει με κάθε τρόπο, γιατί μόνον έτσι, πίστευε, μπορούσαν οι καταδικασμένοι σε αθλιότητα από τον δικό του νόμο να διαφυλαχθούν από τις πιο αβυσσαλέες της εκ φράσεις. Γ ια τον ίδιο λόγο και ο Ρικάρντο εξέφραζε την ευχή να μπο ρούν οι εργατικές τάξεις όλων των χωρών να χαίρονται απολαύσεις και ψυχαγωγία και «να ενθαρρύνονται με όλα τα νόμιμα μέσα στην προσπάθειά τους να απολαύσουν». Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι, για να αποφύγουν τους νόμους της Φύσης, οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να ανεβάσουν τα όρια της αντοχής τους. Κι όμως, από την πλευρά των κλασικών οικονομολόγων, αυτές ήταν αναμφίβολα ειλικρι νείς προσπάθειες να διασωθούν οι φτωχοί από τη μοίρα που τους επι φύλασσαν οι θεωρίες τους. Η ρικαρντιανή θεωρία περιέκλειε ένα στοιχείο που αντιστάθμιζε τον σκληρό νατουραλισμό. Το στοιχείο αυτό, που διαπότιζε ολόκληρο το θεω 11. ΗδζΙίίΙ, \Α/., Α ΠβρΙγ ίο (ίΐθ Εεεβγ οη ΡορυΙβϋοη ύγ ίίιβ Ρβν. Τ.Α. ΜεΚίιυε, στο Α 8βπβ5 οί ίβΚβΓΒ, 1803.
126
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ρητικό του σύστημα και βασιζόταν στη θεωρία του της αξίας, ήταν η αρχή της εργασίας. Ολοκλήρωσε αυτό που είχαν αρχίσει ο Λοκ και ο Σμιθ, δηλα δή την ανθρωποποίηση της οικονομικής αξίας: ό,τι απέδιδαν οι Φυσιοκράτες στη Φύση, ο Ρικάρντο το απέδιδε στον άνθρωπο. Σε ένα λαθεμένο θεώρημα μεγάλης εμβέλειας, απέδωσε αποκλειστικά στην εργασία την ικανότητα να δημιουργεί αξία, και ανήγαγε έτσι όλες τις νοητές συναλλαγές της οικονο μικής κοινωνίας στην αρχή της ίσης ανταλλαγής σε μία κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Στο σύστημα του Ρικάρντο, ο νατουραλιστικός και ο ανθρωπιστικός πα ράγοντας συνυπήρχαν σε διαρκή ανταγωνισμό για την πρωτοκαθεδρία στην οικονομική κοινωνία. Η δυναμική της κατάστασης αυτής ήταν τεράστια. Αποτέλεσμά της ήταν να προσλάβει η τάση προς μία ανταγωνιστική αγορά την ακαταμάχητη ορμητικότητα μιας φυσικής διεργασίας. Ήταν τώρα γενικά αποδεκτό πως η αυτορυθμιζόμενη αγορά πήγαζε από τους αμετάκλητους νόμους της Φύσης, και η κυριαρχία της πάνω στην κοινωνία εξυπηρετούσε μιαν αναπόφευκτη αναγκαιότητα. Η δημιουργία μιας αγοράς εργασίας απο τέλεσε μία οδυνηρή επέμβαση στο κοινωνικό σώμα από ανθρώπους απόλυτα πεπεισμένους για την — επιστημονικά τεκμηριωμένη— αναγκαιότητα του εγ χειρήματος τους. Η εξαφάνιση κάθε Κοινωνικής πρόνοιας ήταν μέρος αυτής της βεβαιότητας. Έγραφε ο Ρικάρντο: «Είναι απόλυτα εξακριβωμένη η τάση τέτοιων νόμων να μετατρέπουν τον πλούτο και την ευρωστία σε αθλιότητα και αδυναμία... ώσπου, τελικά, όλες οι κοινωνικές τάξεις να μολυνθούν από το μίασμα της καθολικής φτώχειας»12. Η κατάργηση της κοινωνικής αρωγής προς τους φτωχούς ήταν η μόνη δυνατή, σκληρότατη σωτηρία της ανθρωπό τητας από τον ίδιο της τον εαυτό, και ακριβώς σε αυτό το σημείο υπήρχε πλήρης ομοφωνία του ΤοννηδθηοΙ, του Μάλθους, του Ρικάρντο, του Μπένθαμ και του Μπερκ. Παρά τις μεγάλες διαφορές τους σε ζητήματα μεθόδου και γενικότερης θεώρησης, ήταν ομόφωνα αντίθετοι στις αρχές της πολιτικής οι κονομίας που εξέφραζε η δρθθηήΘίτιΙβηά. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός κατέστη ακαταμάχητη δύναμη, εξ αιτίας της σύγκλισης των απόψεων ανθρώ πων που είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρητικές αφετηρίες. Γιατί, τελικά, αυτό που υποστήριζαν ο υπερμεταρρυθμιστής Μπένθαμ και ο υπερπαραδοσιοκράτης Μπερκ, προσέλαβε τον χαρακτήρα του αυτονόητου. Ένας μόνον άνθρωπος αντιλήφθηκε τη σημασία της δοκιμασίας, ίσως ε πειδή, από τα ηγετικά πνεύματα της εποχής, μόνος αυτός συνδύαζε την έ ντονη ενόραση με μία βαθιά γνώση της βιομηχανίας. Κανείς δεν ξεπέρασε τον Ρόμπερτ Όουεν στην σε βάθος ανάλυση της βιομηχανικής κοινωνίας. Είχε απόλυτη συναίσθηση της διάκρισης κοινωνίας και κράτους· αν και δεν διακατεχόταν από καμία προκατάληψη απέναντι στο κράτος, όπως ο Γκόντγουιν, του έδιδε συγκεκριμένα περιθώρια δράσης, όπως ο ευεργετικός πα ρεμβατισμός για τη αποτροπή δεινών για το κοινωνικό σύνολο, αλλά σίγου ρα όχι για την οργάνωση της κοινωνίας. Παρόμοια, δεν έτρεφε έχθρα 12. ΡϋοΘΓάο, Ο., ΡπηάρΙβΒ οίΡοΙίΙίοεΙ Εοοηοπιγ 3ηά Τβχβΰοη (6(1 Οοππθγ, 1929,
0.86).
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
127
για τις μηχανές, και αναγνώριζε τον ουδέτερο χαρακτήρα τους. Ούτε ο πο λιτικός μηχανισμός του κράτους ούτε ο τεχνολογικός μηχανισμός των μη χανών έκρυβαν από τα μάτια του ΤΟ φαινόμενο: την κοινωνία. Απέρριπτε την νατουραλιστική οπτική της κοινωνίας, επισημαίνοντας τους περιορι σμούς της μαλθουσιανής και της ρικαρντιανής λογικής. Αλλά βασικό ελατήριο της σκέψης του αποτέλεσε η απομάκρυνσή του α πό τον χριστιανισμό, που τον κατηγόρησε για «εξατομίκευση», δηλαδή ότι ανέθετε την ευθύνη για τη διαμόρφωση του ατομικού χαρακτήρα στο ίδιο το άτομο, και αγνοούσε την κοινωνία και την πανίσχυρη διαπλαστική της επί δραση στον χαρακτήρα. Το ουσιαστικό νόημα της επίθεσής του στην «εξα τομίκευση» εντοπίζεται στην επισήμανση των κοινωνικών καταβολών των ανθρωπίνων κινήτρων: «Ο εξατομικευμένος άνθρωπος είναι τόσο απόλυτα διαχωρισμένος από οτιδήποτε θετικό στον χριστιανισμό, ώστε καθίσταται α δύνατη μία μελλοντική ένωσή τους». Η κοινωνική θεώρηση του Όουεν τον ώθησε να υπερβεί τον χριστιανισμό. Είχε συλλάβει την αλήθεια ότι, εφ’ ό σον η κοινωνία είναι πραγματική, ο άνθρωπος πρέπει τελικά να υποταχθεί σ’ αυτήν. Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι ο σοσιαλισμός του βασιζόταν σε μία αναμόρφωση της ανθρώπινης συνείδησης, που εδραζόταν στην ανα γνώριση της πραγματικότητας της κοινωνίας. Εγραφε χαρακτηριστικά: «Αν ορισμένες αιτίες των δεινών δεν ξεριζωθούν με τις νέες δυνάμεις που θα α ποκτήσουν οι άνθρωποι, τότε αυτοί θα γνωρίζουν πως πρόκειται για ανα γκαία και αναπόφευκτα δεινά και θα καθίστανται περιττές οι παιδιάστικες διαμαρτυρίες εναντίον τους». Ενδέχεται να υπερεκτιμούσε ο Όουεν τις δυνάμεις αυτές, αλλιώς δεν θα είχε προτείνει στις αρχές της κομητείας του Ι_3Π3γΙ<την «επανίδρυση» της κοινωνίας απ’ ευθείας από τον «πυρήνα κοινωνίας» που είχε θεσπίσει ο ί διος στις κοινότητες των χωριών του. Μία τόσο χειμαρρώδης φαντασία α ποτελεί ίδιον της μεγαλοφυίας, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει κοι νωνία, επειδή δεν έχουν κατανοηθεί οι ιδιαιτερότητές της. Ακόμα πιο σημα ντικό ήταν το αμετακίνητο περιθώριο ελευθερίας που υποδείκνυε, και το δη μιουργούσαν τα απαραίτητα όρια που διασφάλιζαν την απουσία του κακού από την κοινωνία. Αλλά πριν ο άνθρωπος μετασχηματίσει την κοινωνία με τις νεοαποκτημένες του δυνάμεις, δεν θα γινόταν εμφανές το περιθώριο αυτό' έπειτα, ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποδεχθεί αυτό το περιθώριο ελευ θερίας με ώριμο πνεύμα και χωρίς να καταφεύγει σε παιδαριώδη παράπονα. Το 1817, ο Όουεν περιέγραψε την πορεία που είχε ξεκινήσει ο βιομηχα νικός άνθρωπος, και τα λόγια του συμπυκνώνουν το πρόβλημα που θα διαφαινόταν τον επόμενο αιώνα. Επισήμανε τις τρομερές επιπτώσεις που θα προέκυπταν από τα εργοστάσια, «αν αυτά αφήνονταν να ακολουθήσουν τη φυσιολογική τους εξέλιξη». «Η γενική ανάπτυξη εργοστασίων σε ολόκληρη τη χώρα προκαλεί τη δημιουργία ενός νέου χαρακτήρα για τους κατοίκους της· και, καθώς αυτός ο νέος χαρακτήρας διαμορφώνεται με βάση μία αρχή που εναντιώνεται στην ατομική και την συλλογική ευτυχία, θα προκαλέσει τα μεγαλύτερα και διαρκέστερα δεινά, αν δεν ανακοπεί η τάση αυτή με νο
128
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
μοθετική παρέμβαση και καθοδήγηση». Η οργάνωση της όλης κοινωνίας με βάση την επιδίωξη και την πραγμάτωση του κέρδους θα έχει μακροπρόθε σμες συνέπειες, που σχετίζονται άμεσα με τον χαρακτήρα των ανθρώπων. Το προφανέστερο αποτέλεσμα του νέου θεσμικού συστήματος ήταν η κατα στροφή του παραδοσιακού χαρακτήρα των εγκατεστημένων πληθυσμών και η μετάλλαξή τους σε ένα νέο είδος ανθρώπων, μεταναστευτικών, νομάδων, με έλλειψη αυτοσεβασμού και εσωτερικής πειθαρχίας — σκληρών, ανελέη των όντων, άσχετα από το αν ήταν εργάτες ή καπιταλιστές. Προχώρησε στη γενικευμένη διατύπωση πως η αρχή που εφαρμοζόταν ήταν ασυμβίβαστη με την ατομική και την κοινωνική ευτυχία. Μεγάλα δεινά θα προκαλούνταν έτσι, εκτός αν οι εγγενείς τάσεις των θεσμών της αγοράς συγκροτούνταν από μία συνειδητή κοινωνική καθοδήγηση, που εκφραζόταν δια μέσου της νομοθεσίας. Είναι αληθές πως η κατάσταση των εργατών, την οποία διεκτραγωδούσε, οφειλόταν εν μέρει στο σύστημα των επιδομά των. Στην ουσία, όμως, ό,τι παρατηρούσε ίσχυε για τους εργαζόμενους πό λης και υπαίθρου: «ότι τώρα αντιμετωπίζουν μία κατάσταση πολύ πιο άθλια και επιδεινωμένη απ' ό,τι πριν την εισαγωγή των εργοστασίων, που από την ύπαρξή τους εξαρτάται τώρα η επιβίωσή τους». Κι εδώ η ανάλυσή του είναι βαθύτατη, καθώς τονίζει την κατάπτωση και την αθλιότητα, αντί των απολα βών. Και πάλι, εντόπισε ορθά την πρωταρχική αιτία της κατάπτωσης στην ε ξάρτηση της επιβίωσης του εργάτη από την ύπαρξη των εργοστασίων. Συνέλαβε το γεγονός ότι, αυτό που εμφανιζόταν ως οικονομικό πρόβλημα, ή ταν στην ουσία κοινωνικό. Με οικονομικούς όρους, ο εργάτης έπεφτε σί γουρα θύμα εκμετάλλευσης: δεν έπαιρνε ως αντάλλαγμα το οφειλόμενο, νόμιμο εισόδημα. Αλλά όσο κι αν αυτό ήταν σημαντικό, δεν ήταν το μόνο. Παρά την εκμετάλλευση, θα μπορούσε να είναι σε καλύτερη οικονομική θέ ση από πριν. Αλλά μια αρχή ασυμβίβαστη με την ατομική και συλλογική ευ τυχία έσπερνε το χάος στο κοινωνικό του περιβάλλον, στη γειτονιά του, στην κοινωνική του θέση, στην ίδια του την τέχνη. Με λίγα λόγια, κατέστρε φε εκείνες τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ του ανθρώπου και της Φύσης στις οποίες στηριζόταν προηγουμένως η οικονομική του ύπαρξη. Η Βιομηχανική επανάσταση προκαλούσε μία κοινωνική αποδιάρθρωση γιγαντιαίων διαστάσεων, και το πρόβλημα της φτώχειας ήταν απλώς η οικονομι κή διάσταση του γεγονότος. Δικαιολογημένα ο Όουεν διακήρυξε ότι, αν δεν μεσολαβούσε νομοθετική παρέμβαση και καθοδήγηση που θα αντιστάθμιζε τις εκθεμελιωτικές αυτές δυνάμεις, θα ακολουθούσαν τρομερά και μόνιμα δεινά. Δεν προέβλεψε, όμως, ότι η αυτοπροστασία της κοινωνίας, την οποία α ξίωνε, θα αποδεικνυόταν ασυμβίβαστη με τη λειτουργία του οικονομικού συ στήματος.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
129
II. Η ΑΥΤΟΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
11. Ανθρωπος, Φύση και η οργάνωση της παραγωγής Επί έναν αιώνα, μία διττή τάση διείπε τη δυναμική της νεοτερικής κοινω νίας: η αγορά επεκτεινόταν διαρκώς, αλλά η τάση αυτή συναντούσε μία α ντίδραση, που περιόριζε την επέκταση αυτήν σε συγκεκριμένες κατευθύν σεις. Η αντίδραση αυτή, αν και ζωτικής σημασίας για την προστασία της κοι νωνίας, ήταν σε τελευταία ανάλυση ασυμβίβαστη με την αυτορύθμιση της αγοράς, συνεπώς και με το σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Το σύστημα αυτό αναπτυσσόταν αλματωδώς· κατακτούσε τον χώρο και τον χρόνο και, με τη δημιουργία του τραπεζικού χρήματος, δημιούργησε μία άγνωστη ως τότε δυναμική. Την εποχή που έφτασε στο ζενίθ του, περίπου το 1914, αγκάλιαζε ολόκληρο τον πλανήτη, όλους τους κατοίκους του αλλά και τις μέλλουσες γενεές, φυσικές μα και πλασματικές οντότητες, όπως οι μεγάλες μετοχικές εταιρείες. Ένας νέος τρόπος ζωής κατακτούσε τον πλα νήτη με μία τάση παγκοσμιότητας που είχε ως προηγούμενό της μόνο τις α παρχές της ιστορικής πορείας του χριστιανισμού· με τη διαφορά ότι, στην προκειμένη περίπτωση, το κίνημα στηριζόταν σε καθαρά υλιστικές βάσεις. Ταυτόχρονα, όμως, δρομολογούνταν μία αντίδραση, που ξεπερνούσε την συνήθη αμυντική στάση της κοινωνίας απέναντι σε διαφαινόμενες αλ λαγές· αποτελούσε αντίδραση σε μία αποδιάρθρωση που απειλούσε τη συ νοχή του κοινωνικού ιστού και οδηγούσε στην καταστροφή της οργάνωσης της παραγωγής που είχε δημιουργήσει η οικονομία της αγοράς. Η διορατικότητα του Ρόμπερτ Όουεν ήταν μεγάλη: μία αυτόνομη ανά πτυξη της οικονομίας της αγοράς με βάση τους νόμους της θα έφερνε με γάλα και μόνιμα δεινά. Η παραγωγή είναι μία αλληλεπίδραση ανθρώπου και Φύσης-αν οργανω θεί με βάση έναν αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό ανταλλαγής, τότε άνθρωπος και φύση πρέπει να υπαχθούν στη δράση της, να γίνουν αντικείμενα προ σφοράς και ζήτησης, μ’ άλλα λόγια να θεωρηθούν εμπορεύματα, αγαθά που παράγονται προς πώληση. Αυτός ακριβώς ήταν ο διακανονισμός στα πλαίσια της οικονομίας της α γοράς. Άνθρωπος και φύση προσφέρονταν για πώληση, με τη μορφή της εργασίας και της γης· η χρήση της εργατικής δύναμης μπορούσε να αγορα στεί και να πουληθεί σε τιμές που ονομάστηκαν μισθοί, ενώ η χρήση της γης μπορούσε να πουληθεί σε τιμές που ονομάστηκαν ενοίκια. Λειτουργού σε μία αγορά εργασίας και γης, στην οποία η προσφορά και η ζήτηση και των δύο καθορίζονταν από το ύψος των μισθών και των ενοικίων αντιστοίχως. Η πλασματική εμπορευματοποίηση εργασίας και γης μπορούσε να μετατοπισθεί από έναν παραγωγικό κλάδο σε έναν άλλον, όπως απαιτούσε η αυτόματη εξίσωση των εισοδημάτων των διαφόρων κλάδων.
130
ΚΑΡί ΡΟΙΑΝΥΙ
Αλλά ενώ η παραγωγή μπορούσε θεωρητικά να οργανωθεί έτσι, ο μύθος της εμπορευματοποίησης της εργασίας και της γης αγνοούσε το γεγονός ό τι η υπαγωγή ανθρώπου και φύσης στους νόμους της αγοράς ισοδυναμούσε με τον αφανισμό τους. Συνακόλουθα, η αντίδραση αφορούσε στον περιορι σμό της δράσης της αγοράς σε σχέση με την παραγωγή, την εργασία και τη γη. Αυτό αποτελούσε και την κύρια λειτουργία του παρεμβατισμού. Εξ άλλου, ο ίδιος κίνδυνος απειλούσε και την οργάνωση της παραγω γής. Ο κίνδυνος αφορούσε την μεμονωμένη επιχείρηση — βιομηχανική, α γροτική ή εμπορική — και συγκεκριμένα τις επιδράσεις που δεχόταν από τις αλλαγές στα επίπεδα των τιμών. Στα πλαίσια ενός συστήματος αγοράς, η πτώση των τιμών προκαλούσε προβλήματα στην επιχείρηση1αν δεν ση μειωνόταν μία συνολική, αναλογική πτώση των στοιχείων του κόστους, οι ε πιχειρήσεις οδηγούνταν υποχρεωτικά σε πτώχευση, παρά το γεγονός ότι η πτώση των τιμών θα μπορούσε να έχει προκληθεί όχι από μία γενική πτώση του κόστους, αλλά απλώς από τον τρόπο οργάνωσης του χρηματιστικού συ στήματος. Στην ουσία, όπως θα διαπιστώσουμε, αυτή ήταν η πραγματικότη τα στα πλαίσια ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος. Σε μία οικονομία της αγοράς, η αγοραστική δύναμη παρέχεται και ρυθμί ζεται κατ’ αρχήν από τη δράση της αγοράς. Αυτό υπονοείται όταν λέμε πως το χρήμα αποτελεί εμπόρευμα, που το ύψος του ρυθμίζεται από την προ σφορά και τη ζήτηση των αγαθών που τυχαίνει να λειτουργούν ως χρήμα — η γνωστή κλασική θεωρία του χρήματος. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, «χρήμα» είναι απλώς ένα ακόμη όνομα για ένα εμπόρευμα που χρησιμοποι είται στην ανταλλαγή με μεγαλύτερη συχνότητα από τα άλλα και που συνα κόλουθα αποκτάται κυρίως για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής. Τα αγαθά που χρησιμοποιούνται για τον σκοπό αυτόν δεν παίζουν κανένα ρόλο. Η α ξία των αντικειμένων που λειτουργούν ως χρήμα καθορίζεται αποκλειστικά με βάση τη χρησιμότητά τους για τη διατροφή, την ένδυση, τον καλλωπισμό και άλλους σκοπούς. Αν συμβαίνει να λειτουργεί ως χρήμα ο χρυσός, η α ξία, η ποσότητα και οι διακυμάνσεις του διέπονται από τους ίδιους ακριβώς νόμους που ρυθμίζουν και τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Οποιοδήποτε άλλο μέσον ανταλλαγής θα περιέκλειε τη δημιουργία χρήματος εκτός της αγο ράς, και αυτή η πράξη δημιουργίας — είτε από τράπεζες είτε από κυβερνή σεις— θα αποτελούσε παρεμβολή στην αυτορύθμιση της αγοράς. Σημαντι κό είναι πως τα αγαθά που χρησιμοποιούνται ως χρήμα δεν διαφέρουν από τα υπόλοιπα εμπορεύματα· η προσφορά και η ζήτησή τους ρυθμίζεται από την αγορά, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα υπόλοιπα εμπορεύματα. Συ νακόλουθα, κάθε αντίληψη, που προσδίδει στο χρήμα χαρακτήρα άλλον από του μέσου μίας έμμεσης ανταλλαγής, είναι ολότελα λαθεμένη. Συνάγεται και ότι αν ο χρυσός χρησιμοποιείται ως χρήμα, τα τραπεζογραμμάτια, όταν υπάρχουν, πρέπει να αντιπροσωπεύουν χρυσό. Σύμφωνα με αυτήν ακριβώς τη θεώρηση επιθυμούσε η ρικαρντιανή σχολή να οργανώσει την παροχή του χρήματος από την Τράπεζα της Αγγλίας. Πράγματι, δεν νοούνταν καμία άλ λη μέθοδος προστασίας του χρηματιστικού συστήματος από τυχόν κρατικές
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
131
παρεμβάσεις και, σε τελευταία ανάλυση, διασφάλισης της αυτορύθμισης της αγοράς. Είναι σαφές ότι το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι επιχειρήσεις και με το φυσικό περιβάλλον και με την ανθρώπινη υπόσταση της κοινωνίας. Η αυτορυθμιζόμενη αγορά αποτελούσε απειλή για όλα, για τους ίδιους βασικούς λόγους. Όπως ακριβώς απαιτούνταν εργοστασιακή νομοθεσία και κοινωνι κοί νόμοι για την προστασία του εργάτη από τις επιπτώσεις της εμπορευματοποίησης της εργατικής δύναμης και, αντίστοιχα, νόμοι και διατάγματα για την προστασία των φυσικών πόρων και της καλλιέργειας της υπαίθρου από τις επιπτώσεις της διαφαινόμενης εμπορευματοποίησής τους, έτσι απαιτούνταν ένα κεντρικό τραπεζικό σύστημα και μία διαχείριση του νομισματικού συστήματος για την προστασία των βιομηχανιών και των άλλων παραγωγι κών επιχειρήσεων από τα δεινά που έφερνε η εμπορευματοποίηση του χρή ματος. Το παράδοξο ήταν ότι, εκτός από τους ανθρώπους και τους φυσι κούς πόρους, έπρεπε και η ίδια η οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής να διαφυλαχθεί από τις καταστροφικές επιπτώσεις της λειτουργίας της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Ας επανέλθουμε σε αυτό που ονομάσαμε διττή τάση. Μπορεί να θεωρη θεί δράση δύο οργανωτικών αρχών στην κοινωνία, που η καθεμία έχει τους ιδιαίτερους θεσμικούς της στόχους, τη στήριξη συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων και τις μεθόδους της. Η μία, ήταν η αρχή του οικονομικού φιλε λευθερισμού, που αποσκοπούσε στην εδραίωση μιας αυτορυθμιζόμενης α γοράς· είχε τη στήριξη των εμπορευόμενων στρωμάτων και, ως μέθοδο, κυ ρίως τη λογική του ΐ3Ϊ35βζ-ί3ΪΓβ και του ελεύθερου εμπορίου. Η άλλη, ήταν η αρχή της κοινωνικής προστασίας, στόχευε στη διατήρηση ανθρώπου και φ ύ σης, όπως και της οργάνωσης της παραγωγής, και είχε μεγάλη υποστήριξη από τους άμεσα θίγόμενους από τις καταστροφικές επιπτώσεις της αγοράς — κυρίως την εργατική τάξη και τους κτηματίες της υπαίθρου. Τέλος, χρησι μοποιούσε ως μεθόδους προστατευτική νομοθεσία, περιοριστικές οργανώ σεις και άλλα όργανα παρεμβατισμού. Αξίζει να τονίσουμε τον ρόλο της κοινωνικής τάξης. Οι υπηρεσίες που προσέφεραν στην κοινωνία οι γαιοκτήμονες, η μεσαία και η εργατική τάξη, διαμόρφωσαν την κοινωνική ιστορία του 19ου αι. στο σύνολό της. Ο ρόλος τους διαμορφώθηκε από τη διάθεσή τους να εξυπηρετήσουν ποικίλες λει τουργίες, που πήγαζαν από την συνολική πραγματικότητα της κοινωνίας. Τα μεσαία στρώματα ήταν φορείς της νέας οικονομίας της αγοράς· τα επιχει ρηματικά τους συμφέροντα ήταν γενικά παράλληλα με το γενικότερο συμ φέρον για την παραγωγή και την απασχόληση των εργατών. Αν οι επιχειρή σεις ανθούσαν, υπήρχε προσφορά εργασίας για όλους και δυνατότητα εσό δων για τους ιδιοκτήτες γης και ακινήτων αν οι αγορές επεκτείνονταν, υ πήρχε δυνατότητα για πολλές και άμεσες επενδύσεις· αν η εμπορική κοινό τητα ανταγωνιζόταν με επιτυχία τον ξένο, το νόμισμα ήταν ασφαλές. Από την άλλη, οι εμπορικές τάξεις δεν είχαν συναίσθηση των κινδύνων που περιέκλειε η εκμετάλλευση της φυσικής δύναμης των εργατών, η κατα-
132
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
στροφή της οικογενειακής ζωής, η αποψίλωση των δασών, η ρύπανση των ποταμών, η πτώση του επιπέδου όλων των επαγγελμάτων, η παρακμή των λαϊκών εθίμων και η γενική πτώση του βιοτικού επιπέδου, των τεχνών και της κατοικίας, καθώς και των αμέτρητων μορφών δημόσιας και ιδιωτικής ζω ής που δεν αυξάνουν τα κέρδη. Τα μεσαία στρώματα εκπλήρωναν τη λει τουργία τους αναπτύσσοντας μία σχεδόν μυστικιστική πίστη στην καθολική ευεργετικότητα του κέρδους, αν και αυτό τα καθιστούσε ανίκανα να προω θήσουν άλλα συμφέροντα, εξ ίσου σημαντικά για την ποιότητα της ζωής, πέρα από την αύξηση της παραγωγής. Εδώ ακριβώς εισέρχονταν εκείνες οι τάξεις που δεν είχαν δεσμευτεί στη χρήση ακριβών, σύνθετων ή εξειδικευμένων μηχανημάτων στην παραγωγή. Γ ενικά, ίσα ίσα στην γαιοκτημονική α ριστοκρατία και στους χωρικούς έπεσε η ευθύνη της διαφύλαξης των στρα τιωτικών αρετών του έθνους, που εξακολουθούσε να στηρίζεται στους αν θρώπους και τη γη, ενώ οι εργαζόμενοι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αναγορεύτηκαν εκπρόσωποι των απλών, ανθρώπινων αναγκών, που έτειναν να ξεριζωθούν από την κοινωνία. Αλλά σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, η κάθε τάξη κατέστη, έστω και ασύνειδα, φορέας συμφερόντων ευρύτερων από τα δικά της. Με τη δύση του 19ου αι., η εργατική τάξη είχε καταστεί σημαντικός πα ράγοντας για το κράτος — το δικαίωμα ψήφου είχε επεκταθεί στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. Από την πλευρά τους, οι εμπορικές τάξεις, που η νομοθετική τους εξουσία συναντούσε πλέον αμφισβήτηση, συνειδητοποίη σαν την πολιτική δύναμη που τους έδινε η ηγετική τους θέση στη βιομηχα νία. Αυτός ο ιδιότυπος καταμερισμός της επιρροής και της ισχύος δεν δημι ουργούσε προβλήματα, όσο το σύστημα της αγοράς εξακολουθούσε να λει τουργεί ομαλά. Όταν, όμως, για λόγους εγγενείς σ’ αυτό, παρουσίασε δυ σχέρειες στη λειτουργία του και όταν αναπτύχθηκαν εντάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, η κοινωνία απειλήθηκε, επειδή οι αντιμαχόμενες παρατά ξεις σφετερίστηκαν την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις, το κράτος και τη βιο μηχανία. Δύο βασικές λειτουργίες της κοινωνίας, η πολιτική και η οικονομι κή, χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά ως όπλα στην πάλη των φατριαστικών συμφερόντων. Από αυτό ακριβώς το επικίνδυνο αδιέξοδο αναδύθηκε το φαινόμενο του φασισμού τον 20ό αι. Με βάση τις δύο αυτές διαστάσεις θα επιχειρήσουμε να περιγράψουμε την κίνηση που διαμόρφωσε την κοινωνική ιστορία του 19ου αι. Η πρώτη, α φορά στη σύγκρουση των οργανωτικών αρχών του οικονομικού φιλελευθε ρισμού και του κοινωνικού προστατευτισμού, που οδήγησε σε βαθιά δοκιμα σία των θεσμών. Η δεύτερη, αφορά στη σύγκρουση των τάξεων, που, σε συνδυασμό με την πρώτη, προσέδωσε στην κρίση ολέθριες διαστάσεις.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
133
12. Η γέννηση του φιλελεύθερου δόγματος Ο οικονομικός φιλελευθερισμός υπήρξε η οργανωτική αρχή μίας κοινω νίας που δημιουργούσε ένα σύστημα αγοράς. Από απλή αντιγραφειοκρατική τάση αρχικά, εξελίχθηκε σε πραγματική πίστη στη σωτηρία του ανθρώ που δια μέσου της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Ο φανατισμός αυτός ήταν α πόρροια των αιφνίδιων δυσχερειών που αντιμετώπισε ο οικονομικός φιλε λευθερισμός στην ολοκλήρωση των στόχων του, δηλαδή των πολλών δει νών που συσσώρευσε στη ζωή των αθώων, ανθρώπων, όπως και του μεγά λου εύρους των αλληλεξαρτώμενων αλλαγών που απαιτούνταν για την εδραίωση της νέας τάξης πραγμάτων. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός απέ κτησε διαστάσεις θρησκευτικού δόγματος, για να ανταποκριθεί στις ανά γκες μιας πλήρως ανεπτυγμένης οικονομίας της αγοράς. Η συνήθης αναγω γή της καταγωγής της πολιτικής του Ιβίδδβζ ϊη 'ιγθ στην πρώτη εμφάνιση του όρου στη Γαλλία του 18ου αι. είναι εντελώς ανιστόρητη. Μπορούμε να πού με με βεβαιότητα ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν ήταν τίποτε περισ σότερο από μία σπασμωδική τάση καθ’ όλη τη διάρκεια του 18ου αι. Μόλις κατά τη δεκαετία του 1820 ο φιλελευθερισμός προέβαλλε με σαφήνεια τις τρεις βασικές αρχές του: την υπαγωγή της εργασίας στους νόμους της αγο ράς, τη δημιουργία του χρήματος με βάση έναν αυτόματο μηχανισμό και την ελεύθερη διακίνηση αγαθών από χώρα σε χώρα- μ’ άλλα λόγια, την αγορά εργασίας, τον διεθνή κανόνα του χρυσού και το ελεύθερο εμπόριο. Εξ άλλου, θα αποτελούσε φανερά αποκύημα της φαντασίας η ανάδειξη του Φρανσουά Κεναί σε προφητική φυσιογνωμία του οικονομικού φιλελευ θερισμού. Το μόνο που απαιτούσαν οι φυσιοκράτες από τον μερκαντιλιστικό κόσμο ήταν η ελεύθερη εξαγωγή δημητριακών, με στόχο την εξασφάλιση υ ψηλότερου εισοδήματος για τους αγρότες, τους ενοικιαστές και τους ιδιο κτήτες γης. Κατά τα άλλα, η Φυσική τάξη τους δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία καθοδηγητική αρχή για τη ρύθμιση της γεωργίας και της βιομηχα νίας από μια θεωρητικά πανίσχυρη και παντογνώστρια κυβέρνηση. Τα ΜθχίιτίθΒ του Κεναί επιδίωκαν να προσφέρουν σε μία τέτοια κυβέρνηση τις θεωρητικές αρχές που απαιτούνταν για τη μετουσίωση των αξιωμάτων του ΤβΰΐΘβυ σε πρακτική πολιτική, με βάση τα στατιστικά δεδομένα που θα έ δινε κατά περιόδους ο Πίνακας. Η ιδέα του αυτορυθμιζόμενου συστήματος αγορών δεν είχε αποκρυσταλλωθεί ποτέ στη σκέψη του. Αλλά και στην Αγγλία, η έννοια του Ιβίδδθζ-ίβίΓβ είχε στενή εφαρμογή: σχετιζόταν με την απαλλαγή της παραγωγής από τυχόν περιοριστικές ρυθ μίσεις και δεν συμπεριλάμβανε το εμπόριο. Η βαμβακουργία — το τεχνολο γικό επίτευγμα της εποχής— είχε αναδειχθεί σε κυριότερη εξαγωγική βιο μηχανία της χώρας — κι όμως, η εισαγωγή τυπωμένων [εμπριμέ] υφασμά των παρέμενε απαγορευμένη με προστατευτικό διάταγμα. Πέρα από το πα
134
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ραδοσιακό μονοπώλιο στην εσωτερική αγορά, πριμοδοτούνταν οι εξαγω γές καμπότου και μουσελίνας. Ο προστατευτισμός ήταν τόσο βαθιά ριζω μένος, που οι βαμβακουργοί του Μάντσεστερ απαίτησαν το 1800 την απα γόρευση της εξαγωγής νημάτων, αν και γνώριζαν ότι αυτό θα είχε δυσμε νείς επιπτώσεις και στους ίδιους. Ένας νόμος του 1791 επεξέτεινε την ποινικοποίηση της εξαγωγής εργαλείων της βαμβακουργίας και στην εξα γωγή προτύπων και βιομηχανικών προδιαγραφών. Η γέννηση της βαμβα κουργίας σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου αποτελεί μύθο. Η βιομηχανία απαιτούσε αποκλειστικά και μόνον απαλλαγή της παραγωγής από ρυθμι στικούς περιορισμούς· μία ανάλογη ελευθερία στη σφαίρα της ανταλλα γής θεωρούνταν ακόμα επικίνδυνη. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ελευθερία στην παραγωγή θα περ νούσε ομαλά από το καθαρά τεχνολογικό πεδίο στο πεδίο της απασχόλη σης του εργατικού δυναμικού. Αλλά το Μάντσεστερ υπέβαλε σχετικώς κα θυστερημένα το αίτημα για ελεύθερη αγορά εργασίας. Η βαμβακουργία δεν είχε υπαχθεί ποτέ στις διατάξεις του νόμου «Περί τεχνιτών» και, συνακό λουθα, δεν επηρεαζόταν από τους ετήσιους υπολογισμούς των μισθών και από τις διατάξεις περί μαθητείας. Εξ άλλου, η παραδοσιακή Κοινωνική πρό νοια, στην οποία επιτέθηκαν σφοδρά οι μεταγενέστεροι διανοητές, στήριζε τους κατασκευαστές: τους προμήθευε με μαθητευόμενους από τις ενορίες, ενώ τους επέτρεπε να αποποιηθούν την ευθύνη τους απέναντι στους απο λυμένους, μεταθέτοντας το οικονομικό βάρος της στήριξης των ανέργων στα δημόσια ταμεία. Οι βιομήχανοι δεν αντιμετώπιζαν εχθρικά ούτε το σύ στημα της δρθθηΐπ3ΐ'ηΐ3η<± Όσο οι ηθικές επιπτώσεις των επιδομάτων δεν ε πηρέαζαν αρνητικά την παραγωγικότητα του εργαζόμενου, η βιομηχανία θε ωρούσε τα επιδόματα βοήθεια για τη διατήρηση της εφεδρικής εργατικής δύναμης που ήταν απαραίτητη εξ αιτίας των σημαντικότατων διακυμάνσεων στο εμπόριο. Σε μια εποχή που η απασχόληση στη γεωργία ρυθμιζόταν σε ετήσια βάση, ένα τέτοιο απόθεμα ευκίνητου εργατικού δυναμικού θα έπρε πε να είναι διαθέσιμο στη βιομηχανία, σε περιόδους επέκτασης. Από αυτήν την αναγκαιότητα πήγαζαν οι επιθέσεις των βιομηχάνων στον «Νόμο της ε γκατάστασης», που δυσχέραινε την φυσική κινητικότητα του εργατικού δυ ναμικού. Κι όμως, ο νόμος αυτός ανακλήθηκε μόλις το 1795 — για να αντικατασταθεί ευθύς από εντονότερο προστατευτισμό, μέσα από την Κοινωνι κή πρόνοια. Η φτώχεια παρέμενε αποκλειστικά έγνοια του μεγαλογαιοκτήμονα και της υπαίθρου, και ως και οι σφοδρότεροι επικριτές της 3ρθθηίΐ3Γπΐ3ηά, όπως ο Μπερκ, ο Μπένθαμ και ο Μάλθους, θεωρούσαν εαυ τούς περισσότερο κήρυκες της ορθολογικοποίησης της διαχείρισης της α γροτικής οικονομίας, και λιγότερο εκφραστές της βιομηχανικής προόδου. Μόνο τη δεκαετία του 1830 επικράτησε ο οικονομικός φιλελευθερισμός ως μαχητικό ιδεολογικό ρεύμα και η αντίληψη του ΙβίδδθΖ-ίβίΓθ κατέστη κυ ρίαρχο δόγμα. Η τάξη των βιομηχάνων πίεζε για τροποποιήσεις της Κοινω νικής πρόνοιας, επειδή η ισχύουσα κατάσταση εμπόδιζε την ανάδειξη μιας βιομηχανικής εργατικής τάξης, που το εισόδημά της θα εξαρτώνταν από την
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
135
απόδοσή της. Μόλις τώρα κατέστη εμφανές το μέγεθος του εγχειρήματος της δημιουργίας μίας ελεύθερης αγοράς εργασίας, όπως και η έκταση της διαφαινόμενης εξαθλίωσης των θυμάτων της ανάπτυξης. Αυτό οδήγησε σε μία δραστική αλλαγή κλίματος από τις αρχές της δεκαετίας του 1830. Μία α ναδημοσίευση του Οί58θή3ίίοη του Τάουνσεντ το 1817 είχε έναν πρόλογο, στον οποίο οι επιμελητές της έκδοσης εκθείαζαν τη διορατικότητα της απαί τησης του συγγραφέα για πλήρη κατάργηση των διατάξεων της Κοινωνικής πρόνοιας- είχε, όμως, και την προειδοποίηση ότι η πρόταση του Τάουνσεντ για πλήρη κατάργηση της εξωτερικής πρόνοιας σε διάστημα δέκα ετών ήταν «βεβιασμένη και πρόωρη». Το έργο του Ρικάρντο ΡήηαρΙβ5, που κυκλοφόρη σε την ίδια χρονιά, τόνιζε την ανάγκη να καταργηθεί το σύστημα των επιδο μάτων, συγχρόνως όμως διακήρυσσε ότι έπρεπε να καταργηθεί σταδιακά. Ο Πιτ, οπαδός του Ανταμ Σμιθ, είχε απορρίψει μια τέτοια κατεύθυνση, εξ αιτίας των δεινών που θα έφερνε στο κοινωνικό σώμα. Ακόμη και το 1829, ο Πηλ ε ξέφραζε αμφιβολίες για το αν «το σύστημα των επιδομάτων θα μπορούσε να καταργηθεί αυτόματα»1. Αλλά μετά την πολιτική νίκη της μεσαίας τάξης το 1832, η μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας έγινε με την πιο ακραία μορφή και επιβλήθηκε χωρίς καμία περίοδο χάριτος στο κοινωνικό σύνολο. Το δόγμα του Ιείδδθζ-ίβίΓβ είχε καταστεί κύμα ανελέητης σκληρότητας. Μία ανάλογη μετουσίωση του οικονομικού φιλελευθερισμού από ακαδη μαϊκό δόγμα σε μαχητικό ακτιβισμό είχαμε και στα άλλα δύο πεδία της βιο μηχανικής οργάνωσης: στο χρήμα και στο εμπόριο. Σε σχέση και με τα δύο, το Ιβίδδθζ-ίΗίΐΌ μετατράπηκε σε μαχητικό δόγμα τη στιγμή που διαφάνηκε η αχρηστία οποιοσδήποτε λύσης, εκτός της πιο ακραίας. Το νομισματικό ζήτημα έγινε κατ’ αρχάς αντιληπτό από την αγγλική κοι νωνία με τη μορφή μιας γενικής ανόδου του κόστους ζωής. Μεταξύ 1790 και 1815, οι τιμές διπλασιάσθηκαν, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν και οι ε πιχειρήσεις υπέστησαν πλήγμα από την ύφεση που παρατηρήθηκε στις διε θνείς συναλλαγές της χώρας. Παρ’ όλα αυτά, η αρχή του σταθερού νομί σματος κατέστη αξίωμα του οικονομικού φιλελευθερισμού μόνο μετά τον πανικό του 1825, δηλαδή μόνον αφού οι ρικαρντιανές αρχές είχαν εμπεδω θεί τόσο ισχυρά στον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο, ώστε να διατηρη θεί ο κανόνας του χρυσού, παρά τις τεράστιες ζημίες στις επιχειρήσεις. Αυ τό αποτέλεσε και την απαρχή της ακλόνητης πίστης στον αυτόματο διαχει ριστικό μηχανισμό του διεθνούς κανόνα του χρυσού, που χωρίς αυτήν δεν ήταν δυνατόν να εδραιωθεί η οικονομία της αγοράς. Το ίδιο δόγμα επικράτησε και στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές της χώρας, με ακραίες επιπτώσεις. Η νέα αντίληψη όριζε πως η Αγγλία θα έπρε πε να εξαρτά την προμήθεια τροφίμων από εξωτερικές πηγές· θα έπρεπε να θυσιάσει την αγροτική της παραγωγή και, αν ήταν αναγκαίο, να προχωρήσει σε έναν νέο τρόπο ζωής, που στα πλαίσιά του θα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος μιας θολής μελλοντικής παγκόσμιας ενότητας. Αυτή η νέα πλανητική 1. \Λ/θ«5, 3.&Β., ορ. οϋ
136
ΚΑΡί. ΡΟΙΑΝΥΙ
κοινότητα θα έπρεπε να είναι φιλειρηνική, πράγμα που θα διασφάλιζε η ι σχύς των κανονιοφόρων. Όριζε επίσης ότι το αγγλικό έθνος θα αντιμετώπι ζε την προοπτική αλλεπάλληλων βιομηχανικών αποδιαρθρώσεων, βασιζόμε νο αποκλειστικά στην ακλόνητη πίστη στην δημιουργική και παραγωγική του ικανότητα. Ήταν επίσης γενικά αποδεκτό ότι μόνο με την ελεύθερη εισαγω γή της παγκόσμιας παραγωγής δημητριακών στη χώρα, θα μπορούσαν οι αγγλικές βιομηχανίες να χτυπήσουν τις τιμές των ξένων ανταγωνιστών τους. Η απαιτούμενη αποφασιστικότητα του κοινωνικού συνόλου καθοριζό ταν από το μέγεθος του εγχειρήματος, καθώς και από τους πάμπολλους κινδύνους που εγκυμονούσε η πλήρης αποδοχή του. Κι όμως, η παραμικρή αμφιβολία, η ελάχιστη διστακτικότητα, θα σήμαιναν βέβαιη καταστροφή. Οι ουτοπικές θεμελιώσεις του δόγματος του Ιβίδδθζ-ίβίΓθ δεν μπορούν να γίνουν πλήρως κατανοητές, αν εξετασθούν χωριστά. Οι τρεις αρχές του οι κονομικού φιλελευθερισμού — η ανταγωνιστική αγορά εργασίας, ο διεθνής κανόνας του χρυσού και η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου— συγκρο τούσαν μιαν ολότητα. Οι θυσίες που απαιτούνταν για την πραγμάτωση του καθενός ήταν άχρηστες ή και επικίνδυνες, αν δεν διασφαλιζόταν η παράλ ληλη επίτευξη των άλλων δύο. Ήταν όλα ή τίποτε. Γ ια παράδειγμα, ο καθένας ήταν σε θέση να διαπιστώσει πως ο διεθνής κανόνας του χρυσού ενείχε τον κίνδυνο αντιπληθωρισμού και ίσως θανάσι μης ΧΡΠματικής στενότητας, σε περίπτωση πανικού της αγοράς. Συνακό λουθα, ο βιομήχανος έλπιζε να διατηρηθεί σε ακμή με την εξασφάλιση της αύξησης της παραγωγής, με παράλληλη συρρίκνωση των μισθών (αν οι μι σθοί μειώνονταν τουλάχιστον κατ’ αναλογία προς την γενική πτώση των τι μών, θα ήταν δυνατόν να διασφαλισθεί η εκμετάλλευση της συνεχώς επεκτεινόμενης παγκόσμιας αγοράς). Ο νόμος του 1846 εναντίον των δασμών στο εισαγόμενο καλαμπόκι αποτέλεσε τη φυσική συνέχεια του Τραπεζικού Νόμου του Πηλ του 1844, και τα δύο νομοθετήματα προϋπέθεταν μία εργα τική τάξη η οποία, έπειτα από την ανάκληση των νόμων της Κοινωνικής Πρόνοιας το 1834, ήταν υποχρεωμένη να δίνει τον καλύτερό της εαυτό υπό την απειλή της πείνας, ώστε να ρυθμίζονται οι μισθοί με βάση την τιμή των δημητριακών. Τα τρία μεγάλα μέτρα σχημάτιζαν μία συνεκτική ενότητα. Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε καλά την παγκόσμια επέκταση του οι κονομικού φιλελευθερισμού. Μόνο μία αυτορυθμιζόμενη αγορά σε παγκό σμια κλίμακα μπορούσε να διασφαλίσει τη λειτουργία αυτού του εκπληκτι κού μηχανισμού. Αν η αγοραστική δύναμη των εργατών δεν εξαρτιόταν από την τιμή των φθηνότερων διαθέσιμων δημητριακών, δεν υπήρχε καμία εγ γύηση ότι θα επιβίωναν οι απροστάτευτες βιομηχανίες από τον θανάσιμο ε ναγκαλισμό του εθελούσιου τυράννου, του χρυσού. Η επέκταση του συστή ματος της αγοράς τον 19ο αιώνα συμβάδισε με την ταυτόχρονη επέκταση του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου, της ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και του κανόνα του χρυσού: όλα αυτά ανήκαν στο ίδιο σύνολο και δεν πρέ πει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός προσέλαβε διαστάσεις κοσμικής θρησκείας, μόλις διαφάνηκαν σι μεγάλοι κίνδυ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
137
νοι που επιφύλασσε το εγχείρημα. Δεν υπήρχε τίποτε το φυσικό στην αντίληψη του Ιβίδδθζ ίβίΓθ’ οι ελεύθε ρες αγορές δεν θα μπορούσαν ποτέ να δημιουργηθούν, αν οι καταστάσεις αφήνονταν να τραβήξουν τον δρόμο τους. Όπως ακριβώς η βαμβακουργία — κυρίαρχη μορφή της βιομηχανίας του ελεύθερου εμπορίου— δημιουργήθηκε με τη βοήθεια προστατευτικών δασμών, επιδοτήσεων στις εξαγωγές και εμμέσων επιχορηγήσεων στους μισθούς, έτσι και το Ιβίδδθζ-ίβίΓθ επιβλή θηκε από το κράτος. Οι δεκαετίες του 1830 και του 1840 γνώρισαν όχι μόνο μία έξαρση νομοθετικών ανακλήσεων των περιοριστικών ρυθμίσεων, αλλά και μία υπερδιόγκωση των διοικητικών λειτουργιών του κράτους, που ενισχύθηκε τώρα από μία κεντρική γραφειοκρατία, ικανή να ανταποκριθεί στους στόχους που έθεταν οι προπαγανδιστές του φιλελευθερισμού. Γ ια τον τυπικό ωφελιμιστή, ο οικονομικός φιλελευθερισμός αποτελούσε ένα κοινωνικό σχέδιο που έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή για την μεγαλύτερη ευ τυχία του συνόλου- το Ιβίδδθζ-ίβίΓθ δεν ήταν μέθοδος επίτευξης ενός στό χου, αλλά ο ίδιος ο προς επίτευξη στόχος. Βέβαια, η νομοθεσία δεν μπο ρούσε να πετύχει τίποτε από μόνη της, εκτός από τον παραμερισμό των επι βλαβών περιορισμών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν μπορού σε να κάνει τίποτε, ιδίως έμμεσα. Τουναντίον, ο ωφελιμιστής φιλελεύθερος βρήκε στην κυβέρνηση τον ισχυρότερο φορέα επίτευξης της ευτυχίας. Αναφορικά με την υλική ευημερία, ο Μπένθαμ πίστευε πως η επιρροή της νομοθεσίας «δεν συγκρίνεται» με την ασύνειδη συνεισφορά «του οργάνου της Τάξεως». Από τα τρία προαπαιτούμενα της οικονομικής επιτυχίας — φυ σική ροπή, γνώση και δύναμη— ο ιδιώτης κατείχε μόνο τη φυσική ροπή. Κατά τον Μπένθαμ, η γνώση και η εξουσία μπορούσαν να δοθούν πολύ φθηνότερα από την κυβέρνηση, παρά από ιδιώτες. Αρμοδιότητα του κρατικού αξιωματούχου ήταν η συλλογή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων, η εμπέδωση των επιστημών και του πειραματισμού, καθώς και η παροχή των αμέτρητων εργαλείων για την τελική πραγματοποίηση του φιλελευθερισμού σε κυβερνη τικό επίπεδο. Ο φιλελευθερισμός του Μπένθαμ σήμαινε την αντικατάσταση της δράσης του κοινοβουλίου από τη δράση των διοικητικών οργάνων. Σε αυτήν την κατεύθυνση υπήρχαν μεγάλα περιθώρια δράσης. Στην Αγγλία, η αντίδραση δεν κυβερνούσε — όπως στη Γαλλία— με διοικητικά μέτρα, αλλά αποκλειστικά με την κοινοβουλευτική νομοθεσία, που την χρη σιμοποιούσε και για την επιβολή του πολιτικού ελέγχου. «Τα επαναστατικά κινήματα του 1785 και του 1815-20 δεν καταπολεμήθηκαν με διοικητικές πράξεις, αλλά με κοινοβουλευτική νομοθεσία. Η κατάργηση του Η3&θ3δ Οοφυδ, η θέσπιση του Νόμου «Περί Δυσφήμησης» και οι «Έξι Νόμοι» του 1819 αποτελούσαν σκληρά μέτρα χειραγώγησης· παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρ χει κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει μια τάση εξευρωπάίσμού της αγ γλικής διοίκησης. Η ατομική ελευθερία καταργούνταν με βάση συστηματικά νομοθετικά μέτρα του Κοινοβουλίου»2. Το 1832, οι φιλελεύθεροι οικονομο2. ΡθάΙΙοή & ΗίΓδί, ϋ., ίοαβΙ ΟονθΓΠΓηβηί ίη ΕηρΙβηό, νοΙ.ΙΙ, σ. 240. Αναφέρεται επίσης στο ϋίοθγ, Α .ν ., ίενν από Ορίηίοη ίη Εηςίεηά, σ. 305.
138
ΚΑΗΙΡΟΙΑΝΥΙ
λόγοι δεν ασκούσαν σχεδόν καμία ουσιαστική επιρροή στην κυβέρνηση, ό ταν η κατάσταση άλλαξε ριζικά προς όφελος της λήψης διοικητικών μέ τρων. «Το καθαρό αποτέλεσμα της νομοθετικής δραστηριότητας που χαρα κτηρίζει με ποικίλους βαθμούς έντασης την περίοδο μετά το 1832, υπήρξε η σταδιακή ανέγερση ενός πολύπλοκου διοικητικού μηχανισμού, που αντιπρο σωπεύει την συνεχή ανάγκη για ανανέωση, επιδιόρθωση, ανοικοδόμηση και προσαρμογή στις νέες απαιτήσεις των καιρών, όπως ακριβώς το σύγχρονο βιομηχανικό συγκρότημα»3. Αυτή η ανάπτυξη της διοίκησης αντανακλούσε το πνεύμα του ωφελιμισμού. Το διάσημο ΡβηορΙίοοη του Μπένθαμ, η πιο προσωπική του ουτοπία, ήταν το κτίριο μιας φυλακής σε αστεροειδή διάτα ξη, που από το κέντρο της οι φύλακες ήταν σε θέση να ελέγχουν αποτελε σματικά τον μεγαλύτερο αριθμό εγκλείστων με το μικρότερο δυνατό κόστος για το δημόσιο. Παρόμοια, στο ωφελιμιστικό κράτος, το προσωπικό αξίωμα του Μπένθαμ για «διευκόλυνση του ελέγχου» εξασφάλιζε στον υπουργό α ποτελεσματικό συνολικό έλεγχο στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ο δρόμος για την ελεύθερη αγορά ανοίχθηκε και έμενε ανοιχτός μόνο με μία τεράστια αύξηση του συνεχούς, κεντρικά ελεγχόμενου και ρυθμιζόμενου παρεμβατισμού. Το να καταστεί η «απλή και φυσική ελευθερία» του Ανταμ Σμιθ συμβατή με τις ανάγκες της ανθρώπινης κοινωνίας αποτελούσε ένα τρομερά σύνθετο πρόβλημα. Μάρτυρες, η πολυπλοκότητα των ρυθμίσε ων στις αμέτρητες περιφράξεις, το μέγεθος του γραφειοκρατικού ελέγχου στη διαχείριση της νέας Κοινωνικής πρόνοιας η οποία, για πρώτη φορά από τον καιρό της βασιλείας της Ελισάβετ, περιερχόταν στον έλεγχο της κεντρι κής εξουσίας και, τέλος, η διόγκωση του κυβερνητικού ελέγχου που απαιτήθηκε για την αξιέπαινη προσπάθεια μεταρρύθμισης της τοπικής αυτοδιοίκη σης. Κι όμως, όλα αυτά τα προπύργια του κυβερνητικού παρεμβατισμού δημιουργήθηκαν με μοναδικό στόχο την οργάνωση μιας απλής ελευθερίας — στη γη, την εργασία ή την τοπική αυτοδιοίκηση. Όπως ακριβώς, αντίθετα α πό τα αναμενόμενα, η εφεύρεση της μηχανής οδήγησε σε αύξηση και όχι σε μείωση των εργατικών χεριών, έτσι και η εισαγωγή της ελεύθερης αγο ράς αύξησε πολύ τα περιθώρια δράσης του παρεμβατισμού, των ελέγχων και των ρυθμίσεων αντί να οδηγήσει στην απάλειψή τους. Διοικητικοί υπάλ ληλοι έπρεπε να επαγρυπνούν συνεχώς για να διασφαλίζουν την απρόσκο πτη λειτουργία του συστήματος. Έτσι, ακόμη κι εκείνοι που επιθυμούσαν διακαώς τη συρρίκνωση των κρατικών ευθυνών, ή εκείνοι που η φιλοσοφία τους απαιτούσε τον περιορισμό των κρατικών δραστηριοτήτων, δεν μπορού σαν παρά να ενισχύσουν το κράτος με νέες εξουσίες, όργανα και εργαλεία απαραίτητα για την εδραίωση του Ιείδδθζ-ίείΐΌ. Το παράδοξο αυτό δεν τελείωνε εδώ: ενώ η οικονομία του Ιβϊδδθζ-ίβϊΓθ ή ταν προϊόν συνειδητής κρατικής δράσης, οι επακόλουθοι περιορισμοί στο ΐ3ίδδθζ-ί3ίΓΘ ξεκίνησαν εντελώς αυθόρμητα. Το ΐΗίδδθζ-ίβίΐΌ ήταν αντικείμενο σχεδιασμού' ο σχεδιασμός ήταν ανεξέλεγκτος. Το αληθές του πρώτου 3. ΙΙβθΐΙ, ίβ9ΐ5ΐ3ίινβ ΜβΙΙιοάε, σ. 212-13, επίσης, Οϊεβγ,
Α.ν., ορ.οίί.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
139
μισού του ισχυρισμού μας, έχει εξακριβωθεί προηγουμένως. Η δράση των ο παδών του Μπένθαμ κατά την «ηρωική» περίοδο του ΐ3ίδδθζ-ί3ίΓβ αποτελεί σαφή περίπτωση συνειδητής εμπλοκής της διοικητικής γραφειοκρατίας στην υπηρεσία μιας προμελετημένης κυβερνητικής οικονομικής επιλογής. Το άλλο μισό, επισημάνθηκε από τον σπουδαίο φιλελεύθερο Οίοθγ, ο οποί ος αποφάσισε να ερευνήσει τις καταβολές του αντι-ΐ3ίδδθζ-ί3ίΓθ, όπως χα ρακτήριζε την «κολεκτιβιστική» τάση που εμφανίζεται στην αγγλική κοινή γνώμη περί τα τέλη της δεκαετίας του 1860. Προς μεγάλη του κατάπληξη, δεν βρήκε κανένα στοιχείο που να πιστοποιεί την ύπαρξη μιας τέτοιας τά σης, πέρα από τους νόμους του Κοινοβουλίου. Πιο συγκεκριμένα, δεν εντο πίσθηκε απόδειξη της ύπαρξης της «κολεκτιβιστικής» τάσης πριν από την εμφάνιση νομοθετημάτων που σαφώς την προωθούσαν. Όσο για την μετα γενέστερη «κολεκτιβιστική» τάση, ο Ρίοθγ ισχυρίζεται πως ήταν πιθανόν προϊόν αυτής της νομοθεσίας. Το συμπέρασμα της διεισδυτικής του έρευ νας ήταν πως ουδεμία πρόθεση υπήρχε για την επέκταση των λειτουργιών του κράτους ή τον περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου, από μέρους των άμεσα υπευθύνων για τα περιοριστικά μέτρα του 1870 και 1880. Η νομοθετι κή αιχμή του δόρατος της αντίστασης στην απολυταρχία της ελεύθερης α γοράς, όπως αναπτύχθηκε κατά την πεντηκονταετία μετά το 1860, αποδεί χθηκε τελικά αυθόρμητη, μη κατευθυνόμενη και υποκινούμενη από γνήσιο πραγματιστικό πνεύμα. Η άποψη αυτή συναντά την σφοδρή αντίθεση των φιλελεύθερων. Όλη η κοινωνική τους φιλοσοφία στηρίζεται στην ιδέα ότι το ΐ3ίδδθΖ-ί3ίΓβ ήταν μια φυσική εξέλιξη, ενώ η μεταγενέστερη αντίθετη νομοθεσία ήταν προϊόν της συνειδητής δράσης των αντιπάλων των φιλελεύθερων αρχών. Σε αυτές τις δύο αντικρουόμενες ερμηνείες της διττής τάσης έγκειται η αλήθεια ή η πλά νη της σημερινής φιλελεύθερης τοποθέτησης. φιλελεύθεροι συγγραφείς όπως ο Σπένσερ και ο Σάμνερ, ο Μΐδθδ και ο Λίπμαν, περιγράφουν αυτήν την διττή τάση αρκετά παρόμοια μ’ εμάς, αλλά την ερμηνεύουν τελείως διαφορετικά. Ενώ, κατά την δική μας άποψη, η έν νοια της αυτορυθμιζόμενης αγοράς ήταν ουτοπική και η πρόοδός της ανακόπηκε από την ρεαλιστική αυτοπροστασία της κοινωνίας, κατά τους φιλε λεύθερους διανοητές, κάθε μορφή προστατευτισμού ήταν λάθος, που οφει λόταν στην ανυπομονησία, στην απληστία ή στην έλλειψη διορατικότητας· λάθος που, χωρίς αυτό, η αγορά θα είχε καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις δυσκολίες της. Το ζήτημα του ποιά από τις δύο απόψεις είναι σω στή, αποτελεί πραγματικά ακανθώδες πρόβλημα της πρόσφατης κοινωνικής ιστορίας, επειδή αφορά άμεσα στην επικύρωση ή όχι του ισχυρισμού του φι λελευθερισμού ότι αποτελεί την βασική οργανωτική αρχή της κοινωνίας. Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση των γεγονότων, πρέπει να θέσουμε σαφέστερα το ζήτημα. Οι μελλοντικοί μελετητές θα χαρακτηρίσουν την εποχή μας τέλος της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Η δεκαετία του 1920 γνώρισε τη μέγιστη ακμή του οικονομικού φιλελευθερισμού. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων
140
ΚΑΚΙΡΟΙΑΝΥΙ
πλήγηκαν από τη μάστιγα του πληθωρισμού και ολόκληρες κοινωνικές τά ξεις και έθνη απαλλοτριώθηκαν. Η σταθεροποίηση των νομισμάτων αποτέλεσε το κεντρικό σημείο στην πολιτική σκέψη ανθρώπων και κυβερνήσεων, ενώ η αποκατάσταση του διεθνούς κανόνα του χρυσού εδραιώθηκε ως ο α πώτερος στόχος όλων των οργανωμένων προσπαθειών στον οικονομικό το μέα. Η αποπληρωμή των εξωτερικών δανείων και η επιστροφή σε σταθερές νομισματικές ισοτιμίες αναγνωρίσθηκαν ως η λυδία λίθος κάθε εθνικής πολι τικής. Η αποκατάσταση της νομισματικής σταθερότητας δεν έθετε όρια στις θυσίες που απαιτούσε: οι στερήσεις των ανέργων που έχασαν τη δουλειά τους εξ αιτίας του αντιπληθωρισμού, η εξαθλίωση των δημοσίων υπαλλή λων που απολύθηκαν χωρίς οίκτο, η απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων και η στέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών θεωρήθηκαν ανα γκαίο αντίτιμο για την επίτευξη υγιών προϋπολογισμών και νομισμάτων, των θεωρητικών β ρποπ του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η δεκαετία του 1930 γνώρισε την αμφισβήτηση των ακροτήτων της δε καετίας του 1920. Επειτα από μερικά χρόνια, που κατά τη διάρκειά τους αποκαταστάθηκαν νομισματικές ισοτιμίες και ισοσκελίσθηκαν προϋπολογι σμοί, οι δύο ισχυρότερες χώρες, Η.Π.Α. και Βρετανία, αντιμετώπισαν δυσκο λίες, με αποτέλεσμα να αποκηρύξουν τον διεθνή κανόνα του χρυσού και να ανακτήσουν τον έλεγχο των νομισμάτων τους. Διεθνή χρέη αποκηρύχθηκαν ολοσχερώς, και οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι απέρριπταν τις βασικές αρ χές του οικονομικού φιλελευθερισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Γαλλία και ορισμένες άλλες χώρες που έμεναν προσκολλημένες στον διε θνή κανόνα του χρυσού, αναγκάσθηκαν να τον εγκαταλείψουν, έπειτα από πιέσεις των υπουργείων των οικονομικών των Η.Π.Α. και της Βρετανίας, των παλαιών ζηλωτών του φιλελεύθερου δόγματος. Τη δεκαετία του 1940, ο οικονομικός φιλελευθερισμός γνώρισε μία ακό μα δεινότερη ήττα. Αν και οι Η.Π.Α. και η Βρετανία είχαν απομακρυνθεί από την νομισματική ορθοδοξία, διατηρούσαν τις φιλελεύθερες αρχές και μεθό δους στη βιομηχανία και το εμπόριο, στην γενική δηλαδή οργάνωση της οι κονομικής τους ζωής. Αυτό απέβη επιταχυντικός παράγοντας για τον πόλε μο, καθώς και σημαντικό μειονέκτημα στην προσπάθεια της επιτυχούς διε ξαγωγής του, επειδή ο οικονομικός φιλελευθερισμός είχε δημιουργήσει και εδραιώσει την πλάνη ότι τα δικτατορικά καθεστώτα ήταν καταδικασμένα σε βέβαιη οικονομική καταστροφή. Με βάση το δόγμα αυτό, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις κατανόησαν πολύ αργά τις συνέπειες από το κατευθυνόμενο εμπόριο και τα κεντρικώς ελεγχόμενα νομίσματα, ακόμη και όταν οι περι στάσεις τις ανάγκασαν να υιοθετήσουν τις ίδιες μεθόδους. Επίσης, η φιλο σοφία του οικονομικού φιλελευθερισμού απέτρεψε τον επανεξοπλισμό των κρατών, στο όνομα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της ελευθε ρίας των επιχειρήσεων, που θεωρούνταν τα μόνα ασφαλή θεμέλια οικονομι κής ισχύος σε καιρό πολέμου. Στη Βρετανία, η δημοσιονομική ορθοδοξία ο δηγούσε στην προσκόλληση στο δόγμα της περιορισμένης εμπλοκής, τη στιγμή που η χώρα αντιμετώπιζε σαφέστατα την προοπτική ενός ολικού πο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
141
λέμου. Στις Η.Π.Α., τα κατεστημένα συμφέροντα — όπως το πετρέλαιο και το αλουμίνιο— παρέμειναν δογματικά προσκολλημένα στα ταμπού της φι λελεύθερης επιχείρησης και πέτυχαν να αποφύγουν οποιαδήποτε προετοι μασία για έκτακτες ανάγκες. Αν έλειπε η πεισματική και παθιασμένη εμμονή των φιλελεύθερων στις αυταπάτες τους, οι αρχηγοί των κρατών και οι ελεύ θεροι λαοί θα ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη λαίλαπα, ίσως μάλιστα να ήταν σε θέση και να την αποφύγουν. Τα γεγονότα μιας δεκαετίας δεν μπορούν να εκτοπίσουν τις αρχές μιας κοινωνικής οργάνωσης που αγκαλιάζει ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο. Τόσο στη Βρετανία όσο και στις Η.Π.Α., εκατομμύρια ανεξάρτητων επιχει ρήσεων υπήρχαν εξ αιτίας της αρχής του ΐ3ί55θζ-ί3ίΓθ. Η θεαματική της απο τυχία σε έναν τομέα δεν ακύρωσε την συνολική της ηγεμονία. Μάλιστα, η μερική της έκλειψη ίσως και να ενίσχυσε τη θέση της, δίνοντας τη δυνατό τητα στους υποστηρικτές της να ισχυρισθούν πως αιτία των αποτυχιών και των δυσκολιών που αποδίδονταν στο Ιβίδδβζ-ίβίΓθ ήταν η ατελής εφαρμογή των αρχών του. Στην ουσία, αυτό αποτελεί και το τελευταίο επιχείρημα του οικονομικού φιλελευθερισμού σήμερα. Οι απολογητές του επαναλαμβάνουν σε ποικί λους τόνους ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός θα απέδιδε, αν δεν επηρεα ζόταν από τις πολιτικές των επικριτών του. Σύμφωνα με αυτήν την οπτική, υπεύθυνες για τα τωρινά δεινά είναι οι παρεμβολές στο σύστημα και οι πα ρεμβάσεις στη λειτουργία της αγοράς. Και αυτό το επιχείρημα δεν στηρίζε ται μόνο στους αμέτρητους πρόσφατους περιορισμούς της οικονομικής ε λευθερίας, αλλά και στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το κίνημα της επέκτα σης των αυτορυθμιζόμενων αγορών συνάντησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. μία συστηματική αντίδραση, που δυσχέρανε την απρόσκοπτη λει τουργία αυτής της οικονομίας. Ο φιλελεύθερος μπορεί έτσι να διατυπώσει μία υπόθεση, που συνδέει παρόν με παρελθόν σε μία συνεκτική ενότητα. Ουδείς αμφιβάλλει πως οι κυβερνητικές παρεμβάσεις στις επιχειρήσεις μπορούν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία τους. Είναι εξ άλλου αδιαμφισβήτητο ότι, αν εξέλιπαν τα επι δόματα των ανέργων, η ανεργία θα ήταν χαμηλότερη, όπως και ότι οι ιδιωτι κές επιχειρήσεις πλήττονται από τον ανταγωνισμό των κρατικών εργοστα σίων. Μία ελλειμματική οικονομία απειλεί τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ ο πατερναλισμός απονεκρώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία. Εφ’ όσον αυτό ι σχύει για το παρόν — συνεχίζει η συλλογιστική των φιλελεύθερων— ισχύει κάλλιστα και για το παρελθόν. Ουδείς αμφιβάλλει πως το γενικευμένο — κοινωνικό και εθνικό— προστατευτικό κίνημα, που εμφανίστηκε στην Ευρώ πη περί το 1870, εμπόδισε και περιόρισε το εμπόριο. Το ίδιο ισχύει και για τους εργοστασιακούς νόμους, την κοινωνική ασφάλιση, τις υπηρεσίες υγεί ας, τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, τους δασμούς, τις επιδοτήσεις, τα καρτέλ και τα τραστ, την απαγόρευση της μετανάστευσης, της διακίνησης κεφαλαίων — συμπεριλαμβανομένων και των υπόλοιπων, λιγότερο εμφανών περιορισμών στη διακίνηση ανθρώπων, αγαθών και πληρωμών: όλα αυτά δυ-
142
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
σχέραναν τη λειτουργία του συστήματος της ανταγωνιστικής αγοράς, προκάλεσαν καθίζηση των επιχειρήσεων, αύξησαν τα δημοσιονομικά ελλείματα, εκμηδένισαν το εμπόριο και, τελικά, έπληξαν θανάσιμα τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς. Ρίζα όλων των κακών, ισχυρίζεται ο απολογη τής του φιλελευθερισμού, ήταν ακριβώς η παρέμβαση στην ελευθερία της απασχόλησης, του εμπορίου και των νομισμάτων, την οποία έκαναν οι διά φορες σχολές κοινωνικού, εθνικού και μονοπωλιακού προστατευτισμού από το τρίτο τέταρτο του 19ου αι. Αν δεν συναπτόταν η ανίερη συμμαχία των συνδικάτων και των εργατι κών κομμάτων με τους μονοπωλιακούς κατασκευαστές και τα συμφέροντα της υπαίθρου, που εξ αιτίας της κοντόθωρης οπτικής τους ένωσαν τις δυνά μεις τους με στόχο τον περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας, ο κόσμος θα απολάμβανε σήμερα τους καρπούς ενός σχεδόν αυτόματου συστήματος δημιουργίας υλικής ευημερίας. Οι ηγέτες των φιλελεύθερων δεν κουράζο νται να επαναλαμβάνουν ότι η τραγωδία του 19ου αι. πήγασε από την ανι κανότητα των ανθρώπων να μείνουν πιστοί στις διδαχές των πρώτων φιλε λεύθερων ότι η γενναία πρωτοβουλία των προγόνων μας ακυρώθηκε από τα πάθη του εθνικισμού και της πάλης των τάξεων, από τα κατεστημένα συμφέροντα, τα μονοπώλια και, προπάντων, από την τύφλωση της εργατι κής τάξης απέναντι στην αδιαμφισβήτητη θετική επίδραση της οικονομικής ελευθερίας σε όλα τα συμφέροντα, δηλαδή και στα δικά τους. Οι φιλελεύ θεροι ισχυρίζονται ότι χάθηκε μία μεγάλη ηθική και διανοητική πρόοδος, εξ αιτίας της διανοητικής και ηθικής αδυναμίας της μάζας των ανθρώπων. Ό,τι πέτυχε το πνεύμα του Διαφωτισμού, εκμηδενίσθηκε από τις δυνάμεις της εγωπάθειας. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η φιλελεύθερη θέση. Αν δεν της δοθεί αποτελεσματική απάντηση, θα εξακολουθεί να κερδίζει τις εντυπώσεις στις σχετικές συζητήσεις. Ας εστιαστούμε, όμως, στο θέμα. Είναι γενικά αποδεκτό ότι το κίνημα του φιλελευθερισμού, που πρόθεσή του ήταν η επέκταση του συστήματος της αγοράς, συναντήθηκε με ένα προστατευτικό αντικίνημα, που στόχος του ήταν ο περιορισμός του. Πράγματι, η υπόθεση αυτή αποτελεί τη βάση της θεωρίας μας της διπλής κίνησης. Αλλά ενώ εμείς επισημαίνουμε πως ο εγγενής παραλογισμός της ιδέας της αυτορυθμιζόμενης αγοράς θα οδη γούσε τελικά στην καταστροφή της κοινωνίας, ο φιλελεύθερος αποδίδει σε ποικίλους παράγοντες την ευθύνη για την καταστροφή μίας γενναίας πρω τοβουλίας. Μη μπορώντας να παρουσιάσει αποδείξεις για την ύπαρξη μιας προσχεδιασμένης προσπάθειας υπονόμευσης του φιλελεύθερου κινήματος, καταφεύγει στην ουσιαστικά αναπόδεικτη θεωρία της συγκαλυμμένης δρά σης. Ο μύθος της αντιφιλελεύθερης συνωμοσίας απαντάται σε ποικίλες εκ δοχές σε όλες τις φιλελεύθερες προσεγγίσεις των γεγονότων των δεκαε τιών του 1870 και 1880. Συνήθως, καταδεικνύεται η άνοδος του εθνικισμού και του σοσιαλισμού ως πρωταρχικός παράγοντας αλλαγής-βιομηχανικές ε νώσεις, μονοπώλια, συνδικάτα και συμφέροντα της υπαίθρου παίζουν τον ρόλο των ύπουλων υπονομευτών στην ιστορία. Στην πιο εκλεπτυσμένη του
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
143
μορφή, ο φιλελευθερισμός υποθέτει μέσα στην σύγχρονη κοινωνία τη δράση ενός διαλεκτικού νόμου, που ακυρώνει τις προσπάθειες της πεφω τισμένης διάνοιας, ενώ στην χυδαιότερη έκφρασή του, καταφεύγει σε μια επίθεση στην πολιτική δημοκρατία, που την θεωρεί κύρια πηγή του παρεμ βατισμού. Τα γεγονότα διαψεύδουν αποφασιστικά τη φιλελεύθερη θεωρία: η μεγά λη ποικιλία των μορφών με τις οποίες εμφανίσθηκε το «κολεκτιβιστικό» αντικίνημα δεν οφειλόταν σε τυχόν επιλογή του εθνικισμού ή του σοσιαλι σμού από μέρους των συνασπισμένων συμφερόντων, αλλά αποκλειστικά στην ευρύτητα των ζωτικών κοινωνικών συμφερόντων που απειλήθηκαν α πό την επέκταση του μηχανισμού της αγοράς. Έτσι εξηγείται και η σχεδόν καθολική αντίδραση που προκάλεσε η επέκταση αυτού του μηχανισμού, α ντίδραση που, πρωταρχικά, είχε πρακτικό χαρακτήρα. Διανοητικές τάσεις δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στη διαδικασία αυτήν κατά συνέπεια, δεν υπήρ χαν περιθώρια για την προκατάληψη, που ο φιλελεύθερος την θεωρεί προωθητική ιδεολογία του αντιφιλελεύθερου κινήματος. Αν και αληθεύει ότι οι δεκαετίες του 1870 και 1880 είδαν το τέλος του ορθόδοξου φιλελευθερι σμού, όπως και ότι όλα τα κρίσιμα προβλήματα που μας απασχολούν σήμε ρα έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την περίοδο, είναι λάθος να ισχυρισθούμε πως η στροφή προς τον εθνικό και κοινωνικό προστατευτισμό προήλθε από άλλη αιτία, και όχι από την ανάδειξη των αδυναμιών και των κινδύνων που ήταν εγγενείς στο σύστημα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί με πολλούς τρόπους. Πρώτον, ποικίλα ήταν τα ζητήματα που απαίτησαν παρέμβαση. Αυτό και μόνον, αποκλείει την πιθανότητα συντονισμένης δράσης. Αντιγράφουμε α πό έναν κατάλογο παρεμβάσεων που συνέταξε ο Χέρμπερτ Σπένσερ το 1884, όταν κατηγόρησε τους φιλελεύθερους ότι είχαν εγκαταλείψει τις αρ χές τους προς όφελος της «περιοριστικής νομοθεσίας»4- δεν θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία θεμάτων. Το 1860, νόμος όριζε πως «οι α ναλυτές ποτών και τροφίμων θα πληρώνονται από τους τοπικούς φόρους». Ακολούθησε ένας Νόμος για «την επιθεώρηση των εργοστασίων γκαζιού» και μία επέκταση του «Νόμου περί Ορυχείων», που ποινικοποιούσε τη «χρη σιμοποίηση αγοριών κάτω των δώδεκα ετών και εντελώς αγράμματων». Το 1861, οι επόπτες της Κοινωνικής πρόνοιας «εξουσιοδοτήθηκαν να επιβάλ λουν τον εμβολιασμό», τοπικές επιτροπές εξουσιοδοτήθηκαν να ρυθμίζουν «το ύψος των ενοικίων με βάση το συμφέρον της κοινότητας» και ορισμέ νες τοπικές αρχές απέκτησαν την εξουσία «να φορολογούν τους κατοίκους για αποχετευτικά και αρδευτικά έργα, όπως και για το πότισμα των ζώων. Το 1862, νόμος «κατέστησε παράνομα τα ορυχεία με ένα φρεάτιο», ενώ άλ λος νόμος παρέσχε στο Συμβούλιο Ιατρικής Εκπαίδευσης το αποκλειστικό δικαίωμα «δημιουργίας φαρμακοποιίας, που το κόστος της θα ρυθμιζόταν α πό το Υπουργείο Οικονομικών». Ο τρομοκρατημένος Σπένσερ γέμισε αρκε4. δρθηοθΓ, Η., ΤΙιβ Μαη νε. ίΛθ 8ίβΙβ, 1884.
144
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
τές σελίδες με παρόμοια μέτρα. Το 1863, «επεκτάθηκε ο υποχρεωτικός εμ βολιασμός στη Σκωτία και την Ιρλανδία». Άλλος νόμος «διόρισε ελεγκτές της σύστασης των τροφίμων». Ενας νόμος για τους καπνοδοχοκαθαριστές απαγόρευσε τη χρησιμοποίηση ανηλίκων για τον καθαρισμό στενών καπνο δόχων. Αλλα μέτρα ήταν ένας νόμος «περί μεταδοτικών νόσων» και ένας νόμος «περί δημοσίων βιβλιοθηκών». Για τον Σπένσερ, τα μέτρα αυτά αποτελούσαν ακράδαντες αποδείξεις της ύπαρξης μιας αντιφιλελεύθερης συ νωμοσίας. Κι όμως, το καθένα τους αναφερόταν σε προβλήματα που είχαν ανακύψει από τις νέες βιομηχανικές συνθήκες και αποσκοπούσε να διαφυλάξει το δημόσιο συμφέρον από τους κινδύνους που ήταν εγγενείς σε αυ τές τις συνθήκες ή, ακόμα, στις μεθόδους αντιμετώπισής τους από την αγο ρά. Για τον απροκατάληπτο παρατηρητή, τα μέτρα αυτά φανέρωναν την πραγματιστική και πρακτική φύση της «κολεκτιβιστικής» αντίδρασης. Οι πε ρισσότεροι νομοθέτες ήταν πιστοί υποστηρικτές του Ιβίδδθζ-ίβίΐΌ και σίγου ρα δεν προσέδιδαν στη συγκατάθεσή τους στη δημιουργία Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στο Λονδίνο τον χαρακτήρα της αντίθεσης στις αρχές του φιλε λευθερισμού. Αντιθέτως, οι προωθητές αυτών των νόμων ήταν σφοδροί α ντίπαλοι του σοσιαλισμού και όλων των άλλων μορφών κολεκτιβισμού. Δεύτερον, η μετάβαση από φιλελεύθερες σε «κολεκτιβιστικές» λύσεις συνέβη πολλές φορές αστραπιαία και χωρίς να γίνει αντιληπτή από τον νομοθέτη. Ο ϋίοΘγ επικαλούνταν την κλασική περίπτωση του νόμου για την α ποζημίωση των εργαζομένων, που αφορούσε στην ευθύνη που έφερε ο κά θε εργοδότης απέναντι στους υπαλλήλους του σε περίπτωση ατυχήματος σε ώρα εργασίας. Η όλη ιστορία των νομοθετικών πράξεων που υλοποίησαν αυτήν την ιδέα μετά το 1880 φανέρωνε μία συστηματική προσκόλληση στο ατομικιστικό αξίωμα ότι η υπευθυνότητα του εργοδότη απέναντι στον υπάλ ληλό του πρέπει να ρυθμίζεται απολύτως σύμφωνα με τη ρύθμιση της ευθύ νης του απέναντι σε τρίτους, λ.χ., τους ξένους. Αιφνιδιαστικά, το 1897, και χωρίς να έχει σημειωθεί αλλαγή στις σχετικές αντιλήψεις, ο εργοδότης έγινε ο ασφαλιστής των υπαλλήλων του σε περίπτωση ατυχήματος στη διάρ κεια της εργασίας, ένα «βαθιά κολεκτιβιστικό νομοθέτημα» όπως σωστά πα ρατηρεί ο Οίοβγ. Αυτό αποδεικνύει σαφέστατα ότι μία φιλελεύθερη αρχή αντικαταστάθηκε από μία αντιφιλελεύθερη, δίχως καμία ουσιαστική μεταβολή των άμεσα εμπλεκομένων συμφερόντων, ή των σχετικών με το ζήτημα αντι λήψεων αιτία ήταν η νέα πραγματικότητα, που στα πλαίσιά της αναφάνηκε το πρόβλημα. Τρίτον, υπάρχει η έμμεση αλλά σαφέστατη απόδειξη που μας δίνει η σύ γκριση της εξέλιξης αυτής σε διάφορες χώρες με διαμετρικά αντίθετες ιδε ολογικές και πολιτικές κατευθύνσεις. Η βικτοριανή Αγγλία ήταν εντελώς ξέ νη προς την Πρωσία του Μπίσμαρκ, και οι δύο χώρες διαφέραν πολύ από τη Γαλλία της Τρίτης Δημοκρατίας, ή από την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Παρ’ όλα αυτά, η καθεμιά τους πέρασε μία περίοδο ελεύθερου εμπορίου και ΐ3ίδδβζ-ί3ίΓθ, που την διαδέχθηκε μία περίοδος αντιφιλελεύθερης νομοθε σίας, που σχετιζόταν με τη δημόσια υγεία, τις συνθήκες εργασίας στα εργο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
145
στάσια, τις επιχειρήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, την κοινωνική ασφάλι ση, τα έργα κοινής ωφελείας και πολλά άλλα ζητήματα. Η αποζημίωση των εργαζόμενων εφαρμόσθηκε στην Αγγλία το 1880 και το 1897, στη Γ ερμανία το 1879, στην Αυστρία το 1887 και στη Γαλλία το 1899. Η επιθεώρηση των εργοστασιακών χώρων θεσπίσθηκε στην Αγγλία το 1833, στην Πρωσία το 1853, στην Αυστρία το 1883-τέλος στη Γαλλία το 1874 και το 1883. Οι επι χειρήσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης, περιλαμβανομένων και των επιχειρή σεων κοινής ωφέλειας, εγκαινιάσθηκαν από τον ριζοσπάστη και καπιταλιστή Τζόζεφ Τσάμπερλαιν στο Μπέρμιγχαμ το 1870, από τον Καθολικό «σοσιαλι στή» και αντισημίτη Καρλ Λύγκερ στη Βιέννη το 1890, ενώ στις γαλλικές και γερμανικές τοπικές κοινότητες από ποικίλες συμμαχίες. Οι δυνάμεις που τις προώθησαν ήταν κάποτε βαθιά αντιδραστικές, όπως στη Βιέννη, άλλοτε «ριζοσπαστικές-ιμπεριαλιστικές», όπως στο Μπέρμιγχαμ, άλλοτε εντελώς φι λελεύθερες, όπως ο δήμαρχος της Λυόν Εντουάρ Εριό. Στην προτεσταντική Αγγλία, συντηρητικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις εργάζονταν αδιάκοπα για την ολοκλήρωση της εργοστασιακής νομοθεσίας. Στη Γ ερμανία, ρωμαιο καθολικοί και σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν στη διαδικασία- στην Αυ στρία, πρωτοπόρος ήταν η Εκκλησία και οι μαχητικοί υποστηρικτές της, ενώ στη Γαλλία, οι εχθροί της Εκκλησίας και οι σφοδρότεροι υποστηρικτές του αντικληρικαλισμού ήταν υπεύθυνοι για την ενεργοποίηση παρόμοιων διατά ξεων. Έτσι, με διάφορα συνθήματα, με εντελώς διαφορετικά κίνητρα, ένα πλήθος κομμάτων και κοινωνικών στρωμάτων υλοποίησε σχεδόν τα ίδια μέ τρα σε διάφορες χώρες. Στη βάση αυτής της πραγματικότητας, αποτελεί παραλογισμό να ισχυρισθούμε πως όλες αυτές οι δυνάμεις επηρεάζονταν μυστικά από τις ίδιες ι δεολογικές προκαταλήψεις και τα στενά ταξικά συμφέροντα, όπως ισχυρί ζεται ο μύθος της αντιφιλελεύθερης συνομωσίας. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι αντικειμενικοί και ανελαστικοί λόγοι ώθησαν τους νομοθέτες στη λήψη αυτών των μέτρων. Τέταρτον, είναι το σημαντικό γεγονός ότι, κατά καιρούς, οι ίδιοι οι φιλε λεύθεροι επέβαλλαν περιορισμούς στην ελευθερία των συμβάσεων και στο ΐ3ί38θζ-ί3ίΓθ, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μεγάλης θεωρητικής μα και πρακτικής σημασίας. Είναι φυσικό να μην ήταν το κίνητρό τους μία αντιφιλελεύθερη προκατάληψη. Αναφερόμαστε στην αρχή της εργασιακής ένωσης, καθώς και στον νόμο των συνασπισμένων επιχειρήσεων. Η πρώτη σχετίζε ται με το δικαίωμα των εργατών να συνεταιρίζονται για να προωθήσουν την αύξηση των αποδοχών τους-ο δεύτερος, στο δικαίωμα που έχουν τα τραστ, τα καρτέλ ή άλλες μορφές καπιταλιστικών συνασπισμών να αυξάνουν τις τι μές. Και στις δύο περιπτώσεις, παρατηρήθηκε δικαιολογημένα ότι η ελευθε ρία των συμβάσεων ή το ΐ3ίδ5βζ-ί3ίΓθ ασκούσαν περιοριστικές πιέσεις στο ε μπόριο-η αρχή του ΐ3ί53θζ-ί3ΐΓθ μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί από τα άμεσα ενδιαφερόμενο μέρη για τον περιορισμό της αγοράς εργασίας, και όχι μόνον αυτής. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι, και στις δύο περιπτώ σεις, συνεπείς φιλελεύθεροι, όπως ο Λόυδ Τζορτζ, ο Τέοντορ Ρούσβελτ, ο
146
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
Τέρμαν Αρνολντ και ο \Ν. ϋρριηβη, έθεσαν το Ιβϊδδβζ-ίβίΓβ σε δεύτερη μοίρα απέναντι στην ύπαρξη της ελεύθερης αγοράς. Απαίτησαν ρυθμίσεις, περιορισμούς, ποινικοποιήσεις και πειθαναγκασμό, υποστηρίζοντας, όπως θα έκανε ο κάθε «κολεκτιβιστής», ότι τα εργατικά συνδικάτα και οι εταιρείες είχαν κάνει κατάχρηση της ελευθερίας των συμβάσεων. Θεωρητικά, το Ιβίδδβζ-ίβίΓΘ ή η ελευθερία των συμβάσεων ήταν το δικαί ωμα των εργατών να αρνούνται την εργασία τους ατομικά ή συλλογικά, αν το επιθυμούσαν, όπως και η ελευθερία που είχαν οι επιχειρηματίες να συμ φωνήσουν σε ένα ύψος τιμών πώλησης, ανεξάρτητο από τις επιθυμίες των καταναλωτών. Αλλά στην πράξη, μια τέτοια ελευθερία ερχόταν σε σύ γκρουση με την αυτορυθμιζόμενη αγορά, και, σε κάθε τέτοια σύγκρουση, η αυτορυθμιζόμενη αγορά κέρδιζε την πρωτοκαθεδρία. Με άλλα λόγια, αν οι ανάγκες της αυτορυθμιζόμενης αγοράς απέβαιναν ασύμβατες με τις απαι τήσεις του ΙβίδδθΖ-ίβίΓθ, ο φιλελεύθερος στρεφόταν εναντίον του Ιβίδδβζί3ΐΓβ και κατέφευγε — όπως και ο κάθε αντίπαλος του φιλελευθερισμού— στις λεγάμενες κολεκτιβιστικές μεθόδους της ρύθμισης και των περιορι σμών. Η νομοθεσία για τα εργατικά συνδικάτα, όπως και η νομοθεσία κατά των τραστ, πήγασαν από αυτήν την αντίληψη. Δεν υπάρχει ισχυρότερη από δειξη της αναγκαιότητας για προσφυγή σε αντιφιλελεύθερες ή «κολεκτιβιστικές» μεθόδους στις συνθήκες της νεοτερικής βιομηχανικής κοινωνίας, α πό το γεγονός ότι ως και οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι χρησιμοποιούσαν τακτικά τέτοιες μεθόδους, σε αποφασιστικής σημασίας τομείς της βιομηχανικής ορ γάνωσης. Παρεπιμπτόντως, αυτό συντελεί στην αποσαφήνιση του όρου «παρεμβα τισμός», με τον οποίο οι φιλελεύθεροι συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν το α ντίθετο της δικής τους πολιτικής, μόνο για να φανερώσουν τη διανοητική τους σύγχυση. Το αντίθετο του παρεμβατισμού είναι το Ιβίδδβζ-ίβίΓβ, και μό λις είδαμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν μπορεί να ταυτισθεί με το Ιβίδδβζ-ίθϊΓθ (αν και στην καθημερινή γλώσσα μπορούμε να τα χρησιμοποι ούμε αδιακρίτως). Ουσιαστικά, οικονομικός φιλελευθερισμός είναι η οργα νωτική αρχή μιας κοινωνίας, στην οποία η βιομηχανία βασίζεται στον θεσμό της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Βέβαια, μόλις ένα τέτοιο σύστημα πραγματωθεί, έστω και μερικώς, απαιτεί μικρότερες παρεμβάσεις. Πάντως, αυτό δεν σημαίνει πως το σύστημα της αγοράς και η παρέμβαση αποτελούν αμοι βαία αποκλειόμενες έννοιες. Γιατί, όσο αυτό το σύστημα παραμένει ανολο κλήρωτο, οι φιλελεύθεροι δεν θα διστάσουν να απαιτήσουν την παρέμβαση του κράτους για την εγκαθίδρυσή του και, αφού την επιτύχουν, για τη διατή ρησή του. Συνεπώς, ο οικονομικός φιλελεύθερος μπορεί δίχως καμία ασυνέ πεια να καλέσει το κράτος να επιβάλλει τη δύναμη του νόμου-μπορεί ακόμη να απευθυνθεί στις βίαιες δυνάμεις του εμφυλίου πολέμου, για να δημιουρ γήσει τις προϋποθέσεις της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Στην Αμερική, ο Νό τος επικαλέσθηκε το Ιβίδδθζ-ίβίΓθ για να δικαιολογήσει τη δουλεία, ενώ ο Βορράς έκανε χρήση των όπλων για να εδραιώσει την ελεύθερη αγορά ερ γασίας. Ετσι, η καταδίκη του παρεμβατισμού από τους φιλελεύθερους συγ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
147
γραφείς δεν έχει νόημα. Η μόνη αρχή που μπορούν να διατηρήσουν οι φιλε λεύθεροι δίχως φόβο ασυνέπειας, είναι η αρχή της αυτορυθμιζόμενης αγο ράς, άσχετα με το αν τους εμπλέκει σε παρεμβάσεις ή όχι. Συνοψίζοντας: η αντίδραση στον οικονομικό φιλελευθερισμό και στο ΐ3ί8δθζ-ί3ίΓθ περιείχε όλα τα αλάνθαστα χαρακτηριστικά μιας αυθόρμητης πράξης. Παρατηρήθηκε σε αμέτρητα, ασύνδετα μεταξύ τους σημεία, δίχως διακριτές συνδέσεις ή και ιδεολογική ομοιομορφία των άμεσα εμπλεκόμε νων συμφερόντων. Ακόμη και στην επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήμα τος, όπως στην περίπτωση της αποζημίωσης των εργατών, οι προτεινόμενες λύσεις κυμαίνονταν από καθαρά ατομικιστικές ως «κολεκτιβιστικές», α πό φιλελεύθερες ως αντιφιλελεύθερες, από εκφράσεις του Ιβϊδδβζ ΐβϊΓβ σε καθαρούς παρεμβατισμούς, δίχως να έχει μεσολαβήσει αλλαγή στα οικονο μικά συμφέροντα, τις ιδεολογικές επιρροές ή τις πολιτικές δυνάμεις που εί χαν εμπλακεί, αλλά απλώς σαν αποτέλεσμα της αυξανόμενης συνειδητοποίησης της φύσης τού υπό διερεύνηση ζητήματος. Μπορεί να αποδειχθεί και ότι μία πολύ παρόμοια μετάβαση από το ΐ3ίδ8βζ-ί3ΪΓβ στον «κολεκτιβι σμό» συνέβη σε διάφορες χώρες σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της βιομηχα νικής τους ανάπτυξης, καταδεικνύοντας έτσι το βάθος και την αυτονομία των κινητηρίων δυνάμεων της διαδικασίας, που τόσο επιφανειακά τα αποδί δουν οι φιλελεύθεροι σε εκφράσεις μεταβαλλόμενων διαθέσεων και στε νών συμφερόντων. Τέλος, η ανάλυση αποκαλύπτει ότι ακόμα και οι πιο φα νατικοί υποστηρικτές του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν μπορούσαν να αποφύγουν τον κανόνα, που καθιστά το ΐ3Ϊ33ΘΖ-ί3ΪΓθ ανεφάρμοστο σε συν θήκες αναπτυγμένης βιομηχανίας. Στην κρίσιμη περίπτωση του νόμου για τα συνδικάτα, όπως και της νομοθεσίας αντι-τραστ, οι ίδιοι οι ακραίοι φιλελεύ θεροι αναγκάσθηκαν να ζητήσουν την πολλαπλή παρέμβαση του κράτους, για να προφυλάξουν τη λειτουργία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς από τις μονοπωλιακές πινελιές. Ακόμη και το ελεύθερο εμπόριο και ο ανταγωνισμός απαιτούσαν παρέμβαση για να λειτουργήσουν ομαλά. Ο φιλελεύθερος μύ θος της «κολεκτιβιστικής» συνωμοσίας των δεκαετιών του 1870 και 1880 έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα γεγονότα. Η δική μας ερμηνεία της διττής τάσης αποδεικνύεται τελικά από τα γε γονότα. Γιατί, αν η οικονομία της αγοράς αποτελούσε κίνδυνο για την αν θρώπινη και την φυσική υπόσταση της κοινωνίας, όπως υποστηρίξαμε, ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η αντίδραση παρά η απαίτηση πάμπολλων αν θρώπων για μία μορφή προστασίας; Αυτό ακριβώς εντοπίσαμε. Επίσης, θα αναμέναμε να συμβεί αυτό, δίχως κάποιες θεωρητικές ή διανοητικές προκα ταλήψεις από την πλευρά αυτών των δυνάμεων, και ανεξάρτητα από τις με μονωμένες αντιλήψεις τους για τις αρχές μιας οικονομίας της αγοράς. Και πάλι, αυτή ήταν η πραγματικότητα. Επιπλέον, υποστηρίξαμε ότι μία συγκρι τική ιστορία των κυβερνήσεων θα μπορούσε να στηρίξει «πειραματικά» την άποψη μας, εφ’ όσον τα ιδιαίτερα συμφέροντα καταδεικνύονταν ως ανεξάρ τητα από τις συγκεκριμένες ιδεολογίες των χωρών αυτών. Και σε αυτήν την κατεύθυνση θα μπορούσαμε να προβάλλουμε σαφέστατα στοιχεία. Τέλος, η
148
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
συμπεριφορά των ίδιων των φιλελεύθερων απέδειξε ότι η διατήρηση της ε λευθερίας των συναλλαγών — με την ορολογία μας, της αυτορυθμιζόμενης αγοράς— ουσιαστικά απαιτούσε παρέμβαση, και ότι οι φιλελεύθεροι συχνά αξίωναν την εξαναγκαστική δράση του κράτους, όπως στην περίπτωση των νόμων για τα συνδικάτα και εναντίον των τραστ. Τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις αποδεί ξεις που προσφέρει η ίδια η ιστορία σχετικά με το ποιά από τις δύο αντίπα λες ερμηνείες της διττής τάσης είναι η σωστή: του φιλελεύθερου, που ισχυ ρίζεται πως η πολιτική του ήταν εξ αρχής καταδικασμένη να στραγγαλισθεί από κοντόφθαλμους συνδικαλιστές, μαρξιστές διανοούμενους, άπληστους βιομήχανους και αντιδραστικούς γαιοκτήμονες· ή των επικριτών του φιλε λευθερισμού, που καταδεικνύουν την καθολική «κολεκτιβιστική» αντίδραση στην επέκταση της οικονομίας της αγοράς κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι., ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη του κινδύνου για την κοινωνία που ενυ πήρχε στην ουτοπική αρχή της αυτορυθμιζόμενης αγοράς.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
149
13. Η γέννηση του φιλελεύθερου δόγματος (2): Ταξικά συμφέροντα και κοινωνική αλλαγή Γ ια να καταλάβουμε πλήρως τη φύση της πολιτικής του 19ου αι., πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τον φιλελεύθερο μύθο της «κσλεκτιβιστικής» συνωμοσίας: κατ' αυτόν, ο προστατευτισμός ήταν αποτέλεσμα της δράσης των συνδυασμένων συμφερόντων των καλλιεργητών, των κατασκευαστών και των συνδικαλιστών, που εσκεμμένα υπονόμευσαν τον αυτόματο μηχανι σμό της αγοράς. Με μία άλλη μορφή, και βέβαια από αντίθετη πολιτική οπτι κή, τα μαρξιστικά κόμματα διατύπωσαν ανάλογους ισχυρισμούς (άσχετα με το αν η σκέψη του Μαρξ εστιαζόταν στην ολότητα της κοινωνίας και στη μη οικονομική φύση του ανθρώπου1). Ο ίδιος ο Μαρξ ακολούθησε τον Ρικάρντο όταν προσδιόριζε τις κοινωνικές τάξεις με οικονομικούς όρους, ενώ η οικο νομική εκμετάλλευση υπήρξε αναμφίβολα χαρακτηριστικό γνώρισμα της νέ ας, αστικής εποχής. Η πραγματικότητα αυτή ώθησε τον αγοραίο μαρξισμό στη διατύπωση μιας χονδροειδούς ταξικής θεωρίας της κοινωνικής εξέλιξης. Η πίεση για τη δημιουργία αγορών και ζωνών επιρροής αποδόθηκε απλώς στο κίνητρο του κέρδους μιας χούφτας επιχειρηματιών. Ο ιμπεριαλισμός ερμηνεύθηκε ως καπιταλιστική πλεκτάνη για να εξωθηθούν οι κυβερνήσεις σε πολεμικές πε ριπέτειες, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών. Οι πόλεμοι αποδίδονταν στον συνδυασμό αυτών των συμφε ρόντων με τα συμφέροντα των εταιρειών όπλων, που απέκτησαν ως εκ θαύ ματος την ικανότητα να παρασύρουν ολόκληρα έθνη σε καταστροφικές πε ριπέτειες, κόντρα στα ζωτικά τους συμφέροντα. Ουσιαστικά, φιλελεύθεροι και μαρξιστές εντόπιζαν τις ρίζες του προστατευτισμού σε επιμέρους συμ φέροντα- απέδιδαν τα αγροτικά δασμολόγια στην πολιτική πίεση που α σκούσαν αντιδραστικοί μεγαλογαιοκτήμονές και καθιστούσαν τη δίψα για κέρδος των μεγιστάνων της βιομηχανίας αποκλειστικά υπεύθυνη για την α νάπτυξη μονοπωλιακών επιχειρήσεων τέλος, θεωρούσαν τον πόλεμο απο τέλεσμα της δράσης αχαλίνωτων επιχειρηματιών. Η φιλελεύθερη οικονομική θεώρηση βρήκε έτσι ισχυρή στήριξη σε μια στενά ταξική θεωρία. Προωθώντας τις απόψεις αντιπάλων τάξεων, φιλελεύ θεροι και μαρξιστές κατέληγαν σε ταυτόσημες επισημάνσεις. Έδειχναν α κλόνητη εμμονή στην άποψη ότι ο προστατευτισμός του 19ου αι. ήταν απο τέλεσμα ταξικής δράσης και ότι αυτή η δράση θα πρέπει να εξυπηρετούσε πρώτα απ’ όλα τα συμφέροντα των μελών των άμεσα ενδιαφερόμενων τά ξεων. Και οι δύο απέτυχαν σχεδόν ολοσχερώς να πετύχουν μια γενική θεώ ρηση της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς, καθώς και της λειτουργίας 1. Μ3γχ, Κ., ΝβΙιοηβΙοΙκοηοινιβ υηό ΡήιΙοεορ/ιιβ, στο «Οθγ ΗίδΙοπεοΗβ ΜβίθπβΝεΓηυε», 1932.
150
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
του προστατευτισμού σε μια τέτοια κοινωνία. Στην πραγματικότητα, τα ταξικά συμφέροντα ερμηνεύουν μόνον εν μέρει τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές διαδικασίες. Η τύχη των τάξεων καθορί ζεται συχνότερα από τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το αντίστροφο. Με δεδομένη μία συγκεκριμένη δομή της κοινωνίας, η ταξική θεωρία λειτουρ γεί· αλλά τι συμβαίνει στην περίπτωση που η κοινωνία βρίσκεται σε μετεξέ λιξη; Μια τάξη που έχει απολέσει τον ρόλο της στην κοινωνία, μπορεί να α ποσυντεθεί και να αντικατασταθεί από μία νέα τάξη ή σύνολο τάξεων. Εξ άλλου, η τελική έκβαση της ταξικής πάλης για τις μεμονωμένες τάξεις θα εξαρτηθεί από την ικανότητα των τάξεων να αποσπάσουν υποστήριξη πέρα από τον κοινωνικό τους χώρο, πράγμα που με τη σειρά του θα εξαρτηθεί α πό τον βαθμό στον οποίο οι τάξεις αυτές προωθούν στόχους ευρύτερους α πό τους στενά ταξικούς τους. Ούτε η γέννηση ούτε ο θάνατος των τάξεων, ούτε οι στόχοι και ο βαθμός επίτευξής τους, ούτε και οι συμμαχίες και οι α νταγωνισμοί τους μπορούν να κατανοηθούν έξω από την πραγματικότητα της κοινωνίας ως όλου. Η κατάσταση αυτή δημιουργείται κατά κανόνα από εξωτερικά αίτια, ό πως μία αλλαγή στο κλίμα, στην απόδοση της σοδειάς, ένας καινούριος ε χθρός ή ένα νέο όπλο που χρησιμοποιεί ένας παλιός, η ανάδειξη νέων στό χων της κοινότητας ή ακόμη η ανάπτυξη νέων μεθόδων επίτευξης των πα ραδοσιακών στόχων της κοινότητας. Με αυτήν την συνολική κατάσταση πρέπει τελικά να συσχετισθούν τα επιμέρους συμφέροντα, για να αποσαφηνισθεί ο ρόλος τους στην κοινωνική ανάπτυξη. Ο ουσιαστικός ρόλος που διαδραματίζουν τα ταξικά συμφέροντα στην κοινωνική αλλαγή είναι στη φύση των πραγμάτων. Οποιαδήποτε μεγάλη αλ λαγή θα επηρεάσει οπωσδήποτε διαφορετικά τις διάφορες μερίδες της κοι νωνίας, για λόγους όπως διαφορές στη γεωγραφική τους θέση ή στην οικο νομική και πολιτισμική τους πραγματικότητα. Τα επιμέρους συμφέροντα κα θίστανται έτσι οι φυσικοί φορείς της κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Ανε ξάρτητα από το αν πηγή της αλλαγής είναι ο πόλεμος ή το εμπόριο, εντυ πωσιακές εφευρέσεις ή αλλαγές στις περιβαλλοντικές συνθήκες, οι διάφο ρες μερίδες της κοινωνίας θα επιδείξουν διαφορετικές μεθόδους προσαρ μογής (και βίαιες) και θα προσαρμόσουν τα συμφέροντά τους κατά τρόπο διαφορετικό από τον τρόπο των άλλων ομάδων, με τις οποίες πιθανόν συ γκρούονται για την ηγεμονία. Μόνον αν καταδείξουμε την ομάδα ή τις ομά δες που πραγματοποίησαν μία αλλαγή, μπορούμε να εξηγήσουμε πώς επήλθε η αλλαγή αυτή. Αλλά η τελική αιτία ρυθμίζεται από εξωτερικές δυνάμεις, ενώ η κοινωνία στηρίζεται μόνο στις εσωτερικές της δυνάμεις για να επιφέ ρει την αλλαγή. Η «πρόκληση» απευθύνεται στην κοινωνία ως σύνολο- η «απάντηση» δίδεται δια μέσου ομάδων, συσπειρώσεων και τάξεων. Συνεπώς, από μόνα τους τα ταξικά συμφέροντα δεν μπορούν να εξηγή σουν ικανοποιητικά καμία μακροπρόθεσμη διαδικασία. Πρώτον, επειδή η συ γκεκριμένη διαδικασία μπορεί τελικά να καθορίσει την ύπαρξη της ίδιας της τάξης. Δεύτερον, επειδή τα συμφέροντα των συγκεκριμένων τάξεων καθο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
151
ρίζουν μόνο τους στόχους και τις προσδοκίες αυτών των τάξεων, και όχι την αποτυχία ή την επιτυχία των προσπαθειών αυτών. Δεν υπάρχει μία μαγι κή ιδιότητα που να εξασφαλίζει στα ταξικά συμφέροντα την υποστήριξη με λών άλλων τάξεων. Κι όμως, η υποστήριξη αποτελεί συνηθισμένο φαινόμε νο. Μάλιστα ο προστατευτισμός αποτελεί μία τέτοια περίπτωση. Εδώ, το πρόβλημα δεν συνίσταται τόσο στο γιατί γαιοκτήμονες, βιομήχανοι και συν δικαλιστές θέλησαν να αυξήσουν τα εισοδήματά τους με προστατευτικές πράξεις, αλλά στο γιατί το πέτυχαν. Ούτε και στο γιατί εργάτες και επιχει ρηματίες θέλησαν να εδραιώσουν μονοπώλια για τα προϊόντα τους, αλλά στο γιατί πέτυχαν αυτόν τον στόχο- όχι στο γιατί ορισμένες ομάδες θέλη σαν να δράσουν παρόμοια σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αλλά στο γιατί τέτοιες ομάδες υπήρχαν σε διαφορετικές χώρες, όπως και στο γιατί πέτυ χαν παντού τους στόχους τους. Όχι στο γιατί οι παραγωγοί καλαμποκιού προσπάθησαν να το πουλήσουν ακριβότερα, αλλά στο γιατί πέτυχαν να πείσουν τους αγοραστές του προϊόντος τους να τους στηρίξουν στην αύξηση της τιμής του. Δεύτερον, υπάρχει η εξ ίσου λαθεμένη θεωρία της κατά βάση οικονομι κής φύσης των ταξικών συμφερόντων. Αν και η ανθρώπινη κοινωνία είναι φυσικό να επηρεάζεται από οικονομικούς παράγοντες, τα κίνητρα των ατό μων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις καθορίζονται από την ικανοποίηση α ποκλειστικά υλικών αναγκών. Το γεγονός ότι η κοινωνία του 19ου αι. οργα νώθηκε με βάση την υπόθεση ότι ένα τέτοιο κίνητρο θα μπορούσε να κατα στεί καθολικό, αποτελεί ιδιομορφία της εποχής. Πρέπει, όμως, να αποφύ γουμε να προδικάσουμε το ζήτημα, που σχετίζεται ακριβώς με τον βαθμό στον οποίο μπόρεσε να λειτουργήσει αυτό το ασυνήθιστο κίνητρο. Αμιγώς οικονομικά ζητήματα, όπως αυτά που σχετίζονται με την ικανο ποίηση υλικών αναγκών, σχετίζονται πολύ λιγότερο με την ταξική συμπερι φορά από όσο ζητήματα κοινωνικής αναγνώρισης. Βέβαια, η ικανοποίηση υ λικών αναγκών μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αναγνώρισης, ι διαίτερα ως το εμφανέστερο χαρακτηριστικό της. Αλλά τα συμφέροντα μιας τάξης αναφέρονται πολύ πιο άμεσα σε θέματα κοινωνικής υπόστασης, θέ σης και εξασφάλισης του δίβΐυε, δηλαδή είναι πρωτίστως κοινωνικά και όχι οικονομικά. Οι τάξεις και οι ομάδες που συμμετείχαν κατά διαστήματα στο γενικό προστατευτικό ρεύμα μετά το 1870 δεν υποκινήθηκαν κατά βάση από τα οι κονομικά τους συμφέροντα. Τα «κολεκτιβιστικά» μέτρα που πάρθηκαν αυ τήν την κρίσιμη περίοδο φανερώνουν ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρεισέφρυαν τα συμφέροντα μιας μεμονωμένης τάξης και ότι, ακόμη και σ’ αυτήν την περίπτωση, τα συμφέροντα αυτά σπανιότατα μπορούν να χαρακτηρισθούν οικονομικά. Είναι βέβαιο ότι κανένα «κοντόθωρο οικονομικό συμφέρον» δεν εξυπηρετήθηκε από την νομοθετική πράξη που εξουσιοδο τούσε τις δημοτικές αρχές να επεκτείνουν τη δικαιοδοσία τους σε εγκατα λειμμένους και καθαρά διακοσμητικούς χώρους. Το ίδιο ισχύει και για τις ρυθμίσεις που επέβαλαν τον καθαρισμό των αρτοποιείων με ζεστό νερό και
152
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
σαπούνι τουλάχιστον κάθε εξάμηνο, ή την νομοθετική πράξη που καθιστού σε υποχρεωτική τη δοκιμή της αντοχής των καλωδίων και αγκυρών. Αυτά τα μέτρα εξυπηρετούσαν απλώς ανάγκες ενός βιομηχανικού πολιτισμού, στις οποίες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν οι μέθοδοι της αγοράς. Οι περισ σότερες τέτοιες παρεμβάσεις δεν είχε κανέναν άμεσο ή και έμμεσο αντί κτυπο στα εισοδήματα. Το ίδιο ίσχυε και για όλους τους νόμους που σχετί ζονταν με την υγιεινή και τους αγροτικούς κλήρους, την αστική υλικοτεχνική υποδομή και τις βιβλιοθήκες, τις συνθήκες στα εργοστάσια, τις μεταφο ρές και πολλά άλλα ζητήματα. Αλλά, ακόμη και όταν παρεισέφρυαν οικονο μικές αξίες, η σημασία τους ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με άλλα συμφέ ροντα. Ζητήματα επαγγελματικού δίβΐυε, ασφάλειας και εξασφάλισης, τρό που ζωής, σταθερότητας του περιβάλλοντος και διάρκειας ζωής του ανθρώ που, αποτελούσαν αντικείμενο σχεδόν αδιάκοπης διερεύνησης. Η οικονομι κή σπουδαιότητα ορισμένων παρεμβάσεων, όπως οι τελωνειακοί δασμοί ή η αποζημίωση των εργατών, δεν πρέπει να υποβαθμίζεται σε καμία περίπτω ση. Αλλά, ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα μη οικονομικά συμφέροντα ήταν αδιαχώριστα από τα καθαρά οικονομικά. Οι τελωνειακοί δασμοί, που έ φεραν κέρδη στους καπιταλιστές και μισθούς στους εργάτες, εξασφάλιζαν επίσης, σε τελευταία ανάλυση, μια σιγουριά απέναντι στο ενδεχόμενο της ανεργίας, σταθερότητα των τοπικών συνθηκών, εξασφάλιση απέναντι σε τυχόν χρεωκοπία των βιομηχανιών και, ίσως πάνω απ’ όλα, την αποφυγή της οδυνηρής κοινωνικής υποβάθμισης που αναπόφευκτα συνεπαγόταν η μεταγωγή σε μία άλλη εργασία, για την οποία ο εργαζόμενος ήταν λιγότερο εκπαιδευμένος και έμπειρος από όσο στην καθαυτό δική του. Μόλις απαλλαγούμε από την εμμονή στην αντίληψη ότι μόνο τα ειδικά συμφέροντα, και ποτέ τα γενικά, μπορούν να δράσουν αποτελεσματικά, ό πως και από την αναγωγή όλων των συμφερόντων των ανθρώπινων ομά δων στις οικονομικές τους απαιτήσεις, θα μπορέσουμε να διαλευκάνουμε το εύρος και το βάθος του προστατευτικού κινήματος. Ενώ τα οικονομικά συμ φέροντα εκφράζονται αναγκαστικά από εκείνους με τους οποίους σχετίζο νται άμεσα, άλλα συμφέροντα βρίσκουν ευρύτερη αντιπροσώπευση. Τέτοια συμφέροντα επηρεάζουν τα άτομα στην καθημερινότητά τους, στις σχέσεις τους, στο επάγγελμα τους, στα προβλήματα και τις ασχολίες τους και, συ νακόλουθα, μπορούν να αντιπροσωπευθούν από οποιουδήποτε τύπου τοπι κή ή λειτουργική ένωση, όπως οι εκκλησίες, οι κωμοπόλεις, οι αδελφότητες, οι διάφορες λέσχες, τα συνδικάτα και, πιο συχνά, τα πολιτικά κόμματα ευρείας συμμετοχής. Μια πολύ στενή αντίληψη του συμφέροντος οδηγεί ανα πόφευκτα σε μια παραμορφωτική σύλληψη της κοινωνικής και πολιτικής ι στορίας και κανένας αποκλειστικά οικονομικός ορισμός των συμφερόντων δεν είναι σε θέση να συμπεριλάβει τη ζωτική ανάγκη για κοινωνική προστα σία, που η εκπροσώπησή της συχνότατα ανατίθεται σε άτομα επιφορτισμέ να με γενικές ευθύνες απέναντι στην κοινότητα — υπό τις νεοτερικές συν θήκες, στις κυβερνήσεις. Ακριβώς επειδή τα κοινωνικά και όχι τα οικονομικά συμφέροντα διαφορετικών στρωμάτων του πληθυσμού απειλούνταν από
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
153
την αγορά, άτομα που ανήκαν σε διαφορετικά οικονομικά στρώματα συσπει ρώθηκαν ασυναίσθητα για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Η εξάπλωση της αγοράς προωθήθηκε αλλά και παρεμποδίσθηκε από τη δράση ταξικών δυνάμεων. Με δεδομένη την αναγκαιότητα της εκμηχανισμένης παραγωγής για την εδραίωση της οικονομίας της αγοράς, μόνον οι εμπορικές τάξεις ήταν σε θέση να καταλάβουν την ηγεμονική θέση κατά τις απαρχές του μετασχηματισμού. Μία νέα τάξη επιχειρηματιών δημιουργήθηκε από τα υπολείμματα παλαιότερων τάξεων, με στόχο να διευθύνει μια α νάπτυξη, που ήταν σύμφωνη με τα συμφέροντα της κοινότητας στο σύνολό της. Αλλά αν η άνοδος των βιομηχάνων, επιχειρηματιών και καπιταλιστών υπήρξε αποτέλεσμα του πρωταγωνιστικού τους ρόλου στο κίνημα επέκτα σης, η άμυνα εναποτέθηκε στις παραδοσιακές τάξεις των γαιοκτημόνων και στην δημιουργούμενη εργατική τάξη. Και αν στο εσωτερικό της εμπορικής κοινότητας οι καπιταλιστές προωθούσαν τις δομικές αρχές του συστήματος της αγοράς, ο ρόλος του ένθερμου υπερμάχου της κοινωνίας εναποτέθηκε στην φεουδαλική αριστοκρατία και στο πρωτοεμφανιζόμενο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αλλά, ενώ οι γαιοκτήμονες θα επιδίωκαν φυσικά τη λύση ό λων των προβλημάτων με τη διατήρηση του παρελθόντος καθεστώτος, οι εργάτες ήταν ως έναν βαθμό σε θέση να ξεπεράσουν τα όρια της κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς και να δανεισθούν λύσεις από το μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει πως μία επιστροφή στον φεουδαλισμό ή μία επίκληση του σοσιαλι σμού ήταν πιθανές κατευθύνσεις δράσης-αλλά πραγματικά καταδεικνύει τις εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις στις οποίες γαιοκτήμονες και αστεακές εργατικές δυνάμεις αναζητούσαν την ανακούφιση από τα δεινά της πραγματικότητας. Αν η οικονομία της αγοράς κατέρρεε, όπως ήταν πολύ πι θανό σε κάθε κορύφωση της κρίσης, οι γαιοκτήμονες θα επιχειρούσαν την επιστροφή σε ένα στρατιωτικό ή φεουδαλικό καθεστώς πατερναλισμού, ε νώ οι εργάτες της βιομηχανίας θα διέβλεπαν την αναγκαιότητα να εγκαθιδρυθεί μία συνεταιριστική πολιτεία της εργασίας. Σε καιρό κρίσης, οι «απα ντήσεις» οδηγούν πιθανόν σε αλληλοαποκλειόμενες λύσεις. Μια απλή σύ γκρουση ταξικών συμφερόντων, που θα μπορούσε διαφορετικά να είχε οδηγηθεί σε συμβιβασμό, απέκτησε μοιραία σπουδαιότητα. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να μας κάνουν να μην ερμηνεύσουμε την ι στορία εμμένοντας στα οικονομικά συμφέροντα των συγκεκριμένων τάξε ων. Μια τέτοια προσέγγιση υπονοεί τη σταθερότητα αυτών των τάξεων, σε βαθμό που να παραπέμπει μόνο σε μιαν ακατάλυτη κοινωνία. Αγνοεί τις κρί σιμες φάσεις της ιστορίας, όταν ένας πολιτισμός έχει καταρρεύσει ή διάγει περίοδο μετασχηματισμού, οπότε κατά κανόνα δημιουργούνται νέες τάξεις, μερικές φορές σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, από τα ερείπια παλαιότερων τάξεων ή ακόμα από ξένα στοιχεία, όπως περιθωριακοί και τυχοδιώκτες. Συ χνά σε μια ιστορική συγκυρία, νέες τάξεις δημιουργήθηκαν απλώς από τις απαιτήσεις της στιγμής. Συνεπώς, σε τελευταία ανάλυση, ακριβώς η σχέση μιας τάξης με την κοινωνία στο σύνολό της καθορίζει τον ρόλο που θα δια δραματίσει η τάξη-και η επιτυχία της καθορίζεται από το εύρος και την ποι-
154
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
κιλία των συμφερόντων, πέραν των δικών της, που είναι σε θέση να προω θήσει. Ουσιαστικά, καμία στενά ταξική πολιτική δεν μπορεί να διαφυλάξει α κόμη και τα ιδιαίτερα συμφέροντά της — κανόνας που επιδέχεται ελάχιστες εξαιρέσεις. Καμία απόλυτα εγωκεντρική τάξη δεν μπορεί να διατηρηθεί στην κορυφή, εκτός αν η ολοσχερής καταστροφή της είναι η εναλλακτική λύση στην δεδομένη κοινωνική οργάνωση. Γ ια να προσδώσουν εγκυρότητα στην αντίκρουση της υποτιθέμενης «κολεκτιβιστικής» συνωμοσίας, οι φιλελεύθεροι πρέπει τελικά να αρνηθούν πως είχε προκύψει οποιαδήποτε ανάγκη προστασίας της κοινωνίας. Πρό σφατα, επικρότησαν τις απόψεις ορισμένων διανοούμενων, που απέρριψαν την παραδοσιακή άποψη για την Βιομηχανική επανάσταση, σύμφωνα με την οποία η αγγλική εργατική τάξη υπέστη καταστροφή, περίπου τη δεκαετία του 1790. Σύμφωνα με αυτούς τους συγγραφείς, δεν παρατηρήθηκε καμία επιδείνωση των συνθηκών ζωής του απλού λαού. Κατά μέσον όρο, οι απλοί άνθρωποι ήταν σε καλύτερη θέση από όσο πριν από την εισαγωγή του ερ γοστασιακού συστήματος και, όσον αφορά στους αριθμούς, κανείς δεν μπο ρούσε να αρνηθεί την ταχεία αύξησή τους. Με τα αποδεκτά μέτρα σύγκρι σης της οικονομικής ευημερίας — τους πραγματικούς μισθούς και το μέγε θος του πληθυσμού— ισχυρίζονταν πως ουδέποτε υπήρξε η κόλαση του πρώιμου καπιταλισμού- οι εργαζόμενοι, όχι μόνο δεν έπεσαν θύματα εκμε τάλλευσης, αλλά καρπώθηκαν νέα οικονομικά οφέλη, και η επίκληση της α νάγκης για κοινωνική προστασία από ένα καθολικά ευεργετικό σύστημα ή ταν κάτι απίθανο. Η άποψη αυτή έφερε αμηχανία στους επικριτές του φιλελεύθερου καπι ταλισμού. Επί εβδομήντα περίπου χρόνια, ειδικοί και Βασιλικές Επιτροπές καταδίκαζαν τις φρικαλεότητες της Βιομηχανικής επανάστασης, ενώ πάμπολλοι ποιητές, διανοούμενοι και συγγραφείς αποτύπωναν τη σκληρότητά της. Θεωρούνταν αποδεδειγμένο γεγονός ότι οι μάζες υπέστησαν τη σκλη ρότερη μεταχείριση από τους ανήθικους εκμεταλλευτές της φτώχειας τουςότι οι περιφράξεις είχαν αποσπάσει από τους χωρικούς τα σπίτια και τα χω ράφια τους και τους είχαν εξωθήσει στην αγορά εργασίας που δημιουργήθηκε από τη μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας. Εξ άλλου, οι επιβεβαι ωμένες τραγικές ιστορίες μικρών παιδιών που δούλευαν μέχρι θανάτου στα εργοστάσια και τα ορυχεία προσέφεραν ειδεχθείς αποδείξεις για την εξα θλίωση των μαζών. Πράγματι, η πιο διαδεδομένη προσέγγιση της Βιομηχα νικής επανάστασης βασιζόταν στον βαθμό εκμετάλλευσης που έφεραν οι περιφράξεις του 18ου αι., καθώς και στα χαμηλά ημερομίσθια που προσφέρονταν στους άστεγους εργάτες, τα οποία συντέλεσαν στην ταχεία ανάπτυ ξη της βαμβακουργίας και στην ραγδαία συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των πρώτων βιομηχάνων. Κατηγορήθηκαν για εκμετάλλευση, για αμείλικτη εκμετάλλευση των συμπολιτών τους, που ήταν η αιτία της τόσο μεγάλης δυ στυχίας και εξαθλίωσής τους. Όλες οι παραπάνω κατηγορίες φαινόταν τώρα ότι ακυρώνονταν. Οι ιστορικοί της οικονομίας διακήρυσσαν πως τα μαύρα σύννεφα που σκέπαζαν τις πρώτες δεκαετίες του εργοστασιακού κινήματος
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
155
είχαν διαλυθεί. Γιατί, πώς θα μπορούσε να υπάρχει κοινωνική καταστροφή, εκεί που σημειωνόταν αναμφισβήτητη οικονομική πρόοδος; Βέβαια, στην πραγματικότητα, μία κοινωνική καταστροφή είναι πρωταρ χικά πολιτισμικό και όχι οικονομικό φαινόμενο που μετριέται με στοιχεία ει σοδημάτων και πληθυσμιακές στατιστικές. Φυσικά, πολιτισμικές καταστρο φές που επέρχονται σε πλατιά στρώματα του απλού λαού δεν αποτελούν συνηθισμένα φαινόμενα· ούτε όμως συναντούμε συχνά κατακλυσμιαία γε γονότα όπως η Βιομηχανική επανάσταση — ένας οικονομικός σεισμός, που μεταμόρφωσε σε λιγότερο από πενήντα χρόνια τεράστια πλήθη κατοίκων της αγγλικής υπαίθρου σε άστεγους νομάδες. Αλλά αν τέτοιες μαζικές κα ταστροφές είναι ασυνήθιστες στην ιστορία των τάξεων, αποτελούν συχνό συμβάν στη σφαίρα των πολιτισμικών επαφών μεταξύ ανθρώπων από δια φορετικές φυλές. Ουσιαστικά, οι συνθήκες είναι ίδιες. Η διαφορά συνίσταται κυρίως στο ότι μία κοινωνική τάξη αποτελεί κομμάτι μιας κοινωνίας που κατοικεί στην ίδια γεωγραφική περιοχή, ενώ πολιτισμικές επαφές έχουμε συνήθως ανάμεσα σε κοινωνίες διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών. Και στις δύο περιπτώσεις, η επαφή μπορεί να έχει καταλυτικά αποτελέσματα για το ασθενέστερο μέρος. Η αιτία της κατάπτωσης είναι όχι η οικονομική εκμετάλλευση, όπως συχνά θεωρείται, αλλά η κατάλυση του πολιτισμικού περιβάλλοντος του θύματος. Η οικονομική διαδικασία μπορεί φυσικά να προσφέρει το μέσον της καταστροφής, και συνήθως ίσα ίσα η οικονομική κατωτερότητα καταδικάζει τον πιο αδύναμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η άμεση αιτία της καταστροφής του είναι οικονομική: είναι το θανάσιμο πλήγ μα στους θεσμούς, στους οποίους είχε εμπεδώσει την κοινωνική του ύπαρ ξη. Αποτέλεσμα είναι η απώλεια του αυτοσεβασμού, άσχετα με το αν η μο νάδα είναι ένας λαός ή μία τάξη, και με το αν η διαδικασία προέρχεται από λεγάμενες «πολιτισμικές συγκρούσεις» ή από αλλαγή της θέσης της τάξης στα πλαίσια της κοινωνίας. Για τον μελετητή του πρώιμου καπιταλισμού, ο παραλληλισμός αυτός έ χει μεγάλη σημασία. Η κατάσταση ορισμένων ιθαγενών φυλών της σημερι νής Αφρικής παρουσιάζει μιαν απαραγνώριστη ομοιότητα με την κατάσταση της αγγλικής εργατικής τάξης των αρχών του 19ου αι. Οι Καφίρ της νότιας Αφρικής, μία ευγενής φυλή, ολότελα περιχαρακωμένοι στο πατρικό τους ΚΓ33Ι, έχουν μετατραπεί σε κάτι σαν ημικατοικίδια ζώα, ντυμένα με τα «πιο άσχετα, βρομερά, τα πιο απαίσια κουρέλια που ακόμη και ο πιο εξαχρειωμέ νος λευκός δεν θα μπορούσε να φορέσει»2, ένα είδος πέρα από κάθε περι γραφή, χωρίς κανέναν αυτοσεβασμό και ηθικές αξίες. Η περιγραφή φέρνει στον νου το πορτρέτο που έφτιαξε ο Ρόμπερτ Όουεν για τους εργάτες του όταν τους μίλησε στο Λάναρκ, και τους είπε ψύχραιμα και αντικειμενικά, ως κοινωνικός ερευνητής, για ποιο λόγο είχαν καταντήσει εξαθλιωμένοι- και η αληθινή αιτία της εξαθλίωσής τους δεν θα μπορούσε να αποδοθεί ορθότε ρα: ζούσαν σε συνθήκες«πολιτισμικού κενού» — έκφραση που χρησιμο2. ΜίΙΙίη, Μ γ5. 3.0., ΤΙιβ 5ουίΙι Αίηαβηε, 1926.
156
ΚΑΗΙΡΟΙΑΝΥΙ
ποιήθηκε από έναν ανθρωπολόγο3 για να περιγράφει τα αίτια της πολιτισμι κής εξαχρείωσης ορισμένων από τις ευγενέστερες φυλές μαύρων της Αφρι κής, κάτω από την επίδραση της επαφής με τον πολιτισμό των λευκών. Οι τέχνες τους έχουν παρακμάσει, πεθαίνουν από ανία, για να θυμηθούμε την περίφημη έκφραση του Ρίβερς, ή σπαταλάνε τη ζωή τους σε ασωτείες. Η κουλτούρα τους δεν τους προσφέρει πλέον στόχους άξιους να τους επιδιώ ξουν ή να απαιτήσουν θυσίες, ενώ, από την άλλη, η φυλετική υπεροψία και προκατάληψη τους απαγορεύει να συμμετάσχουν επαρκώς στην κουλτούρα των λευκών εισβολέων4. Αντικαταστείστε τον φυλετικό αποκλεισμό με τον κοινωνικό, και εμφανίζονται τα Δύο Εθνη του 1840, ενώ τη θέση των Καφίρ παίρνουν οι ρακένδυτοι τρωγλοδύτες των μυθιστορημάτων του Κίνγκσλεϋ. Ορισμένοι που είναι πρόθυμοι να συμφωνήσουν πως δεν νοείται ζωή σε ένα πολιτισμικό κενό, ισχυρίζονται παρ’ όλα αυτά πως οι οικονομικές ανά γκες πληρούν αυτομάτως το κενό αυτό και καθιστούν την πραγματικότητα βιώσιμη σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Η υπόθεση αυτή έρχεται σε πλήρη α ντίφαση με τα πορίσματα της ανθρωπολογικής έρευνας. «Οι στόχοι για τους οποίους θα εργασθούν τα άτομα καθορίζονται πολιτισμικά και δεν απο τελούν αντίδραση του οργανισμού σε μια εξωτερική, ακαθόριστη πολιτισμι κά κατάσταση, όπως η έλλειψη τροφής», γράφει η δρ. Μηντ. «Η διαδικασία, με την οποία μια ομάδα αγρίων μετατρέπονται σε χρυσωρύχους ή πλήρωμα πλοίου ή, απλώς, χάνουν κάθε κίνητρο για προσπάθεια και αφήνονται να πεθάνουν πλάι σε ποταμούς γεμάτους ακόμη από ψάρια, εμφανίζεται τόσο παράδοξη, τόσο ξένη προς τη φύση της κοινωνίας και της φυσιολογικής της λειτουργίας, ώστε μοιάζει με παθολογική κατάσταση»· «κι όμως», προσθέ τει, «αυτό ακριβώς θα συμβεί σε έναν λαό αντιμέτωπο με μια βίαιη, εξωτερι κά εισαγόμενη ή τουλάχιστον, εξωτερικά παραχθείσα αλλαγή...» Το συμπέ ρασμά της: «Αυτή η σκληρή συμπεριφορά, αυτό το ξερίζωμα των απλών αν θρώπων από τα ήθη τους, συναντάται πολύ συχνά και δεν επιτρέπεται να το αγνοεί ο ιστορικός των κοινωνιών». Κι όμως, ο ιστορικός δεν λαμβάνει το μήνυμα. Αρνείται ακόμη να δει πως η τρομακτική δύναμη της πολιτισμικής επαφής, η οποία οδηγεί σήμερα τον αποικιακό κόσμο σε επαναστατικές αλλαγές, είναι η ίδια που, πριν από έναν αιώνα, δημιούργησε τις αποτρόπαιες συνθήκες του πρώιμου καπιταλισμού. Ένας ανθρωπολόγος5 κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα: «Παρά τις πολλές διαφορές, οι σημερινοί εξωτικοί λαοί αντιμετωπίζουν βασικά τις ίδιες δυσχέ ρειες που αντιμετωπίσαμε κι εμείς πριν από δεκαετίες ή αιώνες. Η τεχνολο γική πρόοδος, η νέα γνώση, οι νέες μορφές πλούτου και δύναμης ενίσχυσαν την κοινωνική κινητικότητα, δηλαδή τη μετακίνηση ατόμων, την επέκταση ή τη διάλυση οικογενειών, τη διαφοροποίηση των κοινωνικών ομάδων, νέες μορφές εξουσίας, νέα πρότυπα ζωής, διαφορετικές εκτιμήσεις». 3. ΟοΙάβηννθίδθΓ, Α., ΑηϋιωροΙθζ)γ. 1937. 4. ΟοΙάθη\Λ/θΐ58Γ, Α., ίβί<± 5. ΤΜυΐ'Π'Λ'βΙά. Ρ.Ο., ΒΙβοΙοηά IΑ/ίιίίβ ίη Ε3$1 Αίποβ; ϋιβ Ρβύπο οίά Νθνν ΟνίΙίζβίίοη, 1935.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
157
Ο διεισδυτικός νους του ΤΙιυίηννβΙά αναγνώρισε πως η τωρινή πολιτισμική καταστροφή της κοινωνίας των μαύρων είναι ανάλογη με την καταστροφή που έζησε μεγάλο μέρος της λευκής κοινωνίας κατά τις απαρχές του καπι ταλισμού. Μόνον ο ιστορικός των κοινωνιών δεν βλέπει ακόμη αυτήν την α ναλογία. Τίποτε δεν συσκοτίζει την κοινωνική μας οπτική περισσότερο από την οικονομίστικη προκατάληψη. Η εκμετάλλευση έχει αναδειχθεί τόσο συστημα τικά ως η κεφαλαιώδης διάσταση του αποικιακού προβλήματος, ώστε αξίζει να την προσέξουμε ιδιαίτερα. Εξ άλλου, εκμετάλλευση σε κλίμακα πιο αν θρώπινη έχει ασκηθεί τόσο συχνά και τόσο συστηματικά, αλλά και τόσο α μείλικτα σε βάρος των πρωτόγονων λαών του κόσμου, ώστε θα ήμασταν τε λείως αναίσθητοι αν δεν της παραχωρούσαμε την κεντρική θέση σε οποιαδήποτε εξέταση του αποικιακού προβλήματος. Κι όμως, αυτή ακριβώς η έμ φαση στην εκμετάλλευση τείνει να κρύψει από τα μάτια μας το ακόμη σπου δαιότερο ζήτημα του πολιτιστικού εκφυλισμού. Αν η εκμετάλλευση ορίζεται με αυστηρά οικονομικούς όρους ως μία μόνιμη ανισότητα στην ανταλλαγή, είναι πράγματι αμφίβολο το κατά πόσον υπήρξε. Η καταστροφή των κοινο τήτων των ιθαγενών ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της ραγδαίας και βίαιης κα τάλυσης των βασικών τους θεσμών (ανεξάρτητα από το αν στην όλη διαδι κασία παρεμβλήθηκε βία). Οι θεσμοί αυτοί διαταράσσονται από το γεγονός ότι μία οικονομία της αγοράς επιβάλλεται σε μία κοινότητα που είναι οργα νωμένη εντελώς διαφορετικά-γη και εργασία μετατρέπονται σε εμπορεύμα τα, πράγμα που απλώς αποτελεί τον πιο σύντομο δρόμο για την εξάλειψη ό λων των πολιτισμικών θεσμών μίας οργανικής κοινωνίας. Οι αλλαγές στα μεγέθη των εισοδημάτων και του πληθυσμού είναι εμφανώς δυσανάλογες προς αυτήν τη διαδικασία. Κανένας, για παράδειγμα, δεν θα αμφέβαλε πως ένας πρώην ελεύθερος λαός που έχει συρθεί στη σκλαβιά υφίσταται εκμε τάλλευση, παρά το γεγονός ότι η ζωή του, υπό μία τεχνική έννοια, έχει βελ τιωθεί σημαντικά σε σχέση με τη ζωή στη μητρική του γη. Κι όμως, τίποτε δεν θα άλλαζε, αν υποθέταμε ότι οι υποδουλωμένοι ιθαγενείς είχαν αφεθεί ελεύθεροι και δεν είχαν εξαναγκασθεί να διπλοπληρώνουν τα φθηνά βαμβα κερά προϊόντα που τους επιβλήθηκαν, και ότι η λιμοκτονία τους είχε προκληθεί «απλώς» από τη διατάραξη των κοινωνικών τους θεσμών. Ας πάρουμε το πασίγνωστο παράδειγμα της Ινδίας. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι., οι μάζες των Ινδών που χάθηκαν από την πείνα, έπεσαν θύ ματα όχι της εκμετάλλευσής τους από το Λάνκασαηρ, αλλά της κατάλυσης της παραδοσιακής ινδικής αγροτικής κοινότητας. Είναι αναμφίβολα αληθές το ότι αυτή επήλθε εξ αιτίας των δυνάμεων του οικονομικού ανταγωνισμού, ιδιαίτερα εξ αιτίας του ανελέητου ανταγωνισμού του χειροποίητου οΙπ3όό3Γ και της εκμηχανισμένης παραγωγής· αλλά αυτό αποδεικνύει το αντίθετο της οικονομικής εκμετάλλευσης, εφ’ όσον η πώληση κάτω του κόστους α ποτελεί το αντίστροφο της υπερκοστολόγησης. Πραγματική πηγή των λιμο κτονιών του δεύτερου μισού του αιώνα ήταν η ελεύθερη διάθεση των δημη τριακών, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των τοπικών εισοδημάτων. Οι α
158
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ποτυχημένες σοδειές αποτελούν αναμφίβολα μέρος της πραγματικότητας, αλλά η αποστολή δημητριακών με τον σιδηρόδρομο κατέστησε δυνατή την ανακούφιση των απειλούμενων περιοχών. Το πρόβλημα εντοπιζόταν στην αδυναμία των ανθρώπων να αγοράσουν το καλαμπόκι σε υπέρογκες τιμές, που αποτελούσαν την φυσική αντίδραση στην ανεπάρκεια του προϊόντος, στα πλαίσια της ελλιπώς οργανωμένης ελεύθερης αγοράς. Σε προηγούμε νες εποχές, μικρές αποθήκες εξασφάλιζαν τον πληθυσμό από αποτυχημέ νες σοδειές, αλλά αυτές είχαν πλέον καταργηθεί ή παραμερισθεί εντελώς από την νέα, μεγάλη αγορά. Η καταπολέμηση της πείνας έπαιρνε τώρα τη μορφή μεγάλων δημοσίων έργων, που έδιναν στον πληθυσμό τη δυνατότη τα να αγοράζει σε αυξημένες τιμές. Οι τρεις ή τέσσερις μεγάλες λιμοκτο νίες που αποδεκάτισαν τον ινδικό πληθυσμό υπό τη βρετανική διοίκηση, με τά την Εξέγερση, δεν ήταν συνεπώς απόρροια ούτε των δυσμενών φυσικών συνθηκών ούτε της εκμετάλλευσης, αλλά απλώς της νέας οργάνωσης της εργασίας και της γης, η οποία κατέλυσε το παραδοσιακό χωριό, δίχως να λύσει τα προβλήματά του. Ενώ υπό τον φεουδαλισμό ή την παραδοσιακή α γροτική κοινότητα η κοινωνική και οικογενειακή αλληλεγγύη, όπως και η ρύθμιση της αγοράς του καλαμποκιού, απέτρεπαν το ξέσπασμα κρίσεων, υ πό το καθεστώς της αγοράς οι άνθρωποι αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν σύμ φωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο όρος «εκμετάλλευση» δεν περι γράφει επακριβώς μια κατάσταση, που ουσιαστικά επιδεινώθηκε μόνον όταν καταργήθηκε το μονοπώλιο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και εισχώρησε στην Ινδία το ελεύθερο εμπόριο. Υπό το μονοπωλιακό καθεστώς, η κατά σταση σχετικά ελεγχόταν με τη βοήθεια μιας αρχαϊκής οργάνωσης της υ παίθρου, συμπεριλαμβανομένης της δωρεάν διανομής καλαμποκιού, ενώ με την νέα ελεύθερη και ισότιμη ανταλλαγή χάθηκαν εκατομμύρια Ινδοί. Οικο νομικά, η Ινδία ίσως να — και μακροπρόθεσμα μάλλον— επωφελήθηκε, αλ λά κοινωνικά αποδιαρθρώθηκε και έτσι έπεσε εύκολα θύμα της εξαθλίωσης και της φτώχειας. Μπορούμε εξ άλλου να ισχυρισθούμε ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες πε ριπτώσεις, ίσα ίσα το αντίθετο της εκμετάλλευσης δρομολόγησε μία εκφυλιστική πολιτισμική επαφή. Η υποχρεωτική εγκατάσταση των Ινδιάνων της Β. Αμερικής σε νέες εκτάσεις γης τούς ωφέλησε οικονομικά, σύμφωνα με τις δικές μας οικονομικές εκτιμήσεις. Κι όμως, το μέτρο αυτό σχεδόν εξό ντωσε τις φυλές — η σαφέστερη περίπτωση πολιτισμικού εκφυλισμού που έχει καταγραφεί. Η ηθική ανωτερότητα ενός Τζον Κόλιερ αποκατέστησε τα πράγματα περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, με την επιμονή στην ανάγκη της επιστροφής των Ινδιάνων στα πατροπαράδοτα εδάφη τους: σήμερα, οι Ινδιάνοι της Β. Αμερικής είναι ξανά μία ζωντανή κοινότητα, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές, και το θαύμα αυτό οφείλεται στην κοινωνική αποκατά σταση και όχι στην οικονομική βελτίωση. Το σοκ που προκάλεσε μία εξο ντωτική πολιτισμική επαφή καταγράφηκε με τη δημιουργία της αξιολύπητης παραλλαγής του χορού των φαντασμάτων των Ρ3\λ/πθθ περί τα 1890, ακρι βώς την εποχή που οι βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες κατέστησαν ανα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
159
χρονιστική την κουλτούρα των ερυθροδέρμων. Επιπλέον, η ανθρωπολογική έρευνα επαληθεύει και το γεγονός ότι και μία αύξηση του πληθυσμού — ο δεύτερος οικονομικός δείκτης— δεν αποκλείει μία πολιτισμική καταστροφή. Οι φυσικές αυξητικές τάσεις ενός πληθυσμού καταδεικνύουν στην πραγμα τικότητα είτε πολιτισμικό δυναμισμό είτε πολιτισμικό εκφυλισμό. Η αρχική σημασία της λέξης «προλετάριος», που συνδέει τους όρους «γονιμότητα» και «ένδεια», αποτελεί εντυπωσιακή έκφραση αυτής της αμφισημίας. Η οικονομίστικη προκατάληψη υπήρξε η πηγή τόσο της αμείλικτης θεω ρίας της εκμετάλλευσης του πρώιμου καπιταλισμού, όσο και της εξ ίσου σκληρής, αν και πιο γερά στελεχωμένης θεωρητικά, πλάνης που αμφισβήτη σε αργότερα την ύπαρξη μιας κοινωνικής καταστροφής. Σημαντική απόρ ροια αυτής της πιο πρόσφατης αναθεώρησης της ιστορίας ήταν η αποκατά σταση του Ιβίδδθζ-ίδίΓθ. Αν η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική δεν προκάλεσε καταστροφή, τότε ο προστατευτισμός, που στέρησε τον κόσμο από τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης αγοράς, ήταν ένα αδικαιολόγητο έγκλημα. Η έκφραση «Βιομηχανική επανάσταση» δέχθηκε τώρα σφοδρές επικρίσεις ως υπερβολική περιγραφή μιας ουσιαστικά αργής διαδικασίας αλλαγής. Σύμ φωνα με αυτούς τους ειδικούς, αυτό που συνέβη ήταν μία μεταμόρφωση της ζωής των ανθρώπων από την σταδιακή ανάπτυξη των δυνάμεων της τε χνολογικής προόδου. Αναμφίβολα, πολλοί υπέφεραν κατά τη διάρκεια της αλλαγής, αλλά συνολικά είχαμε μία συνεχή βελτίωση. Αυτό το αίσιο αποτέ λεσμα ήταν προϊόν της σχεδόν ασυναίσθητης δράσης των οικονομικών δυ νάμεων, που επέδρασαν ευεργετικά, παρά την παρεμβολή ορισμένων ανυ πόμονων ανθρώπων, που υπερδιόγκωναν τις αναπόφευκτες δυσκολίες της στιγμής. Στην ουσία, το νόημα ήταν ότι κανένας κίνδυνος δεν απειλούσε την κοινωνία εξ αιτίας της νέας οικονομίας. Εαν αλήθευε η αναθεωρημένη ι στορία της Βιομηχανικής επανάστασης, τότε το προστατευτικό κίνημα θα έ χανε κάθε αντικειμενική δικαίωση, σε αντίθεση με το Ιβίδδθζ-ίβίΓθ. Η υλιστι κή πλάνη σχετικά με τη φύση της κοινωνικής και πολιτισμικής καταστροφής σφυρηλάτησε έτσι τον μύθο ότι όλα τα δεινά της εποχής τα είχε προκαλέσει η απομάκρυνση του ανθρώπου από τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Συμπερασματικά, καμία μεμονωμένη ομάδα ή τάξη δεν αποτέλεσε τη βά ση του λεγάμενου προστατευτικού κινήματος, αν και η τελική του έκβαση ε πηρεάστηκε καθοριστικά από τον χαρακτήρα των εμπλεκόμενων ταξικών συμφερόντων. Σε τελευταία ανάλυση, η εξέλιξη αυτή δρομολογήθηκε από τα συμφέροντα του συνόλου της κοινωνίας, αν και η υπεράσπισή τους ανα τέθηκε πρωταρχικά σε μία μερίδα του πληθυσμού, και όχι σε άλλες. Είναι λογικό να εστιάσουμε την περιγραφή του προστατευτικού κινήματος όχι σε ταξικά συμφέροντα, αλλά κυρίως στις διάφορες κοινωνικές αντοχές που δοκιμάσθηκαν από την έλευση της αγοράς. Τα σημεία κινδύνου εμφανίστηκαν στις κύριες κατευθύνσεις της επίθε σης. Η ανταγωνιστική αγορά εργασίας έπληξε τον φορέα της εργασιακής δύναμης, τον άνθρωπο. Το διεθνές ελεύθερο εμπόριο αποτέλεσε πρωταρχι κά απειλή για τη μεγαλύτερη βιομηχανία που ήταν εξαρτημένη από τη φύ-
160
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
ση, για τη γεωργία. Ο κανόνας του χρυσού απείλησε τις παραγωγικές οργα νώσεις που εξαρτούσαν τη λειτουργία τους από τη σχετική διακύμανση των τιμών. Στο καθένα από τα πεδία αυτά αναπτύχθηκαν αγορές, που απειλού σαν έτσι την κοινωνία σε ορισμένα ζωτικά σημεία της ύπαρξής της. Οι αγορές εργασίας, γης και χρήματος είναι ευδιάκριτες μεταξύ τους. Δεν είναι, όμως, εύκολο να διακρίνουμε εκείνα τα τμήματα ενός πολιτισμού, που ο πυρήνας τους σχηματίζεται από ανθρώπους, το φυσικό τους περιβάλ λον και τις παραγωγικές τους οργανώσεις αντίστοιχα. Άνθρωπος και γη εί ναι ουσιαστικά ένα στη σφαίρα της κουλτούρας, και η οικονομική διάσταση της παραγωγικής επιχείρησης εισέρχεται μοναχά σε ένα ζωτικό κοινωνικά συμφέρον, της ενότητας και της συνοχής του έθνους. Ετσι, ενώ οι αγορές των πλασματικών εμπορευμάτων γης, εργασίας και χρήματος είναι ξεχωρι στές και διακριτές, οι κίνδυνοι που επιφύλασσαν στην κοινωνία δεν ήταν πάντοτε δυνατόν να διαχωρισθούν. Παρ’ όλα αυτά, μια περιγραφή της θεσμικής ανάπτυξης της δυτικής κοι νωνίας κατά την κρίσιμη ογδοηκονταετία (1834-1914) μπορεί να αναφερθεί στον καθέναν από τους κινδύνους αυτούς με παρόμοιους όρους. Είτε το ζή τημα ήταν ο άνθρωπος είτε η φύση είτε η οργάνωση της παραγωγής, η ορ γάνωση της αγοράς εξελίχθηκε σε απειλή, και συγκεκριμένες ομάδες ή τά ξεις απαίτησαν προστασία. Σε κάθε περίπτωση, η σημαντική χρονική διαφο ρά της εξέλιξης του φαινομένου στην Αγγλία, την Ευρώπη και την Αμερική είχε σημαντικές επιπτώσεις· κι όμως, στο τέλος του αιώνα, η προστατευτική αντίδραση είχε δημιουργήσει παρόμοια κατάσταση σε όλες τις χώρες της Δύσης. Συνεπώς, θα πραγματευθούμε χωριστά την υπεράσπιση του ανθρώπου, της Φύσης και της παραγωγικής οργάνωσης — ένα κίνημα αυτοσυντήρησης, που σαν αποτέλεσμά του εμφανίσθηκε ένας σφιχτότερος τύπος κοινωνικής οργάνωσης, που όμως αντιμετώπιζε τον κίνδυνο μιας ολικής διατάραξης.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
161
14. Αγορά και άνθρωπος Ο διαχωρισμός της εργασίας από τις υπόλοιπες δραστηριότητες της ζω ής και η υπαγωγή της στους νόμους της αγοράς ισοδυναμούσε με την εκμηδένιση όλων των οργανικών μορφών ύπαρξης και την αντικατάστασή τους από έναν διαφορετικό, ατομικιστικό τύπο οργάνωσης. Μία τέτοια καταστροφική προοπτική εξυπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων. Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι όλες οι μη συμβλητές μορφές οργάνωσης της συγγένειας, γειτνίασης, ε παγγέλματος και λατρείας θα εξαφανίζονταν, επειδή απαιτούσαν την προ σήλωση του ατόμου και περιόριζαν έτσι την ελευθερία του. Η παρουσίαση αυτής της αρχής ως αρχής της μη παρέμβασης, όπως έκαναν οι φιλελεύθε ροι, ήταν απλώς έκφραση μιας βαθιά ριζωμένης προκατάληψης υπέρ μιας συγκεκριμένης μορφής παρέμβασης, η οποία θα κατέστρεφε τις ανθρώπινες σχέσεις που δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμβάσεις και θα απέτρεπε τον αυθόρμητο ανασχηματισμό τους. Σήμερα, η συνέπεια αυτή της εδραίωσης της αγοράς εργασίας είναι κα ταφανής στις αποικιοκρατούμενες χώρες. Οι ιθαγενείς αναγκάζονται να πουλήσουν την εργασία τους για να επιβιώσουν οικονομικά. Γι’ αυτό, πρέπει να καταστραφούν οι παραδοσιακοί τους θεσμοί και να αποτραπεί η αναβίω σή τους, εφ’ όσον κατά κανόνα το άτομο στην πρωτόγονη κοινωνία δεν α πειλείται από λιμοκτονία, εκτός αν αντιμετωπίζει έναν τέτοιον κίνδυνο ολό κληρη η κοινωνία. Στο γαιοκτητικό σύστημα Κγ&ηΙ των Καφίρ, για παράδειγ μα, «η ένδεια είναι αδύνατη- οποιοσδήποτε χρειάζεται βοήθεια, την λαμβά νει ασυζητητί»1. Κανένας Κβακιούτλ «δεν διέτρεχε ποτέ τον κίνδυνο να πει νάσει»2. «Δεν υπάρχει λιμοκτονία σε κοινωνίες που ζουν στα όρια της επι βίωσης»3. Η αρχή της προστασίας από την έλλειψη εφαρμοζόταν και στην ινδική αγροτική κοινότητα και, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, σχεδόν σε όλους τους τύπους κοινωνικής οργάνωσης μέχρι περίπου τις αρχές του 16ου αι. στην Ευρώπη, όταν οι σύγχρονες αντιλήψεις για τους φτωχούς, διατυπωμένες από τον ανθρωπιστή Βιβ, συζητήθηκαν από τη Σορβόννη. Ακριβώς η απουσία της απειλής της πείνας καθιστά κατά κάποιον τρόπο την πρωτόγονη κοινωνία πιο ανθρώπινη, αλλά συνάμα λιγότερο οικονομική από την οικονομία της αγοράς. Η ειρωνεία είναι ότι η πρωταρχική συνεισφορά των λευκών στον κόσμο των μαύρων ήταν να τους εξοικειώσουν με τη μά στιγα της πείνας. Έτσι, οι άποικοι μπορούν να αποφασίσουν να κόψουν όλα τα οπωροφόρα δένδρα, για να προκαλέσουν τεχνητή έλλειψη τροφίμων, 1. Μ3ΙΓ, Ι..Ρ., Αη Αίπο3η ΡβορΙβ ίη ίήβ Τννβηϋθίή Οβηίυη/, 1934. 2. Ι_οβ6, Ε.Μ., Τίιβ ΩίεΙήΰυΙίοη βηό Ρυηοίίοη οί Μοηβγ ίη Εβήγ 5οαβ(γ. Στο Έεεβγδ ίη ΑηΙήΓοροΙοςγ”, 1936. 3. ΗθΓδΚονίΐδ, Μ.1, 77ΐθ ΕοοηοηΊίσ Ιίίβ οίΡπΓΠϋίνβ ΡβορΙβε, 1940.
162
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ή να επιβάλουν έναν φόρο στις καλύβες των ιθαγενών, για να τους αναγκά σουν να πουλήσουν την εργασία τους. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέ λεσμα είναι το ίδιο με των περιφράξεων της εποχής των Τυδώρ, που οδήγη σαν στη δημιουργία μαζών αστέγων. Μία αναφορά της Κοινωνίας των Εθνών επισήμανε με φρίκη την πρόσφατη εμφάνιση, στην αφρικανική ύπαι θρο, της τραγικής μορφής της Ευρώπης του 16ου αι., του «αδέσποτου αν θρώπου»4. Κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, ο αδέσποτος εντοπιζόταν μόνο στις «ρωγμές της κοινωνίας»5. Κι όμως, αποτέλεσε τον πρόδρομο του νομα δικού εργάτη του 19ου αι.6. Ό,τι εφαρμόζει πιθανόν ο λευκός σε απόμακρες περιοχές σήμερα, δηλα δή την κατάλυση των κοινωνικών δομών με σκοπό την βίαιη ιδιοποίηση της εργασίας των ιθαγενών, συνέβαινε τον 18ο αι. σε λευκούς πληθυσμούς από λευκούς ανθρώπους, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η γκροτέσκα οπτική του κράτους που είχε ο Χομπς — ένας ανθρώπινος Λεβιάθαν, που το πελώ ριο σώμα του το αποτελούσαν αμέτρητα ανθρώπινα κορμιά, δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη ρικαρντιανή σύλληψη της αγοράς εργασίας: μία ροή αν θρώπινων ζωών, που ο όγκος της ρυθμιζόταν από την ποσότητα των διαθέ σιμων τροφίμων. Αν και αναγνωριζόταν πως υπήρχε ένα κοινά αποδεκτό ε πίπεδο, κάτω από το οποίο δεν έπρεπε να πέσουν τα εισοδήματα των εργα ζομένων, αυτός ο περιορισμός θεωρούνταν αποτελεσματικός μόνον όταν ο εργάτης αναγκαζόταν να αποδεχθεί το δίλημμα της πείνας ή της προσφο ράς της εργασίας του στην αγορά σε οποιαδήποτε τιμή. Αυτό εξηγεί την διαφορετικά ανεξήγητη παράλειψη των κλασικών οικονομολόγων, δηλαδή ότι μόνον η απειλή της λιμοκτονίας και όχι το θέλγητρο των υψηλών μισθών θεωρούνταν ικανή να δημιουργήσει μία ομαλή αγορά εργασίας. Κι εδώ, η α ποικιακή εμπειρία επικύρωνε τη δική τους. Γιατί όσο υψηλότεροι οι μισθοί, τόσο ασθενέστερος ο εξαναγκασμός σε εργασία των ιθαγενών, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους λευκούς, δεν υποχρεώνονταν από τα πολιτισμικά τους πρότυπα να κερδίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Ο παραλληλισμός είναι πολύ θεμιτός, αφού και ο πρώιμος εργάτης μι σούσε το εργοστάσιο, όπου ένιωθε βασανισμένος και ταπεινωμένος, όπως ο ιθαγενής, που συχνά εξαναγκαζόταν να δουλεύει όπως εμείς με την απει λή σωματικής τιμωρίας, ακόμη και ακρωτηριασμού. Οι βιομήχανοι της Λυόν του 18ου αι. επιζητούσαν τους χαμηλούς μισθούς πρωταρχικά για κοινωνι κούς λόγους7. Μόνον ένας ταλαιπωρημένος και καταρακωμένος εργάτης, ι σχυρίζονταν, θα απέφευγε να συνασπισθεί με τους συντρόφους του και να ξεφύγει από τις συνθήκες προσωπικής δουλείας, υπό τις οποίες θα μπορού σε να εξαναγκασθεί να εκτελέσει τις οποιεσδήποτε εντολές του αφέντη του. Νομικός εξαναγκασμός και ενοριακή δουλεία στην Αγγλία, η βία της 4. ΤΙιυΓπνναΙό, Β.Ο., ορ.είΐ. δ.ΒπηΚιτοηη, Ο., “035 δοζΪΒΐθ δγδίθίτι οΐΘδ Κ3ρϋ3ΐίδΠΊϋ5”, 0ΓυηόΪ83 όθΓ 8οζϊ3ΐοΙ<οηοηΊΪΙ<, 1924. 6. Τογπόθθ.Α., ίθοίυΓθ8 οη Οίθ ΙηόυείπθΙ ΗβνοΙυΰοη, 1887,σ.98. 7. ΗθοΚδΙίθΓ, Ε.Ρ., ορ.άί. νοΙ.ΙΙ, σ.168.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
163
απολυταρχικής αστυνόμευσης της εργασίας στην Ευρώπη, η παροδική ερ γασία κατά την πρώιμη αποικιακή περίοδο της Αμερικής, αποτελούσαν τα προαπαιτούμενα του «ενθουσιώδους εργάτη». Αλλά το τελικό στάδιο ήλθε με την εφαρμογή της «φυσικής τιμωρίας» της πείνας. Για να πραγματωθεί το στάδιο αυτό, χρειάστηκε να καταστραφεί η οργανική κοινωνία, που δεν ανεχόταν τη λιμοκτονία του ατόμου. Η προστασία της κοινωνίας επαφίεται κατ’ αρχάς στους άρχοντες, που μπορούν να επιβάλλουν άμεσα τη θέλησή τους. Αλλά οι φιλελεύθεροι θεω ρούν με μεγάλη ευκολία πως οι οικονομικοί αυθέντες, σε αντίθεση με τους πολιτικούς, τείνουν να είναι ευεργετικοί. Ο Άνταμ Σμιθ δεν φαίνεται να είχε την ίδια γνώμη, όταν διατύπωνε την πρόταση να αντικατασταθεί η υπάρχουσα διοίκηση της Ινδίας, που την ασκούσε μία μετοχική εταιρεία, από τον ά μεσο πολιτικό έλεγχο. Ισχυριζόταν πως οι πολιτικοί αυθέντες θα είχαν^παράλληλα συμφέροντα με τους υποτελείς, που ο πλούτος τους θα διόγκωνε τα εισοδήματά τους, ενώ τα συμφέροντα του εμπόρου ήταν από τη φύση τους ανταγωνιστικά προς των πελατών του. Από προσωπικό συμφέρον αλλά και από μία φυσική τάση, οι γαιοκτήμο νες της Αγγλίας ανέλαβαν να προστατεύσουν τη ζωή των απλών ανθρώπων από την επέλαση της Βιομηχανικής επανάστασης. Η δρββηΙιείΓΤιΙβηοΙ αποτέ λεσε ανάχωμα προστασίας της παραδοσιακής οργάνωσης της υπαίθρου α πό τις ανακατατάξεις που την συγκλόνιζαν και, παρεπιμπτόντως, απειλού σαν με αφανισμό τη γεωργία. Υποκινούμενοι από την φυσική τους απροθυ μία να υποταχθούν στις απαιτήσεις των βιομηχανικών κέντρων, οι μεγαλογαιοκτήμονες ξεκίνησαν πρώτοι αυτό που έμελλε να αποδειχθεί χαμένη υ πόθεση του αιώνα. Κι όμως, η αντίστασή τους δεν ήταν μάταιη· απέτρεψε την καταστροφή για αρκετές γενεές και έδωσε πολύτιμο χρόνο για μία σχε δόν ολική αναπροσαρμογή. Γ ια ένα κρίσιμο διάστημα σαράντα χρόνων, κα θυστέρησε την οικονομική πρόοδο και όταν, το 1834, το Μεταρρυθμιστικό Κοινοβούλιο κατάργησε την δρβθπΙΐθίτιΙβηοΙ, οι γαιοκτήμονες εστίασαν την αντίστασή τους στους εργοστασιακούς νόμους. Εκκλησία και μεγαλογαιοκτήμονες ήταν τώρα οι υποκινητές του απλού λαού ενάντια στον εργοστασιάρχη, που η επικράτησή του θα καθιστούσε α ναπόφευκτη την ανάγκη για φθηνά τρόφιμα, επομένως θα ισοπέδωνε έμμε σα την αξία των ενοικίων, όπως και των εκκλησιαστικών φόρων. Ο ΟβδΙΙβΓ, φερειπείν, ήταν «άνθρωπος της Εκκλησίας, συντηρητικός και προστατευτιστής»8- επιπλέον, ήταν φιλάνθρωπος. Το ίδιο, με διάφορους συνδυασμούς αυτών των στοιχείων δεξιόστροφου σοσιαλισμού, οι υπόλοιποι μεγάλοι μα χητές του εργοστασιακού κινήματος: ο δθάΙβΓ, ο δουίΐιβγ και ο Λόρδος δΙίθΚθδβυΓγ. Αλλά η διαίσθηση σημαντικών χρηματικών απωλειών, που κι νητοποιούσε την πλειονότητα των υποστηρικτών τους, αποδείχθηκε ορθή. Οι εξαγωγείς του Μάντσεστερ απαιτούσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη συρρίκνωση των μισθών και τη μείωση της τιμής των δημητριακών —η ανά8. Οίοβγ, Α.ν., ορ.οίί., σ.226.
164
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
κληση της δρθθηΐΊΗΐηΙβηά και η άνοδος των εργοστασίων προετοίμασε ου σιαστικά το έδαφος για την επιτυχία της κινητοποίησης εναντίον των δα σμών στο καλαμπόκι το 1846. Κι όμως, για τυχαίους λόγους, η καταστροφή της αγγλικής γεωργίας αναβλήθηκε για μία ολόκληρη γενιά. Στο μεταξύ, ο Ντισραέλι θεμελίωσε τον σοσιαλισμό των Τόρυδων πάνω σε μιαν αντίδραση στη μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας και οι συντηρητικοί μεγαλογαιοκτήμονες της χώρας επέβαλαν ριζικά νέες τεχνικές λειτουργίας στην βιο μηχανική κοινωνία. Ο Νόμος του δεκαώρου του 1847, που ο Μαρξ τον χαι ρέτισε ως την πρώτη νίκη του σοσιαλισμού, ήταν ουσιαστικά έργο πεφωτι σμένων αντιδραστικών. Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι δεν διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό το μεγάλο κίνημα, που είχε ως συνέπεια να τους επιτραπεί να επιβιώσουν κατά την μεταβατική περίοδο. Είχαν σχεδόν τόσο δικαίωμα γνώμης στον καθορισμό της τύχης τους, όσο και τα φορτία των μαύρων στα πλοία του ΗβννΚίηδ. Κι όμως, αυτή ακριβώς η έλλειψη ενεργού συμμετοχής της αγγλι κής εργατικής τάξης καθόρισε την πορεία της αγγλικής κοινωνικής ιστορίας και την κατέστησε τόσο διαφορετική από της ηπειρωτικής Ευρώπης. Υπάρχει μία ιδιομορφία στις ανερμάτιστες εκρήξεις, τις αδεξιότητες και τα λάθη μιας τάξης εν τω γεννάσθαι, που την αληθινή τους φύση έχει προ πολλού αποκαλύψει η ιστορία. Πολιτικά, η βρετανική εργατική τάξη προσ διορίσθηκε από την Κοινοβουλευτική Μεταρρύθμιση του 1832, που της αρνήθηκε το δικαίωμα ψήφου- οικονομικά, από τη μεταρρύθμιση της Κοινωνι κής πρόνοιας του 1834, που της στέρησε το δικαίωμα της αρωγής, διαχωρί ζοντας τους εργάτες από τους απόρους. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η μέλλουσα βιομηχανική εργατική τάξη δεν είχε εξακριβώσει το κατά πόσον η σωτηρία της δεν ισοδυναμούσε τελικά με την επιστροφή στην ύπαιθρο και τη χειροτεχνία. Τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την δρθθηίιβΓηΙβηά, οι προσπάθειές της εστιάστηκαν στο σταμάτημα της ελεύθερης χρήσης των μηχανών, είτε με επιβολή των όρων σχετικά με τη μαθητεία του νόμου «Πε ρί τεχνιτών» είτε με άμεση πολιτική δράση, όπως το κίνημα των Λουδιτών. Αυτή η οπισθοδρομική αντίληψη επιβίωνε σε λανθάνουσα κατάσταση σε ο λόκληρη τη διάρκεια του κινήματος του Όουεν ως το τέλος της δεκαετίας του 1840, όταν η ψήφιση του Νόμου του Δεκαώρου, η έκλειψη του Χαρτισμού και το ξεκίνημα της χρυσής εποχής του καπιταλισμού εξαφάνισαν τις οπτικές του παρελθόντος. Μέχρις αυτού του σημείου, η αγγλική εργατική τάξη εν τω γεννάσθαι αποτελούσε αίνιγμα- και μόνον αν παρακολουθήσου με με κατανόηση τις ασύνειδες εκρήξεις της, είναι δυνατόν να εκτιμήσουμε το εύρος της απώλειας που είχε η Αγγλία από τον αποκλεισμό της εργατι κής τάξης από ένα ίσο μερίδιο στην εθνική ζωή. Όταν ο Οουενισμός και ο Χαρτισμός εξέλιπαν, η Αγγλία στερήθηκε αυτήν τη δύναμη, από την οποία θα μπορούσε να πηγάσει στους επόμενους αιώνες το αγγλοσαξονικό ιδεώ δες της ελεύθερης κοινωνίας. Ακόμη κι αν είχε εκφυλισθεί σε αμελητέες τοπικές δραστηριότητες, το κίνημα του Όουεν θα μπορούσε να αποτελέσει μνημείο της δημιουργικής
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
165
φαντασίας του ανθρώπου και ακόμη κι αν ο Χαρτισμός δεν είχε ξεπεράσει ποτέ τα όρια του πυρήνα ο οποίος συνέλαβε την ιδέα της «εθνικής αρ γίας», θα είχε δείξει πως κάποιοι ήταν ακόμα σε θέση να έχουν τα δικά τους όνειρα και πάσχιζαν να συμμορφώσουν μια κοινωνία που είχε απο μακρυνθεί από τον άνθρωπο. Κι όμως, δεν ίσχυε ούτε το ένα ούτε το άλ λο. Ο οουενισμός δεν ήταν έμπνευση μιας μικροσκοπικής σέχτας, ούτε και ο Χαρτισμός περιοριζόταν στα όρια μιας πολιτικής ελίτ. Και τα δύο κι νήματα συμπεριλάμβαναν εκατοντάδες χιλιάδες τεχνίτες, εργάτες και γε νικά εργαζόμενους και, εξ αιτίας του μεγέθους τους, συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα κοινωνικά κινήματα της σύγχρονης ιστορίας. Όσο διαφο ρετικά και αν ήταν, όπως και συγγενικά στο μέτρο της αποτυχίας τους, έ δειξαν από την αρχή την επιτακτική αναγκαιότητα της προστασίας του ανθρώπου από την αγορά. Αρχικά, το κίνημα του Όουεν δεν ήταν πολιτικό, ούτε και αντιπροσώ πευε αποκλειστικά την εργατική τάξη. Περισσότερο εξέφραζε την επιθυ μία των απλών ανθρώπων — που είχαν πληγεί από την εδραίωση του ερ γοστασίου— να ανακαλύψουν έναν τρόπο ζωής που θα καθιστούσε τον άνθρωπο κύριο της μηχανής. Ουσιαστικά, το κίνημα στόχευε σε αυτό που, σήμερα, θα αποκαλούσαμε παράκαμψη του καπιταλισμού. Μια τέτοια πρό ταση ήταν αναπόφευκτα λανθασμένη, επειδή δεν είχαν γίνει ακόμη αντι ληπτά ο οργανωτικός ρόλος του κεφαλαίου και η φύση της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Κι όμως, η πρόταση αυτή εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα του Όουεν, που δεν ήταν εχθρός της μηχανής. Παρά την έλευ ση των μηχανών, πίστευε ότι ο άνθρωπος θα έπρεπε να παραμείνει κύριος του εαυτού του- η αρχή της συνεργασίας ή «ένωσης» θα έλυνε το πρό βλημα της εκμηχάνισης, δίχως να θυσιασθούν η ατομική ελευθερία, η κοι νωνική αλληλεγγύη και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η δύναμη του οουενισμού πήγαζε από την τελείως πρακτική φύση της έμπνευσής του, αλλά οι μέθοδοί του βασίζονταν σε μία συνολική θεώρηση του ανθρώπου. Αν και τα προβλήματα σχετίζονταν άμεσα με την καθημερινότητα, όπως η ποιότητα της διατροφής, της στέγης και της παιδείας, το ύψος των μισθών, η αποφυγή της ανεργίας, η συνδρο μή σε περίπτωση ασθένειας και άλλα σχετικά, τα ζητήματα που ανέκυ πταν ήταν τόσο μεγάλα, όσο και οι ηθικές δυνάμεις τις οποίες επικα λούνταν. Η πεποίθηση ότι με την εύρεση της σωστής μεθόδου η ύπαρ ξη του ανθρώπου θα μπορούσε να αποκατασταθεί, έδωσε στο κίνημα τη δύναμη να περάσει σε ένα βαθύτερο επίπεδο, διαμορφώνοντας συνει δήσεις. Σπανιότατα υπήρξε κίνημα τόσο βαθιά ριζωμένο στη συνείδηση των ανθρώπων.Το πιστεύω των μελών του προσέδιδε ακόμα και στις πιο τετριμμένες τους δραστηριότητες ένα νόημα, ώστε να μην είναι α παραίτητη η δημιουργία κάποιου δόγματος. Ουσιαστικά, το πιστεύω τους ήταν προφητικό, επειδή έδινε έμφαση σε μεθόδους ανασύνθεσης που ξεπερνούσαν την οικονομία της αγοράς. Ο οουενισμός ήταν μία θρησκεία της βιομηχανίας, που απόστολός της ή
166
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ταν η εργατική τάξη9. Η πολυμορφία των οργανώσεων και των πρωτοβου λιών του ήταν πρωτοφανής. Ουσιαστικά, αποτέλεσε την απαρχή του σύγχρο νου συνδικαλιστικού κινήματος. Ιδρύθηκαν συνεταιριστικές εταιρείες, που α σχολούνταν κυρίως με την πώληση προϊόντων στα μέλη τους. Δεν ήταν βέ βαια κανονικοί καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, αλλά μάλλον καταστήματα που είχαν την υποστήριξη ένθερμων οπαδών, αποφασισμένων να αφιερώσουν τα κέρδη του εγχειρήματος στην προώθηση των προτάσεων του Όουεν, ιδιαίτε ρα στην ίδρυση Συνεταιριστικών Χωριών. «Οι δραστηριότητές τους είχαν εκ παιδευτικό, προπαγανδιστικό και εμπορικό χαρακτήρα: στόχος τους ήταν η δημιουργία της Νέας Κοινωνίας μέσα από τη συνδυασμένη τους δράση». Τα «Ενωσιακά Καταστήματα» που ιδρύθηκαν από συνδικαλιστές αποτελούσαν περισσότερο συνεταιρισμούς παραγωγών στους οποίους άνεργοι εργάτες μπορούσαν να βρουν απασχόληση ή, σε καιρό απεργίας, να κερδίσουν χρή ματα αντί να εισπράττουν το επίδομα απεργίας. Στο «γραφείο Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού» που ίδρυσε ο Όουεν, η ιδέα του συνεταιριστικού καταστήματος εξελίχθηκε σε θεσμό δυί 9θηβπ5. Η ανταλλαγή ή το «παζάρι» των προϊόντων στηριζόταν στην αλληλεπικάλυψη των τεχνών: ικανοποιώ ντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου, οι τεχνίτες θα απαλλάσσονταν από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Συνοδεύθηκε αργότερα από τη χρήση γραμματίων εργασίας, που είχαν μεγάλη κυκλοφορία. Μια τέτοια επινόηση ίσως να φανεί φανταστική σήμερα-αλλά τον καιρό του Όουεν, η φύση της μισθωτής εργα σίας αλλά και των τραπεζογραμματίων δεν είχε αποσαφηνισθεί πλήρως. Ο σοσιαλισμός δεν είχε καμία ουσιαστική διαφορά από τα σχέδια και τις επινοή σεις που παρείχε αφείδωλα το κίνημα του Μπένθαμ. Πέρα από την επανα στατική αντιπολίτευση, και η μεσαία τάξη διακατεχόταν από έντονη διάθεση πειραματισμού. Ο ίδιος ο Ιερεμίας Μπένθαμ είχε επενδύσει στο φουτουριστι κό εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Όουεν στο Νιού Λάναρκ και ήταν μέτοχος. Οι εταιρείες του οουενισμού αποτελούσαν ενώσεις ή λέσχες, που προο ρίζονταν να εξυπηρετούν σχέδια δημιουργίας Συνεταιριστικών Χωριών, ό πως αυτά που περιγράψαμε για την κοινωνική αρωγή των απόρων. Εδώ ε ντοπίζεται η καταγωγή του συνεταιρισμού των εργατών της γεωργίας, μιας ιδέας που είχε μακρά και πετυχημένη πορεία. Πρώτη εθνική οργάνωση πα ραγωγών με συνδικαλιστικούς στόχους ήταν η Ενωση Οικοδόμων, που επι χείρησε να ρυθμίσει το οικοδομικό επάγγελμα οικοδομώντας «κτίρια στην ακριβότερη δυνατή κλίμακα», κυκλοφορώντας δικό της νόμισμα και προω θώντας την ιδέα της πραγμάτωσης της «μεγάλης ένωσης για τη χειραφέτη ση των παραγωγικών τάξεων». Οι συνεταιρισμοί των βιομηχανικών παραγω γών του 19ου αι. κατάγονται από αυτό το εγχείρημα. Από την Ενωση ή Συντεχνία των Οικοδόμων και το «Κοινοβούλιό» της προήλθαν τα ακόμη πιο φιλόδοξα Ενωμένα Εργατικά Συνδικάτα, που για ένα μικρό χρονικό διά στημα περιλάμβαναν περίπου ένα εκατομμύριο εργάτες και τεχνίτες, σε μια χαλαρή συνομοσπονδία συνδικάτων και συνεταιριστικών ενώσεων, θέση 9. Ο οΙθ , Θ.ϋ.Η., Πούθΐί Οννβπ, 1925, έργο από το οποίο αντλούμε τις περισσότερες πλη ροφορίες μας.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
167
τους ήταν η ειρηνική επανάσταση, αντίληψη που δεν πρέπει να μας εκπλήσ σει, αν θυμηθούμε πως, στις μεσσιανικές απαρχές του κινήματος τους, και μόνον η συνειδητοποίηση της αποστολής τους αρκούσε για να καταστήσει ακαταμάχητες τις προσδοκίες των εργατών. Οι μάρτυρες του ΤοΙρυάάΙθ* α νήκαν σε ένα αγροτικό τμήμα της οργάνωσης αυτής. Την προπαγάνδα για την εργοστασιακή νομοθεσία την ασκούσαν «Εταιρείες Αναγέννησης, που τις διαδέχθηκαν αργότερα οι ηθικές εταιρείες, πρόδρομοι του λαϊκού αντικληρικαλιστικού κινήματος. Αυτές ανέπτυξαν ολοκληρωμένα την ιδέα της μη βίαιης αντίστασης. Οπως ο σαινσιμονισμός στη Γαλλία, ο οουενισμός στην Αγγλία είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας πνευματικής αναζήτησης. Αλλά ενώ ο Σαιν Σιμόν πάσχιζε για μία αναγέννηση του χριστιανισμού, ο Όουεν ήταν ο πρώτος αντίπαλος του χριστιανισμού από τους συγκαιρινούς ηγέτες της εργατικής τάξης. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί της Βρετανίας, που βρήκαν πολλούς μι μητές σε παγκόσμια κλίμακα, αποτελούσαν σίγουρα τον πιο πρακτικό καρπό της σκέψης του Όουεν. Η απώλεια της ορμητικότητας του κινήματος — ή, έ στω, η διατήρησή της μόνο στην περιφέρεια του καταναλωτικού κινήμα τος— αποτέλεσε την μεγαλύτερη ήττα των πνευματικών δυνάμεων στην ι στορία της βιομηχανικής Αγγλίας. Παρ’ όλα αυτά, ένας λαός που, έπειτα α πό την ηθική εξαχρείωση της περιόδου της 5ρβθΠΐΊ3ΐτιΐ3ηοΙ, εξακολουθούσε να κατέχεται από την αποφασιστικότητα που απαιτεί μια τόσο δημιουργική και επινοητική προσπάθεια, σίγουρα χαρακτηριζόταν από ένα ασίγαστο δια νοητικό και συναισθηματικό σθένος. Στην συνολική αναφορά του οουενισμού στον άνθρωπο υπήρχαν στοι χεία της μεσαιωνικής συντεχνιακής ζωής, που βρήκαν έκφραση στη Συντε χνία των Οικοδόμων, καθώς και στην αγροτική εκδοχή του κοινωνικού του ι δεώδους, τα Συνεταιριστικά Χωριά. Αν και ο Οουενισμός αποτέλεσε την πη γή του σύγχρονου σοσιαλισμού, οι προτάσεις του δεν βασίζονταν στο ζήτη μα της ιδιοκτησίας, που αποτελεί αποκλειστική νομική διάσταση του καπιτα λισμού. Ερχόμενος σε επαφή με το νέο φαινόμενο της βιομηχανίας, όπως είχε κάνει και ο Σαιν Σιμόν, ο οουενισμός αναγνώρισε την πρόκληση που α ντιπροσώπευαν οι μηχανές. Αλλά χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η εμ μονή του στην κοινωνική προσέγγιση: δεν παραδεχόταν τη διαίρεση της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα, και απέρριπτε κάθε πολιτική δράση στη βάση αυτής της οπτικής. Η αποδοχή μιας ξεχωριστής οικονομι κής σφαίρας θα ισοδυναμούσε με αναγνώριση της αρχής του κέρδους ως οργανωτικής δύναμης στην κοινωνία, πράγμα που συναντούσε την άρνηση του Όουεν. Η ιδιοφυία του είχε διαισθανθεί πως η ενσωμάτωση της μηχα νής ήταν δυνατή μόνο σε μια νέα κοινωνία. Η βιομηχανική διάσταση της πραγματικότητας στη σκέψη του σε καμία περίπτωση δεν περιοριζόταν στην * [«Μάρτυρες του ΤοΙρυάΰΙθ»: έξι αγροτικοί εργάτες που καταδικάσθηκαν σε επταετή εκτόπιση στη Νέα Νότια Ουαλλία και την Τασμανία, επειδή ίδρυσαν κλάδο της Εργατικής Ένωσης στο ΤοΙρυάάΙβ, το 1834. Η γενική κατακραυγή για τις καταδίκες έφερε την επι στροφή τους στην Αγγλία το 1836.]
168
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
οικονομία (κάτι τέτοιο θα υπονοούσε μια κοινωνική οπτική βασισμένη στις αρχές της αγοράς). Το Νιού Λάναρκ του είχε δείξει ότι, στη ζωή του εργά τη, ο μισθός είναι απλώς ένας από πολλούς παράγοντες, όπως η στέγη, το φυσικό περιβάλλον, η ποιότητα και η τιμή των αγαθών, η σταθερότητα της απασχόλησης και η εξασφάλιση της παραμονής στην ίδια κατοικία. (Τα ερ γοστάσια του Νιού Λάναρκ, όπως ορισμένες άλλες επιχειρήσεις προηγου μένως, συνέχιζαν να πληρώνουν τους εργαζόμενους ακόμη κι όταν δεν εί χαν δουλειά). Αλλά η προσαρμογή του ανθρώπου περιλάμβανε πολύ περισ σότερα πράγματα. Η εκπαίδευση ανηλίκων και ενηλίκων, η προσφορά ψυ χαγωγίας, μουσικής, χορού, και η διατήρηση υψηλών ηθικών προτύπων για όλους, δημιούργησε μιαν ατμόσφαιρα στην οποία ο βιομηχανικός πληθυ σμός ως σύνολο κατέκτησε μία νέα κοινωνική θέση. Χιλιάδες άνθρωποι από ολόκληρη την Ευρώπη (ακόμη και από τις Η.Π.Α.) επισκέφθηκαν το Νιού Λάναρκ, σαν να ήταν μία όαση του μέλλοντος, στην οποία είχε επιτευχθεί το ακατόρθωτο μιας πετυχημένης αλλά και ανθρώπι νης εργοστασιακής επιχείρησης. Κι όμως, η εταιρεία του Όουεν πλήρωνε σημαντικά μικρότερους μισθούς απ’ ό,τι οι γειτονικές πόλεις. Τα κέρδη του Νιού Λάναρκ πήγαζαν κυρίως από την υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας με μικρότερο ωράριο, προϊόν της άριστης οργάνωσης και της διάθεσης ξεκούραστων ανδρών, πλεονεκτημάτων που ξεπερνούσαν την αύξηση στους πραγματικούς μισθούς η οποία συγκαταλεγόταν στις προϋποθέσεις μιας α ξιοπρεπούς ζωής. Το τελευταίο αυτό εξηγεί τα αισθήματα απόλυτης αφο σίωσης που έτρεφαν οι εργάτες για τον Όουεν. Μέσα από παρόμοιες εμπει ρίες, διατύπωσε την κοινωνική — δηλαδή ευρύτερη από την οικονομική — προσέγγιση στο πρόβλημα της βιομηχανίας. Αλλη έκφραση της διορατικότητάς του ήταν η διάγνωση της οξείας φύ σης των πραγματικών φυσικών γεγονότων που κυριαρχούσαν την ύπαρξη του εργάτη. Το θρησκευτικό του αίσθημα εξεγέρθηκε εναντίον του πρακτι κού υπερβατισμού που χαρακτήριζε τα φυλλάδια της Η3ηπ3(ι Μογθ. Ένα από αυτά εκθείαζε το παράδειγμα ενός κοριτσιού σε ένα ορυχείο του Λάνκασαηρ. Το κορίτσι αυτό, σε ηλικία εννέα χρονών, οδηγήθηκε στο ορυχείο μα ζί με τον επτάχρονο αδελφό του για να σέρνουν τα καρότσια10. «Τον ακο λούθησε καλόκαρδα [τον πατέρα της] κάτω στο ορυχείο, θάβοντας τον εαυ τό της στα έγκατα της γης, και εκεί, σε τρυφερή ηλικία, και παρά τις ιδιαιτε ρότητες του φύλου της, εργάσθηκε πλάι στους ανθρακωρύχους, ανθρώ πους τραχιούς, αλλά πολύ χρήσιμους στην κοινότητα». Ο πατέρας σκοτώ θηκε σε ατύχημα μπροστά στα μάτια των παιδιών του. Κατόπιν, το κορίτσι ζήτησε να εργασθεί υπηρέτρια, αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε εξ αιτίας της προκατάληψης για την προηγούμενη απασχόλησή της στο ορυχείο. Ευ τυχώς, από αυτή τη συγκυρία, όπου το καλό βγαίνει από το κακό, η υπομονή και επιμονή της καρποφόρησαν, έγιναν έρευνες στο ανθρακωρυχείο και 10. Μ ογθ , Η., ΤΗθ ίβηοεεΝίβ ΟοΙΙίβΓγ Οίή, Μάιος 1795. Βλ. επίσης, Ηβιτιιτιοποί, ϋ.ί., βπά Β., Τίΐθ Τοννπ ίβόουΓθΓ, 1917, σ.230.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
169
δέχθηκε τόσες επιδοκιμασίες για τον χαρακτήρα της, ώστε βρήκε αμέσως δουλειά. «Η ιστορία αυτή», κατέληγε το φυλλάδιο, «μπορεί να διδάξει στους φτωχούς ότι σπανιότατα στη ζωή μπορούν να βρεθούν σε μια κατά σταση που να απαγορεύει τη διεκδίκηση μιας κάποιας ανεξαρτησίας, εφ’ ό σον αποφασίσουν να αποδώσουν, καθώς και ότι δεν υπάρχει καμία πραγμα τικότητα που να απαγορεύει την έκφραση και άσκηση όλων των ανθρώπι νων αρετών». Οι αδελφές Μ ογθ είχαν επιλέξει να εργασθούν ανάμεσα σε λιμοκτονούντες εργάτες, αλλά δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τη φυσική τους δοκιμασία. Προτιμούσαν να επιλύσουν το φυσικό πρόβλημα της εκβιομηχάνισης δίνο ντας μια θέση και ένα νόημα ζωής στους εργάτες, βγαλμένα από τη μεγα λοψυχία τους. Η ΗβηηβΙη Μ ογθ τόνιζε ότι ο πατέρας της ηρωίδας της ήταν χρήσιμο μέλος της κοινωνίας· η κοινωνική και ηθική υπόσταση της κόρης του έγινε αντιληπτή χάρη στις επιδοκιμασίες των εργοδοτών της. Η Ηβηηβίι Μ ογθ πίστευε πως τίποτε άλλο δεν χρειαζόταν για να λειτουργήσει η κοινω νία11. Ο Όουεν απομακρύνθηκε από έναν χριστιανισμό που είχε αποποιηθεί την ευθύνη για τον έλεγχο του επίγειου κόσμου και προτιμούσε να εκθειά ζει την φανταστική υπόσταση και λειτουργία της δυστυχισμένης ηρωίδας της Ηβηηείι Μ ογθ , αντί να αναμετρηθεί με την Αποκαλυπτική πραγματικότη τα που είχε να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος σε μια σύνθετη κοινωνία. Ουδείς αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια της πεποίθησης της Η β ιί ιί θ Ιί Μ ογθ , πως όσο πιο γρήγορα υποτάσσονταν οι φτωχοί στη μοίρα τους, τόσο πιο εύκολα θα στρέφονταν για να ανακουφιστούν στους ουρανούς, στους οποίους βασιζό ταν αποκλειστικά και αυτή, τόσο για τη σωτηρία των ανθρώπων αυτών, όσο και για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας της αγοράς, της οποίας ήταν ένθερμη υποστηρίκτρια. Αλλά αυτές οι κενολογίες του χριστιανισμού με τις οποίες τρεφόταν η συνείδηση των πιο γενναιόδωρων από τις κυρίαρχες τά ξεις, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την δημιουργική πίστη σ’ αυτήν τη βιομηχανική θρησκεία, που στο όνομά της οι απλοί άνθρωποι της Αγγλίας προσπαθούσαν να λυτρώσουν την κοινωνία. Πάντως, ο καπιταλισμός επιφύ λασσε στο μέλλον πολύ περισσότερα. Το Κίνημα των Χαρτιστών κινήθηκε σε τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις, ώστε η εμφάνισή του, μετά την αποτυχία του οουενισμού, θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Ήταν μια καθαρά πολιτική προσπάθεια, που επιχειρούσε να επηρεάσει την κυβέρνηση δια μέσου συνταγματικών οδών. Η πίεση που ασκούσε στην κυβέρνηση ακολουθούσε τις παραδοσιακές κατευθυντήριες γραμμές του Μεταρρυθμιστικού Κινήματος, το οποίο είχε εξασφαλίσει το δι καίωμα ψήφου για την μεσαία τάξη. Τα έξι σημεία του Χάρτη απαιτούσαν καθολικό δικαίωμα ψήφου. Η ανυποχώρητη άρνηση του Μεταρρυθμιστικού Κοινοβουλίου για τριάντα περίπου χρόνια να επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου, η χρήση βίας για την αντιμετώπιση της μαζικής υποστήριξης που είχε ο 11. ϋΓυοΙ<6Γ,Ρ.Ρ., Τίιβ Εηά οίΕοοηοηηίο Μεη, 1939, σ. 93, για τους Αγγλους ευαγγελικούς. Επίσης, Τίιβ Ευίυω οί ΙηάυείπβΙ Μβη, 1942, σσ.21 και 194.
170
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
Χάρτης, ο αποτροπιασμός που προκαλούσε στους φιλελεύθερους του 1840 η ιδέα μιας λαϊκής κυβέρνησης, όλα δείχνουν πως η έννοια της δημοκρα τίας ήταν ξένη στα αγγλικά μεσαία στρώματα. Μόνον αφού η εργατική τάξη είχε αποδεχθεί τις αρχές της καπιταλιστικής οικονομίας και τα συνδικάτα εί χαν απορροφηθεί στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της βιομηχανίας, της παραχωρήθηκε από την μεσαία τάξη το δικαίωμα ψήφου. Δηλαδή, πολύ μετά την πτώση του κινήματος των Χαρτιστών και αφού είχε εξασφαλισθεί ότι οι εργάτες δεν θα χρησιμοποιούσαν το νέο αυτό προνόμιο για τους ιδιαί τερους σκοπούς τους. Από την άποψη της διάδοσης του τρόπου ζωής της οικονομίας της αγοράς, αυτό μπορεί να ήταν δικαιολογημένο, επειδή συντέλεσε στην υπέρβαση των εμποδίων που παρενέβαλλαν τα επιβιώματα της παλιάς, παραδοσιακής ζωής στους εργάτες. Σε ό,τι όμως αφορά στην απο κατάσταση των απλών ανθρώπων, που η Βιομηχανική επανάσταση είχε καταλύσει τη ζωή τους, και ειδικότερα στην ενσωμάτωσή τους σε μια κοινή ε θνική κουλτούρα, το μέτρο αυτό δεν προσέφερε καμία λύση. Η παραχώρη ση του δικαιώματος ψήφου διόλου δεν επηρέαζε την κατάσταση, τη στιγμή που είχε πληγεί ανεπανόρθωτα η ικανότητα διεκδίκησης ενός μεριδίου της εξουσίας. Οι άρχουσες τάξεις είχαν κάνει το λάθος να επεκτείνουν την αρ χή της ανένδοτης ταξικής ηγεμονίας σε έναν τύπο πολιτισμού που απαιτού σε την πολιτισμική και εκπαιδευτική ενότητα της κοινότητας των ανθρώπων, για να διαφυλαχθεί από εκφυλιστικές επιδράσεις. Το Κίνημα των Χαρτιστών ήταν πολιτικό και γι’ αυτό πιο εύκολο να κατανοηθεί από ό,τι το κίνημα του Όουεν. Αλλά για να συλλάβουμε πλήρως την ένταση, το πάθος ή και την έκταση του κινήματος αυτού, πρέπει να ανατρέ ξουμε στα συμβάντα της εποχής. Οι χρονιές 1789 και 1830 είχαν καταστήσει την Επανάσταση συνηθισμένο γεγονός στην Ευρώπη. Το 1848, η ημερομη νία της Παρισινής εξέγερσης είχε πράγματι προβλεφθεί στο Βερολίνο και στο Λονδίνο, με μία ακρίβεια συνηθισμένη για την πρόβλεψη των εγκαινίων μιας έκθεσης αλλά όχι για το ξέσπασμα μιας κοινωνικής αναταραχής· «μετα σεισμικές» δονήσεις ακολούθησαν στο Βερολίνο, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, καθώς και σε ορισμένες ιταλικές πόλεις. Και στο Λονδίνο επικρατούσε μεγά λη ένταση επειδή όλοι, και οι Χαρτιστές, ανέμεναν ότι το ξέσπασμα των τα ραχών θα ανάγκαζε το Κοινοβούλιο να δώσει το δικαίωμα ψήφου στον λαό (λιγότερο από το 15% των ενήλικων ανδρών είχαν δικαίωμα ψήφου). Σε ολό κληρη την ιστορία της Αγγλίας δεν υπήρξε μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνά μεων σε κατάσταση ετοιμότητας για την προάσπιση του νόμου και της τάξης από ό,τι στις 12 Απριλίου 1848: εκατοντάδες χιλιάδες ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους εναντίον της α ναμενόμενης συγκέντρωσης των Χαρτιστών εκείνη την ημέρα. Η Παρισινή επανάσταση έφτασε πολύ αργά για να δώσει τη νίκη στο λαϊ κό κίνημα της Αγγλίας. Ήδη, εκείνη την εποχή, το επαναστατικό πνεύμα της εποχής της μεταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και του «πεινασμένου 1840», βρισκόταν σε ύφεση. Η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών οδηγούσε σε έκρηξη της προσφοράς εργασίας και ο καπιταλισμός είχε αρ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
171
χίσει να αποδίδει καρπούς. Οι Χαρτιστές διαλύθηκαν χωρίς επεισόδια. Τα αιτήματά τους δεν συζητήθηκαν καν στο Κοινοβούλιο, παρά μόνο σε μια με ταγενέστερη ημερομηνία, όπου και απορρίφθηκαν με πλειοψηφία πέντε προς ένα. Μάταια είχαν συγκεντρωθεί εκατομμύρια υπογραφές. Μάταια συ μπεριφέρθηκαν οι Χαρτιστές ως νομοταγείς πολίτες. Το κίνημά τους οδηγήθηκε στην εξαφάνιση, δια μέσου της γελοιοποίησής τους από τους νικητές. Ετσι έληξε η μεγαλύτερη πολιτική απόπειρα του λαού της Αγγλίας να εγκαθιδρύσει στη χώρα μία λαϊκή δημοκρατία. Δύο χρόνια αργότερα, ο Χαρτισμός είχε σχεδόν ξεχασθεί. Η Βιομηχανική επανάσταση έφτασε στην Ευρώπη μισόν αιώνα αργότε ρα. Εκεί, η εργατική τάξη δεν είχε εκδιωχθεί από τη γη της εξ αιτίας των περιφράξεων μάλλον η γοητεία των υψηλότερων ημερομισθίων και της αστι κής ζωής έκαναν τον ημι-υπόδουλο αγροτικό εργάτη να εγκαταλείψει το κτήμα και να εγκατασταθεί στην πόλη, όπου συναναστράφηκε τα χαμηλότε ρα στρώματα της παραδοσιακής μεσαίας τάξης, και είχε την ευκαιρία να α στικοποιηθεί. Αντί να υποβαθμισθεί, αισθάνθηκε ανώτερος στο νέο του περι βάλλον. Αναμφίβολα, οι συνθήκες κατοίκησης ήταν ελεεινές, ενώ αλκοολι σμός και πορνεία έκαναν θραύση στα κατώτερα στρώματα των εργατών ως και την αυγή του 20ού αι. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε σύγκριση ανάμεσα στην ηθική και πολιτισμική έκπτωση του άγγλου εργάτη της υπαίθρου, που βρέθηκε αβοήθητος στο κοινωνικό και φυσικό τέλμα των παραγκουπόλεων που γειτόνευαν με τα εργοστάσια και τον σλοβάκο ή και τον πομερανό α γρότη, που μετατράπηκε σχεδόν αυθημερόν σε βιομηχανικό εργάτη της σύγχρονης μητρόπολης. Ένας ιρλανδός ή ουαλός μεροκαματιάρης, ή ένας Σκωτσέζος των δυτικών ΗίςιΙιΙβηάδ, ίσως να είχε την ίδια εμπειρία, όταν σερ νόταν στα σοκάκια του Μάντσεστερ ή του Λίβερπουλ της πρώιμης περιό δου. Ο γιός του άγγλου γεωργού ή του διωγμένου αγροτικού εργάτη σίγου ρα δεν ένιωσε κάποια βελτίωση στην κατάστασή του. Οι πρόσφατα χειρα φετημένοι χωρικοί της Ευρώπης δεν είχαν μόνο την ευκαιρία να ανέλθουν κοινωνικά στα κατώτερα μεσαία στρώματα των τεχνιτών και εμπόρων με τις αρχαίες τους πολιτισμικές παραδόσεις, αλλά, επιπλέον, μοιράζονταν την ί δια πολιτική θέση με την — ανώτερή τους κοινωνικά— αστική τάξη, που πα ρέμενε αποκομμένη από την άρχουσα τάξη. Οι δυνάμεις της ανερχόμενης μεσαίας και εργατικής τάξης συνασπίσθηκαν εναντίον της φεουδαλικής αρι στοκρατίας και της Καθολικής εκκλησίας. Η διανόηση, ιδιαίτερα οι φοιτητές, ενίσχυε την ένωση των δύο τάξεων, μέσα από την κοινή τους επίθεση στον απολυταρχισμό και τον κόσμο των προνομιούχων. Στην Αγγλία, τα μεσαία στρώματα, ευγενείς της υπαίθρου ή έμποροι, ό πως τον 17ο αι., ή κτηματίες και εμπορευόμενοι τον 19ο, ήταν αρκετά ισχυ ροί ώστε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους μόνοι, δίχως να επιζητήσουν την υποστήριξη των εργατών. Επιπλέον, η αγγλική αριστοκρατία ενσωμά τωνε τους πλουσιότερους από τους νεοεισερχόμενους και διεύρυνε τα α νώτερα κλιμάκια της κοινωνικής ιεραρχίας, ενώ στην Ευρώπη η ημιφεουδαλική αριστοκρατία δεν σύναπτε γάμους με γιούς και κόρες αστικών οικογε
172
ΚΑΡΙί. ΡΟΙΑΝΥΙ
νειών, ενώ η απουσία του θεσμού της πρωτοτοκίας την είχε απομονώσει ερ μητικά από τις υπόλοιπες τάξεις. Συνακόλουθα, κάθε πετυχημένο βήμα προς την κατεύθυνση της διεκδίκησης ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών ω φελούσε εξ ίσου την ευρωπαϊκή μεσαία και την εργατική τάξη. Από το 1830, αν όχι από το 1789, η συμμετοχή της εργατικής τάξης στις μάχες της αστι κής τάξης εναντίον του φεουδαλισμού — χωρίς κανένα όφελος για την πρώτη— αποτελούσε μέρος της ευρωπαϊκής παράδοσης. Ανεξάρτητα όμως από τα κέρδη ή τις απώλειες της εργατικής τάξης, η εμπειρία της εμπλουτί σθηκε και οι στόχοι της ανυψώθηκαν σε ένα πολιτικό επίπεδο. Αυτό αποτε λούσε ουσιαστικά ταξική συνειδητοποίηση. Οι μαρξιστικές ιδεολογίες απο κρυστάλλωσαν τις απόψεις του εργάτη της πόλης, που είχε διδαχθεί από τη συγκυρία να χρησιμοποιεί τη βιομηχανική και την πολιτική του δύναμη σαν όπλο υψηλής πολιτικής. Ενώ οι βρετανοί εργάτες ανέπτυξαν μία ασύγκριτη εμπειρία στα προσωπικά και κοινωνικά προβλήματα του συνδικαλισμού, συ μπεριλαμβανομένων των τακτικών και της στρατηγικής της απεργιακής κι νητοποίησης, και εγκατέλειψαν την πολιτική στους ιεραρχικά ανωτέρους τους, ο κεντροευρωπαίος εργάτης εξελίχθηκε σε σοσιαλιστή, συνηθισμένο να χειρίζεται προβλήματα κρατικής πολιτικής — πρωταρχικά, είναι αλήθεια, εκείνα που σχετίζονταν με τα δικά του συμφέροντα, όπως οι εργοστασιακοί νόμοι και η κοινωνική νομοθεσία. Εάν το χρονικό χάσμα ανάμεσα στην εκβιομηχάνιση της Βρετανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης ήταν μισός αιώνας, το χάσμα στις διαδικασίες εθνι κής ενοποίησης των δύο ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Η Ιταλία και η Γερμανία κατέκτησαν το στάδιο ενοποίησης της Αγγλίας με διαφορά αιώνων, ενώ τα μικρότερα ανατολικοευρωπάίκά κράτη πολύ αργότερα. Σε αυτήν τη διαδικα σία της δημιουργίας κρατών, η εργατική τάξη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, που διεύρυνε ακόμα περισσότερο την πολιτική της εμπειρία. Στην βιομηχα νική εποχή, μια τέτοια διαδικασία περιλάμβανε αναπόφευκτα και την κοινω νική πολιτική. Ο Μπίσμαρκ επεχείρησε την ενοποίηση του δεύτερου Ρθίοή με την εισαγωγή ενός σημαντικότατου σχεδίου κοινωνικής νομοθεσίας. Η ι ταλική ενοποίηση επιταχύνθηκε από την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων. Στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία, σ’ αυτό το συνονθύλευμα λαών και φυλών, το στέμμα απευθυνόταν επανειλημμένα στις εργατικές τάξεις για να υποστηρίξουν τον συγκεντρωτισμό και την ενότητα της αυτοκρατορίας. Σε αυτήν την ευρύτερη σφαίρα επίσης, δια μέσου της επιρροής που ασκού σαν στη νομοθεσία, τα σοσιαλιστικά κόμματα και τα συνδικάτα βρήκαν πολ λές ευκαιρίες για να προωθήσουν τα συμφέροντα του βιομηχανικού εργάτη. Υλιστικές προκαταλήψεις έχουν διαστρεβλώσει την οπτική του προβλή ματος της εργατικής τάξης. Βρετανοί συγγραφείς δυσκολεύθηκαν να κατα νοήσουν την φριχτή εντύπωση που έκαναν σε ευρωπαίους παρατηρητές οι πρώιμες καπιταλιστικές συνθήκες στο Λάνκασαηρ. Επισήμαναν το ακόμα κατώτερο βιοτικό επίπεδο πολλών κεντροευρωπαίων εργατών της υφα ντουργίας, όπου οι συνθήκες εργασίας ήταν εξ ίσου κακές με των άγγλων εργατών. Αλλά μια τέτοια σύγκριση απέκρυπτε το σημείο αιχμής, που ήταν
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
173
ακριβώς η αναβάθμιση του κοινωνικού και πολιτικού δΜυε του ευρωπαίου εργάτη, σε αντίθεση με την πτώση του αντίστοιχου δίβίυε στην Αγγλία. Ο ευρωπαίος εργάτης δεν είχε περάσει από την ισοπεδωτική εξαθλίωση της 5ρθθηΐΊ3Γηΐ3η(1, ούτε και είχε εμπειρία ανάλογη του κολαστηρίου της αγγλι κής Νέας Κοινωνικής Πρόνοιας. Από το καθεστώς του απελεύθερου, μετέβη — ή, μάλλον, ανήλθε— στο καθεστώς του εργοστασιακού εργάτη και πολύ σύντομα στου χειραφετημένου και συνδικαλισμένου εργαζόμενου. Ετσι, α πέφυγε την πολιτισμική καταστροφή την οποία έφερε στην Αγγλία η Βιομη χανική επανάσταση. Επιπλέον, η Ευρώπη εκβιομηχανίσθηκε σε μία εποχή που είχε καταστεί δυνατή η προσαρμογή στις νέες παραγωγικές τεχνικές, σχεδόν αποκλειστικά χάρη στη μίμηση των αγγλικών μεθόδων κοινωνικής προστασίας12. Ο ευρωπαίος εργάτης χρειαζόταν προστασία όχι τόσο από τον αντίκτυπο της Βιομηχανικής επανάστασης — στην κοινωνική του έννοια, ένα τέτοιο γε γονός δεν συνέβη στην ήπειρο— όσο από την κανονική δράση του εργοστα σίου και των συνθηκών της αγοράς εργασίας. Πέτυχε αυτήν την προστασία κυρίως με τη βοήθεια της νομοθεσίας, ενώ οι βρετανοί σύντροφοί του βασί ζονταν περισσότερο στις εθελοντικές ενώσεις — τα συνδικάτα— και στη δύ ναμή τους να μονοπωλούν την εργασία. Η κοινωνική ασφάλιση ήρθε σχετικά νωρίτερα στην Ευρώπη από ό,τι στην Αγγλία. Η διαφορά έχει ήδη ερμηνευθεί με βάση τις πολιτικές τάσεις της Ευρώπης, και την σχετικά πρώιμη επέ κταση του δικαιώματος ψήφου στις εργαζόμενες μάζες της ηπειρωτικής Ευ ρώπης. Ενώ οικονομικά η διαφορά ανάμεσα σε υποχρεωτικές και εθελοντι κές μεθόδους παραγωγής — νομοθεσία εναντίον του συνδικαλισμού— μπο ρεί εύκολα να υπερτιμηθεί, στο πολιτικό επίπεδο οι συνέπειές της ήταν μεγά λες. Στην Ευρώπη, τα συνδικάτα υπήρξαν δημιούργημα του πολιτικού κόμμα τος της εργατικής τάξης' στην Αγγλία, το πολιτικό κόμμα δημιουργήθηκε α πό τα συνδικάτα. Ενώ στην Ευρώπη ο σοσιαλισμός εξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα, στην Αγγλία, ακόμη και ο πολιτικός σοσιαλισμός παρέμεινε ουσιαστι κά συνδικαλιστικός. Συνακόλουθα, η καθολική ψηφοφορία, που έτεινε να ενισχύσει την εθνική ενότητα στην Αγγλία, είχε μερικές φορές το αντίθετο α ποτέλεσμα στην Ευρώπη. Εκεί μάλλον, και όχι στην Αγγλία, επαληθεύθηκαν οι φόβοι του Πιτ, του Πηλ, του Τοκβίλ και του Μακόλεη ότι μία λαϊκή κυβέρ νηση θα αποτελούσε κίνδυνο για το οικονομικό σύστημα. Οικονομικά, η αγγλική και η ευρωπαϊκή μέθοδος κοινωνικής προστασίας είχαν σχεδόν ταυτόσημα αποτελέσματα. Πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο: τη διατάραξη της αγοράς του παραγωγικού στοιχείου που ονομάζεται εργα σιακή δύναμη. Μια τέτοια αγορά θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνον αν οι μισθοί μειώνονταν παράλληλα με τις τιμές. Σε ανθρώπινους όρους, το αξίω μα αυτό σήμαινε για τον εργάτη άκρα αστάθεια εισοδημάτων, πλήρη απου σία επαγγελματικών προτύπων, θλιβερή υποταγή στα κελεύσματα του αφε 12. Κηο\Λ/Ιθε, Ι_., ΤΠβ ΙηάυείπβΙ βηά Οβπίυίγ, 1926.
Ο οΓΠΓΠ θΓάεΙ
Πβνο/υϋοη ίη
Ο γθ βΙ
ΒήΙαίη ϋυπης Μβ 190ι
174
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
ντικού και πλήρη εξάρτηση από τις διαθέσεις της αγοράς. Ο Μΐδθδ τόνιζε ορθά ότι, αν οι εργάτες «δεν δρούσαν συνδικαλιστικά, αλλά μείωναν τις α παιτήσεις τους και άλλαζαν τόπο κατοικίας και απασχόληση ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, θα μπορούσαν τελικά να βρουν εργασία». Αυτό συνοψίζει σωστά την κατάσταση σε ένα σύστημα που βασίζεται στο α ξίωμα του εμπορευματικού χαρακτήρα της εργασίας. Δεν είναι αρμοδιότητα του εμπορεύματος να αποφασίζει πού θα πουληθεί, για ποιό σκοπό θα χρη σιμοποιηθεί, σε ποιά τιμή θα αλλάξει χέρια, πώς θα καταναλωθεί ή θα καταστραφεί. «Κανένας δεν έχει αντιληφθεί», έγραφε αυτός ο συνεπής φιλε λεύθερος, «ότι η έλλειψη μισθών θα ήταν προτιμότερη από την έλλειψη ερ γασίας, γιατί αυτό που χάνει ο άνεργος δεν είναι εργασία αλλά αποζημίωση για την εργασία». Ο Μΐδθδ είχε δίκιο, αν και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί πρωτοτυπία σκέψης: εκατόν πενήντα χρόνια νωρίτερα, ο επίσκοπος ννΐιβίθΐγ έλεγε: «Όταν ο άνθρωπος ζητιανεύει για εργασία, δεν επιζητεί εργασία αλ λά μισθό». Κι όμως, αληθεύει ότι, τεχνικά, «η ανεργία στις καπιταλιστικές χώρες οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική τόσο της κυβέρνησης όσο και των συνδικάτων αποσκοπεί στο να διατηρήσει ένα επίπεδο μισθών που είναι σε δυσαρμονία με την υπάρχουσα παραγωγικότητα της εργασίας». Ο Μΐδθδ ισχυριζόταν πως η ανεργία οφειλόταν στο γεγονός ότι οι εργάτες «δεν εί ναι διατεθειμένοι να δουλέψουν με τους μισθούς που θα μπορούσαν να πά ρουν στην αγορά εργασίας, για την συγκεκριμένη εργασία για την οποία ή ταν κατάλληλοι και στην οποία ήταν διατεθειμένοι να απασχοληθούν». Αυτό αποσαφηνίζει το νόημα της απαίτησης των εργοδοτών για κινητικότητα της εργασίας και ελαστικότητα των μισθών: μία αγορά, όπως είπαμε παραπάνω, στην οποία η ανθρώπινη εργασία αποτελεί εμπόρευμα. Φυσιολογικός στόχος κάθε κοινωνικού προστατευτισμού ήταν η κατα στροφή αυτού του θεσμού και η εξάλειψη των δυνατοτήτων ύπαρξής του. Στην πραγματικότητα, η αγορά εργασίας αφέθηκε να διατηρήσει την κύρια λειτουργία της, με την προϋπόθεση ότι μισθοί και συνθήκες εργασίας, πρό τυπα και ρυθμίσεις θα διασφάλιζαν τον ανθρώπινο χαρακτήρα του υποτιθέ μενου εμπορεύματος «εργασία». Ο ισχυρισμός ότι η κοινωνική νομοθεσία, οι εργοστασιακοί νόμοι, η ασφάλεια σε περίπτωση ανεργίας και, πάνω απ’ όλα, τα συνδικάτα δεν επηρέαζαν καθόλου την κινητικότητα της εργασίας και την ελαστικότητα των μισθών υπονοεί ότι οι θεσμοί αυτοί έχουν αποτύχει ολότελα στον στόχο τους, που ήταν ακριβώς η επίδραση στους νόμους της προσφοράς και ζήτησης σε σχέση με την ανθρώπινη εργασία, καθώς και η προφύλαξή της από την επιρροή της αγοράς.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
175
15. Αγορά και Φύση Αυτό που ονομάζουμε γη αποτελεί στοιχείο της Φύσης, στενότατα συνυφασμένο με τους θεσμούς του ανθρώπου. Ο διαχωρισμός, καθώς και η δημι ουργία αγοράς της γης, ήταν πιθανόν η πιο παράδοξη ενέργεια των προγό νων μας. Κατά παράδοση, γη και εργασία είναι αδιαχώριστες· η εργασία αποτελεί τμήμα της ζωής, η γη παραμένει τμήμα της Φύσης, ζωή και Φύση συνιστούν μια συγκροτημένη ολότητα. Έτσι, η γη συνδέεται με τον τρόπο οργάνωσης της συγγένειας, της γειτνίασης, του επαγγέλματος και της θρησκευτικής λατρείας — με τη φυλή και τον ναό, το χωριό, τη συντεχνία και την εκκλη σία. Μία Μεγάλη Αγορά αποτελεί ρύθμιση της οικονομικής ζωής, που περι λαμβάνει αγορές για τους συντελεστές της παραγωγής. Εφ’ όσον οι συντε λεστές αυτοί τυχαίνει να είναι αδιαχώριστοι από τους ανθρώπινους θε σμούς, τον άνθρωπο και τη Φύση, καθίσταται σαφές πως η οικονομία της α γοράς προϋποθέτει μια κοινωνία, που οι θεσμοί της υποτάσσονται στις απαι τήσεις του μηχανισμού της αγοράς. Το εγχείρημα είναι καθαρά ουτοπικό αναφορικά με τη γη και με την ερ γασία. Η οικονομική λειτουργία είναι μόνο μία από τις πολλές ζωτικές λει τουργίες της γης. Η γη παρέχει στη ζωή του ανθρώπου σταθερότητα, απο τελεί τον χώρο εγκατάστασής του, προϋπόθεση της ασφάλειάς του, είναι το τοπίο και οι εποχές του έτους. Παρ’ όλα αυτά, ο διαχωρισμός της γης α πό τον άνθρωπο και η οργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις μιας αγοράς ακίνητης περιουσίας, αποτέλεσε σημαντική συνιστώσα της ου τοπικής σύλληψης της οικονομίας της αγοράς. Η σημασία του εγχειρήματος αυτού καθίσταται έκδηλη πάλι στον χώρο της νεοτερικής αποικιοκρατικής επέκτασης. Συχνά δεν έχει σημασία αν ο άποικος χρειάζεται τη γη ως τοποθεσία που κρύβει έναν πλούτο, ή απλώς ε πιθυμεί να περιορίσει τους ιθαγενείς για να δημιουργήσει πλεόνασμα τροφί μων και πρώτων υλών. Ούτε και αλλάζουν οι καταστάσεις αν ο ιθαγενής ερ γάζεται κάτω από την άμεση επίβλεψη του αποίκου ή κάτω από μια μορφή έμμεσου καταναγκασμού, γιατί, και στις δύο περιπτώσεις, απαιτείται προη γουμένως η κατάλυση του κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος της ζω ής των ιθαγενών. Υπάρχει στενός παραλληλισμός της νεοτερικής αποικιακής πραγματικό τητας με την πραγματικότητα της δυτικής Ευρώπης πριν από έναν δύο αιώ νες. Αλλά η εμπορευματοποίηση της γης στις εξωτικές περιοχές μπορεί να ολοκληρώθηκε σύντομα, ενώ στη δυτική Ευρώπη απαίτησε αρκετούς αιώνες. Η πρόκληση προήλθε από μη καθαρά εμπορικές μορφές της καπιταλιστι κής ανάπτυξης. Κατ’ αρχάς, στην Αγγλία των Τυδώρ, εμφανίστηκε ο αγροτι κός καπιταλισμός, που απαίτησε την εξατομίκευση στη χρήση της γης, τις μετατροπές στη χρήση της και τις περιφράξεις. Ακολούθησε ο βιομηχανικός
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
175
15. Αγορά και Φύση Αυτό που ονομάζουμε γη αποτελεί στοιχείο της Φύσης, στενότατα συνυφασμένο με τους θεσμούς του ανθρώπου. Ο διαχωρισμός, καθώς και η δημι ουργία αγοράς της γης, ήταν πιθανόν η πιο παράδοξη ενέργεια των προγό νων μας. Κατά παράδοση, γη και εργασία είναι αδιαχώριστες· η εργασία αποτελεί τμήμα της ζωής, η γη παραμένει τμήμα της Φύσης, ζωή και Φύση συνιστούν μια συγκροτημένη ολότητα. Έτσι, η γη συνδέεται με τον τρόπο οργάνωσης της συγγένειας, της γειτνίασης, του επαγγέλματος και της θρησκευτικής λατρείας — με τη φυλή και τον ναό, το χωριό, τη συντεχνία και την εκκλη σία. Μία Μεγάλη Αγορά αποτελεί ρύθμιση της οικονομικής ζωής, που περι λαμβάνει αγορές για τους συντελεστές της παραγωγής. Εφ’ όσον οι συντε λεστές αυτοί τυχαίνει να είναι αδιαχώριστοι από τους ανθρώπινους θε σμούς, τον άνθρωπο και τη Φύση, καθίσταται σαφές πως η οικονομία της α γοράς προϋποθέτει μια κοινωνία, που οι θεσμοί της υποτάσσονται στις απαι τήσεις του μηχανισμού της αγοράς. Το εγχείρημα είναι καθαρά ουτοπικό αναφορικά με τη γη και με την ερ γασία. Η οικονομική λειτουργία είναι μόνο μία από τις πολλές ζωτικές λει τουργίες της γης. Η γη παρέχει στη ζωή του ανθρώπου σταθερότητα, απο τελεί τον χώρο εγκατάστασής του, προϋπόθεση της ασφάλειάς του, είναι το τοπίο και οι εποχές του έτους. Παρ’ όλα αυτά, ο διαχωρισμός της γης α πό τον άνθρωπο και η οργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις μιας αγοράς ακίνητης περιουσίας, αποτέλεσε σημαντική συνιστώσα της ου τοπικής σύλληψης της οικονομίας της αγοράς. Η σημασία του εγχειρήματος αυτού καθίσταται έκδηλη πάλι στον χώρο της νεοτερικής αποικιοκρατικής επέκτασης. Συχνά δεν έχει σημασία αν ο άποικος χρειάζεται τη γη ως τοποθεσία που κρύβει έναν πλούτο, ή απλώς ε πιθυμεί να περιορίσει τους ιθαγενείς για να δημιουργήσει πλεόνασμα τροφί μων και πρώτων υλών. Ούτε και αλλάζουν οι καταστάσεις αν ο ιθαγενής ερ γάζεται κάτω από την άμεση επίβλεψη του αποίκου ή κάτω από μια μορφή έμμεσου καταναγκασμού, γιατί, και στις δύο περιπτώσεις, απαιτείται προη γουμένως η κατάλυση του κοινωνικού και πολιτισμικού συστήματος της ζω ής των ιθαγενών. Υπάρχει στενός παραλληλισμός της νεοτερικής αποικιακής πραγματικό τητας με την πραγματικότητα της δυτικής Ευρώπης πριν από έναν δύο αιώ νες. Αλλά η εμπορευματοποίηση της γης στις εξωτικές περιοχές μπορεί να ολοκληρώθηκε σύντομα, ενώ στη δυτική Ευρώπη απαίτησε αρκετούς αιώνες. Η πρόκληση προήλθε από μη καθαρά εμπορικές μορφές της καπιταλιστι κής ανάπτυξης. Κατ’ αρχάς, στην Αγγλία των Τυδώρ, εμφανίστηκε ο αγροτι κός καπιταλισμός, που απαίτησε την εξατομίκευση στη χρήση της γης, τις μετατροπές στη χρήση της και τις περιφράξεις. Ακολούθησε ο βιομηχανικός
176
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
καπιταλισμός, που — στη Γαλλία και την Αγγλία— υπήρξε πρωταρχικά εξωαστεακός και απαιτούσε μεγάλες εκτάσεις για τα εργοστάσια και τους οικι σμούς των εργατών, από τις αρχές του 18ου αι. Σημαντικότερη από όλα, αν και σχετιζόταν περισσότερο με τη χρήση παρά με την ιδιοκτησία της γης, ή ταν η εμφάνιση των βιομηχανικών πόλεων και των αναγκών τους για αστεί ρευτη παροχή τροφίμων και πρώτων υλών, τον 19ο αι. Φαινομενικά, δεν υπάρχει ομοιότητα στις αντιδράσεις σε αυτές τις προ κλήσεις, και ωστόσο αυτές αποτέλεσαν εξελικτικά στάδια της υποταγής της επιφάνειας του πλανήτη στις ανάγκες της βιομηχανικής κοινωνίας. Πρώτο στάδιο, ήταν η εμπορευματοποίηση του εδάφους, που απορρόφησε και την φεουδαλική έγγεια πρόσοδο. Δεύτερο, ήταν το στάδιο της εντατικοποίησης της παραγωγής τροφίμων και οργανικών πρώτων υλών, για να καλυφθούν οι ανάγκες ενός ταχύτατα αυξανόμενου βιομηχανικού πληθυσμού σε εθνική κλίμακα. Τρίτο στάδιο, ήταν η επέκταση αυτού του συστήματος πλεονασματικής παραγωγής στις αποικίες. Με αυτό το τελευταίο, η γη και τα προϊόντα της εντάχθηκαν οριστικά σε μία αυτορυθμιζόμενη παγκόσμια αγορά. Εμπορευματοποίηση του εδάφους είναι ουσιαστικά η κατάλυση του φε ουδαλισμού, που άρχισε στα αστικά κέντρα της Δύσης τον 14ο αι. και ολο κληρώθηκε περίπου 500 χρόνια αργότερα, όταν, με τις ευρωπαϊκές επανα στάσεις, καταργήθηκαν και τα τελευταία κατάλοιπα της φεουδαρχίας. Η α πόσπαση του ανθρώπου από το έδαφος σήμαινε την αποσύνθεση του οικο νομικού σώματος στις συνιστώσες του, έτσι ώστε η καθεμία να ενταχθεί σε όποιο κομμάτι του συστήματος ήταν χρησιμότερη. Το νέο σύστημα συνυ πήρξε αρχικά με το παλαιό, το οποίο και προσπάθησε να αφομοιώσει, εξα σφαλίζοντας την κυριότητα εδαφών που ήταν ακόμη δέσμια προκαπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Η φεουδαλική κατάσχεση γης καταργήθηκε. «Στόχος ήταν η απάλειψη κάθε διεκδίκησης από πλευράς της γειτονιάς ή των οργανώσεων συγγενείας, ιδιαίτερα των αριστοκρατικών, όπως και των απαιτήσεων της εκκλησίας — απαιτήσεων που, στο σύνολό τους, εξαιρού σαν τη γη από την εμπορική χρήση και εκμετάλλευση»1. Οι στόχοι αυτοί επι τεύχθηκαν είτε με ατομική βία, είτε με επανάσταση, με πόλεμο και κατάκτηση, νομοθετική δράση, διοικητικές πιέσεις, είτε με την αυθόρμητη και μικρής κλίμακας δράση ορισμένων ιδιωτών σε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Το κα τά πόσον η αποδιάρθρωση αυτή θα ήταν οδυνηρή ή εύκολα ιάσιμη, εξαρτιόταν από τα μέτρα ρύθμισης της διαδικασίας. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις παρεί χαν ισχυρούς παράγοντες αλλαγής και προσαρμογής. Η απόδοση των εκ κλησιαστικών κτημάτων στην κοσμική εξουσία, για παράδειγμα, υπήρξε ένα από τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους μέχρι την εποχή του ιταλικού ΡίδΟΓοίΓΠθηίο και, παρεπιμπτόντως, ένας από τους κυριότερους τρόπους της εντεταλμένης μεταβίβασης γης στα χέρια των ιδιωτών. Τα σπουδαιότερα βήματα τα έκαναν η Γαλλική επανάσταση και οι μεταρ 1. ΒπηΙ<ιη3ηη, Ο., «ϋ35 δοζίβΙθ δνείβπη άβ5 ΚβρίΙβΙίδππϋδ», Οωηάπεε άβΓ 5οζί3ΐοΙ<οηοΓηίΙ<,
1924.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
177
ρυθμίσεις του Μπένθαμ κατά τις δεκαετίες 1830 και 1840. «Οι προσφορότε ρες συνθήκες για την ανάπτυξη της γεωργίας υπάρχουν», έγραφε ο Μπέν θαμ, «εκεί που δεν υπάρχουν κληροδοτήματα, αναπαλλοτρίωτα κτήματα, κοινή γη, δικαίωμα εξαγοράς ή φόρος της δεκάτης...» Μια τέτοια ελευθερία σχετικά με την ιδιοκτησία, και ιδιαίτερα την ιδιοκτησία γης, συνιστούσε ση μαντικό μέρος της σύλληψης της προσωπικής ελευθερίας από τον Μπέν θαμ. Η επέκταση αυτής της ελευθερίας, με τον ένα ή άλλο τρόπο, αποτέλε σε τον στόχο των Νόμων Χρησικτησίας, του Νόμου Κληρονομιάς, του Νό μου περί Προστίμων και Ανακτήσεων, του Νόμου για την ακίνητη περιουσία, του Νόμου των περιφράξεων του 1801 και όλων των διαδόχων του2, καθώς και σειράς νομοθετημάτων από το 1841 έως το 1926. Στη Γαλλία και στο με γαλύτερο μέρος της Ευρώπης, ο Ναπολεόντειος Κώδικας θέσπισε μορφές ι διοκτησίας για την μεσαία τάξη, καθιστώντας τη γη εμπορικό αγαθό και την υποθήκη ιδιωτικό συμφωνητικό. Δεύτερο βήμα, συνδυασμένο με το πρώτο, υπήρξε η καθυπόταξη της γης στις ανάγκες ενός ταχύτατα αυξανόμενου αστεακού πληθυσμού. Ενώ το έδαφος δεν μπορεί φυσικά να μετακινηθεί, το προϊόν του μπορεί, εφ’ ό σον το επιτρέπουν ο νόμος και τα μέσα μεταφοράς. «Ετσι, η κινητικότητα των αγαθών αντισταθμίζει την έλλειψη της γεωγραφικής κινητικότητας των παραγόντων ή, με άλλα λόγια, το εμπόριο μετριάζει τα μειονεκτήματα της ακατάλληλης γεωγραφικής κατανομής των χώρων παραγωγής»3. Μια τέ τοια αντίληψη ήταν ολότελα ξένη στις παραδοσιακές κοινωνίες. «Ούτε στους αρχαίους, ούτε κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα — πρέπει να το τονίσου με— υπήρχε τακτική αγορά και πώληση των αναγκαίων για την καθημερινή ζωή»4. Πλεονάσματα δημητριακών είχαν σκοπό τον εφοδιασμό της περιο χής, ιδιαίτερα της τοπικής πόλης, ενώ οι αγορές καλαμποκιού είχαν αυστη ρά τοπικό χαρακτήρα, μέχρι τον 15ο αιώνα. Αλλά η ανάπτυξη των πόλεων παρακίνησε τους γαιοκτήμονες να παράγουν κυρίως για να διαθέτουν τα προϊόντα στην αγορά και — στην Αγγλία— η ανάπτυξη μεγάλων πόλεων α νάγκασε τις αρχές να χαλαρώσουν τους περιορισμούς στο εμπόριο του κα λαμποκιού και να του επιτρέψουν να εξελιχθεί σε περιφερειακό, αν και ποτέ σε εθνικό εμπόριο. Τελικά, η συσσώρευση του πληθυσμού στις βιομηχανικές πόλεις του δεύτερου μισού του 18ου αι. άλλαξε ριζικά την κατάσταση — πρώτα σε εθνι κό, έπειτα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πραγματοποίηση της αλλαγής αυτής ήταν γνήσιο παράγωγο του ελεύ θερου εμπορίου. Η μετακίνηση του προϊόντος της γης επεκτάθηκε στις τρο πικές περιοχές και ο βιομηχανικός/ γεωργικός καταμερισμός της εργα 2. Οίοθγ, Α.ν., ορ. αί., σ.226. 3. ΟΙιΙΐη, Β., ΙηΐθΓΓ69ίοη3ΐ 3ηεΙ ΙηίθΐΊΊ3ΰοη3ΐ Τγ30θ, 1935, σ.42. 4. ΒυοίΊθΓ, Κ., Εηΐ8ΐθΙιυη9 όθΓ νοΙΙ<8]Λ/ΐΓί8θίΐ3ίΐ, 1904. Επίσης ΡθΠΓΟδθ, Ε.Ρ., Ρορυΐ3ΰοη Τίίθοήθβ 3ηά ίήθΐΓ ΑρρίιοΒϊιοη, 1934, ο οποίος αναφέρει κείμενο του ΙοηοίϊθΙοΙ του 1834, ως την πρώτη εφαρμογή της ιδέας πως η κίνηση των εμπορευμάτων μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστατο της κίνησης των συντελεστών της παραγωγής.
178
ΚΑΠί ΡΟΙΑΝΥΙ
σίας εφαρμόσθηκε στο σύνολο του πλανήτη. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι λαοί α πόμακρων περιοχών υπέστησαν τις συνέπειες μιας αλλαγής, που οι καταβο λές της τους ήταν άγνωστες, ενώ τα ευρωπαϊκά έθνη έφτασαν να εξαρτώνται στις καθημερινές τους δραστηριότητες από μία ελλιπώς ολοκληρωμένη ενοποίηση της ζωής των ανθρώπων. Μαζί με το ελεύθερο εμπόριο εμφανί στηκαν και οι νέοι τρομακτικοί κίνδυνοι της παγκόσμιας αλληλεξάρτησης. Τα περιθώρια δράσης για να προστατευθεί η κοινωνία από την καθολική αποδιάρθρωση ήταν πλατιά, το ίδιο και το μέτωπο της επίθεσης. Αν και το ε θιμικό δίκαιο και η νομοθεσία επιτάχυναν ορισμένες φορές τις αλλαγές, άλ λοτε έδρασαν επιβραδυντικά. Πάντως, εθιμικό και γραπτό δίκαιο δεν ακο λουθούσαν αναγκαστικά πάντα την ίδια κατεύθυνση. Το εθιμικό δίκαιο συνέβαλε θετικά κυρίως στην εδραίωση της αγοράς ερ γασίας — η θεωρία της εμπορευματοποίησης της εργασίας πρωτοδιατυπώθηκε από νομικούς. Εξ άλλου, στο ζήτημα των εργατικών συνδέσμων καθώς και του νόμου περί συνωμοσίας, το εθιμικό δίκαιο προωθούσε την ελεύθερη αγορά εργασίας, αν και αυτό επέφερε συρρίκνωση των συνδικαλιστικών δι καιωμάτων των εργαζόμενων. Σε σχέση με τη γη, όμως, το εθιμικό δίκαιο άρχισε σταδιακά να προβάλ λει εμπόδια στις αλλαγές. Κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αι., το ε θιμικό δίκαιο τόνιζε το δικαίωμα του ιδιοκτήτη να βελτιώσει παραγωγικά τη γη του, ακόμη και αν αυτό επέφερε σημαντικές αποδιαρθρώσεις στην κατοί κηση και την απασχόληση. Στην Ευρώπη, η διαδικασία αυτή περιλάμβανε, ό πως γνωρίζουμε, την αποδοχή του Ρωμαϊκού Δικαίου, ενώ στην Αγγλία το εθιμικό δίκαιο διατηρήθηκε σε ισχύ, και κατόρθωσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα περιορισμένα δικαιώματα ιδιοκτησίας του Μεσαίωνα και την νέα ατομική ιδιοκτησία, δίχως να απεμπολήσει την αρχή που καθιστούσε τους νόμους των δικαστών ζωτικής σημασίας για τις συνταγματικές ελευθε ρίες. Πάντως, από τον 18ο αι., το εθιμικό δίκαιο λειτουργούσε σε σχέση με τη γη ως προασπιστής του παρελθόντος, απέναντι στην εκσυγχρονιστική νομοθεσία. Αλλά τελικά κυριάρχησαν οι οπαδοί του Μπένθαμ και, μεταξύ 1830 και 1860, η ελευθερία της σύμβασης επεκτάθηκε και στη γη. Αυτό το ι σχυρό ρεύμα ανακόπηκε μόνο τη δεκαετία του 1870, όταν η νομοθεσία άλ λαξε ριζικά κατεύθυνση. Είχε ξεκινήσει η «κολεκτιβιστική» περίοδος. Η ανελαστικότητα του εθιμικού δικαίου ενισχύθηκε συνειδητά από νομοθετήματα που επιδίωκαν να προστατεύσουν τις κατοικίες και την απασχόλη ση των κατοίκων της υπαίθρου από τις επιπτώσεις της ελευθερίας των συμ βάσεων. Ξεκίνησε μία συστηματική προσπάθεια εξασφάλισης ελάχιστων ό ρων υγιεινής για τις κατοικίες των απόρων, παρέχοντάς τους έναν κλήρο, δίνοντάς τους μιαν ευκαιρία να ξεφύγουν από τα παραπήγματα και να αναπνευσουν τον καθαρό αέρα της φύσης, του «πάρκου των 9θηίΙθΓΠθη». Εξα θλιωμένοι κάτοικοι των παραγκουπόλεων της Ιρλανδίας και του Λονδίνου σώθηκαν από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των νόμων της αγοράς, με νομο θετικές πράξεις που σκοπό είχαν να περισώσουν τις κατοικίες τους από τον οδοστρωτήρα της «βελτίωσης». Στην Ευρώπη, κυρίως το γραπτό δίκαιο και
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
179
οι διοικητικές πράξεις διέσωσαν τον μικροενοικιαστή, τον χωρικό, τον αγρο τικό εργάτη από τις βιαιότερες επιπτώσεις της αστικοποίησης. Πρώσοι συ ντηρητικοί, όπως ο Ροντμπέρτους, που ο «Γιούγκερ-σοσιαλισμός» του επη ρέασε τον Μαρξ, διαπνέονταν από τις ίδιες αντιλήψεις με τους δημοκρατι κούς συντηρητικούς της Αγγλίας. Σύντομα, το πρόβλημα της προστασίας προσέλαβε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις και αφορούσε πλέον πληθυσμούς ολόκληρων χωρών και ηπεί ρων. Εάν αφεθεί να δράσει ανεξέλεγκτα, το διεθνές ελεύθερο εμπόριο οδη γεί αναγκαστικά στην εξαφάνιση μεγάλων, συμπαγών ομάδων αγροτών πα ραγωγών5. Αυτή η αναπόφευκτη διαδικασία καταστροφής δυσχεραινόταν σε σημαντικότατο βαθμό από την εγγενή ασυνέχεια στην ανάπτυξη των σύγχρονων μέσων μεταφοράς, που το κόστος τους απαγορεύει την άκριτη επέκτασή τους σε νέες περιοχές του πλανήτη, αν δεν έχει προηγούμενως εξασφαλισθεί η δυνατότητα κέρδους. Μόλις καρποφόρησαν οι μεγάλες ε πενδύσεις στην κατασκευή των ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων, άνοιξαν ολόκληρες νέες ήπειροι κι ένας χείμαρρος δημητριακών κατέκλυσε την Ευ ρώπη. Το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίφαση με τις προγνώσεις των κλασι κών της οικονομίας. Αξίωμα του Ρικάρντο ήταν ότι πιο εύφορη γη ήταν αυτή που είχε κατοικηθεί. Η άποψη αυτή γελοιοποιήθηκε, όταν οι σιδηρόδρομοι ανακάλυψαν την πιο εύφορη γη στους αντίποδες της Ευρώπης. Αντιμέτωπη με την ολοσχερή καταστροφή της αγροτικής της κοινωνίας, σύσσωμη η κε ντρική Ευρώπη προχώρησε στην προστασία των χωρικών, με την επιβολή προστατευτικών δασμών στο εισαγόμενο καλαμπόκι. Σε αντίθεση προς τα οργανωμένα ευρωπαϊκά κράτη, οι πολιτικά ανοργά νωτοι λαοί των αποικιών ήταν εντελώς απροστάτευτοι απέναντι στις επι πτώσεις του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου. Η αντιιμπεριαλιστική εξέγερση ήταν κυρίως μία απόπειρα αυτών των λαών να πραγματώσουν το πολιτικό 5Ϊ3ίυε που ήταν απαραίτητο για να προφυλαχθούν από τις κοινωνικές απο διαρθρώσεις τις οποίες προκαλούσαν οι ευρωπαϊκές εμπορικές πολιτικές. Η προστασία που μπορούσε εύκολα να εξασφαλίσει ο λευκός, ως ανεξάρτη τος και κυρίαρχος, ήταν πέρα από τις δυνατότητες του έγχρωμου, όσο του έλειπε η προαπαιτούμενη πολιτική κυβέρνηση. Οι εμπορευόμενες τάξεις αποτέλεσαν τους προωθητές της εμπορευματοποίησης της γης. Ο Κόμπντεν άφησε εμβρόντητους τους Αγγλους γαιοκτή μονες με τον ισχυρισμό του ότι η γεωργία ήταν μορφή επιχείρησης, και ότι άρα οι χρεωκοπημένοι έπρεπε να αποχωρήσουν. Οι εργαζόμενες τάξεις τά χθηκαν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, μόλις διαπίστωσαν ότι θα έκανε φθη νότερα τα τρόφιμα. Τα συνδικάτα εξελίχθηκαν σε υπερμάχους της αντιαγροτικής εκστρατείας, ενώ ο επαναστατικός σοσιαλισμός στιγμάτισε τους χωρι κούς του κόσμου ως αντιδραστικούς. Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας ήταν αναμφίβολα προοδευτική σύλληψη και οι αντίπαλοί του είτε εκπροσω πούσαν κεκτημένα συμφέροντα είτε ήσαν άτομα χαμηλής νοημοσύνης. 5. ΡθΠΓοεβ, ορ. α ΐ
180
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
Οί ανεξάρτητοι και ανιδιοτελείς διανοητές, που ανακάλυψαν τους κινδύ νους τους οποίους περιέκλειε το ανεξέλεγκτο ελεύθερο εμπόριο, ήταν πο λύ λίγοι για να προκαλέσουν την προσοχή. Κι όμως, ανεξάρτητα από το αν γίνονταν αντιληπτές, οι επιπτώσεις του ελεύθερου εμπορίου ήταν πέρα για πέρα υπαρκτές. Στην πραγματικότητα, η μεγάλη επιρροή που ασκούσαν οι μεγαλογαιοκτήμονες στην δυτική Ευρώ πη, όπως και η επιβίωση φεουδαλικών μορφών ζωής στην κεντρική και ανα τολική Ευρώπη, εξηγούνται εύκολα με βάση τη ζωτική προστατευτική τους λειτουργία, δηλαδή την επιβράδυνση της εμπορευματοποίησης της γης. Η δυνατότητα της ευρωπαϊκής φεουδαλικής αριστοκρατίας να επηρεάζει την μεσαία τάξη, αν και είχε χάσει τις στρατιωτικές, δικαστικές και διοικητικές της αρμοδιότητες, αποτελούσε γρίφο για τους νεοτερικούς παρατηρητές. Για να την εξηγήσουν, κατέφευγαν συχνά στη θεωρία των «επιβιωμάτων», σύμφωνα με την οποία θεσμοί δίχως λειτουργία μπορεί να εξακολουθήσουν να υπάρχουν, εξ αιτίας της δύναμης της αδράνειας. Αλλά θα ήταν πλησιέστερο στην πραγματικότητα να πούμε ότι κανένας θεσμός δεν διαρκεί πε ρισσότερο από όσο λειτουργεί — αν φαίνεται κάτι άλλο, αυτό οφείλεται στο ότι ο θεσμός ασκεί μία άλλη λειτουργία, ή λειτουργίες, όχι αναγκαστικά την αρχική. Ο φεουδαλισμός και ο κτηματικός συντηρητισμός διατήρησαν την ισχύ τους όσο εξυπηρετούσαν έναν σκοπό, τον περιορισμό των κατα στροφικών επιπτώσεων της εμπορευματοποίησης της γης. Οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου ξεχνούσαν πως η γη αποτελούσε τμή μα της επικράτειας μιας χώρας και πως ο εδαφικός χαρακτήρας της εθνικής κυριαρχίας δεν ήταν απόρροια συναισθηματικών συσχετισμών, αλλά συμπα γών γεγονότων, μαζί και οικονομικών. «Σε αντίθεση προς τους νομαδικούς λα ούς, ο καλλιεργητής αφοσιώνεται σε μόνιμες βελτιώσεις που σχετίζονται με έναν συγκεκριμένο τόπο. Δίχως αυτές τις βελτιώσεις, η ανθρώπινη ζωή παρα μένει σε πρωτόγονη κατάσταση. Και πόσο σπουδαίος υπήρξε ο ρόλος αυτών των μόνιμων εγκαταστάσεων στην ανθρώπινη ιστορία! Ακριβώς αυτές, οι ανοι χτές και καλλιεργημένες εκτάσεις, τα σπίτια και τα άλλα κτίρια, τα μέσα μετα φοράς, οι διάφορες εγκαταστάσεις οι αναγκαίες για την παραγωγή, περιλαμβανομένων της βιομηχανίας και των ορυχείων, όλες οι μόνιμες και αμετακίνη τες βελτιώσεις, δένουν μια ανθρώπινη κοινότητα με το έδαφος της. Δεν μπο ρούν να δημιουργηθούν αμέσως, αλλά απαιτούν υπομονετικές προσπάθειες πολλών γενεών, και η κοινότητα δεν είναι σε θέση να τις θυσιάσει και να απο πειραθεί να ξεκινήσει από την αρχή, κάπου αλλού. Εξ ου και ο εδαφικός χαρα κτήρας της κυριαρχίας, που διαποτίζει την πολιτική μας αντίληψη»6. Αυτές οι προφανείς αλήθειες αντιμετωπίστηκαν με χλεύη επί έναν αιώνα. Το οικονομικό επιχείρημα μπορεί εύκολα να επεκταθεί και να συμπεριλάβει τις συνθήκες ασφαλείας που συνδέονται με την ακεραιότητα του εδά φους και των πλουτοπαραγωγικών του πόρων — όπως το σφρίγος και η ζω τικότητα του πληθυσμού, η αφθονία τροφίμων, το ποσοστό και η φύση των 6. Η3\Λ/ΐΓθν, Β.Ο., ΤΙίθ Εοοηοίπίε ΡΓοΰΙβΓη, 1933.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
181
αμυντικών υλικών, ακόμη και το κλίμα της χώρας, που μπορεί να επηρεασθεί αρνητικά από την αποψίλωση των δασών, τη διάβρωση και αποξήρανση του εδάφους, συνθήκες που, σε τελική ανάλυση, εξαρτώνται από τον παρά γοντα γη, ενώ δεν ανταποκρίνονται στον μηχανισμό προσφοράς και ζήτη σης της αγοράς. Με δεδομένο ένα σύστημα εξ ολοκλήρου εξαρτημένο από τις λειτουργίες της αγοράς για τη διασφάλιση των υπαρξιακών του ανα γκών, είναι φυσικό η εμπιστοσύνη να στραφεί προς εκείνες τις δυνάμεις, έ ξω από το σύστημα της αγοράς, που είναι ικανές να διασφαλίσουν το κοινό συμφέρον το οποίο απειλείται από την αγορά. Η άποψη αυτή συμβαδίζει με το ποιες θεωρούμε αληθείς πηγές της ταξι κής επιρροής: αντί να προσπαθούμε να εξηγήσουμε εξελίξεις αντίθετες προς την γενική τάση της εποχής με βάση την (ανεξήγητη) επίδραση των α ντιδραστικών τάξεων, προτιμούμε να ερμηνεύουμε την επιρροή αυτών των τάξεων με βάση το γεγονός ότι αυτές, έστω και τυχαία, υποστηρίζουν εξε λίξεις μόνο φαινομενικά αντίθετες προς το γενικότερο συμφέρον. Το ότι τα ιδιαιτέρά τους συμφέροντα εξυπηρετούνται κάλλιστα από μια τέτοια πολιτι κή, αποτελεί άλλη μία επιβεβαίωση της αλήθειας ότι οι κοινωνικές τάξεις ε πωφελούνται δυσανάλογα προς τις υπηρεσίες που τυχαίνει να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Μία τέτοια περίπτωση αποτέλεσε η 5ρβθη(ΐ3ΐηΐ3η<1 Ο μεγαλογαιοκτήμονας άρχοντας του χωριού βρήκε έναν τρόπο να επιβραδύνει την αύξηση των αγροτικών ημερομισθίων καθώς και την απειλητική αποδιάρθρωση της παρα δοσιακής ζωής του χωριού. Μακροπρόθεσμα, η μέθοδός του είχε καταστρε πτικά αποτελέσματα. Ωστόσο, οι μεγαλογαιοκτήμονες δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν αυτές τις πρακτικές τους, αν δεν βοηθούσαν το σύνολο της υπαίθρου να αντιμετωπίσει την επέλαση της Βιομηχανικής επανάστασης. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο αγροτικός προστατευτισμός ήταν αναγκαιό τητα. Αλλά οι πιο δραστήριες διανοητικές δυνάμεις της εποχής είχαν εμπλακεί σε μια περιπέτεια, που απομάκρυνε από την οπτική τους την πραγμα τική σημασία της κρίσης της υπαίθρου. Στις περιστάσεις αυτές, όποια ομάδα ήταν σε θέση να αντιπροσωπεύσει με επιτυχία τα συμφέροντα της υπαίθρου, μπορούσε να κερδίσει μία υποστήριξη πολύ μεγαλύτερη του μεγέθους της. Η προστατευτική αντίπραξη πέτυχε να σταθεροποιήσει την κατάσταση στην ευ ρωπαϊκή ύπαιθρο και να εξασθενίσει το ρεύμα της αστυφιλίας, που αποτελού σε και τη μάστιγα της εποχής. Η αντίδραση επωφελήθηκε άμεσα από μία χρήσιμη κοινωνικά λειτουργία, την οποία είχε τυχαία ασκήσει. Η ίδια ακριβώς λειτουργία που επέτρεψε στις αντιδραστικές τάξεις της Ευρώπης να εκμεταλλευθούν το λαϊκό αίσθημα στον αγώνα τους για τους αγροτικούς δα σμούς, ήταν υπεύθυνη για την επιτυχία της Τ\/Α [του Νιού Ντηλ] και άλλων προοδευτικών κοινωνικών μέτρων στην Αμερική, περίπου μισόν αιώνα αργό τερα. Οι ίδιες κοινωνικές ανάγκες που ευνόησαν τη δημοκρατία στον Νέο Κό σμο, ισχυροποίησαν την επιρροή της αριστοκρατίας στον Παλαιό. Η εναντίωση στην εμπορευματοποίηση της γης αποτέλεσε το κοινωνιο λογικό υπόβαθρο για τον ανταγωνισμό του φιλελευθερισμού με την αντί-
182
ΚΑΡί. ΡΟίΑΝΥΙ
δράση, ο οποίος συνιστά την πολιτική ιστορία της Ευρώπης του 19ου αι. Στη διαμάχη αυτήν, στρατιωτικοί και ανώτερος κλήρος συμμάχησαν με τις τά ξεις των κτηματιών, που είχαν χάσει σχεδόν τελείως τον ρόλο τους στην κοινωνία. Αυτές οι τάξεις ήταν τώρα διαθέσιμες για οποιαδήποτε αντιδρα στική υπέρβαση του αδιεξόδου στο οποίο απειλούσαν να οδηγήσουν η οικο νομία της αγοράς και το παρεπόμενό της, η συνταγματική διακυβέρνηση, ε πειδή δεν δεσμεύονταν, από την παράδοση και την ιδεολογία τους, να σεβασθούν τις λαϊκές ελευθερίες και τον κοινοβουλευτισμό. Συνοπτικά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός ήταν συνυφασμένος με το φιλελεύθερο κράτος, ενώ τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων δεν ή ταν — αυτή ήταν η πηγή της διαρκούς πολιτικής τους σημασίας στην Ευρώ πη, όπου δημιούργησαν τα ρεύματα της πρωσικής πολιτικής υπό τον Μπίσμαρκ, έθρεψαν τον κληρικό και μιλιταριστικό ρεβανσισμό στη Γαλλία, εξα σφάλισαν επιρροή για την φεουδαλική αριστοκρατία στην αυλή των Αψβούργων και κατέστησαν την Εκκλησία και τον στρατό προστάτες κλονι ζόμενων θρόνων. Επειδή η σχέση αυτή ξεπέρασε σε διάρκεια τις δύο γενε ές, που κάποτε όρισε ως πρακτικό υποκατάστατο της αιωνιότητας ο Τζον Μάυναρντ Κέυνς, γινόταν τώρα γενικά πιστευτό ότι γη και ακίνητη περιου σία διακρίνονταν από μία εκ γενετής ροπή προς αντιδραστικές θέσεις. Η Αγγλία του 18ου αι., με τους φανατικούς οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου και τους πρωτοπόρους στην αγροτική εκμετάλλευση, είχε ξεχασθεί, όπως είχαν ξεχασθεί και οι μεγαλέμποροι της εποχής των Τυδώρ, με τις επανα στατικές τους μεθόδους εξαγωγής κέρδους από τη γη. Οι φυσιοκράτες γαι οκτήμονες της Γαλλίας και της Γερμανίας, ενθουσιώδεις υπέρμαχοι του ε λεύθερου εμπορίου, είχαν εξοβελισθεί από τη συλλογική συνείδηση, εξ αι τίας της νεοτερικής προκατάληψης απέναντι στην υποτιθέμενη εγγενή οπισθοδρομικότητα της αγροτικής ζωής. Ο Χέρμπερτ Σπένσερ, για τον οποίο μια γενεά αρκούσε ως υποκατάστατο της αιωνιότητας, ταύτισε απλώς τον μιλιταρισμό με την αντίδραση. Η κοινωνική και τεχνολογική προσαρμοστικό τητα, που πρόσφατα επέδειξαν ο στρατός των ναζί, ο ιαπωνικός και ο ρωσι κός, θα ήταν γι’ αυτόν αδιανόητη. Τέτοιες αντιλήψεις ήταν στενά συνυφασμένες με την εποχή. Το αντίτιμο για τα εκπληκτικά βιομηχανικά επιτεύγματα της οικονομίας της αγοράς, ή ταν μια βαθιά πληγή στην κοινωνία. Οι φεουδαλικές τάξεις βρήκαν εδώ μια λαμπρή ευκαιρία να ανακτήσουν ορισμένα από τα χαμένα τους προνόμια, εμφανιζόμενες ως υπερασπιστές των αρετών της γης και των καλλιεργη τών της. Στον λογοτεχνικό ρομαντισμό, η Φύση είχε συμμαχήσει με το πα ρελθόν. Στο αγροτικό κίνημα του 19ου αι., ο φεουδαλισμός προσπαθούσε — με σχετική επιτυχία— να ανακτήσει την παρελθούσα του θέση, αυτοπροβαλλόμενος ως προστάτης του φυσικού περιβάλλοντος του ανθρώπου, της γης. Το στρατήγημα θα είχε αποτύχει, αν ο κίνδυνος δεν ήταν υπαρκτός. Αλλά το γόητρο του στρατού και της εκκλησίας αυξανόταν περισσότερο, εξ αιτίας της διάθεσής τους να προασπίσουν «τον νόμο και την τάξη», που είχαν πλέον καταστεί εύθραυστα· αντίθετα, η μεσαία τάξη δεν είχε τη δυνα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
183
τότητα να ανταποκριθεί σ' αυτήν την απαίτηση της νέας οικονομίας. Το σύ στημα της αγοράς ήταν το πιο αλλεργικό στις λαϊκές κινητοποιήσεις από ό λα τα οικονομικά συστήματα που γνωρίζουμε. Οι κυβερνήσεις των Τυδώρ στηρίζονταν στις ταραχές για να δημοσιοποιήσουν τοπικά προβλήματα- α πλώς, ορισμένοι ταραχοποιοί οδηγούνταν στην κρεμάλα και τα πράγματα δεν έπαιρναν μεγαλύτερες διαστάσεις. Η εμφάνιση της οικονομίας της αγο ράς επέφερε ολοκληρωτική ρήξη με την αντίληψη αυτήν: μετά το 1797, οι ταραχές παύουν να αποτελούν δημοφιλές χαρακτηριστικό στη ζωή του Λονδίνου και σταδιακά αντικαθίστανται από συγκεντρώσεις7. Ο πρώσος βα σιλιάς που διακήρυξε ότι η διατήρηση της ειρήνης είναι πρώτιστο μέλημα του κάθε υπηκόου, έγινε διάσημος γι’ αυτό το παράδοξο- κι όμως, πολύ σύ ντομα, η διατύπωση αυτή έγινε κοινός τόπος. Τον 19ο αι., διαταραχές της ειρήνης, αν τις προκαλούσαν οπλισμένα πλήθη, ισοδυναμούσαν με εξέγερ ση και με τεράστιο κίνδυνο για το κράτος- οι μετοχές κατέρρεαν και η πτώ ση των τιμών ήταν απύθμενη. Μία συμπλοκή ενόπλων στους δρόμους της μητρόπολης αρκούσε για να καταστρέψει ένα μέρος του εθνικού κεφαλαί ου. Κι όμως, οι μεσαίες τάξεις δεν ήταν ικανές να στρατευθούν στη διαφύ λαξη της δημόσιας τάξης. Η λαϊκή δημοκρατία επαιρόταν γιατί είχε κάνει γνωστή τη φωνή των μαζών. Στην Ευρώπη, η αστική τάξη ήταν προσκολλημένη στην επαναστατική της νεότητα, όταν εκείνη είχε αναμετρηθεί στα χα ρακώματα με μια τυραννική αριστοκρατία. Τελικά, ακριβώς οι χωρικοί, ελάχι στα μολυσμένοι από το μικρόβιο του φιλελευθερισμού, θεωρήθηκαν οι μό νοι ικανοί να διασφαλίσουν δυναμικά «τον νόμο και την τάξη». Μία από τις υποτιθέμενες λειτουργίες της αντίδρασης ήταν η χειραγώγηση της εργατι κής τάξης, ώστε να αποφευχθεί ο πανικός στην αγορά. Αν και πολύ ακανό νιστα επιτελούσε αυτήν τη λειτουργία, η προθυμία των χωρικών να υπερα σπιστούν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ήταν ένα από τα βασικά πλεονεκτή ματα του αγροτικού στρατοπέδου. Η ιστορία της δεκαετίας του 1920 θα ήταν διαφορετικά ανεξήγητη. Όταν, στην κεντρική Ευρώπη, η κοινωνική δομή υποχώρησε κάτω από την πίεση του πολέμου και της ήττας, μόνον η εργατική τάξη μπορούσε να εγγυηθεί τον έλεγχο της κατάστασης. Παντού, η ισχύς πέρασε στα χέρια των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων: Αυστρία, Ουγγαρία και Γερμανία ανακηρύχθηκαν δημοκρατίες, αν και δεν είχαν προϊστορία ύπαρ ξης και λειτουργίας κάποιου δημοκρατικού κόμματος. Αλλά ο άμεσος κίνδυ νος της αποδιάρθρωσης δεν είχε ακόμη αποσοβηθεί — για να καταστήσει α νεπίκαιρο τον ρόλο της εργατικής τάξης— όταν τα μεσοαστικά στρώματα ε πιχείρησαν να της στερήσουν κάθε δυνατότητα παρέμβασης στη δημόσια 7. ΤΓθνΘίγβπ, Ο.Μ., ΗιείΟΓγ οί ΕηοΙβηά, 1926, 0.533. «Η Αγγλία υπό τον Ουόλπολ ήταν ακό μα ένα αριστοκρατικό κράτος, που το εξαγρίωναν οι ταραχές». Το τραγούδι της ΗβηηβΙι Μ ογθ «ΤΙίθ Βίοι», δημοσιεύθηκε «το 1795, μια χρονιά ένδειας και ταραχών» — τη χρονιά της 8ρθθπΙΐ3ΓΤΐΐ3ηό. 77?σ Ηβροεϋοιγ ΤγβοΙβ, νοΙ.Ι, Νθνν ΥογΚ 1835. Επίσης, Τίιβ ΙιύΓβιγ, 1940, τέταρτη σειρά, Τόμος XX, σ. 295, για τα «φθηνά λαϊκά φυλλάδια (1795-98)».
184
ΚΑΡί. Ρ01.ΑΝΥΙ
ζωή. Πρόκειται για την γνωστή αντεπαναστατική φάση της μεσοπολεμικής περιόδου. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος επικράτησης ενός κομμουνιστικού καθεστώτος, επειδή τα εργατικά συνδικάτα και οι διά φορες οργανώσεις επιδείκνυαν ανοιχτή εχθρότητα προς τους κομμουνι στές. (Η Ουγγαρία γνώρισε ένα σύντομο κομμουνιστικό επεισόδιο, που στην ουσία επιβλήθηκε στη χώρα, όταν η άμυνα απέναντι στην επίθεση των Γάλλων δεν άφηνε άλλα περιθώρια δράσης). Ο αληθινός κίνδυνος δεν ήταν ο μπολσεβικισμός, αλλά η αγνόηση των κανόνων της οικονομίας της αγοράς από τα συνδικάτα και τα κόμματα της εργατικής τάξης, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ακίνδυνες διαταράξεις της δημόσιας τάξης και της κατεστημέ νης μορφής συναλλαγών μπορεί να αποτελέσουν θανάσιμη απειλή8, επειδή πιθανόν θα προκαλούσαν την αποσύνθεση του οικονομικού καθεστώτος στο οποίο βασιζόταν η κοινωνία για να ικανοποιεί τις καθημερινές της ανάγκες. Αυτό εξηγεί την αξιοσημείωτη μεταστροφή σε μερικές χώρες, από μία δή θεν επικείμενη δικτατορία των εργατών της βιομηχανίας στην ουσιαστική δι κτατορία των χωρικών. Μέχρι και τη δεκαετία του 1920, οι χωρικοί καθόρι ζαν την οικονομική πολιτική σε πολλά κράτη, στα οποία έπαιζαν συνήθως α σήμαντο ρόλο. Αποτελούσαν πλέον την μόνη τάξη που ήταν ικανή να διατη ρήσει τον νόμο και την τάξη, με την νεοτερική, υπερβολικά φορτισμένη έν νοια του όρου. Η ένθερμη «φιλοαγροτική» τάση της μεταπολεμικής Ευρώπης αποκάλυ πτε ουσιαστικά τους πολιτικούς λόγους της νέας, ευνοϊκής αντιμετώπισης των χωρικών. Από το κίνημα Ιθρρο της Φιλανδίας, έως τον αυστριακό ΗθίιτιννθίΐΓ, οι χωρικοί αναδείχθηκαν υπερασπιστές της οικονομίας της αγο ράς- αυτό τους κατέστησε πολιτικά αναντικατάστατους. Η έλλειψη τροφί μων την περίοδο αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο — κατά την οποία παρατηρείται και η επικράτησή τους— δεν έπαιξε κανέναν ρόλο. Η Αυστρία, για παράδειγμα, για να ευνοήσει οικονομικά τους χωρικούς, αναγκάσθηκε να χαμηλώσει τα επίπεδα της διατροφής, διατηρώντας δασμούς στα δημη τριακά, αν και εξαρτιόταν σε υπερβολικό βαθμό από εισαγωγές για την ικα νοποίηση των αναγκών της σε τρόφιμα. Αλλά τα συμφέροντα των χωρικών έπρεπε να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος, ακόμη και αν ο αγροτικός προ στατευτισμός επέφερε δυσχέρειες στους αστούς και παράλογα υψηλό κό στος παραγωγής στις εξαγωγικές βιομηχανίες. Η προηγουμένως ασήμαντη τάξη των χωρικών απέκτησε έτσι μία θέση δυσανάλογη προς την οικονομική της σπουδαιότητα. Ο φόβος του μπολσεβικισμού ήταν η δύναμη που καθι στούσε την πολιτική τους ισχύ άτρωτη. Κι όμως, αυτός ο φόβος, όπως είδα με, δεν ήταν φόβος μιας επικείμενης δικτατορίας των εργατών — τίποτε α νάλογο δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα— αλλά, μάλλον, ο φόβος παράλυ8. Ηβγθδ, Ο.Α., Α ΟβηβΓθίιοη οί ΜείβήβΙίεηι, 1870-1890 σημειώνει ότι «τα περισσότερα κράτη, τουλάχιστον της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, παρουσίαζαν τώρα μια φαινομε νικά υπερβολική εσωτερική σταθερότητα».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
185
σης της οικονομίας της αγοράς, ο οποίος θα εξαλειφόταν μόνο με τον πα ραμερισμό όλων των δυνάμεων που θα μπορούσαν να αγνοήσουν τους κα νόνες της οικονομίας της αγοράς σε καιρό κρίσης. Όσο οι χωρικοί ήταν η μόνη τάξη η ικανή να εξοντώσει αυτές τις δυνάμεις, το γόητρό τους ήταν μεγάλο και μπορούσαν να εκβιάζουν την μεσοαστική τάξη. Με την ισχυρο ποίηση της δύναμης του κράτους και, πριν από αυτήν, με τον σχηματισμό των φασιστικών ταγμάτων εφόδου από τα κατώτερα μεσοαστικά στρώματα, η αστική τάξη αποδεσμεύθηκε και η ισχύς των χωρικών συρρικνώθηκε ρα γδαία. Μόλις εξουδετερώθηκε ο «εσωτερικός εχθρός» σε πόλη και ύπαιθρο, οι χωρικοί επανήλθαν στην προηγούμενη ασήμαντη θέση τους, στο περιθώ ριο της βιομηχανικής κοινωνίας. Η επιρροή των μεγαλογαιοκτημόνων δεν ακολούθησε την ίδια πορεία. Ενας ουσιαστικότερος παράγοντας λειτουργούσε προς όφελος τους — η αυξανόμενη στρατιωτική σπουδαιότητα της αγροτικής αυτάρκειας. Ο Μεγά λος Πόλεμος είχε καταστήσει τους ανθρώπους πιο ενήμερους και η άκριτη εμπιστοσύνη στην παγκόσμια αγορά παραχωρούσε τη θέση της σε μία πανι κόβλητη αύξηση της παραγωγικότητας στον τομέα των τροφίμων. Η «αγροτικοποίηση» της κεντρικής Ευρώπης, που προκλήθηκε από την απειλή του μπολσεβικισμού, ολοκληρώθηκε από απολυταρχικά καθεστώτα. Η απειλή του «εξωτερικού εχθρού» ήρθε να προστεθεί στην — παραδοσιακή απειλή— του «εσωτερικού». Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, ως συνήθως, διέκριναν μία ρομαντική εκτροπή — προϊόν λανθασμένων οικονομικών αντιλήψεων, ε κεί που, στην πραγματικότητα, σημαντικότατα πολιτικά γεγονότα έκαναν και τους πιο απλοϊκούς ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν πως τα οικονομι κά θέματα δεν είχαν καμία σχέση με την επερχόμενη κατάλυση του παγκό σμιου συστήματος. Η Γενεύη συνέχισε τις μάταιες προσπάθειές της να πεί σει τους λαούς ότι συνασπίζονταν ενάντια σε φανταστικούς κινδύνους, κα θώς και ότι, εάν όλοι δρούσαν με σύμπνοια, το ελεύθερο εμπόριο ήταν σε θέση να αποκατασταθεί και να ωφελήσει τους πάντες. Στην παράδοξα εύπι στη ατμόσφαιρα της εποχής, ο καθένας θεωρούσε δεδομένο ότι η λύση του οικονομικού προβλήματος (ό,τι και αν αυτή αντιπροσώπευε) όχι μόνο θα ε λαχιστοποιούσε την απειλή σύρραξης, αλλά θα την εξαφάνιζε εντελώς. Η εκατονταετής ειρήνη είχε δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος ψευδαι σθήσεων, οι οποίες απέκρυπταν τα πραγματικά γεγονότα. Οι συγγραφείς της περιόδου διακρίνονταν από πρωτοφανή έλλειψη ρεαλισμού. Το έθνοςκράτος θεωρούνταν τοπικιστική προκατάληψη από τον Α. Τόυνμπη, το ζήτη μα της εθνικής κυριαρχίας αστεία πλάνη από τον Ιυάννίς νοπ Μίδθε, ενώ ο πόλεμος λανθασμένος επιχειρηματικός υπολογισμός από τον ΝοΓπιβπ ΑηςθΙΙ. Η συνειδητοποίηση της αληθινής φύσης του προβλήματος της πολι τικής βρισκόταν στο χαμηλότερο δυνατό σημείο. Το ελεύθερο εμπόριο, που είχε επικρατήσει μετά τον αγώνα κατά των δασμών στο καλαμπόκι το 1846, τέθηκε σε αμφισβήτηση και έχασε τη μάχη στο ίδιο ζήτημα, ογδόντα χρόνια αργότερα. Το πρόβλημα της αυτάρκειας κατέτρεχε εξ αρχής την οικονομία της αγοράς. Οι φιλελεύθεροι οικονομολό-
186
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
γοι εξόρκιζαν το φάσμα του πολέμου και βάσιζαν απλοϊκά τα επιχειρήματά τους στο άτρωτο της οικονομίας της αγοράς. Περνούσε απαρατήρητο ότι τα επιχειρήματα τους απλώς φανέρωναν το μέγεθος του κινδύνου που αντιμε τώπιζε όποιος λαός στήριζε την ασφάλειά του σε έναν θεσμό τόσο εύθραυ στο, όπως η αυτορυβμιζόμενη αγορά. Το αυταρχικό κίνημα της δεκαετίας του 1920 ήταν στην ουσία προφητικό: κατέδειξε την ανάγκη αναπροσαρμο γής σε μια καταρρέουσα τάξη πραγμάτων. Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε φανε ρώσει τον κίνδυνο, και οι άνθρωποι συμπεριφέρονταν ανάλογα. Αλλά επει δή αυτό συνέβαινε δέκα χρόνια αργότερα, ο συσχετισμός αιτίας και αποτε λέσματος απορριπτόταν ως αβάσιμος. «Γιατί να προστατευόμαστε από παρελθόντες κινδύνους;» ήταν το συνηθισμένο σχόλιο της εποχής. Αυτή η λανθασμένη λογική εμπόδιζε την κατανόηση όχι μόνο του αυταρχισμού αλλά, ακόμη σπουδαιότερο, της φύσης του φασισμού. Στην ουσία, και τα δύο εξη γούνται από το γεγονός ότι, από τη στιγμή που ένας κίνδυνος θα αποτυπωθεί στη συλλογική συνείδηση, ο φόβος παραμένει σε λανθάνουσα κατάστα ση, όσο δεν έχουν απαλειφθεί τα αίτια που τον προκαλούν. Υποστηρίξαμε ότι τα ευρωπαϊκά έθνη ουδέποτε ξεπέρασαν το σοκ της πολεμικής εμπειρίας, που φανέρωσε απρόσμενα τους κινδύνους της αλλη λεξάρτησης. Μάταιη ήταν η ανάκαμψη του εμπορίου, μάταιες οι αλλεπάλλη λες διεθνείς διασκέψεις για την ειρήνη, μάταιη και η διακηρυγμένη προσή λωση πολλών κυβερνήσεων στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου — κανείς δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι, δίχως αυτάρκεια τροφίμων και πρώτων υλών ή τουλάχιστον δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά με στρατιωτικά μέσα, ούτε το σταθερό νόμισμα ούτε η αδιάκοπη πίστωση ήταν σε θέση να σώσουν την κοινωνία από απελπιστικές καταστάσεις. Τίποτε πιο λογικό από τη συνέπεια με την οποία οι σκέψεις αυτές διαμόρφωναν την πολιτική των κοινοτήτων. Η εστία του κινδύνου δεν είχε εξαλειφθεί- συνεπώς θα έπρεπε να περιμέ νουμε πως ο φόβος δεν θα υποχωρούσε. Μια παρόμοια πλάνη επικρατούσε σ’ εκείνους τους επικριτές του φασι σμού — τη μεγίστη πλειονότητα— που θεωρούσαν τον φασισμό αλλόκοτη παρέκκλιση από κάθε πολιτική λογική. Έλεγαν ότι ο Μουσολίνι είχε αποτρέ ψει την επικράτηση του μπολσεβικισμού στην Ιταλία, ενώ οι στατιστικές αποδείκνυαν ότι, περισσότερο από έναν χρόνο πριν από την Πορεία στη Ρώ μη, το απεργιακό κύμα είχε υποχωρήσει. Βέβαια, ένοπλοι εργάτες είχαν κα ταλάβει τα εργοστάσια το 1921. Αλλά αυτό δεν ήταν λόγος αφοπλισμού τους, σε μια περίοδο που είχαν παραιτηθεί από τις προηγούμενες αξιώσεις τους. Ο Χίτλερ ισχυριζόταν πως είχε σώσει τη Γερμανία από τον μπολσεβικισμό. Αλλά μπορούσε να αποδειχθεί ότι το κύμα της ανεργίας, που προηγήθηκε της κυβέρνησής του, είχε υποχωρήσει πριν ο Χίτλερ ανέλθει στην ε ξουσία. Ο ισχυρισμός πως είχε αποτρέψει κάτι που πλέον δεν υπήρχε, ερ χόταν σε αντίφαση με τον νόμο αιτίου και αιτιατού, που πρέπει να ισχύει και στην πολιτική. Στην πραγματικότητα, στη Γερμανία όπως και στην Ιταλία, η ιστορία της άμεσης μεταπολεμικής περιόδου απέδειξε πως ο μπολσεβικισμός δεν είχε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
187
καμία πιθανότητα επιτυχίας. Έδειξε όμως καθαρά ότι, σε έκτακτη ανάγκη, η εργατική τάξη, τα συνδικάτα και τα πολιτικά της κόμματα θα μπορούσαν να αγνοήσουν τους νόμους της αγοράς, που είχαν αναγορεύσει σε απόλυτα α ξιώματα την ελευθερία των συμβάσεων και την ιερότητα της περιουσίας — πράγμα που έχει αναγκαστικά καταστροφικά αποτελέσματα στην κοινωνία, με την αποθάρρυνση των επενδυτών, την αποτροπή της συσσώρευσης κε φαλαίου, τη συγκράτηση των μισθών σε μη επικερδή επίπεδα, με τους κιν δύνους που εγκυμονεί για την νομισματική σταθερότητα, την υπονόμευση της διεθνούς πίστης, της εμπιστοσύνης και την παράλυση των επιχειρήσε ων. Η πηγή του λανθάνοντος φόβου που βγήκε την κρίσιμη στιγμή στην επι φάνεια με τη μορφή του φασιστικού πανικού δεν ήταν ο φανταστικός κίνδυ νος της κομμουνιστικής επανάστασης, αλλά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η εργατική τάξη ήταν σε θέση να προχωρήσει εκβιαστικά σε καταστροφικές παρεμβάσεις. Οι κίνδυνοι για τον άνθρωπο και τη Φύση δεν μπορούν να διαχωρισθούν με σαφήνεια. Οι αντιδράσεις της εργατικής τάξης και των χωρικών στην οι κονομία της αγοράς οδήγησαν στον προστατευτισμό, στην περίπτωση της εργατικής τάξης με τη μορφή της κοινωνικής νομοθεσίας και των εργοστα σιακών νόμων, στην περίπτωση των χωρικών ως αγροτικοί δασμοί και νόμοι για τη γη. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε η εξής σημαντική διαφορά: σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, οι χωρικοί και οι γεωργοί της Ευρώπης υπερασπίσθηκαν το σύστημα της αγοράς, που το απειλούσαν οι πολιτικές της εργατικής τά ξης. Αν και η κρίση του έμφυτα ασταθούς συστήματος προκλήθηκε και από τις δύο πλευρές του προστατευτικού κινήματος, τα κοινωνικά στρώματα που ήταν συνδεδεμένα με τη γη έτειναν να συμβιβασθούν με το σύστημα της αγοράς, ενώ η ευρύτερη εργατική τάξη έπαψε να του εναντιώνεται πλή ρως.
188
ΚΑΡί ΡΟΙΑΝΥΙ
16. Αγορά και οργάνωση της παραγωγής Ακόμη και η καπιταλιστική επιχείρηση έπρεπε να προφυλαχθεί από την ανεξέλεγκτη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Αυτό αρκεί για να ά ρει την καχυποψία με την οποία μερικοί εκλεπτυσμένοι εγκέφαλοι συνηθί ζουν να αντιμετωπίζουν τους όρους «άνθρωπος» και «Φύση», απορρίπτοντας κάθε συζήτηση για την προστασία της εργασίας και της Φύσης ως προϊόν απαρχαιωμένων αντιλήψεων ή απλή συγκάλυψη κεκτημένων συμφε ρόντων. Στην πραγματικότητα, στην περίπτωση της επιχείρησης, όπως και του ανθρώπου και της Φύσης, ο κίνδυνος ήταν αληθινός και αντικειμενικός. Η α νάγκη για προστασία φάνηκε σε σχέση με τον τρόπο οργάνωσης της προ μήθειας του χρήματος σε ένα σύστημα αγοράς. Το νεοτερικό κεντρικό τρα πεζικό σύστημα ήταν στην ουσία μια επινόηση που αναπτύχθηκε για να πα ρέχει προστασία, που χωρίς αυτήν η αγορά θα κατέστρεφε τα παιδιά της, τις επιχειρήσεις. Τελικά, όμως, αυτή ακριβώς η προστασία συνέβαλε το πιο άμεσα στην κατάρρευση του διεθνούς συστήματος. Ενώ οι κίνδυνοι που απειλούν γη και εργασία είναι αρκετά προφανείς, οι κίνδυνοι για τις επιχειρήσεις, οι εγγενείς στο χρηματικό σύστημα, δεν έγιναν άμεσα αντιληπτοί. Κι όμως, αν τα κέρδη εξαρτώνται από τις τιμές, τότε οι χρηματικοί διακανονισμοί, από τους οποίους εξαρτώνται οι τιμές, απο κτούν ζωτική σημασία για ένα σύστημα που έχει για κινητήρια δύναμή του το κέρδος. Ενώ, μακροπρόθεσμα, οι αλλαγές στις τιμές πώλησης δεν επη ρεάζουν αναγκαστικά τα κέρδη, εφ’ όσον το κόστος θα κυμανθεί ανάλογα, δεν συμβαίνει το ίδιο βραχυπρόθεσμα, επειδή απαιτείται κάποιο χρονικό διάστημα προτού αλλάξουν οι τιμές, που έχουν καθορισθεί με σύμβαση. Μία απ’ αυτές είναι και η τιμή της εργασίας. Συνάγεται ότι, αν το επίπεδο των τι μών έπεφτε εξ αιτίας χρηματικών λόγων για σημαντικό χρονικό διάστημα, οι επιχειρήσεις θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο χρεωκοπίας, με άμεση συνέ πεια την αποσύνθεση της παραγωγικής οργάνωσης και μεγάλη απώλεια κε φαλαίου. Το πρόβλημα δεν ήταν το χαμηλό επίπεδο των τιμών, αλλά η πτώ ση τους. Ο Χιούμ ίδρυσε τη θεωρία του χρήματος ανακαλύπτοντας πως η ε πιχείρηση δεν επηρεάζεται αν το ποσό των χρημάτων της μειωθεί στο μισό, επειδή οι τιμές της απλώς θα προσαρμοσθούν στο μισό του προηγούμενου ύψους τους. Αυτό που διέφυγε της προσοχής του είναι ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η επιχείρηση μπορεί να καταστραφεί. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ένα σύστημα, που βασίζεται σε με ταλλικό νόμισμα, του οποίου η εσωτερική αξία είναι ίση με την ονομαστική, όπως τείνει να συμβαίνει στον μηχανισμό της αγοράς δίχως έξωθεν παρεμ βάσεις, είναι τελικά ασυμβίβαστο με την βιομηχανική παραγωγή. Το μεταλ λικό νόμισμα αποτελεί απλώς ένα αγαθό που τυχαίνει να λειτουργεί ως
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
189
χρήμα, συνεπώς το ύψος του δεν μπορεί, για λόγους αρχής, να αυξηθεί, ε κτός αν εκμηδενισθεί το ύψος των αγαθών που δεν λειτουργούν ως χρήμα. Πρακτικά, το μεταλλικό νόμισμα είναι συνήθως χρυσός ή ασήμι, που το ύ ψος τους μπορεί να αυξηθεί ανεπαίσθητα σε μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά η επέκταση της παραγωγής και του εμπορίου, αν δεν συνοδεύεται από μιαν αντίστοιχη αύξηση του χρήματος, οδηγεί αναγκαστικά σε μια πτώση του ε πιπέδου των τιμών — δηλαδή στη μορφή του καταστρεπτικού αντιπληθωρισμού που γνωρίζουμε. Η έλλειψη χρήματος αποτελούσε μόνιμο σοβαρό πρόβλημα για τις εμπορικές κοινότητες του 17ου αι. Μεταλλικό νόμισμα ο νομαστικής μόνον αξίας αναπτύχθηκε σχετικά νωρίς, για να προφυλάξει το εμπόριο από τον αντιπληθωρισμό που συνόδευε τη χρήση κερμάτων, όταν αυ ξανόταν ο όγκος των συναλλαγών. Καμία οικονομία της αγοράς δεν ήταν δυνατόν να εδραιωθεί δίχως την παρέμβαση ενός τέτοιου τεχνητού χρήματος. Η πραγματική δυσκολία ανέκυψε με την ανάγκη για σταθερές διεθνείς συναλλαγές και την συνακόλουθη εισαγωγή του διεθνούς κανόνα του χρυ σού, περίπου την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων. Οι σταθερές συναλ λαγές απέκτησαν ζωτική σημασία για τη λειτουργία της αγγλικής οικονο μίας- το Λονδίνο είχε καταστεί οικονομικό κέντρο ενός επεκτεινόμενου διε θνούς εμπορίου. Κι όμως, τίποτε άλλο εκτός από το μεταλλικό χρήμα δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει προς αυτήν την κατεύθυνση, για τον προφανή λόγο ότι το πιστωτικό, ενδεικτικό χρήμα, είτε τράπεζας είτε εντολής, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει σε ξένο έδαφος. Αυτό οδήγησε στην εδραίωση του διεθνούς κανόνα του χρυσού, που είναι και το γενικά αποδεκτό όνομα για ένα σύστημα διεθνούς μεταλλικού χρήματος. Αλλά για εσωτερικές συναλλαγές, όπως γνωρίζουμε, το σκληρό νόμισμα αποτελεί ανεπαρκή μορφή χρήματος, ακριβώς επειδή είναι εμπόρευμα και το ύψος του δεν μπορεί να αυξηθεί κατά βούληση. Το ποσό του διαθέσιμου χρυσού μπορεί να αυξηθεί κατά λίγες ποσοστιαίες μονάδες σε έναν χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αυξηθεί κατακόρυφα σε διάστημα λίγων εβδομάδων, ό πως πιθανόν θα απαιτήσει μία αιφνίδια επέκταση των συναλλαγών. Δίχως την κυκλοφορία νομίσματος ονομαστικής μόνον αξίας, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες θα έπρεπε να περικοπούν ή να συνεχιστούν με πολύ κατώ τερες τιμές, προκαλώντας έτσι καθίζηση και δημιουργώντας ανεργία. Στην απλούστερή του μορφή, το πρόβλημα είχε ως εξής: το σκληρό νό μισμα, με ίση εσωτερική και ονομαστική αξία, ήταν απαραίτητο για τη λει τουργία του διεθνούς εμπορίου- το ενδεικτικό νόμισμα, με ονομαστική μό νον αξία, για τη λειτουργία του εσωτερικού εμπορίου. Σε ποιόν όμως βαθμό θα μπορούσαν να συνυπάρξουν αρμονικά: Στις συνθήκες του 19ου αι., το διεθνές εμπόριο και ο διεθνής κανόνας του χρυσού είχαν αναμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία απέναντι στις ανάγκες των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό της χώρας. Η λειτουρ γία του κανόνα του χρυσού απαιτούσε τη μείωση των εσωτερικών τιμών, ο ποτεδήποτε οι συναλλαγές απειλούνταν από υποτίμηση. Εφ’ όσον ο πληθω ρισμός λειτουργεί δια μέσου πιστωτικών περιορισμών, συνάγεται ότι η λει
190
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
τουργία του σκληρού νομίσματος παρεμπόδιζε τη λειτουργία του πιστωτι κού συστήματος. Αυτό αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για τις επιχειρήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κατάργηση του πιστωτικού χρήματος και ο περιορισμός του νομίσματος στο σκληρό νόμισμα δεν αντιμετωπιζόταν καν σαν ενδεχό μενο, επειδή μια τέτοια θεραπεία θα ήταν σαφώς χειρότερη από την αρρώ στια που καλούνταν να θεραπεύσει. Το κεντρικό τραπεζικό σύστημα αντιστάθμιζε σε σημαντικό βαθμό αυτό το μειονέκτημα του πιστωτικού χρήματος. Με τη συγκεντροποίηση της πα ροχής πίστης σε μια χώρα, ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η ολοσχερής αποδιάρθρωση των επιχειρήσεων και της απασχόλησης που επέφερε ο αντιπληθωρισμός, και να οργανωθεί ο αντιπληθωρισμός με τρόπο ώστε να απορροφάται το σοκ και να κατανέμονται οι επιπτώσεις του σε ολόκληρη τη χώρα. Η τράπεζα, στη φυσιολογική της λειτουργία, συγκροτούσε προστατευτικά τις άμεσες επιπτώσεις της απόσυρσης χρυσού στην κυκλοφορία των χαρτο νομισμάτων, όπως και της ανεπάρκειας της κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων στις επιχειρήσεις. Η τράπεζα χρησιμοποιούσε διάφορες μεθόδους. Βραχυπρόθεσμα δάνεια μπορούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα που είχε προκληθεί από βραχυπρόθε σμες απώλειες χρυσού και να αποφευχθεί ολότελα η ανάγκη επιβολής πι στωτικών περιορισμών. Αλλά και όταν ακόμα οι πιστωτικοί περιορισμοί ήταν αναπόφευκτοι, η παρέμβαση της τράπεζας είχε προστατευτικό χαρακτήρα: η άνοδος του τραπεζικού επιτοκίου, όπως και οι παρεμβάσεις της κρατικής τράπεζας στην ελεύθερη αγορά, συντελούσαν στην κατανομή των επιπτώ σεων των περιορισμών στο σύνολο της κοινότητας, εναποθέτοντας ταυτό χρονα το κύριο βάρος των περιορισμών στους ώμους των ισχυρότερων. Ας πραγματευτούμε την σημαντική περίπτωση της μεταφοράς μονό πλευρων πληρωμών από χώρα σε χώρα, που μπορεί να προκληθεί από τη στροφή της ζήτησης από εγχώρια σε ξένα τρόφιμα. Ο χρυσός, που πρέπει τώρα να αποστέλλεται στο εξωτερικό για την πληρωμή των εισαγόμενων τροφίμων, θα χρησίμευε, αλλιώς, στις εγχώριες πληρωμές, και η απουσία του προκαλεί αναγκαστικά συρρίκνωση των εγχώριων πωλήσεων, και συνα κόλουθα πτώση των τιμών. Θα αποκαλέσουμε αυτόν τον τύπο αντιπληθωρισμού «συναλλακτικό», επειδή επεκτείνεται από επιχείρηση σε επιχείρηση δια μέσου των τυχαίων επιχειρηματικών τους συμφωνιών. Τελικά, η επέκτα ση του αντιπληθωρισμού θα φθάσει στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, οδηγώ ντας έτσι στο εξαγωγικό πλεόνασμα, που αντιπροσωπεύει και την «αληθι νή» μεταφορά. Αλλά η ζημία που προκαλείται στο σύνολο της κοινότητας θα είναι πολύ μεγαλύτερη εκείνης που αυστηρά απαιτείται για την επίτευξη ενός τέτοιου πλεονάσματος στις εξαγωγές, επειδή υπάρχουν πάντα εται ρείες που είναι ικανές να εξάγουν, με προϋπόθεση μια μικρή μείωση του κό στους, μείωση που μπορεί να επιτευχθεί πολύ οικονομικά με μια ελαφριά κατανομή των επιπτώσεων του αντιπληθωρισμού στο σύνολο της επιχειρη ματικής κοινότητας. Αυτή ακριβώς ήταν μία από τις λειτουργίες της Κεντρικής Τράπεζας. Η
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
191
πίεση που ασκούσε η παρέμβασή της στην ελεύθερη αγορά συντελούσε στην ισόρροπη μείωση των εσωτερικών τιμών και επέτρεπε στις επιχειρή σεις τις ικανές για εξαγωγές να επαναλάβουν ή να αυξήσουν τις εξαγω γές τους, ενώ θα οδηγούνταν σε χρεωκοπία μόνον οι οριακά βιώσιμες ε πιχειρήσεις. Ετσι, η «πραγματική» μεταφορά θα είχε επιτευχθεί με κό στος πολύ μικρότερο από αυτό που θα επέφερε η παράλογη μέθοδος των τυχαίων και συχνά καταστροφικών σοκ που μετέδιδε ο «συναλλακτικός αντιπληθωρισμός». Το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη αυτών των επινοήσεων αντιστάθμισης των επιπτώσεων του αντιπληθωρισμού, το αποτέλεσμα ήταν, ξανά και ξανά, η πλήρης αποδιοργάνωση των επιχειρήσεων και συνακόλουθα η μαζική α νεργία, αποτελεί και την βαρύτερη μομφή εναντίον του διεθνούς κανόνα του χρυσού. Η περίπτωση του χρήματος παρουσίαζε μία πραγματική αναλογία προς τις περιπτώσεις της εργασίας και της γης. Η εφαρμογή της πλασματικής εμπορευματοποίησης στο καθένα τους, οδήγησε στην ενσωμάτωσή τους στο σύστημα της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα εμφανίστηκαν τεράστιοι κίνδυνοι για την κοινωνία. Στην περίπτωση του χρήματος, απειλούμενη ήταν η παραγω γική επιχείρηση, που η ύπαρξή της απειλούνταν από οποιαδήποτε πτώση του επιπέδου των τιμών την οποία θα προκαλούσε το σκληρό νόμισμα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, έπρεπε να παρθούν προστατευτικά μέτρα, με απο τέλεσμα την εξουδετέρωση του μηχανισμού αυτορύθμισης της αγοράς. Το κεντρικό τραπεζικό σύστημα κατέστησε τον αυτοματισμό τού διε θνούς κανόνα του χρυσού απλό πρόσχημα. Αποτέλεσμα ήταν ένα κεντρικά διαχειριζόμενο νόμισμα. Παρασκηνιακοί χειρισμοί αντικατέστησαν τον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της παροχής πίστης, αν και αυτό δεν γινόταν συ χνά εσκεμμένα, ούτε και ήταν αντιληπτό. Σταδιακά, γινόταν σαφές ότι ο διεθνής κανόνας του χρυσού θα μπορούσε να αυτορυθμίζεται μόνον αν οι μεμονωμένες χώρες εγκατέλειπαν τα κεντρικά τραπεζικά τους συστήματα. Μοναδικός συνεπής υπέρμαχος του διεθνούς κανόνα του χρυσού, που συ στηματικά προωθούσε αυτό το μέτρο απελπισίας, ήταν ο Ιυάννίς νοη Μίδθδ' αν η προτροπή του είχε εισακουσθεί, οι εθνικές οικονομίες θα είχαν σωρια στεί σε ερείπια. Η σύγχυση που επικρατούσε στη θεωρία περί χρήματος οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στον διαχωρισμό της πολιτικής από την οικονομία, κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της κοινωνίας της αγοράς. Για περισσότερο από έ ναν αιώνα, το χρήμα θεωρούνταν καθαρά οικονομική κατηγορία, αγαθό που χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των έμμεσων ανταλλαγών. Εφ’ ό σον ο χρυσός ήταν το κατ’ εξοχήν επιθυμητό αγαθό, δημιουργήθηκε ο διε θνής κανόνας του χρυσού. (Ο χαρακτηρισμός «διεθνής» για τον κανόνα του χρυσού στερείται παντελώς σημασίας, εφ’ όσον, για τον οικονομολόγο, δεν υπήρχαν έθνη· οι συναλλαγές αφορούσαν ιδιώτες, που η πολιτική τους σχέ ση είχε τόση σημασία, όση και το χρώμα των μαλλιών τους). Ο Ρικάρντο ε πέβαλε στην Αγγλία του 19ου αι. την πεποίθηση ότι ο όρος «χρήμα» αφο-
192
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
ρούσε ένα μέσον ανταλλαγής, καθώς και ότι τα τραπεζογραμμάτια αποτε λούσαν απλώς διευκόλυνση και η χρησιμότητά τους ήταν ότι ήταν πιο εύ χρηστα από τον χρυσό' αλλά η αξία τους πήγαζε από τη βεβαιότητα ότι εξα σφάλιζαν στους κατόχους τους τα μέσα για να κατέχουν ανά πάσα στιγμή το καθαυτό αγαθό, τον χρυσό. 'Αρα ο εθνικός χαρακτήρας των νομισμάτων δεν είχε καμία σημασία, αφού αυτά αποτελούσαν απλώς αντιπροσωπευτικά δελτία του ίδιου αγαθού. Και αν θεωρούνταν απρονοησία οποιοσδήποτε κυ βέρνησης να προσπαθεί να αποκτήσει χρυσό (εφ' όσον η διανομή του αγα θού ρυθμιζόταν αυτόματα στην παγκόσμια αγορά), ήταν ακόμη μεγαλύτερη απρονοησία να φανταζόμαστε πως τα διαφορετικά εθνικά δελτία είχαν μια σχέση με την ευημερία των αντίστοιχων χωρών. Ο θεσμικός διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα δεν υ πήρξε ποτέ πλήρης και ακριβώς στο ζήτημα του νομίσματος παρέμενε ανα γκαστικά ατελής. Το κράτος, που το νομισματοκοπείο του είχε φαινομενικά την αρμοδιότητα να επικυρώνει το βάρος των νομισμάτων, ήταν ουσιαστικά ο εγγυητής της αξίας του νομίσματος με ονομαστική αξία, που το αποδεχό ταν στην πληρωμή των φόρων και άλλων οφειλών. Το χρήμα δεν αποτελού σε μέσον ανταλλαγής, ήταν μέσον πληρωμής· δεν ήταν αγαθό, αλλά αγο ραστική δύναμη. Όχι μόνο δεν είχε καμία χρησιμότητα από μόνο του, αλλά ήταν ένας μετρητής που ενσάρκωνε μια ποσοτικοποιημένη αξίωση σε αντι κείμενα τα οποία θα μπορούσαν να αγορασθούν. Είναι σαφές ότι μια κοινω νία, στην οποία η διανομή εξαρτιόταν από την κατοχή τέτοιων δελτίων αγο ραστικής δύναμης, αποτελούσε μια κατασκευή εντελώς διαφορετική από την οικονομία της αγοράς. Δεν πραγματευόμαστε εδώ εικόνες της πραγματικότητας, αλλά εννοιολογικούς σχηματισμούς που διευκολύνουν τη διερεύνηση του θέματος. Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομία της αγοράς, διαχωρισμένη από την πολιτική σφαίρα. Κι όμως, μια τέτοια ακριβώς κατασκευή αποτελούσε τη βάση της κλασικής οικονομικής θεωρίας από την εποχή του Ρικάρντο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν, η κοινωνία απαρτιζόταν από άτομα που κατείχαν ένα σύνολο εμπορευμάτων — αγαθά, γη, εργασία και τα παράγωγα της σύνθε σής τους. Το χρήμα ήταν απλώς ένα εμπόρευμα που ανταλλασσόταν συ χνότερα από τα άλλα και, εξ αιτίας αυτού, ήταν αναγκαίο στην ανταλλαγή. Μια τέτοια «κοινωνία» ενδέχεται να είναι φανταστική, αλλά περιέχει τα πραγματικά θεμέλια της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Μια ακόμη πιο ατελή εικόνα της πραγματικότητας παρέχει η οικονομία της αγοραστικής δύναμης1. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά της μοιάζουν με την κοινωνία μας πολύ περισσότερο από όσο το παράδειγμα της οικονομίας της αγοράς. Ας προσπαθήσουμε να φαντασθούμε μια «κοι νωνία» στην οποία κάθε άτομο είναι εφοδιασμένο με ένα συγκεκριμένο μέ γεθος αγοραστικής δύναμης, που του επιτρέπει να διεκδικεί αγαθά, τα 1. Η συγκεκριμένη θεωρία έχει αναπτυχθεί από τον Ρ. δοΗβίθΓ, ννβΙΙίηςΙοη, Νθνν ΖββΙβηά.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
193
οποία έχουν το καθένα την τιμή του. Σε μία τέτοια οικονομία, το χρήμα δεν αποτελεί εμπόρευμα- δεν έχει καμία χρησιμότητα από μόνο του. Μόνη χρή ση του είναι η αγορά αγαθών, που έχουν συγκεκριμένη τιμή, σχεδόν όπως τα εμπορεύματα στα καταστήματα σήμερα. Ενώ το θεώρημα του σκληρού νομίσματος ήταν πολύ ισχυρότερο του α ντιπάλου του κατά τον 19ο αι., τότε που οι θεσμοί συμμορφώνονταν σε πολ λές βασικές παραμέτρους με το πρότυπο της αγοράς, από την αρχή του 20ού αι. κέρδιζε σταθερά έδαφος η έννοια της αγοραστικής δύναμης. Με την κατάλυση του διεθνούς κανόνα του χρυσού, το σκληρό νόμισμα έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει και ήταν φυσικό να αντικατασταθεί από τη θεωρία του χρήματος που βασιζόταν στην αγοραστική δύναμη. Αν πάμε από τους μηχανισμούς και τις έννοιες στις εμπλεκόμενες κοι νωνικές δυνάμεις, σημαντικό είναι να συνειδητοποιήσουμε πως σι ίδιες οι άρχουσες τάξεις στήριζαν τη διαχείριση του νομίσματος από μία κεντρική τράπεζα. Η διαχείριση αυτή δεν θεωρούνταν, βέβαια, παρεμβολή στον θε σμό του διεθνούς κανόνα του χρυσού. Αντιθέτως, αποτελούσε μέρος των κανόνων του παιχνιδιού, που στα πλαίσιά του λειτουργούσε θεωρητικά ο διεθνής κανόνας του χρυσού. Εφ’ όσον η διατήρηση του διεθνούς κανόνα του χρυσού ήταν αναμφισβήτητη, και ουδέποτε επιτρεπόταν στο κεντρικό τραπεζικό σύστημα να λειτουργήσει έτσι ώστε να απομακρύνει μια χώρα α πό τον διεθνή κανόνα του χρυσού αλλά, αντιθέτως, πρωταρχική κατευθυ ντήρια γραμμή της τράπεζας αποτελούσε η υπό οποιεσδήποτε συνθήκες σύνδεση με τον χρυσό, ήταν σαφές πως δεν υπεισερχόταν κανένα ζήτημα αρχής. Αλλά αυτό ίσχυε όσο η διακύμανση του επιπέδου των τιμών ήταν έ να αμελητέο 2-3% το πολύ, που διαχώριζε τα λεγάμενα σημεία του χρυσού. Μόλις αυξήθηκε η διακύμανση του εσωτερικού επιπέδου τιμών που ήταν α παραίτητο για τη σταθεροποίηση των συναλλαγών, μόλις έκανε άλμα στο 10 ή το 30%, η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Τέτοιες πτωτικές τάσεις του επι πέδου των τιμών θα επέφεραν οπωσδήποτε όλεθρο και εξαθλίωση. Η δια χείριση των νομισμάτων απέκτησε ζωτική σημασία, επειδή κατέστησε σα φές ότι οι μέθοδοι του κεντρικού τραπεζικού συστήματος αποτελούσαν ζή τημα πολιτικής, δηλαδή κάτι για το οποίο έπρεπε να αποφασίζουν οι πολιτι κοί. Πράγματι, η μεγάλη θεσμική σημασία του κεντρικού τραπεζικού συστή ματος έγκειται στο ότι προσάρτησε την χρηματική πολιτική στη σφαίρα της πολιτικής. Οι συνέπειες της εξέλιξης αυτής ήταν ανυπολόγιστης σημασίας. Σημειώθηκαν σε δύο κατευθύνσεις. Στο εσωτερικό, η χρηματική πολιτική ήταν μία ακόμα μορφή παρεμβατισμού και οι συγκρούσεις των τάξεων έτει ναν να εστιαστούν στο ζήτημα της σύνδεσης με τον διεθνή κανόνα του χρυ σού και με την ανάγκη για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Όπως θα δούμε, οι εσωτερικές συγκρούσεις κατά τη δεκαετία του 1930 συχνά εστιά ζονταν στο ζήτημα αυτό, που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του αντιδημοκρατικού κινήματος. Στο εξωτερικό πεδίο, ο ρόλος των εθνικών νομισμάτων απέκτησε εξαιρε τική σπουδαιότητα, αν και το γεγονός αυτό περνούσε σχεδόν απαρατήρητο
194
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
εκείνη την εποχή. Κυρίαρχη φιλοσοφία του 19ου αι. ήταν ο πασιφισμός και ο διεθνισμός. «Κατ’ αρχήν», όλοι οι μορφωμένοι λαοί ήταν υπέρμαχοι του ε λεύθερου εμπορίου και, με ορισμένες, επιφυλάξεις που μας φαίνονται α σήμαντες σήμερα, ασκούσαν το ελεύθερο εμπόριο. Η ρίζα αυτής της οπτι κής ήταν βέβαια οικονομική. Πολύς γνήσιος ιδεαλισμός πήγασε από τη σφαίρα της ανταλλαγής — κατά έναν απόλυτα παράδοξο τρόπο, οι εγωιστι κές ανάγκες του ανθρώπου επικύρωναν τις πιο γενναιόδωρες παρορμήσεις του. Αλλά έπειτα από τη δεκαετία του 1870, γινόταν σταδιακά αντιληπτή μία αλλαγή στις αντιλήψεις, αν και δεν σημειώθηκε τομή στις κυρίαρχες α ντιλήψεις. Ο κόσμος εξακολουθούσε να πιστεύει στον διεθνισμό και την αλ ληλεξάρτηση, ενώ συγχρόνως ενεργούσε με βάση τις εθνικιστικές παρορμήσεις. Ο φιλελεύθερος εθνικισμός εξελισσόταν σε εθνικιστικό φιλελευθε ρισμό, με σαφείς τάσεις προς τον προστατευτισμό και την ιμπεριαλιστική ε πέκταση στο εξωτερικό, και τον μονοπωλιακό συντηρητισμό στο εσωτερικό. Πουθενά δεν ήταν αυτή η αντίφαση σαφέστερη — αλλά και λιγότερο αισθη τή— από όσο στον χώρο του χρήματος. Η δογματική προσήλωση στον διε θνή κανόνα του χρυσού εξακολουθούσε να κυβερνά τις συνειδήσεις των ανθρώπων, τη στιγμή που εδραιώνονταν εθνικά νομίσματα ονομαστικής μό νον αξίας, βασισμένα στην ανεξαρτησία των διάφορων κεντρικών τραπεζι κών συστημάτων. Υπό την αιγίδα των διεθνών αρχών, ανεγείρονταν ασυναί σθητα απόρθητα κάστρα του εθνικισμού, με τη μορφή των κεντρικών εκδοτι κών τραπεζών. Στην πραγματικότητα, ο νέος εθνικισμός υπήρξε απόρροια του νέου διε θνισμού. Ο διεθνής κανόνας του χρυσού δεν μπορούσε να γίνει ανεκτός α πό τα κράτη τα οποία θεωρητικά υπηρετούσε, αν αυτά δεν ήταν εξασφαλι σμένα από τους κινδύνους που περιέκλειε. Πλήρως μονεταριστικές κοινότη τες δεν θα μπορούσαν να αντέξουν τις καταστροφικές επιπτώσεις των ρα γδαίων μεταβολών στο επίπεδο των τιμών που αναγκαστικά επέφερε η στα θεροποίηση των συναλλαγών, εκτός αν το σοκ το απορροφούσε η λειτουρ γία μιας ανεξάρτητης κεντρικής τραπεζικής πολιτικής. Το εθνικό ενδεικτικό νόμισμα ήταν η σίγουρη εξασφάλιση αυτής της σχετικής προστασίας, και έ δινε τη δυνατότητα στην κεντρική τράπεζα να ενεργήσει ως κυματοθραύ στης ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική οικονομία. Αν το ισοζύγιο πληρωμών απειλούνταν από έλλειψη ρευστότητας, αποθέματα και διεθνή δάνεια ήταν σε θέση να ξεπεράσουν τη δυσκολία· αν πάλι έπρεπε να δημιουργηθεί μία εντελώς νέα οικονομική ισορροπία, επιφέροντας μια πτώση του επιπέδου των τιμών, ο περιορισμός της πίστωσης θα κατανεμόταν ορθο λογικά, ρίχνοντας το κύριο βάρος στους ισχυρότερους και αφανίζοντας τους ασθενέστερους. Η απουσία ενός τέτοιου μηχανισμού θα καθιστούσε α δύνατο για οποιαδήποτε προηγμένη χώρα να παραμείνει προσκολλημένη στον χρυσό, δίχως καταλυτικές επιπτώσεις στην ευημερία της ή στην παρα γωγή, την απασχόληση ή το εισόδημα. Αν η εμπορική τάξη ήταν ο πρωταγωνιστής της οικονομίας της αγοράς, ο τραπεζίτης ήταν ο γεννημένος ηγέτης της. Απασχόληση και εισοδήματα ε-
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
195
ξαρτώνταν από το πόσο επικερδής ήταν η επιχείρηση, και αυτό εξαρτιόταν από σταθερές συναλλαγές και υγιείς πιστωτικές συνθήκες, χώρους απο κλειστικής ευθύνης του τραπεζίτη. Αποτελούσε μέρος του πιστεύω του πως αυτά τα δύο ήταν αδιαχώριστα. Ενας υγιής προϋπολογισμός και σταθερές εσωτερικές πιστωτικές συνθήκες προϋπέθεταν σταθερές διεθνείς συναλλα γές. Εξ άλλου, οι συναλλαγές δεν μπορούσαν να είναι σταθερές, αν το ε σωτερικό εμπόριο δεν ήταν εξασφαλισμένο και η δημοσιονομική κατάσταση του κράτους δεν ήταν ισορροπημένη. Συνοπτικά, η διπλή ευθύνη του τραπε ζίτη αναφερόταν στην υγιή εσωτερική οικονομική κατάσταση και στην εξω τερική σταθερότητα του νομίσματος. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι οι τρα πεζίτες ήταν οι τελευταίοι, ως τάξη, που αντιλήφθηκαν ότι και τα δύο είχαν χάσει το νόημα τους. Ουσιαστικά, δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο, ούτε στην κυριαρχία των διεθνών τραπεζιτών τη δεκαετία του 1920 ούτε στην έ κλειψή τους τη δεκαετία του 1930. Στη δεκαετία ίου 1920, ο διεθνής κανό νας του χρυσού θεωρούνταν ακόμη προϋπόθεση για την επιστροφή στη σταθερότητα και την ανάπτυξη, συνεπώς καμία απαίτηση των επαγγελματιών προστατών του, των τραπεζιτών, δεν θεωρούνταν αδιανόητη, εφ’ όσον υποσχόταν την εξασφάλιση σταθερών διεθνών ισοτιμιών. Οταν, μετά το 1929, αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, εμφανίσθηκε επιτακτική η ανάγκη ενός σταθερού εσωτερικού νομίσματος, και κανένας δεν ήταν πιο ακατάλληλος να το προμηθεύσει από όσο ο τραπεζίτης. Σε κανένα άλλο πεδίο δεν εκδηλώθηκε τόσο σφοδρά η συντριβή της οι κονομίας της αγοράς, όσο στο πεδίο του χρήματος. Αγροτικοί δασμοί, που επιβάλλονταν στα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα, κατέλυσαν το ελεύθερο εμπόριο. Η ρύθμιση της αγοράς εργασίας επέβαλε νομικούς περιορισμούς στην ελευθερία των συναλλαγών. Αλλά ούτε στην περίπτωση της γης ούτε της εργασίας επήλθε ρήξη στον μηχανισμό της αγοράς, αντίστοιχη με αυ τήν που σημειώθηκε στον χώρο του χρήματος. Δεν υπήρχε τίποτε ανάλογο στις άλλες αγορές με την εγκατάλειψη του διεθνούς κανόνα του χρυσού α πό τη Βρετανία, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1931, ούτε και με τη συνακόλουθη εγκατάλειψη του από τις Η.Π.Α., τον Ιούνιο του 1933. Αν και το οικονομικό κραχ του 1929 είχε ήδη αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου ε μπορίου, αυτό δεν επέφερε αλλαγή μεθόδων, ούτε και επηρέαζε τις κυρίαρ χες αντιλήψεις. Αλλά η τελική αποτυχία του διεθνούς κανόνα του χρυσού ήταν και τελική αποτυχία της οικονομίας της αγοράς. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός είχε ξεκινήσει εκατό χρόνια νωρίτερα και είχε συναντήσει μία προστατευτική αντίδραση, που εισχωρούσε τώρα στο τελευταίο προπύργιο της οικονομίας της αγοράς. Νέες κυρίαρχες αντι λήψεις εκτόπισαν τον κόσμο της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Προς μεγάλη κατάπληξη των περισσότερων ανθρώπων της εποχής, υποφώσκουσες δυνά μεις χαρισματικής ηγεσίας και αυταρκειακού απομονωτισμού πέρασαν δυναμι κά στο προσκήνιο και επέβαλαν νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης.
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
196
17. Η εξασθένηση της αυτορύθμισης Κατά την πεντηκονταετία 1879-1929, οι δυτικές κοινωνίες εξελίχθηκαν σε στενά συνδεδεμένες μονάδες, που τις διέβρωναν ισχυρές διαλυτικές πιέσεις. Άμεση αιτία της εξέλιξης αυτής ήταν η εξασθένηση της αυτορύθμισης της οικονομίας της αγοράς. Επειδή η κοινωνία είχε διαμορφωθεί έτσι ώ στε να συμμορφώνεται στις ανάγκες του μηχανισμού της αγοράς, οι δυ σλειτουργίες του μηχανισμού αυτού ασκούσαν συσσωρευτικές πιέσεις στο κοινωνικό σώμα. Η εξασθένηση της αυτορύθμισης ήταν προϊόν του προστατευτισμού. Υπό μία έννοια βέβαια, οι αγορές είναι πάντα αυτορυθμιζόμενες, εφ’ όσον τείνουν να δημιουργούν μία τιμή, που καθορίζει την αγορά. Αυτό, όμως, ι σχύει για όλες τις αγορές, ελεύθερες και μη. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενης αγοράς περικλείει κάτι πολύ διαφορετικό, δηλαδή αγορές για τις συνιστώσες της παραγωγής — εργασία, γη και χρή μα. Εφ’ όσον η λειτουργία των επιμέρους αυτών αγορών απειλεί με αφανισμό την κοινωνία, η αυτοσυντήρηση της κοινότητας επιδίωκε να αποτρέψει την εδραίωσή τους ή, αν αυτή είχε συντελεσθεί, να επέμβει στην ελεύθερη λειτουργία τους. Η Αμερική έχει προβληθεί από τους φιλελεύθερους ως σαφέστατη από δειξη της λειτουργικότητας της οικονομίας της αγοράς. Επί έναν αιώνα, ερ γασία, γη και χρήμα υπάγονταν στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, δίχως να χρειαστεί να ληφθούν προστατευτικά μέτρα, ενώ, πέρα από τους τελω νειακούς δασμούς, η βιομηχανική ζωή εξελισσόταν χωρίς καμία κυβερνητι κή παρέμβαση. Η εξήγηση είναι, βέβαια, απλή: πρόκειται για ελεύθερη εργασία, γη και χρήμα. Μέχρι το 1890, τα σύνορα ήταν ανοιχτά και εξακολουθούσε να υ πάρχει ελεύθερη γη. Μέχρι τον Μεγάλο Πόλεμο, η παροχή χαμηλής ποιότη τας εργασίας κυλούσε απρόσκοπτα1, ενώ μέχρι το τέλος του 19ου αι. δεν υ πήρχε δέσμευση για σταθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών. Εξακολου θούσε να είναι διαθέσιμη μία ελεύθερη παροχή γης, εργασίας και χρήματος. Κατά συνέπεια, δεν λειτουργούσε μία αυτορυθμιζόμενη αγορά. Όσο επικρα τούσαν οι συνθήκες αυτές, ούτε ο άνθρωπος ούτε η Φύση ούτε η οργάνωση των επιχειρήσεων χρειάζονταν την προστασία, που μόνον η κυβερνητική παρέμβαση είναι σε θέση να προσφέρει. Όταν οι συνθήκες αυτές έπαψαν να ισχύουν, εμφανίστηκε ο προστατευ τισμός. Τα κατώτερα στρώματα του εργατικού δυναμικού δεν μπορούσαν πια να αντικαθίστανται ελεύθερα από μια ανεξάντλητη δεξαμενή μετανα 1. ΡβΠΓΟδβ, Ε.Ρ., ορ.οίί. Ο νόμος του Μάλθους ισχύει μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσφορά γης είναι περιορισμένη.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
197
στών, ούτε και τα ανώτερα στρώματα είχαν πια τη δυνατότητα της ελεύθε ρης εγκατάστασης. Έδαφος και φυσικοί πόροι μειώθηκαν σημαντικά και έ πρεπε να τεθούν υπό αυστηρή διαχείριση. Ο διεθνής κανόνας του χρυσού υιοθετήθηκε για να απομακρύνει το νόμισμα από την πολιτική και να συνδέ σει το εσωτερικό εμπόριο με το παγκόσμιο- έτσι, οι Η.Π.Α. εναρμονίσθηκαν με έναν αιώνα αντίστοιχων ευρωπαϊκών εξελίξεων: προστασία του εδάφους και των καλλιεργητών του, κοινωνική ασφάλεια για την εργασία δια μέσου του συνδικαλισμού και της νομοθεσίας, και κεντρικό τραπεζικό σύστημα — όλα στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα— έκαναν την εμφάνισή τους. Πρώτος ήλθε ο χρηματικός προστατευτισμός. Η εδραίωση του συστήματος των Κε ντρικών Ομοσπονδιακών Τραπεζών (ΡθάθΓ3ΐ Ρβδθίνθ δγείθηι) στόχευε να ε ναρμονίσει τις απαιτήσεις του διεθνούς κανόνα του χρυσού με τις τοπικές αντίστοιχές τους. Ακολούθησε ο προστατευτισμός εργασίας και γης. Μία δεκαετία ευημερίας το 1920 αρκούσε για να φέρει μία οικονομική κρίση τό σο οξεία, που κατά τη διάρκειά της το Νθνν ϋθβΙ άρχισε να δημιουργεί μια προστατευτική τάφρο γύρω από την εργασία και τη γη, πολύ ευρύτερη από ό,τι είχε γνωρίσει ως τότε η Ευρώπη. Συνεπώς, η Αμερική προσέφερε σπου δαία απόδειξη, θετική και αρνητική, της άποψής μας ότι η κοινωνική προστα σία αποτελούσε το φυσικό επακόλουθο της υποτιθέμενης αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Σε όλες τις χώρες, ο προστατευτισμός δημιουργούσε συγχρόνως το κέλυφος της νέας μονάδας κοινωνικής ζωής. Η νέα οντότητα είχε μεν διαμορ φωθεί με βάση τα εθνικά πρότυπα, αυτή όμως ήταν και η μοναδική της ομοι ότητα με τους προκατόχους της, τα ανέμελα έθνη του παρελθόντος. Ο νέ ος, θωρακισμένος τύπος έθνους δήλωνε την ταυτότητά του με τα εθνικά νο μίσματα ονομαστικής αξίας, που τα διαφύλασσε ένας νέος, απόλυτος τύπος εθνικής κυριαρχίας. Τα νομίσματα αυτά κατευθύνονταν και από το εξωτερι κό, επειδή από αυτά είχε προέλθει ο κανόνας του χρυσού (κύριο όργανο της παγκόσμιας οικονομίας). Αν το χρήμα κυβερνούσε πλέον φανερά τον κόσμο, αυτό έφερε φανερά την εθνική σφραγίδα. Μια τέτοια έμφαση στα έθνη και τα εθνικά νομίσματα θα ήταν αδιανόητη στους φιλελεύθερους, που η οπτική τους παρέβλεπε συστηματικά τα γνήσια χαρακτηριστικά του κόσμου στον οποίο ζούσαν. Αν θεωρούσαν το έθνος α ναχρονισμό, τα εθνικά νομίσματα δεν άξιζαν καν προσοχής. Κανένας φιλε λεύθερος οικονομολόγος που σεβόταν τον εαυτό του δεν αμφισβητούσε την παντελή έλλειψη σημασίας του γεγονότος ότι διαφορετικά κομμάτια χαρτιού αποκτούσαν διαφορετικές ονομασίες στις δύο πλευρές των συνό ρων. Τίποτε απλούστερο από το πέρασμα από μια ονομασία σε μιαν άλλη, δια μέσου της αγοράς — θεσμού που δεν θα μπορούσε να αποτύχει επειδή, ευτυχώς, δεν υπαγόταν στον έλεγχο του κράτους και των πολιτικών. Η δυ τική Ευρώπη περνούσε μια νέα περίοδο Διαφωτισμού και, πρώτη θέση στα φόβητρα της εποχής κατείχε η «φυλετική» σύλληψη του έθνους, που η υπο τιθέμενη κυριαρχία του αντιμετωπιζόταν ως αποκύημα τοπικιστικών προκα ταλήψεων. Μέχρι τη δεκαετία του 1930, το χρήμα θεωρούνταν απλώς εργα-
198
ΚΑΚΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
λείο ανταλλαγής και, γι’ αυτό, εξ ορισμού επουσιώδες. Η οπτική της οικονο μίας της αγοράς ήταν εξ ίσου αδιάφορη απέναντι στα φαινόμενα του έ θνους και του χρήματος. Για τον φιλελεύθερο διανοητή, και τα δύο ήταν λέ ξεις κενές περιεχομένου. Η σχέση αυτή, που είχε, παρ’ όλα αυτά, μεγάλη σπουδαιότητα, περνού σε απαρατήρητη εκείνη την περίοδο. Σποραδικά, εμφανίζονταν επικριτές των δογμάτων του ελεύθερου εμπορίου, όπως και των ορθόδοξων θεωριών για το χρήμα, αλλά σχεδόν κανείς δεν αναγνώριζε πως τα δύο αυτά δόγμα τα διατύπωναν την ίδια άποψη με διαφορετικούς όρους, άρα πως αν το ένα ήταν λανθασμένο, αναπόφευκτα θα ήταν και το άλλο. Ο Ουίλιαμ Κάνιγχαμ και ο Άντολφ Βάγκνερ επισήμαναν τις πλάνες του διεθνούς ελεύθερου ε μπορίου, δεν τις συνέδεσαν όμως με τις θεωρίες του χρήματος. Από την άλ λη, ο ΜβοΙθοά και ο ΘβδβΙΙ επέκριναν τις κλασικές θεωρίες του χρήματος, παραμένοντας οπαδοί του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου. Η σημασία του νομίσματος στην εδραίωση του έθνους ως της σπουδαιότερης οικονομικής και πολιτικής μονάδας της εποχής, παραβλεπόταν συστηματικά από τους συγγραφείς του φιλελεύθερου διαφωτισμού, όπως ακριβώς είχε αγνοηθεί η ύπαρξη της Ιστορίας από τους πρσκατόχους τους του 18ου αι. Τέτοια ήταν η θέση των επιφανέστερων οικονομικών φιλοσόφων, από τον Ρικάρντο ως τον Βήζερ, από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ ως τον Μάρσαλ και ννϊοΚδβΙΙ, ενώ οι περισσότεροι μορφωμένοι της εποχής είχαν εμπεδώσει την αντίληψη πως η ενασχόληση με το οικονομικό πρόβλημα του έθνους ή του εθνικού νομίσμα τος χαρακτήριζε άτομα κατώτερης στάθμης. Ο συνδυασμός των προηγού μενων πλανών στον τρομακτικό ισχυρισμό ότι τα εθνικά νομίσματα διαδρα μάτιζαν ζωτικό ρόλο στον θεσμικό μηχανισμό του πολιτισμού μας, θεωρού νταν άτοπο παράδοξο, έξω από κάθε νόημα και λογική. Στην πραγματικότητα, η νέα εθνική μονάδα και το νέο εθνικό νόμισμα ή ταν αδιαχώριστα. Το εθνικό νόμισμα παρείχε στα εθνικά και διεθνή συστή ματα τον μηχανισμό τους και αυτό ακριβώς έβγαζε στην επιφάνεια εκείνα τα χαρακτηριστικά που είχαν ως αποτέλεσμα τη σφοδρότητα της τομής. Το νομισματικό σύστημα, που πάνω του βασιζόταν η πίστη, είχε αποκτήσει ζω τική σημασία τόσο για την εθνική, όσο και για την διεθνή οικονομία. Ο προστατευτισμός ήταν ένα κίνημα με τριπλή κατεύθυνση. Γη, εργασία και χρήμα, έπαιζαν το καθένα τον ρόλο του, αλλά ενώ γη και εργασία ήταν συνδεδεμένες με συγκεκριμένα αν και πλατιά κοινωνικά στρώματα, όπως οι εργάτες και οι χωρικοί, ο νομισματικός προστατευτισμός αποτέλεσε σε με γαλύτερο βαθμό έναν εθνικό παράγοντα συνένωσης διαφορετικών συμφε ρόντων σε ένα συλλογικό όλον. Αν και η νομισματική πολιτική μπορούσε να ενώσει όσο και να χωρίσει, αντικειμενικά, το νομισματικό σύστημα ήταν η ι σχυρότερη από τις οικονομικές δυνάμεις που συντελούσαν στην ολοκλήρω ση του έθνους. Εργασία και γη ήταν υπεύθυνες, πάνω απ’ όλα, για την κοινωνική νομο θεσία και τους δασμούς στο καλαμπόκι αντίστοιχα. Οι κτηματίες διαμαρτύ ρονταν ενάντια σε επιβαρύνσεις που ωφελούσαν τον εργάτη και οδηγού
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
199
σαν σε αύξηση μισθών, ενώ οι εργάτες ήταν αντίθετοι σε οποιαδήποτε αύ ξηση της τιμής των τροφίμων. Αλλά από τη στιγμή που θεσπίσθηκαν νέοι εργασιακοί νόμοι και δασμοί στο καλαμπόκι — στη Γερμανία από τις αρχές της δεκαετίας του 1880— θα ήταν δύσκολο να ανακληθούν οι πρώτοι, δί χως να ακολουθήσουν και οι δεύτεροι. Η σχέση ανάμεσα στους αγροτικούς και τους βιομηχανικούς δασμούς ήταν ακόμη στενότερη. Μόλις ο Μπίσμαρκ επέβαλε τον ολόπλευρο προστατευτισμό (1879), η πολιτική συμμαχία κτη ματιών και βιομηχάνων, με σκοπό την από κοινού διαφύλαξη των δασμών, κατέστη βασικό χαρακτηριστικό της γερμανικής πολιτικής ζωής. Η αμοιβαία στήριξη των δασμών ήταν συνηθισμένη, όσο ήταν και η δημιουργία καρτέλ, με σκοπό την εξασφάλιση ιδιαίτερων ωφελημάτων. Εσωτερικός και εξωτερικός, κοινωνικός και εθνικός προστατευτισμός έ τειναν να συνενωθούν2. Το αυξανόμενο κόστος ζωής που προκαλούσαν οι δασμοί στο καλαμπόκι προκάλεσε την απαίτηση των βιομηχάνων για προ στατευτικούς δασμούς, τους οποίους σπανιότατα απέφευγαν να χρησιμο ποιήσουν, ως εργαλείο της πολιτικής των καρτέλ. Τα συνδικάτα, φυσικά, ε πέμεναν στη διεκδίκηση υψηλότερων μισθών για να αντισταθμίσουν το αυ ξανόμενο κόστος ζωής και δεν μπορούσαν να φέρουν αντίρρηση σε τελω νειακούς δασμούς που επέτρεπαν στους εργοδότες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της διογκωμένης μισθολογικής επιβάρυνσης. Αλλά από τη στιγ μή που η λογιστική της κοινωνικής νομοθεσίας είχε βασισθεί σε ένα επίπεδο μισθών διαμορφωμένο από δασμούς, κανείς δεν μπορούσε να απαιτήσει α πό τους εργοδότες να σηκώσουν το βάρος αυτής της νομοθεσίας, δίχως την εξασφάλιση μιας διαρκούς προστασίας. Παρεπιμπτόντως, εδώ βρίσκει μια ισχνή δικαίωση η θεωρία περί «κολεκτιβιστικής» συνομωσίας, ως απαρ χής του προστατευτικού ρεύματος. Αλλά κάτι τέτοιο συγχέει το αποτέλε σμα με την αιτία. Οι απαρχές του κινήματος ήταν αυθόρμητες και ευρέως διασκορπισμένες, αλλά από τη στιγμή που το κίνημα ξεκίνησε, δεν μπορού σε φυσικά παρά να δημιουργήσει παράλληλα συμφέροντα, τα οποία και στρατεύθηκαν για τη συνέχισή του. Σπουδαιότερη από την ομοιότητα συμφερόντων υπήρξε η ομοιόμορφη εξάπλωση συνθηκών, τις οποίες δημιούργησαν τα συνδυασμένα αποτελέ σματα αυτών των μέτρων. Αν η ζωή διέφερε από χώρα σε χώρα, όπως ίσχυε πάντα, η διαφορά ήταν δυνατόν τώρα να εντοπισθεί σε συγκεκριμένες διοικητικές και νομοθετικές πράξεις προστατευτικού περιεχομένου, εφ’ ό σον παραγωγή και εργασία εξαρτώνταν πια κυρίως από δασμούς, φορολο γία και κοινωνική νομοθεσία. Πριν ακόμα περιορίσουν οι Η.Π.Α. και οι βρετα νικές κτήσεις το δικαίωμα της μετανάστευσης, ο αριθμός των μεταναστών από τη Βρετανία συρρικνωνόταν, εξ αιτίας της σαφούς βελτίωσης του κοι νωνικού κλίματος στη μητρόπολη. Αν οι τελωνειακοί δασμοί και η κοινωνική νομοθεσία καλλιεργούσαν ένα τεχνητό κλίμα, η νομισματική πολιτική έκανε αισθητή την παρουσία της σχε 2. Οθγτ, Ε.Η., 7Υιβ Τννβηίγ Υβαίε' 0π5ΐ3, 1919-1939, 1940.
200
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
δόν σε καθημερινή βάση, επιδρώντας στα στενότερα συμφέροντα του κάθε μέλους της κοινωνίας. Η ενοποιητική της δύναμη ξεπερνούσε κατά πολύ τη δύναμη άλλων μορφών προστατευτισμού με αργό και δυσκίνητο μηχανισμό, επειδή η επιρροή της ήταν ακατάπαυτη και συνεχώς τροποποιούμενη. Η νο μισματική πολιτική της κεντρικής τράπεζας βάρυνε στις καθημερινές απο φάσεις και τον προγραμματισμό των μελών της κοινωνίας πολύ περισσότε ρο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του ασταθούς νομίσματος, που συνεπαγόταν κρίσιμες απο φάσεις για τη χάραξη μιας πληθωριστικής ή αντιπληθωριστικής πολιτικής. Σε πολιτικό επίπεδο, η ταυτότητα του έθνους εδραιωνόταν από την κυβέρ νηση. Στο οικονομικό, αποτελούσε υπόθεση της τράπεζας. Σε διεθνές επίπεδο, το νομισματικό σύστημα απέκτησε ακόμη μεγαλύτε ρη σπουδαιότητα. Παραδόξως, η ελευθερία του χρήματος ήταν αποτέλεσμα περιορισμών στο εμπόριο. Όσο πλήθαιναν τα εμπόδια στη διακίνηση αγα θών και ανθρώπων, τόσο αποτελεσματικότερη έπρεπε να καταστεί η διαφύ λαξη της ελευθερίας των πληρωμών. Βραχυπρόθεσμο χρήμα περνούσε σε διάστημα μιας ώρας από οποιοδήποτε σημείο της υφηλίου σε άλλο. Οι δια δικασίες διεθνών πληρωμών ανάμεσα σε κυβερνήσεις, ιδιωτικές εταιρείες ή ιδιώτες, ρυθμίζονταν ομοιόμορφα. Η αποποίηση χρεών, όπως και προσπά θειες υπεξαίρεσης εγγυήσεων του προϋπολογισμού, ακόμη και από τις κυ βερνήσεις των πιο υπανάπτυκτων χωρών, επέσυραν τη σκληρότερη δυνατή τιμωρία. Για όλα τα ζητήματα του διεθνούς νομισματικού συστήματος, πα ρόμοιοι θεσμοί θεσπίζονταν παντού, όπως κοινοβούλια, γραπτοί κανονισμοί που όριζαν τη δικαιοδοσία τους και ρύθμιζαν τη δημοσίευση προϋπολογι σμών, την έκδοση νόμων, την επικύρωση διεθνών συνθηκών, τις μεθόδους των συναπτόμενων οικονομικών σχέσεων, τους κανόνες της δημόσιας λογι στικής, τα δικαιώματα των ξένων, τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων, την μόνι μη έδρα των συναλλαγματικών και, εξ αυτού, το καθεστώς των εκδοτικών τραπεζών, των ξένων ομολογιούχων, όπως και των κάθε είδους πιστωτών. Η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε μία ομοιομορφία στη χρήση τραπεζο γραμματίων και μεταλλικών νομισμάτων, στους κανονισμούς των ταχυδρο μείων και στις χρηματιστηριακές και τραπεζικές μεθόδους. Καμία κυβέρνη ση, εκτός ίσως από τις ισχυρότερες, δεν μπορούσε να αγνοήσει τους νομι σματικούς περιορισμούς. Για λόγους διεθνούς σκοπιμότητας, το νόμισμα ή ταν το έθνος- και κανένα έθνος δεν ήταν σε θέση να επιβιώσει για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εκτός διεθνούς σκηνής. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους και τα αγαθά, το χρήμα ήταν ελεύθερο από κάθε περιοριστικό μέτρο και εξακολουθούσε να αναπτύσσει την ικανό τητά του να διεξάγει εγχειρήματα ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου. Όσο δυ σχερέστερη απέβαινε η διακίνηση πραγματικών αντικειμένων, τόσο ευκολό τερη ήταν η διαβίβαση διεκδικήσεων για αυτά. Ενώ το εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών επιβραδύνθηκε και η ισορροπία του ταλαντευόταν επικίνδυνα, το ισοζύγιο πληρωμών παρέμενε σχεδόν αυτομάτως ρευστό, χάρη σε βραχυ πρόθεσμα δάνεια που καλύπταν την υφήλιο, καθώς και επιχορηγήσεις, που
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
201
ελάχιστη σημασία έδιναν στο τρέχον εμπόριο. Πληρωμές, χρέη και αξιώσεις παρέμεναν ανεπηρέαστες από τη διόγκωση των εμποδίων που παρεμβάλ λονταν στη διακίνηση των αγαθών η ραγδαία αυξανόμενη ελαστικότητα και καθολικότητα του διεθνούς νομισματικού μηχανισμού αντιστάθμιζε τη συρ ρίκνωση του διεθνούς εμπορίου. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το διεθνές εμπόριο είχε συρρικνωθεί σε απελπιστικό βαθμό, ο διεθνής βρα χυπρόθεσμος δανεισμός απέκτησε μία πρωτοφανή κινητικότητα. Όσο λει τουργούσε ο μηχανισμός της διεθνούς διακίνησης κεφαλαίων και βραχυ πρόθεσμων πιστώσεων, κάθε διατάραξη της ισορροπίας του διεθνούς εμπο ρίου μπορούσε να αντιμετωπισθεί λογιστικά. Η κοινωνική αποδιάρθρωση α ποφεύχθηκε, χάρη σε κινήσεις πιστωτικών κεφαλαίων η οικονομική ανισορ ροπία θεραπευόταν με οικονομικά μέσα. Σαν έσχατο μέσον, η εξασθένηση της αυτορύθμισης της αγοράς οδη γούσε σε πολιτική παρέμβαση. Όταν ο κύκλος του εμπορίου δεν ολοκληρω νόταν, και δεν αποκαθιστούσε την απασχόληση, όταν οι εισαγωγές δεν παρήγαν εξαγωγές, όταν οι ρυθμίσεις του τραπεζικού αποθέματος απειλούσαν με πανικό την αγορά, όταν οι ξένοι οφειλέτες δεν πλήρωναν, οι κυβερνή σεις έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πίεση. Σε έκτακτη περίσταση, η ενότητα της κοινωνίας επιβεβαιωνόταν μέσα από την παρέμβαση. Ο βαθμός στον οποίο αναγκαζόταν το κράτος να παρέμβει εξαρτιόταν α πό την πολιτική πραγματικότητα και την έκταση της οικονομικής δυσχέρει ας. Όσο το δικαίωμα της ψήφου ήταν περιορισμένο και μόνο λίγοι ασκού σαν πολιτική επιρροή, ο παρεμβατισμός δεν αποκτούσε την αναγκαιότητα που είχε όταν η καθολική ψηφοφορία είχε καταστήσει το κράτος όργανο του πλήθους — του ίδιου πλήθους που, στην οικονομική σφαίρα, επωμιζόταν με δυσαρέσκεια τα μεγαλύτερα οικονομικά βάρη από τους κρατούντες. Όσο η παροχή απασχόλησης ήταν άφθονη, τα εισοδήματα εξασφαλισμένα, η πα ραγωγή απρόσκοπτη, το βιοτικό επίπεδο επαρκές και οι τιμές σταθερές, η παρεμβατική πίεση ήταν φυσικά μικρότερη απ’ ό,τι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης. Σε διεθνές επίπεδο, εξ άλλου, πολιτικές μέθοδοι αποκαθιστούσαν την α τελή αυτορύθμιση της αγοράς. Η ρικαρντιανή θεωρία εμπορίου και χρήμα τος, μάταια αγνοούσε τη διαφορά στο δΜυε των διαφόρων χωρών, εξ αι τίας της ποικίλης πλουτοπαραγωγικής τους ικανότητας, των εξαγωγικών δι ευκολύνσεων και της εμπειρίας στο εμπόριο, τη ναυτιλία και το πιστωτικό σύστημα. Στη φιλελεύθερη θεωρία, η Βρετανία ήταν ένα ακόμη άτομο στο σύμπαν του εμπορίου, ισότιμη με χώρες όπως η Δανία ή η Γουατεμάλα. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος περιείχε συγκεκριμένο αριθμό χωρών, χω ρισμένων σε δανείστριες και δανειζόμενες, εξαγωγικές και αυτάρκεις, χώ ρες με διαφοροποιημένες εξαγωγές και χώρες εξαρτημένες για τις εξαγω γές αλλά και τον δανεισμό τους αποκλειστικά από ένα εμπόρευμα, όπως το σιτάρι ή ο καφές. Αυτές σι διαφορές μπορούσαν να αγνοηθούν από τη θεω ρία, αλλά στην πράξη οι συνέπειές τους δεν μπορούσαν να αγνοηθούν εξ ί σου εύκολα. Συχνά, χώρες ήταν ανήμπορες να ανταποκριθούν σε κάποιο ε-
202
ΚΑΒΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
ξωτερικό χρέος, ή το νόμισμα τους είχε υποτιμηθεί, απειλώντας την οικονο μική τους φερεγγυότητα. Ορισμένες φορές, αποφάσιζαν να αποκαταστή σουν το ισοζύγιο με πολιτικά μέσα και επενέβαιναν στην ιδιοκτησία των ξέ νων επενδυτών. Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούσαν να εναποτεθούν οι ελπίδες στην υποτιθέμενη αυτοθεραπευτική οικονομική δια δικασία αν και, σύμφωνα με το κλασικό δόγμα, αυτή η διαδικασία θα αποζη μίωνε σύντομα τον πιστωτή, θα αποκαθιστούσε το νόμισμα και θα εξασφάλι ζε τον ξένο επενδυτή από το ενδεχόμενο επανάληψης των ζημιών που υπέστη. Αλλά αυτό θα προϋπέθετε ότι οι ενδιαφερόμενες χώρες έπρεπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να συμμετέχουν σε έναν παγκόσμιο καταμερισμό της εργα σίας, που οπωσδήποτε δεν ήταν η πραγματικότητα. ' Ηταν εντελώς αβάσιμο να αναμένεται πως οποιαδήποτε χώρα, που το νόμισμά της είχε καθιζάνει, θα αύξαινε αυτομάτως τις εξαγωγές της και, συ νακόλουθα, θα αποκαθιστούσε το ισοζύγιο πληρωμών της, ή ότι η ανάγκη της για ξένο κεφάλαιο θα την ανάγκαζε να αποζημιώσει τον ξένο και να ανταποκριθεί στην εξόφληση των χρεών της. Για παράδειγμα, αυξημένες πωλήσεις καφέ ή νιτρικού άλατος μπορούσαν να ανατρέψουν την αγορά και συχνά η αποποίηση ενός διεθνούς χρέους ήταν προτιμότερη από μια υποτί μηση του εθνικού νομίσματος. Ο μηχανισμός της παγκόσμιας αγοράς δεν ή ταν σε θέση να ανεχθεί τέτοιες εξελίξεις. Κανονιοφόροι αποστέλλονταν επί τόπου και η κυβέρνηση που είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις της, αντιμετώπι ζε το ενδεχόμενο βομβαρδισμού ή και κατοχής και εποικισμού. Δεν υπήρχε καμία άλλη μέθοδος για την επιβολή της πληρωμής, την αποφυγή ζημιών και τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος. Μια παρόμοια πρακτική εφαρμοζόταν στον εξαναγκασμό των λαών των αποικιών να αναγνωρίσουν τα οφέλη του εμπορίου, όταν το θεωρητικά αδιάσειστο επιχείρημα του αμοι βαίου οφέλους δεν γινόταν σαφώς — ή και καθόλου— κατανοητό από τους ιθαγενείς. Ακόμα εντονότερη ήταν η ανάγκη για παρεμβατικές μεθόδους, ό ταν η περιοχή ήταν πλούσια σε πρώτες ύλες, απαραίτητες για τις ευρωπαϊ κές βιομηχανίες, ενώ καμία προκαθορισμένη αρμονία δεν εγγυόταν την ύ παρξη έντονης ζήτησης των ευρωπαϊκών προϊόντων από μέρους των ιθαγε νών, που οι φυσικές ανάγκες τους ακολουθούσαν παραδοσιακά διαφορετι κές κατευθύνσεις. Βέβαια, θεωρητικά, καμία από τις δυσχέρειες αυτές δεν μπορούσε να προκύψει σε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα. Αλλά όσο συχνό τερα επιτυγχάνονταν οι αποπληρωμές υπό την απειλή ένοπλης επέμβασης, οι εμπορικές οδοί διατηρούνταν ανοιχτές μόνο με την παρουσία κανονιοφό ρων, όσο συχνότερα το εμπόριο ακολουθούσε τη σημαία, ενώ η σημαία ακο λουθούσε τις ανάγκες των εισβολέων, τόσο σαφέστερο γινόταν πως έπρε πε να χρησιμοποιηθούν πολιτικά μέσα για τη διατήρηση της ισορροπίας στην παγκόσμια οικονομία.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
203
18. Διαλυτικές εντάσεις Από αυτήν την ομοιομορφία των βαθύτερων θεσμικών ρυθμίσεων προέκυψε η αξιοσημείωτη ομοιότητα στον τύπο των γεγονότων που κυριάρχη σαν σε μια πελώρια γεωγραφική έκταση, κατά το πρώτο ήμισυ της πεντηκο νταετίας 1879-1929. Μία ατελείωτη ποικιλία προσωπικοτήτων και παραδόσεων, νοοτροπιών και ιστορικών προηγούμενων, προσέδωσαν τοπική χροιά στις παλινδρομή σεις αρκετών χωρών παρ’ όλα αυτά, ο πολιτισμός στο μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου είχε την ίδια υφή. Αυτή η πολιτισμική συγγένεια ξεπερνούσε τη συγγένεια των πολιτισμικών χαρακτηριστικών που είναι κοινά σε λαούς οι οποίοι χρησιμοποιούν τα ίδια υλικά, απολαμβάνουν την ίδια ψυχαγωγία και ανταμείβουν την προσπάθεια με παρόμοιες επιβραβεύσεις. Μάλλον, η ομοι ότητα αφορούσε στη λειτουργία συγκεκριμένων γεγονότων στο ιστορικό πλαίσιο της ζωής, το συναρτημένο χρονικά συστατικό της συλλογικής ύ παρξης. Μια ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών εντάσεων και πιέσεων θα αποκαλύψει μεγάλο μέρος του μηχανισμού, που παρήγαγε τον πολύ ο μοιόμορφο τύπο ιστορικής εξέλιξης κατά την περίοδο αυτήν. Οι εντάσεις μπορούν εύκολα να ταξινομηθούν ανάλογα με τους κύριους θεσμικούς χώρους έκφρασής τους. Στην εσωτερική οικονομία, οι διάφορες μορφές ανατροπής της ισορροπίας — όπως μείωση της παραγωγής, της α πασχόλησης και των εισοδημάτων— θα αντιπροσωπευθούν από τη χαρα κτηριστική μάστιγα της ανεργίας. Στην εσωτερική πολιτική, υπήρχε η πάλη και τα αδιέξοδα των κοινωνικών δυνάμεων, που θα τα ονομάσουμε ταξικές εντάσεις. Δυσχέρειες στον τομέα της διεθνούς οικονομίας, που αφορού σαν στο λεγόμενο ισοζύγιο πληρωμών και συμπεριλάμβαναν πτώση των ε ξαγωγών, αρνητικές συνθήκες για το εμπόριο, έλλειψη εισαγόμενων πρώ των υλών και απώλεια επενδύσεων από το εξωτερικό, θα αποδοθούν συνο λικά ως μια χαρακτηριστική μορφή έντασης, πίεση στις συναλλαγές. Τέλος, εντάσεις στη διεθνή πολιτική σκηνή θα παρουσιασθούν συνοπτικά υπό τον τίτλο ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Σκεφθείτε μία χώρα που, σε περίοδο επιχειρηματικής δυσπραγίας, πλήτ τεται από ανεργία. Εύκολα μπορούμε να δούμε ότι όλα τα οικονομικά μέ τρα που θα λάβουν οι τράπεζες εξαρτώνται από τις απαιτήσεις της σταθε ρότητας των συναλλαγών της χώρας. Οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να ε πεκτείνουν ή να παρατείνουν την πίστωση στη βιομηχανία, δίχως να απευ θυνθούν στην κεντρική τράπεζα η οποία, από την πλευρά της, θα αρνηθεί να ακολουθήσει την ίδια πορεία, εφ’ όσον η ασφάλεια του νομίσματος απαι τεί αντίθετη πολιτική. Από την άλλη, αν η ένταση περάσει από τη βιομηχα νία στο κράτος — τα συνδικάτα είναι σε θέση να υποκινήσουν τα εργατικά κόμματα να θέσουν το ζήτημα στο κοινοβούλιο — τα περιθώρια δράσης για οποιαδήποτε πολιτική ανακούφισης ή δημοσίων έργων θα περιορίζονται α
204
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
πό τις απαιτήσεις της διατήρησης της ισορροπίας του προϋπολογισμού, άλ λης μιας προϋπόθεσης των σταθερών συναλλαγών. Έτσι, ο διεθνής κανό νας του χρυσού θα περιορίσει τη δράση του Υπουργείου Οικονομικών τόσο αποτελεσματικά, όσο και τη δράση της εμπλεκόμενης τράπεζας, και η νο μοθετική εξουσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους ίδιους ακριβώς περιορι σμούς, όπως και η βιομηχανία. Μέσα στα όρια του έθνους, η ένταση που προκαλεί η ανεργία μπορεί βε βαίως να ασκηθεί στη βιομηχανική ή την κυβερνητική ζώνη. Αν σε μια συ γκεκριμένη περίπτωση η κρίση ξεπεράστηκε με μία αντιπληθωριστική πίεση στους μισθούς, τότε μπορούμε να πούμε ότι το βάρος έπεσε κυρίως στην οικονομική σφαίρα. Αν, όμως, το οδυνηρό αυτό μέτρο αποφεύχθηκε με τη βοήθεια δημοσίων έργων, επιδοτούμενων από την επιβολή φόρου κληρονο μιάς, το κύριο βάρος της πίεσης θα πέσει στην πολιτική σφαίρα (το ίδιο θα συνέβαινε αν η μείωση των μισθών επιβαλλόταν στα συνδικάτα με κυβερ νητική πίεση). Στην πρώτη περίπτωση — της αντιπληθωριστικής συμπίεσης των μισθών— η ένταση παρέμενε στα όρια της ζώνης της αγοράς και εκ φραζόταν με μία μεταστροφή των εισοδημάτων, που την προκαλούσε μία αλλαγή στις τιμές. Στην άλλη περίπτωση — των δημοσίων έργων ή των πε ριορισμών στα συνδικάτα— παρατηρούνταν μία μεταστροφή στο νομικό εΐ3ίυ3 ή τη φορολόγηση, που επιδρούσε πρωταρχικά στην πολιτική θέση της άμεσα ενδιαφερόμενης ομάδας. Επιπλέον, η πίεση της ανεργίας θα μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια του έθνους και να επηρεάσει τις διεθνείς συναλλαγές. Αυτό μπορούσε να συμβεί ανεξάρτητα από το αν είχαν χρησιμοποιηθεί πολιτικές ή οικονομικές μέ θοδοι καταπολέμησης της ανεργίας. Υπό τον διεθνή κανόνα του χρυσού — που τον θεωρούμε μονίμως ενεργό— κάθε κυβερνητικό μέτρο που προκα λούσε έλλειμμα του προϋπολογισμού, μπορούσε να δρομολογήσει μία υπο τίμηση του νομίσματος. Αν, από την άλλη, η ανεργία αντιμετωπιζόταν με την επέκταση της τραπεζικής πίστωσης, οι αυξανόμενες τιμές στο εσωτερι κό θα έπλητταν τις εξαγωγές και θα επιδρούσαν έτσι στο ισοζύγιο πληρω μών. Και στις δύο περιπτώσεις, οι συναλλαγές θα σημείωναν καθίζηση, και η χώρα θα ένιωθε την πίεση στο νόμισμά της. Αφ’ ετέρου, η πίεση που πήγαζε από την ανεργία ήταν δυνατόν να προκαλέσει διεθνή ένταση. Στην περίπτωση αδύναμης χώρας, αυτό είχε συχνά δεινές επιπτώσεις στη διεθνή της θέση. Το 8ΐ3ίυ5 της κατέρρεε, τα δικαιώματά της παραμερίζονταν, οι εθνικές της φιλοδοξίες ματαιώνονταν, και συ χνά της επιβαλλόταν διεθνής έλεγχος. Στην περίπτωση ισχυρών κρατών, η πίεση ήταν δυνατό να εκτραπεί σε έναν ανταγωνισμό για ξένες αγορές, α ποικίες, ζώνες επιρροής και άλλες μορφές ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Οι εντάσεις που προέρχονταν από την αγορά μετακινούνταν έτσι από και προς την αγορά και τις άλλες κύριες θεσμικές ζώνες, επηρεάζοντας με ρικές φορές τη λειτουργία της κυβέρνησης, άλλες τη λειτουργία του διε θνούς κανόνα ίου χρυσού ή του συστήματος της ισορροπίας δυνάμεων, α νάλογα με την περίπτωση. Κάθε πεδίο ήταν σχετικά ανεξάρτητο από τα υ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
205
πόλοιπα και έτεινε να διατηρεί την ισορροπία του- όταν αυτή δεν επιτυγχα νόταν, η ανισορροπία εξαπλωνόταν στις υπόλοιπες σφαίρες. Η σχετική αυ τονομία της σφαίρας που προκαλούσε την πίεση συσσώρευε και δημιουρ γούσε εντάσεις, και τελικά εκφραζόταν εκρηκτικά, λίγο πολύ στερεότυπα. Ενώ θεωρητικά ο 19ος αι. ήταν ταγμένος στη δημιουργία της φιλελεύθερης ουτοπίας, στην πραγματικότητα εκχωρούσε αρμοδιότητες σε συγκεκριμέ νους θεσμούς, που οι μηχανισμοί τους τελικά κυριαρχούσαν στη ζωή των ανθρώπων. Μία σχεδόν επιτυχής απόπειρα να αντιληφθεί την πραγματική κατάστα ση ήταν το ρητορικό ερώτημα του οικονομολόγου, ο οποίος μόλις το 1933 καταδίκαζε τις προστατευτικές πολιτικές της «συντριπτικής πλειονότητας των κυβερνήσεων». Μπορεί να είναι ορθή μία πολιτική, αναρωτιόταν, όταν καταδικάζεται ομόφωνα από τους ειδικούς ως τελείως λανθασμένη και α ντίθετη προς όλες τις αρχές της οικονομικής θεωρίας; Η απάντηση του ή ταν ένα κατηγορηματικό «όχι»1. Μάταια, όμως, αναζητούμε στα φιλελεύθε ρα δοκίμια της εποχής έστω μία απόπειρα ερμηνείας των αδιάσειστων γε γονότων. Μόνη απάντηση αποτελούσε η ατελείωτη ροή καταχρήσεων ε ξουσίας από κυβερνήσεις και πολιτικούς, που η άγνοιά τους, η απληστία, η φιλοδοξία και η κοντόφθαλμη προκατάληψη θεωρούνταν υπεύθυνες για τις συστηματικά ασκούμενες προστατευτικές πολιτικές στη «συντριπτική πλει ονότητα των χωρών». Σπανιότατα μπορούσε να βρεθεί ένα λογικό επιχεί ρημα για το ζήτημα. Το μέγεθος της επιδεικνυόμενης προκατάληψης ήταν πράγματι τεράστιο. Μόνη απάντηση αποτελούσε η συμπλήρωση του μύθου της προστατευτικής συνωμοσίας με τον μύθο της ιμπεριαλιστικής μανίας. Στη σαφέστερή του διατύπωση, το φιλελεύθερο επιχείρημα ισχυριζόταν ότι κάποτε, κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1880, ιμπεριαλιστικά πάθη άρχισαν να εκδηλώνονται στις δυτικές χώρες, καταστρέφοντας το παραγωγικό έργο των οικονομικών διανοητών με τη συναισθηματική τους επίκληση στην φυλετική προκατάληψη. Αυτές οι συναισθηματικές πολιτικές απέκτησαν σταδιακά δύναμη και τελικά οδήγησαν στον Α' Παγκόσμιο πό λεμο. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, οι δυνάμεις του Διαφωτισμού είχαν άλλη μία ευκαιρία να αποκαταστήσουν το κράτος της λογικής, αλλά μία απρό σμενη έκρηξη ιμπεριαλιστικών διαθέσεων, ιδιαίτερα από μέρους των μικρό τερων χωρών, όπως και των «αδικημένων» Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας, ανέτρεψε την πορεία της προόδου. Το «πολυμήχανο πλάσμα», ο πολιτικός, είχε νικήσει τους κεντρικούς εγκεφάλους της ανθρωπότητας: τη \Λ/3ΙΙ 8ίΓθθί, τη Γενεύη και το ΟίΙγ του Λονδίνου. Σύμφωνα με αυτήν τη λαϊκή πολιτική θεολογία, ο ιμπεριαλισμός ισοδυναμεί με το προπατορικό αμάρτημα. Κράτη και αυτοκρατορίες θεωρούνται εκ φύσεως ιμπεριαλιστικά- θα καταβροχθίσουν τους γείτονές τους δίχως η θικούς ενδοιασμούς. Το δεύτερο ήμισυ του ισχυρισμού είναι αληθές, το πρώτο όχι. Ενώ ο ιμπεριαλισμός, όταν και όπου εμφανίζεται, δεν περιμένει 1. Ηδβθΐίβι·, Ο., ΰθΓ ίηίβΓπβϋοηβΙβ ΗβηάβΙ, 1933, σ.νΐ.
206
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
λογική ή ηθική κύρωση για να επεκταθεί, δεν είναι αλήθεια ότι τα κράτη και οι αυτοκρατορίες είναι πάντα επεκτατικά. Περιφερειακές συνενώσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην διατεθειμένες να επεκτείνουν τα σύνορά τους· πόλεις, κράτη και αυτοκρατορίες δεν διακατέχονται από μία τέτοια παρόρμηση. Αν ισχυριστούμε το αντίθετο, προσδίδουμε λανθασμένα ιδιότητες γενικού νό μου σε μερικές ιδιάζουσες καταστάσεις. Πράγματι, σε αντίθεση προς τις λαϊκές προκαταλήψεις, ο σύγχρονος καπιταλισμός ξεκίνησε με μία μακρά περίοδο εσωστρέφειας- η στροφή προς την ιμπεριαλιστική επέκταση παρατηρήθηκε πολύ αργότερα στην ιστορική του διαδρομή. Ο αντιιμπεριαλισμός ξεκίνησε από τον Άνταμ Σμιθ, που δεν προέβλεψε μόνο την αμερικανική επανάσταση αλλά και το κίνημα της «μικρής Αγγλίας» του επόμενου αιώνα. Οι λόγοι της τομής ήταν οικονομικοί: η τα χεία επέκταση των αγορών που ακολούθησε τον Επταετή πόλεμο, κατέ στησε τις αυτοκρατορίες ανεπίκαιρες. Ενώ οι γεωγραφικές ανακαλύψεις, σε συνδυασμό με τα αργά μέσα μεταφοράς, ευνοούσαν τις υπερπόντιες καλλιέργειες, οι ταχείες επικοινωνίες κατέστησαν τς αποικίες δαπανηρή πολυτέλεια. Άλλος αρνητικός παράγοντας για τις υπερπόντιες φυτείες, ή ταν ο παραμερισμός των εισαγωγών από τις εξαγωγές. Η αντίληψη της α γοράς του αγοραστή έδωσε τη θέση της στης αγοράς του πωλητή, στόχο που ήταν δυνατόν να επιτευχθεί μόνον όταν μια χώρα ήταν σε θέση να πουλήσει σε τιμές κατώτερες των ανταγωνιστών, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των αποίκων. Μόλις χάθηκαν οι αποικίες του Ατλαντικού, ο Καναδάς κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να παραμείνει τμήμα της αυτοκρα τορίας (1837). Ακόμη και ο Ντισραέλι προωθούσε τη διάλυση των δυτικοαφρικανικών κτήσεων μάταια η νοτιοαφρικανική δημοκρατία προσφερόταν να ενταχθεί στην αυτοκρατορία, ενώ μερικά νησιά του Ειρηνικού που θεω ρούνται σήμερα στρατηγικής σημασίας, επανειλημμένα συναντούσαν άρνη ση στην σχετική αίτησή τους. Οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου και προστατευτιστές, φιλελεύθεροι και αμετάπειστοι Τόρυδες θεωρούσαν πως οι αποι κίες αποτελούσαν άχρηστο απόκτημα που θα απέβαινε πολιτικό και οικονο μικό βάρος. Όποιος προωθούσε την αποικιοκρατία κατά την εκατονταετία ανάμεσα στο 1780 και το 1880 θεωρούνταν οπαδός του 3παθη γθ^ ιτιθ . Η μεσαία τάξη απέρριψε τον πόλεμο και τις κατακτήσεις ως μηχανορραφίες των δυναστικών οίκων και προωθούσε ειρηνιστικές απόψεις (ο φρανσουά Κεναί ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε για λογαριασμό του Ιβίδεβζ-ίβίΓθ έναν ειρηνευτικό ρόλο). Γαλλία και Γερμανία ακολούθησαν τον προσανατολισμό της Αγγλίας. Αυτή ελάττωσε αισθητά τους επεκτατικούς της ρυθμούς, και ακόμα και ο ιμπεριαλισμός της προσέλαβε μάλλον ευρωπαϊκές παρά αποι κιακές διαστάσεις. Ο Μπίσμαρκ αρνιόταν με περιφρόνηση να θυσιάσει έστω κι έναν Γερμανό για τα Βαλκάνια και έριξε το βάρος της επιρροής του στην αντιαποικιοκρατική προπαγάνδα. Αυτή ήταν η στάση των κυβερνήσεων, την εποχή που οι καπιταλιστικές εταιρείες εισέβαλλαν σε ολόκληρες ηπείρους. Όταν διαλύθηκε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών από τις επίμονες προ σπάθειες των εξαγωγέων του 13Π035Νγθ, και ανώνυμοι πωλητές με το κομ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
207
μάτι αντικατέστησαν τις λαμπρές μορφές του ννβιτθη Ηβδΐίηοε και του ΟΙίνβ, οι κυβερνήσεις κράτησαν τις αποστάσεις τους. Ο Κάνιγκ διακωμώ δησε την έννοια της παρέμβασης των ριψοκίνδυνων επενδυτών και ξέ νων κερδοσκόπων. Ο διαχωρισμός οικονομίας και πολιτικής επεκτάθηκε τώρα στη διεθνή σκηνή. Ενώ η βασίλισσα Ελισάβετ ήταν απρόθυμη να διαχωρίσει σαφώς το ιδιωτικό της εισόδημα από το εισόδημα του άγγλου κουρσάρου, ο Γκλάδστον θα θεωρούσε συκοφαντία να χαρακτηρισθεί η αγγλική εξωτερική πολιτική υποχείριο των διεθνών επενδυτών. Η συνέ νωση της κρατικής δύναμης με τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεν αποτελεί ιδέα του 19ου αι.· αντιθέτως, οι πρώτοι βικτοριανοί πολιτικοί είχαν διακηρύξει την ανεξαρτησία της πολιτικής από την οικονομία ως αρχή του διεθνούς κώδικα συμπεριφοράς. Μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώ σεις μπορούσαν οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι να δράσουν για λογαρια σμό ιδιωτικών συμφερόντων των υπηκόων της χώρας τους και η κρυφή επέκταση τέτοιων περιπτώσεων διαψευδόταν δημοσίως ενώ, αν γινόταν γνωστή, έφερνε άμεσα αντίποινα. Η αρχή της μη παρέμβασης του κρά τους στις ιδιωτικές επιχειρηματικές υποθέσεις ίσχυε τόσο στο εσωτερι κό, όσο και στο διεθνές επίπεδο. Η εθνική κυβέρνηση θεωρούνταν ότι δεν έπρεπε να παρεμβαίνει στο ιδιωτικό εμπόριο, ούτε και τα Υπουργεία των Εξωτερικών είχαν τη δικαιοδοσία να προωθούν τα ιδιωτικά συμφέρο ντα των πολιτών της χώρας, πέρα από μία γενική στήριξη των υπηκόων τους στο εξωτερικό. Οι επενδύσεις ήταν κυρίως αγροτικές και τοποθετη μένες στο εσωτερικό. Οι διεθνείς επενδύσεις θεωρούνταν ακόμα ρίσκο, ενώ οι συχνές ολικές ζημίες των επενδυτών θεωρούνταν ότι αντισταθμί ζονταν από τους σκανδαλώδεις όρους της τοκογλυφίας. Η αλλαγή επήλθε αιφνιδιαστικά και, τούτη τη φορά, συγχρόνως σε όλες τις ισχυρές δυτικές χώρες. Αν και η Γερμανία ακολούθησε τις εσωτερικές εξελίξεις της Αγγλίας με διαφορά μισού αιώνα, εξωτερικά γεγονότα παγκό σμιας εμβέλειας αναπόφευκτα επηρέαζαν παρόμοια όλες τις εμπορευόμε νες χώρες. Ένα τέτοιο γεγονός ήταν η αύξηση στον ρυθμό και τον όγκο της ιδιοποίησης της γης, όπως έδειχνε η μαζική μεταφορά δημητριακών και αγροτικών πρώτων υλών από ένα μέρος του πλανήτη σ’ ένα άλλο, με ελά χιστο κόστος. Αυτός ο οικονομικός σεισμός κατέστρεψε τη ζωή δεκάδων ε κατομμυρίων κατοίκων της αγροτικής Ευρώπης. Μέσα σε λίγα χρόνια, το ε λεύθερο εμπόριο αποτελούσε παρελθόν, ενώ η επέκταση της οικονομίας της αγοράς γινόταν σε ριζικά νέες συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες καθορίστηκαν από την «διπλή κίνηση». Το πρότυπο του διεθνούς εμπορίου, που εξαπλωνόταν τώρα με επιταχυνόμενο ρυθμό, διασταυρώθηκε με την εισαγωγή προστατευτικών θεσμών, που προορίζο νταν να ανακόψουν την απεριόριστη δράση της αγοράς. Η αγροτική κρίση και η Μεγάλη Κρίση του 1873-86 είχαν κλονίσει την εμπιστοσύνη στις αυτοθεραπευτικές ιδιότητες του συστήματος. Εφ’ εξής, οι χαρακτηριστικοί θε σμοί της οικονομίας της αγοράς γίνονταν αποδεκτοί μόνον αν συνοδεύο νταν από προστατευτικά μέτρα, εκτός των άλλων επειδή, από το 1870 και
208
ΚΑΒΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1880, τα έθνη διαμορφώνονταν σε ορ γανωμένες μονάδες, ευάλωτες στις αποδιαρθρώσεις που θα επέφερε μία αιφνιδιαστική προσαρμογή στις ανάγκες του διεθνούς εμπορίου ή των διε θνών συναλλαγών. Ο κύριος φορέας εξάπλωσης της οικονομίας της αγο ράς, ο διεθνής κανόνας του χρυσού, συνοδευόταν συνήθως από την ταυτό χρονη υιοθέτηση χαρακτηριστικών προστατευτικών πολιτικών της εποχής, όπως η κοινωνική νομοθεσία και οι τελωνειακοί δασμοί. Σ’ αυτό το σημείο επίσης, η παραδοσιακή φιλελεύθερη εκδοχή της κολεκτιβιστικής συνωμοσίας δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Το σύ στημα του ελεύθερου εμπορίου και του διεθνούς κανόνα του χρυσού δεν υ πονομευόταν συστηματικά από άθλιους καπηλευτές δασμών και σπλαχνι κούς κοινωνικούς νόμους· αντιθέτως, η εμφάνιση του διεθνούς κανόνα του χρυσού επιτάχυνε την εξάπλωση αυτών των προστατευτικών θεσμών, που ήταν πάντα αναγκαίοι, όσο αύξανε το βάρος της διατήρησης σταθερών ισο τιμιών. Από τότε και μετά, δασμοί, εργοστασιακοί νόμοι και μία δραστήρια αποικιακή πολιτική ήταν τα προαπαιτούμενα για μία σταθερή διεθνή ισοτιμία του νομίσματος (η Βρετανία, με την τεράστια βιομηχανική της υπεροχή, ή ταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα). Μόνον όταν αυτά τα προαπαιτούμενα ήταν δεδομένα, μπορούσαν να υιοθετηθούν ελεύθερα οι μέθο δοι της οικονομίας της αγοράς. Οπουδήποτε επιβλήθηκαν αυτές οι μέθοδοι σε αβοήθητους λαούς, δίχως τη λήψη των αναγκαίων προστατευτικών μέ τρων, όπως στις μακρινές και ημιαποικιακές περιοχές, ακολούθησε απερί γραπτη δυστυχία. Εδώ κρατούμε το κλειδί του φαινομενικού παράδοξου του ιμπεριαλι σμού — της οικονομικά ανεξήγητης και γι’ αυτό θεωρητικά παράλογης άρ νησης των χωρών να εμπορεύονται μεταξύ τους αδιακρίτως και της επιδίω ξής τους να αποκτήσουν υπερπόντιες και εξωτικές αγορές. Αυτό που έκανε τις χώρες να ενεργούν έτσι ήταν απλώς ο φόβος συνεπειών, παρόμοιων με εκείνες που δεν ήταν σε θέση να αποφύγουν οι μικροί λαοί. Η διαφορά ή ταν απλώς ότι, ενώ ο πληθυσμός της δύσμοιρης αποικίας έπεφτε σε εξαχρείωση και αθλιότητα, συχνά σε βαθμό φυσικής εξόντωσής του, η άρνηση της δυτικής χώρας προκαλούνταν από μία μικρότερη απειλή, αλλά αρκού ντως πραγματική για να αποφευχθεί πάση θυσία. Δεν είχε σημασία ότι η α πειλή, όπως και στην περίπτωση των αποικιών, δεν ήταν ουσιαστικά οικονο μική· δεν υπήρχε λόγος, πέρα ίσως από προκατάληψη, να αναζητούμε το μέτρο της κοινωνικής αποδιάρθρωσης σε οικονομικά μεγέθη. Πράγματι, ο ι σχυρισμός ότι η κοινότητα θα παρέμενε απαθής απέναντι στη μάστιγα της ανεργίας, την καταστροφή βιομηχανιών και επαγγελμάτων, απλώς επειδή οι οικονομικές συνέπειες θα αποδεικνύονταν μακροπρόθεσμα αμελητέες, είναι παράλογος. Το έθνος ήταν τόσο παθητικός αποδέκτης όσο και ενεργός υποκινητής της έντασης. Αν ένα εξωτερικό γεγονός βάρυνε πάνω στη χώρα, ο εσωτε ρικός του μηχανισμός λειτουργούσε με τον συνήθη τρόπο, μετατοπίζοντας την πίεση από την οικονομική στην πολιτική ζώνη και το αντίστροφο. Σημα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
209
ντικές είναι τέτοιες περιπτώσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Για ορισμέ νες κεντροευρωπαϊκές χώρες, η ήττα δημούργησε εντελώς τεχνητές συν θήκες, που περιλάμβαναν εντονότατη εξωτερική πίεση με τη μορφή των πολεμικών αποζημιώσεων. Περισσότερο από μία δεκαετία, η γερμανική ε σωτερική σκηνή κυριαρχούνταν από μία μετατόπιση του εξωτερικού βάρους από τη βιομηχανία στο κράτος και το αντίστροφο — μετατόπιση ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη από τη μια μεριά, και κοινωνικές παροχές και φόρους α πό την άλλη. Το έθνος συνολικά επιβαρυνόταν με τις αποζημιώσεις, και η ε σωτερική κατάσταση άλλαζε ανάλογα με τον τρόπο που η χώρα — κυβέρ νηση και επιχειρήσεις από κοινού— ανταποκρινόταν στις περιστάσεις. Η ε θνική αλληλεγγύη ήταν έτσι δεμένη με τον διεθνή κανόνα του χρυσού, που καθιστούσε ύψιστη υποχρέωση τη διατήρηση της εξωτερικής αξίας του νο μίσματος. Το Σχέδιο ϋβννδ είχε ως αποκλειστικό στόχο να διαφυλάξει το γερμανικό νόμισμα. Το Σχέδιο Υουηο κατέστησε αυτήν την προϋπόθεση α πόλυτα αναγκαία. Δίχως την υποχρέωση διατήρησης της εξωτερικής αξίας του Ρθίο(ΐ5Γη3Γΐ<, η εξέλιξη της γερμανικής εσωτερικής κατάστασης κατά την περίοδο αυτήν θα ήταν ακατανόητη. Η συλλογική υπευθυνότητα για το νόμισμα δημιούργησε το ακατάλυτο πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρήσεις και κόμματα, βιομηχανία και κράτος προσαρμόζονταν στην ασκούμενη πίεση. Κι όμως, ό,τι είχε να αντιμετωπίσει η ηττημένη Γερμανία ως αποτέλεσμα του πολέμου, το είχαν υπομείνει με τη θέλησή τους όλοι οι λαοί την προπολεμική περίοδο, δηλαδή την τεχνητή ε νοποίηση των χωρών τους μέσα από την πίεση που ασκούσε η ανάγκη για σταθερές διεθνείς συναλλαγές. Μόνον η άνευ όρων υποταγή στους αναπό φευκτους νόμους της αγοράς μπορούσε να εξηγήσει την αξιοπρεπή καρτε ρία με την οποία οι άνθρωποι κουβαλούσαν τον σταυρό του μαρτυρίου τους. Θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος ότι αυτό το σχεδιάγραμμα είναι υπεραπλουστευτικό. Η οικονομία της αγοράς δεν ξεκίνησε αστραπιαία, ούτε οι τρεις αγορές είχαν τον ίδιο ρυθμό, σαν τρόικα, ούτε και ο προστατευτισμός είχε παράλληλα αποτελέσματα σε όλες τις αγορές, και ούτω καθ’ εξής. Αυ τό βέβαια είναι αληθές· αλλά είναι άσχετο με το θέμα μας. Ομολογουμένως, ο οικονομικός φιλελευθερισμός απλώς δημιούργησε έναν καινούργιο μηχανισμό από τις υπάρχουσες, αναπτυγμένες και μη αγο ρές· συνένωσε διάφορους υπαρκτούς τύπους αγορών, και συντόνισε τις λειτουργίες τους σε μία αδιαίρετη ολότητα. Εξ άλλου, ο διαχωρισμός εργα σίας και γης είχε ήδη δρομολογηθεί εκείνη την εποχή, παράλληλα με την α νάπτυξη αγορών για το χρήμα και την Πίστη. Το παρόν συνδεόταν με το παρελθόν, και καμία τομή δεν ήταν δυνατόν να επισημανθεί. Κι όμως, η θεσμική αλλαγή από τη φύση της άρχισε να επενεργεί αιφνι διαστικά. Το κρίσιμο στάδιο ήρθε με την εδραίωση μιας αγοράς εργασίας στην Αγγλία, στην οποία οι εργάτες αντιμετώπιζαν την απειλή της λιμοκτο νίας, αν δεν συμμορφώνονταν με τους κανόνες της μισθωτής εργασίας. Μόλις πάρθηκε αυτό το δραστικό μέτρο, ο μηχανισμός της αυτορυθμιζόμενης αγοράς τέθηκε σε λειτουργία. Ο αντίκτυπος του στην κοινωνία ήταν τό
210
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
σο βίαιος που, σχεδόν αυτόματα και δίχως μία παρατηρημένη μεταστροφή της κοινής γνώμης, εκδηλώθηκαν ισχυρές προστατευτικές αντιδράσεις. Επίσης, παρά τη μεγάλη διαφοροποίηση στη φύση και την καταγωγή τους, οι αγορές για τα διάφορα στοιχεία της βιομηχανίας παρουσίαζαν τώ ρα μία παράλληλη ανάπτυξη. Ηταν αδύνατον να συμβεί διαφορετικά. Η προστασία του ανθρώπου, της φύσης και της παραγωγικής οργάνωσης ισοδυναμούσε με παρεμβολή στις αγορές της εργασίας, της γης, όπως και του μέσου των συναλλαγών, του χρήματος, συνεπώς δυσχέραινε αυτομάτως την αυτορύθμιση του συστήματος. Εφ’ όσον σκοπός της παρέμβασης ήταν να αποκατασταθούν η ζωή των ανθρώπων και το περιβάλλον τους, να τους δοθεί κάποια ασφάλεια, η παρέμβαση αποσκοπούσε κυρίως στο να περιορί σει την ελαστικότητα των μισθών και την κινητικότητα της εργασίας, προσ δίδοντας σταθερότητα στα εισοδήματα, συνέχεια στην παραγωγή, εισάγοντας τον δημόσιο έλεγχο στους εθνικούς πόρους και στη διαχείριση του νομίσματος, για να αποφευχθούν αποδιαρθρωτικές αλλαγές στο επίπεδο των τιμών. Η οικονομική κρίση του 1873-86 και η αγροτική του 1870 αύξησαν ριζικά την ένταση. Στις απαρχές της οικονομικής κρίσης, το ελεύθερο εμπόριο βρισκόταν στο αποκορύφωμά του στην Ευρώπη. Το νέο γερμανικό Ρθίοή εί χε επιβάλλει στη Γαλλία τη ρήτρα του πλέον ευνοούμενου κράτους στις με ταξύ τους συναλλαγές, δεσμεύθηκε να αποσύρει τους δασμούς στο σίδηρο και υιοθέτησε τον διεθνή κανόνα του χρυσού. Στο τέλος της κρίσης, η Γερμανία είχε θωρακιστεί με προστατευτικούς δασμούς, είχε εδραιώσει μία γε νική οργάνωση των καρτέλ, είχε θεσπίσει ένα καθολικό σύστημα κοινωνι κής ασφάλισης, ενώ ακολουθούσε έντονη αποικιοκρατική πολιτική. Ο πρωσισμός, πρωτοπόρος του ελεύθερου εμπορίου, προφανώς δεν ήταν υπεύ θυνος για τη στροφή στον προστατευτισμό και για την εμφάνιση του «κολε κτιβισμού». Οι Η.Π.Α. είχαν ακόμη υψηλότερους δασμούς και ήταν το ίδιο «κολεκτιβιστικές» με τον δικό τους τρόπο. Επιδοτούσαν με μεγάλα ποσά την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών μακράς ακτίνας, ενώ είχαν ανα πτύξει τον γιγαντισμό στη δημιουργία των τραστ. Όλες οι δυτικές χώρες ακολούθησαν την ίδια κατεύθυνση, ανεξάρτητα από την εθνική τους νοοτροπία και ιστορία2. Με τον διεθνή κανόνα του χρυ σού, έκανε την εμφάνισή του το πιο φιλόδοξο σχέδιο αγοράς, που προϋπέ θετε την πλήρη ανεξαρτησία των αγορών από τις κρατικές αρχές. Παγκό σμιο εμπόριο σήμαινε πια την οργάνωση της ζωής στον πλανήτη σε μία αυτορυθμιζόμενη αγορά, που περιλάμβανε την εργασία, τη γη και το χρήμα, με τον διεθνή κανόνα του χρυσού ως φύλακα αυτού του γιγάντιου αυτόμα του μηχανισμού. Έθνη και λαοί ήταν απλώς μαριονέτες σε μία παράσταση που ξεπερνούσε κατά πολύ την ικανότητά τους να την ελέγξουν. Προφυλάχθηκαν από την ανεργία και την αστάθεια με τη βοήθεια των κεντρικών 2. Ο ΟΌ.Η.Ο οΙθ αποκαλεί τη δεκαετία του 1870 «την πιο δραστήρια περίοδο κοινωνικής νομοθεσίας τον 19ο αι.».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
211
τραπεζών και των τελωνειακών δασμών, που ενισχύονταν από νόμους για τη μετανάστευση. Αυτές οι επινοήσεις είχαν σχεδιαθεί για να αντισταθμί σουν τις καταστροφικές συνέπειες του συνδυασμού του ελεύθερου εμπορί ου με τις παγιωμένες νομισματικές ισοτιμίες, και στον βαθμό που το πέτυχαν, παρεμβάλλονταν στη λειτουργία αυτών των μηχανισμών. Αν και κάθε μεμονωμένος περιορισμός είχε τους άμεσα επωφελούμενους, που τα υπερ κέρδη ή οι υπέρογκοι μισθοί τους επιβάρυναν τους υπόλοιπους, συχνά αδι καιολόγητο ήταν το μέγεθος της επιβάρυνσης και όχι η ίδια η προστατευτική δράση. Μακροπρόθεσμα, μία γενικευμένη μείωση των τιμών ευνόησε όλους. Ανεξάρτητα από το πόσο δικαιολογημένη ήταν η προστασία, τα αποτε λέσματα Των παρεμβάσεων έβγαλαν στην επιφάνεια μια εξασθένηση του συστήματος της παγκόσμιας αγοράς. Οι εισαγωγικοί δασμοί μιας χώρας δυσχέραιναν τις εξαγωγές μιας άλλης και την ανάγκαζαν να αναζητήσει αγο ρές σε πολιτικά απροστάτευτες περιοχές. Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός ή ταν κυρίως ένας αγώνας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για τη διασφάλιση του προνομίου να επεκτείνουν το εμπόριό τους σε πολιτικά απροστάτευτες περιοχές. Η εξαγωγική πίεση εντάθηκε από τον αγώνα για την εξασφάλιση των πρώτων υλών που απαιτούσε ο κατασκευαστικός πυρετός στην Ευρώ πη. Οι κυβερνήσεις πρόσφεραν την υποστήριξή τους στα συμφέροντα των υπηκόων τους που εμπορεύονταν σε υπανάπτυκτες χώρες. Εμπόριο και ση μαία ταυτίσθηκαν. Ιμπεριαλισμός και μία σχεδόν ασύνειδη προετοιμασία για αυταρκειακές καταστάσεις αποτελούσαν την τάση των δυνάμεων, που συνει δητοποιούσαν ότι ήταν εξαρτημένες από ένα ολοένα πιο ασταθές σύστημα παγκόσμιας οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, η διατήρηση της εγκυρότητας του διεθνούς κανόνα του χρυσού παρέμενε επιτακτική. Αυτό αποτελούσε και μία θεσμική εστία αναταραχής. Μία παρόμοια αντίφαση λειτουργούσε στο εσωτερικό των κρατών. Ο προστατευτισμός έτεινε να μεταμορφώνει τις ανταγωνιστικές αγορές σε μονοπωλιακές. Ολοένα περισσότερο έπαυαν οι αγορές να χαρακτηρίζονται αυτόνομες, ή αυτόματοι μηχανισμοί ανταγωνιζόμενων ατόμων. Ολοένα πε ρισσότερο οι ιδιώτες παραχωρούσαν τη θέση τους σε ενώσεις, άνθρωποι και κεφάλαιο ενώνονταν σε μη ανταγωνιζόμενες ομάδες. Η οικονομική προσαρ μογή κατέστη αργή και δυσχερής. Η αυτορύθμιση των αγορών δέχθηκε σφοδρό πλήγμα. Τελικά, αρύθμιστες δομές κόστους και τιμών παρέτειναν την οικονομική κρίση, αρύθμιστοι εξοπλισμοί καθυστερούσαν την εκκαθάρι ση μη κερδοφόρων επενδύσεων, και αρύθμιστα επίπεδα τιμών και εισοδημά των προκαλούσαν κοινωνική ένταση. Οποιαδήποτε κι αν ήταν η αγορά — ερ γασίας, γης και χρήματος— η πίεση θα ξεπερνούσε την οικονομική ζώνη και η ισορροπία θα έπρεπε να αποκατασταθεί με πολιτικά μέσα. Παρ’ όλα αυτά, ο θεσμικός διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα ήταν πρω ταρχικής σημασίας για την κοινωνία της αγοράς, άρα έπρεπε να διατηρηθεί παρά την ένταση. Αυτό αποτελούσε και την άλλη εστία καταλυτικής πίεσης. Φτάνουμε στο τέλος της περιγραφής μας. Παρ’ ολα αυτά, σημαντικό μέ ρος της άποψής μας χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Αν καταφέραμε να α-
212
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
ποδείξουμε πέρα από κάθε αμφιβολία πως στην καρδιά του μετασχηματι σμού βρισκόταν η αποτυχία της ουτοπίας της αγοράς, μένει ακόμα να δεί ξουμε πώς τα ίδια τα γεγονότα καθορίσθηκαν από αυτήν την αιτία. Υπό μία έννοια, αυτό αποτελεί ανέφικτο εγχείρημα, εφ’ όσον η ιστορία δεν διαμορφώνεται από έναν μεμονωμένο παράγοντα. Αλλά παρά τον πλούτο και την πολυμορφία του, ο ρους της ιστορίας έχει τις επαναλαμβα νόμενες καταστάσεις του και εναλλακτικές λύσεις, που εξηγούν την μεγά λη ομοιότητα στην υφή των γεγονότων μιας εποχής. Δεν χρειάζεται να προβληματισθούμε με τυχαίες περιδινήσεις, αν είμαστε σε θέση να εξηγή σουμε ως έναν βαθμό τις κανονικότητες που κυριαρχούσαν τα ρεύματα και αντιρεύματα, κάτω από χαρακτηριστικές συνθήκες. Τον 19ο αι., τέτοιες συνθήκες δημιουργούνταν από τον μηχανισμό της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, που οι απαιτήσεις του έπρεπε να ικανοποιηθούν σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από αυτόν τον μηχανισμό προέκυψαν δύο ι διομορφίες του πολιτισμού του 19ου αι.: ο άκαμπτος ντετερμινισμός του και ο οικονομικός του χαρακτήρας. Η θεώρηση της εποχής έτεινε να ενώνει τα δύο και να υποθέτει πως ο ντετερμινισμός πήγαζε από τη φύση της οικονο μικής παρακίνησης, σύμφωνα με την οποία τα άτομα θεωρούνταν ότι επι δίωκαν να ικανοποιήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Στην πραγματι κότητα, δεν υπήρχε σχέση ανάμεσα στα δύο. Ο τόσο πρόδηλος «ντετερμι νισμός» ήταν απλώς το αποτέλεσμα του μηχανισμού της κοινωνίας της α γοράς με τις προβλέψιμες εναλλακτικές της λύσεις, που η ανελαστικότητά τους αποδιδόταν λαθεμένα στη δύναμη των υλιστικών κινήτρων. Το σύστη μα τιμών, που βασιζόταν στην προσφορά και τη ζήτηση, θα ισορροπεί πά ντα, όποια κι αν είναι τα κίνητρα των ατόμων, ενώ τα οικονομικά κίνητρα καθεαυτά επιδρούν στους περισσότερους λαούς σαφώς λιγότερο από τα θεωρούμενα συναισθηματικά. Η ανθρωπότητα αισθανόταν την πίεση όχι νέων κινήτρων, αλλά νέων μη χανισμών. Συνοπτικά, η πίεση πήγασε από τη σφαίρα της αγοράς· από εκεί εξαπλώθηκε στην πολιτική σφαίρα, συμπεριλαμβάνοντας την κοινωνία στο σύνολό της. Αλλά στο εσωτερικό των μεμονωμένων κρατών, η ένταση πα ρέμενε λανθάνουσα, όσο εξακολουθούσε να λειτουργεί η παγκόσμια αγορά. Μόνον όταν καταλύθηκε ο τελευταίος από τους εναπομείναντες θεσμούς της, ο διεθνής κανόνας του χρυσού, απελευθερώθηκε τελικά αυτή η πίεση στο εσωτερικό των κρατών. Όσο διαφορετικές κι αν ήταν οι αντιδράσεις τους στην νέα πραγματικότητα, στην ουσία αντιπροσώπευαν προσαρμογές στην εξαφάνιση της παραδοσιακής παγκόσμιας οικονομίας. Όταν αυτή δια λύθηκε, παρέσυρε και τον πολιτισμό της αγοράς. Αυτό εξηγεί και το σχεδόν απίστευτο γεγονός της κατάλυσης ενός πολιτισμού από άψυχους θεσμούς, που μοναδικός σκοπός τους ήταν η αυτόματη αύξηση της υλικής ευημερίας. Πώς, όμως, συνέβη το αναπόφευκτο; Πώς μεταφράστηκε στα πολιτικά γεγονότα που βρίσκονται στην καρδιά της ιστορίας; Σε αυτήν την τελική φάση της πτώσης της οικονομίας της αγοράς, εισέβαλε αποφασιστικά η πά λη των τάξεων.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
213
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ: Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ
19. Λαϊκή κυβέρνηση και οικονομία της αγοράς Όταν τη δεκαετία του 1920 το διεθνές σύστημα κατέρρευσε, επανήλθαν στο προσκήνιο σχεδόν ξεχασμένα ζητήματα του πρώιμου καπιταλισμού. Πρώτο και κυρίαρχο ανάμεσά τους, το ζήτημα της λαϊκής κυβέρνησης. Η φασιστική επίθεση στη λαϊκή δημοκρατία απλώς αναζωπύρωσε το ζή τημα του πολιτικού παρεμβατισμού, που κατέτρυχε την ιστορία της οικονο μίας της αγοράς· γιατί το ζήτημα αυτό ήταν απλώς ένα άλλο όνομα για τον διαχωρισμό της οικονομικής από την πολιτική σφαίρα. Το ζήτημα του παρεμβατισμού κορυφώθηκε αρχικά σε σχέση με την ερ γασία, τόσο από την δρθθηΙιεΓηΙεηό και την Νέα Κοινωνική πρόνοια, όσο και από την Κοινοβουλευτική Μεταρρύθμιση και το κίνημα των Χαρτιστών. Η σπουδαιότητα του παρεμβατισμού σε σχέση με τη γη και το χρήμα δεν ήταν διόλου μικρότερη, αν και οι συγκρούσεις που σημειώθηκαν στους τομείς αυ τούς ήταν λιγότερο εντυπωσιακές. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, αντίστοιχες δυσκολίες σε σχέση με την εργασία, τη γη και το χρήμα εμφανίστηκαν με μία μικρή χρονική καθυστέρηση, που συνέπειά της ήταν ότι οι συγκρούσεις είχαν αντίκτυπο σε ένα βιομηχανικά πιο νεοτερικό αλλά κοινωνικά λιγότερο ενοποιημένο περιβάλλον. Παντού, ο διαχωρισμός της οικονομικής από την πολιτική σφαίρα ήταν αποτέλεσμα της ίδιας εξέλιξης. Στην Αγγλία, όπως και στην ηπειρωτική Ευρώπη, αφετηρίες ήταν η εδραίωση της ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού κράτους. Η 8ρθθηίΐ3ΓΠΐ3ηοΙ έχει ερμηνευθεί ορθά ως μία προληπτική πράξη παρεμ βατισμού, που σκοπό είχε να εμποδίσει τη δημιουργία μίας αγοράς εργα σίας. Αποτέλεσε το επίκεντρο της μάχης στην βιομηχανική Αγγλία. Στον α γώνα αυτόν, ο όρος «παρεμβατισμός» χρησιμοποιήθηκε από τους κλασικούς οικονομολόγους, και η 5ρθθπΙΐ3ΐτιΐ3ηοΙ θεωρήθηκε μία τεχνητή παρέμβαση σε ένα ουσιαστικά ανύπαρκτο σύστημα αγοράς. Ο Τάουνσεντ, ο Μάλθους και ο Ρικάρντο έκτισαν πάνω στα σαθρά θεμέλια της κατάστασης της Κοινωνικής πρόνοιας το οικοδόμημα της κλασικής οικονομίας, το τρομερότερο διανοητι κό εργαλείο καταστροφής που στράφηκε ποτέ εναντίον μιας παρακμασμέ νης τάξης πραγμάτων. Παρ’ όλα αυτά, για άλλη μία γενιά, το σύστημα των ε πιδομάτων προστάτευσε τη συνοχή του χωριού από τη σαγήνη των υψηλών αστικών ημερομισθίων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1820, ο Χάσκισον και ο Πηλ διεύρυναν τους δρόμους του διεθνούς εμπορίου, ενώ επιτράπηκε η ε ξαγωγή μηχανών, έληξε το εμπάργκο στις εξαγωγές μάλλινων ειδών, καταργήθηκαν οι ναυτιλιακοί περιορισμοί, διευκολύνθηκε η μετανάστευση· την επίσημη ανάκληση του νόμου «Περί τεχνιτών», σε σχέση με τη μαθητεία και τον υπολογισμό των μισθών, την ακολούθησε η ανάκληση των αντισυνδικα-
214
ΚΑΗΙΡΟΙΑΝΥΙ
λιστικών νόμων. Κι όμως, ο καταστροφικός ρόλος της δρβθηΙιβιηΙβηοΙ εξα πλωνόταν στις κομητείες, απομακρύνοντας τον εργάτη από την τίμια εργα σία και στερώντας από κάθε νόημα την έννοια του ανεξάρτητου εργαζόμε νου. Αν και είχε έρθει η ώρα για τη δημιουργία μίας αγοράς εργασίας, εμπό διζε τη γέννησή της ο «νόμος» των μεγαλογαιοκτημόνων. Το Μεταρρυθμιστικό Κοινοβούλιο άρχισε αμέσως τη διαδικασία κατάργη σης του συστήματος των επιδομάτων. Η Νέα Κοινωνική πρόνοια, που ολο κλήρωσε αυτόν τον στόχο, έχει χαρακτηριστεί η σπουδαιότερη πράξη κοι νωνικής νομοθεσίας την οποία έκανε ποτέ η Βουλή των Κοινοτήτων. Κι ό μως, πυρήνας του νομοσχεδίου ήταν απλώς η ανάκληση της δρθθηβ3ΐτιΐ3η<1 Τίποτε δεν μπορούσε να αποδείξει σαφέστερα ότι, από εκείνη την εποχή, η μη παρέμβαση στην αγορά εργασίας θεωρούνταν γεγονός τεράστιας σημα σίας για ολόκληρη τη μελλοντική δομή της κοινωνίας. Αυτά, για την οικονο μική βάση της έντασης. Όσο για την πολιτική, η Κοινοβουλευτική Μεταρρύθμιση του 1832 έφερε μία ειρηνική επανάσταση. Με την ανάκληση της Κοινωνικής πρόνοιας το 1834, τροποποιήθηκε η κοινωνική διαστρωμάτωση της χώρας, και ορισμένα βασικά συστατικά της αγγλικής ζωής αναδιατυπώθηκαν σε ριζικά νέες κα τευθύνσεις. Η Νέα Κοινωνική πρόνοια κατάργησε την γενική κατηγορία των φτωχών, τους «τίμιους φτωχούς» ή «εργαζόμενους φτωχούς» — στους ο ποίους είχε επιτεθεί σφοδρά ο Μπερκ. Οι πρώην φτωχοί χωρίζονταν τώρα σε εκ φύσεως ανήμπορους απόρους, που η θέση τους ήταν στο πτωχοκομείο, και σε ανεξάρτητους εργάτες, που κέρδιζαν το ψωμί τους με καθημε ρινή εργασία. Αυτό δημιούργησε μία τελείως νέα κατηγορία φτωχών, τους ανέργους, που έκαναν την εμφάνισή τους στο νέο κοινωνικό προσκήνιο. Ενώ οι άποροι έπρεπε να διευκολυνθούν για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, οι άνεργοι δεν έπρεπε να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης, για το κα λό της βιομηχανίας. Δεν είχε καμία σημασία αν ο άνεργος εργάτης ευθυνόταν ή όχι για τη μοίρα του. Το ζήτημα δεν ήταν αν μπορούσε ή όχι να βρει εργασία αν προσπαθούσε, αλλά ότι, αν δεν κινδύνευε να λιμοκτονήσει με μοναδική εναλλακτική λύση το φριχτό πτωχοκομείο, το μισθολογικό σύστη μα θα κατέρρεε, με αποτέλεσμα την εξαθλίωση και το χάος. Ήταν σαφές ότι αυτό σήμαινε την τιμωρία αθώων. Το διεστραμμένο στοιχείο της σκληρότη τας αυτής ήταν ότι ακριβώς η απελευθέρωση του εργαζόμενου είχε στόχο να καταστήσει ουσιαστική την απειλή του αφανισμού από την πείνα. Αυτή η διαδικασία καθιστά κατανοητή την ζοφερή αίσθηση απόγνωσης που αποπνέ ουν τα έργα των κλασικών οικονομολόγων. Αλλά με το να αποκλείει τους υ περάριθμους, που πια εγκλωβίζονταν στα όρια της αγοράς εργασίας, η κυ βέρνηση υποτασσόταν σε μία αυτοαναιρούμενη αναγκαιότητα, με την έν νοια ότι η παροχή οποιοσδήποτε βοήθειας στα αθώα θύματα ισοδυναμούσε, από τη σκοπιά του κράτους, με «καταπάτηση των δικαιωμάτων του λαού». Όταν το κίνημα των Χαρτιστών απαίτησε την κοινωνική και πολιτική έ νταξη των απόκληρων της κοινωνίας, ο διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομία έπαυσε να αποτελεί ακαδημαϊκό ζήτημα και εξελίχθηκε σε ανα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
215
γκαία προϋπόθεση για τη λειτουργία του υπάρχοντος κοινωνικού συστήμα τος. Η παράδοση του διαχειριστικού ελέγχου της Νέας Κοινωνικής πρόνοι ας, με τις επιστημονικές της μεθόδους ψυχολογικού καταναγκασμού στους ανθρώπους για τους οποίους είχε αρχικά σχεδιασθεί, ήταν πράξη παράνοι ας. Ο λόρδος Μακώλεϋ ήταν συνεπής προς τις αρχές του όταν, σ’ έναν από τους καλύτερους λόγους που εκφώνησε ποτέ φιλελεύθερος στη Βουλή των Λόρδων, απαίτησε την κατηγορηματική απόρριψη της αίτησης των Χαρτιστών, στο όνομα του θεσμού της ιδιοκτησίας, της βάσης κάθε πολιτισμού. Ο σερ Ρόμπερτ Πηλ αποκάλεσε τον Χάρτη παραβίαση του συντάγματος. Όσο εντεινόταν η καταπίεση της αγοράς εργασίας στη ζωή των εργατών, τόσο δυναμικότερα διεκδικούσαν οι εργάτες το δικαίωμα ψήφου. Η διεκδίκηση μιας λαϊκής κυβέρνησης αποτέλεσε την πολιτική βάση της έντασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το συνταγματικό καθεστώς απέκτησε εντελώς νέο περιεχόμενο. Μέχρι τότε, η συνταγματική προστασία απέναντι σε άνο μες παρεμβολές στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας εστιαζόταν σε πράξεις αυ θαιρεσίας, που προέρχονταν κυρίως από την κορυφή της ιεραρχικής πυρα μίδας. Η οπτική του Λοκ δεν ξεπερνούσε τα όρια της ακίνητης και εμπορι κής περιουσίας και στόχευε απλώς να αποκλείει αυθαιρεσίες του Στέμμα τος, όπως η ιδιοποίηση ξένης γης υπό τον Ερρίκο Η' , η υφαρπαγή του Νο μισματοκοπείου από τον Κάρολο Α' και η «παύση» του Κρατικού Θησαυρο φύλακα από τον Κάρολο Β'. Ο διαχωρισμός της κυβέρνησης από τις επιχει ρηματικές δραστηριότητες, με την έννοια που του έδινε ο Λοκ, πραγματοποιήθηκε υποδειγματικά στον καταστατικό χάρτη της ανεξάρτητης τράπε ζας της Αγγλίας, το 1694. Η επίθεση του εμπορικού κεφαλαίου στο Στέμμα είχε θετικά αποτελέσματα. Εκατό χρόνια αργότερα, έπρεπε να προστατευθεί η βιομηχανική και όχι η εμπορική περιουσία, τούτη τη φορά όχι από το Στέμμα αλλά από τον λαό. Μόνον από παρανόηση θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν έννοιες του 17ου αι. στην πραγματικότητα του 19ου. Ο διαχωρισμός των εξουσιών, που είχε προτείνει ο Μοντεσκιέ (1748), χρησιμοποιήθηκε τώρα για να αφαιρέσει από τον λαό τη δυνατότητα να ελέγχει την οικονομική ζωή. Το αμερικανικό σύ νταγμα, που συντάχθηκε σ’ ένα αγροτοτεχνικό περιβάλλον από μία ηγεσία που γνώριζε την αγγλική βιομηχανική πραγματικότητα, απομόνωσε τελείως την οικονομική σφαίρα από τη δικαιοδοσία του συντάγματος- έθεσε έτσι την ιδιωτική περιουσία κάτω από την υψηλότερη δυνατή προστασία και δη μιούργησε την μοναδική παγκοσμίως νομικά θεμελιωμένη κοινωνία της α γοράς. Παρά το καθολικό δικαίωμα ψήφου, οι αμερικάνοι ψηφοφόροι ήταν εντελώς ανίσχυροι απέναντι στους ιδιοκτήτες1. Στην Αγγλία, η άρνηση του δικαιώματος της ψήφου στην εργατική τάξη κατέστη άγραφο άρθρο του συντάγματος. Οι ηγέτες των Χαρτιστών φυλα κίζονταν, οι εκατομμύρια οπαδοί τους χλευάζονταν από μία εξουσία που 1. ΗβάΙβν, Α.Τ. Εαοηοηνοε: Αη Αεεουηί οί Ιήβ ΠβΙβίίοηε όβίννββη Ρπνβίβ ΡωρβΓίγ βηά ΡυόΙίο ννβΙ&Γβ, 1896.
216
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
αντιπροσώπευε ένα ελάχιστο τμήμα του πληθυσμού, και η διεκδίκηση της ψήφου ισοδυναμούσε, για τις αρχές, με έγκλημα. Ούτε ίχνος του — υποτι θέμενου— αγγλικού συμβιβαστικού πνεύματος. Το ανώτερο στρώμα των άγγλων εργατών επιτράπηκε να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή, μόνον α φού η εργατική τάξη πέρασε από τη μέγγενη της «πεινασμένης δεκαετίας του 1840» και μία καινούργια, υποταγμένη γενιά εμφανίστηκε για να απο λαύσει τα προνόμια της χρυσής εποχής του καπιταλισμού: το δικαίωμα ψή φου δόθηκε μόνο στους υψηλόμισθους εργάτες, όταν αυτοί διαφοροποιήθηκαν κοινωνικά και πολιτικά από τη μάζα των φτωχών μεροκαματιάρηδων και αποδέχθηκαν παθητικά το σύστημα που τους επέβαλε η Νέα Κοινωνική πρόνοια. Οι Χαρτιστές είχαν δώσει μάχη για να ανακόψουν την καταλυτική επέμβαση της αγοράς στη ζωή των απλών ανθρώπων. Αλλά ο λαός απέκτη σε δικαιώματα μόνον αφού ολοκληρώθηκε η αποτρόπαιη προσαρμογή. Μέ σα κι έξω από την Αγγλία, από τον Μακώλεϋ ως τον Μίδβδ, από τον Σπένσερ ως τον Σάμερ, δεν υπήρχε μαχητικός φιλελεύθερος που να μη θεωρεί πως η λαϊκή δημοκρατία αποτελούσε κίνδυνο για τον καπιταλισμό. Η εμπειρία του ζητήματος της εργασίας επαναλήφθηκε και στο ζήτημα του νομίσματος. Και σ' αυτήν την περίπτωση, οι τάσεις της δεκαετίας του 1920 ακολουθούσαν στενά τις αντίστοιχες του 1790. Ο Μπένθαμ αναγνώρι σε πρώτος ότι πληθωρισμός και αντιπληθωρισμός αποτελούσαν παρεμβά σεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας: ο μεν ήταν επιβάρυνση, ο δε παρεμβολή στην επιχειρηματική δραστηριότητα2. Εφ’ εξής, εργασία και χρήμα, ανεργία και πληθωρισμός πέρασαν στην ίδια πολιτική κατηγορία. Ο Κομπέ κατάγγει λε τον διεθνή κανόνα του χρυσού παράλληλα με την Νέα Κοινωνική πρό νοια· ο Ρικάρντο υπερασπιζόταν και τα δύο, με αρκετά συναφή επιχειρήμα τα, και υποστήριζε ότι εργασία και χρήμα ήταν εμπορεύματα, στα οποία η κυβέρνηση δεν είχε κανένα δικαίωμα παρεμβολής. Τραπεζίτες που εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην υιοθέτηση του διεθνούς κανόνα του χρυσού, ό πως ο Άτγουντ του Μπέρμιγχαμ, βρέθηκαν στο ίδιο στρατόπεδο με σοσιαλι στές όπως ο Όουεν. Έναν αιώνα αργότερα, ο Μίδθδ διατύπωνε εκ νέου την άποψη ότι εργασία και χρήμα δεν έπρεπε να απασχολούν την κυβέρνηση περισσότερο από τα άλλα εμπορεύματα της αγοράς. Στην προομοσπονδιακή Αμερική του 18ου αι., το φτηνό χρήμα ήταν το αντίστοιχο της 8ρθβπΙΐ3Γηΐ3ηοΙ, δηλαδή μία οικονομικά εκφυλιστική υποχώρηση της κυβέρνησης στην λαϊκή πίεση. Η Γαλλική επανάσταση έδειξε πως ο λαός μπορεί να καταλύσει το νό μισμα, και η όλη ιστορία των αμερικανικών Πολιτειών δεν κατάφερε να διαψεύσει την υποψία αυτήν. Ο Μπερκ ταύτισε την αμερικανική δημοκρατία με νομισματικά προβλήματα, ενώ ο Χάμιλτον επισήμανε τον κίνδυνο όχι μόνον των φατριών, αλλά και του πληθωρισμού. Αλλά ενώ στην Αμερική του 19ου αι. οι διενέξεις των λαϊκιστικών κομμάτων με τους μεγιστάνες 2. Βθηΐΐΐθπι, ϋ.. ΜβηυθΙ οί ΡοΙιίΐΰβΙ Εεοηοηιγ, ο. 44, για τον πληθωρισμό ως «εξαναγκαστι κή λιτότητα»· σ. 45 (υποσημείωση), ως «έμμεαη φορολόγηση». Βλ. και ΡήηάρΙβε οί ΟίνίΙ Οοάβ, κεφ. 15.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
217
της \Ν βΙΙ 31γθθϊ αποτελούσαν ενδημικό φαινόμενο, στην Ευρώπη, η κατηγο ρία για πληθωριστικές τάσεις κατέστη αποτελεσματικό επιχείρημα εναντίον δημοκρατικών νομοθετικών σωμάτων μόνο τη δεκαετία του 1920, με τερά στιες πολιτικές συνέπειες. Κοινωνική προστασία και παρεμβάσεις στο νόμισμα ήταν όχι απλώς ανά λογα, αλλά συχνά ταυτόσημα ζητήματα. Με την εδραίωση του διεθνούς κα νόνα του χρυσού, το νόμισμα απειλούνταν από τους αυξημένους μισθούς, όσο και από τον πληθωρισμό — και τα δύο μπορούσαν να ισοπεδώσουν τις εξαγωγές και, συνακόλουθα, να συρρικνώσουν τις συναλλαγές. Αυτή η α πλή σχέση ανάμεσα στις δύο βασικές μορφές παρεμβατισμού ήταν το έναυσμα της πολιτικής αντιπαράταξης τη δεκαετία του 1920. Οι άμεσα εν διαφερόμενοι για την ασφάλεια του νομίσματος διαμαρτύρονταν τόσο ενά ντια στα απειλητικά ελλείμματα του προϋπολογισμού, όσο και ενάντια στις πολιτικές φτηνού χρήματος [χαμηλών επιτοκίων], εκφράζοντας έτσι την α ντίθεσή τους στον «δημόσιο πληθωρισμό» και στον «πιστωτικό πληθωρι σμό» ή, πιο πρακτικά, καταγγέλλοντας κοινωνικές επιβαρύνσεις και υψη λούς μισθούς, συνδικάτα και εργατικά κόμματα. Σημασία είχε η ουσία και ό χι η μορφή, και ουδείς αμφέβαλλε πως τα απεριόριστα επιδόματα ανεργίας μπορούσαν να συντελέσουν αποτελεσματικά στην ανατροπή του προϋπο λογισμού, όπως ακριβώς τα χαμηλά επιτόκια μπορούσαν να διογκώσουν πληθωριστικά τις τιμές — με εξ ίσου αρνητικές επιπτώσεις στις συναλλα γές. Ο Γκλάντστον είχε καταστήσει τον προϋπολογισμό συνείδηση του έ θνους. Σε μικρότερες χώρες, η ανάγκη σταθερότητας του νομίσματος ξεπερνούσε σε σπουδαιότητα τον προϋπολογισμό. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν παρόμοιο. Αν το ζήτημα ήταν οι περικοπές μισθών και κοινωνικών παροχών, οι συνέπειες της μη περικοπής τους καθορίζονταν αναπόφευκτα από τον μηχανισμό της αγοράς. Από τη σκοπιά της ανάλυσης αυτής, η κυβέρνηση του 1931 στη Βρετανία άσκησε περιορισμένα την ίδια λειτουργία με το αμε ρικανικό Νβνν ϋθ3ΐ. Και οι δυό αποτελούσαν κινήσεις προσαρμογής των δύο χωρών στον μεγάλο μετασχηματισμό. Αλλά η βρετανική περίπτωση είχε το πλεονέκτημα να μην εμπλέκεται με πολιτικές διαμάχες και ιδεολογικές α νακατατάξεις, και έτσι εξέθετε πιο ανάγλυφα τα αποφασιστικής σημασίας χαρακτηριστικά. Από το 1925, το βρετανικό νόμισμα νοσούσε: η ένταξη στον διεθνή κα νόνα του χρυσού δεν είχε συνοδευθεί από μία ανάλογη προσαρμογή του ε πιπέδου των τιμών, που ήταν σαφώς ανώτερο της παγκόσμιας ισοτιμίας. Ελάχιστοι είχαν συνείδηση του παραλογισμού της πολιτικής που ακολου θούσαν κυβέρνηση και τράπεζα, κόμματα και συνδικάτα. Ο υπουργός Οικο νομικών στην πρώτη Εργατική κυβέρνηση (1924) Σνόουντεν ήταν φανατι κός οπαδός του διεθνούς κανόνα του χρυσού, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι, α ναλαμβάνοντας να αποκαταστήσει τη λίρα, υποχρέωνε το κόμμα του είτε να επωμισθεί μία μείωση των μισθών είτε να χάσει την λάίκή υποστήριξη. Εφτά χρόνια αργότερα, το Εργατικό κόμμα υποχρεώθηκε — από τον ίδιο Σνόουντεν— να κάνει και τα δύο. Από το φθινόπωρο του 1931, η μόνιμη οι
218
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
κονομική κρίση είχε σαφείς επιπτώσεις στη λίρα. Μάταια είχε απαλλάξει την κυβέρνηση από άλλες αυξήσεις μισθών η συντριβή της Γενικής απερ γίας το 1926 — δεν μπόρεσε να αποτρέψει την άνοδο του οικονομικού κό στους των κοινωνικών παροχών, ιδίως δια μέσου του απεριόριστου επιδό ματος ανεργίας. Δεν ήταν ανάγκη να πιέσουν οι τραπεζίτες (αν και το έκα ναν), για να καταστήσουν σαφές στο έθνος ότι εναλλακτικές κατευθύνσεις ήταν, από τη μία, το υγιές νόμισμα και ένας υγιής προϋπολογισμός και, από την άλλη, βελτιωμένες κοινωνικές παροχές και υποτιμημένο νόμισμα, απότοκο είτε των υψηλών μισθών και της μείωσης των εξαγωγών είτε του ελ λείμματος του προϋπολογισμού. Μ’ άλλα λόγια, έπρεπε να περικοπούν οι κοινωνικές παροχές ή, αντίθετα, να μειωθούν οι συναλλαγές. Εφ’ όσον το Εργατικό κόμμα δεν μπορούσε να επιλέξει κατεύθυνση — περικοπή των παροχών ήταν αντίθετη στην πολιτική των συνδικάτων, ενώ η απομάκρυνση από τον διεθνή κανόνα του χρυσού θα ισοδυναμούσε με ιε ροσυλία— εκδιώχθηκε από την εξουσία και τα παραδοσιακά κόμματα προ χώρησαν σε περικοπές των κοινωνικών παροχών και, τελικά, απομάκρυναν τη χώρα από τον διεθνή κανόνα του χρυσού. Το απεριόριστο επίδομα ανερ γίας καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από έλεγχο της οικονομικής κατά στασης του αιτούντος. Την ίδια περίοδο, οι πολιτικές παραδόσεις της χώ ρας άλλαξαν σημαντικά. Το δικομματικό σύστημα ανεστάλη, και δεν εμφα νίστηκε καμία διάθεση αποκατάστασής του. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η κατάσταση παρέμενε η ίδια, και πάλι δίχως εμφανή σημάδια σύντομης απο κατάστασης. Δίχως τραγική απώλεια στην ευημερία ή τις ελευθερίες της, η χώρα, με την αναστολή της ισχύος του διεθνούς κανόνα του χρυσού, είχε κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση ενός μετασχηματι σμού. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, αυτό συνοδεύτηκε α πό αλλαγές στις μεθόδους του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Πάντως, οι αλ λαγές αυτές δεν θεωρούνταν μόνιμες για να απομακρύνουν τη χώρα από τη ζώνη του κινδύνου. Παρόμοιος μηχανισμός λειτούργησε, με αντίστοιχα αποτελέσματα, σε όλες τις σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες. Στην Αυστρία το 1923, στο Βέλγιο και τη Γαλλία το 1926, στη Γερμανία το 1931, τα εργατικά κόμματα αναγκά στηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία, «για να σώσουν το νόμισμα». Πολι τικοί όπως ο Ζάιπελ, ο Φρανκί, ο Πουανκαρέ και ο Μπρούνινγκ εκδίωξαν τους Εργατικούς από την κυβέρνηση, μείωσαν τις κοινωνικές παροχές και προσπάθησαν να κάμψουν την αντίσταση των συνδικάτων στις μειώσεις των μισθών. Σε μόνιμη βάση, το νόμισμα απειλούνταν και, συστηματικά, η υπαιτιότητα αποδιδόταν στους διογκωμένους μισθούς και τους μη ισοσκελι σμένους προϋπολογισμούς. Μία τέτοια υπεραπλούστευση αγνοεί την ποικι λία των προβλημάτων, που περιλάμβαναν σχεδόν όλα τα ζητήματα της οι κονομικής και χρηματικής πολιτικής, του εξωτερικού εμπορίου, της γεωρ γίας και της βιομηχανίας. Όσο πιο επισταμένα εξετάζουμε τα ζητήματα αυ τά, τόσο σαφέστερα αποδεικνύεται ότι, τελικά, νόμισμα και προϋπολογι σμός αποτέλεσαν τις βασικές εκκρεμότητες μεταξύ εργαζομένων και εργο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
219
δοτών, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός παλινδρομούσε, και υποστήριζε πότε τη μία και πότε την άλλη πλευρά. Το λεγόμενο πείραμα Μπλουμ (1936) ήταν άλλη μία χαρακτηριστική πε ρίπτωση. Το Εργατικό κόμμα ήταν στην εξουσία, αλλά με τον όρο ότι δεν θα επέβαλε καμία απαγόρευση στις εξαγωγές χρυσού. Το γαλλικό Νθνν ϋθΗΐ δεν είχε καμία απολύτως δυνατότητα επιτυχίας, από τη στιγμή που η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί στο σημαντικό ζήτημα του νομίσματος. Η περί πτωση είναι αδιαμφισβήτητη, επειδή στη Γαλλία, όπως στην Αγγλία, ο πα ροπλισμός της εργατικής τάξης οδήγησε τα μεσοαστικά κόμματα να εγκαταλείψουν αθόρυβα την υπεράσπιση του διεθνούς κανόνα του χρυσού. Τα παραδείγματα αυτά φανερώνουν πόσο καταλυτική ήταν η επίδραση της αρ χής του σταθερού νομίσματος στη χάραξη φιλολαϊκής πολιτικής. Η αμερικανική εμπειρία δίδαξε το ίδιο μάθημα, με διαφορετικό τρόπο. Το Νθνν ϋθ3ΐ δεν θα μπορούσε να είχε προταθεί δίχως την αποδέσμευση από τον διεθνή κανόνα του χρυσού, αν και το εξωτερικό συνάλλαγμα είχε μικρή σημασία. Υπό τον διεθνή κανόνα του χρυσού, οι ηγέτες της χρηματικής α γοράς αποκτούν, από τη φύση των πραγμάτων, την αρμοδιότητα να διαφυλάττουν τις σταθερές συναλλαγές και την υγιά πιστωτική πολιτική, από τις οποίες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Έτσι, η τραπεζική οργάνωση είναι σε θέση να παρεμποδίζει οποιαδήποτε ε σωτερική οικονομική κίνηση, την οποία τυγχάνει να μην ευνοεί, ανεξάρτητα από τις καλές της προθέσεις. Σε σχέση με την πολιτική για το νόμισμα και την Πίστη, οι κυβερνήσεις οφείλουν να εισακούουν τους τραπεζίτες, που μόνον αυτοί είναι σε θέση να γνωρίζουν κατά πόσον ένα οικονομικό μέτρο μπορεί να απειλήσει την κεφαλαιαγορά και τις συναλλαγές. Το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτήν ο κοινωνικός προστατευτισμός δεν κατέληξε σε α διέξοδο, οφειλόταν στην έγκαιρη απομάκρυνση των Η.Π.Α. από τον διεθνή κανόνα του χρυσού. Αν και τα τεχνικά πλεονεκτήματα της κίνησης αυτής ή ταν πενιχρά (και οι λόγοι που επικαλέστηκε η κυβέρνηση ήταν, ως συνή θως, ακόμα πενιχρότεροι) αποτέλεσμά της ήταν η πολιτική έκπτωση της νν3ΙΙ δίΓΘθί Η χρηματαγορά κυβερνά δια μέσου του πανικού. Η υποβάθμιση της \Νά\\ 31γθθϊ κατά τη δεκαετία του 1930 έσωσε τις Η.Π.Α. από μία κοινω νική καταστροφή ευρωπαϊκού τύπου. Πάντως, μόνο στις Η.Π.Α., με την ανεξαρτησία τους από το διεθνές ε μπόριο και την εξαιρετικά ισχυρή νομισματική τους θέση, αποτελούσε ο διε θνής κανόνας του χρυσού ζήτημα κυρίως εσωτερικής πολιτικής. Στις άλλες χώρες, η αποδέσμευση από τον διεθνή κανόνα του χρυσού ισοδυναμούσε με αποτράβηγμα από την παγκόσμια οικονομία. Ίσως μόνη εξαίρεση να ή ταν η Βρετανία, που το μερίδιό της στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν τόσο με γάλο, ώστε της επέτρεπε να καθορίζει τους όρους της λειτουργίας του διε θνούς νομισματικού συστήματος, μετατοπίζοντας έτσι το βάρος του διε θνούς κανόνα του χρυσού στις πλάτες τρίτων. Σε χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο και η Αυστρία, δεν υπήρχε καμία από τις προϋποθέσεις αυτές. Στην περίπτωσή τους, η καταστροφή του νομίσματος σήμαινε απο
220
ΚΑΠΙ. ΡΟΙΑΝΥΙ
κοπή από τον υπόλοιπο κόσμο και, συνεπώς, καταστροφή των βιομηχανιών που εξαρτώνταν από την εισαγωγή πρώτων υλών, αποδιοργάνωση του διε θνούς εμπορίου στο οποίο στηριζόταν η απασχόληση· και όλα αυτά δίχως την παραμικρή δυνατότητα να επιβάλλουν αντίστοιχη υποτίμηση στους προ μηθευτές, προκειμένου να αποφύγουν τις εσωτερικές συνέπειες μίας πτώ σης της ισοτιμίας του νομίσματος με τον χρυσό, όπως είχε κάνει η Βρετανία. Οι συναλλαγές αποτελούσαν τον σημαντικότερο μοχλό πίεσης του ύ ψους των μισθών. Πριν οδηγήσει στην κορύφωση την κρίση, το ζήτημα των μισθών υποδαύλιζε την ένταση. Αλλά ό,τι δεν μπορούσαν να επιβάλλουν οι νόμοι της αγοράς στους απρόθυμους μισθωτούς, το πετύχαινε πολύ αποτε λεσματικά ο μηχανισμός των διεθνών συναλλαγών. Ο νομισματικός δείκτης δημοσιοποιούσε τις αρνητικές συνέπειες της παρεμβατικής πολιτικής των συνδικάτων στον μηχανισμό της αγοράς (που οι εγγενείς αδυναμίες της, ό πως και οι διακυμάνσεις του εμπορίου, θεωρούνταν δεδομένες). Δεν υπάρ χει καλύτερη απόδειξη της ουτοπικής φύσης της κοινωνίας της αγοράς από τους παραλογισμούς στους οποίους την οδήγησε η εμπορευματοποίηση της εργασίας. Η απεργία, συνηθισμένο διαπραγματευτικό όπλο των εργα ζομένων, αντιμετωπιζόταν ολοένα συχνότερα ως αναίτια διακοπή κοινωνι κά χρήσιμου έργου, που συγχρόνως έχανε την κοινωνική αξία από την ο ποία πηγάζουν τελικά οι μισθοί. Οι απεργίες συμπαράστασης αντιμετωπίζο νταν με απέχθεια, οι γενικές θεωρούνταν απειλή για την ύπαρξη της κοινω νίας. Ουσιαστικά, απεργίες σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και σε άλλες ζω τικές υπηρεσίες επέβαλλαν καθεστώς ομηρίας στους πολίτες, ενώ συγχρό νως τους ενέπλεκαν στο δαιδαλώδες πρόβλημα των πραγματικών λειτουρ γιών της αγοράς εργασίας. Η εργασία υποτίθεται πως βρίσκει την αξία της στην αγορά, και κάθε παρέκκλιση από την καθιερωμένη τιμή θεωρείται αντιοικονομική. Όσο η εργασία ανταποκρίνεται σ’ αυτήν την ευθύνη, θα λει τουργεί ως στοιχείο στην προσφορά αυτού που είναι, του εμπορεύματος «εργασία», και δεν θα πωλείται κάτω από την ανώτερη τιμή που μπορεί να πληρώσει ο πελάτης. Στην φυσική του κατάληξη, το επιχείρημα αυτό σημαίνει ότι πρώτιστη υ ποχρέωση της εργατικής δύναμης είναι να βρίσκεται διαρκώς σε απεργία. Τί ποτε δεν μπορεί να ξεπεράσει σε παραλογισμό αυτήν τη διατύπωση, κι ω στόσο είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα που εξάγεται από τη θεωρία της εμπορευματοποίησης της εργασίας. Πηγή της ασυμφωνίας θεωρίας και πρά ξης είναι, βέβαια, το γεγονός ότι η εργασία δεν είναι στην πραγματικότητα ε μπόρευμα και, αν οι εργαζόμενοι αρνούνταν να προσφέρουν την εργασία τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν πιο υψηλή τιμή (όπως ακριβώς συμβαί νει με όλα τα άλλα εμπορεύματα σε παρόμοιες συνθήκες) η κοινωνία σύντο μα θα κινδύνευε να αφανιστεί, επειδή θα αδυνατούσε να αυτοσυντηρηθεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι η προσέγγιση αυτή γίνεται σπανιότατα ή καθόλου, ό ταν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι διερευνούν το ζήτημα της απεργίας. Για να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα: η μέθοδος καθορισμού των μισθών με την απεργία είναι καταστρεπτική για όλες τις μορφές κοινωνικής
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
221
οργάνωσης, μη εξαιρούμενης της δικής μας, που επαίρεται για την ωφελιμι στική της λογική. Στην ουσία, ο εργάτης δεν έχει καμία εξασφάλιση υπό το καθεστώς της ιδιωτικής επιχείρησης, που επιδείνωσε σημαντικά την κατά στασή του. Αν συνυπολογίσουμε και την απειλή της μαζικής ανεργίας, τότε η λειτουργία των συνδικάτων αποκτά ζωτική σημασία για τη διασφάλιση ε νός ανεκτού βιοτικού επιπέδου για τους περισσότερους ανθρώπους. Αλλά είναι σαφές ότι οποιαδήποτε μέθοδος παρέμβασης που προσφέρει προστα σία στους εργάτες, δυσχεραίνει αναπόφευκτα τη λειτουργία του μηχανι σμού της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και, τελικά, εξαντλεί το απόθεμα κατα ναλωτικών αγαθών που τους εξασφαλίζει τον μισθό. Από μία εγγενή αναγκαιότητα, επανεμφανίστηκαν τα θεμελιώδη προβλή ματα της κοινωνίας της αγοράς: παρεμβατισμός και νόμισμα. Βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτικής τη δεκαετία του 1920. Οικονομικός φιλελευθερισμός και σοσιαλιστικός παρεμβατισμός διατύπωσαν διαφορετικές προτάσεις. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός έκανε μία ύστατη προσπάθεια να αποκαταστήσει την αυτορύθμιση του συστήματος, επιδιώκοντας να εξαλείψει όλες τις παρεμβατικές πολιτικές που παρεμβάλλονταν στην ελεύθερη λει τουργία των αγορών γης, εργασίας και χρήματος. Στην ουσία, επιχείρησε να λύσει, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το αιώνιο πρόβλημα που αφο ρούσε στις τρεις θεμελιώδεις αρχές: του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθε ρης αγοράς εργασίας και της απρόσκοπτης λειτουργίας του διεθνούς κανό να του χρυσού. Αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος μίας ηρωικής προσπά θειας να αποκατασταθεί το διεθνές εμπόριο, να απομακρυνθούν όλα τα ε μπόδια στην κινητικότητα της εργασίας και να επανεδραιωθούν σταθερές διεθνείς συναλλαγές. Ο τελευταίος στόχος είχε την πρωτοκαθεδρία σε σχέση με τους άλλους δύο. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα νομίσματα σήμαινε αδυναμία λειτουργίας του μηχανισμού της αγοράς, πράγμα που ακύρω νε κάθε προοπτική των κυβερνήσεων να απομακρυνθούν από την με κάθε μέσον πολιτική προστασίας του βιοτικού επιπέδου των πολιτών τους. Τα μέσα αυτά ήταν πρωταρχικά δασμοί και κοινωνικοί νόμοι, που προορίζονταν να εξασφαλίσουν τροφή και απασχόληση, δηλαδή ακριβώς παρεμβάσεις που εξουδετέρωναν την αυτορύθμιση του συστήματος. Υπήρχε και άλλος ένας, αμεσότερος λόγος για τον οποία αποδιδόταν πρωταρχική σημασία στην αποκατάσταση του διεθνούς νομισματικού συ στήματος: ο ρόλος του διεθνούς πιστωτικού μηχανισμού αποκτούσε αυξανόμενη σπουδαιότητα, απέναντι στην αστάθεια των συναλλαγών και τη δυσλειτουργία των αγορών. Πριν από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, οι διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων (εκτός από κείνα που ήταν συνδεδεμένα με μακροπρό θεσμες επενδύσεις) απλώς συντελούσαν στη διατήρηση της ρευστότητας του ισοζυγίου πληρωμών, με αυστηρούς περιορισμούς ακόμη και σ’ αυτήν τη λειτουργία τους. Πίστωση χορηγούνταν μόνο σε οικονομικά αξιόπι στους. Η κατάσταση τώρα είχε αντιστραφεί: πολιτικά αίτια είχαν δημιουρ γήσει χρέη, όπως οι πολεμικές αποζημιώσεις, και δάνεια χορηγούνταν στη βάση ημιπολιτικών λόγων, για να καταστήσουν εφικτή την αποπληρωμή
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
222
των αποζημιώσεων. Αλλά δάνεια χορηγούνταν και για λόγους οικονομικής πολιτικής, για να σταθεροποιήσουν τις διεθνείς τιμές και να αποκαταστή σουν τον διεθνή κανόνα του χρυσού. Ο πιστωτικός μηχανισμός χρησιμοποι ούνταν από το σχετικά υγιές τμήμα της παγκόσμιας οικονομίας, για να γεφυρώσει τα χάσματα στα απορυθμισμένα κομμάτια της, ανεξάρτητα από τις συνθήκες παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών. Ισοζύγια πληρωμών, προϋπολογισμοί, συναλλαγές εξισορροπούνταν τεχνητά σε πολλές χώρες, με τη βοήθεια ενός θεωρητικά πανίσχυρου διεθνούς πιστωτικού μηχανι σμού. Αυτός ο ίδιος ο μηχανισμός βασιζόταν στην προσμονή για επάνοδο σε σταθερές συναλλαγές, που ταυτιζόταν με την επιστροφή στον χρυσό. Ενας ελαστικός ιμάντας εκπληκτικής δύναμης διατηρούσε την φαινομενική ενότητα ενός οικονομικού συστήματος που διαλυόταν αλλά η ανθεκτικότητα του ιμάντα στην ασκούμενη πίεση εξαρτιόταν από την έγκαιρη επιστρο φή στον χρυσό. Το επίτευγμα της Γενεύης ήταν, με τον τρόπο του, αξιοσημείωτο. Αν δεν ήταν ο στόχος ολότελα ανέφικτος, η μεγάλη αποφασιστικότητα, συ στηματικότητα και ικανότητα της προσπάθειας θα απέδιδε σίγουρα καρ πούς. Όπως, όμως, είχαν διαμορφωθεί οι καταστάσεις, καμία παρέμβαση δεν είχε καταστροφικότερες συνέπειες απ’ αυτήν. Επειδή ακριβώς αναμενόταν ότι θα πετύχαινε, επιδείνωσε σε τεράστιο βαθμό τις συνέπειες της τελικής, οριστικής αποτυχίας. Μεταξύ του 1923, όταν το γερμανικό μάρκο κονιορτοποιήθηκε μέσα σε λίγους μήνες, και των αρχών της δεκαετίας του 1930, όταν τα σημαντικότερα νομίσματα του κόσμου βασίζονταν στον χρυ σό, η Γενεύη χρησιμοποίησε τον διεθνή πιστωτικό μηχανισμό για να μετα τοπίσει το βάρος των εντελώς ασταθών οικονομιών της ανατολικής Ευρώ πης, αρχικά στους ώμους των δυτικοευρωπαίων νικητών και, έπειτα, στους ακόμα φαρδύτερους ώμους των Η.Π.Α.3. Η κατάρρευση συνέβη στην Αμερι κή, κατά τη διάρκεια ενός συνήθους κύκλου οικονομικών δραστηριοτήτων, αλλά το οικονομικό πλέγμα που είχαν ήδη δημιουργήσει οι αγγλοσαξονικές τράπεζες παγίδευσε σ' αυτήν την τρομακτική ανατροπή ολόκληρη την πα γκόσμια οικονομία. Το πρόβλημα, όμως, είχε και άλλες διαστάσεις. Κατά τη δεκαετία του 1920, η Γενεύη όριζε πως τα ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης έπρεπε να υ ποταχθούν ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις της αποκατάστασης του νομί σματος. Πρωταρχική ανάγκη ήταν ο αντιπληθωρισμός, και οι εθνικοί θεσμοί έπρεπε να προσαρμοστούν σ' αυτό όσο καλύτερα μπορούσαν. Πρόσκαιρα, έπρεπε να αναβληθεί ακόμα και η αποκατάσταση των ελεύθερων εθνικών αγορών και του φιλελεύθερου κράτους. Σύμφωνα με την Επιτροπή Χρυσού, ο αντιπληθωρισμός δεν είχε «συμπεριλάβει ορισμένες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, συνακόλουθα δεν μπορούσε να εδραιώσει μία σταθερή, νέα ισορροπία». Οι κυβερνήσεις έπρεπε να παρέμβουν μειώνοντας τις τιμές 3. Ροΐ3ηγί, Κ., < Ό θ γ ΜθθΗ3Πί3ΓΤιυ5 1933 (Παράρτημα).
άθΓ
\Λ/βΙ1ννίιΐ5θή3ίί1<Γί56».
Οθγ
ΟεΙβηβίεΝεοΙιβ \/οΙΙ<εννίιί,
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
223
των μονοπωλιακών αγαθών, τα συμφωνημένα επίπεδα μισθών και τα ενοί κια. Ιδεώδες της αντιπληθωριστικής πολιτικής αναδείχθηκε «μία ελεύθερη οικονομία κάτω από μία ισχυρή κυβέρνηση»· αλλά ενώ η διατύπωση για την κυβέρνηση εννοούσε ό,τι έλεγε, δηλαδή έκτακτες εξουσίες και αναστολή των συνταγματικών ελευθεριών, η «ελεύθερη οικονομία» στην πρακτική της συνιστούσε το εκ διαμέτρου αντίθετο, δηλαδή τιμές και μισθούς που διαμορφώνει η κυβέρνηση (αν και η προσαρμογή γινόταν με στόχο την α ποκατάσταση της ελευθερίας των συναλλαγών και των εθνικών αγορών). Η πρωτοκαθεδρία των συναλλαγών απαιτούσε ουσιαστικά τη θυσία των ελεύ θερων αγορών και των ελεύθερων κυβερνήσεων — των δύο στυλοβατών του φιλελεύθερου καπιταλισμού. Υπό αυτήν την έννοια, η Γενεύη αντιπρο σώπευε μία αλλαγή στη στόχευση, όχι όμως και στις μεθόδους: ενώ οι πλη θωριστικές κυβερνήσεις, τις οποίες αποδοκίμαζε, υπέτασσαν τη σταθερότη τα του νομίσματος στη σταθερότητα των εισοδημάτων και της απασχόλη σης, οι αντιπληθωριστικές κυβερνήσεις, τις οποίες είχε επιβάλει, χρησιμο ποιούσαν τις ίδιες παρεμβάσεις για να υποτάξουν τη σταθερότητα εισοδη μάτων και μισθών στη σταθερότητα του νομίσματος. Το 1932, η αναφορά της Επιτροπής Χρυσού της Κοινωνίας των Εθνών διαπίστωνε ότι, με την επιστροφή της συναλλαγματικής αβεβαιότητας, είχε ακυρωθεί το κυριότερο νομισματικό επίτευγμα της δεκαετίας. Αυτό που δεν σημείωνε η Επιτροπή ήταν ότι κατά τη διάρκεια αυτών των μάταιων αντιπληθωριστικών προσπαθειών, οι ελεύθερες αγορές δεν είχαν αποκατασταθεί, κι ας θυσιάστηκαν οι ελεύθερες κυβερνήσεις. Αν και θεωρητικά αντίθε τοι στην παρέμβαση και τον πληθωρισμό, οι φιλελεύθεροι επέλεξαν ανάμε σα στα δύο και έθεσαν το ιδεώδες του σταθερού νομίσματος υπεράνω του ιδεώδους της μη παρέμβασης. Με την πράξη τους αυτήν, ήταν συνεπείς προς την εγγενή λογική της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας. Ωστόσο, ο προ σανατολισμός αυτός οδήγησε σε εξάπλωση της κρίσης, επιβάρυνε την οι κονομία με το δυσβάστακτο βάρος τεράστιων οικονομικών αποδιαρθρώσεων, και υπερδιόγκωσε τα ελλείμματα των εθνικών οικονομιών σε βαθμό που να καταστεί αναπόφευκτη η διατάραξη των υπολειμμάτων του διεθνούς κα ταμερισμού της εργασίας. Η επιμονή με την οποία είχαν υποστηρίξει, για μία κρίσιμη δεκαετία, οι φιλελεύθεροι τον αυταρχικό παρεμβατισμό — στην υπηρεσία της αντιπληθωριστικής πολιτικής— συντέλεσε στην αποφασιστι κή εξασθένηση των δημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την φασιστική καταστροφή. Βρετανία και Η.Π.Α. — κύριοι, και όχι υπηρέτες του νομίσματος— αποδεσμεύθηκαν έ γκαιρα από τον χρυσό και διέφυγαν τον κίνδυνο. Ο σοσιαλισμός αποτελεί στην ουσία την εγγενή τάση του βιομηχανικού πολιτισμού να υπερβεί την αυτορυθμιζόμενη αγορά, υποτάσσοντάς την συ νειδητά σε μία δημοκρατική κοινωνία. Αποτελεί μία φυσική λύση για τους βιομηχανικούς εργάτες, που θεωρούν ότι η παραγωγή πρέπει να ρυθμίζεται ευθέως και ότι οι αγορές αποτελούν ένα χρήσιμο, αλλά δευτερεύον χαρα κτηριστικό μίας ελεύθερης κοινωνίας. Από την οπτική της κοινότητας ως
224
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
συνόλου, ο σοσιαλισμός είναι απλώς η συνέχιση της προσπάθειας να εξανθρωπιστεί η κοινωνία, προσπάθεια που ήταν πάντα συνδεδεμένη στην δυτι κή Ευρώπη με τις χριστιανικές παραδόσεις. Απεναντίας, από την οπτική του οικονομικού συστήματος, συνιστά μία επαναστατική τομή ως προς το άμε σο παρελθόν, από τη στιγμή που διαχωρίζει τη θέση του από την τάση να ε δραιωθεί το ιδιωτικό οικονομικό κέρδος ως γενικό κίνητρο των παραγωγι κών δραστηριοτήτων, και δεν νομιμοποιεί την κατοχή των βασικών μέσων παραγωγής από ιδιώτες. Αυτό εξηγεί τελικά γιατί η μεταρρύθμιση μίας κα πιταλιστικής οικονομίας από σοσιαλιστικά κόμματα είναι δυσχερής, ακόμα κι όταν αυτά είναι αποφασισμένα να μη θίξουν το ιδιοκτησιακό σύστημα. Και μόνη η πιθανότητα να θίξουν το ιδιοκτησιακό σύστημα, υπονομεύει την εμπιστοσύνη που είναι ζωτικής σημασίας για την φιλελεύθερη οικονομία, δηλαδή την απόλυτη εμπιστοσύνη στη συνέχεια των τίτλων ιδιοκτησίας. Ενώ το περιεχόμενο των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μπορεί να επαναπροσ διοριστεί από τη νομοθεσία, η διασφάλιση της διαιώνισής τους είναι ουσια στική για τη λειτουργία του συστήματος της αγοράς. Μετά τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο, σημειώθηκαν δύο αλλαγές, που επηρε άζουν τη θέση του σοσιαλισμού. Πρώτον, το σύστημα της αγοράς αποδεί χθηκε αναξιόπιστο σε αυτοκαταστροφικό βαθμό, όπως δεν ανέμεναν ούτε οι επικριτές του. Δεύτερον, στη Ρωσία εδραιώθηκε μία σοσιαλιστική οικονο μία, που άνοιξε νέες προοπτικές. Αν και οι συνθήκες γένεσής της την καθι στούσαν ανεφάρμοστη στις δυτικές χώρες, και μόνη η ύπαρξη της Σοβιετι κής Ρωσίας αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας. Είναι αληθές πως η Ρωσία στράφηκε στον σοσιαλισμό δίχως να έχει εργοστάσια, εγγράμματο πληθυσμό και δημοκρατικές παραδόσεις — κατά τις δυτικές αντιλήψεις, τρεις βασικές προϋποθέσεις του σοσιαλισμού. Οι διαφορές αυτές καθιστού σαν τις μεθόδους και τις κατευθύνσεις της ανεφάρμοστες έξω από τα σύνο ρά της, δεν εμπόδισαν, όμως, τον σοσιαλισμό να καταστεί παγκόσμια δύνα μη. Στην Ευρώπη, τα εργατικά κόμματα είχαν από καιρό σοσιαλιστική οπτι κή, και οι μεταρρυθμίσεις που προωθούσαν ήταν, κατά συνέπεια, πάντα ύπο πτες ως προς τους απώτερους στόχους τους. Σε καιρό ειρήνης, η υποψία αυτή ήταν αδικαιολόγητη: τα σοσιαλιστικά κόμματα της εργατικής τάξης προωθούσαν στο σύνολό τους μία μεταρρύθμιση του καπιταλισμού, όχι μία επαναστατική ανατροπή του. Η κατάσταση άλλαζε ριζικά σε έκτακτες περι στάσεις. Στην περίπτωση αυτήν, αν δεν επαρκούσαν οι ομαλές μέθοδοι, θα μπορούσαν να δοκιμασθούν ανώμαλες και, στην περίπτωση ενός εργατικού κόμματος, τέτοιες μέθοδοι θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν την περιφρό νηση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Υπό την πίεση άμεσου κινδύνου, τα ερ γατικά κόμματα θα μπορούσαν να επιβάλλουν λύσεις που ήταν σοσιαλιστι κές ή, τουλάχιστον, φαίνονταν σοσιαλιστικές στους φανατικούς υπέρμαχους της ιδιωτικής επιχείρησης. Αυτή και μόνον η υποψία θα επαρκούσε για να σπείρει τη σύγχυση στις αγορές και να προκαλέσει καθολικό πανικό. Στις συνθήκες αυτές, η συνηθισμένη διάσταση συμφερόντων εργοδο τών και εργαζομένων προσέλαβε ανησυχητικές διαστάσεις. Ενώ η διάστα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
225
ση οικονομικών συμφερόντων φυσιολογικό θα κατέληγε σε συμβιβασμό, ο διαχωρισμός οικονομικής και πολιτικής στην κοινωνία έτεινε να προσδίδει στις συγκρούσεις αυτές διαστάσεις απειλής για την κοινότητα. Οι εργοδό τες ήταν οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των ορυχείων και, γι’ αυτό, ά μεσα υπεύθυνοι για τη συνέχιση της παραγωγής στην κοινωνία (αυτό, πέρα από το προσωπικό τους συμφέρον για κέρδη). Φυσιολογικά, θα είχαν την γενική υποστήριξη για τη συνέχιση της προσπάθειάς τους αυτής. Από την άλλη πλευρά, οι εργαζόμενοι αντιπροσώπευαν μεγάλη μερίδα του κοινωνι κού σώματος· τα συμφέροντά τους ήταν επίσης, σε σημαντικό βαθμό, ταυ τόσημα με της κοινωνίας ως συνόλου. Αποτελούσαν τη μοναδική τάξη που ήταν σε θέση να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των καταναλωτών, των πο λιτών και, σε καθεστώς καθολικής ψηφοφορίας, η αριθμητική τους υπεροχή θα εκφραζόταν και στο πολιτικό επίπεδο. Πάντως, η κυβέρνηση, όπως ακρι βώς και η βιομηχανία, είχε να ασκήσει συγκεκριμένες λειτουργίες στην κοι νωνία. Τα μέλη της επιφορτίζονταν με την εξυπηρέτηση της βούλησης του συνόλου, τη διεύθυνση της δημόσιας πολιτικής, την υλοποίηση μακροπρό θεσμων προγραμμάτων στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Καμία σύνθετη κοινωνία δεν μπορούσε να λειτουργήσει δίχως νομοθετικά και εκτελεστικά σώματα, μίας κάποιας πολιτικής μορφής. Μία σύγκρουση ομαδικών συμφε ρόντων, που κατέληγε στην παράλυση των οργάνων της βιομηχανίας ή του κράτους — ή και των δύο— αποτελούσε άμεσο κίνδυνο για την κοινωνία. Αυτή ακριβώς ήταν η περίπτωση κατά τη δεκαετία του 1920. Η εργατική τάξη είχε εδραιωθεί στο Κοινοβούλιο, όπου το μέγεθος της της προσέδιδε σημαντική επιρροή, ενώ οι καπιταλιστές χρησιμοποιούσαν τη βιομηχανία ως προπύργιο ελέγχου της χώρας. Τα λαϊκά σώματα αντιδρούσαν επεμβαίνοντας αδιακρίτως στις επιχειρήσεις, περιφρονώντας τις ανάγκες της δεδο μένης μορφής της βιομηχανίας. Οι ηγέτες του βιομηχανικού μπλοκ παρακι νούσαν τον πληθυσμό σε απείθεια απέναντι στους δημοκρατικά εκλεγμέ νους άρχοντές του, ενώ τα δημοκρατικά σώματα διεξήγαν πόλεμο εναντίον του βιομηχανικού συστήματος, από το οποίο εξαρτιόταν η γενική ευημερία. Τελικά, θα έφτανε η στιγμή που, τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύ στημα, θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο μίας καθολικής παράλυσης. Ο φόβος θα καταλάμβανε τον λαό και η ηγεσία θα περνούσε σ’ αυτούς που ήταν σε θέση να προτείνουν την ευκολότερη διέξοδο, όποιο κι αν ήταν το αντίτιμο. Οι καιροί είχαν ωριμάσει για τη φασιστική λύση.
226
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
20. Η ιστορία σε διαδικασία κοινωνικής αλλαγής
Αν ποτέ υπήρξε ένα πολιτικό κίνημα που να ανταποκρινόταν στις απαιτή σεις μίας αντικειμενικής πραγματικότητας χωρίς να είναι προϊόν της τύχης, αυτό ήταν ο φασισμός. Ωστόσο, ο εκφυλιστικός χαρακτήρας της φασιστικής πρότασης ήταν έκδηλος. Πρότεινε μία φυγή από ένα θεσμικό αδιέξοδο, που ήταν ουσιαστικά το ίδιο σε πολλές χώρες· αν όμως εφαρμοζόταν η πρότασή του, θα είχε παντού θανάσιμες επιπτώσεις. Έτσι οδηγούνται στην κατάλυση οι πολιτισμοί. Η φασιστική λύση στο αδιέξοδο του φιλελεύθερου καπιταλισμού μπορεί να θεωρηθεί μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με αντίτιμο την εκρίζωση όλων των δημοκρατικών θεσμών, στη βιομηχανία και στην πολιτική. Έτσι θα διασωζόταν το απειλούμενο οικονομικό σύστημα, ενώ οι άνθρωποι υπέστησαν μία επανεκπαίδευση, που ήταν σχεδιασμένη για να αφαιρέσει α πό το άτομο την ανθρώπινη υπόστασή του και να το καταστήσει ανίκανο να λειτουργήσει ως υπεύθυνο μέλος του πολιτικού σώματος1. Η επανεκπαίδευ ση αυτή, που περιλάμβανε τις αρχές μίας πολιτικής θρησκείας που αρνιόταν την ιδέα της αδελφοσύνης των ανθρώπων σε όλες της τις εκφράσεις, υλο ποιούνταν δια μέσου ενός μαζικού προσηλυτισμού, που χρησιμοποιούσε επι στημονικές μεθόδους βασανισμού για να καθυποτάξει τους απειθάρχητους. Η εμφάνιση του κινήματος αυτού στις βιομηχανικές χώρες της υφηλίου, αλλά και στις λιγότερο εκβιομηχανισμένες, δεν θα έπρεπε ποτέ να αποδο θεί σε τοπικά αίτια, εθνικές νοοτροπίες ή ιστορικό παρελθόν, όπως συστη ματικά έκαναν οι συγκαιρινοί του. Ο φασισμός είχε τόσο μικρή σχέση με τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο, όσο και με τη συνθήκη των Βερσαλιών, τον πρωσικό μιλιταρισμό ή την ιταλική ιδιοσυγκρασία. Εμφανίστηκε σε ηττημένες χώρες, όπως η Βουλγαρία, και σε νικήτριες, όπως η Γιουγκοσλαβία, σε βόρειες κουλτούρες, όπως της Φιλανδίας και της Νορβηγίας, και σε μεσογειακές, ό πως της Ισπανίας και της Ιταλίας, σε χώρες άριας προέλευσης, όπως η Αγγλία, η Ιρλανδία και το Βέλγιο, αλλά και σε μη άριας, όπως η Ιαπωνία, η Ουγγαρία και η Παλαιστίνη· σε χώρες με Καθολική παράδοση, όπως η Πορ τογαλία, και σε προτεσταντικές, όπως η Ολλανδία, σε στρατοκρατικές κοι νωνίες, όπως η Πρωσία, και σε αστικές, όπως η Αυστρία, σε παραδοσιακές κουλτούρες, όπως η Γαλλία, και σε νέες, όπως οι Η.Π.Α. και οι λατινοαμερι κανικές χώρες. Ουσιαστικά, δεν υπήρχε μία συγκεκριμένη μορφή ιστορικού υποστρώματος — θρησκευτικής, πολιτισμικής ή εθνικής παράδοσης— που να καθιστούσε μία χώρα απροσπέλαστη στη φασιστική διείσδυση, από τη στιγμή που είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις εμφάνισής της. Επιπλέον, υπήρχε σαφής αναντιστοιχία ανάμεσα στην υλική και αριθμη τική του δύναμη και την πολιτική του αποτελεσματικότητα. Ο ίδιος ο όρος 1. ΡοΙβηγΐ, Κ., «ΤΙίθ Εεδβηοθ οί ΡβδοίδΓτι»,
στοΟΜΒϋβηϋγ 8ηά ίήθ 5οά3ΐ ΗβνοΙυΰοη,
1935.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
227
«κίνημα» ήταν απατηλός, επειδή υπονοούσε μία μορφή στρατολόγησης ή προσωπικής ένταξης πρλλών ανθρώπων. Χαρακτηριστικό του φασισμού ή ταν ακριβώς η ανεξαρτησία του από τέτοιες λαϊκές εκδηλώσεις. Αν και συ νήθως στόχευε στην μαζική υποστήριξη, η δυναμική του δεν εξαρτιόταν α πό τον αριθμό των υποστηρικτών του, αλλά από την επιρροή στους υψηλά ισταμένους, που την ευμένειά τους είχαν κερδίσει οι ηγέτες του, και που η επιρροή τους μπορούσε να προστατεύσει τον φασισμό από τις επιπτώσεις ενός αποτυχημένου κινήματος, εκμηδενίζοντας έτσι τους κινδύνους που α ντιμετωπίζει μία επανάσταση. Μία χώρα, που προσέγγιζε την φασιστική τάση, εκδήλωνε συμπτώματα που δεν περιλάμβαναν κατ’ ανάγκην την ύπαρξη ενός καθαυτό φασιστικού κινήματος. Εξ ίσου σημαντικές ενδείξεις ήταν η διάδοση ανορθολογικών φι λοσοφιών, ρατσιστικής αισθητικής, αντικαπιταλιστικής δημαγωγίας, ανορθό δοξων νομισματικών απόψεων, κριτικής του κομματικού συστήματος, ευρείας δυσφήμησης του «κατεστημένου» ή όπως αλλιώς αποκαλούσαν τη δη μοκρατική διακυβέρνηση. Στην Αυστρία η λεγάμενη ουνιβερσαλιστική φιλο σοφία του Όθμαρ Σπαν, στη Γερμανία η ποίηση του Στέφαν Γκεόργκε και ο κοσμογονικός ρομαντισμός του Αούντβιχ Κλάγκες, στην Αγγλία ο ερωτικός βιταλισμός του Ντ. Λώρενς, στη Γαλλία η λατρεία του πολιτικού μύθου του Ζωρζ Σορέλ, ήταν μερικοί από τους εξαιρετικά ποικιλόμορφους προδρόμους του φασισμού. Ο Χίτλερ τελικά προωθήθηκε στην εξουσία από την φεουδαλική κλίκα που περιστοίχιζε τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ, όπως ακριβώς ο Μουσολίνι και ο Πρίμο ντε Ριβέρα προωθήθηκαν στην εξουσία από τους μο νάρχες τους. Αλλά ο Χίτλερ είχε ένα τεράστιο κίνημα υποστήριξης, σε αντί θεση προς τον Μουσολίνι που είχε μικρό, και τον Πρίμο ντε Ριβέρα, που το κίνημά του ήταν ανύπαρκτο. Σε καμία περίπτωση δεν εξαπολύθηκε επανά σταση ενάντια στην κατεστημένη εξουσία- η φασιστική τακτική ήταν συνή θως η τακτική μιας ψευτοεπανάστασης, οργανωμένης με τη σιωπηρή συναί νεση των αρχών, που κατόπιν προσποιούνταν πως είχαν ενδώσει στη βία. Αυτό αποτελεί χονδρικό περίγραμμα μίας σύνθετης εικόνας, στην οποία πρέπει να χωρέσουν και εντελώς διαφορετικές φυσιογνωμίες, όπως ο Κα θολικός ανεξάρτητος δημαγωγός στο βιομηχανικό Ντητρόιτ, ο «Κϊηςίϊδίι» στην υπανάπτυκτη Λουιζιάνα, οι στρατιωτικοί συνωμότες της Ιαπωνίας και οι ουκρανοί αντισοβιετικοί δολιοφθορείς. Ήδη από τη δεκαετία του 1930, ο φασισμός αποτελούσε μία μόνιμη πολι τική δυνατότητα, μία σχεδόν αυθόρμητη συναισθηματική αντίδραση σε κάθε βιομηχανική κοινωνία. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε «κίνηση» αντί για «κίνημα», για να τονίσουμε τον απρόσωπο χαρακτήρα της κρίσης, που τα συμπτώματά της ήταν συχνά ασαφή και διφορούμενα. Κανείς δεν μπο ρούσε να ισχυρισθεί με βεβαιότητα πως μία πολιτική ομιλία ή ένα θεατρικό έργο, ένα κήρυγμα ή μία δημόσια παρέλαση, μία μεταφυσική ή ένα καλλιτε χνικό ρεύμα, ένα ποιήμα ή ένα κομματικό πρόγραμμα ήταν ή όχι φασιστικά. Δεν υπήρχαν γενικώς αποδεκτά κριτήρια του φασισμού, και ο φασισμός δεν περιείχε συμβατικές αρχές. Αλλά σημαντικό γνώρισμα όλων των οργανωμέ-
228
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
νων του μορφών ήταν η σφοδρότητα με την οποία εμφανίστηκαν και εξαφα νίστηκαν, για να επανέλθουν με μία έκρηξη βίας, ύστερα από μία απροσδιό ριστη περίοδο αφάνειας. Όλα αυτά προσδιορίζουν την εικόνα μιας πολιτικής δύναμης, που αυξανόταν και έφθινε ανάλογα με την αντικειμενική πραγμα τικότητα. Ό,τι αποκαλέσαμε συνοπτικά «φασιστική κατάσταση», δεν ήταν τίποτε άλλο από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις εύκολων και ολοκληρωτικών φα σιστικών επιτυχιών. Αστραπιαία, οι ισχυρές βιομηχανικές και πολιτικές ορ γανώσεις της εργατικής τάξης, όπως και οι υπόλοιποι ένθερμοι υποστηρικτές των συνταγματικών ελευθεριών, κατέρρευσαν, και ασήμαντες φασι στικές δυνάμεις εκμηδένισαν την αδιαφιλονίκητη ως τότε δύναμη των δημο κρατικών κυβερνήσεων, κομμάτων και συνδικάτων. Αν μία «επαναστατική» κατάσταση χαρακτηρίζεται από την ηθική και ψυχολογική καταρράκωση ό λων των δυνάμεων αντίστασης, σε σημείο που απειροελάχιστοι και ελλιπώς εξοπλισμένοι επαναστάτες να είναι σε θέση να εκπορθήσουν τα απόρθητα προπύργια της αντίδρασης, τότε η «φασιστική κατάσταση» είναι το ουσια στικό παράλληλό της, με τη διαφορά ότι, στην περίπτωση αυτήν, εκπορθήθηκαν τα προπύργια της δημοκρατίας και των συνταγματικών ελευθεριών. Στην Πρωσία το 1932, η νόμιμη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση υπέκυψε άνευ όρων στην απειλή της αντισυνταγματικής εκτροπής από πλευράς του φον Πάπεν. Περίπου έξι μήνες αργότερα, ο Χίτλερ είχε θέσει υπό τον έλεγ χό του — εντελώς αναίμακτα— όλα τα ισχυρά προπύργια της εξουσίας- από κει, εξαπέλυσε μία επαναστατική επίθεση ολοσχερούς καταστροφής ενα ντίον των θεσμών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των κομμάτων των πι στών στο σύνταγμα. Ο ισχυρισμός ότι η ισχύς του κινήματος δημιούργησε τις καταστάσεις, ενώ, στην ουσία, ίσα ίσα η κατάσταση δημιούργησε στην προκειμένη περίπτωση το κίνημα, ισοδυναμεί με απόλυτη παραγνώριση του σημαντικότερου μηνύματος των περασμένων δεκαετιών. Ο φασισμός, όπως ο σοσιαλισμός, είχε τις ρίζες του σε μία κοινωνία της αγοράς που αδυνατούσε να λειτουργήσει. Συνεπώς ήταν παγκόσμιος, καθο λικός στα περιθώρια δράσης και γενικός στην εφαρμογή του- τα ζητήματα ξεπέρασαν την οικονομική σφαίρα και προκάλεσαν έναν γενικό κοινωνικό μετασχηματισμό ιδιαίτερης μορφής. Ο φασισμός επεκτάθηκε σχεδόν σε ό λα τα πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας, πολιτικής, πολιτισμικής, οικονομι κής, φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής ή θρησκευτικής. Ως ένα σημείο, συνενώθη κε με τοπικά ρεύματα. Δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε την ιστορία της περιόδου, αν δεν διαφοροποιήσουμε το υποφώσκον φασιστικό ρεύμα από τις εφήμερες τάσεις με τις οποίες συγχωνεύθηκε στις διάφορες χώρες. Στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1920, δύο τέτοιες τάσεις είχαν την πρω τοκαθεδρία, και επικάλυπταν την ισχνότερη αλλά σαφώς πιο οργανωμένη διάταξη του φασισμού: η αντεπανάσταση και ο εθνικιστικός ρεβιζιονισμός. Αμεση αφετηρία τους αποτέλεσαν οι Συνθήκες και οι μεταπολεμικές επανα στάσεις. Αν και σαφώς καθορισμένες και περιορισμένες στους συγκεκριμέ νους αντικειμενικούς τους στόχους, αυτές οι δύο τάσεις συγχέονταν συχνά
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
229
με τον φασισμό. Οι αντεπαναστάσεις ήταν η συνήθης επάνοδος του πολιτικού εκκρεμούς σε καταστάσεις που προηγουμένως είχαν διαταραχθεί βίαια. Τέτοιες κινή σεις ήταν χαρακτηριστικές στην Ευρώπη, τουλάχιστον από την Αγγλική επα νάσταση και μετά, και είχαν μικρή σχέση με τις κοινωνικές διαδικασίες της ε ποχής τους. Τη δεκαετία του 1920, αναπτύχθηκαν πολλές τέτοιες καταστά σεις, επειδή οι αναταραχές, που κατέστρεψαν περισσότερους από δώδεκα θρόνους στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, οφείλονταν περισσότερο στον αντίκτυπο της ήττας, παρά στην προώθηση των δημοκρατικών τάσεων. Το έργο της αντεπανάστασης ήταν κυρίως πολιτικό και, από τα πράγματα, φορείς της ήταν οι εκθρονισμένες τάξεις και ομάδες, όπως οι δυναστείες, η αριστοκρατία, η Εκκλησία, η βαριά βιομηχανία και τα συνδεδεμένα με αυτές κόμματα. Οι συμμαχίες, αλλά και οι συγκρούσεις συντηρητικών και φασι στών κατά την περίοδο αυτήν αφορούσαν κυρίως το μερίδιο που θα είχαν οι φασίστες στο αντεπαναστατικό εγχείρημα. Ο φασισμός αποτελούσε ένα ε παναστατικό ρεύμα, ανταγωνιστικό προς τον συντηρητισμό και προς την ε παναστατική δύναμη του σοσιαλισμού. Αυτό δεν εμπόδιζε τους φασίστες να επιζητούν την πολιτική ισχύ, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στην αντε πανάσταση. Απεναντίας, τους επέτρεπε να διεκδικούν την υπεροχή στη βά ση της υποτιθέμενης ανικανότητας του συντηρητισμού να εκτελέσει την α ποστολή του, που ήταν η οριστική εξάλειψη του σοσιαλισμού. Βέβαια, οι συντηρητικοί προσπάθησαν να μονοπωλήσουν την αντεπανά σταση και, στην ουσία, όπως στη Γερμανία, την πέτυχαν μόνοι τους. Στέρη σαν από τα κόμματα της εργατικής τάξης κάθε ισχύ και επιρροή, χωρίς να τις δώσουν στους ναζί. Επίσης, στην Αυστρία, οι χριστιανοσοσιαλιστές — έ να συντηρητικό κόμμα— αφόπλισαν τους εργάτες (1927) δίχως να προβούν σε παραχωρήσεις στην «επανάσταση από τα δεξιά». Ακόμα κι όταν η συμ μετοχή των φασιστών στην αντεπανάσταση ήταν αναπόφευκτη, εδραιώθη καν «ισχυρές» κυβερνήσεις, που περιόρισαν τον φασισμό σε δευτερεύοντα ρόλο. Αυτό συνέβη στην Εσθονία το 1929, στη Φιλανδία το 1932, στη Λι θουανία το 1934. Ψευδοφιλελεύθερα καθεστώτα αναχαίτισαν πρόσκαιρα την επέλαση του φασισμού στην Ουγγαρία το 1922 και στη Βουλγαρία το 1926. Μόνο στην Ιταλία δεν στάθηκαν ικανοί οι συντηρητικοί να αποκατα στήσουν την εργασιακή πειθαρχία στη βιομηχανία, δίχως να δώσουν στους φασίστες την ευκαιρία να κατακτήσουν την εξουσία. Στις στρατιωτικά ηττημένες χώρες, αλλά και στην «ψυχολογικά» ηττημένη Ιταλία, το εθνικό πρόβλημα ήταν απειλητικό. Αυτό που ενοχλούσε περισ σότερο απ’ όλα τα προβλήματα ήταν ο μόνιμος αφοπλισμός των ηττημένων χωρών. Σ’ έναν κόσμο, στον οποίο η μοναδική υπαρκτή οργάνωση του διε θνούς δικαίου, της διεθνούς ευταξίας και ειρήνης βασιζόταν στην ισορροπία δυνάμεων, πολλές χώρες είχαν καταστεί ανίσχυρες, ενώ δεν υπήρχαν ούτε καν υποψίες για το τι είδους σύστημα θα αντικαθιστούσε το παλαιό. Η Κοι νωνία των Εθνών αντιπροσώπευε ένα βελτιωμένο σύστημα ισορροπίας δυ νάμεων αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ήταν καν του επιπέδου της Ευρω
230
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
παϊκής Συμφωνίας, εφ’ όσον εξέλιπε πλέον η προϋπόθεση της γενικής διά χυσης της ισχύος. Το καινοφανές φασιστικό κίνημα τέθηκε σχεδόν παντού στην υπηρεσία του εθνικού ζητήματος· δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, αν δεν ακολουθούσε αυτήν την «πολυσυλλεκτική» πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποίησε το εθνικό ζήτημα αποκλειστικά ως εφαλ τήριο. Μερικές φορές εξέφραζε απομονωτικές και ειρηνιστικές θέσεις. Στην Αγγλία και τις Η.Π.Α., συνδεόταν με το αίτημα του κατευνασμού. Στην Αυ στρία, οι ΗθίηιννθΙΐΓ συνεργάζονταν με Καθολικούς ειρηνιστές, ενώ ο Καθο λικός φασισμός ήταν από άποψη αρχής αντιεθνικιστικός. Ο Ηυβγ Ι_οπ9 δεν χρειαζόταν μία μεθοριακή σύρραξη με τον Μισισιπή ή το Τέξας, για να εξα πολύσει το φασιστικό του κίνημα από το Ββίοπ Πουςβ. Αντίστοιχα κινήματα στην Ολλανδία και τη Νορβηγία ήταν αντιεθνικιστικά μέχρι προδοσίας — ο Κουίσλινγκ μπορεί να αποτελεί υπόδειγμα καλού φασίστα, σίγουρα όμως δεν αποτελεί υπόδειγμα καλού πατριώτη. Στον αγώνα του για τη διεκδίκηση της πολιτικής ισχύος, ο φασισμός ή ταν απόλυτα ελεύθερος να αγνοεί ή να χρησιμοποιεί κατά βούληση τοπικά ζητήματα. Ο στόχος του ξεπερνά το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο: είναι κοινωνικός. Θέτει μία πολιτική θρησκεία στην υπηρεσία μίας εκφυλιστικής διαδικασίας. Στην άνοδό του, αποκλείει από το κίνημα μόνον ελάχιστες τά σεις· μόλις, όμως, επιβληθεί, αποβάλλει τα πάντα, εκτός από μία πολύ μικρή κατηγορία εξαιρετικά χαρακτηριστικών κινήτρων. Αν δεν διαχωρίσουμε την ψευδοαδιαλλαξία που χαρακτηρίζει τον φασισμό στην ανοδική του φάση α πό την γνήσια αδιαλλαξία όταν καταλάβει την εξουσία, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη λεπτή, καίτοι αποφασιστική διαφορά ανάμεσα στον ψευδοεθνικισμό ορισμένων φασιστικών κινημάτων και τον σαφώς ιμπεριαλιστι κό αντιεθνικισμό που ανέπτυξαν μετά την επανάσταση2. Αν και οι συντηρητικοί είχαν κατά κανόνα επιτυχία στη διεξαγωγή του αντεπαναστατικού αγώνα, σπάνια ήταν ικανοί να δρομολογήσουν την επίλυ ση του εθνικού προβλήματος των χωρών τους. Το 1940, ο Μπρούνινγκ ισχυ ριζόταν πως είχε λύσει το πρόβλημα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώ σεων και του αφοπλισμού, πριν «η κλίκα γύρω από τον Χίντενμπουργκ» α ποφασίσει να τον απομακρύνει από την εξουσία και να την παραδώσει στους ναζί, με μοναδικό σκοπό να σφετεριστεί τα προσωπικά του επιτεύγ ματα3. Δεν έχει καμία σημασία πόσην αλήθεια είχε ο ισχυρισμός του, επειδή το ζήτημα της ισότιμης θέσης της Γερμανίας δεν περιοριζόταν στον τεχνικό αφοπλισμό, όπως υπαινισσόταν ο Μπρούνινγκ, αλλά συμπεριλάμβανε το εξ ίσου ζωτικό ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης. Εξ άλλου, δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί η ισχύς που αποκτούσε η γερμανική διπλωματία από την ύ παρξη ναζιστικών μαζών, ταγμένων σε ριζοσπαστικές εθνικιστικές πολιτι κές. Τα γεγονότα απέδειξαν πως η ισοτιμία της Γερμανίας δεν θα μπο 2. Ηθγπίδηπ, Η., ΡΙβη ίοΓ ΡβΓΓπεηβηί Ρββοβ, 1941. Πρβλ. ίο γράμμα του Μπρούνινγκ της 8ης Ιανουαρίου 1940. 3. ΒΒυεοήηίπς!, Η., Τίιβ Υοίοβ οίΩβείΓυοΙίοη, 1940.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
231
ρούσε να επιτευχθεί δίχως μία επαναστατική διέξοδο, και ακριβώς υπό αυ τό το πρίσμα καθίσταται σαφής η αποτρόπαια ευθύνη του ναζισμού, που ο δήγησε μία ελεύθερη και ισότιμη Γερμανία σε έναν εγκληματικό δρόμο. Τό σο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, ο φασισμός κατόρθωσε να καταλάβει την εξουσία, επειδή κατάφερε να εκμεταλλευτεί τα εθνικά ζητήματα, ενώ στη Γαλλία και τη Βρετανία ο αντιπατριωτισμός του υπονόμευσε αποφασι στικά τον φασισμό. Το πνεύμα της υποτέλειας σε μία ξένη δύναμη αποτέλεσε εργαλείο του φασισμού μόνο σε μικρές και εξαρτημένες χώρες. Όπως βλέπουμε, μόνον από τύχη ο ευρωπαϊκός φασισμός συνδέθηκε με τα εθνικιστικά και αντεπαναστατικά ρεύματα κατά τη δεκαετία του 1920. Ήταν μία περίπτωση συμβίωσης δύο ανεξάρτητων κινημάτων, που αλληλοστηρίζονταν και έδιναν την εντύπωση της ουσιαστικής συγγένειας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητα. Στην πραγματικότητα, ο ρόλος του φασισμού καθορίστηκε από έναν πα ράγοντα: την κατάσταση του συστήματος της αγοράς. Κατά την περίοδο 1917-1923, οι κυβερνήσεις επιζητούσαν κάθε τόσο τη συνδρομή του φασισμού για να αποκαταστήσουν την έννομη τάξη: τίποτε άλλο δεν χρειαζόταν για τη διασφάλιση της λειτουργίας του συστήματος της αγοράς. Ο φασισμός δεν γνώριζε ανάπτυξη. Μετά το 1930, η οικονομία της αγοράς περνούσε μία γενικευμένη κρίση. Μέσα σε λίγα χρόνια ο φασισμός έγινε παγκόσμια δύναμη. Η πρώτη περίοδος 1917-1923 δεν έδωσε τίποτε περισσότερο από την εμφάνιση του όρου «φασισμός». Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες — Φιλανδία, Λιθουανία, Εσθονία, Λεττονία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Ουγγαρία— έγιναν αγροτικές ή σοσιαλιστικές επαναστάσεις, ενώ σε άλλες — μεταξύ των οποίων η Ιταλία, η Γερμανία και η Αυστρία— η βιομηχανική εργατική τάξη είχε αυξήσει την πολιτική της επιρροή. Τελικά, αντεπαναστά σεις αποκατέστησαν την εσωτερική ισορροπία δυνάμεων. Στις περισσότε ρες χώρες, οι αγρότες στράφηκαν εναντίον των εργατών των αστικών κέ ντρων. Σε μερικές χώρες, δημιουργήθηκαν φασιστικά κινήματα από στρα τιωτικούς και γαιοκτήμονες, που παρέσυραν και τους αγρότες. Σε άλλες, ό πως στην Ιταλία, οι άνεργοι και τα μικροαστικά στοιχεία δημιούργησαν φα σιστικές ομάδες. Το μόνο ζήτημα που ανακινήθηκε παντού ήταν το ζήτημα του νόμου και της τάξης, ενώ δεν διατυπώθηκαν αιτήματα ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης. Μ’ άλλα λόγια, δεν υπήρχε εμφανές ίχνος φασιστικής επα νάστασης. Τα κινήματα αυτά ήταν φασιστικά μόνο στη μορφή, δηλαδή στη χρήση βίας και δύναμης με τη σιωπηρή συναίνεση των υψηλά ισταμένων, Η αντιδημοκρατική φιλοσοφία του φασισμού είχε ήδη γεννηθεί, αλλά δεν συνιστούσε ακόμα πολιτικό παράγοντα. Ο Τρότσκυ έγραψε μία εκτενή αναφο ρά για την κατάσταση στην Ιταλία την παραμονή του Δεύτερου Συνεδρίου της Κομιντέρν το 1920, χωρίς ωστόσο να κάνει μνεία του φασισμού, αν και η ύπαρξη οργανωμένων ίβδΟθδ [φασιστικών ομάδων] ήταν από καιρό γνω στή. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από δέκα χρόνια, πριν δημιουρ γήσει ο ιταλικός φασισμός — που κυβερνούσε από καιρό τη χώρα— ένα δια-
232
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
κριτό κοινωνικό σύστημα. Μετά το 1924, Ευρώπη και Η.Π.Α. γνώρισαν αλματώδη ανάπτυξη, που σί γασε τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του συστήματος της αγοράς. Ο καπι ταλισμός αποκαταστάθηκε πανηγυρικά, ενώ φασισμός και μπολσεβικισμός εξαλείφθηκαν ή εξοστρακίσθηκαν στην περιφέρεια. Η Κομιντέρν αποδέχθη κε ως τετελεσμένο γεγονός την εδραίωση του καπιταλισμού, και ο Μουσο λίνι χαιρέτισε τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Όλες οι σημαντικές χώρες, ε κτός της Βρετανίας, βρίσκονταν σε ανάκαμψη. Οι Η.Π.Α. γνώριζαν εκπληκτι κή ευημερία, ενώ και η Ευρώπη σημείωνε αντίστοιχη πρόοδο. Το πραξικόπη μα του Χίτλερ είχε συντρίβει, η Γαλλία είχε εκκενώσει το Ρουρ, και το γερ μανικό μάρκο είχε αποκατασταθεί ως εκ θαύματος. Το σχέδιο Οεννθδ είχε αποπολιτικοποιήσει το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων, και οι συμφω νίες του Λοκάρνο ήταν στο στάδιο της προετοιμασίας. Η Γερμανία περνού σε μία επταετή περίοδο ανάκαμψης. Πριν από το τέλος του 1926, ο διεθνής κανόνας του χρυσού επικρατούσε και πάλι αδιαφιλονίκητα, από τη Μόσχα ως τη Λισαβώνα. Μόλις κατά την τρίτη περίοδο — μετά το 1929— κατέστη εμφανής η αλη θινή φύση του φασισμού. Το αδιέξοδο του συστήματος της αγοράς ήταν φανερό. Μέχρι τότε, ο φασισμός δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα χα ρακτηριστικό της αυταρχικής διακυβέρνησης της Ιταλίας, που ελάχιστα διέ φερε από τις παραδοσιακού τύπου κυβερνήσεις. Ο φασισμός εμφανίσθηκε τώρα σαν εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της βιομηχανικής κοινωνίας. Η Γερμανία πρωτοστάτησε σε μία πανευρωπαϊκή επανάσταση και η φασιστική συμπαράταξη προσέδωσε στον αγώνα της για διεκδίκηση της υπεροχής μια δυναμική, που γρήγορα αγκάλιασε πέντε ηπείρους. Η ιστορία είχε περάσει σε διαδικασία κοινωνικής αλλαγής. Ένα αιφνίδιο αλλά διόλου τυχαίο γεγονός ξεκίνησε την καταστροφή του διεθνούς συστήματος. Μία οικονομική καθίζηση στη Γουόλ Στρητ προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις και συνοδεύθηκε από την απόφαση της Βρετανίας να αποδεσμευθεί από τον χρυσό, με ανάλογη κίνηση των Η.Π.Α., δύο χρό νια μετά. Συγχρόνως, η Σύνοδος Αφοπλισμού έπαυσε να συνεδριάζει και, το 1934, η Γερμανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών. Αυτά τα συμβολικά γεγονότα εγκαινίασαν μία εποχή θεαματικών αλλα γών στην οργάνωση της υδρογείου. Τρεις δυνάμεις, Ιαπωνία, Γερμανία και Ιταλία, εξεγέρθηκαν εναντίον του δίβίυε ςυο και υπονόμευσαν τους παραπαίοντες θεσμούς της ειρήνης. Συγχρόνως, έπαψε να λειτουργεί η οργάνω ση της παγκόσμιας οικονομίας. Ο διεθνής κανόνας του χρυσού τέθηκε προ σωρινά σε αχρησία από τους αγγλοσάξονες δημιουργούς του- τα χρέη προς το εξωτερικό σταμάτησαν μονομερώς να αναγνωρίζονται και οι κεφαλαια γορές, μαζί με το παγκόσμιο εμπόριο, κατέρρευσαν. Το πολιτικό και οικονο μικό σύστημα του πλανήτη αποσυντέθηκαν. Εξ ίσου βαθιές ήταν οι αλλαγές στο εσωτερικό των κρατών. Τα δικομμα τικά συστήματα έδωσαν τη θέση τους σε μονοκομματικές κυβερνήσεις, με ρικές φορές σε κυβερνήσεις εθνικής ενότητας. Πάντως, ορισμένες εξωτερι-
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
233
κές ομοιότητες ανάμεσα σε χώρες με δικτατορικά καθεστώτα και χώρες που διατηρούσαν τους δημοκρατικούς θεσμούς απλώς υπογράμμιζαν την ύψιστη σπουδαιότητα των ελεύθερων, δημοκρατικών θεσμών. Η Ρωσία στρά φηκε σε έναν σοσιαλισμό με δικτατορική διακυβέρνηση. Ο φιλελεύθερος καπιταλισμός εξαφανίστηκε στις χώρες που ετοιμάζονταν για πόλεμο, όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και η Ιταλία και, σε μικρότερη έκταση, στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία. Αλλά η ομοιότητα των καινοφανών καθεστώτων του φασι σμού, του σοσιαλισμού και του Νβνν ϋββΙ περιοριζόταν στην κατάργηση των αρχών του Ιβΐδδβζ ίβΐΓβ. Αν και η ιστορία δρομολογήθηκε από ένα εντελώς εξωτερικό συμβάν, το κάθε έθνος αντέδρασε με τον δικό του τρόπο στην πρόκληση. Ορισμένα απεχθάνονταν την αλλαγή· άλλα, έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να ανταποκριθούν, ενώ άλλα παρέμειναν απαθή. Άλλα, αναζήτησαν λύσεις σε διαφο ρετικές κατευθύνσεις. Αλλά από τη σκοπιά της οικονομίας της αγοράς, αυ τές οι συχνά ριζικά διαφορετικές λύσεις αντιπροσώπευαν δεδομένες εναλ λακτικές κατευθύνσεις. Μεταξύ αυτών που ήταν αποφασισμένοι να εκμεταλλευθούν τη γενική αποδιάρθρωση, ήταν ορισμένες δυσαρεστημένες δυνάμεις, για τις οποίες ο θάνατος του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, ακόμη και με την ισχνή μορφή της Κοινωνίας των Εθνών, αντιπροσώπευε μία σπάνια ευκαιρία. Η Γερμανία τώρα επιδίωκε να επιταχύνει την κατάρρευση της παραδοσιακής παγκόσμιας οικονομίας, που εξακολουθούσε να αποτελεί στήριγμα της διε θνούς τάξης, και ανέμενε την κατάρρευσή της με στόχο να αποκτήσει υπε ροχή απέναντι στους αντιπάλους της. Εσκεμμένα αποκόπηκε από το διε θνές σύστημα κεφαλαίου, εμπορεύματος και νομίσματος, ώστε να χαλαρώ σει τον εξωτερικό έλεγχο τη στιγμή που θα έκρινε σκόπιμο να αποκηρύξει τις πολιτικές της υποχρεώσεις. Ανέπτυξε οικονομική αυτάρκεια,για να εξα σφαλίσει την ελευθερία που απαιτούσαν τα μακροπρόθεσμα σχέδια της. Κα τασπατάλησε τα αποθέματά της σε χρυσό, κατέστρεψε την πιστωτική της φερεγγυότητα αποποιούμενη τις οικονομικές της υποχρεώσεις και, για ένα διάστημα, ανέτρεψε και το θετικό της ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Κατάφερε εύκολα να συγκαλύψει τις πραγματικές της προθέσεις, επειδή ούτε η Γουόλ Στρητ ούτε το Σίτυ ούτε η Γενεύη υποπτεύονταν ότι, στην ου σία, οι ναζί προσέβλεπαν στην οριστική κατάλυση της οικονομίας του 19ου αι. Ο σερ Τζον Σάιμον και ο Μόνταγκιου Νόρμαν πίστευαν ότι τελικά ο Σλαχτ θα επανέφερε την ορθόδοξη οικονομική πολιτική στη Γερμανία, που ζούσε σε καθεστώς ανέχειας, και η χώρα θα επέστρεφε σε φυσιολογικές πρακτι κές, αν ενισχυόταν οικονομικά. Τέτοιες πλάνες επιβίωναν στην Ντάουνινγκ Στρητ μέχρι και μετά τη συνάντηση του Μονάχου. Ενώ έτσι η Γερμανία ενισχυόταν σημαντικά στα συνωμοτικά της σχέδια από την ικανότητά της να προσαρμοσθεί στην κατάρρευση του παραδοσιακού συστήματος, η Βρετα νία βρέθηκε σε εξαιρετικά δυσχερή θέση εξ αιτίας της προσήλωσής της σε αυτό το σύστημα. Αν και είχε προσωρινά αποδεσμευτεί από τον χρυσό, η οικονομία της
234
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
Αγγλίας εξακολουθούσε να βασίζεται στις αρχές των σταθερών ανταλλα γών και του υγιούς νομίσματος, πράγμα που ενέργησε περιοριστικά στην πολιτική της για τον επανεξοπλισμό. Όπως ακριβώς η γερμανική αυτάρκεια ήταν απόρροια στρατιωτικών και πολιτικών σχεδιασμών, η στρατηγική και η εξωτερική πολιτική της Βρετανίας καθορίζονταν από την συντηρητική οικο νομική της θεώρηση. Η στρατηγική της περιορισμένης εμπλοκής αντανα κλούσε τις ιδέες ενός εμπορικού σταθμού, που αισθάνεται ασφαλής όσο το ναυτικό του είναι σε θέση να διασφαλίσει την ομαλή διακίνηση των εμπο ρευμάτων που το σταθερό του νόμισμα μπορεί να αγοράσει στις Επτά Θά λασσες. Ο Χίτλερ είχε ήδη κατακτήσει την εξουσία όταν, το 1933, ο Νταφ Κούπερ υπερασπιζόταν τις περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό του 1932, υποστηρίζοντας ότι «μία εθνική χρεωκοπία αποτελούσε πολύ μεγαλύ τερο κίνδυνο από αυτόν που συνεπάγεται μία ανεπαρκής .πολεμική μηχα νή». Περισσότερο από τρία χρόνια αργότερα, ο λόρδος Χάλιφαξ ισχυριζό ταν ότι η ειρήνη θα μπορούσε να διασφαλιστεί με οικονομικές διευθετήσεις και ότι δεν θα έπρεπε να υπάρξουν παρεμβάσεις στο εμπόριο, επειδή θα δυσχέραιναν τις διευθετήσεις αυτές. Την ίδια χρονιά της Διάσκεψης του Μο νάχου, ο Χάλιφαξ και ο Τσάμπερλαιν διατύπωναν την βρετανική πολιτική στη βάση των «αργυρών σφαιρών» και των παραδοσιακών αμερικανικών δα νείων στη Γερμανία. Ακόμη και όταν ο Χίτλερ είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα και είχε καταλάβει την Πράγα, ο λόρδος Σάιμον επικροτούσε στη Βουλή των Κοινοτήτων τον ρόλο που είχε παίξει ο Μόνταγκιου Νόρμαν στην παράδοση του τσέχικου χρυσού στους ναζί. Πεποίθηση του λόρδου Σάιμον ήταν πως η εγκυρότητα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, που στην υπηρεσία του είχε θέσει την σταδιοδρομία του, υπερέβαινε σε σπουδαιότητα όλους τους άλ λους υπολογισμούς. Οι συγκαιρινοί πίστευαν πως η συμπεριφορά του Σάιμον ήταν έκφραση μίας συνεπούς πολιτικής κατευνασμού. Στην ουσία, απέτιε φόρο τιμής στο πνεύμα του διεθνούς κανόνα του χρυσού, που εξακο λουθούσε να ορίζει την οπτική των ηγετών του Σίτυ σε θέματα άμυνας και πολιτικής. Την εβδομάδα της έκρηξης του Πολέμου, απαντώντας σε μία προφορική επικοινωνία του Χίτλερ με τον Τσάμπελαιν, το ΡοΓθΐςη Οίίίοβ δια τύπωσε την πολιτική της Αγγλίας στη βάση των παραδοσιακών αμερικανι κών δανείων στη Γερμανία4. Η ελλιπής πολεμική προετοιμασία της Αγγλίας ήταν κυρίως αποτέλεσμα της προσκόλλησής της στην οικονομία του διε θνούς κανόνα του χρυσού. Η Γερμανία αρχικά απόλαυσε τα πλεονεκτήματα που έχει αυτός που σκοτώνει κάτι καταδικασμένο να πεθάνει. Η περίοδος της υπεροχής της διάρκεσε όσο η κατάλυση του παραπαίοντος συστήματος του 19ου αι. τής επέτρεπε να διατηρεί την ηγεμονία. Η καταστροφή του φιλελεύθερου καπι ταλισμού, του διεθνούς κανόνα του χρυσού και των απόλυτων μοναρχιών ή ταν τυχαίο αποτέλεσμα των ληστρικών επιδρομών της. Προσαρμοζόμενη σε έναν απομονωτισμό που είχε από μόνη της επιλέξει και, αργότερα, κατά 4. Βπίιεή ΒΙυβ ΒοοΚ, Νο. 74, ΟιτκΙ. 6106,1939.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
235
τη διάρκεια των επεκτατικών της εκστρατειών, έδωσε αυτοσχέδιες λύσεις σε ορισμένα προβλήματα του μετασχηματισμού. Πάντως, το ισχυρότερο πολιτικό της πλεονέκτημα ήταν η ικανότητά της να εξωθήσει τον υπόλοιπο κόσμο σε μία συμπαράταξη εναντίον του μπολσεβικισμού. Κατέστη ο άμεσα επωφελούμενος του μετασχηματισμού, κα θώς ανέλαβε την ηγεμονία στην επίλυση εκείνου του προβλήματος της οι κονομίας της αγοράς, το οποίο από πολύ καιρό οδηγούσε στην ανεπιφύλα κτη συσπείρωση όλων των ιδιοκτητριών τάξεων και όχι μόνον αυτών. Εχο ντας για βάση τη φιλελεύθερη και τη μαρξιστική θεώρηση της πρωταρχικότητας των οικονομικών ταξικών συμφερόντων, ο Χίτλερ εξασφάλισε την ε πιτυχία. Αλλά η κοινωνική μονάδα έθνος αποδείχθηκε, μακροπρόθεσμα, α κόμα πιο σχετική από την οικονομική μονάδα τάξη. Η άνοδος της Ρωσίας συνδεόταν επίσης με τον ρόλο της στον μετασχη ματισμό. Από το 1917 ως το 1929, ο φόβος του μπολσεβικισμού αντιπροσώ πευε απλώς μία πιθανή διατάραξη της οικονομίας της αγοράς, που μπορού σε να λειτουργήσει μόνο σε συνθήκες απόλυτης εμπιστοσύνης. Την επόμε νη δεκαετία, ο σοσιαλισμός έγινε πραγματικότητα στη Ρωσία. Η κολεκτιβο ποίηση της γης σήμανε την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από συνεταιριστικές μεθόδους, για τον σπουδαιότατο παράγοντα γη. Από έδρα επαναστατικής κινητοποίησης εναντίον του καπιταλιστικού κόσμου, η Ρωσία έγινε τώρα αντιπρόσωπος ενός νέου συστήματος, που μπορούσε να αντικα ταστήσει την οικονομία της αγοράς. Δεν γίνεται συχνά κατανοητό ότι οι μπολσεβίκοι, αν και ένθερμοι σοσια λιστές, αρνούνταν πεισματικά να «εδραιώσουν τον σοσιαλισμό στη Ρωσία». Οι μαρξιστικές τους πεποιθήσεις δεν τους επέτρεπαν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο σε μία καθυστερημένη, αγροτική χώρα. Αλλά πέρα από το εντελώς ξεχωριστό επεισόδιο του «Πολεμικού κομμουνισμού» το 1920, οι ηγέτες τους είχαν την άποψη ότι η παγκόσμια επανάσταση έπρεπε να αρχίσει στην εκβιομηχανισμένη δυτική Ευρώπη. Ο σοσιαλισμός σε μία χώρα τούς φαινό ταν απόλυτη αντίφαση, και, όταν έγινε πραγματικότητα, η παλιά φρουρά των μπολσεβίκων τον απέρριψε σχεδόν ομόφωνα. Αλλά αυτή ακριβώς η το μή στέφθηκε από εκπληκτική επιτυχία. Ανατρέχοντας σε εικοσιπέντε χρόνια ρωσικής ιστορίας, φαίνεται ότι η λεγάμενη Ρωσική επανάσταση αποτελούνταν στην ουσία από δύο ξεχωρι στές επαναστάσεις, που η πρώτη τους διαπνεόταν από παραδοσιακά δυτι κοευρωπαϊκά ιδεώδη, ενώ η δεύτερη ήταν μέρος μίας ριζικά νέας ανάπτυ ξης στη δεκαετία του 1930. Η επανάσταση του 1917-1924 ήταν πράγματι η τελευταία από τις πολιτικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη, έπειτα από την αγγλική και την γαλλική επανάσταση. Η επανάσταση που ξεκίνησε με την κολεκτιβοποίηση της γης, περίπου τη δεκαετία του 1930, ήταν η πρώτη από τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που μεταμόρφωσαν τον κόσμο μας στη δε καετία του 1930. Η πρώτη ρωσική επανάσταση, πέτυχε να καταστρέψει τον απολυταρχισμό, τη φεουδαλική γαιοκτησία και την ρατσιστική καταπίεση — ως γνήσιος συνεχιστής των ιδεωδών του 1789' η δεύτερη, εδραίωσε μία σο
236
ΚΑΠΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
σιαλιστική οικονομία. Συνοπτικά, η πρώτη ήταν απλώς ένα ρωσικό γεγονός — ολοκλήρωνε μία μακρά διαδικασία δυτικής ανάπτυξης στο ρωσικό έδα φος— ενώ η δεύτερη ήταν μέρος ενός σύγχρονού της παγκόσμιου μετα σχηματισμού. Τη δεκαετία του 1920, η Ρωσία ήταν φαινομενικά εκτός Ευρώπης και πά σχιζε να πετύχει την οικονομική της ανάκαμψη. Μία προσεκτικότερη ανάλυ ση μπορεί να διαψεύσει αυτήν την εικόνα. Ένας από τους παράγοντες, που ανάγκασαν τη Ρωσία να πάρει μία απόφαση στο μεσοδιάστημα των δύο ε παναστάσεων, ήταν η αποτυχία του διεθνούς συστήματος. Ήδη το 1924, ο «Πολεμικός κομμουνισμός» αποτελούσε ανάμνηση, και η Ρωσία είχε επανεδραιώσει την ελεύθερη εσωτερική αγορά σιτηρών, διατηρώντας τον κρατικό έλεγχο στο διεθνές εμπόριο και τις ζωτικής σημασίας βιομηχανίες. Έτεινε πια να αυξήσει τις διεθνείς εμπορικές της συναλλαγές, που εξαρτώνταν κυ ρίως από τις εξαγωγές σιτηρών, ξυλείας, γουναρικών και ορισμένων οργα νικών πρώτων υλών, που οι τιμές τους γνώριζαν μεγάλη καθίζηση κατά τη διάρκεια της αγροτικής κρίσης που προηγήθηκε της κατάλυσης του εμπορί ου. Η αδυναμία της Ρωσίας να αναπτύξει εξωτερικό εμπόριο με ευνοϊκούς όρους, περιόρισε τις εισαγωγές μηχανών και, κατά συνέπεια, την ανάπτυξη μιας εθνικής βιομηχανίας. Αυτό είχε δυσμενείς επιπτώσεις στους όρους της ανταλλαγής αστικών κέντρων και υπαίθρου — τη λεγάμενη «ψαλίδα»— και ενέτεινε τον ανταγωνισμό μεταξύ των χωρικών και των εργατών των πόλε ων. Έτσι, η αποσύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας αύξανε την πίεση στις αυτοσχέδιες μεθόδους επίλυσης του αγροτικού ζητήματος στη Ρωσία και ε πιτάχυνε την εμφάνιση του κολχόζ. Η αποτυχία του παραδοσιακού ευρω παϊκού πολιτικού συστήματος να προσφέρει ασφάλεια και εξασφάλιση λει τουργούσε προς την ίδια κατεύθυνση, εφ’ όσον τόνιζε την ανάγκη των εξο πλισμών και αύξανε τα βάρη της γοργής εκβιομηχάνισης. Η απουσία του συ στήματος ισορροπίας δυνάμεων του 19ου αι., όπως και η αδυναμία της πα γκόσμιας αγοράς να απορροφήσει την γεωργική παραγωγή της Ρωσίας, α νάγκασε τη χώρα να επιδιώξει την αυτάρκεια. Ό,τι εμφανιζόταν ως ρωσικός αυταρχισμός, ήταν στην πραγματικότητα το τέλος του καπιταλιστικού διε θνισμού. Η αποτυχία του διεθνούς συστήματος απελευθέρωσε ιστορικές εξελί ξεις, που οι κατευθύνσεις τους καθορίζονταν από τις εγγενείς τάσεις της κοινωνίας της αγοράς.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
237
21. Ελευθερία σε μία σύνθετη κοινωνία
Ο πολιτισμός του 19ου αι. δεν καταστράφηκε από μία εξωτερική ή εσωτε ρική επιδρομή βαρβάρων. Η ζωτικότητά του δεν υπονομεύτηκε από τις κατα στροφές του Α' Παγκοσμίου πολέμου ούτε από την επανάσταση του σοσια λιστικού προλεταριάτου ή της φασιστικής μικρομεσαίας τάξης. Η αποτυχία του δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιων υποτιθέμενων νόμων της οικονομίας, ό πως η πτώση του ποσοστού του κέρδους, η υποκατανάλωση ή η υπερπαρα γωγή. Η κατάλυσή του ήταν απόρροια μίας εντελώς διαφορετικής κατηγο ρίας αιτιών, δηλαδή των μέτρων που έλαβε η κοινωνία για να αποφύγει την καταστροφή από τη δράση της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Εκτός από εξαιρε τικές περιπτώσεις, όπως της Β. Αμερικής την εποχή των ανοιχτών συνόρων, η σύγκρουση της αγοράς με τις στοιχειώδεις απαιτήσεις της οργανωμένης κοινωνικής ζωής προσέδωσε στον αιώνα μία ιδιαίτερη δυναμική και παρήγαγε τις χαρακτηριστικές εντάσεις και πιέσεις, που τελικά κατέστρεψαν την κοινω νία. Οι εξωτερικοί πόλεμοι, απλώς επιτάχυναν την καταστροφή της. Επειτα από έναν αιώνα τυφλής «προόδου», ο άνθρωπος αποκαθίσταται. Για να μην αφανίσει το βιομηχανικό σύστημα το ανθρώπινο είδος, πρέπει το βιομηχανικό σύστημα να υποταχθεί στις απαιτήσεις της φύσης του ανθρώ που. Η πραγματική κριτική στην κοινωνία της αγοράς δεν έγκειται στο ότι βασιζόταν στην οικονομία — από μία άποψη όλες οι κοινωνίες στηρίζονται αναγκαστικά στην οικονομία— αλλά στο ότι η οικονομία της βασιζόταν στο ιδιωτικό συμφέρον. Μία τέτοια οργάνωση της οικονομικής ζωής είναι ολότελα αφύσικη. Οι διανοητές του 19ου αι. υπέθεσαν ότι, στην οικονομική του δραστηριότητα, ο άνθρωπος επιδιώκει το κέρδος, ότι οι υλιστικές του επι διώξεις τον οδηγούν να επιλέγει την ελάχιστη και όχι την μέγιστη προσπά θεια, καθώς και να αναμένει πληρωμή για την εργασία του- κοντολογίς, στην οικονομική του δραστηριότητα, ο άνθρωπος έτεινε να συμμορφωθεί με ό,τι αποκάλεσαν οικονομική λογική, ενώ κάθε αντίθετη συμπεριφορά οφειλόταν σε εξωτερικές παρεμβάσεις. Συνεπώς οι αγορές ήταν φυσικοί θεσμοί και εμφανίζονταν αυθόρμητα, αν η ανθρώπινη κοινωνία έμενε ανεπηρέαστη από εξωτερικές παρεμβάσεις. Οπότε, τίποτε φυσικότερο από ένα οικονομι κό σύστημα που το αποτελούσαν αγορές και υπαγόταν στον αποκλειστικό έλεγχο των τιμών της αγοράς- συνεπώς μία ανθρώπινη κοινωνία, που βασι ζόταν σε τέτοιες αγορές, παρουσιαζόταν ως ο απώτερος σκοπός κάθε προ όδου. Ανεξάρτητα από τις ηθικές μας αντιλήψεις για το επιθυμητό ή μη της κοινωνίας αυτής, η πρακτικότητά της πήγαζε — αξιωματικά— από τα ακλό νητα χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, όπως είμαστε τώρα σε θέση να γνωρίζουμε, η συ μπεριφορά του ανθρώπου, τόσο στην πρωτόγονή του κατάσταση, όσο και σε όλη την ιστορική του διαδρομή, ήταν η αντίθετη αυτής που υπονοεί η πα
238
ΚΑΡΙΡΟΙΑΝΥΙ
ραπάνω άποψη. Η ρήση του Φράνκ Νάιτ «κανένα ανθρώπινο κίνητρο δεν εί ναι οικονομικό» ισχύει όχι μόνο για την κοινωνική ζωή γενικά, αλλά και για την οικονομική ζωή. Η τάση για ανταλλαγή, στην οποία βασίστηκε με τόση σιγουριά ο 'Ανταμ Σμιθ όταν περιέγραφε τον πρωτόγονο άνθρωπο, δεν αποτελεί συνήθη τάση των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων αλλά, αντιθέτως, εντελώς ασυνήθιστη. Όχι μόνο τα πορίσματα της σύγχρονης ανθρωπολογικής έρευνας διαψεύδουν αυτές τις ορθολογιστικές κατασκευές, αλλά και η ιστορία του εμπορίου και των αγορών ήταν ολότελα διαφορετική από την εικόνα που μας δίνουν τα κείμενα των κοινωνιολόγων του 19ου αι. Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι η εμφάνιση των εθνικών αγορών δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της σταδιακής και αυθόρμητης χειραφέτη σης της οικονομικής δραστηριότητας από τον κυβερνητικό έλεγχο. Απενα ντίας, η αγορά ήταν απόρροια της συνειδητής και συχνά βίαιης παρέμβασης της κυβέρνησης, που επέβαλε στην κοινωνία την οργάνωση της αγοράς για μη οικονομικούς λόγους. Κι αυτή η αυτορυθμιζόμενη αγορά του 19ου αι., αν την εξετάσουμε επισταμένα, παρουσιάζεται ριζικά διαφορετική ακόμα και α πό την αμέσως προηγούμενη κατάστασή της, εξ αιτίας της στήριξης της αυτορύθμισής της στο ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον. Η εγγενής αδυναμία της κοινωνίας του 19ου αι. ήταν όχι ότι ήταν βιομηχανική, αλλά ότι ήταν κοινω νία της αγοράς. Ο βιομηχανικός πολιτισμός θα εξακολουθεί να υπάρχει, α κόμα κι όταν το ουτοπικό πείραμα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς θα αποτελεί απλή ανάμνηση. Παρ’ όλα αυτά, η θεμελίωση του βιομηχανικού πολιτισμού σε μία νέα βά ση, και όχι στην αγορά, θεωρείται από πολλούς ανέφικτος στόχος. Φοβού νται τη δημιουργία ενός θεσμικού κενού ή, χειρότερα, τη στέρηση της ελευ θερίας. Είναι αυτοί οι κίνδυνοι αναπόφευκτοι; Μεγάλο μέρος της μαζικής δυστυχίας, που είναι αδιαχώριστη από κάθε μεταβατική περίοδο, αποτελεί ήδη παρελθόν. Έχουμε γνωρίσει το χειρότε ρο στην κοινωνική και οικονομική αποδιάρθρωση της εποχής μας, στις τρα γικές διακυμάνσεις της οικονομικής κρίσης, στην μαζική ανεργία, στις μετα τοπίσεις της κοινωνικής θέσης τάξεων και στην θεαματική καταστροφή ι στορικών κρατών. Ασυναίσθητα, πληρώσαμε το αντίτιμο της αλλαγής. Η αν θρωπότητα απέχει πολύ από την προσαρμογή στη χρήση των μηχανών, και οι μελλοντικές αλλαγές θα είναι τεράστιες, συνεπώς η παλινόρθωση του παρελθόντος είναι εξ ίσου ανέφικτη με τη μεταφορά των προβλημάτων μας σε άλλον πλανήτη. Οποιαδήποτε προσπάθεια εξάλειψης των σατανικών επι θετικών και κατακτητικών δυνάμεων είναι μάταιη, και στην ουσία θα εξα σφάλιζε την επιβίωσή τους, ακόμα και μετά την ολοσχερή στρατιωτική τους ήττα. Η εστία του κακού θα αποκτούσε το αποφασιστικό στην πολιτική πλε ονέκτημα ότι αντιπροσωπεύει το εφικτό, σε αντίθεση προς το ανέφικτο, α νεξάρτητα από το πόσο αγαθές είναι οι προθέσεις του. Ούτε η κατάλυση του διεθνούς συστήματος μας αφήνει μετέωρους. Συ χνά στην ιστορία, προσωρινές λύσεις εμπεριέχουν τα σπέρματα μεγάλων και μόνιμων θεσμών.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
239
Στο εσωτερικό των κρατών, διαπιστώνουμε μία εξέλιξη, σύμφωνα με την οποία το οικονομικό σύστημα παύει να ορίζει την κοινωνία, και εξασφαλίζε ται η πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας έναντι αυτού του συστήματος. Αυτό μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους, δημοκρατικούς και αριστοκρατικούς, συνταγματικούς και αυταρχικούς, ακόμα και με εντελώς απρόβλεπτους. Το μέλλον μερικών χωρών μπορεί να είναι παρόν σε ορισμένες άλλες, ενώ άλ λες μπορεί να αντιπροσωπεύουν το παρελθόν των υπολοίπων. Αλλά το α ποτέλεσμα είναι σε όλες το ίδιο: το σύστημα της αγοράς παύει να είναι αυτορυθμιζόμενο, επειδή δεν θα περιλαμβάνει πια την εργασία, τη γη και το χρήμα. Η αφαίρεση της εργασίας από την αγορά αποτελεί ριζικό μετασχηματι σμό, όπως άλλωστε και η εδραίωση της ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας. Η σύμβαση εργασίας παύει να αποτελεί ιδιωτική σύμβαση, πέρα από ορι σμένα δευτερεύοντα σημεία. Οι συνθήκες στο εργοστάσιο, οι ώρες εργα σίας, οι τρόποι σύμβασης, αλλά και το ίδιο το ημερομίσθιο, καθορίζονται ε κτός αγοράς. Ο ρόλος που προκύπτει για τα συνδικάτα, το κράτος και τα άλ λα δημόσια σώματα εξαρτάται όχι μόνον από τον χαρακτήρα τους, αλλά και από την ισχύουσα οργάνωση της διαχείρισης της παραγωγής. Αν και από τη φύση των πραγμάτων οι διαφορές των ημερομισθίων θα εξακολουθήσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο οικονομικό σύστημα, τα μη καθαρά οικονο μικά κίνητρα μπορεί να ξεπεράσουν σε σπουδαιότητα την οικονομική διά σταση της εργασίας. Η απόσπαση της γης από την αγορά ταυτίζεται με τη σύνδεσή της με συ γκεκριμένους θεσμούς, όπως ο αγροτικός κλήρος, ο συνεταιρισμός, το ερ γοστάσιο, η κωμόπολη, το σχολείο, η εκκλησία, τα πάρκα, οι προστατευόμενοι δρυμοί κ.ο.κ. Όσο εκτεταμένη και αν παραμένει η ιδιωτική ιδιοκτησία της γης, οι συμβάσεις για την κατοχή γης αναφέρονται μόνο σε δευτερεύοντα θέματα, εφ’ όσον τα ουσιώδη έχουν αποσπαστεί από τη δικαιοδοσία της α γοράς. Το ίδιο ισχύει για τα βασικά είδη διατροφής και για τις οργανικές πρώτες ύλες, που η ρύθμιση της τιμής τους δεν αφήνεται στην αγορά. Η λειτουργία ανταγωνιστικών αγορών για απειράριθμα προϊόντα δεν παρεμ βάλλεται κατ’ ανάγκην στη συγκρότηση της κοινωνίας, όπως και η ρύθμιση, εκτός της αγοράς, των τιμών εργασίας, γης και χρήματος δεν επεμβαίνει στην αξιολογική λειτουργία των τιμών σε σχέση με τα διάφορα προϊόντα. Η φύση της ιδιοκτησίας υφίσταται βεβαίως βαθιά αλλαγή εξ αιτίας τέτοιων μέ τρων, εφ’ όσον δεν απαιτείται πλέον απεριόριστη αύξηση των εισοδημάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία, απλώς και μόνο για τη διασφάλιση της απασχόλησης, της παραγωγής και της χρήσης των πόρων στην κοινωνία. Σήμερα, η απόσπαση του ελέγχου του χρήματος από την αγορά ολοκλη ρώνεται σε όλες τις χώρες. Αυτό υπήρξε εν μέρει το ασύνειδο αποτέλεσμα της δημιουργίας καταθέσεων, αλλά η κρίση του διεθνούς κανόνα του χρυ σού τη δεκαετία του 1920 έδειξε πως η σύνδεση ανάμεσα στο σκληρό νόμι σμα και στο νόμισμα ενδεικτικής αξίας δεν είχε καθόλου διακοπεί. Με την εισαγωγή της οικονομικής ανάλυσης στα σημαντικότερα κράτη, η διαχείρι-
240
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
ση των επενδύσεων και η ρύθμιση του αποταμιευτικού τόκου περιήλθαν στον χώρο ευθύνης των κυβερνήσεων. Η απόσπαση των στοιχείων της παραγωγής — της εργασίας, της γης και του χρήματος— από την αγορά αποτελεί ενιαία πράξη μόνο στην οπτική της αγοράς, που τα αντιμετώπιζε ως εμπορεύματα. Στην ανθρώπινη οπτική, ό,τι αποκαθίσταται μετά την κατάργηση του μύθου του εμπορεύματος, βρί σκει αναφορές σε όλο το εύρος του κοινωνικού φάσματος. Στην ουσία, η α ποσύνθεση της οικονομίας της ενιαίας αγοράς προωθεί ήδη την εμφάνιση ποικίλων νέων κοινωνιών. Εξ άλλου, το τέλος της κοινωνίας της αγοράς δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση την απουσία αγορών. Οι αγορές εξακο λουθούν με διάφορους τρόπους να εξασφαλίζουν την ελευθερία του κατα ναλωτή, να καταδεικνύουν τις μεταστροφές της ζήτησης, να επηρεάζουν τα εισοδήματα των παραγωγών και να αποτελούν εργαλείο λογιστικής, ενώ έ χουν πάψει ολότελα να αποτελούν όργανο οικονομικής αυτορύθμισης. Τόσο στις διεθνείς όσο και στις εθνικές της αναφορές, η κοινωνία του 19ου αι. περιοριζόταν από την οικονομία. Το καθεστώς των σταθερών διε θνών ισοτιμιών ταυτιζόταν με τον πολιτισμό. Όσο λειτουργούσαν ο διεθνής κανόνας του χρυσού και — ό,τι εξελίχθηκε σαν παρεπόμενό του— τα συ νταγματικά καθεστώτα, η ισορροπία δυνάμεων αποτελούσε φορέα ειρήνης. Το σύστημα λειτουργούσε με τη συνδρομή εκείνων των Μεγάλων Δυνάμε ων, ιδιαίτερα της Βρετανίας, οι οποίες αποτελούσαν το επίκεντρο του πα γκόσμιου εμπορίου και πίεζαν τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες να εγκαθιδρύσουν αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις. Αυτό το απαιτούσαν για να ελέγ χουν τις οικονομίες των οφειλετριών χωρών, με την συνακόλουθη ανάγκη για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, που μπορούσαν να τους επιβάλ λουν μόνον υπεύθυνες κυβερνήσεις. Αν και κατά κανόνα τέτοιοι υπολογι σμοί δεν ήταν συνειδητοί, αυτό ίσχυε μόνον επειδή οι απαιτήσεις του διε θνούς κανόνα του χρυσού θεωρούνταν αξιώματα. Ο ενιαίος παγκόσμιος τύ πος νομισματικών και αντιπροσωπευτικών θεσμών ήταν αποτέλεσμα της α νελαστικής οικονομίας της περιόδου. Από αυτήν την πραγματικότητα προέκυψαν δύο αρχές της διεθνούς πο λιτικής του 19ου αι.: η αναρχική εθνική κυριαρχία και η «επιβεβλημένη» πα ρέμβαση στις υποθέσεις τρίτων χωρών. Αν και φαινομενικά αντιφάσκουσες, οι δύο αρχές ήταν στην ουσία συνδεδεμένες. Η εθνική κυριαρχία αποτελού σε έναν καθαρά πολιτικό όρο, επειδή στο καθεστώς του ελεύθερου διε θνούς εμπορίου και του διεθνούς κανόνα του χρυσού οι εθνικές κυβερνή σεις δεν είχαν καμία δικαιοδοσία στην διεθνή οικονομία. Δεν ήταν σε θέση να δεσμεύσουν τις χώρες τους για νομισματικά ζητήματα — αυτό αποτελού σε νομική θέση. Ουσιαστικά, μόνον οι χώρες που το νομισματικό τους σύ στημα υπαγόταν στον έλεγχο κεντρικών τραπεζών θεωρούνταν κυρίαρχα κράτη. Στις ισχυρές δυτικές χώρες, αυτή η απεριόριστη εθνική νομισματική κυριαρχία συνδυαζόταν με το εκ διαμέτρου αντίθετό της: μία αμείωτη έντα ση για επέκταση της κοινωνίας και της οικονομίας της αγοράς αλλού. Συνα κόλουθα, στα τέλη του 19ου αι., οι λαοί του κόσμου υποχρεώθηκαν να προ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
241
χωρήσουν σε μία πρωτοφανή θεσμική ομοιομορφία. Το σύστημα αυτό ήταν περιοριστικό εξ αιτίας της πολυπλοκότητας αλλά και της παγκοσμιότητάς του. Η αναρχική κυριαρχία αποτελούσε εμπόδιο σε κάθε αποτελεσματική μορφή διεθνούς συνεργασίας, όπως εμφατικά απέδει ξε η Κοινωνία των Εθνών. Η εξαναγκαστική ομοιομορφία των εθνικών συ στημάτων συνιστούσε μόνιμη απειλή για την ελευθερία της εθνικής ανάπτυ ξης, ιδιαίτερα σε καθυστερημένες χώρες, αλλά και σε προηγμένες μα οικο νομικά αδύναμες. Η οικονομική συνεργασία περιοριζόταν σε ιδιωτικούς φο ρείς, ασταθείς και αναποτελεσματικούς, όπως το ελεύθερο εμπόριο, ενώ η ουσιαστική συνεργασία μεταξύ λαών, δηλαδή μεταξύ κυβερνήσεων, δεν μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί έστω πιθανή. Η κατάσταση μπορεί κάλλιστα να επιβάλλει δύο φαινομενικά ασύμβατες κατευθύνσεις στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής: θα απαιτήσει μία στε νότερη συνεργασία μεταξύ συμμάχων χωρών, ασύλληπτη για τα δεδομένα της πολιτικής φιλοσοφίας του 19ου αι. ενώ, συγχρόνως, η ύπαρξη ρυθμι σμένων αγορών θα καταστήσει τις εθνικές κυβερνήσεις πολύ πιο επιφυλα κτικές απέναντι σε εξωτερικές παρεμβάσεις. Πάντως, με την εξαφάνιση του αυτόματου μηχανισμού του διεθνούς κανόνα του χρυσού, οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να αποβάλλουν το πιο παρεμποδιστικό χαρακτηριστικό της από λυτης εθνικής κυριαρχίας, την άρνηση συνεργασίας στη διεθνή οικονομική σκηνή. Συνάμα, θα καταστεί δυνατό να αφεθούν οι διάφορες χώρες να α σκήσουν την εθνική τους πολιτική σύμφωνα με τις ιδιαίτερες τάσεις τους, α κυρώνοντας έτσι το ολέθριο δόγμα της υποχρεωτικής ομοιομορφίας των ε θνικών καθεστώτων στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας. Μέσα από τα ερείπια του παλιού κόσμου, προβάλλουν τα αγκωνάρια του νέου: η οικονο μική συνεργασία των κυβερνήσεων και η αυτονομία της εθνικής ανάπτυξης. Υπό το περιοριστικό καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου, καμία από αυτές τις ελευθερίες δεν ήταν νοητή, με συνέπεια τον αποκλεισμό ποικίλων μεθό δων διεθνούς συνεργασίας. Ενώ στο καθεστώς της οικονομίας της αγοράς και του διεθνούς κανόνα του χρυσού η ιδέα της ομοσπονδίας δικαιολογημέ να ταυτιζόταν με τον εφιάλτη του συγκεντρωτισμού και της ομοιομορφίας, το τέλος της οικονομίας της αγοράς μπορεί να οδηγήσει στη συνύπαρξη μιας αποτελεσματικής συνεργασίας με την εθνική αυτονομία. Το πρόβλημα της ελευθερίας ανακύπτει σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το θεσμικό και το ηθικό ή θρησκευτικό. Στο θεσμικό επίπεδο, το πρόβλημα α φορά στην αντιστάθμιση των συρρικνούμενων ελευθεριών από νέες, αυξη μένες· δεν διατυπώνονται ριζικά νέα προβλήματα. Σε ένα πιο θεμελιώδες ε πίπεδο, τίθεται σε αμφισβήτηση η ίδια η ύπαρξη της ελευθερίας. Φαίνεται πως τα μέσα διαφύλαξης της ελευθερίας ουσιαστικά την αλλοιώνουν και τε λικά την καταστρέφουν. Το κλειδί στο πρόβλημα της ελευθερίας την εποχή μας πρέπει να το αναζητήσουμε σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο. Οι θεσμοί α ντλούν νόημα και περιεχόμενο από τον άνθρωπο. Δεν μπορούμε να επιτύ χουμε την ελευθερία που επιζητούμε, αν δεν κατανοήσουμε την αληθινή σημασία της ελευθερίας σε μία σύνθετη κοινωνία.
242
ΚΑΚΙΡΟΙΑΝΥΙ
Στο θεσμικό επίπεδο, η ρύθμιση επεκτείνει αλλά και περιορίζει την ελευ θερία- αυτό που έχει σημασία είναι η ισορροπία ανάμεσα στις χαμένες και τις κερδισμένες ελευθερίες, και ισχύει τόσο για την πραγματική, όσο και για την νομική ελευθερία. Οι προνομιούχες τάξεις απολαμβάνουν την ελευθε ρία που τους παρέχει η εξασφαλισμένη ευημερία τους- συνεπώς, εκδηλώ νουν μικρότερη διάθεση να επεκτείνουν την ελευθερία στην κοινωνία από όσο εκείνοι που, λόγω χαμηλών εισοδημάτων, πρέπει να περιορίζονται σε ένα ελάχιστο ελευθερίας. Αυτό καθίσταται προφανές μόλις ανακύψει το ζή τημα του εξαναγκασμού, ως μοναδικού τρόπου επέκτασης του εισοδήμα τος, της ασφάλειας και της ευημερίας. Αν και ο περιορισμός αφορά όλους, οι προνομιούχοι τον απεχθάνονται, σαν να υφίστανται μόνον αυτοί τις συ νέπειες του. Μιλούν για υποδούλωση, ενώ, στην πραγματικότητα, πρόκειται για την επέκταση στους άλλους της ελευθερίας που μόνον αυτοί απολαμ βάνουν. Αρχικά, ίσως χρειαστεί να υπάρξει περιορισμός της ευημερίας και της ασφάλειάς τους, άρα της ελευθερίας τους, ώστε να υψωθεί το επίπεδο της ελευθερίας σε ολόκληρη την επικράτεια. Αλλά μία τέτοια μετατόπιση, αναδιάρθρωση και επέκταση των ελευθεριών δεν πρέπει σε καμία περίπτω ση να αποτελεί πρόσχημα για μία συρρίκνωση της ελευθερίας στις νέες συνθήκες, σε σύγκριση με τις παλιές. Υπάρχουν ωστόσο ελευθερίες, που η διατήρησή τους είναι υψίστης ση μασίας. Αποτελούσαν, όπως η ειρήνη, υποπροϊόν της οικονομίας του 19ου αι., αλλά τις έχουμε ενστερνισθεί εξ αιτίας της αξίας τους. Ο θεσμικός δια χωρισμός της πολιτικής από την οικονομία, που αποδείχθηκε θανάσιμη απει λή για την υπόσταση της κοινωνίας, παρήγε σχεδόν αυτόματα ελευθερία σε βάρος της δικαιοσύνης και της ασφάλειας. Οι πολιτικές ελευθερίες, η ιδιωτι κή επιχείρηση και το σύστημα των μισθών συγχωνεύθηκαν σε ένα πρότυπο ζωής, που ευνοούσε την ηθική ελευθερία και την πνευματική ανεξαρτησία. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, επήλθε μία συσσωμάτωση των νομικών με τις πραγματικές ελευθερίες, που τα στοιχεία της δεν είναι δυνατόν να διαχωρι στούν σαφώς. Ορισμένες, προήλθαν από δεινά, όπως η ανεργία και τα κέρ δη των κερδοσκόπων- άλλες, ανάγονται στις πολυτιμότερες παραδόσεις της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης. Πρέπει με κάθε τρόπο να πασχί σουμε να διατηρήσουμε αυτές τις υψηλές αξίες, που μας κληροδότησε με την κατάρρευσή της η οικονομία της αγοράς. Αυτό βέβαια αποτελεί μέγιστο εγχείρημα. Ούτε η ελευθερία ούτε η ειρήνη μπορούσαν να θεσμοθετηθούν σ’ αυτήν την οικονομία, επειδή σκοπός της ήταν η δημιουργία κερδών και ευημερίας, όχι ελευθερίας και ειρήνης. Πρέπει να αγωνιστούμε συνειδητά γι’ αυτές, αν θέλουμε να τις απολαύσουμε στο μέλλον- επιβάλλεται να αποτελέσουν τους επιλεγμένους στόχους των κοινωνιών στις οποίες αποσκοπούμε. Αυτό μπορεί να αποτελεί και το γνήσιο νόημα της παρούσας παγκό σμιας προσπάθειας να διασφαλίσουμε την ειρήνη και την ελευθερία. Από τη στιγμή που το ενδιαφέρον για την ειρήνη, όπως πήγασε από την οικονομία του 19ου αι., έχει πάψει να λειτουργεί, η επικράτηση της θέλησης για ειρή νη εξαρτάται από την επιτυχία μας να εδραιώσουμε μία νέα παγκόσμια τάξη
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
243
πραγμάτων. Όσο για την προσωπική ελευθερία, θα υπάρχει στον βαθμό που θα δημι ουργήσουμε συνειδητά νέες εγγυήσεις για τη διαφύλαξη και, ακόμα περισ σότερο, για την επέκτασή της. Μία εδραιωμένη κοινωνία πρέπει να προστα τεύει θεσμικά το δικαίωμα της διαφωνίας. Το άτομο πρέπει να αφήνεται να επιλέγει ελεύθερα τις απόψεις του, δίχως τον φόβο των δυνάμεων που έ χουν διοικητικές ευθύνες σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής ζωής. Επι στήμες και τέχνες πρέπει πάντοτε να βρίσκονται υπό την κηδεμονία της Δη μοκρατίας των Γραμμάτων. Ο εξαναγκασμός δεν πρέπει ποτέ να είναι από λυτος· ο «αντιρρησίας» θα πρέπει να βρίσκει δυνατότητα κοινωνικής έντα ξης, και να έχει το δικαίωμα της «δεύτερης επιλογής». Έτσι θα διασφαλισθεί το δικαίωμα της διαφωνίας ως αξερίζωτο χαρακτηριστικό μίας ελεύθε ρης κοινωνίας. Κάθε βήμα προς την κοινωνική ενσωμάτωση πρέπει να συνοδεύεται από μία αντίστοιχη αύξηση της ελευθερίας· βήματα προς έναν κεντρικό σχεδία σμά πρέπει να περιλαμβάνουν την ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων στην κοινωνία. Τα αναφαίρετα δικαιώματα του ατόμου πρέπει να επιβάλλο νται, σύμφωνα με τον νόμο, ακόμη και στις ανώτατες εξουσίες, προσωπικές ή ανώνυμες. Πραγματική απάντηση στην απειλή της γραφειοκρατίας ως πη γής κατάχρησης δυνάμεως είναι η δημιουργία σφαιρών απόλυτης ελευθε ρίας, που θα προστατεύονται από απαραβίαστους κανόνες. Όσο γενναιόδω ρα και αν παρέχεται η αποκέντρωση της εξουσίας, θα υπάρχει ενίσχυση της εξουσίας στο κέντρο, και συνεπώς απειλή για την ατομική ελευθερία. Αυτό ισχύει ακόμη και για τα όργανα των δημοκρατικών κοινοτήτων, όπως και για τα επαγγελματικά και εργατικά συνδικάτα, που σκοπός τους είναι η προστα σία των δικαιωμάτων κάθε μεμονωμένου μέλους. Το μέγεθος τους μπορεί να απογοητεύσει το άτομο, αν και δεν συντρέχει κανένας λόγος να τα υπο πτεύεται. Ακόμη περισσότερο, αυτό ισχύει όταν οι απόψεις ή οι πράξεις του προσβάλλουν την ευαισθησία αυτών που ασκούν την εξουσία. Δεν αρκεί μία απλή διακήρυξη δικαιωμάτων: απαιτούνται θεσμοί, για να κατοχυρώσουν την εφαρμογή τους. Δεν υπάρχει λόγος να αποτελεί το ίΐ3ββ35 οοιρυε την τελευταία συνταγματική επινόηση νομικής θεμελίωσης της προσωπικής ε λευθερίας. Δικαιώματα του πολίτη, ως σήμερα μη αποδεκτά, επιβάλλεται να προστεθούν στον καταστατικό χάρτη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρέπει να καταστούν ισχυρότερα από κάθε εξουσία, κρατική, κοινοτική ή επαγγελ ματική. Πρώτη θέση στον κατάλογο πρέπει να κατέχει το δικαίωμα του ατό μου για εργασία σε παραδεκτές συνθήκες, ανεξάρτητα από τις πολιτικές ή θρησκευτικές του πεποιθήσεις, το χρώμα και την φυλή. Αυτό περιλαμβάνει εγγυήσεις απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης. Τα εργατικά δικαστήρια εί ναι γνωστά για την προστασία που παρέχουν στο άτομο, ακόμη και από με γάλες εταιρείες με απεριόριστη δύναμη, όπως ήταν οι πρώτες εταιρείες σι δηροδρόμων. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση κατάχρησης δυνάμεως, που αντιμετωπίσθηκε άμεσα από τα εργατικά δικαστήρια, ήταν το Διάταγμα «Περί αναγκαίων έργων» στην Αγγλία, ή το «πάγωμα της εργασίας» στις
244
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
Η.Π.Α., με τις απεριόριστες δυνατότητες διακρίσεων σε βάρος των εργαζο μένων. Οπουδήποτε παρατηρήθηκε συσπείρωση της κοινής γνώμης για την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών, τα δικαστήρια και άλλα γνωμοδοτικά σώματα ήταν πάντοτε σε θέση να δικαιώσουν την προσωπική ελευθερία. Αυτή πρέπει να διατηρηθεί με κάθε τίμημα — ακόμα και με μείωση της από δοσης στην παραγωγή, της οικονομίας στην κατανάλωση και της ορθολογι κής διοίκησης. Μία βιομηχανική κοινωνία έχει την οικονομική δυνατότητα να παραμείνει ελεύθερη. Το τέλος της οικονομίας της αγοράς μπορεί να αποβεί αρχή μιας εποχής πρωτοφανούς ελευθερίας. Νομική και πραγματική ελευθερία μπορούν να επεκταθούν και να γενικευθούν περισσότερο από ποτέ- ρύθμιση και έλεγχος μπορούν να πραγματώσουν την ελευθερία, όχι μόνο για τους λίγους, αλλά για όλους. Ελευθερία όχι ως απόρροια προνομίων, αλλά ως επιτακτικό δι καίωμα που ξεπερνά τα στενά πλαίσια της πολιτικής και αναφέρεται στην ε σωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι θα προστεθούν παλιές ελευθερίες και πολιτικά δικαιώματα στο πλήθος των καινούριων που δημιουργεί η ευη μερία και η άνεση τις οποίες προσφέρει στους πάντες η βιομηχανική κοινω νία. Μία τέτοια κοινωνία έχει τη δυνατότητα να είναι δίκαιη και ελεύθερη. Αλλά στην κατεύθυνση αυτήν συναντούμε ένα ηθικό εμπόδιο. Σχεδιασμός και έλεγχος απορρίπτονται ως άρνηση της ελευθερίας, ενώ η ελεύθε ρη επιχείρηση και η ιδιωτική ιδιοκτησία αναγορεύονται σε ουσιώδη χαρακτη ριστικά της. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, οι κοινωνίες που βασίζονται σε άλλες αρχές παύουν να θεωρούνται ελεύθερες. Η ελευθερία που δημιουρ γεί η ρύθμιση καταγγέλλεται ως ανελευθερία- η δικαιοσύνη και η ευημερία που προσφέρει επικρίνονται ως συγκαλύψεις μιας υποδούλωσης. Μάταια υποσχέθηκαν οι σοσιαλιστές ένα κράτος ελευθερίας, γιατί τα μέσα καθορί ζουν τους σκοπούς: η Ε.Σ.Σ.Δ., που χρησιμοποίησε σχεδίασμά, ρύθμιση και έλεγχο ως εργαλεία, δεν έχει ακόμα εδραιώσει στην πρακτική της τις συλ λογικές ελευθερίες που υπόσχεται το σύνταγμά της και, σύμφωνα με τους επικριτές της, δεν πρόκειται να το κάνει ποτέ... Αλλά η εναντίωση στη ρύθ μιση ισοδυναμεί με εναντίωση στη μεταρρύθμιση. Στην φιλελεύθερη οπτική, η ιδέα της ελευθερίας εκφυλίζεται σε μία προώθηση της ελεύθερης επιχεί ρησης — η οποία, σήμερα, ακυρώνεται ουσιαστικά από την ύπαρξη γιγάντιων τραστ και ισχυρών μονοπωλίων. Αυτό προσφέρει πλήρη ελευθερία σε εκείνους των οποίων το εισόδημα, η άνεση και η ασφάλεια δεν χρειάζονται περαιτέρω βελτιώσεις, ενώ παραχωρεί ψιχία ελευθερίας στον λαό, που μά ταια επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τα δημοκρατικά του δικαιώματα για να προφυλαχθεί από την εξουσία των ιδιοκτητών. Η κατάσταση δεν εξαντλεί ται όμως εδώ. Στην ουσία, οι φιλελεύθεροι δεν κατάφεραν πουθενά να επανεδραιώσουν την ελεύθερη επιχείρηση, που ήταν καταδικασμένη να αποτύχει για εγγενείς λόγους. Αποτέλεσμα των προσπαθειών τους ήταν η εδραίωση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώ ρες και παράλληλα η εδραίωση διαφόρων μορφών φασισμού, όπως χαρα κτηριστικά συνέβη στην Αυστρία. Ο σχεδιασμός, η ρύθμιση και ο έλεγχος,
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
245
τους οποίους ήθελαν να αποκλείσουν ως απειλές για την ελευθερία, χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν από τους δηλωμένους εχθρούς της ελευθερίας, για την ολοσχερή της κατάργηση. Η νίκη του φασισμού κατέστη αναπόφευκτη, επειδή οι φιλελεύθεροι παρεμπόδισαν όλες τις μεταρρυθμίσεις που περι λάμβαναν σχεδίασμά, ρύθμιση και έλεγχο. Η τελική άρνηση της ελευθερίας, δηλαδή ο φασισμός, αποτελεί ουσια στικά προϊόν της φιλελεύθερης φιλοσοφίας, που ισχυρίζεται πως εξουσία και εξαναγκασμός αποτελούν δεινά και πως η ελευθερία απαιτεί την απου σία τους από την ανθρώπινη κοινότητα. Κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, κι αυ τό καθίσταται προφανές σε μία σύνθετη κοινωνία. Αυτό αφήνει ως εναλλα κτικές λύσεις είτε την προσήλωση σε μία απατηλή σύλληψη της ελευθερίας, με συνακόλουθη την άρνηση της πραγματικότητας στην κοινωνία, είτε την αποδοχή αυτής της πραγματικότητας και την απόρριψη της ιδέας της ελευ θερίας. Η πρώτη αποτελεί επιλογή του φιλελευθερισμού, η δεύτερη του φα σισμού. Καμία άλλη διέξοδος δεν φαίνεται δυνατή. Αναπόφευκτα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τίθεται υπό αμφισβή τηση η ίδια η δυνατότητα της ελευθερίας. Αν η ρύθμιση αποτελεί το μοναδι κό μέσον εξάπλωσης και ενίσχυσης της ελευθερίας στην σύνθετη κοινωνία, αλλά η χρησιμοποίησή της είναι αντίθετη στην ελευθερία καθ’ εαυτή, τότε μία τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να είναι ελεύθερη. Είναι σαφές ότι στην καρδιά του διλήμματος βρίσκεται το νόημα της ε λευθερίας. Η φιλελεύθερη οικονομία έδωσε λαθεμένες κατευθύνσεις στα ι δεώδη μας. Θεωρούσε εφικτή την επίτευξη σαφώς ουτοπικών προσδοκιών. Καμία κοινωνία δεν είναι νοητή δίχως εξουσία και εξαναγκασμό, ούτε και μπορεί να νοηθεί κόσμος δίχως την ύπαρξη και λειτουργία της ισχύος. Μία κοινωνία αποκλειστικά διαμορφωμένη από τη βούληση του ανθρώπου απο τελούσε αυταπάτη. Κι όμως, αυτό ήταν το αποτέλεσμα της φιλελεύθερης ο πτικής της κοινωνίας, που ταύτισε την οικονομία με τις ανταλλακτικές σχέ σεις και αυτές με την έννοια της ελευθερίας. Εδραιώθηκε η πρωτόφαντη πλάνη πως δεν υπάρχει τίποτε στην ανθρώπινη κοινωνία που να μην προέρ χεται από τη θέληση των ατόμων και, συνεπώς, που να μη μπορεί να απομα κρυνθεί άμα θέλουν. Η θεώρηση των ανθρώπων περιοριζόταν από την αγο ρά, που «χώριζε σε στεγανά» τη ζωή στον τομέα του παραγωγού, ο οποίος έληγε όταν το προϊόν του έφτανε στην αγορά, και στον τομέα του κατανα λωτή, για τον οποίο όλα τα αγαθά πήγαζαν από την αγορά. Ο πρώτος α ντλούσε το εισόδημα του «ελεύθερα» από την αγορά, ο άλλος το ξόδευε «ελεύθερα» στην αγορά. Η κοινωνία ως όλον παρέμενε αόρατη. Η εξουσία του κράτους δεν είχε καμία σχέση επειδή, όσο μικρότερη ήταν, τόσο πιο ά νετη θα ήταν η λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Ούτε οι ψηφοφόροι ούτε οι ιδιοκτήτες ούτε οι παραγωγοί ούτε οι καταναλωτές μπορούσαν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για βάναυσους περιορισμούς της ελευθερίας, όπως απέρρεαν από την ανεργία και την εξαθλίωση. Οποιοσδήποτε τίμιος ιδιώτης μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο από κάθε υπευθυνότητα για οποιεσδήποτε πράξεις εξαναγκασμού από μέρους ενός κράτους το οποίο
246
ΚΑΒΙΡΟΙΑΝΥΙ
προσωπικά απέρριπτε, αλλά και για την οικονομική δυσχέρεια της κοινω νίας, από την οποία ο ίδιος δεν είχε επωφεληθεί. «Εβγαζε το ψωμί του», «δεν χρωστούσε σε κανέναν», δεν είχε εμπλακεί στα δεινά της εξουσίας και της οικονομικής αξίας. Η έλλειψη κάθε ευθύνης για όλα αυτά του φαινό ταν τόσο προφανής, ώστε αρνιόταν την ύπαρξή τους στο όνομα της ελευ θερίας του. Αλλά εξουσία και οικονομική αξία αποτελούν παράδειγμα της κοινωνικής πραγματικότητας. Δεν πηγάζουν από την ανθρώπινη θέληση, ούτε και είναι δυνατό να μη συνεργαστείς μ’ αυτές. Σκοπός της εξουσίας είναι να διασφα λίσει την απαιτούμενη ομοιομορφία για την επιβίωση της ομάδας. Βασική πηγή της είναι η γνώμη — και η διαμόρφωση της γνώμης είναι ελεύθερη. Η οικονομική αξία διασφαλίζει τη χρησιμότητα των παραγομένων αγαθών προϋπάρχει της απόφασης για την παραγωγή τους και επισφραγίζει τον κα ταμερισμό της εργασίας. Πηγή της είναι οι ανθρώπινες ανάγκες και ελλεί ψεις — και πώς μπορούμε να μην επιθυμούμε ένα αγαθό περισσότερο από έ να άλλο; Οποιαδήποτε γνώμη ή επιθυμία, θα μας καταστήσει συμμέτοχους στη δημιουργία της εξουσίας και στη συγκρότηση της οικονομικής αξίας. Δεν νοείται καμία άλλη εναλλακτική δυνατότητα. Φτάσαμε στο τέλος της εργασίας μας. Η απόρριψη της ουτοπίας της α γοράς μάς φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα της κοινωνίας. Αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον φιλελευθερισμό από τη μια μεριά, και τον φασισμό και τον σοσιαλισμό από την άλλη. Η διαφορά ανάμε σα στους δύο τελευταίους δεν είναι πρωτίστως οικονομική. Είναι ηθική και θρησκευτική. Ακόμα κι όταν ευαγγελίζονται ίδιες οικονομικές πολιτικές, όχι μόνο διαφοροποιούνται αλλά ουσιαστικά ενσαρκώνουν αντίθετες αρχές. Θεμελιώδες σημείο διαχωρισμού τους είναι και πάλι η ελευθερία. Τόσο από τους φασίστες, όσο και από τους σοσιαλιστές, η πραγματικότητα της κοινω νίας γίνεται αποδεκτή εξ ίσου αμετάκλητα, όπως η γνώση του θανάτου που έχει διαμορφώσει την ανθρώπινη συνείδηση. Η εξουσία και ο εξαναγκασμός αποτελούν τμήμα αυτής της πραγματικότητας, και όποια αρχή τούς απο κλείει από την κοινωνία πρέπει να είναι άκυρη. Το ζήτημα στο οποίο διαφέ ρουν είναι το κατά πόσον, υπό το φως αυτής της πραγματικότητας, μπορεί να προωθηθεί η ιδέα της ελευθερίας. Αποτελεί η ελευθερία λέξη κενή νοή ματος, πειρασμό καταστρεπτικό για τον άνθρωπο, ή μήπως μπορεί ο άνθρω πος να επιβεβαιώσει την ελευθερία του στη βάση αυτής της γνώσης και να πασχίσει για την επίτευξή της στην κοινωνία δίχως να καταφεύγει σε ηθικές αυταπάτες; Το ακανθώδες αυτό ερώτημα συνοψίζει την κατάσταση του ανθρώπου. Το πνεύμα και το περιεχόμενο της μελέτης μου πρέπει να υποδεικνύει μιαν απάντηση. Επικαλεσθήκαμε τα τρία στοιχεία που φρονούμε ότι συγκροτούν τη συ νείδηση του δυτικού ανθρώπου: τη γνώση του θανάτου, τη γνώση της ελευ θερίας και τη γνώση της κοινωνίας. Η πρώτη, σύμφωνα με την ιουδαϊκή πα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
247
ράδοση, αποκαλύφθηκε στην ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Η δεύτερη, αποκαλύφθηκε δια μέσου της ανακάλυψης της μοναδικότητας του ατόμου στη διδασκαλία του Ιησού, όπως την καταγράφει η Καινή Διαθήκη. Η τρίτη αποκάλυψη, προέκυψε από τη ζωή στα πλαίσια της βιομηχανικής κοινωνίας. Κανένα μεγάλο όνομα δεν συνδέεται μαζί της· ίσως ο Ρόμπερτ Όουεν να ή ταν φορέας της. Αποτελεί το στοιχείο που συγκροτεί τη συνείδηση του νεοτερικού ανθρώπου. Η φασιστική απάντηση στην αναγνώριση της κοινωνικής πραγματικότη τας είναι η απόρριψη της αρχής της ελευθερίας. Η χριστιανική ανακάλυψη της μοναδικότητας του ατόμου, αλλά και του ανθρώπινου είδους, ακυρώνε ται από τον φασισμό. Εδώ έγκειται η ρίζα της εκφυλιστικής του τάσης. Ο Ρόμπερτ Όουεν υπήρξε ο πρώτος που αναγνώρισε πως τα Ευαγγέλια αγνοούσαν την κοινωνική πραγματικότητα. Χαρακτήρισε αυτήν την κατά σταση «εξατομίκευση» του ανθρώπου από μέρους του χριστιανισμού και φάνηκε να πιστεύει ότι μόνο σε μία συνεταιριστική πολιτεία θα μπορούσαν «τα όποια πολύτιμα στοιχεία του χριστιανισμού» να πάψουν να είναι διαχω ρισμένα από τον άνθρωπο. Ο Όουεν παραδεχόταν ότι η ελευθερία που κερ δίσαμε με τη διδασκαλία του Ιησού ήταν ανεφάρμοστη σε μία σύνθετη κοι νωνία. Ο σοσιαλισμός του ήταν η προώθηση του ανθρώπινου αιτήματος για ελευθερία στα πλαίσια μίας σύνθετης κοινωνίας. Η μεταχριστιανική περίο δος του δυτικού πολιτισμού είχε ξεκινήσει- τα Ευαγγέλια δεν επαρκούσαν πια, αν και παρέμεναν η βάση του πολιτισμού μας. Έτσι, η ανακάλυψη της κοινωνίας ισοδυναμεί είτε με το τέλος είτε με την αναγέννηση της ελευθερίας. Ο φασίστας δέχεται την αποποίηση της ε λευθερίας και εξυμνεί την εξουσία, που αποτελεί την πραγματικότητα της κοινωνίας, ενώ ο σοσιαλιστής δέχεται αυτήν την πραγματικότητα και προω θεί το αίτημα της ελευθερίας, σε πείσμα της. Ο άνθρωπος ωριμάζει και καθί σταται ικανός να λειτουργήσει ως άνθρωπος σε μία σύνθετη κοινωνία. Για να θυμηθούμε για άλλη μια φορά τα εμπνευσμένα λόγια του Ρόμπερτ Όου εν: «Αν ορισμένες αιτίες δεινών δεν εξαλείφονται από τις νέες δυνάμεις που αποκτούμε, τότε θα γνωρίζουμε ότι αποτελούν αναγκαία και αναπόφευ κτα δεινά και θα σταματήσουμε τις παιδιάστικες, άκαρπες διαμαρτυρίες». Η εγκαρτέρηση υπήρξε πάντοτε πηγή ανθρώπινης δύναμης και ελπίδας. Ο άνθρωπος αποδέχθηκε την πραγματικότητα του θανάτου και βάσισε σ’ αυτήν το νόημα της επίγειας ζωής του. Δέχθηκε με εγκαρτέρηση την αλή θεια πως είχε να χάσει μια ψυχή καθώς και ότι υπήρχαν χειρότερα από τον θάνατο, και βάσισε την ελευθερία του σ’ αυτήν την παραδοχή. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος δέχεται με εγκαρτέρηση την πραγματικότητα της κοινω νίας, που σημαίνει περιορισμό της ελευθερίας. Αλλά η ζωή πηγάζει από την ύψιστη εγκαρτέρηση. Η αδιαμαρτύρητη αποδοχή της πραγματικότητας της κοινωνίας παρέχει στον άνθρωπο ακατάμαχητο κουράγιο και τη δύναμη να εξαλείψει όσες αδικίες και στερήσεις της ελευθερίας μπορούν να εξαλειφθούν. Όσο παραμένει συνεπής με την αποστολή του, που είναι η δημιουρ γία μεγαλύτερης ελευθερίας για όλους, δεν πρέπει να φοβάται ότι ο σχε-
248
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
διασμός ή η εξουσία θα στραφούν εναντίον του και, με την εφαρμογή τους, θα καταστρέψουν την ελευθερία που δημιουργεί. Αυτό είναι το νόημα της ε λευθερίας σε μία σύνθετη κοινωνία- μας δίνει τη σιγουριά που όλοι χρειαζό μαστε.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
249
Σημειώσεις στο 1ο κεφάλαιο 1. Η ισορροπία δυνάμεων ως πολιτική, ιστορικός νόμος, αρχή και σύστημα
1. Η πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων, Η πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων α ποτελεί εθνικό θεσμό της Αγγλίας. Είναι εντελώς ρεαλιστική και πραγματική και δεν πρέπει να την συγχέουμε με την αρχή ούτε με το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων. Η πολιτική αυτή ήταν απόρροια της νησιωτικής της θέσης απέναντι σε μιαν ήπειρο στην οποία δρούσαν οργανωμένες πολιτικές κοινότητες. «Η ανερχόμενη διπλωματία, από τον \Λ/οΙδθγ ως τον Ο θοιΊ, εφάρμοζε την αρχή της ι σορροπίας δυνάμεων ως τη μόνη δυνατότητα εξασφάλισης της χώρας από την εμφάνιση ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών», αναφέρει ο ΤΓθνθΙγβη. Αυτή η πολιτική εδραιώθηκε στα χρόνια των Τυδώρ και ασκήθηκε από τον 5 ϊγ \Λ/ΐΙΙΐ8ΐτι ΤθΐηρΙθ, ό πως και από τον Οαηηΐηο, τον Ρ^ΙιτίθΓδίοη και τον 3 ιγ ΕάννδΓά Ο γθυ. Προηγήθηκε του ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπίας δυνάμεων κατά δύο αιώνες και η εξέ λιξή της ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τις ευρωπαϊκές πηγές του δόγματος της ισορροπίας δυνάμεων, όπως αυτό αναπτύχθηκε από τον Ρθπθ Ιοπ και τον Ν/βίΐθΙ. Πάντως, η εθνική πολιτική της Αγγλίας ευνοήθηκε σημαντικά από την εμφάνιση ενός τέτοιου συστήματος, που της επέτρεψε σταδιακά να οργανώνει συμμαχίες εναντίον οποιοσδήποτε ανερχόμενης δύναμης στην ήπειρο. Συνακόλουθα, οι Αγγλοι πολιτικοί έτειναν να υιοθετήσουν την αντίληψη ότι η αγγλική πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων αποτελούσε ουσιαστικά έκφραση της αρχής της ι σορροπίας δυνάμεων και ότι, ασκώντας μία τέτοια πολιτική, η Αγγλία έπαιζε α πλώς τον ρόλο της στα πλαίσια ενός συστήματος που βασιζόταν σ’ αυτήν την αρχή. Παρ’ όλα αυτά, οι άγγλοι πολιτικοί έβλεπαν καθαρά τη διαφορά ανάμεσα στη δική της πολιτική αυτοάμυνας και σε οποιαδήποτε αρχή που θα μπορούσε να προωθήσει μία τέτοια πολιτική. Γράφει ο σερ Έντουαρντ Γκρέυ στο Τννβπίγ Γινβ Υθ3Γ3: «Η Βρετανία δεν έχει αντιταχθεί, θεωρητικά, στην ηγεμονία ενός ι σχυρού συνασπισμού στην Ευρώπη, όταν αυτή εξυπηρετούσε εμφανώς τη στα θερότητα και την ειρήνη. Η υποστήριξη ενός τέτοιου συνασπισμού ήταν γενικά πρώτη επιλογή. Μόνον όταν η κυρίαρχη δύναμη καθίσταται επιθετική και διαι σθάνεται ότι απειλούνται τα συμφέροντά της προσεγγίζει, από ένστικτο αυτοά μυνας ή από συγκεκριμένη πολιτική, οτιδήποτε θα μπορούσε να περιγράφει ως Ισορροπία Δυνάμεων». Συνεπώς, στη βάση της προώθησης των ιδιαίτερων συμφερόντων της η Αγγλία υποστήριζε την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπίας δυ νάμεων και προωθούσε τις αρχές του. Αυτό αποτελούσε μέρος της πολιτικής της. Η σύγχυση που προκαλούσε αυτό το συνταίριασμα δύο ουσιαστικά διαφο ρετικών αναφορών στην ισορροπία δυνάμεων διαπιστώνεται στις εξής διατυπώ σεις: το 1787, ο Φοξ ρωτούσε έντονα την κυβέρνηση «αν η Αγγλία δεν ήταν πια σε θέση να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και να θεωρείται εγγυητής των ελευθεριών της». Ισχυριζόταν πως ήταν ευθύνη της Αγγλίας να θεωρείται ο εγγυητής της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μπερκ χαρακτήριζε αυτό το σύστημα «δημόσιο δίκαιο της Ευρώ πης» το οποίο, ισχυριζόταν, ίσχυε από δύο αιώνες. Τέτοιες ταυτίσεις της εθνι-
250
ΚΑΒΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
κής πολιτικής της Αγγλίας με το ευρωπαϊκό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, φυ σικά δυσκόλευαν τους Αμερικανούς να κάνουν διάκριση των δύο αντιλήψεων, οι οποίες άλλωστε τους ήταν εξ ίσου απεχθείς. 2. Η ισορροπία δυνάμεων ως ιστορικός νόμος. Ένα άλλο νόημα της ισορροπίας δυνάμεων απορρέει από τη φύση των μονάδων ισχύος. Πρωτοδιατυπώθηκε από τον Χιούμ, αλλά το επίτευγμά του χάθηκε στην σχεδόν ολική έκλειψη της πολι τικής σκέψης που ακολούθησε την Βιομηχανική επανάσταση. Ο Χιούμ αναγνώ ριζε την πολιτική φύση του φαινομένου και υπογράμμιζε την ανεξαρτησία του α πό ηθικούς ή ψυχολογικούς παράγοντες. Η ισορροπία δυνάμεων επιτυγχανόταν ανεξάρτητα από τα κίνητρα των υποκειμένων, όσο αυτά αντιπροσώπευαν μονά δες ισχύος. Η πείρα έδειχνε, έγραφε ο Χιούμ, πως τα αποτελέσματα ήταν τα ί δια, είτε κίνητρό τους ήταν η σκληρή άμιλλα είτε μία συνετή πολιτική. Ο Φ. Σούμαν παρατηρεί: «Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα σύστημα κρατών που αποτελείται από τρεις μονάδες, Α, Β και Γ, είναι προφανές ότι μία αύξηση της δύνα μης οποιοσδήποτε απ’ αυτές επιφέρει μία μείωση της δύναμης των άλλων δύο». Συμπεραίνει ότι η ισορροπία δυνάμεων «στη στοιχειώδη της μορφή αποσκοπεί να διατηρήσει την ανεξαρτησία της κάθε μονάδας του συστήματος κρατών». Θα μπορούσε να έχει γενικεύσει το αξίωμα και να καταστήσει εφαρμόσιμο σε όλες τις μορφές των μονάδων ισχύος, είτε σε οργανωμένα πολιτικά συστήματα είτε όχι. Αυτός είναι ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται η ισορροπία δυ νάμεων στην κοινωνιολογία της ιστορίας. Στο έργο του 81υάγ ΐη Ηΐεΐοίγ, ο Τόυνμπη επισημαίνει ότι οι μονάδες ισχύος τείνουν να επεκτείνονται στην περιφέρεια των σχηματισμών ισχύος και όχι στο κέντρο, όπου η ασκούμενη πίεση είναι τεράστια. Οι Η.Π.Α., η Ρωσία, η Ιαπωνία και οι βρετανικές κτήσεις επεκτάθηκαν σημαντικά σε μία περίοδο όπου ακόμα και ελάχιστες μετατοπίσεις συνόρων ήταν ανέφικτες στην δυτική και κεντρική Ευρώπη. Έναν παρόμοιο ιστορικό νόμο διατυπώνει ο Πιρέν. Επισημαίνει ότι, σε σχετικά ανοργάνωτες κοινότητες, η εστία αντίστασης στην εξωτερική πίεση συ νήθως σχηματίζεται σε περιοχές που είναι απομακρυσμένες από τον ισχυρό γεί τονα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν η δημιουργία τού φραγκικού βα σιλείου από τον Πιπίνο του Χέρισταλ στον άπω Βορρά ή η εμφάνιση της ανατο λικής Πρωσίας ως οργανωτικού κέντρου των γερμανικών κρατιδίων. Ανάλογος νόμος μπορεί να εντοπιστεί στον νόμο του «μικρού ουδέτερου κράτους» του Βέλγου άθ Ο γθθΙ, ο οποίος προφανώς επηρέασε τη σχολή του Φρέντερικ Τέρνερ και οδήγησε στη σύλληψη της αμερικανικής Δύσης ως «περιπλανώμενου Βελγίου». Αυτές οι έννοιες της ισορροπίας και ανισορροπίας δυνάμεων είναι α νεξάρτητες από ηθικές, νομικές ή ψυχολογικές αποχρώσεις. Μόνη τους αναφο ρά είναι στην ισχύ, πράγμα που φανερώνει την πολιτική τους φύση. 3. Η ισορροπία δυνάμεων ως αρχή και σύστημα. Από τη στιγμή που ένα ανθρώ πινο συμφέρον αναγνωρίζεται ως νόμιμο, δημιουργεί μία αρχή συμπεριφοράς. Από το 1648, αναγνωρίστηκε το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών κρατών για το δίαίυδ ςυο, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνθήκες του Μύνστερ και της Βεστφα λίας, και εδραιώθηκε η αλληλεγγύη των συμβαλλομένων πλευρών. Τη Συνθήκη του 1648 υπέγραψε σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που αυτοαναγορεύθηκαν σε εγγυητές της. Οι Κάτω Χώρες και η Ελβετία εμφανίσθηκαν ως κυρίαρχα κράτη με αυτήν τη Συνθήκη. Εφ’ εξής, τα κράτη μπορούσαν να α
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
251
ναμένουν πως μία σημαντική αλλαγή στο δί^ίυδ ηυο θα κινούσε το γενικό ενδια φέρον. Αυτή είναι η στοιχειώδης μορφή της ισορροπίας δυνάμεων ως αρχής της οικογένειας των εθνών. Κανένα κράτος, που λειτουργούσε στη βάση της, δεν θεωρούνταν πως συμπεριφερόταν εχθρικά προς μία δύναμη την οποία δί καια ή άδικα υποπτευόταν πως είχε την πρόθεση να αλλάξει το δΐ&ίυδ ςυο. Μία τέτοια κατάσταση, βέβαια, θα διευκόλυνε σε τεράστιο βαθμό τη δημιουργία συ νασπισμών με βάση την συλλογική αντίθεση σε μια τέτοια αλλαγή. Αλλά η αρχή αναγνωρίστηκε ρητά μόνον έπειτα από εβδομήντα πέντε χρόνια, στη Συνθήκη της Ουτρέχτης όταν, «για να διατηρηθεί η ισορροπία στην Ευρώπη», οι Βουρβώνοι και οι Αψβούργοι μοιράστηκαν τις ισπανικές κτήσεις. Με την τυπική αναγνώ ριση αυτής της αρχής, η Ευρώπη σταδιακά οργανώθηκε σ’ ένα σύστημα που βα σιζόταν σ’ αυτήν. Καθώς η απορρόφηση (και η καθυπόταξη) των μικρών κρατών από ισχυρότερα μπορούσε να διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων, το σύστημα εξασφάλιζε έμμεσα την ανεξαρτησία των μικρών κρατών. Παρ’ όλη την ασαφή οργάνωση της Ευρώπης μετά το 1648, ή, ακόμα, μετά το 1713, η διατήρηση ό λων των κρατών, μικρών και μεγάλων, για μια περίοδο περίπου δύο αιώνων πρέ πει να αποδοθεί στο σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων. Αμέτρητοι πόλεμοι διεξήχθησαν στο όνομά της και παρ’ όλο που πρέπει να θεωρηθεί ότι όλοι ανεξαι ρέτως υποκινήθηκαν από τη διεκδίκηση ισχύος, το αποτέλεσμα ήταν σε πολλές περιπτώσεις το ίδιο' η συμπεριφορά των κρατών φαινόταν να βασίζεται στην αρχή της συλλογικής εξασφάλισης απέναντι σε απρόκλητες επιθετικές ενέργει ες. Καμία άλλη ερμηνεία δεν μπορεί να εξηγήσει επαρκώς την σταθερή επιβίω ση ανίσχυρων πολιτικών οντοτήτων, όπως η Δανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Ελβετία, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρά τη συγκέντρωση απειλητικών δυνάμεων στα σύνορά τους. Λογικά, η διάκριση ανάμεσα σε μία αρχή και μία οργάνωση που βασίζεται σ’ αυτήν, δηλαδή ένα σύστημα, φαίνεται σαφής. Αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα αρχών ακόμη και σε μία ανοργάνωτη μορφή, δηλαδή όταν αυτές δεν έχουν φτάσει στο θεσμικό στά διο, αλλά απλώς παρέχουν κατευθύνσεις στις συνήθεις πρακτικές. Ακόμα και δί χως ένα εδραιωμένο κέντρο, τακτικές συναντήσεις, κοινούς αξιωματούχους ή υποχρεωτικό κώδικα συμπεριφοράς, η Ευρώπη είχε σχηματίσει ένα σύστημα, α πλώς και μόνον από την συνεχή στενή επαφή των διαφόρων κυβερνήσεων και διπλωματικών εκπροσώπων. Η αυστηρή παράδοση που ρύθμιζε τις διερευνητι κές επαφές, οι παραστάσεις και τα μνημόνια αποτελούσαν διάφορους τρόπους έκφρασης καταστάσεων ισχύος, δίχως αυτές να κορυφώνονται, ενώ συγχρό νως άνοιγαν νέους δρόμους συμβιβασμού, ή και κοινής δράσης, σε περίπτωση αποτυχίας των διαβουλεύσεων. Στην ουσία, το δικαίωμα κοινής παρέμβασης στις υποθέσεις μικρών κρατών, εφ’ όσον διακυβεύονταν νόμιμα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, ισοδυναμούσε με την ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού διευ θυντηρίου σε ανοργάνωτη μορφή. Ισως ο ισχυρότερος στυλοβάτης αυτού του άτυπου συστήματος ήταν το με γάλο ποσοστό των διεθνών ιδιωτικών επιχειρηματικών συμφωνιών, που γίνο νταν δυνατές στη βάση μίας εμπορικής συνθήκης ή οποιουδήποτε άλλου οργά νου, εδραιωμένου από την παράδοση. Τέτοιες διεθνείς συναλλαγές ενέπλεκαν με αμέτρητους τρόπους στα νήματά τους κυβερνήσεις και ισχυρούς ιδιώτες. Ένας τοπικός πόλεμος απλώς επέφερε μία σύντομη διακοπή ορισμένων συναλ
252
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
λαγών, ενώ τα συμφέροντα που είχαν επενδυθεί σε άλλες, που παρέμεναν μονίμως ή τουλάχιστον προσωρινά ανεπηρέαστες, σχημάτιζαν έναν επιβλητικό ό γκο σε σχέση μ’ εκείνα που θα επιλύονταν με προσφυγή στον πόλεμο. Αυτή η σιωπηρή πίεση των ιδιωτικών συμφερόντων, που διαπότιζε ολόκληρη τη ζωή των πολιτισμένων κοινωνιών και ξεπερνούσε τα εθνικά όρια, αποτελούσε το κύ ριο έρεισμα της διεθνούς αμοιβαιότητας, και προσέδιδε κύρος στην αρχή της ι σορροπίας δυνάμεων, ακόμα κι όταν αυτή δεν έπαιρνε την οργανωμένη μορφή μίας Ευρωπαϊκής Συμφωνίας ή μίας Κοινωνίας των Εθνών. Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΩΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ: Ηυιτίθ ϋ., «Οη {(ίθ ΒδΙ^ηεθ οί ΡοννθΓ», \Α/ογΙ<8, νοΙ.ΙΙΙ (1854), σ.364. δοήυιτίδη, Ρ., ΙηίθΓΠαίΰοηειΙ Ροϊιϊΐοε (1933), σ.55. Τογηβθθ, Α.ϋ., βίυόγ οί ΗΐδίοΓγ, νοΙ.ΙΙΙ, σ.302. Ρ ιγθιίπθ, Η., ΟυΐΙΐηθ οί ΐίΐθ ΗΐεΐοΓγ οί Ευωρβ ίωηη ίίΐθ ΓβιΙΙ οί Οίθ Ποπίβπ ΕηηρΐΓθ ίο 1600 (αγγλ. εκδ. 1939). Βαιτίθδ-ΒθοΚθΓ-ΒθοΚθΓ, για τον άθ Ογθθϊ, νοΙ.ΙΙ, σ.871. Ηοίιηαηη, Α., 035 όουΐεοΐιο Ιζηά υηά όΐθ όθυί8θίιο (3θ80ϊίϊ0Μθ (1920). Επίσης, τη Γεωπολιτική Σχολή του ΗευδΙιοίθΓ. Στο άλλο άκρο, ΠυδδβΙΙ, Β., ΡοννθΓ, ΙδδδννθΙΙ, ΡβγοίιορΒίίιοΙο@γ ειηά ΡοΙϊίίοβ; \Νοήό ΡοΙϊίϊοβ από ρθΓ80Π3ΐ Ιηδθουήίγ και άλλα έρ γα. Βλ. επίσης, Ηοδίονίζθίί, βοάαΙ θπά Εοοηοηιΐο ΗΪ8ίθΓγ οί ΐίιβ ΗοΙΙοηεΐδΐΐο \Νογ\6, κεφ.4, μέρος 1. Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΩΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑ: Μ^υθγ, ϋ.Ρ., ΡοΙΐίΐοζΙ ΤίιουβΙιί (1939)σ.464. ν&ϋθΙ, ίθ Οωΐί όθβ Οθπβ (1758). ΗθΓδΙίθγ, Α.δ., Ε58θηίΐ3ΐ$ οί ΙηίθΓηαϋοηεΙ ΡυόΙΐο ίανν ειηό θΓ93ηίζ3ΰοη (1927), σσ.567-569. ΟρρθπΗθΐηι, I., ΙηίθΓηζΰοηβΙ ίζνν. ΗθαίΙθγ, Ό.Ρ., ΩΐρΙοπιείογ ειηά ίήθ Βίυόγ οί ΙηΐθΓΠΒίίοηεΙ Πθΐ3ϋοη8 (1919). ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗ: Ιθβίήθδ, «ΜοάθΓΠ ΕυΓορθ», 0αΐηΊ0ήά96 ΜοόθΓΠ Ηΐ8ίθΓγ, νοΙ.ΧΙΙ, κεφ.1. Τογηόθθ, Α.ϋ., βίυόγ οί ΗΐδίοΓγ, νοΙ.ΐν(Ο), σσ.142-53. δοίιυιηδηη, Ρ., ΙηίθΓηείΐοηΒΐ ΡοΙΐίΐοδ, βιβ. 1ο, κεφ.2. ΟΙβρή^ιη, ϋ.Η., Εοοηοηιΐο ΩθνθΙορηίθηί οί Εγβποθ βηό Οθητιειηγ 1815-1914, ο.3. ΡοόΙοίηδ, Τίΐθ Ογθθϊ ΟορΓ688ΐοη (1934), σ.1. ϋρρηηαηη, \Λ/., ΤΙίθ Οοοό βοάθίγ. ΟυηηΐηςΙΊαιη, \Λ/., ΟΓονήϊ) οί Επ^//5/? Ιηόυδίίγ αηό Οοπίπίθγοθ ΐη ΜοόθΓΠ Τϊγπθ8. ΚηοννΙθδ, Ι_.0., Ιηόυ8ίΠ3ΐ εηό ΟοπίπίογοϊβΙ ΠθνοΙυΐΐοη8 ΐη Θγθβϊ Βήί^ΐη όυήη9 ίίΐθ 19ίή ΟβηίυΓγ (1927). Οβιτ, Ε.Η., ΤΙίθ 20 Υθ3Γ8’ 0/5/5, 1919-39 (1940). ΟΓΟδδΠΊβη, Π.Η.δ., ΟονθΓηηηθηϊ Βηό ίίΐθ ΟονθΓηθό (1939) σ.225. ΗβυίΓθγ Π.Ο.,Τ/7θ Εοοηοηιΐο ΡγοΜοπί (1925), σ.265. ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΒΑΓΔΑΤΗΣ: Η διαμάχη θεωρήθηκε ότι διευθετήθηκε με την αγγλογερμανική συμφωνία της 15ης Ιουνίου 1914: ΒυθΙΙ, Η.Ι., ΙηίθΓη3ΐΐοη3ΐ ΗθΙβιίΐοη8 (1929). ΗβννίΓθγ, Π.6., 77?θ Εοοηοηηίο ΡίοόΙθηι (1925), Μονν^ΐ, Ρ.Β., Τίΐθ Οοηοοιΐ οί Ευωρβ (1930), σ.313. δίοΙρθΓ, 6., 777/5 Αςβ οί ΕβόΙθ (1942). Για την αντίθετη άποψη: Ρβγ, δ.Β., Οφ/>75 οίίίΐθ \ΝθΓΐό ννεΐΓ, σ.312. Ρθΐδ, Η., Ευωρο, ίίΐθ \Λ/οήό’δ ΒζηΚθΓ, 1870-1914 (1930), σσ.335 κ.ε.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
253
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ: Ι_αη9θΓ, \Λ/.Ι_., Ευίορθ3Π ΑΙΙΪ3Π0Θ8 3ηό Αϊ^ηηηθηΙδ (1871-1890) (1931). 5οηί3<3, Η.ϋ., ΕυΓορθΒΠ ΟΐρΙοπΊΒαο Ηΐδίοίγ (1871-1932) (1933). ΟηΚθη, Η., «ΤΙίθ Οθητι^η ΕΓηρΐΓθ», 03πιόήός}θ Μ οόθίη ΗΐδίοΓγ, νοΙ.ΧΙΙ. ΜδγθΓ, ϋ.Ρ., ΡοΙίίΐοΒΐ ΤήουςΜ (*\939), σ.464. Μονν^ΐί, Π.Β., ΤΙίθ Οοηοθή ο ί Ευω ρβ (1930) σ.23. ΡΝΙΙΐρδ, \Λ/.Α., ΤΙίθ ΟοηίβάθΓΒΰοη ο ί Ευίορβ (1914, β εκδ. 1920). 1355\λ/θΙΙ, Η.ϋ., ΡοΙΐϋοε 0.53. Μυϊτ, Π., Ν3ϋοη3ΐί3ίτι 3ηό ΙηίθηΊ3ΐίοη3ΐΐδηΊ (1917) σ.176. ΒϋθΙΙ, Π.Ι_., ΙηίθΠΊ3ϋοη3ΐ Πθΐ3ίΐοη (1929), σ.512. 2. Η εκατονταετής ειρήνη
1.Τα γεγονότα. Την εκατονταετία 1815-1914, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ουγκρούστηκαν μόνο σε τρεις σύντομες περιόδους: για έξι μήνες το 1859, έξι βδομάδες το 1866 και εννέα μήνες το 1870-71. Ο Κριμαϊκός πόλεμος, που διάρ κεσε ακριβώς δύο χρόνια, είχε περιφερειακό και ημιαποικιακό χαρακτήρα- αυτό τονίζουν ιστορικοί όπως ο Κλάπαμ, ο Τρέβελυαν, ο Τόυνμπη και ο Μπίνκλεϋ. Παρεπιμπτόντως, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ρωσικά ομόλογα στην κατοχή άγγλων επενδυτών διατήρησαν την ισχύ τους στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον 19ο αι. και τους προηγούμενους είναι η διαφο ρά μεταξύ τυχαίων γενικών πολέμων και της πλήρους απουσίας γενικών πολέ μων. Ο ισχυρισμός του υποστράτηγου Φούλερ ότι τον 19ο αι. δεν υπήρχε χρο νιά δίχως σύρραξη, δεν έχει καμία σημασία. Επίσης, η σύγκριση που επιχειρεί ο Κουίνσυ Ράιτ στον αριθμό των πολεμικών ετών στους διάφορους αιώνες, άσχε τα από τη διαφορά ανάμεσα σε τοπικούς και γενικευμένους πολέμους, αγνοεί το σπουδαιότερο σημείο. 2.Το πρόβλημα. Ο τερματισμός των σχεδόν συνεχών εμπορικών πολέμων μετα ξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που αποτελούσαν γόνιμο έδαφος για γενικευμένους πολέμους, απαιτεί μία εξήγηση. Συνδεόταν με δύο γεγονότα στη σφαίρα της οι κονομικής πολιτικής: (α) το τέλος των παλιών αποικιακών αυτοκρατοριών και (β) την εποχή του ελεύθερου εμπορίου, που την διαδέχθηκε η εποχή του διεθνούς κανόνα του χρυσού. Ενώ η ανάγκη προσφυγής στον πόλεμο μειωνόταν ραγδαία όσο αναπτύσσονταν νέες μορφές εμπορίου, ένα θετικό ενδιαφέρον για την ει ρήνη προέκυψε ως απόρροια της νέας διεθνούς νομισματικής και πιστωτικής δομής, που ήταν συνδεδεμένη με τον διεθνή κανόνα του χρυσού. Το συμφέρον ολόκληρων εθνικών οικονομιών εστιαζόταν πια στη διατήρηση σταθερών νομι σματικών ισοτιμιών και στη λειτουργία των παγκόσμιων αγορών, από τις οποίες εξαρτώνταν το εθνικό εισόδημα και η απασχόληση. Ο παραδοσιακός επεκτατι σμός αντικαταστάθηκε από ένα αντιιμπεριαλιστικό ρεύμα που ενέπνεε την πολι τική των Μεγάλων Δυνάμεων μέχρι τη δεκαετία του 1880. (Αυτό πραγματευό μαστε στο 18ο κεφ.). Φαίνεται, όμως, πως υπάρχει ένα κενό μεγαλύτερο του μισού αιώνα (181580) ανάμεσα στην περίοδο των εμπορικών πολέμων, όταν η εξωτερική πολιτική των κρατών εξυπηρετούσε συνειδητά την προώθηση κερδοφόρων ιδιωτικών ε πιχειρήσεων και την μεταγενέστερη περίοδο, όταν η προώθηση των συμφερό ντων των ομολογιούχων και επενδυτών αντιμετωπιζόταν ως νόμιμη αρμοδιότη
254
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
τα των υπουργείων Εξωτερικών. Κατά την πεντηκονταετία αυτήν εδραιώθηκε το δόγμα που απέκλειε την επιρροή αυτών των συμφερόντων στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής- και μόνο στο τέλος της περιόδου αυτής τα υπουργεία αρ χίζουν να αντιμετωπίζουν εκ νέου ευμενώς αιτήσεις ιδιωτών, με την προσθήκη αυστηρότατων όρων ως ένδειξη σεβασμού προς την κοινή γνώμη. Θεωρούμε ό τι η αλλαγή αυτή οφειλόταν στον χαρακτήρα του εμπορίου, το οποίο στις συν θήκες του 19ου αι. δεν εξαρτιόταν πια άμεσα από την πολιτική ισχύος. Θεωρού με επίσης ότι η σταδιακή επάνοδος της επιρροής των επιχειρηματιών στην εξω τερική πολιτική οφειλόταν στο γεγονός ότι το διεθνές νομισματικό και πιστωτι κό σύστημα είχαν δημιουργήσει έναν νέο τύπο επιχειρηματικού συμφέροντος, που ξεπερνούσε τα εθνικά όρια. Όσο, όμως, αυτό το συμφέρον αντιπροσώπευε μόνο ξένους ομολογιούχους, οι κυβερνήσεις δεν ήταν διατεθειμένες να τους παραχωρήσουν δικαίωμα γνώμης, επειδή τα διεθνή δάνεια θεωρούνταν για πολύν καιρό εντελώς καιροσκοπικά, ενώ μόνιμα συμφέροντα ήταν επενδυμένα στα εθνικά, κυβερνητικά ομολογία. Καμία κυβέρνηση δεν θεωρούσε αναγκαίο να παράσχει την υποστήριξή της σε υπηκόους της που διακινδύνευαν τον δανει σμό μεγάλων ποσών σε αναξιόπιστες κυβερνήσεις. Ο Κάνιγκ απέρριπτε κατηγο ρηματικά τις φορτικές πιέσεις των επενδυτών, που ανέμεναν πως η βρετανική κυβέρνηση θα ενδιαφερόταν να παρέμβει για να καλύψει τις διεθνείς τους απώ λειες χρημάτων, ενώ εξ ίσου κατηγορηματικά αρνήθηκε να εξαρτήσει την ανα γνώριση των λατινοαμερικανικών δημοκρατιών από την ανάληψη εκ μέρους τους της ευθύνης να αποπληρώσουν τα διεθνή τους χρέη. Η διάσημη εγκύκλιος του Πάλμερστον το 1848, αποτελεί την πρώτη ένδειξη αλλαγής προς την κα τεύθυνση της πολιτικής, αλλά κι αυτή ουδέποτε ξεπέρασε ορισμένα όρια. Τα ε πιχειρηματικά συμφέροντα ήταν τόσο διασκορπισμένα στον κόσμο, που η κυ βέρνηση αδυνατούσε να επιτρέψει να παρεισφρήσει ένα ασήμαντο συμφέρον στην σύνθετη υπόθεση της διαχείρισης των υποθέσεων της αυτοκρατορίας. Η ε πανασύνδεση της εξωτερικής πολιτικής με τις επιχειρηματικές προσπάθειες στο εξωτερικό ήταν κυρίως αποτέλεσμα του τερματισμού της εποχής του ελεύθε ρου εμπορίου και της επακόλουθης επιστροφής στις μεθόδους του 18ου αι. Κα θώς όμως το εμπόριο είχε πια συνδεθεί στενά με τις διεθνείς επενδύσεις μη καιροσκοπικού χαρακτήρα, η εξωτερική πολιτική επέστρεψε στην παραδοσιακή της πρακτική της εξυπηρέτησης των εμπορικών συμφερόντων της κοινότητας. Αυτό που απαιτούσε εξήγηση δεν ήταν το τελευταίο γεγονός, αλλά ίσα ίσα η διακοπή ενός τέτοιου συμφέροντος για τη διάρκεια που αναφέραμε. Σημειώσεις στο 2ο Κεφάλαιο 3.Το σπάσιμο του χρυσού ιστού
Η κατάλυση του διεθνούς κανόνα του χρυσού επισπεύσθηκε από την αναγκα στική σταθεροποίηση των εθνικών νομισμάτων. Αιχμή του δόρατος στο σταθε ροποιητικό στρατόπεδο ήταν η Γενεύη, που μεταβίβαζε στα ασθενέστερα κράτη τις πιέσεις της Γουόλ Στρητ και του Σίτυ του Λονδίνου. Πρώτη ομάδα κρατών που σταθεροποίησαν το νόμισμά τους ήταν οι ηττημένες χώρες, που το νόμισμά τους είχε καταρρεύσει μετά τον Α' Παγκόσμιο πό λεμο. Δεύτερη ομάδα αποτελούσαν οι νικήτριες ευρωπαϊκές χώρες, που σταθε-
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
255
ροποίησαν το νόμισμά τους έπειτα από την πρώτη ομάδα. Τρίτη ομάδα αποτε λούσαν οι Η.Π.Α., ο κύρια ωφελημένος από τον διεθνή κανόνα του χρυσού. I. Ηττημένες χώρες
σταθεροποιήθηκαν Ρωσία 1923 Αυστρία 1923 Ουγγαρία 1924 Γερμανία 1924 Βουλγαρία 1925 Φιλανδία 1925 Εσθονία 1926
II. Νικήτριες ευρωπαϊκές χώρες
Βρετανία Γαλλία Βέλγιο Ιταλία
σταθερ. 1925 1926 1926 1926
Ελλάδα Πολωνία
1926 1926
αποδεσμεύθηκαν από τον χρυσό 1931 1936 1936 1933
III. Διεθνής δανειστής αποδεσμ. από χρυσό
ΗΠΑ
1933
Η αστάθεια της πρώτης ομάδας συνεχίστηκε και για ένα χρονικό διάστημα μετά από την δεύτερη. Μόλις αυτή σταθεροποίησε εξ ίσου το νόμισμά της, βρέ θηκε στην ανάγκη να ζητήσει υποστήριξη που προσέφερε η τρίτη. Τελικά, η τρί τη ομάδα, δηλαδή οι Η.Π.Α., δέχθηκε το ισχυρότατο πλήγμα της συσσωρευμένης ανισορροπίας της ευρωπαϊκής σταθεροποίησης. 4. Παλινδρομήσεις στην Ευρώπη μετά τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο
Η παλινδρόμηση του πολιτικού εκκρεμούς μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ήταν γενική και ραγδαία, αλλά το εύρος της ήταν περιορισμένο. Στις περισσότερες χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης η περίοδος 1918-23 έφερε την αποκατάσταση των συντηρητικών δυνάμεων, μετά από μία σύντομη περίοδο δημοκρατικής (ή σοσιαλιστικής) διακυβέρνησης. Μερικά χρόνια αργότερα, ση μειώθηκε μία σχεδόν καθολική επικράτηση μονοκομματικών κυβερνήσεων. Και πάλι, το κίνημα ήταν σχετικά γενικευμένο. Χώρα Αυστρία Βουλγαρία Εσθονία Φιλανδία Γερμανία Ουγγαρία Γιουγκοσλαβία
Επανάσταση Οκτ. 1918, σοσιαλδημ. Οκτ. 1918, ριζοσπαστική 1917 σοσιαλ. Φεβρ.1917 σοσιαλ. Νοεμβ.1918 σοσιαλδημ. Οκτ. 1918 δημοκρατία 1918 δημοκρ.
Λετονία Λιθουανία Πολωνία Ρουμανία
1917 σοσιαλ. 1917 σοσιαλ. 1919 σοσιαλδημ. 1918 αγρ. μεταρρ.
Αντεπανάσταση 1920 μεσοαστ. δημ. 1923 φασιστική αντεπ. 1918 μεσοαστ. δημ. 1918 μεσοαστ. δημ. 1920 μεσοαστ. δημ. 1919 αντεπανάσταση 1926 αυταρχικό
Μονοκομ, κυβ. 1934 δημοκρατία 1934 αγρ. μεταρρ. 1926 δημοκρατία ------ δημοκρατία 1933 δημοκρατία ------ Μαρ. 1919 σοβιέτ 1929 ομοσπονδία στρατ. καθεστώς 1918 μεσοαστ. δημ. 1934 δημοκρατία 1918 μεσοαστ. δημ. 1926 δημοκρατία 1926 αυταρχικό κράτος------ δημοκρατία 1926 αυταρχικό κράτος------
256
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
5. Κεφάλαιο και ειρήνη
Ελάχιστα έχουν γραφεί για τον πολιτικό ρόλο του διεθνούς χρηματιστικού κε φαλαίου τον προηγούμενο μισό αιώνα. Το βιβλίο του Κόρτι για τους Ρότσιλντ καλύπτει μόνο την περίοδο πριν από την Ευρωπαϊκή Συνεννόηση. Δεν περιλαμ βάνονται η συμμετοχή τους στη συμφωνία του Σουέζ, η προσφορά των Μπλάιχραιντερ για χρηματοδότηση των γαλλικών πολεμικών αποζημιώσεων του 1871 δια μέσου της σύναψης διεθνούς δανείου και οι τεραστίου εύρους συναλλαγές την περίοδο της επέκτασης των σιδηροδρόμων προς ανατολάς. Ιστορικά έργα όπως του Λάνγκερ και του Ζόνταγκ δίνουν ελάχιστη προσοχή στο διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο (στην απαρίθμηση των παραγόντων εδραίωσης της ειρήνης, ο Ζόνταγκ αγνοεί εντελώς τον ρόλο του). Οι παρατηρήσεις του Ληθ στο ΟαΐΐΊΊόήφθ Μοόθίη ΗΐβίοΓγ αποτελούν εξαίρεση. Οι επικρίσεις των φιλελεύθε ρων συνήθως αποσκοπούσαν να καταδείξουν την έλλειψη πατριωτισμού των διεθνών χρηματιστών ή την τάση τους να υποστηρίζουν προστατευτικές και ι μπεριαλιστικές τάσεις σε βάρος του ελεύθερου εμπορίου- αυτό συμβαίνει σε συγγραφείς όπως ο Ιγδΐδ στη Γαλλία ή ο Τζ. Α. Χόμπσον στην Αγγλία. Μαρξι στικά έργα, όπως του Χίλφερντινγκ και του Λένιν, επεσήμαναν τις ιμπεριαλιστι κές δυνάμεις που απέρρεαν από τα εθνικά τραπεζικά συστήματα και την οργανι κή τους σχέση με τη βαριά βιομηχανία. Ένα τέτοιο επιχείρημα, εκτός του ότι πε ριορίζεται στενά στη Γερμανία, δεν ασχολείται αναγκαστικά με τα διεθνή πιστω τικά συμφέροντα. Η επιρροή της Γουόλ Στρητ στις εξελίξεις της δεκαετίας του 1920 φαίνεται πολύ πρόσφατη για να μελετηθεί αντικειμενικά. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβο λία πως, συνολικά, η επιρροή της ήταν προς την κατεύθυνση της διεθνούς μεσο λάβησης και εξομάλυνσης, από την εποχή των Ειρηνευτικών Συνθηκών στο Σχέδιο ϋαννθδ, στο Σχέδιο Υουη9 και στην εκκαθάριση των αποζημιώσεων κατά τη Διάσκεψη της Λωζάνης και μετά απ’ αυτήν. Η πρόσφατη βιβλιογραφία τείνει να διαχωρίσει το πρόβλημα των ιδιωτικών επενδύσεων, όπως φαίνεται στο έργο του Στάνλεϋ, που δεν περιλαμβάνει σαφώς στην ανάλυσή του δάνεια προς κυ βερνήσεις, είτε από άλλες κυβερνήσεις είτε από ιδιώτες- ο περιορισμός αυτός στην ουσία αποκλείει τη δυνατότητα μίας γενικής αποτίμησης του ρόλου του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου από την κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη. Η έξοχη περιγραφή του Ρθί, από την οποία αντλήσαμε πολλά στοιχεία, προσεγγίζει την πλήρη κάλυψη του θέματος, αλλά πάσχει κι αυτή από την ανα πόφευκτη σπανιότητα αυθεντικού υλικού, επειδή τα αρχεία του διεθνούς χρημα τοδοτικού κεφαλαίου δεν έχουν ακόμα δοθεί στην έρευνα. Το χρήσιμο έργο των Ήρλ, Ρέμερ και Βίνερ έχει τους ίδιους αναπόφευκτους περιορισμούς.
Σημειώσεις στο 4ο κεφάλαιο 6. Επιλεγμένες παραπομπές στο «Κοινωνίες και οικονομικά συστήματα»
Ο 19ος αι. επιχείρησε να εδραιώσει ένα αυτορυθμιζόμενο οικονομικό σύστημα στη βάση της επιδίωξης του ατομικού κέρδους. Άποψή μας είναι πως το εγχεί ρημα αυτό ήταν από τη φύση των πραγμάτων αδύνατο. Εδώ μας απασχολεί μό νον η διαστρεβλωμένη εικόνα της ζωής και της κοινωνίας που επιφέρει η άποψη
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
257
αυτή. Για παράδειγμα, οι διανοητές του 19ου αι. υπέθεσαν ότι η συμπεριφορά του ατόμου ως εμπορευόμενου στην αγορά ήταν φυσική και ότι κάθε άλλη μορ φή συμπεριφοράς συνιστούσε τεχνητή οικονομική συμπεριφορά, προϊόν παρεμ βολής στα ανθρώπινα ένστικτα· αν αφήνονταν ελεύθεροι οι άνθρωποι, οι αγο ρές θα εμφανίζονταν αυθόρμητα. Υπέθεταν και ότι, ανεξάρτητα από το επιθυμη τό μιας τέτοιας κοινωνίας, η πρακτικότητά της βασιζόταν στα αμετακίνητα χα ρακτηριστικά του ανθρώπου. Τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας σε διάφορα πεδία των κοινωνικών επιστημών, όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η ιστορία του πρώιμου πολιτισμού, η γενική οικονομική ιστορία και η ιστορία των πρωτό γονων οικονομιών, δείχνουν το εκ διαμέτρου αντίθετο της φιλελεύθερης υπόθε σης. Μάλιστα δεν υπάρχει κοινωνιολογικό ή ανθρωπολογικό στοιχείο της φιλο σοφίας του οικονομικού φιλελευθερισμού που να μην έχει αντικρουστεί. Ακο λουθούν ορισμένες παραπομπές. (α) Το κίνητρο του κέρδους δεν είναι «φυσικό» στον άνθρωπο.
«Χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρωτόγονων οικονομιών είναι η πλήρης απου σία κάθε επιθυμίας για άντληση κέρδους από την παραγωγή ή την ανταλλαγή» ρΤιυΓηννδΙά, Εοοηοπιΐοδ ΐη Ρήιηΐίίνθ Οοηιπιυηΐίΐθε, 1932, σ.χΐϋ). «Άλλη μία αντίλη ψη που πρέπει να καταρριφθεί οριστικά είναι του πρωτόγονου Οικονομικού Ανθρώπου, όπως την συναντούμε σε ορισμένα οικονομικά εγχειρίδια» (ΜδΙΐηοννδΚΐ, Αφοηζυί8 οί Οίθ ν\ίθδίθΓη Ρεοΐίίο, 1930, σ.60). «Πρέπει να απορρίψουμε τους ιδεότυπους του φιλελευθερισμού τύπου Μάντσεστερ, που είναι πα ραπλανητικοί, θεωρητικά και ιστορικά» (ΒπηΚηι^ηη, «ϋ3δ δοζΐβΙθ δγδίθιη άθδ ΚερίαΙΐδΐηυδ», στο θΓυηάπδδ 6 θγ 8οζΐειΙοΙ<οηοπιΐί<, IV, σ.11). (6) Η αναμονή χρηματικής αμοιβής για την εργασία δεν είναι «φυσική» στον άνθρωπο.
«Το κέρδος, που συνήθως αποτελεί κίνητρο για εργασία στις πιο αναπτυγμένες κοινότητες, ουδέποτε λειτουργεί ως παρακίνηση για εργασία στις πρωτόγονες συνθήκες» (ΜδΙΐποννδΚΐ, ορ.οίί. σ.156). «Σε μία πρωτόγονη κοινωνία χωρίς εξωτε ρικές επιδράσεις δεν συναντούμε πουθενά τον συσχετισμό της εργασίας με την ιδέα της πληρωμής» (Ιοννΐθ, «δοοΐεΙ θΓ93ηΐζ3ίΐοη», ΕηογοΙορθάΐβ οί ΐήθ βοοΐεΙ 8οΐθηβθ8, νοΙ.Χΐν, σ.14). «Πουθενά δεν εκμισθώνεται ή πωλείται η εργασία» (ΤίιυπΊνν&Ιά, Ωΐθ ηΊθηεοΝΐοΐΊθ ΟθδθΙΙδοίΐΒίί, βιβ. III, 1932, σ.169). «Η αντιμετώπιση της εργασίας ως υποχρέωσης, που δεν απαιτεί αποζημίωση, είναι γενική» (ΡιιΙΙ ί , ΡπηΊΐϋνθ Εοοηοηηΐοδ οί ίίιβ Νθνν Ζβ&Ι&ηό Μβογϊ, 1929). «Ακόμα και τον Μεσαίωνα είναι άγνωστη η πληρωμή ξένων για εργασία». «Ο ξένος δεν δεσμεύεται προ σωπικά, συνακόλουθα εργάζεται για να κερδίσει τιμή και κοινωνική αναγνώρι ση». Οι τροβαδούροι, αν και δεν ήταν ξένοι, «έπαιρναν αμοιβή για την εργασία τους και προκαλούσαν τη γενική περιφρόνηση» (Ι_οννΐθ, ορ.οίί.) (γ) Ο περιορισμός της εργασίας σ’ ένα αναπόφευκτο ελάχιστο δεν είναι «φυσι κός» στον άνθρωπο.
«Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως η εργασία ουδέποτε περιορίζεται στο αναπόφευκτο ελάχιστο, αλλά υπερβαίνει το απολύτως αναγκαίο, εξ αιτίας μίας φυσικής ή επίκτητης λειτουργικής τάσης για δραστηριότητα» (ΤΙιυΓηνναΙά,.
258
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
Εοοηοηιίοβ, σ.209). «Η εργασία πάντοτε τείνει να υπερβεί το απολύτως αναγκαί ο» (ΤήϋΓηνναΙά, ϋίθ ηΊΘηεοΐιΙΐοήθ Οθ8ΘΐΙ$οΐΊ3ίί, σ.163). (δ) Συνήθη κίνητρα για την εργασία δεν είναι το κέρδος, αλλά η αμοιβαιότητα, ο ανταγωνισμός, η χαρά της εργασίας και η κοινωνική επιδοκιμασία.
Αμοιβαιότητα: «Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι, οικονομικές πράξεις φαίνεται ότι ανήκουν στην ίδια αλυσίδα αμοιβαίων δώρων, τα οποία μακροπρόθεσμα ι σορροπούν, ωφελώντας εξ ίσου και τις δύο πλευρές... Όποιος εκδήλωνε συστη ματική ανυπακοή στο γράμμα του νόμου μέσα από την οικονομική του δραστη ριότητα, σύντομα εξοστρακιζόταν από το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον» (ΜβΙΐηοννδΚΐ, Οπγπθ εηό Ουείοιν ΐη βζν39θ βοοΐθίγ, 1926, σσ.40-41). Ανταγωνισμός: «Ο ανταγωνισμός είναι ενθουσιώδης, η προσπάθεια, αν και ομοι όμορφη στους στόχους της, ποικίλλει ως προς την τελειότητά της... Μία αναζή τηση της τελειότητας που δρα αναπαραγωγικά» (ΟοΙάθηννθΐδθΓ, «Ιοοδθ Επάδ οί ΤΙίθογυ οη ΪΙίθ Ιηάΐνΐάυ&Ι, ΡβΚθΓη, αηά ΙηνοΙυίΐοη ΐη Ρπηηιίινθ 3οαθίγ»,_Ε553κ$ ΐη ΑηίΙΐΓ0ρ 0ΐ09γ, 1936, σ.99). «Οι άνθρωποι συναγωνίζονται στην ταχύτητα, στην ε πιμέλεια καθώς και στα βάρη που μπορούν να σηκώσουν, όταν μεταφέρουν με γάλους πασσάλους στον κήπο ή όταν μεταφέρουν τον μαζεμένο καρπό» (ΜειΝηοννδΚί, ΑΓςοηζυίε, σ.61). Χαρά της εργασίας: «Η εργασία για τη χαρά του πράγματος αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της εργατικότητας των Μαορί» (ΡϊιΙΙί, «3 οιτίθ Ρθ^ίυΓθδ οί ΡπΓπίίΐνΘ ΙηάυδίΓγ», Ε.ϋ., νοΙ.Ι, σ.17). «Πολύς χρόνος και μόχθος αφιερώνονται σε έργα αισθητικής, στην περιποίηση των κήπων, την κατασκευή καλοφτιαγμένων φραχτών και γερών και μεγάλων στύλων. Όλα αυτά απαιτούνται, ως έναν βαθμό, για τη βελτίωση της καλλιέργειας· αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ευσυνειδησία των ιθαγενών ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του απολύτως αναγκαί ου» (ΜαϋηοννδΚί, ορ.άί., σ.59). Κοινωνική επιδοκιμασία: «Η δεξιότητα στην κηπουρική αποτελεί τον γενικό δεί κτη της κοινωνικής αξίας του ατόμου» (ΜβΜηοννβΚί, ΟογβΙ Θθίάθηβ &ηό Οίθιγ Μβΐ9ΐο, νοΙ.ΙΙ, σ.124). «Κάθε μέλος της κοινότητας οφείλει να επιδείξει έναν βαθ μό προσήλωσης» (ΡιιΙΙί, Ρηηιΐΐΐνθ ΡοΙγηθεΐεη Εοοηοπιγ, 1939, σ.161). «Οι ιθαγε νείς των νήσων Ανταμαν θεωρούν την οκνηρία αντικοινωνική συμπεριφορά» (Βδίοϋίίθ-ΒΓοννη,77?β Απόθητιβη ΙεΙεηόθΓε). «Να θέσεις την εργασία σου στη διάθε ση κάποιου άλλου θεωρείται κοινωνική υπηρεσία, όχι απλώς οικονομική» (ΡιιΙΙί, ορ.άΐ., σ.303). (ε) Ο άνθρωπος απαράλλαχτος στις διάφορες εποχές.
Στο έργο του βίυόγ οί Μ&η, ο Λίντον συστήνει να αντιμετωπίζουμε επιφυλακτι κά τις ψυχολογικές θεωρίες τού καθορισμού της προσωπικότητας και υποστηρί ζει ότι «γενικές παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η συνολική σειρά αυτών των τύπων είναι σχεδόν ίδια σε όλες τις κοινωνίες... Μ’ άλλα λόγια, μό λις μπορέσει ο παρατηρητής να διαπεράσει τον πέπλο της πολιτισμικής διαφο ροποίησης, ανακαλύπτει πως αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν πολύ μ’ εμάς» (σ.484). Ο ΤΙιυΓηννβΙά τονίζει την ομοιότητα των ανθρώπων σ’ όλα τα στάδια της εξέλι ξής τους: «Η πρωτόγονη οικονομία, όπως την αντιμετωπίζουμε στις προηγούμε νες σελίδες, δεν διαχωρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μορφή οικονομίας, ανα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
259
φορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις, και βασίζεται στις ίδιες γενικές αρχές της κοινωνικής ζωής» (Εοοηοπιΐοδ, σ.288). «Ορισμένα στοιχειώδη συλλογικά αισθή ματα είναι στην ουσία τα ίδια για όλους τους ανθρώπους και αποτελούν την αι τία για την περιοδική εμφάνιση παρόμοιων διαμορφώσεων στην κοινωνική τους ύπαρξη» («δοζΐειΙρδγοΝδοΐΊθ ΑβΙειυίθ ΐπι νοΙΚΘΓΐθβθη», Εδδεγδ ΐη ΑηίίΊΓορο^γ, σ.383). Το βιβλίο της ΡυίΙι ΒθΐΊθάΐοί Ρ ζϋθΓηε οί ΟυΙΐυΓθ στηρίζεται σε ανάλογη υ πόθεση: «Έδωσα την εντύπωση ότι η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία είναι βασικά η ί δια σε όλον τον κόσμο, ότι σε κάθε κοινωνία είναι δυνατή μία παρόμοια κατανο μή και ότι η κουλτούρα που απορρέει απ’ αυτές, σύμφωνα με τις παραδοσιακές της μορφές, διέπλασε ομοιόμορφα την μεγίστη πλειονότητα των ανθρώπων. Η εμπειρία της έκστασης, για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή, αποτε λεί δυνατότητα ορισμένων ατόμων σε κάθε πληθυσμό. Όταν ανταμείβεται ή επι δοκιμάζεται, πολλοί θα τη μιμηθούν ή θα την ασκήσουν...» (σ.233). Ο Μαλινόφσκι επανειλημμένα διατυπώνει την ίδια άποψη στο έργο του. (στ) Τα οικονομικά συστήματα κατά κανόνα θεμελιώνονται στις κοινωνικές σχέσεις' η κατανομή των υλικών αγαθών εξασφαλίζεται από μη οικονομικά κί νητρα.
Η πρωτόγονη οικονομία αποτελεί «μία κοινωνική υπόθεση, η οποία αφορά σε ο ρισμένα άτομα που είναι μέλη ενός αδιαίρετου όλου» (ΤΙιυΐΊΊννδΙά, Εοοηοπιΐοδ, σ.χϋ). Αυτό ισχύει και για τον πλούτο, την εργασία και την ανταλλαγή. «Η φύση του πρωτόγονου πλούτου δεν είναι οικονομική, αλλά κοινωνική» (ΐβΐ<±) Η εργα σία έχει αποτέλεσμα, επειδή «ενσωματώνεται σε μία οργανωμένη προσπάθεια κοινωνικών δυνάμεων» (ΜβΙΐηοννδΚΐ, Αίςοη^υίδ, σ.157). «Η ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών διεξάγεται κυρίως στα πλαίσια μιας σταθερής συνεταιρικής σχέ σης, σχετίζεται με συγκεκριμένους κοινωνικούς δεσμούς ή συνοδεύεται από α μοιβαιότητα σε μη οικονομικά θέματα» (ΜδΙΐηοννδΚΐ, Οπ πίθ αηό Ουδίοηι, σ.39). Οι δύο αρχές που διέπουν την οικονομική συμπεριφορά είναι η αμοιβαιότητα και η αποθήκευση συν αναδιανομή: «Η όλη φυλετική ζωή διαπνέεται από ένα συνεχές δούναι και λαβείν» (ΜειΙίηοννδΚι, ΑίςοηζυΙδ, σ.167). «Η σημερινή προσφορά θα ανταμειφθεί από την αυριανή αποδοχή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αρχής της αμοιβαιότητας, που διαποτίζει όλες τις σχέσεις στη ζωή των πρωτόγονων...» ("ΠιυΓπνν^Ιά, Εοοηοπιΐοδ, σ.106). Για να καταστεί εφικτή η αμοιβαιότητα αυτή, μια κάποια «δυαδικότητα» θεσμών ή «συμμετρία δομής μπορεί να εντοπισθεί σε κάθε κοι νωνία ιθαγενών, ως αναπόσπαστη βάση των ανταποδοτικών υποχρεώσεων» (Μ&ΙίηοννδΚΐ, Οππίθ ζηά Ουδίοηι, σ.25). «Ο συμμετρικός διαχωρισμός των δωμα τίων των πνευμάτων στους Μπανάρο βασίζεται στη δομή της κοινωνίας τους, που είναι εξ ίσου συμμετρική» (Τίιυιτινν^ΙοΙ, Ωΐθ Οθηηθΐηόθ 6 θγ Β θπβγο , 1921, σ.378). Ο ΤΙιυΓηννειΙά ανακάλυψε πως, πέρα από την ανταποδοτική συμπεριφορά, και μερικές φορές σε συνδυασμό μ’ αυτήν, η πρακτική της αποθήκευσης και αναδια νομής είχε την πιο ευρεία εφαρμογή, από την πιο πρωτόγονη φυλή ως την με γαλύτερη αυτοκρατορία. Τα αγαθά συγκεντρώνονταν κεντρικά και έπειτα διανέ μονταν στα μέλη της κοινότητας, με ποικίλους τρόπους. Στους μικρονησιακούς και πολυνησιακούς λαούς, για παράδειγμα, «οι βασιλείς, ως αντιπρόσωποι της
260
ΚΑΠΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
κυρίαρχης οικογένειας, παίρνουν το προϊόν, για να το ξαναμοιράσουν αργότε ρα, σαν ένδειξη γενναιοδωρίας, στον λαό» (ΤΙπυΓηνν&Ιό, ΕοοηοηιΐοΒ, σ.χίϋ). Η λει τουργία της διανομής συνιστά πρωταρχική πηγή της πολιτικής ισχύος των κατό χων της εξουσίας (ΐβΐά. σ.107). (ζ) Η συλλογή τροφής για ατομική και οικογενειακή κατανάλωση, δεν αποτελεί μέρος της ζωής του ανθρώπου της πρώιμης περιόδου.
Οι κλασικοί θεωρούσαν πως ο προοικονομικός άνθρωπος έπρεπε να φροντίζει για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Η αντίληψη αυτή αναβίωσε με το πρωτοπόρο έργο του Καρλ Μπύχερ στην αρχή του αιώνα μας, και συνάντησε ευρεία αποδοχή. Η πρόσφατη έρευνα έχει διορθώσει τον Μπύχερ στο σημείο αυτό. ( Π γϊΙί , Ρηηηϋΐνθ ΕοοηοπιΐοΒ οί ϊίΐθ Νονν ΖθΒίεηά Μζοή, σ. 12, 206,350, ΤΙιυΓηννδΙά, Εοοηοίτιίοβ, σ.170,268, και Ωΐθ πίθηβοΐΐοήθ Οθβθΐΐδοίιειίΐ, νοΙ.ΙΙΙ, σ.146, ΗθΓδΚονίίδ, ΤΙίθ Εοοηοηιΐο ϋ ίθ οί Ρηηιΐΐΐνθ Ροορΐθβ, 1940, σ.34, ΜαΙΐηοννδΚΐ, Α^οηευΐβ, σ.167, υποσ’ημ.). (η) Η αμοιβαιότητα και η αναδιανομή αποτελούν αρχές οικονομικής συμπερι φοράς, που ισχύουν όχι μόνο σε μικρές πρωτόγονες κοινότητες, αλλά και σε μεγάλες και ακμάζουσες αυτοκρατορίες.
«Η διανομή έχει την ιδιαίτερη ιστορία της, που αρχίζει με την πρωτόγονη κατά σταση της κοινωνίας των κυνηγών». «...Η κατάσταση αλλάζει σε κοινωνίες με πιο πρόσφατη και διακριτή διαστρωμάτωση...». «Το εντυπωσιακότερο παράδειγ μα αποτελεί η επαφή των βοσκών με καλλιεργητές». «...Οι συνθήκες στις κοι νωνίες αυτές διαφέρουν σημαντικά. Η διανεμητική λειτουργία πάντως αυξάνει με την άνοδο της πολιτικής ισχύος ορισμένων οικογενειών και την εμφάνιση δεσποτικών μορφών εξουσίας. Ο αρχηγός δέχεται τα δώρα του χωρικού, που τώ ρα ονομάζονται “φόροι”, και τα διανέμει στους αξιωματούχους του, ιδίως στους αυλικούς του». «Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε πιο σύνθετα συστήματα διανομής... Όλα τα αρχαϊκά κράτη — η αρχαία Κίνα, η αυτοκρατορία των Ίνκας, τα ινδικά βασίλεια, η Αίγυπτος, η Βαβυλώνα — χρησιμοποιούσαν μεταλλικό νόμισμα για φόρους και αμοιβές, αλλά βασίζονταν κυρίως στις πληρωμές σε είδος· τα προϊόντα στοιβά ζονταν σε αποθήκες... και διανέμονταν σε αξιωματούχους, πολεμιστές και στις ανώτερες τάξεις, δηλαδή στο μη παραγωγικό τμήμα του πληθυσμού. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η διανομή ασκεί μία ουσιαστικά οικονομική λειτουργία» (ΤΙιυιηννειΙά, Εοοηοηιΐοε, σ.106-8). «Όταν αναφερόμαστε στον φεουδαλισμό, εννοούμε συνήθως τον ευρωπαϊ κό μεσαίωνα... Αλλά αποτελεί θεσμό, που κάνει την εμφάνισή του σε διαστρωματωμένες κοινότητες. Το γεγονός ότι οι περισσότερες συναλλαγές είναι σε εί δος και ότι το ηγετικό στρώμα διεκδικεί την αποκλειστική κατοχή γης και κοπαδιών, συνιστούν τις οικονομικές αιτίες του φεουδαλισμού...» (ΐβΐ<±, σ.195).
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
261
Σημειώσεις στο 5ο κεφάλαιο 6. Επιλεγμένες παραπομπές στο «εξέλιξη της μορφής της αγοράς»
Ο οικονομικός φιλελευθερισμός λειτουργούσε με την ψευδαίσθηση ότι οι πρα κτικές και οι μέθοδοί του ήταν απόρροια μίας νομοτελειακής προόδου. Με βάση αυτήν την οπτική, οι αρχές της αυτορυθμιζόμενης αγοράς επεκτάθηκαν αναδρο μικά σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. Αποτέλεσμα ήταν ότι η πραγματική φύση και οι απαρχές του εμπορίου, των αγορών και του χρήματος, όπως και της αστικής ζωής και των εθνικών κρατών διαστρεβλώθηκαν κι έγιναν αγνώριστες. (α) Ατομικές «πράξεις ανταλλαγής» αποτελούν εξαίρεση στη ζωή της πρωτό γονης κοινωνίας.
«Η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι, αρχικά, τελείως άγνωστη. Στην ουσία, ο πρωτόγονος άνθρωπος την αντιμετωπίζει με αποστροφή» (ΒυθοΙίθΓ, Ωΐθ ΕηϊείθΙηυηςι 6θγ \ΖοΙΙ<5]Α/ΰΓ$οΐΊειίΐ, 1904, σ.109). «Είναι αδύνατο, για παράδειγμα, να εκφρασθεί η αξία ενός καμακιού συναρτήσει μίας ποσότητας τροφής, επειδή μία τέτοια ανταλλαγή ουδέποτε γίνεται και θα αντιμετωπιζόταν από τους ΤΐΙ<ορΐ3 ως απολύτως φανταστική... Κάθε συγκεκριμένο αντικείμενο σχετίζεται με μία συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση» (ΗιΙΙί, ορ.οϋ, σ.340). (6) Το εμπόριο δεν εμφανίζεται στο εσωτερικό μιας κοινότητας. Είναι ένα εξω τερικό συμβάν το οποίο φέρνει σε επαφή διαφορετικές κοινότητες.
«Στις απαρχές του, το εμπόριο αποτελεί μία συναλλαγή διαφορετικών εθνικών ομαδών δεν παρατηρείται μεταξύ των μελών της ίδιας φυλής ή της ίδιας κοινό τητας, αλλά αποτελεί στις αρχαιότερες κοινότητες ένα εξωτερικό φαινόμενο, που κατευθύνεται προς άλλες φυλές» (Μ. \Λ/θβθγ, 0 θπθγ3Ι Εοοηοηιΐο Ηΐεΐοίγ, σ.195). «Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, οι μεσαιωνικές εμπορικές συναλλαγές αναπτύχθηκαν εξ αρχής υπό την επιρροή όχι του τοπικού, αλλά του εξαγωγικού εμπορίου» (Ριγθιίπθ, Εοοηοηιΐο ζηά βοάζΙ ΗΐείοΓγ οί ΜθάΐθνβιΙ Ευωρβ, σ.142). «Το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων ευθύνεται για την οικονομική αναβίωση που παρατηρήθηκε τον μεσαίωνα» (Ρϊγθππθ, ΜθάΐθνβιΙ Οΰΐθε, σ.125). (γ) Το εμπόριο δεν βασίζεται στις αγορές' πηγάζει από μονομερή μεταφορά, ειρηνική ή όχι.
Ο ΤΙιυΓπννδΙοΙ επιβεβαίωσε το γεγονός ότι οι πρώιμες μορφές εμπορίου αφορού σαν απλώς την προμήθεια και μεταφορά αντικειμένων από μακρινές αποστά σεις. Ουσιαστικά, αποτελούσαν κυνηγετικές εξορμήσεις. Το κατά πόσον η εξόρ μηση προσλαμβάνει πολεμικό χαρακτήρα, όπως λχ. στο δουλεμπόριο ή την πει ρατεία, εξαρτάται από το μέγεθος της αντίστασης που συναντά (ορ.αί., σ.145, 146). «Η πειρατεία ξεκίνησε το παραθαλάσσιο εμπόριο των Ελλήνων της ομηρι κής εποχής, όπως και των Βίκινγκς. Για μακρό χρονικό διάστημα, πειρατεία και εμπόριο αναπτύσσονταν παράλληλα» (ΡΐΓθηηθ, Εοοηοηιΐο &ηό 8 οοϊβΙ Ηΐεΐοίγ, σ. 109).
262
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
(δ) Η παρουσία ή απουσία των αγορών δεν είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό* οι τοπικές αγορές δεν έχουν τάση ανάπτυξης.
«Οικονομικά συστήματα που δεν έχουν αγορές, δεν είναι αναγκαίο να έχουν άλλα κοινά χαρακτηριστικά» (ΤΙιυιτιννβΙοΙ, Ωΐθ πίθηεοίΊΐΐοΐΊθ θθ8θΙΐ3θίΊ9ίί, νοΙ.ΙΙΙ, σ.137). Στις πρώτες αγορές «μπορούσαν να ανταλλαγούν μόνο συγκεκριμένες ποσότητες συγκεκριμένων αντικειμένων» (ίβκΐ, σ.137). «Ο ΤΙιυΓηνν&Ιά αξίζει ειδι κή μνεία για την παρατήρησή του ότι το πρωτόγονο χρήμα και εμπόριο έχουν πρωταρχικά κοινωνική και όχι οικονομική σημασία» (1_0θβ, «ΤΙίθ Οίδίπβυίΐοη εηά Ρυηοίίοη οί Μοηθγ ΐη Εδΐΐγ δοοϊθίγ» στο Εεεζγε ΐη ΑηίήΓ0ρ 0ΐ09γ, σ.153). Οι τοπι κές αγορές δεν αναπτύχθηκαν από το «ένοπλο εμπόριο», τη «σιωπηρή ανταλ λαγή» ή άλλες μορφές εξωτερικού εμπορίου, αλλά από την «ειρήνη» που διατη ρούνταν σε έναν τόπο συνάρθροισης, με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή σε τοπικό επίπεδο. «Στόχος της τοπικής αγοράς ήταν να παρέχει τα απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση του τοπικού πληθυσμού. Αυτό εξηγεί την εβδομα διαία της συχνότητα, το πολύ περιορισμένο της κοινό και τον περιορισμό των δραστηριοτήτων της σε μικρά καταστήματα λιανικής πώλησης» (ΡϊΓθηηθ, ορ.άί., κεφ.4., «Οογππίθγοθ ίο ίήθ Εηά οί ίΜθ ΤννθηίΐθίΙι ΟθηίυΓγ», σ.97). Ακόμα και σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, οι τοπικές αγορές, σε αντίθεση με τις εμπορικές εκθέ σεις, δεν παρουσίαζαν μία τάση επέκτασης: «Η αγορά κάλυπτε τις ανάγκες της τοπικής κοινότητας και προσέλκυε μόνο τους κατοίκους της περιοχής. Τα εμπορεύματά της ήταν προϊόντα της υπαίθρου και τα απαραίτητα για την καθημερινή ζωή» (ϋρδοη, ΤΙίθ Εοοποπίιο ΗΐείοΓγ οί Εη9ΐ3ηά, 1935, Ν/οΙ.Ι., σ.221).Το τοπικό ε μπόριο συνήθως εξελισσόταν «αρχικά ως δευτερεύουσα απασχόληση των χω ρικών και των απασχολούμενων στην οικοτεχνία και, γενικά, ως εποχιακή απα σχόληση...» (\Α/θ0θγ, ορ.οίί., σ.195). «Θα ήταν φυσικό να υποθέσουμε, σε μία πρώτη θεώρηση, ότι μία εμπορική τάξη δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στον α γροτικό πληθυσμό. Τίποτε, όμως, δεν πιστοποιεί αυτήν τη θεωρία» (ΡϊΓθηηθ, ΜθάΐθνειΙ αΰθ3, σ.111). (ε) Ο καταμερισμός της εργασίας δεν κατάγεται από το εμπόριο ή την ανταλ λαγή, αλλά από γεωγραφικούς, βιολογικούς και άλλους εξωοικονομικούς πα ράγοντες.
«Ο καταμερισμός της εργασίας δεν είναι σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα σύν θετης οικονομίας, όπως ισχυρίζεται η ορθολογιστική θεωρία. Οφείλεται κυρίως σε φυσιολογικές διαφορές φύλου και ηλικίας» (ΤΙιυΓηννδΙά, Εοοηοηιΐοε, σ.212). «Σχεδόν ο μοναδικός καταμερισμός εργασίας είναι αυτός μεταξύ ανδρών και γυναικών» (ΗθΓδΚονΐίΓ, ορ.οίί., σ.13). Άλλος τρόπος με τον οποίο μπορεί να προκύψει καταμερισμός της εργασίας από βιολογικούς παράγοντες, είναι η περί πτωση της συμβίωσης διαφορετικών εθνικών ομαδών. «Οι εθνικές ομάδες μετα μορφώνονται σε επαγγελματικές» μέσα από τον σχηματισμό ενός «ανώτερου στρώματος» στην κοινωνία. «Έτσι δημιουργείται μια οργάνωση, που βασίζεται από τη μια μεριά στις συνεισφορές και υπηρεσίες των εξαρτώμενων τάξεων και, από την άλλη, στη δύναμη για διανομή που κατέχουν οι επικεφαλής των οικογε νειών του ηγετικού στρώματος» (ΤΙιυΓηνν^Ιά, Εοοιίοπίϊοβ, σ.86). Εδώ εντοπίζουμε μία από τις καταγωγές του κράτους (ΤΙιυιτιννδΙά, βοζΐΒίρεγοίιΐΒοίΊθ ΑόΙαυίθ, 0.387).
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
263
(στ) Το χρήμα δεν αποτελεί επινόηση αποφασιστικής σημασίας· η παρουσία ή απουσία του δεν συνιστούν ουσιώδη διαφορά στον τύπο της οικονομίας.
«Το γεγονός και μόνον ότι μία φυλή χρησιμοποιούσε χρήμα, την διαφοροποιού σε ελάχιστα στο οικονομικό επίπεδο από άλλες, που δεν χρησιμοποιούσαν» (1_οθ6, ορ.α'ΐ., σ.154). «Αν χρησιμοποιείται χρήμα, η λειτουργία του είναι εντε λώς διαφορετική από αυτήν που έχει στον δικό μας πολιτισμό. Δεν παύει ποτέ να είναι συμπαγές υλικό, και ουδέποτε αντιπροσωπεύει αφηρημένη αξία» (ΤΙιυιτιννβΙά, Εοοηοηιΐοδ, σ.107). Οι δυσχέρειες της ανταλλαγής εμπορευμάτων δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην «επινόηση» του χρήματος. «Αυτή η παλαιά άπο ψη των κλασικών οικονομολόγων έρχεται σε αντίθεση με τα πορίσματα των πρόσφατων εθνολογικών ερευνών» (Ι_οθβ, ορ.άί., σ.167, σημ. 6). Εξ αιτίας των συγκεκριμένων χρησιμοτήτων των εμπορευμάτων που λειτουργούν ως χρήμα, όπως και της συμβολικής τους σημασίας ως πιστοποιητικών ισχύος, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε «την οικονομική κτήση από μία μονόπλευρη ορθο λογιστική σκοπιά» (ΤΙπυιτινν£ΐΙοΙ, Εοοηοπιΐοε). Το χρήμα, λόγου χάρη, μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για την πληρωμή μισθών και φόρων (ΐβΐ<±, σ.108) ή μπορεί να χρησιμοποιείται για την απόκτηση συζύγου ή για την πληρωμή προστίμων. «Διαφαίνεται στα παραδείγματα αυτά των προκρατικών συνθηκών ότι η αποτί μηση αντικειμένων αξίας πηγάζει από το ύψος των παραδοσιακών συνεισφο ρών, από τη θέση των ηγετικών προσώπων και από τη συγκεκριμένη σχέση που αυτά διατηρούν με τον απλό λαό των κοινοτήτων τους» (ΤήυΓηνν^Ιά, Εοοηοηηίοε, σ.263). Το χρήμα, όπως οι αγορές, είναι κυρίως ένα εξωτερικό φαινόμενο, που η ση μασία του για την κοινότητα καθορίζεται πρωταρχικά από τις εμπορικές σχέ σεις. «Η ιδέα του χρήματος συνήθως εισάγεται από έξω» (Ι_θθβ, ορ.αί., σ.156). «Ο ρόλος του χρήματος ως γενικού μέσου ανταλλαγής πήγασε από το εξωτερι κό εμπόριο» (\Λ/θ0θγ, ορ.οϋ, σ.238). (ζ) Το εξωτερικό εμπόριο, αρχικά όχι μεταξύ ατόμων, αλλά μεταξύ κοινοτήτων.
Το εμπόριο είναι ένα συλλογικό εγχείρημα. Αφορά «αντικείμενα που αποκτώ νται συλλογικά». Οι απαρχές του εντοπίζονται στις «συλλογικές εμπορικές ε ξορμήσεις». «Στην προετοιμασία αυτών των εξορμήσεων, που παίρνουν συχνά χαρακτήρα εξωτερικού εμπορίου, κάνει την εμφάνισή της η αρχή της συλλογικότητας» (ΤϊιυΓηννειΙά, Εοοηοηπΐοβ, σ.145). «Σε κάθε περίπτωση, η αρχαιότερη μορφή εμπορίου είναι μία ανταλλακτική σχέση ανάμεσα σε ξένες μεταξύ τους φυλές» (ννθόθΓ, ορ.αί., σ.195). Το μεσαιωνικό εμπόριο δεν διεξαγόταν μεταξύ μεμονωμένων ατόμων. Ήταν εμπόριο «μεταξύ συγκεκριμένων πόλεων, διακοινοτικό εμπόριο» (ΑδΝθγ, Αη Ιηίίοόυοΰοη ίο Εη9ΐΐ3ΐΊ Εοοηοηηίο Ηίβίοίγ αηό ΤήθΟΓγ, Ρζή I, «ΤΙίθ ΜΐάάΙθ Α9Θ5», σ.102). (η) Η ύπαιθρος ήταν ξεκομμένη από το εμπόριο τον μεσαίωνα.
«Μέχρι και τον 15ο αι., οι πόλεις ήταν τα μόνα εμπορικά και βιομηχανικά κέ ντρα, σε σημείο που να αποκλείεται παντελώς μία επέκταση του εμπορίου ή της βιομηχανίας στην ύπαιθρο» (Ρϊγθππθ, Εοοηοηηίο εηό ΞοοίζΙ Ηΐεΐοίγ, σ.169). «Η διαμάχη με το εμπόριο και την οικοτεχνία της υπαίθρου, διάρκεσε τουλάχιστον 700 χρόνια» (ΗθοΚδοΜθΓ, ΜθΓ03ηΰΙΐ5ηη, 1935, \Μ Ι, σ.129). «Η αυστηρότητα αυ
264
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
τών των μέτρων αυξήθηκε με την ανάπτυξη της δημοκρατικής διακυβέρνη σης»... «Καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αι., συνήθεις ήταν οι επιδρομές στα γει τονικά χωριά και η καταστροφή ή η αρπαγή αργαλειών» (ΡϊΓθηηθ, ορ.οίί., σ.211). (θ) Το εμπόριο μεταξύ πόλεων του μεσαίωνα δεν γινόταν χωρίς διακρίσεις.
Το διακοινοτικό εμπόριο προϋπέθετε ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ συγκεκριμένων πόλεων ή αστικών συνασπισμών, όπως, λ.χ., οι Χανσεάτες του Λονδίνου και η Τευτονική Χάνσα. Αμοιβαιότητα και ανταπόδοση ήταν οι αρχές που ρύθμιζαν τις σχέσεις ανάμεσα σ’ αυτές τις πόλεις. Για παράδειγμα, σε περίπτωση μη πληρω μής κάποιου δανείου, οι αστικοί αξιωματούχοι της πιστώτριας πόλης μπορούσαν να απευθυνθούν στους ομολόγους τους της οφειλέτριας και να απαιτήσουν την απονομή δικαιοσύνης, απειλώντας ότι «αν δεν πληρωνόταν το χρέος, θα υπήρ χαν αντίποινα σε βάρος του λαού αυτής της πόλης» (ΑδΝθγ, ορ.άί., Ρ3Γί I, σ.109). (ι) Ο εθνικός προστατευτισμός ήταν τελείως άγνωστος.
«Για οικονομικούς λόγους, δεν χρειάζεται να διαχωρίζουμε τις χώρες του 13ου αι., επειδή οι φραγμοί στην επαφή μεταξύ των λαών ήταν πολύ λιγότεροι από ό σο σήμερα» (ΟυηπίηοΙίδηΊ, \Α/θ8ϊθγπ ανίΐΐζείΐοη ΐη ϋβ Εοοηοηηΐο Αεροοίε, νοΙ.Ι., σ.3). Μέχρι τον 15ο αι., δεν επιβάλλονται δασμοί εισαγωγής στα σύνορα. «Πριν από αυτόν, δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη για κάποια ευνοϊκή αντιμετώπιση του εθνικού εμπορίου, μέσω της προστασίας του από τον ξένο ανταγωνισμό» (ΡϊΓθηηθ, Εοοηοηηΐο ζηό βοάζΐ Ηΐείοίγ, σ.92). Το «διεθνές εμπόριο» επιτρεπόταν σε όλους τους κλάδους (ΡοννθΓ, Ροδίαη, Ξίυάΐβε ΐη Εηβΐΐεή Τίθόθ ΐη ίΐΐθ Πίίθβηΐή ΟθηΐυΓγ). (ια) Ο μερκαντιλισμός επέβαλε πιο ελεύθερο εμπόριο στις πόλεις και περιοχές, στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας.
Ο πρώτος τόμος του έργου του ΗθοΚδοΙίθΓ ΜθΓΟΒηϋΙΐεηι (1935) φέρει τον τίτλο Ο Μερκαντιλισμός ως σύστημα ενοποίησης. Ως τέτοιος, ο μερκαντιλισμός «αντιτάχθηκε σε οτιδήποτε έδενε την οικονομική ζωή με έναν συγκεκριμένο τόπο και παρεμπόδιζε το εμπόριο στο εσωτερικό του κράτους» (ΗθοΚδοΙίθΓ, ορ.άί., νοΙ.ΙΙ, σ.273). «Και οι δυό όψεις της κοινοτικής πολιτικής, η καθυπόταξη της αγροτικής υπαίθρου και η προστασία από τον ανταγωνισμό των ξένων πόλεων, έρχονταν σε σύγκρουση με τους οικονομικούς στόχους του κράτους» (ΐβΐά.,νοΙ.Ι,σ.131). «Ο μερκαντιλισμός εθνικοποίησε τις χώρες μέσω της δράσης του εμπορίου, που επέκτεινε τις τοπικές πρακτικές στο σύνολο της εθνικής επικράτειας» (ΡαηίΙθη, «ΗαηάθΙ», ΗαηόννοΓΐθώυοίΊ 6θγ βΐΒΒΐεννΐεεθηεοΐΐΒίίθη, νοΙ. VI, σ.281). «Ο μερκα ντιλισμός ενθάρρυνε τεχνητά τον ανταγωνισμό, με στόχο να οργανώσει αγορές με αυτόματη τη ρύθμιση της προσφοράς και της ζήτησης» (Ηθά<δάΊθΓ). Πρώτος συγγραφέας που επισήμανε την απελευθερωτική τάση του μερκαντιλισμού ή ταν ο 3οΐΊΓηοΜθΓ (1884). (ιβ) Ο μεσαιωνικός οικονομικός έλεγχος ήταν πολύ αποτελεσματικός.
«Η πολιτική των μεσαιωνικών πόλεων αποτελεί ίσως την πρώτη απόπειρα, έπει τα από την παρακμή του αρχαίου κόσμου, να ρυθμιστεί η οικονομική πλευρά της
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
265
κοινωνίας με βάση κάποιες σταθερές αρχές. Η απόπειρα αυτή γνώρισε ασυνήθι στη επιτυχία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ή το Ι3ϊδδθζ-Ϊ3ΪΓΘ, την περίοδο της κυριαρχίας του, αποτελεί ίσως μία ανάλογη περίπτωση, αλλά σε ό,τι αφορά τη διάρκειά του ήταν ένα βραχύβιο επεισόδιο, συγκρινόμενος με τη σταθερότητα της πολιτικής των πόλεων» (ΗθοΚδοήθΓ, ορ.άί., σ.139). «Πέτυχαν κάτι τέτοιο με ένα σύστημα ρυθμίσεων τόσο καλά προσαρμοσμένο στην αποστολή του, ώστε θεωρείται αριστούργημα του είδους του... Η αστική οικονομία ήταν ισάξια της συγκαιρινής της γοτθικής αρχιτεκτονικής» (Ρϊγθππθ, ΜθόίθνβιΙ Οΐϋθδ, σ.217). (ιγ) Ο μερκαντιλισμός επέκτεινε τις κοινοτικές πρακτικές στο σύνολο της εθνι κής επικράτειας.
«Το αποτέλεσμα θα ήταν μια αστική πολιτική, που θα κάλυπτε μία ευρύτερη πε ριοχή, κάτι σαν κοινοτική πολιτική εδραιωμένη σε κρατική βάση» (ΗθοΚδοήθΓ, ορ.άί., νοΙ.Ι, σ.131). (ιδ) Μερκαντιλισμός, μία εξαιρετικά επιτυχής πολιτική.
«Ο μερκαντιλισμός δημιούργησε ένα αριστοτεχνικό σύστημα πολύπλοκης και λεπτομερούς κάλυψης των υλικών αναγκών» (ΒυθάΐθΓ, ορ.άί., σ.159). Η επιτυ χία των Γθ9ΐθΓΠθηίδ του ΟοΙόθιΙ, που προωθούσαν την υψηλή ποιότητα της παρα γωγής ως αυτοσκοπό, ήταν «τεράστια» (ΗθοΚδοΙίθΓ, ορ.άί., νοΙ.Ι, σ.166). «Η οι κονομική ζωή εθνικής κλίμακας υπήρξε κυρίως αποτέλεσμα του πολιτικού συ γκεντρωτισμού» (ΒυθοΙίθΓ, ορ.άί., σ.157). Το ρυθμιστικό σύστημα του μερκαντι λισμού ευθύνεται για «τη δημιουργία ενός κώδικα εργασίας και μιας εργασιακής πειθαρχίας, πολύ πιο αυστηρών απ’ όσο μπορούσε να εδραιώσει ο απομονωτι σμός των μεσαιωνικών αστικών κυβερνήσεων, με όλους τους ηθικούς και τεχνολογικούς τους περιορισμούς» (ΒπηΚιηβηη, «Οβδ δοζΐαΐθ δγδίθιη άθδ ΚαρΐίβΙΐδηΊυδ», θηιηάήδδ όθΓ 8οζΐαΙοΙ<οηοηιίΙ<, Αβί.ΐν).
Σημειώσεις στο 7ο κεφάλαιο 8. Εργογραφία για την δρβθπίΐ3ηΓΐΐ3ηά.
Μόνο στην αρχή και το τέλος της εποχής του φιλελεύθερου καπιταλισμού δια πιστώνουμε τη συνειδητοποίηση της αποφασιστικής σημασίας της δρθθηϊΊοιιηΙβηά. Υπήρχε, βέβαια, πριν και μετά το 1834, συνεχής αναφορά στο «σύστημα των επιδομάτων» και στην «κακή διαχείριση της Κοινωνικής πρόνοι ας», τα οποία πάντως, προέρχονταν από τη νομοθετική πράξη ΟίΙόθΓί, του 1782' τα αληθινά χαρακτηριστικά του συστήματος της δρθθπΐι^ιηίδηά δεν είχαν εδραι ωθεί στη συνείδηση του κοινού. Ούτε και σήμερα έχουν αποτυπωθεί με ακρίβεια. Εξακολουθεί να επικρατεί η γενική εντύπωση πως ήταν παροχή κοινωνικής πρόνοιας χωρίς διακρίσεις. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μία συστηματική επιδότηση των μισθών. Οι συγκαιρινοί της αναγνώριζαν μόνον εν μέρει ότι μία τέτοια πρα κτική ερχόταν σε μετωπική σύγκρουση με τις αρχές της νομοθεσίας των Τυδώρ, ενώ διέφευγε εντελώς από την προσοχή τους ότι το σύστημα ήταν ολότελα α συμβίβαστο με το ανερχόμενο μισθολογικό σύστημα. Όσον αφορά στα πρακτικά
266
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
αποτελέσματα, το σύστημα πέρασε απαρατήρητο μέχρις ότου, αργότερα — και σε συνδυασμό με τους νόμους για το καλαμπόκι του 1799-1800— άρχισε να συ μπιέζει τους μισθούς και να λειτουργεί ως επιδότηση των εργοδοτών. Οι κλασικοί οικονομολόγοι δεν έπαψαν ποτέ να μελετούν τις λεπτομέρειες του «συστήματος επιδομάτων», όπως έκαναν και στις περιπτώσεις της έγγειας προσόδου και του χρήματος. Ταύτιζαν συλλήβδην όλες τις μορφές επιδομάτων και εξωτερικής πρόνοιας με την «Κοινωνική πρόνοια» και απαιτούσαν την ολο σχερή κατάργησή τους. Ούτε ο Τάουνσεντ ούτε ο Μαλθους ούτε ο Ρικάρντο προωθούσαν μία μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας; επιζητούσαν την κα τάργησή της. Ο Μπένθαμ, ο μοναδικός που είχε προχωρήσει σε λεπτομερή με λέτη του αντικειμένου, ήταν λιγότερο δογματικός από τους υπόλοιπους. Τόσο αυτός όσο και ο Μπερκ είχαν καταλάβει κάτι που αδυνατούσε να διακρίνει ο Πιτ: ότι η αληθινά αποτρόπαιη αρχή ήταν των επιδομάτων στους μισθούς. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν προχώρησαν στη μελέτη της Κοινωνικής πρόνοι ας. Μπορούμε να υποθέσουμε πως τίποτε δεν θα τους διευκόλυνε περισσότερο από την επισήμανση του ψευδούς ανθρωπισμού ενός συστήματος, που υποθετι κά ικανοποιούσε τις ιδιοτροπίες των φτωχών, ενώ στην ουσία συμπίεζε τους μι σθούς τους κάτω από τα όρια της ανέχειας (ενισχυόταν ιδιαίτερα σ’ αυτήν του τη λειτουργία από την ύπαρξη του ειδικού αντισυνδικαλιστικού νόμου) και έδινε χρήματα του δημοσίου στους εύπορους, για να τους βοηθήσει να κερδίζουν α κόμα περισσότερα από την εκμετάλλευση των φτωχών. Αλλά την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς, ο εχθρός ήταν η «Νέα Κοινωνική πρόνοια», ενώ ο Κόμπετ και οι Χαρτιστές έδιναν μία εξιδανικευμένη εικόνα της Παλαιάς. Επιπλέον, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πεπεισμένοι πως μία μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας ήταν αναπόφευκτη, μπροστά στη διαφαινόμενη επικράτηση του καπι ταλισμού. Έτσι, όχι μόνο παρέβλεψαν στην επιχειρηματολογία τους ορισμένα σπουδαιότατα σημεία, αλλά και το βασικό επιχείρημα με το οποίο ενίσχυσε η δρθθΓπΐΊαιτιΙαηό το θεωρητικό τους σύστημα, δηλαδή ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να λειτουργήσει δίχως την ύπαρξη μιας ελεύθερης αγοράς εργασίας. Στην μελανή περιγραφή των συνεπειών τής δρθβηΐΐδίτιΐ^ηά, η Η^ιτίθί Μ^Γϋπθαυ άντλησε στοιχεία από την κλασική Αναφορά για την Κοινωνική πρό νοια (1834). Ο ΟουΙά και ο Β^ιίιίο, χρηματοδότες των εγχειριδίων με τα οποία η συγγραφέας ανέλαβε να διαφωτίσει τους φτωχούς για το αναπόφευκτο της α θλιότητάς τους — αποτελούσε πεποίθησή της πως ήταν αναπόφευκτη και πως η γνώση των νόμων της πολιτικής οικονομίας θα μετρίαζε τη μοίρα τους— δεν μπορούσαν να βρουν ειλικρινέστερο και, γενικά, πιο ενημερωμένο υποστηρικτή του πιστεύω τους. (ΙΙΙυβίΓβΰοηΒ ίο ΡοΙΜοβΙ Εοοηοηηγ, 1831, νοΙ.ΙΙΙ* επίσης, ΤΙίθ ΡβπβΙί 3ηό ίϊΐθ ΗθίτιΙθΐ ΐη Ροογ ίβιννβ από ΡευρβΓΒ, 1834). Το έργο της ΤΝήγ Υθ3Γ$’ Ρθάοθ, 1816-1846 εκδήλωνε μεγαλύτερη συμπάθεια προς τους Χαρτιστές απ’ όσο προς τον δάσκαλό της Μπένθαμ (νοΙ.ΙΙΙ, σ.489 και νοΙ.ΐν, σ.453). Ολοκλήρωσε το χρονικό της με τα ακόλουθα σημαντικά λόγια: «Σήμερα, οι κα λύτερα καταρτισμένοι από μας ασχολούνται με το μεγάλο ζήτημα των δικαιω μάτων που απορρέουν από την εργασία, ενώ η Ευρώπη μας στέλνει σαφείς προεδοποιήσεις, που δεν πρέπει να αγνοήσουμε, αν θέλουμε να αποφύγουμε την ολοσχερή καταστροφή. Είναι δυνατό να μη μπορεί να βρεθεί μια λύση; Αυτή πιθανόν να αποτελέσει το κεντρικό γεγονός της επόμενης περιόδου της βρετανι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
267
κής ιστορίας. Τότε, ίσως σαφέστερα από τώρα, θα διαφανεί πως κυρίαρχη επιτα γή της προηγούμενης Τριακονταετούς ειρήνης ήταν η προετοιμασία αυτής της λύσης». Αυτό ήταν προφητεία μακράς εμβέλειας. Το ζήτημα της εργασίας έπαψε να τίθεται την επόμενη περίοδο της βρετανικής ιστορίας· επανήλθε στην επικαιρότητα τη δεκαετία του 1870 και, μισόν αιώνα αργότερα, έφερε πράγματι την «ο λοσχερή καταστροφή». Προφανώς, ήταν ευκολότερο να διαπιστωθεί τη δεκαετία του 1840 σε σύγκριση με τη δεκαετία του 1940, πως οι απαρχές του ζητήματος αυτού βρίσκονταν στις αρχές της Μεταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας. Μέχρι και το τέλος της βικτοριανής εποχής, κανένας ιστορικός ή φιλόσοφος δεν ασχολήθηκε με την άθλια οικονομία της δρθθηή3ΓηΙ&η<± Από τους τρεις ι στορικούς του μπενθαμισμού, ο σερ Λέσλι Στήβεν δεν έκανε τον κόπο να προ χωρήσει σε μια λεπτομερή εξέταση, ενώ ο Έλι Χάλεβυ, πρώτος που αναγνώρι σε τον κορυφαίο ρόλο της Κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία του φιλοσοφικού ριζοσπαστισμού, περιορίστηκε σε εντελώς ασαφείς προσεγγίσεις του θέματος. Στην τρίτη ιστορική περιγραφή, του ϋϊοθγ, η παραγνώριση είναι ακόμα πιο έντο νη. Η ασύγκριτη ανάλυση των σχέσεων μεταξύ νόμου και κοινής γνώμης που έ κανε, αντιμετώπισε το Ιαίδδβζ-ίβίΓβ και τον «κολεκτιβισμό» ως σημεία δευτερεύουσας σημασίας. Η όλη μορφή πήγαζε, κατά τη γνώμη του, από τις βιομηχανι κές και επιχειρηματικές τάσεις της εποχής, δηλαδή από τους οργανισμούς που διαμόρφωναν την οικονομική ζωή. Κανείς δεν θα μπορούσε να υπογραμμίσει κα λύτερα από τον Οΐοθγ τον βαρύνοντα ρόλο του φαινομένου της ένδειας στη δια μόρφωση της κοινής γνώμης, καθώς και τη σπουδαιότητα της Μεταρρύθμισης της Κοινωνικής πρόνοιας για το όλο σύστημα της μπενθαμικής νομοθεσίας. Κι όμως, απορούσε με την κεντρική σημασία που απέδιδαν οι οπαδοί του Μπένθαμ στη Μεταρρύθμιση της Κοινωνικής πρόνοιας και πίστευε ότι, ουσιαστικά, κυ ρίαρχο ζήτημα ήταν η επιβάρυνση της βιομηχανίας από τον φόρο υπέρ των από ρων. Ιστορικοί της οικονομικής σκέψης, του αναστήματος του Σουμπέτερ ή του Μίτσελ ανέλυσαν τις έννοιες των κλασικών οικονομολόγων, δίχως καμία μνεία στις συνθήκες της δρθθηΐι^ιτιίβηά. Με τις διαλέξεις του Τόυνμπη (1881), η Βιομηχανική επανάσταση κατέστη α ντικείμενο της οικονομικής ιστορίας. Ο Τόυνμπη θεώρησε τον «σοσιαλισμό των Τόρυδων» υπεύθυνο για την δρθθηΐΊ^ΓηΙδηά και για την αρχή σύμφωνα με την ο ποία «οι πλούσιοι προστάτευαν τους φτωχούς». Περίπου την ίδια περίοδο, ο Ουίλιαμ Κάνιγχαμ μελέτησε το ίδιο αντικείμενο και, ως εκ θαύματος, το επανέφερε στο προσκήνιο- ήταν, όμως, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Αν και ο Μαντού (1907) είχε στη διάθεσή του το αριστούργημα του Κάνιγχαμ (1881), θεώρησε την δρθθπΙι^ΓηΙ^ηά «μία ακόμη μεταρρύθμιση» και, παραδόξως, της απέδωσε το ότι «έσπρωξε τους φτωχούς στην αγορά εργασίας» (ΤΙίθ ΙηάυείηΒΐ ΗβνοΙυΰοη ΐη ΐήθ ΕίβΜθθηίή ΟθηϊυΓγ, σ.438). Ο Μπηρ, που το έργο του αποτελεί μνημείο του πρώι μου αγγλικού σοσιαλισμού, ελάχιστα ασχολήθηκε με την Κοινωνική πρόνοια. Η δρθθηίΊδΐηΙβηά επανήλθε στο προσκήνιο μόνον όταν οι Χάμοντ (1911) πα ρουσίασαν το όραμα του επερχόμενου νέου πολιτισμού, απότοκου της Βιομηχα νικής επανάστασης. ΓΓ αυτούς, η δρθθηΜαιτιΙ&ηςΙ αποτελούσε μέρος της κοινω νικής και όχι της οικονομικής ιστορίας. Οι Γουέμπ (1927) συνέχισαν αυτό το έρ γο, τονίζοντας το ζήτημα των πολιτικών και οικονομικών προϋποθέσεων της δρθθπΙΐΗΓηΙβηά, έχοντας συναίσθηση ότι ασχολούνταν με τις απαρχές των κοι
268
ΚΑΗΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
νωνικών προβλημάτων της εποχής μας. Ο ϋ.Η.ΟΙ^ρίΐδΐη επιχείρησε να διατυπώσει αντίθετη άποψη προς αυτήν που μπορούμε να ονομάσουμε θεσμική προσέγγιση της οικονομικής ιστορίας, όπως την εξέφρασαν ο Ένγκελς, ο Μαρξ ο Τόυνμπη, ο Κάνιγχαμ, ο Μαντού και, πιο πρόσφατα, οι Χάμοντ. Αρνήθηκε να προσεγγίσει την δρθθηΙ-ΐ3ΐηΐ3ηά ως θεσμό και την παρουσίασε απλώς ως χαρακτηριστικό της «αγροτικής οργάνωσης» της χώρας (νοΙ.Ι, κεφ.4). Αυτό ήταν σαφώς ανεπαρκές, επειδή ακριβώς η επέκταση του συστήματος της δρθθηΙιειηΊίδηο] στις πόλεις οδήγησε στην κατάρρευσή του. Επίσης, διαχώρισε την επίδραση της δρθθηίιειηηίειηά στους φόρους από το ζήτη μα των μισθών και την αντιμετώπισε ως μία «από τις οικονομικές δραστηριότη τες του κράτους». Και πάλι, αυτό ήταν εντελώς τεχνητό και παρέβλεπε την οι κονομία της δρθθηή&ιτιίΕΐηοΙ από τη σκοπιά των εργοδοτών, που επωφελούνταν από τα χαμηλά ημερομίσθια, εξ ίσου ή και περισσότερο από όσο ζημίωναν από τους φόρους. Αλλά ο συνειδητός σεβασμός που επέδειξε στα γεγονότα αντι στάθμιζε την κακή του προσέγγιση στον θεσμό. Πάντως, πρώτος επισήμανε την αποφασιστικής σημασίας επίπτωση των «πολεμικών περιφράξεων» στην περιο χή στην οποία πρωτοεμφανίσθηκε η δρθθηΙΐδΓηΙβηά και τον πραγματικό βαθμό συμπίεσης των μισθών απ’ αυτήν. Η πλήρης ασυμβατότητα της δρθθπίΐδΐηΙ&ηά με το μισθολογικό σύστημα δια τυπώθηκε αποκλειστικά στην παράδοση των φιλελεύθερων οικονομολόγων. Μόνον αυτοί συνειδητοποίησαν ότι, υπό μία ευρεία έννοια, κάθε μορφή προστα σίας της εργασίας έκρυβε κάτι από την αρχή του παρεμβατισμού της δρθθηΐΊ^πηΙ&ηά. Ο Σπένσερ διατύπωσε την έννοια των «τεχνητών μισθών» (ό πως ονομαζόταν το σύστημα των επιδομάτων των μισθών στον τόπο του) ενα ντίον κάθε «κολεκτιβιστικής» πρακτικής, όρο που εύκολα επέκτεινε στην δημό σια εκπαίδευση, τις κατοικίες, την παροχή χώρων αναψυχής κτλ. Το 1913, ο Οίοθγ ολοκλήρωσε την κριτική του στον νόμο Συνταξιοδοτήσεως Υπερηλίκων (1908) ως εξής: «Στην ουσία, δεν είναι τίποτε άλλο από μία άλλη μορφή εξωτε ρικής πρόνοιας για τους φτωχούς». Διατύπωνε την έντονη αμφιβολία του για το κατά πόσον είχε δοθεί ποτέ στους φιλελεύθερους οικονομολόγους η ευκαιρία να ασκήσουν ολοκληρωμένα την πολιτική τους: «Ορισμένες προτάσεις τους δεν υλοποιήθηκαν ποτέ- η εξωτερική πρόνοια, λόγου χάρη, ουδέποτε καταργήθηκε». Αν αυτή ήταν η άποψη του Οϊοθγ, φυσικό ήταν να ισχυρίζεται ο Μΐδθδ ότι «όσο παρέχεται επίδομα ανεργίας, θα υπάρχει ανεργία» (υϋθΓβΙίδηι, 1927, σ.74)' και ότι «η βοήθεια στους ανέργους αποδείχθηκε ένα από τα αποτελεσμα τικότερα όργανα καταστροφής» (Βοά&Ιίδιπ, 1927, σ.484, ΝεΰοηζΙοΚοηοπιΐθ, 1940, ο.720). Στο βιβλίο του Οοοό βοάθίγ (1937), ο Λίπμαν προσπάθησε να δια χωρίσει τη θέση του από τον Σπένσερ, αλλά μόνο για να επικαλεσθεί τον Μΐδθδ. Αυτός και ο Λίπμαν αντιπροσώπευαν την αντίδραση των φιλελεύθερων στον νέο προστατευτισμό της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Αναμφίβολα, πολλά στοιχεία της νέας κατάστασης θύμιζαν την δρθθηΐΊ3ΐηΐ3ηά. Στην Αυστρία, το επί δομα ανεργίας δινόταν από ένα χρεωκοπημένο κρατικό θησαυροφυλάκιο· στη Βρετανία, το «επεκταθέν επίδομα ανεργίας» είχε καταστεί ταυτόσημο με την «ελεημοσύνη». Μάταια απαιτούσε το 1926 ο επικεφαλής της ΙΟΙ σερ Αλφρεντ Μοντ την επιδότηση των εργοδοτών από το ταμείο ανεργίας, με σκοπό την «εξισορρόπηση» των μισθών, που θα μπορούσε να συντελέσει στην αύξηση της α
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
269
πασχόλησης. Τόσο στο ζήτημα της ανεργίας, όσο και στο νομισματικό, ο ετοι μοθάνατος φιλελεύθερος καπιταλισμός αντιμετώπιζε τα ίδια ανεπίλυτα προβλή ματα που τον ταλάνιζαν από το ξεκίνημά του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΝΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΝΟΙΑ. ΑοΙ^ηο), Οθίτιρυΐ5θΓγ 83νϊη93 ΡΙεηε (1786) Ανωνύμου, Α Νβνν ΡΙθπ ίοΓ ίίΐθ ΒθίίθΓ ΜΒΐηίθΠΒΠΟθ οί Οίθ Ροογ οί Επ0ΐ3ηά (1784) Ανωνύμου, ΟοηβίόθΓΒΪιοηε οη 8βνθΓ3ΐ ΡΓορο83ΐε ί3ίθΙγ Μ3όθ Ιογ Οίθ ΒθίίθΓ Μ^ΐηίθΠβηοθ οίίϊΐθ Ροογ. Αρρθπόΐχ (β' εκδ., 1752) Αη Α00Γ688 ίο Οίθ ΡυόΙΐο, από τη Φιλανθρωπική Εταιρεία, ιδρυμένη το 1788 για την αποφυγή των αδικιών και για την αναμόρφωση των απόρων εγκλημα τιών (1788). ΑρρΙθ93ΐ1ΐΊ, Ηοβ., Α ΡΙθ3 ίοΓ ίήθ Ροογ (1790) ΒθΙδίΊΗΐη, ννΐΙΙ, Ηθπί3γΙ<8 οη Οίθ ΒΐΙΙ ίοΓ Οίθ ΒθίίθΓ βυρροή: 3ηό Μεΐηίθηβηοθ οί ίίΐθ Ροογ{1797) ΒθηΐΙιαηι, ϋ., Ρ3υρθΓ Μ3η3ς}θΓΠθηί ΙηπρΓονβό {1802) — , Οό86Γναϊΐοη οη ΐίΐθ Ηθβίποϋνβ 3ηό ΡγοΙίΜογυ ΟοπίπίογοϊβΙ 8γ3ίθηι (1821) — , Οό86Γν3ΐϊοη8 οη ίήθ Ροογ ΒιΊΙ, ίηίΓοάυοβό Ιογ ίήθ Πϊςίιί ΗοηουΓ3όΙθ ]Α/ΐΙΙί3ΓΠ Ρίίί, Φεβρουάριος 1797 ΒυΓΚθ, Ε., Τίιουςιήί8 3ηό 0θί3ίΐ8 οη 8θ3Γθίίγ{ 1795) Οοννθ, ϋαηΐθδ, ΠθΙΪ9ίου8 αηό ΡΝΙαηίϊίΓορίο ΤΓυ8Ϊ8 (1797) ΟιτιιηρΙθ, δ^ηηυθΙ, Μϋ, Αη Εδ53γ οη ίίΐθ Βθ8ί Μθ3ηβ οί ΡΓονΐόΐης ΕΓπρΙογπίθηί ίοΓ Οίθ ΡβορΙθ (1793) ϋθίοΘ , Όζη\β\, (3ίνίη<3 ΑΙηηδ ηο 0ίΐ3ήίγ, 3ηό ΕπιρΙογΐηςι ΐίιβ Ροογ 3 Οήθν^ηοθ ίο ίίΐθ Νειϊΐοη (1704) ϋγθΓ, Θθογ9θ, Α Οϊ88θΓί3ίίοη οη ίήθ ΤίίθΟΓγ βιηά Ργβοϊιοθ οί ΒθηβνοΙθηοθ (1795) — , Τίΐθ Οοηιρΐ3ΐηί3 οί ίίΐθ Ροογ οί Εης&ηό (1792) Εάθη, Οη Οίθ Ροογ (1797), 3 τόμοι. ΟΐΙβθΐΙ, ΤίΊΟΓπ&δ, Ρΐ3η ίοΓίίιβ ΒθίίθΓΗθΙΐθί3ηόΕηΊρΙογηίθηίοίίίΐθ Ροογ( 1781) ΟοοΙννϊη, ννΐΙΙΐαιη, ΤΙιου0 ίιί 8 0οο38ΐοηθό όγ Οίθ ΡθΓυ83ΐ οί Ογ Ρ3γγ’8 8ρΐηίυ3ΐ βθΓπιοη, Ργθ30\ίθ6 3ί θΊΠ8ί ΟιυΓοίΊ Αρή115, 1800, (Λονδίνο, 1801). ΗηγπρβΙίϊγθ, 8ί3ίθθίίίΐθ Ρ οογ (1795) ΗβΓπρδίΊΪΓθ ΜαςϊδίΓαΐθ (Ε.ΡουΙΐθΓ), Οοπιπίθηίδ οη Οίθ Ροογ ΒιΙΙ (1797) ΗοννΙθίί, ϋ.5Αιδ. Εχ3ηιΐη3ίΐοη οίΜη Ρΐίί’δ 8ρθθοΙί (1796) ϋδΐηθδ, Ιδαπο, ΡΓονΐόθηοθ 0ΐδρΐ3γθό{/\ονδίνο, 1800), σ.20 ϋοηθδ, Εάνν., ΤΙίθ ΡΓβνθηίίοη οίΡονθήγ(Ί796) Ι_υδοη, Ηθ\λ/Ιϊπ9 , ΙηίοηοΓ Ρ0ΐΐϋ08: Ογ, Οοη8ΐό6Γ3ΐΐοη8 οη ίήθ \Α/Γ6ίοΙΐθεΙη688 3ηό ΡΓ0ίΙίς]30γ οί Οίθ Ροογ (1786) Μ’ΡαΓίαηθ, ϋοΐιη, ϋΌ., Εηηυΐήθδ ΟοηοθΓηίη9 ίίΐθ Ροογ( 1782) Μ^ιΐΐηθδυ, Η., Τίΐθ Ρ3ήδΐΊ (1833) — Τίΐθ Η3πιΙθί {1833)
— , ΤΙίθ ΗΪ8ίθΓγ οί ίίΐθ ΤΙιΐΓίγ Υθ3Γ8’ Ρθ30θ (1849), 3 τόμοι. — , ΙΙΙυ8ίΓ3ίΐοη8 οί Ρ0ΐϊίΐ03ΐ Εοοηοιηγ (1832-34)±9 τόμοι. Μοίδδίθ, ϋ., Α Ρΐ3η...ρ6ηΐΐθηί ΡΓ08ϋίυίθ3. ΓουηόΙϊηο Ηθ8ρΐί3ΐ, Ροογ 3ηό Ροογ ί3\Α/8 (1758).
270
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ΝβδΓΠίίΙι, ϋ3ΠΊθ5, Ό.ϋ., Α 0ΙΊ3Γ3Θ, !$1θ οίΕ Ιγ(1799) Οννθη, Ροββιΐ, Κβροιΐ ίο ίΐΐθ Οοπιιτιΰίθθ ο ί Οίθ Αεδοάβΰοη ίοΓ Οίθ ΗθΙΐθί ο ί Οίθ Μ3ηυί3θίυήη@ από ί3ϋουπη0 Ροογ ( 1818) Ρβιηθ, ΤΙί., Ας}Γ3Π3η ϋυβΰοθ (1797) Ρθνν, ΡΐοΙπ., Οό5θΐΎ3ίΐοη8 (1783) Ρϊίΐ, ννηΊ. Μοιίοη, Αη ΑάάίθΒδ ίο ίίΐθ ίεηόθά ΙηίβΓθδί οί ίίΐθ Ωθίΐο. οί Η3ϋΰ3ΰοη 3ηό ΓυθΙ ίοί ίίΐθ ϋβθ οί ίίΐθ Ροογ (1797) ΡΙεη οί 3 ΡυόΙι'ο ΟίΐΆήίγ, (1790) «Ο η βΐβη/ΐηο», σχεδιάγραμμα. ΠΓ8ί ΠθροΓί της Εταιρείας για τη βελτίω ση τω ν συνθηκώ ν ζω ής και τη ν αύξηση τω ν α νέσ εω ν τω ν Φ τω χώ ν βθοοηό ΠβροΓί τη ς Εταιρείας για τη β ελτίω ση τω ν σ υνθη κώ ν ζω ής τω ν Φ τω χώ ν(1797)
Ρυ99ΐθδ, ΤΙίο., ΤΙίθ ΗίδίοΓγ ο ίίί ιθ Ροογ(1793), 3 τόμοι. δ303ίίθΓ, ΝΛ/γπ., Εδς., Α ΤΓ63ίί$6 οη Ρονθήγ (1797) δειυηάθΓδ, Ροόθΐΐ, Οό86Γν3Ϊιοπ8 δΙίθΓΘΓ, ϋ.Ο., Αιδ., ΡΓ686Πί8ί3ίθ οί ΪΙ16 Ροογ {1796) δρΐί^ίΐθΐάδ, Ιηδίΐίυίΐοη, Οοοό Μθ3ί 8ουρ (1799) δΐ. ΟΐΙθδ ΐη ϊ Ιίθ ΡίθΙά, Ν/θδίΓΥ οί ΙΙίθ ϋηίίθά ΡβπδΙίθδ οί, Οπϋάβπι ο ί “ΒΐΙΙ ίοΓ ίίΐθ ΒθίίθΓ βυρ ροιί 3ηό Μ3ΐηίθΠ3ηο6 ο ί ίίιβ Ροογ”{1797) δυίίοΙΚ, ΟθπίΙθηιαη, Α ίθ ίίθ Γ οη ίίΐθ Ροογ Ηβϊθβ 3ηό Οίθ Ηίςίι_Ρηοθ ο ί ΡΓονΐδΐοηδ (1795) Τοννηδθηά, \Λ/γπ-, Οΐδδθΐΐ3ΰοη οη ίίιβ Ροογ ί3\Λ/δ 1786 ύγ 3 ]ΝθΙΙ)ΝΙ3Ιί6γ οί Μ3ηΚίηά ν&ηοουνθΓ, ϋοΐιη., 03 υ $6 3 3ηό ΡΓοόυοίίοη ο ί Ρ ονβΓίγ(1796) ννϋδοη, Εάνν., Αιδ., Οό86Γν3Ϊιοη8 οη ίίΐθ ΡΓθδβηί βίβίθ ο ίίίΐθ Ρ ο ο γ (1795) \Λ/οοά, ϋ., ίθίίθΓ ίο 8 ιγ \ΜΙΙί3ΐ7ΐ ΡυΙίθηογ (Για τ ο ν νό μ ο του Ρΐίί) (1797) Υ ο υ η 9 , δίΓ, \Λ/., Ροογ Ηουδθδ 3ηό \Α/0Γΐ<-ίΊ0υ863 (1796) Σ ΥΓΧ Ρ Ο Ν Ε Σ Μ ΕΛΕΤΕΣ:
ΑδΝθν, δίΓ, νν.ϋ., Αη ΙηίΓοόυοίΐοη ίο Ε/?^//5/? Εοοηοπιΐο ΗΐδΐοΓγ 3ηό ΤΙιθογυ( 1931) ΒθΙείδοο, Ρή.δ., “ϋοίηη ΒθΙΙθΓδ, 1654-1725”, Εοοηοηηΐοδ, Ιούνιος 1925 — , “ΤΙίθ ΙειβουΓ ΕχοΐΊ&η9θ \όβα ΐη ίήθ 17ΙΙί ΟθηΐυΓγ”, Εο.υ., Ν/οΙ.Ι, σ.275 ΒΙαοΚιηοΓθ, ϋ.δ., άπ6 ΜθΙΙοηΐθ, Ρ.Ο., ΓαηιιΊγ Εηόοννηίθηί 3ηό ίίΐθ ΒίΓίίΐΓ3ίθ ΐη ίίΐθ ΕβγΙυ 19ίίι ΟοηίυΓγ, νοΙ.Ι ΟΙβρή^ιη, ϋ.Η., Εοοηοηιίο ΗΐβίοΓγ οίΜοόθΓη Βήί3ΐη, νοΙ.Ι, 1926 Μ3ΓδΙΐ8ΐΙ, ϋοΓοίΐΊΥ, “ΤΙίθ ΟΙά Ροογ Ι&νν, 1662-1795” ΤΙίθ Εο. Ηϊδί. Πβν., νοΙ.νΐΙΙ, 1937-38, σ.38.
Ρ3ΐ9Γ3νθ’δ ΟΐοΰοηΒΓγ οί ΡοΙίίί€3ΐ Εοοηοηηγ, Λήμμα: “Ροογ Ι_3\λ/”,1925. \Λ/θ6β, δ. αηά Β.,_Εη9ΐΐ8ΐι ίοο3ί ΟονθΓηπΊθηί, νοΙ.7-9, “Ροογ 1_3νν ΗΐδΐοΓγ” 1927-29 \Λ/θ66, διάηθγ, “δοοίδΙ Μονθίτίθηίδ”, Ο.Μ.Η, νοΙ.ΧΙΙ, σσ.730-65
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
271
9. Κοινωνική πρόνοια και η οργάνωση της εργασίας.
Δεν έχει γίνει ακόμα έρευνα των ευρύτερων επιπτώσεων της δρθθηΐΊβιηΙβηά, των απαρχών της, των αποτελεσμάτων και των αιτίων της απότομης διακοπής της. Ακολουθούν ορισμένες σχετικές αναφορές. (α) Κατά πόσον ήταν η 8ρθβηΗ3πιΐ3ηοΙ ένα πολεμικό μέτρο;
Από αυστηρά οικονομική άποψη, η δρθθπΙιβιηΙ^ηά δεν μπορεί να θεωρηθεί πολε μικό μέτρο, όπως έχει συχνά παρουσιασθεί. Οι συγκαιρινοί της δεν συνέδεαν την κατάσταση των μισθών με την πολεμική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Στον βαθμό που υπήρξε αξιοσημείωτη αύξηση των μισθών, αυτή είχε ξεκινήσει πριν από τον πόλεμο. Το έργο του Άρθουρ Γιάνγκ ΟΐΓουΙαί Ι θΙΙθγ του 1795, που αποσκοπούσε να εξακριβώσει τις συνέπειες της κακής σοδειάς στην τιμή του καλα μποκιού, περιείχε το εξής ερώτημα (σημείο IV): «Ποιά ήταν η αύξηση (αν υπήρ ξε) στην αμοιβή των αγροτικών εργατών, σε σύγκριση με την προηγούμενη πε ρίοδο;» Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι του απάντησαν δεν έδωσαν καμία σημα σία στο ακριβές νόημα της φράσης «προηγούμενη περίοδος». Οι αναφορές κυ μαίνονταν από τρία σε πενήντα χρόνια. Περιλάμβαναν τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα: 3 χρόνια .... ϋ.Βογδ, σ. 97. 3-4 χρ..... ϋ.Βογδ, σ. 90. 10 χρ. .. Αναφορές από το 5ίΐΓορδίιΐΓθ, ΜίόάΙθδθχ, ΟδΓπόπάδθδΙιίΓθ. 10-15 χρ .. .. δυδδθχ και ΗΒίτιρδΝΐΌ. 10-15 χρ .. .. Ε.Ηευτίδ. 20 χρ.... ϋ.Βογδ, σ. 86. 30-40 χρ .... ννίΙΙίδίΤΊ ΡίΗ. 50 χρ.. .. Αιδ. ϋ.ΗοννΙθίί Κανείς δεν όρισε την περίοδο σε δύο χρόνια, τη διάρκεια του Γαλλικού πο λέμου, που είχε αρχίσει τον Φεβρουάριο του 1793. Μάλιστα, κανείς δεν ανέφε ρε καν τον πόλεμο. Παρεπιμπτόντως, ο συνηθισμένος τρόπος προσέγγισης της αύξησης της φτώχειας, την οποία προκάλεσαν μια κακή σοδειά και άσχημες καιρικές συνθή κες, με επακόλουθη τη διόγκωση του αριθμού των ανέργων, αποτελούνταν από (1) τοπικές καταχωρήσεις δικαιούχων επιδόματος, διανομής τροφής και καυσί μων δωρεάν ή με μειωμένο κόστος, (2) την παροχή απασχόλησης. Οι μισθοί συ νήθως έμεναν ανεπηρέαστοι. Σε μια ανάλογη περίσταση, το 1788-9, πρόσθετη απασχόληση προσφέρθηκε σε τοπικό επίπεδο, με χαμηλότερα από τα συνηθι σμένα ημερομίσθια. (ϋ.Η^Γνθγ, «ΝΛ/οΓΟθΒίθΓδίιίΓθ», Αηη.οΐΑς^η, ν, XII, σ.132, 1789. Επίσης, Ε.ΗοΙιηθδ, «ΟιικΜοη», ί.Ο., σ.196). Παραμένει βάσιμη ωστόσο η υπόθεση ότι ο πόλεμος είχε μια τουλάχιστον έμμεση επίδραση στη διαδικασία η οποία οδήγησε στην υιοθέτηση του συστή ματος της δρθθπίιβηΊίδηά. Στην πραγματικότητα, δύο αδυναμίες της ραγδαία επεκτεινόμενης οικονομίας της αγοράς επιδεινώνονταν από τον πόλεμο και συ νέβαλλαν έτσι στις συνθήκες εμφάνισης της δρθθηΐΊβιηΙβηά: (1) Η διακύμανση των τιμών του καλαμποκιού, (2) τα καταστροφικά αποτελέσματα των τοπικών ε ξεγέρσεων στη διακύμανση αυτή. Η πρόσφατα απελευθερωμένη αγορά καλα μποκιού δεν ήταν σε θέση να αντέξει την πίεση του πολέμου και του απειλούμε
272
ΚΑΠΙΡΟΙΑΝΥΙ
νου αποκλεισμού. Ούτε και έμενε ανεπηρέαστη από τον πανικό που προκαλούσαν οι λαϊκές διαδηλώσεις, οι οποίες είχαν πλέον προσλάβει απειλητικές δια στάσεις. Υπό το αποκαλούμενο ρυθμιστικό σύστημα, οι «πειθαρχικές διαδηλώ σεις» θεωρούνταν από τις αρχές δείκτης τοπικής έλλειψης τροφίμων και αντι μετωπίζονταν με επιείκεια. Τώρα καταγγέλλονταν ως αιτία της έλλειψης τροφί μων και οικονομική απειλή για το σύνολο της κοινότητας, ιδιαίτερα για τους ίδι ους τους φτωχούς. Ο Άρθουρ Γιάνγκ δημοσίευσε μια προειδοποίηση για τις «Συνέπειες των διαδηλώσεων στις υψηλές τιμές των τροφίμων», ενώ η Ηζηηζϊ) Μογθ διέδωσε αντίστοιχες απόψεις σε ένα από τα ηθοπλαστικά της ποιήματα, με τίτλο «Η Διαδήλωση ή μισό καρβέλι είναι καλύτερο από καθόλου ψωμί» (τρα γουδιόταν στον ρυθμό του «Α ΟοβόΙθΓ ϊϊίθγθ νν^δ»). Η απάντησή της στις νοικο κυρές, απλώς επαναλάμβανε με ρίμα τον πλασματικό διάλογο του Γιάνγκ: «Οα μείνουμε ήσυχοι μέχρι να πεθάνουμε απ’ την πείνα; Σίγουρα όχι — πρέπει να πα ραπονιέσαι· αλλά να παραπονιέσαι και να συμπεριφέρεσαι με τρόπο που να μην επιδεινώνει περισσότερο το κακό». Κατά την άποψή της, δεν υπήρχε κίνδυνος λιμοκτονίας «εφ’ όσον πάψουν οι διαδηλώσεις». Οι ανησυχίες ήταν αρκετά δι καιολογημένες, επειδή η προμήθεια καλαμποκιού ήταν ιδιαίτερα εύθραυστη σε περιπτώσεις πανικού. Επιπλέον, η Γαλλική επανάσταση προσέδιδε απειλητικές διαστάσεις ακόμα και στην πιο κόσμια μορφή οργανωμένης διαμαρτυρίας. Αν και ο φόβος της αύξησης των μισθών ήταν, τελικά, η οικονομική αιτία της δρθθηΙπαηηΙβηοΙ, πρέπει να τονίσουμε ότι, αναφορικά με τον πόλεμο, οι επιπτώ σεις της κατάστασης ήταν περισσότερο κοινωνικο-πολιτικές παρά οικονομικές. (β) Ο σερ Αρθουρ Γιανγκ και η χαλάρωση του νόμου της Εγκατάστασης.
Δύο αποφασιστικής σημασίας μέτρα της Κοινωνικής πρόνοιας πάρθηκαν το 1795: η δρθθηήειπίδηά και η χαλάρωση της «ενοριακής δουλείας». Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε πως η εμφάνισή τους ήταν σύμπτωση. Σε ό,τι αφορά την κινητικότητα της εργασίας, τα αποτελέσματά τους ήταν ως ένα σημείο αντίθε τα. Ενώ το δεύτερο διευκόλυνε τον εργαζόμενο να περιφέρεται αναζητώντας εργασία, το πρώτο περιόριζε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης. Με όρους «απώθησης» και «έλξης», που συχνά χρησιμοποιούνται σε μελέτες της μετακί νησης πληθυσμών, η ελκτική δύναμη του τόπου προορισμού αυξανόταν, αλλά και η «απώθηση» του χωριού μειωνόταν. Ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης της εργα σίας στην ύπαιθρο σε μεγάλη κλίμακα, σαν αποτέλεσμα της αναθεώρησης του νόμου του 1662, είχε σίγουρα μετριασθεί από την 8ρθθηΙΐ3ΐτιΙ&η<± Από τη σκοπιά της διαχείρισης της Κοινωνικής πρόνοιας, τα δύο μέτρα εμφανίζονταν συμπλη ρωματικά. Η χαλάρωση του νόμου του 1662 επέσειε τον κίνδυνο τον οποίο ο νόμος είχε σχεδιασθεί για να αποτρέψει, δηλαδή το «πλημμύρισμα» των καλύ τερων ενοριών από τους φτωχούς. Αν δεν μεσολαβούσε η δρθθηΜ^ΓηΙβηά, αυτό θα ήταν σχεδόν βέβαιη εξέλιξη. Οι συγκαιρινοί ελάχιστα επισήμαναν αυτόν τον συσχετισμό, γεγονός που δεν πρέπει να εκπλήσσει, αν αναλογισθούμε ότι ο νό μος του 1662 θεσπίσθηκε χωρίς καμία δημόσια συζήτηση και προβληματισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο συσχετισμός θα πρέπει να λειτουργούσε στη σκέψη του σερ Αρθουρ Γιάνγκ, που τάχθηκε δύο φορές υπέρ και των δύο μέτρων. Το 1795, προώθησε την τροποποίηση του νόμου της Εγκατάστασης, ενώ ήταν και ο κύ ριος υποκινητής του νομοσχεδίου του 1796, με το οποίο θεσπίσθηκε η αρχή της
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
273
3ρθθηΐΊβΓηΙβηό. Είχε επιδιώξει την ανάκληση του νόμου της Εγκατάστασης, προωθώντας ταυτόχρονα τη λήψη μέτρων ανακούφισης των φτωχών, ιδιαίτερα τη δημιουργία ενός μισθού, που τα δύο τρίτα του θα καταβάλλονταν από τον ερ γοδότη, και το ένα τρίτο από τους φόρους. (ΝΐοήοΙδοη, ΗίδίοΓγ οί Οίθ Ροογ ίβννδ, νοΙ.ΙΙ). Αλλά απαιτήθηκαν άλλη μια κακή σοδειά και ο Γαλλικός πόλεμος για να επικρατήσουν τελικά οι αρχές αυτές. (γ) Οι συνέπειες των υψηλών αστικών ημερομισθίων στην αγροτική κοινότητα.
Η «έλξη» της πόλης προκάλεσε αύξηση των ημερομισθίων της υπαίθρου, ενώ παράλληλα της στέρησε την εργατική της εφεδρεία. Από τις δύο αυτές στενά συνδεδεμένες δυσμενείς επιπτώσεις, σημαντικότερη ήταν η δεύτερη. Η ύπαρξη ενός επαρκούς αποθέματος εργατικής δύναμης ήταν ζωτικής σημασίας για την αγροτική οικονομία, η οποία απαιτούσε πολύ περισσότερα εργατικά χέρια την ά νοιξη και τον Οκτώβριο, απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Σε μια παραδοσιακή κοινωνία οργανικής δομής, η διαθεσιμότητα μιας τέτοιας εργατι κής εφεδρείας δεν αφορά απλώς το ύψος των μισθών, αλλά κύρια το θεσμικό περιβάλλον το οποίο καθορίζει το δΜυδ του φτωχότερου τμήματος του πληθυ σμού. Σ’ όλες σχεδόν τις γνωστές κοινωνίες, συναντούμε νομικούς ή παραδο σιακούς διακανονισμούς, που διατηρούν τον εργάτη της υπαίθρου στη διάθεση του κτηματία, για απασχόληση σε περιόδους αυξημένης ζήτησης. Εδώ εντοπίζεται το κεντρικό ζήτημα της κατάστασης που δημιούργησε στην κοινότητα της υπαίθρου η αύξηση των αστικών ημερομισθίων, από τη στιγμή που το δίαΐυδ έδωσε τη θέση του στο οοηίι^οίυδ. Πριν τη Βιομηχανική επανάστα ση, υπήρχαν σημαντικά αποθέματα εργατικής δύναμης στην ύπαιθρο: υπήρχε η οικοτεχνία, η οποία απασχολούσε τον άνθρωπο στη διάρκεια του χειμώνα, ενώ διατηρούσε αυτόν και τη γυναίκα του διαθέσιμους για εργασία την άνοιξη και το φθινόπωρο. Υπήρχε ο νόμος της Εγκατάστασης, που συγκροτούσε τους φτω χούς στην ενορία, ουσιαστικά σε κατάσταση υποδούλωσης, και τους εξαρτούσε από τους τοπικούς αγρότες. Υπήρχαν οι διάφοροι άλλοι τρόποι με τους οποίους η Κοινωνική πρόνοια καθιστούσε τον διαμένοντα εργάτη εύκαμπτο εργαζόμενο, όπως λόγου χάρη το σύστημα των κυκλικά εργαζόμενων σε διάφορους τομείς, ο υποχρεωτικός καταυλισμός και ο ρυθμός της εργασίας. Σύμφωνα με τους κα ταστατικούς χάρτες των διαφόρων «Οίκων Εργασίας», κάθε φτωχός αντιμετώ πιζε το ενδεχόμενο σκληρής αλλά και κρυφής τιμωρίας. Μερικές φορές, αυτός που επιζητούσε κοινωνική αρωγή συλλαμβάνονταν και συνοδευόταν στον «Οί κο Εργασίας», αν οι αρχές, που είχαν το δικαίωμα βίαιας εισόδου στην κατοικία του, έκριναν πως «ζούσε στην ανέχεια και έπρεπε να βοηθηθεί». (31 Θ θο. III, 78). Η θνησιμότητα στα ιδρύματα αυτά ήταν τρομακτική. Αν λάβουμε επίσης υπόψη τις συνθήκες ζωής του μεροκαματιάρη του Βορρά, ο οποίος πληρωνόταν σε είδος και ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει την εργασία του ανά πάσα στιγ μή, όπως και τις πολλαπλές σχέσεις εξάρτησης οι οποίες συμβάδιζαν με τις δε σμευμένες αγροικίες και τις επισφαλείς σχέσεις γαιοκτησίας των φτωχών, μπο ρούμε να εκτιμήσουμε το βαθμό εξάρτησης της εργατικής δύναμης από τους εργοδότες της υπαίθρου. Επομένως, πέραν του ζητήματος των μισθών, κυρίαρ χο ζήτημα ήταν η διατήρηση μιας επαρκούς εφεδρικής εργατικής δύναμης. Η σχετική σπουδαιότητα των δύο ζητημάτων ποίκιλε κατά περιόδους. Αν και η ε-
274
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
δραίωση της δρθθπΙΐΒίτιΙβηοΙ ήταν στενά συνδεδεμένη με τους φόβους των κτη ματιών για τυχόν αύξηση των μισθών, αιτία που καθόρισε προφανώς και τη ρα γδαία εξάπλωση του συστήματος επιδομάτων στα τελευταία χρόνια της αγροτι κής κρίσης (μετά το 1815), η σχεδόν ομόφωνη εμμονή των κτηματιών, στις αρ χές της δεκαετίας του 1830, στη διατήρηση του συστήματος επιδομάτων, δεν οφειλόταν στο φόβο των υψηλών μισθών, αλλά στην ανάγκη διατήρησης μιας ε παρκούς εργατικής δύναμης. Αυτή η επιτακτική ανάγκη πρέπει να ήταν επίσης κυρίαρχη στις σκέψεις τους, ιδιαίτερα στη μακρά περίοδο ευημερίας (17921813), όταν η μέση τιμή του καλαμποκιού γνώριζε αλματώδη αύξηση και ξεπερνούσε κατά πολύ το αυξανόμενο κόστος των ημερομισθίων. Η παροχή εργατι κής δύναμης αποτελούσε συνεπώς τη βασική αιτία υιοθέτησης του συστήματος της δρθθηΜδηιΙαηϋ. Ισως ο διαχωρισμός των δύο αυτών κινήτρων να φαίνεται τεχνητός, εφ’ ό σον μια αύξηση των μισθών φυσιολογικά θα προκαλούσε μεγαλύτερη προσφο ρά εργατικής δύναμης. Σε μερικές περιπτώσεις πάντως, υπάρχει απτή απόδειξη για το ποιός από τους δύο κινδύνους κυβερνούσε τη σκέψη των κτηματιών. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις ότι, ακόμη και στην περίπτωση των μονίμων φτωχών μιας περιοχής, οι αγρότες ήταν αντίθετοι σε οποιαδήποτε μορφή εξωτερικής απασχόλησης, η οποία καθιστούσε τον εργάτη λιγότερο δια θέσιμο για περιστασιακή αγροτική εργασία. Ένας από τους μάρτυρες της ανα φοράς του 1834 κατηγόρησε τους φτωχούς των ενοριών ότι “επιδίδονται στο ψάρεμα σκουμπριού και ρέγγας, κερδίζοντας περίπου μια λίρα τη βδομάδα, ενώ εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους στη φροντίδα της ενορίας. Με την επιστρο φή τους από το ψάρεμα, στέλνονται στη φυλακή, όμως αυτό δεν τους ενοχλεί, γιατί σύντομα πάλι είναι ελεύθεροι να συνεχίσουν την επικερδή αυτή απασχό ληση...”(σ.33). Αυτός είναι ο λόγος, αναφέρει ο ίδιος μάρτυρας, που “οι κτημα τίες συχνά δεν μπορούν να βρουν επαρκή αριθμό εργατών για τις εργασίες της άνοιξης και του Οκτώβρη” (Αναφορά του Ηθπρ/ δίυ^ιΐ, Αρρ. Α., Μέρος 1, σ.334^). Κατά δεύτερο λόγο, ήταν το σημαντικό ζήτημα της παροχής αγροτικών κλή ρων. Οι κτηματίες γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην αναγκαστική κατα φυγή κάποιου και της οικογένειας του στο επίδομα ήταν ένα δικό του κτήμα. Παρ’ όλα αυτά, ούτε το βάρος των επιδομάτων μπορούσε να τους πείσει να προχωρήσουν σε κάποια παροχή κλήρων, ώστε να καταστήσουν τους μόνιμα διαμένοντες φτωχούς της ενορίας τους λιγότερο εξαρτώμενους από την περιστασιακή αγροτική εργασία. Αυτό το σημείο είναι αξιοπρόσεκτο. Από το 1833, η κτηματική κοινότητα ή ταν κατηγορηματικά υπέρ της διατήρησης της δρθθηίιαΓηΙδηά. Αναφέρουμε ορι σμένα αποσπάσματα από την Εκθεση της Επιτροπής για την Κοινωνική πρόνοια: Το σύστημα των επιδομάτων σήμαινε “φθηνά εργατικά χέρια και γρήγορη συ γκομιδή” (ΡοννθΓ). “Χωρίς το σύστημα των επιδομάτων, οι κτηματίες δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν την καλλιέργεια του εδάφους” (ΟοννθΙΙ). “Οι αγρότες προτιμούν οι εργάτες τους να πληρώνονται από τον φόρο υπέρ των απόρων” (ϋ.Μδηη). “Ιδιαίτερα οι μεγάλοι κτηματίες, δεν νομίζω ότι επιθυμούν τη μείωση τους (των φόρων). Οσο οι φόροι διατηρούνται στο σημερινό τους επίπεδο, αυ τοί μπορούν πάντα να βρουν όσα εργατικά χέρια χρειάζονται και, μόλις αρχί σουν οι βροχές, μπορούν να τα επιστρέφουν εκ νέου στην ενορία...” (μαρτυρία
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
275
ενός κτηματία). Οι ενοριακοί επίτροποι “αντιτίθενται σε κάθε μέτρο το οποίο θα αποδέσμευε τον εργάτη από τη συνδρομή της ενορίας η οποία, συγκροτώντας τον στα όριά της, τον καθιστά πάντοτε διαθέσιμο να προσφέρει την εργασία του, όταν αυτή ζητηθεί”. Διακηρύσσουν πως “υψηλοί μισθοί και ελεύθεροι εργά τες θα μπορούσαν να τους συντρίψουν” (ΡπηςιΙβ). Ήταν σταθερά αντίθετοι σε κάθε πρόταση παραχώρησης κλήρου στους απόρους, επειδή κάτι τέτοιο θα τους καθιστούσε ανεξάρτητους. Κλήροι οι οποίοι θα τους έσωζαν από την εξαθλίωση και θα τους έδιναν αυτοσεβασμό και ανεκτές συνθήκες ζωής, θα τους καθιστού σαν επίσης αυτάρκεις, συνεπώς θα τους αφαιρούσαν από τον εφεδρικό στρατό που απαιτούσε η αγροτική οικονομία. Ο Μφηάΐθ, προωθητής της παραχώρησης γης στους φτωχούς, συνιστούσε κλήρους όχι μεγαλύτερους του ενός τετάρτου του εκταρίου (ενός στρέμματος περίπου), επειδή “οι ιδιοκτήτες δεν επιθυμούν να κάνουν τους εργάτες ανεξάρ τητους”. Αυτό επιβεβαιώνεται και από έναν άλλο οπαδό της απόδοσης κλήρων στους εργάτες, τον Ροννθπ “Οι κτηματίες αντιτίθενται στην παραχώρηση γης. Δεν επιθυμούν τέτοιες αποσπάσεις από την ιδιοκτησία τους· αναγκάζονται να πηγαίνουν μακρύτερα για την κοπριά τους και εναντιώνονται σε μιαν αυξημένη ανεξαρτησία των εργατών τους”. Ο 01<θόθη πρότεινε κλήρους ενός δέκατου έ κτου του εκταρίου επειδή, όπως έλεγε, “αυτό θα κατανάλωνε τον ίδιο ελεύθερο χρόνο όσο και η ρόκα, ο αργαλειός και οι βελόνες πλεκτικής”, όταν ήταν σε πλήρη χρήση σε κάθε βιομηχανική εργατική οικογένεια. Αυτό αφήνει ελάχιστες αμφιβολίες για την αληθινή λειτουργία του συστήμα τος των επιδομάτων, από τη σκοπιά των κτηματιών, λειτουργία που ήταν η διατή ρηση μιας εργατικής εφεδρείας, απαρτιζόμενης από τους μόνιμα διαμένοντες φτωχούς και διαθέσιμης ανά πάσα στιγμή. Παρεπιμπτόντως, η ΒρθθπίΊβΓηΐΗηοΙ δη μιούργησε με αυτόν τον τρόπο μιαν εντύπωση πλεονάζοντος αγροτικού πληθυ σμού, σε αντίθεση με την πραγματικότητα. (δ)Το σύστημα των επιδομάτων στις βιομηχανικές πόλεις. Η δρθθπίιβΓηΙ^ηά είχε σχεδιασθεί πρωταρχικά σαν ανακούφιση της δοκιμαζόμε νης υπαίθρου. Αυτό δεν σήμαινε περιορισμό στα χωριά, επειδή και τα αστικά ε μπορικά κέντρα ανήκαν στην ύπαιθρο. Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1830, στην περιοχή της δρθβηΙιβιηΙβΓκΙ, οι περισσότερες πόλεις είχαν υιοθετή σει το σύστημα των επιδομάτων. Στην κομητεία του ΗβΓθίοΓά, λόγου χάρη, η ο ποία χαρακτηριζόταν ως προς την ύπαρξη πλεονάζοντος πληθυσμού “καλή”, και οι έξι πόλεις είχαν υιοθετήσει το σύστημα της δρθβηΐΐδίτιίβηά (τέσσερις “σίγου ρα”, δύο “πιθανώς”), ενώ στο “κακό” πληθυσμιακά δυδδθχ, από δώδεκα πόλεις, εννέα είχαν ασπασθεί τις μεθόδους της δρβθη^ηΊΐαηά και τρεις όχι. Η κατάσταση στις βόρειες και βορειοδυτικές βιομηχανικές πόλεις ήταν βέ βαια πολύ διαφορετική. Μέχρι το 1834, ο αριθμός των εξαρτώμενων φτωχών ή ταν πολύ μικρότερος στις βιομηχανικές πόλεις απ’ ό,τι στην ύπαιθρο όπου, πριν ακόμη το 1795, η γειτνίαση των βιομηχανιών έτεινε να διογκώνει τον αριθμό των απόρων. Το 1789, ο αιδεσιμώτατος ϋοίιη Ηοννίθίί εξέφραζε πειστικά την α ντίθεση του “στη γενική πλάνη ότι το ποσοστό των φτωχών στις μεγάλες πό λεις και τα βιομηχανικά αστικά κέντρα είναι υψηλότερο απ’ ό,τι στις μικρές ενο ρίες, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο” (Απη^ΐδ οί ΑςπουΙίυΐΌ, ν,
276
ΚΑΡΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
ΧΙ,σ.6, 1789). Δυστυχώς, η κατάσταση στις νέες βιομηχανικές πόλεις δεν είναι γνωστή. Τα μέλη της Επιτροπής για την Κοινωνική πρόνοια εμφανίζονταν προβληματισμένα από τον θεωρούμενο άμεσο κίνδυνο εξάπλωσης των μεθόδων της δρθθηΙιαιηΙδηοΙ στις βιομηχανικές πόλεις. Αναγνωριζόταν ότι “οι βόρειες πόλεις ελάχιστα έχουν επηρεασθεί από αυτήν”, παράλληλα όμως εκφραζόταν ο φόβος ότι “υπάρχει σε τρομακτικό βαθμό ακόμα και στις πόλεις”. Τα γεγονότα δεν επι βεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Είναι γεγονός ότι, τόσο στο ΜβηοϊΐΘδΙθΓ, όσο και στο ΟΙάΐΊΒΓη, υπήρξε περιοδική χορήγηση βοήθειας σε υγιείς και εργαζόμενους πολί τες. Σε συνάντηση φορολογουμένων στο ΡΓθδΙοη, όπως γράφει ο ΗθπάθΓδοη, ακούσθηκαν οι διαμαρτυρίες ενός φτωχού, “ο οποίος είχε καταφύγει στην ενο ρία, όταν το εισόδημα του μειώθηκε από μια λίρα σε δεκαοκτώ σελίνια εβδομαδιαίως”. Η κωμόπολη του βδΙίοΓά, το ΡδάΐΐΊβιτι και το ΙΙΙνθΓδίοη, αναφέρονταν επί σης ως περιπτώσεις “τακτικής” χορήγησης επιδομάτων στους μισθούς· παρό μοια και το ΝΑ/Ϊ93Π, αναφορικά με τους κλωστοϋφαντουργούς. Στο Νοίίΐης^ιη, πωλούνταν κάλτσες στο κόστος παραγωγής, “με κέρδος” για τον κατασκευα στή, προφανώς εξ αιτίας της επιδότησης των μισθών από τους φόρους. Τέλος, ο ΗθηάθΓδοπ, αναφερόμενος στο ΡΓθδίοπ, διαισθανόταν την “ύπουλη διείσδυση του συστήματος και τη στρατολόγηση ιδιωτικών συμφερόντων υπέρ αυτού”. Σύμφωνα με την αναφορά της Επιτροπής για την Κοινωνική πρόνοια, το σύστη μα επικρατούσε λιγότερο στις πόλεις, απλώς “επειδή οι βιομήχανοι καπιταλι στές αποτελούν μικρό τμήμα των φορολογουμένων και, συνεπώς, έχουν μικρό τερη επιρροή στα ενοριακά σώματα απ’ ό,τι οι κτηματίες στις κομητείες”. Αν και αυτό συνέβαινε βραχυπρόθεσμα, είναι πιθανόν ότι, μακροπρόθεσμα, υπήρχαν αρκετοί λόγοι που να συντρέχουν εναντίον μιας γενικής αποδοχής του συστή ματος από πλευράς των βιομηχάνων εργοδοτών. Ένας ήταν η αναποτελεσματικότητα της εργασίας των απόρων. Η βαμβα κουργία λειτουργούσε κυρίως στη βάση της αμοιβής με το κομμάτι. Ακόμα και στη γεωργία, “οι υποβαθμισμένες και ανεπαρκείς συντάξεις των ενοριών” είχαν ως αποτέλεσμα “τέσσερις ή πέντε από αυτούς να ισοδυναμούν με έναν εργάτη στην παραγωγή” {βθΐθβί ΟοιτιηΊΐϋθθ οη ίεόουΓθΓδ’ ννεςιβδ, Η. κεφ.4, VI, 1824, σ.4). Η έκθεση της Επιτροπής για την Κοινωνική Πρόνοια παρατηρούσε πως η εργασία με το κομμάτι μπορούσε να επιτρέψει τη χρήση της μεθόδου της δρθθπΙιαπΊΐ^ηά, δίχως να καταστρέφει αναγκαστικά “την αποτελεσματικότητα του εργάτη”1συνεπώς, ο βιομήχανος μπορούσε “πραγματικά να αποκτήσει φθη νά εργατικά χέρια”. Υπονοούνταν ότι οι χαμηλές αποδοχές του αγροτικού εργά τη δεν σήμαιναν αναγκαστικά φθηνή εργασία, επειδή η αναποτελεσματικότητά του μπορούσε να βαρύνει περισσότερο από το χαμηλό αντίτιμο της εργασίας του που εισέπρατε από τον εργοδότη. Ένας άλλος παράγοντας που έστρεφε τον επιχειρηματία εναντίον του συ στήματος της δρθθη^ιηίαηά ήταν ο κίνδυνος να ξεπερασθεί από ανταγωνιστές, οι οποίοι παρήγαν με μικρότερη επιβάρυνση από τους μισθούς, εξ αιτίας των ε πιδομάτων. Αυτή η απειλή δεν ενδιέφερε τον αγρότη, ο οποίος πωλούσε σε μιαν απεριόριστη αγορά, δεν μπορούσε όμως να αφήσει αδιάφορο τον βιομήχανο του αστικού κέντρου. Η έκθεση της Επιτροπής για την Κοινωνική Πρόνοια (Ρ.Ι.Ο.) ισχυριζόταν πως “ένας βιομήχανος του ΜαοοΙθδίίθΙά μπορεί να ξεπερα-
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
277
σθεί από ανταγωνιστές και τελικά να χρεωκοπήσει, εξ αιτίας της κακοδιαχείρι σης της Κοινωνικής πρόνοιας στο Εδδθχ”. Ο ννΐΙΙΐβιτι ΟυηηίηςΙΐδΐΤ) αναγνώρισε τη σπουδαιότητα του Νόμου του 1834, ιδιαίτερα στην “εθνικοποίηση” της Κοινωνι κής πρόνοιας, και την συνακόλουθη αφαίρεση ενός σοβαρού εμποδίου για την ανάπτυξη εθνικών αγορών. Μια τρίτη αντίρρηση στη δρθθηίι^ΓηΙδηά, ίσως η πιο βαρύνουσα στους καπι ταλιστικούς κύκλους, ήταν η τάση της να συγκροτεί την “τεράστια, αδρανή μάζα της πλεονάζουσας εργατικής δύναμης” (ΗθάίοιχΙ) εκτός της αστικής αγοράς ερ γασίας. Στο τέλος της δεκαετίας του 1820, η ζήτηση εργατικών χεριών από μέ ρους των αστών βιομηχάνων ήταν μεγάλη. Τα συνδικάτα του ϋοήθΐΐγ οδήγησαν σε μεγάλης κλίμακας ταραχές· αυτό ήταν το ξεκίνημα του κινήματος του Οννθη, το οποίο οδήγησε στις μεγαλύτερες απεργίες και ΙοοΚ-ουί [ανταπεργίες] που εί χε γνωρίσει ως τότε η χώρα. Από τη σκοπιά των εργοδοτών επομένως, τρία ισχυρά επιχειρήματα συνηγο ρούσαν μακροπρόθεσμα κατά της δρθθπΜαΓπΙαηά: η φθοροποιός της επίδραση στην παραγωγικότητα της εργασίας, η ταση της να δημιουργεί διαφοροποίηση του κόστους σε διάφορα μέρη της χώρας και η ενθάρρυνση από μέρους της “στάσιμων δεξαμενών εργασίας” (\Λ/θίο6) στην ύπαιθρο, ενισχύοντας έτσι το μο νοπώλιο εργασίας των εργατών των αστικών κέντρων. Καμία από αυτές τις συν θήκες δεν μπορούσε να βαρύνει ιδιαίτερα για τον μεμονωμένο εργοδότη ή, ακό μη, για μια τοπική ομάδα εργοδοτών. Εύκολα θα μπορούσαν να αντισταθμισθούν και να ξεπερασθούν από το χαμηλό κόστος της εργασίας, όχι μόνο στη διασφάλιση κερδών, αλλά και στον ανταγωνισμό με βιομηχάνους άλλων πόλε ων. Αλλά οι επιχειρηματίες ως τάξη θα διαμόρφωναν μια εντελώς διαφορετική γνώμη όταν, με τον καιρό, κατέστη σαφές πως ό,τι ευνοούσε τον μεμονωμένο εργοδότη ή ομάδα εργοδοτών, τους έβλαπτε συλλογικά. Στην ουσία, ίσα ίσα η εξάπλωση του συστήματος των επιδομάτων στις βόρειες βιομηχανικές πόλεις στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1830 ισχυροποίησε την αρνητική για τη βρθθπΐΊΗΐτιΙαηοΙ άποψη και επέφερε μια εθνικής κλίμακας μεταρρύθμιση. Τα στοιχεία καταδεικνύουν μιαν αστική πολιτική συνειδητά στραμμένη στη δημιουργία μιας βιομηχανικής εφεδρικής εργατικής δύναμης στις πόλεις, κυ ρίως για να αντιμετωπισθούν οι οξείες διακυμάνσεις της οικονομικής δραστη ριότητας. Από την άποψη αυτή, μικρή ήταν η διαφορά μεταξύ πόλης και υπαί θρου. Όπως ακριβώς οι αρχές του χωριού προτιμούσαν υψηλούς φόρους αντί των υψηλών μισθών, οι αστικές αρχές απεχθάνονταν να μετακινήσουν τον μη μόνιμα διαμένοντα άπορο στον τόπο εγκατάστασής του. Υπήρχε κάτι σαν αντα γωνισμός μεταξύ των εργοδοτών της πόλης και της υπαίθρου για εξασφάλιση μεριδίου σε αυτόν τον εφεδρικό στρατό. Μόνο κατά τη διάρκεια της παρατεταμένης και οξείας οικονομικής καθίζησης της δεκαετίας του 1840, κατέστη αδύ νατον να στηριχθεί αυτή η εργατική εφεδρεία με άλλες φορολογικές επιβαρύν σεις. Ακόμη και τότε, εργοδότες της πόλης και της υπαίθρου συμπεριφέρονταν με τον ίδιο τρόπο: σημειώθηκε μια μαζική μετακίνηση των φτωχών από τις βιο μηχανικές πόλεις, παράλληλα με ένα “καθάρισμα” του χωριού από πλευράς των κτηματιών, και στις δύο περιπτώσεις, με στόχο τη μείωση του αριθμού των διαμενόντων φτωχών (ΠθάίοΓά, σ.111).
278
ΚΑΠΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
(ε) Η πρωτοκαθεδρία της πόλης έναντι της υπαίθρου. Η δρθθπΙΐΗΐηΙδηό, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, απστελούσε μια προστατευτική κίνηση απέναντι της αγροτικής κοινότητας στον διαφαινόμενο κινδύνο της αύξη σης των αστικών ημερομισθίων. Αυτό υπονοεί την πρωτοκαθεδρία της πόλης ένα ντι της υπαίθρου στις εμπορικές συναλλαγές. Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, της οικονομικής κρίσης του 1837-45, κάτι τέτοιο είναι εξακριβωμένο. Μια προσεκτική στατιστική έρευνα του 1847 αποκάλυψε ότι η οικονομική κρίση ξεκίνησε από τις βιομηχανικές πόλεις της βορειοδυτικής Αγγλίας, έπειτα επεκτάθηκε στις αγροτι κές κομητείες, που η ανάκαμψή τους ήρθε εμφανώς αργότερα απ’ ό,τι στις πό λεις. Τα στοιχεία αποκάλυψαν ότι “η πίεση την οποία είχαν πρώτες υποστεί οι βιομηχανικές περιοχές, άργησε να εξαλειφθεί στις αγροτικές”. Οι βιομηχανικές περιοχές αντιπροσωπεύονταν στην έρευνα από το 1_3Π03δΙιΐΓθ και το \Λ/θδί Ρΐάΐηο του ΥοΓΚδήίΓθ, με πληθυσμό 201,000 κατοίκων (σε 584 Ενώσεις Κοινωνικής πρό νοιας)- οι αγροτικές περιοχές αποτελούνταν αντίστοιχα από το ΝοίΙβυιηβθΓΐ&ηά, το δυίίοΙΚ, και τα Ο^ιη&πφθδΜίΓΘ, ΒυοΚδ, Ηθιΐδ, ΒθΓΚδ, \Λ/ϊΙίδ και ϋθνοη, με πληθυ σμό 208,000 κατοίκων (παρόμοια, σε 584 Ενώσεις Κοινωνικής πρόνοιας). Στις βιο μηχανικές περιοχές, η βελτίωση άρχισε το 1842 με μια επιβράδυνση της αύξησης των απόρων από το 29.37% στο 16.72%, την οποία ακολούθησε μια πραγματική μείωση το 1843, της τάξης του 29.80%, 15.26% για το 1844 και, το 1845, ενός 12.24%. Σε έντονη αντίθεση με αυτή την εξέλιξη, η βελτίωση στις αγροτικές πε ριοχές άρχισε μόλις το 1845, με μια μείωση της τάξης του 9.08%. Σε κάθε περί πτωση, υπολογίσθηκε η αναλογία των εξόδων της Κοινωνικής προνοιας με το ύ ψος του πληθυσμού, υπολογισμένο χωριστά, ανά κομητεία και έτος (ϋ.Τ. ϋβηδοη, “Οοηάΐίΐοη οί ϊΙίθ ΡθορΙθ οί ϋΐθ υ.Κ., 1839-1847”, ϋουίη. οί 8&1. 8οο., Ν/οΙ.ΧΙ, σ.101, 1848). (στ) Μείωση του πληθυσμού και υπερπληθυσμός στην ύπαιθρο. Η Αγγλία ήταν η μοναδική χώρα της Ευρώπης με ενιαία διαχείριση της εργα σίας σε πόλη και ύπαιθρο. Διατάγματα όπως του 1563 και 1662 ίσχυαν εξ ίσου στις πόλεις και την ύπαιθρο, και οι ειρηνοδίκες ασκούσαν τη δικαιοσύνη με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτό οφειλόταν στην πρώιμη εκβιομηχάνιση της υπαίθρου και την επακόλουθη εκβιομηχάνιση των αστικών κέντρων. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε διοικητικό χάσμα μεταξύ της οργάνωσης της εργασίας στην πόλη και την ύπαιθρο, όπως συνέβαινε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό ε ξηγεί την ιδιαίτερη ευκολία με την οποία η εργασία μετακινούνταν από το χωριό στην πόλη και αντιστρόφως. Έτσι αποφεύχθηκαν δύο από τα πιο καταστροφικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής δημογραφίας: η ξαφνική πληθυσμιακή συρρί κνωση της υπαίθρου εξ αιτίας της αστυφιλίας, και η αμετάκλητη διαδικασία εσω τερικής μετανάστευσης, που έφερε την εκρίζωση όσων είχαν βρει απασχόληση στις πόλεις, ί&ηάίΐυοίιί ήταν το όνομα αυτής της κατακλυσμικής εξάντλησης της υπαίθρου, που αποτελούσε το φόβητρο της αγροτικής κοινότητας της κεντρικής Ευρώπης από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. Αντίθετα, συναντούμε στην Αγγλία κάτι σαν μία ταλάντευση του πληθυσμού μεταξύ αγροτικής και αστικής απασχόλησης. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρι σκόταν σε υια κατάσταση εκκοειιότηταο. νενονόο που δυσΥέοανε ιδιαίτεοα την εσωτερική μετανάστευση. Αν αναλογισθούμε και τη διαμόρφωση της υπαίθρου
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
279
με τα πολλά της λιμάνια, που καθιστούσαν αχρείαστη τη μακρινή μετανάστευ ση, τότε καθίσταται κατανοητή η εύκολη προσαρμογή της διαχείρισης της Κοι νωνικής πρόνοιας στις απαιτήσεις της εθνικής οργάνωσης της εργασίας. Η ε παρχιακή ενορία πλήρωνε συχνά εξωτερική πρόνοια σε μη διαμένοντες φτω χούς, που είχαν βρει απασχόληση σε μια κοντινή πόλη, αποστέλλοντας τα χρή ματα της αρωγής στον τόπο διαμονής τους. Από την άλλη μεριά, οι βιομηχανι κές πόλεις πλήρωναν συχνά εξωτερική πρόνοια σε διαμένοντες φτωχούς, που δεν είχαν κατοικία στην πόλη. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις σημειώθηκαν μαζικές απομακρύνσεις από τις αστικές αρχές, όπως την περίοδο 1841-1843. Από τους 12.628 φτωχούς που απομακρύνθηκαν τότε από δεκαεννέα βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, μόνον ένα 1% είχε κατοικία στις εννέα αγροτικές περιοχές, σύμφωνα με τον ΡθάίοιχΙ. (Αν οι εννέα «χαρακτηριστικές αγροτικές περιοχές» που επιλέχθηκαν από τον Οδηδοη αντικαταστήσουν τις του ΡθάίοΓά, το ποσοστό μεταβάλλεται ελάχιστα, από 1% σε 1,3%). Όπως έδειξε ο Πβάίοιτί, υπήρχε ελάχι στη μακρινή μετανάστευση, και μεγάλο μέρος της εργατικής εφεδρείας συγκρο τούνταν στη διάθεση των εργοδοτών μέσω φιλελεύθερων μεθόδων πρόνοιας στο χωριό και την βιομηχανική πόλη. Δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός του ταυτό χρονου «υπερπληθυσμού» σε πόλη και ύπαιθρο, ενώ στην πραγματικότητα, σε περιόδους αυξημένης ζήτησης, οι βιομήχανοι του ΙαηοαδήίΓθ έπρεπε να εισάγουν πλήθη ιρλανδών εργατών, ενώ οι κτηματίες τόνιζαν πως δεν θα ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της συγκομιδής^, αν οι διαμένοντες φτωχοί του χωριού εξωθούνταν να μεταναστεύσουν.
280
ΚΑΠΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
10. 3ρθθηή3Γηΐ3ηϋ και Βιέννη Ο συγγραφέας στράφηκε για πρώτη φορά στη μελέτη της δρθθηήβιηΙδηοΙ, επη ρεασμένος από την αρκετά όμοια κοινωνική και οικονομική κατάσταση της Αυ στρίας, όπως εξελίχθηκε μετά τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο. Στη Βιέννη, σ’ ένα καθαρά καπιταλιστικό περιβάλλον, μία σοσιαλιστική δημο τική αρχή εδραίωσε ένα καθεστώς που δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις από τους φιλελεύθερους οικονομολόγους. Αναμφίβολα, ορισμένες πρακτικές που υιοθετήθηκαν ήταν ασυμβίβαστες με τον μηχανισμό της οικονομίας της αγοράς. Αλλά καθαρά οικονομικά επιχειρήματα δεν εξαντλούν το ζήτημα, που ήταν πρω ταρχικά κοινωνικό και όχι οικονομικό. Τα σπουδαιότερα γεγονότα για τη Βιέννη ήταν τα ακόλουθα: κατά τη διάρ κεια των περισσότερων από τα δεκαπέντε χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο του 1914-1918, τα επιδόματα ανεργίας στην Αυστρία επιδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα δημόσια ταμεία, επεκτείνοντας απεριόριστα την εξωτερική πρό νοια. Τα ενοίκια είχαν καθηλωθεί σε ένα ελάχιστο του προηγούμενου ύψους τους, και η δημοτική αρχή έκτισε μεγάλες εργατικές κατοικίες σε μη κερδοσκο πική βάση, αντλώντας το απαραίτητο κεφάλαιο από ειδική φορολογία. Αν και δεν χορηγούνταν επιδόματα στους μισθούς, μία σφαιρική παροχή των κοινωνι κών υπηρεσιών, όποιες κι αν ήταν, θα μπορούσε ουσιαστικά να οδηγήσει σε δραστική μείωση των μισθών, αν δεν υπήρχε ένα οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο, βέβαια, βρήκε ισχυρό στήριγμα στο επεκταθέν επίδομα ανερ γίας. Από οικονομική άποψη, το σύστημα αυτό ήταν πράγματι ανώμαλο. Τα ε νοίκια, καθηλωμένα σε μη προσοδοφόρα επίπεδα, ήταν ασυμβίβαστα με το υπάρχον σύστημα της ιδιωτικής επιχείρησης, ιδιαίτερα στον οικοδομικό τομέα. Εξ άλλου, κατά τα πρώτα χρόνια, η κοινωνική προστασία στην εξαθλιωμένη ύ παιθρο εμπόδιζε τη σταθεροποίηση του νομίσματος — είχαμε παράλληλη ανά πτυξη πληθωριστικών και προστατευτικών πολιτικών. Τελικά, η Βιέννη, όπως η δρθθπήαηΊίδηά, υπέκυψε στην επίθεση πολιτικών δυνάμεων, που ενισχύθηκαν σημαντικά από την επιχειρηματολογία των οικονο μολόγων. Οι πολιτικές ταραχές του 1832 στην Αγγλία και του 1934 στην Αυ στρία αποσκοπούσαν να απελευθερώσουν την αγορά εργασίας από τον προ στατευτικό παρεμβατισμό. Ούτε το χωριό του μεγαλογαιοκτήμονα ούτε η Βιέν νη της εργατικής τάξης μπορούσαν να μείνουν αποκομμένα από το περιβάλλον τους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές πε ριόδους παρεμβατισμού. Το αγγλικό χωριό του 1795 έπρεπε να φυλαχθεί από την αποδιάρθρωση που προκαλούσε η οικονομική πρόοδος — μία σημαντικότατη ανάπτυξη των αστικών βιομηχανιών. Η βιομηχανική εργατική τάξη της Βιέννης του 1918 έπρεπε να φυλαχθεί από την οικονομική οπισθοδρόμηση, που ήταν α πόρροια του πολέμου, της ήττας και του επακόλουθου βιομηχανικού χάους. Τε λικά, η δρθθπήΗΓΓίΙαηά οδήγησε σε μία κρίση της οργάνωσης της εργασίας, που άνοιξε τον δρόμο σε μία νέα περίοδο ευημερίας, ενώ η νίκη των ΗθΐηηννθίΊΓ στην Αυστρία ήταν μέρος της ολοσχερούς καταστροφής του εθνικού και κοινωνικού συστήματος. Εδώ θέλουμε να τονίσουμε την τεράστια διαφορά στον πολιτισμικό και ηθικό αντίκτυπο των δύο τύπων παρέμβασης: της απόπειρας της δρΘθηήειηΙ^ηά να α
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
281
ποτρέψει την έλευση της οικονομίας της αγοράς, και του πειράματος της Βιέν νης να υπερβεί εντελώς αυτήν τη μορφή οικονομικής οργάνωσης. Ενώ η δρθθπΙιαηΊΐ^ηά έσπειρε την καταστροφή στον απλό λαό, η Βιέννη πέτυχε έναν από τους θεαματικότερους πολιτισμικούς θριάμβους στην ιστορία της Δύσης. Το 1795, οδήγησε σε μία πρωτοφανή εξαθλίωση των εργατικών στρωμάτων, που δεν μπόρεσαν να περάσουν στο νέο δ&Ιυδ των βιομηχανικών εργατών το 1918, δρομολόγησε μία εξ ίσου πρωτοφανή ηθική και διανοητική βελτίωση της κατά στασης μιας πολύ αναπτυγμένης βιομηχανικής εργατικής τάξης η οποία, προστατευμένη από το σύστημα της Βιέννης, αντιμετώπισε τις εκφυλιστικές συνέ πειες της μεγάλης οικονομικής αποδιάρθρωσης και πραγμάτωσε ένα βιοτικό ε πίπεδο που δεν ξεπεράστηκε ποτέ από τις λαϊκές μάζες οποιοσδήποτε βιομηχα νικής κοινωνίας. Είναι σαφές ότι αυτό οφειλόταν στις κοινωνικές διαστάσεις του ζητήματος. Είχαν, όμως, οι κλασικοί οικονομολόγοι σαφή αντίληψη της οικονομίας του πα ρεμβατισμού; Οι φιλελεύθεροι ισχυρίζονταν ότι η Βιέννη αποτελούσε ένα ακόμα δείγμα «κακοδιαχείρισης της Κοινωνικής πρόνοιας», «ένα ακόμα σύστημα επι δομάτων», που χρειαζόταν «νοικοκύρεμα». Στην ουσία, όμως, οι διανοητές αυ τοί είχαν παραπλανηθεί από τις σχετικά μακροχρόνιες συνθήκες που είχε δημι ουργήσει η δρθθη(ΐ8ΐηΐ3ηά. Συχνά, οι επισημάνσεις τους για το μέλλον ήσαν σω στές, όμως, σε ό,τι αφορούσε στο παρόν, η θεώρηση τους ήταν βαθιά λαθεμέ νη. Η σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει την αβασιμότητα της φήμης των φιλε λεύθερων οικονομολόγων για λογικές, πρακτικές κρίσεις. Ο Μάλθους παρερμήνευσε εντελώς τις ανάγκες της εποχής του" αν είχαν εισακουστεί οι υποβολι μαίες του προειδοποιήσεις για τους κινδύνους του υπερπληθυσμού, «θα κατέ στρεφαν ακαριαία την οικονομική πρόοδο», όπως γράφει ο Τ. Μάρσαλ. Ο Ρικάρντο διατύπωσε λαθεμένα τα ζητήματα του νομίσματος και του ρόλου της Τρά πεζας της Αγγλίας, ενώ δεν μπόρεσε να συλλάβει τις αληθινές αιτίες της υποτί μησης του νομίσματος, οι οποίες, όπως γνωρίζουμε σήμερα, ήταν κυρίως οι πο λιτικές πληρωμές και οι δυσκολίες μεταβίβασης. Αν είχε υιοθετηθεί η προτροπή του στην Αναφορά Περί Πολυτίμων Μετάλλων, η Βρετανία θα είχε χάσει τους Ναπολεόντειους πολέμους και «η Αυτοκρατορία δεν θα υπήρχε σήμερα». Η εμπειρία της Βιέννης και οι ομοιότητές της με την δρθθπή^ΓηΙαηά έστρε ψαν ορισμένους στους κλασικούς οικονομολόγους, κατέστησαν όμως ορισμέ νους άλλους επιφυλακτικούς απέναντι τους. Σημειώσεις στο 8ο κεφάλαιο 11. Γιατί όχι το νομοσχέδιο ννΐΉΐ&ΓθΘά; Μόνη εναλλακτική πρόταση στην πολιτική της δρθθηή&ιτιΙ&ηά ήταν το νομοσχέ διο ννΐιϋόΓθδά, που κατατέθηκε για συζήτηση τον χειμώνα του 1795. Ζητούσε ε πέκταση του διατάγματος «Περί τεχνιτών» του 1563, με σκοπό τον ετήσιο προσδιορισμό των ελάχιστων μισθών. Ένα τέτοιο μέτρο, υποστήριζε ο εισηγη τής, θα διατηρούσε τον ελισαβετιανό κανόνα προσδιορισμού των μισθών, επεκτείνοντάς τον παράλληλα από τους μέγιστους στους ελάχιστους μισθούς, και αποτρέποντας έτσι τη λιμοκτονία της υπαίθρου. Αναμφίβολα θα είχε ανταποκριθεί στις περιστάσεις, και είναι αξιοσημείωτο ότι υποστηρίχθηκε από βουλευτές του Σάφολκ, τη στιγμή που οι τοπικές αρχές είχαν υιοθετήσει το σύστημα της
282
ΚΑΡΙ_ ΡΟίΑΝΥΙ
βρθθηήβηΊΐαηά σε μία σύσκεψη στην οποία ήταν παρών και ο Άρθουρ Γιάνγκ. Για την κοινή γνώμη, η διαφορά ανάμεσα στα δύο μέτρα δεν φαινόταν μεγάλη, πράγμα που δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Όταν, 130 χρόνια αργότερα, το Σχέ διο Μοντ (1926) πρότεινε τη χρησιμοποίηση του ταμείου ανεργίας για την ενί σχυση των μισθών στη βιομηχανία, ο κόσμος δυσκολευόταν ακόμα να καταλά βει τη σημαντική οικονομική διαφορά μεταξύ του επιδόματος ανεργίας και του επιδόματος μισθού των εργαζομένων. Πάντως, το 1795, η επιλογή ήταν μεταξύ ελάχιστων μισθών και επιδομάτων στους μισθούς. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πολιτικές μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα, αν τις συσχετίσουμε με την ταυτόχρονη ανάκληση του νόμου «Περί εγκατάστασης» του 1662. Η ανάκληση του νόμου αυτού δημιούργησε τη δυνα τότητα να εδραιωθεί μία εθνική αγορά εργασίας, που κύριος στόχος της ήταν να αφεθούν οι μισθοί «να βρουν μόνοι τους το επίπεδό τους». Το νομοσχέδιο ννΐιϋόΓθδά ήταν ασυμβίβαστο με την πολιτική της ανάκλησης του νόμου «Περί ε γκατάστασης», ενώ η λογική του νόμου της 5ρθθηΙΐ3ΓΤΊ!&ηά δεν ήταν. Με την ε πέκταση της ισχύος της Κοινωνικής πρόνοιας του 1601, αντί του νόμου «Περί τεχνιτών» (όπως είχε προτείνει ο \ΛΜβΓθεκΐ), οι γαιοκτήμονες στράφηκαν στον πατερναλισμό, πρωταρχικά μόνο σε σχέση με το χωριό και με τρόπους που επέ φεραν ένα ελάχιστο παρεμβολής στη λειτουργία της αγοράς, ενώ εξουδετέρω ναν τον μηχανισμό προσδιορισμού των μισθών. Δεν έγινε ποτέ δημόσια αποδε κτό ότι αυτή η αυτοαποκαλούμενη εφαρμογή της Κοινωνικής πρόνοιας αποτελούσε στην πραγματικότητα μία πλήρη ανατροπή της ελισαβετιανής αρχής της αναγκαστικής εργασίας. Οι υποστηρικτές του νόμου της δρθθπΜβΓπΙβηοΙ έδιναν μεγάλη σημασία σε ρεαλιστικές θεωρήσεις. Ο αιδεσιμότατος Έντουαρντ Ουίλσον, εφημέριος του μητροπολιτικού ναού του ΜΐπάδΟΓ και ειρηνοδίκης στο ΒβΓΚδΝΓθ, εξέθεσε τις α πόψεις του σ’ ένα φυλλάδιο, όπου τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ του ΙαίδδθζίαΐΓθ. «Η εργασία, όπως οποιοδήποτε εμπόρευμα, βρήκε σε όλες τις εποχές το επίπεδό της δίχως τη μεσολάβηση του νόμου». Θα ήταν ορθότερο για έναν δι καστικό λειτουργό να διατυπώσει την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη, ότι ποτέ η εργασία δεν μπόρεσε να βρει το επίπεδό της δίχως τη μεσολάβηση του νόμου. Αλλά τα στοιχεία έδειχναν, συνέχιζε ο εφημέριος, πως οι μισθοί δεν αυξάνο νταν ανάλογα προς την αύξηση της τιμής του καλαμποκιού, και στη βάση αυτής της επισήμανσης έθεσε υπ’ όψη των τοπικών αρχών «ένα μέτρο για τον υπολο γισμό του ποσοστού κοινωνικής αρωγής που θα χορηγούνταν στους φτωχούς». Αυτή ισοδυναμούσε με πέντε σελίνια εβδομαδιαίως για μία τριμελή οικογένεια. Μια «ειδοποίηση» στο φυλλάδιο γνωστοποιούσε ότι «η ουσία τής παρακάτω πρότασης διατυπώθηκε στη σύνοδο της κομητείας στο ΝθννβυΓγ, στις 6 του πε ρασμένου Μαϊου». Όπως γνωρίζουμε, οι αρχές υπερέβησαν την πρόταση του ε φημέριου, θεσπίζοντας μία κλίμακά πέντε σελινιών και έξι πενών. Σημειώσεις στο 13ο κεφάλαιο 12. Τα «Δύο Εθνη» του Ντισραέλι και το πρόβλημα των εγχρώμων. Αρκετοί συγγραφείς τόνισαν την ομοιότητα των προβλημάτων της αποικιακής περιόδου με του πρώιμου καπιταλισμού. Δεν έδειξαν, όμως, την αναλογία από την αντίστροφή της πλευρά, δεν προσέγγισαν δηλαδή τις συνθήκες ζωής των
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
283
φτωχότερων τάξεων της Αγγλίας του 19ου αι., προσεγγίζοντάς τες όπως ήταν — οι απόκληροι, εξαθλιωμένοι ιθαγενείς της εποχής τους. Η αιτία της παράβλεψης αυτής της εμφανούς ομοιότητας οφείλεται στην ι δεολογική ηγεμονία της φιλελεύθερης άποψης, που τόνιζε λαθεμένα τις οικο νομικές πλευρές μη οικονομικών ουσιαστικά διαδικασιών. Ούτε ο φυλετικός εκ φυλισμός ορισμένων αποικιακών περιοχών σήμερα ούτε η ανάλογη εξαθλίωση των εργαζόμενων στρωμάτων του 19ου αι. ήταν στην ουσία οικονομικές. (α) Η καταστροφική πολιτισμική επαφή δεν αποτελεί πρωταρχικά οικονομικό φαινόμενο. Οι περισσότερες κοινωνίες ιθαγενών διέρχονται σήμερα μία φάση ραγδαίου και αναγκαστικού μετασχηματισμού που μοιάζει με επανάσταση, όπως τονίζει ο Ι.Ρ . Μ οιι'γ. Αν και τα κίνητρα των εισβολέων είναι αναμφιβόλως οικονομικά, και η κατάρρευση της πρωτόγονης κοινωνίας προκαλείται συχνά από την καταστρο φή των οικονομικών της θεσμών, προεξάρχον γεγονός είναι ότι οι νέοι οικονο μικοί θεσμοί δεν αφομοιώνονται από την κουλτούρα των ιθαγενών που, συνακό λουθα καταλύεται, δίχως να αντικατασταθεί από ένα συγκροτημένο σύστημα α ξιών. Πρώτη από τις καταστροφικές επιρροές των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η «ει ρήνη σε μια τεράστια περιοχή», που θρυμματίζει «τη ζωή της οικογένειας, την πατριαρχική εξουσία και καταργεί την στρατιωτική εκπαίδευση της νεολαίας. Εξ άλλου, ουσιαστικά απαγορεύει τη μετανάστευση οικογενειών ή φυλών» (ΤΜυΓηνναΙά, ΒΙβοΚ ζηά \Α/Μΐθ ΐη Εαεϊ Αίήοα; ΤΙίθ Ραόπο οί 3 Νθνν ΟΐνΐΙΐζβίΐοη, 1935, σ.394). «Ο πόλεμος πρέπει να προσέδιδε μία ένταση στη φυλετική ζωή, που δυ στυχώς λείπει σ’ αυτούς τους ειρηνικούς καιρούς...». Η κατάργηση της σύρρα ξης μειώνει τον πληθυσμό, επειδή οι αναμετρήσεις επέφεραν ελάχιστες απώ λειες, ενώ η απουσία πολέμου επιφέρει την απώλεια ζωογόνων εθίμων και τε λετουργιών, και μία αναπόφευκτη νωθρότητα και απάθεια στη ζωή του χωριού (Ρ.Ε. ννίΙϋβΓΠΒ, ΩθρορυΐΒΐΐοη οί ίίιβ 8υ3η Ωΐδίήοί, Νο.13, σ.43). Συγκρίνετε αυτήν την κατάσταση με την «παθιασμένη, έντονη ζωή» του ιθαγενούς στο παραδο σιακό πολιτισμικό του περιβάλλον (ΟοΙάθηννθίδθΓ, ίοοδθ Εηόδ, σ.99). Πραγματικός κίνδυνος, κατά τον ΟοΙάθηννθΐδθΓ, είναι η δημιουργία ενός «πο λιτισμικού ενδιάμεσου» (ΟοΙάθηννθΐδθΓ, ΑηίίΐΓ0ρ0Ϊ09γ, 1937, σ.429). Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει ουσιαστική ομοφωνία. «Τα παλιά όρια καταρρέουν, ενώ καμία νέα κατευθυντήρια γραμμή δεν είναι ορατή» (ΤίιυΓηννδΙά, ΒΪ3θΙ< βηά ννίιΐίθ, σ.111). «Η διατήρηση μιας κοινότητας, στην οποία η συσσώρευση αγαθών θεω ρείται αντικοινωνική, και η συνάρθρωσή της με την σύγχρονη λευκή κουλτούρα, ισοδυναμεί με προσπάθεια συνταιριάσματος δύο ασύμβατων θεσμικών συστη μάτων» (\Λ/ϊδδθΙ, στην εισαγωγή στο Μ. Μβζά,ΤήΘ 0ίΐ3Π9Ϊη9 ΟυΙΙυΓβ οί 3η Ιηό'\3η Τπόθ, 1932). «Μετανάστες φορείς μιας ξένης κουλτούρας μπορεί να πετύχουν να εξαλείψουν την κουλτούρα των ιθαγενών, αλλά αποτυγχάνουν να εξαλεί ψουν ή να αφομοιώσουν τους φορείς της» (Ρίίί-ΠΐνθΓδ, «ΤΙίθ Είίθοί οη Νειϋνβ Ηαοθδ οί Οοηίειοί ννϋΐη Ευωρθβη Οΐνίϋζδίϊοη», Μ3η, νοΙ.ΧΧΝ/ΙΙ, 1927). Ή, σύμφωνα με την καυστική παρατήρηση του Λέσερ, για ένα ακόμη θύμα του βιομηχανικού πολιτισμού: «Από το στάδιο της πολιτισμικής ωριμότητας ως Ρ^ννηθθ, υποβιβά στηκαν σ’ ένα στάδιο νηπιακής πολιτισμικά ηλικίας, ως λευκοί» (Τϊίθ Ρβμπθθ ΟίΐΟδ{-Ω3Π86 Η3Π0 03ΠΊΘ, 0.44).
284
Κ Α Β Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
Αυτή η αποτρόπαιη κατάσταση δεν οφείλεται στην οικονομική εκμετάλλευ ση με την γενικά αποδεκτή της έννοια, του οικονομικού πλεονεκτήματος της μιας πλευράς σε βάρος της άλλης, αν και αναμφίβολα συνδεόταν με αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες που σχετίζονταν με την γαιοκτησία, τον πόλεμο, τον γάμο κτλ., που το καθένα τους επιδρά σε τεράστιο αριθμό κοινωνικών συνηθει ών, εθίμων και παραδόσεων κάθε μορφής. Όταν μία χρηματική οικονομία εισάγεται με τη βία στις αραιοκατοικημένες περιοχές της δυτικής Αφρικής, δεν είναι η ανεπάρκεια των μισθών που οδηγεί στο γεγονός «οι ιθαγενείς να μη μπορούν να αγοράσουν τροφή, για να αντικαταστήσουν ό,τι δεν φύτρωσε, επειδή κανείς άλλος δεν έχει δημιουργήσει πλεόνασμα τροφής για να τους πουλήσει» (Μβΐτ, Αη Αίήοζη ΡθορΙθ \η Οίθ ΤννθηίϊβίΐΊ ΟθηίυΓγ, 1934, σ.5). Οι θεσμοί τους περιέχουν μιαν άλλη κλίμακα αξιών οι άνθρωποι αυτοί είναι και οικονόμοι και δεν στοχεύ ουν σε κάποια αγορά. «Θα ζητήσουν την ίδια τιμή σε καιρό υπεραφθονίας και σε περίοδο έλλειψης, αλλά θα καλύψουν μεγάλες αποστάσεις σε μεγάλο χρονικό διάστημα για να εξοικονομήσουν ένα μικρό ποσό στις αγορές τους» (Μ^Γγ Η.ΚίηοδΙθγ, \Λ/θ$ί Αίποζιη βίυόΐθδ, σ.339). Μια αύξηση των μισθών συχνά οδηγεί σε απουσίες από την εργασία. Λέγεται πως οι ινδιάνοι Ζδροίθο στο ΤθήυΒηίθρθο κατέβαλλαν με αμοιβή πενήντα οθηίδνοδ την μισή προσπάθεια από όσην με α μοιβή εικοσιπέντε. Αυτό το παράδοξο ήταν αρκετά γενικευμένο τις πρώτες μέ ρες της Βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία. Ο οικονομικός δείκτης των πληθυσμιακών τάσεων δεν αποτελεί καλύτερο εργαλείο από τους μισθούς. Ο ΟοΙάθηννθΐδθΓ επιβεβαιώνει την περίφημη παρατή ρηση που έκανε κάποτε ο Ρίβερς στη Μελανησία, ότι πολιτισμικά εξαθλιωμένοι ιθαγενείς μπορεί να «πεθάνουν από ανία». Ο Ρ.Ε. \Λ/ΐΙΙϊ3ΐτΐδ, ιεραπόστολος στην ίδια περιοχή, γράφει ότι «η επιρροή του ψυχολογικού παράγοντα στο ποσοστό των θανάτων» μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή. «Πολλοί παρατηρητές επισήμαναν την αξιοπερίεργη ευκολία ή ετοιμότητα με την οποία μπορεί να πεθάνει ένας ιθαγενής». «Ο περιορισμός των παλαιών ενδιαφερόντων και δραστηριοτή των επιδρά θανάσιμα στο ηθικό του. Σαν αποτέλεσμα, η δύναμη αντίστασής του καταρρέει, και εύκολα υποκύπτει στην οποιαδήποτε ασθένεια» (ορ.άΐ, σ.43). Αυ τό δεν έχει καμία σχέση με τις πιέσεις που ασκεί η οικονομική ανάγκη. «Έτσι, ένα πολύ υψηλό ποσοστό φυσικής αύξησης μπορεί να είναι σύμπτωμα είτε πολιτισμι κής ευρωστίας είτε πολιτισμικής υποβάθμισης» (ΡγηπΚ Ιοπγπθγ, 0ό8βη/3ΰοη8 οη ϊΙίθ ΤΓθηό οί Ιηάΐβη ΡορυΙζίΐοη ΐη Οίθ ίΐηϋθό βί3ίθ8, σ. 11). Η πολιτισμική εξαθλίωση μπορεί να σταματήσει μόνο με κοινωνικά μέτρα, που δεν έχουν σχέση με οικονομικά κριτήρια ζωής, όπως η αποκατάσταση της φυλετικής γαιοκτησίας ή η απομόνωση της κοινότητας από την επιρροή των με θόδων της καπιταλιστικής αγοράς. «Ο αποχωρισμός του Ινδιάνου από τη γη του υπήρξε το ΜΟΝΑΔΙΚΟ θανάσιμο πλήγμα», γράφει ο ϋοΐιη ΟοΙιθγ το 1942. Ο νό μος της Γ ενικής Απονομής του 1887 «εξατομίκευσε» τη γη των Ινδιάνων η επα κόλουθη αποσύνθεση της κουλτούρας τους τους στοίχισε περίπου τα τρία τέ ταρτα της γης τους. Ο νόμος της Αναδιοργάνωσης των Ινδιάνων του 1934 απο κατέστησε τη φυλετική γαιοκτησία και έσωσε την κοινότητα των Ινδιάνων, ανα ζωογονώντας την κουλτούρα τους. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται στην Αφρική. Μορφές γαιοκτησίας αποτελούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επειδή απ’ αυτές εξαρτάται η κοινωνική
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
285
οργάνωση. Αυτά που εμφανίζονται ως οικονομικές διαμάχες — υψηλοί φόροι και ενοίκια, χαμηλοί μισθοί— αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά συγκαλυμμένες μορφές πίεσης στους ιθαγενείς για να αποποιηθούν την παραδοσιακή τους κουλτούρα και έτσι να αναγκαστούν να προσαρμοστούν στις μεθόδους της οι κονομίας της αγοράς, δηλαδή να εργάζονται για μισθούς και να διοχετεύουν τα προϊόντα τους στην αγορά. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ορισμένες φυλές των ιθαγενών, όπως οι ΚδίίΐΓ και όσοι είχαν μεταναστεύσει στις πόλεις, έ χασαν τις προγονικές τους αξίες και μετασχηματίστηκαν σε ένα νωθρό πλήθος, «ημικατοικίδια ζώα», ένα συνονθύλευμα κλεφτών, περιθωριακών και πορνών —■ εντελώς αγνώστων ως τότε, όπως ακριβώς και ο εξαθλιωμένος πληθυσμός της Αγγλίας την περίοδο 1795-1834. (6) Η εξαθλίωση των εργαζόμενων τάξεων στις συνθήκες του πρώιμου καπι ταλισμού ήταν αποτέλεσμα μιας κοινωνικής καταστροφής, που δεν μετριέται με οικονομικά κριτήρια. Ο Όουεν παρατηρούσε για τους εργάτες του, το 1816, πως «οποιαδήποτε κι αν ήταν η αμοιβή τους, η πλειονότητά τους ήσαν εξαθλιωμένοι...» (Το Οίθ ΒήΰεΙι ΜαΒίθΓ-ΜζηυίζοίυΓθΓΒ, σ.146). Θυμούμαστε ότι ο Ανταμ Σμιθ ανέμενε πως ο χω ρισμός του εργάτη από τη γη του θα επέφερε πλήρη απώλεια διανοητικού εν διαφέροντος. Ο Μ’Ρ^γΙβπθ ανέμενε πως «η γνώση γραφής και αριθμητικής θα καθίσταται καθημερινά σπανιότερη μεταξύ των απλών ανθρώπων» (Εηηυΐήθε ΟοηοθΓηίης] Οίθ Ροογ, 1782, σ.249-50). Μια γενεά αργότερα, ο Όουεν απέδωσε την εξαθλίωση των εργατών σε «παραμέληση στην παιδική ηλικία», στην «εξά ντληση», που τους κατέστησαν «ανίκανους εξ αιτίας της άγνοιας τους να εκμεταλλευθούν τα υψηλά ημερομίσθια, όταν τα έβρισκαν». Ο ίδιος τους έδινε χαμη λά ημερομίσθια και ανύψωσε το επίπεδό τους, δημιουργώντας για λογαριασμό τους ένα εντελώς νέο πολιτισμικό περιβάλλον. Τα ελαττώματα που ανέπτυξε η μάζα των ανθρώπων ήταν, συνολικά, τα ίδια με εκείνα που χαρακτήριζαν τους πληθυσμούς των εγχρώμων, οι οποίοι είχαν εκφυλισθεί από μία καταλυτική πο λιτισμική επαφή: ασωτεία, οκνηρία, πορνεία, ατημελησία, χαμηλή παραγωγικό τητα της εργασίας, έλλειψη αυτοσεβασμού και κινήτρων. Η εξάπλωση της οικο νομίας της αγοράς κατέστρεφε την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, την κοινό τητα του χωριού, την οικογένεια, την παλιά μορφή γαιοκτησίας, τα ήθη και τις α ξίες που στήριζαν τη ζωή σ’ ένα δεδομένο πολιτισμικό περιβάλλον. Η προστασία που προσέφερε η δρθθπΜβιηΐΗηοΙ απλώς επιδείνωσε την κατάσταση. Τη δεκαε τία του 1830, η κοινωνική καταστροφή του απλού λαού ήταν τόσο πλήρης, όσο των ΚειίίΐΓ σήμερα. Ένας και μοναδικός, ο διάσημος κοινωνιολόγος των νέγρων 0Ιί3γΙθ5 5. ϋοίιηδοη, αντέστρεψε την αναλογία μεταξύ της φυλετικής εξαθλίω σης και της ταξικής κατάπτωσης, εφαρμόζοντάς την αυτή τη φορά στην τελευ ταία: «Στην Αγγλία όπου, παρεπιμπτόντως, η Βιομηχανική επανάσταση είχε προχωρήσει πολύ περισσότερο από όσο στην Ευρώπη, το κοινωνικό χάος που ακολούθησε την δραστική οικονομική αναδιοργάνωση μετέτρεψε τα άπορα παι δ ιά σε “κομμάτια”, όπως ακριβώς θα εξελίσσονταν αργότερα οι αφρικανοί σκλά βοι... Οι δικαιολογίες για την υποδούλωση των παιδιών ήταν σχεδόν οι ίδιες με του δουλεμπορίου» («Η^οθ ΗθΙ&ίΐοηδ βπά Βοοΐ^Ι 0Ιΐ3Π9θ», Ε.Τήοιτιρδοη, ΡΙβοθ ΠθΙβιΰοηΒ από ίίΐθ ΠΒΟΘ-ΡΓούΙθηι, 1939, σ.274).
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
287
Πρόλογος του ϋοββρΗ Ε. δΙί^ΜΊζ
Είναι χαρά μου που προλογίζω το κλασικό βιβλίο του Καρλ Πολάνυι το οποίο περιγράφει τον μεγάλο μετασχηματισμό του ευρωπαϊκού πολιτι σμού από τον προβιομηχανικό κόσμο στην εποχή της εκβιομηχάνισης, και τις μεταβολές στις ιδέες, τις ιδεολογίες και την κοινωνική και οικονομική πολιτική που τον συνοδέυσαν. Επειδή ο μετασχηματισμός του ευρωπαϊ κού πολιτισμού είναι ανάλογος προς τον μετασχηματισμό που αντιμετω πίζουν οι αναπτυσσόμενες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο σήμερα, φαίνε ται συχνά σαν να μιλά ο Πολάνυι άμεσα για τα σημερινά ζητήματα. Τα επιχειρήματά του — και οι έγνοιες του— εναρμονίζονται με τα ζητήματα που έγειραν οι διαδηλωτές που κατέλαβαν τους δρόμους στο Σηάτλ και την Πράγα το 1999 και το 2000, για να εναντιωθούν στα διεθνή χρηματοοικο νομικά ιδρύματα. Στην εισαγωγή του στην πρώτη έκδοση του 1944, που γράφηκε όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΙΜΡ), η Διεθνής Τράπεζα (\Λ/ογΙοΙ ΒβπΚ) και τα Ηνωμένα Έθνη (ΙΙΝ) υπήρχαν μόνο στα χαρτιά, ο Β. Μ. ΜβοΙνβΓ έδειξε μία παρόμοια προαίσθηση όταν επισήμανε: «Πρώτιστης σημασίας σήμερα είναι το μάθημα που έχει να δώσει στους δημιουργούς του γεννώμενου διεθνούς οργανισμού». Πόσο καλύτερες θα ήταν οι πολι τικές που υποστήριξαν, εάν είχαν διαβάσει, και πάρει στα σοβαρά, τα μα θήματα αυτού του βιβλίου! Είναι δύσκολο, και πιθανόν εσφαλμένο, ακόμη και να επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε σε λίγες αράδες ένα βιβλίο τέτοιας πολυπλοκότητας και οξύνοιας. Ενώ υπάρχουν πτυχές της γλώσσας και των οικονομικών ενός βιβλίου που γράφηκε πριν πενήντα χρόνια οι οποίες πιθανόν το κάνουν λιγότερο προσιτό σήμερα, τα ζητήματα και οι προοπτικές που θέτει ο Πολάνυι δεν έχουν χάσει τον καίριο χαρακτήρα τους. Κεντρική του θέση είναι η άποψη ότι οι αυτορυθμιζόμενες αγορές δεν λειτουργούν ποτέ-οι ατέλειές τους, όχι μόνον ως προς την εσωτερική τους λειτουργία αλλά και ως προς τις συνέπειές τους (λ.χ. για τους φτωχούς), είναι τόσο μεγάλες ώστε γίνεται αναγκαία η κυβερνητική παρέμβαση· και ο ρυθμός της αλλα γής καθορίζει ουσιαστικότατα τις συνέπειες αυτές. Η ανάλυση του Πολάνυι δείχνει καθαρά ότι οι δημοφιλείς θεωρίες της οικονομίας «τού στάλά-
288
ΚΑΠί ΡΟΙΑΝΥΙ
ζειν προς τα κάτω» (ίποΜβ-άοννη) — ότι δηλαδή όλοι, και οι φτωχοί, επω φελούνται από την οικονομική διόγκωση— δεν υποστηρίζονται από την ιστορία. Διασαφηνίζει και την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ιδεολογίες και επιμέρους συμφέροντα: πώς η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς ήταν η θεραπαινίδα των νέων βιομηχανικών συμφερόντων και πώς τα συμφέρο ντα αυτά χρησιμοποίησαν αυτή την ιδεολογία επιλεκτικά, αξιώνοντας κυ βερνητική παρέμβαση όποτε χρειαζόταν για να προαγάγουν τα συμφέροντά τους. Ο Πολάνυι έγραψε τον Μεγάλο μετασχηματισμό πριν οι νεοτερικοί οικο νομολόγοι διευκρινίσουν τους περιορισμούς των αυτορυθμιζόμενων αγο ρών. Σήμερα, δεν υπάρχει ευυπόληπτη διανοητική υποστήριξη προς την πρόταση ότι οι αγορές, από μόνες τους, οδηγούν σε αποδοτικές, άσε δε ισότιμες, εκροές. Όποτε η πληροφορία είναι ατελής ή οι αγορές ανολο κλήρωτες — δηλαδή ουσιαστικά πάντα— υπάρχουν παρεμβάσεις που από άποψη αρχής μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα της χορήγησης πόρων. Χονδρικά, έχουμε μετακινηθεί σε μία πιο ισορροπημένη θέση, που αναγνωρίζει και την ισχύ και τους περιορισμούς των αγορών, και την ανά γκη να παίζει η κυβέρνηση μεγάλο ρόλο στην οικονομία, αν και παραμέ νουν αμφισβητούμενα τα όρια αυτού του ρόλου. Υπάρχει γενική συναίνε ση για τη σημασία, λόγου χάρη, της ρύθμισης των χρηματιστικών αγορών από την κυβέρνηση, αλλά όχι για τον καλύτερο τρόπο με τον οποίο μπο ρεί να γίνει αυτό. Υπάρχουν επίσης πάμπολλα στοιχεία από τους νεότερους χρόνους που υποστηρίζουν την ιστορική πείρα: η διόγκωση ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση της φτώχειας. Αλλά γνωρίζουμε επίσης ότι η διόγκωση μπορεί να φέρει τεράστια οφέλη στους πιο πολλούς τομείς της κοινωνίας, όπως έχει κάνει σε ορισμένες από τις πιο φωτισμένες βιομηχανικά αναπτυγμέ νες χώρες. Ο Πολάνυι τονίζει το αλληλένδετο των θεωριών των αγορών ελεύθερης εργασίας, ελεύθερου εμπορίου και του αυτορυθμιζόμενου χρηματικού μη χανισμού του κανόνα του χρυσού. Έτσι, το έργο του ήταν ένας προάγγελος της σημερινής δεσπόζουσας συστημικής προσέγγισης (και είχε ως πρόδρομό του το έργο της οικονομίας της γενικής ισορροπίας της καμπής του 20ού αι.). Υπάρχουν ακόμη λίγοι οικονομολόγοι που προσκολλώνται στις θεωρίες του κανόνα του χρυσού και φρονούν ότι τα προβλήματα της νεοτερικής οικονομίας έχουν ανακύψει λόγω της απομάκρυνσης από το
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
289
σύστημα αυτό, αλλά αυτό θέτει τους υποστηρικτές του μηχανισμού της αυτορυθμιζόμενης αγοράς απέναντι σε μία ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση. Οι ευέλικτες νομισματικές ισοτιμίες είναι στην ημερησία διάταξη, και θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αυτό θα ενίσχυε τη θέση εκείνων που πιστεύουν στην αυτορύθμιση. Στο κάτω-κάτω, γιατί θα έπρεπε οι αγορές ξένου συναλλάγματος να κυβερνώνται από βασικές αρχές που διαφέρουν από εκείνες που καθορίζουν οποιαδήποτε άλλη αγορά; Αλλά εδώ επίσης είναι που παρουσιάζεται εκτεθειμένο το ασθενές υπογάστριο των θεω ριών των αυτορυθμιζόμενων αγορών (τουλάχιστον σε εκείνους που δεν προσέχουν καθόλου τις κοινωνικές επιπτώσεις των θεωριών)! Γιατί υπάρ χουν πάμπολλες ενδείξεις ότι τέτοιες αγορές (όπως πολλές άλλες αγο ρές περιουσιακών στοιχείων) εκδηλώνουν υπέρμετρη αστάθεια, δηλαδή η μεγαλύτερη αστάθεια μπορεί να εξηγηθεί με αλλαγές στα υποβαστάζοντα θεμελιώδη στοιχεία (ίυηάβιτίθηίβίε). Υπάρχουν επίσης πάμπολλες εν δείξεις ότι εμφανώς υπέρμετρες αλλαγές στις τιμές αυτές, και ευρύτερα προσδοκίες των επενδυτών, μπορούν να φέρουν όλεθρο σε μία οικονομία. Η πιο πρόσφατη παγκόσμια χρηματιστική κρίση θύμισε στην παρούσα γε νιά τα μαθήματα που οι παππούδες τους είχαν πάρει από τη Μεγάλη Ύφε ση: η αυτορυθμιζόμενη οικονομία δεν δουλεύει πάντα τόσο καλά όσο θα ήθελαν να πιστέψουμε οι υποστηρικτές της. Ούτε καν το υ.δ. ΤΓΘ33ϋΓγ (με Ρεπουμπλικάνικη ή με Δημοκρατική κυβέρνηση) ή το ΙΜΡ, αυτές οι θεσμι κές επάλξεις της πίστης στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνουν στη συναλλαγματική ισοτιμία [θχοΐιβηςβ Γ3ίβ], αν και ποτέ δεν έχουν παρουσιάσει μία συνεκτική και πειστική εξήγηση τού γιατί αυτή η αγορά θα έπρεπε να αντιμετωπίζε ται διαφορετικά από τις άλλες αγορές. Οι ασυνέπειες του ΙΜΡ — ενώ διακηρύσει την πίστη του στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, είναι δημόσιος οργανισμός που κανονικά παρεμβαίνει στις αγορές συναλλάγματος, παρέχοντας πόρους για να πληρώσει αλλο δαπούς πιστωτές ενώ ωθεί για τοκογλυφικά επιτόκια που οδηγούν στη χρεοκοπία τις ντόπιες εταιρείες— προαναγγέλθηκαν στις ιδεολογικές διαμάχες του 19ου αι. Αληθινά ελεύθερες αγορές για εργασία ή για αγα θά δεν υπήρξαν ποτέ. Η ειρωνεία είναι ότι σήμερα λίγοι υποστηρίζουν την ελεύθερη ροή της εργασίας, και ενώ οι αναπτυγμένες βιομηχανικές χώ ρες δίνουν διαλέξεις στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες για τα μειονε κτήματα του προστατευτισμού και των κυβερνητικών επιδοτήσεων, πίεσαν
290
ΚΑΠΙ ΡΟίΑΝΥΙ
πιο επίμονα τις αναπτυσσόμενες χώρες να τους ανοίξουν τις αγορές τους, ενώ οι ίδιες δεν άνοιξαν τις δικές τους αγορές στα αγαθά και τις υπηρεσίες που αποτελούν το συγκριτικό πλεονέκτημα του αναπτυσσόμε νου κόσμου. Σήμερα, εν τούτοις, οι γραμμές μάχης έχουν χαραχθεί σε ένα πολύ δια φορετικό μέρος από τον καιρό που έγραφε ο Πολάνυι. Όπως επισήμανα προηγουμένως, μόνον αδιάλλακτοι θα υποστήριζαν την αυτορυθμιζόμενη οικονομία, στο ένα άκρο, ή μία οικονομία την οποία θα διεύθυνε η κυβέρ νηση, στο άλλο άκρο. Όλοι έχουν συναίσθηση της ισχύος των αγορών, όλοι αναγνωρίζουν τους περιορισμούς τους. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν ση μαντικές διαφορές στις απόψεις των οικονομολόγων. Ορισμένες, εύκολα τις απορρίπτουμε: είναι ιδεολογία και επιμέρους συμφέροντα που μεταμ φιέζονται σε οικονομική επιστήμη και καλή πολιτική. Η πρόσφατη ώθηση για φιλελευθεροποίηση της χρηματιστικής και κεφαλαιικής αγοράς στις αναπτυσσόμενες χώρες (με αιχμή του δόρατος το ΙΜΡ και το υ.δ. ΤΓ©35υΐ7) είναι μία τέτοια περίπτωση. Πάλι, σχεδόν όλοι συμφωνούσαν ότι πολλές χώρες είχαν ρυθμίσεις που δεν ενίσχυαν το χρηματιστικό τους σύστημα ούτε προήγαν την οικονομική διόγκωση, και ήταν φανερό ότι έπρεπε να καταργηθούν. Αλλά οι «υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς» προχώρησαν περισσότερο, με ολέθριες συνέπειες για τις χώρες που ακο λούθησαν τη συμβουλή τους, όπως έδειξε η πρόσφατη παγκόσμια χρηματιστική κρίση. Αλλά ακόμη και πριν από αυτά τα πιο πρόσφατα επεισόδια υπήρχαν πολλές ενδείξεις ότι μία τέτοια φιλελευθεροποίηση θα επέβαλλε τεράστιους κινδύνους σε μία χώρα, και ότι οι κίνδυνοι αυτοί έπεφταν δυ σανάλογα στους ώμους των φτωχών, ενώ τα στοιχεία που έδειχναν ότι μία τέτοια φιλελευθεροποίηση προήγε την οικονομική διόγκωση ήταν στην καλύτερη περίπτωση λιγοστά. Αλλά υπάρχουν άλλα ζητήματα στα οποία τα συμπεράσματα είναι κάθε άλλο παρά σαφή. Το ελεύθερο διεθνές εμπόριο δίνει τη δυνατότητα σε μία χώρα να επωφεληθεί από το συγκριτι κό της πλεονέκτημα και να αυξήσει τα εισοδήματα για τον μέσον όρο των πολιτών της, αν και μπορεί ορισμένοι να χάσουν τη δουλειά τους. Αλλά σε αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλά επίπεδα ανεργίας, η καταστροφή θέσεων εργασίας που απορρέει από τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου μπορεί πιθανόν να είναι πιο έκδηλη από τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και αυτό πράγματι συμβαίνει με τα «μεταρρυθμιστικά» πακέτα του ΙΜΡ που συνδυάζουν τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου με υψηλά επιτόκια,
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
291
κάνοντας δυνητικά αδύνατη τη δημιουργία θέσεων εργασίας και επιχειρή σεων. Κανένας δεν θα έπρεπε να ισχυρίζεται ότι η μετακίνηση εργατών από θέσεις εργασίας χαμηλής παραγωγικότητας στην ανεργία θα περιόρι ζε τη φτώχεια ή θα αύξανε τα εθνικά εισοδήματα. Όσοι πιστεύουν στις αυτορυθμιζόμενες αγορές υπόρρητα πιστεύουν σε κάτι σαν τον νόμο του δβγ, ότι δηλαδή η προσφορά εργασίας θα δημιουργούσε τη ζήτηση γι' αυ τή την εργασία. Για καπιταλιστές που ευδοκιμούν με τους χαμηλούς μι σθούς, η υψηλή ανεργία ενδέχεται να είναι έως όφελος, αφού ασκεί πίε ση προς τα κάτω στις μισθολογικές απαιτήσεις των εργατών. Αλλά για τους οικονομολόγους, οι άνεργοι εργάτες δείχνουν ότι μία οικονομία δεν λειτουργεί καλά, και σε πάρα πολλές χώρες βλέπουμε συντριπτικά στοι χεία αυτής και άλλων δυσλειτουργιών. Ορισμένοι υποστηρικτές της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας ρίχνουν εν μέρει το φταίξιμο για τις δυσλει τουργίες αυτές στην κυβέρνηση· αλλά είτε αυτό αληθεύει είτε όχι, η ου σία είναι ότι ο μύθος της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας είναι, σήμερα, δυ νητικά νεκρός. Αλλά ο Πολάνυι τονίζει ένα ιδιαίτερο μειονέκτημα της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας που μόνο πρόσφατα έχει επανέλθει στις συζητήσεις. Αναφέρεται στη σχέση ανάμεσα στην οικονομία και την κοινωνία, στο πώς τα οικονομικά συστήματα, ή οικονομικές μεταρρυθμίσεις, μπορούν να επηρε άσουν τον τρόπο που τα άτομα σχετίζονται μεταξύ τους. Και πάλι, αφού η σημασία των κοινωνικών σχέσεων έφτασε να αναγνωρίζεται ολοένα πε ρισσότερο, το λεξιλόγιο έχει αλλάξει. Τώρα μιλούμε, λόγου χάρη, για κοι
νωνικό κεφάλαιο. Αναγνωρίζουμε ότι οι περατεταμένες περίοδοι ανερ γίας, τα εμμένοντα υψηλά επίπεδα ανισότητας, και η ευρέως διαδεδομένη φτώχεια και αθλιότητα στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής εί χαν ολέθριο αντίκτυπο στην κοινωνική συνοχή και ήταν μία δύναμη που συντέλεσε στα υψηλά και αυξανόμενα επίπεδα βίας στην περιοχή αυτή. Αναγνωρίζουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο, και η ταχύτητα με την οποία, έγιναν οι μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία διέβρωσαν τις κοινωνικές σχέσεις, κατέστρεψαν το κοινωνικό κεφάλαιο και οδήγησαν στη δημιουργία και πι θανόν στην κυριαρχία της ρωσικής Μαφίας. Αναγνωρίζουμε ότι η κατάρ γηση των επιδοτήσεων διατροφής στην Ινδονησία από το ΙΜΡ, καθώς οι μισθοί μειώνονταν και τα ποσοστά ανεργίας ανέβαιναν στα ύψη, οδήγησε σε προβλέψιμες (και προβλεφθείσες) πολιτικές και κοινωνικές αναστατώ σεις, πράγμα που θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα έκδηλο με δεδομένη την
292
Κ Α Β ΙΡ Ο ίΑ Ν Υ Ι
ιστορία της χώρας. Στην καθεμιά από τις παραπάνω περιπτώσεις, όχι μόνο συντέλεσε η οικονομική πολιτική σε μία κατάρρευση μακρόχρονων (αν και εύθραυστων σε ορισμένες περιπτώσεις) κοινωνικών σχέσεων: αυτή η κα τάρρευση των κοινωνικών σχέσεων είχε πολύ δυσμενή οικονομικά αποτε λέσματα. Οι επενδυτές κουράστηκαν να τοποθετούν τα χρήματά τους σε χώρες στις οποίες οι κοινωνικές εντάσεις φαίνονταν τόσο μεγάλες, και πολλοί από τις ίδιες αυτές χώρες έβγαλαν έξω τα χρήματά τους, δημιουρ γώντας έτσι μία αρνητική δυναμική. Οι περισσότερες κοινωνίες έχουν αναπτύξει τρόπους για να φροντίζουν τους φτωχούς τους, τους μειονεκτικούς τους. Η βιομηχανική εποχή δυ σκόλευε ολοένα περισσότερο τα άτομα να είναι πλήρως υπέυθυνα για τον εαυτό τους. Βέβαια, ένας ανεξάρτητος αγρότης μπορεί να έχανε τη σοδειά του, και ένας αγρότης που μόλις τα ’βγαζε πέρα δυσκολευόταν να βάλει χρήματα στην άκρη για δύσκολες μέρες (ακριβέστερα, για μία πε ρίοδο ξηρασίας). Αλλά ποτέ δεν του έλειπε η δυνατότητα να εργαστεί κά που ως μισθωτός. Στη νεοτερική βιομηχανική εποχή, τα άτομα πλήττονται από δυνάμεις πέρα από τον έλεγχό τους. Αν η ανεργία είναι υψηλή, όπως ήταν κατά τη Μεγάλη Ύφεση, και όπως είναι σήμερα σε πολλές αναπτυσ σόμενες χώρες, πολύ λίγα πράγματα μπορούν να κάνουν τα άτομα. Μπο ρεί να ακούσουν ή όχι διαλέξεις των υποστηρικτών της ελεύθερης αγο ράς για τη σημασία της ευελιξίας των μισθών (κώδικές λέξεις για να δε χθούν την απόλυσή τους χωρίς αποζημίωση, ή να δεχθούν αδιαμαρτύρητα μείωση των μισθών τους), αλλά οι ίδιοι μπορούν να κάνουν λίγα για να προωθήσουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις, και αν ακόμη έφερναν τα επιθυμητά υποσχεμένα αποτελέσματα της πλήρους απασχόλησης. Και δεν μιλούμε για περιπτώσεις που τα άτομα μπόρεσαν, προσφερόμενα να εργαστούν με χαμηλότερο μισθό, να βρουν αμέσως απασχόληση. Οι θεωρίες απόδο σης και μισθού, οι θεωρίες του ευρισκόμενου εντός ή εκτός και πολλές άλλες έχουν εξηγήσει πειστικά γιατί οι αγορές εργασίας δεν λειτουργούν με τον τρόπο που υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της αυτορυθμιζόμενης αγο ράς. Αλλά όποια και αν είναι η εξήγηση, η ουσία είναι ότι η ανεργία δεν εί ναι αποκύημα της φαντασίας, ότι οι νεοτερικές κοινωνίες χρειάζονται τρόπους για να την αντιμετωπίσουν και ότι η οικονομία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς δεν το έχει πετύχει αυτό, τουλάχιστον με τρόπους κοινωνικώς αποδεκτούς. (Υπάρχουν εξηγήσεις και γι' αυτό, αλλά θα με απομάκρυναν από τα κυρίως θέματά μου.) Ο γρήγορος μετασχηματισμός κατα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
293
στρέφει τους παλιούς μηχανισμούς αντεπεξέρχεσθαι, τα παλιά δίκτυα εξασφάλισης, ενώ δημιουργεί ένα νέο σύνολο απαιτήσεων, πριν αναπτυ χθούν νέοι μηχανισμοί αντεπεξέρχεσθαι. Αυτό το μάθημα από τον 19ο αι. το έχουν δυστυχώς λησμονήσει πάρα πολύ συχνά οι υποστηρικτές της συναίνεσης της Ουάσινγκτον, της σημερινής εκδοχής της φιλελεύθερης ορθοδοξίας. Η αποτυχία αυτών των κοινωνικών μηχανισμών αντεπεξέρχεσθαι έχει, με τη σειρά της, συντελέσει στη διάβρωση αυτού το οποίο ανέφερα προη γουμένως ως κοινωνικό κεφάλαιο. Την περασμένη δεκαετία είδαμε δύο δραματικές περιπτώσεις. Ανέφερα ήδη τη συμφορά στην Ινδονησία, μέ ρος της κρίσης της Ανατολικής Ασίας. Σε αυτή την κρίση, το ΙΜΡ, το υ.δ. ΤΓθβδυτγ και άλλοι υπέρμαχοι των νεοφιλελεύθερων θεωριών εναντιώθηκαν σε κάτι που θα συντελούσε σημαντικά στη λύση: στην αθέτηση υπο χρεώσεων. Τα δάνεια ήταν, κατά το μεγαλύτερο μέρος, δάνεια του ιδιωτι κού τομέα σε ιδιώτες δανειολήπτες- υπάρχει ένας καθιερωμένος τρόπος να αντιμετωπίζουμε καταστάσεις στις οποίες οι δανειολήπτες δεν μπο ρούν να πληρώσουν τα οφειλόμενα: χρεοκοπία. Η χρεοκοπία είναι ένα κε ντρικό μέρος του νεοτερικού καπιταλισμού. Αλλά το ΙΜΡ είπε όχι, η χρεο κοπία θα ήταν μία παραβίαση της ιερότητας των συμβάσεων/ συμβολαίων. Αλλά δεν είχαν καμία τύψη να παραβιάσουν ένα ακόμη πιο σημαντικό συμβόλαιο, το κοινωνικό συμβόλαιο. Προτίμησαν να δώσουν πόρους σε κυβερνήσεις για να πληρώσουν αλλοδαπούς πιστωτές, που δεν είχαν δεί ξει τη δέουσα επιμέλεια πριν δανείσουν. Συγχρόνως, το ΙΜΡ προώθησε πολιτικές με τεράστιο κόστος για αθώους πολίτες, τους εργάτες και τις μικρές επιχειρήσεις που δεν είχαν παίξει κανένα ρόλο στην έλευση της κρίσης σε πρώτη φάση. Ακόμη πιο δραματικές ήταν οι αποτυχίες στη Ρωσία. Η χώρα που ήταν ήδη θύμα ενός πειράματος — του κομουνισμού— έγινε αντικείμενο ενός νέου πειράματος: να εγκαθιδρυθεί μία οικονομία αυτορυθμιζόμενης αγο ράς, πριν η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να εγκαταστήσει την αναγκαία νομική και θεσμική υποδομή. Όπως ακριβώς πριν εβδομήντα χρόνια οι μπολσεβίκοι είχαν βίαια επιφέρει έναν γρήγορο μετασχηματισμό της κοι νωνίας, οι νεοφιλελεύθεροι τώρα επέφεραν βίαια έναν άλλο γρήγορο με τασχηματισμό, με καταστροφικά αποτελέσματα. Ο λαός της χώρας είχε λάβει την υπόσχεση ότι από τη στιγμή που θα αφήνονταν ελεύθερες οι δυνάμεις της αγοράς, η οικονομία θα σημείωνε γοργή πρόοδο: το αναπο-
294
Κ Α Ρ ί ΡΟΙΑΝΥΙ
δοτικό σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού, που διαστρέβλωνε τη χορή γηση των πόρων και δεν έδινε κίνητρα λόγω της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, έμελλε να αντικατασταθεί από την αποκέντρωση, τη φιλελευθεροποίηση και την ιδιωτικοποίηση. Δεν υπήρξε ταχεία οικονομική πρόοδος. Η οικονομία συρρικνώθηκε σχε δόν στο ήμισυ, και το ποσοστό των φτωχών (το κόστος ζωής θεωρείται τέσσερα δολάρια την ημέρα) αυξήθηκε από 2 % σε περίπου 50%. Ενώ η ιδιωτικοποίηση έκανε λίγους ολιγάρχες δισεκατομμυριούχους, η κυβέρνη ση δεν είχε τα χρήματα ούτε να πληρώσει τις οφειλόμενες συντάξεις στους φτωχούς — και όλα αυτά σε μία χώρα πλούσια σε φυσικούς πό ρους. Η καπιταλιστική φιλελευθεροποίηση της αγοράς υποτίθεται ότι θα έδειχνε στον κόσμο ότι η χώρα ήταν ελκυστική για επενδύσεις-αλλά αυ τό ήταν μία πόρτα μονής κατευθύνσεως. Δεν ήταν έκπληξη που το κεφά λαιο έφυγε ομαδικά. Με δεδομένη τη μη νομιμότητα της διαδικασίας της ιδιωτικοποίησης, αυτή δεν στηρίχθηκε στην κοινωνική συναίνεση. Εκείνοι που άφησαν τα χρήματά τους στη Ρωσία είχαν κάθε δικαίωμα να φοβού νται ότι πιθανόν θα τα έχαναν από τη στιγμή που θα εγκαθιδρυόταν κυ βέρνηση. Ακόμη και εκτός από αυτά τα πολιτικά προβλήματα, είναι προ φανές γιατί ένας ορθολογικός επενδυτής θα τοποθετούσε τα χρήματά του στην ανθούσα αγορά μετοχών των Η.Π.Α. και όχι σε μία χώρα που βρισκόταν σε γνήσια ύφεση. Οι θεωρίες της καπιταλιστικής φιλελευθερο ποίησης της αγοράς κάλεσαν ανοιχτά τους ολιγάρχες να βγάλουν έξω από τη χώρα τον άνομα αποκτηθέντα πλούτο τους. Τώρα, αν και πάρα πο λύ αργά, οι συνέπειες αυτές της εσφαλμένης πολιτικής γίνονται αντιλη πτές- αλλά θα είναι μάλλον αδύνατον να προσελκύσουν πίσω στη χώρα το κεφάλαιο που έφυγε, εκτός αν δώσουν εγγυήσεις ότι ο πλούτος θα διατηρείται, ανεξάρτητα από το πώς αποκτήθηκε, πράγμα που θα συνεπά γεται, αναγκαστικά, τη διατήρηση της ολιγαρχίας. Η οικονομική επιστήμη και η οικονομική ιστορία έχουν φτάσει να ανα γνωρίσουν την εγκυρότητα των βασικών θέσεων του Πολάνυι. Αλλά η δη μόσια πολιτική — ιδίως όπως αντανακλάται στις θεωρίες συναίνεσης της Ουάσινγκτον που αφορούν το πώς ο αναπτυσσόμενος κόσμος και οι οικο νομίες σε μετάβαση θα πρέπει να κάνουν τον δικό τους μεγάλο μετασχη ματισμό— φαίνεται πάρα πολύ συχνά ότι δεν έχει κάνει αυτό. Όπως ήδη επισήμανα, ο Πολάνυι ξεσκεπάζει τον μύθο της ελεύθερης αγοράς: ποτέ
δεν υπήρξε ένα σύστημα αληθινά ελεύθερης, αυτορυθμιζόμενης αγοράς.
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
295
Στον δικό τους μετασχηματισμό, οι κυβερνήσεις των σημερινών εκβιομηχανισμένων χωρών έπαιξαν ενεργητικό ρόλο, όχι μόνο προστατεύοντας τις βιομηχανίες τους με δασμούς, αλλά και προωθώντας νέες τεχνολο γίες. Στις Η.Π.Α., η πρώτη τηλεγραφική γραμμή χρηματοδοτήθηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση το 1942, και η έκρηξη της παραγωγικότη τας στη γεωργία που αποτέλεσε τη βάση της εκβιομηχάνισης εδράστηκε στην έρευνα, τη διδασκαλία και τις υπηρεσίες επέκτασης της κυβέρνησης. Η Δυτική Ευρώπη διατήρησε κεφαλαιικούς περιορισμούς μέχρι πολύ πρό σφατα. Ακόμη και σήμερα, ο προστατευτισμός και οι κυβερνητικές παρεμ βάσεις ζουν και βασιλεύουν: η κυβέρνηση των Η.Π.Α. απειλεί την Ευρώπη με εμπορικές κυρώσεις αν δεν ανοίξει τις αγορές της στις μπανάνες των αμερικάνικων εταιρειών της Καραϊβικής. Ενώ μερικές φορές οι παρεμβά σεις αυτές δικαιολογούνται ως αναγκαίες για να ακυρώσουν τις παρεμβά σεις άλλων κυβερνήσεων, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις αληθινά απτόη του προστατευτισμού και επιδότησης, όπως στη γεωργία. Ενώ υπηρετού σα ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων [ΟουποίΙ οί Εοοποηπίο ΑάνίδθΓδ], είδα πάμπολλες τέτοιες περιπτώσεις — από τις τομά τες και τα αβοκάντο του Μεξικού έως τις γιαπωνέζικες κινηματογραφικές ταινίες και τα ουκρανικά γυναικεία πανωφόρια και το ρωσικό ουράνιο. Το Χονγκ Κονγκ προβλήθηκε επί μακρόν ως ο προμαχώνας της ελεύθερης αγοράς, αλλά όταν το Χονγκ Κονγκ είδε τους κερδοσκόπους της Νέας Υόρκης να προσπαθούν να καταστρέψουν την οικονομία του κερδοσκοπώ ντας στην αγορά μετοχών και στην αγορά συναλλάγματος, παρενέβη μα ζικά και στις δύο. Η αμερικανική κυβέρνηση διαμαρτυρήθηκε έντονα, λέ γοντας ότι αυτό ακύρωνε τις βασικές αρχές της ελεύθερης αγοράς. Εν τούτοις η παρέμβαση του Χονγκ Κονγκ απέδωσε — κατόρθωσε να σταθε ροποιήσει και τις δύο αγορές, αποκρούοντας μελλοντικές απειλές προς το νόμισμά του και επιπλέον εισπράττοντας πολλά χρήματα από τις συ ναλλαγές. Οι υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης της Ουάσινγκτον το νίζουν ότι ίσα-ίσα οι κυβερνητικές παρεμβάσεις είναι η πηγή του προβλή ματος- το κλειδί για τον μετασχηματισμό είναι το να «κάνουμε τις τιμές σωστές» και να απομακρύνουμε την κυβέρνηση από την οικονομία με την ιδιωτικοποίηση και τη φιλελευθεροποίηση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ανάπτυξη είναι μόνο και μόνο η συσσώρευση κεφαλαίου και η βελτίωση στην απόδοση με την οποία διανέμονται οι πόροι — καθαρώς τεχνικά ζη
296
ΚΑΚί ΡΟΙΑΝΥΙ
τήματα. Η ιδεολογία αυτή παρανοεί τη φύση του μετασχηματισμού — με τασχηματισμός της κοινωνίας, όχι μόνο της οικονομίας, και μετασχηματι σμός της οικονομίας που είναι πολύ βαθύτερος από ό,τι θα πρότειναν οι απλές εντολές τους. Όπως σωστά υποστηρίζει ο Πολάνυι, η οπτική τους δείχνει ότι δεν έχουν διαβάσει σωστά την ιστορία. Αν έγραφε το βιβλίο του σήμερα, θα είχε επιπλέον στοιχεία για να στη ρίξει τα συμπεράσματά του. Για παράδειγμα, στην Ανατολική Ασία, το μέ ρος του κόσμου που γνώρισε την πιο επιτυχή ανάπτυξη, οι κυβερνήσεις έπαιξαν σαφώς κεντρικό ρόλο, και ρητά και υπόρρητα αναγνώρισαν την αξία που έχει η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, και όχι μόνο προστάτευσαν το κοινωνικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, αλλά το αύξησαν κιόλας. Σε όλη αυτή την περιοχή, είχαμε όχι μόνο γοργή οικονομική διόγκωση, αλλά και εμφανή μείωση της φτώχειας. Αν η αποτυχία του κομουνισμού έδειξε δραματικά την ανωτερότητα του συστήματος της αγοράς σε σύ γκριση με τον σοσιαλισμό, η επιτυχία της Ανατολικής Ασίας έδειξε εξ ίσου δραματικά την ανωτερότητα μίας οικονομίας στην οποία η κυβέρνη ση παίζει ενεργό ρόλο από την αυτορυθμιζόμενη αγορά. Γι' αυτό ακριβώς οι ιδεολόγοι της αγοράς χάρηκαν τόσο όταν ξέσπασε η κρίση στην Ανατο λική Ασία, γιατί έκριναν ότι φανέρωνε τις θεμελιώδεις αδυναμίες του μο ντέλου της ενεργητικής κυβέρνησης. Ενώ, βέβαια, οι διαλέξεις τους περιέλαβαν αναφορές στην ανάγκη για καλύτερα ρυθμιζόμενα χρηματιστικά/ οικονομικά συστήματα, άδραξαν αυτή την ευκαιρία για να ωθήσουν προς μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς: συναισθηματική έκφραση που ση μαίνει κατάργηση των κοινωνικών συμβολαίων που παρείχαν μία οικονομι κή ασφάλεια η οποία είχε αυξήσει την κοινωνική και πολιτική ευστάθεια — ευστάθεια που ήταν το δίηθ ςυ3 ηοπ [εκ των ων ουκ άνευ] του θαύματος της Ανατολικής Ασίας. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι η κρίση στην Ανατολι κή Ασία έδειξε όσο γινόταν πιο δραματικά την αποτυχία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς: στη ρίζα της κρίσης ήταν η φιλελευθεροποίηση των βραχυ πρόθεσμων κεφαλαιικών ροών, τα δισεκατομμύρια δολάρια που τριγυρνούν σε ολόκληρο τον κόσμο αναζητώντας την υψηλότερη απόδοση και ρέπουν στις γοργές ορθολογικές και ανορθολογικές μεταβολές συναι σθήματος. Επιτρέψτε μου να κλείσω τον πρόλογό μου με δύο κεντρικά θέματα του Πολάνυι. Το πρώτο αφορά την περίπλοκη αλληλεμπλοκή πολιτικής και οι
κονομίας. Φασισμός και κομουνισμός δεν ήταν μόνον εναλλακτικά οικονο
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
297
μικά συστήματα· αντιπροσώπευσαν σημαντικές απομακρύνσεις από τις φι λελεύθερες πολιτικές παραδόσεις. Αλλά όπως επισημαίνει ο Πολάνυι, «Ο φασισμός, όπως ο σοσιαλισμός, ρίζωνε σε μία κοινωνία της αγοράς που αρνιόταν να λειτουργήσει». Η ακμή των νεοφιλελεύθερων θεωριών ήταν πιθανόν οι χρόνοι 1990-97, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και πριν την παγκόσμια χρηματιστική κρίση. Ορισμένοι μπορεί πιθανόν να υποστηρίξουν ότι το τέλος του κομουνισμού σημάδεψε τον θρίαμβο της οικονομίας της αγοράς, και την πίστη στην αυτορυθμιζόμενη αγορά. Πι στεύω όμως ότι αυτή η ερμηνεία θα ήταν εσφαλμένη. Στο κάτω-κάτω, στο εσωτερικό των αναπτυσσόμενων χωρών, η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε σχεδόν παντού από μία απόρριψη των θεωριών αυτών, των θεωριών της ελεύθερης αγοράς των Ρήγκαν-Θάτσερ, προς όφελος «Νεο-Δημοκρατικών» ή «Νεο-Εργατικών» πολιτικών. Μία πειστικότερη ερμηνεία είναι ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, οι αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες απλώς δεν διακινδύνευσαν να επιβάλουν αυτές τις πολιτικές, ενώ διακινδύνευσαν να πληγώσουν πάρα πολύ τους φτωχούς. Οι χώρες αυτές είχαν τη δυνατότητα να διαλέξουν: επιδίωκαν την εύνοιά τους η Δύση και η Ανατολή, και αν δεν τις βοηθούσε η Δύση, απευθύνονταν στην Ανατολή. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι χώρες αυτές δεν είχαν πια δυνατότητα επιλογής. Μπορούσαν ατιμωρητί να τους επιβληθούν θεωρίες που ενείχαν κινδύνους. Αλλά αυτή η οπτική δεν είναι μόνο μονόπλευρηείναι και μη διαφωτισμένη: γιατί υπάρχουν μυριάδες δυσάρεστες μορφές που μπορεί να πάρει η απόρριψη μίας οικονομίας της αγοράς που δεν λει τουργεί τουλάχιστον προς όφελος της πλειονότητας ή μίας μεγάλης μειο νότητας. Μία υποτιθέμενη οικονομία αυτορυθμιζόμενης αγοράς ενδέχεται να εξελιχθεί σε μαφιόζικο καπιταλισμό — και μαφιόζικο πολιτικό σύστη μα— κάτι που έχει δυστυχώς γίνει πάρα πολύ πραγματικό σε ορισμένα μέρη του κόσμου. Ο Πολάνυι είδε την αγορά ως μέρος της ευρύτερης οικονομίας, και την ευρύτερη οικονομία ως μέρος μίας ακόμη ευρύτερης κοινωνίας. Είδε την οικονομία της αγοράς όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσον για την επίτευξη πιο θεμελιωδών σκοπών. Πάρα πολύ συχνά η ιδιωτικοποίηση, η φιλελευ θεροποίηση και έως η μακροσταθεροποίηση έχουν θεωρηθεί αντικειμενι κοί στόχοι της μεταρρύθμισης. Παρακολουθούσαν ορισμένοι πόσο γρήγο ρα ιδιωτικοποιούνταν οι διάφορες χώρες — παραβλέποντας ότι η ιδιωτικο ποίηση είναι πράγματι εύκολη· αυτό που όλο κι όλο έχεις να κάνεις είναι
298
Κ Α Β Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
να δώσεις τα περιουσιακά σου στοιχεία στους φίλους σου, και να περιμέ νεις την ανταπόδοση. Αλλά πάρα πολύ συχνά δεν κατέγραφαν τον αριθμό των ατόμων που ρίχνονταν στη φτώχεια ούτε τον αριθμό των θέσεων ερ γασίας που καταστρέφονταν σε σχέση με εκείνες που δημιουργούνταν, ούτε με την αύξηση στη βία, ούτε με την αύξηση στην αίσθηση ανασφά λειας ή ανημπόριας. Ο Πολάνυι μίλησε για πιο βασικές αξίες. Ο διαχωρι σμός ανάμεσα σε αυτές τις πιο βασικές αξίες και στην ιδεολογία της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι σήμερα εξ ίσου σαφής όπως ήταν την επο χή που έγραφε. Μιλούμε στις αναπτυσσόμενες χώρες για τη σημασία της δημοκρατίας, αλλά μετά, όταν φτάνουμε στα ζητήματα που τις απασχο λούν περισσότερο, εκείνα που αγγίζουν τη ζωή τους, την οικονομία, τους λέμε: οι σιδερένιοι νόμοι της οικονομίας σάς έδωσαν μικρά ή μηδαμινά περιθώρια επιλογής- και αφού εσείς (μέσα από τη δημοκρατική πολιτική σας διαδικασία) είναι πιθανό να μπερδέψετε τα πράγματα, πρέπει να πα ραχωρήσετε τις κεντρικής σημασίας οικονομικές αποφάσεις, λόγου χάρη αυτές που αφορούν τη μακροοικονομική πολιτική, σε μία ανεξάρτητη κε ντρική τράπεζα, που σχεδόν πάντα κυβερνάται από αντιπροσώπους της χρηματιστικής κοινότητας-και για να εξασφαλίσετε ότι ενεργείτε προς το συμφέρον της χρηματιστικής κοινότητας, σας λέμε να εστιάσετε την προ σοχή σας αποκλειστικά στον πληθωρισμό — και να αδιαφορήσετε για τις θέσεις εργασίας ή την οικονομική διόγκωση-και για να διασφαλίσουμε ότι θα κάνετε ακριβώς αυτό, σας λέμε να επιβάλετε στην κεντρική τράπεζα κανόνες, όπως το να διευρύνουν τη χορήγηση χρήματος με σταθερό ρυθ μό- και όταν ένας κανόνας αποτυγχάνει να λειτουργήσει όπως ελπίσαμε, εμφανίζεται ένας άλλος κανόνας, όπως η στόχευση στον πληθωρισμό. Κοντολογίς, ό,τι φαινομενικά δίνουμε με το ένα χέρι στα άτομα στις πρώ ην αποικίες με τη δημοκρατία, τους το παίρνουμε με το άλλο. Ο Πολάνυι τελειώνει πολύ ταιριαστά το βιβλίο του εξετάζοντας τη δη μοκρατία σε μία περίπλοκη κοινωνία. Μέσα στη Μεγάλη Ύφεση, ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ είπε: «Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε άλλο παρά τον φόβο». Μίλησε για τη σημασία όχι μόνο των κλασικών ελευθε ριών (ελεύθερη ομιλία, ελεύθερος Τύπος, ελευθερία του συνέρχεσθαι, ελευθερία της θρησκείας), αλλά και για απαλλαγή από τον φόβο και από την πείνα. Οι ρυθμίσεις ενδέχεται να αφαιρούν ένα κομμάτι της ελευθε ρίας ενός ανθρώπου, αλλά μ' αυτό ενδέχεται να αυξάνουν την ελευθερία ενός άλλου. Η ελευθερία να μετακινούμε κεφάλαια μέσα και έξω από μία
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
299
χώρα κατά βούλησιν είναι μία ελευθερία που ορισμένοι ασκούν, με τερά στιο κόστος για τους άλλους. (Στο ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα των οικονο μολόγων, υπάρχουν μεγάλες εξωτερικότητες.) Δυστυχώς, ο μύθος της αυτορυθμιζόμενης οικονομίας, είτε με το παλαιό ένδυμα του Ιβίεεβζ-ίβίΐ'θ είτε με το νέο ένδυμα της συναίνεσης της Ουάσινγκτον, δεν αντιπροσω πεύει μία εξισορρόπηση των ελευθεριών αυτών, γιατί οι φτωχοί είναι αντι μέτωποι με μία μεγαλύτερη αίσθηση ανασφάλειας από όσο όλοι οι άλλοι, και σε ορισμένα μέρη, όπως η Ρωσία, ο απόλυτος αριθμός των ανθρώπων που ζουν στη φτώχεια έχει αυξηθεί και το βιοτικό επίπεδο έχει πέσει. Γι' αυτούς, υπάρχει λιγότερη ελευθερία, λιγότερη απαλλαγή από την πείνα, λιγότερη απαλλαγή από τον φόβο. Αν έγραφε σήμερα ο Πολάνυι, είμαι βέβαιος ότι θα υποδείκνυε ότι η πρόκληση την οποία αντιμετωπίζει η πα γκόσμια κοινότητα σήμερα είναι το αν μπορεί να διορθώσει αυτές τις ανι σορροπίες — πριν είναι πάρα πολύ αργά. [μτφ.: Βασίλης Τομανάς]
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
301
Εισαγωγή του ΡΓβά ΒΙοοΚ
Ενας επιφανής μελετητής της οικονομικής ιστορίας, αναφερόμενος στην υποδοχή και την επιρροή που άσκησε Ο μεγάλος μετασχηματισμός, επισήμανε ότι «ορισμένα βιβλία αρνούνται να παλιώσουν». Σωστή παρα τήρηση. Αν και γράφηκε το 1944, η αξία και η σημασία του έργου του Πολάνυι αυξάνονται ολοένα. Αν και λίγα βιβλία στην εποχή μας καταλαμβά νουν τα ράφια των βιβλιοπωλείων για πάνω από λίγους μήνες ή χρόνια, έπειτα από πάνω από πενήντα χρόνια Ο μεγάλος μετασχηματισμός παρα μένει φρέσκος από πολλές απόψεις. Πράγματι, είναι απολύτως απαραίτη το έργο, για να καταλάβουμε τα διλήμματα που αντιμετωπίζει η παγκό σμια κοινωνία στις απαρχές του 21ου αι. Η αντοχή του στον χρόνο εξηγείται καλά. Ο μεγάλος μετασχηματισμός ασκεί την πιο ισχυρή κριτική που έχει ώς τώρα γραφεί στον φιλελευθερι σμό της αγοράς — στην πίστη ότι οι εθνικές κοινωνίες και η παγκόσμια οι κονομία μπορούν και πρέπει να οργανωθούν δια μέσου αυτορυθμιζόμενων αγορών. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, και ιδίως μετά το τέλος του Ψυχρού πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτή η θεωρία του φιλελευθερισμού της αγοράς — που ονομάστηκε θατσερισμός, ρηγκανισμός, νεοφιλελευθερισμός και «συναίνεση της Ουάσινγκτον»— έχει φτάσει να κυβερνά την παγκόσμια πολιτική. Αλλά λίγο μετά την πρώτη έκδοση του έργου το 1944, ο Ψυχρός πόλεμος μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. εντάθηκε, κρύβοντας τη σημασία της συνεισφοράς του Πολάνυι. Στις πο λύ πολωμένες διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του καπιταλισμού και των υποστηρικτών του σοβιετικού σοσιαλισμού, υπήρχε πολύ μικρός χώ ρος για την περίπλοκη και λεπτολόγο επιχειρηματολογία του Πολάνυι. Οπότε δικαίως με το πέρας του Ψυχρού πολέμου το έργο του Πολάνυι απέσπασε την προσοχή που του αξίζει. Η κεντρική διαμάχη της μετα-ψυχροπολεμικής περιόδου είναι για την παγκοσμιοποίηση. Οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν ότι οι νέες τεχνολογίες των επικοινωνιών και των μετακινήσεων/ μεταφορών έχουν καταστήσει αναπόφευκτο και επιθυμητό να απαρτιωθεί σφιχτά η παγκόσμια οικονομία με το επεκτεινόμενο εμπόριο και τις ροές κεφαλαίου και την αποδοχή του
ΚΑΠί ΡΟΙΑΝΥΙ
302
αγγλο-αμερικανικού μοντέλου του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς. Ποικίλα κινήματα και θεωρητικοί σε ολόκληρο τον κόσμο επιτέθηκαν σε αυτό το όραμα της παγκοσμιοποίησης από διαφορετικές πολιτικές θέσεις — ορισμένοι αντιστεκόμενοι με βάση τις εθνικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ή περιοχικές ταυτότητες, άλλοι προβάλλοντας εναλλακτικά οράματα του παγκόσμιου συντονισμού και συνεργασίας. Οι συμμετέχοντες στη διαμά χη, όλων των αποχρώσεων, έχουν πολλά να μάθουν άμα διαβάσουν τον
Μεγάλο μετασχηματισμό·και οι νεοφιλελεύθεροι και οι επικριτές τους θα χωνέψουν βαθύτερα την ιστορία του φιλελευθερισμού της αγοράς και θα καταλάβουν τις τραγικές συνέπειες των παλαιότερων σχεδίων οικονομι κής παγκοσμιοποίησης.
Η ζωή και το έργο του Πολάνυι Ο Καρλ Πολάνυι (1886-1964) μεγάλωσε στη Βουδαπέστη, σε μία οικογέ νεια που διακρινόταν για την κοινωνική της ευαισθησία και τα διανοητικά της επιτεύγματα1. Ο αδελφός του ΜιοΙίθθΙ έγινε σημαντικός φιλόσοφος της επιστήμης που το έργο του διαβάζεται ακόμη. Ο ίδιος ο Πολάνυι ήταν προσωπικότητα με επιρροή στους ουγγρικούς κύκλους των φοιτητών και των διανοουμένων πριν τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο. Στη Βιέννη, κατά τη δεκαετία του 1920, ο Πολάνυι εργάστηκε ως υπεύθυνος σύνταξης στο ση μαντικότερο οικονομικό και χρηματιστικό εβδομαδιαίο περιοδικό της Κε ντρικής Ευρώπης,
Ω θγ
ΟείβΓΓθίΰ^ίεοΐΊθ νοΙΙ<εννίτΐ. Τότε συνάντησε για πρώ
τη φορά τα επιχειρήματα του Ιυάννίς νοη Μίδβδ και του διάσημου μαθητή του Μίδθδ, του Ρπβάιϊοή Η3γβ(<. Δάσκαλος και μαθητής προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν τη διανοητική νομιμότητα του φιλελευθερισμού της αγοράς, που είχε κλονιστεί άσχημα από τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο, τη Ρωσική επανάσταση και τη θελκτικότητα του σοσιαλισμού2. Βραχυπρόθε σμα, ο Μίζες και ο Χάγυεκ είχαν μικρή επιρροή. Από τα μέσα της δεκαε τίας του 1930 και έως τη δεκαετία του 1960, οι κεϋνσιανές οικονομικές απόψεις που νομιμοποιούσαν την ενεργό διαχείριση των οικονομιών από την κυβέρνηση κυριαρχούσαν στις οικονομικές πολιτικές της Δύσης3. Αλλά μετά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο, ο Μίζες και ο Χάγυεκ προπαγάνδι ζαν ακούραστα τον φιλελευθερισμό της αγοράς στις Η.Π.Α. και τη Βρετα νία, και ενέπνευσαν άμεσα οπαδούς με επιρροή, όπως ο ΜίΙίοη ΡιίβοΙιτιβη. Ο Χάγυεκ έζησε μέχρι το 1992, και ένιωσε να δικαιώνεται από την κατάρ ρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. Λίγο πριν πεθάνει, τον εγκωμίαζαν ευρέως ως πατέρα
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
303
του νεοφιλελευθερισμού — ως τον άνθρωπο που είχε εμπνεύσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρήγκαν να ακολουθήσουν πολιτικές απορύθμισης, φιλελευθεροποίησης και ιδιωτικοποίησης. Εν τούτοις, ήδη από τη δεκαετία του 1920 ο Πολάνυι άσκησε δριμεία κριτική στα επιχειρήματα του Μίζες, και συνέχισε να έχει ως κεντρικό του μέλημα την κριτική στους φιλελεύθερους της αγοράς. Τον καιρό που δούλευε στο περιοδικό
Ω θγ
ΟβίθΓΓθίοΜεοΙίθ νοΙΙοννίή, ο
Πολάνυι ήταν μάρτυρας της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου στις Η.Π.Α. το 1929, της αποτυχίας της Ν/ίβηηβ «ΓθάϋβηείβΙί το 1931, που επέσπευσε τη Μεγάλη Ύφεση, και της ανόδου του φασισμού. Αλλά με την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933, οι σοσιαλιστικές απόψεις του Πολάνυι τού δημιουργούσαν προβλήματα, και του ζητήθηκε να παραιτηθεί από το περιοδικό. Έφυγε για την Αγγλία, όπου δίδαξε στη Μορφωτική Ενωση των Εργατών, εκτός των τειχών παράρτημα των Πανεπιστημίων της Οξφόρ δης και του Λονδίνου4. Η ανάπτυξη του κύκλου των μαθημάτων του βύθι σε τον Πολάνυι στη μελέτη της αγγλικής κοινωνικής και οικονομικής ιστο ρίας. Στον Μεγάλο μετασχηματισμό, ο Πολάνυι συνάρμοσε αυτά τα ιστο ρικά στοιχεία με την κριτική του στις τώρα με εξαιρετική επιρροή απόψεις του Μίζες και του Χάγυεκ. Ο Πολάνυι συνέγραψε το βιβλίο του όταν ήταν επισκέπτης καθηγητής στο Βθηπίηρίοπ ΟοΙΙβςβ του νθίτηοηί στις αρχές της δεκαετίας του 19405. Με την υποστήριξη μίας υποτροφίας μπόρεσε να αφοσιωθεί στο γράψιμο, ενώ η αλλαγή περιβάλλοντος τον βοήθησε να συνθέσει τα διάφορα νήμα τα της επιχειρηματολογίας του. Πράγματι, μία από τις ανθεκτικές στον χρόνο συνεισφορές του βιβλίου — η εστίασή του στους θεσμούς που ρυθ μίζουν την παγκόσμια οικονομία— συνδέεται ευθέως με τις πολλές εξο ρίες του Πολάνυι. Οι μετακινήσεις του από τη Βουδαπέστη στη Βιέννη, μετά στην Αγγλία και κατόπιν στις Η.Π.Α., σε συνδυασμό με μια βαθιά αί σθηση ηθικής υπευθυνότητας, έκαναν τον Πολάνυι κάτι σαν πολίτη του κόσμου. Περί τα τέλη της ζωής του έγραψε σε έναν παλιό φίλο: «Η ζωή μου ήταν μία "παγκόσμια" ζωή — έζησα τη ζωή του ανθρώπινου κόσμου... Το έργο μου είναι για την Ασία, για την Αφρική, για τους νέους λαούς». Ενώ διατήρησε τη βαθιά προσκόλληση στη γενέτειρά του Ουγγαρία, ο Πολάνυι υπερέβη την ευρωκεντρική θεώρηση και κατάλαβε καλά τους τρόπους με τους οποίους είχαν προωθηθεί επιθετικές μορφές εθνικισμού και είχαν υποστηριχθεί από ένα ορισμένο σύνολο παγκόσμιων οικονομι
304
ΚΑΠί. ΡΟΙ.ΑΝΥΙ
κών διευθετήσεων. Μετά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο, ο Πολάνυι δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, όπου μαζί με τους μαθητές του προέβη σε ανθρωπολογικές έρευνες για το χρήμα, το εμπόριο και τις αγορές στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες. Με τον ΟοηΓ3ά Μ. Αγθπ5&θγ9 και τον Ηβιτγ \ΛΛ ΡΘ3Γ80Π, δημοσίευσε το
Τγ30θ βηό ΜθΓΐίβί ίη ϋιβ ΕβγΙυ ΕηηρίΓβΒ' αργότερα,
οι μαθητές του ετοίμασαν για δημοσίευση μετά τον θάνατό του τόμους που βασίζονταν στο έργο αυτής της περιόδου του Πολάνυι. Ο Α6γ3Ιι3ιτι Βοίδίθίη βοήθησε στην έκδοση του Ωβήοινθγ βηό ϋιβ 31ανθ ΤίΒάβ' ο ΟβθΓ9β ϋβΐίοπ εξέδωσε μία συλλογή δοκιμίων, που είχαν δημοσιευθεί παλιότερα και περιλαμβάνουν αποσπάσματα από τον Μεγάλο μετασχηματι
σμό, στο βιβλίο ΡπηΊίϋνβ, ΑγοΙίβιο, αηά Μοάβίη ΕεοηοπΊίββ: Εββζγε οί ΚθγΙ ΡοΙβηγϊ και ο ΡβθΓδοη εξέδωσε ένα συμπίλημα των σημειώσεων από τις παραδόσεις του Πολάνυι στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια με τίτλο Τήβ ίίνβΐίΐιοοά οί Μβπ1. Η επιχειρηματολογία του Πολάνυι: δομή και θεωρία Ο Μεγάλος μετασχηματισμός είναι οργανωμένος σε τρία μέρη. Το πρώ το και το τρίτο εστιάζονται στις άμεσες περιστάσεις που έφεραν τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο, τη Μεγάλη Ύφεση, την άνοδο του φασισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη, το Νιού Ντηλ στις Η.Π.Α. και το πρώτο πενταετές σχέδιο στην Ε.Σ.Σ.Δ. Στα εισαγωγικά και καταληκτικά αυτά κεφάλαια, ο Πολάνυι διατυπώνει ένα αίνιγμα: Γιατί μία παρατεταμένη περίοδος ειρή νης και ευημερίας στην Ευρώπη, που διάρκεσε από το 1815 έως το 1914, απέληξε ξαφνικά στον Α 'Παγκόσμιο πόλεμο που ακολουθήθηκε από μία οικονομική κατάρρευση; Το δεύτερο μέρος — ο πυρήνας του βιβλίου— δί νει τη λύση του αινίγματος από τον Πολάνυι. Ανατρέχοντας στην αγγλική Βιομηχανική επανάσταση, κατά τα πρώτα χρόνια του 19ου αι., ο Πολάνυι δείχνει πώς οι άγγλοι στοχαστές απάντησαν στις αναστατώσεις της πρώι μης εκβιομηχάνισης αναπτύσσοντας τη θεωρία του φιλελευθερισμού της αγοράς, με την κεντρική πεποίθηση ότι η ανθρώπινη κοινωνία θα έπρεπε να υποταχθεί σε αυτορυθμιζόμενες αγορές. Αφού η Αγγλία έπαιζε ηγετι κό ρόλο ως «εργαστήριο του κόσμου», εξηγεί, οι πεποιθήσεις αυτές έγιναν η οργανωτική βασική αρχή της παγκόσμιας οικονομίας. Στο δεύτερο ήμισυ του δεύτερου μέρους (κεφ. 11 έως 18), ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι ο φιλελευθερισμός της αγοράς παρήγαγε μία αναπόφευκτη απάντηση —
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
305
εναρμονισμένες προσπάθειες προστασίας της κοινωνίας από την αγορά. Οι προσπάθειες αυτές σήμαιναν ότι ο φιλελευθερισμός της αγοράς δεν μπορούσε να λειτουργήσει όπως τον προόριζαν, και οι θεσμοί που κυβερ νούσαν την παγκόσμια οικονομία δημιουργούσαν αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των εθνών και στο εσωτερικό των εθνών. Ο Πολάνυι ιχνηλατεί την κατάρρευση της ειρήνης που οδήγησε στον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο και δεί χνει ότι η κατάρρευση της οικονομικής τάξης πραγμάτων που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση είναι άμεση απόρροια της απόπειρας να οργανωθεί η παγκόσμια οικονομία με βάση τον φιλελευθερισμό της αγοράς. Ο δεύτε ρος «μεγάλος μετασχηματισμός» — η άνοδος του φασισμού— είναι απο τέλεσμα του πρώτου — της ανόδου του φιλελευθερισμού της αγοράς. Για να οργανώσει την επιχειρηματολογία του, ο Πολάνυι αντλεί από τα πολλά διαβάσματά του με θέμα την ιστορία, την ανθρωπολογία και την κοι νωνική θεωρία8. Ο Μεγάλος μετασχηματισμός λέει σημαντικά πράγματα για τα ιστορικά συμβάντα από τον 15ο αι. έως τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμοκάνει και πρωτότυπες συνεισφορές σε ζητήματα τόσο διαφορετικά όπως ο ρόλος της αμοιβαιότητας και της αναδιανομής στις προνεοτερικές κοινω νίες, οι περιορισμοί της κλασικής οικονομικής σκέψης και οι κίνδυνοι από την εμπορευματοποίηση της φύσης. Πολλοί σύγχρονοι κοινωνικοί επιστή μονες — ανθρωπολόγοι, μελετητές των πολιτικών επιστημών, κοινωνιολό γοι, ιστορικοί και οικονομολόγοι— έχουν εμπνευστεί θεωρητικά από τα επιχειρήματα του Πολάνυι. Σήμερα, ολοένα περισσότερα βιβλία και άρθρα οργανώνονται γύρω από παραθέματα από τον Μεγάλο μετασχηματισμό. Εξ αιτίας του μεγάλου πλούτου του βιβλίου, είναι μάταιο να προσπαθή σουμε να το συνοψίσουμε-το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε εδώ εί ναι να επεξεργαστούμε περαιτέρω ορισμένα νήματα της επιχειρηματολο γίας του Πολάνυι. Αλλά αυτό προϋποθέτει να αναγνωρίσουμε την πρωτο τυπία της θεωρητικής του θέσης. Ο Πολάνυι δεν χωράει εύκολα στις τυπο ποιημένες χαρτογραφήσεις του πολιτικού τοπίου- αν και συμφωνούσε σε μεγάλο βαθμό με την κριτική που άσκησε ο Κέυνς στον φιλελευθερισμό της αγοράς, δεν ήταν κεϋνσιανός. Σε όλη του τη ζωή θεωρούσε πως ήταν σοσιαλιστής, αλλά είχε βαθιές διαφωνίες με τον οικονομικό ντετερμινισμό όλων των αποχρώσεων, συμπεριλαμβανομένου του κυρίως ρεύματος του μαρξισμού9. Ώς και ο ορισμός που έδωσε του καπιταλισμού και του σοσια λισμού αποκλίνει από τις συνηθισμένες προσλήψεις των εννοιών αυτών.
306
ΚΑΒΙ. ΡΟΙ.ΑΝΥΙ
Η έννοια “μπόλιασμα” του Πολάνυι Η λογική αφετηρία για να εξηγήσουμε τη σκέψη του Πολάνυι είναι η έν νοια του μττολιάσματος. Η έννοια αυτή, ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά του στην κοινωνική σκέψη, προκάλεσε και τεράστιες συγχύσεις. Ο Πολάνυι ξεκινά τονίζοντας ότι όλη η παράδοση της νεοτερικής οικονομικής σκέψης, έως σήμερα, στηρίζεται στην έννοια της οικονομίας ως συναρμο σμένου συστήματος αγορών που αυτόματα εναρμονίζει πρόσφορά και ζή τηση με τον μηχανισμό των τιμών. Ακόμη και όταν οι οικονομολόγοι ανα γνωρίζουν ότι το σύστημα της αγοράς χρειάζεται μερικές φορές τη βοή θεια της κυβέρνησης για να ξεπεράσει ορισμένες δυσκολίες, εδράζονται ακόμη σε αυτή την έννοια της οικονομίας ως εξισορροποιητικού συστήμα τος ολοκληρωμένων αγορών. Η πρόθεση του Πολάνυι είναι να δείξει πό σο πολύ η έννοια αυτή διαφέρει από την πραγματικότητα των ανθρώπι νων κοινωνιών σε όλη τη διάρκεια της καταγραμμένης ιστορίας. Πριν τον 19ο αι., τονίζει, η ανθρώπινη οικονομία ήταν πάντα μπολιασμένη στην κοι νωνία. Ο όρος «μπόλιασμα» εκφράζει την άποψη ότι η οικονομία δεν είναι αυ τόνομη, όπως πρέπει να είναι στην οικονομική θεωρία, αλλά υποτάσσεται στην πολιτική, τη θρησκεία και τις κοινωνικές σχέσεις10. Ο Πολάνυι χρησι μοποιεί τον όρο για να πει κάτι περισσότερο από την τώρα οικεία ιδέα ότι οι συναλλαγές στην αγορά εδράζονται στην πίστη, την αλληλοκατανόηση και τη νόμιμη επιβολή των συμβολαίων/ συμβάσεων. Θέλει να δείξει πόσο ριζικά διαφοροποιήθηκαν οι κλασικοί οικονομολόγοι, ιδίως ο Μάλθους και ο Ρικάρντο, από τους παλαιότερους στοχαστές. Αντί για το ιστορικά κα νονικό πρότυπο της καθυπόταξης της οικονομίας στην κοινωνία, το δικό τους σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών απαιτούσε να υποταχθεί η κοινωνία στη λογική της αγοράς. Γράφει στο Πρώτο μέρος: «Εν τέλει γι' αυτό ο έλεγχος του οικονομικού συστήματος από την αγορά έχει συντρι πτικές επιπτώσεις στην όλη οργάνωση της κοινωνίας: σημαίνει ότι η κοι νωνία είναι ακόλουθος της αγοράς, και τίποτα λιγότερο. Αντί να είναι μπολιασμένη η οικονομία στις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις είναι μπολιασμένες στο οικονομικό σύστημα». Εν τούτοις, αυτό και παρό μοια χωρία στην επιχειρηματολογία του Πολάνυι έχουν παρανοηθεί. Ο Πολάνυι έχει εσφαλμένα θεωρηθεί πως λέει ότι με την άνοδο του καπιτα λισμού τον 19ο αι., η οικονομία επιτυχώς ξεμπολιάστηκε από την κοινωνία και έφτασε να την κυριαρχεί".
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
307
Η παρανόηση αυτή αμαυρώνει την πρωτοτυπία και τον θεωρητικό πλού το της επιχειρηματολογίας του Πολάνυι. Ο Πολάνυι δεν λέει ότι οι κλασι κοί οικονομολόγοι θέλησαν να δημιουργήσουν μία κοινωνία από την οποία είχε πράγματι ξεμπολιαστεί η οικονομία, και ενθάρρυναν τους πολι τικούς να επιδιώξουν αυτό τον αντικειμενικό στόχο. Εν τούτοις επιμένει ότι δεν πέτυχαν και δεν μπορούσαν να πετύχουν αυτό τον στόχο. Πράγ ματι, ο Πολάνυι επανειλημμένα λέει ότι ο στόχος μίας ξεμπολιασμένης, πλήρως αυτορυθμιζόμενης οικονομίας της αγοράς είναι ουτοπικός· είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρξει. Στην πρώτη σελίδα του Πρώτου μέρους, λόγου χάρη, γράφει: «Η θέση μας είναι ότι η ιδέα μίας αυτορυθμιζόμενης αγοράς υπονοούσε μία άκαμπτη ουτοπία. Ενας τέτοιος θεσμός δεν μπο ρούσε να υπάρξει για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα χωρίς να εκμηδενί σει την ανθρώπινη και φυσική υπόσταση της κοινωνίας· θα είχε σωματικά καταστρέψει τον άνθρωπο και θα είχε μετατρέψει το περιβάλλον του σε ερημότοπο».
Γιατί το ξεμπόλιασμα δεν μπορεί να πετύχει Ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι η δημιουργία μίας πλήρως αυτορυθμιζόμενης οικονομίας της αγοράς απαιτεί να μετατραπούν οι άνθρωποι και το φυσικό περιβάλλον σε καθαρά εμπορεύματα, πράγμα που εξασφαλίζει την κατα στροφή της κοινωνίας και του φυσικού περιβάλλοντος. Κατά τη γνώμη του, οι θεωρητικοί των αυτορυθμιζόμενων αγορών και οι σύμμαχοί τους σπρώχνουν σταθερά τις ανθρώπινες κοινωνίες στο χείλος του γκρεμού. Αλλά καθώς οι συνέπειες των αχαλίνωτων αγορών γίνονται εμφανείς, οι άνθρωποι αντιστέκονται-αρνούνται να ενεργούν σαν τους αρκτικούς λέμμους που βαδίζουν πάνω στα βράχια προς την καταστροφή τους. Απενα ντίας, απομακρύνονται από τα δόγματα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, για να σώσουν την κοινωνία και τη φύση από την καταστροφή. Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε το ξεμπόλιασμα της αγοράς είναι παρό μοιο με το τέντωμα μίας γιγάντιας ελαστικής λωρίδας. Οι προσπάθειες να φέρουμε μεγαλύτερη αυτονομία της αγοράς αυξάνει την ένταση. Με πε ραιτέρω τέντωμα, είτε η λωρίδα θα σπάσει — κοινωνική αποσύνθεση— εί τε η οικονομία θα επανέλθει σε πιο μπολιασμένη θέση. Η λογική που υποβαστάζει το επιχείρημα αυτό εδράζεται στη διάκριση του Πολάνυι ανάμεσα σε πραγματικά και πλασματικά εμπορεύματα. Για τον Πολάνυι, ο ορισμός του εμπορεύματος είναι: κάτι που έχει παραχθεί
308
ΚΑΗΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
για πώληση σε*μία αγορά. Με τον ορισμό αυτό, γη, εργασία και χρήμα εί ναι πλασματικά εμπορεύματα, επειδή δεν έχουν παραχθεί εξ αρχής για να πουληθούν στην αγορά. Η εργασία είναι απλώς η δραστηριότητα των αν θρώπων, η γη είναι υποδιαιρεμένη φύση και η προσφορά χρήματος και πί στης στις νεοτερικές κοινωνίες διαμορφώνεται αναγκαστικά από την κυ βερνητική πολιτική. Η νεοτερική οικονομική εκκινεί από τον ισχυρισμό ότι αυτά τα πλασματικά εμπορεύματα συμπεριφέρονται όπως τα πραγματικά εμπορεύματα, αλλά ο Πολάνυι επιμένει ότι αυτή η ταχυδακτυλουργία έχει μοιραίες συνέπειες. Σημαίνει ότι η οικονομική θεωρητικολογία βασίζεται σε ένα ψέμα, και αυτό το ψέμα βάζει σε κίνδυνο την ανθρώπινη κοινωνία. Το επιχείρημα του Πολάνυι έχει δύο επίπεδα. Το πρώτο, είναι το ηθικό επιχείρημα ότι είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε τη φύση και τους ανθρώ πους σαν αντικείμενα που η τιμή τους θα καθορίζεται εξ ολοκλήρου από την αγορά. Μία τέτοια έννοια παραβιάζει τις βασικές αρχές που έχουν κυ βερνήσει την κοινωνία επί αιώνες: η φύση και η ανθρώπινη ζωή θεωρού νταν σχεδόν ανέκαθεν ότι είχαν μία ιερή διάσταση. Είναι αδύνατον να συμφιλιώσουμε αυτή την ιερή διάσταση με την υποταγή της εργασίας και της φύσης στην αγορά. Με αυτή του την ένσταση στην αντιμετώπιση της φύσης ως εμπορεύματος, ο Πολάνυι προαναγγέλλει πολλά επιχειρήματα των σημερινών περιβαλλοντολόγων12. Το δεύτερο επίπεδο του επιχειρήματος του Πολάνυι εστιάζεται στον ρό λο του κράτους στην οικονομία13. Αν και η οικονομία υποτίθεται πως είναι αυτορυθμιζόμενη, το κράτος πρέπει να συνεχίζει να διευθετεί την προ σφορά χρήματο και πίστης, για να αποφύγει τους δίδυμους κινδύνους του πληθωρισμού και του αντιπληθωρισμού. Παρόμοια, το κράτος πρέπει να διαχειρίζεται τη μεταβαλλόμενη ζήτηση για εργαζόμενους, παρέχοντας βοήθεια σε περιόδους ανεργίας, μορφώνοντας και εκπαιδεύοντας τους μελλοντικούς εργάτες, και επιδιώκοντας να επηρεάσει τις μεταναστευτικές ροές. Στην περίπτωση της γης, οι κυβερνήσεις έχουν επιδιώξει να δια τηρήσουν τη συνέχεια στην παραγωγή τροφίμων με ποικίλα τεχνάσματα που διαφυλάττουν τους αγρότες από τις πιέσεις των διακυμαινόμενων συγκομιδών και των ασταθών τιμών. Στις αστικές περιοχές οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται την υπάρχουσα γη με ρυθμίσεις για το περιβάλλον και τις χρήσεις γης. Κοντολογίς, ο ρόλος της διαχείρισης των πλασματικών εμπορευμάτων τοποθετεί το κράτος μέσα σε τρεις από τις σημαντικότε ρες αγορές- γίνεται τελείως αδύνατον να υποστηρίξουμε την άποψη του
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
309
φιλελευθερισμού της αγοράς ότι το κράτος βρίσκεται «έξω» από την οι κονομία14. Τα πλασματικά εμπορεύματα εξηγούν γιατί είναι αδύνατο να ξεμπολιάσουμε την οικονομία. Οι πραγματικές κοινωνίες της αγοράς χρειάζονται το κράτος να παίζει ενεργό ρόλο στη διαχείριση των αγορών, και αυτός ο ρόλος απαιτεί τη λήψη πολιτικών αποφάσεων δεν μπορεί να περισταλεί σε μια κάποια τεχνική ή διοικητική λειτουργία15. Όταν η κρατική πολιτική κινείται προς την κατεύθυνση του ξεμπολιάσματος και βασίζεται περισσό τερο στην αυτορύθμιση της αγοράς, οι κοινοί άνθρωποι αναγκάζονται να πληρώσουν μεγαλύτερο κόστος. Οι εργάτες και οι οικογένειές τους γίνο νται πιο ευάλωτοι στην ανεργία, οι αγρότες εκτίθενται σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό λόγω των εισαγωγών, και αμφότερες οι ομάδες απαιτείται να προχωρήσουν με μειούμενο δικαίωμα σε βοήθεια. Συχνά το κράτος χρειάζεται να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες για να εξασφαλίσει ότι αυτές οι ομάδες θα υπομείνουν αυτό το αυξανόμενο κόστος χωρίς να αντιδράσουν και να εμπλακούν σε διαταρακτικές πολιτικές πράξεις. Αυτό εν μέρει εννοεί ο Πολάνυι όταν υποστηρίζει ότι «το Ι3ί83θζ-ί3ίι·θ ήταν σχε διασμένο»· απαιτεί πολιτική δεινότητα και καταπίεση για να επιβάλλεις στους κοινούς ανθρώπους τη λογική της αγοράς και τους συνακόλουθους κινδύνους της16.
Οι συνέπειες της αδυνατότητας Οι προσπάθειες των θεωρητικών της ελεύθερης αγοράς να ξεμπολιάσουν την οικονομία από την κοινωνία είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Αλλά η εξαιρετική διανοητική ανθεκτικότητα του φιλελευθερισμού της αγοράς οφείλεται στην ουτοπικότητά του. Επειδή οι κοινωνίες μονίμως οπισθοχωρούν και αρνούνται να πειραματιστούν επιτρέποντας την απόλυ τη αυτορύθμιση της αγοράς, οι θεωρητικοί της μπορούν πάντα να ισχυρί ζονται ότι οι τυχόν αποτυχίες οφείλονται όχι στο σχέδιό τους αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης για την υλοποίησή του. Έτσι, το πιστεύω της αυτορύθμισης της αγοράς μένει ανέγγιχτο από τις ιστορικές εμπειρίες-οι υποστηρικτές της έχουν μία ακράδαντη δικαιολογία για τις αποτυχίες της. Αυτό ακριβώς συνέβη πολύ πρόσφατα στην προσπάθεια να επιβληθεί ο καπιταλισμός της αγοράς στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. με τη «θεραπεία σοκ». Αν και η αποτυχία αυτής της προσπάθειας είναι κατάδηλη, οι υποστηρικτές τής «θεραπείας σοκ» καταλογίζουν την αποτυχία στους πολιτικούς, που
310
ΚΑΒΙ ΡΟΙΑΝΥΙ
υποχώρησαν πάρα πολύ γρήγορα στις πολιτικές πιέσεις- αν είχαν επιμείνει, τα υποσχεμένα οφέλη της γοργής μετατόπισης στην αγορά θα είχαν έρθει17. Ο άκρος σκεπτικισμός του Πολάνυι για το ξεμπόλιασμα της οικονομίας είναι και η πηγή του ισχυρού του επιχειρήματος για τη «διπλή κίνηση». Επειδή οι προσπάθειες να ξεμπολιάσουμε την οικονομία από την κοινωνία αναπόφευκτα συναντούν αντίσταση, ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι οι κοινω νίες της αγοράς συγκροτούνται από δύο εναντιούμενες κινήσεις — την κί νηση ΐ3ΐ536ζ-ί3ίΓΘ για να διευρυνθεί η εμβέλεια της αγοράς, και την προ στατευτική αντίθετη κίνηση που αναδύεται για να αντισταθεί στο ξεμπό λιασμα της οικονομίας. Αν και το κίνημα της εργατικής τάξης ήταν ουσιώ δες μέρος της προστατευτικής αντίθετης κίνησης, ο Πολάνυι δηλώνει ρη τά ότι όλες οι ομάδες της κοινωνίας συμμετείχαν στο σχέδιο αυτό. Όταν, λόγου χάρη, οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις κατέστρεψαν το τραπεζικό σύστημα, οι επιχειρηματικές ομάδες επέμειναν να ενισχυθεί η κεντρική τράπεζα για να διαφυλάξει την εσωτερική προσφορά πίστης από τις πιέ σεις της παγκόσμιας αγοράς18. Κοντολογίς, ακόμη και οι καπιταλιστές ενίοτε εναντιώνονται στην αβεβαιότητα και τις διακυμάνσεις που επιφέρει η αυτορύθμιση της αγοράς και συμμετέχουν, με διάφορες μορφές προ στασίας, στις προσπάθειες για αύξηση της ευστάθειας και της προβλεψιμότητας. Ο Πολάνυι επιμένει ότι «το Ιβίδδβζ-ίβίΓβ ήταν σχεδιασμένο- ο σχεδιασμός όχι». Επιτίθεται ρητά στους φιλελεύθερους της αγοράς που κατηγό ρησαν μία «κολεκτιβιστική συνωμοσία» ότι όρθωσε προστατευτικούς φραγμούς εναντίον της λειτουργίας των παγκόσμιων αγορών. Απενα ντίας, υποστηρίζει ότι αυτή η δημιουργία φραγμών ήταν μία αυθόρμητη και απροσχεδίαστη απάντηση όλων των ομάδων της κοινωνίας στις ανυ πόφορες πιέσεις του συστήματος της αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Η προ στατευτική αντίθετη κίνηση έπρεπε να γίνει, για να εμποδίσει την κατα στροφή μίας ξεμπολιασμένης οικονομίας. Ο Πολάνυι υποδεικνύει ότι η κί νηση προς μία οικονομία ΐ3ίδδβζ-ί3ίΓθ χρειάζεται την αντίθετη κίνηση για να δημιουργηθεί ευστάθεια. Όταν, λόγου χάρη, η κίνηση για Ιβίδδθζ-ίβίΓβ είναι πάρα πολύ ισχυρή, όπως στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 1920 (ή του 1990), οι κερδοσκοπικές υπερβολές και η αυξανόμενη ανισότητα κατα στρέφουν τα θεμέλια για τη συνέχιση της ευημερίας. Και μολονότι η συ μπάθεια του Πολάνυι είναι γενικά με το μέρος της προστατευτικής αντίθε
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
311
της κίνησης, αναγνωρίζει και ότι μπορεί πολλές φορές να δημιουργήσει μία επικίνδυνη πολιτικο-οικονομική στασιμότητα. Η ανάλυση που κάνει της ανόδου του φασισμού στην Ευρώπη αναγνωρίζει ότι όταν καμία κίνη ση από τις δύο δεν ήταν ικανή να επιβάλλει τη λύση της στην κρίση, οι εντάσεις αυξάνονταν ώσπου ο φασισμός απέκτησε τη δύναμη να καταλά βει την εξουσία και να σπάσει τους δεσμούς του με το ΐ3ί55θζ-ί3ίΓ6 και τη δημοκρατία19. Η θέση της διπλής κίνησης του Πολάνυι εναντιώνεται ισχυρά στον φιλε λευθερισμό της αγοράς και στον ορθόδοξο μαρξισμό, γιατί δέχεται ότι σε μία δεδομένη στιγμή υπάρχουν πολλές εναλλακτικές δυνατότητες. Ο φι λελευθερισμός της αγοράς και ο μαρξισμός υποστηρίζουν ότι οι κοινωνίες έχουν μόνο δύο πραγματικές εναλλακτικές δυνατότητες: τον καπιταλισμό της αγοράς ή τον σοσιαλισμό. Αν και οι προτιμήσεις τους είναι αντίθετες, οι δύο θέσεις έχουν το κοινό στοιχείο ότι αποκλείουν τις άλλες εναλλα κτικές δυνατότητες. Απεναντίας, ο Πολάνυι επιμένει ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς δεν αποτελεί πραγματική εναλλακτική δυνατότη τα· είναι μόνον ένα ουτοπικό όραμα. Επιπλέον, στο κεφ. 19 ορίζει τον σο σιαλισμό ως «την τάση την εγγενή σε έναν βιομηχανικό πολιτισμό να υπερβεί την αυτορυθμιζόμενη αγορά, υποτάσσοντάς την συνειδητά σε μία δημοκρατική κοινωνία». Ο ορισμός αυτός επιτρέπει στις αγορές να συνε χίσουν να παίζουν τον ρόλο τους στις σοσιαλιστικές κοινωνίες. Ο Πολάνυι υποδεικνύει ότι υπάρχουν διαφορετικές δυνατότητες διαθέσιμες την οποιαδήποτε ιστορική στιγμή, αφού οι αγορές μπορούν να μπολιαστούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Βέβαια, ορισμένες από τις μορφές αυτές θα είναι πιο αποτελεσματικές ως προς την ικανότητά τους να διευ ρύνουν την παραγωγή και να προαγάγουν την καινοτομία, και ορισμένες θα είναι πιο «σοσιαλιστικές» καθώς υποτάσσουν την αγορά σε δημοκρατι κή διεύθυνση, αλλά ο Πολάνυι υπονοεί ότι εναλλακτικές δυνατότητες αποτελεσματικές και δημοκρατικές ήταν διαθέσιμες και τον 19ο αι. και τον 20ό αι.20.
Η κεντρικότητα του παγκόσμιου καθεστώτος Εν τούτοις, ο Πολάνυι είναι πάρα πολύ εκλεπτυσμένος στοχαστής για να φανταστεί ότι οι κεχωρισμένες χώρες είναι ελεύθερες να επιλέξουν τον επιμέρους τρόπο με τον οποίο θέλουν να συμφιλιώσουν τις δύο πλευ ρές της διπλής κίνησης. Απεναντίας, το επιχείρημα του Πολάνυι έχει αξία
312
ΚΑΡί. ΡΟΙΑΝΥΙ
για την παρούσα παγκόσμια κατάσταση επειδή ακριβώς τοποθετεί στο κέ ντρο του πλαισίου του τους κανόνες που διέπουν την παγκόσμια οικονο μία. Η συλλογιστική του για την άνοδο του φασισμού κατά τον μεσοπόλε μο εδράζεται στον ρόλο που έπαιξε ο διεθνής κανόνας του χρυσού στον περιορισμό των πολιτικών επιλογών που ήταν διαθέσιμες στους δρώντες στο εσωτερικό των διάφορων χωρών. Για να καταλάβουμε αυτό το μέρος της συλλογιστικής του Πολάνυι χρειάζεται μία σύντομη παρέκβαση στη λογική του κανόνα του χρυσού, αλλά αυτή η παρέκβαση δεν μας απομακρύνει από το θέμα μας, επειδή οι υποβαστάζουσες επιδιώξεις του κανό να του χρυσού συνεχίζουν να επηρεάζουν ισχυρά τους σημερινούς φιλε λεύθερους της αγοράς. Ο Πολάνυι είδε τον κανόνα του χρυσού ως εξαί ρετο διανοητικό επίτευγμα21- ήταν μία θεσμική καινοτομία που έθετε σε πρακτική εφαρμογή τη θεωρία των αυτορυθμιζόμενων αγορών, και από τη στιγμή που θα είχε εγκαθιδρυθεί, είχε τη δύναμη να κάνει τις αυτορυθμιζόμενες αγορές να φαίνονται φυσικές. Οι φιλελεύθεροι της αγοράς θέλησαν να δημιουργήσουν έναν κόσμο με μέγιστες δυνατότητες να διευρύνει την εμβέλεια των αγορών διεθνώς, αλλά έπρεπε να βρουν έναν τρόπο ώστε οι άνθρωποι στις διαφορετικές χώρες με διαφορετικά νομίσματα να μπορούν ελεύθερα να συναλλάσσο νται μεταξύ τους. Υποστήριξαν ότι αν κάθε χώρα συμμορφωνόταν σε τρεις απλούς κανόνες, η παγκόσμια οικονομία θα είχε τον τέλειο μηχανι σμό για την παγκόσμια αυτορύθμιση. Πρώτον, κάθε χώρα θα όριζε την αξία του νομίσματος της σε σχέση με μία πάγια ποσότητα χρυσού και θα δεσμευόταν να πουλάει και να αγοράζει χρυσό σε εκείνη την τιμή. Δεύτε ρον, κάθε χώρα θα βάσιζε την εσωτερική της προσφορά χρήματος στην ποσότητα χρυσού που κατείχε ως απόθεμα, το νόμισμά της που κυκλοφο ρούσε θα είχε αντίκρισμα σε χρυσό. Τρίτον, κάθε χώρα θα επιχειρούσε να δώσει στους κατοίκους της τη μέγιστη ελευθερία να εμπλέκονται σε διε θνείς οικονομικές συναλλαγές. Ο κανόνας του χρυσού εγκαθίδρυσε έναν πρωτοφανή μηχανισμό πα γκόσμιας αυτορύθμισης. Εταιρείες από την Αγγλία μπορούσαν να εξά γουν αγαθά και να επενδύουν σε όλα τα μέρη του κόσμου, σίγουρες ότι τα νομίσματα που εισέπρατταν θα ήταν «καλά όπως ο χρυσός». Θεωρητι κά,, αν μία χώρα έχει έλλειμμα μία δεδομένη χρονιά επειδή οι πολίτες της ξόδεψαν στο εξωτερικό περισσότερα από όσα κέρδισαν, ο χρυσός φεύγει από τα αποθέματα αυτής της χώρας για να πληρώσει τις οφειλές στους
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
313
ξένους22. Η εσωτερική προσφορά χρήματος και πίστης αυτομάτως συρρι κνώνεται, τα επιτόκια αυξάνουν, τιμές και μισθοί πέφτουν, η ζήτηση για ει σαγωγές μειώνεται και οι εξαγωγές γίνονται πιο ανταγωνιστικές. Συνε πώς, το έλλειμμα της χώρας θα είναι αυτοακυρωτικό. Χωρίς το βαρύ χέρι της κυβέρνησης, οι διεθνείς λογαριασμοί κάθε έθνους θα φτάσουν σε ισορροπία. Η υδρόγειος θα ενοποιηθεί σε μία μόνο αγορά, χωρίς την ανά γκη για κάποιου είδους παγκόσμια κυβέρνηση ή παγκόσμια χρηματιστική/ οικονομική εξουσία- η κυριαρχία θα παραμείνει διαιρεμένη ανάμεσα σε πολλά εθνικά κράτη, που το συμφέρον τους θα τα οδηγήσει να υιοθετή σουν εκούσια τον κανόνα του χρυσού.
Συνέπειες του κανόνα του χρυσού Ο κανόνας του χρυσού προοριζόταν να δημιουργήσει μία ολοκληρωμέ νη παγκόσμια αγορά που περιόριζε τον ρόλο των εθνικών κρατών και των εθνικών κυβερνήσεων, αλλά οι συνέπειές του ήταν οι εκ διαμέτρου αντί θετες23. Ο Πολάνυι δείχνει ότι όταν αυτός υιοθετήθηκε ευρέως κατά τη δεκαετία του 1870, η ειρωνεία είναι ότι είχε ως αποτέλεσμα να μεγαλώ σει τη σημασία του έθνους ως ενοποιημένης οντότητας. Αν και οι φιλε λεύθεροι της αγοράς ονειρεύονταν έναν ειρηνευμένο κόσμο στον οποίο οι μόνες διεθνείς συγκρούσεις θα ήταν μεταξύ των ατόμων και των εται ρειών για να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τους ανταγωνιστές τους, οι προσπάθειές τους να υλοποιήσουν αυτά τα όνειρα με τον κανόνα του χρυσού οδήγησαν σε δύο φρικτούς παγκόσμιους πολέμους. Η πραγματικότητα ήταν ότι οι απλοί κανόνες του κανόνα του χρυσού επέβαλαν στον λαό οικονομικό κόστος που ήταν κυριολεκτικά αβάσταχτο. Όταν η εσωτερική δομή τιμών ενός έθνους διέφερε από τα διεθνή επίπε δα τιμών, το μόνο θεμιτό μέσον για να αντιμετωπίσει αυτή η χώρα τη δια φυγή των αποθεμάτων χρυσού ήταν ο αντιπληθωρισμός. Αυτό σήμαινε να επιτρέψει στην οικονομία του να συρρικνωθεί ώσπου οι μειούμενοι μισθοί να περιορίσουν την κατανάλωση αρκετά ώστε να αποκατασταθεί η εξωτε ρική ισορροπία. Αυτό συνεπαγόταν δραματικές μειώσεις στους μισθούς και στο αγροτικό εισόδημα, αύξηση της ανεργίας και ραγδαίο πολλαπλα σιασμό στις χρεοκοπίες επιχειρήσεων και τραπεζών. Δεν ήταν μόνον οι εργάτες και οι αγρότες που βρήκαν υψηλό το κόστος αυτού του τύπου προσαρμογής. Ώς και η επιχειρηματική κοινότητα δεν μπορούσε να ανεχθεί τη συνακόλουθη αβεβαιότητα και αστάθεια. Ετσι,
314
ΚΑΗΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
σχεδόν μόλις εγκαθιδρύθηκε ο μηχανισμός του κανόνα του χρυσού, ολό κληρες κοινωνίες άρχισαν να συγκρούονται στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο του. Μία πρώτη λύση ήταν να αυξήσουν οι χώρες τη χρήση προστατευτικών δασμών για τα αγροτικά και τα βιομηχα νικά προϊόντα τους24. Κάνοντας τις εμπορικές ροές λιγότερο ευαίσθητες στις αλλαγές τιμών, οι χώρες μπορούσαν να κερδίσουν έναν κάποιο βαθ μό μεγαλύτερης προβλεψιμότητας στις διεθνείς συναλλαγές τους και να είναι λιγότερο ευάλωτες σε αιφνίδιες και απρόβλεπτες ροές χρυσού προς το εξωτερικό. Ενα περαιτέρω μέσον ήταν η εξόρμηση των μειζόνων ευρωπαϊκών δυ νάμεων, των Η.Π.Α. και της Ιαπωνίας να ιδρύσουν τυπικές αποικίες κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. Η λογική του ελεύθερου εμπορίου ήταν ισχυρά αντιαποικιακή, επειδή το κόστος της αυτοκρατορίας δεν θα αντι σταθμιζόταν από αντίστοιχα οφέλη αν όλοι οι εμπορευόμενοι είχαν πρό σβαση στις ίδιες αγορές και στις ίδιες επενδυτικές ευκαιρίες. Αλλά με την άνοδο του προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο, ο υπολογισμός αυτός αντιστράφηκε. Νεοαποκτημένες αποικίες θα προστατεύονταν από τους δασμούς των αυτοκρατορικών δυνάμεων, και οι εμπορευόμενοι των αποι κιστών θα είχαν προνομιακή πρόσβαση στις αγορές και τις πρώτες ύλες των αποικιών. Η «εξόρμηση για αυτοκρατορία» αυτής της περιόδου ενέτεινε την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική αντιζηλία μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας που κορυφώθηκε στον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο25. Για τον Πολάνυι, η ιμπεριαλιστική ενόρμηση δεν είναι εγγεγραμμένη στον γενετικό κώδικα των εθνών μάλλον, εμφανίζεται όταν τα έθνη αγω νίζονται να βρουν τρόπο να προστατευθούν από τις αμείλικτες πιέσεις του συστήματος του κανόνα του χρυσού. Η εισροή πόρων από μία κερδοφόρο αποικία ενδέχεται να σώσει το έθνος από μία βίαιη κρίση την οποία προκάλεσε μία αιφνίδια ροή χρυσού προς το εξωτερικό, και η εκμετάλ λευση των υπερπόντιων πληθυσμών ενδέχεται να βοηθήσει να διατηρη θούν αναλλοίωτες οι ταξικές σχέσεις στο εσωτερικό και να μη γίνουν ακόμη πιο εκρηκτικές. Ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι η ουτοπικότητα των φιλελεύθερων της αγο ράς τούς οδήγησε να επινοήσουν τον κανόνα του χρυσού ως μηχανισμό που θα έφερνε έναν κόσμο χωρίς σύνορα και με αυξανόμενη ευημερία. Απεναντίας, τα ασταμάτητα σοκ του κανόνα του χρυσού ανάγκασαν τα έθνη να σταθεροποιηθούν γύρω από ισχυροποιημένα εθνικά και μετά αυ-
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
315
τοκρατορικά σύνορα. Ο κανόνας του χρυσού συνέχισε να ασκεί πειθαρχι κή πίεση στα έθνη, αλλά η λειτουργία του υπονομεύτηκε αποτελεσματικά από την άνοδο διάφορων μορφών προστατευτισμού, από δασμολογικούς φραγμούς έως αυτοκρατορίες. Και εν τούτοις, ακόμη και όταν αυτό το όλο αντιφατικό σύστημα κατέρρευσε με τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο, ο κα νόνας του χρυσού θεωρούνταν τόσο δεδομένος ώστε οι πολιτικοί κινητοποιήθηκαν για να τον αποκαταστήσουν. Το όλο δράμα ξαναπαίχτηκε τρα γικά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, καθώς τα έθνη αναγκάστηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στο να προστατεύσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία και στο να προστατεύσουν τους πολίτες τους. Από αυτήν ακριβώς τη στα σιμότητα αναδύθηκε ο φασισμός. Κατά τον Πολάνυι, η φασιστική ενόρμηση — η προστασία της κοινωνίας από την αγορά με θυσία της ανθρώπινης ελευθερίας— ήταν οικουμενική, αλλά οι τοπικές τυχαιότητες καθόρισαν το πού τα φασιστικά καθεστώτα πέτυχαν να καταλάβουν την εξουσία. Σημερινή σημασία Τα επιχειρήματα του Πολάνυι είναι τόσο σημαντικά για τις σημερινές διαμάχες για την παγκοσμιοποίηση, επειδή οι νεοφιλελεύθεροι ασπάζονται το ίδιο ουτοπικό όραμα που ενέπνευσε τον κανόνα του χρυσού. Από το τέλος του Ψυχρού πολέμου και μετά, έχουν τονίσει ότι η ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας καθιστά ξεπερασμένα τα εθνικά σύνορα και θέτει τη βάση για μία νέα εποχή παγκόσμιας ειρήνης. Από τη στιγμή που τα έθνη αναγνωρίζουν τη λογική της παγκόσμιας αγοράς και ανοίγουν τις οικονομίες τους στην ελεύθερη κίνηση αγαθών και κεφαλαίων, η διεθνής σύγκρουση θα αντικατασταθεί από τον καλόγνωμο ανταγωνισμό για την παραγωγή ακόμη πιο συναρπαστικών αγαθών και υπηρεσιών. Όπως έκα ναν οι προκάτοχοί τους, οι νεοφιλελεύθεροι επιμένουν ότι αυτό που πρέ πει όλο κι όλο να κάνουν τα έθνη είναι να εμπιστευθούν την αποτελεσματικότητα των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Βέβαια, το σημερινό παγκόσμιο χρηματιστικό/ οικονομικό σύστημα είναι τελείως διαφορετικό από τον κανόνα του χρυσού. Συναλλαγματικές ισοτι μίες και εθνικά νομίσματα δεν καθορίζονται πια παγίως σε σχέση με τον χρυσό' τα περισσότερα νομίσματα επιτρέπεται να έχουν κυμαινόμενη αξία στις αγορές ξένου συναλλάγματος. Υπάρχουν και ισχυρά διεθνή χρηματιστικά/ οικονομικά ιδρύματα, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΙΜΡ) και η Παγκόσμια Τράπεζα (\ΝΒ), που παίζουν μείζονα ρόλο στη δια
316
ΚΑΒΙ ΡΟίΑΝΥΙ
χείριση του παγκόσμιου συστήματος. Αλλά πίσω από αυτές τις σημαντι κές διαφορές βρίσκεται ένα θεμελιώδες κοινό σημείο: η πίστη ότι αν δο θεί στα άτομα και τις εταιρείες μέγιστη ελευθερία να επιδιώξουν το οικο νομικό τους συμφέρον, η παγκόσμια αγορά θα βελτιώσει την κατάσταση όλων. Αυτή η θεμελιώδης πίστη βρίσκεται πίσω από τις συστηματικές προσπά θειες των νεοφιλελεύθερων να άρουν τους περιορισμούς στο εμπόριο και στις ροές κεφαλαίου και να περιορίσουν την κυβερνητική «παρέμβαση» στην οργάνωση της οικονομικής ζωής. Ο σημαντικός υποστηρικτής της παγκοσμιοποίησης ΤΐΊοηηβδ ΡηβάηΊβη γράφει: «Όταν η χώρα σου αναγνω ρίζει ... τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς στη σημερινή παγκόσμια οι κονομία, και αποφασίζει να συμμορφωθεί προς αυτούς, φορεί αυτό που ονομάζω "Χρυσό ζουρλομανδύα". Ο Χρυσός ζουρλομανδύας είναι το κα θοριστικό πολιτικο-οικονομικό ένδυμα της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Ο Ψυχρός πόλεμος είχε το χιτώνιο Μάο, το χιτώνιο Νεχρού, τη ρωσική γούνα. Η παγκοσμιοποίηση έχει μόνο τον Χρυσό ζουρλομανδύα. Αν η χώ ρα σου δεν είναι ακόμη κατάλληλη για να τον φορέσει, σύντομα θα εί ναι»26. Ο ΡΓίθ0ΓΠ3Π λέει πιο κάτω ότι ο «χρυσός ζουρλομανδύας» απαιτεί τη συρρίκνωση του κράτους, την κατάργηση των περιορισμών στο εμπό ριο και στις κινήσεις των κεφαλαίων, και την απορύθμιση των αγορών κε φαλαίου. Επιπλέον, περιχαρής περιγράφει πώς οι καταναγκασμοί αυτού του ενδύματος ενισχύονται από την «ηλεκτρονική αγέλη» των διεθνών εμπορευόμενων στις αγορές ξένου συναλλάγματος και χρήματος. Η ανάλυση των τριών πλασματικών εμπορευμάτων από τον Πολάνυι μάς διδάσκει ότι αυτό το νεοφιλελεύθερο όραμα της αυτόματης προσαρμογής της αγοράς στο παγκόσμιο επίπεδο είναι μία επικίνδυνη φαντασίωση. Όπως ακριβώς οι εθνικές οικονομίες εξαρτώνται από τον ενεργό ρόλο των κυβερνήσεων, έτσι και η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται ισχυρά ρυθμιστι κά ιδρύματα, περιλαμβανομένου ενός δανειστή σε τελευταία ανάλυση. Χωρίς τέτοια ιδρύματα οι επιμέρους οικονομίες — και πιθανόν ολόκληρη η παγκόσμια οικονομία— θα υποστούν εξαρθρωτικές οικονομικές κρίσεις. Αλλά το πιο θεμελιώδες που μας έμαθε ο Πολάνυι είναι ότι ο φιλελευθε ρισμός της αγοράς εγείρει κυριολεκτικά αβάσταχτες απαιτήσεις από τους κοινούς ανθρώπους. Εργάτες, αγρότες και μικροεπιχειρηματίες δεν θα ανεχθούν για μεγάλο διάστημα ένα πρότυπο οικονομικής οργάνωσης στην οποία θα υφίστανται περιοδικές δραματικές διακυμάνσεις στις καθη
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
317
μερινές τους οικονομικές περιστάσεις. Κοντολογίς, η νεοφιλελεύθερη ου τοπία μίας ειρηνικής υδρογείου χωρίς σύνορα απαιτεί από εκατομμύρια κοινών ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο να έχουν την ευελιξία να ανέ χονται — πιθανόν με συχνότητα κάθε πέντε ή δέκα χρόνια— ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα πρέπει να επιβιώνουν με τα μισά ή και λιγότερα από τα όσα κέρδιζαν προηγουμένως. Ο Πολάνυι πιστεύ ει ότι το να περιμένουμε μία τέτοια ευελιξία είναι ηθικά λαθεμένο και βα θιά αντιρεαλιστικό. Γι' αυτόν, αναπόφευκτα ότι οι άνθρωποι θα κινητοποιη θούν για να προστατευθούν από αυτά τα οικονομικά σοκ. Επιπλέον, η πρόσφατη περίοδος του ανερχόμενου νεοφιλελευθερισμού έχει ήδη γνωρίσει ευρέως διαδεδομένες διαμαρτυρίες σε ολόκληρο τον κόσμο με τις οποίες οι άνθρωποι επιχειρούν να αντισταθούν στις οικονο μικές αποδιοργανώσεις της παγκοσμιοποίησης27. Όσο εντείνονται οι δυ σαρέσκειες αυτές, η κοινωνική ευταξία γίνεται πιο προβληματική και αυ ξάνει ο κίνδυνος να επιδιώξουν οι πολιτικοί ηγέτες να στρέψουν τη δυσα ρέσκεια σε αποδιοπομπαίους τράγους: σε εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς. 'Αρα το ουτοπικό όραμα των νεοφιλεύθερων οδηγεί όχι στην ει ρήνη αλλά σε πιο έντονη σύγκρουση. Σε πολλά μέρη της Αφρικής, λόγου χάρη, τα ολέθρια αποτελέσματα των πολιτικών δομικής προσαρμογής έχουν διαλύσει κοινωνίες και έχουν φέρει λιμό και εμφύλιο πόλεμο. Αλλού, είδαμε μετά τον Ψυχρό πόλεμο να εμφανίζονται μαχητικά εθνικι στικά καθεστώτα με επιθετικές προθέσεις προς τους γείτονες και τις εθνι κές τους μειονότητες28. Επιπλέον, σε κάθε γωνιά του πλανήτη μαχητικά κινήματα — συχνά ανάμεικτα με θρησκευτικό φονταμενταλισμό— τείνουν να επωφεληθούν από τα οικονομικά και κοινωνικά σοκ της παγκοσμιοποί ησης. Αν έχει δίκιο ο Πολάνυι, αυτά τα σημάδια αταξίας προαναγγέλουν ακόμη πιο επικίνδυνες καταστάσεις στο μέλλον.
Δημοκρατικές εναλλακτικές δυνατότητες Αν και έγραψε τον Μεγάλο μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια του Β ' Παγκοσμίου πολέμου, ο Πολάνυι παρέμεινε αισιόδοξος για το μέλλον φρονούσε ότι ο κύκλος των διεθνών συγκρούσεων μπορούσε να σπάσει. Το κεφαλαιώδες βήμα ήταν να ξεπεράσουμε την πεποίθηση ότι η κοινωνι κή ζωή έπρεπε να υποταχθεί στον μηχανισμό της αγοράς. Από τη στιγμή που θα απαλλασσόμασταν από αυτή την «απαρχαιωμένη νοοτροπία της αγοράς», θα άνοιγε ο δρόμος για να υποτάξουμε τις εθνικές οικονομίες
318
ΚΑΒΙΡΟ ΙΑΝ ΥΙ
και την παγκόσμια οικονομία στη δημοκρατική πολιτική29. Ο Πολάνυι θεώ ρησε το Νιού Ντηλ [Νβνν ΟθβΙ] του Ρούσβελτ πρότυπο αυτών των μελλο ντικών δυνατοτήτων. Οι μεταρρυθμίσεις του Ρούσβελτ σήμαιναν ότι η οι κονομία των Η.Π.Α. συνέχιζε να οργανώνεται γύρω από τις αγορές και τη δραστηριότητα της αγοράς, αλλά τώρα ένα νέο σύνολο ρυθμιστικών μη χανισμών καθιστούσε εφικτό να μειώνονται οι πιέσεις που δέχονταν τα άτομα και η φύση από τις δυνάμεις της αγοράς30. Με τη δημοκρατική πολι τική, οι άνθρωποι αποφάσισαν ότι η Κοινωνική Ασφάλεια έπρεπε να απαλ λάσσει τους ηλικιωμένους από την ανάγκη να κερδίζουν το ψωμί τους. Παρόμοια, η δημοκρατική πολιτική, με τον Νόμο για τις Εθνικές Εργασια κές Σχέσεις, διεύρυνε τα δικαιώματα των εργαζομένων να οργανώνουν αποτελεσματικά σωματεία. Ο Πολάνυι θεώρησε τις πρωτοβουλίες αυτές ξεκίνημα μίας διαδικασίας με την οποία η κοινωνία θα αποφάσιζε, με δη μοκρατικά μέσα, να προστατεύσει τα άτομα και τη φύση από ορισμένους οικονομικούς κινδύνους. Στο παγκόσμιο επίπεδο, ο Πολάνυι προανάγγειλε μία διεθνή οικονομική τάξη πραγμάτων με υψηλά επίπεδα διεθνούς εμπορίου και συνεργασίας. Δεν όρισε κανόνες γι' αυτήν, αλλά περιέγραψε με σαφήνεια τις βασικές αρχές της: Εν τούτοις, με την εξαφάνιση του αυτόματου μηχανισμού του κανόνα του χρυσού, οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τα πιο παρεμποδιστικά χαρακτηρι στικά της απόλυτης κυριαρχίας, από την άρνηση να συνεργάζονται στη διεθνή οικονο μία. Συγχρόνως, θα είναι δυνατόν να ανέχονται πρόθυμα να διαμορφώσουν και τα άλ λα έθνη τους εσωτερικούς τους θεσμούς σύμφωνα με τις κλίσεις τους, υπερβαίνοντας έτσι το ολέθριο δόγμα του 19ου αι. που ήθελε την αναγκαστική ομοιομορφία των εσω τερικών καθεστώτων μέσα στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας.
Μ' άλλα λόγια, η συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων έμελλε να παραγάγει ένα σύνολο συμφώνων για να διευκολύνουν υψηλά επίπεδα διε θνούς εμπορίου, αλλά οι κοινωνίες έμελλε να πολλαπλασιάσουν τα μέσα για να μειώνουν τις πιέσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπλέον, με την κατάργηση του ενός μόνον οικονομικού μοντέλου, τα αναπτυσσόμενα έθνη θα διευρύνουν τις ευκαιρίες για να βελτιώσουν την ευζωία των κατοί κων τους. Και αυτό το όραμα υποθέτει ένα σύνολο παγκόσμιων ρυθμιστι κών δομών που θα έθεταν όρια στο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς31. Το όραμα του Πολάνυι βασίζεται στη διεύρυνση του ρόλου της κυβέρνη σης στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς. Αμφισβητεί την άποψη που εί
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
319
ναι τώρα του συρμού και λέει ότι η περισσότερη κυβέρνηση θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε κακά οικονομικά αποτελέσματα και σε υπέρμετρο κρατι κό έλεγχο της κοινωνικής ζωής. Γι' αυτόν, η κυβέρνηση οφείλει αναγκα στικά να παίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαχείριση των πλασματικών εμπο ρευμάτων, άρα δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε στα σοβαρά το αξίωμα των φιλελεύθερων οπαδών της αγοράς ότι οι κυβερνήσεις είναι εξ ορισμού αναποτελεσματικές. Αλλά αρνείται ρητά και ότι η διεύρυνση της κυβέρνη σης θα έπαιρνε αναγκαστικά καταπιεστική μορφή. Απεναντίας, ο Πολάνυι υποστηρίζει ότι «το ξεπέρασμα της οικονομίας της αγοράς μπορεί να γί νει η απαρχή μίας εποχής πρωτοφανούς ελευθερίας. Νομική και πραγμα τική ελευθερία μπορούν να γίνουν ευρύτερες και γενικότερες από κάθε άλλη φορά' ρύθμιση και έλεγχος μπορούν να φέρουν την ελευθερία όχι μόνο για τους λίγους, αλλά για όλους». Αλλά η έννοια της ελευθερίας την οποία σκιαγραφεί πάει πιο πέρα από τον περιορισμό της οικονομικής και κοινωνικής αδικίας· ζητά και τη διεύρυνση των ελευθεριών του πολίτη, τονίζοντας ότι «σε μία εγκαθιδρυμένη κοινωνία, το δικαίωμα για μη συμ μόρφωση πρέπει να προστατεύεται θεσμικά. Το άτομο πρέπει να είναι ελεύθερο να ακολουθεί τη συνείδησή του χωρίς φόβο για τις εξουσίες στις οποίες έτυχε να έχει εμπιστευθεί τα διοικητικά καθήκοντα σε ορισμέ νους τομείς της κοινωνικής ζωής». Ο Πολάνυι κλείνει το βιβλίο του με τα ακόλουθα εύγλωττα λόγια: «Όσο ο άνθρωπος είναι αληθινός στο καθήκον του να δημιουργήσει πιο άφθονη ελευθερία για όλους, δεν χρειάζεται να φοβάται ότι η εξουσία ή ο σχεδιασμός θα στραφούν εναντίον του και θα καταστρέψουν την ελευθερία που οικοδομεί με αυτά ως εργαλεία. Αυτό είναι το νόημα της ελευθερίας σε μία πολύπλοκη κοινωνία- μας δίνει όλους τη βεβαιότητα που χρειαζόμα στε»32. Βέβαια, η αισιοδοξία του Πολάνυι για την εποχή αμέσως μετά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο δεν δικαιώθηκε από την πραγματική πορεία των γε γονότων. Η έλευση του Ψυχρού πολέμου σήμανε ότι το Νιού Ντηλ ήταν το τέλος της μεταρρύθμισης των Η.Π.Α., και όχι η απαρχή της. Η σχεδια σμένη παγκόσμια οικονομική συνεργασία έδωσε σχετικά γρήγορα τη θέση της σε νέες πρωτοβουλίες για τη διεύρυνση του παγκόσμιου ρόλου των αγορών. Βέβαια, τα αξιόλογα επιτεύγματα των ευρωπαϊκών σοσιαλδημο κρατικών κυβερνήσεων, ιδίως στη Σκανδιναβία, από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1980, δείχνει απτά ότι το όραμα του Πολάνυι ήταν ισχυρό και ρεαλιστικό. Αλλά στις μεγαλύτερες χώρες, το όραμα του Πο-
320
ΚΑΒί. Ρ01.ΑΝΥΙ
λάνυι ορφάνεψε, και οι αντίθετες απόψεις των φιλελεύθερων της αγοράς όπως ο Χάγυεκ δυνάμωναν σταθερά και θριάμβευσαν κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Εν τούτοις, τώρα που ο Ψυχρός πόλεμος ανήκει πια στην ιστορία, ίσως εν τέλει να δικαιωθεί η αρχική αισιοδοξία του Πολάνυι. Υπάρχει μία πιθα νή εναλλακτική δυνατότητα προς το σενάριο σύμφωνα με το οποίο όταν υποστηρίζουμε χλιαρά τον φιλελευθερισμό της αγοράς έχουμε οικονομι κές κρίσεις και εκ νέου ανάδυση αυταρχικών και επιθετικών καθεστώτων. Η εναλλακτική δυνατότητα είναι να αναλάβουν οι κοινοί άνθρωποι σε χώ ρες σε ολόκληρο τον κόσμο μία κοινή προσπάθεια να υποτάξουν την οικο νομία στη δημοκρατική πολιτική και να ξανακτίσουν την παγκόσμια οικο νομία στη βάση της διεθνούς συνεργασίας. Πράγματι, κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1990 υπήρξαν καθαρά σημάδια ότι ένα τέτοιο διεθνές κοινωνικό κίνημα για την αναδιαμόρφωση της παγκόσμιας οικονο μίας είναι τώρα κάτι παραπάνω από θεωρητική πιθανότητα33. Ακτιβιστές στις αναπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες έχουν οργανώσει μα χητικές διαμαρτυρίες εναντίον των διεθνών ιδρυμάτων — του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Πα γκόσμιας Τράπεζας— που επιβάλλουν τους κανόνες του νεοφιλελευθερι σμού. Ομάδες σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αρχίσει ζωηρό παγκόσμιο διάλογο για την ανασυγκρότηση της παγκόσμιας χρηματιστικής/ οικονομι κής τάξης πραγμάτων34. Αυτό το κίνημα που γεννιέται τώρα συναντά τεράστια εμπόδια· δεν θα είναι εύκολο να σφυρηλατήσει μία συμμαχία ανθεκτική στον χρόνο που να συμφιλιώνει τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα του λαού στον πα γκόσμιο Νότο με τα του παγκόσμιου Βορρά. Επιπλέον, όσο πιο επιτυχημέ νο είναι ένα κίνημα, τόσο πιο φοβερές θα είναι οι στρατηγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Παραμένει πολύ αβέβαιο αν η παγκόσμια τάξη πραγ μάτων μπορεί να μεταρρυθμιστεί από τα κάτω χωρίς αυτό να ρίξει την πα γκόσμια οικονομία σε μία κρίση από αυτές που συμβαίνουν όταν οι επεν δυτές πανικοβάλλονται. Εν τούτοις, έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορία κεντρικός στόχος της δραστηριότητας διεθνών κοινωνικών κινημάτων έχει γίνει η δομή διακυβέρνησης της πα γκόσμιας οικονομίας. Αυτό το διεθνές κίνημα είναι μία ένδειξη της συνεχιζόμενης ζωτικότη τας και πρακτικότητας του οράματος του Πολάνυι. Για τον Πολάνυι, το με
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
321
γαλύτερο ψεγάδι του φιλελευθερισμού της αγοράς είναι ότι υποτάσσει τις ανθρώπινες επιδιώξεις στη λογική ενός απρόσωπου μηχανισμού της αγοράς. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να χρησιμοποιή σουν τα εργαλεία της δημοκρατικής διακυβέρνησης για να ελέγξουν και να κατευθύνουν την οικονομία ώστε να καλύπτει τις ατομικές και συλλο γικές μας ανάγκες. Ο Πολάνυι δείχνει ότι η αποτυχία των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν επιτυχώς αυτή την πρόκληση έφερε πολύ μεγάλα βάσα να τον προηγούμενο αιώνα. Η προφητεία του για τον νέο αιώνα δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ * Χρωστώ ευχαριστίες σε πολλούς που με βοήθησαν να γράψω την εισαγωγή αυτή. Τις μεγαλύτερες στην Κηγϊ ΡοΙβηγΐ Ιθνίίί, που έκανε εκτενή και λεπτομερή σχόλια, ου σιαστικά και υφολογικά, σε αρκετές εκδοχές της εισαγωγής. Ήταν σπάνιο προνόμιο να συνεργαστώ μαζί της. Πολύτιμη ενθάρρυνση έλαβα και από τον Μϊοίΐ3θΙ ΡΙοί3, τη ΜΪΠ3ΓΠ ϋοίίθ-ΒΙοοΚ, τη Μβ^υβπΐθ Μ θποΙθΙΙ και τη Μ3Γ03Γθί 3 ογτίθγ5. Η Μ3Γ03ΓΘΪ 5 ογπθγ5 με βοηθούσε να καταλάβω τη σκέψη του Πολάνυι επί τριάντα περίπου χρόνια-το κεί μενό μου σε μεγάλο μέρος αντανακλά τη σκέψη της. Επιπλέον, ο Μ ιοΙί 3θΙ ΡΙοί3 με βοή θησε στην προετοιμασία της εισαγωγής και στο μεγαλύτερο έργο — στην προετοιμα σία αυτής της νέας έκδοσης. Οφείλω πολλά στην Κβπ Ροΐ3ηγϊ Ιθνΐίί και στη Μαιχιυθπίθ ΜθηάθΙΙ, συν-διευθύντριες του Κ βγ Ι ΡοΙ&ηγΐ Ιηδΐϊίυίθ οί ΡοΙϊίϊο&Ι Εοοηοιηγ, που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο ΟοηοοιτΙίθ στο Μόντρεαλ του Κεμπέκ. Η κατανόηση της σκέψης του Πολάνυι διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη συναδελφικότητά τους και από το αρχείο των χειρογράφων του Πολάνυι που διαφυλάττουν. Αναγνώστες που θέλουν να μάθουν πιο πολλά για τη σκέ ψη του Πολάνυι και τη διεθνή κοινότητα μελετητών που εργάζονται σ' αυτή την παρά δοση, πρέπει να έρθουν σε επαφή με το Κ ειγΙ ΡοΙβηγΐ ΙηδίϊΐυΙθ και να συμβουλευτούν τη σημαντική σειρά βιβλίων Οπίΐθ3ΐ ΡθΓδρθοίΐνθδ οη Ηίδίοπο Ιδδυθδ που εκδίδει σε συνερ γασία με τον εκδοτικό οίκο ΒΙαοΚ Βοδθ ΡΓθδδ στο Μόντρεαλ. 1. Πλήρης βιογραφία του Πολάνυι δεν υπάρχει ακόμη, αλλά η έλλειψη αυτή καλύπτε ται σε μεγάλο βαθμό από το κείμενο της ΜβΓουθπΐθ ΜθηόθΙΙ και της Κβπ ΡοΙβηγΐ Ι_θνΐΚ, "Κ3Γΐ ΡοΙβηγΐ -Ηΐδ ϋίθ ζηό Τΐηηθδ", 8ΐυόΐθ3 ΐη Ρ0ΐΐίΐ03ΐ Εοοηοηιγ22 (δρπης 1987): 7-39. Βλ. και Ιθνΐίί (επιμ.), ίΐίβ 3ηό \ΝογΚ οί ΚάγΙ Ροΐ3ηγΐ (ΜοπϊγθβΙ: ΒΙβοΚ Ροδθ ΡΓθδδ, 1990), και το δοκίμιό της "ΚβΓΐ ΡοΙβηγΐ βδ δοοΐβΙΐδΓ στο ΚθηηθίΙι ΜοΠοββΐθ (επιμ.), Ηυπιαηϋγ,
ΒοοΐθΙγ, εηό ΟοπιηΊϋηΊθηί: Οη Καή ΡοΙβηγΐ (ΜοηίΓθβΙ: ΒΙ30Κ Ροδθ ΡΓθδδ, 1994). Πολύ βιογραφικό υλικό περιλαμβάνεται και στο ΚθηηθίΜ ΜοΒοββΐθ και Κβη ΡοΙβηγΐ Ι_βνΐΜ (επιμ.), ΚβγΙ Ροΐεηγΐ ΐη νΐβηηα (ΜοηίΓθβΙ: ΒΙβοΚ Βοδθ ΡΓθδδ, 2000). Ο θεωρητικός του μά νατζμεντ ΡθίθΓ ϋΓυοΚθΓ, που γνώρισε την οικογένεια Πολάνυι στη Βιέννη, αφηγείται διασκεδαστικά περιστατικά στις αναμνήσεις του με τίτλο ΑόνβηίυΓθε οί 3 ΒγείΒηόθΓ
Κ Α Ρ Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
322
(Νβνν ΥογΚ: ϋοίΊΠ ννϋβγ, 1994), αλλά πολλά από τα λεγόμενά του — όπως και τα ονόμα τα των αμφιθαλών αδελφών του Πολάνυι— είναι ανακριβή. 2. Για τον ΙυοΙννΐ9 νοη Μΐδθδ και τον ΡπθοΙνοΙι Η3γθΙ< από τη δεκαετία του 1920 έως τη δεκαετία του 1990, βλ. ΒΐοΙιείΓοΙ ΟοοΚθίί, ΤΙιΐηΜης] Οίθ ίΙηί[ιΐηΙ<3όΙθ: ΤΝηΙ< Τ3ηΙ<δ 3ηό ίίιβ
Εοοηοπιΐο ΟουηίθΓ-ΠθνοΙυΰοη, 1931-1983 (Ιοηάοπ: Ροπίβπ^ ΡΓΘδδ, 1995). Ο ΟοοΚθίί το νίζει τι ειρωνεία ήταν που η Αγγλία, η οποία επινόησε τον φιλελευθερισμό της αγο ράς, χρειάστηκε να τον ανα-εισαγάγει από τη Βιέννη. 3. Συμπτωματικά, το βιβλίο του Πολάνυι πρωτοεκδόθηκε την ίδια χρονιά που ο Χάγυεκ εξέδωσε το πιο διάσημο βιβλίο του ΤΙίθ Ρθ30 ίο βθΓίάοηη (Ο Ν ο^ο: ΙΙηΐν. οί Ο Ν ο^ο Ργ., 1944). Ενώ το έργο του Πολάνυι εγκωμίαζε το Νιού Ντηλ στις Η.Π.Α. επειδή ακριβώς έθετε όρια στην επιρροή των δυνάμεων της αγοράς, το βιβλίο τού Χάγυεκ τόνιζε ότι οι μεταρρυθμίσεις τού Νιού Ντηλ έφεραν τις Η.Π.Α. στην ολισθηρή πλαγιά που θα τις οδηγούσε στην οικονομική καταστροφή και σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. 4. Μ. ΜθποΙθΙΙ, "Κ3γΙ ΡοΙειηγι από δοοίβΐΐδί ΕοΙυοειίϊοη", στο ΜοΒοββΐθ, Ηυιτΐ3ηαγ,
βοάθίγ..., ό.π., σ. 25-42. 5. Ο Πολάνυι έγραψε το βιβλίο στα αγγλικά-ήξερε πολύ καλά τη γλώσσα από τα παιδι κά του χρόνια. 6. Γράμμα με αποδέκτη Βθ οΙθ \Λ/3αιτΙ (6.1.1958), που το παραθέτει η ΙΙοηε ϋυοζγηδίο ΡοΙαηγΐ, Ί ΡΪΓδΐ Μθί Κ&γΙ ΡοΙαηγί ϊη 1920...", στο Κ. ΜοΠοββΐθ και Κειπ ΡοΙειηγι Ιθνΐίί, Κ3ΓΙ
Ροΐ3ηγ’\ΐη νΐβηη3, ό.π., σ. 313, 302-15. 7. ΚηγΙ ΡοΙειηγι, ΟοηΓειοΙ Μ. ΑΓθηδ6θΓ9 και Η^ιτγ \Λ/. ΡθείΓδοη (επιμ.), ΤΓ30Θ 3ηό Μ3Γΐ<θί ΐη
Οίθ Ε3Γΐγ ΕηιρΐΓθδ: Εοοηοηιΐθδ ϊη ΗΐδίοΓγ 3ηό Τϊίθογυ (ΟΙθποοθ, III.: Ργθθ ΡΓΘδδ, 1957), ΡοΙειηγι, Ω3ήοηΐθγ 3ηό Οίθ 8Ϊ3νβ Τγ30θ: Αη Αη3ΐγδΐδ οί 3η ΑγοΙί3ϊο Εοοηοηιγ (δθβίίΐθ: ΙΙηϊν. οί νν^δΐιΐηςίοη, 1966), Οθογ9 Θ ϋδΐίοη (επιμ.), Ρπηιΐίΐνθ, Αγοϊίβιο, 3ηά ΜοόβΓη Εοοηοηηΐοδ: Εδδ3γε οί Κ3γΙ Ροΐ3ηγΐ (1968' επανεκδ. Βοδΐοη: Βθ^οοη ΡΓΘδδ, 1971) και Η^ιτγ \Λ/. ΡθβΓδοη (επιμ.), ΤΙίθ ίΐνθίΐήοοό οί Μ3η (Νθνν ΥογΚ: Αο^άθίτιΐο ΡΓΘδδ, 1977) 8. Για μία ανάλυση ορισμένων από τις κύριες πηγές του Πολάνυι, βλ. Μ3Γ93γθ1 δοηΐθΓδ, "ΚβΓΐ ΡοΙ^ηγϊ'δ ΙηίθΙΙθοίυ^Ι Ιθςβογ" στο Κ&η ΡοΙβηγΐ Ι_βνΐίί, ϋίθ 3ηό \Α/ογΙ<..., ό.π., σ. 152-8. 9. Η σχέση του Πολάνυι με τον μαρξισμό είναι από τα πιο περίπλοκα και αμφιλεγόμε να ζητήματα στη σχετική γραματεία. Βλ. ΜθηάθΙΙ και ΡοΙβηγΐ Ιθνΐίί "Κ3γΙ ΡοΙειηγι -Ηϊδ ϋίθ ειηά Τΐηΐθδ", ΡγθοΙ ΒΙοοΚ και Μ8Γ08ΓΘ1 δοηΐθΓδ, "ΒθγοηοΙ ίήθ Εοοηοηηίο ΡαΙΙβογ: ΤΙίθ ΗοΙΐδίΐο δοοΐ^Ι δοΐθηοθ οί Κ^γΙ ΡοΙαηγί" στο ΊΊηθοΙ^ δΚοοροΙ (επιμ.), νΐδΐοη 3ηό Μβίήοό ΐη
Ηΐδίοηο3ΐ 800Ϊ0Ϊ09γ (Οαηηβπο^β: Οβηηβπο^θ υηΐν. ΡΓΘδδ, 1984) σ. 47-84, ΒΙηοοΙδ Η. Ηβρθπη, 0 υΙίυΓ3Ϊ Εοοηοηιΐθδ: Ρ3δ Ι3ηό ΡΓβδοηΙ (Αυδΐΐη: ϋηϊν. οί Τθχβδ ΡΓΘδδ, 1994). 10. Την έννοια «μπόλιασμα» του Πολάνυι δανείστηκαν και επεξεργάστηκαν περαιτέρω ορισμένοι σημαντικοί σύγχρονοι μελετητές, μεταξύ των οποίων ο ϋοΐιη Πυ99ΐθ, "ΙηίθΓη&ίίοηβΙ Βθ 9 ΐηηθδ, ΪΓ^ηδ^οίΐοηδ, 3ηό ΟΙΐ3η9θ: ΕηηβθοΙοΙθοΙ ϋβθΓ^Ιΐδηη ΐη ίΐηβ Ροδΐνν^Γ Εοοηοηηίο ΟγοΙθγ",
ΙηΐθΓη3 ίΐοη3ΐ θΓ93ηΐζ3 ίΐοη 36 (δρηη9 1982): 379-415, ο Μ3ΓΚ
ΟΓ^ηονθίίθΓ, "Εοοηοηηίο Αοίΐοη βηοΙ δοοϊαΙ δίΓυοΐυΓθ: ΤΙίθ ΡγοΝθιτι οί ΕηηβθοΙοΙθοΙηθδδ",
ΑηΊθήθ3η ϋουΓΠ3ΐ οί 800Ϊ0ΐ09γ 91 (Νον. 1985): 481-510, ο Ρθϊθγ Ενβηδ, Επιόθάάθά Αυίοηονηγ: 8 ί3 ίθδ 3ηύ Ιηόυδίη3ΐ ΤΓ3ηίθΓηπ3 ίΐοη (Ρηηοθίοη, Ν.ϋ.: Ρηηοθίοη υηΐν. ΡΓΘδδ, 1995). Δεν είναι γνωστό από πού ακριβώς την εμπνεύστηκε, αλλά φαίνεται πιθανό ότι
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
323
ο Πολάνυι πήρε αυτή τη μεταφορική εικόνα από την εξόρυξη του άνθρακα. Μελετώ ντας την αγγλική οικονομική ιστορία, διάβασε πολλά για την ιστορία και τις τεχνικές της εξόρυξης μετάλλων στην Αγγλία που αντιμετώπιζαν το καθήκον να εξαγάγουν τον άνθρακα που ήταν μπολιασμένος/ μπηγμένος στα βραχώδη τοιχώματα των ορυχείων. 1 1 . 0 μεγάλος γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ διαβάζει έτσι τον Πολάνυι. Βλ. ΒΓαυάθΙ, ανϊϋβεΰοη ειηό ΟζρίίΒΐΐεπι 15ίΙι-18ίΜ ΟβηίυΓγ, τ. 2, ΤΙίθ \Α/ΙίθθΙ8 οί ΟοπιηΊθΓΟθ, αγγλ. μτφ. δϊβη ΠθγηοΙοΙδ (ΒθγΚθΙθυ: ϋπϊν. οί Οβϋίοιτπβ ΡΓθδδ, 1992), σ. 225-9. 12. Για την επιρροή του στην περιβαλλοντική οικονομία, βλ. ΗθΓΐπβη Ε. ϋειίγ και ϋοήη Β. Οο&β ϋγ., Γογ ΐϊΐθ Οοπιπιοη Οοοό: ΡθόίΓ6θίΐη9 ϊϊίθ Εοοηοιηγ ίοννειΓά Οοπιπιυηΐίγ, ΐϊιβ
ΕηνΐΓοηιτίθηί, 3ηό 3 βυεΐΒΐηαόΙθ ΡυίυΓθ (Βοδίοη: Βθβοοη ΡΓθδδ, 1989). 13. Υπόρρητη στη συλλογιστική του Πολάνυι είναι μία πιο συγκεκριμένη κριτική της αγοράς ως αυτορυθμιζόμενου μηχανισμού. Στην περίπτωση των βιομηχανικών εμπο ρευμάτων, η πτώση της τιμής για ένα εμπόρευμα σε αφθονία αποκαθιστά την ισορρο πία ενθαρρύνοντας την αυξημένη κατανάλωση και αποθαρρύνοντας νέα παραγωγή του. Στην περίπτωση των πλασματικών εμπορευμάτων, η αποτελεσματικότητα του μη χανισμού των τιμών μειώνεται, επειδή δεν μπορούμε να υποθέσουμε αυτόματη αύξη ση ή μείωση της προσφοράς. 14. Και για πολλά άλλα εμπορεύματα, η κυβερνητική παρέμβαση είναι προϋπόθεση για τον ανταγωνισμό της αγοράς. Βλ. το βιβλίο του δίθνβη νο 9 θΙ με τον πολύ εύγλωττο τίτλο Γ γθθγ ΜβγΚθϊβ, Μογθ ΗυΙθβ: Πθ9υΐ3ίθΓγ ΠθίοΓΓΠ ΐη Αάνειηοθά ΙηόυδίηβΙ Οουηίπ'68 (ΙίΙιειοβ, Ν.Υ.: ΟογπθΙΙ Ιΐηΐν. ΡΓθδδ, 1996). 15. Οι μονεταριστές έχουν προσπαθήσει επανειλημμένα αλλά ανεπιτυχώς να εγκαθιδρύσουν έναν πάγιο κανόνα για να διαχειρίζονται τη διόγκωση της προσφοράς χρήμα τος που θα εξάλειφε την επιφυλακτικότητα των κεντρικών τραπεζιτών. Αφού δεν υπάρχει μία τέτοια φόρμουλα, το επόμενο μέσον είναι να αμαυρώσουν τον πολιτικό ρόλο των κεντρικών τραπεζιτών αποδίδοντάς τους οιονεί θρησκευτική και μαντική εξουσία/ αυθεντία. Βλ. ννϊΙΙϊβηι ΘγθιοΙθγ, βθΟΓθί8 οίίίΐθ ΤβπιρΙθ: Ηονν Ο ίθ Ε θ06γάΙ ΠθδθΓνβ
Ηυηδ ΐϊιβ ΟουηίΓγ (Νθνν
ΥογΚ: δ'ιιτιοη & δοήυδίθΓ, 1987).
16. Αυτή είναι η ουσία των λεγομένων του Πολάνυι για τον Νέο Νόμο για τους Φτω χούς στην Αγγλία’ η δημιουργία μίας αγοράς εργασίας απαίτησε τη δραματική αύξηση των κατασταλτικών εξουσιών του κράτους. Η ερμηνεία του Πολάνυι στο σημείο αυτό υποστηρίζεται και από μεταγενέστερους μελετητές, ιδίως ΚβγθΙ \Λ/ΐΙΙί3ηΐδ, Ρ γοπί
Ρ ευρθΓίβηι ίο ΡονβΓίγ (Ιοηάοη: ΡουίΙθοΙοθ, 1981). Για την δρθθηΙιβηΊΐ^ηοΙ, αρκετά επιχει ρήματα του Πολάνυι έχουν αμφισβητηθεί. Δύο σημαντικές αλλά αντικρουόμενες από ψεις για τον Παλαιό Νόμο για τους Φτωχούς δίδονται στο Κ. ϋ. Μ. δηθΙΙ, ΑηηεΙδ οί ίίΐθ
ί30ουπη@ Ρ οογ: ΒοαβΙ Οϊιεηρθ 3ηό Α@Γ3ή3η Εη9ΐ3ηά,
1660-1900 (Οβιπβπο^θ:
03ΐπόπά9θ ΙΙηΐν. ΡΓθδδ, 1985) και στο ΘθΟΓδθ ΒογθΓ, Αη Εοοηοπιΐο ΗΐδίοΓγ οί ίίΐθ Εη^ΙΪΒΐι
Ρ οογ\-3\ν, 1750-1850 (ΟοΐΐΎΐβπάοθ: Οοΐιπβπάρθ ϋπίν. ΡΓθδδ, 1990). 17. Για ρητή εξέταση, με βάση τις αρχές του Πολάνυι, της μετάβασης στην Ανατολική
ίΙηηθθθ883Γγ 8υίίθηη9: Μ3η3@ΐη9 ΜβγΚθϊ ίΙΐορΪ3 (Ιοπόοπ: \/θΓδθ, 1996), ϋοΐιη ΟΓβγ, Ρ3/86 Ωβννη: ΤΙίθ ΩθΙυδίοηδ οί ΟΙοόΒΐ 03ρϋ3ΐΐ8ηΊ (Ιοπάοπ: Ογηπϊβ ΒοοΚδ, 1998), ϋ^νίο! \Λ/οοοΐΓυίί, Μοηβγ ϋηηη306: Ευρώπη και την πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., βλ. Μβυποθ ΟΙβδίτίδη,
324
Κ Α Ρ Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
Β&ήθΓ 3ηά Οίθ Γ3ίθ οί Πυδδΐ3η ΟερϋαΙΐδηι (Ιίήβοει, Ν. Υ.: ΟογπθΙΙ υηΐν. Ργθ88, 1999). 18. Γράφει ο Πολάνυι στο κεφ. 18: «Πράγματι, η νεοτερική κεντρική τράπεζα ήταν ου σιαστικά ένα τέχνασμα που αναπτύχθηκε για να προσφέρει προστασία-χωρίς αυτήν, η αγορά θα κατέστρεφε τα παιδιά της, τις πάσης φύσεως επιχειρήσεις». 19. Ο Πολάνυι μελετά τον φασισμό στο κείμενο "ΤΙίθ Εδδθποθ οί ΡβδοΐδίτΓ στο ϋ. Ιθννΐδ, Κ. ΡοΙβπγΐ και ϋ. Κ. ΚΐίοΙιϊη (επιμ.), Οϊιήδΰαηΰγ αηό ίίΐθ 8οοΐ3ΐ ΠθνοΙυίΐοη (ΙοηεΙοη: ΟοΙΙβπζ, 1935), σ. 359-94. 20. Ο Πολάνυι ενέπνευσε μία σχολή σκέψης που άνθισε κατα τη δεκαετία του 1980 και του 1990 και ανέλυσε τις «ποικιλίες του καπιταλισμού», δείχνοντας τις πολύ αξιο σημείωτες διαφορές στους τρόπους με τους οποίους οι αγορές είναι μπολιασμένες στις Η.Π.Α., τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία και άλλα έθνη. Βλ. ΡοςθΓδ ΗοΙΠη9δννοι1ΐΊ και Ροβθΐΐ ΒογθΓ (επιμ.), ΟοηίθπιροΓ3Γγ 03ρίί3ΐΐδηι: ΤΙίθ Εηηόθάάθόηθδδ οί
Ιηδίΐΐυΰοηδ (Οβιηβπφθ: Οαηιβπο^β υηΐν. ΡΓθδδ, 1997), και ΟοΙΐη ΟΐΌυοΙι και ννοΐίο^ης 5ϊγθθοΙ<, ΡοΙίίΐοΒΐ Εοοηοιτιγ οί ΜοόθΓη Οζρβειϊίδηη: Μαρρίη9 ΟοηνβΓς&ηοθ βηό ΩΐνθΓδΐίγ (Ίΐιουδβηοΐ ΟβΚθδ, Οαϋί.: δ39θ, 1997). 21. Την ιδέα αυτή επεξεργάστηκαν πρώτοι ο Ιδ330 ΟθΓνβΐδθ και ο ϋανΐοΙ Ηυιηβ τον 18ο αι. ΡΓοίηΚ ΡθΚθγ, ΩθνθΙορητίθηί οί Βήίΐδϊι Μοηοίειγ θΓίίιοόοχγ, 1797-1875 (Ο3ηηβποΐ9θ: Ηβη/βιτΙ υηΐν. ΡΓθδδ, 1965), σ. 4. 22. Ο μηχανισμός με τον οποίο ο χρυσός θα έφευγε έξω από τη χώρα είναι εξ ίσου επινοητικός και δεν απαιτεί κυβερνητική δράση. Επειδή οι άνθρωποι στο ελλειμματικό έθνος ξοδεύουν πιο πολλά στο εξωτερικό από όσα φέρνουν στη χώρα, το νόμισμά τους — που είναι σε μεγαλύτερη προσφορά— θα έχει μειωμένη αξία σε σχέση με τα άλλα νομίσματα. Όταν η αξία αυτή πέφτει κάτω από μία ορισμένη στάθμη, που ονομά ζεται χρυσό σημείο, θα είναι επικερδές για τους διεθνείς τραπεζίτες να ανταλλάξουν αυτό το νόμισμα με χρυσό και να εξαγάγουν τον χρυσό στο εξωτερικό όπου θα έχει υψηλότερη τιμή.Ετσι ο χρυσός θα μετακινηθεί από χώρες με έλλειμμα σε χώρες με πλεόνασμα. 23. Όπως ήξερε ο Πολάνυι, στην πράξη η λειτουργία του κανόνα του χρυσού διέφερε αξιόλογα από τη θεωρία. Βλ. Ββγγυ ΕΐοβθΠ9 ΓβθΠ, ΘΙοό3ΐΐζΐη9 03ρΐί3ΐ: Α ΗΐδίοΓγ οί Οίθ
ΙηίθΓη3ίΐοη3ΐ Μοηβί3Γγ θγδίβητι (Ρπηοθίοη, Ν. ϋ.: Ρπηοθίοη υηΐν. ΡΓθδδ, 1996). 24. ΡθίθΓ ΟουΓθνΐίοΐΊ, ΡοΙΐίΐοδ ΐη Η3γ6 Τΐηηθδ: Οοηιρ3Γ3ίΐνθ Πθβροηβθδ ίο ΙηίθΓη3ίΐοη3ΐ
ΕοοηοΓηΐο Οήδθδ (ΙίΙιβο^, Ν. Υ.: ΟογπθΙΙ υηΐν. ΡΓθδδ, 1986), κεφ. 3, ΟΙιπδίορίΊθΓ Οή^δθϋυηη, ΥοΚΐο Κβννβηο και Ββηΐβηιΐη Βγθ\νθγ, "ΤγηοΙθ ΟΙοβαΙΐζειίΐοη δΐηοθ 1795: Μβνθδ οί Ιηίθ9Γ3ίΐοη ΐη ΪΙίθ \Λ/θΓΐεΙ-δγδίθΓη", ΑηΊ6ΓΪ03η 800Ϊ0ΐ09Ϊ03ΐ Ηθνΐθνν65 (Ρθβ. 2000): 77-95. 25. Το επιχείρημα του Πολάνυι είναι τελείως διαφορετικό από τη θέση του Λένιν ότι οι εντεινόμενες ενδο-ιμπεριαλιστικές διαμάχες είναι προϊόν της διόγκωσης του χρηματιστικού κεφαλαίου στο τελευταίο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Πολάνυι πα σχίζει να δείξει ότι ο χρηματιστικός καπιταλισμός μπορεί να είναι μία μείζων δύναμη αποτροπής του πολέμου. 26. ΤΐΊοητίΒδ ΡπθοίΓΤΊβη, ΤΙίθ ίβχυδ 3ηό Οίθ ΟΙΐνο-ΤΓθθ (Νθνν ΥογΚ: Ρηγγηγ, δΐΓβυδδ, 1999), σ. 86 [κυκλοφορεί σε ελλ. μτφ.]. 27. ϋοΐιη \Λ/3ΐίοη και ϋ^νΐοΙ δθάάοη, Ρ γθθ Μ3Γΐ<6ίδ 3ηό Εοοό Πΐοίδ: Τϊίθ ΡοΙΐίΐοβ οί ΟΙο&3ΐ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
325
Αό]υ3ίπΊθηί (Ο3ΐηβποΐ9θ, Μ3δδ.: Βΐ3θΙ<ννθΙΙ, 1994). 28. Για μία συλλογιστική που υποστηρίζει ότι πολλές πρόσφατες περιπτώσεις παγκό σμιας αναστάτωσης οφείλονται στο διεθνές οικονομικό καθεστώς,
βλ.
ΜϊοΙίθΙ
ΟοδδυάονδΚγ, ΤΙίθ ΟΙο03ΐΐζ3ϋοη οί Ρονθήγ: Ιηιρεοίβ οί ΙΜ Ρ από \Νογ16 Β θπΚ Ηθίοπτίδ (ΡΘΠ3Π9, ΜβΙδγδϊδ: ΤΝιτΙ ννοΓίά ΝθίννοΓΚ, 1997). 29. ΌβδοΙθίθ ΜβΓΚΘί Μθηί3ΐϊίγ": αυτό τον τίτλο έδωσε ο Πολάνυι σε ένα σημαντικό δο κίμιό του του 1957, που περιλαμβάνεται στο θ3ΐΐοη, ΡήηΊΐΰνθ, Α γο/ίβιο από Μο6θγπ
Ε οοηοπιΐθδ, ό.π. 30. Βέβαια, το Νιού Ντηλ έκανε πολύ λίγα για να προστατεύσει το περιβάλλον. Εν τούτοις, όταν αργότερα οι περιβαλλοντιστές απέκτησαν την πολιτική δύναμη να απο σπάσουν μεταρρυθμίσεις, υπηρεσίες όπως η ΕηνϊΓοηιτΐθηί3ΐ ΡΓοίθοίΐοπ Α 9 θπογ απομιμήθηκαν το ρυθμιστικό μοντέλο του Νιού Ντηλ. 31. Για μία πρόσφατη προσπάθεια για να συγκεκριμενοποιηθεί αυτό το όραμα, βλ. ϋοΐιη Ε3ίννθΙΙ και 1_3Ποθ ΤβγΙοΓ, ΘΙοόεΙ Ρίηαηοθ αί Ρΐ5ΐ<: ΤΙίθ 0 β 8θ ίοΓ ΙηίθΓηεϋοηαΙ
Ηθ9υΐ3ΰοη (Νθ\λ/ ΥογΚ: Νθ\λ/ ΡΓθδδ, 2000). 32. Ο Πολάνυι πιστεύει ότι μία πολύπλοκη κοινωνία απαιτεί από το κράτος να ασκεί το μονοπώλιο της βίας: «Ισχύς/ εξουσία και καταναγκασμός είναι μέρος της πραγματικό τητας της ανθρώπινης κοινωνίας- ένα ιδεώδες που θα τα απομάκρυνε αυτά από την κοινωνία θα είναι ανάπηρο». 33. Βλ. ΡβίθΓ Εν3Πδ, "Π9ΐΊίΐπ9 Μ3Γ9ϊϋζ3ίΐοπ ννΐίΐι ΤΓ3ΠδΠ3ίΐοη3ΐ ΝθίννοΓΚδ: ΟουπίθΓΗθ9 Θγτίοπϊο ΟΙοβ3ΐΐζ3ίίοη", ΟοηίθηηροΓ3Γγ ΒοάοΙοβγ 29 (]3Π. 2000): 230-41. 34. Για μία βορειοαμερικάνικη οπτική των συζητήσεων αυτών και έναν χρήσιμο οδηγό σε επιπλέον πηγές, βλ. δ3Γ3ΐι ΑηάβΓδοπ, ϋοΐιη 03ν3Π3υ9ΐ"ΐ, ΤΙίθβ Ιθθ, ΠθΙό Θυϊόθ ίο Οίθ
ΟΙοόεΙ Εοοηοηιγ, Ν. ΥογΚ, Νθνν ΡΓθδδ 2000). [μτφ.: Βασίλης Τομανάς]
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
327
ΕΥ ΡΕ Τ Η ΡΙΟ Αριστοτέλης 55, 56, 114
Προυντόν31, 105, 108 Ριβέρα, Πρίμο ντε 227
Βέμπερ, Μαξ 48, 261, 262, 263
Ρίβερς 156
Βολταίρος 84
Ρικάρντο, Ντ. 30, 84, 85, 98, 104, 107, 111, 115, 123, 125, 126, 135, 149, 179,
Δαρβίνος 84, 113
191, 192, 198,213,216, 266, 281 Ρότσιλντ 16, 23, 28, 33, 256
Ελισάβετ 138, 207 Ενγκελς, Φρ. 92, 98, 266, 268
Σμιθ, Ανταμ 46, 47, 64, 89, 93, 103, 108,
Ερρίκος Η'215
109, 111, 112, 114, 115, 123, 124, 125,
Καλβίνος 111
Σοκόλνικοφ 31
Κάρολος Α Ί0 4 , 215
Στάλιν 105
135, 138, 163,206, 238, 285
Κάρολος Β'215 Κοντορσέ 113
Τέλφορντ 93, 119
Κουίσλινγκ 230
Τρότσκι 29, 30, 231
Κρόμγουελ 111
Τσώρτσιλ, Ουίνστον 31 Τυδώρ 37, 39, 41, 42, 71, 76, 78, 80, 175,
Λένιν 29,31,256
182, 183, 265
Λουδισμός 81 Λούθηρος 111
Φουριέ, Κ. 105, 107 Φρειδερίκος ο Μέγας 22
Μακιαβέλι, Ν. 111 Μαλινόφσκι, Μπρ. 257, 258, 259, 260
Χαμουραμπί 53
Μαρξ, Κ. 30, 31, 73, 84, 108, 125, 149,
Χέγκελ 111
164, 179,266, 268
Χίντενμπουργκ 29, 227, 230
Μέτερνιχ 13, 15
Χίτλερ 186, 227, 228, 232, 234, 235
Μουσολίνι (Ντούτσε) 31, 186 Μπέρκλεϋ 108
ΑοΙβηά, ϋοΐιη 269
Μπίσμαρκ 13, 24, 30, 144, 172, 199, 206
Αη9θΙΙ, Νοντίβγι 185
Μπλουμ 219
ΑρρΙθ93ΐ1ΐΊ, Βοβθΐΐ 269 Α γποΙοΙ, ΤΙιυητΊ3η (Άρνολντ) 146
Νεύτων 113
ΑδΝβγ, 3 ϊγ ννίΙΝαιτι ϋειηπθδ 263, 264, 279
Ντίκενς 98
Αίννοοά (Άτγουντ) του ΒίπΊηίη9ΐ'ΐ3ΐη 216
Ντιντερό, Ντ. 84 Ντισραέλι (ΟϊδίΉθΙΐ) 83, 164, 206, 283
ΒβΓηθδ-ΒθοΚθΓ-ΒθοΚθΓ 252 ΒβυθΓ, Οίίο (Μπάουερ) 31
Πανοπτικόν 106, 120, 138
Β θθγ, Μ θχ 267
Πολάνυι, Κ. 222, 226
Βθίαδοο, Ρ. δ. 279
Πουανκαρέ 218
ΒθΙΙθΓδ, ϋοΐιη (Μπέλερς) 105, 106, 107,
ΚΑΡΙ_ ΡΟΙΑΝΥΙ
328
Ουηηΐη9 ΐιηι, \Λ/ίΙΜβηη (Κάνινγκχαμ) 74, 198,252,264, 267, 268,274
108, 109, 110 Βθΐ5ή3Γη, ννίΙΙ 278 ΒθηθοΙΐοί, ΒυίΙι 259 ΒθηίΙηβΓη, ϋθΓθΐηγ (Μπένθαμ)
84,
106,
107, 108, 109, 110, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 126, 134, 137, 138, 139, 166, 177, 178,216, 266, 267, 278 ΒΙειοΚιηοΓθ, ϋ.δ. 279 ΒΙβΚθ, ΝΛ/ίΙΠβιη (Μπλαίηκ) 98 ΒΙβηο, ίουΐδ (Μπλαν) 105, 108
ϋβηδοη, ϋ.Τ. 275, 276 ϋβνϊθδ, ϋ 3 Ν \0 93 ϋθίοθ, ϋ^πΐθΙ 108, 109, 278 Ό \οβγ, Α.ν. 137, 138, 139, 144, 163, 177, 267, 268 ΟγιιοΚθγ, ΡβίθΓ Ρ. 169 ϋγθΓ, ΟθθΓ9β 278
Βογδ, ϋ. 269 ΒΓθννδίθΓ, δϊΓ ϋεινΐοΙ 119
ΕηγΙθ, Εάνν^ιτΙ ΜθβοΙ (Ηρλ) 256
ΒπηΚηηβηη, Ο. 162,176, 257, 265
Εάθη, δϊΓ ΡΓθϋθΓϊοΚ Μοιίοη 278 ΕΙάοη, λόρδος 101 Ευΐ6ηόϋΓ9, Ρ. 24
ΒΓϋηίη9 218, 230 ΒιιθοΙίθγ, ΚβΓΐ 177, 260, 261, 265 ΒυθΙΙ, Β .Ι. 252, 253 ΒιιγΚθ, ΕόιηϋηοΙ (Μπερκ) 84, 93, 115, 116, 118, 121, 126, 134, 214, 216, 249, 266, 278 ΒϋΓΐθΪ9 ΐι 95 Ο^ηηδη, Ε. 123 03ηηίη9, ΟΙίηγ Ιθβ ύοίπη (Κάνινγκ) 93, 207,
Ρβγ, δ.Β. 252 Ρθΐδ, Η. 15, 18, 22,252,256 ΡθΓΠ3ηοΙθζ, ϋυ&η 112, 114 Η γΗί , Β. 257, 258, 260, 261 ΡΓαηοςυΐ, ΕιτιΐΙθ 218 ΡυΙΙθΓ 253 ΡυηηθΙΙ, ννΐΙΙϊβΓΤΊ 112, 113
254 ΟεΐΓίγΙθ, ΤΜοΓπβδ (Καρλάυλ) 98 03ΓΓ, Ε.Η. 199,252
03ΓΥ, ϋοΐΊΠ 106 ΟΐΊδΓπόθΓίαΐη, ϋοδβρΜ (Τσάμπερλαιν) 145 0
Ιΐ3 Γη6 θΐΐ3 ϊη, ΝβνΐΙΙθ (Τσάμπερλαιν) 234
0ΐ3ρΙΐ3ΓΠ, ϋ.Η. 44, 94, 98, 252, 253, 268, 279 Οοβ&θΚ, \ΜΙ. 216 Ο ο Μ θ π , Ρίΐοή^ιτΙ (Κόμπντεν) 179
ΟοΙθ, ΟΌ.Η. 166,210 ΟοΙΠθγ, ϋοήη 284 ΟοοΙίοΐ9 θ, ΟβΙνίη (Κούλιτζ) 30 ΟοορθΓ, ΑΙίΓθό ϋιιίί (Κούπερ) 234
ΟειΐιτΙηθΓ, ϋ. 39, 40 Οθηίζ, ΡπθάποΙι νοη (Γκεντς) 13 Οθογ 9Θ, Ηθγίγυ (Τζωρτζ) 30 ΟθθΓ9 β, δίθίαη (Γκεόργκε) 227 ΟθδβΙΙ 198 Οϊββΐηδ 39 ΟίΙόθΐΙ, ΤΙΐ0ΓΠ3δ 95, 96, 106, 265, 278 ΘΙβάδίοηθ, ννΠΠβΐΎΐ Ενναιΐ (Γκλάδστον) 207,217 ΟοοΙννΐη, ννϊΙΙΐ3ΓΠ (Γκόντγουιν) 84, 85, 121, 278 ΟοΙεΙθηννθΐδθΓ, Α. 156, 258, 283, 284 Ογθυ, δΐτ Ε ό ν ιζ ϊό 249
Οοιίΐ, Ε 9 0 ΓΙ ΟθβαΓ 256 Οοννθ, ϋεΐΓΤΊθδ 278 ΟοννθΙΙ 272 0Γ0δδΐΠ8η, Ρ.Η.δ. 252 ΟπιηιρΙθ, δ. 278
ΗβόθΓΐθΓ, ϋ. 205 ΗοΐάΙθγ, Α.Τ. 215 ΗβΙθδ, ϋοΐιη 40 ΗειΙθνγ, ΕΙϊθ 267
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η α ϋ ίβ χ (Χ ά λ ι φ α ξ ) , λ ό ρ δ ο ς
234
216 3Γ&3Γ3 267, 268 Η 3ΐη η ιο η ά , ϋ . Ι . 168 267, 268 Η 3Γν θ γ, ϋ ο ΐιη 269 Η 3δ ίΐη 98, νναΐΎθη 207 Η βννίΓθ γ , ϋ . Ρ . 58, 73, 180, 252 Η β γ β δ , Ο . Α . 184 Η β ζ Ιϊίί, \ΛΛ 125 Η θ β ι ΙΙθ γ , ϋ . Ρ . ( Χ ά ρ τ λ ε ϋ ) 113, 252 Η θ ο Κ δ ο ΐΊθ Γ, Ε . Ε . 40, 162, 263, 264, 265 Η θ Ιν θ ίϊυ δ , Ο Ι^ υ ε Ιθ Α ά π θ η ( Ε λ β έ τ ι ο ς ) 113 Η θ π ά θ Γ δ ο η , Η . ϋ . 70, 273 Η θγγϊοΙ, ΕάοιίοΐιτΙ ( Ε ρ ι ό ) 145 Η Θ Γ δ ή θ γ , Α . δ . 22, 252 Η θ Γδ Κ ο ν ΐίδ , Μ .ϋ . 161, 260, 262 Η θ γ ιη β η η , Η . 230 ΗϊΙίθΓθΙίη 9, Ρ υ ά ο Ιί ( Χ ί λ φ ε ρ ν τ ι ν γ κ ) 31, 256 Η ΪΓδ ί, ϋ. 137 Η ο β β θ δ , ΤΜ οηηαδ (Χ ο μ π ς ) 113, 114, 162 Η ο β δ ο η , ϋ .Α . 256 Ηοίητι^ηη, Α . 252 ΗοΙηπ θδ, Ε . 269 Η ο ο ν θ Γ, Η θ Γ β θ ΐ Ι ( Χ ο ύ β ε ρ ) 31 Η ο ν ν Ιθ ΐί, ϋ. 269, 273, 278 Ηιιιτίθ, Ό ζ ν \ ά ( Χ ι ο ύ μ ) 108, 113, 188, 250, 252 Η υ δ Κ ίδ δ ο η , ννΐΙΙΐβητι ( Χ ά σ κ ι ν σ ο ν ) 213
329
Κ η ο ν ν Ιθ δ , Ι . Ο . Α .
173, 252
Η ^ π ιΠ ίο η, Α Ιθ χ ^ π ο Ιθ γ (Χ ά μ ι λ τ ο ν ) Η^ηηΐΎΐοηοΙ, Β
8 3 116, 118, 121, 131, 133, 135, 136, 137, 138, 139, 141, 144, 145, 146, 147, 159, 206, 233, 267 13Π9ΘΓ, νν.Ι_. 253, 256 Ι_3δ δ 3ΐΙθ, Ρθ Γά ΐη βη ο Ι ( Λ α σ ά λ ) 30, 108 Ιβ δ δ ν ν β ΙΙ, Η Ό . 252, 253 Ι 3ϋ ό , ν\/ίΙΙΪ3Γη 39, 95 Ιβ ν ν Γ θ η ο θ , ϋ . Η . ( Λ ώ ρ ε ν ς ) 227 Ιβ ν ν δ ο η 105 Ι θ β ί Ιΐ θ δ , δ ΪΓ δ ί β η ΐ β γ Μ ο Γ ά ^ υ η ί ( Λ η θ ) 252, 256 Ιθ δ δ θ Γ , Α Ιθ χ β π ά θ Γ 284 ϋ π ίο π , Ρ β Ιρ Ιη 258 ϋ ρ ρ ι π β η η , \ Ν ΙίθΓ ( Λ ί π μ α ν ) 46, 139, 146, 252, 268 ϋ ρ δ ο η , ΕρίΊΓβΐιτ» 262 Ι Ιο γ ά Θ θ ο γ 9Θ, ΟανίοΙ ( Λ ό υ δ Τ ζ ο ρ τ ζ ) 145 Ιο ο Κ θ , ϋ ο ή η ( Λ ο κ ) 106, 108, 111, 123,215 Ι ο θ & , Ε . Μ . 161, 262, 263 Ι ο η 9, Η υ θ γ 230 Ι_οπγπθγ, Ρ Γ β η Κ 284 Ι_οννΐθ, Β ο β θ ΐ ΐ Η β ιτ γ 257 Ι υ © 9θΓ, Κ \ ( Λ ύ γ κ ε ρ ) 145 ί υ δ ο η , Η θ ν ν ϋ η 9 278 Ι γ δ ΐ δ (Μ ΐο ή θ Ι οΐβ ΤθΙΠθγ) 256 ΐ ίδδθζ-ί ΪΓθ
ά
άγ
Μ β ο β υ Ιδ γ , Ιη η θ δ , Α Ό .
39
ϋβιτίθδ, Ιδββο 278 ϋοΐιηδοη, 0Ιΐ3Γΐθδ δ. 285 ϋοηθδ, ΕοΙνν^ιτΙ 278 ϋοννθίί, Βθη]3Γηΐη 56
8Γά ( Κ έ υ ν ς ) 182 9 227 Κ ϊη 9δ Ιθ γ , 0 Ιΐ 3Γΐθδ 98 Κ ίη 9δ Ιθ γ , Μ ^ Γ γ Η . 284 Κ ΐ 39©δ, Ιυ ο Ιν ν Ϊ 9 ( Κ λ ά γ κ ε ς ) 227 Κ η ί 9^ί, Ρ Γ Β η Κ Η . (Ν ά ιτ ) 238 Κ θ γ η θ δ , ϋ ο ΐιη Μ θ γ π
Κ ίη ίι'δΐΊ
λόρδος
216 Μ 30Ρ 3ΓΙ3ΠΘ,
ϋ.
(Μ α κ ό λ ε η )
173, 215,
103, 278,285
Μ β ο Ιν θ Γ , Β ο β θ ΐ ΐ Μ .
198 3ίΓ, 1_ . Ρ . 161, 283, 284
Μ β ο Ιθ ο ο Ι Μ
Μ β ΙίΙΐϋ δ , ΤΙιοιτιείδ Π ο β θ ΐ ΐ ( Μ ά λ θ ο υ ς ) 84, 85, 98, 104, 113, 115, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 134, 196, 213, 256, 281 Μ & π οΙθνιΊΙθ 108, 109 Μ ε ιη η , ϋ. 272 Μ ε ιη ίο υ χ , Ρ . Ι . ( Μ α ν τ ο ύ ) 121, 122, 267, 268 Μ 3ΓδΙΐ 3ΐΙ, Ο ο Γ ο ίΙιγ 279
330
Μ3Γ3Μ3ΙΙ, Τ.Η. (Μάρσαλ) 198, 281 Μβιΐΐηββυ, Ηβιτΐβί 91, 98, 100, 101, 266, 278 Μ355ΙΘ, ϋ. 278 Μ3ΥΘΓ, ϋ.Ρ. 252, 253 Μθ^οΙ, Μ3Γ93ΓΘΪ (Μηντ) 156, 283 ΜθΓθοΙίίΐΊ, Η.Ο. 80 ΜϊΙΙ, ϋβΓΠθδ 104 ΜΐΙΙ, ϋοΐιπ δίυβιΐ (Μιλ) 30, 84, 198 ΜϊΙΙΐπ, δ.0.155 Μΐδβδ, 1υεΐννΐ9 νοπ 30, 46, 139, 174, 185, 191,216, 268 ΜϊίοΙίθΙΙ, νν.Ο. 267 ΜοπεΙ, 3 ϊγ ΑΙίΓθά 268 Μοηίθδςυϊθυ (Μοντεσκιέ) 68, 215 Μογθ, Ηαηηειή 168, 169, 183, 270 Μογθ, Τ[ίογπ35 (Μωρ) 104, 111 ΜθΓ9 ^η, ϋοΐιη ΡΐθΓροηί (Μόργκαν) 28, 33 Μονν^ί, Ρ.Β. 252, 253 ΜυίΓ, Ρβηΐδθγ 253 ΝΒδίτιϋΐΊ, ϋ3ΓΠθδ 279 Νβνν ϋ β Ά \ (Νιού Ντηλ) 29, 35, 197, 217, 219, 233 ΝϊοΚοΙδοη 271 Νοηηαη, Μοηΐ39υ 233, 234 ΟαδίΙθΓ, Ρ ϊοΙί 8γοΙ 163 ΟΚθάβη 273 ΟποΚθπ, Η. 253 ΟρρθηΐΊθΪΓη, Ι_. 252 Οιΐθδ, 0ι'3ηηιη3Π8 103 Οννθη, Ροβθΐΐ (Όουεν) 84, 86, 105, 107, 108, 109, 110, 126, 127, 128, 129, 155,164, 165, 166, 167, 168, 169, 170, 216, 247, 274, 279,285 Ρ3ΐηθ, ΤΐΊΟίηβδ (Παίην) 93, 121, 279 Ρ^ΙππθΓδίοη (Πάλμερστον) 254 ΡβηίΙθπ, Ηθηη^η 264 Ραρθη, Ργ3ιίζ νοπ (Πάπεν) 228 Ρ θθΙ, Ρ ο&θιΙ (Πηλ) 135, 136, 173, 213,
Κ Α Β Ι ΡΟΙΑΝΥΙ
215 ΡθΠΓΟδθ, Ε.Ρ. 177, 179, 196 Ρθνν, ΠίοΙιαΓά 279 ΡΜΙΙϊρδ, \Λ/.Α. 253 ΡΪΓθηπθ, Ηβηπ (Πιρέν) 62, 65, 252, 261, 262, 263, 264, 265 ΡΐΗ, \Λ/ΐΙΜ3ΓΠ (Πιτ) 106, 110, 117, 135, 173, 266, 269 Ρϊίΐ, ννΐΙΙΐβηη Μοιίοη 279 Ρΐίΐ-ΡΐνθΓδ 284 Ροδίβη, Μ.Μ. 264 ΡουΙϊβΓ, Ε. 278 ΡοννθΓ, Ε ϊΙθθπ ΕοΙηα 252, 264 Ρ νοθ, ϋη Ρ. (Πράις) 121 Ουθδηβγ, ΡΓαηςοΐδ (Κεναί) 84, 113, 133, 206 Πθΐοϋΐίθ-ΒΐΌννη 258 Ρ3ϋδθΙιηΐη9, Η. 230 ΡθάίοΓοΙ 276 ΡθάΙΐοή 137 ΡΘΓΠΘΓ, 0ίΊ3Γΐθδ ΡΓθάθποΚ 256 Ροββϊηδ, Ι_. 252 Ροβιηδοη, Ηθπγυ (Ρόμπινσον) 105 Ροάόθΐΐυδ, ϋοΐίδηη ΚβγΙ 179 Ρθ 9 θΓδ, \Λ/οοό ΡοοδθνθΙί, ΤΙίθοοΙογθ (Ρούσβελτ) 145 Ροδΐονίζθίί, Μ.Ι. 252 Ρουδδθ^υ, ϋθβη-ϋβοοιυθδ (Ρουσώ) 13, 47, 84 Ρυ99·βδ, ΤΙίθοοΙογθ 279 ΡϋδδθΙΙ, Β θγϊγβποΙ 252 03ΐ33ίϊθΓ, ννϊΙΜαηη 270 δβοΙΙθΓ, Μΐοή^θΙ ΤΙιοιτι^δ 163 δ3ΐηί-δΐιηοη (Σαιν-Σιμόν) 167 δβυηάθΓδ, Ροβθΐΐ279 δοΙίοΐίθΓ, ΡθΙϊχ 192 δοΐΊΠΓΊοΙΙθΓ, Ουδί^ν ΡπθοΙνοΜνοη 264 δοΙιυιτΐ3η, Ρ. 250, 252 δοΙίυιτιρθΙθΓ, ϋοδθρίη ΑΙοϊδ 267
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
δβΐρβΙ, Ι9 ηαζ (Ζάιπελ) 31, 218 δΙιβίίΘδβϋΓγ, λόρδος 163 δοΙίθΓθΓ, ϋ.Θ. 279 δίηιοη, δΐτ ϋοΐιη (Σάιμον) 233, 234 δηοννάθη, ΡήΐΙϊρ (Σνόουντεν) 30, 31, 217 δοηπθΓδθί (Σόμερσετ) 39 δοηί89, Ρ.ϋ. 13, 253, 256 δοΓθΙ, ΟθθΓ9 θδ (Σορέλ) 227 δουίΐΐθγ, Ρ ο&θιΙ 163 δρβηη, ΟίΜητιβΓ (Σπαν) 227 δρθθηΙιαιηΐ3ηοΙ 78-86, 87, 89, 90, 95, 96, 97, 98, 99, 101, 102, 103, 106, 109, 117, 121, 122, 124, 126,134, 163, 164, 167, 173, 181, 183, 213, 214, 216, 265, 266, 267, 268, 269, 270, 272, 273, 274, 275, 280, 281,282, 285 δρθηοθΓ, ΗθΓβθΓί (Σπένσερ) 46, 84, 139, 143, 144, 182,216, 268 δΐ^ηΐθγ, Ευ9 βηθ (Στάνλεϋ) 256 δίθρίΊθη, δΪΓ Ιθδϋθ 106, 120, 267 δίοΙρθΓ, Ο. 252 δίΐΌίίοιτΙ 39 δΐυαιΐ (Στιούαρτ) 39, 41, 42, 71, 76, 78 δΐϋΗΓΐ, Ηθπγυ 272 δϋΓηηθΓ, ννΐΙΜαηη ΟΓειΙηαηη (Σάμνερ) 139, 216 Τβννηθγ, Ρ.Η. 39 ΤΐΊοηηρδοη, Ε. 286 ΤΜυπιννειΙά, Ρ.Ο. 54, 59, 60, 63, 64, 156, 157, 162, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 283 Τήγδδθη, Ριϊίζ (Τύσεν) 18 ΤοοςυθνϊΙΙθ 173 Τοννηδθηοΐ, ϋοδθρίΊ (Τάουνσεντ) 93, 94, 111, 112, 113, 114, 115, 117, 118, 121, 122, 124, 125, 135, 213, 266, 279 Τογηβθθ, Α.ϋ. (Τόυνμπη)162, 185, 250, 252, 253, 267, 268 ΤΓθνθΙγβη, Ο.Μ. 183, 249, 253 Τιιπίθγ, ΡγθοΙθνοΚ (Τέρνερ) 250 Τ.ν.Α. (Τθηηθδδθθ Ν/βΙΐΘγ ΑυίΙιοπίγ) 181
331
υΐΐοβ, Αηίοηϊο άθ 112 ΙΙδΙίθΓ 99 νβηοουνθΓ, ϋοήη 279 Ν/αΐίθΙ, Ε ιτίιτίθποΙίθ οΙθ 252 νίηθΓ, ΟΙιβΓίθδ (Βίνερ) 256 νΐνθδ, ύυειη Ι_υϊδ (Βιβ) 161 νν^ίθΓ, ϋοηθΙ 112 \Λ/39Πθγ, ΑάοΙρή (Βάγκνερ) 198 Μθββ, δϊοΙηθγ και Βθ^ίπο© 116, 135, 267, 274, 279 ννΐι^ίθΐθγ, επίσκ. 174 ννΐιϋόΓθ^ 281,282 ννίοΚδθΙΙ, Κηυΐ 198 ννΐθδθΓ, ΡγϊθοΙνοΙί νοη (Βήζερ) 198 ννίΙΠείΓΤΐδ, Ρ.Ε. 283, 284 ννϋδοπ, αιδ. ΕάννβιτΙ 279, 282 ννϊΐδοπ, \Λ/οοάΓονν (Ουίλσον) 28, 29 ννϊδδθΙ, 0Ι3ΓΚ 283 ννοοό, ϋ. 279 ννπ9ΐιί, Ωυΐηογ 253 Υουη9, ΑΜϋΓ (Γιάνγκ) 106, 269, 270, 271, 282 Υουη9 , δϊΓ \Λ/. 279
Ο Καρλ Πολάνυι (1896-1964) έζησε εξόριστος και ποτέ δεν βολεύτηκε σε μία άνετη ακαδημαϊκή θέση, αλλά το έργο του επηρέασε σημαντικά τους συγχρό νους του. Γεννήθηκε στη Βιέννη και μεγάλωσε στη Βουδαπέστη* εκεί σπούδασε και σύχναζε στους κύκλους του Καρλ Μάνχαϊμ και του Γκέοργκ Λούκατς. Κατά τον Α ' Παγκόσμιο πόλεμο αιχμαλωτίστηκε στο ρωσικό μέτωπο και, όταν αφέθηκε ελεύθερος, γύρισε στη Βιέννη και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Μετανάστευσε στην Αγγλία το 1933 (όταν ανήλθε στην εξουσία ο Χίτλερ) και ζούσε εκεί παραδίδονιας μαθήματα. Το 1940, σε μία περιοδεία του στις Η.Π.Α., δέχθηκε την πρόταση του Κολεγίου Μπένινγκτον να διδάξει εκεί. Τότε έγραψε και τον Μεγάλο με
τασχηματισμό (1944). Η κεντρική θέση του είναι ότι ο καπιταλισμός αποτελεί μία ιστορική ανωμαλία, επειδή οι προηγούμενες οι κονομικές διευθετήσεις ήταν μπολιασμένες στις κοινωνικές σχέσεις, ενώ στον καπιταλισμό συμβαίνει το αντί θετο: οι κοινωνικές σχέσεις ορίζονται με βάση τις οικονομικές. Στο διάβα της ανθρώπινης ιστορίας, λέει ο Πολάνυι, οι κανόνες της αμοιβαιότητας, της αναδιανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών υποχρεώσεων ήταν πολύ πιο διαδεδομένες από τις σχέσεις αγοράς. Αλλά ο καπιταλισμός κατέστρεψε αμετάκλητα το παλαιό καθεστώς. Ο «μεγάλος μετασχηματισμός» τής Βιομηχανικής επανάστασης αντικατέστησε τελείως όλους τους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων. Η άλλη ουσιαστική συνεισφορά του Πολάνυι ήταν η λεπτομερής έκθεση της επικράτησης του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν ήταν «φυσική» ή «αναγκαία» εξέλιξη, αλλά αναπτύχθηκε επειδή η εμπορική και η αστική τάξη απαίτησαν από το κράτος να προστατεύσει τις επιχειρήσεις και την επισφαλή κοινωνική τους θέση. Έτσι, η κυβέρνηση υπηρέτησε τον καπιταλισμό* τον βοήθησε να σταθεροποιηθεί με την αναγκαία νομο θεσία και να επιβληθεί, σε τελευταία ανάλυση, με τη δύναμη των όπλων. Η θέση του Πολάνυι μοιάζει από πολλές απόψεις με του Μαρξ, αλλά περιλαμβάνει και στοιχεία από τη γερ μανική Ιστορική σχολή (Βέμπερ, Ζίμελ) και από κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους (Ντυρκέμ, Μαλινόφσκι, ΤΗυιτινν^οΙ). Το έργο του Πολάνυι εξακολουθεί να θεωρείται κλασικό στους τομείς της κοινωνιολογίας και της κοινωνι κής ανθρωπολογίας. Το 1947 προσκλήθηκε να διδάξει στο κοινωνιολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Αλλά επειδή η γυ ναίκα του ΙΙοΐΉ ΟυοζγηδΙα είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην αποτυχημένη Ουγγρική επανάσταση του 1920, δεν της έδιναν βίζα για τις Η.Π.Α. Έτσι, ο Πολάνυι υποχρεώθηκε να κατοικεί στο Τορόντο του Καναδά και να πηγαι νοέρχεται στις Η.Π.Α. για τα μαθήματά του* αυτό κράτησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Παρ' όλο που επωφελήθηκε ιδιαίτερα από τη διακλαδική έρευνα στο Κολούμπια, δεν εντάχθηκε ποτέ στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Έμεινε σε όλη του τη ζωή εξόριστος — από την Ουγγαρία, από την Αυστρία, από την Αμερική, από το ακαδημαϊκό περιβάλλον...
ΚΑΡΑ Π Ο Λ Α Ν Υ Ι Ο μεγάλος μετασχηματισμός Το βιβλίο του πραγματεύεται τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά την εκατονταετία-Ι830-ί940/μ^επίκεν5Ερ§Λν εδραίωση, τις παλινδρομήσεις και την κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς Ο βαθύς ανθρωπισμός το^-κστα-^γει στην πάντα επίκαιρη θέση: ο άνθρωπος είναι πρώτα απ' όλα κοινωνι κό ον* η ανθρώπινη κοινωνία δεν πρέπει να γίνεται έρμαιο των μηχανιστικών κανόνων της οικονομίας της αγοράς* η οικονομώ πρέπει να έχεμκοινωνική θεμελίωση.
■ „·
■ν ■ * ·,. " »,
ν . ?
.
,;·7 ..
.
....
Ι.5.Β.Ν.: 960-8480-83-3.\ ,
"
...
„
■ '
·ί
«£