Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΙΔΕΟΛΟΠΑ- ΠΟΛΓΠΚΗ- ΚΟΜΜΑΤΑ
ΒΙ ΒΛΙ ΟΘΗΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΚΟΙ ΝΟΝΙ ΟΛΟΓΙ ΑΕ
Υπεύθυνος: Καθηγητής Ηλιας Καταοϋλης
Στην (δια σειρά έχουν κυκλοφορήσει: Yves Μ έ^,Σ ν/κ ριτιχή Πολιτική. Οι δημοκρατίες: Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία, Μ. Βρετανία, Αθήνα 1995 Ernest Gellner, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας, Αθήνα 1996 Rudolf Wildenmann, Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών, Αθήνα 1998 Alan R. Ball, Guy Peters, Σύγχρονη πολιτική και διακυβέρνηση. Εισαγωγή στην πολιτική επιστήμη, Αθήνα 2001 Susan Strange, Η υποχώρηση του κράτους. Η διάχυση της εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία, Αθήνα 2004
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτου, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη
Τίτλος πρωτοτύπου: The Politics of the Extreme Right. From the margins to the mainstream. Pinter, London and New York 2000 ISBN: 1-85567-459-9 (pb) Copyright © 2000 Paul Hainsworth and contributors
ISBN: 960-02-1759-9 Copyright © 2004 Εκδόσεις Παπαζήση AEBE Νικηταρά 2,106 78 Αθήνα Τηλ.: 2103822.496,2103838.020. Fax: 2103809.150 Φωτοστοιχειοθεσία: Γιάννης Γάγγος, Μπόταση 4, Αθήνα Τηλ.: 210 3833.595,210 3303.260 Εχτΰπωση-Βφλιοδεσία: ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε. Οδός Βιολέτας, 136 71, Αχαρναί Τηλ.: 210 2403.850,210 2445.905, Fax: 210 2403.852
Επιμέλεια:
PAUL HAINSWORTH
Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΚΟΜΜΑΤΑ 1ος ΤΟΜΟΣ
Πρόλογος - Ε πιμέλεια της Ε λληνικής Έ κδοσ ης
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ Μετάφραση
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
5 3 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΘΗΝΑ 2004
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση. Το πολιτικό κράμα της αχροόεξιάς (Βασιλική Γεωςγιάδου) ....
Ευχαριστίες .......................................................................... Συνεργάτες ........................................................................... 1. Εισαγωγή: η αχροδεξιά (Paul Hainsworth)....................... 2. Το Εθνικό Μέτωπο: από την άνοδο στον κατακερματισμό της γαλλικής ακροδεξιάς (Paul Hainsworth)...................... 3. Ο Jörg Haider και το νέο FPÖ: πέραν του δημοκρατικού πλαισίου; (Duncan Morrow) ........................................ 4. Εξοδος από το γκέτο: η ιταλική ακροδεξιά στη δεκαετία του 1990 (Tom Gallagher) ................................................ 5. Ο δεξιός εξτρεμισμός στην ενωμένη Γερμανία (Susann Backer) ............................................................... 6. Βέλγιο: εξηγώντας τη σχέση μεταξύ του Vlaams Blok και της πόλης της Αμβέρσας (Marc Swyngedouw) ............. 7. Κάτω Χώρες: μια εξήγηση της περιορισμένης επιτυχίας της ακροδεξιάς (Cas Mudde και Joop Van Holsteyn) ......... 8. Η ακροδεξιά και η βρετανική εξαίρεση: η προτεραιότητα της πολιτικής (Roger Eatwell) ............................................ 9. Ριζοσπαστικός δεξιός λαϊκισμός στη Σκανδιναβία: από τη φορολογική εξέγερση στο νεοφιλελευθερισμό και την ξενοφοβία (Jergen Goul Andersen και Tor Bjorklund) 10. Μετά την πτώση: ο εθνικιστικός εξτρεμισμός στη μετα-κομμουνιστική Ρωσία (Michael Cox και Peter Shearman) .....................................
9 39 41 43 71 % 149 188 239 278 321
357
407 7
11. Περιθωριοποίηση ή επικρατούσα τάση; Η ακροδεξιά στη μετα-κομμουνισιική Ρουμανία (Michael Shafir) 445 12. Σερβία: εξτρεμισμός από τα πάνω και συσκότιση των ορίων δεξιάς και αριστεράς (Stan Markotich) ............................. 478 13. Η πολιτική του θυμού: η ακροδεξιά στις Ηνωμένες Πολιτείες (Michael Cox και Martin Durham)..................................... 508
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Το πολιτικό κράμα τη ς ακροδεξιάς
Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος πραγματεύεται το φαινόμενο της νέας άκρας δεξιάς, όπως αυτό σε ιδεολογικό, κομματικό/ορ γανωτικό και πολιτικό/προγραμματικό επίπεδο αποτυπώνεται κατ’ αρχάς σε ώριμες μεταπολεμικές δημοκρατίες της Ευρώπης (Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Μ. Βρε τανία, Σκανδιναβικές χώρες), αλλά και στις ΗΠΑ. Επιπλέον, η νέα άκρα δεξιά εξετάζεται με επίκεντρο νεότευκτα μετακομμουνιστικά καθεστώτα (Ρωσία, Ρουμανία, Σερβία), τα οποία εισήλθαν σε μια, συχνά ιδιότυπη, διαδικασία κοινοβσυλεντικοποίησης και σταδιακού όσο και ασταθούς εκδημοκρατισμού, μετά την κατάρ ρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην κεντρο-ανατολική Ευ ρώπη και τα Βαλκάνια. Ο επιμελητής της αγγλικής έκδοσης και έμπειρος αναλυτής της ακροδεξιάς Paul Hainsworth (βλ. Hainsworth 1992,1996,2005), ε πιχειρώντας να περιγράψει το σύνθετο αυτό φαινόμενο και, κυ ρίως, να αναδείξει τα κοινά γνωρίσματα αλλά, επίσης, την ποικι λία των εκφάνσεων όπως και τις διαφορές που διακρίνουν επιμέρους εκδηλώσεις του όλου φαινομένου, παρομοιάζει την ακροδε ξιά με «μια πολύπλοκη αλχημεία». Αποδίδοντας κάπως διαφορε τικά και επεκτείνοντας τη διατύπωσή του αυτή, θα λέγαμε ότι η α κροδεξιά σε επίπεδο ιδεολογικού λόγου, θέσεων πολιτικής και προγραμματικών στοχεύσεων, όπως και σε επίπεδο (δυνητικής) εκλογικής απήχησης στους ψηφοφόρους, παρουσιάζεται ως ένα μείγμα ετερόκλιτων στοιχείων. Αυτό προκύπτει διά μέσου συναι
ρέσεων ή ακόμη και συντήξεων των ανόμοιων και ενίοτε αταίρια στων «υλικών» που τη συγκροτούν. Όπως και στα παρακάτω θα αναπτύξουμε, η αντίληψη περί της νε'ας άκρας δεξιάς ως μιας ανορθόδοξης συνάρθρωσης στοι χείων με διαφορετική ή, ακόμη, και αντιθετική ιδεολογική, πολιτι κή και προγραμματική αφετηρία αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, γενετικό χαρακτηριστικό του όλου φαινομε'νου. Βεβαίως, με το πέρασμα του χρόνου αλλά και από περίπτωση σε περίπτωση, εί ναι εμπειρικά διαπιστωμένο ότι μεταβάλλεται η ποιότητα και τρο ποποιούνται οι αναλογίες των στοιχείων που συναρθρώνονται με ταξύ τους σε έναν ακροδεξιό κορμό. Επί παραδείγματι, εάν κατά τη δεκαετία του 1970 «δεσπόζουσα περίπτωση» (master case) της νέας άκρας δεξιάς εθεωρείτο εκείνη που σε επίπεδο προγράμμα τος και λόγου συνδύαζε τον οικονομικό φιλελευθερισμό με τον πολιτισμικό αυταρχισμό (Kitschelt και McGann 1995: 47), μια τέ τοια σύσταση και αναλογία υλικών είναι πια ξεπερασμένη. Ιδίως από τη δεκαετία του 1990, δεσπόζουσα προβάλλει πλέον η περί πτωση μιας άκρας δεξιάς που αναμειγνύει στο λόγο και τις πρακτι κές της αριστερόστροφα κοινωνικο-οικονομικά αιτήματα με υπερσυντηρητικά-δεξιόστροφα πολιτικο-πολιτισμικά πρότυπα. Πρό κειται για μια νεότερης εκδοχής άκρα δεξιά: για μια άκρα δεξιά του «τρίτου κύματος», όπως την αποκαλσύν αρκετοί αναλυτές (βλ. ενδεικτικά S. Backer στον παρόντα τόμο). Έτσι, τη διακρίνουν κατ’ αρχάς από τη συγχρωτισμένη με τα διάφορα φασιστοειδή κα τάλοιπα από τη δεκαετία του 1920 και του 1930 άκρα δεξιά της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου («πρώτο κύμα»). Τη διακρίνουν, επίσης, από την άκρα δεξιά της περιόδου του μεταβιομηχανιομου («δεύτερο κύμα»), η εμφάνιση της οποίας στις αρχές της δεκαε τίας του 1970, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνδέθηκε με τα διακυβεύματα «νέας πολιτικής» που ανέδειξε την εποχή εκείνη η ανερχόμενη νέα αριστερά. Η άκρα δεξιά του «τρίτου κύματος» προωθεί μεν αιτήματα υπέρ της διαφάνειας στο δημόσιο βίο, υπέρ της (άμεσης ή/και δημοψηφισματικής) πολιτικής συμμετοχής και τάσσεται επίσης υπέρ του κοινωνικού προστατευτισμού- ταυτο10
χρόνιος όμως υπερασπίζεται μια -βάσει εθνοθρησκευτικών και γενικότερα εθνοπολιτισμικών κριτηρίων- επιλεκτική κοινωνική φροντίδα. Επιπλέον, προβάλλει ιδιαιτέρως την ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας, εξαίροντας πα ράλληλα τη σημασία όχι μόνο των «εξωτερικών» αλλά, ιδίως, των «εσωτερικών κινδύνων», οι οποίοι σε μια εποχή παγκοσμιοποίη σης και περιορισμού της σημασίας των εθνικών ορίων έχουν διεισδύσει και «απειλούν» τα συγκαιρινά εθνικά κράτη (για τα πα ραπάνω, βλ. και Παπαδόπουλος 2004). Ο ιδεολογικο-πολιτικός και, γενικότερα, ο προγραμματικός προσανατολισμός του φαινομένου της νέας άκρας δεξιάς είναι αρκετά άνομοιογενής και μεταβαλλόμενος στο πέρασμα του χρό νου. • Μορφώματα της νέας άκρας δεξιάς εμφανίζονται, λοιπόν, να είναι άλλοτε υπέρ της ελεύθερης οικονομικής αγοράς και ενα ντίον των πολιτικών κοινωνικής αναδιανομής, ταυτοχρόνως ό μως υπέρ του «νόμου και της τάξης», υπέρ εν γένει της εθνοκρατικής ισχύος και μιας ανταρχικής αντίληψης για την πολιτι κή και την κοινωνική τάξη, όπως και κατά της πολιτισμικής ποι κιλίας των σύγχρονων κρατών. Οι Kitschelt και McGann (όπ.π.) έχουν χαρακτηρίσει ως «δεξιό-αυταρχικό» (right-authorita rian) ένα ακροδεξιό φαινόμενο που προσλαμβάνει τέτοιες εκ φράσεις. • Άλλοτε πάλι, μορφώματα της νέας άκρας δεξιάς παίρνουν θέση κατά της ελεύθερης αγοράς και υπέρ των κρατικών πολιτικών προστασίας του εισοδήματος, όπως και των πολιτικών κοινωνι κής αναδιανομής προς όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, εξαιρουμένων όμως των αλλοδαπών (μεταναστών και προσφύγων). Οι τελευταίοι αντιμετωπίζονται ως αθέμιτοι ανταγωνιστές των «γηγενών πολιτών του έθνσυς-κράτους» (na tionale Staatsbürger) όσον αφορά τη θέση τους στην αγορά ερ γασίας και τη σχέση τους με το κράτος πρόνοιας. «Προνοιακός σοβινισμός» (welfare/welfare-state chauvinism) έχει αποκληθεί ένα ακροδεξιό φαινόμενο που φέρει τα παραπάνω χαρακτηρι 11
στικά (βλ. ενδεικτικά Betz 1994: 173-74. Παπαδόπουλος 2004, ακόμα Klär κ.ά. 1989). • Τέλος, μορφιόματα της νέας άκρας δεξιάς τοποθετούνται σα φώς ενάντιον ενός εκτεταμένου δημόσιου τομέα, ο οποίος ελέγχε ται είτε από μια ευρεία κυβέρνηση συνασπισμού κομμάτων που συνεργάζονται μεταξύ τους στο πλαίσιο ενός -λιγότερο ή πε ρισσότερο- άτυπου «καρτέλ τιον κομμάτων» είτε από μια ισχυ ρή μονοκομματική κυβέρνηση mo πλαίσιο ενός νεοκορπορατιστικοΰ συστήματος διακυβέρνησης. Όμως, αυτή η εχθρότητα α πέναντι στο κράτος, που επιπλέον εκδηλώνεται ως αποστροφή για την πολιτική ηγεσία και το πολιτικό προσωπικό («πολιτική τάξη») και συνοδεύεται τόσο από αντι-φιλελεύθερες όσο και α πό αντι-κομμουνιστικές στάσεις, εμφανίζει επιλεκτική αποδοχή σε μεταϋλιστικά διακυβεύματα (προστασία περιβάλλοντος, ε λευθερία και ανοχή σε ιδιωτικές επιλογές με βάση το φύλο, διευρυμένη πολιτική συμμετοχή κ.λπ.) - πρόκειται για διακυβεύματα, την πολιτική σημασία των οποίων έχει αναδείξει από τη δεκαετία του 1960 μια «σε κοινωνικό επίπεδο ριζοσπαστικά φι λελεύθερη αριστερά» (libertarian left). Αν και έχει χαρακτηρι στεί «οριακή» μια τέτοια περίπτωση, θεωρείται παρ’ όλα αυτά μια μορφή ακροδεξιάς απόχρωσης «λαϊκιστικού αντικρατισμού» (Kitschelt και McGann 1995:21-22,42).
Σύντηξη και συναίρεση
Όπως προκύπτει από την ποικιλία στον ιδεολογικο-πολιτικό προσανατολισμό της νέας άκρας δεξιάς, αυτή εμφανιζόμενη άλλο τε με τα μορφολογικά γνωρίσματα του δεξιού ανταρχισμού, άλλοτε πάλι με εκείνα του προνοιακον σοβινισμού και άλλοτε του λαϊκιστικού αντικρατισμού, παρουσιάζεται διαρκώς ως το αποτέλεσμα της ανάμειξης και της συγχώνευσης σε έναν ενιαίο κορμό μεταξύ τους αντιφατικών ή και αντιθετικών κοινωνικών αιτημάτων και πολιτι κών ρευμάτων. Αποδίδοντας στη νέα άκρα δεξιά το χαρακτηρισμό 12
«πολύπλοκη αλχημεία», ο Hainsworth, πέρα από τα όποια ειδικά γνωρίσματα της προσάπτει, αναδεικνύει κατ' ουσίαν ακ κυρίαρχο στοιχείο της τη λειτουργία της σύντηξης και σι<ναίρεσης που, οκ δυ νατότητα, εντοπίζεται στη μήτρα του φαινομένου της νέας ακροδε ξιάς. Κατά τη γνώμη μας, η λειτουργία αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αρθεί η πολιτική χασμωδία που εμφανίζεται από τη συ νάντηση αντιφατικών και αντιθετικών πολιτικο-ιδεολογικών ρευ μάτων, αλλά και προ κ ειμένο υ να μετατραπεί αυτί] η χασμωδία σε πολυσυλλεκτικότητα (ή, τουλάχιστον, σε πολυσυλλεκτική διαθεσι μότητα) όσον αφορά τη διεισδυτικότητα της νε'ας άκρας δεξιάς στο εκλογικό σώμα. Μια τέτοια λειτουργία, η οποία θα συναιρεί ή και θα συντήκει στην ιδεολογία και τον πολιτικό/προγραμματικό λόγο της νέας άκρας δεξιάς ιδέες και αντιλήψεις μιας υπερσυντηρητικής και αυταρχικής δεξιάς, μαζί με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις του πολίτικου κέντρου ή, ακόμη, και με ορισμένες ριζοσπαστικές κοινωνικές αντιλήψεις των άκρων στα αριστερά του πολίτικου κέντρου, χρειάζεται ένα ειδικό μέσον, το οποίο θα προσανατολίζει και θα κινητοποιεί προς μια συγκεκριμένη ιδεολογικο-πολιτική κα τεύθυνση το μείγμα που προκύπτει. Η σαφής κλίση προς την ακρο δεξιά που προσλαμβάνει το συνηρημένο μείγμα, αυτή η ακροδεξιά σύντηξη, αναδεικνύεται μέσα από την προβολή και την υπεράσπιση οργανικών αντιλήψεων για το λαό και την κοινωνία, καθώς και εθνοτικών προσδιορισμών για το έθνος και την εθνική ταιπότητα, ε πικρατούσα παραλλαγή των οποίων αποτελεί η ξενοφοβία και ο διαφορικός ρατσισμός. Είναι ενδεικτικό ότι σαφή στοιχεία τέτοιων αντιλήψεων, τα οποία οδηγούν σε μια ποικιλία προκαταλήψεων, α προκάλυπτα εντοπίζονται ή, έστω, ελλοχεύουν σε επιμέρους πολιτι κά ρεύματα που συναντιόνται στην ιδεολογία και στην πολιτική και προγραμματική παρουσία της νέας ακροδεξιάς. Η επιστημονική έρευνα και η συγκριτική πολιτικο-κοινωνιολογική μελέτη της ακροδεξιάς προϋποθέτουν την αποσαφήνιση (το ίδιο όπως και την ανάδειξη της αμφισημίας ή, τουλάχιστον, την αι τιολόγηση της ασάφειας) ορισμένων κεντρικών ορισμών. Κατ’αρχάς, η αναφορά στην ακροδεξιά παραπέμπει συχνά σε ιδεολο 13
γίες, σχέδια πολιτικής δράσης, πολιτικά ρεύματα και κομματικές οργανώσεις που χωροθετικά είναι εγκαταστημένες δεξιότερα της καθεστηκυίας δεξιάς επί του οριζόντιου άξονα Αριστεράς-Δεξιάς. Αλλοτε πάλι, μια τέτοια αναφορά χαρακτηρίζει ιδεολογίες, σχε'δια πολιτικής δράσης και (κομματικε'ς ή κομματοειδείς) οργα νώσεις και ρεύματα που στρέφονται εναντίον των ατομοκεντρι κών, των ελευθεριακών και των πλουραλιστικών γνωρισμάτων της φιλελεύθερης δημοκρατίας συνολικά. 'Οταν συμβαίνει το πρώτο, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο της άκρας ή ριζοσπαστικής δεξιάς (far/radical right), ενώ όταν συμβαίνει το δεύτερο, το φαι νόμενο με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι είναι εκείνο της α κραίας ή εξτρεμιστικής δεξιάς (extreme right). Παρότι, βέβαια, οι τυπολογίες και οι ταξινομήσεις συχνά υπάρχουν για να διαψεύδονται από τις «απείθαρχες πραγματικότητες», όπως εύστοχα παρα τηρεί ο Blinkhom (1990:1-2), η ύπαρξή τους (αλλά καιη διάψευ σή τους) όσον αφορά την περιγραφή της νέας άκρας δεξιάς κατα δεικνύει την ποικιλία του φαινομένου, καθώς και το ετερόκλιτο των ιδεών και των ρευμάτων που το συγκροτούν. Η απουσία τέτοι ων τυπολογιών και ταξινομήσεων με το επιχείρημα της αναλυτι κής τους ανεπάρκειας συντείνει τελικώς στην υπαγωγή των επιμέρους διαφορετικών εκδηλώσεων της νέας άκρας δεξιάς σε μια γενικευτική και γι’ αυτό συχνά διαστρεβλωτική τής όντως «απείθαρ χης πραγματικότητας» ετικέτα-εννοιολογική κατηγορία. Με άλλα λόγια, αν για τον ένα ή τον άλλο λόγο υπερβούμε τις τυπολογίες και ταξινομήσεις της ακροδεξιάς, όχι μόνο υποβαθμίζουμε τις διαφορετικές εκφάνσεις που εντοπίζονται στο εσωτερικό της, αλ λά -ευθέως ή εμμέσως- συνηγορούμε υπέρ των εννοιολογικών γε νικεύσεων που συσκοτίζουν το περιεχόμενο αυτής της «πολύπλο κης αλχημείας». Η παρατήρηση του Betz (1998: 3), ότι «η εννοιολογική κατηγορία του δεξιού εξτρεμισμσύ -ή ακόμη χειρότερα του νεο-φασισμού- ελάχιστα μπορεί να συλλάβει τη φύση της σύγ χρονης δεξιάς», ενώ αντιθέτως «ο προγραμματικός ριζοσπαστι σμός και η προσφυγή στο λαϊκισμό» είναι σε θέση να περιγράψουν τις εκδηλώσεις της νέας άκρας δεξιάς σε πολλές σύγχρονες 14
αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, στηρίζει την άποψη ότι η εννοιολογική διαφοροποίηση, ακόμη και όταν διαψεύδεται από την κοινωνική πραγματικότητα, είναι προσφορότερη για την κατα νόηση των κοινωνικών φαινομένων από ό,τι μια εννοιολογική γε νίκευση. Μόνο που συχνά η εννοιολογική (υπερ-)γενίκευση αποδεικνύεται ένα σαφώς ελκυστικότερο μιντιακό προϊόν, αλλά και ε'να προϊόν που ενίοτε προσφε'ρεται περισσότερο στην πολιτική διαμάχη και τον εκλογικό ανταγωνισμό από ό,τι η εννοιολογική διαφοροποίηση. Παρά τις όποιες, λιγόιερο ή περισσότερο εύλογες, αντιρρήσεις και χωρίς «να ενδώσουμε σε μια πραγματιστική προ σέγγιση» του φαινομένου, αποδίδοντας στη νέα άκρα δεξιά έναν α μετάβλητο «κοινό πυρήνα χαρακτηριστικών» (βλ. σχ. Hainsworth στον παρόντα τόμο), θα εμμείνουμε σε ορισμένες βασικές διακρί σεις που -κατά τη γνώμη μας και κατά τη γνώμη αρκετών έμπει ρων ερευνητών της άκρας δεξιάς- βοηθουν στην αναλυτική προ σέγγιση του φαινομένου.
Ακροδεξιά διαθεσιμότητα
Η άκρα/ριζοσπαστική δεξιά της ύστερης μεταπολεμικής επο χής κάνει την εμφάνισή της στα τέλη της δεκαετίας του 1960/αρχές του 1970. Πρόκειται για μια νέα άκρα ή νέα ριζοσπαστική δεξιά («δεύτερο κΰμα»), η οποία δεν αποτελεί συνέχεια των πολιτικών ρευμάτων και των πολιτικών κομμάτων που συστάθηκαν αμέσως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο («πρώτο κύμα») και ήταν διαποτισμένα από το ολοκληρωτικό πνεύμα της δεκαετίας του 1920 και 1930. Παρότι δεν θα πρέπει να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι, ιδίως σε επίπεδο στελεχικού δυναμικού, η νέα άκρα δεξιά αρκετές φο ρές (καλυμμένα ή και απροκάλυπτα) ενισχύθηκε έπειτα από δια σταύρωσή της με την παλιά άκρα δεξιά της προπολεμικής και, ι δίως, της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, δεν είναι η πολιτική/ προγραμματική ούτε η ιδεολογική συνέχεια με το φασισμό που δημιουργεί το κατάλληλο υπόστρωμα για την ανάδειξή της. 15
Η νέα άκρα/ριζοσπαστική δεξιά, σύμφωνα με μια πολυσυζητη μένη ανάλυση των Scheuch και Klingemann ( 1967:11 -29), εμφανί ζεται ως μια «κανονική παθολογία των συγχρόνων βιομηχανικών κοινωνιών». Παρουσιάζεται, με άλλα λόγια, ως ένα λίγο-πολύ α ναμενόμενο και επαναλαμβανόμενο αποτέλεσμα, το οποίο αναδεικνύεται από τις ακραίες κοινωνικές αντιδράσεις -εκείνες που δεν στοιχίζονται στις «κανονικές» αντιδράσεις των δυνάμεων του πολίτικου κέντρου- απέναντι στις άνισες συνέπειες του οικονομι κού εκσυγχρονισμού και του μεταβιομηχανισμοΰ, που αφήνουν πί σω τους αρκετούς «χαμένους». Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι, παρότι η νέα άκρα δεξιά εμφανίζεται με φόντο τη δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία των εκάστοτε «χαμένων», παρότι επίσης προ βάλλει συστηματικά, μεγεθύνει και επενδύει στα κάθε είδους αρ νητικά -ενίοτε και εκδικητικά και μισαλλόδοξα- συναισθήματά τους, η ίδια δεν αποτελεί'μια αντανάκλαση και μόνο των διαθέσε ων που καταγράφονται μεταξύ των «θυμάτων του εκσυγχρονι σμού». Ακόμη και αν τα (σε ενεστώτα χρόνο, πραγματικά ή εν δυ νάμει) «θύματα του εκσυγχρονισμού» (χειρώνακτες, ελεύθεροι μικροεπαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, χαμηλά υπαλληλι κά στρώματα, συνταξιούχοι, άνεργοι, νέοι), συγκρινόμενα με τους «κερδισμένους του εκσυγχρονισμού» (ανώτερα υπαλληλικά στρώματα, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, άτο μα υψηλού μορφωτικού/εκπαιδευτικού επιπέδου), παρουσιάζουν μια σαφώς μεγαλύτερη πολιτική και εκλογική διαθεσιμότητα για τη νέα άκρα δεξιά, η πολιτική και εκλογική της στήριξη είναι συ νάρτηση της όλης διάταξης των πολιτικών δυνάμεων μέσα σιην πολιτική αγορά, καθώς και της ποιότητας του κομματικού αντα γωνισμού συνολικά (Kitschelt και McGann 1995: 10-11, 14-17). Υπ’ αυτήν την έννοια, η πολιτική και εκλογική στήριξη της νέας ά κρας δεξιάς δεν συναρτάται μονομερώς με τις συνέπειες του εκ συγχρονισμού. Επιπλέον, η δύναμή της θα εξαρτηθεί από το εάν «οι εκλογείς είναι επαρκώς δυσαρεστημένοι από τα υπάρχοντα μετριοπαθή συντηρητικά και μετριοπαθή αριστερά ή σοσιαλδημο κρατικά κόμματα» (όπ.π., 14), τα οποία καλούνται να αντιμετωπί 16
σουν τις προαναφερθείσες συνέπειες. Εφόσον οι εκλογείς κρί νουν, λοιπόν, ότι η σύγκλιση σε επίπεδο κομματικού ανταγωνι σμού έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα κόμματα να είναι μεταξύ τους «δυνητικώς μη διακρινόμενα» και, άρα, πρωτίστως ενδιαφερόμενα να «μεγιστοποιούν τον αριθμό των ψήφων» τους αλλά, στην πραγματικότητα, αδιάφορα για την επίλυση των προ βλημάτων της κοινωνίας, είναι ιδιαιτέρως πιθανό μια υφιστάμενη ακροδεξιά διαθεσιμότητα στο εκλογικό σώμα, που υπό κανονικές συνθήκες εκτονώνεται διαχεόμενη στα κατεστημένα κόμματα, να μετατραπείσε ακροδεξιά ψήφο (όπ.π., 17). Επανερχόμαστε, τώρα, στην άποψη των Scheuch και Klinge mann περί της νέας άκρας δεξιάς ως μιας «κανονικής παθολο γίας», άποψη που συν τοις άλλοις σχετίζεται με τις διεργασίες κα τακερματισμού του υποκειμένου και των συλλογικών του ταυτοτή των στο εσωτερικό μιας λειτουργικά διαφοροποιημένης και γορ γά μεταβαλλόμενης νεωτερικής κοινωνίας. Τη στιγμή, λοιπόν, κα τά την οποία οι νεωτερικές κοινωνίες βιώνουν έναν βαθύ δομικό μετασχηματισμό, μια περαιτέρω λειτουργική διαφοροποίησή τους. αλλά και μια διευρυνόμενη ιδεολογικο-πολιτική ρευστότητα και εξατομίκευση (Beck 1999, Beck και Ziegler 2000), η νέα άκρα δεξιά υπερθεματίζει σε συνεκτικές συλλογικές παραστάσεις και καλλιεργεί προσδοκίες μιας εθνοτικά και πολιτισμικά ομογενοποιημένης, κρατοκεντρικής, αλλά και δημοψηφισματικής και προσωποκεντρικής κοινωνίας (βλ. Minkenberg 1998: 255). Χωρίς να προσβλέπουν σε μια ριζική ανατροπή του status quo, οι δυνάμεις και τα ρεύματα της νέας άκρας και ριζοσπαστικής δεξιάς φλερτά ρουν ωστόσο ανοικτά με την ιδέα ενός status quo ante (Minken berg 1994: 172). Στον πυρήνα μιας τέτοιας καθεστηκυίας τάξης που αρύεται τις ρίζες της από ένα πρώιμο ή και προ-νεωτερικό παρελθόν, κεντρική θέση καταλαμβάνει η κλειστή εθνοπολιτισμική κοινότητα και το ισχυρό κράτος. Το τελευταίο, στο καθαρά οι κονομικό πεδίο, προκρίνει πολιτικές της ελεύθερης αγοράς, οι ο ποίες συνήθως δεν διαφέρουν από τις οικονομικές πολιτικές που προτείνουν και εφαρμόζουν τα κόμματα και οι κυβερνήσεις της 17
κατεστημένης δεξιάς. Σε ό,τι όμως αφορά τη δράση του στα υπό λοιπα πεδία άσκησης πολιτικής, το ισχυρό κράτος της νέας άκρας δεξιάς είναι επιφορτισμένο να διαφυλάττει τη δεσπόζουσα θέση της κλειστής εθνοπολιτισμικής κοινότητας, περιορίζοντας αν χρειαστεί την «ποικιλία και ατομική αυτονομία στις πολιτισμικές εκφράσεις» του πληθυσμού (Kitschclt και McGann 1995: 2). Ένα τέτοιο κράτος προωθεί πατερναλιστικά το «κοινό καλό» της κλει στής εθνοπολιτισμικής κοινότητας και όχι το «συλλογικό συμφέ ρον» των οργανωμένων αλλά εθνοπολιστισμικά αδιάφορων κοινωνικο-οικονομικών συμφερόντων (Birsl 2002:35). Όμως, ένα τέ τοιο ισχυρό και ιεραρχημένο κράτος, ει δυνατόν υποσιασιοποιημένο στο πρόσωπο ενός χαρισματικού ηγέτη, έρχεται ηθικά να α παξιώσει και εν γένει να περιορίσει το ρόλο των διαμεσολαβητικών θεσμών (ιδίως των πολιτικών κομμάτων), αλλά και των ενδιά μεσων αρχών του δημοκρατικού συστήματος αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης (της πολιτικής ελίτ και της κρατικής γραφειοκρα τίας), προσβλέποντας στην οικοδόμηση μιας άμεσης και απευθεί ας σχέσης με το Λαό.
Λαϊκισμός και ακροδκξιά
Είναι, άραγε, λαϊκιστική (και αν ναι, γιατί) μια τέτοια νέα ά κρα και ριζοσπαστική δεξιά; Κατά τη γνώμη μας, το ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά, αν και όχι (μόνο και κυρίως) για τους λόγους που συνήθως επισημαίνονται. Συχνά στη βιβλιο γραφία, για την περιγραφή της νέας άκρας/ριζοσπαστικής δεξιάς υιοθετείται ο όρος «ριζοσπαστικός δεξιός λαϊκισμός» (radical right-wing populism) και τα κόμματα ή κινήματα της νέας άκρας δεξιάς χαρακτηρίζονται ως «νεο-λαϊχιστικά» (neo-populist) (εν δεικτικά βλ. Betz 1994, Betz και Immerfall 1998, Mény και Surel 2002). Να σημειωθεί, βέβαια, ότι αρκετοί από εκείνους που απο δίδουν στην ακροδεξιά λαϊκισμό έχουν μια μάλλον μερική, ενίοτε και απλουστευμένη, αντίληψη για το λαϊκισιικό φαινόμενο συνο 18
λικά: ορίζουν κατ’ αρχάς ως λαϊκισμό κάθε κοινωνική αντίδραση που στρέφεται εναντίον των αντιπροσωπευτικών θεσμών και των πολιτικών αλλά και των πνευματικών ελίτ, αντίδραση που όντως ε ντοπίζεται σε ποικίλες εκφάνσεις και εκδηλώσεις της νέας άκρας δεξιάς- κατά δεύτερον (και σημαντικότερο), εξαντλούν το λαϊκι σμό στις ιδεολογικές και, προ πάντων, στις εκφραστικές του συνι στώσες. Λαϊκισμός και ακροδεξιά, παρά τις όποιες εκλεκτικές συγγένειές τους, είναι κατά βάση φαινόμενα διακριτά. Εφόσον ο λαϊκισμός εκληφθεί ως «αντίδραση στις δομές κυριαρχίας», στρε φόμενος άλλοτε εναντίον της αγοράς και άλλοτε εναντίον του κράτους (Canovan 1999: 4), μπορεί εξίσου να χαρακτηρίζει μορ φώματα και εκδηλώσεις δεξιόστροφης και αριστερόστροφης ιδεολογικο-πολιτικής προέλευσης. Όσον αφορά την ακροδεξιά, προ πάντων στην εξτρεμιστική εκδοχή της (extreme right, βλ. παρακά τω). αυτή αποτελεί μια «αντινεωτερική μορφή διαμαρτυρίας» (Jaschke 1994: 31), καθώς στρέφεται εναντίον των πλουραλιστικών, ισονομιστικών και ατομοκεντρικών αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας υπερασπιζόμενη, με κάθε μέσον, ένα «μονιστικό» καθεστώς: δηλαδή «κλειστό στο δημοκρατικό ανταγωνισμό στο πλαίσιο της πολιτικής αγοράς, είτε από μια ογκώδη πλειοψηφία είτε από μια μειοψηφία που αποκλείει τους αντιπάλους» (Lipset και Raab 1978:428). Παρά την όποια εκλεκτική συγγένεια αλλά και τις διαφορές λαϊκισμού και ακροδεξιάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ακροδε ξιές εκδηλώσεις και μορφώματα πιθανώς να καθίστανται σε μερί δα της κοινής γνώμης πολιτικώς πιο αποδεκτά ή, τουλάχιστον, όχι περισσότερο κακόφημα από ό,τι άλλες παρεμφερείς εκδηλώσεις και μορφώματα, ωστόσο επί της ουσίας εξεταζόμενα δεν μετακι νούνται εγγύτερα του πολιτικού κέντρου εάν αποδοθεί σε αυτά η ιδιοπροσωπία του λαϊκισμού. Αναλυόμενα από τη σκοπιά του πολιτικού τους στυλ και περιε χομένου (policy style - policy content) καθώς και του πολιτικού τους λόγου (political discourse) (καταγγελία των ελίτ, υπέρ του νό!*ου και της τάξης, κατά της ισότιμης συμμετοχής των μεταναστών 19
στην αγορά εργασίας και το κοινωνικό κράτος, υπέρ της διαφά νειας αλλά και της διαδικαστικής αμεσότητας -σε αντίθεση προς την αντιπροσωπευτικότητα- στην επιλογή κατάλληλων λύσεων για τα διάφορα προβλήματα), τα μορφώματα της νέας άκρας δε ξιάς που. εκφραστικώς, συχνά υπερασπίζονται τα παραπάνω, ανταποκρίνονται σημαντικά στα προαπαιτουμενα της λαϊκιατικής ιδεολογίας και των πολιτικών στοχεΰσειον του λαϊκισμού. Για να διατυπώσουμε διαφορετικά τη φράση που προηγήθηκε: ο καταγγελτικός λόγος της νε'ας άκρας δεξιάς, ο οποίος στοχεύει να «ξε μπροστιάσει» τους ανταγωνιστές και υπονομευτές «του Λαού» (την ελίτ, τους μετανάστες, τους εγχώριους και ξένους σελέμηδες) και να επιτιμήσει όλα όσα και όσους (κατεστημένα κόμματα, πο λιτική ηγεσία, σώματα αντιπροσώπευσης) εσκεμμένα αγνοούν και παρακάμπτουν τις υπάρχουσες απλές λύσεις στα διάφορα προβλήματα, ανταποκρίνεται στον -κατά Lauclau (1983)- ιδεότυπο του ιδεολογικού λόγου του λαϊκισμού. «Η θέση μας είναι ότι ο λαϊκισμός συνίσταται στην ανασύνθεση των λαϊκο-δημοκρατικών εγκλήσεων ως πλέγμα αντιθετικό προς την κυρίαρχη ιδεολογία», υποστηρίζει ο Laclau (1983:194). Η «ανασύνθεση» αυτή ξεκινά ό ταν παύει να ισχύει η «συνάρθρωση των λαϊκο-δημοκρατικών ιδε ολογιών στον κυρίαρχο λόγο», όταν δηλαδή σταματά η «απορρό φηση κάθε στοιχείου τους που αποτελεί μια απλή διαφορική ιδιαι τερότητα» και η ανάδειξη εκείνων των στοιχείων του ιδεολογικού λόγου «που τείνουν να μετατρέψουν την ιδιαιτερότητα σε σύμβο λο ανταγωνισμού» (Laclau 1983:194-95). Ο Laclau (1983:195) συ μπληρώνει και έτσι συνοψίζει το περιεχόμενο του λαϊκισμού ως ι δεολογίας, εφόσον σύμφωνα με τον ίδιο «ο λαϊκισμός αρχίζει στο σημείο όπου τα λαϊκο-δημοκρατικά στοιχεία παρουσιάζονται ως μια ανταγωνιστική επιλογή εναντίον της ιδεολογίας του άρχοντος συγκροτήματος». Η αντίληψη ότι «ο “λαϊκισμός” εκδηλώνεται σε ένα ειδικό ιδε ολογικό πεδίο», εκείνο «που συγκροτείται από τη διπλή άρθρωση του πολιτικού λόγου» ή, αλλιώς, από τη «διαλεκτική ένταση μετα ξύ του “λαού” και των “τάξεων”» και ότι, επομένως, λαϊκισμός δεν 20
είναι παρά «η ειδική μορφή αυτή; της συνάρθρυχτης» του «λαοί·» στο λόγο μιας «τάξης», προκειμένου η τελευταία να επιβάλλει την ηγεμονία της, αποτελεί τον κατά Laclau (1983: 219-20) ορισμό του λαϊκισμού. Ταυτοχρόνιυς. συνιστά το σημείο συνάντησης των από ψεων περί της νέας άκρας δεξιά; ως ιδεολογικού μορφώματος δε ξιόστροφης ριζοσπαστικής λαϊκιστικής απόκλισης (radical rightwing populism). Σε ιδεολογικά, λοιπόν, μορφώματα τέτοιου τύπου πραγματώνεται μια ιδιαίτερη «διασύνδεση» μεταξύ της ακροδε ξιάς ιδεολογίας και της λαϊκιστικής ρητορείας (Birsl 2002: 34). Η διασύνδεση αυτή -σύμφωνα με τον Betz ( 1998: 5)- «φορτίζει συ ναισθηματικά» κατ’ αρχάς εκείνους που είναι ήόη πολιτικο-εκλογικά διαθέσιμοι για την άκρα δεξιά, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα «πολιτικό κεφάλαιο» υπέρ της. Ένα τέτοιο ενδεχό μενο δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ούτε να αγνοηθεί, προκειμένου προ πάντων να εξηγηθούν διακυμάνσεις οτη διαθεσιμότητα του ε κλογικού σώματος για μια ακραία/ριζοσπαστική δεξιά με λαϊκι<πικό ιδεολογικό λόγο.
Ακροδεξιές αντιφάσεις
Ωστόσο, η ανάλυση του λαϊκισμού από τη σκοπιά του λόγου ε πιτυγχάνει μια μερική προσέγγιση του φαινομένου. Όπως διατεί νεται η Canovan ( 1999:3), οχετικά με το λαϊκισμό «αποσαφήνιση (...) μπορεί να επιτευχθεί εάν στρέφουμε την προσοχή μας από την ιδεολογία και το περιεχόμενο της πολιτικής (...) σε όομιχές προσεγγίσεις». Με άλλα λόγια, εάν αντιληφθούμε τις εκκλήσεις «στο λαό» ως εναντίωση τόσο στις κυρίαρχες ιδέες και αξίες της κοινωνίας όσο και στις καθεστηκυίες δομές κυριαρχίας (όπ.π.). Ο λαϊκισμός ως εναντίωση στις καθεστηκυίες δομές κυριαρχίας, ό πως κι αν αυτές εξειδικεύονται κάθε φορά ανάλογα με την περίί’ταση, μας βοηθά να κατανοήσουμε ορισμένες, εκ πρώτης όψεως αντιφατικές, επιλογές και στάσεις. Μας βοηθά, επί παραδείγματι, να κατανοήσουμε γιατί η νέα άκρα δεξιά είναι άλλοτε υπέρ της ε 21
λεύθερης αγοράς και άλλοτε πάλι υπέρ της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, άλλοτε παρουσιάζεται ως πολέμιος των ανταγω νιστικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και άλλοτε πάλι ως πολέμιος των συναινετικών, συμβιωτικών και διαπραγμα τευτικών της δομών. Εξάλλου, μια τέτοιου τύπου δομική προσέγ γιση του λαϊκισμού θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε βαθύτερα τη συχνά παρατηρούμενη ανομοιογένεια στην κοινωνικο-δημογραφική σύνθεση αλλά και την ποικιλία στον αξιακό προσανατολισμό «του Λαού» που εμφανίζεται πολιτικο-εκλογικά διαθέσιμος για την ενίοτε εξίσου αξιακά επαμφοτερίζουσα νέα άκρα δεξιά. Μπορεί σήμερα πλέον να μη θεωρείται μια «δεσπόζουσα περί πτωση», ας μην ξεχνούμε ωστόσο ότι η εμφάνιση της νέας άκρας/ριζοσπαστικής δεξιάς στα τέλη της δεκαετίας του 1960/αρχές του 1970 (βλ. τις περιπτώσεις των Κομμάτων της Προόδου σε Δανία - Fremskridtspartiet και Νορβηγία - Fremskritt-spartiet) ση μαδεύτηκε από την ιδιαιτέρως πολιτικά αμφιταλαντευόμενη στά ση της: «να υπερασπίζεται δεξιόστροφες, καθαρά μονεταριστικές πολιτικές της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς και “αυταρχικές” ιεραρχικές διευθετήσεις σε ό,τι αφορά τη διαδικαστική διάσταση της πολιτικής (politics), σε συνδυασμό με θέσεις υπέρ του περιορι σμού της ποικιλίας και της ατομικής αυτονομίας σε ό,τι αφορά τις πο λιτισμικές εκφράσεις» μέσα στην κοινωνία (Kitschelt και McGann 1995: 2). Εάν επικεντρωθούμε στη δομική διάσταση του λαϊκιστικού φαινομένου, όπως μας προτείνει η Canovan (1999:2-3,8), ο λαϊκι σμός αναδεικνύεται ως ένα αποτέλεσμα αναπότρεπτων «εντάσε ων» που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό ενός δημοκρατικού κα θεστώτος. Σε αυτό συναντιόνται δύο επιμέρους διαστάσεις της σύχρονης δημοκρατικής αρχής: η «λυτρωτική» (redemptive) και η «ρεαλιστική» (pragmatic) διάσταση, ισχυρίζεται η Canovan (όπ.π.). Η σχάση μεταξύ της «λυτρωτικής» και της «ρεαλιστικής» διάστασης της δημοκρατίας είναι εγγενής σε οποιοδήποτε καθε στώς μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ ταυτοχρόνως η σχάση αυτή παραπέμπει στις δύο κατά Dahl (2001) αντιλήψεις για 22
τη δημοκρατία αφενός ως ενός «ιδεώδους» και αφετέρου ως μιας «πραγματικότητας». Οι δύο αυτές αντιλήψεις για τη δημοκρατία την καθιστούν διαρκώς ευάλωτη σε μια ελλοχεύουσα σύγχυση, α ποτέλεσμα της ανυπέρβλητης συνύφανσης μεταξύ του «τι και ποια είναι» η ιδεώδης δημοκρατία και του «τι και πώς είναι» ένα πραγ ματικό/εφαρμοσμένο δημοκρατικό καθεστώς (Dahl 2001: 50). Μεταξύ της δημοκρατίας ως ενός ιδεώδους και της δημοκρατίας ως ενός εν τη ευρεία εννοία συστήματος διακυβέρνησης υφίσιαται ένα «χάσμα» και μια συνεχής «ένταση» (Canovan 1999: 8, 9). Όσο διευρύνεται αυτό το χάσμα και όσο πληθαίνουν αλλά και οξύνονται οι εντάσεις εξαιτίας των δύο διαστάσεων της δημοκρα τίας που συνυπάρχουν, με άλλα λόγια όσο οι παραστάσεις για την «ουσία» της δημοκρατίας αλλά και οι αυξανόμενες προσδοκίες «του Λαού» από τη δημοκρατία υπολείπονται ή και διαψεύδονται από τα αποτελέσματα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, τόσο πι θανότερο προβάλλει το ενδεχόμενο, το λαϊκκττικό φαινόμενο -υ πό κάποια του μορφή: κινηματική ή κομματική, αλλά και ακροδε ξιά/ριζοσπαστική ή και ακροαριστερή/εξτρεμιστική- να κατορ θώσει να εκδηλωθεί (όπ.π.). Με βάση τα παραπάνω, τα διάφορα μορφώματα της νέας ά κρας και ριζοσπαστικής δεξιάς θα μπορούσαν να χαρακτηρι στούν αυθεντικά (νεο-)λαϊχιστιχά. Είναι αυθεντικά (νεο-)λαϊκιστικά, διότι ανταποκρίνονται όχι μόνο στα προαπαιτούμενα του ι δεολογικού λόγου του λαϊκισμού, αλλά επιπλέον και, κυρίως, διό τι: • είναι ικανά να συγχωνεύουν στην πολιτική και το πρόγραμμά τους αντιφατικά και αντιθετικά πολιτικά ρεύματα, με πρ^£λευση τόσο από το πολιτικό κέντρο όσο και από τα πολιτικά άκρα1 • είναι σε θέση να συναιρούν στον κορμό των ακροδεξιών/ριζο σπαστικών μορφωμάτων διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις, αποκλίνουσες προσδοκίες και επιμέρους συμφέροντα των «κα θημερινών ανθρώπων» εν ονόματι ενός οργανικά ενωμένου «Λαού»· 23
• εν τέλει, είναι -κατά τη γνώμη μας- αυθεντικά (νεο-)λαϊκιστικά μορφώματα οι οργανώσεις και τα κόμματα της νέας άκρας δε ξιάς επειδή, δημαγωγικά, εκφράζουν μια βαθύτερη προσδοκία υπέρβασης της σχάσης μεταξύ της «λυτρωτικής» και της «ρεαλι στικής» διάστασης της δημοκρατίας. Για να επαναδιατυπώσουμε τη φράση που προηγήθηκε, είναι αυθεντικά (νεο-)λαϊκιστικά τα μορφώματα αυτά, επειδή παραπλανητικά προβάλλουν την ι δέα ενός πολίτικου κράματος ως μορφής κράτους που αναδεικνύεται από τη σύντηξη του «ιδεώδους» και της «πραγματικότη τας» του σύγχρονου δημοκρατικού καθεστώτος. Όμως, η αλή θεια είναι ότι οι οργανώσεις και τα κόμματα της νέας άκρας δε ξιάς δεν υπερασπίζονται παρά την προσαρμογή της υφιστάμε νης δημοκρατικής πραγματικότητας (η οποία σε επίπεδο αρχών και κανόνων δικαίου είναι ανεκτική και, επιπλέον, de facto πολυπολιτισμική) στα πρότυπα ενός επιλεκτικού εθνολαϊκκπικού καθεστώτος (που εφαρμόζει πολιτισμικές ή και άλλες διακρί σεις στην εφαρμογή των αρχών του). Ένα τέτοιο καθεστώς, α κόμη και αν τυπικά συμμερίζεται τη δημοκρατική αρχή και κι νείται εντός του πλαισίου της υφιστάμενης συνταγματικής τά ξης, ακροβατεί στην οριογραμμή των εφαρμοζόμενων αξιών και ιδεωδών της (βλ. και Minkenberg 1997:84-85).
Σχοινοβατώντας στην οριογραμμη
Ο πρώην Γερμανός καγκελάριος Helmut Schmidt, έχοντας να αντιμετωπίσει στη διάρκεια της θητείας του (1974-82) το φαινόμε νο του ακροαριστερού εξτρεμισμού, είχε διατυπώσει τη άποψη (για την οποία του ασκήθηκε αρκετή κριτική από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος) ότι όποιος σχοινοβατεί στην οριογραμμή του συστήματος, στην πραγματικότητα βρίσκεται ήδη εκτός του. Τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίληψη φαίνεται να κυριαρχεί σε αρκετούς μελετητές της νέας άκρας δεξιάς, οι οποίοι θεωρούν τον όρο «ακραία» ή «εξτρεμιστική δεξιά» ως «τον κατάλληλο γενι24
nô όρο» για την περιγραφή του φαινομένου της μεταπολεμικής δε ξιάς, το οποίο -ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων εκφράσεων και παραλ λαγών του- τοποθετείται ιδεολογικο-πολιτικά πέραν της κατεστημέ νης δεξιάς και της καθεστηκυίας πολιτικής τάξης γενικά. Όπως ή δη έχουμε αναφέρει, ο παρών συλλογικός τόμος πραγματεύεται φαινόμενα τόσο της άκρας ή ριζοσπαστικής δεξιάς (far/radical right) όσο και της ακραίας ή εξτρεμιστικής δεξιάς (extreme right). Ο επιμελητής της αγγλικής έκδοσης επιλέγει, ωστόσο, να υιοθετή σει για όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα και τις οργανώσεις που ανα λύονται σιο βιβλίο την εννοιολογική ετικέτα της ακραίας/εξτρεμιστικής δεξιάς. Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου, ο αγγλικός όρος «extreme right» μεταφράστηκε ως «ακροδεξιά», όχι τόσο για να α ποδοθεί με απόλυτη γλωσσική αυστηρότητα ο όρος του πρωτοτύ που κειμένου, αλλά πιο πολύ προκειμένου η μετάφραση να ανταποκριθεί σιο εννοιολογικό φορτίο που η έννοια προσλαμβάνει λόγω της συγκεκριμένης χρήσης της από τον Hainsworth και άλλους συγγραφείς του ανά χείρας τόμου. Σύμφωνα με αυτούς, λοιπόν, «ακροδεξιά» δεν χαρακτηρίζονται μόνο αντινεωτερικά μορφώμα τα που -σε ορισμένες περιπτώσεις μη αποκλείοντας ακόμη και τη χρήση βίας- στρέφονται εναντίον των πλσυραλιστικών, ισονομιστικών και ατομοκεντρικών αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Επιπλέον, «ακροδεξιά» χαρακτηρίζο νται και τα μορφώματα εκείνα που παρότι δεν ανταποκρίνονιαι ε πακριβώς στον ιδεότυπο του πολιτικού εξτρεμισμού ή, σε ορισμέ να σημεία, μπορεί εμφανώς να αποκλίνουν από τον ιδεότυπο αυτό, ωστόσο συγκρινόμενα με τα υπόλοιπα συναφή μορφώματα που υ πάρχουν σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς, αποκλίνουν αισθητά από την επικρατούσα τάση (Minkenberg 1997:84-85, αλ λά και Andersen και Bjerklund στον παρόντα τόμο). Αυτός ο εκτατικός και επιστημονικά πιο χαλαρός ορισμός της '»χραίας/εξτρεμιστικής δεξιάς που εμφανίζεται στο βιβλίο, σύμιμκνα με τον οποίο ως ακραίο λογίζεται κάθε κόμμα, οργάνωση ή θεολογία που τοποθετείται πέραν του (ούτως ή άλλως ιδεολογι■Ό-πολιτικά όχι αυστηρά περιχαρακωμένου) χώρου του πολιτικού 25
κέντρου (βλ. Link 1998), δεν συνιστά απλώς μια παράκαμψη των δυσκολιών που σχετίζονται με τη χρήση, αλλά και τη μεταφραστι κή απόδοση τέτοιου είδους πολιτικά φορτισμένων και, άρα, δύ σχρηστων εννοιών (Hainsworth στον παρόντα τόμο). Στην πραγ ματικότητα όλες οι εκδηλώσεις και όλα τα ρεύματα του ευρύτερου φαινομένου της νέας δεξιάς -της ριζοσπαστικής, της λάίκιστικής και της εξτρεμιστικής- είναι ακραία, υπό την προϋπόθεση ότι, έ τσι ή αλλιώς, όλα είναι σε θέση να παρασύρουν προς τις δικές τους αντιλήψεις τις κατεστημένες δυνάμεις του πολιτικού κέντρου. Μια τέτοιου είδους μετακίνηση των δυνάμεων του πολιτικού κέντρου προς τον ιδεολογικό λόγο και τις πολιτικές και προγραμματικές θέσεις της νέας άκρας δεξιάς έγινε ιδιαίτερα ορατή με επίκεντρο το διακύβευμα «πρόσφυγες και μετανάστες». Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και με επίκεντρο το συγκεκριμένο διακύβευμα, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κόμματα άρχισαν να ε φαρμόζουν τακτικές κατ’ αρχάς δικής τους «προσαρμογής» απέ ναντι στη νέα άκρα δεξιά. Στο πλαίσιο αυτών των τακτικών προ σαρμογής υιοθετήθηκαν ορισμένα αιτήματα της νέας ακροδεξιάς για αυστηρότερη νομοθεσία και για επιπλέον ελέγχους και περιο ρισμούς σε ό,τι αφορά προ πάντων το ζήτημα της χορήγησης ασύ λου σε πρόσφυγες, αλλά και στο ζήτημα της παροχής άδειας εγκα τάστασης και εργασίας σε μετανάστες (αναλυτικά για το ζήτημα αυτό, βλ. Baumgartl και Favell 1995). Συγκεκριμένα μέτρα που ελήφθησαν ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και εκλογικής ενίσχυσης των δυνάμεων της νέας α κροδεξιάς, αφορούσαν είτε την επιβολή ενός επιτρεπόμενου ανωτάτσυ αριθμητικού ορίου στην είσοδο μεταναστών ετησίως (Αυστρία/1993) είτε την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων για ένω ση των οικογενειών των μεταναστών στις χώρες υποδοχής (Δανία/1992) είτε την ψήφιση ενός νέου μεταναστευτικού νόμου (Ολλανδία/1993) ή την επιβολή περιορισμών στην παροχή ασύλου (Γερμανία/1993) (Baumgartl και Favell 1995: 19, 91, 138-9, 232). Με την υιοθέτηση τακτικών «προσαρμογής», ευρωπαϊκές κυβερ νήσεις και κατεστημένα κόμματα του πολιτικού κέντρου προσδο 26
κούσαν να προκύψει στη συνέχεια και η «προσαρμογή» της νέας άκρας δεξιάς στους κανόνες του κοινοβουλευτισμού και στις α παιτήσεις της διακυβέρνησης. Βέβαια, με τις τακτικές «προσαρ μογής» εγκαταλείφθηκαν ή παρακάμφθηκαν οι τακτικές πολιτι κής «περιθωριοποίησης» της νέας ακροδεξιάς που, με εξαίρεση κυρίως τη Γαλλία, φαίνεται διαρκώς να χαλαρώνουν (για τις δυο «τακτικές» Widfeldt 2001: 8). Προκρίνοντας, μάλιστα, τις τακτι κές «προσαρμογής» από τις τακτικές «περιθωριοποίησης», ορι σμένα κόμματα της καθεστηκυίας δεξιάς συμφώνησαν στην προο πτική κυβερνητικής συνεργασίας τους με κόμματα της άκρας και λαϊκιστικής δεξιάς. Εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Αυστρίας και ο κυβερνητικός συνασπισμός που προέκυψε μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος (ÖVP) υπό τον Wolfgang Schüssel και του FPÖ υπό τον Jörg Haider (που πλέον, τύποις του λάχιστον, βρίσκεται υπό την ηγεσία του Mathias Reichhold). Ο συνασπισμός αυτός διαρκεί από το 2000 έως σήμερα, μάλιστα πα ρά την πρόσκαιρη διάλυσή του και την πρόωρη προκήρυξη εκλο γών το 2002, από τις οποίες εν τέλει προήλθε η ανανέωση της πα ραπάνω συνεργασίας. Οι τακτικές «προσαρμογής» που εφαρμόζονται στοχεύουν κατ’ αρχάς να κατευνάσουν τα ξενοφοβικά συναισθήματα του πληθυσμού καθιστώντας συνυπεύθυνους για την αντιμετώπισή τους και για τη διαχείριση των αιτίων που τα προκαλούν κόμματα και ηγέτες της νέας άκρας και λαϊκιστικής δεξιάς. Ταυτοχρόνως, βέβαια, οι τακτικές αυτές συμβάλλουν στο να «προσαρμόσουν» τα μαζικά συναισθήματα άμυνας και φόβου απέναντι στην παρουσία του «ξένου» στις ξενοφοβικές και εθνολαϊκκπικές προδιαγραφές της ακροδεξιάς. Αυτή η διπλή συμβολή τής τακτικής τής «προσαρ μογής» λαμβάνει χώρα τόσο μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των δυνάμεων του πολιτικού κέντρου, που συν τω χρόνω δείχνουν κα τά τι να συμμερίζονται φόβους των δυνάμεων του δεξιού άκρου του πολιτικού φάσματος, όσο και μέσω της θεσμοποίησης της α κροδεξιάς: η τελευταία, με την ένταξή της στο σύστημα της διακυ βέρνησης, εκ των πραγμάτων εγκαταλείπει τον ακραία διαμαρτυ27
ρόμενο ιδεολογικό της (αντί-)λόγο, εγκαταλειπόμενη όμως και η ίδια από ε'να σημαντικό κομμάτι των διαμαρτυρόμενων οπαδών της. Η περίπτωση της Αυστρίας στο σημείο αυτό είναι επίσης ιδιαιτε'ρως χαρακτηριστική: ε'πειτα από περίπου δυο χρόνια συμμετο χής του FPÖ στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η δύναμή του από 27,2% και 52 κοινοβουλευτικε'ς έδρες που ήταν στις εκλογές του Οκτωβρίου 1999 (πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό του FPÖ μέχρι σήμερα), έπεσε στο 10,2% και τις 19 έδρες στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002. Αντιθέτως, από την εκλογική αυτή πτώση του FPÖ ευνοήθηκε σημαντικά το ÖVP, αυξάνοντας την κοινοβου λευτική δύναμή του από το 26,9% που αντιστοιχούσε σε 52 έδρες (1999) στο 42,3% (το δεύτερο καλύτερο ποσοστό του από τις αρ χές του 1980) και τις 79 έδρες (2002) στο Εθνικό Συμβούλιο (Βου λή). Το ÖVP, τουλάχιστον εξ απόψεως εκλογικής αριθμητικής, δείχνει να δικαιώθηκε τόσο για την απόφαση της κυβερνητικής συνεργασίας του με το FPÖ όσο και για την πρόσκαιρη διάλυση της συνεργασίας αυτής. Πρόκειται για επιλογές που, μεταξύ άλ λων, είχαν ως συνέπεια την κομματική περιθωριοποίηση του Jörg Haider (παροδική τη θεωρούν αρκετοί) και τη διαφαινόμενη ανα στροφή με κατεύθυνση προς την καθεστηκυία δεξιά και το πολιτι κό κέντρο του σημερινού κυβερνητικού FPÖ (βλ. Pelinka 2001, Campbell και Schalter 2002, Johnson http://widerstand.philo.at/ johnson.html). Εξ αντιδιαστολής δείχνει, ωστόσο, να δικαιώθηκε και το FPÖ (αν και όχι εξ απόψεως εκλογικής αριθμητικής γι’ αυ τό το ίδιο). Η «δικαίωση» του FPÖ ευρίσκεται στο γεγονός ότι, ου σιαστικά, συμπαρέσυρε το ÖVP να μετακινηθεί ιδεολογικο-πολιτικά δεξιότερα από το πολιτικό κέντρο αλλά και να απομακρυνθεί από το παραδοσιακό μοντέλο της αυστριακής «δημοκρατίας του κονκορδάτου». Πρόκειται για έναν τύπο δημοκρατίας που επί δε καετίες στηριζόταν σε μια ευρε ία συμφωνία ή/και σε μια κυβερνη τική συμβίωση των Σοσιαλιστών/Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) και του Λαϊκού Κόμματος (ÖVP) και η οποία είχε ως βάση της τη με ταξύ τους αναλογική κατανομή θέσεων, αξιωμάτων και παροχών στη διοίκηση και το κράτος (Proporzdemokratic). Μετακινούμενο 28
όεξιότερα το ÖVP γνώρισε στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002 τη μεγαλύτερη εκλογική του επιτυχία από το 1966, όταν και πάλι είχε έρθει πρώτο κόμμα στις γενικές εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο στο πλαίσιο της Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας (Pelinka 1996:493/Πίνακας 5). Η επιτυχία των κομμάτων της νέας ακροδεξιάς είναι αρκετά σύνθετη και αμφίσημη. Η επιβολή των πολιτικών τους θέσεων σε δυνάμεις του πολιτικού κέντρου μεταφράζεται συχνά σε απώλεια εκλογικών δυνάμεων γι”αυτά τα ίδια. Η μεταβολή των δικών τους εκλογικών δυνάμεων λειτουργεί μεν υπέρ της ενίσχυσης των χω ρικά όμορων (επί του άξονα Αρκπεράς-Δεξιάς) κομματικών δυ νάμεων (βλ. παραπάνω την περίπτωση του συντηρητικού και δε ξιόστροφου ÖVP στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002), συχνά όμως κατά των κομματικών δυνάμεων της κεντροαριστεράς. Οσάκις κυβερνητικά κόμματα της κεντροαριστεράς προσπάθησαν να α ποκομίσουν εκλογικά οφέλη από την τακτική ιδιοποίησης ορισμέ νων θέσεων της νέας ακροδεξιάς, ιδίως σε ζητήματα άσυλου και μετανάστευσης, αντιμετώπισαν την αδιαφορία ή και αποδοκιμα σία του εκλογικού τους σώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι οι Σοσιαλδημοκράτες της Δανίας. Ως κυβερνών κόμμα το Socialdemokratiet ανοίχθηκε σημαντικά στις ξενοφοβικές θέσεις του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας (Dansk Folkeparti). Η φράση τού τότε σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού Poul Nynip Rasmussen ότι «η Δανία δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει χώρα πολυεθνική» σηματοδοτεί ακριβώς μια τέτοια προσέγ γιση (Schlüter-Knauer 2002: 155). Επιπλέον, μας βοηθά να κατα νοήσουμε τον εκλογικό καταποντισμό των Σοσιαλδημοκρατίαν (έ χασαν 7 ποσοστιαίες μονάδες στις εκλογές του 2001), η στροφή των οποίων προς ορισμένες επίμαχες θέσεις της νέας άκρας και λαϊκιστικής δεξιάς θεωρήθηκε καιροσκοπική και ασύμβατη με to προφίλ του κόμματος, γι’ αυτό και αξιολογήθηκε αρνητικά από τους Δανούς ψηφοφόρους. Αντιθέτως, το Φιλελεύθερο Κόμμα (Venstre) κέρδισε επιπλέον 6 ποσοστιαίες μονάδες. Η δική του μετακίνηση προς τις υπερσυντηρητικές και ξενοφοβικές θέσεις 29
του νεο-λαϊκιστικσύ Dansk Folkepartî (κέρδισε επιπλέον 4,5 πο σοστιαίες μονάδες και με το 12% που συγκέντρωσε στις εκλογές του 2001 έγινε το τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμμα του Folketing/Βουλή) εξέφρασε πειστικότερα τις ανησυχίες σημαντι κής μερίδας του εκλογικού σώματος εξαιτίας προ πάντων της ενισχυμένης παρουσίας μεταναστών και αιτσύντων άσυλο στη Δανία (Royal Danish Ministry of Foreign Affairs 2001, 2002 και http:// www.electionworid.org/election/denmark.htm).
Ακρο& ξιά πολυσσλλαπικότητα
Ανεξαρτήτως των όποιων επιδράσεων έχει η αποδοχή πολιτι κών θέσεων της νέας ακροδεξιάς από δυνάμεις του πολιτικού κέ ντρου γι’ αυτές τις ίδιες τις κομματικές δυνάμεις του κέντρου, μια τέτοια αποδοχή συμβάλλει στο να τονωθεί η εκλογική διεισδυτι κότητα των κομμάτων του δεξιού άκρου στις επιμέρσυς κοινωνιοδημογραφικές ομάδες του εκλογικού σώματος. Η εκλογική απή χηση των κομμάτων της νέας άκρας δεξιάς -άλλοτε με μεγαλύτε ρα και άλλοτε με μικρότερα εκλογικά ποσοστά και διακυμάνσειςδιακρίνεται για την πολυσυλλεκτική της τάση. Όπως ο Hainsworth εύστοχα στο εισαγωγικό του κείμενο στον παρόντα τόμο παρατη ρεί, η ακροδεξιά εμφανίζεται να συγκεντρώνει ψήφους σχεδόν α πό παντού: από ψηφοφόρους με προέλευση τόσο από την παραδο σιακή δεξιά όσο και από την παραδοσιακή αριστερά, από τους νέ ους και από τους μεγάλους σε ηλικία εκλογείς, από όσους ψηφί ζουν για πρώτη φορά αλλά και από εκείνους που συνήθως απέ χουν της εκλογικής διαδικασίας, από τους ανέργους αλλά, θα προσθέταμε, και από όσους νιώθουν εργασιακή ανασφάλεια, από τους κατοίκους των πόλεων, όπως και των νέων προαστίων. Αυτή η πολυσυλλεκτική τάση όσον αφορά την εκλογική απήχηση των κομμάτων της ακροδεξιάς είναι ακόμη εντονότερη εάν ληφθούν υπόψη τα κοινωνικο-δημσγραφικά γνωρίσματα όχι μόνο του σώ ματος των πραγματικών οπαδών και εκλογέων της αλλά και ενός
σημαντικά ευρύτερου μεριδίου, αποτελοΰμενο από εκείνους που εμφανίζονται εν γένει εκλογικά διαθέσιμοι για τα κόμματα της νέ ας άκρας, νεο-λαϊκιστικής και ακραίας δεξιάς. Εκλογικά διαθέσι μοι θεωρούνται είτε εκείνοι που κατά το παρελθόν είχαν ψηφίσει είτε, όμως, και εκείνοι που δεν αποκλείουν κάποτε στο μέλλον να ψηφίσουν ένα κόμμα, το οποίο (και) οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως ένα κόμμα της ριζοσπαστικής δεξιάς (βλ. KJingemann και Pappi 1972: 33-34). Εκλογική διαθεσιμότητα για την ακροδεξιά ελλοχεύει, ε πιπλέον, μεταξύ εκείνων των ψηφοφόρων που ανεξαρτήτως εκλο γικής συμπεριφοράς ή συνειδητής εκλογικής προδιάθεσης, αξιο λογούν θετικά κόμματα της άκρας δεξιάς ή/και εκφράζονται με συμπάθεια για τους επικεφαλής τους ή/και εκφέρουν αντιλήψεις συμβατές με το εθνολαϊκιστικό και ξενοφοβικό μείγμα ιδεών αυ τών των κομμάτων (όπ,π.). Μάλιστα, αυτά τα αξιολογούν ως τα πλέον αρμόδια να διαχειριστούν διακυβεύματα συναφή με τις πα ραπάνω αντιλήψεις (Kitschelt και McGann 1995:219). Η πολυσυλλεκτική τάση στη νέα ακροδεξιά, η οποία καταγρά φεται προ πάντων στην εκλογική διαθεσιμότητα των ψηφοφόρων, συμπληρώνεται συν τω χρόνω από μια τάση «λαϊκοποίησής» της, η οποία εντοπίζεται στο σώμα των ενεργών ψηφοφόρων της. Οι χειρώνακτες, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, οι αγρότες, οι χαμηλό μισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι, εν γένει τα στρώματα προ πά ντων του ανδρικού πληθυσμού που -σχεδόν αδιακρίτως ηλικίαςχαρακτηρίζονται από ελλείψεις σε «πολιτιστικό και κοινωνικό κε φάλαιο»: από χαμηλό μορφωτικό/εκπαιδευτικό επίπεδο, περιορι σμένες κοινωνικές σχέσεις και αίσθηση κοινωνικής ανασφάλειας (Betz 1994: 176,142-43, Falter 1994: 99-100), συνθέτουν μια προ νομιακή δεξαμενή ψηφοφόρων για τη νέα ακροδεξιά (Kitschelt και McGann 1995: 10-11, Veen, Lepszy και Mnich 1993:37). Όσο πιο «λαϊκή» και «προλεταριακή» γίνεται η εκλογική βάση της νέας ακροδεξιάς, τόσο περισσότερο τα κόμματά της -σε επίπεδο ενερ γών ψηφοφόρων- εγκαταλείπονται από τους ελεύθερους μικροεπαγγελματίες (με εξαίρεση τους αυτοαπασχολούμενους), ενώ αν και συνεχίζουν να έχουν ικανοποιητικές προσβάσεις σε μεσαία 31
στρώματα, δεν κατορθώνουν να διεισδύσουν στη νέα μεσαία τάξη και τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα (Betz 1994). Τόσο ο πολυσυλλεκτισμός που, συν τω χρόνω, αφορά προ πά ντων την εκλογική διαθεσιμότητα, όσο και η «λαϊκοποίηση» που εν τω μεταξύ εμφανίζεται στην εκλογική δεξαμενή των άκρων και α φορά την ενεργή εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων ακροδε ξιών κομμάτων, δεν διαπιστώνεται μόνο βάσει κοινωνικο-δημογραφικών χαρακτηριστικών. Επιβεβαιώνεται, επιπλέον, βάσει της κομματικής προέλευσης των ψηφοφόρων της νέας ακροδεξιάς. Ακροδεξιά κόμματα κατορθώνουν συχνά να αποκτούν συμπαθσύντες αλλά και να κερδίζουν ψηφοφόρους από κατεστημένα κόμμα τα και της δεξιάς και της αριστερός. Από δημοσκοπικό υλικό της δεκαετίας του 1980 και του 1990 προκύπτει, μάλιστα, ότι εκλογείς δεξιών αλλά και αριστερών κομμάτων, οι οποίοι επιπλέον διακρίνονται πρώτον από την υπεράσπιση κλειστών κοσμοεικόνων, δεύ τερον από την υιοθέτηση στάσεων διαμαρτυρίας απέναντι στην πο λιτική, τους πολιτικούς και τα κόμματα και τρίτον από την έλλειψη ι σχυρών κομματικών ταυτίσεων, αλλά και από την απουσία ισχυρών θρησκευτικών ταυτίσεων και εκκλησιαστικών δεσμών, είναι πιθα νό κάποια στιγμή να μετακινηθούν σε κόμματα της άκρας, νεο-λαϊκιστικής ή και ακραίας δεξιάς (Falter 1994, Roth 1989, Betz 1994). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 Γερμανοί εκλογικοί αναλυ τές (Ινστιτούτο ifas) είχαν παρατηρήσει ότι στους εκλογείς χωρίς ισχυρή κομματική ταύτιση και χωρίς σταθερούς δεσμούς με οργα νώσεις της κοινωνίας πολιτών, ωρίμαζε στα δεξιά και στα αριστε ρά του κομματικού φάσματος ένα δυναμικό που εμφάνιζε τα χα ρακτηριστικά μιας περιπλανώμενης (vagabond) διαμαρτυρίας. Συγκεκριμένα, το εκλογικό αυτό δυναμικό που συνήθως ψήφιζε έ να κόμμα δεξιάς προέλευσης, σε ποσοστό που έφθανε το 38% θε ωρούσε πιθανό να ψηφίσει ή είχε ήδη κάποτε ψηφίσει ένα κόμμα αριστερότερα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Επίσης, το ε κλογικό αυτό δυναμικό που κατά βάση ψήφιζε ένα κόμμα αριστε ρής προέλευσης, σε ποσοστό που έφθανε το 29% θεωρούσε πιθα νό ή είχε ήδη ψηφίσει ένα κόμμα όεξιότερα του Χριστιανοδημο32
κρατικού Κόμματος. Μάλιστα στους ανέργους, το ποσοστό της διαθεσιμότητάς τους για περιπλάνηση μεταξύ των δυο κομματι κών άκρων, αυξανόταν σημαντικά. Οι συνέπειες αυτής της περιπλανώμενης διαμαρτυρίας είναι πολλές και σημαντικές. Κατ’ αρχάς η περιπλάνηση δημιουργεί αδιαφοροποίητα ένα πλαίσιο υπο στήριξης για τα νεο-λαϊκισιικά κόμματα των άκρων, εφόσον αυτά γίνονται μοχλοί για την έκφραση μιας «διάθεσης επίπληξης» των κατεστημένων κομμάτων, που εντοπίζεται σε μερίδα του εκλογι κού σώματος. Η περιπλανώμενη διαμαρτυρία λαμβάνει μεν χώρα μεταξύ των άκρων, δεν είναι ωστόσο μια υπόθεση που αφορά τα κόμματα και τους ψηφοφόρους των άκρων και μόνο: στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Γερμανία, μια εποχή ιδεολογικο-πολιτικού ανοίγματος και πολυσυλλεκτικοποίησης του Σοσιαλδημοκρα τικού Κόμματος (SPD), οι συμπαθούντες το ακροδεξιό NPD ήταν κατά το 1/4 ψηφοφόροι του SPD και κατά 18% ψηφοφόροι του χρισηανοδημοκρατικού CDU (Klingemann και Pappi 1972: 40). Η διαθεσιμότητα για περιπλάνηση ρευστοποιεί, σε έναν κάποιο βαθμό, το κομματικό τοπίο και ανοίγει το δρόμο σε ένα μέρος του εκλογικού σώματος για επιλογές του τύπου «όλα τα κόμματα και όλοι οι υποψήφιοι είναι επιλέξιμοι». Κάτι τέτοιο μπορεί να σημαί νει ότι από την ενίσχυση ενός ακροδεξιού κόμματος θα θιγεί ε κλογικά όχι μόνο το όμορο κόμμα της κατεστημένης δεξιάς αλλά, λίγο-πολύ, ανάλογα με την κοινωνική τους σύνθεση και με τις κοι νωνικές περιστάσεις, και τα υπόλοιπα κόμματα συνολικά. Κοινω νικές περιστάσεις που ευνοούν την εμφάνιση στάσεων διαμαρτυ ρίας στο εκλογικό σώμα, όπως και την ανάδειξη ενός χαρισματι κού ηγέτη, δημιουργούν ρευστότητα στο εκλογικό σώμα και αυξά νουν τη διαθεσιμότητά του για περιπλάνηση μεταξύ των άκρων (βλ. Klingemann και Pappi 1972:109-110). Η «πολύπλοκη αλχημεία» της νέας ακροδεξιάς έχει γίνει αντι κείμενο σοβαρής μελέτης και έρευνας από την ευρωπαϊκή και διε θνή κοινότητα των πολιτικών επιστημόνων. Μελέτες περιπτώσε ων και συγκριτικές αναλύσεις διεξάγονται συστηματικά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960/αρχές του 1970, όταν με τις πρώτες 33
εκλογικά σημαντικές επιτυχίες το 1973 του Fremskridtspartiet στη Δανία και του Fremskrittspartiet τη Νορβηγία, αλλά και τη σχετική επιτυχία του NPD στις εκλογές για το Bundestag το 1969 στη Γερμανία έγινε φανερό ότι η άκρα δεξιά δεν ήταν ένα κατάλοιπο του παρελθόντος με φθίνουσα πολιτική και εκλογική πορεία. Στις δε καετίες που μεσολάβησαν, έχουμε στο μεταξύ αντιληφθεί ότι η νέα άκρα δεξιά, με τις ποικίλες ιδεολογικο-πολιτικές και κομματικές της εκφράσεις, αποτελεί ένα νέο (και ανανεώσιμο) φαινόμενο της ύστερης νεωτερικότητας με πολιτική δυναμική και συνέχεια και με παρουσία που εκτείνεται από την Ευρώπη έως τις ΗΠΑ και α πό τις ώριμες δημοκρατίες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης έ ως τα μετακομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Ο παρών συλλογικός τόμος και οι δώδεκα με λέτες που περιλαμβάνει, όλες γραμμένες από έμπειρους ειδικούς ερευνητές, συμβάλλουν σημαντικά προς την κατεύθυνση επιστη μονικής ανάλυσης του φαινομένου χωρίς ιδεολογικές φορτίσεις. Μια πολιτική στάση αντίθεσης στη νέα ακροδεξιά εκ μέρους του συνειδητού πολίτη και της κοινωνίας πολιτών, που είναι αναγκαία στις σύγχρονες δημοκρατίες, καθώς σε αυτές συχνά το πολιτικό ά κρο δεξιότερα της παραδοσιακής Δεξιάς καθίσταται ιδεολογικά και εκλογικά ελκυστικό σε αριθμητικά σημαντικά τμήματα ψηφο φόρων, δεν θα πρέπει να προκαταλάβει την έρευνα, οδηγώντας την είτε σε υπεργενικεύσεις είτε σε απλοποιήσεις. Ιδιαίτερα στη χώρα μας, που η έρευνα για τη νέα άκρα δεξιά τώρα ξεκινά, θα εί ναι ευτύχημα αν έμενε μακριά και από τους κατ’ επάγγελμα «κινδυνολόγους» (alarmist) αλλά και από τους πάντοτε «ψύχραιμους» και «ατάραχους» (cool), για να μεταφέρουμε μια εύστοχη διάκρι ση του Misik (2002: 143) σχετικά με τα δύο ακραία μπλοκ που έ χουν διαμορφωθεί στην αυστριακή δημοσιότητα όσον αφορά την αντιμετώπιση του FPÖ. Βασιλική Γεωργιάόον Επίκουρος Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου 34
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Β ιβλιογραφία Baumgartl, Bernd και Adrian Favell (eds.) (1995) New xenophobia in Europe. London, Tbc Hague, Boston: Kluwer Law International. Heck, Ulrich (1999) World risk society. Cambridge: Polity Press. Beck, Ulrich και Ulf Erdmann Ziegler (2000) Μια ζωή όιχήμας. Περιηγήσεις στην άγνωστη κοινωνία που ζσύμε, μτφ.-επιμ. Λένα Σακαλή. Αθήνα: Νήσος. Betz, Hans-Georg (1994) Radical right-wing populism in Western Europe. Basingstoke: MacMillan. Betz, Hans-Georg (1998) «Rechtspopulismus: ein internationaler Trend?». Aus Politik und Zeitgeschichte, Beilage zur Wochenzeitung ‘Das Parlament’ B 9-10, σελ. 3-12. Uetz, Hans-Georg και Stefan Immerfall (eds.) (1998) The new politics o f the right. Neo-populist parties and movements in established democracies. Basingstoke: MacMillan. Birsl, Ursula (2002) «Der Neoliberalismus in der politischen Mitte: ein gezähmter Rechtspopulismus?», σε Alex Demirovic και Manuela Bojadzijev (Hrsg.) Konjukturen des Rassismus. Münster: Westfälisches Dampfboot, σελ. 30-49. Blinkhorn, Martin (ed.) (1990) Fascists and Conservatives. London: Unwin Hyman. Campbell, David FJ. και Christian Schaller (Hrsg.) (2002) Demokratiequatität in Österreich Zustand und Entwicklungsperspektiven. Opladen: Leske+Budrich. Canovan, Margaret (1999) «Trust the People! Populism and the two faces of democracy». Political Studies XLVII, σελ. 2-16.
35
Dahl, Robert (2001 ) Περίδημοκρατίας, μτφ. Βασίλης Κόρκας. Αθήνα: Εκδό σεις Ψυχογιός. Falter, Jürgen W. (1994) Wer wählt rechts?. München: Beck'sche Reihe. Hainsworth, Paul (ed.) (1992) The extreme right in post-war Europe and the USA. London: Pinter. Hainsworth, Paul (1996) The Front National and the new world order, σε T. Chafer και Β. Jenkins (eds.) France: From the cold war to the new world order, Basingstoke: MacMillan, σελ. 193-203. Hainsworth, Paul (2005) Right-wing extremism. Routledge (υπό έκδοση). Jaschke, Hans-Gerd (1994) Rechtsextremismus und Fremdenfeindlichkeit. Begriffe, Positionen, Praxisfelder. Opladen: Westdeutscher Verlag. Johnson, Lonnie Austria's new ÖVP-FPÖ government and Jörg Haider, http://widerstandphilo.at/johnson.html. Kitschelt, Herbert και Anthony J. McGann (1995) The radical right in Western Europe. A comparative analysis. Ann Arbor: The University of Michigan Press. Klär, Christian κ.ά. (1989) Weder verharmlosen noch dämonisieren. Die Wähler der extremen Rechten, τόμ-l. Bonn: Vorwärts Verlag. Klingemann, Hans-Dieter και Franz U. Pappi (1972) Politischer Radikalismus. München-Wien: R. Oldenbourg Verlag. Laclau, Ernesto (1983) Πολιτική ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία. Καπιταλι σμός, φασισμός, λαϊκισμός, μτφ.-επιμ. Γρηγόρης Ανανιάδης. Θεσσαλο νίκη: Εκδόσεις Σύγχρονα θέματα. Link, Jürgen (1998) Versuch über den Normalismus. Wie Normalität produziert wird. Opladen-Wiesbaden: Westdeutscher Verlag (2η ανανεωμένη έκ δοση). Lipset, Seymour Martin και Earl Raab ( 1978) The politics o f unreason. Rightwing extremism in America 1790-1977. Chicago. IL: University of Chicago Press. Mény, Yves και Ynes Surel (eds.) (2002) Democracies and the populist challen ge. Palgrave. Minkenberg. Michael (1994) «German unification and the continuity of discontinuities: cultural change and the far right in East and West». German Politics 3/2, σελ. 169-192. Minkenberg, Michael (1997) «The new right in France and Germany: Nouvelle droite, neue Rechte, and the new right radical parties», σε Peter H. Merkl και Leonard Weinberg (eds.). The revival o f right wing extremism in the 90s. London: Frank Cass, σελ. 65-90. 36
Minkcnbcrg, Michacl (1998) Die neue radikale Rechte im Vergleich. USA, Frankreich, Deutschland. Opladen/Wiesbaden: Westdeutscher Verlag. Misik, Robert (2002) «Das Ressentiment an der Macht. Haider-Halbzeit in Österreich». Die Neue Gesellschaft. Frankfurter Hefte 3, σελ. 143-146. Παπαόόπουλος, Γιάννης (2004) «Ο συντηρητικός εθνολαϊκισμός στη Δυτική Ευρώπη. Έ να αντιφατικό φαινόμενο». Επιστήμη χαι Κοινωνία 12 (υπό έκδοση). Pelinka, Anton (19%) «Das politische System Österreichs», σε Wolfgang Ismayr (Hrsg.), Die politischen Systeme Westeuropas. Opladen: Leske+ Budrich, σελ. 479-507. Pelinka, Anton (2001) «Die geänderte Funktionalität von Vergangenheit und Vergangenheitspolitik. Das Ende der Konkordanzdemokratie und die Verschiebung der Feindbilder». Österreichische Zeitschrift für Politik wissenschaft 30/1, σελ. 35^7. Roth, Dieter (1989) «Sind die Republikaner die fünfte Partei? Sozial- und Meinungsstruktur der Wähler der Republikaner». Aus Politik und Zeit geschichte, Beilage zur Wochenzeitung ‘Das Parlament’ B 41-42, σελ. 10-20.
Royal Danish Ministry of Foreign Affaire (2001 ) Danish political parties in their own words. Copenhagen. Royal Danish Ministry of Foreign Affairs (2002) Factsheet Denmark. Copenhagen. Scheuch, Erwin Κ. και Hans-Dieter Klingemann (1967) «Theorie des Recht sradikalismus in westlichen Industriegesellschaften». Hamburger Jahr buch für Wirtschafts- und GeseUschaftspolitik, σελ. 11-29. Schlüter-Knauer, Carsten (2002) «Die Bedeutung des Rechtsrucks in Däne mark». Die Neue Gesellschaft. Frankfurter Hefte 3, σελ. 152-156. Veen, Hans-Joachim, Norbert Lepszy και Peter Mnich (1993) The Republi kaner Party in Germany. Right-wing menace or protest catchall?. Praeger. Widfeldt, Anders (2001) Responses to the extreme right in Sweden: The diversified approach. Keele European Parties Research Unit (KEPRU). Working Paper 10, Keele University.
37
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Για τη συλλογή των εργασιών και τη σύνθεση του τόμου αυτού οφείλω ευχαριστίες σε πολλούς χαι θα ήθελα να το αναγνωρίσω δημόσια. Πολλά άτομα αφιέρωσαν, γενναιόδωρα, χρόνο και εμπειρογνωμοσύνη, διάβασαν και έκαναν χρήσιμα, δημιουργικά σχόλια στα διάφορα κεφάλαια. Ευχαριστώ, λοιπόν, τους David Arter, Nigel Copsey, Mark Donovan, Roger Eatwell (που είναι και συνεργάτης στο βιβλίο), Peter Emerson, John Fitzmaurice, Tom Gallagher (άλλος ένας συνεργάτης), Kate Hudson, Chris Hus bands, Robert Knight, Eva Kolinsky, Klaus Larres, Richard Luther, Paul Mitchell, Guy Peters, Bill Riches, Geoffrey Roberts, Jim Shields και Zlatko Skribis (αν παρέλειψα κάποιον, ζητώ συγγνώ
μη)· Ειδικά, εκφράζω την εκτίμησή μου στην Caroline Wintersgill, εντεταλμένη επιμελήτρια, για την υπομονή της, την προθυμία της και την παροχή κάθε διευκόλυνσης, στις προκατόχους της, Petra Recter και Nicola Viinikka, και στη Dominic Shryane (επιμελήτρια) για την αποτελεσματική και φιλική εργασία τους. Ευχαρι στώ, επίσης, τον Peter Harrison για τις σχολαστικές διορθώσεις των αντιτύπων. Πολύ χρήσιμη ήταν η βοήθεια του Mick Cox όταν, σε κάποια φάση, η δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα όπως θα επι θυμούσα. Στο δικό μου ίδρυμα, θα ήθελα να ευχαριστήσω για την αδιάκο πη υποστήριξη και ενθάρρυνση τους, τους Henry Patterson, Alan Sharp και Tom Fraser, καθώς επίσης δημόσια να αναγνωρίσω την 39
οικονομική στήριξη που μου παρείχε η ο Τομέας Πολιτικής Επι στήμης και η Επιτροπή Ερευνών του Τμήματος Επιστημών του Αν θρώπου (Πανεπιστήμιο Ulster). Εκφράζω, ακόμη, την ευγνωμοσύ νη μου στο προσωπικό της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ulster. Τέλος, στη διάρκεια της εργασίας, όλοι οι συνεργάτες επέδειξαν επαγγελματισμό και πνεύμα συνεργατικό. Είναι αυτονόητο ό τι μόνο ο επιμελητής, ιδιαίτερα, και οι αντίστοιχοι συγγραφείς εί ναι υπεύθυνοι για κάθε παράλειψη και αστοχία στα περιεχόμενα του βιβλίου. Paul Hainsworth Πανεπιστήμιο Ulster Νοέμβριος 1999
40
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ
Jorgen Goul Andersen, Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Aalborg. Susann Backer, Λέκτορας Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστή
μιο Bradford. Tor Bjefrklund, Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Πανεπιστήμιο του Όσλο. Michael Cox, Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο
Aberystwyth. M artin Durham, Υφηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστή
μιο Wolverhampton. Roger Eatwell, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστή
μιο Bath. Tom Gallagher, Καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπι
στήμιο Bradford. Paul Hainsworth, Υφηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστή
μιο Ulster. Joop Van Holsteyn, Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπι
στήμιο Leiden. Stan M arkotich, Λέκτορας Βαλκανικών Σπουδών στο Middlebury
College. 41
Duncan Morrow, Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστή
μιο Ulster. Cas Mudde, Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο
του Εδιμβούργου. Michael Shafir, Ειδικός Αναλυτής στο Radio Free Europe και επι μελητής του East European Perspective RFE / RL. Peler Shearman, Υφηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστή
μιο της Μελβούρνης. M arc Swyngedouw, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτι
κών και Κοινωνικών Επιστημών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών και Διευθυντής Ερευνών του Διαπανεπιστημιακσύ Κέντρου Έρευνας της Κοινής Γνώμης στο Καθολικό Πανε πιστήμιο της Λουβέν. .
42
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ
Εισαγωγή: η ακροδεξιά Paul Hainsworth Καθώς η χιλιετία ανατέλλει, ιστορικοί και πολιτικοί σχολιαστές θα αναθυμούνται έναν αιώνα εξτρεμισμού στον οποίο δεσπόζου σα παρουσία, με καταστροφικά αποτελέσματα, έχουν ο φασισμός και η απουσία ανεκτικότητας. Ολοκληρωτικός πόλεμος, Ολοκαύ τωμα, εθνοκάθαρση και δαιμονοποίηση του «Αλλου» έχουν σημα δέψει τα εκατό παρελθόντα χρόνια του δυτικού «πολιτισμού». Στα μέσα του αιώνα, φυσικά, γίναμε μάρτυρες της ήττας των Ναζί και του φασισμού και της νίκης -στη Δύση- των φιλελεύθερων δημο κρατικών ιδεών που αφετηρία έχουν τον πλουραλισμό, τις πολλα πλές πατρίδες, μια ανανεωμένη επιβεβαίωση της αξιοπρέπειας του ατόμου και το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ενώ, αναμφίβολα, το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου λειτούργησε στο πλαίσιο αυτό σαν λεκάνη απορροής, στις τελευταίες δεκαε τίες του αιώνα βιώσαμε ορισμένες γρήγορες και βαθιές μεταβο λές που κορυφώθηκαν σε εξελίξεις όπως «η πτώση του τείχους» και του κομμουνισμού στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, η ε πιταχυνόμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στη Δυτική Ευρώπη, η γερμανική επανένωση, μια τάση προς την παγκοσμιοποίηση και μια νέα παγκόσμια τάξη. Οι μεταβολές αυτές είχαν σαρωτικές συ νέπειες για τα κράτη-έθνη, τις οικονομίες και τις κουλτούρες του ύστερου εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα. Ένα ακόμη εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής πολιτικής πριν από την αλλαγή του αιώνα υπήρξε η α43
ναζωπΰρωση της ακροδεξιάς ή νεο-λάίκιστικής πολιτικής και κομ μάτων, με συνέπεια, σε κάποιο βαθμό, την αναβίωση των φόβων μιας επιστροφής του σκοτεινού παρελθόντος, που όμως, με μια άλλη έννοια, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα πιο σύγχρο νων εξελίξεων. Πράγματι, η σημερινή ακροδεξιά υπήρξε εκλογι κά πιο επιτυχής στη Δυτική Ευρώπη όποτε κατόρθωνε να διαχω ρίζεται από εξτρεμιστικά σχήματα του παρελθόντος, όπως ο ναζι σμός και ο φασισμός, και να εμφανίζεται σαν λάίκιστική απόκρι ση σε σύγχρονες αγωνίες. Σύμφωνα με τον Kitschclt ( 1995:48), «τα κόμματα της ακροδεξιάς που σημειώνουν επιτυχίες με αυταρχικά ή λαίκιστικά, αντι-κρατικά μηνύματα παρουσιάζονται μόνο στις πιο προηγμένες μετα-βιομηχανικές δημοκρατίες». Ο Weinberger (1997: 279) καταλήγει ότι «η μορφή του ακροδεξιού εξτρεμισμού που σήμερα εκδηλώνεται στις προηγμένες βιομηχανικές δημο κρατίες της Δυτικής Ευρώπης είναι εκείνη μιας πολιτικής δύνα μης, ο πολιτικός λόγος της οποίας εστιάζεται στις καθημερινές α γωνίες των πολλών πολιτών». Ο Ignazi ( 1997a: 54), επίσης, βλέπει τα σύγχρονα ακροδεξιά κόμματα όχι σαν παλιά, μεταμφιεσμένα, νεο-φασιστικά κινήματα αλλά μάλλον σαν «απόκριση στη νέα μετα-βιομηχανική εποχή και στις νέες μετα-υλικές αξίες που αυτή έ χει δημιουργήσει», ενώ ο Merkl (1997:18) αναφέρεται σε ένα «σε σημαντικό βαθμό νέο και ενοχλητικό φαινόμενο». Σήμερα, η ακροδεξιά είναι ένα πολύπλοκο και άνισα εγκατα στημένο φαινόμενο και ο σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να περι γράφει, να εξετάσει και να αποτιμήσει τις διαφορετικές εκδηλώ σεις, από χώρα σε χώρα, αυτής της πολιτικής οικογένειας, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το όλο φαινόμενο, όπως και τις συνθήκες στις οποίες αυτό φθίνει ή αναπτύσσεται. Έτσι, μετά το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο, τα πρώτα τρία τέταρτα του βιβλίου ε πικεντρώνονται στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Ένα σύντομο πανόραμα των χωρών αυτών αποκαλύπτει την άνιση εκλογική επίδοση της ακροδεξιάς στις σπουδαιότερες εκλογές εθνικού επιπέδου. Σε ορισμένες πε ριπτώσεις, η ακροδεξιά έχει εντυπωσιακές επιδόσεις και έχει α-
ναδειχϋεί ως σημαντικός παίκτης στη διεθνή πολιτική. Σε Γαλλία, Αυστρία, Ιταλία. Βε'λγιο (Φλάνδρα) και τμήματα της Σκανδινα βίας, τα αντίστοιχα κόμματα που εξετάστηκαν έχουν, όλα, βιώσει σημαντική επιτυχία: 10 έως 15 τοις εκατό των ψήφων για το Front National (FN) μεταξύ 1984 και 1998· το Freiheitliche Partei Österreichs (FPÖ) ή Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας από 9,7% (1986) έφτασε στο 28% ( 1996) -κέρδισε το 27% στις γενικές εκλο γές του 1999, κάνοντας άλμα στη δεύτερη θέση· 13,5% (1994) με συμμετοχή στην ιταλική κυβέρνηση και 15,7% για το Alleanza Nazionale (AN) (1996) (πρώην Movimento Italiano Sociale, MSIβλ. Gallagher, Κεφ. 4)· 15,5% στη Φλάνδρα (1999) για το Vlaams Blok (VB), με 28,5% (1994) στην πόλη-κλειδί της Αμβέρσας, όπως μας λέγει ο Swyngedouw σιο Κεφ. 6. Στη Σκανδιναβία, επίσης, η ακροδεξιά -που συχνά δρα με την ετικέτα του Προοδευτικού Κόμματος- έχει να επιδείξει αξιόλογη, αν και ανάμικτη επιτυχία: 15,3% των ψήφων (1997) για το Norwegian Progress Party, 15,9% για το Danish Progress Party (1973) και 7,4% ( 1997) για το Danish People’s Party (DPP)· λιγότερο θεαματικές και περισσότερο προ σωρινές επιτυχίες, 6,7% (1991), για το Sweden’s New Democracy. Στο βιβλίο αυτό εξετάζονται όλα αυτά τα κόμματα και οι επιδό σεις τους. Αξιολογούνται, επίσης, περιπτώσεις όπου η δυτικοευ ρωπαϊκή ακροδεξιά έχει λιγότερο επιτυχείς επιδόσεις, στην πραγματικότητα, καταστροφικές επιδόσεις, ιδιαίτερα στις περι πτώσεις του British National Party (BNP) στο Ηνωμένο Βασίλειο (UK) καθώς και του Centre Party (CP) και του Centre Democrats (CD) στις Κάτω Χώρες. Όπως εξηγεί ο Backer (Κεφ. 5), οι εκλο γικές τύχες της γερμανικής ακροδεξιάς πέφτουν κάπου ανάμεσα σε σχετική επιτυχία και βαριά αποτυχία, με ασυνεχή επιτυχία σε περιφερειακό (Länder) και ευρωπαϊκό εκλογικό επίπεδο, αλλά με απόλυτα ανεκπλήρωτες προσδοκίες. Πάντως, η επανένωση της Γερμανίας το 1989-90, η συνακόλουθη ανάδυση των κοινωνικοοι κονομικών προβλημάτων, το μεταλλαγμένο πλαίσιο μιας νέας ( 1998) σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης μετά μια μακρά περίοδο χριστιανοδημοκρατικής διακυβέρνησης, το ενδεχόμενο συμμα45
χίας εντός της κατακερματισμένης ακροδεξιάς οικογένειας και ο αγώνας για επίτευξη συμφωνίας στα ζητήματα της εθνικής ενο ποίησης, της ιθαγένειας, της ταυτότητας και της πολιτικής απένα ντι στους πρόσφυγες και το άσυλο, όλα αυτά τροφοδότησαν μια ρευστή και πιθανώς ασταθή κατάσταση από την οποία κόμματα ό πως το Republikaner (REP) και το Deutsche Volksunion (DVU) θα μπορούσαν να αντλήσουν για να συντηρηθούν. Η παρουσία της ακροδεξιάς δεν περιορίζεται, φυσικά, στη Δυ τική και Βόρεια Ευρώπη και επόμενα κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται στη μετα-κομμουνιστική Ανατολική και Κεντρική Ευρώ πη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να παρουσιαστεί πλη ρέστερα η εικόνα της φύσης και των σχημάτων της ακροδεξιάς. Η εξάλειψη του σοβιετικού στιλ κομμουνισμού έχει δημιουργήσει έ να ασταθές και κενό πλαίσιο, από το οποίο είναι δυνατό να αναδυθούν ακραίες εναλλακτικές επιλογές. Όπως εξηγεί ο Merkl (1997: 6), «ακραία εθνικιστικά αισθήματα και κινήματα επανέρχονται με εκδίκηση, σαν τζίνι από τα μπουκάλια, στα οποία τόσο καιρό ήταν περιορισμένα». Η Szayna (1997: 11-13) αξιολογεί την εμφάνιση α κραίων εθνικιστών, λαϊκιστών και δημαγωγικών ατόμων και οργα νισμών στη μετα-κομμουνιστική Ευρώπη στα πρόσφατα χρόνια, ερμηνεύοντας το γεγονός αυτό ως δυνητική απειλή για τους ανα πτυσσόμενους φιλελεύθερους δημοκρατικούς σχηματισμούς. Προ ειδοποιώντας για τη χρήση, απλώς, μιας δυτικής ορολογίας κατά τη συζήτηση σχετικά με τη μετα-κομμουνιστική Κεντρική Ευρώπη, η Szayna περιγράφει την ακροδεξιά ως «πολιτικά κινήματα χαρα κτηριζόμενα από ύποπτη πίστη ή καταφανή απόρριψη του πλουρα λισμού και των δημοκρατικών θεσμών, σε συνδυασμό με κάποια ροπή προς αυταρχικούς τρόπους διακυβέρνησης». Ο σέρβικός εξτρεμισμός του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, στον ο ποίο αναφέρεται ο Markotich (Κεφ. 12), ίσως είναι καλό παρά δειγμα αυτής της κατάστασης πραγμάτων. Προς συζήτηση, παρ’ ό λα αυτά, είναι το ξεχωριστό ζήτημα όσον αφορά τον κοινό τόπο περί εθνοκάθαρσης και τον επικεφαλής του κράτους που πρόσφα τα παραπέμφθηκε για εγκλήματα πολέμου. Ασφαλώς, οι αναμφι 46
σβήτητες ακραίες εμπειρίες της πρώην και της σημερινής Γιου γκοσλαβίας καθιστούν το φαινόμενο και την κατάσταση λιγότερο εύκολα συγκρίσιμη με άλλα κινήματα και χώρες που αναλύονται στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, όπως και σε άλλα τμήματα της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, η μισαλλοδοξία, ο α κραίος εθνικισμός και η εθνοκεντρική επιβεβαίωση συνιστσύν καταφανές κληροδότημα στη μετα-κομμουνιστική Ευρώπη και μπορούν να συγκριθούν με εξελίξεις αλλού. Αυτό που επίσης ανα δύεται από τις διερευνήσεις σχετικά με τη Ρωσία (Cox και Shearman, Κεφ. 10), τη Ρουμανία (Shafir, Κεφ. 11) και τη Σερβία είναι η προφανής δυνατότητα εδώ να κατασκευάσουμε τις επονο μαζόμενες κοκκινόμαυρες ανίερες συμμαχίες ή «ρυθμίσεις» που συνδυάζουν κομμουνιστικούς, μετα-κομμουνιστικούς, προ-κομμσυνιστικσύς και ad hoc σκοπούς και δυνάμεις. Ο Cox και ο Shearman και ο Shafir υποστηρίζουν, περαιτέρω, ότι ο «εθνικός κομμουνισμός» έχει, εν μέρει, προετοιμάσει το έδαφος για κάποια από τα αισθήματα που εκφράζονται πρόσφατα, αφού εκδή λωσε και αυτός χαρακτηριστικά όπως αντισημιτισμό, ξενοφοβία, μισαλλοδοξία, αυταρχισμό, θεωρίες συνωμοσίας και αντι-ατομισμό. Συνολικά, επομένως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύπλο κη αλχημεία και εξαρχής μπορούμε να συμφωνήσουμε με τους Cox και Shearman (Κεφ. 10) ότι «το να βρούμε έναν επαρκή όρο για να ορίσουμε το ρώσικο εθνικιστικό εξτρεμισμό (...) δεν είναι εύκολη υπόθεση». Ταυτόχρονα, το ξεκίνημα του μετα-κομμουνισμού θα έχει, πι θανότατα, συνέπειες γι’ αυτό που οι Cox και Durham (Κεφ. 13) ο ρίζουν ως μείγμα ριζοσπαστικής, φυλετικής και εξτρεμιστικής δε ξιάς πολιτικής αντίληψης στις Ηνωμένες Πολιτείες, με ρίζες, πα ραδοσιακά, σε μια επιθετική αντι-κομμουνιστική οπτική του κό σμου. 'Οπως επισημαίνει ο Zeskind (1999:23), η εθνική ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών έχει οριστεί στον εικοστό αιώνα ως αντι-κομμουνισμός. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ακραία -και η όχι τόσο ακραία- δεξιά στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει κα ταπιαστεί με το να φανταστεί εκ νέου την Αμερική: «Με το τέλος 47
του αιώνα, λευκοί ρατσιστές έχουν ενωθεί με τους οργισμένους Α μερικανούς της μεσαίας τάξης στη συγκρότηση του νέου αυτού ε θνικισμού». Ο Zeskind, πράγματι, βλέπει την εμφάνιση ενός βίαι ου κινήματος εναντίον της νέας παγκόσμιας τάξης (παραδόξως, κηδεμονευόμενης από τις ΗΠΑ), κίνημα που όλο και περισσότε ρο ταυτίζει τη «φυλή» με το έθνος (βλ. επίσης Perry, 1998). Ο Cox και ο Shearman εξετάζουν τα διάφορα στοιχεία του βίαιου αυτού κινήματος, καθώς επίσης τους άμεσους προκατόχους του. Πράγ ματι, η γενική εικόνα στις ΗΠΑ φανερώνει ένα συνονθύλευμα ά κρας δεξιάς, καθώς οι διάφορες συνιστώσες της -το Πατριωτικό Κίνημα, η Κου Κλουξ Κλαν, η Χριστιανική Ταυτότητα, το Πόσι Κομιτάτος (Posse Comitatus), οι Νεοναζί, η Εθνική Συμμαχία και άλλοι- διαγκωνίζονται μεταξύ τους για επιρροή και ορισμένες φορές περνούν στη δεσπόζουσα τάση της πολιτικής.
Η ακρο&ξιά: προβλήματα ορισμού
Στο σημείο αυτό θα είναι χρήσιμο να διερευνήσουμε ορισμένα προβλήματα ορισμού. Σε προηγούμενο τόμο (Hainsworth, 1992a), επισημάναμε τη δυσκολία να ορίσουμε τη φύση της ακροδεξιάς. Υποστηρίχθηκε, κυρίως, ότι η ουσιαστική κατηγοριοποίηση της α κροδεξιάς ήταν γεμάτη προβλήματα. Έτσι, δεν είναι εύκολο να παράσχουμε καθαρά, αυτάρκη και αδιαμφισβήτητα υποδείγματα της ακροδεξιάς πολιτικής αντίληψης που να μπορούν να εντάσ σουν ή να αποκλείουν κάθε συγκεκριμένο παράδειγμα ή υποψή φια θέση που θεωρείται ότι ανήκει σ’ αυτήν την πολιτική οικογέ νεια. Όπως εξηγεί ο Blinkhom (1990:1-2), «οι ορισμοί, οι τυπολο γίες και οι ταξινομήσεις που προτιμούν οι κοινωνικοί επιστήμονες τείνουν να εναρμονίζονται δύσκολα με τις απείθαρχες πραγματι κότητες που είναι η πρώτη ύλη του ιστορικού. (...) Τα πράγματα αρνσύνται επίμονα τις διαχωριστικές γραμμές (...) και οι εξαιρέ σεις διαψεύδουν περισσότερους κανόνες από ό,τι επιβεβαιώ νουν». Επιπλέον, μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Billig (1989: 48
146) ότι ο όρος «ακροδεξιά» είναι ένα δύσχρηστο εργαλείο πολι τικής ανάλυσης. Ο Linz συνοψίζει το πρόβλημα ορισμού στην οξυ δερκή ανάλυσή του σχετικά με τα προ του Α' Παγκόσμιου Πολέ μου πρώτο- ή προ-φασιστικά κινήματα. Ο Linz ( 1980:172-4), παρα δεχόμενος την «ταξινομική δυσκολία» της συγκριτικής ανάλυσης, επισημαίνει την ασάφεια των ορίων ανάμεσα στα προαναφερθέντα κινήματα και τις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις. Εντού τοις, επαναλαμβάνοντας προηγούμενα επιχειρήματα (Hainsworth, 1992a: 3-7), η ακροδεξιά δεν θα έπρεπε να ιδωθεί απαραίτητα ως «ένας τύπος ομοιόμορφος με ουσιαστικά ομοιογενή χαρακτηρι στικά» (τη φράση δανειστήκαμε από τα γραπτά του Payne για το φασισμό - βλ. Payne, 1980: 21). Μάλλον, μπορεί να απεικονιστεί ως πολιτική οικογένεια, τα συστατικά μέρη της οποίας εμφανί ζουν ορισμένα κοινά στοιχεία, τα οποία μπορούν, επίσης, να διαι ρεθούν σε υπο-τυπους. Πράγματι μια τέτοια οπτική είναι ιδιαίτε ρα κατάλληλη για αξιολόγηση των ποικίλων κινημάτων που καλύ πτουν τον εν λόγω τόμο, που εκκινούν από τα όχι τόσο ακραία σκανδιναβικά Κόμματα Προόδου μέχρι, παραδείγματος χάριν, τα πολύ πιο ακραία κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη μετα-κομμουνιστική Κεντρική και Ανατολική Ευ ρώπη. Έτσι, ενώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με τις διαφορές μεταξύ των κομμάτων που κατατάσσονται στην ακροδε ξιά, χωρίς αμφιβολία έχουμε συνείδηση της ανάγκης να προσδώσουμε νόημα σε ό,τι ορίζει ο Betz ( 1998:6) ως «μια από τις πιο ση μαντικές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων». Από την άποψη αυτή, ο Ignazi (1997b: 300-3) κάνει τη διάκριση μεταξύ παλιών παραδοσιακών ακροδεξιών κομμάτων και νέων μεταβιομηχανικών ακροδεξιών κομμάτων, προκειμένου να είναι σε αντιστοιχία με την ιδεολογική ποικιλία των διαφόρων ακροδε ξιών σχημάτων στη Δυτική Ευρώπη. Ο Ignazi θεωρεί τα μορφώμα τα της ακροδεξιάς ως κόμματα που τοποθετούνται στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος, παρουσιάζοντας «μια ιδεατή ιδεολογική διασύνδεση με το φασισμό» και εκφράζοντας ένα «σύνολο πεποι θήσεων που υπονομεύει τα θεμέλια ενός πολιτεύματος». Έτσι, η 49
ακροδεξιά θεωρείται ότι περιλαμβάνει παλιά νεοφασιστικού τύ που κόμματα, όπως το ιταλικό MSI / ΑΝ, το BNP στη Βρετανία και το γερμανικό DVU. Αλλά η δεύτερη κατηγορία του Ignazi περι λαμβάνει αντισυστημικά κόμματα, τα οποία -ενώ διατηρούν τις α ποστάσεις τους από το φασισμό—«εκφράζουν αντιδημοκρατικές αξίες στον πολιτικό τους λόγο». Αυτός ο υπο-τυπος θεωρείται ότι περιλαμβάνει το Γαλλικό FN, το Αυστριακό FPÖ, το Βελγικό VB, το Γερμανικό REP και το Centrum-democraten ή Δημοκράτες του Κέντρου (CD) των Κάτω Χωρών. Ο Ignazi, προκειμένου να ταξι νομήσει τις ακροδεξιές δυνάμεις, χρησιμοποιεί κριτήρια βάσειτου χώρου, της ιδεολογίας και των στάσεων. Ο Griffin, επίσης, αναλύ ει «τη σύγχρονη ριζοσπαστική δεξιά» η οποία συντίθεται από μια νεοφασιστική και μια «ψευδοφιλελεύθερη» τάση (Griffin, 1998: 292, βλ. επίσης 1993,1995, Mudde, 1997). Όπως εισηγείται ο Linz (1980), η σύγχρονη ακροδεξιά επικα λύπτεται επίσης και μοιράζεται σε κάποιο βαθμό κοινές αξίες με την κατεστημένη δεξιά. Πράγματι, σε μια δήλωση που συχνά σχο λιάζεται, ο Γάλλος βετεράνος Γκολιστής πολιτικός Charles Pasqua (βλ, Hainsworth, 1992b: 53) απευθύνθηκε στους ψηφοφό ρους του FN, δηλώνοντας ότι η κατεστημένη δεξιά και το ακροδε ξιό FN μοιράζονται αμφότερα κατά βάση τις ίδιες αξίες. Εντού τοις, παρά την οπτική αυτή (σημαντικά αρθρωμένη και υπολογι σμένη στο μέσο της εκλογικής διαδικασίας), η ακροδεξιά ανήκει πραγματικά σε διαφορετική πολιτική οικογένεια και διακρίνεται αρκετά από την παραδοσιακή δεξιά. Ο Ignazi (1997b: 301) παρα τηρεί κάποια επικάλυψη μεταξύ δεξιάς και ακροδεξιάς σε ζητή ματα όπως ο νόμος και η τάξη, η μετανάστευση και η ηθική παρα δοσιακή αντίληψη, αλλά «στα ζητήματα αυτά οι χειρισμοί είναι ε ντελώς διαφορετικοί», με την ξενοφοβία, το ριζοσπαστισμό και τις ρατσιστικές θέσεις, ιδιαίτερα, να χαρακτηρίζουν τον ακροδε ξιό λόγο. Όπως εισηγούνται ο Westle και ο Niedermayer (1990: 28), αναφερόμενοι στο γερμανικό Republikaner, αυτό διατυπώνει «ακροδεξιά επιχειρήματα σε σκληρότερο στιλ» από ό,τι τα καθιε ρωμένα δεξιά κόμματα. 50
Αυτό το στυλ, στον ύστερο εικοστό αιώνα, έχει συχνά συνοψι στεί ως λαϊκισηκό, νεο-λαϊκιστικό ή εθνο-λάίκιστικό. Επί παρα δείγματα σε μια σημαντική πρόσφατη μελέτη αυτού που οι Betz και Immerfall (1998) αποκαλσύν «η νέα πολιτική της δεξιάς», ο Betz (1998: 6) επισημαίνει την «άνοδο και τα δραματικά κέρδη των ριζοσπαστικών δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων και κινημά των» στη σύγχρονη εποχή. Ο Immerfall (1998: 249-50) επαναβε βαιώνει τον όρο «νεο-λαϊκισμός» που απστελεί την πλέον κατάλ ληλη ετικέτα για να περιγράψει το είδος των κομμάτων που ανα φέρθηκαν προηγουμένως στα εισαγωγικά σχόλιά μου. Πράγματι, ο νεο-λαϊκισμός είναι σημαντικό χαρακτηριστικό του στυλ και του λόγου ορισμένων από τα ακροδεξιά κόμματα που καλύπτονται στο βιβλίο αυτό, καθώς και σε εκείνο των Betz και Immerfall. Ε ντούτοις, οι ίδιοι οι συγγραφείς απορρίπτουν την ετικέτα «ακρο δεξιά», θεωρώντας ότι η επωνυμία αυτή συμβολίζει μια θεμελιακή απόρριψη της δημοκρατίας και μια αποδοχή της βίας. Έτσι, σύμ φωνα με τον Betz (1998:3), η εννοιολογική κατηγορία του δεξιού εξτρεμισμού -ή ακό μη χειρότερα του νεο-φασισμού- ελάχιστα μπορεί να συλλάβει τη φύση της σύγχρονης δεξιάς στις ώριμες δυτικές δη μοκρατίες. Αντίθετα, η πρότασή μας είναι πως εκείνο που ενώνει αυτά τα κόμματα και κινήματα είναι ο προγραμμα τικός ριζοσπαστισμός και η προσφυγή στο λαϊκισμό. Ο Betz δικαιολογεί τη θέση αυτή ισχυριζόμενος ότι τα υπό συζήτη ση κόμματα και κινήματα «είναι μάλλον προσεκτικά, τονίζοντας τη δέσμευσή τους στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τη συ νταγματική τάξη». Ενώ μπορώ να αποδεχτώ, σε μεγάλο βαθμό, τα σχόλια των Betz και Immerfall σχετικά με την κεντρική σημασία του νεο-λαϊκισμού στη σύνθεση των φαινομένων που συζητάμε, παρ’ όλα αυ τά διατηρώ τον τίτλο «ακροδεξιά» ως τον κατάλληλο γενικό όρο για την πολιτική οικογένεια που αναλύεται στο ανά χείρας βιβλίο. Είναι χρήσιμη η ανάλυση του Mudde (1997), ο οποίος εξετάζει το 51
ζήτημα βάσει ιδεολογικής προσέγγισης και διατείνεται ότι «ακρο δεξιά» είναι ο γενικά αποδεκτός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίζει μια σαφώς διακριτή ομάδα κομμάτων τα οποία ασπάζονται μια ιδεολογία που συνέλκει ένα κοινό πυρήνα χαρα κτηριστικών. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει να ενδώσουμε σε μια πραγματιστική εξήγηση της ακροδεξιάς, αλλά μάλλον να αναγνω ρίσουμε ότι ορισμένα θέματα (αλλά και στυλ) χαρακτηρίζουν και βοηθούν να ταυτοποιήσουμε τα ακροδεξιά κόμματα. Τα θέματα αυτά μας βοηθούν να νοηματοδοτήσουμε την έννοια της ακροδε ξιάς και να την κατανοήσουμε, χωρίς να προσπαθήσουμε, απλουσιευτικά, να τη βάλουμε σε στενά καλούπια. Έτσι, παραδείγμα τος χάριν, τα σκανδιναβικά Κόμματα της Προόδου -οριακές πε ριπτώσεις να συμπεριληφθούν, σύμφωνα με τον Ignazi (1997b: 302)- δεν χωράνε άνετα εντός των παραμέτρων της δικής μας α κροδεξιάς οικογένειας αλλά, όπως υποστηρίζουν οι Anderson και Bj0rklund (Κεφ. 9): «μολονότι αυτά μπορεί να αποκλίνουν από τον ιδεατό τύπο ακροδεξιών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη, πά ντως, ςραίνονται να τροφοδοτούνται από τις ίδιες πηγές, ιδιαίτερα από τη μετανάστευση και την υποβάθμιση των οργανώσεων της εργατικής τάξης». Ο Kitschelt (1995: 158) ορθά διατείνεται ότι ι στορικοί, πολιτισμικοί και πολιτικοί παράγοντες περιορίζουν ή μετριάζουν τη ροπή για ακροδεξιά πολιτική πρακτική στη Σκανδι ναβία, αλλά τα Κόμματα της Προόδου (και εδώ θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε το Κόμμα του Λαού στη Δανία - βλ. πάλι Κεφ. 9) ανήκουν στην ίδια ευρεία οικογένεια, έστω και αν «συνθέτουν μια αδύναμη εκδοχή σε σύγκριση με τα αντίστοιχό τους στην ευ ρωπαϊκή ήπειρο». Επιπλέον, όπως αποσαφηνίζουν πάλι οι Andersen και BjOrklund, τα κόμματα αυτά είναι ασφαλώς ακραία στο πλαίσιο των δικών τους κομματικών συστημάτων και πολιτι κών πολιτισμών. Ο Minkenberg (1997:84-5), χωρίς να χρησιμοποιεί διαφορετι κή επιχειρηματολογία, αναλύει σε έκταση αυτό που εννοιολογικά αποδίδει ως νέα δεξιά ριζοσπαστικά κόμματα στη Γαλλία και τη Γερμανία: «αυτά είναι “ακραία” όχι γιατί είναι εναντίον ή εκτός 52
της υφιστάμενης συνταγματικής τάξης, αλλά επειδή είναι ακραία στο πλαίσιο αυτής της τάξης». Εν με'ρει, μπορώ να συμφωνήσω με την ανάλυση αυτή. αφού συλλαμβάνει ορισμένα χαρακτηριστικά της ακροδεξιάς. Όπως ο ίδιος ο Minkenberg (1997:67-8) υποστη ρίζει -αντλώντας από την ανάλυση του Sartori για τα αντισυστημικά κόμματα- ένα τέτοιο κόμμα «ενεργεί σύμφωνα με ένα σύστημα πεποιθήσεων ποί' δεν συμμερίζεται τις αξίες του πολιτικού καθε στώτος εντός του οποίου λειτουργεί». Έτσι, η υιοθέτηση στενών, εθνοτικών, περιοριστικών απεικονίσεων του έθνους, σε συνδυα σμό με αυταρχικές πολιτικές οπτικές, κάνει τα κόμματα αυτά να θεωρούνται ακραίοι, μισαλλόδοξοι και ύποπτοι συμμέτοχοι στο βασίλειο της συνταγματικής πολιτικής. Η διχοτομία αυτή μεταξύ δημοκρατικών προσχημάτων και αντιδημοκρατικών αξιών συνο ψίζεται επαρκώς στην αξιολόγηση του Lucardie (1998: 122) για τους Κεντρώους Δημοκράτες των Κάτω Χωρών: «Το CD (ραίνεται να αποδέχεται τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μο λονότι συχνά απρόθυμα, αλλά απορρίπτει το επικρατούν φιλελεύ θερο σύστημα αξιών σε σχέση με τις εθνικές μειονότητες και τον πολιτισμικό πλουραλισμό. Η κριτική του απέναντι στην πολυπολιτισμική κοινωνία (...) έχει εθνοκεντρικές και καμιά φορά φυλετι κές συνεκδηλώσεις». Συνοπτικά, ο διακηρυκτικός σεβασμός των ακροδεξιών κομμάτων για τους κανόνες του παιχνιδιού, απλώς Λεν θα έπρεπε να λαμβάνεται τοις μετρητοίς. Περαιτέρω, αναλύο ντας την ακροδεξιά χρειάζεται να σκεφτόμαστε τη σχέση μεταξύ αυτής της πολιτικής οικογένειας και της βίας. Όπως εξηγεί η Michel Wieviorka (Libération , 12 Μαΐου 1995), ο λόγος της ακρο δεξιάς προάγει τη μισαλλοδοξία και δαιμονοποιεί ορισμένες ομά δες. Έτσι, επιθέσεις σε άτομα εθνικών μειονοτήτων μπορεί να μην αποδίδονται άμεσα σε ακροδεξιά στοιχεία (αν και, εναλλα κτικά, θα μπορούσε), αλλά ούτε και μπορεί η πολιτική αυτή οικο γένεια να αποσυσχετιστεί πλήρως από επιθετικές ενέργειες. Εί ναι απόλυτα σαφές -και οι περισσότερο αυστηροί παρατηρητές το αναγνωρίζουν πραγματικά- ότι τα υπό συζήτηση κόμματα και κινήματα δεν είναι όπως τα άλλα στο πλαίσιο του κομματικού συ 53
στήματος. Η Karvonen (1997: 91-2), στη συμπερκρορική έρευνά της χρησιμοποιώντας δεδομένα από τη Μελέτη Ευρωπαϊκών Α ξιών (European Values Survey), προωθεί λίγο παραπέρα τη συζή τηση για την ακροδεξιά πολιτική αντίληψη: «Μολονότι τα κόμμα τα αυτά προσέχουν ώστε να μη συσχετίζονται με τον έκδηλο φασι σμό ή με βίαιες μεθόδους, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τα ακροδεξιά κόμματα του Μεσοπολέμου». (Για περαιτέρω ανάλυση της σχέσης μεταξύ φασισμού και ακροδεξιάς, βλ. Eatwell, 1995, Ignazi, 1997a: 47-9,1997b: 301-03, Wilkinson, 1981). Συνεπώς, πολλά από τα υπό συζήτηση κύρια κόμματα και κινή ματα εδώ έχουν αμφισβητούμενη αξιοπιστία ως συμμέτοχοι στη φιλελεύθερη δημοκρατική διαδικασία. Τρία παραδείγματα από Ιταλία, Γαλλία και Αυστρία αποσαφηνίζουν το επιχείρημά μας. Πρώτον, όπως εξηγεί ο Gallagher (Κεφ. 4), το παλιό νεοφασκπικό ιταλικό MSI μπορεί να έχει προσπαθήσει να αυτοπροσδιοριστεί εκ νέου, αλλάζοντας το όνομά του ώστε να διευκολύνει τη διαδι κασία αυτή, αλλά μια εις βάθος μελέτη των αντιπροσώπων των κομματικών συνεδρίων έδειξε ότι τα στελέχη του είναι, ακόμη, προσκολλημένα στη φασιστική εποχή. Όπως σημειώνει επίσης ο Ignazi (1997a: 54), «ακόμη και η πρόσφατη υιοθέτηση της εκλογι κής επωνυμίας AHeanza Nazionale (Εθνική Συμμαχία) δεν είχε ως συνέπεια έναν ριζικό ιδεολογικό μετασχηματισμό». Εκλογική επι τυχία και ανάληψη αξιωμάτων ίσως να έκαναν το κόμμα «πιο προ σεκτικό», αλλά «ακόμη δεν έχει ξεκινήσει σοβαρός δημόσιος διά λογος σχετικά με την αποδοχή των θεμελιωδών στοιχείων της φι λελεύθερης δημοκρατίας». Δεύτερον, στη Γαλλία, ο Λεπέν, διαπνεόμενος από ελαστική αντίληψη για το Σύνταγμα, επιθυμεί πραγματικά να εγκαταλείψει το σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας και να το αντικαταστήσει με μια Έκτη Δημοκρατία, υιοθετώντας κοινωνικούς αποκλεισμούς ή «εθνική προτίμηση» (βλ. Κεφ. 2), ώστε να διασφαλίσει μια πολιτική και πρακτική για μια «Γαλλία για τους Γάλλους». Επιπλέον, αξίζει να θυμόμαστε ό τι η defacto υιοθέτηση εκ μέρους του Λεπέν λύσεων σε στυλ απαρ τχάιντ καθώς και τα περιοδικά αντισημιτικά και ακραία ξεσπά54
σματά του είναι παροιμιώδη. Τρίτο, όπως αποδεικνυει σαφώς ο Morrow (Κεφ. 3), ο νεολαϊκισμός τού ηγέτη του FPÖ, Jörg Haider, πρέπει να ιδωθεί παράλληλα με το αμφιλεγόμενο και καλοδιαφημισμένο εγκώμιο στους αμετανόητους Ναζί. Έτσι, η τυπική δέ σμευση στη δημοκρατία και το Σύνταγμα δεν θα έπρεπε να εκλαμ βάνεται ως τεκμήριο των πραγματικών αντιλήψεων. Όπως εξηγεί πάλι ο Ignazi (1997a: 51 ), οι εναντίον των κομμάτων, εναντίον του κατεστημένου, εναντίον του πλουραλισμού αξίες της ακροδεξιάς κατατείνουν συνολικά στην υπονόμευση και όχι στην ενδυνάμωση του φιλελεύθερου δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού συστήμα τος. Συνοψίζοντας: η άνοδος των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων υπήρξε χαρακτηριστικό των πρόσφατων δεκαετιών. Στην εννοιολσγική σύλληψη και ορισμό της ακροδεξιάς υπάρχουν προβλήμα τα Πράγματι, όπως έχουμε δει, ο τίτλος «ακροδεξιά» δεν είναι α ποδεκτός απ’όλους τους παρατηρητές. Ίσως δεν χρειάζεται να το προσθέσουμε, ομοίως δεν είναι αποδεκτός από τα κόμματα και τα κινήματα που γενικά κατατάσσονται στην ακροδεξιά πολιτική οι κογένεια. Όπως σχολιάζει ο Swyngedow (1998:72) σχετικά με τη βελγική, ή μάλλον τη φλαμανδική, αποσχιστική ακροδεξιά: «ενώ το VB ορίζεται ως πολιτισμικά φυλετικό, χωριστικό και αυταρχι κό κόμμα της άκρας δεξιάς, για τους υποστηρικτές του αντιπρο σωπεύει, κυρίως, ένα λαϊκιστικό, εθνοκεντρικό κόμμα διαμαρτυ ρίας». Η ριζοσπαστική δεξιά ή νεο-λαϊκιστική δεξιά ή (νεο)-φασιστική είναι οι όροι που προτιμούν ορισμένοι σχολιαστές. Ο Eatwell (1998:3) υποστηρίζει ότι υπάρχει τάση οι ακαδημαϊκοί στην Ευρώπη να χρησιμοποιούν τον όρο «ακροδεξιά», ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο όρος «ριζο σπαστική δεξιά». Ο ίδιος ο συγγραφέας (και ο Backer, Κεφ. 5) ε πισημαίνει επίσης τη γερμανική πρακτική, που διακρίνει μεταξύ ακραίας και ριζοσπαστικής δεξιάς: «για να μιλήσουμε απλά, ενώ η τελευταία συμμερίζεται τον ολιστικό εθνικισμό και συνήθως το ρατσισμό της ακροδεξιάς, δεν είναι εντελώς εχθρική απέναντι στη φιλελεύθερη δημοκρατία, αν και μπορεί να υποστηρίζει ριζοσπα 55
στικές αλλαγές, όπως τη νομιμοποίηση μέσω δημοψηφίσματος ή έναν ισχυρό πρόεδρο». Ο Eatwell προειδοποιεί σχετικά με τη χρήση όρων όπως «νεοφασιστικός» και «λαϊκιστικός», που δεν ταυτοποιούν απαραίτητα τα ακροδεξιά κόμματα στα δεξιά. Ο Mudde (1995:205) υποστηρίζει ότι ο όρος «δεξιός εξτρεμισμός, έγινε της μόδας ως όρος συλλογικός» από τα μέσα της δεκαετίας τσυ 1970 - «αρχικά χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με το δεξιό ρι ζοσπαστισμό και αργότερα τον αντικατέστησε». Αλλες ερμηνείες δίνουν έμφαση στους επιμέρους τύπους των ακροδεξιών σχημάτων, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα των φαινομένων του ζητήματος, ενώ ορισμένοι συγγραφείς περιγρά φουν την ακροδεξιά ως μετα-υλιστική αντίδραση απέναντι στη νέα αριστερά, στις ελευθεριακές και αντιαυταρχικές τάσεις. Σύμ φωνα με το Meijerink κ.ά. (1998: 166), «αυτό που συνθέτει επα κριβώς το δεξιό εξτρεμισμό είναι μάλλον δύσκολο να το διακρι βώσουμε. Απουσιάζει μια αδιαμφισβήτητη περιγραφή του όρου και στο σχετικό πεδίο δεν υπάρχει συναίνεση». Ο Griffin (1998: 293), ηγετική μορφή θεωρητικού σιο δημόσιο αυτό διάλογο, προ τείνει κάποιες χρήσιμες και νηφάλιες κατευθύνσεις: «Πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος όταν προβάλλονται τέτοια αντιθετικά υποδείγματα, ούτε λόγος για την οριστική δι καίωση ή απόρριψη. Αυτό που διακυβεύεται είναι η σχετική ευρετική αξία των διαφόρων ιδεατών τύπων».
Η ακροδεξιά: κόμματα, πολιτικές και οπτικές
Έχω τονίσει τις παγίδες των άκαμπτων ουσιοκρατικών ορισμών. Εντούτοις, τα κόμματα, τα κινήματα και οι ιδέες προς συζήτηση έ χουν ορισμένα χαρακτηριστικά, ομοιότητες και οπτικές πολιτικής που συμβάλλουν (ή υπονομεύουν) στην έλξη που ασκούν και μια ανάλυσή τους μας καθιστά ικανούς να αναγνωρίσουμε και να κα τανοήσουμε την πολιτική της σύγχρονης ακροδεξιάς. Ο Mudde σε πρόσφατη έρευνά του (1997) εξετάζει 26 διαφορετικούς ορισμούς 56
της ακροδεξιάς και εντοπίζει περίπου 58 διαφορετικά χαρακτηρι στικά που έχουν αποδώσει σ’ αυτήν διάφοροι αναλυτές. Ενώ εδώ υπάρχει σημαντικό εΰρος για διακυμάνσεις, μια επισταμένη εξέ ταση και σύνθεση των διαφόρων συνεισφορών αποκαλύπτει ότι ο ρισμένα στοιχεία εμφανίζονται ως περισσότερο κεντρικά από άλ λα στη συλλογική ανάλυση της ακροδεξιάς: ο εθνικισμός, η ξενο φοβία, ο ρατσισμός, η απόρριψη της δημοκρατίας και η υποστήρι ξη ενός κράτους ισχυρού. Ο σοβινισμός της κοινωνικής πρόνοιας και η ισχυρή έμφαση στο νόμο και την τάξη ή την ασφάλεια, κα θώς και στην εθνική ταυτότητα και τον αποκλεισμό, είναι συστατι κά στοιχεία της ιδεολογικής προσωπικότητας της ακροδεξιάς. Από πολλές απόψεις, τα ακροδεξιά κινήματα μπορούν να θεω ρηθούν ως κόμματα που απορρίπτουν τα κόμματα (anti-party party). Αυτά επωφελούνται από τη λαϊκή απογοήτευση με τα κόμ ματα που δεσπόζουν. Κρίσεις αντιπροσώπευσης, αντι-ελιτισμός, διαφθορά, η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος από τα κατε στημένα πολιτικά κόμματα και την πολιτική τους: αυτά είναι τα ο χήματα των ακροδεξιών κινημάτων. Έτσι, στην Αυστρία, στη δε καετία του 1990, το FPÖ επωφελήθηκε από το γεγονός ότι ανέλαβε τον ηγετικό αντιπολιτευτικό ρόλο κατά του μεταπολεμικού, μα κροχρόνιου διπωλίου των σπουδαιότερων αριστερών και δεξιών κομμάτων (βλ, Κεφ. 3), ενώ στην Ιταλία (Κεφ. 4) η πρόσφατη επι τυχία του ΑΝ / MSI ακολούθησε την κατάρρευση της ηγεμονίας των Χριστιανοδημοκρατών, εν μέσω μεγάλης διαφθοράς και ανα συγκρότησης του κομματικού συστήματος. Επίσης, στη Γαλλία (Κεφ. 2) το FN έχει ευδοκιμήσει παίζοντας έναν λαϊκιστικό εξωτε ρικό ρόλο εναντίον «της συμμορίας των τεσσάρων» (ή των τριών) και της συλλογικής ανικανότητάς τους να επιλύσουν βασικά κοι νωνικοοικονομικά προβλήματα. Με τον ίδιο τρόπο, σε μεγάλο βαθμό, στη Σκανδιναβία (Κεφ. 9), τα Κόμματα της Προόδου και το Κόμμα του Λαού στη Δανία εμφανίστηκαν ως κόμματα διαμαρ τυρίας που αρχικά έστιασαν σε ζητήματα φορολογικά και σε πα ράπονα εναντίον του κράτους, αλλά όλο και περισσότερο -όπως συνέβη με το βελγικό Vlaams Blok (Κεφ. 6) και τη γερμανική α 57
κροδεξιά (Κεφ. 4)- υιοθε'τησαν τον έλεγχο της μετανάστευσης ως κεντρικό ζήτημα που εισφέρει ψήφους. Αναμφίβολα, η μετανάστευση έχει καταστεί ένα πολύ αγαπητό στοιχείο του λόγου της ακροδεξιάς στη Δυτική Ευρώπη. Πράγμα τι, το θέμα αυτό φαίνεται ότι έχει εκτοπίσει τον ανιικομμουνισμό -ενδιαφέρον που υποχωρεί <πο πλαίσιο του μετα-κομμουνκπικού κόσμου- ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της ακροδεξιάς. Παραδο σιακά, ο αντικομμσυνισμός έχει υπάρξει κεντρικό στοιχείο της φυσιογνωμίας της ακροδεξιάς, λειτουργώντας σαν προγεφύρωμα για τη μεταπολεμική, ψυχροπολεμική αναμόρφωση και για τους δεσμούς με τα δεξιά κόμματα της δεσπόζουσας τάσης. Οι Cox και Durhan (Κεφ. 13) φωτίζουν τη σημασία του αντικομμουνισμού (και του αντισημιτισμού) για την κοσμοαντίληψη της ακροδεξιάς των ΗΠΑ και την περί συνωμοσίας θεωρία της πολιτικής. Επίσης, όπως υποστηρίζει ο Eatwell (1989: 71), η ακροδεξιά έχει αρθρώ σει μια «έντονα επικριτική άποψη για την αριστερά, ειδικά για τις διεθνιστικές και ταξικές όψεις της. Ο κομμουνισμός, ειδικότερα, δέχεται επιθέσεις στην εσωτερική αλλά και τη διεθνιστική του μορφή». Ωστόσο, όπως εξηγούν ο Griffin (1998:292) και ο Prowe [1998 (1994)], μάλλον ο πολυπολιτισμός και η μεταναστευτιχή α πειλή παρά η ταξική πάλη αναδεικνύονται ως ισχυρότερες προτε ραιότητες για τη ριζοσπαστική ή ακραία δεξιά. Ο αντισημιτισμός, επίσης, ενώ ακόμη συνκπά σημαντική (και αυξανόμενη, στη μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη) όψη της ατζέντας της ακροδε ξιάς (κυρίως με τη μορφή της αναθεώρησης του Ολοκαυτώματος), πρέπει να θεωρηθεί παράλληλα με την αυξημένη έμφαση στη με τανάστευση. Ορισμένοι συγγραφείς βλέπουν τον αντισημιτισμό ως εγγενές συστατικό της ακροδεξιάς και ως στοιχείο που κατέχει ειδική θέση στον ακροδεξιό λόγο (Ebata, 1997:16-17). Ο αντιση μιτισμός τροφοδοτεί τη συνωμοσιολογική θεωρία της ακροδεξιάς, με τους Εβραίους παραδοσιακά να απεικονίζονται ως «κοσμοπο λίτικες» και «χωρίς ρίζες» δυνάμεις, που επιδιώκουν και συνωμο τούν να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Εντούτοις, οι μετανάστες, οι αλλοδαποί και, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μαύροι και άλλες ε 58
θνικές ομάδες έχουν καταστεί σημαντικότερα εξιλαστήρια θύμα τα. Σύμφωνα με τον Harris (1990: 69), «εάν ο αντισημιτισμός δεν είναι το κύριο θέμα της σύγχρονης ακροδεξιάς προπαγάνδας, αυ τό οφείλεται σιο ότι έχουν εμφανιστεί οι μετανάστες ως πιο βολι κός στόχος και το μετανασιευτικό ζήτημα δημιουργεί περισσότε ρο ουσιαστική ευκαιρία για κινητοποίηση». Η αντίθεση της ακροδεξιάς απέναντι στη μετανάστευση και τον πολυπολιτισμό εμπνέεται, φυσικά, από εθνοκεντρικές, ξενο φοβικές, περιοριστικές και συχνά έκδηλα φυλετικές αναπαρα στάσεις του έθνους. Επαναλαμβάνουμε, αν και βασικά ο ρατσι σμός που τροφοδοτεί το λόγο είναι από πολιτισμική άποψη διαφο ρικός ρατσισμός (Tagüieff, 1986) μάλλον παρά βιολογικός, αυτό ακριβώς το συναίσθημα είναι που υπογραμμίζει το σοβινισμό της κοινωνικής πρόνοιας τον οποίο εκπέμπει η ακροδεξιά. Στην πρά ξη αυτό σημαίνει διάδοση της ιδέας ότι τα αγαθά και τα επιδόμα τα πσυ παρέχει το κράτος (όπως δουλειές, κατοικίες και κοινωνι κές παροχές) πρέπει να διαφυλάσσονται για τους ντόπιους ή να παρέχονται κατά προτεραιότητα σ’ αυτούς, στη βάση μιας σαφώς περιοριστικής ιδιότητας του πολίτη, παρά στον πληθυσμό γενικά, στη βάση της αρχής της ισότητας. Πράγματι, η ακροδεξιά -στην Ευ ρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες- περιγράφει τους μετανάστες, τους αιτσύντες άσυλο και τους πρόσφυγες συχνά σαν προνομιού χους, οι οποίοι υποσκελίζουν τους πολίτες του έθνους και ωφελού νται δυσανάλογα από θετικά προγράμματα δράσης (affirmative action). Στις Ηνωμένες Πολιτείες (βλ. Κεφ. 13) και το Ηνωμένο Βασίλειο (βλ. Κεφ. 8), επομένως, η ακροδεξιά οργανώνει εκστρα τείες, προκλητικά και απροκάλυπτα, υπέρ των «δικαιωμάτων των λευκών». Το ότι αυτή η κραυγή συναγερμού ενδέχεται να βρει α νταπόκριση, μπορεί να το διαπιστώσουμε από την ακόλουθη άπο ψη ενός πρώην μέλους της βρετανικής ακροδεξιάς (Ray Hill, Hill και Bell, 1988:41): Μας εμπαίζανε όσον αφορά δουλειά, καλές συνθήκες στέ γασης, αξιοπρεπή εκπαίδευση για τα παιδιά μας, πράγματα που πιστεύαμε ότι ήταν δικαιώματά μας από τη γέννησή 59
μας, ενώ βλέπαμε χιλιάδες παρείσακτους χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να πιάνουν δουλειά, σπίτια και να εισπράττουν κάθε κρατικό επίδομα που προσφερόταν, και μάλιστα να το κατορθώνουν αυτό με τη βοήθεια και ενθάρρυνση πολι τικών κάθε πολιτικής απόχρωσης. Επιπλέον, μέσω της μεταναστευτικής πολιτικής και της ξενοφο βίας, η ακροδεξιά μετατρέπει σε εξιλαστήριο θύμα τον «Αλλον» και συμβάλλει στο ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία στην κοινωνία. Στους μετανάστες και αλλοδαπούς, ειδικά από τις αναπτυσσόμε νες χώρες, αποδίδονται όλα τα υποθετικά ή πραγματικά προβλή ματα της κοινωνίας: οικονομική ύφεση, πολιτιστική διάλυση, έ γκλημα και αναστάτωση, πτώση του επιπέδου σε υπηρεσίες υγεί ας και εκπαίδευσης κ.ο.κ. Η λεξικογραφική προσέγγιση της α κροδεξιάς επίσης συνεπάγεται τη σιηλίτευση των μεταναστών ως «εισβολέων» και «αποίκων», που «καταλαμβάνουν» τις δυτικές χώρες - μια ενδιαφέρουσα χειραγώγηση των δημόσιων συζητήσε ων σχετικά με τον αποικισμό και την ξένη κυριαρχία (Hainsworth, 1992a: 7-9). Πράγματι, η πρωτεύουσα θέση της μετανάστευσης ως θέματος πολιτικής καμπάνιας για την ευρεία ακροδεξιά οφείλει κάτι στην επιτυχία του προέδρου του FN, του Ζαν-Μαρί Λεπέν, στη Γαλλία, ο οποίος κατάφερε να κερδίσει υποστήριξη σχετικά με το ζήτημα αυτό. Άλλα κόμματα ακολούθησαν αμέσως και ο Glyn Ford, υπεύθυνος της έκθεσης και πρόεδρος των επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 1985, 1990) για το ρατσισμό, το φασισμό και τη ξενοφοβία, έκανε λόγο για ένα «κυματοειδές αποτέλεσμα» (βλ. Harris, 1990: ix), καθώς και άλλα κόμματα ακολουθούσαν το ρεύμα. Λίχως αμφιβολία, η μεταναστευτική πολιτική και ο σοβινισμός της κοινωνικής πρόνοι ας υπήρξαν σημαντικά ζητήματα για κατάχτηση ψήφων από την α κροδεξιά, ειδικά ανάμεσα στους μη κατέχοντες, τους νέους και την εργατική τάξη, τις κατώτερες μεσαίες τάξεις και ανάμεσα σε κείνους που ζουν σε φτωχές αστικές και προαστιακές πυκνοκατοικημένες και διαλυμένες περιοχές. Εντούτοις, θα ήταν σφάλμα 60
να δούμε την ακροδεξιά ως κίνημα που στηρίζεται σε ένα μοναδι κό ζήτημα ή να συναγάγουμε απλές συσχετίσεις μεταξύ των επι πέδων της ακροδεξιάς υποστήριξης και της παρουσίας μετανα στών. Η πραγματικότητα είναι πιο συνθέτη, με διάφορες υποκει μενικές και αντικειμενικές μεταβλητές στο παιχνίδι. Ο μεταναστευτικός λόγος της ακροδεξιάς ελκύει ασφαλώς μια πελατεία δυσαρεστημένη και αλλοτριωμένη. Διάφορες μελέτες αποκαλύπτουν ότι ο ακροδεξιάς ψηφοφόρος είναι περισσότερο απαισιόδοξος παρά αισιόδοξος (βλ., παραδείγματος χάριν, Ο γfali, 1990). Έτσι, τα ακροδεξιά κόμματα παρακολουθούν τη λαϊκή δυσφορία και δυσανασχέτηση και συχνά υποβοηθούν στην προ βολή τους. Περαιτέρω, ορισμένοι παρατηρητές επισημαίνουν τις διαδικασίες περιθωριοποίησης (κοινωνικο-οικονομικής ή πολιτι στικής) ως του πλαισίου πίσω από την ακροδεξιά και τη νεολαϊκιστική της επιτυχία. Ενώ η υποκειμενική και/ή αντικειμενική κοι νωνική στέρηση και το σχετικό αίσθημα απαισιοδοξίας είναι α ναμφίβολα ορισμένα βασικά αισθήματα που πληροφορούν έναν ψηφοφόρο για τα πολιτικά αυτά κόμματα, ο Immerfall και άλλοι σχολιαστές (βλ., επί παραδείγματι, ο Perrineau, 1997) δίκαια προ ειδοποιούν εναντίον μιας ερμηνείας που θα περιοριζόταν στην ά ποψη ότι η επιλογή αυτή συνιστά απλώς και μόνο ένα φαινόμενο διαμαρτυρίας - μια εγκατάλειψη των παραδοσιακών υποδειγμά των εκλογικής συμπεριφοράς «απλώς για να σταλεί ένα μήνυμα διαμαρτυρίας κατά της αναποτελεσματικότητας, της ανικανότη τας και γενικά εναντίον εκείνων που κατέχουν αξιώματα» (Im merfall, 1998:258). Ο Eatwell (1998:5), επίσης, απορρίπτει «την ε πικρατούσα θέση για την ψήφο διαμαρτυρίας»: «ενώ μια τέτοια ψήφος αναμφίβολα είναι ένας παράγοντας στην εκλογική απόφα ση, υπάρχει το σημαντικότερο στοιχείο της ορθολογικής επιλογής, δηλαδή της επιθυμίας να επιτευχθεί αλλαγή σύμφωνα με κατευ θύνσεις που υπόσχονται τα στασιαστικά δεξιά προγράμματα». Έτσι, μολονότι το αντι-κομματικό και αντι-ελιτίστικο χαρακτηρι στικό είναι ένα ισχυρό χαρακτηριστικό της ακροδεξιάς ψήφου, ω στόσο αυτή δεν είναι ολόκληρη η εικόνα: σε κάποιο βαθμό, μια α 61
κροδεξιά ψήφος είναι επίσης μια επιλογή υπέρ -του έθνους, της ταυτότητας, της ηγεσίας και υπέρ μιας πολιτικής ή οπτικής- όσο και κατά. Ο Eatwell (1998: 27), αντλώντας από το έργο Βέλγων συγγραφέων (Billiet, de Witte και Swyngedouw), απορρίπτει την απλή εξίσωση της ακροδεξιάς ψήφου με την ψήφο διαμαρτυρίας και τη θεωρεί περισσότερο ψήφο ορθολογικής επιλογής: Η ψήφος στο VB παρουσιάζεται ως κάτι ορθολογικό, υπό την έννοια ότι οι υποστηρικτές ψήφισαν το κόμμα που ήταν εγγύτερα στις πολιτικές τους προτιμήσεις. Αυτοί μπορεί να διαμαρτύρονται εναντίον των υφισταμένων ελίτ ή του συ στήματος, αλλά στην επιλογή τους υπήρχε ταυτόχρονα μια ουσιαστική προγραμματική συγγένεια. Επιπλέον, οι ψήφοι διαμαρτυρίας τείνουν να είναι παροδικές και επομένως να συνδέονται με «κόμματα-πομφόλυγες» (flash party), ενώ ορισμένες από τις πιο επιτυχείς δυνάμεις που συζητιούνται στο βιβλίο αυτό (και άλλου) είχαν ένα αρκετά εντυπωσιακό ρεκόρ στη συγκράτηση των ψήφων. Έθνος, εθνική ταυτότητα και εθνοκεντρισμός είναι κεντρικά συστατικά στο σύστημα αξιών της ακροδεξιάς. Το έθνος επενδύε ται με καθαρότητα, με τις ρίζες και με μια προσωπικότητα ηρωική. Έτσι, πολυεθνικά, διεθνικά ή παγκόσμια σχήματα θεωρούνται ξένες και επικίνδυνες αντεθνικές απειλές για την ταυτότητα και την πολιτισμική ακεραιότητα του έθνους. Η μετανάστευση από τον Τρίτο Κόσμο, το Ισλάμ, ο κομμουνισμός, η πολυπολιτισμικότητα και η παγκοσμιοποίηση, εδώ αμφισβητούνται ιδιαίτερα. Μολο νότι αποδέχονται την αγορά και τον καπιταλισμό -μάλιστα, ο Kitschelt (1995) το θεωρεί αυτό ως στοιχείο κλειδί της σύγχρονης ριζοσπαστικής δεξιάς- τα ακροδεξιά κόμματα, όπως το FN, δεν αισθάνονται βολικά με το πλήρως ελεύθερο εμπόριο, εφόσον αυ τό μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύει το έθνος (βλ. Κεφ. 2). Έτσι, μέσω του εθνολαϊκισμσύ, υιοθετείται όλο και περισσότερο ο οικονομικός προστατευτισμός και ο υποτιθέμενος πατριωτικός λόγος εναντίον των δήθεν (ή των πραγματικών) καταστροφών της 62
παγκοσμιοποίησης. Παραπειστικά συνθήματα -«η Γερμανία για τους Γερμανούς», «η Γαλλία για τους Γάλλους»- χρησιμοποιού νται κατά της μετανάστευσης και της παγκοσμιοποίησης, αφού τα ακροδεξιά κόμματα ταυτίζονται με τον «απλά άνθρωπο» και, ταυ τόχρονα, επιδιώκουν να στεγάσουν το «λαϊκό» τους εκλογικό σώ μα. Οι εθνολαϊκιστικές ή νεολαϊκιστικές εκκλήσεις βοηθούν επί σης να κατοχυρώσουν τη δημαγωγική λειτουργία της ακροδεξιάς, καθώς τα αντίστοιχα κόμματα επιδιώκουν να επωφεληθούν από την υποχώρηση της παραδοσιακής υποστήριξης και τις δομές αλ ληλεγγύης, όπως τα εργατικά συνδικάτα, η εκκλησία, η κοινότητα και η διευρυμένη οικογένεια (βλ., παραδείγματος χάριν, την απο καλυπτική μελέτη του Swyngedouw για την περίπτωση της Αμβέρ σας, Κεφ. 6). Το έθνος και ο εθνικισμός προβάλλεται, επομένως, ως ο αποτελεσματικός δεσμός που μπορεί να δώσει νόημα και ταυτότητα στο άτομο σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ταχέως. Όπως έχουμε υποστηρίξει αλλού (Hainsworth, 1992a: 10), μολονότι ο εθνικισμός είναι ένας παράγοντας κοινός σε πολλά σύγχρονα πολιτικά ρεύματα, είναι το στυλ της εθνι κιστικής έκφρασης -συνήθως επιθετικό, αποκλειστικό, σο βινιστικό και ιστορικά επιλεκτικό- που συνδυάζεται έντο να με την πολιτική κατά των μεταναστών και κατά των κομ μουνιστών, εκείνο το στοιχείο που βοηθά να ταυτοποιήσουμε την ακροδεξιά. Σημερινά ακροδεξιά κινήματα προσφέ ρουν στο ακροατήριό τους μια μεσσιανική, σταυροφορική συνταγή εθνικής έκφρασης και λύτρωσης που συχνά βασί ζεται σε απλά συνθήματα υπολογισμένα να προσελκύσουν, λαϊκιστικά, τους δυσάρεστη μένους και τους απογοητευμέ νους. Δεν απστελεί, επομένως, έκπληξη που η ανεργία και η ανασφά λεια (με την ευρύτερη έννοια) έχουν αποτελέσει ιδιαίτερα ζητή ματα για ψηφοθηρία από τα ακροδεξιά κόμματα. Επαναλαμβά νουμε, τα εν λόνω ζητήματα συνδέονται, από την ακροδεξιά, με τα θέματα της μετανάστευσης και της ταυτότητας. Επιπλέον, μέσω 63
της «εθνικής προτίμησης» και της σοβινιστικής πολιτικής στο πε δίο της κοινωνικής πρόνοιας, μέσω σκληρής στάσης στα ζητήματα νόμου και τάξης, καθώς και υποσχέσεων για διευρυμένη άμεση δημοκρατία (δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας), τα ακροδε ξιά κόμματα μεγιστοποιούν την επιρροή τους. Έτσι, όπως αποσα φηνίζουν οι συνεργασίες στο βιβλίο αυτό, η ακροδεξιά κατακτά ψήφους από τη δεξιά και την αριστερά, τους νέους και τους μεγά λους, του νέους ψηφοφόρους και τους σικπηματικά απέχοντες, τους υπαλλήλους γραφείου και τους χειρώνακτες εργάτες, τους α νέργους, καθώς και τους κατοίκους των πόλεων και των προα στίων που είναι δυσάρεστημένοι. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παρέχει ακόμη ένα θέμα χαρακτη ριστικό της ακροδεξιάς και της εκλογικής της πελατείας. Καθώς τα κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς του κύριου κορμού συνυ πογράφουν συναινετικά την προοπτική της πληρέστερης ολοκλή ρωσης, η ακροδεξιά -φορώντας πάλι το εθνολαϊκιστικό καπέλο της- λειτουργεί ως η αντιπολιτευτική φωνή διαμαρτυρίας εναντίον της υπονόμευσης της εθνικής κυριαρχίας και εναντίον των ευρω παϊκών ελίτ. Η ευρωπαϊκή αρένα προσφέρει, επίσης, πεδίο -το ο ποίο συχνά δεν το εκμεταλλεύονται ούτε το μεγιστοποιούν (Ευρω παϊκό Κοινοβούλιο, 1985, 1990, Fieschi κ.ά., 1996, Hainsworth, 1992a: 23-4)- για δημιουργία δεσμών με άλλα συγγενή κόμματα, για κατάκτηση υψηλών αξιωμάτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και για τοποθέτηση της ατζέντας στα ζητήματα όπως η μετανά στευση, η κουλτούρα, το έθνος και η ταυτότητα σε ευρωπαϊκό επί πεδο. Είναι σημαντικό ότι σε επίπεδο ευρωπαϊκό (Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης, πολιτικά κόμματα, αντιρατσιστικοί οργανισμοί, εργατικές ενώσεις κ.ο.κ.) -καθώς επίσης σε ε πίπεδο τοπικό, περιφερειακό και εθνικό- η ακροδεξιά έχει συνα ντήσει έντονη αντίθεση και παρακολούθηση. Ταυτόχρονα, ωστό σο, η επίσημη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι εθνικές πολιτικές σχετικά με τη μετανάστευση, τους αιτσύντες άσυλο και την ελευθερία της μετακίνησης έχουν υποστεί κριτική από οργα νώσεις αστικών ελευθεριών, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνι 64
κών μειονοτήτων για την περιοριστική τους φύση και την de facto ενοχοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων (Hainsworth, 1992a: 19).
£υρηή>αορα
Οι ακροδεξιές ιδέες, κινήματα και κόμματα αποτελούν σημαντικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής πολιτικής μέχρι και την αλλα γή της χιλιετίας. Σε όρους εθνικού εκλογικού σώματος, αυτά έ χουν ασκήσει ανισομερή αλλά σαφή επίπτωση, η οποία εκτείνεται από το περιθώριο μέχρι τη δύναμη που ανήκει στο επικρατούν ρεύμα. Σε τοπικό, περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο, τα α κροδεξιά κόμματα κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν «δευτερεύουσες» εκλογές και να κερδίσουν θέσεις και επιρροή. Μια ορισμένη νομιμοποίηση έχουν καταφέρει να αποκτήσουν εκεί όπου πολιτι κές δυνάμεις της επικρατσύσας τάσης έχουν συνάψει συμμαχίες και έχουν συνυπάρξει με ακροδεξιές δυνάμεις προκειμένσυ να κρατήσουν ή να κατακτήσουν την εξουσία - και υπάρχουν πολλά συναφή παραδείγματα στα κεφάλαια που ακολουθούν. Ταυτό χρονα, η επιτυχία των ακροδεξιών κομμάτων δεν μπορεί να με τρηθεί απλώς με όρους εκλογικής δύναμης αφού, σε ποικίλες πε ριπτώσεις, έχουν επηρεάσει την ατζέντα, την πολιτική και το λόγο σημαντικών πολιτικών κομμάτων και κυβερνήσεων. Επίσης, ειδι κά εκεί όπου η ακροδεξιά υπήρξε σχετικά επιτυχής, τα κόμματα του κύριου κορμού δεν γνώριζαν πάντα πώς να αντιδράσουν με συνέπεια, απστελεσματικότητα και δεοντολογική ορθότητα. Επι πλέον, η υπέρ το δέον προσοχή στην ακροδεξιά έχει προσφέρει τη δυνατότητα σ’ αυτήν να κατέχει κεντρική θέση στην πολιτική σκη νή, να συμμετέχει στον καθορισμό των ζητημάτων για δημόσιο διάλογο, ακόμη και να διασπά τους αντιπάλους της. Όπως έχουμε υποστηρίξει, ο προσδιορισμός και η εννοιολογική ταυτοποίηση της ακροδεξιάς είναι ζήτημα προβληματικό. Πά ντως, τα θέματα και τα προβλήματα που έχει προβάλει η ακροδε 65
ξιά είναι αρκετά αναγνωρίσιμα: μετανάστευση, ε'θνος, ασφάλεια, ανεργία, κουλτούρα, αντικομμουνισμός, παγκοσμιοποίηση, Ευ ρώπη, διαφθορά, ηθικά ζητήματα, ταυτότητα κ.ο.κ. Στα ζητήματα αυτά, οι δυνάμεις οι κατεστημένες και εκείνες του κυρίου κορμού θεωρείται ότι έχουν απογοητεύσει «το λαό» και συχνά η ακροδε ξιά στοχεύει να προσφέρει τη «νέα» και δήθεν καθαρή εναλλακτι κή πολιτική. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως και υποστηρίζε ται σ’ ολόκληρο το βιβλίο, τα εν λόγω κόμματα κατόρθωσαν να εκμεταλλευθούν και να διοχετεύσουν τη λαϊκή δυσφορία και αγανά κτηση εναντίον των κατεστημένων κομμάτων και της καθιερωμέ νης πολιτικής και εναντίον της αλλαγής, της ανασφάλειας κάι της ανομίας. Εδώ, η ηγεσία και η εικόνα είναι, προφανώς, στοιχεία σημαντικά και τα πιο επιτυχή και εξέχοντα ακροδεξιά κόμματα έ χουν ανασυσκευάσει το μήνυμά τους, ανασυγκροτήσει την οργά νωσή τους και έχουν διοικηθεί από άτομα (Fini, Haider, Le Pen) που ήταν σε θέση να επηρεάσουν δεκτικά ακροατήρια με τις ρητο ρικές τους ικανότητες και τις «μιντιακές» δεξιότητές τους. Η α προκάλυπτη πολιτική πρόθεση των ακροδεξιών πολιτικών και κομμάτων είναι να αναδιαρθρώσουν το πολιτικό και κομματικό σύστημα και να το μετατοπίσουν περισσότερο προς την κατεύθυν ση των δικών τους ιδεών. Εντούτοις, παρά την ικανότητα της α κροδεξιάς για νέες επινοήσεις και νέες φαντασιακές εκδοχές, κα θώς και παρά τη φανερή επιθυμία της να εκμεταλλευτεί το εκλογι κό σύστημα, υπάρχουν επαρκώς εδραιωμένες αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευσή της στους κανόνες και τις αξίες μιας φιλελεύθερης δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Σε κοινωνίες όπου οι αξίες αυτές έχουν καθιερωθεί πρόσφατα και διαθέτουν αδύνα μη βάση, οι φιλελεύθερες δημοκρατικές αξιώσεις είναι ακόμη πιο προβληματικές, ειδικά όταν -εν μέσω ταχείας αλλαγής και συστη ματικής ανασυγκρότησης- η σταθερότητα και η τάξη αποτιμώνται όσο και η δημοκρατία, αν όχι παραπάνω από αυτήν.
66
Βιβλιογραφία Betz, H.-G. (1998) «Introduction», σε Betz, H.-G. και Immerfall, S. (eds) The New Politics o f the Right: Neo-populisi Parties and Movements in Established Democracies, Basingstoke: Macmillan, 1-10. Betz, H.-G. και Immerfall, S. (eds) (1998) The New Politics o f the Right: Neo populist Parties and Movements in Established Democracies, Basingstoke: Macmillan. Billig, M. (1989) «The Ectreme Right: Continuities in Anti-semitic Conspiracy Theory in Post-war Europe», σε Eatwell, R. και O’Sullivan, N. (eds) The Nature o f the Right. London: Pinter, 146-66. Blinkhom, M. (1990) «Introduction: Allies, Rivals or Antagonists? Fascists and Conservatives in Modern Europe», σε Blinkhom, M. (ed.) Fascists and Conservatives. London: Unwin Hyman, 1-13. Eatwell, R. (1989) «The Nature of the Right, 2: The Right as a Variety of Styles of Thought», σε Eatwell, R. και O ’Sullivan, N. (eds) The Nature o f the Right. London: Pinter, 62-76. Eatwell, R. (1989) «The Dynamics of Right-Wing Electoral Breakthrough», Patterns o f Prejudice 32(3) (July), 3-31. Eatwell, R. (1995) Fascism: A History. London: Chatto and Windus. Ebata, M. (1997) «Right-Wing Extremism: In Search of a Definition», σε Braun, A. και Scheinberg, S. (eds) The Extreme Right: Freedom and Security at Risk. Boulder, CO: Westview, 12-35. European Parliament (1985) Report on the Findingj o f the Inquiry (Evrigenis Report). Committee of Inquiry into the Rise of Fascism and Racism in Europe, European Parliament December, Luxembourg. European Parliament (1990) Report Drawn Up on Behalf o f the Committee of Inquiry into Racism and Fascism (Ford Report). European Parliament, Session Documents, 23 July, Document A3-195/90. Fieschi, C., Shields, J. και Woods, R. ( 1996) «Extreme Right-Wing Parties and the Parties and the European Union: France, Germany and Italy», σε Gaffney, J. (ed.) Political Parties and the European Union. London: Routledge, 235-53. Griffin, R. (1993) The Nature o f Fascism. New York: St Martin’s Press. Griffin, R. (1995) Fascism. Oxford: Oxford University Press. Griffin, R. (ed.) (1998) International Fascism: Theories, Causes and New Consensus. London: Arnold. Hainsworth, P. (1992a) «Introduction. The Cutting Edge: The Extreme Right
67
in Post-war Europe and the USA», σε Hainsworth, P. (cd.) The Extreme Right in Post-war Europe and the USA. London: Pinter, 1-28. Hainsworth, P. (1992b) «The Extreme Right in Post-war France: The Emergence and Success of the Front National», σε Hainsworth, P. (ed.) The Extreme Right in Post-war Europe and the USA. London: Pinter, 2960. Harris, G. (1990) The Dark Side o f Europe: The Extreme Right Today. Edinburgh: Edinburgh University Press. Hill, R. και Bell, A. (1988) The Other Side o f Terror: Inside Europe's Neo-Nazi Network London: Grafton. Ignazi, P. (1997a) «The Extreme Right in Europe: A Survey», σε Merld, P. H. και Weinberg, L. (eds) The Revival o f Right Wing Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 47-64. Ignazi, P. (1997b) «New Challenges: Post-materialism and the Extreme Right», σε Rhodes, M. et al. (eds) Developments in West European Politics. Basingstoke: Macmillan, 300-19. Immerfall, S. (1998) «Conclusion: The Neo-populist Agenda», σε Betz, H.-G. και Immerfall, S. (eds) The New Politics o f the Right: Neo-populist Parties and Movements in Established Democracies. Basingstoke: Macmillan, 249-61. Karvonen, L. (1997) «The New Extreme Right-Wingers in Western Europe: Attitudes, World Views and Social Characteristics», σε Merkl, P.H. και Weinberg, L. (eds) The Revival o f Right Wing Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 91-110. Kitschelt, H. (1995) The Radical Right in Western Europe: A Comparative Analysis (σε συνεργασία με τον Anthony J. McGann). Ann Ait>or: University of Michigan Press. Linz, J J . ( 1980) «Political Space and Fascism as a Late-Comer», σε Larsen S. et al (eds) Who Were the Fascists? Social Roots o f European Fascism. Bergen: Universitetsforlaget, 153-89. Lucardie, P. (1998) «The Netherlands: The Extremist Center Parties», σε Betz, H.-G. και Immerfall, S. (eds) The New Politics o f the Right: Neo populist Parties and Movements in Established Democracies. Basing stoke: Macmillan, 111-24. Meijcrink, F., Mudde, G. και Van Holsteyn, J. (1998) «Research Note»,/lc/a Politico 33 (Summer), 165-78. Merkl, P.H. ( 1997) «Introduction», σε Merkl, P. Η. και Weinberd, L. (eds) The Revival o f Right Wing Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 1-16. 68
Minkenberg, M. (1997) «The New Right in France and Germany: Nouvelle Droite, Neue Rechte, and the New Right Radical Parties», σε Merk), P. H. και Weinberg, L. (eds) The Revival o f Right Wing Extremism Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 65-90. Mudde, C. (1995) «Right-wing extremism analysed. A comparative analysis of the ideologies of three alleged right-wing extremist parties (NPD, NDP, CP’86)», European Journal o f Polical Research 27,203-24. Mudde, C. (1996) «The War of Words Defining the Extreme Right Party Family», West European Politics 19(2) (April), 225-48. Mudde, C. (1997) «The Extreme Right Party* Family: An Ideological Approach», PhD thesis, Department of Politics, Leiden University. Orfali, B. (1990) L'Adhésion au Front National: de la minorité active au mouvement social. Paris: Kimé. Payne, S. (1980) «The Concept of Fascism», σε Larsen, S. et al. (eds) Who Were the Fascists? Social Roots o f European Fascism. Bergen: Universitetsforlaget, 14-25. Pemneau, P. (1997) Le Symptôme Le Pen: radiographie des électeurs du Front National. Paris: Fayard. Peny, B J. (1998) «Defenders of the Faith: Hate Groups and Ideologies of Power in the United States», Patterns o f Prejudice 32(3) (July), 32-54. Prowe, D. (1998, original article 1994) «Fascism, Neo-fascism, New Radical Right?», σε Griffin, R. (cd.) International Fascism: Theories, Causes and New Consensus. London: Arnold, 305-24. Swyngedouw, M. (1998) «The Extreme Right in Belgium», σε Betz, H.-G. και Immerfall, S. (eds) The New Politics o f the Right: Neo-populist Parties and Movements in Established Democracies. Basingstoke: Macmillan, 59-75. Szayna, T. S. (1997) «The Extreme-Right Political Movements in Post communist Central Europe», σε Merkl, P. Η. και Weinberg, L (eds) The Revival o f Right Wing Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 111-48. Tagüieff, P.-A. (1986) «L’identité nationale saisie par les logiques de racisation: aspects, figures et problèmes du racisme différentialiste», Mots 12 (March), 91-128. Weinberg, L. (1997) «Conclusions», σε Merkl, P. H. και Weinverg, L (eds) The Revival o f Right Wing Extremism in the 90s. London: Frank Cass, 271-81. Westle, B. και Niedermayer, O. (1990) «Contemporary Right-Wing Extremism 69
in West Germany: The «Republicans» and Their Electorate», εισήγηση στην ομάδα εργασίας «The Extreme Right in Europe», European Consortium for Political Research Joint Sessions, Bochum, April. Wilkinson, P. (1981) The New Fascists. London: Grant McIntyre. Zeskind, L. (1999) «From compounds to Congress», Searchlight No. 287 (May).
70
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ
Το Εθνικό Μέτωττο: από την άνοδο στον κατακερματισμό της γαλλικής ακροδεξιάς Paul Hainsworth Εισαγ«*γιί
Επί δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια, στη γαλλική ακροδεξιά ηγε μόνευε το επιτυχημένο και ανθεκτικό Εθνικό Μέτωπο (FN). Το κόμμα, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1972 ως εκλογική πρωτο βουλία του επαναστατικού-εθνικισακού Ordre Nouveau (Νέα Τά ξη), πέρασε μια δεκαετία περιθωριοποίησης και κατακερματι σμού. Κατόπιν, στις τοπικές και ευρωπαϊκές εκλογές, το 1983 και 1984 αντίστοιχα, το κίνημα εισήλθε θεαματικά στην πολιτική σκη νή. Υπό την ηγεσία του Jean-Marie Le Pen από το 1972, το FN ε ξασφάλισε 11% των ψήφων και 10 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινο βουλίου (ΜΕΚ) στις ευρωεκλογές. Ακολούθως, το κόμμα κέρδισε 10 έως 15% των ψήφων σε σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις (προεδρικές, κοινοβουλευτικές, περιφερειακές και ευρωπαϊκές) και αναδύθηκε ως σημαντική δύναμη στη σύγχρονη γαλλική πολι τική. Ασυνήθιστο για τη γαλλική ακροδεξιά, το FN -υπό τη χαρι σματική και αμφιλεγόμενη ηγεσία του Le Pen- κατόρθωσε να συ νενώσει διάσπαρτες ιδεολογικές τάσεις και ομάδες. Το αρχικό και πρώιμο FN αντιπροσώπευε διάφορες συνιστώσες: αμετανόη τους οπαδούς της Γαλλικής Αλγερίας, επαναστάτες εθνικισιές, ο παδούς του Βισί της εποχής του πολέμου, αναθεωρητές του Ολο καυτώματος, νεοφασίστες, νεοναζί, μοναρχικούς, καθολικούς φο71
νταμενταλιστές, πρώην μέλη των ακροδεξιών μικρών ομάδων κ.ο.κ. Εντούτοις, καθώς το κόμμα συγκέντρωνε ψήφους και επιρροή, ό λο και περισσότερο προσέλκυε μέλη από την πολιτική δεξιά του κύρι ου κορμού, από τη (γαλλική) νέα δεξιά και πέραν. Ο Bruno Mégret, ένας από τους μαχητικούς -από τη νεογκολική Rassemblement Pour la Republique (RPR) το 1985- ανήλθε στο ανώτερο αξίωμα του γενικού εκπροσώπου του FN. Πράγματι, ο επιτελικός εγκέφα λος της δημιουργίας του υψηλού προφίλ του Le Pen στις εκλογικές εκστρατείες για τη γαλλική προεδρία το 1988 και 1995 ήταν ο Mégret, ο οποίος λειτούργησε και ως de facto νούμερο δύο στο κόμμα. Ωστόσο, το 1998-99, η αντιπαλότητα ανάμεσα στους δύο άνδρες εξελίχθηκε σε κανονικό πόλεμο για τον έλεγχο και την κα θοδήγηση του κομματικού μηχανισμού. Ειδικά συνέδρια στις αρ χές του 1999 επιβεβαίωσαν τη διαίρεση στο πλαίσιο του FN, κα θώς ο Mégret ίδρυε ένα αντίπαλο Front National-Mouvement National και ο Le Pen τον κατηγορούσε για προδοσία. Παραδόξως, το κίνημα άρχισε να ξεφτίζει σε μια περίοδο κατά την οποία υπονόμευε σοβαρά τα δεξιά κόμματα πραγματοποιώντας νέες δι εισδύσεις στην πολιτική ζωή. Σε ποιον βαθμό, λοιπόν, το FN υπήρξε μια πετυχημένη και με επιρροή φωνή στη γαλλική πολιτική; Ποιος το υπερψηφίζει; Ποιες πολιτικές έχουν ενεργοποιήσει το κόμμα και προσέλκυσαν ψηφο φόρους; Ακόμη, πώς και γιατί το κόμμα ενεπλάκη σε αλληλοεξοντωτικό πόλεμο σε μια περίοδο που, κατά τα άλλα, ήταν αντικει μενικά ευνοϊκή στην ιστορική του διαδρομή;
Από την αφάνεια στην επιτυχία Η πρώτη δεκαετία της ύπαρξης του FN έχει παρομοιαστεί με το πέρασμα συμπληγάδων για τα κατώτερα κομματικά στελέχη. Η α ξιοθρήνητη αποτυχία του κινήματος στη δεκαετία του 1970 έχει συζητηθεί αλλού (Hainsworth, 1992: 35-40). Προβλήματα στη 72
στρατολόγηση, φτωχά εκλογικά αποτελέσματα (μεταξύ των οποί ων το 0,74% του Le Pen στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 1974), διασπάσεις και αντιπαλότητα στην ακροδεξιά (κυρίως από το Parti des Forces Nouvelles) ήταν ορισμένες από τις κύριες δυ σκολίες που συνάντησε το κίνημα στις αρχές. Εδώ είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι το FN μόλις επιβίωσε ως πολιτική οντότητα. Κα τόπιν, στις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένα αδύ ναμο και αποθαρρυμένο κόμμα έδρεψε την ανταμοιβή της ριζοσπαστικοποίησης του κύριου ρεύματος της δεξιάς, της λαϊκής δυ σαρέσκειας από την αριστερή διακυβέρνηση, της αναβαθμισμέ νης πρόσβασης στα Μέσα, της φιλόπονης εργασίας στην τοπική κοινωνία (στο Dreux) και, ειδικά, της νομιμοποίησης (βλ. Schain, 1987) μέσω δεξιόστροφων συμμαχιών (πάλι στο Dreux). Φυσικά, οι επιτυχίες του 1983-84 αποδείχτηκε ότι ήταν κάτι περισσότερο από επιτυχημένες «σαπουνόφουσκες». Οι υψηλές επιδόσεις των επόμενων λίγων ετών περιλάμβαναν το 14,4% (4,4 εκατ. ψήφοι) στις προεδρικές εκλογές του 1988, ακολουθούμενο από μια ακόμη καλύτερη μπάζα στον επόμενο γύρο το 1995 (15%, 4,6 εκατ. ψή φοι). Στις κοινοβουλευτικές εκλογές, επίσης, το FN είχε καλές ε πιδόσεις, κερδίζοντας 35 députés (βουλευτές) στην Εθνοσυνέλευ ση το 1986 [όταν, μοναδική περίπτωση στην Πέμπτη Δημοκρατία (1958-), η σοσιαλιστική κυβέρνηση είχε προσφύγει σε αναλογικό αντιπροσωπευτικό εκλογικό σύστημα]. Με την αναθεώρηση του συνήθους πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος της Γαλλίας, ε ντούτοις, το FN είχε σημειώσει μόνο μεμονωμένες επιτυχίες στις συνακόλουθες κοινοβουλευτικές εκλογές (του 1988, λόγω επανα ληπτικής εκλογής του 1989, του 1997). Πάντως, η πιο πρόσφατη νομοθετική εκλογή το 1997 απέφερε τα καλύτερα από ποτέ αποτε λέσματα του FN στο επίπεδο αυτό (σχεδόν 15%). Το γεγονός αυτό έδωσε τη δυνατότητα στο FN να προκαλέσει σύγχυση στους δεξι ούς (κυρίως) αντιπάλους, διατηρώντας 132 υποψηφίους στις επα ναληπτικές εκλογές. Όπως εξηγήθηκε αλλού, εδώ η σαφής πρό θεση ήταν να τιμωρηθούν και να αποθαρρυνθούν τα δεξιά κόμμα τα για τον εξοστρακισμό του FN (Hainsworth, 1998). 73
Σε εθνικό επίπεδο, οι ηγεσίες των κύριων δεξιών κομμάτων -του RPR και του Union pour la Démocratie Française (UDF)- ή ταν απρόθυμες να προχωρήσουν σε νομιμοποιητικές συμμαχίες ή εκλογικές συμφωνίες με το FN. Όμως σε τοπικό και περιφερεια κό επίπεδο έχει επικρατήσει μια περισσότερο φιλελεύθερη στάση, εάν το ζητούμενο ήταν η ήττα ή η εκτόπιση της αριστερός. Σε περι φερειακό εκλογικό επίπεδο, το FN έχει πάλι καλές επιδόσεις και έχει κερδίσει θέσεις στις άμεσα εκλεγμένες περιφερειακές συνε λεύσεις: 9,7% των ψήφων και 137 έδρες το 1986,13,9% και 239 έ δρες το 1992, και πιο πρόσφατα και με μεγαλύτερη επιτυχία, 15,2% και 273 έδρες το 1998 (βλ. Downs, 1998). Σε διάφορες περιφέρει ες (όπως η Languedoc-Roussillon και η Rhône-Alpes), οι περιφε ρειακοί σύμβουλοι του FN έχουν δώσει κρίσιμες ψήφους και συμ μαχίες για εκλογή προέδρων, επικύρωση προϋπολογισμών και για νομοθεσία σχετικά με την ασφάλεια. Σε αντάλλαγμα, το κόμ μα έχει κερδίσει περιφερειακούς αντιπροέδρους και άλλες θέ σεις, εκτός του ότι αποκτούσε περαιτέρω νομιμοποίηση και επιρ ροή. Μια συνέπεια των περιφερειακών εκλογών και συμφωνιών υπήρξε ότι το FN κατόρθωσε να ριζώσει στη γαλλική κοινωνία, διαδικασία που ενισχύθηκε από τη δημοτική εκλογική επιτυχία. Ενώ, αναμφίβολα, οι πόλεις-ναυαρχίδες που ελέγχονταν από το FN Marignane, Orange, Toulon (όλες κερδίθηκαν το 1995) και Vitrolles (την κέρδισε η Catherine Mégret το 1997) έχουν προσελκύσειτη μεγαλύτερη προσοχή εδώ, θα έπρεπε να σημειώσουμε ό τι το κόμμα έχει ακόμη σχεδόν 2.000 τοπικούς συμβούλους. Επι πλέον, επωφελούμενο από το αναλογικό εκλογικό σύστημα των ευρωεκλογών, το FN θα έστελνε τακτικά στο Στρασβούργο 10 ή και περισσότερα ΜΕΚ, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να διασυνδεθεί με άλλα αδελφά κόμματα και να τα εμπνεύσει. Η πρόσφατη διάσπαση του κόμματος, εντούτοις, απείλησε με ιδιαίτερες συνέ πειες ως προς τη διατήρηση των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβού λιο αφού, με κατώτερο όριο 5% των ψήφων, δεν ήταν καθόλου βέ βαιο ότι και οι δύο συνιστώσες της γαλλικής ακροδεξιάς του fin de siècle θα πετύχαιναν αυτόν τον ελάχιστο στόχο. Οι σε κανονικές 74
συνθήκες πιστοί ψηφοφόροι του FN, αργά ή γρήγορα, θα αντιδρούσαν αρνητικά στο σχίσμα εντός του κόμματος. Πράγματι, οι ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999 είδαν το κόμμα του Le Pen, το National Front, να κερδίζει μόνο 5,7% και 5 έδρες και τον Mégret να κερδίζει μόνο 3,5% και μηδέν έδρες.
Οι ψ ηφοφόροι
Πολιτικοί σχολιαστές και δημοσκόποι επισήμαναν μια σχετική α φοσίωση των ψηφοφόρων του FN: το FN, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γαλλικό κόμμα στα πρόσφατα χρόνια, έχει συγκροτή σει τους ψηφοφόρους του, τροφοδοτούμενο από την αστάθεια των ψηφοφόρων των αντίπαλων κομμάτων. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κόμμα έχει απλώς ανακτήσει τους ψηφοφόρους του. Πράγματι, α πό μια εκλογή σε άλλη υπήρξαν σοβαρές διακυμάνσεις στο προφίλ των ψηφοφόρων του FN. Ενώ υπάρχουν ορισμένες αποκλίσεις στην κοινωνιολογική εικόνα των ψηφοφόρων του FN, δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε στερεότυπα. Μελέτες της αρχικής διείσδυσης του 1984 αποκάλυψαν ότι ο ψηφοφόρος του FN ήταν κατά κύριο λόγο άνδρας, κάτοικος αστι κού κέντρου. Οι συνακόλουθες εκλογές επιβεβαίωσαν τα χαρα κτηριστικά αυτά, με το κόμμα να δημιουργεί οχυρά υποστήριξης στην αστική βόρεια, ανατολική, νοτιοανατολική Γαλλία και το Μείζον Παρίσι. Το 1984, νέοι ψηφοφόροι, νεότεροι και πρώην απέχοντες ψηφοφόροι έκλιναν δυσανάλογα προς το FN. Τριπλάσι οι δεξιοί ψηφοφόροι, σε σύγκριση με αριστερούς, επέλεξαν το FN το οποίο τα πήγε ιδιαίτερα καλά μεταξύ των καταστηματαρχών, τεχνιτών, των κατώτερων μεσαίων τάξεων, των pieds noirs (πρώην Γάλλοι άποικοι στην Αλγερία) και των μικρόεπιχειρηματιών. Οι ψηφοφόροι του FN ήταν λιγότερο θρησκευόμενοι από τους δεξι ούς ψηφοφόρους της επικρατσύσας τάσης και, επίσης, ανήκαν σε μεγαλύτερο βαθμό στην εργατική τάξη (Plenel και Rollat, 1984). Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό έγινε περισσότερο έντονο σε 75
επόμενες εκλογές στη δεκαετία του 1980, ειδικά καθώς ορισμένοι αποστάτες δεξιοί επανήλθαν στην αρχική τους «στέγη», αλλά ανπκαταστάθηκαν από ένα πιο «λαϊκό» εκλογικό σώμα, αντλώντας πάλι από νέους ψηφοφόρους, απε'χοντες και απογοητευμένους α ριστερούς και δεξιούς ψηφοφόρους (Jaffre, 1987). Αυτή η «λαϊκοποίηση» ήταν ειδικά αξιοπρόσεχτη το 1988, όταν ο Le Pen κέρδι σε το 20% των ψήφων της εργατικής τάξης σε αντίθεση με το 16% που πήραν συνδυαστικά οι δύο δεξιοί αντίπαλοί του, Jacques Chirac (RPR) και Raymond Barre (Grunberg κ.ά., 1988, Shields, 1990). Στη δεκαετία του 1990, ο «λαϊκός» χαρακτήρας του εκλογικού σώματος του FN ήταν ξανά έντονα εμφανής, με αποτέλεσμα να α νησυχήσει τους πολιτικούς στα δεξιά και τα αριστερά, που είχαν δει το FN να διεισδύει στο «δικό τους» δυνητικό εκλογικό σώμα. Έτσι οι (νεο-)Γκολιστές θυμούνταν με νοσταλγία τη δεκαετία του 1960, όταν ο Στρατηγός de Gaulle είχε επιστρατεύσει την ψήφο μιας ορισμένης δεξιάς εργατικής τάξης και, στ’ αριστερά, το Γαλ λικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) -που από τις αρχές της δεκαε τίας του 1980 ήταν σε υποχώρηση- και θυμούνταν ακόμη τη μονο πώληση, πιο πριν, του «λαϊκού» ρόλου και του ρόλου του διαμαρτυρόμενου δημαγωγού. Μεταξύ 1988 και 1995, η εκλογική πελα τεία του FN υπέστη περαιτέρω προλεταριοποίηση, καθώς η ανερ γία και η ανασφάλεια απστελούσαν ζητήματα κλειδιά για την κα τάχτηση ψήφων. Το αίσθημα της ανασφάλειας σχετιζόταν με την κοινωνικο-οικονομική αναδιάρθρωση της γαλλικής (και της πα γκόσμιας) κοινωνίας και τη «λαϊκή» απογοήτευση εξαιτίας της α νικανότητας των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων να απαντή σουν αποτελεσματικά και καθησυχαστικά στην κρίση. Το εθνολαϊκιστικό και δημαγωγικό ύφος του Le Pen («Η Γαλλία για τους Γάλλους», «Πρώτα οι Γάλλοι») αποδείχτηκαν πειστικά - έστω και αν οι αντίπαλοι τον κατηγόρησαν ότι προσφέρει απλουστευτικές απαντήσεις σε δύσκολα ζητήματα. Ένας στενός παρατηρητής του FN, βλέποντας την εντυπωσιακή άνοδο του Le Pen στις προεδρι κές εκλογές (15% των ψήφων, 30% των «λαϊκών» ψήφων, βλ. 76
Perrineau, 1997:9), ήταν σε θέση να πει ότι «ο πρόεδρος του FN φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επιτυχία ανάμεσα στους χειρώνακτες εργάτες ηλικίας 19-25 ετών, που πολιτικά είναι αναποφάσι στοι και οι οποίοι ζουν και εργάζονται σε αστικό περιβάλλον ό που τα ζητήματα της μετανάστευσης και της εγκληματικότητας έ χουν μεγαλύτερη ένταση» (Mayer, 1998: 11). Πράγματι, το FN τώ ρα είχε αναδυθεί ως το κόμμα πρώτης επιλογής των εργατών στη Γαλλία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, με το FN να έχει σαφή διείσ δυση στην εργατική τάξη και το δυνητικά αριστερό εκλογικό σώ μα, πολιτικοί σχολιαστές, όπως ο Pascal Perrineau (βλ. Le Monde , 3 Ιουνίου 1997, Perrineau, 1997) υιοθέτησαν το χαρακτηρισμό «gflucho-lepénisme» (αριστερο-λεπενισμός) προκειμένου να περι γράφουν το φαινόμενο αυτό. Ο αριστερο-λεπενισμός ρέπει σχετι κά περισσότερο προς τ’ αριστερά σε ζητήματα κοινωνικο-οικονομικά (όπως η αύξηση των μισθών ή ιδιωτικοποιήσεις), αλλά είναι δεκτικός στις ιδέες του FN σχετικά με τη μετανάστευση και το νό μο και την τάξη (συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης για την ποινή του θανάτου) (βλ. Mayer, 1998: 17). Ένα χαρακτηριστικό των «αριστερότροπων» υποστηρικτών του μετώπου (frontistes), το οποίο προκάλεσε ανησυχία στο μπλοκ RPR-UDF, υπήρξε η α προθυμία τους να ψηφίσουν υπέρ της δεξιάς και εναντίον της αρι στερός στη μονομαχία του δεύτερου γύρου, στερώντας έτσι έδρες από τη δεξιά. Η κατάσταση αυτή έγινε ιδιαίτερα εμφανής στις ε κλογές του νομοθετικού σώματος το 1997, όταν τα θετικά αποτε λέσματα της πρώτης ψηφοφορίας έδωσαν τη δυνατότητα στους υ ποψηφίους του FN να προχωρήσουν στην τριμερή (δηλ., αριστε ρά, δεξιά και FN) εκλογική αναμέτρηση του δεύτερου γύρου σε 76 εκλογικές περιφέρειες, από τις οποίες τις 47 κέρδισε η αριστε ρά (Hainsworth, 1998). Εξαιτίαςτου πλειοψηφικού εκλογικού συ στήματος και της ψυχρής στάσης των άλλων κομμάτων, το FN κα τόρθωσε να κατακτήσει μόνο.μία έδρα το 1997. Παρ’ όλα αυτά, αν και η επίδραση του FN στην εκλογή του 1997 δεν θα έπρεπε να με γεθύνεται, ήταν σαφές ότι το κίνημα και οι ψηφοφόροι του έπαι 77
ξαν σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της αριστερός στην εξουσία -με μικρή, συνολικά, πλειοψηφία- υποχρεώνοντας, ακολούθως, τη δεξιά να ξανασκεφτεί πάνω στο ζήτημα του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισης του FN. Οι εκλογές του 1997 ήταν επίσης σημαδιακές για το πιο εξισορ ροπημένο προφίλ ψηφοφόρων του FN, καθώς το κόμμα τα πήγε, εκ νέου, καλά με τις παραδοσιακές μεσαίες τάξεις καθώς και με τους ψηφοφόρους από την εργατική τάξη. Στη δεκαετία του 1980, οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης (ιδιοκτήτες μι κρών επιχειρήσεων, τεχνίτες, καταστηματάρχες κ.λπ.) είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί από την πραγματικότητα της αριστερός στην ε ξουσία και διαμόρφωσαν στάση αποδοχής των στόχων του FN, ει δικά καθώς ο (ριζοσπαστικοποιημένος, επίσης) λόγος της δεξιάς και οι συμμαχίες με την ακροδεξιά νομιμοποιούσαν το FN. Ορι σμένοι παραδοσιακοί ψηφοφόροι της μεσαίας τάξης, επίσης, απο ξενώθηκαν αποδεχόμενοι να υποστηρίξουν τη νεοφιλελεύθερη οι κονομική πολιτική των κατεστημένων δεξιών κομμάτων, καθώς και τη στενότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, επιλογές που, όλες, (ραίνο νταν να ευνοούν το μεγάλο κεφάλαιο και τις τάσεις παγκοσμιοποί ησης. Στη δεκαετία του 1990, επομένως, οι πολιτικές του FN που ε μπεριείχαν οικονομικό προστατευτισμό και θέσεις κατά του Μάαστριχτ και στρέφονταν ενάντια στα αποτελέσματα της νέας παγκό σμιας τάξης, τα οποία υπονόμευαν την οντότητα του έθνους και προωθούσαν την παγκοσμιοποίηση, ήταν ελκυστικές για τους πα ραδοσιακούς ψηφοφόρους της μεσαίας τάξης. Ταυτόχρονα, ε ντούτοις, η κομματική αριστερά υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το «λαϊκό» χαρακτήρα των ψηφοφόρων της και να υιοθετήσει θέσεις, παραδείγματος χάριν, για τον κατώτατο μισθό, την κοινωνική πρό νοια και τις λαϊκές κοινωνικές κατακτήσεις της σοσιαλιστικής κυ βέρνησης της δεκαετίας του 1980. Δημοσκοπήσεις της κοινής γνώ μης φανέρωναν, επίσης, ότι οι δύο στους τρεις ψηφοφόροι του FN έβλεπαν με συμπάθεια το απεργιακό κύμα στη Γαλλία στα τέλη του 1995, απεργιακό κύμα που το κόμμα είχε επικρίνει και στο ο ποίο είχε εναντιωθεί. Έτσι, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν το FN να 78
καταστεί δέσμιο δυο κατηγοριών ψηφοφόρων που, σε ορισμένο βαθμό, είχαν διαφορετικά (ταξικά) συμφέροντα. Το χάσμα, ωστό σο, γεφυρώθηκε με καμπάνιες σε ζητήματα όπως η μετανάστευση και το έθνος. Όπως εισηγείται ο Bihr ( 1998:117), συνοπτικά, η πτώση του βιοτικού επιπέδου των διαφορετι κών αυτών κοινωνικών τάξεων μαζί με την πολιτική τους περιθωριοποίηση έχουν τροφοδοτήσει συνθήκες που διευ κολύνουν τη συσπείρωση του αντιδραστικού εθνικισμού, ο οποίος είναι, ταυτόχρονα, τρομαγμένος και επιθετικός, βα σίζοντας την εθνική ταυτότητα στον αποκλεισμό των μη υ πηκόων και, επομένως, σε ξενοφοβικά και ρατσιστικά θε μέλια [ενώ] ...η διάχυσή τσυς σε ένα κοινωνικό μπλοκ και μια πολιτική δύναμη απαιτεί να καταστεί το είδωλο της ε θνικής ενότητας ο φαντασιακός χώρος στον οποίο αυτά να μπορούν να συμφιλιωθούν. Για τους ψηφοφόρους του FN, λοιπόν, το έθνος -όπως το φαντά στηκε το FN- είναι η κατασκευή γύρω από την οποία θα μπορού σαν να εδραιωθούν οι συμμαχίες. Ενώ θα ήταν σφάλμα να πούμε ότι οι ψηφοφόροι του FN συμφωνούν με οτιδήποτε υποστηρίζει το κόμμα τσυς, όμως υπάρχει σημαντική συμφωνία σε βασικά ζητή ματα που κινητοποιούν το κόμμα: έλεγχος μετανάστευσης, έθνος, απογοήτευση από τα κατεστημένα γαλλικά κόμματα, δυσπιστία στην παγκοσμιοποίηση και στη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και απαίτηση για σκληρότερα μέτρα νόμου και τάξης ή μέτρα ασφαλείας. Όσον αφορά τα μέλη του FN, η μελέτη του Orfali (1990) παρουσιάζει την κατηγορία αυτή των ψηφοφόρων να συμ μερίζεται τα προαναφερθέντα συναισθήματα, με την υπερηφά νεια για το έθνος και το συνακόλουθο ενδιαφέρον να αναχαιτι στεί η υποτιθέμενη παρακμή και αποδυνάμωσή του, να λειτουρ γούν ως κίνητρα για ένταξη στο κόμμα. Η ολοκληρωμένη μελέτη του Perrineau για τους ψηφοφόρους του FN συμπεραίνει ότι το κόμμα διηύθυνε με επιτυχία το διαφο ροποιημένο κοινωνιολογικά εκλογικό του σώμα. Ο ίδιος συγγρα 79
φέας παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα τυπολογία των ψηφοφόρων του FN, χωρίζοντάς τους σε πέντε τύπους. Πρώτον, υπάρχουν οι εθνολαϊκιστές (21%), με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: είναι νεό τεροι, πιο αριστεροί και με εργατική καταγωγή (πιθανώς να έ χουν στηρίξει τις απεργίες του 1995), λιγότερο (τυπικά) μορφωμέ νοι, ξενοφοβικοί, ρατσιστές, αντι-ευρωπάίστές και, κατά παραδο χή τους, αδιάφοροι για την πολιτική. Δεύτερον, οι δεξιόστροφοι, ή àroito-frontistes (18%), είναι οικονομικά φιλελεύθεροι, ενδιαφέρονται για την πολιτική, είναι εθνικιστές και ξενοφοβικοί, πιο ηλι κιωμένοι και περισσότερο αστοί (μεταξύ των οποίων οι ψηφοφό ροι του Σιράκ το 1995) και εχθρικοί προς την Ευρώπη και τις α περγίες του 1995. Τρίτον, οι αριστερόστροφοι ή gaucho-frontistes (25%) είναι νεότεροι, «λαϊκοί» (popular), λιγότερο μορφωμένοι, απολιτικοί, περισσότερες γυναίκες, κατά της Ευρώπης, απογοη τευμένοι πρώην ψηφοφόροι της αριστεράς, υπέρ των απεργιών, πεσιμιστές, εναντίον της μετανάστευσης αλλά δυσφορούν με το ρατσισμό. Τέταρτον, οι frontistes mous (ήπιοι) (18%) είναι νέοι, άνδρες, με καλύτερη μόρφωση, ενδιαφερόμενοι για την πολιτική, οικονομικά φιλελεύθεροι, οι ελάχιστα ξενοφοβικοί ή αντιευρωπαίοι, όχι τόσο πεσιμιστές και πολύ πιθανό, αρχικά, προερχόμε νοι από την κατεστημένη δεξιά. Τέλος, οι apprentis-frontistes (16%) είναι πολύ δεξιοί, πιο ηλικιωμένοι, πλουσιότεροι, περισσό τερο μορφωμένοι, ενεργοί Καθολικοί, οικονομικά φιλελεύθεροι, εναντίον των απεργιών, ξενοφοβικοί και κατά της μετανάστευ σης, αλλά σαφώς πιο Ευρωπαίοι από εκείνους των άλλων κατηγο ριών. Οι πρώτες δύο ομάδες θεωρούνται ότι είναι οι πιο πιστοί υποστηρικτέςτου κόμματος (βλ. Perrineau, 1997:212). Συνολικά, οι κατηγορίες αυτές αποδεικνύουν την ποικιλία των ψηφοφόρων του FN πέρα από συμφωνία γύρω από ορισμένα βασικά θέματα. Υπο γραμμίζουν επίσης το σημείο που επισήμανε ο Bihr προηγουμέ νως, ότι το κόμμα χρειάζεται να ενεργεί προσεκτικά, κατά τρόπο εξισορροπητικό, προκειμένου να συγκροτεί τους ψηφοφόρους του. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα πιθανώς να είναι η ανακολου θία πολιτικής και εκπροσώπησης, καθώς το FN απευθύνεται στις 80
διάφορες κατηγορίες ψηφοφόρων του. Αυτή η διχοτόμος (δεν α φορά μόνο το FN) έχει δώσει επιχείρημα στους αντιπάλους που αδημονούν να αποκαλύψσυν τη φύση του κόμματος και να υπονο μεύσουν την επιρροή του (βλ. παραδείγματος χάριν, Camus, 1997, Konopnicki, 1998, Robert, 1998).
Πολιτικές
'Οπως σημειώσαμε προηγουμένως, οι πολιτικές του FN που οδή γησαν σε κατάκτηση ψήφων έχουν βασιστεί σε ζητήματα όπως η μετανάστευση, η ασφάλεια και η απασχόληση. Αν και ο έλεγχος της μετανάστευσης είναι κεντρικό χαρακτηριστικό της πολιτικής φυσιογνωμίας του κόμματος, το FN δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί, θεματικά, μονοδιάστατο κίνημα. Ασφαλώς, όπως εξηγεί ο Marcus ( 1995:100), η μετανάστευση για το FN είναι ένα «ζήτημα ποικίλης χρήσης», μια μήτρα μέσω της οποίας μπορούν να αποκτήσουν πλαίσιο έκφρασης άλλα ζητήματα: ανεργία, νόμος και τάξη, κουλ τούρα, οικονομία, κοινωνικές υπηρεσίες, εκπαίδευση κ.ο.κ. Ο Eatwell (1998:15) προσθέτει ότι ενώ η μετανάστευση «μπορεί να έχει κεντρικό ρόλο στη σκέψη των υποστηρικτών του (...) αυτό ου δόλως αποκλείει το εν λόγω ζήτημα να συνιστά τμήμα ευρύτερου συνόλου ιδεολογικών απόψεων». Ειρωνικά, εν όψειτης επιτυχούς κινητοποίησης γύρω από το εν λόγω θέμα, το πρώιμο FN λίγη σχε τικά έμφαση έδωσε στο ζήτημα της μετανάστευσης. Ο αντικομμουνισμός υπήρξε πολύ πιο εξέχον συστατικό του λόγου του Με τώπου. Πράγματι, αυτή καθαυτή η ίδρυση του FN μπορεί να θεω ρηθεί ως αντίδραση εναντίον των κυρίαρχων αριστερών / κομμου νιστικών τάσεων και προκλήσεων της εποχής: του Μάη του 1968 και των επακόλουθών του, δηλαδή του γεννώμενου ευρωκομμουνισμου και της αυξανόμενης προσέγγισης της αριστερός που κορυφώθηκε στο Κοινό Πρόγραμμα Διακυβέρνησης PCF-Σοσιαλι στικού Κόμματος (PS) το 1972. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η μετανάστευση άρχισε να α81
πασχολε ί πιο έντονα το κόμμα, ειδικά με τη στρατολόγηση του Jean-Pierre Stirbois στο κόμμα και την αναρρίχηση του στην ιε ραρχία. Την περίοδο αυτή, ο χοντροκομμένος λόγος του FN για τη μετανάστευση μπορούσε να συνοψιστεί στην περιβόητη φράση του Stirbois: «μετανάστες από πέραν της Μεσογείου περιοχές: πη γαίνετε πίσω στις καλύβες σας» (απόσπασμα από Bresson και Lionet, 1995:399). Ήταν ο Stirbois, φυσικά, εκείνος που τα κατάφερε καλά για το FN στο Dreux το 1983, βασίζοντας την καμπάνια του για τις τοπικές εκλογές σε ζητήματα μετανάστευσης, διασφα λίζοντας τη νομιμοποιητική συμφωνία με την κατεστημένη δεξιά και ενθαρρύνοντας ουσιαστικά τον Le Pen να αποδώσει μεγαλύ τερη σημασία στο ζήτημα. Με την ενσωμάτωση των επιρροών της νέας δεξιάς στο κόμμα που αναδεικνυόταν μετά το 1984, το θέμα της μετανάστευσης απόκτησε μεγαλύτερη ορμή και αποτελεσμα τικότερη προσαρμογή. Οι μετανάστες ή «εισβολείς» από τον Τρί το Κόσμο (και 'ιδιαίτερα από το Μαγκρέμπ) εξακολουθούσαν, στερεότυπα, να συσχετίζονται με όλα τα πραγματικά ή φανταστι κά προβλήματα της Γαλλίας: με τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, το έ γκλημα, τη δημογραφική οπισθοδρόμηση, την πολιτισμική διάλυ ση, τις εκπαιδευτικές δυσκολίες, την παρακμή των αστικών κέ ντρων, το AIDS και τη γενική παρακμή των ηθικών και εθνικών α ξιών και της κοινωνικής θέσης. Όπως εξηγεί ο Marcus (1995:76), «ο Le Pen έχει επιδέξια επιλέξει και χειριστεί το ζήτημα της μετα νάστευσης, χρησιμοποιώντας το ως εστιακό σημείο για την έλξη του Μετώπου. Η μετανάστευση έχει αναβιώσει ως το παραδοσια κό εξιλαστήριο θύμα για κάθε ασθένεια της Γαλλίας». Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η «εθνική προτίμηση» έγινε το επίκεντρο της πλατφόρμας του μεταναστευτικού ελέγχου του κόμματος - και Αττή κατείχε κεντρική θέση στο πολυσυζητημένο κείμενο Μετανάστευση: 50 συγκεκριμένα μέτρα (Front National, 1991) και το εκτενές πρόγραμμα του κόμματος το 1993, 300 mesures pour la renaissance de la France: Front National programme de gouvernement (1993) (300 μέτρα για την αναγέννηση της Γαλ
λίας: πρόγραμμα διακυβέρνησης του Εθνικού Μετώπου). Πράγ82
μαη, ο Bihr (1998: 87) θεωρεί την εθνική προτίμηση ώς τον κυ ρίαρχο άξονα του προγράμματος του 1993. Η ουσία της ιδέας είναι άτι οι Γάλλοι υπήκοοι θα έπρεπε να έχουν σαφή προτεραιότητα στις προσλήψεις (ή στην αποφυγή των απολύσεων) και στα κρατι κά επιδόματα (στεγαστικά, κοινωνικής ασφάλειας ή άλλες επιχο ρηγήσεις). Αλλα συναφή κριτήρια, όπως η κοινωνική ανάγκη, η ι σότητα, η απόκτηση κατάλληλης εργασίας και κατοικίας ή η πλη ρωμή φόρων και κοινωνικών εισφορών, θα αποτελούσαν, στην κα λύτερη περίπτωση, δευτερεύοντες παράγοντες στα μάτια του FN. Επιπλέον, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Le Pen πρότεινε να δοθεί νομική υπόσταση σ’ αυτήν την αντίληψη πολιτικής ενσωματώνοντάς τη, αν εκλεγόταν στην εξουσία, στη νέα Έκτη Γαλλική Δημοκρατία. Η υιοθέτηση της εθνικής προτίμησης από το κόμμα οδήγησε σε κατηγορίες για ρατσισμό, κοινωνικό αποκλεισμό και απαρτχάιντ εναντίον του FN. Ο Bihr (1998:89), παραδείγματος χάριν, ορίζει την πολιτική της εθνικής προτίμησης ως «κρατικό ρατσισμό». Το FN, κάνοντας πάλι δάνεια από τη Νέα Δεξιά, ήταν προσεκτικό ώ στε να μην υιοθετήσει συστηματικά βιολογικές ρατσιστικές ιδέες και υποστήριζε ότι λαοί και έθνη είναι πολιτισμικά διαφορετικά και θα έπρεπε να τα μεταχειριζόμαστε ως τέτοια. Ωστόσο, η δια φορά ανάγεται από το FN σε ψευτο-ορθολογισμό για τον αποκλει σμό ορισμένων κατηγοριών ή ατόμων ή εθνικών ομάδων από πλή ρη πρόσβαση σε δικαιώματα (για περισσότερο ολοκληρωμένη συ ζήτηση του ζητήματος των δικαιωμάτων και το FN, βλ. Hainsworth, 1999a). Ο Tagüieff (1986) έχει εξηγήσει ότι αν και το κόμμα γενι κά αποφεύγει τις χοντροκομμένες βιολογικές αναφορές, πάντως αρθρώνει έμμεσο ρατσιστικό λόγο σχετικά με τη γαλλική εθνική ταυτότητα, που συνοψίζεται σε πολιτιστικό και διαφορικό νεορατσισμό. Εντούτοις, παρά το δηλωμένο προσανατολισμό πολιτικής του FN στο σημείο αυτό, ο Le Pen και το κίνημά του έχουν έντονα την τάση να εκδηλώνονται απρόσεκτα -σκόπιμα ή μη- και για το λόγο αυτόν, όπως εξηγείται αλλού (βλ., παραδείγματος χάριν, Vaughan, 1987:306), δεν είναι δύσκολο να βρούμε βιολογικές φυ 83
λετικές προτιμήσεις και παραδείγματα αντισημιτισμού σε ομιλίες του FN. Ο Lc Pen, παραδείγματος χάριν, επικρίθηκε έντονα για τον ισχυρισμό του ότι «ορισμένες φυλές είναι πιο ίσες από άλλες» {L'Express, 19-26Σεπτεμβρίου 1996). Συχνά,τέτοιες εκφράσεις έ χουν οδηγήσει σε μείωση της υποστήριξης του FN στις δημοσκο πήσεις, αλλά αναμφίβολα το κόμμα κερδίζει, επίσης, σημαντική συμπάθεια (καθώς και σημαντικό μέρος πολωμένης αντίθεσης) για τη στάση του σχετικά με τη μετανάστευση και το έθνος. Όπως εξηγεί ο Perrineau, η διάδοση και η πόλωση της πολιτι κής για τη μετανάστευση και την εθνική προτίμηση έχουν κατα στήσει ικανό το κόμμα να προσελκύσει στις ιδέες του σημαντικά μεγαλύτερο ακροατήριο από ό,τι κατόρθωσε να κερδίσει μέσω της κάλπης. Οι δημοσκοπήσεις αποκάλυψαν έτσι ότι, ανάλογα με το χρόνο και τις περιστάσεις, μεταξύ του ενός πέμπτου και του ε νός τρίτου εκείνων που απαντούν, συμφώνησαν με το FN στο συ γκεκριμένο αυτό ζήτημα πολιτικής (Perrineau, 1997). Όπως εξη γεί, επίσης, ο Schain (1999:8): Το 1984, σχετικά λίγοι ψηφοφόροι εκτός εκείνων που υπο στήριζαν το Εθνικό Μέτωπο θεωρούσαν ότι η μετανάστευ ση ή ο νόμος και η τάξη είχαν ισχυρή προτεραιότητα. Από το 1988, η σπσυδαιότητα του εν λόγω ζητήματος ιεραρχείτο το ίδιο υψηλά με ζητήματα όπως η κοινωνική ανισότητα και πολύ υψηλότερα από τις ανησυχίες για το περιβάλλον, τη διαφθορά και την οικοδόμηση της Ευρώπης. Μόνο το εν διαφέρον για την ανεργία κατατασσόταν υψηλότερα. Εδώ το καθαρό αποτέλεσμα ήταν να αποκτήσει το κόμμα κάποια επιρροή στον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας στη Γαλλία, με α ποτέλεσμα άλλα πολιτικά κόμματα να αισθανθούν υποχρεωμένα να απαντήσουν στην πρόκληση του FN. Δύο από τις περισσότερο συζητημένες απαντήσεις προήλθαν, αντίστοιχα, από το σοσιαλι στή πρώην πρωθυπουργό Laurent Fabius και τον γκολιστή πρώην υπουργό Εσωτερικών Charles Pasqua. Ο Fabius υποστήριξε ότι το FN θέτει κατάλληλα ερωτήματα, αλλά δίνει εσφαλμένες απαντή 84
σεις, ενώ ο Pasqua (επιζητώντας, καταφανώς, υποστήριξή από τους ψηφοφόρους του FN) ισχυρίστηκε ότι ουσιαστικά το FN «συμμερίζεται τις ίδιες αξίες και ανησυχίες» όπως τα δεξιά κόμ ματα στη Γαλλία, αλλά τις διατυπώνει με διαφορετικό τρόπο (απόσπασμα από το Marcus, 1995: 144). Όπως επισήμαναν οι επι κριτές των θέσεων αυτών, καμία από τις απαντήσεις αυτές δεν ή ταν πιθανό να βλάψει το FN. Αντίθετα, η κάθε μία από αυτές ε ντασσόταν στο λόγο του FN και τον επικύρωνε με τον τρόπο της. Όσον αφορά, ωστόσο, την ιδέα της εθνικής προτίμησης, ο Silverman κάνει μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά στη δημόσια αντι παράθεση. Σε ένα βιβλίο του, για τη συγγραφή του οποίου είχε προηγηθεί σοβαρή έρευνα, ο Silverman εξηγεί πώς τέθηκε σε ε φαρμογή η ιδέα στη Γαλλία της δεκαετίας του 1930, προκειμένσυ να επαναπατριστούν Πολωνοί εργάτες (Silverman, 1992: 79-80). Ο συγγραφέας προχωρεί εισηγσύμενος ότι το ιδεολογικό υπόβα θρο είχε προετοιμαστεί για τον Le Pen μέσω της ατυχούς επίση μης τάσης να συνδέεται η μετανάστευση με την ανεργία. Επιπλέ ον, η περιβόητη εξίσωση «δύο εκατομμύρια άνεργοι = δύο εκα τομμύρια [δηλαδή, πάρα πολλοί] μετανάστες», δεν επινοήθηκε α πό τον αρχηγό του FN, αλλά αυτός απλώς την εκμεταλλεύτηκε και την αναπαρήγαγε. Έτσι, το 1976, επί παραδείγματι, ο (τότε) αρ χηγός του RPR και πρωθυπουργός, Jacques Chirac, είχε δημόσια πει: «Μια χώρα που έχει 900.000 ανέργους αλλά πάνω από δύο ε κατομμύρια μετανάστες εργάτες δεν είναι χώρα στην οποία το πρόβλημα των θέσεων απασχόλησης είναι αδύνατο να λυθεί» (απόσπασμα στο Silverman, 1992:90-1). Η έρευνα του Silverman, ε πομένως, είναι χρήσιμη για την καθιέρωση της ευρύτερης πηγής υποστήριξης ιδεών που τόσο χαρακτηριστικά έχουν ίσως συνδε θεί με το Le Pen. Συζητώντας το ρόλο του Jean-Pierre Stirbois και τη νομιμοποίηση του λόγου του FN, ο Eatwell ( 1998:15) υποστηρί ζει ότι «η ικανότητά του να προσελκύει “σημαντική” υποστήριξη τονίζοντας τα αντι-μεταναστευτικά θέματα βοηθήθηκε από το γε γονός ότι το ζήτημα είχε ήδη έλθει προς συζήτηση από τα κατεστη μένα κόμματα». Στην πραγματικότητα, αυτό που έκαναν ο Le Pen 85
και η παρέα του είναι να πιαστεί από ορισμένες προϋπάρχουσες ι δέες, θέματα και αντιλήψεις και να τα επανατοποθετήσει κατά τρόπο εθνολαϊκιστικό, επαναλαμβάνοντας τις ακροδεξιές παρα δόσεις στη Γαλλία. Το ζήτημα της μετανάστευσης συνδυάζεται από το FN στενά με το ζήτημα της ανασφάλειας. Ο μετανάστης από τον Τρίτο Κό σμο, τάχα μη αφομοιώσιμος, συσχετίζεται με την αύξηση των πο σοστών εγκληματικότητας και την παρακμή (για μια χρήσιμη συ ζήτηση σχετικά με την αφομοίωση, την ενσωμάτωση και τα συνα φή θέματα, βλ. Hargreaves, 1994). Κομματικός τύπος και ομιλίες είναι γεμάτα με παραδείγματα εγκλημάτων που εκτελέστηκαν α πό άτομα με «μη γαλλικά», από άποψη προφοράς, ονόματα. Το FN υποστηρίζει σκληρότερες πολιτικές νόμου και τάξης, παράλ ληλα με σκληρότερες ποινές, αναθεώρηση του συστήματος απο νομής της δικαιοσύνης (με μεγαλύτερες ποινές) και περισσότερη αστυνομία και φυλακές. Το κόμμα ευνοεί την επαναφορά της θα νατικής ποινής για τους εμπόρους ναρκωτικών μεγάλης κλίμακας, τους τρομοκράτες και τους δολοφόνους. Σ’ αυτήν την πολιτική σφαίρα, το FN επιδιώκει ένα ισχυρό και προστατευτικό κράτος: «Γνωρίζουμε ότι το κράτος είναι αναγκαίο και το θέλουμε ισχυρό και σεβαστό στις προνομιακές λειτουργίες του: την άμυνα, την α στυνόμευση, τη δικαιοσύνη, τη διπλωματία» (Le Pen, 1988). Ου σιαστικά, το κόμμα φιλοδοξεί να θεωρείται το «κόμμα της τάξης» απέναντι στους χαλαρότερους και καταρρέοντες αντιπάλους του. Σύμφωνα με τον Pierre Grosz (1999:19), από την οργάνωση αντιρατσιστικού παρατηρητηρίου Reflex, «η εικόνα αυτή τροφοδοτεί ται από το γεγονός ότι ένας άνω του μέσου όρου αριθμός αστυνο μικών και στρατιωτικών ανήκει στο κόμμα». Ασφαλώς, το FN κα τέβαλε σημαντική προσπάθεια κατά τα τελευταία χρόνια προκειμένου να δημιουργήσει «συνδικαλιστικές» δομές στην αστυνομία, στους αξιωματικούς σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τους στρα τιωτικούς. Επίσης, εκεί όπου το FN είχε την ευκαιρία να εφαρμό σει τις πολιτικές του σχετικά με το νόμο και την τάξη -στις δημοτι κές περιφέρειες που ελέγχει το κόμμα- υπήρξε σημαντική αύξηση 86
στο μέγεθος των δυνάμεων της τοπικής αστυνομίας. Στη Vitrolles, παραδείγματος χάριν, ο Graeme Atkinson ( 1999:21 ) στο Searchlight (Προβολέας) αναφέρει μια αύξηση από 40 έως 150 αξιωματικούς από τότε που το FN κατέλαβε τη δημαρχία, τον Φεβρουάριο του 1997. Η ασφάλεια δεν αποτελείται μόνο από ζητήματα νόμου και τά ξης. To FN ορίζει τον όρο με ευρύτερη σημασία, δηλαδή πώς αι σθάνονται τα άτομα ζώντας στη Γαλλία. Έτσι, εδώ υπεισέρχονται υποκειμενικές ερμηνείες και η πρόκληση των διαρθρωτικών, κοι νωνικών και οικονομικών μεταβολών. Πολλοί σχολιαστές της επι τυχίας του κόμματος στο να «αγγίζει» τους ανθρώπους έχουν επισημάνει την κατάρρευση των παλιότερων αισθημάτων αλληλεγ γύης καθώς και του αισθήματος του να ανήκεις κάπου -θρησκεία, εργατικό συνδικάτο, χωριό, γειτονιά, κοινότητα, κόμμα, σταθερό τητα απασχόλησης και συντροφικότητα κ.ο.κ.- και την ικανότητα του FN να εκμεταλλεύεται το κοινωνικο-ψυχολογικό αυτό κενό. Στο πλαίσιο αυτό, η υπόδειξη εξιλαστήριων θυμάτων και η επικέ ντρωση στην ισχυρή ιδέα του έθνους ήταν παράγοντες αντισταθ μιστικοί. Για τον Le Pen το έθνος είναι το υπέρτατο: σημαίνει ρί ζες, κουλτούρα, ταυτότητα, παράδοση και κληρονομιά - αξίες που, ισχυρίζεται το FN, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να «αγο ράσεις». Έτσι, το FN αντιτίθεται σε όλες εκείνες τις διεθνικές, παγκοσμιοπητικές ή ευρωπαϊκές δυνάμεις που θεωρούνται υπονομευτές του έθνους: στον κομμουνισμό, το σοσιαλισμό, το Ισλάμ, τη βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και, ειδικά, την πάγκοσμιοποίηση. Έχει ήδη επισημανθεί η κεντρική σημασία του αντικομμσυνισμού για τον πρώιμο λόγο του FN. Στη δεκαετία του 1990, εντού τοις, έπρεπε να προσαρμοστεί στην «πτώση του τείχους» και την παρακμή του κομμουνισμού στη Γαλλία και την Ευρώπη. Ταυτό χρονα, ο κόσμος έχει βιώσει την ανάδυση της αποκαλούμενης νέ ας παγκόσμιας τάξης, στην οποία κυριαρχούν, σημαντικά, η πα γκοσμιοποίηση και η οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική ι σχύς των ΗΠΑ. Το πρόγραμμα του FN του 1993 αντανακλούσε τις 87
εξελίξεις αυτές. Όπως υποστηρίζεται άλλου (Hainsworth, 19%: 197-8): «το πρόγραμμα του 1993 περιγράφει τις τάσεις της παγκο σμιοποίησης (mondialisme) ως την πιο σοβαρή απειλή για το γαλ λικό έθνος, αφού αυτές καταστρέφουν τα έθνη, μειώνουν τις δια φορές, διαβρώνουν τα σύνορα και διαλύουν πολιτισμούς». Έτσι, το FN ήταν αντίθετο σε μέτρα όπως η γαλλική συμμετοχή στον Πό λεμο του Κόλπου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ το 1990 και η επίθεση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο το 1999, η πολιτισμική ηγεμονία των ΗΠΑ (Χόλιγουντ, Ευρωντίσνεϊλαντ, Μακντόλαντ) και οι συνομιλίες για το παγκόσμιο εμπόριο (μέσω της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου ή GATT), ακριβώς επειδή θεωρούνταν ότι υπονομεύ ουν τη γαλλική κυριαρχία. Σύμφωνα με κάποιον εξέχοντα δημο σιογράφο του FN, τον Jean Mabire, «διακατεχόμενοι οπό ψύχωση με τη σοβιετική ιδεολογική και στρατιωτική ισχύ, δεν συνειδητο ποιήσαμε ότι είχαμε ήδη γίνει αποικία της αμερικανικής “πολιτι στικής” ισχύος» (National Hebdo, 14-20 Φεβρουάριου 1991). Τώ ρα το κόμμα επιτίθεται κατά του αχαλίνωτου ελεύθερου εμπορίου ως επιζήμιου για τα οικονομικά και εθνικά συμφέροντα της Γαλ λίας. Με την παρακίνηση του Bruno Mégret ιδιαίτερα, το κόμμα μετατοπίστηκε προς μια θέση οικονομικού προστατευτισμού που ερχόταν σε αντίθεση με προγενέστερες θέσεις και προγράμματα του FN, τα οποία ήταν πιο φιλικά προς την αγορά (και τις ΗΠΑ). Τα οικονομικά, σαφώς, ήρθαν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τα πολιτικά και το έθνος στους λογαριασμούς του FN. Πράγματι, ο Mégret, γράφοντας στο περιοδικό κουλτούρας του FN που ίδρυσε ο ίδιος (Identité, Φθινόπωρο 1993:5-12), περιέγραφε το ελεύθερο εμπόριο ως καταστροφικό για τη Γαλλία και ζητούσε την απελευ θέρωση της πολιτικής από την οικονομία και «τον ιερό νόμο του διεθνούς ελεύθερου εμπορίου». Η αναθεώρηση των προσανατολισμών της οικονομικής πολιτι κής εκ μέρους του FN συνοδεύτηκε από αντιστροφή της θέσης του σε ορισμένα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα. Έχω ήδη υπαινιχθεί την αλλαγή στάσης σε ζητήματα όπως το κατώτατο ημερομί σθιο, καθώς το κόμμα αποκρινόταν στις αγωνίες και τις προτιμή
σεις της αυξανόμενης «λαϊκής» εκλογικής του βάσης. Αυτή η κα τηγορία υποσιηρικτών ήταν ευνοϊκά διακείμενη απέναντι στις κα τακτήσεις της αριστερής διακυβέρνησης στη δεκαετία του 1980, μεταξύ των οποίων η εβδομάδα των 39 ωρών εργασίας και η πέ μπτη εβδομάδα πληρωμένων διακοπών. Επίσης ήθελαν να έχουν μερίδιο στο κράτος κοινωνικής πρόνοιας και στο σύστημα κοινω νικής ασφάλισης. Ούτε και εναρμονίζονταν με το κόμμα -όπως α πέδειξε η τυπολογία του Perrineau (προηγουμένως)- στο ζήτημα των απεργιών στο βιομηχανικό / δημόσιο τομέα. Συνεπώς, σε όλα τα ζητήματα αυτά, το FN τροποποίησε τις θέσεις του προκειμένου να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αντιστοιχία με τη θέση του στις δημο σκοπήσεις ως κυρίου κόμματος των εργατών της Γαλλίας. Επιπροσθέτως, το FN -πάλι υπό την «καθοδήγηση» του Mégret- άρχισε να ανακατεύεται περισσότερο με τον εργατικό συνδικαλισμό, ώ στε μπορούσε κανείς να το δει ακόμη και στις πύλες των εργοστα σίων. Ταυτοχρόνως, η θέση του, όπως την αυτοπροσδιόριζε ως κόμματος της δεξιάς, είχε αλλοιωθεί. Μέχρι τότε, το FN είχε πα ρουσιαστεί ως «η λαϊκή και κοινωνική δεξιά». Η κατηγορία του ε ναντίον του RPR και του UDF ήταν ότι αυτά δεν ήταν αρκετά δε ξιά στην πράξη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, εντούτοις, το FN υιοθέτησε μια θέση «ούτε δεξιά ούτε αριστερά» (βλ. Maré chal, 1996). Οι επικριτές αμέσως επισήμαναν ότι αυτό ήταν το πα λιό σύνθημα των προπολεμικών και πρώιμων φασιστικών κινημά των του εικοστού αιώνα (βλ. Sternhell, 1986). Για το FN, την πε ρίοδο αυτή, το σύνθημα χρησίμευε να υπογραμμίσει το εθνικό, ου σιαστικά, μήνυμα του κινήματος. Ήταν επίσης χρήσιμο για τη συ νένωση ενός κοινωνιολογικά ποικίλου εκλογικού σώματος και για το συμβιβασμό του πολιτικού εξοστρακισμού του FN. Εντούτοις, σύντομα, το FN είχε πιο πιεστικά πράγματα να αντιμετωπίσει κα θώς, από μια θέση σχετικής ισχύος και σταθερότητας, το κόμμα άρχισε να φθίνει.
89
Συμπέρασμα: το σχίσμα
Οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 είχαν δει διάφορες εξέχουσες παραιτήσεις από το FN συνήθως για λόγους διαμαρτυρίας κατά των ακραίων, αντισημιτικών ή άλλων εκδηλώσεων του Le Pen ή για τη στάση του στον Πόλεμο του Κόλπου (Hainsworth, 19%). Ε ντούτοις, δεν υπήρξε κάτι ισοδύναμο με αμφισβήτηση της ηγεσίας. Πράγματι, όπως παρατήρησαν διάφοροι αναλυτές (Birenbaum, 1992, Camus, 1997), ο Le Pen κρατούσε σφιχτά, αυταρχικά, τα χα λινάρια στο κόμμα, τοποθετούσε δικούς του ανθρώπους στα ανώ τερα κλιμάκια και γενικά προσπαθούσε να εξισορροπεί ή να αντι μετωπίζει αποφασιστικά τους αντιπάλους του μέσα στο κόμμα Ε νώ μέσα στο κόμμα ασφαλώς υπήρχαν διαφορετικές τάσεις (βλ. Camus, 1992), αυτές ουδέποτε απείλησαν πραγματικά να διχά σουν σοβαρά το κίνημα - εφόσον η εκλογική επιτυχία συνεχίστηκε αδιατάραχτη. Στη δεκαετία του 1990, ωστόσο, ο Bruno Mégret ι σχυροποιούσε συνεχώς τη βάση του στο εσωτερικό του κομματι κού μηχανισμού και τελικά έφτασε να αμφισβητεί τον Le Pen. Σταδιακά, η πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική επιρροή του Mégret εντάθηκε. Έχοντας διευθύνει με (σχετική) επιτυχία τις ε κλογικές εκστρατείες του Le Pen για την εκλογή προέδρου, ο Mégret είχε ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση του εκτεταμένου προ γράμματος του κόμματος το 1993 και ακόμη είχε βάλει τη σφραγί δα του στις «50 προτάσεις» του FN για τη μετανάστευση (1991). Στο πλαίσιο δε του κομματικού μηχανισμού είχε ξοδέψει πολλά χρόνια οικοδομώντας τα σιηρίγματά του, σιο επίπεδο της γραμ ματείας και της κεντρικής επιτροπής. Επίσης, θεωρούνταν σε με γάλο βαθμό ο άνθρωπος του κόμματος με ιδέες, προωθώντας διά φορες πολιτιστικές και ιδεολογικές πρωτοβουλίες. Σε επίπεδο το πικό / περιφερειακό, επίσης, είχε «προετοιμάσει το έδαφος» στο κάστρο του FN Bouches-du-Rhône (συμπεριλαμβανομένων της Μασσαλίας και του Vitrolles) / Provence-Alpes-Côte d’Azur, κερ δίζοντας, τελικά, με την υποψηφιότητα της γυναίκας του, το Vitrolles για το κόμμα στις αρχές του 1997. Η προοπτική να κερδί90
σει μια θέση στο Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 1997 θεωρούνταν ευ ρέως ότι απέτρεψε τον Le Pen από το να ρίξει το βάρος του στις ε κλογές του νομοθετικού σώματος - τάχα από φόβο ότι θα έχανε έ δαφος στο κόμμα αν εκλεγόταν ο υπ’ αριθμόν δύο, αλλά όχι ο ί διος. Ο Le Pen, έχοντας συνείδηση της επερχόμενης απειλής, είχε διασφαλίσει την εκλογή του Bruno Golilnisch (ηγετικό στέλεχος του FN στην περιοχή του Rhône-Alpes) στη θέση του γενικού γραμματέα, σε μια ελάχιστα συγκεκαλυμμένη απόπειρα να περιο ρίσει την επιρροή του Mégret στο κίνημα. Το πρόβλημα κορυφώθηκε στα τέλη του 1998 έως τις αρχές του 1999, όταν ο Le Pen προ σπάθησε να ελαχιστοποιήσει περαιτέρω την επιρροή των ανθρώ πων του Mégret εντός του FN. Ο Le Pen αποκλείστηκε νομικά (αν και προσωρινά) να θέσει υποψηφιότητα στις εκλογές (επειδή είχε χτυπήσει αντίπαλο υποψήφιο σε προηγούμενο εκλογικό αγώνα). Τώρα, αντί να υποστηρίξει το αίτημα του υπ’ αριθμόν δύο να τεθεί επικεφαλής της κομματικής λίστας για τις ευρωεκλογές του Ιουνί ου του 1999, ο Le Pen υποστήριξε ότι τη θέση αυτή θα έπρεπε να την καταλάβει η σύζυγός του Jany. Επίσης, σχεδίασε να ελαττώσει τον αριθμό των υποστηρικτών του Mégret στη σχετική λίστα. Οι ε σωτερικές διαδικασίες στο κόμμα ήταν αξιοπρόσεκτες για τις τρι βές και τις συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές και, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση, δύο από τους στενούς συνεργάτες του Mégret εκδιώχθηκαν με σύμφωνη γνώμη του Le Pen. Οι περισσό τεροι σχολιαστές του FN περίμεναν ότι πόλεμος διαδοχής θα ακο λουθούσε μετά το θάνατο ή την απόσυρση του Le Pen, αλλά τώρα ο Mégret επέλεξε να αμφισβητήσει την ηγεσία και τη διεύθυνση του κινήματος. Τον Ιανουάριο του 1999 συγκλήθηκε έκτακτο συ νέδριο στην πόλη-ναυαρχίδα Marignane, το οποίο παρακολούθη σε ο Mégret και οι υποσιηρικτές του. Εκεί ολοκληρώθηκε και τυ πικά το σχίσμα, καθώς ο Mégret εξελέγη πρόεδρος του νέου αντί παλου Front National-Mouvement National. Ασφαλώς η προσωπική αντιπαλότητα έπαιξε ρόλο στη διά σπαση του FN, αλλά πιο κρίσιμες ήταν οι διαφορετικές αντιλή ψεις σχετικά με την εμφάνιση και την τακτική. Ο Mégret σαφώς 91
αισθανόταν ότι η ηγεσία Le Pen (και οι ακραίες διατυπώσεις) είχε ωθήσει το κόμμα σε πολιτική απομόνωση, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για το FN να ξεπεράσει το εκλογικό «γκέτο» του 15% (Longuet, 1999). Ο Mégret ευνοούσε, τουλάχιστο, κάποια μορφή τακτικής, αμοιβαία επωφελούς ρύθμισης με την κατεστημένη δε ξιά, ώστε να μπορέσει το FN να κερδίσει περισσότερες ψήφους και να τις μεταφράσει σε απτά κέρδη (δηλαδή, έδρες). Από τους ανθρώπους του Mégret δεν διέφυγε το γεγονός ότι μικρότερες, λιγότερο δημοφιλείς δυνάμεις στη γαλλική πολιτική σκηνή (όπως το PCF και οι Πράσινοι) κατόρθωναν να κερδίζουν έδρες επειδή ή ταν σε θέση να σχηματίζουν συμμαχίες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο μιας «πληθυντικής αριστερός». Ο Mégret, δίχως αμφιβολία, εντυ πωσιάστηκε επίσης από την επιτυχία του Gianfranco Fini στην Ιταλία, όπου η δημιουργία συμμαχίας είχε δώσει τη δυνατότητα στην Alleanza Nazionale / Movimento Sociale Italiano να εισέλθει στον κυβερνητικό συνασπισμό το 1994 (βλ. Κεφ. 4). Ο Le Pen, ό μως, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για μια ιδέα «πληθυντικής δε ξιάς», ο σχηματισμός της οποίας θα μπορούσε να δράσει διαλυτικά για τον εθνολαϊκιστικό και δημαγωγικό του λόγο. Στις νομοθε τικές εκλογές του 1997 ο Le Pen φαινόταν να ευνοεί ακόμη και νί κη της αριστερός παρά της δεξιάς. Ο Mégret, πρώην πολιτικός του RPR και πολύ λιγότερο λαϊκιστής από τον Le Pen, ήταν περισσό τερο πεπεισμένος για την ανάγκη αναμόρφωσης της εικόνας της γαλλικής ακροδεξιάς. Πάντως, η εσωτερική διαμάχη στο FN δεν μπορούσε να περιγράφει απλώς ως διαμάχη ανάμεσα σε μετριο παθείς και ακραίους. Οι συμπάθειες του Mégret για τη νέα δεξιά και η στενή ταύτισή του με τη μεταναστευτική πολιτική του FN αντιστρατευόταν την εικόνα του ως μετριοπαθούς. Η διάσπαση στο κίνημα ασφαλώς προχώρησε βαθιά και επη ρέασε όλα τα επίπεδα της εσωτερικής οργάνωσης του FN, διχάζο ντας ακόμη και το στενό περίγυρο του Le Pen. Πρώτοι υπολογι σμοί, στις αρχές του 1999, έδειχναν ότι οι οπαδοί του Mégret είχαν κερδίσει 58 (από τους 95) γραμματείς τομέων, 14 (από 44) μέλη του πολιτικού γραφείου, 51 (από 120) μέλη της κεντρικής επιτρο 92
πής, 139 (από 273) περιφερειακούς συμβούλους, 3 (από τους 11) ΜΕΡ, 2 (από 4) δημάρχους, μισούς από τους τομεακσύς γραμμα τείς του Front National de Jeunesse (FNJ) και την πλειοψηφία της ηγεσίας της υπηρεσίας εσωτερικής ασφαλείας του κόμματος και επίσης τα πανεπιστημιακά στελέχη του FN, Renouveau Étudiant. Έγιναν προσφυγές στα δικαστήρια του Παρισιού σχετικά με το ζήτημα του ποιος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το όνομα, το λογότυπο και τα κεφάλαια του FN. Σε ένα κόμμα που πρόσφατα είχε φιλοδοξήσει να κερδίσει 20% των ψήφων και να επωφεληθεί από τις διαιρέσεις στην κατεστημένη δεξιά (βλ. για συζήτηση των ζητημάτων ανιών, Hainsworth, 1999b), η εσωτερική διαμάχη άφη σε και τις δύο πλευρές του κόμματος να ελπίζουν με αγωνία να κα ταφέρουν να υπερβούν το όριο του 5% που χρειαζόταν για να κερδίσουν έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. 'Οπως εξηγεί ο Schain (1999: 1), «τα δύο Εθνικά Μέτωπα είναι μπλεγμένα σε βραχυπρόθεσμη διαπάλη για επικράτηση και μακροχρόνιο αγώ να για επιβίωση». Συμπερασματικά, επομένως, από το 1972 και ειδικά από το 1983, το FN είχε μακρά διαδρομή στη γαλλική πολι τική. Μέχρι τότε, χαρακτηριστικό της γαλλικής ακροδεξιάς ήταν ο κατακερματισμός της και η διχόνοια. Η χαρισματική και επιβλητι κή ηγεσία του Le Pen βοήθησε στην αναστροφή της εικόνας αυτής (Anderson, 1974, Chebel d’ Appolonia, 1988). Πράγματι, η επιτυ χία του κόμματος στη δεκαετία του 1980 και τη δεκαετία του 1990 όφειλε πολλά στον παράγοντα αυτόν. Η διάσπαση Le Pen Mégret, τώρα, απειλούσε να επιατρέψει η ακροδεξιά στα πιο οι κεία πρότυπα του παρελθόντος της.
Βιβλιογραφία Anderson, Μ. ( 1974) Conservative Politics in France. London: Allen & Unwin. Atkinson, G. ( 199) «FN Split», Searchlight (London), No. 286 (April). Bihr, A. (1998) Le Spectre de l'extrême droite: les Français dans le miroir du Front National. Strasbourg: Atelier. 93
Birenbaum, G. (1992) Le Front National en politique. Paris: Balland. Bresson, G. και Lionet, C. (1995) Le Pen; biographie. Paris: Seuil. Camus, J.-Y. (1992) «Political Cultures within the Front National: The Emergence of a Counter-ideology on the French Far-Right», Patterns of Prejudice 26 (1-2), 5-16. Camus, J.-Y. (1997) Le Front National: histoire et analyses. Paris: Éditions Laurens. Chebel d’ Appolonia, A. (1988) L'Extrfme-dmite en France: de Mourras à Le Pen. Brussels: Éditions Complexe. Downs, W. D. (1998) «The Front National as Kingmaker ... Again: France’s Regional Elections of 15 March 1998», Regional and Federal Studies 8(3) (Autumn), 125-33. Eatwell, R. (1998) «The Dynamics of Right-Wing Electoral Breakthrough», Patterns o f Prejudice 32(3) (Huly), 3-31. Front National (1991) Immigration: 50 Mesures Concrètes. Marseille: Front National (pamphlet). Front National (1993) 300 mesures pour la renaissance de la France: Front National programme de goucemement. Paris: Éditions Nationales. Grosz, P. (1999) «Front National politics», Searchlight (London) No. 286 (April), 21. Grünberg, G. et al. (1988) «Trois candidats, trois droites, trois électorats, l’élection présidentielle», Le Monte: Dossiers et Documents (May). Hainsworth, P. (1992) «The Extreme Right in Post-war France: The Emergen ce and Success of the Front National», σε Hainsworth, P. (ed.) The Ex treme Right in Europe and the USA. London: Pinter, 29-60. Hainsworth, P. (1996) «The Front National and the New World Order», σε Chafer, T. και Jenkins, B. (eds) France: From the Cold War to the New World Order. Basingstoke: Macmillan, 193-203. Hainsworth, P. (1998) «The Return of the Left: The 1997 French Parliamentary Election» Parliamentary Affairs 51(1) (January), 71-83. Hainsworth, P. (1999a) «From Joan of Arc to Bardot: Immigration, Nationa lism, Rights and the French National Front», σε Hancock, L. και O’Brien, C. (eds) Re-writing Rights in Europe. Aldershot: Dartmouth. Hainsworth, P. (1999b) «The Right: Divisions and Geavages in fin de siicle France», West European Politics 22(4), October, 38-56. Hargreaves, A. (1994) Immigration, «Race» and Ethnicity in Contemporary France. London: Routledge. Jaffré, K. (1987) «Trois postulats sur l’électorate de’cxtrême droite: ne pas se tromper sur M. Le Pen», Le Monde, 26 May. 94
Konopnicki, G.(1998) Manuel de survie au Front. Paris: Mille et Une Nuits. Le Pen, J.-M. (1988) Passeport pour la victoire. Programme for 1988presidential election. Paris: Front National. Longuet, P. (1999) «Crise au Front National: chronique d’un divorce annoncé», French Politics and Society 17(1) (Winter), 17-36. Marcus, J. (1995) The National Front and French Politics. London: Macmillan. Maréchal, S. (1996) Ni droite ni gauche... française! Charenton-le-Pont: Alizés. Mayer, N. (1998) «The Front National Vote in the Plural», Patterns of Prejudice 32(1) (January), 3-24. Orfali, B. (1990) L’ Adhésion au Front National: de la minorité active au mouvement social. Paris: Kimé. Penineau, P. (1997) Le Symptôme Le Pen: radiographie des électeurs du Front National. Paris: Fayard. Plenel, E. και Rollat, A. (1984) L’ Effet Le Pen. Paris: La Découverte/Le Monde. Robert, M. (1998) Petit manuel anti-FN. Lyon: Golias. Schain, M. (1987) «The National Front in France and the Construction of Political Legitimacy», West European Politics (10(2), 229-52. Schain, M. (1999) «The National Front and French Party System», French Politics and Society 17(1) (Winter), 1-16. Shields, J. ( 1990) «A New Chapter in the History of the French Extreme Right: The National Front», σε Cole, A. (ed.) French Political Parties in Transition. Aldershot: Dartmouth, 185-212. Silverman, M. (1992) Deconstructing the Nation; Immigration, Racism and Citizenship in Modem France. London: Routledge. Sternhell, Z. (1986) Neither Right nor Left. Berkeley: University of California Press. Tagüieff, P.-A. (1986) «L'identité nationale saisie par les logiques de racisation: aspects, figures et problèmes du racisme différentialiste». Mots 12 (March), 91-128. Vaughan, M. (1987) «The Wrong Right in France», σε Kolinsky, E. (ed.) Opposition in Western Europe. London: Croom Helm, 289-317.
95
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ
Ο Jörg Haider και το νέο FPÖ: πέραν του δημοκρατικού πλαισίου; Duncan Morrow
Η άνοδος μιας νέας μορφής αυταρχικοί) δεξιού λαϊκισμού στις δε καετίες 1980 και 1990 ε ίναι φαινόμενο περισσότερων της μιας χώ ρας στην Ευρώπη. Πουθενά, ωστόσο, αυτή η επανεμφάνιση δεν υ πήρξε ταχύτερη ή επιτυχέστερη από ό,τι στην Αυστρία, όπου ένα νέο πολιτικό αστέρι, ο Jörg Haider, έχει οδηγήσει το κόμμα του σε μια σειρά θεαματικών εκλογικών επιτυχιών. Στην προ του 19% δεκαετία, ο Jörg Haider οδήγησε το Freiheitliche Partei Österreichs (FPÖ, που χαλαρά μπορεί να αποδοθεί ως Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας) ή Freiheitlichen από κόμμα με υποστήριξη κάτω του 5% έως 2% να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα. Η αδιαφορία για την περίπτωση Haider στη δεκαετία του 1980, έδωσε στη δεκαετία του 1990 τη θέση της σε πανικό ανάμεσα σε πολλούς αντιπάλους του στην Αυστρία, υποδηλώνοντας μια γενική ανησυχία όσον α φορά τη δέσμευση του Haider στις αρχές της φιλελεύθερης δημο κρατίας. Καμία μεμονωμένη προσωπικότητα από την αντιπολί τευση δεν έχει κυριαρχήσει στη μεταπολεμική αυστριακή πολιτι κή σκηνή στον ίδιο βαθμό. Κανένας από το 1945 δεν προκάλεσε τέτοιους θεμελιώδεις φόβους σχετικά με την ασφάλεια της Αυ στριακής Δημοκρατίας μεταξύ των αντιπάλων τους. Φυσικά, μέρος των λόγων για τον πανικό βρίσκεται στο πρό σφατο παρελθόν της Αυστρίας. Ίσως περισσότερο από οπουδή ποτε άλλου, ο εθνικισμός και η δεξιά πολιτική φέρουν το φορτίο %
της Ιστορίας. Ενώ ο ιστορικός ναζισμός ασφαλώς συνδεόταν με μορφές δεξιού αυταρχισμού άλλου στην Ευρώπη, η ιδιαίτερη φρί κη του εξαρτιόταν από ειδικές γερμανικές καταστάσεις (Bracher, 1971: 70). Η απλή βαρύτητα και η δυνητική βλάβη της κληρονο μιάς αυτής οδήγησε τους περισσότερους Αυστριακούς πολίτικους, μετά τον πόλεμο, σε μια συστηματική πολιτική επίσημης απώθη σης και άρνησης, στην επιδίωξή τους να οικοδομήσουν ένα ασφα λές δημοκρατικό Θεμέλιο για τη μεταπολεμική Δεύτερη Δημοκρα τία. Αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτικής αυτής ήταν η απόπειρα να περιορίσουν δεσμευτικά τους πρώην Ναζί στη νέα δημοκρατία. Από την ίδρυσή του το 1955, το FPÖ λειτούργησε πάντα ως πολιτι κό όχημα ενσωμάτωσης των πρώην Ναζί. Τεχνικά, αυτό σήμαινε να επιτρέψουν σε εκείνους με βρόμικους δεσμούς στο παρελθόν να εισέλθσυν στην κατεστημένη μεταπολεμική πολιτική, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία μιας μόνιμης και ισχυρής αντιδημοκρατικής αντιπολίτευσης. Μετά το 1945, ο πρωταρχικός πολιτικός σκοπός όλων των αυ στριακών πολιτικών κομμάτων ήταν η σταθερότητα. Η ανάγκη να αποδείξει η Αυστρία την οικονομική απστελεσματικότητα της δη μοκρατίας και να αποφύγει οποιαδήποτε επιστροφή σε προπολε μικούς ανταγωνισμούς, οδήγησε στην ανάπτυξη ενός συστήματος συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων, ενός μοναδικού πλέγμα τος συνεννόησης μεταξύ των δυνάμεων του κεφαλαίου και της ερ γασίας, που έγινε δυνατό μέσω μιας πολιτικής κουλτούρας στην ο ποία δέσποζαν οι συμφωνίες μεταξύ των πολιτικών κομματικών ε λίτ. Στη δεκαετία του 1980, η σταθερότητα από δεκαετίες πολιτι κής ησυχίας και οικονομικής ανάπτυξης άρχισε να αμφισβητείται. Η αυξανόμενη απογοήτευση από τη διαφθορά του αυστριακού πολιτικού συστήματος και οι οικονομικές δυσκολίες συνδυάστη καν με το γεωπολιτικό σεισμό του 1989-90, όταν το Σιδηρούν Πα ραπέτασμα, που είχε χωρίσει την Αυστρία από τους γείτονές της προς βορρά και ανατολικά, κατέρρευσε. Η πιθανότητα ταχείας αύξησης του αριθμού των μεταναστών από την Ανατολική Ευρώπη στην Αυστρία μεγάλωσε υπερβολικά. 97
Παράλληλα, αναδυθηκαν στην επιφάνεια οι ευρείας έκτασης αμ φιβολίες σχετικά με την ικανότητα της αυστριακής πολιτικής ελίτ να διαχειριστεί την αναστάτωση αυτή. Η οικονομική και πολιτική ανασφάλεια, που στην Αυστρία είχε εξαλειφθεί αποτελεσματικά μεταξύ 1955 και 1985, επέστρεψε στην κεντρική σκηνή. Εν όψει της αναταραχής αυτής, οι λαϊκιστικές διαμαρτυρίες του Jörg Haider εναντίον της κατεστημένης πολιτικής τάξης χτύπησε μια λεπτή χορδή μεγάλου φάσματος της αυστριακής κοινωνίας. Η ηγεμονία του Haider επί του FPÖ κατά την παρελθουσα δε καετία συνοδεύτηκε με μια απότομη δεξιά στροφή στη ρητορική και τη δραστηριότητα του κόμματος. Οι καμπάνιες του Haider ε ναντίον των αλλοδαπών, το φλερτ του FPÖ με τους πρώην Ναζί και με αντιδημοκρατικές δεξιές ομάδες, η πολιτική κατά της Σλο βενίας που εφαρμοζόταν στην Carinthia (πολιτεία της νότιας Αυ στρίας, σ.μ.) και η εστίαση στο ζήτημα της ηγεσίας παρά στη συμ μετοχή στην πολιτική, όλα αυτά, οδήγησαν σε αναβίωση της ιστο ρικής καχυποψίας. Ο Haider παρουσιαζόταν, επίσης, να αναθεω ρεί τακτικά την ορθόδοξη μεταπολεμική αυστριακή Ιστορία ε στιάζοντας στις αποτυχίες της Δεύτερης Δημοκρατίας, ενώ προ φανώς αποδυνάμωνε τη συναίνεση σχετικά με τα εγκλήματα των Ναζί συμμεριζόμενος, με ευχαρίστηση, ιδεολογικές πλατφόρμες με τα κατάλοιπα των χιτλερικών SS. Το καθήκον να διαχωρίσουμε τη δεξιά του παρελθόντος από την πρόσφατη δεξιά στην Αυστρία δεν καθίσταται ευκολότερο με τη σκόπιμη συσκότιση των διαχωριστικών γραμμών μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος από τον ίδιο τον Haider. Το FPÖ αυτοπαρουσιάζεται σε κάποια ακροατήρια ως κίνημα της δεκαε τίας του 1990, ως αποφασιστικό ρήγμα με τον αντιδημοκρατικό αυταρχισμό, χωρίς να αναφέρουμε τον εθνικοσοσιαλισμό, πα ρουσιάζεται, ακόμη, ως σημάδι της επιθυμίας να παραμείνει πι στό σε μια πολιτιστική και ιστορική παράδοση έτσι ώστε να μην ντρέπεται ιδιαίτερα για το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν της Αυ στρίας. Το κεφάλαιο αυτό ασχολείται με έναν αριθμό αλληλοσυνδεό98
μενών ερωτημάτων: Ποια είναι η δεξιά παράδοση στην Αυστρία; Πώς η σύγχρονη αυταρχική πολιτική στην Αυστρία συνδέεται με τους ιστορικούς προγόνους; Ποιος είναι ο ιδεολογικός πυρήνας του FPÖ; Πώς και γιατί κυριάρχησε ο Haider στο κόμμα; Σε ποιον βαθμό το σημερινό FPÖ είναι κόμμα δημοκρατικό; Σε ποιον α πευθύνεται το FPÖ με το πολιτικό του πρόγραμμα και γιατί; Πόσο ισχυρή είναι η δημοκρατική κουλτούρα στη σημερινή Αυστρία;
Η παγγΕρμανική παράδοση στην Αυστρία προ του 1946
Σε προηγούμενους αιώνες, το όνομα «Αυστρία» δεν οήμαινε ένα εθνικό κράτος, αλλά την έκταση της εξουσίας των Αψβούργων, τις επικράτειες του «Οίκου της Αυστρίας». Μεταξύ 1867 και 1918, ο όρος «Αυστρία» άρχισε να χρησιμοποιείται για την περιγραφή του μη ουγγρικού τμήματος των εκτάσεων των Αψβούργων. Η πο λιτική ζωή στις επικράτειες αυτές χαρακτηριζόταν από όλο και ε ντονότερες διαιρέσεις μεταξύ Γερμανών και ειδικά Τσέχων εθνικιχπών. Ενώ στην Αυστρία δεν υπάρχουν ευμεγέθεις ντόπιες εθνι κές μειονότητες, η κοσμοαντίληψη της αυστριακής δεξιάς, με ρί ζες στην πολυπολιτισμική κληροδοσία των Αψβούργων είναι, α κόμη, γεμάτη με ισχυρισμούς όσον αφορά την ακεραιότητα του Volk (λαός) και παρανοϊκές ιδέες όσον αφορά τους ξένους. Το συ ναίσθημα ότι οι Γερμανοί της αυτοκρατορίας ήταν λαός συνορια κός, υπό μόνιμη απειλή από κατώτερους και επικίνδυνους ε χθρούς και ότι απαιτούνταν αλληλεγγύη μεταξύ όλων των γερμα νόφωνων, έχει αφήσει μακροχρόνια σημάδια. Η γερμανο-αυστριακή πολιτική διαιρούνταν σε τρία χωριστά ρεύματα: τη σοσιαλδημοκρατία, το χριστιανοσοσιαλισμό και τον παγγερμανικό εθνικισμό, όλα ρεύματα με αυταρχικές τάσεις. Σε αντίδραση προς το γενικό κοινοβουλευτικό χάος, οι Αψβούργοι προσέφευγαν στη διοίκηση με διατάγματα. Τα κόμματα, σε μεγά λο βαθμό, ήταν αντιπολιτευτικά, ενώ δεν είχε εγκαθιδρυθεί παρά δοση δημοκρατικής διαπραγμάτευσης (Macartney, 1978). Τα κόμ 99
ματα, όμως, ήταν υποκατάστατες εστίες πρωτογενούς πίστης, υπο θάλποντας την ανάπτυξη πολύπλοκων υποκουλτούρων. Σύμφωνα με την κλασική ανάλυση του Αυστριακού ιστορικού Adam Wandruszka, τα κόμματα ήταν ανταγωνιζόμενα και αυτοδιαιωνιζόμενα Lager (στρατόπεδα), πλήρεις αυτάρκεις ομάδες, παρά πιο πε ριοριστικά «κόμματα» με την αγγλοσαξονική έννοια (Wandruszka, 1954). Η αφοσίωση στο Lager κατέστη υπόθεση προσωπικής ταυ τότητας. Η προστατευτική, κοινωνική και μερικές φορές στρατιω τική λειτουργία των κομμάτων καλλιεργούσε μια κουλτούρα ε ξάρτησης από τα πάνω προς τα κάτω, ενσωματώνοντας «κινήματα κατευθυνόμενα», παρά έναν ευρύ και συμμετοχικό δημοκρατικό πλουραλισμό. Οι Γερμανο-εθνικοί και το τρίτο Lager συγκέντρω ναν όλους εκείνους που ήταν αντίθετοι στο σοσιαλισμό και επι δίωκαν άμεση ενσωμάτωση σε μια μεγάλη Γερμανία. Υπό τους Αψβουργσυς ουδέποτε υπήρξε αυστριακός εθνικι σμός. Η αυτοκρατορική πίστη ήταν ένα πράγμα, αλλά η ιδεολογία του εθνικισμού διαίρεσε την αυτοκρατορία σε γλωσσικές υπο-ομάδες. Μετά τον αποκλεισμό της Αυστρίας από τη Γερμανική Αυτο κρατορία του Μπίσμαρκ το 1871, πολλοί Παγγερμανοί ανησύχη σαν από τη διόγκωση του σλαβικού εθνικισμού σε περιοχές όπως η Βοημία και η σλοβένικη Camiola. Συχνά, οι Παγγερμανοί ήταν μα χητικά αντι-κληρικοί και εναντίον των Αψβούργων. Για την αυ στριακή μεσαία τάξη μετά το 1871, η Γερμανία σήμαινε πρόοδο και οικονομική επιτυχία και πολλοί περιφρονσύσαν την υποτιθέ μενη καθυστέρηση της Καθολικής Αυστρίας. Ο αντικληρικός φιλε λευθερισμός, με την έμφασή του στον ατομισμό και τις οικονομικές αγορές, συνδεόταν στενά πάντα με τον εθνικισμό στην Αυστρία. Ο σφοδρός αντισημιτισμός κατευθυνόταν εναντίον της ανα πτυσσόμενης εβραϊκής μεσαίας τάξης της Βιέννης και της μαζικής εισροής φτωχών Εβραίων από τη Γαλικία. Αστοί υποστηρικτές του δόγματος αυτού βρίσκονταν ιδιαίτερα ανάμεσα στους ακαδη μαϊκούς και τους φοιτητές στα πανεπιστήμια, το πιο ουσιαστικό σημείο επαφής με Εβραίους διανοουμένους. Οι Γερμανοί υπήκο οι ανέπτυξαν ισχυρούς πολιτιστικούς και κοινωνικούς δεσμούς σε 100
λέσχες ή Verbindungen, που έδιναν έμφαση στην πειθαρχία, τσυς αυστηρούς διαχωρισμούς των φυλών και τις ανδρικές γερμανικές δραστηριότητες, όπως η γυμναστική ή Jahnisches Turnen με την έμφασή της σε μάχες για νέσυς άνδρες. Ο προλεταριακός γερμα νικός εθνικισμός είχε επιτυχία ανάμεσα στους εργάτες στη Βοη μία, όπου η ανάπτυξη μιας τσέχικης βιομηχανικής τάξης μετέβαλε τις γερμανικές περιοχές σε μεικτές και τις μεικτές σε τσέχικες. Τα διαφορετικά αιπά ρεύματα -αντικληρικαλισμός, αντιδημοκρατία, αντισημιτισμός, οικονομικός ανταγωνισμός της εργατικής τάξης, φθόνος της μεσαίας τάξης και αυταρχικός μιλιταρισμός- όλα, τα ενσωμάτωσε ο Χίτλερ στη δεκαετία του 1930. Η ήττα των Αψβούργων το 1918 άφησε τους γερμανόφωνους της αυτοκρατορίας αποθαρρυμένους, ηττημένους και διαιρεμέ νους. Τα γερμανόφωνα κόμματα συμφώνησαν για ένα νέο ρεπουμπλικανικό σύνταγμα για τη «Γερμανική-Αυστρία» και απαιτού σαν Anschluss ή Ένωση με τη Γερμανία. Το να είναι κανείς εθνικιστής στη Γερμανό-Αυστρία του 1918 σήμαινε να είναι αντι-αυστριακός και υπερ-γερμανικός. Λίγοι στην Αυστρία ήταν πιστοί σε ένα χωριστό αυστριακό έθνος, αλλά η οπτική τους για τη Γερμανία ήταν επίσης απελπιστικά αποκλίνουσα. Οι Σοσιαλδημο κράτες είδαν στη Γερμανία την προοδευτική ελπίδα για την προ λεταριακή πρόοδο, ενώ οι Χριστιανοκοινωνιστές συχνά επιθυ μούσαν διακαώς την προηγούμενη κυριαρχία των Καθολικών Αψ βούργων. Οι Γερμανοεθνικιστές, πικραμένοι από την ήττα, έβλε παν την ενοποίηση με τη Γερμανία σαν ζήτημα ενοποίησης του Volk σε ένα κοινό και ισχυρό κράτος. Με τη Συνθήκη του St. Germain του 1920, εντούτοις, οι σύμμαχοι απαγόρευσαν κάθε συ ζήτηση για ένωση με τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα ήταν μια παγε ρή και ασταθής Αυστριακή Δημοκρατία. Ανάμεσα στο 1920 και το 1938, η Αυστρία βίωσε διαδοχικά οι κονομική κατάρρευση, υπερπληθωρισμό, καταστροφικές πληρω μές δημόσιου χρέους και μαζική ανεργία. Η πολιτική κατάσταση ήταν το ίδιο σοβαρή. Η μεταπολεμική ενότητα έδωσε τη θέση της σε διαρκείς κρίσεις. Μετά το 1920, στην εξουσία ήλθε το Χριστια 101
νικό Κοινωνικό Κόμμα, αν και κυρίως μόνο σε συνασπισμό με α στικά και αγροτικά παγγερμανικά κόμματα. Οι Σοσιαλδημοκρά τες κατηγορήθηκαν για μπολσεβικισμό και υπόθαλψη ταξικού μί σους. Ο ανίσχυρος ομοσπονδιακός στρατός γρήγορα πολιτικοποιήθηκε, ενώ ξεπήδησαν, δεξιά και αριστερά, πολυάριθμοι, καλά ε ξοπλισμένοι και υπό όρους (στην καλύτερη περίπτωση) αφοσιωμένοι ιδιωτικοί στρατοί. Όλα τα κόμματα εμφανίζονταν πρόθυμα να καταφύγουν στη βία σε κάθε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που τα ίδια θα προσδιόριζαν. Κανένα από τα κύρια αυστριακά κόμμα τα δεν διέθετε απόλυτη αφοσίωση στην κοινοβουλευτική δημο κρατία. Η επιστροφή στην εμφύλια βία ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Ο φασισμός στην Ιταλία προσέλκυε πολλούς θαυμαστές στην Αυ στρία, ειδικά στην παραστρατιωτική Heimwehr. Η απαίτηση για τάξη, για έναν ισχυρό άνθρωπο που θα εξασφάλιζε τη σταθερότη τα εν μέσω χάους αυξανόταν καθώς διευρυνόταν η οικονομική και η πολιτική κρίση. Η εξασθένηση της πολιτικής αφοσίωσης στην «Αυστρία» άφησε την αυστριακή πολιτική να είναι τροπή στις εξελίξεις στη Γερμανία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πολιτική του Χίτλερ κατά των Εβραίων, κατά των Σλάβων, κατά των Μπολσε βίκων και κατά των Βερσαλλιών χτύπησε λεπτές χορδές. Πολλές από τις ρίζες της εθνικοσοσιαλισιικής ιδεολογίας ξεπήδησαν από τις αυστριακές συνθήκες και Ιστορία (Pauley, 1981). Όταν το αυ στριακό Κοινοβούλιο παρέλυσε σε μια διαμάχη σχετικά με τις δια δικασίες το 1933, ο καθολικός καγκελάριος Engelbert Dollfuss βρήκε την ευκαιρία να καταργήσει την κοινοβουλευτική διακυ βέρνηση. Αυτή η πράξη αυταρχικής δικτατορίας από τη δεξιά προκάλεσε μια αυθόρμητη εξέγερση των αριστερών Σοσιαλδημο κρατών τον Φεβρουάριο του 1934. Η ήττα της αριστερός στον εμ φύλιο πόλεμο κατέληξε σε νέα αυστριακή δικτατορία. Τον Ιούλιο του 1934, όταν οι Ναζί πλησίασαν να πετύχουν σε μια απόπειρα πραξικοπήματος ο ίδιος ο Dollfuss δολοφονήθηκε. Η χριστιανοκοινωνική δικτατορία βρέθηκε κάτω από διαρκή πίεση. Χωρίς ι σχυρή εσωτερική ή διεθνή υποστήριξη, ήταν ανίκανη να αντιστα102
θεί στις γερμανικές απαιτήσεις. Με σκοπό την επιβεβαίωση της α νεξαρτησίας της Αυστρίας μέσω εθνικού δημοψηφίσματος, η δι κτατορία σαρώθηκε από την εξουσία τον Μάρτιο του 1938 με την εισβολή των στρατευμάτων του Χίτλερ. Η μεγάλη ώρα του παγγερμανισμού ήταν προφανής λαϊκή επι τυχία. Τα στρατεύματα του Χίτλερ τα υποδέχθηκαν τεράστια πλή θη. Ο ίδιος ο Χίτλερ μίλησε μπροστά σε μια γιγάντια διαδήλωση στην Heldenplatz (Πλατεία Ηρώων) της Βιέννης. Όταν πραγματοποιήθηκε ένα ασφαλώς μεροληπτικό δημοψήφισμα μετά την ει σβολή, κατέληξε σε ένα αποτέλεσμα 99% υπέρ τον Anschluss. Οι συστάσεις του καρδιναλίου της Βιέννης και του ηγέτη σοσιαλδη μοκράτη Karl Renner για φιλογερμανική ψήφο αύξησαν την αί σθηση στις ξένες πρωτεύουσες ότι οι περισσότεροι Αυστριακοί α νακουφίστηκαν παρά τρομοκρατήθηκαν από τα γεγονότα (Luza, 1975). Οι Δυτικοί σύμμαχοι δεν έφεραν αντιρρήσεις και η Αυ στρία ενσωματώθηκε στο Ράιχ. Ο αριθμός των μελών στο Ναζιστικό Κόμμα στην Αυστρία με τά την ένωση ήταν άνω του γερμανικού μέσου όρου. Η στρατολόγηση στρατιωτών στη Βέρμαχτ και η συμμετοχή στα SS και τα Waffen SS πραγματοποιήθηκαν χωρίς δυσκολία. Η αντίσταση στην επικράτεια της Αυστρίας ήταν ανάλογη με την αντίσταση σε ολόκληρο το Ράιχ. Τα τεκμήρια του διαδεδομένου αντισημιτισμού στη Βιέννη του 1938, η τεράστια λαϊκή επιδοκιμασία για τη δήμευ ση της περιουσίας των Εβραίων, οι επιθέσεις στους Σλοβένους στην Carinthia και η ανοχή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαουτχάσυζεν, όλα υποδηλώνουν ρεκόρ συνεργασίας. Οι δρα στηριότητες των υπό αυστριακή ηγεσία ή κυριαρχία μονάδων γερ μανικών ένοπλων δυνάμεων στα Βαλκάνια, την Ιταλία και αλλού ήταν το ίδιο αμαρτωλές όπως παντού. Υπάρχει μια άποψη ότι οι Αυστριακοί, ιδιαίτερα στη Βιέννη, αντιμετωπίζονταν εχθρικά από τους Altreich ή τους μη Αυστρια κούς Γερμανούς που κυριαρχούσαν στη γραφειοκρατία και τον κομματικό μηχανισμό. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτω από τον κεντρικό έλεγχο του Βερολίνου υπήρξε μια κάποια περιφε 103
ρειακή αντίθεση (Kienzl, 1992). Ωστόσο, ελάχιστες αποδείξεις υ πάρχουν ότι αυτό θα μπορούσε να έχει προσφέρει επαρκή βάση για την εγκαθίδρυση της εθνικής ανεξαρτησίας, εάν δεν συνέβαινε η ολοκληρωτική γερμανική ήττα το 1945. Συνολικά, οι Αυστρια κοί ενήργησαν ελάχιστα διαφορετικά από τους Γερμανούς κάτω από το καθεστώς των Ναζί (Botz, 1986).
Η επαναθεμελίωση της Αυστρίας ρ π ά τον ΧίιΑιρ
Η κατάρρευση του καθεστώτος των Ναζί το 1945 κατέστρεψε τον παγγερμανισμό ως πρακτική πολιτική. Η συμμαχική κατοχή δεν άφησε περιθώρια για διαφορετική επιλογή από την υπέρ της ανε ξαρτησίας της Αυστρίας πολιτική της συμμαχίας του Λαϊκού Κόμ ματος (ÖVP) και των Σοσιαλιστών (SPÖ). Κανένα όφελος δεν θα απέφερε ο εθνικισμός εναντίον της Δυτικής Γερμανίας. Εάν ο γερμανικός εθνικισμός ήταν εκτός, η φιλελεύθερη δημοκρατία ή ταν παρούσα. Παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1945 η Αυστρία είχε αποτύχει να αναπτύξει οποιαδήποτε φιλελεύθερη δημοκρατική πολιτική κουλτούρα, οι επιλογές τώρα ήταν απόλυτες. Τα γεγονό τα του Ολοκαυτώματος προστέθηκαν στον εξευτελισμό της στρα τιωτικής ήττας και όλες οι δημόσιες συνάφειες με το σύστημα των Ναζί έπρεπε να αποφεύγονται. Η εμφάνιση του Ψυχρού Πολέμου μείωσε περαιτέρω την γκάμα των ρεαλιστικών πολιτικών επιλο γών στην Αυστρία. Η δυτική δημοκρατία δεν ήταν πλέον η ανεπι θύμητη επιβολή του 1918καιτης δεκαετίας του 1930, αλλά το μόνο μετερίζι που μπορούσε κανείς να σκεφτεί κατά του σταλινισμού. Το γεγονός ότι η Αυστρία συμπεριλήφθηκε στο Σχέδιο Μάρσαλ ήταν ο κρισιμότερος παράγοντας που καθόρισε τη μεταπολεμική μοίρα της Αυστρίας. Το 1945, η φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν, πέρα από κάθε αμφιβολία, η εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση επιβίω σης της Αυστρίας εκτός κομμουνιστικής κυριαρχίας. Ο μεταπολεμικός αυστριακός συνασπισμός αντιμετώπισε σο βαρό πρακτικό πρόβλημα επανένταξης 536.000 πρώην μελών του 104
κόμματος των Ναζί, από τους οποίους το ένα τρίτο θεωρούνταν κομματικοί αξιωματσύχοι (Stiefel, 1918: 99). Στους πρώην Ναζί προστέθηκαν τώρα μεγάλοι αριθμοί παραδοσιακά Γερμανών εθνικιστών προσφυγών από το Sudetenland (περιφέρεια των Σουδιτών) και άλλου. Το σύνολο των δυσκολιών σήμαινε ότι οι αυ στριακές κυβερνήσεις βρίσκονταν αντιμέτωπες με αντιφατικά προβλήματα. Παρά την αναγκαιότητα της εξωτερικής πολιτικής να παρουσιάζεται η Αυστρία ως ένα κράτος αντι-Ναζί, καμιά κυ βέρνηση δεν μπορούσε να αντέχει να αφήνει για πάντα εκτός του πολιτικού συστήματος μια τόσο τεράστια λανθάνουσα ομάδα δια μαρτυρίας. Ο μόνιμος αποκλεισμός μιας τόσο μεγάλης ομάδας θα οδηγούσε σε επιστροφή στις φατριαστικές συγκρούσεις της Πρώ της Δημοκρατίας. Ευνοϊκό για τον αυστριακό συνασπισμό ήταν το ότι η δυτική κοινή γνώμη μετά το 1946 ασχολούνταν περισσότερο με τον αντικομμουνισμό παρά με το κυνήγι των Ναζί. Το πραγμα τικό αποτέλεσμα το 1948 ήταν μια σαφώς ανοιχτή απόπειρα έντα ξης των πρώην Ναζί στο νέο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, μια de facto αναγνώριση της πολιτικής αναγκαιότητας άμβλυνσης τσυ πολεμικού ιστορικού της Αυστρίας. Η ιδεολογική κληρονομιά και οι μνήμες εκείνων που συμμετεί χαν στο πείραμα των Ναζί ήταν πολύ πιο δύσκολο να εκριζωθούν. Χρειάζεται, επομένως, να γίνει διάκριση ανάμεσα στην εκρίζωση των παραδόσεων που απόμεναν -κοινωνικός ρομαντισμός, λα τρεία του ισχυρού κράτους και θεμελιακή αμυντική εχθρότητα των Γερμανο-Αυστριακών απέναντι στους Σλάβους γείτονές τουςκαι στην πραγματική ανάγκη να τις κρατήσουν στο περιθώριο. Στη δημοσιότητα, τα νομικά επιχειρήματα ότι η Αυστρία υπήρξε το πρώτο θύμα του Χίτλερ το 1938 κατέστησαν τυπικός πολιτικός μύθος. Εφόσον τα πρώην μέλη του Ναζιστικού Κόμματος αποδέ χτηκαν το νέο αυστριακό (όχι γερμανικό) δημοκρατικό σύστημα, καθώς ο μεγάλος όγκος, αν και όχι όλοι, αισθάνονταν υποχρεωμέ νοι να το κάνουν, αυτοί επρόκειτο να ενσωματωθούν στη μεταπο λεμική πολιτική. Το κρίσιμο πλεονέκτημα της στρατηγικής αυτής ήταν η δημιουργία μιας περισσότερο ελπιδοφόρας βάσης για πραγ 105
ματική εσωτερική πολιτική σταθερότητα, σε οξεία αντίθεση προς την καταστροφή στο Μεσοπόλεμο. Το μειονέκτημα ήταν ότι, μο λονότι η ακροδεξιά πολιτική ήταν εκτοπισμένη από την επίσημη δημόσια αρένα, η κουλτούρα και η ιδεολογική πρόκληση της κα τάπτωσης της Αυστρίας στον ολοκληρωτισμό και οι ευθύνες που προέκυψαν από το γεγονός αυτό αφέθηκαν επικινδύνως άλυτα.
Ο ορισμός τη ς ακροδεξιάς στη μεταπολεμική Αυστρία
Ο ναζισμός, αυτός καθαυτός, παραμένει το έσχατο μέτρο σύγκρι σης για ό,τι εννοούμε με τον όρο ακροδεξιά, όχι μόνο στην Αυ στρία. Μολονότι, όπως επισημαίνει ο Bracher (1971), ο ναζισμός έχει ειδικά γερμανική κληρονομιά, η συστημική πολυπλοκότητα τσυ ναζισμού πρόσθεσε νέες διαστάσεις στους φασισμούς της Νό τιας Ευρώπης και τις άλλες προπολεμικές δικτατορίες για δεξιές ομάδες εκτός Γερμανίας. Στην Αυστρία, η ιδιαίτερα μακρά σκιά της ιστορίας αυτής σημαίνει ότι όλα τα συνακόλουθα δεξιά πολιτι κά κινήματα, αναπόφευκτα, κρίνονται σύμφωνα με τη σχέση τους με την ιδεολογία και τα ιδανικά των Ναζί. Όμως, ο ίδιος ο ναζισμός δεν ήταν μια απλή κληρονομιά. Η λα τρεία του προσώπου του ίδιου του Χίτλερ ήταν τόσο κρίσιμο στοι χείο για την πραγματική φύση της γερμανικής δικτατορίας, ώστε ο δεξιός εξτρεμισμός μετά τον Χίτλερ αναπόφευκτα πρέπει να συ ν ιστά νέο φαινόμενο. Στο μεταπολεμικό κόσμο, τα περιεχόμενα του ναζισμού και τσυ φασισμού έχουν, επομένως, βασιστεί σε δια φορετικούς συνδυασμούς. Αυτό αποσαφηνίζεται από μια μελέτη τσυ Cas Mudde (1995) για το έργο 26 πολιτικών ερευνητών σχετι κά με το μεταπολεμικό δεξιό εξτρεμισμό. Ο Muddle αποδεικνύει ότι σήμερα δεν υπάρχει ένας μοναδικός ορισμός αυτού που συνιστά την «ακραία» ή «υπερδεξιά» πολιτική. Αντιθέτως, σε διαφο ρετικές μελέτες έχουν χρησιμοποιηθεί διάφοροι δείκτες. Ο H-G. Betz (1993), παραδείγματος χάριν, χρησιμοποιεί την ξενοφοβία και το ισχυρό κράτος ως δείκτες-κλειδιά της ακροδεξιάς, ο Doll 106
(1990) τονίζει τα στοιχεία του εθνικισμού και τις αντιδημοκρατικές αντιλήψεις της, ενώ ο Hainsworth (1992) στηρίζεται στο ρα τσισμό και την ξενοφοβία. Σαφώς, ο ναζισμός περιλάμβανε όλα αυτά. Ο Bracher αναγνώ ρισε τέσσερα βασικά ρεύματα στη γερμανική αντιδραστική σκέ ψη, τα οποία ο Χίτλερ συνένωσε στη δεκαετία του 1930: μια εθνικιστική-κρατιστική απόκλιση του σοσιαλισμού που επεδίωκε να συνδυάσει τον κοινωνικό ρομαντισμό και τον κρατικό σοσιαλι σμό, και μια völkisch κοινοτική ιδεολογία βασισμένη στη φυλή, που άρχισε σαν απλή ξενοφοβία και μεταστράφηκε σε ριζοσπα στικό αντισημιτισμό (Bracher, 1971:23). Όλα τα εν λόγω ρεύματα είχαν βαθιές ιδεολογικές και κοινωνιολογικές ρίζες στην Αυ στρία. Οι Παγγερμανοί της δεκαετίας του 1930 περιφρονούσαν την αδυναμία και τις διαιρέσεις της δημοκρατικής πολιτικής και προσέβλεπαν στις αρετές της στρατιωτικής πειθαρχίας και της κοινοτικής αγνότητας ενσωματωμένες στο πρόγραμμα ενός μονα δικού ηγέτη, του Φίρερ. Η συμβολή του Χίτλερ ήταν να συνενώσει τα διαφορετικά ρεύματα σε ένα μοναδικό πολιτικό πρόγραμμα με κορωνίδα τον ακραίο αντισημιτισμό, πρόγραμμα που μετέτρεψε τη γερμανική και την αυστριακή εθνική δυσαρέσκεια σε ευρείας βάσης δημοφιλή αυταρχική πολιτική. Τα προκαταρκτικά αυτά σχόλια εγείρουν ορισμένα περαιτέρω ερωτήματα. Σε ποιον βαθμό τα σύγχρονα κόμματα δίνουν έμφαση στην υποτιθέμενη ανωτερότητα της γερμανικής φυλής και κουλ τούρας, παράλληλα με μια ισχυρή τάση προς αντισημιτικά και αντισλαβικά συναισθήματα; Σε ποιον βαθμό η πολιτική οπτική κατευθύνεται προς την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κράτους, εστιασμένου γύρω από έναν ατομικό ηγέτη και το ουτο πικό όραμα μιας ολοκληρωμένης κουλτούρας, στην οποία όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις υποτάσσονται στην κοινή αφοσίωση στον αρχηγό αυτό; Τα αυστριακά (ακραία) δεξιά κινήματα επιδιώκουν να προστατεύσουν τους δημοκρατικούς μηχανισμούς επίλυσης συγκρούσεων ή τους περιφρονσύν σαν στοιχεία αδυναμίας και παρακμής; 107
Η ιστορία της Αυστρίας κατά το παρελθόν αποτελεί ε'να κρίσι μο μέτρο σύγκρισης για τη σημερινή δεξιά της Αυστρίας. Η αφο σίωση στο παρελθόν uirrô εγείρει ζητήματα σχετικά με τη δημο κρατική πολιτική κουλτούρα στην Αυστρία. Αυτό το ιδιαίτερο νόη μα βρίσκεται πίσω από τη συχνά επαναλαμβανόμενη φράση στην Αυστρία, «συμφιλίωση με το παρελθόν». Ωστόσο, μια σαφής ρήξη με το παρελθόν αυτό δύσκολα επιτυγχάνεται. Έχοντας αποκοπεί από τις πρακτικές του Τρίτου Ράιχ το 1945, οι κυβερνώσες ελίτ των SPÖ και ÖVP που κυριαρχούσαν στη Δεύτερη Δημοκρατία δεν ασχολήθηκαν περισσότερο από ό,τι ήταν απαραίτητο με τις πιο πο λύπλοκες και χρόνιες όψεις της. Εξαιτίας της απουσίας συστηματι κής δημόσιας εκπαίδευσης, εντούτοις, η κληρονομιά της μνήμης έ κανε να διατηρηθεί μια λανθάνουσα πολιτική δυναμική. Ο Mudde (1995) υποστηρίζει ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 το σαφώς νεοναζιστικό Αυστριακό Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (NDP) αποτελούσε ένα σχεδόν παραδειγματικό μοντέλο της σύγχρονης ακροδεξιάς στην Ευρώπη, υιοθετώντας την ξενο φοβία, τον εθνικισμό, το ρατσισμό, την αντιδημοκρατική αντίληψη και μια ισχυρή, προσωπική ηγεσία που απαιτούσε άνευ όρων α φοσίωση στο ισχυρό κράτος. Ενώ το NDP δεν ήταν κατά κανένα τρόπο η μεγαλύτερη πολιτική ομαδοποίηση που κατελάμβανε την ακροδεξιά πτέρυγα της αυστριακής πολιτικής, η παράδοση την ο ποία συμπύκνωνε είχε ευρύτερη εμβέλεια διά μέσου των άτυπων καναλιών του κατεστημένου παγγερμανικού τρίτου Lager. Διά μέ σου ολόκληρου του φάσματος αυτού, δεν υπήρχε πλήρης ρήξη με το παρελθόν. Ακόμη και ανάμεσα στην πιο δημοκρατική πτέρυγα υπήρχε σαφής απροθυμία για απερίφραστη άσκηση κριτικής της ναζιστικής περιόδου. Εντούτοις, εάν πρόκειται να βρούμε συνεκτικούς ορισμούς της έννοιας του ακραίου, οι διαφορετικοί βαθμοί προσήλωσης και η κατεύθυνση στην οποία δεσμευόταν να κινηθεί η πολιτική ηγεσία εντός του τρίτου Lager είναι προφανώς κρίσιμης σημασίας. Ο εξτρεμισμός, οριζόμενος από την άποψη της δημοκρατίας, συνεπά γεται πάντα μια θεμελιώδη αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Για τις 108
δημοκρατίες, το καθοριστικό κριτήριο της «ακραίας» δεξιάς (extreme right), σε αντιπαραβολή ίσως προς την «άκρα» δεξιά (far right), είναι η έκταση στην οποία αυτές αμφισβητούν την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τοποθετώντας τον εαυτό τους πέρα από τα όρια στα οποία εντάσσονται τα δημοκρατικά κόμματα. Έτσι, η ακριβής ανάλυση της δέσμευσης του κόμματος στις δημο κρατικές διαδικασίες είναι κρίσιμη όταν αξιολογούμε την ικανό τητά του να ενσωματώνεται στο δημοκρατικό σύστημα. Το μεγα λύτερο τμήμα του τρίτου Lager στη μεταπολεμική Αυστρία ουδέ ποτε ξεπέρασε ανοιχτά την οριογραμμή αυτή. Πάντως, ένα πολιτι κό κίνημα που παρουσιάζεται να κατευθύνεται από τον αυταρχισμό, την ξενοφοβία, την προσωπολατρεία και μια ακαθόριστη σχέση με το αυταρχικό παρελθόν προκαλεί τεράστιες υποψίες. Αυτές ακριβώς είναι οι κατηγορίες που απευθύνθηκαν κατά του ταχέως αναπτυσσόμενου FPÖ του Jörg Haider.
Π ρος το φιλελευθερισμό; Το FPÖ και η ενσωμάτωση τον τρίτου L ager στη μεταπολεμική Αυστρία
Η Δεύτερη Δημοκρατία θεμελιώθηκε στον αντίστροφο μύθο από εκείνο της Πρώτης Δημοκρατίας. Η ανεξαρτησία και όχι το Anschluss σήμαινε επιβίωση. Η Αυστρία ήταν θύμα της επιθετικό τητας του Χίτλερ, όχι συμμέτοχος στο ναζισμό (Knight, 1988). Ένα επίσημο εγχειρίδιο το 1946 περιέγραφε την Αυστρία ως «το πρώτο θύμα, εγκαταλειμμένο από τον κόσμο» (Rot-Weiss-Rot Handbuch, 1946). Διεθνή συμφέροντα στη διάρκεια τσυ Ψυχρού Πολέμου, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Κόνραντ Αντεναουερ, συνωμότησαν με εγχώρια συμφέροντα προκειμένου να καθιε ρωθεί η άποψη αυτή ως ορθόδοξη. Το 1945, οι ηγεσίες των Σοσιαλιστών (SPÖ) και των Χριστια νοδημοκρατών (ÖVP) αναμφίβολα συμφώνησαν στην ανάγκη του κοινοβουλευτισμού και έκλεισαν μια κρίσιμη συμφωνία ώστε να εγκαταστήσουν βασική σταθερότητα στο σύστημα. Η συνεργασία 109
ανάμεσα στην παραδοσιακή αγροτική και επιχειρηματική συνι στώσα του καθολικού ÖVP από τη μια πλευρά και την αστική συ νιστώσα του SPÖ από την άλλη, κατέστησε δυνατή την ανάδυση ε νός σταθερού, οριστικά αυστριακού κέντρου. Οι πολιτικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί για την εθνική συνεργασία που καθιερώ θηκαν μεταξύ των κομματικών ελίτ το 1945 επιβίωσαν για περισ σότερα από πενήντα χρόνια, ακόμη και όταν ο συνασπισμός έπαψε να λειτουργεί. Στον πυρήνα τους βρίσκονται δύο αρχές: η κοι νωνική εταιρική σχέση, μέσω της οποίας οι ελάτων επιχειρήσεων, της πολιτικής και των εργατικών ενώσεων επικύρωναν γενικού χαρακτήρα συμφωνίες για τις αμοιβές και, στα πρώτα χρόνια, τις τιμές, καθώς και το Proporz, δηλαδή, η αναλογικότητα στην κατα νομή των θέσεων απασχόλησης στον τεράστιο δημόσιο τομέα με ταξύ των οπαδών των δύο Lager. Το 1948, αντιπρόσωποι των Ehemaligen (πρώην αξιωματσύχοι ή μέλη των Ναζί) συνεργάστηκαν με δύο οικονομικούς φιλελεύθε ρους επικριτές του συνασπισμού SPÖ-ÖVP. Αυτοί υποστηρίχθηκαν από βιομηχάνους που απέρριπταν τις πολιτικές της κυβέρνη σης σχετικά με την εθνικοποίηση και από τους διανοουμένους στο Σάλτσμπουργκ που ήταν αντίθετοι με το συγκεντρωτισμό. Αργότε ρα στο έτος εκείνο, οι περιορισμοί των Ναζί χαλάρωσαν, διακρίνοντας ανάμεσα σε μια στενή ομάδα των περισσότερο σοβαρών στελεχών των Ναζί, που θα συνέχιζαν να αντιμετωπίζουν περιορι σμούς και τη μάζα των «λιγότερο διαβρωμένων» μελών, στους ο ποίους παραχωρήθηκαν πλήρη δικαιώματα πολιτών. Η νέα Λίγκα των Ανεξάρτητων (VdU Verband der Unabhängigen) έγινε το πρώτο σημείο συνάθροισης για τους περισσότερους από εκείνους που προηγουμένως είχαν αποστερηθεί τα πολιτικά δικαιώματά τους. Οι αποφάσεις αυτές ολοκλήρωναν αποτελεσματικά τις σο βαρές προσπάθειες του αυστριακού κράτους να καταδιώξει τους συνεργάτες. Εφόσον τα κόμματα του συνασπισμού είχαν εξέχουσα θέση στην αυστριακή πολιτική, δεν υπήρχε άμεση συνάφεια μεταξύ του αυστριακού κράτους και του εθνικοσοσιαλισμού. Εί ναι σημαντικό ότι ακόμη και η νέα λαϊκιστική δεξιά που είχε εμ 110
φανιστεί από το 1986 επεδίωξε ενεργά να αποσπάσει την έκφρα ση της αυταρχικής σκέψης της από την άμεση συνάφεια με το ναζι σμό (Scharsach, 1992:19-20). To VdU ήταν, σε μεγάλο βαθμό, χώρος συγκέντρωσης των δυσαρεστημένων γύρω από τοπικές προσωπικότητες και ουδέποτε ανέπτυξε ένα συνεκτικό πρόγραμμα ή ιδεολογία. Η ενοποιητική πολιτική του κόμματος ήταν η εξάλειψη όλων των περιορισμών που είχαν απομείνει σχετικά με τις δραστηριότητες των πρώην Ναζί. Πάντως, είχε μια εκλογική επιτυχία στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1949, συγκεντρώνοντας 490.000 ψήφους ή το 11,7% (Perching, 1983) και οι ψηφοφόροι του VdU ήταν σαφώς αποφα σιστικός συντελεστής στις προεδρικές εκλογές του 1951. Το σημα ντικότερο ήταν πως το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε ότι η μεταπολε μική Αυστρία παρέμενε ένα σύστημα με τρία ή τουλάχιστο δυόμι σι κόμματα. To VdU κινδύνευε πάντα να χάνει ψηφοφόρους προς τα κόμματα του κυρίαρχου συνασπισμού, αφού και τα δύο έλεγ χαν σημαντικές ευκαιρίες πατρωνίας μέσω του ακμάζοντος συ στήματος Proporz. Από το 1953, το VdU υιοθετούσε πιο ανοιχτά γερμανικο-εθνικούς τόνους στην εκλογική διαδικασία, ενώ το πρόγραμμα Bad Ausseer του 1954 φαινόταν να χρωματίζει το κόμ μα με αλάνθαστα γερμανοεθνικά χρώματα. Η απουσία συστημα τικής κοινωνικής ή οικονομικής πολιτικής σηματοδοτούσε το τέ λος της απόπειρας των φιλελευθέρων να δημιουργήσουν με άξονα το VdU μια σοβαρή φιλελεύθερη τρίτη δύναμη στην αυστριακή πολιτική (Riedlsperger, 1978). Η επιτυχής διαπραγμάτευση της Κρατικής Συνθήκης το 1955 ο δήγησε στην τελική κατάρρευση του VdU. Η υπογραφή του ντο κουμέντου ήταν πιθανώς η ωραιότερη ώρα της διπλωματίας της Δεύτερης Δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας διεθνή συμφωνία για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το έδαφος της Αυ στρίας. Η απάλειψη από το τελικό κείμενο της Κρατικής Συνθήκης οποιοσδήποτε αναφοράς ενοχής για τον πόλεμο και το γεγονός ό τι η Αυστρία υπέγραψε «Κρατική Συνθήκη» και όχι «Συνθήκη Ει ρήνης», προσέδωσε διεθνή υπόσταση στη θέση της Αυστρίας ως 111
«πρώτου θύματος». Το γεγονός αυτό εξηγεί επίσης την απουσία οποιουδήποτε σοβαρού νόμου, μέχρι τη δεκαετία του 1990, για αποζημιώσεις Εβραίων ή άλλων πολιτών που καταδιώχθηκαν. Η χωρι στή αυστριακή ταυτότητα ενισχυθηκε πάλι με τη δήλωση διαρκούς ουδετερότητας, που δημιούργησε ε'να νέο προφίλ εξωτερικής πο λιτικής. Στη διεθνή πολιτική η Αυστρία έκτοτε συνδέθηκε με την Ελβετία και τη Σουηδία, αλλά σπάνια με τη Γερμανία. Μόνο περιπτωσιακά, όπως όταν η Σοβιετική Ένωση αντιτάχθηκε στο να γί νει η Αυστρία μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τέθηκε το ζήτη μα του Anschluss. Ακόμη και τότε, ο φόβος του Anschluss ήταν, σε μεγάλο βαθμό, συγκάλυψη ανησυχιών για τον Ψυχρό Πόλεμο. Μετά την αποχώρηση των συμμάχων από το αυστριακό έδα φος, επανεμφανίστηκε μια μεγάλη ποικιλία ομάδων από το γερμανοεθνικό Lager, «αγκαλιάζοντας ένα ευρύ πολιτικό φάσμα από τον ελάχιστα συγκεκαλυμμένο νεοναζισμό μέχρι τον πιο μετριο παθή εθνικισμό» (Bailer και Neugebauer, 1994:98). Καμιά ανάλυ ση της μορφής της δεξιάς πολιτικής στην Αυστρία δεν μπορεί να α ποσπαστεί από αυτό το ποικιλόχρωμο περιβάλλον από το οποίο προέρχονται τα διάφορα κόμματα. Η συνέχιση ενός Lager ήταν κρίσιμη, διασφαλίζοντας ότι θα διατηρούνταν επαφή μεταξύ των πολυποίκιλων ομάδων, που εκτείνονταν από αθλητικές λέσχες μέ χρι ομάδες βετεράνων του στρατού και πανεπιστημιακές οργανώ σεις που συγκροτούσαν την κουλτούρα του τρίτου Lager. Ο πιο επιτυχής κλάδος του γερμανοεθνικού Lager ήταν η σπουδαστική πτέρυγα, το RFS (Ring Freiheitlicher Studenten). To 1953, γερμανοεθνικοί σπουδαστές κατέκτησαν την υποστήριξη του 33,4% στις εκλογές της Ένωσης των Σπουδαστών της Αυ στρίας (ÖH). To RFS επρόκειτο να απστελέσει τον τροφοδότη για πολλές ηγετικές μορφές της αυστριακής ακροδεξιάς στη διάρ κεια των επόμενων δεκαετιών, και όχι μόνο στο FPÖ. Οι φοιτητές καλλιέργησαν τις ισχυρές παραδόσεις του γερμανικού αθλητι σμού μέσω πολλών δεξιών αδελφοτήτων ( Verbindungen ) και είχαν στενούς δεσμούς με το αμφιλεγόμενο Freiheitlicher Akademi kerverband (Gartner, 1990: 2). Μεταξύ των μελών του RFS περι 112
λαμβάνονταν αφοσιωμένοι δημοκράτες και φιλελεύθεροι, όπως ο Friedhelm Frischenschlager και ο Heide Schmidt, παραδοσιακές μορφές του τρίτου Lager -όπως ο Jörg Haider- και επίσης ανοιχτά αντισημιτικές μορφές, όπως ο Norbert Burger. Ενώ ήταν ηγέτης του RFS το 1960, ο Burger συμμετείχε ενεργά στην πρώτη μεταπο λεμική αντιδημοκρατική δεξιά δραστηριότητα, τις βομβιστικές εκ στρατείες από γερμανοεθνικιστές στο Νότιο Τιρόλο. Το 1965, συ γκρούσεις ανάμεσα σε σπουδαστές RFS που υποστήριζαν τον αντισημίτη καθηγητή Taras Borodajkewicz και αντιφασίστες διαδη λωτές οδήγησαν στο θάνατο ενός αντιφασίστα. Αν και στη συνέ χεια ο Burger και άλλοι δεξιοί σπουδαστές του RFS εγκατέλειψαν το FPÖ και σχημάτισαν το NDP σε μια ιδεολογική πλατφόρμα κα θαρά αυταρχική, γερμανική, αντιδημοκρατική,· οι δεσμοί με το Lager ήταν αυξανόμενοι. To NDP καλλιέργησε μια χαρακτηριστι κά νεοναζιστική υποκουλτούρα, ενώ τα μέλη .του διοργάνωναν καμπάνιες ως φανεροί αντίπαλοι των μεταπολεμικών ρυθμίσεων και όλων των μη γερμανικών επιρροών που εξασθενούσαν τη συλ λογική ισχύ του Volk. Φανεροί θαυμασιές του Χίτλερ και, με υπε ρηφάνεια, εχθροί των αλλοδαπών και της δημοκρατίας, το NDP εκσυγχρόνισε τις ιδιότητες του ναζισμού ως ακροδεξιάς βάσει ό λων των κριτηρίων. Στη δεκαετία του 1980, το κόμμα απαγορεύτη κε με την εφαρμογή της αυστριακής αντιναζιστικής νομοθεσίας. Εκλογικά, ωστόσο, το FPÖ ήταν το μοναδικό πετυχημένο κόμ μα της δεξιάς. Το 1956, η δυσαρέσκεια για την αποδιοργάνωση του VdU είχε οδηγήσει στο σχηματισμό του FPÖ, υπό την ηγεσία τσυ πρώην αξιωματικού των SS Anton Reinthailer. Αυτό έγινε γρήγορα το μεγαλύτερο με διαφορά πολιτικό κόμμα για εκείνους που ανήκαν στο τρίτο Lager. Η ηγεσία του FPÖ υιοθέτησε αποτε λεσματικά το πρόγραμμα Bad Ausseer του VdU ως την αρχική κομματική πλατφόρμα, συμπεριλαμβανομένης της σαφούς έμφα σης στις γερμανικο-εθνικές προτεραιότητες. Επιδιώκοντας, ταυ τόχρονα, να διατηρήσει τη βάση του στο τρίτο Lager και να την ε πεκτείνει στο μεταπολεμικό εκλογικό σώμα, το FPÖ προσπάθησε να λειτουργήσει τόσο ως ο φύλακας της παγγερμανικής φλόγας ό 113
σο και ως ένα αντικορπορατιστικό κόμμα στο Κοινοβούλιο. Ε ντούτοις, ο δυναμισμός της αυστριακής οικονομίας από τη δεκαε τία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1970, η επιτυχής καθιέρωση ε νός προφίλ ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής για την Αυστρία στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η ασφάλεια την οποία παρεί χε το Σιδηρούν Παραπέτασμα απέναντι στις παρανοϊκές αντιλή ψεις για τους ξένους και η ιστορική rapprochement (προσέγγιση) σοσιαλδημοκρατίας και ρωμαιοκαθολικισμού περιόρισαν την α πήχηση του κόμματος. Η εκλογική δύναμη του FPÖ σταθεροποιήθηκε γύρω στο 5% των ψήφων από τη δεκαετία του 1960. Μέχρι το 1966 ήταν σαφές ότι τα μεγαλύτερα κόμματα ενδιαφέρονταν για το FPÖ μόνο στο βαθμό που αυτό ήταν χρήσιμο για να αποκτήσουν πλεονέκτημα επί των κυριοτέρων αντιπάλων τους (Bailer και Neugebauer, 1994). Υπό τον πρώην αξιωματικό των SS Friedrich Peter, η ηγεσία του FPÖ επιδίωξε να χρησιμοποιήσει την ισχύ που του απέμεινε ώστε να μετακινηθεί από τη σκιά της μόνιμης αντιπολίτευσης στην επικρατούσα τάση της πολιτικής σκηνής. Αυτό το επιχείρησε προσπαθώντας να καλύψει το όποιο κενό υπήρχε στο πεδίο της κορπορατιστικής αυστριακής πολιτι κής: έδωσε έμφαση στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Η αποτυχία του NDP να διεισδύσει εκλογικά σε ευρύτερες δεξαμενές ψηφο φόρων (ραινόταν να ενθαρρύνει την τάση απομάκρυνσης από το γερμανοεθνικισμό. Η μετατόπιση αυτή στην έμφαση απέδωσε καρπούς το 1970, όταν το FPÖ συμφώνησε να ανεχθεί κυβέρνηση μειοψηφίας του SPÖ υπό την ηγεσία του Bruno Kreisky, με αντάλ λαγμα ένα πιο ευνοϊκό εκλογικό σύστημα. Η αποκατάσταση του FPÖ από τον Kreisky ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό γεγονός, δεδο μένου ότι ο Kreisky είχε εβραϊκή καταγωγή. Η ενέργεια αυτή δικαιολογήθηκε από τις προσωπικότητες του SPÖ στη βάση της α ναγνώρισης των αλλαγών στο FPÖ και ως πράξη που ενισχύει τη φιλελεύθερη τάση. Ηγετικές μορφές διανοουμένων στο FPÖ, ιδι αίτερα εκείνοι που συγκεντρώνονταν στον αποκαλούμενο Κύκλο Attersee, προσπάθησαν να διασφαλίσουν και να δώσουν ουσια στική υπόσταση στην εικόνα. 'Οταν το FPÖ έγινε δεκτό στη Φιλε 114
λεύθερη Διεθνή το 1979 (Frischenschlager, 1980), πολλοί πίστε ψαν ότι το κόμμα είχε απορρίψει αποφασιστικά τις συνάφειες του παρελθόντος με τους Ναζί. Η εκπληκτικά καλή επίδοση υπό τον Norbert Burger (NDP) στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 1980, συγκεντρώνοντας το 3,2% των ψήφων, δεν μείωσε την εντύ πωση αυτή. Οι πιο πολλοί παρατηρητές θεώρησαν το ποσοστό αυ τό αρκετά μικρό ώστε να δικαιολογεί μικρή μόνο ανησυχία. Σε κάθε περίπτωση, βίαιες ομάδες αποστατών που εμφανίζονταν α πό ακραίους γερμανοεθνικιστικούς κύκλους υπογράμμιζαν το διαφορετικό status του FPÖ. Η φιλελεύθερη ομάδα εντός του FPÖ φαινόταν να πλησιάζει στην τελική νίκη όταν ο διανοούμε νος Norbert Steger, μισητό πρόσωπο για τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος, κέρδισε με μικρή διαφορά τον αγώνα για την ηγεσία τσυ κόμματος σε εθνικό επίπεδο. Η ανέλιξή τσυ στην ηγεσία δοξά στηκε το 1983, όταν το FPÖ εισήλθε σε κυβέρνηση συνασπισμού με το SPÖ υπό τον Fred Sinowatz.
Προβλήματα της Δεύτερης Δημοκρατίας στη δεκαετία του 1980
Η Αυστρία της δεκαετίας του 1980 ήταν εντελώς διαφορετική από την Αυστρία τσυ 1918,1933,1938 ή τσυ 1945. Σε αντίθεση με την ε μπειρία του Μεσοπολέμου, η Αυστρία είδε συνεχή οικονομική α νάπτυξη επί σαράντα χρόνια. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το κράτος πρόνοιας είχε επεκταθεί στην κατεύθυνση των χωρούν της Σκανδιναβίας, δημιουργώντας έναν από τους μεγαλύ τερους δημόσιους τομείς στην Ευρώπη. Εν τω μεταξύ, η ουδετερό τητα στον Ψυχρό Πόλεμο επέτρεψε στην Αυστρία να αναπτύξει μια ενεργητική και διακριτή εξωτερική πολιτική. Ο άξονας Σο σιαλδημοκρατών - Χριστιανοδημοκρατών προφανώς είχε καταλήξει σε ένα από τα πλέον σταθερά πολιτικά συστήματα της Ευ ρώπης, με τα δύο κόμματα να συγκεντρώνουν άνω του 90% των ψήφων στις γενικές εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική ηρεμία έκρυβε σημαντικά προβλή 115
ματα. Ειδικά, η πολιτική στην Αυστρία ήταν αποκλειστικό προνό μιο των ελίτ. Από την εποχή των Αψβούργων, η πολιτική στην Αυ στρία είχε χαρακτηριστεί από πειΟαρχημένη, ιεραρχικά δομημέ νη ηγεοία: τα αποκαλοΰμενα «καθοδηγούμενα» παρά «συμμετο χικά» κόμματα, αναπαράχθηκαν στην πολιτική αριστερά καθώς επίσης και στη δεξιά. Η παράδοση των Lager, μεταφρασμένη σε οικονομικό κορπορατισμό των μεταπολεμικών χρόνων, δημιούρ γησε επικίνδυνο χάσμα ανάμεσα στις ελίτ αυτές και το λαό, από τη στιγμή που το σύστημα άρχισε να αποδυναμώνεται. Μέχρι το 1980, το σύστημα συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων είχε οδη γήσει σε πρωτοφανή, και πιθανώς μοναδικό, βαθμό τυπικής και ά τυπης αλληλοδιείσδυσης των οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Ε νώ η συνεργασία των ελίτ μπορούσε να θεωρηθεί ότι άλλαξε την Αυστρία από μια βιαίως διαιρεμένη κοινωνία σε ένα υποδειγματι κό συνεργατικό κράτος (Lijphart, 1975), η πρόοδος προς τη συμ μετοχική δημοκρατία παρέμεινε περιορισμένη. Στο βαθμό που υ πήρχε συνεχής και γενική οικονομική ανάπτυξη, συνδυασμένη με ένα γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, το αποτέλεσμα ήταν η κοινωνική ειρήνη που πολλοί ζήλευαν. Από τα μέσα της δε καετίας του 1980, όμως, οικονομικές και πολιτικές διεργασίες υ πονόμευαν ταχέως τη σταθερότητα αυτή. Σαράντα χρόνια ευημερίας του κράτους κοινωνικής πρόνοιας δημιούργησαν μια γενιά που προσαρμοζόταν όλο και πιο πολύ στον αγγλο-αμερικανικό καταναλωτισμό και την ατομική επιλο γή. Η αυξανόμενη κοσμικότητα και ο τερματισμός της ανοιχτής ε χθρότητας μεταξύ αυστριακού σοσιαλισμού και ρωμαιοκαθολικι σμού μετά τον πόλεμο κατέστησαν τους φραγμούς μεταξύ των Lager στην καρδιά της αυστριακής πολιτικής περισσότερο διαπε ρατούς και τη θεσμική τους συνοχή λιγότερο πλήρη. Ο κομματικός τύπος που επικρατούσε προηγουμένως στην Αυστρία, αγωνιζόταν να συγχρονιστεί με το ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον των MME (Hanisch, 1994). Όλοι οι παράγοντες αυτοί αύξαναν την πι θανότητα αποευθυγράμμισης από την παραδοσιακή κομματική α φοσίωση και ενθάρρυναν την κινητικότητα μεταξύ των ψηφοφό 116
ρων. Ο Bruno Kreisky καρπώθηκε την κυμαινόμενη αυτή ψήφο για το SPÖ στη δεκαετία του 1970. Η πρώτη ένδειξη ότι οι ψηφο φόροι μπορούσαν να εξεγείρονται ήλθε με τη απρόσμενη ήττα του συνόλου του αυστριακού πολιτικού κατεστημένου σε ένα δημοψή φισμα για την πυρηνική ενέργεια το 1978. Από το 1986, οι τάσει; κατά της κρατικής παρέμβασης στην α γορά σε όλες τις οικονομικές δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο πα γκόσμιο στερέωμα είχαν αρχίσει να εισβάλλουν στην Αυστρία. Η ανάπτυξη στην Ευρώπη δεν δημιουργούσε πλέον θέσεις εργα σίας. Η οικονομική υποχώρηση στα μέσα της δεκαετίας του 1980 επιβράδυνε την ανάπτυξη της Αυστρίας, προκαλώντας, χαμηλή α σφαλώς ακόμη, ανεργία. Η τεχνολογική ανάπτυξη ευνοούσε τους μικρούς σταθμούς εργασίας και τις ευέλικτες αγορές εργασίας. Η παραδοσιακή βαριά βιομηχανία απέβαλλε θέσεις εργασίας. Ακό μη πιο δραματικά, οι τάσεις στον αγροτικό τομέα ευνοούσαν τους μεγάλους παραγωγούς, οδηγώντας σε απότομη μείωση στον αριθ μό των αγροτών. Όλες οι μεταβολές αυτές μείωναν την ικανότητα λειτουργίας του συστήματος στο πνεύμα της συνεργασίας των κοι νωνικών εταίρων που στο παρελθόν είχαν συμβάλει ώστε ο εκλο γικός πυρήνας των SPÖ και Ö VP να έχει σταθερότητα. Η μεταβο λή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών συνδυάστηκε, στα χρόνια που ακολούθησαν την αποχώρηση του Kreisky, το 1983, με συνεχή σκάνδαλα διαφθοράς, στα οποία εμπλέκονταν κεντρικά πρόσωπα της ελίτ του SPÖ. Ο διάδοχος του Kreisky, ο Sinowatz, δεν διέθετε το ταλέντο των δημοσίων σχέσεων του προκατόχου τσυ και πιάστηκε και ο ίδιος στον ιστό της διαφθοράς (Sully, 1990: 136-54). Το ÖVP ήταν ακόμη ανίκανο να διακόψει το γάντζωμα του SPÖ στην εξουσία και μέχρι το 1986 έκλεινε δεκαεφτά χρόνια στην αντιπολίτευση σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το FPÖ του Steger, σε συμμαχία με τους Σοσιαλιστές στην κυβέρνηση, κατηγορήθηκε ευρέως ότι εγκατέλειψε την κριτική του οξύτητα και φαινόταν ανί κανο εν όψει του φαινομένου της διαφθοράς και ανέτοιμο να αλ λάξει είτε την ατμόσφαιρα είτε την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής (Bailer και Neugebauer, 1994:366). 117
Για ένα κόμμα λαίκιστικής διαμαρτυρίας άρχισαν να αναδύο νται αναγνωρίσιμες ομάδες ψηφοφόρων. Από τ’ αριστερά, το SPÖ αντιμετώπιζε κριτική από τους οικολόγους και τις δυσαρεστημε'νες ομάδες σπουδαστών. Από τα δεξιά η δυσαρέσκεια εντός της γερμανο-εθνικιστικής δεξιάς του FPÖ ήταν ολοφάνερη. Από το 1986, ήταν επίσης εμφανείς δυο περαιτέρω ομάδες δυσαρεστημένων ψηφοφόρων: παραδόξως, οι νέοι πλούσιοι ή γιάπηδες που μισούσαν τους περιορισμούς της κορπορατιστικής γραφειοκρα τίας και οι λιγότερο εξειδικευμένοι, που απειλούνταν από αυξα νόμενη οικονομική σταθερότητα, έδειχναν σημάδια πολιτικής δυ σαρέσκειας.
Η επανεμφάνιση του δεξιού λαϊκισμού
Η φιλελεύθερη επικράτηση στο FPÖ ήταν βραχύβια. Δύο χαρα κτηριστικά γεγονότα επέτρεψαν την επανεμφάνιση της δεξιάς σε εξέχουσα εθνική θέση. Πρώτον, το σχίσμα στους εθνοφιλελεύθερους του FPÖ που εκδηλώθηκε φανερά στην «υπόθεση Reder». Το 1985, ο υψηλού προφίλ φιλελεύθερος υπουργός Αμυνας, Friedhelm Frischenschlager, επιδίωξε να ισχυροποιήσει την κομ ματική του θέση οργανώνοντας μια επίσημη εκδήλωση υποδοχής για έναν καταδικασμένο εγκληματία, τον Walter Reder, με την ευ καιρία της απελευθέρωσής του από τις ιταλικές φυλακές. Δεχόμε νος επιθέσεις από όλα τα άλλα κόμματα, ο Frischenschlager δικαιολογήθηκε δημόσια για την πράξη του σε έναν Ισραηλινό δημο σιογράφο. Ενώ αρχικά ο ίδιος υποστηρίχθηκε από τη δεξιά πτέ ρυγα του FPÖ για την υποδοχή του Reder, πιο αποφασιστικά από τον Jörg Haider, τον ηγέτη του κόμματος στην Carinthia, ο Frischenschlager στη συνέχεια κατηγορήθηκε για προδοσία. Η ι διαίτερη εμπλοκή του ισραηλινού Τύπου δεν πέρασε απαρατήρη τη από το ακροατήριό του. Η υπόθεση Reder εστίασε τη δυσαρέ σκεια στις θεμελιώδεις αρχές του FPÖ και παρακίνησε τη δεξιά σε δράση κατά της φιλελεύθερης ηγεσίας. Ο Jörg Haider, αρθρώ 118
νοντας την απογοήτευση αυτή, εξαπέλυσε σκληρές επιθέσεις κα τά της ομοσπονδιακής ηγεσίας από τη γενέτειρά του, την Carinthia, όπου είχε αποδυθεί σε εκστρατεία για να μειώσει τον αριθμό των γερμανόφωνων της Carinthia που διδάσκονταν σλοβένικα. Η υπό θεση Reder, πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, απέδειξε δη μόσια την απουσία συναίνεσης όσον αφορά την εμπειρία της Αυ στρίας κατά τον πόλεμο. Η εξέλιξη αυτή ενισχύθηκε από το δεύτερο κρίσιμο περιστατι κό: από την καμπάνια για την προεδρική εκλογή του 1986. Η υπο ψηφιότητα του πρώην γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, για λογαριασμό του ÖVP έγινε ζήτημα διεθνούς αντιπαρά θεσης όταν αποκαλύφθηκε ότι ψευδόταν, προφορικά και γραπτά, σχετικά με το ιστορικό του στον πόλεμο. Την υπόθεση ανέλαβε το Παγκόσμιο Ισραηλιτικό Συμβούλιο (WJC) στη Νέα Υόρκη, που υ ποστήριξε ότι ο Βαλντχάιμ πιθανόν να είχε ανάμειξη σε εγκλήματα πολέμου. Σχεδόν αμέσως, και με μεγάλη δημοσιότητα, σηκώθηκε το πέπλο του παρελθόντος της Αυστρίας κατά τον πόλεμο (Mitten, 1992). Οι πολύ διαφορετικές ερμηνείες των τετριμμένων ψευδών δηλώσεων του Βαλντχάιμ, για πολλούς Αυστριακούς και για τους εκτός Αυστρίας, παρέμειναν εκτεθειμένες. Οι συμβιβασμοί στην καρδιά της μεγάλης σιωπής της αυστριακής πολιτικής από το 1945 έγιναν κομμάτια. Η δημόσια διαμάχη μεταξύ των ηγεσιών του WJC και του ÖVP εξελίχθηκε σε διαμάχη σχετικά με το πολεμικό ιστορικό της Αυστρίας και το δικαίωμα των εκτός (Εβραίων) να το σχολιάζουν. Το επίσημο δόγμα περί του «πρώτου θύματος του Χίτλερ» συγκρουόταν κάθετα με τον ισχυρισμό ότι η υπηρεσία του Βαλντχάιμ στα Βαλκάνια από τη θέση της Βέρμαχτ ήταν υπη ρεσία κάποιου «που είχε κάνει μόνο το καθήκον του». Το γεγονός ότι η καμπάνια κατευθυνόταν από το δεξιό χριστιανοδημοκρατικό ÖVP απλώς προετοίμαζε το έδαφος για τις πιο καθαρά εθνικι στικές προσωπικότητες. Η υπεράσπιση του Βαλντχάιμ μετατράπηκε από το ÖVP σε ζήτημα πατριωτικού καθήκοντος. Το όριο α νάμεσα στην υπεράσπιση του Βαλντχάιμ και την ευκαιρία επαναδιατύπωσης αυταρχικών συναισθημάτων έγινε πολύ λεπτό. Ο άρ 119
ρητός αντισημιτισμός παρουσιαζόταν παντού στα αυστριακά μέ σα ενημέρωσης (Wodak, 1991:80). Τα γεγονότα αυτά επέτρεψαν στον Jörg Haider να παρουσια στεί ως ο αδιαμφισβήτητος εκπρόσωπος για τα ακροδεξιά θεμέ λια της FPÖ. Με τον Haider να κατευθύνει τις κατηγορίες, η έντο νη αλλά αποδιοργανωμένη απογοήτευση από την κομματική ηγέσία, τώρα είχε αποκτήσει πολιτική δυναμική, όπως εκπληκτικά α ποδείχθηκε από το απρόβλεπτο εσωτερικό πραξικόπημα στο Συ νέδριο του FPÖ το 1986 στο Ίνσμπουργκ. Σχεδιασμένη εκ των προτερων από τον Haider και από μια καλά οργανωμένη κλίκα δεξιών, η πτώση του Sieger εκτελέστηκε με εκπληκτική αποτελεσματικότητα. Μολονότι η πλειοψηφία της κομματικής ελίτ ήταν στο πλευρό του Steger, η υποστήριξη του Haider από τη βάση τού έδωσε σαφή νίκη σε μια ψηφοφορία για την ηγεσία, εν μέσω σκη νών πανηγυρισμού από τη δεξιά πτέρυγα, με τρομακτικά νεοναζιστικούς απόηχους. Το SPÖ, υπό τη μετριοπαθή ηγεσία του πραγματιστή πρώην τραπεζίτη Frank Vranitzky, τερμάτισε αμέσως τη συμμαχία με το FPÖ. Ο Vranitzky, σοκαρισμένος από τις σκηνές του δεξιού μακε λειού στο Ίνσμπουργκ, εγκαινίαζε τώρα την πολιτική που επρόκειτο να ακολουθήσει με συνέπεια για τα επόμενα δέκα χρόνια: την πολιτική της Ausgrenzung που σημαίνει «αποκλεισμό» ή «τοποθέ τηση πέραν τσυ κοινωνικώς αποδεκτού». Στα μάτια του Vranitzky ο Haider αντιπροσώπευε σοβαρή απειλή για τη δημοκρατική συ ναίνεση στην Αυστρία και ήταν επιβλαβής γι’ αυτήν διεθνώς και η θικά αποκρουστικός. Η προσωπική σύγκρουση μεταξύ Vranitzky και Haider επρόκειτο να κυριαρχήσει στην αυστριακή πολιτική για την επόμενη δεκαέτία. Ο Vranitzky, ομοσπονδιακός καγκελάριος σ’ ολόκληρη την περίοδο αυτή, φαινόταν να συμβολίζει τους Σο σιαλδημοκράτες μετά πενήντα χρόνια της Δεύτερης Δημοκρατίας: σταθερός, αξιόπιστος και πετυχημένος οικονομικά, η καθαυτό προσωποποίηση τσυ νέου πολιτικού κατεστημένου. Απόμεινε στον Haider να εκφράζει τα παράπονα και να υιοθετεί τον επαναστατι κό και αντιπολιτευτικό μανδύα που κάποτε ανήκε στο SPÖ. 120
Η δυναμική του Haider ως οχήματος για τη λαϊκή διαμαρτυρία υπογραμμίστηκε εντυπωσιακά, όταν το FPÖ διπλασίασε τις ψή φους του σε 9,7% στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1986 (Luther, 1987:394-5). Η εκλογική επιτυχία του Haider αντιπαραβαλλόταν ακόμη πιο έντονα με τα ποσοστά που συγκέντρωνε το FPÖ στις δημοσκοπήσεις υπό τον Steger στην κυβέρνηση. Η σύ γκρουση μεταξύ των πάλαι ποτέ εταίρων του συνασπισμού ωφέ λησε, αρχικά, τόσο τον Vranitzky όσο και τον Haider. Η εσωτερι κή επανάσταση του Haider και η απόλυτη αποστροφή του Vranitzky γΓ αυτόν καθιέρωσε το FPÖ ως το κόμμα της αντιπολίτευσης. Το έντονα απογοητευμένο ÖVP απέτυχε να ξεπεράσει το SPÖ που παρέμεινε το μεγαλύτερο κόμμα και έτσι, ως ο μικρότερος εταί ρος, ήταν υποχρεωμένο να δεχθεί μια κυβερνητική συνεργασία μαζί του. Τώρα, ο Haider μπορούσε να μονοπωλήσει, σε ένα με γάλο φάσμα ζητημάτων και ομάδων, τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την αυξανόμενη λίστα των μειονεκτημάτων της Δεύτερης Δημοκρα τίας. Η απουσία υποστήριξης τσυ Haider μεταξύ της προηγούμε νης ελίτ στο FPÖ διασφάλιζε πραγματικά την προσωπική του ηγε μονία απέναντι στο νέο κομματικό μηχανισμό. Ανάλυση του εκλο γικού σώματος το 1986 πιστοποιούσε ότι η προσωπικότητα του Haider ήταν ο σπουδαιότερος μεμονωμένος παράγων στην απή χηση του κόμματος. Προφανώς οι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονταν το FPÖ του Haider σαν ανάσα φρέσκου αέρα στο παγωμένο πολι τικό τοπίο της Αυστρίας (Plasser και Ulram, 1992:154).
Ο H aider και η πολιτική του δεξιού λαϊκισμού
Οι θριαμβευτικές επιτυχίες του Haider κατέστησαν αμέσως το FPÖ επίκεντρο του ενδιαφέροντος όσον αφορά την επανεμφάνι ση μιας ακροδεξιάς στην Αυστρία. Ο στόχος, εντούτοις, του Haider ήταν να μετασχηματίσει το FPÖ από μια μικρή αντιπολι τευτική ομάδα σε σημαντικό, δυνητικά κυβερνητικό κόμμα. Κάτι τέτοιο σήμαινε σαφώς τη συγκρότηση νέου πολιτικού συνασπι 121
σμού, που να υπερβαίνει κατά πολύ τη βάση του στην παραδοσια κή άκρα δεξιά του FPÖ. Αυτό το αυξανόμενο κύμα πολιτικής και οικονομικής δυσφορίας πρόσφερε στο Haider την ιδανική ευκαι ρία. Η υιοθέτηση εκ μέρους του Haider λαϊκισιικών συνθημάτων κατά του κατεστημένου προσέλκυσε την προσοχή ευρέως ακροα τηρίου. Χρησιμοποιώντας τη θέση του ως «απ’ έξω» από τις πα λιές κυβερνώσες ελίτ, παρουσιαζόταν ως αδιάφθορος σταυροφό ρος που λέγει αλήθειες για τη διεφθαρμένη εξουσία, καθώς οι ευ καιρίες για παρόμοιες σαφώς αντιπολιτευτικές πολιτικές στην Αυστρία πολλαπλασιάζονταν. Η εξαιρετικά συνειδητή παρουσία ση της εικόνας τσυ προσέλκυε μια γενιά καταναλωτική, η οποία είχε μεγαλώσει με νεωτερισμούς και ένταση. Μονοπωλώντας την αντιπολίτευση, κατηύθυνε την επίθεσή του σε πολλούς στόχους, μεταξύ των οποίων στην κορπορατιστική διαφθορά, στο νεποτι σμό και τη γραφειοκρατία των «κομμάτων του συστήματος», σιο υπερφορτωμένο κράτος πρόνοιας και την καταδυνάστευση της οι κονομίας από όσους υπερασπίζονταν τα κεκτημένα. Το πρόβλημα για το SPÖ και το ÖVP, κόμματα κυβερνητικά επί σαράντα χρό νια, ήταν το εύρος της αντιπολίτευσης που διαμόρφωναν τα προ βλήματα της δεκαετίας του 1980, πολλαπλασιασμένο με τη δική τους εμφανή ανικανότητα να τα αντιμετωπίσουν. Το κρίσιμο σημείο άρνησης απέναντι στον Haider και η δίκαι ολογητική βάση του αποκλεισμού του από την εξουσία ήταν η συνάφειά του με την αντιδημοκρατική γερμανική δεξιά πτέρυγα του τρίτου Lager. Όπως ήδη λέχθηκε, ο Jörg Haider ήταν και είναι παιδί αυτού του Lager. Ηγετική φυσιογνωμία του γερμανοεθνικού κινήματος της νεολαίας και κάποτε πρόεδρος του RFS, είχε παρα γκωνιστεί κατά ταπεινωτικό τρόπο από τον Steger από την κατα νομή των πολιτικών αξιωμάτων το 1983.0 Haider επέστρεψε στην Carinthia για να γίνει ηγέτης της ιστορικής δεξιάς του τοπικού FPÖ, όπου ενίσχυσε την παραδοσιακή και αντισλοβενική εικόνα του κόμματος και ενδύθηκε το ρόλο του κύριου εσωτερικού αντι πάλου της κομματικής ηγεσίας της Βιέννης. Το υψηλό προφίλ του Haider στην υπόθεση Reder διασφάλισε την υποστήριξή του ανά 122
μεσα στους γερμανοεθνικούς συνοδοιπόρους του στο FPÖ και πέ ρα από αυτό, αλλά, επίσης, παγίωσε τη θέση του ως αυταρχικού και αντιδημοκρατικσύ μεταξύ των πολλών επικριτών του. Πρόσε χε πάντα να υποδηλώνει τη θεμελιώδη πίστη του στις ρίζες αυτές. Τακτικός συμμέτοχος των συναθροίσεων των βετεράνων, ο Haider είπε σε μια συνάντηση βετεράνων των Waffen SS το 1985: «θεωρώ υποχρέωσή μου να σας ευχαριστήσω για την ενεργή υπη ρεσία σας. Δεν είμαι μόνος, πολλοί νέοι άνθρωποι σκέφτονται, πράγματι, όπως εγώ όταν λέγω ότι οι θυσίες σας δεν πήγαν και δεν θα έπρεπε να πάνε χαμένες» (Galanda, 1987:41). Για πολλούς δημοκράτες, η στήριξη του Haider στο δεξιό πυ ρήνα του κινήματός του ακυρώνει την έκφραση των παραπόνων που υποστηρίζονταν ευρέως σχετικά με το κοροπορατιστικό σύ στημα. Η στάση του κατά της διαφθοράς και της «κομματικής» κη δεμονίας ασφαλώς έβρισκε απήχηση στα πλατιά στρώματα του ε κλογικού σώματος. Οικοδομώντας από τον πυρήνα του FPÖ, ε ντούτοις, ο Haider στηριζόταν σε μια πολύ ειδική δεξιά υποδομή πολιτικής, ακαδημαϊκής, οικονομικής και πολιτιστικής υποστήρι ξης. Συνδυάζοντας τον παλιό αυτόν πυρήνα με τα νέα ζητήματα, η υπόσχεση του Haider για την αναγκαία αλλαγή, σε πολλούς έμοι αζε περισσότερο με απειλή παρά με υπόσχεση. Η συνακόλουθη δυσκολία για τους αντιπάλους του Haider, ωστόσο, ήταν η αξιολό γηση του βαθμού σοβαρότητας των αυταρχικών του πεποιθήσεων, ενώ συνέχιζε να δρέπει ψήφους από τη δεξαμενή της λαϊκής δια μαρτυρίας. Οι περισσότεροι πρώην φιλελεύθεροι ηγέτες δεν εγκατέλειψαν αμέσως το FPÖ. Οικονομικοί φιλελεύθεροι ταυτίζονταν σε σημαντικό βαθμό με το ουσιαστικό περιεχόμενο της αντικορπορατιστικής κριτικής του. Ταυτοχρόνως, η Φιλελεύθερη Διεθνής (LI), που ήδη ανησυχούσε, έστειλε το 1986 μια επιτροπή έρευνας στην Αυστρία προκειμένσυ να διερευνήσει τις εξελίξεις στο FPÖ, με αποτέλεσμα τη σύνταξη μιας έντονα επικριτικής αναφοράς. Σε συνεντεύξεις με φιλελεύθερους δημοσιογράφους, ο Haider πήρε προσεκτικά τις αποστάσεις του από κάθε χοντροκομμένο θαυμα 123
σμό για τον εθνικοσοσιαλισμό (Profil, 18 Φεβρουάριου 1985). Ω στόσο, ακόμη ο εσωτερικός κύκλος του Haider κυριαρχούνταν α πό εκείνους από τη γερμανοεθνική δεξιά που είχαν υποστηρίξει το κομματικό πραξικόπημά του. Η εκλογική του επιτυχία ήταν πα ράλληλη με την ανηλεή προσωπική του ηγεσία στο κόμμα. Η φύση του πραξικοπήματος του 1986 σήμαινε ότι ο Haider μπορούσε να προσδοκά σε ευρεία υποστήριξη από τη βάση του FPÖ. Η πρόο δος του κόμματος στηριζόταν όλο και περισσότερο στην πίστη στον ίδιο το Haider. Χωρίς αμφιβολία, η εκλογική επιτυχία ενίσχυσε τη διαδικασία αυτή. Όλο και περισσότερο οι αντιπρόσωποι του FPÖ εξαρτιόνταν από τον Haider παρά αντίστροφα. Η εσωτερική πειθαρχία ενισχύθηκε αυστηρά και, ένας ένας, όλοι οι αντίπαλοι οδηγήθηκαν στο περιθώριο. Η φιλελεύθερη παρουσίαση του κομματικού προγράμματος έ μοιαζε έτσι με επίφαση που συγκάλυπτε έναν αυταρχικό πυρήνα. Οι ενδείξεις ότι ο Haider φλέρταρε ανοιχτά με την αντιδημοκρατική δεξιά εντός του Lager ήταν επαναλαμβανόμενες. Το 1987, ο Haider πραγματοποίησε μυστική συνάντηση με τους ηγέτες του γερμανοεθνικού Lager, με τη συμμετοχή του Norbert Burger του NDP και του Otto Scrinzi, έναν ηγετικό ακροδεξιό διανοητή και δηλωμένο φασίστα. Δύο ακροδεξιά γερμανικά έντυπα ευρείας κυκλοφορίας που αντιπροσωπεύουν ένα καθημερινό πολιτικό βή μα αναθεωρητικής φιλοναζιστικής ιστορίας, αντισημιτισμού και ξενοφοβίας σε ολόκληρη τη Γερμανία και την Αυστρία, εγκωμία ζαν σταθερά την αντιφιλελεύθερη στάση του (Scharsach, 1992, 1995). Η επιθυμία πολλών στελεχών του FPÖ να γράψουν στα έ ντυπα αυτά και τα ασαφή όρια μεταξύ του Τύπου και των εκδοτι κών οίκων που ήταν φιλικά προσκείμενοι στο FPÖ (κυρίως ο Aula) και άλλες ακροδεξιές δημοσιεύσεις σε Γερμανία και Αυ στρία. εξασφάλιζαν σταθερή ροή πληροφοριών και συμβουλών σε ολόκληρο το φάσμα, δημοκρατικό και αντιδημοκρατικό, του γερμανοεθνικού Lager. Σε μια συνέντευξη στην αυστριακή τηλεό ραση το 1988, ο Haider περιέγραφε την ιδέα ενός αυστριακού έ θνους ως «ιδεολογική παραμόρφωση», συμμορφούμενος προφα 124
νώς με την παραδοσιακή άποψη της Αυστρίας ως αναπόσπαστου στοιχείου με το Μεγαλύτερο Γερμανικό Έθνος (Scharsach, 1992: 90-3). Είναι σημαντικό ότι ο Κύκλος Attersee, η φιλελεύθερη δε ξαμενή σκέψης που είχε επηρεάσει τον Steger, πήρε τις αποστά σεις του από το FPÖ, ενώ οι χαρακτηριστικά ρατσιστικές εκδηλώ σεις του Κύκλου Lorenzener κατέστησαν όλο και περισσότερο ση μαντικές (Fischer και Gstettner, 1990:16-33). Ο Haider επιβίωσε, παρά την αποσκίρτηση των φιλελευθέρων από το FPÖ, εξαιτίας της ικανότητάς του να προσελκύει νέους υποστηρικτές στο κόμμα, ενισχυμένος από τις θεαματικές τσυ ε κλογικές επιτυχίες. Οι αντιπολιτευτικές σταυροφορίες του Haider οδηγούσαν σε κατάκτηση νέων ψήφων ανάμεσα στους γιάπηδες νεόπλουτους και τους απογοητευμένους. Η εφημερίδα με τη μεγα λύτερη μαζική κυκλοφορία στην Αυστρία, η Neue Kronen Zeitung, υιοθέτησε τον Haider σαν τη φωνή του «απλού ανθρώπου» κατά των κομματικών μηχανισμών. Ο Haider διοχέτευσε τη δυσαρέ σκεια πολυάριθμων ομάδων σε «συνασπισμό των εκτός των τει χών», με τον εαυτό του να έχει το ρόλο τσυ λαϊκού υπερασπιστή ή «ανανεωτή» (Mozler, 1990). Ταγμένος στην αντιπολίτευση, ο Haider εκμεταλλεύθηκε έντονα και επιδέξια την ικανότητά του να στρέφει σχεδόν κάθε λαϊκή δυσφορία εναντίον των αποφάσεων ή των ευθυνών του κατεστημένου. Αυτό που αιφνιδίασε τους περισσότερους παρατηρητές και το αυστριακό πολιτικό κατεστημένο ήταν το βάθος και το εύρος της δυσφορίας που ήταν στη διάθεση του Haider για εκμετάλλευση. Αρχικές εκτιμήσεις ότι η επίδοση του Haider αντιπροσώπευε το 10% τσυ εκλογικού σώματος που είχε υποστηρίξει το VdU ή τους προπολεμικούς αστούς γερμανοεθνικιστές (Pelinka, 1988) γρήγο ρα ανατράπηκαν, καθώς ο Haider πήγαινε από εκλογική νίκη σε εκλογική νίκη. Οι επιδόσεις του FPÖ στις επαρχιακές εκλογές σε ολόκληρη την Αυστρία το 1988 και 1989 ήταν θεαματικές. Τα πε ρισσότερα από τα αρχικά κέρδη είχαν γίνει σε βάρος του ÖVP, τάση που επιβεβαιώθηκε στις ομοσπονδιακές εκλογές του 1990, όταν το FPÖ ξεπέρασε το φράγμα του 15% για πρώτη φορά, ενώ 125
το ÖVP έχασε 8%. Ενώ το 1983 το FPÖ υπό τον Steger πήρε λιγότερες από το ένα όγδοο των ψήφων του ÖVP, μέχρι το 1994 το FPÖ, υπό τον Haider σχεδόν είχε ισοφαρίσει το σύνολο του ÖVP. Το 1989, το FPÖ ανέτρεψε τη μακρά σοσιαλιστική κυριαρχία της Carinthia και έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην επαρ χία. Το αποτέλεσμα οδήγησε στην πρώτη πραγματική κρίση για τον αποκλεισμό της πολιτικής του Vranitzky. Αντισοσιαλιστικά και δεξιά καθολικά στοιχεία στο ÖVP, που κατείχε την τρίτη θέ ση, ευνοούσαν έντονα έναν αντισοσιαλιστικό συνασπισμό. Αποδεκατισμένοι από την ικανότητα του Haider να διαχειρίζεται μο νοπωλιακά τη δυσαρέσκεια, υποστήριζαν ότι το να κρατούν τον Haider εκτός του πολιτικού συστήματος δημιουργούσε μόνο ευ καιρίες, προκειμένου αυτός να εκμεταλλεύεται τις κυβερνητικές αποτυχίες. Περαιτέρω, το ÖVP της Carinthia συμμεριζόταν την α πέχθεια του Haider για την κυριαρχία του SPÖ. Έπειτα από ένα ανοιχτό ρήγμα με την πολιτική του ÖVP σε ομοσπονδιακό επίπε δο, το ÖVP της Carinthia προχώρησε σε συμφωνία συνασπισμού με το FPÖ, καθιστώντας τον Haider Landeshauptmann (κυβερνή τη) της Carinthia. Από την αρχή, ο Haider προκαλούσε αμφισβητήσεις. Το 1990, αρνήθηκε δημόσια να απονείμει τιμητικά βραβεία σε πρώην παρ τιζάνους για τις υπηρεσίες τους κατά των Ναζί, επιλέγοντας αντί θετα να βραβεύσει τη γερμανική αντίσταση της Carinthia για την καταπάτηση της Σλοβενίας το 1920 (Haider, 1993:221). Κατά το ί διο έτος, παρακολούθησε πάλι τη συνάντηση των βετεράνων του γερμανικού πολέμου στο Ulrichsberg και τίμησε την πίστη και τις υπηρεσίες τους (Bailer και Neugebauer, 1994: 424, Scharsach, 1992: 160-9). Τέλος, η άρνηση του Haider να ενσωματώσει τις θε μελιώδεις αντιναζιστικές αρχές της Δεύτερης Δημοκρατίας οδή γησε το πείραμα ÖVP-FPÖ σε πρόωρο τέλος τον Ιούνιο του 1991. Στην κορύφωση μιας δημόσιας διαμάχης για την οικονομία, μια ι διαίτερη αναθεωρητική παρατήρηση -«στο Τρίτο Ράιχ είχαν κα τάλληλη πολιτική απασχόλησης, την οποία η κυβέρνησή σας στη Βιέννη ούτε που μπορεί να διαχειριστεί» (Protokoll der Kärntner 126
Landtag, 13 low ίου 1991)- αποδείχτηκε υπερβολική για την ÖVP της Carinthia. Τα γεγονότα της Carinthia φάνηκαν να επιβεβαιώνουν ότι τα δημοκρατικά κόμματα δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να μεταχειρι στούν τον Haider ως επικίνδυνο για το σύστημα και η ηγεσία του ÖVP, σε ομοσπονδιακό επίπεδο, υπογράμμισε την υποστήριξή της για τη στρατηγική της Ausgrenzung του Vranitzky. Με τον τρό πο αυτό, εντούτοις, το πεδίο για οικοδόμηση εναλλακτικού συνα σπισμού στην πολιτική σκηνή της Αυστρίας εξαφανίστηκε ολο σχερούς. Παραδίδοντας την αυξανόμενη ομάδα των ψηφοφόρων του Haider στην πολιτική απομόνωση, τα κύρια κόμματα επέτρε ψαν σ’ αυτόν να μονοπωλεί κάθε αντιπολιτευτική υπόθεση, με προφανή τον κίνδυνο ότι τώρα μπορούσε να εμφανιστεί μια μεγά λη και θυμωμένη αντιδημοκρατική αντιπολίτευση, την οποία τόσο φοβόταν ο συνασπισμός του 1948. Με αμφότερα τα κόμματα σε ε κλογική υποχώρηση, ο συνασπισμός SPÖ-ÖVP φαινόταν να ασφυκτιά στην εξουσία χωρίς κάποιο σημαντικό κοινό δεσμό. Εν όψει των συνεχών εκλογικών προόδων του FPÖ, τα «παλιά κόμμα τα» έμοιαζαν συχνά κουρασμένα και χωρίς ιδέες, με αποκλειστι κό στόχο την παραμονή τους στην εξουσία. Οι πετυχημένοι πολιτικοί έχουν ικανότητες και τύχη. Καθώς έ σβηνε η ώθηση μετά τις πρώτες καμπάνιες του Haider εναντίον της διαφθοράς και το νεωτερικό πνεύμα άρχισε να άτονεί, παγκό σμια πολιτικά γεγονότα μετασχημάτιζαν την εσωτερική πολιτική ατζέντα. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και η κατάρ ρευση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 αύξησαν σημαντικά τη ροή με ταναστών στην Αυστρία, ιδιαίτερα στη Βιέννη. Επιπλέον, η κα τάρρευση του Σιδηρού Παραπετάσματος έδειξε την τεράστια α ντίθεση των οικονομικών προσδοκιών μεταξύ Ανατολικής και Δυ τικής Ευρώπης και η Αυστρία βρέθηκε να είναι ένα από τα πρώτα λιμάνια ανεφοδιασμού για πιθανούς οικονομικούς πρόσφυγες. Η προοπτική τεράστιων μεταναστευτικών κυμάτων Σλάβων ή Ρου μάνων ανησυχούσε σοβαρά μερίδα της εργατικής τάξης της Αυ στρίας, που ήδη αντιμετώπιζε αυξανόμενη εργασιακή ανασφά127
λεια ως αποτέλεσμα άλλων μεταβολών στην παγκόσμια οικονο μία. Ο ΗαΐάεΓ, εκμεταλλευόμενος τους φόβους αυτούς, ξεκίνησε διαδοχικές καμπάνιες εναντίον των μεταναστών. Ενώ οι εκστρα τείες του κατά της διαφθοράς στη δεκαετία του 1980 απέφεραν στον Ηβίάετ νέα υποστήριξη μεταξύ των ανερχόμενων ευέλικτων νέων μεσαίων τάξεων και μεταξύ των ψηφοφόρων διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης (ΡΙβχδβΓ, κ.ά., 1992:40-1), οι καμπάνιες κατά των μεταναστών και κατά των ξένων στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαν ιδιαίτερη απήχηση στον εκλογικό πυρήνα της εργατι κής τάξης του 5ΡΟ. Με το σύνθημα «η Βιέννη για τους Βιεννέζους», το ΡΡΟ διπλασίασε τους ψηφοφόρους του στις εκλογές της πόλης της Βιέννης σε 22,5% το Νοέμβριο του 1991, απειλώντας σοβαρά τη συνολική πλειοψηφία του 5ΡΟ στην πόλη, για πρώτη φορά από το 1918. Παράλληλα με την ένταση των αντιμεταναστευτικών συναι σθημάτων, υπήρχαν επίσης ενοχλητικά σημάδια ότι μια βίαιη α κροδεξιά έκανε πάλι την εμφάνισή της. Τον Οκτώβριο του 1991 στη Βιέννη βεβηλώθηκαν εβραϊκοί τάφοι. Η αστυνομία σε επι δρομή σε παραστρατιωτικά εκπαιδευτικά κέντρα των νεοναζί α νακάλυψε βόμβες και εκρηκτικά ερασιτεχνικά κατασκευασμένα (ΚηίβΗΐ, 1992: 285). Η ξενοφοβία προκαλούσε ενεργή τρομοκρα τική δραστηριότητα μεταξύ μικρών ομάδων στους περιθωριακούς κύκλους των νεοναζί. Παραδείγματος χάριν, η σαφώς νεοναζιστική ομάδα νΑΡΟ, που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, θεωρούσε τον εαυτό της σύγχρονη εκδοχή της παλιάς ναζιστικής οργάνωσης δΐιιπη-Α&ΙεϊΙυηβ (τάγματα εφόδου, 5Α). Το 1993, ο Βιεννέζος Ναζί ΟοΐΙίπεά Κϋ88ε1 καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη για εκ νέου ενεργοποίηση δραστηριοτήτων νεοναζιστικού τύπου, γεγονός που από το δεξιό τύπο μετατράπηκε σε εαιιχε εέΐέύκ. Το Δεκέμβριο του 1993, στάλθηκαν δέκα γράμματα-βόμβες σε διάφορα άτομα με δημόσια αντινεοναζιστική στάση, συ μπεριλαμβανομένου του δημάρχου της Βιέννης και ηγετικών με λών του κόμματος των Πρασίνων, που είχαν αντιταχθεί έντονα 128
στην καμπάνια του ΗαΐάεΓ εναντίον των ξένων (ΡυΠχοΙιεΙΙεΓ, 1994:495-514). Στη διάρκεια του 1994, μια νέα σκοτεινή ομάδα, η Β3]ΐιν3Π3η υβεΓ3ΐίοη Ατπιγ, έκανε την εμφάνισή της ως αυτουρ γός των περαιτέρω κυμάτων μικρών βομβιστικών επιθέσεων. Στις αρχές του 1995, σκοτώθηκαν τέσσερις Τσιγγάνοι στο χωριό ΒυΓ£εηΐ3Π(1 της ΟβεηνβΠ. Αργότερα στο ίδιο έτος, στη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας του 1995, υπήρξε και άλλη σειρά περι στατικών με επιστολές-βόμβες. Μολονότι δεν υπήρχε ένδειξη ευρείας λαϊκής υποστήριξης της βίας, η ανανέωση της ακροδεξιάς τρομοκρατίας ήταν δίχως προηγούμενο σιη Δεύτερη Δημοκρατία. Ενώ δεν υπήρχε άμεση σύνδεση με το ΡΡΟ, οι κοινωνικοί κίνδυ νοι που είναι εγγενείς στη φυλετική πολιτική ήταν δυσοίωνα σαφείς. Η προσωπική δέσμευση του ΗβϊάεΓ στην καμπάνια κατά των μεταναστών πίεζε περαιτέρω τους φιλελεύθερους που είχαν απομείνει στο ΡΡΟ. Στη διάρκεια του 1992, αυτός πρόβαλε αγωνιστι κά και αποφασιστικά τη λαϊκή συνταγματική πρωτοβουλία του (νοϋαΙχτξεΗκη), με στόχο να υποχρεώσει την κυβέρνηση να υιο θετήσει δρακόντειους νόμους κατά της μετανάστευσης. Με το σύνθημα «Πρώτα η Αυστρία» (όχίεττεΐεΗ Ζαβηΐ), ο ΗαϊάεΓ απαι τούσε ένα εκατομμύριο υπογραφές για να υποβάλει επίσημο αίτη μα. Το γεγονός ότι υπέγραψαν «μόνο» 416.000 θεωρήθηκε ευρέ ως ως αποτυχία, μολονότι το σύνολο αντιπροσώπευε ένα ποσοστό άνω του 7% του εκλογικού σώματος της Αυστρίας (Μϋ11ει\ 1994: 243). Επιπλέον, στο εσωτερικό του κόμματος ο ΗαΐάεΓ συντάχθη κε με τη δεξιά του πτέρυγα διαφωνώντας για τη νεοναζιστική ρα τσιστική γλώσσα του δημοσιολόγσυ ΑηάΓεβΒ ΜόΙζεΓ. Ενώ οι καμπάνιες κατά των αλλοδαπών στηρίζονταν σε ισχυρά παραδοσιακά θέματα στο πλαίσιο της παγγερμανικής σκέψης, το μαζικό κίνημα που σήμερα συγκροτούσε ο ΗβϊάεΓ ήταν ένα νέο φαινόμενο στη μεταπολεμική Αυστρία. Ακόμη, η απήχηση του ΗαϊάεΓ ξεπερνούσε πολύ το παραδοσιακό Ιχ»§εΓ. Ο ΗαΐάεΓ, απευ θυνόμενος άμεσα στους ψηφοφόρους και χρησιμοποιιόντας την ε πιλογή της λαϊκής πρωτοβουλίας, κινητοποιούσε μια νέα, πολύ πιο 129
ευκίνητη πολιτική δύναμη, χρησιμοποιώντας έντονα συγκινησια κά ζητήματα, προκειμένου να υπονομεύσει τις παραδοσιακά παγιωμένες γραμμές της αυστριακής πολιτικής υποστήριξης. Με την υποστήριξη της Νβιιε Κτοηβη Ζεϊίιιηξ, ο ΗαΐάεΓ απευθυνόταν σε ό λους εκείνους που φοβούνταν το νέο κόσμο της παγκοσμιοποίη σης και της ελεύθερης αγοράς, αρθρώνοντας την αυταρχική και α ντιδραστική τους απάντηση. Μια δημοσκόπηση του 1992 βρήκε ό τι το 70% των αναγνωστών της Νεαε Κτοηβη Ζεΐίιιηξ είχαν αυταρ χικό προσανατολισμό (ΡγοΠΙ, 14 Δεκεμβρίου 1992). Παραδόξως, ο ΗαΐάεΓ ήταν ο πρώτος πολιτικός που εκμεταλλεύτηκε πλήρως την πολιτική αποευθυγράμμιση, που αυτή καθαυτή ήταν το αποτέ λεσμα της σύγχρονης αγοράς, σε ένα κίνημα διαμαρτυρίας κατά των αποτελεσμάτων της. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωοης, που απάλλαξε την Αυ στρία από τα τελευταία εμπόδια που παρεμβάλλονταν για να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), αποτέλεσε μια πε ραιτέρω ευκαιρία για πολιτική αναδιοργάνωση. Αισθανόμενος τις αυξανόμενες ανησυχίες του αυστριακού πληθυσμού σχετικά με τις συνέπειες της ένταξης της Αυστρίας στην Ε.Ε., ο ΗαϊάβΓ άρ χισε να μονοπωλεί την αντιευρωπαϊκή αντιπολίτευση και να μάχε ται επιθετικά κατά της αποδυνάμωσης της εξουσίας των επί μέ ρους κρατών. Τελικά, από μόνος του αντέστρεψε, ουσιαστικά ξαφνικά, τη θέση του ΡΡΟ σχετικά με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (σήμερα Ένωση). Το ΡΡΟ παραδοσιακά είχε υποστηρίξει την έ νταξη στην Ε.Ε. ως ενός δρόμου που οδηγούσε σε στενότερη συ νάφεια με τη Γερμανία, που φαινόταν να προσφέρει η προοπτική της «στενότερης από ποτέ ένωσης». Η μεταστροφή του ΗαϊάεΓ α πέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και η ξενοφοβία που εκδηλω νόταν με το νοΙΙαΙχξεΗκη ήταν η τελευταία σταγόνα για τους εναπομείναντες φιλελεύθερους στο ΡΡΟ. Τον Φεβρουάριο του 1993, υπό την καθοδήγηση της πρώην γενι κής γραμματέα του κόμματος Ηεΐάε δοΗιτιίάΙ και άλλων φιλελεύ θερων κοινοβουλευτικών, όλοι οι ηγέτες από την περίοδο 5(ε£€Γ και άλλοι φιλελεύθεροι που είχαν ενταχθεί στο κόμμα από το 130
1986, έφυγαν από το ΡΡΟ και ίδρυσαν το Φιλελεύθερο Φόρουμ (ίΡ), το πρώτο νέο κόμμα στην Αυστρία που ιδρύθηκε από το ε σωτερικό των ήδη υπαρχόντων κομμάτων από την εποχή του πολέ μου. Στην τηλεόραση, το βράδυ της αποχώρησής της, η δείιιτπίΐΐ ε πιτέθηκε στον ΗαίάεΓ γιατί «περιφρονεί τον άνθρωπο» (ΜβηκΗβηνεταεΗίετ) και επισήμανε την ετοιμότητά του να ανεχθεί την ανοικτή χρήση βίας στην επιδίωξή του για νοΟίχ^βΗκεπ (Βαίΐετ και Νειΐβε63ΐιεΓ, 1994: 391-5). Τον Ιούλιο, ο ΗαίάεΓ υπέκυψε στο αναπόφευκτο και απέσυρε το ΡΡΟ από τη Φιλελεύθερη Διεθνή, προτού εκδιωχθεί. Λίγοι στο φιλελεύθερο Τύπο ή στο 5ΡΟ αμφι σβήτησαν την πεποίθηση του νΓ3ηϊΙζΚγ ότι δεν υπήρχε σοβαρή ε ναλλακτική δυνατότητα στη συνέχιση μιας πολιτικής αποκλεισμού κατά του ΡΡΟ. Το προ του 1986 ΡΡΟ είχε διασπαστεί σε δύο διακριτές διαφο ρετικές ομάδες με το γερμανοεθνικιστικό πυρήνα να είναι σαφώς πιστός στον Η»κ1εΓ. Η δύναμη των θεμελιωδών διαφορών στο ΡΡΟ είχε εμποδίσει ένα συνεκτικό ενιαίρ κομματικό προφίλ. Πριν από το 1994 όλα αυτά είχαν αλλάξει. Τα εναπομείναντα και τα νέα μέλη του ΡΡΟ είχαν ως συνδετικό ιστό την προσωπικότητα και την πολιτική επιτυχία του ΗαϊάβΓ. Η ικανότητα του Ηαίάετ να αλλάξει την πολιτική τακτική απέναντι στην Ευρώπη κατέδειξε την εμβέλεια της εσωτερικής του εξουσίας. Είναι κρίσιμο ότι αν και οι φιλελεύθεροι ήταν εκείνοι που τώρα αισθάνονταν υποχρε ωμένοι να αποχωρήσουν, η 180 μοιρών στροφή συνιστούσε, επί σης, σκληρή αναγνώριση ότι οι παλιές φόρμουλες της παγγερμα νικής σκέψης ήταν ακατάλληλες για ένα λαϊκιστικό κόμμα στην Αυστρία στη δεκαετία του 1990. Παραδόξως, ο ΗαϊάεΓ αύξησε τον προσωπικό του έλεγχο στο κόμμα, εγκαταλείποντας τον πιο φανε ρό δρόμο για την ενοποίηση με τους άλλους Γερμανούς. Εντού τοις, η Ευρώπη του Γερμανού καγκελάριου Χέλμουτ Κολ ελάχι στα κοινά είχε με τα πιο μεγάλα οράματα της γερμανικής εξου σίας. Αναγνωρίζοντας ότι η διατήρηση της λαϊκιστικής αντιπολί τευσης ήταν πιο σημαντική από τους άπιαστους στόχους της παγ γερμανικής ενοποίησης, το ΡΡΟ έθεσε την Αυστρία του ΗαΐάεΓ 131
πάνα) από την Ευρώπη του Χέλμουτ Κολ. Το γεγονός αυτό δεν α ντιπροσωπεύει απαραίτητα μια θεμελιώδη φιλοσοφική μεταβολή -και πράγματι, οι γερμανοεθνικε'ς ομάδες καθησυχάζονταν στα θερά ότι δεν συνε'βαινε κάτι τέτοιο- αλλά υπήρχε μια πραγματική αναγνώριση ότι το ΑηχεΜυχί δεν συσπείρωνε ένα αυστριακό ε κλογικό σώμα πίσω από την αυταρχική δεξιά πολιτική στη δεκαε τία του 1990. Τώρα, ο Ηαίάετ μετασχηματιζόταν σε αυστριακό υπερπατριώτη. Αν και η καμπάνια κατά των ξένων εξέφραζε ταύτιση με την παραδοσιακή γερμανική ξενοφοβία, τα ΡκίΗεΐιΙίεΗβη ΤΤιβίβη, μια σειρά κειμένων γνώμης που δημοσιεύθηκαν το 1993, δεν έκαναν ρητή αναφορά σε παραδοσιακές φράσεις όπως νοϋαξβηιβΐηίοΗαβ («η κοινότητα του νοΙΚ», πυρηνικό στοιχείο της ρατσιστικής ιδεο λογίας των Ναζί). Αντίθετα, αυτά υποκατέστησαν την απόφαση να προστατευθούν πιο ιερατικές ή εγχώριες ιδέες όπως Ηβίτηαί (ε στία και σπίτι), λέξη με τεράστια ρομαντική αντήχηση στα γερμα νικά (Βαίΐετ και Νευβεβ3υει\ 1994: 419). Το μαζικό κίνημα του Ηβΐάετ, μολονότι θεμελιωμένο στον αυταρχισμό και στο σεβασμό για τις γερμανικές παραδόσεις και τις στρατιωτικές αρετές, αντι προσώπευε επίσης μια ριζοσπαστική και μια νέα συμφιλίωση με τη μεταπολεμική πραγματικότητα. Αυτή η σύνθεση του παραδοσιακού με το καινούργιο, σε αναζή τηση μιας λαϊκής πλειοψηφίας, εκφράστηκε στο παράδειγμα των συνεχών επιθέσεων του ΗαϊάεΓ κατά της ίδιας της Δεύτερης Δη μοκρατίας. Πράγματι, το ΡΡΟ διεξήγαγε καμπάνια για το μετα σχηματισμό της σε μια νέα, μάλλον δυσοίωνα (αν και αριθμητικά σωστά) αποκαλσύμενη «Τρίτη Δημοκρατία». Ο ΗβΐόεΓ ισχυριζό ταν ότι «στην πραγματικότητα, η Αυστρία δεν είναι μια λειτουργι κή δημοκρατία, αλλά μια αυταρχική δημοκρατία, όπως συμβαίνει σε μια αναπτυσσόμενη χώρα, υπό τη διακυβέρνηση κομμάτων υπό επιτροπεία που ουδέποτε ιδρύθηκαν από το λαό αλλά λειτουρ γούν με την άδεια των Συμμάχων» (Βαχία, Μάρτιος 1993). Αυτό περίπου ήταν σαν να ισχυριζόταν ότι η Δεύτερη Δημοκρατία και ί σως η φιλελεύθερη δημοκρατία ρβΓ χα, είχε επιβληθεί εξωτερικά. 132
Το 1993, ορισμένοι διανοούμενοι του ΡΡΟ, με την υποστήριξη του ΗαίάεΓ, πρότειναν την αντικατάσταση του υπάρχοντος Συντάγμα τος, την κατάργηση του ρόλου του καγκελάριου, τη μείωση του υ πουργικού συμβουλίου σε επτά θέσεις και τη δημιουργία μιας ι σχυρής προεδρίας (ΡΡΟ, 1994). Επίσης, ζητούσαν την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ένα αναβαθμισμένο ρόλ^ για τα ΐΑηάετ και αυξημένο αριθμό δημοψηφισμάτων. Η προτί μηση αυτή για ισχυρή προσωπική ηγεσία και προσφυγή στο λαό κοιτά των διαιρετικών, υποτίθεται, κομμάτων αντιστοιχούσε σε παραδοσιακές δεξιές απαιτήσεις, καθώς επίσης στην ενίσχυση της πολιτικής θέσης τσυ ΗαίάεΓ ωσάν ενός ριζοσπάστη ανανεωτή και ισχυρού, «με θέληση» άνδρα. Είναι σημαντικό ότι τα σχέδια για μια Τρίτη Δημοκρατία αποσαφήνιζαν το πεδίο των ιδεών που φαινόταν λαϊκιστικό και αυταρχικό. Η αντιπαράθεση με τον ΗβϊάεΓ παρέμενε υπόθεση δύσκολη. Η συνεχιζόμενη επιτυχία του στις δημοσκοπήσεις φαινόταν να θέτει σοβαρά ερωτηματικά για την απστελεσματικότητα της στρατηγι κής τηςΑαίρνπζαηξ. Εντός του 0 ν Ρ υπήρχαν πολλές φωνές που υ ποστήριζαν ότι το ΡΡΟ θα έπρεπε να εισέλθει στην κυβέρνηση και να βρεθεί αντιμέτωπο με ευθύνες, παρά να μένει ελεύθερο να μο νοπωλεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ωστόσο, οι ανανεωμένοι, αλλόκο τοι άνθρωποι του ΡΡΟ της (ΓαπηίΗία, έπειτα και από άλλες τοπικές εκλογικές επιτυχίες του το 1994, χρησίμευαν μόνο για να υπογραμ μίζουν την ανησυχία σχετικά με το τι μπορούσε να σημαίνει ένα ι σχυρό ΡΡΟ. Έχοντας διαπραγματευθεί μια νέα συμφωνία με το τοπικό 0 ν Ρ και διασφαλίσει σχεδόν όλες τις κυβερνητικές θέσεις κλειδιά για τον εαυτό του, το ΡΡΟ γιόρτασε με ένα σόσυ ακραίου δημόσιου θριάμβου. Ο τρόπος με τον οποίο το ΡΡΟ διακήρυξε την κατανίκηση των άλλων κομμάτων μέσω χειρισμών τακτικής οδήγη σε σε τέτοιο σάλο, ώστε το αμήχανο 0 ν Ρ έπρεπε να αποσυρθεί α πό το συνασπισμό, όπως το 1991. Ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός ήταν ανίκανος να επινοήσει ένα λειτουργικό μηχανισμό για ενσωμάτωση του ΗαϊάεΓ στο κύριο πολιτικό ρεύμα, η προσωπική του κυ ριαρχία στην αντιπολίτευση δυνάμωνε ταχέως, γεγονός που απο 133
δείχθηκε πλήρως από την απόφασή του να αναταχθεί στην ένταξη της Αυστρίας στην Ε.Ε. Οι κίνδυνοι της στρατηγικής αυτής φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν, παρά τις δημοσκοπήσεις που υποδήλω ναν το αντίθετο, η ένταξη της Αυστρίας στην Ε.Ε. επικυρώθηκε με μεγάλη διαφορά στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 1994. Πάντως, δεδομένου του πιθανού μεσοπρόθεσμου κόστους προσαρμογής λόγω της ένταξης, υπήρχε μια σαφής στρατηγική λογική στη θέση του ΗαΐάεΓ και τώρα το ΡΡΟ ήταν ο προφανής αποδέκτης των ψή φων διαμαρτυρίας (5ιι11γ, 1995α: 67-9). Από τον Οκτώβριο το εκλογικό όφελος ήταν ορατό. Ο Η&ϊάεΓ κυριαρχούσε στην τηλεοπτική καμπάνια για τις κοινοβουλευτικές εκλογές εναντίον των κουρασμένων ηγετών των κομμάτων συνα σπισμού. Ο δεξιοτέχνης των ραδιοφωνικών διαφημιστικών μηνυ μάτων, Η3ΪάεΓ, επικρατούσε συστηματικά των αντιπάλων του με κινήσεις τακτικής. Παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν τον «προ στάτη άγιο των σκληρά εργαζομένων» κατά της διαφθοράς του συντεχνιακού κράτους και των κομμάτων του, κοιτά των «σελέμηδων» του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και των ξένων που διέπρατταν εγκλήματα και απειλούσαν την κοινωνική σταθερότη τα, ο ΗαϊάεΓ έκανε αυτήν τη λαϊκιστική διαφημιστική καμπάνια με το σύνθημα «απλώς τίμιοι, απλώς ΙόΓβ», ποζάροντας σαν σύγχρο νος Ρομπέντων Δασών (5ιι11γ, 19956:221). Για να συμπληρώσει τις προτάσεις του για μια Τρίτη Δημοκρατία, το ΡΡΟ απαιτούσε την κατάργηση της υποχρεωτικής συμμετοχής στους θεσμούς συνερ γασίας των κοινωνικών εταίρων και τη λήξη της διαρκούς ουδετε ρότητας. Ο ΗαϊάεΓ, κερδίζοντας άνω του 22% των ψήφων, είχε μεγάλη επιρροή στον πυρήνα του εκλογικού σώματος του 5ΡΟ. Μέχρι το 1994, η μεσαία τάξη με πανεπιστημιακή μόρφωση απέφευγε το ΡΡΟ, αλλά αυτό έγινε κόμμα της εργατικής τάξης τόσο όσο και το δΡΟ, με σημαντική υποστήριξη στις κατώτερες μεσαίες τάξεις και ανάμεσα στην ανερχόμενη επιχειρηματική τάξη (ΜυΙΙεΓ και υΐΓ3ΐτι, 1995:151). Επιπλέον, η πολιτική συγκυρία (ραινόταν να ευ νοεί συντριπτικά τον ΗβίάεΓ. Για πρώτη φορά από το 1945 η κοι134
νοβουλεντική δύναμη του 0 ν Ρ και του 5ΡΟ, αθροιστικά, δεν μπο ρούσε να εξασφαλίσει το πέρασμα των συνταγματικών αλλαγών. Αποκαλώντας την κυβερνώσα συμμαχία «συνασπισμό των χαμέ νων», ο ΗαίόεΓ εκδήλωσε την πρόθεσή του να γίνει «καγκελάριος μέχρι το 1998», ως ηγέτης ενός κινήματος των ΡκϊΗβϊίΙκΗβη με πυ ρήνα το ΡΡΟ, αλλά το οποίο θα περιλάμβανε και άλλους προετοι μασμένους να ταυτιστούν με το κίνημά του για εθνική ανανέωση (ΡταηΙφιηεΓ Ηφβ, 1995:627-34). Η φανερή εγκατάλειψη του κόμ ματος υπέρ ενός ευρύτερου κινήματος ήταν μια περαιτέρω επίθε ση σε μια κορπορατιστική Αυστρία που είχε συγκροτηθεί στη βά ση μιας αυστηρά κομματικής ταυτότητας. Όμως, υπερτονίζοντας την απογοήτευση από την κομματική γραφειοκρατία, οι προτά σεις του Ηαϊ(ΐ6Γ ανταποκρίνονταν επίσης στην παραδοσιακή γερμανοεθνική υποψία περί «αγγλο-αμερικανικών» κομμάτων. Η α πουσία υπευθυνότητας που είναι στοιχείο εγγενές των «κινημά των», ειδικότερα το ευάλωτο της κηδεμονίας τους από τον ηγέτη, επιβεβαίωνε ταυτοχρόνως τις βαθιές υποψίες άλλων όσον αφορά τα κίνητρα του Η»ΐ«1βΓ. Μέχρι το 1994, ο Ηβίάετ είχε διαμορφώσει ένα νέο φαινόμενο στη δεξιά πολιτική της Αυστρίας. Μολονότι το εχθρικό συναίσθη μα απέναντι στους ξένους και το αυταρχικό κράτος αποτελούσαν ακόμη τη βάση της πολιτικής του ΡΡΟ, η συμβολή τσυ Ηαΐ&Γ ήταν να προσαρμόσει τις θεμελιώδεις αυτές επιλογές στις συνθήκες της δεκαετίας του 1990 παρά του 1930 και να τις συνδυάσει με μια ι σχυρή νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της οικονομίας, κατάλοιπο του «Συμβολαίου με την Αμερική» του ΝενΛ Οϊη^ποΗ. Το μεταπο λεμικό κράτος πρόνοιας θα περιοριζόταν, η ουδετερότητα θα α ναιρούνταν και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επολεμάτο. Σε μια πλήρη ρήξη με την αντικληρική παράδοση του ΡΡΟ, ο ΗαίάεΓ επιδίωξε ε πίσης να εκμεταλλευθεί τις αυξανόμενες θλιβερές διαιρέσεις στην αυστριακή Καθολική Εκκλησία. Συντηρητικοί επίσκοποι, ό πως ο αρχιεπίσκοπος της Βιέννης και ο επίσκοπος του 51. Ροΐΐεη, έδειχναν την αποδοκιμασία τους για τις φιλελεύθερες τάσεις του παραδοσιακά φιλοεκκλησιαστικού ΟΥΡ, υπονοώντας ανοίγματα 135
προς το ΡΡΟ. Το περίγραμμα του νέου, αυταρχικού, δεξιού συνα σπισμού του ΗαΐύεΓ ήταν ήδη ορατό. Η πρώτη ένδειξη ότι ο ΗίκΙεΓ, όπως και άλλοι πολιτικοί, θα μπορούσε να γνωρίσει αναποδιές, ήλθε απρόσμενα το 1995. Όταν η προβληματική συμμαχία 5ΡΟ-0νΡ έσπασε βίαια τον Οκτώβριο του 1995, υπήρχε ευρεία προσδοκία ότι το ΡΡΟ θα ήταν το μόνο ω φελούμενο. Για πρώτη φορά από το 1986, το Ον Ρ εκδήλωνε την ε πιθυμία του να τερματίσει την πολιτική ττ\ςΛιΐ5ξΓβηζιιη& κατεβαί νοντας στις εκλογές και αρνούμενο να ονοματίσει ένα συγκεκρι μένο συμμαχικό εταίρο. Όμως, παρά τον ανανεωμένο λαϊκισμό με τις εκστρατείες κατά των ξένων, κατά της διαφθοράς και κατά της εγκληματικότητας και τη δέσμευση να «ξεκοπρίσει» τη δημοκρα τία, ο ΗαΐάϋΓ απέτυχε να κυριαρχήσει στην τηλεοπτική καμπάνια, όπως το 1994. Αντίθετα, η πιθανότητα ότι μπορούσε να εισέλθει στην κυβέρνηση ο ΗαϊάεΓ μετατόπισε το κεντρικό σκηνικό, με α ποτέλεσμα αυτός να βρεθεί κάτω από διαρκή επίθεση από τον φι λελεύθερο Τύπο (Νεννχ, 9 Νοεμβρίου 1995). Μέχρι την ημέρα των εκλογών, οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν μετατρέψει τον άρρητο κίν δυνο για τη δημοκρατία από μια κυβέρνηση ΟνΡ-ΡΡΟ στον κύριο άξονα της καμπάνιας τους. Τώρα, ο φόβος απέναντι στον ΗβΐάβΓ φάνηκε να πολώνει το εκλογικό σώμα της Αυστρίας, σε μεγάλο βαθμό προς όφελος του 5ΡΟ. Ένας ανανεωμένος νΓ»ηϊΙζ1εγ μπο ρούσε να ισχυριστεί ότι δικαιωνόταν που επέλεξε τον αποκλεισμό του ΡΡΟ από την κυβέρνηση, μολονότι οι απώλειες του ΡΡΟ πε ριορίστηκαν σε λιγότερο του 1%. Κάθε πιθανότητα ότι το ό ν Ρ θα μπορούσε να αναστρέψει τη συναίνεση στο συνασπισμό για την Αΐϋξτβηζΐίηβ εξαλείφθηκαν, ό ταν η αυστριακή τηλεόραση αναμετέδωσε γερμανικό βίντεο της ο μιλίας του Η3Ϊά€Γ, τον Σεπτέμβριο, σε βετεράνους των ΝΥβίίβη 55 στο ΚηίΓηρεικΙοΓί της ΟβπηίΗία. Επιτιθέμενος εναντίον εκείνων που απέρριπταν την παρουσία του, ο ΗαίάεΓ τους κατηγορούσε που στρέφονταν εναντίον του «επειδή υπάρχουν, ακόμη, αξιοπρε πή άτομα στον κόσμο αυτόν, που έχουν υπερασπιστεί τις πεποιθή σεις τους σε περιβάλλον εχθρικό και έχουν μείνει πιστοί στις ιδέες 136
τους μέχρι σήμερα». Περαιτέρω, αποτιμούσε τα «επιτεύγματα» των Ανβίίοη 55 θεωρώντας τα απόλυτα έντιμα: Με τους φίλους μου πάντα θα εκφράζομαι ελεύθερα για να αποδίδω σεβασμό στην παλαιότερη αυτή γενιά: σεβασμό για τη διαδρομή τους στη ζωή, σεβασμό για όλα όσα έχουν υποφέρει και, πάνω απ’όλα, σεβασμό για τα πράγματα που προστάτευσαν για μας. Αυτά είναι ζητήματα κρίσιμης ση μασίας (ΡτοβΙ, 8 Ιανουαρίου 1996). Η απουσία ενός αδιαμφισβήτητα δημοκρατικού δεξιού εταίρου δημιούργησε έντονη απογοήτευση στο 0 \Φ , που ανυπομονούσε να ξεφύγει από τον αιώνιο υποδεέστερο ρόλο του στο συνασπι σμό με το 5ΡΟ. Εκτός από την ανησυχία σχετικά με το ότι ο Ηαΐάετ θα κόστιζε πιθανώς την εκλογή στο 0 νΡ , το βίντεο του ΚηιπιρεηάοΓί φάνηκε να τον διαγράφει από σοβαρό κυβερνητικό ε ταίρο. Δημοκράτες συντηρητικοί, όπως ο ανταποκριτής στη Βιέν νη της Ν α κ ΖϋκΗ& Ζβίΐυη&, θρηνολογούσε ότι, η εκτίμηση του .ΙόΓβ για τους παλιούς συντρόφους των \ν3ίΐεη 55 (...) δεν αντανακλά μόνο τη στρεβλή άποψή του για την Ιστορία, αλλά καθιστά ακατάλληλο το κίνημα των ΡκϊΗβίίΙκΗβη υπό την ηγεσία του ΗαϊάεΓ ως πολιτικό συμμαχικό εταίρο, αν και τα σκουπίδια των Ναζί κατά κα νένα τρόπο δεν ανήκουν στον πυρήνα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του ΡΡΟ ή στην κριτική του ΗαΐάεΓ για τη διαφθορά των κυβερνητικών κομμάτων, του κράτους και της εταιρικής οικονομίας (Νεαβ ΖακΗεΓ Ζβΐΐιιηξ, 30 Μαΐου 19%). Ενώ η παράδοση του 22% του εκλογικού σώματος σε μόνιμη αντι πολίτευση δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε όλες τις δημοκρα τίες, οι άμεσες επιλογές για το 0 ν Ρ ήταν ή να υποταχθεί στο 5ΡΟ ή να κατηγορηθεί για φλερτ με το φασισμό. Πάντως, ακολουθώ ντας αμέσως τη φρενίτιδα, το 0 ν Ρ και το ΡΡΟ έκλεισαν ανεπίση μη συμφωνία κατά την οποία το Ο ν Ρ θα κρατούσε τον ηγετικό ρό λο στην κυβέρνηση της επαρχίας της 5ΐγπΕ και το ΡΡΟ θα κρατού 137
σε μία από τις θέσεις του αντιπροέδρου της Βουλής στο ομοσπον διακό Κοινοβούλιο, παρά τη σοβαρή ανησυχία ότι ο υποψήφιος του ΡΡΟ, ο ΝνΠΗεΙπι ΒΓαυπεύετ, είχε ισχυρε'ς γερμανο-εθνικιστικές συμπάθειες και σαφώς αναθεωρητική προσέγγιση στην ιστο ρία των Ναζί ( Ρ γοΠΙ, 22 Ιανουαρίου 1996). Για όσο διάστημα οι φόβοι ότι ο ΗαΐίΙεΓ μπορούσε να καταλάβει την εξουσία ήταν με γάλοι, το 5ΡΟ κατακτούσε σημαντικούς πολιτικούς πόντους ανά μεσα στις μεσαίες τάξεις και τους έχοντες πανεπιστημιακή μόρ φωση, ως ο κύριος υπερασπιστής της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, η αναγωγή του 5ΡΟ σε ένα κόμμα αντί-ΗαΐίΙεΓ εί χε σοβαρές συνέπειες για τον πυρήνα των ψηφοφόρων του από την εργατική τάξη. Όταν, ως αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων για συμμαχία, το 5ΡΟ συμφώνησε να περικόψει δραστικά τον προϋ πολογισμό προκειμένου να ικανοποιήσει τα κριτήρια του Μάασϊριχτ, υπήρξε πλατιά δυσαρέσκεια στην κοινή γνώμη. Η έντονα αντιευρωπαϊκή στάση του ΗαΐάεΓ είχε ήδη κερδίσει νέους ψηφο φόρους του ΡΡΟ ανάμεσα στους αγρότες της δυτικής Αυστρίας (ΩεΓ 5ίαηάατά, 16 Δεκεμβρίου 1995). Στις εκλογές για το Ευρω παϊκό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 1996, δυσάρεστημένοι για τις περικοπές του προϋπολογισμού σε συνδυασμό και με τα αρνη τικά αισθήματα απέναντι στην Ε.Ε, οι πυρηνικοί ψηφοφόροι του δΡΟ με προέλευση από την εργατική τάξη εγκατέλειπαν το παρα δοσιακό κόμμα τους ομαδικά. Το ΡΡΟ πήρε 28% του συνόλου των ψήφων, λιγότερο από 2% κάτω από εκείνο που έλαβε κάθε ένα α πό τα άλλα δύο κόμματα. Επιπλέον, ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους ανέργους, το ΡΡΟ κυριολεκτικά υπερφαλάγγισε το δΡΟ, που έχασε την πλειοψηφία στη Βιέννη για πρώτη φορά από το 1918 {θ€Γ5ίαηάαΓά, 16 Οκτωβρίου 1996). Η παραίτηση του νΓβηϊΙζΙητ και η αντικατάστασή του από τον Κΐϊιπα, σε μεγάλο βαθμό ως συνέπεια των αποτελεσμάτων αυτών, δεν μπορεί επομένως να αποσυνδεθεί από την μεγάλη άνοδο του ΗαίύεΓ. Ενώ ο νΓΗπίΐζφ είχε κρατήσει το 5ΡΟ με επιτυχία στην ε ξουσία στις ταραχώδεις δεκαετίες του 1980 και του 1990, δεν κα τόρθωσε να περιθωριοποιήσει τον ΗαϊάεΓ. Ο διάδοχός του ΥϊοΙογ 138
Κΐΐιηα, αντιπροσώπευε την επιστροφή του δΡΟ στις ρίζες της ερ γατικής τάξης, καθώς και μια περισσότερο πραγματιστική προ σέγγιση του πολίτικου τοπίου. Οι εθνικές εκλογές του 1995 άφη σαν το 5ΡΟ ως τον καθαρό αντίπαλο του ΗαϊάΰΓ. Ο άμεσος κίνδυ νος ήταν για το Λαϊκό Κόμμα, η παραδοσιακή βάση του οποίου διαβρωνόταν με ακόμη θεαματικότερο ρυθμό από εκείνο των Σο σιαλδημοκρατών. Επιπλέον, έχοντας εκλεγεί στο ναδίρ της εξέλι ξης του 5ΡΟ και μετά μια σειρά εκλογών, ο Κ1ίιτΐ3 είχε ορισμένα πλεονεκτήματα που του έδιναν τη δυνατότητα να αποσπάσει την προσοχή από την εμμονή στον ΗαΐάϋΓ. Μια αξιοπρόσεκτη υποχώ ρηση του ρυθμού της αλλαγής από τα έξω στέρησε τον ΗαϊύβΓ από νέα μεγάλα θέματα, ενώ ο ίδιος ο Κΐΐιπα απολάμβανε τώρα το νε ωτερισμό που κάποτε ανήκε στον Ηβίάετ. Παρ’ όλα αυτά, οι περιφερειακές εκλογές του Μαρτίου του 1999 -η πρώτη σημαντική εκλογική δοκιμασία για το ΡΡΟ μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του 1996- απέδειξαν ότι το πολιτικό τοπίο της Αυστρίας έχει αναμορφωθεί ριζικά εξαιτίας του Ηαΐ&Γ. Ενώ το ΡΡΟ δεν προόδευσε στο Σάλσμπουργκ, όπου το 5ΡΟ είχε κα θιερώσει τη δική του σαφή ατζέντα, αναδύθηκε ως η μεγαλύτερη ενιαία ομάδα στην ΟαπηίΗϊα, συγκεντρώνοντας ένα μεταπολεμι κό ποσοστό ψήφων-ρεκόρ (43%). Ο Ιοη» Ηβίάετ επανήλθε θριαμ βευτικά για να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεσία της περιφέρειας την οποία είχε χάσει με τρόπο τόσο αμφιλεγόμενο οχτώ χρόνια νωρίτερα. Ακόμη σημαντικότερο, σε έτος ευρωπαϊκών και ομο σπονδιακών εκλογών, η απειλή για τη μεταπολεμική συναίνεση α πό την ακροδεξιά παρέμενε ισχυρή. Το γεγονός ότι το ποσοστό των ψήφων του ΡΡΟ μειώθηκε ελαφρά (στο 23,2%, 5 βουλευτικές έδρες) στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999, είναι απίθανο να βλάψει το κόμμα. Αυτό θα συνεχίσει την καμπάνια του σε εθνικό επίπεδο.
139
Σ υ μ π ερ ά σ μ α τ α
Στην αυστριακή δεξιά από το 1945 μεταβιβάστηκε ένα δηλητηριώ δες κληροδότημα, σημαδεμε'νο ανεξίτηλα από το ναζισμό. Εντού τοις, οι απαιτήσεις της συγκρότησης κράτους στην Αυστρία συνέ βαλαν ώστε ο ναζισμός να μη γίνει κατορθωτό να αντιμετωπιστεί άμεσα το 1945, ενώ αντιμετωπίστηκε μόνο έμμεσα μέχρι το 1986. Το κόστος της αναβολής αυτής ήταν η απουσία σαφούς ρήξης με την ανυπόληπτη πολιτική του παρελθόντος. Υιοθετώντας μια πο λιτική του τύπου «αφήστε τα σκυλιά που κοιμούνται να μείνουν ξαπλωμένα», η μεταπολεμική ηγεσία της Αυστρίας αφέθηκε σε μεγάλο βαθμό στο πέρασμα του χρόνου και την οικονομική επιτυ χία σε συνθήκες δημοκρατίας προκειμένου να διαβρώσει τις αντιδημοκρατικές παραδόσεις της Αυστρίας. Η σαφώς νεοναζιστική ακροδεξιά δεν είχε εκλογική επιτυχία μετά το 1945 και η φιλελεύθερη θέση του ΡΡΟ φαινόταν να δια σφαλίζει το αυστριακό πολιτικό σύστημα στα δεξιά του σύνορα. Μια αναπόδεικτη ή αναξιόπιστη δημοκρατική πολιτική κουλτού ρα το 1945 φάνηκε να έχει ανθήσει κατά τρόπο θαυμαστό σε ακμάζουσα σοσιαλδημοκρατία μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο, η πολιτική επιτυχία του ΡΡΟ υπό τον .ΙοΓβ Ηβΐάετ, βασισμένη σε μια πλατφόρμα λαϊκιστικού αυταρχισμού, ήγειρε ορισμένα σοβα ρά ερωτήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της με ταπολεμικής συναίνεσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι μεταπολεμικές διευθετήσεις παρείχαν αδιάκοπη κοινωνικο-οικονομική ασφάλεια. Οταν αυτή διαταρασσόταν, η δυσφορία για την κυριαρχία της ελίτ και τα προβλήματα προσαρμογής που ει σέρχονταν στο αυστριακό πολιτικό και οικονομικό σύστημα από παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, συνενώνονταν με προϋπάρχοντα σε αδρανή κατάσταση αισθήματα μνησικακίας (τεχεηίπιεηΐ) σχετικά με την κληρονομιά του πολέμου, η οποία εξακολουθούσε να δημιουργεί νέα πολιτική δυσαρέσκεια. Στη Δεύτερη Δημοκρατία, επί πενήντα έτη είχε εξασφαλιστεί πολιτική ειρήνη μέσω συμφωνιών μεταξύ των πολιτικών και των 140
οικονομικών ελίτ. Το εκλογικό σύστημα και η παράδοση πολιτι κής πατρωνίας ε'διναν τεράστιο πλεονέκτημα στους κομματικά μυημένους. Ο ΗαίάεΓ, αν και σε ολόκληρη τη ζωή του υπήρξε πρό σωπο με θέση ισχύος στο ΡΡΟ, εκφραζόταν ωσάν ένας εξωτερι κός παρατηρητής, επιδιώκοντας οφέλη από την απόρριψή του εκ μέρους των κυβερνητικών κομμάτων και εκμεταλλευόμενος τη συγγένειά του με τις δεξιές ιδεολογικές αρχές του ΡΡΟ. Αποδεσμευμένος από τον περιορισμό να υποστηρίξει τη συντεχνιακή πατρωνία, μπορούσε να εκφράσει αισθήματα δυσαρέσκειας και θυμού σε μεγάλο φάσμα προβλημάτων -νεποτισμός, οικονομική διαφθορά, οικονομική ακαμψία, γραφειοκρατία και κουλτούρα συμβιβασμού- που είχαν παρουσιαστεί στη διάρκεια των ετών ευ ημερίας. Σε ένα επίπεδο, ο ΗαΐάεΓ αντιπροσωπεύει την πρώτη διαρκή αντιπολίτευση στην αυστριακή πολιτική από το Β' Παγκό σμιο Πόλεμο. Η ανικανότητα των κυβερνήσεων 5ΡΟ-0νΡ να με ταρρυθμίσουν σοβαρά τα δικά τους κεκτημένα συμφέροντα άφη σε δυνητικά προβλήματα στο αυστριακό σύστημα, τα οποία ο ΗαϊάεΓ πρόβαλε ανηλεώς. Η επιθυμία του να προβάλει τα πολλαπλά αι σθήματα μνησικακίας χωρίς καμιά αναφορά στο πλαίσιο ή στη σχετική τους βαρύτητα ως προβλημάτων και η κυριαρχία του στο κρίσιμο μέσο της τηλεόρασης τον κατέστησαν ισχυρό και επικίν δυνο πολιτικό. Επιπλέον, καθώς ο ρυθμός της τεχνολογικής μετα βολής αυξάνεται, ο αριθμός των πιθανώς ζημιωμένων από ένα με ταρρυθμισμένο κοινωνικό σύστημα επίσης αυξάνεται και οι ψη φοφόροι μπορεί κάποια μέρα να επιθυμήσουν να ψηφίσουν υπέρ του συνδυασμού ανανέωσης και ασφάλειας που ενσωματώνει κά ποιος αυταρχικός λαϊκιστής, όπως ο ΗαίάεΓ. Η πολιτική του απο κλεισμού, σχεδιασμένη να προστατεύσει την Αυστρία από κάθε συνάφεια με το ναζιστικό παρελθόν, δεν φαίνεται να έχει ανακό ψει την πρόοδο του Ηαίάετ ούτε να έχει εξαλείψει την απειλή να καταστεί ανίκητος, αν το ΡΡΟ συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 30% σε μελλοντικές εκλογές. Η επιθυμία του ΗακΙεΓ να εκμεταλλευθεί τις μικρές αδυναμίες της Δεύτερης Δημοκρατίας είναι παράλληλη με τη συνεπή απου 141
σία θέλησης να αναγνωρίσει τα πολύ πιο σοβαρά προβλήματα της προσέγγισής του όσον αφορά το ναζιστικό παρελθόν. Αυτός υ πήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός στη μεταπολεμική Αυστρία που εξύμνησε την υπονόμευση της επίσημης ιστορίας της Δεύτε ρης Δημοκρατίας και επωφελήθηκε από αυτό. Προτού ακόμη ε κλεγεί ηγέτης του κόμματος, ο ΗαϊάεΓ έκανε πρότυπο την υπερά σπιση των βετεράνων Ναζί του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Εγκω μιάζοντας τις δραστηριότητες των ^βίίεη 55 και απορρίπτοντας τις εναντίον του επικρίσεις, ο Ηβΐάετ υπόσκαψε την αξίωσή του να γίνει αποδεκτός ως δημοκράτης. Μέχρι το 1995, τα αυστριακά δι καστήρια απέρριπταν αγωγές επί δυσφημήσει του ΗαϊάεΓ ενα ντίον εκείνων που τον αποκαλούσαν «ανάδοχο της ακροδεξιάς», ενώ ένας σημαντικός δημοσιογράφος τον αποκάλεσε «ένα απόλυ τα κανονικό παιδί των Ναζί» (Ωεκ ΞίαηάαΓά, 22 Δεκεμβρίου 1995). Όπως σχολίαζε ο εκδότης του ΡγοΓΠ, το πιο πειστικό επιχείρημα κατά του ηγέτη του ΡΡΟ, ο οποίος πιθανώς δεν είναι εθνικοσοσιαλιστής με την έννοια του ποινικού νόμου, ήταν και είναι ότι κανέ νας από όσους κατείχαν αξίωμα στη Δεύτερη Δημοκρατία δεν αποπειράθηκε ποτέ τόσο ξεδιάντροπα να παρουσιάσει την περίο δο των Ναζί ως μια αβλαβή περίοδο (ΡτοβΙ, 23 Δεκεμβρίου 1995). Ο ίότ£ ΗαίάεΓ δεν είναι Ναζί με την παραδοσιακή έννοια. Το κόμμα του δεν είναι αντίστοιχο με το ΝαύοηαΙζοζίαΙκίίχϋΗβ ΟευαοΗε Αώείίεψατίεί (πρόκειται για το κόμμα των Ναζί, Ν50ΑΡ). Το ΡΡΟ ουδέποτε ανέπτυξε οποιοδήποτε από τα εξωτερικά γνωρί σματα των 5Α ή άλλων παρόμοιων ομάδων. Οι όποιοι δεσμοί με ταξύ του ΡΡΟ και της ανοιχτά αντιδημοκρατικής δεξιάς είναι άρ ρητοι και άτυποι. Επιπλέον, το ΡΡΟ υπό τον ΗαΐάεΓ έχει υιοθετή σει μια ριζικά νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, η οποία α παιτεί πλήρη ιδιωτικοποίηση και ιδιωτική προμήθεια των δημό σιων υπηρεσιών. Όμως αν ο .ΙόΓβ ΗαϊάεΓ δεν είναι Ναζί, υπάρ χουν εύλογες αμφιβολίες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη δέσμευ σή του σε οτιδήποτε άλλο πέραν της δημοκρατίας. Το ΡΡΟ παρα μένει πιστό στο ιστορικό γερμανοεθνικό Ι α & γ στην Αυστρία, που περιλαμβάνει πολλούς με φανατική αφοσίωση στο Τρίτο Ράιχ. Υ 142
πάρχουν σαφείς συνέχειες με την παραδοσιακή του έμφαση, όπως εντοπίστηκαν από τον Β γβοΗογ ( 1971). Τ ο σημερινό ΡΡΟ έχει υιο θετήσει μια συντηρητική-αυταρχική προσέγγιση τόσο για το κόμ μα όσο και για το κράτος, καθώς επίσης διαθέτει μια νό/λϊκτΛ δέ σμευση σε μια οργανική γερμανική Ηάπιαί. Ο ΗαίάεΓ έχει επιτε θεί δημόσια κατά των πολυπολιτισμικών ή κοσμοπολίτικων εξελί ξεων, προτείνοντας να κατεδαφιστεί το κράτος πρόνοιας προς ό φελος των απλών, σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων ενάντια στα σχέδια των παρασιτικών «σελέμηδων» και του μεγάλου κεφαλαί ου. Τα σχέδια του ΗακΙεΓ για μια Τρίτη Δημοκρατία υποδηλώνουν τη βαθιά του προτίμηση για ένα προεδρικό σύστημα του ενός ι σχυρού άνδρα έναντι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το ΡΡΟ είναι έντονα αυταρχικό κόμμα, αφοσιωμένο στην ηγεσία του Ηβί(ΐ£Γ. Όπως εξηγεί επίσης ο ΙαιΐΗεΓ (1999:141) «η αφοσίωση της ελίτ του ΡΡΟ προσανατολίζεται λιγότερο στο κόμμα σαν τέ τοιο από ό,τι στον ίδιο τον ΗαϊάβΓ, στον οποίο πιο άμεσα οφείλουν τις θέσεις τους». Στη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφι σμα του 1994, της εκλογικής εκστρατείας του 1995 και των εκλο γών για την Ε.Ε. του 1996, το ΡΡΟ ήταν ά* /αοίο συνώνυμο του ΗαΐάεΓ. Επιπλέον, τα γεγονότα στην ΟβπηίΗί» το 1994 δείχνουν ό τι το ΡΡΟ δεν είναι τόσο πολύ κατά της πατρωνίας από άποψη αρ χής όσο κατά της σημερινής ελίτ. Η δομή του κόμματος του ΗαϊΰεΓ είναι τόσο αυταρχική, ώστε να θεωρείται ότι η κηδεμονία του ΡΡΟ θα ήταν σημαντικά πιο στενά αυταρχικό φαινόμενο από ό,τι η κηδεμονία από άλλα κόμματα. Πάντως, το ΡΡΟ, υπό τον ΗαΐάεΓ, έχει συνήθως φροντίσει να τοποθετήσει τον εαυτό του ως την άκρα δεξιά του δημοκρατικού πολιτικού φάσματος, παρά ως την ακραία αντιδημοκρατική δεξιά. Η υιοθέτηση από τον ΗαϊάβΓ της αυστριακής ανεξαρτησίας αντι προσωπεύει έναν συμβιβασμό με τη μεταπολεμική πραγματικότη τα. Ο παγγερμανισμός, τουλάχιστον στην πρωτογενή του μορφή, δεν αντιστοιχεί στο σήμερα. Η πολιτική του ΡΡΟ προσιδιάζει σε ένα κράτος μικρό, στο οποίο η ξενοφοβία χαρακτηρίζεται από ε χθρότητα απέναντι στους εισβάλλοντες απ’ έξω, παρά απέναντι 143
σε μια ιμπεριαλιστική, εξωτερικά επιθετική δύναμη. Το σύγχρονο ΡΡΟ δεν αντιπροσωπεύει στρατιωτική απειλή για τους γείτονες της Αυστρίας. Μολονότι ο ΗακΙεΓ απαιτεί ένα πιο αυταρχικό κοι νωνικό καθεστώς, δεν υπάρχει πολιτική καμπάνια για επιστροφή στην προπολεμικού στυλ μονοκομματική διακυβέρνηση. Ο Ηβίάετ, επίσης, έχει σαφώς αποστασιοποιηθεί από την αντίληψη της δε ξιάς τρομοκρατίας. Για όσο χρόνο η δημοκρατία στις μεγάλες χώ ρες της Ευρώπης είναι ασφαλής, η υποστήριξη του ΗπϊάεΓ στο ε κλογικό σύστημα καθαυτό είναι απίθανο να αλλάξει. Τα προβλήματα για οποιαδήποτε αξιολόγηση του ΡΡΟ βρί σκονται στις άρρητες, άτυπες και σκοτεινές σχέσεις της γλώσσας και της κουλτούρας του τρίτου ΐΛξβκ Σύμφωνα με την ταξινόμηση των ακροδεξιών ομάδων από τον Μικίάο, το ΡΡΟ παρουσιάζει σαφώς τα τρία από τα πέντε χαρακτηριστικά πλήρως: ξενοφοβία, εθνικισμό και ισχυρή, συγκεντρωτική ηγεσία με την απαίτηση για ισχυρό κράτος. Επίσης, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η ξενοφο βία γίνεται ρατσισμός. Η λόγος για τη «μετανάστευση» και ο ανοι χτός και ο συγκεκαλυμμένος αντισημιτισμός στο πλαίσιο του τρί του Ι μ& γυποδηλώνει μια εσωτερική διασύνδεση μεταξύ των δύο. Το πιο δύσκολο κριτήριο για να κρίνουμε είναι η δέσμευση του ΡΡΟ στη δημοκρατία. Όπως έχουμε δει, η αντιδημοκρατία στο ΡΡΟ είναι μια «πνοή» ή ένας «ψίθυρος» που πρέπει να παραμείνει αναπόδεικτος. Το ΡΡΟ του Ηαίάετ αντιπροσωπεύει μια αναδιαμόρφωση της αυταρχικής παράδοσης που συνδέεται με το τρίτο Ιμ^ βγ, ένα επι δέξιο και σύγχρονο κίνημα της άκρας δεξιάς. Η εξάρτησή του από την ικανότητα του ηγέτη του προκειμένου να απευθύνεται άμεσα στο εκλογικό σώμα ποντάροντας σε αντιδραστικές λαϊκιστικές αι τιάσεις, όπως τα εχθρικά συναισθήματα απέναντι στους ξένους, ο φόβος του εγκλήματος και η δυσαρέσκεια από τις ελίτ, το κατέ στησαν πολύ αποτελεσματικό σε μια εποχή προεδρικής πολιτικής. Ο Η3Ϊ(1βΓ έχει μετασχηματίσει το ΡΡΟ από ένα σχετικά ασήμαντο κόμμα βασισμένο στη νοσταλγία σε ένα σοβαρό και διφορούμενο αυταρχικό κίνημα διαμορφωμένο πάνω σε λαϊκιστικές αιτιάσεις. 144
Η διφορούμενη φύση της δέσμευσης του ΡΡΟ στη φιλελεύθερη δημοκρατία είναι, πάντως, αρκετά ισχυρή για να προκαλεί τόσο στο Ο νΡ όσο και στο 5ΡΟ ε'να κρίσιμο δίλημμα. Η κατηγορία για αντιδημοκρατικές προθέσεις θα παραμείνει αναπόδεικτη εκτός ε άν ο ΗαίάοΓ εισέλθει στην κυβέρνηση. Η πολιτική της Ααχξτβηζιιη& συνδεδεμένη με τον Ργβπζ νΓ3πίΙζΚγ, προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από την απόφασή του να προστατεύσει τη Δεύτερη Δημο κρατία από οποιαδήποτε συνάφεια με το φασιστικό παρελθόν. Οι αλλόκοτοι τύποι στις συγκεντρώσεις που οργάνωνε ο ΗαΐάεΓ για τους ΝΥδίΤεπ 58 έγιναν το μέτρο σύγκρισης για την πολιτική του α πόρριψη. Εντούτοις, κατά τρόπο προβληματικό, ο ΗίπϋοΓ εξακο λούθησε να διεισδύει σοβαρά στην εκλογική βάση και των δύο με γάλων κομμάτων, μονοπωλώντας τις αγωνίες ευρέων τμημάτων της αυστριακής κοινωνίας, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης. Μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του 1996 και τις περιφερειακές εκλογές της ΟαπηίΗίβ το 1999, πολλοί υποστήριζαν ότι η Αιιχξτβηζιιηξ, αυτή καθαυτή, έδινε στις δημαγωγικές τάσεις του ΗαίόεΓ το ελεύθερο πεδίο που χρειάζονταν και το οποίο τους έλειπε προκειμένου να αμφισβητηθεί η κυβερνητική υπευθυνότητα. Η παραίτηση του νΓπηίΐζίψ από την ηγεσία του 3ΡΟ και από καγκελάριος τον Φεβρουάριο του 1997 και η αντικατάστασή του από τον νϊΙαοΓ Κΐίιπβ υποσχόταν μια νέα εποχή. Ο Κ1ΐιτΐ3, ριζωμέ νος βαθιά στις παραδόσεις του 5ΡΟ, διακήρυττε πλατιά έναν νέο πραγματισμό στην αντιμετώπιση του ΡΡΟ, αντιμετώπιση λιγότερο εχθρική έως συνεργασιακή και με σταθερό στόχο την επανέντα ξη. Το να συμπεριλάβεις, εντούτοις, τον ΗβΐάοΓ στην εξουσία, συ νεπάγεται αναπόφευκτα στάθμιση κινδύνων και λήψη μιας από φασης, η οποία δεν υπήρξε απαραίτητη στην αυστριακή διακυ βέρνηση από το 1945.
145
Βιβλιογραφία ΒαίΙετ. Β. και Νειΐ£εΙ)3ΐιεΓ, >ν. (1994) «Οίε ΡΚΟ: νοιτι ϋΚεΓΒΐίϋΠΊυχ ζυπι ΚοεΙιΐχοχίΓοιηϊχπιυχ». σε ΗαηάΙηκΗ άεχ όχίεπείΜίΐΗεη ΚεσΗΐχχίτεηιάηιαχ. νίοηη»: Ε>οΚιιπιεηΐ<ι(ίοηκιιτΗίν ϋοχ όχΙεΓΓείεΗίίκΗεη \νίϋεπ;ΐ3η(1ε!>. Βείζ, Η.-Ο. (1993) «ΤΗε Τ\νο Ρβοεχ οί ΚίκϋεαΙ ΚίβΗΐ-\νίηβ ΡορυΙίεπι ίη ν/εχίεΓη ΕυΓορε». Κενίεκ ο / ΡοΙίιία 55(4), 663-86. Βοΐζ, ΟβΓίΐΒΓίΙ (1986) «Είηε ύευίκΗε ΟεκΙήςήΐε 1938 6ί* 19457» ΖΐίΙξβίΜςΗΐε, 23,19-38. ΒΓ3θΗεΓ. Κ. ϋ . (1971) ΤΗε Οβπηαη ΩίααίοηΗίρ. ίοηάοη: Ρεη£ΐιίη. ΟοΙΙ. Η. (1990) «ΑΚ(υε11ε 5ίΙυα(ίοη ϋεΓ ΚεοΜχεχίΓεπιίϋπιιιχ ίη άετ ΒυηάεχΓερυβΙίΚ ϋευΙχοΝβηά», σε ΚεσΗίχαικπίΒπιαί ίη άετ ΒηηάείΓερΜίΙί ΩειιϋεΗΙαηά. Βοηη: Βυηάεχιηίηίίΐεπιιπι Κιγ ΙηηεΓεχ. ΡίϊοΙιβΓ, Ο. και ΟχίεΠηεΓ, Ρ. (1990) Α/η ΙωπιΐηεΓ Η'εχεη Ιωηηΐε άίε$ε ΚβριώΜ ξβηεχΐη. Κΐα^εηίυιΐ/Οβίονβε: Οτανα. ΡΡΟ (1994) Μεϋ ώ κ ΐΑηάίκΗ άηάεηχ ηηα$!Αυ}άετη \Ηε%ίη άίε Ωήίίε ΚεριώΙίΙι. νίεηηβ: ΡΓείΗείΐΙίοΗεί Βίί(1ιιη£5\νεΚ. ΡπχοΗεηχοΗΙββεΓ, Ρ. (1980) «\νΐβ υβετ^Ι ί$ι <ϋε ΡΡΟ?» όαεπνκΗίιοΗα Μ ώ ικΗ βϋτΡοΙίΐίί 135-81. Ο&Ι&ηύα, Β. (1987)£ί/ι ΤειιϋεΗκ Ιαηά. νΐεηηα: Ιχχ&εΓ. Ο&ιΐηβΓ, Κ. (1990) «Τίιε ΕχίΓεπιε Κΐ£Η( ίη Αυχίηβ:1($ (Γοηηεοιίοη (ο (Ηε ΡΡΟ», εισήγηση στο ΕιίΓορεαη (ΙοηχοΓίίυιη ίοτ ΡοΙίΐίεαΙ ΚεεεβιτΗ (ΕΟΡΚ), ΒοοΗυιη. ΗακΙεΓ, }. (1993) Ωίε ΡτείΗείι, άίε κΗ ηιείηε. ΡηηΜυιΐ 3Πΐ Μαίη/ΒβΓίϊη: 5ρΓΪη£εΓ·νεΓΐ3£. Η3ίη5\νοΓΐΗ, Ρ. (εά.) (1992) ΤΗε Εχιηπιε ΚίξΗι ίη Εατορε αηά ιΗε ί15Α. Ι^οηάοη: ΡίηίεΓ. ΗαηίχΙι, ΕπιχΙ (1994) Ωετ Ιαηξε ^Ηαΐΐεη άε5 Ξΐααιεί. νίεηηβ: ϋ&εΓτευίΗεΓ. ΚΐεηζΙ, Η. (1992) «ΙάεηΙΐΙϋΙ οάεΓ Ζυ$απιιηεη£εΙ)όη£ΐ(εΐ($£είϋ>ιΙ», ύίίεττεκΗίχεΗε Ζ ε ί^Η η /ίβ τ ΡοΙίΐϋανίκεηίϋΗα/ι 2(2), 221-4. Κηί&>ι(, Κοόεη (1988) ΛτΛύίη άα/ϋτ, άίε ΞαεΗε αη άίε ίΜηχε ζιι ζίεΗεη. ΡηηΜυΠ 3πι Μβϊη: ΑΐΗεηβυπι. ΚηίβΗΐ, Κο&επ (1992) «ΗαίάεΓ, ιΗε Ρκεάσπι ΡβΓίγ αηϋ ιΗε ΕχίΓεπιε ΚΪ£|« ίη ΑυχΙηβ», ΡαΗίαπιεηίατγ Α βαίπ 45(3), 285-99. ίίΐρΗαΠ, Α. (1975) Ω εηκχηχγ ίη ΡΙαταΙ 5οοίειε*. Νε\ν Ηβνεη βη(ί Εοηϋοη: ΥβΙε υηίνεΓ8ί(γ Ρτεχί. Ειιΐ(ιει\ Κ. Κ. (1987) «Αυχίπβχ ΡυΙυΓε αηϋ ΧναΙάΗεϊιη'ίί Ρ351». ΙΥεχι Εατορεαη ΡοΙίιία 10(3), 376-99. 146
ίυΐΗοτ, Κ. Κ. (1999) «Αυβίπβ: Ργοιτι Μο<1ογ3(ο Ιο ΡοΙβπμ:*! ΡΙυΓίΙίϋπι», σε ΒΓθυ§Ιι(οη, ϋ . και Οοηονβη, Μ. (εύβ) Οιοηρηχ Ρα/ΐγ Ξγχίεηιχ ίη Κεα/επι Εατορβ. ίοηάοη: Ρίηίετ, 118-42. Ιαιζ3, Κ. (1975) Αιαίη-Οεηηαη ΚεΙαιίοη* ίη ώε Α ηζΜ αίϊ Ετα. Ρπηεείοη, Ν.Ι: Ρπηεβίοη υηίνεηϊίΐ)- Ργο<κ. ΜβαιΠηεγ, Ο. Α. (1978) ΤΗε Ηοιαε ο{ Αιαίπα: ΤΗε Ηα&ύυη; Επιρίη 17901919. Ε<1ίηΙ>ιΐΓ£ΐι: ΕίΙίηβυΓβΗ υηΐνεβΐΐγ Ργοχχ. ΜίΐΙεη, Κ. (1992) ΤΗε ΡοΙίΙίαι ο[ Αηιί-χαηίιίε Ρηίαάίεε. ΒοιιΙάεΓ: Ννεκ(νΐε\ν Ργοχχ. Μόΐζεί, Α. ( 1990)./όιχ, ά π ΕίΦησΗεη ΚίΒβεηίυΠ/νίεηη»: διιχχε*. Μυάύε, €. (1995) «ΚίβΗι-Ννίηβ ΕχίΓΟΓπίχπι ΑηβΙγϊεϋ», Ειιηρεαη ^απια ! ο{ ΡοϋΐκαΙ Κε$εακΗ 27,203-24. ΜϋΙΙεΓ, \ν. Ο. (1994) «ΑιικΙηα», Ειιτορεαη ΙοιυηαΙ ο/ΡοΙίιίεαΙ ΚεζεακΗ 26,24146. ΜϋΙΙεΓ, V/. Ο. και υΐίαπι, Ρ. Α. (1995) «Πιε δΐηιείιίΓε οί Αικίηαη ΡβΠϊεχ», ΡαΠ)/ ΡοΙίιία 1(1), 146-60. ΡαυΙεγ, Β. Ρ. (1981) ΗίιΙετ αηά ιΗε Ρο^οΐιεη Ναζίχ: Α Ηίίΐοη/ ο[ Αιαίπαη ΝαΐίοηαΙ 5ο€ίαΙάηι ίΛηόοη: ΜααηΐΙΙαη. ΡεΙΐηΙα, Α. (1988) «Αΐΐε ΚεεΗΐε, ηευε ΚεοΗΐε ΐη ΟχίειτείςΗ», ΡηηΙφιηεΓ Ηεβε/Νεαε ΟείεΙΙχσΗα/ΐ 36,103-9. ΡεΐΐΗΐηίη£, Β. (1983) «ΝαΐίοηβΙ ο<ΙβΓ ΙΐΐΜΓαΙ, <1ΐε ΡΓεΐΗεΐιΙΐεΗ ΡβΠεί όϋΐεΓΓεΐεΗ*», σε ΟετΙίςΗ, Ρ. και ΜϋΙΙεΓ, V/. (εϋχ) ΖννίχοΗεη ΚοαΙίιίοη υηά ΚοηΙαιηεηζ: ΟχίεττείσΗχ Ραηείεη χείΐ 1945. νΐεηηβ: ΒΓαυπιϋΙΙεΓ. Ρΐ95$εΓ, Ρ. και υ ΐη ιη , Ρ. Α. (1992) «ΙΛεΓάβΗηυπβ, Εγο$ϊοπ, υηϋ ΓεεΗΐχρορυΐΐεΐίχΐιε ΚεαΙαίοη», όαεηείεΗαεΗε ΖείααΗή)τ /μγ ΡοΙίιίΙηνίχχηχΗ αβ 21(2), 150-76. ΡΙαβςεΓ, ΡγϊΙζ, υίπιπι, Ρ. Α. και θΓ3υ$£τυ&εΓ, Α. (1992) «ΤΗε ϋεείίηε οί 1&£εΓ ΜεηίαΙΐΐγ αηά Νε\ν Μο<1εΓ οί ΕΙεοΐοΓαΙ (Γοπιρείίΐίοη ίη Αικίπβ», Μκί Ειιηρεαη ΡοΙίιία 15(1), 16-46. ΡϋΠ«:1ιε1ΙεΓ, >ν. (1994) «10 Βπείε Κιγ 10 ^ΙίΓε: νοη ά π νΑΡΟ ζυιη ΒπεΛοπιβεηίεΓΤΟΓ», σε ΗαηάόικΗ άε$ ΟΜηείεΗκεΗεη ΚεεΗαεατεηιί· ίτηια. νίεηηβ: Ε>οΙ(ΐΐΓηεηΐ3ΐίοη53ΓεΗίν όε5 όχίειτείοΚίίοΚβη \νί<1εΓ$ΐ3ΐκ1ε5. ΚίείΙΙϊρεΓβεΓ, Μ. Ε. (1978) ΤΗε Είηρίης $Ηαάοκ ο / Ναζαηχ: ΤΗε Αιαίήαη Ιηάερεηάεηεε Ραηγ Μονεπιεηι $ίηεε 1945. Νε\ν ΥογΚ: ΟοΙικηΜα. ΛοΙ-λνεΪ55-Κοΐ ΗαηάΙιυεΗ (1946) νίεηηα: ΒυηάεχΚβηζΙεΓΒπΚ. δεΗακαεΙι, Η.-Η. (1992) Ηαίάεη Κατηρ/. νίεηηβ: Ογβο. δοΗβΓΜοΗ, Η.-Η. (1995) Ηαίάεη Οαη. νίεηηβ: Ογ30. διίείεΙ, Ό. (1981) Εηΐηαζίβζίεπιη^ ίη ΟίίεττεκΗ. Υίεηηα: ΙχχΚεΓ. 147
5ι% , Μ. (1990)/! ϋοηιβιηροΓαιγ Ηίείοτγο[Ανχΐήα. ίοηϋοη: ΚουΙΙεύβο. 5υΙΙγ. Μ. (19953) «ΤΗε Αυχίπβη Κοίεπίηάυιπ 1994», ΕΙεαοΓαΙ Χιυάίεχ 14(1), 67-9. διιΙΙγ, Μ. (1995&) «ΤΗβ ΑυΜηίΐη ΡαπαΓηεηΟΓχ ΕΙοςίίοηϋ 1994», ΕΙεαοιαΙ Ξΐαάίεχ 14(3), 219-22. \ν3Π(ΐΓυ$ζΚα, Α. (1954) «όχίοιτβιςΗχ ροΙίΐίχοΗο 5Ιπι1«ιιγ», σε ΒεηεάΐΙα, Η. (εϋ.) Ο ΐχ Η κ Η α άβΓ ΚερΜ ίΜ ΟαεττείοΗ. νίοηη»: νοΓίββ ίϋΓ ΟοχοήίοΗΐβ
υηά ΡοΙίΐίΙί. \ννκ)3ΐ<, ΚυΐΗ (1991) «Αηΐΐ-χεπιίΐΐς άίκουπΛ ίη ροχΙ-\ν3Γ Αυχΐπ3». Ω ίκουπε αηά 5<κίεΐγ, 2( 1), 65-83.
Εφημερίδες, περιοδικά, επιθεωρηθείς Βαχία ΕταηΚ/ύΠεΓ Ηεβε/Νενε ΟείεΙΙίαΗα/ι Νεαε Κτοηεη Ζείΐυηξ Νβαε ΖϋττΗεΓ Ζεΐΐαηξ
Νε*ν! ΡτοβΙ ΡτοιοΙωΙΙ άετ ΙωΠηετ ΐΜηάιαξ Ζ)βΓ$1αηάατά
148
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ
Έξοδος από το γκέτο: η ιταλική, ακροδεξιά στη, δεκαετία του 1990 Το ίη ΟβΙΙβ^ΗθΓ Το Σαββατοκύριακο 27-29 Ιανουαρίου 1995, σε ένα ειδικό συνέ δριο που πραγματοποιήθηκε στο θέρετρο Ρΐυββϊ, νότια της Ρώμης, το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (Μ5Ι) τυπικά διαλύθηκε. Ήταν μό νο το πιο πρόσφατο οικείο ορόσημο στην ιταλική πολιτική που ε ξαφανίστηκε κάτω από το παλιρροϊκό κύμα της αλλαγής που είχε μετασχηματίσει το πολιτικό τοπίο στην αρχή της δεκαετίας του 1990. Το 1994, οι ψηφοφόροι θυμωμένοι με την έκταση της δια φθοράς υπό την εξουσία των Χριστιανοδημοκρατών και του κυρί ου κυβερνητικού συμμάχου τους, του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΡδΙ), από τη δεκαετία του 1980 έσπρωξαν τα ισχυρά αυτά κόμματα στην εκλογική αφάνεια. Ήδη, από το 1991, το Ιτα λικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΡΟΙ), που συναγωνιζόταν το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (ϋΟ) για επιρροή και εξουσία στη με ταπολεμική Ιταλική Δημοκρατία, είχε διαλυθεί, εγκαταλείποντας σε μεγάλο βαθμό το μαρξισμό και αλλάζοντας το όνομά του σε Κόμμα της Δημοκρατικής Αριστερός (Ρ05). Το Μ5Ι, το οποίο πά ντα ισχυριζόταν ότι ήταν η μόνη γνήσια αντιπολίτευση στην ραηΐκκηζία (σε μια δημοκρατία που ελεγχόταν από τα κόμματα), αποφάσισε με τη σειρά του να προσαρμοστεί στους μεταβαλλόμε νους καιρούς αλλά, σε μεγάλο βαθμό, με δικούς του όρους. Η κατάρρευση του μεταπολεμικού κομματικού συστήματος στην Ιταλία συνέβη για πολλούς λόγους. Ασφαλώς, ο τερματισμός 149
του Ψυχρού Πολέμου και η υποχώρηση των διεθνών εντάσεων που είχαν καταστήσει την Ιταλία ένα κράτος στην πρώτη γραμμή του μετώπου στην ιδεολογική διαπάλη μεταξύ Ανατολής και Δύ σης, ήταν σημαντικός καταλύτης στην παρώθηση των ψηφοφόρων να είναι πιο κριτικοί σχετικά με τις επιδόσεις των κομμάτων τα ο ποία υποστήριζαν μέχρι τώρα. Ο ρυθμός της κοινωνικής μεταβο λής που βίωσε η Ιταλία στη διάρκεια των ετών της οικονομικής άν θησης της δεκαετίας του 1980 εξασθένισε τις παραδοσιακές αξίες πάνω στις οποίες είχαν στηριχθεί τα κόμματα της δεξιάς και της α ριστερός και δημιούργησαν ομάδες συμφερόντων με προσδοκίες και αξίες που δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν από ένα αδιάφο ρο κυβερνών κατεστημένο (βλ. Οΐηδ&ΟΓβ, 1990: κεφ. 11). Πάνω απ’όλα, το έργο των δικαστικών αρχών στην αποκάλυψη της έκτα σης στην οποία εκατοντάδες πολιτικοί είχαν οικειοποιηθεί κρατι κά κεφάλαια για δικό τους πολιτικό ή προσωπικό λογαριασμό, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης, την οποία το 1X1 και οι σύμμαχοί του στην κυβέρνηση ήταν ανίκανοι να αμβλύνουν (βλ. Οί11>€Π, 1995: κεφ. 8). Το Μονίηιβηίο ΞοϋίαΙβ ΙίαΙίαηο (ΜδΙ), εξαιτίας του ότι ήταν το παλαιότερο κόμμα της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, είχε αυστηρά α ποκλειστεί από την κυβέρνηση στο παρελθόν και επομένως δεν πιάστηκε στον ιστό της διαφθοράς που είχε καταποντίσει τους πο λύ ισχυρότερους αντιπάλους του. Στις εκλογές της 27ης/28ης Μαρτίου 1994, που υποτίθεται θα εγκαινίαζαν μια αγνή και αμόλυντη Δεύτερη Δημοκρατία, το ΜδΙ είχε ανταμειφθεί από ψηφο φόρους αποπροσανατολισμένους από το ρυθμό των πολιτικών με ταβολών και φοβισμένους από το χάος και την αστάθεια: ένας στους επτά Ιταλούς ή περισσότεροι από 5 εκατομμύρια υποστήρι ξαν το ΜδΙ (υπό τον τίτλο ΑΙΙβαηζα ΝαζίοηαΙβ: Εθνική Συμμαχία), δίνοντάς του το 13,5%. Ένα μήνα αργότερα, το ΜδΙ έγινε το πρώ το νεοφασιστικό κόμμα που εισήλθε σε κυβέρνηση στη μεταπολε μική Ευρώπη, όταν πήρε πέντε θέσεις υπουργείων στην κυβέρνη ση του μεγιστάνα των Μέσων και μετέπειτα πολιτικού, δϊΐνϊο ΒβΓίυδΟοηΐ. 150
Το ΜδΙ είχε επωφεληθεί από τα αντικομματικά αισθήματα που κυριαρχούσαν σε μεγάλο με'ρος της Ευρώπης, αλλά που στην Ιταλία είχαν οδηγήσει στην καταστροφή ενός ολόκληρου πολιτι κού συστήματος, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο τα κυβερνώντα κόμματα είχαν καταχραστεί συστηματικά την εμπιστοσύνη με την οποία οι εκλογείς τα είχαν περιβάλει. Ακόμη πιο αξιοπρόσε κτη, από ορισμένες απόψεις, από το κύμα υποστήριξης του ΜδΙ ή ταν η λαϊκή επιδοκιμασία του εκλογικού του συμμάχου, της Ροηα ΙίαΙία (ΡΙ), μιας λαϊκιστικής δεξιάς δύναμης που ιδρύθηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες το χειμώνα του 1993-94 από τον τηλεοπτικό μεγι στάνα δΐΐνϊο ΒβΓίαίοοηΐ (βλ. ΜοΟεγΙΗ^, 19953). Η συμμαχία μετα ξύ νεοφασκπών που είχαν πάρει πολύτιμα μαθήματα πολιτικής ε πιβίωσης δρώντας σε συνθήκες πολιτικής απομόνωσης και ενός ε πιχειρηματία, ο οποίος είχε κερδίσει την περιουσία του με την ι κανότητά του να προβλέπει τη μεταστροφή των λαϊκών προτιμή σεων, απομάκρυνε τη χώρα από την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη και φάνηκε να οδηγεί την Ιταλία σε αβέβαιο πολιτικό μέλλον. Έ να έτος ή ακόμη έξι μήνες πριν από τις εκλογές του Μαρτίου του 1994, λίγοι, ακόμη και στο ΜδΙ, θα είχαν προβλέψει ότι βρί σκονταν στο κατώφλι μιας τέτοιος εκπληκτικής επιτυχίας. Το κόμ μα δεν είχε παίξει ενεργό ρόλο στην ανατροπή του παλαιού καθε στώτος. Αντίθετα, πολιτικές διαμαρτυρίας είχαν συνδεθεί με τη 1*%α Νοτά (Λίγκα του Βορρά) που ήταν υπέρ της απόσπασης του Βορρά και με το κίνημα κατά της μαφίας 1μ Κείβ (Το Δίχτυ). Επι πλέον, το δημοψήφισμα του 1991 για εκλογική μεταρρύθμιση, που είχε δημιουργήσει ένα σχεδόν ομόφωνο αίτημα αλλαγής του ε κλογικού συστήματος, υπήρξε πρωτοβουλία των μεταρρυθμιστών του Συντάγματος (Ε>οηον3η, 1995:48). Το ΜδΙ, γενικά, είχε παραμείνει αμέτοχο στη διάρκεια της σώρευσης της πολιτικής κρίσης, που αρχικά πυροδοτήθηκε στις εθνι κές εκλογές του Απριλίου του 1992 όταν το ρεηίαραηίΐο (τα κόμμα τα που συγκροτούσαν τον κυβερνητικό συνασπισμό) έλαβε μόνο το 48,8% των ψήφων. Η απουσία του από τις πολιτικές εκδηλώ σεις διαμαρτυρίας ήταν καταφανής και αδυνατούσε να συνθέσει 151
κοινά ζητήματα με νέες δυνάμεις που απαιτούσαν ριζικές μεταρ ρυθμίσεις ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος. Πράγματι, το ΜδΙ είχε προβλήματα λόγω των δικών του αβέβαιων προοπτι κών μέχρι κάποια στιγμή μετά τις εκλογές του 1992. Εάν οι ευχές που εκφράστηκαν συντριπτικά από ψηφοφόρους στα δημοψηφί σματα του 1991 και 1993 για αντικατάσταση της αναλογικής εκ προσώπησης με ένα απλό πλειοψηφικό σύστημα είχαν ληφθεί υπόψη από τους διαμορφωτές του νέου εκλογικού νόμου το 1993, τότε το ΜδΙ θα είχε εξαλειφθεί από το Κοινοβούλιο. Τα προηγού μενα χρόνια αυτό είχε καταγράψει ορισμένα από τα κατώτατα ε κλογικά αποτελέσματα που είχε ποτέ. Έτσι, ήταν υποχρεωμένο να παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς ελπίδα, καθώς το εκλογικό σώμα ριζοσπαστικοποιούνταν αλλά όχι κατά τρόπο ελπιδοφόρο για το ΜδΙ: ειδικά η άνοδος της χωριστικής Νοτά ήταν οδυ νηρή επειδή αμφισβητούσε τον ενιαίο χαρακτήρα της Ιταλίας. Η ι κανότητα της Ι^βα το 1990-91 να επωφεληθεί σοβαρά από τη με τανάστευση, ζήτημα το οποίο αλλού στην Ευρώπη ήταν τυπική α κροδεξιά υπόθεση, ανέδειξε επίσης την αδυναμία του ιταλικού νεοφασισμού. Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, καθώς το θολό υπό την ηγε σία του ϋΟ καθεστώς αντιμετώπιζε αυξανόμενη πίεση, το ΜδΙ ενεπλάκη σε μια οξεία εσωστρεφή διαμάχη σχετικά με τη μελλοντι κή κατεύθυνση του κινήματος, θ α έπρεπε άραγε να αποδεχθεί έ να σύστημα βασισμένο στη φιλελεύθερη δημοκρατία ή, αντίθετα, να ενεργήσει σαν ριζοσπαστική εναλλακτική δυνατότητα για ε κείνα τα κοινωνικά τμήματα που αισθάνονταν αποκλεισμένα ή προδομένα από το σύστημα; Η διαμάχη ανάμεσα σε ριζοσπάστες λαϊκιστές που δεν δίσταζαν να υιοθετήσουν τη φασιστική κληρο νομιά και σε μετριοπαθείς που ήταν έτοιμοι να απστελέσουν τμή μα της αξιοπρεπούς δεξιάς, είχε συνταράξει το ΜδΙ από τα τέλη της δεκαετίας του 1949 και οδήγησε σε περιοδικές διασπάσεις και αποσκιρτήσεις. Το 1990-91, καθώς η ιταλική αριστερά υποχωρούσε από την ι δεολογία της, το ΜδΙ βρέθηκε να καθοδηγείται βραχυχρόνια από 152
τον Ρΐηο ΚαυΙϊ, ριζοσπαστική μορφή που ήθελε να συγκροτήσει συμμαχίες με κοινωνικές ομάδες που είχαν «μείνει πίσω», καθώς η Ιταλία είχε υιοθετήσει μια όλο και πιο έντονη φιλοαμερικανική και καταναλωτική κατεύθυνση, με κύριο στόχο του τους εργάτες εκείνους που είχαν απογοητευθεί από τον αυξανόμενα πραγματι στικό χαρακτήρα του ιταλικού κομμουνισμού (5ΐ(1οΐΐ, 1992: 1589). Εντούτοις, το όνειρο του ΚβιιΙϊ να αποκτήσει το ΜδΙ επιρροή στην κοινωνία πολιτών τοποθετούμενο επικεφαλής μιας συμμαχίας ουράνιου τόξου των περιβαλλοντιστών, των πρώην κομμουνι στών, των ζωόφιλων, των ατόμων με αναπηρίες, των συνταξιού χων και άλλων, οι ανάγκες των οποίων δεν αντιμετωπίζονταν από τις συμβατικές δυνάμεις, ουδέποτε είχε πιθανότητα να απογειω θεί. Απόδειξη του οίστρου στον οποίο βρέθηκε το ΜδΙ ήταν το ότι ανέλαβε την ηγεσία, μολονότι για σύντομο χρονικό διάστημα, ένα πρόσωπο με μια τέτοια ασυνήθιστη ατζέντα. Τα καταστροφικά α ποτελέσματα (4% των ψήφων) στις τοπικές εκλογές του 1990 έδει ξαν ότι αυτό κινδύνευε να χάσει τους παραδοσιακούς υποστηρικιές τσυ στις μεσαίες τάξεις του Νότου. Όμως, αν και η προσπά θεια του Κβιιΐΐ να επαναπροσδιορίσει το κίνημα μπορεί να είχε συλληφθεί αδόκιμα, ήταν σαφές ότι το ΜδΙ δεν μπορούσε να ξεφύγει από την πολιτική απομόνωση μένοντας αδρανές. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 είχε υ πονομεύσει τις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας και της θρη σκείας, τις οποίες το ΜδΙ υπερασπιζόταν πάντα. Η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθιστούσε όλο και δυσκολότερη την υπεράσπιση των εθνικών άξιων. Πάνω απ’ όλα, η σημασία του αντικομμουνισμού μειωνόταν καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος πλησίαζε στο τέρμα του και οι κομμουνιστές της Ιταλίας επιδίωκαν να προ σαρμοστούν στις νέες πολιτικές πραγματικότητες. Ο εσωστρεφής χαρακτήρας του ΜδΙ επιβεβαιώθηκε με μια έ ρευνα σχετικά με τις πολιτικές αντιλήψεις των αντιπροσώπων τσυ που διεξήχθη στο 17ο συνέδριο του κόμματος το 1990. Μόνο το 13% των αντιπροσώπων ήταν έτοιμοι να ορίσουν τον εαυτό τους ως «δημοκράτες» (Ιβηϊΐζϊ, 1994: 88-9). Για το 88% απ’ αυτούς, ο 153
φασισμός ήταν η ιστορική αναφορά-κλειδί, το 92% αδυνατούσε να υιοθετήσει την άποψη ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι», το 25% εξέφρασε ανοιχτά αντισημιτικε'ς απόψεις, ενώ οι επιρροές από τις οποίες διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις τους προέρχονταν ό λες από τη φασιστική περίοδο: οι αντιπρόσωποι επικαλούνταν ε πανειλημμένα τους Μουσολίνι, .Ιιιΐϊιΐδ Ενοΐβ, Οΐονβηηΐ Οεηΐΐΐε, τον Ρουμάνο φασίστα ηγέτη ΟχΙτοαπα και τον Ισπανό ,Ιοδέ Αηΐόηϊο Ρπιηο <3ε ΚίνεΓ3 (ΐ£η&ζΐ, 1994: 87). Το ΜδΙ φαινόταν προορισμένο να είναι κίνημα μνήμης, πληρώνοντας φόρο τιμής σε μια ξεχωριστή εποχή της ιταλικής Ιστορίας, αλλά ήταν ανίκανο ή απρόθυμο να υιοθετήσει αλλαγές που είχαν καταστήσει το φασι σμό και τις συναφείς ιδέες του περιθωριακές για πολλούς Ιτα λούς. Μετά το τραυματικό διάλειμμα υπό τον Κ,αιιϋ, την ηγεσία ανέλαβε ο ανθεκτικός και πολύ νεότερος Οΐαπίταηοο Ρΐηΐ, ο οποίος αναβίωσε τη μακροχρόνια στρατηγική ενσωμάτωσης του ΜδΙ στο πολιτικό σύστημα, χωρίς να εγκαταλείψει την αρχική ταυτότητα του κόμματος. Η εμπειρία του ΜδΙ στην περίοδο από το 1950 μέ χρι το 1990 υποδείκνυε, εντούτοις, ότι ένα τέτοιο σχέδιο ήταν πι θανό να προκαλέσει εσωτερική ένταση και μικρή εκλογική αντα μοιβή-
Τα χρόνια τη ς υπομονής, 1946-90
Ο φασισμός είχε αρκετά βαθιές ρίζες στην ιταλική κοινωνία, γε γονός που συντηρούσε ένα κίνημα διαδοχής έτοιμο να προωθήσει τις εθνικιστικές και κορπορατιστικές αξίες της περιόδου Μουσο λίνι, ακόμη και στο εχθρικό περιβάλλον μιας νεοσύστατης Ιταλι κής Δημοκρατίας. Ο κατ’ ουσίαν εμφύλιος πόλεμος, που είχε διεξαχθεί το 1944-45 ανάμεσα στους αριστερούς παρτιζάνους και την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία, το υποστηριζόμενο από τους Ναζί κράτος που διαμορφώθηκε από τον Μουσολίνι και το οποίο στη βόρεια Ιταλία ως βάση είχε το 5α1ό, κατέστησε δύσκολη ε ντούτοις την αναβίωση του πρώην κυβερνώντος ΡαΠίιο Ραίϋκή 154
Ιΐαίίαηο (ΡΡΙ). Έτσι, οι φασίστες κατέφυγαν στο μοναρχικό κόμ μα ή <πο ί/ο/πο ΟααΙυηςαβ (Κόμμα για τον Καθένα, υ θ ) . Το υ θ ήταν ένα κίνημα λαϊκιστικό, το οποίο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχε καλές επιδόσεις στο Νότο εκφράζοντας και αντιπροσω πεύοντας μια πρώιμη αφύπνιση από τη συμπεριφορά των εθνικών κομμάτων και, το σημαντικότερο, αμφισβητώντας την άποψη ότι ο αντιφασισμός έχαιρε βέβαιης ηθικής ανωτερότητας έναντι της εξτρεμιστικής και της δεξιάς ιδεολογίας την οποία είχε καταλήξει να αντιστρατεΰεται (ΑΙΙυιτι, 1973:278-82). Το υ θ αποδείχτηκε ό τι ήταν ένα μεταβατικό εκλογικό φαινόμενο, αλλά η ισχυρή πα ρουσία του σε τμήματα του Νότου επρόκειτο να αποτελέσει εν θαρρυντικό στοιχείο για τους φασίστες που είχαν πρόθεση να πα ραμείνουν αυτοτελώς ενεργοί στην πολιτική. Το Μονΰηεηίο ΙίαΙίαηο 5<χίαΙβ ιδρύθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1946. Εμπνεόταν από την όψιμη ακμή του ριζοσπαστικού φασι σμού στο 5&1ό, όπου η ρητορική κατά της μπουρζουαζίας και κατά των καπιταλιστών ήταν καταφανής. Ο ΟίοΓβίο ΑΙπιίΓαηΐε, ένας α πό τους αρχιτέκτονές του, που θα εξακολουθούσε να είναι ο μα κροβιότερος ηγέτης του ΜδΙ υπηρετώντας στο διάστημα μεταξύ 1969 και 1987, υπήρξε το 1944-45 υπουργός λαϊκού πολιτισμού, η δραστηριότητα του οποίου αφορούσε, σχεδόν πλήρως, την προπα γάνδα (Οιείβδ, 1991:43-4). Οι ριζοσπαστικές και οιονεί σοσιαλι στικές αξίες που υποτίθεται ότι εκφράζονταν από την εφήμερη δημοκρατία στο δαίό θα θεωρούνταν πάντα κληρονομιά την οποία το ΜδΙ επιδίωκε να υποστηρίξει. Αρχικά, το ΜδΙ επέδειξε ασυμφιλίωτη εχθρότητα προς τους θεσμούς και τις αξίες της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ήταν σταθερά αντιρεπουμπλικανικό και συμμαχούσε με μοναρχικές ομάδες που στόχο τους είχαν να ανατρέψουν την ετυμηγορία του δημοψηφί σματος του 1946, με το οποίο η πλειοψηφία των Ιταλών είχε απο φασίσει υπέρ μιας ρεπουμπλικανικής μορφής διακυβέρνησης. Ήταν αντίθετο με τη συνθήκη ειρήνης που είχαν επιβάλει οι Σύμ μαχοι στην Ιταλία και επίσης κατά της παρουσίας των ξένων στρα τευμάτων σε ιταλικό έδαφος. Ο προκλητικός εθνικισμός του έφτα 155
νε με'χρι τη δέσμευση για ανάκτηση εδαφών που έχασε η Ιταλία μετά το 1945, ειδικά προς τη Γιουγκοσλαβία, όπου η μοίρα της πό λης της Τεργέστης (που τελικά επανήλθε υπό ιταλικό έλεγχο το 1954) απετέλεσε καυτό ζήτημα για το ΜδΙ. Τελικά, το κίνημα δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ανοιχτά την Ιταλική Δημοκρατία κάλπι κη και ανίκανη να εκφράσει τις αληθινές επιθυμίες του ιταλικού λαού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η προσέγγιση του ΜδΙ στο πολιτικό σύστημα άρχισε να τροποποιείται, καθώς έγινε σα φές ότι μια σκληρή αντιπολίτευση στη δημοκρατία θα μπορούσε να εμποδίσει τη νόμιμη ύπαρξή του. Το Σύνταγμα του 1948 κατέ στησε παράνομες τις προσπάθειες επαναφοράς του κόμματος του Μουσολίνι, αλλά οι εκλογές του 1948 έδειξαν ότι, με το καθαρό ε κλογικό σύστημα του ΡΚ που είχε η Ιταλία, το ΜδΙ μπορούσε να έ χει μια μέτρια επιτυχία στη συμβατική πολιτική. Στις εκλογές το ΜδΙ απέκτησε 6 βουλευτές με 1,9% των εθνικών ψήφων, όλοι τους προερχόμενοι από το Νότο. Σε πολλές πόλεις του Νότου υπήρχαν ακόμη κατάλοιπα εκτίμησης για τα δημόσια έργα της φασιστικής περιόδου (ΤβγοΗι, 1995:33). Ο αντιφασισμός και ο αντάρτικος α γώνας ήταν, γενικά, φαινόμενα του Βορρά, ενώ τα μοναρχικά συ ναισθήματα και η δύναμη των πελατειακών σχέσεων είχαν κατα στήσει το Νότο φρούριο για τα μεταρρυθμιστικά κόμματα και, ε πομένως, περιοχή όπου το ΜδΙ αντιμετώπισε σημαντικά λιγότερη αντίθεση για την παρουσία του από ό,τι στη βόρεια Ιταλία. Το ΜδΙ βρέθηκε επίσης να ωφελείται από το γεγονός ότι ο ιτα λικός κρατικός μηχανισμός δεν είχε εκκαθαριστεί πλήρως από αξιωματούχους που θεωρούνταν ότι είχαν συνεργαστεί με τη φασι στική τυραννία, όπως είχε γίνει στη Γερμανία μετά το 1945. Αξιωματούχοι με σταθερά αυταρχικές αξίες που είχαν κάνει την καριέρα τους υπηρετώντας το φασιστικό κράτος, τώρα ήταν σε θέση να προστατέψουν το ΜδΙ και να του προσφέρουν πολιτική υποστήρι ξη. Αυτό ίσχυε ειδικότερα για αξιιοματούχους που βρίσκονταν σε τομείς της ιταλικής κυβέρνησης και ασχολούνταν με το νόμο και την τάξη (Κιιζζα και δεΗπιίάΐΚο, 1995:149). Οι σχετικά βραχύβιες 156
ιταλικές κυβερνήσεις, παρά την εκλογική ιοχύ της Χριστιανοδημοκρατίας, έδιναν σοβαρή ελευθερία δράσης στα μη συγκροτημέ να τμήματα της γραφειοκρατίας. Η επιφανειακή αστάθεια της ι ταλικής πολιτικής ζωής, η οποία οφειλόταν στην αποτυχία του 0 0 να μεταφράσει την εκλογική του ζωτικότητα σε κυβερνητική αποτελεσματικότητα, ωφέλησε επίσης το Μ5Ι: αυτό δεν έχανε την ευ καιρία να καταφέρεται εναντίον του περιστασιακοΰ χάους και της διαρκούς αναποφασιστικότητας της Ιταλικής Δημοκρατίας, με το κύρος και τη συνέχεια που αισθανόταν ότι ήταν θετικά χαρακτη ριστικά γνωρίσματα του ιταλικού φασισμού. Η εμφάνιση του Ψυχρού Πολέμου ανακούφισε το ΜδΙ από την πίεση, καθώς οι ακτιβιστές του έβγαιναν από την παρανομία. Στο εξής, ήταν οι Ιταλοί κομμουνιστές που θεωρούνταν η κύρια απει λή για τη δημοκρατία, κάτι που έντονα αποκάλυψε η σκληρή εκλο γική μάχη του 1948. Οι πραγματιστές εντός του ΜδΙ, που πίστευαν ότι υπήρχε πιθανότητα να συγχωνεύσουν τις νεοφασιστικές τους ιδέες σε ένα ευρύ αντικομμουνιστικό μέτωπο, ενθαρρύνονταν α πό αυτό (ΐ£ηαζΐ, 1994:27). Όμως το IX! προτιμούσε να βλέπει τον εαυτό του ως απαραίτητο άξονα μεταξύ δύο αθέμιτων άκρων στα αριστερά και τα δεξιά της πολιτικής. Στη δεκαετία του 1950, το ΜδΙ στήριξε διάφορες κυβερνήσεις του ϋΟ με τις κοινοβουλευτι κές του ψήφους, περιλαμβανόμενης εκείνης του ΑηΙοηίο δε§ηί (αργότερα προέδρου της Ιταλίας από το 1962 μέχρι το 1964), που περιέγραφε ιδιωτικά τους τηΐ58ΐηί (μέλη του ΜδΙ) ως «εκείνους που είναι δεσμευμένοι με την καρδιά τους στην εδραίωοη των δη μοκρατικών μας θεσμών» (Ιβη&ζϊ, 1994: 27). Τα όρια μιας τέτοιας συνεργασίας φάνηκαν το 1960 με τη βίαιη δημόσια αντίδραση στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης ϋ(Γ, με ηγέτη τον Ρεπΐ3ηάο Τ3ΐηΙ)Γοηΐ, η οποία εξαρτιόταν σαφώς από τη νεοφασιστική υποστήριξη. Ο σχηματισμός κεντροαριστερών κυβερνήσεων, με χρονική α φετηρία τις αρχές της δεκαετίας του 1960, επέτεινε την πολιτική α πομόνωση του ΜδΙ. Ο όρος «δεξιά» στην Ιταλία παρέμεινε όρος πολιτικής ντροπής και εφόσον οι ιηίχχίηί αρνούνταν να εγκαταλεί157
ψουν μια ιδεολογία που τους τοποθετούσε εκτός δημοκρατικού στρατοπέδου, κανένα κόμμα δεν ήταν προετοιμασμένο να συμπράξει μαζί τους στα σοβαρά. Η επίμονη ιδέα του ΜδΙ ότι το «έ θνος» απολάμβανε υψηλότερης πολιτικής αξίας από το άτομο ή α πό οποιαδήποτε τάξη ή κοινωνική ομάδα, κατέστησε επίσης το ΜδΙ μη επιθυμητό εταίρο. Η επιθετική εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι, που τελικά είχε καταλήξει σε στρατιωτική ήττα και κατοχή, είχε μπολιάσει τους περισσότερους Ιταλούς κατά της ευ θείας εθνικιστικής έκφρασης. Η πολιτική τάξη δεν μπορούσε να δει κανένα πλεονέκτημα στην αναβίωση του μαχητικού εθνικι σμού, όταν πολύ μεγαλύτερη ανταμοιβή φαινόταν να περιμένει την Ιταλία από την προώθηση της οικονομικής και πολιτικής ένω σης της δυτικής Ευρώπης. Η περίοδος του αριστερού ριζοσπαστισμού στο τέλος της δε καετίας του 1960 είχε ίσως μεγαλύτερη επίπτωση στην Ιταλία από ό,τι σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και ρόδινες ελπίδες εντός του ΜδΙ ότι θα μπορούσε να έλθει η ώρα του, εάν η Ιταλική Δημοκρα τία κατέρρεε. Η άνοδος της μαχητικότητας φοιτητών και εργατών το 1969 συνέπεσε με τον ορισμό ως αρχηγού του ΜδΙ του Ο ϊογ^ϊο ΑΙπτίΓ&ηΚ. Ενώ η νόμιμη ακραία δεξιά ενέτεινε τις επιθέσεις της στην κεντροαριστερή κυβερνητική συμμαχία, ομάδες ανατρεπτι κές επετίθεντο κατά των κρατικών ιδρυμάτων. Έτσι, το 95% της πολιτικής βίας που συνέβαινε μεταξύ 1969 και 1973 έχει αποδοθεί στην εξωκοινοβουλευτική δεξιά (ΐ£ΐΐ3ζΐ, 1994:48). Οι ακροδεξιοί προωθούσαν μια «στρατηγική έντασης» ώστε να προκαλέσουν μια συντηρητική βίαιη στροφή και να παρακινήσουν το στρατό ώ στε να απαγορεύσουν τις αστικές πολιτικές οργανώσεις. Ίσως μό νο ένα βίαιο ρήγμα της χώρας μεταξύ κομμουνιστών και αντικομμουνιστών θα μπορούσε να μειώσει αποφασιστικά το χάσμα ανά μεσα στο ΜδΙ και τις άλλες μη κομμουνιστικές δυνάμεις. Το 1972, η στρατηγική αυτή φάνηκε να φτάνει κάπου, όταν με το 8,7% των ψήφων το ΜδΙ είχε τα καλύτερα αποτελέσματά του. Οι ψήφοι αυ τές ήταν εις βάρος του ϋΟ και η υποχώρηση του κέντρου φάνηκε να υποδηλώνει ότι η χώρα πολωνόταν εν όψει της διόγκωσης της 158
πολιτικής αναταραχής. Πλέον, ο Α1ιπΪΓ&η(ε ονειρευόταν να φέρει κοντά τις συντηρητικές μεσαίες τάξεις του Βορρά («τη σιωπηλή πλεισψηφία») με τις δυσαρεστημένες κοινωνικές ομάδες του Νό του που είχαν λειτουργήσει ως εκλογική δεξαμενή του ΜδΙ. Επρόκειτο για έναν «έξυπνο εκπρόσωπο της πολιτικής της διγλωσ σίας» που συχνά ηχούσε μετριοπαθής, αλλά γύρω από τον οποίο συγκεντρώνονταν εξτρεμιστές (Τ&γοΗϊ, 1995: 86). Το 1990, μια έ ρευνα για τους αντιπροσώπους στη συνδιάσκεψη του ΜδΙ βρήκε ότι το 32% από αυτούς πίστευαν ότι η ένοπλη πάλη ήταν αποδε κτός τρόπος διασφάλισης της πολιτικής αλλαγής (ΐ£ηαζί, 1994: 88). Το 1970-71, ο ΑΙιτιΪΓαηΐε είχε υποστηρίξει διακριτικά τη βίαιη εξέγερση στην πόλη του Νότου της Κε££ίο Οιΐ3ΐ)Π3 κατά της από φασης του κράτους να μην αναγνωρίσει στην πόλη το καθεστώς της περιφερειακής πρωτεύουσας. Ο Α1πιΪΓ3ηΙε αναφέρθηκε ακό μη στο ΜδΙ σαν «προλεταριακό κόμμα με νότια βάση... [και σαν] κίνημα, πάνω απ’ όλα, των περιθωριοποιημένων» (δΐάοΐϊ, 1992: 155). Η στρατηγική του εντούτοις να δρα ως κόμμα διαμαρτυρίας, ε πιδιώκοντας να χαλιναγωγήσει τα αντικομμουνιστικά αισθήματα του Βορρά, δεν κατόρθωσε να βάλει το ΜδΙ στο πολιτικό παιχνίδι. Η Ιταλική Δημοκρατία αποδείχτηκε αρκετά ισχυρή ώστε να αντισταθεί στις προκλήσεις τόσο από τη ριζοσπαστική αριστερά όσο και από τη ριζοσπαστική δεξιά. Επιπλέον, παρά την ύπαρξη στρα τηγών με αντιλήψεις προσανατολισμένες σε πραξικοπηματικές ε νέργειες, οι ένοπλες δυνάμεις παρέμεναν νομιμόφρονες στη φιλε λεύθερη δημοκρατία. Τα φτωχά εκλογικά αποτελέσματα του ΜδΙ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 οδήγησαν σε κάποια επιθυμία για αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης, με ένα μεγάλο αριθμό των μετριοπαθέστερων βουλευτών να εγκαταλείπουν το κόμμα, ανή συχοι από ορισμένα χαρακτηριστικά της ηγεσίας ΑΙπιΪΓβηΐε (ΟίΙβεΠ, 1995: 155). Οταν, τελικά, ο Α1πιΪΓ3ηΐε αποσύρθηκε το 1987, το ΜδΙ ήταν σε κατάσταση αναταραχής και διαίρεσης. Η στρατηγική της «παρεμβολής» στο πολιτικό σύστημα, φλερτάρο ντας με την εξτρεμιοτική πολιτική βία, ελάχιστα οφέλη είχε απο 159
δώσει. Πάντως, ο ΟίβηίΓΒηοο Ρΐηΐ, προστατευόμενος του ΑΐιηίΓ3Π16 και προοριζόμενος για διάδοχός του, αναβίωσε το σχέδιο της «παρεμβολής» χωρίς να εγκαταλείπει το νεοφασισμό. Στη συ νέχεια ακολούθησε το παράξενο διάλειμμα του 1990-91 όταν, υπό τον Ρϊηο Καιιΐΐ, τονιζόταν ο επαναστατικός παρά ο συντηρητικός χαρακτήρας του φασισμού. Ο ρατσισμός, λιγότερο εμφανής στον ιταλικό νεοφασισμό από ό,τι στη γαλλική ή τη γερμανική εκδοχή του, περιορίστηκε, ενώ δόθηκε έμφαση στο περιβάλλον και σε προβλήματα της νέας εποχής (ΤβιτΗΐ, 1995:153,156).
Απόδραση από το γκέτο
Εάν κάποιο κόμμα φαινόταν να προορίζεται να εξαφανιστεί πλή ρως από την ιταλική πολιτική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτό ήταν το ΜδΙ. Όμως με τον Ρΐηΐ (επανήλθε ως αρχηγός το 1991) βρήκε έναν ικανό τιμονιέρη που είχε αποκτήσει ανάστη μα από την εποχή που διορίστηκε αρχηγός της νεολαίας του ΜδΙ το 1977, σε ηλικία 25 ετών. Ο Ρΐηΐ είχε λαμπρές επιδόσεις στην τη λεόραση, που ήταν το μέσο από το οποίο οι Ιταλοί αποκτούσαν ό λο και περισσότερο τις πληροφορίες τους για τα πολιτικά γεγονό τα, καθώς επίσης τις εντυπώσεις τους για τους ηγέτες που συναγω νίζονταν για την εξουσία. Η ευγλωττία του Ρΐηΐ και η ικανότητά του να μη «χάνει ποτέ την ψυχραιμία του» προσέλκυαν ψηφοφό ρους όλο και περισσότερο αποπροσανατολισμένους από τις κρί σεις του κομματικού συστήματος μετά το 1992 και φοβισμένους για τα αποτελέσματα που θα είχε αυτό στην οικονομική τους α σφάλεια. Οι μετοχές μιας πρώην ανέγγιχτης δύναμης, όπως το ΜδΙ, αυξάνονταν αργά, καθώς η θεαματική φύση της διαφθοράς, που στον ένα ή τον άλλο βαθμό είχε αγκαλιάσει σχεδόν όλα τα με γάλα κόμματα, ξέσπασε ανοιχτά στη διάρκεια του 1992-93. Η «νεοφασιστική» εικόνα του ΜδΙ έπαψε να αποτελεί εμπόδιο, καθώς οι μνήμες του 1922-45 περιορίζονταν όλο και περισσότερο σε μι κρότερο αριθμό Ιταλών, ενώ οι Κομμουνιστές, οι κύριοι τροφοδό 160
τες του αντιφασισμού, απασχολούνταν με τον καθορισμό του δι κού τους ρόλου στη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο πολιτική. Διακριτικά ανοίγματα προς το ΜδΙ είχαν ήδη γίνει στη δεκαε τία του 1980 από τον φιλόδοξο σοσιαλιστή ηγέτη Μπετίνο Κράξι, που πίστευε ότι οι πιθανότητες να υποσκελιστεί το ΕΚΤστην καρ διά του πολιτικού συστήματος ήταν δυνατόν να αυξηθούν, ενθαρρύνοντας το ΜδΙ να κλέψει ψήφους από το ΟΟ (βλ. Οΐΐ&βιΐ, 1995: κεφ. 7). Πολύ πιο κρίσιμος για το μετασχηματισμό της εικόνας του ΜδΙ ήταν ο ρόλος του προέδρου Φραντσέσκο Κοσίγκα, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς η επταετής θητεία του έ φτανε στο τέλος της, αναστάτωσε το 0(Γ, το δικό του κόμμα, κατη γορώντας το -όπως και την κομματικοκρατία- για πολλές πολιτι κές αμαρτίες (ΤηγοΙιϊ, 1995:203). Ο Κοσίγκα, στις επιθέσεις του κατά της συμπεριφοράς των κυβερνητικών κομμάτων στην ενά σκηση των καθηκόντων τους, δανείστηκε μεγάλο μέρος της λαϊκιστικής ρητορικής του από το ΜδΙ και ανέδειξε πολλές πλευρές της λαϊκής απογοήτευσης, νομιμοποιώντας έτσι την κριτική του ΜδΙ για το μεταπολεμικό καθεστώς (βλ. ΟαΙΙαβΙιεΓ, 1922). Η πλέον βίαιη επίθεση εναντίον του κομματικού κατεστημένου στη Ρώμη προήλθε από τη Νοτά, που υποστήριζε την απόσπα ση της βόρειας Ιταλίας από τον έλεγχο του κέντρου, καθιστώντας την, επομένως, ουσιαστικά αυτοκυβερνώμενη ( Ι α ΚεριώύΙκα, 24 Νοεμβρίου 1993). Η αυξανόμενη υποστήριξη της 1^£3 στις αρχές της δεκαετίας του 1990 εμπόδισε το ΜδΙ να έχει επιρροή ανάμεσα στους βόρειους Ιταλούς της χαμηλότερης μεσαίας τάξης και των μικρών πόλεων, που είχαν αποξενωθεί από τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης από τη Ρώμη. Η βιαιότητα της ρητορικής της ί€β3, όμως, έκανε το ΜδΙ να μοιάζει συγκριτικά μετριοπαθές και αξιοσέβαστο. Ο δημαγωγός ηγέτης της 1^8», υπιΗεηο Βοδδϊ, αναβίω σε ένα δημεγερτικό στιλ πολιτικής που δεν είχε δει η Ιταλία επί πενήντα χρόνια και που έδινε τη δυνατότητα στο ΜδΙ να κρίνεται λιγότερο αρνητικά. Επιπλέον, αν και η είχε οργανικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος αποστερώ ντας τα κυβερνώντα κόμματα από τη νομιμοποίησή τους σε μεγά 161
λο τμήμα του Βορά και από τις ψήφους που χρειάζονταν για να σχηματίσουν βιώσιμες κυβερνήσεις, δεν διέθετε σχέδιο για να κα λύψει το πολιτικό κενό εκτός από τη ρητορική κραυγή «ο Βορράς μόνος». Ούτε και οποιεσδήποτε από τις άλλες δυνάμεις στο κέ ντρο της ιταλικής πολιτικής που είχαν υπονομεύσει το πολιτικό κατεστημένο (διαφωνούντες με το ΟΟ του Μ ηπο δ6£ηϊ, πρόεδρος Κοσίγκα, το κίνημα κατά της μαφίας) είχαν κάποιο συνεκτι κό σχέδιο για να ενώσουν τους ταλαιπωρημένους ή τους μεταρ ρυθμιστές Ιταλούς σε μια νεολανσαρισμένη Δεύτερη Δημοκρα τία. Η ευκαιρία του ΜδΙ να προβληθεί ως γνήσια πολιτική εναλλα κτική λύση ήλθε το 1993, καθώς το ΠΚΓκαι το ΡδΙ, τα κόμματα που είχαν συγκροτήσει κατ’ επανάληψη κυβερνήσεις στις τρεις προη γούμενες δεκαετίες, διαλύονταν. Οι ηγέτες τους κατηγορήθηκαν για διαφθορά, ο αριθμός των μελών τους ελαττωνόταν, διασπά σεις συνέβαιναν, κεφάλαια στέρευαν και οι ψηφοφόροι τούς εγκατέλειπαν κατά εκατομμύρια. Η μεταρρυθμιστική αριστερά φαινόταν προορισμένη να θριαμβεύσει στις γενικές εκλογές που ευρέως υποστηριζόταν ότι ήταν αναγκαίες προκειμένου να καθα ρίσει η πολιτική ατμόσφαιρα και να απομακρυνθούν οι βουλευ τές, ένας στους έξι, εναντίον των οποίων διεξάγονταν έρευνες για εγκλήματα. Οι δημοτικές εκλογές του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 1993 θεωρούνταν πείραμα που θα αποφάσιζε το πολιτικό μέλλον της χώρας. Ο Ρϊηϊ ήταν υποψήφιος για τη θέση του δημάρχου της Ρώμης, ενώ στη Νάπολη κομματική υποψήφια για το αξίωμα αυτό ήταν η Α1ε$$3η<ΐΓ3 Μιι&$οΙΐηΐ, εγγονή του Ντούτσε. Το ΜδΙ τόνιζε το γεγονός ότι αυτό ήταν το μοναδικό κόμμα που δεν είχε μπλεχτεί στην ανάκριση (από δικαστικούς που επιδίωκαν την εξυγίανση) στο πλαίσιο της επιχείρησης ηιαηΐ ραΐΐύ (καθαρά χέρια), η οποία συνέτεινε στην κατάρρευση των παλιών κομμάτων. Έχοντας πά ρει εύσημα από τον πρόεδρο Κοσίγκα, το ΜδΙ κέρδισε την υπο στήριξη του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του πιο δυναμικού επιχειρη ματία της Ιταλίας, άνδρα με μεγάλη πολιτική επιρροή οφειλόμενη στον έλεγχο που ασκούσε στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης. Στις 23 162
Νοεμβρίου του 1993, ο Μπερλσυσκόνι δήλωσε ότι «εάν ήμουν στη Ρώμη σίγουρα θα ψήφιζα υπέρ του Ρΐηΐ» (Ι α ΚβραΜκα, 24 Νοεμ βρίου 1993). Ο ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής εταιρείας της Μι λάν, με τη μακρά ιστορία της, αλλά και τριών εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικών καναλιών, εξέφραζε την άποψη ότι ο Ρΐηΐ ήταν ένας πολιτικός παράγοντας όχι διαφορετικός από τους άλλους και ίσως πολύ καλύτερος από αυτούς. Ούτε ο Ρΐηΐ ούτε η Μουσολίνι κέρδι σαν τις αντίστοιχες μάχες τους αλλά συμμετείχαν στο δεύτερο γύ ρο, στον οποίο ο μεν Ρΐηΐ έχασε με μικρή διαφορά κερδίζοντας το 47% των ψήφων, η δε Μουσολίνι πήρε το 43% των ψήφων. Σα φώς, πολλοί ψηφοφόροι του ΟΟ και του ΡδΙ είχαν περισσότερο ε ντυπωσιαστεί από τα διαπιστευτήρια του ΜδΙ παρά από εκείνα των αριστερών κομμάτων. Ο αντικομμσυνισμός ήταν ακόμη μία αρκετά σημαντική μεταβλητή στην ιταλική πολιτική, έστω και αν το Ρϋδ ισχυριζόταν ότι είχε υιοθετήσει την ιδεολογία και τη ρητο ρική του κομμουνισμού. Το ΜδΙ ήταν επίσης ικανό να εκμεταλλευθεί ζητήματα σχετικά με την οικονομική ανασφάλεια, τους υ ψηλούς φόρους και τη διογκούμενη παλίρροια της παράνομης με τανάστευσης προς την Ιταλία. Με το πολιτικό κέντρο να έχει συρρικνωθεί, οι αναστολές για υποστήριξη ενός κόμματος που δεν έ κρυβε ότι ανήκε στη δεξιά, αλλά στην πολιτική δεξιά, ήταν πολύ λιγότερες από ό,τι ανέμεναν πολλοί παρατηρητές. Στα μέσα του Ιανουαρίου του 1994, ο πρόεδρος Σκάλφαρο διέ λυσε τη Βουλή και εξαγγέλθηκαν εθνικές εκλογές για τις 27 και 28 Μαρτίου 1994. Προηγουμένως, ο Ρΐηΐ αποφάσισε να εκμεταλλευθεί στο έπακρο το πλεονέκτημά του προσπαθώντας να πεί σει ψηφοφόρους ορφανούς εξαιτίας της διάλυσης των κατεστημέ νων κομμάτων, ότι οι νεοφασίστες του χθες είχαν γίνει μετα-φασίστες του σήμερα. Τον Δεκέμβριο του 1993 κέρδισε την υποστήρι ξη από την κεντρική επιτροπή του Μ5Ι για το σχηματισμό της Αϋεαηζα ΝαζίοηαΙε (ΑΝ), που θα ενεργούσε ως νέο μετριοπαθές κέλυφος γύρω από το παλιό ιδεολογικό κόμμα. Στη συνέχεια τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα. Στις 22 Ιανουαρίου 1994, ένα συ νέδριο του ΜδΙ που το παρακολούθησαν 800 αντιπρόσωποι - υιο ί 63
θέτησε το σύμβολο του ΑΝ και κοινό τίτλο για τις επερχόμενες ε κλογές. Το ανακαινισμένο κίνημα παρουσιαζόταν σαν το «κατα φύγιο για κάθε δεξιό» και οι πέντε βασικές ομιλίες που εκφωνήθηκαν με την έναρξή του έγιναν από μετριοπαθείς που δεν είχαν ρίζες στην αντισυστημική κουλτούρα του ΜδΙ (ΒυΙΙ και ΝεννεΙΙ, 1995:78). Ο ιταλικός νεοφασισμός θα αγωνιζόταν στις εκλογές του Μαρτίου με το έμβλημα του ΑΝ, καθώς ο Ρΐηί ισχυριζόταν ότι με ταμόρφωνε το κόμμα του σε ένα σύγχρονο συντηρητικό κίνημα σύμφωνα με τη γραμμή των Γκολιστών. Από την αρχή, διατυπώνο νταν ερωτήματα οχετικά με τη γνησιότητα του μετασχηματισμού, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο αυτός δρομολογήθηκε ξαφνι κά από τα πάνω, χωρίς καμιά δυνατότητα των μελών να συζητή σουν την αποτελεσματικότητα της νέας αφετηρίας. Παρατηρήθηκε ότι ένας κοντινός σύμμαχος του Ρΐηί, ο Ιςηαζίο ία Κιιζζα, υπο ψήφιος στο Μιλάνο, ονομάτισε (σε συνέντευξη σε μια εφημερίδα) τον Μσυσολίνι ως την ιστορική μορφή που θαυμάζει περισσότερο και ότι ο συνυποψήφιας του με το ΑΝ, ΚοΙ>€«ο Ρΐΐάοΐϊη, ξεχώρι σε τον ακόμη πιο ακραίο Ρουμάνο φασίστα ΟοΓηβΙΐυ 0)Π(ΐΓ6&ηυ ως τον ιστορικό ήρωά του (Οοηίεη άβΙΙα Ξετα, 19 Μαρτίου 1994). Όμως το κύρος του ΑΝ τονώθηκε με την επιθυμία του Μπερλου σκόνι να του δώσει ρόλο-κλειδί στην εκλογική συμμαχία της δε ξιάς, την οποία κατασκεύασε μετά την ανακοίνωση, τον Ιανουά ριο του 1994, ότι θα έμπαινε στον πολιτικό στίβο. Ο Μπερλουοκόνι χρησιμοποίησε τα Μέσα και τα διαφημιστι κά τμήματα της εμπορικής αυτοκρατορίας του προκειμένου να λανσάρει τη Ροηα ΙίαΙία (Εμπρός, Ιταλία), δημιουργώντας λέσχες υποστηρικτών που έμοιαζαν χαλαρά με την ποδοσφαιρική λέσχη, ΑΟ Μΐΐ3η. Το Ροηα ΙίαΙία (ΡΙ) παρουσιαζόταν ως μια νέα, σύγ χρονη δύναμη που δεν είχε αμαυρωθεί από την κομματική πολιτι κή. Πραγματικά, ήταν ένα μείγμα παλιού και νέου, ένα κίνημα που χαλιναγωγούσε τις τεχνικές και πολιτιστικές αλλαγές που είχαν φέρει πολλές αμερικανικές αξίες στην ιταλική κοινωνία και κίνη μα που, επίσης, επεδίωκε να αναχαιτίσει τις γρήγορες αλλαγές 164
που θα μπορούσε να θέσουν σε κίνδυνο τα επενδυμένα συμφέρο ντα, ειδικά την αυτοκρατορία του Μπερλουσκόνι, ΡϊηίηνοδΙ, που είχε ευημερήσει μέσω της επιδέξιας χρησιμοποίησης της πολιτι κής της πατρωνίας. Σύμφωνα με τους αντιπάλους του (ΜοΟιτίΗχ, 19956: 163), ο πρωταρχικός παράγοντας που είχε ωθήσει τον Μπερλουσκόνι στην πολιτική αρένα ήταν η υπεράσπιση των ιδιω τικών του συμφερόντων. Αναμφίβολα φοβόταν ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσε να του στερήσει το μονοπωλιακό έλεγχο που ασκούσε στην εθνική εμπορική τηλεόραση και να διερευνήσει την προέλευση του μεγάλου πλούτου του. Η εμφάνιση του Μπερλουσκόνι ήταν ο παράγοντας που έδωσε τη δυνατότητα στο ΜδΙ να βγει από το γκέτο στο οποίο είχε κολλήσει επί πενήντα σχεδόν χρόνια. Αυτός νομιμοποίησε ορισμένα από τα βασικά εν διαφέροντα του κόμματος. Ο αντικομμουνισμός έγινε η κυρία φω νή συσπείρωσης του Ροτζα ΙίαΙία προκειμένου να εμποδίσει τους κεντρώους ψηφοφόρους να στραφούν προς την αριστερά. Τα κα νάλια του Μπερλουσκόνι χρησιμοποιήθηκαν για να παρουσιά σουν ένα νέο μήνυμα στην Ιταλία: ότι δηλαδή η ταύτιση με την πο λιτική δεξιά ήταν πράξη σεβαστή και ότι απ’ αυτό ακριβώς το φά σμα ήταν που θα προέκυπταν λύσεις στα θεμελιώδη προβλήματα της πολιτικής και οικονομικής ζωής της Ιταλίας. Στη νότια και κεντρική Ιταλία, το ΡΙ και το κόμμα του Ρϊηΐ μπό ρεσαν να συμφωνήσουν να παρουσιάσουν κοινή πλατφόρμα, τον Πόλο της Χρηστής Κυβέρνησης, με κοινή λίστα υποψηφίων του ΡΙ και του ΑΝ. Ο Μπερλουσκόνι πέτυχε παρόμοια συμφωνία με τη 1*ξα Νοτά στην υπόλοιπη χώρα, αλλά ο Μπόσι επέμεινε ότι έπρεπε να αποκλειστεί το ΑΝ, με αποτέλεσμα το κόμμα του Ρϊηΐ να προχωρήσει αυτοτελώς στο Βορρά. Το Ροτζα ΙίαΙία στόχευε να εί ναι το πρώτο κόμμα στην ιταλική πολιτική που αντιπροσώπευε τα συντηρητικά ένστικτα και την υπέρ των επιχειρήσεων άποψη της ιταλικής μπουρζουαζίας. Ο σιτνεταιρισμός μεταξύ Μπερλουσκόνι και Ρϊηΐ λειτούργησε ομαλά (σε αντίθεση με τις δυσκολίες που και οι δύο άνδρες συνάντησαν με τον Μπόσι, που είχε εισέλθει στη συμμαχία με τη μεγίστη απροθυμία, φοβούμενος ότι το να παρα 1(>5
μείνει στην απομόνωση διακινδύνευε την εκλογική πτώση του κινήματός του). Υπήρχαν πολλά στοιχεία στο πρόγραμμα του ΑΝ που το ΡΙ μπορούσε να υποστηρίξει. Το πρόγραμμα είχε μέτωπο κατά της ρ3ΓίΐΐοοΓ3ΖΪ3 και υπεραμύνθηκε ενός μεικτού κοινοβου λίου δίνοντας έμφαση στον κορπορατισμό, όπου ένα από τα νομο θετικά σώματα θα αποτελούνταν από αντιπροσώπους των κοινω νικών εταίρων. Επαναβεβαίωνε τις αξίες του καθολικισμού και ενσωμάτωνε μια θέση υπέρ της οικογένειας. Ο ρεγκιοναλισμός απαλείφθηκε ως αρνητική «φυλετική δυναμική». Η Συνθήκη του Μάαστριχτ απορρίφθηκε καταγγελλόμενη ως «μια συνθήκη μετα ξύ τραπεζιτών», ενώ εκφράζονταν φόβοι για γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη (δζηα^εΓ, 1995:90-1). Επίσης, υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των προγραμμάτων του ΑΝ και του ΡΙ, οι οποίες δεν αμβλύνθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Το ΑΝ υπερασπιζό ταν τη μεγάλη κυβέρνηση και το μανιφέστο του τόνιζε την κοινω νική προστασία, το ειδικότερο ενδιαφέρον για το Νότο και την α νάγκη να προστατεύονται οι πολίτες που εξαρτιόνταν από το κρά τος. Αντίθετα, το ΡΙ έδινε έμφαση σε μια φόρμουλα περικοπής φόρων του τύπου Ρίγκαν-θάτσερ, σε σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις και μια δραστική μείωση με άλλους τρόπους του ρόλου του κρά τους. Εντούτοις, οι διαφορές αυτές συγκαλύπτονταν από τη συνο λική επίθεση κατά μιας αριστερής διακυβέρνησης. Η πρόσβαση που είχε το ΑΝ στην τηλεόραση ήταν πρωτοφανής, με τον Ρΐηΐ να αποδεικνύεται ο πιο αποτελεσματικός εκπρόσωπός του. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ΑΝ είχε αυξήσει σημαντικά το εθνικό ποσοστό των ψήφων του από 5,4% (1992) σε 13,5% και είχε γίνει το τρίτο κόμμα από άποψη ψήφων και εδρών. Επίσης, τριπλασίασε τις ψήφους του στις κεντρικές και νότιες περιοχές, α πό το 6,9 και 7,2% στο 19,4 και 21,8% αντίστοιχα (Βιιΐΐ και ΝενεΙΙ, 1995:89). Στο ίαζίο, την περιοχή που περιλάμβανε τη Ρώμη, το ΑΝ αναδείχτηκε το μεγαλύτερο κόμμα, με 21,2% των ψήφων. Διπλασίασε όμως τις ψήφους του και στο Βορρά, κάνοντας άλμα α πό το 3,8 στο 7,5%, διπλασιάζοντας σχεδόν τις ψήφους του στην Τοσκάνη (9,5%) και καταγράφοντας μια μεγάλη αύξηση στην 166
Επτϊ1Ϊ3-Κοιτΐ3£ηα, ένα άλλο προπύργιο της αριστερός. Το 1994, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο Πόλος της Χρηστής Διακυβέρνησης δεν τιμωρήθηκε σε περιοχές όπου εξέχουσα θέση στις λίστες του είχαν οι υποψήφιοι του ΑΝ, ενώ η αντίπαλη κεντροαριστερή ε κλογική συμμαχία πραγματικά βίωσε μεγαλύτερη απόρριψη από τους ψηφοφόρους εκεί όπου συμπεριλαμβάνονταν μέλη των σκλη ροπυρηνικών αριστερών υπολειμμάτων του ΡΟΙ, δηλαδή της Κομ μουνιστικής Επανίδρυσης (ΤβγοΗι, 1995:218). Έτσι, ο φασισμός είχε γίνει λιγότερο αρνητικό σύμβολο από τον κομμουνισμό στο μυαλό πολλών μετακινούμενων Ιταλών ψηφοφόρων. Περίπου το 20% των νέων ψηφοφόρων του ΑΝ προήλθαν από το ΟΟ και το ΡδΙ, χαμηλότερο ποσοστό από εκείνο που πήγαινε στο ΡΙ. Όμως η μεγαλύτερη εισροή νέου αίματος προήλθε από όσους ψήφιζαν για πρώτη φορά και εκείνους γενικά που ήταν κάτω των 25 ετών. Ακό μη και στο Βορρά, το ΑΝ ήταν η πιο δημοφιλής επιλογή γι’ αυτήν την ηλικιακή ομάδα (Κιιζζα και δοΚπιΐάιΚβ, 1995:155). Η δημοτι κότητα του ΑΝ σε μια ηλικιακή ομάδα που επηρεάζεται από την αμερικανική λαϊκή κουλτούρα και με αμυδρότατες μνήμες από το φασισμό, φάνηκε από τα εκλογικά αποτελέσματα της Γερουσίας, στην οποία το ΑΝ είχε κατώτερες επιδόσεις από τις επιδόσεις της Κάτω Βουλής (η μικρότερη ηλικία με δικαίωμα ψήφου στις εκλο γές της Γερουσίας είναι εκείνη των 25 ετών). Οι εκλογές του Μαρτίου 1994 έδωσαν στη ΡΓββάοιη ΑΙΗαηοβ (Συμμαχία Ελευθερίας) πειστική νίκη απέναντι στους κεντροαρι στερούς αντιπάλους της και, τον Μάιο του 1994, ορκίστηκε μια κυ βέρνηση υπό τον Μπερλουσκόνι που περιλάμβανε πέντε μέλη ΑΝ σε συνασπισμό με το ΡΙ και τη 1*ξα Νοηί Η είσοδος των θεωρού μενων νεοφασισιών στην κυβέρνηση μιας μεγάλης δυτικοευρω παϊκής χώρας προκάλεσε και αλλού ανησυχίες. Αξιωματούχοι α πό Γερμανία, Ισπανία, Ελλάδα και Πορτογαλία ανησυχούσαν ότι συνεργαζόμενοι με νεοφασίστες στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. θα καθιστούσαν το νεοφασισμό πιο ευυπόληπτο στις χώρες τους. Στις 29 Μαΐου ο Βέλγος και ο Δανός Υπουργοί Τηλεπικοι νωνιών αρνήθηκαν να χαιρετίσουν διά χειραψίας τους ομολόγους 167
του της ΑΝ. Όμως ο Οοιΐ£ΐα$ Ηιιπΐ, ο Βρετανός υπουργός Εξωτε ρικών, δήλωσε ότι η κυβέρνηση του «δεν είχε επιφυλάξεις» για συνεργασία με τη νέα ιταλική κυβέρνηση (Κββήηξ'χ Οοηίεηχροταιγ ΑκΗΐνεί, 1994). Ο ισχυρισμός του Μπερλουσκόνι ότι όλες οι συνιστώσες της Συμμαχίας για Ελευθερία ήταν δεσμευμένες στη δημοκρατία υπονομεΰθηκε από μια τοπική εκδήλωση, στις 15 Μαΐσυ, κατά την ο ποία επετράπη σε 200 μελανοχίτωνες και σκίνχετζ, που χαιρετού σαν ναζιστικά, να παρελάσουν διά μέσου της πόλης νϊοεηζβ, γιορ τάζοντας τη συμμετοχή του ΑΝ στην κυβέρνηση. Περαιτέρω αμφι βολίες ως προς την ειλικρίνεια της αποδοκιμασίας του φασισμού εκ μέρους του ΑΝ δημιουργήθηκαν στις 16 Μάίου, όταν έγινε γνωστό ότι είχε τεθεί προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο ΐίρόταση νόμου που θα ανακαλούσε την από μακρου συνταγματική απαγό ρευση της αναβίωσης του Φάσιστικου Κόμματος (Ουαπϋαη, 18 Μαΐου 1994). Το διάταγμα αυτό είχε προταθεί από το 1978 και το 1993 το ξαναπρότεινε ο ίδιος ο Ρΐηί, αν και το 1994 δήλωσε ότι η πρωτοβουλία αυτή υπήρξε «τρομερό σφάλμα». Η δυσφορία για τη συμμετοχή του ΑΝ στην κυβέρνηση κορυφώθηκε από το γεγονός ότι, καθώς σχηματιζόταν η 53η κυβέρνη ση της Ιταλίας, η Ευρώπη κατέγραφε την 50ή επέτειο της ήττας του φασισμού. Ο Ρΐηί προκάλεσε σύγχυση δηλώνοντας ότι με την από βαση της Νορμανδίας η Ευρώπη ξανακέρδισε την ελευθερία της, αλλά έχασε την ανεξαρτησία του πνεύματός της (ΐ£ηαζΐ, 1994: 110). Ο ίδιος προτιμούσε να ορίζει τα γεγονότα στην Ιταλία μετα ξύ της πτώσης του Μουσολίνι τον Ιούλιο του 1943 και της τελικής απελευθέρωσης της Ιταλίας το 1945 ως εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα σε «φασίστες πατριώτες» και «κομμουνιστές παρτιζάνους». Αφού εκατομμύρια Ιταλοί με την ψήφο τους είχαν δείξει ότι δεν δυσανα σχετούσαν που έβλεπαν τους κατευθείαν απογόνους των φασι στών να αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες, ο Ρϊηϊ υποστήριζε ότι ήταν καιρός να αφήσουν αυτή την αμφιλεγόμενη περίοδο της ι ταλικής Ιστορίας εκτός πολιτικής και πρότεινε λήθη στο ζήτημα αυτό, εάν οι αριστεροί αντίπαλοί του υπόσχονταν επίσης να απέ 168
χουν από κάθε εκμετάλλευση του γεγονότος αυτού (Οιιιη&εΙ, 19956). Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στο ιταλικό εβδομαδι αίο έντυπο V Εχρκχχο (22 Απριλίου 1994), στην οποία οι ερωτώμενοι καλούνταν να κρίνουν ποιος είχε τη μεγαλύτερη ευθύνη για τα γεγονότα στα τελευταία χρόνια του πολέμου, έδωσαν κάποια ανακούφιση στο ΑΝ: το 20,6% από όσους απάντησαν ήταν έτοιμοι να επιρρίψουν την ευθύνη στους παρτιζάνους, το άλλο 25,5% κα τηγορούσε και τους παρτιζάνους και τους φασίστες, ενώ το 38,3% κατηγορούσε τους φασίστες και ένα άλλο 15,6% δεν απαντούσε ή δεν είχε γνώμη. Επίσης, ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να πουν αν συμφωνούσαν με την πρόσφατη δήλωση του Ρΐηΐ, με την οποία περιέγραφε τον Μουσολίνι ως αναμφίβολα το μεγαλύτερο πολιτι κό του αιώνα. Η δήλωση του Ρΐηΐ υπήρξε πιθανώς ο κύριος παρά γοντας που είχε προκαλέσει τις αμφιβολίες των ξένων σχετικά με τη γνησιότητα της αποστασιοποίησής του από το νεοφασισμό και σχεδόν το ένα τέταρτο όσων απάντησαν (23,2%) συμφωνούσε με αυτό σε σύγκριση με το 71,6% που το απέρριπτε πλήρως ή κατά το πλείστον. Περισσότερες αμφιβολίες σχετικά με τη δέσμευση του Ρΐηΐ στην πλήρη δημοκρατική πολιτική υπήρξαν όταν σε μια συνέ ντευξη στη Ι α Ξίαπιρα στις 3 Ιουνίου 1994 δήλωσε ότι «υπάρχουν περίοδοι στις οποίες η ελευθερία δεν είναι η πιο σημαντική αξία. Ο φασισμός περιέστειλε τις ελευθερίες του συνεταιρίζεσθαι για το καλό της κοινωνικής προόδου». Συνέχισε ισχυριζόμενος ότι «μέχρι το 1938, ένα λεπτό πριν από την υπογραφή των φυλετικών νόμων (που εισήγαγαν ναζιστικής έμπνευσης περιορισμούς στους Εβραίους της Ιταλίας), ήταν πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς το φα σισμό με τρόπο αρνητικό» (Ριιεηίεδ, 1994). Δηλώσεις και πράξεις του ΑΝ στη διάρκεια της διακυβέρνη σης Μπερλουσκόνι έδειξαν ότι αυτό δεν είχε απορρίψει ακόμη έ να πυρηνικό στοιχείο του φασισμού: τον υπερεθνικισμό. Τον Α πρίλιο του 1994 εκφράστηκαν ανησυχίες στην Ευρώπη ότι η Ιτα λία θα μπορούσε να εμπλακεί ενεργητικά στη σύγκρουση στα Βαλκάνια, όταν ο Μ ϊγ Κο Τ Γ ε π ΐ2 £ ΐΪ3 , βουλευτής του ΑΝ, που επρό169
κειτο να διοριστεί σύντομα επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Κάτω Βουλής, απαίτησε να αποκηρύξει η Ρώμη τη Συνθήκη του Οδΐπιο του 1975, που καθόριζε τα βορειοανατολικά σύνορα της Ιταλίας με τη Γιουγκοσλαβία. Ο ΤΓ€ΐτΐ3§1ί3 υποστήρι ζε ότι αφού η Γιουγκοσλαβία είχε διαλυθεί, η Ιταλία δεν ήταν υπο χρεωμένη να σεβαστεί τη συνθήκη και συνεπώς η χερσόνησος της Ι81ΙΪ3 και τμήματα της Δαλματίας, που ανήκαν στην Ιταλία του Μουσολίνι, θα έπρεπε να επανέλθουν στη δικαιοδοσία της Ρώμης (Ιηάβρβηάεηΐ, 23 Απριλίου 1994). Ο ηγέτης του κόμματος δεν αποκήρυξε τον ΤΓεπίίβΙία, ακόμη και όταν ο πρόεδρος Σκαλφάρο είχε παρέμβει νωρίτερα για να διαβεβαιώσει ότι αυτός ο βετεράνος νεοφασίστας, που είχε αγωνιστεί για τη Δημοκρατία του δβΐό το 1944-45, δεν θα έπαιρνε το κυβερνητικό αξίωμα του υπουργού των Απόδημων Ιταλών. Αντίθετα, οι απόψεις του για ανάκτηση χαμένων εδαφών βρέθηκαν να ευνοούνται επίσημα στο ΑΝ, και ί σως κι έξω απ’ αυτό, όταν η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι πρόβαλε βέτο στην προσπάθεια της Σλοβενίας να είναι υποψήφια για έντα ξη στην Ε.Ε., αναβιώνοντας μια μακρά διαμάχη σχετικά με τα δι καιώματα ιδιοκτησίας πρώην Ιταλών κατοίκων σ’ αυτήν την πρώ ην γιουγκοσλαβική δημοκρατία. Αυξήθηκαν οι εικασίες ότι το ΑΝ καλλιεργούσε σχέσεις με το στασιαστικό σερβικό καθεστώς του Ράντοβαν Κάρατζιτς στη Βοσνία, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ιταλική επιρροή στην ανατολική Αδριατική. Ο Μ ηγοο Τ εγοΗϊ , πρώην ανερχόμενος αστέρας στο Μ5Ι που είχε γίνει ένας από τους σπουδαιότερους αναλυτές της ακροδεξιάς στην Ιταλία, θεώρησε ότι ο Ρϊηΐ ήλπιζε να φτάσει σε συμφωνία με τον πρόεδρο της Σερβίας προκειμένσυ να ανακτηθούν τα πρώην ι ταλικά εδάφη στην ΙδΙιϊα και τη Δαλματία (Τ ηγοΗϊ , 1995: 182). Εξαιτίας του αποσταθεροποιητικού της ρόλου στην πρώην Γιου γκοσλαβία, η Ιταλία αρνήθηκε να συμμετάσχει στην «Ομάδα Ε παφής» που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 1994 για να εργαστεί με στόχο την κατάπαυση του πυρός στη Βοσνία (Κβ&ίηξ’ζ ϋοηίαηροΓατγ ΑκΗΐνεχ, 1994). Ο Ρΐηΐ ήταν ανυποχώρητος για την ανάγκη να αποκατασταθεί 170
ο εθνικισμός ως καθοριστική αξία στην ιταλική πολιτική κουλτού ρα και, όπως ο Μπερλουσκόνι, το θεώρησε ένα ιδανικό που το εί χαν παραμελήσει τα άλλα κόμματα από το 1945 και ιδανικό τέτοιο που πρόσφερε πραγματικές δυνατότητες ώστε να εγκαθιδρύσει η δεξιά την αξιοπιστία της στην ιταλική πολιτική ζωή. Στη συνέντευ ξή του στη Ι λ δίαηιρβ το 1994, ο Ρΐηί δήλωνε: Πιστεύω ότι η Ιταλία έχει απολέσει τη μνήμη της επειδή δεν έχει αποδώσει καμιά αξία στην έννοια του «έθνους». (...) Επρόκειτο επίσης για σφάλμα του Φασισμού που μερικές φορές συνέχεε «το έθνος» με τον εθνικισμό και ανεπίτρε πτες υπερβολές. Ως αποτέλεσμα, το έθνος ξεχάστηκε μαζί με τον εθνικισμό (ΡιαεηΙβδ, 1994). Οι αμφισημίες που περιέχονταν στα σχόλια του Ρϊηϊ σχετικά με τις αντίστοιχες αξίες του φασισμού και της δημοκρατίας, χωρίς να α ναφέρουμε την ερωτοτροπία του με τον αλυτρωτικό εθνικισμό, έ δωσε όπλα στους επικριτές του, που ήταν πεπεισμένοι ότι η δέ σμευσή του στο μετα-φασισμό οφειλόταν κυρίως σε απαιτήσεις δημοσίων σχέσεων παρά σε σοβαρή αλλαγή νοοτροπίας σχετικά με την εγκυρότητα των πρώην ουσιαστικών πολιτικών πεποιθήσεών του. Μέχρι τον Μάιο του 1994, το ΑΝ δεν είχε παραγάγει κά ποιο μανιφέστο διαφορετικό από εκείνο του ΜδΙ. Δεν έγινε κα μιά προσπάθεια να τροποποιηθεί η συμπαγής αυταρχική δομή του ΜδΙ που προερχόταν από την εποχή του ΑΙωΪΓΒηίε. Ούτε και εμ φανίστηκαν στο προσκήνιο νέες πολιτισμικές αναφορές ή νέοι η γέτες ώστε να διακρίνεται το ΑΝ από το ΜδΙ (Ιβηβζΐ, 1994: 113). Μόνο οι 30 από τους 107 βουλευτές του ΑΝ (και 14 από τους 47 γε ρουσιαστές του ΑΝ) μπορούσαν να ισχυριστούν ότι δεν είχαν πα ρελθόν με το ΜδΙ. Ο Ρΐηί όμως αποδείχτηκε ικανός να βελτιώσει το κύρος του ΑΝ στη διάρκεια της επτάμηνης ζωής της κυβέρνη σης Μπερλουσκόνι. Ήταν τόσο αποτελεσματικός ο συνεταιρι σμός των δύο ανδρών, ώστε ήταν φυσιολογικό να ακούγονται προβλέψεις από σχολιαστές προερχόμενους από το κυρίαρχο ρεύμα, ότι ο Ρϊηϊ ήταν ικανός να γίνει αρχηγός ενός ενωμένου κι 171
νήματος της ιταλικής δεξιάς εάν ο Μπερλουσκόνι εγκατέλειπε την πολιτική, στερώντας ε'τοι το ΡΙ από το συνδετικό του κρίκο. Αντί θετα, ο ηγέτης της Ι ^ α Νατά, Μπόσι, ασκούσε διασπαστική επί δραση σε μια συμμαχία την οποία θα διε'λυε στο τε'λος του 1994, ε πειδή αισθανόταν ότι αυτή αναιρούσε το στόχο του για μια ομό σπονδη Ιταλία. Πολλοί Ιταλοί που παρατηρούσαν τη διαφορά προσέγγισης της πολιτικής από τον ακατάστατο και συχνά στομ φώδη Μπόσι και από τον ήπιο, ήρεμο Ρΐηΐ δεν θα δυσκολεύονταν να χαρακτηρίσουν τον πρώτο κανονικό εξτρεμιστή και το δεύτερο έμφυτο μετριοπαθή. Δεν είναι παράξενο που τα ποσοστά του Ρΐηΐ στις δημοσκοπήσεις αυξήθηκαν σταθερά μεταξύ 1994 και 19%, α κόμη και μεταξύ των Ιταλών που ψήφιζαν κεντροαριστερά. Η εικόνα του ΑΝ ενισχύθηκε από τη χαμηλών τόνων συμπερι φορά των μελών του στην κυβέρνηση, που προέρχονταν από την πτέρυγα των πραγματιστών του κόμματος. Πίσω από τη δημιουρ γία του ΑΝ, κινητήρια δύναμη υπήρξε ο Οΐιι$ερρε ΤαΠατεΙΙα, α ντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Ταχυδρομείων και Τηλεφωνίας. Ο Οοηιβηϊοο ΡΐχΐςΗεΙΙ», ο υπουργός Πολιτισμού, ή ταν μοναρχικός, το αξίωμα του υπουργού Περιβάλλοντος δόθηκε στον ΑΙΙΐεΓΟ ΜαΚεοΙΐ, ενώ η Αϋπ3π3 Ροΐϊ ΒοτΙοπε, η υπουργός Γε ωργίας, ήταν η μοναδική γυναίκα στην κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, ο ΡιιΜΐο Ρΐοπ, ο υπουργός Μεταφορών, έμεινε εκτός, εξαιτίας του ότι προηγουμένως υπήρξε ηγετική μορφή στην ομάδα του ϋΟ που υποστήριξε το βετεράνο ισχυρό άνδρα Τζούλιο Αντρεότι, ο οποί ος τώρα δικαζόταν για συνεργασία με τη μαφία. Είναι πιθανό ότι το ΑΝ θα στρατολογήσει περισσότερους οπα δούς από το χώρο του 0 0 , ειδικά σε περιοχές του Νότου, όπου οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες μπορεί να αντιληφθούν ότι η πολιτι κή των πελατειακών σχέσεων και του κορπορατισμού προάγεται περισσότερο μέσω της προσκόλλησης στη συντηρητική δεξιά. Τον Ιανουάριο του 1994, ιδρύθηκαν λέσχες ΑΝ με τον ειδικό σκοπό να προσελκύσουν μέλη των πρώην κατεστημένων κομμάτων. Η στρατολόγηση μελών περιορίστηκε στα υπάρχοντα μέλη του ΜδΙ και, αν τελικά ο αριθμός που διαμορφώθηκε (850) έχει κάποια σημα 172
σία, μπορεί να έχει αποδειχθεί αποτελεσματικό μέσο για ξεπέρα σμα των αναστολών που είχαν οι πολιτικά συντηρητικοί για τη διασύνδεση με νεοφασίστες (ΕηάεΕΠ, 1995). Το 1995, ένας έμπει ρος παρατηρητής της άκρας δεξιάς, ο Μβγοο ΤηγοΠι, ισχυρίστηκε ακόμη ότι ο σαφής στόχος ορισμένων τμημάτων της ηγεσίας του ΜδΙ ήταν το κόμμα να κληρονομήσει το διαμεσολαβητικό ρόλο του ΟΟ προς όφελος ορισμένων κοινωνικών ομάδων που, ειδικά στο Νότο, ήταν κυριολεκτικά ορφανές εξαιτίας της διάλυσης της Χριστιανικής Δημοκρατίας (ΤηγοΗϊ, 1995: 253). Μέχρι την περίοδο που γράφονταν οι λέξεις αυτές, το ΜδΙ είχε εξαφανιστεί από την Ιστορία. Στο προαναφερθέν συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Ρίυββϊ, τον Ιανουάριο του 1995, το ΜδΙ εί χε τυπικά τερματίσει την ύπαρξή του και αντικατασιάθηκε από ΧιρΑΙΙβαηζα ΝαζίοηαΙβ (ΑΝ). Το νέο κόμμα παρουσιαζόταν ως έ να κόμμα που είχε εγκαταλείψει τον κορπορατισμό και αποδεχό ταν τη δημοκρατία, που αποκήρυσσε το ρατσισμό και έβλεπε την εποχή Μουσολίνι σαν μοναδική περίοδο της Ιστορίας, με ανεπα νάληπτες τις συνθήκες που τη δημιούργησαν. Τελικά, είχε φτάσει ο καιρός ο νεοφασισμός να δώσει τη θέση του στο μετα-φασισμό. Ο Ρϊηϊ ήθελε να καταστήσει τον όρο «δεξιός» όχι μόνο νομιμοποι ημένο, αλλά και δημοφιλή. Εντούτοις, δεν ήταν δύσκολο να βρει κανείς αντιπροσώπους ανυπόμονους να προσκολληθούν στη φα σιστική κληρονομιά. Ο ΑηάΓενν ΟυπιΙ>€ΐ, της Ιηάβρβηάεηί οη 8ιιηάαγ του Λονδίνου, πήρε συνέντευξη από έναν 20χρονο αντι πρόσωπο, τον ΑΙεχδβηόΐΌ νετοπεδε, φοιτητή της νομικής από την Μπολόνια, που έδειχνε ατάραχος με ό,τι ο Ρϊηϊ θεωρούσε ως τον επιφανειακό χαρακτήρα της αλλαγής της εικόνας του: «Φυσικά, εμείς δεν απορρίπτομε το φασισμό. Η Εθνική Συμμαχία (ΑΝ) δεν θα ήταν τίποτα χωρίς το φασισμό και το ΜδΙ δεν θα ήταν τίποτα χωρίς το φασισμό. Δεν μπορείτε να αγνοήσετε την Ιστορία» (Οιιιπϋβΐ, 1995»). Ο νετοηβδε είπε ότι υποστήριξε τον Ρϊηϊ λόγω της ικανότητάς του να έχει αντιφατικές απόψεις σε ζητήματα ό πως ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας: «Λέει ότι είναι φιλελεύ θερος ενώ παραμένει κορπορατιστής. Μοιάζει με τον Μουσολίνι, 173
ο οποίος είχε την ικανότητα να παραμένει συνεπής ακόμη και ό ταν άλλαζε άποψη» (ΟυπιΗεΙ, 19953). Η μετριοπαθής στάση του Ρϊηΐ ενισχύθηκε, εντούτοις, όταν ο Ρϊηο Καυίί και οι ριζοσπάστες του ΜδΙ που δεν απέρριπταν την ε τικέτα του «φασίστα» εγκατέλειψαν το ΑΝ. Ο ΚβυΙί πάντα απέρριπτε την ετικέτα «δεξιός» λόγω της έλξης του προς τον καπιταλι σμό και το συντηρητισμό, αφού ήθελε ο φασισμός να είναι μια ε παναστατική εναλλακτική κατάσταση. Αναζητώντας σεβασμό, ο Ρϊηΐ είδε θετικά την αποχώρηση αυτών των δογματικών. Όμως οι αποσκιρτήσεις ήταν μικρής κλίμακας, πράγμα που σήμαινε ότι πολλοί που ήταν έτοιμοι να συμβιώσουν με τη νεοφασιστική επω νυμία, παρέμειναν στο νέο κόμμα. Ένας από αυτούς ήταν ο Ρβχςιιβίε δςυΐΐϊεπ, γερουσιαστής του ΑΝ από το 1994 μέχρι το 1996, ο οποίος πίστευε ότι τα αντισημιτικά Πρωτόκολλα των Σο φών της Σιών όχι μόνο δεν ήταν κατασκευασμένα αλλά, αντίθετα, ήταν γνήσια ντοκουμέντα (Ζ,’ Εχρινχχο, 8 Απριλίου 1994). Ξένα κόμματα, ωστόσο, όπως οι Ρεπουμπλικάνοι των Ηνωμένων Πολι τειών, οι Γάλλοι Γκολιστές και ακόμη το Αικσύντ του Ισραήλ, εί χαν τη διάθεση να δεχθούν για τον Ρϊηΐ το τεκμήριο της αμφιβο λίας στέλνοντας παρατηρητές στο συνέδριο του 1995 (ΤβγοΙιϊ, 1995: 254). Σημάδι ότι η αντιπαράθεση αριστεράς-δεξιάς στην Ιταλία είχε μετριαστεί κάπως, ήταν επίσης η παρουσία παρατηρη τών από το Ρϋδ. Ο Ρϊηΐ εξήλθε ισχυρότερος από την κυβερνητική εμπειρία από ό,τι ο Μπερλουσκόνι. Ο μεγιστάνας των Μέσων διέπραξε στοιχει ώδη σφάλματα, ειδικά με τις ανοιχτές απόπειρες να φιμώσει τις ανακριτικές αρχές όταν άρχισαν να διερευνώνται οι οικονομικές υ ποθέσεις της εταιρείας του, Ρΐηϊηνβδί. Επίσης, απέτυχε να επιλύ σει τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των πολιτικών φιλοδο ξιών του και του μονοπωλίου που απολάμβανε ως προς την εμπο ρική τηλεόρασή του. Ούτε έδειξε να είναι κανονικός πολιτικός: το υπόβαθρό του ως πλούσιου επιχειρηματικού παράγοντα σήμαινε ότι προσδοκούσε συμμόρφωση όταν η πειθώ θα μπορούσε να τον έχει καταστήσει ικανό να πετύχει τους στόχους του πολύ ευκολό 174
τερα. Είναι σημαντικό ότι ο Ρϊπί παρέ μείνε εκτός κυβέρνησης, πράγμα που σήμαινε ότι είχε εκτεθεί πολύ λιγότερο στην κριτική των Μέσων από ό,τι ο Μπερλουσκόνι. Εκείνα από τα μέλη του ΑΝ στο υπουργικό συμβούλιο που έτειναν να κρατούν χαμηλό προ φίλ, αντίθετα από μερικούς από τους συναδέλφους τους του ΡΙ, στηλιτεύονταν από την επιχειρηματική πτέρυγα και την πτέρυγα των Μέσων της αυτοκρατορίας Μπερλουσκόνι. Ο Ρΐηΐ είχε απο κτήσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά εθνικού ηγέτη παραμένοντας μακριά από τη διοίκηση Μπερλουσκόνι, που χαρακτηριζό ταν από έριδες. Μέχρι τη στιγμή που έχασε την πλειοψηφία, λόγω της αποσκίρτησης της ίββ», θύμιζε περισσότερο τους βραχύβιους προκατόχους της παρά το μεταρρυθμιστή πολιτικό που επιθυμού σε να εγκαταστήσει ο Μπερλουσκόνι. Δύσκολα εντόπιζε κανείς κάποιες διοικητικές βελτιώσεις ή με ταρρυθμίσεις πολιτικής που να υποδήλωναν ότι ο Μπερλουσκόνι είχε δημιουργήσει μια «Δεύτερη Δημοκρατία» από τις στάχτες του ανυπόληπτου κομματικού καθεστώτος του 1946-94. Ο Ρΐηΐ υ ποστήριζε ότι η αποτυχία οφείλεται στους δυσκίνητους κανονι σμούς της ιταλικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίος έπρεπε να λειτουργήσει ο Μπερλουσκόνι. Στη διάρ κεια της προσωρινής κυβέρνησης του οικονομολόγου Ι^ΓηβεΠο Ε>ϊηί (πρώην υποστηρικτή του Μπερλουσκόνι) το 1995-96, ο Ρΐηΐ εγκαινίασε μια καμπάνια για συνταγματική μεταρρύθμιση που ι σχυριζόταν ότι τελικά θα απελευθέρωνε τις κυβερνητικές διαδι κασίες. Ο ίδιος πιστεύει ότι μόνο ένας άμεσα εκλεγμένος πολιτι κός ηγέτης μπορεί να αποκτήσει επαρκή εξουσία για να αποφύγει την ομηρία των εσωκομματικών φιλονικιών. Στο μοντέλο του για μια προεδρική δημοκρατία, οι ψηφοφόροι θα εξέλεγαν έναν «αρ χηγό κράτους» ή έναν «εθνικό δήμαρχο» που θα διόριζε την κυ βέρνηση. Το Κοινοβούλιο θα υποβαθμιζόταν σε σημασία και η αρ χή της διάκρισης των εξουσιών θα ανατρεπόταν. Δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η υποστήριξη για την πρότασή του ανάμεσα στους ψηφοφόρους επεκτεινόταν πολύ πέρα από εκείνους τους Ιταλούς που κανονικά θα μπορούσε να αναμενόταν ότι ψήφιζαν υπέρ του 175
ΑΝ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επικριτές φοβήθηκαν πιστεύοντας πως, κάτω από ένα τέτοιο σύστημα, το ΑΝ θα αποκτούσε πλήρη έ λεγχο του κρατικού μηχανισμού και ότι ανεξάρτητα κέντρα ι σχύος, όπως η δικαιοσύνη, Οα υποτάσσονταν. Οι επικριτές αυτοί επικαλούνταν το ζήλο τον οποίο είχαν επιδείξει οι υπουργοί του ΑΝ τοποθετώντας υποστηρικτές τους σε θέσεις-κλειδιά στο υ πουργείο Γεωργίας και στην κρατική τηλεόραση και ισχυρίζονταν ότι στη δημοκρατία του Ρϊηϊ μικρή πιθανότητα θα υπήρχε να αποκαλυφθεί η διαφθορά από επαγρυπνούντες δημόσιους λειτουρ γούς (ΜοΟβγΙΗ^, 1995Η: 18). Τα επιχειρήματά τους ενισχύθηκαν όταν ο στενότερος σύμβουλος του Ρΐηί για συνταγματικά ζητήμα τα, ο Οοπιεηϊοο ΡίχίοΗεΙΙβ, έφυγε τον Ιανουάριο του 1996 από το ΑΝ, ισχυριζόμενος ότι το σχέδιο δράσης του αρχηγού του ήταν «ουσιαστικά ανελεύθερο», αν και στη συνέχεια «επέστρεψε στο μαντρί» (Οιιπιβεί, 1996). Συναισθανόμενος το βαθμό της λαϊκής υποστήριξης για την προεδρική του δημοκρατία, ο Ρΐηί έθεσε ζήτημα εμπιστοσύνης για την προσωρινή κυβέρνηση που προσπαθούσε να συγκροτήσει ο πρόεδρος Σκάλφαρο μετά την παραίτηση του Οϊηΐ, με αποτέλε σμα να προκηρυχθούν νέες εκλογές. Την άνοιξη του 1996, επομέ νως, το ΑΝ πραγματοποιούσε την τρίτη του γενική εκλογική χαμπάνια στην Ιταλία μέσα σε τέσσερα χρόνια, προφανώς από θέση ισχύος. Παρότι ο Μπερλουσκόνι είχε αποστασιοποιηθεί από τις συνταγματικές προτάσεις του Ρΐηί, για μια ακόμη φορά τα κόμμα τά τους σχημάτισαν κοινή λίστα υποψηφίων σε μια Συμμαχία Ε λευθερίας, που τη φορά αυτή κάλυπτε ολόκληρη την Ιταλία. Δημο σκοπήσεις είχαν δείξει ότι ο Ρΐηί ήταν ο πιο δημοφιλής πολιτικός της Ιταλίας το χειμώνα του 1995-96, επιβεβαιώνοντας έτσι την ει κόνα του ως σεβαστού και χαρισματικού προσώπου στα μάτια πολλών Ιταλών, που δεν ανήκαν όλοι στην πολιτική δεξιά (ΤΗβ Εεοηοτηίεί, 27 Απριλίου 1996). Η ειρωνεία είναι ότι τώρα η Συμ μαχία για την Ελευθερία ήταν μια σταθερά δεξιά δύναμη, με τον Μπερλουσκόνι να έχει εκκαθαρίσει τους κεντρώους βουλευτές του. Ορισμένοι σχολιαστές προέβλεπαν ακόμη ότι το ΑΝ θα κέρ 176
διζε περισσότερες έδρες και ψήφους από το ΡΙ, αλλά κάτι τέτοιο δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή δυνατότητα, λόγω του καλού πλασαρί σματος που είχε το ΡΙ καϋο'κ καταρτίζονταν οι λίστες. Παρά την άφθονη χρηματοδότηση και πρόσβαση στα Με'σα που απολάμβανε η Συμμαχία για την Ελευθερία το 1996, είχε χά σει την αξιοπιστία της από πολλές απόψεις. Ιδιαίτερα, δεν είχε πλέον το πλεονέκτημα που αναμφίβολα κατείχε το 1994, όταν, χω ρίς συμβιβαστικό παρελθόν, παρουσιάστηκε ως δυνητική θερα πεία για τα προβλήματα της Ιταλίας. Η σύντομη περίοδος στην ε ξουσία εντούτοις απέδειξε ότι, στην πραγματικότητα, δεν γνώριζε τι να κάνει με τις ευθύνες της κυβέρνησης. Ακόμη έχασε την αξιο πιστία της ως δύναμη μετριοπαθούς αλλαγής. Αντίθετα, η αριστε ρά απόκτησε τελικά το μανδύα του μετριοπαθή. Σχηματίστηκε μια ομαδοποίηση της αριστερός και τμημάτων του κέντρου, αποκαλούμενη Συμμαχία της Ελιάς, με συμφωνία σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα που μπορούσε να συνοψιστεί ως οικοδόμηση του κοι νωνικού καπιταλισμού. Ο υποψήφιος πρωθυπουργός της ήταν ο Ρομάνο Πρόντι, πρώην προοδευτικός τεχνοκράτης κοντά στους Χριστιανοδημοκράτες, διασκεδάζοντας τους φόβους των αγορών από την παρουσία πρώην κομμουνιστών στην κυβέρνηση. Οι Η νωμένες Πολιτείες, έχοντας ήδη την εμπειρία καλών δεσμών με κυβερνήσεις στις οποίες ηγούνταν πρώην κομμουνιστές στην Πο λωνία και την Ουγγαρία, δήλωσαν επίσης ότι ήταν αδιάφοροι από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ακόμη και η Καθολική Εκκλησία αποφά σισε να παραμείνει έξω από τις εκλογές και να μη δώσει συμβου λές για το πώς να ψηφίσουν οι πολίτες. Έτσι, οι εκλογές του 1996 ήταν κάπως σαν σημείο καμπής που έδειχνε την κατακόρυφη μεί ωση της σημασίας του Ψυχρού Πολέμου ή και της θρησκείας ως παραγόντων που καθορίζουν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Αυτά ήταν άσχημα νέα για την εν τω γεννάσθαι δεξιά, που παρου σιαζόταν διαιρεμένη σχετικά με την οικονομική στρατηγική: το ΑΝ εξακολουθούσε να δίνει έμφαση στον κοινωνικό πατερναλι σμό, ενώ το ΡΙ υποσχόταν ένα πρόγραμμα τεράστιων περικοπών φόρων, πράγμα που θα καθιστούσε πολύ δύσκολο για τον Ρΐηΐ να 177
προστατέψει τους υποστηρικτές του στο Νότο από δύσκολους οι κονομικά καιρούς. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας της 21ης Απριλίου 1996 έδει ξε μικρή μεταβολή των αντίστοιχων δυνάμεων της αριστεράς και της δεξιάς σε σύγκριση με το 1994. Το συγκεντρωτικό ποσοστό των ψήφων του ΑΝ και του ΡΙ για το 25% των θέσεων που εξελέγησαν με αναλογική εκπροσώπηση ήταν 36,3%, σε σύγκριση με το 34,5% το 1994, με το ΑΝ να έχει αυξήσει το ποσοστό του από το 13,5% στο 15,7% και το ΡΙ να έχει υποχωρήσει ελάχιστα από το 21% στο 20,6%. Όμως η Συμμαχία της Ελιάς είχε την πλειοψηφία και στις δύο Βουλές λόγω των ψήφων του κέντρου που είχε κερδί σει, μολονότι εξαρτιόταν από τη στήριξη της Μαρξιστικής Κομ μουνιστικής Επανίδρυσης. Παρότι το ΑΝ αύξησε το ποσοστό των ψήφων του, το εκλογικό παιχνίδι του Ρϊηΐ θεωρήθηκε αποτυχία. Η φήμη του ως τακτικιστή πολιτικού μειώθηκε, καθώς έγινε σαφές ότι θα είχε αυξήσει το πολιτικό του κεφάλαιο αν είχε υποστηρίξει τον Μπερλουσκόνι στην αρχή του 1996, ενώ ήταν έτοιμος να κλεί σει συμφωνία με την αριστερά για την αναδιαμόρφωση των κανό νων του ιταλικού πολιτικού συστήματος (δοβίίβπ, 1996). Τα πράγ ματα έγιναν χειρότερα όταν το Κοινωνικό Κίνημα του Ρΐηο Καιιΐί, παρότι πήρε μόνο το 0,9% των ψήφων και μία έδρα (στη Σικελία), στέρησε τη νίκη στο ΑΝ σε τουλάχιστο 33 έδρες. Ο Ρϊηΐ ισχυρίστη κε ότι οι ψηφοφόροι μπερδεύτηκαν από τα εκλογικά σύμβολα που χρησιμοποίησε το Κοινωνικό Κίνημα, αλλά αυτό που είχε σημα σία ήταν ότι ορισμένοι από τους ικανότερους νέους υποψηφίους του απέτυχαν να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο (Ιμ ΚβραύΜοα, 23 Απριλίου 1996). Περιορισμένο στα έδρανα της αντιπολίτευσης, ίσως για μεγά λο χρονικό διάστημα αν η κυβέρνηση του Ρομάνο Πρόντι κατόρ θωνε να παραμείνει ενωμένη και να εισαγάγει ένα παραδεκτό πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το ΑΝ δέχτηκε μια απροσδόκητη ηθική ενίσχυση από το νεο-ορκισμένο πρόεδρο της Κάτω Βουλής, Ιιιάαηο νίοΐαηίε. Πρώην κομμουνιστής, ο οποίος ως δικαστής είχε βαθιά ανάμειξη στον αγώνα κατά της μαφίας, ο 178
νίοΐαπίο εξέπληξε του βουλευτές στη διάρκεια της ομιλίας του κα τά την εγκατάσταση του, οτις 10 Μαΐου 1996, αναφερόμενος θετι κά στους «άνδρες και τις γυναίκες του δίΐό» και ζητώντας λήθη για το παρελθόν. Χειροκροτήθηκε από τα δεξιά ε'δρανα, καθώς προειδοποιούσε τη Ιχβ3 ότι θα χρησιμοποιούνταν ο στρατός για να συντρίψει κάθε απόπειρα απόσχισης εκ μέρους της (Ι μ Ξίαηιρα, 11 Μαΐου 1996). Η ομιλία του νϊοΐαηΐε ήταν μια προσε κτικά συγκροτημένη έκκληση για εθνική ενότητα και τερματισμό του πολιτικού πολέμου βάσει των διαφορετικών ερμηνειών του παρελθόντος. Ίσως επρόκειτο για σημάδι ότι η αριστερά ήταν έ τοιμη να αναγνωρίσει στο ΑΝ το τεκμήριο της αμφιβολίας, όταν αυτός πρότεινε ότι τώρα η δεξιά ήταν τμήμα της «πολιτισμένης δε ξιάς». Μια έρευνα για τους αντιπροσώπους του ιδρυτικού συνε δρίου του ΑΝ το 1995, που διεξήχθη από το Ινστιτούτο (ΓαΗαηεο, φάνηκε να επιβεβαιώνει ότι η εικόνα του νέου κόμματος διέφερε από εκείνη του ΜδΙ από σημαντικές απόψεις. Το γεγονός ότι 576 αντιπρόσωποι επέστρεψαν συμπληρωμένα ερωτηματολόγια υπο δήλωνε αυξανόμενη αποδοχή των κανόνων και των αξιών της φι λελεύθερης δημοκρατίας. Επίσης, το 85% δεν δέχονταν τη βία ως μέθοδο επίτευξης πολιτικών στόχων, μόνο το 23% υποστήριζε πε ριορισμούς στην ελευθερία του Τύπου και τη θανατική ποινή δεν την ευνοούσε πάνω από το 30%. Μόνο το ένα τρίτο των αντιπρο σώπων πίστευε ότι οι μετανάστες ήταν η αιτία της αυξανόμενης κοινωνικής εγκληματικότητας, ενώ δύο στους τρεις αντιπροσώ πους επιθυμούσαν να επεκταθούν και σ’ αυτούς τα δικαιώματα κοινωνικής προστασίας που απολάμβαναν άλλοι πολίτες. Εντού τοις, ένα εκπληκτικό 90% υποστήριζε ιταλικές εδαφικές διεκδική σεις επί της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με τον Ρΐετο ΐ£ηαζϊ, τα αποτελέσματα αυτά ήταν ενθαρρυντικά, αλλά οι φιλελεύθερες αξίες «εξακολουθούν να συνυπάρχουν με αντιδημοκρατικά ένστι κτα, ένστικτα που έχουν ισχυρή απήχηση για νέες στρατολογή σεις. Για να εξαλειφθεί αυτό το μειονέκτημα χρειάζεται να γίνουν περισσότερα από το να εκστομίζονται απλώς καθησυχαστικές φράσεις» (ϋοη ίεη άεΙΙα Ξετα, 17 Απριλίου 1996). 179
Σ υ μ π έρ α σ μ α
Η εντυπωσιακή άνοδος της υποστήριξης τοιν ΜδΙ / ΑΝ μετά δεκα ετίες πολιτικής <ιπομόνωσης φαίνεται να προκαλεί σύγχυση σε ό ποιον αγνοούσε το ευμετάβλητο της συμπεριφοράς των Ιταλών ψηφοφόρων στη δεκαετία του 1990. Η αποστροφή των ψηφοφό ρων απέναντι στους κύριους φύλακες της Ιταλικής Δημοκρατίας, το ϋΟ και το ΡδΙ, υπερακόντιζε κάθε αναστολή που θα μπορούσε να είχαν στο να υποστηρίξουν ένα κόμμα που, γενικώς, θεωρού νταν ως νεοφασιστικό· έτσι, κάθε φορά, ψήφιζαν το ΑΝ περισσό τεροι από 5 εκατομμύρια ψηφοφόροι όπως συνέβη στις γενικές ε κλογές του 1994 και 1996. Η κακοδιοίκηση της ομάδας των κομμά των που κυβερνούσαν συνεχώς από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 απάλλαξε το φασισμό από πολλές α πό τις αρνητικές του συνεκδοχές και κατέστησε ικανό το ΜδΙ να προχωρήσει στην επίθεση, αποκομίζοντας οφέλη, ισχυριζόμενο ότι υπήρξε η μόνη γνήσια αντιπολιτευτική δύναμη στη διάρκεια της Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας. Ακόμη, το κόμμα άκμασε ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έπεισε πολλούς ψηφοφόρους που μέχρι τότε ήταν ικανοποιημένοι από την πολιτική της πατρωνίας να μεταστρέψσυν την υποστήριξή τους προς αυτό, αφού το ΟΟ και το ΡδΙ έπαψαν να είναι ικανά να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Το ΑΝ, προκειμένου να διαχειριστεί ένα πολύ ευρύτερο σώ μα εκλογικής υποστήριξης που δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν -αντι δραστικοί και νεοφασίστες, συντηρητικοί που εγκατέλειπαν τα κατεστημένα κόμματα, πελάτες της κυβέρνησης που έψαχναν για νέα κόμματα ώστε να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, απολιτι κοί νέοι- χρειαζόταν να προωθήσει ένα εκλεπτυσμένο πολιτικό λόγο με τον οποίο να επιτρέπει την πολιτική αλλαγή ενώ ταυτό χρονα να σέβεται την παράδοση, το συντηρητισμό και τον εκσυγ χρονισμό, την εθνική επιβεβαίωση, ένα ενεργητικό ιταλικό ρόλο στην Ε.Ε. καθώς και ένα ισχυρό οικονομικό ρόλο για το κράτος, με πίστη στην οικονομία της αγοράς. Μια παρατεταμένη περίοδος συμμετοχής του στην κυβέρνηση 180
θα καθιστούσε δύσκολο για το ΑΝ να συμφιλιώσει αντιφατικές πολιτικές. Το ενδεχόμενο αυτό εξαλείφθηκε με την εκλογική επι τυχία της κεντροαριστεράς τον Απρίλιο του 1996. Ξεπερνώντας οποιεσδήποτε σοβαρές διαφωνίες στις τάξεις της, η κεντροαριστε ρά μπορούσε να προσδοκά ότι θα παρέμενε στην εξουσία για αρ κετά χρόνια, δεδομένων του μεγέθους της πλειοψηφίας της και του βαθμού της συναίνεσης που φάνηκε ικανή να αποσπάσει για ένα πρόγραμμα οικονομικής και θεσμικής μεταρρύθμισης. Πράγματι, όταν η κυβέρνηση Πρόντι κατέρρευσε τον Οκτώ βριο του 1998, ήταν η δεύτερη πιο μακροχρόνια κυβέρνηση από το 1945. Επιπλέον, ήταν σημάδι της εποχής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο το γεγονός ότι η συμμαχία της Ελιάς παρέμεινε ανέπαφη, ενώ ο η γέτης του Ρϋδ Μάσιμο ντ’ Αλέμα σχημάτιζε τη νέα κυβέρνηση. Α ντίθετα, ο χαρακτήρας του ΑΝ μπορεί να γίνει σαφέστερος καθώς αυτό αντιδρά στις νομοθετικές πρωτοβουλίες των κεντροαριστε ρών κυβερνήσεων. Στο συνέδριο του κόμματος στη Βερόνα τον Μάρτιο του 1998, ο Ρϊηΐ ανήγγειλε ένα νέο ξεκίνημα για το ΑΝ ως «σύγχρονο, ανοιχτό, δεξιό κόμμα», τώρα που είχε αποσπαστεί α πό το φασιστικό του παρελθόν (Κββχΐη^’ί ΚεεοΓά ο / ΨοΗά Ενβηΐχ, Μάρτιος 1998). Το κύριο ερώτημα που πρέπει ακόμη να απαντη θεί, εντούτοις, είναι εάν το ΑΝ έχει όντως καταστεί ένα σύγχρονο συντηρητικό κίνημα γκολικού προσανατολισμού και έχει εγκαταλείψει τις αντιδημοκρατικές αξίες που υποστήριζε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Δεν είναι δυνατή μια κατηγορηματική απά ντηση και ίσως δύσκολα να μπορέσει κάποιος να απαντήσει για πολλά χρόνια. Ο μεγάλος αριθμός ακτιβιστών που, σύμφωνα με την έρευνα του Ιβηαζΐ για τους αντιπροσώπους του ΜδΙ το 1990, έλκυε την πολιτική του καταγωγή από τη φασιστική περίοδο και ή ταν βαθιά μη φιλελεύθερος στη στάση του απέναντι στην αντιπρο σωπευτική κυβέρνηση, έχει παραμείνει με το ΑΝ. Στις περισσότε ρες περιπτώσεις, εκείνοι στο ΜδΙ που ανέδειξαν την ισχύ των ρι ζοσπαστικών και αντισυστημικών αξιών δεν έχουν εγκαταλείψει το διάδοχο κόμμα. Η επανεκκίνηση του ΜδΙ ως δημοκρατικού κι νήματος της δεξιάς δεν οδήγησε στις μαζικές αποσκιρτήσεις που 181
τραυμάτισαν το ΡΟΙ όταν το 1991 αυτό εγκατέλειψε το μαρξισμό και τον τίτλο «κομμουνιστικό». Το ε'να τρίτο των μελών και των ψηφοφόρων του ΡΟΙ είχαν ακολουθήσει το νέο μαρξιστικό κόμ μα, την Κομμουνιστική Επανίδρυση, αλλά οι προσπάθειες του Ρϊηο ΚβυΙϊ να διαφυλάξει τους θεμελιώδεις σκοπούς του ΜδΙ προσέλκυσαν μόνο μια χούφτα οπαδών. Ίσως πολλοί νεοφασίστες έχουν τροποποιήσει την εχθρότητά τους απέναντι στη φιλε λεύθερη δημοκρατία καθώς έγινε σαφές ότι, τελικά, μπορεί να ω φεληθούν παίζοντας σύμφωνα με τους κανόνες της. Οι ισχυρισμοί του ΟίαηίΓΒηοο Ρϊηϊ ότι έχουν κάνει γνήσια μεταστροφή στο μεταφασισμό, ενώ γονάτιζαν στη μνήμη του Μουσολίνι, δημιούργησαν αμφιβολίες για το βαθμό της επανατοποθέτησής τους. Ίσως η αμφισημία στο λόγο και τη στάση και η επιθυμία υπο στήριξης στοιχείων του προγράμματος Μουσολίνι, όπως τα δημό σια έργα του ή ο εθνικισμός, ήταν απαραίτητα εάν ο Ρϊηϊ επρόκειτο να κρατήσει το ΜδΙ ενωμένο κατά τη νέα του αφετηρία. Ο ίδιος ο Ρϊηϊ υπήρξε η κεντρική μορφή στο μετασχηματισμό της εικόνας και της απήχησης του ΜδΙ / ΑΝ. Η ευγένειά του και ο πραγματι σμός του έχουν αφοπλίσει πολλούς Ιταλούς που μέχρι τότε ήταν καχύποπτοι απέναντι στο ΜδΙ / ΑΝ και τον έχουν μετατρέψει σε σεβαστό ηγετικό παράγοντα της πολιτικής, σε μια περίοδο στην ο ποία λίγοι πολιτικοί ξεχωρίζουν, εξαιτίας της κατάρρευσης των μεγαλύτερων κομμάτων. Ο Ρϊηϊ ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως προσιατευόμενος του αμετανόητου νεοφασίστα ΟίοΓβίο Α1ιηΪΓ3η(ε, σε μια εποχή όταν το κόμμα προωθούσε «μια στρατη γική έντασης» προκειμένου να γκρεμίσει βίαια την Ιταλική Δημο κρατία. Στη διάρκεια της δεκαπεντάχρονης ανόδου του, προτού γίνει αρχηγός κόμματος για πρώτη φορά το 1987, είχε πλήρως συ ντονιστεί με τη στρατηγική να αποκτήσει πολιτική υπόληψη παραμένοντας ταυτόχρονα πιστός στις ριζοσπαστικές πηγές του κόμ ματος στη φασιστική περίοδο. Σήμερα, ο ίδιος περιγράφει το φα σισμό ως εξαιρετικό ιστορικό επεισόδιο που δεν μπορεί να επαναληφθεί και τονίζει την πίστη του στη δημοκρατία - δηλαδή, σε έ ναν προεδρικού τύπου πλουραλισμό στον οποίο ο πρόεδρος της 182
δημοκρατίας θα διέθετε περισσότερη εξουσία από οπουδήποτε άλλου στη δυτική Ευρώπη. Καθώς το ΜδΙ άλλαζε, οδηγούμενο από το αδιέξοδο στη λεω φόρο της ιταλικής πολιτικής στη δεκαετία του 1990 με γεγονότα που ήταν πέρα από τον έλεγχό του, είναι πιθανό ο μελλοντικός χα ρακτήρας του ΑΝ να προσδιοριστεί από γεγονότα για τα οποία α κόμη και ο Ρΐηΐ περιορισμένο ρόλο θα έχει στη διαμόρφωσή τους: από την έκταση στην οποία οι νέοι στρατολογούμενοι είτε από τη νεότερη γενιά είτε από τα παλιά κόμματα είναι σε θέση να μετα σχηματίσουν την εικόνα του κόμματος, από τη χρονική διάρκεια στην οποία παραμένει το κόμμα στην αντιπολίτευση, την ευκαιρία που έχει να ασκήσει περιφερειακή εξουσία διοικώντας μεγάλες πόλεις και αστικά κέντρα στο Νότο, την έκταση στην οποία η δη μοσιονομική κρίση στην Ιταλία ξεπερνιέται στο Νότο και την έ κταση στην οποία η παράνομη μετανάστευση ή η αστάθεια στην α νατολική Αδριατική προκαλούν την απαίτηση για πιο έντονο ιτα λικό εθνικισμό. Ίσως είναι η μοίρα του ΑΝ να γίνει ένα κόμμα υ περβολικά περιφερειακό (5ΐιρ€Γ-Γ€£ίοη3ΐ), υπερασπιζόμενο τα συμφέροντα του Νότου απέναντι σε μια κυβέρνηση που προωθεί την αυστηρότητα και στην οποία η επιρροή του Νότου αποτελεί σκιά του προηγουμένου εαυτού του. Ακόμη, το ΑΝ μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι πιο πετυχημένο περιφερειακό κόμμα από τη Λί γκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι. Ένα κόμμα, όμως, που θα μπερδευόταν στις πελατειακές πρακτικές της πολιτικής του Νό του, πιθανώς, θα αποριζοσπαστικοποιούνταν ταχέως και, επομέ νως, θα ήταν ανίκανο να εμπνεύσει τους Ιταλούς που εξακολου θούν να είναι βαθιά αποξενωμένοι εξαιτίας των ελαττωμάτων των πολιτικών ηγετών τους σε εθνικό επίπεδο. Είναι απίθανο, εντούτοις, ότι ο Ρΐηΐ θα παρέμενε πλήρως ικα νοποιημένος με το να γίνει το ΑΝ ισχυρή, αλλά ουσιαστικά περι φερειακή δύναμη. Υπήρχε περιθώριο ώστε το κόμμα να διεκδικήσει να είναι εθνική δύναμη επεκτείνοντας την πολιτική του βάση στο Βορρά. Το ΑΝ έκανε εκπληκτική πρόοδο σε διάφορα τμήμα τα της βόρειας Ιταλίας στη διάρκεια των εκλογών του 1994 και του 183
1996. Οι αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα, εκτοπίζοντας τις πα λιές υποκουλτούρες του «κόκκινου» και του «λευκού» και η εξα φάνιση των μαρξιστικών και μαζικών κομμάτων θρησκευτικής ο μολογίας που αντανακλούσαν αυτές τις πολιτικά εσφαλμένες κα τευθύνσεις, όλα άσκησαν, στην προκειμένη περίπτωση, τη μέγιστη πολιτική τους επίπτωση. Ένας ευφυής πολιτικός χειριστής όπως ο Ρϊηΐ φαίνεται πειστικός σε πολλούς νεότερους βόρειους Ιταλούς που δεν έχουν σταθερή πολιτική προσκόλληση και των οποίων το πολιτικό προφίλ διαμορφώνεται από εικόνες της τηλεόρασης, ένα μέσο στο οποίο ο Ρϊηΐ είναι αξεπέραστος. Είναι ακριβώς στο Βορρά που το ΑΝ έχει τη μεγαλύτερη δυνα μική ανάπτυξης, όπου υπάρχουν ήδη επιδέξιες ομάδες ακτιβιστών, οι οποίες είναι ικανές να γεμίσουν το κενό που άφησε η υ ποχώρηση των παλιότερων κομμάτων. Η επιτυχία της Ι^βξα ΝοηΙ που από το πουθενά έγινε η μεγαλύτερη εκλογική δύναμη σε με γάλο τμήμα της βόρειας Ιταλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πρέπει να είναι ενθαρρυντική για τον Ρϊηΐ και τα στελέχη του. Με πολλούς τρόπους, η ί€β3 συνέβαλε στο να καταστεί ευυ πόληπτο το ΑΝ. Ο εξτρεμισμός του ηγέτη της, Μπόσι, η εμφάνιση ενός κινήματος πρασινοχιτώνων και οι προκλητικές πορείες που σκηνοθετήθηκαν όταν ανακηρύχθηκε «η δημοκρατία της Ρ»(ΐ3ηΪΗ» σε ένα σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου του 1996 ενώπιον μέσων ενημέρωσης από όλο τον κόσμο, αλλά με τους κατοίκους της Ραά^ηία να παραμένουν, ως επί το πλείστον, στα σπίτια τους, υποβοήθησαν τις προσπάθειες του ΑΝ να ενταχθεί στην κύρια τά ση της ιταλικής πολιτικής. Τα εθνικά κόμματα και οργανισμοί όπως η Καθολική Εκκλη σία και οι ένοπλες δυνάμεις κατηγόρησαν τον Μπόσι ότι φλέρταρε με την εξέγερση, αλλά ήταν το ΑΝ που πήρε την αντίθετη πρω τοβουλία υπέρ της ενότητας της Ιταλίας προσελκύοντας 150.000 άτομα σε συγκέντρωση στο Μιλάνο, στις 15 Σεπτεμβρίου 19%, περισσότερους δηλαδή από όσους μπορούσε να συγκεντρώσει η ί€β3 σε οποιαδήποτε από τα διαφημιστικά της πυροτεχνήματα της ανεξαρτησίας. Απειλώντας να διαμελίσει το έθνος, ο Μπόσι ί 184
σως πετύχε ι, απλώς, να δώσει στον ιταλικό εθνικισμό, ή τουλάχι στο σε μια δέσμευση για εθνική ενότητα, μια αξία που ουδέποτε έ χει απολαύσει στα πενήντα χρόνια ιστορίας της Ιταλικής Δημο κρατίας, κάτι από το οποίο το ΑΝ, δεδομένου του χαρακτήρα του, είναι πιθανό να εκμεταλλευθεί έξυπνα. Εάν η ασυνέπεια και ο εξτρεμισμός της αποξενώσουν πολλούς πρώην υποστηρικτές από τον Μπόσι, το ΑΝ είναι απολύτως ικανό να προσελκύσει πολ λούς από τους ψήφους αυτούς με επιδέξιες αναφορές σε κάποια από τα προβλήματα που τους έκαναν να εγκαταλείψουν τα καθιε ρωμένα κόμματα στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το ΑΝ, υπερασπιζόμενο την ενότητα του κράτους, μπορεί να αποκτήσει τη νομιμοποίηση που ονειρευόταν το ΜδΙ στη δεκα ετία του 1950 και του 1960, προβάλλοντας τον αντικομμουνισμό ως ασπίδα πίσω από την οποία θα μπορούσε να συμπαρατάξει το IX! και άλλα αντιαριστερά κόμματα. Η αντιπολίτευση πιθανώς διευρύνει τις δυνατότητες του Ρϊηϊ να διαπλάσει το ΑΝ στην κατεύθυνση στην οποία αυτός θέλει να το οδηγήσει. Ίσως να μην είναι, ωστόσο, πλήρως σαφές σ’ αυτόν ποια είναι η συγκεκριμένη κατεύθυνση και, ακόμη, ίσως να μην εί ναι απόλυτα βέβαιος για τον τελικό προορισμό. Δεν είναι, ασφα λώς, ένας άλλος Μουσολίνι εν τω γίγνεσθαι, αλλά διαθέτει πλήρως την ικανότητα του Ντούτσε να συγκαλύπτει την αβεβαιότητα προ βάλλοντας δημόσια μια πειστική εικόνα εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Εντούτοις, η τακτική επιδεξιότητά του αυτή τον εγκατέλειψε στην κινούμενη άμμο της ιταλικής πολιτικής μετά το 1991, όταν α περίσκεπτα επέβαλε να γίνουν εκλογές στις οποίες η δεξιά έχασε ψηφοφόρους προς τους αντιπάλους της. Εάν ο Ρϊηϊ παύσει στο μέλλον να κερδίζει ψήφους, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ορισμένα τμήματα του ΑΝ να επιδιώξουν να προσδώσουν στο κόμμα μια οξύτερη ιδεολογική φυσιογνωμία, τονίζοντας περισσότερο τη συ νέχεια με το παρελθόν. Το σενάριο αυτό άρχισε να προβληματίζει περισσότερο μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 1999, όταν το ποσοστό των ψήφων του ΑΝ έπεσε στο 10,3% (από 12,5% το 1994) και το κόμμα απώλεσε 2 βουλευτές. Η Ιταλία παραμένει πο 185
λιτικό εργαστήριο, εντός του οποίου το ΑΝ έχει να κάνει μακρά διαδρομή με πιθανές εκπληκτικές παρακάμψεις και στροφές, μέχρις ότου επιτευχθεί ένα σταθερό πολιτικό σημείο ισορροπίας.
Βιβλιογραφία ΑΙΙιιγπ, Ρ. (1973) ΡοΙίιία αηά 5<κίειγ ίη Ρο$ί-\νατ ΝαρΙεχ. Οαπι&πάβε: Οαπι6π<1ββ υηΐνβπίΐγ Ριτκ. Βυΐΐ, Μ. 1. και ΝανοΙΙ, .1. (1995) «Ιΐα1γ Οιαη£ε$ ΟοιίΓχε: ΤΗε 1994 ΕΙβ<Λίοη$ αηά (Ηε νΐοίοιγ οί ΐΗε ΚίβΗΐ», Ραήίαπκηίατγ Αβαίπ (48( 1), 72-99. Οιε1ε5, I* (1991) «“ΝοχιαΙξία άεΐΐ’ανεηίπ": ΤΗε Νε\ν Ρτορα£αη<1α οί Ιΐιβ ΜδΙ 1>εΐ\νεεη Ταάίΐίοη αηά Ιηηοναϋοη», σε Οιείεχ, I-, ΡεΓ£ΐΐ5θη, Κ. και ναιΐ£Ηαη, Μ. (βώ) Ναν-βαχάη ίη Εατορε. Η»Γΐο\ν: ίοηρηβη, 43-65. ΟοιτίεΓε <1εΙ1α 5εΓ3(1996) «Αη, νίοΙεηζβ ηο πια ηο8ΐαΐ£Ϊα *ϊ», 17 Αρπί. ϋοηοναη, Ο. (1995) «Πιε ΡοΙϊΐϊεχ οί ΕΙεΛοΓβΙ Κείοπη ΐη ΙίαΙχ», ΙηίετηαήοηαΙ ΡοΙίικαΙ ϋείεηα Κβνίεκ 16( 1). Πιβ ΕοοηοπιίϊΙ (19%) «$οπκ(Ηΐη£ Νβ\ν ίη Ιΐαΐχ», 27 Αρπί. Εηάεαη, Ο. (1995) «Ι(αΙγ’$ ηε\ν $πιοο(Η-Ια1Ι(ϊη£ Μγ ΚΪ£ΐιΙ Ι&1(ε$ (Ηο ΙκΙπι», 77» Εατορβαη, 3-9 Ρββηιαιγ. ΡιιεηΙεχ, λ (1994) «Ρΐηΐ ΐη$(ΐ$ΐε εη $υ$ Ιοα$ α Μυκοΐίηί α ρεχαΓ 4ε Ιακ εηεεη(1ίί1β5 ρΓ0ΐε5ΐ35 (Ιε Ια οροβΐαόη ϊΐαΐϊαηα», ΕΙ Μιιηάο (Μαάπά), 5 .Ιυηε. ΟαΙΙα^ΙιεΓ, Τ. (1992) «Κοπιε αΐ Βαχ: Πιβ ΟιαΙΙεη£ε οί ΐΗε ΝοΠβπι Ιχα£ΐιε Ιο ΙΗβ ΙίαΙίαη δίαίε», Οονεπχτηεη! αηά Ορροχίΐίοη 27(4), 470-86. ΟίΙ&ειΙ, Μ. (1995) ΤΗε ΙίαΙίαη Κενοίιιήοη: ΤΗε Εηά ο[ ΡοΙίήα ΙίαΙίαη ΞιγΙε. Βουΐάετ, (ΓΟ^εχίνϊελν Ρτεκ. ΟίηχόοΓβ, Ρ. (1990) Α Ηίχίοτγ ο / ϋοηίβηροηιγ ΙίαΙγ: Ξοείεΐγ αηά ΡοΙίήα 194388, ΗαπηοηάίηνοΠΗ: Ρεηβυίη. ΟυπιΙκΙ, Α. (1995α) «Μυ$$οΙΐηί’$ Ηείπ; δΙιαΚε Ο ίί ΠιείΓ ΡαβεκΙ Μαη(Ιε», 77κ Ιηάερεηάεηΐ οη 5ιιηάαγ (ίοηάοη), 29 .Ιαηυαιγ. ΟυττιβεΙ, Α. (19951)) «Ι(αΙίαη$ Οϊνϊύεά ονεΓ ΑηηίνβΓχαιγ οί Ραχοίχπι'χ ΡαΙΙ», ΤΗε Ιηάερεηάεηΐ (ίοηάοη), 6 ΑρηΙ. Ουπ&εΙ, Α. (1996) «ΚίβΙιΐ-λνϊηβ Ρ γοΙοπ^ χ ΙΙαΙχ’χ ΡοΙίΐίοβΙ Α£θηγ», ΤΗε Ιηάβρβηάεηΐ, ίαηιιαΓγ. ΐ£ηαζί, Ρ. (1994) Ροίΐ/ακίίΙί: ΩαΙ ηονίηεηίο 5<κίαΙε ίίαΙίαηο αά ΑΙΙεαηζα ΝαζίυηαΙε. Βο Ιο£Π3: II ΜυΙίηο, 1-21.
30
186
Κίαϊπΐΐ’ί ϋοηιεηψοταιγ ΑκΗίνα (1994) Νε\ν$ ϋίβ&χ! Γογ Μ»γ 1994,40022. Κεε$ίη£’$ Κβ£0Γ(1 οί ΑνοΗ(1 Ενεηβ (1998) ΜακΗ. ί ’ΕβρΓθ55θ (1994) «Νοπΐ6ηΙ(ΐ3(ιΐΓ8 (ΙεΙΙα <1«5ίΓ3», 8 Αρπί. ΜοΟβΓίΗχ, Ρ. (1995α) «Ροηα ΙίαΙία: ΤΗβ Νε\ν Ροΐίΐία αηά 01(1 ναΐυβϋ οί 8 ΟΗβηρηβ Ιΐβΐχ», σε ΟυικΙΙε, 5. και ΡατΙκΓ, 5. (βϋβ) ΤΗ( Νενν Ιΐαϋαη ΚιριΜκ. ίΛηάοη: ΚοιιΙΙεάβε, 130-145. ΜεΟβΠΗγ, Ρ. (19955) ΤΗε Ο ίη ι ο /ιΗβ ΙίαΙϊαη 5ΐαΐε: Ρ γοπι ιΗε Οήρηχ ο /ιΗε ΟοΙά ν/ατ Ιο ιΗε ΡαΙΙ ο}ΒεΗινοοηί. ίοηάοη: ΜααηϊΙΙαη. Κυζζα, €. και 5αηϊ<](Ι(ε, Ο. (1995) «Το\ν»Γ(ΐ5 α ΜοΐΙεπι Κί^Ηΐ: ΑΙΙεαηζα Ν&ζίοηαΙε βηά ΙΗε «“Ιοίίβη ΚενοΙυϋοη”», σε ΟυηϋΙε, 5. και Ρηγ^εγ, 5. (ε<±5) ΤΗε Νενν ΙίαΙϊαη ΚεριώΙίί. ίοηύοη: ΚουΐΙεόβε, 147-158. Χοβίίβπ, Ε. (1996) «Ιχ $ρεΓ&ηζε ά’ΐοΐία», Ι α ΚερυύόΙκα, 23 ΑρπΙ. 5ί<1οΙί, Ρ. (1992) «ΤΗε ΕχίΓεπιε Κΐ^Ηΐ ίη Ιοίγ: ΙύεοΙοβίεβΙ ΟφΗαικ αηά ΟοιιηΙεΓ-πιοΗΐΙΐζαΐΐοη», σε Η&ϊη$\νοηΗ, Ρ. (ε(1.) ΤΗε Εχίτεηκ ΚίξΗι ίη Εατορε αηά ιΗε 1/5Α. ίοηάοη: ΡΐηΙβΓ, 15-174. $ζηα](1εΓ, Μ. (1995) «Ι0ΐγ'$ ΚΪ£Η(Λνϊη8 ΟονεπιιηεηΙ: ίε£Ϊ(ΐιηα(7 αη(1 ΟπΙίοίχιη», ΙηΙίτηαποηαΙ Αβαίη 71(1), 83-102. ΤατοΗί, Μ. (1995) Ο ηφ/αηΐ’αηηΐ ώ ηοϋαίρα: Ια άαίτα ίΐαΐίαηα άορο ίΐ[αχείχτηο (ίηίανίίΐα ώΑηΐοηίο ϋαήοή). ΜϊΙ&η: ΚίζζοΙΐ.
187
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ
Ο δεξιός εξτρεμισμός στην ενωμένη, Γερμανία δ υ δ & η η Β ηο^ θγ
Μετά την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας, οι Σύμμαχοι ή θελαν να διασφαλίσουν ότι η ακροδεξιά ουδέποτε θα γινόταν ξα νά κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Γερμανία. Αντίστοιχα, το φιλε λεύθερο δημοκρατικό Σύνταγμα της Δυτικής Γερμανίας, το Οπίηάξί5€ίζ (1949), προέβλεπε την απαγόρευση αντιδημοκρατικών κομμάτων και οργανώσεων και η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟϋΚ) διατήρησε τον αντιφασιστικό της προσανατολισμό στο Σύνταγμά της του 1968, πολύ μετά από όταν είχε ισχυριστεί ό τι είχε ξεριζώσει κάθε ίχνος Εθνικοσοσιαλισμού. Πραγματικά, ο δεξιός εξτρεμισμός ουδέποτε έγινε μαζικό κίνημα στα δύο κράτη. Εντούτοις, οι σποραδικές εκλογικές επιτυχίες για την ακροδεξιά στην ενωμένη Γερμανία δείχνουν ότι η έλξη προς το δεξιό εξτρεμισμό εξακολουθεί να υφίσταται. Το εν λόγω κεφάλαιο διερευνά την εξέλιξη του δεξιού εξτρεμισμού στη Γερμανία από το 1945, με ιδιαίτερη έμφαση στο κράτος από το 1990 μετά την ενοποίηση. Αναλύει τις συνθήκες που υπο θάλπουν την έλξη αυτή προς την ακροδεξιά και εξετάζει τη μετα βαλλόμενη φύση του δεξιού εξτρεμισμού. Ύστερα από έναν σύ ντομο ορισμό τιον όρων που χρησιμοποιούνται στο κεφάλαιο αυτό θα σκιαγραφήσω την εξέλιξη της ακροδεξιάς στα παλιά ΐΛ π άπ (Δυτική Γερμανία) και, ακολούθως, θα αναφερθιό στο ρόλο των ΚαριώΙίΙίαηιτ στο ενοποιημένο κράτος. Ένα επόμενο με'ρος επικε ντρώνεται στην εξέλιξη του δεξιού εξτρεμισμού στα νέα Ι^άηάβτ 188
(πρώην GDR-Ανατολική Γερμανία), με ιδιαίτερη έμφαση στις ρί ζες του σιη GDR και στο ρόλο που έπαιξε ο μετασχηματισμός του συστήματος στην υπόθαλψη της ακροδεξιάς βίας. Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με το ζήτημα των αιτσύντων άσυλο, ζήτημα που έχει κα ταστεί προεξέχον για τα ακροδεξιά κόμματα στη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1990, με σύντομη ανάλυση στο τελευταίο μέρος του κειμένου της επίδρασης της ακροδεξιάς στο πολιτικό κλίμα της ενιαίας Γερμανίας.
Σύντομος ορισμός του δεξιού εξτρεμισμού
Η φιλολογία σχετικά με το δεξιό εξτρεμισμό διαθέτει αφθονία ό ρων όπως «ακραία δεξιά», «ριζοσπαστική δεξιά» και «νέα δε ξιά». Δεν υπάρχει σύμφωνη μένος ορισμός του πολίτικου δεξιού εξτρεμισμοΰ (βλ. Hainsworth, Κεφάλαιο 1) και οι διάφορες έννοι ες συχνά συγχέονται. θ α ήταν, επομένως, χρήσιμο να δώσουμε έ να συνοπτικό ορισμό -ή τουλάχιστον συνοπτική περιγραφή- των όρων που χρησιμοποιούνται στο κεφάλαιο αυτό. Οι Lipset και Raab ορίζουν τον πολιτικό εξτρεμισμό ως την α πόρριψη, στη δράση ή στη σκέψη, τσυ δημοκρατικού πολιτικού πλουραλισμού. Ο δημοκρατικός πολιτικός πλουραλισμός εκφρά ζεται σε «μια ανοιχτή δημοκρατική αγορά για ιδέες, λόγο και ανά λογη πολιτική δράση» (Lipset και Raab, 1978:428). Η Γερμανία έ χει υιοθετήσει παρόμοια προσέγγιση. Η παράγραφος 4 του Νό μου για την Προστασία του Συντάγματος ορίζει τον πολιτικό εξτρεμισμό ως την άρνηση των φιλελεύθερων δημοκρατικών αρχών που εκτίθενται στο Grundgesetz. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον πολιτικό πλουραλισμό, τη λογοδοσία της κυ βέρνησης, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, τις ελεύθερες και καθολικές δημοκρατικές εκλογές, την ισχύ του κανόνα δικαίου και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών (Verfassungsschutzbericht, 1994:3επ.). Ο δεξιός εξτρεμισμός είναι ιδιαίτερη έκφραση του πολιτικού 189
εξτρεμισμού. Η ακροδεξιά συνήθως απορρίπτει το δημοκρατικό πολιτικό πλουραλισμό υπέρ μιας ολοκληρωτικής ή αυταρχικής μορφής διακυβέρνησης. Συχνά, η διακυβέρνηση την οποία ορα ματίζεται παίρνει τη μορφή ενός μοναδικού κόμματος ή μιας ελίτ που ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει όλους τους τομείς της κοινω νίας και κυβερνά προς το κοινό συμφέρον της εθνικής κοινότητας. Οι αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης μπορεί να επιτρέπουν την ύπαρξη άλλων κομμάτων και ομάδων συμφερόντων, τα οποία ό μως δεν έχουν πραγματικά δικαιώματα ελέγχου και συμμετοχής (Stöss, 1988:35). Η άσκηση της εξουσίας και στις δύο μορφές δια κυβέρνησης συχνά είναι αυθαίρετη και βίαιη. Το άτομο θεωρείται υποταγμένο στο κράτος. Υποστηρίζεται η κοινωνική, πολιτική και συχνά γενετική ανθρώπινη ανισότητα, βάσει κριτηρίων όπως η ε θνικότητα, η φυλή και η κοινωνική προέλευση. Οι πεποιθήσεις αυ τές βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με την αριστερή σκέψη, που εί ναι θεμελιωμένη στην ιδέα της ισότητας (Saalfeld, 1993:181). Ο δεξιός ριζοσπαστισμός δεν συνιστά ιδιαίτερη μορφή πολιτι κού εξτρεμισμσύ. Μολονότι έχει αντιδημοκρατικό προσανατολι σμό (σαν να είναι η πιο ακραία αδελφή της), οι ιδέες του παραμέ νουν στο πλαίσιο των παραμέτρων της φιλελεύθερης δημοκρα τίας, ενώ η ακροδεξιά κινείται σαφώς εκτός της φιλελεύθερης δη μοκρατικής συναίνεσης. Ένα ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα μπορεί να θέλει να δει την εξάλειψη του δικαιώματος πολιτικού ασύλου στη Γερμανία (βλ., ακολούθως), αλλά μπορεί να υποστηρίζει τις ε λεύθερες και καθολικές δημοκρατικές εκλογές. Η Νέα Δεξιά είναι ένα σύγχρονο διανοητικό και μεταπολιτικό κίνημα. Υποστηρίζοντας ότι η πολιτισμική εξουσία πρέπει να προηγείται της πολιτικής (δηλαδή της εκλογικής) εξουσίας, επι διώκει να οικοδομήσει μια σύγχρονη και θεωρητική θεμελίωση του δεξιού εξτρεμισμού μέσω «πολιτισμικής επανάστασης» που στοχεύει στην εκ νέου αξιολόγηση των νεοσυντηρητικών, φιλε λεύθερων και αριστερών πνευματικών θέσεων. Η Νέα Δεξιά, ερ χόμενη σαφώς σε ρήξη με την εκλογική παράδοση και τον στρα τιωτικού τύπου εθνικισμό της Παλιάς Δεξιάς, είναι μια ιδεολογι 190
κή επιχείρηση, ένα δίκτυο πνευματικών κύκλων, συζητήσεων και ομάδων που διαδίδουν τις ιδέες τους θεωρητικά. Η Νέα Δεξιά εί ναι προσκολλημένη στις φαινομενικά «κανονικές» ιδέες και, επο μένως, μπορεί να κινητοποιεί ομάδες πληθυσμών για τις οποίες η ακροδεξιά, με τις περισσότερο ακραίες τάσεις της, μέχρι τώρα συ νάντησε δυσκολίες να τις προσεγγίσει. Πίνακας 5.1 Εκλογές στην Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) του 1949 (έδρες) Κόμμα
Aρ. εδρών
KPD SPD Ζ CDU /CSU FDP
15 131 10 139 52
Κόμμα
Αρ. εδρών
WAV DRep SSW Indep.
12 5 1 3
Σημειώαιις: Σύνολο εδρών: 402 (+7 στο Δνιικύ Βερολίνο), 21 έδρες για την ακροδεξιά (WAV, Drcp, SSW, Independents) KPD: Kommunistische Partei Deutshlands SPD: Sozialdemokratische Partei Deutschlands Z: Zentrum CDU / CSU: Christlich-Demokratische Union / Christlich-Soziale Union FDP: Freie Demokratische Partei WAV: Wirtschaftliche Aufbauvereinigung (υπήρχε μόνο στη Βαυαρία) DRep: Deutsche Rechtspartei SSW: Südschleswigscher Wählerverband Πηγή: Staritz (1980:88).
Δυτική Γερμανία: τα τρία κύματα δεξιού εξτρεμιομού1
Ο δεξιός εξτρεμισμός στη Δυτική Γερμανία αναπτύχθηκε σε τρία χωριστά αλλά αλληλοσυνδεόμενα κύματα. Το πρώτο κύμα ήλθε το 1949 και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Οι Σύμ μαχοι είχαν απαγορεύσει τα Εθνικοσοσιαλιστικά Κόμματα στα 191
πρώτα χρόνια της κατεχόμενης Γερμανίας, αλλά αργότερα, το 1947, όταν οι περιορισμοί στο σχηματισμό κομμάτων έγιναν λιγότερο ασφυκτικοί (καταργήθηκαν πλήρως το 1949), εμφανίστηκαν πολλά μικρά εθνικιστικά και νεοναζιστικά κόμματα. Τα πιο σχετι κά από αυτό ήταν το ΞοζίαΙίχΐκεΗβ ΚβίοΗψαΠβί (5ΚΡ) και το ϋειιΐχοΐιο ΚείοΗ$ρ3Γίεΐ (ϋΚΡ). Στο πρώτο Βιιηάβχίαξ (εθνικό κοι νοβούλιο - Κάτω Βουλή) το 1949, το 5% των εδρών το κατέλαβαν εκλεγμένα μέλη της ακροδεξιάς (Πίνακας 5.1). Μεταξύ 1949 και 1952, έξι ακροδεξιά κόμματα κέρδισαν έδρες σε Κοινοβούλιο σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Αυτά ήταν το ^νΐηααΗα-βΙίοΗε Αηβαυνεηΐηΐρίηξ (Ή Α ν , 1949), το Ε&υίχεΗβ ΗβεΗίψαΠβί (ϋΚερ, 1949), το ΩζυίίοΗβ ΟβηχβίηχΰΗαβ (ϋΟ, 1950, 1952), το ΩβαίίεΗε 5οζΐαΙε ΡαΠβί (ΟδΡ, 1951), το ϋΚΡ (1951) και το δΚΡ (1951). Από το 1952-53 και μετά, εντούτοις, η εκλογική υποστήριξη των ακρο δεξιών κομμάτων εξασθένησε σημαντικά και στα δύο επίπεδα. Μέχρι το 1961, κανένα κόμμα της ακροδεξιάς δεν εκπροσωπού νταν στο Βιιηάβχίαξ ή σε κάποιο από τα Κοινοβούλια των ίΛηάετ (ομόσπονδα κρατίδια) (Πίνακας 5.2). Σε εθνικό επίπεδο, το σύνο λο των ψήφων για την ακροδεξιά έπεσε από άνω του ενός εκατομ μυρίου το 1949, σε περίπου 350.000 το 1953 και 290.000 το 1961 (51083,1988:40). Ο αριθμός των μελών των δεξιών εξτρεμιστικών οργανώσεων επίσης μειωνόταν: από 78.000 το 1954 σε 24.000 το 1963 (ΒβοΚες και Ιε$$ε, 1993:77).
192
Πίνακας 5.2 Εκλογική υποστήριξη της ακροδεξιάς στο Βαιΐ(ΐ68(38 1949-61 (αποτελέσματα σε %) Κόμμα ΟΡ ΒΗΕ ΒΡ 1)0 ϋΚ ερ ΩΚΡ ν/ΑΥ
14.8.1949
6.9.1953
15.9.1957
17.9.1961
4
3,2 5,9 1.7 0,3 1,1 -
3,4 4,6 0,5 0,1
-
-
4,2 -
1,8 -
3,7
-
1,0 -
0,1 0,1 0,8 -
Σημειώσεις: ΟΡ: ΟβυΙκΗί ΡαΠβΐ, ΒΗΕ: Βυηά (1« γ ΗβίιτιαΙνοηποΙκίηβη υηά ΕηΐιτοΙιΙβΙοη, ΒΡ: Ββγβπιραηβϊ. Για τα υπόλοιπα κόμματα, βλ. Πίνακα 5.1 Πηγή: δίβηΐζ, (1980:131), 5 ΐόκ (1983:242-3).
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950, αναπτύχθηκε συνταγματική και λαϊκή συναίνεση που ανέκοψε σοβαρά τις εκλογικές προοπτι κές των ακροδεξιών κομμάτων (81055, 1988). Η απαγόρευση του 5ΚΡ από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο τον Οκτώ βριο του 1952 εκτόπισε το κόμμα αυτό από τον εκλογικό στίβο και απέτρεψε πολλούς ψηφοφόρους από το να ψηφίσουν ένα κόμμα παρόμοιου προφίλ. Η εισαγωγή το 1953 της ρήτρας του 5% ως α παραίτητου εκλογικού κατωφλιού για τις εκλογές στο Βιιηάεχίαξ ήταν ένα βήμα προς την εκλογική εξαφάνιση των μικρών κομμά των, όπως του Βαηά & γ ΗείπίΒίνεΓίπεβεηεη ιιηά ΕηίΓεοΗίεΐεη (ΒΗΕ). Μέχρι το 1961, το κομματικό σύστημα είχε εξελιχθεί από μια πολυκομματική παραλλαγή, κατάλοιπο εκείνης της Δημοκρα τίας της Βαϊμάρης (με περισσότερα από δέκα κόμματα να εκπρο σωπούνται στο Βιιηά£5ΐα% του 1949), σε σταθερό τρικομματικό σύ στημα βασισμένο στη Χριστιανοόημοκρατική Ένωση (ΟΟίΙ), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (5Ρϋ) και το φιλελεύθερο Ρκΐε ΩίηιοΙσαΙίχοΗβ Ραπβί (ΡΟΡ). Το οικονομικό θαύμα, η κοινωνικο-οικονομική ενσωμάτωση 193
των προσφύγων (που ήταν ο στόχος των δεξιών εξτρεμισακών κομμάτων) και η ενοποίηση με τη δυτική Ευρώπη είχαν ως αποτέ λεσμα ευρεία νομιμοποίηση του δημοκρατικού κράτους και επί σης την προώθηση της ταχείας ενσωμάτωσης των ακροδεξιών κομμάτων στο αστικό στρατόπεδο. Ορισμένοι εξτρεμιστές, εντού τοις, αποσύρθηκαν από την πολιτική των κομμάτων και εντάχθη καν σε παραπολιτικές οργανώσεις. Πρώην μέλη του 5ΚΡ και του ϋΚΡ, παραδείγματος χάριν, εισέδυσαν στη νεοναζιστική Κοινό τητα Αρωγής και Αμοιβαίας Βοήθειας πρώην Ενόπλων 55
(ΗΙΑΟδ) που ιδρύθηκε το 1949. Αλλοι υποστηρικτές της ακροδε ξιάς εντάχθηκαν στα μεγάλα δίκτυα των ακροδεξιών περιοδικών, εφημερίδων και λεσχών βιβλίου, που συνυπήρχαν παράλληλα με τον οργανωμένο δεξιό εξτρεμισμό.
Πίνακας5.3Αποτελέσματαπεριφερειακώνκαιομοσπονδιακώνεκλογών γιατοΝΡϋ(αποτελέσματασε%) 1965Βιιηά&ΐαΐ! 2* 7,9 1966Έσση Βαυαρία 7.4 3,9“ Αμβούργο ΒόρειοςΡηνανία-Βεστφαλία Σάαρλαντ 1 1967Ρηνανία-Παλατινάτο 6,9 Σλέσβικ-Χόλσταϊν 5,8 7 ΚάτωΣαξονία Βςέμη 8,8 Βάδη-Βιρτεμβέργη 9,8 1969Βαη(1ε$θ£ 4,3° Σημειώσεις: • Το ΝΡΡ δεν εισήλθε στο Κοινοβούλιο 11Δεν συμμετείχε στις εκλογές «ιτιές. 1Στις εκλογές του 1972 για το Βιιη<1θ5(3£ το ΝΡΟ συγκέντρωσε μόνο το 0,6%. Πηγή: ΒαοΙίε: και .Ιί&Μ (1993: 76-83).
Η άνοδος του ΝαΐίοηαΙάβηιοΙα-αιάεΗβ Ραηβΐ ΟβυΐχΗΙαηάχ (ΝΡϋ) σήμανε την έναρξη του δεύτερου κύματος της ακροδεξιάς, που 194
κράτησε από το 1964 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το ΝΡΟ, το οποίο ιδρύθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1964 ως οργάνωση-ομπρέλα πολλών δεξιών εξτρεμιστικών και εθνικιστικών-συντηρητικών κομμάτων, όπως το νεοναζιστικό ϋευΙδοΗε ΒΙοοΚ (ϋΒ) και το εθνικιστικό συντηρητικό ΒΗΕ, εισήλθε σε επτά κοινοβούλια των κρατιδίων (ΙϋηάβΓ), κέρδισε 61 έδρες μεταξύ 1966 και 1967 (Πίνακας 5.3) και μέχρι το 1969 είχε εξασφαλίσει σχεδόν πλήρη έλεγχο του δεξιού εξτρεμιστικοΰ στρατοπέδου. Στις εκλογές για χοΒιιηάβχίαβτο 1969, το ΝΡϋ πήρε το 4,3% των ψήφων, το καλύτε ρο εθνικό αποτέλεσμα που είχε ποτέ πετυχει ένα κόμμα της ακρο δεξιάς στη δυτική Γερμανία. Εντούτοις, οι πρώιμες επιτυχίες δεν επαναλήφθηκαν και το κόμμα βίωσε την εκλογική υποχώρηση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα: μεταξύ 1972 και 1994 το καλύτερό του αποτέλεσμα στις εκλογές για το Βυηάεκος ήταν 0,6% το 1972 και το 1987.0 εκλογικός θάνατος του ΝΡΟ συνδυάστηκε με μείω ση του αριθμού των μελών του: τα μέλη μειώθηκαν από 28.000 το 1969 σε 5.000 το 1982 και 4.500 το 1994 (Πίνακας 5.4). Μέχρι το 1998, το ποσοστό των ψήφων του ΝΡϋ στις εκλογές για το Βιιηάεχίαξ έπεσε στο 0,3% , με παρόμοια επίδοση (0,4%) στις ευ ρωεκλογές του 1999. Πίνακας 5.4 Η εξέλιξη του αριθμού των μελών του ΝΡΏ Έτος
Αριθμός μελών
Έτος
Αριθμός μελών
1965 1966 1967 1968 1969 1970 1971 1972 1973 1974 1975 1976 1977
13.700 25.000 28.000 27.000 28.000 21.000 18.300 14.500 12.000 11.500 10.800 9.700 9.000
1978 1979 1980 1982 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994
8.500 8.000 7.200 5.900 6.100 6.100 6.400 7.000 6.500 6.100 5.000 5.000 4.500
0
Πηγίς: Βας|( $ και .Ιοϋίβ (1993:81) και νϊήααιιη&ίΐΗιαζΙνπσΗι (1994:77)
195
Στη επόμενα χρόνια, το ΝΡϋ έκανε ορισμε'νες αλλαγές στο πρόγραμμά του και ορισμε'νες διαρθρωτικές αλλαγές. Το πιο α ξιοπρόσεκτο είναι ότι έχει υιοθετήσει μια μαχητική καμπάνια βα σισμένη σε κοινωνικά προβλήματα. Ταυτοχρόνως, έχει αυξήσει τις προσπάθειές του να κερδίσει νεαρούς ακροδεξιους ψηφοφό ρους στις τάξεις του, παρουσιάζοντας το κόμμα ως χώρο συνά θροισης όλων των νεοναζί. Η νέα στρατηγική του φαίνεται να έχει αποδώσει: μεταξύ 1996 και 1997 το ΝΡϋ αύξησε τον αριθμό των μελών του, ενώ οι νεοναζιστικές οργανώσεις συνεχίζουν να χά νουν μέλη (βλ., Πίνακα 5.10). Στη Σαξονία, το ΝΡϋ σχεδόν τριπλασίασε τα μέλη του και απειλεί να ξεπεράσει τους Πράσινους. Το 1966, η πρώτη οικονομική κρίση στη δυτική Γερμανία οδή γησε στο σχηματισμό ενός μεγάλου συνασπισμού μεταξύ του Ο ϋ υ / 0 > υ και του 5Ρϋ. Αν και η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό την ηγεσία του Ο ϋ υ / 0511, μεγάλο τμήμα του εθνικιστικού και άκαμπτα αντικομμουνιστικού εκλογικού σώματος αποόοκίμασε έντονα το συνασπισμό με το 5Ρϋ, που το θεωρούσαν αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα. Επιπλέον, τα κυβερνώντα κόμματα συγκέ ντρωσαν το 87% του συνόλου των ψήφων και άφησαν το κοινο βουλευτικό κόμμα της αντιπολίτευσης, το ΡΟΡ (9,5%), χωρίς απο τελεσματική δύναμη. Όταν βελτιώθηκε το οικονομικό κλίμα και αφού ο μεγάλος συνασπισμός τερματίστηκε το 1969, η εκλογική υ ποστήριξη για το ΝΡΏ άρχισε να εξασθενεί. Στα επόμενα χρόνια, το Ο ϋ υ, που ξεκίνησε μια καμπάνια οξείας αντιπολίτευσης απέ ναντι στη νέα κοινωνικο-φιλελεύθερη κυβέρνηση, απορρόφησε σχεδόν τα τρία τέταρτα των ψήφων του ΝΡΟ. Πολλοί υποστηρικτές του ΝΡϋ εντάχθηκαν σε μία ή ακόμη και σε περισσότερες α πό τις πολλές μαχητικές νεοναζιστικές ομάδες δράσης που ξεπή δησαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Πράγματι, μετά την ε κλογική εξαφάνιση του ΝΡΟ εμφανίστηκε μια διακριτή υποκουλτουρα μαχητικών εξωκοινοβουλευτικών ομάδων: μεταξύ 1970 και 1975 καταγράφηκαν 62 (1973) κατ’ ελάχιστον και 91 (1975) κατά μέγιστο τέτοιες ομάδες (Ζΐπιιηβπηβηη και δααΐίβΐά, 1993:61). Κα τά την ίδια περίοδο και ακόμη αργότερα, το ακροδεξιό φιλολογι 196
κό δίκτυο κατέγραψε μεγαλύτερα νούμερα κυκλοφορίας καθώς ο ΟβΓΗαηΙ Ργο^, ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου ΟδΖ -ΩιυεΙαεΗπββη αηά Ζέϊίιιη&νβΓίαξ και εκδότης του ΩειιΙχΗβ ΝαύοηαΙζεΐίιιηξ, διεύρυνε το αναγνωστικό του κοινό για να περιλάβει μέλη διαφό ρων πρόσφατα ιδρυθέντων οργανισμών, όπως η ϋαιίςοΗβ ΥοΙΙίχαηϊοη ( ϋ ν υ ) , που ίδρυσε ο ίδιος ο Ρτεγτο 1971. Το τρίτο κύμα του δυτικογερμανικσύ δεξιού εξτρεμισμού άρχι σε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και έχει διατηρηθεί μέχρι σή μερα. Το κύμα αυτό χαρακτηρίζεται από την άνοδο των ΚβρυύΙίΙωηβΓ, που είναι ένα ριζοσπαστικό δεξιό λαϊκιστικό κόμμα δια μαρτυρίας. Η φύση του κόμματος διαμαρτυρίας του προσδίδει ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με ανταγωνιστές στα δεξιά του πολιτι κού φάσματος. Το κόμμα των ΚβραΰΙϋωηπ ιδρύθηκε στις 26 Νο εμβρίου του 1983 στο Μόναχο από τους ΕΜκΗαπΙ ν ο φ και Ργβιιζ Ηαηάΐοδ, δύο πρώην μέλη του Οδυ της Βαυαρίας και έναν πρώην παραγωγό της βαυαρικής τηλεόρασης, τον Ργηπζ δοΙίόη1ιιιΙ>€Γ, σε αντίδραση για τον οικονομικό-διαμεσολαβητικό ρόλο του ΟδΙΙ για την εξασφάλιση δανείου στην ΟΟΚ (Ανατολική Γερμανία) με ένα εκατομμύριο γερμανικά μάρκα. Οί ΚεριώΙϋωηίΓ, η οργάνωση των οποίων είναι ισχυρότερη στη νότια Γερμανία (ειδικά στη Βαυ αρία και στο Μπάντεν-Βίρτεμπεργκ), συμμετείχαν στις εκλογές από το 1984 και μετά, αλλά χωρίς σημαντικά κέρδη μέχρι το 1989 (βλ. ακολούθως). Την εκλογική άνοδο του κόμματος αυτού έχει υποθάλψει η διαδικασία του οικονομικού εκσυγχρονισμού που βιώνει η Γερ μανία από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.0 τεχνολογικός εκσυγ χρονισμός οδήγησε ορισμένες κοινωνικές ομάδες σε οικονομική υστέρηση, με αποτέλεσμα να αποτελούν εύκολη λεία για τη ριζο σπαστική δεξιά λαϊκιστική προπαγάνδα. Η εξέλιξη αυτή έχει οδη γήσει σε πόλωση του εργατικού δυναμικού ανάμεσα σε ειδικούς της υψηλής τεχνολογίας με στέρεο εκπαιδευτικό υπόβαθρο και σί γουρη πλήρη απασχόληση και σε ανειδίκευτο ή ημιειδικευμένο εργατικό δυναμικό με αβέβαιη, συχνά μερική απασχόληση (Κειτι και δοΗυπιαηη, 1984). Ο επιταχυνόμενος εκσυγχρονισμός, ιδιαί 197
τερα στη διάρκεια της διακυβέρνησης των € ϋ ίΙ / 0 > υ από το 1982, έχει δημιουργήσει μια «ΖΗ’βί-ΟήΐίζΙ-ΟβζβΙ&Ηαβ» («κοινω νία των δυο τρίτων»), στην οποία τα δυο τρίτα περίπου απολαμβά νουν μεγαλύτερη αφθονία, καλύτερες συνθήκες εργασίας και δια θέτουν περισσότερα προσόντα (Οΐοΐζ, 1989). Εκείνοι, εντούτοις, που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας αισθάνονται να απειλού νται από τα αρνητικά αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού: την υ πονόμευση των παραδοσιακών εξειδικεύσεων, τον αυξημένο α νταγωνισμό και «τη νέα φτώχια». Αυτοί είναι οι χαμηλόμισθοι ερ γάτες, οι ημιειδικευμένοι και οι ανειδίκευτοι, οι νέοι και οι μακρο χρόνια άνεργοι. Από αυτούς ακριβώς τους χαμένους εξαιτίας του εκσυγχρονισμού, είναι που οι ΚεριώΙΐΙοηεΓ αντλούν την πλεισψηφία της υποστήριξής τους (ΚοίΗ, 1989:10-20). Σύμφωνα με μια έ ρευνα του 1989, ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός υποσιηρικτών των ΚερυϋΙΐΐΗηεΓ θεωρούσε ότι ανήκε στο χαμηλότερο ένα τρίτο της κοινωνίας και αγωνιούσε για το κοινωνικοοικονομικό του μέλλον (Επιηϊά, 1989). Η υστέρηση, εντούτοις, μπορείνα είναι τόσο φαινομενική όσο και πραγματική. Μπορεί να βασιστεί στο υ ποκειμενικό συναίσθημα της ανασφάλειας και όχι απαραιτήτως σε αντικειμενική διαδικασία οικονομικής περιθωριοποίησης. Η σύγκριση των τριών κυμάτων του δεξιού εξτρεμισμού απο καλύπτει διάφορα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά και τάσεις. Πρώτον, από τη γέννηση, ακόμη, της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας η ακροδεξιά έχει συναρθρωθεί σε τρεις χωριστούς -αλλά αλληλοσυνδεόμενους- οργανωτικούς κλάδους: (α) κόμματα (β) μαχητικές νεοναζιστικές ομάδες δράσης και (γ) δίκτυο φιλολογι κών κύκλων. Δεύτερον, σε περιόδους εκλογικής αποτυχίας για την ακροδεξιά στη διάρκεια του πρώτου και του δεύτερου κύματος, πολλοί υποστηρικτές αποσύρθηκαν στο υποπολιτιστικό περιβάλ λον των μαχητικών παραπολιτικών οργανώσεων. Ακόμη και το τρίτο κύμα έχει δείξει μια σταθερή ανάπτυξη των ομάδων αυτών μετά την απαγόρευση των ακροδεξιών οργανώσεων που συμμε τείχαν στις εκλογές (βλ., στη συνέχεια): ο αριθμός τους αυξήθηκε από 23 το 1989 σε 71 το 1994 (ΖΐΓηιπεπτιαηη και δααΐίείά, 1993:61, 198
νβφκευηΐρχΗαίζΙχπεΗΐ, 1994: 78). Οι μαχητικές ομάδες δράσης παρείχαν την πολιτική εκπαίδευση και τις ακροδεξιές ιδέες για τις επόμενες γενιές (ΚοΙίπςΙ^, 1992:62). Η υποχώρηση σε ένα υποπολιτκπικό περιβάλλον σε περιόδους εκλογικής αποτυχίας καταδει κνύει ότι η δεξιά εξτρεμιστική νοοτροπία δεν εγκιβωτίζεται σε οργανοπικές δομές. Ακόμη και όταν οι ακροδεξιές ομάδες απο διαρθρώνονται, η δυνητική έλξη εξακολουθεί να υπάρχει. Τρίτον, η εμπειρία από τις οικονομικές κρίσεις και τα φαινόμε να που προκύπτουν από την κοινωνικοοικονομική υστέρηση ήταν μια σημαντική ερμηνευτική μεταβλητή για τις κατακτήσεις της α κροδεξιάς στην κάλπη στα τρία κύματα του δεξιού εξτρεμισμου. Οι κοινωνικο-οικονομικές ανασφάλειες κατά την πρώιμη μεταπο λεμική περίοδο, η οικονομική κρίση του 1966-67 και τα αποτελέ σματα του εκσυγχρονισμού, συνέβαλαν στην εκλογική άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στη δεκαετία του 1950, του ΝΡΟ και των ΚβριώϋΜαηα· αντίστοιχα, αλλά αυτά δεν είναι επαρκείς ερμηνευ τικές μεταβλητές. Εξάλλου, η οικονομική κρίση στα μέσα της δε καετίας τον 1970 δεν ανέκοψε την εκλογική υποχώρηση του ΝΡΟ. Μια ανάλυση της εκλογικής επιρροής του ΝΡΟ και των ΚβριώΙΐίωηετ αποκάλυψε ότι η δυσαρέσκεια από τα καθιερωμένα κόμμα τα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξήγηση των εκλογικών κερδών της ακροδεξιάς: μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων του ΝΡΟ και των ΚεριώΙίΜαηετ πίστευαν ότι τα κύρια κόμματα ήταν ανίκανα και α δυνατούσαν να διεκπεραιώσουν τα καθημερινά προβλήματα των απλών ανθρώπων (Ζίπιιτιεπηαηη και δΗΒΐίοΙά, 1993: 66-73). Η α ποξένωση από τα κυρίως κόμματα (ΡαΓίείεηεηφεηιάιιη%) εκφρά στηκε στο γεγονός ότι το συγκεντρωτικό ποσοστό των ψήφων του Ο ϋ υ καιτουδΡΟ έπεσε από το 91,2% το 1976, στο 70,1% το 1994. Έτσι, τα δεξιά εξτρεμιστικά κόμματα είχαν μεγαλύτερες πιθανό τητες να κερδίσουν ψήφους (ΙΓνϊηβ και ΡβΙεΓδοπ, 1991: 370). Η Ραπείεηεηφεπιάαηξ προέρχεται (α) από την παρατηρούμενη υπο χώρηση των ηθικών και δεοντολογικών προτύπων καθώς τα κα θιερωμένα κόμματα επηρεάζονταν από ηθικά και οικονομικά σκάνδαλα, (β) από το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στη σύνθεση 199
των κομμάτων και το κοινωνικό προφίλ του πληθυσμού (βλ. ΡβάββΙΙ, 1989: 136-9), (γ) από μια γενική άμβλυνση της ταύτισης του λαού με τα κόμματα (Βογπιε, 1991: 129) και (δ) από τις μετα βαλλόμενες μορφές της συμμετοχής (>νΐε86ΐκ1&Ιι1, 1990:12). Η συμμετοχή των ατόμων στην κομματική πολιτική μειώθηκε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η επιθυμία εμπλοκής σε αντισυμβατική δράση αυξήθηκε περίπου κατά 11% (,ϊβίόε και ν « η , 1989:140). Τέταρτο, το δεύτερο κύμα της ακροδεξιάς διαφέρει από το πρώτο κύμα κατά το ότι στη διάρκειά του παρουσιάστηκε η πολιτι κή των προαναφερθέντων προβλημάτων αιχμής και διαμαρτυ ρίας, φαινόμενο που με τη σειρά του γέννησε το δεξιό λαϊκισμό. Οι δεξιές εξτρεμιστικές ομάδες της δεκαετίας του 1950 αντλού σαν την υποστήριξή τους κυρίως από ιδεολογικούς υποσιηρικτές των οποίων η στάση είχε διαμορφωθεί από την εθνικοσοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση του Τρίτου Ράιχ (ΡοιιΚετΐ και ΒβρΙίΓ, 1990: 33). Το ΝΡΟ, αντίθετα, το κομματικό πρόγραμμα του οποίου φα νέρωνε νεοναζιστικές καθώς επίσης εθνικοουντηρητικές τάσεις, προσέλκυε όχι μόνο πρώην Ναζί αλλά, επίσης, ανθρώπους που το ψήφιζαν διαμαρτυρόμενοι κατά των αλλαγών στο οικονομικό και πολιτικό κλίμα (Ν&£ΐε, 1970). Μελέτες σχετικές με την εκλογική υ ποστήριξη του ΝΡΟ έδειξαν ότι αυτό αντλούσε διαμαρτυρόμέ νους ψηφοφόρους από όλα τα κατεστημένα κόμματα, συμπερι λαμβανομένου του δΡΟ. Μ’ αυτή την έννοια, το ΝΡΟ ήταν ένα κόμμα των απλών ανθρώπων (ΟυόεΙι και .ΙαβοΗΚε, 1984). Η τάση για χάραξη πολιτικής σε επιμέρσυς διακυβεύματα και η εμφάνιση πολιτικής διαμαρτυρίας επιταχύνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 λόγω των κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών συνδεόμενων με την προηγμένη βιομηχανική κοινωνία (όπως: με γαλύτερη κοινωνική κινητικότητα και τεχνολογική καινοτομία). Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν στο «ξεπάγωμα» των παραδοσιακών εκλογικών διαιρετικών τομών που είχαν αναδειχθεί βάσει ταξι κών διαχωρισμών και προσκόλλησης σε συστήματα αξιών (ΡΙεη383η και ΟβΙΙοπ, 1984). Οι ψηφοφόροι είχαν λιγότερο πια την τά 200
ση να ψηφίζουν βάοει κομματικής προτίμησης και περισσότερο την τάση να ψηφίζουν υπέρ ενός κόμματος που πίστευαν ότι είναι ι κανό να αντιμετωπίσει τα επιμέρους διακυβεύματα που ήταν γι’ αυτούς τα πιο σημαντικά. Η μετατόπιση από τις κοινωνικές σε θε ματικές διαιρετικές τομές οδηγούσε σε ανασυνθέσεις των ομάδων και έδινε τη δυνατότητα στο λαϊκιστικό κόμμα των ΚβρυδΙΐΙωηβΓ, του οποίου η ύπαρξη εξηγείται σε όρους θεματικών διακυβευμάτων της συγκυρίας, να λειτουργήσει σαν κόμμα διαμαρτυρίας. Πράγματι, τα δύο τρίτα της εκλογικής υποστήριξης των ΚβριιΜΙίαηβΓ μπορεί να θεωρηθούν ψήφοι διαμαρτυρίας (Ηυη<1-8€(1εΓ, 1993: 27). Η εμφάνιση της πολιτικής των διακυβευμάτων της συγκυρίας και της πολιτικής της διαμαρτυρίας, καθώς και η έλευση του δεξιού λαϊκισμού έχουν συντελεστεί σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Σε αντίθεση με το πρώτο κύμα του γερμανικού δεξιού εξτρεμισμού, ε κείνο των δεκαετιών του 1980 και του 1990 δεν ήταν πλέον μοναδι κό γερμανικό φαινόμενο. Αποτελούσε, αντίθετα, φαινόμενο δυτι κοευρωπαϊκό σε όρους αιτιών και ιδεολογίας. Τελευταίομα όχι ελάσσον, το τρίτο κύμα της ακροδεξιάς επικε ντρώνεται στον επανακαθορισμό της γερμανικής εθνικής ταυτό τητας. Η πολιτική διαμαρτυρίας και διακυβευμάτων της συγκυ ρίας γέννησαν το Κόμμα των Πρασίνων, που εισήγαγε ένα «νέο πολιτικό» διαχωρισμό στη γερμανική πολιτική σκηνή στη δεκαε τία του 1980 (Κνίδί3£ΐ, 1985). Η γερμανική ακροδεξιά έχει απαντή σει στην πρόκληση αυτή με συντηρητική αντεπίθεση, που εκφρά ζεται μέσω ενός ανανεωμένου ενδιαφέροντος για τη γερμανική ε θνική ταυτότητα. Βασισμένη στην επαναβεβαίωση αξιών και αρε τών που συνδέονται παραδοσιακά με τους Γερμανούς (όπως σκληρή δουλειά και αίσθημα καθήκοντος), απορρίπτει όλα όσα θεωρεί «μη γερμανικά», εκκινώντας από τις νέες τεχνολογίες μέ χρι τη μετανάστευση των ξένων. Ο επαναπροσδιορισμός της σχέ σης της Γερμανίας προς το παρελθόν της και η εφαρμογή της σχέ σης αυτής στο παρόν είναι τμήμα αυτού του νέου ιστορικού παρα δείγματος και ξεχωρίζει το τρίτο κύμα από το πρώτο και το δεύτε ρο. Εδώ, κεντρικής σημασίας είναι η δημιουργία εθνικής συνείδη 201
σης απελευθερωμένης από τη σκιά του Χίτλερ, αφού το φάντασμα του Εθνικοσοσιαλισμού θεωρείται εμπόδιο στην ανάπτυξη υγιούς γερμανικού πατριωτισμού και γερμανικής νόΙΜΐχΗ ταυτότητας, ό πως φαίνεται από την αποκαλούμενη ΗίείοήΙ&πίκίι (διαμάχη των ιστορικών) (βλ., Νοίΐε, 1986, >νεΗ1ει\ 1988).
Οι ΚβριιΜϋκαιιβΓ στην ενωμένη Γ ερμανία
Το κόμμα των ΚεριώΙίΙωηβΓ είχε ορισμένα σημαντικά εκλογικά κέρδη σιην ενωμένη Γερμανία. Οι εκλογικές αυτές επιτυχίες ήταν ωστόσο βραχύβιες και δεν εμπόδισαν τις αρνητικές τάσεις στην ε ξέλιξη του αριθμού των μελών του κόμματος. Εκλογές και τάσεις ηον αφορούν τον αριθμό των μελών
Μέχρι το 1987, το κόμμα των ΚβριώΙϋωηβΓ είχε πάρει μέρος μόνο στις εκλογές της Βαυαρίας, όπου αποκόμισε ορισμένα σχετι κά ασήμαντα κέρδη στις τοπικές εκλογές του 1984. Το κόμμα είχε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία στις εκλογές του 1986 για το Ιαηώαξ της Βαυαρίας, όπου συγκέντρωσε το 3% του συνόλου των ψήφων (το κυβερνητικό 0 5 υ έχασε 2,5%). Από το 1987, οι ΚεριώΙίΙ<αη£Γ είχαν διαγωνιστεί στον εκλογικό στίβο σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στις εκλογές για το τοπικό Κοινοβούλιο της Βρέμης (1987), του Σλέσβικ-Χόλσταϊν (1988) και της Βάδης-Βιρτεμβέργης (1988) συγκέντρωσε το 1,2%, 0,6% και 1% του συνόλου των ψή φων, αντίστοιχα. Το 1989, οι ΚεριώΙϋωηβτ κέρδισαν το 7,5% των ψήφων στις εκλογές του δυτικού Βερολίνου και το 7,1% των ψή φων στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Πίνακες 5.5 και 5.6). Το 1990, εντούτοις, η εκλογική επιτυχία ξεθώριαζε τόσο γρήγορα όσο είχε έλθει. Στο δυτικό Βερολίνο, οι ΚεριώΙΐ&αηετ έ χασαν τις 11 έδρες που είχαν από το 1989, ενώ στις περιφερειακές εκλογές στα νέα ΐΑηάβτ πήραν μόνο 0,6 έως 1,2% των ψήφων (Πί νακας 5.7). Στις πρώτες παγγερμανικές εκλογές για το Βιιηάεχίαξ το 1990, οι ΚβριώΙϋαιηβΓ, αγωνιζόμενοι για πρώτη φορά στο εθνι 202
κό επίπεδο, πήραν 2,1% των ψήφων (2,3 και 1,3% στα παλιά και στα νέα κρατίδια αντίστοιχα (Πίνακας 5.8). Το έτος 1992, εντού τοις, σημειώθηκε η υψηλότερη εκλογική επιτυχία για τους ΚεραόΙϋωηβΓ όταν αναστάτωσε το ΐΜπάίαξ της Βάδης-Βιρτεμβέργης με 10,9% των ψήφων. Ήταν η πρώτη φορά που το κόμμα εκπροσω πούνταν σε ένα τοπικό Κοινοβούλιο. Στις περιφερειακές εκλογές του Αμβούργου το 1993, οι ΚεραύΙίΙίαηεΓ απέτυχαν για λίγο να φτάσουν το εθνικό εκλογικό κατώφλι του 5%. Ο ανταγωνιστής τους, το ϋ ν υ , κέρδισε το 2,8% των ψήφων (Πίνακας 5.5). Η επιτυχία στις εκλογές, εντούτοις, δεν μπόρεσε να επαναληφθεί το 1994, καθώς το ποσοστό των ψήφων του κόμματος έπεσε στο 1,9% στις εκλογές του Βιιηάβχίαξ. Οι ΚεριιΜίΙωηεΓ αποκόμι σαν μικρότερης σημασίας κέρδη σε ορισμένες από τις οχτώ εκλο γές των κρατιδίων που έγιναν το 1994 αλλά έχασαν 3,2 και 0,2% α ντίστοιχα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Βιιηάεχίαξ. Στις το πικές εκλογές του Ιουνίου του 1994, εξέλεξε αντιπροσώπους στη Βαυαρία, τη Σαξονία, το Μεκλεμβούργο-Φορπόμερν και τη Σαξονία-Ανχάλτη, αλλά σε πολλές πόλεις δεν μπόρεσε καν να κατεβεί στις εκλογές επειδή δεν διέθετε την απαιτούμενη υποστήριξη (Πίνακας 5.9). Δύο χρόνια αργότερα, οι ψήφοι των ΚεριώΙ&αηετ έπεσαν κατά 1,8% στις εκλογές για το κρατίδιο της Βάδης-Βιρτεμβέργης, αλλά το αποτέλεσμα είναι παρ’ όλα αυτά σημαντικό, α φού για πρώτη φορά μετά τριάντα χρόνια επανεξελέγη κόμμα της ριζοσπαστικής δεξιάς σε Κοινοβούλιο ενός κρατιδίου. Στις περι φερειακές εκλογές του Αμβούργου το 1997 το ποσοστό των ψή φων του υποδιπλασιάστηκε, ενώ το ϋ ν υ αύξησε την υποστήριξή του κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες (Πίνακας 5.5). Η πτώση της ε κλογικής δύναμης των ΚεραόΙΐΙωηετ κατά 50% ή και περισσότερο εκφράστηκε στις περιφερειακές εκλογές δύο νέων κρατιδίων το 1998, του Μεκλεμβούργου-Φορπόμερν και της Σαξονίας-Ανχάλτης (Πίνακας 5.7). Στις εκλογές του Βαηάεχίαξ το κόμμα παρέμεινε στάσιμο στο 1,8%, μπροστά από το Ο ν υ , που συγκέντρωσε το 1,2%. Παρόμοιο αποτέλεσμα (1,7%) πέτυχαν οι ΚεριώΙϊΙωηεΓ στις ευρωεκλογές του 1999 (Πίνακας 5.6). 203
Πίνακας 5.5 Εκλογικά αποτελέσματα των ΚβριιΜίΙαιηεΓ στα παλιά ομόσπονδα κρατίδια (ϋίη<Ιει·) Κρατίδια
Έτος
%
Έτος
%
Έτος
%
Βάδη-Βιρτεμβέργη Βαυαρία Βερολίνο (Δυτικό) Βρέμη Αμβούργο 'Εσση Κάτω Σαξονία Βόρειος Ρηνανία-Βεσιφαλία Ρηνανία-Παλατινάτο Σάαρλαντ Σλέσβικ-Χόσιαϊν
1992 1990 1989 1991 1991 1991 1990 1990 1991 1990 1992
10.9 4.9 7.5 1.5" 2.2 1.7 1.5 1.8 2.0 3.4 1.2·*
19% 1994 1995 1995 1993 1995 1994 1995 1996 1994 19%
9.1 3.9 3.1
2001 1998 2001
4.4 3.6 1.3
- Η
-
4.8° 2.0 3.7 0.8 3.5 1.4 -*
1997 1999 1998 2000 2001 1999 -
-
1.8* 2.7 2.8 1.1 2.4 1.3 -
Σημείωσης: * ϋ ν υ φίυιχΗί νοϋααηίοη) 6.18%, * ΐ>νυ 2^%, εθ ν υ 2.8%. <*θνυ 6.3% « ϋ ν υ 43%, ^ ϋ ν υ 4,9%. Πηγές: ΖΐίιχΗπβι β τ ΡαΗοηκ^/ταρη, ν.22(1) (1991), 16-20- ΐΓνίη^ και Ρ&Ιβποη (1991: 366), Οίτ 5ρί*&! Νο 41 (1992), 45· ΖίΓηπκΓτηαηη και 8α&1ίβΙ(Ι (1993: 58-64)· ΚοΙκγ(5 (1995:20)· Οίτ Μεΐι. (19966)· Οοΐζ (19%)· Δελτίο Τύπου ΒαγτπχΗα ΐΑηάααηα (15 Σεπτεμβρίου 1998)· Συνέντευξη Τύπου ΐΑηάηατηι Ηα&η (9 Φεβρουάριου 1999)· ΡτηηΙφιηίΓ ΑΙΙ&παίηε Ζείηιηξ, 3 Μαρτίου 1998, Τ Δελτίο Τύπου ΑπιΙ ΓΟγ 5(8(ί$ΙίΙ(, Αμ βούργο 1997.
Πίνακας 5.6 Εκλογικά αποτελέσματα των Κβριώΐϋιαηβτ στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1989-99) Έτος
%
18.6.1989 12.6.1994 27.9.1998
7,1 3,9 1.7
Πηγές: Αποτελέσματα από Ο&Ιΐοη (1993:6), Κο6βΠϊ (1995:20), Ι ί Μοηάί, 15 Ιου νίου 1999.
204
Πίνακας 5.7 Εκλογικά αποτελέσματα των ΚΐριώΙίΜαηΐΓ στα νέα κρατίδια (Ανατολική Γερμανία) (αποτελέσματα σε %) Κρατίδια
1990
νοΙΙαΙωπνηίΓ (Λαϊχή Συνέλευση) Σαξονία Βραόεμβοΰργο Μεχλεμβοΰργο-Φορπόμερν Σαξονία-Ανχάλτη θουριγκία
-
1.2 0.9 0.6 0.8
1994
1998
-
-
1.4 1.1 1.2 1.4 1.4
-
0.5 0.7 -
Σημειώσεις: •Το κόμμα των ΚίριώΙϋιαικτ είχε απαγορευθεί από τις εκλογές για το ΚοΛιΛα/η/Πίτ. Το αντίπαλο Ο ν υ πήρε το 6,3% του συνόλου των ψήφων και το ΟΑ (ΟειιΐκΗβ ΑΙιεπιαίίνβ) το 0,9%. Πηγίς: Οοΐζ ( 1994β), Δελτίο Τύπου της Στατιστικής Υπηρεσίας του κρατιδίου Μεκλεμβούργσυ-Φορπόμερν (29 Σεπτεμβρίου 1998)- ΡηηίφιΠ ΐτΑΙΙ^ηηίίΜ ΖίίηΐΛχ, 28 Α πριλίου 1998.
Πίνακας 5.8 Εκλογικά αποτελέσματα για τους ΚζριώίίΙιαηΐΓ στις εχλογές για το Βαηάαιαξ (1990-1998). Χρονολογία
%
02.12.1990 16.10.1994 27.09.1998
2,1 1,9 1,8
Σημειώσεις: Στις εκλογές του 1990 για το Βυη«1«1»8, οι ΚίριώΙίΙωηβΓ κατήλθαν για χρώτη φορά σε εθνικό επίπεδο. . Πηγίς: Όπως για τον Πίνακα 5.5· βλ. επίσης Ρταιϋφαιιτ ΑΙΙ&πιιίηΐ Ζΐίηιπ#, 29 Σε πτεμβρίου 1998.
205
Πίνακας 5.9 Εκλογικά αποτελέσματα για την ακροδεξιά σε τοπικές εκλογές στα νέα κρατίδια στη δεκαετία του 1990 Κρατίόιο
Έτος Κόμμα
%
Έτος Κόμμα
Βραδεμβοΰργο θουριγκία Σαξονία-Ανχάλτη
1989 1994 1994
-
1993 1990 1990
ϋδυ Κ ερ
1990 1990
Κορ
Μεγκλε μβοΰργο-Φορπόμε ρν 1994 1994 Σαξονία
ϋ ί> υ Κορ ϋδυ
Κορ
1.4 0.5
-
-
0.1
-
%
3.3 0.9 1.7 1.2
Πηγή: Οο\ζ{ 1994&).
Τα εκλογικά αποτελέσματα των ΚβριιόΙίΙαιηβΓ αναδεικνύουν διάφορα σημεία. Πρώτον, το κόμμα κερδίζει ψήφους διαμαρτυ ρίας από ολόκληρο το φάσμα της διαίρεσης αριστεράς-δεξιάς. Μελέτες για την εκλογική υποστήριξη των ΚερΜίΜαηπ στη δεκα ετία 1990 δείχνουν ότι το κόμμα αυτό κέρδισε ψήφους από όλα τα κατεστημένα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του δΡϋ (βλ., ΚοίΗ, 1989, ΒβΙζ, 1991). Δεύτερον, η εκλογική υποστήριξη των ΚβρΜΟίαηβΓ είναι σχετικά χαμηλή στα νέα κρατίδια, αφού στε ρείται της λειτουργίας της διαμαρτυρίας που έχει στα παλιά κρα τίδια. Στις εκλογές για το Βυηάβίΐαξ το 1998 οι ΚβρυΝίΜαηβΓ έμει ναν σε ποσοστά πίσω από το ϋ ν υ στα ανατολικά, παρά το ότι συ νολικά το ξεπερνουσαν. Η οργάνωση των ΚβρυόΙΐΙωηβΓ είναι πολύ αδύναμη στα νέα κρατίδια και οι συνάφειες με τις νεοναζιστικές οργανώσεις οδήγησαν στις πολυσυζητημένες διαιρέσεις στο κόμ μα (βλ. ακολούθως). Εάν συνεκτιμήσουμε και το γεγονός ότι το κόμμα είχε απαγορευθεί από τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές στα νέα κρατίδια το Μάρτιο του 1990 (εκλογές για τη Λαϊκή Συνέ λευση/ ΥοΙΙίςΙαιηυηβΓ), οι εξελίξεις αυτές συγκρότησαν πολλούς δυνητικούς ψηφοφόρους διαμαρτυρίας στις συνακόλουθες εκλο γές. Τρίτον, η συσχέτιση ανάμεσα στα εκλογικά κέρδη και την πραγματική προσέλκυση κάθε άλλο παρά τέλεια είναι. Ενώ οι ΚβριώΙίΙωηβΓ υπέστησαν εκλογικές υποχωρήσεις στην περίοδο με 206
ταξύ 1993 έως 1997, η στρατολόγηση σε μαχητικές νεοναζιστικές ομάδες αυξήθηκε ελάχιστα περισσότερο από το 50%, καθώς από 1.550 μέλη το 1990 αυτά έφθασαν σε 2.400 το 1997 (Πίνακας 5.10). Η αύξηση του νεοναζισμού υπήρξε ιδιαίτερα εμφανής στα νέα ΐΜηάβΓ (βλ., ΒαεΚες και ^55€, 1993: 112-25). Φαίνεται ότι στην α νατολική Γερμανία, η δυσαρέσκεια εκφράστηκε στον αριθμό των μελών παρά σε ψήφους διαμαρτυρίας, δεδομένης της απουσίας ε κλογικής παράδοσης -τουλάχιστο στις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας 1990- στην πρώην κομμουνιστική χώρα. Πλατφόρμα πολιτικής
Το κομματικό πρόγραμμα των ΚβρυδΙίΙωηεΓ το 1990 απευθυνόταν στους απογοητευμένους ψηφοφόρους των κατεστημένων κομμά των, καθώς επίσης στους υποστηρικτές των παραδοσιακών δε ξιών εξτρεμιστικών κομμάτων. Το πρόγραμμα είναι η αντανάκλα ση της προσεκτικής ισορροπίας ανάμεσα στις συντηρητικές αξίες που έχουν διατυπωθεί από το Ο ϋΙ) / 05υ (όπως για τα ζητήματα του νόμου και της τάξης) και των ακροδεξιών θέσεων που διατυ πώθηκαν από το ϋ ν υ και το ΝΡϋ (όπως η επιθετική πολιτική κα τά των ξένων και ο σκεπτικισμός απέναντι στο ΝΑΤΟ). Οι Κεριώΐϋίαηετ έχουν επίσης υιοθετήσει ορισμένες όψεις της ιδεολο γίας της Νέας Δεξιάς, όπως τη νεοφιλελεύθερη κριτική του σύγ χρονου κράτους πρόνοιας. Η μαχητική επίκληση του εθνικισμού σε συνδυασμό με μια λαϊκιστική στρατηγική που κατευθύνεται στα υψηλής προτεραιότητας εθνικά ζητήματα και απευθύνει μομ φή κατά του κράτους και της κοινωνίας (σχετικά με την αύξηση της εγκληματικότητας και την υποτιθέμενη κατασπατάληση των χρημάτων των ψηφοφόρων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση), γεφυρώνει τις αντιφάσεις στο πρόγραμμα του κόμματος (π.χ. με ταξύ νεοφιλελεύθερων και παραδοσιακών αξιών), καταλήγοντας στη σχετικώς ευρεία απήχηση των ΚβριώΙϋωηβΓ (δααΐίείά, 1993: 177-89). Οι ΚβριώΙίΙαιηεΓ είναι τυπικό παράδειγμα νέου τύπου δεξιού 207
λαϊκιστικού κόμματος, παραδείγματα του οποίου ε'χουν εμφανι στεί σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπως είναι το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και το ΡΡΟ του ΗβκΙογ στην Αυστρία. Όπως τα αντίστοιχα κόμματα στη Γαλλία και την Αυστρία, η προπαγάνδα των ΚβριιΜϊΙιαηβΓ επικεντρώνεται, κυρίως, αν και όχι πλήρως, στην εχθρό τητα απέναντι στους ξένους. Πρόκειται για ένα θέμα που διαπερ νά μια ολόκληρη γκάμα ζητημάτων, από τη θρησκεία μέχρι τα κοι νωνικά επιδόματα. Αυτή η εστίαση έχει καταστήσει ικανό το κόμ μα να δρα σαν κανάλι για τη διοχέτευση της πολιτικής και της οι κονομικής δυσαρέσκειας. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό καθιστά το κόμμα πολύ ευάλωτο στις αλλαγές των κυμάτων της λαϊκής δυσα ρέσκειας, η πλημμυρίδα και η άμπωτη των οποίων μπορεί να επη ρεαστεί από διαφορετικούς κοινωνικούς παράγοντες. Το πρό σφατο ζήτημα των αιτούντων πολιτικό άσυλο χρησιμεύει ως μία τέτοια περίπτωση. Το 1992, στην ακμή της εκλογικής επιτυχίας των ΗβραΝί/ίαηβΓ, το ζήτημα των αιτούντων άσυλο ήταν στην κορυ φή της λίστας των ζητημάτων για τα οποία ανησυχούσε η κοινή γνώμη στα παλιά κρατίδια, ενώ στα νέα κρατίδια ερχόταν δεύτε ρο (ΟίΙ>ο\ν5ΐ(γ, 1995: 30, ΚοΙίηχΙψ, 1995: 15). 'Οταν, εντούτοις, το ζήτημα των αιτούντων άσυλο έχασε τον επείγοντα χαρακτήρα του (παραπέμφθηκε στη δεύτερη θέση και στην τέταρτη θέση στα πα λιά και τα νέα κρατίδια αντίστοιχα, ύστερα από κάποια αλλαγή του περί ασύλου νόμου), η εκλογική υποστήριξη των ΚβριώΙϋαιηβτ εξασθένησε (Οΐ^ον^!^, 1995:30). Πράγματι, η εκλογική ανάρρω ση και υποχώρηση ήταν ακριβώς παράλληλη με την άνοδο και πτώση της σπουδαιότητας του ζητήματος των αιτούντων άσυλο (βλ., ακολούθως). Εσωτερική, διαίρεση
Το κόμμα των ΚεριώΙΐΙύαηβΓ προσελκύει δύο τύπους μελών. Α πό τη μια πλευρά στρατολογεί παραδοσιακούς δεξιούς εξτρεμι στές, οι οποίοι συχνά επιδιώκουν να μετατοπίσουν το κόμμα ακό μη δεξιότερα στο πολιτικό φάσμα. Από την άλλη, στρατολογεί νέα 208
μέλη χωρίς προηγούμενο ακροδεξιό ιστορικό, τα οποία συχνά ε πιθυμούν να μετατοπίσουν το κόμμα σε περισσότερο μετριοπαθή πορεία. Ο δυϊσμός αυτός οδήγησε το κόμμα σε βαθύ εσωτερικό διχασμό, στις αρχές του 1990, που κορυφώθηκε τον Μάιο του 1990 στην παραίτηση του «μετριοπαθή» προέδρου του κόμματος, Ργβιιζ 5<:ΗόηΗυβεΓ, στην οποία εξαναγκάστηκε από τα πιο ακραία μέλη. Με την επανεκλογή του ως κομματικού προέδρου τον Ιούλιο του 1990, ο 5οΗόηΗιιΙ)€Γ εκτόπισε τους αντιπάλους του και αντικατέ στησε σχεδόν ολόκληρη την εκτελεστική ομάδα του κόμματος. Παρά την κίνηση αυτή, ορισμένα ακραία μέλη φλέρταραν με το Ο ν υ , το ΝΡϋ και το νεοναζιστικό ./«£«>*/. Πράγματι, ερω τήματα σχετικά με τις φιλελεύθερες-δημοκρατικές προθέσεις των ΚερυύΙϋίαηβΓ οδήγησαν από το 1992 σε εποπτεία του από το Ομο σπονδιακό Γραφείο για την Προστασία του Συντάγματος. Σε μια προσπάθεια να προσδώσει στο ΚεριώΙϋωηβΓ μια πιο με τριοπαθή εικόνα, ο 5οΗόηϊιιιΙ>€Γ ζήτησε την απαγόρευση ορισμέ νων ακροδεξιών κομμάτων, όπως της ΩεαίχεΗβ Ι,ϊξα /μγ νοΙΙί αηά Ηβϋηαί, κόμμα που είχε προέλθει από απόσχιση από τους ΚβριώΙϋωηβΓ τον Ιανουάριο του 1991. Εντούτοις, εν όψει της συνά ντησης του δοΗόπΗαβεΓ με τον πρόεδρο του ακροδεξιού Ο ν υ , ΟειΉακΙ Ρτεγ, τον Αύγουστο του 1994, η απαγόρευση αυτή θεω ρήθηκε από πολλά μετριοπαθή μέλη μια απλή χειρονομία. Αυτή η χειρονομία απλώς επαύξησε τη δυσαρέσκεια με το στυλ ηγεσίας του δοΗόπΗυΙκΓ, που τον θεωρούσαν, επίσης, υπεύθυνο για τις ε κλογικές απώλειες και τη μείωση του αριθμού των μελών. Ο δοΗόηΙιιιβει·, στη συνέχεια, με απόφαση του εκτελεστικού γραφεί ου του κόμματος απολύθηκε από τη θέση του προέδρου από το ε κτελεστικό γραφείο του κόμματος, τον Οκτώβριο του 1994, αλλά κατόπιν αποκαταστάθηκε αφού προσέφυγε στο δικαστήριο. Στη συνδιάσκεψη του κόμματος στο δϊικίεΐίίηβεη (Βάδη-Βιρτεμβέργη) τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ο δοΗοηΗυΙϊβΓ, που ήταν εντε λώς αβέβαιος ως προς το εάν θα επανεκλεγόταν ως πρόεδρος του κόμματος, παραιτήθηκε από την υποψηφιότητα και πρόεδρος ψη φίστηκε ο Κιιάοΐί 5εΗΙίεãà (32 ετών). Ο δοΗΠετεΓ είναι διανοού209
μένος της Νε'ας Δεξιάς που επιδιώκει να βάλει το κόμμα σε μια νέα και περισσότερο μετριοπαθή πορεία προκειμένου να προσελκΰσει ψηφοφόρους από τις εθνικιστικές-συντηρητικές τάξεις του ΟΟΙΙ / Οδυ. Ο 3<:Ιιόη!ιιιΙ>€Γ ήταν υποψήφιος του Ο ν υ τον Οκτώ βριο του 1998, ενώ οι ΚβρυΜΜωηβτ έζησαν και άλλες αποστασίες προς το κόμμα του Ρτεγ. Μετά τις γενικές εκλογές, το Ο ν υ προσέβλεπε σε μελλοντική συνεργασία με τους ΚβριώΙΐΙωηβΓ Πίνακας 5.10 Αριθμός μελών ακροδεξιών οργανώσεων, 1990-97 Έτος
ΚΐριώΙίΙωηΐΓ
σνυ
Ν Ρϋ
Νεοναζί
1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997
25.000 23.000 20.000 23.000 20.000 16.000 15.000 15.000
22.000 24.000 26.000 26.000 20.000 15.000 15.000 15.000
6.500 6.100 5.000 5.000 3.830 4.000 3.500 4.300
1.550 2.300 2.200 2.450 2.940 1.980 2.420 2.400
Σημειώσεις: Ο ίνΗ :ΰααχΗ*υ%ρβτΥοΙΚχυιάΗίίπαι, Όνν-.ΟεαιχΗε νοϋαιαάοη. Αριθμός μελών «αν ΚιρίώϋΚαηίτ σια νέα ίύηάΐτ. 1990: 3.000. 1992: 2.800.1993:4.500, 1994:3.500. Πηγές: νειΐβχευιΐΒ&εΙιιιΙζΙκπςΙιΚ 1994/1998- Ζίπιπίίπτίΐηη και ^αοΙΓεΙά (1993:55)0ίτ5ρ«8τ/(19926:102). Πίναχας 5.11 Αδικήματα βίας με φυλετικά κίνητρα, 1985-94 Έτος
Αριθμός αδικημάτων
1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994
120 189 192 193 255 309 1.492 2.639 2.232 1.489
Πηγές: νιήαχαη&χΗιιιώιτκΗι (1994:81). 210
Δ ιξ ιό ς ε ξτρ ε μ ισ μ ό ς σ τα ν έα κ ρ α τ ίδ ια
Από την περίοδο της ενοποίησης, ερευνητές του δεξιού εξτρεμισμού έχουν ιδιαίτερα ενδιαφερθεί για τα νέα κρατίδια (δΐ33β, 1998). Από το 1990, έχει παρατηρηθεί και στα δυο τμήματα της Γερμανίας σταθερή αύξηση της φυλετικής βίας (βλ. Πίνακα 5.11). Η πλειονότητα των αδικημάτων διαπράχθηκαν στα νέα κρατίδια (όχΙειτειοΗ, 1993). Η Συνθήκη Ενοποίησης καθόριζε την κατανο μή του 20% του συνόλου των αιτούντων άσυλο στα νέα ΙϋικΙεΓ, μο λονότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αυτοί πήραν μόλις το 10% της ποσόστωσης που συμφωνήθηκε (Κοίίηχίψ, 1995: 14). Η βία είχε κλιμακωθεί ιδιαίτερα ήδη με τις πρώτες αφίξεις αυτών των νεοεισελθόντων στη χώρα το 1991, με την πληθώρα των επιθέ σεων εναντίον των ξενώνων στους οποίους διέμεναν οι αιτούντες άσυλο στη διάρκεια του 1991 και του 1992 (κυρίως στις πόλεις ΗογοΓδνεΓ(ΐ3 και το ΚοχίοοΚ), εκπέμποντας κύματα σοκ σε ολόκληρη τη Γερμανία και το εξωτερικό. Στα νέα κρατίδια η διάθεση ανοχής ή ακόμη και συμμετοχής σε πράξεις βίας κατά των αλλοδαπών είναι υψηλότερη από ό,τι <πα παλιά κρατίδια (ΛνΐΠοττίδ, 1993:1 ΙΟεπ.). Αυτή η διαθεσιμότητα συνδέεται με την ξενοφοβία, που είναι πολύ πιο διαδεδομένη στα νέα κρατίδια από ό,τι στα παλιά (ΡόΓδΙετ κ.ά., 1993: 114επ.). Στη ΟΏΚ, οι αλλοδαποί αποτελούσαν περίπου το 1% του πληθυσμού και το κράτος ασκούσε μια ενεργητική πολιτική απομόνωσής τους. Ως αποτέλεσμα, ο πολίτης είχε λίγες ευκαιρίες να αναπτύξει αισθήματα ανοχής απέναντι στους ξένους. Η συσχέτιση, εντού τοις, μεταξύ στάσης και βίας δεν είναι χωρίς προβλήματα. Πρό σφατη μελέτη έχει αποκαλύψει ότι στα νέα κρατίδια, μέλη της πα λιάς γενιάς (άνω των 65 ετών), αμφοτέρων των φύλων, εκδηλώ νουν πιο ανοιχτά ξενοφοβικές απόψεις από τους νεότερους, αν και οι θύτες ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στη νεότερη γενιά, με την πλειονότητά τους να είναι άνδρες κάτω των 25 ετών (>νϊ11ειη8, 1993: 1ΙΟεπ.). Πράγματι, η βία κατά των ξένιον στα νέα κρατίδια συνδέεται με μια ακροδεξιά νεολαιίστικη κουλτούρα που προϋπήρξε της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. 211
Ο Α ν τιφ α σ ισ μ ό ς στη ν Ο ΰ Κ
Στη δεκαετία του 1980, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟϋΚ), εμφανίστηκε ε'νας αριθμός περιθωριακών μορφών υποκουλτούρας όπως οι σκίνχεντζ, οι ίπχοΗοδ, οι φανατικοί οπαδοί της χέβι με'ταλ και οι πανκ. Ο κοινός παρονομαστής των νεολαιίσιικων αυτών μορφών υποκουλτούρας ήταν η δυσαρέσκεια με το σοσιαλιστικό κράτος της ΟϋΚ, που το θεωρούσαν αυστηρό, ανα χρονιστικό και ανίκανο να φροντίσει τα συμφέροντά τους. Μια έ ρευνα από το ΖβηΐταΙίηχΜιιίβϊΓ^ξεηά/οπεΗυηξ στη Λειψία αποκάλυψε ότι το 1988, λιγότεροι έφηβοι και νεαροί ταυτίζονταν ανε πιφύλακτα με το σοσιαλισμό από ό,τι στη δεκαετία του 1970 και έ να μεγάλο ποσοστό αισθανόταν ότι το κράτος της ΟΟΚ δεν είχε ε παφή με τη νεότερη γενιά. Η πλειονότητα των απογοητευμένων νέων ήταν βιομηχανικοί εργάτες, ενώ η δυσαρέσκεια ήταν επίσης διαδεδομένη μεταξύ των μελών των οργανώσεων της κρατικής ε λίτ, όπως η Ρτεΐε ΟευΚοΗβ (ΡΤλΙ), τα μέλη της οποίας ήταν ι διαίτερα δυσάρεστη μένα με την επίσημη νεολαιίστικη κουλτούρα της ΟϋΚ (ΒπϊοΚ, 1988:22). Η υποκουλτούρα της νεολαίας αντι προσώπευε μια γενιά, η σχέση της οποίας με το κράτος ήταν δια φορετική από εκείνη των γονιών τους. Η κομμουνιστική ρητορική μπορεί να ήταν εύλογη για την πρώτη γενιά, αλλά δεν προσέλκυε πλέον τη δεύτερη γενιά (ΗοοΚβηοδ, 1993:71). Αρχικά, το κίνημα της νεολαίας ήταν μια χαλαρή οργάνωση δια φορετικών και κυρίως απολιτικών ομάδων που ενώνονταν σε δια μαρτυρίες κατά του κράτους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ε ντούτοις, αναπτύχθηκε μια πιο διακριτή κουλτούρα νεολαίας (π.χ., οι σκίνχεντζ και οι/αχαΗοχ), η οποία υιοθέτησε τις πεποιθήσεις των ναζί για τη γερμανική και αρειανή ανωτερότητα. Μελέτες σχετικά με την κοινωνική προέλευση των νεοναζί στα νέα κρατίδια αποκάλυψαν ότι αυτοί είχαν προφίλ παρόμοιο με εκείνο των αντιστοίχων ομάδων στα παλιά κρατίδια: η πλειονότητά τους ήταν άνδρες, μα θητές του τελευταίου σχολικού έτους, μαθητευόμενοι ή βιομηχανι κοί εργάτες με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (δϋκ, 1993). 212
'Οπως υποδηλώθηκε προηγουμένως, η ΟϋΚ ισχυριζόταν από παλιά ότι είχε εξαλείψει, μέσω του κρατικού αντιφασισμού, όλες τις ρίζες και τα ίχνη του εθνικοσοσιαλισμού. Ωστόσο, η εμφάνιση της ακροδεξιάς κουλτούρας της νεολαίας πιστοποιούσε την απο τυχία του κράτους να πραγματοποιήσει μια σαφή ρήξη με το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας. Πράγματι, η κοινωνία της ΟϋΚ δεν είχε καθόλου απαλλαχθεί από το ναζισμό. Πρώην μέλη του ΝαζΐοηαΙχοζϊαΙΐχΙκΗε ΩβαίχεΗε Αώεϊίεφατΐει (ΝδϋΑΡ, Ναζιστικό Κόμμα) είχαν συνασπιστεί και πίεζαν να γίνουν μέλη του ΝαΐίοηαΙ-ΩεηιοΙσαΐίχεΗε ΡαΠεΐ ΟεαίχεΗΙαηάχ (ΝϋΡϋ), δορυφορι κό κόμμα του κυβερνώντος ΞοζΐαΙΐείΐχοΗε ΕιηΗεΐίχραηεΐ ϋεαίχοΗΙαηάχ (5Εϋ). Η παραχώρηση ίσων ευκαιριών σε πρώην μέλη του ΝδϋΑΡ τον Σεπτέμβριο του 1952 σήμαινε ότι τέτοια άτομα ανέλαβαν ηγετικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Επειδή το κράτος της ΟϋΚ κατηγορούσε τον καπιταλισμό για τον εθνικοσοσιαλι σμό, τα αντιφασιστικά μέτρα στόχευαν πρωτίστως στο οικονομικό επίπεδο αλλά απέτυχαν να αντιμετωπίσουν το ψυχολογικό επίπε δο, εμποδίζοντας έτσι κάθε προσπάθεια για νε^αη^εηΗεΐίχΙχινάΐΐίξΐιηξ (υπερνίκηση του παρελθόντος). Τα ακροδεξιά ρεύματα αποδίδονταν σε διάχυση από τη «φασιστική» Δύση, που θεωρού νταν σαν το διάδοχο κράτος του Τρίτου Ράιχ. Ο αγώνας κατά του φασισμού έγινε συνώνυμος με τον αγώνα κατά του καπιταλισμού. Επιπροσθέτως, ο πολίτης της ΟϋΚ ζούσε σε συνθήκες που προω θούσαν αυταρχικές και αντιδημοκρατικές στάσεις (συνήθως θεω ρούνταν δεκτικές της δεξιάς κινητοποίησης). Κρατικός έλεγχος σήμαινε υποταγή και συμμόρφωση, αυταρχισμό, δογματικό αντιπλουραλισμό και μαχητική μισαλλοδοξία απέναντι σε κείνους που ήταν διαφορετικοί (Βυΐΐεηνβ^β και Ι$οΐ3 1991:16-21). Προσα νατολισμοί, επομένως, σε αξίες αντιδημοκρατικές, αντιπλουραλιστικές και αυταρχικές, εξακολουθούσαν να υπάρχουν, αν και σε λανθάνουσα κατάσταση, στην ΟΟΚ (που, ασφαλώς, ήταν κράτος καθαυτό αντιδημοκρατικό). Το 1988, το 10 έως 15% της νεολαίας συμπαθούσε την ιδεολογία των ναζί (δοΗιι&3ΓΐΗ και δοΗιηκΙΐ, 1992:12-28). Το 1990, το 6% της νεολαίας είχε πολύ ισχυρές αντι213
σημιτικές στάσεις και το 53,5% ήθελε να κλείσει το κεφάλαιο για το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν της Γερμανίας (ΜΐΙεη&βΓβ κ.ά., 1991: 102). Η έλξη προς το δεξιό εξτρεμισμό θεωρείται, επομένως, τουλά χιστο εν μέρει κληρονομιά μιας αποτυχημένης αντιφασιστικής στρατηγικής. Περαιτέρω, θεωρείται κληρονομιά του «ΚεαΙχοζίαΙίίηιυχ» (υπαρκτού σοσιαλισμού), το αποτέλεσμα συγκεκριμένων αυταρχικών και καταπιεστικών συνθηκών. Πάντως, αυτή η εξήγη ση δεν είναι επαρκής. Ομάδες κοινωνικής αντιπολίτευσης (π.χ., η εκκλησιαστικής προέλευσης οικολογία και το κίνημα ειρήνης) και ορισμένες ομάδες νεολαίας (π.χ., οι Γότθοι) στην ΟΏΚ. παρέμειναν απρόσβλητες από την ακροδεξιά προπαγάνδα. Επιπλέον, η μεσαία γενιά (ηλικίες 35-64) έδειξαν αξιοσημείωτα λιγότερη ροπή προς το δεξιό εξτρεμισμό από ό,τι παλαιότερες και νεότερες γενιές (ΒβΓβίΠΛηη, 1994:270). Το γεγονός αυτό αποδεικνύει, χωρίς να μας εκπλήττει, ότι τις αξίες της ακροδεξιάς δεν τις υιοθέτησε κάθε πολίτης που ζσύσε κάτω από καταπιεστικές συνθήκες στο κράτος της ΟϋΚ. Επιβεβαιώνει, επίσης, το γεγονός ότι η υιοθέτηση ακρο δεξιών στάσεων από ορισμένους ανθρώπους, αλλά όχι από άλλους (οι οποίοι ωστόσο ζσυν κάτω από τις ίδιες συνθήκες) πραγματοποι είται από την υποκειμενική ερμηνεία των καθημερινών εμπειριών (ΒαεΚετ, 1995: 169). Αυτή η υποκειμενική ερμηνεία καθορίζεται, εν μέρει, από εμπειρίες που βιώνονται στην πρώιμη, διαπλαστική φάση της ζωής. Οι εκπρόσωποι της γηραιότερης ομάδας (άνω των 64 ετών) γεννήθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και μεγάλωσαν στο Τρίτο Ράιχ, όταν το μίσος απέ ναντι στους ξένους αποτελούσε δημόσια πολιτική. Η νεότερη ομά δα (κάτω των 25 ετών) μεγάλωσαν σε μια εποχή όταν η ΟΟΚ, στον αγώνα της να συμβαδίσει με τη Δύση, έμενε όλο και πιο πολύ πίσω. Μετασχηματισμός τον συστήματος
Υπάρχουν πολλές θεωρίες που εξηγούν την έλξη προς το δεξιό εξτρεμισμό στα νέα Ι^άηάβΓ. Μια θεωρία αποδίδει την έλξη αυτή 214
στον τερματισμό του σοσιαλιστικού κρατικού ελε'γχου (Βηίοΐί, 1992: 37επ.). Η κατάρρευση του συστήματος της ΟΟΚ σήμαινε τον τερματισμό της καταστολής και απελευθε'ρωσε ένα ακροδεξιό δυναμικό που ελλόχευε κάτω από την επιφάνειά της. Μία άλλη θεωρία εστιάζει στην ανυποληψία του σοσιαλισμού ως ιδεολο γίας. Η αποσύνθεση της σοσιαλιστικής ΟΟΚ και της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε την ανυποληψία της αριστερής ιδεολογίας. Ανα ζητώντας νέους προσανατολισμούς, το άτομο πέφτει στην αγκα λιά της δεξιάς (ή ακόμη της ακροδεξιάς) ιδεολογίας, που θεωρεί ται ότι είναι ο νικητής (ΚϋΗηΙ, 1993: 162επ.). Η αποσύνθεση που προκλήθηκε από κοινωνικούς μετασχηματισμούς ανοίγει το δρό μο για δεκτικότητα απέναντι στην ακροδεξιά κινητοποίηση. Ίσως η πιο πειστική θεωρία είναι εκείνη περί του μετασχημα τισμού του συστήματος. Η ενοποίηση της ΟϋΚ με τη Δυτική Γερ μανία τον Οκτώβριο του 1990 σήμαινε το μετασχηματισμό από μια κοινωνία «ευθυγραμμισμένη» σε μια κοινωνία εξατομικευμένη, γεγονός που παρήγαγε «ασυγχρονικές» εξελίξεις, εκφρασμένες με διαδικασίες κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής αποσύνθε σης (Βυηοπνββε και ΙχοΙβ, 1991: 112). Η Δυτική Γερμανία είναι μια έντονα εξατομικευμένη «ΚάϋωξίχΙΙίεΗαβ», μια «κοινωνία του ρίσκου» (ΒεοΚ, 1986). Εν μέσω ενός γενικού κλίματος μεγάλης κοινωνικο-οικονομικής ανασφάλειας και κινδύνων και δεδομέ νης της αποδιοργάνωσης της ασφάλειας που προερχόταν από προηγούμενες κοινωνικές βεβαιότητες, το άτομο πρέπει να δια μορφώνει τη ζωή του όλο και περισσότερο από μόνο του. Τώρα, είναι μόνο το άτομο υπεύθυνο για τις πραγματικές ή τις θεωρού μενες αποτυχίες στο σχεδιασμό της καριέρας τους. Η ΟΟΚ, αντί θετα, ήταν μια λειτουργικά προσαρμοστική, αυτορρυθμιζόμενη κοινωνία, χαρακτηριζόμενη από υψηλό βαθμό κολεκτιβισμού και κρατικής προστασίας. Πράγματι, η ζωή στην ΟϋΚ ήταν το αντίθε το της ζωής στη Δυτική Γερμανία. Ήταν ρυθμισμένη και ακολου θούσε ασφαλή και προβλέψιμα μονοπάτια. Η αιφνίδια αλλαγή από ένα σοσιαλιστικό κράτος σε ένα δυνα μικό καπιταλιστικό κράτος έχει καταλήξει σε «ΙηώνίάηαΙίςΐεηιηξζ215
αυ/ρΓαΙΙ», δηλαδή, σε «σοκ εξατομίκευσης» στα νέα ΙΑηάβΓ (Ηβΐΐ-
πΐβγοΓ, 1992: 101). Το σοκ αυτό είναι αποτέλεσμα του μετασχημα τισμού από μια ζωή βεβαιοτήτων σε μια ζωή αβεβαιοτήτων στο οι κονομικό και κοινωνικό πεδίο. Μολονότι η κυβέρνηση υιοθέτησε μια σταδιακή προσέγγιση στο μετασχηματισμό του συστήματος, η διαδικασία είχε ως επακόλουθο μια απροσδόκητη κατάρρευση των οικονομικών και κοινωνικών προσδοκιών. Υποσχέσεις εκ μέ ρους της κυβέρνησης ΟΟυ / Οδυ-ΡϋΡ για αλλαγή χωρίς ατομι κές θυσίες ή κόστος (όπως αυξήσεις φόρων) έδωσαν αφορμή για υψηλές και μη ρεαλιστικές προσδοκίες και στα δύο τμήματα της Γερμανίας. Ακόμη, στα νέα ίαηάβΓ, η μαζική ανεργία και η μαζική αποειδίκευση (που προκλήθηκε από την αποβιομηχάνιση), η απε λευθέρωση των τιμών και η περικοπή των κρατικών επιδοτήσεων σε ένα κλίμα οικονομικής ύφεσης, όλα οδήγησαν σε ένα βαθύ συ ναίσθημα δυσαρέσκειας. Στα παλιά ίΜπάετ η καταβολή Ξοϋάαή(άΐχδβΐίταξ («φόρου αλληλεγγύης») 7,5% που επιβαλλόταν στο ει σόδημα, συν άλλες αυξήσεις φόρων (παραδείγματος χάριν στη βενζίνη, στον καπνό και στον ΦΠΑ), καθώς και η αύξηση των ει σφορών κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, οδήγησαν σε δυσα ρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση και μίσος απέναντι στους Ανατολικσγερμανούς, τους οποίους κατηγορούσαν για τις θυσίες που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν. Για τους Ανατολικογερμανούς, η νέα κοινωνική θέση τους ως άε / 'ααο πολιτών δεύτερης κατηγο ρίας προκάλεσε αυξανόμενη δυσαρέσκεια. Η απογοήτευση από τον «Β.βαΐ5θζίαΙί$ηιιΐ5», τώρα, αντικαταστάθηκε από την απογοή τευση από το νέο σύστημα. Σύμφωνα με μια έρευνα το 1991, το 80% των πολιτών της Ανατολικής Γερμανίας ήταν δυσαρεστημένοι με το παρόν πολιτικό σύστημα (δεΗιιϋαΠίι, 1992: 80επ.). Στο πλαίσιο αυτό, ο δεξιός εξτρεμισμός στα νέα Ι^ηάεΓ αποκτά τη δυ ναμική του από την απονομιμοποίηση του νέου κράτους. Οι προαναφερθείσες θεωρίες έχουν κάποια αξιοπιστία, αλλά μόνο μερική εξήγηση μπορούν να προσφέρουν όσον αφορά τις συμπάθειες προς την ακροδεξιά. Η σημερινή έλξη προς το δεξιό εξτρεμισμό στα νέα ΐΜηάβΓ, στην πραγματικότητα, είναι το αποτέλεσμα ενός 216
συνδυασμού παραγόντων: του μετασχηματισμού του συστήματος, του τερματισμού των καταπιεστικών συνθηκών του σοσιαλιστικού κρατικού ελέγχου, της αποτυχίας της αριστερός να παρουσιαστεί ως βιώσιμη εναλλακτική κατάσταση, της απουσίας γενικού εκδη μοκρατισμού της κοινωνίας στην ΟϋΚ πριν από το μετασχηματι σμό του συστήματος και της αποτυχίας να προετοιμάσουν ψυχο λογικά τους Ανατολικογερμανούς πολίτες για τις δυσκολίες που θα συναντούσαν. Οι τοπικές εκλογές σε Σαξονία-Ανχάλπι το 1998
Τα εκλογικά κέρδη του ακροδεξιού ϋ ν υ στις εκλογές του κρατιδίου Σαξονίας-Ανχάλτης στις 26 Απριλίου 1998 φαίνεται να επιβεβαιώνουν πολλές από τις εξηγήσεις που προαναφέρθηκαν για την άνοδο του δεξιού εξτρεμισμού. Το ϋλ/ί! πήρε το 12,9% των ψήφων, περισσότερο από ό,τι είχε πετύχει ποτέ οποιοδήπστε άλλο δεξιό εξτρεμιστικό ή ριζοσπαστικό κόμμα στη Γερμανία από τη δεκαετία του 1980. Με 16 έδρες στο τοπικό Κοινοβούλιο, το κόμμα κέρδισε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε ένα νέο κρατί διο για πρώτη φορά. Το ϋ ν υ , που δεν είχε κατεβεί στις εκλογές της Σαξονίας-Ανχάλτης τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε κέρδη εις βάρος των ΚεριώΙίΜαηετ, που έχασαν το 50% των ψήφων τους σε σύγκριση με το 1994 (-0,7%). Ακόμη σημαντικότερο, εντούτοις, το ϋ ν υ είχε πολύ σοβαρή διείσδυση στο ΟϋΙΙ, το οποίο έχασε το 12,5% των ψήφων του σε σύγκριση με το 1994 και το ένα τρίτο της εκλογικής του υποστήριξης σε σύγκριση με το 1990 (ΡηηΙφίΓίεΓ ΑΙΙξεηιείηε Ζεΐ(υη& 28 Απριλίου 1998). Η εκλογική υποχώρηση του Ο ϋ υ αντικατοπτρίζεται επίσης σε άλλα ανατολικογερμανικά κρατίδια και υποδεικνύει απουσία προφίλ και αδύναμο εκλογικό πυρήνα για το κόμμα αυτό στα νέα κρατίδια. Σύμφωνα με το ΡοηεΗαη&ξηιρρε ΨαΗΙεη, Ινστιτούτο Ερευνών στο Μανχάιμ, το 65% της εκλογικής υποστήριξης για το ϋ ν υ προήλθε από σχάση ψήφου στην κλίμακα αριστεράς-δεξιάς. Οι ψηφοφόροι στη Γερμανία ρίχνουν στην κάλπη δύο ψήφους: η 217
πρώτη (ΕπΜΐηυηε) είναι για έναν υποψήφιο εκλογικής περιφέ ρειας και η δεύτερη, πιο κρίσιμη ψήφος (ΖννεϊΜΐτητηε) είναι για το κόμμα. Το 23% των υποστηρικτών του Ο ν υ έδωσαν την πρώτη ψήφο τους στο ακροαριστερό ΡαΠεί άεχ ΩετηοΙυ-αΐ&Ηεη ΞοΐίαΙίχηιαί (ΡΟδ), 22% στο δΡΟ και 20% στο Ο ϋυ. Το Ον υ προσέλκυσε, επίσης, πολλούς από εκείνους που είχαν απόσχει στις προη γούμενες εκλογές ή που ουδέποτε είχαν ψηφίσει. Κάθε δεύτερος πρωτάρης ψηφοφόρος στη Σαξονία-Ανχάλτη ψήφιζε υπέρ του Ο ν υ (Ωίε Ζείΐ, 29 Απριλίου 1998). Το 30% των εκλογικών υποστηρικτών του ϋ ν υ ήταν νέοι και άνδρες, είτε μαθητευόμενοι, βιομηχανικοί εργάτες είτε άνεργοι (ΡηιηΙφιηεΓΑΙΙξεηιεΐηε Ζείΐαη& 28 Απριλίου 1998). Οι Γερμανοί νεοναζί έχουν παρόμοιο κοινωνικο-οικονομικό προφίλ. Τι συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από τις παρατηρήσεις αυτές; Πρώτον, κυρίως, το ϋ ν υ προσέλκυσε ψήφους διαμαρτυ ρίας, ομάδα στην οποία στόχευε στη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας (μία από τις εκλογικές του αφίσες καλούσε το εκλογικό σώμα να ψηφίσει υπέρ του κόμματος ως πράξη διαμαρτυρίας). Μπροστά στην αυξανόμενη ανεργία (από 17,6% το 1994 σε 24,7% το 1998), οι ψηφοφόροι αυτοί είχαν απογοητευθεί από το οικονο μικό και πολιτικό κλίμα στη Σαξονία-Ανχάλτη (Ωιε Ζεϊί, 29 Απρι λίου 1998). Τα δύο τρίτα πίστευαν ότι η οικονομική κατάσταση ή ταν «πολύ άσχημη», το 30% δεν εμπιστεύονταν τα κατεστημένα πολιτικά κόμματα για βιώσιμες λύσεις και η μεγάλη πλειοψηφία θεωρούσε τον εαυτό της θύμα του μετασχηματισμού του συστήμα τος (ΡΓαπΙφίΠετ ΑΙΙβεηιείηε Ζεΐίιιηξ, 28 Απριλίου 1998). Φαίνεται ότι στα νέα κρατίδια, το ϋ ν υ έχει αναλάβει τη λειτουργία της διαμαρτυρίας, την οποία οι ΚεριώΙϊΙωηεΓ απέτυχαν να προσφέ ρουν. Το δεύτερο συμπέρασμα συνάγεται από το πρώτο: η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ϋ ν υ δεν είναι δεξιοί εξτρεμιστές. Η ά ποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι σε πολλούς τομείς με ισχυρή παρουσία ακροδεξιών μαχητικών στοιχείων, το ϋ ν υ έ λαβε λιγότερες ψήφους από τον περιφερειακό μέσο όρο του. Σύμ 218
φωνα με τον ΛΛ/ΐΙΗεΐΓΠ Ηεΐίπιε^Γ, τρεις διαφορετικοί τύποι αν θρώπων ψήφισαν για το ϋ λ /υ στις εκλογές της Σαξονίας-Ανχάλτης: (α) νεοναζί, (β) εκείνοι που αναζητούσαν νέες πολιτικές κα τευθύνσεις, και (γ) ψηφοφόροι διαμαρτυρίας φ ίβ Ζβΐι, 29 Απριλί ου 1998). Όπως και με τους ΚεριώΙΐΚαηεΓ, το ϋ ν υ δεν διαθέτει μεγάλο και σταθερό ακραίο ή ριζοσπαστικό δεξιό εκλογικό πυρή να στον οποίο μπορεί να στηριχθεί. Το γεγονός αυτό καθισιά το Ο ν υ πολύ ευάλωτο στις διακυμάνσεις του οικονομικού και πολι τικού κλίματος, με σοβαρές συνέπειες για τις μελλοντικές του ε κλογικές επιτυχίες. Τρίτον, η συμπεριφορά βάσει της ψήφου διαμαρτυρίας στη Σαξονία-Ανχάλτη φαίνεται να παίρνει διαστάσεις που μέχρι τώρα ή ταν γνωστές μόνο στα παλιά κρατίδια. Σε προηγούμενες τοπικές και περιφερειακές εκλογές, η περιοχή της Σαξονίας-Ανχάλτης εί χε καταγράψει ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο υποστήριξης από ψή φους διαμαρτυρίας για την ακροδεξιά (βλ., Πίνακες 5.7 και 5.9). Το 1998, εντούτοις, το κρατίδιο είδε μια αιφνίδια και δραστική αύξηση στις ψήφους υπέρ του ϋ ν υ που ξεπέρασε ακόμη και τα ε κλογικά κέρδη των ΚβρΜΐΜαηβΓ στις εκλογές στη Βάδη-Βιρτεμβέργη το 1992. Πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν από το Ινστιτούτο Ιη]ταΐαΐ άίπιαρ του Βερολίνου αποκάλυψαν ότι ορισμέ νες συνθήκες που δυσκολεύουν την ακροδεξιά να έχει κέρδη στα παλιά κρατίδια δεν επικρατούν στη Σαξονία-Ανχάλτη (ή σε άλλο νέο κρατίδιο). Η ταύτιση με τα κόμματα και το κοινοβουλευτικό σύστημα, παραδείγματος χάριν, είναι πιο αδύναμη και το ίδιο ι σχύει για κοινωνικές μορφές οργάνωσης (όπως αριθμός μελών εκκλησίας) που συνδέουν ψυχολογικά τον ψηφοφόρο με μη εξτρεμιστικά κόμματα. Επιπλέον, οι ψηφοφόροι στα νέα κρατίδια είναι πιο πιθανό να αλλάζουν κόμματα από ό,τι οι αντίστοιχοι στη Δυτική Γερμανία: κάθε δεύτερος ψηφοφόρος είναι έτοιμος να ψη φίσει υπέρ διαφορετικού κόμματος στις επόμενες περιφερειακές εκλογές. Αυτό συγκρίνεται με την περίπτωση του κάθε τρίτου ψη φοφόρου στα παλιά κρατίδια {Ωβτ Ξρίβ^βΙ, 11 Μαΐου 1998). Η α στάθεια των ψηφοφόρων του ϋΥΌ ήταν ιδιαίτερα εμφανής στις ε 219
κλογές για το Βυηάεϋαξ τον Οκτώβριο του 1998, όταν οι ψήφοι του κόμματος μειώθηκαν σε 3,2% στη Σαξονία-Ανχάλτη.
Το ζήτημα των αιτούντω ν άσυλο
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, η Δυτική Γερμανία υποδέχθηκε μια σταθερή εισροή υηκίβάΐα· (Ανατολικογερμανοί μετανάστες) και ΑιιχχίεάΙβΓ (γερμανικής καταγωγής με τανάστες από τις ανατολικές χώρες). Μέχρι το 1990, ζουσαν στη Γερμανία διπλάσιοι ΑηχχίβάΙέΓ (375.000) και οχταπλάσιοι ίΐηιχϊεάΙβΓ(345.000) από ό,τι το 1988 (Ββηζ, 1993:122). Στη διάρκεια της ί διας περιόδου, υπήρξε δραστική αύξηση στον αριθμό των αιτούντων άσυλο, κυρίως από χώρες του Τρίτου Κόσμου και την Ανατο λική Ευρώπη. Το 1988,103.076 άτομα ζήτησαν άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Το 1992, ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 438.191 και για τα δυο τμήματα της Γερμανίας (Πίνακας 5.12). Το ίδιο έτος, η Γερμα νία δέχτηκε το 79,8% των αιτούντων άσυλο από περιοχές εκτός Ε.Ε., αριθμός τετραπλάσιος από ό,τι όλα τα άλλα κράτη-μέλη μαζί (Ωίε Ζβϊΐ, 11 Ιουνίου 1993). Το Αμβούργο, μόνο, δέχθηκε τόσους όσους η Μεγάλη Βρετανία (Ονε Ζεΐί, 16 Ιουλίου 1993). Πίνακας 5.12 Αιτούντες άσυλο στη Γερμανία Έτος
Αριθμός αιτούντιον άσυλο
1983 1984 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993
19.737 35.278 99.650 57.379 103.076 121.318 193.063 256.112 438.191 423.670
Π ηγ(ς:ΜΓπΙχήαΗΐά(ΓΒαηάπη^κηιηξ (1992: 125)· Οίο \νεΙι, 29 Ιανουάριου 19%.
220
Το Οηιηάξ€5βΐζ χορηγεί δικαιώματα σε πολίτες ίΙηκίβάΙεΓ και ΑυχίΐβάΙβΓ. Αυτοί έχουν το ίδιο εργασιακό καθεστώς με τους ντό πιους Γερμανους και ίδια πρόσβαση σε κοινωνική υποστήριξη και παροχή βοηθημάτων πρόνοιας. Συνήθως, ο Αιι&ϊεύΙβΓ μιλάει λίγα ή καθόλου γερμανικά και οι ακροδεξιοί, γενικά, τους βλέπουν σαν ξένους. Το 1989, το 83% των ακροδεξιών υποστηρικτών ήθε λαν να τους αρνηθούν τη γερμανική ιθαγένεια (ΚοίΗ, 1989: 17). Αυτοί θεωρούνται, επίσης, ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές για τις δουλειές και τις κοινωνικές ασφαλίσεις από εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες από τη Μοάετηίχίβηιηξ (εκσυγχρονισμό) και την ανεργία, αφού ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός ΑιιχχίεάΙεΓ αναζητά εργασία στο κατώτατο τρίτο του «Ζννβί-ΟπίίβΙ-ΟβχβΙΙχεΗαβ» (Κοίϊηδίςγ, 1992:88). Εν όψει των αφίξεων αυτών η εχθρότητα κατά των αλλοδαπών έχει εμφανιστεί ως προεξάρχον πολιτικό και εκλογικό ζήτημα. Το 1992, το 51% των Ανατολικογερμανών και το 60% των Δυτικογερμανών ευνοούσαν την επιστροφή των ξένων στη χώρα προέλευσης και το 70% των Ανατολικογερμανών και το 60% των Δυτικογερμανών αισθάνονταν ότι υπήρχε ανάγκη για συνταγματική αλλαγή προκειμένσυ να αναθεωρηθεί το καθεστώς για την υποδοχή των μεταναστών (8αάάεαί5θΗε Ζείίιυΐξ, 16 Ιουλίου 1992). Επίσης, ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού υποστήριζε την προσφυγή σε μη συμβατική πολιτική δράση κατά των αλλοδαπών. Τον Απρίλιο του 1992, το 37% του γερμανικού πληθυσμού εξέφραζε συμπάθεια α πέναντι στις ακροδεξιές τάσεις λόγω του «προβλήματος με τους ξέ νους» (Ωβτ 5ρΐ£%εΙ, 19923). Είναι αξιοπρόσεκτο ότι η ακροδεξιά εί χε εκλογικά κέρδη παράλληλα με την εμφάνιση του ζητήματος του («τύλου. Η μακρά και έντονη εθνική διαμάχη στο ζήτημα της μετα νάστευσης πυροδότησε την ακροδεξιά ρητορική, οδήγησε σε κλι μάκωση της φυλετικής βίας και αύξηση της στρατολόγησης στις δε ξιές εξτρεμιστικές οργανώσεις. Μεταξύ 1990 και 1992, ο αριθμός των βίαιων επιθέσεων κατά των ξένων αυξήθηκε από 309 σε 2.639 και η στρατολόγηση στο ϋ ν υ και νεοναζιστικές οργανώσεις αυξή θηκε κατά 18% και 43% αντίστοιχα (Πίνακες 5.10 και 5.11). 221
Σε μια προσπάθεια να αμβλύνει μια δυνητικά εκλογική ζημιά, η κυβέρνηση έχει πάρει διάφορα μέτρα από το 1990 για να περιο ρίσει την εισροή νεοεισερχόμενων, όπως είναι η διευκόλυνση της απέλασης και ο περιορισμός του δικαιώματος έφεσης για τους αιτούντες άσυλο2. Ο ΑιιζήεάΙετ, που σια προηγούμενα χρόνια μπο ρούσε να φτάσει στη Γερμανία χωρίς απόδειξη της ιθαγένειάς του, τώρα πρέπει να αποδείξει τη γερμανική του καταγωγή προ τού του επιτραπεί να περάσει τα γερμανικά σύνορα (βλ., Κοίΐηβΐητ, 1995: 13επ.). Η κυβέρνηση έχει επίσης εισαγάγει διάφορα προ γράμματα επαναπατρισμού για Κροάτες και Βοσνίους που κατέ φυγαν στη Γερμανία για να ξεφύγουν από τον εμφύλιο πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το πιο σημαντικό, τον Ιούλιο του 1993 τέθηκε σε εφαρμογή έ νας νέος νόμος περί ασύλου που αποτελούσε συμβιβαστική συμ φωνία ανάμεσα στην κυβέρνηση Ο ϋίΙ / ΟδίΙ-ΡΟΡ και την αντιπο λίτευση 5Ρϋ. Αυτός στηρίζεται σε τρεις κύριους πυλώνες. Πρώ τον, ο πολιτικά διωκόμενος έχει δικαίωμα σε άσυλο. Το δικαίωμα αυτό είχε ήδη παραχωρηθεί και με τον παλιό περί ασύλου νόμο (1949, η πιο πρόσφατη τροποποίηση ήταν το 1992). Δεύτερον, δεν παραχωρείται πολιτικό άσυλο σε κείνους που έφταναν στη Γερ μανία από τρίτη ασφαλή χώρα («Ε)ήίΐ5ΐααΐεηΓεξεΙιιη&>). Αυτό περι λαμβάνει όλα τα κράτη-μέλη που αναγνωρίζουν τη Συνθήκη της Γενεύης, καθώς επίσης την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπι να Δικαιώματα. Με βάση το «ΟήίίείααΐεηκξεΙαηξ», στάλθηκαν πί σω στη διάρκεια του πρώτου μισού του 1995 πάνω από 145.000 αιτούντες άσυλο (Ε)ίε \¥εΙί, 29 Ιανσυαρίου 1996: 6). Ο τρίτος πυλώ νας αναφέρεται κυρίως σε ζητήματα διαδικαστικά, όπως η επιτά χυνση των μεθόδων εξέτασης των αιτήσεων για άσυλο από ξένους που προέρχονται από χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν διώξεις. Η τροποποίηση του θεμελιώδους Νόμου έφερε αποτέλεσμα: μέχρι το τέλος του 1993, ο αριθμός των αιτούντων άσυλο στη Γερ μανία έπεσε για πρώτη φορά από το 1987 (Πίνακας 5.12), και το 1994 ο αριθμός των αδικημάτων βίας που διαπράχθηκαν κατά των ξένων έπεσε κάτω του επιπέδου του 1991 (Πίνακας 5.11). Προτού 222
τεθεί σε εφαρμογή ο νέος νόμος περί άσυλου, η κάλυψη από τον τύπο του ζητήματος των αιτούντων άσυλο και δηλώσεις ορισμένων πολιτικών πυροδότησαν λαϊκούς φόβους και ανησυχία ότι η Γερ μανία θα κατακλυζόταν από ξένους, παίζοντας το παιχνίδι της α κροδεξιάς. Μολονότι στη γερμανική περίπτωση δεν μπορεί να κα θιερωθεί μια αμοιβαία σχέση μεταξύ του αριθμού των αιτούντων άσυλο και του επιπέδου βίας, η μείωση των αιτούντων άσυλο έχει -τουλάχιστο προσωρινά- απομακρύνειτον κίνδυνο ενός δυνητικά επιζήμιου εκλογικού ζητήματος. Πάντως, ο νέος νόμος περί άσυ λου έχει παγίδες. Πρώτον, δεν ασχολείται με εκείνους που ζητουν άσυλο των οποίων οι αιτήσεις έχουν απορριφθεί, αλλά με εκεί νους οι οποίοι έχουν αποφύγει την απέλαση. Δεύτερον, ασκείται κριτική για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις υ πέρ ή κατά της παραχώρησης πολιτικού ασύλου. Υπό τον όρο του «ΟπίΙίΙααΙβηΓβ&ΙυηΒ» οι αποφάσεις βασίζονται στην προέλευση της αίτησης παρά στα υπέρ και τα κατά της παραχώρησης πολιτι κού ασύλου, διαδικασία που γενικά υποστηρίζεται ότι απστελεί παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώ ματα. Τρίτον, υπάρχουν περιπτώσεις όπου «ασφαλή τρίτα κράτη» έχουν στείλει άτομα που ζήτησαν πολιτικό άσυλο πίσω σε χώρες που δεν αναγνώριζαν τη Συνθήκη της Γενεύης ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συνεπώς, η λαϊκή υποστήρι ξη για το νέο νόμο περί ασύλου δεν είναι δεδομένη: το 1993, μόνο το 30% του πληθυσμού στα νέα κρατίδια και το 25% του πληθυ σμού στα παλιά κρατίδια θεωρούσε το νέο νόμο αποτελεσματικό (ΚαεοΙιΙεΓ, 1994: 58). Η ανανεωμένη κριτική σχετικά με τις ανε πάρκειες του νόμου περί ασύλου έδωσε νέα ώθηση στους ΚβριώΙΰίαηβΓ, όπως έδειξαν τα εκλογικά κέρδη τού εν λόγω κόμ ματος στις εκλογές στη Βάδη-Βιρτεμβέργη το 1996. Στη διάρκεια του 1996 και 1997, το κόμμα αύξησε επίσης τα μέλη του για πρώτη φορά από το 1993 (Πίνακας 5.10).
223
Η « π ίβ ρ α σ η σ το π ο λ ιτ ικ ό κ λ ίμ α
Η αχροδεξιά ασκεί επίδραση στο πολιτικό κλίμα μεγαλύτερη από εκείνη που θα περίμενε κάποιος κοιτάζοντας απλώς τα εκλογικά αποτελέσματα και τις τάσεις στον αριθμό των μελών. Πρώτον, η ε πιθετική της προπαγάνδα έχει συμβάλει σε «μια πιο αγχώδη, λιγότερο φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα» (Κο&οΠχ, 1992: 343). Το γεγονός αυτό έχει καταλήξει σε κλιμάκωση της φυλετικής βίας και αύξηση του αριθμού των μελών των ακροδεξιών οργανώσεων. Δεύτερον, τα κατεστημένα κόμματα έχουν ενσωματώσει τα ζητήματα-κλειδιά της ακροδεξιάς, προκειμένου να αμβλύνουν την αιχμηρότητά της. Παραδείγματος χάριν, το 19% το ΡΟΡ εισήγαγε ένα ντοκουμέντο για τον έλεγχο της μετανάστευσης, στο οποίο υ ποστήριζε τον περιορισμό της μετανάστευσης αναλογικά προς την ικανότητα της Γερμανίας να υποδεχθεί ξένους. Το δΡΟ, όταν ή ταν στην αντιπολίτευση, συμφώνησε με το νέο νόμο περί ασύλου, που τέθηκε σε εφαρμογή το 1993, ερχόμενο σε ρήξη με την παρά δοσή του να αποδέχεται αιτήσεις για πολιτικό άσυλο «απεριόρι στα». Τρία χρόνια αργότερα, στις παραμονές των εκλογών στο κρατίδιο της Βάδης-Βιρτεμβέργης το 19%, ο υποψήφιος του 8Ρϋ (Οΐεΐ€Γ δροπ) συνηγορούσε ανοιχτά για περαιτέρω περιορισμούς στη μετανάστευση. Τώρα που το δΡϋ είναι στην εξουσία, σχεδιά ζει την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων του νόμου για την ιθαγένεια, που θα παραχωρούσε διπλή υπηκοότητα (ϋορρβίραχς) σε αλλοδα πούς κατοίκους της Γερμανίας που εκπληρώνουν ορισμένα κριτή ρια. Η σχεδιασθείσα μεταρρύθμιση έχει ήδη προσφέρει πλεονέ κτημα στους ΚερυΜΐ/ΐαπετ (βλ. ακολούθως). Τρίτον, (ραίνεται ότι οι ΚβριώΙΐ/αζηβΓ έχουν γίνει γέφυρα μετα ξύ μετριοπαθούς και ακραίας δεξιάς. Παραδοσιακά, το κόμμα έ χει επαφές με κύκλους της Νέας Δεξιάς που βρίσκονται εντός του ΟΟίΙ / ΟδίΙ, όπως το νοξεΙχΙχτ^Ισεΐχ, το ΟευίχεΗΙαηά/οηιηι και το ΡεΙεπόετχεΓ Κτεΐχ (Ωετ ΞρίεξεΙ, 1992ο). Ανεπίσημα, υπήρχαν επα φές με το ΝΡΟ και τις νεοναζιστικές οργανώσεις. Υπάρχουν επί σης ενδείξεις για διακύμανση του αριθμού των μελών μεταξύ της 224
μετριοπαθούς δεξιάς, των ΚερυύΙίΙαιηεΓ και της ακροδεξιάς (βλ., Ι)€Γ5ρΪ£ξβΙ, 1993). Ο ΡοΐεΓ ΚεοΚη3§6ΐ, παραδείγματος χάριν, είναι ένα από τα πολλά μέλη του Ο ϋίΙ / ΟδίΙ που έχουν μετακινηθεί στην ακροδεξιά μέσω των ΚβριιύΙχΚαηβΓ. Αυτός εγκατέλειψε το με τριοπαθές 05υ για να ενταχθεί στους ΚβριώΙϋωηεΓ και αργότερα στο ΩβαίχεΠε υ%α/μγ ΥοΙΙί αηά Ηεΐιηαΐ φ ί ν Η ) , που αποσχίστηκε από το (ΓδΙΙ το 1991. Αυτή η κινητικότητα των μελών επιβεβαιώνει τη λειτουργία των ΚβριώΙίΙαιηβΓ ως μιας γέφυρας και παρέχουν ε πίσης ενδείξεις ότι το κόμμα διευκολύνει τη μετατροπή των αξιών της μετριοπαθούς δεξιάς σε αξίες ακροδεξιάς. Τέταρτον, η ιδεολογία της Νέας Δεξιάς έχει συμβάλει σε μετα τόπιση προς τη δεξιά εξτρεμιστική ιδεολογικοπολιτική αντίληψη. Παραδείγματος χάριν, ο «γενετικός ρατσισμός» της ακροδεξιάς, που βασίζεται σε ό,τι θεωρεί γενετική κατωτερότητα, μετατρέπεται σε «πολιτισμικό ρατσισμό», που βασίζεται σε πολιτισμικές διαφορές. Επίσης, ο παραδοσιακός αντισημιτισμός, που συνδέθη κε με την παρουσία των Εβραίων στη Γερμανία, μετατοπίζεται προς ένα «αντισημιτισμό χωρίς τους Εβραίους» (δίΙβεπτίΒηη και Ηιΐδ€Γ, 1995), που εκφράζεται με μνησικακία προς τους Εβραίους, οι οποίοι δεν επιτρέπουν στους Γερμανούς να λησμονήσουν το παρελθόν. Το ΗίχίοήΙίβηΐτεα που διαδίδεται από τη Νέα Δεξιά, έ χει συμβάλει σημαντικά στη μετατόπιση αυτή προς την ακροδεξιά επιχειρηματολογία. Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η ι δεολογία της Νέας Δεξιάς υπήρξε κοινός παρονομαστής μεταξύ του Ο ϋ υ / (Γδυ, των ΚβριώΙΐΙαιτκΓ και ακόμη των κομμάτων πέραν της δεξιάς, όπως το ΝΡϋ. Με την προσκόλλησή της σε ιδέες όπως «πολιτισμικός ρατσισμός» και «αντισημιτισμός χωρίς Εβραίους», η νεοδεξιά ιδεολογία έχει γίνει χρήσιμη ασπίδα για τους δεξιούς εξτρεμιστές, πίσω από την οποία μπορούν να κρύβονται χωρίς να χρειάζεται να νερώσουν τις δικές τους πεποιθήσεις. Με την ίδια λογική, «μετριοπαθείς» δεξιοί που μισούν τους ξένους αλλά έχουν επιφυλάξεις κατά της επιθετικής και λαϊκιστικής πολεμικής των ΚβρηΜϊ/ωηεΓ έχουν βρει στέγη στη Νέα Δεξιά. Η προσκόλληση σε ιδέες της Νέας Δεξιάς εκπροσώπων από ολόκληρο το φάσμα της δεξιάς αποτελεί απειλή για την κοινωνία. 225
Σ υ μ π έρ α σ μ α
Παρά τις προσπάθειες να εξαλειφθουν ο εθνικοσοσιαλισμός και οι ιδεολογίες παρόμοιας ποιότητας, οι ακροδεξιές απόψεις έχουν παραμείνει σε αμφότερα τα τμήματα της μεταπολεμικής Γερμα νίας. Ο δεξιός εξτρεμισμός έχει εκφραστεί σε τρία κύματα, η ροή των οποίων έχει επηρεαστεί από ένα συνδυασμό συντελεστών: απογοήίευση από το πολιτικό σύστημα, κοινωνικοοικονομική α νασφάλεια και διαρθρωτικές μεταβολές στην κοινωνία. Η άνοδος του δεξιού λαϊκισμού έχει εισαγάγει ένα τρίτο παρακλάδι στο δε ξιό εξτρεμισμό (τα δυο πρώτα είναι η Νέα Δεξιά, που ανάγεται χρονικά στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και ο παραδοσιακός δε ξιός εξτρεμισμός, όπως εκφράζεται, παραδείγματος χάριν, στο νεοναζισμό). Ο δεξιός λαϊκισμός διοχετεύεται μέσω σαφώς αναγνωρίσιμων δομών (αριθμός κομματικών μελών και ψήφοι για τους ΚεριώϋΙωηβτ) και έτσι μπορεί να τον παρακολουθήσει κανείς εξετάζο ντας τα εκλογικά αποτελέσματα και τις τάσεις στον αριθμό των μελών. Αντίθετα, η έλξη προς τη Νέα Δεξιά ανιχνεύεται πολύ δυ σκολότερα στην ενοποιημένη Γερμανία, επειδή απστελεί ένα ιδε ολογικό εγχείρημα που δεν συνδέεται με κομματικές δομές ή με σαφώς αναγνωρίσιμο αριθμό μελών. Η προσκόλληση στην παραδοσιακή ακροδεξιά ιδεολογία έχει καταστεί λιγότερο αναγνωρίσιμη στην ενωμένη Γερμανία. Στα νέα κρατίδια η δεξιά εξτρεμιστική νεανική κουλτούρα, με ελάχι στες εξαιρέσεις, δεν συνδέεται με αυστηρές οργανωτικές - και έ τσι σαφώς αναγνωρίσιμες δομές. Αυτό που σχηματίζει τη βάση ε νός δεξιού εξτρεμιστικού κοινωνικού κινήματος, παρόμοιου εκεί νου του αριστερού πολιτικού σκηνικού, είναι τμήμα ενός ευρύτε ρου ακροδεξιού περιβάλλοντος (ۋπιαηη, 1994: 265-76). Στα παλιά κρατίδια, ο δεξιός εξτρεμισμός ήταν, μέχρι τις αρχές της δε καετίας του 1990, πολύ περισσότερο συνδεδε μένος με συγκεκρι μένους οργανωτικούς δεσμούς, μολονότι ακόμη και τότε αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος. Εντούτοις, 226
τώρα φαίνεται να υποχωρεί πίσω στην υποκουλτούρα αυτή, υποβοηθσύμενος από τη δίωξη των δεξιών εξτρεμισιικών οργανώσε ων στη δεκαετία του 1990. Μολονότι η δίωξη έχει οδηγήσει σε μεί ωση του αριθμού των επίσημα καταγεγραμμένων ακροδεξιών ορ γανώσεων (από 83 το 1992 σε 78 το 1993), το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει μετατόπιση από τον οργανωμένο στον αυτόνομο, «παράνομο» δεξιό εξτρεμισμό. Τη μετατόπιση αυτή «ραίνεται να επιβεβαιώνουν τρεις τάσεις. Πρώτον, προκειμένσυ να παραχάμψουν την απαγόρευση, ακροδεξιές ομάδες όλο και περισσότερο διασπώνται σε αυτόνομους πυρήνες. Ο δΐεβίιίεά ΒοτοΠεΠ, πρώην πρόεδρος του ΡπΐΗεΐιΙκΗε ΟειακΙϊεΑώείΐεφαηεί (ΡΑΡ) είπε μετά την απαγόρευση του κόμματός του: «δεν χρειαζόμαστε πια κομ ματικές οργανώσεις ούτε χρειαζόμαστε κομματικό πρόεδρο. Το ΡΑΡ μπορεί να συσπειρωθεί σε αυτόνομους πυρήνες, χωρίς πρόε δρο ή θησαυροφύλακα» (Οετ ΞρίεχεΙ, 1995). Δεύτερον, η ακροδε ξιά έχει συγκροτήσει ένα δίκτυο που συντονίζεται από τις σύγχρο νες τεχνολογίες επικοινωνίας και οι οποίες την καθιστούν ικανή να οργανώνεται έξω από τον εναγκαλισμό με τον κρατικό έλεγχο. Τρίτον, η άνοδος του εθνικισμού στην Ανατολική Ευρώπη έχει προσφέρει την ευκαιρία στη γερμανική ακροδεξιά να διευρύνει τις επαφές της προς ανατολάς, εκτός της εμβέλειας της γερμανι κής κρατικής εποπτείας. Επαφές έχουν υπάρξει με δεξιές εξτρεμιστικές οργανώσεις σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Οι ΚεριώΙϊΚαηβτ, παραδείγματος χάριν, έχουν επαφές με το Ουκρανικό Ρεπού μπλικανικό Κόμμα και το ϋ ν υ έχει απλώσει τα χέρια του μέχρι το Ρωσικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα ( ίϋ Ρ ) του Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι (Αηηαιιη, 1995:9-12). Η ανάληψη της εξουσίας από τη συμμαχική κυβέρνηση 5Ρϋ Πρασίνων το 1998 έχει τερματίσει τη δεκαεξάχρονη συντηρητικήφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Όμως για την ακροδεξιά είναι πολύ νωρίς να εικάσουμε τις μακροπρόθεσμες εκλογικές προοπτικές της διακυβέρνησης αυτής. Όπως συχνά συνέβαινε πριν, πάντως, η επιτυχία της συνδέεται με εξελίξεις στο ΟΟυ και το Οδϋ. Δύο σε 227
νάρια είναι πιθανά. Το πρώτο σενάριο, το Ο ϋ υ να μετατοπιστεί προς το κέντρο του πολίτικου φάσματος απομακρυνόμενο από τις σκληροπυρηνικές θέσεις που προωθούσε ο πρώην ομοσπονδιακός υπουργός Εσωτερικών, Μβηίΐΐά ΚβηΐΗΰΓ. Είναι σημαντικό ότι ο η γέτης του ΟΟίΙ στο δαβΓίαηύ, ο ΡβΙβΓ ΜϋΙΙεΓ, έχει ζητήσει να επανατεθούν στην ατζέντα τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μετατόπιση προς το κέντρο θα άφηνε κενό στα δεξιά, το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί εύκολα από ακροδεξιά κόμματα εις βάρος των Ο ϋ υ / 05υ . Το δεύτερο σενάριο, το Ο ϋυ, απελευθερωμένο από τον κεντρομόλο δεσμό που του επέβαλε η πολιτική του κυβερ νητικού συνασπισμού, θα μπορούσε να μετακινηθεί προς τα δεξιά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μια τέτοια κίνηση έχει ήδη ξεκινήσει. Στις εκλογές του κρατιδίου της 'Εσσης του 1999, το Ο ϋ υ οργάνωσε εκ στρατεία κατά των κυβερνητικών σχεδίων για μεταρρύθμιση του νόμου περί ιθαγένειας, σε μια απόπειρα αναστροφής των φτωχών επιδόσεων στις εκλογές για το Βηηάεχίαξ το 1998. Το κόμμα αύξη σε τις ψήφους του κατά 4,2 εκατοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με την επίδοσή τσυ το 1995 (από 39,2% σε 43,2%). Πέτυχε να κινητο ποιήσει πολλούς από εκείνους που συνήθως δεν ψηφίζουν και το 61% εκείνων που άλλαξαν κόμμα (Ωίβ Ζείΐ, 11 Φεβρουάριου 1993). Επιπλέον, η κυβέρνηση έχασε την απόλυτη πλεισψηφία της στο Βυηάείΐαξ μετά τις εκλογές της 'Εσσης, αφήνοντας το Ο ϋ υ με αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη. Ένα κεντρικό ερώτημα είναι: πόσο μπορεί να αποστασιοποιηθεί το Ο ϋ υ από κεντροδεξιές θέσεις χωρίς να αποξενώσει τη με τριοπαθή πτέρυγά του; Η καμπάνια που προαναφέρθηκε έχει ήδη προκαλέσει ένταση ανάμεσα στα μετριοπαθή μέλη του κόμματος. Μια κίνηση προς τα δεξιά πιθανώς θα αύξανε τις πιθανότητες του Ο ϋ υ να κερδίσει ψήφους από τους ΚβρυΜίΙωηβΓ. Τουλάχιστον, θα δρούσε σαν φρένο στην εκλογική επιτυχία του κόμματος αυ τού. Το ίδιο ακριβώς συνέβη στις εκλογές του κρατιδίου της 'Εσσης το 1999, όπου οι ΚεριιΜίΙιαηβΓ αποκόμισαν μόνο μικρότε ρα κέρδη, λόγω της ισχυρής αντίθεσης του Ο ϋ υ στις μεταρρυθμί σεις του νόμου για την ιθαγένεια (βλ.. Πίνακα 5.5). Το Οδυ έχει ή 228
δη μετατοπιστεί περαιτέρω προς τα δεξιά του πολιτικού φάσμα τος. Σύμφωνα με το Ο ν υ , αυτό δεν κατέβηκε στις εκλογές του κρατιδίου της Βαυαρίας το 1998 επειδή «το 05υ εκπροσωπεί ήδη την άποψη του Ο νυ » (ΡηηΙφιηεΓΑΙΙζίηιείηε Ζβίίιιηξ, 1 Ιανουαρίου 1998). Ένα άλλο σενάριο είναι ότι συγχωνεύονται τα κόμματα της α κροδεξιάς. Το συνολικό αθροιστικό αποτέλεσμα ψήφων των ΝΡΟ, ϋ ν υ και ΚβριώΙίΙωηβΓ στις εκλογές για το Βυικ1ϋ8ΐ3£ το 1998 ανήλθε σε 4,6%, δηλαδή μόνο 0,4% κάτω από το εκλογικό κατώφλι. Η διαχωρισακή γραμμή μεταξύ των κομμάτων της ακρο δεξιάς είναι θολή, πράγμα που διευκολύνει την κίνηση των αστα θών ψηφοφόρων και των μελών μεταξύ των εν λόγω κομμάτων. Στις εκλογές του κρατιδίου της Σαξονίας-Ανχάλτης, παραδείγμα τος χάριν, πολλοί ψηφοφόροι μετατοπίστηκαν από τους ΚβριώΙΐΙίαηετ στο Ο ν υ (ΡηηΙφυΐβτ ΑΙΙξετηβϊηβ Ζείηιη& 15 Ιανουαρίου 1998). Το ΝΡϋ έχει απορροφήσει πρώην μέλη οργανώσεων εκτός νόμου, όπως το ΝαΐϊοηαΙκίάοΗε Ργοπι (ΝΡ) και το ΡΑΡ. Ορισμένα από τα μέλη αυτά είναι τώρα στην εκτελεστική επιτροπή του ΝΡΟ. Υποστηρίζεται ακόμη η ιδέα για ένα ενωμένο δεξιό εξτρεμιστικό μέτωπο μεταξύ των οπαδών διαφόρων ακροδεξιών ομάδων. Ορι σμένα στελέχη των ΚεριώΙϋίαηετ, παραδείγματος χάριν, έχουν α νοιχτά ζητήσει την ενοποίηση με το Ο ν υ , λίγο μετά αφότου ο πρώην ηγέτης τους, δοΗόηΗαΙ^Γ, ανήγγειλε ότι θα ήταν υποψή φιος του Ο ν υ στις εκλογές για το Βαηάεχίαξ το 1998 (Ε>€τ ϋρΐε&Ι, 1998). Οι πιθανότητες, εντούτοις, να ενωθούν τα ακροδεξιά κόμ ματα είναι ισχνές. Ο αρχηγός του ΝΡΟ, υάο νοίβΐ, αρνήθηκε πρόταση του 06γ1ι3Γ(1 Ρτε^ του Ο ν υ , για εκλογική συμφωνία με ταξύ των δύο κομμάτων στις επερχόμενες τοπικές και περιφερει ακές εκλογές. Ο νοΐβΐ ανησυχούσε σαφώς ότι το κόμμα του θα έ χανε το αναδυόμενο προφίλ του μεταξύ των νέων ψηφοφόρων. Ο δοΗΙίΰτοΓ, ηγέτης των ΚβρυΝίΙωηβΓ, εξέφρασε ανοιχτά την αντίθε σή του σε κάθε συνεργασία με το Ο ν υ . Ο δςΗΙΐοΓΟΓφοβάται ότι ε πίσημες συμμαχίες θα διασπούσαν τους ΚβριώΙΟαιηεΓ, με τα με τριοπαθή μέλη να διαρρέουν προς το ΟΟυ / Οδυ. Ο πιθανός διά 229
δοχός του, ο Οιηςίώη Κ&, είναι επίσης κατά της ενοποίησης με άλλα κόμματα της ακροδεξιάς. (Οι ευρωεκλογές του 1999 είδαν τον κατακερματισμό και την αποτυχία της ακροδεξιάς στη Γερμα νία. Στην ίδια εκλογή, το Ο ϋ υ / Οδυ θριάμβευσε καθαρά επί του 5Ρϋ.) Είναι απίθανο η ακροδεξιά να παίξει μείζονα ρόλο στην ομο σπονδιακή πολιτική, τώρα που το ΟΕ)υ / Οδυ έχει υποβιβαστεί σε ρόλο αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση δΡΟ-Πρασίνων. Εντούτοις, η διαμάχη που περιέβαλε τη σχεδιασμένη μεταρρύθμιση του νό μου περί ιθαγένειας μπορούσε να αναστρέψει την αρνητική εκλο γική τάση των ΚβριώΙίΜαηετ και να εξασφαλίσει ότι, στο κοντινό μέλλον, η ακροδεξιά θα παραμείνει σχετικά ισχυρή φωνή, τουλά χιστο σε επίπεδο περιφερειακό. Μολονότι πολλά εξαρτώνται από την ικανότητα του Ο ϋ υ / Οδυ να απορροφά απογοητευμένους και ασταθείς ψηφοφόρους, η ακροδεξιά θα συνεχίσει να αποτελεί σταθερή δύναμη, δεδομένης της εμφάνισης μιας συμπαθητικής και σταθερής υποκσυλτουρας που δεν καθορίζεται μόνο από τις διακυμάνσεις της εκλογικής πολιτικής.
Συντομογραφ ίες που χρησιμοποιούνται στο κεφάλαιο και αναφερόμενες οργανώσεις ΒΗΕ: ΒΡ: οου: 05 υ : ϋΑ: ϋΒ: ΕΚ3: ϋ ίν Η : ϋΡ: ϋΚβρ: ϋΚΡ: ϋ5Ρ: 230
Ομοσπονδία των Αστέγων και Διωκόμενων Κόμμα Βαυαρίας Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση Χριστιανική Κοινωνική Ένωση Γερμανική Εναλλακτική Πρόταση Κόμμα Γερμανικου Μπλοκ Γερμανική Κοινότητα Γερμανική Λίγκα Γερμανικό Κόμμα Γερμανικό Δεξιό Κόμμα Κόμμα Γερμανικών Ράιχ Γερμανικό Κοινωνικό Κόμμα
απτό
ϋνυ: ΕΙί: ΡΑΡ: ΠΜ: ΡΓ>Ρ: ΟϋΚ: ΗΙΑΟδ:
Ένωση Γερμανικού Λαού Ευρωπαϊκή Ένωση Κόμμα Ελεύθερων Γερμανών Εργατών Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία Κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (Ανατολική Γερμανία) Κοινότητα Αρωγής και Αμοιβαίας Βοήθειας πρώην Ενόπλων
85 ΚΡΟ: Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ΙΙ)Ρ: Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (της Ρωσίας) ΝΑΤΟ: Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου ΝΟΡϋ: Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της [Ανατολικής] Γερμανίας ΝΡ: Εθνικό Μέτωπο ΝΟ: Εθνική Επίθεση ΝΡΟ: Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της [Δυτικής] Γερμανίας Ν80ΑΡ: Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανών Εργατών ΡΟδ: Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού ΚηχΜ&αηίΓ (Κόμμα) Ρεπουμπλικάνων δΕΟ: Κόμμα Σοσιαλιστικής Ενότητας 8ΡΟ: Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δΚΡ: Κόμμα Σοσιαλιστικών Ράιχ δδ\ν: Εκλογική Ένωση Νοτίου Σλέσβικ >νΑν: Ένωση Οικονομικής Ανασυγκρότησης \Vύάη|ζ^ιι8ιηά·. Νεολαία Βίκινγκ Ζαιίπυη: (Κόμμα του) Κέντρου
Σ ημ α ώ α ας 1. Το μέρος αυτό βασίζεται σε μια αναθεωρημένη έκδοση του κειμένου «Α ΡυΙιικ ίοΓ Κί&Ηΐ ΕχίΓΟΓπίχπι ίη Οβπτΐ8ηγ?» (Κο1ΐηϊΙςγ, 1992). 2. Πολλοί παράγοντες βοηθούν το κράτος στον αγώνα του κατά του δεξι ού εξτρεμισμού. Το άρθρο 21(2) του Οηιηάββεείζ προβλέπει την απαγόρευση των αντιδημοκρατικών κομμάτων από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικα στήριο. Το άρθρο 9(2) παρέχει την εξουσία στον υπουργό Εσωτερικών να α παγορεύσει αντιδημοκρατικές ομάδες και οργανώσεις. Το 1992 και το 1993, τουλάχιστο έντεκα τέτοιες οργανώσεις χαι κόμματα απαγορεύτηκαν, συμπε ριλαμβανομένου του Γ)€ΜχΗε ΑΙιβτηαιινί (ΟΑ), ΝαήοηαΙβ Οβΐηχινί (ΝΟ), ΝαιίοηαΙίίΐϊίοΗε ΡγοπΙ (ΝΡ) και του ΧνϊΙά^αβεηά. 231
Β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία Αηηαυη, \ν. (1995) «ϋίβ ΒΓ3υηε-Απηεε-ΡΓ3ΐ(Ιίοη», Ωίε Ζείΐ, 13 ίβηιιβιγ, 9-12. Αχ$ΗειιεΓ, Τ. και $3Γ)(ο\νϊο$. Η. (1992) ΚεαΗΐχταάίΙωΙε ίη ΩεααοΗΙαηά: Ωίε αΐΐε αηά άίε ηεαε ΚεοΗιε. ΜυηοΗεη: ΒεοΙι. ΑΜηχοη, Ο. (1993) «θ6πη3ηγ: ΝβΐίοηβΙίδπι, Ναζΐ$ιη 3ηϋ νίοΐεηοβ», σε Β]0γ§ο, Τ. και \νίηε, Κ. (6(1$) Καεάι νΊοΙβηα ίη Εατορε. Β^ίη^ΙοΙίε: ΜααηίΙΙβη. ΒβοΙίβΓ, 5. (1995) «Νβ\ν ΡεΓ3ρβΛΐνβ$ οη Λβ Ρβγ Κΐ^Μ ίη Οΐπη3ηγ», Οεηηαη ΡοΙΐιϊα 4(2), 165-71. ΒαοΚεβ, υ . και .Ιε&5ε, Ε. (1993) ΡοΙίί&Ηετ ΕχίτεπίΜτηαχ ίη άετ ΒαηάείτεραδΙΐΜ ΟεααεΗΙαηά. Βοηη: Βυη<1εχζοηΐΓ3ΐε Μγ ΡοΙϊΙΐχΗε ΒίΙ<3υη§. Ββ<*, υ . (1986) Ωίε ΚΰίΙωξείΐΙΙίεΗα/ί. ΡΓ3ηΙ(ίυη 3ΐη Μβϊη: §υ1)Γΐ(&πιρ. Βεηζ, Αν. (1993) ΚεεΜίχεχηεπιάηιια ϊη άίΓ ΒαηάβίτεριώΙΟί. ΡγηγιΚΛιΟ βπι Μβίη: ΡΪ5θ1ΐβΓ. ΒβΓ£ΐη3ηη, >ν. (1994) «Αη(ΐ$βιηϊ(ϊ$ιη αηό ΧβηορΗοοϋΪΒ ίη Ιΐιο Εβ5ΐ Οεπηβη ΙΑηάετ», Οεηηαη ΡοΙΐιϊα 3(2), 265-76. Ββΐζ, Η. Ο. (1991) Ροχίτηοάετη ΡοΙίιΐα ϊη Οεπηαηγ: ΤΗε ΡοΙΐιϊα ο /Καβηίτταηί. Ιχ>η4οη: Μβαηϊΐΐαη. ΒεΙζ, Η. Ο. (1994) ΚαάκαΙ ΚίξΗΐ-ΐνίηξ ΡοραΙίχτη ίη ΐνεϋετη Εατορε. Βθ£ίη£$(ο1κ: ΜααηίΙΙαη. Βεχπιε, Κ. νοη (1985) Ροίίιίεαΐ Ραηίε$ ίη Μεϋετη Ωεηκκταείίί. ΑΙ&ηΗοΐ: Οαν/ετ.
Ββ>τηε, Κ. νοη (1991) Ωαί ροΙίιήΐΗε 5γ$(ετη άετ ΒιιηάεχτεριώΙΰι ΩεαίχΜαηά ηαοΗ άετ νεηΐίηίρυιξ. ΜϋηεΗβη: ΡϊρβΓ. Βηίοΐί, Αν. (1988) Ωα$ 5ΙάηΗεαά-ΡΗάηοτηεη ίη ]ΐΐξεηά}αϋηίηοΙο%μ€Ηετ ΞίεΗΐ. ίείρ ζίβ : Ζεη(Γ3ΐίη3(ί(υ( ΓΟγ .]υ£εη<1ΓθΓ5(:Ηυη£.
ΒηίεΙ(, λν. (1992) «5ΙαηΗε3<35 - νοΛ οΐεη <1βΓ 5γχ(επιΙυΪ5ε», σε Ηείηεηΐίηη, Κ. Η. και δοΗυ&βπΗ, \ν. (ε«1ϋ) Ωετ αηίί/αίεΗίίήχΗε 5ΐααι εηιίάαΐ χ ίη ε Κίηάετ: ]αξεηά αηά ΚεεΗκεχηετηίίηιαί ίη ΟιιάεααεΗΙαηά. ΚβΙη: Ρβρρχ Κο$$3. ΒυΐΐεΓΛνε^ε, Ο. και ΙχοΙη, Η. («1*) (1991) ΚεεΗΐίεχίτετηίχτηαί ι'/π νετείηίεη ΩεαιχοΗΙαηά. Βΐΐπιεη: 5ΐείηΐθΓ. Οιβίβϊ, I-, ΡβΓ£ΐι$οη, Κ. και ν3ΐΐ£ΐΐ3η, Μ. (βώ) (1991) Νεο-βαχαίιτη ίη Εατορε. 1χ>η(1οη: ΐΛη£πΐ3η. Οιί1(ΐ5, Ο. (1991) «ΤΗβ Ρ3Γ Κί£ήΐ η Οεπη3ηγ χίηοε 1945», σε ΟιεΙβε, ΡβΓ£ϋ8οη, Κ. και νβυβΗβη, Μ. (εάχ) Νεο-/αίά5η> ίη Εατορε. ίοηάοη:
ίοηβπίΒη. 232
ΟαΚοη, Κ. .1. (1993) ΤΗεΝενν Οβηηαηγ νοιεχ. Ο χίοκΐ: Βοτβ.
Ε>«1ί*, 5. (1993) «ΗείιτίΗΓνεΠπε&εηε, ΑυχχίεϋΙει·, δρϋίΒυχχίεϋΙει·», Ααι ΡοΙίΜ αηά Ζίΐΐ&χΗκΗκ, ΒείΙβΒε ζιιγ ΝνοςΗεηζείΙυηβ «ϋβχ ΡαΓίβπιεηΐ» Β48, 3-11. Ωετ 5ρίε$εΙ (1992») «ΒΙεί&ΐ οχ Ιχππι Κεε1ιΐ$<1ηιοΙ δρίοβοΙ-υπιίΓββο ϋΙ>0Γ άίε ροΙΐΐΐκΗε 5ίΙυ3ΐίοη ΐιτι Μοηα( ΑρΓΪΙ», 46( 18). 58-65. Ωετ ΖρίβςεΙ (19926) «ΚεριώΙίΙοπεΓ βείίοπιπιεη ΖυΙαυΓ νοη ϋΐΐεη 5ΕΟΟεηοίκεη», 46(19). 102-5. Ωετ $ρίε%εί (1992ε) «Οβχ Βοχε ΐη «Ιεη Οεηεη», 46(31), 30-2. Ωετ ΧρίεχεΙ (1993) «ΚεοΗΐοΓ δεΗβαεη», 47(31), 50-2. Ωετ5ρίε&Ι (1995) «ννεη νοΐί <1βΓ ΖυΚυηίΐ», 49( 10), 3. ΰ€Γ$ρίί&1( 1998) «Οϊε ΚερυβΙίΙοηεΓ νοΓ άεπι ΖειΐαΙΙ», 52(22), 20. Ώίε ΚβριώΙϋωηβΓ (1990) Ραπείρτοξταηιτη. Βοηη: Βυηάεχβεχοήίίίΐχχίεΐΐε (ΙεΓ ΚεριιΜίΙωηεΓ.
Ωίε Η'εΐι (1996β) «5(ΓείΙ υπι 435 Α^ΙΐΐεΙιΙ ηευ βυίβεΠβπιπΚ», 29 .Ι3ηυ3ΐ>, 6.
ϋίβ\νεΙι
(19966) «Κερυ&ΠΚβηεΓ «οΙΙεη ηΐεΗΐ ΡβΠεί <1ογ νεΠ ίετεΓ χείη», 26
ΜβτεΗ, 4. ϋ ίε Ζείι (1993β) «ΕιίΓορβ \νΪΓ<1 ζιιγ Ρε$(υη£ 3υ$£εΙ>3ΐιΙ», 11 ίυηε, 2. Οίί Ζείι (19936) «ϋίβ ΟεννβΙΙ 3η (Ιβη ^ιΐΓζεΙη ΙϊεΙωπιρίεη», 16 ίυΐγ, 3. ϋκνβΗ Η. (1978) Ωίε ΟασΗκΗΐε άετ ΩεααοΗΐη. ΡγβπΙΛιΙ 3ΐη Μβΐη: ΡΓορχΙβεη.
ΟυάεΚ, Ρ. και .Ιβ^ΙιΙιε, Η. Ο. (1984) ΕηϋΐεΗαηξ αηά ΕηηνκΙώίηξ άεχ ΚεεΗΐχεχίτετηίχτηικ ίη άετ ΒαηάεχτεραΜΐΜ ΩεαίχΗΙαηά. ΟρΙβάεη: ν/β$ΐ(1ευΐ5θ1ιεΓ νεΓίββ. ΕΙόίηβεΓ, 1_ ^ (1988) Οεηηαηγ, ϊηά βάη. Βοχίοη: ϋ ΐΐΐε, ΒΐΌ\νη. Ειηηϊ(1 (1989) «Ωίε ΕίηχίεΙΙυηβ (ΙεΓ Βιιηάεχ&ϋΓβεΓ ζιιηι Νβΐΐοηβΐϊοζϊβίκπιικ», Ώετ ΞρίεχεΙ 43( 15), 56-62. ΡοΐίΙ, υ . 3η(] ΚτίεβεΓ, Η. (1987) «Αΐΐε υηϋ ηευε 5ε1ιεί<ίεΙίηίεη ϋε« ροΜίίβεΗεη νειΉβΙίεηί», Α αί ΡοΙϊάΚ αηά ΖείίβείΜεΗΐε, Βείΐββε ζιιγ \νοοΗεηζβίΙυηβ «ϋ35 Ρ3Γΐ3πτιεη(» Β12,33-47. Ρείΐ, Μ. (1987) Ωίε «Νεαε ΚεαΗΐε» ίη άετ ΒαηάεχτερΜίΙί. ΡΓβηΚίυιΙ βπι Μβϊη: Οβιηρικ. Ρίβηβββη, 5. Ο. και ΟαΚοη, Κ. .1. (1984) «ΡβΠίεϊ υηϋβΓ δίΓεχχ: ΚεβΙί^ηιηβηΐ 3Π(1 Οεβίίβηπιεηΐ ΐη Αιΐνβηεβϋ Ιηύυχίπβΐ $οαε(ίεχ», Ψεα Εατορβαη ΡοΙίιία 7(1), 7-21. Ρογ(1, Ο. (1992) Ραχσαί Εατορε: ΤΗε Ηΐχε ο[Καοίίτη αηά ΧεηορΗοδία. ίοηάοη: Ρΐυΐο. ΡδηΐβΓ, Ρ. Ρ., ΜϋΙΙβΓ, Η. και 5οΗυ63ΠΗ, V/. (1993) ^ξβη ά 0*1: Ζνν&Ηεη Ηοβηαηχ αηά ΟεκαΙά. ΟρΙαάεη: ΙεκΚε 3η<1 ΒυάηεΙι. 233
ΡιιοΗχ, ϋ., ΙΟίηβεπιαηη, Η. Ο. και δοΗκΛεΙ, Ο. (1991) «ΡεπρεΙαίνεη <1βΓ ροΙΐΙΐκοΗεη ΚυΙΐιΐΓ ιγπ νεΓείηίβίεη ΟευίχοΜαηά», Ααχ ΡοΙίιϋι αηά ΖεάξεχΗίοΗΐε, ΒείΙβ&ε ζυΓ ννοοΗεηζείΐυηβ «ϋ35 Ραιίαπιεηΐ», Β32,35-46. ΟίΙ)ο\νχ1(γ. \ν. Ο. (1995) «ΕΙεοΙίοη ΤγογκΙχ ΐη Οεππηβγ: Αη ΑηαΙγ$ί$ οί (Ηε δεοοηύ ΟεηεΓ3ΐ ΕΙεοΐΐοη ίη Κευηίΐεϋ Οεπηαηχ». Οεηηαη ΡοΙίιία 4(2), 26-53. Οΐοΐζ, Ρ. (1989) Ωίε ΩεαίχΗε ΚεεΗίε. ΜίίηεΗεη: ΛΛ/ϊΙήείΓη Ηεγηε. ΟοΙζ, Ο . Η. (1994») «ΟεΓ ν/εοΗχεΙ ίαηά ηίεΗΐ 5011», ΩειιΐίεΗΙαηάακΗίν 27(11), 1129-34. ΟοΙζ, Ο. Η. (19946) «Ηβΐ&ζείΐ ΐιη δυρεηναΙιΙρΗΓ», ΩεαίεεΗίαηάακΗίν 27(7), 677-9. ΟοΙζ, Ο. Η. (1996) «Εηάε άεΓ δρείαιΐβΐΐοη», Ωβ^ΗΙαπάοηΠίν 29(3), 341-3. Ογο5$, Ρ. χαι ί&χεΜιε, Η. Ο. (1982) ΚζοΗΐζααηπιίίτηαί ίη άετ Βαηάε&εραΜίΚ
χ ίΐ 1960: ϋοίαισίίηίαάοη αηά Αηαΐγχ νοη νεφαίαη^αεΗαίώακΗίαι. ΜυηΐεΗ: Ρτε&χειϋεηχΐ Ε>ειηο)(Γ3(Ϊ5θΗε Ιηΐιΐ3ΐΐνε. Ηεΐηεΐΐ, Η. (1993) «Ιπιιηϊ£Γ3ΐΐοη 3η<1 ΐΗε λνεΐίίτε δίβίε», Οεηηαη ΡοΙίιία 2(1), 78-%. ΗεΐϋηεγεΓ, \ν. (1992) «Οΐβ ΧνίεάεΓχρίεβεΙιιηβ νοη Μοίΐεπώίειιηιηίρη1οΐ£5ΐ3η<1εη ίπι Κε«Ηΐ3β)ΛΓειηί5ηιιΐ5», σε Ηβϊηεηιαηη, Κ. Η . χαι 5οΗυΙ>3ΐΐΙι, \ν. (είΐχ) Ωετ αηάβαχΗχίίίχΗβ 5ΐααί εηΐάαΐ χίη€ Κίηάετ ^ ε η ά αηά ΚκΗΐχχίππιΐ&ηιΐί ίη ΟχάβαΐχΗΙαηά. ΚδΙη: Ραρργ Κόκα. ΗεΐΰηεγεΓ, \ν.(1993) «Ηοβϋΐΐΐγ αη<1νΐο ΐεη α (ο»αηΐ5 ΡοΓείριεβ ΐη Οεπηοπγ», σε Βρΐ£θ, Τ . χαι ΑΛ/ΐΠε, Κ. (ε ώ ) Καοάΐ Υϊοΐεηα ίη Εατορβ. Βωΐη^ίοΙιε: ΜβαηΐΙΙ&η. Ηεηηίη£, Ε. (1991) Ωίε ΚεριώΙίλαηεΓ ύη 5οΗαηεη ΟεαϋσΗΙαηάι. ΡηηΙϋυιΙ ωη Μ&ΐη: δυΐΐΓίςαιηρ. ΗοοΙίεηος, Ρ. (1993) Ρ ηε ίο Ηαίε: ΤΗε Κ ιχ ο / ιΗε ΚϊχΗΐ ίη ΡοίΜοηνηυηάΐ
Εατορε. ίοηϋοη: Κοιι(Ιε<ΐ£ε. Ηυη(1$«(]εΓ, Ρ. (1993) 5ΐίοΗ>νοη ΚεαΗΐχχίτεπύχτηαζ. ΜϋηεΗεη: Ηεγηε. ΐΓνίη£, Κ. Ε. Μ. χαι Ραΐεηοη, \ν. Ε. (1991) «Π ιε Οεπηβη ΟεηεΓβΙ ΕΙεαίοη»,
ΡαΗίαηιεηΙατγΑβαίπ 44(3), 353-72. ΙαΗηχόεήαΗι άετ Βαηάείτερεηίηχ (1992) Βοηη: ΒυηύεεζεηΐηΙε ίϋΓ ΡοΙΐΐκοΗε Βίΐάυης. ^ (1 ε , \ν. χαι νεεη, Η . I. (ε ώ ) (1989) Βϋαηζ άετ ^εηάβοηαΗαη^: Ει&1>ηί$χ
επχρίήίϋΗίτ Αηαΐγχη άετ Βαηάατερα1>ΙίΚ νοη 1975-87. ΡβάεΛοπι: 5οΙιόηΐη£. Κεπη, Η. χαι δείιυιηαηη, Μ. (1984) Ωαχ Εηάε άετ ΑώείκίεώιηβΫ ΡΓ3ηΜυΠ απι Μβΐη: €3πιρυ5.
234
ΚοΗηχΙ^, Ε. ( 1984) Ραηίεί, Ορροχίιίοη αηά $<χί«ιγ ίη Η'ε α Οβπηαηγ. ίΛ ηόοη: Ογοογπ ΗεΙιτι. ΚοΙίηίΙίγ, Ε. ( 1992) «Α ΡυΙιίΓε ίθΓ Κί^Μ Εχ(Γειηί$ιη ίη Ο επ η 3ηγ?», σε ΗβίηϊλνοΠΗ, Ρ. (εά.) ΤΗε Εχίτειηε Κ ιφ ί ίη Ε α η ρ ε αηά ιΗε 115Α. ίο η ϋ ο η : ΡΐηΙβΓ.
ΚοΙίηδΙψ, Ε. (1995) «ΡοΓείβηεκ ίη ιΗε Νε\ν Οεπηβηγ: Αιιίΐυάεχ, Εχρεο(3ΐίοη&, ΡεΓεερΙίοηχ», σε ΚεεΙε Οεττηαη Ρ αρεη ΚεχεαΓοΗ δεπθ!>, Νο. 1. ΟεηΐΓβ Γογ Μοάεπι Οεπηβη δίικΝεχ, υηίνεκίΐγ οί ΚεεΙε. ΚοΓίεϊ, Ο. ( 1992) «δείΐάεπι Ηβ&ε ίςΗ βίηεη ά ε π π β κ ε η εη Η 33$: ΚεεΗΐ$«χΐΓεπιϊΜί5εΗε .ΙυβεηάΙίεΗε νοΓ υηϋ ηβεή (ΙεΓ “ν /ε η ά ε ”, εχεπιρ1απ$οΗε Βίθ£Γ3ρΗϊεη», σε Ηεϊηεπιαηη, Κ. Η. κα ι δε>ιιιΙ>3Πΐι, \ν . (εά$) Ε>€5 αηή/αίεΗίχίαεΗί 5 ιαααι βηΐΐα&ι ίείη ε Κίηάεη ^ ξ ε η ά αηά ΚβοΗ ΐίααηηιίίηιιΐί ίη ΟϋάεαίίσΗΙαηά. ΚόΙη: Ρβρργ Κο$$3 . ΚτβΙιυΙεο, Κ. ( 1991) «ΒεεοηάεΓΗείΐεη <1ε$ άεαίίοΗεη ΝαίίοηαΙ ί&ιτιιι$», σε ΒιιΐΙεηνε^ε, Ο. και ΙϊοΙο, Η. (εάδ) ΚεεΗ ααΐτεηιίίπιΐίί ίτη νετείηίεη ΰβαίχΗ Ιαηά. ΒΓεπιεη: δίείηΐΟΓ. ΚυεοΚΙεΓ, Μ. ( 1994) «Ο επηαηχ αηά Ο ίΗ εκ», Ο επηαη Ρ οΙίιία 3( 1), 47-74. ΚϋΗηΙ, Κ. ( 1993) Ο εβΗ τ νοη κεΗ α ? νετ^αη^εηΗείί αηά Οεξεη\ναη άεΓΟΟτεηιεη ΡεεΗίε. ΗείΙ&Γοη: Οίεχίεΐ. Κν&βά, Ο. Ο. ( 1985) «Βεηνεεη δ ίω ΐε αηά δ ο α είγ: ΟΓεεη ΡοΙϊΐίοβΙ ΜεοΙο©* ϊη ϋ κ Μ ΐά 1980&», Ζεί&οΗήβ β ίτ ΡαΗαπιεηΐφα%εη 16(3), 211-25. Ιχ £ £ ε * ίε , Ο. ( 1989) Ω ίε ΚεραύΙΰωηεΓ: ΡΗαηΐοηώίΙά άετ Νεαεη ΚκΗ ίεη. ΒεΓίίη: Κ οώικΗ . ϋ ε ρ ε ίΐ, Κ. ( 1967) «ΑηΗ&η&βΓ (ΙεΓ ηειιεη ΚεεΗΐδρατίεί: Είη Βεϊ(Γ8£ ζιιγ Οί$Κιιχϋίοη ΟβεΓ άαχ ν/αΗΙεΓτε&εΓνοίΓ άετ Ν Ρ ϋ » , ΡοΙίήζεΗε νΊεηεΙ)αΗτε55εΗή/ί 8( 2), 237-71. ϋ ρ β ε ί, 5 . κ α ι ΚαβΙ), Ε. ( 1978) ΤΗε ΡοΙίιία ο{ ί/ητεαίοη: ΗίξΗΐ-Ψίηξ Εχίτεηύϊπι ίηΑ ηιεπαα 1790-1977. Ο ιίε 3£θ: υ η ίν ε η ίΐγ ο ί Οιίοαβο Ρτεκ . ίίρ β εί, δ. κα ι Κοίϋωη, δ. ( 1984) «Ο εβνβ^ε δΙηιοΙϋΓεχ, ΡαΠγ δγχίεπιχ &ηά νο ίεΓ Α1ί£ηπιεη(5», σε ίϊρ ε β ΐ, δ. κ α ι ΚοΙ(1(3η, δ. (ε(1$) Ραηγ 5γ$ίεηα αηά ΫοΐετΑΙίξητηεηΐζ. Ν ε » Υ ο Λ : ΡΓββ Ρτε$χ. ΜεΓίίΙ, Ρ. (εά.) ( 1989) Ο επηαηγ οι Ροηγ. Νε\ν Υ οΛ : Νε\ν Υ ο Λ ΙΙηίνεΓϊίΙγ Ρτεκ . Ν&£ΐε, ^ ϋ . ( 1970) ΤΗε ΝαίίοηαΙ Ω επνκΓαήε ΡαΠγ: ΚίξΗΐ ΚαάκαΙϊίπχ ίη ιΗε Ρ εά εη Ι Κεριώϋα ο[Ο επηαηγ. ΒεΓΚεΙεγ: υ ηίνεΓϊίίγ ο ί ΟβΙϊίοΓηϊβ. Ν οίΐε, Ε. ( 1986) « ν 6Γ£3η£εηΗεΐΐ, άίε ηίεΗΐ νεΓ^εΠεη \νί11», Ρ ταηΙφιηετ ΑΙΙβετηείηε Ζείηιηξ, 6 .1υηε. ΟεχΙειτεϊεΗ, ϋ . ( 1993) Α α ίο ή ΐά η ΡεπόηΙϊεΗΜείι αηά ΟεχεΙΙχΗαβχοπΙηαηξ. \νείηΗ είιη: .Ιυνεηΐβ.
235
ΡβύβοΠ, 5. (1989) «Πιο ΡίΠγ δγχίεπι», σε δπιϊίΗ, Ο., Ρ3ΐεπ>οη, λν. Ε. και ΜετΙίΙ, Ρ. Η. (εάϊ) ΩενεΙορηεηΐ.ι ίη Η'ίκί Οεηηαη ΡοΙίιία. ΒβίίηβχΙοΙίε: ΜβαηϊΙΙβη. Ρ3(1βεΐΐ. 5. και ΒυΜιεη. Α. (1986) ΡοΙίιίεαΙ Ραπίεχ αηά ΕΙεαίοηχ ίη ΗΊκί Οεηηαηγ. ίοηΰοη: ΗυΓΧΙ. ΡβϋΙ, Ο. (ε<1.) (1989) Ηίύεη ΞεΗαιιεη νεώΐααΐ. Ωίε ΝοηηαΙκίεηχηβ άει ΚεεΗκβχίητηαιηιΐί. ΒεΗίη/Βοηη: Νεύε ΟεχεΙΙϋοΗβίΙ. ΡευΚεΠ, .1. Κ. και ΒβρΙίΓ, Ρ. (1990) ΚεεΗαταάίΙωΙϊίηιαί ϊη ΩεαίχΜαηά.
Ηβπι&υΓβ: Εΐ£εΙ>ηί55ε νειίββ. ΡΠϋςεΓ, Ρ. (1995) ΩεαίχΜαηά άπ/ΐεΐ: Ωίε Κοηχετναύνε ΚενοΙυιίοη εηιάεεία ύιτε Κίηάετ. ΟίίχχεΙάοΓί: Εεοη νειΊββ. Κο&εΠί, Ο. Κ. (1992) «ΚΪ£ΐΝ-Ανΐη£ Κβϋίςβίίίπι ίη Ιήε Νενν ΟεπηΒηγ», ΡαΗίαπιεηίαιγ Α βαίη 45(3), 335-44. Κο1)βΠ5, Ο. Κ. (1995) «5υρεΓ\ν2Η1ί]α(ΐΓ 1994 αηά 1(5 Είίεεΐ$ οη ιΚε Οεπη&η ΡβΓΐγ δγβίεπι», Οεηηαη ΡοΙΐιϊα 2(2), 4-25. ΚοίΗ, ϋ . (1989) «δίηά άίε ΚεριώΙίΙοηεΓ <1ίε ίύηήε Ρ3Πεΐ?», Ααί ΡοΙίΙίΜ αηά ΖείΐχεχΗκΗΐε, ΒείΙ&£ε ζιιγ ^οοΗεηζείΐυηβ «ϋβχ ΡατΙαπιειΜ», Β41, 1020.
ΚοίΙι, Ο. (1993) «νοΙΙκραηείεη ίηΟπ$ί$: Π ιε Ε ΐεαοηΐ δικχε&εβ οί ϋιε ΕχίΓεπιε Κί^Ηΐ ίη ΟοηΙε*», Οεηηαη ΡοΙΐιϊα 2(1), 1-20. Κοϋι, Κ. και ΚυεΗΐ, ϋ · (εά&) (1988) Νεαίίοζΐα1βΒεΗβ8αη8εηίη άετ ΒαηάατεραΝϋί ΩεαϋεΜαηά. Βοηη: ΒιιικΙε&ζεηΐΓβΙε ίίίΓ ροΙΐΐίχΚε ΒίΙάυηβ. δ&αΐίεΐύ, Τ. (1993) «Πιε ΡοΙίιία οί Ν3ΐίοη3ΐ-Ροριι1ί$ιη: ΙάεοΙο£γ 3ΐΐ(Ι Ρο1ίάε$ οί Ιΐιε Οεπηβη ΚβριώΙϋωηβτ Ρβηγ», Οεηηαη ΡοΙΐιϊα 2(2), 177-99. 5εΗηικ]|, 1.(1992) «ΑυεΙβηάεΓ ίη (ΙεΓ ΟΟΚ: ΙΗΓε ΕΓίβΗπιη^εη νοΓ υηά ηβεΗ όεΓ “ν/εηάε"», σε Ηεϊηεπιαηη, Κ. Η. και δοΗυϋβιΐΙι, Ψ . (ε<1δ) Ωετ αηιϊ/αχΗίίΐίζεΗε 5ΐααΐ εηίαχΐ $είηε Κΐηάεη ^α%εηά αηά ΚεεΗαεχίΓεπύ&ηαί ϊη ΟαάεαίχεΗΙαηά. Κόΐη: Ρβρργ Κο$$α. δεΠόηΙιιι&εΓ, Ρ. (1981) ΛΑ η’ατάαδεϊ. ΜύηοΗεη: ΗβηεεΓ. δεΗιώαηΙι, λν. (1992) «ΚεεΙιίβεχίΓειηίειηικ: είηε $υΙ>]εοΐίνε νεΓϊΛείΙυηβϊίοπη (Ιε* υπιΙ)ΓυεΚ5?», σε Ηείηειπβηη, Κ. Η. και δείιυΐκιπίι, V/. (εάχ) Ωετ αηιί/αίεΗίίΐίίεΗε Ξΐααΐ εηίαχχΐ χείηε Κΐηάεη ^ξ εη ά αηά ΚεεΗαεχίΓύηίίπνα ϊη ΟίΐάεαϋεΗΙαηά. ΚδΙη: Ρβρργ Κο&$3. 8εΙιυΙ>3ΐΐΗ, \ν. και δοΗιηίάΐ, Τ. (1992) «δίε^εΓ άεΓ ΟεκΙιίεΗΐε: νεΓΟΓίΙηεΐεΓ ΑηΙίίβϋοΗίδΓηυχ ιιηςί (Ιΐε ΡοΙςεη», σε Ηείηεπιβηη, Κ. Η. και δεήυ&3ΓΐΗ, λν. (εώ ) Ωετ αηΐϊ/αχεΗϊίΐίίεΗε ΞΐααΙ εηΐΐάαΐ χείηε Κίηάετ: Λιξεηά αηά ΚεεΗΐίεχιήηιίχιηαχ ίη ΟχΐάεακεΗΙαηά. Κόΐη: Ρβρργ Κοχχϋ. δίΐϋεπηβηη, Α. και Ηϋ$εΓ, Ρ. (1995) Ωετ ·ηοηηαΙε Ηαχχ» αα/ άίε Ρτεηιάεη. Μϋηεΐιεη: Οιιίη(ε&$εηζ. 236
δίηυ* Ιη$Ιί(υ(ε (1981) Ραη/ΜίΙΙίοηεη ΩεαίχΗε: ΨίηνοΙΙεη \νίβά(Γ είηεη ΡαΗκτ ΗαΙχη. Η3ΐηΙ>υΓ§: ΚοννοΙίΗ. δπιίΐΗ, Ο. (1996) «Π ιβ ΡβΓίγ δγχίειη 31 ΐΗε Ο ο κ Γ ο β ώ » , σε δηιίΐΗ, Ο ., ΡβίβΓχοη, \ν . Ε. και Ραϋ^εΠ, δ. (ο<1χ) ΩενεΙορηιεηΚ ίη Οεηηαη ΡοΙίιία 2. ίο η άοη: ΜβοπιΠΙβη. δΐ33ί), Α. (1998) «ΧεηορΗο6ί3, ΕιΗ ηίάΐγ βηά ΝαΐίοπαΙ Ιάεηιίΐγ ίη Ε35ΐετη Οοπποηγ», Ο εηηαη Ρ οΙίιία 7(2), 31-46. δ Ο π ίζ, ϋ . (1980) 0<κ Ραηείεηχγχίεηι άβτ Β α η ά βχηρ Μ Η . ΟρΙβάεη: ίεϋΚε. δίοοίς, Μ. και ΜϋΗΙΙ>εΓ£, Ρ. (1990) Ωίε 5ζεηε νοη ίηηεη: ΧΙάηΗεαάχ, Ο ηφ ίεχ, Ηΐανγ ΜειαΙί, ΡαηΙα. ΒεΗίη: υηΙ» Ο πιεΙ(. δΐόϋχ, Κ. (1983) ΡαηείεηΗαηάδιιαΗ: Ωίε Ραπείεη ά ε ι Β α η ά α η ρ Μ ί/ι Ω αι&ΗΙηηά, ν ο ί. 1. ΟρΙβάεη: ^εχΚίευίχοΗεΓ νοΓίββ. δ(ό88, Κ. (188) «ΤΗε Ρι-οΗΙεπι ο ί ΚίβΗι ΕχίΓΟΓηίχιτι ίη ννεχι Οεητιβηγ», \Ϋεα Εατορεαη Ρ οΙίιία 11(2), 34-46. δ ΐιιπ η, Κ. (1992) «ΟονεΓηηιεηΐ 3( <Ηε ΟεηίΓε», σε διηΐιΗ, Ο., ΡβίεΓχοη, Αν. Ε., ΜειΊ(Ι, Ρ. Η. και ΡβϋβεΗ, δ. ( ε ώ ) Ο ενεΙορηιεηΐί ίη Ο εηηαη ΡοΙίιία. Β35ίη£$(οΙ(ε: ΜααηΐΙΙβη.
ΒαάάεαϋαΗί Ζΐίΐαη$ (1992) «ΒεΓείΙχοΗβΛ ζυγ ΟεννβΙι ννβοΗχΐ», 16 ίυΐγ, 26. δϋ85, >ν. (1993) «Ζογ \ν3ΗπιεΗιηυη£ υηά ΙηΙεφΓεΟΙΐοη άεδ ΚεοΚίχβχίΓεηιίχπιιιχ ίη (ΙεΓ ΟϋΚ ύιικΗ άββ ΜίΑ», ΩβαίιεΗΙαηάακΗίν 26(4), 383-90. νεεη, Η. .1. (1989) «ΤΓεηώ ίη άεΓ όίίεηΙΙίεΗεη Μείηυης ίιη νοΓίεΙϋ (ΙεΓ ΕιΐΓορ3\ν3ΗΙ», Ιηίεηιε Ξΐαάίεη 12. δΐ Αιΐ£ΐΐ5(ίη: Κοηηά ΑάεηαυεΓ Ροιιηύβιίοη. νεεη, Η. }. και Ζεΐΐε, Ο. (1995) «ΝβΐίοηαΙ ΙάεηΙίΙγ βηϋ ΡοΙίΙίοβΙ Ρποπιίεχ ίη Εβκίεπι 3η(Ι \νε$ΐεπι Οεπηαηγ», Οεηηαη ΡοΙίιία 4( 1), 1-26. νετβα^αη^εΗιαώεήαΗι (1991 -4,1998), Βοηη: Μίηί&Κγοί ΐΗε ΙηιεποΓ. λ^εΗΙεΓ, Η. υ . (1988) Εηίςοτ$μη% άετ άειιαοΗεη νεηςαη%εηΗείι? Είη ροΙεηίίϋΗετ Εααγ ζιυη ΗίίΐοήΙ&πικίι. ΜίϊηεΗεη: Βεείί. ννείάεηίείά, \ν. και ΚοΠε, Κ. Κ. (1993) ΗαηάΙηκΗ ζαΓάεααεΗεη ΕίηΜείι. Βοηη: Βυηϋε$ζεη(ΓβΙε ίίίΓ ΡοΙίιίκΗε Βίΐάυης. λνίεχεηάβΗΙ, Ε. (1990) «Ε>€γ ΜβγϊοΗ 3ΐΐ5 <1εη 80εΓ .ΐΒΗΓεη», Ααί ΡοΙίιίΙι αηά ΖείΐχεχΗίεΗιε, ΒείΙββε ζογ ν/οοΗεηζείΐυη^ «Οβχ ΡβΓίβπιεηΙ», Β21,3-14. ΝνίεχεηίΗβΙ, Η. (1995) «Ε351 Οεππβηγ 35 3 υηίςιιε Οβκ οί δοοίεΟί ΤΓ3ηχίοππ3ΐίοη: Μαίη (?Η3Γ3<:Ιεπ$ΐί« αηά ΕπιεΓ^εηΙ ΜίχοοηςερΙίοηχ», Οεηηαη ΡοΙίιία 4(3), 49-74. \νί1ΙεΓΠ5, Η. (1993) Ρηηάεη/είηάΙίεΗε ΟβνναΙι: ΕίηχίεΙΙαη^εη, ΤάΙεη ΚοηβΙιίείΙιαΙαίίοη. ΟρΙβάεη: Ι^εκΙιε+ΒικΙποΗ. \νίΐ»βηΙ>€Γ8, λν„ ΡγοϊοΗ, Β. και Μ3Πίη, Α. (1991) «Αηΐίχβιηίΐίϊπιιιχ ίη (ΙεΓ ε1ιειη3ΐΐ£εη ΟϋΚ», Τηδίίηε Νο. 118,88-102. 237
ΛνοΙΓ, 5. (1991) «Αηΐίί3κΚϋ$ιηιΐ5 ίη ό ε ί Ο ϋ Κ : νοΓχυοΗβ είηβΓ ΒίΙαηζ», σε ΒιΐΗβηνε£β, Ο. κα ι Ιβοΐ», Η. (βάχ) ΚβεΗι^εχίτβηχύιηίΐα ίτη νβηίηίβη ΟβΜεεΗΙαηά. ΒΓεπιεη: δίείηΐΟΓ.
ΖεΙΙε, 0 . (1995) «Οαηάίάίΐεχ, Ιμ ιιμ αηό ΡβΠγ (ΓΗοίςε ίη ΙΗε ΡεάεΓβΙ ΕΙεεΙίοη οί 1994», Οΐπηαη ΡοΙάϋα 4(2), 54-74. Ζίτηπιβπτΐ3ηη, Ε. και δααΐίβΐύ, 5. (1993) «Πιβ ΠίΓεε ννβνεχ οί \νε5< Οεπηαη Κί^Ηΐ λνίη£ ΕχίΓβπιίβΓη», σε ΜειΜ, Ρ. Η. και ννείη&εΓβ, ί . (εώ ) Εηεοαη&π ννίΐΗύ κ ϋοηΐΐτηροηι/γ ΚαάκαI Κ ίφ ΐ Βοιι1<1ογ, (ΤΟ: \νε$(νϊε>ν.
238
Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΙΔΕΟΛΟΠΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΚΟΜΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Κ Ο Ι Ν Ω Ν I Ο Λ Ο ΓΙ Α £
Υπεύθυνος: Καθηγητής Ηλίας Κατσούλης
Στην ίδια σειρά έχουν κυκλοφορήσει: Υνβχ Μέπγ, Συγκριτική Πολιτική. Οι δημοκρατίες: Γαλλία, Γιρμανία. Ηνωμένες Πολιτείες, Ιταλία, Μ. Βρετανία, Αθήνα 1995 Επΐ€5( ΟβΙΙηβΓ, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας, Αθήνα 1996 Κ υάοΙί \νΐΙ(1οηπΐ8ηη, Η εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών, Αθήνα 1998 Αίαη Κ. ΒαΙΙ, Οιιχ ΡεΙβΓΧ, Σύγχρονη πολιτική χαι διακυβέρνηση. Εισαγωγή στην πολιτική επιστήμη, Αθήνα 2001 5ιΐ5οΐ) 5ΐΓ&η£0, Η υποχώρηση του κράτους. Η διάχυση της εξουσίας στην παγκόσμια οικονομία, Αθήνα 2004
Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτοΰ, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη
Τίτλος πρωτοτύπου: ΊΤιβ Ροΐΐΐκχ οί ϋ κ Εχΐκπκ Κϊ^Ηΐ. Ργοπι (Ηΰ πΐ3Γ£ίη$ Ιο (Ηβ ιηβΐικίΓββπι. ΡΐηΐΟΓ, ΙλικΙοπ αη<1 Ν«ν ΥοΛ 2000
Ι5ΒΝ: 1-85567-459-9 (ρ6) 0>ργπβ1ι( © 2000 ΡβυΙ Ηβίηχννοηΐι 3Π(1 ςοηΐπβυΐοπ;
Ι5ΒΝ: 960-02-1759-9 Οορχτϊ^Ηΐ © 2004 Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ Νικηταρά 2,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3822.496,210 3838.020, Ρβχ: 2103809.150 Φωτοστοιχειοθεσία: Γιάννης Γάγγος, Μπόταση 4, Αθήνα Τηλ.: 210 3833.595,210 3303.260 Εκτΰπωση-Βιβλιοδεσία: ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε. Οδός Βιολέτας, 136 71, Αχαρναί Τηλ.: 210 2403.850,210 2445.905, Ρβχ: 210 2403.852
Επιμέλεια:
Ρ Α ϋ ίΗ Α ΙΝ δ \νθ Κ Τ Η
Η ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΚΟΜΜΑΤΑ 2ος ΤΟΜΟΣ
Π ρόλογος - Ε πιμέλεια της Ελληνικής Έ κδοσης
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ Μετάφραση
ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΒΒ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ ΑΘΗΝΑ 2004
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση. Το πολιτιχό κράμα της ακροδεξιάς (Βασιλική Γεωργιάδου)
Ευχαριστίες Συνεργάτες 1. Εισαγωγή: η ακροδεξιά (ΡαυΙΗαΐηεννοτϋι) ....................... 2. Το Εθνικό Μέτωπο: από την άνοδο στον κατακερματισμό της γαλλικής ακροδεξιάς (ΡαιύΗαϊηηνοηΗ)...................... 3. Ο ΙόΓ^ΗβΐάβΓ και το νέο ΡΡό: πέραν του δημοκρατικού πλαισίου; (Ωιιηεαη Μοττο\ν) ............................................. 4. ' Εξοδος από το γκέτο: η ιταλική ακροδεξιά στη δεκαετία του 1990 (Τοτη ΟαΙΙα&ιετ) ................... 5. Ο δεξιός εξτρεμισμός στην ενωμένη Γερμανία (Ξαχαηη ΒοοΙιχγ) ............................................................... 6. Βέλγιο: εξηγώντας τη σχέση μεταξύ του νίβΒΠΚ ΒΙοΙι και της πόλης της Αμβέρσας (Ματο ΞΗγηξβάοιαν) ............. 7. Κάτω Χώρες: μια εξήγηση της περιορισμένης επιτυχίας της ακροδεξιάς (Ου Μαάάε και ^οορ ναη Ηοΐ3ίεγη) ......... 8. Η ακροδεξιά και η βρετανική εξαίρεση: η προτεραιότητα της πολιτικής (Κο& γ ΕαΙνκΙΙ) ............................................ 9. Ριζοσπαστικός δεξιός λαϊκισμός στη Σκανδιναβία: από τη φορολογική εξέγερση στο νεοφιλελευθερισμό και την ξενοφοβία (Ιο^εη ΟοαΙΑηάζπβη και Τοτ Β)0Ηώιηά) 10. Μετά την πτώση: ο εθνικιστικός εξτρεμισμός στη μετα-κομμουνιστική Ρωσία (ΜΐεΗαβΙ ϋοχ και ΡαβΓ 5Η«απηαη) .....................................
9 39 41 43 71 96 149 188 239 278 321
357
407 7
11. Περιθωριοποίηση ή επικρατούσα τάση; Η ακροδεξιά στη μετα-κομμουνιστική Ρουμανία (ΜκΗαβΙ ΞΗαβτ) ......... 445 12. Σερβία: εξτρεμισμός από τα πάνω και συσκότιση των ορίων δεξιάς και αριστερός (Ξΐαπ ΜαΗωύαΗ) ............................. 478 13. Η πολιτική του θυμού: η ακροδεξιά στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΜΐαΗαεΙ ϋοχ χαι Ματύη ΩυτΗαηι)..................................... 508
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ
Βέλγιο: εξηγώντας τη σχέση μεταξύ του νΐαατπ8 ΒΙοΗ και της πόλης της Αμβέρσας Μ&γο δννγη^θόουνν
Εισαγωγή
Η Αμβέρσα έχει αποκτήσει μια φήμη αντιφατική στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Ουσιαστικά, δυο κύρια στοιχεία έχουν προσελκύσει την προσοχή των διεθνών μέσων: η εκλογική επιτυ χία του νΐαατηχ ΒΙοΙί (νΒ), του τοπικού ακροδεξιού κόμματος, και η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, που υπήρξε η Αμβέρσα το 1993. Μέχρι το 1996, το μόνο σημείο πραγματικού διεθνούς εν διαφέροντος ήταν το πρώτο. Στις δημαρχιακές εκλογές του 1994, το νΐαατη3 ΒΙοΙί, αρχέτυπο των κομμάτων της Νέας Δεξιάς (Ιβηαζΐ, 1992: 15-16), κατάκτησε ένα μεταπολεμικό ρεκόρ καθώς έγινε το μεγαλύτερο κόμμα στην πόλη, συγκεντρώνοντας το 28% των ψή φων. Σε μια χώρα στην οποία η ψηφοφορία ε ίναι υποχρεωτική και περίπου το 95% των ψηφοδελτίων είναι έγκυρα, αυτό σήμαινε ότι τουλάχιστο το ένα τέταρτο του πληθυσμού επέλεξε να ψηφίσει μια ανοιχτά αντιόημοκρατική οργάνωση, ένα κόμμα που σαφώς δεν υποστηρίζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώ ματα. Το κεφάλαιο αυτό επικεντρώνεται στην πόλη της Αμβέρ σας, αξιολογώντας το πλαίσιο της επιτυχίας του νΒ στο επίπεδο αυτό.
Γενικό πλαίσιο
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, ο κυβερνιόν συνασπισμός Χριστιανο δημοκρατών (ΟνΡ) και Σοσιαλδημοκρατιών (8Ρ) στο Δήμο της Πόλης ήταν στην εξουσία επί εβδομήντα χρόνια. Στην Αμβέρσα, αυτός ο βαθμός συνέχειας θεωρείται απόλυτα ομαλός και τυπικός της πολιτικής σε όλα τα επίπεδα. Με το πέρασμα των χρόνων, σε όλους τους τομείς της διοίκησης έχοχη/ καθιερωθεί συσχετισμοί ε ξουσίας με ελάχιστες αναπροσαρμογές, προκειμένον να λαμβάνονται υπόψη οι μετατοπίσεις στην ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού, μετά τις εκάστοτε τοπικές εκλογές κάθε έξι χρόνια ή επειδή το απαιτούν νέοι ευρωπαϊκοί, βελγικοί ή φλαμανδικοί κανονισμοί. Για να αναφέρουμε λίγα παραδείγμα τα, από τον πόλεμο η εκπαίδευση υπήρξε φέουδο του 5Ρ, οι τομείς του λιμανιού και της πρόνοιας διοίκούνταν από το ΟνΡ, και το δι οικητικό προσωπικό των τομέων αυτών τελικά ανήκε στο αντί στοιχο κόμμα. Εργαζόμενοι επί συμβάσει (μη μόνιμοι υπάλληλοι) που δεν ανήκαν στη συνδικαλιστική ένωση δημοσίων υπαλλήλων και δεν ήταν οΰτε της επιρροής των Χριστιανοδημοκρατών ούτε της επιρροής των Σοσιαλιστών, αλλά οι οποίοι σκοπεύουν να δώ σουν εξετάσεις για να γίνουν μόνιμοι, παροτρύνονται σιωπηρά να ενταχθούν σε μία από τις δύο αυτές οργανώσεις. Καθολικές και σοσιαλιστικές στεγαστικές οργανώσεις έχουν επίσης μοιράσει τις περιοχές της πόλης όπου μπορούν να δρουν χωρίς να μπαίνει η μία στα χωράφια της άλλης. Το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής κατανομής είναι ότι και τα δύο κόμματα γνωρίζουν σχεδόν λεπτομερώς τι μπορούν να προ σφέρουν στα πελατειακά τους δίκτυα. Παραδείγματος χάριν, οι υ πάλληλοι του δήμου δεν προάγονται βάσει των δεξιοτήτων τους, αλλά το κριτήριο είναι να ανήκουν στο σωστό κόμμα τη σωστή στιγμή. Οι επιδοτήσεις κατοικίας, οι θέσεις εργασίας και η πρστιμησιακή μεταχείριση σε πολυάριθμες οργανώσεις και υπηρεσίες αποκτώνται μέσω της κομματικής οργάνωσης, που η ίδια ελέγχε ται από μια μικρή ελίτ. Σε ορισμένους τομείς έχουν αναδυθεί δυ-
νηστείες με τις κεντρικές λειτουργίες στο μηχανισμό να περνούν από πατέρα σε γιο. Η ελίτ εντοπίζεται όχι στη Δημαρχία, αλλά στις συνδικαλιστικές ενώσεις των Σοσιαλδημοκρατών (ΑΒνν) και των Χριστιανοδημοκρατών (ΑΟν). Αυτές παίζουν επίσης κεντρι κό ρόλο. Οι δραστηριότητες των ενώσεων δεν περιορίζονται στον ασφυκτικό εναγκαλισμό της πολιτικής τιυν ανθρώπινων πόρων της πόλης, όπως θα ανέμενε κάποιος. Οι ενώσεις καθοδηγούν πολυά ριθμα επενδυτικά προγράμματα και εργασίες σε ακίνητα, παράλ ληλα με το φυσικό σχεδιασμό και την πολιτική της χρήσης γης. Η κατάσταση αυτή είναι διόλου καινούργια. Πραγματικά, αυ τή ήταν απόρροια της «συμφωνίας με το διάβολο» που έκλε ισαν το 1921 ο ΟπτιΐΠε Ηυ^πιβηκ (Κόμμα Βέλγων Εργατών, ο προκάτοχοςτου 5Ρ) και ο Ργηπχ \Λιη ΟπυννεΙϋοη (Καθολικό Κόμμα, ΟνΡ), που ε'θεσαν τα θεμε'λια του συνασπισμού Καθολικών-Σοσιαλιστών της Αμβέρσας. Το σύστημα λειτούργησε αποτελεσματικά για μια σημαντική χρονική περίοδο. Οι βασικοί συντελεστές της ε πιτυχίας του ήταν: μια στέρεη οικονομική βάση σε συνδυασμό με οικονομική ανάπτυξη και χαμηλή ανεργία, ένας πληθυσμός αυ στηρά και στεγανά διαχωρισμένος με ισχυρούς δεσμούς προς τους αντίστοιχους ηγέτες του και μια επαρκώς ευρεία εκλογική βάση για τους δύο αξιόπιστους εταίρους του συνασπισμού. Επι πλέον, η εκλογική σχέση μεταξύ των δύο συμμαχικών εταίρων χρειαζόταν να είναι σχετικά σταθερή. Τα δύο κόμματα έπρεπε να είναι ικανά να διατηρούν πάνω από τις μισές συν μία έδρες του συνόλου των εδρών του δημοτικού συμβουλίου και να λειτουρ γούν ευέλικτους κομματικούς μηχανισμούς ικανούς να αντιμετω πίζουν τις νέες κοινωνικές προκλήσεις και να αντιστέκονται απο τελεσματικά στους νέους εκλογικούς διεκδικητές. Αυτοί οι βασι κοί παράγοντες αλληλοσυνδέονται στενά. 'Οταν ένας απ’ αυτούς αρχίζει να καταρρέει, το σύστημα καθαυτό υφίσταται πιέσεις. Ού τε, βέβαια, η πίεση στο σύστημα είναι κάτι το νέο. Υπήρξε, παρα δείγματος χάριν, μια οξεία κρίση στα χρόνια της οικονομικής ύφε σης πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (ϋε \νενεΓ, 1992). Πό ντιο ς, μπορούμε να μιλήσουμε για μια διαδικασία ολιγοπωλίου της 11
πολιτικής εξουσίας στην πόλη της Αμβέροας, μείγμα ενός μακρο χρόνιου πολίτικου, κοινωνικού και πολιτιστικού αυστηρού διαχω ρισμού (ρϊ1ΐ3ΓΪΖ3ΐίοη) και ενός σχετικά πρόσφατου νεοκορπορατισμού, που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας τσυ 1980 (δοΗ ιτπΗ εΓ, 1977, νβη <3εη ΒΓ3Π(1ε, 1993). Στη διάρκεια της δεκαε τίας του 1980, εντούτοις, οι τέσσερις προϋποθέσεις που ήταν ου σιαστικές για τη συνέχιση της βολικής αυτής διευθέτησης, βρέθη καν κάτω από σοβαρή πίεση. Η Αμβέρσα έγινε το θύμα του συστήματός της. Η μέχρι τότε αποτελεσματική μέθοδος απόκτησης και διατήρησης της εξουσίας έγινε αντιπαραγωγική, επειδή υπήρ ξε άρνηση να εγκαταλειφθούν ξεπερασμένες πρακτικές σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο αστικό περιβάλλον. Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις
Πριν από το 1981 (έτος στο οποίο η Αμβέρσα συγχωνεύθηκε με τους περιβάλλοντες δήμους), ο δήμος είχε το δικαίωμα να δανεί ζεται χρήματα τόσο στις εθνικές όσο και στις διεθνείς κεφαλαια γορές. Το γεγονός αυτό έδωσε στην πόλη την ικανότητα να χρημα τοδοτεί σημαντικές επενδύσεις στο λιμάνι. Από την άλλη μεριά, η πτωτική οικονομική εξέλιξη περιλάμβανε μάλλον ανορθόδοξες λογιστικές πρακτικές και έναν αριθμό προγραμμάτων που ανελήφθησαν για λόγους γοήτρου, με αποτέλεσμα, τελικά, την τεράστια αύξηση του δημοτικού χρέους. Μεγάλο μέρος του χρέους αυτού δεν ήταν απαραίτητα το αποτέλεσμα ανεύθυνης διαχείρισης, αλ λά οφειλόταν σε παράγοντες στους οποίους οι δημοτικές αρχές δεν μπορούσαν να ασκήσουν βραχυχρόνιο έλεγχο. Μεταξύ αυτών ήταν η εγκατάλειψη των πόλεων από τους πλούσιους, η μετανά στευση από το κέντρο της πόλης στα πράσινα προάστια και ο α νταγωνισμός από άλλα λιμάνια. Η αντιστάθμιση των εξελίξεων αυτών ήταν δυνατή, σε ορισμένο βαθμό, μέσω νέου δανεισμού που καθιστούσε δυνατή την ικανοποίηση των προσδοκιών του πληθυσμού και των υποσχέσεων που δίνονταν στο εκλογικό σώμα σε μια περίοδο σχετικής οικονομικής έλλειψης. Μιλώντας γενικό12
ενώ άλλοι οργανισμοί θα θεωρούσαν απαραίτητη τη λήψη μέτρων προκειμένου να προστατεύσουν χρηματικούς πόρους, ο δανεισμός του δήμου καθιστούσε δυνατή τη μετάθεση της ημέρας εξόφλησης, με την ελπίδα μιας μελλοντικής αλλαγής της τύχης. Α πό τη στιγμή όμως που οι εθνικές αρχές ενεργούσαν για να συ μπιέσουν το δικαίωμα στο δανεισμό, η Αμβέρσα έπρεπε να αντι μετωπίσει την κατάσταση. Η Αμβέρσα, όπως πολλές άλλες μεγάλες και μεσαίου μεγέ θους πόλεις, δεν ήταν η μοναδική που αντιμετώπιζε χρηματοοικο νομικές δυσκολίες. Τόσο η ομοσπονδιακή όσο και η φλαμανδική κυβέρνηση βρέθηκαν σε παρόμοια θέση και αμφότερες υιοθέτη σαν μέτρα με στόχο την επίτευξη ισοζυγισμένου προϋπολογισμού. Το γεγονός αυτό είχε σοβαρές συνέπειες στην Αμβέρσα. Παρα δείγματος χάριν, στη δεκαετία του 1980 δεν οικοδομήθηκε κανέ να δημόσιο κτίριο. Ωστόσο, οι λίστες αναμονής έδειχναν ότι υπήρ χε ακόμη σημαντική ζήτηση για τέτοια οικοδόμηση κατοικούν. Οι πολίτες της Αμβέρσας, συνηθισμένοι σε ένα σύστημα πατρωνίας και πελατειακής αντίληψης, υπέθεταν ότι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να αποκτήσουν επιδοτούμενη κατοικία ήταν η α διαφορία εκ μέρους της πολιτικής τάξης. Η κρατική εξοικονόμηση πόρων είχε επίσης άλλα αποτελέσματα. Τα πολύ απαραίτητα έρ γα υποδομών και συντήρησης επιμερίζονταν σε περισσότερο μα κροχρόνιες περιόδους, αναβάλλονταν ή απλώς απορρίπτονταν. Ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που επιβαλλόταν από τις φλαμανδικές αρχές και του ανελαστικού προγράμματος εξό φλησης του χρέους, οι αρχές της πόλης εύρισκαν αδύνατη την πραγματοποίηση σοβαρών επενδύσεων. Οι δαπάνες, ωστόσο, συ γκεντρώνονταν στην κεντρική Αμβέρσα και έτσι οι κάτοικοι των περιχώρων παραπονούνταν ότι τους παραμελούσαν. Ταυτόχρονα, η οικονομική μηχανή της Αμβέρσας έχει επιβρα δυνθεί. Έ να παγκόσμιο λιμάνι όπως η Αμβέρσα είναι μπλεγμένο σε διαρκή, παγκόσμιο πόλεμο ανταγωνισμού. Εξαιτίας αυτού, η ανεργία αυξανόταν σταθερά μεταξύ 1980 και 1995. Η μείωση της απασχόλησης είναι σαφώς ορατή στην επίσημη στατιστική της α τέρα,
13
νεργίας. Τον Μάιο του 1996, περίπου το 13,7% του ενεργού πλη θυσμού της Αμβέρσας ήταν επίσημα άνεργο, ποσοστό περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το φλαμανδικό μέσο όρο. Ε άν σ’ αυτό προσθέσουμε τους ανεπάγγελτους ποι· δεν περιλαμβά νονται στην επίσημη στατιστική (άνω των 55 ετών, τον; ανέργους μερικής απασχόλησης κ.λπ.) και τον πολύ μεγάλο αριθμό, σε σχε τικούς όρους, ανθρώπων που εξαρτώνται από την κρατική οικονο μική υποστήριξη (επιδόματα πρόνοιας), τότε η οικονομική κατά σταση της Αμβέρσας γίνεται ακόμη πιο ζοφερή, ειδικά για τους α νειδίκευτους. Το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης του 1990, που επιβλήθηκε στην πόλη της Αμβέρσας από τον Φλαμανδό υπουργό Εσωτερι κών Υποθέσεων, συνεπαγόταν επίσης μείωση στη στρατιά των δη μοτικών υπαλλήλων και, επομένως, μειωμένη δι*νατότητα πολιτι κής πατρωνίας. Ενώ από το 1982 σι εργαζόμενοι στις δημοτικές υ πηρεσίες ήταν 14.000 άτομα, ο αριθμός αυτός μέχρι το 1994 είχε πέσει στις 10.000, μείωση κατά 28,6%. Εντούτοις, δεν ήταν μόνο η απασχόληση στο δήμο που χτυπήθηκε από το τεράστιο βάρος του χρέους που είχε η πόλη της Αμβέρσας. Προκειμένου να επιτευ χθούν οι στόχοι που υπαγορεύονταν από τις ανάγκες του ισοζυγι σμένου προϋπολογισμού, έχουν θυσιαστεί πολλές «ιερές αγελά δες». Μια από αυτές ήταν η χρηματοοικονομική υποστήριξη σε κοινωνικούς συλλόγους και ενώσεις. Ως αποτέλεσμα των περικο πών, πολυάριθμες τοπικές κοινωνικές λέσχες έχουν αισθανθεί να εγκαταλείπονται από τις αρχές της πόλης. Η πίεση για βελτίωση των αποδόσεων των περιουσιακών στοιχείων της πόλης σήμαινε ότι επαγγελματίες, ιδιώτες και κοινωνικοί σύλλογοι, που είχαν χρησιμοποιήσει τις εκ των έσω επαφές τους για μίσθωση κτιρίων με εξαιρετικά χαμηλά μισθώματα ή και χωρίς καμία επιβάρυνση, ξαφνικά αντιμετώπιζαν είτε πολύ υψηλότερα ενοίκια, προσαρμο σμένα στις τιμές της αγοράς, είτε την πώληση της ιδιοκτησίας. Πολλοί αναστατώθηκαν από την εξέλιξη αυτή και κάποιοι οργα νισμοί το θεώρησαν ακόμη και απιστία. Συνολικά, οι κρίσεις στα οικονομικά της πόλης, σε συνδυασμό με την απουσία οικονομικής 14
ανάπτυξης, σήμαιναν ότι σημαντικά στοιχεία της πατρωνίας που απαιτσύνταν από τον πελατειακό χαρακτήρα του πολίτικου συ στήματος, είχαν περιθωριοποιηθεί ή εξαφανιστεί σχεδόν πλήρως. Η άρρητη συμφωνία ανάμεσα στα κόμματα του συνασπισμού και τους ψηφοφόρους είχε διαρραγεί. Κοινωνική,, πολιτική και πολιτισμική διάλυσή των στεγανών διαχωρισμών (άβρίΐΐαήζαΐίοπ)
Η κυριαρχία της Εκκλησίας πάνω στον πληθυσμό, τυπική των ε παρχιακών πόλεων και των μικρών πόλεων της Φλάνδρας, ουδέ ποτε ήταν τόσο ισχυρή στα αστικά κέντρα, ουμπεριλαμβανομένης της Αμβέρσας. Ακόμη κι έτσι, η παρουσία Καθολικών στην Αμβέρ σα ήταν καλά οργανωμένη και ισχυρή, παραδοσιακά δε, είχε συ γκροτηθεί γύρω από ένα ισχυρό δίκτυο ενοριακών οργανώσεων. Οι σοσιαλιστικές οργανώσεις έδιναν μια παρόμοια εικόνα, αν και σε κάπως λιγότερο πολύπλοκη δομή. Η εδαφική μονάδα των Σο σιαλιστών ήταν η (διοικητική) περιφέρεια, συμπεριλαμβάνοντας πολλές διαφορετικές κοινότητες. Ενώ ο κλήρος έπαιζε ουσιαστι κό ρόλο για τις οργανο'κιεις των Καθολικών, η απουσία αντίστοι χων εργαζομένων, αμειβόμενων από το κράτος, σήμαινε ότι οι Σο σιαλιστές έτειναν να βασίζονται στους εκλεγμένους αντιπροσώ πους του κόμματος. Το αντίστοιχο του ενοριακού συμβουλίου, το τοπικό συντονιστικό σιόμα για το καθολικό διαμέρισμα ή την πολι τική οικογένεια, είναι η ένωση προπαγάνδας της σοσιαλιστικής περιφέρειας. Τα σώματα αυτά, προεδρευόμενα από τοπικά ε κλεγμένους αντιπροσώπους, είναι ο δεσμός των τοπικών δραστη ριοτήτων για τη σοσιαλιστική οικογένεια. Τα μέλη συμπεριλαμβά νουν αντιπροσώπους κάθε οργανισμού που ανήκει στη σοσιαλι στική οικογένεια, από τους αθλητικούς συλλόγους μέχρι την τοπι κή μπάντα και τις οργανώσεις γυναικών. Οι αντιπρόσωποι των ε νώσεων αυτών και στις δύο πολιτικές οικογένειες σχηματίζουν, γενικά, τη μεσαία στελέχοκτη των αντίστοιχων κομμάτων, του Ονρ ή του 5Ρ. Το κοινοτικό συμβούλιο και οι ενώσεις περιφερει 15
ακής προπαγάνδας συχνά ήταν το πεδίο στρατολόγησης των κομ ματικών στελεχών. Μια μακρόχρονη περίοδος υπηρεσίας στην πολιτική οικογένεια και το κόμμα καθιστούσε ένα άτομο αποδε κτό για να εκλεγεί στο τοπικό συμβούλιο, για διορισμό του ως δια χειριστή των πολιτικοποιημένων στεγαστικών συνεταιρισμών ή για υποψηφιότητα σε άλλες θέσεις στο κόμμα ή στην πολιτική οι κογένεια. Το σύστημα λειτουργούσε σχεδόν τέλεια μέχρι στις αρ χές της δεκαετίας του 1970. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές εται ρείες ανθούσαν. Η αυθεντία της ηγεσίας ήταν αδιαμφισβήτητη. Το πέρασμα των τοπικών συμφερόντων και επιθυμούν σε επίπεδο πόλης μέσω του ενοριακού ιερέα και των πολιτικών αντιπροσώ πων άφηνε λίγα περιθώρια για έκφραση επιθυμιών. Επιπλέον, σε χρόνο εκλογών, και οι δύο πολιτικές οικογένειες μπορούσαν να κινητοποιούν αποτελεσματικά τα δίκτυά τους για την εκλογική μάχη (Ηιιγ$€, 1987). Ένα τέτοιο σύστημα στεγανά διαχωρισμένων πολιτικών οικο γενειών με ομαλή λειτουργία σημαίνει μια μορφή απαρτχάιντ. Δεν ήταν μόνο η δημόσια αρένα στην οποία οι άνθρωποι λειτουρ γούσαν πλήρως χωριστά, αλλά τα άτομα ελάχιστα έρχονταν σε ε παφή με άτομα άλλων ιδεολογιών, ούτε και διάβαζαν τις εφημερί δες των άλλων. Περαιτέρω, το απαρτχάιντ των διαφόρων πολιτι κών οικογενειών εκφραζόταν, επίσης, συχνά γεωγραφικά. Ως α ποτέλεσμα, όλες οι γραμμές επικοινωνίας έτειναν να παραμένουν εντός της πολιτικής οικογένειας. Εντούτοις, τα θεμέλια του συστήματος των στεγανών διαχωρι σμών επρόκειτο να καταρρεύσουν με θεαματική ταχύτητα. Σε ό ρους κοινωνικών δομών, αυτό σχετιζόταν με τις κοινωνικές εξελί ξεις που είχαν μετασχηματίσει το βελγικό πολιτικό τοπίο (βλ., δ\νγηβε(1ου\ν, 19923,1)). Η γενική άνοδος στην ευημερία σήμαινε ότι η ευρεία μεσαία τάξη δεν απέδιδε στη διαίρεση μεταξύ εργα σίας και κεφαλαίου τόσο μεγάλη σημασία. Το γενικά υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης αύξησε την ατομική ανε ξαρτησία από πολιτικές οικογένειες και κόμματα. Η μείωση των εκκλησιαζόμενων σήμαινε ότι η κοινή πίστη δεν ήταν πλέον τόσο 16
ισχυρός δεσμός στην πολιτική οικογένεια των Καθολικών. Η διά δοση των (εμπορικών) μαζικών επικοινωνιών θέτει τέρμα στο μο νοπώλιο της πληροφόρησης εκ μέρους των πολιτικών οικογενει ών. Η εσωτερική θεώρηση της πολιτικής οικογένειας αντικαταστάθηκε από μια γενική και ανεξάρτητη ερμηνεία της πληροφό ρησης. Η παρακμή των παραδοσιακών βιομηχανιών σήμαινε, επί σης, ότι η ισχύς των εργατικών ενώσεων παλιού στυλ είχε χαθεί. Ο ατομισμός και ο νεοφιλελευθερισμός αντικατέστησαν τη φιλοσο φία και τις κοινωνικο-οικονομικές ιδεολογίες των Χριστιανοδη μοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών. Ή , όπως γενικότερα το έ χει διατυπώσει ο ΒβΙζ (1994: 33), «ο κατακερματισμός και η τμηματοποίηση έχουν καταστεί κεντρικά χαρακτηριστικά του μετα βιομηχανικού καπιταλισμού». Νεότερης ηλικίας, καλά εκπαιδευ μένα άτομα ανέπτυξαν μεταϋλιστικε'ς αξίες (Ιη£ΐ6ΐΐ3Γΐ, 1990). Το γεγονός ότι η Αμβέρσα (αν και δεν είναι παρά μια πόλη μεσαίου μεγέθους με διεθνείς όρους) είναι η μεγαλύτερη πόλη στη Φλάν δρα, έχει διευκολύνει και επιταχύνει τη διαδικασία αυτή. Ένα ουσιώδες διαρθρωτικό στοιχείο στην εξήγηση της απώ λειας του ελέγχου του εκλογικού σώματος των παραδοσιακών κομμάτων στις πόλεις είναι η μεταβαλλόμενη δομή του πληθυ σμού. Η Αμβέρσα έχει βιώσει μια σχετικά μεγάλη μεταβολή στη σύνθεση του πληθυσμού. Στις πρόσφατες δεκαετίες η πόλη έχει δει τη φυγή των κατοίκων της προς τα προάστια. Γενικά, επρόκειτο συχνά για οικογένειες νέων, σχετικά ευημερούσες, ιδιαίτερα ε κείνες που ζούσαν σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές. Από την άλ λη πλευρά, η Αμβέρσα έχει προσελκύσει επίσης νέους κατοίκους. Εκτός από τους ξένους εργάτες που στρατολογήθηκαν βάσει των επίσημων μεταναστευτικών προγραμμάτων, οι νεοεισερχόμενοι περιλάμβαναν τους νέους και τις οικονομικά ευάλωτες ομάδες που επιδίωκαν την ανωνυμία και/ή τη συγκίνηση της ζωής της πό λης. Η κατάργηση του Σιδηρού Παραπετάσματος σήμαινε ότι οι Ανατολικοευρωπαίοι έχουν πλημμυρίσει την Αμβέρσα, όπου συ χνά διαμένουν νόμιμα (με τουριστική βίζα), αλλά εργάζονται πα ράνομα. Όλοι οι άνθρωποι αυτοί εγκαθίστανται στις πρόσφατα 17
εκκενωθείσες κατοικίες. Ως αποτέλεσμα, μεταβαλλόμενες ομάδες κατοίκων ξένης προέλευσης και νέων Βέλγων κατοίκων ζουν δίπλα-δίπλα με τη συστελλόμενη και γηράσκουσα ομάδα των αρχι κ ο ί κατοίκων. Η διαδικασία αιττή είχε δύο ιδιαίτερα αποτελέσμα τα στη λειτουργία του συστήματος των πολιτικών οικογενειών στην Αμβέρσα. Πρώτον, μεγάλο τμήμα των κατοίκων που προηγουμέ νως ήταν οι ενδιάμεσοι διαχειριστές των πολιτικών συστημάτων, έχει εξαλειφθεί. Ως αποτέλεσμα, και τα δύο κόμματα και οι δύο πολιτικές οικογένειες έχουν απολέσει μαχητικά και δραστήρια μέλη. Δεύτερον, πολλοί Βέλγοι που μετακινούνται σε αστικές πε ριοχές είτε δεν είναι εξοικειωμένοι με τις τοπικές δομές των πολι τικών οικογενειών ή, διαφορετικά, είναι πλήρως αδιάφοροι εάν απορροφηθούν από αυτές. Η γήρανση των αρχικών κατοίκων ση μαίνει ότι η ζωή των τοπικών κομμάτων και άλλων πολιτικά χρω ματισμένων οργανώσεων έχει υπο,στεί ταχεία παρακμή. Η ηλικιακή δομή των μελών σημαίνει ότι οι οργανώσεις αυτές και οι δραστηριότητές τους ασκούν μικρή έλξη στους νέους ανθρώπους, α φού είναι σημαδεμένες από τα τυπικά ενδιαφέροντα των μεγαλύ τερων σε ηλικία ατόμων (Οιΐΐιιτβΐβ Καα(15(30 Αηηνειρεη, 1987). Η φύση των κοινωνικών και πολιτιστικών ενώσεων μεταβάλ λεται επίσης ταχέως. Η πίστη στη μία ή την άλλη θρησκεία, φιλο σοφική ή ιδεολογική ομάδα αποτελεί όλο και περισσότερο ζήτημα του παρελθόντος. Ο αριθμός των χριστιανικών και, ειδικά, των σοσιαλιστικών οργανώσεων έχει μειωθεί σημαντικά. Πλσυραλιστικές ενώσεις (που δεν επιθυμούν να συνδέονται με καμία από τις πολιτικές οικογένειες), σήμερα αντιπροσωπεύουν πάνω από τα μισά από όλα τα σώματα στην Αμβέρσα. Ο συνολικός αριθμός των μακρόχρονων δραστήριων οργανώσεων στην πόλη που προ σφέρουν στα μέλη τους ένα διαρκές κοινωνικό δίκτυο, μειώνεται σταθερά. Ταυτοχρόνως, οι λειτουργίες που εκτελούνται από τις πολωμένες οργανώσεις των πολιτικών ομάδων (ιδεολογικά δί κτυα, επικοινωνία μεταξύ των ηγετών και των υποστηρικτών, προσδιορισμός του καλοι'ι και του κακού κ.ο.κ.) εξαφανίζονται.
18
Η αποσύνθεση της εκλογικής βάσης των δύο εταίρων του συνασπισμού
Η Αμβέρσα είναι η μόνη μεγάλη πόλη στη Φλάνδρα με το μεγαλύ τερο εκλογικό βάρος βάσει του αριθμού των ψηφοφόρων της. Κά θε φοιτητής της Πολιτικής Ιστορίας θα γνωρίζει ότι πάντα θα υ πάρχει χώρος για πολιτικό πειραματισμό στην πόλη. Πριν από τον πόλεμο, παραδείγματος χάριν, οι ψηφοφόροι της Αμβέρσας εξέ λεγαν έναν σύμβουλο, η πολιτική πλατφόρμα του οποίου ήταν η πρόταση για κατασκευή ενός θόλου για ολόκληρη την πόλη. Η ε πιτυχία του κόμματος του Κ055ΕΜ1το 1991 στην Αμβέρσα μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο της ίδιας παράδοσης. Πιο σοβαρά, το Φλαμανδικό Εθνικιστικό Κόμμα ( ν υ , που ιδρύθηκε το 1958), οι Πράσινοι (Α^Ιεν, που ιδρύθηκαν το 1979) και το νΒ (από το 1978) γεννήθηκαν επίσης στην Αμβέρσα. Η μεταπολεμική περίοδος ξεκίνησε καλά για τον κυβερνητικό συνασπισμό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Σοσιαλιστικός-Καθολικός συνασπισμός μπορούσε να υπολογίζει σε μια άνετη εκλογική πλειοψηφία μεταξύ 74% και 85% του συνόλου των ψήφων. Η περίοδος 1960-75 είδε την ισορροπία να υπονομεύ εται αργά-αργά και το ποσοστό των ψήφων τον συνασπισμού να πέφτει στο 65% περίπου, σε μεγάλο βαθμό ένα αποτέλεσμα λόγω της φθίνουσας δημοτικότητας του Καθολικού εταίρου. Το σημείο καμπής ήλθε το 1982, όταν η Αμβέρσα συγχωνεύθηκε με τα περί χωρά της. Στις εκλογές εκείνου του έτους, ο συνασπισμός κατόρ θωσε να κερδίσει μόνο το 53,6% των ψήφων. Το Αβαΐεν (το Πρά σινο Κόμμα, ακρωνύμιο για το Αηάεη^αα/ι Ιβνβη - διαφορετικός τρόπος ζωής) εισήλθε στο δημοτικό συμβούλιο με το 7,3% των ψή φων. Εντούτοις, στο συμβούλιο εισήλθε επίσης και το νΒ έχοντας κερδίσει το 5,2% των ψήφων. Οι πολυάριθμες μικρές ακροδεξιές ομάδες στην Αμβέρσα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρώτη αυτή επιτυχία, όπως ακριβώς είχαν παίξει ρόλο στην καθιέρωση του νΒ στην Αμβέρσα. Η ύπαρξή τους μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι πολλοί πρώην συνεργάτες των Ναζί ε19
πεδίωξαν την ανωνυμία της μοναδική; μεγάλης και ομοιόμορφα φλαμανδικής πόλης στη διάρκεια της καταστολής που ακολούθη σε την απελευθε'ρωση του 1945. Αυτοί και οι διάδοχοί τους συνε νώθηκαν από τον Καΐΐΐ Οίΐΐβη το 1978, τον ιδρυτή του νΒ, που εί χε παίξει σημαντικό ρόλο σε πολλές από τις ομάδες αυτές κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Από τότε ο κυβερνητικός συνασπισμός πήγε από το κακό στο χειρότερο. Στις δημοτικές εκλογές του 1988, κέρδισε μόνο το 48,8% των ψήφων, ενώ το 1994 μπορούσε να συγκεντρώσει μόνο το 35,6% των ψήφων. Στην ίδια περίοδο, το ΑββΙεν κέρδισε πρώτα το 9,2% και κατόπιν το 13% των ψήφων. Εντούτοις, αυτό που πήρε την πλειοψηφία των χαμένων ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων ήταν το νΒ. Από το να είναι το μικρότερο κόμμα το 1982, έφτασε να είναι το τρίτο μεγαλύτερο το 1988 (17,7%) και έγινε το μεγαλύ τερο κόμμα από όλα τα άλλα το 1994 συγκεντρώνοντας ποσοστό 28%. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών στην Αμβέρσα α πό το 1945 απεικονίζονται στο Διάγραμμα 6.1. Παρά τη φθίνουσα επιτυχία από άποψη ψήφων ο συνασπισμός 0νΡ-5Ρ συνέχισε να δρα ως συνήθως μέχρι την περίοδο 1992-93. Το περισσότερο ή λιγότερο αναλογικό εκλογικό σύστημα των δη μοτικών εκλογών σήμαινε ότι τα μεγάλα κόμματα κατακτούν συ γκριτικά περισσότερες έδρες. Ακόμη και μόνο με το 48,8% των ψήφων το 1988, ο συνασπισμός ήταν σε θέση να κερδίζει με μικρή πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το κύρος του όιιηζοτηαχιβΓ (δημάρχου) και των αΐάβπηβη (των δημοτικών συμβούλων με εκτε λεστική εξουσία) μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Οι σύμ βουλοι (μέλη του συμβουλίου της πόλης) και οι αΐάεπηεη που αντι προσώπευαν τους εταίρους του συνασπισμού είχαν τώρα τη δύνα μη να κρατούν το συνασπισμό σε αιχμαλωσία. Εάν κάποιος σύμ βουλος ήταν δυσαρεστημένος, ακόμη και για καθαρά προσωπι κούς λόγους, μπορούσε να απειλήσει ότι δεν θα υποστήριζε το συ νασπισμό στο συμβούλιο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι σημαντικά ζη τήματα καθυστερούσαν επί μήνες και ορισμένες φορές επί χρό νια. Οι διαφωνίες μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού -και ακό 20
μη χειρότερα, εντός κάθε κόμματος- αυξάνονταν ταχέως. Μερι κές φορές ήταν αρκετό ένας εκτελεστικός δημοτικός σύμβουλος να είναι υπέρ μιας πρότασης, ώστε κάποιος άλλος να είναι ενα ντίον της πρότασης αυτής. Όλοι εκείνοι που έκαναν προβλέψεις, συμφωνούσαν ότι οι συμμαχικοί εταίροι θα τιμωρούνταν σοβαρά στον επόμενο γυρο των δημοτικών εκλογών το 1994. ποσοστά
συγχώνευση ΛιΛγοαμμα 6.1 Αποτελέσματα· Δημοτικές Εκλογές. Πόλη της Αμβέρσας 194694- ΟνΡ: Καθολικό Κόμμα- 5Ρ: Σοσιαλδημοκράτες- ΑςβΙεν: Κόμμα Πρασί νων· νΒ: νΐααπκ ΒΙοΚ' Ρ ν ν : Φιλελεύθερο Κόμμα- νΌ : Φλαμανδικό Εθνικι στικό Κόμμα- χ: συγχώνευση σε ενιαία λίστα του υΐκταίε Ααίο και του ϋΙαβΓυϋβηίεη- *το ίδιο ποσοστό για το Ο /Ρ και το ν υ εξαιτίας της συγχώνευσης στη λίστα «ΑΝΤ\ν94». Πηγή: Επίσημα εκλογικά αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα από τις εθνικές εκλογές του 1991 έγιναν επίσης αισθητά και στην Αμβέρσα. Στις εκλογές αυτές το νΒ έδρεψε επι τυχία συγκεντρώνοντας σχεδόν το 10% των ψήφων. Παρακινού μενο από τον πρόεδρό του, Οιιγ νβΓΗοίχίΕόΙ, το Φιλελεύθερο Κόμ 21
μα, ή Ρ ν ν , μετονομάστηκε σε νίΛ λ ή Ελεύθεροι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Η μετονομασία αυτή καθαυτή 6εν είναι σημαντική. Αυτό που είναι σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθε ρες ιδέες σχετικά με την κοινωνία και την οικονομία πήραν το πά νω χέρι στο κόμμα. Μέχρι τότε, οι Φιλελεύθεροι είχαν υποστηρί ξει αόριστες φιλελεύθερες απόψεις για την κοινωνία και το πολι τικό πελατειακό σύστημα, ενώ το νέο πρόγραμμα του κόμματος στόχευε στη μείωση των «κερδοσκόπων», όπως θεωρούνταν οι εργατικές ενώσεις, οι αμοιβαίες εταιρείες ασφάλισης υγείας, οι οργανισμοί κοινωνικής πρόνοιας των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών ή, με άλλα λόγια, όλοι οι οργανισμοί που συγκροτούσαν την τυπική δομή των επί μέρους πολιτικών οικογε νειών (νετΗοίδΙίκΙΙ, 1991,1992). Για να πραγματοποιηθεί αυτό, ε ντούτοις, χρειαζόταν το νΐΛ3 να γίνει το μεγαλύτερο κόμμα στη Φλάνδρα, ώστε να έχει εξασφαλίσει μια θέση στον εθνικό κυβερ νητικό συνασπισμό. Η αρχική στρατηγική του νοτίιο&ΐαάΐ ήταν μια προσπάθεια να απορροφήσει το ν υ , που το ίδιο αντιμετώπιζε φθίνουσες επιδόσεις επί σειρά εκλογικών αναμετρήσεων και προφανώς ήταν υποψήφιο για πολιτική εξαφάνιση. Μετά την α ποτυχία της αρχικής αυτής στρατηγικής, εγκαινιάστηκε μια επιθε τική παρουσία με στόχο να ενθαρρυνθούν οι αντιπρόσωποι των ν υ , ΟνΡ και δΡ να ενωθούν με το νίΛ). Πολλοί εκπρόσωποι, πραγματικά, πήραν τη μεγάλη απόφαση, μεταξύ των οποίων και έ νας σύμβουλος του ΟνΡ στην Αμβέρσα. Αμέσως μετά, ένας σύμ βουλος του δΡ στην Αμβέρσα εντάχθηκε στο νΐαατηχ ΒΙοΙί - για να επαναλάβσυμε τα λόγια του, «βαδίζοντας στα βήματα των εκλογέ ων του». Ο συνασπισμός δΡ-ΟνΡ δεν διέθετε πλέον πρακτικά την πλειοψηφία στην Αμβέρσα έπειτα από εβδομήντα και πλέον χρό νια στην εξουσία. Το Δεκέμβριο του 1992, το ν υ ενώθηκε με το ΟνΡ και το δΡ σε μια νέα συμμαχία, που λειτούργησε μέχρι το τέ λος της θητείας στα τέλη του 1994. Όπως αλλού στην Ευρώπη, φαινόταν ότι οι πολιτικοί και συν δικαλιστικοί ηγέτες είχαν εμπλακεί βαθιά σε διαφθορά, οικονομι κά σκάνδαλα και άλλες σκοτεινές δραστηριότητες (Η ιιηίεΓ, 1996). 22
Υπήρξε έντονη ανησυχία όταν ορισμένοι ηγετικοί πολιτικοί πα ράγοντες στην Αμβέρσα -από το ΟνΡ, δΡ και ν ί ϋ - κατηγορήθηκαν, δίκαια ή άδικα, ότι συμμετείχαν σε απάτη με ψευδή τιμολό για, που μπορεί να είχαν ή να μην είχαν να κάνουν με χρηματοδό τηση των αντίστοιχων κομμάτων τους. Η ήδη φθαρμένη αξιοπι στία του σοσιαλιστικού κινήματος της Αμβέρσας επηρεάστηκε βαθιά όταν αποδείχθηκε ότι ένα από τα σοσιαλιστικά εργατικά συνδικάτα είχε πληρώσει το προσωπικό του με μεγάλα αδήλωτα χρηματικά ποσά, που είχαν αφαιρεθεί από τις εισφορές των με λών του. Αρθρα στον Τύπο υπαινίσσονταν με την πλέον ασαφή φρασεολογία -αφού, μέχρι τότε, δεν είχε αποδειχθεί τίποτε- ότι ορισμένοι από τους κορυφαίους πολιτικούς και μέλη του Σοσιαλι στικού Κόμματος είχαν αναμειχθεί σε υποθέσεις πορνείας και οι κονομικά αδικήματα. Μια άλλη υπόθεση συνδεόταν με μια ασφα λιστική εταιρεία της σοσιαλιστικής πολιτικής οικογένειας. Ακόμη, τρεις ανώτεροι πολιτικοί του γαλλόφωνου εταίρου του δΡ, του Ρδ (,Ραηϊ 5<χΐαΙάΐ€), υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν αφού κατηγορήθηκαν για διαφθορά. Περαιτέρω, για πρώτη φορά στην ιστορία του Βελγίου, ηγετικό πολιτικό στέλεχος των Σοσιαλιστών δολοφονήθηκε στην πόλη της Λιέγης. Το έγκλημα παραμένει αδιευκρίνι στο, αλλά μοιάζει να συνδέεται με απάτη και τακτοποίηση λογα ριασμών εντός του Ρ5. Επιπροσθέτως, ένας υπουργός του ΟνΡ στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατηγορήθηκε για διαφθορά σε έ να σημαντικό και αποτυχημένο περιβαλλοντικό επενδυτικό πρό γραμμα. Το ΥΤΛ} χτυπήθηκε από ένα σκάνδαλο που αφορούσε α γορά στρατιωτικού εξοπλισμού, το ΟνΡ αναμείχθηκε σε απάτη ε πιδοτήσεων κ,ο.κ. Το εάν οι υπαινιγμοί αυτοί και οι συναφείς κατηγορίες είχαν ή όχι πραγματική υπόσταση είναι ουσιαστικά άσχετο, αφού, καθώς πλησίαζαν οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 1994, το γενι κό συναίσθημα ήταν ότι τουλάχιστον ορισμένοι παραδοσιακοί πο λιτικοί είτε ήταν αναξιόπιστοι (μεταπηδώντας από το ένα κόμμα στο άλλο χωρίς να παραιτούνται από τις θέσεις τους) είτε διεφθαρ μένοι (μια ακόμη πιο εντυπαχτιακή υπόθεση δωροδοκίας σχετιζό23
μενη με την αγορά ελικοπτέρων από την ΑιιςυβΟ, επρόκειτο να αποκαλυφθείτο 1995). Νέες προκλήσεις πολιτικής και τα κυβερνώνια κόμματα
Στα πρώην κυβερνώντα κόμματα του συνασπισμού, το μεσαίο στρώμα μελών τελικά είχε πάψει να υπάρχει. Οι λίγοι εναπομείναντες εκπρόσωποι της ενδιάμεσης βαθμίδας είναι σχεδόν όλοι η λικιωμένοι. Η νεότερη γενιά (κάτω των 40) είναι σχεδόν πλήρως απούσα. Προγράμματα με στόχο τους νέους αποτυπώνονταν στα χαρτιά παρά στην πραγματικότητα. Οι κομματικοί προπαγανδι στικοί μηχανισμοί που πρώτα λειτουργούσαν ομαλά, χρησιμοποι ώντας ευρέως εθελοντικούς εργάτες, τώρα αγκομαχούν. Αποτέ λεσμα του γεγονότος αυτού είναι ότι πρέπει να κινητοποιηθούν επαγγελματίες σύμβουλοι και αμειβόμενοι «εθελοντές» προκειμένου να μεταδοθεί το εκλογικό μήνυμα. Επιπλέον, υπάρχει σε εξέ λιξη μια συνολική διαδικασία γήρανσης τόσο στο Χρκπιανοδημοκρατικό όσο και στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Οι κομματικοί υποστηρικτές αγνοούσαν τα κομματικά συνέδρια που συγκαλσύνταν για να συζητήσουν τις πολιτικές πλατφόρμες. Η απώλεια μελών και στις δύο πλευρές είναι σημαντική, αν και ο αριθμός των υποστηρικτών που διαθέτουν κάρτα μέλους παραμένει σχετικά υψηλός, λό γιο των πολλών υπαλλήλων και εκπαιδευτικών στην πόλη που εί ναι υποχρεωμένοι να είναι μέλη εάν πρόκειται να έχουν οποιαδήποτε πιθανότητα προαγωγής στο δημόσιο σχολείο. Ομάδες δρά σης κ.ο.κ. δεν έλκουν την προέλευσή τους από τις πολιτικές οικο γένειες. Εκτός από την απουσία κομματικών ακτιβιστών, η απώ λεια μελών σχετίζεται σοβαρά με τις κομματικές δραστηριότητες γενικά, που έχουν αποτύχει ολοσχερώς να συμβαδίσουν με τις α νάγκες της νέας, καλύτερα μορφωμένης γενιάς. Στο παρελθόν, υ πήρχε ένα είδος άγραφου συμβολαίου μεταξύ των κομματικών η γετών και των υποστηρικτών τους, βάσει του οποίου τα απλά μέλη έδιναν την ψήφο τους στους ηγέτες τους καθώς και μια άνευ όρων υποστήριξη με αντάλλαγμα την υπεράσπιση των συμφερόντων 24
τους. Εντούτοις, ο ακριβής προσδιορισμός των σχετικών συμφε ρόντων ήταν το αποκλειστικό καθήκον και χρέος των ηγετών. Η λειτουργία του 5Ρ και του ΟνΡ στην Αμβέρσα βασίζεται, ακόμη, σε σημαντικό βαθμό στο εν λόγω συμβόλαιο. Οι κομματικές θέ σεις μοιράζονται πίσω από κλειστές πόρτες και με τον τρόπο αυ τό, συνήθως χωρίς τη ρητή αποδοχή από τα διάφορα τμήματα του κόμματος, καθορίζεται η πολιτική του κόμματος. Οι επικριτές των διαδικασιών και των θέσεων που υιοθετούνται παραγκωνίζονται. Αντός ο τρόπος λειτουργίας ασκεί ελάχιστη ή μηδενική έλξη στους νεότερους, καλύτερα μορφωμένους ανθρώπους. Αποτέλε σμα του γεγονότος αυτού είναι ότι η κοινωνική σύνθεση των δύο κομμάτων ελάχιστα μοιάζει με την κοινωνική σύνθεση του πληθυ σμού της Αμβέρσας συνολικά. Με τη σειρά της μια τέτοια κατά σταση βοηθά να εξηγηθεί γιατί έχουν επιβιώσει οι παλιές μέθοδοι και γιατί η σημερινή γενιά κομματικών αρχηγών έχει παραμείνει στην ηγεσία. Μια συνεχώς φθίνουσα ομάδα κομματικών ακτιβιστών, διαποτισμένη από την κομματική παράδοση, συνεχίζει να εργάζεται ακόμη στενότερα σύμφωνα με τις πρακτικές αυτές. Στη συγκυρία αυτή είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε μια ιδιαί τερα συναφή όψη, χαρακτηριστική τής κατάστασης στην Αμβέρ σα: τη συγχώνευση της πόλης, το 1982, με τα περίχωρα. Καθώς η Αμβέρσα συγχωνεύθηκε με τα περίχωρα ΕΚεΓεη, ΜειΊίδεπι, ΒθΓ£6Γΐιουΐ, Οειιπιε, ΒεΓοΚεπι, ΛνΐΐΓ^Ιε. και ΗοβοΚεη, δημιουργήθηκε μια διοικητική οντότητα σχεδόν μισού εκατομμυρίου κατοί κων. Απότομα, ο πληθυσμός έχασε επτά εκτελεστικούς δημοτι κούς συμβούλους, επτά σύνολα περιφερειακών δημοτικών συμ βούλων και επτά συμβούλια. Ταυτόχρονα, εξαλείφθηκαν επτά κέ ντρα πολιτικής πατρωνίας (τα επτά δημοτικά κέντρα των περιφε ρειών), καθώς οι δημοτικές περιφέρειες συγχωνεύθηκαν με την πόλη της Αμβέρσας. Από τις 294 έδρες συμβουλίων πριν από τη συγχώνευση, παρέμειναν μόνο 552. Ενώ στο παρελθόν οι περισ σότεροι από τους δημότες μπορούσαν να λένε ότι ο σύμβουλος ζούσε στη διπλανή πόρτα, τώρα οι περισσότεροι από τους νέους σ υ μ β ο ύ λ ο υ ς ήταν σχετικά απόμακρες φιγούρες. Δεν ήταν μόνο ο 25
γενικός πληθυσμός που δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στη συγ χώνευση, αφού και τα πολιτικά κόμματα αισθάνθηκαν το γεγονός αυτό σαν ένα «πικρό ποτήρι». Αυτό που κατέληξε να είναι γνωστό ως «περιφερειακή οπτική» ((ϋδίποίίχπι) -δηλαδή, ο τονισμός των ειδικών χαρακτηριστικών της τοπικής περιφέρειας (πρ<ύην περί χωρα) και η πιο ικανοποιητική λειτουργία των ανεξάρτητων δή μων σε σύγκριση με τη μεγάλη πόλη- εξακολούθησε να είναι θέμα ζωηρής διαμάχης εντός και εκτός κομματικών κύκλων. Όλα τα στοιχεία αυτά σήμαιναν ότι οι στεγανά διαχωρισμένες πολιτικές οικογένειες και τα κόμματα έχασαν την ισχύ τους επί του εκλογικού σώματος καθώς και την επαφή τους με τον πληθυ σμό. Έναντι αυτού του πλαισίου παρουσιάστηκαν τρία κρίσιμα προβλήματα: το αστικό περιβάλλον και η αστική ανανέωση, τα προβλήματα των Βέλγων και των μελών των εθνικών μειονοτήτων (των αποκαλούμενων μεταναστών) που ζούσαν δίπλα-δίπλα, κα θώς και το ζήτημα του νόμου και της τάξης ή αλλιώς, το πρόβλημα της αστυνομικής δύναμης της Αμβέρσας. Οι δημοτικές αρχές είχαν αποτύχει να δημιουργήσουν, έστω και υπαινικτικά, μια πολιτική σχετικά με την αστική ανανέωση. Τίποτα απολύτως δεν γινόταν για να ανακοπεί η φυγή από την πό λη της Αμβέρσας που, σύμφωνα με τις μελέτες της πόλης, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην απουσία ανοιχτών χώρων και πρασί νου. Όσοι κάτοικοι παρέμεναν εκεί κατηγορούσαν τις αρχές ότι έκαναν λίγα ή τίποτα προκειμένου να βοηθήσουν την περιοχή τους να αντιμετωπίσει τις υπάρχουσες ανάγκες. Εάν υπήρχε οποιαδήποτε πολιτική αστικής ανάπτυξης, αυτή επικεντρωνόταν σε μεμονωμένες δραστηριότητες στο κέντρο της πόλης, με τους δρό μους και τα τετράγωνα να ευπρεπίζονται και να μετατρέπονται σε πεζοδρόμους για να προσελκύουν καφέ, εστιατόρια και καταστή ματα. Οι κάτοικοι κατηγορούσαν τις αρχές ότι άφηναν τα κτίρια να φθείρονται ή ότι απλώς αμελούσαν τη συντήρησή τους και, «ά νω απ’ όλα, ότι απστύχαιναν να διατηρούν καθαρούς τους δρό μους και τους δημόσιους χώρους. Όπως πολλές άλλες πόλεις, η Αμβέρσα έπρεπε επίσης να αντι 26
μετωπίσει την ολοένα και μεγαλύτερη πίεση από την αύξηση της κυκλοφορίας των οχημάτων. Αντίθετα από άλλες πόλεις, όμως, οι αρχές της Αμβέρσας απλώς παρείχαν περισσότερο χώρο ώστε η πόλη να προσαρμοστεί στην κυκλοφορία των οχημάτων. Το μόνο επίτευγμα σε όρους δημόσιων μεταφορών ήταν η κατασκευή στις δεκαετίες 1970 και 1980 ενός εκτεταμένου υπόγειου δικτύου ελα φρού τρένου. Στην πραγματικότητα αυτό παρέμεινε αχρησιμοποίητο μέχρι το 1994, αλλά οι εργασίες κατασκευής ήταν σταθερή πη γή κυκλοφοριακής συμφόρησης και καθυστερήσεων. Οι οδηγοί των λεωφορείων έπρεπε να κατέλθουν σε απεργία προκειμένου οι αρχές να αρχίσουν να τιμωρούν με πρόστιμο τους οδηγούς που πάρκαραν στις λωρίδες των λεωφορείων και να απομακρύνσυν τα αυτοκίνητά τους. Εκτός των ωρών αιχμής, το ταξίδι από τη μια πλευρά της παλιάς πόλης στην άλλη με δημόσια μέσα μεταφοράς μπορούσε εύκολα να χρειάζεται μία ή και περισσότερη ώρα, ενώ η ίδια διαδρομή με αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης έπαιρνε μόλις δε καπέντε λεπτά. Οι λωρίδες για ποδήλατα ήταν σπάνιες και όσες υ πήρχαν συχνά χρησιμοποιούνταν για ανεξέλεγκτο παράνομο πάρκινγκ. Συνεπώς, οι δημόσιες μεταφορές και η ανασφάλεια σχετικά με το κυκλοφοριακό ήταν τα ζητήματα που τοποθετού νταν στην κορυφή της ατζέντας των τοπικών συναντήσεων με τους διαμορφωτές της πολιτικής. Η πλήρης απουσία αστικού σχεδιασμού και αναπτυξιακής στρατηγικής οδήγησε μια ομάδα κατοίκων της Αμβέρσας να ιδρύ σουν μια μη κερδοσκοπική οργάνωση με την επωνυμία Ξΐαά ααη άβ Ξίτοοηι (Η Πόλη και το Ποτάμι), με στόχο να αναζωογονήσουν ο ρισμένες από τις εντελώς παραμελημένες αστικές περιοχές που συνόρευαν με τον ποταμό δείιοΐάΐ. Οι πληθυσμοί των συνοικιών αυτών, που στη διάρκεια της διαδικασίας σχεδιασμού τούς είχαν συμβουλευθεί συστηματικά, προσδοκούσαν μεγάλα πράγματα α πό τη διαδικασία ανανέωσης. Η απογοήτευση, έτσι, ήταν σημαντι κή όταν στα μέσα του 1992 έγινε σαφές ότι η πόλη δεν ήταν προε τοιμασμένη να υποστηρίξει το έργο και ότι δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τίποτα από τα προτεινόμενα σχέδια αστικής α 27
νανέωσης. Η απογοήτευση αυτή κορυφώθηκε με το φιάσκο των αποκαλούμενων περιοχών αναζωογόνησης. Στην περίοδο 1982-90, οι αρχές της πόλης συζήτησαν επί μακρόν με κατοίκους στις φθίνουσες περιοχές σχετικά με την ανανέωση των περιφερειών τους, αλλά τώρα ή κατάληξη ήταν ότι οι πόροι τους οποίους υποσχέθηκαν οι φλαμανδικές αρχές επρόκειτο να είναι ελάχιστες. Η πληθυσμιακή μετακίνηση προς τα προάστια, με τις παραμελημένες κεντρικές περιφέρειες να εγκαταλείπονται αργά για τις πράσινες δημοτικές περιοχές στην ευρύτερη περιοχή της Αμβέρ σας, είχε μια άλλη επίδραση. Τα σχετικά φθηνά σπίτια και χαμηλά ενοίκια που ήταν διαθέσιμα κατελήφθησαν από μετανάστες από το Μαρόκο και την Τουρκία. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φθάσει στο Βέλγιο και την Αμβέρσα στις ευημερουσες δεκαετίες του 1960 και του 1970 ως «φιλοξενούμενοι εργάτες». Το διαφορετικό στυλ ζω ής και η χαρακτηριστική παρουσία τους στους δρόμους, εν μέρει εξαιτίας του ότι τα σπίτια που κατείχαν οι συνήθως μεγάλες οικο γένειες ήταν σχετικά μικρά, έδιναν την εντύπωση ότι ήταν πιο πο λυάριθμοι από ό,τι πραγματικά ήταν. Στην πραγματικότητα, αποτελουσαν μόνο μικρό ποσοστό του πληθυσμού, που πρόσφατα εκτιμήθηκε στο 6,3% του συνόλου3. Εντούτοις, παρέμεναν συγκε ντρωμένοι σε ορισμένες περιφέρειες, μεταξύ των οποίων η Β ογβειΉουΙ, η κεντρική Αμβέρσα και το Ηο5ο^η. Το 1987, το έτος πριν από την επιτυχία του νΒ στην Αμβέρσα, αυτοί αποτελούσαν το 9,2%, το 6,6% και το 5,2% του πληθυσμού στις παραπάνω πε ριοχές, που είναι και τα ανώτατα ποσοστά για τις οχτώ περιφέρει ες της πόλης. Ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, δεν ή ταν αλήθεια να λέγεται ότι υπήρχαν στην Αμβέρσα γκέτο αμερι κανικού ή γαλλικού στυλ. Το 19944οι Τούρκοι και οι Μαροκινοί α ντιπροσώπευαν το 15,9% του συνολικού πληθυσμού του Βογ^ΙιογΗοιιΙ, την περιφέρεια με το μεγαλύτερο αριθμό μουσουλμάνων κατοίκων. Το δημογραφικό τους προφίλ, αποτελουμενο από πολ λά παιδιά και ενήλικες, έρχεται σε οξεία αντίθεση με εκείνο των Βέλγων που ζουν στις ίδιες περιφέρειες, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μεσήλικες ή μεγαλύτεροι, κατάσταση που μπορείνα 28
δώσει αφορμή για συγκρούσεις με υπόβαθρο την ηλικία. Επιπλέ ον, συναγωνίζονται για δουλειές και πόρους με τους εργάτες και τους χαμηλότερης μεσαίας τάξης Βέλγους. Η ανεργία στις περιο χές αυτές είναι πολύ υψηλότερη από το μέσο όρο της πόλης (Μ&ι^ηΐδδεη κ.ά., 1988). Η δυσκολία που έχουν οι μετανάστες στην ενοικίαση κατοικιών, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα δια κρίσεων, τους έχει ενθαρρύνει να αγοράζουν δικά τους σπίτια. Οι Βέλγοι και οι μετανάστες επομένως συναγωνίζονται στο κατώτατο επίπεδο της αγοράς κατοικιών. Η πίεση από τις εθνικές αρχές για χρησιμοποίηση αντικειμενικών κριτηρίων στην κατανομή της επιδοτούμενης στέγης σημαίνει ότι οι μετανάστες, λόγω των (με γαλύτερων) οικογενειών, των χαμηλότερων μισθών και της υψη λότερης ανεργίας (ως αποτέλεσμα των διακρίσεων στη αγορά ερ γασίας), τείνουν να έχουν τις προϋποθέσεις για στέγη νωρίτερα α πό τους συχνά άτεκνους Βέλγους. Το γεγονός αυτό δίνει την εντύ πωση στους Βέλγους που υποβάλλουν αίτηση για επιδοτούμενη κατοικία ότι οι νεοεισερχόμενοι έχουν ευνοϊκή μεταχείριση. Άλλο ζήτημα είναι ότι με την άφιξη μεταναστών σε μια περιοχή, κατα στήματα, εστιατόρια, τεϊοποτεία και καφετέριες ανοίγουν, παρα δείγματος χάριν, για εξυπηρέτηση Τούρκων και Μαροκινών. Η πτώση του αριθμού των (ντόπιων) Βέλγων σημαίνει επίσης ότι ση μαντικός αριθμός «βελγικών» καταστημάτων, εστιατορίων και καφέ έπρεπε να κλείσει (βλ., 5ννγη£6(1οιΐλν, 1992ε). Μετά την εκλογική καμπάνια του 1982, η οργάνωση των Νέων Σοσιαλιστών προειδοποίησε τον πρόσφατα εκλεγέντα δήμαρχο της Αμβέρσας για τις αρνητικές στάσεις του πληθυσμού και των ψηφοφόρων του δΡ, σε ορισμένες συνοικίες, απέναντι σε φιλοξε νούμενους εργάτες. Εντούτοις, η πολιτική του συνασπισμού συνίαηατο στην όσο ήταν δυνατόν, αγνόηση των κοινωνικών εντάσεων με την ελπίδα ότι θα εξαφανίζονταν. Εξάλλου, το ν υ είχε αυξη θεί σε μέγεθος και δύναμη, ενώ κατόπιν άρχισε να ξεθωριάζει χω ρίς να επηρεάζει το συνασπισμό. Μήπως τα κόμματα του συνασπι σμού δεν είχαν αποδειχθεί ικανά να προπέμψουν ή να απορροφή σουν νέους εισερχόμενους και τα προβλήματά τους; Η επιτυχία 29
του νΒ στην Αμβέρσα, στις εθνικές εκλογές του 1987, χρησίμευε στην αλλαγή στάσεων. Εκτός από μια στρατηγική πολιτικής «χα μηλού προφίλ», συν κάποια ευκαιριακή δήλωση ικανοποίησης πε ρί ενσωμάτωσης και περί δικαιωμάτων και, ιδιαίτερα, καθηκό ντων των μεταναστών, η μεταβολή αυτή σημαδεύτηκε μόνο με την ίδρυση ειδικού σώματος αξιωματικών της αστυνομίας εκ μέρους του συνασπισμού, με σκοπό την επίλυση των τριβών ανάμεσα σε μετανάστες και ντόπιους Βέλγους - συνεπώς, αυτοί αναγορεύο νταν αμέσως σε «αστυνομία προστριβών» (ΓποΙΐοη ροΐίοε). Στις τοπικές εκλογές του 1988, το νΒ αύξησε τις ψήφους του κατά 12,5% στην κοινότητα της Αμβέρσας και κέρδισε 10 από τις 55 έ δρες στο συμβούλιο της πόλης. Ο παράγοντας αυτός, σε συνδυα σμό με την εκλογική υποχώρηση του συνασπισμού, σήμανε την έ ναρξη δημοτικών πολιτικών του τύπου «δοκιμή και σφάλμα». Για τις συνοικίες στις οποίες ο συνασπισμός έχασε τις περισσότερες ψήφους υλοποιήθηκαν μέτρια επενδυτικά προγράμματα. Για τη δημιουργία κοινωνικού προγράμματος χρησιμοποιήθηκαν χρή ματα από τις φλαμανδικές αρχές. Σε αντιστοιχία με τις συνήθειες του συνασπισμού το 5Ρ και το ΟνΡ, ήλθαν σε συμφωνία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η χρηματοδότηση αυτή επρόκειτο να μοιραστεί προκειμένου να εξυπηρετήσει τα πελατειακά τους δί κτυα. Προκειμένου ναυποβοηθηθεί η ενσωμάτωση των μη προνο μιούχων ντόπιων Βέλγων και μεταναστών εγκαινιάστηκαν δημο τικές δημόσιες πρωτοβουλίες (δΡ), ιδιωτικές χριστιανοδημοκρατικές (ΟνΡ) πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες ελευθεροτεκτόνων (δΡ), καθώς και λίγες πλουραλιστικές πρωτοβουλίες (ιδιωτικές, αλλά χωρίς διασυνδέσεις με κάποιο από τα κόμματα). Με τον τρό πο αυτόν δεν αναπτύχθηκε κάποια συνεκτική πολιτική. Στην κα λύτερη περίπτωση, οι πρωτοβουλίες αυτές θα υπήρχαν ανεξάρτη τα η μία από την άλλη, αλλά στη χειρότερη περίπτωση οι διαφορε τικές πρωτοβουλίες έγιναν ανταγωνιστικές. Μετά το 1988, ο νόμος και η τάξη κατέστησαν σοβαρό διακύβευμα στην Αμβέρσα. Από έτος σε έτος, οι εταίροι του συνασπι σμού και το νΒ διαφωνούσαν σχετικά με τις συνέπειες της στατι 30
στικής των εγκλημάτων. Συνήθως, διατυπώνονταν ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας της δημοτι κής και της κρατικής αστυνομίας και σχετικά με την προθυμία των πολιτών να αναφέρουν μικρότερης σημασίας αδικήματα. Η δια μάχη κατόπιν έκλεινε συνήθως με θεωρητικά ερωτήματα ως προς το εάν οι νεαροί μετανάστες (αν και δεύτερης γενιάς και γεννημέ νοι στο Βέλγιο) εμπλέκονταν περισσότερο σε μικροεγκληματική δράση εξαιτίας της αλλοδαπής προέλευσής τους ή εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης. Ο τοπικός Τύπος, φυσικά, έδωσε σημαντι κή προσοχή στις διαμάχες αυτές και ο τοπικός πληθυσμός πείστη κε ότι το αστικό έγκλημα αυξανόταν και ότι οι μετανάστες και οι παράνομοι κάτοικοι ήταν πρωταρχικά υπεύθυνοι γι' αυτό. Στις περισσότερο στερημένες κοινωνικά περιοχές της πόλης εμφανί στηκαν νέα προβλήματα (βανδαλισμοί από νέους, φυλετικές εντά σεις, μικροεγκλήματα κ.ο.κ.). Ο Τύπος και η κοινή γνώμη εξέτα ζαν λεπτομερώς την αποτελεσματικότητα της δημοτικής αστυνο μίας στον αγώνα της κατά του εγκλήματος. Επιπλέον, θεωρούνταν ότι μεγάλο ποσοστό της δύναμης της αστυνομίας είτε συμπαθούσε είτε υποστήριζε το ακροδεξιό κόμμα Υΐααης ΒΙοΚ. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι το ηθικό στην αστυνομία ήταν χαμηλό. Επιπλέον, με τις δημοτικές εκλογές του 1994 να πλησιάζουν, ο συνασπισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με την αστυνομική δύναμη μερικούς να απεργεί και ο τοπικός πληθυσμός δυσαρεστήθηκε με τη λειτουργία της.
Η στρατηγική του νΐαβιηβ Βίοΐι
Η ίδρυση του νΐαατηχ ΒΙοΙί στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τον Καΐΐΐ ΟίΙΙεη ήταν το αποτέλεσμα της επιτυχούς συγχώνευσης μικρών ακροδεξιών ομάδων. Εκτός του δημοκρατικού φλαμανδικού εθνικιστικού κόμματος, του νοί&υηϊβ (Ένωση Λαού), ο φλαμανδικός εθνικισμός ακροδεξιάς εκδοχής εξακολουθούσε να ευ δοκιμεί σε πολυάριθμες μικρές οργανώσεις. Αυτές εκτείνονταν α 31
πό την παραστρατιωτική νΐααηυβ ΜίΙίίαηίεη Οτάε (νΜΟ, Τάξη Φλαμανδών Στρατευμένων) μέχρι την πιο πνευματική και ιδεολο γική \νεκ άΐ, από τις οργανώσεις των βετεράνων του Ανατολικού Μετώπου (στρατιώτες που είχαν πολεμήσει για τους Ναζί στη Ρω σία) και πρώην συνεργάτες του Υΐααηχ ΝαΐίοηαΙώΐώοΗ δοηά, ενός κινήματος νεολαίας. Οι περισσότερες από τις οργανώ σεις αυτές ιδρυθήκαν στην περίοδο μεταξύ 1946 και 1965. Ο Οΐΐΐοη έπαιξε ηγετικό ρόλο σε όλες αυτές, κερδίζοντας έτσι την ε μπιστοσύνη τους, παρά τις συνεχείς εσωτερικές αντιπαλότητες. Σημαντικό, επίσης, είναι ότι πολλοί από εκείνους που κατηγορήθηκαν ή θεωρήθηκαν ύποπτοι ως συνεργάτες στη διάρκεια του πολέμου, αργότερα έφυγαν από την επαρχία για να αναζητήσουν τη σχετική ανωνυμία στο μόνο σχετικά μεγάλο μονόγλωσσο αστι κό κέντρο στη Φλάνδρα, στην Αμβέρσα. Οι ίδιοι παρείχαν οικο νομική και άλλη υποστήριξη για το ΥΙααηυ ΒΙοΚ στα πρώτα του χρόνια. Μέχρι τις δημοτικές εκλογές του 1982, το νΐαατηί ΒΙοΙί εί χε μόνο έναν εκλεγμένο αντιπρόσωπο (Οΐΐΐβη) στο συμβούλιο, ε νώ στις εθνικές εκλογές του 1981 είχε κερδίσει το 1,8% των ψή φων στη Φλάνδρα και το 4,7% στο καντόνι της Αμβέρσας. Το ίδιο το νΐααηι$ ΒΙοΙί εξεπλάγη από την εκλογική επιτυχία των υποψη φίων του το 1982 στην Αμβέρσα. Οι δυο υποψήφιοι που εξελέγησαν στο δημοτικό συμβούλιο θεωρούνταν δεύτερης τάξης κομμα τικά στελέχη. Μολονότι το κύριο μέρος του πολιτικού προγράμμα τος του νΒ ήταν ο φλαμανδικός εθνικισμός (και η πλήρης ανεξαρ τησία της Φλάνδρας), έγινε γρήγορα σαφές ότι η μέτρια επιτυχία τους βασιζόταν κυρίως στη στάση τους κατά της μετανάστευσης, που τότε ήταν μάλλον οριακή σε σχέση με την κεντρική πολιτική του κόμματος. Η κατάσταση αυτή άλλαξε πλήρως με τις δημοτικές εκλογές του 1988, όταν εξελέγησαν 10 σύμβουλοι του νΒ (ΗιιχΙ)3ΐκΐ8,1992: 137). Από το 1988, το κόμμα είχε ανασυγκροτηθεί, ιδιαίτερα στην Αμβέρσα. Ο Ρϊΐΐρ Οε\νΐηΐει·, ηγετικό στέλεχος του κόμματος και α πό το 1987 μέλος του βελγικού Κοινοβουλίου, έγινε ηγέτης της ο μάδας του νΒ στο δημοτικό συμβούλιο της Αμβέρσας. Ο Οε\νίηΙεΓ 32
ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως ηγέτης της νεολαίας του κόμματος του νΐααηκ ΒΙοΙί. Λόγω του οργανωτικού του ταλέντου, επιλέχθηκε σύντομα από τον Οΐΐΐβη ως υποψήφιος για το κοινο βούλιο. Ο ίδιος έγινε (και είναι ακόμη) ο κύριος οργανωτής του νΒ και εκπροσωπεί τη σκληρή αντιμεταναστευτική στάση του κόμματος. Οργάνωσε το κόμμα κατά τρόπο σταλινικό, προωθώ ντας μικρές, δραστήριες πυρηνικές ομάδες σε διαφορετικές γει τονιές και με εξειδικευμένα παραρτήματα - παραδείγματος χάριν, για την προπαγάνδα. Το κόμμα έχει δύο είδη μελών, τσυς ακτιβιστές και τα αμειβόμενα μέλη. Μέχρι το 1989, το κόμμα εξαρτιόταν οικονομικά από δωρεές υποσιηρικτών και συνδρομές με λών. Από το 1989, η σημαντικότερη πηγή εισοδήματος ήταν η κρα τική χρηματοδότηση. Ο ϋεννΐηίεΓ ώθησε την αντιμεταναστευτική πολιτική στην κο ρυφή της κομματικής ατζέντας. Ακολούθως, κέρδισε εκλογική υ ποστήριξη σε διάφορες φάσεις. Αρχικά, μέχρι περίπου το 1987, το νΒ κατηύθυνε τις προπαγανδιστικές του δραστηριότητες στις γει τονιές της πόλης που κοινωνικά ήταν οι πιο στερημένες. Η παρου σία τοπικών ακτιβιστών του νΒ στις περιοχές αυτές εξασφάλιζε την οργάνωση διαδηλώσεων κατά της παρουσίας μεταναστών, διαμαρτυριών κατά της υποτιθέμενης αύξησης των τοπικών οίκων προσευχής των μουσουλμάνων και τζαμιών και τη συστηματική καταγγελία των μεταναστών ως υπευθύνων για το έγκλημα, την α νεργία και τα άλλα δεινά. Οι κατηγορίες ότι οι αρχές της πόλης ευνοούν άδικα τους μετανάστες, ότι τα παραδοσιακά κόμματα (ΟνΡ, 5Ρ, νΐ£> και ν υ ) ήταν αναξιόπιστα και διεφθαρμένα και, ειδικά, ότι όλα τα προβλήματα (ανεργία, υποβάθμιση των πόλεων, εγκληματικότητα κ.ο.κ.) θα επιλύονταν από τη στιγμή που θα απε λαύνονταν οι μετανάστες, έβρισκαν θετική υποδοχή ανάμεσα στους ψηφοφόρους των κατώτερων τάξεων των περιφερειών αυ τών. Μια ανάλυση των εθνικών εκλογικών αποτελεσμάτων για κάθε συνοικία στο εσωτερικό της πόλης και την περιφέρεια Βογ& 6γΗ οιιΙ για το 1985 και 1987 (5\νγηβε(3οιι\ν, 1989) αποκάλυψε ότι το νΒ είχε τα καλύτερα αποτελέσματά του και τη μεγαλύτερη 33
πρόοδό του στις μη προνομιούχες αυτές περιοχές. Πράγματι, το νΒ κέρδιζε το 20%-30% των ψήφων στις περιοχές αυτές. Διαπι στώνεται στενή σχέση μεταξύ των αποτελεσμάτων του νΒ και της παρουσίας «φιλοξενούμενων εργατών», αλλά αυτό το κριτήριο δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις συνοικίες. Παλιά ή ετοιμόρ ροπα σπίτια, χαμηλό επίπεδο ανέσεων διαμονής, πολυάριθμες κε νές θέσεις (ακατοίκητα σπίτια), υψηλά επίπεδα ανεργίας μεταξύ του ενεργού πληθυσμού, πολλοί εξαρτώμενοι από επιδόματα α ρωγής από τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και άλλα κρατικά κανάλια: αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά των συνοικιών στις οποίες ευημερσύσε τώρα το νΒ. Οι δημοτικές εκλογές του 1988 είδαν την έναρξη της δεύτερης φάσης της δράσης του νΒ, κατά την οποία το κόμμα διεύρυνε την επιρροή του. Οι προσπάθειες του κόμματος μεταφέρθηκαν, του λάχιστον εν μέρει, σε περισσότερο ευημερούσες περιοχές της Αμ βέρσας. Το νΒ εξακολουθούσε να έχει τις καλύτερες επιδόσεις του στις πιο φτωχές συνοικίες, αν και είναι εκπληκτικό πώς περιο χές που τυπικά ήταν φιλελεύθερες (Ρ ν ν) έτειναν τώρα να στηρί ζουν το νΒ. Οι ευρωπαϊκές εκλογές του 1989 επιβεβαίωσαν την τάση αυτή, με το νΒ να επιτυγχάνει 20,3% στην κεντρική Αμβέρ σα. Συγκριτικά με το 1987 και το 1988, το Ρ ν ν υπέστη σοβαρές α πώλειες στις παραδοσιακές εκλογικές περιοχές του. Ενώ το Ρ ν ν συγκέντρωσε το 26,5% και το 31% το 1987, κέρδισε μόνο το 20,1% και το 23,5% το 1989. Οι απώλειες του δΡ ήταν ακόμη μεγαλύτε ρες. Σε παραδοσιακές συνοικίες του δΡ, οι απώλειες ανήλθαν με ταξύ 5% και 10%. Εδώ, επίσης, το νΒ πήρε πολλές ψήφους (δννγη8€<1οιι\ν, 1990: 425). Στηριζόμενο στα προγεφυρώματά του στις φτωχότερες συνοικίες της πόλης, το νΒ ήταν ικανό να συ γκροτήσει συστηματική υποστήριξη στα περισσότερο ευημερούντα τμήματα της πόλης. Στις εθνικές εκλογές του 1991 το νΒ είχε κατακόρυφη επιτυ χία εκτός Αμβέρσας. Από 3% το 1987 και 6,3% το 1989, το νΒ έ κανε άλμα στο 10,3% το 1991 στη Φλάνδρα συνολικά, φτάνοντας στο 12,2% το 1995. Για την πόλη της Αμβέρσας, τα αντίστοιχα πο
σοστά ήταν 10,1% (1987), 17,7% (δημοτικές εκλογές του 1988) και 25,5% (1991), και 28% στις δημοτικές εκλογές του 1994. Στις εθνι κές εκλογές του 1995, το νΒ είχε την πρώτη του υποχώρηση στην Αμβέρσα, συγκεντρώνοντας 26,7% των ψήφων της πόλης. Τα κέρ δη του κόμματος συγκεντρώνονταν στις περιοχές γυρω από την Αμβέρσα και κατά μήκος των βιομηχανικών συγκροτημάτων που, από παλιά, εκτείνονταν σε γραμμική μορφή μεταξύ Αμβέρσας και Βρυξελλών και μεταξύ Αμβέρσας και Γάνδης, επιβεβαιώνοντας την προαναφερθείσα τάση. Σε ορισμένες από τις πιο στερημένες συνοικίες της Αμβέρσας, το νΒ πήρε το 40%-50% των ψήφων. Από το 1989, το νΒ χρησιμοποίησε τους οικονομικούς πόρους τσυ για να εγκαθιδρυσει έναν διευρυμένης βάσης μηχανισμό προ παγάνδας (σ’αυτόν συγκαταλέγονται τρίμηνες περιφερειακές δη μοσιεύσεις και ένα μηνιαίο κομματικό περιοδικό) και για να ορ γανώσει συνδιασκέψεις και ημερήσια σεμινάρια. Στις συναθροί σεις αυτές ακτιβιστές του κόμματος εκθέτουν το όραμά τους για την κοινωνία, που πραγματικά αγκαλιάζει κάθε όψη της ζωής, α πό ζητήματα όπως η έκφραση αντιευρωπαϊκής στάσης μέχρι από ψεις κατά των αμβλώσεοιν και προτάσεις για ισχυρό νόμο και τά ξη. Στην περίοδο 1989-94, το νΒ και οι εξαρτώμενες κομματικές οργανώσεις, όπως η νΐααηκ ΒΙοΙί (νεολαία), οργάνωσαν όχι λιγότερες από δεκατρείς συνδιασκέψεις και ημερίδες διαλό γου, σε σύγκριση με τις έξι στην περίοδο από την ίδρυσή του το 1979 μέχρι το 1987 (5ρηιγΙ, 1995). Έχει επίσης αναπτυχθεί μια συνεκτική νεοκορπορατιστική ιδεολογία την οποία συμμερίζο νται τα σκληροπυρηνικά στρατευμένα κομματικά μέλη και η ηγε σία. Το νΒ υποστηρίζει ουσιαστικά ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι ή ίσοι. Η πιο συνήθης διάκριση την οποία κάνει το νΒ μεταξύ των ανθρώπων είναι στη βάση της πολιτισμικής τους ή της εθνικής τους προέλευσης. Εντούτοις, το νΒ σπάνια επιτρέπει στον εαυτό τσυ να υποστηρίξει διακρίσεις σε καθαρά βιολογική (φυλετική) βάση. Η αρχή του νΒ περί «θεμελιώδους φυσικής ανισότητας με ταξύ κοινοτήτων» σημαίνει, εντούτοις, μια εθνική ιεράρχηση, στην 35
οποία οι Φλαμανδοί βρίσκονται στην κορυφή, με τους Ολλανδούς και τους αποίκους ολλανδικής καταγιυγής (Νότια Αφρική) να έπονται αμέσως, ως μέλη του ίδιου λαού, που μοιράζονται την ίδια γλώσσα και κουλτούρα. Επόμενοι στην ιεραρχία και, ωστόσο, πε ρισσότερο ή λιγότερο ίσοι, είναι οι αφομοιωμένοι (γαλλόφωνοι) Φλαμανδοί των Βρυξελλών, της Βαλονίας και της Γαλλικής Φλάν δρας (περιοχή στη βόρεια Γαλλία). Οι λαοί αυτοί, σύμφωνα με το νΒ, ζουν σε «κατακτημένη επικράτεια». Τις ομάδες αυτές ακο λουθούν αλλοδαποί Ευρωπαίοι. Στη βάση της ιεράρχησης βρί σκονται οι μη Ευρωπαίοι ξένοι, που δεν έχουν ούτε κοινή γλώσσα, επικράτεια, ούτε το εθνολογικό υπόβαθρο των Φλαμανδών. Οι κοινωνικές απόψεις του νΒ προέρχονται κατευθείαν από τις αυταρχικές θεωρίες της δεκαετίας του 1930 και παίρνουν τη μορφή αντιλήψεων που βασίζονται σε αισθήματα «αλληλεγγύης». Ιστορικά, τα αισθήματα αυτά στο νΒ συνδέονται με τον κορπορατισμό του Μουσολίνι που διαπνέετάι από αντιλήψεις περί αλλη λεγγύης. Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε «βιώνει αληθινά φυσι κή εθνική δέσμευση» θα απορρίψει το ταξικό σύστημα και τον τα ξικό αγώνα και θα επιλέξει αντί για την «απαιτούμενη αλληλεγ γύη όλων με όλους στην κοινότητα», «αλληλεγγύη μεταξύ εργοδό τη και εργαζομένου». Για το νΒ, η αντίληψη περί αλληλεγγύης εί ναι ένα είδος τρίτου δρόμου ανάμεσα στον εκμεταλλευτικό καπι ταλισμό των φιλελεύθερων οικονομιών και τα καταπιεστικά κομ μουνιστικά συστήματα. Συνεπώς, όσον αφορά το νΒ, η εθνική κοινότητα έχει απόλυτη προτεραιότητα επί του ατόμου. Οι ψηφοφόροι του νΒ είναι εξοικειωμένοι με λίγα μόνο από τα πιο εντυπωσιακά θέματα του κόμματος: αρνητική θέση απένα ντι στη μετανάστευση, αντίθεση με τα παραδοσιακά κόμματα και τη «διαφθορά» τους, καθώς και ανεξάρτητη Φλάνδρα. Επιπλέον, μόνο τα δύο πρώτα επηρεάζουν τους ψηφοφόρους του νΒ. Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών της ηγεσίας, που παρουσιάζει το νΒ ως ένα «νέο» κόμμα χωρίς πολιτικό πα ρελθόν και αποφεύγει κάθε ανοιχτή συνάφεια με τη «Νέα Τάξη» της δεκαετίας του 1930, τους συνεργάτες στη διάρκεια του πολέ 36
μου ή με τις ακροδεξιές (παραστρατιωτικές) οργανώσεις της δε καετίας του 1960 και του 1970.' Εστω και αν πολλοί αξιωματούχοι του νΒ έχουν τις ρίζες τους σε τέτοιες οργανώσεις, η δημόσια ει κόνα του πολίτικου του νΒ τώρα είναι ένα αξιοσέβαστο, καλοντυ μένο άτομο, που υποστηρίζει τα «αληθινά» συμφέροντα του φλαμανδικού λαού.
Η ακμή: οι δημοτικές εκλογές της 24ης Οκτωβρίου 1994 στηνΑμβέροα
Φυσιολογικά, στη διάρκεια των δημοτικών εκλογιύν του 1994 όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην Αμβέρσα. Το κύριο ερώτημα ή ταν εάν το νΒ θα ήταν σε θέση να εκτοπίσει τον υφιστάμενο συνα σπισμό ή εάν μπορούσε να κρατηθεί εκτός οποιουδήποτε νέου συ νασπισμού. Δυσμενείς δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης οδήγη σαν τα παραδοσιακά κόμματα στην προσπάθεια να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι ο δικός τους μηχανισμός (τουλάχιστο εν μέρει) βρίσκεται μπροστά. Το (ΓνΡ και το ν υ προχώρησαν σε προεκλο γική συμφωνία υπό την επωνυμία «Αηΐ\νοφ€π ’94». Πολλοί εκτε λεστικοί σύμβουλοι και απλοί δημοτικοί σύμβουλοι δεν περιλήφθηκαν σ’ αυτή την εκλογική λίστα και αντικαταστάθηκαν, συ μπεριλαμβανομένου ενός δημοφιλούς πρώην ομοσπονδιακού υ πουργού και του αμφιλεγόμενου αλλά πολύ γνωστού οργανωτή των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, που για το 1993 είχε επιλεγεί να είναι η Αμβέρσα. Οι Φιλελεύθε ροι Δημοκράτες (νίΛ)) είχαν ως αιχμή του δόρατος της εκλογικής τους λίστας το γιο ενός περίφημου Χριστιανοδημοκράτη πολιτι κού από την Αμβέρσα, που ήταν ο υποψήφιός τους για δήμαρχος και ο οποίος, επίσης, έπεισε έναν εξέχοντα επιχειρηματία να τους στηρίξει. Οι Πράσινοι (Αβίΐεν) εξέθεσαν ως υποψήφιο για δή μαρχο έναν από τους εθνικούς πυγμάχους των βαρέων βαρών και περιέλαβαν στις λίστες υποψηφίους που προηγουμένως είχαν υ ποστηρίξει το 5Ρ και ακροαριστερά κόμματα. Το 5Ρ αποφάσισε 37
να επιμείνει στις παραδοσιακές υποψηφιότητε'ς του, ίχλλά, όπως το Α§3ΐεί και το ΑηΙ\νεφεη ’94, πρόσθεσε στη λίστα του διάφορους Βέλγους τουρκικής και μαροκινής προέλευσης. Το ότι η εκλογική αγορά είχε ανοίξει τονιζόταν από το γεγονός ότι περίπου δεκαο χτώ κόμματα επιδίωκαν να εκλεγούν στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αμβέρσας. Είναι σημαντικό να πούμε ότι οι εκλογές του 1994 ή ταν οι πρώτες τοπικές εκλογές των οποίων οι δαπάνες για την καμπάνια των κομμάτων υπόκειντο σε νομικό περιορισμό. Αυτό, φυ σικά, επιδρούσε περισσότερο στα οικονομικώς ισχυρά κόμματα, όπως το ν ί ϋ , (ΓνΡ, ν υ και δΡ, υφιστάμενα αποτελεσματικούς περιορισμούς όσον αφορά τις δαπάνες για τις εκστρατείες των υ ποψηφίων τους. Έτσι, κόμματα που ήταν ικανά να στηριχθσύν σε εθελοντικές υπηρεσίες υποστηρικτών τους ωφελήθηκαν από τη νέα κατάσταση. Η καμπάνια εστιάστηκε γύρω από δύο θέματακλειδιά. Το πρώτο ήταν η υπόληψη του σημερινού δημάρχου, μέ λους του 5Ρ. Τη διαμάχη γύρω από την προσωπικότητά του και τις πολιτικές που υποστήριξε την εκμεταλλεύθηκε το νΒ για να εξη γήσει οτιδήποτε είχε πάει λάθος στην Αμβέρσα. Ως αποτέλεσμα, η εκλογική γνώμη διχάστηκε υπέρ ή κατά του δημάρχου. Το άλλο κύριο ζήτημα αφορούσε τους μετανάστες και τους παράνομα ε γκαταστημένους και συνδεόταν με ζητήματα του νόμου και της τά ξης - το αγαπημένο θέμα του ν Ρ και το μεγάλο ζήτημα των εκλο γών αυτών. Το νΒ και το Αβπίεν κατέληξαν να εκπροσωπούν τους δύο πόλους, το πρώτο με το σύνθημα «μετανάστες πηγαίνετε στην πατρίδα σας», και το δεύτερο διακηρύσσοντας «μετανάστες εδώ είναι η πατρίδα σας». Το ν ί ϋ προσέγγισε το ζήτημα της μετανά στευσης σε όρους «υποχρεωτικής ενσωμάτωσης» και του νόμου και τάξης. Το νΒ επικεντρώθηκε στην Αμβέρσα με την ελπίδα να δημι ουργήσει μια κατάσταση στην οποία θα ήταν αδύνατο να συγκρο τηθεί συνασπισμός χωρίς αυτό, καταρρίπτοντας το εμπόδιο που μέχρι τώρα του έφραζε το δρόμο προς την εξουσία. Το νΒ κέρδι σε το 28,5% των ψήφων και 18 από τις 55 έδρες στο δημοτικό συμ βούλιο της Αμβέρσας. Το καθαρό αποτέλεσμα ήταν ότι, τελικά, ό 38
λα τα άλλα κόμματα που κέρδιοαν έδρες στο δημοτικό συμβούλιο (δΡ, ΑηίννεΓρεη ’94, ν Π ) και ΑββΙον) τιάρα εντάχθηκαν σε μια ευρεία συμμαχία με στόχο να εκτοπιστεί το νΒ. Όπιυς το 1988, η «ποιότητα» των εκπροσώπων του νΒ είχε βελτιωθεί σημαντικά: ο κουρέας είχε αντικατασταθεί από το δικηγόρο. Πρόκειται για υ πολογισμένη πρακτική του νΒ, που θα έπρεπε να εξασφαλίσει μια δεξαμενή εμπειρογνωμόνων και ατόμων με διοικητικές δεξιό τητες το έτος 2000, όταν επρόκειτο να διεξαχθούν οι επόμενες δη μοτικές εκλογές. Η δημοσκόπηση με κάλπη έξω από τα εκλογικά τμήματα (εχϊΐ ροΙΙ) με τη μέθοδο ΙδΡΟ' (Ν=2700) χάριν της τηλεόρασης ΒΚΤΝ (δημόσιος τηλεοπτικό; πομπό; στη φλαμανδική γλώσσα) έκανε δυνατή τη γνώση του προφίλ του εκλογέα του νΒ και τον προσδιο ρισμό της προέλευσης των ψήφων του6. Συνοπτικά, το νΒ προσέλκυσε ψηφοφόρους από όλα τα τμήματα του πληθυσμού. Είναι ση μαντικό ότι περίπου 40% των εκλογέων που συμμετείχαν στις δη μοτικές εκλογές του 1988 και του 1994 φαίνεται να έχουν αλλάξει τις εκλογικές τους συνήθειες. Πρόκειται για αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό σε σύγκριση με το 33% στις εκλογές της συντριπτικής νί κης του 1991 και το 16% στις εκλογές του 1987 που μετέβαλε τις πεποιθήσεις του (δνγηβεόοιινν και ΒϊΙΙϊβΐ, 1988). Το νΒ ήταν το κόμμα με τους πιο πιστούς ψηφοφόρους, συγκροτώντας το 87% ό σων το ψήφισαν το 1988. Οι υποστηρικτές του ΟΥΡ και του VII δεν φάνηκε να επηρεάζονται από την εκλογική συμφωνία που πρόσφερε το Αηϋνειρεη ’94: μόνο 42% των ψηφοφόρων του 1988 των ΟνΡ και ν υ το επέλεξε. Επίσης, 63%, 66% και 70% των ε κλογέων που ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές για το δΡ, νίΛ) και Α^Ηίεν, αντίστοιχα, είχαν ψηφίσει πάλι υπέρ των κομμάτων αυτών το 1994. Συνεπώς, η σταθερότητα της υποστήριξης του νΒ σε δια δοχικές εκλογές είναι αξιοσημείωτη. Μόνο το νΒ και το Α^βΙεν φαίνεται να ασκούν κάποια ιδιαίτε ρη έλξη στους νέους ψηφοφόρους - δηλαδή, σε εκείνους που ψη φίζουν για πρώτη φορά σε δημοτικές εκλογές το 1994 (μεταξύ 18 και 25 ετών). Το ΥΒ προσέλκυσε περίπου το 30% των ψήφων τους 39
και το Αβαΐεν το 20%. Αλλα κόμματα συγκέντρωσαν μόνο το 12% ή και λιγότερο από την ομάδα αυτή. Το εκλογικό σώμα, επομε'νως, του νΒ μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από νέους σε ηλικία ψηφοφόρους. Επιπρόσθετός, (ραίνεται ότι η πόλωση του νΒ και του Αβαΐεν γύρω από το ζήτημα της μετανάστευσης (νΒ: η μετα νάστευση είναι κακό πράγμα, Αββίεν: η μετανάστευση είναι καλό πράγμα) καθόρισε και τα πρότυπα της ψήφου των νέων. Το νΒ ήταν σε θέση να προσελκΰσει ψηφοφόρους από όλα τα άλλα κόμματα. Όσον αφορά τους νέους ψηφοφόρους του νΒ το 1994, το 36% ήταν πρώην υποστηρικτές της λίστας των Ο νΡ/νυ, το 26% πρώην ψηφοφόροι του δΡ, το 18% είχαν ψηφίσει λευκό ή άκυρο το 1988, το 9% ήταν πρώην υποστηρικτές του νίΛ ) και το 6% είχαν ψηφίσει προηγούμενα το ΑββΙβν. Τα εν λόγω αποτελέ σματα επιβεβαίωναν την τάση που εμφανίστηκε στις εθνικές ε κλογές του 1991: ότι, δηλαδή, το (ΛΦ και το δΡ, τα παραδοσιακά κατεστημένα κόμματα με τις στεγανά χωρισμένες δομές τους, έ χασαν περισσότερες ψήφους προς το νΒ και ότι το μικρό φλαμανδικό εθνικιστικό κόμμα, το ν υ , έχασε το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων του προς το νΒ. Αντίθετα, το νΒ έχασε μόνο ένα ελά χιστο ποσοστό ψηφοφόρων (ούτε 1%) προς άλλα κόμματα. Έχοντας ελέγξει άλλες μεταβλητές στο υπόδειγμα ψηφοφο ρίας, φαίνεται ότι το φύλο δεν ασκεί επίδραση στα πρότυπα ψή φου των ψηφοφόρων της Αμβέρσας. Όσον αφορά την εκπαίδευ ση, στο νΒ φαίνεται να υπεραντιπροσωπεύονται οι ψηφοφόροι με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης (34,6%)7 και οι ψηφοφόροι με μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο (30,5%), ενώ σοβαρά υποαντιπροσωπεύονται εκείνοι με καλύτερη εκπαίδευση (17,1%). Όσον αφορά τη θρησκευτική ή τη φιλοσοφική δέσμευση (θρησκεία, εκκλησια σμό), το νΒ υποαντιπροσωπεύεται στους ψηφοφόρους με βαθιά δέσμευση, λαμβάνοντας το 23,6% μεταξύ των Καθολικών που πη γαίνουν τακτικά στην εκκλησία και μόνο το 12,3% μεταξύ των κο σμικών ανθρωπιστών. Από την άλλη πλευρά, υπεραντιπροσωπεύεται μεταξύ εκείνων που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν καμιά συγκε κριμένη δέσμευση (28,3%) και ανάμεσα στους οριακούς πιστούς 40
(εκείνοι που χαρακτηρίζονται Καθολικοί, αλλά δεν πηγαίνουν στην εκκλησία) (30%). Συνοψίζοντας, όσο χαμηλότερο είναι το ε πίπεδο της εκπαίδευσης τόσο πιθανότερο είναι ένα άτομο να ψη φίσει νΒ ’ όσο περισσότερο ένα άτομο αναμειγνύεται σε επίσημα δίκτυα πίστης ή φιλοσοφικής οπτικής τόσο λιγότερο πιθανό είναι να ψηφίσει νΒ. Η μεταβλητή της απασχόλησης, εντούτοις, είναι ε κείνη που αποσαφηνίζει καθαρά τους λόγους για τους οποίους το νΒ έχει γίνει το μεγαλύτερο κόμμα στην Αμβέρσα. Οι βιομηχανι κοί εργάτες (61υε-οοΙΐ3Γ) υπεραντιπροσωπεύονται στο νΒ (33,3%, οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν το 22% του συνολι κού εκλογικού σώματος της Αμβέρσας), ενώ ούτε υπεραντιπροσωπεύεται ούτε υποαντιπροσοιπεύεται ο μη ενεργός πληθυσμός. Το συμπέρασμα αι·τό ανταποκρίνεται σε προηγούμενα ευρήματα (δνν^ηβειίοιίλν κ.ά., 1992). Στο νΒ ελαφρά μόνο υποαντιπροσωπεύονται οι υπάλληλοι (23,5%), αλλά ακόμη λιγότερο ελαφρά υποαντιπροσωπεύονται τα ανώτερα διοικητικά στελέχη, οι αυτοα πασχολούμενοι και οι επαγγελματίες (24,7%). Η επιτυχία του νΒ, επομένως, στις δημοτικές εκλογές της Αμβέρσας το 1994 είναι το αποτέλεσμα της επιτυχούς επέκτασης των δραστηριοτήτων στρατολόγησης υπαλλήλων (νΗΐΐβ-οοΙΙβΓ) (χαμηλότερης-μεσαίας τά ξης απασχολουμένων) και πάνω απ’ όλα (μικρών) αυτοαπασχο λουμένων, με τους ψηφοφόρους του που προέρχονται από τους βιομηχανικούς εργάτες να παραμένουν πιστοί. Μια εξήγηση γι’ αυτό μπορεί να είναι η σχετικά επισφαλής κοινωνική και οικονομική θέση την οποία κατείχαν οι απασχο λούμενοι της χαμηλότερης μεσαίας τάξης στη δεκαετία του 1990, που, στην προκειμένη περίπτωση, επιτάθηκε από το φόβο της υποβάθμισης εξαιτίας της ανεργίας. Ο (μικρό-Αυτοαπασχολούμενος έχει από μακρού βιώσει φθίνοντα επίπεδα κατανάλωσης. Είναι κρίσιμο ότι η εγχώρια ζήτηση παραμένει συμπιεσμένη εξαιτίας του αισθήματος οικονομικής ανασφάλειας μεταξύ του πληθυσμού και έχει απστύχει να αναζωογονηθεί όταν άλλοι οικονομικοί δεί κτες έχουν βελτιωθεί. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι ο α ριθμός των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων έχει αυξηθεί σταθερά 41
από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σ’ αυτό θα έπρεπε, κατόπιν, να προστεθεί ο ανταγωνισμός (για τον οποίο αναφερθήκαμε νω ρίτερα) από τους νεοεισερχόμενους μετανάστες οε ορισμένες πε ριοχές της Αμβέρσας.
Συμπέρασμα
Εβδομήντα χρόνια συνασπισμού επέφεραν τη διάβρωση της διά κρισης ανάμεσα στο κεντροδεξιό ΟνΡ και το κεντροαριστερό 5Ρ. Οι εταίροι του συνασπισμού συνε'κλιναν με στόχο την επιδίωξη μιας πραγματιστικής πολιτικής για τη διατήρηση και άσκηση της εξουσίας. Ως αποτέλεσμα, υπήρχε χώρος για την εμφάνιση νέων κομμάτων, που τροφοδοτήθηκαν από ζητήματα και διαχειριστικά προβλήματα που ο κυβερνών συνασπισμός αγνόησε ή δεν ανα γνώρισε. Για το Αβπίεν, τέτοιο ήταν το περιβαλλοντικό ζήτημα και η πολιτική του αστικού σχεδιασμού. Για το νΒ ήταν η μετανάστευ ση και το ζήτημα του νόμου και της τάξης. Τα δύο κόμματα από πολλές απόψεις υπήρξαν το ένα αντανάκλαση του άλλου: οι υποστηρικτές του ολιστικού έναντι των υποστηρικτών του μερικού (δ\νγη£€<1ου\ν, 1993, ΚίΙδοΗεΙΙ, 1991, 1995). Αυτός ο αξιακός προ σανατολισμός μπορεί να οριστεί ως το πολιτισμικά κανονιστικό στοιχείο μιας σχάσης: «ένα σύνολο αξιών και πεποιθήσεων που παρέχει ένα αίσθημα ταυτότητας» (Βαιΐοΐΐηΐ και Μ βϊγ, 1990: 215). Η άνοδος ενός κόμματος κατά της μετανάστευσης, που στηρίχθηκε σε ξενοφοβικές και πολιτισμικά φυλετικές αξίες (Τββϋϊβίί, 1990, Με^ογ και ΡβΓπηββιι, 1992), υποδηλώνει μεταβολή των κοι νωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών στα τέλη της δε καετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Το σχετικά δραματικό αποτέλεσμα, σε πολιτικούς όρους, είναι ότι το πελατειακό σύστημα των στεγανά διαχωρισμένων πολιτι κών οικογενειών, του οποίου η πρωταρχική ανταπόδοση ήταν να προσφέρει εργασία και επιδοτούμενη κατοικία και το οποίο για τόσο μακρό χρονικό διάστημα ήταν το θεμέλιο του συνασπισμού 42
εξουσίας των ΟνΡ-δΡ, κατέστη όλο και πιο αντυιαραγωγικό λόγω των μεταβολών των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Το σύστημα μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς μόνο όταν εφαρμόζο νται οι όροι-κλειδιά που προαναφέρθηκαν, δηλαδή ο πληθυσμός να είναι αυστηρά διαχωρισμένος σε επί μέρους στεγανοποιημένα τμήματα, οι κυβερνητικές αρχές οικονομικά να είναι ισχυρές και τα επίπεδα απασχόλησης επαρκώς υψηλά, οι ευέλικτοι κομματι κοί μηχανισμοί να είναι ικανοί να αναγνωρίζουν, να διερευνούν και να ικανοποιούν τις νέες προκλήσεις και να διαθέτουν επαρ κώς ευρεία και αφοσιωμένη εκλογική βάση. Οι βασικές αυτές προϋποθέσεις υπονομεύθηκαν: (α) με την εξάλειψη των παραδό σεων και των διευθετήσεων για την κατανομή της εξουσίας- (β) α πό την ψευδή πεποίθηση της διατήρησης του κυβερνητικού συνα σπισμού στην εξουσία, παρά την ύπαρξη ενός ταχέως μεταβαλλό μενου αστικού περιβάλλοντος και πληθυσμού- (γ) εξαιτίας της διαρθρωτικής οικονομικής ύφεσης· (δ) της αποσύνθεσης των στε γανοποιημένων πολιτικών στρατοπέδων (ρϊΙΙαΓ) και (ε) εξαιτίας της εμφάνισης μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Εκείνοι που πιθανώς έχασαν από το διαρθρωτικό αυτό μετα σχηματισμό είναι οι νέοι, οι ανειδίκευτοι, οι χειρώνακτες εργά τες, η χαμηλότερη μεσαία τάξη και οι μικρο-αυτοαπασχολούμενοι. Αυτές είναι οι κατηγορίες που αναζήτησαν σωτηρία στο νΒ, το οποίο τους έχει προσφέρει την απλή, αλλά παραπλανητική αυ ταπάτη ότι, μόλις αποχωρήσουν όλοι οι μετανάστες, θα επανέλθουν οι προοπτικές για κοινωνική ευημερία και οι βεβαιότητες του παρελθόντος. Αυτή είναι η απόκριση του νΒ με το «θετικό» του μήνυμα στα απογοητευμένα τμήματα του πληθυσμού. Τα συν θήματα κατά της μετανάστευσης, το λαϊκιστικό αντι-(κομματικό) πολιτικό μήνυμα, σε συνδυασμό με έναν καλά οργανωμένο κομ ματικό μηχανισμό, υποστηριζόμενο από πεπεισμένους κομματι κούς ακτιβιστές, μέσα στο ειδικό πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της πόλης της Αμβέρσας σε μια περίοδο δύσκολης κοινωνικής και οικονομικής μετάβασης, είναι τα νήματα με τα οποία το νΒ έχει υφάνει τον ιστό της επιτυχίας του στην Αμβέρσα8. 43
Σημείωσης 1. Το Κ055ΕΜ ήταν ένα λαϊκιστικό αντικαΗΓσπυτικό κόμμα ποι> πήρε το όνομα του ιδρυτή του και ηγέτη .Ιββη-ΡίοΓΓί ν;ιπ Κο^νοπι. 2. Οι υπολογισμοί βασίζονται στο ΚοηίηΚίρ ΒονΙιικ ιοί \νϋζϊ£ΐη£ νβη <3ΰ ΓϋηβϋοΙιίΙίΚίηβ ναη (Ιο βΟΓηοοηΙοη, ΒβΙςίκΗ ϋοαίϊϋΐαϋ. 26 Ιουνίου 1976: 8591603, αναφέρεται στο Αηοη (1976). 3. Το 1994, η Αμβέρσα είχε συνολικό πληθυσμό 458.725 κατοίκους, από τους οποίους οι 58.341 ήταν ξένοι (12,7%). μετάξι· δε αυτών 21.353 Μαροκι νοί και 7.503 Τούρκοι (Ξΐα&ι&Η Ιααώ&Ιι Χίαά Αηιννεηχη 1994). 4. Αν υπολογίσουμε όλους τους ξένους μαζί (περιλαμβανόμενων των υπη κόων της Ε.Ε.), υπάρχουν μόνο δύο συνοικίες στην Αμβέρσα όπου ο πληθυ σμός των ξένων προσεγγίζει το ένα τρίτο του συνόλου. Στις συνοικίες αυτές οι Μαροκινοί και οι Τούρκοι μόνοι τους αντιπροσωπεύουν το 23% και 27% του πληθυσμού αντίστοιχα (Λα/ίί/ϊίοΛ ^ααώο€I^ Ξιαά Αηΐγχηχ-η 1994). 5 .15ΡΟ: Διαπανεπιστημιακό Κέντρο Πολιτικής Έρευνας Κοινής Γνώμης, Πανεπιστήμιο της Λουβέν. Τμήμα Κοινωνιολογίας. Τα (αποτελέσματα του αοί ροΙΙ για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΒΚΤΝ υπολογίστηκαν από τους Μ&ΐΐ $ννγη£βάοιινν και ΚοεΙαηά ΒβεΠβη. 6. Η ανάλυση αυτή έγινε με τη χρήση ενός πολυμεταβλητού λογαριθμικούγραμμικού υποδείγματος. Οι παράμετροι μετατράπηκαν κατόπιν σε λόγους χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα ΚαιιΓπιβη και ΧοΗβΓνίδΗ (1986). Οι εκτιμηθέντες λόγοι είναι τα καθαρά αποτελέσματα για τις συναφείς μεταβλητές μετά τον έλεγχο των άλλων μεταβλητών στο υπόδειγμα. Η εξαρτημένη μεταβλητή είναι η συμπεριφορά του ψηφοφόρου (συμπεριλαμβανομένου του λευκού / ά κυρου). Οι ανεξάρτητες μεταβλητές είναι το γένος, η ηλικία, η απασχόληση, οι φιλοσοφικές αντιλήψεις, η εκπαίδευση, η υποκειμενική οικονομική κατά σταση και η ιδιότητα του μέλους συνδικάτου. Η ανάλυση των μετατοπίσεων στη συμπεριφορά του ψηφοφόρου ανάμεσα στις δημοτικές εκλογές του 1988 και του 1994 έγινε στη βάση ενός τροποποιημένου λογαριθμικού-γραμμικού υποδείγματος «μεταβαλλόμενοι· - σταθερού ψηφοφόρου» στο συναφή πίνα κα μετάβασης (βλ. 5ννγη£ε(1οιι\ν, 1987). 7. θ α έπρεπε να σημειωθεί για αναλυτικούς σκοπούς και σε αντίθεση προς την επίσημη λογιστική μέθοδο, οι λευκές και οι άκυρες ψήφοι θεωρού νται έγκυροι από την άποψη της εκλογικής συμπεριφοράς (εδώ ανέρχονται στο 5,4%). Αυτό σημαίνει ότι στο υπόδειγμα, σε σύγκριση προς τα επίσημα α ποτελέσματα, όλα τα κόμματα έχουν ελαφρώς χαμηλότερα αποτελέσματα. Έτσι, το αποτέλεσμα για το νΒ είναι 26,5%. 8. Η επιτυχία του ν Β συνεχίστηκε τον Ιούνιο του 1999 όταν -εκμεταλλευ όμενο ζητήματα όπως η κρατική / πολιτική αδυναμία, η διαφθορά και ένα σο βαρό σκάνδαλο διατροφικής υγείας- το κόμμα αποκόμισε σημαντικά κέρδη
σε εθνικές, ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές. Στις εκλογές του Φλαμανδικοΰ Περιφερειακοί) Συμβουλίου, παραδείγματος χάριν, το νΒ κέρδισε το 15,5%(12,3%το 1995)και20έόρες(15το 1995). Στις ευρωεκλογές, το κόμ μα πέτυχε 9,4% (7,8% το 1994), διατηρώντας τους δύο αντιπροσώπους του στην Ευρωβουλή, ενώ στις εθνικές εκλογές ένα αυξημένο ποσοστό (9,9% ένα ντι 7,8% το 1995) είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσει τέσσερις επιπλέον έδρες (15 έναντι 11 το 1995). Στο Δήμο της Αμβέρσας, το 30% των εκλογέων ψηφίζει υπέρ του νΐ8»πι$ ΒΙοΚ. (Σημείωση του Εκδότη: Πηγή: Υπουργείο Εσωτερι κών (Βέλγιο), ΤΗΐΕοοηοηιαΐ, 19 Ιουνίου 1999).
Βιβλιογραφία Α ηοη (1976) «Νίου\νο Γαη^Μ,'ΙιίΚΙίίπ^ βεπιεοηίεη Π3 ΝΗΐηεηνοΓΓηίιηβ: ααηίαΙ Γ33ΐ1$1οϋοη ίη ϋςΗερεπεη». (ίβηιεεηΐΐ εη Ρ τσνίηαε 30,4-5.
ΒαποΙίηί. 5. και ΜαΐΓ. Ρ. ( Ι***)) 1<1εηιίΐ}, Οοηρείϊιίοη αηά ΕΙεαοταΙΑναϊΙαύΐΙίΐγ: ΤΗί ϋΗαηχε ο / Ευκορεαη ΕΙκίοηΐβί 1885-1985. 0&πι1>π<ΐ£ε: 03πι1)π<1(5ε υηίνοΐϊϊΐγ ΡΤ655. Βαι^Ο .-Η .{\()94)Ηαώοα1ΐαφι-\νϊ/ψΡορα1ίχτηίη Φβαιπι Ευ/ορβ. Β8$ίηβ$ΙοΙ»: Μαί'ΓηϊΙίΒη. ΟιΙΐυπ.·^· Κααά 5(8(1 Απηνειρεη (ΑηΝνβιρ ΟιΙΙιιγβΙ ΟουικϊΙ) (1987) ϋηηάίΐα^εη νοοηεη αώηαώεΐείά. ΑηΓννειρηΗ: ΟΚδΑ-υΐΑ. ϋβ \νενοΓ, Β. (1992) «νίβς, ^Γοεί βη ΙοίόβΓ: βεχοΗίεάεηίχ νβη Ιιβί νΊβαηκ Ν&ΐίοη&1Ϊ8ϊί5θΙι νβΛοηϋ 1933-1945». ΡΗ.ϋ. ίΗβ&ϊχ, υηΐνβΓ5Ϊΐ> οί ΟΗβηΐ. ΗυηΙβΓ, Μ. (1996) «ΕυΓορο’* Κεόοπι ΚίςΗΐ», Ναν ΥοΛ Τιτηε5 Μα^αζϊηε, 21 ΑρπΙ 1996. Ηιΐ5()αη(1$, Ο. (1992) «ΒβΙβίυπν ΡΙειηίϊΗ ίφ ο η $ οη ΐΗε Μβοΐι», σε Ηαΐη$\νοη1ι, Ρ. (εά.) ΤΗε Εχχτετηε ί ϋ φ ι ϊη Εατορε αηά ΐΗβ ίΙΞΑ. 1>οη<3οη: ΡίηΐβΓ. Η υγ», ί . (1987) βαναρβηάε νκάβ: ροΙιιίβΚ ίη ΒεΙβίέ ηα 1945. ίβυνεη: ΚπΙ&Κ. Ιριβζί, Ρ. (1992) «Πιβ 5Ϊ1εη( ςουηίεΓ-ΓβνοΙιιΐίοη: Ηγρο(1ΐ65β8 οη (Ηε επιε^εηοε οί εχίΓεπιε η£ΐιΐ·ννΐη£ ρβηίεχ ίη ΕιίΓορο, Εατορεαη ^ιιτη αΐ ο/ΡοΙίιίααΙ ΚκεακΗ 22(1), 3-34. Ιη^ΙεΗβΠ, Κ. (1990) ϋιάίηκ 5Ηφ ι/ι Αάναηαά Ιηάιαιήαΐ 5<κΪ€ΐγ. Ρπηοβίοη, Ν ί: Ρπικεΐοη υηΐνβκϊψ Ρι·ε$*. Καιιίπιαη, Κ. 1_ και 8ο1ΐ£τνί$Ιι, Ρ. Ο. (1986) «υ$ίη8 δφυβίεό ΟΓΟχχΐΒβαΙβίίοη ιο ίηιεφΓεί Ιθ£-Ιίηε3Γ Γεΐ3(ίοη8Ηίρ$», Αηκηαιη 5ο€ίοΙοξίσαΙ Κβνίεητ 51, 717-33. ΚίΐχεΗεΙΐ, Η. (1991) ΤΗί Ιο χ ία ο{ ΡαΠ)/ Ροηηαίΐοη: ΕσοΙοξίσαΙ ΡοΙίιία ίη ΒεΙρινη αηά Η'ειΐ Οεπηαηγ. ΙΐΗβοβ, ΝΥ: ΟοπιβΙΙ υηίνβιχίΐγ ΡΓβκ. 45
ΚίΐεεήεΙΐ, Η. (1995) ΤΗε Καώεα! ΚίβΗι ίη Μαίρητ ΕιίΓορ»· Λ ('οηφαηιίνε ΑηαΙγχίχ. Αηη ΑΛογ υηίνοΓχΐψ οί Μίοίιϊβϋη Ργ6«,. Μ«ιιγηί·«εη. Κ., Ρορρο, Ε.. .Ιδεοί», Τ. χαι ν^η I Ιονο. Ε. (1988) Καηχαηηοεάε ίη άε ρυοίχίαι! Αηΐκεφεη. ΠεεΙ 2: ΰ ε Πΐκοιιεπ. ΒηΐΝχεΙϋ αηύ ΑηΓννεφη: Κοηΐηβ ΟοικΙεχνί^ιίςΗίίηβ - υ ΐ Α. ΜαγεΓ, Ν. και Ρειτίηεϋυ, Ρ. (1992) ϋο ΐΗεγ νοίε Γογ Ιλ Ροη'.’». Ειιτορεαη Λμιτκι/ ο/ ΡοΙίικαΙ ΚαεακΗ 22,123-41. 5<:Ηιτπΐΐει\ Ρ. (1977) «ΟοφΟΓαΐίχπι αηά ροΙίι^-πιαΙ(ίης ίη εοηίειηροΓαΓγ ^οίΐΟΓη ΕιίΓορε», Οοηιραηιίνε ΡυΙίικαΙ Ηηιώεϊ 10(1), 1-152. δρηιγί, Μ. (1995) Οη>\’( ΒοηΙεΙχ χίεΙ ΗαΙ Ηει 1Ίααηιχ ΒΙοΙί ηιοηζεη ζί;η ρΓοχταηιπια ΓεαΙίχεεη. Ηυί· ζου νΐααηιΙι·η·η <τ άυη ιιιίζινη ? Ιχυνεη: υ ίίρ ενεπ] ν α η ΗαΙε\νγοΙ«.
ΞιαίίίΐίχΗ ^ααώοε^^ $ίαά ΑηίΗ>εφεη 1994. ΑηΟνεφη: 513(1 ΑηΙννεφεη. δΝνγη^ίΙουλν, Μ. (1987) «Α ρίΐοΐ 5ΐυ<1)' οί ΡθΓ(υ£ΐιε$ε οΙεείοΓαΙ εΚίίΐχ 19761982», ζ)υαίίΐ)>αηά Οααηήΐγ: Ειιτορεαη - Ατηνήσαη Μ>ιιπιαΙο/ΜεΐΗοάοΙοφ 21,153-75. δΜγηβεάουνν, Μ. (1989) Ωβ Ιιεαζβ ναη άε Ιάεχτ. πμιγ ινη νεώειεηηι< ναη χΗαηΐη&η ναη νεηοΗαίνίηξεη εη ρατή)νοοΗιεατ Μ) ομεεηνοίξεηάε νεΜεζιηξεη εη ρείΐίηξεη. ίειινεη αηϋ Κοίΐεκίαπι: 501 ΒΜΟ. 5«7ηβ6(1ου\ν, Μ. (1990) «νειίυεζίηβεη ίη ΛηΙ\νοφβη: ΗεΙ νΐααπκ ΒΙοΚ, ί$Ιαιηίΐί$ο1ιε ιηίη<1εΓΗε<1εη εη Ιοη$3Γπκκ(1ε», Ή]άχΗπβ νοοτ 5οεϊοΙορβ, $ρεααΙ Ϊ58ΐιβ. Ε)ε ηίευ\νε νΐαπιίηβεη, Νο. 5-6,401-30. 5\ν>τ)βε<1ου\ν, Μ. (1992α) «ΝαϋοηαΙ ΕΙεαίοη$ ίη Βείβίυπι: ΤΗε ΒΓεαΙ«ΙΐΓ0ΐι&1) οί ΕχίΓεπιε ΚίβΗΐ ίη ΡΙαηϋεΓΧ», Βηρ'οηαΙ ΡοΙίιία αηά ΡοΙίσ) 2(3), 62-75. 5\ν>ηκε(1ου\ν, Μ. (19926) « ί ’βκοΓ (ΓΑ^αΙεν εΐ άυ I■Ίααπν, ΒΙοΚ», Οοιιηίετ ΗίΜοηχαάαίη άιι ϋΗΙΞΡ, Νο 1362, ΒΓυ$$εΙ$. δνιγπβεάουΝν, Μ. ( 1992ε) \Ηαατ ιόογ)ε ννααηίεη: άε ορΙιοπνΐ ναη ΥΙοαηκ ΒΙοΙι εη ΑχαΙεν ίη άβ]αηη ιαεΗιίξ. ίευνεη: Ι5Ρ0/50Ι. δννγηβεάουνν, Μ. (1993) «Νίευννε 1)ΓευΙ(1^ηεη ίη άε νΙααπιχε ροΙίΐίε!(? ϋ ε ροΙίΙϊεΚε παίηπίε ναη άε 18 Ιοί 65-]απ{>ε νΐααπικβ ΚίεζεΓ ηα (1ε νεΓΐ(ίεζίη£εη ναη 24 ηονειηΙκΓ 1991», σε δ^νγηβεάουνν, Μ., ΒίΙΙίεΙ, .1., Οαποη. Α. χαι Βεειίεη, Κ. (ε<1χ) Κίβζεη κ νβΗίεζεη: οηάεποΐ!<. ηαατ άε ροΐΐΐίεΐα ορταίιίηξεη ναη νΐαηιίηξεη. ίευνεη αηά ΑπιεΓχίοοη: Αεεο. δννγηβεϋουνν, Μ. χαι ΒίΙΙίεΙ, ^. (1988) «δίεηιπιεη ίη νΐααη(ΐ6Γεη ορ 13 άεεεπιΙχ:γ 1987», Βει ΡαΜεα 30( 1), 20-50. $\νγηβε(1οιι\ν, Μ., ΒϋΙΙίει. ]. χαι ΟαΠοη, Α. (εύχ) (1992) «ναη «ααΓ Ιιοπιεη ζε, ννίβ ζί]η ζε? δίεπιςε^Γας εη νεκεΐιυίνίη^εη ορ 24 πονειτι^ετ 1991», ΙΧΡΟ-ΒυΙΙεήη (ίβυνεη), ΥοΙ. 1992Λ3,45. 46
ΤΗβίίίείί, Ρ. Α. (1990) Ι μ /οκ? ώ<ρΓέ]υξί: βχχαί ο ιγ Ιε ηάχπιε εΐ 5εα άουύΙεχ. Ρβή*: ί3 ΟέοουνβΠβ. νβη ϋεη ΒΓαηύε, Α. (1993) «ΜβεΗίχΙοβίςβ’;;, \ν33Γ(1εηοηέηΐ3(ίο εη Ι(ίε$£ε(ΐΓ3£: εεη ροβίηβ 1οι κοείοΙο^ΐκΗε νεΓ^Ιαπη^». σε 5\νγη£ε(Ιουνν, Μ., ΒίΙΙίεΙ. 1., ΟαΠοη, Α. και Βεειίεη, Κ. (βϋχ) Κίεζεη ό νεΗϊεζεη: οηάβΓζοεΜ ηαακ άε ροΐίιίεΐίε ορναΐΐίηββη ναη νΐαηχίηξβη. Ιχιινβη 3η<3 ΑιηεκΓοοΓΐ: Α<χο. νίτΗοί$(3(1ΐ, Ο. ( 1991) Ηεΐ Βιιτχεπηαηφχΐ. ΒηκχεΙϊ: Ρ ν ν . νεΓΐιοΓ5ΐ3(1(, Ο. (1992) Ωε *νβ^ηααηΐε ροΐίΐίεΐκ νεπχίευννίηξ, Ηεΐ Τννεεάε ΒϋΓξΐΓηιαηί/αΐ. Αηηνειρη: Η3<1εν/ν<:Κ. νΐ33ΓΠ5 ΒΙοΙί (χ.χ.) Οπ>ηάί>€ρη5ΐΙεη (ΡπηοίρΙεδ): ηαηϊ/βίΐ ναη Ηβι κοΗίχε ΥΙααηα ηαιίυηαΐίίπιε. Βηι&χεΙχ: νίββιηχ ΒΙοΚ.
47
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ
Κάτω Χώρες: μια εξήγηση της περιορισμένης επιτυχίας της ακροδεξιάς 0 3 8 Μιιάάβ και «Ιοορ ν&η Ηοΐβίβγη
Εισαγωγή
Το τρίτο κύμα του δεξιού εξτρεμισμου στη δυτική Ευρώπη, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (νοη Βογηΐ€, 1988), δεν προσπέρασε τις Κάτω Χώρες. Το κεφάλαιο αυτό ασχολείται με την παρουσία των ακροδεξιών κομμάτων στην Ολλανδία, κυ ρίως με τον κύριο εκπρόσωπό τους, το ΟεηίηιτηάαηοοΓαΐεη (Δημο κράτες του Κέντρου, Οϋ). Στα επόμενα τρία μέρη, παρουσιάζεται ένα πορτρέτο του κόμματος αυτού, περιγράφονται η ιστορία του, η οργάνωση και ιδεολογία του καθώς και οι εκλογείς του. Το τε λευταίο μέρος αναφέρεται στην περιορισμένη επιτυχία της ακρο δεξιάς στις Κάτω Χώρες, σε σύγκριση με την επιτυχία ισοδυνά μων κομμάτων σε χώρες όπως η Αυστρία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Η ιστορία των ακροδεξιών κομμάτων σ τις Κάτω Χώρες
Αν και οι Κάτω Χώρες έχουν μακρά ιστορία ως (ημι-)κυρίαρχο κράτος, στο πλαίσιο των σημερινών συνόρων τους υπάρχουν μόνο από το 1830 (βλ., Κο$5Πΐ3ηη, 1978). Σ’εκείνο το έτος η χώρα έχασε το νοτιότερο τμήμα της που προσαρτήθηκε στο νέο κράτος τσυ Βελγίου. Σε αντίθεση με την κατάσταση στο ολλανδόφωνο τμήμα 48
του Βελγίου, δεν υπήρξε σημαντικό «ρεβανσιστικό» κίνημα στις Κάτω Χώρες. Οι φιλοδοξίες για μια Μεγάλη Ολλανδία δεν ήταν ι σχυρές στον ολλανδικό πληθυσμό. Στο βαθμό που υπήρχαν οποιαδήποτε «εθνικιστικά» συναισθήματα, αυτά επικεντρώθηκαν στις αποικίες (όπως το Σουρινάμ και ειδικά η Ινδονησία). Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η Ολλανδία είχε την εμπειρία μιας πληθώρας ακροδεξιών οργανώσεων (βλ., ϋ ε -Ιοη§ε, 1982, ΖηηΙ, 1973). Οι περισσότερες από αυτές ήταν ολιγάριθμες ομά δες, που μερικές φορές εξέδιδαν ερασιτεχνικής μορφής έντυπα, αλλά με μηδαμινή, αν υπήρχε κάποια, επιρροή στην πολιτική ζωή. Με το πραξικόπημα του Μονσολίνι στην Ιταλία το 1922. στην Ολλανδία εμφανίστηκαν πολλές νέες ομάδες, όπως η ΥβώοηίΙ ναη ΑαιιαΙίχιαι (Ένωση Πραγματκπών, ννΑ ) και ηΑΙ&ηκβηβΝεάπΙαηάχαΗ* /-'αχαχίεη ΒυηίΙ (Γενική Ένωση Ολλανδών Φασιστών, ΑΝΡΒ), αποκαλώντας ανοιχτά τους εαυτούς τους φασίστες παρά τη διαφορετική συχνά ιδεολογία τους ή ακόμη και παρά την απου σία φασιστικής ιδεολογίας. Οι ομάδες αυτές παρέμεναν πάντα οεχτοριστικές και ουδέποτε γνώρισαν εκλογική επιτυχία. Μια νέα ώθηση στην ολλανδική ακροδεξιά έδωσε η άνοδος στην εξου σία, στη δεκαετία τσυ 1930, του Ναΐίοηα&οζίαΙϊχΐίνίχεΗβ ΩβακοΗβ ΑώβίΙεφαΠβί (Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανών Εργατών, ΝδΟΑΡ). Πολλές πρώην φασιστικές οργανώσεις και πολλοί ακτιβιστές μεταμορφώνονταν σε εθνικοσοσιαλιστές. Εντούτοις, το α κροδεξιό στρατόπεδο ήταν έντονα διασπασμένο από εσωτερικές συγκρούσεις που προκαλούνταν από προσωπικές παρά από ιδεο λογικές εχθρότητες. Κάποια στιγμή, δεν υπήρχαν λιγότερες από πέντε διαφορετικές οργανώσεις με το όνομα ΝαίίοηααΙ-ΞοϋίαΙάί&Ηβ ΝβάβΗαηάχαΗέ Αώβίάβπ-Ραηή (Κόμμα Ολλανδών Εθνικοσοσιαλιστών Εργατών, Ν5ΝΑΡ), χωρίς καμιά από αυτές να έχει ουσιαστική υποστήριξη οπαδών (βλ., ϋε ϋη§ε, 1979,1982). Η μοναδική ακροδεξιά οργάνωση που είχε κάποια εκλογική ε πιτυχία στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ήταν το ΝαάοηααΙ 5(κΐαΙΐχΐάϋΗβ Β εκ φ η ξ (Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα, Ν5Β), που ιδρύ θηκε το Δεκέμβριο του 1931 (βλ., ϋ ε Ιοηβε, 1979, ΜεγεΓ5, 1984). 49
Παρά το όνομα του κόμματος, ο ιδρυτής και αρχηγός του ΝδΒ, Αηΐοη ΜυχδεΓΙ, δεν ήταν πιστός οπαδός του Χίτλερ. Μάλλον καιροσκοπικά τον προσε'λκυε ο συνδυασμός τιυν όρων «εθνικός» και «σοσιαλιστής», χωρίς να γνωρίζει τι σήμαινε πραγματικά η γερ μανική έκδοση του Ναζισμού. Προφανώς ήθελε να αποφύγει την ετικέτα «φασιστικός», επειδή υπήρχαν ήδη τόσα πολλά φασιστικά κόμματα (ΜεγεΓ5, 1984:63-4). Παρότι εν μέρει αποτελούσε μετά φραση του προγράμματος του ΝδϋΑΡ, το πρόγραμμα του Ν5Β δεν περιείχε κάποια από τα πιο τυπικά εθνικοσοσιαλισιικά χαρα κτηριστικά, κυρίως το ρατσισμό και τον αντισημιτισμό και, επομέ νως, έμοιαζε μάλλον με τα άλλα (μη ναζιστικά) φασιστικά προ γράμματα του καιρού. Αντίθετα από τις άλλες ακροδεξιές ομα δούλες, το Ν5Β ήταν σε θέση να προσελκύει μέλη και ψηφοφό ρους. Μέσα σε τρία χρόνια είχε 21.000 μέλη και δυο χρόνια αργό τερα έφτασε στο μέγιστο των 52.000 μελών. Επιπλέον, την πρώτη φορά που κατέβηκε στον εκλογικό στίβο, στις περιφερειακές ε κλογές του Απριλίου του 1935, το κόμμα εξασφάλισε κατά μέσο ό ρο σχεδόν 8% των ψήφων (με σημαντικές διαφορές κατά περιοχή, βλ., Κοογ, 1964, νοη άεΓ ϋιιηΐί, 1982). Η επιτυχία, πάντως, εξατμί στηκε γρήγορα: στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1937, το ΝδΒ κέρδισε μόνο 4,2% των ψήφων. Εν συνεχεία υπήρξε σοβαρή πτώ ση του αριθμού των μελών, περιοριζόμενο σε λιγότερους των 30.000 πριν από την εισβολή των Γερμανών στην Ολλανδία τον Μάιο του 1940. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το ΝδΒ ήταν το μοναδι κό νόμιμο πολιτικό κόμμα στην Ολλανδία το 1941, και ο αριθμός των μελών του αυξήθηκε, στην ακμή του, σε περίπου 100.000. Οι Γερμανοί αντάμειψαν το κόμμα προσφέροντας πολλές θέσεις δη μάρχων καθώς και υπαλλήλων στην αστυνομία, το δικαστικό σώ μα και τα μέσα ενημέρωσης. Χιλιάδες μελών του ΝδΒ εντάχθηκαν στα ΝβάβΗαηώ,σΗβ 55 (Ολλανδικά δδ), πολεμώντας, κυρίως με τη μεραρχία ΜβζΐΙαηά (μαζί με Φλαμανδούς εθελοντές) στο Ανατολι κό Μέτωπο. Ταυτόχρονα, το ίδιο το κόμμα διχάστηκε μεταξύ του στρατοπέδου ΰίβΐχ του Μιι$56γΙ και του στρατοπέδου του 50
Μεΐηοικί Κ,οϊΙ νβη Τοηηίη§€η. Ενώ, δηλαδή, ο Μιΐ8$6Π υποστήρι ζε μια κυρίαρχη Μεγάλη Ολλανδία στο πλαίσιο μιας Εθνικοσοσιαλιστικής Ευρώπης υπό την επικυριαρχία της Γερμανίας, ο ΚοχΙ νίη Τοηηϊηβεη υποστήριζε πλήρως να συμπεριληφθεί η Ολλανδία στο Μεγάλο Γερμανικό Ράιχ. Η ηγεσία των Ναζί επεσήμανε την εσωτερική αυτή σύγκρουση και υποστήριξε γενικά τον ΚοδΙ νβη Τοηηίηβεη (που είχε ειδικά την υποστήριξη του Χίμλερ), χωρίς ω στόσο να παραμερίζει τον ΜαδδβΠ. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ολλανδία αποφάσισαν ότι φασισμός και ναζισμός δεν θα έπρεπε να επιστρέψουν ποτέ. Η εξόριστη Ολλανδή βασίλισσα. λνϊ1ΗεΙιηΐη3, κατέστησε σαφές ότι δεν θα υπήρχε θέση για προδό τες στο μέλλον, αναφερόμενη πρωταρχικά στα μέλη του ΝδΒ. Στο μεταπολεμικό κλίμα, επομένως, ήταν πολύ δύσκολο για όσους συ μπαθούσαν την ακροδεξιά ή είχαν ακροδεξιές απόψεις να οργα νωθούν ή να μιλούν ανοιχτά υπέρ της. Μόνο λίγες παρόμοιες ορ γανώσεις εμφανίστηκαν, αλλά όλες ήταν πολύ μικρές και προσπά θησαν να προσδιορισθούν ως κοινωνικές παρά ως πολιτικές ορ γανώσεις1. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ιδρύθηκε ένα πολιτικό κόμμα που προσομοίαζε ιδεολογικά αλλά και στο όνομα (ΝαήοηααΙ Εατορβχβ 5<χίαΐ€ Βανβξΐπξ, Εθνικό Ευρωπαϊκό Κοινω νικό Κίνημα, ΝΕ5Β) με το προπολεμικό ΝδΒ, απαγορεύθηκε (ν™ Οοη8€ΐ38Γ, 1991:51-79). Η ακροδεξιά δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στην ολλανδική πολιτική σκηνή παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τον Μάρτιο του 1971, ιδρύθηκε το ΝεάεΗαηάχβ νοΙ/α-υηΐβ (Ένωση Ολλανδικού Λαού, Ν ν υ ) (βλ., Βουν κ.ά., 1981). Στα πρώτα τρία χρόνια ύπαρξής του, το κόμμα παρέμενε άγνωστο και κατατρυχόταν από εσωτερικές διαμάχες. Το 1974, εντούτοις, η ανοιχτά φυλε τική, επιθετική τοπική εκλογική καμπάνια του .Ιοορ ΟΙϊπιπιεΓνβΰη στη Χάγη προκάλεσε έντονα αρνητική δημοσιότητα. Το Ν ν υ δεν κέρδισε ούτε μία έδρα στο δημοτικό συμβούλιο, αλλά το όνομά του ΟΙΐπίΓηοΓνεοη καθιερώθηκε ως εκείνο του νέου αρχηγού του κόμματος. Ωστόσο, το Ν ν υ έπρεπε να πληρώσει ένα χρέος για τη 51
ριζοσπαστική, επιθετική του καμπάνια και για μεταγενέστερες προκλητικές ενέργειες. Πράγματι, κατά του κόμματος πάρθηκαν νομικά μέτρα, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να χάσει το μεγαλύτε ρο μέρος της εκλογικής του υποστήριξης2. Ακόμη και από ορισμένα από τα μέλη του Ν ν υ η ριζοσπαστικοποίησή του θεωρήθηκε υπερβολική. Τα μέλη αυτά εγκατέλειψαν το κόμμα και ίδρυσαν άλλα, σχετικά πιο μετριοπαθή, αν και επίσης ακροδεξιά κόμματα. Ένα από αυτά ήταν το βραχύβιο ΝαήοηαΙβ ϋβηΐτηηιραηΐϊ (Εθνικό Κόμμα του Κέντρου, ΝΟΡ), που ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1979. Ύστερα από κάποια συγκέ ντρωση τον Φεβρουάριο του 1980 -η πρώτη επίσημη συνάντηση του κόμματος- ορισμένα από τα νεαρά μέλη του έκαναν επιδρομή σε μια εκκλησία στο Αμστερνταμ, στην οποία είχαν καταφυγει «πα ράνομοι» αλλοδαποί για να αποφύγουν την απέλαση. Το γεγονός αυτό όδήγησε σε θύελλα διαμαρτυριών και αρνητική δημοσιότητα και μία εβδομάδα αργότερα το ΝΟΡ αυτοδιαλυθηκε. Την επόμενη μέρα, εντούτοις, δημισυργήθηκε ένα νέο κόμμα -το ΟβηίηιηψαΓή) (Κόμμα του Κέντρου, ΟΡ)- από ορισμένα μέλη του ΝΟΡ, το πιο σημαντικό από τα οποία, ο Ηεηψ ΒγοοΙοτιηπ, υπήρξε επίσης εξέχον μέλος του Ν νυ . Το ΟΡ ήταν το πρώτο «επιτυχές» μεταπολεμικό ακροδεξιό κόμμα στην Ολλανδία (βλ., Βγ3π15και Ηοββηάοοπι, 1983). Κέρδι σε 1 έδρα (από τις 150) στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1982, την οποία κατέλαβε ο Ηηπε ·ΐ3ηπΐ33ί, ένας περιπλανώμενος πολι τικός και από τα πρώτα μέλη του ΟΡ3. Στη συνέχεια το κόμμα ανα πτύχθηκε: το 1984 είχε πάνω από 3.000 μέλη και στις τοπικές εκλο γές στο νέο δήμο Αΐιτιείΐ, το ΟΡ κέρδισε σχεδόν το 10% των ψή φων. Ωστόσο, η επιτυχία δεν είχε διάρκεια. Ανέκυψαν προβλήμα τα μεταξύ της κομματικής ηγεσίας (του προέδρου ΚοηκΙ και του α ντιπροέδρου ϋβ νν^ετ) και του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, που ήταν ο ·)3ηπΐ33ΐ. Οι εσωτερικές εντάσεις, προσωπικής και πο λιτικής φύσης, τελικά οδήγησαν σε διάσπαση: η κομματική ηγεσία εκδίωξε τον ΐ3ΠΠΐ33ΐ και ορισμένους από τους οπαδούς τον τον Οκτώβριο του 1984. Ο ^ηπΐ33ΐ αρνήθηκε να εγκαταλείψει την έ 52
δρα του στην Ανω Βουλή και εντάχθηκε στο ϋΐηΐηιιηάβηοαΏίβη (Δημοκράτες του Κέντρου, ΟΟ) τον Δεκέμβριο του 1984. Έτσι, το νέο αυτό κόμμα, που ιδρύθηκε στις 7 Νοεμβρίου 1984 από πρώην υπασπιστές του .Ι&ηπτα&Ι, είχε καλό ξεκίνημα: διέθετε εξαρχής έ να μέλος της κοινοβουλευτικής δεξιάς, γεγονός που του επέφερε πλεονεκτήματα, όπως δημοσιότητα και κρατική επιχορήγηση. Το ΟΡ, από την άλλη πλευρά, αντιμετώπισε γρήγορα σοβαρές δυσκολίες. Τα μέσα ενημέρωσης παρακολουθούσαν εντατικά την εσωτερική διαπάλη και τόσο ο ΚοηδΙ όσο και ο ϋε \νί]εΓ πιέστη καν από τους εργοδότες τους να διαλέξουν ανάμεσα στο ΟΡ και το επάγγελμά τους ως καθηγητές. Διάλεξαν το δεύτερο. Τα κομματι κά μέλη του ΟΡ επίσης εξαφανίστηκαν, καθώς ορισμένα από αυτά εγκατέλειψαν την πολιτική και άλλα ακολούθησαν τον .ΙαππιβαΙ και το «ΟΟ» του. Ένα ακόμη χτύπημα στο ΟΡ ήλθε το 1986: έχο ντας κερδίσει μόνο 6 θέσεις στις τοπικές εκλογές του Μαρτίου, το κόμμα δεν κατέλαβε καμία έδρα στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 1986. Επιπλέον, το ΟΡ καταδικάστηκε για εκλογι κή νοθεία και στη συνέχεια κήρυξε διάλυση. Λίγες μόνο μέρες με τά την ετυμηγορία αυτή, στις 20 Μαΐου, δημιουργήθηκε το ϋεηΐηιηφαηί) ’86 (Κόμμα του Κέντρου ’86, ΟΡ’86). Μετά σχεδόν μια δεκαετία εσωτερικής διαμάχης και διασπά σεων, δύο πολύ μικρά κόμματα ανταγωνίζονταν στο πολιτικό πε ριθώριο για την κληρονομιά τού κάποτε μέτρια επιτυχημένου ΟΡ. Ενώ το ΟΡ’86 ήταν ο νόμιμος κληρονόμος του παλιού ΟΡ, η πραγ ματική συνέχεια όσον αφορά τα μέλη (ειδικά τα στελέχη) και την ιδεολογία ανήκε στο Οϋ. Το 1989, το ΟΟ κέρδισε μια έδρα στην Ανω Βουλή, την οποία πάλι κατέλαβε ο .Ι3ηπΐ33ΐ, αλλά το ΟΡ’86 βρισκόταν σε σοβαρή σύγχυση για να λάβει μέρος στις κοινοβου λευτικές εκλογές. Η «νίκη» του ΟΡ εξέπληξε τους περισσότερους παρατηρητές της ακροδεξιάς. Μετά τα εσωτερικά προβλήματα στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η εντύπωση που επικρατούσε ή ταν ότι τα κόμματα αυτά απλώς θα διαλύονταν. Οι τοπικές εκλο γές του 1900 προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερο σοκ, καθώς το αποκαλούμενο οβηίηιτη5ΐτοηιίη% (κίνημα του κέντρου)4κέρδισε συνο 53
λικά 15 έδρες (Οϋ 11, ΟΡ’86 4), κυρίως στις μεγαλύτερες πόλεις στο Καηάζίαά, το ε'ντονα αστικοποιημένο δυτικό τμήμα της Ολλαν δίας. Στις περιφερειακές εκλογές το επόμενο έτος το Οϋ είχε πά λι επιτυχία στην περιοχή αυτή, κερδίζοντας συνολικά 3 έδρες στις επαρχίες της Βόρειας και της Νότιας Ολλανδίας και στην Ουτρέ χτη (βλ„ Ηυ$1>3Π(ΐ5,19921)). Το 1994 ήταν ένα έτος με πάρα πολλές εκλογές: για τοπικά συμβούλια στις 2 Μαρτίου, για την Ανω Βουλή στις 3 Μαΐου και για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 9 Ιουνίου. Τα κόμματα, αμφότερα, είχαν μεγάλη επιτυχία στις τοπικές εκλογές, κερδίζοντας συνολικά 85 έδρες, 77 για το Οϋ και 8 για το ΟΡ’86 - καθώς επίσης μια έδρα για το παρακλάδι του ΟΟ, το ΝβάβΗαηώ ΒΙοΙί (ΝΒ) στην Ουτρέχτη (βλ., Μικίάο και νβη ΗοΙδΐογη, 1994, ν&η Ηοΐδίβχη, 1995). Σε όλες, σχεδόν, τις κοινότητες όπου το ΟΟ είχε υποψηφί ους, κέρδισε έδρες. Από την άλλη·πλευρά, το ΟΡ’86 είχε, πρωταρ χικά, επιτυχίες σε επαρχίες στις οποίες δεν διέθετε υποψηφίους το ΟΟ. Σε λίγες κοινότητες στις οποίες η ακροδεξιά δεν κέρδισε κάποια έδρα, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα στις βόρειες ε παρχίες, αυτό οφειλόταν εν μέρει σε εσωτερικό ανταγωνισμό. Συ νολικά, τα ακροδεξιά κόμματα είχαν υποβάλει υποψηφιότητα σε 50 μόνο από τις συνολικά άνω των 600 κοινότητες και πήραν περί που 200.000 ψήφους, ένα μέσο εκλογικό ποσοστό 7,4% στις περιο χές εκείνες στις οποίες είχαν δηλώσει συμμετοχή (Βυ^δ και ν»η ΟοηδβΙβΗΓ, 1994: 117). Ταυτοχρόνως, και εν μέρει ως συνέπεια της επιτυχίας αυτής, ι διαίτερα το Οϋ αντιμετώπισε προβλήματα, καθώς ο .Ι3ΠΠ1331 και άλλοι εξέχοντες κομματικοί παράγοντες είχαν πολύ αρνητική δη μοσιότητα. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αποστασίες από το Οϋ, ακόμη και μεταξύ πολλών πρόσφατα εκλεγμένων μελών συμβου λίων. Ορισμένοι εγκατέλειψαν το κόμμα και την πολιτική μαζί, άλλοι ίδρυσαν δικό τους κόμμα ή κράτησαν τις θέσεις τους στο το πικό συμβούλιο ως ανεξάρτητοι εκπρόσωποι5. Αυτές οι αποχωρή σεις εντάθηκαν εξαιτίας της επίπτωσης της ειδησεογραφίας τριών ανώνυμων δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής 54
περιόδου, που παρουσίαζαν το Οϋ σαν «κόμμα φασιστών, εγκλη ματιών και καθαρμάτων» (βλ., Κεη&εη, 19943, επίσης, Κοοίπιβη, 1994, ν»η ΗοιιΙ, 1994). Περισσότερη ζημιά έκανε μια τηλεοπτική εκπομπή σχετικά με ε'να πρόσφατα εκλεγμένο μέλος του συμβου λίου στο Άμστερνταμ, που περιαυτολογούσε ότι στις αρχές της δε καετίας του 1980 είχε βάλει πολλές φωτιές σε κέντρα που παρεί χαν υπηρεσίες για αλλοδαπούς. Αυτή η εκπομπή παίχτηκε μια ε βδομάδα πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές και μπορεί κάλλιστα να συνέβαλε στο απογοητευτικό (από την άποψη του κόμμα τος) αποτέλεσμα του 2,5%. Έναν μήνα αργότερα, το κόμμα συ γκέντρωνε κάτω του 1% στις ευρωεκλογές. Εντός τεσσάρων μη νών, επομένως, το ΟΟ είχε κατεβεί από ένα ιστορικό υψηλό ποσο στό σε ένα ποσοστό που οριακά μόνο ήταν υψηλότερο από την ε κλογική επίδοση του ΟΡ το 1982. Η πτωτική αυτή τάση συνεχίστη κε στις περιφερειακές εκλογές του 1995, στις οποίες το ΟΡ έχασε 1 έδρα (στην Ουτρέχτη) σε σύγκριση με τις περιφερειακές εκλο γές του 1991. Επιπλέον, το 0 0 έχασε μέλη επανερχόμενο σε μια σκιώδη ύ παρξη. Ίσως το γεγονός αυτό να ώθησε στις βραχύβιες συμφω νίες με το ΟΡ’86. Παρά το γεγονός ότι το κόμμα αυτό τον Νοέμβριο του 1995 είχε μετονομαστεί σε ΝαήοηαΙβ ΥοΙ/αραπί] / ΟΡ’86 (Εθνι κό Λαϊκό Κόμμα / ΟΡ’86) ώστε να καταστήσει φανερή τη διαφορά του από το Οϋ, τα δύο κόμματα έκαναν από κοινού εκδηλώσεις και εντατικές διαπραγματεύσεις για συγχώνευση το 1996. Εντού τοις, όταν η κομματική συνδιάσκεψη του ΟΡ’86 απέρριψε τη συγ χώνευση, ο ηγέτης του Οϋ επανήλθε σε δημόσιες καταγγελίες για εξτρεμισμό και αντισημιτισμό κατά του πρώην συμμάχου του. Με τη σειρά του, το ΟΡ’86 εκκαθάρισε την ηγεσία του από τους πρω ταγωνιστικούς υποστηρικτές της συγχώνευσης, κυρίως τον ηγέτη του κόμματος ΗεηΚ ΚιιϊΙεηΗεΓβ. Ο διάδοχός του, βετεράνος του κόμματος \νϊιτι Βεαιιχ, αποκήρυξε ανοιχτά τη χλιαρή πολιτική του Οϋ υπό τον ^ηπΊ^αΙ*. Επίσης, και τα δύο κόμματα έγιναν αντικεί μενο αυξανόμενων νομικών πιέσεων. Ο .Ι3ηηΐ33ΐ, ο δοΗυυητιβη και το Οϋ καταδικάστηκαν τον Μάιο του 1994 για υποκίνηση φυ 55
λετικού μίσους και, υστέρα από κάποιες εφέσεις, τιμωρήθηκαν τε λεσίδικα τον Δεκέμβριο του 1996 (οι ποινικές διαδικασίες βασί στηκαν σε δηλώσεις του 1989 και του 1990). Οι ποινές κυμαίνο νταν από 1.000 ολλανδικά φλορίνια για τον ίδιο τον Ι ηππι331 μέχρι 5.000 φλορίνια για την (εκτελεστική) επιτροπή του ΟΟ. Ανάμεσα σε μια σειρά δικαστικών υποθέσεων κατά συγκεκριμένων μελών του κόμματος, τον Μάιο του 1995 ένα δικαστήριο του Αμστερνταμ βρήκε το ΟΡ’86 ένοχο οργάνωσης εγκληματικών πράξεων με σκο πό προσβλητική συμπεριφορά και υποκίνηση φυλετικού μίσους (Α\νΚ, 1996). Τελικά, σχεδόν σε ολόκληρη την ηγεσία επιβλήθη κε ποινή ενός μήνα με αναστολή και πρόστιμο 5.000 ολλανδικά φλορίνια. Το ήμισυ του ποσού αντσυ, επίσης, με αναστολή. Στις 18 Νοεμβρίου 1998, το δικαστήριο του Αμστερνταμ απαγόρευσε και διέλυσε το κόμμα, που έκτοτε και ύστερα από συνεχείς διασπά σεις απστελείτο απλώς από μιά χούφτα μέλη (ναη <1εη ΒπηΚ, 1996).
Οργάνωση και ιδεολογία του ΟΟ
Τα ακροδεξιά κόμματα στην Ολλανδία υπέφεραν πάντα από έλ λειψη μελών, στελεχών και οργανωτικής σταθερότητας. Το ΟΟ δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Τα μέλη του κρατιούνται μυ στικά ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι ακαθόριστα: για χρόνια ο .Ιαππιβαί ισχυριζόταν ότι το κόμμα είχε 3.000 μέλη που αυξάνο νταν ταχέως. Δημοσιογράφοι και μελετητές του φαινομένου θεω ρούν τον ισχυρισμό υπερβολικό και γενικά τοποθετούν τον αριθ μό των μελών μεταξύ 1.000 και 1.500 (Βυί]δ και ν»η ΟοηεεΙααΓ, 1994: 8, ν 3η άεη ΒιϊηΚ, 1994: 211-12, 1996: 178), αν και ο Κεηβεη τον τοποθετεί στα 2.700 μέλη (Κεηχεη, 19946: 122, 126). Εντού τοις, μόνο μικρό μέρος των μελιάν δραστηριοποιείται εντός του κόμματος, μάξιμουμ 100 μέλη. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι κυρίως πρόκειται για κομματικούς εκπροσώπους σε διάφορα αντιπροσω πευτικά σώματα, καθώς το Οϋ είναι πρωταρχικά και κύρια εκλο 56
γικό κόμμα που πιστεύει ότι η εκλογική νίκη είναι ο μοναδικός τρόπος άσκησης πολιτικής επιρροής (Μικίάβ, 1996:271). Με μια πρώτη ματιά, το κομματικό καταστατικό του 1991 φα νερώνει μια τύποις δημοκρατική δομή. Το Οϋ είναι οργανωμένο μέσω τεσσάρων οργάνων: το συνέδριο (συνδιάσκεψη), το συμ βούλιο, το εκτελεστικό και την επιτροπή Ββχηιατ, ΩΒ: άρθρ. 14). Το πρώτο από τα όργανα αυτά, το πιο σημαντικό τυπι κά, αποτελείται από όλα τα οικονομικώς τακτοποιημένα μέλη (αυτά ζητούν την άδεια του κομματικού γραμματέα για να παρα κολουθήσουν το συνέδριο), το οποίο συνέρχεται μόνο μία φορά το χρόνο. Η Οαξ€ΐί]Ια Βαηιατ-ϋΒ, με λιγότερες τυπικές εξουσίες και μόνο με λίγα μέλη, διοικεί το κόμμα σε καθημερινή βάση. Από λε πτομερέστερη διερεύνηση προκύπτει ότι οι πολλές εξαιρέσεις α πό την τυπική αυτή ιεραρχία υποδηλώνουν μια πολύ ισχυρότερη τυπική θέση για την επιτροπή (ΟΒ) έναντι των άλλων κομματικών οργάνων και διακλαδώσεων (βλ., Ε$86γ, 1996: 11-12). Το άρθρο 34,2 του καταστατικού παραδείγματος χάριν, ορίζει ότι η ΟΒ έχει το δικαίωμα να αναθέτει καθήκοντα ή δικαιοδοσίες από το συνέ δριο στο συμβούλιο, όποτε νομίζει ότι αυτό είναι προς το συμφέ ρον του κόμματος. Απέναντι σε τέτοιες αποφάσεις δεν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής σε κάποιο όργανο για ανάκλησή τους. Ε πιπλέον, η παλιά ΟΒ προτείνει τη διάδοχό της στο συνέδριο, που αυτό είτε την απορρίπτει είτε την εκλέγει για επτά χρόνια - το πρώτο είναι δυνατό μόνο με πλειοψηφία των δύο τρίτων (άρθρο 16.26).
Παρά τη λογικά δημοκρατική τυπική δομή, ο -ΙαηιηααΙ έχει κη δεμονεύσει πλήρως το 0 0 από τη στιγμή που εντάχθηκε στο κόμ μα. Το γεγονός αυτό κατέστη δυνατό για δύο λόγους: εξαιτίας της αδράνειας των κομματικών μελών αλλά και της συγκέντρωσης κομματικών αξιωμάτων. Ο ^ηιτ)23ΐ είναι ηγέτης του κόμματος, η γέτης της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (και από το 1989 μέ χρι το 1994 ήταν το μοναδικό κοινοβουλευτικό μέλος), πρόεδρος των περισσότερων ιδρυμάτων του κόμματος και «σύμβουλος» σε σχεδόν κάθε άλλο κομματικό όργανο. Επιπλέον, δύο από τους πιο 57
πιστούς υποστηρικτές του, η γραμματέας του κόμματος \νί1 δοΗυυπηβη (που ήταν και σύζυγός του) και ο ταμίας του κόμματος \νϊπι ΕΙδίΗοιιΙ, κατείχαν επίσης πολλά κομματικά αξιώματα σε ε θνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Επομένως, ο ·Ι3ηπΐ33ΐ είναι αναμεμειγμένος, άμεσα ή έμμεσα, σε κάθε σημαντική (και συχνά ακόμη και ήσσονος σημασίας) απόφαση του κόμματος. Λόγω της κεντρικής αυτής θέσης του .Ι3ηιη33ΐ τόσο στις τυπικές όσο και στις άτυπες κομματικές δομές, ήταν επίσης σε θέση να κατα στέλλει την εσωτερική αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα, ο χαρακτήρας του .Ι3ηιη33ΐ -«αφόρητος και μνησίκακος» όπως τον χαρακτηρίζει ένας ψυχολόγος (Υ^η ΟίηηεΚεη, 1994: 146)- και το αυταρχικό στυλ ηγεσίας του υπήρξαν πάντα πηγή απογοήτευσης για πολλά φιλόδοξα ή ταλαντούχα μέλη του κόμματος. Ιδεολογικά, το ΟΏ έχει παραμείνει πιστό στη μετριοπαθή και επιφανειακή εκδοχή του εθνοκεντρικου εθνικισμού του ΟΡ (Η&11)€Γΐ5Πΐ3-λνΐ3Γ(1ί ΒεοΙαιΐ3η, 1993, Μικίάε, 1998). Εν ολίγοις, η ιδεο λογία του Οϋ επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στο ζήτημα της μετανάστευσης και μπορεί να συνοψιστεί στο ότι προσφέρει μια επιλογή μεταξύ αφομοίωσης και επαναπατρισμού. Αυτό αναφέρεται σαφώς στο δεύτερο κεφάλαιο του κομματικού προγράμ ματος του 1989. Το σημείο 2 του κεφαλαίου αυτού το αναφέρει πο λύ λιτά: «Οι αλλοδαποί και οι μειονότητες είτε προσαρμόζονται στον ολλανδικό τρόπο και έθιμα ή εγκαταλείπουν τη χώρα». Στη δεκαετία του 1990, ο πυρήνας αυτός πολιτικής ενσωματώθηκε όλο και πιο πολύ στο πλαίσιο της ευρείας, λάίκιστικής αντικομματικής προπαγάνδας (Μιιάάε, 1996). Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζου με ότι το ΟΟ είναι ένα κόμμα ιδεολογικό ή ακόμη ότι παίζει ενεργό ρόλο στη διάδοση της προπαγάνδας. Πράγματι, το κόμμα σπάνια εκδίδει ανακοινώσεις (αγνοούνται από τον τύπο σε κάθε περίπτω ση), διανέμει φυλλάδια ή κάνει διαδηλώσεις στους δρόμους. Η «ι δεολογία» διαδίδεται κυρίως μέσω περιορισμένου αριθμού εκλο γικών προγραμμάτων και κομματικών εντύπων. Από την ίδρυσή του στα τέλη του 1984, το Οϋ έχει συμμετάσχει σε τέσσερις κοινοβουλευτικές εκλογές. Το εκλογικό πρόγραμμα 58
του 1994 είχε τίτλο ΟοδΙ ννοχΐ, ΤΗιιϊϊ ΒβϊΙ (Ανατολή Δύση, Καλύ τερη η Πατρίδα) και περιλάμβανε 22 θέματα (τομείς πολιτικής) που αποτελούσαν επεξεργασία του προγράμματος του 1989. Εν τούτοις, η επεξεργασία υπήρξε σε μεγάλο βαθμό οπτική αυταπά τη, προκαλούμενη από τη διαφορετική μορφή του προγράμματος, παρά από την ιδεολογική του εξέλιξη. Ο πυρήνας της αυτοτιτλοφορούμενης «κεντρώας δημοκρατικής ιδεολογίας», όπως αναφέρεται στο προοίμιο αμφοτέρων των προγραμμάτων, παρέμεινε α νέπαφος: Από τη μια πλευρά πρόκειται για το ζήτημα σχετικά με τη διατήρηση και την ανάπτυξη της ολλανδικής πολιτικής και πολιτιστικής ταυτότητας και από την άλλη για την προώθη ση της εθνικής αλληλεγγύης στη χώρα μας, είτε προσπαθώ ντας να εμποδίσουμε ανεπιθύμητες αποκλίσεις μεταξύ δια κεκριμένων τμημάτων της ολλανδικής κοινωνίας είτε επι λύοντας αρμονικά τις αποκλίσεις αυτές (σ. 1). Το πρόγραμμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια μπερδεμένη συλλογή ελάχιστα μόνο αλληλοσχετιζόμενων πολιτικών αιτημά των. Το ίδιο το κόμμα συνόψιζε το πρόγραμμα σε δέκα σημεία (παράδοση που ανάγεται στις απα θές του ΟΡ): 1. Αρση των διακρίσεων εις βάρος των Ολλανδών. 2. Υιοθέτηση της ποινής του θανάτου. 3. Μείωση του κόστους ζωής. 4. Προώθηση των ολλανδικών προϊόντων. 5.1,50 ολλανδικό φλορίνι, η τιμή της βενζίνης ανά λίτρο. 6. Εγκατάσταση των αιτούντων άσυλο σε στρατόπεδα εργασίας. 7. Καθαρότερο περιβάλλον χωρίς αύξηση των φόρων. 8. Παύση της υπονόμευσης του ολλανδικού πολιτισμού. 9. Συνοριακός έλεγχος της διακίνησης των ταξιδιωτών. 10. Η Ολλανδία δεν είναι χώρα μετανάστευσης. Σ’ αυτούς τους δέκα πολιτικούς στόχους, τα εθνοκεντρικά θέματα «πρώτα οι Ολλανδοί» και «σταματήστε την αντι-ολλανδική πολιτι 59
κή» αποτυπώνονται κυρίως οτα οημεία (1), (4), (9) και (10). αλλά και στα σημεία (6) και (8). Τα υπόλοιπα σημεία είναι ασαφείς εκ δηλώσεις μιας συντηρητικής (2), κοινωνικής (3) και περιβαλλοντι κής (7) οπτικής. Το μάλλον ιδιόμορφο σημείο (5), η επιθυμία να μειωθεί η τιμή της βενζίνης, είναι καλό παράδειγμα της επιφανει ακής, «λαίκιστικής» φύσης των απαιτήσεων του κόμματος και του προγράμματος. Σε σύγκριση με το παλιό πρόγραμμα, η εκδοχή του 1994 περι λάμβανε ορισμένες νέες πολιτικές διατυπώσεις, που μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες. Πρώτον, υπάρ χουν αιτήματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συντηρητικά α πό άποψη πολιτισμική (π.χ., απαγόρευση της τηλεοπτικής πορνο γραφίας, περιορισμοί στα διαζύγια). Δεύτερον, υπάρχουν προτά σεις προστατευτικού χαρακτήρα, ειδικά στο πεδίο της οικονομίας (π.χ. εκκλήσεις για μερική αυτάρκεια του ολλανδικού αμυντικού μηχανισμού και της γεωργίας). Ο όγκος, όμως, των νέων αιτημά των εντάσσεται σε μία από τις δύο μη ιδεολογικού περιεχομένου κατηγορίες: ζητήματα που ήταν πρωτοσέλιδα την περίοδο προ των εκλογών (π.χ. ενίσχυση της αντοχής των αναχωμάτων και αύ ξηση του ύψους τους, προστασία των ηλικιωμένων) ή απλώς λε πτομέρειες (π.χ. μετατόπιση των φώτων ομίχλης από το αριστερό στο μέσο οπίσθιο τμήμα των αυτοκινήτων). Ο όρος «ιδεολογία» θα έπρεπε έτσι να εφαρμοστεί πολύ χαλαρά στην περίπτωση του ΟΟ, ώστε να φανταζόμαστε περισσότερο μια συλλογή μη σχετιζόμενων σκέψεων σε διαφορετικά θέματα παρά μια συνεπή και πε ριεκτική θεωρία για το πώς θα έπρεπε να οργανωθεί η κοινωνία. Αυτό μπορεί να ιδωθεί επίσης στο «ιδεολογικό» περιεχόμενο των κομματικών εντύπων (βλ., Μιιόόε, 2000). Η σημαντικότερη από τις εφημερίδες του κόμματος είναι η ^^-/π/ο, ένα εφτασέλιδο φυλλάδιο που στέλνεται σε όλα τα μέλη (και τους δωρητές) σε μηνιαία (ή διμηνιαία) βάση από τον Ιανου άριο του 1988. Στο έντυπο αυτό, το κόμμα συζητά τα τρέχοντα πο λιτικά και κοινωνικά θέματα επιφανειακά, εγκωμιάζοντας κυ ρίως τις δραστηριότητες των δικών του κοινοβουλευτικών μελών, 60
ιδιαίτερα του .ΙαππιαβΙ και ασκώντας κριτική σε όλους τους εκπρο σώπους των άλλων κομμάτων7. Για μια πιο «επεξεργασμένη» θέ ση, το επιστημονικό γραφείο του ΟΟ, που από το 1992 καλείται ΤΗοηνκ Ηο&Ιχί ΞίϊοΗύηξ (Ίδρυμα) και πήρε το όνομά του από τον αγαπημένο φιλόσοφο του ΐ3ΠΠΐ33ΐ (βλ., Ρεηπ€ΐτΐ3, 1992), εκδίδει το ΟΟ-ΑείαβεΙ, θεωρητικά τριμηνιαίο αλλά στην πράξη μια πολΰ ακανόνιστα διανεμόμενη επιθεώρηση είκοσι περίπου σελίδων. Η επιθεώρηση περιέχει πιο μακροσκελή άρθρα, κυρίως από τους λί γους ακαδημαϊκούς του κόμματος, αλλά ακόμη και αυτοί οι «δια νοούμενοι» σπάνια παρουσιάζουν μια δαημοσύνη στα ζητήματα που αναδεικνυουν. Τα άρθρα στα κομματικά έντυπα του ΟΟ έχουν ακόμη λιγότερο ιδεολογικό περιεχόμενο, εστιάζοντας κυρίως σε τέσσερα, συ χνά αλληλοσυνδεόμενα θέματα: αντίθεση στην πολυπολιτισμική κοινωνία, λαϊκιστικά αντικομματικά αισθήματα, ο υποτιθέμενος αντιδημοκρατικός αγώνας κατά του ΟΟ και η πρόληψη της εγκλη ματικότητας. Η αντίθεση στην πολυπολιτισμική κοινωνία είναι πάντα παρούσα και συνδέεται σχεδόν με κάθε άλλο θέμα που συ ζητιέται στις κομματικές εφημερίδες. Αν και ο λόγος του Ο ϋ είναι ανοιχτά ξενοφοβικός, η αντίθεσή του βασίζεται πρωτίστως σε δημογραφικά (η Ολλανδία είναι πλήρης) και οικονομικά επιχειρή ματα (οι ξένοι αφαιρούν δουλειές και κοστίζουν χρήμα). Στα μά τια του ΟΟ, ο κύριος φταίχτης για την πολυπολιτισμική κοινωνία δεν είναι «ο ξένος», αλλά η «κλίκα» των κατεστημένων κομμάτων που ξεκίνησε την καταστροφική μετανάστευση και η οποία, αργό τερα, προσπάθησε να καλυφθεί μετατρέποντας τη συζήτηση του θέματος σε ταμπού. Έτσι εξηγείται, επίσης, γιατί «αυτοί» πολε μούν κάθε έντιμη δύναμη (δηλαδή, το Οϋ), το οποίο προσπαθεί να υπερασπιστεί κάθε ίνα του ολλανδικού λαού. 'Οχι εντελώς αδι καιολόγητα, ο ^ηπΐ33ΐ πιστεύει ότι είναι το θύμα μιας πρωτόφα ντης δυσφημιστικής εκστρατείας (ή συνωμοσίας), την οποία καθο δηγούν οι «Σοσιαλιστές» του ΡαΠΐ] ναη άβΑΗχϊά (Ρν<1Α, Εργατικό Κόμμα) και οι «επιδοτούμενοι υποτελείς» τους (δηλαδή, τα αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά κινήματα). 61
Η εκλογική βάση: διαμαρτυρία ή ξενοφοβία;
Στα προηγούμενα είκοσι χρόνια, τα ολλανδικά ακροδεξιά κόμμα τα είχαν απευθυνθεί στον ψηφοφόρο καταγράφοντας κυμαινόμε νη επιτυχία σε ευρωπαϊκε'ς, εθνικε'ς, περιφερειακές και (υπό)-τοπικές εκλογές (δΐιβ-ΐοαιΐ εΐεοΐίοη). θ α εστιάσουμε την ανάλυσή μας στις εκλογές για την Κάτω Βουλή. Το 1982 και 1989, το ΟΡ και το 0 0 μπόρεσαν να έχουν από ένα μέλος στο Κοινοβούλιο, ενώ το 1994 το Οϋ κέρδισε αρκετές ψήφους ώστε να στείλει στο Κοινο βούλιο 3 αντιπροσώπους (βλ., Πίνακα 7.1). Το 1998, εντούτοις, και οι τρεις έχασαν την έδρα τους - για να προστεθούν στη σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια των 77 τοπικών εδρών του (ΤΟ τον Μάρ τιο. Όπως ήδη είναι γνωστό, παραδοσιακά τα ακροδεξιά κόμματα έχουν τα εκλογικά τους κάστρα στο Καη&ίαά, καθώς και στα έντο να αστικοποιημένα τμήματα της υπόλοιπης χώρας (βλ., Ηυ$ί>&η<1$, 19926). Στη δεκαετία του 1980, η εκλογική επιτυχία των ακροδε ξιών κομμάτων ήταν κυρίως στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ολλανδίας: Αμστερνταμ, Ρότερνταμ και Χάγη. Στις κοινοβουλευ τικές εκλογές του 1982, πάνω από 40% όλων των ψήφων υπέρ του ΟΡ είχε συγκεντρωθεί στις πόλεις αυτές, το 1986 το 38% (υπέρ του ΟΡ και του ΟΏ) και το 1989 το 45% (υπέρ του Οϋ). Την περίοδο ε κείνη, τα ακροδεξιά κόμματα είχαν επίσης μέτρια επιτυχία σε ορι σμένες από τις έντονα αστικοποιημένες μεσαίου μεγέθους πόλεις στο Καηώίαά. Η εικόνα αυτή άλλαξε ελαφρά μόνο στη δεκαετία του 1980 και δραματικά το 1994 (Πίνακας 7.2). Στις κοινοβουλευ τικές εκλογές της 3ης Μαΐου 1994, το ΟΟ κέρδισε μόνο το 17% του συνόλου των ψήφων του στις μεγαλύτερες πόλεις. Εντούτοις, η μείωση των ψήφων του κόμματος στα δυτικά συνοδεύτηκε από ε κλογική διείσδυση στις νότιες επαρχίες και, μάλλον περιέργως, στις μικρότερες κοινότητες. Έτσι, στην περίοδο 1981-94, η εκλο γική υποστήριξη του ( 'ϋ μετατοπίστηκε γεωγραφικά από τη Δύση στο Νότο, καθώς επίσης από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα στα μι κρότερα και τις κοινότητες. 62
Πίνακας 7.1 Υποστήριξη των ολλανδικών αχροδεξιών κομμάτων στις κοινο βουλευτικές εκλογές, 1977-98 Έτος
Κόμμα
1977 1981
Ν νυ Ν νυ ΟΡ Ν νυ ΟΡ ΟΡ Οϋ ΟΟ ΟΟ ΟΡ’86 υ $ ΐ ,Ι&ηπιααΐ/ΟΟ
1982 1986 1989 1994 1998
Αριθμός ψηφοφόρων 33.434 10.641 12.242 1.632 68.423 36.741 12.277 81.472 220.621 32.311 52.226
Έ δρες στην Ποσοστό επί του συνόλου Ανω Βουλή των ψήφων 0,4 0,1 0,1 0,0 0,8 0,4 0,1 0,9 2.5 0,4 0,6
— —
1 —
1 3 —
Πηγή: Κκνιριχή Στατιστική Υπηρεσία Ολλανδίας, ΕΙβΛίοη 5ΐΒ(ί$ιία 1977, 1981, 1982,1986,1989,1994,1998.
Η εκλογική άνοδος του Ν ν υ και ειδικά η εντυπωσιακή πρόοδος του ΟΡ σε εθνικό επίπεδο το 1982 ήγειρε ερωτήματα όσον αφορά τα κίνητρα των ακροδεξιών ψηφοφόρων. Ψήφισαν πρωταρχικά διαμαρτυρόμενοι κατά των ξένων και των εθνικών μειονοτήτων; Ή μάλλον ήταν άτομα που ψήφισαν το ΟΡ διαμαρτυρόμενοι κατά των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων ή κατά της πολιτικής γενι κά; Ποιο στοιχείο ήταν το σημαντικότερο: Η υποστήριξη του α κροδεξιού κόμματος ή η διαμαρτυρία κατά των κατεστημένων κομμάτων; Η εκλογική βάση της ακροδεξιάς στην Ολλανδία θα ε ξεταστεί στο πλαίσιο αυτό, με τη συζήτηση να εστιάζεται σε ένα α πό τα αμφιλεγόμενα ζητήματα της διεθνούς έρειτνας σχετικά με την ακροδεξιά (βλ., ΗαΐηΒνοιίΗ, 1992, δΐόϊδ, 1994, ΒϊΙΙϊεΙ και Οβ >νΐ«6,1995). Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια επιλογή υπέρ του Ν ν υ ή του ΟΡ θεωρούνταν, πρωτίστως, απόρροια ρατσιστικών πεποι θήσεων. Ο όρος «ρατσιστές ψηφοφόροι» χρησιμοποιούνταν ευ 63
ρέως προκειμένου να περιγράφει την ομάδα των (δυνητικών) ψη φοφόρων των ακροδεξιών κομμάτων (νβη ΟοηςεΙαβΓ, 1982: 134, Βγ3πΙ$ και Ηοςεηάοοηι, 1983:42). Ταυτοχρόνως, ήταν σαφές ότι εκείνο που ώθησε τα άτομα να επιλέξουν ένα ακροδεξιό κόμμα δεν ήταν μόνο το ρατσιστικό συναίσθημα. Οι ψηφοφόροι αισθά νονταν, επίσης, εγκαταλειμμένοι από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα και «το σύστημα» και η ψήφος υπέρ της ακροδεξιάς μπο ρούσε να θεωρηθεί «μια διαμαρτυρία των αδυνάτων» κοιτά των ι σχυρών (ΒονεηΚει* κ.ά., 1980:118). Πίνακας 7.2 Υποστήριξη του Κεντρώου Κόμματος (ΟΡ) και των Δημοκρατών του Κέντρου (ΟΟ) κατά περιοχή και βαθμό αστικοποίησης, 1981-98 1981 1982 (ΟΡ) (ΟΡ) Ολλανδία (%) Μέσο ποσοστό ανά περιοχή Καηάϋαά Υπόλοιπο χώρας Συντελεστής Κ&η<1$(8<1 /Υπολοίπου χώρας
1986 (ΟΡ)
1989 1994 1998 (ΟΟ) (ΟΟ) (ΟΟ)
0,1
0,8
0,4
0,9
2,5
0,6
0,23 0,06
1,0 0,29
0,6 0,18
1,4 0,52
2.8 2,0
0,67 0,58
3,7
3,4
3,3
2,7
1,4
1,2
0,1 0,2 0,3 0,3
0,4 0,5 0,7 0,8
1,8 2,0 2,3 2,4
0,4 0,5 0,6 0,8
0,9
2,0
4,1
0,9
Μέσο ποσοστό κατά βαθμό αστικοποίησης Μη αστικές περιοχές 0,3 Ελαφρώς αστικοποιημένες 0.2 0,7 Μέτρια αστικοποιημένες 0,1 0,7 Έντονα αστικοποιημένες 0,1 Πολύ έντονα 0,4 αστικοποιημένες 1,8
Σημείωση: Η περιοχή ΚαπάκΟά αποτελείται από τις δυπκές επαρχίες της βόρειας χαι της νότιας Ολλανδίας και την Ουτρέχτη. Η υπόλοιπη χώρα αποτελείται από όλες τις άλ λες επαρχίες. Η διάκριση και ο χαρακτηρισμός του βαθμού αστικοποίησης με τα χρόνια μεταβλήθηκε κάπως, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την τάση. Το 1988, το Ο ϋ δεν συμμετείχε στην επαρχία ΟτεπιΚο. Πηγή:θΆ!ί\άΐί·χ.ά.{\ν)Η).
64
Η δημόσια διαμάχη σχετικά με τη φύση της υποστήριξης των α κροδεξιών κομμάτων πυροδοτήθηκε από την είσοδο του .Ι3ηιη33( στην Κάτω Βουλή. Σχολιαστές εξέταζαν όλο και περισσότερο τις πιθανές διαφορές ανάμεσα στην ιδεολογία των ακροδεξιών πολι τικών και στα κίνητρα των ψηφοφόρων τους, καθώς επίσης στη σημασία της δυσαρέσκειας απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα και στο γεγονός ότι δεν εμπιστεύονταν ούτε αυτά ούτε και την πο λιτική (νβη δοΗεηόεΙεη, 1983, Οβ .Ιοη^ κ.ά., 1984). Εντούτοις, μια ικανοποιητική ή πειστική απάντηση ως προς τη σχετική σπουδαιότητα των ποικίλων κινήτρων των ψηφοφόρων δεν επρόκειτο να βρεθεί στα αποτελέσματα εμπειρικών αναλύσεων. Μια εξέταση των δύο βασικών εξηγήσεων μιας επιλογής υπέρ του ΟΡ, παρα δείγματος χάριν, οδήγησε σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα και σε διαφωνία μεταξύ των ερευνητών. Πραγματικά, υποστηρίχθηκε ό τι μια επιλογή υπέρ του ΟΡ είχε ως αφετηρία κυρίως «δύο είδη κι νήτρων: διαμαρτυρία κατά των μειονοτήτων και διαμαρτυρία κα τά της κατεστημένης πολιτικής εν γένει» (ν^η ΟοπκεΙααΓ και ν»η Ργ3»8, 1983: 103). Οι συγγραφείς διαφώνησαν, ωστόσο, με τον ν^η Π>οη5€ΐ33Γ που έβλεπε ως κυρίαρχο κίνητρο την ξενοφοβία, ενώ σύμφωνα με τον ν3η Ργ33§ επρόκειτο για γενικότερη πολιτι κή διαμαρτυρία. Η έρευνα σχετικά με την υποστήριξη της ακροδεξιάς δυσκο λευόταν σημαντικά εξαιτίας του ότι ατομικά δεδομένα σχεδόν δεν υπήρχαν καθόλου διαθέσιμα. Σε όλες τις έρευνες, τελικά, χρησιμοποιήθηκαν συγκεντρωτικά δεδομένα (εκλογικά αποτελέσματα, δείκτες ανεργίας, δομή ηλικιών, αριθμός εθνικών μειονοτήτων σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή κ.ο.κ.), γεγονός που έκανε την έ ρευνα όσον αφορά τα ατομικά κίνητρα των ψηφοφόρων δύσκολη. Οι δημοσκοπήσεις, εντούτοις, έριξαν κάποιο φως στο φαινόμενο. Συγκριτικά, το εκλογικό σώμα αποτελείτο από περισσότερους άνδρες από ό,τι γυναίκες, σχετικά λίγο μορφωμένους ψηφοφόρους, ανθρώπους που ζούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα του Ηαηάεείαά, άτομα χαμηλού εισοδήματος που ζητούσαν κοινωνικά επιδόματα, επίσης άτομα χωρίς θρησκευτικές πεποιθήσεις και εκείνους που 65
δεν διάβαζαν εφημερίδα (ϋε Ηοικί, 1983). Υποκειμενικά, οι ψη φοφόροι του ΟΡ ήταν σχετικά δυσάρεστη μένοι με τις προσωπικές συνθήκες στέγασης και γενικά δυσάρεστημένοι με την προσωπική τους κατάσταση, παρελθούσα και παρούσα,καθώς και με την κα τάσταση της χώρας ως σύνολο. Οι ίδιοι συνδύαζαν μια μάλλον ζο φερή οπτική τσυ μέλλοντος με την προσδοκία (μιας μη καλοδεχού μενης) αύξησης του αριθμού των αλλοδαπών στη γειτονιά τους που ήδη ήταν, κατά την άποψή τους, υπέρ το δέον πυκνοκατοικημένη. Οι ψηφοφόροι του ΟΡ είχαν τη γνώμη ότι τις δουλειές των ξένων θα έπρεπε να τις αναλαμβάνουν οι Ολλανδοί και ότι όλοι οι άνεργοι ξένοι θα έπρεπε να απελαύνονται. Όσον αφορά την ανα πτυξιακή βοήθεια και την ποινή τσυ θανάτου, υποστήριζαν πολύ συντηρητικές απόψεις. Σύμφωνα με αυτήν την εκτεταμένη έρευνα της κοινής γνώμης, θα έπρεπε να διακριθούν δυο ομάδες ακροδε ξιών ψηφοφόρων: τα «θύματα της κοινωνίας» και οι «υπερσυντη ρητικοί» (ϋε Ηοηά, 1983:6). Συμπερασματικά, η αποστροφή απέ ναντι στους ξένους και η διαμαρτυρία κατά της κατεστημένης πο λιτικής θεωρούνταν σημαντικά στοιχεία για την ακροδεξιά ψήφο, αν και το πρώτο φαίνεται να είναι ελαφρώς σημαντικότερο. Μια δεύτερη και πιο περιορισμένη μελέτη έδινε κυρίως έμφαση στη σπουδαιότητα του υποκειμενικού παράγοντα όσον αφορά την α ντίληψη κάποιου ότι αποτελεί «θύμα της κοινωνίας» (5θρε1, 1984). Οι ψηφοφόροι του ΟΡ μπορούσαν να ιδωθούν ως άτομα που βρίσκονταν σε δύσκολη κοινωνικοοικονομική θέση, που πί στευαν ότι οι μη ολλανδικές ομάδες του πληθυσμού υποστηρίζο νταν δυσανάλογα από το κράτος. Τα άτομα που ζούσαν στην ίδια γειτονιά με τους «ξένους» και που υιοθετούσαν την ιδέα αυτή, έ τειναν ιδιαιτέρως να ψηφίζουν ΟΡ. Το υπόδειγμα αυτό αρνητικής γνώμης απέναντι στους «ξέ νους» και τις εθνικές μειονότητες, σε συνδυασμό με αισθήματα δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας εναντίον των κατεστημένων πο λιτικών κομμάτων και κομματικών διαδικασιών, χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1980. Υπήρξε, εντούτοις, μια μετατόπιση στην ερμη νεία των κινήτρων των ακροδεξιών ψηφοφόρων προς την κατεύ 66
θυνση να θεωρηθεί η μεταβλητή της διαμαρτυρίας ως ο πλέον κα θοριστικός παράγοντας. Έτσι, υποστηριζόταν ότι υπήρχε ένας μι κρός σκληρός πυρήνας ακροδεξιών ψηφοφόρων, αλλά ο όγκος των ακροδεξιών ψηφοφόρων αποτελείτο από εκλογείς διαμαρτυ ρίας (ν»η Ηοίχίε^η, 1990). Γι’ αυτούς τους διαμαρτυρόμενους ε κλογείς, το ζήτημα της μετανάστευσης έπαιζε ακόμη σημαντικό ρόλο, αλλά η «πολιτική τάξη» ενοχοποιείτο ειδικότερα επειδή εί χε επιτρέψει μεγάλο αριθμό μεταναστών. Η έρευνα σχετικά με την ακροδεξιά είχε μια νέα ώθηση στις ε κλογικές αναμετρήσεις του 1994. Στις δημοσκοπήσεις, η υποστή ριξη τσυ Οϋ αυξήθηκε δραματικά στην περίοδο 1991-93. Το 1993, το Ο ϋ ήταν σταθερά πάνω από το 4%, με κορύφωση τον Νοέμβριο με μηνιαίο μέσο ποσοστό 5,5% (βλ., Διάγραμμα 7.1). Σε μια έρευ να γνώμης αντίστοιχη με εκείνη του 1983 βρέθηκαν πάλι τεκμήρια ότι το Οϋ αποκόμιζε κέρδη τόσο από τους υποστηρικτές των ιδε ών του όσο και από δυσαρεστημένους διαμαρτυρόμενους πολίτες (ναη (Ιογ νεεη και ΟϊοΚε, 1993). Όσον αφορά τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, δεν υπήρχαν σημαντικές αλλαγές α πό το 1983Η,αν και μεταξύ των ακροδεξιών υποστηρικτών υπήρξε κάποια μετατόπιση προς εκείνους με μεσαίο εισόδημα. Όσον α φορά τις υποκειμενικές τους αντιλήψεις, οι ψηφοφόροι του Οϋ το 1993 ήταν ακόμη περισσότερο δυσαρεστημένοι με τη ζωή τους α πό ό,τι άλλοι ψηφοφόροι, αλλά λιγότερο από ό,τι οι ψηφοφόροι του ΟΡ το 1983. Οι ψηφοφόροι του Οϋ το 1993 έβλεπαν τους εαυ τούς τους λιγότερο ως «θύματα της κοινωνίας». Η αντιφατικότητα στη σχέση μεταξύ του ΟΟ και των ψηφοφόρων του φάνηκε καθα ρότερα στις στάσεις των ψηφοφόρων απέναντι σε ορισμένα πολι τικά ζητήματα και απέναντι στο Οϋ ως πολιτικό κόμμα (βλ., Πίνα κα 7.3). Το 1993, όπως και το 1983, οι ακροδεξιοί ψηφοφόροι συμ μερίζονταν τη «σκληρή» άποψη του κόμματος σχετικά με την ανα πτυξιακή βοήθεια (σε χώρες του «Τρίτου Κόσμου») και τη θανατι κή ποινή και έδειχναν, επίσης, στάση αρνητική απέναντι στους ξέ νους - δηλαδή, έτειναν να πιστεύουν ότι οι ξένοι δεν θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα να εισέρχονται στη χώρα και ότι οι ήδη παρευ67
ριοκόμενοι θα ε'πρεπε να απελαύνονται ή να προσαρμόζονταν πλήρως στα ολλανδικά έθιμα και την κοινωνία. Εντούτοις, οι ψη φοφόροι αυτοί ήταν ελάχιστα πεπεισμένοι και αφοσιωμένοι οπα δοί: μόνο μια μειοψηφία πίστευε ότι το Οϋ είχε τις καλύτερες προτάσεις για την επίλυση των προβλημάτων σχετικά με τους ξέ νους, το ένα τρίτο δεν γνώριζε ότι ο .ΙαππιβαΙ ήταν ο αντιπρόσωπός «του» στην Κάτω Βουλή και πολύ λίγοι τον εμπιστεύονταν ιδιαίτε ρα ως μέλος του κοινοβουλίου. Το 1993, ένας στους δέκα ψηφοφό ρος του Οϋ ήλπιζε ότι το κόμμα τους (δηλαδή το κόμμα που κάπο τε ψήφιζαν ή σκόπευαν να ψηφίσουν) δεν θα εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο μετά τις επόμενες εκλογές και περίπου το ένα τρίτο δεν επιθυμούσε το κόμμα τους να συμμετάσχει σε κυβέρνη ση.
έτος
Διάγραμμα 7.1 Κεντρώοι Δημοκράτες στις δημοσκοπήσεις, Ιανου άριος 1990-Ιανουάριος 1999 Πηγή: (ΝΙΡΟ-ΟυΚΗ ΟβΙΙυρ, μηνιαίοι μέσο» όροι).
68
Πίνακας 7.3 Πολιτικές στάσεις αχ^οδεξιών ψηφοφόρων, 1983 και 1993 (αποτελέσματα σε %) Ψηςαρίφοι ΟΡ Λοαοι ψΐΝαμφχ ψ>)«|θ<ρύρο>Οϋ Λοιχοι γίΝυ^ίροι 1983 1983 1993 1993 Η αναπτυξιακή βοήθεια πρέπει να σταματήσει Επιστροφή της θανατικής ποινής για σοβαρά εγκλήματα
37
10
30
6
70
35
72
36
Δυνατότητα των ανθρώπων από αναπτυσσόμενε; χώρες να εισέρχονται σιη χώρα
5
21
11
31
Όλοι οι άνεργοι αλλοδαποί να απελαύνονται
76
29
72
32
Οι άνεργοι Ολλανδοί να παίρνουν τις δουλειές ίων ξένων και αυτοί μετά να απελαύνονται
57
15
52
24
93
69
39
19
30
12
40 14 26
3 6 53
Οι ξένοι που διαμένουν στην Ολ λανδία θα έπρεπε να φροντίζουν Καμία εμπκποσύνη στα μεγάλα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα Το χόμμα με τις καλύτερες προτάσεις για επίλυση των προβλημάτων με του; ξένου; είναι: •το 00 • κανένα •δεν γνωρίζω Δεν γνωρίζουν το άνομα του αντιπροσώπου του 0 0 στο Κοινοβούλιο (ΙιοπΜΐΙ) Πίστη στον ,ΙιηιηΒΐΙ ως μέλος του Κοινοβουλίου • μεγάλη • λίγη • σχεδόν καθόλου Δεν επιθυμούν εκπρόσωπο του 0170) στην Κάτω Βουλή μετάτις επόμενε; εκλογές Λεν επιθυμούν συμμετοχή του ΟΡΛΠ) στην κυβέρνηση
32
48
31
45
34 43 23
5 6 89
18 38 44
2 16 81
3
73
11
66
23
82
34
Ν=231
Ν-207
Ν=207
85 Ν-267
Πηγή: ν&η άετ νββη και ΕΜΛβ (1993)· ψηφοφόροι του ΟΡ και του ΟΟ θεωρούνται εκείνοι που δήλωσαν ότι έχουν ψηφίσει υπέρ του κόμματος στο παρελθόν ή προτίθενται να ψηφίσουν υπέρ αντσΰ στο μέλλον.
69
Στα μέσα ενημέρωσης, που κάλυπταν τα σκάνδαλα των ακρο δεξιών κομμάτων και των πολιτικιάν εκτενιός, ο δυσαρεστημε'νος (δυνητικός) ψηφοφόρος διαμαρτυρίας εμφανίστηκε ως το κλασι κό παράδειγμα ακροδεξιού εκλογέα στις εκλογές του 1994 (ναη Ηοΐϋΐο^η, 1995). Ο ημερήσιος και εβδομαδιαίος Τύπος φιλοξε νούσε άρθρα σχετικά με την εκλογική βάση του Οϋ και η δυσαρέ σκεια και η πολιτική διαμαρτυρία αναφέρονταν ως τα κύρια κίνη τρα των ψηφοφόρων. Η ιδέα της διαμαρτυρίας ως της κυρίαρχης κινητήριας δύναμης για την πλειοψηφία των ακροδεξιών ψηφο φόρων μπορεί να υποστασιοποιηθεί με τη χρησιμοποίηση της αποκαλούμενης «αναλυτικής θεωρίας για τις εκλογές δεύτερης τά ξης» (ΟρρβηΗιιΐχ κ.ά., 1996). Οι δεύτερης τάξης εκλογές -δηλαδή, εκλογές στις οποίες δεν διακυβεύεται η πολιτική εξουσία σε επί πεδο εθνικής κυβέρνησης (τουλάχιστο όχι στα μάτια των ψηφοφό ρων)· μπορούν να λειτουργήσουν ως δείκτες της κομματικής ι σχύος, ανάλογα με τη χρονική στιγμή των κοινοβουλευτικών (δη λαδή, της πρώτης τάξης) εκλογών. 'Οταν πραγματικά δεν διακυβεύεται μια τέτοια εξουσία οι ψηφοφόροι αντιλαμβάνονται τις το πικές, επαρχιακές και ευρωπαϊκές εκλογές ως κάποιο είδος ανώ τερης δημοσκόπησης. 'Οταν οι δεύτερης τάξης εκλογές διεξάγο νται λίγο πριν από εκείνες της πρώτης τάξης, κάποιοι ψηφοφόροι θα τις χρησιμοποιήσουν προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυ ρία τους: Ο τακτικισμός σε τέτοιες εκλογές που λειτουργούν ως «δεί κτες επίδοσης» χαρακτηρίζεται από μια προφανή απουσία συνεπειών για την κατανομή της εξουσίας αφενός, και από την εγρήγορση των πολιτικών και των μέσων ενημέρωσης αφετέρου. Στις συνθήκες αυτές, η στρατηγική ψήφος μπο ρεί να λάβει τη μορφή αυτού που γενικά αναφέρεται ως «ψήφος διαμαρτυρίας», ωφελώντας ιδιαιτέρως μικρά ριζο σπαστικά κόμματα. Γνωρίζοντας ότι οι πολιτικοί παρακο λουθούν προσεκτικά τα αποτελέσματα, ενώ δεν διακυβεύεται η πραγματική εξουσία, ορισμένοι ψηφοφόροι προφανώς χρησιμοποιούν την ευκαιρία (με το λεξιλόγιο των Βρε 70
τανώ ν χο ύ λιγ κ α ν) ν α «τους τα χώ σουν» (Ο ρροηήαίδ κ.ά.,
19%: 302). Όταν, ωστόσο, οι εκλογές δεύτερης τάξης διεξαχθούν αμέσως με τά τις εκλογές πρώτης τάξης, υπάρχει η τάση αυτές να αγνοούνται. Καθώς δεν αφορούν το ζήτημα της εξουσίας αλλά ούτε και προ σφέρουν την ευκαιρία για μια σημαντική εθνική ψήφο διαμαρτυ ρίας, οι ίδιοι συγγραφείς τις αποκαλούν «πεταμένες εκλογές» (ΐΗιχ>νν-3\ν3γ εΐεοΐϊοη). Έτσι, ενώ οι δεύτερης τάξης εκλογές που χρονικά προηγούνται δίνουν στον ψηφοφόρο την ευκαιρία να ψη φίσει «εκδικούμενος», οι δεύτερης τάξης εκλογές που έπονται των εκλογών πρώτης τάξης θα προσελκύσουν ιδιαίτερα ψηφοφό ρους που ψηφίζουν «με την καρδιά τους». Στις ολλανδικές εκλο γές του 1994, αυτό σήμαινε ότι περίπου το 7,4% των ψήφων που κέρδισε το ΟΟ στις τοπικές εκλογές, δύο μήνες πριν από τις κοινο βουλευτικές εκλογές, προέρχονταν κυρίως από «διαμαρτυρόμενους», ενώ ο πραγματικός πυρήνας υποστήριξης αποκαλύφθηκε στις ευρωεκλογές του επόμενου μήνα και ανήλθε στο πενιχρό 1% (Μυάάε και νβη Ηοίχίεγη, 1994, ν&η Ηοΐδίεχη, 1995). Ακολού θως, το ΟΟ συγκέντρωσε γενικά λιγότερο του 2% των ψήφων, πέ φτοντας στο 0,6% στις κοινοβουλευτικές εκλογές τσυ Μαΐου του 1998 (βλ., Πίνακα 7.1), και στο 0,5% στις ευρωεκλογές του Ιουνί ου του 1999.
Εξηγώ ντας την περιορισμένη επιτυχία τη ς ολλανδικής ακροδεξιάς
Η ολλανδική ακροδεξιά μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι μια από τις ελάχιστα επιτυχημένες εκπροσώπους της σημερινής δυτικοευρω παϊκής ακροδεξιάς. Ακόμη και η κορυφαία εκλογική επίδοσή της, 2,5% των ψήφων το 1994, ανέρχεται μόνο το μισό του μέσου όρου της εκλογικής υποστήριξης των ακροδεξιών κομμάτων σε δώδεκα δυτικοευρωπαϊκές χώρες στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 Ονεϊη&βΓβ κ.ά., 1995:42). Για να αποσαφηνίσουμε περαιτέρω την 71
περιορισμένη επιτυχία της ολλανδικής ακροδεξιάς, είναι διαφωτιστική μια σύντομη σύγκριση με το φλαμανδικό νΐαατη$ ΒΙοΚ (νΒ), (Φλαμανδικό Μπλοκ). Το 1982, τα δυο αυτά κόμματά ήταν τα μοναδικά ακροδεξιά κόμματα του τρίτου κύματος στη δυτική Ευρώπη που εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο συγκεντρώνο ντας περίπου το 1% των ψήφων (βλ., 5\νγη{»ΰ<1οιι\ν, Κεφ. 6). Πε ρισσότερα από δέκα χρόνια αργότερα, το νΒ συγκέντρωνε το 12,5% των ψήφων στις ευρωπαϊκές εκλογές του 1994. ενώ το ΟΟ κέρδισε απλώς το 1%. Πώς ήταν δυνατό η ολλανδική ακροδεξιά να είναι ένας από τους πρώτους επιτυχημένους εκπροσώπους του τρίτου κύματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ένας από τους λιγότερο επι τυχημένους στη δεκαετία του 1990; Στο κεφάλαιο αυτό θα συζητή σουμε την περιορισμένη επιτυχία του Οϋ ειδικότερα και της α κροδεξιάς στην Ολλανδία γενικότερα. Καθώς σχεδόν όλες οι με λέτες στρέφονται σε «εξωτερικούς» παράγοντες για να εξηγή σουν την επιτυχία των ακροδεξιών κομμάτων, εμείς θα ξεκινή σουμε την ανάλυσή μας διακρίνοντας εάν η απουσία των παραγό ντων αυτών μπορεί να εξηγήσει την έλλειψη επιτυχίας στην ολλαν δική περίπτωση. Οι περισσότερες από τις μελέτες αναφορικά με την επιτυχία των ακροδεξιών κομμάτων επικεντρώνονται στον εντοπισμό των αντικειμενικά ευνοϊκών περιστάσεων. Αυτό σημαί νει ότι ο πρωταρχικός λόγος της επιτυχίας των κομμάτων θεωρεί ται εξωτερικός - δηλαδή βρίσκεται έξω από τα κόμματα. Ακολου θώντας το επιχείρημα αυτό, θα μπορούσαμε να αναμέναμε ότι οι συνθήκες τροφοδότησης των ακροδεξιών κομμάτων δεν είναι τό σο ευνοϊκές στην Ολλανδία όσο σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Γενικά, στη σχετική συζήτηση εντοπίζονται δύο διαφορετικές, αν και αλληλοσυνδεόμενες ευνοϊκές συνθήκες: αισθήματα ενα ντίον της πολιτικής και ξενοφοβία (Βείζ, 1994). Το αντιπολιτικό συναίσθημα εμπεριέχει μια ευρείας έκτασης δυσαρέσκεια κατά «του πολιτικού» - δηλαδή, του συστήματος των κομμάτων, των πο λιτικών κ.ο.κ. Η σημασία των συναισθημάτων αυτών για το κομ 72
ματικό σύστημα είναι σαφώς ορατή στη σημερινή πολιτική ανατα ραχή στην Ιταλία, όπου χρόνια αυξανόμενης απογοήτευσης από το διαφθαρμε'νο πολιτικό σύστημα οδήγησε στη δημιουργία της Δεύτερης Δημοκρατίας, στην οποία όχι μόνο άλλαξε το σύστημα από πολλές απόψεις, αλλά οι περισσότεροι παίκτες-κλειδιά (πο λιτικοί και κόμματα) αποβλήθηκαν και ακόμη πολλά άτομα κατα δικάστηκαν (βλ., Μ ο γ Ιϊπ ο , 1996, ΚοκειΚΗαΙ, 1996). Ασφαλώς, η Ιταλία είναι εξαίρεση, αλλά αυξανόμενες και αποσταθεροποιητι κές μορφές αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στην πολιτική έ χουν εντοπιστεί και σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, όπως στην Αυστρία (βλ., Κεφ. 3) και το Βέλγιο (Κεφ. 6). 'Οταν παρατηρούμε συγκριτικά δεδομένα, βλέπουμε ότι παραδοσιακά οι Ολλανδοί εί ναι ένας από τους πιο ικανοποιημένους λαούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι δεν υπάρχει υποχώρηση στο επίπεδο της συνολι κής τους ικανοποίησης την περίοδο 1974-94 (βλ., ΕιΐΓθΙ)3ΐΌΠιεΐεΓ, 1995, 50Ρ, 1996). Από την άλλη πλευρά, οι Μελέτες Εθνικών Ε κλογών στην Ολλανδία δείχνουν ότι ουσιαστικό τμήμα του ολλαν δικού εκλογικού σώματος σε ποσοστό άνω των 20 μονάδων μπορεί να ταξινομηθεί στους πολιτικά (πολύ) κυνικούς9. Μολονότι το ποσοστό αυτό δεν έχει αυξηθεί πραγματικά στη δεκαετία που πέρασε, υποδηλώνει ωστόσο ότι υπάρχει τουλάχιστο εύφορο έδα φος ώστε τα κόμματα να επωφεληθσύν από την πολιτική διαμαρ τυρία. Εκτός από ατομικά δεδομένα της έρευνας, υπάρχουν διάφο ροι άλλοι δείκτες αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στην πολι τική. Ένας από τους πιο συχνά χρησιμοποιούμενους είναι η χαμη λή εκλογική συμμετοχή (Αικ1ε\νε§, 1996, ΒβΙζ, 1994, Ροβίιηϋίε, 1996). Η Ολλανδία δεν εξαιρείται από τη γενική τάση της φθίνσυσας προσέλευσης των ψηφοφόρων στις κάλπες. Έστω και αν συ γκριτικά η προσέλευση στις κοινοβουλευτικές εκλογές είναι ακό μη μάλλον υψηλή, παρ’ όλα αυτά μειώνεται ελαφρά: το 1998 ση μειώθηκε η χαμηλότερη προσέλευση (73,3%) στις κοινοβουλευτι κές εκλογές από την κατάργηση της υποχρεωτικής ψηφοφορίας το 1970. Η τάση αυτή της φθίνσυσας προσέλευσης είναι πιο φανερή 73
στις εκλογές δεύτερης τάξης, ειδικά στις περιφερειακές και ευρω παϊκές εκλογές. Στις ευρωεκλογές του 1994, η προσέλευση ήταν στο χαμηλότερο σημείο στην Ολλανδία (την Πορτογαλία και το Η νωμένο Βασίλειο), όπου ψήφισε μόνο το 35%. Στις ευρωεκλογές του 1999 το ποσοστό αποχής στην Ολλανδία ήταν 70%, όχι πολΰ πίσω από το ποσοστό 77% του Ηνωμένου Βασιλείου. Έτσι, ακόμη και να αποδεχθούμε ότι τα αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην πολιτική στην Ολλανδία είναι λιγότερο διαδεδομένα από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είναι σαφές ότι η α κροδεξιά κινητοποιεί μόνο μικρό μέρος τους. Η δεύτερη όψη μιας γενικά ευνοϊκής κατάστασης που τροφο δοτεί τα ακροδεξιά κόμματα είναι η ξενοφοβία ή, μάλλον, η ισχυ ρή δυσαρέσκεια από την παρουσία μεγάλου και/ή αυξανόμενου αριθμού μεταναστών. Εάν η ακροδεξιά του τρίτου κύματος έχει ταυτιστεί με κάποιο διακύβευμα, αυτό είναι το διακύβευμα της με τανάστευσης (νοη Βεγπιε, 1988, Ηιΐδ&Ηηώ;, 1992η). Η εξήγηση α κολουθείτο ίδιο πρότυπο με την επιχειρηματολογία για τα αρνητι κά αισθήματα απέναντι στην πολιτική: η περιορισμένη επιτυχία της ολλανδικής ακροδεξιάς μπορεί να εξηγηθεί από την περιορι σμένη διάδοση της ξενοφοβίας στην Ολλανδία. Επαναλαμβάνου με ότι τα εμπειρικά δεδομένα απορρίπτουν ή τουλάχιστον υπονο μεύουν αυτή την κατεύθυνση συλλογισμού. Διάφορες έρευνες δεί χνουν ότι σημαντικές ομάδες του ολλανδικού πληθυσμού πιστεύ ουν ότι υπάρχουν πάρα πολλοί ξένοι στην Ολλανδία που θα έπρε πε να εγκαταλείψουν τη χώρα (αφού τελειώσουν τη δουλειά τους) ή ότι ό αριθμός των αιτούντων άσυλο είναι πολύ υψηλός (Μοοτδ και ΒεεΙδ, 1991,50Ρ, 1996). Το 1994, «η μετανάστευση και οι εθνι κές μειονότητες» θεωρούνταν από τους περισσότερους ψηφοφό ρους το κύριο εθνικό πρόβλημα στην Ολλανδία (Α3Γ15, 1995). Σε σύγκριση με χώρες με επιτυχή ακροδεξιά κόμματα, όπως το Βέλ γιο και η Γαλλία, το ποσοστό των ανθρώπων που θεωρεί τον αριθ μό των «ξένων» στη χώρα τους πολύ υψηλό δεν είναι πολύ χαμη λότερο (57,5% και 47% αντιστοίχως το 1994, βλ., ΜεΙϊοΗ, 1995). Ακόμη και αν οι διαφορές είναι σχετικά μεγαλύτερες στην περί74
πτώση της αποδοχής των ξένιον (ειδικά από τη Νότιο Μεσόγειο) και των αιτούντων άσυλο, όπως και στην περίπτωση ενός γενικό τερου «δείκτη ξενοφοβίας» (ΜεΙΐοΗ, 1995), παραμένει το γεγονός ότι η ακροδεξιά στην Ολλανδία είναι πολύ λιγότερο επιτυχής στο να επωφεληθεί από τις υπάρχουσες συνθήκες. Καταλήγουμε ότι οι συνθήκες, όσον αφορά τις στάσεις απένα ντι στην πολιτική και τους μετανάστες, είναι μόνο ελαφρά λιγότερο ευνοϊκές στην Ολλανδία από ό,τι σε άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Τ ο γεγονός αυτό, επομένως, δεν μπορεί να εξηγήσει τα σχετικά φτωχά εκλογικά αποτελέσματα των ολλανδικών ακροδε ξιών κομμάτων. Ας εξετάσουμε και άλλες χώρες για περισσότε ρες πιθανές εξηγήσεις. Μια από τις λίγες περιπτώσεις ανεπιτυ χούς ακροδεξιάς εκλογικής κινητοποίησης που έχει συγκεντρώ σει σοβαρό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον είναι η περίπτωση της Αγ γλίας. Στην αγγλική περίπτωση, η αποτυχία της ακροδεξιάς εξη γείται γενικώς από δύο εξωτερικούς παράγοντες: από το εκλογι κό σύστημα (ΕΙβεΓδ και Ρεηηειη», 1993, ν»η Οοηδεΐ33Γ, 1995) και από το γεγονός ότι το Συντηρητικό Κόμμα υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ θάτσερ αφαίρεσε το ζήτημα της μετανάστευσης από την ατζέντα της ακροδεξιάς (Ε3ΐννεΙΙ,1992, Τ3>Ίογ, 1993). Η πρώτη εξήγηση ηχεί εύλογη, καθώς το πλειοψηφικό σύστη μα επιτρέπει μόνο έναν νικητή σε κάθε μια εκλογική περιφέρεια (αλλά βλ., Ε3ΐ\νεΙ1, Κεφ. 8). Αυτό το είδος συλλογισμού, εντούτοις, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ολλανδική περίπτωση με το σύστημα της ακραίας αναλογικής εκπροσώπησης, που θεωρείται ένα από τα πιο ανοιχτά πολιτικά συστήματα στον κόσμο (Αιιόε\νε£ και Ιηνϊη, 1993). Επιπλέον, η ολλανδική πολιτική έχει παρά δοση κομματικού πλουραλισμού που θεωρείται πολύτιμη από πο λιτικούς τόσο μικρών όσο και μεγάλων κομμάτων, καθώς επίσης από ψηφοφόρους. Στην Ολλανδία το να ψηφίσεις μικρά κόμματα δεν θεωρείται χαμένη ψήφος. Πράγματι, το 1994 80% του εκλογι κού σώματος διαφωνούσε με τη δήλωση ότι άνθρωποι που ψηφί ζουν υπέρ ενός μικρού κόμματος χάνουν την ψήφο τους και 49% διαφωνούσε με τη δήλωση ότι μόνο μεγάλα κόμματα έχουν πραγ 75
ματική σημασία στην πολιτική (ΑηΙ<€Γ και ΟρρεηΗαίχ, 1995: 64). Καθώς ένα πολιτικό κόμμα δεν χρειάζεται περισσότερους από 0,67% των ψήφων για να καταλάβει μια έδρα στο Κοινοβούλιο, νέα κόμματα εισέρχονται στον πολιτικό στίβο πολύ συχνά (βλ., ί ιι α ί Γ ά ϊ ε , 1996). Το μόνο πιθανό αρνητικό στοιχείο του εκλογικού συστήματος για την ολλανδική ακροδεξιά μπορεί να θεωρηθεί ότι ο ψηφοφόρος έχει μια πολύ ευρεία ποικιλία κομμάτων μεταξύ των οποίων μπορεί να επιλέξει, διαχέοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνη τική υποστήριξη. Ακόμη, το γεγονός ότι δεν ήταν τόσο πολύ η α κροδεξιά που επωφελήθηκε από την ουσιαστική απώλεια ψήφων των κατεστημένων κομμάτων, δηλαδή του Χριστιανοδημοκρατικού και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στις κοινοβουλευτι κές εκλογές του 1994, όπως αναμενόταν γενικά, αλλά κάποια άλ λα κατεστημένα κόμματα και δύο μάλλον «νέα» κόμματα -το ΞοόΐαΙάίάαΗε Ραπϊ] (Σοσιαλιστικό Κόμμα, δΡ) και το ΑΙξβηκεη Οαάεκη νεώοηά (Γενική Ένωση των Ηλικιωμένων, ΑΟν) (βλ., Ιηνϊη, 1995)- αποδεικνύει για ακόμη μία φορά ότι οι επιδόσεις της ολλανδικής ακροδεξιάς είναι πολύ ισχνές παρά τις γενικά ευ νοϊκές περιστάσεις. Η δεύτερη εξήγηση, όσον αφορά την αγγλική περίπτωση, έχει επίσης χρησιμοποιηθεί πρόσφατα στην Ολλανδία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εκπληκτικά πενιχρή επίδοση του Οϋ στις κοινοβουλευτι κές εκλογές του 1994 έχει εξηγηθεί, εν μέρει, από τη νίκη του συντηρητικο-φιλελεύθερου νοί&ραηΐ} νοοη νή)Ηεΐά εη ϋεηιοοταίΐε (Λαϊκό Κόμμα της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας, ν \Ό ) (βλ., Βπΐΐ, 1994, Ρεηηειπβ, 1995). Υποστηρίζεται ότι το κόμμα αυτό έ χει κερδίσει ψηφοφόρους εξαιτίας του ζητήματος της μετανάστευ σης, σχετικά με το οποίο ο ηγέτης του κόμματος, Ριϊΐδ ΒοΙΚεχΙεΐη, διατύπωσε πολλές φορές τις απόψεις του τα τελευταία χρόνια, θ α έπρεπε να σημειωθεί ότι αυτή η διαμάχη σε μεγάλο βαθμό «κατα σκευάστηκε» από έντονες, κάπως υπερβολικές αντιδράσεις των ΜΜΕ και από αντιδράσεις άλλων πολιτικών στις (περιστασιακές) παρατηρήσεις του ΒοΙΚεςίεΐη. Εντούτοις, πιο σημαντικό από τις τοποθετήσεις του ηγέτη του Υ \Ό για τη μετανάστευση ήταν το γε 76
γονός ότι αυτός ταυτίστηκε στα μέσα ενημέρωσης με το εν λόγω ζήτημα (ΚΙεϊππ^εηΗυΐ» και Ρεηηϊηβχ, 1995). Στην ολλανδική περί πτωση, δεν υπάρχουν πειστικά τεκμήρια που να θεμελιώνουν την άποψη ότι η παραδοσιακή δεξιά οικειοποιήθηκε το ζήτημα και ε πομένως τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς. Πάνω απ’ όλα, τα «τεκμήρια» βασίζονται πρωταρχικά στις μετατοπίσεις των ψηφο φόρων σε συγκεντρωτικό επίπεδο. Οι πληροφορίες οχετικά με τα κίνητρα των νέων ψηφοφόρων του ν ν ϋ δείχνουν ότι το ζήτημα της μετανάστευσης δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κομματική τους επιλογή (&1ιπιεε(5 κ.ά., 1996, Ιπνΐη και ναη Ηοίχΐβ^η, 1997). Επίσης, εάν υπήρξε ενδεχομένως κάποια τέτοια επίδραση όσον αφορά την εκλογική υποστήριξη του ν \Ό , μπορεί το κόμμα να κέρδισε μεν ορισμένους ψηφοφόρους με βάση το ζήτημα αυτό αλ λά, ταυτόχρονα, να έχασε κάποιους άλλους (Κ1εΐηηϊ-.1εη1ιιιΐ5 κ.ά., 1995:140). Επιπροσθέτως, δεν έχουμε αποδείξεις ότι αυτοί οι ψη φοφόροι σκέφτηκαν, έστω, να ψηφίσουν ένα ακροδεξιό κόμμα. Επιπλέον, υπάρχει ένα θεωρητικό πρόβλημα: το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην περίπτωση κάποιων άλλων χωρών. Στη Γαλλία και το Βέλγιο (δηλαδή, στη Φλάνδρα), παραδείγματος χάριν, υποστηρίζεται γενικώς ότι κα θώς η παραδοσιακή δεξιά ήταν περισσότερο απορροφημένη με το ζήτημα της μετανάστευσης, αυξήθηκε η υποστήριξη της ακροδε ξιάς, αφου έτσι παρεχόταν νομιμοποίηση και δινόταν περίοπτη θέση στο ζήτημα και, κατ’ επέκτασιν, στο ακροδεξιό κόμμα (ΡΐΙζιηβυποβ, 1992, ΚϋΚπΙ, 1992). Όπως επαναλαμβάνει ο ηγέτης του ΡγοπΙ Ν»ΐΐοη»1 (ΡΝ), Ζαν-Μαρί Λε Πεν, οι άνθρωποι προτι μούν το γνήσιο παρά το αντίγραφο. Το ερώτημα είναι και πάλι, συνεπώς γιατί η ολλανδική περίπτωση ήταν διαφορετική, δηλαδή γιατί στην Ολλανδία το γνήσιο είναι πιο αδύναμο από το αντίγρα φο - εάν υπήρχε καθόλου πραγματικό αντίγραφο. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί σε εσω τερικούς παράγοντες. Το ευνοϊκό υπέδαφος πρέπει να χρησιμο ποιηθεί από.έναν «πολιτικό επιχειρηματία» (ΙβΠίζΐ, 1996), αλλά δεν είναι το ίδιο πετυχημένος κάθε επιχειρηματίας. Εάν υπάρχει 77
ένας κοινός τόπος στην ιστορία της ακροδεξιάς στην Ολλανδία, αυτός είναι ότι απλώς η ακροδεξιά εκεί είναι πολύ «δύναμη (οργανοπικά, εκλογικά, ιδεολογικά) για να καταστεί πραγματική πο λιτική δύναμη. Ενώ το ΟΡ και το νΒ είχαν σχεδόν το ίδιο επίπεδο εκλογικής υποστήριξης <πις αρχές της δεκαετίας του 1980, το νΒ ήταν σε θέση να διευρύνει σημαντικά την υποστήριξή του. Το νΒ επωφελήθηκε από το γεγονός ότι το Υΐααηιχί’ υίκΓαΙεη εη Οετηοεταίεη (Φλαμανδοί Φιλελεύθεροι και Δημοκράτες, νίΛ)) υιοθέτη σε τα θέματά «του» που ήταν εκείνα της μετανάστευσης και του νόμου και της τάξης, και, ως (ΐποτέλεσμα. κυριάρχησε στην πολιτι κή καμπάνια για τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1991 (Μαόοηε, 1994). Σε οξεία αντίθεση, το ΟΟ παρέμεινε ένα αουτσάιντερ, α κόμη και όταν το Vν θ κατέστησε τη μετανάστευση ένα από τα ζη τήματα της εκλογικής του εκστρατείας 1994. Ένας λόγος για τον οποίο το ΟΡ και τα διάδοχά του κόμματα ουδέποτε εκμεταλλεύθηκαν πλήρως τις ευκαιρίες που τους προσφέρονταν, είναι ότι πρόκειται για κόμματα με κακή οργάνωση, χωρίς στελέχη και μέλη. Επιπλέον, και εν μέρει εξαιτίας αυτού, η ολλανδική ακροδεξιά μαστιζόταν πάντα από σκάνδαλα και δια σπάσεις. Επομένως, ουδέποτε μπόρεσε να παρουσιάσει επιτυχώς στον ψηφοφόρο το δυνητικά «ελκυστικό προϊόν της»10. Σε σύγκρι ση με τα καλά οργανωμένα και επαγγελματικά κόμματα, όπως το νΒ και το ΡηϊΗβίιΙΐαΗε Ραήεί ΟχίειτεπΗχ (ΡΡΟ), το ΟΟ απέτυχε να πείσει τον ψηφοφόρο ότι αποτελούσε βιώσιμη εναλλακτική λύση απέναντι στα κατεστημένα κόμματα. Τα στοιχεία για τους ψηφο φόρους που παρουσιάστηκαν προηγουμένως, δείχνουν σαφώς τη διφορούμενη σχέση πολλών ψηφοφόρων του 0 0 με το κόμμα «τους». Επίσης, το απλό γεγονός ότι το ΟΟ και το ΟΡ’86 ανταγωνί ζονταν στις ίδιες εκλογές είχε ως αποτέλεσμα, τελικώς, να μείνουν και τα δύο έξω από διάφορα τοπικά συμβούλια, ενώ εάν είχαν κατεβεί μαζί θα είχαν κερδίσει αρκετές ψήφους, επαρκείς τουλάχι στον για μία έδρα. Η εξήγηση αυτή, εντούτοις, οδηγεί σε ένα άλλο ερώτημα: γιατί τα ακροδεξιά κόμματα στην Ολλανδία είναι τόσο αδύναμα εσωτε 78
ρικά; Ο κοινός τόπος που εξηγεί τόοο την οργανωτική όσο και την εκλογική αδυναμία της ολλανδικής ακροδεξιάς συνοψίζεται στην προσωπικότητα του Ηϋπχ •ΙαππικαΙ11. Σύμφωνα με τους περισσότε ρους παρατηρητε'ς, αυτός δεν διαθέτει τις πολιτικές δεξιότητες (ε νός Οε\νΐηΐθΓ ή Η3Ϊϋει·) που είναι απαραίτητες για να συγκροτή σει μια καλή οργάνωση και να εκμεταλλενθεί πλήρως τη δυσαρέ σκεια του εκλογικού ικόματος. Εάν, λοιπόν, ο ,ΙαηπΉαΠ μπορούσε να αντικατασταθεί από κάποιο άτομο ανώτερου βεληνεκούς, τότε η ολλανδική ακροδεξιά, λογικά, θα απολάμβανε επιτυχίες όπως η φλαμανδική ή η αυστριακή ακροδεξιά. Όσο εύλογο και αν ακούγεται αυτό το επιχείρημα, διαθέτει ωστόσο αρκετές αδυναμίες. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο .ΙαπιπαβΙ επέδρασε αρνητικά στην ορ γανωτική ικανότητα της ακροδεξιάς στην Ολλανδία. Από την εκ δίωξή του από το ΟΡ το 1984, κατέστησε σαφές ότι ένα τέτοιου εί δους κομματικό πραξικόπημα θα ήταν αδύνατο στο νέο κόμμα του, το Οϋ. Επίσης, οι συνομιλίες για συγχώνευση μεταξύ του Οϋ και άλλων ακροδεξιών κομμάτων (κυρίως του ΟΡ’86) συχνά μα ταιώνονταν από τον ,1<ιηπΐ33ΐ ή έφταναν σε αδιέξοδο από την απο στροφή που ένιωθαν οι ηγέτες των άλλων κομμάτων απέναντι του. Παρ’ όλα αυτά, ο .Ι3 η π ΐ3 3 ( είναι ο μοναδικός αρχηγός της μεταπο λεμικής ακροδεξιάς στην Ολλανδία που κατόρθωσε να βάλει το κόμμα του (και τον εαυτό του) στο Κοινοβούλιο. Κάποιος μπορεί ακόμη να υποστηρίξει ότι την επιτυχία του την οφείλει στο όνομά του όσο και (ή ακόμη περισσότερο από ό,τι) στο όνομα του πολιτι κού κόμματος. Έρευνες δείχνουν ότι ο ^ηπΐ33ΐ είναι ένας από τους πιο γνωστούς πολιτικούς στην Ολλανδία: το όνομά του είναι γνωστό σε περισσότερο από το 90% των ψηφοφόρων (Απ^γ, 1995: 206-7). Είναι, επίσης, σημαντικό ότι το 1993 μόνο το ένα τέ ταρτο των Ολλανδών ψηφοφόρων είχαν τη γνώμη ότι το Οϋ θα ή ταν πιο ελκυστικό χωρίς τον .ΙαηπιααΙ (ναη άετ νεεη και ΟΐοΚε, 1993:21). Φυσικά, το αποτέλεσμα των κοινοβουλευτικών εκλογών του 1998 και η απώλεια της έδρας από τον ^ηπίίΐαΐ ήταν προσωπι κή και κομματική αποτυχία, αλλά χωρίς να διαταράξει ουσιαστι κά την ηγετική του θέση στο ΟΟ. 79
Μια εναλλακτική ερμηνεία προτάθηκε από τον ν3η Οοη$€ΐ&3Γ, που εξηγεί την αδυναμία της ολλανδικής ακροδεξιάς εξαιτίας του καταπιεστικού κοινωνικού και νομικού κλίματος στην Ολλανδία. Αυτό οδηγεί στο αποκαλούμενο δίλημμα προσαρμογής για την α κροδεξιά: από τη μια πλευρά οι εκπρόσιοποί της πρέπει να καταστήσοιτν μετριοπαθέστερη τη στάση τους λόγω της απειλής της ποινικοποίησης και της νομικής καταστολής αλλά, από την άλλη, δεν μπορούν να είναι πολύ μετριοπαθείς επειδή θα φανέρωναν έ να πολύ αόριστο πολιτικό προφίλ και επομένως θα έχαναν μέλη και ψηφοφόρους του σκληρού πυρήνα (ν<ιη ΟοηκεΙααΓ, 1995: 13). Αν και ευλογοφανής, η εν λόγω άποψη συναντά κάποιες δυσκο λίες εμπειρικής επαλήθευσης. Πρώτον, δεν μπορεί να ελεγχθεί, α φού το κοινωνικό και νομικό κλίμα πάντοτε υπήρξε κατασταλτικό και έτσι η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι σταθερά. Δεύτερον, φαίνε ται να προϋποθέτει ότι η ακροδεξιά ψηφίζεται πρωταρχικά λόγω υποστήριξης παρά λόγω διαμαρτυρίας, πράγμα που αντιφάσκει προς την επικρατούσα ερμηνεία που παρουσιάσαμε προηγούμε να. Τέλος, η περίπτωση του πρώην ϋοηχηνΛηίζήςεΗε Ραηί) [ναη] ΝεάβΗαηά (Κομμουνιστικό Κόμμα Ολλανδίας, ΟΡΝ) δείχνει ότι είναι δυνατό να συγκροτηθεί ένα καλά οργανωμένο πολιτικό κόμ μα σε συνθήκες ακραίας καταστολής στην Ολλανδία (βλ., νειτίρχ, 1995). Αν και αποδεχόμαστε το γεγονός ότι το καταπιεστικό κοινωνι κό και νομικό κλίμα στην Ολλανδία δημιουργεί οργανωτικά προ βλήματα για την ολλανδική ακροδεξιά, η περίπτωση του ΟΡΝ δεί χνει ότι αυτά μπορούν να ξεπεραστούν, ειδικά όταν υπάρχει υπο στήριξη από άλλους. Όπως σε πολλές άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, οι Κομμουνιστές στην Ολλανδία έπρεπε να ζήσουν σε συν θήκες ισχυρής καταστολής, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950. Ακό μη, είχαν δύο πλεονεκτήματα ενώ οικοδομούσαν και διατηρούσαν έναν ισχυρό κομματικό μηχανισμό. Πρώτα απ’όλα, είχαν την υπο στήριξη του κομμουνιστικού κόσμου, κυρίως της Σοβιετικής Ένω σης. Μάλιστα, όχι μόνο είχαν οικονομική υποστήριξη, αλλά η Σο βιετική Ένωση εξασφάλιζε την εκπαίδευση των στελεχών - απα 80
ραίτητη για τη διατήρηση μιας οργάνωσης, αλλά σχεδόν αδύνατη σε συνθήκες ισχυρής καταστολής. Δεύτερον, οι Κομμουνιστε'ς εί χαν αρκετά κοινή ιδεολογική και οργανοπική ιστορία με τους Σο σιαλδημοκράτες, ώστε να μπορούν να διασυνδε'σουν τον πολιτικό τους αγιόνα με θέματα αποδεκτά από μεγάλα τμήματα του πολιτι κού κατεστημένου. Έστω και αν η ηγεσία του σοσιαλδημοκρατι κού Ραηί] ναη άβΑώβίά (Εργατικού Κόμματος, ΡνάΑ) ήταν μεταξύ των κύριων αντιπάλων του ΟΡΝ και αντίστροφα, οι ακτιβιστές στο περιφερειακό και το τοπικό επίπεδο και των δύο κομμάτων δεν ή ταν τόσο αυστηρά διαχωρισμένοι και συχνά εργάζονταν από κοι νού σε διάφορες οργανώσεις πρώτης γραμμής του Κομμουνιστι κού Κόμματος. Έτσι ερχόμαστε στο πιο ειδικό πρόβλημα των ολλανδικών ακρο δεξιών κομμάτων: αντίθετα με τα συγγενή κόμματα σε ορισμένες άλλες χώρες, αυτά δεν ωφελούνται από μια οργανωμένη εθνικι στική υποκουλτούρα (ΜικΙάε, 1994). Στην περίπτωση του νΒ , το κόμμα αυτό ξέφυγε από το πολιτικό περιθώριο αφού εισήγαγε την αποκαλούμενη «επιχειρησιακή ανανέωση», σύμφωνα με την ο ποία διάφορα νεολαιίοτικα μέλη του νΒ , κυρίως πρώην ηγετικά στελέχη εθνικιστικής νεολαίας και σπουδαστικών οργανώσεων, ενσωματώθηκαν στην κομματική ηγεσία (Μιιϋιΐο, 1995). Επίσης, κόμματα όπως το Αυστριακό ΡΡΟ ωφελήθηκαν από το ευρύ γερμανοεθνικό Ιμ§€γ, ενώ το ΡΝ του Λε Πεν προσελκύει ανώτερης μόρφωσης στελέχη από δίκτυα όπως το Ουύ άβ ΙΉοΗο^β και διά φορα νεοδεξιά κανάλια. Σε οξεία αντίθεση, η ολλανδική ακροδε ξιά έπρεπε να τα κάνει όλα μόνη της, σε πλήρη σχεδόν απομόνω ση και κάτω από ισχυρή κοινωνική και νομική πίεση. Η απουσία ολλανδικής εθνικιστικής υποκουλτούρας προκαλείται από το γεγονός ότι στην Ολλανδία, αντίθετα από χώρες ό πως το Βέλγιο (Φλάνδρα) και η Αυστρία, το αποκαλούμενο εθνι κό ζήτημα δεν παίζει απολύτως κανένα σημαντικό ρόλο. Ένας λό γος γι’ αυτό μπορεί να είναι η μακρά παράδοση των Ολλανδών ως εμπορικού έθνους με διεθνή προσανατολισμό, που δεν επιτρέπει στενόμυαλο εθνικισμό. Επίσης, αν και λογικά νέα χώρα στα σημε 81
ρινά της σύνορα, η εθνική ταυτότητα ή η ακεραιότητα της Ολλαν δίας ουδέποτε απειλήθηκαν, εκτός από την πενταετία της γερμα νικής ναζιστικής κατοχής. Το σταθερό αυτό αίσθημα «εθνικής α σφάλειας» μπορεί να εξηγεί την απουσία του εθνικού ζητήματος από την πολιτική ατζέντα12. Συνεπώς, σχεδόν κάθε μορφή ολλαν δικού εθνικισμού συνδεόταν άμεσα με την ακροδεξιά - και σε με γάλο βαθμό παρε'μενε διαχωρισμένη από το «δημοκρατικό» στρα τόπεδο. Συναφή ζητήματα, όπως η εθνοτική ή η πολιτιστική ταυτό τητα είναι ομοίως ύποπτα και δεν διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην πολιτική διαμάχη. Συνεπώς, τα ακροδεξιά κόμματα έχουν μι κρή ή καθόλου δυνατότητα να διασυνδεθούν μεταξύ τους επωφε λώς με θέματα που να διαθέτουν ευρύτερη υποστήριξη ή και να συνεργαστούν με οργανώσεις και επομένως υποχρεώνονται, σε έ να ρόλο περιθωριακό.
Σημζιώοεις Μια προκαταρκτική εκδοχή του κείμενου αυτού παρουσιάστηκε ως εισή γηση με τίτλο «Μικρή και Αγαπιζόμενη: Ορισμένες Σκέψεις για την Περιορι σμένη Επιτυχία της Ολλανδικής Ακροδεξιάς» στο Διεθνές Συνέδριο για τον Πολιτικό Εξτρεμισμό, την Εχθρότητα και τη Βία απέναντι στους Ξένους και Άλλες Περιθωριοποιημένες Ομάδες, Λουμπλιάνα, 22-24 Μαρτίου 19%. Στη νέα γραφή, ωφεληθήκαμε από σχόλια των ΡβιιΙ ΗαίηηνοηΗ και .Ιβαρ νβη ΟθΠ56ΐ33Γ.
1. Το 5ΐκΗιίηξ Οαά ΡοΙΐιϊίΙκ ϋίΙΐηηικηΚη (Ίδρυμα για Πρώην Πολιτικούς Εγκληματίες. δΟΡΟ) και το ΜβΗίχβηίββηχΗαρ Εαπ>ρα ίη άΐ Ιλ ιρ ΐΜηάβη (Κοινοτική Ευρώπη Εργαζομένων στις Κάτω Χώρες, \ ν Ε ί ί ) - το ολλανδικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κινήματος με βάση το ΜβΙγπο. Για μια γε νική ιστορία της πρώιμης μεταπολεμικής ακροδεξιάς, βλ. νβη Οοη5«ΐ33Γ (1991,1993), Ιϋύ£ΐ(ίη8« και Ρββρο(1970)και ΗϊγΙ (1987). 2. Μετά πολλών ετών συζητήσε ις. στις 8 Μαρτίου 1978 το Ν ν υ χαρακτηρί στηκε από το δικαστήριο του Αμστερνταμ «ένωση εγκληματική». Εξαιτίας νο μικών τεχνικών ζητημάτων αυτό σήμαινε ότι το κόμμα δεν απαγορευόταν μεν και επομένως ήταν ακόμη νόμιμο, αλλά αποκλειόταν η συμμετοχή του στις ε κλογές. Αυτή η περίεργη απόφαση αναιρέθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1979, το οποίο αποφάσισε ότι εφόσον το κόμμα δεν είχε απαγορευθεί, δεν 82
μπορούσε και δεν έπρεπε να παρακωλυθεί η λειτουργία του ως πολίτικου κόμ ματος με οποιονδήποτε τρόπο (βλ., ΕχΚεχ, 1988, ν&η Οοπκ Ιββγ. 1991:165-7). 3. Ο .ΓΟ.Η. (Η3η$) ί3ηπΐ33ΐ γεννήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1934 στην Οοιιώι. Αφού για δύο χρόνια σπούδασε αεροναυπηγική, αναγκάστηκε να διακόψει επειδή ο πατέρας του χρεοκόπησε. Μετά πολλά, περισσότερο ή λιγότερο ανεπιτυχή επαγγέλματα, ανάμεσα στα οποία και δύο χρόνια ως «θ35ΐ8Γ-Ι>είΐ6Γ» στη Γερμανία, αποφάσισε να επανέλθει στο πανεπιστήμιο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ σε ηλικία 40 ετών και δραστηριοποιήθηκε σε διάφορα πολιτικά κόμματα. Ισχυρίζεται ότι παρουσίασε μια ραδιοφωνική ομιλία για το «ζήτημα των ξένων» στα τέλη της δεκαετίας του 1970 για το Ε>€πιο\α·αΐί$οΗ( ΧίκίαΙύ,ΐΐη 70 (Δημοκράτες Σοσιαλιστές ’70, 0 5 ’70), συντηρητικό παρακλάδι που απο σχίστηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό ΡνάΑ. Σύμφωνα με τον ,Ιαηιηβαί, εκδιώχθηκε από το 0 5 ’70 επειδή ο αρχηγός του κόμματος ζήλεψε και φοβήθηκε με τά τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις από την ομιλία του. Ο Ιαηπΐ33( εντάχθηκε στο ΟΡ, ως το έβδομο μέλος του, αφού διάβασε κάποιο άρθρο στην αριστερή επιθεώρηση Κπ/' ΝβάβΗαηά (βλ., ν&η ΟίηηεΚεπ, 1994: 146-54, νβη Ηοΐ5ΐεγη, 1998:47-60). 4. Ο όρος αηΐτητηίίΓοπύηξ χρησιμοποιείται ως συλλογικός χαρακτηρι σμός του ΟΡ και των διαδόχων του κομμάτων. Ο όρος προήλθε από το ΟΡ, ό που τον χρησιμοποιεί ειδικά ο .1&ηιη&3( και από τότε έχει ενσωματωθεί στα μέσα ενημέρωσης και τις ακαδημαϊκές συζητήσεις. 5. Στις 12 Ιουνίου 19%, η ολλανδική εφημερίδα Τηιαν ανέφερε ότι οι 26 από τις 78 θέσεις που κέρδισε το ΟΟ σιις τοπικές εκλογές του 1994 δεν ανή καν πλέον στο κόμμα. Οχτώ έδρες ουδέποτε είχαν καταληφθεί, εννέα άτομα είχαν εγκαταλείψει το κόμμα, αλλά διατηρούσαν τις θέσε ις τους ο< ανεξάρτη τοι και εννέα από τους εκλεγέντες είχαν ενταχθεί σε άλλα ακροδεξιά κόμμα τα όπως το ΟΡ’86, το ΝΒ και το ΒΗτ%βφαηή ΝβάβΗαηά (Κόμμα Πολιτών της Ολλανδίας, ΒΡΝ). Ο νβη Κίεΐ (1997: 20-1), ερευνώντας τους ακροδεξιούς το πικούς συμβούλους που εξελέγησαν το 1994, ισχυρίζεται ότι μέχρι την 1η ΜαΙου 1996 είχαν "πομείνει μόνο 41 εκπρόσωποι του ΟΟ (σε 26 κοινότητες). Οι άλλοι είχαν εγκαταλείψει το <όμμα εθελοντικά, είχαν εκδιωχθεί απ’ αυτό ή είχαν εγκαταλείψει το συμβούλιο. Επίσης, το ΟΡ’86 έχασε πολλές έδρες (ει δικά στο άβείςειηεεηίεη, στις περιφέρειες των δήμων) λόγω αποστασίας και εκδίωξης. 6. Τον Νοέμβριο του 1996, το Ν νΡ / ΟΡ’86 μαστιζόταν πάλι από εσωτερι κή διαμάχη, με αποτέλεσμα τη φορά αυτή την απομάκρυνση της νεοναζιστικής πτέρυγας γύρο) από τον Μ3ΐΐί]η ΡΓεΙίηβ (μέλος του συμβουλίου στο Ρότερνταμ) και του 5ΐε\ν3Π ΜοΓάβιιηΐ (τοπικός σύμβουλος στη Χάγη και αντιπρόε δρος του κόμματος). Ύστερα από μια μακρά νομική διαμάχη, αυτό το 50μελές ή ΙΟΟμελές ισχυρό τμήμα απέκτησε επισήμως το δικαίωμα στο κομματικό όνο83
μ«, με αποτέλεομα να επαναφέρει την ονομασία ΟΡ’86. Η «μετριοπαθής» πτέρυγα έμεινε χωρίς το κομματικό όνομα και τα περισσότερα από τα ηγετικά μέλη της (που εγκατέλειψαν από κοινού την πολιτική) προσπάθησαν έκτοτε να επιβιώσουν με διαφορετικές κομματικές ταμπέλες. 7. Τα άρθρα αυτά συχνά τα γράφει ο ίδιος ο .Ι3ηιη33ΐ, αν και πολλές φορές με ψευδώνυμο, όπως \ν. ίεί&ιηβη (μεταφράζεται, περίπου, ως \ν. Ηγέτης). 8. Για άλλες αναλύσεις υποστήριξης των ακροδεξιών κομμάτων στη δεκα ετία, βλ., δείιεερεη κ.ά. (1993, 1994) και Εί$ίη£3 κ.ά. (1998). Χρησιμοποιώ ντας δεδομένα δημοσκοπήσεων, οι ακροδεξιοί ψηφοφόροι περιγράφονται σε όρους κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών και ελέγχονται διάφορες υποθέ σεις που προκύπτουν από θεωρίες σχετικές με την εκλογική υποστήριξη πρώ ην φασιστικών κομμάτων. 9. Το 1994, σχεδόν 90% όσων απάντησαν στη Μελέτη για τις Εκλογές του Ολλανδικού Κοινοβουλίου συμφώνησαν (απολύτως) με τη δήλωση ότι οι πο λιτικοί υπόσχονται περισσότερα από ό,τι μπορούν να προσφέρουν, 34% με τη δήλωση ότι οι υπουργοί ενδιαφέρονται πρωταρχικά για τα δικά τους προσω πικά συμφέροντα και 40% με τη δήλωση ότι κάποιος είναι πιθανότερο να γί νει μέλος του Κοινοβουλίου λόγω πολιτικών σχέσεων παρά λόγω ικανοτήτων. Συνολικά, 20% ήταν πολύ κννικοί - δηλαδή, συμφώνησαν και με τις τρεις δη λώσεις (ΑπΙκγ και Ορρεηΐιιιίς, 1995:175-6). 10. Βλ., για ένα παρόμοιο επιχείρημα στην αγγλική περίπτωση, Η ικΙηηώ (1988), για τη γερμανική περίπτωση, βλ., δ ΐό κ (1994). 11. Ορισμένοι μη Ολλανδοί μελετητές υποστηρίζουν μια άλλη άποψη, το ποθετώντας τον Ι3ΠΓΠ33( παράλληλα με επιτυχημένους ακροδεξιούς ηγέτες ό πως ο Λε Πεν και ο Χάιντερ (Η3ίεηε£εΓ, 1994, ΐ£Π3ζί, 19%). 12. Σε αντίθεση με τη Φλάνδρα, παραδείγματος χάριν, όπου αναπτύχθηκε μια ευρεία εθνικιστική υποκουλτούρα (το «Φλαμανόικό Κίνημα») ως συνέ πεια ετών καταπίεσης του ολλανδόφωνου πληθυσμού από τη γαλλόφωνη ελίτ (βλ., \νίΙΙεπΐ5βη, 1969). Μέσω των διαφόρων εκπροσώπων του, μεταξύ των ο ποίων υπάρχουν πολιτικά κόμματα όπως το ν Β και το νοϋααηίε (Ένωση του Λαού, ν υ ) , το φλαμανδικό εθνικό ζήτημα υπήρξε σχεδόν πάντα στην πολιτι κή ημερήσια διάταξη.
Βιβλιογραφία Αλίΐχ, Κ. (1995) «ΝβιιοπβΙο ροΙί(ίε!(ε ρΓΟ&Ιεπιεη. ρ3ΐΐί]εοπΊρε(εη(ίε εη $(επΐ£ε(ΐΓ3£», σε νβη ΗοΙείεγη. }. .1. Μ. και ΝίειηόΙΙεΓ, Β. (εάχ) /> Ν βάΐΗ αηάχ ΙύεζΐΓ 1994. Ι^ϊάεη: ΟδλνΟ ΡΓε». Αηάε\νε£, Κ. Β. (19%) «ΕΙίΐε-Μ358 ϋηΙ»£εκ ίη Ευτορε: Ιχ£ίΐίπΐ3ςν Οπχίί οτ 84
ΡαΠγ €πϊί$?», σε Ηβγνβπΐ, I. (β<1.) ΕΙίιναη, ΡοριιΙίχπι αηά Εαη>ρβαη Ροΐίήα. Οχίοπΐ: Οακικίοη Ργ6$5. ΑικΙελν6£, Κ. Β. και Ιπνΐη, Ο. Α. (1993) ΩακΗ Οονβπνηβηΐ αηά ΡοΙίικχ. Ββ5ΐη£5ΐο1ίί: ΜβαηίΙΙαη. ΑπΙκγ, Η. (1995) «ΚίεζεΓΧ, ροοίϊΐίοί, βη ρβΟ^Κευζε», σε νβη ΗοΙδίεγη, }. Μ. και ΝίεπιόΙΙβΓ, Β. (εάχ) Ωβ ΝβάεΗαηόίΐ ΙάβζβΓ 1994. ίείάεη: 05>ν0 ΡΓεχχ. ΑηΚεΓ, Η. αηά ΟρρεηΗυίχ, Ε. V. (1995) ΩιιΙοΗ Ραήίαηκηίαη ΕΙβαίοη 5ΐυάγ 1994. ΑπίΒΙεκΙβπι: δίείηπιείζ ΑΓεήίνε/5\νΐΟΟΓΛΚΟΝ. ΑλνΚ (1996) Αηή-Ξβηιίΐίίηι \νοΗά Κβροη 1996. ίοηύοη 3Π(1 Νενν ΥοΓίς: Ιη$ΐίηηε Γογ Ιονϊ$Ιι ΡοΙϊογ ΚεχεβτςΗ/Απιεπςβη .Ιε\νί5Η Οοπιιτιίηεε. ΒβΙζ, Η.-Ο. (1994) ΚαάκαΙ ΚίξΗΐ-Η'ίηξ ΡοραΙίχηι ίη \νβΜη\ Εατορβ. Ββίίηβχίοΐςε: ΜβαηίΙΙαη. Ββγπκ, Κ. νοη (1988) «ΚΪ£Η(-ννίη£ ΕχίΓεηηίχΓη ίη Ρο«ΐ-\ν3Γ ΕιίΓορβ», Ιΐίκ/ Ειιτορβαη ΡοΙίιία 11(2), 1-18. Βϊΐΐΐεΐ, ^. και Ε)ε \νΐΜβ, Η. (1995) «Ακίιυϋίη.ιΙ Οίχροχίιίοηχ ιο ν ο ίε (ογ 3 “Νενν” ΕχίΓεπιε Κί^Ηΐ-λνίηβ ΡϋΓΐγ: ΤΗε Γβχε ο ί “νΐααηα ΒΙοΙί"», Εατορβαη ΙοατηαΙ ο /Ροΐίΐκαί ΒβχβακΗ 27(2), 181 -202. Βου\ν, Ο., νβη Ε>οηχεΙ&3Γ, 1. και ΝεΙίίδεη, Ο. (1981) Ωβ ΝβάβΗαηάίβ νοϋαίίηίε:ροπτ€ΐ ναη εβη ΓαεάιίίεΗβ ιρΙίηΐβτρατή]. Βυχχυπι: Ηεΐ \νεΓεΙ(3νεη8ΐεΓ. ΒονβαΙιβΓίι, Ρ., Π>οειι\νε<ί, Α., ΟΙουάί, Μ. και ν»η νείζεη, ί. (1980) «15ο νεΓΐϋεζίης$3ΗηΙΐ3ης νβη ϋε ΝεϋεΓίίηοΙχε νοΙΙςχιιηίε», σε ΒσνεηΙιεΓίι, Ρ. (6(1.) Οτηάαΐ ή) αηάεπ ζι/'/ι: ραΐτοηεη ναη Γαχάνα'ήηχίηαΐίε ίη ΝεάεΗαηά, 4(Η βίΐίΐίοη. ΜερρεΙ: Βοοπι. Βηη($, Κ. και Ηο^εη^οοπι, V/. (1983) ναη ντββηιάβ ίπιείίεη νη] ορίίοπυΐ ναη άε €βηίτνπφατή]. Βιι&$ιιιη: Οε Ηααιι/υηΪ6ΐ>οβΙ(. Βπΐΐ, Ρ. (1994) «Βο11ιε$ΐείη5 ρβΓοερίίε», Ωβ νοϋαΐναηι, 16 ΜακΗ. Βυ^κ, Ρ. ί. και νβη ΟοηχβΙββΓ, .1. (1998) Εχΐκβ/η-Γκ/ιΐί. Ι^είάεη: υ $ \ ν θ . ΟοαΜοτ, Η., 1>ϊητκ)ι, Κ. I - I - Μ. και Οοβηβη, I. Ο. (1998) «νεΓΐαεζίη£$ιιίΙ$ΐ3£εη», σε Οοηψΐηάήοη νοοτ ρ ο ΙίΜ βη ίαπιβηΐβνίηξ ίη ΝβάβΗαηά Ξατηχοηι. Αίρ&εη ααη όεη Κΐ)η: Η .ϋ. Τ(εεηΚ ΛΛ/ϊΙΙϊηΚ. Ι5ε Ηοηϋ, Μ. (1983) Ωβ ορίίοηαΐ ναη άβ ϋβηίτυτηραηή. ΑιτιχίεΓά^πι: ΙηιβΓ/νϊον. Ε)β Ισηβ, I , Κπΐη$βη, Η. χαι Το νβΐίΐβ, Κ. (1984) «δίεπιπιεη ορ «1β06η(πιπιρ&ηϊ;? Εβη νεΓίιεηηίηβ ναη ροΐίΐίεΐι \ν3ηΐΓου\νεη εη κοείαΙε ρΙοεζίε», ΒβΙβίά βη ΜααίχΗαρρί) 11(4), 109-15. Ε>ε Ιοηβ, Α. Α. (1979) Ηβι ΝαιίοηααΙ-5<κίαΙϊχ>ηε ίη ΝεάβΗαηύ: νοοτχβχΗίβάβηίχ, οηΐίΐααη βη οηηνΜ&Ιίηξ. ΤΗε Ηαβυβ: Κηι$επΐ3η.
85
Οε ·Ιοπ8· Α. Α. (1982) Ο κ κ μι νπιίεΐί ί/ιτ άεηνκταΐίε: αηΐι-άνπκκΓαΙιχΗε χίΓοηιίηΐ’βη εη άβ άααήη Ιεννηάε άεηΙίΗεεΙάεη υνιτ άε Μααΐ ίη ΝεάΐΗαηά ΐινχεη άε ννεηΐάοοιίοξεη. υΐτοοΗΐ: Η&δ. Εαΐ\νοΙΙ. Κ. (1992) «ΝνΗγ Η35 ΐΗε ΕχΙγοπιο Κί^Ηι ΡαϊΙοϋ ίη Βιϊΐ3ίη?». σε ΗβίηκννοιίΙι, Ρ. (ειΐ.) ΤΗΐ Εχικηιε ΚίξΗι ίη Ε αηρε αηά ιΗε 1)$Α. ίοηάοη: ΡίηΐβΓ. Εΐκΐηςα, Κ.. ίβιτιιτιεΓχ, .1., ίυΠΙκη, Μ. και 5οΗεερεΐ5, Ρ. (1998) «ΗεΙ εΙεοΙοι-331 νβη εχίτεειη-ΓεςΙηχε ρ3Πί]εη: ίη<1ίνί(ίιιεΙε εη οοηίεχίαείε ^εηπιειΐεη, 1982-19%», σε νβη ΗοΙδίεχη, I. και Μυϋάε, Ο. (βώ) Εζηεεπι-ΓεεΗΐί ίη ΝβάίΗαηά. Π ιε Ηβ^υε: 5<1υ. ΕΙ6εΓ3, Ρ. χαι Ρεηηεπι», Μ. (1993) ΚαείχΐίκΗε ραηίμη ίη Φαί-Εατορα: ιιαιβη ηαιίοηαίε ιηάίίίε εη Εατορεχε ίαηεηννεΗάηξ. ίείϋβη: 8ΐκΗ(ίη£ ΒυΓ£βΓκΗ3ρ$Ι(υη(1ε. ΕδΚεχ, I. Α. Ο. (1988) Κβρη&ίε ναη ροΙίιίίΙιε όεννεξίηξεη ίη Νεάβτηαίά: εεη ΐαηάίίεΙι-ΗίίίοτκοΗε ίΐαώε ονβΓ Ηει ΝεάεΗαηήχε ριώΙΐεΙσκΗίβΙΐΐΙχ νετεηίξίηφΓεοΗι βεάατεηάε Ηει ιί]άνα(ί 1798-1988. Ζ\νο1Ιε: Τ]μπ1( ΛνϋΙϊηΙί. Ε58«γ, Μ. (19%) Ωε Ιί]χ(εηπιαΙ<£πί ναή εχηεεπι-τεεΗΐί: άε Ιωηάίάαα&ΙεΙΙίηξ ναη ϋεηΐηυηιϊαπκπίεη, ΝαΐίοηαΙε νοϋαρατήίΙΟΡ’86 εη νΐααπα ΒΙοΙί ίείάεη: λΛΙ-^Γοερ ΡοΙίΐίεΚε λνβίεηϊοΗβρρεη. ΕυΓοόβΓοηιβΙεΓ (1995) Ττεηάχ 1974-1994. Βπιχχείί: ΟΛϊεε ΓογΟίϋα&Ι ΡιώΙίοβϋοηϊ οί ΐΗβ ΕυΓορεαη (ΓοπιπιυηίΙίε$. Ρεηηεπιβ, Μ. (1992) «νεΓβεΙεΚεη πιει Ηει νίββπκ Βίοΐί ΐϊ .ΙβηιηαβΙ Ιϋχηαΐ», Ώε νοΙΙαΙαπηι, 4 ΡεΗηιβιγ. Ρεηηειτια, Μ. (1995) «δοιηε ΤΐιεοΓείίαΙ ΡΐΌβΙειτΐ8 βηά Ι8χυε8 ίη (Ηε (Γοπιρβπίοη οί Κβοίδΐ ΡβΓίίεχ ίη ΕιίΓορε», εισήγηση στο ΕΟΡΚ .Ιοϊηΐ 5ε$$ϊοη$, Βοπίεαιιχ, Αρπί-Μβχ. Ρίΐζπιβυποε, (1992) «Πιε Εχίτεπιε Κί^Ηΐ ίη ΒεΙρυπι: Κεοεηΐ Οενε1ορπιεηΐ&*, ΡαΗίαηιεηίαιγ Αβαίη 45(3), 300-8. ΗβίεηεςεΓ, Β. (1994) «ΚεςΗΐχεχίίεπιε ΕυΓορβ&ίΙϋει·», σε Κο\νβΐ3ΐψ, \ν. χαι δοΗτοοάετ, \ν. (οςίδ) ΚεσΗκαατντηίίπιυί: ΕίηβίΗηιηξ αηά ΡοτχΗιυι&ΜΙαηζ. ΟρΙβιΙεη: 'λ'εδίάευίϋοΗετ νει·ΐ3β. ΗβΐηίηνοιίΙι. Ρ. (1992) «ΙηίΓοϋιιίίοη. ΤΗε ΓυΐΙίηβ Είίβε: ΤΗε ΕχίΓεπιε ΚίβΗί ίη ΡοχΙ-ν/3Γ λνεϋίετη Ευτορε Ηηϋ <ήε υ5Α», σε Η3ΐη·ηνοΓΐΗ, Ρ. (οϋ.) ΤΗε Εχίτεπιε Η ίφί ίη Ειιιυρε αηά ιΗε 1/5/4. Ιχ>ηϋοη: ΡίηίεΓ. Η3ΐΙ>€Γ«δΠΊ3-Λνί3Γϋϊ ΒοοΚπίϋη. Μ. (1993) «Οε ίιΙεοΙοβίχεήε 3<:Η(εΓ£Γοη(] νβη (. ·!ΐιπιπιρ3Γΐί] εη Ο η Ιπ ιπ ιϋ επ η κ τβ Ιεη » . .'ϊικίαΐίχπιε εη Οεηκκταΐίε
«>(12), 518-25. Η ιγΙ, ί . (1987) «Οετ ΟΓ^ΒηίϋίεΠε Κεί'ΙιΐΝεχίΓεπιίΝπιυϋ ίη ϋεη Ν ίεϋεΓίϋηϋεη
ηβεΗ 1945 ιιηίετ ΗεϋοηύετεΓ ΒεΓϋεΙ($ί(:Ηΐί£υη£ κείηετ Ττ3(1ί(ίοη», διδα κτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο της Βιέννης. ΗιιΦαικΙς, Ο. Τ. (1988) «Εχίτεπιε ΚϊβΗΐ-λνΐπβ ΡοΙίΐία ίη Οτεβΐ Βηοίη: ΤΗε ΚεεεηΙ ΜαΓ^ίηαΙίΒαΙίοη οί (Ηε ΝαΐίοπαΙ Ρτοηί», \νε$ι Εατορεαη ΡοΙίιία 11(2), 65-79. Η11&6&Π&, Ο. Τ. (19928) «Πιβ ΟίΗετ Ρβεε οί 1992: ΤΗε ΕχίΓεπιε-Κϊ&Ηΐ ΕχρΙοχίοη ίη ΑΛ/εχίειτι Ευτορε», ΡαΗίαηκηίατγ Αβαίη 45(3), 267-84. Ηυ$1>3ηά5, Ο. Τ. (19926) «ΤΗε Νε(Ηετΐ8η(Ι$: ΙιτίΟηΐβ οη (Ηε Β οφ ΡοΙίΐίο, σε ΗαίηϋνοιίΗ, Ρ. (εά.) ΤΗε ΕχΙτετηε ΚίξΗι ίη Εαηρβ αηά ιΗε ί!ΞΑ. ίοηάοη: ΡίηίεΓ. Ι(1(1εΙ(ίη£ε, Ρ. Κ. Α. και Ρβαρε, Α. Η. (1970) Ζε ζϊ]η ετ ηοχ. ΑπίΜεηΙβιη: Ε)ε Βεζί^ε Βί], Ιριβη , Ρ. (1996) «ΤΗε Οίχίχ οί Ρ3Πίε$ &η<1 (Ηε Κΐ$ε οί Νε\ν ΡοΙίΙίοβΙ ΡβΠίεϊ», Ρατίγ ΡοΙίΙία 2(4), 549-66. Ιπνίη, Ο. Α. (1995) «ΤΗε ϋυΙςΗ ΡβΓίίβπιεηΐβΓγ ΕΙεείίοη οί 1994», ΕΙβαοηΙ 5ίαώεί 14(1), 72-6. Ιπνίη, Ο. χαι νβη ΗοΙ$(εχη, (1997) «\νΗετε ίο ίτοιη Ηετε? Κεναπιρΐηβ ΕΙεΛοτ»! ΡοΙΐΙΐο$ ίη (Ηε ΝεΐΗεΗβη(1&·, Η'είίΕυτσρεαη ΡοΙϊήα 20(2), 93-118. ΚΙείηη^εηΗιιίκ, 1. χαι Ρβηηίη^χ, Ρ. (1995) «Οβιηρβ£ηε$ εη βεποΗίβενίηβ», σε νβη Ηοίχίεγη, ]. ]. Μ. και ΝίεπιδΙΙεΓ, Β. (ε<ΐ5) Οε Νβάβήαηήχβ Ιάαετ 1994. ίεί(Ιεη: ϋ δ \ν θ Ρτεκ. 27-41. Κ1είηηϊ]εηΗυί$, 3., Οεβειηβ, Ο., (1ε Κίάάετ, λ και Βοϊ, Η. (1995) Ζ ν άετηοοπαίε οράτίβ: ίΐη εναΐααΐΐΐ ναη άε νεΗάεζίηχχατηραξηε ναη 1994. Απι$(εΓ(1&πι: VII υΐίβενεπΐ· Κοοίπιβη, Κ. (1994) «υηάειτονεννΓ ίη (1ε 0 0 » , Ωε Οτοβηε ΑηίΐεηΙαπιηιεΓ 118(12), 23 ΜβγοΗ, 6-11. Κοο>. Ο. Α. (1964) Ηεΐ εσΗεο ναη εεη *νοΙΙαε» δηνερηβ; ηαζίβεαιίε εη άεηαζφεαίίί ίη ΝεάεΗαηά. Αβχεη: νβη Οοτευπι. Κοκιηαηη. Ε. Η. (1978) ΤΗε Εον/ ϋοαηιηεχ 1780-1940. Οχίοτά: ΟχίθΓ(1 υηίνεΓϊίίγ Ρτεκ. ΚιίΗηΙ, Κ. (1992) «Οετ Αυίχΐίε^ άετ εχίτεπιεη ΚεοΗίεη ίη Ευτορα», ΒΙάιιεΓβίτ άεα^Η ε αηάίηίεπιαήοηαίε ΡοΙίΐίΙ. 37(6). 730-41. 1~υο8Γ(1ίε, Ρ. (1996) «ΡτορΠεΙχ. ΡγοΙοοιΙο.ϊ 3η(Ι Ργτοηΐ3ηί3α: Νενν ΡίΠίεχ ίη (Ηε ΝεΐΗεΓΐ3η&», εισήγηση στο ΕΟΡΚ Ιοίηί 5ε«κίη$. ΟχΙο, ΜβκΗ-ΑρήΙ. Μβάεεηκ, Β. (1994) «Κίε$£ε()Γ3ς εη ρ&ιΐίί$(Γ3(εςίε: άε <»3ΠΐεηΗ3η£ (αχχεη <1ε ΗεΙεί(1$πΐ3(ί£ε ρτοΓιΙοπη^ νβη <1ε ρ3Γ(ί]εη εη ΗεΙ ΙαεχβεϋΓββ ν»η (1ε νΐ&πιίη§εη ορ 24 ηονεπνη.τ 1991», διδακτορική διατριβή στο Πανεπι στήμιο ίευνεη, ίειινεη. 87
ΜεΙίεΗ, Α. (1995) «&>πιραΓα(ίνε ΕιίΓορεαη ΤΓεηά 5>ιΐΓνεγ Οβία οη Κααχιτι αηά ΧεηορΗοΗίδ», εισήγηση στο ΕΟΡΚ .Ιοίηΐ δβ^ΐοηχ, ΒοΓάεβιιχ, ΑρπΙΜ3γ.
Με^ββ. .1. (1984) Μααεη, εεηροΜεΚ Ιενεπ. ΑπιΜεΓάβιτι: ϋ ε ΑΓΗείάεΓςρεκ. Μοογχ. Η. και Βεείχ, Ο. (1991) «ΟρνΒΐιίηβεη ονετ βυίΐεηίΒηάοπ; χίετίί 6ερ33ΐά (Ιοογ ροΐϊΐϊοΐΐε Μευη», Ω εηοι 7(7), 55-6. ΜογΙιπο, ί . (1996) «Ογϊϊϊϊ οί Ρβπίεχ 3Π(1 Οΐ3Π£ε οί ΡβΓίγ 5γ$(επι ίη ΙίαΙγ», Ρατΐγ ΡοΙίιία 2(1), 5-30. Μυάάε, Ο. (1994) «.Ιαηπιααΐ ί$ Ηεΐ βεχίε \νβΓ εχΐΓεειη-ΓεοΗΐ5 ίη Νεάειίαηά (ε Ηίεάεη Ηεείΐ», Ωβ νοΙΙαΙναηΐ, 4 Νονεπι&εΓ. Μυάάε, Ο. (1995) «Οηε βββίηχΐ ΑΙΙ, Α11α£αίη$( Οηε! Α ΡοΠγβιΙ οί (Ηε ΥΙααπυ ΒΙοΚ», ΡαΙίετηχ ο /Ρτε}αάκε 29( 1), 5-28. Μυάάε, Ο. (1996) «ΤΗε ΡαΓαάοχ οί (Ηε Αη(ϊ-ραι1γ ΡαΓίγ: Ιη$Ϊ£Η($ ίτοηη (Ηε Εχηειηε Κί£Η(», Ραπγ ΡοΙίιία 2(2), 287-98. Μυάάε, €. (1998) «Ηε( ρΐΌ£ταιηιηα νβη άε Οεη(πιπι$(Γθΐηίη£», σε ναη ΗοΙ$(εγη, .1. και Μυάάε, Ο. (εάχ) Εχίτεεη-τεαΗΐχ ιη Νεάεήαηά. ΤΗε Η3£υε: 8άυ. Μυάάε, Ο. (2000) ΤΗε Εχχηηΐ£ Κί$Ηι Ραπγ Ρατηϋγ: Ραα οτ Ρίαίοπ? ΜαηεΗε$(εΓ: ΜαηεΗε$(εΓ υ ηϊνεκΐψ Ρτεκβ. Μυάάε, Ο. Ε. χαι ναη ΗοΙίίεγη, I. 1. Μ. (1994) «ΟνεΓ (Ηε Τορ: ϋυΐοΗ Κί£Η(λνίηβ ΕχΐΓεπιί5ΐ ΡβΠίεχ ίη (Ηε ΕΙεοίίοηχ οί 1994», ΡοΙίιία 14(3), 127-34. ΟρρεηΗυίχ, Ε., ναη άεΓ Ε^Ις Ο. και ΡΓαηΚΙίη, Μ. (1996) «ΤΗε Ρα«γ Οοηίεχί: Ου(α>ιηε$», σε ναη άεΓ Ε^Ι(, Ο και ΡΓαηΙιΙίη, Μ. (εάϊ) Οιοοχίηξ Εατορβ? ΤΗε Εατορεαη ΕΙεοΙοταΙε αηά ΝαιίοηαΙ ΡοΙίιία ίη ΐΗε Ραεε ο/ 1/ηίοη. Αηη ΑγΗογ: υηϊνεΓχϊίγ οί ΜίεΗί^αη ΡΓε$$. ΡοβυηΐΚε, Τ. (1996) «Αη(ί-ραΓ(γ χεπίίπιεηΐ - οοηεερ(υα1 (Ηου£Η(5 αηά επιρίηοαΐ ενίάεηοε: εχρΙοΓαΐίοηχ ίηίο α ιηϊηεΓιεΙά», Εατορεαηη ^ατηαΐ ο/ΡοΙίΐκαΙ ΚειεακΗ 29(3), 319-44. Κεη$εη, Ρ. (1994α) «Εεη ραπ^ ναη ία$εί$(εη, οππιίηεΐεη εη (ιιί£», Νίεαννε Κενά, 2-9 ΡεΗηιαιγ, 41 -58. Κεη$εη, Ρ. (19946) ΰαηχεη ηιεί άε άαίνεί: αηάεκονετ Μ] άε Οΐηιηιτηάειηοΐταιεη. ΑπιείεΓάαιη: ί..Ι. νεεη. Κο$εη(ΗαΙ, ί . (1996) «ϋβίεΐίηε Κοπιε: (Ηε ηε» ίαςε οί λνεχίεπι άεπιοοΓαεχ», Ροτεψι ΡοΙίογ Νο. 104, 155-68. 5οΗεερεκ, Ρ., Εί$ίη£α, Κ. και 1^ιηπιεΓ$, .1. (1993) «Ηε( εΙεοΙοΓΒΒΙ ναη άε Ο'εηΐηιπι ΡαΠί]/€εη(ηιπι ΟεπιοοΓα(εη ίίη άε ρεηοάε 1982-1992», Μεη$ εη ΜααΙχΗαρρΐ) 68(4). 362-85. 5εΗεερεπ>, Ρ., Εί$ίη£3. Κ. και Ι^πιπιεπ., .1. (1994) «Ηε( εΙεε(θΓ33( ναη
6χίΓ€€ΐτΐΓεοΙιΐ5 ϊη ΝεύβΓίαηύ: οοηίειτιροΓβϊηε βε$οΗϊε<3$<:Ηπϊνΐηβ ναηυϋ
εεη χοοίοΙοβίχοΗ ρεΓ$ρε<:Ιίεί», σε νοεπτιβη, Ο. (ε<1.) ΙααήχχΙι. Ωοαυηεηίαΐίεεεηΐιντη ΝεάεΗαηάχ ΡοΙϊΐκΙα Ραηίμη 1993. ΟΓοηίπ^εη: Κ ^υ η ίν ε Γϊίΐε ίι ΟΓοηίηββη.
5οΗπιεεΐ8, I. Ο., 5οΗεερεπ>, Ρ. ί . Η. και ΡεΙΙίηβ, Α. 1. Α. (1996) «Ηεΐ πιίη(1εΓΐιε(1εηνΓ33£5ΐυ1ς βη άε ρ&Πί]Κειιζβ ίη 1994», Μεηι εη ΜααιχΗαρρί] 71(2), 131-141. 50Ρ (1996) 8<κίααΙΐη ΟαΙιακεΙ Καρροπ 1996. Κϊϊ$ς\νϊ]1(: δοοίααΙ βη ΟιιΙΙιΐΓβεΙ ΡΙαηϋιΐΓβαυ. δίαρεΙ, 3. (1984) «ϋε ρΓοίϊίβυη ναη ροβΐΐίβνε άκοτίπιϊηαΐΐβ», ΒεΙείά εη ΜαααεΗαρρί) 11(4), 102-8. $10$$, Κ. (1994) «ΡθΓ»:Ιιιιη£$- ιιηά ΕιΊ(1ϋη£8αη$α(ζ6: Εΐη ΙΛβΛΙκ*», σε ΚονναΙεΙφ, και δεΙίΓοεάεΓ V/. (β<1δ) ΚεΐΗϋεχίτετηίχΜίκ: ΕίηβΜυυηξ αηά ΕοπεΗαηρΜαηζ. ΟρΙαάεη: ^βϊΙόβυϋοΚεΓ νειίαβ. ΤαγΙΟΓ, 8. (1993) «Πιε ηάίεαΐ η^Ηϊ ϊη ΒπΙ&ίη», σε ΜβΓίϋ, Ρ. Η. και \νεϊηΙ>εΓ£, ί . (ε<1δ) Εηοοαηίεπ ηίιΗ ϋ κ ϋοηίεπφοτατγ ΚαάκαΙ Κϊ&ΐί ΒουΙϋβΓ, ΟΟ.: >νβ5(νΐβ^ Ρτβ55. ν»η <1βη ΒπηΙί, Κ. (1994) ΰβ ίηίετηαάοηαίε ναη άβ Ηααΐ: εχίτεεπ-ηοΗΧί ίη Η'ω/Εατορα. ΑηκίεηΙ&ιη: $ υ Α. ναη (Ιβη ΒπηΙς, Κ. (19%) «ΤΗβ ΝβΐΗεΓίαΜίβ», ϊη Εχαεηύεπι/τοτη ϋκΑύαηάε ίο ιΗί 1/ταΙί. Ρβπχ: ΕιίΓορεαη ΟβηΐβΓ ίοΓ Κεεεατεΐι αηά ΑΛίοη ο ί Κβαχιτι αηά ΑηΙΐ-$επιϊ(ΐ$ιη. ναη <1βη νββη, Α. και Οκλβ, Ο. (1993) ΟΩ-αεηυηεη αηηο 1993. ΑηκίβΓάαιη: Ιηίβινίβλν. ναη ΟοικεΙαατ, I. (1982) «Καα$(ΐ$οΗβ ραι1ΐ]βη ϊη άηε ΕιίΓορεχε Ιαηάεη», σε ναη ΑιηεκΓοοη, }. Μ. Μ. και Εη(ζίη£βΓ, Η. Β. (6(1$) Ιηηύραηι εη ίατηεηίενίηξ. Οενεηίεη ναη Ιχ^ήυηι $1αΐεηΐ5. ναη Ε>οη$εΙααΓ, .1. (1991) ΡοιιΙ ηα άε οοΗο^: /αιείίΐίίεΗε εη ηβίίΐίχΗε οτχαηίχαιίεί ίη ΝεάεΗαηά, 1950-1990. ΑπκΙεηΙαπι: Ββ&χΙοη-Οε Οβικ. ναη ΟοηεεΙααΓ, 1. (1993) «Ρθ5ΐ-\ν3Γ Γαχΐκπι ϊη Ιήβ ΝεΙΙιβΗάαηάε», Ο ϊ/πί, Ια η αηά ΞοείαΙ Οιαη^ε 19(1), 87-100. ναη Οοη$ε1ααΓ, 1. (1995) Ωε ϋααΐ ραηιαΐ? Ωε 1>ε5ΐή}άίη% ναη εχίτεεηι-ΓεεΗΐ! ίη ΜεζΙ-Ειιτορα. Αηκίεηίαιη: ΒαϋγΙοηΌε Οεικ. ναη Οοηχεΐ33Γ, .1. και ναη Ριταα£, Ο. (1983) 5ΐεηιπιεη ορ άε ϋεηιηιτηραπί]: άε ορΙ(οηΐίΐ ναη αη(ί·νηεπιάεΙίη%εη ραηί]εη ίη Νεάεήαηά. Ιχίάεη: ΟεηΙηιη νοοΓ ΟηάεΓζοεΙι ναη ΜααΐκΗαρρεΙ^Ιιε Τβ£εη8ΐεΙΙΐη£εη. ναη Οίηηο^εη, I. (1994) [)εη Ηααξ ορ άε άίναη: εεη ρχγσΗοΙο^ίκΗε αηαΐγχε ναη οηζεροΐίιίεΐιε ιορ. Ηααιΐβπν ΑγβγτπιΚ.
ναη ΗοΙϊΐβγη, .1. (1990) «Εη \νί] ϋ3η? Ι3ε ΚίεζεΓΧ νβη άβ Οίηηιπκίειτιοα'αΐεη», $<χίαΙΐ5π\( εη Ωεηκκπιΐίε 47(6), 158-61. ναη Ηοίχίεγη, .1. (1995) «ΟΓοείεΙιιίρεη οί χΐυίρίΓεΜίηβεη: εχίΓεεπι-ΓεεΠίχ εη <Ιε νειΊςίεζίηβεη ναη 1994», ΒοάαΙάηκ εη Ωεηκκηιΐίε 52(2), 75-85. ναη Ηοίχίεγη. .1. (1998) «Ηαη$ ^ηπιααΐ, ΙοπιοΓίϊό», σε ναη ΗοΙείεχη, ]. χαι ΜυώΙε, (λ (κΐδ) Εχηεηχ-πεΗα ίη ΝεάεΗαηά. Ήιε Ηη^υε: Μυ. ναη Ηου(, Β. (1994) «Οε 4ο<]εηΙί]$( ναη (1ε ΟεηΙπιπι ΟεπιοςΓϋΐεη», Ραηοηυηα, 17-24 ΜαΓοή. 12,15,17.
ναη ΚΐβΙ, ^ . ( 1997) ΰοεη ο[Ιαίεη’Η α/υηαίοηεηη ναη ξεηιεεηίεηιαάίΐεάεη ναη εχίτεεη-κοΗΐζ. Ι^είάεη: ν ^ ρ -ο ε ρ ΡοΙϊΙϊεΚε ΝνεΐεηκΗβρρεη. ναη δςΗεικΙβΙεη, Μ. Ρ. Ο Μ. (1983) «Ε>ε Οβηΐηιιηραιΐ^: ΙςαταΚίεΓ, νο»1ίη£$ΙχχΙειη, Ιοοίίοπιχΐ», ΒεΙείά εη ΜααΐχΗαρρι'} 10(11), 298-305. νεπϊρχ, Ο. (1995) Ιλναη, άιύνεΐζ, άτοηκηά: άε^εχΗίβάεηά ναη άε Ο ΡΝ19381991. Απκίεηίαιη: ΒαΙαη$. νοη <1«γ ΟιιηΚ, Η. >ν. (ε<1) (1982) Ιη άε 5εΗαάΐ4*ν ναη άε άερηαϊε: άε Ν3Β εη άε νεΗάεζίηξεη ίη άε]ακη άεηϊχ. ΑΙρΗεη ααη <1εη Κί]η: Α. XV. 5ί]ΐΗοίί. \νβίηΙ>βΓ8, ί . Β„ Ειώαηΐί, \ν. ί . χαι ΜΙοοχ, Α. Κ. (1995) «Α 1>πεί αηαΐγϋί* οί ΙΗε εχίΓεπιε Π£|Η ίη ννεχίεπι ΕιίΓορε», ΙίαΙίαη Ροΐϊιία αηά $<χίεψ 43( 1), 41-8.
^νίΙΙβιηκη, Α. \ν. (1969) Ηει IΊααπκ-ηαΐίοηαΙαπιε: άε ξεκΗίεάεηή ναη άε}ακη 1914-1940. υΐΓβοΗΐ: ΑπΛο. ΖααΙ, \ν. (1973) Ωε ΝεάίΗαηάχε / ’αίεαίεη. ΑπκίεηΙαιη: ν/ε(εη5θΗαρρβ1ί]Ι(ε
υίίβενεπ].
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΚΤΩ
Η ακροδεξιά και η βρετανική, εξαίρεση,: η προτεραιότητα της πολιτικής ΚοββΓ Εβί\νβ11
Η βρετανική εξαίρεση
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η ακροδεξιά είχε μικρότερη επι τυχία στη Βρετανία από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο δυτικοευρωπαϊ κό κράτος. Η πιο σημαντική οργάνωσή της, η Βρετανική Ένωση Φασιστών (Β γϊιϊβΙί υηίοη Ρ&$α$(8) του Σερ 0$>ν&1(1 Μοδίεχ, ήταν τόσο ανίσχυρη ώστε δεν συμμετείχε στις γενικές εκλογές του 1935 και είχε μικρή επίδραση στις τοπικές εκλογές. Υποστηριζόμενη για λίγο από τη μαζικής κυκλοφορίας εφημερίδα ΩαίΙγ Μαύ, προσέλκυσε 50.000 μέλη στη διάρκεια του 1934, αλλά ο συνήθης αριθ μός της ήταν 5.000 έως 10.000 (δΚίάβΙϊΙη', 1975, "Πιατίονν, 1998). Έτσι, στη μεταπολεμική περίοδο δεν υπήρχαν σημαντικοί θύλα κοι ακροδεξιών υποστηρικτών του τυπου εκείνου που εμφανίστη κε ειδικά στην Ιταλία και τη Δυτική Γερμανία στην όψιμη δεκαε τία του 1940 και την πρώιμη του 1950. Ούτε και υπήρξε μείζονος σημασίας εκλογική επιτυχία σε νέους υποστηρικτές του είδους του Ρ γο π Ι ΝαίίοηαΙ στη Γαλλία στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η μεγαλύτερη από τις βρετανικές μεταπολεμικές ακροδεξιές ομάδες, το Ν ε Ι ιοπηΙ Ρ γοπΙ (Ν Ρ ) (Εθνικό Μέτωπο), σχηματίστηκε το 1967 απορρίπτοντας σταθερά τη «φασιστική» ταμπέλα. Παρά το ότι τόνιζε τα βρετανικά του διαπιστευτήρια, το Ν Ρ αποδείχτηκε 91
ανίκανο να κερδίσει κάθε μορφής εκλογή, αν και σε ορισμένες τοπικε'ς εκλογές προσε'λκυσε μια αξιόλογη μειοψηφική υποστήριξη. Ο αριθμός των μελών του κορυφώθηκε στον μη εντυπωσιακό α ριθμό των 14.000 το 1972 (περιέργως, ήταν εποχή που τα εξτρεμιστικά κόμματα είχαν φτωχές επιδόσεις στις περισσότερες ευρω παϊκές χώρες). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το ΝΡ ήταν κάτι περισσότερο από μια φθίνουσα ομάδα ακτιβιστών, αν και το 1995 ο πυρήνας του κόμματος επιδίωξε να ξαναδοκιμάσει την τύ χη του υιοθετώντας το όνομα «Εθνικοί Δημοκράτες» (Ν βΙϊο μ Ι ϋειηοοΓβΙδ). Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 ο κύριος αρχη γός του ΝΡ ήταν ο ,ΙοΗη Τγη<1α11, που το 1982 σχημάτισε το Βρετα νικό Εθνικό Κόμμα (Βπ(ϊ$Η Ναΐΐοηαΐ Ρ3Γΐγ, ΒΝΡ). Ο ΊΥικΙαΙΙ υ πήρξε φανερός ναζί στο παρελθόν, ο οποίος επέτρεπε στους αντι πάλους του να χαρακτηρίζουν το ΒΝΡ, όπως και το ΝΡ πριν από αυτό, «ναζιστικό». Ως μειοψηφία, όμως, το ΒΝΡ κέρδισε μια πο λυδιαφημισμένη τοπική εκλογική νίκη το 1993 στο Ιδίε οί ϋοβδ του Λονδίνου. Εντούτοις, ο αριθμός των μελών του ουδέποτε ξεπέρασε τις 3.000, με προέλευση συχνά από «σκληρούς» νεαρούς της ερ γατικής τάξης. Ενώ υπήρξαν κάποιες περιοχές στις οποίες μπο ρούσε να προσελκύσει ένα 5-20% των ψήφων, η εκλογική του επι τυχία, γενικά, υπήρξε ελάχιστη, όπως δείχνει ο Πίνακας 8.1. (Για μια ανασκόπηση του βρετανικού εξτρεμισμού, βλ., Ε3ΐ\νε11, 1996β).
92
Πίνακας 8.1 Επιδόσεις του Ν&Ιϊοη&Ι Ρ γο π Ι (ΝΡ) και του ΒπΙϊδΗ ΝβΙίοη»! ΡαΠγ (ΒΝΡ) σε γενικές εκλογές Έτος Σύνολο εκλογικών Υπσψ. Μίσος* ΝΙ7 Υπσψ. περιφερειών Η.Β. ΝΡ μέγιστο % ψήφων ΒΝΡ 1970 1974(Φεβ.) 1974(Οκτ.) 1979 1983 1987 1992 1997
630 635 635 635 650 650 651 659
10 54 90 303 60 1' 14 6Λ
3.6Ζ5.6 3.3/7.8 3.1/9.4 1.4/7.6 1.1/2.4 0.6/0.6 0.7/1.2 1.2/1.0
Μίσος* ΒΝΡ/ μέγιστο % ψήφων
_
_
-
-
-
-
54» 21 13 56
0.6/1.3 0.5/0.6 1.2/3.6 1.4/7.5
Σημζιώσιις: λ .Αφορά στη διεκδίκηση εδρών. 6. Ο αριθμός δίνεται από το ΒΝΡ, αλλά μόνο 50 φαίνεται να είχαν υιοθετήσει την ταμπέλα του ΒΝΡ χαι άλλοι 4 ήταν υποψήφιοι με παρόμοιους τίτλους. Στις περισσότε ρες περιπτώσεις οι υποψήφιοι δεν προσπάθησαν να διεξαγάγουν τοπική εκλογική καμπάνια(το 1997 όλοι οι υποψήφιοι του ΒΝΡ φαίνεται να είχαν αδιαφορήσει για την ε κλογική προπαγάνδα, η σοβαρή, ωστόσο, καμπάνια επικεντρώθηκε σε μια χούφτα πε ριφέρειες). ο. Ανεπίσημοι υποψήφιοι. Η αύξηση της κατάθεσης για κάθε υποψήφιο, το 1985, α πό 150λίρες σε 500 λίρες κατέστησε το κόστος του εκλογικού αγώνα σημαντικό για κόμ ματα περιθωριακά, όπως το ΝΡ και το ΒΝΡ (αν και το κατώφλι για την επιστροφή της κατάθεσης μειώθηκε στο 5%). (1. Συν 21 υποψήφιοι από τους Εθνικούς Δημοκράτες: μέσος αριθμός ψήφων το 1,2%, μέγιστος αριθμός ψήφων 11,39%.
Αυτά τα εισαγωγικά σχόλια και τα στατιστικά στοιχεία «ραπί ζουν σαφώς την εξαίρεση της περίπτωσης της βρετανικής ακροδε ξιάς και υποδηλώνουν τον ουσιαστικά περιθωριακό χαρακτήρα της για την ευρύτερη μελέτη του εξτρεμισμού. Εντούτοις, προσε κτικότερη ανάλυση αποκαλύπτει ότι η βρετανική εμπειρία έχει μεγάλη συνάφεια με τρία σημαντικά ερωτήματα, κεντρικά για τη συγκριτική ανάλυση του εξτρεμισμού. Το ένα είναι αυτή καθαυτή η χρήση του όρου «ακροδεξιά», που πολύ συχνά εκλαμβάνεται ως ένας μη προβληματικός χαρα κτηρισμός που καλύπτει διαφορετικούς τύπους φασιστικών και μη φασιστικών ομάδων, τόσο πριν όσο και μετά το 1945. Ωστόσο, τα 93
φιλοσοφικά κείμενα πολιτικής του Μοχίεγ μετά το 1945 και οι λίγο μελετημένες διαμάχες εντός του ΝΡ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, υπογραμμίζουν κρίσιμα προβλήματα σχετικά με την το ποθέτηση του φασισμού σε ένα αριστερό-δεξιό φάσμα (Εαϋνεΐΐ, 19965). Ομοιότητες με πολιτικές ορισμένων Συντηρητικών θέτουν το ερώτημα σχετικά με το εάν μπορεί να συρθεί μια σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην «εξτρεμιστική» και τη «μετριοπα θή» δεξιά. Έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει ένας διεισδυτικός «νέ ος ρατσισμός» που διαπερνά τη δεξιά (ΒαιΊςετ, 1980). Αυτή δεν αρθρώνει τον παλαιό τύπο ρατσισμού που βασίζεται σε ιδέες κα τωτερότητας και ανωτερότητας μεταξύ φυλετικών ομάδων. Αντιθέτως, τονίζει τη «φυσική» ομαδική αλληλεγγύη και τον αποκλει σμό όσων βρίσκονται εκτός. Εντούτοις, τα ζητήματα τυπολογίας δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της μελέτης αυτού του βιβλίου, που αναφέρεται σε επιμέρους περιπτώσεις της ακροδεξιάς σε διάφο ρες χώρες: έτσι, το εν λόγω θέμα δεν αναλύεται περισσότερο εδώ (για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της δεξιάς, βλ., ΕβΙννεΙΙ και Ο’δαΐΐΐνβη, 1989, ΕβΝνεΙΙ, 1992,1996ο, Μιιάάε, 19%). Μια δεύτερη περιοχή σημαντικού συγκριτικού ενδιαφέροντος αφορά τη σχέση μεταξύ εξτρεμιστικών ομάδων και επιθέσεων με φυλετικά κίνητρα. Για τη μέτρηση του επιπέδου της βίας αυτού του τύπου μεταξύ χωρών υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, καθώς τα κράτη συγκεντρώνουν τα στατιστικά δεδομένα τους με διαφορετι κούς τρόπους (Β]όη»ο και \νίΐΙε, 1993). Υπάρχουν, επίσης, προ βλήματα σχετικά με τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων στο ε σωτερικό των επιμέρους χωρών: στη Βρετανία οι στατιστικές της αστυνομίας δείχνουν ένα επίπεδο πολύ κάτω από το μέσο όρο του αριθμοί) των 100.000 περιστατικών βίας με φυλετικά κίνητρα (συ μπεριλαμβανομένων των λεκτικών παρενοχλήσεων) που συνάγο νται από την Εγκληματολογική Ερευνα (Οίπιε δυτνε^) του 1990. Πάντως, ο υψηλός, προφανώς, αριθμός για τη Βρετανία εγείρει την υποψία ότι εκεί όπου τα εξτρεμιστικά κόμματα δεν έχουν ε κλογική επιτυχία, η προσοχή των ακτιβιστών εκτρέπεται προς άλ λες κατευθύνσεις. Ασφαλώς η πίεση για σχηματισμό της ομάδας 94
0>πιΙ>3( 18 - Ν&(ίοη&Ι δοοΐβΐίδΐ ΑΗϊαηοβ, που σε μεγάλο βαθμό προέκυψε από το ΒΝΡ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, (ραίνε ται να αντανακλά κάτι τέτοιο. Οι περισσότερες φυλετικές επιθέ σεις, όμως, εκτελούνται από νεαρούς που δεν είναι μέλη εξτρεμιστικών ομάδων, αν και μπορεί να έχουν επηρεαστεί από τοπικούς ακτιβιστές ή από φυλετική προπαγάνδα (ΗιΐίΙ>3ΐκΐ5,1989, νΐτάββ, 1995). Πράγματι, το όλο εγχείρημα της απόδειξης είναι απατηλό και απαιτεί λεπτομερή μικροοπτική - καθήκον πολύ εξειδικευμένο για το βιβλίο αυτό.
Το πρόβλημα τη ς ακροδεξιάς υποατήριξης
Στα επόμενα εστιάζουμε, επομένως, σε ένα τρίτο ερώτημα: δηλα δή στο πως εξηγούνται τα χαμηλά επίπεδα στον αριθμό των εξτρε μιστών ψηφοφόρων. Η βρετανική ακροδεξιά απέτυχε εξαιτίας α πουσίας βασικής υποστήριξης στο εσωτερικό της χώρας; Ή μή πως η ακροδεξιά έχει ευλογηθεί σε πιο γόνιμο έδαφος προς καλ λιέργεια; Ασφαλώς υπήρξαν πολλές εξελίξεις που θα έπρεπε να έχουν ευνοήσει φυλετικές ή ακραίες εθνικιστικές πολιτικές, μετα ξύ των οποίων η άφιξη αξιοσημείωτου αριθμού εθνικών μειονοτή των σε ορισμένες περιοχές (3,5 εκατομμύρια μη λευκοί, δηλαδή, το 5,5% του πληθυσμού, σύμφωνα με την απογραφή του 1991), η αυξανόμενη ανεργία, ειδικά μεταξύ των νέων και των λιγότερο ει δικευμένων, τα διάφορα προβλήματα που σχετίζονται με την πα ρακμή των παλαιών πυκνοκατοικημένων τμημάτων των πόλεων, όπως κακές συνθήκες στέγασης και εγκληματικότητα και τέλος -αλλά όχι υποδεέστερο σε σημασία- η ισχυρή αντιπάθεια απένα ντι στην αυξανόμενη ενοποίηση της Ευρώπης, όπως έχουν αποκα λύψει πολλές δημοσκοπήσεις. Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 αποκάλυψαν σημαντική υποστήριξη σε αρχές που συνή θως συνδέονται με την ακροδεξιά, όπως η επιθυμία για ισχυρή η γεσία ή ο εθνικισμός. Μελέτες στη δεκαετία του 1970 κατέδειξαν 95
ότι πάνω από το ένα τέταρτο εκείνων που ερωτήθηκαν και απά ντησαν σε μια τέτοια έρευνα συμφωνούσε με το κύριο τμήμα της πολιτικής του ΝΡ - δηλαδή την υποχρεωτική απέλαση των μη λευ κών μεταναστών (δϋΓίνΐΚ και Οονο, 1983:243), 21% θεωρούσε ό τι θα ήταν «καλό για τη Βρετανία» εάν το ΝΡ εκπροσωπούνταν στη Βουλή των Κοινοτήτων και το ένα τέταρτο πίστευε ότι το ΝΡ ε ξέφραζε τις απόψεις του «καθημερινού εργαζόμενου ανθρώπου» (Ηαιτορ κ.ά., 1980: 281). Ο λανθάνων εξτρεμισμός (ραίνεται να υ πογραμμίζεται και από δημοσκοπικά στοιχεία του Ενρωβαρόμετρου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η έκδοση του Δεκεμβρίου του 1985 αποκάλυψε ότι 6% εκείνων που απάντησαν από το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β.) τοποθετούσαν τον εαυτό τους στην «ακροδεξιά» με βάση μια δεκαβάθμια κλίμακα, που αποτελεί το δεύτερο υψη λότερο ποσοστό στην Κοινότητα. Η έκδοση του Δεκεμβρίου του 1988 βρήκε το 11% να είναι απολύτως ή σε κάποιο βαθμό υπέρ των φυλετικών κινημάτων, το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό στην Κοινότητα. Η έκδοση του Νοεμβρίου 1989 χώρισε τους εθνικούς πληθυσμούς σε πέντε κατηγορίες, με κριτήριο τη στάση απέναντι στη δημοκρατία και τη φυλή. Η τέταρτη κατηγορία περιλάμβανε εκείνους που απέρρυπαν ότι η δημοκρατία αποτελεί μια καλή ι δέα: 20% όσων απάντησαν από το Η.Β. ταξινομήθηκε στην ομάδα αυτή, το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό στην (τότε) Ευρωπαϊκή Κοι νότητα. Είναι σημαντικό να μην υπερεκτιμούμε τη σπουδαιότητα της πληροφορίας αυτής. Η αντίθεση προς την «Ευρώπη» πρέπει να κριθεί υπό το φως ενός βασικού σκεπτικισμού σχετικά με εναλλα κτικά σενάρια, ειδικά του σχεδίου του ΝΡ να αναδημιουργήσει μια εμπορική και πολιτική ομαδοποίηση βασισμένη σε μια αυτο κρατορία κηδεμονευόμενη, πρωταρχικά, από λευκούς. Ο πόθος για ισχυρή ηγεσία ή η υποστήριξη εθνικιστικών -ακόμη και ρατσι στικών- απόψεων δεν οδηγεί απαραίτητα σε προσηλυτισμό στην ακροδεξιά. Επιπλέον, μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα κά ποιων ευρημάτων των δημοσκοπήσεων, ειδικά εκείνων που πραγματοποιήθηκαν με μικρό δείγμα ή οδηγούν σε δυνητικά παραπλα 96
νητικές κατηγορίες. Παραδείγματος χάριν, ο αυτοχαρακτηρισμός «ακροδεξιάς» στη δημοσκόπηση του 1985 μπορούσε να περικλείει πολλές ιδεολογικο-πολιτικές τοποθετήσεις, συμπεριλαμβανομένης της τοποθέτησης του Ιαϊ&ςεζ-ίαΐΓΟ / φιλελεύθερου, ή μπορούσε απλώς να αντανακλά ένα αίσθημα κομματικής αποξένωσης. Το ί διο μπορεί να λεχθεί για όσους ψηφίζουν πραγματικά υπέρ της α κροδεξιάς. Έτσι, υποστηρίχθηκε ότι το κλειδί για την υπερψήφι ση του ΝΡ ήταν το εάν υπήρχε ή όχι διαθέσιμο εναλλακτικό «όχη μα» διαμαρτυρίας, κυρίως κάποιος Φιλελεύθερος υποψήφιος (δίεβά, 1974:336). Ο ίδιος συγγραφέας επιδίωξε να καταδείξει ό τι υπήρχε ένα σχετικά σταθερό 2-4% των ψήφων «διαθέσιμο» για ακροδεξιούς υποψηφίους σε ορισμένες περιοχές, όπου οι διακυ μάνσεις πάνω από το ποσοστό αυτό αντανακλούσαν κυρίως μια τέτοια διαφορετική συμμετοχή (βλ., επίσης, Τ»γ1θΓ, 1982:116ίί). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τεκμήρια ότι οι άνθρωποι δεν επιθυμούν να ομολογούν εύκολα ότι υποστηρίζουν εξτρεμιστικά κόμματα. Μπορεί, επίσης, να τείνουν να εξηγούν την ψήφο τους στους δημοσκόπους με όρους καθημερινών παραμέτρων, όπως η οικονομική ευημερία, παρά με όρους περισσότερο διάχυτους, ό πως ο εθνικισμός, ενώ δύσκολα ομολογούν «αθέμιτες» επιρροές όπως ο ρατσισμός. Επιπλέον, οι ακριβείς παράγοντες που επηρε άζουν την ψήφο ίσως παραμένουν θολοί στις αναλύσεις που γίνο νται με τη χρήση συγκεντρωτικών μεγεθών. Δεν πρόκειται απλώς για ένα στατιστικό ζήτημα, ότι δηλαδή εάν γίνουν αρκετές συσχε τίσεις θα ήταν περίεργο να μην εμφανιστούν κάποιες σημαντικές διασυνδέσεις (ο δαικίοπ, 1987, προσπάθησε να αποδείξει τη ση μασία της οικονομίας στις εκλογές μετά τον Πόλεμο των Φόκλαντ του 1982, χρησιμοποιώντας 26 συντελεστές συσχέτισης, με χρονι κή υστέρηση από έναν μέχρι δώδεκα μήνες έκαστος, συνολικά δη λαδή δημιούργησε 338 πιθανά αποτελέσματα!). Επίσης, υπάρ χουν πιο συγκεκριμένα στοιχεία. Η συσχέτιση των ψήφων του ΝΡ με την παρουσία εναλλακτικού υποψηφίου «διαμαρτυρίας» μπο ρεί να παράξει μια προφανή σχέση, αλλά τεκμήρια από λεπτομε ρείς τοπικές μελέτες υποδηλώνουν ότι η απλή εξήγηση της ακρο 97
δεξιάς ψήφου με κριτήριο τη διαμαρτυρία μπορεί να είναι παρα πλανητική. Ιδιαίτερα οι Φιλελεύθεροι στο τοπικό επίπεδο, αντίθε τα προς την εθνική τους πλατφόρμα, ορισμένες φορές θεωρού νταν «σκληροί» στο ζήτημα της φυλής. Τελικά, το επιχείρημα ότι οι ψήφοι του ΝΡ εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από παράγοντες ό πως αυξομειώσεις στο ποσοστό εκλογικής συμμετοχής, προκαλεί τόση σύγχυση όση και διαφώτιση. Παραδείγματος χάριν, δεν εξη γεί πλήρως τις ιδιαίτερα πολυάριθμες ψήφους του ΝΡ σε ορισμέ νες περιοχές, κυρίως σε τμήματα του ΕβδΙ Εηά του Λονδίνου ή στο 1χί<χ5ΐ€ΐ\ Ακόμη, δεν εξηγεί πού πήγε αυτή η σταθερή δεξαμενή ψήφων στη δεκαετία του 1980, όταν οι ψήφοι υπέρ των ακραίων κομμάτων εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό για κάποιο χρονικό διάστημα. Το δυναμικό για σημαντική ακροδεξιά υποστήριξη μπορεί να αποσαφηνιστεί με ένα υποθετικό παράδειγμα. Ο εξέχων Συντη ρητικός βουλευτής ΕηοοΗ Ρο\νε11 είχε σημαντική δημοσιότητα και έγινε δημοφιλής μετά το 1968 λόγω των δηλώσεων του με τις οποί ες προέβλεπε φυλετική βία και διαλαλούσε τον «εθελοντικό» επα ναπατρισμό της μη-λευκής κοινότητας. Το 1974 στράφηκε έντονα κατά των Συντηρητικών επειδή αποδέχθηκαν την ένταξη στην Ευ ρωπαϊκή Κοινότητα και τη συνεχιζόμενη μετανάστευση μη-λευκού πληθυσμού στη Βρετανία (δοΗοεη, 1977). Τι και αν αυτός είχε συμφωνήσει τότε με το ΝΡ, δίδοντας στο κόμμα πρόσθετη νομιμο ποίηση; Γενικά, η ευρωπαϊκή ακροδεξιά έχει ευημερήσει εκεί ό που διαθέτει χαρισματικούς, τηλεοπτικά ελκυστικούς ηγέτες - α ξιοσημείωτη αντίθεση προς τον γερασμένο Α.Κ. Οιεδίετίοη, που ήταν αρχηγός του ΝΡ στις αρχές ή προς το στομφώδη και αλαζόνα Τγη<ΐ3ΐ1, που ήταν ηγέτης του για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαε τίας του 1970 (για τον ΟΗεδΙειΙοη, βλ., ΒαΚετ, 1996). Ακόμη, τι και αν οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που διεξάγονται με αναλογικό σύστημα εκπροσώπησης, είχαν διεξαχθεί στη διάρ κεια μιας περιόδου ακμής του ΝΡ στη δεκαετία του 1970; Μπορεί να αντιταχθεί ότι το σενάριο αυτό συγκαλύπτει σοβαρές αντιρρή σεις. Πρώτον, υπήρχαν αξιοσημείωτες ιδεολογικές διαφορές με
ταξύ Ροννεΐΐ και του ΝΡ: ιδιαίτερα ο Ροννεΐΐ υπήρξε μέγας υπερα σπιστής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των φιλελεύθε ρων οικονομικών. Ασφαλώς δεν ισχυριζόμαστε εδώ ότι ο Ρο%νβ11 σχεδόν εντάχθηκε στο ΝΡ, αν και πολλοί άλλοι Συντηρητικοί που κατά οιονδήποτε τρόπο δεν ήταν φασίστες προσχώρησαν στο ΝΡ στη δεκαετία του 1970. Δεύτερον, ο Ταγίοτ έχει υποστηρίξει ότι το εκλογικό σύστημα ελάχιστη σχέση έχει με την αποτυχία του ΝΡ, παραθέτοντας μια μοναδική μελέτη, στην οποία μόνο το 5% δήλω νε ότι ήταν πιθανό να ψηφίσουν ΝΡ εάν πίστευε ότι αυτό θα μπο ρούσε να τα πάει καλά στις εκλογές ( Τ ^ Ι ογ, 1982:179-80). Αλλες δημοσκοπήσεις που παραθέσαμε προηγουμένως τείνουν πάντως να υποδηλώνουν μια μεγαλύτερη διαθεσιμότητα για το ΝΡ. Αυτό το σενάριο περί ΡονεΙΙ και αναλογικής αντιπροσώπευ σης δεν έχει απλώς την έννοια ότι θα αποσαφηνίσει τη δυναμική των ακροδεξιών ομάδων, αλλά επίσης ότι θα αναδείξει ένα ση μείο σχετικά με τη μελέτη της ακροδεξιάς. Οι περισσότερες ανα λύσεις της υποστήριξης εξτρεμιστικών ομάδων έχουν δώσει μικρό βάρος σε παράγοντες όπως οι δραστηριότητες των συγκεκριμέ νων πολιτικών ή η λειτουργία του κομματικού συστήματος, ευνοώ ντας περισσότερο κοινωνιολογικές και δομικές εξηγήσεις. Σε ένα γενικό επίπεδο, η Βρετανία θεωρείται χώρα που δεν έχει την ε μπειρία μιας αρκετά σοβαρής οικονομικής κρίσης, η οποία προά γει τον εξτρεμισμό (Γερμανία, το 1932) και/ή η περίπτωσή της σχετικά με τη μετανάστευση δεν έχει γνωρίσει την ξαφνική κορύ φωση που συνέβη σε κάποιες άλλες χώρες (π.χ., αιτούντες άσυλο στη Γερμανία το 1991-92). Εδώ το επιχείρημα που προβάλλουμε δεν είναι ότι οι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες είναι ασήμα ντοι. Το ουσιαστικό είναι περισσότερο να αποκαταστήσουμε τη συνάφεια μιας πολιτικής διάστασης - ειδικά να αναδείξουμε τη σημασία που έχουν οι δραστηριότητες των κατεστημένων πολιτι κών ελίτ, το εκλογικό σύστημα και η φύση της εξτρεμιστικής ηγε σίας και ιδεολογίας στη διαθεσιμότητα για την ακροδεξιά. Για να το θέσουμε πιο θεωρητικά, τα εξτρεμιστικά κόμματα τείνουν να έχουν επιτυχίες όταν υπάρχει (ΕβΚνοΙΙ, 1998η) νομιμο 99
ποίηση της ομάδας που εξεγείρεται + αυξανόμενη προσωπική αποτελεσματιχότητα + φθίνουσα εμπιστοσύνη στο σύστημα. Δεν είναι αρκετή η ύπαρξη κυβερνήσεων που δεν είναι δημοφιλείς: κάτι τε'τοιο θα μπορούσε απλώς να οδηγήσει στο να ψηφιστούν κατεστημένα κόμματα της αντιπολίτευσης. Χρειάζεται να υπάρ χει γενική απώλεια εμπιστοσύνης στην κατεστημένη πολιτική. Τα κόμματα που εξεγείρονται, επίσης, χρειάζεται να μη θεωρούνται ότι είναι πλήρως απαράδεκτα για το δημοκρατικό πολίτευμα. Οι δυνητικοί ψηφοφόροι τους χρειάζεται να πιστεύουν ότι αυτά μπο ρούν να είναι αποτελεσματικά (διαφορετικά, γιατί να τα ψηφί σουν;). Για να το θέσουμε διαφορετικά, εδώ το επιχείρημα υπο στηρίζει μια μάλλον ορθολογική επιλογή παρά τη θεωρία της τυ φλής διαμαρτυρίας όσον αφορά την ψήφο στην ακροδεξιά. Οι εξ τρεμιστές ψηφοφόροι ασφαλώς διαμαρτύρονται, αλλά οι ενέργειές τους, γενικά, δεν είναι τυχαίες: ψηφίζουν υπέρ των εξτρεμιστικών κομμάτων όταν πιστεύουν ότι οι πράξεις τους θα έχουν επί δραση. Η αντίληψη που έχει το άτομο σχετικά με το ζήτημα αυτό προσδιορίζεται περισσότερο από πολιτικούς παρά από καθαρά κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες.
Ποιοι υπερψήφισαν το ΝΡ και εντάχθηκαν ατ αστό στη δεκαετία του 1970;
Σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης ή αναλύσεις συγκεντρωτι κών δεδομένων σχετικά με τους ψηφοφόρους του ΝΡ στη δεκαε τία του 1970 έχουν δώσει σαφώς αντιφατικά αποτελέσματα. Το κύριο πεδίο συμφωνίας είναι ότι στους υποστηρικτές του ΝΡ ήταν περισσότεροι οι άνδρες, ότι αυτοί εμφάνιζαν μια αρνητική σχέση με το ποσοστό εκλογικής συμμετοχής και ότι ήταν πρωταρχικά Άγγλοι. (Στην Ουαλία και τη Σκοτία, μετριοπαθή, εθνικιστικά κόμματα ενισχύονταν δραματικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενώ η Βόρεια Ιρλανδία εξέθετε το δικό της μοναδικό πρότυ πο εθνικιστικής και περιφερειακής πολιτικής). Τα δύο κύρια πε 100
δία διαφωνίας αφορούν την ταξική και ηλικιακή βάση του ΝΡ. Πολλοί έχουν διατυπώσει την άποψη ότι ο όγκος της υποστήριξης του ΝΡ προήλθε από μια «αυταρχική» εργατική τάξη (\Υ1ιΐΐ€ΐ€γ, 1979), αλλά όταν ο Ηυχ&ΗΠίΙδ διαχώρισε τους υποστηρικτές του ΝΡ σε «ριζοσπάστες» και «μετριοπαθείς», βρήκε ότι ενώ οι πρώ τοι ανήκαν κυρίως στην εργατική τάξη, συνολικά ο συντελεστής της κοινωνικής τάξης δεν ήταν σημαντικός για την επιλογή του ΡΝ. Ο Ηιΐδϋ&ηάδ κατέδειξε ότι η κυρία περιοχή σχετικής υποστή ριξης του ΝΡ ήταν μεταξύ των «οριακών» ελεύθερων επαγγελματιών - δηλαδή εκείνων χωρίς τυπικά προσόντα, που έτειναν να μην απασχολούν στην επιχείρηση κανέναν εργαζόμενο εκτός της δικής τους οικογένειας (ΗιΐδΙίβικΙχ, 1983: 136 επ.). Η εξήγηση που ο ίδιος έδινε είχε να κάνει με την αβέβαιη οικονομική θέση πολ λών που ανήκαν στην ομάδα αυτή. Υποστήριζε επίσης ότι όταν συνδυάζονταν οι δύο ομάδες του δεν υπήρχε ισχυρή συσχέτιση με την ηλικία, αμφισβητώντας τις απόψεις πολλών άλλων που έχουν τονίσει την έλξη που ασκούσε το ΝΡ σε μια νεολαία αποξενωμέ νη, που βίωνε αυξανόμενη ανεργία. Η κύρια εστίαση της εργασίας του Ηιΐδϋβικίδ αφορούσε τις πε ριοχές από τις οποίες προερχόταν η υποστήριξη του ΝΡ. Διατεινό ταν δηλαδή ότι υπήρχαν δύο τύποι κοινωνικού περιβάλλοντος ό που η υποστήριξη του ΝΡ ήταν μέγιστη. Οι περιοχές που μετά το 1945 άκμασαν οικονομικά, αλλά στη δεκαετία του 1970 αντιμετώ πιζαν οικονομικές δυσκολίες (π.χ. ΟονεηΙι^, δΙοιι^Η), και οι φθίνουσες παραδοσιακές βιομηχανικές περιοχές (π.χ. ΒταάίοΓά, ίβϊθ€δΙβΓ). Έτσι, το ΝΡ είχε μικρή υποστήριξη σε περιοχές της υ παίθρου ή των προαστίων, αλλά αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα περιοχών του Λονδίνου, της Κεντρικής και της Βόρειας Αγγλίας. Εντούτοις, υπάρχει ένα πρόβλημα με την προσέγγιση αυτή: δεν παρουσίαζαν όλες οι περιοχές που ανήκουν στις κατη γορίες αυτές σημαντική υποστήριξη στο ΝΡ, ενώ υπήρχαν θύλα κοι «αποκλίνσυσας» υποστήριξης, όπως το παραλιακό ΒΙβοΚροοΙ. Εναλλακτικές προσεγγίσεις γεωγραφικών περιοχών, επομένως, έχουν εστιάσει στη συσχέτιση μεταξύ των ψηφοφόρων του ΝΡ και 101
της άμεσης παρουσίας εθνοτικών κοινοτήτων έναντι προσεγγίσε ων «εισβολής» (ίπναχΐοη αρρΓοαοΗ), οι οποίες υποστηρίζουν ότι η φυλετική ψήφος είναι πιθανόν να είναι ισχυρότερη σε περιοχές που βρίσκονται στην περιφέρεια της εγκατάστασης μεταναστευτικών εθνοτήτων. Στη Βρετανία, η πρώτη προσέγγιση φαίνεται να προσφέρει την καλύτερη εξήγηση στο τοπικό επίπεδο. Πάντως, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι δύο κορυφαίες εκλογικές επιτυχίες του ΝΡ στη δεκαετία του 1970 ήλθαν αμέσως μετά τα νέα, ευρείας δημοσιότητας μεταναστευτικά κύματα από τους εκδιωχθέντες Ασιάτες της Ουγκάντα (ϋ£3ΐκ1<ιη Α5Ϊ3Π$) και τους Ασιάτες του Μαλάουι (Μ3ΐ3ννΪ3π Αδΐβπδ) το 1976-77, που προκάλεσαν χαρακτηριστικούς φόβους εξαιτίας της «εισβολής» αυτής (Τβγίοτ, 1979). Μια μελέτη σχετικά με την ηγεσία και τους ακτιβισιές του ΝΡ υπογραμμίζει τα προβλήματα που συνεπάγεται ένα υπόδειγμα υ ποστήριξης. Τα περισσότερα μέλη της ηγεσίας έτειναν να προέρ χονται από τη μεσαία τάξη, αλλά η όλη κατάσταση ήταν ανάμει κτη. Υπήρχε επίσης ένας μικρός αριθμός, ειδικά τον πρώτο καιρό, ατόμων από σχετικά πλούσιες οικογένειες, που συχνά αποτελούσαν τα σημαντικά οικονομικά στηρίγματα του κόμματος. Υπήρχε επίσης μια μεγάλη ομάδα, που συμβολίζεται από τον ΤγηάβΗ και τον Μ3Γΐϊη ΝνεβδΙβτ, η οποία μπορεί να περιγράφει καλύτερα ως «οριακή» μεσαία τάξη: επρόκειτο για περιοδεύοντες πωλητές ή για άτομα που είχαν κάποια μορφή ελεύθερης απασχόλησης. Α κόμη, εμφανίζεται μια ομάδα με εκπαίδευση πανεπιστημιακού ε πιπέδου, στα μέλη της οποίας ανήκε και ο συγγραφέας, που το 1974 έγραψε το φυλλάδιο απόρριψης του Ολοκαυτώματος, Ωίά 5ϊχ ΜΐΙΙΐοη ΚεαΙΙγ Ωίβ? (Πέθαναν Πραγματικά Έξι Εκατομμύρια;), το οποίο ανατυπώθηκε κατ’ επανάληψη σε ολόκληρο τον κόσμο (σχετικά με την άρνηση του Ολοκαυτώματος και τις εξτρεμιστικές ομάδες, βλ. Εβϋννεΐΐ, 1995). Οι κύριοι συνδετικοί ιμάντες σε επίπε δο ηγεσίας φαίνεται να ήταν η χαρακτηριστική απουσία χαρισμα τικής ηγεσίας, η διοικητική ανικανότητα και η ροπή προς ιδεολο γικά σχίσματα! Στο επίπεδο των απλών κομματικών στελεχών, με 102
λέτες έχουν τονίσει τις δυσκολίες να υπάρξουν γενικεύσεις σχετι κά με τους ακτιβιστές (Βίΐΐίβ, 1978, δοοΗ, 1975). Ο κύριος παράγο ντας που συνδέει τα τοπικά μέλη φαίνεται να υπήρξε η εχθρότητα απέναντι στους «μετανάστες» παρά το κοινωνικο-οικονομικό υ πόβαθρο. Εντούτοις, οι κύριες βάσεις των ψηφοφόρων του ΝΡ εντοπίζο νται στις κοινότητες της εργατικής τάξης. Ο διαχωρισμός των ψη φοφόρων του ΝΡ από τον Ηυδβαηάδ σε «ριζοσπάστες» και «με τριοπαθείς» είναι σημαντικός για την κατανόηση της δυναμικής του ΝΡ, αλλά οι πραγματικοί ψηφοφόροι του ΝΡ κατανοσύνται καλύτερα στο πλαίσιο της προηγούμενης κατηγορίας. Η ύπαρξη μιας σαφώς οροθετημένης, παραδοσιακής εργατικής «κοινότη τας» φαίνεται να υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική όσον αφορά την εμ φάνιση μισαλλοδοξίας κοιτά των μεταναστών και τον επηρεασμό ομάδων μη εργατικής προέλευσης στο πλαίσιο της κοινότητας αυ τής. Αυτό ειδικά ήταν χαρακτηριστικό περιοχών με παλαιότερες ακροδεξιές παραδόσεις ή αδύναμες παραδόσεις των Εργατικών, παραδείγματος χάριν περιοχών στο Εβδί Εηά του Λονδίνου. Επί σης, η μισαλλοδοξία προερχόταν από κοινωνικο-οικονομικούς φόβους: παραδείγματος χάριν, από φόβους για πιθανή μείωση της αξίας των κατοικιών σε περιοχές εγκατάστασης μεταναστών, για ανταγωνισμό όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, καθώς η αγορά ερ γασίας περιορίζεται, ή για την ποιότητα της εκπαίδευσης σε πε ριοχές με αυξανόμενο αριθμό οικογενειών μεταναστών. Έτσι, η υπερψήφιση του ΝΡ έχει ως αφετηρία πολλαπλά κίνητρα. Αναμ φίβολα υπήρχε ένα στοιχείο ρατσισμού, αλλά επίσης ένα στοιχείο οικονομικής ιδιοτέλειας. Ακόμη, υπήρχε ένα στοιχείο υπεράσπι σης παραδοσιακών αξιών της εργατικής τάξης, όπως η έμφαση στην έννοια του «σεβασμού». Στο τέλος του 19ου και στην αυγή του 20ού αιώνα, ήταν όνειδος (για τον λευκό) να άφηνε το σπίτι του βρόμικο ή να έπινε πάρα πολύ. Τώρα, στόχος γίνονταν οι πο λυμελείς κατοικίες των εθνικών μειονοτικών οικογενειών, καθώς κυριαρχούσαν τα στερεότυπα για τους μετανάστες ως ατόμων σε ξουαλικά ανήθικων και με ροπή στην τεμπελιά. 103
Η αποτυχία του ΝΡ και η βρετανική πολιτική παράδοση
Η επικέντρωση του ερευνητικού ενδιαφέροντος σε παράγοντες ό πως η κοινότητα και οι ιδιαίτερες παραδόσεις αποσαφηνίζει τη σημασία που έχει να μην υποθέτουμε ότι όλοι οι σημαντικοί ερμη νευτικοί παράγοντες μπορούν να συμπέσουν ταυτοχρόνως. Οι ϋρ$€( και ΚοΚΚαη, στην κλασική τους μελέτη του κομματικού συ στήματος, υποστήριξαν ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι μεταπολε μικές διαιρετικές τομές βασίστηκαν στα ρήγματα της δεκαετίας του 1920 (ϋρκεΐ και ΚοΙϋίβη, 1967: 50). Έτσι, ένα κρίσιμο ερώτη μα στο μακρο-ιστορικό επίπεδο είναι γιατί η ακροδεξιά στη Βρε τανία έχει αποτύχει να ασκήσει σοβαρή επίδραση σε οποιοδήποτε κρίσιμο πρόβλημα στον 20ό αιώνα. Μια συνήθης εξήγηση της κοινωνικής επιστήμης για το κενό αυ τό περιστρέφεται γύρω από μια ανάλυση της πολιτικής κουλτούρας (ΒεηεχνίοΙί, 1969). Η ανάλυση αυτή βλέπει τη Βρετανία ως «αστική κουλτούρα», μια χώρα της οποίας οι δημοκρατικοί θεσμοί συγκε ντρώνουν υψηλή εκτίμηση, με ένα μοναδικό μείγμα του νεωτερικου και του παραδοσιακού στοιχείου. Τα χαρακτηριστικά της διάχυ σης, της συναίνεσης, της διαφορετικότητας και της μη βίας ενθαρ ρύνουν μια βαθιά ριζωμένη πολιτισμική στάση, που φαίνεται να αντιστρατεύεται τις ριζοσπαστικές και ακτιβιστικές φιλοσοφίες (Αίπιοηά και νοιΐ»3,1963). Η προσέγγιση αυτή προσφέρει μεν οξυ δερκείς αναλύσεις, αλλά παρακάμπτει τη σημασία πολύπλοκων ε ρωτημάτων και ερωτημάτων σχετικών με την Ιστορία (ΕαΙννβΙΙ, 1997). Το μείζον πρόβλημά της είναι ότι βλέπει τη Βρετανία ως μια χώρα εύκολη από άποψη διακυβέρνησης λόγω του αστικού της πο λιτισμού. Μια πιο πρόσφορη προσέγγιση είναι να αντιστρέψουμε την αιτιότητα (αν και κάτι τέτοιο αφήνει ακόμη αναπάντητα τα ερω τήματα αιτίας και ορισμού). Έτσι, το επιχείρημα μεταλλάσσεται στον ισχυρισμό ότι η αστική κουλτούρα, ειδικά η κουλτούρα της συμμόρφωσης, απστελεί στοιχείο καλής διακυβέρνησης. Το πρόβλημα σχετικά με το τι συνιστά μια «καλή διακυβέρνη ση» μπορεί να θεωρηθεί σε ένα πολύ ειδικό πλαίσιο, εξετάζοντας 104
μια δημόσια διαμάχη για το ρόλο τόσο των ακροδεξιών όσο και των «αντιφασιστικών» διαδηλώσεων. Ένα από τα κυρία κληρο δοτήματα της περιόδου του Μεσοπολέμου υπήρξε ο αριστερός μύθος ότι ο φασισμός στη Βρετανία ανακόπηκε με τη βία των δρό μων. Πολλοί ε'χουν ισχυριστεί ότι οι διαδηλώσεις, ειδικά εκείνες από την Αντιναζιστική Λίγκα, επιτάχυναν την παρακμή του ΝΡ (ΜεχΝίπα, 1989:121). θ α μπορούσε να αντιταχθεί σ’αυτό ότι η Λί γκα άρχισε να δραστηριοποιείται αφοΰ είχε αρχίσει η παρακμή του ΝΡ. Όμως εδώ το κύριο σημείο είναι ότι το «κράτος», συνολι κά, χειρίστηκε τις διαδηλώσεις αυτές καλά. Ένα άλλο κληροδότη μα της ακροδεξιάς του Μεσοπολέμου είναι η ο νόμος περί δημό σιας τάξης του 1936, που επιτρέπει την απαγόρευση των διαδηλώ σεων. Το νόμο αυτό έχουν επικαλεστεί λίγες σχετικά φορές από το 1945 για την απαγόρευση εξτρεμιστικών δραστηριοτήτων και οι επικριτές του έχουν υποστηρίξει ότι το γεγονός αυτό αντανα κλά μια βέβαιη συνενοχή με την ακροδεξιά πολιτική. Ασφαλώς, υ πάρχει κάποια ατυχής αντιπάθεια μέσα στην αστυνομία απέναντι σε πληθυσμούς εθνικών μειονοτήτων, κατάσταση που έχει ενθαρ ρύνει τους αριστερούς σχολιαστές να ισχυρίζονται ότι ο ρατσι σμός διεισδύει στην αστυνομία (δοΓδΙοη, 1985: 104). Εντούτοις, οι βρετανικές δυνάμεις του νόμου και της τάξης δεν έχουν επιδείξει ανοχή ή την τάση να εθελοτυφλούν απέναντι στην ακροδεξιά, στοιχείο που συχνά ήταν χαρακτηριστικό της ανόδου της σε άλλες χώρες (ΤΗιΐΓΐο\ν, 1994). Πράγματι, αν και δύσκολο να αποδειχθεί (και άρα δύσκολο να ερευνηθεί), είναι δυνατό η αστυνομική και η αντιφασιστική διείσδυση των εξτρεμιστικών ομάδων να υπήρξε σημαντικός παράγοντας για την αποτυχία τους (οι ΗϊΗ και Βείΐ, 1988, τονίζουν τις δραστηριότητες του αντιφασιστικού περιοδικού 5€αηΗΙΐβΗΐ). Η άδεια για πραγματοποίηση ακροδεξιών διαδηλώ σεων φαίνεται να έχει βασιστεί κυρίως στη στάθμιση των συμφε ρόντων της δημόσιας τάξης έναντι της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και του λόγου - και πιθανώς, τελικά, στην πεποίθηση ότι τέ τοιες διαδηλώσεις μειώνουν παρά αυξάνουν την ακροδεξιά υπο στήριξη. Ασφαλώς, κακώς συμβούλευαν το ΝΡ να πραγματοποιεί 105
πορείες στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εάν επιδίωξή του ήταν να προσεταιριστεί περισσότερη υποστήριξη από την επικρατούσα πολιτική τάση (φαίνεται ότι ήλπιζε σε ευνοϊκή δημοσιότητα!). Γενικότερα, το ζήτημα της «καλής διακυβέρνησης» δημιουργεί διαμάχες σχετικά με τις ελίτ και το κομματικό σύστημα. Έ να κομ ματικό σύστημα έχει πολλές όψεις. Πρώτον, το βρετανικό πλειο ψηφικό εκλογικό σύστημα αντισιρατεύεται τα ακραία και επανα στατικά κόμματα, ειδικά στη φάση της αρχικής τους απογείωσης (μολονότι υπάρχει ένα επίπεδο γύρω στο συν 30% όπου το σύστη μα μπορεί τελικά να συμβάλλει προς μια πολυκομματική κατάστα ση: εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Ναζί το 1932 πιθανώς να εί χαν κερδίσει ακόμη μεγαλύτερη εκπροσώπηση εάν η Γερμανία εί χε χρησιμοποιήσει το βρετανικό εκλογικό σύστημα), δεύτερον, εί ναι η ίδια η δομή των κομμάτων. Τα σημαντικότερα κόμματα της Βρετανίας έχουν, αναμφίβολα, οργανωθεί καλά, τόσο τοπικά όσο και εθνικά, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της ηπειρωτικής Ευρώ πης που βασίζονταν σε στελέχη - και σε αντίθεση με τις μικρές α κροδεξιές ομάδες που έχουν αποδειχθεί ανίκανες να διεξαγά γουν σοβαρές καμπάνιες έξω από τα λίγα δικά τους «προπύργια», εκτός εάν μπορέσουν να δραστηριοποιήσουν ακτιβιστές στις με μονωμένες επαναληπτικές εκλογές. Τρίτον, υπάρχει η σχέση ανά μεσα στο εθνικό και το τοπικό πολιτικό σύστημα. Το ενιαίο κρά τος της Βρετανίας και οι αναπτυγμένες επικοινωνίες βοήθησαν να «εθνικοποιηθούν» τα ζητήματα σε πρώιμο στάδιο. Η ακροδεξιά στην ηπειρωτική Ευρώπη βοηθήθηκε από τοπικές δομές στις ο ποίες διαφορετικά μηνύματα μπορούσαν να διαδίδονται από σχε τικά καλά οργανωμένα εξτρεμιστικά κόμματα. Τέταρτον, μια συ ναφής όψη των κομματικών συστημάτων βρίσκεται στη φύση της σχέσης μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Υπάρχουν στενοί δε σμοί τυφλής υποστήριξης που βασίζονται, ας πούμε, στην κοινωνι κή τάξη; Ή οι ψηφοφόροι φαίνεται να επηρεάζονται περισσότε ρο από ορισμένα επιμέρους διακυβεύματα, ενθαρρύνοντας έτσι μια ευμετάβλητη συμπεριφορά; Το βρετανικό κομματικό σύστημα από τη δεκαετία του 1920 106
μ έχ ρ ι τη δεκαετία του 1960 επε'δειξε ισχυρή ευθυγράμμιση προς τις κυρίαρχες ταξικές κατευθύνσεις- ταυτοχρόνως, το Συντηρητι κό και το Εργατικό Κόμμα ήταν επίσης αρχέτυπα προγραμματικά κόμματα. Οι καθαρά κοινωνιολογικές αναλύσεις έχουν αποτύχει να δουν ότι η ταξική πολιτική ήταν στενά δεμένη με μια ιδιαίτερη ιδεολογική μορφή. Το κεντρικό ιδεολογικό πρόβλημα του βρετα νικού φασισμού στην περίοδο του Μεσοπολέμου ήταν η αδυναμία του να σκιαγραφήσει πολιτικές που να γίνονταν αντιληπτές ως εξέχσυσες. Αυτό αληθεύει επίσης, αν και λιγότερο, στη μεταπολε μική περίοδο, όταν η αύξηση του αριθμού των «μεταναστών» πρόσφερε στον εξτρεμισμό τον αποδιοπομπαίο τράγο. Στην ιδεολογία των Εργατικών ανήκουν στοιχεία όπως η α πόρριψη της ταξικής ανάλυσης από την εθνική ηγεσία και η υιοθέ τηση μιας μορφής κορπορατισμσύ. Ζωτικός παράγοντας υπήρξε η αντίληψή της περί «κινήματος» που βοήθησε ώστε η ιδεολογία αυ τή να επιβιώσει των κρίσεων, όπως εκείνη μετά τη διάσπαση του 1931, αντίληψη που παρέμεινε ισχυρή ακόμη και μετά το 1945 (ση μειώστε την υποχώρηση στην ηπειρωτική Ευρώπη όρων όπως ΒεΝνεβίιηβ ή ιτιονίπιοηΐο). Το Εργατικό Κόμμα κατά καιρούς εκ δήλωνε μια μορφή εθνικισμού και ενώ η ηγεσία του στη μεταπολε μική περίοδο δεν μπορούσε να θεωρηθεί ρατσιστική με την κλασι κή έννοια της αποδοχής φυλετικών ιεραρχιών, μπορούσε να θεω ρηθεί ρατσιστική με άλλες έννοιες. Ιδιαίτερα, υποστήριξε τον «κρατικό ρατσισμό» σε τομείς όπως η μεταναστευτική πολιτική (βλ., Κοενβδ, 1983, για ανάλυση της φυλετικής κομματικής ιδεολο γίας), αν και κάτι τέτοιο έχει αντισταθμιστεί μέσω μιας περισσό τερο θετικής υποστήριξης νόμων προστατευτικών των φυλετικών σχέσεων (Εργατική κυβέρνηση πέρασε το πρώτο Διάταγμα Φυλε τικών Σχέσεων το 1965). Η εχθρότητα της ηγεσίας στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 απέναντι στα «μαύρα τμήματα» σε ένα κόμ μα που ήδη έχει τμήματα/οργανώσεις γυναικών, όπως και άλλες οργανώσεις και τμήματα, αντανακλά το φόβο ότι η αυξανόμενη πολιτική δραστηριότητα εθνικών ομάδων θα μπορούσε να ζημιώ σει το κόμμα, ειδικά στα μάτια της εργατικής τάξης. Οι λευκοί ψη 107
φοφόροι υφίστανται θετικές διακρίσεις εκ μέρους του κόμματος, αν και η ηγεσία είναι υποχρεωμένη να εξισορροπεί το γεγονός αυτό επιθυμώντας να διατηρεί κυριαρχική θέση μεταξύ των ψη φοφόρων των διαφόρων εθνικών κοινοτήτων. Τέλος, είναι σημα ντικό να διακρίνουμε μεταξύ τοπικού και εθνικού επιπέδου: στο μη επαρκώς μελετημένο τοπικό επίπεδο υπήρχε μερικές φορές έ νας σκληρότερος ρατσισμός, ειδικά στα εργατικά συνδικάτα. Η ιδεολογία των Συντηρητικών, ιστορικά, έχει συμβάλει ακό μη περισσότερο στον αφοπλισμό της ακροδεξιάς ελκυστικότητας. Μια σημαντική όψη της ιδεολογίας τους υπήρξε ο ισχυρός εθνικι σμός, αν και επειδή η Βρετανία είναι ένα πολυεθνικό κράτος, αυ τός ουδέποτε προσέλαβε φυλετική μορφή. Μια άλλη σημαντική ό ψη του συντηρητισμού είναι η αντίληψή του για την κοινωνία ως αυτόνομη οντότητα παρόμοια με τους βιολογικούς οργανισμούς, αντίληψη που έχει συνδεθεί με έννοιες όπως η μορφή κορπορατισμού και σύλληψης της κοινωνικής πρόνοιας που προτείνεται από τους Συντηρητικούς. Ακόμη, οι Συντηρητικοί δεν ήταν κατά της εργατικής τάξης. Πράγματι, ο βρετανικός συντηρητισμός έχει επιδείξει αξιοσημείωτη κατανόηση απέναντι στην εργατική τάξη κα θώς και αποδοχή από αυτήν. Επανερχόμενοι ειδικότερα στον α φοπλισμό του εξτρεμισμού, ήταν οι Συντηρητικοί εκείνοι που πέρασαν τον πρώτο περιοριστικό Νόμο για τη Μετανάστευση από την Κοινοπολιτεία το 1962 και επίσης ήταν οι Συντηρητικοί που κατέληξαν να θεωρούνται από τους εκλογείς ως το κόμμα εκείνο που περισσότερο αντιτάσσεται στη «μετανάστευση». Ενώ μια δη μοσκόπηση του 1964 έδινε στους Συντηρητικούς το προβάδισμα έ ναντι των Εργατικών με 21% προς 19% σχετικά με το ερώτημα ποιο κόμμα ήταν πιθανότερο να μην επιτρέψει την είσοδο μετανα στών, το 1970 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 57% προς 4% (1^γΙοηΗεητγ, 1978: 272, βλ. επίσης ΐΛχίοη-Ηεηιγ, 1992). Καθώς η κυ βερνητική πολιτική στα φυλετικά ζητήματα έτεινε να είναι δικομ ματική, μεγάλο μέρος της «πίστωσης» για τη δραματική αυτή αλ λαγή πρέπει να αποδοθεί στις δραστηριότητες του ΕηοοΙι Ρο\νε11, στη δεξιά Συντηρητική ομάδα ακτιβιστών του Μοικίαγ Οιιϋ και σε 108
τοπική καμπάνια (έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο Ροννεΐΐ είχε μεγαλύτερη δημοσιότητα στον εθνικό Τύπο στη διάρ κεια της εκστρατείας των γενικών εκλογών του 1970 από ό,τι το σύνολο του Εργατικού Κόμματος). Μετά τις δύο ήττες των Συντη ρητικών στις γενικές εκλογές το 1974, τα αντιμεταναστευτικά θέ ματα βγήκαν στην επιφάνεια με πιο ορατό τρόπο. Παραδείγματος χάριν, ο μετριοπαθής \νΐΗϊαπι \ν Η ΐΙε ΐ3 \ν εκφώνησε πολλές αξιο σημείωτες ομιλίες για τη μετανάστευση στο διάστημα 1974-75 και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η Μάργκαρετ θάτσερ επιδίωξε να εδραιώσει την υποστήριξη ανάμεσα στους αυταρχικών στάσε ων και εθνικιστικών αντιλήψεων ψηφοφόρους, κυρίως με την πο λυδιαφημισμένη αναφορά του 1978, ότι η Βρετανία έχει «κατακλυστεί» από ξένους πολιτισμούς, σχόλιο που απέφερε σημαντικά κέρδη για τους Συντηρητικούς στις δημοσκοπήσεις που ακολού θησαν και ενδείξεις ότι πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι τα φυλε τικά ζητήματα ήταν πιο σημαντικά από τα οικονομικά (Η»11 και Ιβοςαεδ, 1981,5ΐιι<1ΐ3Γ, 1985).
Η κομματική ιδεολογία πρέπει να κατανοηθεί, επίσης, στο πλαίσιο της κάλυψης των μέσων ενημέρωσης, ειδικά καθώς η μεί ωση των μαζικών εκδηλώσεων από το 1945 έχει ως συνέπεια τα μέσα ενημέρωσης να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο ρόλο όσον αφορά την πολιτική επικοινωνία. Η φύση της κάλυψης του ΝΡ από τα μέσα ενημέρωσης είναι πολύπλοκη. Τμήματα των Μέσων, ειδι κά ο ηγέτης στην αγορά των ταμπλόιντ ΤΗβ 5ιιη, έχει αναμφίβολα επιδείξει μορφές ρατσισμού και φανατικού εθνικισμού (Η& γϊπιαηη και Ηιι$1>3η<1δ, 1974, Μυιτβχ, 1986, ΤΓΟΥβηβ, 1981). Υπήρξε επίσης κάποια τάση να φανεί η ακροδεξιά σαν «ιδιομορφία» (ΥοΗαΗΐτε ΡοχΙ, 3 Σεπτεμβρίου 1970, ΟδχεινβΓ 16 Ιουνίου 1991) ή να υπερβάλουν όσον αφορά την εκλογική δυναμική του ΝΡ (ΟααηΙΐαη, 5 Ιουλίου 1977). Εντούτοις, η ακροδεξιά μικρή άμεση συμπάθεια είχε από τα μέσα ενημέρωσης. Γενικά, απλώς αγνοήθηκε, αν και στην όψιμη δεκαετία του 1970 υπήρξε εκτενής δημο σιότητα για τους δεσμούς του ΝΡ με το ναζισμό και οι πορείες του συχνά περιγράφονταν ως προβοκατόρικες (ΟαίΙγ Μίποτ, 4 Απρι 109
λίου και 19 Ιουλίου 1977). Ακόμη και ο μη επαρκοις ερευνημένος τοπικός Τύπος συχνά υποστήριζε την αντιφασιστική επίθεση (ΧοΐίΐΗ Εαχΐ Ι,οηάοη αηά Κβηΐίώ Μοη ιιιγ, 5 Μαΐου 1977, Μβχΐβπι ΜαίΙ, 27 Απριλίου 1978). Αυτή η εικόνα ε'χει οδηγήσει στην ανά δειξη της άποψης ότι τα με'σα μαζικής ενημέρωσης υπήρξαν ο «με γαλύτερος και μοναδικός εχθρός» της ακροδεξιάς (ΝαΐίοηαΙ ΡτοηΙ Νεκχ, Αρ. 95, Σεπτέμβριος 1987: 2). Τα σημεία αυτά σχετικά με την κυρίαρχη ιδεολογία και τα Μέ σα δεν σημαίνουν άρνηση της σημασίας άλλων παραγόντων στην υποχώρηση του ΝΡ. Αυτή είχε αρχίσει προτού η θάτσερ απευθυν θεί στους πραγματικούς και δυνητικούς ψηφοφόρους του ΝΡ (αν και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει μια γενική τάση με ταξύ των σχολιαστών να επικεντρώνονται υπερβολικά στη θ ά τσερ παρά σε άλλους Συντηρητικούς που πρόβολον τα θέματα αυ τά και, επιπλέον, χρειάζεται ακόμη να μελετηθεί η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων στο τοπικό επίπεδο). Μια πλήρης ανά λυση της εξαφάνισης του ΝΡ στη διάρκεια και μετά το τέλος της δεκαετίας του 1970 θα έπρεπε να διερευνά, επίσης, παράγοντες όπως οι ιδεολογικές διασπάσεις του, αλλά και οι διασπάσεις με ε πίκεντρο ηγετικές προσωπικότητες: αξιοσημείωτες προσωπικό τητες του χώρου αυτού κυριεύθηκαν από τις πιο εσωτερικές ατρα πούς της ιδεολογίας (Είίηνεΐΐ, 19965). Από τη δεκαετία του 1980, ορισμένες ομάδες εντός του κόμματος αποδέχονταν ανοικτά την πολιτική βία ενώ, γενικότερα, υιοθετήθηκαν ιδεολογίες εμπνεόμενες από την ηπειρωτική Ευρώπη, οι οποίες είχαν σαφείς συγγέ νειες με τη φασιστική παράδοση - πράγμα που απωθούσε έντονα τους «καθαρότερους» Βρετανούς εθνικιστές. 'Επρεπε επίσης να εξεταστεί ο ρόλος των αντιφασιστικών ομάδων και η διαδεδομένη απόδοση της ετικέτας του «φασιστικού» κόμματος στο ΝΡ: ενώ υ πήρχαν αξιοπρόσεκτα στοιχεία ακροδεξιού προσανατολισμού στις απόψεις του εκλογικού σώματος, ο φασισμός (ειδικά ο ναζι σμός) θεωρούνταν απαράδεκτος και όψεις του αντιφασισμού εί χαν κεντρική θέση για τη δημιουργία της εθνικής ταυτότητας (η Βρετανία μόνη το 1940, η Μάχη της Βρετανίας κ.ο.κ.). 110
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι Συντηρητικοί εξακο λούθησαν να επωφελούνται από το εθνικιστικό συναίσθημα, αν και η άνοδός τους οφειλόταν περισσότερο σε διαιρέσεις και αδυ ναμίες της αντιπολίτευσης. Το συναίσθημα αυτό συνέβαλε πολύ περισσότερο από το γεγονός ότι ο Πόλεμος των Φόκλαντ βοήθησε να μεταμορφωθεί η κυρία θάτσερ από την πλέον μη δημοφιλή πρωθυπουργό από τότε που ξεκίνησαν τα γκάλοπ, σε κείνη που πέτυχε την πιο συντριπτική εκλογική νίκη το 1983 και 1987. Ακόμη και πριν από τα Φόκλαντ, η ρητορική της θάτσερ είχε τονίσει την κομμουνιστική απειλή και τη δέσμευση της αντιπολίτευσης των Εργατικών για μονομερή πυρηνικό αφοπλισμό. Ο εθνικισμός στη ρητορική των Συντηρητικών σχετικά με την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν επίσης επαναλαμβανόμενος, παραδείγματος χάριν στα αιτή ματα που διακηρύσσονταν δημοσίως για τη μείωση της συμμετο χής της Βρετανίας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, στις αρχές της δεκαετίας τσυ 1980.0 αντιευρωπάίσμός διατυπώθηκε περισσότε ρο συνεκτικά στην ομιλία της θάτσερ στη Βπίβεδ με την κριτική της για την αυξανόμενη φεντεραλισιική προσέγγιση της Ευρωπαϊ κής Κοινότητας. Η αντιμεταναστευτική πολιτική εξακολουθούσε επίσης να εμφανίζεται περιοδικά, κυρίως το 1981 με την ψήφιση ε νός νέου Εθνικού Διατάγματος, το 1986 με την αυστηροποίηση των ρυθμίσεων για τους επισκέπτες από ορισμένες νέες χώρες της Κοι νοπολιτείας και το 1992 με εκφοβιστικές ιστορίες για κύματα αιτσύντων άσυλο εάν θα κέρδιζαν οι Εργατικοί στις γενικές εκλογές (θέμα που επανέφερε ευρέως ο συντηρητικός Τύπος των ταμπλόιντ, καθώς ο ,ΙοΗη Μαρτ φαινόταν να οδεύει προς την ήττα). Ο νό μος και η τάξη, επίσης, εξακολούθησαν να αποτελούν στοιχείο ιδι αίτερου ενδιαφέροντος, με ισχυρή αιχμή κατά των εθνοτήτων στις διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στο κέντρο των πόλεων το 1981, 1985 και 1991. Ταυτοχρόνους δε, προβλήματα όπως η διάδοση εθιστικών ναρκωτικών αυξάνονταν σημαντικά.
111
Το ΒΝΡ: η ίδια παλιά ιστορία;
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κύρια εξτρεμιστική ομά δα ήταν το ΒΝΡ του ΙοΗπ ΤγηάβΠ. Ο ΤγηϋβΙΙ κατά ένα μέρος εγκατέλειψε και κατά ένα μέρος εκτοπίστηκε από το ΝΡ το 1980, κυ ρίως ως αποτέλεσμα πιέσεων από δύο ομάδες. Μια ομάδα ριζο σπαστών φασιστών επιδίωξε να επανακαθορίσει τις αρχές του κόμματος, ενώ μια άλλη ομάδα Βρετανιόν εθνικιστών πίστευε ότι το φανερό ναζισιικό παρελθόν τον» Τχηάίΐΐ καθιστούσε αδύνατη την επέκταση της απήχησης του κόμματος εκτός ενός αλλοτριωμέ νου περιθωρίου. Το ΒΝΡ ήταν από πολλές απόψεις επανάληψη του ΝΡ της δεκαετίας του 1970. Εντούτοις, πριν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αυτό ουδέποτε απέκτησε το υψηλό εθνικό προφίλ του προκατόχου του, καθώς ήταν ανίκανο να πραγματο ποιήσει μεγάλες πορείες ή σοβαρές εκλογικές καμπάνιες εκτός α πό λίγες περιοχές (Οορχε^, 19%, ΕαηνεΙΙ, 19985, ΚικΗπετ, 1994). Αν και παρουσίασε περισσότερους από 50 υποψηφίους στις γενικές εκλογές του 1983, στην ουσία επρόκειτο για μια εικονική προσπά θεια να κερδίσει δημοσιότητα και να προσελκύσει μέλη (ΜβπιΙκπ ΒιιΙΙείϊη, Φεβρουάριος 1984) - προσπάθεια στην οποία απέτυχε. Ο Τ)Ίΐ<ΐ3ΐ1 αρχικά προσπάθησε να εμποδίσει το ΒΝΡ να προ σεταιριστεί τους αποξενωμένους νεαρούς περιθωριακούς που εί χαν συμβάλει στην απονομιμοποίηση του ΝΡ, αλλά το κόμμα σύ ντομα απέκτησε μια ανάλογη εικόνα (για την υποστήριξη του ΝΡ και του ΒΝΡ από τις γυναίκες, βλ. ΟιιγΗ3ιτι, 1995). Οι προσπάθει ες του Τ^ικίαΐΐ να αποστασιοποιηθεί ο ίδιος από το ναζισιικό πα ρελθόν επίσης παρέμειναν χλιαρές. Η ιδιωτική μηνιαία επιθεώ ρησή του, ΒρβατΗίαά, εξακολούθησε περιοδικά να είναι αποκαλυ πτική. Ιδιαίτερα, παρά τους διχασμούς εντός του κόμματος για το ζήτημα αυτό, η ΞρβαΓΪιβαά εξακολούθησε να παρουσιάζει υλικό και γνώμες που αρνούνταν το Ολοκαύτωμα (π.χ., ^ρβαΗκαά, Ιού νιος 1995). Παρά τη συνεχιζόμενη ερωτοτροπία με το φασισμό, ο Τγη^3ΐ1 πίστευε ακόμη ότι ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσει μπροστά ήταν να προσελκύσει απογοητευμένους συντηρητικούς 112
ψηφοφόρους - άποψη που επικρατούσε από πολύ καιρό και βοη θά στην εξήγηση της αποτυχίας του ΝΡ να εκμεταλλευθεί τη σύγ χυση στις τάξεις των Εργατικών στη δεκαετία του 1970. Εντούτοις, υπήρξαν κάποιες μεταβολές στις πολιτικές του ΒΝΡ απέναντι στο ΝΡ. Ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, διατυπώνο νταν αυξανόμενες αμφιβολίες σχετικά με την παλιά δέσμευση για μια έντονα κρατιστική, κορπορατιστική οικονομική πολιτική, σχε διασμένη να παράσχει πλήρη απασχόληση και ευημερία (για τους λευκούς). Πράγματι, το 1995 ο Τ^ηάϊΙΙ κατηγόρησε τον πρώην Συ ντηρητικό υπουργό, υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς, .Ιοίιη Κεάννοοά, που μόλις είχε αμφισβητήσει τον .ΙοΗη Μ3]ογ για την η γεσία του κόμματος, ότι έκλεβε την προίκα του ΒΝΡ (ΞρεατΗβαά, Αύγουστος 1995). Παρά τους ισχυρισμούς των θεωρητικών της «πλευράς της προσφοράς», κυρίως του Ηειΐ>ειΐ ΚίΙδοΗεΙΙ, όσον αφορά την υπο στήριξη της ακραίας δεξιάς, οι αλλαγές αυτές δεν ήταν σημαντι κές για την εντυπωσιακή νίκη στις τοπικές εκλογές που κατήγαγε το ΒΝΡ στην περιφέρεια ΜΠΙ\ν»11 του Ιδίε οί ϋοβχ του Λονδίνου (Κϊΐδϋΐιβίΐ, 1995). Αν και ο ΚίΐκοΗεΙΙ υποστηρίζει ότι μόνο εάν οι ο μάδες της ακραίας δεξιάς επιλέξουν τις αξίες της ελεύθερης αγο ράς σε συνδυασμό με αυταρχικά, εθνοκεντρικά μηνύματα μπο ρούν να προσελκύσουν ένα ευρύ ακροατήριο, το ΒΝΡ στον τομέα αυτόν κατά κανέναν τρόπο δεν τόνιζε την πολιτική της ελεύθερης αγοράς, μολονότι επιτίθετο στους «μετανάστες» έντονα. Εντού τοις, η νίκη του ΒΝΡ όφειλε πολλά σε άλλους συντελεστές της πλευράς της προσφοράς. Μολονότι στην περιοχή αυτή υπήρχαν ποικίλα προβλήματα, όπως υψηλή ανεργία και ανταγωνισμός για καλή δημοτική στέγαση, το Μί11\ν»11 δεν διέφερε σημαντικά σε βα σικούς κοινωνικοοικονομικούς δείκτες από πολλές άλλες περιο χές στις οποίες το ΒΝΡ πλησίασε τώρα να κερδίσει μια εκλογή. Στο Ιδίε οί Ε>θβ$, όμως, συνήργησαν τρεις παράγοντες προκειμέ νου να ενισχυθεί το ΒΝΡ. Πρώτον, επρόκειτο για περιοχή με έντο νη αίσθηση λευκής κοινότητας που, ιστορικά, «απειλούνταν» από περιοδικά κύματα μετανάστευσης και πιο πρόσφατα από την ε μ ι 13
φάνιση «γιάπηόων». Αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν τοπικές ομάδες που διατηρούσαν ζωντανή μια ακροδεξιά παράδοση. Δεύτερον, το ΒΝΡ ξεκίνησε τις δραστηριότητες του στην περιοχή με το όνο μα «Δικαιώματα για τους Λευκούς», εστιάζοντας σε συγκεκριμέ να περιστατικά δυσαρέσκειας, όπως ο φόνος, με προφανή φυλετι κά κίνητρα, ενός νεαρού λευκού. Αυτό βοήθησε την επέκταση της υποστήριξής του εντός της τοπικής κοινότητας και κέρδισε μάλι στα την κάλυψη από μη εχθρικά τοπικά μέσα ενημέρωσης: μέχρι το 1992 το ΒΝΡ είχε 20% των ψήφων στο Μϊ1Ι\νβ1Ι. Τρίτον, η περιο χή, ιστορικά, ήταν κάστρο των Εργατικών, αλλά στη δεκαετία του 1980 οι Φιλελεύθεροι είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται τα φυλε τικά αισθήματα μεταξύ της λευκής κοινότητας. Στις αρχές της δε καετίας του 1990, τοπικά τμήματα των Εργατικών επεδίωκαν επί σης να υποθάλψουν αισθήματα αποκλεισμού μεταξύ των λευκών. Το 1993, σε μια προσπάθεια περιορισμού των ψήφων των Φιλε λεύθερων Δημοκρατών, το τοπικό Εργατικό Κόμμα ανταπέδωσε επιδιδόμενο σε ψηφοθηρία, πράγμα που φαινόταν να δείχνει ότι το ΒΝΡ είχε σοβαρή πιθανότητα να κερδίσει. Μια άλλη σημαντική ακαδημαϊκή προσπάθεια να εξηγηθεί η νίκη του ΒΝΡ χρησιμοποιεί τη γόνιμη ιδέα του ·1ιΐ3η ίίηζ σχετικά με τον «πολιτικό χώρο» (Οιρδ€γ, 1996, ίιιηη, 1996, σημειώστε, ε πίσης, ότι ένα σημαντικό τμήμα της προσέγγισης του ΚϊΐχοΗοΙΐ το νίζει την ανάγκη για ευνοϊκή «δομή πολιτικής ευκαιρίας»). Εντού τοις, ενώ είναι αλήθεια ότι τα κατεστημένα τοπικά κόμματα είχαν αποτύχει να σημειώσουν σημαντικά αποτελέσματα εφαρμόζο ντας πολιτικές μείωσης του πληθυσμού των μεταναστών, ορισμέ νες άλλες πολιτικές -όπως η κατανομή κατοικιών- γενικά, είχαν ευνοήσει τους λευκούς. Επιπλέον, υπήρχαν πολλές περιοχές στο κέντρο των πόλεων στις οποίες τα κατεστημένα κόμματα είχαν α φήσει πολύ περισσότερο ιδεολογικό χώρο ώστε να εισχωρήσουν οι εξτρεμιστές, αλλά αυτό σπάνια απέφερε σημαντικό αριθμό ψή φων υπέρ της ακροδεξιάς. Είναι δύσκολο να είμαστε ακριβείς σχετικά με το ποιος ακριβώς ή γιατί ψήφιζε το ΒΝΡ στο ΜϊΙΙνναΙΙ, καθώς τα τεκμήρια από σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης είναι 114
εντυπωσιακά λίγα. Φαίνεται ότι το συνολικό κοινωνικο-οικονομικό προφίλ ήταν πολύ παρόμοιο με εκείνο του ΝΡ στη δεκαετία τσυ 1970, αν και ένα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό στο ΜΐΙΚναΙΙ ήταν ότι το 60% των υποστηρικτών του ΒΝΡ είχε ζήσει στην περιοχή περισσότερα από 21 χρόνια, μολονότι η ομάδα αυτή αποτελούσε μόνο το 30% του τοπικού πληθυσμού. Ως κίνητρο υ ποστήριξης του ΒΝΡ υπήρχε κάποιο στοιχείο διαμαρτυρίας, αλλά φαίνεται ότι υπήρχε επίσης και μια πιο θετική πλευρά στην ψήφο - μια γνήσια, δηλαδή, επιλογή του ΒΝΡ ως κόμματος του οποίου οι εθνικιστικές πολιτικές μπορούσαν να σταματήσουν την αποσύν θεση και το οποίο είχε πιθανότητα να νικήσει. Επομένως, πέτυχε όχι τόσο για λόγους χώρου όσο λόγω δύναμης και νομιμοποίησης. Το επόμενο έτος το ΒΝΡ έχασε την έδρα. Ο υποψήφιός του ή ταν ανίκανος να αρθρώσει λόγο και δεν είχε πετύχει τίποτα σε ό ρους αλλαγής πολιτικής, ενώ μια μεγάλη αντιφασιστική καμπάνια των κύριων κομμάτων, των τοπικών ομάδων και των μέσων ενημέ ρωσης αναδείκνυε, ακόμη μία φορά, τη ναζιστική καταγωγή τού ΒΝΡ (π.χ., ΩαίΙγ Μ ϊγτογ, 18 Σεπτεμβρίου 1993: «δΙΕΟ Η Ε Ιί... και Τώρα Αυτός Είναι Βρετανός Σύμβουλος»). Μέχρι τότε, το ΒΝΡ συνταρασσόταν από εσωτερικές διασπάσεις και ειδικότερα εντά σεις με το ΟοπώαΙ 18 και το Ν3ΐΐοη3ΐ δοαΕίίχΐ ΑΙΙίβηοε (Εθνικοσοσιαλιστική Συμμαχία) (Οαϋΐβ, 1995). Υπάρχουν κάποιες ενδεί ξεις ότι οι ομάδες αυτές κατευθΰνονταν από τις δυνάμεις «του νό μου και της τάξης» και έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι ε ντάσεις αυτές -που οδήγησαν ακόμη και σε βία μεταξύ των ομάδων- έγιναν περισσότερο έντονες αφού το ΒΝΡ είχε στο ενεργη τικό του μια τέτοια θεαματική επιτυχία. Εντούτοις, η διείσδυση των ομάδων αυτών πιθανώς σκοπό είχε την απόσπαση πληροφο ριών σχετικά με εγκληματικές δραστηριότητες, όπως την εμπορία ναρκωτικών, παρά τη διάλυση του εξτρεμισμού. Ανεξάρτητα από τη χειραγώγηση, οι εντάσεις ήταν αναπόφευκτες, καθώς η νίκη στο ΜϊΗνβΙΙ ισχυροποιούσε εκείνους μέσα στο κόμμα που επιδίωκαν μια σχετικά αποδεκτή εκλογική τακτική, εξέλιξη που προκαλούσε αντιδράσεις στη μαχητική πτέρυγα εκείνων που κατέβαιναν στους 115
δρόμους. Τα προβλήματα αυτά εξακολούθησαν να μαστίζουν την ακροδεξιά στην ύστερη δεκαετία του 1990. Στη διάρκεια του 1995, το ΒΝΡ προσπάθησε να αναζωογονήσει τις φθίνουσες επιτυχίες του αναγγέλλοντας ότι στις επόμενες εκλογε'ς θα διεκδικούσε του λάχιστο 50 θέσεις. Επίσης, εγκαινίασε τον πρώτο δικτυακό τόπο στο Ιη(€Γπε(, προσφέροντας στους λευκούς εθνικιστές μια επιλο γή άρθρων που τους ενδιέφεραν από τα περιοδικά του και κόμ βους (Ηηΐί) για διάφορους άλλους δικτυακσύς τόπους (8ΪΙβ) ανά τον κόσμο. Στην έκδοση του ΞρβαΗκαά του Οκτωβρίου 1995, το Διαδίκτυο περιγραφόταν ως η σημαντικότερη εξέλιξη των Μέσων από την εποχή της τηλεόρασης. Όπως το ΝΡ, το ΒΝΡ είχε εμμονή με τα Μέσα, για τα οποία πίστευε ότι κηδεμονεύονταν από Εβραί ους και/ή αντιτίθεντο πλήρως στην υπόθεσή του (ΒΝΡ, 1993). Το Διαδίκτυο προσέφερε την ευκαιρία παράκαμψης των κατεστημέ νων μέσων ενημέρωσης και δημιουργίας ενός αισθήματος στα α πομονωμένα μέλη ότι ανήκαν κάπου (Εβηνεΐΐ, 19960). Αρχικά ό μως ο δικτυακός τόπος δεν ενημερωνόταν συχνά και τα γραφικά του ήταν φτωχά. Από τις εκλογές του 1997 τα πράγματα είχαν βελ τιωθεί, αλλά είναι αμφίβολο εάν αυτό το αντιλήφθηκαν πολλοί δυ νητικοί ψηφοφόροι, για να μην αναφερθούμε στην επιρροή που αυτό μπορεί να άσκησε. Ασφαλώς, η ασήμαντη επίδοση των υπο ψηφίων του ΒΝΡ στις γενικές εκλογές του 1997 δεν προσφέρει έ δαφος να σκεφθούμε ότι το μήνυμα του κόμματος έφτανε σε δε κτικούς νέους ακροατές, καθώς αυτό διέθετε μόνο 3 έδρες.
Συμπέρασμα
Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στην ϋαίΐγ Εψκχχ στις 8 Αυγούστου 1995 -και την οποία πρόβαλε ιδιαίτερα το ΒΝΡ στο δικτυακό του τόπο- φωτίζει ένα ερώτημα που τέθηκε στην αρχή του κεφαλαίου αυτού, αλλά το οποίο δεν έχει απαντηθεί πλήρως: δη λαδή σε ποια έκταση η αποτυχία της ακροδεξιάς προήλθε εξαι τίας θεμελιακής απουσίας υποστήριξης; Η δημοσκόπηση της ΩαίΙγ 116
Εχρκχχ έδειξε ότι το 9% εκείνων που απάντησαν δήλωσε ότι θα ψήφιζε υπέρ ενός Ρτοηί ΝαύοηαΙ τύπου Λεπέν και ένα άλλο 17% ότι θα εξέταζε σοβαρά κάτι τέτοιο. Καθώς οι δημοσκοπήσεις συ νήθως υποεκτιμούν την υποστήριξη των εξτρεμισιικών κομμάτων, τα αποτελέσματα αυτά δύσκολα συσχετίζονται με τις εκλογικές ε πιδόσεις του ΒΝΡ. Ίσως η δημοσκόπηση να είχε σοβαρές αδυνα μίες, αλλά αντίθετα με ορισμένες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης για το ΝΡ στη δεκαετία του 1970, αυτή πραγματοποιήθηκε από επαγγελματικό οργανισμό δημοσκοπήσεων (ΙΟΜ) σε δείγμα άνω των χιλίων ατόμων. Καθώς φαίνεται να είναι η μοναδική δη μοσκόπηση που έχει εξετάσει το εν λόγω ζήτημα, δεν υπάρχει τρόπος συγκριτικού ελέγχου των αποτελεσμάτων της, ενώ υφίστανται κίνδυνοι εξαγωγής υπερβολικών συμπερασμάτων από τη δη μοσκόπηση. Πάντως, το γεγονός ότι εξτρεμισιικά κόμματα έχουν συγκυριακά σχετικά καλές επιδόσεις, μαζί με άλλα στοιχεία δη μοσκοπήσεων που υποδηλώνουν την ύπαρξη εθνικιστικών και ρα τσιστικών στάσεων, καταδεικνύουν την ανάγκη για πιο προσεκτι κή εξέταση της δημοσκόπησης της Οαϋγ Εχρηχχ. Επειδή ήταν δυνατό οι Βρετανοί να μη γνώριζαν το Ρτοηί ΝαίίοηαΙ οι άνθρωποι της ΙΟΜ που διενήργησαν τη δημοσκόπηση ανέδειξαν τέσσερα σημεία από το πρόγραμμά της για να εξακρι βώσουν τη δυνητική υποστήριξη: (α) εάν θα έπρεπε να δοθεί προ τεραιότητα στους Βρετανούς πολίτες όσον αφορά τις δουλειές, τις κατοικίες, την κοινωνική ασφάλιση και την υγεία· (β) εάν ο οργα νωμένος επαναπατρισμός θα έπρεπε να αρχίσει για ομάδες μετα ναστών όπως οι άνεργοι και οι καταδικασμένοι εγκληματίες· (γ) εάν θα έπρεπε να δυσκολέψουν οι όροι παροχής ασύλου και (δ) ε άν θα έπρεπε να απελαθούν οι παράνομοι μετανάστες και να μεθοδευθεί μια σταδιακή προετοιμασία για τον επαναπατρισμό ό λων των μεταναστών. Το γεγονός ότι μια σημαντική μειοψηφία υ ποστήριζε ένα κόμμα με παρόμοιες απόψεις συνιστά ισχυρή αντί κρουση των μύθων σχετικά με τη βρετανική ανοχή ή την ανοσία στον εξτρεμισμό - ειδικά εφόσον η προσέγγιση της ΙΟΜ μετρά μόνο ελκυστικότητα προγράμματος και δεν λαμβάνει υπόψη την 117
απήχηση ενός χαρισματικού ηγέτη όπως ο Λεπέν. Από τις γενικές έρευνες κοινής γνώμης υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι οι χα ρισματικοί ηγέτες ασκούν ακαταμάχητη έλξη σε εκείνους που εί ναι λιγότερο μορφωμένοι ή λιγότερο πολιτικοποιημένοι, που τα τελευταία χρόνια υπήρξαν συχνά το θεμέλιο των ευρωπαϊκών εξτρεμιστικών κομμάτων. Έχει, επίσης, ενδιαφέρον να σημειώσου με ότι δημοσκοπήσεις έχουν καταδείξει ότι ένας από τους λόγσυςκλειδιά για την απώλεια της υποστήριξης των Συντηρητικών μετά τις γενικές εκλογές του 1992 ήταν γενικά η «θαμπή» ηγεσία του Μαρτ. Πράγματι, φαίνεται ότι σε κάποιες χρονικές περιόδους καταγράφεται μια σοβαρή ροπή στις αντιλήψεις της εργατικής τά ξης για ισχυρή ηγεσία (ΝοτάΠη^εΓ, 1967:17) - και το χαρακτηρι στικό αυτό δεν θα έπρεπε να αγνοείται ότι εμφανίζεται επίσης με ταξύ εκλογέων από τη μεσαία τάξη. Όπως ελέχθη νωρίτερα, η επιθυμία για ισχυρή ηγεσία -ή άλ λες επιθυμίες όπως η απέλαση των νόμιμων μεταναστών- δεν θα έπρεπε απαραίτητα να εξισώνεται με σοβαρή εξτρεμιστική δυνα μική. Είναι επίσης σημαντικό να μην αγνοήσουμε δημοσκοπήσεις που δείχνουν την αύξηση της φυλετικής ανοχής και του πολυπολιτισμού. Πάντως, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι από τη δεκαε τία του 1960 μια αξιοπρόσεκτη μειοψηφία ψηφοφόρων είναι ανοι χτή σε «εξτρεμιστικά» μηνύματα, ειδικά στις αντιμεταναστευτικές και ριζοσπαστικές εθνικιστικές εκκλήσεις αποκλεισμού. Γιατί, λοιπόν, η δυναμική αυτή δεν έχει μετατραπεί σε εξτρεμιστική ψή φο; Η απάντηση έχει ήδη δοθεί στην επιχειρηματολογία που προηγήθηκε, αλλά εδώ φωτίζονται τρία σημεία - τα οποία υπο γραμμίζουν την κρίσιμη πολιτική διάσταση της αποτυχίας, αν και, παρεμπιπτόντως, ξεκαθαρίζονται επίσης και κάποια άλλα ση μεία. Σχετικά με αυτά, ακολουθεί μια σύντομη αναφορά όσον α φορά την έκταση στην οποία οι παράγοντες αυτοί θα παραμεί νουν ισχυροί στο μέλλον. Πρώτον, τα κατεστημένα κόμματα, ιστορικά, έχουν βασιστεί σε ισχυρούς δεσμούς αφοσίωσης και σε κρίσιμες στιγμές έχουν α φοπλίσει την εξτρεμιστική δυναμική. Ορισμένες φορές ριζοσπά 118
στες επικριτές αναφέρονται στα κΰρια βρετανικά κόμματα, ειδικά στους Συντηρητικούς, λες και αυτά είχαν προκαλέσει το ρατσισμό (δίναηαικίαη, 1976). Έχει ακόμη υποστηριχθεί ότι «αν και το βρε τανικό κράτος απέχει ακόμη πολύ από το να αγκαλιάσει το φασι σμό, η ανάπτυξη κρατικού ρατσισμού έχει βοηθήσει στην προετοι μασία του εδάφους για την εμφάνιση του νεοφασισμού ως πολιτι κής δύναμης στη Βρετανία» (Μίΐεχ και ΡΗϊζΒοΚΙεα, 1984: 118). Ε νώ είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια δυσάρεστη όψη του συντηρητι σμού, κυρίως με ομάδες όπως το ΜοικΙηυ Οιι6 και, ακόμη χειρό τερα, με τη μυστική Τοιγ Αοίΐοη, τέτοιοι ισχυρισμοί υποδηλώνουν σοβαρή παρανόηση αυτού που έχει συμβεί στο επίπεδο του κομ ματικού συστήματος και ανικανότητα διάκρισης της πολυπλοκότητας της πολιτικής των Συντηρητικών. Αυτό που έκαναν οι Συντη ρητικοί, και σε μικρότερο βαθμό το Εργατικό Κόμμα, είναι να διαχειριστούν το ρατσισμό. Με τον τρόπο αυτόν έχουν νομιμοποι ήσει μορφές ρατσισμού, αλλά η γενική επίπτωση ήταν να αμβλυνθεί το πρόβλημα της δυνητικής ακροδεξιάς έλξης που θα μπορού σε να εμπνεύσει ενθουσιασμό. Εντούτοις, η συναισθηματική ταύτιση με τα κατεστημένα κόμ ματα, μακροχρόνια φαίνεται να είναι φθίνουσα και είναι απίθανο να αυξηθεί, δεδομένης της υποχώρησης της ταξικής ταυτότητας και της απώλειας της πίστης σε παραδοσιακές ιδεολογίες. Οι Συ ντηρητικοί είναι περισσότερο διχασμένοι στο ζήτημα της περαιτέ ρω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από ό,τι σε οποιοδήπστε άλλο ζήτη μα από την αλλαγή του αιώνα. Αν και το 1992 οι Συντηρητικοί χρη σιμοποίησαν το φόβο που σχετίζεται με την αύξηση του αριθμού των αιτούντων άσυλο ως εκλογικό φόβητρο, πολλοί φιλελεύθεροι Συντηρητικοί δεν είναι ευτυχείς με τέτοιου είδους τακτικές - ειδι κά καθώς φοβούνται ότι θα χάσουν τις ψήφους των ανεκτικών λευκών, αλλά και την αυξανόμενη υποστήριξη της ασιατικής κοι νότητας. Πράγματι, το 1997 ο .ΙοΗη Μαρτ φέρεται να έχει πει σε ο ρισμένους Συντηρητικούς ηγέτες να μη χρησιμοποιούν τη μετανά στευση ως κεντρικό θέμα στην καμπάνια τους. Ακολούθως, η αδύ ναμη ηγεσία του ΛνΐΠΐαπι Ηαςυε φαίνεται να έχει ανοίξει σοβαρό 119
χάσμα σε ένα κόμμα που στο παρελθόν καθοδηγήθηκε κατάλληλα από μια χαρισματική ηγεσία. Το Εργατικό Κόμμα, επίσης, μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει προβλήματα παρά την εντυπωσιακή νί κη του 1997 (και την αύξηση του αριθμού των μελών του) - όπως έγινε φανερό από την περιορισμένη επίδοση του κόμματος στις ευ ρωεκλογές του 1999. Η προσανατολισμένη στη μεσαία τάξη και κατά καιρούς συντηρητική ηγεσία του Τόνι Μπλερ θα μπορούσε να αποξενώσει πολλούς υποστηρικτές της παραδοσιακής εργατι κής τάξης. Αυτοί, βέβαια, δεν έχουν φανερή εναλλακτική διέξο δο, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι το Ιηάερεηάεικε Ρ&Πγ (Κόμμα της Ανεξαρτησίας) του Η.Β. είχε καλή επίδοση στις ευρωεκλογές του 1999 (βλ., ακολούθως) και ότι ορισμένες δημοσκοπήσεις έδει ξαν ότι το κόμμα του .Ιαιηες ΟοΙάδπιΐΐΗ, στις εκλογές τοι> 1997, προσέλκυσε πρώην υποστηρικτές των Εργατικών, καθώς και των Συντηρητικών (το κόμμα του ΟοΙ&πιΐΐΗ προφανώς θα εξαφανι στεί με το θάνατο του πλούσιου αρχηγού του, ο οποίος απεβίωσε λίγο μετά τις εκλογές του 1997). Το Εργατικό Κόμμα αντιμετωπί ζει επίσης δυνητικά προβλήματα εθνοτικής επιβεβαίωσης εντός του κόμματος, καθώς παραμένει το κύριο κόμμα των μη λευκών ψηφοφόρων. Δεύτερον, το εκλογικό σύστημα είχε πολλές αξιοσημείωτες ε πιδράσεις. Η πλέον φανερή από αυτές είναι ότι καθισιά δύσκολη τη δημιουργία ρεύματος υπέρ των νεοεισερχομένων στον κομμα τικό στίβο, εκτός εάν υπάρξει τοπική συγκέντρωση των ψήφων τους (όπως έχουν κάνει οι Ουαλοί και οι Σκοτσέζοι εθνικιστές). Όπως δείχνουν οι εκλογές του ΜϊΙΙννειΙΙ το 1993, το εκλογικό σύ στημα μπορεί να βοηθήσει τα κόμματα εφόσον αυτά πετύχουν ένα κρίσιμο ποσοστό στις πολυκομματικές εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά καθώς το εν λόγω ποσοστό βρίσκεται πάνω από το 30% εί ναι δύσκολο για τα εξτρεμισιικά κόμματα να φτάσουν στο επίπε δο αυτό. Το εκλογικό σύστημα είχε, επίσης, δύο συνέπειες, που δεν έχουν επισημανθεί επαρκώς. Πρώτον, ενθαρρύνει τις διαφο ρετικές ομάδες στο εσωτερικό των κατεστημένων κομμάτων, ώστε αυτές να παραμείνουν ενωμένες. Εάν η Βρετανία είχε ένα εκλογι 120
κό σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, οι Συντηρητικοί θα μπο ρούσε να έχουν ήδη διασπαστεί στο ζήτημα της Ευρώπης. Δεύτε ρον, καθιστά λιγότερο πιθανό ότι θα πραγματοποιηθούν συμφω νίες με εξτρεμιστές τοπικού ή ακόμη εθνικού επιπέδου - τάσεις που ειδικά στη Γαλλία και την Ιταλία βοήθησαν το Ρτοηΐ ΝαΐίοηαΙ και την ΑΙΙεαηζα ΝαζίοηαΙε να βελτιώσουν τη νομιμοποίηση και το προφίλ τους (βλ., Κεφάλαια 2 και 4). Με την εκλογή μιας κυβέρνησης του Νέου Εργατικού Κόμμα τος που υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει συνταγματική μεταρ ρύθμιση, το ζήτημα της εκλογικής μεταρρύθμισης βρίσκεται σήμε ρα στην ημερήσια διάταξη. Η Βρετανία δεν θα εισαγάγει ένα σύ στημα με λίστα για τις κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά ένα τέτοιο σύστημα εισήχθη το 1999 στις ευρωεκλογές· κατά την επόμενη δε καετία η υιοθέτηση κάποιας μορφής αναλογικής εκπροσώπησης αποτελεί μια δυνατότητα που διαφαίνεται για τις κοινοβουλευτι κές και ειδικά για τις τοπικές εκλογές. Το ΒΝΡ ήταν πολύ ανίσχυ ρο για να ωφεληθεί από τις ευρωαλλαγές το 1999, όπου οι 79 υπο ψήφιοί του πέτυχαν μόλις το 1% των ψήφων (πολύ πίσω από το 7% του ΙΐΜ&ρβηάβικε Ρ&Πγ). Ένα νέο κόμμα, όμως, στο μέλλον θα μπορούσε να είναι ικανό να επωφεληθεί από μια τέτοια θεσμική μεταβολή. Ακόμη και χωρίς μεταβολή, θα μπορούσε επίσης να συμβεί μια σοβαρή διάσπαση σε ένα κόμμα της επικρατούσας τά σης: ο σχηματισμός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από ηγε τικά μέλη των Εργατικών και άλλους, το 1981, δείχνει ότι το παρόν σύστημα δεν εγγυάται ότι δεν θα υπάρξουν διασπάσεις. Μια ση μαντικής έκτασης αποχώρηση των πιο ριζοσπαστικών εθνικιστών από το Συντηρητικό Κόμμα θα μπορούσε να αποτελέσει μια ισχυ ρή δύναμη, αν και θα αντιμετώπιζε ίσως προβλήματα στην εξαγ γελία μιας βιώσιμης οικονομικής πολιτικής. Ο αυτάρκης εθνικι σμός σαφώς είναι υπόθεση του παρελθόντος, όπως και η αναβίω ση της Κοινοπολιτείας. Οι απόψεις περί ελεύθερης αγοράς συνδυαζόμενες με εθνικιστικούς τόνους υπήρξαν συχνά δημοφιλείς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά έχουμε ενδείξεις ότι η απήχησή τους φθίνει. Οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης δημιουργούν νέ 121
ους κινδύνους και η δημόσια στήριξη για την ύπαρξη διευρυμένης κοινωνικής πρόνοιας παραμένει σχετικά ισχυρή. Επίσης, υπάρ χουν διασπάσεις στη δεξιά ως προς το εάν θα υιοθετηθεί μια αγ γλική ή βρετανική εθνικιστική στάση ως απάντηση στην άνοδο του ουαλικού και του σκοτσε'ζικου εθνικισμού (που οδήγησε στο να δοθούν σ’ αυτά τα έθνη/περιοχές οι δικές τους εθνοσυνελεύσεις από το 1999). Ασφαλώς (ραίνεται κάποια πιθανότητα αγγλικής βί αιης αντίδρασης, αλλά ιστορικά οι Συντηρητικοί έχουν υπερασπι στεί την Ένωση. Το τρίτο πρόβλημα αφορά τα ίδια τα εξτρεμιστικά κόμματα. Ο βρετανικός εξτρεμισμός από πολύ καιρό έχει μολυνθεί από τη βρομιά του φασισμού, γεγονός που τον καθιστά κίνημα χωρίς νο μιμοποίηση (αντίθετα με την Ιταλία, στην οποία υπάρχουν αξιο σημείωτα σημάδια αναμόρφωσης ορισμένων πλευρών του φασι σμού). 'Οταν ο Μθδ1εγ επανήλθε στην πολιτική μετά το 1945, ακό μη και πολλοί αντισημίτες δεν τον πλησίαζαν επειδή πίστευαν ότι είχε ξεπεράσει τα όρια (και αποξένωσε πολλούς εθνικιστές με τη φιλοευρωπαϊκή του θέση). Παρά τις διαμαρτυρίες τους, τόσο το ΝΡ όσο και το ΒΝΡ έχουν σαφώς χαρακτηριστεί με την ετικέτα των Ναζί. Αλλά και η ηγεσία τους υπήρξε ανίσχυρη. Μια περισσό τερο χαρισματική ηγεσία θα μπορούσε καλύτερα να εκμεταλλευθεί προς το συμφέρον της τις περιορισμένες ευκαιρίες των μέσων ενημέρωσης. Μπορεί να υπήρξε μια ευρεία αντίθεση των μέσων στον εξτρεμισμό, αλλά υπάρχουν παραδείγματα που κάνουν τους ισχυρούς ηγέτες ελκυστικούς. Η γοητεία που ασκούν στα μέσα ε νημέρωσης οι συγκρούσεις και το έγκλημα θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει να οριστεί μια ατζέντα που να βολεύει τον εξτρεμισμό να προβληθεί - παραδείγματος χάριν, κάλυψη εξεγέρσεων των μαύρων ή υποθέσεων ναρκωτικών στις ειδήσεις. Φαίνεται ιδιαίτερα απίθανο τα υφιστάμενα εξτρεμιστικά κόμ ματα να μπορέσουν να επιτύχουν σπουδαία εκλογικά αποτελέ σματα, αλλά μια νέα ηγεσία του ΒΝΡ και μια εισροή στο κόμμα πολιτικά περισσότερο μορφωμένων μελών (του τύπου εκείνου που βοήθησε το ΝΡ στις αρχές της δεκαετίας του 1970) θα έδιναν 122
μια νέα ώθηση <Λην ακροδεξιά. Το 1999, ανερχόμενος αστέρας του ΒΝΡ ήταν ο ΝϊοΚ Οπίίϊη, απόφοιτος του Κέιμπριτζ που στις ευρωεκλογές του 1999 βοήθησε το ΒΝΡ να υιοθετήσει μετριοπα θέστερες θέσεις - παραδείγματος χάριν, απορρίπτοντας την πολι τική του υποχρεωτικού επαναπατρισμού και επιζητώντας συμμά χους μεταξύ ομάδων δυσάρεστημένων πολιτών, όπως ήταν οι α γρότες με μικρή ιδιοκτησία. Επιπλέον, η βίαιη πλευρά του εξτρεμισμού μπορούσε να ενθαρρύνει εθνοτικές συγκρούσεις ή περαι τέρω εθνστικές διεκδικήσεις με τρόπο που, πιθανώς, θα αποξένω νε λευκούς ψηφοφόρους. Δεν είναι σαφές εάν ένα μέλος μιας εξτρεμιστικής ομάδας τοποθέτησε τις βόμβες που θα μπορούσε να έ χουν σκοτώσει δεκάδες στο Λονδίνο τον Απρίλη του 1999 (η α κροδεξιά στρατηγική της «αντίστασης χωρίς αρχηγό» στοχεύει σε μοναχικούς δολοφόνους)· λίγοι αμφιβάλλουν πάντως όσον αφορά το ότι ορισμένοι ακτιβισιές δεν απορρίπτουν την τοποθέτηση βομ βών σε επιλεγμένους στόχους. Πράγματι, υπάρχουν ορισμένοι βί αιοι ακτιβισιές που επιδιώκουν κάτι τέτοιο ως σκόπιμη στρατηγι κή: οι ίδιοι πιστεύουν ότι αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος να βγά λουν τους νωθρούς λευκούς από την απάθειά τους. Το πρόβλημα για τους εξτρεμιστές αυτού του τύπου είναι πώς θα εμποδίσουν η παρουσία τους στους δρόμους και η άσκηση βίας να τους απονομιμοποιήσει ως εκλογική δύναμη. Σαφώς, στο σημείο αυτό, το επιχείρημα καθίσταται όλο και πιο θεωρητικό και άσχετο με τη μακρο-πολιτική. Μια πλήρης ανάλυ ση της δυναμικής της ακροδεξιάς θα χρειαζόταν περισσότερες λε πτομέρειες για τις κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές από ό,τι έγινε δυνατό να παρουσιαστεί εδώ. Παραδείγματος χάριν, αναδύε ται μια τάξη λευκών απόκληρων και θα μπορούσε αυτή να είναι η βάση ενός νέου εξτρεμισμού; θ α χρειαζόταν επίσης μια ανάλυση με περισσότερο εντοπισμένη προοπτική για να εκτιμήσουμε εάν οι φυλετικές σχέσεις πραγματικά χειροτέρευαν έπειτα από μια περίοδο βελτίωσής τους από τη δεκαετία του 1960. Εντούτοις, θα πρέπει να έγινε σαφές από τα επιχειρήματα που προηγήθηκαν ότι η πιθανότητα για ένα βρετανικό κόμμα τύπου Λεπέν ουδέποτε ή 123
ταν μεγαλύτερη - ειδικά εάν αυτό προέλθει από τους Συντηρητι κούς και όχι από τις τάξεις του βρετανικού φασισμού. Ο συγγραφέας ευχαριστεί τη Βρετανική Ακαδημία για την οικονομική ε νίσχυση που του προσέφερε προκειμένου να μελετήσει τη σύγχρονη ακροδε ξιά στο Η.Β.
Βιβλιογραφία Αΐιηοηά, Ο. και νειΐ>α, 5. (1963) ΤΗε Ονίε Οιώατε. Ρπηοείοπ, Νε\ν 3βΓ5βγ: Ρπηοβίοη υηίνεπίΐγ Ργομ. ΒαΚετ, ϋ . (1996)/!. Κ ΟτβΜηοη αηάΒήάχΗ Ραχοατη. ίοηάοη: I. Β. Ταυπϊ. ΒογΙμγ, Μ. (1980) ΤΗε Νενν Ρηείχτη. ίοηάοη: Ιυηοΐΐοη ΒοοΙϋ. Βεηε\νίε1ι, Κ. (1969) ΡοΙί/καΙ νίοίβηοε αηά ΡιώΙκ Οτάετ. Ιοηάοη: ΑΙΙβη ίαηε. Βϊίΐϊβ, Μ. (1978) Ραίεΐίΐί. ίοηάοη: ΗαΓοουΠ Βταοε .ΙοναηονϊοΗ. ΒίδΓ£θ, Τ. και >Μ(ίε, Κ. (6(1$) (1993) ΗασίαΙ ΥίοΙεηεε ίη Ειιτορε. Ββχίη^χίοΚε: ΜααηϊΙΙαη. Βπ(ί$Η Να(ΐοηα1 Ραιΐγ (χ.χ., πιθανό έτος έκδοσης 1993) ΤΗε Εηεπτγ ΜΜ η: Ηο\ν Τ ν ΒταίηνναίΗα α Ναίίοη. ? ΒΝΡ. 0* ρ εγ, Ν. (19%) «ΟοηίεηιροΓαιγ Ρα»:ί$πι ίη (Ηε Ι-οοαΙ Ατεηα: ΤΗε Βπ(ϊ$Η Ναΐίοηαΐ Ραι1γ αηά “Κί^Ηΐί Γογ \νΐιϊΐβ5”». σε Οοηίη, Μ. (εά.) ΤΗε ΡαίΙατεο/ΒΗιίίΗΡαίεκηι. Βα$ϊη£$(ο1κ: ΜααηϊΙΙαη. ΟυιΉαιη, Μ. (1995) «\νοπΐ€η αηά (Ηε ΒιϊΐίίΗ ΕχίΓεπιε ΚίβΗΐ», σε ΟιεΙεχ, ί . κ.ά. (εάχ) ΤΗε Ρογ ΚίχΗΐ ίη \νε$ΐετη αηά Εαχίετη Ειιτορε. ΗογΙομυ: ίοηβπιαη. Εα(\νεΙ1, Κ. (1992) «ΤοναΓάχ α Νενν ΜοάεΙ οί Οεηεπς Ρα50Ϊ5ΐη», ]οατηαΙ ο} ΤΗεοτεΙίσαΙ ΡοΙίιία 4,161-94. ΕαίννεΙΙ, Κ. (1995) «Ηο\ν ίο Κενίχε Ηί$ΐθΓ> αηά Ιηίΐυεηοε Ρεορίε: Νεο-Ραβοίχΐ 5ΐγΙε», σε ΟΗεΙεχ, ί . κ.ά. (εάχ) ΤΗε Ρογ Ρ ί φ ι ίη Μεχίεπι αηά Εα$!ετη Ειιτορε. Η 3Γΐο\ν: ίοηβπιαη. Εα(\νεΙΙ, Κ. (1996α) Ρα$ά$η\: Α Ηάίοιγ. ίοηάοη: νϊΐΐϊπ^. Εα(\νεΙΙ, Κ. (19%) «ΤΗε Εδοιεπε ΙάεοΙθ£γ οί (Ηε ΝαΐίοηαΙ Ρ γοπ! ίη (Ηε 1980$», σε Οοηϊη, Μ. (εά). ΤΗε ΡαίΙιιτε ο / ΒπΐίίΗ Ραχαίίπι. Βα$ϊη£$(οΙ(ε: ΜααηϊΙΙαη. Εα(«τεΙ1, Κ. (1996ς) «Οη Οείίηϊη£ (Ηε “Ραχείχΐ ΜίηΐΓηιιιη”: ΤΗε ΟεηίΓαΙΐΙγ οί ΙάεοΙο£γ»,/οι<πκι/ ο / ΡοΙίικαΙ ΙάεοΙορεχ 1,303-19. 124
ΕαίλνεΙΙ, Κ. ( 1996<1) «5ιΐΓίϊη£ ΐΗε ΟΓεβΙ λνΠίΙε ν/βνο: ΤΗβ ΙηιεΓηβΐ, ΕχίΓβηίβιη αηά Ιΐιβ ΡΓΟ&Ιεπι ο ί ΟοηίΓοΙ», Ραίιβηι ο / Ρτβ)αάκβ 30,61 -71. ΕβηνεΙΙ, Κ. (1997)" «ΒπΙαίη», σε Ε&ΟνεΙΙ, Κ. (εά.) Εατορβαη ΡοΙίΐκαΙ ΟαΙίατα. ίοηύοη: ΚουΐΙεϋβο. ΕαΟνεΙΙ, Λ. (19983) «Πιε Ε>γη3Γηίς5 οί ΕχίΓεπιε Κί^Ηΐ ΕΙεε(0Γ3ΐ ΒΓεα1«1ΐΓ0ΐΐ£Η», Ραηβπα ο / Ρτβ}υάίεβ 32,3-31. ΕβΠνεΙΙ, Κ. (19985) «Πιε ΒΝΡ», σε Βείζ, Η.-Ο. και ΙιηιηεΓίβΙΙ, 5. (εώ;) Ν ε» Ραηγ ΡοΙΐήα ο/ιΗβ Ηίφί. Νε\ν ΥοΛ: 51 ΜαΠίη’ε. Ε3(ννεΙ1, Κ. και Ο’ δυΙΙίνβη, Ν. (ε<1$) (1989) ΤΗβ Ναΐιιτβ ο/ΐΗβ ΚίχΗ/. Ιχ>ηόοη: ΡΐηίεΓ. Οβ&Ιε, Ο. (1995) «Βη(3ΐη’$ Νβζϊ υη<)εΓ£Γ0ΐιη(1», σε Οιείεβ, I* κ.ά. (εώ ) ΤΗβ ΕαΓΚίχΗιίη Ψβίίβτη αηά Εαιΐβτη Εατορβ. ΗβτΙομτ: ίοη£πι&η. ΗβΙΙ, 5. και ^«(υεδ, Μ. (1981) ΤΗβ ΡοΙίιία ο^ΤΗαίβΗβηχτη. ίοηόοη: νεΓ$ο. Ηβττορ, Μ., Εη^Ι3η(1,1. και Ηο$1>&ικ]$, Ο. Τ. (1980) «ΤΗε Βα$ε$ οί Νβΐίοηβΐ ΡγοπΙ δυρροΠ», ΡοϋΐκαΙ ϋίαάίβ* 28,271-83. Η&τϋηβηη, Ρ. και Ηιΐ563η<), Ο. (1974) Βαείετη αηά ιΗβ Μαα Μβάΐα. ίοηίΐοη: Οβνϊδ-ΡογηΙεΓ. Ηϊϋ, Κ. και ΒεΙΙ, Α. (1988) ΤΗβ Ούιβτ Ραα ο / Τβττοτ. ίοηάοη: ΟπιίΙοη. Ηαχβ&τκΐχ, Ο. Τ. (1983) ΚααίαΙ ΕχεΙιαίοηάη αηά ιΗβ Οΐγ. ίοηάοη: ΑΙΙεη &η<1 υηννϊη. Ηυ&αικίκ, Ο. Τ. (1989) «Κβάαΐ ΑΐΐαεΙ»: Π ιε ΡεηίεΙεηεε οΓΚβάβΙ νίρίβηώ πι ίη Βήΐί$Η Οιίεδ», σε ΚικΗηεΓ, Τ. και ίυηη, Α. (ε<1χ) Τηάίήοηί ο/ ΙηίοΙβηυκβ. ΜβικΚεϊΙεΓ: ΜβηοΗεχίεΓ υηίνεπίΐγ ΡΓεκ. ΚίΙδεΗβΙΐ, Η. (1995) ΤΗβ ΚαάκαΙ Κί$Ηι ίη Φβηβττι Εατορβ. Αηη ΑΛογ: υηίνεηίΐγ οί ΜίοΗίββη ΡΓβ$5. Κιι$ΚηεΓ, Α. (1994) «ΤΙιε Ρβ5€ί$ΐ 3$ “ΟΐΗβΓ”? Κβοίϊΐτι βηύ Νεο-Ναζίεπι ίη ΟοηίεΓηροΓβΓγ Βη(3Ϊη», Ραηβηα ο / Ρτηαάκβ 28,27-45. Ι^γΙοη-Ηεηιγ, Ζ. (1978) «Κβεε, ΕΙεοΙΟΓίΙ 5ΐΓ8ΐε©τ 3Π(Ι ιΚε Μ3]ογ Ρβπΐεβ», ΡατϋατηβηίαΓγΑβαίπ 31, 270-9. ΐ£γ(οη-Ηεηι>, Ζ. (1992) ΤΗβ ΡοΙίηα ο/Ιηνηϊραΐίοη. Οχίοηΐ: ΒΙαεΙονεΙΙ. ϋρ$ε(, 5. Μ. και ΚοΙιΙαη, 5. (1967) Ρατΐγ Βρίβηκ αηά νοίβτ ΑΙίχπτηβηα. Νενν ΥοΛ: ΡΓεε Ρτεκ. ΐΑΐηη, Κ. (19%) «Βπ(ί$1ι Ρ35α8πι Κενίεϊιεά: 3 ΡβϊΙυΓε οί Ιπΐ3£ίη8ΐίοη», σε Μ. Οοηίη (εά.) ΤΗβ ΕαίΙακ ο/ΒπίάΗ Εαίείίη. Βαχίη£8(οΙ(ε: ΜβαηΐΙΙβη. Με&8ίη», Α. ( 1989) Καεβ αηά Ραηγ ϋοπιρβήΐίοη ίη Βηίαίη. ΟχίοΓά: Ο βΓεηάοη ΡΓεχβ. ΜίΙεβ, Κ. και ΡΗίζαεΜββ, Α. (1984) ΗΉϋβ Μαη '$ €οιιηΐιγ. Ιοηάοη: ΡΙιιΙο ΡΓβκ. Μυάάε, Ο. (19%) «ΚίβΗΐ-^ίηβ Εχ(Γεπιί$ιη ΑηβΙγζεά», Εατορβαη ]οατηαΙ ο[ ΡοΙίΙκαΙ ΚβίβακΗ 27,203-24.
125
Μυπαγ, Ν. (1986) «Πιε ΡΓβκ βη<1 ΙϋεοΙοβγ ίη ΤΙιβίεήεΓ'ε ΒηΟίη», Κ αα αηά Ο αα 27,1-19. Νοκ)Ιϊη£εΓ, Ε. (1967) ΤΗε ϋ'οΗάηξ Οα$5 Τοπβί. ίοη<3οη: ΜβοΟϊΜίοη βη<1 Κεε. Κεενε*, Ρ. (1983) ΒπίίχΗ ΚαααΙ Ωαϋοαηβ. 03ΐηΙ>η(ΐ£ε: Οβπιόπϋβε υηίνεπίΐγ Ρτεκ. δαηάεκ, ϋ . (1987) «Οονεηηπιεηΐ Ρορυΐβηΐγ βηά (Ιιε ΡαΙΙϋαηιΙκ Ή ατ: Α ΚεβρρΓΗίεβΙ», ΒήιίζΗ ΙοισηαΙ ο / ΡοΙίΐίαιΙ Ξάηεΐ 17,281-313. δβΓΐνί>ί, Β. και Οε\νε, I. (1983) ϋ€εαά( ο/ΰεαίίξηηιβηΐ. 08πι1>π(ΐ£ε: ΟβπιΒπίΙβε ϋηίνεΓϊίίγ Ρτεκ. δοΗοεη, ϋ . (1977) Εη<κΗ ΡοπνΙΙαηά ιΗβ ΡοανΙΙίΐΐί. ίοηάοη: ΜααηϊΙΙαη. δεοΠ, ϋ . (1975) «ΤΗε ΝαΐΐοηαΙ ΡγοπΙ ίη ίοοβΙ Ρο1ίΐί«», σε Οεννε, I. (ε<1.) ΒπΐΰΗ ΡοΙΐίκαΙ 5οεϊοΙο& ΥβαώοοΙί. ίοηάοη: ΟοπίΓη ΗεΙπι. δοΓβΙοη, Ρ. ( 1985) ΤΗε 5ΐαΜ ο/ιΗβ ΡοΙία. ίοηϋοη: ΡΙυΐο. δΐν&η&ηώιη, Α. (1976) Ηαα, Ο αα αηά ιΗβ Ξΐαΐβ. Ιοηάοη: Ιη$(ΐ(ιιΐε οί Κβοε Κεΐ3(ϊοη$. 5Ιϋ<]εΙ$Ι<γ, Κ. (1975) ΟηναΙά ΜοχΙεγ. Ιχ>ηάοη: ΜαοιηίΙΙαη. δίεεά, Μ. (1974) «ΤΙιε Κε$υ1ΐ$ Αηαΐγςεά», σε ΒυΐΙετ, Ο. Ε. και Κ^ναπαςΙ, Ο. (εάϊ) ΤΗΐ ΒήΐαΗ ΟβηβηιΙ ΕΙβοήοη ο /Ρβύηιαιγ 1974. ίοηάοη: Μβαηίΐίβη. δΐυόΐΕΓ, ϋ . (1985) «“λνβίΐίηβ ίοΓ 0&ΐ3$(Γορ1ιε”: Καεε αηά ίήε Ροΐίΐίοβΐ Α^εη<1α ϊη Βηοϊη», Ραίΐεπα ο / Ρκΐοάκε 19,3-15. ΤβγΙοΓ, 5. (1979) «ΤΗε ΙηεΜεηεε οί ΟοΙουΓεά Ρορυΐ8(ΐοη$ βηά δυρροη ίοΓ ΙΗε ΝαΙΐοηαΙ ΡγοπΙ», ΒήιίίΗ ΙοητηαΙ ο /ΡοΙϊίίααΙ Ξακηα 9,250-6. ΤβγΙοΓ, δ. (1982) ΤΗ( ΝαήοηαΙ Ρ ηηι ίη ΕηςΙαΗ ΡοΙίιία. Βα$ίη£$(οΙ(ε: Μ&αηϊΙΙαη. ΤΙιυΓίον, Κ. (1994) ΤΗβ 5 κ η ΐ 5ΐακ. ΟχίοΓά: ΒΙαεΙονεΙΙ. ΤΙιιΐΓίονν, Κ. (1998) Ραχευπι ϊη Βηίαίη. ίοηάοη: I. Β. Τ&υπ$. ΤΓογηβ, Β. (1981) ΡυΜκ Α ινακηεα αηά ιΗβ Μΐάχα. ίοηόοη: Ο>ιηιηϊ5$ϊοη ίοΓ ΚαείαΙ ΕςιιβΙίΙγ. νίκίεε, δ. (1995) «Ρβααΐ νίοΐεηεε αηά ΗδΓβχχπιεηΐ: Α Οα$ε ίοΓ 3 Νβΐϊοηαΐ δϋτνεγ?», ΡοΙί<γ 5Ιαάϊβχ 16,45-51. >νΐιΐΐεΙεγ, Ρ. (1979) «Πιε ΝβΙίοηβΙ ΡγοπΙ ν ο ίε ίη ιΗε 1977 Ο ίΟ ΕΙεαίοηβ: Αη Α££τε£8(ε 0&Ι& ΑηαΙγεΐβ», ΒΗιίιΗ ΙοατηαΙ ο[ ΡοΙίιΐσαΙ 5άεηβ 9,370-80.
126
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΕΑ
Ριζοσπαστικός δεξιός λαϊκισμός στη, Σκανδιναβία: από τη, φορολογική εξ/έγερση στο νεοφιλελευθερισμό και την ξενοφοφία δφτξβτι Οοιιΐ ΑηάβΓββη κ α ι Τογ Β)0Γΐ£ΐιιη<1 Εισαγωγή Τα σύγχρονα δεξιά εξτρεμιστικά κόμματα στη Σκανδιναβία δεν έλκουν τις ρίζες τους από οποιεσδήποτε ιστορικές παραδόσεις δε ξιού εξτρεμισμού και είναι αμφισβητήσιμο εάν η ετικέτα «εξτρεμιστικά» είναι καθόλου κατάλληλη. Τα κόμματα, όμως, έχουν ση μαντικές ομοιότητες με άλλα δεξιά εξτρεμιστικά κόμματα και φαίνεται να στηρίζονται σε παρόμοιες κοινωνικές δυνάμεις. Αυτά ανήκουν σε μια οικογένεια σύγχρονων, ριζοσπαστικών, δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων (ΒεΙζ, 1994), μια έννοια κάπως ευρύτερη, στην οποία μπορεί επίσης να υπαχθούν σύγχρονα ακροδεξιά κόμ ματα. Μέχρι το 1999, εκπροσωπούνταν στα σκανδιναβικά Κοινο βούλια τρία κόμματα που ανήκαν στην οικογένεια αυτή: τα κόμ ματα της Προόδου σε Δανία και Νορβηγία και το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας, που ιδρύθηκε το 1995 έπειτα από διάσπαση του Κόμ ματος της Προόδου, αλλά το οποίο σήμερα έχει γίνει ο κύριος διά δοχός του. Το ιστορικό του σύγχρονου δεξιού λαϊκισμού στη Σκανδιναβία ξεκίνησε το 1972, όταν ο Μο§οπ5 ΟΙϊδΙπιρ, στη Δανία, εγκαινίασε το Κόμμα της Προόδου ως κόμμα κατά της φορολογίας. Το γεγο νός αυτό ενέπνευσε τον ΑηόεΓδ ί3η§ε να ιδρύσει παρόμοιο κόμ 127
μα στη Νορβηγία το 19731. Χωρίς οποιαδήπστε ουσιαστική έ μπνευση από το εξωτερικό, εμφανίστηκε το 1990 ένα αδελφό σου ηδικό κόμμα, όταν ο Ιβη >ν3θΗΐιπ6Ϊ8ΐ6Γ και ο Βειΐ ΚβΓίδδοη συναντήθηκαν σε ένα αεροδρόμιο και αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία (Λ/>ΟβηοΜταΐΐ). Αυτά τα τρία αδελφά κόμματα τα εμπνεύστηκαν, όλα, άτομα εκτός των δικτύων του πα λιού κομματικού συστήματος, ως διαμαρτυρία εναντίον των άλ λων κομμάτων, θ α μπορούσε ίσως να προσθέσουμε ένα φινλανδικό προκάτοχο, το Φινλανδικό Κόμμα της Υπαίθρου, που ιδρύθηκε το 1958 από κάποιον πολύ γνωστό πολιτικό (νβϊΐϋιο νβηπΗίηο) ύ στερα από διάσπαση του Κόμματος των Αγροτών (Κόμμα του Κέ ντρου), με αρχικό τίτλο Κόμμα των Μικροϊδιοκτητών. Το κόμμα είχε τη μεγάλη εκλογική του επιτυχία το 1970 όταν συγκέντρωσε το 10,5% των ψήφων. Εντούτοις, αν και το Φινλανδικό Κόμμα της Υπαίθρου, τελικά, κατέληξε να υιοθετήσει ορισμένα από τα θέματα που χαρακτηρί ζουν το δεξιό λαϊκισμό, αναδείχθηκε ως κόμμα άλλου τύπου, που βασικά αντιπροσώπευε την παραδοσιακή λαϊκιστική διαμαρτυρία κατά του εκσυγχρονισμού ($αηΙυ<ι1ιο, 1971). Ύστερα από μια τα ραχώδη πορεία το Φινλανδικό Κόμμα της Υπαίθρου εξαφανίστη κε στη δεκαετία του 1990. Κερδίζοντας μόνο το 1,3% των ψήφων και μία μόνο κοινοβουλευτική έδρα το 1995, από το 1997 το κόμμα έπαψε πια να υπάρχει. Τα θέματα και οι ψηφοφόροι του σουηδι κού κόμματος, από την άλλη πλευρά, ήταν πιο κοντά σε εκείνα του Κόμματος της Προόδου σε Δανία και Νορβηγία, αλλά αντίθετα με τα δύο αυτά κόμματα εκείνο κατέληξε να είναι ένα «κόμμα πομ φόλυγας» (ίΐ3$Η ρ3Γίγ), που δεν πέτυχε να έχει συνέχεια μετά την αρχική του επιτυχία με το 6,7% των ψήφων που συγκέντρωσε το 1991. Επομένως, η έμφασή μας, στη συνέχεια, αφορά το Κόμμα της Προόδου σε Δανία και Νορβηγία, αν και θα επιδιώξουμε να ε ξηγήσουμε γιατί ένα προφανώς πανομοιότυπο κόμμα δεν είχε ε πιτυχία στη Σουηδία. Να ξεκινήσουμε επισημαίνοντας ότι οι διαφορετικές ιστορίες επιτυχίας δεν στηρίζονται σε διαφορές στις ιστορικές παραδό 128
σεις. Υπήρξαν προγονικά ακροδεξιά κόμματα στη Δανία και τη Νορβηγία, αλλά επρόκειτο για κόμματα και κινήματα άλλου εί δους. Όπως σε άλλες χώρες, η Δανία και η Νορβηγία είχαν τα ναζισιικά τους κόμματα στη δεκαετία του 1930 και τη δεκαετία του 1940. Αμφότερα τα κόμματα αυτά ήταν ασφαλώς εξτρεμκπικά, αλλά η υποστήριξη των ψηφοφόρων παρέμεινε χαμηλή. Το δανέ ζικο κόμμα είχε τη μέγιστη επιτυχία του με 2,1% των ψήφων το 1943 (0]ιΐΓ3ίΐ3,1981). Για τον ίδιο λόγο, το νορβηγικό κόμμα, κα θοδηγούμενο από τον νΐ(1Ι(ΐιη Ουΐ$1ΐη§, ήταν κόμμα πολιτικά ασή μαντο μέχρι τότε που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς Ναζί. Το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα του κόμματος ήταν το 1933, όταν έλαβε το 2,2% των ψήφων. Από το 1953 μέχρι το 1968, ένα μικρό Ανεξάρτητο Κόμμα συμ μετείχε στις εκλογές στη Δανία και συνήθως έπαιρνε το 2-3% των ψήφων. Μολονότι ανήκε στην άκρα δεξιά δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο εξτρεμισιικό. Ιδρύθηκε από ένα πρώην Φιλελεύθερο πρω θυπουργό ως αντίδραση στη συνταγματική αλλαγή του 1953, η ο ποία εξάλειφε το σύστημα των δύο κοινοβουλίων και το νέο κόμ μα απλώς υποστήριζε περισσότερο ορθόδοξα φιλελεύθερες και μη σοσιαλιστές πολιτικές (Επίΐδεη, 1978)2. Στη Νορβηγία δεν υ πήρχαν νέα κόμματα στα δεξιά από το 1945 μέχρι το 1973 αλλά, α ντίθετα από τον Μθ£εη5 ΟΙίχΙπιρ, που ήταν ένας πετυχημένος δι κηγόρος για τα φορολογικά χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη πο λιτική δραστηριότητα, ο ιδρυτής του νορβηγικού κόμματος, Αηάεκ Ι^η^ε, ήταν παλιός δεξιός ακτιβιστής. Πριν από τη γερμανο-ναζιστική κατοχή ο Ι^ιη&ε είχε διασυνδέσεις με δεξιές οργα νώσεις που συμπαθούσαν το φασισμό. Εντούτοις, ήταν αναμφίβο λα κατά του ναζιστικού καθεστώτος και συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση κατά της κατοχής. Στη μεταπολεμική περίοδο εμφανί στηκε ως ένας μάλλον παράξενος πολιτικός προπαγανδιστής, στο περιθώριο της κατεστημένης δεξιάς.
129
Η απότομη επιτυχία των νέων κομμάτων
Η εμφάνιση και παγίωση νέων κομμάτων είναι φαινόμενα σπάνια στη Σκανδιναβία. Μέχρι το 1973 στη Δανία και τη Νορβηγία και μέχρι το 1988 στη Σουηδία, οι τρεις χώρες διέθεταν πολύ σταθερά κομματικά συστήματα που βασικά παγιωθηκαν γύρω στο 1920 (ίϊρ5«1 και ΚοΙ(Ι»η, 1967). Τα λίγα νέα κόμματα που εμφανίστη καν έκτοτε προέρχονταν, συνήθως, από διάσπαση στα κατεστημέ να κόμματα και συχνότατα ήταν βραχύβια. Προκειμένου να καθι|ρωθεί επιτυχώς ένα νέο κόμμα απαιτείται να πληροΰνται πολλές προϋποθέσεις. Ένας κρίσιμος παράγο ντας είναι εάν το νέο κόμμα συνδέεται με βασικές αλλαγές στη δο μή των κομματικών διαιρέσεων, όπως πιστεύουμε ότι ισχύει με τα κόμματα της Προόδου. Αυτό, ωστόσο, ισχύει, επίσης, για το αδελ φό σουηδικό κόμμα. Τα σημαντικά ερωτήματα είναι: γιατί δεν εμ φανίστηκε ένα σουηδικό αδελφό κόμμα στη δεκαετία του 1970, ό πως συνέβη στις δύο άλλες χώρες και γιατί κατέληξε να είναι ένα «κόμμα πομφόλυγας» όταν τελικά εμφανίστηκε; Πιστεύουμε ότι ο μετασχηματισμός της κομματικής δομής είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη προκειμένου να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμη και η αλλαγή στη δομή των διαιρετικών τομών σπάνια αποκρυσταλ λώνεται σε νέα κόμματα. Ανάμεσα σε άλλες προϋποθέσεις δια κρίνουμε μεταξύ: (α) των προϋποθέσεων για την απρόσμενη επι τυχία ενός νέου κόμματος και (β) των περιστάσεων που είναι ευ νοϊκές για την εδραίωσή του. Μεταξύ των προϋποθέσεων επιτυ χίας, σημαντικός παράγοντας φαίνεται να είναι μια γενική ανατα ραχή στο κομματικό σύστημα. Τα κατεστημένα κόμματα κανονικά είναι σε θέση να απορροφήσουν ή να καταστείλουν τις νέες συ γκρούσεις. Αυτά διαθέτουν ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς, οι οποίοι συνήθως αποτρέπουν την εμφάνιση νέων κομμάτων. Οι ε κλογές του 1973 στη Δανία και τη Νορβηγία ήταν «εκλογές σει σμός» και ο τίτλος αυτός ταιριάζει επίσης στις σουηδικές εκλογές του 1991. Αμφότερες οι εκλογές του 1973 ακολούθησαν μετά τις εκστρατείες των κομμάτων για το δημοψήφισμα σχετικά με την έ130
νταξη των χωρών αυτών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ.), γεγο νός που προκάλεσε ευρεία κινητοποίηση και σοβαρή πόλωση με ταξύ των ψηφοφόρων και των κομματικών ελίτ, ειδικά στη Νορβη γία. Μολονότι η κατάσταση αυτή δεν είχε άμεση επίπτωση στην υ ποστήριξη των κομμάτων της Προόδου, τα οποία κινητοποιούσαν τους ψηφοφόρους στο ζήτημα της φορολογίας, η επικρατούσα διάθεση πολιτικής δυσπιστίας και η επιδείνωση των δεσμών μετα ξύ των ψηφοφόρων και των κομμάτων τους, αναμφίβολα, διευκό λυναν το σχηματισμό νέων κομμάτων. Το 1973, η προϋπόθεση αυ τή δεν υπήρχε στη Σουηδία, η οποία δεν είχε ακόμη υποβάλει αί τηση για να ενταχθεί στην Ε.Κ. Όσον αφορά το ζήτημα της φορολογίας, οι επιτυχείς φορολο γικές εξεγέρσεις των Μοβεηε ΟΠχΙπιρ και Αη(1εΓ8 Εαπ£ε σχετίζο νταν με δύο άλλες προϋποθέσεις. Πρώτον, τα τέλη της δεκαετίας του 1960 / αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν η πιο επεκτατική πε ρίοδος του κράτους πρόνοιας, ακολουθούμενη από πρωτοφανή αύξηση φόρων (5εΐεΓ5ΐε<1, 1982, ΜΙεηϊΙ^, 1975). Δεύτερον, την περίοδο εκείνη στην εξουσία στη Δανία και τη Νορβηγία ήταν μη σοσιαλιστικές κυβερνήσεις συνασπισμού (Δανία, 1968-71, Νορ βηγία, 1965-71,1972-3). Το γεγονός αυτό προκάλεσε απογοήτευ ση στους μη σοσιαλιστές ψηφοφόρους, οι οποίοι έλπιζαν σε αλλα γή καθεστώτος. Στη Σουηδία, αυτή η δεύτερη προϋπόθεση απού σιαζε, καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες παρέμεναν στην εξουσία μέ χρι το 1976, περίοδο κατά την οποία το κράτος πρόνοιας παρου σίασε την πιο επεκτατική μεγέθυνσή του. Αντίστοιχα, η Σουηδία δεν βίωσε μια παρόμοια απότομη αύξηση πολιτικής δυσπιστίας ό πως οι δύο άλλες χώρες (Αηάετδεη, 1992). Μάλλον, η δυσπιστία α πέναντι στους πολιτικούς και η δυσαρέσκεια με το κράτος πρόνοι ας και τους φόρους συσσωρεύτηκε εκεί σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (Οϊΐΐ^πι και Ηο1ιτιΙ>βΓβ, 1995). Εντούτοις, μολονότι η επέκταση του δημόσιου τομέα ήταν βρα δύτερη την περίοδο εκείνη, η μη σοσιαλιστική κυβέρνηση στη Σουηδία (1976-82) απέτυχε επίσης να ελέγξει την αύξηση των δη μόσιων δαπανών. Ταυτοχρόνως, όμως, η πολιτική ατζέντα είχε με 131
ταβληθεί σημαντικά. Η κυβέρνηση κατέρρευσε εξαιτίας της δια φωνίας στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας, ζήτημα που τέθηκε σε δημοψήφισμα το 1980. Μετά τις εκλογές του 1979 ανασυγκροτήθηκε μια ευρεία μη σοσιαλιστική κυβέρνηση, (ΐλλά το 1981 οι Συ ντηρητικοί εγκατέλειψαν το συνασπισμό διαμαρτυρόμενοι για την πρόταση της φορολογικής μεταρρύθμισης. Για τους απογοητευμέ νους δεξιούς ψηφοφόρους υπήρχε έτσι μια μη σοσιαλιστική εναλ λακτική δυνατότητα εκτός κυβέρνησης. Δημιουργήθηκε, επίσης, αυξανόμενη απογοήτευση μεταξύ των ψηφοφόρων, που έβλεπαν μικρές διαφορές μεταξύ σοσιαλδημοκρατικών και μη σοσιαλδη μοκρατικών κυβερνήσεων3. Επιπλέον, η αποδυνάμωση των δε σμών κομματικής αφοσίωσης επιταχύνθηκε με την κατάρρευση του κομμουνισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εξελίξεις που συνέβαλαν στην αμφισβήτηση μακροχρόνιων δογμάτων στη σουηδική πολιτική. Τέλος, το 1991, ένα νέο ζήτημα αναδείχθηκε στην ατζέντα: το ζήτημα της μετανάστευσης. Για να συνοψίσουμε, οι δομές των σκανδιναβικών χωρών ήταν παρόμοιες, αλλά οι παράγοντες που μπορούσαν να δράσουν ως καταλύτες για την ίδρυση νέων κομμάτων στη Σουηδία είχαν κα θυστερήσει να εμφανιστούν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Στις εκλογές όμως του 1988 και του 1991, για πρώτη φορά σε πε ρισσότερα από εξήντα χρόνια, η Σουηδία είχε την εμπειρία της ε κλογικής επιτυχίας ενός νέου κόμματος. Επιπλέον, και συνεπείς με την έμφασή μας για τη γενική αναταραχή στο κομματικό σύστη μα, όχι ένα αλλά τρία νέα κόμματα εμφανίστηκαν σχεδόν ταυτό χρονα: οι Πράσινοι το 1988, οι Χριστιανοδημοκράτες και η Νέα Δημοκρατία το 1991.
Η ηγεσία ως προϋπόθεση για την εδραίοχτη των νέων κομμάτων
Πώς μπορούμε, τότε, να εξηγήσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία ήταν απλώς ένα «κόμμα πομφόλυγας», που εξαφανίστηκε τόσο ξαφνι κά όπως είχε εμφανιστεί; Στο σημείο αυτό υποστηρίζουμε ότι η η 132
γεσία είναι αποφασιστικός παράγων, ειδικά στις πρώτες φάσεις του κύκλου ζωής ενός κόμματος, όταν αυτό είναι περισσότερο ευ άλωτο. Το ίδιο ισχύει για όλα τα νέα κόμματα, αλλά ιδιαίτερα ί σως για τα δεξιά λαϊκιστικά κόμματα. Η ηγεσία της σουηδικής Νέας Δημοκρατίας διαιρέθηκε σε επίπεδο ηγεσίας, δηλαδή μετα ξύ των ιδρυτικών πατέρων της: του Βε« ΚαΗ&δοη και του Ιβη ^οΙιΙιηβίδΙβΓ4. Ό,τι ξεκίνησε ως ισχυρή πολιτική συμμαχία μετα ξύ των δύο ηγετών, κατέληξε σε σύγκρουση και αντιδικίες. Τελι κά, ήταν αδύνατο να συνεργαστούν και κανένας από τους δύο δεν επιθυμούσε να παραμείνει υπεύθυνος του κόμματος. Μολονότι η αντιπαλότητα και οι εσωτερικές συγκρούσεις είναι ο κανόνας για τα κόμματα που ιδρύθηκαν προσφάτως, το σουηδικό κόμμα αποτέλεσε ένα είδος εξαίρεσης, καθώς αμφότεροι οι δημόσια ανα γνωρισμένοι ηγέτες εν τέλει αποσύρθηκαν αυτοβούλως. Στη Νορβηγία, το κόμμα βρισκόταν σε εξίσου κρίσιμη κατά σταση όταν ο ιδρυτής του, Α ικ Ιεγχ Ι^η^ε, πέθανε ξαφνικά το 1974. Για μερικά χρόνια αργότερα το κόμμα ήταν σε κατάσταση χάους και φαινόταν να πορεύεται προς την κατάρρευση. Ακόμη και ο ε πόμενος ηγέτης, ο 0»γ1 I. Ηδβεη, ανήκε σε μια ομάδα που είχε αποσκιρτήσει και είχε προσπαθήσει να καθιερώσει ένα νέο κόμμα πριν από το θάνατο του ίαηςε. Μετά την αντικατάσταση, εντού τοις, του τελευταίου ως μέλους του Κοινοβουλίου, ο Ηα^επ εντά χθηκε πάλι στο κόμμα, που αργότερα μετονομάστηκε από Κόμμα του ΑηάεΓδ Ιαη£ε για Ισχυρή Μείωση Φόρων, Δασμών και Κρατι κής Παρέμβασης, σε Κόμμα της Προόδου. Από το 1978, ο Ο&τΙ I. Η&£εη υπήρξε ο πρόεδρος και ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κόμ ματος. Ακόμη, έχει περιγράφει ως ιδιοκτήτης του κόμματος. Το γεγονός αυτό δεν έχει εμποδίσει φιλονικίες και διαμάχες και πολ λοί αντιπρόεδροι και επίδοξοι αρχηγοί έχουν απομακρυνθεί διαμαρτυρόμενοι. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν προσπάθησε σο βαρά να ιδρύσει ένα νέο κόμμα. Το αντίστοιχο κόμμα της Δανίας παγιώθηκε αποτελεσματικά στη δεκαετία του 1970 υπό την ηγεσία του Μο^εηδ Οΐίϊίπιρ. Έκτστε όμως έχει βιώσει χρόνια αναταραχή στο επίπεδο της ηγε 133
σίας. Ενώ ο Ο ΙίδΙπιρ είχε φυλακισθεί για φοροδιαφυγή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η εκλογική υποστήριξη υποχώρησε σε κρίσιμο επίπεδο, αλλά όταν η Ρϊ» ΚρεΓ$§33Γ(1 πήρε τη θέση του στο Κοινοβούλιο, κατόρθωσε να καταλάβει άε / ’αοίο την ηγεσία του κόμματος. 'Οταν ο ΟΙΐκΙτορ επέστρεψε από τη φυλακή είχε γί νει πιο ακραίος και ήταν απομονωμένος. Επανεξελέγη στο Κοινο βούλιο το 1987, αλλά δεν ασκούσε πλέον επιρροή στο κόμμα και τελικά αποσκίρτησε λίγο πριν από τις εκλογές του 1990, καθώς προσπάθησε να δημιουργήσει νέο κόμμα, το Κόμμα της Ευημε ρίας. Εξαιτίας έλλειψης χρόνου για τη συγκέντρωση των απαραί τητων υπογραφών υποστήριξης, το κόμμα τοποθέτησε υποψηφί ους του στις λίστες ενός λαϊκιστικού κόμματος της ακροαριστερός (Κοινή Πορεία), που εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο από το 1987 μέχρι το 1988. Όμως μόνο το 0,5% των ψηφοφόρων ακολού θησαν τον ΟΙΪ5(Γυρ και τό κόμμα της Κοινής Πορείας απέτυχε να υπερβεί το κατώφλι του 2% που ήταν απαραίτητο για να εκπρο σωπηθεί στο Κοινοβούλιο. Αργότερα στη δεκαετία του 1990, οι προσωπικές διαμάχες συσσωρεύθηκαν στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κόμματος της Προόδου, όπου η πλειοψηφία προσπάθησε να εμπο δίσει τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της Ρΐ3 ΚρβΓδβ33Γ<1. Τελικά, αυτή εγκατέλειψε το κόμμα το 1995 και μαζί με άλλα τρία μέλη του Κοινοβουλίου και περίπου το ένα τρίτο των κομματικών μελών ίδρυσε ένα άλλο νέο κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (ΟΡΡ). Το Κόμμα της Προόδου εξέλεξε ως νέο αρχηγό του την ΚΪΓδΙοη .ΐ3ςοΙ>$€η, η οποία εκπροσωπούσε το κόμμα στη Βουλή α πό το 1973 και απόκτησε θετική φήμη λόγω του ταλέντου της στην αποκάλυψη πολιτικών σκανδάλων. Ιδεολογικά, οι διαφορές μετα ξύ των δύο αυτών κομμάτων είναι μικρές. Όμως καθώς οι σκληροί οικονομικοί φιλελεύθεροι είναι συγκεντρωμένοι στο Κόμμα της Προόδου, το οποίο συμπτωματικά έχει λίγους αποτελεσματικούς εκπροσώπους σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, λαμβάνει χώρα ένα είδος καταμερισμού της εργασίας, με το Λαϊκό Κόμμα να γίνεται το ισχυρότερο αντιμεταναστευτικό κόμμα και το Κόμ 134
μα της Προόδου να γίνεται το κόμμα με το ισχυρότερο προφίλ αντικρατικής ρύθμισης. Εντούτοις, η διαφορά είναι υπόθεση διαβάθμισης και έτσι, στην καμπάνια των γενικών εκλογών του 1998, το Κόμμα της Προόδου επεδίωξε επίσης να κινητοποιηθεί στα θέ ματα της μετανάστευσης. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη των ε κλογών του 1998 (βλ. ακολούθως), οι πολιτικές θέσεις των δύο κομμάτων παραμένουν πολύ συγγενικές στα μάτια των ψηφοφό ρων. Στις εκλογές του 1998, το Κόμμα της Προόδου μόλις ξεπέρασε το κατώφλι του 2% για να εκπροσωπηθεί στη Βουλή και αυτό μό νο λόγω της προσωπικής δημοφιλίας της ΚΪΓδΙβη .Ιβοοίκβη, η ο ποία εξασφάλισε το 10,4% των ψήφων στην εκλογική της περιφέ ρεια (κομητεία της Βόρειας Γιουτλάνδης). Στην υπόλοιπη χώρα, το κόμμα πήρε κάτω του 2% και καθώς η Κ ϊγ $ (£ π .Ιαοοϋςεη (για λό γους προσωπικούς) εγκατέλειψε την επίσημη ηγεσία και έγινε λιγότερο δραστήρια, το μέλλον του κόμματος παρουσιάζεται αβέ βαιο. Στις εκλογές του 1998 το κόμμα κατέλαβε μόνο 4 έδρες, ενώ το Λαϊκό Κόμμα 13 έδρες. Εκλογική, υποστήριξη,
Το σουηδικό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, είχε την εμπειρία βραχύ βιας επιτυχίας, καθώς η εκλογική του υποστήριξη έπεσε απότομα από το 6,7% το 1991 στο 1,2% το 1994. Παρά τις αντικειμενικά ευ νοϊκές συνθήκες λόγω της υπάρχουσας οικονομικής κρίσης και των εξαιρετικά υψηλών δεικτών της μετανάστευσης, το κόμμα, σε ένα κρίσιμο για την εξέλιξή του στάδιο, γνώρισε μια αποτυχία στην ηγεσία του, με αποτέλεσμα η πιθανότητα ανάκαμψής του να εμφανίζεται μικρή. Επίσης, η ύπαρξη στη Σουηδία του εκλογικού κατωφλιού του 4% επιδρά κατά των προσπαθειών διασφάλισης της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του κόμματος. Στις γενικές εκλογές του 1998, κέρδισε μόνο 0,2% των ψήφων, ενώ έναν χρόνο μετά στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 1999 η παρουσία του δεν είχε καμία επίδραση. 135
Το αντίστοιχο νορβηγικό κόμμα δεν εκπροσωπήθηκε στη Βου λή το 1997 και λίγοι οχολιαστε'ς πίστευαν ότι θα μπορούσε να ανα κάμψει. Εντούτοις, ο φιλόδοξος κομματικός ηγέτης, Οατί I. Ηββεη, απέδειξε ότι οι εκτιμήσεις αυτές ήταν εσφαλμένες. Από το 1978 ενοποίησε γρήγορα το κόμμα, τόσο οργανωτικά όσο και από άποψη εκλογικής υποστήριξης. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 9.1, το κόμμα εμφάνιζε διακυμάνσεις στα εκλογικά του αποτελέσμα τα, αλλά στις τοπικές εκλογές του 1987 υπερέβη το 10% για πρώτη φορά. Η επιτυχία αυτή επηρεάστηκε σαφώς από το ζήτημα της με τανάστευσης, που ανέκυψε ως συνέπεια της ξαφνικής αύξησης του αριθμού των αιτούντων άσυλο (Πίνακας 9.2). Στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του 1989, το κόμμα κέρδισε 13% των ψήφων. Εντούτοις, παρουσιάστηκε σύντομα εσωτερική κομματι κή σύγκρουση μεταξύ των νεοφιλελεύθερων και των λαϊκιστών, που το 1994 κορυφώθηκε και κατέληξε σε διάσπαση: τέσσερα από τα δέκα μέλη του στο Κοινοβούλιο εγκατέλειψαν το κόμμα, πα ράλληλα με την ισχυρά νεοφιλελεύθερη οργάνωση της νεολαίας. Πάντως, οι τοπικές εκλογές του 1995 κατέληξαν να είναι νικηφό ρες, καθώς η μετανάστευση πάλι εμφανίστηκε ως κεντρικό πρό βλημα στην ατζέντα των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με την Έρευνα των Τοπικών Εκλογών τσυ 1995, σχεδόν οι μισοί από τους ψηφο φόρους του Κόμματος της Προόδου υπέδειξαν τη μετανάστευση ως το πιο σημαντικό τους πρόβλημα. Για πολλούς ψηφοφόρους, το κόμμα εμφανιζόταν ως μονοθεματικό: 93% των εκλογέων που θε ωρούσαν τη μετανάστευση το σημαντικότερο πρόβλημα ψήφισαν υπέρ του Κόμματος της Προόδου. Παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν ήταν ειδικά πρωτεύον στην εκστρατεία των κοινοβουλευτικών εκλο γών του 1997, το Κόμμα της Προόδου πέτυχε τα καλύτερα αποτε λέσματα από ποτέ. Με το 15,3% των ψήφων, το κόμμα έγινε το δεύτερο μεγαλύτερο. Η προεκλογική εκστρατεία εν γένει επικε ντρώθηκε στο ζήτημα της «δημόσιας υγείας» και της «φροντίδας για τους ηλικιωμένους» και τόσο το Κόμμα της Προόδου όσο και οι Σοσιαλδημοκράτες έστιασαν στα δύο αυτά ζητήματα. Ο €3 γ1I. 136
Ηββεη ισχυρίστηκε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν υπεύθυνοι για τις ανεπάρκειες της δημόσιας (εθνικής) υπηρεσίας υγείας και ότι παρά τα έσοδα από το πετρέλαιο, οι λίστες αναμονής στα νοσοκο μεία αυξάνονταν συνεχώς. Η συμβουλή του ήταν: δαπανήστε πε ρισσότερα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού και αναδιορ γανώστε τις υπηρεσίες υγείας. Παραδόξως, ο Ο ιγ Ι I. Η α ς ε η , ο ο ποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρξε ένθερμος υπερα σπιστής των περικοπών πρόνοιας, τώρα είχε γίνει ο υπέρμαχος της θέσης για αύξηση των κρατικών δαπανών. Πράγματι, υπήρχε ευρεία υποστήριξη της πρότασής του για περισσότερα χρήματα στους αρρώστους και τους ηλικιωμένους. Υπό το φως της ιστορίας του κόμματος, ήταν εκπληκτικό ότι τα ζητήματα του κράτους πρό νοιας αποτελούσαν τώρα το εφαλτήριο, αν και το ζήτημα της μετα νάστευσης και του αγώνα κατά του εγκλήματος ήταν επίσης σε πε ρίοπτη θέση. Το πιο σημαντικό όμως θέμα για προσέλκυση νέων ψηφοφόρων ήταν η κοινωνική πρόνοια. Παραδείγματος χάριν, σχεδόν οι μισοί από τους ψηφοφόρους που εγκατέλειπαν τους Σο σιαλδημοκράτες για το Κόμμα της Προόδου ανέφεραν «τη δημό σια υγεία» και τη «φροντίδα για τους ηλικιωμένους» ως τα σημα ντικότερα προβλήματα που καθόριζαν την κομματική επιλογή τους5. Εντούτοις, το μεταναστευτικό πρόβλημα δεν απούσιαζε πλήρως από την εκλογική εκστρατεία και, ανάμεσα σε κείνους που δήλωναν ως πιο σημαντικό το πρόβλημα αυτό, δύο στους τρεις ψήφισαν υπέρ του Κόμματος της Προόδου, μια ομάδα που περι λάμβανε το 20% των ψηφοφόρων του κόμματος.
137
Πίνακας 9.1 Εκλογική υποστήριξή υπέρ των ριζοσπαστικών
δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων στη Σκανδιναβία (%) Έτος εκλογών 1973 1975 1977 1979 1981 1983 1984 1985 1987 1988 1989 1990 1991 1993 1994 1997 1998 1999
Δανία*
Νορβηγία11
Σουηδία^
ΡΡ
ΝΟ
ΡΡ ΟΡΡ 15,9 13,6 14,6 11,0 8,9 3,6 4,8 9,0 6,4 -
6,4 2,4 7,4
-
-
5,0 (Ρ) 1,4 ( ί) 1,9 (Ρ)
-
2,5(1.) 4,5 (Ρ) 6,3 ( ί) 3,7 (Ρ) 12,3 ( ί) 13,0 (Ρ) 7,0 ( ί) 6,3 (Ρ) 12,1 ( ί) -
15,3 (Ρ) 13,5 ( ί)
-
6,7
“ 1,2 0,2
-
Πηγή: Στατιστική Επετηρίδα Σημειώσεις: ·ΡΡ=Κόμμα Προόδου, ΟΡΡ=Λαϊχό Κόμμα της Δανίας Ι,ΡΡ=Κόμμα Προόδου. Ρ=Κο»νοβσυλεντιχές εκλογές, ί=Τ οπικές εκλογές 'Ν Ο =Ν ία Δημοκρατία.
Το Κόμμα Προόδου της Δανίας ήταν το πιο πετυχημένο από τα κόμματα αυτά στη δεκαετία του 1970: κέρδισε το 15,9% στις εκλο γές του 1973 και διατήρησε το πιο σταθερό ποσοστό ψήφων ανά μεσα σε όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου της Δανίας στις τρεις διαδοχικές γενικές εκλογές. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η υ ποστήριξή του σχεδόν εξαφανίστηκε, αλλά υπό την ηγεσία της Κ]36Γδβ33Γ(1 το κόμμα ανέκαμψε και στη δεκαετία του 1990 η υπο 138
στήριξη σιαθεροποιήθηκε με το 6,4% που έλαβε στις δύο εκλογές του 1990 και του 1994. Ακόμη, η διάσπαση που ακολούθησε δεν α ποτελείωσε τα δυο κόμματα. Αντιθέτως, η υποστήριξή τους αυξή θηκε αθροιστικά από το 1997, όταν η μετανάστευση κατέστη ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην ατζέντα των ψηφοφόρων και στις εκλογές του 1998 από κοινού κέρδισαν σχεδόν το 10% των ψήφων. Ταυτοχρόνως, το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας εμφανί στηκε ως ο κύριος διάδοχος του Κόμματος της Προόδου, που πέ τυχε να ξεπεράσει το κατώφλι του 2% για την εκπροσώπησή του μόνο λόγω της δημοφιλούς αρχηγού του, ΚΪΓδΙεη ^οο&χεη. Το 1999, εντούτοις, η .Ιβαώδεη ανήγγειλε ότι δεν θα έθετε υποψηφιό τητα στις επόμενες εκλογές και τον Οκτώβριο όλα τα μέλη του στο Κοινοβούλιο εγκατέλειψαν το κόμμα, μετά τη διασπαστική επάνο δο του Μοβοηχ Ο Ιίδ Ιη φ υστέρα από πολλά χρόνια αποκλεισμού. Πίνακας 9.2 Αριθμός αιτοΰνιων άσυλο στις βόρειες χώρες
1983-94 Έτος
Δανία
Νορβηγία
Σουηδία
1983 1984 1985 1986 1987 1988 1990 1992 1994
800 4.300 8.700 9.300 2.800 4.700 5.300 13.884 6.551
200 300 900 2.700 6.600 6.670 4.000 5.236 3.397
3.000 12.000 14.500 14.600 18.100 19.800 29.000 84.018 18.640
Φινλανδία _ _ — -
50 50 2.500 2.834 849
Πηγή: ΙΟ € (Διεθνής Κυβερνητική Διάσκεψη), Γενεύη.
Ιδεολογία και πολιτικό στυλ
Έχουμε χαρακτηρίσει τα κόμματα της Προόδου (και τη Νέα Δη μοκρατία) δεξιά ριζοσπαστικά λαϊκιστικά κόμματα. Αναφερόμαστε κυρίως στην ιδεολογία τους και το πολιτικό στυλ, αλλά ο χαρα 139
κτηρισμός αυτός αντιστοιχεί επίσης οε μια ιδιαίτερη κοινωνική σύνθεση των ψηφοφόριυν και σε ορισμένες θέσεις σε ζητήματα και προτιμήσεις μεταξύ των ψηφοφόριον αντιόν. Χωρίς να αναλάβουμε (για λόγους χοίρου) μια πλήρη θεωρητική συζήτηση της έν νοιας του λαϊκισμού, επικεντρωνόμαστε ακολούθως σε παρουσία ση της ιδεολογίας και του πολιτικού στυλ των κομμάτων, προκειμένου να εκφέρουμε την άποψή μας οις προς το εροπημα, με ποια έννοια τα κόμματα μπορεί να χαρακτηριστούν λαϊκιστικά - και με ποιαοχί. Ό χ ι τόσο πολύ λαϊκισμός στο στυλ
Τα κόμματα της Προόδου (και το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας) δεν μπορούν να θεωρηθούν γνήσια εξτρεμιστικά, είτε στην ιδεολογία είτε στο πολιτικό στυλ. Τα κόμματα αυτά έχουν μια λαϊκιστική κληρονομιά, αλλά έχουν γίνει επίσης πιο συμβατικά υπό την ηγε σία των 03Γ11. ΗβββΠ και ΡΪ3 Κ]36Γ5£33Γ<1 / ΚΪΓ516Π ^ ο β δ ε π , αντισιοίχως. Η λαϊκιστική κληρονομιά στο κόμμα της Δανίας προέρ χεται από τον Μθ£εη$ ΟΙϊδΙπιρ, που στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση το 1971 συνέκρινε τους φοροφυγάδες με τους σαμποτέρ των τρένων στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Όμως, σχεδόν από την αρχή, υπήρχε σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές του σαφούς ριζοσπαστισμού και στους υποστηρικτές μιας πιο συμ βατικής γραμμής - σύγκρουση μεταξύ «χαλαρών» (δΙβοΚεπετ) και «σφιγμένων» (ΐϊβΗίεηει·), που συνεχίστηκε μέχρι τότε που ο ΟΗχίπαρ έφυγε από το κόμμα. Εντούτοις, στη δεκαετία του 1980, η χαλαρότερη προσέγγιση κατέληξε να κυριαρχεί στο κόμμα, ειδι κά ως συνέπεια της φιλοδοξίας της Κ]3εΓδ£33Γί1 και άλλων να γί νουν σεβαστοί συμμαχικοί εταίροι για τους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα λαϊκιστικά κινήματα συχνά είναι χα λαρά οργανωμένα και οικοδομούνται γύρω από χαρισματικούς αρχηγούς. Πράγματι, τόσο ο ΑικΙεΓδ 1αη£ε όσο και ο Μθ£6ΐκ ΟΙϊδΙπιρ αντιστάθηκαν έντονα σε εκείνους που ήθελαν έναν πα140
ραόοσιακό κομματικό οργανισμό. Αυτοί ήθελαν τα κόμματά τους να είναι κινήματα μάλλον παρά κόμματα (ώστε να διατηρούν τον προσωπικό τους έλεγχο, βλ., ί3Γδεη, 1977). Οι ΟΙΐχΙηιρ και εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους μια θε'ση ισόβιων επίτιμων μελών των εκτελεστικών επιτροπών του κόμματός τους, αλλά μετά το θάνατο του ίαπ£ε, ο Ηβςεη δημιούργησε ε'να καθαρά συμβατι κό κόμμα. Και στη Δανία, το κόμμα μετασχηματίστηκε σταδιακά σε έναν πιο συνήθη κομματικό οργανισμό, μολονότι ορισμένες μη κανονικότητες παρέμειναν, όπως το δικαίωμα των τοπικών πα ραρτημάτων να στέλνουν απεριόριστο αριθμό αντιπροσώπων στο ετήσιο συνέδριο. Εξαιτίας των ανωμαλιών αυτών το νορβηγικό κόμμα αρνήθηκε να έχει επίσημες επαφές με το δανέζικο αντί στοιχό του. Μια άλλη όψη του λαϊκιστικού στυλ εντοπίζεται στην αντίληψη ότι ο «λαός είναι εναντίον των ελίτ». Το παραπάνω μάς παραπέ μπει σε έναν κλασικό ορισμό του 5Ηΐ1δ (1956:68) για το λαϊκισμό: «Ο λαϊκισμός διακηρύσσει ότι η θέληση του λαού είναι ανώτερη από οποιοδήποτε άλλο κριτήριο (...) ο λαϊκισμός ταυτίζει τη θέλη ση του λαού με τη δικαιοσύνη και την ηθική». Αυτού του είδους η ρητή περιφρόνηση των νομικών αρχών μπορούσε να βρεθεί, πα ραδείγματος χάριν, στα επιχειρήματα του Κόμματος της Προόδου στη Δανία, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης υποχρεώθηκε να παραι τηθεί το 1988 (τελικά του απαγγέλθηκε κατηγορία και καταδικά στηκε το 1994)6λόγω κατάχρησης εξουσίας στη διαχείριση της πο λιτικής για τους πρόσφυγες. Ενώ υποστηρικτές από τα κυβερνητι κά κόμματα επιχειρηματολόγησαν ότι η συμπεριφορά του υπουρ γού δεν παραβίαζε το νόμο, το Κόμμα της Προόδου δεν εξέτασε καθόλου τα νομικά επιχειρήματα, αλλά υποστήριξε ρητά τις ενέρ γειες του υπουργού στη βάση ότι αυτές ήταν συμβατές με τις στά σεις της πλειοψηφίας του πληθυσμού, όπως εκφράστηκε σε δημο σκοπήσεις. Τέτοια παραδείγματα, εντούτοις, είναι σπάνια ακόμη και στην περίπτωση του συγκεκριμένου κόμματος. Με το ίδιο σκεπτικό, τα κόμματα της Προόδου σπανίως έχουν υποστηρίξει κάθε είδος παράνομης ή βίαιης συμπεριφοράς. Και 141
στην περίπτωση αυτή το Κόμμα της Προόδου στη Δανία υπήρξε το πιο ριζοσπαστικό. Ακόμη και ανάμεσα στους «χαλαρούς» οπα δούς του υπήρξαν -στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκα ετίας του 1980- λίγα παραδείγματα πολιτικής ανυπακοής απένα ντι σε ό,τι θεωρείτο ότι είχε τύχει υπερβολικής παρέμβασης εκ μέ ρους του κράτους (π.χ., όρια ταχύτητας και ρύθμιση σχετικά με τις τηλεπικοινωνίες). Ο ΟΙίκΙηιρ είχε κάνει ανοιχτά ρατσιστικές δη λώσεις αλλά, αντίθετα από τον Ρΐειτε Ροιιράε της Γαλλίας, τα κόμματα της Προόδου ουδέποτε παρότρυναν τους ανθρώπους να μην πληρώνουν φόρους, ούτε ακόμη και όταν ο ΟΙϊχΙηιρ ήταν στο ζενίθ της δημοτικότητάς του. Περαιτέρω, τα κόμματα αυτά ουδέ ποτε προσκολλήθηκαν σε μια συνωμοσιακή οπτική της κοινωνίας και, εκτός από τον Οϊςίηιρ στη δεκαετία του 1980, αυτά ουδέποτε έχουν υιοθετήσει επιθετική, παθιασμένη ή δηκτική ρητορική. Α ντίθετα, έχουν χρησιμοποιήσει επιδέξια την καλή αίσθηση του χι ούμορ (ειδικά ο 01Ϊ8(ηιρ και ο Ι^η^ε στη δεκαετία του 1970), τη γλώσσα της κοινής λογικής (Κ^εΓδβββΓά) ή την κριτική (και απο τελεσματική) διερεύνηση των σκανδάλων (^ΚοΙκβη). Ο ΟβγΙ I. Η&£εη είναι ο πιο καθημερινός, επαγγελματίας πολιτικός, προικι σμένος με το χάρισμα του λόγου και την ικανότητα χάραξης μιας τακτικής. Στο Κοινοβούλιο ακολουθεί αυστηρά τους τυπικούς κα νόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Οι συγκρούσεις εντός του νορβηγικού κόμματος συχνά έχουν περιγράφει ως ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ νεοφιλελεύθε ρων και «λαϊκιστών». Ο Η3§εη επιχείρησε να εξισορροπήσει τα δύο στρατόπεδα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 θεωρούνταν κυρίως υπέρμαχος της φιλελεύθερης οικονομικής ομάδας, αλλά δέκα χρόνια αργότερα γύρισε την πλάτη του στους νεοφιλελεύθε ρους και θεωρήθηκε εκφραστής των «λαϊκιστών». Ο λαϊκισμός, ε ντούτοις, είναι έννοια με πολλές σημασίες (Οβηονβη, 1981). Σ’ αυ τήν την περίπτωση, «λαϊκιστής» σημαίνει έναν πολιτικό που μιλά μια καθαρή και κατανοητή καθημερινή γλώσσα και που αισθάνε ται ελεύθερος να εκφράζει στάσεις, όπως στο ζήτημα της μετανά στευσης, «όχι πολιτικά ορθές», αλλά που απολαμβάνουν μεγάλη 142
υποστήριξη μεταξύ «του απλού λαού». Αν και αυτό το είδος του λαϊκισμού μπορεί επίσης να μειώσει το κύρος του κόμματος μετα ξύ των δυνητικών συμμαχικών εταίρων, είναι ένα κριτήριο που δεν κάνει πολύ σαφή τη διάκριση μεταξύ «λαϊκιστών» και άλλων πολιτικών που ανήκουν στα κατεστημένα κόμματα. Η αντίληψη «του λαού που στρέφεται κατά των ελίτ» είναι κυ ρίαρχη στην προτίμηση αμφοτέρων των κομμάτων της Προόδου, τα οποία είναι υπέρ μιας αμεσότερης δημοκρατίας. Επαναλαμβά νουμε ακόμη μία φορά, εντούτοις, ότι δεν πρόκειται αποκλειστικά για μια υπόθεση λαϊκισμού. Αμφότερα, επίσης, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως λιγότερο αντιπολιτευόμενα απέναντι σε όλα τα υπόλοιπα κόμματα. Αντίθετα, σε μεγάλο βαθμό επιδιώκουν να συνεργάζονται και να συμβιβάζονται με τρόπο πρακτικό. Εν ολίγοις, εκείνο που χαρακτηρίζει το λαϊκιστικό πολιτικό στυλ τους εί ναι η αναφορά τους στους απλούς ανθρώπους, η προτίμηση για ά μεση δημοκρατία και η περιφρόνηση της πολιτικής ορθότητας, κα θώς επίσης των ειδικών και των άλλων ομάδων των ελίτ. Ο λαϊκι σμός μπορεί να συνεπάγεται μια αντίθεση λαού και ελίτ, όπως στο πεδίο της μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά η αντίθεση αυτή είναι ό,τι περισσότερο έχει απομείνει από τη λαϊκιστική κληρονομιά στο στυλ της πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1990. Μη παραδοσιακή λαϊκιστική ιδεολογία
Επανερχόμενοι στις ιδεολογικές όψεις του λαϊκισμού, η ομοιότη τα που υπάρχει με τη συμβατική εικόνα του λαϊκισμού είναι μικρή. Ο ΙϊρεεΙ (1981) και άλλοι έχουν συχνά συνοψίσει το «λαϊκισμό», «τη μικροαστική διαμαρτυρία» και το «φασισμό» κάτω από την ε πικεφαλίδα «εξέγερση κατά του μοντέρνου». Εντούτοις, μια τέ τοια περί «λαϊκισμού» αντίληψη είναι σαφώς ανεφάρμοστη στα κόμματα της Προόδου. Δεν υπήρξε ποτέ νοσταλγία για το παρελ θόν ή αντίδραση κατά της «επιτρεπτικότητας». Τα κόμματα είναι αυταρχικά στα περισσότερα ζητήματα του νόμου και της τάξης, αλλά δεν είναι μη ανεκτικά στο διαφορετικό στυλ ζωής, στο βαθμό 143
που δεν επηρεάζονται τα εισοδήματα των φορολογούμενων. Αυτό ισχύει επίσης για τους υποστηρικτε'ς τους (καθώς και για τα σουη δικά ισοδύναμά τους, βλ., Οίΐΐρπι και ΗοΙπι&εΓβ, 1993: 149). Αντί θετα από τους Χριστιανοδημοκράτες, οι ριζοσπάστες δεξιοί λαϊ κιστές είναι ξεκάθαρα «μοντέρνοι». Από την άποψη αυτήν, τα κόμματα διαφέρουν π.χ. σημαντικά από την Αμερικανική «Νέα Δεξιά» (Αικίεκεπ και Β^ΓΜιιπύ, 1990). Επίσης, ενώ ο εθνικισμός είναι ουσιώδης αρχή στο φασισμό (ίίηζ, 1978: 25), και συχνά επίσης στο λαϊκισμό, το Κόμμα της Προόδου στη Δανία αρχικά φάνηκε να είναι λιγότερο εθνικιστικό από άλλα κόμματα. Σε ορισμένες από τις πιο συχνά αναφερόμενες τοποθετήσεις, ο Μοβεηχ ΟΙϊχΙηιρ πρότεινε να εξαλειφθσύν οι αμυντικές δυνάμεις της Δανίας (τάχθηκε υπέρ της εγκατάστασης ενός αυτόματου τηλεφωνητή που θα απαντούσε στη Ρωσία: «Πα ραδινόμαστε»!), και να πουληθούν η Γροιλανδία και τα νησιά Φερόε στην ανώτερη προσφορά. Μολονότι το Κόμμα της Προόδου ουδέποτε υιοθέτησε τέτοιες ιδέες, αλλά μάλλον επεδίωξε συμβα τική άμυνα και εξωτερική πολιτική, εκτός της εχθρικής στάσης α πέναντι στα Ηνωμένα Έθνη και την ξένη βοήθεια, δεν πρόβαλε έ να προφίλ έντονα εθνικιστικό. Πιο πρόσφατα, οι πολιτικές για τη μετανάστευση και η απόρριψη της Συνθήκης του Μάασιριχτ από τα κόμματα της Δανίας στα δημοψηφίσματα του 1992 και του 1993, καθώς και της Συνθήκης του Αμστερνταμ στο δημοψήφισμα του 1998, μπορεί να σηματοδοτούν μια περισσότερο εθνικιστική θέση. Κάτι τέτοιο έγινε ιδιαίτερα έκδηλο στην περίπτωση του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας, αν και ακόμη παραμένει αμφιλεγό μενη η σημασία του για τους ψηφοφόρους. Τα σκανδιναβικά κόμ ματα και οι ψηφοφόροι τους μπορεί ίσως να κατηγορηθούν για ξενοφοβικά αισθήματα, σοβινισμό πρόνοιας και αναχρονισμό, αλλά μέχρι τις πρόσφατες αλλαγές στο Λαϊκό Κόμμα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν γνήσια εθνικιστικά. Επιπλέον, ο κλασικός μικροα στικός αντικαπιταλισμός, που υπήρξε παραδοσιακά πυρηνικό συ στατικό στα λαϊκιστικά κόμματα, απουσιάζει πλήρως από τα δύο κόμματα της Προόδου. Αντίθετα, τα κόμματα αυτά έχουν με συνέ 144
πεια απαιτήσει ότι όλα τα υφιστάμενα με'τρα που προορίζονται να προστατεύσουν τους μικρούς παραγωγούς κατά του «μεγάλου κε φαλαίου» θα έπρεπε να εξαλειφθούν. Νεοφιλελευθερισμός
Η απαίτηση για εξάλειψη τέτοιων προστατευτικών μέτρων είναι συμβατή με μια γενική αντίληψη περί κράτους που δεν έχει κανέ να κοινό με οποιοδήποτε είδος φασιστικής ή (παραδοσιακής) λαϊκιστικής ιδεολογίας. Η πυρηνική αρχή είναι απλώς η νεοφιλελεύ θερη πίστη στις δυνάμεις της αγοράς. Αυτό σημαίνει επίσης ότι οι πολιτικές των κομμάτων είναι κάπως λιγότερο εκλεκτικές από ό,τι θα μπορούσε να (ραίνονται με πρώτη ματιά. Ακόμη, η ιδεολογία των κομμάτων της Προόδου δεν μπορεί να εξισωθεί με νεοφιλε λευθερισμό της επικρατούσας τάσης. Δεν πρόκειται για έναν νεο φιλελευθερισμό των ανώτερων στρωμάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό από τις συγκεκριμένες πολιτικές που επεδίωξαν τα κόμ ματα αυτά. Κατ’ αρχάς, πάντα ζητούν μεγαλύτερες δαπάνες για την υγεία και τις κρατικές συντάξεις - δηλαδή, για τους δύο τομείς που έχουν τη μέγιστη προτεραιότητα ιδιαίτερα για τα χαμηλότερα στρώματα. Οι προτιμώμενοι τομείς για περικοπή δαπανών είναι ο πολιτισμός, οι φυγάδες και οι ξένοι, η ξένη βοήθεια και η κρατική γραφειοκρατία. Μια τέτοια προσέγγιση αντιστοιχεί επίσης στις προτιμήσεις των χαμηλότερων στρωμάτων (Αικίεκοη, 1995). Μια προσεκτικότερη εξέταση των προτάσεων των κομμάτων της Προ όδου για τον προϋπολογισμό αποκαλύπτει ότι αυτά υποστηρίζουν τις περικοπές των δημοσίων δαπανών (ιδιαίτερα στην περίπτωση της Δανίας), που ασφαλώς δεν θα ικανοποιούσε τις προτιμήσεις των χαμηλότερων στρωμάτων (ΟοοδΚοηδ, 1993). Εντούτοις, όπως συμβαίνει με ορισμένες ακραίες ιδεολογικές θέσεις στα κομματι κά προγράμματα, οι θέσεις αυτές ελάχιστα είναι διακριτές από τους ψηφοφόρους. Επιπροσθέτως, τουλάχιστον στη Νορβηγία, ο αρχηγός του κόμματος έχει επιδείξει χαλαρή στάση στο γράμμα του κομματικού μανιφέστου. 145
Το νορβηγικό κόμμα και το δανέζικο κόμμα αποκλίνουν στο φορολογικό ζήτημα, καθώς το πρώτο ζητά χαμηλότερους ορια κούς φόρους και μια σταδιακή μετακίνηση προς την κατεύθυνση των αναλογικών φόρων, ενώ το δεύτερο έχει δώσει παραδοσιακά προτεραιότητα σε υψηλότερες βασικές εκπτώσεις παρά σε χαμη λότερους οριακούς φόρους. Ορισμένες από τις αναδιανεμητικές όψεις της φορολογικής πολιτικής του Κόμματος της Προόδου στη Δανία μοιάζουν περισσότερο με τις πολιτικές των Σοσιαλδημο κρατών παρά με το νεοφιλελευθερισμό του κύριου κομματικού κορμού7. Αυτό βοηθά να εξηγήσουμε γιατί τα κόμματα της Προό δου έχουν συχνά παρουσιάσει τον εαυτό τους σαν τους αληθινούς διαδόχους των Σοσιαλδημοκρατών της περιόδου της ακμής τους στη δεκαετία του 1930 (Δανία) και τη δεκαετία του 1950 (Νορβη γία). Στη Νορβηγία, η σχέση με την εργατική τάξη υπογραμμίζε ται περαιτέρω από την εγκατάσταση της έδρας του κόμματος δί πλα από το κτίριο των Σοσιαλδημοκρατών στο Όσλο και με τα πα ράθυρα να βλέπουν στη ΥοιιηβδΙοΓβεΙ - την παλιά πλατεία όπου η εργατική τάξη συγκεντρώνεται παραδοσιακά από το ξεκίνημα του εργατικού κινήματος. Μετανάστευση
Από το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, οι πολιτικές για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες έχουν καταστεί το σημαντι κότερο ζήτημα των κομμάτων της Προόδου. Αρχικά, τα κόμματα έδωσαν λίγη προσοχή στη μετανάστευση και τα κομματικά φυλλά δια του 1973 των δύο κομμάτων ούτε καν ανέφεραν το ζήτημα. Α ντίθετα. πι κόμματα επέκριναν την κατάχρηση των κοινωνικών α σφαλίσεων από ανθρώπους που ήταν «απρόθυμοι να εργαστούν». Στη Δανία, το ζήτημα της μετανάστευσης δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι το 1979, όταν κάποιος τοπικός εκπρόσωπος, ο Α. ΤΗ. Κϊειτιαηπ (κτηνίατρος), κατηγορήθηκε (και αργότερα του επιβλή θηκε πρόστιμο) επειδή έγραψε ότι οι μετανάστες «πολλαπλασιάζονταν σαν τα ποντίκια». Ο ΚίοιτίΒηη υποστηρίχθηκε από τον 146
ΟΙίχΙηιρ, ο οποίος σταδιακά αναμείχθηκε με ομάδες που ήταν ε χθρικές προς τους μετανάστες. Την εποχή εκείνη, όμως, η δήλωση αυτή απλώς συνέβαλε στη φθίνουσα υποστήριξη του κόμματος (ι διαίτερα, μεγάλος αριθμός περισσότερο μορφωμένων ατόμων εγκατέλειψαν το κόμμα στις εκλογές του 1979) και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το κόμμα απομονώθηκε πραγματικά μέσα στον πληθυσμό (ΟΙ&ηδ, 186). Το μεταναστευτικό ζήτημα σχεδόν ε ξαφανίστηκε και στο πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1980 απού σιαζε σχεδόν από την πολιτική ατζέντα και τις ανακοινώσεις των κομμάτων της Προόδου. Εντούτοις, ύστερα από μια δραματική αύξηση στον αριθμό των προσφύγων που ζητούσαν άσυλο (στη Δανία το 1984-86, στη Νορβηγία το 1986-87, βλ., Πίνακα 9.2), ο αυξανόμενος αριθμός των ξένων αποτέλεσε πάλι αντικείμενο προσοχής (Τοπ£8£33κΙ, 1989) και το 1987-88, το ζήτημα αυτό έγινε ένα από τα πιο σημαντικά στις εκλογικές καμπάνιες των κομ μάτων της Προόδου (Β ^ γΜιηκ), 1988,διυηε, 1989:118-19). Ο ΟϋδΙΓίιρ ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη δυναμική του θέματος. Αμέσως με την αποφυλάκισή του τον Μάρτιο του 1985, ε γκαινίασε μια επιθετική στάση απέναντι στους μετανάστες, χρη σιμοποιώντας την ίδια περίπου φρασεολογία με τον Κίεπιαηη. Ε ντούτοις, αντίθετα από τον Κϊεπταηη, δεν διώχθηκε για τις δηλώ σεις του. Η αντιμεταναστευτική θέση αρχικά δεν συνέβαλε στη δημοφιλία τσυ κόμματος: το ζήτημα δεν ήταν στην ατζέντα των ψη φοφόρων και η υποστήριξη στη Δανία του Κόμματος της Προόδου στις δημοσκοπήσεις εξακολούθησε να υποχωρεί μέχρι τον Φε βρουάριο του 1986, όταν έφτασε στο χαμηλό σημείο του 1,7% (ΑικΙεΓδεη, 1988). Το κόμμα όμως είχε αποκτήσει σαφή εικόνα για το πρόβλημα. Ακολούθως, οι ανακοινώσεις του ΟΙϊδΙπιρ γίνο νταν όλο και πιο ριζοσπαστικές, όπως συνοψίζονταν στο σύνθημα «Κάντε τη Δανία Ζώνη Ελεύθερη από τους Μουσουλμάνους», που επίσης διατυπώθηκε από το βουλευτή ,Ιβηε Ο^χεη στην έναρ ξη των εργασιών της Βουλής το 1990/91.0 01«εη, όπως ο ΟΙϊίίαιρ, έφυγε από το Κόμμα της Προόδου το 1990 και δηλώσεις όπως η προηγούμενη ήταν πολύ έξω από τη γραμμή του κοινωνικώς απο 147
δεκτού στη Δανία. Το σύνθημα καταδικάστηκε δημόσια από την ΚροΓ5§Γ33ά. Η Κ]<ΐ£Γ$£Γ3<ΐ(1 και ο ΟηγΙ I. Η3£βπ, αντίθετα, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κριτική τους για τις πολιτικές στα ζητή ματα της μετανάστευσης και των προσφύγων σε κοινωνικώς απο δεκτά όρια. Στις αρχές, η επίθεση των κομμάτων τους για τη μετα νάστευση συνηθιζόταν να δικαιολογείται, κυρίως σε βάση οικονο μική, καί εδώ τα επιχειρήματα μπορεί να συνοψιστούν στο «σοβι νισμό της κρατικής πρόνοιας», αν και εμπεριέκλειαν ξενοφοβικές τάσεις. Εντούτοις, είναι πιθανό ότι σε πολλούς ψηφοφόρους τα οι κονομικά επιχειρήματα προσέδωσαν νομιμοποίηση σε πιο φανε ρά εχθρικές στάσεις απέναντι στους ξένους. Εξάλλου, η κοινή γνώμη σε Δανία και Νοργηβία είναι απόλυτα δεκτική σε επιχειρή ματα κατά του θρησκευτικού φονταμενταλισμού γενικά και του Ισλάμ ιδιαίτερα, ενώ στη δεκαετία του 1990 τα κόμματα, ειδικά το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας, επέκριναν ρητά την ιδέα της «πολυπολιτισμικότητας». Προκειμένου να δώσει έμφαση στις οικονομικές όψεις της με τανάστευσης, το νορβηγικό Κόμμα της Προόδου έχει προτείνει ό τι οι εθνικές και οι τοπικές αρχές θα έπρεπε να κάνουν μια οικο νομική αξιολόγηση της μετανάστευσης βάσει ενός λογιστικού μη χανισμού ανάλυσης κόστους-οφέλους. Η πρόταση ξεσήκωσε γενι κή κατακραυγή, την οποία το Κόμμα της Προόδου ερμήνευσε ως φόβο να αντιμετωπιστεί η σκληρή πραγματικότητα. Η συζήτηση σχετικά με τα «λογιστικά της μετανάστευσης» δεν δημιούργησε ε σωτερικές διαιρέσεις, αφού η αποσκίρτηση της νεοφιλελεύθερης ομάδας το 1994 είχε αφήσει το κόμμα, τουλάχιστο προσωρινά, πε ρισσότερο ενωμένο στο ζήτημα της μετανάστευσης. Επίσης, η ορ γάνωση της νεολαίας, που αποσχίστηκε από το κόμμα, κηδεμο νευόταν από νεολαίους φιλελεύθερους που, κατ’ αρχήν, δεν ήταν κατά της μετανάστευσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι μετανάστες δεν εξαρτιόνταν από το κρατικό σύστημα κοινωνικών ασφαλίσε ων. Αυτοί μάλιστα κατάφεραν να βάλουν τη σφραγίδα τους στο κομματικό μανιφέστο8. Εντούτοις, αυτό μικρή πρακτική σημασία είχε για την εικόνα του κόμματος, καθώς ο ΟηγΙ I. Ηαςοη ήταν ε 148
λεύθερος να παίρνει θέσεις στο ζήτημα της μετανάστευσης, όταν πια είχαν αποχωρήσει οι νεοφιλελεύθεροι. Τα επιχειρήματά του άλλαξαν και από κατά βάση οικονομικά έγιναν περισσότερο πο λιτισμικά: η εθνική ομοιογένεια θεωρείτο ότι διασφάλιζε μια κοι νωνία ήρεμη και ειρηνική, ενώ διαφορετικές θρησκείες, εθνικές και πολιτισμικές μειονότητες, υποτίθεται ότι δημιουργούν προ βλήματα. Ο Ο ιγ Ι I. Ηαςεη, ακολουθώντας τη νέα αυτή έμφαση, στην κομματική σύνοδο του 1995 εστίασε σε εσωτερικά προβλή ματα της μουσουλμανικής κοινότητας στη Νορβηγία και μίλησε για τους μη ανεκτικούς μουσουλμάνους φονταμενταλιστές που α γωνίζονται κατά της ενσωμάτωσης στη νορβηγική κοινωνία και που παραβιάζουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Η&£6Π, κατηγορηθείς για ρατσισμό, απάντησε ότι απλώς επανέλαβε ένα απόσπασμα βιβλίου γραμμένο από κάποιον Ιρακινό μετανάστη που έμενε στο Όσλο. Παρά τη σχετική ενότητα του νορβηγικού Κόμματος της Προό δου, ορισμένες μικρές ομάδες ακτιβιστών θεωρούν ότι το κόμμα είναι πολύ ήπιο στο ζήτημα της μετανάστευσης. Έτσι ιδρύθηκαν δύο μικρότερα κόμματα, τα οποία προσπάθησαν ανεπιτυχώς να κερδίσουν υποστήριξη στις πιο πρόσφατες εκλογές, προβάλλο ντας μια ακραία εχθρική στάση απέναντι στους μετανάστες. Ε ντούτοις, όπως με τις ακραίες τοποθετήσεις του ΟΙΐχίΓΐιρ γύρω στο 1990, τέτοιες ομάδες ωφελούσαν πιθανώς το Κόμμα της Προόδου, συγκεντρώνοντας την προσοχή του κοινού και συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση του ζητήματος της μετανάστευσης στην ημερήσια διάταξη. Ταυτοχρόνως, έδιναν στο Κόμμα της Προόδου την ευ καιρία να αποσυσχετισθεί από έναν ρατσισμό κοινωνικά απαρά δεκτο. Επιπλέον, τα νέα κόμματα λειτουργούν σαν ένα βολικό σι φώνιο για τους περισσότερους ανοιχτά εκφραζόμενους ρατσιστές και ξενόφοβους. Συμπεράσματα
Σε όρους πολιτικού στυλ και ιδεολογίας, τα Κόμματα της Προό 149
δου έχουν μικρή σχετικά ομοιότητα με τα παραδοσιακά λαϊκιστικά (χωρίς να αναφέρουμε τα εξτρεμιστικά) κινήματα. Τα κόμμα τα αυτά επιδιώκουν να κινητοποιούν το λαό κατά των ελίτ, να υπε ρασπίζονται μια αυξημένη χρήση της άμεσης δημοκρατίας και ο ρισμένες φορές να διακηρύσσουν τη θέληση του λαού ως το ανώ τατο κριτήριο. Από την άλλη πλευρά, τα συγκεκριμένα κόμματα έ χουν γίνει πραγματιστικά, ενώ τα συνήθη ιδεολογικά στοιχεία του λαϊκισμού -εθνικισμός και αντικαπιταλισμός- μέχρι πρόσφατα α πουσιάζουν από τις ιδεολογίες τους. Αντίθετα, τα πυρηνικά στοι χεία τους σήμερα είναι μια ιδιαίτερη παραλλαγή του νεοφιλελευ θερισμού, ειδικά στη Δανία, απευθυνόμενα στα χαμηλότερα κοι νωνικά στρώματα, καθώς και μια σημαντική έμφαση στη μετανά στευση, που έχει αντικαταστήσει τη φορολογία ως το ζήτημα που συσπείρωνε και δημιουργούσε εκλογική απήχηση των κομμάτων αυτών. Τα θέματα της πρόνοιας, όπως η φροντίδα για τους ηλικιω μένους, είναι επίσης σημαντικά - όπως έγινε ιδιαίτερα φανερό στις νορβηγικές εκλογές τσυ 1997 και σε κάποιο βαθμό στην εκλο γική καμπάνια του 1998 στη Δανία. Η ιδεολογία των επονομαζό μενων Κομμάτων της Προόδου εξετάζεται περαιτέρω στο επόμε νο κεφάλαιο, παράλληλα με την ανάλυση των πολιτικών στάσεων των υποστηρικτών τους.
Πολιτικές στάσης Η γενική, τοποθέτηση στον άξονα αριστεράς-δεξιάς
Αντίθετα από την ακροαριστερά, τα ακροδεξιά ή ριζοσπαστικά δεξιά κινήματα σπάνια τιτλοφορούνται «ακραία», επειδή είναι α κραία σε συμβατικά αριστερά-δεξιά διακυβεύματα. Είναι άλλα ζητήματα και /ή το πολιτικό στυλ των κομμάτων που τα φορτώνουν με τέτοιες ετικέτες. Μολονότι τα Κόμματα της Προόδου είναι κατ’ αρχήν εντελώς συνεπή ιδεολογικά σε όρους ακραίου φιλελευθε ρισμού, η θέση τους σε συμβατικές πλευρές της διάστασης αριστε150
ράς-δεξιάς, όπως είναι η ευημερία και η οικονομική αναδιανομή, είναι περισσότερο διφορούμενη. Το ίδιο ισχύει επίσης για τους υποστηρικτές τους. Εντούτοις; πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική τοποθέτηση στον άξονα αριστεράς-δεξιάς. Η τελευταία ορίζεται από την τοποθέτηση των ψηφοφόρων σε μια οικονομική κλίμακα αριστεράς-δεξιάς όπως ορίζεται από συγκεκριμένα ζητήματα της αριστερός και της δε ξιάς, ενώ η πρώτη ορίζεται από τους ίδιους εκείνους που απάντη σαν9. Τόσο στη Δανία όσο και τη Νορβηγία, οι υποστηρικτές των Κομμάτων της Προόδου, κατά μέσον όρο, θεωρούν τους εαυτούς τους περισσότερο κοντά προς τα δεξιά από ό,τι οι υποστηρικτές οποισυδήποτε άλλου κόμματος. Ο Πίνακας 9.3 και οι επόμενοι πί νακες παρουσιάζουν δεδομένα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αλλά, εάν δεν υποδηλώνεται διαφορετικά, τα στοιχεία από τις εκλογές του 1997 και του 1998 δεν φανερώνουν κάποια σημα ντική αλλαγή, όπως επίσης και το προφίλ του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος της Προόδου στη Δανία αποκαλύπτει μόνο αμε λητέες διαφορές. Οσον αφορά την τοποθέτηση στον άξονα αριστεράς-δεξιάς, οι αριθμοί είναι βασικά σταθεροί, αν και η κατά ταξη των τριών δεξιών λαϊκισιικών κομμάτων και των «συμβατι κών» συντηρητικών κομμάτων κάποιες φορές αντιστρέφεται. Πα ραδείγματος χάριν, στη μελέτη των νορβηγικών εκλογών του 1997 οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου τοποθετούσαν τον εαυ τό τους ακριβώς στα αριστερά των Συντηρητικών. Εντούτοις, οι τυπικές αποκλίσεις (δεν παρουσιάζονται εδώ) δείχνουν ότι οι υποστηρικτές των τριών κομμάτων είναι περισσότερο ετερογενείς από τους υποστηρικτές των περισσοτέρων άλλων κομμάτων. Αυτή η αυτοτοποθέτηση φαίνεται να προέρχεται από ένα είδος στάθμισης των ζητημάτων της «παλιάς πολιτικής» και της «νέας πολιτι κής» (Βοιτε και ΑηόοΓδβη, 1997). Στην οικονομική κλίμακα αριστεράς-δεξιάς, η θέση των ψηφο φόρων του Κόμματος της Προόδου είναι σαφώς προς τα δεξιά, αλλά όχι στην ακραία δεξιά. Έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι ψη 151
φοφόροι του Κόμματος της Προόδου τοποθετούνται αριστερότε ρα από τους Συντηρητικούς (Νορβηγία, Δανία) και τους Φιλελεύ θερους (Δανία). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ζήτημα της ισότητας, όπου οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου στη Δανία κατα λαμβάνουν μια κεντρώα θέση, τοποθετούμενοι μάλιστα λίγο αρι στερότερα των κεντρώων κομμάτων. Συνοψίζοντας, οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου δεν βρίσκονται ξεκάθαρα στα δεξιά, και ασφαλώς δεν βρίσκονται στην ακραία δεξιά. Αντιλαμ βάνονται τον εαυτό τους να είναι λίγο πιο δεξιά από τους συντη ρητικούς/φιλελεύθερους ψηφοφόρους (ή στην ίδια περίπου θέ ση), αλλά στα βασικά ζητήματα της αριστεράς-δεξιάς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. 'Οταν ερχόμαστε στο ζήτημα της ισότητας οι ψηφο φόροι του Κόμματος της Προόδου στη Δανία καταλαμβάνουν μια μάλλον κεντρώα θέση10. Επομένως, αυτό που διακρίνει τους ψη φοφόρους του Κόμματος της Προόδου είναι η απουσία μιας συνε πούς δεξιάς ιδεολογικής τοποθέτησης. Γενική, δυσπιστία
Τα Κόμματα της Προόδου συχνά έχουν περιγράφει ως «κόμματα διαμαρτυρίας» και «κόμματα δυσφορίας» (ίίΐηβ και Ετχδοη, 1994). Πράγματι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αντιπροσωπεύουν τη διαμαρτυρία και τη δυσφορία απέναντι στα κατεστημένα κόμμα τα και σε επίπεδο συνολικό είναι επίσης πιθανό ότι η υποστήριξη για τα κόμματα της Προόδου σχετίζεται με το βαθμό της απογοή τευσης από τις μη σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ή, εναλλακτικά, από τη μη σοσιαλιστική αντιπολίτευση. Εάν θεωρήσουμε ως αφετηριακό μας σημείο την έννοια του πολιτικού κυνισμού, μπορούμε ε πίσης να παρατηρήσουμε ότι οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου είναι οι πιο κυνικοί μεταξύ εκείνων που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος (ΑπάεΓδβη, 1992).
152
Πίνακας 9.3 Αυτοτοποθέτηση στην κλίμακα αριστεράς-δεξιάς*, θέση στον οικονομικό δείκτη αριστεράς-δεξιάς και στο ζήτημα της ισότητας, ανά επιλογή κόμματος Τιμές του δείκτη και ΡϋΙ (δείκτης ποσοστιαίας διαφοράς) Κήιμα
Δανία Α-Δ Οικονομική Κανανιχο«τηση 1994
Κ,ΠοοΟον 7.50 «ΟϋηίθΕβοι 7,49 Σνηικηωοί 7,37 Κτηρόαιαίμμαια 5.93 Σοο»α)ίίΐ|ΐοκφ 4,94 Αφσκφά 3,48 Π)φχ& 5,94
1994» (ΡΟΐ)
θίοη 1994*
-6 27 38 1 -35 -65
32 43 49 16 •4 •35
-9
15
Κόμμα
Νορβηγία Λ·Δ Οικονομική Κανιοηκο «πμ«| 1995
1993 (ΡΟΙ)*
«<* 19*9
6,75
23
43
6,72 Σ'""*"!"» Κτηρώακόμμαηι 5,16 Εφγαηχοί 4.70 Λροιφί 337 5.40
39 -8 -8 -45
50 21 4 -17
-2
19
Κ. Προόδου
Πηγή: Έρευνες εκλογών, εκλογικά ποογράμματα Δανίας (1994) και Νορβηγίας (1989, 1993), Τοπική Έρευνα Εκλογών 1995.
Σημειώσεις: •Μέτρηση σε κλίμακα αυτοτοποθέτησης από 0-10. ^Διατύπωση: «Ακολούθως, ένα ερώτημα σχετικά με το βιοτικό επίπεδο και το εισόδη μα. Ο Α λέγει: «Οι διαφορές στα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο είναι ακάμη πολύ μεγάλες στη χώρα μας, έτσι άνθρωποι με μικρότερα εισοδήματα θα έπρεπε να έχουν ταχύτερη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου από εκείνους με μεγαλύτερα εισοδήμα τα ·. Ο Β λέγει: «Η ιοοπέδωση των εισοδημάτων έχει προχωρήσει πολύ. Οι εισοδηματι κές διαφορές που παραμένουν ακάμη θα έπρεπε γενικά να διατηρηθούν» (ΡΟΙ= Β-Α). ^Κοινωνικοοικονομική θέση αριστεράς-δεξιάς: Σύνθετος δείκτης τεσσάρων στοιχείων περιλαμβανομένων αυτών που προαναφέρθηκαν. Τα άλλα είναι: διατήρηση ή περικο πές των κοινωνικών δαπανών, κρατική ρύθμιση των επιχειρήσεων και εθνικοποίηση. Ό λα τα στοιχεία κωδικοποιούνται με -1,0, +1 (0·συδέτερο/6εν γνωρίζω). Οι τιμές α θροίζονται και διαιρούνται με το 4 και οι βαθμοί του δε ίχτη μπορεί επομένως να θεωρη θούν ως μέσοι όροι των ΡΟΙ. ^Διατύπωση: «Στη Νορβηγία, οι οικονομικές διαφορές μεταξύ των ατόμων έχουν μειω θεί τόσο πολύ ώστε περαιτέρω μείωση δεν είναι απαραίτητη» (ΡΟΙ=συμφωνώ-διαφωνώ). •Σύνθετος δείκτης των τεσσάρων στοιχείων περιλαμβανομένων εκείνων που προανα φέρθηκαν. Οι άλλοι περιλαμβάνουν κρατική ρύθμιση των επιχειρήσεων, εθνικοποίηση και «οι δυνάμεις της αγοράς οφείλουν σε μεγάλο βαθμό να προσδιορίσουν την οικονο μική ανάπτυξη» (δηλαδή, το ένα ιττα τέσσερα στοιχεία αποκλίνει από το δανέζικο δεί κτη). Όλα τα στοιχεία κωδικοποιούνται -1.0, +1 (0= ουδέτερος/δεν γνωρίζω). Οι τι μές συνοψίζονται και διαιρούνται με το 4. και οι βαθμοί του δείκτη μπορεί να θεωρη θούν έτσι ως μέσοι ΡΟΙ.
153
Πρόσφατα δεδομένα για την πολιτική δυσπιστία δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου στις δυο χώρες παρου σιάζουν το ανώτατο επίπεδο πολιτικής δυσπιστίας μεταξύ όλων των ψηφοφόρων (βλ., Πίνακα 9.4)· το ίδιο βρέθηκε για τους ψηφο φόρους της Νέας Δημοκρατίας στη Σουηδία το 1991 (Οΐΐΐ^αιτι και ΗοΙπι&εΓβ, 1993:173). Ιστορικά, εντούτοις, ο κυνισμός μεταξύ των ψηφοφόρων του Κόμματος της Προόδου εξαρτάται πολύ από τη σύνθεση της κυβέρνησης, τις σχέσεις συνεργασίας και τις πολιτι κές. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κυνισμός είναι ένας πολύ συνα φής παράγοντας, αλλά η εξήγηση που προσφέρει είναι ανεπαρ κής. Εν μέρει είναι παράγοντας ανεξάρτητος ή καταλυτικός (0 1 & Π 8 , 1986), αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι επίσης μια παρεμβαλ λόμενη μεταβλητή που συνοψίζει τη δυσαρέσκεια από την πολιτι κή. Επομένως, πρέπει να εξετάσουμε, παράλληλα, τη δυσαρέ σκεια που προέρχεται από τις πολιτικές. Πίνακας 9.4 Κυνισμός, ανά κόμμα Ρ ϋ Ι (δείχτης ποσοστιαίας διαφοράς) Δανία 1994 Κόμμα της Προόδου Φιλελεύθεροι / Συντηρητικοί Κεντρώα κόμματα Σοσιαλδημοκράτες Αριστερά κόμματα Πληθυσμός
Νορβηγία 1995
-58 21 18 20 -3
-16 22 5 42 21
8
19
Πηγές: "Ερευνα Εκλογών, Έρευνα Τοπικών Εκλογών σε Δανία (1994) χαι Νορβη γία (1995). Διατϋπΐιχτη: Δανία: «Πόση εμπιστοσύνη έχετε στους Δανούς πολιτικούς γενικά;» (ΡΟΙ= μεγάλη ή κάποια-όχι πολύ ή πολύ λίγη). Νορβηγία: «Πόση εμπιστοσύνη έχετε στους Νορβηγούς βουλευτές γενικά;» (ΡΟΙ= με γάλη ή κάποια-όχι μεγάλη ή πολύ λίγη).
Φορολογία και πρόνοια
Η δυσαρέσκεια από τη φορολογία και το δημόσιο τομέα θα ήταν λόγος προφανής για εκδήλωση δυσφορίας, καθώς και τα δύο κόμ 154
ματα αναδύθηκαν ως κόμματα φορολογικής διαμαρτυρίας. Η φο ρολογία ήταν το πιο εξέχον ζήτημα μεταξύ του εκλογικού σώμα τος και στις δυο χώρες το 1973 και σχετικές έρευνες αποκάλυψαν ότι τα Κόμματα της Προόδου σαφώς απέκλιναν από τα άλλα στο ζήτημα των φόρων ( 0 1 3 Π8, 1986). Εντούτοις, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 η φορολογία δεν ήταν καθόλου εξέχον θέμα και ούτε περισσότερο εξέχον μεταξύ των ψηφοφόρων του Κόμμα τος της Προόδου από ό,τι μεταξύ των υπολοίπων εκλογέων1'. Η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Κόμματος της Προόδου στη Νορβηγία είναι κατά της μείωσης των φόρων για τους υψηλόμισθους και η πλειοψηφία των υποστηρικτών του κόμματος στη Δανία, μάλιστα, εκδηλώνεται υπέρ της επιβολής υψηλότερων φό ρων στις ομάδες υψηλών εισοδημάτων. Οι αριθμοί αυτοί, φυσικά, εξαρτώνται από τη διατύπωση των σχετικών ερωτήσεων, αλλά εί ναι αξιοσημείωτο ότι οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου στη Δανία κατατάσσονται στο ζήτημα αυτό μαζί με τους Σοσιαλ δημοκράτες - και μακράν προς τ’ αριστερά κάθε άλλου μη σοσια λιστικού κόμματος. Οι ψηφοφόροι του νορβηγικού Κόμματος της Προόδου είναι λίγο δεξιότερα αλλά, ωστόσο, με λιγότερη ροπή α πό τους Συντηρητικούς για υποστήριξη μειωμένων φόρων για τα υψηλά εισοδήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προό δου είναι ιδιαίτερα ευνοϊκοί απέναντι στο κράτος πρόνοιας: σε γενικά ερωτήματα που αφορούν τη διατήρηση του επιπέδου κοι νωνικής πρόνοιας ή την υιοθέτηση περικοπών στις κοινωνικές δα πάνες ή ακόμη, σχετικά με την προτίμηση είτε για περισσότερη πρόνοια είτε για φορολογική ανακούφιση, αυτοί τοποθετούνται στα δεξιά μαζί με τους Συντηρητικούς (Νορβηγία, τουλάχιστον προ των εκλογών του 1997 και Δανία) και τους Φιλελεύθερους (Δανία) ψηφοφόρους. Σε κάποιο βαθμό αυτό αποτελεί αλλαγή α πό την εικόνα που παρουσίαζαν στη δεκαετία του 1980, όταν υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου στη Δανία ήταν πιο κεντρώ οι ακόμη και σε ζητήματα πρόνοιας (Αηά€Γ5€Π και Β ^ γΜιιικΙ, 1990). Ασφαλώς όμως σηματοδοτεί μια αλλαγή στη στάση από την 155
περίοδο της απότομης επιτυχίας, κατά την οποία ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου διακρίνονταν σημαντικά από άλλους μη σοσιαλιστές ψηφοφόρους όσον αφορά τα ίδια ακριβώς διακυβεύματα. Περαιτέρω, αντίθετα με την κατάσταση -τουλάχιστον στη Δανία- που επικρατούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι πλη θυσμοί -συμπεριλαμβανομένων των ψηφοφόρων του Κόμματος της Προόδου- ήταν γενικά ευνοϊκοί απέναντι στην πρόνοια: σύμ φωνα με την έρευνα των εκλογών του 1993, μόνο 20% των υποστηρικτών του νορβηγικού κόμματος επιθυμούσε περικοπές στην κοι νωνική ασφάλεια και ακόμη λιγότεροι μεταξύ των ψηφοφόρων του 1997 (11%), καθώς και μια μικρή πλειοψηφία των υποστηρι χτούν του Κόμματος της Προόδου στη Δανία επιθυμεί να διατηρη θούν τα υφιστάμενα επίπεδα πρόνοιας και διαφωνεί με την άπο ψη ότι οι σχετικές δαπάνες έχουν αυξηθεί υπερβολικά. Συνοψίζοντας, δεν είναι πλέον σε ζητήματα πρόνοιας και φο ρολογίας που οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου διαφέ ρουν από άλλους μη σοσιαλιστές ψηφοφόρους. Από καιρού εις καιρόν, αυτοί εμφανίζονται περισσότερο κεντρώοι από τους Συ ντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους, τουλάχιστον σε ζητήματα που σχετίζονται με την οικονομική αναδιανομή. Όπως ήδη ανα φέρθηκε, οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου διαφέρουν ε πίσης ανάλογα με τα επιμέρους διακυβεύματα: σε αυτά της κοινω νικής πρόνοιας όπως υγεία, φροντίδα για τους ηλικιωμένους και συντάξεις, τείνουν να είναι πιο «σπάταλοι» από άλλους μη σοσια λιστές ψηφοφόρους, ενώ είναι πολύ επικριτικοί για κάθε είδος δαπανών «πολυτελείας», όπως λ.χ. αυτές για τον πολιτισμό12. Μετανάστευση,, βοήθεια προς αναπτυσσόμενες χώρες
Όπως σημειώσαμε προηγουμένως, το ζήτημα της μετανάστευσης δεν ήταν σε ιδιαίτερα προεξάρχουσα θέση μεταξύ των ψηφοφό ρων μέχρι το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980. Αρχικά, η με τανάστευση δεν κατέστη ένα σταθερά προεξάρχον ζήτημα. Όπως έχει αποδείξει ο Τοη5£Ε3Γ(1 (1989), αυτό έτεινε να είναι «ζήτημα 156
πομφόλυγας» (Ω&8Η ϊ$ 5 ΐιε), το οποίο εξαφανιζόταν μόλις υποχω ρούσε η προσοχή των με'σων ενημέρωσης. Ή , σύμφωνα με τους Α3Γ(ΐ3ΐ και νβίβη (1995), το πρόβλημα της μετανάστευσης απστελούσε ένα υπόγειο ρεΰμα στην κοινή γνώμη, ρεύμα που εύκολα μπορούσε να βγει στην επιφάνεια με αφορμή κάποιο δραματικό γεγονός. Εντούτοις, στη δεκαετία του 1990, το πρόβλημα της μετα νάστευσης άρχισε σταθερά να καταλαμβάνει μια πιο περίοπτη θέ ση μεταξύ των ψηφοφόρων13. Η παρατήρηση αυτή ισχύει ιδιαίτε ρα για τις εκλογές του 1998 στη Δανία, όπου η μετανάστευση ήταν το πλέον εξέχον θέμα μετά τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας. Περισσότεροι του ενός τρίτου των ψηφοφόρων δήλωναν ότι θεω ρούσαν τη μετανάστευση ως ένα από τα «πιο σημαντικά προβλή ματα για τα οποία θα έπρεπε να μεριμνήσουν οι πολιτικοί» (Α η ά € Γ 5 β η , 1999). Εντούτοις, για μια αρκετά μεγάλη μεισψηφική ομάδα των εν λόγω ψηφοφόρων η γνώμη αυτή εξέφραζε μια θετι κή στάση απέναντι στους μετανάστες και δεν φαίνεται ότι τα κόμ ματα της Προόδου και το Λαϊκό Κόμμα κατόρθωσαν να επωφεληθούν από τη γνώμη αυτή στη δική τους καμπάνια. Ακόμη, δεν υ πάρχει αμφιβολία ότι σε μια μακροπρόθεσμη προοπτική, το πρό βλημα της μετανάστευσης είναι από μόνο του το σημαντικότερο διακύβευμα σε μια αναδιάταξη των κοινωνικών σχισμάτων στο κομματικό σύστημα της Δανίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι στάσεις απέναντι στους ξένους συ σχετίζονται τόσο ισχυρά με τις στάσεις απέναντι στην εξωτερική βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες ώστε συνθέτουν πραγ ματικά μια κοινή διάσταση (Αη(1βΓ5€η, 1992). Ακόμη και εδώ, το οικονομικό επιχείρημα ότι η εξωτερική βοήθεια δεν βοηθά στην πραγματικότητα πολύ, καθώς τα περισσότερα χρήματα σπαταλούνται από εδώ και από εκεί, μπορεί να είναι μια νομιμοποιητική επινόηση - υπό την έννοια δηλαδή ότι θα εφευρίσκονταν άλλα ε πιχειρήματα εάν το οικονομικό επιχείρημα δεν ευσταθούσε.
157
Πίνακας 9.5 Στάσεις απέναντι στη φορολογία και την πρόνοια, ανά κόμμα, 1993 /1994. Ποσοστά και ΡΟΙ (δείκτης ποσοστιαίας διαφοράς)
(1993). Διατύπωση: •«Τα υψηλά εισοδήματα πρέπει να φορολογούνται βαρύτερα από <5,τι σήμερα» (ΡΟΙ*»συμφωνώ-διαφωνώ). "Ερώτημα σχετικά με τις κοινωνικές δαπάνες. Ο Α λέγει: «Οι κοινωνικές μεταρρυθμί σεις έχουν προχωρήσει υπερβολικά στη χώρα αυτή. Οι άνθρωποι θα έπρεπε να τα κα ταφέρνουν σε μεγαλύτερο βαθμό χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις και υποστήριξη από το κράτος». Ο Β λέγει: «Εκείνες οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στη χώρα μας θα έπρεπε να διατηρηθούν τουλάχιστο στην ίδια έκταση που έχουν σήμερα». (ΡΟΙ=συμφωνώ με Β-συμφωνώ με Α). ' «Εάν καταστεί δυνατό να μειωθούν οι φόροι μακροπρόθεσμα, τι θα προτιμούσατε: χα μηλότερους φόρους ή βελτιωμένες δημόσιες υπηρεσίες;1 (ΡΟΙ=δημόσιες υπηρεσίεςχαμηλότεροι φόροι). Λ«Μείωση του φόρου στα υψηλά εισοδήματα». (ΡΟΙ=συμφωνώ-διαφωνώ). * «Ποια είναι η γνώμη σας για τις δαπάνες κοινωνικών ασφαλίσεων, θα έπρεπε (α) να μειωθούν στο μέλλον ή (β) να παραμείνουν στο σημερινό επίπεδο ή (γ) να επεκταθούν περαιτέρω;» Η κατηγορία (α) εκτίθεται στον πίνακα. ' «Είναι πιο σημαντικό να επεκταθούν οι δημόσιες υπηρεσίες από το να περικαπούν οι φόροι» (ΡϋΙ =συμφωνώ-όιαφωνώ).
Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι τα προβλήματα στα οποία οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου αποκλίνουν περισσότερο από τους ψηφοφόρους όλων των άλλων κομμάτων. Όπως φάνηκε από τον Πίνακα 9.6, οι υποστηρικτές τους ανατίθενται έντονα στη 158
μετανάστευση, που θεωρείται απειλή για την εθνική ταυτότητα και μια τεράστια πλειοψηφία ευνοεί περικοπές της εξωτερικής βοήθειας. Στα σημεία αυτά, σαφώς οι εκλογείς αυτοί συμφωνουν με άλλους μη σοσιαλιστές ψηφοφόρους. Το ίδιο ακριβώς υπόδειγ μα βρέθηκε στη Σουηδία το 1991 (Οΐΐ^&πι και Η ο1πιΙ>€Γ£, 1993: 155). Ουσιαστικά, αυτά τα ζητήματα «νέας πολιτικής» εκλαμβά νονται επίσης θέματα αριστεράς-δεξιάς και μπορεί να βοηθήσουν να εξηγηθεί γιατί το Κόμμα της Προόδου θεωρείτο τόσο πολύ δεξιό. Πίνακας 9.6 Στάσεις απέναντι στη μετανάστευση, την εξωτερική βοήθεια και το περιβάλλον, ανά κόμμα, 1993/94. Ποσοστά και ΡϋΙ
(1993). Διατύπωση: ■«Η μετανάστευση αποτελεί σοβαρή απειλή στην εθνική μας κουλτούρα» (συμφωνώδιαφωνώ). "«Η οικονομική ανάπτυξη θα έπρεπε να εξασφαλιστεί μέσω της διαδικασίας της εκβιο μηχάνισης. έστω και αν αυτό μπορεί να αντιστρατεύεται το περιβαλλοντικό συμφέρον» (συμφιυνώ-διαφωνώ) '«Στην παρούσα οικονομική κατάσταση στη Νορβηγία πρέπει να μειωθούν οι περιβαλ λοντικές απαιτήσει;» (συμφωνώ-διαψωνώ).
159
Συνοψίζοντας, μικρή αμφιβολία υπάρχει ότι η μετανάστευση είναι το πυρηνικό ζήτημα που ξεχωρίζει τους ψηφοφόρους του Κόμματος της Προόδου από άλλους μη σοσιαλιστές ψηφοφόρους. Επιπλέον, είναι ζήτημα που σχετίζεται με τον πολιτικό κυνισμό (ΑηάβΓδθπ, 1992)· επιπλέον, οι εθνικές πολιτικές κατέχουν προέχσυσα θέση πια, πράγμα που είναι πιθανό πραγματικά να παραμείνει έτσι (0&3$1ιο1( και Το§βΙ)γ, 19%), παρότι πολλοί σχολια στές, μέχρι πρόσφατα, θεωρούσαν μια τέτοια κατάσταση απίθα νη. Ωστόσο, χρειάζεται στο σημείο αυτό μια μικρή διευκρίνιση. Ε κείνο που έχουμε καταδείξει είναι ότι η αρνητική στάση απέναντι στους ξένους, ίσως ακόμη και η ξενοφοβία, είναι θεμελιώδης για την εξήγηση του ποιος υπερψηφίζει και ποιος όχι τα Κόμματα της Προόδου. Αυστηρά μιλώντας, όμως, δεν μπορούμε να διαγράψου με την πιθανότητα τα νούμερα να αντανακλούν επίσης τους απέχοντες από την υπερψήφιση των Κομμάτων της Προόδου - δηλαδή ότι ίσως να εμπεριέχεται κάποια αρνητική ταύτιση. Αυτό είναι ση μαντικό για τα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν στο συνο λικό επίπεδο: δεν έχουμε καταδείξει ότι η εχθρότητα απέναντι στους ξένους είναι ο μόνος σημαντικός παράγοντας προσδιοριστικός της συνολικής εκλογικής υποστήριξης των Κομμάτων της Προ όδου. Είναι πιθανό ότι, εκτός από την εξήγηση αυτή, ο βαθμός ε μπιστοσύνης στα άλλα μη σοσιαλιστικά κόμματα μπορεί επίσης να είναι σημαντικός παράγοντας στην εκλογική επιλογή14. Το περιβάλλον και η «νέα πολιτική *>
Η έμφαση στον έλεγχο της μετανάστευσης δεν καθιστά απαραιτήτως τα Κόμματα της Προόδου κόμματα μονοθεματικά. Το κύριο διακύβευμά τους έχει αλλάξει από το 1973, αλλά ακόμη και τότε δεν ήταν ακριβές να περιγραφούν ως μονοθεματικά κόμματα κατά της επιβολής φόρων, ενο') οι σίΓνακόλουθες στάσεις τους απέναντι στη μετανάστευση δεν οδηγούν σε θεματική απομόνωση. Αντίθε τα, αυτές συνδέονται όχι μόνο προς την εξωτερική βοήθεια αλλά 160
και προς ένα ευρύτερο σύνδρομο θεμάτων της «νέας πολιτικής», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται (οι αυταρχικές) αξίες και (πιο συχνά) το περιβάλλον. Επιπλέον, με βάση έναν αριθμό δει κτών αυταρχικών στάσεων, οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προ όδου είναι οι πιο αυταρχικοί. Οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου και στις δύο χώρες τείνουν, επίσης, να είναι μεταξύ των ελάχιστα «πράσινων» ψηφοφόρων (βλ., Πίνακα 9.6). Με καθαρά περιγραφική έννοια, τα ζητήματα αυτά μπορεί να συνοψιστούν στη διάσταση της «νέας πολιτικής». Η διάσταση αυτή οδήγησε στη δη μιουργία των «κομμάτων της νέας αριστερός» και των «κομμάτων της νέας δεξιάς» (Ιη^ΙβΙίΕΓΐ και ΚαϋΐβΓ, 1986), χαρακτηριζόμενα αντιστοίχως ως «τα γνήσια και τα ανεπιθύμητα παιδιά της νέας πο λιτικής» (Ιςηαζί, 1992:6). Τα «κόμματα της νέας αριστερός», όπως οι Πράσινοι, είναι γνήσια τέκνα αφού προβάλλουν νέα πολιτικά ζητήματα. Από την άλλη πλευρά, τα «κόμματα της νέας δεξιάς» εί ναι τέκνα ανεπιθύμητα, επειδή αποτελούν αντίδραση στη «νέα πο λιτική» και αναδύονται ως μια απρόσμενη συνέπεια. Τα Κόμματα της Προόδου με μια έννοια πραγματικά κινητο ποιούνται σε ζητήματα «νέας πολιτικής», αλλά δεν μπορούν απλώς να νοούνται ως ανταπάντηση στη «νέα αριστερά». Κατ’ αρχάς, τα κόμματα διαφέρουν από την αμερικανική «νέα δεξιά» στο ότι δεν τονίζουν παραδοσιακές και θρησκευτικές αξίες - αυτό είναι υπό θεση των Χριστιανοδημοκρατών15. Δεύτερον, αν και τα κόμματα της Προόδου μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετα προς τη νέα α ριστερά, τα νέα πολιτικά διακυβεύματα βάσει των οποίων κινητο ποιούνται δεν μπορεί να θεωρηθούν απλώς ως αντίδραση στη μετα-υλιστική αριστερά. Τα κόμματα συνδέονται, ασφαλώς, με βασι κές αλλαγές στη μεταβιομηχανική διαιρετική δομή της κοινωνίας. Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Από μια άλλη άποψη είναι προκλητικό να συσχετίσουμε τα Κόμ ματα της Προόδου με μεταβαλλόμενα κοινωνικά ρήγματα και ευρείες ιστορικές μεταβολές. Οι ίίρχεί και ΚοΜαη (1967) περιέγρα 161
ψαν τη σταθερότητα των σχισμάτων/διαιρετικών τομών και το «πά γωμα» των κομματικών συστημάτων στα πλήρως κινητοποιημένα, βιομηχανικά χράτη-έθνη. Όμως, κράτη-έθνη βρίσκονται επίσης σε μετάβαση, ειδικά μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένω σης (Ε.Ε.). θ α μπορούσε έτσι κάποιος να φανταστεί ότι τα Κόμμα τα της Προόδου θα ήταν υπέρ της υπεράσπισης του κράτσυς-έθνσυς. Εντούτοις, τα κόμματα αυτά -καθώς επίσης και οι υποστηρικτές τους- μέχρι πρόσφατα έχουν υιοθετήσει την αντίληψη ότι Ε.Ε. σημαίνει περισσότερη αγορά και λιγότερο κράτος. Έτσι, το νορβηγικό Κόμμα της Προόδου, σιο δημοψήφισμα του 1994 κατέ ληξε να συστήνει την ένταξη στην Ε.Ε., αν και με επιχειρήματα (λογικώς ασυνεπή) που ευνοούν την εσωτερική αγορά και όχι την ένωση. Η ίδια θέση υιοθετήθηκε από τα κόμματα της λαϊκιστικής δεξιάς στη Δανία, τα οποία -με μεγαλύτερη συνέπεια- είπαν «ναι» στην Ιιαμπάνια του 1986 για την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, αλλά «όχι» για τη συνακόλουθη τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευ ρωπαϊκή Ένωση το 1992,1993 και 1998 (το 1993, μάλιστα, το Κόμ μα της Προόδου, ως το μοναδικό κόμμα στο Κοινοβούλιο που ήταν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Μέχρι πρόσφατα αυτός ο ευρωσκεπτικισμός δεν είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εκλογική υποστήριξη των κομμάτων. Μολονότι το Κόμμα της Προόδου στη Δανία ήταν το μοναδικό κόμμα που ευνο ούσε το «όχι» το 1993 και ενώ περίπου 43% ψήφισαν όχι, δεν ωφε λήθηκε από το γεγονός αυτό. Αντίθετα, υπήρξαν κάποιες σοβαρές αντιρρήσεις από κομματικά στελέχη στην απόφαση αυτή της ηγε σίας, ενώ και στις δύο χώρες η κομματική βάση είχε διχαστεί. Στη Δανία, την επίσημη κομματική γραμμή ακολούθησε μια μικρή πλειοψηφία και ψήφισε όχι (ΑικΙβΓδεη, 1994). Στη Νορβηγία μια μικρή πλειοψηφία ψήφισε ναι (Β^ΓΚΙυηά, 1996)16. Στο δημοψήφι σμα, εντούτοις, της Δανίας το 1998 σχεδόν όλοι οι υποστηρικτές του Λαϊκού Κόμματος και μια τεράστια πλειοψηφία ψηφοφόρων του Κόμματος της Προόδου ακολούθησαν τις επίσημες συστάσεις των κομμάτων και ψήφισαν όχι (Αηάεπίοη, 1998). Στο νορβηγικό δημοψήφισμα του 1994 για την Ε.Ε. οι ψηφοφό 162
ροι απέρριψαν την ένταξη για δεύτερη φορά, με πάνω-κάτω το ί διο ποσοστό (52,2%) με το δημοψήφισμα του 1972 (53,3%). Πάλι, όπως το 1972, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1994 έθετε το ζήτημα της Ε.Ε. ως κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τα προσε χή χρόνια. Συνεπώς, οι διάφορες κομματικές τοποθετήσεις σχετι κά με την ένταξη στην Ε.Ε. μικρή πρακτική σημασία φαίνεται να έ χουν. Ο ΟηγΙ I. Η2£οη, στην εκλογική καμπάνια του 1997 ανακοί νωσε, μάλιστα, ότι είχε μεταβάλει τη γνώμη του και τώρα ήταν α ντίθετος με την ένταξη. Πρόσθεσε όμως ότι η στάση του δεν είχε πολιτικές συνέπειες, καθώς η ένταξη της Νορβηγίας στην Ε.Ε., προς το παρόν, δεν αποτελουσε μια ρεαλιστική επιλογή. Πάντως, στη Δανία, το ζήτημα της Ε.Ε. είναι πολιτικά ισχυρό. Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη το φθινόπωρο του 1997, οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου και του Λαϊκού Κόμματος είχαν τότε λάβει εντελώς αρνητικές θέσεις στο ζήτημα της ολοκλή ρωσης της Ε.Ε. και το συνδυασμένο αποτέλεσμα των στάσεων ένα ντι της Ε.Ε. και των στάσεων απέναντι στη μετανάστευση ήταν πο λύ ουσιαστικό. Ανάμεσα στους ψηφοφόρους που ευνοούσαν φιλε λεύθερες πολιτικές για τους πρόσφυγες, η υποστήριξη των δύο κομμάτων ήταν αμελητέα, ανεξάρτητα από τις στάσεις για την Ε.Ε. Ανάμεσα στους ψηφοφόρους με κριτική στάση απέναντι στην πο λιτική για τους πρόσφυγες, αλλά με ουδέτερη ή θετική στάση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η υποστήριξη ήταν 5%. Όμως ανάμεσα στους ψηφοφόρους που επιπλέον ήταν επικριτικοί για την ευρω παϊκή ολοκλήρωση η υποστήριξη ήταν μέχρι 24% (βλ., Πίνακα 9.7). Ταυτοχρόνους, η έρευνα αποκάλυψε μια πολύ εντυπωσιακή κομματική στροφή μεταξύ των ψηφοφόρων με τον κρίσιμο αυτό συνδυασμό. Από τους σοσιαλιστές ψηφοφόρους το 11% τώρα ψή φισε υπέρ του Κόμματος της Προόδου ή τουΛαϊκού Κόμματος, ε νώ από τους μη σοσιαλιστές το ποσοστό ήταν 15%. Το πρώτο υπό δειγμα που αναφέραμε επιβεβαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό από την έρευνα για τις εκλογές του 1998, αλλά η έρευνα του 1997 αποτελεί ίσως ισχυρότερο δείκτη ότι η κατεύθυνση της αιτιότητας δεν είναι μόνο από την κομματική επιλογή προς τις στάσεις αλλά πιθανώς, ε 163
πίσης σε κάποιο βαθμό, και αντίστροφα. Η συσχέτιση ανάμεσα στις στάσεις απέναντι στη μετανάστευση και στις στάσεις απέναντι στην Ε.Ε. ήταν, συνήθως, μηδενική. Μολονότι η συσχέτιση έχει γί νει θετική, αυτή παραμένει ασθενής (ΑπάΰΓδοη, 1998). Πρόκειται για την περίπτωση δύο συντελεστών που δρουν μάλλον ανεξάρτη τα στη μεταβολή της πολιτικής ένταξης μεταξύ των Δανών ψηφο φόρων. Πίναχας 9.7 Ποσοστό ψηφοφόρων που προτίθε νται να ψηφίσουν υπέρ του Λαϊκού Κόμματος ή του Κόμματος της Προόδου, συνδυάζοντας τη στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη στάση απέναντι στην πολιτική για τους πρόσφυγες, 1997 Στόσιις όσον αφορά τηνχολιηχή για χρ&^ρυγις: Η Δανία να δεχθεί περισσότερους / ίδιους Λιγότερους πρόσφυγες. Στάσεις όσον αφορά την ευρωπαϊκή Περισσότεροι/Ίδιοι ολοκλήρωση
Ν
Λιγόαροι
Ταχύτερη ολοκλήρωσητης ΕΕ /ίδια όπως τώρα
1
5
269 439
Λιγότερη ολοκλήρωση της Ε.Ε /έξω αχό την ΕΕ
1
24
124 206
Πηγή: Γεντκή αντιπροσωπευτική έρεννα 1.518 ψηφοφόρων ηλικίας 18 ετών και ά νω, που όιεξήγαγε ο ]<Ζτ^η ΟουΙ ΑηόοΓχεη και η Α.Ο. ΝίίΙχεη Α1Μ για λογαριασμό του «υ$οΙ>ΐΈν€ΐ Μαη<]3£ ΜοΓ^εη», Αύγουστος/Σεπτέμβριος 1997.
Συμπέρασμα.: ιδεολογικό προφίλ
Οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου δεν είναι ακροδεξιοί σε παραδοσιακά ζητήματα αριστεράς-δεξιάς, αλλά τοποθετούν τους εαυτούς τους στην άκρα δεξιά λόγω της θέσης τους σε ζητήμα τα της «νέας πολιτικής». Στα ζητήματα αυτά τα Κόμματα της Προό δου είναι πιο ξενοφοβικά, πιο αυταρχικά και λιγότερο οικολογικά από τους υποστηρικτές οποιουδήποτε άλλου κόμματος. Τα αρχικά 164
ζητήματα φορολογίας και πρόνοιας παίζουν υποδεέστερο ρόλο πράγματι, στη Νορβηγία η πρόνοια έχει μετατραπεί σε διακύβευμα αφύπνισης και συναγερμού δυνάμεων - και η δυσπιστία των ψηφοφόρων σε κάποιο βαθμό είναι ένα επιφαινόμενο των θέσεων πολιτικής (ροΐϊς^ ροχϊΐΐοη) που αυτοί υποστηρίζουν.
Κ οινωνικό προφίλ Προφίλ φύλου και ηλικίας
Παρά το γεγονός ότι το Λαϊκό Κόμμα και (άτυπα) το Κόμμα Προό δου της Δανίας καθοδηγούνται από γυναίκες, το Κόμμα της Προό δου υπήρξε πάντα κόμμα κηδεμονευόμενο από άνδρες στο εκλογι κό επίπεδο και το ίδιο ισχύει για το αδελφό νορβηγικό κόμμα (κα θώς επίσης το σουηδικό, βλ., ΟϊΙ^απι και ΗοΙπΛβΓβ, 1993: 187). Πράγματι, αυτό είναι το πιο σταθερό στοιχείο στην κοινωνική σύν θεση των υποστηρικτών του κόμματος. Στη Δανία, το ποσοστό των ανδρών έχει διακυμανθεί μεταξύ 55% και 67% στις εκλογές από το 1973 και στη Νορβηγία, τα αντίστοιχα ποσοστά βρίσκονται με ταξύ 59% και 67% σύμφωνα με τις εκλογικές έρευνες17. Η ηλικιακή σύνθεση, από την άλλη πλευρά, έχει περισσότερες διακυμάνσεις, ανάλογα με την επιτυχία των κομμάτων. Στη δεκαε τία του 1990, η ηλικιακή κατανομή στη Δανία κλίνει ελαφρά προς τους πιο μεγάλης ηλικίας ψηφοφόρους. Το νορβηγικό κόμμα, από την άλλη πλευρά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε σαφώς τα καλύτερα σιηρίγματά του στη νεότερη ηλικιακή ομάδα (όπως η σουηδική Νέα Δημοκρατία το 1991, βλ., Ο ϊ 11]ειτ> και ΗοΙίϊίβεΓβ, 1993:193). Εντούτοις, από τις νορβηγικές εκλογές του 1995 η ηλικιακή κατανομή έχει γίνει περισσότερο ισορροπημένη. Στις εκλο γές του 1997 δεν υπήρχαν ηλικιακές διαφορές ανάμεσα στις γυναί κες ψηφοφόρους του Κόμματος της Προόδου. Όμως το κόμμα δια τηρούσε ακόμη το σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του μεταξύ των νέων ανδρών. Συνεπώς, η αρχική διαφορά μεταξύ νορβηγικού 165
και δανέζικου Κόμματος της Προόδου φαίνεται σταδιακά να έχει εξαλειφθεί. Ταξικό προφίλ: ένα κόμμα της εργατικής τάξης
Η πιο απρόσμενη όψη όσον αφορά την κοινωνική σύνθεση των Κομμάτων της Προόδου είναι η ταξική τους σύνθεση. Από την αρ χή, το δανέζικο κόμμα είχε ένα κοινωνικό προφίλ που προσέλκυσε έντονη προσοχή. Υπό το φως των κλασικών θεωριών του λαϊκι σμού και της μικροαστικής διαμαρτυρίας, η σημαντική υπεραντιπροσώπευση των ελεύθερων επαγγελματιών αποτέλεσε αντικεί μενο σοβαρής διαμάχης (ΡΓγΜιιικΙ και ΡείΰΓδοη, 1981). Οι ελεύθε ροι επαγγελματίες υπήρξαν πάντα μειοψηφία μεταξύ των υποστηρικτών των Κομμάτων της Προόδου. Πιο αξιοπρόσεκτο, τόσο στη Δανία όσο και στη Νορβηγία, το.Κόμμα της Προόδου ήταν το πρώ το μη σοσιαλιστικό κόμμα που δεν υποεκπροσωπσύνταν μεταξύ των χειρωνάκτων (Πίνακες 9.8 και 9.9). Το νορβηγικό κόμμα, στην πρώτη του εκλογή το 1973, είχε ένα πιο παραδοσιακό δεξιό κοινω νικό προφίλ. Εντούτοις, το ποσοστό των εργατών μεταξύ των υποσιηρικτών του Κόμματος της Προόδου, από το 1973, αυξανόταν σχεδόν σε κάθε εκλογή στη Δανία, ενώ στη Νορβηγία η αναγέννη ση του Κόμματος της Προόδου συνοδεύτηκε επίσης από σημαντική αύξηση στον αριθμό των εργατών (βλ., Πίνακα 9.9). Παρόμοιο προφίλ ήταν εμφανές στη Σουηδία το 1991 (ΟΐΙΙμπι και Ηο1πιΙ>6Γ£, 1993: 198, 200). Στη δεκαετία του 1990, τα δύο κόμματα της Προό δου κέρδισαν ακόμη υψηλότερο ποσοστό εργατών στο εκλογικό τους σώμα από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλδημοκρατών18. Το αυξανόμενο ποσοστό εργατών στο Κόμμα της Προόδου α ντιστοιχεί σε μια εξίσου σημαντική παρατεταμένη μείωση του πο σοστού των χειρωνακτών μεταξύ των αριστερών κομμάτων. Αυτή η ασυνήθης κοινωνική σύνθεση είναι ίσιος ο ισχυρότερος δείκτης μιας μεταβαλλόμενης διαιρετικής κοινωνικής δομής και της κατά ταξης των Κομμάτων της Προόδου ωσάν αυτά να ανήκουν σε έναν 166
αυθεντικά νέο κομματικό τυπο. Από την προηγούμενη περιγραφή της κομματικής ιδεολογίας και των στάσεων των ψηφοφόρων, ίσως το στοιχείο αυτό να μην είναι τόσο απρόσμενο. Η ξενοφοβία και ο αυταρχισμός είναι κλασικές όψεις των αξιών της εργατικής τάξης, παράλληλα με μια διχστομική οπτική του κόσμου. Αλλά, όπως επισήμανε ο ϋρ$β( (1981), οι όψεις αυτές μικρή σημασία είχαν όσο καιρό οι εργάτες υπερψήφιζαν σοσιαλιστικά κόμματα που υπερα σπίζονταν τα ταξικά συμφέροντα των εργατών και ήταν ανεκτικά και αντιαυταρχικά. Εντός των καλά οργανωμένων εργατικών τά ξεων της Ευρώπης -ειδικά στη Σκανδιναβία- οι ιδεολογίες αυτές μπορούσαν να διαδοθούν χαμηλά προς τη βάση. Εντούτοις, εάν οι δεσμοί μεταξύ των μεμονωμένων εργατών και των οργανώσεων της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών κομ μάτων, εξασθενήσουν σοβαρά, τέτοια στοιχεία αυθόρμητης ταξι κής συνείδησης είναι πιθανό να γίνουν αποφασιστικά στην κομμαΠίναχας 9.8 Ποσοστό των εργατών ανάμεσα στους υποστηρικτές διαφόρων κομματικών ομάδων στη Δανία. Αποκλίσεις από τους μέσους του δείγματος (τιμές σε %) 1984
1987 1988 1990 1994 1998
Κόμμα Προόδου Μη σοσιαλιστικά
-4 -1 -26 -15
+2 -20
+9 -15
+4 -12
+ 14 + 15 + 16 + 18 + 15 -12 -15 -16 -11 -10
Σοσιαλδημοκράτες Αριστερά κόμματα
+27 +26 +26 + 17
+20 + 15 + 18 +6 +3 +4
+20 0
+ 19 + 16 + 16 + 13 +2 +4 + 1 -3
+9 -3
34
35
Κόμμα
1966 1973 1977 1979 1981
•Κανονική» κατανομή 40
37
35
+6 -17
36
36
32
32
36
31
Πηγή: Έρευνες εκλογών, πρόγραμμα εκλογών Δανίας 1966-98. Λόγω μικρής από κλισης στις περιγραφές μεταξύ εργατών και μη εργατών, η «κανονική» κατανομή όλων των ψηφοφόρων παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις που. εντούτοις, δεν επηρεάζουν τα στοιχεία του πίνακα σημαντικά.
Σημειώσεις: Οι καταχωρίσεις είναι αποκλίσεις μεταξύ του ποσοστού των χειρωνακτών εργατών ανάμεσα στους υποστηρικτές των διαφόρων κομματικών ομάδων και στο πο σοστό στο συνολικό δείγμα («κανονικό»). Περιλαμβάνονται μόνο ψηφοφόροι που ανή κουν στο εργατικό δυναμικό (1966-88: οι νοικοκυρές ταξινομήθηκαν σύμφωνα με τη θέ ση του συζύγου, αλλά αυτό δεν επηρεάζει σημαντικά τα μεγέθη). Στην έρευνα των εκλο γών του 1998, οι αριθμοί για υπεραντιπροσώπευση των εργατών ήταν +13 και +15 για το Λαϊκό Κόμμα και για το Κόμμα της Προόδου αντιστοίχως.
167
τική εκλογή των εργατών. Δεν είμαστε σε θε'ση εδώ να ελέγξουμε τα ποσοστά αυτά συστηματικά. Όμως θα σχολιάσουμε συνοπτικά δυο εναλλακτικές ερμηνείες που θα μπορούσε να προταθούν. Πίνακας 9.9. Ποοοστό των εργατών ανάμεσα στους υποστηρικτές διαφόρων κομματικών ομάδων στη Νορβηγία. Αποκλίσεις από τους μέσους του δείγματος (τιμές σε %) Κόμμα
1965
1973
1977
1981
1985
1989
1993*
1995·
Κόμμα Προόδου Συντηρητικοί Κεντρώα κόμματα Σοσιαλδημοκράτες Αριστερά κόμματα
-29 -17 +21 +21
-5 -29 -12 + 19 + 16
+ 15 -25 -9 + 18 0
+9 -19 -8 +20 -6
+3 -13 -12 + 16 -2
+7 -15 + 13 -3
+3 -16 +1 +7 -10
+8 -10 +1 +6 -9
-2
«Κανονική» κατανομή 43
43
41
35
32
32
22
19
19
1997*” -7 -1
Πηγές: Έρευνες εκλογών 1965-93, εκλογικό πρόγραμμα Νορβηγίας, Έρειτνα Τοπικών Εκλογών 1995. Εκλογικό πάνελΜΜΙ 1997.
Σημιίωση: Οι καταχωρίσεις είναι αποκλίσεις μεταξύ τον ποσοστού των χειρωνακτών α νάμεσα στους υποστηρικτές των διαφόρων κομματικών ομάδων και στο ποσοστό στο συνολικό δείγμα («κανονικό»). *Οι τιμές βασίζονται σε μια αυστηρότερη ταξινόμηση των εργατιών από τη στατιστική υ πηρεσία στη Νορβηγία "Ανειδίκευτοι εργάτες.
Περιθωριοποιημένη εργατική τάξη ή υποχώρηση της αλληλεγγύης
Για να εξηγήσουμε την προσέλκυση των εργατών στα ριζοσπαστι κά δεξιά λαϊκιστικά κόμματα θα μπορούσε να προταθουν τουλάχι στο δυο ανταγωνιστικές ερμηνείες. Κατ’ αρχάς, διάφοροι ακαδη μαϊκοί έχουν ισχυριστεί ότι η υποστήριξη μεταξύ των εργατών για τα Κόμματα της Προόδου, ή τα κόμματα της Νέας Δεξιάς γενικά, αντανακλά κάποιο είδος μεταβιομηχανικής / μεταμοντέρνας περι θωριοποίησης της εργατικής τάξης, ισοδύναμης με την προηγούμε νη περιθωριοποίηση της παλιάς μεσαίας τάξης. Δεύτερον, θα μπο ρούσε ερμηνευτικά να προταθεί η άποψη ότι, λόγω της αυξανόμε νης ευημερίας της, η εργατική τάξη χάνει τους δεσμούς αλληλεγ 168
γύης και συνεπώς υποστηρίζει λιγότερο το κράτος πρόνοιας. Σε α τομικό επίπεδο τουλάχιστον, δεν υπάρχει πειστική τεκμηρίωση για οποιαδήποτε από τις απόψεις αντές. Συλλογικά, η εργατική τάξη μπορεί να είναι περιθωριοποιημένη στη μεταβιομηχανική κοινω νία της πληροφορίας. Όμως, καθώς ήταν πάντα δύσκολο να βρού με σοβαρή τεκμηρίωση για την ερμηνεία του φασισμού ή του λαϊκι σμού σε ατομικό επίπεδο βάσειτης «περιθωριοποιημένης μεσαίας τάξης», το ίδιο δύσκολο είναι να προτείνουμε μια ισοδύναμη σχέ ση στην περίπτωση των Κομμάτων της Προόδου. Στη Δανία, δεν πρόκειται για το ότι τα δύο Κόμματα της Προό δου στρατολογούν δυσανάλογα από τις τάξεις των ανέργων ή από τους πρώιμα συνταξιοδοτούμενους. Στη Νορβηγία, εντούτοις, ό που το ποσοστό της ανεργίας είναι σημαντικά χαμηλότερο, το Κόμμα της Προόδου είχε υψηλότερο ποσοστό ανέργων μεταξύ των ψηφοφόρων του από ό,τι έχουν άλλα κόμματα19. Όμως επειδή το Κόμμα της Προόδου είναι ένα μάλλον μικρό κόμμα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων ψηφίζει υπέρ άλλων κομμάτων. Η υποστήριξη της εργατικής τάξης στα Κόμματα της Προόδου μπορεί, με κάποια έννοια, να αντανακλά την υποχώρηση της εργα τικής τάξης ως τάξης (σε όρους μεγέθους και οργάνωσης). Εντού τοις, εάν αυτό συμβαίνει, η σχέση μεταξύ περιθωριοποίησης και υ ποστήριξης των ψηφοφόρων είναι σχέση λεπτή. Τέλος, δεν έχουμε τεκμήρια σχετικά με τη συνάφεια ανάμεσα στην προσωπική ευη μερία (ή το αίσθημα παρακμής) και την υποστήριξη στα κόμματα της Προόδου, αλλά δεν έχουμε να προτείνουμε και πολλά ώστε να διερευνήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Η αντίθετη υπόθεση περί υποχώρησης της αλληλεγγύης (που μπορεί να προέρχεται, παραδείγματος χάριν, από τη θεωρία ορθολογικής επιλογής) είναι εξίσου μη πειστική. Οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου δεν διακρίνονται πλέον στα ζητήματα της φορολογίας ή του κρά τους πρόνοιας. Έτσι, τείνουμε περισσότερο να θεωρούμε την υποστήριξη της εργατικής τάξης στα Κόμματα της Προόδου ως εντελώς «φυσικό» επακόλουθο που είναι συμβατό με τις αξίες και τις προτιμήσεις 169
που εντοπίζονται πραγματικό ανάμεσα στους εργάτες στη σημερι νή κοινωνία. Η εστίαση θα ε'πρεπε ίσως να κατευθυνθεί περισσό τερο προς τους παράγοντες που τροποποιούν τα συναισθήματα αυ τά και τις προτιμήσεις. Μεταξύ αυτών, η εκπαίδευση είναι προφα νής μεταβλητή και η συσχε'τιση μετάξι» υποστήριξης του Κόμματος της Προόδου και εκπαίδευσης (που το 1973 ήταν μηδενική) έχει αυξηθεί σημαντικά. Τα κόμματα της Προόδου στρατολογούν δυ σανάλογα ανάμεσα σε ψηφοφόρους με χαμηλά εκπαιδευτικά προ σόντα. Στη Νορβηγία, κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα ε'κδηλο ανάμεσα σε νεαρούς και μεσήλικες ψηφοφόρους και φαίνεται να είναι η κύ ρια εξήγηση για την υπεραντιπροσώπευση των εργατών μεταξύ αυτών των κομμάτων. Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να το εξηγήσει αυτό βάσει του ισχυρισμού του ϋρ&€( για τη σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και ενός «πολύπλοκου πλαισίου α ναφοράς», σύμφωνα με μια ερμηνεία της κομματικής ιδεολογίας που τονίζει τον «πρωτογονισμό» ή παρόμοιες πλευρές στις ιδεολο γίες των κομμάτων. Εντούτοις, μια τέτοια ερμηνεία των κομματι κών ιδεολογιών είναι ελάχιστα δίκαιη, τουλάχιστο εάν μετριέται συγκριτικά, και πιο εύλογο φαίνεται ότι η εκπαίδευση συνεπάγε ται μια κοινωνικοποίηση σε ένα σύνολο αξιών που δεν είναι πολύ συμβατό με τις ιδέες του Κόμματος της Προόδου.
Συμπέρασμα
Κατά την περίοδο της συγγραφής αυτού του κειμένου, μόνο σε δύο από τις σκανδιναβικές χώρες υπάρχουν ριζοσπαστικά δεξιά λαϊκιστικά κόμματα κάποιας σπουδαιότητας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό φαίνεται να είναι υπόθεση ιστορικής σύμπτωσης, καθώς το σουη δικό κόμμα απέτυχε σε ένα αποφασιστικό στάδιο του κύκλου ζωής του κόμματος. Στην περίπτωση της Φινλανδίας η εικόνα είναι πε ρισσότερο αβέβαιη, αν και ο πολύ μικρός αριθμός μεταναστών και προσφύγων μπορεί να βοηθήσει να εξηγήσουμε γιατί υπήρξε μι κρή δυνατότητα για κινητοποίηση στο ζήτημα της μετανάστευσης. 170
θεσμικοί κανόνες που κάνουν διακρίσεις εις βάρος των μικρών κομμάτων μπορεί να προσθέτουν στην εξήγηση της απουσίας ενός ριζοσπαστικού δεξιού λάίκιστικού κόμματος στη Σουηδία, αλλά αυτό αντιφάσκει, εν μέρει, με την απουσία ενός τέτοιου κόμματος στη Φιλανδία (που δεν έχει κατώφλι εκλογικής εκπροσώπησης) και την παρουσία ενός τέτοιου κόμματος στη Νορβηγία (όπου υ πάρχει ένα σχετικά πολύ αποτελεσματικό κατώφλι -4,0%- εξαιρουμένων των κομμάτων που είναι συγκεντρωμένα γεοιγραφικά). Τέλος, λοιπόν, μένουμε με δεξιά λαϊκιστικά κόμματα σε δύο μόνο σκανδιναβικές χώρες: τα Κόμματα της Προόδου και το Λαϊ κό Κόμμα της Δανίας. Είναι απίθανο να εξαφανιστούν τα κόμματα αυτά, αφού είναι αποτελεσματικά ενταγμένα στο θεσμικό σύστη μα. Επίσης, είναι σημαντικό ότι στο πλαίσιο των σοβαρών διασπά σεων του Κόμματος της Προόδου στη Δανία το 1994-95, επανήλθε σύντομα η συνδυασμένη υποστήριξη των δύο αυτών κομμάτων και το Λαϊκό Κόμμα, τουλάχιστον, φαίνεται να έχει κάποια πιθανότη τα επιβίωσης. Αν και τα τρία αυτά κόμματα μπορεί να αποκλίνουν από τον ιδεατό τύπο των ακροδεξιών κομμάτων όπως αυτά υπάρ χουν αλλού στη Δυτική Ευρώπη, φαίνεται ότι τροφοδοτούνται από τις ίδιες πηγές - ιδιαίτερα από τη μετανάστευση και την κρίση των οργανώσεων της εργατικής τάξης. Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι τα σκανδιναβικά κόμματα και άλλα ακροδεξιά κόμ ματα, όπως το γαλλικό ΡγοπΙ ΝαύοηαΙ, ανήκουν κατά βάση στην ί δια οικογένεια, όπως εν πολλοίς οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Κομ μουνιστές, τα κόμματα των οποίων πρέπει να χαρακτηριστούν κόμματα εργατικά. Πέραν αυτού, ίσως το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι ότι στη σοσιαλδημοκρατική Σκανδιναβία ευνο ούνται λιγότερο εξτρεμιστικές παραλλαγές αυτού του νέου τύπου κόμματος.
171
Σημειώσεις 1. Στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τη; διαδρομής του; υπήρξε ελάχιστη ή καμία άμεση επαφή ανάμεσα στα κόμματα Δανίας και Νορβηγίας. Το νορβηγικό κόμμα θεω ρούσε το ρόλο του Μοροηδ ΟΙίίΐηιρ δημοκρατικά διφορούμενο και απέφευγε τις στενές επίσημες σχέσεις. Αφού έφυγε από το κόμμα ο ΟΙίίΙπιρ, το εμπόδιο αυτό εξαλείφτηκε, αλλά χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε σημαντική συνεργασία. Εντούτοις, στην αρχική φάση, υπήρξε χάποια συνεργασία καθώς ο ΟΙίΜηιρ συναντήθηκε με τον Λπ<1«γ; στην καμπάνια για τις νορβηγικές εκλογές. 2. Στις εκλογές του 1973, μια συμφωνία επέτρεψε στο Ανεξάρτητο Κόμμα να εντά ξει λίγου; υποψηφίους στη λίστα του Κόμματος της Προόδου. Από τους υποψηφίους αυ τούς εξελέγη ένας και, όπως η συμφωνία προέβλεπε. αμέσως αποχώρησε από το Κόμμα της Προόδου και ανακηρύχθηκε εκπρόσωπος του Ανεξάρτητου Κόμματος. 3. Ορισμένοι κατηγόρησαν τις μη σοσιαλιστικές κυβερνήσεις ότι επιδίωκαν σο σιαλδημοκρατικές πολιτικές από το 1976 μέχρι το 1982 και η Σοσιαλδημοκρατική κυ βέρνηση κατηγορήθηκε ότι επεδίωξε μη σοσιαλιστική πολιτική, ειδικά μέσω μεταρρυθ μίσεων που οδηγούσαν σε μείωση των οριακών φορολογικών συντελεστών. 4. Ο ΒεΠ ΚβγΙ&μιπ ήταν επιτυχημένος και μη συμβατικός επιχειρηματίας, που διέ θετε την εικόνα ενός «ανθρώπου του λαού». Ο Ιβπ ν/αςΜιτιείδΙοΓ, από την άλλη πλευρά, είχε την εικόνα του ανθρώπου της ανώτερης τάξης, με τον τίτλο του κόμη, χαι με παρελ θόν ηγέτη διαφόρων εταιρειών στο βιομηχανικό τομέα. Ο ^αοΜπκίκΐϋΓ, ωστόσο, ήταν επίσης εν γένει γνωστός ως συγγραφέας δυο σατιρικών βιβλίων (πολύ πετυχημένων). 5. Σύμφωνα με μια μελέτη που διεξήχθη από τη ΜΜΙ (ΜοτΙκ Ι* θ£ ΜεάίωίικίίΙιιΙΙβΙ), περίπου 5.000 άτομα ροπήθηκαν ακριβώς την προηγουμένη των εκλογών καθώς και την ημέρα των εκλογών. Υπήρξαν ήσσσνος σημασίας αποκλίσεις ανάμεσα στο απο τέλεσμα των εκλογών και την κομματική κατανομή στην εν λόγω μελέτη (0.6% ή μικρό τερο). 6. Εξαιτίας κατηγοριών για παραπλάνηση του Κοινοβουλίου στο εν λόγω ζήτημα, ο πρωθυπουργός ΡουΙ 5>εΗΙϋΐ£Γπαραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1993 χαι έστρωσε το δρό μο για μια Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. 7. Πράγματι, η απαίτηση για υψηλότερες βασικές εκπτώσεις επαναλήφθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Δανίας στα μέσα της δεκαετίας του 1970. 8. Σύμφωνα με το κομματικό μανιφέστο του 1993, όπως το 1983 και το 1989. το κόμ μα, κατ’ αρχήν, ήταν υπέρ της μετανάστευσης. Αλλά εφόσον το νορβηγικό σύστημα (ό πως και εκείνο της Δανίας) δίνει πρόσβαση στους μετανάστες στις υπηρεσίες κοινωνι κής ασφάλισης, σχεδόν με τους ίδιους όρους όπως στους Νορβηγούς, τότε το κόμμα εί ναι αντίθετο. 9. Η αυτοτοποθέτηση στην αριστερά-δεξιά μπορεί να συνεπάγεται στάθμιση ποικί λων διαστάσεων (π.χ., «παλιάς» και «νέας» πολιτικής) ή μπορεί ακόμη να είναι εξαρτη μένη μεταβλητή εάν οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους στα δεξιά επειδή ψηφίζουν έ να κόμμα που συνήθως θεωρείται κόμμα δεξιό. Το Κόμμα της Προόδου θεωρείται
172
πραγματικά ότι βρίσκεται πολύ πιο δεξιά από οποιοδήποτε άλλο κόμμα μεταξύ το» ψη φοφόρων γενικά. Το 1994, ο» Δανοί ψηφοφόροι κατά μέσον όρο έδωσαν στο Κόμμα τη; Προόδου τη θέση 8,86 σε σύγκριση με το 7,91 για τους Φιλελεύθερους και 7.56 για τους Συντηρητικούς. Τα αντίστοιχα νορβηγικά νούμερα είναι, σε σχέση με τις κοινοβουλευ τικές εκλογές του 1993,9,03 (Κόμμα της Προόδου) και 8,62 (Συντηρητικοί). 10. Στη δεκαετία του 1970. οι υποστηρικτές του Κόμματος της Προόδου της Δανίας ήταν περισσότερο ξεκάθαρα στα δεξιά, εκτός από το ζήτημα της ισότητας (Αη&Γκη. 1978: ΟΙαη$. 1986). 11. Στη Νορβηγία, οι οριακοί φόροι και οι φόροι επί του εισοδήματος από κεφά λαιο έχουν μειωθεί πολύ σημαντικά, ενώ οι φόροι εισοδήματος στη Δανία έχουν παραμείνει πολύ πάνω από το επίπεδο του 1973, τόσο για τα υψηλότερα όσο και για τα χαμη λότερα εισοδήματα. Έτσι, είναι αμφισβητήσιμο εάν οι αλλαγές στο φορολογικό σύστη μα είναι υπεύθυνες για τα χαμηλότερα επίπεδα ενδιαφέροντος μεταξύ των ψηφοφό ρων. Περαιτέρω, στις εκλογές του 1990 στη Δανία, όταν ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός ζητούσε εκλογές για το ζήτημα της φορολογίας και υποσχόταν να μειώσει τους φόρους εισοδήματος, καταψηφίστηκε αποφασιστικά από τους ψηφοφόρους (Αη&ηκη, 1994). 12. Στη νορβηγική Εκλογική Ερευνα το 1989, οι ψηφοφόροι ρωτήθηκαν πώς αντι λαμβάνονταν την υποστήριξη από το κράτος πρόνοιας προς τις διάφορες ομάδες. Όσον αφορά την υποστήριξη στους ανέργους, τους ηλικιωμένους και τα άτομα με αναπηρία, οι ψηφοφόροι τσυ Κόμματος της Προόδου είχαν ένα προφίλ που έμοιαζε με εκείνο των αριστερόστροφων ψηφοφόρων και των Σοσιαλδημοκρατών - δηλαδή, ευνοούσαν με γαλύτερη κοινωνική υποστήριξη. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν ίσχυε όσον αφορά την περί πτωση των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο. Δεν μας εκπλήττει ότι οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου επιθυμούσαν να περικόψουν τις κοινωνικές ασφαλίσεις που προορίζονται γι’ αυτόν τον τομέα Σε μια γενικότερη ερώτηση, οι ψηφοφόροι του Κόμματος της Προόδου συχνά αρνούνταν να προσφέρουν υποστήριξη σε ανθρώπους με προβλήματα, εάν μπορούσαν να κατηγορηθσύν οι αποδέκτες της βοήθειας ότι ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα προβλήματά τους. 13. Στη Δανία, αναφέρθηκε αυθόρμητα από το 4% το 1987 (πρώτη εμφάνιση), 1% το 1988,2% το 1990 και 8% το 1994(Αικ1μ μ ιι , 19%: 5). 14. Εδώ μπορεί να υπάρχουν κάποια αυτο-επιβεβαιωνόμενα στοιχεία, καθώς μη σοσιαλιστικά κόμματα, ιδιαίτερα στη Νορβηγία, τείνουν να μπερδεύονται όταν έρχο νται αντιμέτωπα με μια αυξημένη υποστήριξη των Κομμάτων της Προόδου. Το νορβηγι κό κόμμα θεωρείται μη ρεαλιστικός εταίρος και το παράδειγμα που αποσαφηνίζει έναν τέτοιο ισχυρισμό είναι η περίπτωση του 1986, όταν το Κόμμα της Προόδου καταψήφισε μια μη σοσιαλιστική κυβέρνηση. 15. Επίσης, στο σημείο αυτό, ευρήματα για τη Σουηδία από τις εκλογές του 1991 εί ναι απόλυτα συμβατά με τα αποτελέσματα σι Δανία και Νορβηγία (ΟϊΙΙμιη και ΗοΙπιΙκγβ, 1993: 149). 16. Οι υποστηρικτές της σουηδικής Νέας Δημοκρατίας το 1991 ήταν συντριπτικά υ πέρ της Ε.Ε., αλλά αυτό ίσχυε πριν από την κινητοποίηση της αντιπολίτευσης στη Σουη
173
δία. Στην έρευνα για τις εκλογές τοι> 1991. μόνο το 16<5ί ήταν κατά τη; ένταξης της Σου ηδίας ιπην Ε.Ε. Στο δημοψήφισμα του 1994 μόνο μια μικρή πλειοψηφία ψήφισε «ναι». 17. Η "Ερευνα Εκλογών της Δανίας το 1998 καταδεικνύει ότι το 47Ή του εκλογικού σώματος του Κόμματος της Προόδου ήταν άνδρες (Ν = 73). 18. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις στη Δανία από το 1996 κ<ιι 1997. τα δυο δανέζικα κόμματα πέτνχαν ένιι γνήσια προλεταριακό προφίλ, καθώς περίπου τα δύο τρίτα των υποστηριχτών των κομμάτων αυτών ήταν εργάτες (ίΙ^βΗτονοι Μαη<1&£ Μοι^εη, 32/1996 βάσει δείγματος περίπου 7.000 και 6.000 ατόμων αντιστοίχο>ς). 19. Αυτή ήταν η περίπτωση στις εκλογές του 1989, 1993 και 1995, αλλά όχι στις ε κλογές του 1997. Εντούτοις, τότε. το ποσοστό ανεργίας ήταν ασήμαντο.
Βιβλιογραφία Ααιύαΐ, Β. και ν&ΐεη, Η. (1995) ΚοηβίΙαοξορίπίοη. ΟκΙο: ΝΚ5-Ροι1ᣫ(. Αη<3ε.Γ5εη, .1. Ο. (1978) «Νο^Ιε ΗβπιΧΓΐ(ηίη£6Γ οπι ΡΓε·η$1(π<1($ραΓΐΪ6( οί αιΙ^ύοΓΚ Ιακβη», ΡοΙί&α 9(3-4), 95-114. Α ικΙβκβη, I. Ο. (1988) ναΙ&πηοίαΐΙί ^οιΊ(ϊη£ ΡβρβΓ Νο. 19, Ο ίη ΐκ οί ΟιΙΐιΐΓβΙ ΚεχεβΓςΗ, υηΐνβΓχΐίγοί ΑβγΗικ. Αηάβπβη, 1. Ο. (1992) «ΡοΙΐΙΐΙκΓίβικΙ - ιηγίβ εΙΙεΓ ΓεβΙίΐεΐ» αηύ «Αι$βΙκγ (ΐΙ πιΐεΐϊΙΙκΙ», σε Αη<1επκη, I. Ο., Νίβίεβη, I. .1., ΤΗοιηκη, Ν. και \νε5ΐβΓ5ΐ»Κ1, ^,ν ϊο ξ νοηροΐΐΐΰαη. ΟορεηΗββεη: δρείαηιπι. Αικίβκεη, }. Ο. (1994) «5&ιηΓιιπ<1$ύΙ(0η0ΐηΐ, ίηίετεκεΓ θ£ ροΙίΐίχΚ αΐίκπΐ», σε Ρ0ΐ0Γ$βη, Ε. κ.ά. (βάδ) υνχίαταΐίΐβΐ οχ ΗοΙάηίηβεί ι άα ναήαΜβ ηκΗααηι/αηά. ΑαιΊιικ: ΟερβΠΓηεηΙ οί Ρεγ(:)ΐ0ΐ0£γ, ΑβτΗυί υηίνεΓ$ίΐγ Ρτβκ. Αη<ΐ£Γ5βη. .1. Ο. (1995) «νχΙΓβπΙ&κΟΐεηδ ΓοΙΚε1ί£ε ορ&βΚηίηΒ», ίη 5οαίαΐ /όπΙίηίηξ: ίβηιαηατηπιβκ οπι νβΐ/αεηίααπιβίηάεΐί βνπιίίά ααραΙ 1995. (ΤορβηΙΐ3£βη: ΟβηίδΗ ΝΗΐίοηβΙ Ιηχίίΐυΐε οί 8οοΐαΙ ΚεχεβΓοΗ. Αη«1εΓ5εη, .1. Ο. (19%) ΞοσίαΙάβηιοΙσαΐϊβχ ναΐ^ηϊΐίΐαίπϊπξ 1971-1994. λνοΓΐ(ΐη£ ΡβρβΓ δεπε5 19%: 2. Οερβιΐιηεηΐ οί Εοοηοπιία, ΡοΙίιία &η<] Ρυ&ΐίε Α(1ιηϊηΐ$(Γ3(ίοη, υηίνεΓχίψ οί Α311κ>γ£. Αικίβπκη, }. Ο. (1998) ΟαηχΙίεηΐί ο[Εατορα. θ3ρεη(ΐ3£εη: υ^ε&Γενε! Μ&η<1&£ ΜθΓ£6Π. Αικίεκβη, .1. Ο. (1999) «νχΐ££Γηε$ ροΐίΐίκΐΐε ϋ3£&οιχΙεη», σε Αηάβηβη, .1., Βοιτβ, Ο., ΑηϋεΓχεη, 1. Ο. και ΝίεΙχεη, Η. I. (εώ;) να ΐ& κ «· ΐαιϋ&Γ. Α»γΙιιι5: δγϊΐίπιε. Αη(1εΓ5εη. .1. Ο. και Β}6Γΐ(Ιυικ1, Τ. (1990) «$ΐιυοΐυΓ3ΐ ΟΗβη^εχ αηά Ναν 174
Οε3ν3£ε$: ΤΗε Ργο^κκ ΡβγΙιοχ ίη ΟοπγτιηγΙ: βηά Νοηνβγ», Α α α άκίο/οραι 33(3). 195-217. Βείζ, Η.-Ο. (1994) ΚαάίσαΙ ΚίξΗι-Μηβ ΡοριιΙκπι ίη ΙΡεχίεπι Εατορε. Ββϋίη^χίοΙίε: ΜβαηίΙΙβη. Β^ΓΚΙυηϋ,Τ. (1988) «ΤΗε 1987 Νοπνββϊβη ΙχκβΙ ΕΙεοΐϊοηχ: Α ΡΓΟίεχΐ ΕΙεείίοη \νϊιΗ 3 8ννίηβ (ο (Ηε ΚίβΗΐ», ϋαιπώηανίαη ΡοΙίιίεαΙ Ξΐιιάίεχ 11,211-34. Β^ΓΚΙυηά, Τ. (19%) «ΤΗε ΤΗΓεε ΝοκΙίο 1994 Κβίεΐΐΐκία (ΤοηςεΓηίηβ Μεπι&εΓχΗίρ ίη ΐΗε Ευ», ί'ο-ορεταΐίοη αηά ϋοηβία 31,11 -36. Βοιτε, Ο. χαι ΑηάεΓκεη, .1. Ο. (1997) νοιίηξ αηά ΡοΙίιίεαΙ Αιιίιαάεα ίη ΩεητηαΗί. ΑαιΉιιε: ΑαιΉιις υηίνεπίίΐγ Ργ6$$. Οαηονβη, Μ. (1981) ΡορυΙκηι. Νε\ν Υ ογΚ: ΗβΓςουΠ ΒΓβοε .ΙονβηονίεΗ. 0]ϋΓ5ίΐ3, Μ. (1981) ΩΝΞΑΡ: άαηχία Ναζίίΐετ, 1-2. 0)ρεηΗ3£εη: ΟγΙύεηάβΙ. ΕπΙιχεη, Η. (1978) ΡαηίβΙ άε ιια[Η(χηξίξε 1953-1960. Οάεηϋε: Οάεηχε υηίνΰΓχίίγ Ργ65$. ΡιγΙϋυηά, Β και ΡεΙεΓχοη, Τ. (1981) ΡοραΙίχτη οοΗ τηί&ηόίεχραπίετ ί Νοτάεη. ΙυικΙ: ΑτΙΰν. Ο&βδΗοΙΙ, <Ζ>.χαιΤο^ε^, ί . (1996) 15γν χίηά ΑβγΗικ: Ροΐίΐίεβ. Οϊ11]3Πΐ, Μ. και Ηο1ηιΙ>εΓ£, 5. (1993) νάΙ)ατηα ίη βτ 90-ΐαΙει. 5(οοΙ(Ηο1ιη: ΝοΓϋΙεάΐί; .ΙυπάίΙο ΟιΙΙ)βπι, Μ. και ΗοΙπι^γ§, 5. (1995) ΥάΙίατηαί ναι 8ΐοοΚΗο1ιη: ΝοΓΧίεάΙϊ .ΙυπάίΚ/Ρπίζεϊ ΡογΙβ^. 013115,1. (1986) «ΡΓείΓΐϋΚΓίάίχρΗΓίίεΐ: ϋΐηϋΚκίΓβεΓίίβ τενοΙι, Ηο§ειτε3ΐαίοη εΙΙεΓ £εηεΓεΙΙ ρΓο(ε$(?», σε ΕΙΐΙϊΙ, .1. και Τοηχ£33Γ(1. Ο. (εϋ$) ΫαΙβ ο/ ναείχεπιά/αετά. Α3γΗιι$: ΡοΙϋΐοβ. Οοο8ΐ(εηδ, Μ. (1993) «Ηο\ν ΕχίΓβπιε Ατε ΐΗβ ΕχΙΓειτιε ΚίςΗ(-%νίη£ ΡαΠίε·; ίη $0βη(1ϊη3νϊ3? ΤΗΓββ ΑρΓθ3θΗε* ίοΓ Με3$ιιηη£ Ρβγ^ Οί$(3ηεε», ΜΑ ϊΗεκ·&, ΡοΙϊΙϊεαΙ ϋοίεηεε ΟερΒΠιτιεηΐ, Ιχίϋεη υπίνεπίψ. ΐ£Π3ζί, Ρ. (1992) «ΤΗε 5ίΙεηΐ ΟουηίεΓ-ΓενοΙυΐίοη: ΗγροιΗεεεκ οη ΐΗε ΕιηεΓβεηεε οί ΕχΙτεπιε Κί£Η(-\νίη£ ΡβΠίεχ ίη ΕιίΓορε», Ειιτορεαη ]ουτηα1ο[ΡοΚιί€αΙΙΐ£χεαη:Η 22,3-34. Ιη&ΙεΗαη, Κ. και ΚβΗίεΓ. .1. ^. (1986) «ΡοΙίΐίοβΙ ΚεβΙί^ηηιεηΐ ίη Αύνβηεεά Ιηάιιχίπβΐ δοοίεΐγ: Ργοοι Οαχχ-Βωεϋ ΡοΙίιίςχ (ο ΟυβΙίΐγ οί ϋ ίε ΡοΙίΐίο», Οονετητηεηί αηά Ορροχίΐίοη 21,456-79. ίαηε, 1.-Ε. και Ε γχχοπ, 5. Ο. (1994) ΡοΙίιία αηά Ξοσίειγ ίη ΐνεχίετη Ειιτορε. ίοηάοη: δβςε. ίαη εη, Β. V. (1977) «ΡΓεηικΙιπϋΙκρβΓίίεϋ; 0Γ£3ηϊ$3(ί0η», ΜΑ (Ηε$ί$, ΟερΒΠιηεηΙ οί ΡοΙίΙίεβΙ δείεηεε, υηίνεΓχίΐγ οί Α3γΗιι$. ϋηζ, (1978) «5οπιε Νοίεϊ ΐο\ν3π1 λ 0>πιρΒΓ3(ίνε δ ΐα φ οί Ρ3.%ί$πι ίη 175
ΗίχίοπωΙ Ρεηφεςιϊνο», σε ίβςυοιίΓ. \ν. (εά.) Ραχίαη: Α ΚβαάεΛ Οαίάε. Η3Γπιοηϋχ\νοΓΐίι: Ρεηβυίη. ϋρϋεΐ, 5. Μ. (1981) ΡοΙίΐίσαΙ Μαη, /κδοση διευρυμίνη και επικαιροποιημένη. ΒβΙΐίπιοΓβ: .ΙοΗηί; ΗορΙίίηΝ υπίνει^ίι^ Ργοην. ϋρχεί. 5. Μ. και ΚοΚΙοη, δ. (1967) « α ^ ν ^ ε δίΓΐιεΙιίΓε. ΡβΓψ δγΜεπιχ άηά νοίβΓ ΑΙίβΠΓηοηΐχ: Αη ΙηίΓοάιιαίοη». σε ί,ίρχεί, δ. Μ. και ΚοΙιΙοη, δ. (€<±>) ΡαηγΞγχίεηκαηά νοΚΓΑΙίριπιηιΐ*. Νε\ν ΥογΙ(: Ρτββ ΡεβΗ. δϋη^ίαΗο, Κ. (1971) «Α ΜοάεΙ οί ΐΗε Κίχε οί ΡοριιΝϋπι 3η(1 δυρροη ίοΓ ιΗβ ΡίηηΐκΗ ΚιιγεΙ ΡβΓψ», ϋοαηάίηανίαη ΡοΙάκαΙ Ξιιιάϊπ 6.27-47. δε]επί1ε(1, Ρ. (1982) Ορρο$κ)οη οβροίίήοη 1945-1981: Λφτρ.τ Λό/οπί, 3 τόμοι. ΟβΙο: ΟβρρεΙεη ΡογΙ&£. δΗϊΙϋ, Ε. (1956) 77ιβ Τοπηεηΐ ο/Χβεηεογ. Νε\ν ΥογΚ: Ρτεε Ρτεχχ. δίυηε. Κ. (1989) «νίΙ^Ιοπιρεηε ος ίβίβειτιε», σε ΕΙΐΙϊΐ, }. και Τοη$£3&πΙ, Ο. (εόχ) Το ΕοΙΙιεΙίηχχναΙχ. ΑηγΗιιχ: ΡοΙίΐίοβ. Τοηχβ33Γ(], Ο. (1989) «Ρ1γΙαηίη£β οβ ίηάναικίΓείε - εΐ ρο1ϊΐϊ$1ι φ4Γ8$πι&Ι», σε ΕΜιΙ, 1. και Τοη$£33Γ(1, Ο. (εύϋ) Το Ι·'οΙΙ((ΐίη§χναΙξ. ΑαιΊιικ: Ροΐίΐίεβ. ν/ίΙεηχΚγ, Η. ϋ . (1975) ΤΗβ \¥βΙ[αηΧιάιεαηάΕηιιαΙϊΐγ. ΒετΙίεΙεγ: υηίνεΓχίΙγοί ΟβΙϊίοΓηϊα Ργο$5.
176
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ
Μετά την πτώση,: ο εθνικιστικός εξτρεμισμός στη μετα-κομμουνιστική Ρωσία ΜΐοΗββΙ Οοχ και Ρ θΙ θγ δΚββπηβη
Εισαγωγή
Το 1985, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ξεκίνησε να μεταρρυθμίσει τη Σοβιετική Ένωση και να την κάνει πιο αποτελεσματική «σοσιαλι στική» υπερδΰναμη. Ωστόσο, σε μόλις πάνω από πέντε χρόνια, ο σοβιετικός ε'λεγχος στην Ανατολική Ευρώπη είχε πραγματικά αποόιοργανωθεί, ενώ μέσα σε έξι χρόνια η Σοβιετική Ένωση είχε διαλυθεί πλήρως. Μολονότι τα σημαντικά και εντελώς απροσδό κητα αυτά γεγονότα προκάλεσαν κάποιο συναγερμό στη Δύση (ειδικά σχετικά με τη διάθεση και τον έλεγχο του τεράστιου πυρη νικού οπλοστασίου της Σοβιετικής Ένωσης), η εικόνα που κυ ριαρχούσε στο εξωτερικό ήταν εκείνη του θριάμβου, χρωματισμέ νη με ένα αίσθημα γνήσιας αισιοδοξίας για το μέλλον της Ρωσίας. Πράγματι, ήταν τέτοιο το αίσθημα της ευφορίας σε κείνες τις πρώ τες ημέρες ώστε πολλοί έλπιζαν -και οι περισσότεροι υπέθετανότι έχοντας κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, τώρα η Δύση θα μπορού σε να κατακτήσει την ειρήνη βοηθώντας να συγκροτηθεί μια στα θερή καπιταλιστική δημοκρατία στα ερείπια της πρώην κομμουνι στικής αυτοκρατορίας. Η αισιοδοξία αυτή πήγαζε από τρεις βασι κές υποθέσεις. Η πρώτη ήταν ότι τα γεγονότα του 1991 συνιστούσαν μια «νέα ρωσική επανάσταση» που είχε σαρώσει το παλιό σο βιετικό σύστημα και μαζί με αυτό τους περισσότερους φραγμούς 177
για θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Η δεύτερη ήταν ότι, μολονότι α κόμη υπήρχαν εφ όδια ατο δρόμο της αλλαγής, η Ρωσία μπορούσε να βγει (ΐπό το κομμουνιστικό της παρελθόν γρήγορα και σχετικά ανώδυνα εάν υπήρχε μια ισχυρή πολιτική ηγεσία, ριζοσπαστικές οικονομικές πολιτικές και επαρκής υποστήριξη τιον Δι>τικών. Η τρίτη ήταν ότι η μεταρρύθμιση εντός της Ρωσίας θα έθετε τις βά σεις για μια εντελώς νέα σχέση μεταξύ Ρωσίας και της Δύσης (ΟοΗοη, 1993). Από την άποψη αυτή. ήταν ουσιώδες για τις Ηνω μένες Πολιτείες, ιδιαίτερα, να παρέμβουν ενεργητικά στις ρωσι κές υποθέσεις, όχι μόνο για να επιταχύνουν το μετασχηματισμό της Ρωσίας, αλλά επίσης για να υπερασπιστούν τους μεταρρυθμι στές κατά των αποκαλούμενων «αντιδραστικών και συντηρητι κών» αντιπάλων, που δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν και πολλά να χάσουν εάν πετύχαιναν οι μεταρρυθμίσεις. Όχι βέβαια ότι υπήρ χε ιδιαίτερη ανησυχία από τους-φορείς αι»τούς. Οι δυνάμεις της α ντιπολίτευσης, υποστηριζόταν, ήταν υπερβολικά διεφθαρμένες α πό το αποτυχημένο σοβιετικό παρελθόν. Ακόμη, δεν διέθεταν πει στικό πρόγραμμα και, ίσως το πιο σημαντικό, δεν είχαν υποστήρι ξη από τη Δύση. Η ανάλυση που παρουσιάζεται εδώ ασχολείται με κάποια λε πτομέρεια με εκείνους τους οποίους η Δύση αρχικά παρέλειψε με τη λογική ότι δεν είχαν πραγματική πολιτική σημασία: τους «αντι δραστικούς και τους συντηρητικούς» που δεν είχαν προφανώς τί ποτα να προσφέρουν στο ρωσικό λαό - πολιτικές φιγούρες όπως ο Βλαντιμίρ Ζιρονόφσκι, αρχηγός του αδόκιμα τιτλοφορούμενου Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας (ΙΧ>ΡΚ). θ ε ωρούμενος από πολλούς ως σοβινιστής κλόουν με περιορισμένη μόνο υποστήριξη, το γεγονός ότι τη φθηνή επίδειξή του στις ρωσι κές προεδρικές εκλογές του 1991 ακολούθησε, δύο χρόνια αργό τερα, το 23% των ψήφων στις εκλογές της Ρωσικής Βουλής (Δούμα), όχι μόνο προκάλεσε σοβαρές αμφιβολίες για την εν εξελίξει μετάβαση της Ρωσίας σε δυτικού στυλ καπιταλιστική δημοκρατία, αλλά έστειλε και ένα σοβαρό κύμα ανησυχίας στις δυτικές πρω τεύουσες - που έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην Ουάσιγκτον, όπου η 178
διοίκηση Κλίντον είχε τόσο πολλά επενδύσει σε ό,τι ήλπιζε ότι μια μέρα θα μπορούσε να γίνει στενή στρατηγική συμμαχία με τη ρω σική μεταρρύθμιση (Οοχ, 1994). Ασφαλώς, η ψήφος υπέρ των Φι λελεύθερων Δημοκρατών δεν μεταφραζόταν σε σοβαρή απειλή για τον Γέλτσιν. Επιπλέον, η υποστήριξη προς το κόμμα δεν διατηρήθηκε στα επόμενα χρόνια. Πάντως, πολλές από τις αντιδυτικές και όχι τόσο δημοκρατικές ιδέες (αν και σε πιο αποκαθαρμένη μορφή) επρόκειτο να βρουν μια νέα στέγη στο αυξανόμενης επιρ ροής και πολύ πιο οργανωμένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσι κής Ομοσπονδίας υπό την ηγεσία του Γκενάντι Ζουγκάνοφ. Στηριζόμενος στη γνήσια λαϊκή δυσφορία που προκλήθηκε από τη μια πλευρά από την ταπεινωτική κατάρρευση της ρωσικής ισχύος και επιρροής και από την άλλη από το υψηλό κοινωνικό και οικονομι κό κόστος που συνεπάγονται οι ίδιες οι μεταρρυθμίσεις, ο Ζου γκάνοφ διατύπωσε ένα διακριτά σοβινιστικό, αλλά επίσης λαϊκιστικό πρόγραμμα που εξέφραζε τους φόβους και τη δυσαρέσκεια πολλών καθημερινών ανθρώπων. Πολλοί Ρώσοι, ασφαλώς, φάνη κε να πιστεύουν αυτά που υποστήριζαν ο Ζουγκάνοφ και πριν απ’ αυτόν ο Ζιρινόφσκι. Εξάλλου, μακράν από το να δημιουργείται μια «κανονική» κοινωνία, το άλμα στο πείραμα του καπιταλισμού που επικύρωσε και υποστήριξε η Δύση, ελάχιστα κατάφερε να εκ πληρώσει τις υποσχέσεις του. Αντίθετα, είχε επιφέρει κατακόρυφη αύξηση των τιμών καταναλωτή, αυξανόμενη ανισότητα, επι δείνωση της οικονομικής θέσης των περισσότερων ρωσικών οικο γενειών και κατακόρυφη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής τέλειες συνθήκες ώστε ηγέτες σαν τον Ζουγκάνοφ και τον Ζιρινόφσκι να βρουν έτοιμο ακροατήριο για τους λίβελους ενάντια σε κείνους που, όπως ισχυρίζονταν, επεδίωκαν να καταστρέψουν τη Μητέρα Ρωσία. Πώς όμως θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε τη νέα αυτή αντιπολί τευση; Ασφαλώς θα ήταν πολύ παραπλανητικό να εξισώσουμε το φαινόμενο Ζιρινόφσκι (ακόμη περισσότερο το φαινόμενο Ζουγκά νοφ) με τον κλασικό φασισμό. Εξάλλου, ο φασισμός ήταν συγκε κριμένη απάντηση σε μια γνήσια κρίση του καπιταλισμού του Με 179
σοπολέμου, όταν ο κομμουνισμός απειλούσε σοβαρά την κατεστη μένη τάξη, με το Μπενίτο Μουσολίνι τον πρώτο γνήσιο θεωρητικό του (Ογ€£ογ, 1979). Στη Ρωσία, οι συνθήκες ήταν και παραμένουν εντελώς διαφορετικές, αλλά και να μην ήταν ακόμη, κάποιος θα ή ταν πολύ επιφυλακτικός να χρησιμοποιήσει έναν όρο που έχει τόσο χαλαρά χρησιμοποιηθεί ώστε να απογυμνωθεί από κάθε αντικειμε νική αξία. Επιπλέον, όπως έχει επισημάνει ο Βλαντιμίρ Πριμπσυλόσφκι, ο πολιτικός λόγος στη σύγχρονη Ρωσία έχει καταστεί τόσο υποβαθμισμένος ώστε πρέπει κανείς να φροντίσει να ξεχωρίσει την καθημερινή γλώσσα της πολιτικής από την επιστημονική ανάλυση. Ο ίδιος παραθέτει ένα απλό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το 1995, υπήρχαν τουλάχιστο τέσσερα «αντιφασιστικά» κέντρα στη Μόσχα. Αυτά είχαν ιδρυθεί από τον αυτοαποκαλούμενο «δημο κράτη» Γεβγκένι Προσέτσκιν, τον «κομμουνιστή» Μπόρις Γκούνκο, τους «ριζοσπάστες εθνικκπές πατριώτες» Σεργκέι Ζαρίκοφ και Ανδρέι Αρχίποφ και τον «πατριώτη» Σεργκέι Μπαμπούριν. Από την ίδρυσή τους, εντούτοις, κάθε μία από τις τέσσερις αυτές οργα νώσεις φαίνεται να έχει ξοδέψει αρκετό, αν όχι τον περισσότερο α πό το χρόνο της, καταγγέλλοντας τις άλλες σαν «φασιστικές» παρά αναλύοντας το φαινόμενο! Στη Ρωσία (ραίνεται ότι φασίσιας «μπο ρεί να είναι οποιοσδήποτε δεν μου αρέσει» (Πριμπουλόφσκι, 1995). Περαιτέρω, αν και ορισμένες πολύ μικρές ομάδες στη Ρωσία είναι ευτυχείς να χαρακτηρίζονται ως φασιστικές ή νεοναζκπικές (παραδείγματος χάριν, η Ρωσική Εθνική Ένωση του Αλεξάντερ Μπαρκάσοφ), οι περισσότερες οργανώσεις αντιτίθενται έντονα να χαρακτηρίζονται έτσι, εν μέρει, υποπτεύεται κανείς, εξαιτίας της μεγάλης σημασίας που έπαιξαν στην ιστορία της χώρας ο Β' Πα γκόσμιος Πόλεμος και η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας (Ουηΐορ, 1996). Ο Ζιρινόφσκι, ειδικά, έχει οδηγήσει επιτυχώς στα δικαστή ρια εφημερίδες και ιδιώτες επειδή τον αποκαλσύσαν φασίστα. Με ταξύ των υποθέσεων αυτών είναι μια περίφημη υπόθεση κατά του Γιέγκορ Γκαίντάρ, πρώην πρωθυπουργού, αργότερα αντιπροέδρου του Γέλτσιν. Τελικά, συμβούλεψαν τον Γκαϊντάρ να πληρώσει απο ζημίωση στον αρχηγό του ίϋ Ρ Κ για δυσφήμιση τον» ονόματόςτου. 180
Το να βρούμε, επομένως, έναν ικανοποιητικό όρο για να ορί σουμε τον εθνικιστικό εξτρεμισμό δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδι κά σε μια χώρα όπου οι παραδοσιακές πολιτικές ταμπέλες φαίνε ται να έχουν χάσει κάθε νόημα - όπου, δηλαδή, ο δήθεν «φιλελεύ θερος» Γέλτσιν διέλυσε το ρωσικό Κοινοβούλιο το 1993 βομβαρδίζοντάς το, όπου ο Ζουγκάνοφ, ο «κομμουνιστής», σπάνια ή κα θόλου αναφέρεται στον Μαρξ, και ο Ζιρινόφσκι, ο αντισημίτης, ή ταν κάποτε συνιδρυτής μιας εβραϊκής πολιτιστικής οργάνωσης γνωστή ως ΞΗαΙοτη (ΟβγΚ, 1995: 283). Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ακριβής ορισμός που να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να χαρακτηρίσουμε εκείνους που έχουν οριστεί χαλαρά ως η «νέα δεξιά» στη Ρωσία. Στο κεφάλαιο αυτό, επομένως, θα αποφύ γουμε τις παγίδες να επιχειρήσουμε να καθορίσουμε μια ταμπέλα στη δυναμική αυτή τάση, και αντιθέτως θα επιδιώξουμε να κατα νοήσουμε τις απαρχές, τη δύναμη και τις απόψεις εκείνων των ο μάδων ή ατόμων που ασπάζονται μια ιδεολογία με αυστηρά εθνι κιστικό τόνο, με βαθιά δυσπιστία απέναντι στη Δύση, εχθρότητα προς το δυτικό καπιταλισμό, με τάση να ευνοούν το ισχυρό κράτος παρά τη δημοκρατία και να χρησιμοποιούν τις πιο ακραίες μορ φές επιθέσεων κατά των «Εβραίων» (Μικίϋο, 1995). Όσοι ανή κουν στο στρατόπεδο αυτό τείνουν επίσης να βλε'ποι*ν τον κόσμο γύρω τους με ιδιαίτερα παρανοϊκό τρόπο, υποθέτοντας ότι η Ρω σία περιβάλλεται από εχθρούς των οποίων πρωταρχικός σκοπός είναι να καταστρέψουν τη χώρα. Επίσης, αυτοί ελάχιστα ή καθό λου συμπαθούν τα δικαιώματα άλλων μη ρωσικών εθνών, θεωρώ ντας την κατάρρευση της Σοβιετικής' Ενωσης το 1991 ως μια «από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που θα μας επηρεάζουν στα πρόσφατα χρόνια» (για να παραθέσουμε τα λόγια του υπαρχηγού του Ζου γκάνοφ, Βαλεντίν Κούπτσοφ), οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, εθνικιστές εξτρεμιστές ευνοούν την αποκατάσταση κάποιας μορφής της παραδοσιακής ρωσικής αυτοκρατορίας με τη Ρωσία να βρί σκεται, ακόμη μία φορά, στο κέντρο της (8ΐπιοη·>εη, 1997:53). Στα επόμενα, θα εξετάσουμε πρώτα τις πνευματικές πηγές του σύγχρονου ρωσικού εξτρεμιστικού εθνικισμού. Η θέση που θα υ 181
ποστηρίξουμε εδώ είναι ότι πολλά από τα επιχειρήματα που χρη σιμοποιούνται από τους «νέους» εθνικιστές αντιπάλους της με ταρρύθμισης, στην πραγματικότητα τα έχουν δανειστεί ή οικειοποιηθεί από το πνευματικό οπλοστάσιο του παλιού κομμουνιστι κού καθεστώτος. Με άλλα λόγια, οι κεντρικές μορφε'ς όπως ο Ζιρινόφσκι και ο Ζουγκάνοφ δεν είναι καθόλου γνήσιες, αλλά μάλ λον της τελευταίας στιγμής αναπλάσεις της ιδεολογίας (ή τουλάχι στον ορισμένων στοιχείων της ιδεολογίας) του προηγούμενου σο βιετικού συστήματος (δΗοβπηβη, 2000). Μ’ αυτήν την πολύ ειδική αλλά σημαντική έννοια, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα «νέο» σχε τικά με τη νέα εθνικιστική αντιπολίτευση στη μετα-κομμουνιστική Ρωσία. Ακολούθως, θα εξετάσουμε την άνοδο του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας, την εμφάνιση του Ζουγκά νοφ και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπον δίας, τη συνταγματική κρίση τού Οκτωβρίου 1993 και τις διαδοχι κές κοινοβουλευτικές εκλογές του 1993 και 1995. Τέλος, θα εξετά σουμε την αντιπαράθεση σχετικά με τις προεδρικές εκλογές του 1996 και θα ολοκληρώσουμε με λίγες γενικές παρατηρήσεις σχε τικά με τις πολιτικές προοπτικές της Ρωσίας και την πιθανή τροχιά του ρωσικού εθνικισμού.
Η αποσύνθεση του σταλινισμού
Μολονότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) υιοθετούσε μια καθολική θεωρία, στο πλαίσιο της μαρξισηκής-λενινιστικής ιδεολογίας περιλαμβάνονταν και άλλα ρεύ ματα, σαφώς μη μαρξιστικά και, στο χαρακτήρα τους, ειδικά ρω σικά. Ανάμεσα σ’ αυτά, μπορεί εύκολα κανείς να αναγνωρίσει έ ναν μεσσιανικό εθνικισμό, την υποτίμηση άλλων ξένων πολιτι σμών, ένα μερικώς συγκαλυμμένο αντισημιτισμό, μια μόνιμη κα χυποψία απέναντι σε κάθε τι «δυτικό», την εύκολη αποδοχή του ι σχυρού κράτους και τη δικαιολόγηση του εκπολιτιστικού και προ οδευτικού ρόλου της Ρωσίας ανάμεσα στην «οικογένεια» των σο182
βιετιχών εθνών. Φυσικά, η προέλευση αυτών των τάσεων δεν μπο ρεί να αναχθεί στον Μαρξ, αλλά προέρχεται από την επινόηση και την υπεράσπιση εκ μέρους του Στάλιν της ιδέας του σοσιαλι σμού σε μία μόνο χώρα, στον αγώνα του κατά του «κοσμοπολίτη» και διεθνιστή Τρότσκι. Ιστορικά, το αποτέλεσμα της επικράτησης του Στάλιν ήταν να φαίνεται επίσημα η Σοβιετική Ένωση «σοσια λιστική», αλλά στη θεωρία και την πράξη να είναι «εθνικιστική» (Ι^ιςιιβΓ, 1993). Πράγματι, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πο λέμου και των πρώτων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, το «σοσιαλι στικό» στοιχείο της σοβιετικής ιδεολογίας εξαφανίστηκε πλήρως, για να αντικατασταθεί με καθαγιασμό οτιδήποτε ρωσικού και α πόρριψη οτιδήποτε διαφορετικού. Μετά το θάνατο του Στάλιν υ πήρξε, είναι αλήθεια, μερική τροποποίηση της εξαιρετικά ωμής προπαγάνδας (αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικής) που πέτυχε τόσο να απομονώσει τη Ρωσία από τον έξω κόσμο όσο και να δώσει στους Ρώσους μια υπερβολική εικόνα της αξίας τους. Δυστυχώς, η πολύ άνιση διαδικασία ιδεολογικής αποσταλινοποίησης δεν προ χώρησε τόσο πολύ όσο θα μπορούσε κανείς να ελπίσει - σημαντι κή ένδειξη του γεγονότος αυτού ήταν η τύχη του Αλεξάντερ Γιάκοβλεφ, ενός από τους κύριους αρχιτέκτονες του μεταρρυθμιστικσύ προγράμματος του Γκορμπατσόφ (περεστρόικα). Σημαντική μορφή της σοβιετικής ελίτ, στην πραγματικότητα «εξορίστηκε» για να γίνει σοβιετικός πρέσβης στον Καναδά μετά τη δημοσίευση του άρθρου του «Ενάντια στον Αντι-κπορικισμό» στην εφημερίδα Ι^ίίβηΚιιτηαγα ΟαζεΙ», το Νοέμβριο του 1972. Ο Γιάκοβλεφ, την ε ποχή εκείνη, ήταν επικεφαλής του ιδεολογικού τομέα της Κεντρι κής Επιτροπής του ΚΚΣΕ και το άρθρο του (που δημοσιεύθηκε χωρίς άδεια από την ηγεσία του κόμματος και έγινε στόχος επίθε σης επειδή «ανέδινε σιωνισμό και μασονία»!) ήταν μια περιεκτική κριτική του ρωσοφιλισμού, ιδεολογία κυρίαρχη σε περιοδικά ό πως το ΜοΙοάαγα ΟναΓάΐγα και ΝαεΗ 5ονπηκηηϋι και γενικότερα στις τέχνες (ΡαηΙαη, 1996:22). Είναι σημαντικό ότι το πλέον υπεύ θυνο άτομο τόσο για ενθάρρυνση όσο και προστασία της τάσης αυτής ήταν ο Μιχαήλ Σουσλί>φ, ιδεολογικός υπεύθυνος του κόμ 183
ματος στην περίοδο Μπρέζνιεφ. Ο Σουσλόφ υπήρξε κρίσιμη μορ φή στο ύστερο σοβιετικό σύστημα. Με τεράστια επιρροή και βα θιά καχυποψία για κάθε κίνηση μεταρρύθμισης του συστήματος, ο ρόλος του βασικά δεν ήταν τόσο η ανάπτυξη του μαρξισμού όσο να εξοπλίσει την ελίτ με μια χρήσιμη λειτουργικά θεωρία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη νομιμοποίηση του καθεστώ τος και των διαφόρων δραστηριοτήτων του στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Όπως έξυπνα παρατήρησε ένας σχολιαστής, ο Σου σλόφ φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν «την αδυναμία του παραδο σιακού μαρξισμού ανάμεσα στις μάζες» και γι’ αυτό «πειραματι ζόταν με μια μορφή εθνικού μπολσεβικισμού βασισμένου στη συμμαχία μεταξύ των συντηρητικών του κόμματος και των Ρώσων εθνικιστών» (Οϊγ Ιογ, 1990:87). Αυτό το ιδεολογικό αμάλγαμα επίσημου κομμουνισμού και ρωσικού εθνικισμού ήταν κάτι ϊτου προκάλεσε πολλά σχόλια με ταξύ των αναλυτών της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης, αυτό περιεί χε μια δυναμική για περαιτέρω ανάπτυξη, καθώς σημείωνε μια μελέτη που επικρίθηκε ευρέως όταν πρωτοεμφανίστηκε το 1987. Γράφοντας σε μια εποχή που ο Γκορμπατσόφ έχαιρε μεγάλης δη μοτικότητας στο εσωτερικό -και ακόμη μεγαλύτερης στο εξωτερι κό- ο Αλεξάντερ Γιάνοφ προέβλεψε ότι με την αλλαγή του αιώνα, την ατζέντα στη Ρωσία δεν θα καθόριζαν οι φιλελεύθεροι (για να μην αναφέρουμε τους μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές σαν τον Γκορ μπατσόφ και τον Γιάκοβλεφ), αλλά άλλοι, οι οποίοι θα αναμεί γνυαν τον κομμουνισμό και τον εθνικισμό σε ένα επικίνδυνο μείγ μα επιθετικά αντιδυτικό και αντιδημοκρατικό (Γιάνοφ, 1987). Η πρόβλεψη του Γιάνοφ επρόκειτο να επαληθευθεί πολύ νωρίτερα από ό,τι εκείνος πίστευε, αφού το πιο ορατό και γνωστό αποτέλε σμα των πολιτικών μεταρρυθμίσεων του Γκορμπατσόφ ήταν η εμ φάνιση ενός προγενέστερου ρωσικού εθνικισμού - η πιο σημαντι κή οργανωμένη έκφραση του οποίου ήταν η μικρή, αλλά ιδιαίτερα επιθετική ομάδα Ραπιγαι (Μνήμη). Η Ραηιγαι ήταν μια πολύ χαλα ρή συμμαχία «πατριωτικών» ομάδων που είχαν εξελιχθεί και ανα πτυχθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970 με το φαινομενικό σκοπό 184
την προστασία των αρχαίων μνημείων και εκκλησιών της Ρωσίας (Νονβ, 1989: 38). Εντούτοις, η αρχική της πολιτισμική εστίαση έ δωσε τη θέση της στον πολιτικό ακτιβισμό και τον Δεκέμβριο του 1987 η οργάνωση εξέδωσε μια Έκκληση προς το Ρωσικό Λαό στην οποία εξέθετε τις βασικές της απόψεις (ΑΗώΐν Ξαπιίζάαία: 1 Φε βρουάριον, 1988). Το κείμενο αυτό ήταν υπερεθνικιστικό, ανοι χτά ρατσιστικό και διαποτισμένο με εχθρικά σχόλια για τους Ε βραίους, για τους οποίους λεγόταν ότι αποτελούσαν τμήμα μιας συνειδητής συνωμοσίας για υπονόμευση του μεγάλου ρωσικού κράτους. Μια ομάδα της Ραπιγαΐ στο Νοβοροσίσκ ανησυχούσε για την οικολογία της λίμνης Βαϊκάλης, κατηγορώντας επίσης τους Ε βραίους ότι οργάνωσαν αντιρωσική συνωμοσία προκειμένου να μολύνουν σκόπιμα τη λίμνη (Οβνΐΐη, 1995:76). Ο πιο γνωστός από τους πολιτικούς ηγέτες της ΡατηγαΙ, ο Ντιμίτρι Βασίλιεφ, επίσης έγινε ευρύτερα γνωστός στους πρώτους μήνες της περιόδου Γκορμπατσόφ όταν δημοσιοποίησε τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, κείμενο του 19ου αιώνα της επίσημης προπαγάνδας που ι σχυριζόταν ότι οι Εβραίοι επεδίωκαν να κυβερνήσουν τον κόσμο (Οοχ, 1992:270-4). Το πραγματικό «πρόγραμμα» της Ραπιγαί ήταν ένα ενδιαφέ ρον μείγμα προκατάληψης και γνήσιας διόρασης των συνθηκών στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, το κόμμα ουδέποτε ήταν πνευμα τικά συνεπές. Έτσι, παρότι ήταν αντίθετο με τη δημοκρατία ως πολιτική μορφή οργάνωσης, φαινόταν να υποστηρίζει, επίσης, την προσπάθεια του Γκορμπατσόφ για μεταρρύθμιση της Σοβιετικής Ένωσης. Σε ένα κείμενο, περιλάμβανε την ιδέα των δημοψηφι σμάτων στην περίπτωση αποφάσεων εθνικής σημασίας. Σε ορι σμένες από τις δηλώσεις του φαινόταν να ευνοεί τον οικονομικό κολεκτιβισμό. Σε άλλες, ωστόσο, υποστήριζε έντονα την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας της γης. Ασφαλώς, καταδίκαζε κραυγαλέα τη σοβιετική πραγματικότητα στις πόλεις και ασκούσε επίθεση σε ό,τι θεωρούσε (και χωρίς αμφιβολία, πολλοί άνθρωποι θεωρού σαν) «αφύσικη» ζωή, την οποία ήταν αναγκασμένοι να βιώνουν πολλοί άνθρωποι στη Σοβιετική Ένωση, ζώντας σε κοινά διαμερί 185
σματα, σε τεράστια απρόσωπα κτίρια, σε γιγάντια, άχρωμα, αστι κά κέντρα. Δεν ήταν περίεργο που ήγειρε περιβαλλοντικές ανη συχίες και μιλούσε παθιασμένα και σε πολλές περιπτώσεις με α κρίβεια κατά της οικολογικής καταστροφής που είχε προκαλέσει στη χώρα ο σοβιετικός κομμουνισμός. Γενικότερα, δεν θεωρούσε ότι είχε προκύψει κάτι που να είχε αξία στα εβδομήντα χρόνια της σοβιετικής διακυβέρνησης. Η επανάσταση, κατά την άποψή του, υπήρξε για τη Ρωσία πραγματική καταστροφή. Ο Λένιν, σύμφωνα με έναν από τους εκπροσώπους της οργάνωσης, «μισούσε τη Ρω σία», όπως και οι «Εβραίοι Μπολσεβίκοι» συνάδελφοί του, που είχαν καταστρέψει μια χώρα κάποτε μεγάλη και την είχαν αντικα ταστήσει με ένα ιστορικό έκτρωμα υπό τη μορφή της Σοβιετικής Ένωσης - πολιτικό σύστημα που διοικούσαν εκείνοι που εμπνέο νταν από το πιστεύω του μαρξισμού, μια διαβολική θεωρία που αποτελούσε τμήμα της ευρύτερης παγκόσμιας σιωνιστικής-μασονικής συνωμοσίας, σχεδιασμένης να υπονομεύσει τη Ρωσία και να την κρατά εξασθενημένη. Στις εξωτερικές υποθέσεις, η Ρατηγαί λίγα είχε να πει σχετικά, αν και ίσως ήταν σημαντικό, γενικά, ότι ευνοούσε αυτό που θα μπορούσε χαλαρά να περιγράφει ως «αυστηρά απομονωτική και πασιφιστική γραμμή». Βασικά, η Ρωσία, κατά την άποψη της ορ γάνωσης αυτής, θα έπρεπε να παίζει μικρότερο και όχι μεγαλύτε ρο διεθνή ρόλο: εν μέρει, επειδή η σοβιετική εξωτερική πολιτική είχε παραδοσιακά καθοδηγηθεί από τη θεωρούμενη διφορούμε νη και επικίνδυνη ιδεολογία του μαρξισμού-λενινισμού και εν μέρει επειδή φοβόταν ότι εάν το έθνος συνέχιζε στο τυχοδιωκτικό διεθνή δρόμο του, θα εξακολουθούσε να βιώνει τραγικές περιπέ τειες όπως εκείνη του Αφγανιστάν, όπου το ρωσικό αίμα είχε χυ θεί σε μια σύγκρουση «εγκληματική», στην οποία η Ρωσία δεν εί χε συμφέρον. Η Ραηιγαΐ, εντούτοις, κατάφερε να συνθέσει την κρι τική της για τη σοβιετική εξωτερική πολιτική σε γενικότερη επίθε ση εναντίον δύο από τις ιδιαίτερα μισητές φιγούρες: του Εβραίου επαναστάτη Δέοντος Τρότοκι και του διεθνούς «σιωνιστικού κε φαλαίου». Σε μια αξιομνημόνευτη δήλωση, που απέπνεε κλασικό 186
σταλινισμό, επέκρινε τόσο το σιωνισμό όσο και τον «ιμπεριαλι σμό» και τους πράκτορες τους εντός της χώρας που, με τα λόγια της Ρατηγαί, αναβίωναν τον «τροτσκισμό, προκειμένου να δυσφη μίσουν το σοσιαλισμό, να σπείρουν χάος και να ανοίξουν τις πύ λες της χώρας στο δυτικό κεφάλαιο και τη δυτική ιδεολογία» (Κτύπον, 1993:118). Είναι βέβαιο ότι εκείνοι που ήταν δίπλα στον Γκορμπατσόφ αισθάνθηκαν αμήχανα με τους τύπους της Ραηιγαι, ειδικά όταν ε πιτέθηκαν εναντίον κάποιων μεταρρυθμιστών κατηγορώντας τους είτε ότι είναι «εβραίοι και μασόνοι» ή, τουλάχιστον, ότι τους παρέχουν στέγη. Μετά από αυτό, οι αρχές ήταν ιδιαίτερα απρόθυ μες να ασχοληθούν με τις όλο και πιο επιθετικές ενέργειες της Ραηιγαι. Το 1987, παραδείγματος χάριν, όταν 1.500 από τους υποστηρικτές τους συγκεντρώθηκαν έξω από τα γραφεία της μεταρρυθμιστικής εφημερίδας Νέα της Μόσχας και εκφωνούσαν αντισημιτικά συνθήματα εναντίον όσων ήταν μέσα, ο τότε επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Μόσχα, Μπόρις Γέλτσιν, δεν τους συνέλαβε αλλά αντίθετα κανόνισε συνάντηση για να συζητή σει τις αιτιάσεις τους (5ρΐβΓ, 1989:51)! Αργότερα, ύστερα από μια προσπάθεια μελών της οργάνωσης να διαλύσουν συνάντηση φιλε λεύθερων συγγραφέων στη Μόσχα τον Ιανουάριο του 1990, ελά χιστα έγιναν. Περαιτέρω, όταν διαδόθηκαν φήμες για πιθανό πογκρόμ με έμπνευση της Ραηιγαι εναντίον Ρώσων Εβραίων, ήταν τε λικά η διεθνής κοινή γνώμη παρά η αποφασιστική δράση των ί διων των αρχών που, τελικά, οδήγησε στη σύλληψη και φυλάκιση ενός (και μόνο ενός) από τα πιο ακραία μέλη της Ρατηγαί. Ακόμη και τότε, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε μόνο σε δύο χρόνια φυλάκιση και όχι στη μέγιστη ποινή των πέντε ετών. Επιπλέον, ό πως επισήμανε τότε ο δημόσιος κατήγορος, «η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο όχι από τις κρατικές δυνάμεις επιβολής του νόμου, αλλά παρά τη θέληση των δυνάμεων αυτών» (Βοιιΐΐοη, 1990). Η επίσημη ανοχή του απέναντι στη Ραηιγαι οδήγησε έναν αριθ μό σχολιαστών στο μη παράλογο συμπέρασμα ότι το κίνημα δεν ή ταν τόσο η αυθόρμητη ή αυτόνομη εκδήλωση λαϊκής γνώμης (αν 187
και ευνοούσε κάποια από τα αιτήματα), αλλά στρεβλή έκφραση των απόψεων τουλάχιστον ενός τμήματος της ίδιας της σοβιετικής ελίτ. Ασφαλώς, η Ρατηγαί διέθετε υποστηρικτε'ς στο ανώτατο επί πεδο της σοβιετικής ζωής. Παραδείγματος χάριν, το 1987, ο Βαντίμ Κοζίνοφ, εξέχων κριτικός λογοτεχνίας, αν και ασκούσε κριτι κή σε ό,τι αποκαλούσε «παιδισμό» και «άγνοια» της οργάνωσης, συμβούλευε να μην αγνοηθούν οι θετικές πλευρές της δραστηριότητάς της. Το 1988, ο Βαλεντίν Ρασπούτιν, που αργότερα συμμε τείχε στο προεδρικό συμβούλιο του Γκορμπατσόφ, όχι μόνο κα τήγγειλε αυτό που αποκαλούσε ως την «αριστερή» απόκλιση του σοβιετικού Τύπου, επειδή ο Τύπος χαρακτήριζε όλους τους Ρώ σους πατριώτες, όπως εκείνους της Ραπιγαι, σαν φασίστες, αλλά ε πετίθετο εναντίον όσων αδιάκριτα δυσφημούσαν τους οπαδούς της (Κτ35ηον, 1993:120). Ακόμη και ο πιο φιλελεύθερος Γκαβρίλ Ποπόφ (αργότερα δήμαρχος της Μόσχας) ήταν κάτι περισσότερο από επιεικής απέναντι στην οργάνωση. Ενώ δεχόταν ότι υπήρχαν ισχυροί λόγοι να ανησυχεί κανείς για κάποιες από τις πιο αρνητι κές πλευρές της, πίστευε ότι ανάμεσα στα μέλη της Ραιηγαί υπήρ χαν πολλοί τίμιοι και ειλικρινείς πατριώτες. Πράγματι, ο Ποπόφ προχώρησε τόσο πολύ ώστε να υποστηρίξει ότι η Ραηιγαι θα έπρε πε να θεωρηθεί λιγότερο απειλή και περισσότερο θεμιτή διαμαρ τυρία κατά της σοβιετικής διακυβέρνησης και ειδικά κατά του εξευτελισμού της ρωσικής ζωής και του μετασχηματισμού του ρω σικού λαού σε σκλάβους και «ζώα», πρόθυμους να «εκτελέσουν το ρόλο που το διοικητικό σύστημα τους είχε αναθέσει» (Ρορον και Α(1ζΗυΙ>€Ϊ, 1988). Ουδέποτε υπήρξε μεγάλη πιθανότητα ώστε η Ραηιγαι να εξελι χθεί σε μαζικό κίνημα και ακόμη λιγότερο να αμφισβητήσει τη σο βιετική διακυβέρνηση (ΡπΗ^ΙονχΙψ, 1992: 60-4). Η σημασία όμως της Ραπιγαί δεν βρίσκεται στο μέγεθος της αλλά, πρώτα, στις ιδέες της -πολλές από τις οποίες επρόκειτο αργότερα να βρουν στέγη σε άλλα, πιο σημαντικά κόμματα- και δεύτερο, στο γεγονός ότι α ντανακλούσε, σε πιο ακραία μορφή, τις πεποιθήσεις και τις στά σεις εκείνων στο ευρύτερο και πολύ πιο ισχυρό ρωσικό κατέστη-
μένο. Πράγματι, δεδομένης της ιεραρχικής και ελεγχόμενης φύ σης του σοβιετικού συστήματος (ακόμη και στα τελευταία χαοτικά του χρόνια), πρέπει να υποθέσει κανείς ότι η Ρατηγαί μπορούσε να εκδηλωθεί μόνο εάν άνθρωποι στην κορυφή της σοβιετικής δομής εξουσίας είχαν, για να επαναλάβουμε τις λέξεις κάποιου σχολια στή, «δει ευνοϊκά την υπόθεση» και διευκόλυναν το έργο της. Α κόμη, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το έκαναν αυτό όχι απλώς ε πειδή η Ραπιγαί ήταν χρήσιμο όχημα για αντιπαράθεση με τους με ταρρυθμιστές, αλλά επειδή η υποκείμενη αντιδυτική στάση τους και ο ακραίος εθνικισμός ήταν θέσεις με τις οποίες οι ίδιοι συνέβαινε να συμφωνουν. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η ιστορική σημα σία της Ραητγαΐ (ΟαιΊι, 1995).
Ο Ζιρινόφσκι και το Φ ιλίλ ίϋθίρ ο Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας
Το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης [αργότερα Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας (ΦΔΚΡ)] επρόκειτο να γίνει η οργανωμένη φωνή του ακραίου ε θνικισμού στη μεταβατική περίοδο από τη σοβιετική στη μετα-σοβιετική εποχή. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1990 και ή ταν το πρώτο αντιπολιτευτικό κόμμα στο κυβερνών Κομμουνιστι κό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης με επίσημη αναγνώριση (Απρί λιος 1991). Όπως επισημάνθηκε τότε, η άνοδος του Ζιρινόφσκι και του ΦΔΚΡ ήταν, κατά τους αντιπάλους του, «ύποπτα ομαλή» (Νέα της Μόσχας, Αρ. 4,-31 Ιανσυαρίσυ 1994). Ασφαλώς, σε σύ γκριση με κάποια από τα άλλα νεαρά πολιτικά κινήματα που εί χαν δημόσια διαβληθεί από τα κρατικά ελεγχόμενα μέσα ενημέ ρωσης, το ΦΔΚΡ είχε εύκολη πρόσβαση στην τηλεόραση και τα ε πίσημα κομματικά όργανα όπως η Πράβόα. Εκπρόσωποι του κόμ ματος απόκτησαν, επίσης, αυτό που σε πολλούς φαινόταν σαν εύ κολη πρόσβαση σε ηγετικά πολιτικά πρόσωπα, όπως ο πρωθυ πουργός Νικολάι Ρίζκοφ και ο πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ, 189
Ανατόλι Λουκιάνοφ. Ακόμη, προσκλήθηκε επίσημα να παρακο λουθήσει τις εορτασπκές εκδηλώσεις της Ημέρας της Επανάστα σης και τη στρατιωτική παρέλαση στη Μόσχα το 1990 (ίβδΙΟΓ, 1994:17-30). Διαδόθηκαν ψίθυροι ότι ο Ζιρινόφσκι ήταν δημιούρ γημα της ΚΟΒ (πράγμα που αυτός αρνούνταν) και ο αρχικός ιδρυ τής του κόμματος, ο Βλαντίμιρ Μπογκάτσεφ, προσπάθησε να τον απομακρύνει γιατί, δήθεν, συνεργάστηκε με τη μυστική αστυνο μία. Το εάν ή όχι το κόμμα ήταν αρχικά προϊόν τιον υπηρεσιών ασφαλείας ή απλώς αυτές το χειραγωγούσαν, παραμένει ζήτημα α νοιχτό. Γεγονός είναι ότι ο Ζιρινόφσκι επιτέθηκε και έδιωξε τον Μπογκάτσεφ από τις γραμμές τσυ κόμματος. Κατόπιν, ο ίδιος κυ ριάρχησε και έλεγξε αποτελεσματικά την οργάνωση. Επίσης, άλ λαξε τον προσανατολισμό της και, υπό την ηγεσία του (ασφαλώς και με την ενθάρρυνση στοιχείων της μυστικής αστυνομίας), το ΦΔΚΡ εγκατέλειψε την αρχική του υποστήριξη για ένα κράτος οι κονομίας της αγοράς, πολυκομματικό, που θα διέπεται από το νό μο και θα «αποϊδεολογικοποιήσει» την κοινωνία και, μετά το Δεύ τερο Συνέδριό του τον Οκτώβριο του 1990, άρχισε να προβάλλει μια πολύ πιο επιθετική ιδεολογία. Το πρόγραμμα που υιοθέτησαν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες περιλάμβανε τέσσερα ευρύτερα αιτήματα: ανασύσταση της Ρώσικης Αυτοκρατορίας, υπεράσπιση της εθνικής θέσης των Ρώσων σε ολόκληρη την πρώην Σοβιετική Ένωση, αύξηση της κρατικής ι σχύος με μια αυταρχική εκτελεστική δομή στον πυρήνα της και πε ριορισμό τόσο της έκτασης των ιδιωτικοποιήσεων όσο και του βαθμού της ξένης ιδιοκτησίας της ρωσικής οικονομίας. Η απήχη ση του κόμματος, όμως, όφειλε πιθανώς λιγότερα στα λεπτομερή επιχειρήματά του σχετικά με τη δομή της ρωσικής οικονομίας ή στο μελλοντικό σχήμα του πολιτικού συστήματος, από ό,τι στην ι κανότητα του Ζιρινόφσκι να μιλά για τα πολλά εκατομμύρια που φοβούνταν την αλλαγή και ανησυχούσαν μήπως δεν υπάρξει πραγματικά θέση γι’ αυτούς στη νέα Ρωσία που θα είχε προσανα τολισμό στην αγορά. Επιπλέον, αν και ακαλλιε'ργητος και απολίτι στος από πολλές απόψεις -κάποια στιγμή ζήτησε να επιστρέψουν 190
οι Ηνωμένες Πολιτείες την Αλάσκα στη Ρωσία- ο Ζιρινόφσκι, τουλάχιστον, μιλούσε στις μάζες σε όρους που αυτές μπορούσαν να κατανοούν. Επίσης έτεινε να τους υπόσχεται τον κόσμο όλο: υ ψηλότερες συντάξεις για τους ηλικιωμένους, εγγυημένη πλήρη α πασχόληση για τους εργάτες, περισσότερες ευκαιρίες για τους νέ ους και (ίσως το σημαντικότερο όλων) μεγαλύτερο σεβασμό για το ρωσικό λαό. Ο Ζιρινόφσκι ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος να εκμε ταλλεύεται την πληγωμένη και βασανισμένη ρωσική ψυχή, ζωγρα φίζοντας την εικόνα της «φτωχής Ρωσίας» την οποία κακομετα χειρίστηκαν και εκμεταλλεύθηκαν οι πολυάριθμοι εχθροί της, α νάμεσα στους οποίους περιλάμβανε τις άλλες εθνότητες, το Διε θνές Νομισματικό Ταμείο, τους μουσουλμάνους και την ισλαμική πίστη γενικά. Ο Ζιρινόφσκι ήταν πραγματικά πολύ καυστικός στην αποκήρυξη των μη χριστιανικών χωρών, της Τουρκίας, του Ιράν και του Αφγανιστάν. Αυτά τα οχυρά του Ισλάμ έπρεπε, κατά τη γνώμη του, είτε να υποταχθούν είτε να διαμελιστούν και, στο βαθμό που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπόδιζαν το δρόμο της Ρωσίας, δεν υπήρχε ανάγκη για σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνά μεων για το ζήτημα αυτό! Ενώ υποστήριζε μια επιθετική πολιτική απέναντι σε άλλα έθνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (πίστευε ότι η νέα Ρωσική Αυτο κρατορία θα έπρεπε να είναι κράτος ενιαίο), ο Ζιρινόφσκι θεω ρούσε ότι ήταν σφάλμα να σπαταλά χρήματα η παλιά Σοβιετική Ένωση στον Τρίτο Κόσμο, σε άχρηστες επαναστατικές περιπέτει ες, σε μέρη όπως η Αφρική ή η Λατινική Αμερική. Το όραμά του, λοιπόν, δεν ήταν όραμα μιας Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης, αλ λά της Ρωσίας ως κλασικής αυτοκρατορίας: δηλαδή μια Μεγάλη Ρωσία διαιρεμένη σε διάφορες περιοχές, οργανωμένες όχι στη βάση των εθνοτήτων ή των «εθνικών» γραμμών, αλλά στη βάση καθαρά διοικητικών γραμμών. Ο Ζιρινόφσκι φρόντιζε, εντούτοις, να επισημαίνει ότι το όραμά του δεν ήταν φυλετικά εκλεκτικό. Πάντως, υπήρχαν πολύ ισχυρές φυλετικές αποχρώσεις σε ό,τι έλε γε, κυρίως στις επιθέσεις του κατά των μουσουλμάνων εντός και εκτός Ρωσίας. Αν και ήταν προσεκτικός να μην ακούγεται υπερ 191
βολικά αντισημίτης, το γεγονός ότι αρνούνταν σταθερά ότι ήταν ο ίδιος «Εβραίος» και ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε «ούτε σταγόνα» εβραϊκού αίματος στις φλέβες του, συνεπαγόταν μια συγκεκριμέ νη στάση απέναντι στο ευρύτερο «εβραϊκό ζήτημα». Ασφαλώς, δεν ήταν υπεράνω της εκμετάλλευσης του αντισημιτισμού όταν κάτι τέτοιο εξυπηρετούσε τους πολιτικούς του σκοπούς. Οι δημεγερτικές και φυλετικά φορτισμένες ομιλίες του προφα νώς ανταποκρίνονταν σε κάτι στο ευρύτερο ρωσικό κοινό. Υπάρ χει, όμως, λόγος να πιστεύουμε ότι οι συγκροτημένες απόψεις του στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις (όπως προηγουμένως εκείνες της Ραπιγαι) αντανακλούσαν επίσης τις απόψεις ενός τμή ματος της ρωσικής ελίτ. Ασφαλώς ισχύει ότι ο Ζιρινόφσκι (όπως και η Ρατηγαί) προστατευόταν από τους ανθρώπους της εξουσίας. Ακόμη και ο Γέλτσιν φαινόταν να τον ευνοεί, ενώ δανειζόταν λίγη από τη λιγότερο επιθετική εθνικιστική ρητορική του προκειμένου να διατηρήσει την καρέκλα του στην εξουσία. Πράγματι, υπάρ χουν αρκετά τεκμήρια που στηρίζουν τη θέση ότι η άποψη του Ζιρινόφσκι σε έναν αριθμό ζητημάτων δεν ήταν παρά η εκλαϊκευμέ νη εκδοχή των απόψεων που υποστήριζε κάποιος στο ίδιο το ρω σικό κατεστημένο. Έτσι, το επιχείρημά του για την ανάγκη να α νασυγκροτηθεί η Ρωσική Αυτοκρατορία μετά την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν καθόλου διαφορετικό από τη θέση που αποδέχονταν ηγετικές στρατηγικές φυσιογνωμίες στο περι βάλλον του Ρώσου προέδρου. Πράγματι, υπήρχαν πολλοί στο α νώτατο επίπεδο που θεώρησαν δεδομένο ότι το ριζοσπαστικό Ισλάμ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετώ πιζε η Ρωσία στον ύστερο εικοστό αιώνα. Περαιτέρω, ενώ οι συλ λογισμοί του σχετικά με το ότι η Ρωσία πολεμά «στη γωνία για τη λευκή φυλή στην Ασία» μπορεί να ηχούν σε μερικούς στη Δύση σαν «γοητευτική παραφροσύνη», όπως έχει λεχθεί, αυτό ήταν «μόνο μια ελαφρά στρέβλωση του σοβαρού στοχασμού που διεξαγόταν στην καρδιά του ρωσικού κατεστημένου» - ενός κατεστημέ νου που δεν είχε προτίμηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά αι σθανόταν ακόμη ότι πολλά μπορούσαν να συμφωνηθούν με τους 192
Αμερικανούς, ώστε να επιτραπεί στη Ρωσία να διαμορφώσει τις τύχες της διχής της σφαίρας επιρροής, με αντάλλαγμα να επιτραπεί στις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν ό,τι επιθυμούν στον υπό λοιπο κόσμο (Ο βγΚ, 1995:285).
Συνταγματική κρίση
Ο Ζιρινόφσκι ήταν ο πρώτος υποψήφιος που κατέθεσε υποψηφιό τητα για τις προεδρικές εκλογές της Ρωσικής Δημοκρατίας τον Μάιο του 1991. Αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσει αποτελεσματικά και να ελέγξει τις απόψεις του μεταξύ του ρωσι κού εκλογικού σώματος. Ο Γέλτσιν προηγούνταν σταθερά στις προτιμήσεις με το απλό σύνθημα της αντίθεσης προς το «κέντρο» στο όνομα της δημοκρατίας. Εντούτοις, η τρίτη θέση του Ζιρινόφσκι και τα 6,2 εκατομμύρια των ψήφων (8,1%) έδειξε ότι υπήρχε πραγματική αγορά για την ιδιαίτερη μορφή εξτρεμισμού - αντίλη ψη που ενισχύθηκε με τα 3 εκατομμύρια ψήφους επίσης για το νεοσταλινικό υποψήφιο, τον στρατηγό Άλμπερτ Μακάσοφ. Ο Γέλτσιν ήταν επίσης προετοιμασμένος να ερωτοτροπήσει με τον εθνι κισμό στη διάρκεια των εκλογών, υποστηρίζοντας ότι η Ρωσία εί χε για πολύ καιρό «υποφέρει» από τις άλλες δημοκρατίες στην πα λιά Σοβιετική Ένωση. Έτσι, άρχιζε ήδη μια νέα συναίνεση και α πό τη στιγμή που η σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρευσε πλήρως -με όλα τα επακόλουθα προβλήματα για τη Ρωσία και τους Ρώ σους- ο έντονος εθνικισμός θα γινόταν όλο και πιο δηλητηριώδης. Η πρώτη ένδειξη της αυξανόμενης ισχύος των εξτρεμιστών επρόκειτο να φανεί στη διάρκεια της κρίσης μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1993. Μέχρι τότε, ο Γέλτσιν είχε επιδιώξει μια διπλή στρατηγική ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς στο εσωτερικό (υπα γορευόμενη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από τον πρωθυπουργό Γιεγκόρ Γκαίντάρ) και φιλοδυτικής εξωτερικής πο λιτικής στο εξωτερικό (υποστηριζόμενη έντονα από τις Ηνωμένες 193
Πολιτείες και τον υπουργό Εξωτερικών Αντρέι Κόζιρεφ). Αυτή η στρατηγική, ωστόσο, είχε πολλούς επικριτές, ειδικά στο πλαίσιο του μερικώς μεταρρυθμισμένου παλιού σοβιετικού Κοινοβουλίου, του Κογκρέσου των Αντιπροσώπων του Λαού, που τελικά έγινε το επίκεντρο αυτού που τα ρωσικά Μέσα ονόμασαν «ασυμφιλίωτη αντιπολίτευση» τόσο απέναντι στην κυβερνητική οικονομική πο λιτική όσο και στη θεωρούμενη δουλική προσέγγιση στη Δύση γε νικά, και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ηγέτες της αντι πολίτευσης ήταν ο αντιπρόεδρος του Γέλτσιν, Αλεξάντερ Ρουτσκόι, και ο πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ, Ρσύσλαν Κασμπσυλάτοφ. Ο Γέλτσιν εξέδωσε προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής στις 21 Σεπτεμβρίου. Η αντιπολίτευση αρνήθηκε να συμ μορφωθεί και, από το οχυρό τους στο κτίριο του Κοινοβουλίου, ε ξήγγειλαν την εγκαθίδρυση άλλης κυβέρνησης με πρόεδρο τον Ρσυτσκόι (Οιιηΐορ, 1993:283-326). Το Κοινοβούλιο απστέλεσε στόχο επίθεσης για να εξαλειφθεί αυτό που ο Γέλτσιν απεκάλεσε «φασίσιες-κομμουνιστές» συνωμότες. Ακολούθως, έχοντας επι βληθεί, προκήρυξε εκλογές για νέα Βουλή τον επόμενο Δεκέμ βριο, ελπίζοντας με βεβαιότητα ότι θα εξαφάνιζε την αντιπολίτευ ση και θα επικύρωνε δημοκρατικά την πολιτική του. Η στρατιωτική επίθεση κοιτά του ρωσικού Κοινοβουλίου, ε ντούτοις, ήταν απίθανο να σημάνει τον πολιτικό θάνατο μιας αντι πολίτευσης που συνδύαζε εθνικιστές και κομμουνιστές σε μια συμμαχία αποφασισμένη να ανασυγκροτήσει μια νέα ρωσική αυ τοκρατορία και εχθρική σε ό,τι θεωρούνταν υποταγή των δημο κρατών μεταρρυθμιστών της Ρωσίας στη Δύση. Ήδη, τον Σεπτέμ βριο του 1992 η συντηρητική εφημερίδα ΞονίεκΙαφα Κοχχΐγα είχε δημοσιεύσει μια Πολιτική Διακήρυξη της Αριστερής και της Δ ε ξιάς Αντιπολίτευσης. Τον επόμενο μήνα εξέδωσε Μια Έκκληση στους Πολίτες της Ρωσίας, την πλατφόρμα του Εθνικού Μετώπου Σωτηρίας (ΕΜΣ) που είχε δημιουργηθεί πρόσφατα, στην οποία ι σχυριζόταν ότι είχε δημιουργήσει τοπικά παραρτήματα σε 900 σχεδόν πόλεις της Ρωσίας (ΞονβπΙωγα Κοχχίγα, 22 Σεπτεμβρίου 1992, 1 Οκτωβρίου 1992). Η διακήρυξη του ΕΜΣ απέδιδε την ευ 194
θύνη για τα προβλήματα που ταλαιπωρούσαν τη Ρωσία στον Γέλτσιν και τους «αντεθνικούς» που, κατά την άποψή της, επεδίωκαν ανεξέλεγκτη εξουσία προκειμένου να εξασθενήσει το ρωσικό κράτος. Επίσης, ο Γέλτσιν δεχόταν επίθεση επειδή ήταν «δουλικά εξαρτημένος από τη Δύση», ειδικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ΕΜΣ ανίχνευε την πολιτική αυτή κατευθείαν στα χρόνια του Γκορμπατσόφ, του Γιάκοβλεφ και των Δυτικιόν συνωμσκόν τους. Τέλος, η διακήρυξη ζητούσε την ανασύσταση μιας νέας ένωσης, την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού ενιαίου κράτους και την παραίτη ση των Γκαϊντάρ και Γέλτσιν. Ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της διακήρυξης τσυ ΕΜΣ ήταν ο κατάλογος των ατόμων που υπέγραφαν το κείμε νο. Βασικά, το ντοκουμέντο αυτό συνένωσε μοναρχικούς, κομ μουνιστές και αντιμαρξιστές εθνικιστές. Μεταξύ εκείνων που υ πόγραψαν οι πιο εξέχοντες ήταν σι Γκενάντι Ζουγκάνοφ, Ρίτσαρντ Κοσολάποφ (πρώην εκδότης του θεωρητικού περιοδικού Κομ μουνιστής της ΟΡδίΙ), ο υπερεθνικιστής Αλεξάντερ Προκάνοφ, ο στρατηγός της ΚΟΒ Αλεξάντερ Στε'ρλιγκοφ, μερικές εξέχουσες στρατιωτικές προσωπικότητες (μεταξύ των οποίων ο Μακάσοφ) και διάφοροι Ρώσοι συγγραφείς, όπως ο γνωστός Βαλεντίν Ρασπσύτιν. Αν και σε πολλά ζητήματα ήταν διαιρεμένοι, το Μέτωπο ήταν ενωμένο τουλάχιστον στην έντονη αντιπολίτευσή του κατά του Γέλτσιν, ο οποίος επιχείρησε, αλλά τελικά απέτυχε να το απα γορεύσει. Όμως δεν χρειαζόταν καν να ενοχληθεί, αφού ύε λί γους μήνες η οργάνωση δεν ήταν πλέον η δύναμη που υπήρξε κά ποτε. Εντούτοις, τα πράγματα δεν ήταν αδρανή και, τον Νοέμβριο του 1992, το Συνταγματικό Δικαστήριο ακύρωσε την απαγόρευση που αρχικά είχε επιβληθεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα και ο Ζου γκάνοφ επρόκειτο να γίνει ο επικεφαλής του νεοϊδρυθέντος Κομ μουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ).
195
Ο Ζουγκάνοφ και το Κομμουνιστικό Κόμμα τη ς Ρ ωσικής Ομοσπονδίας
Προτού γίνει αρχηγός του ΚΚΡΟ, ο Ζουγκάνοφ ήταν μεταξύ εκεί νων στο παλιό ΚΚΣΕ που είχε αντιταχθεί ιδιαίτερα σφοδρά στις μεταρρυθμίσεις της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής του Γκορμπατσόφ. Τον Ιούλιο του 1991, ένωσε τις δυνάμεις του με μια ομάδα εθνικιστών, συντηρητικών στρατιωτικών ηγετών και συγ γραφέων, μεταξύ των οποίων ο Προκάνοφ και ο Ρασπούτιν, και δημοσίευσαν το ιδιαίτερης σημασίας Μήνυμα προς το Λαό. Μ’ αυ τό προειδοποιούσε για την επικείμενη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την απειλή εμφυλίου πολέμου (ΜοίΚονδ^Β Ρτίνά», 23 Ιουλίου 1991). Η διακήρυξη καλούσε επίσης για ευρύ συνασπι σμό δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων της ορθόδοξης εκκλησίας, του στρατού και των αληθινών Ρώσων κομμουνιστών, προκειμένου να αναστρέψουν το γλίστρημα του έθνους στο χάος. Ο Ζου γκάνοφ δραστηριοποιήθηκε σε πολλά μέτωπα. Ήταν, παραδείγ ματος χάριν, μέλος του συμβουλίου έκδοσης της υπερεθνικιστικής, νεοεθνικής, μπολσεβίκικης εφημερίδας του Προκάνοφ, Ωβη (Σήμερα). Αυτή επανεμφανίστηκε αργότερα ως Ζανΐτα (Αύριο), αφού απαγορεύτηκε από τον Γέλτσιν. Επιπλέον, πριν από το σχη ματισμό του ΕΜΣ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να συνενωθούν διάφορες ομάδες κομμουνιστών και εθνικιστών σε ό,τι κατέληξε να αποκαλείται «κοκκινόμαυρη» συμμαχία. Τον Ιανουάριο του 1991, είχε βοηθήσει επίσης να οργανωθεί το Συντονιστικό Συμ βούλιο Πατριωτικών Κινημάτων, που αργότερα μετονομάστηκε Συμβούλιο Πατριωτικών Δυνάμεων. Τον επόμενο Δεκέμβριο, ε ντάχθηκε στην Πανρωσική Ένωση Λαού, διάδοχο της συντηρητι κής ομάδας 5ογιιζ στο σοβιετικό Κοινοβούλιο. Η ομάδα αυτή είχε ιδρυθεί από τον εξτρεμιστή ακτφιστή Σεργκέι Μπαμπούριν, σε μια προσπάθεια να ενώσει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Ο μακροπρόθεσμος στόχος του Ζουγκάνοφ σαφώς ήταν να συ γκροτήσει μια αποτελεσματική αντιπολίτευση στον Γέλτσιν και, ε νώ προετοιμάστηκε να συνεργαστεί με πιο ακραία στοιχεία -είχε 196
γράψει, παραδείγματος χάριν, για την «πασίγνωστη αντισημιτική εφημερίδα» ΑΙ-Κοάχ (δϊπιοηχβη, 1995: 60-3)- βασικά, επεδίωξε να χρησιμοποιήσει τους εξτρεμιστές χωρίς απαραίτητα να υιοθε τήσει τη θέση τους ή να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα τους. Η πιο ευ πρεπής μορφή του Ζουγκάνοφ, αυτής που ο Γιεγκόρ Γκαϊντάρ αποκάλεσε πιο ωμά «Εθνικό Σοσιαλισμό», ήταν η ανάμειξη διαφό ρων ιδεολογικών ρευμάτων (ΟΙηγΚ, 1996). Ένα από αυτά ήταν η οιονεί βιολογική θεωρία της Ιστορίας που υποστήριζε ο Λεβ Γκουμίλιοφ, ο γιος των περίφημων Ρώσων ποιητών Αννας Αχμάτοβα και Νικολάι Γκουμίλιοφ (1991). Ο Γκουμίλιοφ είχε αναπτύ ξει μια θέση για τα έθνη, η οποία περιέγραφε την άνοδο και την πτώση των πολιτισμών σε ουσιαστικά δαρβινικοΰς όρους. Η θεμε λιώδης μονάδα της ζωής, υποστήριζε, ήταν το «έθνος», δύο ή πε ρισσότερα από τα οποία μπορούσε να ενώνονται ή να διαχέονται προκειμένου να σχηματίζουν αυτό που αποκαλούσε «υπερ-έθνος». Η Ρωσία ήταν μια τέτοια οντότητα και η Δυτική Ευρώπη μια άλλη. Οι δύο αυτές οντότητες, ωστόσο, δ.εν ήταν απλώς διαφορετικές, αλλά προορισμένες να ανταγωνίζονται. Η Ρωσία δεν ήταν μόνο α ντίπαλος της Δύσης και αντίστροφα - αλλά, ταυτόχρονα, απειλού νταν από αυτή: πρώτον, και μάλιστα ιδιαιτέρως, από τα κράτη ε κείνα που ο Γκουμίλιοφ θεωρούσε «παρασιτικά», με τις Ηνωμέ νες Πολιτείες να είναι το πιο σημαντικό από αυτά. που εκμεταλ λεύονταν τους πόρους των άλλων - μαζί και της Ρωσίας, και δεύτε ρον, από άλλες «παρασιτικές» εθνότητες (ειδικά τους Εβραίους) που είχαν χάσει την επικράτεια τους. Αυτά τα τελευταία θεωρού νταν ειδικώς επικίνδυνα. Πράγματι, σύμφωνα με τον Γκουμίλιοφ, ο ίδιος ο μπολσεβικισμός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ξένη εβραϊκή (και δυτική) εισαγωγή που είχε κάνει τεράστια ζη μιά στη χώρα, ακριβώς επειδή δεν αντανακλούσε τις ντόπιες ρω σικές αξίες. Σε ιδεολογικούς όρους, ο Γκουμίλιοφ ασφαλιός ασκούσε κάποια επιρροή στη σκέψη του Ζουγκάνοφ, καθώς οι ιδέες του εύρισκαν απήχηση σε πολλούς στη ρωσική ελίτ και σε κείνους που δό κιμα ονομάστηκαν η «κοκκινόμαυρη οικογένεια» ( Ο ςιγΚ, 1995: 197
170). Πάντως, η οπτική του Ζουγκάνοφ για τον κόσμο όφειλε, πι θανώς, λιγότερα στον Γκαμίλιοφ και περισσότερα στο ΚΚΣΕ. Ε κεί είχε εργαστεί στον ιδεολογικό τομέα στη διάρκεια των τελευ ταίων ετών τον βίου του κόμματος. Πάντα σκληρός αντίπαλος των Γιάκοβλεφ και Γκορμπατοόφ, πριίπα. είχε εργαστεί για το πτυχίο του στη Φιλοσοφία από την Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών του ΚΚΣΕ, προτού συνεχίσει για να πάρει το διδακτορικό του στην Ιστορία, στη Μόσχα. Καθώς το παλιό σύστημα άρχισε να κα ταρρέει στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 (αναφερόταν ό τι ο ιδεολογικός μηχανισμός του ΚΚΣΕ είχε σταματήσει να παρά γει έντυπη σοβιετική προπαγάνδα το 1988), ο Ζουγκάνοφ άρχισε να οικοδομεί μια ιδεολογία που συνδύαζε στοιχεία του παραδο σιακού σοβιετικού κομμουνισμού με τον κλασικό ρωσικό εθνικι σμό. Σύμφωνα με αυτήν την τροποποιημένη μορφή συνήθους σο βιετικής θεωρίας, η Δύση είχε πάντα αντιταχθεί -και θα εξακο λουθούσε να αντιτάσσεται- στο ρωσικό πολιτισμό. Η έλευση τσυ κομμουνισμού μπορεί να είχε προσδώσει νέα μορφή στη σύ γκρουση αυτή, αλλά ο ίδιος ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν απλώς μια στιγμή σε ένα πιο μακροχρόνιο και βαθύτερα ριζωμένο ιστορικό ανταγωνισμό που συνεχιζόταν τουλάχιστον επί διακόσια χρόνια. Έτσι, όταν εξαφανίστηκε μετά το 1989, δεν σήμαινε ότι ο υπόγει ος ανταγωνισμός μεταξύ Ρωσίας και Δύσης είχε τελειώσει. Κάθε άλλο. Πραγματικά, ο επόμενος στόχος της Δύσης, μετά τη νίκη επί της Σοβιετικής Ένωσης και τη διάλυσή της, σύμφωνα με τον Ζσυγκάνοφ, ήταν η πλήρης υποταγή της Ρωσίας και η μετατροπή της σε εξαρτημένη τριτοκοσμική χώρα. Η Ρωσία, επομένως, όφειλε να αντιταχθεί στη «συνωμοσία» αυτή (κατά καιρούς, ο Ζουγκά νοφ αναφερόταν στον ύπουλο ρόλο που έπαιζαν οι Εβραίοι σε ό λα αυτά) και να προστατευθεί από το να μετατραπεί σε προσάρτη μα πρώτων υλών για τις προηγμένες δυτικές καπιταλιστικές χώρες (Ζουγκάνοφ, 1995). Η βαθιά ριζωμένη αντιπάθεια του Ζουγκάνοφ για τη Δύση και η επιθυμία του να εμποδίσει αυτό που θεωρούσε ως μετασχηματι σμό της Ρωσίας σε προμηθευτή πρώτων υλών για τον προηγμένο
καπιταλιστικό κόσμο, συμπληρωνόταν με ισχυρή αντιπολίτευση στο δυτικό φιλελευθερισμό. Ο φιλελευθερισμός, πίστευε ο Ζου γκάνοφ, ουσιαστικά ήταν «μη ρωσικός». Οι Ρώσοι, σύμφωνα με τον ίδιο, λαχταρούσαν κάτι πολύ βαθύτερο από τη νοοτροπία της Δύσης που συνοψιζόταν στο «όλα γίνονται» (ΗΓψΐΗίηβ §θ€κ). Ακό μη, επαναλάμβανε το παλιό επιχείρημα ότι η σοβιετική διακυβέρ νηση (αφού θα ξέκοβε από τις προηγούμενες ξένες υπερβολές της) αντανακλούσε τη ρωσική συλλογική παράδοση, παράδοση που προντήρχε της επανάστασης του 1917 και ακόμη επιβίωνε παρά την κατάρρευση της σοβιετικής εξουσίας. ΑίΓτή η επαναδιατύπωση της σημασίας μιας ουσιαστικής «ρωσικότητας» επηρέασε επίσης τη στάση του Ζουγκάνοφ απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλη σία. Η Εκκλησία, υποστήριζε, υπήρξε κάποτε και θα έπρεπε τώρα πάλι να επαναβεβαιώσει ότι είναι ο φρουρός της πνευματικής ζω ής των Ρώσων. Ευνοούσε επίσης την Εκκλησία περισσότερο για πολιτικούς λόγους. Η Εκκλησία, εξάλλου, δεν ήταν σημαντικός υποστηρικτής της δημοκρατίας. Όπως ο Ζουγκάνοφ γνώριζε πολύ καλά, η Ροκηκή Ορθόδοξη Εκκλησία έδινε έμφαση στην υπαγωγή του ατομικού στο συλλογικό και του πολίτη στο ισχυρό κράτος. Έτσι ήταν πριν από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Το ίδιο θα έπρεπε να είναι ακόμη μία φορά σήμερα, που η σοβιετική περίο δος είχε τερματιστεί. Ο Ζουγκάνοφ, επομένως, κατάφερε να σιτνυφάνει ένα δόγμα φαινομενικά κομμουνιστικό, χωρίς να είναι σε καμιά περίπτωση εξισωτικό, αντιδυτικό, χωρίς σε καμιά περίπτωση να είναι επανα στατικό, αντι-ιμπεριαλκπικό, χωρίς να είναι μαρξιστικό. Ευφυέ στερος, λιγότερο ανοιχτά ρατσιστής και πολύ πιο σταθερός από τον Ζιρινόφσκι, ο Ζουγκάνοφ θα εμφανιζόταν κάποτε ως ισχυρή φιγούρα της ρωσικής πολιτικής. Όχι όμως προτού έλθει η ώρα του Ζιρινόφσκι.
199
Οι εκλογές της Δούμας το 1993
Μετά την κρίση του Οκτωβρίου του 1993, η προσδοκία ήταν ότι οι εκλογές για το νέο Κοινοβούλιο θα νομιμοποιούσαν την πορεία της οικονομικής μεταρρύθμισης του Γέλτσιν και την εξωτερική πολιτική που είχε προσανατολισμό τη Δύση. Στην πραγματικότη τα, οι εκλογές δημιούργησαν ένα Κοινοβούλιο τόσο εχθρικό στην κυβέρνηση όσο εκείνο που πρόσφατα είχε διαλυθεί με τα τανκς. Αυτό συνέβη ανεξάρτητα από το γεγονός ότι είχε προσωρινά απαγορευθεί η κυκλοφορία ορισμένων συντηρητικών εφημερίδων (περιλαμβανομένης της Ρτανάα και της ΞονείεΙωγα Κοπίγα), ότι ορισμένα πολιτικά μπλοκ είχαν επίσης απαγορευθεί (όπως το ΕΣΜ) και ότι τα ελεγχόμενα από το κράτος Μέσα μεροληπτού σαν σοβαρά υπέρ της Επιλογής της Ρωσίας του Γκαϊντάρ. Ωστό σο, οι κύριοι νικητές των εκλογών δεν ήταν οι μεταρρυθμιστές, αλ λά οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες του Ζιρινόφσκι, το Κομμουνιστι κό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το αριστερής τάσης Αγροτι κό Κόμμα και οι Γυναίκες της Ρωσίας. Αθροιστικά, συγκέντρω σαν το 50% των ψήφων. Το κόμμα του Ζιρινόφσκι έλαβε το μεγα λύτερο ποσοστό σε εκείνες τις ψήφους όπου οι εκλογείς ψήφιζαν σε εθνικής εμβέλειας σύστημα κομματικής λίστας με αναλογική εκπροσώπηση. Οι μισές έδρες στη Δούμα συμπληρώθηκαν από αυτήν τη λίστα, ενώ οι άλλες μισές συμπληρώθηκαν από μονοεδρι κές εκλογικές περιφέρειες βάσει της απλής πλειοψηφίας. Οι Φι λελεύθεροι Δημοκράτες τα πήγαν ιδιαίτερα καλά στην πρώτη ψή φο, όπου οι γενικές εθνικιστικές εκκλήσεις του Ζιρινόφσκι α σκούσαν σαφώς έλξη σε μεγάλο αριθμό Ρώσων. Στην ψήφο για την εκλογή υποψηφίων στις εκλογικές περιφέρειες, εντούτοις, κυ ριαρχούσαν τα ζητήματα της καθημερινότητας και οι ψηφοφόροι φάνηκε να επιλέγουν περισσότερο τοπικούς υποψηφίους. Ο με γαλύτερος αριθμός υποψηφίων που εξελέγη σ’ αυτές τις εκλογι κές περιφέρειες ήταν υποψήφιοι ανεξάρτητοι από οποιοδήποτε μπλοκ (>νΗΐίβ κ.ά., 1997). Ορισμένοι παρατηρητές έχουν επιχειρήσει να εξηγήσουν την 200
ψήφο υπέρ του Ζιρινόφσκι τονίζοντας συγκυριακούς παράγο ντες: τη διαιρεμένη φύση της αντιπολίτευσης, τον πολλαπλασια σμό των πολιτικών κομμάτων και μπλοκ, την αντίδραση εναντίον της αρνητικής εικόνας του Ζιρινόφσκι στα Μέσα και την απουσία μιας συνεκτικής και καθιερωμένης μετριοπαθούς αντιπολίτευσης στον Γέλτσιν. Ο Ζιρινόφσκι ήταν επίσης σε καλή θέση, σύμφωνα με ορισμένους έγκυρους αναλυτές, επειδή ουδέποτε είχε υπάρξει μέλος της παλιάς νομενχλατονρας (ή έστω μέλος του ΚΚΣΕ). Επι πλέον, είχε υιοθετήσει ουδέτερη θέση στο επεισόδιο ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και τον πρόεδρο στην κρίση του Οκτωβρίου. Τέλος, σύμφωνα με έρευνες κοινής γνώμης της περιόδου εκείνης, σημα ντικό ποσοστό των ψηφοφόρων των Φιλελεύθερων Δημοκρατών αποφάσισε κυριολεκτικά το τελευταίο λεπτό - μέχρι το ένα τρίτο των ψηφοφόρων αποφάσισε την ίδια την ημέρα των εκλογών (Ιζν€8ΐΐγ3,30 Δεκεμβρίου 1993). Αν και σαφώς έχει κάποια σημασία το επιχείρημα ότι η υπο στήριξη των Φιλελεύθερων Δημοκρατών δεν ήταν σταθερή, όμως αγνοείται ένα αναντίρρητο γεγονός: η επιδεινούμενη κατάσταση στη Ρωσία και η ικανότητα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών να προσφέρουν μια χονδροειδή αλλά πιστευτή εξήγηση στο γιατί τα πράγματα είχαν πάει τόσο άσχημα. Μέχρι το τέλος του 1993, οι Ρώσοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με κάθε είδους νέες και ενοχλητι κές απειλές: στο βιοτικό τους επίπεδο, στο δικαίωμά τους στην ερ γασία και στην καθημερινή τους ασφάλεια. Κάτω από τέτοιες συν θήκες, δεν ήταν περίεργο ότι τόσοι πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να δεχθούν τις παρανοϊκές θεωρίες του Ζιρινόφσκι. 'Οπως ανα γνώρισε νωρίτερα ο ίδιος σε σχετική συνέντευξη, «σε ένα πλούσιο κράτος το πρόγραμμά μου δεν θα είχε καμιά επιτυχία. Αλλά σε μια φτωχή ταλαιπωρημένη χώρα όπως η Ρωσία, αυτή είναι η χρυ σή μου ώρα» (Βοείοη ΟΙοΙχ, 21 Οκτωβρίου 1993). Περαιτέρω, αν και το πρόγραμμά του το 1993 ήταν εκκεντρικό και ασυνεπές, από πολλές απόψεις ήταν ευκολότερα αφομοιώσιμο από τους καθημε ρινούς Ρώσους συγκρινόμενο με τα προγράμματα που πρόσφεραν οι πιο μετριοπαθείς αντίπαλοί του. Επίσης, το πρόγραμμα του Ζι201
ρινόφσκι μιλούσε για τα προβλήματα και τους φόβους τους για το παρόν και το μέλλον - περιλαμβανομένοΛ' εκείνων που αφορού σαν τη μοίρα των 25 εκατομμυρίων Ρώσων που ζούσαν «στο κοντι νό εξωτερικό». Είναι αξιοσημείωτο ότι σφίΎμομέτρηση της στά σης των Ρώσων βρήκε ότι τα δύο τρίτα είχαν λυπηθεί για τη διάλυ ση της Σοβιετικής Ένωσης. Επιπλέον, όταν ρωτήθηκαν τι κοινω νία χρειάζονταν περισσότερο, μόνο το 8% είπε «δημοκρατία», ε νώ το 83% επιθυμούσε ασφάλεια και νόμο και τάξη (Νέα της Μό σχας, Αρ. 15,9 Απριλίου 1993). Εάν τα δύο ζητήματα του νόμου και της τάξης και η κακή κατά σταση που αντιμετώπιζαν οι Ρώσοι του εξωτερικού ανησυχούσαν σοβαρά τον καθημερινό Ρώσο, το ίδιο ίσχυε επίσης για τη συνεχή επιδείνωση των υλικών συνθηκών σιο εσωτερικό της ίδιας της Ρω σίας. Πολύ φυσικά, ο Ζιρινόφσκι επέρριπτε πρόθυμα την ευθύνη για τις δυσκολίες της Ρωσίας στη Δύση και τους ποικίλους Δυτι κούς συμμάχους της Ρωσίας. Η θέση του δεν στερούνταν κάποιας λογικής. Σύμφωνα με τον Ζιρινόφσκι (και με πολλούς άλλους, πραγματικά), έχοντας επιβάλει ένα οδυνηρό πρόγραμμα οικονο μικής μεταρρύθμισης στη χώρα, η Δύση είχε χαρακτηριστικά αποτύχει να προσφέρει στη Ρωσία επαρκή βοήθεια για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων. Τουλάχιστον ένας Δυτι κός παρατηρητής φάνηκε να συμφωνεί, σημειώνοντας, περισσό τερο με λύπη παρά με θυμό ότι «δυστυχώς, κάποιες δυτικές πολιτι κές με στόχο να εμποδίσουν ένα σενάριο τύπου Βαϊμάρης από τα εξελισσόμενα στη Ρωσία» τελικά φάνηκε να έχουν τα αντίθετα α ποτελέσματα (δη^άβΓ, 1993). Εντούτοις, δεν έφταιγε μόνο η Δύση. Επίσης και οι Εβραίοι, υποστηριζόταν τακτικά τώρα, έφεραν κά ποιο μερίδιο ευθύνης για την τρέχουσα κρίση. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που διεξήχθη το 1992, σχεδόν το 20% όλων των Μο σχοβιτών πίστευε ότι υπήρχε μια «παγκόσμια εβραϊκή συνωμο σία» για την υπονόμευση του ρωσικού κράτους. Ένα άλλο 24% παρέμενε αναποφάσιστο (Βιγη και Οεγίγ3ηεν, 1992). Ένα εξέ χον μέλος του ορθόδοξου κλήρου -ο μητροπολίτης Ιωάννης της Α γίας Πετρούπολης και της Λαντόγκα- συμφωνούσε στα περί συ 202
νωμοσίας (Ξονβΐχίωγα Κοχχΐγα, 20 Φεβρουάριου 1993). Πράγματι, σε μια σειρά συνεντεύξεων ευρείας δημοσιότητας ο Μητροπολί της Ιωάννης όχι μόνο υποστήριζε ότι υπήρχε συνωμοσία, αλλά την εξηγούσε σε απλούς αντισημιτικούς όρους που περιε'χονται στα δυσφημιστικά Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών (ΰνη, 21-27 Φε βρουάριου 1993). Ο ηγέτης του ΦΔΚΡ ήταν εξίσου ευθύς και σε μια άλλη έκρηξή του διαβεβαίωνε ότι οι Εβραίοι προσπαθούσαν «να καταστρέψουν τη Ρωσία» επειδή ήταν «επιθετικοί, σκληροί και μισούσαν οτιδήποτε ρωσικό». Εντούτοις, το πρόγραμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατιόν δεν ήταν απλώς μια αντιοημιτική ρητορεία, αλλά περιείχε (μεταξύ άλ λων) συζητήσεις για την οικονομία, την κοινωνική πολιτική, την ε ξωτερική πολιτική, το περιβάλλον και την άμυνα (δΗεαπτιαη, 1997). Επίσης αναφερόταν εκτενώς στο ευρύτερο πολιτικό σύστη μα και ζητούσε -γεγονός που δεν αποτελεί έκπληξη- μια ισχυρή εκτελεστική εξουσία, ένα ενιαίο κράτος και την κατάργηση των ε θνικών δημοκρατιών. Επιπροσθέτως, προσέφερε μια ταχεία διευ θέτηση στα ζητήματα του νόμου και της τάξης. Επίσης, υποσχόταν να αποκαθάρει την οικονομία από διεφθαρμένα στοιχεία και να επαναφέρει τους κρατικούς ελέγχους σε ολόκληρο τον ιδιωτικό τομέα εκτός των μικροίδιοκτητών. Ακόμη, ζητούσε να σταματήσει η αποστρατιωτικοποίηση της ρωσικής οικονομίας και να γίνει η Ρωσία πολύ πιο ανταγωνιστική και επιθετική στη διεθνή αγορά ό πλων. Δεν είναι, επομένως, εκπληκτικό ότι, παρά τις προσδοκίες όλων, ο Ζιρινόφσκι προσέλκυσε πολύ περισσότερους ψήφους α πό ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί, αν και σαφώς πολλοί από εκεί νους που υπερψήφισαν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες δεν ήταν απλώς πρώην μέλη της παλαιάς σοβιετικής εργατικής τάξης που είχαν φτωχύνει (μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων αυτών πήγαν στο ΚΚΡΟ), ούτε και το λούμπεν προλεταριάτο, αλλά νεότεροι, καλά μορφωμένοι, εξειδικευμένοι άνδρες από αστικές περιοχές στην κεντρική Ρωσία, οι οποίοι ανησυχούσαν βαθιά για το δικό τους υλικό μέλλον και τη γενικότερη παρακμή της χώρας. Το κόμ μα, επίσης, τα κατάφερε ειδικά καλά στη ρωσική Απω Ανατολή, 203
περιοχές που κηδεμονεύονται από το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα και σε ορισμένες περιοχές της Κεντρικής Ρωσίας (>ν^ιτΐ3η κ.ά., 1995).
Οι εκλογές τη ς Δούμας το 1996
Οι εκλογές του 1995 ήταν διαφορετικές από εκείνες του 1993 κα τά πολλούς τρόπους. Επί παραδείγματι, το 1993 οχτώ στα δεκα τρία κόμματα εξέλεξαν υποψηφίους. Το 1995, εντούτοις, μόνο τα τέσσερα από τα σαράντα τρία κόμματα που μετείχαν πέρασαν το φράγμα του 5%. Επίσης, φάνηκε να υπάρχει ένας υψηλότερος βαθμός δημόσιου ενδιαφέροντος, αφού συμμετείχε το 64% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων το 1995 σε σύγκριση με το 54% το 1993. Το 1995, επιπλέον, εξελέ-γησαν λιγότεροι ανεξάρτητοι από τις μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες (77 σε σύγκριση με 141). Τελικά, το 1995 συμμετείχαν πολύ περισσότερα «πατριωτικά» κόμματα, μεταξύ των οποίων η Ρωσική Εθνική Ένωση, το μπλοκ τσυ Βοηΐδίαν ΟονοηιΙίΗίη, το κίνημα του ΚιιΐχΚοί ΟετζΗανα, το Πανρωσικό Κίνημα του Λαού (υπό την ηγεσία του ΑΙεχαπάετ ΒαζΗαηον), το Εθνικό Κόμμα Μπολσεβίκων, το Εθνικο-Δημοκρατικό Κόμμα της Ρωσίας και το πιο μετριοπαθές εθνικιστικό μπλοκ, το Κογκρέσο των Ρωσικών Κοινοτήτων (με τον ΑΙεχαηάοτ ίεϋεά να θέτει υποψηφιότητα για λογαριασμό του). Όμως ούτε οι μικρότερες αυτές οργανώσεις ούτε οι Φιλελεύ θεροι Δημοκράτες τα κατάφεραν ειδικά καλά, αν και το ΦΔΚΡ κατόρθωσε να αναρριχηθεί άνετα πάνω από το φράγμα του 5% και έτσι να έλθει συνολικά δεύτερο. Από την άλλη πλευρά, το πο σοστό των ψήφων του έπεσε κάτω του μισού, από το 23% στο 11,4%: επίσης, κέρδισε μόνο 1 μονοεδρική περιφέρεια, σε σύ γκριση με 5 το 1993. Η εμφάνιση των άλλων ακροδεξιών κομμά των ήταν σχεδόν ανάξια λόγου. Το Εθνικό Κόμμα Μπολσεβίκων, παραδείγματος χάριν, συγκέντρωσε την ελάχιστη υποστήριξη. Ο Αΐ€Χ3ΠόεΓ ϋιιΙ>ίη, έτσι, πήρε κάτω του 1% των ψήφων σε μια πε 204
ριοχή της Αγίας Πετρούπολης - παρά το ότι υποστηρίχθηκε με συ ναυλίες από τον ροκ σταρ δεΓβεϊ Κογ^Ηιπ. Ο Εάυαπί ίίιτιοηον (τις συγκεντρώσεις του οποίου παρακολουθούσαν νεαροί φορώ ντας σβάστικα) συγκέντρωσε λιγότερο από το 2% σε μία από τις ε κλογικές περιφέρειες της Μόσχας. Ο ΑΙεχαηάεΓ ΒαιΊοχΗον, επι κεφαλής της Ρωσικής Εθνικής Ένωσης, πήγε ακόμη χειρότερα. Ένα πρώην μέλος της ΡαηιγαΙ, τον οποίο η εφημερίδα Νβζανίχίιηαγα Οαζβία αποκαλούσε «αρχηγό του εγχώριου φασισμού», κα θώς υποστήριζε την υιοθέτηση νόμων που να περιορίζουν τους μεικτούς γάμους μεταξύ Ρώσων και άλλων εθνικών ομάδων και υ ποσχόταν να κρατήσει τη Ρωσία ελεύθερη από «δημοκράτες, κομ μουνιστές, Εβραίους, ειρηνιστές, οικουμενικούς χριστιανούς και ανθρωπιστές», δεν κατάφερε να βελτιώσει την εκλογική του τύχη (Μοχ/ωνχΙάίε Νονοχίίί, 10-17 Απριλίου 1994). Η υποχώρηση των Φιλελεύθερων Δημοκρατών και η φτωχή ε πίδοση των μικρότερων κομμάτων της ακροδεξιάς αντισταθμίστη κε, σε κάποιο βαθμό, από ένα κύμα υποστήριξης για το Κομμουνι στικό Κόμμα του Ζουγκάνοφ. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Το 1993, το υπερψήφισαν 6,6 εκατομμύρια ψηφοφόρων, το 1995 ο αριθμός είχε υπερδιπλασιαστεί σε 15,4 εκατομμύρια. Στη διαδι κασία αυτή είχε κερδίσει το 22,3% των ψήφων της κομματικής λί στας και πήρε ακόμη 58 έδρες στις μονοεδρικές περιφέρειες. Συ νολικά, το κόμμα κατέλαβε 157 έδρες σε μια Δσύμα 450 βουλευ τών. Είναι επίσης σημαντικό ότι σε 62 από τις 89 περιοχές της Ρω σικής Ομοσπονδίας, το ΚΚΡΟ προηγήθηκε στην ψηφοφορία της κομματικής λίστας. Πώς εξηγούμε την ικανότητα των κομμουνιστών να προσεται ρίζονται πολλές από τις ψήφους που προηγουμένως είχαν πάει στο ΦΔΚΡ; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Μία, προφανώς, είναι ο βαθμός υποστήριξης που μπορούσε να ζητήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα από άλλες σημαντικές εθνικιστικές δυνάμεις στη Ρωσία. Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο ήταν η οργάνωση και, ιδιαίτερα, η ι κανότητα του κόμματος να στηριχθεί στις παλιές δομές και σε στε λέχη του ΚΚΣΕ. Ισοδύναμης σημασίας ήταν ο ίδιος ο Ζιρινόφσκι, 205
η αλλόκοτη συμπεριφορά του οποίου υπονόμευσε τόσο πολύ την αξιοπιστία του ΦΔΚΡ. Σημαντικό στοιχείο επίσης ήταν η ετοιμό τητα των Κομμουνιστών να φέρουν εις πέρας αυτό που συνοψιζό ταν σε εθνικιστική γραμμή με τρόπο πιο αποτελεσματικό, λιγότερο δαιμονικό από ό,τι οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες. Οι κομμοτ»νιστές, ακόμη, δεν αντιτίθεντο στην οικονομία της αγοράς. Αυτό, ε ντούτοις, στο οποίο επέμεναν ήταν ότι η οικονομία θα έπρεπε να παραμείνει σε ρωσικά χέρια - αφού μόνο ρωσικό κεφάλαιο (ισχυ ρίζονταν) θα ενδυνάμωνε, και όχι θα αποδυνάμωνε, το ρωσικό κράτος. Όπως ο Ζιρινόφσκι έτσι και ο Ζουγκάνοφ κατήγγειλε ευ θέως τον Γέλτσιν ότι πρόδωσε τη Ρωσία σε ξένα συμφέροντα. Η η γεσία Γέλτσιν, υποστήριξε, είχε «παραδώσει τα πάντα» στη Δύση, πρώτον επιτρέποντας την «παράνομη διάλυση» της Ένωσης και ύστερα επιτρέποντας την υποταγή της Ρωσίας στα συμφέροντα της Δύσης. Το Κομμουνιστικό Κόμμα υποσχέθηκε κατηγορηματι κά ότι θα αγωνιζόταν τόσο για «την αξιοπρέπεια και την τιμή του ρωσικού κράτους» όσο και για την επανένωση του «μεγάλου ρω σικού λασύ» (ΙηΐβπιαήοηαΙ Αβαίπ, 1996). Η επιτυχία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας το 1995 θα μπορούσε, φυσικά, να ερμηνευθεί (όπως πραγματικά έγινε) ό τι σηματοδοτούσε τη μαζική υποστήριξη για μια επανασυγκρότηση της ρωσικής αριστερός - και, κατά συνέπεια, μια σοβαρή ήττα της άκρας δεξιάς. Το επιχείρημα δεν μπορεί να απορριφθεί πλή ρως. Ασφαλώς, πολλοί Δυτικοί παρατηρητές, ιδιαίτερα εκείνοι που ήταν πρόθυμοι να επικροτήσουν οτιδήποτε αντίθετο προς τον καπιταλισμό στη Ρωσία, φάνηκε να εγκαρδιώθηκαν με την ανα βίωση κάποιου σχήματος που έμοιαζε ή τουλάχιστον τυπικά ηχού σε σαν κομμουνισμός στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Όμως, η ι δέα ότι υπήρχε μια γνήσια στροφή προς τ’ αριστερά ή ότι η ψήφος στον Ζουγκάνοφ αντανακλούσε μια σοβαρή σοσιαλιστική ανα βίωση στη Ρωσία, αγνοεί τουλάχιστον δύο κρίσιμα σημεία: τον ι δεολογικό προσανατολισμό πολλών από τις οργανώσεις και τα ά τομα που τελικά στήριξαν το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1995 και την ομοιότητα της δημόσιας ρητορικής και των προγραμματικών 206
υποσχέσεων μεταξύ των Κομμουνιστών και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών. Υπ’ αυτό το πρίσμα, εκείνο που πραγματικά συνέβη το 1995 ήταν λιγότερο μια στροφή από τα δεξιά προς τ’ αριστερά και περισσότερο μια αναδιανομή της υποστήριξης μεταξύ δύο κομμάτων που αρθρώνουν τα ίδια εθνικιστικά ζητήματα σε μια προσπάθεια να κερδίσουν τον ίδιο δυσαρεστημένο, αποξενωμένο Ρώσο ψηφοφόρο.
Οι προεδρικές εκλογές του 1996
Ο Ζουγκάνοφ, στην ανεπιτι>χή τελικώς υποψηφιότητά του για τη ρωσική προεδρία το 1996, ακόμη μία φορά προβλήθηκε ως η δη μόσια φωνή του «εθνικού-πατριωτικού μπλοκ». Η φύση της απή χησής του αποσαφηνίζεται ίσως καλύτερα με μια σύντομη ματιά σε κείνους που υποστήριξαν την υποψηφιότητά του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν πολλοί ηγετικοί παράγοντες του ορθόδοξου ρωσικού κλήρου, εξτρεμιστές κομμουνιστές, αυτοαποκαλούμενες «πα τριωτικές δυνάμεις», εργατικές ενώσεις, οργανώσεις Ραπιγαι, το Εθνικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η Ένωση Αξιωματικών του 5ΐ3ΓΗδΐ3ν Τΐΐΐϋιον, οι ν»1εη1ΐη ΟιίΚίη (ο εκδότης της ΧονείχΙωγα Κοχχίγα), ΡΓοΜίηον, ΚυΙδΚοΐ και ΚγζΗΚον. Το πολιτικό μήνυμα του Ζουγκάνοφ το 1996 ήταν σε μεγάλο βαθμό το ίδιο με εκείνο του προηγούμενου έτους. Τα προβλήματα της χώρας τα απέδιδε στον Γέλτσιν που επέτρεψε να «λεηλατηθεί» η Ρωσία μέσω ενός προγράμματος οικονομικών ιδιωτικοποιήσεων εμπνευσμένο από τη Δύση. Επίσης, επιτέθηκε στο Ρώσο πρόεδρο που υποστήριξε τη διάλυση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και ζητούσε τη δη μιουργία μιας νέας Ένωσης (με πυρήνα τη Ρωσία) και την υπερά σπιση των 25 εκατομμυρίων Ρώσων που ζούσαν στο εξωτερικό, των οποίων τα ανθρώπινα δικαιώματα «παραβιάζονταν πλήρως». Επιπροσθέτως, ζητούσε τη δημιουργία «ειδικού συμβουλίου» αποτελούμενσυ από σεβαστά δημόσια πρόσωπα, με σαφή στόχο να υπερασπιστούν την παραδοσιακή ρωσική κουλτούρα κατά «της ε 207
πίθεσης των δυτικών σκουπιδιών» στη ρώσικη τηλεόραση και τις τέχνες. Προχώρησε, μάλιστα, τόσο πολύ ώστε να απαιτήσει λογο κρισία και περιορισμό στην εισαγωγή κάθε ξένου υλικού, γενικά, και στα ξένα φιλμ, ιδιαίτερα (Νενν Ρεπρβαϊνβ ζ)ααηβΓΐγ, 1996). Διεκδικώντας την προεδρική εκλογή βάσει ενός τέτοιου προ γράμματος, ο Ζουγκάνοφ τα κατάφερε καλά. Πράγματι, στον πρώτο γύρω συγκέντρωσε σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων, μόνο 3 ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τον Γέλτσιν, αν και 17 μπροστά α πό τον στρατηγό Αλεξάντερ Λέμπεντ, το σκληρό πρώην αλεξιπτω τιστή που είχε πολεμήσει στο Αφγανιστάν και αργότερα έπαιξε σημαντικό στρατιωτικό ρόλο στη βίαιη καταστολή των χωριστικών τάσεων στη Δημοκρατία της Μολδαβίας (οι «φασίστες» εκείνοι που δεν είχαν δικαίωμα να κυβερνούν, κατά τη γνώμη του). Ευτυ χώς για τον Γέλτσιν, ο Λέμπεντ -ο τιμωρός της ανεξαρτησίας της Μολδαβίας- υποστήριξε τον πρόεδρο και στο δεύτερο γύρο ο Γέλτσιν πέτυχε νίκη αποφασιστική, συγκεντρώνοντας το 53% των ψήφων έναντι του 40% του Ζουγκάνοφ. Είναι όμως σημαντικό ότι αυτό το κατόρθωσε όχι μόνο αντιμετωπίζοντας τους αντιπάλους του, αλλά ενσωματώνοντάς τους. Αυτό στην πραγματικότητα σήμαινε ότι υποχώρησε σε πολλά από τα αιτήματά τους και, σύμφω να με ορίισμένους κριτικούς, ότι κατέστησε τον εαυτό του πολιτικό τους αιχμάλωτο. Έχει υποστηριχθεί ότι οι εκλογές του 19% αντι προσώπευαν έναν σαφή και αναμφισβήτητο αγώνα μεταξύ δύο α νταγωνιστικών οραμάτων, εκ των οποίων το ένα οδηγούσε πίσω σε κάποιο νεφελώδες και μυθικό παρελθόν και το άλλο οδηγούσε μπροστά σε ένα αβέβαιο αλλά πραγματικό και δημοκρατικό μέλ λον. Επιπλέον, επειδή στο δεύτερο γύρο ο Γέλτσιν νίκησε τόσο πειστικά, θεωρήθηκε ότι τώρα πλέον το μέλλον ανήκε στη δημο κρατία. Για να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις τού τότε Βρετανού πρωθυπουργού, Τζον Μέιτζορ, το αποτέλεσμα το 1996 απέδειξε αμετάκλητα ότι η δημοκρατία, τελικά, «είχε ριζώσει στη Ρωσία». Αυτή η κάπως αισιόδοξη άποψη δεν θα έπρεπε, εντούτοις, να μεί νει ασχολίαστη. Σαφέστατα, η άποψη αιτή αγνοεί το απλό γεγο νός ότι οι εκλογές δεν ήταν πλήρως δημοκρατικές ή ανοιχτές. Ο 208
Ζουγκάνοφ, παραδείγματος χάριν, είχε λίγη πρόσβαση στην κρα τικά ελεγχόμενη τηλεόραση. Ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε ανα φορά στην πορεία προς τις εκλογές στο κρίσιμο γεγονός ότι ο Γέλτσιν ήταν σοβαρά άρρωστος. Εντούτοις, πιο ανησυχητικό ήταν το γεγονός ότι η αντιπολίτευση κατόρθωσε να κερδίσει πάνω από 30 εκατομμύρια ψήφους με μια ιδεολογική πλατφόρμα που ανακά τωνε το θεμιτό ενδιαφέρον για κοινωνική δικαιοσύνη και νόμο και τάξη με σαφώς μη φιλελεύθερα αιτήματα που στόχευαν κατά της δημοκρατικής Δύσης, κατά των μη Ρώσων και διαφόρων απο διοπομπαίων τράγων, από τους Εβραίους μέχρι το Διεθνές Νομι σματικό Ταμείο. Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο μέλλον αν ο ίδιος ο Γέλτσιν είχε εμμείνει σε μια γνήσια φιλελεύθερη πλατφόρμα. Εντούτοις δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο και χωρίς να προβάλλει ένα εντελώς διαφορετικό όραμα για τη Ρωσία, στην πορεία προς τις εκλογές υποχωρούσε σταθερά στα ιδεολογήματα των σοβινιστών αντιπάλων του. Πράγματι, ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα πράγματα στις εκλογές του 1996 ήταν η έκταση στην οποία ο Γιέλτσιν αισθάνθηκε πολιτικά την ανάγκη να χρησιμοποιήσει την ίδια σε μεγάλο βαθμό ρητορική με τους ε χθρούς του προκειμένου να κερδίσει την πλειοψηφία. Το γεγονός αυτό ελάχιστα θετικό προμήνυε το μέλλον της Ρωσίας ή τις μακρο πρόθεσμες σχέσεις της με τη Δύση.
Συμπέρασμα
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι η περίοδος μετά τις εκλογές του 19% χαρακτηριζόταν από συνεχή προβλήματα, με την οικονομία σε κρίση, τον πρόεδρο να προσφεύγει σε βραχυπρόθεσμους ανα σχηματισμούς (σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την εξουσία και να διορθώσει τις κοινωνικο-οικονομικές ανεπάρκειες) και εκθέ σεις για διαδεδομένη διαφθορά. Πράγματι, όσον αφορά το τελευ ταίο αυτό, ο νέος εισαγγελέας στρατηγός Υιιγ> Ο ιβϊΙιβ, στις αρχές του 1999 κατέτασσε τη Ρωσία μεταξύ τι»ν δέκα πιο διεφθαρμένων 209
χοίριΰν στον κόσμο και θεο)ρούαε τη διαφθορά μία από τις πιο κα ταστροφικές δυνάμεις. Στις συνθήκες αυτές και με τους φιλελεύ θερους δημοκρατικούς θεσμούς και πρακτικές ακόμη να στηρίζο νται σε σαθρά θεμέλια, η δυνατότητα προσφυγής στον εξτρεμισμό, το λαϊκισμό και σε ακραίες εθνικιστικές λύσεις παραμένει ι σχυρή. Τον Νοέμβριο τον 1998, παραδείγματος χάριν, η ΟαΙίηα δΐ3Γονοΐΐον3 -μια εξέχουσα ακτιβίστρια των ανθρωπίνων δικαιω μάτων και βουλευτής στην Κρατική Δούμα- δολοφονήθηκε στην Αγία Πετρούπολη. Νωρίτερα, είχε κατηγορήσει τη Δούμα ότι απέτυχε να ελέγξει τις αντισημιτικές παρατηρήσεις του ΑΙβοΠ ΜβΚβχΗον (ΚΚΡΟ, υποψήφιος πρόεδρος της Ρωσίας το 1991). Ο ΜβΙοδΗον είχε αποδώσει όλα τα κακά της Ρωσίας στους Εβραί ους. Επιπλέον, ο ίδιος φάνηκε να έχει την υποστήριξη του κομμα τικού του αρχηγού, του Ζουγκάνοφ. Περαιτέρω, μεταξύ Μαΐσυ και Ιουλίου του 1999 σημειώθηκαν πολλές βομβιστικές επιθέσεις σε συναγωγές της Μόσχας καθώς και το άγριο μαχαίρωμα του δι ευθυντή του εβραϊκού κέντρου τέχνης της πόλης από έναν ακρο δεξιό συμπαθούντα. Σύμφωνα με μια έκθεση (Εηββΐ, 1999), «το θέαμα των νταήδων σκίνχεντς που μισούν τους Εβραίους είναι μια από τις πιο τρομάκτικές εικόνες της μετασοβιετικής εποχής». Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, ότι οι αιτήσεις των Εβραίων για μεταναστευτική βίζα σιη διάρκεια του 1998-99 εκτινάχθηκαν στα ύ ψη. Οι εν λόγω εξελίξεις απεικονίζουν χαρακτηριστικά το κοινωνικο-πολιτικό κλίμα στη νέα Ρωσία. Όπως έχουμε υποστηρίξει, οι συνθήκες στη Ρωσία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν ένα περιβάλλον στο οποίο οι ακραίοι Ρώσοι εθνικιστές και ο ρωσικός εθνικισμός μπόρεσαν να ανθήσουν έχοντας απήχηση στους κενόδοξους, τους εκτοπισμένους από το σύστημα, τους φοβισμένους και τους ανα σφαλείς. Εάν η κρίση ήταν απλώς οικονομική, θα μπορούσε κα νείς να είναι πιο αισιόδοξος. Η κρίση, όμως, έχει κλονίσει όλους τους θεσμούς και τις πεποιθήσεις στον πυρήνα τους. Δίχως αμφι βολία, οι απολογητές του σημερινού συστήματος θα υποστήριζαν ότι χρειάζεται χρόνος για να οικοδομηθούν δημοκρατικά σχήμα 210
τα και όχι σε σύντομο διάστημα έχουν επιτευχθεί πολλά - και ότι σε περισσότερο χρόνο η Ρωσία θα γίνει μια «κανονική» χώρα. Ω στόσο, το επιχείρημα αυτό ελάχιστα τεκμηριώνεται. Ούτε και θα περίμενε κανείς τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Εξάλλου, στην περίοδο από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι α πλοί Ρώσοι έχουν υποχρεωθεί να αντιμετωπίσουν πολλές μεγάλες προκλήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, την απώλεια της αυτοκρατο ρίας, την κατάρρευση των κοινωνικών συνηθειών και το αρνητικό φαινόμενο της νέας ελίτ που συσσωρεύει τεράστιο πλούτο, ενώ η συντριπτική πλειονότητα υποφέρει. Ο καθένας από τους παράγο ντες αυτούς θα είχε ζημιώσει σοβαρά τη ρωσική δημοκρατία. Όλοι μαζί, συνδυασμένοι, έχουν αποδειχθεί καταστροφικοί. Αυ τό που είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό δεν είναι ότι ο έντονος εθνικι σμός και σοβινισμός τα κατάφεραν τόσο καλά, αλλά ότι δεν πέτυχαν περισσότερα. Τι θα γινόταν, όμως, αν η νέα «ρωσική δεξιά» ερχόταν στην ε ξουσία; Τι θα συνέβαινε; Ασφαλώς, είναι απίθανο η Ρωσία να γι νόταν «φασιστική». Οπως δείξαμε στην αρχή, οι συνθήκες στη Ρωσία στη δεκαετία του 1990 δεν είναι συγκρίσιμες με εκείνες στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, όταν ο καπιταλισμός απει λούνταν από τον κομμουνισμό. Σήμερα στη Ρωσία η απειλή δεν εί ναι τόσο πολύ ο κομμουνισμός όσο ο ογκσύμενος εθνικισμός που κατέστη ικανός να συγκεντρώσει ψήφους απευθυνόμενος σε ό λους εκείνους των οποίων η ζωή έχει ανατραπεί από τις οικονομι κές μεταρρυθμίσεις και τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Τι ακρι βώς θα έκαναν οι εθνικιστές αν πραγματικά ανέρχονταν στην ε ξουσία, παραμένει ασαφές. Είναι ελάχιστα πιθανό να αποκαθιστούσαν το παλιό σοβιετικό σύστημα. Πολύ πιο πιθανό θα ήταν η εμφάνιση ενός αυταρχικού καθεστώτος, ίσως παρόμοιου με εκεί να της Λατινικής Αμερικής - με την προφανή διαφορά ότι μια ε θνικιστική και αυταρχική κυβέρνηση στη Ρωσία δεν θα ήταν ούτε συμπαθητική στις Ηνωμένες Πολιτείες ούτε πρόθυμη να ακούσει τις δημοκρατικές της παρακλήσεις να βελτιώσει τις μεθόδους της. Έτσι, εάν η δημοκρατική διαδικασία αναδείκνυε στην εξουσία έ 211
να κόμμα ή έναν προεδρικό υποψήφιο από τη νέα κομμουνιστικήεθνικιστική συμμαχία -αφού αυτή είναι η πιο πιθανή πηγή πρό κλησης για τους μεταρρυθμιστές- τότε, βάσει της ανάλυσής μας, η δημοκρατική εξέλιξη θα μπορούσε εύκολα να αναστραφεί και οι σχέσεις με το δυτικό κόσμο θα επιδεινώνονταν σημαντικά. Καθώς η Ρωσία εισέρχεται στη νέα χιλιετία, υπάρχουν λίγες πηγές αισιο δοξίας. Υστερόγραφο τον συντάκτη: Ο πρόεδρος Γέλτσιν παραιτήθηκε την τελευταία ημέρα του 20ού αιώνα.
Ευχαριστίες Ευχαριστώ τον καθηγητή 5ΐερΗεη ΛΛΛΗϊΙοτου Πανεπιστημίου της Γλασκάβης και τη δρα ΙιιύΐΐΗ ΟνΙϊη τον Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Δουβλίνου που διάβασαν το αρχικό σχέδιο.
Βιβλιογραφία ΑΗώΐν Ξαπιίζάαΐα (1988) Νο. 6138,1 ΡεΙ>πΐ3Γγ. Βουΐΐοη, ί . (1990) «Α δυινϊνβΙ οί ΐΗε Ρ351: ΑηΙί-κιηίΙίβιη ΐ$ ΒβςΙο», ΡιηαηαίαΙ ΤύηβΞ, 20 Ρεϋηιβιγ. ΒΓγη, Κ. ,Ι.βικΙ Οογίγαηβν Α.,(1992) «Αηΐί-δβιηίΐί$ιιι ίη Μ05€0\ν: Κο$υΙΐ5θίαη Οοΐο&βΓ 1992 δϋΓνβγ», 51ανίε Κβνί&ν 51(1), 1-12. ΟβΠβΓ, 5. Κ. (1990) Κιαίϊαη ΝαιίοηαΙίχττι: ΥβΜΓάαγ, Τοάαγ, Τοπιοπχην. ίο η ά ο η : ΡίηιβΓ.
Οβι* Β. (1995)Λπ Επιρίη'χ Νβνκ' ΟοίΗβχ: ΤΗΐ Εηά ο /Ααεηα’.ί ΙΜ χηΙ ΰπαιη. ίο η ά ο η : νίη (3£ε.
ΟεγΚ Β. (19%) «Ν3(ίοη3ΐΪ5( Ιΐΐββκ Μονβ ίΐΌη ΐΗο ΜβΓ^ίης». ΤΗΐ ν/οΗά Τοάαγ 52(5), 119-21. ΟοΗβη, δ. Ρ. (1993) «υ.δ. ΡοΙίςγ ίοννΒΓίΙ ΡοχΚοπιπιιιηίϋΙ Κυκίβ: ΡβΙΐΒοίίε, ΡβίΙυκκ, Ρο<κίΙ)ίΙΐ(ϊε$», Ρκραπά Τί$ΐιιηοηγ ίο ΐΗί Οοηνηίΐΐΐΐ οη Εοτΐίχη Αβαίπ, €οηζτβί$ ο / ιΗβ ϋηιΐΐά Χίακχ. Ηοιαΐ ο[ Κΐρηχΐηίαΐίνΐί, 24 Ρβόπιβιγ, 453-79. 212
Οοχ, Μ. (1992) «ΑΑϋΓ δοΙίηκιη: ΤΗε ΕχΙκιηε ΚίβΗΐ ίη Κυκία, Εα$ΐ Οεπη^ηγ αηά ΕαβΙεπι ΕιίΓορε». σε ΗβίηχννοιίΗ, Ρ. (εά.) ΤΗε Εχιτεπιε ΚίβΗι ίη Εατορε αηά ιΗε ΙΙΟΑ. Ιοηάοη: ΡίηΙεΓ. Οοχ, Μ. (1994) «Πιε Νεεε&εαιγ Ρ3ΐΐηεηΗίρ? ΤΊιε Οίηΐοη ΡΓεβίάεηςγ αηά ΡοδΙ5ονίεΙ Κακία», ΙηιετηαήοηαΙ Αβαίη 70(4), 635-58. Γ>ενΙίη, .Γ (1995) ΤΗε Κίχε ο[ ιΗε Κιιχχίαη Ωεπκκταΐχ: ΤΗε Οαιαεχ αηά ϋοηχεςυεηεεχ ο/ιΗε ΕΙίίι Κε\’οΐαΐίοη. ΑΙάεκΗοΐ: ΕΑναιχΙ ΕΙ£&γ. ΟυηΙορ, .1. Β. (1993) ΤΗε Κίχε ο / Κιιχχία αηά ιΗε ΡαΙΙ ο/ ιΗε Ξονίει Εηχρίη. Ρπηοείοη, Νε\ν Ιεπεχ: Ρηηεείοη υηίνεπίΐγ ΡΓεκ. ΟυηΙορ, 3. Β. (1996) «ΑΙεχαηάεΓ ΒβΓίοίΗον αηά (Ηε Κίδε οΓΝαΐίοηαΙ $οείαΙί$ηι ίη Κυκία», ΡεπιοΙναΐίζαχίγα 4(4), 519-30. ΕηςεΙ, Μ. (1999) «Α ΗίΜοΓγ οί Ηαίε», ΤΗε ΟααηΙίαη, 16 Αυςυχί. ΟΓε^οΓ, Α. 1. (1979) ΤΗε Υυυηξ ΜυχχοΙίηί αηά ιΗρ ΙηιεΙΙεαιιαΙ Οηρηχ ο/ Ραχείχπι. ΒεΓίςεΙεγ: υηίνεπιίίγοί ΟαΙίίοπιηία ΡΓ6&5. ΟυπιίΙγον, 1_ (1991) «Μεηγα ηαζίναγυΐ Εναιζίΐεγειη», ΝαχΗ 5ονκη>εηηίΚ, Νο. 1. ΙηίεπιαάοηαΙΑβαίπ (Μοκχην) (1996) Νο. 1,6-9. Κτα$ηον, V. (1993) «Ραηιίαΐ: Κιιχχίαη ΚΪ£Η(·>νΐη£ ΚαάίεαΙί$πι», σε Μει-ΚΙ, Ρ. Η. και ΑνείηΗεΓβ, ί . (εά$) Εηεοαηιεη ννΐΛ ιΗε ϋοηίετηροηιτγ ΗαάκαΙ ΚίβΗι. ΒουΙάεΓ, ΟΟ: \Λ/ε$Ινίε\ν ΡΓεχχ. ΙαςυευΓ, \ν. (1993) ΒΙαΐΙί Ηιιηάτεώ ΤΗε Κίχε ο[ ιΗε Εχιηπιε Κί$Ηΐ ίη Κιιχχία. Νενν ΥογΚ: ΗαιρεΓ ΟοΙΙίηχ. ίβϊΙεΓ, 3. (1994) «ΖΗίπηον$1ςγ'ϋ ϋΗεΓαΙ ΟοποογβΙϊο Ρατίν: Α ΡΓοίίΙε», Ι μϊμιιγ Ροσυχ οη Εαχίεπι Εατορε Νο. 47,17-30. Μυάάε, (3. (1995) «Κί&Ηΐ-Χνίηβ ΕχίΓειηίεπη ΑηαΙγζεά», ΕιίΓορεαη ]<>ιιπιαΙ ο/ ΡοΙϊΐίεαΙ ΚεχεακΗ 27(2), 203-24. Νεη>Ρετχρεαίνεχ ΟααηεΗγ (19%) 5ρηη£, 4-7. Νονε, Α. (1989) ΟΙαχηοχι ίη Ααίυη: €αΙιαταΙ Κεηακχαηεε ίη Κακία. Βο$(οη: ϋηννίη Ηγιηαη. ΡαηΚίη, Β. (1996) ΤΗε ίαχι Ηαηόηά Ωαγχ ο/ιΗε 5ονίει ΙΙηίοη. ίοηάοη: ΡίηΙεΓ. Ρορον, Ο. ΚΗ. και ΑάζΗυΗεί, Ν. (1988) «Ραιηίαΐ ί Ραπηίαΐ», Ζηαηία Νο. 1 (.Ιαπυατγ), 188-203. Ρπ&γΙονχΚγ, V. (1992) Ωίαίοιιαιγ ο / ΡοΙίιίεαΙ Ραηίεχ αηά Ο^αηίζαΐίοηχ ίη Καχχία. \Λ/<ΐΝΗίη£(οη, ΟΓ: ΟεηίεΓ Γογ 8ΐΓ»ΐε£ίε αηά ΙηίεπιαίίοηαΙ 5(υάίε.<>. ΡπΗγΙονχΙςγ, V. (1995) «\νΗ<»ι ΑλβιΙν Κυχχϊίΐ: Ραχαχπι ογ 1_3ΐίη-5ΐνΙο ΟίςΐαΙοπ>Ηίρ?». ΤΓαηχίιίοη, 23 .Ιυηι:, 6-7. 5Ηεαπηαη. Ρ. (1997) «Ε>εΠηίπ£ ιΗε Ν^ΐίοη»! ΙπιογονΙ: Κϋ.ν,ί^η ΡοΓεί^η ΡοΙίογ 213
αηά Οοιηβχΐίς Ρο1ίιία>», σε ΚαηεΙ, Κ. και ΚοζΗειηϊαΐΗη, Α. (εάχ) ΤΗε Ροηίξη ΡοΙίίγ ο[ ιΗε Καχχίαη Μ εη ΐίο η . ΗουηάπιίΙΙχ αηά Ιοηάοη: ΜααηϊΙΙαη. 1-27. 5Η€3Γτη3η, Ρ. (2000) «ΤΗβ ΟοΙΙαρβε ο ί οοπιπιυηίϋπι ίη (Ηε υδδΚ, ΝαϋοηαΙίκπι αηά ιΗε δ(α(ε», σε ναηάεκίΐυκ, 5. Ο. (εά.) ΤΗε Βίαιε αηά Ιάεηώγ ϋοηχίηιαίοη ίη ΙηιεπιαιίοηαΙ ΚβΙαιίοηί. ΗουηάπιίΙΙϊ αηά ίοηάοη: ΜααηϊΙΙαη, 76-106. δϊπιοηϋεη, 5. Ο. (1995) «ίεαάΐη£ (Ηε <ΤοιηιιιιιηΪ5(8 (Ηγοιι£Η (Ηε ’90&>», Τταηχίιίοη, 14.ΙιιΙγ, 60-3. δίΓηοηχεπ, δ. Ο. (1997) «δίΐΙΙ Ρανουπηβ <Ηε ΡοννβΓ οί (Ηε ΑνοΛεκ», Τπιηχϊήοη, ΟεεειηΗεΓ, 52-6. δηγάεΓ, ί. (1993) «Να(ϊοηαΙϊ$ιη αηά (Ηε (Γγϊϊϊϊ οί (Ηε ΡοχΙ-δονίεΙ δ(α(ε», ΞαινίναΙ 35(1), 5-26. δρΐεΓ, Η. (1989) «δονϊε( Αη(ϊ-5ειηΐ(ϊ$πι ΙΙηοΗαϊηεά: ΤΗε Κ ΐκ οί (Ηε “Ηίδίοποαΐ αηά Ρα(πο(ΐο Α5$οεϊα(ίοη” Ραπφα(», σε Ρτεεάιηαη, Κ. Ο. (εά.) ΤΗε ΡοΙάία ο[Αηΐί-χβηχίίαιη. ϋιίΓΗβιη, ΝΟ: ΟαΙε υηϊνεΓ$ϊ(γ Ργ65$. ΑνΗί(ε, δ., Κ οκ, Κ. χαι ΜεΑ1Ιΐ$(εΓ, I. (1997) Ηο\ν Κακία νοιεχ. ΟιαίΗαπι, Νε» Ιεηεγ: (ΓΗαιΗαπι Ηοιι$ε ΡιιΗΙκΗεκ. \νγπιαη, Μ., ΜΐΙΙεΓ, Μ/. ί . χαι Ηεγνοοά, Ρ. (1995) σε Ιχηϋηί, Ρ. (εά.) ΕΙκάοηχ αηά ΡοΙίικαΙ Οτάετ ίη Κακία. Βυάαρε$(: ΟεηίΓαΙ ΕιίΓορεαη υηϊνεηΐΐγ Ρτε$$, 124-42. Υαηον, Α. (1987) ΤΗεΚυ&ίαη ϋΗαΙΙεη^ε αηά ιΗε Υεατ2000. Οχίοτά: ΒΙαΰΙηνεΙΙ. Ζγυβαηον, Ο. (1995) Ϋετγα ν Κοαήια. Μοχοή : ΥοΓοηεζΗ.
214
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑ
Περιθωριοποίηση, ή επικρατούσα τάση; Η ακροδεξιά στη μετα-κομμουνιστική Ρουμανία ΜίεΗ&βΙ 8Η&Γιγ Πέντε κύριοι παράγοντες φαίνεται να έχουν συνδυαστεί ώστε να βοηθήσουν στην επανεμφάνιση της ακροδεξιάς στη μετα-κομμουνιστική Ρουμανία. Απ’ αυτούς, δύο μπορεί να θεωρηθούν άτι είναι ιστορικής φύσης. Ο πρώτος είναι η πλούσια κληρονομιά μιας α κροδεξιάς που όχι μόνο είχε κατορθώσει να κινητοποιήσει επιτυχώς μεγάλα στρώματα της ρουμανικής κοινωνίας στην περίοδο του Μεσοπολέμου (Ηείπεη, 1986), αλλά επίσης έχει δημιουργήσει μια διακριτή πνευματική ελίτ συγκρίσιμη μόνο με το πρωτο-φασιστικό και φασιστικό τους ταίρι σε Ιταλία και Γαλλία (δΙοπιΗεΙΙ, 1978,1983, 5(€Π)Ηβ11 κ.ά., 1989). Οι ρίζες της ελίτ αυτής μπορούν να αναχθούν πίσω στο 19ο αιώνα και στις διενέξεις ανάμεσα στους μιμητικούς θιασώτες της Δύσης όσον αφορά την πολιτική και την κοινωνική ανάπτυξη και σε όσους υπερασπίζονταν την «αντόχθονη» αναζήτηση ενός μοντέλου, υποτίθεται καλύτερου, που να ταιριάζει στα ειδικά χαρακτηριστικά της ρουμανικής κοι νωνίας (νοίονία, 1991, Ο γπ€3, 1995). Οι αξίες του «ρουμανισμού», επάνω στις οποίες η ελίτ αυτή οικοδόμησε την επιχειρημα τολογία της, τελικά αναμείχθηκαν (και αυτός είναι ο δεύτερος πα ράγοντας που εξηγεί την επανεμφάνιση της ακροδεξιάς) με εκεί νες του μαρξισμού, δημιουργώντας τη ρουμανική εκδοχή «εθνι κού κομμουνισμού», για τον οποίο θα πω περισσότερα στη συνέ χεια. Από τότε, εντούτοις, η «γενιά του τρόμου και της περιπέτει 215
ας», όπως εύστοχα έχει τιτλοφορηθεί από τους ΊΊςιπαηεβηιι και ΡβνεΙ (1994), έχει εξολοθρευθεί στη φυλακή ή εξορίστηκε από τους κομμουνιστές κυβερνήτες της χώρας. Μπορεί, ίσως, να ακσύγεται παράδοξο, αλλά η καταστροφή της ακραίας εθνικιστικής ε λίτ ήταν προϋπόθεση για την επιτυχή αναβίωση των αξιών της από τις κομμουνιστικές αντι-ελίτ στο πλαίσιο εκείνου που ο .Ιο\νΐη (1971) αποκάλεσε «επαναστατική» διαδικασία. Η ανατροπή του καθεστώτος του Νικολάι Τσαουσέσκου τον Δεκέμβριο του 1989 σήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι τώρα ανοιγόταν ένας νέος δρόμος. Μπροστά στα μάτια ενός αποπροσανατολισμέ νου πολιτικού ακροατηρίου (από τη μια πλευρά η Σιδηρά Φρουρά του Μεσοπολέμου και οι συνεργάτες της είχαν θεωρηθεί, προς το τέλος, «εχθροί» και «προδότες του έθνους» και από την άλλη το πιστεύω της είχε μετουσιωθεί σε πιστεύω που δεν ξεχώριζε από ε κείνο του ίδιου του καθεστώτος), εμφανίζονταν δύο κύριοι «σκη νοθέτες» σε μια προσπάθεια να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Ο πρώτος ήταν τα λίγα υπολείμματα της Λίγκας του Αρχάγγελου Μιχαήλ (ή της Λεγεώνας, όπως επίσης ήταν γνωστή η Σιδηρά Φρουρά), που δρούσε από την εξορία και οι ακόμη λιγότεροι απ’ αυτούς που επιβίωσαν στη χώρα (δΗ αίΪΓ, 19913: 22, 1994β: 368, 19946, νβ^ο, 1995:6). Ο δεύτερος «σκηνοθέτης», του οποίου ο ρό λος υπήρξε πολύ πιο κεντρικός, ήταν οι «Δυνάμεις του Παλιού», συμπεριλαμβανομένης της πρώην μυστικής αστυνομίας, της περι βόητης Ξεαιήΐαΐβ, η οποία τώρα αναζητούσε νέο ρόλο για να δι καιολογήσει την ύπαρξή της. Προσωπικότητες συνδεδεμένες τό σο με τη Ξβαίήίαίε όσο και με τη νέα της θεσμική εκδοχή, τη Ρου μανική Υπηρεσία Πληροφοριών (5ΚΙ), βρίσκονται πίσω από τις απόπειρες για επαναφορά του ηγέτη της Ρουμανίας στη διάρκεια του πολέμου, Μ3Γ5Ι13Ι Ιοη Αηΐοπεκυ και είτε αναμείχθηκαν στο λανσάρισμα σοβινιστικών εκδόσεων (παραδείγματος χάριν της ε πιθεώρησης ΕαΓορα) είτε είναι έντονα αναμεμειγμένοι στις δρα στηριότητες εξτρεμιστικών πολιτικών κομμάτων όπως το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας, για το οποίο αναφερόμαστε ακολούθως στο κεφάλαιο αυτό (51ι3Πγ, 1997). Τελικά, ο πέμπτος και τελευταί 216
ος παράγων που συνέβαλε στην επανεμφάνιση της ακροδεξιάς υ πήρξε η φύση του κυρίου κυβερνώντος κόμματος. Με διαφορετι κά ονόματα (Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, Δημοκρατικό Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας και Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Ρουμανίας), αυτός ο πολιτικός σχηματισμός έχει υιοθετήσει μια «χρησιμοθηρική» προσέγγιση στις σχέσεις του με τον αναδυόμενο οργανωμένο εξτρεμισμό. Αν και ο ηγέτης του, πρώην πρόεδρος Ιοη Ιΐϊοδαι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ύποπτος για συμπάθεια προς τους εξτρεμι στές, το κόμμα έχει επιθυμήσει να συγχωρέσει τον εξτρεμισμό και προχώρησε τόσο πολΰ ώστε να δημιουργήσει συνασπισμό με εξτρεμιστικά κόμματα, προκειμένου να διασφαλίσει την κυριαρχία του στη μετα-κομμουνιστική πολιτική ζωή (δΗ»ΓΐΓ, 1996ο).
Η εννοιολογική προσέγγιση
Προτού προχωρήσουμε να αναλύσουμε τη μετα-κομμουνιστική ρουμανική ακροδεξιά, απαιτείται διασαφήνιση των εννοιών, κα θώς κάτι τέτοιο μπορεί να χρησιμεύσει για συγκριτικούς σκοπούς. Ο ορισμός της ακροδεξιάς, έχει παρατηρηθεί, δεν είναι εύκολη υ πόθεση (Η3ΐη5\νοΠΗ, 1992: 3-7). Οι πολλές εκδοχές της ακροδε ξιάς όχι μόνο αποτρέπουν την ταξινομία αλλά, ισχυρίζονται ορι σμένοι, αποτρέπει ακόμη και τη χρονολόγηση. Η 5δΙ>πηα Κβπιεί έχει προβάλει ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της διιστορικότητας του φαινομένου. Σύμφωνα με τη Καιηεΐ (1999), ο φασισμός, ο να ζισμός, η ριζοσπαστική δεξιά και η ακροδεξιά είναι όλες διαφο ρετικές όψεις «οργανωμένης μισαλλοδοξίας», οι ρίζες των οποί ων ανάγονται στην Ιστορία, πολύ πέραν της σύγχρονης (βιομηχα νικής και μετα-βιομηχανικής) εποχής. Εκείνοι (μεταξύ των οποί ων η συγγραφέας) που έχουν πειστεί ότι το φαινόμενο θα έπρεπε να περιοριστεί σε παραμέτρους που δεν προηγούνται χρονικά της σύγχρονης εποχής (όπως η μαζική κινητοποίηση και η τεχνολογι κή ικανότητα που χρειάζεται για να ωθήσει την κινητοποίηση αυ τή και να την ελέγξει), είναι αντιμέτωποι με μια πρόσθετη δυσκο 217
λία εν όψει της ανατροπής των κομμουνιστικών καθεστώτων. Οι «γκρίζες ζώνες μεταξύ των κατηγοριών» των διαφορετικών απο χρώσεων της δεξιάς πολιτικής ήταν αρκετά περίπλοκες ακόμη πριν από τη δραματική εκείνη εξέλιξη (ΕΗΓννεΙΙ, 1989:74), αλλά τώρα έχουν γίνει ειδικά περίπλοκες με την εμφάνιση, σε διάφορες πρώην κομμουνιστικές χώρες, των αποκαλούμενων «κοκκινόμαυρων» συμμαχιών και πολιτικών μείξεων. Ενώ η Ιστορία είχε ήδη γνωρίσει πολιτικές μετατροπές από το ένα άκρο στο άλλο, οι δυο «θανάσιμοι εχθροί», η ακροαριστερά και η ακροδεξιά, ουδέποτε πριν είχαν ανοιχτά ενώσει μυαλό και ψυχή στον κοινό (αλλά χωριστό μέχρι τώρα) αγώνα κατά του κοι νού εχθρού: του ατομισμού και της δημοκρατίας. Ακόμη ούτε και το σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν του 1939 είχε τολμήσει, ανοιχτά, να α ναγνωρίσει κοινότητα όχι απλώς πρόσκαιρων συμφερόντων, αλ λά πυρηνικών πολιτικών αξιών. Το να είμαστε μάρτυρες διαδηλω τών που τώρα φέρουν πορτρέτα του Στάλιν σε κοινή πορεία με τους φασίστες και ογδοντάρηδες του εμφυλίου πολέμου μαζί με μοναρχικούς, δεν μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να γίνει εύκολα κατα νοητό. Ορισμένοι σχολιαστές μπορεί να τείνουν να «εξηγούν» το φαι νόμενο, πολύ βιαστικά, μέσω ενός αρκετά οικείου ιστορικού κλι σέ. Η κοινότοπη αλήθεια των «άκρων» που εφάπτονται είναι, ε ντούτοις, η λεωφόρος που οδηγεί σε αδιέξοδο, εάν δεν συνοδεύε ται από τα «πώς» και τα «γιατί». Με άλλα λόγια, πρέπει να συν δυαστούν ιστορικά τεκμήρια (τα «πώς») και πολιτισμική (με την ανθρωπολογική έννοια του όρου) ενόραση προκειμένου να προκύψει ένα πειστικό υπόδειγμα. Ο Η3Ϊη5\νθΓΐΗ υποστηρίζει (1992: 1) ότι η πολιτική κουλτούρα μπορεί να είναι ένα από τα κλειδιά για την κατανόηση των εκλογικών επιτυχιών και αποτυχιών της α κροδεξιάς. Ενώ το επιχείρημα παράγεται σε συνδυασμό με τη με ταπολεμική δυτική Ευρώπη, είναι επίσης εφαρμόσιμο στη μετακομμουνιστική ανατολική και κεντρική Ευρώπη. Πράγματι, η κλη ρονομιά του αυταρχισμού, του έντονου εθνικισμού και της κεντρι κής σημασίας των κοινοτιστικών (οοιηπιιιηϊΐ3π3η) (σε αντίθεση 218
προς τις ατομιστικές) άξιων έχει τονιστεί από πολλούς μελετητές. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικοί πολιτισμοί των πρώην κομμου νιστικών κρατών είναι ταυτόσημοι. Παραδείγματος χάριν, η διά κριση μεταξύ των κληρονόμων της βυζαντινής κληρονομιάς της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τη μια πλευρά και της κληρονομιάς των Δυτικών Εκκλησιών από την άλλη, είναι μια διαφορά σημα ντική. Στη δεύτερη περίπτωση, η «διπλή υποταγή» (στο θεό και τον Καίσαρα) προκαλεί διττό ανταγωνισμό (μεταξύ θεού και Καίσαρα) και, στο τέλος της ημέρας, υπονομεύει την απόλυτη ε ξουσία. Μήπως δεν είναι η απόλυτη εξουσία (ή η πιο ήπια μορφή της, ο κρατικός πατερναλισμός) που χάνουν οι «κοκκινόμαυροι», μεταξύ άλλων; Οι πολιτισμικές ομοιότητες μπορεί να εξηγούν τα «γιατί» των αναδυόμενών «κοκκινόμαυρων» συμμαχιών, αλλά δεν εξηγούν πλήρως τα «πώς», εάν δεν ληφθεί υπόψη μια περαιτέρω όψη: η κληρονομιά του «εθνικού κομμουνισμού». Με την πιθανή εξαίρε ση της πρώην Τσεχοσλοβακίας, όλα τα πρώην κομμουνιστικά κράτη στην ανατολική-κεντρική Ευρώπη είχαν μια «εθνική κομ μουνιστική» φάση, αν και η έντασή της σε καμία περίπτωση δεν ή ταν παντού ίδια. Ο «σοσιαλισμός σε μια χώρα» μπορεί να θεωρη θεί ότι υπήρξε το πρώτο παράδειγμα «εθνικού κομμουνισμού», α κολουθούμενο από τον «τιτοϊσμό» και κατόπιν από πολλές άλλες ποικιλίες. Σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο «εθνικός κομμου νισμός» βασίστηκε στην υποκίνηση μίσους κατά του «ιστορικού ε χθρού» (εσωτερικού, εξωτερικού ή και των δύο) ως συστατικού στοιχείου της αναζήτησης μιας εναλλακτικής «νομιμοποιητικής φόρμουλας». Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ήταν που μπορούσαν να συναντηθούν η ριζοσπαστική δεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά. Αναπολώντας την ερευνητική του εργασία στη Ρουμανία το 197071,ο Ο αηϊεΐ Ο ιϊ γ ο Ι θυμάται πως ο Τ γβϊηπ ΗεΓδεηΐ, ένας «σημαντι κός προπαγανδιστής για τη Σιδερά Φρουρά», του είπε μετά την α πελευθέρωση από τη φυλακή και την αποκατάστασή του ως καθη γητή στο πανεπιστήμιο: «(σ)ι>νήθιζα να γράφω πράγματα επαινώ ντας “Τ ο Λοχαγό” [τον Ο ο Γ η εΙίυ ΟούιΐΗηιι, τον θεωρούμενο Ρου 219
μάνο Φίρερ] και τώρα γράφω αρκετά ίδια πράγματα, αλλά επαι νώντας τον Τσαουσε'σκου. Δεν είμαι μαρξιστής, καταλαβαίνεις, αλλά πρε'πει να ομολογήσω ότι μου αρέσει αυτό που κάνει» (ΟΗιγοΙ, 1994:239). Αυτό που έκανε ο Τσαουσε'σκου ήταν ακριβώς να αναμείξει τη ριζοσπαστική αριστερά και το ριζοσπαστικό δε ξιό λόγο. Η εξάλειψη του κομμουνισμού κατέστησε πάλι δυνατό το «φυ σικό» διαχωρισμό των δυο λόγων. Παραδόξως, εντούτοις, ήταν α κριβώς σ’ αυτό το χρονικό σημείο που αναμείχθηκαν οι δύο λόγοι σε έναν, μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε η μεταξύ τους διάκριση να είναι δύσκολη. Ωστόσο, η διάκριση είναι ακόμη αναγκαία και όχι μόνο εξαιτίας της δυνατότητας να ξαναδούμε στο μέλλον έναν διαχωρισμό τους. Εδώ, υπό συζήτηση είναι δύο διακριτοί, αν και αλληλένδετοι τύποι πολιτικών σχηματισμών, που αμφότεροι δεί χνουν μια νοοτροπία «ριζοσπαστικής σκέψης» (51ι3Γιγ, 1999). Κόμματα μιας «γνήσιας» ριζοσπαστικής δεξιάς, προς το παρόν, είναι ακόμη σχετικά λίγα και χωρίς εκπροσώπηση στην ανατολική-κεντρική Ευρώπη. Εντούτοις, η νοοτροπία της «ριζοσπαστικής σκέψης» βρίσκεται όχι μόνο μεταξύ εκείνων των πολιτικών σχη ματισμών που ορίζω ως κόμματα «ριζοσπαστικής συνέχειας» διακρίνοντάς τα από τα κόμματα «ριζοσπαστικής επιστροφής», αλλά, επίσης, σε κατεστημένους πολιτικούς σχηματισμούς. Είναι ακρι βώς αυτή η διάχυση που προσφέρει τροφή για σκέψη όταν εξετά ζουμε τους κινδύνους ή τις προοπτικές ανόδου στην εξουσία του δεξιού εξτρεμισμού. Η διάκριση μεταξύ «ριζοσπαστικής συνέχειας» και «ριζοσπα στικής επιστροφής» χρησιμεύει να υποδείξει ποιο «παρελθόν» ε πιλέγεται ως το κύριο πλαίσιο αναφοράς. Οι θιασώτες της «ριζο σπαστικής συνέχειας» είναι κληρονόμοι του «εθνικού κομμουνι σμού». Αι*τοί μπορεί -και συνήθως το κάνουν- να παροξύνουν τις ξενοφοβικές όψεις του εθνικού κομμουνισμού, αλλά επίσης συν δέονται μ’ αυτόν με επιλογή, με τις προσωπικέ; ιστορίες των ηγε τών τους ή μέσω εκλογικών αναγκών. Συνήθως, υπάρχει ένας συν δυασμός και των τριών αϊτών μεταβλητών, αλλά αυτό δεν ισχύει 220
πάντα. Μερικές φορές, γίνεται ανοιχτή αναφορά με θετικούς ό ρους στα «σοσιαλιστικά επιτεύγματα», αν και στις περισσότερες περιπτώσεις το «σοσιαλιστικό» απορρίπτεται υπέρ του «εθνι κού», «του λαού» ή κάποιου άλλου παρόμοιου όρου. Επιπλέον, οι «θεωρίες της συνωμοσίας», όπως τονίζει η Καιηεΐ (199), είναι πά ντα συστατικά στοιχεία του λόγου της «ριζοσπαστικής συνέχει ας». Οι θεωρίες αυτές συνδέονται στενά με το μηχανισμό της «ε ξωτερίκευσης της ενοχής», πράγμα που καθιστά δυνατή την από δοση της ευθύνης κάποιων και συχνά όλων των σφαλμάτων που διέπραξε ένα έθνος στη διαδρομή της Ιστορίας του στο «Αλλο» (5>13Ωγ, 1991ο, ΚπτηοουΗ, 1990:157-8). Ο λόγος δίνει έμφαση τόσο στις διεθνείς όσο και τις τοπικές συνωμοσίες που, υποτίθεται, στό χο έχουν την υπονόμευση του μέλλοντος της κοινότητας κάποιου. Οι συνδυασμοί είναι πολυσήμαντοι και μερικές φορές περίεργοι. Η ΚΟΒ λέγεται ότι συνδέεται με τη ΟΙΑ, που, αμφότερες, είναι α συνείδητα εργαλεία της ισραηλινής Μοσάντ και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Εβραίος περιγράφεται ως η ρίζα του κακού. Στην υ ποτιθέμενη επιδίωξη των Εβραίων να εξασφαλίσουν παγκόσμια κυριαρχία, ενεργούν σε συμφωνία με οποιονδήποτε συμβαίνει να θεωρείται «ιστορικός εχθρός» και κρύβεται πίσω από τέτοιες α πατηλά κατασκευασμένες έννοιες όπως «ανθρώπινα δικαιώμα τα» και διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, η Ευ ρωπαϊκή Ένωση και πολλοί άλλοι. Αυτό είναι ένα, αλλά όχι το μο ναδικό χαρακτηριστικό που μοιράζονται από κοινού οι θιασώτες της «ριζοσπαστικής συνέχειας» με τους θιασώτες της «ριζοσπα στικής επιστροφής». Δεν μας εκπλήττει ο κοινός δεσμός. Εξάλ λου, ο εθνικός κομμουνισμός, ιδιαίτερα στο αναηΐ-Ια-βη στάδιό του της δεκαετίας του 1980, υιοθέτησε ως δική του νομιμοποιητική επινόηση το ακραίο εθνικιστικό περιεχόμενο (αλλά όχι τη μορφή του) του Μεσοπολέμου. Οι σχηματισμοί της «ριζοσπαστικής συνέ χειας» διακρίνονται από τα κόμματα της «ριζοσπαστικής επιστρο φής» κυρίως από την ανοιχτή συνηγορία υπέρ μιας επιστροφής σε αξίες που κινητοποίησαν την άκρα δεξιά στα χρόνια του Μεσοπο λέμου, συμπεριλαμβανομένου του πρωτο-φασισμού, του φασι221
σμοΰ και, ακόμη, του ναζισμού. Αυτοί βρίσκουν «πρότυπα» σε η γέτες όπως οι Τίχο, ΗΙΐηΙι», Αηΐοηεχοιι, ΟκίΓεβηυ, ΗοΠϊψ, δζίίβδΐ και ΡβνεΙΐς. Όμως, πάλι, και εξαιτίας των ίδιων λόγων, αιττοί μπο ρεί να ενωθούν στην επιδίωξη του «ρόλου των πρότυπων» από κά ποιους θιασώτες της «ριζοσπαστικής συνέχειας». Προτού επιστρέψουμε στη Ρουμανία, θα είναι χρήσιμο να α ποσαφηνίσουμε την προαναφερθείσα διάκριση με ορισμένα πα ραδείγματα από άλλες χώρες. Η κατηγορία της «ριζοσπαστικής συνέχειας» θα περιλάμβανε, ασφαλώς, άτομα όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ή ο Φράνιο Τούντζμαν. Από την άλλη πλευρά, ηγέτες όπως ο νο^δ^ν 8ε$εΙ] του Σερβικού Ριζοσπαστικού Κόμματος (βλ., Κεφάλαιο 12) ή ο Αηΐε ϋρρϊο του Κροατικού Κόμματος Ιστορικών Δικαιωμάτων θα έπρεπε να θεωρούνται ότι ανήκουν στην κατηγορία «ριζοσπαστική επιστροφή». Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βουλγαρίας είναι ένα κόμμα «ριζοσπαστικής συνέχει ας», ενώ το Κίνημα Αναβίωσης, καθοδηγούμενο από τον πατέρα Οείειηεηον (κατά ομολογία του θαυμαστής του ναζισμού), ανήκει στο μέρος του φάσματος «ριζοσπαστική επιστροφή» όπως και το σκοτεινό Πατριωτικό Κίνημα «5Ηηιπη» και το Βουλγαρικό Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τα τελευταία αυτά κόμματα δεν είναι κοι νοβουλευτικά, χαρακτηριστικό που (προς το παρόν;) ενοποιεί πολλά (αλλά όχι όλα) τα κόμματα που ανήκουν στην κατηγορία «ριζοσπαστική επιστροφή». Στην Πολωνία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας δεν υπάρχουν κόμματα «ριζοσπαστικής συνέχειας», με την πιθανή εξαίρεση του ασήμαντου Πολωνικού Εθνικού Μετώ που (δηλαδή, του ΡοΙχΙά Ρ γοπΙ Ν α η κ ίο η γ που καθοδηγείται από τον ^ηιΐδζ ΒΓγοζΚο\ν5ΐσ, γενικό γραμματέα της Πατριωτικής Ένωσης Οηιπλναίά και όχι του ΝαΓοάοννγ Ρ γοπΙ ΡοΙχΜ, που καθο δηγείται από τους \νοί<:ίεοΗ ΡοφαοΚϊ και λνο^ϊεοΗ Βεί» - αυτό το τελευταίο αποτελεί άλλο ένα πολωνικό παράδειγμα σχηματισμού «ριζοσπαστικής επιστροφής»). Στην Ουγγαρία, το Κόμμα της Ουγγρικής Δικαιοσύνης και Ζωής του ΙδΙνίη Οδυτίί» ταιριάζει στην κατηγορία «ριζοσπαστική συνέχεια», ενώ ο Α16εΠ 5ζ3βό προσωποποιεί την αναβίωση μιας «ριζοσπαστικής συνέχειας» νέ 222
ου τύπου Αιτονν Ογο55. Στην ίδια κατηγορία, στην Πολωνία και τη Δημοκρατία της Τσεχίας, ανήκουν, αντίστοιχα, σχηματισμοί όπως η Εθνική Κοινότητα - Πολωνικό Εθνικό Κόμμα του Βο1ε$ΐ3\ν Τε]Κο\ν$1ςΐ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του ΜΪΓοεΙβν δΙάάεΚ, καθώς επίσης πληθώρα άλλων μικρότερων οργανώσεων. Στη Σλοβακία ο νΐαοϋΓπΐΓ ΜεδίαΓ, η εξέλιξη του οποίου είναι περίπλο κη, ξεκίνησε ως αντικομμσυνιστής μεταρρυθμιστής, ο οποίος τελι κά υιοθέτησε θέσεις «ριζοσπαστικής συνέχειας» για να μετατοπι στεί αργότερα μόνο σε ένα λαϊκιστικό μείγμα κεντρικών και ριζο σπαστικών ιδεών μετά τις εκλογές του 1994. Στη σλοβάκική πλευρά της «ριζοσπαστικής επιστροφής» είναι σχηματισμοί όπως η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση, το Κόμμα του Σλοβάκικου Λαού και η Σλοβάκική Εθνική Ενότητα (Ινστιτούτο Εβραϊκών Υποθέ σεων, 1994:78-81,117-30, .ΙεΗηεΙί, 1994, Κβπκιί, 1999). Τελικά, πι θανώς, η Ρωσία προσφέρει την πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση, εφόσον ο μοναδικός ηγέτης που είναι πιο διάσημος για τις ακραίες θέσεις του, ο Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι, είναι ίσως ο λιγότερο σημα ντικός από τους ανταγωνιζόμενους. Ο Ζιρινόφσκι, πιθανώς, δεν είναι «ριζοσπάστης συνεχιστής» και ούτε είναι θιασώτης «ριζο σπαστικής επιστροφής». Ο ηγέτης του Ρωσικού Φιλελεύθερου Δημοκρατικού ($ϊί) Κόμματος είναι απλώς «ριζοσπάστης κλόουν» ή, πιθανότερο, «ριζοσπάστης ανδρείκελο» που χρησίμευσε στο να εκτρέψει την προσοχή από τον πραγματικό κίνδυνο. Στην πλευρά της «ριζοσπαστικής συνέχειας», το καλύτερο ρωσικό παράδειγμα προσφέρεται, ίσως, από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα Εργα τών του νΐΙαοΓ Αηρϊΐον, ενώ αξιοσημείωτα παραδείγματα υιοθέ τησης στάσεων «ριζοσπαστικής συνέχειας» ενσωματώνονται στη Ρωσική Εθνική Ενότητα του ΑΙεΚδβηάεΓ Β3Γΐί3δ1ιον και στο Εθνι κό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Νικολάι Λισένκο, αλλά ο Γκενάντι Ζουγκάνοφ (βλ.. Κεφάλαιο 10), ο ηγέτης του Ρωσικού Κομ μουνιστικού Κόμματος, θα έπρεπε επίσης να τοποθετηθεί στην κατηγορία «ριζοσπαστική συνέχεια»1. θ α έπρεπε να τονιστεί, εντούτοις, ότι το συνεχές «ριζοσπαστι κή συνέχεια» - «ριζοσπαστική επιστροφή» είναι μάλλον «ιδεατός 223
τύπος» παρά «μοντέλο». Πιθανώς, πολλοί σχηματισμοί έχουν χα ρακτηριστικά και από τους δυο αυτούς τύπους.
Κόμματα «ριζοσπαστικής συνέχαας»
Με βάση το πλαίσιο της προηγούμενης συζήτησης είναι δύσκολο να δώσουμε μια σαφή απάντηση ως προς τη θέση των μετα-κομμουνιστικών ακροδεξιών κομμάτων της Ρουμανίας. Υπάρχουν δύο κύρια εμπόδια. Το πρώτο αφορά το «αφετηριακό σημείο». Εφόσον ο «εθνικός κομμουνισμός» έχει αφενός περιθωριοποιηθεί και αφετέρου φέρει στο προσκήνιο το δεξιό πολιτικό λόγο, ανήκει στον «παρατηρητή» να προσδιορίσει εάν οι εξτρεμιστές έχουν με τατοπιστεί από το περιθώριο στην επικρατούσα τάση ή εάν υπήρ ξαν τμήμα της επικρατούσας τάσης από την αρχή. Η δεύτερη δυ σκολία αφορά την πολιτική ρευστότητα. Από την ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος υπήρξαν στη Ρουμανία τρεις γύροι κοινοβουλευτικών εκλογών (1990,1992 και 19%) και κάθε γύρος παρήγαγε έναν κάπως διαφορετικό πολιτικό χάρτη. Τρία κόμμα τα «ριζοσπαστικής συνέχειας» αντιπροσωπεύθηκαν στο Κοινο βούλιο του 1992 και δύο στο νομοθετικό σώμα που εξελέγη το 19%. Αν και ένας σχηματισμός «ριζοσπαστικής επιστροφής» ήταν επίσης παρών για μια μικρή περίοδο στο προηγούμενο Κοινοβού λιο, αυτός δεν χρωστούσε την παρουσία του εκεί στην επιλογή του εκλογικού σώματος. Τα τρία κόμματα είναι το Κόμμα της Μεγά λης Ρουμανίας (ΡΒΓίίάιιΙ Κοιπάηΐβ Μπτε ΡΚΜ), το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Ρ3ΐ1κ1υ1 δοοίΕΐΐδΙ 31 Μιιηοϋ, Ρ5Μ) και το Κόμμα της Ρουμανικής Εθνικής Ενότητας (ΡαιΙΐΰιιΙ υπϊ(3(ίΐ Ναΐϊοπαΐβ Κοπιέπε, ΡυΝΚ). Στις γενικές εκλογές του 1992, το ΡΚΜ συγκέντρωσε το 3,89% των ψήφων για την Κάτω Βουλή και 3,85% για τη Γερουσία, με α ποτέλεσμα την εκπροσώπηση με 16 βουλευτές και 6 γερουσιαστές (η Ρουμανία έχει σύστημα δύο Βουλών: το Κοινοβούλιο αποτελείτο από 341 βουλευτές το 1992 και 343 το 1996 και από 143 γερου 224
σιαστές). Ο αριθμός των μελών του ΡΚ.Μ αυξήθηκε θεαματικά, πιθανότατα ως αποτέλεσμα της συμμέτοχης του στην κυβέρνηση του Ιανουάριου του 1995 και της δυνατότητάς του επομένως να «μοι ράζει αγαθά». Ύστερα από μια πραγματική πτώση από 28.000 το 1992, σε 2.000 το 1993, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε σημαντικά το 1995 σε 32.000 και έφτασε σχεδόν τις 35.000, στο τέλος του έ τους. Ο αριθμός των μελών της οργάνωσης νεολαίας του κόμματος (με 138 τοπικά παραρτήματα) αυξήθηκε επίσης από 2.500 το 1993 σε άνω των 5.000 το 1995 (5Η3πί, 1995, Κοπιάπΐα ΠΊακ,Αρ. 305,10 Μαΐσυ 19%). Το κόμμα ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1990 από δυο υπερεθνικισιές συγγραφείς, τους Ευ^εη ΒβΓ&υ (που πέθανε το 1993) και (ΤοΓηεΙϊιι ναάΐιη ΤιιάοΓ, ένα πρώην «αυλικό ποιητή» της οικογένειας Τσασυσέσκου (5Η3ηί, 19916). Από την αρχή, το ΡΚΜ υιοθέτησε αντισημιτικές και ξενοφοβικές στάσεις, με στόχο όχι μόνο Εβραίους, αλλά και Ούγγρους και Ρομά. Αυτό θρήνησε, αρ χικά υπαινικτικά και αργότερα ανοιχτά, την απουσία του Τσασυ σέσκου από την πολιτική σκηνή, θεωρώντας τον εθνικό ήρωα που, όπως ο Αντονέσκου, είχε αγωνιστεί για την ανεξαρτησία της χώ ρας επιδιώκοντας να την προστατεύσει από τους Εβραίους, τους Ούγγρους και άλλους διεθνείς συνωμότες και από τους ληστρι κούς γείτονές της, τους οποίους έβαζε όλους στο ίδιο καλάθι. Μέ χρι το 19%, το «φανερό μυστικό» των προηγούμενων διασυνδέσε ων του ΤικΙογ με τη μυστική αστυνομία του Τσαουσέσκσυ αποκαλύφθηκε επίσημα από τον Υιγ^ϊΙ Μ&£ΐΐΓε3ηιι, διευθυντή της 5ΚΙ, την απομάκρυνση του οποίου είχε απαιτήσει ο ΤιιάοΓ επειδή, νω ρίτερα, είχε υπαινιχθεί τις διασυνδέσεις αυτές. Ο Μαβυτεαπυ, τον οποίον ο ΤυάοΓ κατηγόρησε ότι ήταν ουγγρικής καταγωγής, ενερ γούσε προφανώς σε συνεννόηση με τον πρόεδρο Ιοη ΙΙίεχαι. Ο πρόεδρος και ο Τιιάοτ ήταν πολιτικοί σύμμαχοι, αλλά από τη στιγ μή που διαλύθηκε η συμμαχία, ο ΤιιάοΓ κατηγόρησε τον ΙΙίεΒαι ότι ήταν «Γύφτος», πρώην πράκτορας της ΚΟΒ, ότι στην εξουσία τον ανέβαζαν και τον κρατούσαν εκεί οι Εβραίοι, ότι ήταν άθεος που δεν δίστασε να διατάξει την εκτέλεση του Τσαουσέσκου την «ιερή ημέρα των Χριστουγέννων» (5ΗαπΓ, 1996»). 225
Η κατάρρευση της συμμαχίας του ΡΚΜ με το κυβερνών Σο σιαλδημοκρατικό Κόμμα στη Ρουμανία (ΡΟδΚ) πυροδστήθηκε α πό εκλογικούς υπολογισμούς (από τις δύο πλευρε'ς), αλλά επίσης από την εκρηκτική προσωπικότητα του ΤιιάοΓ. Έχοντας προσβά λει τον ΙΗεδαι, έπεσε στα χέρια των πολλών πολιτικών αντιπάλων του στη δημοκρατική πλευρά του πολιτικού φάσματος της Ρουμα νίας, που ήταν ιδιαίτερα ευτυχείς να βοηθήσουν στην άρση της κοινοβουλευτικής ασυλίας του. Ο ΤιιάοΓ υπήρξε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 19% (γεγονός που αποτελεί έναν από τους λόγους για την αχαλίνωτη επίθεση κατά του Ιΐϊΰδαι), κερδίζο ντας το 4,72% των ψήφων και έτσι επανεξελέγη γερουσιαστής με αποτέλεσμα την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής του ασυ λίας. Το ΡΚΜ, συνολικά, πήγε καλύτερα το 19% από το 1992, εξα σφαλίζοντας το 4,46% (και 19 έδρες) στις εκλογές για την Κάτω Βουλή και 4,54% στις εκλογές για τη Γερουσία (όπου τώρα είχε 8 γερουσιαστές) ( Ο ό π ι ο η Γοπιέηέ, 8 Νοεμβρίου 1996). Το Ρ5Μ, υπό την ηγεσία του ΙΗβ νεπ1ε(, πρώην πρωθυπουρ γού του Τσασυσέσκου, ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1990 και κατα χωρίστηκε στο Δικαστήριο του Βουκουρεσιίου τον Ιανουάριο του 1992. Μετά τις εκλογές του 1992, το ΡΚΜ και το Ρ5Μ ίδρυσαν στη Γερουσία την ομάδα του Εθνικού Μπλοκ. Εκτός του νετάε^, το πιο εξέχον μέλος του Ρ5Μ είναι ο Αάπαη Ράυηεχου, ο οποίος, ό πως ο ΤυάοΓ, είναι πρώην «αυλικός ποιητής» της οικογένειας Τσασυσέσκου. Ο Ρίηυεδου κατείχε την εβδομαδιαία εφημερίδα Τοίαςΐ ίαόίκα και την ημερήσια Υκηιβα, και οι δύο από τις οποίες φιλοξενούσαν εθνικιστικά άρθρα, ορισμένα με υπογραφή του Ραυπεβου. Το Φεβρουάριο του 1996, ο Ρίίηιιεχοιι επελέγη από το Ρ5Μ να είναι υποψήφιος απέναντι στον Ιΐϊεβου στις επόμενες προ εδρικές εκλογές. Σ’ αυτές πήγε άσχημα και συγκέντρωσε την υπο στήριξη μόνο του 0,69% του εκλογικού σώματος. Οι κοινοβουλευ τικές εκλογές του 1996 κατέληξαν σε φιάσκο για το Ρ5Μ. Στο προηγούμενο Κοινοβούλιο, το κόμμα (δεν υπάρχουν στοιχεία για τον αριθμό των μελών) είχε κερδίσει το 3,03% των ψήφων για την Κάτω Βουλή και 3,18% των ψήφων για τη Γερουσία. Το 1996, ε 226
ντούτοις, απέτυχε να περάοει το 3% του εκλογικού κατωφλιού, κερδίζοντας 2,16% των ψήφων για τη Γερουσία και 2,15% για την Κάτω Βουλή (Οοπ/αι ηηιάηά, 8 Νοεμβρίου 1996). Το φιάσκο αυ τό μπορεί να αποδοθεί, εν μέρει, στην πόλωση του εκλογικού σώ ματος. Οπαδοί της αριστερός είχαν υποστηρίξει το ΡϋδΚ και οι οπαδοί της κεντροδεξιάς την οργάνωση-ομπρέλα της δημοκρατι κής αντιπολίτευσης, δηλαδή τη Δημοκρατική Συμφωνία Ρουμα νίας (ΟϋΚ), που αναδύθηκε ως η ισχυρότερη ομάδα του Κοινο βουλίου και η οποία με υποψήφιο τον ΕγπϊΙ 0)ηε(3ηΙΐη€<>αι, κέρδι σε τις προεδρικές εκλογές. Τόσο το ΡΚΜ όσο και το Ρ5Μ είναι κοντά στο ν»ΐΓ3 γοιγ>3Π€38€3 (Ρουμανικό Δρεπάνι), μια εξτρεμιστική αντι-ουγγρική οργάνωση που ιδρύθηκε στις αρχές του 1990, της οποίας πολι τικός βραχίονας είναι το ΡυΝΚ. Ο επίτιμος πρόεδρος της ν»ΐΓ3 Γθΐτι&η638θ&, Ιοδίί 0 )118011(11] Ογ3£3Π, με παρελθόν σιδηροφρουρού, λέγεται ότι έχει συγκεντρώσει μια περιουσία στη Δύση και είναι γνωστός για τους στενούς δεσμούς του με το προηγούμενο καθεστώς. Σύμφωνα με (ΐρχεία που δημοσιεύθηκαν από μια εβδο μαδιαία ρουμανική επιθεώρηση στις αρχές του 1995, ο Ογ3£3π υ πήρξε πράκτορας της δοοιιπίβίε έχοντας υποστεί εκβιασμό με σκοπό να υποχρεωθεί να συνεργαστεί υπό την απειλή της αποκά λυψης των αμαρτωλών πηγών πλουτισμού του. Ο Ογ3£3Π, επίσης, είναι επικεφαλής της Ένωσης Μβκΐιαΐ Αη(οη6$ειι και του Ιδρύ ματος Μ3Γ8>ΐ3ΐ Αηΐοηεβαι, ενώ ο Τ ικ Ιο γ και άλλες ηγετικές προ σωπικότητες του κόμματός του είναι εξέχοντα μέλη και στα δύο. Υπήρξε ο κύριος χορηγός του πρώτου αγάλματος του Αντονέσκου που στήθηκε στη 51ο6οζΐ3 το 1993. Από τότε έχουν ανεγερθεί ακό μη δύο αγάλματα στη μνήμη του Μ3Γ8Η3Ι και ένα τέταρτο σχεδιά ζεται στην κύρια πόλη της Τρανσιλβανίας, Κλουζ. Η πρωτοβουλία προήλθε από τον πρόεδρο του ΡυΝΚ, δημάρχου της Κλουζ, ΟΗ6θΓ£Η€ ΡιιηβΓ, ενώ ο Ογ3£3Π, ακόμη μία φορά, είναι ο χρηματο δότης (δΗβπί, 1997). Ο ΡιιηβΓ ανέλαβε την προεδρία του ΡίΙΝΚ το 1992 και από τό τε απόκτησε διεθνή φήμη για τις προβοκατόρικες ενέργειές του 227
και τις επιθέσεις κατά της ουγγρικής μειονότητας στη Ρουμανία, που αποτελεί περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Κλουζ (θ3ΐΐ3§ΗεΓ. 1995:168,203,208-9 καιρααϊη 5Η<ιιϊί, 2000). Το 1998, κατόπιν εσωτερικών διαφωνιών στο ΡυΝΚ. που οδήγησαν στην εκδίωξή του από τη θέση του προέδρου, εντάχθηκε στο ΡΚΜ, και έγινε γενικός γραμματέας του κόμματος αυτού. Η πολιτική του, προφανώς, είναι εναρμονισμένη με τη ρουμανική εθνική πλειοψηφία, σημαντικό τμήμα της οποίας μεταφέρθηκε στην Κλουζ από τον Τσασυσέσκου στην επιδίωξή του να «ρουμανοποιήσει» την πόλη. Ο Ριιη3Γ ήταν ένας από τους λίγους δημάρχους που θα εκλέ γονταν (στην περίπτωσή του, επανεξελέγη) στις τοπικές εκλογές του 1996 από την πρώτη ψηφοφορία, εξασφαλίζοντας περισσότε ρες από το 50% των ψήφων (Ραδιοφωνικός Σταθμός Βσυκσυρεστίου, 6 Ιουνίου 19%). Εντούτοις, η υποψηφιότητα για την προε δρία της χώρας θα ήταν διαφορετική υπόθεση. Το 1992, συγκέ ντρωσε ένα αξιοσέβαστο 10,87% των ψήφων, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση μετά τους κύριους διεκδικητές, Ιοη ΙΙίεδαι και τον Ειηΐΐ 0>π8(3ηΐΐη€8αι του ΟϋΚ. Το 19%, εντούτοις, κατόρθωσε να κερδίσει την υποστήριξη μόνο του 3,22% του εκλογικού σώματος. Μεγάλο μέρος της απώλειας μπορεί να αποδοθεί στην υπογραφή, στις 16 Σεπτεμβρίου, ύστερα από χρόνια αντιδικίας, της από μακρσύ εκκρεμούσας ουγγρο-ρουμανικής βασικής συνθήκης. Το ΡυΝΚ ήταν αντίθετο με αυτήν, ισχυριζόμενο ότι αποτελσύσε «ξε πούλημα» των εθνικών συμφερόντων της Ρουμανίας και ότι θα σήμαινε ενσωμάτωση της Τρανσιλβανίας στην Ουγγαρία. Οι ισχυρι σμοί, εντούτοις, αναιρέθηκαν πάνω απ’ όλα από την παρόμοια αρ νητική στάση απέναντι στη συμφωνία που επέδειξε στην Ουγγα ρία η κεντροδεξιά αντιπολίτευση. Αφού, το ΡίΙΝΚ πάνω απ’ όλα είναι ένα «μονοθεματικό» αντι-ουγγρικό κόμμα και, επιπλέον, α φού ο σχηματισμός του Ριιπβγ μαστιζόταν από εσωτερικές αντιπα λότητες στις παραμονές των εκλογών, οι εκλογικές επιδόσεις του προέδρου του κόμματος και τσυ ίδιου τσυ κόμματος για το 19% ή ταν ασύγκριτα λιγότερο εντυπωσιακές από τις αντίστοιχες του 1992. Το ΡυΝΚ, που το 1993 είχε 49.000 μέλη (Ε$Κεη&5γ, 19%), 228
είχε κερδίσει το 7,71% των ψήφων για την Κάτω Βουλή και το 8,12% των ψήφων για τη Γερουσία το 1992. Τα ποσοστά αυτά εί χαν μεταφραστεί σε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση 30 βουλευ τών και 14 γερουσιαστών. Το 1996, ωστόσο, το ΡΌΝΚ ήταν ε'νας από τους κυρίους ηττημε'νσυς των εκλογών, μαζί με το ΡϋδΚ και το Ρ5Μ. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπησή του μειώθηκε σε 18 βουλευτές και 7 γερουσιαστές, αντανακλώντας μια πτώση στο 4,36% των ψήφων για την Κάτω Βουλή και 4,22% για τη Γερουσία ( Ο ό π ιο η ΓΟΓΠ3Π3,8 Νοεμβρίου 1996). Με την εξαίρεση του ΡΚΜ, που πιθανώς συγκέντρωσε ορισμένες από τις απώλειες του ΡυΝΚ, τα άλλα τρία μέλη του συνασπισμού που είχαν κυβερνήσει τη χώρα για τον περισσότερο χρόνο μετά τις εκλογές του 1992 πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την κακή οικονομική διαχείριση της χώρας και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου. Σ’ αυτό ακρι βώς το ερμηνευτικό πλαίσιο είναι που πρέπει να τοποθετηθεί το αποτέλεσμα των εκλογών του 19922, παρά στην απορριπτική λογι κή των εξτρεμισπκών πολιτικών εκ μέρους του εκλογικού σώμα τος.
Κόμματα «ριζοσπαστικής επιστροφής»
Όπως ήδη αναφέρθηκε, μόνο ένα κόμμα «ριζοσπαστικής επιστρο φής» αντιπροσωπεύθηκε στο Κοινοβούλιο το 1995 και η αντιπρο σώπευση αυτή ήταν πολύ βραχύβια. Το Κόμμα της Εθνικής Δεξιάς (Ραιίίάυΐ ϋκβρίΒ Ναμοηαΐα, ΡϋΝ) δεν εκπροσωπούνταν στο νομο θετικό σώμα ως αποτέλεσμα εκλογικής επιλογής. Ο Οοτηβΐ Βγθ]ι3$, πρώην αντιπρόεδρος του ΡυΝΚ., αποσκίρτησε από το κόμμα του αφού συγκρούστηκε με τον ΡιιηβΓ και εντάχθηκε στο ΡϋΝ, που στις εκλογές του 1992 είχε πάρει ένα ποσοστό κάτω του 0,1%. Όταν αυτός προσχώρησε, το κόμμα είχε περίπου 5.800 μέλη και παραρτήματα σε 10 από τις 41 κομητείες της Ρουμανίας (συνέ ντευξη με τον Βγ&Η3§ στην ΑάενάηιΙ, 2 Ιουνίου 1995). Μια από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να τυπώσει και να διανείμει στο Κοινο 229
βούλιο ένα βιβλίο γραμμένο από έναν πρώην στρατηγό της μυστι κής αστυνομίας του Τσαουσέσκου. Σ' αυτό, κατηγορούσε τους Ούγγρους και τους Εβραίους για όλα τα δεινά της Ρουμανίας, ειδι κά δε εστιάζοντας ιττην υποτιθέμενη κοινή ενοχή τους για το γεγο νός της «μπολσεβικοποίησης» της χώρας. Θα έπρεπε να σημειώ σουμε ότι αυτό δεν είναι παρά ένα από τα χιλιάδες παραδείγματα της ρουμανικής εκδοχής τι»ν «θεωριιόν συνωμοσίας» στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Ο συγγραφέας, Ν ε β β ΐι Ο οχγπ», θε ωρούσε τους Εβραίους και τους Ούγγρους «προδότες» και (»ς τους ανθρώπους «που έσκαψαν τον τάφο της Ρουμανίας», ισχυριζόμενος ότι οι 74 από τους 484 γερουσιαστές και βουλευτές στο Κοινο βούλιο ήταν κρυπτοεβραίοι (ϋπηίεα ητηάηί, 16 Νοεμβρίου 1995, ΒαΙΙβίίη ίη/οπηαΐϊνε ΙΙΟΜΚ, 16 και 23 Νοεμβρίου 1995). Το ΡϋΝ εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1992 από τον νεαρό δημοσιογράφο Κβάιι δοΓΟχαι. Το «μανιφέστο προς τη χώρα» του κόμματος δημοσιεύθηκε το 1993, στην πρώτη έκδοση του Νοιια άκ3ρΐί (Η Νέα Δεξιά), έκδοση που αργότερα άλλαξε το όνομά της σε Ωκαρία ηαμοηαίά(Η Εθνική Δεξιά). Το μανιφέστο όριζε ό τι το ΡϋΝ προάγει ένα «εθνοκεντρικό κράτος» που «αποκλείει [ε θνικές] μειονότητες από το εσωτερικό του στο βαθμό που αυτές αρνούνται την αφομοίωσή τους στο ρουμανικό έθνος». Η κατα σκευή αυτή αντιπαραβαλλόταν προς τη δημοκρατία, αφού η τε λευταία θεωρούνταν ότι βασιζόταν σε ατομικά δικαιώματα, «ανε ξάρτητα από φυλή και θρησκεία». Τα θεμέλια του εθνοκεντρικού κράτους, αντίθετα, στηρίζονταν «στη θέληση του ρουμανικού έ θνους». Οι δημόσιες υπηρεσίες, επομένως, έπρεπε να διαφυλάσσονται μόνο για τους «γνήσιους Ρουμάνους». Μέλη εθνικών μειο νοτήτων που αποδεικνύονταν «άπιστα» στο εθνοκεντρικό κράτος έπρεπε να απελαύνονται. Το μανιφέστο συνέχιζε να ορίζει ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να πραγματώσει τον εαυτό της μόνο «στο πλαίσιο του κράτους» και ότι, συνεπώς, «τα ανθρώπινα δι καιώματα» δεν ήταν παρά μυθοπλασία «των δειλών και των αδυ νάμων». Ένα ειδικό υποκεφάλαιο στο μανιφέστο ασχολούνταν με τα προβλήματα των εθνικών μειονοτήτων. Οι Ρομά λεγόταν ότι -230
βρίσκονταν «σε πόλεμο με το ρουμανικό έθνος» και το μανιφέστο πρότεινε ως «τελική λύση» την «απομόνωση τους» σε στρατόπεδα. Οι Ούγγροι θεωρούνταν «σκληροί, εκδικητικοί και οπαδοί της α νάκτησης χαμένων πατρίδων» και «εάν ένα εκατομμύριο Ούγγροι αρνούνταν να συμμορφωθούν στις εντολές του κράτους, [τότε] έ να εκατομμύριο Ούγγροι πρέπει να απελαθούν [από τη χώρα]). Η ίδια τύχη επιφυλάσσεται για όλους τους «μετανάστες» που είχαν έλθει στη Ρουμανία (κυρίως από τη Μέση Ανατολή) μετά την ανα τροπή του προηγούμενου καθεστώτος και οι οποίοι θεωρούνται ό τι διαχειρίζονται τό «οργανωμένο έγκλημα» στη χώρα. Όσον α φορά την εξωτερική πολιτική, το κόμμα «δεν αναγνώριζε τη νομι μότητα των ευρωπαϊκών φόρουμ (δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένω σης και των θεσμικών οργάνων της) που ιδρύθηκαν μετά τον Ψυ χρό Πόλεμο», επειδή προάγουν «μια παγκόσμια διεθνή τάξη» που δεν «λαμβάνει υπόψη της τη θέληση όλων των εθνών». Αντίθετα, το ΡΟΝ υποστήριζε ένα «ρουμανικό στρατιωτικό και οικονομικό προσανατολισμό προς τη Γερμανία και την Ιαπωνία». Με άλλα λόγια, το όραμα ήταν η αναβίωση του Αξονα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, χωρίς τη Ρώμη. Αντίθετα από τους Ρομά και τους Ούγγρους, οι Εβραίοι δεν αναφέρονταν ειδικότερα στο μανιφέστο. Η στάση του ΡΟΝ απένα ντι τους, όμως, μπορεί να συναχθεί από την περιγραφή του μανι φέστου σχετικά με τον «αγώνατου ρουμανισμού», όπου αναφέρεται ότι το λατινικό «εθνικό πνεύμα» των Ρουμάνων ήταν ασύμβα το με τον «ιουδαϊκό-μασονικό μερκαντιλισμό». Το τελευταίο θεω ρούνταν βάθρο της δημοκρατίας, που μετασχημάτισε τα έθνη σε «σκλάβους των μεγάλων διεθνών χρηματοοικονομικών συμφερό ντων» (Νουα άκαρίά, Αρ. 1, 1993). Η Νουα άκ&ρΐέ εξηγούσε τις αρνητικές αντιδράσεις απέναντι στο μανιφέστο του ΡΟΝ, στα α νεξάρτητα Μέσα, ως ισοδύναμο με το «ξεπούλημα» στον «ιουδαϊκό-μασονικό αποκρυφισμό». Οι συγγραφείς των επιθέσεων κατά του ΡΟΝ χαρακτηρίζονταν ως «περιβόητοι μισθοφόροι, που πλη ρώνονται κατευθείαν από τα ταμεία των συναγωγών» (Νουα άκαρίά, Αρ. 2, 1993). 231
Το κύριο σχόλιο της έκδοσης του Απριλίου 1993 του Νουα άκαρίίτο υπέγραφε ο δθΓε$αι, ο οποίος επιθυμούσε να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες του ότι, «δεν είμαστε αυτό που φαινόμα στε» - δηλαδή, λεγεωνάριοι ή φασίστες. Η εξωτερική όμως σελί δα της έκδοσης έφερε άρθρο, γραμμένο το 1937, από τον σιδηροφρουρό πολιτικό Αίεχβικίπι Ο3πΐ3ουζϊηο, με τίτλο «(τ)ραβήξτε τα όπλα σας, οκνηρά παράσιτα». Όπως άλλοι λεγεωνάριοι του και ρού (ΕηηϊΙ (ΤΪ0Γ3Π, παραδείγματος χάριν), ο Οβηΐβαιζίηο καλούσε τους Ρουμάνους συμπατριώτες του να ανασκουμπωθούν και να ε πιβάλουν τη θέλησή τους στην Ιστορία. Τυχαία ή όχι, η Νουα άκ3ρ(3 εξήγγειλε (στην ίδια έκδοση) την ίδρυση μιας κοινοβου λευτικής οργάνωσης με επωνυμία «Οι Αστικοί Φρουροί». Το πρωτοσέλιδο άρθρο συνοδευόταν από φωτογραφία που έδειχνε τον ΟκΐΓ63ηιι να παρασημοφορεί τον ΟβΙβειιζϊηο που, όπως το θέ τει η εισαγωγή της μπροσούρας τσυ, «είχε αντιληφθεί ότι η βία ή ταν απαραίτητη για την εκκαθάριση του έθνους». Περαιτέρω, το καταστατικό τσυ ΡΟΝ που με κάποιο τρόπο διέρρεε στον Τύπο και δημοσιευόταν σε καθημερινή εφημερίδα του Βσυκουρεστίου, σαφώς υιοθετούσε την οργανωτική δομή του Κινήματος των Λεγεωνάριων (όπως αποκαλούνταν, επίσης, η Σι δηρά Φρουρά) ως υπόδειγμα δράσης. Τα μέλη του ΡΟΝ έπρεπε να ορκίζονται, απορρίπτοντας το «δημοκρατικό χάος» και θέτο ντας τα συμφέροντα του «κινήματος» πάνω από τα δικά τους συμ φέροντα. Μετά τον όρκο, γίνονταν «αδέλφια» (όσοι φιλοδοξού σαν να ενταχθούν στο Κίνημα των Λεγεωνάριων ήταν γνωστοί ως «Σταυραδέλφια»). Οι διακηρύξεις τους, περαιτέρω, όριζαν ότι οι «δέκα διοικήσεις» του ΡΟΝ ήταν «εμΛνευσμένες» από τις έξι δι οικήσεις του Κινήματος της Λεγεώνας» και ότι τα μέλη χαιρετιό νταν μεταξύ τους με υψωμένο βραχίονα «όπως ακριβώς στο χαι ρετισμό των Λεγεωνάριων». Όπως και οι Λεγεωνάριοι, αυτοί α ποκαλούνταν μεταξύ τους ϋαηιαηιά (σύντροφοι) και η επίσημη στολή τους είναι ταυτόσημη με τη στολή της Λεγεώνας: πράσινα πουκάμισα με δερμάτινα ξακρίσματα και μαύρα παντελόνια (Ογ3, 9 Νοεμβρίου 1993, όπως αναφέρεται στο Οΐπιΐη&ΐα, 29 Δε 232
κεμβρίου 1995). Ο αρχηγός του κινήματος («Διοικητής», ο τίτλος του διαδόχου του Ο χ Ιγ ο η γ ιιι, Η ο π » δΐιτι») είναι προϊστάμενος ενός εξαμελούς Μεγάλου Συμβουλίου, στο οποίο εντάχθηκε και ο Βγβ1ι3$ μετά την αποσκίρτησή του από το ΡυΝΚ.. Όπως παρου σίαζε ε'να επίσημο φυλλάδιο του ΡϋΝ το 1995, ο Βγ3Ηη$ είχε την ευθύνη της αναδιοργάνωσης του κινήματος, που προφανώς είχε υ ποφέρει από την ξαφνική απόφαση του δοτεχου το 1994 να απο συρθεί από την πολιτική και να αντικατασταθεί από ε'ναν φοιτητή Τεχνών και Νομικής, τον ΑιίΓεΙϊβη ΡβνεΙεχειι (ΡκηαααΙ ηοχίπι άε νεά εκ, Αρ. 4, 7 Ιουνίου 1995). Το σημαντικότερο, ίσως, ο Βγ31ι3$, επιχειρηματίας, προφανώς είχε διοχετεύσει χρήματα στα ταμεία του ΡϋΝ, καθώς το κόμμα προετοιμαζόταν για τις εκλογές του 1996. Είναι ειρωνεία ότι τότε ακριβώς ε'παψε ο Βγ3Η&$ να είναι μέλος του ΡϋΝ, αφού τον Ιανουάριο του 1996 κατηγορήθηκε ότι είχε καταχρασιεί κεφάλαια του κόμματος και έτσι εγκατέλειψε το κόμμα (ΕνεηίτηβηΐυΙ ζΐΐβί, 1 Ιουνίου 1995, Οο/ικτα Γοτηάηα, 20 και 22 Ιανουαρίου 1996 και 6 Μαρτίου 1996, ΚοπιάηίΙ Ιϊ\χγβ 5 Μαρτί ου 1996, Ζΐιΐ3 6 Μαρτίου 1996, και Λ;πϊ3/ιι/ ηζμοηζΐ, 9 Μαρτίου 19%). Όμως το ΡϋΝ, τελικά, δεν έλαβε μέρος στις γενικές εκλογές του 19%. Ένας νέος νόμος για τα πολιτικά κόμματα που πέρασε στο Κοινοβούλιο νωρίτερα το χρόνο εκείνο, αύξησε τον αριθμό των υπογραφών υποστήριξης που ήταν απαραίτητος ώστε ένα κόμμα να περιληφθεί νομίμως στους σχετικούς καταλόγους, από 251 σε 10.000. Το ΡΟΝ δεν ήταν ανάμεσα στους 43 πολιτικούς σχηματισμούς που είχαν κατορθώσει να εγγραφούν μέχρι τον Σε πτέμβριο του 1996 (Λπμ/ιι/ παμοηοΐ, 29 Οκτωβρίου 19%). Λαμβάνοντας μέρος στις τοπικές εκλογές του Ιουνίου του 1996, προ τού εφαρμοστεί ο νέος νόμος, το ΡΡΝ κατόρθωσε να συγκεντρώ σει, σε ολόκληρη τη χώρα, μόνο 135 ψήφους στις εκλογές των δη μάρχων και 192 ψήφους στις εκλογές των τοπικών συμβουλίων (ΜοηίιοηιΙ οβααΐαΐ Κοτηάηϊβΐ, Μέρος I, Αρ. 132,25 Ιουνίου 1996). Πριν περάσει ο νέος νόμος περί κομμάτων, διάφοροι σχηματι σμοί του τύπου της «ριζοσπαστικής επιστροφής» δρούσαν εκτός 233
Κοινοβουλίου. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν το Κίνημα για τη Ρουμανία ( ρεηΐίυ Κοπιέηία, ΜΡΚ), που είχε ιδρυ θεί στα τέλη του 1991. Όπως το ΡΟΝ, το ΜΡΚ δεν εγγράφηκε εκ νέου ως πολιτικός σχηματισμός. Επειδή το κίνημα ΜΡΚ έχει εκτενώς καλυφθεί αλλοΰ (5ΗβΠγ, 1994Η), δεν θα ασχοληθώ εδώ μ’ αυ τό, τονίζοντας μόνο ότι αιττό ήταν το πρώτο πολιτικό κίνημα στη Ρουμανία που περίπου παραδέχθηκε ότι καταγόταν από τη Σιδη ρά Φρουρά. Πράγματι, το ΡΟΝ συναγωνιζόταν το ΜΡΚ, όπως κά νει μια νέα οργάνωση που ιδρύθηκε το 1995, η Βι-έηοονεαηυ Εδβίε ΑχδοααΙίοη (5οΙΐΓό<1εΓ, 1995). Τα τρία κινήματα έχουν ως στόχο τους τη νεολαία και, τουλάχιστον όσον αφορά το ΜΡΚ, προφανώς με κάποια επιτυχία. Ενώ το ΡΟΝ και το ΜΡΚ ισχυρίζονται ότι η κληρονομιά της Σι δηράς Φρουράς πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες εποχές και πε ριστάσεις, το 1994 έγινε προσπάθεια συνολικής υιοθέτησης της εν λόγω κληρονομιάς. Ο $ειΐ>3η διιηι, καθηγητής σε γυμνάσιο του Βσυκσυρεστίου, στην ηλικία των τριάντα είχε ιδρύσει, τον Νοέμ βριο του 1992, στα γενέθλια του ΟχίΓεαπυ, ένα κίνημα με διακη ρυγμένο προσανατολισμό προς τη Σιδηρά Φρουρά, με τίτλο Νέα Χριστιανική Ρουμανία (Νοιια Κοιπάηϊε Οε§Ιϊη3). Γι’ αυτόν ακρι βώς το λόγο, το Δημοτικό Δικαστήριο του Βουκσυρεστίου αρνήθηκε να εγγράψει στον εκλογικό κατάλογο το κίνημά του, τον Νο έμβριο του 1993. Τελικά, ο διιπι ανακάλεσε την προσπάθεια, με α ποτέλεσμα, όπως γράφτηκε το 1994 σ’ ένα δημοσίευμα στην Τιμισοάρα, φιλικό προς τη Σιδηρά Φρουρά, «προς το παρόν το κόμμα διαλύεται», αλλά δεν ξεχνιέται (ΤίηεκβίυΙ Ιϊ Ιχ γ , 1-2 Δεκεμβρίου 1992, Κοηιάηΐα ηιακ, Αρ. 136, 29 Ιανουαρίου 1993, /ιιπια/υ/ ηα(ΐοπ3ΐ, 7 Αυγούστου 1995, Οαζεία άε νβχΐ, Αρ. 114; Οκτώβριος 1995). Ο διιηι και οι «φωλιές» του (οι βασικοί οργανωτικοί πυρή νες στο κίνημα Ο κ ίΓ ε β η ιι) εμφανίζονταν συχνά στα μέσα ενημέ ρωσης το 1995. Το 1994, αυτός ίδρυσε τη «φωλιά Ηοηα 8ϊπι&», ό πως την ονόμασε από το όνομα του διαδόχου του (Τ ο ά τ εα π υ στην ηγεσία της Σιδηράς Φρουράς (ΑάεναηιΙ, 29 Οκτωβρίου 1994), ε νώ το 1995 ακολούθησε η ίδρυση πολλών άλλων «φωλεών» στις 234
πόλεις Κραϊόβα, Μπράσοφ, Σίμπιου, Κοστάντζα και στην πρω τεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, Οιίςίηάυ (Κοπιαηία ΙΐΙκΓα, 17 Νοεμβρίου 1995, Ενεηΐπιεηΐυΐ ζΐΐεΐ 9 Δεκεμβρίου 1995). Μέλη της τελευταίας είχαν αναμειχθεί σε διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης της Μολδαβίας και τελικά συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν ότι προετοίμαζαν «εξτρεμιστικές ενέργειες», η φύση των οποίων δεν προσδιοριζόταν (ΒΑ5Α-Ργ€85, 15 Μαΐου 1996). Επίσης, το 1995, ο διιηι, που έναν χρόνο νωρίτερα είχε θεμελιώ σει στο Βουκουρέστι μια βιβλιοθήκη τεκμηρίωσης για τη Σιδηρά Φρουρά, προσπάθησε επίσημα να ιδρύσει μια ένωση με τίτλο Ι^ξΐυηαι ϋκ^ίίηα (Χριστιανική Λεγεώνα), ο δηλωμένος σκοπός της οποίας ήταν η «διάδοση της ιστορικής αλήθειας» σχετικά με τη Σιδηρά Φρουρά. Το Γενικό Συμβολαιογραφείο, εντούτοις, δεν δέχτηκε την εγγραφή στα μητροία και το Δικαστήριο του Βουκουρεστίου, ενώπιον του οποίου έγινε προσφυγή κατά της απόφασης, επικύρωσε την απόφαση, θεωρώντας τη Ιέξϊυηββ Οιε$ίΐπ3 ως μη θεσμοθετημένη (ΕνεηίηιεηΐιιΙ ζίΙεί, 22, 23 και 24 Ιουνίου 1995, ΑάονάΓυΙ, 23 Ιουνίου 1995, ΚοπΊέηία //ί«Γ3, 24 Ιουνίου 1995). Αμ φιλεγόμενη ήταν επίσης μια θερινή κατασκήνωση εργασίας λεγε ωνάριων, που οργανώθηκε από τον 5υηι στην Ρ3(ϋη3, στα Βουνά των Καρπαθίων, κατά το πρότυπο και στην τοποθεσία μιας από τις κατασκηνώσεις της λεγεώνας στο Μεσοπόλεμο. Οι μετέχοντες φορούσαν τα πράσινα πουκάμισα του Κινήματος των Λεγεωνά ριων και υποτίθεται ότι θα κατένειμαν τις δραστηριότητες μεταξύ εργασίας, θεωρητικής κατήχησης και προσευχής (ΟυπεηιΙ ηαμοηαΙ, 17 Ιουνίου 1995, Κοτηϋηώ ΙΟχγά , 17 Νοεμβρίου 1995). Οι δύο δεκάδες ή περίπου τόσοι νεαροί συμμετέχοντες, εντούτοις, δεν απόλαυσαν την υποστήριξη όλων των παλιότερης γενιάς με λών της Σιδηράς Φρουράς ή ακόμη και όλων των νεότερων διαδό χων τους, εν προκειμένω. Η Οαζεία άε νεχί, μηνιαία επιθεώρηση που τυπωνόταν στην Τιμισοάρα από τους οπαδούς του Ηογι3 δΐπΐ3, παραδείγματος χάριν, κατηγόρησε τον 5ιιγιι για «επιδεικτι κή συμπεριφορά», ότι δεν «εσωτερίκευε» πραγματικά τις αξίες του Κινήματος των Λεγεωνάριων και ότι προκαλούσε την αντί235
δράση των αρχών, θέτοντας πιθανώς σε κίνδυνο τα μετα-κομμουνιστικά «επιτεύγματα» του κινήματος (Οαζαΐα άβ νβχΐ, Αρ. 113, Σε πτέμβριος 1995 και Αρ. 115, Νοέμβριος 1995). Οι παλαιότεροι Σιδηροφρουροί, πράγματι, ίδρυσαν το δικό τους κόμμα τον Μάιο τον 1993. Ονομάστηκε Κόμμα «Για την Πα τρίδα» (ΡαηίάιιΙ«Ρβηΐηι Ραηίβ», ΡΡΡ). Το κόμμα πήρε μέρος στις τοπικές εκλογές, καθώς επίσης στις γενικές εκλογές του 1996, με πολύ πενιχρές επιδόσεις και στις δύο περιπτώσεις. Στις τοπικές ε κλογές, μόνο 71 άτομα υπερψήφισαν δήμαρχο του ΡΡΡ σε ολόκλη ρη τη χώρα και το κόμμα έλαβε μόνο 110 ψήφους για τοπικούς συμβούλους, πάλι σε επίπεδο χώρας (ΜοηϊίοηιΙ οβάαΐ αΐ Κοηιάηκί, Μέρος 1,25 Ιουνίου 1996). Στις γενικές εκλογές το ΡΡΡ συγκέντρωσε 0,17% των ψήφων για τη Γερουσία και 0,15% των ψήφων για την Κάτω Βουλή (Οτοηίοα ΓοτηαπΛ. 8 Νοεμβρίου 1996).
Ο δεξιός εξτρεμισμός σε σχηματισμούς της ειπκρατούσας τάσης
Μια επιφανειακή σύγκριση μεταξύ των εκλογικών αποτελεσμά των του 1992 και του 1996 θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο πολι τικός εξτρεμισμός βρίσκεται σε πορεία περιθωριοποίησης. Εξάλ λου, η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των κομμάτων «ριζοσπα στικής συνέχειας» μειώθηκε από 59 σε 37 έδρες στην Κάτω Βουλή και από 25 σε 15 στη Γερουσία. Επίσης, τα κόμματα «ριζοσπαστι κής επιστροφής» δεν εκπροσωπήθηκαν ποτέ στο νομοθετικό σώ μα. Εντούτοις, ο ριζοσπαστισμός ακροδεξιάς μορφής κάθε άλλο παρά περιορίζεται στις δύο κατηγορίες κομμάτων που εξετάσαμε προηγουμένως. Ο ιστός των ιδεών διαπερνά τα πολιτικά σύνορα και δημιουργεί παράξενες συγκατοικήσεις. Πάρτε, παραδείγμα τος χάριν, το Ρουμανικό Δημοκρατικό Αγροτικό Κόμμα (ΡαηϊώίΙ Ωβηκκηιΐ ΑξταΓ Κοηιάη, ΡΟΑΚ). Δημιουργημένο σαν δορυφόρος του κυβερνώντος κόμματος τον Φεβρουάριο του 1990, κυρίως για να αντιπαραταχθεί στην αντιπολίτευση του Χριστιανοδημοκρατικού Εθνικού Αγροτικού Κόμματος, το κόμμα αυτό ήταν μέλος του 236
συνασπισμού μέχρι το 1994 και ισχυρό στήριγμα της κυβέρνησης. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1992, το ΡϋΑΚ απέτυχε να ><περβεί το εκλογικό κατώφλι του 3% στην Κάτω Βουλή, αλλά κα τόρθωσε να πετύχει 3,31% στις εκλογές για τη Γερουσία, αρκετά για να κερδίσει εκεί μια βάση. Το ΡΟΑΚ, ακολούθως, κάνοντας κακή εκτίμηση, καιροσκοπικά, παρά για λόγους ιδεολογικού με τασχηματισμού, μετατοπίστηκε στην αντιπολίτευση. Τότε, εντά χθηκαν σ’ αυτό διάφοροι υπερεθνικιστές. Ένας από αυτούς ήταν ο Κβάυ ΤΗεοίΙοηι, που έγινε αντιπρόε δρος του κόμματος, αντικαθιστώντας τον Οΐΐνϊιι Τοοβοίυ. Ο Τοοαάιι είχε ανακαλύψει ο ίδιος ότι η συμμετοχή σε ακροδεξιές δραστηριότητες μπορούσε να ήταν επικερδής υπόθεση και το 1993 χρηματοδότησε την πρώτη ρουμανική μετάφραση του Μβΐη Κατηρ/■του Αδόλφσυ Χίτλερ. Ο ΊΤιεοόσπι, ίσιος ο πιο φαύλος αντισημίτης της Ρουμανίας, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΡΚΜ αλλά, έ χοντας συγκρουστεί με τον ΤικΙογ το 1992, εντάχθηκε σιο Κόμμα της Σοσιαλδημοκρατικής Ενότητας και γρήγορα έγινε πρόεδρός της. Τελικά, μετακινήθηκε πάλι, τη φορά αυτή σιο ΡϋΑΚ. Το πι στεύω του, εντούτοις, δεν άλλαξε με την αλλαγή πολιτικών χρωμά των. Κανένας άλλος <ττη Ρουμανία δεν παραθέτει τα δυσφημιστι κά Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών ως «απόδειξη» της διεθνούς εβραϊκής συνωμοσίας τόσο συχνά όσο ο Τ1ιεο<1οηι (τα Πρωτόκολ λα έχουν τυπωθεί σε διάφορες ευκαιρίες - με τελευταία το 1995, από «σεβαστό» εκδοτικό οίκο). Το 1995, έγραψε σειρά κειμένων στην εβδομαδιαία αντισημιτική Εαηρα του Βουκουρεστίου (ο αρ χισυντάκτης της οποίας, ΙΗε Νεαοςυ, είναι κοντά στον ΤικΙογ και το 19% έγινε μέλος της Διευθύνουσας Επιτροπής του ΡΚΜ) (ΡοΙΐΙκα, Αρ. 219, 11 Μαΐου 1996), μπροσούρα που τελικά διατέ θηκε για πώληση σε τόμο 300 σελίδων, με τίτλο Κοηχαηΐα, ιΗβ ΨοΗά αηά ίΗβ]β\ν$. Εξέχων συνάδελφος του Πιοσάοπι στο ΡϋΑΚ ήταν, μέχρι πρόσφατα, ο γερουσιαστής Ιοη Οο]η. 'Οπως ο ΤΗεοάοηι, ο 0ο]3 ή ταν αντιπρόεδρος του ΡϋΑΚ και πολιτικός μετανάστης. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα στο Κοινοβούλιο εκπροσωπώντας το Ε 237
θνικό Μέτωπο Σοπηρίας, όπως ονομαζόταν τότε το ΡϋδΚ και ή ταν επίσης ιδρυτικό μέλος του Υαίπι τοηιάηεαχΐί γινόμενος ο πρώ τος αντιπρόεδρός του. Ο Ο)]η μετακινήΟηκε (ττο ΡίΙΝΚ και κατό πιν, αφοΰ (η'γχροΰστηκε με τον ΡιιηαΓ. στο ΡϋΑΚ. Τον Μάρτιο τον 1996, εξελέγη υποψήφιος του ΡΠΑΚ στις προεδρικές εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το φθινόπωρο (Ράδιο Βουκου ρέστι, 3 Μαρτίου 1996). Τότε όμως το ΡΟΑΚ έκλεισε συμμαχία με δύο άλλους σχηματισμούς, το Νέο Ρουμανικό Κόμμα και το Ρου μανικό Οικολογικό Κίνημα, ιδρύοντας μια εκλογική συμμαχία με επωνυμία Εθνική Κεντρώα Ένωση (ίΙΝΟ). Η ΌΝΟ αποφάσισε να έχει κοινό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές και ο (Ιο]3 έχασε στον ανταγωνισμό με τον Ιοη Ρορ άε Ρορβ. Γεμάτος τύψεις επέ στρεψε στο ΡυΝΚ, αποτυχαίνοντας, εντούτοις, να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο. Η ατελείωτη αφήγηση περί της πολιτικής μετανάστευσης του 0 ^ 3 δεν τον σταμάτησε από το να συνεργάζεται με το ΡΟΝ και το ΜΡΚ. Ήταν συνήθως τακτικός συνεργάτης του Νουα άκαρία (ό που εξηγούσε στους αναγνώστες ότι «η δεξιά είναι του θεού», α φού κάνουμε το σημείο του σταυρού με το δεξί χέρι, ενώ «το αρι στερό» ήταν το χέρι και το μυαλό της «αμαρτίας», στην οποία το ποθετούσε τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα (Νουα άκΗρΐϋ, Αρ. 1, 1993)· επίσης ήταν συνεργάτης της έκδοσης Μ&ατνα του ΜΡΚ. Οι απόπειρές του να πραγματοποιήσει την ε νοποίηση του ΡΟΝ και του ΜΡΚ απότυχαν, αλλά ο 0 ^ 3 παρέμεινε ένας από τους κύριους απολογητές της Σιδηράς Φρουράς που, υποστήριζε αυτός, ουδέποτε διέπραξε τα εγκλήματα που της απο δίδονταν και ότι τάχα είχαν απαλλαγεί από κάθε υποψία από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης που εκδίκασε τα εγκλήματα πολέ μου. Ο ισχυρισμός ήταν τόσο αλλόκοτος ώστε η εβδομαδιαία Ούεηια αρνήθηκε να δημοσιεύσει το κείμενό του. Διαφωτιστικό της ρουμανικής διασύνδεσης της «ριζοσπαστικής επιστροφής» και της «ριζοσπαστικής συνέχειας» είναι το γεγονός ότι ο Ο)]3 (αναμ φίβολα εκπρόσωπος του προηγούμενου ρεύματος) τελικά δημοσί ευσε το κείμενο στο Υ τετη β α του Ρπυηεχου (25-26 Μαΐου 1996). 238
Η προκατάληψη βασισμένη σε θρησκευτικό φονταμενταλισμό είναι μέρος της διανοητικής τάσης της ριζοσπαστικής δεξιάς. Στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο κύριος στόχος είναι οι Ε βραίοι, αν και οι Ρομά, όπως οι ομοφυλόφιλοι και οι λεσβίες, επί σης είναι στο στόχαστρο (δΗαπί, 1999). Ολοκληρώνοντας μια έ ρευνα σχετικά με τον αντισημιτισμό (Ττην Ευρώπη από την περίο δο του Ολοκαυτώματος, ο ΚοΗεΠ 5. λνίχΙιϊοΗ έγραφε ότι, σε όλες τις πρώην κομμουνιστικές κοινωνίες, «αρχαίες προκαταλήψεις ενσταλαγμένες στη λαϊκή ψυχή έχουν έλθει στην επιφάνεια... α κόμη και εκεί όπου σπάνια έχουν απομείνει κάποιοι Εβραίοι». Σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσθετε, οι προκαταλήψεις αυτές «ενιείνονται (...) εξαιτίας αυτού καθαυτού του αφαιρετικού χαρα κτήρα των αντιεβραϊκών στερεοτύπων στην πρωτεϊκή φύση τους, που εύκολα μπορεί να μετασχηματίζονται και να προσαρμόζονται στις νέες καταστάσεις» (ΜχίπςΗ, 1993:19). Ωστόσο, καθώς ο κό σμος πλησιάζει την τρίτη χιλιετία της σύγχρονης εποχής, θα περίμενε κανείς το τέλος τέτοιων τεχνασμάτων εξαπάτησης όπως οι λίβελοι περί αίματος στο Μεσαίωνα κατά των Εβραίων, σύμφωνα με τους οποίους οι Εβραίοι φονεύουν παιδιά μη Εβραίων και χρη σιμοποιούν το αίμα τους για την προετοιμασία του άζυμου ψωμιού κατά το Εβραϊκό Πάσχα. Το 1995, η ΒαΗοαάα, εβδομαδιαία εφη μερίδα εκδιδόμενη στο Βουκουρέστι από το τραστ Τύπου Μεπάϊβη και η οποία είναι ιδιοκτησίας του προέδρου του Ρουμα νικού Οικολογικού Κινήματος, νίοΐοτ Εάιΐίκΐ Οιΐβΐιϊ, αναβίωσε τη συκοφαντία. Ύστερα από την ανακάλυψη και σύλληψη μιας σπείρας κακοποιών που έκαναν αγοραπωλησίες μωρών με την α νάμειξη δύο Ισραηλινών, ο Ου§υί έγραφε: «Όπως είναι καλά γνωστό, το εβραϊκό άζυμο ψωμί χρειάζεται ΙζοχΗβΓαγνό χριστιανι κό φρέσκο αίμα». Η απόδειξη, εντούτοις, ήταν απίθανο να βρεθεί «εφόσον η εβραϊκή μαφιόζικη πρακτική της αναζήτησης κρέατος ΙίοχΗβΓ συγκαλύπτεται από τη Μοσάντ» (Βαήεαάα, Αρ. 46, 14 Νο εμβρίου 1995). Ακόμη και η εβδομαδιαία επιθεώρηση Κοηχάηία τηακ, που κάλυψε την ίδια ιστορία, δεν είχε τολμήσει να προχω ρήσει τόσο μακριά. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσίευση, η ισ239
ραηλινή πρεσβεία στο Βουκουρέστι ήταν πιθανό να «αποσιωπή σει» το γεγονός, επειδή «όταν οι Εβραίοι εμπλέκονται σε δουλε μπόριο χριστιανών παιδιών προκειμένου να πουλήσουν μέλη του σώματός τους σε νοσοκομεία, η πράξη αυτή αποκαλείται ανθρω πιστική και όταν διαμαρτύρονται οι χρκττιανοί (...) αυτό λέγεται αντισημιτισμός, ξενοφοβία, εξτρεμισμός» (Κοηιάηΐα πιακ, Αρ. 282,1 Δεκεμβρίου 1995). Όμως, είναι σημαντικό ότι το ΡΚΜ θεω ρείται εξτρεμιστικό και δικαίως, ενώ το κόμμα του Ου^υΐ υποτίθε ται ότι ανήκει στην «επικρατούσα τάση». Η ετικέτα κόμματος της επικρατούσας τάσης ταιριάζει, επίσης, στο προ του 1996 σημαντικό πολιτικό κόμμα, το Ρϋ8Κ του Ιΐϊεεαι. Εντούτοις, όπως αποδείχθηκε, αυτό δεν τον σταμάτησε από το να συγκροτήσει συμμαχία με το ΡΚΜ, στις εκδόσεις του οποίου τα κτικοί συνεργάτες είναι ορισμένοι από τους κοινοβουλευτικούς του (ΟΗεοΓβΗε ΟιιγτπΙγη^οιι, παραδείγματος χάριν). Η έκθεση «α γανάκτησης» που υποκριτικά εξέφρασε το ΡϋδΚ όταν ο Τ ικ Ιογ ε πιτέθηκε στον Ιΐϊεχαι (βλ., προηγούμενα) παρακίνησε τον Αικίτεί Ρ1ε§ιι, ποώην διαφωνούντο αντίπαλο του Τσαουσέσκου και πρώ ην υπουργό Πολιτισμού στην πρώτη μετα-κομμουνιστική κυβέρ νηση, να παρατηρήσει σαρκαστικά: Δεν μπορεί να μην εκπλαγεί κανείς από το γεγονός ότι το κυβερνητικό κόμμα ανακαλύπτει τις φαυλότητες του εταίρου του μόνο στο τέλος της τριετούς συγκατοίκησης. Το ιστορικό των αντισημιτικών δημοσιεύσεων του ναάϊπι Τ ικ Ιογ χρονολο γείται πίσω πολύ πριν από το 1989 [την εξέγερση κατά του Τσαουσέσκου). Επιμελώς εναντίον των Μαγυάρων και ενα ντίον των Ρουμάνων (αφού χωρίς δισταγμό προσέβαλε τα τρία τέταρτα της πνευματικής ελίτ της χώρας), ουδέποτε έκρυψε την ιδιοσυγκρασία του, τη χυδαιότητά του, τον πνευματικό του εκφυλισμό. Αυτός δεν ήταν καλύτερος όταν συνεταιρίστηκαν [το Κόμμα της Μεγάλης Ρουμανίας και το Κόμμα της Κοινωνι κής Δημοκρατίας στη Ρουμανία] από ό,τι όταν χώρισαν. Η σύ ναψη συμμαχίας με ένα τέτοιο τύπο μπορούσε να έχει μόνο μια 240
σοβαρά κατακριτέα δικαιολόγηση: την (ΐπόφαση του ΡϋδΚ να παραμείνει στην εξουσία με κάθε τίμημα, χωρίς ίχνος ηθικών ή πολιτικών δισταγμών (...) Μόνο όταν ο Τ ικ Ιογ απηύθυνε χοντροκομμε'νες προσβολές κατά τον Ιοη ΙΙΐεχοιι οι αρχηγοί του κυβερνητικού συνασπισμού ανακάλυψαν έκπληκτοι τη χυδαιότητά του και τον αντισημιτισμό τσυ. Λες και ο πρόεδρος της Ρουμανίας ήταν ο πρώτος «Εβραίος» που προσέβαλε ο νπίΐϊηη, ύστερα από χρόνια κοσμοπολίτικων χαμόγελων (...) Με άλλα λόγια, κάποιος ζει σε ένα πορνείο επί τρία ολόκληρα χρόνια και ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι περιτριγυρίζεται από πόρνες, από τις οποίες θέλει να αποστασιοποιηθεί (ΩίΙβηια, Αρ. 146,27 Οκτωβρίσυ-2 Νοεμβρίου 1995). Ακόμη, στη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας για την προεδρία, ο ίδιος ο Ιΐίεχοιι δεν δίστασε να καταφύγει σε αντισημιτικές προ καταλήψεις. Απευθυνόμενος σε μια εκλογική συγκέντρωση στις 21 Οκτωβρίου, ο Ι1ΐε$οιι είπε ότι ο πρώην πρωθυπουργός ΡβίΓΟ ΚοΓηαη, αντίπαλός του στις εκλογές, «δεν είχε πραγματικές ρίζες στο λαό μας». Επρόκειτο για χοντροκομμένο υπαινιγμό για το γε γονός ότι ο πατέρας του πρώην πρωθυπουργού ήταν Εβραίος. Νωρίτερα, ο μάνατζερ της εκλογικής καμπάνιας του ΡϋδΚ, Ονίάϊιι §ΐηο3Ϊ, κατηγόρησε τον πατέρα του Κοιτΐ3η. πρώην κομ μουνιστή αξιωματούχο, ότι σκόπευε να ιδρύσει ανεξάρτητο κρά τος στην Τρανσιλβανία. Η κατηγορία συντονιζόταν με τους ισχυ ρισμούς ότι ο Κοπίίΐη αντιπροσώπευε τον «ιουδαιο-κομμσυνισμό», οι οποίοι επανειλημμένα είχαν γνωστοποιηθεί σιο κοινό α πό εξτρεμκπικούς σχηματισμούς του τύπου ΡΚΜ (ΑάεναωΙ, 23 και 16 Οκτωβρίου 1996, αντίστοιχα).
«Περιθωριοποίηση της απκρατούσας τάσης»
Με πρώτη ματιά, ο εν λόγω τίτλος θα μπορούσε να φαίνεται αντι φατικός. Εάν η πολιτική της «επικρατούσας τάσης» πρόκειται να 241
γίνει αντιληπτή ως «υγιής δημοκρατική πολιτική», εντούτοις η πε ριθωριοποίησή της είναι σαφώς δυνατή. Ιδιαίτερα αυτό ισχύει σε κοινωνίες όπου οι κυρίαρχες τάσεις στην πολιτική κουλτούρα και η καιροσκοπική «πολιτικολογία» εκ μέρους εκείνων που μπορεί να επιδιώκουν άμεσα συμφέροντα εις βάρος των μακροπρόθε σμων συμφερόντων, δικών τους και της κοινωνίας, συνδυάζονται να υπονομεύσουν τη δημοκρατία. Οι αρχόμενες δημοκρατίες, ό πως αυτές στην ανατολική και την κεντρική Ευρώπη, είναι ιδιαίτε ρα εύθραυστες αφού, όπως παρατηρεί η ΚϋίπεΙ, «μια μη ανεκτική κοινωνία είναι περισσότερο απειλητική για τη διατήρηση της προ σωπικής αυτονομίας από ό,τι είναι ένα μη ανεκτικό κράτος» (1995: 454). Χωρίς την προσωπική αυτονομία, φυσικά, η δημο κρατία είναι απλώς φάρσα. Εν μέρει υπό την πίεση δυτικών επιρροών, διαδικασία που θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς εάν η Ρουμανία αποφάσιζε να ε πιδιώξει την ενσωμάτωση στις ατλαντικές και ευρωπαϊκές δομές, το ΡϋδΚ άρχισε να (ΐπομακρύνεται από τους ακραίους εταίρους του. Όμως, όπως δείχνει η αντισημιτική παρατήρηση του Ιΐίοδαι, δεν υπήρχε εγγύηση ότι δεν θα επανέρχονταν εξτρεμιστικές στά σεις εάν αυτό χρειαζόταν. Μένοντας εκτός εξουσίας με τις εκλο γές του Νοεμβρίου του 1996, το ΡϋδΚ είναι απίθανο να εγκατα λείπει τη «χρησιμοθηρική» προσέγγισή του απέναντι στον πολιτι κό εξτρεμισμό. Αντίθετα, χρειάζεται τους πρώην συμμάχους του στο συνασπισμό (ΡΚΜ και ΡΌΝΚ) που εκπροσωπούνται στο Κοι νοβούλιο περισσότερο από ποτέ. Η παρουσία εξτρεμιστών στις δικές του τάξεις διευκολύνει επίσης την προσέγγιση με τους πρώ ην συμμάχους. Ένα τεράστιο ερώτημα πρόβαλε πάνω από το με γαλύτερο κόμμα στο νέο συνασπισμό, που αποτελείται από το ΟϋΚ, το Δημοκρατικό Κόμμα - Εθνικό Μέτωπο Σωτηρίας (ΡϋΡ5Ν) και την Ουγγρική Δημοκρατική Ομοσπονδία της Ρουμανίας (υϋΜΚ). Το Ρϋ-ΡδΝ καθοδηγείται από τον Κοπιαη και το υϋΜ Κ, φυσικά, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της ουγγρικής μειο νότητας. Με πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται ότι αυτό εγγυάται την απουσία ακραίων εθνικιστικών τόνων στη νέα ηγετική ομάδα. 242
Εντούτοις, εντός του €ϋΚ , που είναι μια ετερογενής οργάνωση α νταγωνιστικών ιδεολογικών απόψεων, υπάρχουν προσωπικότη τες που είναι γνωστό ότι έχουν πάρει θέσεις που από πολλές από ψεις είναι εγγύτερα σε εκείνες του ΡυΝΚ από ό,τι σε εκείνες του υΟΜΚ. Ορισμένα μέλη του νέου συνασπισμού είναι επίσης γνω στό ότι είναι κρυπτοαντισημίτες (ή φανεροί). Πράγματι, το ΟϋΚ περιλάμβανε στις λίστες των συμβούλων του που εξελέγησαν στις τοπικές εκλογές του 1996 στο Βουκουρέστι, τον ηγέτη του ΒΓαηεονοϋηυ Ε αςίε Α χχοοιηΙ ϊοπ, Καάυ-ΜϊΗαί (ΓΗοχβηι. Περαιτέρω, έρευνες της κοινής γνώμης φαίνεται να υποδηλώ νουν ότι η ρουμανική δημοκρατία κάθε άλλο παρά κατοχυρωμένη είναι και ο «κοκκινόμαυρος» εξτρεμισμός ή εξτρεμισμός του τύ που της «ριζοσπαστικής επιστροφής» μακροπρόθεσμα θα μπορού σε να ωφεληθεί από αυτό. Όπως σε άλλες πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι δύο θεσμοί που σήμερα (ραίνεται να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης είναι η Εκκλησία και ο Στρατός, κανένας από τους οποίους δεν είναι γνωστός ως ο πλέον σταθερός πυλώνας ανεκτι κότητας. Το ΟϋΚ νοιάζεται ιδιαίτερα να καλλιεργήσει και τους δύο. Αλλοι βασικοί θεσμοί και πάνω απ' όλους το Κοινοβούλιο και η δικαιοσύνη έχουν χαμηλή εκτίμηση3. Μια όχι ασήμαντη μειοψη φία 11%, σε δημοσκόπηση που διεξήχθη από την ΟαΙΙιιρ στα τέλη Δεκεμβρίου 1995, ήταν της γνώμης ότι «για να βελτιωθεί η κατά σταση, πρέπει να εξαλειφθσύν τα πολιτικά κόμματα». Περίπου το ίδιο ποσοστό (10%) πίστευαν ότι η πολιτική ζώή θα μπορούσε να βελτιωθεί εάν καταργούνταν το Κοινοβούλιο και σχεδόν ο ένας στους τρεις (33%) υποστήριζαν την προσωρινή αναστολή ορισμέ νων πολιτικών δικαιωμάτων (Ενβηί/ηεηΐιιΙ ζϊΐϋΐ, 4 Ιανσυαρίου 19%). Η εικόνα του νομοθετικού σώματος μπορεί προσωρινά να βελτιωθεί με την αφύπνιση του ενθουσιασμού που πυροδοτήθηκε από την αλλαγή του Νοεμβρίου του 19% (ϋβνβη, 1997). Εάν όμως το ΟϋΚ αποτύχει να τηρήσει την υπόσχεσή του για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, όπως πιθανώς θα συμβεί, εκείνοι που βλέπουν τους δημοκρατικούς θεσμούς με δυσπιστία συμπεραίνουν ότι οι ρι ζοσπάστες της μιας ή της άλλης απόχρωσης ήταν εν τέλει σιοστοί. 243
Προηγούμενες δημοσκοπήσεις είχαν καταδείξειτην παρουσία μιας ουσιαστικής μειοψηφίας που δεν ενδιαφέρεται για τους δη μοκρατικούς θεσμούς. Παραδείγματος χάριν, έρευνα που διεξήχθη το 1993 από το Ρουμανικό Ινστιτούτο Ερευνών της Κοινής Γνώμης (ΙΚδΟΡ) βρήκε ότι περισσότεροι από ένας στους τέσσε ρις Ρουμάνους (27%) θα υποστήριζαν «μια αυταρχική, με σιδερέ νια πυγμή ηγεσία» (ΙώβΠαίβα, 16-17 Μαρτίου 1993). Στα τέλη του Φεβρουάριου 1996 υπήρχαν ενδείξεις ότι η μειοψηφία αυτή είχε ήδη αυξηθεί σημαντικά. Δημοσκόπηση έδειξε ότι περίπου ο ένας στους τρεις Ρουμάνους (33,5%) εκδήλωνε την υποστήριξή του σε μια «κυβέρνηση με σιδερένια πυγμή, έστω και αν αυτό σημαίνει περιορισμό της δημοκρατίας». Από την άλλη πλευρά, το 37,5% ε κείνων που ρωτήθηκαν είπαν ότι το ρουμανικό Κοινοβούλιο περι λάμβανε «εξτρεμιστικά κόμματα» που δεν θα έπρεπε να βρίσκο νται στο νομοθετικό σώμα. Το 32,6% από αυτούς κατονόμασαν το ΡΚΜ, το 8% το Ρ5Μ, και το 12,2% το ΡίΙΝΚ. Εντούτοις, εδώ το α νώτερο ποσοστό ήταν του ίΙϋΜ Κ (39,1 %), που φανέρωνε ότι η α κραία εθνικιστική προπαγάνδα ήταν επιτυχής {Ενβηώηεηίιύ ζϋεί και ΚοιηϋηΐΒ ϋίχιΐ, 29 Οκτωβρίου 1996). Η ειδική απειλή της «δι κτατορίας» φαινόταν να στενόχωρεί λιγότερο τους Ρουμάνους που απάντησαν, ενώ στην κορυφή των κύριων ανησυχιών, το 1995 και το 19%, ήταν οι «τιμές», «ένας πόλεμος στην περιοχή» και οι «ασθένειες». Σε συνδυασμό με τα ευρήματα αυτά, ίσως αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, σε έρευνα του ΙΚδΟΡ το 1995, όχι λιγότεροι από το 62% απάντησαν ότι είχαν «καλή γνώμη» για τον Αντονέσκου. Από την άλλη πλευρά, μόνο το 5% επιδοκίμασε (σε έρευνα που διεξήχθη από το ίδιο ινστιτούτο το Δεκέμβριο του 1994) την προοπτική της αναβίωσης του Κινήματος Σιδηράς Φρουράς (Α&νάηιΙ, 9 Μαΐου 1995 και Ρουμανική Τηλεόραση, 22 Δεκεμ βρίου 1994). Στην προσπάθειά του να προσελκύσει ψηφοφόρους στις προεδρικές εκλογές ο Τ ικ Ιογ υποσχέθηκε να είναι «ένας νέος Αντονέσκου» και να «αποκαταστήσει την τάξη» προσφεύγοντας σε «μια διετία αυταρχικού καθεστώτος» (ΡοΙίιίαα, Αρ. 176,15 Ιου λίου 1995, Κοηιάηία ιηακ, Αρ. 272. 22 Σεπτεμβρίου 1995). Το ε244
κλσγικό σώμα δεν του έδωσε την ευκαιρία. Τι θα συμβεί όμως, στο ζήτημα αυτό, στις εκλογές του 2000; Ή τσυ 2004 ή του 2008;
Σημηώ οπς 1. Είμαι υπόχρεος στους ακόλουθους συναδέλφους του Ορεη Μεάία ΚοκϊγοΗ Ιη$(ϊ(ιι(β στην Πράγα, που σήμερα δεν υπάρχει, οι οποίοι μου παρείχαν πληροφορίες για τη συγγραφή αυτής της παραγράφου: ΚοόεΠ ΟΠΙυη£ και ΡειβΓ ΚυΙΙαηά (Ρωσία), 5(αη ΜβΓίιοιίοΗ και ΡαίπεΙι Μοοτε (Κροατία και Σερβία). δΙιατοη ΡίϋοήοΓ (Σλοβακία). $Κώη Κταικε (Βουλγαρία) και ίϊΐιυΐ» ΚατρίηεΙιί (Πολωνία). 2. Επικεφαλής του συνασπισμού ήταν το Ρ05Κ και περιλάμβανε το ΡυΝΚ, το ΡΚΜχαιτοΡ5Μ. 3. Τα αποτελέσματα αντά ισχύουν για ολόκληρη την περίοδο απάτην ανατροπή του κομμουνιστικού καθεστώτος. Η οικονομία του άρθρου αυτού δεν μας επιτρέπει εν τού του; λεπτομερή παρουσίαση. Είναι αρκετό να αναφέρουμε ότι στις τριμηνιαίες έρευνες που διεξήχθησαν το 1995 και 19% για λογαριασμό του Ιδρύματος Σόρος από το Ινστι τούτο Έρευνας για την Ποιότητα Ζωής του Βουκουρεστίσυ και το Κέντρο Αστικής Κοινωνιολογίας, το χαμηλότερο ποσοστό επιδοκιμασίας της Εκκλησίας ήταν 82% και το υ ψηλότερο 91%, ενώ ο στρατός είχε ποσοστό επιδοκιμασίας μεταξύ ενός χαμηλού 76% και ενός υψηλού 92%. Συγκριτικά, τα ποσοστά αποδοκιμασίας του Κοινοβουλίου κυ μαίνονταν μεταξύ 71 % και 78% και το ποοοστό αποδοκιμασίας της δικαιοσύνης μεταξύ 47% και 56% το υψηλότερο (ΕινηιπίίηιυΙ ζίΐΐί, 21 Μαρτίου 1995, 20 Ιουνίου 1995, 7 Οκτωβρίου 1995, ΑάΐνϊιυΙ. 20 Δεκεμβρίου 1995. ^πιαΙυΙ ηα/ίοπαΙ. 23 Οκτυιβρίοΐ’ 1996, ϋοΐίάίαηυΐ, 23 Οκτωβρίου 19%).
Βιβλιογραφία Ο ιϊγοΙ, Ο. (1994) ΜοάΐΠΊ Τγταηΐί: ΤΗΐ Ρο\νΐτ αηά ΡκναΙβηβ ο/ΕνίΙ ϊη ΟιιτΑξΐ.
Νβνν ΥοΛ: ΡΓββ ΡΓβκ*. Εβ(*«1Ι, Κ. (1989) «Κί£>η ογ Κΐ£ΐιΐ$? ΤΗβ Κίχε οί ΐΗε “Νε\ν Κΐ^ΙιΓ'», σε ΕβΓννεΙΙ, Κ. και Ο' διιΙΙίναη, Ν. (ε<)$) ΤΗΐ Ναΐυη ο / ιΗΐ ΚίξΗι. ίοηάοη: ΡίηίεΓ. ΕβΚεηβχγ, V. (19%) «Κοιιιηβηίε», ίη ί.-ν. Οβηιυκ (ειΐ.) εχικηιϊίηΐΐχ, άΐ Τ ΑΐΙαηΐίηΐίΐ ά ΓΟυηιΙ. Ραη$: Εάίΐίοηχ <1ε Γ Αυίκ'/ΓΕΚΑ. 03ΐΐ3£)ιεΓ, Τ. (1995) Κυτηαηία α/ΐΐΓ ϋίααααχα. Ε(1ίηί)υΓβΗ: ΕίΙίη&υΓβΙι υηίνοΓχίΐγ ΡΓεχ*. 245
Η3ίη$\νθΓ(Η. Ρ. (1992) «ΙηίΓοάυΟίοη. ΤΗε Οιΐΐίης Εά§ε: ΤΗε ΕχίΓβηιε ΚίβΗΐ ίη ΡοΜ-\ν3Γ \ν«χΐεΓη ΕϋΓορε αηά ιΗε υδΑ», σε ΗαίηίηνοπΗ, Ρ. (εά.) ΤΗβ ΕχΙΓοην ΚίχΗΐ ίη ΕαΓορβ αηά ιΗι' υ.'ΪΑ. 1~οηάοη: ΡίηΙβΓ. Ηείηεη, Α. (1986) «Οίο ΐΛίρίοη “ΕΓζεηρεΙ ΜίοΗβεΓ». σε Καηιάηίβη. ϋοζίαίβ Βονΐξμηξ αηά ροϋΐίκΗβ Οτχαηίχαήοη: Είη Ββίΐτα£ ζαπι ΡηώΙβη άβχ ίηίβηιαίίοηαΐβη ΕαχΗίχηιαζ. ΜυηίςΗ: δυάοχίευΓορβίχοΗε Ατβείίεη. Ιηϋΐίΐυε οί ·Ιε\νίχΗ Αίίβίκ (1994) ΡοΙίίκαΙ ΕχίΓβηιίχηι αηά ιΗβ ΤΗκαί Ιο ϋβηκχΓαεγ ίη Εατορβ. ίοηάοη: Ιη$(ί(ιιΐε οί ^^\ν^&Η ΑίίβΪΓΧ. .ΙεΙίηεΚ, Υ. Α. (1994) «Α \νΗίΙε»35Η ίη € οΙοιιγ: Κενίδίοηίϊΐ ΗίχίοποβΓβρΗγ ίη δΙοναΙ(Ϊ3», Εαιΐ ΕαΓορεαη ΙβννίχΗ Αβαίπ 24(2), 117-130. .Ιοχνίη, Κ. (1971) ΚβνοΙαίίοηαιγ ΒηαΙαΗΓοαξΗε αηά ΝαιίοηαΙ ΩβνβΙορηιβηΙ: ΤΗβ €α$ε ο[Κοηαηία, 1944-1965. ΒβτΚβΙβγ αηά Ιχ>5 Αη^εΙεχ: υηίνεπίΐγ οί Οβίίίοπιίβ Ρτβ55. Κ&ΓποουΗ, & (1990) ί,' Ιηνβηΐίοη άα ρβαρΙβ: εΗτοηίηαβί άβ Κοαιηαηίβ. Ρβπχ: £άί(ίοη$ ΑτεαηΐέΓε. Κδπηι, ί . (1999) «ΤΗε ΚαάίεαΙ Κϊ^Ηΐ ϊη Ηιιη£3Γγ», σε Καπιεί, 8. Ρ. (εά.) ΤΗβ ΚάάκαΙ Κ ίφι ίη ϋβηΐταί αηά Εααεήι Εαηρβ ήησβ 1989. υηΐνεΓίΐΐγ ΡατΙε: υηΐνειχίΐγ οί Ρεηηχ^Ινβηίβ Ρτεκ. Οηηεβ, Ζ. (1995)Αηίί Ικίζβα: βχίτβηια άτβαρία Γοτηίηβαχά. ΒυοΗβΓεχΐ: Εάί(ιΐΓ3 Ρυηά3|ίεί «ιΐΐυηΐε Γοιηάηε. Καιηεΐ, δ. Ρ. (1995) 5<χίαΙ Οι/τεηΐί ίη Εαϋβπι Εατορβ: ΤΗβ Ξοιικβί αηά Οοηχβςαβησβε ο / ιΗβ Οκαί Τηηί/οπηαΐίοη, 2η έκδοση. ΕΚιγΗβγπ, ΝΟ: ΟυΙίε υηϊνεΓχίίγ ΡΓεχ$. Κβιηεΐ, δ. Ρ. (1999) «Ε)είϊηίηβ (Ηε Καάΐοαΐ ΚίρΗΐ: ΤΗε ναΐυεε αηά ΒεΗανίοιίΓ οί ΟΓςαηίζεά ΙηΙοΙεΓβηοε», σε ΚαπιεΙ, δ. Ρ. (εά.) ΤΗβ ΚαάίοαΙ ΚίβΗι ίη ϋβηίΓαΙ αηά Εαίίβηι Εατορβ ίίη α 1989. υηίνεκίΐγ ΡαΛ, ΡΑ: Ρεηη^ΐναηία υ ηίνεκίΐ^ Ρπ:85. δεΗΓόάεΓ, Η. (1995) «Ουηιρίε Ρ3ΓθΙεη αΐϋ Ιεΐζίε ΖυίΙυεΗΐ», ϋαάάβαίκΗβ Ζβίΐαη$. 12ί3ηυ3ΐ>. δΗαίΪΓ. Μ. (1991β) «Αηΐί-χεηιίΐΐχ ννίΐΗουΙ . Ιε ^ ίη ΚοηιαηίΒ», Κβροπ οη Εαχιβπι Εατορβ 2(26), 20-32. δΗαΠΓ. Μ. (1991Η) «ΤΗε Οπίβίετ Κοπιαηίβ ΡλΠγ», Κβροπ οη Εαχίβτη Εαηρβ 2(46). 25-30. δΗβίΪΓ. Μ. (1991ς) «ΡοΙίΐίς»! Ο ι ΙΙιιγο αηά ΙΗε Κοηοηίβη ΚενοΙυΙίοη οί ΰεοεηιΚεΓ 1989: \νΗο ΡαϊΙεά ννΗοιτΓ.'», εισήγηση στο διεθνές α)1Ιθί)υίπι για την πολιτική κουλτούρα που οργανώθηκε από το Οεηΐτε ΡΓ3ης3Ϊ& ά' Εΐιιάεϋ εί ΚεεΗεΓςΗοχ ΙηίεΓηβΙίοηαΙε», ΡβΓίχ. ΜβγοΗ. δΗϋΓίΓ. Μ. (1994») «ΑηΙί-Μ:πιί(ίΜη ίη ιΗε ΡοχίςοΓηΓηιιηίΜ Ε γ3», σε Β γβ Ηβ π ι . Κ.
246
ί . (βά.) ΤΗε Τταξεάγ ο[ Κοηαηιαη ^βγν^γ. Νε\ν ΥογΚ: 0)ΙυιηΙ>ί3 υηΐνβΓϊϊίγ Ργ€&5. δΗαίΪΓ, Μ. (19946) «ΤΗε ΙηΗεηΐοη;: Πιε Κοιηαηίβη ΚβάίοαΙ Κί^Ηΐ ϊίηί* 1989», Εαχΐ Ειιτορεαη 7ονόΛ Αβαίπ 24( 1), 71-90. δΗβίΪΓ, Μ. (1995) «Κοιηβηΐα», σε δρίεΓ, Η. (εά.) Αηΐίχεηιίιίίηι \νοΗά Κβροη 1995. ίΛηϋοη: Ιη$(ΐ(υΐε οί .Ιε\νί5Η Αίίαίκ. δΗβίΪΓ, Μ. (1996») «Αηβίοπψ οΓ β ΡΓε-ε1εοΐίοη$ ΡοΙίΙίοβΙ ϋίνοΓςε», Τταηίίιίυη 2(2). 45-9. δΗβίΪΓ, Μ. (1997) «ΜακΗαΙ Αηΐοηεϊου’χ Ρο$«οπιιηυηί$( ΚεΗβΗΐΙΐΟΐΐοη: ϋιιί ΒοηοΊ», σε ΒγβΗβπι, Κ. ί . (εά.) ΤΗε ϋεαπιαίοη ο/ Κοτηαηίαη αηά ΙίΙααίηίαη 1εκα Ωιιπηξ ιΗε Αηΐοηεισα Εη. Ν εν ΥογΚ: (ΖοΙυιηΗΐβ υηϊνοηΐΐγ Ρτεχχ. $ΗαΓΐΓ, Μ. (1999) «Πιε Μϊηά οί Κοπιαηϊ&'$ Κβάΐεβΐ Κί^Ηΐ», σε Καιηεΐ, 5. Ρ. (εά.) ΤΗε Ηαάίεαΐ ΚίξΗι ίη ΟεηίταΙ αηά Εαιίετη Ειιτορε $ίηεε 1989. δεβηΐε: υηίνετχίΐγ οί \ν35Ηίη£ΐοη Ρτβ5$. δΗβϋΓ, Μ. (2000) «ΤΗβ Ηυηςβπ&η Π)βπκκτ3ΐίο ΡεάεΓβΐίοη οί Κοιπ&ηΐα: Αοίίοηδ, Κεβοΐίοΐϋ, Ρβείίοηχ», σε ΜΐεΙκγ, Κ. (εά.) ΕιΗηκίίγ ϋηδοιιηά: ΤΗε ΡοΙίιία ο{ Μίηοήίγ Ρατήοίραήοη ίη ΡοίΚοηαηιούα Ειιτορε. Νον ΥοΛ: δΐ ΜαΠΐη’ς Ρτβκ. δίεπιΗεΙΙ, Ζ. (1978) Εα άτοίΐε τέ\·οΙιιΐίοηηαίτε: Ιε* οτίρηαβαηςαάει ώι/αίείίτηε 1885-1914. Ρβπβ: έάΐ(ϊοη$ άυ δευίΙ. δίεπιΗεΙΙ, Ζ. (1983) Νί άτοίΐε, ηί ξααεΗε: Γ ίάέοίορε /αίείϊΐε εη Ρταηαε. Ρβπ*: έάϊΐϊοικ Οοηιρίεχε. δίεπιΗεΙΙ, Ζ., δζηβίάεΓ, Μ. χαι ΑχΗεπ, Μ. (1989) Ναίααηεε άε Γ ίάέοίορε /αΛεαίε. Ρ3π$: Ραγβκ). Τϊκιηαηεαηιι, V. χαι ΡβνβΙ, Ο. (1994) «Κοπιαηϊ&’δ ΜγχίίωΙ ΚενοΙυΙίοηβηεδ: "Πιε ΟεηεΓβΙίοη οί Αη£$( αηά ΑάνεηΙυΓβ», ΕαενΕιιτορεαη ΡοΙίιία αηά 5οοίεΐίε$ 8(3), 402-38. νβ£θ, Κ. (1995) «Αη(ί-&επιίΐίχπι ίη Κοπιαηί3 1989-1992», Πρόγραμμα για τη μελΐτη του Αντισημιτισμού, ΤεΙ Ανίν υηίνεΓχίψ. νοίονϊοΐ, Ι_ (1991) ΝαιίοηαΙ ΙάεοΙοβ/ αηά ΑηΙαεηύιάπχ: ΤΗε ^αΓ^ ο/Κοτηαηίαη ΙηίεΙΙεαιιαΙϊ ίη ιΗε 1930.ί. Οχίοτά: Ρετ^Ηπιοη Ρτεχχ. \νϊ8ΐποΚ, Κ. δ. (1993) «ΑηΙί-χεηιίΐίχιη ίη Ευτορε ίίηεβ ιΗε Ηο1οο3ΐι$(: ΤΗε Απιεποαη ,)ε*ί$Η ΟοιηπιίΗεε», Νον ΥογΚ: λνοτΚίηβ Ρβρετχ οη ΟοηίεηιροΓβΓν Αηιί-δειηίιΐϋπι.
247
________________________________ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ
Σερβία: εξτρεμισμός από τα πάνω και συσκότιση, των σρίίον δεξιάς και αριστερός 8ίβη Μ&τΙιοϋεΗ Εισαγωγή Κεντρική θέση στο κεφάλαιο αυτό είναι ότι στη σύγχρονη Σερβία, όπως σε άλλα τμήματα της μετα-κομμουνιστικής Ευρώπης, η διά κριση μεταξύ αριστερός και δεξιάς έχει θολώσει. Στη Σερβία, στα πρόσφατα χρόνια, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς δεν περιορίστηκε α πό την ιδεολογία στην αμείλικτη επιδίωξή του να διατηρήσει και να παγιώσει την εξουσία του. Χρησιμοποιώντας τη διαμεσολάβηση του σέρβικου εθνικισμού, ο Μιλόσεβιτς επιδίωξε αυτό που ο ΜίδΗΗ ΟΙοηηγ (1999) όρισε ως «βασικό του ένστικτο»: «την ψυχρή θέληση για επιβίωση». Το γεγονός ότι ο Μιλόσεβιτς ήταν ικανός να το κάνει συνδέεται με τη σέρβική αυτο-αναγνώριση (και βιώ ματα) ως λαού ιστορικά τρωτού και θυματοποιημένου. Το κεφά λαιο αρχίζει με αναφορά στο σερβικό εξτρεμισμό στο πλαίσιο της πολιτικής κουλτούρας και ακολουθούν παράγραφοι που εστιά ζουν στο ζήτημα της ιδεολογίας, στην αναρρίχηση του Μιλόσεβιτς στην εξουσία και στον τρόπο με τον οποίο οι διανοούμενοι έχουν τοποθετηθεί στις μακιαβελικές αξιώσεις του Μιλόσεβιτς, ενώ το τελευταίο μέρος αξιολογεί την πρόσφατη ιδεολογική και πολιτική τροχιά που οδηγεί στην κρίση στο Κόσοβο το 1999.
248
Η όψ η του σέρβικου εξτρεμισμού
Ο σέρβικός εξτρεμισμός ή υπερεθνικισμός δεν χωράει σε εύκολο ορισμό και κάθε απόπειρα για κωδικοποίηση χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τα κύρια συστατικά του αποτυχαίνει να εναρμονιστεί με τη θεμελιώδη ουσία του - δηλαδή ότι πρόκειται για εμπόρευμα σε διαρκή ροή, κομμένο και ραμμένο στις πολιτικές φιλοδοξίες ή τους επιθυμητούς σκοπούς των πολιτικών ελίτ. Υπεραπλουστευ μένες απεικονίσεις τον βλέπουν, εν μέρει, ως πολιτισμικό φαινό μενο, που αναπτύχθηκε στους αιώνες από τους νότιους Σλάβους. Οι λαοί αυτοί ταυτίζονται έντονα με τη χριστιανική ορθόδοξη θρησκεία και με πολιτιστικές παραδόσεις που αντλούν από την ε πική ποίηση που εκθειάζει τις αρετές του ηρωισμού εν όψει της συντριπτικής στρατιωτικής ανισότητας. Οι Σέρβοι, επίσης, έχουν παράδοση να ορίζονται διακρινόμενοι αντιθετικά από άλλες γει τονικές ομάδες, ειδικά από τους καθολικούς Κροάτες. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τσυ σερβικσύ εξτρεμισμού είναι η ιδιαίτερα έντονα τοπικιστική φύση του, ιδιότητα κοινή στις μη μετριοπαθείς πολιτικές σ’ ολόκληρη τη βαλκανική περιοχή (Η&ΙΙ&Γη, 1958:284-306, ΝΙΝ, 20 Αυγούστσυ 1993). Δεν υπάρχει τίπο τα στην όψη τσυ σερβικσύ εξτρεμισμού που να τον καθιστά’εξαγώγιμο σε άλλες ομάδες, έθνη ή κοινωνίες. Στη χειρότερη μορφή τσυ, στον ακραίο εθνικισμό -που εκδηλώνεται με εγκλήματα πο λέμου και θηριωδίες των Σέρβων- έχει βρει απολογητές σε ολό κληρα τα Βαλκάνια. Αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι οι Έλληνες δη μοσιογράφοι και πολιτικοί υπήρξαν οι πιο ακλόνητοι υπερασπι στές της σερβικής επιθετικότητας στη διάρκεια των πρόσφατων πολέμων σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία, που ξέσπασε το 1991 και τελείωσε με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Ντέιτον τον Δεκέμβριο του 1995, μόνο για να αναζωπυρωθεί δρα ματικά στο Κόσοβο το 1998-99. Όμως σπάνια οι υποστηρικτές των Σέρβων συγχωρούν πράξεις γενοκτονίας, επιλέγοντας αντίθετα την επικυρωμένη από το Βελιγράδι θέση ότι οι Σέρβοι πρέπει να υποστηριχθούν και να έχουν τη συμπάθεια μας επειδή, δήθεν, υ249
πήρξαν (και εξακολουθούν να είναι) τα θύματα του πολέμου. Α ναμφίβολα, κάποιες επιφανειακά όμοιες, κοινές πολιτιστικές με ταβλητές, όπως η κοινή θρησκευτική πίστη στον ορθόδοξο χρι στιανισμό, προδιέθεταν μια ευρύτερη κοινή γνώμη της περιοχής υπέρ των Σέρβων. Τελικά, ωστόσο, τα κοινά γεωσιρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα μπορεί να είναι η πιο δεσμευτική μετα βλητή που ενώνει πρωτεύουσες όπως το Βελιγράδι και την Αθήνα (Κτ3ΐΐ8β, 1995:50-5). Για να εξηγήσει κανείς πώς εμφανίστηκε ο δεξιός εξτρεμισμός ως η κυρίαρχη μορφή πολιτικής έκφρασης στη Σερβία χρειάζεται να θυμηθεί την ιστορία της Γιουγκοσλαβίας και την εμπειρία της Σερβίας στο πλαίσιο του κράτους εκείνου. Το γιουγκοσλαβικό κράτος, από την εκκίνησή του μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, εί χε απστύχει να υιοθετήσει ή να επινοήσει ένα σύστημα αξιών που να απευθύνεται σε ολόκληρο τον πληθυσμό ή να είναι αποδεκτό από ολόκληρο τον πληθυσμό (.ΙεΙβνίοΗ, 1983:143-57). Οι δυνάμεις για προώθηση της διεθνικής κοινωνικής συνοχής απουσίαζαν, αλ λά αυτό δεν οφειλόταν σε έλλειψη προσπάθειας, ειδικά εκ μέρους των σοσιαλιστικών αρχών μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Λί γκα των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας είχε προωθήσει πολι τικές γισυγκοσλαβοποίησης, εκτρέφοντας «την αδελφότητα και την ενότητα» και ενθαρρύνοντας ειδικά τη δημόσια αποδοχή και υιοθέτηση ταυτότητας και εθνικότητας γιουγκοσλαβικής (ΒιΐΓ£ και Ββιΐοιιιη, 1984). Εντούτοις, η Γιουγκοσλαβία ήταν κράτος που, σύμφωνα με κάποιον συγγραφέα, ήταν περικυκλωμένο με προ βλήματα από την εποχή της ίδρυ σής του το 1918 και γρήγορα υπήρξε ένα πολυεθνικό κράτος που άρχισε να καταρρέει. Στη διαδρομή της Ιστορίας, η Γιου γκοσλαβία κλονιζόταν από κρίση σε κρίση, εγκαταλείποντας τη μια ασταθή φόρμουλα για την άλλη (ΚαπιεΙ, 1996:37-8). Τώρα τα σύνορα της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας έχουν εξαλειφθεί σε μια διαδικασία που ξεκίνησε το 1991 και έπειτα από μια σειρά γεγονότων που ώθησαν τη Σλοβενία, την Κροατία, τη 250
Βοσνία και Ερζεγοβίνη και τη ΡΥΚΟΜ να επιδιώξουν την ανε ξαρτησία τους (Οΐεηιψ, 1992,Ήΐ0Γηρ$0η, 1992, ΒεηηεΜ, 1995, ΟοΗεη, 1995, λνοο<1νν3Γ<1, 1995). Η κρίση του 1998-99 σιο Κόσοβο χρειάζεται να ιδωθεί υπ’ αυτό το πρίσμα. Χωρίς τις παραμέτρους ή τους περιορισμούς που είχαν τεθεί από το κράτος του προέδρου Ιωσήφ Μπροζ Τίτο, αναπτύχθηκαν στα απομεινάρια της Γισυγκοσλαβίας διάφορες εξτρεμιστικές ομάδες - δηλαδή στην επικρά τεια που σήμερα είναι γνωστή ως η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ), αποτελούμενη από τη Δημοκρατία της Σερβίας και του Μαύροβουνίου. Ο Τίτο και μια σειρά διαδό χων του, ύστερα από το θάνατο του Παρτιζάνου το 1980, ήταν πρόεδροι ενός συγκεντρωτικού κράτους: αυτό αποδείχτηκε ανί κανο να υπερβεί τις δυνάμεις του εθνικού συναισθήματος, που αρ χικά καλλιεργήθηκαν και απελευθερώθηκαν από τον πρόεδρο της Σερβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο οποίος έγινε ο πρόεδρος της ΟΔΓ στις 15 Ιουλίου 1997. Όταν ο Μιλόσεβιτς «έπαιξε το εθνικι στικό χαρτί», ηγέτες γειτονικών δημοκρατιών και κυρίως ο πρόε δρος της Κροατίας Ρ γ3 π] ο Τιιάιηβη, αποδείχτηκαν επίσης ικανοί και θέλησαν να ακολουθήσουν αμέσως (δϊΐ&ετ και ϋΐΐΐε, 1995:8797).
Η ιδιαίτερη εκδοχή του μαρξισμού-λενινισμού που ήταν δε σπόζουσα στη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, σε μεγάλο βαθμό επιδιορ θωμένη αδέξια από τον κύριο ιδεολόγο, τον Εν3Γ<1 ΚΗΓάβ^, στήρι ζε μια πολιτική δομή που απλώς είχε κατορθώσει να συγκαλύψει και αποκρυψει τις ακροδεξιές εθνικιστικές τάσεις. Η παράδοση του μαρξιστικού σοσιαλισμού, όμως, όσον αφορά τη Σερβία, ου δέποτε επίσης απορρίφθηκε ρητά και στα πρόσφατα χρόνια έχει μια εκπληκτική αναβίωση, καθιστώντας έτσι τη μελέτη του δεξιού εξτρεμισμού στη Σερβία ατελή, αν δεν ληφθεί υπόψη η παρατεταμένη και συμβιωτική επίπτωση του σοσιαλισμού. Περαιτέρω, η πρόσφατη και συνεχιζόμενη αναβίωση του σοσιαλισμού κατά κανέναν τρόπο δεν σηματοδοτεί το τέλος της εξτρεμιστικής πολιτι κής ή, έστω, οποισυδήποτε στοιχείου που με μικρό βηματισμό να κινείται στην κατεύθυνση μιας κοινωνίας προσαρμοσμένης στα α 251
ξιώματα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, οριζόμενης από πολιτική συναίνεση, σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και παραδόσεων και χαρακτηριζόμενη από ελευθερία του Τύπου και ελευθερία της έκφρασης (Τερβναο, 1994: 83-7). Οι εξελίξεις υποδηλώνουν, πράγματι, περιχαράκωση του ακραίου εθνικιστικού δόγματος. Σήμερα, και τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, το κυβερνών κόμμα του Μιλόσεβιτς, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας (ΣΚΣ/5Ρ5), είναι υποχείριο των πολιτικών δολοπλοκιών του ηγέ τη του, ο οποίος με τη σειρά του έχει κυβερνήσει τη Σερβία-Μαυροβούνιο πραγματικά ανεξέλεγκτος, ασφαλώς μέχρι πρόσφατα. Κατά καιρούς, η πραγματικότητα αυτή διέφυγε της προσοχής των παρατηρητών που εξαπατούνταν από την εχ πρώτης όψεως συμ μόρφωση του Μιλόσεβιτς στις δημοκρατικές αρχές, περιλαμβανομένων των περιοδικών εκλογών και, τουλάχιστον, της ανοχής α ντιπολιτευτικών κομμάτων. Η διάσπαση της σοσιαλιστικής Γιου γκοσλαβίας πραγματοποιήθηκε, έτσι, ως μέσο για την απόκτηση και διατήρηση της εξουσίας για μια συγκεκριμένη δικαιοδοσία. Με άλλα λόγια, για τον Μιλόσεβιτς το να γίνει αδιαμφισβήτητη η πολιτική εξουσία στα απομεινάρια της Γιουγκοσλαβίας (περιλαμβανομένου του Κοσόβου ή όσο το δυνατό μεγαλύτερου τμήματός του) ήταν πιο σημαντικό από το να επιδιώξει κάποια άλλη συμβι βαστική λύση για την εδαφική ακεραιότητα της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας: η τελευταία εξέλιξη θα σήμαινε, τελικά, ότι ο Μι λόσεβιτς θα περιοριζόταν στο να είναι ένας από μια ομάδα κε ντρικών πολιτικών παικτών (δϊΐ&ετ και ίΐΐΐΐε, 1995:139-44).
Αναζήτηση ιδεολογικών ριζώ ν
Ο πολιτικός εξτρεμισμός του Μιλόσεβιτς είναι, εν μέρει, ριζωμέ νος στα αξιώματα του σερβικού εθνικισμού. Αυτό ήταν ιδιαίτερα φανερό στη διάρκεια των προηγούμενων φάσεων του καθεστώτος Μιλόσεβιτς και της περιόδου ανόδου του προέδρου στην εξουσία, αρχίζοντας από το 1987. Ακολούθως, ωστόσο, η ρητορική του Μι252
λόσεβιτς εγκατέλειψε τους κραυγαλέους εθνικιστικούς τόνους εν σωματώνοντας, αντίθετα, μια επιστροφή στην εξωτερική σημειο λογία του κομμουνισμού. Η σύζυγος του Μιλόσεβιτς, Μί^απα Μ&τΚονΐέ, που ήταν επικεφαλής δικής της πολιτικής οργάνωσης -της Γιουγκοσλαβικής Ενωμένης Αριστερός (ΓΕΑ)- έγινε το κύ ριο κανάλι για την αποκατάσταση του, φαινομενικά, αντι-εθνικισιικού εξτρεμισμού (Μοηίβηα-/αχ, 21 Ιουνίου 1996). Στις 25 Απρι λίου του 19%, παραδείγματος χάριν, η κ. Μάρκοβιτς, σε μια σύνο δο της ΓΕΑ, τυπικά απέρριψε το ριζοσπαστικό εθνικισμό, λέγο ντας ότι σε «μια κοινωνία πολυεθνική, με πολλές μειονότητες, ο ε θνικισμός δεν είναι αποδεκτός και μπορεί να δημιουργήσει επι κίνδυνες, ακόμη και τραγικές συνέπειες» (7απ/κ& 25 Απριλίου 19%). Κάθε διερεύνηση του σερβικού εξτρεμισμού πρέπει να εκτιμή σει πώς η εθνικιστική έλξη και η εξωτερική σημειολογία κατέλη ξαν να κηδεμονεύουν την πολιτική ατζέντα. Οι συμβατικές ερμη νείες της σερβικής πολιτικής περιλαμβάνουν την υπόθεση που υπαινιχθήκαμε προηγουμένως, ότι ο σέρβικός εθνικισμός έχει τις ρίζες του σε μια συλλογική ιστορική αυτό-απεικόνιση των Σέρβων ως θυμάτων. Αυτή η ερμηνεία του σερβικσύ εξτρεμισμού, όπως προσδιορίστηκε μέσω του εθνικισμού, υποστηρίζει ότι οι Σέρβοι άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση από την ιστορική τους ήτ τα στη Μάχη του Κοσόβου το 1389, από τις επιτιθέμενες οθωμανι κές δυνάμεις. Σύμφωνα με έναν συγγραφέα, «ο σέρβικός εθνικι σμός έχει τις ρίζες του στις ιστορικές παραδόσεις της Σερβίας ως Προμηθέα του σλαβισμού κατά των Τούρκων» (δϊη^ΐβίοη, 1976: 229). Έ να δεύτερο βασικό συστατικό μπορεί να συνοψιστεί στο λά βαρο της «Μεγάλης Σερβίας», δηλαδή στο στόχο του σερβικσύ κρατικού επεκτατισμού. Έ να θεμελιώδες στοιχείο των σερβικών εθνικών στόχων, συνεχίζει το επιχείρημα, είναι η συνένωση των περιοχών με σερβικό πληθυσμό υπό μια ενιαία διοίκηση. Το ζήτη μα αυτό της Μεγάλης Σερβίας, ή του διευρυμένου σερβικσύ κρά τους, έχει τις δικές του εξτρεμιστικές ιδιότητες και υποστηρικτές 253
που ανάγονται τουλάχιστον στο 19ο αιώνα. Ο δίο^η Ρτοΐίς (18571923), ένα εξέχον μέλος του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος, ή ταν ανάμεσα σε κείνους που μπορεί να θεωρηθούν πρόδρομοι της εθνοκάθαρσης που πραγματοποιήθηκε στους πρόσφατους πολέ μους σε ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία. Ανάμεσα στις προ γραμματικές διακηρύξεις του περιλαμβανόταν η συνηγορία για την καταστροφή της βοσνιακής μουσουλμανικής ταυτότητας. Ο ΡΓΟίΐί έλεγε: «Εφόσον ο στρατός μας περάσειτον ποταμό Ντρίνα, θα δώσει στους Τούρκους [δηλαδή στους Βόσνιους μουσουλμά νους] είκοσι τέσσερις -ίσως σαράντα οχτώ- ώρες να επιστρέψουν στην πίστη των προπατόρων τους [Ορθοδοξία] και ύστερα σφάξτε όσους αντισταθούν, όπως κάναμε στη Σερβία στο παρελθόν» (Β & Π 30 , 1984:107). Αλλα σημαντικά συστατικά των σερβικών εθνικιστικών κινη μάτων περιλαμβάνουν στοιχεία γλωσσικής και πολιτιστικής ταυ τότητας. Η προέλευση μιας κοινής εθνικής κληρονομιάς μπορεί να ανιχνευθεί στις θεωρίες του λΛαΚ δίεί^πονΐό ΚΆΤΆάϊιά (17871864) που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, συνέβαλε στην τυποποίηση της σερβικής γλώσσας βασισμένης στη διάλεκτο ίΙοΚανΐαη. Επίσης, η σύγχρονη ώθηση προς την κρατική επέκταση μπορεί να ανιχνευθεί στην εδαφική μεγέθυνση και τους στόχους εξισορρόπησης των δυνάμεων του Ι1Ϊ3 θ2Γ3§αηϊη, υπουργού Εσω τερικών της Σερβίας στα μέσα του 19ου αιώνα και συγγραφέα του Νααπαηΐ)β, δηλαδή ενός εγχειριδίου για το ποιες περιοχές έπρε πε να περιλαμβάνονται στο σερβικό κράτος (ίυβπίονϊό, 1958: 176).
Διαφορές
Αυτό που καθιστά το σερβικό ριζοσπαστικό εθνικισμό και τις ιδε ολογικές παρορμήσεις που τον υποκινούν σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστούν είναι ότι ουδέποτε έχουν κωδικοποιηθεί με κά ποιο βαθμό αυστηρότητας ή ακρίβειας. Επίσης, πολλά σέρβικά ε 254
θνικιστικά γραπτά και υποστηρικτές του εθνικισμού έχουν εκφράσει τις ιδέες τους με τρόπους που δεν γίνονται εύκολα αντιλη πτοί από τη μάζα του αγροτικού πληθυσμού, καθιστώντας επομέ νως την ευρεία λαϊκή συναίνεση όπως και την κατανόηση ενός τέ τοιου εθνικισμού σχεδόν αδύνατη. Ανάμεσα στους πιο σημαντι κούς υποστηρικτές εθνικιστικών θεωριών είναι συγγραφείς και ποιητές που απευθύνονται στην πνευματική ελίτ (ΚβπιεΙ, 19%: 289)· Επιπλέον, κρίσιμης σημασίας είναι το γεγονός ότι οι Σέρβοι δεν είναι μια ομάδα με μια μοναδική πολιτισμική ή πολιτική ε μπειρία (ΡβίτονοοΗ, 1976). Η Δημοκρατία της Σερβίας κατανοείται καλύτερα στο σύγχρονό της πλαίσιο με αναφορά στους ιστορι κούς της δεσμούς με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το Μαυρο βούνιο, η άλλη εναπομένσυσα δημοκρατία στη σημερινή Γισυγκοσλαβία, εδράζει τις πολιτισμικές του ρίζες στην παράδοση της α ντίθεσης στην οθωμανική κατάχτηση και, ενώ αυτό επιφανειακά είναι σημείο κοινό, στην πραγματικότητα οι Μαυροβούνιοι ουδέ ποτε υποτάχθηκαν πλήρως. Μέχρι τον 20ό αιώνα, το Μαυροβού νιο ήταν ανεξάρτητο, με τη δυνατότητα να διαμορφώνει τους δι κούς του μοναδικούς πολιτικούς θεσμούς και παραδόσεις, κυρίως μια μοναρχία χωριστά από τους Σέρβους. Το ιδιαίτερο αυτό πα ρελθόν εξακολουθεί να χρωματίζει την πολιτική των Μαυροβου ν ίων και σε κάποιο βαθμό εξισορροπεί μια άλλη πολιτική άποψη, που στην ακραία της μορφή είναι ενσωματωμένη στο σύγχρονο Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (ΣΡΚ/δΚδ). Η οργάνωση αυτή υ ποστηρίζει ότι οι Μαυροβούνιοι είναι ξεκάθαρα Σέρβοι και συνη γορεί στην εξάλειψη όλων των συνόρων, φυσικών και άλλων, που χωρίζουν τη Σερβία και το Μαυροβούνιο. Περιπλέκοντας περαιτέρω τα πράγματα, η Δημοκρατία της Σερβίας περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις διακεκριμένες περιοχές. Εκτός της Σερβίας, η κάποτε αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοντίνα έ χει ρίζες στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Έτσι η Βοϊβοντίνα είναι εκείνο το τμήμα της Ομοσπονδιακής Δη μοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, η πολιτική και πολιτισμική εξέλιξη 255
της οποίας δεν κατανοείται καλύτερα με αναφορά στην οθωμανική Ιστορία. Εν τω μεταξύ, η άλλη παλαιότερα αυτόνομη επαρχία, το Κόσοβο, κατοικήθηκε κυρίως από Αλβανούς, που υπέφεραν κάτω από τον ασιυνομικό-κρατικό έλεγχο του Βελιγραδιού και ζητούσαν αυτονομία, αν όχι ανεξαρτησία. Ενώ το Κόσοβο εξακολουθεί στο σερβικό φαντασιακό να θεωρείται ακέραιο συστατικό του εθνικού κορμού, η περιοχή είχε απολέσει τον εθνικό σερβικό της χαρακτή ρα (ΒΓθ\νη, 1992: 67-9). Πίσω από τις πρόσφατες εξεγέρσεις στην περιοχή αυτή βρίσκεται αυτή ακριβώς η πραγματικότητα. Συνοψίζοντας, εκείνο που απουσιάζει από τους Σέρβους είναι η κοινή ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη που θα τους προδιέθετε για μια κοινή αντίληψη του εθνικισμού. Πάντως, οι πολιτικές εξε λίξεις που χρησιμεύουν ώστε να υπογραμμίζονται και να προω θούνται ακραίες πολιτικές λύσεις, προέρχονται από κορυφαίες πολιτικές αρχές και λειτουργούς, που επιδιώκουν την υποστήριξη και χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Με άλλα λόγια, μέσω του ρι ζοσπαστικού δεξιού εξτρεμισμού και του ακραίου εθνικισμού η πολιτική ελίτ (πολύ συχνά, στην πραγματικότητα, μεμονωμένα ά τομα) έχει κινητοποιήσει την κοινή γνώμη για την εξυπηρέτηση των δικών της πολιτικών και στρατιωτικών στόχων. Είναι αυτή α κριβώς η ροπή για χειραγώγηση από πάνω προς τα κάτω που έχει κληρονομήσει ο Μιλόσεβιτς από άλλους σκαπανείς της σερβικής κρατικής επέκτασης.
Μια προεδρική καριέρα
Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είναι στο επίκεντρο της κατανόησης ή ανάλυσης του πολιτικού εξτρεμισμού στη σημερινή Γιουγκοσλα βία. Από τις αρχές, δεν έδειξε κάποια σημάδια πολιτικής οξύνοι ας. Γεννημένος στις 29 Αυγούστου του 1941 από Μαυροβσύνιους γονείς, στην πόλη ΡοίΒΓενΒο, πήγε στο Πανεπιστήμιο του Βελιγρα διού να σπουδάσει νομικά, αποφοιτώντας το 1964. Μολονότι είχε ενταχθεί στη Λίγκα των Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας 256
(ΛΚΓ) το 1959, μέχρι το 1984 δεν είχε αφοσιωθεί πλήρως στην πο λιτική, όταν πήγε στο Βελιγράδι να γίνει πρόεδρος της ΛΓΚ. Η α πότομη άνοδός του ως εξέχουσα πολιτική μορφή άρχισε από το 1989. Στις 28 Ιουνίου του εν λόγω έτους, έξι εβδομάδες αφού εξελέγη πρόεδρος της Σερβίας από την Σέρβική Εθνική Συνέλευση, ο Μιλόσεβιτς άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε με την εξακοσιο στή επέτειο της Μάχης του Κοσόβου. Αν και δεν ήταν ο πιο οξύς λόγος του Μιλόσεβιτς, τόνισε όμως ότι το Κόσοβο αποτελούσε α κέραιο τμήμα της Σερβίας και έτσι πέτυχε δυο κεντρικά πράγμα τα: την αναζωπύρωση του σέρβικου εθνικισμού σε ευρεία κλίμακα και την εισαγωγή μιας πολιτικής που ανακαλούσε την κατάσταση αυτονομίας του Κοσόβου. Τόσο πριν όσο και μετά, ο Μιλόσεβιτς είχε στηριχθεί στην καταστολή, τη χειραγώγηση και τη βία, που αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κυβερνητικού του στυλ. Το 1987, ο μέντοράς του, Ιν»η δΟπι&οΙίέ, είχε εκδιωχθεί από την προεδρία της Σερβίας από τον προστατευόμενό του, καθώς ο Μι λόσεβιτς ως πρόσχημα χρησιμοποίησε το ότι ο δοητιβοΐίέ, πεπει σμένος εθνικιστής, υπήρξε ήπιος στο ζήτημα του εθνικισμού. Το 1990, πάλι, ο Μιλόσεβιτς κατέφυγε σε νομικίστικα τρικ για να περάσει ένα νέο σερβικό Σύνταγμα που αναιρούσε τελεσίδικα τα τε λευταία υπολείμματα αυτονομίας για τη Βοϊβοντίνα και το Κόσο βο. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι διατήρησε τον έλεγχο της σερβικής αστυνομίας, κύριο εργαλείο του φυσικής καταστολής. Γενικά μιλώντας, τα πεπραγμένα του Μιλόσεβιτς υπήρξαν δι πλά. Από τη μια πλευρά, και όπως υποδηλώθηκε νωρίτερα, αυτός διαπλάστηκε στο πρότυπο του 03Γα£&ηϊη και άλλων Σέρβων πολι τικών που είχαν κερδίσει ή αναλάβειτην εξουσία προκειμένου να προωθήσουν ένα εθνοτικό σερβικό έθνος-κράτος. Όμως, όσον α φορά τον Μιλόσεβιτς, το περιεχόμενο ή η ουσία όποιας ειδικής συνοδευτικής ιδεολογίας έχει παραμείνει δευτερεύον, αν όχι τριτεύον ζήτημα (Μίΐοδονίό, 1989: 264-9). Για τον πρόεδρο Μιλόσε βιτς η πρωταρχική έγνοια υπήρξε η παραμονή στην εξουσία και, κατά καιρούς, αυτό συνεπαγόταν προώθηση ενός μεταβαλλόμε νου ακροδεξιού εθνικισμού που υποστήριζε, όταν δεν ενσωμάτω 257
νε ρητά, στόχους όπως η γενοκτονία και ο διαμελισμός της σοσια λιστικής Γιουγκοσλαβίας. Από την άλλη πλευρά, η προώθηση του ακραίου εθνικισμού α πό τον Μιλόσεβιτς πυροδότησε τη δημιουργία και αναβίωση ριζο σπαστικών εθνικιστικών πολιτικών κομμάτων, τόσο εντός Σερβίας-Μαυροβσυνίου όσο και σε σερβοκρατσύμενες περιοχές των άλλων δημοκρατιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πολλές από τις οργανώσεις αυτές είτε ήταν είτε εξακολουθούν να παραμένουν παραστρατιωτικές. Οι πλέον περιβόητες εξακολουθούσαν να εί ναι το 5Κδ, με αρχηγό τον νο]ίδ1»ν ο οποίος ήταν επίσης αρχηγός της παραστρατιωτικής όεΐηϋα. Επιπροσθέτως, ο ηγέτης των περιβόητων Τίγρεων, Ί&\)Υ.ο Καζηαίονϊέ, άλλως ΑτΚ&η (Αρκάν), συνδέεται με κάποιες από τις πιο σκληρές εκστρατείες εθνο κάθαρσης στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη και εξακολουθεί να η γείται του Σερβικού Κόμματος Ενότητας (ΣΚΕ/δδ.1) (δί11>βΓ και ϋΚΐβ, 1995:247). Πιο πρόσφατα, ο Αρκάν και η αστυνομία του α ναφέρθηκε ευρέως ότι δρούσαν στο Κόσοβο το 1999, καθώς επι ταχύνθηκε η διαδικασία εθνοκάθαρσης*. Το εάν τέτοια ριζοσπαστικά εθνικιστικά κόμματα μπορούν να εξακολουθήσουν να ευδοκιμούν ή όχι παραμένει ένα ζήτημα ανοι χτό. Ο Μιλόσεβιτς, ερωτοτροπώντας με τις ψήφους των υπερεθνικιστών και επιδιώκοντας να καθιερωθεί ο ίδιος ως η ενσάρκωση του σερβικού εθνικισμού, προώθησε τέτοιου είδους πολιτικές ορ γανώσεις, ιδιαίτερα την δδΚ. Τα κόμματα αυτά, βασισμένα σε ιδε ολογικές πλατφόρμες και πολιτικές που μπορεί να περιγράφουν ως αναχρονιστικές, πλασάρουν ξεπερασμένες ιδέες όπως οι ανα φορές σε ένα σερβικό παρελθόν στρατιωτικής δόξας. Επίσης, εί ναι ιδιαίτερα ξενοφοβικά, ιδιότητα που τα έχει οδηγήσει τελικά σε δικαιολόγηση και συμμετοχή στην εθνοκάθαρση (ΝΙΝ, 12 Φε βρουάριου 1993 και 20 Αυγούστσυ 1993), ενώ, εππλέον, εκθειά ζουν τις αρετές των αρχαίων και αγροτικών πατριαρχικών κοινω νικών διευθετήσεων, γνωστών ως ζαάηΐξα (Ηαΐρβτη, 1958:134-50). Καθώς ο Μιλόσεβιτς εμφανίστηκε ως Σέρβος εθνικιστής ηγέ της ρα Γ εχϋβΙΙβηεβ, η τακτική του για διακυβέρνηση περιλάμβανε 258
την ενσωμάτωση των υπερεθνικιστών άμεσα στην κυβέρνηση. Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της Σερβίας το 1992, η δΡδ συγκέντρωσε 101 έδρες, κερδίζοντας την υποστήριξη των 73 βου λευτών τουδεδεΙ] προκειμένου να σχηματίσει κυβέρνηση. Από τον Μάιο του 1993, οι σχέσεις μεταξύ §εδεΙ] και Μιλόσεβιτς έγιναν ε χθρικές, ωθώντας σε σχίσμα και υποχρεώνοντας σε εκλογές τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (Β ογΙ>3, 7 Οκτωβρίου 1993, Μ ηγΚο Ι ϊοΗ, 1993:15-20). Η βάση επί της οποίας τα δύο κόμματα μπόρεσαν να διαμορφώσουν λειτουργική σχέση ήταν μια καθαυτό μελέτη περί πτωσης (ςβδε δίικί^) χειρισμού του ακραίου εθνικισμού εκ μέρους του Μιλόσεβιτς, μέσω αποτελεσματικής και έμμεσης προσέλκυ σης ηγετών όπως ο δεδεί]. Η κολακεία και ο εκμαυλισμός ήταν τα κύρια όπλα στο οπλοστάσιο του Μιλόσεβιτς: ΤονδεδεΙ] τον χειρο κροτούσε δημόσια ως τον «αγαπημένο του αρχηγό της αντιπολί τευσης», τουλάχιστο μέχρις ότου έγινε φανερή η ρήξη τους. Για τονδεδεί], ο Μιλόσεβιτς αντιπροσώπευε το μοναδικό ηγέτη με τον οποίο μπορούσε να συνεργαστεί. Μετά τις εκλογές της 20ής Δε κεμβρίου 1992, ο δεχεί] είχε δηλώσει ότι θα αρνσύνταν να συνερ γαστεί με όλους εκτός του δΡδ, αποστασιοποιούμενος συνειδητά από άλλους ηγέτες της αντιπολίτευσης και ειδικά από τον νιιΚ ϋΓ&δΙίονίό (αρχηγός του Σερβικού Ανανεωτικού Κινήματος), δη λώνοντας ότι το δΚδ «δεν θα συνασπιζόταν ποτέ με τους ρεφορμισιές» (ΡοΙί(ϋ<α, 28 Δεκεμβρίου 1992). Την περίοδο εκείνη, το υπερεθνικιστικό πιστοποιητικό του Μι λόσεβιτς ήταν αναμφισβήτητο. Ασφαλώς, ο δεδεί] δεν αγνοούσε τις (τότε) πρόσφατες πολιτικές μηχανορραφίες του Σέρβου προ έδρου. Ειδικότερα, και όπως ήδη σημειώσαμε, με την ευκαιρία της εξακοσιοστής επετείου της Μάχης του Κοσόβου, ο Μιλόσε βιτς εκφώνησε την ομιλία που ίσως παραμείνει στην Ιστορία ως η πιο περίφημη ομιλία του. Εκφωνήθηκε στην επαρχία του Κοσό βου της Σερβίας, που τότε αποτελούνταν κατά 90% από αλβανι κής εθνικότητας πληθυσμό και έκανε μια άμεση αναφορά στο σερβικό εθνικισμό μέσω της δήλωσης ότι το Κόσοβο ήταν, είναι και πάντα θα παρε'μενε ακέραιο τμήμα της Σερβίας (δΠβεΓ και 259
ίϊκίο, 1995: 75-7). Η παρέμβαση αυτή, περισσότερο από οποιοδήποτε μεμονωμένο γεγονός, αφύπνιζε το κοινό αίσθημα υπέρ του ζητήματος της Σερβίας για ένα Μεγάλο Σερβικό Κράτος. Αυτό α κριβώς το είδος του λόγου σημάδεψε την άνοδο του Μιλόσεβιτς στην εξουσία: από το 1987 περίπου, εκφωνούσε μια σειρά συναι σθηματικών λόγων, μερικούς ακόμη πιο τολμηρούς από όσους προαναφέραμε, που στόχο είχαν να υποθάλψουν τα αιτήματα χω ρισμού και ανεξαρτησίας στη Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία και Ερ ζεγοβίνη και το Κόσοβο. Εντούτοις, η ρητορική του Μιλόσεβιτς κάθε άλλο παρά ήταν ο μοναδικός δεσμός με τον υπερεθνικισμό. Το περίφημο δΑΝυ ΜεηιοΓαηάιιηι, που προερχόταν από τη Σέρβική Ακαδημία Επι στημών και Τεχνών (ΣΑΕΤ/δΑΝΙ_Ι) το 1986, υπενθύμιζε τις υποτι θέμενες δυστυχίες και τα παθήματα που είχαν υποστεί οι Σέρβοι στην ενωμένη σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία και προέβαλε το αίτη μα για Μεγάλη Σερβία ως πανάκεια για κάθε πολιτική ασθένεια της Σερβίας. Ο Μιλόσεβιτς υιοθέτησε το ντοκουμέντο ως εγχειρί διο δράσης για την πολιτική του (νβδετημ ηονο$Η, 24 Σεπτεμβρίου 1986). Ωστόσο το δΑΝυ ΜαηοΓαηάιυη ήταν μόνο ένα βήμα για την εκ μέρους του Μιλόσεβιτς διασφάλιση και υποστήριξη της πνευματικής κοινότητας της Σερβίας. Η προώθηση του Ε)οΙ>ηε& £οχϊέ στην ομοσπονδιακή προεδρία της Γισυγκοσλαβίας βελτίω σε επίσης τη δημόσια εικόνα του Μιλόσεβιτς και την αξίωσή του να είναι ο υπερασπιστής του εθνικού συμφέροντος της Σερβίας, σε αντίθεση προς το εθνικό συμφέρον της Γιουγκοσλαβίας (Κ»πΐ€ΐ, 1996:199-200). Ο όοβΐέ είχε γίνει εξέχων εθνικιστής συγ γραφέας και, κυρίως, ένας από τους φωτοδότες πίσω από το ΜβτηοΓαηάιιτη.
Οι διανοούμενοι στην πολιτική
Η συμμαχία του Μιλόσεβιτς με τους διανοουμένους δεν σταμάτησε με τον ίοχΐέ. Όταν ο Μιλόσεβιτς χρειαζόταν κοινωνικά αξιόπι 260
στους υπερασπιστές για την πολιτική του της δημιουργίας της Με γάλης Σερβίας, γινόταν χορηγός συνεδρίων στα οποία οι διανοού μενοι ευθυγραμμίζονταν στην υποστήριξη των επεκτατικών στό χων, της εθνοκάθαρσης και των άλλων όψεων της εθνικιστικής υπό θεσης. Το ειδικό βάρος των διανοουμένων στις βαλκανικές κοινω νίες και στη Σερβία όπου, στον 20ό αιώνα, οι περισσότεροι άνθρω ποι παραμένουν αγρότες, σχεδόν πλήρως απομονωμένοι από τις εμφανιζόμενες πολιτικές και πνευματικές τάσεις (ίχάετεΓ, 1969: 406), γίνεται αντιληπτό από τα ακόλουθα λόγια ενός συγγραφέα: Όπου η ικανότητα να αποκτήσει κανείς μόρφωση έχει από μακροΰ συνδυαστεί με την ελευθερία από την καταπιεστική δια κυβέρνηση μιας ξένης τυραννίας, το να παρακολουθήσει κα νείς σχολείο και να μάθει ανάγνωση και γραφή έχουν θεωρη θεί προνόμια που πρέπει να διατηρούνται, όχι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται. Συγγραφείς, δάσκαλοι και καθηγη τές [στη Σερβία] απολαμβάνουν κύρος τέτοιο που δεν αναγνω ρίζεται σε συναδέλφους τους σε άλλες χώρες... Οι καθηγητές υπήρξαν ηγέτες στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας (ΤιίΓΟδΐοηδΚί, 1949: 230-1). Στις 28 Μαρτίου 1992, ο στόχος του Μιλόσεβιτς να καθορίσει την πορεία της βοσνιακής πολιτικής έγινε αδιαμφισβήτητα σαφής καθώς, στο Σαράγεβο, περίπου 500 αντιπρόσωποι παρακολούθη σαν αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως το Πρώτο Συνέδριο Σέρβων Διανοουμένων, με την εντολή να βρουν λύση σ’ αυτό που αποκαλείτο «η γιουγκοσλαβική κρίση» (Β ογ&3, 30 Μαρτίου 1992). Στην πραγματικότητα, το συνέδριο δεν ήταν μια ουδέτερη συγκέ ντρωση διανοουμένων, αλλά ένα προσεκτικά ενορχηστρωμένο πολιτικό γεγονός, με στόχο να δώσει σήμα στο Σερβοβόσνιο ηγέ τη Ράντοβαν Κάραντζιτς ότι το Βελιγράδι παρείχε την υποστήριξή του στην άρνησή του, με ό,τι αυτή συνεπαγόταν, να αναγνωρίσει την κυβέρνηση της Βοσνίας και τη δήλωση ανεξαρτησίας της Ερ ζεγοβίνης από τα απομεινάρια της Γιουγκοσλαβίας τον Μάρτιο του 1992. Εν ολίγοις, ο Μιλόσεβιτς τώρα δεσμευόταν σίγουρα και 261
δημόσια να ενσωματώσει τις σερβοκρατούμενες περιοχές της Κροατίας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης στην έντονα συγκε ντρωτική Σερβία. Εκτός από το να κερδίσει την υποστήριξη των υπερεθνικιστών πολιτικών όπως ο δείοΐ] στη Σερβία και ο Κάραντζιτς στη Βοσνία, και των οπαδών τους, καθώς επίσης των διανοουμένων, ο Μιλόσε βιτς άσκησε επίσης έλεγχο σια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το γε γονός αυτό του έδινε τη δυνατότητα να σκιαγραφήσει την αναδυόμενη σύγκρουση με τέτοιο τρόπο, ώστε αναμφίβολα να επηρεάσει τις απόψεις των καθημερινών θεατών και ακροατών των σερβικών Μέσων, είτε διέμεναν στη σημερινή Γιουγκοσλαβία είτε σε περιο χές που έλεγχαν αντάρτικες σερβικές δυνάμεις στην Κροατία ή τη Βοσνία. Οπωσδήποτε, τα υπό κρατικό έλεγχο σέρβικά Μέσα πα ρουσίαζαν την εθνότητα των Σέρβων, σε ολόκληρη την επικράτεια της πρώην Γιουγκοσλαβίας, σαν τα παθητικά και αθώα θύματα της επίθεσης και των γενοκτόνων εθνικών ομάδων. Στις καμπάνιες στα μέσα ενημέρωσης, η σταθερή επανάληψη όρων όπως ΙΙ513&, μειωτική ετικέτα που περιέγραφε τους Κροάτες και παρέπεμπε (πάλι) στο γενοκτόνο, φασιστικό κροατικό καθεστώς - ανδρείκελο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, διαστρέβλωνε την πραγματική εικό να αλλά, αναμφίβολα, χρησίμευε σιην αναπαραγωγή ενός αισθή ματος θυματοποίησης στη σέρβική συλλογική ψυχή. Το ότι μια τέ τοια προπαγάνδα είχε το διττό αποτέλεσμα να εξασφαλιστεί η υ ποστήριξη της κοινής γνώμης για την εθνοκάθαρση, αφενός, και με τέτοιο τρόπο ώστε τουλάχιστον ορισμένοι από εκείνους που την εκτελουσαν, χαμηλά στη βάση, να τη θεωρουν δικαιολογημένη, α φετέρου, τεκμηριώνεται από προσωπική μαρτυρία. Σε μια αφήγη ση σερβικής επίθεσης στην πόλη της Κροατίας νιιΚονΕΓ, αναφέρ θηκε ότι υπήρχε τουλάχιστον «μια πολΰ νεαρή γυναίκα με στρα τιωτική στολή, μητέρα δύο παιδιών, επίσης εθελοντές [μεταξύ των άλλων εθελοντών], που όταν ρωτήθηκε γιατί αποφάσισε να πάει στον πόλεμο είπε: “Να, όταν έβλεπα τηλεόραση κατάλαβα τι συνέβαινε και θέλω να βοηθήσω και αξίζει να κάνουμε θυσίες γιατί... η Σερβία μας είναι η ζωή μου”», (ί3ΐϊς, 1995:82). 262
Η διάλυση των συμμαχιών
Από τα μέσα του 1993, εντούτοις, ο Μιλόσεβιτς άρχισε να θέτει φρένο στην ανεύθυνη υποστήριξή του για την προσπάθεια περι φερειακού πολέμου και αποστασιοποιήθηκε από τους υπερεθνικιστές συμμάχους του. Έχοντας καταστεί συνήγορος και ο πλέον δυναμικός υποστηρικτής των Σέρβων και της επίθεσής τους σε ο λόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία, ο Μιλόσεβιτς είχε υποστεί κριτική και αποδοκιμασία από τη διεθνή κοινότητα -υπόδειγμα που επαναλήφθηκε το 1999 στην εθνοκάθαρση του Κοσόβου- και κατέστησε τη Σερβία διεθνή παρία που της επεβλήθη, από τον Μάιο του 1992, καθεστώς οικονομικών κυρώσεων. Όσον αφορά τους πολιτικούς συμμάχους, έπρεπε να σταματή σει τη σχέση του με το 5Κ5. Από τον Οκτώβριο του 1993, οι σχέ σεις μεταξύ του 5Κ5 και του 8Ρ5 είχαν επιδεινωθεί σε τέτοιο ση μείο, ώστε το πρώτο ήταν στο όριο να συγκεντρώσει τις ψήφους που απαιτούνταν στο νομοθετικό σώμα (ίΚυρίϋηβ) για να γίνει α ποδεκτή η μομφή κατά του δεύτερου. Σύμφωνα με την άποψη του δεδεί], ο Μιλόσεβιτς είχε παραμελήσει το καθήκον του να υπερα σπιστεί το ιδανικό της Μεγάλης Σερβίας. Εντούτοις, ο Μιλόσε βιτς, εύκολα άμβλυνε αυτό που φαινόταν ως πολιτική κρίση. Η συ ζήτηση στο σχετικό ζήτημα άρχισε στις 7 Οκτωβρίου, αλλά ανα βλήθηκε για τις 18 Οκτωβρίου λόγω διακοπής της κοινοβουλευτι κής λειτουργίας και επρόκειτο να επαναληφθεί μία εβδομάδα αρ γότερα. Ο Μιλόσεβιτς, εντούτοις, χρησιμοποίησε τον ενδιάμεσο χρόνο προκειμένσυ να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει ε κλογές για τον Δεκέμβριο. Στη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας που ακολούθησε, ο Μιλόσεβιτς προσπάθησε να αναμορφώσει την εικόνα του. Η ρήξη με τους υπερεθνικιστές, ειδικά με το 5Κ5, επέ τρεψε στο Σέρβο πρόεδρο να αποσπάσει την προσοχή από την α νάμειξή του στις θηριωδίες στην πρώην Γιουγκοσλαβία που μαστιζόταν από πόλεμο. Το 5Κ5, σε μια νύχτα, στα χέρια της προπα γάνδας του Βελιγραδιού, από εκεί που ήταν αξιόπιστος σύμμαχος κατέληξε σε στρατόπεδο για εγκληματίες πολέμου. Στη διάρκεια 263
της εκλογικής καμπάνιας, τα κρατικά με'σα ενημέρωσης της Σερ βίας άρχισαν να τονίζουν ότι ο δεδοί] ήταν αναμεμειγμένος σε ε γκλήματα πολέμου. Ένας ανταποκριτής που εργαζόταν με το γι ουγκοσλαβικό στρατό, ο ΜίιΊίο .Ιονΐοονΐς, είπε στη Βοώα ότι οι ΰαίηϊΐα του δοίοΐί ανακρίνονταν για τη «σφαγή» πολυάριθμων πο λιτών και λεηλασίες ανυπεράσπιστων χωριών στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη (Β ο γ &3, 11 Νοεμβρίου 1993). Η άβ ίααο εγκατάλειψη της υπερεθνικιστικής ιδεολογίας εκ μέρους του Μιλόσεβιτς συνοδεύτηκε από κάποια γρήγορη συγκε κριμένη πράξη. Σε μια επιστολή στη σερβοβοσνιακή ηγεσία στις 2 Αύγουστου του 1994, ο Μιλόσεβιτς προειδοποιούσε τον Ράντοβαν Κάραντζιτς ότι το Βελιγράδι θα απέσυρε κάθε υλική υποστήριξη από τους Σερβοβόσνιους εν όψει του γεγονότος ότι δεν αποδέχθη καν μια διεθνώς εγγυημένη συμφωνία ειρήνης που τους παραχω ρούσε δικαιοδοσία στο 49% της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης (ΡοΜΙω, 3 Αυγούστου 1994). Μόνο δυο ημέρες μετά, ο Μιλόσε βιτς ανακοίνωσε κυρώσεις, λέγοντας ότι το σύνορο του Ποταμού Ντρίνα που χώριζε τη ΚβρυύΙϋω 5φχΙω (Κδ) από τη σημερινή Γι ουγκοσλαβία θα έκλεινε για όλους εκτός από την περίπτωση της ανθρωπιστικής βοήθειας (Ταη}ιΐξ, 4 Αυγσύστου 1994). Ενώ ο απο κλεισμός κάθε άλλο παρά απόλυτος ήταν, ο Μιλόσεβιτς τώρα έκα νε πολύ λίγα για να υποχωρήσει από την πρόσφατη εικόνα του ως διαμεσολαβητής περιφερειακής ειρήνης. Το καλοκαίρι του 1995, η Κροατία εξαπέλυσε αιφνιδιαστική στρατιωτική επίθεση για να διεκδικήσει την επιστροφή εδαφών που κρατούσαν οι επανασιατημένοι Σέρβοι που υποστηρίζονταν αποφασιστικά από το Βελι γράδι. Ο Μιλόσεβιτς, όμως, αρνήθηκε να ανταποκριθεί στις απαι τήσεις εξτρεμιστών που επέμεναν ότι το «εθνικό συμφέρον» του Βελιγραδιού υπαγόρευε η Γιουγκοσλαβία να παρέχει πλήρη υπο στήριξη στους Σέρβους της Κροατίας -και έφταναν μέχρι και σε βομβαρδισμό του Ζάγκρεμπ- υπερασπιζόμενοι το κράτος των Σέρβων της Κροατίας, την αποκαλσύμενη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα ( Βεΐ3,4 Αυγούστου 1995). Αντιμέτωπος με τη στρα τιωτική επιθετικότητα της Κροατίας, ο Μιλόσεβιτς επομένως δεν 264
πρόσφερε σημαντική στρατιωτική βοήθεια στους πρώην Σέρβους πελάτες του (Κειιίεπ και ΡοΙίιίΙία, 3 Αυγοΰστου 1995). Το ότι η πολιτική του Μιλόσεβιτς είχε στραφεί εναντίον τους έγινε φανερό στους υπερεθνικιστές. Μιλώντας για λογαριασμό των 55.1 στις 10 Ιουνίου 1996, ο αντιπρόεδρος Βοπςίαν Ρείενϊέ παραδέ χτηκε ότι οι σχέσεις μεταξύ Γιο\>γκοσλαβίας και Κροατίας έπρεπε να εξομαλυνθούν. Όσον αφορά τις απώλειες των Σέρβων της Κροατίας το 1995, ο Ρείενίό είπε ότι όλοι οι εθνικιστές Σέρβοι πα ντού έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα ότι δηλαδή «ο πόλεμος τέλειωσε. Οι Σέρβοι έχουν χάσει». Ενώ αναγνώριζε ό τι το ακραίο εθνικιστικό όνειρο να κρατήσουν ολόκληρη την επι κράτεια που είχε κατακτηθεί έπρεπε να εγκαταλεκρθεί, ο Ρείενίέ επίσης υπαινίχθηκε, όχι ιδιαίτερα λεπτά, ότι ήταν μια πραγματικό τητα που δεν χρειαζόταν να γίνει αποδεκτή με ευγένεια ή ευχαρί στηση: «Δεν είμαστε ευτυχείς να έχουμε τους Κροάτες γείτονές μας (...) αλλά όπως έχουν τα πράγματα πρέπει να συνεργαστούμε με αυτούς» (Ρυηυΐηξ ΒαΙΙίαη Ρεαοε, 18 Ιουνίου 1996). Ακόμη και το 5Κ5, τώρα, αποδεχόταν ότι ο κύριος στόχος του κόμματος έπρεπε να τροποποιηθεί (όσιε να αντανακλά και να εκ φράζει τις νέες πραγματικότητες. Η ανεξάρτητη ημερήσια εφημε ρίδα του Βελιγραδίσυ Νβ$3 Βοιϋζ ανέφερε ότι, ενώ το κόμμα δεν είχε εγκαταλείπει το στόχο της Μεγάλης Σερβίας, προς το παρόν θα υπηρετούσε πολιτικές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν την παγίωση του ελέγχου επί της βοσνιακής Σερβίας εκ μέρους του Βελιγραδιού, τη ΚεριώΙϋαι 5ρπΙία, όπως οριζόταν στη Συνθήκη Ει ρήνης του Ντέιτον. Το 5Κ5 κατέληγε ότι, στους καιρούς αυτούς είναι εξαιρετικής σημασίας να προστατευθεί ό,τι έχει απομείνει και όσον αφορά την επιστροφή των (...) χαμένων τμημάτων της ΚερΜΐΜα ΞρηΙαι και της σέρβικης Κράινα, θα πρέπει να περιμένουμε την αλλαγή του καθεστώ τος στη Σερβία και τη μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων (...) στη διεθνή κοινότητα (Ναίζ Βοιϋα, 25 Μαρτίου 1996).
265
Διττές ιδεολογίες
Σαφώς για τον Μιλόσεβιτς παραμονή στην εξουσία σημαίνει κάτι περισσότερο από τον καθορισμό και την αποσαφήνιση της ταυτό τητάς του, σύμφωνα με τα αξιιόματα μιας ορισμένης ιδεολογίας. Γι’αυτόν, η τακτική της διατήρησης της εξουσίας σημαίνει ότι δια φορετικός χρόνος και περιστάσεις καθιστούν απαραίτητη την έμ φαση σε διαφορετικές ιδεολογίες, αλλά χωρίς να ανακοινώνεται ρητά η μία ή η άλλη. Έτσι, χαρακτηριστικό του ηγετικού ρόλου τον» Μιλόσεβιτς ήταν η εκφώνηση λόγων και η πολιτικολογία που τονίζουν εμφανώς ασύμβατους στόχους. Ο Μιλόσεβιτς, στο ζήτημα αυτό, δεν είχε καλύτερους συμμά χους από τους διανοούμενους. Στις 22 Απριλίου 1994, περΰιου 1.400 διανοούμενοι και εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες συναντήθηκαν στο Βελιγράδι για μια διήμερη διάσκεψη που τιτλοφορήθηκε Δεύτερο Συνέδριο Σέρβων Διανοουμένων. Σύμφωνα με την προπαγάνδα που σκιαγραφούσε το στόχο της συγκέντρωσης, σκοπός δεν ήταν να γίνει ένα βήμα συζητήσεων για την πολιτική στην περιοχή. Αντίθετα, υποτίθεται ότι θα ήταν μια συνάντηση στην οποία τα άτομα θα μπορούσαν να σκιαγραφήσουν την προσωπική τους γνώμη σχετικά «με την κατάσταση του σερβικού έθνους στον κόσμο σήμερα» (Βοώα, 22 Απριλίου 1994). Οπως αναμενόταν, πολλοί εξέχοντες διανοούμενοι αγνόησαν την εντολή και οι διαδι κασίες κατέληξαν να είναι έκθεση προβολής ακραίων εθνικιστι κών αισθημάτων. Για λογαριασμό του, ο ΜϊΗαίΙο Μβτΐιονΐί, κάποτε ιδεολογικός υπεύθυνος του δΡδ, διαφωνούσε ότι το ζήτημα της πο λιτικής ενότητας ήταν κυρίαρχο, τονίζοντας ότι «η πρώτη και σημα ντικότερη αρχή της εθνικής πολιτικής πρέπει να είναι η πλήρης έ νωση όλων των Σέρβων» (ΡοΙίΐϋαι, 22 Απριλίου 1994). Οι περισσότεροι διανοούμενοι εν χορώ εξέφραζαν τις ιδεολο γικές τους συμπάθειες και υπερασπίζονταν την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας. Εκτός της εθνικιστικής ρητορικής δεν υπήρχε ανεκτικό τητα απέναντι σε οποιονδήποτε τολμούσε να πει το αντίθετο. Ο νυΚ θΓ3ίΚονίό, ηγέτης του Σερβικού Κινήματος Ανανέωσης 266
(ΣΚΑ/δΡΟ), σχεδόν σύρθηκε εκτός της εξέδρας των ομιλητών ό ταν προσπάθησε να θέσει το ζήτημα της στηριζόμενης από τους Σέρβους εθνοκάθαρσης στη Βοσνία (ΞίίάάειιΐχεΙιβ Ζβίΐυηξ, 26 Α πριλίου 1994). Πάντως, εμφανίστηκαν πολλές καθησυχαστικές δηλώσεις σιον Τύπο που υποστήριζαν ότι η επιρροή των ακραίων εθνικιστών είχε απορριφθεί, παρά τον ενθουσιασμό τους για την εθνικιστική υπόθεση της συγκέντρωσης. Σύμφωνα με την κάλυψη του θέματος από τον κρατικά ελεγχόμενο Τύπο, το συνέδριο «δεν έδωσε τη δυνατότητα για συζήτηση εθνικής πολιτικής ή [διατύπω ση] εθνικού προγράμματος, που ανήκουν στη σφαίρα των πολιτι κών και κοινοβουλευτικών θεσμών» (Βοώα, 22 Απριλίου 1994). Οι διανοούμενοι, εντούτοις, δεν φαίνονταν να εκτιμούν πλή ρως πώς το καθεστώς αναμόρφωνε τις πολιτικές του. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, εντούτοις, έγινε σαφές ότι το Δεύτερο Συνέδριο είχε χρησιμεύσει ως πλατφόρμα διά της οποίας οι διανοούμενοι δυσφημίστηκαν, γεγονός που τελικά πρέπει να αντιλήφθηκαν οι μετέχοντες στη διάσκεψη. Η πολιτική επιρροή που παρήγαγαν εί χε φτάσει τώρα στα όρια. Οι κάποτε αφοσιωμένοι υποστηρικτές του Μιλόσεβιτς περιορίζονταν να εκφράζουν την υποστήριξή τους για το διεθνή παρία και κατηγορούσαν τον εγκληματία πολέμου, αλλά αυτο-ανακηρυγμένο υπερασπιστή της Μεγάλης Σερβίας, Σερβοβόσνιο ηγέτη Ράντοβαν Κάραντζιτς. Οι διανοούμενοι περιθωριοποιήθηκαν αμέσως και, εξαιτίας της έλλειψης οράματος, έ πρεπε να τους αποδοθεί μεγάλο μέρος της ευθύνης για την εξέλι ξη αυτή. Στις 10 Ιουνίου 1996, η Νάία Βοτύα δημοσίευσε ένα αντί γραφο ενός μανιφέστου που υπόγραφαν είκοσι διανοούμενοι, πολλοί από τους οποίους ήταν εξέχοντες οργανωτές του Δεύτερου Συνεδρίου. Με τον τίτλο «Δεν Υπάρχει Εψήνη χωρίς τον Ηγέτη Όλων των Σέρβων», οι υπογράφοντες υπογράμμιζαν τόσο τη ρή ξη τους με την επίσημη πολιτική του Βελιγραδιού όσο και την απο δοκιμασία τους για τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης του Ντέιτον, η συμφωνία που τελικά έφερε τη λήξη της βοσνιακής σύγκρουσης στα τέλη του 1995, αλλά η οποία, κατά τους Σέρβους, ακόμη προ βλέπει την ύπαρξη σερβοβοσνιακού κράτους με τη Βοσνία. Σύμ 26
φωνα με τη διατύπωση του μανιφέστου, «ο πρόεδρος της ΚβρΜϋία 5φχΙία, Δρ Ράντοβαν Κάραντζιτς, στη διάρκεια του εμ
φυλίου πολέμου... στην επικράτεια της Βοσνίας και της Ερζεγοβί νης δεν εξέδωσε ούτε ένα διάταγμα... [που να απαιτεί] τη γενο κτονία ή την εθνοκάθαρση των Μουσουλμάνων ή Κροατών ε χθρών». Οι διανοούμενοι επέμεναν, επίσης, ότι ο Κάραντζιτς και όχι ο Μιλόσεβιτς ήταν ο γνήσιος αρχιτέκτονας μιας πραγματικής και διαρκούς ειρήνης, σημειώνοντας ότι «στις 17 Δεκεμβρίου 1992 η συνέλευση της ΚβρυύΙίίω ΞφχΙω εξέδωσε μια ανακοίνωση που ζητούσε τερματισμό του πολέμου περιείχε τις γνήσιες προσ δοκίες του σέρβικου λαού για τερματισμό των εχθροπραξιών και για συνεργασία με τη διεθνή κοινότητα». Ο ΜϊΙιαϊΙο Μ3Γΐ;ονΐί ή ταν μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν, καθώς επίσης ο διεθνώς γνω στός Σέρβος ιστορικός Μ ϊ Ιογ3<1 ΕΚηΐΰδϊς. Μεταξύ των κύριων πεπραγμένων του Μιλόσεβιτς ήταν η απο ξένωση των διανοουμένων από τη δημόσια πολιτική σφαίρα, από την περίοδο του Δεύτερου Συνεδρίου. Πράγματι, ο Μιλόσεβιτς σηματοδότησε έγκαιρα την πρόθεσή του, χρησιμοποιώντας τα κρατικά Μέσα για να στείλει το μήνυμά του, αρχικά με λεπτό τρό πο, ότι η υπεράσπιση της εθνικιστικής ιδεολογίας εκ μέρους των διανοουμένων ήταν παρελθόν. Έτσι, έστω και αν μεγάλο μέρος των εργασιών του συνεδρίου ήταν αφιερωμένο σε επίδειξη εξτρεμιστικής ρητορικής, ο άρρητος σκοπός της συνάθροισης, όσον α φορούσε το καθεστώς, ήταν να εγκαινιαστεί η δημόσια δυσφήμηση της ακραίας εθνικιστικής πίστης. Η συσκότιση του μηνύματος
Ο Μιλόσεβιτς κατά καιρούς έχει θολώσει τη δική του ρητορική, εμποτίζοντάς την με ανάμεικτα συνθήματα ή παλιές ιδεολογικές α ποσκευές. Έτσι, στη διάρκεια του 1994, το καθεστώς συνέχισε να εκπέμπει αδιαμφισβήτητα σήματα ότι σκόπευε να αποκαταστήσει, εκ νέου, την εικόνα του ως οχυρού του ακραίου εθνικισμού. Αυτό έγινε σαφές από την εκ μέρους του Μιλόσεβιτς αναγγελία 268
της ρήξης με τον Κάρατντζιτς, που εξακολούθησε να υπερασπίζε ται τόσο την εθνοκάθαρση όσο και τη Μεγάλη Σερβία. Ταυτόχρο να, το 1994 ήταν ένα έτος σημαντικό για αντιφατική σέρβικη προ παγάνδα ενώ το καθεστώς αρνιόταν τους δεσμούς του με το βρό μικο πολιτισμικό κατάλοιπο από το πρόσφατο ακραίο εθνικιστικό παρελθόν, σχεδόν ταυτόχρονα προωθούσε την ιδέα της εθνικής περηφάνιας. Διαφημισμένο ως «Έτος Πολιτισμού της Σερβίας», το 1994 είδε την απόρριψη των ξενοφοβικών στίχων και μουσικής που παραγέμιζαν τις ραδιοφωνικές εκπομπές. Το αποκαλούμενο τούρμπο φολκ, μείγμα λαϊκής μουσικής και βαλκανικού μπιτ, έ σβηνε, αν δεν πέθανε, και το Βελιγράδι δαπανούσε πόρους σε κλασικά κονσέρτα και διαφημιστικές καμπάνιες σχεδιασμένες να ενθαρρύνουν τις επισκέψεις στα μουσεία. Τώρα, στην ημερήσια διάταξη ήταν καμπάνιες που παρουσιά ζουν τη Σερβία στην πιο θετική της όψη ως οχυρού του πολυπολιτισμού και της εθνικής αρμονίας. Στις 23-24 Ιουνίου 1994, παρα δείγματος χάριν, συναντήθηκαν για διάλογο ο αντιπρόεδρος του δΡδ Ο ο γβπ Ρειΐενΐό και ο υπαρχηγός της μεγαλύτερης πολιτικής αρχής του αποκαλούμενού Σκιώδους Κράτους του Κοσόβου, ΡεΗιηΐ Αςαηΐ της Δημοκρατικής Λίγκας του Κοσόβου. Εδώ ακρι βώς ήταν που παρουσιάστηκε η ευκαιρία για τον Ρειΐενΐί να προ βάλει περήφανα τον ισχυρισμό ότι η Σερβία ήταν «μια κοινωνία πολιτών» (ΒεΙα, 29 Ιουνίου 1994). Όμως εκείνο που επίσης σημάδεψε το καλοκαίρι του 1994 ή ταν μια τολμηρή και βραχύβια αναβίωση του Μιλόσεβιτς ως ηγέτη της υπερεθνικιστικής υπόθεσης. Ένα γεγονός ήταν η αφιέρωση ε νός σημαντικού κατασκευαστικού έργου και η χρονική στιγμή ή ταν η κατάλληλη. Στις 7 Ιουλίου, ημερομηνία Εξέγερσης της Σερ βίας, σε ανάμνηση του ξεσηκωμού της δημοκρατίας κατά της ναζιστικής κατοχής του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Μιλόσεβιτς άνοι ξε το σταθμό του μετρό νιιΚον δροπιεηίΐί. Ο Σέρβος πρόεδρος συ νειδητά αναβίωνε την εθνική περηφάνια, παρουσιάζοντας το μνη μείο διπλά εντυπωσιακό καθώς αντιπροσώπευε το γεγονός ότι η χώρα μας έχει πραγματοποιήσει ένα τέτοιο 269
έργο σε μια εποχή που βρισκόταν κάτω από πλήρη διεθνή απο κλεισμό και πρωτοφανή πίεση από έξω. [Όλα αυτά] αποδεικνύουν ότι [τίποτα] δεν μπορούσε να εμποδίσει το Βελιγράδι να αποκτήσει αυτόν τον πιο όμορφο και πιο μοντέρνο υπόγειο σταθμό στην Ευρώπη (...) Είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά τα έργα που πραγματοποιούνται σε ολόκληρη τη Σερβία (...) δείχνουν μια εικόνα μιας μελλοντικής, σύγχρονης, αναπτυγμένης, δημο κρατικής, ευημερούσας Σερβίας, όπως αυτή θα είναι αναμφί βολα πολύ γρήγορα {Κειιίβπ, 7 Ιουλίου 1995). Εντούτοις, η επιδεικτική προπαγάνδα και ρητορική του Μιλόσε βιτς ξεθώριαζε στο φόντο με το πέρασμα του χρόνου. Το επόμενο έτος, και ασφαλώς μέχρι το 1996, επανήλθε σε μια χαμηλή ρητορι κή τονίζοντας τη δέσμευση της χώρας στη μεταρρύθμιση και τη δη μοκρατία. Ο Μιλόσεβιτς, ενδιαφερόμενος να υπογραμμίσει την εικόνα του μετριοπαθούς, υποστήριξε νομοθεσία που στην πραγ ματικότητα αμνήστευε τους ανάξιους απατεώνες. Το ομοσπονδια κό Κοινοβούλιο υιοθέτησε νόμο αμνηστίας για περίπου 12.500 νε οσύλλεκτους, καλύπτοντας εκείνους που είχαν λιπστακτήσει ή αποτύχει να υπηρετήσουν στους πολέμους στην Κροατία και τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη από το 1991 μέχρι το 1995 (Να§3 Β ογβ και ΡοΙίΐίΙω, 19 Ιουνίου 1996). Μόνο επαγγελματίες στρατιώτες και αξιωματικοί που λιποτάκτησαν εξαιρέθηκαν από την αμνη στία και μπορούσε να τιμωρηθούν με φυλάκιση μέχρι 5 χρόνια, ε άν καταδικάζονταν για λιποταξία. Ο Μιλόσεβιτς συνέχισε να αναπλάθει την εικόνα του, σηματο δοτώντας ότι ήταν έτοιμος να γίνει παίκτης στη διεθνή κοινότητα αναγνωρίζοντας τη ΡΥΚΟΜ ως Μακεδονία. Η απόφαση εκείνη πάρθηκε στις 8 Απριλίου 1996, όταν ο ομοσπονδιακός υπουργός Εξωτερικών Μίΐβη Μΐΐυΐϊηονϊέ συνάντησε στο Βελιγράδι τον ομό λογό του της ΡΥΚΟΜ Ι^ιιβοπιΐΓ ΡΓοΚονχΚϊ και υπόγραψαν συμ φωνία για εξομάλυνση των σχέσεων και διευκόλυνση του διμε ρούς εμπορίου. Προφανώς η κίνηση ήταν προϋπόθεση ώστε το Βελιγράδι να τύχει διπλωματικής αναγνώρισης, που γρήγορα συ 270
νέβη από ορισμένα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις 22 Απρι λίου, η Φινλανδία έγινε η δέκατη χώρα που αποφάσισε την ανα γνώριση, μετά τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Δανία, τη Νορβηγία, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, την Ιταλία και τη Γερμανία (ΚΓ31Ι86 και ΜβΓΚονϊΐοΗ, 1996:54-7). Σε συνέχεια, στις 7 Αυγσΰστου του 1996, Μιλόσεβιτς και Τυάιηαη συναντήθηκαν στην Ελλάδα στην πρώτη τους πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση από την ανεξαρτησία της Κροατίας του 1991. Μόνο δυο εβδομάδες αργότερα, στις 23 Αυγσΰστου, οι υπουργοί Εξωτερικών της Κροα τίας και της Γιουγκοσλαβίας, ΜεΙ€ Ογηπιο και ΜϊΙηπ ΜίΙυΐΐηονΐέ, συναντήθηκαν για να υπογράψουν τη συμφωνία εξομάλυνσης. Ήδη, τον Οκτώβριο του 1994, ο Μιλόσεβιτς είχε αποζημιωθεί με τη μερική άρση των κυρώσεων κατά του Βελιγραδιού, μετά την ομολογημένη ρήξη των σχέσεων με τη σερβοβοσνιακή ηγεσία. Ίσως η πιο εντυπωσιακή διαβεβαίωση της δέσμευσής του να εγκαταλείψει την ακραία εθνικιστική ρητορική και ιδεολογία ήταν η πιο στενή συμμαχία του Μιλόσεβιτς με την πολιτική οργάνωση τη οποία καθοδηγούσε η σύζυγός του, Μϊηβη». Στις εκλογές της ο μοσπονδίας και του Μαύροβουνίου στις 3 Νοεμβρίου 1996, το , ΐυ ί και το δΡδ κατέβηκαν μαζί, με την υποστήριξη ενός μικρότε ρου τρίτου κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ/Νϋ). Το .ΐυ ί, έχοντας ιδρυθεί μετά τις προηγούμενες εκλογές δεν διέθετε κοι νοβουλευτικές έδρες, αλλά τώρα ο συνασπισμός των τριών κέρδι σε 64 από τις 138 ομοσπονδιακές έδρες. Οι κύριοι σύμμαχοι του Μιλόσεβιτς στο Μαυροβούνιο, το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, κέρδισε 20 έδρες. Η αντιπολιτευτική συμμαχία Ζαμάηο (Μαζί), που αποτελείτο από το Δημοκρατικό Κόμμα του Ζόραν Ντζίντζιτς (ΔΚ/Οδ), το δΡΟ του Ντράσκοβιτς και τη Σέρβική Α στική Συμμαχία της νβχπΒ Ρβδϊο (ΣΑΣ/Οδδ), κέρδισε 22 έδρες. Οι υπόλοιπες θέσεις μοιράστηκαν μεταξύ έξι άλλων μικρότερων κομμάτων και συνασπισμών (Βοώα , 7 Νοεμβρίου 1996). Ακόμη νωρίτερα, το .1111- τοποθετήθηκε σε μια θέση που μπο ρούσε να επιδράσει στη λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων. Στις 28 Μαΐου 19%, ο Σέρβος πρωθυπουργός Μ ϊγΚο Μβηβηονϊί ανα 271
κοίνωσε ανασχηματισμό. Ο Νβάεΐ^ο δΐρονβο αντικατέστησε τσν Ινίίο ϋοηονίό, υπουργό Γεωργίας και αναπληρωτή πρωθυπουργό. Ο ϋ υ & ιη Κ ηπηζϊγ αντικατέστησε τον δίοίχκίοη υηΚονίό-, υπουργό Επιστημιόν, ενώ ο ΜΠίνο^ δ(3Πΐ3ΐονίς ανέλαβε τις Υποθέσεις Ερ γασίας και Βετεράνων από τον ϋοναη Καϋϊό. Ο δνείοΙίΚ Κο$(3(1ΐηονίά αντικατέστησε τον ΑΙεΙϋα στις Μεταφορές και τις Επι κοινωνίες και, τελικά, ο ΑΙεΚδβικίΒΓ Τϊ^ηΐς αντικατέστησε τον Κ31οπιϊγ νΐοο στη θέση του υπουργού Πληροφοριών. Όλοι οι νέοι υπουργοί και ειδικά ο Τί]3ηίέ, διατήρησαν δεσμούς, αν δεν έγιναν μέλη, με το ,ΐυίτου Μ3Γ^ονίά Βοώα, 28 και 29 Μαΐον 19%). Η επιστροφή του Μιλόσεβιτς στην προώθηση των σοσκιλιστικών αξιών και στην απόδοση σεβασμού στο καθεστώς του Τίτο ουδόλως υποδήλωνε ότι δεσμευόταν, έστω και ρητορικά, για εκ δημοκρατισμό ή μεταρρύθμιση. Ενώ η εθνικιστική ρητορική ήταν σε αναστολή, αυτή δεν είχε αποκηρυχθεί και ασφαλώς εκείνο που δεν είχε αλλάξει ήταν οι αυταρχικές μέθοδοι διακυβέρνησης του Μιλόσεβιτς. Στις 17 Νοεμβρίου 1996, διεξήχθησαν τοπικές εκλο γές σε ολόκληρη τη Σερβία. Ο αντιπολιτευτικός συνασπισμός Ζα]εάηο κέρδισε αδιαμφισβήτητη πλεισψηφία σε δώδεκα μεγαλύ τερες κοινότητες της Σερβίας, αλλά το καθεστώς αντέδρασε αρνούμενο, αρχικά, να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα, πράξη που πυροδότησε εκδηλώσεις δημόσιας δυσφορίας. Στις αρχές της 18ης Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκαν πολλές μαζικές διαμαρτυ ρίες, στις οποίες αρχικά οι διαδηλωτές ζητούσαν από τις αρχές να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών και αρ γότερα να παραιτηθεί ο Μιλόσεβιτς. Στην αρχή, η κύρια επίθεση του Μιλόσεβιτς κατά των διαμαρτυρόμενων έγινε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με τις αρ χές να προσπαθούν να παρουσιάσουν τους διαδηλωτές ως ανα τρεπτικά στοιχεία και επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη (Ράδιο και Τηλεόραση Σερβία, 18 Νοεμβρίου 1996). Ο Μιλόσεβιτς επι δίωξε επίσης να αποδείξει πόσο αποσταθεροποιητικές ήταν οι πορείες και οι διαμαρτυρίες, αλλά τελικά οι τακτικές αυτές απέτυχαν να κερδίσουν τη συμπάθεια του κοινού. Στις 20 Ιανσυαρίου 272
1997, παραδείγματος χάριν, επιχείρησε να παρουσιάσει την όλη κατάσταση ως απειλή του νόμου και της τάξης χρησιμοποιώντας την αστυνομία του Βελιγραδιού και της δημοκρατίας κατά των διαδηλωτών (Ράδιο Β 92, 20 Ιανουαρίου 1997). Όμως, με ειρηνι κές και εύτακτες πορείες ως καθημερινό γεγονός και με τα διεθνή και τοπικά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης να δίνουν έγκαιρη και ακριβή πληροφόρηση για τις εξελίξεις την περίοδο εκείνη, ο Μιλλόσεβιτς κατά τα φαινόμενα κινδυνολογούσε αδικαιολόγητα. Α ντί να υποκύψουν στην αποθάρρυνση, οι διαμαρτυρόμενοι εξακο λούθησαν να γεμίζουν τους δρόμους, με τουλάχιστον 200.000 δια δηλωτές στη σέρβική πρωτεύουσα κάθε ημέρα επί πολλές ημέρες. Τελικά, στα μέσα Φεβρουάριου, το καθεστώς υποχώρησε, ανα γνωρίζοντας τις νίκες της αντιπολίτευσης σε 14 δήμους και επιχεί ρησε να δείξει σεβασμό στην επιθυμία του κοινού για πολιτική με ταρρύθμιση υποβιβάζοντας ή απομακρύνοντας πολιτικούς που υ ποστήριζαν σκληρή γραμμή κατά των διαδηλωτών, περιλαμβανομένου του υπουργού Πληροφοριών Τί]αηίό. Ο Ντζίντζιτς, παράλ ληλα, έγινε δήμαρχος του Βελιγραδιού, ο πρώτος μη κομμουνι στής που πήρε το αξίωμα αυτό κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων και άνω. Ακολούθως, ακόμη και ο νυΚ Ε)πι5Κονίά (βλ. προηγούμενα) έγινε αναπληρωτής πρωθυπουργός στο καθεστώς Μιλόσεβιτς, για να διαφωνήσει σχετικά με τη στρατηγική στο Κόσοβοτο 1999.
Συμπέρασμα: σέρβικός εξτρεμισμός και η τραγωδία στο Κόσοβο
Ο σέρβικός εξτρεμισμός, σε οποιαδήποτε μεταμφίεση, είναι το α ποτέλεσμα της ισχυρής αυταρχικής πολιτικής ηγεσίας και του τύ που πολιτικής κυριαρχίας που πιο αποτελεσματικά μπορεί να υλο ποιείται σε κοινωνίες όπου οι κοινωνικές ομάδες μπορεί να έχουν μικρή, αν έχουν κάποια, προστασία εναντίον πολιτικών κανόνων που καθορίζονται και διασπείρονται από τα πάνω (Οπιβηνβΐά, 1983:285). Η σέρβική και οι βαλκανικές κοινωνίες, γενικά, είναι 273
εκτεθειμένες σε τέτοια φαινόμενα, αφοΰ δεν υπάρχει ενοποιητική συναίνεση που θα μπορούσε να θωρακίσει το λαό απέναντι σε η γέτες που ενσωματώνουν στην πολιτική τους ατζέντα τον εξτρεμιστικό ριζοσπαστισμό. Ο σέρβικός δεξιός εξτρεμισμός μπορεί να έχει, ασφαλώς, κάποια επιφανειακή ομοιότητα με άλλους περιφε ρειακούς τύπους πολιτικού εξτρεμισμού. Εντούτοις, η εγχώρια σέρβική παραλλαγή είναι ρευστή και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Το ιδεολογικό της περιεχόμενο είναι ευέλικτο - όπως δείχνει μια ε ξέταση της εξέλιξης των πολιτικών χειρισμών τσυ Μιλόσεβιτς. Α πό τις πρώτες ημέρες της καριέρας του το 1987 μέχρι ίσως αργά το 1993, ο Μιλόσεβιτς ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από το σερβικό επεκτατικό εθνικισμό. Στη συνέχεια παραμέρισε την ακροδεξιά ι δεολογία υπέρ της επανόδου στη σοσιαλιστική εκδοχή της μισαλ λοδοξίας που σηματοδοτούσε επιστροφή στις ημέρες της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Τον Ιούλιο του 1997, μολονότι συνταγματικά α παγορευόταν να επιδιώξει τρίτη θητεία ως πρόεδρος της Σερβίας, κατόρθωσε να εξασφαλίσει παράταση της πολιτικής του καριέ ρας, αφού το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο τον εξέλεξε στο αξίωμα του ομοσπονδιακού προέδρου. Αναφορές σχετικές με την εξέλιξη αυτή έλεγαν ότι το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο δεν αποδέχτηκε τις προσπάθειες του Μιλόσεβιτς να εξασφαλίσει συνταγματικές τροποποιήσεις που να παρέχουν στην προεδρία πραγματικά απε ριόριστες εξουσίες (Ράδιο και Τηλεόραση Σερβία, 15 και 16 Ιου λίου 1997). Τον Μάρτιο του 1999, το ΝΑΤΟ άρχισε την αεροπορική του ε πιδρομή κατά του καθεστώτος του Γιουγκοσλάβου προέδρου Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Διακυβευόταν η ασφάλεια του αλβανικού πληθυσμού στο Κόσοβο. Ομιλίες στο Κ3ΓηΙ>οιιίΙ1εΙ τον Φεβρουά ριο του 1999 και στο Παρίσι τον Μάρτιο δεν έπεισαν τον Μιλόσε βιτς να αποδεχθεί το αίτημα της διεθνούς κοινότητας για παρου σία στρατευμάτων που θα εγγυούνταν την ειρήνη στην περιοχή και το μηχανισμό που θα δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας στον αλβανικής καταγωγής πληθυσμό στην κάποτε αυτόνομη επαρχία. Η ύστερη γνώση σήμερα λέγει ότι ο Μιλόσεβιτς καλοδέχτηκε α 274
κόμη και τις αεροπορικές επιθέσεις, χρησιμοποιώντας τις ως πρό σχημα για εγκαινίαση της χειρότερης εκστρατείας εθνοκάθαρσης στη σύγχρονη βαλκανική Ιστορία. Με τον πόλεμο των έξι εβδομά δων υπολογίζεται ότι το 88% του πληθυσμού του Κοσόβου είχε ε κτοπιστεί1, με το μεγάλο όγκο να διαφεύγει στη γειτονική Αλβα νία και τη ΡΥΚΟΜ. Από την αρχή του πολέμου και στην πραγμα τικότητα από το χρόνο της προετοιμασίας του, το καθεστώς Μιλό σεβιτς ήταν προσεκτικό να χρησιμοποιεί τον προπαγανδιστικό μηχανισμό για να πληροφορεί το λαό της Σερβίας ότι το Βελιγρά δι σε καμία περίπτωση δεν ήταν αντι-αλβανικό. Αντίθετα, το πρό βλημα που χρειαζόταν να τεθεί ήταν εκείνο του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου (ΑΣΚ/ΚΙΑ), υποτίθεται ομάδα τρομοκρα τών με στόχο την απόσπαση του Κοσόβου από τα σύνορα της Ομο σπονδιακής Δημοκρατίας της Γισυγκοσλαβίας. Οι Σέρβοι, τροφο δοτούμενοι με αμέτρητες εκθέσεις περί του τρομοκρατικού ΑΣΚ, ήταν υποχρεωμένοι να εξισώνουν τον όρο «Αλβανός» με το «τρο μοκράτης». Η εκστρατεία του Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο είναι κο λοσσιαία μαρτυρία της διττής προσέγγισής του, αφενός δηλαδή της ενσωμάτωσης του εθνικού μίσους και του εθνικισμού και αφε τέρου του πολυπολιτισμού, ως πυλώνων του εθνικισμού του. Στις 22 Μαΐου 1999, το Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών για Εγκλή ματα Πολέμου στην Πρώην Γιουγκοσλαβία κατηγόρησε τον Μι λόσεβιτς και τέσσερις ανώτατους βοηθούς του για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: σχεδιασμός, οργάνωση και εκτέλεση, από την αρχή του έτους, τη μαζική απέλαση των Αλβανών του Κο σόβου και το φόνο εκατοντάδων ανυπεράσπιστων πολιτών. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επικεφαλής κράτους ε ίχε κατηγορηθε ί τυ πικά ως εγκληματίας πολέμου.
Σημειώσεις •Υστερόγραφο του ΗϋίηΏνοπΗ: τον Ιανουάριο του 2000, ο Αρκάν πυροβολήθηκε χαι σκοτώθηκε από κάποιον δολοφόνο σε ξενοδοχείο του Βελιγραδιού. 1. Η εκτίμηση έγινε από τον πριύην (ίναπληρωτή πρωθυπουργό και ηγέτη του Σερ-
275
βικοϋ Ανανευιτικοΐ' Κινήματος (5ΡΟ) νυΚ Οπι&ονίέ, και ανακοινώθηκε από το Ράδιο Μ (Σεράγεβο). στις 22 Απριλίου 1999.
Βιβλιογραφία Ββηαε, I. (1984) ΤΗε ΝαίίοηαΙ (^ιιεαίοη ίη ΥαξοχΙανία: Οπρηί, Ηίίΐοίγ, ΡοΙίιία. ΙΐΗί.03, Νενν ΥογΚ: ΟοπιεΙΙ υηίνεΓχίΙγ’ Ργομ. ΒβηηεΜ, (Γ. (1995) ΥιΐξοχΙανία 'ί ΒΙοοάγ ΟοΙΙαρκ: Οαιαα, ϋοιιηβ αηά €οη$εφιεηοε$. Νε\ν ΥογΚ: Νενν ΥογΚ υηίνεπίΐγ Ρτε$5. ΒΓΟλνη, }. Ρ. (1992) ΝαΐίοηαΙάηι, Ωβηνχπκγ, αηά Ξβαιπίγ ίη ϋ κ Βαϋανα. ΒΐΌοΙςίϊβΙά, νΤ: ΟαΠιπουΟι. Βιιγ£, 5. I» χαι ΒεΛβυηι, Μ. ί . (1984) «ΟοπιπιυηϊΙγ, 8 (αΙ)ϊΙϋγ αικί ΙηΙε£ΓΒ<ίοη ίη ΜυΚϊηαΙΐοηαΙ Υυβοςίβνία», Αηκτκαη ΡοΙΐΐκαΙ $€ίεηεε Κενίε* 83(2), 536-54. ΟοΗεη, ί . ί. (1995) Β η /κη Βοηάχ: ΤΗε ΟίιίηίεχταΙίοη ο / Υιι&χΙανία, 2ηά οϋίΐίοη. ΒουΜοΓ, ΟΟ: Μ/εχΙνίον Ρτεχχ. ίιΛπΙονϊς, V. (1958) 1*<οή}α ροΐϊιίεΐα ιτώΐί α 5ώί]ί XIX νβ!ω. Βεί^πάε: Ρτοβνοΐβ. Οεηηγ, Μ. (1992) ΤΗβ ΡαΙΙ ο / Υυ^οεΙανία: ΤΗε ΤΗίτά Βαϋωη Ματ. ίοηόοη: Ρβηβυίη. ΟΙεηηγ, Μ. (1999) «δίοΐκχίβη’ί 6 α5ΐε ίηχίίηοΐ», Οδίβτνετ (Ιχιηάοη), 18 Αρπί. Οηιεη\ν3 ΐ<3, Ο. (1983) ΤΗε ΥιιχοίΙαν 5εακΗ / οτ Μαη. δοϋΐΗ Ηβάΐβγ, ΜΑ: 1Ρ. ΒεΓβίη. Ηαΐροπι,I. Μ. (1958)/) Βεώίαη νύΐαχε. Νβνν ΥογΚ: ΟοΙιιπιΙ>Ϊ3 υηίνεηίΐγ Ρτββ. ■ΙεΙβνίςΗ, Β. (1983) Α ΗΙχίοίγ ο / ιΗε Βαϋωη$, Τόμ. 2. ΟβπιΗηάςβ: Ο&τη&πίίΒε υηΐνβΓίΐΐγ ΡΓ658. Κτ3 ΐΐ5β, 5. (1995) «Οτεεοβ: Κεάείϊηίηβ ΝείβΙιΙχΗΐΓΐγ Κβΐ3 (ϊοη$», Τταηχίίίοη 1(21), 17ΝονεηιΙ)€Γ. ΚΓβαχβ, 5. χαι ΜηγΚοΙιοΗ, δ. (19%) «Κυπιρ Υιΐ£θ$ΐ3νί3 3 ηά Μα^άοπίβ Π>β8ΐ (1)6 03Γ(ΐ5 οί Μυ(ιΐ3 ΐ Κεοοβηίΐίοη», Τταηχίύοη 2( 11), 31 Μαγ. ίΛΐϊί, Ι_. (1995) Τη ΤνΟοάίηε α Ξώί]ί. Βεΐ£Γ3 (1 ε: Νεζβνίίηί 5 ίηΰίΙ(3 ( Με<1 ί]3 . ίβάβΓβΓ, I. .1. (1969) «ΝβΐίοηΗΐίϋττι 3 η(1 ιΗβ Υιΐβοδίβν*», σε §ιΐ£3 Γ. Ρ. Ρ. χαι ίβάβΓβΓ, 1.1. (βάχ) ΝαΐίοηαΙίχιη ίη ΕαίΙεπι Ειιτορε. δεβίΐΐε: υηίνεηΐΐγ οί Νν^χΠίπ^Ιοη Ργοχχ. ΜβγΚοΙκτΗ, 5. (1993) «8εΗ>Ϊ3 ΡΓερβΓβχ Γογ ΕΙεοΐίοηχ», ΗΡΕ/ΚΙ, ΚεχακΗ Κεροη 2(4(), ΙΟϋβοβπιΙκΓ. ΜίΙοϋονίέ. 5. (1989) Οοάίηε ηιψίεια, 5η έχόοση, ΒαΙβΓβιΙε: Βεθ£Γ3(ΐ5ΐά ίζϋ3ν3έΙ(0§Γ3ΓΐϋΙ(ϊ ζβνοοΙ.
276
ΡβίΓονίοΗ, Μ. Β. (1976)/4 Η ίίΐο/γο/Μοάΐτη ϋβώία. Νε\ν ΥογΚ: ΗίίΓοοϋΐΙ Βγβιχ .ΙοναηονίοΙι.
Καπιεί, 8. Ρ. (1996) ΒαΙΜαη ΒαΜ: ΤΗΐ Ωίίίηίεχταΐίοη υ[ ΥυξοίΙανία / τοτη ιΗβ ΩβαίΗ ο/Τϋο ΙοΕΐΗηκ ϋ'ατ, 2η έκδοση. ΒουΙύεΓ, ΟΟ: \νε5(νΐον Ργομ. 5Ϊ11ΚΓ, ί- και ϋΗΐβ, Α. (1995) ΤΗβ ϋβαΐΗ ο/ΥυξοχΙανία. ίοηάοη: Ρεπβυίη. 5ίη£ΐε(οη, Ρ. (1976) Τ μ π μ ιΗ ϋβηΐυιγ ΥαχοχΙανια. Νε\ν ΥογΚ: Οοΐυτηϋία υ η ΐν ε π ίΐγ ΡΓβΧϊ. Τβρονβο, Μ. (1994) ΩΐτηοΙα-αφ ι/ι ά α ρ ο φ . Βεΐ£Γ3άε: Π Ρ δ Ο π ιρ α . Π ιοπιρχοη, Μ. (1992) Α ΡαρεΓ Ηοινχ: ΤΗΐ Εηώηξ ο / ΥυχοχΙανία. Νβ\ν ΥογΙι: ΡβηΐΗεοη. ΤυΓθ$ϊβη$Ι(ί, 5. Κ. (1949) «Ε άυαιΐίοη», σε ΚετηεΓ, Κ. .1. (ε(1.) ΥυξοίΙανία.
ΒβιΐεΙεγ υηίνβΓχΐΐγ οί ΟβΙίίοΓηίβ Ρτε&χ. λνοοάναπ),8. (1995)ΒαΙΙωη Ττα&άγ: ΟΗαο$αηά ΟίαοΙυήοη αβΐπΗΐ ΟοΙά ν/ατ. >ν35>ιϊη£(οη, ΟΟ: ΒγοοΚιπ^ Ιηχίίΐυΐίοη.
Τύπος κα ι Μέσα Βοα ηε\ν$ Β^εηεγ Βοώα (ημερησία) Μοηκηα-[αχ ηε\ν$ Β^επογ Ναΐα Βοώα (ημερησία) ΝΙΝ (εβδομαδιαία) ΡοΙΐίκα (ημερησία) Ραταάηχ Βαϋωη Ρεαα: Ορβη Μΐάία Κβ&ακΗ Ιηίΐιΐακ (ΟΜΚΙ) ϋρβάαΐ Κΐροα (εβδομαδιαία) Καύϊο αικί Τεΐενίχίοπ δειΐίδ Κ«υ(6Γ5 ηε\νχ 3£βικγ
5ύάάαιί3θΗί Ζβίίιιη^ (ημερησία) Ταη]ι<8 πον$ 3£βης> Υβδΐτημ ηονοίή (ημερησία)
277
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ
Η πολιτική, του θυμού: η ακροδεξιά στις Ηνωμένες Πολιτείες ΜϊοΗββΙ Οοχ και Μ&τίϊη ΕΚιτΙιαιη Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια, ο όρος «ακροδεξιά» έχει χρησιμοποιηθεί σε σημαντική γκάμα αμερικανικών πολιτικών φαινομένων. Πα ραδείγματος χάριν, ο Πατ Μπισυκάναν (Ρβΐ ΒιιοΗΗηβη) που ήταν υποψήφιος πρόεδρος εκ μέρους των Ρεπούμπλικάνων στις προ κριματικές εκλογές το 1992 και το 1996 και σχεδιάζει να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα το 2000, έχει περιγράφει από πολλούς ως α κροδεξιάς. Η έκκλησή του για μια εξωτερική πολιτική του τύπου «Πρώτα η Αμερική» έχει συγκριθεί με την Αμερικανική Πρώτη Επιτροπή, που το 1941 προσπάθησε να αποτρέψει την Αμερική α πό το να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της ναζιστικής Γερμα νίας. Ομοίως, οι εξαγγελίες του για ελέγχους της μετανάστευσης και το «δυτικό πολιτισμό» εκφράζουν έντονα τοπικιστικές παρορμήσεις που έχουν επανειλημμένα αναδυθεί στην επιφάνεια στην αμερικανική πολιτική για περισσότερο από έναν αιώνα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η Χριστιανική Δεξιά επίσης έχει θεω ρηθεί ότι ανήκει στην ακροδεξιά. Με ισχυρή αντίθεση στις ε κτρώσεις, το φεμινισμό και τα δικαιιόματα των ομοφυλοφίλων, οργανώσεις όπως ο Χριστιανικός Συνασπισμός έχουν επιτύχει εξέχουσα θέση στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ενώ μεγάλη δημο 278
σιότητα προκάλεσαν τα γραπτά της ηγετικής του μορφής, του θρησκευτικού κήρυκα Πατ Ρόμπερτσον, που ισχυρίζεται ότι οι Η νωμένες Πολιτείες είναι στο στόχαστρο επίθεσης από συνωμό τες, μεταξύ των οποίων υπάρχουν μυστικές εταιρείες και διεθνείς χρηματοοικονομικοί παράγοντες. Η ιδέα μιας τεράστιας συνω μοσίας και η πεποίθηση ότι οι αληθινές αξίες του έθνους υπονο μεύονται (είτε απ’ έξω είτε από μέσα) είναι ένα εξίσου σημαντικό τμήμα της ιδεολογίας εκείνων των παραστρατιωτικών σχηματι σμών, γνωστών γενικά ως Πολιτοφυλακή (ΜϊΙϊΐϊα). Δραστηριο ποιημένοι σε πολλές Πολιτείες από το 1994 και ωθούμενοι στο ε πίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος εξαιτίας της τρομακτικής έκρηξης βόμβας σε ένα ομοσπονδιακό κτίριο της Οκλαχόμα το 1995, οι Πολιτοφύλακες, υποστηρίζεται, αντιπροσωπεύουν την πιο κτηνώδη όψη της δεξιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα. Ο σύντομος κατάλογός μας μας οδηγεί ενώπιον ενός προβλή ματος ορισμού - δηλαδή, ποιος ή τι θα έπρεπε να περιλαμβάνεται κάτω από τον όρο-ομπρέλα, αμερικανική «ακροδεξιά»; Ιστορι κά, η έννοια έχει εφαρμοστεί σε μια πολλαπλότητα μάλλον δια φορετικών πολιτικών κομμάτων, ομάδων και ατόμων. Έτσι, στη δεκαετία του 1930 χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το λαϊκισιή και αντισημίτη δημαγωγό πατέρα Οου^ΗΙίη (Ο-επιοηϊ, 1998), στη δεκαετία του 1950 τον αντικομμουνιστή Τζόσεφ Μακάρθι και μια δεκαετία αργότερα τον γερουσιαστή-Γκόλντγουοτερ και την κακότυχη και σε κακή χρονική στιγμή καμπάνια του, το 1964, για την προεδρία. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσης για την περίπτω ση της κάποτε σημαντικής Εταιρείας .ΙοΗη Β ϊγοΗ, του αμερικανι κού νεοναζιστικού κινήματος, καθώς επίσης της Κου Κλουξ Κλαν. Στο κεφάλαιο αυτό, ασφαλώς δεν θα χρησιμοποιήσουμε τον όρο για να χαρακτηρίσουμε κάθε δεξιού χαρακτήρα εκδήλω ση. Κατά τη γνώμη μου, ορισμένα τμήματα της αμερικανικής δε ξιάς είναι καλύτερα να θεωρούνται συντηρητικά και άλλα υπερ συντηρητικά ή «ριζοσπαστικά» στις απόψεις τους. Μόνο για ορι σμένα θα έπρεπε να κρατάμε τον όρο ακροδεξιά. Η αμερικανική ακροδεξιά, που δεν είναι εύκολα διακριτή από άλλα ρεύματα της 279
δεξιάς, σπάνια απαιτεί την επιβολή δικτατορίας και μολονότι συ χνά είναι αντισημιτική, ορισμένοι στα δεξιά σήμερα, (ραίνονται λιγότερο εχθρικοί σε αυτό που παραδοσιακά έχει θεωρηθεί «σιωνιστική κατοχή της Αμερικής» από ό,τι είναι απέναντι στην ί δια την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Περαιτέρω, ενώ πολλοί εξτρε μιστές ορίζονται ως στρατευμένοι χριστιανοί (ελάχιστα περίεργο για μια χώρα στην οποία ο οργανωμένος χριστιανισμός υπήρξε και παραμένει τόσο κεντρικός στην αμερικανική ταυτότητα), θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι τους κινητοποιεί η χριστιανική ιδεολογία. Μια διαστρεβλωμένη μορφή χριστιανισμού μπορεί να προσφέρει στους εξτρεμιστές το λεξιλόγιο. Ο χριστιανισμός, ε ντούτοις, δεν είναι η κινητήρια ιδεολογία τους. Με την ίδια λογι κή, θα ήταν εντελώς παραπλανητικό να υποθέσουμε ότι όλοι όσοι μεταχειρίζονται το θέμα της φυλής για πολιτικούς σκοπούς είναι ακροδεξιοί. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε έπρεπε να κατατάξουμε τον Ρίτσαρντ Νίξον, τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τον Τζορτζ Μπσυς στο εξτρεμιστικό στρατόπεδο. Έτσι, η φυλή είναι κεντρικό ση μείο στην κοσμοαντίληψη της ακροδεξιάς που πιστεύει ότι οι Η νωμένες Πολιτείες ήταν και θα έπρεπε να παραμείνει η χώρα των λευκών, ότι οι λευκοί είναι βιολογικά ανώτεροι και ότι αυτό που αποκαλούν «λευκό πολιτισμό» απειλείται και πρέπει να το υπε ρασπιστούν με όλα τα αναγκαία μέσα. Παρανοϊκή από άποψη στυλ και συχνά βίαιη από εγγενή ροπή, η ακροδεξιά σήμερα σα φώς βρίσκεται στο περιθώριο της αμερικανικής πολιτικής. Ε ντούτοις, αυτό δεν θα έπρεπε να μας οδηγήσει να υποτιμήσουμε αυτό το μερικές φορές σοβαρά οπλισμένο και κοιτά καιρούς πολύ επικίνδυνο κίνημα. Ούτε θα έπρεπε να αγνοήσουμε την ικανότη τά του να εκμεταλλεύεται τις αγωνίες εκείνων των λευκών που αι σθάνονται αποξενωμένοι από το πολιτικό σύστημα και περιθω ριοποιημένοι από αμετάκλητες κοινωνικές μεταβολές που αφή νουν πολλούς στην κοινωνία χωρίς σκοπό ή νόημα. Εδώ, βασικά, θα εστιάσουμε το μεγαλύτερο μέρος της προσο χής μας σε τρεις ομαδοποιήσεις· μία, που συσκοτίζει τα όρια με ταξύ ριζοσπαστικής δεξιάς και ακροδεξιάς, είναι το πατριωτικό 280
κίνημα - μέρος του οποίου αποτελεί η Πολιτοφυλακή. Η άλλη εί ναι ο εθνικοσοσιαλισμός. Μία τρίτη, για την οποία θα συζητήσου με με κάποια ιστορική λεπτομέρεια, είναι η παλαιότερη και η πιο γνωστή μορφή ακροδεξιάς: η Κου Κλουξ Κλαν. Γεννημένη στην καταστροφή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, επιβίωσε επί μακρόν και ακόμη σήμερα συνιστά σημαντικό πυρήνα της βίαιης δεξιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η πρ οΑ πιοη τη ς Κου Κλουξ Κλαν
Μια όψη αυτού που έχει οριστεί ως αμερικανική εξαίρεση ήταν η συνέχιση της επιβίωσης του θεσμού της δουλείας, εκείνης της ι διόμορφα προκαπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης που προσαρμό στηκε σε καπιταλιστικούς σκοπούς ακολουθώντας την ανάπτυξη της καλλιέργειας καπνού στη Βιρτζίνια κατά το 17ο αιώνα, και του βαμβακιού στις Πολιτείες του Νότου της γραμμής Μβδοηϋίχοη. Η εξάλειψη της δουλείας άφησε, τραγικά, το Νότο οικο νομικά κατακερματισμένο και ηθικά πληγωμένο και οι λευκοί κάτοικοί του αποφάσισαν να επανακτήσουν την κυριαρχία τους επί του πρόσφατα χειραφετημένου μαύρου πληθυσμού. Η Κου Κλουξ Κλαν ήταν βασικό κλειδί στη διαδικασία αυτή επανάκτησης (Ττείεβδε, 1972). Η αρχική Κλαν δεν ήταν απλώς κάποια αλλόκοτη, μάλλον εκ κεντρικά ντυμένη ομάδα νυχτερινών επιδρομέων που βρίσκο νταν στο περιθώριο της κοινωνίας του Νότου - ακόμη λιγότερο, οι ρομαντικοί υπερασπιστές ενός κακώς αντιλαμβανόμενου κα ταπιεστικού πολιτισμού που απεικονίζεται στο φιλμ «μανιακός ρατσιστής» ΒΐτίΗ ο /α Ναίΐοη (Γέννηση ενός Έθνους) του Ο. \ν. ΟπίΠΐΗ (\νπ£ΪιΙ, 1976: 28). Αντίθετα, ήταν οργανωμένη συνωμο σία, ο πρωταρχικός σκοπός της οποίας ήταν η παλινόρθωση της κυριαρχίας των λευκών μετά τον εμφύλιο πόλεμο (Η ογπ, 1939). Οι στόχοι της Κλαν, που αρχικά ιδρύθηκε το 1865, όταν έξι στρα τιώτες της πρώην ομοσπονδίας συναντήθηκαν στην πατρίδα τούς 281
Ρυίβδίιί, στο Τενεσί, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν: να υποχρεωθούν οι Νότιοι που βρίσκονταν σε διαδικασία μεταρρύθμισης να απο σπαστούν από την Ομοσπονδία και να καταστρέψουν κάθε ίχνος αναπτυσσόμενης μαύρης πολιτικής εξουσίας στις νότιες Πολιτεί ες. Η ιδεολογία της Κλαν ήταν ρητά ρατσιστική. 'Οπως δηλώθηκε το 1867, «η διατήρηση της ανωτερότητας της Λευκής Φυλής στη Δημοκρατία αυτή» ήταν ο «κύριος και βασικός σκοπός». Επιπλέ ον, μόνο εκείνοι που αντιτίθεντο στην «κοινωνική και πολιτική ι σότητα για τους Νέγρους» και οι οποίοι πολέμησαν κατά των «συνηγόρων των σκληρών μέτρων Ανασυγκρότησης» θα κρίνονταν για να γίνουν μέλη της οργάνωσης (Λίγκα Αντι-Δυσφήμησης [Α ϋ ί] 1988η: 75). Στην επιδίωξη των στόχων αυτών μεταξύ 1867 και 1871, η Κλαν θεσμοθέτησε ένα ανηλεές βασίλειο τρόμου σε όλες τις Πο λιτείες της πρώην Ομοσπονδίας. Το 1871, μια Κοινή Επιτροπή του Κογκρέσου διεξήγαγε εκτεταμένη έρευνα για τη βία της Κλαν. Αποκαλύφθηκε ότι στην περίοδο των τεσσάρων ετών η Κλαν ήταν υπεύθυνη για εκατοντάδες, πιθανώς χιλιάδες θανάτων μαύρων. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, σε μία μόνο κομητεία της βό ρειας Φλόριντα, είχαν δολοφονηθεί πάνω από 150 μαύροι από τους ανθρώπους της Κλαν σε λίγους μήνες. Ο γενικός διοικητής των ομοσπονδιακών στρατευμάτων στο Τέξας ανέφερε ότι «οι δολοφονίες των νέγρων» ήταν τόσο συνηθισμένη υπόθεση «ώστε ήταν αδύνατο να γνωρίζουμε ακριβώς τον αριθμό» (ΑΟΙ^ 1988η:75). Τα αποτελέσματα που πέτυχε η Κλαν και άλλες μυστικές ορ γανώσεις όπως οι Ιππότες της Λευκής Καμέλιας, η Εταιρεία του Λευκού Ρόδου και η Αδελφότητα ’76 δεν θα έπρεπε να υποτιμη θούν (Οβπηαη και 5γτ6Η, 1952:32, Β γο£&π , 1986:378). Πρώτον, η λευκή τρομοκρατία σχεδόν πλήρως ματαίωσε τη μεταρρύθμιση στο Νότο. Επίσης, τρομοκράτησε μεγάλο αριθμό μαύρων ώστε να μη συμμετέχουν σε εκλογές και με τον τρόπο αυτό διατηρήθηκε εγγυημένα το πολιτικό μονοπώλιο των λευκών. Τέλος, μακροπρό θεσμα, δημιούργησε ένα βίαιο πρότυπο για ρύθμιση των σχέσεων 282
μεταξύ των φυλών στις Ηνωμένες Πολιτείες που επρόκειτο να διατηρηθεί επί έναν σχεδόν αιώνα (Μεοΐϋίη, 1924,1χ»\νε, 1967, Κΐθ€, 1962, ΡϊδΗοΓ 1980, ν/ζάε, 1987).
Η άνοδος και η πτώση της «δεύτερης» Κλαν
Αφού παρέμεινε αδρανής και ανενεργός μετά το πρώτο ξέσπα σμα μιας ξέφρενης δραστηριότητας, η Κλαν αναγεννήθηκε το 1915 «κάτω από μια πύρινη δάδα που λαμποκοπούσε» στην κορυ φή του §(οηε ΜοιιηΟϊη, κοντά στην Ατλάντα. Ο συνταγματάρχης λνΐΐΐϊαιη .ΙοχερΗ 5ϊιηιηοη$, ο ιδρυτής της νέας Κλαν, είχε αφιερώ σει πολύ χρόνο σκεπτόμενος τη δημιουργία μιας τάξης που να συμβολίζει τον «περιεκτικό αμερικανισμό» σε ολόκληρη τη Δη μοκρατία. Μαγεμένος από την παιδική του ηλικία από τη ρομα ντική ιστορία της παλιάς Κλαν των ημερών της Ανασυγκρότησης, αποκάλεσε την αδελφότητά του οι Ιππότες της Κσυ Κλσυξ Κλαν. Η νέα Κλαν ήταν τόσο ασυμβίβαστα ρατσιστική όσο η προκάτοχός της. Όπως καθιστούσε σαφές ένα από τα φυλλάδιά του, τα Ιδανικά των Ιπποτών της Κσυ Κλουξ Κλαν, «αυτή είναι οργάνωση του Λευκού ανθρώπου (...) που διδάσκει τη θεωρία της Λευκής Ανωτερότητας». Το φυλλάδιο ακόμη επικαλούνταν για τον ιερό σκοπό τον Χριστό, επιμένοντας ότι «ολόκληρος ο Χριστιανικός Πολιτισμός εξαρτάται από τη διατήρηση και την εδραίωση της Λευκής Φυλής» (ΑΟί, 19883:76). Η εκ νέου ενεργοποιημένη Κλαν διέφερε, εντούτοις, από την προκάτοχό της, κατά δύο τουλάχιστον, τρόπους. Πρώτον, επέκτεινε το εύρος των στόχων της. Εβραίοι, Καθολικοί, μη Αριοι ξέ νοι και σοσιαλιστές θεωρούνταν τώρα από την Κλαν εχθροί. Εκ φράζοντας και στη συνέχεια επιχειρώντας να διαδώσουν την τοπικιστική αντίδραση κατά των Καθολικών και των Εβραίων μετα ναστών στη χώρα προ του 1914, η Κλαν έγινε έτσι τόσο αντισημιτική, αντι-Καθολική και εχθρική προς τους ξένους όσο υπήρξε ε χθρική κατά των μαύρων. Η Κλαν, επίσης, επιτίθετο εναντίον αν 283
θρώπων που θεωρούνταν ανήθικοι ή προδότες απέναντι στη λευ κή φυλή. Πράγματι, όλοι εκείνοι που απέκλιναν από ένα αυστηρό συντηρητικό κανόνα θεωρούνταν θεμιτοί στόχοι (Μ βο-Ι λ β π , 1994). Δεύτερον, η νέα Κλαν κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρ ροή της εκτός του Νότου - και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχε γίνει οργάνωση εθνική, αντανάκλαση των ρευστών συν θηκών στην Αμερική μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρ κεια του οποίου τη χώρα σάρωσε μια συντηρητική, ξενοφοβική α ντίδραση. Μολονότι οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, στην ακμή της δύ ναμής της το 1925, ο αριθμός των μελών της Κλαν μπορεί να είχε φτάσει τα 5 εκατομμύρια. Σε ορισμένες βόρειες Πολιτείες όπως η Ιντιάνα και το Οχάιο, ο αριθμός των μελών της Κλαν ήταν πραγ ματικά μεγαλύτερος από ό,τι σε οποιαδήπστε πολιτεία στο Νότο (^οΐίβοη, 1967). Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920, τουλάχιστον, η επί πτωση της Κλαν στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ ήταν σημαντική. Πολλές κοινότητες βρέθηκαν υπό τον άμεσο έλεγχο της Κλαν. Το 1922, μάλιστα, οι ψηφοφόροι του Τέξας έστειλαν στη Γερουσία των ΗΠΑ τον άνθρωπο της Κλαν, Έλ τ Ι ΜβχΓιβΙά. Οι καμπάνιες της Κλαν βοήθησαν επίσης να νικηθούν δύο Εβραίοι βουλευτές που ήταν επικεφαλής έρευνας για τις δραστηριότητες της Κλαν το 1921. Με τη βοήθεια της Κλαν εκλέγονταν κυβερνήτες στη Γεωρ γία, την Αλαμπάμα, την Καλιφόρνια, την Ιντιάνα και το Όρεγκον. Στο Κολοράντο, το Αρκάνσας, την Οκλαχόμα και το Οχάιο, επίσης, η Κλαν ασκούσε επιρροή. Στη διάρκεια της προεδρικής καμπάνιας το 1924, η Κλαν ήταν ιδιαίτερα δραστήρια και ο ηγέ της της, Η ϊγ3πι >νβ8ΐΰ^ Εν3Π8, αργότερα ισχυρίστηκε ότι είχε βοη θήσει στη διασφάλιση της επανεκλογής του Οβίνϊη (Γοοίΐόββ. Α κόμη, ο ίδιος καυχιόταν ότι η Κλαν ήταν απαραίτητη για να υπο χρεωθούν σε αυστηροποίηση των μεταναστευτικών νόμων των ΗΠΑ όταν το επιτρεπόμενο ποσοστό «μειονοτήτων» στη χώρα μειώθηκε στο 2% (ΜίΙΙεΓ, 1958:355). Όμως, η νέα Κλαν, «που το 1924 φαινόταν να τα σαρώνει όλα μπροστά της», έσβησε γρήγορα ως πραγματική δύναμη στη χώρα (Βγο§3Π, 1986:519). Μέχρι το 284
1926, ο αριθμός των μελών της είχε πέσει σχεδόν κατά 60%, δη λαδή ελαφρώς πάνω από τα 2 εκατομμύρια. Ένα χρόνο μετά είχε πάλι πέσει, αυτήν τη φορά καταστροφικά, σε 350.000. Μέχρι το 1930, η οργάνωση είχε μόλις περισσότερα από 35.000 μέλη. Στη δεκαετία του 1930, τα μέλη της Κλαν έπεφταν κάθε χρόνο, για να φτάσσυν το 1941 κάτω από τα 10.000. Οι λόγοι για τη μείωση αυτή ήταν πολλοί. Εν μέρει, οφειλόταν σιο ξέσπασμα σχισματικών διαιρέσεων εντός της οργάνωσης, που με τη σειρά τους οδηγούσαν σε επιβλαβείς αποκαλύψεις σχε τικά με τις βίαιες δραστηριότητες της Κλαν. Φίλοι στα υψηλά (και χαμηλά) κλιμάκια, φοβούμενοι να μη συσχετιστούν με την Κλαν, άρχισαν να εγκαταλείπουν τον παλιό τους σύμμαχο, εξαφανίζο ντας με τον τρόπο αυτόν την ευπρεπή κάλυψή του. Εξίσου σημα ντικό, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, η μετανάστευση μει ώθηκε σημαντικά, υπονομεύοντας έτσι το μήνυμα της Κλαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατακλύζονταν από ξένους. Επίσης, υπάρ χουν κάποιες ενδείξεις ότι η συνεχιζόμενη οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 συνέβαλε πολύ στην εξασθένηση της απή χησής της. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική κρίση οδήγησε σε μια ορισμένη ενδυνάμωση της ακροδεξιάς, αν και, ειρωνικά για την αντι-Καθολική Κλαν, μεγάλο μέρος της συγκεντρώθηκε στις ρα διοφωνικές εκπομπές ενός καθολικού ιερέα στο Μίτσιγκαν, του πατέρα Οιατίβε Ε. ΟουςΗΙϊη. Ο ΟουβΗΙΐη πραγματικά κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετούς οπαδούς με τις επιθέσεις του κατά των μηχανισμών διεθνούς χρηματοδότησης και των ανεπαρκειών (ή και χειρότερα) του Φραγκλίνσυ Ρούσβελτ, κατηγορίες που όλο και περισσότερο χρωματίζονταν με αντισημιτισμό (Οΐΐηοηϊ, 1998). Σημαντικά λιγότεροι οπαδοί συγκεντρώθηκαν γύρω από την παράξενη φιγούρα του >νϊ11Ϊ3Γη Οικϋε^ Ρβΐΐεγ, που το 1933 σχεδίασε τα Ασημί Πουκάμισα (δϊΙνβΓ 5ΗΪΠ), που μιμούνταν τη στολή των αλεξιπτωτιστών της Γερμανίας. Τα Ασημί Πουκάμισα είχαν το κάπως ασυνήθιστο χαρακτηριστικό ότι λάβαιναν - ισχυ ριζόταν ο Ρβ1ΐ6>ί - μήνυμα από τον ίδιο τον Χριστό. Αναδύθηκαν και άλλες παρόμοιες οργανώσεις και το 1940 η Κλαν διατηρούσε 285
κοινό στρατόπεδο με τη γερμανο-αμερικανική Βυηά, την επίσημη όψη του εθνικοσοσιαλισμού στις ΗΠΑ. Ο πόλεμος κατά του Αξονα μετά το 1941 αναπόφευκτα έκανε μεγάλη ζημιά στην υπόθεση του δεξιού εξτρεμισμού. Πράγματι, μετά την είσοδό των ΗΠΑ στον πόλεμο, η Καθολική Εκκλησία τε λικά επέβαλε σιωπή στον ΟοιίβΗΠη. Ο Ρε11ογ και άλλοι σαν κι αυ τόν διώχθηκαν με την κατηγορία ότι συμπαθούσαν τους Ναζί και η Κου Κλουξ Κλαν προσωρινά διαλύθηκε μετά την απαίτηση να καταβάλει ένα μεγάλο ποσό φόρων αναδρομικά από την εποχή της ακμής της. Έτσι η ακροδεξιά αναχαιτίστηκε και δεν επρόκε ιτο να επανεμφανιστεί μέχρι τη δεκαετία του 1950 - σε απάντηση στην άνοδο του παλιού της εχθρού: το αίτημα για ισότητα των μαύρων στο Νότο.
Η Κλαν και το κίνημα τω ν πολίτικω ν δικαιωμάτων
Το ιστορικό της ανόδου του κινήματος των πολιτικών δικαιωμά των στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έχει αναφερθεί πολλές φορές. Πρόκειται για ιστορικό πολιτικής απο γοήτευσης και προδοσίας από το Κογκρέσο που τελικά ώθησε την κύρια οργάνωση πολιτικών δικαιωμάτων -την Εθνική Ένω ση για την Πρόοδο των Έγχρωμων (Νβΐΐοηβΐ ΑδδοαβΙΐοη Ρ ογ ΙΗβ Αάναηεβιηϋηΐ οί (Γοΐοΐΐό Ρβορίε ΝΑΑΟΡ)- να προσφύγει στα δι καστήρια για επανόρθωση. Το αποτέλεσμα ήταν η απόφαση-ορόσημο του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, τον Μάιο του 1954, Μπράσυν κατά Συμβουλίου Εκπαίδευσης (Βιχηνη ν5. Βοαπί οί ΕάυοΗΐΐοη). Στην απόφαση αυτή το δικαστήριο δήλωνε αντίθε ση στις χωριστές, φαινομενικά ίσες εκπαιδευτικές υποδομές. Ένα έτος αργότερα, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι διαχωρι σμένες σχολικές περιφέρειες σε δεκαεπτά Πολιτείες και την Πε ριφέρεια της Κολούμπια θα έπρεπε να εφαρμόσουν προγράμμα τα άρσης του διαχωρισμού λευκών-μαύρων. Για τον παλιό Νότο, οι κινήσεις αυτές ισοδυναμούσαν με επανάσταση από τα πάνω. 286
Αυτό που καθιστούσε την κατάσταση όλο και πιο απειλητική ήταν η παράλληλη άνοδος μιας μαζικής καμπάνιας υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων (Ο’ΝβΗΙ, 1971). Σ’ αυτήν την έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα, όπου οι λευκοί του Νότου αισθάνονταν συμπιεσμένοι μεταξύ, από τη μία πλευ ρά, ενός κατεστημένου στην Ουάσιγκτον που ήταν όλο και πιο ε χθρικό στην υπόθεσή τους και, από την άλλη, των αιτημάτων για ι σότητα των μαύρων, η αντίθεση πήρε μαζική διάσταση. Η κύρια έκφραση του γεγονότος αυτού, τα Συμβούλια Πολιτών, αύξησαν τον αριθμό των μελών τους στις 250.000 μέχρι το 1957. Η Κλαν, ε πίσης, δεν δυσκολεύτηκε να στρατολογήσει νέα μέλη (ΜοΜϊΙΙβη, 1994:153, Ζβηάβη, 1960:454-62). Μέχρι τα τέλη του 1960 ο αριθ μός των μελών είχε τετραπλασιαστεί ή πενταπλασιαστεί φθάνό ντας τα 40.000 ή 50.000. Ακολούθως, παρέμεινε σταθερός για τα επόμενα πέντε χρόνια (το 1965 η Κλαν είχε 42.000 μέλη), αλλά στη διάρκεια του «μακρσύ θερμού καλοκαιριού» του 1967, τα μέ λη αυξήθηκαν σε 55.000. Συναρτημένη με την αύξηση του αριθμού των μελών ήταν η α ναπόφευκτη κλιμάκωση στις δραστηριότητες της Κλαν, ιδιαίτερα εναντίον του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων και των μαύρων γενικά. Είναι σημαντικό ότι ενώ έξι άτομα είχαν δολοφονηθεί α πό ρατσιστές προ του 1960 (τέσσερις μόνο στον Μισισιπή), 34 δολοφσνήθηκαν στη διάρκεια των επόμενων οχτώ ετών, μεταξύ των οποίων ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Επιπλέον, υπήρχαν και τα «συ νήθη» χτυπήματα, κάψιμο σταυρών και μαστίγωμα που έφεραν τη σφραγίδα της Κλαν. Μεταξύ 1956 και 1966, η Κλαν και άλλοι ρα τσιστές ήταν υπεύθυνοι για περισσότερα από 1.000 αποδεδειγμέ να περιστατικά βίας, περιλαμβανομένης της δολοφονίας των ακτιβιστών για τα πολιτικά δικαιώματα .Ιαπιεδ (ΓΗεηβ^, ΑηάΓβνν Οοοάπιαη και ΜϊοΗέεΙ δοΗννεπιεΓ στον Μισισιπή τον Ιούνιο του 1964 (ΚΙβηννίΐοΗ, 1988:23). Η τρίτη αναβίωση της Κλαν, εντούτοις, άρχισε να σβήνει στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο πιο προφανής λόγος για την πα 287
ρακμή αυτή ήταν η αποτυχία της να αναστρέψει τον ρουν της Ιστορίας. Το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν απλώς πο λύ ισχυρό για τις δυνάμεις της λευκής αντίδρασης στο Νότο. Χω ρίς αμφιβολία, επίσης, πολλοί αποξενώθηκαν εξαιτίας της αυξα νόμενης βίας που επεδείκνυαν ορισμένα από τα πιο επικίνδυνα μέλη της Κλαν. Επιπλέον, το ΡΒΙ ενώ ήταν εχθρικό απέναντι στο κίνημα πολιτικιάν δικαιωμάτων και την αριστερά, είχε αναμειχθεί ενεργά στις προσπάθειες διάλυσης της Κλαν (υη§3Γ, 1976: 40521,0 ’Κβΐ11γ, 1989, Οβοτ^β και \νΐ1οοχ, 1992:399-401). Πράγματι, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του (από τα 10.000 ενεργά μέ λη το 1967, κατ’ εκτίμηση, περίπου 2.000 έδιναν πληροφορίες στην κυβέρνηση), πολλοί βασικοί ακτιβιστές της Κλαν συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, μεταξύ των οποίων ο Κοββ« δΗεΙίοη, αρχηγός της μεγαλύτερης ομάδας. Η κυβέρνηση .Ιοίιηδοη επίσης συνέβαλε στην παρακμή της Κλαν ζητώντας από την Επιτροπή του Λευκού Οίκου, αρμόδια για τις Αντι-Αμερικανικές Δραστη ριότητες, να διερευνήσει την οργάνωση. Η τελική της έκθεση, το Κίνημα της Σημερινής Κσυ Κλουξ Κλαν (ΤΗβ ΡτβδβηΙ Κυ Κΐυχ ΚΙεπ Μονβιηβηΐ), που δημοσιεύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1967, συνέβαλε στην αποδυνάμωση της αξιοπιστίας της Κλαν. Το γεγο νός ότι η έρευνα διεξήχθη από την Επιτροπή του Λευκού Οίκου για Αντι-Αμερικανικές Δραστηριότητες κατέστησε την αποδυνά μωση αυτή ακόμη πιο αποτελεσματική, αφού σήμαινε σαφώς ότι η Κλαν δεν ήταν απλώς μια «κουκουλοφόρα εταιρεία φανατι κών» -για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Ιοίιηδοη- αλλά επί σης ότι δεν πίστευε στον αμερικανικό τρόπο ζωής. Τελικά, ως αποτέλεσμα των μεταπολεμικών δημόσιων δαπα νών και εισροών κεφαλαίων, ο Νότος γνώρισε τον οικονομικό μετασχηματισμό μετά τον πόλεμο. Τώρα, απειλούνταν από την α στάθεια που προκαλούσε η λευκή ρατσιστική αντίσταση των λευ κών στα αιτήματα των μαύροχν. Αυτό, ίσως, ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα της Κλαν. Ως οργάνωση, μπορεί πραγματικά να έχει εκφράσει τα αισθήματα πολλών λευκών για τους μαύρους. Ε
ντούτοις, η ανοιχτή προάσπιση της ανωτερότητας των λευκών γι νόταν όλο και πιο αναχρονιστική σε σχέση με την οικονομική και πολιτική πραγματικότητα.
Η ριζοσπαστική δεξιά
Αν οι δεκαετίες 1950 και 1960 επρόκειτο να γνωρίσουν μια βρα χύβια ανάκαμψη της Κλαν, η περίοδος ήταν ευνοϊκή και για άλ λους στα δεξιά. Ο συντηρητισμός, που στη διάρκεια του Β' Πα γκόσμιου Πολέμου είχε αποτελεσματικά ξεπεραστεί, στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου γνώρισε μια αναβίωση. Ωθούμενοι λιγότερο από φυλετική προκατάληψη και περισσότερο από αντικομμουνισμό, πολλοί από τους πιο στρατευμένους συντηρητικούς συμφωνούσαν με τις αποκηρύξεις των Δημοκρατών εκ μέρους του γερουσιαστή Μακάρθι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ως συνοδοιπόρων του κομμουνισμού. Συγγραφείς στην έντονα συ ντηρητική επιθεώρηση ΝαήοηαΙ Κενί&ν θεωρούσαν τον Μακάρθι όργανο της θέλησης της Δύσης στον πόλεμο κατά του κομμουνι σμού, ως την ίδια την ουσία του δυτικού πολιτισμού, αγωνιστή της ελευθερίας για την αλήθεια «ότι ο άνθρωπος έχει την ελεύθερη βούληση μεταξύ καλού και κακού» (ί&(1ΐ3ΐτι, 1966:408). Επίσης, συμμερίζονταν με αυτόν τη δημοφιλή άποψη που εκφραζόταν συ χνά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν μια τεράστια συνωμοσία με έδρα τη Μόσχα, αλλά με οργάνωση σε όλα τα επίπεδα της αμερικανικής ζωής, και ότι ο μόνος τρόπος να ξεριζώσουν τη μολυσματική αυτή ασθένεια ήταν η καθολική ιδεολογική επαγρύπνηση, υποστηριζόμενη από ριζο σπαστική πολιτική επέμβαση στο εσωτερικό μέτωπο. Η τάση αυ τή να βλέπουν τον κόσμο μέσω παραμορφωτικού φακού έφτασε στη λογική της κατάληξη από την τότε κυρίαρχη δύναμη της ριζο σπαστικής δεξιάς: την .ΙοΗπ ΒΐτςΗ δοαεψ. Αυτή, έχοντας ιδρυθεί από τον ΚοβεΓΙ Η. \ν. >νο1οΗ, πρώην αντιπρόεδρο της Εθνικής Ένωσης Βιομηχάνων, το 1958, (πήρε το όνομά της από ένα Αμε 289
ρικανό λοχαγό του στρατού που δολοφονήθηκε από Κινέζους κομμουνιστές λίγο μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου), μέχρι το 1962 είχε πάνω από 60.000 μέλη, πάνω από 75 εργαζόμε νους πλήρους απασχόλησης και ετήσια μισθοδοσία 62.5000 δολά ρια. Η εταιρεία είχε συμβάλει σημαντικά στην ήττα του Νέλσονα Ροκφέλερ και στην επιτυχία του Μπάρι Γκόλντγουοτερ στον α γώνα για την υποψηφιότητα των Ρεπούμπλικάνων για την προε δρία το 1964, και πέτυχε να γίνει ιδιαίτερα διάσημη τόσο για τις συνωμοτικές της μεθόδους όσο ακόμη και για τις πεποιθήσεις της περί συνωμοσίας. Ο ΛνεΙοΗ, όπως πολλοί Αμερικανοί της εποχής εκείνης, ήταν μαγεμένος από τον κομμουνισμό, τον οποίο, όμως, ταυτόχρονα απωθούσε. Διερωτήθηκε, ωστόσο, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η ισχυρότερη και η καλύτερη χώρα στον κόσμο, τότε γιατί ο κομμουνισμός κέρδιζε έδαφος; Η απάντηση στην ο ποία κατέληξε ήταν προφανής: η προδοσία από το εσωτερικό της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι κομμουνιστές και οι πράκτορές τους ή ταν παντού Πράγματι, όπως διακήρυξε το 1961, «οι κομμουνιστι κές επιρροές τώρα έλεγχαν σχεδόν πλήρως την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση». Εντούτοις, ο ΛνβΙοΗ ήταν όλο και πιο πολύ πεπει σμένος ότι ο κομμουνισμός δεν ήταν ο μοναδικός εχθρός. «Επί δύο αιώνες», πίστευε, μια αριστερή ομάδα, οι Εισοδιστές, επεδίωκαν μια «στρατηγική παγκόσμιας κατάχτησης». Ανάμεσα στη «διαβολική (...) μακρόπνοη (...) και συνολική τακτική της», έγρα φε ο λνεΙεΗ, ήταν «η προώθηση φυλετικών ταραχών και οχλοκρα τίας (...) η σκόπιμη υπονόμευση του αμερικανικού δολαρίου (...) η δημιουργία της “χίπικης” νοοτροπίας στις πανεπιστημιουπόλεις μας» και η «προστασία των εγκληματιών» από το Ανώτατο Δικα στήριο (Μΐηΐζ, 1985:142-4, ϋρ$«1 και Κωβ, 1978:250-1). Η .ΙοΗη ΒϊγοΙι 5οαβΙγ αντιπροσώπευε μόνο ένα τμήμα ενός πο λύ ευρύτερου κινήματος. Σύμφωνα με μια πηγή, υπήρχαν πάνω α πό 3.000 δεξιές ομάδες και εκδοτικές πρωτοβουλίες στις Ηνωμέ νες Πολιτείες το 1965, οι περισσότερες από τις οποίες προειδο ποιούσαν για τους κινδύνους του φιλελευθερισμού, του κομμου νισμού σε υψηλές θέσεις και κοινωνικούς μηχανισμούς κάθε μορ 290
φής (ΤΠίγβΓ, 1967:147). Ενθαρρυμένες από την ατμόσφαιρα των καιρών πσυ έβλεπε τον κόσμο σαν έναν επικίνδυνο και απειλητι κό τόπο, οι ομάδες αυτές ήταν (σε εκλογικούς όρους, τουλάχι στον) σχεδόν ασήμαντες. Πάντως, ό,τι τους έλειπε αριθμητικά το κάλυπταν σε όρους ξέφρενης δραστηριότητας. Αργότερα, αφού θεωρήθηκαν πραγματική απειλή για τη δημοκρατία από ακαδη μαϊκούς φιλελεύθερων απόψεων, ήταν με το δικό τους τρόπο κλα σική εκδήλωση μιας βαθιάς λαϊκισακής τάσης στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ. Μολονότι η εκδήλωση αυτών των συναισθημάτων, για τους μη μυημένους, πρέπει να φαινόταν σχεδόν ως παθολογική εμμονή σε μια απειλή που σχεδόν ήταν ανύπαρκτη στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι επιθέσεις της ριζοσπαστικής δεξιάς κατά του κομ μουνισμού ήταν από ορισμένες απόψεις μόνο κάλυψη που επέ τρεπε στον «καθημερινό άνθρωπο» να εκτονώνει το θυμό του ε ναντίον των ανθρώπων της εξουσίας, που είχαν αποτύχει (κοιτά τη γνώμη του) να επιλύσουν τα προβλήματα του κόσμου και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και μόνο χαλαρά συνδεδεμένοι με την ακροδεξιά -και στην πλειονότητα των περιπτώσεων καθόλου συνδεδεμένοι- οι «ριζοσπάστες» δεξιοί δημιούργησαν ένα περι βάλλον που ενθάρρυνε εκείνους που ήταν πιο βίαιοι και ρατσιστές, προκειμένου να εκφράζονται δημόσια.
Ρατσιστική δεξιά
Εδώ αξίζει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τρεις ομάδες, η κάθε μία από τις οποίες δίνει μάλλον διαφορετικές απαντήσεις σε μια από τις πιο πιεστικές ερωτήσεις για τους ρατσιστές ακτιβιστές - δηλα δή στην ερώτηση ποια ήταν η σχέση μεταξύ των πεποιθήσεών τους και των απόψεων του εθνικοσοσιαλισμού. Για την πρώτη ομάδα, το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα (Αηιβποβη Ν»ζϊ Ρ»Πγ), η απάντηση ήταν προφανής. Το κόμμα, έ χοντας ιδρυθεί το 1958 από τον Τζορτζ Λίνκολν Ρόκγουελ, γνώρι σε μεγάλη δημοσιότητα με διαδοχικά τεχνάσματα που προσέλ291
κυαν την προσοχή. (Στην αυτοβιογραφία του, με τον αισιόδοξο τίτλο Αυτή τη Φορά ο Κόσμος, ο Ρόκγουελ είχε δηλώσει ότι εκθέ τοντας τη σβάστικα και ζητώντας θαλάμους αερίων, θα ήταν αδύ νατο να αγνοηθεί το κίνημά του). Με προβλήματα διασπάσεων ε πί Ρόκγουελ, το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα επρόκειτο να υ ποφέρει περισσότερο μετά το θάνατό του το 1967, από έναν δια φωνούντο πρώην μέλος. Το αποτέλεσμα ήταν ο κατακερματισμός ενός κινήματος που ποτέ δεν ήταν ισχυρό. Η μεγαλύτερη ομάδα, το Κόμμα των Λευκών Εθνικοσοσιαλισμόν (Να(ϊοηα1 δοοώΗ$( ΛνΗΐΐε ΡεορΙε’δ Ροτΐγ Ν5\νΡΡ) άλλαξε το όνομά του το 1982 σε Νέα Τάξη (Νε\ν Οπίει-) και το 1988 υπολογίστηκε ότι είχε περί που εκατό μέλη (ΑΟ ί, 19881): 26). Εάν για το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα και τις διαδόχους οργανώσεις του το ρατσιστικό μήνυμα ήταν ανοιχτά Εθνικοσοσιαλιστικό, ένα άλλο προϊόν της δεκαετίας του 1950, το Κόμμα Δικαιωμάτων των Εθνικών Πολιτειών (Ναΐίοπαΐ 8(3(68 Κί§1ιίδ ΡβΓίγ) ήταν (οριακά) πιο προσεκτικό. Αυτό προερχόταν, όπως δηλώνει το όνομά του, από τον αγώνα των Νοτίων κατά του δια χωρισμού, ενώ οι ιδρυτές του κόμματος ΙΒ . διοηεΓ και Εάνν&τά Κ.. Ρΐβΐίΐδ, ήταν από παλιά δραστήριοι στη ρατσιστική πολιτική των λευκών. Ο 5ΐοηει\ παραδείγματος χάριν, αρχικά ήταν οργανωτής της Κλαν και αργότερα υποψήφιος του Αντι-εβραϊκσύ Κόμματος στις εκλογές του Κογκρέσου το 1948. Υπό την ηγεσία του, το Κόμ μα Δικαιωμάτων των Εθνικών Πολιτειών θα συνέχιζε να υπάρχει μέχρι τη δεκαετία του 1980, ενώ από τότε οι 8 ( ο π ο γ και Ρΐβΐάδ ε ξακολούθησαν να είναι ενεργοί (χωριστά). Το κόμμα, η εφημερί δα του οποίου πρόβαλε τίτλους όπως «Επιστήμονες Υποστηρί ζουν ότι οι Νέγροι είναι ακόμη στο Στάδιο των Πιθήκων» και «Ε βραίοι Πίσω από την Ανάμειξη των Φυλών», μοίραζε το δυσφημι στικό «Εβραϊκή Τελετουργική Δολοφονία» της ναζιστικής εφη μερίδας Οετ δίϋπηεΓ, της δεκαετίας του 1930. Όμως, αντίθετα α πό το Αμερικανικό Ναζιστικό Κόμμα, αυτό δεν αποκαλούνταν εθνικοσοσιαλιστικό, προτιμώντας να ενεργεί ως υβρίδιο μεταξύ ε κείνων που ήθελαν να ταυτιστούν πλήρως με το Τρίτο Ράιχ και ε 292
κείνων που πίστευαν ότι μαχητικός αμερικανικός ρατσισμός σήμαινε να κρατηθούν αποστάσεις από το γερμανικό αντίστοιχό του. Η τρίτη από τις ομάδες που αξίζει να σχολιαστεί περαιτε'ρω, η ϋβεΠγ ίοββγ, εμφανίστηκε το 1957 και, με πρώτη ματιά, φάνηκε ως με'λος της ριζοσπαστικής δεξιάς. Πιέζοντας το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να υιοθετήσει τα αιτήματα των λευκών του Νότου, καλλιέργησε δεσμούς με μέλη του Κογκρέσου και κατέθετε σε α κροάσεις για προτεινόμενη νομοθεσία. Υποστηρίζοντας τον Γκόλντγουοτερ το 1964, πρότεινε ότι το κόμμα θα έπρεπε να υπεραμυνθεί του ελέγχου της μετανάστευσης, του οικονομικού προ στατευτισμού και -δείκτης των βαθύτερων ανησυχιών του- της χωριστής εξέλιξης των φυλών. Σύρθηκε όμως σε έναν υποψήφιο που είχε συμμετάσχει σε διάφορες εκλογικές αναμετρήσεις των Δημοκρατικών, στον κυβερνήτη της Αλαμπάμα Τζορτζ Ου άλας (ΟεοΓ§6 \ν3ΐΐ3οε) και το 1965 με το 5 (αηά ίΐρ /οΓΑτηβπεα (Υπερα σπίζομαι την Αμερική), μια περιγραφή συμπαθητική, που υπο στήριζε ότι αντί να θέσει υποψηφιότητα ως Δημοκρατικός ή ανε ξάρτητος το 1968, ο Ουάλας θα έπρεπε να κατέλθει στις εκλογές ως Ρεπουμπλικάνος και να φέρει στο κόμμα την υποστήριξη των λευκών εργατών που ο Γκόλντγουοτερ αδυνατούσε να προσελκύσει. Το 1968 ο Ουάλας θα έθετε, πράγματι, πάλι υποψηφιότητα. Τα αποτελέσματα, εντούτοις, θα έδειχναν όχι μόνο τη δύναμη της φυλετικής λαϊκιστικής πολιτικής του, αλλά επίσης θα αναδείκνυαν την εσωτερική δυναμική του ίΐΙ>€ΐΐγ ίο Ι% , ομάδα που θα ασκούσε σημαντική επιρροή στο πλαίσιο της ακροδεξιάς στα χρόνια που ακολούθησαν.
Πέραν του Ουάλας
Ο Τζορτζ Ουάλας ήταν ο πιο Νότιος από τα αμερικανικά πολιτι κά φαινόμενα: γνήσιος λαϊκιστής, που δεν ήταν συντηρητικός με την κλασική έννοια. Πράγματι, την ίδια ώρα που επιτίθετο κατά 293
των φιλελεύθερων, των υποστηρικτών της φυλετικής ενσωμάτωσης και των ελιτίστικων παρείσακτων από το Βορρά, πίεζε σκλη ρά για ευρύτερο δημόσιο τομέα προκειμένου να βελτιωθεί η οι κονομική μοίρα των λευκών εργαζομε'νων (ΕύςαΙΙ και Εάκαΐΐ, 1992,03Γ16Γ, 1995). Η έκκληση του Ουάλας δεν αφορούσε απλώς τη φυλή. Πάντως, η φυλή ήταν κρίσιμο στοιχείο στην καμπάνια του το 1968 και η ικανότητά του να κερδίσει σχεδόν 10 εκατομμύ ρια ψήφους ως υποψήφιος του τρίτου κόμματος στην προεδρική εκλογική αναμέτρηση έχει ερμηνευθεί ως γεγονός κρίσιμο για τη διάλυση του δεσμού μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος και με γάλου τμήματος της παραδοσιακής του λευκής εκλογικής πελα τείας, τόσο στο Νότο όσο και αλλού. Ωστόσο, εάν η ενσωμάτωση των πολιτικών ζητημάτων που έθετε ο Ουάλλας καθώς και του ε κλογικού του σώματος στους Ρεπουμπλικάνους υπήρξε ζημιογό νος για τους Δημοκράτες μακροπρόθεσμα, ήταν επίσης επιβλα βής και για την ακροδεξιά. Το 1964 ο Γκόλντγουοτερ είχε υποστηριχθεί από χιλιάδες δεξιών ομάδων. Δεν ήταν όμως τα ίδια ά τομα που υποστήριξαν το Δημοκρατικό κυβερνήτη τέσσερα χρό νια αργότερα. Ο Γκόλντγουοτερ είχε υποστηριχθεί από το ανα πτυσσόμενο συντηρητικό κίνημα και τη ριζοσπαστική δεξιά. Ο Ουάλας αντιμετωπίζοντας τον Ρίτσαρντ Νίξον δεν μπορούσε να περιμένει να διατηρήσει τον ίδιο βαθμό συντηρητικής υποστήρι ξης, ακόμη και εάν ο ίδιος συμφωνούσε με τη θέση τσυ Γκόλ ντγουοτερ για τις δημόσιες δαπάνες (πράγμα που δεν συνέβαινε). Επιπλέον, ο Γκόλντγουοτερ ήταν επιφυλακτικός με τα φυλε τικά θέματα. Ο Ουάλας, από την άλλη πλευρά, στηριζόταν στη φυλετική πολιτική και κατέβαινε υποψήφιος αμέσως μετά τις με γάλες ταραχές και τις αυξανόμενες φυλετικές συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα, διακήρυττε σε εθνικό επίπεδο αυτά που είχε προβάλει επί μακρόν στην ιδιαίτερή του πολιτεία. Στις περιστά σεις αυτές, ακόμη και εάν δεν είχε σχέσεις με την Κλαν (ένας από τους ηγετικούς ακτιβιστές της ήταν συγγραφέας των ομιλιών του), ήταν αναπόφευκτο να στρατολογούσε ρατσιστές μαχητές στην εκστρατεία του. Έτσι, η καμπάνια τσυ Ουάλας έδωσε στην 294
ακροδεξιά την εμπειρία της μαζικής πολιτικής. Η συνακόλουθη αποσύνθεση κάθε αποτελεσματικού σχήματος για συγκράτηση της υποστήριξης αυτής, εντούτοις, θα αποδεικνυόταν σοβαρή υ ποχώρηση. Μια απόπειρα να συγκροτηθεί η υποστήριξη αυτή αποτελεί η ομάδα «Νεολαία υπέρ του Ουάλας», περίπτωση ιδιαίτερα διαφωτιστική από αυτήν την άποψη. Ιδρύθηκε τον Μάιο του 1968 και αργότερα κατά το ίδιο έτος μετασχηματίστηκε σε Εθνική Συμμα χία Νεολαίας. Πιέζοντας για το σχηματισμό ενός κινήματος της «λευκής αμερικανικής μεσαίας τάξης» που θα αντιμετώπιζε και θα κατέστρεφε τόσο το κίνημα της πανεπιστημιούπολης που είχε απομείνει όσο και το κίνημα της μαύρης δύναμης, η ομάδα δεν θα επιβίωνε για πολύ και έχοντας εκκαθαρίσει εκείνους που τρόμα ζαν με την αφοσίωση σε εξωτερικά ναζιστικά σύμβολα, διασπάστηκε στα δύο. Ένα τμήμα παρέμεινε πιστό στην κεντρική μορφή του ϋΙ>€Γΐγ Ιχ>66γ, στον ΛνϊΗΐδ Ο ηγΙο , ενώ το άλλο που αργότερα μετονομάστηκε Εθνική Συμμαχία, υποστήριξε αντίθετα έναν πρώην αξιωματικό στο Κόμμα των Λευκών Εθνικοσοσιαλιστών, τον \νΐ11ΐίΐπι ΡΐβΓοβ. Η Εθνική Συμμαχία Νεολαίας ασκούσε δριμεία κριτική στον κατεστημένο συντηρητισμό και, εν μέσω της ε σωτερικής της σύγχυσης, η Εθνική Επιθεώρηση επρόκειτο να έλ θει σε σύγκρουση ξανά με τους βασανιστές της. Δημοσιεύοντας αποσπάσματα από αλληλογραφία στην οποία ο Οωΐο επιτίθετο κατά «των οργανωμένων Εβραίων» και ζητούσε την απέλαση των μαύρων στην Αφρική, το περιοδικό πρόβαλε σειρά ισχυρισμών που θα προξενούσαν ζημιά στη φήμη του ως ενός εκ των πιο ευυ πόληπτων τμημάτων της δεξιάς. Αργότερα, ο ΟβγΙο θα προκαλούσε ακόμη περισσότερη αμφισβήτηση με τον κεντρικό ρόλο που α ν έλαβε σε προσπάθειες να αμφισβητηθεί η ύπαρξη του Ολοκαυ τώματος. Επίσης, θα ήταν κρίσιμο πρόσωπο σε αυτό που θα κατέ ληγε να είναι το πιο σημαντικό συστατικό της αμερικανικής α κροδεξιάς: το Πατριωτικό Κίνημα. Προτού όμως επανέλθουμε στην άνοδο των Πατριωτών, πρέπει σύντομα να επιστρέψουμε στην Κλαν. 295
Ο τελευταίος σταθμός της Κλαν;
Η κύρια ομάδα της Κλαν της δεκαετίας του 1960, οι Ηνωμένες Κλαν της Αμερικής (υπΐΐβ<1 ΚΙεπκ οΓ Απιεπο» - υΚΑ), συνέχισε ως οργάνωση στη δεκαετία του 1970. 'Οταν όμως η Κλαν γνώρισε μια νέα ανάπτυξη, αυξανόμενη από 5.000 περίπου μέλη σε 10.000 μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επρόκειτο να επωφεληθούν δύο νέ ες ομάδες: οι Ιππότες της Κου Κλουξ Κλαν (ιΗε ΚηίβΗΐδ οί ΙΗε Κιι Κΐυχ Κ13Π) και η Αόρατη Αυτοκρατορία (ΙηνΪ5ΪΙ>1ε ΕηηρΪΓβ). Η πρώτη, υπό την ηγεσία του ϋ3νίά Ου1(ε, επρόκειτο να γνωρίσει σημαντική δημοσιότητα καθώς ο σαφής στις διατυπώσεις του και με συνείδηση του ρόλου των Μέσων, ΟιιΚε, εμφανίστηκε σε τηλε οπτικά προγράμματα και ενώπιον φοιτητικών ακροατηρίων δη λώνοντας ότι η νέα Κλαν δεν ήταν φανατική και βίαιη, αλλά α πλώς ήθελε «ίσα δικαιώματα για τους λευκούς». Επιδιώκοντας συνειδητά όχι μόνο μια μετριοπαθή αλλά και σύγχρονη εικόνα, αποδοκιμάζοντας τόσο τον αντι-καθολικισμό της Κλαν κατά το πα ρελθόν όσο και το δευτερεύοντα ρόλο που συνήθως απέδιδε στις γυναίκες, ο ΟυΙίε επρόκειτο τελικά να παραιτηθεί από την Κλαν σε αναζήτηση μιας περισσότερο πετυχημένης στρατηγικής, ζήτη μα στο οποίο θα επανέλθουμε. Η οργάνωση την οποία εγκατέλειψε, που αρχικά είχε αρχηγό τον Οοη ΒΙβοΚ και κατόπιν τον ΤΗοηι ΚοΙΛ, θα αποδεικνυόταν η πιο μακρόβια από τις μεγαλύτερες ο μάδες της Κλαν, έστω και αν οι προσπάθειες του Κο66 να αποφύγει τη βίαιη εικόνα της Κλαν του κόστισε τα πιο σκληρά του μέλη. Η άλλη ομάδα που επωφελήθηκε από την άνοδο της Κλαν στη δεκαετία του 1980, η Αόρατη Αυτοκρατορία, προτιμούσε να καλ λιεργήσει μια εικόνα παραστρατιωτική και αρχικά ωφελήθηκε α πό την αποχώρηση του ΟυΚε. Αμέσως μετά, εντούτοις, αυτό αμφισβητήθηκε από την αποκάλυψη ότι ο αρχηγός της, Βϊΐΐ \νί11ίίη$οη, έδινε κάποτε πληροφορίες στο ΡΒΙ για την Κλαν. Ο α ριθμός των μελών της Κλαν, γενικά, άρχισε να μειώνεται από το 1982 και η εμφάνιση στη συνέχεια ενός νέου αρχηγού, του .Ιαπιες Ρ ειτηιμΙχ, αντί να καταλήξει σε αναβίωση της Αόρατης Αυτοκρα296
τορίας, επρόκειτο να οδηγήσει στην εξαφάνισή της. Αντιμέτωπος με το δικαστήριο για επίθεση εναντίον διαδηλωτών για τα πολιτι κά δικαιώματα το 1987 στην Κομητεία ΡθΓ5γΐΗ, στη Γεωργία, συμ φώνησε να διαλύσει την οργάνωση. Επιπλέον, της καταστροφής της Αόρατης Αυτοκρατορίας είχε προηγηθεί η εξαφάνιση της Η νωμένης Κλαν της Αμερικής. Το 1987, η μητέρα ενός από τα θύ ματα δολοφονίας, του ΜϊεΗβεΙ Οοηβΐά, αποζημιώθηκε με 7 εκατ. δολάρια εξαιτίας της ανάμειξης δύο εκ των μελών της οργάνωσης στη δολοφονία του. Για να προστεθεί στην οικονομική ζημιά και η πολιτική προσβολή, το αντί-Κλαν Κέντρο του Νόμου για τη Φτώχεια στον Νότο - ΙΗ« 3ηΐί-Κΐ3Π δοιιΐΐιεπι Ρονετψ ία\ν Οβηΐοτ (και αρχιτέκτονας της πτώσης της Αόρατης Αυτοκρατορίας), πή ρε το κτίριο του αρχηγείου της υΚΑ στην Αλαμπάμα ως μέρος της τελικής διευθέτησης.
Πέραν τη ς Κλαν;
Οι ομάδες τις οποίες έχουμε συζητήσει είναι μόνο οι πλέον εξέχσυσες από μια σημαντική και συνεχώς μεταβαλλόμενη γκάμα οργανώσεων της Κλαν. Πρώην ακτιβιστές της Κλαν έχουν επίσης προσπαθήσει να δημιουργήσουν παρόμοιες οργανώσεις χωρίς τα μειονεκτήματα του ονόματος. Το 1979, στο 0Γ6βηίΙ)0Γ0, Βόρεια Καρολίνα, μια συμμαχία ακτιβιστών της Κλαν και των Ναζί άνοι ξε πυρ σε μια συγκέντρωση που διαδήλωνε κατά της Κλαν, φο νεύοντας πέντε αριστερούς διαδηλωτές. Ένας από εκείνους τους ακτιβιστές, ο ΟΙβη ΜΐΠετ, πρώην αρχιλοχίας των Ειδικών Δυνά μεων, θα μετέτρεπε αργότερα τους Ιππότες του της Κου Κλουξ Κλαν, στην Καρολίνα, σε Κόμμα Λευκών Πατριωτών (ΑνΗϊΐε ΡβΙποΙ Ρ3Γΐγ). Ομοίως, στην Καλιφόρνια, ο πολιτειακός οργανω τής των Ιπποτών της Κου Κλουξ Κλαν, Τογπ ΜεΙζ§εΓ, που στα τέ λη της δεκαετίας του 1970 είχε οργανώσει μια συνοριακή περίπο λο για να συλλαμβάνει Μεξικανούς μετανάστες που επιχειρού σαν να μπουν στη χώρα, έφυγε λίγο μετά για να δημιουργήσει την 297
Πολιτική Ένωση Λευκών Αμερικανών (ΛΛ/ΤιϊΙο Απιεποβη Ροΐϊΐϊοαΐ Α5$οοΪ3(ΐοη), ακολούθως την Αντίσταση των Λευκών Αρίων (^Ηΐΐε Ατγαπ Κε$Ϊ8(αιΚ6 - >νΑΚ). Το Κόμμα των Λευκών Πα τριωτών θα αποδεικνυόταν βραχύβιο και ο ίδιος ο Μϊΐΐετ θα ήταν μάρτυρας κατηγορίας εναντίον άλλων ρατσιστών ηγετών σε μια δίκη στα τέλη της δεκαετίας του 1980.0 ΜεΙζ^ετ θα αποδεικνυόταν πιο σημαντική μορφή, ειδικά αφού ανέλαβε μια νέα ομάδα προκειμένου να δημιουργήσει οργανωμένο ρατσισμό: τους σκίνχεντς. Όπως οι αντίστοιχοί τους Βρετανοί, οι Αμερικανοί ρατσιστές σκίνχεντς ήταν υπεύθυνοι για ένα σωρό βανδαλισμούς και πρά ξεις φυλετικές βίας. Πολλές από τις επιθέσεις αυτές έγιναν στη Νότια Καλιφόρνια, αλλά περιστατικά αναφέρθηκαν επίσης σε έ να αριθμό άλλων Πολιτειών, περιλαμβανομένης μιας στο Ουισκόνσιν το 1988, όταν ο Στρατός Σκίνχεντς του Μιλγσυόκι (δΙοηΠεβά Απηγ οί ΜϊΚναυΙίεε - 5ΗΑΜ) επιτέθηκε σε ομάδα μη ρατσιστών σκίνχεντς. Σχεδόν όλες οι ακροδεξιές ομάδες κατέβα λαν συντονισμένη προσπάθεια να στρατολογήσουν ανάμεσα στους «σκινς», αλλά ο Μεΐζ^ετ είχε ιδιαίτερη επιτυχία. Η σχέση του μαζί τους καθοδηγούνταν σε μεγάλο βαθμό από την πεποίθη ση ότι οι «σκινς» (τσυς οποίους αποκαλούσε «πολεμιστές της πρώτης γραμμής») είχαν ήδη δείξει τη θέληση να χρησιμοποιή σουν βία. Ο ενθουσιασμός του γι’ αυτούς ήταν επίσης συνάρτηση της δικής του πολιτικής στρατηγικής. Δύο δεκαετίες εργασίας ε ντός του συστήματος, υποστήριζε, τον είχαν τελικά πείσει ότι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός ήταν η επανάσταση των λευκών για να ανατρέψουν ένα «πλήρως διεφθαρμένο καπιταλιστικό σύστη μα». Οι σκίνχεντς, πίστευε, ήταν οι φυσικοί μαχητές για μια τέ τοια εξέγερση, επειδή αυτοί ήδη ήταν εκτός του συστήματος. Το 1989, εντούτοις, φυλακίστηκαν τρεις σκίνχεντς, ένας για δολοφονία, οι άλλοι δύο για ανθρωποκτονία, χτυπώντας μέχρι θανάτου έναν Αιθίοπα με το μπαστούνι του μπέισμπολ στο Πορτλαντ, Όρεγκον. Το Κέντρο του Νόμου για τη Φτώχεια στον Νότο και η Εβραϊκή Λίγκα κατά της Δυσφήμισης άσκησαν ποινική δίω298
|η κατά του ΜβΙΖ££Γ στη βάση ότι η ομάδα του Πόρτλαντ είχε ορ γανωθεί από τη \νΑΚ. Η απόφαση του δικαστηρίου για καταβο λή αποζημίωσης 12,5 εκατ. δολ., επρόκειτο να προκαλέσει τόσο στον Με(ζ£6Γ όσο και στη ν/ΑΚ σοβαρά προβλήματα στα επόμε να χρόνια. Για τη >νΑΚ, όπως για την Ενωμένη Κλαν και την Αό ρατη Αυτοκρατορία, η φήμη για άσκηση βίας βραχυπρόθεσμα προσέλκυε μέλη. Μακροπρόθεσμα, εντούτοις, ζημίωνε ή ακόμη εξαφάνιζε πλήρως την ικανότητά τους να διαδίδουν το ρατσιστι κό τους μήνυμα.
Οι πατριώτες
Εντούτοις, εάν η Κλαν και οι ομάδες που έχουν εμφανιστεί από αυτήν έχουν παρακμάσει, ένα άλλο παρακλάδι της άκρας δεξιάς έχει κάνει την εμφάνισή του. Πιο ασαφές στο χαρακτήρα του, το Πατριωτικό Κίνημα βασίζεται ιδιαίτερα στις δυτικές Πολιτείες αλλά, όπως με την Κλαν και τις ρίζες της στον Νότο, υπάρχει σε έ κταση εθνική. Με εχθρότητα απέναντι στη φορολογία και επιμο νή ότι οι προσπάθειες για περιορισμό της οπλοκατοχής είναι όχι μόνο μη αμερικανική στάση αλλά αριστερή όσον αφορά τις προ θέσεις, οι Πατριώτες έχουν δημιουργήσει ένα σύνολο οργανώσε ων, ορισμένες από τις οποίες έχουν προκαλέσει σημαντική δημο σιότητα. Η Ροδδΰ (ΓοιπΐΙαΙιΐδ, που δημισυργήθηκε στα τέλη της δε καετίας του 1960 από τον Μΐΐιε ΒβαοΗ, ένα πρώην μέλος των δίΐνετ 5ΗΪΓΙ, υπήρξε μια τέτοια οργάνωση. Το όνομα Ρο$$ε ΟοπιΐΐΗΐιΐδ είναι λατινικό και σημαίνει «ισχύς της κομητείας», και η Ροδδβ κυριολεκτικά πιστεύει ότι όλες οι κρατικές εξουσίες θα έπρεπε να εκπορεύονται από την κομητεία και ότι η καλύτερη μορφή δικαιοσύνης είναι εκείνη με τη μορφή των φρουρών επαγρύπνησης που συνηθιζόταν να απονέμεται σε παρανόμους από αληθινούς χριστιανούς Αμερικανούς το 19ο αι ώνα. Αυτό δεν αντανακλά μόνο επιθυμία για επιστροφή στις ημέ ρες των παλιών συνοριακών φρουρών όταν δεν υπήρχε κεντρική 299
ή κρατική εξουσία, αλλά την υποψία ότι ολόκληρη η κυβέρνηση ε λέγχεται από εχθρούς (συνήθως Εβραίους). Ως οργάνωση, η Ρθ58ε προσέλκυσε την προσοχή σε εθνικό επίπεδο όταν το 1983 ο Ο ο γ ^ ο π ΚίΐΗΙ. δραστήριο μέλος της Ροχχο, σκότωσε δύο ομοσπον διακούς αστυνόμους στη Βόρεια Ντακότα. Ο ΚηΗΙ πέθανε, αργό τερα, σε ανταλλαγή πυροβολισμών με ανθρώπους του νόμου στο Αρκάνσας, όπου επίσης σκοτώθηκε ένας τοπικός σερίφης. Ο ΚβΗΙ, εντούτοις, έγινε ήρωας και μάρτυρας για πολλούς στο Πα τριωτικό Κίνημα. Η Ροχκε 0)πιϊΐ3(υ!>, αποκεντρωμένη και σκιώ δης οργάνωση, πρέπει να γίνει κατανοητή στο ευρύτερο πλαίσιο μιας στροφής προς την περί συνωμοσίας χιλιαστική θεωρία εκ μέ ρους πολλών από την ακροδεξιά. Το κοινωνικό σύστημα, πιστεύ ουν, είναι έτοιμο να υποκύψει στον κατακλυσμό. Εκείνοι που επι θυμούν να επιβιώσουν πρέπει, λοιπόν, να προετοιμαστούν. Αυτή η οπτική Αρμαγεδδώνος -εν μέρει θρησκευτική σε έμπνευση και εν μέρει προερχόμενη από μια σχεδόν μαρξίζουσα ανάγνωση των σύγχρονων αντιφάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού- είναι κρίσιμη για την κατανόηση του κινήματος. Δύο ομάδες που κεντρικά σχετίζονται με την προετοιμασία «του τέλους» είναι η ΟονεηαηΙ (Παλαιά Διαθήκη), η 5\νοΓ<3 3η<1 ΙΗβ Αππ οί ΐΗε ιστό (Ξίφος και Βραχίονας του Κυρίου) (ϋ>Α) και η Ο ιπ κ ίϊα η ΡβίποΓχ Οβίεηβϋ ίβαςυε (Λίγκα Αμυνας Χρι στιανών Πατριωτών) (Ο Ρϋί). Η 05Α είναι (ή τουλάχιστον ήταν) παραστρατιωτική οργάνωση σωτηρίας που λειτουργούσε ως «χριστιανική» κοινοτική αποικία, αποκαλούμενη ΖαΓεραΙΙιΗοΓββ, σε μια έκταση 224 ακρ* περιφραγμένης γης κοντά στα σύ νορα Αρκάνσας-Μιζούρι. Η οργάνωση αποτελείτο από 100 άτο μα που πίστευαν ότι η κοινωνία των ΗΠΑ όδευε προς τον εμφύ λιο πόλεμο και ότι ήταν ουσιώδες να προετοιμαστούν γι’ αυτό συ γκεντρώνοντας όπλα, τρόφιμα και εξοπλισμό για επιβίωση σε σκληρές συνθήκες. Η 05Α λειτουργούσε σχολή εκπαίδευσης που προσέφερε μαθήματα πολέμου των πόλεων και στρατιωτικής τα κτικής. Ο αρχηγός της, .Ιϊιη ΕΗϊδοη, πρώην φονταμενταλιστής του δ»η Αηΐοηϊο, διεξήγαγε επίσης σεμινάρια σε ολόκληρο τον Νότο 300
και τη Μεσοδύση όπου όχι μόνο επεδείκνυε τα όπλα που ήταν διαθέσιμα για «αυτοπροστασία», αλλά διένειμε, επίσης, κείμενα του τύπου τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, Οι Νέγροι χαι η Παγχόσμια Κρίση χαι Ποιος είναι Ποιος στη Σιωνιστιχή Συνωμο σία. Ύστερα από μια επιδρομή των αρχών το 1985, ο ΕΙΙίδοη και
οι άλλοι φυλακίστηκαν και η ομάδα διαλύθηκε. (Ο ΕΙΙίχοη, όπως ο Οεηη ΜϊΙΙβτ του Κόμματος των Λευκών Πατριωτών, επρόκειτο αργότερα να παραστεί ως μάρτυρας για λογαριασμό της κυβέρ νησης σε δίκες εναντίον πρώην συντρόφων του). Οπως η ΟδΑ, η ΟΡΟί κηρύττει επίσης την περί συνωμοσίας θεωρία της Ιστορίας, χρησιμοποιώντας το χριστιανισμό ως τη βά ση του φανατισμού της. Επίσης είναι σοβαρά αναμεμειγμένη στις παραστρατιωτικές δραστηριότητες. Έχοντας ιδρυθεί το 1977 α πό τον .ΙοΗη Κ. Ηβιτεΐΐ, εκατομμυριούχο από το Ιλινόις αναμεμειγμένο σε εξτρεμιστικές ενέργειες από τη δεκαετία του 1950, μια από τις κύριες δραστηριότητές της υπήρξε η οργάνωση ενός «Φεστιβάλ Ελευθερίας», που πραγματοποιούνταν δύο φορές το χρόνο στο κτήμα του ΗαιτεΙΙ έκτασης 55 ακρ στο ίουϊχνΐΐΐε, Ιλινόις. Το 1980, το φεστιβάλ παρακολούθησαν άνω των χιλίων ατό μων, το οποίο περιλάμβανε τάξεις εκπαίδευσης στα όπλα και στη μάχη και συζητήσεις της αντισημιτικής και ρατσιστικής λογοτε χνικής παραγωγής της ομάδας. Ενθαρρυμένος χωρίς αμφιβολία από την πρώιμη επιτυχία του, ο ΗαιτεΙΙ ανακοίνωσε το άνοιγμα μιας «μόνιμης βάσης» έκτασης 90 ακρ στην περιοχή ΟζεγΚ του Μιζούρι και μία ακόμη βάση επιβίωσης στη Δυτική Βιρτζίνια. Ε ντούτοις, φοβούμενοι ότι θα είχαν την ίδια τύχη με τη 05Α, μείω σαν το μέγεθος των Φεστιβάλ Ελευθερίας και κατήργησαν την εκπαίδευση στα όπλα ως μέρος του προγράμματός του. Πάντως, η ομάδα εξακολούθεί ακόμη να λειτουργεί (ΑΕ)ί, 1988ο, Κΐάβελν^, 1990, Β&Λιιη, 1994). Το Πεπριωτικό Κίνημα διαθέτει μια αξιοσημείωτη ποικιλία και περιέχει πολλούς που δεν έχουν ως κίνητρο το ρατσισμό ή που δεν επιθυμούν τη βία. Πάντως, από το φόβο των κρυφών ε χθρών που θα καταστρέφουν την Αμερική, έχουν αποφασίσει να 301
ακολουθήσουν. Σύμφωνα με την αφήγηση της αριστερής συγγραφέως 5 βγ3 Οΐβπιοικί, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, σε μια συ νάντηση στην Καλιφόρνια το 1995, συγκεντρώθηκαν περίπου διακόσια άτομα προκειμε'νου να ανταλλάξουν ιδέες σχετικά με τις συνωμοσίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και την εξεύρεση πιο αποτελεσματικών τρόπων να διαφύγουν της προσοχής της Υ πηρεσίας Εσωτερικών Εσόδων. Όμως, όπως αυτή σημειώνει, «υ πήρχε χάσμα ανάμεσα στο περιεχόμενο των επίσημων παρουσιά σεων που καταγράφονταν και του υλικού που υπήρχε διάσπαρτο στα τραπέζια των συζητήσεων». Έτσι, παράλληλα με τις πληρο φορίες για το πώς να συμπληρώσουμε ένα έντυπο στο οποίο να δηλώνει κανείς ότι είναι πολίτης μιας Πολιτείας και επομένως, ό πως υποστήριζαν, να εξαιρείται από την ομοσπονδιακή φορολο γία, μπορούσε κανείς επίσης να βρει υλικό για τη σιωνιστική συ νωμοσία και μια λίστα βιβλίων από μια δηλητηριώδη ρατσιστική οργάνωση με την επωνυμία οι Γιοι της Ελευθερίας (δοηδ οί ϋΙ>€ΐΐγ) (Οΐίπιοηά, 19956). Μια αιτία για το ρατσισμό των Πατριωτών είναι η δημοτικότη τα ενός ιδιόμορφου θρησκευτικού δόγματος γνωστού ως Χρι στιανική Ταυτότητα (ΟΗπϊΐΐ&η Ιόεηΐίΐγ), που σήμερα υποστηρί ζεται ότι είναι «η πιο διαδεδομένη ιδεολογία μεταξύ των υποστηρικτών της ιδέας περί της ανωτερότητας των λευκών» (Ζεχίαπό, 1999:12). Οι υποστηρικτές της Ταυτότητας, προερχόμενοι από έ να προγενέστερο σύστημα πεποιθήσεων γνωστό ως αγγλο-ισραηλισμός, πιστεύουν ότι οι λαοί της Βόρειας Ευρώπης είναι πραγματικοί απόγονοι των δέκα «Χαμένων Φυλών» του Ισραήλ. Στη γνήσια μορφή του, το επιχείρημα θεωρούσε τη Βρετανία έ θνος που επέλεξε ο θεός. Αργότερα, αφού τροποποιήθηκε ώστε να περιλάβει και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Χριστιανική Ταυτό τητα έδωσε προτεραιότητα στις αξιώσεις των ΗΠΑ και τις σύνδε σε με ένα εκπληκτικά κακοήθη αντισημιτισμό. Σύμφωνα με τη δι δασκαλία αυτή, οι Εβραίοι δεν υποβιβάστηκαν αποτελώντας α πλώς ένα τμήμα των Εκλεκτών, αλλά είχαν εκτοπιστεί απόλυτα α πό την κατηγορία αυτή. Οι Λευκοί, υποστηριζόταν, ήταν τα παι 302
διά του θεού, ενώ οι Εβραίοι ήταν κυριολεκτικά τα παιδιά της α ποπλάνησης της Ευας από το Σατανά. Όπως και οι φονταμενταλιστές, τους οποίους περιφρονούν επειδή διδάσκουν έναν φυλε τικά αφελή ισυδαιο-χρισιιανισμό, αυτοί πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Αντίθετα, εντούτοις, από τους περισσό τερους φονταμενταλιστές, δεν πιστεύουν ότι εκείνοι που θα σω θούν θα αναληφθούν στους ουρανούς προτού η γη διέλθει μέσα από τη δοκιμασία μιας κοσμικής (οοχιηίο) μάχης μεταξύ καλού και κακού. Αντίθετα, θα παραμείνουν καθώς οι Πολιτείες θα φλέ γονται, δημιουργώντας ένα νέο Ισραήλ στην Αμερική (Ζβδίϋηά, 1986, Καρίαη, 1993). Η κεντρική μορφή στην πρώιμη εξέλιξη της Χριστιανικής Ταυ τότητας ήταν ο Ννεχίε^ 5\νίΛ, πρώην οργανωτής της Κσυ Κλουξ Κλαν που, μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, καθιέρωσε μια Αγγλο σαξονική Χριστιανική Συνάθροιση (Αηβίο-δίχοη Οιπ$Ιΐαη Οοη£τβ£&ΐΐοη) στο Λάνκαστερ της Καλιφόρνιας. Μετά το θάνατο του δννΐίΐ το 1970, το αξίωμά του διεκδίκησε ο Κΐεΐιαπί ΟΐτηΙ ΒιιίΙβΓ, του οποίου η εκκλησία της δικής του Ταυτότητας είχε τη βάση της στο Ηαγάβη Ι ^ ε , στο Αϊντάχο, παράλληλα με την πολιτική της πτέρυγα, τα Έθνη Αρίων (Αι^επ Ν&Ιΐοη$). 'Οπως ακριβώς υπήρ χ α διαφορετικές συναθροίσεις (και, σε κάποιο βαθμό διαφορετι κές ερμηνείες της θεωρίας) στη διάρκεια της ζωής του δ\νΐ(ί, εξα κολούθησαν να εμφανίζονται διαφορετικές ομαδοποιήσεις στα ε πόμενα χρόνια. Μια από τις πιο σημαντικές, η 5οπρΙιΐΓ6$ ίοΓ Απιεποβ (Ιερά Κείμενα για την Αμερική), έχει επικεφαλής τον ΡβΙβ ΡβΙβΓδ με βάση το Κολοράντο, ενώ άλλες ομάδες βρίσκονται στο Όρεγκον, στην Πολιτεία της Ουάσιγκτον και αλλού. Εάν ένας δείκτης συμπάθειας για το ρατσισμό εντός του Κινή ματος των Πατριωτών είναι η ύπαρξη της Χριστιανικής Ταυτότη τας, έναν άλλο μπορούμε να τον εντοπίσουμε όταν κοιτάξουμε τη δραστηριότητα των Πατριωτών στη δεκαετία του 1980. Στη διάρ κεια εκείνης της περιόδου, οι Πατριώτες ήταν ιδιαίτερα δραστή ριοι ανάμεσα στους μικροαγρότες στα Δυτικά και Μεσοδυτικά, που αγωνίζονταν να επιβιώσουν, συχνά ανεπιτυχώς, σε ένα όλο 303
και πιο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον. Ένας αριθμός ομάδων ήταν ενεργός, μεταξύ των οποίων η Ροδδε (ΓοιτπΙβΙυχ, της οποίας το φυλλάδιο Ο Αμερικανός Αγρότης: Σκλάβος τον Εικοστού Αιώ να διανεμήθηκε ευρέως στη Δύση. («Οι τράπεζες που διοικούνται από Εβραίους και ομοσπονδιακοί δανειοδοτικοί οργανι σμοί», υποστήριζε, «εργάζονταν χέρι-χέρι για το κλείσιμο χιλιά δων αγροτικών επιχειρήσεων. Στην ουσία πρόκειται για εθνικο ποίηση των αγροκτημάτων υπέρ των Εβραίων»), Μια ομάδα που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980, το Λαϊκιστικό Κόμμα (ΡορυΗδΙ Ρ3Γίγ), συνδεόταν με την πιο ευρείας κυκλοφο ρίας έκδοση της ακροδεξιάς, την εβδομαδιαία εφημερίδα ΤΗε ΞροίΙίφί. Οι Λαϊκιστές, που συνειδητά αντέγραφαν το ομώνυμο κίνημα αγροτικής διαμαρτυρίας της τελευταίας περιόδου του 19ου αιώνα, αρχικά είχαν ως πρόεδρο ένα πρώην ηγέτη της Κλαν, τον Κο&ειΐ Ννεεπίδ, αλλά η πιο σημαντική μορφή στην εθνι κή εκτελεστική επιτροπή (και στη διευθυντική επιτροπή του ΞροΐΙΐφί) ήταν ο λνΠΙϊδ ΟβΓίο. Η ύπαρξη της Χριστιανικής Ταυτότητας και η δημοτικότητα των αντισημιτικών οικονομικών θεωριών δεν καθιστούν -πρέπει να τονιστεί αυτό- το Πατριωτικό Κίνημα συνολικά τμήμα της α κροδεξιάς. Η ,ΙοΙιη ΒΐτςΗ δοαεψ και άλλες ριζοσπαστικές δεξιές οργανώσεις ασκούν επίσης επιρροή σε πολλούς Πατριώτες. Σε μεγάλο βαθμό, το κίνημα μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα ως ση μείο συνάντησης και πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ δια φορετικών μορφών της δεξιάς. Αυτό για το οποίο δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε, εντούτοις, είναι οι ευκαιρίες που αντιπροσωπεύ ει. Η εφημερίδα ΤΗε ΞροΐΙΐξΗι αναφερόταν ότι πωλούσε περίπου 75.000 αντίτυπα την εβδομάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (ΜοΙ^ηιεε, 1994). Σε μικρότερη κλίμακα, οι ετήσιες συναθροί σεις των Εθνών των Αρίων φέρουν κοντά μέλη της Κλαν, των Εθνικοσοσιαλιστών, των Σκίνχεντς και οπαδούς της Ταυτότητας. Εντός των διαφορετικών αυτών, αλλά επικαλυπτόμενων κύκλων υπάρχουν προφανείς εντάσεις και εχθρότητες. Πώς μπορεί να προχωρήσει αυτή η υπόθεση αποτελεί ζήτημα διαμάχης, με δύο 304
πιο ορατές αντιθετικές προσεγγίσεις τελευταίως επί του όλου θέ ματος. Η μία, την οποία θα συζητήσουμε σε λίγο, είναι εκλογική. Η άλλη, την οποία θα προτάξουμε, είναι εκείνη της φυσικής βίας.
Ο ένοπλος δρόμος
Η παραστρατιωτική οργάνωση έχει από μακρού την εύνοια τμη μάτων της ακροδεξιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρα δείγματος χάριν, ο ίουίδ Βεαη εκ μέρους μιας πολιτειακής πτέρυ γας των Ιπποτών της Κου Κλουξ Κλαν, οργάνωσε την παραστρατιωτική Τβχβδ ΕπιεΓβεηςγ Κβδετνβ, ενώ η Αόρατη Αυτοκρατορία στην Αλαμπάμα ασχολούνταν με την εκπαίδευση στα όπλα στο Στρατόπεδο Μάι Λάι, που προκλητικά είχε πάρει την επωνυμία της περιβόητης σφαγής πολιτών από Αμερικανούς στρατιώτες στη διάρκεια του Πολέμου στο Βιετνάμ. Στη δεκαετία του 1960, μια πολυδιαφημισμένη ομάδα, με την επωνυμία ΜίηυΙεηιεη, επεχείρησε να οργανώσει αντάρτικο στρατό εν όψει ρωσικής επέμ βασης, ενώ μια άλλη ομάδα, η ΟΕΐΐίοπιϊ» ΚβΠΒβΓδ, ιδρύθηκε από τον συνταγματάρχη \νΐ11ΐ3πι Οβίε, που αργότερα έγινε κεντρική μορφή στην Ροδδε 0>πιϊΐ3ΐυδ. Στα συμπεράσματα μας θα στρέ ψουμε την προσοχή μας στο αμφισβητούμενο ζήτημα της πρό σφατης ανόδου των στρατιωτικών ομάδων και της σχέσης τους με την ακροδεξιά. Στο σημείο αυτό θα εξεταστεί κατ’ αρχάς η πιο σημαντική παραστρατιωτική ομάδα της προηγούμενης δεκαε τίας. Τον Σεπτέμβριο του 1983, ο ΚοΙ«Π Μ3ΐΗε\νδ, μέλος της Εθνι κής Συμμαχίας και επισκέπτης στην Εκκλησία των Χριστιανών του Ιησού Χριστού, ΚίοΗβΓά Βυΐΐετ, έφερε κοντά ακτιβιστές για να δημιουργήσει μια παράνομη οργάνωση, την Οκίετ (Τάξη). Σύ ντομα, η ομάδα όχι μόνο άρχισε να πλαστογραφεί χαρτονομίσμα τα στα εκτυποπικά μηχανήματα των Αρίων Εθνών, αλλά άρχισε μια σειρά ένοπλων ληστειών που περιλάμβαναν δύο οπλισμένα αυτοκίνητα (με 500.000 δολ., το πρώτο και πάνω από 3,6 εκατ. 305
δολ. το δεύτερο). Ένας ιδιαίτερα ομιλητικός συμπαθών, ο \ν3ΐΙεΓ \νεχΙ, δολοφονήθηκε από μέλη της ομάδας, ενώ τον Ιούνιο του 1984 μια ομάδα δολοφόνων ακολούθησε στο σπίτι του έναν αμφι λεγόμενο Εβραίο οικοδεσπότη ραδιοφωνικής εκπομπής λόγου, τον ΑΙηπ ΒεΓβ, και τον δολοφόνησε με πυροβόλο όπλο. Τελικά, οι ομοσπονδιακές αρχές κατόρθωσαν να διαλύσουν την ομάδα και 23 μέλη της παραπέμφθηκαν σε διαδοχικές δίκες. Ένας 24χρονος, ο Οανΐά Τ3ΐε, καταδικάστηκε ισόβια για το φόνο ενός άνδρα των ειδικών δυνάμεων της Πολιτείας στην προσπάθειά του να διαφύγει τη σύλληψη. Ο Μ»ΐ1ιβ\ν$ δεν ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν συλληφθεί. Αφού τραυμάτισε έναν πράκτορα του ΡΒΙ ενώ διέφευγε από ένα ξενοδοχείο του Πόρτλαντ, εντοπίστηκε σε κάποιο σπίτι σιο ΑΜιίά&εγ Ιδίαπό, σιην Πολιτεία της Ουάσιγκτον και σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών. Αυτή η στροφή σιην τρομοκρατία σε μεγάλο βαθμό συνέβη ε ξαιτίας της απογοήτευσης που αισθάνονταν οι ακτιβισιές καθώς ήταν ανέτοιμοι να αναστρέψουν αλλαγές που μισούσαν. Πίσω α πό όλα αυτά, πίσιευαν με βεβαιότητα, ήταν η σιωνισιική συνωμο σία και εάν «οι λευκοί δεν ξεσηκώνονταν να γυρίσουν την παλίρ ροια», έγραφε ο Μ3ΐΗβν$ λίγο πριν από το θάνατό του, τότε ο γιος του θα μεγάλωνε «για να γίνει ξένος στη χώρα του, ένας ξαν θός, με μπλε μάτια Αριος, σε μια χώρα κατοικημένη κυρίως από μεξικανούς, μιγάδες νέγρους, μαύρους και ασιάτες» (Κΐά^εν^, 1990: 96). θεμέλιο αυτού του πυρετώδους οράματος υπήρξε ένα βιβλίο γραμμένο από τον ιδρυτή της Εθνικής Συμμαχίας, \νί11ί&ιη ΡΐβΓΟβ. Δημοσιευμένο το 1978, με τίτλο, ΤΗβ Τιιπιπ ϋίαήεχ (Ημε ρολόγιο του ΤιιπιβΓ) το βιβλίο ήταν η ιστορία ενός μελλοντικού α ντάρτικου στρατού των λευκών που εμπλέκεται σε οπλομαχίες, βομβαρδισμό ενός ομοσπονδιακού κτιρίου, το μαζικό απαγχονι σμό «προδοτών της φυλής» στους δρόμους του Λος Αντζελες και, τέλος, την κήρυξη πυρηνικού πολέμου. Το όνομα της μυσιικής ορ γάνωσης πίσω από τη γενοκτονία αυτή ήταν Η Τάξη. Όπως με την περίπτωση του Οοπίοη Κ»ίι1, ο θάνατος του Κο&εΓί Μ3(Ηε\νχ τροφοδότησε το μαρτυρολόγιο της αμερικανι 306
κής ακροδεξιάς. Για έναν εξέχοντα μαχητή, τον πρώην πολιτεια κό ηγέτη της Ενωμένης Κλαν στο Μίσιγκαν, Κο&βΓΐ Μΐΐεδ, «γεννήθηκε» ένα «ένοπλο κόμμα». Αυτοί οι «δράκοι του θεού» δεν θα είχαν χρόνο για φυλλάδια ή ομιλίες, αλλά θα χρησιμοποιού σαν τις μεθόδους ενός παράνομου στρατού σε μια άλλη χώρα. «Από τον Βορρά, από τις παγωμένες περιοχές, ακόμη μια φορά συγκεντρώνονται οι γίγαντες. Σύντομα, η Αμερική γίνεται Ιρλαν δία αναπλασμένη». Η επίκλησή του για το «πρότυπο των επιχει ρήσεων του ΙΚΑ» θα ήταν μια ισχυρή εικόνα σ’ αυτούς τους κύ κλους, όπως θα αποδείκνυε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η εμ φάνιση μιας άλλης ένοπλης ομάδας, του Ρεπούμπλικανικού Στρα τού των Αρίων (Αιγοη Κ,εριιΐΝΟ Ατπψ) (ΑΕ>ί, 19853:6, ΞεακΗΙίφί, 19%). Όμως, όπως με τον ιρλανδικό ρεπούμπλικανισμό, για τους Αμερικανούς οπαδούς της ακροδεξιάς πάντα παρέμενε μια έντα ση μεταξύ του όπλου και της εκλογικής καμπάνιας.
Ντιουκ |» τρία Κ
Οι ακροδεξιοί συμμετείχαν σε εκλογές αρκετές φορές τα τελευ ταία χρόνια. Το 1980, παραδείγματος χάριν, ο ΗβΓοΙό Οονΐη^ΐοη, ηγέτης της κύριας αντίπαλης ναζιστικής ομάδας προς το Ν5Α&ΦΡ, του Εθνικοσοσιαλισιικού Κόμματος της Αμερικής, στις εκλογές για την ανάδειξη του γενικού εισαγγελέα της Πολιτείας της Βό ρειας Καρολίνας, κέρδισε, για τους Ρεπουμπλικάνους, σχεδόν το 40% των ψήφων. Το ίδιο έτος ένα πρώην μέλος της Κλαν και άλ λων ομάδων που υποστήριζαν τη φυλετική ανωτερότητα των λευ κών κέρδισε το χρίσμα του υποψηφίου των Ρεπούμπλικάνων σε μια περιφέρεια του Κογκρέσου στο Μίσιγκαν, συγκεντρώνοντας το 32% των ψήφων στον εκλογικό ανταγωνισμό που ακολούθησε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, εντούτοις, οι υποψήφιοι της α κροδεξιάς υπήρξαν θεαματικά ανεπιτυχείς και η απογοήτευση α πό την επιλογή της εκλογικής οδού, αναμφίβολα, υπήρξε σημα ντική στη δημιουργία αντιλήψεων υποστήριξης της ένοπλης πά 307
λης, οτη συγκρότηση ρατσιστικών κοινοτήτων και άλλων μη εκλο γικών στρατηγικών. Εντούτοις, ένας ακτιβιστής πέτυχε να εκλε γεί σε αξίωμα, ο πρώην ηγέτης των Ιπποτών της Κου Κλουξ Κλαν, Οβνίίΐ ΟιιΚε. Στην πολιτική με επίκεντρο τις φυλετικές διακρίσεις, ο ΟυΚε εισήλθε μέσω των Συμβουλίων των Πολιτών (Οΐϊζεηδ’ Οουηάΐδ). Ακολούθως έγινε ενεργός εθνικοσοσιαλιστής προτού γίνει ο πιο εξέχων ρατσιστής ακτιβιστης της δεκαετίας του 1970 Αφού εγκατέλειψε την Κλαν για να σχηματίσει τη δική του Εθνική Ένωση για την Πρόοδο του Λευκού Ανθρώπου (Ναΐΐοηαΐ Α$$οααΙΐοη Ρ ογ ιΗε Α<3ν3ηοεπιεηΙ οί Λνΐιΐΐβ Ρεορίε / ΝΑΑ>ΥΡ), επρόκειτο να παίξει εξέχοντα ρόλο στις διαδηλώσεις του 1987 κατά του κινή ματος πολιτικών δικαιωμάτων στην Κομητεία ΡοΓχγΐΗ, στη Γεωρ γία. Το επόμενο έτος κατήλθε στις εκλογές για πρόεδρος, κερδί ζοντας αρχικά 22.000 ψήφους σε επιλεγμένες προκριματικές ε κλογών των Δημοκρατικών, κατόπιν κατέβηκε ως Λαϊκιστής υπο ψήφιος κερδίζοντας 150.000. Όμως η πραγματική κατακόρυφη άνοδος σημειώθηκε το 1989, όταν εξελέγη ως Ρεπουμπλικάνος στη Νομοθετική Συνέλευση των Αντιπροσώπων της Λουιζιάνα. Η υποψηφιότητά του και η επιτυχία του προκάλεσε μαζική δημοσιό τητα και αργότερα το ίδιο έτος έκανε ένα εξίσου καλά διαφημι σμένο άλμα για να καταλάβει μια θέση στη Γερουσία των ΗΠΑ. Προς έκπληξη και φρίκη ορισμένων, στην τελική ψηφοφορία του Οκτωβρίου του 1990, ο ΟιιΚε κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 44% του συνόλου των ψήφων και την πλεισψηφία των ψήφων των λευκών εκλογέων. Το πιο σημαντικό ερώτημα εδώ είναι γιατί ο ϋιιΚε τα πήγε τό σο καλά. Η επιφανειακή απάντηση είναι ότι «καθάρισε τη δράση του», άλλαξε την εικόνα του και απολογούνταν επανειλημμένα για τα «παραπτώματα του παρελθόντος». Όμως υπήρχε κάτι πε ρισσότερο από αυτό. Βασικά, ο ΟυΚε κέρδισε ψήφους επειδή α ναγνώρισε τους φόβους και τις απογοητεύσεις των λευκών και κατηύθυνε τους φόβους και τις απογοητεύσεις αυτές σε συγκε κριμένους στόχους (ΡεΓβΐΐδοη, 1990: 16-18). Ο πρώτος από αυ308
τους, δεν αποτελεί έκπληξη, ήταν το «κατεστημένο» στην Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον ΟυΚε, τα μέλη του είχαν αγνοήσει συστη ματικά τα συμφέροντα των σκληρά εργαζόμενων λευκών Αμερι κανών, ενώ οι ίδιοι έπιαναν την καλή. Δεν αποτελεί έκπληξη, επί σης, ότι αυτό το λαϊκιστικό επιχείρημα είχε ιδιαίτερα μεγάλη α πήχηση στη Λουιζιάνα, μια Πολιτεία όπου η ανεργία ήταν υψηλό τερη από το εθνικό μέσο όρο και όπου το βιοτικό επίπεδο ήταν ή στάσιμο ή σε πτώση για την πλειοψηφία των λευκών. Ο δεύτερός του στόχος ήταν ο εξωτερικός οικονομικός ανταγωνισμός, που, ό πως δήλωνε, λήστευε τους πόρους των τίμιων Αμερικανών. Όμως, το λαϊκιστικό οικονομικό εθνικιστικό μήνυμα του ΟιιΙιε ή ταν μόνο το κερασάκι στην τούρτα. Σε όλες τις συναντήσεις στη Λουιζιάνα ο ίδιος επαναλάμβανε το απλό εγερτικό μήνυμα: ότι ό λα τα προβλήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, από το έγκλημα, την εκπαίδευση και τα ναρκωτικά, προέρχονταν από το σύστημα πρόνοιας και κυρίως, από την ανθούσα μαύρη τάξη των απόκλη ρων (ιιικΙεΓ-οΙίΐδχ). «Εργαζόμενες οικογένειες», δήλωνε σε μια συγκέντρωση στο Βαίοη Κ,ουςε, «πληρώνουν για τα παράνομα παιδιά [των απόκληρων]». Αυτοί οι άνθρωποι, συνέχισε, «γεν νούν παιδιά γρηγορότερα από όσο μπορούν να αυξήσουν τους φόρους σας για να πληρώσετε γι’ αυτούς» (ΒβΓβεΓ, 1990). Αυτό το συχνά επαναλαμβανόμενο μήνυμα αναμφίβολα χτύπησε τη λεπτή χορδή πολλών λευκών, ειδικά εκείνων που αισθάνονταν ότι κοι νωνικά προγράμματα θετικής δράσης (3ίΓιπη3ΐίνε 3ςΐίοη) και πρόνοιας είχαν δώσει στους μαύρους ένα αναμφισβήτητο πλεο νέκτημα. Ο ΟυΚε, πράγματι, ισχυριζόταν ότι οι λευκοί είχαν τελι κά γίνει πολίτες δεύτερης κατηγορίας στη χώρα τους. «Απαιτού με ίσα δικαιώματα για τους λευκούς», διακήρυττε στις συναντή σεις του, χειριζόμενος επιδέξια το σύνθημα που παραδοσιακά συνδεόταν με το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων προκειμένου να προχωρήσει τη δική του ρατσιστική υπόθεση (Ρονεΐΐ, 1990). Έχοντας κάνει πραγματική πρόοδο στην κούρσα της Γερου σίας το 1990, ο ΟυΙίε αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για κυ βερνήτης το 1991. Η καλά διαφημισμένη προεκλογική εκστρα 309
τεία του τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο τράβηξε ακόμη περισ σότερο την προσοχή των Μέσων από ό,τι η προηγούμενη προ σπάθεια για την εξουσία. Πάλι είχε εξαιρετική επιτυχία στην κι νητοποίηση των ψήφων των λευκών κάτω από τα λάβαρά του. Στην πρώτη ψηφοφορία, συγκέντρωσε το 32% του συνόλου των ψήφων και μεταξύ 42% και 44% των λευκών ψήφων. Στις επανα ληπτικές πήρε το 39% του συνόλου και το 55% των ψήφων των λευκών. Νικητής αναδείχθηκε ο Δημοκρατικός Εάν/ίη Εών3Γ05. Όμως όπως επισήμανε ο ΟυΚε, ενώ λευκοί ψηφοφόροι «μπορεί να τον έχουν απορρίψει», δεν έχουν απορρίψει το «μήνυμά» του. Το μήνυμα ήταν ότι οι λευκοί ήθελαν ίσα δικαιώματα, απέρριπταν την εξάρτηση από την κοινωνική πρόνοια και τα προγράμ ματα θετικής δράσης που ευνοούσαν τις μειονότητες και ζητού σαν η κυβέρνηση να διασφαλίσει την οικονομική ευημερία ενώ διεξάγει αποτελεσματικό αγώνα κατά των ναρκωτικών και του ε γκλήματος.
Η ακροδεξιά στη δεκαετία του 1990
Μετά την εκλογική νίκη του Οανΐά ΟυΚε το 1989, ο Ρ»1 ΒυεΗαηαη έγραψε ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα έπρεπε να «ασχοληθεί με τον ΟιιΚε» όπως είχε «ασχοληθεί με την ακόμη πιο φοβερή πε ρίπτωση του Τζορτζ Ουάλας». Τα ζητήματα για τα οποία ο ΟιιΚε είχε νικήσει, υποστήριζε, θα έπρεπε να ιδιοποιηθούν (από το κόμ μα) εφόσον δεν συγκρούονταν με τις αξίες των Ρεπούμπλικάνων (Μοηΐιοτ, 1989). Όπως δηλώνει το σχόλιό του, η σχέση μεταξύ του συντηρητισμού της επικρατούσας τάσης και της ακροδεξιάς θα μπορούσε να θεωρηθεί ως διπλής κατεύθυνσης. Τα ζητήματα του ϋιιΚε και το εκλογικό του σώμα είναι διαθέσιμα για τους Ρεπσυμπλικάνους - ειδικά, φυσικά, στον ίδιο τον ΒιιεΗαηαη. Ο ΟυΚε, στην προσπάθειά του να ανανεώσει εξωτερικά την ακροδεξιά και να διευρύνει την απήχησή της, μπορεί, τελικά, να παρέδωσε τους υποστηρικτές του στην κατεστημένη δεξιά. (Πράγματι, πρέπει να 310
σημειώσουμε εδώ την αποτυχία του να κερδίσει πάλι το χρίσμα του υποψηφίου των Ρεπού μπλικάνων για τη Γερσυσία των Η ΓΙΑ στις προκριματικές εκλογές της Λουιζιάνα το 1996). Όμως, αντί στροφα, η τοποθέτηση του ΒιιοΗαηαη ως εθνικιστή και λαϊκιστή επρόκειτο να δώσει ακόμη περισσότερες ευκαιρίες σε στρατευμένους ακροδεξισύς να αφήσουν το περιθώριο και να εισέλθουν σε εκλογική εκστρατεία με μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη από εκεί νη που ήταν ποτέ πιθανό να κερδίσουν μόνοι τους. Έτσι, το Λαϊκιστικό Κόμμα, προτού διαλυθεί το 1995, επρόκειτο να διακηρύξει ότι υποστηρίζει τον ΒικΗαηαη, ενώ ακροδεξιά δημοσιεύματα προπαγάνδιζαν τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν στον υποψή φιό τους. Επίσης συμβαίνουν και άλλες αλλαγές στο πλαίσιο της κατεστημένης δεξιάς που ενθαρρύνουν τους ρατσιστές ακτιβισιές. Μια σκληρή διαμάχη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 μετα ξύ των δύο συντηρητικών ομάδων, των νεοσυντηρητικών και των παλαιοσυντηρητικών, είχε ήδη φέρει στο φως μια διαίρεση μετα ξύ εκείνων που ευνοούν μια παγκόσμιας εμβέλειας εξωτερική πο λιτική και εκείνων που ταυτίζονται με τον απομονωτισμό της προ πολεμικής δεξιάς. Η σύγκρουση αυτή, με τον αντισημιτισμό και τον τοπικισμό της, είχε υπερκαλύψει τόσο τα προβλήματα σχετικά με τον έλεγχο της μετανάστευσης όσο και την εμφάνιση ομάδων, όπως της Λίγκας των Νοτίων και του Συμβουλίου Συντηρητικών Πολιτών, που συνειδητά ταυτίζονται με ό,τι θεωρούν ηρωικές α ξίες της Ομοσπονδίας (Οίαπιοηά, 19953, ΖεδΙαπά, 1996, Ργ3£ιι6, 19%). Στην ατμόσφαιρα αυτή, τμήματα της ακροδεξιάς μπορούν να βρεθούν παράλληλα με συντηρητικούς της επικρατούσας τά σης, με την κάθε πλευρά να επιδιώκει τη δική της ατζέντα. Η εικόνα των μερών του κύριου κορμού της ακροδεξιάς είναι μόνο η μία όψη των εξελίξεων. Η ενθουσιώδης προώθηση της ρα τσιστικής ροκ μουσικής έχει καταστήσει τη Κοδΐδίβηοο Καχ>Γ(1$ σημαντική δύναμη στο πλαίσιο του κινήματος των σκίνχεντς (κίνη μα που ακόμη υπάρχει και εντός των ενόπλων δυνάμεων). Ανά μεσα στις σκόρπιες ναζιστικές ομάδες, η απόπειρα του βετερά νου ρατσιστή Ηατοΐά (Γονΐη^Ιοη να επανιδρύσει το Ν5>λΤΡ συνι311
σιά, ακόμη, άλλη μια μανούβρα σιην αδιάκοπη μάχη για τη διαδο χή του ϋηΚοΙη ΚοοΚννεΙΙ (Τβΐΐ^, 1996, δαρδίεά, 1987, ΞβακΜίξΗί, 19945). Φαίνεται, εντούτοις, ότι τέτοιες πρωτοβουλίες θα δημι ουργήσουν επανάσταση για την αμερικανική ακροδεξιά πολύ με γαλύτερη από ό,τι οι δραστηριότητες της Κλαν. Οι σκίνχεντ ςαποτελούν μικρό μόνο τμήμα της αμερικανικής νεολαίας, πολλώ μάλ λον τσυ λευκού πληθυσμού γενικά, και πολλοί στην ακροδεξιά σύρονται σε συμπεριφορές που το πιο πιθανό είναι να τους οδη γήσουν να οργανώνονται στη φυλακή παρά στον έξω κόσμο. Ού τε θα επιδιώξουν οι ακροδεξιοί να συγκροτήσουν ένα κόμμα α νοιχτά ναζιστικό που να τα καταφέρει καλύτερα. Ενώ ο ΚοοΙανεΙΙ είχε δίκαιο ότι μια εμφάνιση προκλητική επισύρει την προσοχή, αυτό δεν σημαίνει ότι δημιουργεί μαζική υποστήριξη. Επιπλέον, αντίθετα από την Κλαν, έχοντας τις ρίζες τους στη γενέτειρα, ο μάδες όπως η ΝδλΥΡΡ έχουν το σοβαρό μειονέκτημα ότι μοιά ζουν έντονα μη-αμερικανικές. Όσον αφορά την Κλαν, όχι μόνο μειώθηκε ο αριθμός των μελών της αλλά μεταβλήθηκε επίσης και η φύση της από πολλές απόψεις. Στη δεκαετία του 1860, όπως στη δεκαετία του 1960, ο κύριος στόχος της ήταν η διαφύλαξη των προνομίων των λευκών στο Νότο. Στη δεκαετία του 1920, επιδίω ξε να υπερασπιστεί την πρστεσταντική ηγεμονία στις μικρές πό λεις και στην επαρχία. Σήμερα, η Κλαν εκφράζει συχνά βιολογι κό ρατσισμό που την έχει οδηγήσει ιδεολογικά ακόμη πιο κοντά σε άλλα ρεύματα της ακροδεξιάς. Επιπλέον, μέσω της χειραγώ γησης των συμβόλων και του τελετουργικού, η Κλαν υπήρξε ικα νή να εξοπλίσει τα μέλη της με κάτι που πολλές άλλες ομάδες της ακροδεξιάς αδυνατούν: ένα αίσθημα συλλογικής ταυτότητας και μυστηρίου. Τίποτα όμως από αυτά δεν είναι αρκετό να την κατα στήσει πιθανό όχημα για μαζικό κίνημα. Τι γίνεται με το Πατριωτικό Κίνημα; Σημαντική προσοχή έχει δοθεί τα τελευταία χρόνια στην άνοδο μιας νέας γενιάς ένοπλων οργανώσεων, στα σώματα Πολιτοφυλακής (Μϊΐϊΐϊβδ). Οι εκτιμή σεις για την υποστήριξή τους διαφέρουν σημαντικά (από 10.000 μέχρι 40.000 και ακόμη περισσότερο σε ορισμένες περιπτώσεις). 312
Οι Μϋίΐί&ς εμφανίστηκαν μετά την πολιορκία στο >ν»οο, του Τέ ξας, το 1993, μιας θρησκευτικής λατρευτικής ομάδας, της Β γ&ικ:1ι Οανίάϊαηδ, αρχηγός της οποίας ήταν ο Οανΐά Κοκ$Η, που κατεζητείτο για παραβάσεις του νόμου περί πυροβόλων όπλων. Η κορύ φωση της πολιορκίας, κατά την οποία η φωτιά που απλώθηκε στα γύρω κτίρια σκότωσε 75 μέλη της ομάδας, θεωρήθηκε από τους Πατριώτες ως τελική απόδειξη της πεποίθησής τους για μια κυ βέρνηση που επεδίωκε να πάρει τα όπλα από το λαό και δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να συντρίψει κάθε αντίσταση. Η ιστορία των ΗΠΑ, υποστήριζαν, είχε δείξει ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσει η τυραννία ήταν η θέληση για χρήση βίας και το επόμενο έτος ένοπλοι Μΐΐΐΐΐβδ εμφανίστηκαν σε ένα αριθμό πολιτειών, μεταξύ των οποίων οι πιο σημαντικές ήταν η Μοντάνα και το Μίσιγκαν. Οι Πολιτοφύλακες (Μϊΐίΐϊβδ) δεν έχουν κατανοηθεί σε βάθος. Οι βομβιστικές ενέργειες στην Οκλαχόμα, προφανώς έργο κά ποιου Πατριωτικού πυρήνα της ακροδεξιάς, μπορεί, όπως έχει υποστηριχθεί, να έχει κάλλιστα εμπνευστεί από την περιγραφή παρόμοιων βομβιστικών ενεργειών στο ΤΗε ΤιιτηβΓ ΰΐαήεχ του \νΐ11Ϊ3ΐη ΡϊβΓοβ. Όμως, αντί να επικροτήσουν την ενέργεια, για να μην πούμε να αναλάβουν την ευθύνη, οι Μΐΐϊΐΐαδ την αποκήρυξαν ισχυριζόμενοι ότι η επίθεση ήταν ένα «Ράιχσταγκ του ’95», μια προσπάθεια, δηλαδή, να τους ενοχοποιήσει μια αδίστακτη κυ βέρνηση. θεωρίες συνωμοσίας με μυστηριώδη μαύρα ελικόπτε ρα, σχέδια των Ηνωμένων Εθνών για εισβολή στις ΗΠΑ και η σκόπιμη δημιουργία θανατηφόρων ιών αφθονούν στους κύκλους αυτούς, τροφοδοτούμενα από τη ριζοσπαστική δεξιά και την α κροδεξιά επίσης, ενώ, ασφαλώς, η τελευταία χάνει την ευκαιρία να αναγνωρίσει μια νέα δυνατότητα διεύρυνσης της επιρροής της. Η ομάδα της Μοντάνα, πιθανώς η πιο σημαντική, ιδρύθηκε από έναν οπαδό της Ταυτότητας, τον ,ΙοΗη ΤΐΌοΗπιβηη - και μια άλλη πολιορκία έναν χρόνο πριν από το ^300, στην οποία σκοτώ θηκαν ο γιος και η σύζυγος του λευκού ρατσιστή Καπάχ \νεανοΓ, υπήρξε κρίσιμος παράγοντας στην προετοιμασία του εδάφους 313
για το νέο κίνημα. Όμως, ενώ σπ) νέα αντή κινητοποίηση συμμε τέχουν πιστοί οπαδοί από μια προηγούμενη γενιά ρατσιστικής στράτευσης, όπως οι γνωστοί ίοιιΐδ Βεαιη της Κλαν και ο ηγέτης της Ροβδε Οοιπίοΐιΐδ, .Ιαπιεδ ννκ&δίΓΟίη, οι Μϊΐΐΐϊβδ δεν συνιστούν οι ίδιοι δύναμη του λευκού ρατσισμού. Όπως με τους Πατριώτες συνολικά, αντί αυτοί να είναι η βάση της ρατσιστικής δεξιάς, οι Μΐΐϊΐΐβδ αντιπροσωπεύουν μια δυνητική ομάδα υποστηρικτών για την οποία πρέπει κανείς να συναγωνιστεί όχι μόνο με τη ριζοσπα στική δεξιά, αλλά και με την καταπληκτική ικανότητα των συντη ρητικών της επικρατούσας τάσης για την ιδιοποίηση του θυμού και τη διοχέτευση της δυσφορίας (ΟιιιΉβιη, 19%, ϋεεδ και 0)ΓΟΟΓ3Π, 1996, δ(6ΓΠ, 19%). Στη δεκαετία του 1960, η Εθνική Επιθεώρηση προσπάθησε να διασφαλίσει τα όρια του επίσημου συντηρητισμού αποκηρύσσοντας την παρανοϊκή συνωμοσιολογία της Αδελφότητας του .ΙοΗη ΒϊγοΗ. Στη δεκαετία του 1970, όπως έχουμε δει, το υ&ετΐγ Ιλ6&υ, θα δεχόταν επίθεση ότι περιλαμβάνει αντισημίτες μεταμφιεσμέ νους σε συντηρητικούς. Παρά τους ευκαιριακούς δισταγμούς, ο εθνολαϊκισμός που είχε περιχαρακωθεί από τον Ρ31 Βικώ&η&η, δεν αποκλείστηκε από τη συντηρητική ορθοδοξία. Όπως το κίνη μα Ουάλας πριν από αυτό, αντιπροσωπεύει τόσο μια ευκαιρία για την ακροδεξιά όσο -και έναν κίνδυνο. Εάν η στρατηγική των συντηρητικών είναι επιτυχής, τα θέματα και οι υποστηρικτές του ΒυεΗαηαη δεν θα χαθούν σε δυνάμεις προς τα δεξιά τους. Αντιθέτως, η αμερικανική ακροδεξιά θα είναι και πάλι απλός στρατιώ της στο στράτευμα κάποιου άλλου. • 1 αχφ = 4.047 τ.μ.
Βιβλιογραφία ΑΙ>&ηο$, Κ. (1996) Απκτκαη Μϊΐίιίαι. Π)ο\νηεΓ5 ΟΓονβ: Ιηίενβτχίΐγ Ρτο». ΑΙιο, .1. Α. (1990) ΤΗβ ΡοΙίιία ο / ΚίξΗιβοιαπεκ: ΙάαΗο Ονίίΐίαη Ρααίοάχτη. δββηΐβ: υηίνβΓδίΐγ οί^35Ηίη8»οη Ρτο$$. 314
ΑΙεχβηάεΓ, Ο. Ο. (1965) ΤΗβ Κιι Κΐυχ ΚΙαη ίη ιΗβ 5 οι4ΙΗη>ϊ $ι. ίεχΐη£(οη: υηίνεηΐΐγ οί ΚεηΐιιοΙψ Ρΐΐ**. Αη(ϊ-Οεί3 πΐ3 ΐίοη ίεββυε (1983) ΤΗβ «Ιάεηήΐγ €Η»ηΗβχ»: Α ΤΗβοΙοξγ ο / Ηαιβ. δρηηβ, Νε\ν ΥοΛ. ΑιΚί-Οβίαιτιαίίοπ ίεβ£υε (1985α) ϋ ο η ψ α ΐΐΐίζΐά ΝβηνοΗα ο / Ηαιβ. .Ιαηυαιγ, Νεν/ν ΥοΛ. Αηΐί-ϋεί3Πΐ3(ίοη ίε3£ΐιε (19856) ΤΗβΡοραΙάιΡαηγ: ΤΗ βΡ οΙίιίαο/Κί^ίΐ-Η 'ϊηχ Εχπβηύχτη. Αυΐιιπιη, Νε\ν ΥογΚ. ΑηΙίΕ>εί3πΐ3ΐίοη ίεββυε (19863) Ε χ ίκ η ά η ι Τ α ^ β υ ιΗβ Ρτύοηχ. δρεοίβΙ Γεροπ, .Ιιιηε. Αη(ϊ-Οεί3 Πΐ3 ΐίοη ίεβ^υε (19866) Εχίπτηίχΐ Ο τυαρ ΟαίΓβααΗ ίο ΗιιταΙ Α πιβτκαπί. 5ρβάαΙ εάΐΐίοη, Οεΐο 6εΓ. Αηΐί-Οείβπιβίίοη ίβββυε (19873) ΤΗβ ΙΜ χ η γ Ιχ>όόγ ΝβηνοΗα δρεάβΙ βάΐΐϊοη, ΟοΐοόβΓ. Αη(ί-Οβί3ΐτΐ3(ίοη 1>ε3£ΐιε (19876) *5Ηανβά ( ογ ΒαίιΙβ»: ΞΚΜιβαάχ Τατχβΐ Α /ηβτκα ’ί ΥοαίΗ. Νε\ν Υοι*. Αηΐί-ϋβίβπιβηοη ίεβ^υε (19883) ΤΗβ ΜιιηΙβΓ ο / Αία η Ββίχ. δρεάβΐ εάίίίοη, .Ιιιηε. Αη(ίΌεί3Πΐ3ΐϊοη ίεβ^υε (19886) Υοιυιχ αηά νίοίβηΐ: ΤΗβ Ο ηννίηχ Μ βη α α ο / Αηιβτκα ’ί Νβο-Ναζί ΒΙάηΗβαάχ. Νενν Υοι*. Αηΐί-Ι5βί3πΐ3ΐϊοη Ιχβ£υε (1988ο) Ηαιβ Οτοαρζ ίη Απιβπεα: Α ΚβοοπΙ ο/Β ίξοίτγ αηά ν ϊοίβηα. Νενν ΥοΛ. Αηΐί-Οείβπιβηοη Ιχβςυε (1994) Α ηηβά αηά ΰαη&Γουχ: Μίΐίιίαί ΤαΙιβ Α υ η αι ιΗβ Ρ εάβηΙ Οονβηνηβηΐ. Νενν ΥογΚ. Αηΐί-Ε)εί3πΐ3ΐίοη Ι_ε3£υε (1995) Ββγοηά ιΗβ Βοπιύίη^: ΤΗΐ ΜίΙίιία Μ βη α α Ο η»νι. Νενν Υοι*. Αηΐί-ΟείβιηβΙίοη Ιχβ£ΐιέ (1996) Ε χίπτηώ χ ΕχρΙοίι ιΗβ Ιηιεπιβι. Νενν ΥογΚ. ΒβΓβεΓ, ί . (1990) «ΡοπηεΓ Κΐ3η$πΐ3η Ριιυ 3 Νενν Ρβεε οη ΚβάεΙ Ρβχΐ», ΡίηαηβίαΙ Τίτηβί (ίοηάοη), 5 ΟίΙοβετ. ΒβΓίαιη, Μ. (1994) ΚβΙί&οη αηά ιΗβ Κ αεύι ΚίξΗι: ΤΗβ Ο πρη χ ο/ιΗ β ϋΗιύιίαη Ιάβηΐίίρ Μονβηιβηΐ. (ΓΗβρεΙ ΗΐΙΙ: υηίνεπ>ί(> οί Νοπ6 ΟβΓοΙϊηα ΡΓεκ. ΒβΛιιη, Μ. (19%) «Κε1Ϊ£ίοη, Μΐ1ΐ(ΐ35 βικί ΟΜβΗοπμ Οΐγ: Τΐιε Μίηά οί 0>η$ρίΓ3ΐοη8ΐί<·(8», ΤβπΌΐύηι αηά ΡοΙίιίεαΙ νίοίβηεβ, 5ρήη£. Β εηηεΐΐ, Ο. Η. (1988) ΤΗβ Ραηγ ο / Ρϊογ: Ρτοτη Ναιίνίίΐ Μονβτηβηα ίο ιΗβ Ν β * ΚίχΗΐ ίη Α/ηβηεαη ΗίίΙΟΓγ. Οΐ3ρε1 ΗίΙΙ: υηίνεΓχίΐγ ο ί ΝογΙΗ 03γοΗπ3
ΡΓβΚ. ΒεΓίεΙ, 0. (εό.) (1995) £>« ΚίχΗ ι!Μ αΙΙβηρηαιΗ ΐ Κ ιφ ι Η'ίηξΒαεΜαχΗ. Βο$(οη: δουΐΐι Εη<1 ΡΓε&χ. 315
ΒΙββ, Κ. Μ. (1991) Μο/ηβη ο / ιΗί ΚΙαη: Κηείιπι αηά ΟεηάεΓ ίη ιΗε 1920ί. ΒειΊίεΙεν: υηΐνβΓϊίίγοί ΟαΙίίοΓηία ΡΓβκ. Β γο§3Π, Η. (1986) ΤΗβ ΡεΙκαη Ηίίΐο/γ ο / ιΗε ίΐηίιεά 5ιαιεχ ο/ Αηιεπαα.
ΗαπηοικΙεννοιίΗ: Ρεη£υΐη. Οβπτοη, Η. I. και δχτεΐΐ, Η. 0. (1952) Α Ηίχίοτγ ο / ιΗε Αηεήεαη ΡεορΙε χίηα 1865, Τόμ. 2. Νε\ν ΥογΚ: 0>1υπι1>ΐα υηϊνεηϊΐγ Ρτεκ. ΟβΠβΓ, ϋ . Τ. (1995) ΤΗε ΡοΙίιία ο/Καχε: ΟεοΓξε ΜαΙΙαα, ιΗε Οήρηχ ο[ιΗε Νην ϋοηχίΓναϋχπι, αηά ιΗε Τηηί/οπηαΐίοη ο / Αηκηεαη ΡοΙίιία. Νε\ν ΥογΚ: δίπιοη αηά δ0ΐιιΐ5(0Γ. Ο η ίε Γ Γογ ϋεΓηοοΓβΐίς Κεηελνα] (1981) ΫϊοΙεπα, ιΗι Κα ΚΙηχ ΚΙαη αηά ιΗε Ξΐηι^Ιε / ογ ΕηυαΙίΐγ. ΑΐΙβηΙβ. (ΤβηΐβΓ Γογ ΟεπιοςΓβΙίς Κεηε^βΐ (1985) Καείίΐ Αηΐί-5βτηίικ Ιηιεινεηιϋοη ίη ιΗε Ραηη Ρτοΐαΐ Μονετηεηΐ. δερΙβιηΙκΓ, Α(ΙαηΟ. ΟβηΐΟΓ Γογ ϋεπιοοΓΒΐίο Κεηε\*3ΐ (1996) Μίΐΐιίαί ΕχρΙοίι ιΗε Μαίηχίτεατη. Μ ηγοΗ, Αΐίβηο. ΟβηΐβΓ Γογ Οεπιοεταΐίε ΚεηεννβΙ (χ.χ.) Λ ϊ ηοΐ ΡοραΙίίπι - Αηιεηοι \ \ι·μ· Ροραΐίίΐ Ραηγ: Α Ρταοά ί γ Καεάΐχ αηάΑηΐί-5επιίια. Α(1ηηΐ;ι. Ο ΐ 3 ΐΓΠ6 Γ5 , Ο. Μ. (1981)ΗοοάεάΑπιβπεαηίίτη. Νε\ν ΥογΚ: ΡΓβηΚΙίη ϋΐι>. ΟοβΙεχ, .1. (1987) Απηεά αηά Ωοη^ετοαί: ΤΗε Κ ιχ ο/ιΗε ΧιιηΐναΙάΐ Κί&ιι. Νο» Υ ογΚ: ΗίΙΙ 3η(1)ναηβ. ΟθΓθθΓ3 π, (1991) Βΐηετ Ηαηνίΐ - Οοτάοη ΚαΜ αηά ιΗε Ροχβ Οοτηιιαίια: Μυτάετίη (Ηε ΗεαηΙαηά. Νε\ν ΥογΚ: νϋΰη£ Ρβηριίη. Ογ8μγΓογ(1, Κ., 03Γ<1ηεΓ, δ. ί. , ΜοζζοςΗί, και Τ&γΙοΓ, Κ. ί~ (1994) ΤΗΐ ΝοηΗνναΐ Ιηψεηΐίνε: ΰοαυηεηίίη^ α Ωεοαάε ο / ΗαΙΐ. ΡοΠίβηά: ΟοαΙίΙίοη Γογ Ηυιηαη Οί^ηίΙγ. Οΐΐηοηϊ, ί . (1998) «Αη(ϊ-$βιηϊ(ϊ5ΐη βηϋ ΡορυΙίϊΐη ϊη Ιήε υηίΐεά δίβίεχ ίη (Ηε 1930*: Πιε (ϋβββ οΓ ΡβίΚεΓ Οου&Μίη», ΡαίΙετηχ ο / Ρτβίιιάία 32(1). Οβνίεχ, Η. (19%) «Εχ-ΚΙβηχπιβη δεεία δ«η 3 (ε δββΐ», ΩαίΙγ ΤεΙεραρΗ (ίοηάοιι), 1 2 .ΙυΙγ. Οεε«, Μ. 3 η(1 ΟοκοΓβη, 3. (19%) ΟαιΗεήηξ Ξιοηη: Αη%ετκα'$ Μίίίήα ΤΗτεαί. Νε\ν Υ ογΚ: ΗαΓροΓΟοΙΙΐηβ. ΟΪ8ΐηοη(1, δ. (1995») Κοαάί ίο Ωο/ηΜοη: Κίφι-ηίηξ Μονεηκηΐί αηά ΡοΙίιίεαΙ ΡοννετίηΐΗε ίΐηίΐεά Ξΐαϋί. Νονν ΥογΙ(: ΟυϊΙΓοΓά Ρτο5$. Οϊαπιοικί, δ. (19956) «ΡβίποΙ θ 3 ΐηε&», ΤΗε Ρτορεχίνε, δβρΐεπιΙ>βΓ. Ο μγΙιβπι , Μ. (19%) «ΡΓερβπηβ Γογ Αππ 3 £ « 1(1 οη: Οΐΐίζβη ΜίΙίΐίβχ, ιΗε ΡβΙποί Μονειτιεηΐ βηά (Ηε ΟΜαΗοπια Οΐΐγ Βοπιύίπς», Τεττοήχηι αηά ΡοΙίικαΙ ΙΊοΙεηαε, δρηπς. Ε(1&3 ΙΙ, Τ. Β. και ΕώπταΙΙ, Μ. Ο. (1992) Οιβι'π Κεααίοη: ΤΗε Ιτηραα ο / Καεε, ΚίβΗιι αηά Ταχεε οη Ατηεήεαη ΡοΙίΙία. Νε\ν Υ ογΚ: \ν.\ν. Νοιίοη. 316
ΡεΓ£ΐΐ5οη, Α. (1990) «Πιο λνίζ^ΓείΓγ οί Οανίύ ΟυΚε», ΤΗβ Ατηεήεαη ϋρβααίοτ, ΟοίοββΓ. ΡίχΙιβΓ, V/. Η. (1980) ΤΗβ ΙηνάώΙβ Εηψίη. ΜβΙιιοΗεη, Νε\ν .ΙοΓχεγ: 8θ3 Γ6θΓθ\ν ΡΓ688. Ρίγηη, Κ. κπι ΟειΉακΙΐ. Ο. (1989) ΤΗβ ΞίΙβηΐ ΒιυιΗρτΗοοό: Ιηχίάβ Ατηβποα’ί Καβίιΐ ΙΙηάβτ^τοιιηά. Νε\ν ΥογΚ: ΡΓεε Ρ〫κ. θ€θΓ£6 , .1. και >νίΙςοχ, ί . (1992) Ναζά, €οτητηιυιάΐ5, ΚΙαηίπιβη αηά Ο/Ηβη οη ΐΗβ Επηχβ: ΡοΙίιίβαΙ ΕχΙητηίίτη ίη Απιβηεα. ΒυίίαΙο: ΡΐΌΠίείΠευκ ΒοοΙκ. Ηογπ, 5. Ρ. [ 1939, ( 1969)] ΙηνίχώΙβ Ετηρίη: ΤΗβ Ξίοτγ ο/ΐΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη, 18661871. Νε\ν Ρααεηοη δπιίΐΗ. ■ΙβςΙυοη, Κ. Τ. (1967) ΤΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη ίη ιΗβ Οιγ. 1915-1930. Νε\ν ΥοΛ: ΟχίοΓά υηΐνβηΐΐγ Ρτεκ. •Ιεαηεοηηε, Ο. (1988) ΟεταΙά Ε. Κ. ΞτηίιΗ: Α Μίηίίΐβτο( Ηαιβ. Νενν Ηανεη, ΟΤ: ΥβΙε ΙΙηίνεΓχίΐγ ΡΓβκ. ΚαρΙαη, .1. (1993) «ΤΗε (ΓοηΙεχΙ οί Απιεποβη ΜίΙΙεηαηαη Κενο1υ(ίοη&ι> ΤΗεοΙοβγ: ΤΗε Οα5« οί (Ηε “Ιάεηΐΐΐγ ΟΗπίΐΐβη” ΟιιιγοΗ οί Ι$ΓβεΙ», Τβττοηχπι αηά ΡοΙίίκαΙ νίοίβηββ, 5ρπη§. ΚαρΙαη, I. (1995) «Κί£Η(-Μη£ νΐοίεικε ίη ΝοΠΗ Απιεποβ», σε Β]0 γ£0 , Τ. (εά.) Τβττοτ/τοτη ιΗβ Εατβπιβ ΚίξΗΐ. ίοηάοη: ΡΓβηΚ 0385. Κίΐζ, \ν. Ι_ (η.ά.) ΤΗβ ΙηνίίώΙβ Ετηρίη: ΤΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη'ι Ιτηραα οη ΗάΙοιγ. δεβηΐε: Ορεη Η αηά. ΚΙαηννβίεΗ (1988) ΤΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη: Α Ηάιοτγ ο/Καϋίίτη αηά IΊοΙβηββ, 3η έκδο ση. Μοη(£θπιει>, Α ί: ΚΙαηνναΐεΗ. ίαΐΗαπι, Ε. (1996) ΤΗβ Οοτητηιιηίίΐ ϋοηίτονβπγ ίη ΙΫαίΗίηξίοη. ΟαπιΙ>π<ΐ£ε, ΜΑ: Η&τνατά υηίνεΓχίΐγ Ρτεκ. Ιχ$(εΓ, I. Ο. (1971) Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη: Ια Οηρη, Ο γομΗ αηά Ωίίδαηάηιβηΐ. Νε\ν ΥοΛ: ΑΜ5 ΡΓεεχ. ϋρεεί, δ. Μ. και ΚααΗ, Ε. (1978) ΤΗβ ΡοΙίιία ο / ί/ηηαιοη: ΚίχΙα-ΗΊηχ Εχίητηίίΐη ίη Αηιβτϋια, 1790-1977. ΟιίΜ£ο: ϋηΐνεπίϊψ ο ί Οιί£ 0£0 Ρτεχχ. ΙλιιΙκ, Ε. Η. (1936) ΤΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη ίη ΡβηηίΙγΙναηία: Α Ξηιάγ ίη ΝαΙίνίίτη. Ηβτπ5ΐ)υΓ£, ΡΑ: ΤεΙε£Γ3 ρΗ Ρτεκ. ίο\νε, Ο. (1967) ΤΗβ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη: ΤΗβ ΙηνίχώΙβ Ετηρίη. Νε* ΥογΚ: \ν.\ν. ΝοΠοη. ίαίζ, (Γ. 77κ> Οοη Ί ΑΙ1 \Ϋβατ 5Ηββα: Α ϋΗηηοΙο& ο / Κασίίί αηά Ρατ Ρ ίφ ι νίοίβηββ, 1980-1986. ΑΐΙαηΐβ: ΟεηίεΓ ίοΓ ΟβιηοοΓΒΐίς ΚεηεναΙ. Μαοίχαη, Ν. (1994) ΒβΗίηά ιΗβ Μαχί ο/ϋΗίναήγ: ΤΗβ ΜαΙάηξ ο/ιΗβ 5βεοηά Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη. Νβνν Υ ογΚ: ΟχίοΓά υηίνεΓΒΪίγ Ρτεκ. 317
Μ είεπιεε, δ. (1994) «δροΐΙίβΗΐ οη ΐΗε ϋ&ειίγ ίοΜ>γ», €ον«η Αΐήοη ζ)υαηεΗ)·, ΡβΙΙ. ΜοίβηηΗΠ, Ρ., Μοίεηηϋΐ, Τ. και ΟΗαΙπιεκ, Ο. (1985) ΤΗΐ Τη»ΐ Χίοτγ ο/'.Ηΐ Κη ΚΙια ΚΙαη ν ι Οτχαηίζΐά ΙμΗογ. ΑΐΙαπίβ: ΟεηίεΓ ίοΓ Ο επκχηιΐκ Κεηε\να1. ΜοΜίΙΙεη, Ν. Κ. (1994) ΤΗΐ Οιίζΐηχ’ ϋοιιηάΐ: Οτχαηάΐά Κΐείχίαηεΐ ίο ιΗΐ Χκοηά Κβκοηίΐηιαϊοη, 1954-64. υιΐβηΒ: υηίνεΓχίΐγ οί ΙΙΙίηοίχ Ργοχχ. ΜεοΚΙίη, ]. Μ. [1924, (1963)] ΤΗΐ Κι» ΚΙια ΚΙαη: Α Ξίαάγ ο[ιΗΐ Αιηΐήεαη Μίηά. Νενν ΥοΛ: ΚυχβεΙΙ αηά ΚυχχεΙ. ΜίΙΙεΓ, \ν. (1958) Α Νον Ηίϋοιγ ο / ιΗΐ ί/ηίΐΐά 5ΐαΐΐί. Νε\ν ΥοΛ: ΟεοΓ^ε ΒγοζϊΙΙογ. Μίηΐζ. Ρ. Ρ. (1985) Ήΐΐ υ ΐχ η γ 1*οΙ>1)γαηά ιΗΐ Αηΐΐήεαη Κίφΐ: Καα. Οοηχρίηκγ αηά ϋιιΐΐαη. ΝνεχίροΠ,ΟΤ: θΓεεηννοο<] Ρτεκ. ΜσηίιΟΓ, ΤΗΐ (1989) «Οανϊά ΟυΚε'χ ίουΪ 8ί&η3 νϊείοιγ Ιχ ΚείΙεείίοη οί α ΝαΐϊοηαΙ δ(Γ3 ΐε£γ», Μαγ. Μοοίε, 1. Β. (1993) 5/άηΗβαάχ 5Ηανΐά/θΓ ΒαιΐΙΐ.Α ϋαΐίιιταί Ηκιοιγ ο/Α ηκικαη 5ΙάηΗΐαάί. Βοννίίηβ ΟΓΟβη, ΟΗ; Βο\νΙίη(5 Οτεβη δίβίε υηΐνεηίΐγ ΡορυΙβΓ ΡΓεϊϋ. ΝονίςΙι, Μ. (1995) ΗΉΐιβ ί,ίΐί ΗΉίΐΐ ΡοννΐΓ ΤΗΐ Ρίφ ι αχαίηίΐ ΗΉίΐΐ Ξιψτβηαογ αηά Κΐααίοηατγ ΫίοΙΐηα. ΜοηΓοε: Οοπιιηοη ΟοιίΓΒβε Ρτεχχ. Ο’ ΝεϊΗ, λν. ί . (1971) Οοτηίηκ Αραη: Αη Ιη/οπηαΙ Ηίχίοιγ ο / Απιβήεα ίη ΐΗε 1960$. Νενν ΥοΛ: Τίΐϊΐε* ΒοοΙΰ. Ο’ ΚεϊΙΙγ, Κ. (1989) *ΚαααΙ πιαΙΚη»: ΤΗΐ ΡΒΤ$ ΞβοτνΙ β ΐΐ οη ΒΙαεΚ Ατηΐήοα: 1960-1972. Νε\ν ΥοΛ: Ρτεε Ρτεκ. ΡονεΙΙ, ί . Ν. (1990) «Κεβά Μγ υροχυείίοη», Νΐ*ν ΚΐρυόΙίε, 15 ΟεΐοβεΓ. ΡΓ&£ΐιε, Ε. Ο. (1996) «Πιε Νεο-ΟοηίεάβΓβΙβ Μονεπιεηί», Ταήηξ ιΗΐ Τίάΐ, δυπιιτιεΓ. Κώϋίίο, ί . Ρ. (1983) ΤΗΐ ΟΙά ϋΗπίΐίαη Κίφΐ: ΤΗΐ Ρτοΐΐίΐαηΐ Ρογ ΒίχΗΐ/τόπι ιΗΐ Οηαι Ωΐρκίίίοπ Ιο ιΗΐ ϋοΙά \ΫαΓ. ΡΗΐΙαάεΙρΗϊβ: ΤειηρΙβ υηΐνεκΐΐγ ΡΓεκ. Κίοε, Α. δ. (1962) ΤΗΐ Κα ΚΙιιχ ΚΙαη ίη Α ηΐήσαη ΡοΙίιία. \ν 3$Ιιίη£ΐοη, Ε>0: ΡυΗΙίο Αίίβίπ; ΡΓεχχ. Κίάβεννβγ, (1990) ΒΙοοά ίη (Ηΐ Ραα: ΤΗΐ Κιι ΚΙιιχ ΚΙαη, Αίγαη Ναΐίοηχ, Ναζί 5/άηΗΐαάχ, αηά ιΗΐ Κί&ΐ ο/α Ν ΐη> ΗΉίΐΐ ϋιιΐΐυκ. Νε\ν ΥοΛ: ΤΗυηϋεΓί ΜουΐΗ ΡΓεκ. Κοχε, ϋ . Ο. (εά.) (1992) ΤΗΐ Εηιβτφηα ο/Ωανίά ΩιιΙίΐ αηά ιΗΐ ΡοΙίιία ο /Κασΐ. ΟΗαρεΙ ΗϊΙΙ: υηίνεΓχίΙγ οί ΝοπΗ θ 3 ΓοΙίη& Ρτεκ. δαΓ^εηΐ, ί . Τ. (1997) «Καεε ΚίΙΙεη Μβγ Ρβεε ΟεβίΗ ΡεηβΙΐγ», ΰαίΐγ ΤΐΙΐχταρΗ (ίοηάοη), 1 ΜηγοΗ. 318
Ι_ Τ. (1995) Εχίτετηκτη ίη Απιεπεα: Α ΚεαάεΓ Νε\ν ΥογΚ: Νο» ΥογΚ υηϊνΟΓδϊΙγ ΡΓ055.
δαΓ££η(,
ΟεακΗΙίξΗί (19943) Λαίβ ο / ιΗ? ΙΙηίοη, ΡΰΙ)πιαι>. 5ίύΓτ/ι%Λ/(1994Η) ϋονΐη&οη Χια&$ Τα&ονετΒίά, ΟςίοΗβΓ. ΧεακΗΙίβΗι (1996) «Νβνν Β;ιηΚ Κο&βεπ; Ιπιίΐ3 (ε 01(1 “ΟΓάει·”», Μαγ. δβγσιουΓ, Ο. (1991) Οοηνηίαεε ο/ιΗε Ξίαΐεχ: Ιηίίάε ιΗε ΡαάίεαΙ ΚίξΗΐ. Μβπροκι: Οαπιάεη ΡΙβα: Ο'οπιιηυηίοαίϊοηΒ. 5(&η(οη, Β. (1992) ΚΙαην/αίεΗ: Βήηχίηχ (Ηε Κα ΚΙιιχ ΚΙαη ίο Ιιιζίκε. Νε\ν ΥοΛ: ΜεηΐοΓ.
5ΐεπι, Κ. 5. (1996)/! Γοκε ιιροη ιΗε ΡΙαίη: ΤΗε Αηιεπεαη ΜίΙΐιία Μονεηεηΐ αηά (Ηε ΡοΙίιία ο/Ηαΐε. Νε\ν ΥογΙι: δίηιοη από 3οΗυ$(βΓ. δίοηε, Β. Α. (1974) «Πιο .ΙοΗη ΒϊγοΗ δοοΐβΐγ: Α ΡτοΠΙβ»,/οϋ^ιβ/ο/ ΡοΙίιία 36. ΤαΙΙγ, 5. (1996) «ΤΗβ ΜεΐΗοά οί 3 Νεο-Νβζί ΜοβυΙ», Νε» Υαγ* Τιτηα Μαχαζίηε, 25 ΡεβηιβΓγ. ΤΉαγβΓ, Ο. (1967) ΤΗε ΡαηΗετ ΒΗοτβ ο / ΡοΙίιία: ΤΗε Ατηεήεαη ΡοΙΐιίεαΙ Ρήηχε Τοάαγ. Νε\ν ΥοΛ: δίπιοη αηά δοΗιιχΙεΓ. ΤΓεΙεβίβ, Α. \ν. (1972) ΜΉίιε Τε/τοτ: ΤΗε Κα ΚΙαχ ΚΙαη ϋοηίρίτασγ αηά 5οαΐΗεηι Λκο/αίτοαύοη. Ι_οηάοη: δ€<*βΓ αηά Μ/ατ&ιΐΓβ. υηββΓ, 5. .1. (1976) ΡΒΙ: Αη ίΐηεεηίοηά ίοοΙι 1>εΗϊηά (Ηε ΙΫαΙΙί. ΒοχΙοη: ϋ ΐΐΐε, Βκηνη. >ναά«, V/. Ο. (1987) ΤΗε Ρίετγ ^Γο^5.· ΤΗε Κα ΚΙαχ ΚΙαη ίη Απιεπεα. Νβνν ΥοΛ: δίπιοη αηά δοΗυχΙεΓ. λνοίηόβΓβ, I- (1993) «ΤΗβ Απιεποαη Καάίοαΐ ΚΪ£Μ: ΕχΐΙ, νοίςε, αηά νίοΙεηςβ», σε ΜβιΊϋ, Ρ. Η. χαι \νείηΙκΓ£, ί . (εά$) Εηεοαηίεη ννίιΗ ιΗε ϋοηίεηροοη/γ ΚαάίααΙ ΒίξΗι. ΒοιιΙάεΓ, 0 3 : \νε 5ΐνίε\ν. ΝνΗββΙοη, Ε. (1987) ϋοάεηατηε ΟΚΕΕΝΚΙΙ: ΤΗε 1979 Οτεη$ϊ>οΓο ΚΐΙΙίηρ. ΑΐΗβηχ, ΟΑ: υηίνεΓχίΐγ οί ΟεοΓ£ία Ρ κ η . λνπβΐιΐ, Β. (1976) ΤΗε Εοη% Υίε*: Αη ΙηίετηαίίοηαΙ Ηίχίοιγ ο/ ιΗε Οηεηια. ίοηάοη: ΡαΙαάΐη. Ζαηάεη, .1. >ν. V. (1960) «ΤΗε ΚΙαη ΚενίνβΙ», Απιεπσαη ΙοιιτηαΙ ο / ΞοοίοΙοξ^ 65. Ζαΐατΐη, Μ. (1990) Ωανίά ϋαΙιε: ΕνοΙυίίοη ο/α Κΐαηχηιαη. Νε\ν ΥοΛ: Ρείϊεαη. ΖββΚίηά, ί . (1986) ΤΗε ^Ητήιίαη Ιάεηΐίΐγ Μονετηεηΐ». ΑΐΙαηία: ΟεηΙεΓ ίοΓ Ε>βπιοθΓ3 ΐίς ΚβνεχναΙ. Ζε$Ιυηά, ί . (1996) «ν/Ηίΐε-δΗοεά διιρΓβιηαεγ», ΤΗε Ναήοη, 10 .Ιιιηε. ΖεκΚΐηά, I- (1999) «Οιη$(ίαη Ιάεηΐΐψ: ΝνΚϊΐε Ν3 (ίοη3 ΐΐ$ηι’$ ΤΗεοΙο£χ», ΞεακΗΙΐφι 287 (Μβχ). ρ. 12.
319