ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝ. ΔΑΝΙΗΛΙΔΗ
ΘΕΜΑ: «Φιλοσοφική Συμβουλευτική: Η Φιλοσοφία ως θεραπευτική μέθοδος και τρόπος ζωής.»
Επιβλέποντες καθηγητές: α. Κυρία Αθανασία Γλυκοφρύδη - Λεοντσίνη β. Κύριος Θεοδόσης Πελεγρίνης γ. Κύριος Ιωάννης Δελλής
ΑΘΗΝΑΙ 2012
Αφιερούται στην ιερή μνήμη δύο μεγάλων απόντων: Του πατέρα μου Κωνσταντίνου Ιωάννου Δανιηλίδη και του Ιωάννου Ν. Θεοδωρακοπούλου
Δεν μπορούμε να διευθετήσουμε το μέλλον, μπορούμε όμως να διευθετήσουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό «στον σοφό λίγα πράγματα συμβαίνουν κατά τύχη, τα μεγάλα τα έχει διευθετήσει ο λογισμός του». Επίκτητος «Δεν θα γίνουμε ποτέ φιλόσοφοι, αν έχουμε διαβάσει όλες τις θεωρίες του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, ενώ είμαστε ανίκανοι να εκφράσουμε μια θεμελιωμένη κρίση πάνω σε ένα θέμα συζήτησης». Καρτέσιος
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ …………..…………………………………………...…5 1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ……..……....10 Επιστημολογικές προσεγγίσεις ……………………………….16 Σύνοψη Πρώτου Κεφαλαίου …………..…………………..…20 2. ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ……21 Σύνοψη Δευτέρου Κεφαλαίου……………………………….. 29 3. Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ……...………….……….30 i) Δομή ……………………………………………………... 30 ii) Μέθοδος …………………………………………………. 32 iii) Οι κατά Cohen E. D., Marinoff L., Lahav R., Raabe P. μέθοδοι άσκησης της φιλοσοφικής συμβουλευτικής..………….… 37 α) Η μέθοδος LBT……………………….………………...39 β) Η μέθοδος PEACE του Lou Marinoff……….………….46 γ) Η μέθοδος των «Πέντε Σταδίων» του Ran Lahav .…......47 δ) Το «Νέο Μοντέλο» του P. Raabe…………..………….. 49 iv) Εμπειρικές διαπιστώσεις ………………………………... 51 v) Ποιο είναι το σοβαρότερο κριτήριο σωστής επιλογής φιλοσοφικού συμβούλου ………………………………………... 56 vi) Η πρώτη συνεδρία ………………………………………. 56 vii) Η Λήψη ιστορικού ……………………………...………..60 viii) Η σημασία των αποφάσεων …………………………..... 62 ix) Κλείσιμο της πρώτης συνεδρίας ………...….…..….……67 x) Τα όρια της Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής. Περιπτώσεις όπου η παραπομπή σε άλλο ειδικό κρίνεται απαραίτητη....…. 67 xi) Τα όρια της Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής. Περιπτώσεις όπου η παραπομπή στον ψυχίατρο ή στον ψυχολόγο κρίνεται απαραίτητη …..……………………………..………...……… 68 Σύνοψη Τρίτου Κεφαλαίου ………………………..…………77 4. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ (Οι πυρήνες του φιλοσοφικού διαλόγου)……79 i) Ο άνθρωπος πρέπει να νοείται ως αυτοσκοπός……………79 ii) «Ουδείς εκών κακός» ………………..…………….………80 iii) Το ύψιστο νόημα που θέτει στον άνθρωπο η ζωή είναι να εκφράσει την εντελέχειά του………………………………80 iv) Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μεταβάλλεται από την γνώση – Η έννοια της πραγματικότητος…….……….…….80 2
v) Στην αυτογνωσία φτάνει ο άνθρωπος όταν καταλάβει ότι όλοι οι τρόποι σχέσεώς του με τον κόσμο είναι έργο του πνεύματός του……………………….………...……...……81 vi) Νόημα δίδει ο άνθρωπος στην ζωή με τα έργα του….....…81 vii) Cogito ergo sum ……………………………….…...…. 82 viii) Η σύμπτωση ή σύγκλιση ενός πλήθους υποκειμενικών απόψεων δεν συνιστά μιαν αλήθεια (ή, ο φόβος της κοινής γνώμης) ...…………………………..……………………...83 ix) Οτιδήποτε πραγματικό έχει διάρκεια…………...………...85 x) Ο άνθρωπος είναι και πρακτικός και θεωρητικός και ποιητικός και όλες του αυτές οι πτυχές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη………………………..…………...…………………….85 xi) Η λογική και το άλογο……………………………………..87 α) Ο λόγος ως απαραίτητο θεμέλιο της ζωής. Ο νους είναι ένας και μας ενώνει……………………………………….…..87 β) Τα όρια της λογικής………………………….…………88 xii) Η ζωή απαιτεί πάντοτε εμπράγματη πλήρωση…………90 xiii) Ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του κατ’ ουσίαν μονάχα μέσα από τα έργα του – Κόσμος σημαίνει πάντοτε το νόημα που δίνει στον κόσμο ο άνθρωπος........……………………90 Σύνοψη Τετάρτου Κεφαλαίου ………………………………. 92 5. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ……………………………………….93 i) Περί συνείδησης………………………………………….. 94 ii) Η δυνατότητα της ελευθερίας είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη ηθικής……………………………………………...97 iii) Ηθικές αντινομίες…………………………………..…....102 α) Η αντινομία χρέους και πάθους………………………..103 β) Η ηθική αντινομία ζωής και θανάτου………………….106 γ) Η ηθική αντινομία συνείδησης και φύσης..……………112 δ) Η ηθική αντινομία σκοπού και τύχης………..………...114 iv) Περί συναισθημάτων, αρετών και ελαττωμάτων ………..116 α) Περί μετριοφροσύνης………………………………….116 β) Περί αλτρουισμού και εγωισμού………………..……..117 γ) Περί συμπόνιας………………….……………………..118 δ) Περί ισότητος και φθόνου……………………………..119 ε) Περί πόθου εξουσίας…………………………………..122 v) Περί ωφελιμιστικών συστημάτων, εν συντομία………….123 Σύνοψη Πέμπτου Κεφαλαίου………..………………………125
3
6. Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΗΘΙΚΗ ΑΞΙΑ και τα εσωτερικά της αιτήματα...127 i) Η αγάπη ως έκφραση και πεδίο ελευθερίας………………127 ii) Λόγος και Έρως…………………………………………..128 iii) Περί γάμου………………………………………………..131 iv) Οι δυσχέρειες στον έρωτα και η υπέρβασή τους…………134 v) Η αγάπη ως μυστήριο και αλήθεια……………………….136 Σύνοψη Έκτου Κεφαλαίου ……………...…………………... 140 7. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΙ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ…………………141 Σύνοψη Εβδόμου Κεφαλαίου ……………………………….145 8. ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ…………………………………………...…146 i) Η ανάγκη του θρησκεύειν ως πρωταρχή για πολλούς ανθρώπους και ο Θεός ως θρησκευόμενος…………………..….146 ii) Χριστιανισμός………………………………...………….149 Σύνοψη Ογδόου Κεφαλαίου ………………………...………151 9. ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ, ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΙΤΗΜΑ ……………………………………………………………………...152 i) Περί της εννοίας του ανθρώπου………...………...….….152 ii) Έξεις…………………………...…………………...……162 iii) Περί τέχνης, θρησκείας, επιστήμης ως οντοτήτων απαραιτήτων, συμπληρωματικών και παραπληρωματικών, πλάι στη στρεβλώς νοουμένη παντοδυναμία της γλώσσας ……......165 iv) Περί της διττής σημασίας της ανίας (αφενός δηλαδή ως δημιουργικής σχόλης και αφετέρου ως καταθλιπτικής, εξουδετερωτικής ανίας)…………………..…….…..……...…..177 v) Περί ψυχαγωγίας ….……...…...…………………..…... 180 vi) Περί απομόνωσης....….…………………………….…..182 vii) Περί επαγγέλματος…………………………………….186 viii) Περί παιδείας…………………………………………..192 Σύνοψη Ενάτου Κεφαλαίου …………………………………202 ΕΠΙΛΟΓΟΣ ………………………………...……………………...203 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………….…..219
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ανάμεσα σε όλες τις έριδες και τις δραματικές αντιπαραθέσεις που χαρακτηρίζουν την ιστορία όχι μόνον της φιλοσοφίας, αλλά και του ανθρωπίνου πνεύματος γενικώς, ένας κοινός σκοπός υψώνεται πάνω από όλους: η αυτογνωσία. Αυτήν προσδοκά και αυτήν προσπαθεί να μεταδώσει, ως στόχο και ως μέσον ανακούφισης στους βασανισμένους προστρέχοντες, ο Φιλοσοφικός Σύμβουλος για να τους βοηθήσει, σκοπός συχνότατα επιτεύξιμος. Η ανά χείρας εργασία παρουσιάζει πρωτοτυπία όχι τόσο ως προς την σύλληψη και παραγωγή νέων φιλοσοφικών εννοιών, που οπωσδήποτε μας απησχόλησε, αλλά κυρίως ως προς την εφαρμογή παραδεδεγμένων και διαχρονικών τοποθετήσεων εγκρίτων φιλοσόφων στην μεταφορά του έργου τους στην καθημερινότητα. Η μέθοδός μας είναι – όπως και η σύνολη προσέγγισή μας – ερμηνευτική των πηγών, συνδυαστική των απόψεων εξεχόντων διανοητών, συνθετική δεδομένων τους, αποτυπώνει δε με ενάργεια δεδομένα της εμπειρίας μας. Καθώς η εργασία αυτή συνεχώς μας ωθούσε σε θέματα που αφορούν τον φιλοσοφικό στοχασμό, θελήσαμε να προδιαθέσει για ένα πεδίο συζήτησης και να συστήσει ένα livello soglia, κατώφλι για νέους ερευνητές. Σεμνυνόμεθα λοιπόν να πιστεύουμε πως η εργασία μας, έως ότου συμπληρωθεί ή ακόμη υπερκερασθεί από νεότερα επιστημονικά δεδομένα, συνιστά ψηφίδα εποικοδομητική για το κρινόμενο θέμα. Η θέση μας είναι ότι έχουμε ανάγκη από μια ψυχολογία της οποίας τα πορίσματα δεν θα είναι μόνον οντολογικά, αλλά και τελεολογικά, δηλαδή θα ερμηνεύουν το νόημα και τον σκοπό που συνδέουμε με τα ψυχικά γεγονότα. Οντολογική, βεβαίως, στην αφετηρία της επιβάλλεται να είναι η ψυχολογία, καθώς είναι εξ ορισμού μια εμπειρική καταρχήν επιστήμη και δεν είναι δυνατόν να ξεκινά με αξιολογικές κρίσεις κατά την διαπίστωση του υλικού της ψυχικής πραγματικότητος. Ούτε όμως είναι δυνατόν να αποφύγει την κατηγορία εκείνη των ψυχικών γεγονότων, που ονομάζουμε «κρίσεις» – είτε κατά την θεωρητική της θεμελίωση είτε κατά την εφαρμογή της – γιατί μόνον όπου έχουμε «κρίση» έχουμε γνώση και αλήθεια1. Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι η ψυχολογία σαν επιστήμη υποχρεούται να στηριχθεί στη λογική, αργά ή γρήγορα ο εξετάζων την ψυχική ζωή θα βρεθεί αντιμέτωπος και με το ψυχικό γεγονός της «κρίσης», οπότε θα ανακαλύψει ότι όλες σχεδόν οι έννοιες της ψυχικής πραγματικότητος αναγνωρίζονται ως όχι έννοιες οντολογικές, αλλά έννοιες τελεολογικές, δη1
Σ.τ.Σ. Όπως το απλό αίσθημα, έτσι και το ψυχικό γεγονός από μόνο του δεν είναι αληθές ή ψευδές.
5
λαδή περιέχουν την σημασία και το νόημα που έχουν τα ψυχικά φαινόμενα. Αν τώρα δεχθούμε την ενότητα του ψυχικού κόσμου, μπορούμε να ονομάσουμε την ενότητα αυτή «οργανική, όχι μόνον γιατί έχει αναλογία με τον σωματικό οργανισμό, αλλά διότι αντιστρόφως η έννοια του οργανισμού έχει σχηματισθεί κατ’ αναλογίαν προς τη σημασία του ψυχικού κόσμου»2. Με δυο λόγια, συναίσθημα και λογική δεν είναι δυνατόν στην πράξη να διαχωριστούν. Απαιτείται λοιπόν επιφυλακή ώστε να μην ολισθαίνουμε στην – τόσο συχνή στην επιστήμη – πλάνη, να θεωρούμε την κατηγοριοποίηση, που έχει μεθοδολογικό χαρακτήρα, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό των φαινομένων. Συμπέρασμα, κάθε ψυχολογία ή μέθοδος θεραπείας, όπως κι αν λέγεται αυτή, πρέπει να διαθέτει ένα σκέλος οντολογικό, που θα στηρίζεται δηλαδή σε εμπειρικές διαπιστώσεις ένθεν και ένθεν, και ένα σκέλος τελεολογικό. Έχουμε δηλαδή ένα σκέλος εξωλογικό και ένα σκέλος λογικό, τα οποία αναδεικνύονται μέσω της διαλεκτικής, που μόνον η φιλοσοφία γνωρίζει να χειρίζεται. Με τον τρόπο αυτό, λογική και ποίηση δεν αντιστρατεύονται η μία την άλλη, αλλά αναδεικνύονται σε απαραίτητους και αμοιβαίους όρους της ζωής. Το παρόν έργο δεν αποσκοπεί στην παρουσίαση των συγχρόνων ρευμάτων της φιλοσοφικής συμβουλευτικής, ούτε στην ιστορική καταγραφή των καθ’ έκαστα ζητημάτων που έχουν απασχολήσει την φιλοσοφία, καθώς η εφαρμογή της φιλοσοφίας ως τρόπου θεραπείας είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την διδασκαλία της ιστορίας της φιλοσοφίας, και ο φιλοσοφικός σύμβουλος – κατά κανόνα – δεν στηρίζεται στην αναφορά στην αυθεντία. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος χρησιμοποιεί την συγκρότηση της δικής του σκέψης, την οποία απέκτησε μέσω της εσωτερίκευσης και αφομοίωσης των προταγμάτων της φιλοσοφίας, έτοιμος πάντα να αντεπεξέλθει στο απρόβλεπτο της διαλεκτικής ώσμωσης με τον συμβουλευόμενο. Και ακριβώς επειδή ο διάλογος είναι απρόβλεπτος, η πορεία της θεραπείας δεν καθορίζεται μόνον από κάποια μέθοδο, αλλά κυρίως από την ανθρώπινη σχέση. Η επιστροφή στην φιλοσοφία ως μεθόδου επίλυσης καθημερινών προβλημάτων έγινε πρόσφατα ευρέως γνωστή με την έκδοση των έργων του Lou Marinoff3 Πλάτωνας, όχι Πρόζακ και στη συνέχεια Τα μεγάλα ερωτήματα. Πώς η φιλοσοφία μπορεί να αλλάξει τη ζωή σας. 2
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ σελ. 153. Ο Lou Marinoff είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο City College της Νέας Υόρκης, πρωτοπόρος του κινήματος φιλοσοφικής πρακτικής στη Βόρεια Αμερική και πρόεδρος της Αμερικάνικης Ένωσης Επαγγελματιών Φιλοσοφίας (ΑΡΡΑ). 3
6
Άλλοι κορυφαίοι φιλοσοφικοί σύμβουλοι είναι σήμερα οι: Tim LeΒon4, Ran Lahav5, Peter Raabe6, Elliot D. Cohen7. Πρώτος φιλοσοφικός σύμβουλος της εποχής μας θεωρείται ο Gerd Achenbach8. Ωστόσο η γονιμοποίηση της ψυχολογίας και της συμβουλευτικής με την φιλοσοφία έχει ξεκινήσει σε διεθνές επίπεδο εδώ και αρκετές δεκαετίες. Στην πράξη το «επάγγελμα» του φιλοσοφικού συμβούλου έχει αρχίσει να ασκείται τουλάχιστον από την δεκαετία του 1950, με την ίδρυση της σχολής της Υπαρξικής Ψυχοθεραπείας από τον Rollo May9 και τον αμερικανό ψυχοθεραπευτή Albert Ellis10, καθώς ο K. Jaspers11 ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του καριέρα ως βοηθός της ψυχιατρικής το 1908 στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Η φιλοσοφία ως τρόπος θεραπείας, είτε αυτόνομα είτε παράλληλα με την ψυχολογία, ασκείται σήμερα από όλο και περισσότερους ειδικούς, ασχέτως αν αυτοί υιοθετούν τον τίτλο του φιλοσοφικού συμβούλου ή όχι. Ο Irvin Yalom12, για παράδειγμα, ασκεί στην ουσία την 4
Tim LeΒon: Ερευνητής του Regant College του Λονδίνου. Φιλοσοφικός σύμβουλος, υπαρξικός θεραπευτής, εκδότης του Practical Philosophy, συγγραφέας του Wise Theraphy (Sage, 2001) και συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων στην «προσωπική ανάπτυξη». Βλ. και Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 19 – 24, 27, 28, 33, 39, 47, 101, 106. 5 Ran Lahav: Διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Michigan, με Μ.Α. στην Ψυχολογία. Συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του Essays on Philosophical Counselling, eds. Lanham, Md: Univ. Pr. of America, 1995, και πολλών μελετών πάνω σε βασικά θέματα φιλοσοφικής συμβουλευτικής. 6 P. Raabe: Καθηγητής της εφηρμοσμένης φιλοσοφίας – ειδικός σε σχέση με τα πεδία της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας, κριτικής σκέψης, μεταφυσικής, επιστημολογίας και ηθικής φιλοσοφίας – στο Πανεπιστήμιο UBC και στο Univercity of the Fraser Valley από το 2003. Είναι συγγραφέας δυο βιβλίων (των εκδόσεων Praeger αμφότερα), του Philosophical Counselling: Theory and Practice και Issues in Philosophical Counselling, ενώ συμμετείχε στην συγγραφή του Philosophical Counselling and the Unconsious των εκδόσεων Trivium Publications. 7 Elliot D. Cohen: Πρόεδρος του Ινστιτούτου Κριτικής Σκέψης και ένας από τους ιδρυτές της φιλοσοφικής συμβουλευτικής στις Η.Π.Α. Συγγραφέας πολυάριθμων άρθρων και δεκατριών βιβλίων, μεταξύ των οποίων και της κλινικής (εφηρμοσμένης) φιλοσοφίας, κ.α. Βλ. και σελ. 37 παρόντος. 8 Ο Gerd Achenbach εγκαινίασε την πρακτική της φιλοσοφικής συμβουλευτικής το 1981, ενώ το 1982 ίδρυσε τη «Γερμανική Εταιρεία για την Φιλοσοφική Πρακτική και Συμβουλευτική». Κατά τα έτη 1984 και 1985 δημοσίευσε βιβλία πάνω σε αυτό το αντικείμενο. 9 Ο Rollo May, ένας από τους επιφανέστερους Αμερικανούς ψυχαναλυτές, γεννήθηκε το 1909 στο Οχάιο. Καθηγητής σε διάφορα πανεπιστήμια των Η.Π.Α. όπως στο Χάρβαρντ, στο Γιέηλ και στο Καλιφόρνια της Σάντα Κρουζ και, άξιον ιδιαίτερης μνείας, στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Θεσσαλονίκης από το 1930 ως το 1933. Έχει αναπτύξει μεγάλη επιστημονική και κοινωνική δραστηριότητα ως μέλος ή πρόεδρος διαφόρων αμερικανικών ψυχολογικών και ψυχιατρικών συλλόγων και ιδρυμάτων και ως ψυχαναλυτής στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε ως το 1975. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά και έχει συγγράψει ή επιμεληθεί σημαντικά έργα στον τομέα της υπαρξιακής ψυχολογίας, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν «Art of counseling» 1939, «The meaning of anxiety» 1950, «Man’s search for himself» 1953, «Existence: A new dimension in psychiatry and psychology» 1958 (επιμ.), «Love and will» 1969, «The courage to create» 1975. 10 Ο Albert Ellis ανέπτυξε την «λογικο-θυμική θεραπεία» (rational-emotive theraphy: RET) που «έχει ολοφάνερες ομοιότητες με την φιλοσοφική συμβουλευτική». Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 128 – 130. 11 Karl Theodor Jaspers (1883 – 1969): Γερμανός φιλόσοφος, ο οποίος αναδείχθηκε σε έναν από τους κύριους εκπροσώπους της διδασκαλίας του υπαρξισμού. Ήταν, μάλιστα, εκείνος που πρώτος μεταχειρίστηκε τον όρο «υπαρξική φιλοσοφία». Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. 12 Ο Irvin Yalom είναι ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των Η.Π.Α.. Ο I. D. Yalom, μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του Εγχειρι-
7
φιλοσοφική συμβουλευτική, ασχέτως αν επισήμως συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική. Η προσπάθειά μας έγκειται στην χρησιμοποίηση της σκέψης εγκρίτων φιλοσόφων – Πλάτωνος, Αριστοτέλους, Επικούρου, Μάρκου Αυρηλίου, Εμμ. Καντ, B. Russel, E. Cassirer, K. Jaspers, Ι. Ν. Θεοδωρακοπούλου κ.α. – ώστε μεταφερόμενη στην πρακτική να συστήσει αποφασιστικό εργαλείο στα χέρια του συμβούλου φιλοσοφίας. Από, λοιπόν, την θεωρία στην πράξη και αντιστρόφως, προς επίγνωση ότι η πρακτική φιλοσοφία μπορεί να αναχθεί σε θεωρητικές φιλοσοφικές αρχές. Ιδιαιτέρως όμως, η συγγραφική παραγωγή του νεοέλληνα φιλοσόφου Ι. Ν. Θεοδωρακοπούλου ήταν για μας όχι απλώς ανεκτίμητη, αλλά και αξεπέραστη και πάνω σε αυτόν στηρίξαμε το παρόν έργο. Ο Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος γεννήθηκε το 1900 στον Βασσαρά της Σπάρτης. Τις φιλοσοφικές σπουδές του ολοκλήρωσε στην Χαϊδελβέργη και διδάκτωρ ανεκηρύχθη το 1925. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1929 ιδρύει, με άλλους, το Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών. Από το 1930 έως το 1967 διδάσκει, ως υφηγητής αρχικά και στη συνέχεια ως τακτικός καθηγητής της φιλοσοφίας, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 1939 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1960 εκλέγεται στην Ακαδημία Αθηνών και το 1971 κυκλοφορεί ο πρώτος τόμος της Φιλοσοφίας, της επετηρίδας του Κέντρου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας, που ο ίδιος ίδρυσε. Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος πέθανε τον Φεβρουάριο του 1981. Η αναγραφή των δημοσιευμάτων του (Φιλοσοφία, τόμος 10-11, 1980-1981) περιλαμβάνει 53 τίτλους βιβλίων και 225 τίτλους άρθρων, ομιλιών και βιβλιοκρισιών. Με έκπληξη συλλαμβάνουμε εαυτόν να επιχειρηματολογεί και να συμβουλεύει με φράσεις και επιχειρήματα προερχόμενα από το σύνολο του συγγραφικού του έργου. Ο τρόπος σκέψης του είναι τόσο πολύ εδραιωμένος μέσα μας, ώστε να τον αισθανόμαστε οικείο. Άλλη μία μεγίστη έκπληξη διαδέχεται τις προηγούμενες όταν αναγινώσκουμε οποιονδήποτε άλλον μεγάλο συγγραφέα της φιλοσοφίας. Παραδόξως αλλ’ όχι γι’ αυτό ανεξηγήτως, μοιάζει να έχουν όλοι αντλήσει από αυτόν τον μεγάλο δάσκαλο, που φρονούμε ότι θα αποδειχθεί πηγή έμπνευσης των συμβούλων φιλοσοφίας. Αναλυτικότερα, στηρίζει την ηθική του στον Καντ, αλλά δεν καθηλώνεται σε αυτήν. Θαυμάζει και επιλέγει την μεταφυσική του Πλάτωνος, αλλά αναγνωρίζει τα δίκαια του Αριστοτέλους. Και γενικώς, το κριτικό του πνεύμα είναι πάντοτε αυστηρό αλλά ισόρροπο και ευθύβολο προς κάθε κατεύθυνση. Κυδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας (Existential Psychotherapy), καθώς και πολλών ακόμη επιστημονικών βιβλίων, άρθρων και λογοτεχνικών έργων.
8
ρίως όμως, τον εξαντλούμε επειδή μετέχει συνειδητά της μεταφυσικής αποδεχόμενος την αξία της. Και η μεταφυσική οφείλει να είναι παρούσα όταν θέλουμε να μην μεταπίπτει ο άνθρωπος και οι πράξεις του σε μια στείρα τυπολογία, εφόσον θέλει, άλλαις λέξεσι, να είναι αληθινός. Έτσι ο άνθρωπος, εμφορούμενος πλέον από αξίες, αντιλαμβάνεται μια πανθομολογούμενη αλήθεια, ότι δηλαδή, τότε μόνον είναι άξιος του ονόματος, τότε, δηλαδή, αληθώς θρώσκει άνω, όταν ξεπερνά τον μικρόκοσμό του, υπερβαίνει τις ανάγκες του σαρκίου του και προσφέρει εαυτόν ανιδιοτελώς σε αρωγή προς τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας. Ιδιαιτέρως πρέπει να τονιστεί επίσης η συνεισφορά του Ι. Γ. Δελλή, καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Πατρών, ο οποίος ήταν ο πρώτος που μίλησε για το σύγχρονο ρεύμα της χρησιμοποίησης της φιλοσοφίας ως «θεραπείας» με την έκδοση του έργου του Φιλοσοφική Συμβουλευτική, από όπου αντλήσαμε πολλά και πολύτιμα στοιχεία. Στην ολοκλήρωση αυτού του τόμου συνέβαλαν πολλοί και σημαντικοί άνθρωποι. Οι εύστοχες συμβουλές και κρίσεις τους πιστώνονται για ό,τι καλό περιέχεται στην παρούσα διατριβή. Για τις αβλεψίες όμως, τις παραλείψεις όπως και τα τυχόν λάθη, η ευθύνη είναι μόνον δική μου. Ιδιαιτέρως όμως οφείλω να ευχαριστήσω για την αμέριστη συμπαράστασή τους τους καθηγητές καν. Αθανασίαν Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη και κον. Θεοδόσιον Πελεγρίνην από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών καθώς και τον κον. Ιωάννην Δελλήν από το Πανεπιστήμιο Πατρών. Επίσης τους συνεργάτες μου: Βάσω Νίκα, Ντέμη Μαστραντώνη, Saida Abdulayeva, Κατερίνα Τσελέντη, Καλλιόπη Νικολούδη, Ειρήνη Κώστογλου, Ιωάννην Φωτόπουλον, την Μαρία Βλάχου, τα παιδιά μου Κωστούλα και Βάνα Δανιηλίδη, τους αδελφούς μου Σπύρο και Γιάννη Δανιηλίδη και την μητέρα μου Σταματίνα. Οι εντελώς ιδιαίτερες όμως ευχαριστίες μου πηγαίνουν αυτόδικαίως στην συνάδελφο Σωτηρία Ανεστίδου και τον καλλιτέχνη και στοχαστή κον. Κωνσταντίνον Γιάκαν άνευ των οποίων η ποιότητα του παρόντος έργου δεν θα ήταν η ίδια, γι’ αυτό δε και τους εκφράζω την παντοτινή μου ευγνωμοσύνη. Οι επανειλημμένες όμως προσπάθειες και η τελική διόρθωση της διατριβής που φρονώ ότι προσέθεσαν μεγάλη χάρη στα κείμενα του παρόντος έγιναν από μία νέα συνεργάτιδα–καλλιτέχνιδα, την Ιωάννα Δήμου, προς την οποία κάθε ευχαριστία είναι αληθινά ολίγη.
9
1. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ Οι ιστορικές ρίζες της φιλοσοφικής συμβουλευτικής – Από πού αντλούν τα θέματά τους οι σύγχρονοι φιλοσοφικοί σύμβουλοι – Οι διαφορές της φιλοσοφικής συμβουλευτικής από τα άλλα είδη ψυχοθεραπείας – Οι κοινοί τόποι φιλοσοφικής συμβουλευτικής και ψυχολογίας Η Φιλοσοφική Συμβουλευτική είναι η αναβίωση της αρχαίας τέχνης της παραίνεσης, της συμβουλής και της διδαχής της φιλοσοφίας ως μέσου ανακούφισης και θεραπείας των ανθρώπων από τις ψυχικές τους ταλαιπωρίες. Εφαρμόζει δηλαδή την φιλοσοφία με τον ίδιο τρόπο που την εφήρμοσαν ο Σωκράτης, οι στωικοί και συχνότατα οι μετέπειτα γενεές φιλοσόφων, για τους οποίους η φιλοσοφία ήταν τρόπος ζωής και όχι ακαδημαϊκό αντικείμενο13. Πρόκειται δηλαδή για μια προσέγγιση πολύ παλαιά14, ανανεωμένη όμως από τις γνώσεις που έχουν να προσφέρουν στον άνθρωπο τα πιο σύγχρονα ρεύματα της Φιλοσοφίας, καθώς και η Ψυχολογία, η Ανθρωπολογία, η Κοινωνιολογία και άλλες επιστήμες, ώστε μεταφερόμενη στην σύγχρονη εποχή, να ταιριάξει στον τρόπο που σήμερα ορίζει τον εαυτό του ο άνθρωπος. Από τα χρόνια της Αναγέννησης και εδώ, εγένετο αντιληπτό ότι ο λειτουργός των ανθρωπιστικών επιστημών οφείλει να είναι peritus peritorum, γνώστης δηλαδή παντοειδών και ωφελίμων γνώσεων, που η σύνθεσή τους να συμποσούται στην εστίαση, στο πρακτέον για τον άνθρωπο. Η θέση αυτή βέβαια θα μπορούσε να εκφυλιστεί σε τάση για φληναφήματα και απεραντολογίες, χρήζοντα διορθώσεων του αρχαιοελληνικού τύπου: «σοφός ουχ ο πολλά ειδώς αλλ’ ο χρήσιμα ειδώς». Οι σύγχρονοι φιλοσοφικοί σύμβουλοι αντλούν τις ιδέες τους κυρίως από υπαρξιστές φιλοσόφους, όπως οι Heidegger, Kierkegaard, Sartre και Merleau-Ponty και από τη στωική φιλοσοφία. Κύρια θέματά τους είναι το πώς υπάρχει ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο και η σύν13
Ο Πυθαγόρας πίστευε πως η Φιλοσοφία μαζί με τη μουσική, τη γυμναστική, την αυτοαξιολόγηση και τον εγκρατή, σχεδόν ασκητικό βίο, οδηγούν στην πνευματική κάθαρση και ευκοσμία και ισορροπία, μια ψυχική κατάσταση αντίστοιχη με την τάξη και την αρμονία του σύμπαντος. Έτσι η φιλοσοφία αποκτά θεραπευτικό – ψυχολογικό ρόλο. Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 35. Ο Σωκράτης υποστηρίζει πως η φιλοσοφία είναι μέσο θεραπείας της ψυχής και «φάρμακο» οι καλοί λόγοι. Βλ. Ι. Γ. Δελλής, ο.π., σελ. 44. «Ο φιλόσοφος μοιάζει με τον γιατρό». Στοβαίος, Ανθολόγιον, II, 7 σσ 39-41 (C. Washmuth, ανατ. 1999). Αποδίδεται στον Φίλωνα Λαρισαίο (160–180 μ.Χ. περίπου), σχολάρχη της τέταρτης πλατωνικής Ακαδημίας. Κατά τον Επίκτητο (55 – 135 μ.Χ περίπου), «ιατρείον έστιν, άνδρες, το του φιλοσόφου σχολείον». Βλ. Ι. Γ. Δελλής, ο.π., σελ. 50. Ο Σενέκας γράφει ότι η Φιλοσοφία έχει την δύναμη να επαναφέρει τον άνθρωπο από τις διάφορες ταραχές στην κατάσταση της ψυχικής ηρεμίας. Ι. Γ. Δελλής, ο.π., σελ. 53. Αυτές και πλήθος άλλων αναφορών που «μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η αντίληψη για τον θεραπευτικό ρόλο της Φιλοσοφίας ήταν κοινός τόπος στην αρχαία φιλοσοφική παράδοση» καταγράφει ο Ι. Γ. Δελλής στην Φιλοσοφική Συμβουλευτική, Η φιλοσοφία ως θεραπεία. 14 Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 47, σελ. 73 κ.τ.λ.
10
θεση του παρελθόντος με τις προσδοκίες του μέλλοντος, με όλο το εύρος και το βάθος των νοημάτων που κυοφορεί μία τέτοια προσέγγιση. Σημαντικό θέμα είναι και η παρουσία και αποδοχή του θανάτου, που θεωρείται σημαντικός παράγοντας της ικανότητας του προσώπου να υπάρχει πλήρως μέσα στον χρόνο. Επίσης, κεντρική θέση στην υπαρξιστική ανάλυση έχει το «τι σημαίνει να είσαι πρόσωπο και να υπάρχεις μέσα σε έναν ενσαρκωμένο κόσμο». Σημαντικό θέμα των υπαρξιστών είναι και το άγχος, ως παράγωγο φόβου και φροντίδας για την καθημερινή ζωή, και όχι ως συμπτώματος ψυχικής διαταραχής, όπως θεωρείται από την ψυχολογία. Το άγχος δηλαδή θεωρείται ως αναπόφευκτη συνέπεια της έγνοιας για τη ζωή, η παντελής έλλειψή του μάλιστα (που φανερώνεται ως αίσθηση εσωτερικής κενότητας ή αλλοτρίωσης), θεωρείται εδώ προβληματική. Υπάρχει έπειτα η τάση στην εποχή μας όλες οι ψυχικές ταλαιπωρίες και συναισθηματικές επιβαρύνσεις να αντιμετωπίζονται ως ασθένειες, και ως εκ τούτου αποκλειστικώς με φαρμακευτικά μέσα. Στο Εγχειρίδιο για Ψυχοθεραπευτές15, ο Peter B. Raabe γράφει: «υπάρχει μια ανησυχητική και θεμελιωμένη αμφιλογία στη συνολική σύλληψη του άγχους. Άλλοτε αναλύεται ως αμιγώς οργανικό πρόβλημα και άλλοτε ως πρόβλημα στη λογική και τον συλλογισμό… Η ένταση μεταξύ των δυο αυτών μοντέλων άγχους παραμένει άλυτη σε όλη την έκταση του έργου. Εμείς οι φιλοσοφικοί σύμβουλοι καλούμαστε να απαντήσουμε στην ερώτηση: Ποιο μοντέλο είναι σωστό και με ποιο μοντέλο θέλουμε να σχετιστούμε;». Ειδικώς, στη Β. Αμερική σήμερα, η άποψη ότι οι ψυχικές ταλαιπωρίες είναι μια ασθένεια όπως ο διαβήτης, η καρδιοπάθεια κ.α. κερδίζει συνεχώς έδαφος, τόσο μεταξύ των ειδικών όσο και της κοινής γνώμης. Η κατάθλιψη π.χ. παρουσιάζεται πλέον – με ανησυχητική, μάλιστα, βεβαιότητα – αποκλειστικώς ως αποτέλεσμα κάποιας χημικής ανισορροπίας στον εγκέφαλο. Άλλα αίτια, όπως το βεβαρημένο ιστορικό ενός ατόμου, δυσκολίες στην οικογενειακή ζωή κ.τ.λ. παραλείπονται εντελώς ή αποσιωπούνται. Η θέση όμως αυτή – ότι όλες οι ψυχικές ταλαιπωρίες οφείλονται αποκλειστικά σε οργανικά αίτια – δεν είναι καθαρώς επιστημονική. Πρώτον, διότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις, ή μάλλον, οι καταγραφές διάφορων αντιδράσεων της βιοχημείας του εγκεφάλου λανθασμένα προσφέρονται ως αποδείξεις, αντί για αντιδράσεις που απλώς συνοδεύουν διάφορες συναισθηματικές καταστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, για να εξέλθουμε ακέραιοι από αυτή τη διαφωνία, φαίνεται εδώ ορθό15
D.J. Stein – Er. Hollander, 2002.
11
τερο να βάλουμε ένα «πρέπει»: Πώς πρέπει να προσεγγίζονται το άγχος, η κατάθλιψη και οι άλλες ψυχικές ταλαιπωρίες; Ας υποθέσουμε εδώ για μια στιγμή ότι, όντως, πρέπει οι νευρώσεις να αντιμετωπίζονται ως έχουσες οργανικά αίτια, αποκλειστικώς με φαρμακευτικά μεσα, χωρίς καμία περαιτέρω λεκτική υποστήριξη. Το αποτέλεσμα θα ήταν ο πάσχων να χρειάζεται, σε βάθος χρόνου, όλο και πιο αυξημένες δόσεις του χορηγηθέντος φαρμάκου. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως παραλείπεται το γεγονός ότι η ζωή, η αυτογνωσία, η ελευθερία είναι αγαθά που κερδίζονται με μια ενέργεια του πνεύματός μας δημιουργική, που πλουτίζει το περιεχόμενό του και δίδει νόημα στην ζωή. Εδώ όμως βρισκόμαστε στον πυρήνα της ύπαρξης του ανθρώπου ως πνευματικού όντος, διότι αυτό το οποίο ονομάζουμε συνείδηση δεν είναι ένα κέντρο σταθερό και προϋπάρχον, το οποίο άλλοτε συνοδεύει τις ενέργειές μας και άλλοτε όχι, αλλά είναι κάτι το οποίο γεννάται και ευρύνεται ταυτόχρονα με την προσπάθεια που καταβάλλουμε για να μάθουμε ή να δημιουργήσουμε κάτι. Το αντίθετο λοιπόν θα ήταν σωστό: η λεκτική θεραπεία, ορισμένες φορές, πρέπει να συνοδεύεται από φαρμακευτική υποστήριξη. Άλλωστε, η θέση ότι οι ψυχικές ταλαιπωρίες οφείλονται σε οργανικά αίτια και είναι αρκετή για την αντιμετώπισή τους η χορήγηση φαρμάκων, δεν οφείλεται μόνο στο υλιστικό πνεύμα της εποχής μας, αλλά έχει και κίνητρα οικονομικά. Ο Lou Marinoff αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η τάση να περιορίζονται οι ψυχοθεραπευτές στην χορήγηση φαρμάκων, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι όλο και λιγότερες ώρες συνεδριών δικαιολογούνται από τα ασφαλιστικά ταμεία των Η.Π.Α.16. Σοβαρά θα έπρεπε να λάβει υπόψη κανείς την πολύ επιθετική διαφήμιση των μεγάλων φαρμακοβιομηχανιών, ως δημιουργούσα την προαναφερόμενη τάση. Η μοναξιά και ταυτόχρονα η ανάγκη σχέσης και επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους, η αυθεντικότητα της ύπαρξης, η ανάληψη ευθύνης, η έννοια της ελευθερίας και η αποδοχή του «είμαι-ριγμένοςμέσα-σε-έναν-δεδομένο-κόσμο» ανήκουν επίσης στους κεντρικούς προβληματισμούς της υπαρξιστικής φιλοσοφίας. Η υπαρξιστική ανάλυση εστιάζεται κατά βάση στον «τρόπο του είναι» ενός προσώπου 17, 16
L. Marinoff , 2002. Πρόσωπο: Όρος με τον οποίο στον τομέα της φιλοσοφίας δηλώνεται ο άνθρωπος. Ο προσδιορισμός της φύσης του ανθρώπου συνιστά ένα από τα βασικά ζητήματα της μεταφυσικής. Σε τι συνίσταται ένα πρόσωπο; Οι απαντήσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικώς προς το ερώτημα αυτό ταξινομούνται σε δύο βασικές ομάδες: στην κατηγορία των διδασκαλιών της διαρχίας, σύμφωνα με τις οποίες το πρόσωπο εκλαμβάνεται ως το άθροισμα δύο αυτοτελών υποστάσεων, του σώματος και της ψυχής, οι οποίες άμεσα ή έμμεσα επιδρούν η μία επάνω στην άλλη, και στην κατηγορία των θεωριών του ενισμού ή του μονισμού, σύμφωνα με τις οποίες το πρόσωπο ορίζεται ως μία ενιαία, αδιάσπαστη και λογικώς αρχέτυπη έννοια, της οποίας το σώμα και η ψυχή αποτελούν ιδιότητες ή κατηγορήματα. Ανεξάρτητα από τον προσδιορισμό της φύσης του προσώπου, το τελευταίο αυτό αντιμετωπίστηκε από τους φιλοσόφους ως μία ύπαρξη στην οποία αποδίδονται ηθικά χαρακτηριστικά. Έτσι, κατά τον Θωμά Ακινάτη, βασικά χαρακτηριστικά του 17
12
την ποιοτική υφή της σχέσης του με τον εαυτό του (Eigenwelt), τους άλλους (Mitwelt) και τον φυσικό κόσμο (Umwelt). Περαιτέρω, μέσω του καθολικού προβληματισμού που μόνον η φιλοσοφία μπορεί να προσφέρει, η φιλοσοφική συμβουλευτική χρησιμοποιώντας τον φιλοσοφικό διάλογο, έρχεται να συνδράμει τον σύγχρονο άνθρωπο στην αναμέτρησή του με τα δεδομένα της ύπαρξης. Η φιλοσοφία δεν ταυτίζεται βέβαια εν απολύτω με τον καθολικό προβληματισμό, αλλά η κύρια προσφορά της είναι ένας διαλεκτικός τρόπος του σκέπτεσθαι. Ασχολείται με προβλήματα τα οποία η επιστήμη δεν μπορεί να θέσει, όπως π.χ. τι είναι γνώση, ποια είναι τα όρια και η αντοχή της, ποια είναι η έννοια της πραγματικότητας, ποιος ο σκοπός και το νόημα της ζωής κ.τ.λ. Η σημερινή εξειδίκευση της επιστήμης έχει κατακερματίσει την γνώση, ενώ φιλόσοφοι και στοχαστές, αν κι είναι όλοι αποφασισμένοι να κινηθούν στον χώρο των τεκμηρίων και της εμπειρίας, πάντοτε η ερμηνεία τους των εμπειρικών δεδομένων περιέχει και κάποια αυθαίρετη αποδοχή, η οποία, όσο η θεωρητική τους προσέγγιση προχωρεί, γιγαντώνεται και κυριαρχεί, ώστε για χάρη της θυσιάζονται ή μένουν στη σκιά κάποιες όψεις του συνόλου των ψυχικών και πνευματικών μας αναγκών. Ο Νίτσε, για παράδειγμα, διακηρύσσει την βούληση για δύναμη, ο Φρόυντ τονίζει το σεξουαλικό ένστικτο και ο Μαρξ ενθρονίζει το οικονομικό κίνητρο. Ως αποτέλεσμα, η ταυτότητα18 του ανθρώπου ποτέ δεν ήταν τόσο ασυνεπής και αδιευκρίνιστη. Έτσι, μένει μέσα μας να αιωρείται, άλλοτε σαν συναίσθημα και άλλοτε σαν σκέψη, ότι κάποια ζωτική πλευρά της προσωπικότητάς μας, κάποια ψυχική ή πνευματική μας ανάγκη καταπιέζεται, εξορίζεται ή απαξιώνεται. Μία βασική απορία, ίσως η κυριότερη εσωτερική αγωνία του ανθρώπου, είναι να βρει την αιτία των ουσιαστικών ερωτημάτων της προσώπου είναι η ελευθερία της βούλησης και η αυταξία, ενώ κατά τον Καντ, στο πλαίσιο της διδασκαλίας του για την κατηγορική προσταγή, οι άνθρωποι αποτελούν πρόσωπα τα οποία οφείλει να μεταχειρίζεται κανείς ως σκοπό, και ποτέ απλώς ως μέσο. Ο όρος «πρόσωπο» χρησιμοποιήθηκε επίσης στους κόλπους της χριστιανικής θεολογίας, για να δηλώσει την φύση της τριαδικής θεότητας˙ η Αγία Τριάδα ορίζεται ως τρία πρόσωπα με μία και την αυτή ουσία. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. 18 Ταυτότητα: 1. Το σύνολο των στοιχείων που συνιστούν την μοναδικότητα κάθε ατόμου, που επιτρέπουν να το αναγνωρίζουν ως τέτοιο και να μην το συγχέουν με κάποιο άλλο. Το σύνολο των ιδιαίτερων ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου ή μίας ομάδας. Απόλυτη ομοιότητα: ταυτότητα απόψεων / αντιλήψεων, σύμπτωση, ταυτότητα σκοπών. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. «Ταυτότητα: Η εξίσωση ενός πράγματος με τον εαυτό του – στην περίπτωση που λέγεται ότι κάθε πράγμα ταυτίζεται με τον εαυτό του – ή η σχέση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά. Από τον Φρέγγε και εντεύθεν, η έννοια της ταυτότητας εκλαμβάνεται ως σχέση μεταξύ των ονομάτων που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τα πράγματα και όχι ως σχέση μεταξύ των ίδιων των πραγμάτων. Με την πρόταση, π.χ. «Η Αφροδίτη ταυτίζεται με τον Αυγερινό» εκείνο που δηλώνουμε δεν είναι η ταυτότητα μεταξύ δύο διαφορετικών πραγμάτων, δύο διαφορετικών άστρων, τα οποία εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, αλλά ότι οι όροι «Αφροδίτη» και «Αυγερινός» ταυτίζονται, καθόσον αναφέρονται στο ίδιο άστρο». Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
13
ύπαρξης19, που έχει θέσει από πολύ νωρίς στον εαυτό του. Νοιώθει δε, ότι αν δεν απαντήσει σε αυτά τα βασικά ερωτήματα – τι είναι ο κόσμος στην ουσία του και πως τον γνωρίζει ο άνθρωπος, και τι είναι ο άνθρωπος στην ουσία του και πως φτάνει ο ίδιος στην αυτογνωσία – θα χάσει δια παντός το πιο σημαντικό στοιχείο, που είναι αναγκαίο για να ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, δηλαδή, να αποκτήσει αυτοσυνειδησία. Θα νοιώσει, δηλαδή, το ίδιο το νόημα της ζωής να του ξεγλιστρά. Και αν η ψυχολογία είναι σήμερα το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται για να συμβουλεύσει και να θεραπεύσει τον άνθρωπο, είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να θυμηθεί τις ανθρωπιστικές της καταβολές και την ανθρωπιστική της προσέγγιση και να επιστρέψει στην αρχική φιλοσοφική της κοίτη. Από την άλλη, ούτε η φιλοσοφία επιτρέπεται να αγνοεί όλη την εμπειρία και την γνώση την οποία, εδώ και έναν αιώνα, αποκομίζουν οι μελετητές – θεραπευτές της ψυχής. Η φιλοσοφική συμβουλευτική έρχεται, ως μέσον θεραπείας και προσέγγισης του ανθρώπου, να αποκαταστήσει αυτήν ακριβώς την χαμένη ενότητα, να θυμηθεί την ξεχασμένη τέχνη της φιλοσοφικής παραίνεσης και αρωγής του ανθρώπου, φέρνοντας πάλι στους κόλπους της, στο cogito αλλά και στο dubito ergo sum, την ψυχολογία, εφόσον συναίσθημα20 και λογική δεν μπορούν να διαχωριστούν21. 19
«Αυτό που ζητείται από την φιλοσοφία σήμερα είναι πάνω από όλα μια συνεισφορά στην κατανόηση της ύπαρξης, με την αρωγή της αναγνώρισης των ατραπών που θα μπορούσαν να μας απομακρύνουν από την καταστροφή, και να προσφέρουν ειρήνη και ανάπτυξη. Σε κάθε άποψη της σύγχρονης ζωής υπάρχουν προβλήματα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με ανθρώπινες πιθανότητες, ορισμένες φορές με επικίνδυνο τρόπο εκτός του ανθρωπίνου ελέγχου. Οι τεχνικές εξελίξεις φαίνονται ορισμένες φορές να κατάστέλλουν την ανθρωπότητα αντί να συνοδεύουν την ίδια της την ανάπτυξη. Έτσι, είναι της φιλοσοφίας επίμοχθη προσπάθεια να ψάξει για μια ισορροπία, να καλλιεργήσει την καθημερινή σοφία που θα μπορούσε να είναι ικανή στο να προσανατολίσει άντρες και γυναίκες στη δράση τους και στην εκπλήρωση των στόχων τους». P. Casarin 2003, σελ. 52. 20 Το συναίσθημα είναι πάντοτε ψυχική κατάσταση του υποκειμένου, όχι γνώση κάποιου αντικειμένου. Το υποκείμενο με το αίσθημα, την ανάμνηση, την παράσταση και την κρίση έχει «ενώπιον του» κάτι, το οποίο με κάποιον τρόπο συλλαμβάνει, έχει δηλαδή μία συνείδηση ή μια γνώση για ένα αντικείμενο. Με το συναίσθημα, αντιθέτως, ζει μία κατάσταση του εαυτού του, μια διάθεση, και όχι μία πρόσθετη γνώση για κάτι. Ένα συναίσθημα παύει να υπάρχει όταν η προσοχή μας στραφεί προς κάποιο νέο αντικείμενο. Μόνον τα παρελθόντα συναισθήματα αντικειμενικοποιούνται. Το συναίσθημα, όπως δεν είναι αντικείμενο της ψυχικής πραγματικότητος, έτσι δεν είναι και ιδιότης των αντικειμένων τα οποία γνωρίζει η συνείδηση. Τα συναισθήματα συνοδεύονται και από σωματικά συμπτώματα που είναι ριζωμένα στα βάθη της οργανικής μας ζωής. Υπάρχουν π.χ. λόγοι να πιστεύουμε, ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού συστήματος έχει βασική σημασία για τη συναισθηματική μας ζωή. Τόσο η συνείδηση αντικειμένου όσο και το συναίσθημα δεν μπορούν να οριστούν λογικώς. Μόνον η βίωση των δύο αυτών ψυχικών γεγονότων μας πείθει για τον χαρακτήρα τους και τη διαφορά τους. Συνείδηση βεβαίως αντικειμένου και συναισθήματα έχουν όλοι οι άνθρωποι, δεν έχουν όμως όλοι, στον ίδιο βαθμό, την ικανότητα της ψυχολογικής αυτοπαρατήρησης, της αυτοβεβαίωσης και της αυτεπίγνωσης. Αν ο άνθρωπος ήταν ψυχρός θεατής του κόσμου και έμενε ασυγκίνητος από τη ζωή και τον εαυτό του δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006. 21 Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 128.
14
Θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι, ενώ η παραδοσιακή ψυχολογία ασχολείται με βιώματα και την συνειδητοποίησή τους, η φιλοσοφική συμβουλευτική ασχολείται κυρίως με έννοιες. Ωστόσο οι εργασίες θεραπευτών, όπως οι Irvin Yalom, Rollo May, R. D. Laing, Emmy van Deurtzen και Ernesto Spinelli, που χρησιμοποιούν ευρέως την φιλοσοφική – υπαρξιστική προσέγγιση, έχουν επηρεάσει ήδη εδώ και δεκαετίες πολλούς ψυχολόγους που «συνειδητοποιούν πλέον ότι τα προσωπικά ζητήματα και διλήμματα που παρουσιάζουν οι πελάτες τους στο δωμάτιο της θεραπείας, μπορούν πράγματι να αντιμετωπιστούν με τη χρήση φιλοσοφικών ιδεών και μεθόδων»22… «Κάτι μέσα στα έργα των συγγραφέων αυτών (των φιλοσόφων – υπαρξιστών θεραπευτών) μοιάζει να συλλαμβάνει, κατά την άποψη πολλών συμβούλων, μια κρίσιμη όψη της ουσίας όσων διαμείβονται στο πλαίσιο μιας καλής θεραπείας». Το παρόν έργο δηλαδή δεν απευθύνεται μόνο σε επαγγελματίες φιλοσόφους – θεραπευτές, αλλά και σε ψυχολόγους που, αργά ή γρήγορα, θα υποχρεωθούν να εισέλθουν και στη σφαίρα των αξιών23. Με άλλα λόγια, ουδείς φανταζόμαστε ψυχολόγος θα ισχυριζόταν ότι ο ανθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς αξίες. Η ψυχολογία μάλιστα προϋποθέτει τόσο την ύπαρξη ηθικών και άλλων αξιών, όσο και την εφαρμογή της λογικής. Ως επιστήμη, υποχρεούται να στηριχθεί στη Λογική – έναν απ’ τους κύριους κλάδους της φιλοσοφίας – όπως όλες οι επιστήμες, γιατί προϋποθέτει το κύρος των λογικών αρχών και ειδικώς της αρχής της αντιφάσεως, προκειμένου να διατυπώσει και να στηρίξει τις θεωρίες της. Για την διατύπωση οποιαδήποτε θεωρίας απαιτούνται νοήματα, και ό,τι ονομάζουμε νόημα ανήκει στην δική του διάσταση και όχι στη σφαίρα της ψυχολογίας, που καλύπτεται από βιώματα, συναισθήματα και πάθη. Άλλωστε, ο εξοβελισμός μιας νεύρωσης, η κατά κράτος ήττα της, δεν είναι η τελευταία πράξη στη ζωή ενός ανθρώπου, είναι απλώς η απομάκρυνση ενός σημαντικού εμποδίου στην πορεία του ατόμου προς την αυτοπραγμάτωση, την κατάκτηση της ελευθερίας του, τον ορισμό του εαυτού του ή, με μια λέξη, της αυτοσυνειδησίας του, που ποτέ δεν κατακτάται μιας κι έξω, μα είναι ένα αγώνισμα που διαρκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Μόνον τότε μπορούμε να πούμε για κάποιον «αυτός ήταν», θεωρώντας ολοκληρωμένη τη μορφή που έδωσε στον εαυτό του. Σε αυτή την διαρκώς ανασχηματιζόμενη σύνθεση της 22
J. McLeod, 2005, σελ.342. «Το να εφαρμόσεις την φιλοσοφία σημαίνει να θέτεις σταθερά σε κίνηση τη σκέψη» M. Lo Russo, 2003. 23
15
ανθρώπινης προσωπικότητας είναι έργο της φιλοσοφίας να βοηθήσει τον άνθρωπο, όχι της ψυχολογίας, η οποία εξ ορισμού στοχεύει είτε στην αναβίωση είτε στη συνειδητοποίηση συγκινησιακώς φορτισμένων καταστάσεων, ώστε ο εαυτός μας να γίνει πάλι ακέραιος. Η αξιολόγηση, όμως, και η σύνθεση όλων εκείνων που απαρτίζουν τόσο τον υλικό κόσμο, όσο και τον ιδεατό κόσμο, είναι έργο της φιλοσοφίας. Η βασικότερη, ίσως, και πιο απτή διαφορά φιλοσοφικής συμβουλευτικής και όλων των άλλων, ή σχεδόν, ψυχολογικών αντιμετωπίσεων, είναι πως η πρώτη εγκαινιάζει την πεποίθηση σταθερής φιλοσοφικής σκέψης απευθυνόμενης στο μέλλον, ενώ όλες ανεξαιρέτως οι ψυχολογίες, άλλη περισσότερο άλλη λιγότερο, στοχεύουν στο πριν. Υπό αυτήν την έννοια, ο συμβουλευόμενος αντλεί, πλην της θεραπείας του, και την πολλά υποσχόμενη δια βίου μάθηση. Πρακτική απόδειξη τούτου είναι η συχνή άρνηση διακοπής των συνεδριών, ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του βασικού στόχου δουλειάς. Επιστημολογικές προσεγγίσεις Η ηθική φιλοσοφία εξετάζει τα αιτήματα, τους ιδεατούς στόχους που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του, «το δέον γενέσθαι», ώστε να εφοδιάσει με θεωρητικά θεμέλια τις ανθρώπινες πράξεις. Γι’ αυτό και ονομάζεται και πρακτική φιλοσοφία. Μέσα στα πλαίσια αυτά εξετάζει τις έννοιες της ελευθερίας, της ματαιοδοξίας, του θάρρους, της βούλησης, του καλού ή του κακού. Η ψυχολογία, από την άλλη, δεν ενδιαφέρεται για το πώς ακριβώς ορίζονται οι έννοιες αυτές, αλλά για το πώς τις βιώνει ο άνθρωπος. Ο χρυσούς κανών της ηθικής φιλοσοφίας είναι κάθε κανόνας που αποτελεί παραλλαγή της ηθικής αρχής «να μην πράττεις εις βάρος των άλλων ό,τι δεν θέλεις να πράττουν οι άλλοι εις βάρος σου». Παραλλαγή αυτού του κανόνα είναι και η κατηγορική προσταγή του Καντ, ο οποίος ήθελε τα υπό του ανθρώπου πραττόμενα να συνιστούν πάντοτε δυνάμει αλλά και ενεργεία καθολικό νόμο. Η ηθική στην ψυχολογία έχει άλλη έννοια, αφορά τις κατηγορικές προσταγές που επιβάλλονται έξωθεν και διαμορφώνουν την ασύνειδη ηθική φωνή που μας λέει τι είναι σωστό και τι λάθος, τι είναι καλό και τι κακό, τις ονομάζει Υπερεγώ, και τις θέτει απέναντί της ως τον εχθρό που πρέπει να αντιμετωπίσει με την ψυχαναλυτική διαδικασία. Δεν αγνοεί, ούτε είναι αντίθετη στην ύπαρξη ηθικών νόμων – στην ουσία μάλιστα τους προϋποθέτει – απλώς ενίοτε μοιάζει να λησμονεί ότι υπάρχει και η υγιής έκφρασή τους. 16
Υπερεγώ λοιπόν ονομάζει τον άγραφο, ασύνειδο νόμο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί και εμπεδωθεί μέσα μας από την οικογένειά μας πρωτίστως, μα και από όλους τους σημαντικούς άλλους της ζωής μας, κατά την παιδική κυρίως ηλικία, από τη παιδεία μας με την πλατύτερη έννοια, δηλαδή τον κοινωνικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό μας περίγυρο. Όταν για κάποιους λόγους, λέει η ψυχολογία, το άτομο παρεμποδίζεται στην πορεία του προς την εσωτερική ελευθερία, την αυτονομία, την αυτοαρτίωση, την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, όταν υπάρχει μια ασύνειδη και επώδυνη σύγκρουση ανάμεσα στο προσωπικό Εγώ24 και τις κατηγορικές προσταγές που επιβάλλονται έξωθεν, τότε αναπτύσσεται μία νεύρωση. 24
ΕΓΩ: Το εγώ είναι το κεντρικό και ενιαίο εκείνο σημείο που μένει σταθερό μέσα μας ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται, και στο οποίο όλα αναφέρονται δίχως αυτό το ίδιο να αναφέρεται σε κανένα ούτε να ορίζεται με κανένα άλλο. Το εγώ δεν μπορεί να ταυτίζεται με το άθροισμα των περιεχομένων του, με την δέσμη των ψυχικών γεγονότων όπως υποστήριξε ο Χιουμ και άλλοι, αν και είναι πάντοτε παρόν σε όλα του τα βιώματα. Ούτε μπορεί να είναι το σύνολο των αισθημάτων, συναισθημάτων, παραστάσεων και τάσεων μέσα στην ακολουθία του χρόνου. Διότι αν το εγώ ταυτιζόταν με το άθροισμα των περιεχομένων του, τότε ποιος είναι εκείνος που διαπιστώνει ότι το εγώ είναι μια δέσμη παραστάσεων; Δεν είναι δυνατόν η δέσμη των παραστάσεων να βρίσκει τον εαυτό της. Έπειτα προκειμένου να διαπιστώσω την αλλαγή μου πρέπει να μένω πάντα «εγώ», να διατηρώ δηλαδή την ταυτότητα μου. Άλλωστε μία πολλότης παραστάσεων δεν συνθέτει κατ’ ανάγκην ενότητα, την οποία ενότητα παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Χιουμ, αν και δεν μπορούσε να ορίσει τον παράγοντα της ενότητας αυτής. Τα ψυχικά γεγονότα, όμως, αποτελούν σύνολο ακριβώς γιατί διέπονται από ένα και το αυτό υποκείμενο. Ούτε με το παρόν μπορεί να ταυτίζεται το εγώ διότι ανοίγει πάντοτε συνάμα την διάσταση του παρελθόντος και του μέλλοντος. Κι όμως παρά τη σταθερότητα και την ενότητά του, το εγώ δεν είναι αμετάβλητο, αλλ’ είναι αυτενέργεια, η οποία ζει συγχρόνως την ετερότητα και την ταυτότητά της. Το εγώ έχει μέσα του την ικανότητα να μεταβάλλει τον εαυτό του και να μορφωθεί, να γίνει προσωπικότης. Γιατί το παιδί όταν γεννιέται δεν είναι ακόμη άνθρωπος, είναι μόνον δυνάμει και όχι ενεργεία άνθρωπος. Και ακριβώς επειδή έχει μεσα του τη δυνατότητα να γίνει άνθρωπος οι γονείς του έχουν απέναντι του χρέη και καθήκοντα, ενώ απέναντι στα απλά αντικείμενα δεν έχουμε χρέη. Άνθρωπος αρχίζει να γίνεται αφότου πει «εγώ», κάτι που μόνον ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να το πει. Το πρόσωπο πάλι έχει τη δυνατότητα να γίνει προσωπικότης. Γι’ αυτό λέμε ότι η προσωπικότης είναι η εντελέχεια του προσώπου, ο σκοπός δηλαδή που έχει μέσα του. Ο άνθρωπος γίνεται προσωπικότης, φθάνει σε αυτοσυνειδησία όταν αναγνωρίζει την αξία των σκοπών που θέτει και ταυτόχρονα συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως χρεώστη του δέοντος. Η αυτοσυνειδησία επιτυγχάνεται μόνον με την πραγμάτωση των σκοπών της ζωής. Το καθαρό εγώ ως διαφεύγον σταθερά την παρατήρηση, παραμένει σύμφωνα με τον Καντ μονίμως υπερβατικό. Αν και δεν μπορεί να γνωστεί, αποτελεί ωστόσο την αναγκαία προϋπόθεση ώστε το ακατάστατο και πολύμορφο υλικό της εμπειρίας μας να οργανωθεί. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι «το εγώ ως γνωστικό κέντρο αποτελεί το «πράγμα» καθ’ εαυτό, την πρωταρχή, η οποία δεν ανάγεται σε τίποτε άλλο, αλλά έχει τη δύναμη της γνωστικής αυτεπιστροφής και με αυτήν γνωρίζει το Είναι της, δίχως όμως να μπορεί να το αντικειμενικοποιήσει, γιατί δεν έχει κανένα μέσο να εκφράσει την κατάσταση εκείνη του αυτοσυνειδέναι, η οποία ενυπάρχει μέσα σε όλα ως το φως που τα φωτίζει δίχως αυτή να φωτίζεται από κανένα. Το εγώ ως αυτοσυνειδησία είναι το κάτοπτρο, όπου μέσα φαίνονται όλα τα άλλα, δίχως αυτό το ίδιο να φαίνεται μέσα σε κανένα από αυτά». Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α’, σελ. 91. Πρέπει εδώ να διακρίνουμε μεταξύ της έννοιας του υποκειμένου ή Εγώ και της έννοιας της αυτοσυνείδησης. Αυτοσυνείδηση ονομάζουμε την ιδιαίτερη εκείνη περίπτωση όπου το εγώ μετατρέπει τον ίδιο τον εαυτό του σε αντικείμενο. Κατά τον Φρόυντ, το εγώ είναι ο ενσύνειδος εαυτός μας, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των ασύνειδων επιθυμιών και παρορμήσεων του εκείνου από τη μία πλευρά και των ηθικών και κοινωνικών αιτημάτων του υπερεγώ από την άλλη. Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης.
17
Το Υπερεγώ δημιουργεί προλήψεις, προκατασκευασμένες κρίσεις, που όσο πιο βαθιά στο ασυνείδητο βρίσκονται, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να εξελιχθούν στο είδος εκείνο των νευρώσεων που ονομάζουμε ψυχογενείς. Το Υπερεγώ μπορεί να προκαλέσει χονδροειδείς απάτες, καθώς είναι τόσο ασφυκτικά τυλιγμένο γύρω από το Εγώ, τον συνειδητό εαυτό μας, που κινδυνεύει να ταυτιστεί μαζί του. Πολλά ανθρώπινα πλάσματα λειτουργούν δια του Υπερεγώ, αντί του ορθού Εγώ, μέσα σε συνεχή ένταση, ενοχή, αγωνία, αφόρητο ψυχικό κάματο και κυρίως εσωτερική δυσκαμψία, που οδηγεί στην νεύρωση. Ο άκαμπτος αυτός γενικός νόμος, τον οποίο το άτομο αδυνατεί να ενσωματώσει σε κάθε τι μοναδικό, ανήκουστο και ασύγκριτο που χαρακτηρίζει την ξεχωριστή του προσωπικότητα, είναι για την ψυχολογία ο εχθρός. Θα έλεγε κανείς, με μία πρώτη ματιά, ότι φιλοσοφία και ψυχολογία όχι μόνον έχουν εντελώς ξεχωριστά ενδιαφέροντα, αντικείμενο μελέτης και πεδίο δράσης, αλλά και απόψεις και στόχους που μοιάζουν να συγκρούονται μεταξύ τους. Η ψυχολογία λέει ότι ένας νόμος όσο πιο βαθιά στο ασυνείδητο ζει θαμμένος, σαν ένα πλάσμα αόριστο, τόσο περισσότερο έχουμε την τάση να τον εξυψώνουμε σε κάποια μακρινή περιοχή, μέχρι που τελικά ταυτίζεται με τον Θεό. Με απλά λόγια, η μεγάλη δύναμη του Υπερεγώ εστιάζεται στο ότι το υποκείμενο ουδόλως το συνδέει με τους σημαντικούς άλλους της ζωής του (οπότε και θα έθετε πολλά πράγματα υπό κρίσην), αλλά το προωθεί ως δική του παγιωμένη προσέγγιση και ανακάλυψη και αναλόγως το υποστηρίζει. Τότε ο νόμος γίνεται απόλυτος, τυραννικός, μια κατάσταση απολιθωμένη για πάντα. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της ψυχανάλυσης είναι να δώσει ζωή σε αυτόν τον δικτατορικό και σκληρωτικό νόμο, που δεν εκφράζει καθόλου ένα δυναμισμό, μα αυτήν την απολιθωμένη κατάσταση. Η ψυχική θεραπεία εξαρτάται από τις συνεχώς βαθύτερες συνειδητοποιήσεις. Η ψυχική υγεία συνίσταται σε μιαν αδιάκοπη προσαρμοστικότητα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής, απαιτεί ένα ευλύγιστο Εγώ που είναι αντίθετο προς το άκαμπτο Υπερεγώ. Η ψυχική υγεία εξασφαλίζεται όταν ο άνθρωπος μπορεί να εργάζεται και ν’ αγαπά χωρίς φόβο και χωρίς μηχανισμούς προστασίας του φόβου. Άρρωστο είναι κάθε άτομο που σκέπτεται πεζά, ταπεινά και είναι τυποποιημένο, που έχει ανάγκη να εξουσιάζει και να εξουσιάζεται. Η ψυχολογία, πνευματικό τέκνο της φιλοσοφίας, ενίοτε λειτουργικό υποσύνολο του φιλοσοφικού υπερσυνόλου, είναι απλώς το εργαλείο που απομακρύνει τα εμπόδια και τις αντιστάσεις που η συνείδη18
ση, βολεμένη, παρεμβάλει αμυντικά για να διατηρήσει ψευδεπίγραφα κεκτημένα. Η φιλοσοφία, και αυτή, λέει ότι κάθε τι που διαφεύγει των αμφιβολιών μας, που αρνούμαστε να υποβάλουμε στην βάσανο της συνειδητής εξέτασης και της λογικής, είναι μια ιδέα που μας κυβερνά αντί να την κυβερνούμε, ένας νόμος τυραννικός. Το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» γονιμοποιεί τη σκέψη. Η αμφιβολία, μπορούμε να πούμε, τρέφει την πίστη στη ζωή και τον άνθρωπο, γιατί μόνο έτσι η ζωή μας γεμίζει με ενδιαφέροντα και πνευματικές κατακτήσεις, αγκαλιάζοντας με το πνεύμα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου, και αυτή είναι μια ζωή που αξίζει να την ζήσει κανείς. Η φιλοσοφία επιθυμεί να διευρύνει την συνείδηση που έχουμε για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Εκεί πλέον, οι στόχοι φιλοσοφίας και ψυχολογίας συμπορεύονται.
19
Σύνοψη Πρώτου Κεφαλαίου Η φιλοσοφική συμβουλευτική είναι η τέχνη της εφαρμογής της φιλοσοφίας στην επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας και της μεταφοράς των φιλοσοφικών αξιών στην καθημερινή ζωή. Όπως ο Σωκράτης και οι συνεχιστές του αντελήφθησαν την πρακτική σημασία της φιλοσοφίας προς το ευ ζην, και την εφήρμοσαν αναλόγως, ομοίως και ο σύμβουλος φιλοσοφίας επεκτείνει την φιλοσοφική εισφορά στα έσχατα όριά της, προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα του κοινού του. Η σύγχρονη φιλοσοφική συμβουλευτική είναι, στη βάση της, η ίδια εκείνη αρχαία προσέγγιση που συνυπολογίζει όλες τις κατακτήσεις του ανθρωπίνου πνεύματος έκτοτε. Διαφέρει δε από την παραδοσιακή ψυχολογία ως προς το ότι, ενώ η ψυχολογία εστιάζεται σε βιώματα, η φιλοσοφική συμβουλευτική ενδιαφέρεται για νοήματα καθώς και για την αξιολόγηση τόσο των βιωμάτων, όσο και των πράξεων του ανθρώπου. Η φιλοσοφική συμβουλευτική θεμελιώνεται στη θέση ότι συναίσθημα και λογική δεν μπορούν να διαχωριστούν απολύτως στην αληθινή ζωή, αλλά αλληλοεξαρτώνται. Φιλοσοφία και ψυχολογία βοηθούν, με τον δικό της τρόπο η καθεμία, τον άνθρωπο να συνθέσει μια ιστορία του εαυτού του. Ο άνθρωπος φαίνεται να έχει χάσει την ταυτότητά του μέσα στην ετερογένεια των επιστημονικών γνώσεων. Έτσι, η εικόνα που έχει για τον εαυτό του ποτέ δεν ήταν τόσο ασυνεπής και, συνακόλουθα, ελλειπτική. Με αυτήν την έννοια, καμιά εποχή δεν είχε τόση ανάγκη, όσο η δική μας, τον καθολικό προβληματισμό και την διαλεκτική, που μόνον η φιλοσοφία μπορεί να προσφέρει. Παραδόξως, αλλ’ όχι για τούτο ανεξηγήτως, ο εικοστός αιώνας μας στέλνει ένα άλλο μήνυμα, ισχυρό μέχρι σήμερα, της συνεχούς εξειδικεύσεως. Ο σύμβουλος φιλοσοφίας και η δράση του δεν αντιστρατεύονται αυτήν την τάση, αλλά μόνον την υπερβολή της.
20
2. ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ Οι λόγοι επίσκεψης στον φιλοσοφικό σύμβουλο – Η αυτοσυνειδησία ως απαραίτητος όρος για την ευτυχία – Η ελευθερία και η αυτοσυνειδησία ως κεντρικό πρόβλημα της ηθικής – Η σύνθεση και η ενεργοποίηση των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου – Διερεύνηση ατομικού κοσμοειδώλου και αρωγή προς τούτο δια της φιλοσοφίας. Οι κυριότεροι λόγοι επίσκεψης στον φιλοσοφικό σύμβουλο είναι θέματα ή προβλήματα: α) εργασιακά β) συναισθηματικά (τεράστια συναισθηματική αβεβαιότητα– το αενάως αγαπάν) γ) στις ενδοοικογενειακές σχέσεις δ) το θέμα της ανασφάλειας γενικώς ε) υπαρξιακά (συναισθήματα ανίας, κενότητος, έλλειψης νοήματος στη ζωή, άγχος κ.τ.λ.) στ) η αντιμετώπιση του θανάτου ζ) οικολογικά, πολύ συχνά ως σύμπτωμα μιας γενικότερης απαισιοδοξίας η) σπουδών, όπως οργάνωση μελέτης ή επαγγελματικός προσανατολισμός. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων τέμνονται. Ακόμη και όταν αποκλίνουν. Αυτό το πεδίο τομής τις κατηγοριοποιεί. Η κατάταξη – βασική αρχή της επιστήμης – επιμερίζει και προσδιορίζει. Σύνθεση και ανάλυση των δεδομένων, πάντα από ικανό και μεθοδικό ειδικό, επιδιώκουν την βελτίωση ή και θεραπεία εκείνου που υποφέρει. Τα προβλήματα των ανθρώπων είναι σχετικά με τον χρόνο στον οποίο συμβαίνουν και τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ηθικές, πολιτισμικές κ.α. συνιστώσες. Όμως, σχεδόν διαχρονικά, τα θέματα που απασχολούν το άτομο και το οδηγούν από την προβληματική στο πρόβλημα είναι, σε παγκόσμιο επίπεδο, συγκεκριμένα και επαναλαμβανόμενα: ο έρωτας, ο θάνατος, οι ανασφάλειες, ο φόβος, η απιστία, υπαρξιακά ερωτηματικά κ.τ.λ. και αποτελούν τους σπονδύλους της ραχοκοκαλιάς που είναι το αντικείμενο της δουλειάς του φιλοσοφικού συμβούλου. Όπως η μουσική έχει αρχή, παρόν και μέλλον, στηριζόμενη στις επτά γνωστές νότες της μουσικής κλίμακας (καθώς και στις υποδιαιρέσεις τους), έτσι και η δουλειά του φιλοσοφικού συμβούλου συνθέτει υποστηρικτικό αποτέλεσμα από την ανάλυση αυτών των εν 21
πολλοίς κοινών θεμάτων, που προκαλούν τους λόγους παρέμβασης του ειδικού. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνοι που κατέχουν αυτά τα θέματα και γνωρίζουν φιλοσοφία, θέσει εξαιρούνται του αντικειμένου δράσης ενός συμβούλου φιλοσοφίας. Ο Λόγος είναι και η ουσία της εξειδίκευσης του συμβούλου φιλοσοφίας που αφορά στην πρακτική αξιοποίηση των γνώσεων αυτών, ώστε να γίνουν εργαλείο αντιμετώπισης μιας εσωτερικής υπαρξιακής κρίσης. Η εμπειρία μας κατά την άσκηση της συμβουλευτικής φιλοσοφικής, πιστοποιημένη από ένα στατιστικά επαρκές δείγμα, μας οδήγησε στην πεποίθηση ότι η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού αιτιάται λάθος λόγους για τις δυσχέρειες και τις αμηχανίες της στην προσπάθεια επίτευξης επιτυχιών. Αθροίζοντας και εξετάζοντας το στατιστικό αυτό δείγμα αντιστρόφως, εκκινώντας δηλαδή από το τέλος και οδεύοντας προς την αρχή, διαπιστώσαμε με μεγάλη έκπληξη πόσο κοινά είναι τα αίτια που ταλανίζουν το σημερινό άτομο και πόσο σωστά και σε βάθος αρτιώνεται η αντιμετώπισή τους. Αδύνατον λοιπόν να μιλήσεις για αντιμετώπιση ψυχικών του ταλαιπωριών αν δεν εξετάσεις και αν δεν μυήσεις τον συμβουλευόμενο στα ακόλουθα: Ποια η έννοια του ανθρώπου, πώς θεμελιώνεται η έννοια της ηθικής (αντί ενός έτοιμου ηθικού συστήματος), ποια η έννοια και η σημασία της μεταφυσικής, περί έρωτος στην υψηλότερη εκδοχή του, ποια η ανάγκη των διαφόρων τρόπων αντικειμενικοποίησης του πνεύματος του ανθρώπου, δηλαδή της έκφρασής του (γλώσσα, τέχνη, θρησκεία, πολιτεία, επιστήμη), τι σημαίνουν οι ηθικές αντινομίες (χρέος – πάθος, θάνατος, φιλία – εχθρότητα, χρόνος, ελευθερία), ποια η έννοια της πραγματικότητος, ποια η έννοια του καλού και του κακού, τι σημαίνει γνώση, ποια η αξία του βιώματος ως μαρτυρίας για τον κόσμο και πώς είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με την κρίση μας, πόσο μεγάλη είναι η σημασία ολοκλήρωσης των σκοπών που θέτει ο άνθρωπος. Όταν ο άνθρωπος κατανοήσει την αξία αλλά και το πεπερασμένο της γνώσης, τότε διδάσκεται και την αληθινή έννοια της ταπεινοφροσύνης, αποκτά δηλαδή συνείδηση των δυνατοτήτων αλλά και των ορίων του. Τα προβλήματα δηλαδή αντιμετωπίζονται στη φιλοσοφική συμβουλευτική ως συμπτώματα αντιφάσεων του τρόπου που κάθε άνθρωπος θεωρεί τον κόσμο: αντιφάσεις δηλαδή στις αντιλήψεις του, σε γνώμες και απόψεις που κληρονόμησε άκριτα, υπεργενικεύσεις (επαγωγές από μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, στερεοτυπική σκέψη κ.τ.λ.), προσδοκίες μη ρεαλιστικές, συλλογισμούς με αντιθετικούς όρους, ανυπόστατες υποθέσεις, παράβλεψη εναλλακτικών επιλογών, 22
κ.τ.λ. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος καλείται να εξετάσει τις βασικές θέσεις ή έννοιες με τις οποίες έχει οικοδομηθεί η πραγματικότητα25 του κάθε ατόμου, και να το βοηθήσει ώστε να θεμελιώσει και να αναδομήσει την πραγματικότητά του σε πιο στέρεες βάσεις. Με άλλα λόγια, βοηθά το άτομο να διαμορφώσει μια κοσμοθεωρία πιο μεστή από νόημα και πιο συνεκτική, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι ο επισκέπτης δεν χρήζει βοηθείας από άλλον, διαφορετικό ειδικό. Ο ύψιστος στόχος της φιλοσοφικής συμβουλευτικής είναι, με τα λόγια του Πλωτίνου, η «αυτοσυναίσθησις της ψυχής26 και η επιστροφή του πνεύματος στον εαυτό του», με δυο λόγια, η αυτεπίγνωση. Η αυτοσυνειδησία πάντοτε ήταν όχι μόνον ο ύψιστος στόχος όλων των φιλοσοφικών σχολών πέρα από τις διαμάχες τους, αλλά και ο κύριος τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνουμε τους κεντρικούς μας στόχους: Να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να ακολουθήσει τον «αληθινό εαυτό» του ή, με άλλα λόγια, να ανακαλύψει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Να δει πράγματα που ως τώρα θεωρούσε δεδομένα από καινούρια θέση, να διευρύνει την προοπτική του απέναντι στον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Να τον βοηθήσουμε να αποκτήσει μια ιστορία του εαυτού του, αποκομίζοντας διδάγματα από το παρελθόν και εντάσσοντας στο
25
«κοσμοθεωρία» στην υπαρξιστική προσέγγιση, «κοσμοείδωλο» στην κοινωνική ψυχολογία Ψυχή: 1α. το ένα από τα δύο βασικά στοιχεία που συνθέτουν την ανθρώπινη φύση: Ο άνθρωπος αποτελείται από το σώμα και την ψυχή. Οι δύο τους είναι ένα σώμα, μια ψυχή, συνεννοούνται πολύ καλά, ταιριάζουν. Ψυχή του κόσμου, αρχή της ενότητας και της κίνησης του κόσμου σύμφωνα με μερικούς αρχαίους και νεότερους φιλοσόφους. β. (θεολ.) το άυλο στοιχείο του ανθρώπου που, ύστερα από τον θάνατο του σώματος, αποκτά αυτόνομη ύπαρξη: Σώζω / χάνω την ψυχή μου. Η σωτηρία της ψυχής. 2. ο συναισθηματικός και ηθικός κόσμος του ανθρώπου σε αντίθεση προς τις διανοητικές λειτουργίες του: Η καλλιέργεια πνεύματος και ψυχής. 4β. αυτός που δίνει θάρρος, ζωντάνια, που κινεί ένα σύνολο ανθρώπων: Ήταν η ψυχή του αγώνα / της επανάστασης. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Ψυχή: αρχικώς πνοή, αναπνοή, διάφορον τι και χωριστόν από του σώματος, από του οποίου εκφεύγει ως πνοή και προς πνοή συνταυτίζεται. προς την έννοιαν της ψυχής ως πνοής (ψ 100). συνεδυάσθησαν και οι εκ των ονείρων αβέβαιοι παραστάσεις των μορφών τεθνεώτων, ώστε εις την ψυχήν τούτην απεδόθη η μορφή ειδώλου και σκιάς (πβ, λ 205, 222). Ομηρικό Λεξικό Λορεντζάτου. Η ψυχή είναι στον Όμηρο κάτι διαφορετικό από τη ζωή. Τα αεριώδη είδωλα εν Άδη, δεν έχουν συνείδηση και μόνο παροδικώς την αποκτούν πίνοντας αίμα. Σε πολλές θρησκείες και μυθολογίες ανά τον κόσμο, η ψυχή ταυτίζεται ή είναι μέρος της αρχικής πνοής της δημιουργίας, είναι το άνευ αιτίου αίτιον, η θεϊκή υπόσταση που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Στην φιλοσοφία, με την έννοια της ψυχής μπορούμε να ανταλλάξουμε το εγώ και το υποκείμενο. Ψυχή είναι το ζωντανό, αυτενεργό και αυτοαναφορικό κέντρο της εσωτερικής πραγματικότητας. Η ψυχή είναι εκείνη που έχει συνείδηση των αντικειμένων, η οποία συναισθάνεται και κατέχεται από τάσεις και επιθυμίες. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ’, σελ.327. 26
23
παρόν την προοπτική του μέλλοντος, δημιουργώντας έτσι κάτι πολύτιμο για χάρη του οποίου να αξίζει να ζήσει. Να συνειδητοποιήσει την συμμετοχή του στη δημιουργία της πραγματικότητας, ώστε να νοιώσει υπερήφανος για τα επιτεύγματα του που είναι επιτεύγματα του ανθρωπίνου πνεύματος, και έτσι να περάσει από την παθητική στάση στην ενεργητική. Οι διατυπώσεις «αναζήτηση της σοφίας» και «ταξίδι πέρα από το πρόσωπο» με τις οποίες ο Lahav (2001) προσπαθεί να εκφράσει το εύρος των δυνατοτήτων της φιλοσοφικής προσέγγισης, συνοψίζονται στο αρχαίο ελληνικό «γνώθι σεαυτόν». Ωστόσο, η άγνοια που έχει ο αφιλοσόφητος άνθρωπος για τον εαυτό του είναι η άγνοια που παραδέχεται δυσκολότερα από όλες, αν και σε αυτήν έχουν τις ρίζες τους προβλήματα όπως η αδυναμία επικοινωνίας, η ανασφάλεια, η συναισθηματική αβεβαιότητα, η φθορά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση κ.τ.λ. Πώς να κατανοήσει κανείς τον κόσμο αν αγνοεί τον ίδιο τον εαυτό του; Ο ύψιστος στόχος, λοιπόν, είναι πάντοτε η αυτοσυνειδησία, η ευτυχία είναι απλώς μια ευχάριστη παρενέργεια ή, αλλιώς ιδωμένο, η αυτοσυνειδησία είναι απαραίτητος όρος για τη συγκρότηση πιθανοτήτων επιτυχίας και ευτυχίας27. «Παντού στην ζωή, πρόκειται για ένα πράγμα, για το πώς να έρθει ο άνθρωπος σε απόλυτη αυτοσυνειδησία», γράφει ο Γκαίτε. Συνείδηση είναι ο όρος τον οποίον εισηγήθηκαν οι στωικοί φιλόσοφοι, προκειμένου να δηλώσουν την άποψη που μπορεί να διαμορφώσει ο άνθρωπος για τον ηθικό χαρακτήρα των πράξεών του, διακρίνοντας το αγαθό από το κακό. Αργότερα ο Λοκ, διευρύνοντας την έννοια, όρισε την συνείδηση ως αντίληψη για το κάθε τι που εκδηλώνεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Την αυτοσυνειδησία ο άνθρωπος την αποκτά με δύο τρόπους: Πρώτον: με τρόπο θεωρητικό, χρησιμοποιώντας το νου του για να γνωρίσει την ψυχική του ζωή και τις πνευματικές του δυνάμεις, εφόσον συνειδητοποιεί μέσα του τις δυνάμεις αυτές και αρχίζει μέσα σε αυτές να βλέπει τον εαυτό του.
27
«Δεν υπάρχει αγαθό που να μπορεί να χαρίσει ευτυχία στα ανθρώπινα όντα, αλλά κάποιος είναι ευτυχισμένος αν μπορεί να δώσει αξία στη ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις: να κυνηγά την ευχαρίστηση χωρίς να γίνεται δούλος της, να παίρνει χαρά από την αγάπη χωρίς να ξεχνά ότι το να δίνει τον εαυτό του πλουτίζει πιο πολύ από το να κατέχει, να χρησιμοποιεί τον νου του για να δημιουργεί, σύνεση για να αποφασίζει σωστά πώς να δράσει ώστε να αποφεύγει μοιραίες συνέπειες, συνέπειες που συνδέονται με την έλλειψη εμπειρίας και την ρηχότητα, πάντοτε να μαθαίνει ακόμη κι όταν πονά, να βρίσκει στις οδύνες ένα κίνητρο για ωρίμανση και όχι μόνο ένα εμπόδιο». S. Natoli, 2000, σελ. 101.
24
Δεύτερον: δίνοντας στο πνεύμα του αντικειμενική μορφή28, μεσω της τέχνης, της θρησκείας, της επιστήμης, της πολιτείας, με τις πράξεις του στην καθημερινή του ζωή γενικώς. Με τους τρόπους αυτούς βάζει στον κόσμο την προσωπική του σφραγίδα: αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της πράξης, να δίνει στα πράγματα τη μορφή του πνεύματός του, με τρόπο είτε θετικό είτε αρνητικό. Οι δύο αυτοί τρόποι έχουν ένα κοινό και κύριο γνώρισμα, ενέχουν την ανάγκη, την τάση του ανθρώπου να δώσει στο χάος μορφή, γιατί μόνο έτσι μπορεί να κάνει τα πράγματα από ξένα που του είναι, δικά του, βλέποντας δηλαδή τον εαυτό του μέσα σ’ αυτά. Ο άνθρωπος με την πολιτεία ελευθερώνεται από την αδικία και την αυθαιρεσία που τον απειλεί, θέτοντας νόμους, με την επιστήμη ελευθερώνεται από την άγνοια, με την τεχνική ελευθερώνεται από τα εμπόδια της φύσης, με την τέχνη από τα άμορφα στοιχεία που τον βασανίζουν δίνοντας τους μορφή, κάλλος και μέτρο. Γι’ αυτό λέμε ότι η πορεία προς την αυτοσυνείδηση είναι πορεία προς την ελευθερία. Η ανάγκη του να ελευθερωθεί από το βάρος και την πίεση του άμορφου εσωτερικού και εξωτερικού του κόσμου, είναι η αιτία που τον αναγκάζει να δημιουργήσει πνευματική ζωή. Η ελευθερία είναι η βαθύτερη αιτία και ο ουσιαστικός νόμος της ζωής του πνεύματος. Η ελευθερία και η αυτοσυνειδησία της προσωπικότητας αποτελούν το κεντρικό πρόβλημα της ηθικής. Η ηθική ελευθερία κερδίζεται μέσα από την πάλη συναισθήματος και λογικής. Η πάλη αυτή συνοδεύει την συνείδηση και την ζωή του ανθρώπου από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του. Αν λείπει είτε το συναίσθημα είτε η λογική δεν μπορούμε να μιλούμε για ηθική πράξη. Τόσο η ελευθερία όσο και η ηθική πάλη, τα χρέη που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του και, γενικώς, όλα τα επιμέρους προβλήματα και αγωνίσματα του ανθρώπου, προϋποθέτουν το πρωταρχικό γεγονός της συνείδησης. Η υψηλή αποστολή της φιλοσοφικής ηθικής είναι να απαλείψει με την διαλεκτική της ανάλυση την συνείδηση του ανθρώπου από κάθε τι που είναι έξω – ηθικό και που ίσως ο ίδιος νομίζει ως ηθικό, και γενικώς να απαλλάξει τον άνθρωπο από κάθε τι που τον εμπο-
28
Μορφή: Τύπος, όψις, ιδέα, σχηματισμός του σώματος, β) εξαιρ. ωραιότης, ευπρέπεια, ο «καλλωπισμός» της διηγήσεως, γ) μτφ. παιχνίδι χειρονομιών, δ) εν τη ιχνογραφική, η διαγραφή τινός, η καθαρή μορφή. Λεξικό Ανθ. Γαζή. Μορφόω: εις μορφήν φέρω, εικονίζω Το μυστικό της μορφής είναι ότι έχει όρια. Τα όρια αυτά δεν αναφέρονται μόνο στην ορατή μορφή, αλλά και στη λογική. Η μορφή είναι ένα από τα τέσσερα αίτια των αισθητών πραγμάτων κατά των Αριστοτέλη. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
25
δίζει να δώσει περιεχόμενο στην ελευθερία του, να τον βοηθήσει να ολοκληρωθεί ως προσωπικότης. Η φιλοσοφική συμβουλευτική φτάνει στους στόχους της μέσω διαλεκτικής. Προκειμένου να κρατηθεί ζωντανός ο φιλοσοφικός διάλογος ανατρέχουμε στις πηγές της φιλοσοφίας. Πηγές της φιλοσοφίας είναι ο θαυμασμός που οδηγεί στη γνώση, η αμφιβολία που γεννά τον κριτικό έλεγχο και τη σαφή βεβαιότητα, και η απώλεια που οδηγεί στην κατάκτηση του εαυτού μας. Ωστόσο, τα τρία αυτά κίνητρα «πράγματι ισχύουν, αλλά δεν επαρκούν. Τελούν υπό τον όρον ότι υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων»29. Το θεμέλιο της κάθε επικοινωνίας – όσον αφορά στη φιλοσοφική συμβουλευτική – είναι η επικοινωνία μεταξύ συμβούλου και συμβουλευομένου. Η επιτυχία σ’ αυτήν την καθ’ όλα προσωπική – δυαδική – σχέση είναι, ούτως ειπείν, ο ψυχικός και πνευματικός ακρογωνιαίος λίθος για την αποκατάσταση της επικοινωνίας με τους άλλους, και συνακόλουθα, της βελτίωσης των σχέσεων και τη γένεση μιας νέας ελπίδας για επιτυχία και χαρά στη ζωή. Θαυματουργή εν τούτοις παραμένει η «εδώ και τώρα» απόδοση της προσπάθειας του συμβούλου να δείξει πως, αφού ο συμβουλευόμενος επικοινωνεί άριστα μαζί του, με άνθρωπο δηλαδή κατά τεκμήριο λογικό, είναι ικανός αυτοδικαίως να επικοινωνήσει θαυμάσια με οιονδήποτε άλλον, υπό την ίδια προϋπόθεση. Παράλληλα, σε ένα άλλο επίπεδο και μετά το «εδώ και τώρα», επέρχονται διανοητικές ευελιξίες και επίκαιροι συγχρονισμοί στην ακολουθία της σκέψης, δώρο ανεκτίμητο προς τον συμβουλευόμενο, διότι αποκατάσταση στη λέξη σημαίνει αποκατάσταση του Λόγου. Μέσω αυτής της πορείας οδηγούμεθα και στους άλλους σκοπούς της δουλειάς μας. Σκοπός βεβαίως του φιλοσοφικού διαλόγου δεν είναι να δώσει έτοιμες απαντήσεις για τα μικρά της ζωής αλλά, αντιθέτως, να προσεγγίσει τα μεγάλα. Η ζωή τότε αξιολογείται διαφορετικά, sub specie aeternitatis, και ο άνθρωπος μαθαίνει ότι το μόνο που μπορεί στην πραγματικότητα να διευθετήσει είναι ο εαυτός του. Συνειδητοποιώντας τον εαυτό του ο άνθρωπος περιορίζει και τον ανθρωπομορφισμό των πραγμάτων και βεβαιώνεται για την ιδιαίτερη θέση του μέσα στον κόσμο. Ξεπερνά τότε και την φυσική ροπή, που υπάρχει πολύ έντονη μέσα σε όλους τους ανθρώπους, να θεωρεί ό,τι του μοιάζει ως άξιο και το ξένο ως ανάξιο. Η ρίζα λ.χ. του ρατσισμού και του εθνοκεντρισμού βρίσκεται στο γεγονός ότι η εποπτεία, η άμεση δηλαδή γνωριμία που έχουμε με τον εαυτό μας, είναι πολύ
29
Κ. Γιάσπερς, 1983, σελ. 113.
26
ισχυρότερη από τη λογική. Η εποπτεία είναι άμεση ενώ η λογική έμμεση και δύσκολο να κατακτηθεί. Έτερος σκοπός της φιλοσοφίας είναι να δείξει ότι η ζωή του ανθρώπου ακεραιώνεται μόνον όταν κατορθώσει να συνθέσει μέσα του τις αντιθέσεις. Για αυτήν την ολότητα του εαυτού του αξίζει να μάχεται στη ζωή του ο άνθρωπος, αλλιώς μένει ανάπηρος. Και, όπως η καλλιτεχνική σύνθεση δεν έχει μέσα της στοιχεία ουδέτερα, αλλά κάθε μορφή έχει είτε θετική είτε αρνητική δυναμική μέσα στο έργο – γιατί τα ουδέτερα στοιχεία είναι νεκρό βάρος – έτσι και η προσωπικότητα δεν μπορεί να έχει μέσα της στοιχεία ουδέτερα. Και εννοούμε εδώ τις αναξιοποίητες εκείνες δυνάμεις που βαθαίνουν την αυτοσυνειδησία του ανθρώπου. Διότι η συνείδηση δεν είναι μέσα μας κάτι σταθερό, συνείδηση είναι απλώς ένα άλλο όνομα για την εκάστοτε επίταση των νοητικών μας ενεργειών. Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να περνά τη ζωή του απλώς φθειρόμενος από τον χρόνο30, και ότι άνθρωπος σημαίνει πάντοτε τη δυνατότητα να γίνει κανείς άνθρωπος. Ο άνθρωπος οικοδομείται ως ακέραιο και αυθυπόστατο ον όταν χρησιμοποιούνται ως υλικό όλες οι δυνάμεις και τα πάθη που έχει μέσα του31. Όταν λοιπόν λέμε προσωπικότητα εννοούμε πάντοτε την σύνθεση των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου, εννοούμε την ακεραίωση του ανθρώπου και της ηθικής του ζωής, όπου όλοι οι κατ’ ιδίαν σκοποί όχι μόνο καταδυναστεύουν ο ένας τον άλλον, αλλά αντιθέτως στηρίζουν ο ένας τον άλλον, ώστε όλοι μαζί να αναπτύσσονται αρμονικά. Γι’ αυτό το πάθος δεν πρέπει να είναι ο μέγας κατηγορούμενος της ηθικής, όπως στη στωική φιλοσοφία, για παράδειγμα, αλλά πρέπει να αξιολογείται θετικά. Η πραγματικότης «έτσι όπως είναι» δεν εισέρχεται σε καμία έννοια. «Πραγματικότης είναι ο αναγκαίος σύνδεσμος του κόσμου με μια λογική αρχή που έχει την καταγωγή της στο νου του ανθρώπου. 30
Χρόνος-Χώρος: Κατά την αντικειμενική έννοιά του, ο χώρος εκλαμβάνεται ως μία οντότητα που υφίσταται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Ως υποκειμενική έννοια, ο χρόνος θεωρείται, όπως εισηγήθηκε ο Καντ, δημιούργημα του ανθρώπου. Προκειμένου να μπορεί να οργανώνει ο άνθρωπος τις ετερόκλητες και άσχετες μεταξύ τους παραστάσεις των πραγμάτων, τις οποίες σχηματίζει εντός του μέσω των αισθήσεων, διαμορφώνοντας έτσι τον κόσμο της εμπειρίας του, είναι εφοδιασμένος με ορισμένα δεδομένα: με τις κατηγορίες του νου και με τις a priori μορφές της εποπτείας του χώρου και του χρόνου. Χώρος και χρόνος υπάρχουν μέσα του από πριν, όταν επεξεργάζεται, με τις κατηγορίες του νου, τα αισθητηριακά δεδομένα ώστε να τα καταχωρήσει στην εμπειρία του. Μετά την διατύπωση της θεωρίας της σχετικότητας από τον Αϊνστάιν, χώρος και χρόνος δεν θεωρούνται πλέον ως έννοιες ανεξάρτητες μεταξύ τους, μα συναφείς, συνθέτοντας την έννοια του χωροχρόνου. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας. Ιδέ και σελ. 177 παρόντος. 31 «…από μια ζωή που προσλαμβάνεται ως επιβίωση κινούμαστε σε μια ζωή που είναι έκφραση ισορροπίας, συνειδητοποίησης των ορίων και των ταλέντων που διαθέτει ο καθένας, της οργανωτικής του ικανότητας. Αυτό το είδος ωριμότητας και συνειδητοποίησης μπορεί να ορισθεί ως φιλοσοφική πρακτική της καθημερινής ζωής». P. Casarin, 2003, σελ.53.
27
Στην αυτογνωσία φθάνει ο άνθρωπος όταν καταλάβει ότι όλοι οι τρόποι της σχέσεώς του με τον κόσμο είναι έργο του πνεύματός του»32. Το κρίσιμο για τον άνθρωπο είναι να καταλάβει ότι το πνευματικό βάθος του κόσμου είναι όσο το βάθος του εαυτού του. Τίποτε δεν μας δίδεται έτοιμο. Εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δημιουργοί αξιών, εμείς δίνουμε νόημα στη ζωή με τα έργα μας. Η αξιοπρέπεια, η αυτοεκτίμηση, η αγάπη, η γνώση, η ελευθερία είναι αγαθά πνευματικά που κερδίζονται, και μάλιστα καθημερινά, γιατί ποτέ ο άνθρωπος δεν κατακτά ούτε την απόλυτη γνώση, ούτε την ηθική του τελείωση. Είναι ριζωμένο στην ίδια τη φύση και το χαρακτήρα της ηθικής σκέψης ότι ποτέ δεν μπορεί να συναινέσει στην αποδοχή του δεδομένου. Ο ηθικός κόσμος δεν δίδεται, πάντοτε βρίσκεται στην πορεία της διαμόρφωσής του33.
32
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α΄, σελ. 183. «Η γνώση πρέπει να ξανατεθεί σε κίνηση. Δεν υπάρχει μια υποθετική θεραπεία για να την κατακτήσουμε, μια ιδανική κατάσταση και στοπ. Η γνώση οφείλει να δρα ως περίγραμμα και να ζωντανεύει τη σκέψη και συνακόλουθα τις καθημερινές πράξεις. Και το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ανάξιο λόγου: είναι κατά κάποιον τρόπο μία συνεχής αναγέννηση». Μ. Lo Russo, 2003, σελ. 25. 33
28
Σύνοψη Δευτέρου Κεφαλαίου Όπως έχει δείξει η εμπειρία, οι άνθρωποι επισκέπτονται τον φιλοσοφικό σύμβουλο όχι τόσο για να μάθουν φιλοσοφία, όσο επειδή νοιώθουν δυστυχισμένοι και αδύναμοι να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ζωής και θέλουν να αποτινάξουν το βάρος αυτό. Υποχρεωνόμαστε, λοιπόν, κι εμείς να γράφουμε ή να μιλάμε, ενίοτε, ως ηδονιστές (πάντοτε όμως υπό την επικούρεια διαφάνεια και ιερότητα του όρου). Ωστόσο, ο ύψιστος στόχος του φιλοσοφικού συμβούλου είναι πάντοτε η αυτογνωσία. Η ευτυχία δεν είναι βεβαίως κάτι που προσφέρεται έτοιμο, είναι όμως δυνατό να τεθούν τα θεμέλιά της, οι απαραίτητοι όροι. Η ευτυχία δεν μπορεί να είναι σκοπός διότι είναι συναίσθημα, και ως συναίσθημα, πρώτον έχει διάρκεια χρονική, δηλαδή αρχή και τέλος, δεύτερον, είναι κάτι προσωπικό, δηλαδή υποκειμενικό, τρίτον είναι κάτι ρευστό και δεν προσφέρει έδαφος σταθερό όπου να θεμελιώσεις ηθική και λόγους. Η ευτυχία δεν μπορεί λοιπόν να είναι σκοπός, είναι όμως ένα ευχάριστο παρακολούθημα, όπου υπάρχει ευκολία προσαρμογής και δημιουργικότητα. Τίποτε δεν μας δίδεται έτοιμο, εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δημιουργοί νοήματος και αξιών στη ζωή, η πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε είναι δημιούργημα του πνεύματός μας, αυτό είναι το μέγα απόσταγμα της φιλοσοφικής ενασχόλησης. Μπορούμε λοιπόν συνοπτικά να πούμε ότι οι κεντρικοί στόχοι της φιλοσοφικής συμβουλευτικής είναι: α. Η αυτοσυνειδησία β. Η ελευθερία και η αυτοσυνειδησία της προσωπικότητας, ως κεντρικό πρόβλημα της ηθικής γ. Η σύνθεση της προσωπικής ιστορίας του συμβουλευομένου, που είναι ταυτόχρονα και μέθοδος επίτευξης των κεντρικών μας στοχων. δ. Ως κατάληξη, η ενεργοποίηση και σύνθεση των δημιουργικών δυνάμεων του συμβουλευομένου. Η σύνθεση ενός συστήματος σκέψης το οποίο να μην αντιφάσκει με τον εαυτό του, ή όταν αντιφάσκει, να είναι σε θέση το άτομο να δεχθεί τις αντιφάσεις αυτές και να προσαρμοστεί αναλόγως.
29
3. Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Η εγκαθίδρυση της θεραπευτικής σχέσης – Στάση και συμπεριφορά του συμβούλου κατά τη διάρκεια των συνεδριών – Αυτό που θεραπεύει είναι η σχέση συμβούλου και συμβουλευόμενου – Κλίμαξ αξιών, επιλογές, πίστη και αποφάσεις – Η φιλοσοφική πίστη ως βίωμα – Η επιβεβλημένη ενημέρωση του συμβουλευομένου για την διαδικασία – Τα στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας – Οι μέθοδοι τεσσάρων παγκοσμίου φήμης φιλοσοφικών συμβούλων – Εμπειρικές διαπιστώσεις – Πώς και πότε πρέπει να τερματίζεται η πρώτη συνεδρία – Τα όρια της φιλοσοφικής συμβουλευτικής, φιλοσοφικές και μη φιλοσοφικές δεξιότητες i) Δομή Δομή ονομάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο σύμβουλος ορίζει την φύση, τα όρια, τους ρόλους και τους στόχους της συμβουλευτικής σχέσης και διαδικασίας. Αφορά τα χρονικά όρια, την δημιουργία εμπιστοσύνης, τις δυνατότητες και τις προσδοκίες, τις διαδικασίες παρατήρησης και ενδεχόμενης μαγνητοσκόπησης της συμβουλευτικής διαδικασίας. Σε ερωτήματα όπως τι είναι η καλή ζωή, τι είναι το καλό, ποιο είναι το νόημα της ζωής, γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί θα πρέπει να κάνω το σωστό και ποιο είναι αυτό, εσείς τι θα κάνατε στην θέση μου, απαντήσεις οριστικές και εύκολες δεν υπάρχουν. Όμως, χιλιάδες χρόνια τώρα, πολλές από τις διάνοιες της ιστορίας έχουν ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα και έχουν αφήσει ως παρακαταθήκη σκέψεις, οράματα και πρακτικές προσεγγίσεις, απ’ όπου έχουμε πολλά να διδαχθούμε. Εξάλλου, ας μην λησμονείται ότι ο Σωκράτης, ο Πλάτων, οι Στωικοί πάντοτε είχαν κατά νου την εφαρμογή της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή. Οι απαντήσεις των φιλοσόφων μπορεί να διαφέρουν πολύ ή λίγο μεταξύ τους, αν και οι αντιθέσεις είναι συχνά φαινομενικές. Οφείλονται κυρίως στο ότι αυτό που ονομάζουμε ‘φιλοσοφική πίστη’ είναι ένα βίωμα που στην ουσία του ταυτίζεται με την συνείδηση που έχουμε για τον εαυτό μας, δηλαδή ένα βίωμα απόλυτο34. Και όπως τον 34
Το 1785 ο σκοτσέζος φιλόσοφος Thomas Reid, έγραψε: «Δεν είμαι σκέψη, δεν είμαι πράξη, δεν είμαι συναίσθημα. Είμαι κάτι που σκέπτεται και πράττει και υποφέρει». Ο T. Reid στο έργο του Essays on the Intellectual Powers of Man (1785) επιχειρεί μια ψυχολογική διερεύνηση των ενεργητικών δυνάμεων του ανθρώπου, σε μια προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της γνώσης με το να καταγράφει τις αρχές του κοινού νου. Ο T. Reid, με την θεωρία του ‘κοινού νου’, υποστήριξε ότι η διαδικασία της αντίληψης του εξωτερικού κόσμου, εκτός από τα δεδομένα των αισθήσεων, περιλαμβάνει, επίσης, ορισμένες γενικές αρχές ή αλήθειες, τις οποίες μπορεί να συλλάβει ο καθένας άμεσα με τον νου, χωρίς την διαμεσολάβηση των αισθήσεων. Οι γενικές αυτές αρχές ή αλήθειες, μαζί με τα δεδομένα των αισθήσεων, συγκροτούν τους ό-
30
εαυτό μας τον βιώνουμε ως κάτι απόλυτο, αλλά γίνεται κάτι σχετικό όταν ανακοινώνεται, έτσι και η φιλοσοφική πίστη από απόλυτη γίνεται σχετική όταν καταγράφεται. Η φιλοσοφία είναι κάτι περισσότερο από την επιστήμη, είναι μία πηγή αλήθειας που ούτε εκφράζεται, ούτε πλησιάζεται με τις ειδικές μεθόδους της επιστήμης. Η επιστήμη αποδεικνύει, η φιλοσοφία δεικνύει τα νοήματά της, προσπαθεί να τα φωτίσει και καλεί τους ανθρώπους να τα σκεφτούν. Το σημαντικότερο είναι ότι ένα πνεύμα γονιμοποιημένο από την φιλοσοφική σκέψη συνθέτει από το σύνολο των λειτουργικών του αρχών – των οποίων την ύπαρξη μπορεί να γνωρίζει ή όχι – ένα σύνολο ανώτερο και μαζί έναν τρόπο ζωής. Ο σύμβουλος δεν αποφασίζει για τον συμβουλευόμενο. Του παρέχει όλα τα απαραίτητα για να καταστεί ικανός να δράσει, συνεπώς, να αντιμετωπίσει κατά τον επωφελέστερο τρόπο τις κοινωνικές υπηρεσίες και τους κατάλληλους ανθρώπους για το πρόβλημά του και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ουδόλως επιτρέπεται να παραβιάσει το απόρρητο της εκμυστήρευσης. Η ανάληψη δράσης από οιονδήποτε πλην του συμβουλευομένου αντενδείκνυται. Είναι αποδεδειγμένο, μέσα από πολλές έρευνες, ότι η περιγραφή και επεξήγηση της συμβουλευτικής διαδικασίας, προσανατολίζει τον μαθητή, τον απαλλάσσει από την όποια σύγχυση μπορεί να έχει γύρω από την διαδικασία αυτή και είναι για πολλούς λόγους ωφέλιμη. Αντιθέτως, η παράληψη επεξήγησης της δομής μπορεί να αυξήσει την εξάρτηση του συμβουλευομένου από τον σύμβουλο, να εντείνει το συναίσθημα απόρριψης και εχθρότητας, τον φόβο και την αμυντική στάση, και πιθανότατα να οδηγήσει στην εγκατάλειψη της όλης προσπάθειας. ρους με τους οποίους γνωρίζει κανείς τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 280. «Η αναφορά του Reid στην έννοια του ‘κοινού νου’ απέβλεπε στο να επισημάνει το θεμελιακό ρόλο που η κριτική δύναμη του νου έχει σε όλες τις περιοχές της γνώσης». Α. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, 1988, σελ. 58. Σύμφωνα με τον Hamilton (Σκώτος φιλόσοφος, 1788 – 1856), τα επιχειρήματα του ‘κοινού νου’ ήταν στα χέρια του Reid «μετάβαση από τα αιρετικά συμπεράσματα ορισμένων φιλοσόφων στις καθολικές αρχές της φιλοσοφίας». Α. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, 1988, σελ. 49. Η προβολή του κοινού νου ως κριτικού οργάνου διακρίβωσης της αλήθειας και της γνώσης και η πίστη των σκώτων φιλοσόφων σε μια αρχή ακέραια, είχε τόση απήχηση στον επόμενο (19 ο) αιώνα, γιατί, όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε ο Gardner Murphy, οι αρχές του ‘κοινού νου’ «φαίνονταν να σώζουν το άτομο και την κοινωνία από το πνευματικό και ηθικό χάος». Α. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, 1988, σελ. 39. Ο T. Reid, με την θεωρία του ‘κοινού νου’, θέλησε να αντικρούσει τις θεωρίες του εμπειρισμού και κυρίως την θεωρία του Hume, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες, ήγουν οι παραστάσεις που σχηματίζουμε μέσα στην εμπειρία μας – και τίποτα άλλο πέραν αυτών – συνθέτουν την αντίληψή μας χωρίς την ανάγκη ενός εγώ ως του κεντρικού και ενιαίου εκείνου σημείου που μένει σταθερό μέσα μας ενώ όλα τα άλλα μεταβάλλονται. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 280 και 1159. Βλ. και κεφ. Επιστημολογικές Προσεγγίσεις του παρόντος, σελ. 16, σημ. 12.
31
Επειδή η φιλοσοφική συμβουλευτική είναι μια διαδικασία, η επεξήγηση της δομής της συμβουλευτικής σχέσης και διαδικασίας, δεν είναι θέμα μόνον της πρώτης συνεδρίας. Ο σύμβουλος επιβάλλεται να επανέρχεται σε αυτή όποτε το κρίνει σκόπιμο. Σε ορισμένα στάδια, ο σύμβουλος θα υποχρεωθεί να θίξει δύσκολα, επώδυνα θέματα. Βασική προϋπόθεση για να γίνει αυτό είναι: Ο συμβουλευόμενος να έχει εμπιστοσύνη στην συμβουλευτική διαδικασία, στα μέσα που χρησιμοποιούνται, όσο και στο πρόσωπο του συμβούλου. Πρέπει να νοιώθει την παρουσία του συμβούλου ως ένα προστατευτικό δίχτυ που σε καμιά περίπτωση δεν θα τον αφήσει να βυθιστεί, να πέσει στην απελπισία ή σε μια κατάσταση χωρίς γυρισμό. ii) Μέθοδος Πρέπει εδώ να κάνουμε μια απαραίτητη διευκρίνιση πάνω σε ένα θέμα που μπορεί εύλογα να γεννήσει απορίες: Ποια είναι η διαφορά από την καθ’ έδρας διδασκαλία ή, έστω, από την διαλογική διδασκαλία, με το περιεχόμενο αλλά και την ατμόσφαιρα των συνεδριών; Η πρώτη, μεγίστη, διαφορά είναι ότι το περιεχόμενο των συνεδριών γίνεται από την πρώτη στιγμή προσωπικό – εξιδιασμένο. Στο γραφείο του φιλοσοφικού συμβούλου υπεισέρχεται η έννοια της απόλυτης εστίασης που είναι το Α και το Ω της παραγωγικότητας. Σημασία βασική έχει η πεποίθηση κάθε ανθρώπου ότι μέσος όρος δύσκολα υπάρχει, ιδιαίτατα στην διδασκαλία και στην πρόσληψη της γνώσης. Με άλλα λόγια, ουδείς φοιτητής θα αποφάσιζε να δεχτεί πως η πανεπιστημιακή διδασκαλία έχει μεμονωμένο αποδέκτη. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος μιλάει γενικά, ο σύμβουλος φιλοσοφίας στο γραφείο του εξετάζει τα πράγματα ειδικά. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Πώς το γενικό, η γενική γνώση, με αφορά προσωπικά; Το ερώτημα αυτό πηγάζει από την διαδεδομένη πίστη ότι άλλα τα γενικά και άλλα τα προσωπικά, που ίσως να μην είναι, ως πίστη, παρά μια δοξασία, αλλά είναι τόσο διαδεδομένη και βαθιά εγκαθιδρυμένη στο νου των ανθρώπων, που πρέπει να υπερβαθεί. Η εξατομίκευση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του αναλυόμενου ήδη οργανώνει το περιεχόμενο των συνεδριών, την φιλοσοφική, ούτως ειπείν, ύλη με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που οργανώνεται ένα πανεπιστημιακό μάθημα. Πρακτικώς, έχουμε την πλήρη μετατροπή του θεωρητικού στο πρακτικό. 32
Ακόμη και η έκφραση από καθ’ έδρας διδασκαλία δίνει την εικόνα του χαμηλότερα και του υψηλότερα ισταμένου. Αντιθέτως, στο γραφείο του φιλοσοφικού συμβούλου και ο μεν και ο δε είναι ισοϋψείς. Το γεγονός ότι ένας φιλοσοφικός διάλογος δεν μπορεί να προσχεδιαστεί ούτε να μείνει μέσα σε αυστηρά σχήματα, αλλά απλώνεται σε όλα τα θέματα που θέτει η ζωή, μας οδήγησε να οργανώσουμε το υλικό μας όχι περιπτωσιολογικά, αλλά φιλοσοφικά. Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των συνεδριών: δεν ανέχεται προσχεδιασμό35. «Αναλογιζόμαστε με ευχαρίστηση», γράφει ο Ντιντερό, «τις παράξενες μεταστροφές του διαλόγου, που μέσα από την αντίφαση και την ομοφωνία, μέσα από την απομάκρυνση και από την ένωση, μέσα από πλάγιους δρόμους και περάσματα, στο τέλος περιορίζονται και μετασχηματίζονται, ενώ κάθε μεμονωμένη διάλεξη κι ας είναι τόσο πλήρης, άρτια και μεθοδικά συντεταγμένη, μας φαίνεται φτωχή και δύσκαμπτη. Η αιτία, ίσως, είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που αποθηκεύει γνώσεις, αλλά ένα ον που ζει και ενεργεί. Μόνο στην δράση και στην αντίδραση νοιώθουμε ικανοποίηση». Ομοίως, κανένα κείμενο δεν θα μπορούσε να προβλέψει και να περιέξει όλες τις «μεταστροφές του διαλόγου», που είναι πάντοτε απρόβλεπτος και κυρίως, απλώνεται σε ένα τεράστιο φάσμα φιλοσοφικών προβληματισμών. Όμως, στα μεγάλα βάθη, όλα τα ζητήματα συνέχονται, γι’ αυτό και οι μεγάλοι στόχοι είναι πάντοτε οι ίδιοι. Θα ήταν παράλογο ένας Αθηναίος πολίτης να ρωτούσε τον Σωκράτη τι ακριβώς μέθοδο εφήρμοζε στους περίφημους διαλόγους του. Δεν είναι τυχαίο, όμως, ότι εμείς αποκαλέσαμε την σωκρατική μέθοδο «μαιευτική». Χωρίς λοιπόν και ο ίδιος να αυτοπεριορίζεται, ως ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη ψυχή, στο έργο του, εκών – άκων, εφήρμοζε και αυτός μια μέθοδο. Αφορμώμενοι από αυτήν την πραγματικότητα, αναφερόμαστε ενδεικτικά σε κάποιες παραδεδεγμένες μεθόδους διακεκριμένων παγκοσμίως φιλοσοφικών συμβούλων. Υποστηρίζοντας πάντα την άνευ ορίων πορεία της σκέψης του φιλοσοφικού συμβούλου, ο οποίος ως μόνο περιορισμό έχει τα όρια αντοχών του συμβουλευομένου, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η ύπαρξη κάποιας με35
Σ.τ.Σ. Βλ. σελ. 44 παρόντος, την μέθοδο Ran Lahav, όπου επίσης υποστηρίζεται ότι, όπως στην ψυχοθεραπεία έτσι και στη φιλοσοφική συμβουλευτική, δεν μπορεί να υπάρξει ένα σταθερό μοντέλο ή μία και μόνο καθορισμένη διαδικασία. Επίσης, ο G. Achenbach, ο θεωρούμενος ως θεμελιωτής της σύγχρονης Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής, υποστηρίζει από την μια μεριά πως η φιλοσοφική συμβουλευτική είναι «μια ανοιχτή εμπειρογνωμοσύνη πέραν της μεθόδου» και από την άλλη πως «μια συζήτηση για την μέθοδο της φιλοσοφικής συμβουλευτικής είναι απρόσφορη». Αυτό εξάλλου φαίνεται, λέει και ο P. Raabe, από το γεγονός πως, αν θέσουμε το ερώτημα περί μεθόδου σε δυο φιλοσοφικούς συμβούλους, η απάντηση που θα πάρουμε θα είναι διαφορετική. Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 149.
33
θόδου εργασίας είναι σημαντικό καταφύγιο για τα αδιέξοδα του συμβούλου, τα οποία, όπως και στον οποιονδήποτε άλλο επιστημονικό κλάδο, είναι παρόντα. Άλλωστε, καμιά τεχνική δεξιότητα δεν είναι ικανή από μόνη της να φτάσει στον σκοπό της36. Όπως μια τέλεια τεχνική στην επιστήμη ή στην τέχνη μπορεί να αποτύχει να μας δώσει αλήθεια ή ομορφιά, έτσι και μια τέλεια εφαρμογή της οποιασδήποτε μεθόδου στην φιλοσοφική συμβουλευτική, δεν οδηγεί απαραίτητα σε μιαν ουσιαστική αλλαγή, δεν οδηγεί απαραίτητα στην αλήθεια, την ομορφιά και την ηθική αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κάθε θεραπεία της ψυχής αφήνει πλεονεκτήματα στον πάσχοντα. Οι διαφορές είναι κυρίως ποσοτικές και αναγόμενες στο τι ταιριάζει στον καθένα. Η ιδανική εκδοχή για τους ανασφαλείς αναλυτές είναι ένας σοφός συνδυασμός διαφόρων πρακτικών. Ο άριστος όμως αναλυτής οσφραίνεται από την αρχή την ιδανική του καταφυγή. Η σαφέστερη πρακτική που αφορά τον συγκρητισμό στην φιλοσοφική ανάλυση, δεν αφορά στην εφαρμογή αντικρουομένων πραγμάτων, αλλά στη γνώση όλων των προσεγγίσεων και την επιλογή της εκάστοτε ιδανικής. Από την συγκριτική παράθεση των πλέον γνωστών μας μεθόδων ασκήσεως επαγγέλματος του φιλοσοφικού συμβούλου, καλούμεθα να συναγάγουμε τους κοινούς τόπους που διατρέχουν όλες αυτές τις μεθόδους. Έτσι, ενώ ξεκινάμε από μια αφετηρία, αφήνουμε ανοιχτό το πέρας της έρευνας στο διηνεκές. Τα στάδια που περιγράφουμε παρακάτω, λοιπόν, δεν ακολουθούν απαραίτητα αυτήν τη σειρά – αν εξαιρέσουμε το πρώτο και το τελικό στάδιο – και θα μπορούσαν να βρεθούν και μέσα σε μία και μόνη συνεδρία ή να αφορούν μεγάλες χρονικές περιόδους. Είναι δε, περισσότερο εξαγόμενα εμπειρίας παρά προσχεδιασμού, και προστάγματα των βασικών αρχών της μύησης στη φιλοσοφία37. Ιδιαίτερο χάρισμα του φιλοσοφικού συμβούλου είναι η κατ’ οικονομίαν άσκηση της δουλειάς του. Εκεί λοιπόν όπου ελάχιστες συνεδρίες απαιτούνται για την πλήρη αποκατάσταση του συμβουλευομένου, θα ήταν κλασσικό λάθος μια ανόητη ή ιδιοτελής επιμήκυνση. Βρίσκει λοιπόν απήχηση εδώ το λακωνίζειν. 36
«Η τεχνική μέσα σε όλες αυτές τις σφαίρες πρέπει να υποταχθεί στο σκοπούμενο, δεν πρέπει να ενεργήσει ως τεχνική, γιατί το αίτημα του πολιτισμού δεν μπορεί να μεταβληθεί σε σκοπιμότητα». Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος., 2006, τόμος Δ’, σελ. 452. 37 «’Κάνω φιλοσοφία’, όπως το καταλαβαίνω, σημαίνει να εφαρμόζεις μια τεχνική, αλλά όχι μόνο. Μια τεχνική είναι κυρίως χρήσιμη … ως επικούρημα […] Οι φιλοσοφικές πρακτικές ρίχνουν απλώς νέο φως στη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του φιλοσοφείν του. Δεν αντιπροσωπεύουν μια φιλοσοφία νέου τύπου, μα μονάχα έναν νέο τρόπο να σχετιστεί με αυτήν. Με αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία ως τεχνική (πρέπει να σημειωθεί καλά), διατηρώντας τους τρόπους που ανέκαθεν της αρμόζουν, απλώς εκφράζει και φορτώνεται έναν ανανεωμένο λόγο ύπαρξης. Στην ερώτηση «πού πάει η φιλοσοφία;», πράγματι, μπορεί κανείς να απαντήσει πως αυτή πάει εκεί που πάει κι ο άνθρωπος». A. Volpone, 2004, σελ. 31.
34
Μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο στάδιο επιβάλλεται από μόνο του και δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ουσιαστικότερη γνωριμία του συμβούλου με τον συμβουλευόμενο. Το κυριότερο ζητούμενο εδώ είναι η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης38. Στο στάδιο αυτό, ο φιλοσοφικός σύμβουλος προσπαθεί να γίνει κοινωνός της βαθύτερης ουσίας του προβλήματος που κατατρύχει τον αναλυόμενο. Στο στάδιο αυτό επίσης ο φιλοσοφικός σύμβουλος αρχίζει να διαπιστώνει λογικές αντιφάσεις στον τρόπο απόδοσης της σκέψης του συμβουλευόμενου, που δίνουν αφορμή για κάποιες πρώτες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Το επόμενο στάδιο39 είναι αυτό της αποτύπωσης των συναισθημάτων, όπως τα βιώνει ο αναλυόμενος, υπό την επήρεια και το βάρος του προβλήματος. Παράλληλα, ξεκινά ο φιλοσοφικός τρόπος οργάνωσης της αντιμετώπισης των παραμέτρων του προβλήματος. Προφανώς ένα από τα δυσκολότερα έργα του φιλοσοφικού συμβούλου είναι η αναγνώριση εκείνης της φιλοσοφικής προσωπικότητας κι εκείνης της φιλοσοφικής σχολής η οποία ταιριάζει στον καθέκαστα συμβουλευόμενο. Υπάρχει η άποψη ότι ο φιλοσοφικός σύμβουλος πρέπει, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, να βρίσκεται έξω από κάθε πατροπαράδοτη ηθική, θρησκεία, πολιτική ή ακόμη και προσωπική κλίση προς το ένα φιλοσοφικό σύστημα ή το άλλο. Αυτό πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι ο σύμβουλος δεν προσφέρει έτοιμα πακέτα σκέψης στον συμβουλευόμενο. Σημαίνει, επίσης, ότι αυτό το οποίο μπορούμε να προσφέρουμε στον άλλον είναι μόνον εκείνο το οποίο μπορεί να δεχθεί. Πρέπει να σεβόμαστε τις κλίσεις του και τις δυνατότητές του. «Δεν μπορείτε», είπε ένας σοφός της Ανατολής, «να μιλήσετε για ωκεανό σε ένα βάτραχο του πηγαδιού, για λαγό σε ένα έντομο του καλοκαιριού, για το Τάο σε ένα δασκαλάκι. Ο ορίζοντάς του είναι πολύ περιορισμένος». Όλα τα θέματα ο φιλοσοφικός σύμβουλος τα αντιμετωπίζει σεβόμενος την προσωπικότητα του μαθητή του, βοηθώντας τον να εκφράσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τις δικές του απόψεις, και ενδεχομένως να γονιμοποιήσει τη σκέψη του με μερικές καινούργιες, πάντοτε προς το συμφέρον, δηλαδή την σωματική, πνευματική και ψυχική υγεία του συμβουλευομένου. Σημασία έχει να είμαστε αληθινοί. Ακόμη και τα περιεχόμενα του διαλόγου, η ανάλυση εννοιών, τα συμπεράσματα, αξία έχουν κυρίως επειδή κρατούν ζωντανή και βα38
«Πιστεύουμε πως ο φιλοσοφικός σύμβουλος πρέπει να έχει κλίση και ταλέντο στη συμβουλευτική, δεν είναι αρκετή η επαγγελματική κατάρτιση. Δεν φτάνει η γνώση των φιλοσοφικών ιδεών αν δεν έχει μια διδακτική γοητεία, καλοσύνη, ανεκτικότητα και εγκαρτέρηση και έναν εξοπλισμό από σπουδές στην Ψυχολογία». Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 155. 39 Στο στάδιο αυτό συνήθως σταματά η Ψυχολογία. Ιδέ και Marinoff, 2002, σελ. 72.
35
θαίνουν την σχέση μεταξύ συμβούλου και συμβουλευομένου, που είναι πάντοτε μία σχέση ανθρώπινη. Η συγκρότηση αυτή της σκέψης προκύπτει από διάλογο και δεν έχει μορφή μονολόγου. Είναι πρόδηλο πως, και εδώ, η μεγαλύτερη θεραπευτική ισχύς ανάγεται στην δημιουργία της σωστής σχέσης. Δηλαδή, οδηγούμε τον συμβουλευόμενο, μετά από συναίνεσή του, να νοιώσει πως επικοινωνώντας με έναν, κατά τεκμήριο, λογικό ειδικό, του παρέχεται η δυνατότητα να επικοινωνεί ομοίως καλά με κάθε λογικό άνθρωπο, ειδικό ή μη. Η πεποίθηση αυτή της επικοινωνίας, που γεννάται μέσα στον συμβουλευόμενο, δεν είναι μόνον ένα συμπέρασμα λογικό, που ομόλογό του έχει σε όλες τις επιστήμες, αλλά και μια λειτουργία ψυχολογική. Περνώντας στο τρίτο στάδιο, με τη φιλοσοφική ανάλυση βλέπουμε πράγματα από καινούρια θέση, εξευρίσκοντας προοπτικές εκεί όπου δεν το ανέμενε κανείς. Η φιλοσοφία δεν προσφέρει οριστικές απαντήσεις για τα πράγματα, η δύναμή της έγκειται στο ότι τα αμφισβητεί και διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον μας, καθώς μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε πόσο μυστήριο και γοητεία κρύβουν πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα, πεζά και ολοφάνερα. Θέτοντας αμφιβολίες πλαταίνει το πνεύμα και το ελευθερώνει από την τυραννία της συνήθειας και του άκριτου συνειρμού. Έτσι, γεννάται ένα πλήθος δυνατοτήτων και επομένως επιλογών. Στο τέταρτο στάδιο, μέσω του φιλοσοφικού διαλόγου ο άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιήσει, και κατά κανόνα συνειδητοποιεί, ότι όλοι οι τρόποι της σχέσεώς του με τον κόσμο είναι έργο του πνεύματός του, και ότι τίποτα δεν μας δίδεται έτοιμο. Φτάνοντας στη συνειδητοποίηση ότι, στην ουσία, και αυτός συμμετέχει στη δημιουργία της πραγματικότητος, περνάει από την παθητική στάση στην ενεργητική. Η αναγωγή των πράξεων και των σκέψεών μας σε καθολικές αρχές, η διδαχή της γνώσης, η ανάπτυξη της ορθολογικής σκέψης και η αποδοχή της λογικότητας, ως στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, βρίσκονται στον πυρήνα των φιλοσοφικών διαλόγων. Είναι ένα στάδιο όπου απομακρύνονται όλα εκείνα που εμποδίζουν τον άνθρωπο να είναι συνεπής με τον εαυτό του και να βρει τον δρόμο του, να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα. Τελικό στάδιο: «Συναγερμός ψυχής». Είναι το στάδιο της διευθέτησης40. Η βαθιά αποδοχή των φιλοσοφικών διδαγμάτων, η αναδόμηση της προσωπικότητας. Ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή. Δεν μπορούμε να διευθετήσουμε το μέλλον, μπορούμε όμως να διευθετήσουμε τον 40
Διευθετώ κάτι = rettificare qualcosa = κάνω ρεκτιφιέ = εξευρίσκω την ευθεία (γραμμή) και την ακολουθώ.
36
εαυτό μας, γι’ αυτό, όπως γράφει ο Επίκτητος, «στον σοφό λίγα πράγματα συμβαίνουν κατά τύχη, τα μεγάλα τα έχει διευθετήσει ο λογισμός του»41. Όλες οι εντεύθεν αλλαγές στον ψυχικό κόσμο του συμβουλευομένου εδράζονται στη νέα του πεποίθηση ότι ο φιλοσοφικός δεν είναι ο μοναδικός δρόμος, αλλά είναι κάτι που σίγουρα τον οδηγεί σωστά. «Η φιλοσοφία δεν είναι οικοδόμηση συστήματος αλλά βιωμένη εμπειρία»42. Χρέος του φιλοσοφικού συμβούλου είναι να κεντρίσει και να προετοιμάσει τον εσωτερικό κόσμο του συμβουλευομένου ότι στη ζωή, συχνά πυκνά, συνυπάρχει το μικρό και ασήμαντο με το μεγάλο και ιερό. Μεγάλη χάρη του κάθε ανθρωπίνου πλάσματος είναι η ικανότητα διάκρισης και η υπαγωγή του ελάσσονος στο μείζον. Πρόκειται για μια κλίμακα αξιών, όπου είναι πολύ σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι η σχετική αξία με την απόλυτη αξία έχουν κοινό τόπο την αξία. Η παραδεδομένη σε μας ηθική – ακόμη κι αν είναι ηθικολογία, τετριμμένη κι ενίοτε επικίνδυνη – δεν στερείται ούτε αυτή ολωσδιόλου αξίας. Είναι ωστόσο σημαντικό να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από την εκλογίκευση για να φτάσουμε σε μια ουσιαστική αλλαγή, γιατί ο άνθρωπος όταν καταλαβαίνει ή αισθάνεται κάτι, δεν λειτουργεί κομματιαστά, αλλά πάντοτε εργάζεται με ολόκληρο τον εαυτό του και διατηρεί την ενότητά του σε κάθε του ενέργεια. Το να υποδεικνύουμε λοιπόν απλώς σφάλματα στους συλλογισμούς του δεν είναι αρκετό, πρέπει οι διορθώσεις να συνοδεύονται και από ανάλογα, νέα βιώματα. Μπορούμε να πούμε ότι τα στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας είναι περισσότερο εσωτερικά, παρά εξωτερικά. Μοιάζουν περισσότερο με τους βαθμούς μύησης όπως περιγράφονται στον μύθο της Διοτίμας43. Και, όπως λέει ο Γκαίτε, «το καλό θα υψωθεί με μια επανάσταση μέσα μας». iii) Οι κατά Cohen E. D., Marinoff L., Lahav R., Raabe P. μέθοδοι άσκησης της φιλοσοφικής συμβουλευτικής. Ο Elliot D. Cohen44 (Ph. D. Brown University) είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Κριτικής Σκέψης και ένας από τους ιδρυτές της Φιλο41
Τζ. Ξενάκης, 1989. P. Hadot, 2001, σελ. 12-13. 43 Πλάτωνος, Συμπόσιον, (201D – 212C). 44 Βλ. και σελ. 5 παρόντος. 42
37
σοφικής Συμβουλευτικής στις Η.Π.Α.. Είναι ιδρυτής και εκδότης του International Journal of Applied Philosophy και International Journal of Philosophical Practice και του Free Inquiry Magazine, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της American Society for Philosophy, Counseling and Psychotherapy, συγγραφέας δεκατριών βιβλίων και πολυάριθμων άρθρων πάνω στο θέμα της φιλοσοφικής συμβουλευτικής. Ο Lou Marinoff45 είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του City College του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, συγγραφέας του πασίγνωστου πλέον Πλάτωνας, Όχι Πρόζακ! Η μεγάλη απήχηση του έργου του οφείλεται στο ότι απορρίπτει τις παραδοσιακές ψυχοθεραπευτικές μεθόδους σε πολλά θέματα που αφορούν στα προβλήματα της καθημερινής ζωής. Θεωρεί – εύστοχα, κατά την γνώμη μας – ότι μεγάλο μέρος των προβλημάτων μας ως γενεσιουργών αιτιών της κατάθλιψης, του άγχους και των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, οφείλει να επιλύεται και επιλύεται πολύ αποτελεσματικότερα με την σωστή εφαρμογή της φιλοσοφίας, παρά με την προσφυγή στην παραδοσιακού τύπου ψυχολογία και την χρήση φαρμάκων. Ο Ran Lahav46 είναι διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Michigan και έχει Μ. Α. στην Ψυχολογία. Έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο των Μεθοδιστών στο νότιο Τέξας και στο Πανεπιστήμιο της Haifa στο Ισραήλ. Διδάσκει Φιλοσοφική Συμβουλευτική και ασκεί το επάγγελμα του φιλοσοφικού συμβούλου. Έχει γράψει μελέτες πάνω σε θέματα Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής47, όπως λ. χ. «What is philosophical in philosophical counseling?», Journal of Applied Philosophy, 13. Ο Peter Raabe ασκεί επαγγελματικά την Φιλοσοφική Συμβουλευτική και διδάσκει σε τμήματα Φιλοσοφίας για Συμβούλους στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser στον Καναδά.48 Είναι ο πρώτος που εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα Φιλοσοφική Συμβουλευτική: Θεωρία και Πράξη49. Ανθολογούμε εδώ και αποδίδουμε τιμή στους τέσσερις αυτούς πρωτεργάτες της φιλοσοφικής συμβουλευτικής του θέματός μας. Αυτή είναι η λειτουργική ματιά τους: 45
Βλ. και σελ. 5 παρόντος. Βλ. και σελ. 5 παρόντος. 47 Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 105. 48 Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 123. 49 Philosophical Counseling: Theory and Practice, Praeger, Westport, Connecticut/ London, 2001. 46
38
α) Η ΜΕΘΟΔΟΣ LBT Logic Based Theory (Θεωρία Βασισμένη στη Λογική) όπως περιγράφεται από τον Elliot D. Cohen50 Η μέθοδος αυτή συνδέεται με την REBT51, Rational – Emotive Behavior Therapy (Λογικο-Θυμική Συμπεριφορική Θεραπεία) Η LBT ισχυρίζεται ότι οι ανθρώπινες ενέργειες και τα ανθρώπινα συναισθήματα είναι κυρίως συμπεράσματα από ρυθμιστικά νοήματα, ειδικώς από έναν προγεγραμμένο κανόνα52 – με τον οποίο υπαγορεύει κάποιος στον εαυτό του πώς να πράξει, να σκεφτεί ή να συναισθανθεί – και με μια απόφανση – σύμφωνα με την οποία εντάσσει ο καθένας την αντίληψή του για ένα συγκεκριμένο γεγονός ή πραγματικότητα σύμφωνα με τον κανόνα. Η θεωρία καταστολής της LBT Με αυτή την έννοια, η LBT θεωρεί ότι παράλογα συναισθήματα και πράξεις είναι, συχνά, το αποτέλεσμα ενθυμηματικών πρακτικών συλλογισμών με ψευδή ή μη ρεαλιστικά ρυθμιστικά νοήματα, ιδιαίτερα όταν ο προγεγραμμένος κανόνας έχει κατασταλεί. Και εδώ συνίσταται η μέγιστη διαφοροποίηση μεταξύ LBT και των κλασσικών θεωριών ψυχοθεραπείας, ιδιαιτέρως της ψυχαναλυτικής ποικιλίας εγκρίσεως του Φρόυντ. Ενώ η τελευταία αυτή αποπειράται να «απόκαλύψει» «απωθημένες» μετουσιωσικές πίστεις, η LBΤ επιχειρεί να ερμηνεύσει «κατεσταλμένα» ρυθμιστικά νοήματα. Παραθέτουμε απόδοση των όρων Repression και Suppression, όπως τους εννοεί ο Cohen E. D., για διευκόλυνση και σωστότερη επικοινωνία με τον αναγνώστη.
50
E.D. Cohen, 2003. Για περισσότερα στοιχεία επί της μεθόδου REBT, βλ. Albert Ellis, Overcoming Destructive Beliefs, Feelings, and Behaviors, Prometheus Books, New York, 2001. 52 Ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε σε αυτού του είδους τον συμπερασμό ως «πρακτικό συλλογισμό». Ηθικά Νικομάχεια, Βιβλίο 7, κεφ. 4, παρ. 4. 51
39
Απώθηση (Repression)
Καταστολή (Suppression)
Μια απωθημένη υπόθεση ή πεποίθηση κρατείται σε ένα ασύνειδο επίπεδο εξαιτίας της θεωρούμενης απειλητικής της φύσης.
Ένα κατεσταλμένο ρυθμιστικό νόημα προϋποτίθεται σιωπηρά στον συλλογισμό του πελάτη ως συνθήκη κύρους του συλλογισμού.
Όταν ένα απωθημένο ρυθμιστικό νόημα αποκαλύπτεται στον πελάτη, η συνήθης απόκριση είναι, άμεσα και εμφατικά, να το απορρίπτει ως ψευδές, ακόμη κι αν είναι αληθινό.
Ωστόσο, όταν ένα κατεσταλμένο ρυθμιστικό νόημα αποκαλύπτεται στον πελάτη, η συνήθης απόκριση είναι να επιμένει αδιάλλακτα ότι είναι αληθινό, και να παραβλέπει τον παραλογισμό του. Οι πελάτες συχνά προσλαμβάνουν τα κατεσταλμένα ρυθμιστικά νοήματα από τη στιγμή που τους αποκαλύπτονται ως αυταπόδεικτα, κι επομένως δεν αισθάνονται την ανάγκη να προσάγουν αποδείξεις για να τα δικαιολογήσουν.
Σε αντίθεση, τα απωθημένα ρυθμιστικά νοήματα είναι συνήθως περιγραφικές αναφορές, οι οποίες, όταν αποκαλύπτονται στον πελάτη, ταξινομούνται κάτω από κατεσταλμένους κανόνες που γεννούν ένταση και αρνητικά συναισθήματα.
Το κατεσταλμένο ρυθμιστικό νόημα του θυμικού συλλογισμού είναι συνήθως ένας προγεγραμμένος κανόνας.
Παράδειγμα: Αν ρωτήσουμε μια επιζήσασα σεξουαλικής κακοποίησης που έχει απωθημένες μνήμες πατρικής σεξουαλικής κακοποίησης, αν ο πατέρας της την άγγιξε ποτέ σεξουαλικά, ίσως προκαλέσουμε οργή ή παραφορά. Ο κανόνας όπου ταξινομείται η απόφανση είναι, σε τέτοια περίπτωση, συχνά – αν όχι πάντα – παράλογος. Π.χ. «Αν ο πατέρας μου έκανε ποτέ κάτι τόσο φριχτό σε μένα, τότε θα ήταν εντελώς παλιάνθρωπος και δεν θα τον ανεχόμουν». Ένας τέτοιος κανόνας είναι αφ’ εαυτού συνήθως κατεσταλμένος, αλλά πάλι συνεισφέρει στο να κρατά τη μνήμη της κακοποίησης απωθημένη. Τα έξι στάδια της LBT: 1. Ταυτοποίηση του εξαγόμενου του θυμικού συλλογισμού του πελάτη 40
2. 3. 4. 5. 6.
Ταξινόμηση/ καταγραφή μιας απόφανσης Έκθεση του κατεσταλμένου κανόνα Ανασκευή των παράλογων ρυθμιστικών νοημάτων Εύρεση ενός αντιδότου Από την παθητική στάση στην ενεργητική (exerting the willpower)
Στάδιο 1ο: Ταυτοποίηση του εξαγόμενου του θυμικού συλλογισμού του πελάτη. Όπως είναι το στάνταρ στην οικοδόμηση λογικών επιχειρημάτων, θεμελιώνουμε το επιχείρημα, ας πούμε, εκ των άνω προς τα κάτω. Το συμπέρασμα εισφέρει χρήσιμες πληροφορίες από τις οποίες διατυπώνονται τα ρυθμιστικά νοήματα. Επομένως, η LBT ξεκινά από την ταυτοποίηση του εξαγομένου. Το εξαγόμενο του θυμικού συλλογισμού μπορεί να είναι πράξη ή συναίσθημα. Όταν το εξαγόμενο είναι πράξη, η πράξη αυτή διατάσσεται από το συνεπές του ρυθμιστικού νοήματος, όπως στο ακόλουθο παράδειγμα: Κανών: αν κάποιος σου κάνει κάποιο κακό, πρέπει να ανταποδώσεις κάνοντας κάτι κακό σε εκείνον. Απόφανση: Ο Αντόνιο με αδίκησε με τη σκόπιμη απάτη του. Πράξη: Εσύ να κάνεις κάτι κακό στον Αντόνιο. Έτσι, η εξαγόμενη πράξη εισφέρει την συνέπεια του κύριου ρυθμιστικού κανόνα, ενώ το προηγούμενο του κανόνα εισφέρει την ελάσσονα απόφανση του ρυθμιστικού νοήματος. Σημείωση: Η απόφανση είναι, στην πραγματικότητα, το κίνητρο για να εκτελέσει και, επομένως, είναι δυνατόν να σταχυολογηθεί, ρωτώντας τον πελάτη γιατί έπρεπε να την εκτελέσει. Όταν το εξαγόμενο είναι ένα συμπέρασμα, ταυτοποιείται σύμφωνα με το προθετικό του αντικείμενο. Επομένως η LBT δέχεται την φαινομενολογική θέση ότι νοητικές καταστάσεις, και ειδικώς οι συναισθηματικές, απαιτούν τέτοια αντικείμενα. Δέχεται επίσης την θέση της «σκόπιμης ανυπαρξίας», η οποία αναγνωρίζει και χειρίζεται, συναισθήματα για απατηλά ή ανύπαρκτα πράγματα – π.χ. τον φόβο των φαντασμάτων. Έτσι, ακόμα κι αν τα φαντάσματα δεν είναι αφ’ εαυτών «πραγματικά», η LBT αναγνωρίζει τον φόβο καθαυτό ως μια πραγματικότητα την οποία λογαριάζει κι εκτιμά. Ιδού μερικά παραδείγματα λειτουργικών ορισμών για την απόδοση συναισθημάτων σύμφωνα με το προθετικό αντικείμενο:
41
Αποδώσατε την οργή όταν το προθετικό αντικείμενο είναι κάτι που έκανε κάποιος, οπότε ο πελάτης εμφατικά αρνητικά αξιολογεί την πράξη καθαυτή ή το πρόσωπο που την έκανε. Αποδώσατε την κατάθλιψη όταν το συναίσθημα για το προθετικό αντικείμενο είναι ένα γεγονός ή επικράτεια υποθέσεων, που ο πελάτης εμφατικά αρνητικά αξιολογεί και, βασισμένος σε αυτά, αντιλαμβάνεται ζοφερά την ίδια του την ύπαρξη. Στάδιο 2ο: Ταξινόμηση μιας απόφανσης Σημειώστε ότι οι ανωτέρω αποδόσεις έχουν δυο συνθετικά: α) την αναγνώριση του προθετικού αντικειμένου. β) την ταξινόμηση ή αξιολόγηση του αντικειμένου αυτού. Καθένα από αυτά τα συνθετικά είναι ένας δείκτης – κλειδί μιας προϋπάρχουσας ιδέας, από την οποία το συγκινησιακό εξαγόμενο έχει παρατεθεί. Πρώτον, όταν ένα προθετικό αντικείμενο αρθρώνεται σωστά, αποτελεί την ελάσσονα αναφορά για μια προϋπάρχουσα ιδέα, από την οποία παράγεται το συγκινησιακό αποτέλεσμα. Παράδειγμα: Απόφανση: Με ‘έστησε’ ξεδιάντροπα του καλού καιρού. Συμπέρασμα: Θυμός. Εδώ, η LBT αναγνωρίζει συλλογιστικά συμπεράσματα, που δεν είναι πρακτικά, με την αυστηρή Αριστοτελική έννοια του έχειν συναισθήματα ή πράξεις ως αποτελέσματά τους. Εδώ, το αποτέλεσμα είναι μια πρότασις, κάποιος στηρίζεται σε μια υπεργενίκευση ενσωματωμένη στο κύριο ρυθμιστικό νόημα. Η LBT, επομένως, ερευνά για εμπειρικές «παγίδες» για να τις καταγράψει. Όπως οι ακόλουθες: Υπεργενικεύσεις: Επαγωγές από μη αντιπροσωπευτικά δείγματα, στερεοτυπική σκέψη, συνθετικά σφάλματα κ.τ.λ., όπως «Ο κόσμος είναι ένας κακός τόπος, επειδή κακά πράγματα συμβαίνουν σε αυτόν». Συλλογισμοί με όρους ‘άσπρο – μαύρο’: Διαιρώντας την πραγματικότητα με όρους αντιθέτων και, ως εκ τούτου, παραβλέποντας τις εναλλακτικές διάμεσες πιθανότητες, π.χ. «Ο μη μετ’ εμού κατ’ εμού εστί». Μεγιστοποίηση των ρίσκων: Υπερβάλλοντας ανεπιθύμητες πιθανότητες, π.χ. «Αν απογειωθώ, το αεροπλάνο μάλλον θα συντριβεί». Κατασκευάζοντας εξηγήσεις: Προάγοντας ανυπόστατες υποθέσεις για την ερμηνεία προηγουμένων γεγονότων, π.χ. «Αργεί να έρθει στο σπίτι από τη δουλειά, άρα έχει σχέση».
42
Αυταπάτη: Πίστη μη ρεαλιστική σε αυτό που θα ήθελε κανείς να είναι αληθινό, αντί να δει το προφανές, π.χ. «Ο σύζυγός μου θα σταματήσει να με χτυπάει, παρότι δεν έχει κάνει καμιά προσπάθεια να αλλάξει». Υποθετική σκέψη (Το σκέπτεσθαι με ‘αν’ – ‘θα ήταν’ – ‘θα μπορούσε»’): π.χ. «Αν ήμουν καλύτερος εραστής, δεν θα με είχε αφήσει». Στάδιο 3ο: Έκθεση του κατεσταλμένου κανόνα Σύμφωνα με την LBT, η ταξινόμηση των μη–ρεαλιστικών αποφάνσεων, όπως αυτές που διευκρινίστηκαν πιο πάνω, δεν είναι επαρκής για τον συμπερασμό αυτοκαταστροφικών συμπερασμάτων. Μάλλον, τέτοιος συμπερασμός απαιτεί προγεγραμμένους κανόνες, υπό τους οποίους ταξινομούνται τέτοιες αποφάνσεις. Αυτοί οι κανόνες είναι συνήθως κατεσταλμένοι, κι επομένως πρέπει να καταστούν ευκρινείς προτού να εξοβελιστούν ή να αποδιωχθούν. Μη λησμονείτε τα ακόλουθα: Απόφανση: Με ‘έστησε’ ξεδιάντροπα του καλού καιρού. Συμπέρασμα: Θυμός. Για να αποκτήσει το συμπέρασμα «κύρωση», ένας κανόνας που επιτάσσει οργή πρέπει να προστεθεί στις προϋπάρχουσες ιδέες, π.χ.: Κανών: αν κάποιος με ‘στήσει’ σκόπιμα, τότε αυτό το πρόσωπο πρέπει να είναι τελείως παλιάνθρωπος που του πρέπει κακό και καταδίκη. Απόφανση: με ‘έστησαν’ ξεδιάντροπα του καλού καιρού. Συμπέρασμα: Θυμός (με σκέψεις κατάρας για τον δράστη). Αν ο πελάτης, πράγματι, εσωτερικεύει τέτοιες βεβαιότητες, τότε ο υπό έρευναν κανόνας μπορεί να ειπωθεί ότι δίδει κύρος στην οργή. Η LBT, μάλιστα, αναγνωρίζει σύνδρομα σφαλερότητος, δηλαδή συμπερασματικές αλυσίδες δύο ή περισσοτέρων κανόνων όπου ο ένας κανόνας είναι πόρισμα του άλλου. Π.χ. «Αφού οι άνθρωποι δεν πρέπει ποτέ να με μεταχειρίζονται άδικα, και, αφού το να με ‘στήσουν’ επίτηδες είναι άδικη μεταχείριση, είναι κάτι φρικτό. Αφού, λοιπόν, είναι φρικτό, ο δράστης είναι τελείως παλιάνθρωπος». Η LBT βοηθά τους πελάτες να ταυτοποιήσει αυτούς τους κατεσταλμένους κανόνες και αυτά τα σύνδρομα φαντασιοπληξίας εντός του πλαισίου του θυμικού τους συλλογισμού. Ως προς αυτόν τον σκοπό, εφοδιάζει με μια λίστα κανόνων και αλυσιδωτών κανόνων, που συνηθέστατα βρίσκονται στις ρίζες πολλών αυτοκαταστροφικών συναισθημάτων. Παραδείγματα: Απαίτηση για τελειότητα: «Αν ο κόσμος αποτυγχάνει να συμμορφωθεί με κάποια ιδεαλιστική κατάσταση τελειότητας ή σχεδόν τελειότητας, τότε ο κόσμος δεν είναι όπως, απόλυτα, ασυνθηκολόγητα απ43
αιτείς να είναι, και δεν μπορείς, και ούτε θα μπορούσες ποτέ, να τον δεχθείς με οποιονδήποτε άλλον τρόπο». Φέρνοντας την καταστροφή: «Αν κάτι κακό συμβεί, τότε είναι εντελώς καταστροφικό, φρικτό, τρομακτικό», μη αναστρέψιμο. Παντελής απαξίωση: «Αν υπάρχει κάτι στον εαυτό σας ή σε κάποιον άλλον που απεχθάνεστε πάρα πολύ, τότε εσείς ή το άλλο πρόσωπο είστε ‘εντελώς άχρηστοι’». Στάδιο 4ο: Ανασκευή των παράλογων ρυθμιστικών νοημάτων Όπως διατυπώθηκε, οι πελάτες τυπικώς δέχονται κατεσταλμένους κανόνες, αφού εκτεθούν, ως αυταπόδεικτη a priori αλήθεια, και συχνά συνεχίζουν να νιώθουν δεσμευμένοι από αυτούς, ακόμη κι όταν αντιλαμβάνονται τον παραλογισμό τους. Είναι, επομένως, σημαντικό αυτοί οι κανόνες (όπως επίσης και όσες μη ρεαλιστικές αναφορές υπάγονται σε αυτούς) να ανασκευάζονται προσεκτικά και πειστικά. Μέθοδοι ανασκευής, σταχυολογημένες από τη φιλοσοφική ανάλυση, συμπεριλαμβάνουν τον έλεγχο για αντι–παραδείγματα, επαρκείς αποδείξεις, αυτοαναιρούμενες ή παράλογες συνέπειες, και κρίσεις του τύπου ‘δυο μέτρα – δυο σταθμά’. Στάδιο 5ο: Εύρεση ενός αντιδότου Ένα αντίδοτο για ένα παράλογο ρυθμιστικό νόημα είναι ένα άλλο ρυθμιστικό νόημα που το διορθώνει. Ως εκ τούτου, η ανασκευή προετοιμάζει το έδαφος για την εύρεση αντιδότου, μιας και παρέχει μια λειτουργική ανάλυση του τι χρειάζεται να διορθωθεί. Ενδεικτικά, στο προηγούμενο παράδειγμα, το ελάττωμα βρισκόταν στο συμπέρασμα ότι κάνοντας κάτι ανάξιο ισούται με το να είσαι ανάξιος. Επομένως, ένα αντίδοτο θα ήταν ένας λογικός κανόνας ως ο εξής: ποτέ δεν απαξιώνουμε την προσωπικότητα, μόνο την πράξη. Το να κάνεις κάτι τελείως ανάξιο δεν σημαίνει ότι είσαι τελείως ανάξιος – αλλιώς όλοι θα ήταν ανάξιοι. (Reductio ad absurdum). Αυτός ο κανόνας παρέχει ένα λογικό «θα έπρεπε» που ακυρώνει το αρχικό παράλογο «πρέπει», το οποίο διατάσσει ολικό αφορισμό για αυτούς που είχαν θεωρηθεί ως κακώς πράττοντες. Τα αντίδοτα, επίσης, λογαριάζονται ως ρυθμιστικά νοήματα στον αντιδοτικό συλλογισμό, που παρέχει ένα αντεπιχείρημα για το παράλογο επιχείρημα που διορθώνει. Σε κάποιες περιπτώσεις, η δυστυχία μπορεί να είναι αληθινή, και ο πόνος να προέρχεται από λογικά ρυθμιστικά νοήματα. Επομένως, δεν υπάρχει διορθωτικό αντίδοτο, επειδή δεν υπάρχει σφάλμα να διορθωθεί. Παρόλα αυτά, μια επανερμηνεία θα μπορούσε να εστιάσει 44
σε άλλες, πιο θετικές οπτικές γωνίες της κατάστασης, κι επομένως, να βοηθήσει στον κατευνασμό του πόνου. Για παράδειγμα, στην τραγωδία και την απώλεια οι άνθρωποι μπορεί να στραφούν στην θρησκεία και την πίστη στον παράδεισο, για να νοιώσουν κάποια παρηγοριά, μη αντέχοντας την απώλεια. Επίσης, άνθρωποι που υποφέρουν από ανίατες ασθένειες, όπως παράλυση και τύφλωση, υπάρχει δυνατότητα να επανερμηνεύσουν την κατάστασή τους με όρους ικανοτήτων που πιθανώς διατηρούν ακέραιες. Χωρίς να αρνούνται την πραγματικότητα της απώλειάς τους, πολλοί είναι ικανοί να θριαμβεύσουν επί της αδιαμφισβήτητης κακοτυχίας τους και να δημιουργήσουν παραγωγικές, ευτυχισμένες ζωές – μερικές φορές, ακόμη και πιο παραγωγικές από αυτές που θα ήταν διαφορετικά. Με αυτήν την έννοια, είναι πιο λογικό να επαναπροσδιορίσεις την κατάσταση, από το να παραμείνεις εστιασμένος στην τραγική φύση της απώλειας. Παρόλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι υποφέρουν από κάποιο μεγάλο κακό, τα συναισθήματά τους οδηγούνται με τρόπο αυτοκαταστροφικό από παράλογους συλλογισμούς – «είναι τόσο φρικτό, τρομερό κι ανυπόφορο που η ζωή δεν αξίζει να τη ζει κανείς» – ώστε τείνουν προς την αυτοκτονία ως την «μόνη» τους επιλογή. Σε αυτές και ίσως στις περισσότερες περιπτώσεις, όπου οι πελάτες υποφέρουν από κάποια σημαντική απώλεια, δεν είναι αρκετό να επανεκτιμήσεις την κατάσταση. Τα παράλογα ρυθμιστικά νοήματα – ο κανόνας και/ή η αναφορά – στον θυμικό συλλογισμό πρέπει να ανασκευαστούν, διορθωτικά αντίδοτα να βρεθούν, και η δύναμη της βούλησης να εξασκηθεί ώστε να υπερφαλαγγίσει την τάση προς την αυτοκαταστροφή. Στάδιο 6ο: Από την παθητική στάση στην ενεργητική / Άσκηση της δύναμης της θέλησης (exerting the willpower) Σε αντίθεση με τον Σωκράτη, η γνώση αυτού που είναι σωστό κι εκείνου που είναι λάθος δεν εγγυάται την επιλογή της σωστής πράξης. Το πρόβλημα της αδύναμης θέλησης, εγερθέν από τον Αριστοτέλη, καθιστά ξεκάθαρο αυτό το σημείο. Η LBT λαμβάνει σοβαρά υπόψη την συνθήκη της γνωστικής δυσαρμονίας, στην οποία οι φυσιολογικές, συμπεριφορικές και γνωσιακές τάσεις προδιαθέτουν τους πελάτες έναντι του παραλόγου, ενώ παρέχουν γνώσεις ενός αντιδότου περισσότερο ορθολογικού, που τα οδηγεί προς μια αντίθετη διεύθυνση. Περίληψη: Η LBT αναγνωρίζει στην εκγύμναση της κριτικής σκέψης μια θεραπευτική ισχύ. Και ξεχωρίζει ανάμεσα σε σκέψεις καταπιεσμένες, ριζωμένες στο υποσυνείδητο, και ρυθμιστικά νοήματα κατεσταλμένα, εγκαθιδρυμένα σε συλλογισμούς συναισθηματικούς 45
και μνημονικούς. Η LBT αγκαλιάζει μια δυναμική διαδικασία που ταυτίζει συναισθηματικές και συμπεριφορικές ενοχλήσεις, βγαλμένες από κανόνες και/ή αποφάνσεις παράλογες. Αποκαλύπτει και εκθέτει προβληματικά κατεσταλμένα ρυθμιστικά νοήματα, ανασκευάζει συλλογισμούς συναισθηματικούς και αυτοκαταστροφικούς. Ακόμη, συνιστά σκέψεις διορθωτικές, αντίδοτα. Πολεμά την αδράνεια της γνωσιακής δυσαρμονίας μέσω της καλλιέργειας και της λογικής άσκησης της δύναμης της θέλησης. Η διατύπωσή της ως θεραπείας γνωσιακής – συμπεριφορικής με όρους πρακτικής λογικής αλλά και συλλογιστικής, και η αυστηρή εφαρμογή εν αυτή λογικών τεχνικών και κριτηρίων διαχείρισης των συγκινησιακών και συμπεριφορικών προβλημάτων, διαχωρίζει απλώς την LBT από άλλες διαδεδομένες φόρμες γνωσιακής – συμπεριφορικής προσέγγισης, όπως για παράδειγμα η REBT53, προς την οποία παραμένει συνδεδεμένη. β) Η ΜΕΘΟΔΟΣ PEACE ΤΟΥ LOU MARINOFF54 (Problem – Emotion – Analysis – Contemplation - Equilibrium) 1. Problem: Αναγνώριση – καθορισμός του προβλήματος. Το πρόβλημα μπορεί να είναι εμφανές ή όχι. Για παράδειγμα, ένας πρόσφατος θάνατος, μια επαγγελματική αποτυχία, ερωτική απόγοήτευση, διαζύγιο, κ.τ.λ. Άλλες φορές, το πρόβλημα είναι πιο αφανές και πιο σύνθετο. 2. Emotion: Περιγραφή των συναισθημάτων (Αυτό είναι το στάδιο όπου, συνήθως, σταματά η ψυχολογία) «Πρέπει κανείς να βιώνει τα συναισθήματα αληθινά και να τα διοχετεύει εποικοδομητικά». 3. Analysis: Ανάλυση. Επιλογές – εφικτή λύση (που σημαίνει όχι πάντα ιδανική) Απαρίθμηση κι αξιολόγηση των επιλογών που υπάρχουν για την λύση του προβλήματος. 4. Contemplation: Περισυλλογή και ενσωμάτωση όλων των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν στα τρία πρώτα βήματα. Σκοπός, εδώ, είναι η υιοθέτηση μιας «προδιάθεσης» – μιας στασης ή ενός τρόπου θεώρησης – της όλης κατάστασης. Η λεξικογραφική ερμηνεία της λέξης ‘προδιάθεση’ είναι ροπή, κλίση, διάθεση ή ιδιοσυγκρασία. Εδώ, όμως, η προδιάθεση είναι ένας 53
Η μέθοδος LBT εστιάζεται αυστηρότερα στις έννοιες και την λογική, ενώ η μέθοδος REBT λαμβάνει σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη της τα συναισθήματα. 54 Βλ. L. Marinoff, 2002, σελ. 69-91.
46
άλλος τρόπος για να μιλήσει κανείς για τη φιλοσοφική θεώρηση. Αυτό που απαιτείται είναι ένα βήμα πίσω από την αμεσότητα του προβλήματος, την ισχύ των συναισθημάτων και τη λογική ανάλυσή τους. Στο κρίσιμο αυτό βήμα υιοθετείται ένας υπερκείμενος φιλοσοφικός τρόπος θεώρησης της όλης κατάστασης, που επιτρέπει στον πελάτη να συμβιβαστεί με τον εαυτό τους και να συνεχίσει. Είναι εδώ πολύ σημαντική η υιοθέτηση ενός ταιριαστού τρόπου φιλοσοφίας. Ο Marinoff γράφει χαρακτηριστικά «Η προδιάθεση είναι κάτι που βρίσκεται μέσα μας. Είναι περισσότερο σαν να φέρνεις στο φως ένα πολύτιμο λίθο, παρά σαν να κατασκευάζεις ένα εργαλείο». Αυτό, λέει, είναι κάτι πολύ βαθύτερο από την εκλογίκευση, που δεν επιφέρει αληθινή ή διαρκή ανακούφιση. Ίσως, πάλι, η παρούσα προδιάθεση να επιδεινώνει το πρόβλημα, οπότε, για να είναι ουσιαστική και ωφέλιμη η αλλαγή να πρέπει να αλλάξει. Το «κλειδί», λέει, «είναι η προδιάθεσή σας». Το στάδιο αυτό το ονομάζει και ‘εννοιολογικό’, γιατί απαιτείται το πρόβλημα να δουλευτεί «με την νόηση και τα συναισθήματα, δηλαδή με όλον τον εγκέφαλο». 5. Equilibrium: Εξισορρόπηση Με νέους τώρα όρους ενεργοποιείται η καλύτερη επιλογή, και τα νέα διδάγματα ενσωματώνονται στη ζωή του πελάτη. Η μέθοδος PEACE διαφέρει από τις ψυχολογικές μεθόδους στο ότι δεν επικεντρώνεται στα συναισθήματα, την παιδική ηλικία, τις σεξουαλικές φαντασιώσεις, το όνειρα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα κ.τ.λ. Επικεντρώνεται σε νοήματα και αξίες, όπως το παράδειγμα αδικίας που συμπεριλαμβάνει στο έργο του, για το οποίο η ψυχολογία και η ψυχιατρική «δεν έχουν τίποτα να πουν». γ) Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΩΝ «ΠΕΝΤΕ ΣΤΑΔΙΩΝ» ΤΟΥ RAN LAHAV55 Προτού αναπτύξει τη μέθοδό του, ο Ran Lahav υπογραμμίζει ότι η μέθοδος αυτή είναι μόνο ενδεικτική και οι συμβουλευτικές συζητήσεις πρέπει να είναι ευέλικτες, όχι φορμαλιστικές και προσδιορισμένες εξ’ ολοκλήρου από τον σύμβουλο. Τα στάδια μάλιστα της προτεινόμενης από τον Ran Lahav μεθόδου αλληλεπικαλύπτονται, αλληλοσυνδέονται και δεν λειτουργούν το ένα χωριστά από το άλλο. 55
Ι. Γ. Δελλής, 2005, σελ. 111-116.
47
1. Αυτοβιογραφικά στοιχεία και αρχική οργάνωση τους Στο στάδιο αυτό, ο σύμβουλος αφουγκράζεται τον «πελάτη», προκειμένου να σχηματίσει μια συνολική εικόνα της προσωπικότητάς του και του κύριου προβλήματος που τον απασχολεί. Συντάσσει, με άλλα λόγια, μια μορφή ιστορικού, κάνοντας παράλληλα κάποιες πρώτες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Πρωτεύοντα ρόλο παίζει εδώ η εγκαθίδρυση μιας σχέσης εμπιστοσύνης, που θα βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να μιλήσει θαρρετά και με ειλικρίνεια για τα προσωπικά του προβλήματα. 2. Ανάδυση του φιλοσοφικού θέματος Φιλοσοφική οριοθέτηση του προβλήματος, όπως προσωπικές αντιλήψεις σημαντικών εννοιών, π.χ. ελευθερία, ‘εγώ’, αξία, έρωτας κ.τ.λ. «Ιδιαίτερα λεπτό σημείο σε αυτό το στάδιο, που απαιτεί μεγάλη προσοχή από την πλευρά του συμβούλου, είναι να μη βάλει στην ζωή του συμβουλευόμενου ένα θέμα που δεν υπάρχει, αλλά να αφήσει το θέμα να ‘αναδυθεί’ από τη συζήτηση για τα δικά του προβλήματα, με τρόπο πιστό στις εμπειρίες και τις ‘τάσεις’ του συμβουλευόμενου». Τα καλούπια και οι εύκολες ταξινομήσεις πρέπει να αποφεύγονται. 3. Φιλοσοφική επεξεργασία του θέματος Περιγράφονται εδώ οι δυσκολίες φιλοσοφικής ανάπτυξης των θεμάτων σε άτομα με ελλιπή παιδεία. 4. Εξέταση του φιλοσοφικού θέματος, όπως αυτό εκφράζεται στην ζωή του συμβουλευόμενου Αναφορές σε αντιλήψεις, μεθόδους και ιδέες φιλοσόφων που σχετίζονται με το θέμα, ως αφετηρίες διαλόγου. Στόχος εδώ είναι η γονιμοποίηση της σκέψης και η ανεύρεση επιλογών μέσω διαλόγου, όχι η ακαδημαϊκή διδασκαλία της φιλοσοφίας. Μεγάλη χρησιμότητα έχει και η παρουσίαση αντίθετων απόψεων ώστε ο πελάτης «να ζυγίσει τις ποικίλες εναλλακτικές προσεγγίσεις και να διαμορφώσει μια δική του προσέγγιση». Είναι μια διαδικασία επίπονη, ενίοτε πολύωρη και δύσκολη για τον θεραπευτή που «πρέπει να μένει ουδέτερος, αποστασιοποιημένος». Μπορεί, επίσης, ο πελάτης να ολισθήσει προς συμπεριφορές άγονες για την συμβουλευτική διαδικασία. Σε πολλές περιπτώσεις, συνιστάται η λύση των ομαδικών συνεδριών, ώστε «ο συμβουλευτικός διάλογος να μην καταλήξει σε εκφυλισμό του διαλόγου και σε αρρωστημένη εσωστρέφεια». 5. Συγκρότηση μιας προσωπικής απάντησης του πελάτη Είναι ένα χρονοβόρο στάδιο, το οποίο, μάλιστα, δεν ολοκληρώνεται στο πλαίσιο των συνεδριών, αλλά συνεχίζεται σε όλη την ζωή 48
του συμβουλευόμενου. Ο Lahav συνιστά «απλά μαθήματα που θα έχουν έγκυρη φιλοσοφική θεμελίωση πάνω σε θέματα σχετικά, όπως λ.χ.: Ποιες απόψεις έχουν διατυπωθεί για το περιεχόμενο της ζωής; Πώς η παιδεία οδηγεί στην κοινωνική απελευθέρωση; Γιατί η τέχνη ημερώνει τον άνθρωπο; κ.τ.λ.» ώστε «να έχει μέλλον η φιλοσοφική συμβουλευτική και για να βοηθήσει αποτελεσματικά τον άνθρωπο της εποχής μας, που συχνά βρίσκεται σε σύγχυση». δ) ΤΟ «ΝΕΟ ΜΟΝΤΕΛΟ» ΤΟΥ P. RAABE56 ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ Τα τέσσερα στάδια της συμβουλευτικής διαδικασίας του Raabe: 1. Ελεύθερη πλεύση ή επικοινωνία (free floating) Αλληλογνωριμία και εγκαθίδρυση σχέσης. Ο πελάτης διατυπώνει το πρόβλημά του και τους λόγους που τον έφεραν στον φιλοσοφικό σύμβουλο. Ο Raabe υποδεικνύει τη χρήση ερωτηματολογίου όπου, σύμφωνα με όσα απαντά ο πελάτης, ο σύμβουλος προσπαθεί να φτάσει στον πυρήνα του προβλήματος. Αν ο πελάτης δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει, ο σύμβουλος τον προτρέπει να μιλήσει ελεύθερα. Στόχος δεν είναι η κριτική, αλλά η «εμπαθητική, βοηθητική και ανακουφιστική στάση». Οι όροι «empathy» και «εμπαθητικός» – δανεισμένοι από την ψυχολογία – χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τον Raabe, χωρίς περαιτέρω ανάλυση. (Η εμπαθητική δυνατότητα, όπως την ορίζει ο Α. Κοσμόπουλος, σημαίνει πως ο σύμβουλος μπορεί να νοιώσει τον πελάτη, όπως αυτός νοιώθει τον εαυτό του). Ο Raabe εκφράζει και αυτός την άποψη ότι «ο φιλοσοφικός σύμβουλος χρειάζεται την ψυχολογία τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό που ο ψυχολόγος έχει ανάγκη τη φιλοσοφία». Το σημαντικό σε αυτήν την φάση είναι η καλλιέργεια ενός κλίματος εμπιστοσύνης, και όχι η κριτική και λογική ανάλυση των όσων λέει ο πελάτης. Χρησιμοποιεί την έκφραση «φαινομενολογική και ερμηνευτική προσέγγιση». Ο σύμβουλος αποφεύγει τις βιαστικές και πρόωρες διαγνώσεις. Ο Raabe έχει σωστά εντοπίσει την ανακούφιση που νοιώθουν οι πελάτες βρίσκοντας ελεύθερη δίοδο να εκφραστούν, και τη διασταλτική σημασία, γενικότερα, της επικοινωνίας με τον σύμβουλο, που ονομάζει «κάθαρση» (catharsis). Στο στάδιο αυτό, είναι πιθανόν ο πελάτης να ζητήσει να «σκέφτεται γύρω από τα πράγματα της ζωής σαν φιλόσοφος, κάτι που οδηγεί κατευθείαν στο τρίτο στάδιο». Μπορεί, 56
Ι.Γ. Δελλής, 2005, σελ 153-172.
49
επίσης, πελάτης και σύμβουλος να φτάσουν σε ερωτήματα όπως ‘Ποιο είναι το νόημα της ζωής;’ και πώς μπορεί να δει την ζωή του περισσότερο ολιστικά, που οδηγεί στο στάδιο της «υπέρβασης». Ένα τέταρτο ενδεχόμενο είναι, εφόσον έχει αρχίσει να σχηματίζεται μια συνολική εικόνα των προβλημάτων του πελάτη, να ζητήσει ο τελευταίος αυτός από τον σύμβουλο να εστιαστούν σε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα που τον απασχολεί. 2. Αντιμετώπιση του άμεσου προβλήματος (Immediate problem resolution) Με αφορμή την απόφαση που έχει να πάρει ο πελάτης για το κύριο πρόβλημα που τον απασχολεί, ο φιλοσοφικός σύμβουλος οργανώνει με φιλοσοφικό τρόπο τις παραμέτρους της κατάστασης, τις σκέψεις γι’ αυτήν και τις επιλογές που υπάρχουν. Σημαντικό εδώ είναι «οι αναλύσεις του συμβούλου να είναι πειστικές και διεξοδικές, χωρίς να είναι οπωσδήποτε δομημένες σε μορφή επιχειρημάτων. Τα συμπεράσματα, δηλαδή, πρέπει να είναι καλά θεμελιωμένα και πειστικά, αλλά ο διάλογος δεν πρέπει να είναι αυστηρά τυποποιημένος». Το κύρος του συμβούλου διασφαλίζεται από τον τρόπο που διεξάγει τον διάλογο, αλλά και από την ικανότητά του να φτάσει σε μια αντικειμενική θεώρηση, πολύ ευρύτερη από το συγκεκριμένο πρόβλημα του πελάτη. Στο στάδιο αυτό, ο πελάτης αρχίζει να εξαρτάται από τον σύμβουλο και να τον εμπιστεύεται. Η «γνώση του πώς» και η «γνώση του τι», που θα λύσει το πρόβλημα, περιγράφεται ως μια συνεξαρτημένη γνώση που τοποθετείται ανάμεσα σε σύμβουλο και πελάτη. 3. Διδασκαλία ως σκόπιμη πράξη (Teaching as an Intentional Act) Στο στάδιο αυτό, κύριος σκοπός είναι να μάθει ο πελάτης να σκέφτεται αυτόνομα, αποδεχόμενος τη λογικότητα ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης και τρόπο ζωής. Ο Raabe εδώ γράφει ότι αν και η διδαχή γνώσεων, της ικανότητας για κριτική εξέταση και των βαθύτερων ιδεών της φιλοσοφίας είναι σημαντικές, αυτό που είναι πολύ σημαντικότερο, και στην ουσία ο αληθινός στόχος, είναι το «ξύπνημα της ψυχής», όπως επεδίωκε και ο Σωκράτης. Για να έχει γνωστικό αποτέλεσμα η διδασκαλία πρέπει να υπάρχουν τρεις όροι, τρεις προϋποθέσεις: i) «Πρόθεση», δηλαδή η διάθεση του πελάτη να μάθει. ii) Η ανάπτυξη της «ικανότητας ορθολογικής σκέψης» είναι σημαντικό στοιχείο ανάπτυξης της ικανότητας της «αυτοδιάγνωσης». iii) O πελάτης πρέπει να είναι γνωστικά και συναισθη50
ματικά έτοιμος να προχωρήσει πέρα από την εξέταση των άμεσων προβλημάτων που αντιμετωπίζει, να φτάσει δηλαδή, σε μια γενικότερη «θεώρηση των προβλημάτων της ζωής, αποστασιοποιούμενος από το συγκεκριμένο πρόβλημα». 4. Υπέρβαση του συγκεκριμένου προβλήματος (Transcendence) Στο στάδιο αυτό, αντιμετωπίζονται ερωτήματα πολύ γενικότερα, του τύπου «ποιος είμαι» ή «πώς πρέπει να ζω». Ο Raabe γράφει χαρακτηριστικά ότι στο στάδιο της «υπέρβασης», ο πελάτης «γίνεται ικανός να δει καλύτερα τον εαυτό του και τις αντιλήψεις του μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, του οποίου στοιχεία είναι η οικογένεια, η κοινότητα, με την έννοια του προσδιορισμού της θέσης μέσα στις οικογενειακές, κοινωνικές και πολιτικές ιδεολογίες και δομές». Στο στάδιο της «υπέρβασης», όπως γράφει, βοηθά τον πελάτη να αποκαλύψει τις «θεμελιώδεις προϋποθέσεις του, να τις εξετάσει και να τις υπερβεί αποσκοπώντας σε μια αυθεντική πορεία του όντος στον κόσμο, μια πορεία ύπαρξης που θα είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής». Η διατύπωση «εξέταση της ζωής στο σύνολό της» είναι η χαρακτηριστική του σταδίου της «υπέρβασης». Ο πελάτης εδώ φτάνει σε μια βαθύτερη φιλοσοφική εξέταση και κατανόηση του εαυτού του και της σχέσης του με τον κόσμο. Ο Raabe τονίζει ότι οι τέσσερις φάσεις της μεθόδου δεν ακολουθούν απαραίτητα αυτή τη σειρά αλλά εξαρτώνται από τις ανάγκες και την προσωπικότητα του πελάτη. Παραλληλίζει δε τη μέθοδό του με την ανάπτυξη του «μύθου του Σπηλαίου» του Πλάτωνος. Τονίζει, επίσης, ότι η φιλοσοφική συμβουλευτική πρέπει να έχει χαρακτήρα παιδαγωγικό – διδακτικό και «να εφοδιάζει τον πελάτη με αντιληπτικά μέσα, όπως η κριτική για δημιουργική σκέψη, ο αυτοσεβασμός, και με ευκαιρίες για να αποφασίζει στο πλαίσιο της βεβαιότητας του περιβάλλοντος που διαμορφώνει η συμβουλευτική». iv) Εμπειρικές διαπιστώσεις Η ψυχική ζωή μοιάζει να έχει τους δικούς της νόμους, που πρέπει να γίνονται σεβαστοί αν θέλουμε να έχουμε ευεργετικά αποτελέσματα. Οι νόμοι αυτοί ωστόσο μόνο εμπειρικά μπορούν να διαπιστωθούν και μόνον αξιωματικά μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Ορισμένες, οι πιο σημαντικές ίσως, αλήθειες είναι προϊόντα αυτοβεβαίωσης και δεν αποδεικνύονται, όπως για παράδειγμα το ότι η ψυχική μας ζωή χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή, απέραντη ποικιλία και δύο στιγμές ποτέ δεν είναι ίδιες ή το ότι η αγάπη δεν προστάζεται. Γενικώς, 51
διαπιστώσεις που αφορούν στην σχέση συμβούλου και συμβουλευομένου είναι εμπειρικές. Τέτοιες διαπιστώσεις είναι: Ο άνθρωπος προσπαθεί να πραγματοποιήσει αυτό που πιστεύει πως είναι. Ο καλός θεραπευτής δεν αποσπά ομολογίες ούτε πιέζει προς αυτήν την κατεύθυνση. Πρέπει να έχει υπομονή. Ο άνθρωπος έχει μια έμφυτη κλίση προς την αυτοπραγμάτωση. Αυτό που απομένει είναι να απομακρύνουμε κάποια εμπόδια. Άλλες φορές αρκεί να «θυμίσουμε την αλήθεια». Κανείς θνητός δεν έχει όλα του τα προβλήματα λυμένα, απλώς ο καθένας από εμάς έχει λύσει μια διαφορετική ομάδα προβλημάτων και, συνήθως, όχι οριστικά. Το γεγονός αυτό είναι πολύ σημαντικό στο πώς κρίνουμε και αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους. Είναι επίσης χαρακτηριστικό, πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι και η υπενθύμιση με παραδείγματα ότι κι ο ίδιος ο σύμβουλος είναι και αυτός άνθρωπος, που έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν ή αντιμετωπίζει προβλήματα παρόμοια με του συμβουλευομένου. Η ανθρώπινη αυτή προσέγγιση μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από οποιαδήποτε ανάλυση έννοιας. Έχει αποδειχθεί δε, ότι τέτοιου τύπου προσωπικά σχόλια βοηθούν και αποτυπώνονται πολύ περισσότερο στη μνήμη του συμβουλευομένου. Πολλοί συμβουλευόμενοι μένουν κλεισμένοι στον εαυτό τους. Μπορεί να θεωρούν ότι κάτι ασυγχώρητο υπάρχει πάνω τους ή μέσα τους, και να φοβούνται να αποκαλύψουν τον εαυτό τους ή να φοβούνται ότι θα γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης ή επειδή έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα στο παρελθόν φοβούνται – ασυνειδήτως – ότι όποιον αφήσουν να τους πλησιάσει θα γίνουν αιτία και εκείνος να χαθεί, ή άλλοι λόγοι πολλοί. Το γεγονός ότι, αφού καταφέρουμε να τους πλησιάσουμε, καμία καταστροφή δεν επέρχεται και συνεχίζουν να είναι αποδεκτοί, είναι μία στο έπακρον επανορθωτική θεραπευτική εμπειρία. Έχει αποδειχθεί πάντως ότι άτομα που παραμένουν πεισματικά κλεισμένα στον εαυτό τους, ως διά μαγείας ανοίγουν όταν τους ζητηθεί να μιλήσουν για το πώς αντιλαμβάνονται κάποιες έννοιες. Με την εννοιολογική ανάλυση, το νόημα57 μιας έννοιας διευρύνεται δια μέσου της εξέτασης μιας ιδέας ή ορολογίας, με τέσσερις διαφορετικές προσεγγίσεις: 57
Νόημα: Η σημασία μιας λέξης ή μιας φράσης σε μια δεδομένη γλώσσα, ή ενός μη γλωσσικού συμβόλου ή σημείου. Ο Βιτγκενστάιν υποστήριξε ότι όλα τα λάθη, τα οποία διέπραξαν οι φιλόσοφοι κατά το παρελθόν, οφείλονται στην κακομεταχείριση του νοήματος της γλώσσας και πως εκείνο που απαιτείται
52
α. Την ετυμολογική της ανάλυση και την εξέλιξη της πορείας της μέσα στον χρόνο. β. Τον στοχασμό πάνω στην έννοια ως μεταφορά. γ. Την σύγκριση του νοήματός της με εκείνο συναφών όρων. δ. Την έρευνα χρήσης της έννοιας μέσα σε διάφορες σύγχρονες κοινωνικές ομάδες. Ο κίνδυνος αυτής της μεθόδου είναι ότι η λογική της μπορεί να γίνει τόσο αυστηρή, ώστε να απομακρύνει ή να επικαλύψει την συγκίνηση και την σημασία του πλούτου και των συναισθηματικών αντιδράσεων από την σκέψη μας, να απομακρυνθεί, δηλαδή, από την αληθινή φύση του θέματος μας. Η φιλοσοφία έχει αξία εφόσον καταφέρνει να γίνει πράξη ζωής. Όταν είναι απλή αφαίρεση, αντλεί από την ζωή όλη της τη χαρά, όπως έγινε με τη στωική φιλοσοφία, που έθεσε ως στόχο να κλείσει την ζωή μέσα στον αφηρημένο νόμο του λογικού, ξεριζώνοντας το πάθος. Γι’ αυτό ο στωικός φιλόσοφος είναι αξιοθαύμαστος για την συνέπεια και την ψυχική του δύναμη, όχι όμως για την αλήθεια του, όπως π.χ. ο πλατωνικός Σωκράτης. Ένας ζωντανός λοιπόν διάλογος έχει κοινό με την ζωή ακριβώς τούτο: είναι κάθε στιγμή διαφορετικός και δεν χωρά σε αυστηρά λογικά σχήματα. Είναι σημαντικό να είμαστε γενναιόδωροι στα θετικά σχόλια και υποστηρικτικοί. Όχι ψέματα όμως, όχι κενές κολακείες και πράγματα που δεν εννοούμε. Είναι σημαντικό να καταφέρουμε να δούμε τον κόσμο όπως τον βλέπει ο συνομιλητής μας, να μπούμε στη θέση του. Ο Carl Rogers μίλησε για «εύστοχη ενσυναίσθηση», που μαζί με τη «θετική άνευ όρων αντιμετώπιση» και την «αυθεντικότητα», τη θεωρεί ως ένα από τα τρία πιο σημαντικά προτερήματα του αποτελεσματικού θεραπευτή. Η ενσυναίσθηση δεν είναι σημαντικό στοιχείο μόνον μιας επιτυχημένης συνεδρίας. Είναι ένα πολύ σημαντικό μέσον ερμηνείας των λόγων, των πράξεων και της έκφρασης, γενικώς, των άλλων ανθρώπων. Η ενσυναίσθηση μπορεί να διδαχθεί κατά την διάρκεια των συνεδριών και η τεχνική είναι απλή. Αν βοηθήσουμε το συμβουλευόμενο να αποκτήσει υψηλού βαθμού κατανόηση προς τον φιλοσοφικό σύμβουλο, τότε η ικανότητα αυτή θα προβληθεί και θα προσαρμοστεί αναλόγως από τον συμβουλευόμενο και προς τα άλλα πρόσωπα της ζωής του. Εξάλλου δεν πρέπει να αφήνουμε να μαντεύουν τις σκέψεις, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις και τα συναισθήματά μας που, συχνά πυκνά, παρερμηνεύονται. Καλύγια την θεραπεία των φιλοσοφικών σφαλμάτων, είναι η αποκατάσταση της ορθής άποψης περί του νοήματος της γλώσσας. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
53
τερα να αποκαλυφθούμε. Απλώς πρέπει να προσέχουμε τις διατυπώσεις μας, μιλώντας γι’ αυτό που νοιώθουμε, όχι γι’ αυτό που μας προκαλεί ο συνομιλητής μας, αλλιώς κινδυνεύουμε να φανούμε δηκτικοί και συγκρουσιακοί. Διαφορετικά, για παράδειγμα, ακούγεται η φράση «Είσαι εκνευριστικός» ή «Με εκνευρίζεις» και διαφορετικά το «Αισθάνομαι μία ανησυχία/ ανυπομονησία/ ένταση». Πολύ σημαντικό είναι, επίσης, να είμαστε σε θέση να διαχωρίσουμε ποια συναισθήματα είναι δικά μας και ποια, πράγματι, προκαλούνται από τον συνομιλητή μας. Να μην πέσουμε, δηλαδή, και εμείς στην παγίδα που η ψυχολογία ορίζει ως «προβολή»58. Γι’ αυτό και η ιδανική περίπτωση είναι ο φιλοσοφικός σύμβουλος να έχει περάσει από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης. Πρέπει να δείχνουμε έμπρακτα το ενδιαφέρον μας. Είναι αναγκαίο να δηλώσουμε την διαθεσιμότητά μας, παροτρύνοντας τον επισκέπτη να επικοινωνεί τηλεφωνικώς μαζί μας οποιαδήποτε στιγμή το κρίνει επείγον και απαραίτητο. Αλλά και αντιστρόφως, ένα τηλεφώνημα π.χ. εκ μέρους του συμβούλου σε κάποιο σημαντικό γεγονός της ζωής του συμβουλευομένου μπορεί να έχει καταλυτική σημασία. Ποτέ δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε το έδαφος της αυτοπαρατήρησης. Μόνον έτσι, εκτός των άλλων, μπορούμε και να εντοπίζουμε τα λάθη μας, τα οποία μάλιστα πρέπει πάντοτε να παραδεχόμαστε. Πέραν του ότι δίνουμε το καλό παράδειγμα, το αντίθετο δημιουργεί πάντοτε πολλά προβλήματα στη σχέση σε βάθος χρόνου, μέχρι και την αποξένωση. Η ανειλικρίνεια, αργά ή γρήγορα, γίνεται αντιληπτή. Ο Σαρτρ είχε γράψει: «Η ενδοσκόπηση είναι πάντα ανασκόπηση». Ο ιστορικός εαυτός ανακλάται στο παρόν της συνεδρίας ή, με άλλα λόγια, η σχέση με τον φιλοσοφικό σύμβουλο είναι ένας συμβολικός καθρέπτης των σχέσεων του συμβουλευομένου γενικώς. Δεν πρέπει να διστάζουμε να εκφράσουμε τις αμφιβολίες και τις υποψίες μας, για το αν λ.χ. ο συνομιλητής μας λέει όλη την αλήθεια, αν κρύβει κάτι σημαντικό, ή ποιος είναι ο αληθινός λόγος που θίγει ένα συγκεκριμένο θέμα κ.τ.λ. Δεν πρέπει να διστάζουμε να ερχόμαστε σε επαφή με το περιβάλλον του συμβουλευομένου, τον χώρο κατοικίας του, τους σημαντικούς ανθρώπους της ζωής του κ.τ.λ. Ωστόσο, επειδή μια επίσκεψη σε έναν προσωπικό χώρο ή η επαφή με ένα σημαντικό πρόσωπο
58
Προβολή: [λατ.: projectio, α.: projection, γ.: projection, γρ. projection, ιτ.: proiezione]. Η μετάθεση των διανοημάτων, των συναισθημάτων και γενικώς, των περιεχομένων της ψυχής από την σφαίρα της εμπειρίας στον εξωτερικό κόσμο. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
54
είναι βαρύνουσας σημασίας, πρέπει πρώτα να περιμένουμε τις συνθήκες να ωριμάσουν. Πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι σύμβουλος και συμβουλευόμενος βιώνουν την συνεδρία από γωνίες εντελώς διαφορετικές, συγκρατούν διαφορετικά πράγματα, δίνουν έμφαση και προσοχή σε άλλα κ.τ.λ. Οι συμβουλευόμενοι, για παράδειγμα, έχει αποδειχθεί ότι συγκρατούν περισσότερο τις πιο προσωπικές και ανθρώπινες χειρονομίες, εκφράσεις, αποκαλύψεις κ.τ.λ. Επίσης, η παρεξήγηση των λόγων μας είναι πάντοτε πολύ πιθανή. Οι ίδιες οι λέξεις, άλλωστε, έχουν για κάθε άνθρωπο νόημα και ψυχολογικό περιεχόμενο διαφορετικό, π.χ. άλλους συνειρμούς έχει η λέξη χαρτί για έναν ζωγράφο ή έναν συγγραφέα και άλλους για κάποιον που τυλίγει δέματα. Γενικώς, πρέπει να έχουμε πάντοτε στο νου μας ότι την πιο βαρύνουσα σημασία έχει πάντοτε η προσωπική, ανθρώπινη σχέση που δημιουργείται και όχι οι φιλοσοφικές αναλύσεις, οι λογικές και ψυχολογικές ερμηνείες κι ας έχουν κι αυτές την αξία τους59. Ακόμη και η πιο εύστοχη ερμηνεία είναι πάντοτε μια ερμηνεία και όχι η απόλυτη αλήθεια. «Φτάνουμε ως το σημείο», έγραψε ο Νίτσε, «να επινοούμε την έκφραση του προσώπου του συνομιλητή μας, ώστε να συμπίπτει με την ευφυή σκέψη που πιστεύουμε ότι εκστομίσαμε». Το σημαντικό όμως σε μια θεραπευτική διαδικασία είναι, πριν απ’ όλα, η διαδικασία αυτή καθαυτή, καθώς και το γεγονός ότι ο συμβουλευόμενος έχει κάποιον απέναντί του, που παρακολουθεί την ζωή του στις λεπτομέρειές της, και όχι τόσο η ερμηνεία των λεπτομερειών αυτών, όσο ευφυής κι αν είναι. Στην ουσία η σχέση μεταξύ ερμηνείας και ενόρασης – στην οποία δίνουν κυρίως έμφαση οι σύμβουλοι και όχι οι συμβουλευόμενοι – και αλλαγής παραμένει μυστήριο. Ωστόσο, είναι αδύνατον να αιτιάσουμε επαρκώς την εσωτερική λύτρωση που επέρχεται ακόμα και στην ψυχοδυναμική (φροϋδική) θεραπεία, όταν υποχρεούται ο ασθενής να ξαναβιώσει την τραυματική του εμπειρία με μόνο όπλο τη σημερινή του διανοητικότητα. Βλέπουμε το αποτέλεσμα, αγνοούμε το μηχανισμό. Πρέπει να σημειώνουμε προσεκτικά τις επετείους και άλλες σημαντικές ημερομηνίες στη ζωή του συμβουλευομένου, γιατί μπορεί να μας οδηγήσουν σε πολύ σημαντικά υπαρξιακά ζητήματα, καθώς είναι συνήθως φορτισμένες με πολλά και ανάμεικτα συναισθήματα και πλούσιες σε νόημα.
59
«Μ’ ανθρώπους φρόνιμους κι αγαπημένους μπορεί κανείς να μιλά με βεβαιότητα και θάρρος για πράγματα σπουδαιότατα». Πλάτωνος Πολιτεία, 450Ε.
55
Κάθε θεραπευτική διαδικασία συνοδεύεται και από το ανάλογο άγχος. Καθήκον του φιλοσοφικού συμβούλου είναι να εντοπίσει τόσο την ύπαρξη όσο και την αφετηρία του, γιατί το άγχος έχει πάντα αίτια, που σημαίνει ότι έχει και θεραπεία. Δεν λησμονούμε ακόμη και το ευνοϊκό και εντελώς ελεγχόμενο άγχος, που όχι μόνο δεν πρέπει να καταπολεμείται, αλλά να αναλύεται και να γίνεται αποδεκτό ως αναγκαίο κακό. Οφείλει πάντοτε ο φιλοσοφικός σύμβουλος να κάνει μνεία του εξής γεγονότος: «Αφού με καταλαβαίνετε πλήρως κι εγώ, επίσης, εσάς και, αφού, κατά τεκμήριον, εγώ είμαι λογικός και ισορροπημένος – ως αρμόδιος ειδικός – είστε ικανός να επικοινωνήσετε αρμονικά με κάθε λογικό και συγκροτημένο άνθρωπο». Αυτή είναι η επιτομή της φιλοσοφικής βοηθείας «εδώ και τώρα» αφού προσέτι συνιστά την πιο αποδοτική αυτοεκπληρούμενη προφητεία. v) Ποιο είναι το σοβαρότερο κριτήριο σωστής επιλογής φιλοσοφικού συμβούλου. Οι γνώμες παγκοσμίως διίστανται. Άλλοι θέλουν τον φιλοσοφικό σύμβουλο εμπνεόμενο και σεβόμενο εν απολύτω συγκεκριμένες μεθόδους δράσης, και άλλοι αναγνωρίζουν την ύπαρξη ξεχωριστού ταλέντου, το οποίο έχει ως αναφορά την ικανότητα του ειδικού να (δια)μορφώνει τον αναλυόμενο στα διάφορα εκάστοτε ποσοστά χρήσης συναισθήματος και λογικής. Αυτό κάνει το επάγγελμα αυτό εξόχως βιωματικό και εμπειρικό. Αλλιώς, για παράδειγμα, αντιμετωπίζεται το παράπτωμα ενός παιδιού από τον γονέα, με προεξάρχουσα, δηλαδή, συναισθηματική προσέγγιση και πολύ λίγη λογική, και αλλιώς η αντιμετώπιση εργαζομένου από κακό εργοδότη, εκεί όπου το συναίσθημα λίγη επίδραση θα έχει. vi) Πρώτη συνεδρία Η πρώτη συνεδρία αποτελεί την εισαγωγή στην όλη διαδικασία της φιλοσοφικής συμβουλευτικής. Βασικοί της στόχοι είναι η γνωριμία συμβούλου και συμβουλευομένου, η καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης και, ευθύς εξαρχής, η γονιμοποίηση του πνεύματος του συμβουλευομένου, το κέντρισμα της περιέργειάς του και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης του στην σπουδαιότητα και αποτελεσματικότητα της φιλοσοφικής συμβουλευτικής. 56
Πρώτα, ο φιλοσοφικός σύμβουλος διαβεβαιώνει τον συμβουλευόμενο για το απόρρητο των συνεδριών. Είναι πολύ σημαντικό για τον συμβουλευόμενο να γνωρίζει πως ό,τι ειπωθεί δεν θα ακουστεί ποτέ έξω από τα όρια του γραφείου του συμβούλου. Σε περίπτωση που ο συμβουλευόμενος δείχνει να διακατέχεται από αμηχανία, να παραμένει σιωπηλός, να μην γνωρίζει από πού να ξεκινήσει, μπορούμε να τον βοηθήσουμε με ερωτήσεις του τύπου: - Τι σας απασχολεί περισσότερο αυτόν τον καιρό; (γεγονός, συναίσθημα, γενική κατάσταση) - Μπορούμε να μιλήσουμε για οτιδήποτε επιθυμείτε. - Εδώ έχετε απόλυτη ελευθερία να μιλήσετε για τα πάντα. Μεγίστη σημασία για τον φιλοσοφικό αναλυτή έχει το πρώτο θέμα το οποίο συχνά εκστομίζει αδιάφορα ο αναλυόμενος. Το αναφέρει ως κάτι ασήμαντο ανάμεσα σ’ άλλα και το προσπερνά, αλλ’ είναι ο κύριος πυρήνας της ανησυχίας του και το θέμα στο οποίο πρέπει να εστιαστεί ο αναλυτής. Υπάρχουν ερωτήσεις που είναι καλύτερες από άλλες, είναι οι «ανοικτές» ερωτήσεις, όπως ονομάζονται. Καλές ερωτήσεις είναι εκείνες που βοηθούν τον συμβουλευόμενο να αποκτήσει ενόραση και να εμβαθύνει την σκέψη του. Προτιμότερες είναι εκείνες που τον βοηθούν να μιλήσει περισσότερο, να εκφράσει καλύτερα τα συναισθήματά του, να ερευνήσει σε βάθος τον εαυτό του. Συχνά αρχίζουν με τις λέξεις: «τί, πώς, πόσο, γιατί ή θα μπορούσατε». Παραδείγματος χάριν: - Τι σκεφτήκατε όταν σας μίλησε έτσι; - Γιατί πιστεύετε ότι θέλησε να κάνει αυτό ή εκείνο; - Πώς αισθανθήκατε όταν έγινε το τάδε γεγονός; - Μπορείτε να μου δώσετε ένα παράδειγμα τυπικής σας αντίδρασης ή τι περνά από το μυαλό σας όταν σας φέρεται έτσι; Οι «κλειστές ερωτήσεις» από την άλλη αρχίζουν συνήθως με τις λέξεις «είναι, νομίζεις, θέλεις». Παραδείγματος χάριν: - Θέλεις να αδυνατίσεις; - Είσαι μοναχοπαίδι; Η ταξινόμηση αυτή δεν είναι, βέβαια, απόλυτη, και εξαρτάται τόσο από τα υπόλοιπα που έχουν ειπωθεί όσο και από το αν οι ερωτήσεις συνοδεύονται από όλα εκείνα τα στοιχεία που δείχνουν την κατάνόηση και το ειλικρινές ενδιαφέρον του συμβούλου. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι πολλές ερωτήσεις μπορούν να κάνουν τον συμβουλευόμενο να αισθανθεί την διαδικασία ως ανάκριση κι ότι η πορεία των σκέψεών του εκβιάζεται. Το σφάλμα αυτό κάνουν, συνήθως, σύμβουλοι που δεν έχουν ακόμη μεγάλη πεποίθηση στις ικανότητές τους. 57
Είναι εξαιρετικά σημαντικός ο τρόπος, ο τόνος της φωνής, η στάση του σώματος, η έκφραση του προσώπου για το αν μια ερώτηση θα θεωρηθεί «ανοικτή» ή «κλειστή». Το σημαντικότερο απ’ όλα είναι ο συμβουλευόμενος να νοιώσει το ειλικρινές ενδιαφέρον του συμβούλου, ώστε να αισθανθεί και την άνεση να εκφραστεί ελεύθερα. Αν πιστέψουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό της επικοινωνίας μας γίνεται σε μη λεκτικό επίπεδο, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικές είναι ορισμένες βασικές δεξιότητες για την καλλιέργεια μιας επιτυχημένης – εποικοδομητικής συμβουλευτικής σχέσης και για την ενθάρρυνση του συμβουλευομένου να ανοιχτεί στον σύμβουλο. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό ο σύμβουλος: α. Να κοιτάζει τον συμβουλευόμενο στα μάτια. Όταν κάποιος μας απευθύνει τον λόγο και κοιτάμε αλλού, δίνουμε την εντύπωση ότι δεν ενδιαφερόμαστε, ότι δεν είμαστε και πνευματικά παρόντες. Η οπτική επαφή θεωρείται η πιο σημαντική διάσταση της προσεκτικής παρακολούθησης. β. Η στάση του σώματος είναι επίσης σημαντική. Στις δυτικές κοινωνίες, προτιμότερη στάση θεωρείται μια ελαφριά κλίση του σώματος προς τα εμπρός, σε μια άνετη και ήρεμη στάση. Η φυσική απόσταση και η σωματική επαφή, όπως για παράδειγμα το άγγιγμα του χεριού, εναπόκειται στην κρίση του συμβούλου, ανάλογα με τις όποιες πολιτιστικές προκαταλήψεις του συμβουλευομένου και τις ανάγκες της στιγμής. Το σώμα έχει την δική του γλώσσα και θα πρέπει και ο σύμβουλος να έχει την δυνατότητα να την διαβάσει. γ. Οι εκφράσεις του προσώπου του θα πρέπει πάντα να ταιριάζουν στις περιστάσεις. δ. Οφείλουμε να προσέχουμε την ένταση και τον τόνο της φωνής μας, ώστε ποτέ να μην υποδηλώνουν αδιαφορία. ε. Να μην διακόπτουμε τον συνομιλητή μας, εκτός αν υπάρχει σημαντικός λόγος. Υπάρχει περίπτωση ο συμβουλευόμενος να αρχίσει να φλυαρεί χωρίς τελειωμό. Μόλις ο σύμβουλος σχηματίσει μια γενική άποψη, μια πρώτη γενική εικόνα της προσωπικότητας που έχει απέναντί του ή μόλις αντιληφθεί ότι ένα απ’ όλα τα θέματα που θίγει ο συνομιλητής του έχει βαρύνουσα σημασία σε σχέση με τα υπόλοιπα, οφείλει να τον σταματήσει, ενθαρρύνοντάς τον να εστιαστεί και να αναπτύξει περισσότερο το συγκεκριμένο θέμα.
58
Η πείρα60, η γνώση, η ενσυναίσθηση61 είναι πάντοτε πολύ πιο σημαντικές από οτιδήποτε μπορεί να χωρέσει στο χαρτί. Μαζί με την μη κτητική διάθεση, την ανθρώπινη ζεστασιά και το συναίσθημα ότι απέναντί του βρίσκεται ένας ζωντανός άνθρωπος, βοηθούν τον συμβουλευόμενο να αισθανθεί άνεση και εμπιστοσύνη, ώστε να μιλήσει για τα πιο ενοχλητικά και ντελικάτα ζητήματα απ’ όσα τον απασχολούν, αφού κυρίως αυτά είναι που πρέπει να θίγονται. Ένας σύμβουλος είναι, πριν απ’ όλα, μια ζωντανή ανθρώπινη παρουσία, και πρώτα πείθει για τα συναισθήματά του αγάπης και κατανόησης για τον συνάνθρωπο που έχει μπροστά του, και έπειτα για όλα τα άλλα. Ο λόγος του είναι πάντοτε λόγος ζωντανός, διαποτισμένος από την προσωπικότητα του και τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ορθή κρίση, την διαίσθηση και την εμπειρία ζωής που διαθέτει ο καθένας από εμάς. Άλλωστε για κανέναν δεν είναι εφικτό να κατακτήσει όλη την γνώση του κόσμου. Η πιο σημαντική ικανότητα ενός καλού συμβούλου είναι να βρίσκει το καλό ακόμη και μέσα στο χειρότερο κακό και να το μεταστρέφει σε ελπίδα. Όχι σαν σοφιστεία, αλλά με ειλικρίνεια, με αγάπη, με γενναιότητα, με πάθος για την αλήθεια και πίστη στην δύναμη του λόγου, στην έμφυτη επιθυμία για μάθηση του κάθε ανθρώπου, πίστη ότι πραγματώνει την φύση του στον βαθμό που αφήνει να τον οδηγεί ο λόγος. Η ζωή ιδωμένη έξω από τα πλαίσια μιας εγωκεντρικής συμπεριφοράς είναι υπέροχη, γεμάτη θαύματα, πιθανότητες και ποτέ μονοδιάστατη. Η πείρα μας δείχνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν οτιδήποτε, όσο σκληρό, βαρύ ή ενοχλητικό κι αν το θεωρούν, αρκεί να γνωρίζει κανείς το πώς και το πότε θα τους το πει και κυρίως να έχει κερδίσει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη τους. Οι αρετές αυτές ή δεξιότητες είναι περισσότερο κλίσεις, το ταλέντο που έχει κανείς για να ακουμπά τους ανθρώπους. Πρέπει να 60
Πείρα: ονομάζεται από τον Καντ ό,τι συντάσσεται και αρθρώνεται σε ενότητα με τη χρήση των βασικών τρόπων της διανοίας. Φαινόμενο από την άλλη ονομάζεται ό,τι εμφανίζεται σε εμάς απλώς δια των αισθήσεων, δηλαδή η απλή εικόνα του εξωτερικού κόσμου. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α’, σελ. 93. Η έννοια της πείρας, όπως την εννοεί ο Καντ, δεν έχει καμία σχέση με τον εμπειρισμό. Κατά τον Καντ, για να έχουμε πείρα, απαιτούνται ο χώρος και ο χρόνος, οι οποίοι είναι a priori μορφές της εποπτείας, καθώς επίσης και η εφαρμογή των κατηγοριών στα δεδομένα της εποπτείας. Τέλος, απαιτείται η αναφορά όλων αυτών στην ενότητα της αντιλήψεως, δηλαδή στην ενότητα του εγώ. Επομένως αυτό που ονομάζουμε αντικειμενική πείρα πρέπει απαραιτήτως να ελέγχεται και ως παράγωγο της διανοίας. Θ. Πελεγρίνης, .Λεξικό της Φιλοσοφίας. 61 Ενσυναίσθηση (empathy): Κατά την θεωρία της «ενσυναίσθησης»… το υποκείμενο μετατίθεται και εισέρχεται μέσα στο αντικείμενο, για να ταυτιστεί μαζί του. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. Υποδηλώνει τη συναισθηματική εμπλοκή, την οδύνη και ταυτόχρονα την χαρά όπως αναφέρεται από τον Keats.
59
γνωρίζουμε πώς να «ακουμπάμε» τους ανθρώπους, κι αυτό είναι μια γνώση περισσότερο έμφυτη, παρά κάτι διδακτό, γι’ αυτό και όλοι οι μεγάλοι ψυχοθεραπευτές πιστεύουν ότι το επάγγελμά τους είναι περισσότερο κλίση, παρά επάγγελμα. Η πίστη στον άνθρωπο – όσο ανάξιος, χυδαίος ή κακός και αν μοιάζει να είναι ο συνομιλητής μας – δεν είναι απλώς το βασικότερο αίτημα, είναι το ίδιο το αίμα του λόγου μας, της προσέγγισης και της προσωπικότητάς μας και όταν η πίστη αυτή λείπει, γίνεται αμέσως αντιληπτή. Αυτό που θεραπεύει είναι η σχέση62. Ίσως μάλιστα να έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η συνειδητοποίηση έπεται της αλλαγής και όχι το αντίθετο. vii) Η λήψη ιστορικού Ολόκληρη η διαδικασία της συμβουλευτικής φιλοσοφικής συνιστά ένα σύνολο, μέρος ενός ευρυτέρου συνόλου, που αφορά στο αρχικό ιστορικό, αλλά και σε όλα τα κατοπινά μικρο-ιστορικά, που είναι χρέος του συμβούλου να μην τα αμελεί και να μην ξεχνά ποτέ την αξία τους. Ουδείς μπορεί να αμφιβάλει πως η φιλοσοφική συμβουλευτική, πέραν των ιδιαιτέρων παιδευτικών και άλλων χαρακτηριστικών της, έχει κοινό με όλες τις άλλες ψυχοθεραπείες την διήγηση – παράσταση των γεγονότων της ζωής του συμβουλευομένου. Από εδώ πηγάζει η μεγάλη αξία της ιστορικής διήγησης, αλλά και της ιστορίας αυτής καθαυτής, που μόνον σαν προσεγγιστεί ορθά θα οδηγήσει σε λυτρωτικές διαδικασίες. Δηλαδή, ο μη επιδέξιος στη διήγηση περιορίζεται και χρησιμοποιεί μια διαγλώσσα που συσκοτίζει τα πράγματα αντί να τα φωτίζει. Ως εκ τούτου, η καθαυτή ψυχολογική, λυτρωτική διαδικασία μπορεί και να αποτύχει. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα από καταβολής ανθρώπου ήταν η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, κοινωνικών και ατομικών. Κατά κανόνα οι άνθρωποι, κυρίως επί τη βάση της διανοητικής τους κατάστασης, μπορούσαν να ολισθήσουν σε πρωτοφανή στρέβλωση τα πράγματα. Αποτέλεσμα αυτού, ένα είδος πύργου της Βαβέλ. Τόσο στην ιστορία της ανθρωπότητας, όσο και στα προσωπικά ιστορικά, πολύ συχνά διαπιστώνουμε τα εξής φαινόμενα: α) Οι άνθρωποι είναι πολύ πιο πρόθυμοι να αγνοήσουν τα δεδομένα, παρά να προσαρμόσουν ή να εγκαταλείψουν τις θεωρίες τους. 62
Κατά τον Achenbach, «Η φιγούρα στην οποία συγκεκριμενοποιείται η φιλοσοφία είναι ο φιλόσοφος. Και αυτός, ο φιλόσοφος ως θεσμός της φιλοσοφίας σε μία και μοναδική περίπτωση ισοδυναμεί με την πρακτική φιλοσοφία». M. Lo Russo, 2003, σελ. 24.
60
Οι πολέμιοι του Γαλιλαίου, για παράδειγμα, αρνούνταν πεισματικά να κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιό του. β) Πυρήνας του πολιτισμού και κατευθυντήρια γραμμή του ιστορικού ανθρώπου είναι ο τρόπος που συλλαμβάνουν το θείο ή το απόλυτο, ασχέτως αν το συνειδητοποιούν ή όχι. γ) Εσφαλμένα κριτήρια και τρόποι ερμηνείας, και γενικώς η σύγχυση περί την λογική. Χρέος, λοιπόν, του συμβούλου φιλοσοφίας είναι, πλην των άλλων σημαντικών, να εφοδιάσει τον ζητούντα συνδρομή συμβουλευόμενο με τα απαραίτητα εργαλεία σωστής και δίκαιης ερμηνείας των πραγμάτων. Ο σύμβουλος οφείλει μεθοδικά και ήπια να εγχύει στο «σώμα» του συμβουλευομένου την μία και μόνη καθαρή λογική. Πρόσωπο σημαίνει δημιουργία μνήμης. Προτού ο άνθρωπος κατανοήσει τον εαυτό του, προτού δηλαδή συνθέσει την ιστορία των πράξεων και των βιωμάτων του σε μιαν ενότητα που να την διέπει ο Λόγος, η ζωή διαρρέει ως μια ατέρμονη αλυσίδα ορισμένων σχετικών σκοπών, όπου το ένα φέρνει τ’ άλλο χωρίς ποτέ στην ουσία να γεννιέται κάτι νέο. Η ζωή τότε δεν έχει λόγους, αλλά πρόσκαιρες επιθυμίες και η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους είναι ακριβώς σχέση εξάρτησης και επιθυμίας, σχέση εχθρική. Αλλά μία ατομική, προσωπική ιστορία δεν είναι ανεξάρτητη από την ιστορία του ανθρώπου γενικότερα. Αντιθέτως, στην εξέλιξη της ατομικής ζωής υπάρχουν πολλά ερείσματα και διασυνδέσεις με την εξέλιξη του ανθρωπίνου πνεύματος. Γι’ αυτό ο φιλοσοφικός σύμβουλος είναι δάσκαλος πολιτισμού. «Ο ιστορικός εαυτός», γράφει ο Cassirer, «είναι ανθρωπομορφικός, αλλ’ όχι εγωιστικός, δίνοντας μας συνείδηση της πολυμορφίας της ανθρώπινης ύπαρξης, και ελευθερώνεται από τις ιδιοτροπίες και προκαταλήψεις της συγκεκριμένης στιγμής»63. Με άλλα λόγια, η ιστορία και παρουσία του ανθρώπου ποτέ δεν νοείται μόνον ως ατομική, αλλά και ως κοινωνική. Η κοινωνία δεν είναι άλλο παρά μία αμοιβαία σχέση προσώπων. Συνάμα όμως, δεν μπορεί παρά να είναι και κοινότητα αξιών: ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος κατόρθωνε να λύσει όλα του τα πρακτικά προβλήματα διαβίωσης, πάλι θα έμεναν πολλά να γίνουν για να δημιουργηθεί μια κοινωνία με αξία. Το σύστημα των αξιών είναι εκείνο που μεταβάλλει το απλό άθροισμα ατόμων από απλή αγέλη σε κοινωνία ανθρώπων.
63
E.Cassirer, 1985, σελ. 287.
61
Η φιλοσοφική συμβουλευτική καλείται να απαντήσει στο ερώτημα πώς διαμορφώνονται οι αξίες της εποχής μας και κατ’ επέκταση του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Οι έννοιες της αξίας, της ελευθερίας, του νοήματος, του απολύτου είναι συνιστώσες ενός και του αυτού υπαρξιακού πλαισίου ζωής. Ο τρόπος που κάθε εποχή και κάθε ανθρωπος ξεχωριστά προσλαμβάνει τις μεγάλες μεταφυσικές αγωνίες, καθορίζει και την απάντηση που δίνει στην σωτηριολογική του προσμονή. Με άλλα λόγια, πού στηρίζει τις ελπίδες του; Το αρμονικό συζυγές της εννοίας του Υπερεγώ στην ψυχολογία είναι η κατίσχυση μέσα μας μιας προσέγγισης για ιστορικές ερμηνείες προκατασκευασμένης, η οποία μας επιβάλλεται από τον περίγυρο και εσφαλμένα φρονούμε ότι την χτίσαμε ελευθέρως και αβιάστως ή την θεωρούμε αυτονόητη. Καταλήγουμε λοιπόν και εμείς στις ίδιες ακριβώς διαπιστώσεις που οι μέγιστοι μελετητές ιστορίας και φιλοσοφίας έχουν κάνει, και που οι ακριβείς λέξεις του Ι. Ν. Θεοδωρακοπούλου (Εισαγωγή στην Φιλοσοφία, τόμος Δ΄, σελ. 419) αποδίδουν γλαφυρά: «Ιστορία και φιλοσοφία έχουν κάτι το κοινό. Μέσα τους το πνεύμα του ανθρώπου δεν αντικειμενικοποιείται απλώς, αλλά συνάμα επιστρέφει στον εαυτό του ως αυτοσυνειδησία, πράγμα που δεν το έχουν ούτε η επιστήμη ούτε η τέχνη ούτε και η θρησκεία. Η επιστροφή του πνεύματος στον εαυτό του, που χαρακτηρίζει τόσο την ιστορία όσο και τη φιλοσοφία, οδηγεί πάντοτε σε μια συμφιλίωση του πνεύματος και γενικώς του πολιτισμού με την άμεση, σύγχρονη ζωή. Η ιστορική πραγματικότης με την αυτεπιστροφή αυτή του πνεύματος είναι σαν να αποκαλύπτει την πηγή της, σαν να γυρίζει στην ίδια της τη ρίζα, που είναι πάντοτε η ζωή και, μάλιστα, η ζωή της ιστορικότητος». viii) Η σημασία των αποφάσεων Η λήψη αποφάσεων είναι ένα από τα πρώτα, πιο ουσιώδη και φλέγοντα αιτήματα του μαθητή. Ένας άνθρωπος, με διάφορους τρόπους ταλαιπωρημένος, είναι φυσικό να θελήσει να απαλλαγεί από το βάρος των αποφάσεων και να το εναποθέσει στους ώμους άλλων, και πρώτα και κύρια, βεβαίως, στον φιλοσοφικό σύμβουλο που βρίσκεται ενώπιόν του64. Είναι εξαιρετικά ουσιώδες ο σύμβουλος, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, να μην πέφτει σε αυτήν την παγίδα65.
64
Ιδέ και σελίδες 96 – 100 παρόντος. Κατά τον Achenbach, «Η πρακτική φιλοσοφία δεν είναι φιλοσοφία διότι δίνει συμβουλές, αλλά διότι διερμηνεύει την ανάγκη της συμβουλής». M. Lo Russo, 2003, σελ. 25. 65
62
Πρώτον, γιατί ακόμη και αν οι μαθητές το απαιτήσουν, στο τέλος θα δυσφορήσουν, γιατί το να παίρνεις αποφάσεις για κάποιον άλλον είναι ένας τρόπος να τον ελέγχεις. Δεύτερον, είτε θα νοιώσουν ανεπαρκείς είτε θα μετατοπίσουν την προσπάθειά τους στο να μην απογοητεύσουν τον σύμβουλο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι να εγκαταλείψουν την θεραπεία. Οι λόγοι αυτοί είναι ήδη σημαντικοί, ο κυριότερος όμως και ουσιωδέστερος είναι άλλος: όταν προκύπτει ανάγκη να ληφθεί μια απόφαση, τότε παρουσιάζεται μια ευκαιρία για να εξετασθούν όλα τα μεγάλα ζητήματα, όπως πάνω σε ποιες ηθικές αξίες θα στηριχθεί η απόφαση, ποια είναι η κλίμακα αυτών των αξιών, τι σημαίνει αποφασίζω ελεύθερα και υπεύθυνα, επιθυμώ, βούλομαι ή μετανιώνω. Η ερμηνεία της λέξης απόφαση, τόσο μέσα σε ένα οποιοδήποτε κοινό λεξικό, όσο και σε ένα φιλοσοφικό λεξικό, εμπεριέχει την έννοια της επιλογής. Αποφασίζω, κυρίως σημαίνει κάνω την τελική μου επιλογή, αφού πρώτα σκεφτώ ή συζητήσω μεταξύ δύο ή περισσοτέρων δυνατοτήτων που μου προσφέρονται, που σημαίνει ότι, ταυτοχρόνως, αρνούμαι όλες όσες απορρίπτω. Για να υπάρξει όμως επιλογή, προσθέτει η φιλοσοφία, πρέπει να υπάρχει πρόθεση66, που να κατευθύνει την δραστηριότητα της συνείδησης προς κάτι – πράγμα, πρόσωπο ή γεγονός – αδιάφορο αν αυτό είναι αληθινό ή όχι. Η πίστη αποκτά νόημα, μόνο και μόνο από την υπαρκτή πιθανότητα επίτευξης κάποιου σκοπού67. Πιστεύω ότι η παρούσα εργασία θα ολοκληρωθεί. Η πίστη μου αποκτά νόημα απλώς και μόνο από την αναφορά μου στην ενδεχόμενη επιτυχία του τελικού μου σκοπού, χωρίς να έχει σημασία αν τελικά το φέρω εις πέρας ή όχι. 66
Η πρόθεση μαζί με την πίστη συνιστούν τους αναγκαίους όρους μιας πράξης. Ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που διέκρινε μεταξύ συμβάντος και πράξεως. Η πράξις, είπε, μαζί με την θεωρία και την ποίηση, συνιστούν τις τρεις βασικές πνευματικές και δημιουργικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Ως συμβάν, αντιθέτως, ορίζεται κάθε γεγονός που εκδηλώνεται σύμφωνα με κάποιον νόμο της φύσης και χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. (Φύσις είναι ό,τι έχει αναγκαιότητα, ενώ τα ήθη περιλαμβάνουν το δέον γενέσθαι. Τούτο όμως προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου. Ενώ δηλαδή στον κόσμο της φύσης τα πάντα συμβαίνουν αιτιοκρατικά, χωρίς επιλογή, ακολουθώντας τους φυσικούς νόμους, μόνον ο άνθρωπος, όταν πράττει, έχει ελευθερία επιλογών). Όταν αποφασίζουμε, υποχρεωτικά θέτουμε απέναντί μας ως αντικείμενα εξέτασης, ξεχωριστά από εμάς, σκέψεις, πρόσωπα, ελπίδες, παρατηρήσεις ή την πίστη μας σε κάτι. Η αναφορά, η κατεύθυνση της συνείδησής μας προς κάτι άλλο είναι ψυχικό γεγονός. Την αναφορά μιας οποιασδήποτε λειτουργίας της ψυχής σε κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό της, η σχολαστική φιλοσοφία την ονόμασε προθετικότητα. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι η κατεύθυνση της ψυχικής δραστηριότητας προς ένα πράγμα, ασχέτως αν αυτό είναι αληθινό ή φανταστικό. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. 67 Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα: Διατύπωση με την οποία αποδίδεται το αξίωμα της πολιτικής θεωρίας του Μακιαβέλι, σύμφωνα με το οποίο κάθε πράξη, που στοχεύει στο καλό της πολιτείας είναι θεμιτή ακόμη και αν για την πραγματοποίησή της χρειαστεί να ληφθούν μέτρα, τα οποία είναι ηθικώς επιλήψιμα. Το αξίωμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» στηρίζεται στην βασική αρχή του ωφελιμισμού, σύμφωνα με την οποία μια πράξη δεν είναι αυταξία αλλά αξιολογείται από τα αποτελέσματά της, από το κατά πόσο συμβάλλει στην ευδαιμονία της κοινωνίας. Θ. Πελεγρίνης, .Λεξικό της Φιλοσοφίας.
63
Είναι σαφές ότι προθετικότητα μπορεί να υπάρχει μόνο σε ψυχικά γεγονότα, που αναφέρονται σε κάτι πέρα από αυτά, εν αντιθέσει προς τα φυσικά φαινόμενα, που στερούνται προθετικότητας. Η φαινομενολογία ήλθε να προσθέσει στους παραπάνω συλλογισμούς ότι η συνείδηση, στις διάφορες εκδηλώσεις της, αναφέρεται όχι μόνο σε κάτι άλλο πέραν από αυτήν, αλλά συγχρόνως και στον ίδιο τον εαυτό της. Όταν, λόγου χάρη, φοβάμαι κάτι – το σκοτάδι, την φωτιά, τον θάνατο – η συνείδησή μου αναφέρεται σε ό,τι μου προκαλεί φόβο, αλλά παράλληλα αναφέρεται και στον ίδιο τον εαυτό της, υπό την έννοια ότι αυτή είναι ο φορέας της ψυχικής κατάστασης του φόβου, εγώ είμαι εκείνος που βιώνει τα συγκεκριμένα συναισθήματα. Η συνείδηση, δηλαδή, είναι ταυτόχρονα συνείδηση κάποιου πράγματος και συνείδηση του εαυτού της. Έτσι, η φαινομενολογία μας δίδαξε το πολύ σημαντικό, ότι η συνείδηση, κατά τις διάφορες εκδηλώσεις της, αναφέρεται πάντοτε και στον ίδιο τον εαυτό της ακόμη και όταν στρέφεται σε κάτι άλλο ξένο προς αυτήν. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος πρέπει να αδράξει την ευκαιρία γιατί μια οποιαδήποτε απόφαση μπορεί να μετατραπεί σε μια γόνιμη συζήτηση γνωριμίας του εαυτού. Η ανάγκη οποιασδήποτε απόφασης μπορεί να μας οδηγήσει απευθείας στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Γι αυτό, αν επιλέξουμε να δώσουμε κάποια «συμβουλή μίας χρήσης» τότε χάνουμε την ευκαιρία να εξερευνήσουμε τις πιο μεστές σε νόημα περιοχές. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που απαγορεύει την λήψη αποφάσεων από τον σύμβουλο είναι ότι ο τελευταίος αυτός δεν διαθέτει μαντικές ικανότητες, και είναι απολύτως βέβαιο ότι ένα μεγάλο μέρος των δεδομένων που παίρνει από τον μαθητή – τόσο σε θέματα που αφορούν τον ίδιο, όσο και για το περιβάλλον του – είναι αναξιόπιστα, γι αυτό και ολοένα έρχονται στο προσκήνιο νέοι και απρόσμενοι παράγοντες. Οι συνεδρίες ζεύγους και ο εστιασμός της προσοχής στην τρέχουσα σχέση της θεραπείας – όπου ο σύμβουλος μπορεί να έχει άμεση αντίληψη για το πώς λειτουργεί ο μαθητής στις διαπροσωπικές σχέσεις – είναι δύο εξαιρετικά χρήσιμες πηγές αντικειμενικής παρατήρησης. Είναι εύλογο ότι εξαίρεση στον πιο πάνω κανόνα είναι οι περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη για άμεση και αποφασιστική δράση, όπως σε περιπτώσεις καταφανούς εκμετάλλευσης, ή σωματικής κακοποίησης. Όσο πιο αδύναμος είναι ένας χαρακτήρας τόσο πιο εφευρετικός είναι στο να βρίσκει τρόπους να μεταθέσει τις ευθύνες σε άλλους. Η 64
ελευθερία, πριν κατακτηθεί, δημιουργεί άγχος και άλλοι θα προσπαθήσουν να ξεγελάσουν τον θεραπευτή, άλλοι θα προσπαθήσουν να φορτώσουν την ευθύνη στον περίγυρό τους. Το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την αυτοσυνείδηση είναι να φέρουμε τον μαθητή μπροστά στην ευθύνη των πράξεών του. Μια σημαντική συνειδητοποίηση είναι ότι το μην αποφασίζουμε είναι και αυτό μια απόφαση. Σιγά – σιγά ο μαθητής αρχίζει τότε να γίνεται κύριος της συμπεριφοράς του, οπότε φτάνουμε σε μια κρίσιμη καμπή της θεραπείας, θέτοντας με κάποιον τρόπο το ερώτημα: σε ικανοποιεί η απόφαση (ο τρόπος που αποφάσισες, η φύση της απόφασης, πάρθηκε με καλή πίστη απέναντι σε πρόσωπα αγαπημένα, τι επιπτώσεις θα έχει μελλοντικά, θα εκτιμάς τότε τον εαυτό σου); Μόλις ο μαθητής αντικειμενικοποιήσει την συμπεριφορά του, μόλις καταλάβει ότι μέσω κάποιας επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς αρνείται την κυριότητα των αποφάσεών του, κατανοεί ότι αυτός ήταν ο λόγος που ένοιωθε ότι τον ελέγχουν οι περιστάσεις. Η πραγματική αλλαγή έρχεται μαζί με την αποδοχή της ευθύνης, γιατί το βάρος πέφτει πλέον στην καλλιέργεια του εαυτού, όχι στην μεταβολή του περιβάλλοντος. Οι αποφάσεις είναι πάντοτε δύσκολες γιατί όταν λέμε ‘ναι’ σε μία επιλογή, λέμε ‘όχι’ σε άπειρες άλλες, που σημαίνει ότι μία απόφαση πάντα στοιχίζει. Γι’ αυτό είναι και μια οριακή εμπειρία. Στην ζωή, το καλό και το κακό είναι συνήθως αναμεμειγμένα και πολύ σπάνια μπορείς να έχεις μόνο από το ένα χωρίς καθόλου από το άλλο. Το καλό ως πράξη, και όχι απλώς ως έφεση, δεν είναι μόνο μια ορισμένη πρόθεση, αλλά και ένα ορισμένο αποτέλεσμα. Μόνον όταν η πρόθεσή μου μετατρέπεται σε πράξη και έργο, μόνον τότε η ηθική μου ενέργεια είναι πλήρης και βέβαιη η αρετή μου. Η πραγματοποίηση όμως των προθέσεών μου δεν εξαρτάται μόνον από εμένα, αλλά και από πλήθος άλλους εξωτερικούς όρους, όπως οι διαθέσεις, η συμπεριφορά των ανθρώπων ή η φυσική νομοτέλεια των πραγμάτων. Για τους λόγους αυτούς, για να υλοποιήσω τις αγαθές μου προθέσεις, μπορεί να χρειαστεί να κάνω κάποιες παραχωρήσεις αμφίβολης ηθικής ποιότητας. Οπότε, πολύ συχνά, έχουμε να αντιμετωπίσουμε το δίλημμα: να μείνουμε αγνοί με μόνες τις αγαθές προθέσεις – εφόσον δεν γίνεται να αλλάξουμε την φύση, τους νόμους των πραγμάτων ή την ψυχή του διεφθαρμένου ανθρώπου – και άπρακτοι, εγκαταλείποντας την μάχη ή να ανεχθούμε να μεταχειριστούμε μέσα που γνωρίζουμε πως δεν είναι καθαρά, επιτελώντας έργο; Κάποιοι φανατικοί της ηθικής θα απαντήσουν ότι πρέπει να είμαστε αμετακίνητοι και άλλοι – ενδεχομένως με πιο φωτισμένη και 65
γενναία ηθική συνείδηση – θα προτιμήσουν να ριχθούν στην μάχη ζυγίζοντας τα οφέλη του τελικού σκοπού. Θα ακούσουν μεν την επιτακτική υπαγόρευση του εσωτερικού χρέους, θα δεχθούν όμως ότι κάθετί έχει το τίμημά του. Έπειτα, όταν έλθει η ώρα η ηθική μας συνείδηση να κάνει τον τελικό απολογισμό, θα δεχθεί ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον ατελές, που ζει και κινείται μέσα σε έναν κόσμο ατελών προσώπων και καταστάσεων. Δεν μπορούμε να ζούμε πάντα όπως θα ήθελε ο νους, ο πόθος και το συναίσθημά μας, ζούμε όπως μπορούμε. Αυτό σημαίνει ότι το να επιχειρούμε τα αδύνατα είναι ματαιοπονία, σπατάλη του εαυτού μας και υπεροψία. Το χρέος μας βέβαια πάντοτε είναι να εξαντλούμε όλα τα περιθώρια ώστε να βγαίνουμε καθαροί από την σχέση με την ζωή, αλλιώς δικαίως, είτε οι άλλοι είτε η συνείδησή μας η ίδια, κάποια στιγμή θα μας καταλογίσουν ευθύνες. Ευθύνες όμως πάλι δικαίως, θα μας ζητηθούν και αν θέσουμε την δική μας αρετή, ως άλλο Θεό, πάνω απ’ όλα, γιατί και αυτό είναι ένα άλλο είδος φιλαυτίας και εγωισμού. Η επιτυχία θα είναι, αφού ζυγίσουμε την κατάσταση και ιεραρχήσουμε οφέλη και απώλειες, να ενεργήσουμε σύμφωνα όχι με τα μετρα κάποιου ουτοπικού, τέλειου κόσμου, μα σύμφωνα με τις καταστάσεις του δικού μας ατελούς κόσμου. Το απόλυτο για εμάς τα ατελή πλάσματα δεν υπάρχει, παρά μόνον ως ιδεώδες, που μας βοηθά να βελτιώνουμε τον εκάστοτε πολιτισμό μας και τους εαυτούς μας. Όταν όμως απαιτούμε ως κριτήριο το απόλυτο, καταδικαζόμαστε σε αδράνεια και υποκρισία. Έτσι, το μόνο που μένει είναι να προσπαθούμε για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με τις μικρότερες δυνατές ηθικές απώλειες και έτσι, όπως είναι το δίκαιο, θα κριθούμε και ηθικά. Αποφασίζοντας δημιουργούμε τον εαυτό μας, που σημαίνει ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε τα όρια των δυνατοτήτων μας. Μόνο με τον θάνατο παύουν να υπάρχουν περαιτέρω δυνατότητες, ολοκληρώνεται η εικόνα ενός ανθρώπου. Μια απόφαση λοιπόν μπορεί να οδηγήσει σε συζητήσεις που αφορούν το πεπερασμένο της ύπαρξης, σε παραδοχή των ορίων των δυνατοτήτων μας – στο τι είναι ανθρωπίνως δυνατό και τι όχι, σε αιτήματα και χρέη που θέτουμε στον εαυτό μας, δηλαδή αποφάσεις υποκειμενικές, ανεξάρτητες από κάθε φυσικό νόμο – σαν να λέμε αποφάσεις που παίρνονται στο κενό, γιατί η ελευθερία εξ ορισμού δεν πατά στο βάθρο της αναγκαιότητας. Γι’ αυτό και όλες αυτές οι περιοχές είναι πλημμυρισμένες με άγχος, το οποίο η συνειδητοποίηση ακυρώνει. 66
ix) Κλείσιμο της πρώτης συνεδρίας Η διεθνής πρακτική, η αφορώσα σε όλες τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, έχει καταλήξει στα 45 λεπτά διαρκείας της κάθε συνεδρίας. Πρακτικώς, ό,τι πρέπει να εξαχθεί από τον συμβουλευόμενο οφείλει να είναι σε συνάρτηση με τον χρόνο. Αν αφεθεί να μιλά στο διηνεκές, ο συμβουλευόμενος κινδυνεύει να εισαγάγει άλλου είδους παράσιτα. Ο περιορισμός αυτός βεβαίως δεν ισχύει για την πρώτη συνεδρία, οπότε κανείς δεν έχει το δικαίωμα να διακόψει την ροή του λόγου του συμβουλευομένου, όσο κι αν αυτή ήθελε κρατήσει. Η ίδια συνθήκη ισχύει, επίσης, και για την συμφωνημένη λήξη των συνεδριών, και δη κατά την τελευταία συνεδρία. Όλοι οι ψυχοθεραπευτές γνωρίζουν την δυσκολία που υπάρχει, καθώς λήγει ο χρόνος, στο να διακόψουν τον συμβουλευόμενο την ώρα που μιλά, έχοντας βρει το θάρρος να θίξει, ενδεχομένως, ζητήματα πολύ σημαντικά γι’ αυτόν. Ένας τρόπος παράκαμψης του προβλήματος είναι η εξασφάλιση χρόνου για την πρώτη συνεδρία περισσότερου από το συνηθισμένο 45λεπτο. Η πείρα πάντως δείχνει ότι τα πρώτα 45 με 60 λεπτά είναι συνήθως τα ουσιαστικότερα. Έπειτα, ο συμβουλευόμενος είτε κουράζεται είτε τείνει να επαναλαμβάνεται, ιδιαίτερα αν γνωρίζει ότι έχει απεριόριστο χρόνο στην διάθεσή του. Είναι σημαντικό να επιλέξουμε κάποια στιγμή όπου σύμβουλος και μαθητής θα κρίνουν από κοινού ότι έχουν καλύψει σε ικανοποιητικό βαθμό ένα από τα θέματα που συζητήθηκαν. Γι’ αυτό είναι καλύτερο, όταν ο σύμβουλος καταλάβει ότι η ώρα περνά, να ρίξει τους συναισθηματικούς τόνους, να μιλήσει για πιο ήπια, λιγότερο επώδυνα και γενικότερα θέματα, να αποφορτίσει γενικώς την ατμόσφαιρα, ώστε ο συμβουλευόμενος να μην φύγει σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης, αλλά να φύγει αναπτερωμένος, με ελπίδα. Ο ήπιος, σταθερός και ουσιαστικός τερματισμός μιας συνεδρίας, είναι ένας από τους πιο αποφασιστικούς παράγοντες που θα κρίνουν το αν ο συμβουλευόμενος θα συνεχίσει ή όχι την συνεργασία με τον σύμβουλο. x) Τα όρια της φιλοσοφικής συμβουλευτικής. Περιπτώσεις όπου η παραπομπή σε άλλον ειδικό κρίνεται απαραίτητη. Όπως κάθε επιστήμη, έτσι και η φιλοσοφική συμβουλευτική πρέπει να γνωρίζει τα όριά της. Ο ασφαλέστερος οδηγός εκτροπής της συμβουλευτικής σχέσης και παραπομπής του συμβουλευομένου προς έναν άλλον ειδικό, με την σύμφωνη γνώμη και την οδηγία του φιλο67
σοφικού συμβούλου, είναι η εμπειρία, το ένστικτο και η βαθιά γνώση των ορίων που χαρακτηρίζει τον σωστό ειδικό68. Περιπτώσεις που βρίσκονται έξω από τα όρια των δυνατοτήτων και της δικαιοδοσίας της φιλοσοφικής συμβουλευτικής, και είναι αντικείμενο άλλου ειδικού, είναι οι περιπτώσεις όπου καμία λεκτική θεραπεία δεν θα μπορούσε να έχει αποτελέσματα, αφού ψυχικές ταλαιπωρίες δύνανται να οφείλονται είτε σε σωματικά αίτια, χρήζοντα συνδρομής άλλου ειδικού, είτε αφορούν σε ψυχώσεις69 ή άλλα ψυχικά νοσήματα που χρήζουν, τουλάχιστον αρχικώς, φαρμακευτικής λήψης. Εξαιρέσιμες a priori είναι περιπτώσεις οφειλόμενες σε οργανικά αίτια ή και βαριές ψυχικές παθήσεις, ιδέ ψύχωση, τουλάχιστον αρχικώς, πριν δηλαδή την ουσιαστική οριοθέτηση της νόσου και λήψη των απαραιτήτων φαρμακευτικών σκευασμάτων. xi) Τα όρια της Φιλοσοφικής Συμβουλευτικής. Περιπτώσεις όπου η παραπομπή στον ψυχίατρο ή στον ψυχολόγο κρίνεται απαραίτητη. Όταν ο σύμβουλος νοιώσει πως ο πάσχων είναι ριγμένος σε ένα βαθύ πηγάδι απελπισίας και αντιλαμβάνεται πως καμιά φιλοσοφία δεν θα μπορέσει να τον εξαγάγει σώο και αβλαβή, πιθανολογεί λογικά πως η συνδρομή του ψυχιάτρου και η τυχόν φαρμακευτική αγωγή θα τον ανεβάσει σε επίπεδο ικανότητας πρόσληψης λεκτικής βοήθειας. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος μπορεί να συνδράμει τον πάσχοντα, είτε κατά την διάρκεια φαρμακευτικής αγωγής είτε παράλληλα με την λήψη βοήθειας από άλλον ειδικό. Άλλωστε, η μοντέρνα ψυχοθεραπευτική προσέγγιση θέλει το φάρμακο να υποκαθιστά ελλιπώς ή μηδενικώς παραγόμενες ουσίες που θα διατηρούσαν την υγεία (χαρά και λύπη φυσιολογικά), η σημαντικότερη όμως συμμετοχή μας στην εργασία αυτή, το ελάχιστο δηλα68
«Έχει υποστηριχθεί ότι η συμβουλευτική φιλοσοφική είναι φιλοσοφική στις μεθόδους, το θεματικό υλικό και τη συμπεριφορά των μετεχόντων. Οι μέθοδοι της φιλοσοφικής συμβουλευτικής… είναι: εννοιολογική ανάλυση, κριτική σκέψη και η χρήση της μη τυπικής λογικής, εισαγωγή φιλοσοφικών ιδεών στις συνεδρίες, διανοητικές ασκήσεις και φαινομενολογία. Το περιεχόμενο είναι η ‘φιλοσοφία της ζωής’ του πελάτη, και οι περιοχές της φιλοσοφίας οι πιο σχετικές με αυτήν, ειδικά η ηθική και ειδικά το ερώτημα ‘τι κάνει τη ζωή να πάει καλύτερα’». Τ. Lebon, 2003, σελ. 30. «Οι ποιότητες και η γνώση μη φιλοσοφικού περιεχομένου περιλαμβάνουν την ικανότητα να διαχωρίσει κανείς τους ιδανικούς πελάτες από εκείνους που οφείλαμε να στείλουμε σε άλλους ειδικούς, την ικανότητα να δημιουργηθεί μια θεραπευτική συμμαχία και ικανές δεξιότητες επικοινωνίας. Τόσο οι φιλοσοφικές, όσο και οι μη φιλοσοφικές γνώσεις και μέθοδοι είναι ουσιώδεις για μια καλή φιλοσοφική συμβουλευτική». T. Lebon, 2003, σελ. 29. 69 Ψύχωση:1. (ψυχιατρ.) ψυχασθένεια κατά την οποία ο ασθενής δεν αναγνωρίζει (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη νεύρωση) τη νοσηρότητα του. 2 α. Βασανιστική έμμονη ιδέα που προκαλεί ταραχή στη συνείδηση ατόμου συνόλου: Μαζική - ψύχωση - .β. (μτφρ.) Υπερβολικό πάθος, αγάπη για κάτι: Έχει ψύχωση με τη μουσική. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής.
68
δή που οφείλουμε να εισκομίσουμε, είναι η πεποίθησή μας πως η φιλοσοφική συμβουλευτική, όπως και κάθε λεκτική ψυχοθεραπεία που σέβεται τον εαυτό της, είτε γεννά ουσίες όπως αυτές που εισάγονται δια των φαρμάκων στον οργανισμό, είτε έχει παρόμοια αποτελέσματα και δη χωρίς παρενέργειες. Εδώ ουδεμία μεταβολική επιβάρυνση στους νεφρούς, στο ήπαρ, κ.τ.λ. χωρεί, και ουδείς αρνητικός εθισμός επαπειλείται. Η συνδυασμένη δράση, από ένα σημείο και πέρα, πολλών ειδικών θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι άνθρωποι είναι κατάφορτοι από αμυντικά ανακλαστικά, από τρόπους ζωής που βασίζονται σε συνήθειες που μοιάζουν αξεπέραστες, από αγωνίες. Υπάρχουν συνήθειες που αποκτώνται σε τόσο μικρή ηλικία, ακόμη και κατά την διάρκεια των πρώτων ημερών της ζωής μας, ώστε αργότερα, στην ενήλικη ζωή μας, μοιάζουν πολύ με ένστικτα. Υπάρχουν συγκινήσεις βαθιά θαμμένες στο ασυνείδητό μας, οι οποίες κάποτε ήταν και αυτές συνειδητές, αλλά αντί να τις κοιτάξουμε κατά πρόσωπο, τις απωθήσαμε από την σκέψη μας πριν προλάβουν να χάσουν τη γοητεία και τον φόβο που μας προκαλούσαν. Αυτό είναι κάτι που γίνεται βέβαια πολύ ευκολότερα κατά την παιδική ηλικία, όταν η προσωπικότητα δεν έχει προλάβει ακόμη να διαμορφωθεί και δεν αντέχει να χειριστεί κάποιες επώδυνες καταστάσεις. Γι’ αυτό και υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο μαθητής μοιάζει ανίκανος να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε λογική προσέγγιση, και κάθε μας λογικό επιχείρημα συναντά έναν αμετακίνητο τοίχο δυσαρέσκειας, επιθετικότητας, κατάθλιψης ή επαναφοράς στις ίδιες εμμονές ή ο λόγος του είναι ακατάσχετος, δίχως παύση και κυρίως δεν ανέχεται καμιά παρέμβαση. Η διάγνωση ψυχικής ασθένειας, που χρήζει της φροντίδας άλλου ειδικού, είναι κυρίως θέμα εμπειρίας και ενστίκτου. Συνήθως όμως η ένταση του προβλήματος ταυτίζεται με το βάθος χρόνου που δημιουργήθηκε. Ο φόβος και κάθε συγκίνηση που αφήνουμε να σταλάξει με κάθε τρόπο μες στην ψυχή μας δεν χτίζεται αθροιστικά, μα λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, ιδιαίτερα όταν δρα υπόγεια. Ο φόβος στις πιο βλαβερές του μορφές γεννιέται όταν υπάρχει ένας κίνδυνος, που δεν θέλουμε ούτε να τον σκεφτούμε. Η τραυματική εμπειρία είναι απωθημένος φόβος, είναι ένα ακατανόητο γεγονός, ένα σοκ που δεν καταφέραμε να εντάξουμε στον οργανωμένο συνειδητό μας κόσμο και που απειλεί να τον επαναφέρει σε αυτό που μας τρομάζει περισσότερο, σε πρωταρχικό χάος. 69
Συνοψίζοντας, όταν ο συμβουλευόμενος αδυνατεί να έχει την απαραίτητη συγκέντρωση για να συνεργαστεί με τον φιλοσοφικό σύμβουλο, σημαίνει ότι το ψυχικό του πρόβλημα τον έχει αποδιοργανώσει σε τέτοιο βαθμό, που να χρήζει ιατρικής και φαρμακευτικής φροντίδας, μέσω της οποίας θα σταθεί σ’ εκείνο το ύψος, που θα είναι αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για να αντιμετωπισθεί φιλοσοφικά. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπου κύριος στόχος του φιλοσοφικού συμβούλου είναι να πείσει τον συμβουλευόμενο ότι έχει ανάγκη ψυχιάτρου. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που ο φιλοσοφικός σύμβουλος πρέπει να έχει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις ψυχολογίας, όχι μόνο για να αναγνωρίζει τα συμπτώματα – αφού εκεί κύριο ρόλο παίζει το ένστικτό του – αλλά και γιατί υπάρχει κίνδυνος να προβάλλει τα δικά του συναισθήματα πάνω στον μαθητή. Θα πρέπει λοιπόν να είναι σίγουρος για την δική του ψυχική υγεία πρώτα, το ιδανικό μάλιστα θα ήταν να έχει περάσει από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης. Ιδρυτής της νέας ψυχολογίας ως επιστήμης υπήρξε ο Φρόυντ. Ήδη στα 1895, με τη δημοσίευση του «Μελέτες για την υστερία», που έγραψε μαζί με τον Γιόζεφ Μπρόιερ, θέτει τις βάσεις που ακόμη και σήμερα στηρίζουν την επιστήμη αυτή: την ύπαρξη του απωθημένου τραύματος, της μεταβίβασης, της αντίστασης, τη χρήση του ελεύθερου συνειρμού, την σημασία των ονείρων και των φαντασιώσεων, το παιχνίδι ρόλων και την τεράστια σημασία της σχέσης ψυχαναλυτή και αναλυομένου στη θεραπεία. Η έμφαση που δίδεται ακόμη και σήμερα – και όχι μόνο από την ψυχολογία – στα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου σε σχέση με την ανάπτυξή του και την μετέπειτα πορεία του στη ζωή, οφείλεται κυρίως σε αυτόν. Το μικρό παιδί είναι, εξαιτιας της απειρίας και της ευαισθησίας του, εκτεθειμένο σε ψυχικά τραύματα, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι ο ενήλικας. Τα απαγορευτικά «μη» που αναχαιτίζουν την ικανοποίηση των πρώτων ορμών70 του, μαζί με την αδυναμία του να καταλάβει το νόημα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει, δημιουργούν στη συνείδησή του σοβαρές περιπλοκές. Αισθάνεται σκοτεινές και αντιφατικές ορέξεις και συγκινήσεις, από 70
Ορμές ονομάζουμε τις έμφυτες προδιαθέσεις και ροπές, οι οποίες, κατά κανόνα υπηρετούν τις βασικές ανάγκες της ζωής και αποτελούν φυσικό κεφάλαιο του ψυχοφυσιολογικού μας οργανισμού. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι η ανάγκη που αισθανόμαστε να κινηθούμε και να τεντώσουμε τα μέλη μας μετά από πολύωρη ακινησία, ή η ανάγκη να αναπαυθούμε και να στηρίξουμε την ψυχή μας, μετά από πολύωρη εργασία, η έλξη που αισθανόμαστε για τα ακμαία και ωραία πρόσωπα, ενώ αντιθέτως, η παρουσία των άσχημων και φθαρμένων προσώπων μας στενοχωρεί, η ανάγκη για φαγητό και ποτό, κ.τ.λ. Πολλές από τις πράξεις μας, όπως οι διατροφικές μας συνήθειες, το βάδισμα, η προστασία των βρεφών κ.τ.λ., διαμορφώνονται σε συγκεκριμένες τάσεις, μόνο μέσω της μάθησης, της καλλιέργειας, της επινόησης, της πείρας μας, της θέλησής μας. Υπό το πρίσμα αυτό, μπορούμε να πούμε ότι μαθαίνουμε να τρώμε, να βαδίζουμε, κ.τ.λ. παρ’ όλο που οι πράξεις μας αυτές θεμελιώνονται σε έμφυτες ορμές, τις οποίες κληρονομούμε από μία μακρά σειρά προγόνων. Ε. Π. Παπανούτσος, 1970.
70
τις οποίες μάταια αγωνίζεται να απαλλαγεί, και για τούτο τις απωθεί στο ασυνείδητο, με την ελπίδα ότι έτσι θα γλιτώσει από την πίεσή τους71. Ένα παιδί είναι αρχικά ζωντανό ασυνείδητο. Το Εγώ ανακύπτει αργά από το ασυνείδητο, όπως ένα νησί στον ωκεανό και σχηματίζεται ακτινοβολώντας από νεότητα. Σχεδόν αμέσως όμως βάλλεται από όλες τις πλευρές, διαμορφώνεται σύμφωνα με το περιβάλλον. Όσο πιο ισορροπημένοι και έξυπνοι είναι οι παιδαγωγοί τόσο ομαλότερη και ωραιότερη η μορφή που προκύπτει, αφού ο άνθρωπος, αν θέλει να λέγεται τέτοιος, απαραιτήτως κληρονομεί και θέτει κάποια αιτήματα στη ζωή του. Καμιά σύγκρουση όμως δεν είναι τόσο επώδυνη όσο εκείνη ανάμεσα στα αρχετυπικά σύμβολα των γονέων και όλων όσων αντιπροσωπεύουν για το Ασυνείδητο72, από την μία πλευρά, και σε έναν νευρωσικό ή βάναυσο γονέα, από την άλλη. Τότε το παιδί και ο έφηβος κινούνται ανάμεσα σε δύο πόλους, ανάμεσα σε εκείνο που πραγματικά είναι και εκείνο που θα έπρεπε να είναι η μητέρα κι ο πατέρας. Γι’ αυτό, ανάλογα με το πόσο ταιριάζουν στα σύμβολα της μητρότητας και της πατρότητας, η πραγματική μητέρα και ο πραγματικός πατέρας είναι μια δύναμη βαθιά ευεργετική ή καταστρεπτική. Κάθε βαθιά εμπιστοσύνη προς την μητέρα γίνεται εμπιστοσύνη προς την ζωή, και κάθε φόβος, δυσπιστία, εχθρότητα εκφράζεται με φόβο προς την ζωή, φόβο προς το ασυνείδητο και τον θάνατο. Ο μηχανισμός δηλαδή της απώθησης73, είναι αρχικά μια φυσική ανακλαστική αντίδραση, ένας ενστικτώδης αμυντικός μηχανισμός74 71
Ε.Π. Παπανούτσος, 1970. Ασυνείδητο (Unconscious): Διαδεδομένος όρος που χρησιμοποιείται στην ψυχαναλυτική θεωρία με δύο σημασίες: α) ως επίθετο που προσδιορίζει σκέψεις οι οποίες δεν μπορούν να αναδυθούν στη συνείδηση με συνηθισμένους τρόπους, παρά μόνο με τεχνικές και μεθόδους, όπως αυτές της ψυχοθεραπείας και της ψυχανάλυσης. β) ως ουσιαστικό στην έκφραση «το ασυνείδητο», δηλαδή εκείνο το τμήμα της δομής των ψυχικών λειτουργιών ή το μοντέλο που εμπεριέχει τις ασυνείδητες σκέψεις. Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης. 73 Απώθηση (Repression): Στην ψυχαναλυτική θεωρία, φροϋδικός όρος ο οποίος αναφέρεται κυρίως σε δύο διακριτές διαδικασίες: α) πρωταρχική απώθηση. Ένα νήπιο ή ένα παιδί αμύνεται απέναντι στην υπερβολική ένταση που το απειλεί επενδύοντας ενέργεια σε κάποιο αντικείμενο ή δραστηριότητα. Η ενέργεια αυτή λειτουργεί αντιθετικά ή αντισταθμιστικά ως προς την απειλητική ένταση. β) πραγματική απώθηση ή καθαυτό απώθηση. Όταν ένας ενήλικας απειλείται από υπερβολική ένταση που μπορεί να προέρχεται από το γεγονός ότι μια ασυνείδητη επιθυμία ή παρόρμηση εισέρχεται στην συνείδηση, αυτή η απειλή σηματοδοτείται από άγχος και αντιμετωπίζεται με ποικίλους τρόπους, όπως, για παράδειγμα, με την απόσυρση της ενέργειας από την ιδέα της απειλητικής παρόρμησης, ώστε να μην είναι δυνατόν να εισέλθει στη συνείδηση και να παραμείνει στο ασυνείδητο. Η καθαυτό απώθηση είναι μια λειτουργία του Εγώ και λαμβάνει χώρα σε ασυνείδητο επίπεδο. Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης. Κάποιος π.χ. όλο ξεχνάει ότι πρέπει να επισκεφθεί τον οδοντίατρό του, επειδή φοβάται και δεν θέλει να πάει στον οδοντίατρό του. Η απώθηση διαφέρει από την καταστολή (suppression), που αποτελεί μία συνειδητή προσπάθεια του ατόμου να ξεχάσει κάτι. 72
71
απέναντι στον φόβο και οι νευρώσεις δημιουργούνται όταν διάφορες ισχυρές συγκινήσεις θάβονται στο ασύνειδο μέρος της ψυχής μας, όπου συνεχίζουν να ζουν και να λειτουργούν ως πλάσματα αυτόνομα. α. Μία απώθηση είναι πάντοτε ασυνείδητη. β. Μία απώθηση εισδύει γιατί μία ενόρμηση75, που αναπηδά από το ασυνείδητο, κινδυνεύει να διαταράξει την ισορροπία της προσωπικότητας, του ασύνειδου εαυτού μας. γ. Μία απώθηση εισδύει γιατί υπάρχει κίνδυνος. δ. Μία απώθηση είναι ένα μέσο προστασίας την στιγμή που δημιουργείται. Μία νεύρωση76 δεν είναι πνευματική αρρώστια, ούτε έχει σχέση με την θέληση ή την λογική. Μία νεύρωση έχει βυθισμένες τις ρίζες της στο ασυνείδητο και ορατά είναι μόνο τα ενσυνείδητα συμπτώματά της. Γι’ αυτό και η ενσυνείδητη λογική δεν μπορεί να έχει επίδραση σε ασυνείδητες διαταραχές, παρά μόνον αφού αυτές ανέβουν στην επιφάνεια. Σε πολλές περιπτώσεις άλλωστε, ο πάσχων γνωρίζει ότι είναι παράλογος. Το να του υποδείξουμε λοιπόν τον παραλογισμό του είναι το ίδιο σαν να λέμε σε έναν ασθενή ότι πάσχει από πυρετό ή πονοκέφαλο. Η κατανόηση των συναισθημάτων δηλαδή, σύμφωνα πάντα με την φροϋδική προσέγγιση, μπορεί να είναι μόνο συναισθηματική κατανόηση, όχι λογική, είναι εξ ορισμού ένα εσωτερικό, ψυχικό γεγονός. Αν μάλιστα τα συναισθήματα αυτά είναι ξεχασμένα, μα κάποτε ήταν αρκετά σημαντικά και τρομακτικά ώστε να τα απωθήσουμε βίαια, και τώρα επανέρχονται στην καθημερινή μας ζωή αφανή, ως παρορμητικές αντιδράσεις, και στην ονειρική μας ζωή μασκαρεμένα, ταράζοντας τόσο τον ύπνο όσο και τον ξύπνιο μας, τότε λοιπόν η λογική μας προ74
Μηχανισμοί άμυνας του Εγώ: Η αδυναμία του Εγώ να ελέγξει την έκφραση των ορμών του Εκείνου και η κριτική που δέχεται από το Υπερεγώ οδηγούν συχνά σε συμπτώματα άγχους τον άνθρωπο. Για ν’ αποφύγει το άγχος, το Εγώ αναπτύσσει διάφορους μηχανισμούς που βοηθούν στο ν’ αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ των τριών αυτών επιπέδων της προσωπικότητας. Οι μηχανισμοί αυτοί δρουν ασυνείδητα κι έχουν σκοπό να προστατεύσουν τον άνθρωπο απ’ το άγχος και τις ενοχές γι’ αυτό και λέγονται αμυντικοί. Οι πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι οι εξής: εκλογίκευση, προβολή, παλινδρόμηση, άρνηση, απώθηση, υπεραναπλήρωση, μετουσίωση, μετάθεση, ταύτιση, ματαίωση. Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης. 75 Ενόρμηση ζωής ή έρως (life instinct/eros): Στην ψυχαναλυτική θεωρία, φροϋδικός όρος για την υποτιθέμενη πηγή των παρορμήσεων και των ενορμήσεων που υπηρετούν την αυτοσυντήρηση και την αναπαραγωγή του ατόμου. Αντιπαραβάλλεται με την ενόρμηση θανάτου. Ενόρμηση θανάτου: Πάλι στην ψυχαναλυτική θεωρία, η εσωτερική παρόρμηση ενός ατόμου να προκαλέσει την καταστροφή και τον θάνατό του. Οι περισσότεροι οπαδοί της θεωρίας του Φρόυντ δεν αποδέχονται αυτή την έννοια – οσάκις την χρησιμοποίησαν, την μετέτρεψαν σε έμφυτη επιθετικότητα και καταστροφικότητα. Λεξικό της Σύγχρονης Σκέψης. 76 Νεύρωση: I (ιατρ.) παθολογική κατάσταση των νεύρων που εκδηλώνεται: 1. με σωματικά συμπτώματα:- ψύχωση - του στομάχου. 2. με διαταραχές στη συμπεριφορά και στην ψυχική διάθεση, παρά τις οποίες όμως ο ασθενής διατηρεί τον έλεγχο του εαυτού του και την επαφή με το περιβάλλον του· (πρβλ. ψύχωση) II 1. (βοτ., ζωολ.) δέσμη ινών στα φύλλα των φυτών ή στα πτερύγια των εντόμων. / η διάταξη των νευρικών ινών στο φύλλο. 2. (τεχν.) κάθε διάταξη στοιχείων που μοιάζει με εκείνη των νεύρων. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής.
72
σέγγιση συνήθως δεν είναι αρκετή, αφού θα προϋπέθετε έναν πολύ πειθαρχημένο νου, ένα καλλιεργημένο και τακτοποιημένο πνεύμα, γενικώς έναν υψηλό βαθμό συνείδησης εαυτού, που βέβαια σε μια τέτοια περίπτωση είναι εξ ορισμού διάτρητη, κατακερματισμένη. Εν προκειμένω η φιλοσοφική συμβουλευτική και ο σύμβουλος που σέβεται εαυτόν δεν αντιμάχεται την κλασσική αυτή φροϋδική θέση. Επενδύει όμως επ’ αυτής τη γλυκύτητα, την αρμονία και την εξελικτικότητα, με ένα λόγο την βοήθεια και την παραμυθία της φιλοσοφίας, οδηγώντας την αναλυτική δουλειά σε κοινή κοίτη. Στην γλώσσα της ψυχολογίας, η μεταφορά είναι μία ποικιλία της προβολής77, αλλά πολύ πλατύτερη. Ένας πολιτικός, για παράδειγμα, νέος, ωραίος, δυναμικός εύκολα μετατρέπεται σε σύμβολο του Πατέρα, ένας αστυνόμος σε προσωποποίηση του Νόμου ή της Τιμωρίας, μια νοσοκόμα στο αρχετυπικό σύμβολο της Μεγάλης Αδελφής ή της Μητέρας. Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχουν μεταφορές, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ενός οποιουδήποτε συναισθήματος σε υπαρκτά πρόσωπα. Οι αντιδράσεις ενός προσώπου βυθισμένου στην μεταφορά, μπορούν να φαίνονται παράλογες σε όποιον δεν έχει υποβληθεί σε ανάλυση. Τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην ανάλυση, η μεταφορά στηρίζεται σε νόμους πολύ απλούς: - Κάθε ανθρώπινο πλάσμα ζητά, είτε το θέλει είτε όχι, την ασφάλεια, την γαλήνη, την ισορροπία, την ευεξία. - Κάθε αίσθημα ανασφάλειας δημιουργεί μια αίσθηση μοναξιάς, φόβου, αγωνίας. - Κάθε αγωνία, όποια κι αν είναι, δημιουργεί μια προστασία. Οι δύο απλούστερες προστασίες είναι η φυγή και η επιθετικότητα. - Κάθε ανθρώπινο πλάσμα επιδιώκει κάτι το απόλυτο. - Μόλις ένα ανθρώπινο πλάσμα αισθανθεί ότι η αγάπη του απορρίπτεται, κυριεύεται από απογοήτευση, επιθετικότητα, μίσος κ.τ.λ. Πάντως, όποιος μιλά για νεύρωση, μιλά αυτόματα για αντισταθμίσεις. Για παράδειγμα, η υπερβολική επιθετικότητα είναι μια αντιστάθμιση του φόβου, που σημαίνει αντιστάθμιση της αδυναμίας με επίπλαστη δύναμη. Είναι σαν να καταργούμε έτσι την ανάγκη της επιθετικότητας, τον φόβο. Κατανοεί αμέσως κανείς ότι η ανάγκη προσφυγής σε ειδικό ψυχολόγο εξαρτάται από το πόσο ισχυρά είναι τα συναισθήματα που περιγράψαμε παραπάνω, και από το πόσο βαθιά οι 77
Υπό την καθαρά ψυχαναλυτική έννοια, λειτουργία μέσω της οποίας το υποκείμενο εκβάλλει από τον εαυτό του και εντοπίζει στους άλλους (πρόσωπα ή πράγματα) ιδιότητες, συναισθήματα, επιθυμίες ή ακόμη «αντικείμενα», που παραγνωρίζει ή αρνείται στον εαυτό του. Πρόκειται για μία άμυνα πολύ αρχαϊκής προέλευσης, που δρα ειδικότερα στην παράνοια, αλλά επίσης και στο εσωτερικό «φυσιολογικών» τρόπων σκέψης, όπως η δεισιδαιμονία. Λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης.
73
ρίζες τους βρίσκονται στο ασυνείδητο. Εξαρτάται από τον βαθμό και το είδος σύγχυσης ανάμεσα στον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο. Η ιστορία του εαυτού μας δεν είναι μόνον μια ιστορία εξωτερικών γεγονότων, επιτευγμάτων ή αποτυχιών, είναι και μια ιστορία συναισθηματικών, ψυχικών γεγονότων, τα οποία μόνο μέσω μιας πορείας καθόδου στο ασυνείδητο μπορούν να γίνουν κατανοητά και έτσι να επανενταχθούν, αποφορτισμένα πλέον, στη μνήμη και την συνείδησή μας. Σε κάποιες λοιπόν περιπτώσεις, όταν η λογική προσέγγιση αποτυγχάνει, είναι αναγκαίο να ερμηνεύσουμε τα ψυχικά ελατήρια των αντιδράσεων και σκέψεων του ανθρώπου, αν επιθυμούμε να τον κατανοήσουμε σε βάθος, και αυτό δεν επιτυγχάνεται από ειδικούς άμοιρους γνώσεων ψυχολογίας ή χωρίς την συνεργασία με άλλους ειδικούς. Οι ψυχογενείς νευρώσεις χαρακτηρίζονται από την υπερβολή, τον υπερβολικό φόβο, που σύμπτωμά του μπορεί να είναι είτε η φυγή προς τα εμπρός (επιθετικότητα) είτε η φυγή προς τα πίσω (δειλία). Επίσης ο εμπαθής ενθουσιασμός ή αντίδραση πιθανότατα υποκρύπτει νεύρωση. Η λέξη φανατισμός προέρχεται από την λατινική fanum, που αρχικά σήμαινε ιερό ή ναός και στη συνέχεια τον εμπαθή ενθουσιασμό ενός θρησκευτικού δόγματος, τον οποίο εκδήλωναν οι πιστοί του με ακραίο ή βίαιο τρόπο εναντίον των πιστών άλλων δογμάτων. Ανάλογη χροιά με εκείνη του θρησκευτικού φανατισμού έχουν και οι αντιδράσεις του πάσχοντος από βαριά νεύρωση. Το νευρωτικό άτομο έχει μια υπερβολική, νοσηρή ανάγκη να το θαυμάζει ο άλλος, να βεβαιώνεται ανά πάσα στιγμή ότι γίνεται αποδεκτό, ότι δεν το περιφρονούν, ότι η δική του γνώμη θα υπερισχύσει στο τέλος κ.τ.λ. Έχει γενικώς υπερβολικές αντιδράσεις, εκτροχιάζεται με ασήμαντες αφορμές. Πολύ συχνά, ο πάσχων αποδίδει την συμπεριφορά του, τα συναισθήματά του, τη δυστυχία του σε αιτίες που δεν είναι παρά συμπτώματα, όπως στην υπερκόπωση. Θα τον ακούσετε να υπογραμμίζει συνεχώς πόσο πολύ εργάζεται ή ότι είναι πραγματικά ένας ευγενικός άνθρωπος ή ότι στην ζωή μόνο με την δύναμη και την επιθετικότητα μπορείς να βγεις νικητής. Άλλες ενδείξεις μπορεί να είναι ο υπερβολικός φόβος του σφάλματος μπροστά στους ανωτέρους ή η συνεχής αγωνία του να είναι κάποιος αλάνθαστος. Πίσω από την οργή ή το απωθημένο μίσος για τους γονείς, φανερό η συγκεκαλυμμένο, συνήθως ελλοχεύει μία νεύρωση που χρήζει ειδικής θεραπείας. Η εκδήλωση της οργής μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση, να εκδηλώνεται δηλαδή με συμβολικό τρόπο. Άνθρωποι που όταν ήταν αγόρια και κορίτσια αναγκάστηκαν να εξαφανίσουν την προσωπικότητά τους, νοιώθοντας να καταδιώκονται 74
απ’ τον φόβο, συνήθως είχαν νευρωσικούς, τυραννικούς, υπερπροστατευτικούς γονείς. Εξ ου και η βέβηλη, αλλά τόσο εύστοχη ψυχολογικά, ρήση του Σαρτρ, πως ήταν ευγνώμων στον πατέρα του για ένα και μόνο πράγμα: ότι πεθαίνοντας τόσο πολύ νέος δεν του κληροδότησε βαρύ, αρνητικό Υπερεγώ. Μία νεύρωση αφορά συχνά ένα πολύ ελκυστικό προσωπείο: της εργατικότητας, της συνέπειας, της ευγένειας, της επιθετικότητας εκείνης που οι αδαείς θεωρούν δυναμισμό, όλα σε υπερβολικό βαθμό, που όμως μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο συμπαθή ή απαραίτητο, υπόδειγμα εργαζομένου ή επιτυχημένο. Aν μάλιστα οι επιτυχίες του αφορούν κάποιο πεδίο που κρίνεται, είτε από το ίδιο το άτομο είτε από το κοινωνικό σύνολο, ως σημαντικό – όπως η οικονομική επιτυχία, για παράδειγμα – τότε τόσο το χειρότερο. Πολύ δύσκολα πείθεται κανείς ότι οι νοσηρές εκείνες πτυχές που συνέβαλαν στην επιτυχία του ευθύνονται και για ένα σωρό άλλα πράγματα που πάνε στραβά στην ζωή του και γενικώς για την δυστυχία του. Επομένως, μιλάμε για σύγχυση αιτίου και αιτιατού. Μία αναλυτική λοιπόν εργασία είναι πολλές φορές ανατρεπτική, με την έννοια ότι ανατρέπει τα επίπλαστα στρώματα της προσωπικότητας για να αποδεσμεύσει το πραγματικό πρόσωπο. Κάποιοι συμβουλευόμενοι το γνωρίζουν, οι περισσότεροι όμως το συναισθάνονται αυτό, δεδομένης και της επεξηγηματικής δράσης του συμβούλου, γι’ αυτό και η σύσταση για προσφυγή σε άλλον ειδικό ή και αμφιταλαντεύσεις για την συνέχιση των επισκέψεων στον φιλοσοφικό σύμβουλο, συχνά πυκνά, ακολουθούνται από ερωτηματικά του τύπου: - Είμαι νευρωσικός, μα αυτή η νεύρωση, όπως μου εξηγήσατε, με βοήθησε να ζήσω. - Οι αντισταθμίσεις μου με βοηθούν. Αν εξαφανισθούν τι θα μου μείνει; - Η ανάλυση καταστρέφει την πίστη στον Θεό; - Είμαι σαράντα χρονών, μα αισθάνομαι ένα μικρό κορίτσι γεμάτο φόβο… Νομίζω ότι αυτό αρέσει στον άντρα μου… - Είμαι ζωγράφος, και έχω ακούσει ότι η καλλιτεχνική δημιουργία οφείλεται στη νεύρωσή μου. Μήπως καταστώ ανήμπορος καλλιτεχνικά; 78 Ή, γενικώς, ερωτήσεις ή ενστάσεις που αφορούν τον δικαιολογημένο προβληματισμό, ότι κάποιες ισορροπίες με το εαυτό του ή το περιβάλλον του θα ανατραπούν.
78
Ιδέ και σελ. 170 – 173 παρόντος.
75
Αυτά όλα είναι ερωτήματα που αξίζουν μιαν απάντηση. Ο ικανός ψυχαναλυτής ποτέ δεν θα καταστρέψει, για παράδειγμα, την πίστη στον Θεό, αντιθέτως, θεραπεύοντας τις παλιές πληγές απελευθερώνει τον ασθενή για να γευθεί καλύτερα ό,τι αγαπά. Επίσης, εξηγεί πως από μία ηλικία και μετά, ο άνθρωπος, προσπαθεί μάλλον να ισορροπήσει τις αντισταθμίσεις, παρά να τις καταργήσει. Πολλώ δε μάλλον που αν εκλείψει το αίτιο που τις γεννά, εκλείπει και η ανάγκη αντιστάθμισης. Τονίζει στον συμβουλευόμενο ότι ενδεχομένως ένας ειδικός μπορεί να μην είναι ειδικός για τα πάντα. Ότι ο φιλοσοφικός σύμβουλος είναι μεν ικανός να τον βοηθήσει «εν τη ευρεία εννοία», αλλά για την δική του περίπτωση κάποιος άλλος ειδικός έχει ασχοληθεί αποκλειστικά και εξειδικευμένα. Είναι αλήθεια ότι όταν μία προσωπικότητα αναδομηθεί, πάντοτε υπάρχει περίπτωση σύγκρουσης με το περιβάλλον, είτε κατά την διάρκεια είτε με την επίτευξη της ίασης, ιδιαιτέρως μάλιστα αν το περιβάλλον του πάσχοντος είναι και αυτό νευρωσικό. Πρέπει όμως να είμαστε έτοιμοι για το τίμημα. Αν όντως οι ισορροπίες της ζωής ανθρώπων που ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους ανατραπούν, η διαχείριση αυτής της κατάστασης δεν είναι πλέον έργο του ψυχολόγου ή του ψυχιάτρου – που σε μια τέτοια περίπτωση βρίσκεται έξω από τα όρια της επιστήμης του, χρησιμοποιεί ένα ειδικό εργαλείο για ευρύτερους σκοπούς – αλλά του φιλοσοφικού συμβούλου. Άλλωστε, όπως ένας εκ γενετής τυφλός δεν γνωρίζει πώς θα είναι ο κόσμος μετά την εγχείρηση που θα του ξαναδώσει το φως, έτσι κι ο ασθενής δεν γνωρίζει πως θα δει τον κόσμο μετά την ψυχανάλυση όταν η προσωπικότητά του θα έχει επαναπροσανατολιστεί απολύτως. Τέλος, μην ανακοινώνετε την ενδεχόμενη διάγνωσή σας. Πρώτον, γιατί ποτέ δεν πρέπει να ερμηνεύονται βιαστικά στοιχεία για το ασυνείδητο. Δεύτερον, γιατί ίσως ο πάσχων να μην αντέξει αυτές τις αποκαλύψεις. Τρίτον, γιατί μπορεί να αγκιστρωθεί από αυτές τις ερμηνείες και να αποφύγει να κατέβει βαθύτερα στον εαυτό του ή, λίγο πολύ, να θεωρήσει ότι μαζί με την διάγνωση η ασθένεια έληξε. Τέταρτον, για όλους τους άλλους λόγους που δεν μπορούν να προβλεφθούν. Οι άνθρωποι είναι απρόβλεπτοι στις αντιδράσεις τους. Ο κυριότερος όμως λόγος είναι ότι η κατανόηση των ψυχικών προβλημάτων είναι πάντοτε συναισθηματική, ποτέ λογική, και αυτό χρειάζεται χρόνο. Θεραπευτική είναι η πορεία και η σχέση, όχι η οποιαδήποτε ανακοίνωση. Πέμπτον, γιατί μόνον ο γιατρός νομιμοποιείται αλλά και υποχρεούται να κάνει ιατρικές γνωματεύσεις.
76
Σύνοψη Τρίτου Κεφαλαίου Δυο είναι οι απαραίτητοι όροι της σωστής δράσης: η αγάπη και η γνώση. Και η μεν αγάπη δεν προστάζεται, υπάρχει ή δεν υπάρχει, μπορεί όμως να απομακρυνθεί ό,τι εμπόδιο βρίσκεται στον δρόμο της. Όσον αφορά δε τη γνώση, η φιλοσοφία – γνωσιολογία εξετάζει τα όρια και τις δυνατότητές της, μας διδάσκει πότε μπορούμε να λέμε ‘γνωρίζω’ και πότε πρέπει να λέμε ‘πιστεύω’. Έχει ειπωθεί, και δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, ότι το κύριο έργο του συμβούλου ή όποιου άλλου ψυχοθεραπευτή είναι να φέρει το άτομο σε επαφή με την πραγματικότητα. Είναι αδύνατον, όμως, από την πραγματικότητα, όπως τη γνωρίζει ο άνθρωπος, να αφαιρέσει κανείς τη σφαίρα της γνώσης, των νοημάτων και των αξιών. Στον πυρήνα του σχηματισμού της έννοιας της πραγματικότητας βρίσκεται αυτό το οποίο ονομάζουμε αντικειμενική παρατήρηση, που με την σειρά της προϋποθέτει πείρα, γνώση και παιδεία φιλοσοφική. Δεν αναφερόμαστε βέβαια μόνον στον εξωτερικό κόσμο, αλλά και στον εσωτερικό. Η ιδέα που έχουμε μάλιστα για τον κόσμο και η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας σχετίζονται στενότατα, και πάνω σε αυτές τις ιδέες αξιολογούμε το παρελθόν και σχεδιάζουμε το μέλλον. Ένας από τους πιο συνηθισμένους λόγους, π.χ., ένεκα του οποίου δηλητηριάζονται οι ανθρώπινες σχέσεις είναι η παρεξήγηση των προθέσεων. Επίσης, από την αντικειμενική παρατήρηση εξαρτάται και η απάντηση στο ερώτημα: «Τι είναι εφικτό;». Το εφικτό ή το ανέφικτο των στόχων είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο φιλοσοφικός σύμβουλος. Στο δεύτερο σκέλος, της γνώσης, ανήκει και το πολύ σημαντικό για την επιτυχημένη δράση ερώτημα: «Ποια είναι τα δεδομένα της ζωής;» (οικονομικά, συναισθηματικά, προθέσεις – κίνητρα, τόσο των δικών μας πράξεων όσο και των πράξεων των άλλων). Γνωσιολογία και ηθική εδώ τέμνονται. Η ηθική φιλοσοφία λοιπόν εξετάζει αυτόν ακριβώς τον κόσμο των νοημάτων και των αξιών που η ψυχολογία προϋποθέτει. Η φιλοσοφία, και κατ’ επέκταση η φιλοσοφική συμβουλευτική, δεν απορρίπτει την ψυχολογία, αντιθέτως, ο φιλοσοφικός σύμβουλος καλείται συχνά να κρίνει πότε είναι απαραίτητη η παραπομπή σε άλλους ειδικούς. Άλλωστε, σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλεται φαρμακευτική αγωγή, που ανήκει στην σφαίρα δικαιοδοσίας άλλου ειδικού και όχι του φιλοσοφικού συμβούλου. Μπαίνοντας στη σφαίρα των νοημάτων και των αξιών, εισερχόμαστε στη σφαίρα του πολιτισμού και της παράδοσης. Καλείται εδώ ο 77
σύμβουλος, μέσω του φιλοσοφικού διαλόγου, να βοηθήσει το άτομο να φτάσει σε μια πιο κριτική προσέγγιση των παραδεδομένων αξιών και συνηθειών του, ώστε να ελευθερωθεί η ακινητοποιημένη από την, κακώς εννοούμενη, συνήθεια σκέψη. Όταν παύεις να θεωρείς τον κόσμο ως κάτι δεδομένο, αυτομάτως έχεις περισσότερες επιλογές. Είναι σημαντικό να βοηθούμε τον συμβουλευόμενο στην επιλογή της φιλοσοφικής θεωρίας που του αρμόζει καλύτερα, αντί να του προσφέρουμε μια έτοιμη θεωρία. Η φιλοσοφική συμβουλευτική χρησιμοποιεί τον φιλοσοφικό διάλογο προκειμένου να βοηθήσει τα άτομα να συλλογιστούν πάνω στις ζωές τους και να αντιμετωπίσουν τα μη παθολογικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Αυτά περιλαμβάνουν διλήμματα αποφάσεων – επιλογές καριέρας, ηθικά διλήμματα κ.τ.λ. – προβλήματα σχέσεων, συναισθηματικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της κατάθλιψης, του άγχους και της έλλειψης αυτοπεποίθησης, καθώς και δυσκολίες που σχετίζονται με το νόημα και/ή την κατεύθυνση της ζωής. Η προσωπική μας εμπειρία στέκεται με θαυμασμό μπροστά στην τεράστια δύναμη της φιλοσοφίας που, ουδείς αρνείται, ολόκληρη συνιστά μιαν εμπεριστατωμένη μελέτη θανάτου. Σκοπός είναι η καταπολέμηση της συγκεκριμένης υπαρξιακής απειλής, του θανάτου δηλαδή, αλλά και των συχνά – πυκνά, προδήλως ή αδήλως, συμπορευομένων φοβιών. Ο φιλοσοφικός διάλογος από φύση του είναι απρόβλεπτος. Παρόλα αυτά, μπορούν να διακριθούν κάποια στάδια στη συμβουλευτική διαδικασία. Τα στάδια αυτά, ειδικά το πρώτο και το τελευταίο, επιβάλλονται στην ουσία από μόνα τους. Αν και οι γνωστότεροι φιλοσοφικοί σύμβουλοι έχουν φτάσει σε μια δική του μέθοδο ο καθένας, υπάρχουν μεταξύ τους κοινοί τόποι. Κάθε φιλοσοφικός σύμβουλος μπορεί να επιλέξει την μέθοδο που του αρμόζει ή να προσαρμόσει τις προτεινόμενες μεθόδους κατά το δοκούν. Καμιά μέθοδος βέβαια, όπως καμιά τεχνική δεξιότητα, δεν είναι ικανή να φτάσει από μόνη της στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Σημασία έχει να είμαστε αληθινοί. Εκείνο που θεραπεύει είναι, ακόμη μια φορά, η σχέση.
78
4. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ (Οι πυρήνες του φιλοσοφικού διαλόγου) Οι αρχές που επιβάλλεται να έχει συνεχώς προ οφθαλμών ο φιλοσοφικός σύμβουλος – Τα μέτρα αξιολόγησης της πραγματικότητας – Η λογική και η υπέρβασή της – Η σημασία της εκπλήρωσης στόχων – Θεωρία, πράξη και ποίηση Ένας από τους κυριότερους λόγους που οι άνθρωποι επισκέπτονται τον φιλοσοφικό σύμβουλο, είναι για να αξιολογήσουν τόσο το παρελθόν τους και τον κόσμο γενικότερα, όσο και το μέλλον. Η αξιολόγηση79 αυτή αφορά όχι μόνο στο πόσο χρήσιμες ή αποτελεσματικές είναι οι πράξεις τους για να επιτύχουν ένα σκοπό, αλλά και στο ποιοι σκοποί έχουν προτεραιότητα80. Μπορούμε να πούμε συνοπτικά ότι κύρια αποστολή του φιλοσοφικού συμβούλου είναι να βοηθήσει τον μαθητή να έλθει σε επαφή με την πραγματικότητα. Αλλά τι ακριβώς εννοούμε με αυτό; Ότι για να συνθέσουμε μια εικόνα του κόσμου αλλά και του εαυτού μας, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας, δηλαδή το επίπεδο των φυσικών φαινομένων, το επίπεδο των ψυχικών φαινομένων, το επίπεδο της ιστορικής πραγματικότητας, και γενικώς όλη την σφαίρα της ύλης και του πνεύματος. Να πούμε εδώ εξαρχής, ότι ο τρόπος που θέτει ο άνθρωπος τον εαυτό του απέναντι στον κόσμο είναι στενά συνυφασμένος με την ιδέα που έχει για τον εαυτό του. Και όταν ο άνθρωπος ταυτίζει την ουσία του με ένα μόνο επίπεδο της πραγματικότητας ή με τα στενά ενδιαφέροντα του τομέα της δραστηριότητάς του, τότε αποξενώνεται από τον εαυτό του. Οπωσδήποτε όμως με τον ευκολότερο ή και με τον δυσκολότερο αναλυόμενο, η σπονδυλική στήλη των διανοημάτων που αναπτύσσονται πρέπει να εξελίσσεται με βάση τις ακόλουθες αρχές, που είναι κοινώς αποδεκτές από όλους τους μεγάλους της φιλοσοφίας: i) Ο άνθρωπος πρέπει να νοείται ως αυτοσκοπός, ως επιδίωξη αυτή καθαυτή και είναι βαθύτατα ανήθικο να χρησιμοποιείται ως μέσον για την επιδίωξη σκοπών, με τρόπο αυθαίρετο, από την μία βούληση ή την άλλη. Κανένας σκοπός δεν πρέπει να μπαίνει πάνω από τον άνθρωπο. 79
Ιδέ σελίδα 98 παρόντος. «Ώστε, μια μοναδική λεπτομέρεια δεν φαίνεται ικανή να καθορίσει την ευτυχία, αλλά μάλλον συμπίπτει με μια συμπεριφοριστική άποψη, είναι συνέπεια μιας δραστηριότητας, έρχεται από την ικανότητα να συνθέτεις αρμονικά γεγονότα, ανθρώπους, πράγματα και να αξιολογείς όλα όσα φέρνει η ζωή». Ρ. Casarin, 2003, σελ. 53. 80
79
ii) «Ουδείς εκών κακός»81 (Σωκράτης) Δεν υπάρχει θέληση προς το κακό, όπως δεν υπάρχει θέληση προς τη βλακεία. Αντίθετα προς τη μυθική έννοια του κακού, που είναι μία ενέργεια ή βούληση προσωπική, η φιλοσοφία ορίζει το κακό ως απουσία, όπως έλλειψη καλής θέλησης και υψηλής γνώσης. Οι καταστρεπτικές δυνάμεις της φύσης, για παράδειγμα, είναι τυφλές, δεν είναι καλές ή κακές. Το ίδιο ισχύει και για την αγριότητα των ζώων επειδή εκεί δεν υπάρχει αντίληψη του καλού και του κακού. Στον ανθρώπινο κόσμο η ηδονή για την οδύνη του άλλου είναι διαστροφή και όχι καθολική γενική αρχή. Δεν είναι εχθρότητα προς το καλό αυτό καθαυτό82. iii) Το ύψιστο νόημα που θέτει στον άνθρωπο η ζωή είναι να βαθύνει την πνευματική σχέση του με τον εαυτό του και με τα γύρω του, ώστε να μορφώσει τον εαυτό του, να γίνει άνθρωπος, που σημαίνει να εκφράσει μέσα από τα έργα του την εντελέχειά του, δηλαδή το σκοπό που έχει μέσα του. Τούτο σημαίνει το υψηλό πρόσταγμα «ακολούθησε τον εαυτό σου». Εξ’ ου και οι παραινέσεις των φιλοσόφων: «Φύγε μακριά από τις συγκρίσεις», κανένας δε συγκεντρώνει στο πρόσωπο του όλες τις αρετές. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει και κάτι διαφορετικό να προσφέρει, αλλά και ότι για κάθε άνθρωπο η ευτυχία σημαίνει κάτι διαφορετικό. Κατ’ επέκταση, ό,τι είναι για τον έναν άλυτο πρόβλημα, είναι για τον άλλο λυμένο και αντιστρόφως. Σημαίνει, επίσης, ότι όταν θέτουμε ανέφικτους σκοπούς χάνουμε τον εαυτό μας. iv) Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μεταβάλλεται από τη γνώση. Το βασικό γνώρισμα της ζωής του ανθρώπου είναι ότι η ίδια ερμηνεύει τον εαυτό της. Στο αμετάβλητο του ανθρώπου, στη φυσική του κατάσταση, ανήκουν το σύστημα των αισθήσεων και οι ορμές, οι φυσικές του ανάγκες και το ένστικτο να τις ικανοποιήσει. Η ψυχική όμως και πνευμα-
81
Η άποψη του Σωκράτη ήταν πως κανένας δεν είναι κακός με πρόθεση, παρά κάνει πάντα αυτό που θεωρεί καλό, δηλαδή, αυτό που υποκειμενικά είναι γι’ αυτόν καλύτερο. Η σωκρατική φιλοσοφία, παρατηρεί ο Βιλαμόβιτς, ανακλάται στα λόγια του ευριπίδειου Ηρακλή: «Γεννήθηκες καλός και μπορείς να κάνεις το καλό, όταν το θελήσεις. Στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις και κανένας, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνει για σένα αυτό που έχεις να κάνεις εσύ μπροστά σου, και οι δυνάμεις σου μπορούν να σε οδηγήσουν στη νίκη». U. von Wilamowitz – Moellendorff, 2005, σελ. 134. 82 «…Πράγματι, εγώ πάω πια να το πιστέψω, πως δεν υπάρχει σοφός που να μη δέχεται ότι υπάρχει άνθρωπος που να πέφτει σε σφάλματα με τη θέλησή του, κανείς δεν πράττει ασχήμιες ή κακίες αυτόβουλα. Μάλιστα ξέρουν πολύ καλά οι σοφοί ότι όλοι όσοι κάνουν ασχήμιες ή κακίες τις κάνουν άθελά τους». Πλάτωνος Πρωταγόρας, 345Ε.
80
τική μας ζωή δεν είναι προκαθορισμένη από τη φύση, αλλ’ εξαρτάται από τις δημιουργικές δυνάμεις του πνεύματός μας. v) «Στην αυτογνωσία φθάνει ο άνθρωπος όταν καταλάβει ότι όλοι οι τρόποι της σχέσεώς του με τον κόσμο είναι έργο του πνεύματός του83». Η έννοια της πραγματικότητος είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το ακατέργαστο υλικό των αισθήσεων. Από τα πρώτα του βήματα ο άνθρωπος δεν ζει σε ένα σύμπαν καθαρά φυσικό, παρά σε ένα σύμπαν συμβολικό. Γλώσσα, μύθος, θρησκεία, επιστήμη και τέχνη είναι «μέρη του σύμπαντος αυτού, τα ποικίλα νήματα που υφαίνουν το συμβολικό δίχτυ, το εμπλεγμένο υφάδι της ανθρώπινης εμπειρίας. Όλη η ανθρώπινη πρόοδος και εμπειρία, η σκέψη μας όλη, εκλεπτύνουν και ισχυροποιούν το δίχτυ αυτό, και ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να διαφύγει από το ίδιο του το επίτευγμα. Έχει τόσο τυλιχτεί σε μυθικά σύμβολα, σε γλωσσικές μορφές, σε καλλιτεχνικές εικόνες ή σε θρησκευτικές τελετουργίες, ώστε μόνον με την παρεμβολή του τεχνητού εκείνου μέσου μπορεί να δει ή να μάθει κάτι. Αντί να έχει να κάνει με τα ίδια τα πράγματα, συζητεί αδιάκοπα με τον εαυτό του»84. Η πραγματικότης έτσι όπως είναι, με άλλα λόγια, δεν εισέρχεται σε καμία έννοια. Πραγματικότης για τον άνθρωπο είναι η πραγματικότης της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτείας, της θρησκείας και γενικώς ο τρόπος που προσλαμβάνει την πραγματικότητα μέσω των δημιουργημάτων του πνεύματός του85. Η φιλοσοφία εξετάζει όλους αυτούς τους τρόπους έκφρασης του ανθρώπου, και λόγω της ιδιοτυπίας των προβλημάτων που θέτει η καθεμία από αυτές, υποχρεούται να τα πραγματευτεί χωριστά. Παρόλα αυτά η φιλοσοφία είναι μία και αδιαίρετη, και με την ενότητα του πνεύματός της ζητεί να συντάξει όλα τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και του κόσμου σε ένα ενιαίο σύνολο. Πραγματικότης είναι εκείνο και μόνον εκείνο που χωρά ο νους του ανθρώπου. vi) Νόημα δίδει ο άνθρωπος στη ζωή με τα έργα του. Ο κόσμος από μόνος του είναι βουβός, κενός νοήματος. Κόσμος είναι το σύνολο των αισθημάτων, συναισθημάτων, παραστάσεων, κρίσεων και πράξεων του ανθρώπου. Όταν μιλούμε δηλαδή για τον κόσμο εννοούμε πάντοτε το νόημα που έχει ο κόσμος για 83
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α΄, σελ. 183. E. Cassirer, 1972. 85 Ιδέ και σελ. 165 – 167 παρόντος. 84
81
τον άνθρωπο. Ο εαυτός μου και το πράγμα ποτέ δε διαχωρίζονται το ένα από το άλλο, καθώς το οτιδήποτε κάτι, προκειμένου να γίνει κτήμα της συνείδησής μας, πρέπει απαραίτητα να αποκτήσει την πνευματική μας σφραγίδα. Την αλήθεια δεν θα την βρω ποτέ ξεκάρφωτη κάπου, μα μόνο μέσα στη λογική ένωση του εαυτού μου με το αντικείμενο. Την ένωση αυτή του πνεύματος με τα γύρω, στην τέχνη την λέμε ομορφιά, στην επιστήμη γνώση. Οι νόμοι της συνειδήσεως γίνονται και νόμοι των πραγμάτων, με άλλα λόγια όσο είναι το πνευματικό βάθος των πραγμάτων άλλο τόσο είναι και το πνευματικό βάθος του ανθρώπου. Προκειμένου να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, είναι απαραίτητο να συνηδειτοποιήσουμε πόσο παράλογο είναι να ζητούμε κάτι στον έξω κόσμο, που δεν το έχουμε ζήσει πρώτα μέσα μας. vii) Cogito ergo sum: Η καρτεσιανή μέθοδος της αμφιβολίας, που επιβεβαιώνει το εγώ, είναι η ασφαλέστερη αυτοβεβαίωση που έχω. Το γεγονός ότι σκέπτομαι, ότι έχω παραστάσεις86 και ότι, γενικώς, 86
Παράσταση: Οτιδήποτε παριστάνεται ή παρίσταται εντός της εμπειρίας. Καθετί που αποτελεί περιεχόμενο της εμπειρίας ή της συνείδησης. Χωρίς λοιπόν παραστάσεις η συνείδηση θα ήταν κενή περιεχομένου. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. Παράσταση: 3. (ψυχ.) εικόνα προγενέστερου αισθήματος ή αντίληψης που διατηρείται στη μνήμη, στο υποσυνείδητο και μπορεί να αναπαραχθεί αυτόματα (χωρίς να χρειάζονται τα αρχικά ερεθίσματα): Ακουστικές / οπτικές / μνημονικές / φανταστικές παραστάσεις. Ανάπλαση παραστάσεων. Του έμειναν στη μνήμη εφιαλτικές παραστάσεις από το αεροπορικό δυστύχημα. Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής. Παραστάσεις: Ψυχικά ομοιώματα (εικόνες) εντυπώσεων που διατηρούνται από την μνήμη μας και έρχονται στην επιφάνεια της συνείδησης για να αναγνωρίσουμε αυτό που βλέπουμε, ακούμε κ.τ.λ. Ε. Π. Παπανούτσος, 1970. Παραστάσεις ονομάζουμε τις εσωτερικές εικόνες που σχηματίζουμε για πράγματα τα οποία δεν αισθανόμεθα αυτή τη στιγμή. Οι παραστάσεις δεν είναι το ίδιο με τα αντικείμενά τους, αλλ’ είναι ένα είδος συνειδέναι που έχουμε γι’ αυτά. Αντικείμενα των παραστάσεων είναι τόσο τα περιεχόμενα των αισθήσεων όσο και τα ψυχικά βιώματα, οι ψυχικές καταστάσεις και ενέργειες γενικώς. Βεβαίως, ο κόσμος των παραστάσεων, ακόμη και η ύλη των φανταστικών παραστάσεων, προϋποθέτει το περιεχόμενο των προηγουμένων εντυπώσεων, η «μορφή» όμως, η νέα σύνθεση της εικόνας, είναι αποτέλεσμα της δικής μας αυτενέργειας. Ε. Π. Παπανούτσος, 1970. Αν ο άνθρωπος δεν είχε παραστάσεις, η γνωριμία του με τα πράγματα θα είχε στιγμιαίο χαρακτήρα γιατί δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει το οτιδήποτε για τα αισθήματα και τα συναισθήματά του. Επίσης, οι λέξεις θα ήταν ήχοι χωρίς καμιά σημασία, όπως βλέπουμε άλλωστε να συμβαίνει σε παθολογικές περιπτώσεις. Χωρίς παραστάσεις ο άνθρωπος δεν θα γνώριζε το νόμο της αιτιότητος. Θα είχε απλώς αισθήματα αλλ’ ό,τι δεν αισθανόταν την παρούσα στιγμή θα το λησμονούσε και θα ήταν σαν να μην υπάρχει. Η ικανότητα μάλιστα αναφοράς σε μια πραγματικότητα που δεν είναι παρούσα είναι καθαρά ανθρώπινη. Αν και τα ζώα διαθέτουν ένα μάλλον περίπλοκο σύστημα επικοινωνίας που αποτελείται τόσο από ήχους όσο και από εκφράσεις σωματικές, μπορούν να αναφερθούν μόνον σε ό,τι πληρώνει τις αισθήσεις τους μια συγκεκριμένη στιγμή, μόνον σε ό,τι είναι παρόν στον χώρο τον οποίο βρίσκονται. Ώστε χωρίς παραστάσεις θα ήταν κι ο άνθρωπος φυλακισμένος μέσα στη στιγμή γιατί ο χώρος και ο χρόνος των αισθημάτων είναι περιορισμένος. Η διάσταση τότε του παρελθόντος, του μέλλοντος και του απείρου ποτέ δεν θα άνοιγε μέσα του. Θα του έλειπε η φαντασία και η βούληση να μεταβάλλει το περιβάλλον του και η δυνατότητα να μορφώσει τον εαυτό του. Το σύνολο λοιπόν του υλικού και του πνευματικού μας πολιτισμού προϋποθέτουν την ικανότητα μας να έχουμε παραστάσεις. «Η ανάπτυξη του ανθρώπου επιτυγχάνεται με την απόκτηση ενός συντεταγμένου όλου, ενός ολοκληρωμένου συστήματος παραστάσεων». Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος., 2006 τόμος Β΄, σελ. 383.
82
η συνείδησή μας έχει πάντοτε ένα περιεχόμενο είναι η ασφαλέστερη αυτοβεβαίωση που έχω, η ασφαλέστερη γνώση που έχω για τον εαυτό μου και οτιδήποτε άλλο. Από το γεγονός της δικής μου ύπαρξης μπορώ συμπερασματικά να θεωρήσω αδιαμφισβήτητη και την ύπαρξη του έξω κόσμου. Αδιαμφισβήτητο είναι, επίσης, το ότι το σώμα μου έχει κάποιες ανάγκες, έχει ανάγκη να τραφεί για να επιβιώσει. Αδιαμφισβήτητη και η ύπαρξη των ορμών. Αδιαμφισβήτητη η αρχική αμορφία του ανθρώπου, και ότι όταν ένα βρέφος γεννιέται, μεσα του υπάρχει απλώς η δυνατότης να γίνει άνθρωπος. viii) Η σύμπτωση ή σύγκλιση ενός πλήθους υποκειμενικών απόψεων δεν συνιστά μιαν αλήθεια. (Ή, ο φόβος της κοινής γνώμης). Γνωρίζω ένα αντικείμενο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά κατανοώ τον τρόπο σχηματισμού του, γνωρίζω τους όρους που συνιστούν την γένεσή του. Στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος έχει αμφισβητηθεί από πολλούς αν η γνώση είναι εφικτή ή όχι. Ωστόσο, το να ισχυριστούμε ότι η γνώση είναι αδύνατη δεν έχει νόημα, διότι ο ίδιος αυτός ο ισχυρισμός έχει αξίωση αληθείας. Εξάλλου, όλη μας η ζωή είναι θεμελιωμένη στη γνώση. Αυτό που απομένει λοιπόν είναι να βρούμε πότε ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε κάτι και ποιο είναι το αντικειμενικό μέτρο της γνώσης. Ο όρος ‘γνώση’ στην φιλοσοφία σημαίνει ενέργεια λογική, η οποία γνωρίζει τα γνωρίσματα ενός όντος ή κρίση η οποία έχει αντικειμενικό περιεχόμενο. Όταν κρίνουμε τα αισθητά, χρησιμοποιούμε έννοιες οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά τίθενται από τη λογική του ανθρώπου. Όπου έχουμε γνώση, έχουμε μία ενέργεια της νόησης και ένα νόημα. Η ενέργεια είναι γεγονός χρονικό, ενώ το νόημα είναι το λογικό της περιεχόμενο, το οποίον ισχύει. Γνώση έχω όταν ο νους μου και οι εσωτερικοί, λογικοί νόμοι που τον διέπουν, δέχονται κάτι χωρίς αντίφαση προς την ουσία του, όταν οι νόμοι τους οποίους θέτει η διάνοια για να γνωρίσει τον αισθητό κόσμο είναι σύμφωνοι τόσο με την ίδια τη διάνοια όσο και με τα αισθητά. Η λογική αναγκαιότητα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από τον ψυχολογικό εξαναγκασμό. Η λογική αναγκαιότητα είναι γνώρισμα του νοήματος, ενώ ο ψυχολογικός εξαναγκασμός είναι γνώρισμα της υποκειμενικής ενέργειας που καταβάλουμε για να γνωρίσουμε κάτι. Η αλήθεια συνδέεται πάντοτε με ένα Δέον, το οποίο μας επιβάλλει να δώσουμε συγκεκριμένη μορφή στο περιεχόμενο της σκέψης. Για παράδειγμα, στην ερώτηση «υπάρχω;» είμαι υποχρεωμένος να απαντή83
σω με ένα ναι. Από το Δέον αυτό εξαρτάται η αλήθεια της κρίσεως, που είναι παντελώς ανεξάρτητη από το αν λίγοι ή πολλοί ή έστω όλοι οι άνθρωποι την παραδέχονται ή όχι87. Ο άνθρωπος είναι ένα βαθύτατα κοινωνικό ον. Η καθημερινότητά του έχει να κάνει κυρίως με την επαφή του με άλλους ανθρώπους. Οι πρακτικές ανάγκες της καθημερινότητας απαιτούν κάποια γνώση της ψυχικής πραγματικότητας των άλλων ανθρώπων, απαιτούν να είμαστε εξοπλισμένοι με μια πρακτική αυτογνωσία ώστε να γνωρίσουμε στιγμιαία τα συναισθήματα, να εικάσουμε την γενική εικόνα του ψυχικού τους τοπίου, ερμηνεύοντας διαρκώς τα λόγια, τις εκφράσεις του προσώπου, τις χειρονομίες, τις πράξεις τους. Γενικώς, τόσο η δική μας ψυχική ζωή, όσο και των άλλων, είναι που αποτελεί το κύριο αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας. Ο άλλος λόγος, πέραν των πρακτικών ενδιαφερόντων, που μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για την ψυχική ζωή των άλλων, είναι ότι μέσα τους βλέπουμε την εικόνα του εαυτού μας88. Χρειαζόμαστε να μας προσέχουν και να μας εκτιμούν, θέλουμε να σχηματίζουν μια καλή εικόνα για μας. Ελάχιστοι άνθρωποι, αν υπάρχουν καν τέτοιοι, μπορούν να ζήσουν ευτυχισμένοι αν ο τρόπος ζωής τους δεν γίνεται αποδεκτός από τον κοινωνικό τους περίγυρο. Ακόμα και μεγαλοφυΐες, που αναγκάσθηκαν να αντιστρατευτούν την κοινή γνώμη δεν έπαυσαν σε όλη τους την ζωή να επιζητούν την αποδοχή και την αναγνώριση των ιδεών τους. Αλλά με μια πρώτη ματιά, πιο πολλά φαίνεται να είναι αυτά που χωρίζουν, παρά αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν παύουν να είναι χωρισμένοι σε ομάδες – πολιτικές, θρησκευτικές, ακόμα και ηλικιακές – των οποίων οι ηθικές προδιαγραφές διαφέρουν κατά πολύ η μία από την άλλη. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος αφού εξετάσει τις απόψεις, τις κλίσεις, τους στόχους τους, αν έχουν κάποια λογική, αν οφείλονται σε κάποια ξεχωριστή, δημιουργική ευφυΐα, που συνήθως είναι ένας λό87
«…μάθαινα να μην δίνω υπερβολική πίστη σε τίποτα από κείνα για τα οποία με είχαν πείσει μονάχα με το παράδειγμα και το έθιμο. Έτσι, απαλλασσόμουν σιγά – σιγά από πολλές πλάνες που μπορούν να σκοτίζουν το φυσικό μας φως και να μας κάνουν λιγότερο ικανούς να λογικευόμαστε. Αφού όμως διέθεσα μερικά χρόνια μελετώντας έτσι στο βιβλίο του κόσμου και προσπαθώντας να αποκτήσω κάποια πείρα, έλαβα μια μέρα την απόφαση να μελετήσω και τον εαυτό μου και να χρησιμοποιήσω όλες τις πνευματικές μου δυνάμεις στο να διαλέξω τους δρόμους που έπρεπε να ακολουθήσω. Κι αυτό μου πέτυχε, θαρρώ, πολύ καλύτερα παρά αν δεν είχα απομακρυνθεί ποτέ, ούτε από την πατρίδα, ούτε κι από τα βιβλία μου». R. Descartes, 1976, σελ. 12. 88 «Βλέπουμε τους εαυτούς μας να αντανακλώνται σε άλλους ανθρώπους, οπότε οι σχέσεις μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τους εαυτούς μας. Μια καθαρή εικόνα του εαυτού μας είναι στόχος και της φιλοσοφικής πρακτικής. Για να είναι κανείς ανθρώπινος, πρέπει να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την αναζήτηση σχέσεων και ο λόγος που χρειάζεται να καταβάλουμε κόπο για να τις διατηρούμε όταν τις βρούμε». L Marinoff, 2002, σελ. 152.
84
γος σύγκρουσης με το περιβάλλον, και φυσικά, αφού εξετάσει αν οι στόχοι είναι εφικτοί, μπορεί να καθησυχάσει τον μαθητή, φέρνοντάς του ιστορικά μα κυρίως σύγχρονα παραδείγματα τόπων ή ομάδων, όπου οι απόψεις του αυτές και οι κλίσεις θα γίνονταν αποδεκτές. Είναι πολύ συχνό, αξιόλογα άτομα να ασφυκτιούν μέσα σε στενούς οικογενειακούς κύκλους ή απομονωμένες κοινωνίες, και η λύση στο πρόβλημά τους να είναι η εξεύρεση ενός περιβάλλοντος, που θα καταλαβαίνει καλύτερα τις πνευματικές τους ανησυχίες. Ενίοτε, θα χρειαστεί να ζυγίσουν αποδοκιμασία του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος ή οικονομικές ζημίες από την μία, και την απελευθερωτική εξάσκηση των ταλέντων τους από την άλλη, αν χρειαστεί να αλλάξουν τόπο κατοικίας, επάγγελμα, αν χρειαστεί να αλλάξουν εντελώς κατεύθυνση γενικώς στην ζωή τους. Κάποιες φορές πάλι, οικογενειακές ή άλλες υποχρεώσεις ή άλλα εμπόδια αξεπέραστα μπορεί να καταδικάσουν κάποιον να ζήσει σε αποξένωση σε όλη του την ζωή. Στην περίπτωση αυτή θα βρει, τουλάχιστον στο πρόσωπο του φιλοσοφικού συμβούλου, έναν συμπαραστάτη, έναν συνομιλητή και η απομόνωσή του δεν θα είναι πλέον απόλυτη. Έπειτα, είναι σπάνιο το να μην μπορούμε να βρούμε κάτι καλό ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις, κάτι που είναι δουλειά του φιλοσοφικού συμβούλου να εντοπίσει και να υπογραμμίσει. ix) Οτιδήποτε πραγματικό έχει διάρκεια. Οι ιδέες και τα νοήματα από μόνα τους δεν είναι ακριβώς πραγματικά, ούτε μη πραγματικά. Ένα μαθηματικό θεώρημα, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει και ισχύει ανεξάρτητα από εμάς. Πραγματική είναι η ψυχική και πνευματική ενέργεια που καταβάλουμε όταν το χρησιμοποιούμε ή το μαθαίνουμε. x) Είναι στη φύση της συνείδησης του ανθρώπου να εκδηλώνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Ο άνθρωπος είναι, ταυτόχρονα, και θεωρητικός και πρακτικός και ποιητικός. Καμία από αυτές τις πλευρές του δεν επιτρέπεται να αγνοούμε89. Η πρακτικότητα, που συνήθως πρώτη μας απασχολεί, είναι μία μόνο πλευρά της ζωής του ανθρώπου και συνοδεύεται πάντοτε από μία ανάγκη ερμηνείας του κόσμου, είτε είναι συνειδητό αυτό στον καθένα είτε όχι. 89
Ο Βοήθιος στο Περί Παραμυθίας γράφει ότι η Φιλοσοφία όταν τον επισκεπτόταν στη φυλακή, φορούσε ένα μακρύ εντυπωσιακό φόρεμα που είχε ράψει μόνη της, είχε δε κεντημένο πάνω του ένα πι για την πρακτική και ένα θήτα για την θεωρία. Όποιος λοιπόν θέλει να είναι πιστός στην φιλοσοφία, πρέπει να τιμά τόσο την θεωρία όσο και την πράξη. Boece, 1969.
85
Τι σημαίνει όμως πρακτικός άνθρωπος; Συνήθως ως ‘πρακτικός άνθρωπος’ χαρακτηρίζεται εκείνος ο οποίος ασχολείται με τις υλικές του ανάγκες και είναι σε θέση να τις ικανοποιεί. Ταυτόχρονα, όμως, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και να συμφωνήσουμε ότι αν και κάθε ζωντανός οργανισμός επιζητεί την ισορροπία, την ευχαρίστηση και την ευεξία του, εξίσου φανερό είναι ότι όσον αφορά στον άνθρωπο, οι όροι αυτοί πρέπει να διευρυνθούν κατά πολύ. Στην περίπτωση του ανθρώπου δεν μπορούμε να συνδέουμε την ηδονή μόνο με την ικανοποίηση των ενστίκτων ή με την αποφυγή της τιμωρίας και του πόνου. Αυτό γίνεται πιο φανερό από το ότι αν σκεφτούμε έναν άνθρωπο που είναι παραδομένος στα ένστικτά του, που δεν λογαριάζει ούτε νόμους ούτε ηθική ούτε πολιτισμό, επιδιώκοντας την ηδονή και την ευεξία του με κάθε τρόπο και μέσο, φανταζόμαστε ένα τέρας που μετά βίας ονομάζουμε άνθρωπο. Με άλλα λόγια, μας είναι αδύνατον, ακόμη και στις κατώτατες βαθμίδες του πολιτισμού, να φανταστούμε τον άνθρωπο ανεξάρτητα από την έννοια του πολιτισμού, ανεξάρτητα από τους νόμους, τα ηθικά αιτήματα και τα χρέη που θέτει στον εαυτό του. Τα ηθικά αιτήματα όμως και τα χρέη δεν είναι πράγματα, ούτε ένστικτα, ούτε φυσικά φαινόμενα, αλλά ρυθμιστικά νοήματα, ιδεατοί στόχοι τους οποίους θέτει ο άνθρωπος υπερβαίνοντας τη βιολογική σφαίρα και τα οποία υπαγορεύουν στη βούληση τι πρέπει να πράξει για να επιτύχει έναν αντικειμενικό σκοπό. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποξενωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του. Ο ένας τρόπος, όπως ήδη αναφέραμε, είναι να ριχθεί προς μία κατεύθυνση – όπως γίνεται σήμερα με τον τεχνικό πολιτισμό – και με αυτούς τους όρους να προχωρήσει σε γενικότερες σκέψεις για τον κόσμο, κάτι που κάνουν, είτε το θέλουν είτε όχι, όλοι οι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, δίχως να το θέλουν, κάνουν μεταφυσική. Μια μεταφυσική όμως που σχηματίζει μια γενική εικόνα του κόσμου χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ούτε όλα τα επίπεδα της πραγματικότητος, ούτε τα όρια μέσα στα οποία κινείται η γνώση, καταλήγει σε δογματισμούς. Υπάρχει, επίσης, πάντοτε ο κίνδυνος να κυλήσει προς τον ζωικό εαυτό του χωρίς να πραγματώσει ποτέ τις δυνατότητες που έχει μέσα του. Με την πραγμάτωση των αξιών που θέτει ο άνθρωπος είναι σαν να έρχεται στον εαυτό του. Ο πρώτος τρόπος που έρχεται σε σχέση με τον κόσμο ο άνθρωπος είναι μέσω των αισθήσεων, απ’ όπου οδηγείται και στην επιθυμία. Με την απλή επιθυμία συνειδητοποιεί και τη διαφορά του από τον κόσμο, ενώ με την εκπλήρωση της επιθυμίας συνειδητοποιεί τη σχέση του. Η σχέση αυτή είναι που εξασφαλίζει και τη συνέχιση της ζωής 86
του. Τα κύρια γνωρίσματα όμως του αισθήματος είναι η ακατάπαυστη ροή, η απέραντη ποικιλία και ο υποκειμενισμός. Αυτός είναι και ο λόγος που με τόση ευχαρίστηση αφήνονται οι άνθρωποι στα αισθήματά τους, επειδή εκεί είναι αδέσμευτοι, αχαλίνωτοι90. Ο δεύτερος τρόπος, που σχετίζεται με τον κόσμο ο άνθρωπος, είναι ο θεωρητικός, όπου με το νου επιχειρεί να υποτάξει τον κόσμο σε γενικούς νόμους, αφαιρώντας από τα πράγματα τόσο τις ιδιαιτερότητές τους, όσο και τα υποκειμενικά βιώματα. Με τον πρώτο τρόπο – των αισθήσεων και της επιθυμίας – ο άνθρωπος δεν στέκει ψηλότερα από τα αντικείμενα της επιθυμίας του, αλλά γίνεται ένα με αυτά, και τα όρια μέσα στα οποία κινείται η ζωή του είναι το ευχάριστο και το δυσάρεστο. Επίσης, επειδή οι επιθυμίες των ανθρώπων, το υλικό των αισθήσεων και ο βιωματικός τους κόσμος γενικώς δεν ταυτίζονται, ο κόσμος των επιθυμιών είναι ένας κόσμος συγκρούσεων ανάμεσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αντιθέτως, όταν οι χωριστές συνειδήσεις ακολουθούν τους νόμους που θέτει ο νους, οι άνθρωποι ενώνονται. xi) Οι σκέψεις και οι πράξεις μας πρέπει να θεμελιώνονται στη λογική, η λογική όμως είναι η αρχή, όχι το τέλος, γιατί η ζωή είναι κάτι διαφορετικό και πολύ μεγαλύτερο από την ανθρώπινη λογική. α) Ο λόγος ως απαραίτητο θεμέλιο της ζωής Εκείνο που ενώνει τους ανθρώπους είναι το πνεύμα, ενώ οι ατομικές συνειδήσεις και προσωπικότητες, ως φορείς των ατομικών επιθυμιών, τους χωρίζουν. Ωστόσο, ενώ η ψυχική ζωή γεννιέται και σβήνει με το άτομο, η πνευματική ζωή, αν και έχει ως φορέα το άτομο, δεν ταυτίζεται μαζί του. Η σφαίρα του πνεύματος δεν υπάρχει απλώς, ισχύει, έχει δηλαδή κύρος αντικειμενικό, γι’ αυτό και ο κόσμος του πνεύματος μπορεί και παραδίδεται – ως γλώσσα, δίκαιον, ηθική, θρησκεία, επιστήμη – από γενιά σε γενιά. Σε μία από τις διαστάσεις του πνεύματος ανήκουν και τα καθαρώς λογικά νοήματα. Ενώ λοιπόν οι επιθυμίες είναι ατομικές και μας χωρίζουν, ο νους είναι ένας και μας ενώνει. Ψυχολογικώς υπάρχουν τόσοι κόσμοι όσοι και άνθρωποι. Μέσα από τα έργα του πνεύματος – τη γλώσσα, το δίκαιον, τα ήθη, την ηθική, την τέχνη, την επιστήμη, την θρησκεία και την φιλοσοφία – φανε90
Ιδέ και σελίδα 176 παρόντος.
87
ρώνονται οι νόμοι και οι σταθερές αντικειμενικές αξίες του πνεύματος. Μέσα από τα έργα αυτά ο άνθρωπος εμψυχώνει τον κόσμο, που πριν μορφωθεί από το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι παρά χάος, αμορφία και απόλυτη αδιαφορία. Είναι δε ακριβώς στη φύση του πνεύματος να εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Το πνεύμα στην τέχνη εκδηλώνεται άμεσα, αισθητά, στην θρησκεία συναισθηματικά, κλειστά, στην φιλοσοφία λογικά, διαλεκτικά, και στην επιστήμη αυστηρώς διανοητικά. Με όποιον τρόπο, όμως, κι αν εκδηλώνεται το ανθρώπινο πνεύμα είναι πάντοτε το ίδιο πνεύμα. Ο άνθρωπος, όσο πολυδιάστατος κι αν είναι, είναι πάντοτε ένας και αδιαίρετος – χωρίς ενότητα το συνειδέναι θα ήταν απλώς καθρέπτης, που θα μας έδινε μία σειρά παραστάσεων ασύνδετων μεταξύ τους. Ταυτότητα σημαίνει ενότητα και όχι κάποιο τυχαίο άθροισμα επιστημονικών γνώσεων. β) Τα όρια της λογικής Πρώτος ο Πλάτων συνειδητοποίησε ότι μόνον με τη λογική η αρετή δεν ιδρύεται, αλλά είναι απαραίτητο και ένα στοιχείο θεϊκό. Δίχως το πάντρεμα, μας δίδαξε, της θείας μανίας και του Λόγου, ούτε μεγάλη προσωπικότητα μπορεί να υπάρξει, ούτε αρετή, ούτε οτιδήποτε μεγάλο να γεννηθεί. Εκεί που λείπουν η θέαση, το όραμα, η εσωτερική εποπτεία και απομένει μόνη της η τυπική λογική, τόσο ο άνθρωπος όσο και τα αντικείμενα της γνώσης σκυβαλίζονται, γιατί η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ στο λογικό κομμάτιασμα του κόσμου. Η αλήθεια δεν λέγεται ούτε γράφεται, μόνο νοείται. Η αλήθεια είναι πάντοτε κάτι που συντίθεται μέσα μας ως όραμα. Γι’ αυτό και κάθε ουσιαστική, πνευματική ζωή δεν επιδέχεται λογικές ερμηνείες. Αυτός είναι ο λόγος που ο μεγάλος φιλόσοφος, αφού θεμελίωσε πρώτα το φιλοσοφικό του σύστημα στην πιο αυστηρή λογική, με αφετηρία το «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα», όταν ωρίμασε μέσα του η αλήθεια, το όραμά της δεν το διατύπωσε με τρόπο αυστηρά λογικό, αλλά έγραψε μύθους91. Η ενότητα της ψυχής, αλλά και η απέραντη ποικιλία της ψυχικής μας ζωής, δεν νοείται χωριστά από το μυθικό της πλούτο, διότι ο μυθικός κόσμος είναι μια ενέργεια της ψυχής συνθετική, που την διέπει εξ’ ολοκλήρου. Πηγή της πνευματικής ζωής είναι ο μύθος92, γι’ αυτό και όποτε πολιτισμός ή άνθρωπος προσπάθησε να εξορίσει το μύθο από μέσα του, η πνευματική του ζωή μαράθηκε. 91
Οι μύθοι είναι μεταφορές των πνευματικών δυνατοτήτων που έχει ο άνθρωπος, αλλά και οι ίδιες οι δυνάμεις που εμψυχώνουν τη ζωή μας και τη ζωή όλου του κόσμου. J. Campbell, 1998, σελ. 60. 92 «Η νοστιμάδα των μύθων ξυπνά το πνεύμα» R. Descartes, 1976, σελ. 8.
88
Αποστολή του φιλοσοφικού προβληματισμού δεν είναι να μετατρέψει την τέχνη, την θρησκεία, την ψυχική ζωή, την κοινωνική ζωή σε λογικά φαινόμενα, γιατί τότε η λογική μετατρέπεται σε προκρούστεια κλίνη, ακρωτηριάζοντας το ανθρώπινο πνεύμα. Αποστολή του φιλοσοφικού προβληματισμού είναι να δείξει την διαφορά των φαινομένων και των εκδηλώσεων της συνείδησης από τη λογική, και να δείξει την έννοια της γνώσης και της κρίσης, γιατί είναι εξαιρετικά κρίσιμο για τον άνθρωπο να διαχωρίσει τα όρια της πίστης από τη γνώση: «Τίποτε άλλο δεν μπορεί να κάνει κανείς παρά να πιστεύει», γράφει ο μέγας βιολόγος και υλιστής Jean Rostand, «αφού όλη η διαφορά είναι ανάμεσα στους τολμητίες, που πιστεύουν πως ξέρουν και στους σοφούς, που ξέρουν πως πιστεύουν». Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να αρνούμαστε την δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης τη στιγμή που όλη η ανθρώπινη ζωή είναι θεμελιωμένη σ’ αυτήν. Τα όρια της ανθρώπινης λογικής είναι που μας ενδιαφέρουν εδώ και η αναγκαιότητα της πίστης, καθώς κανένα πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας ή γνώσης δεν θα ήτανε εφικτό χωρίς «πιστεύω». Καμία λύση προβλήματος δεν είναι δυνατή χωρίς ένα άλμα στη νοητική διαδικασία, ενώ και οι πράξεις μας δεν πηγάζουν «από ένα απλό άθροισμα γεγονότων ή δεδομένων, αλλά από μια συνθετική διαίσθηση που δεν μπορεί να διατυπωθεί λογικώς93». Το ζητούμενο είναι να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να αποβάλει τον δογματισμό του απλοϊκού ρεαλισμού – ο οποίος αρνείται να αναγνωρίσει ότι και η πιο στοιχειώδης γνώση είναι μια ερμηνεία της πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα αυτή καθαυτή – ώστε να περάσει από μία στάση παθητική σε μία στάση ενεργητική. Πρώτος λοιπόν ο Πλάτων διαπίστωσε ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζει μόνο ορθολογικά. Όταν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι άρχισαν να σχηματίζουν την πεποίθηση ότι ο πραγματικός κόσμος μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνον μέσω της δύναμης του νου, και όχι με την ψευδή μαρτυρία των αισθήσεων, ταυτόχρονα ένοιωσαν ότι δεν μπορούν να αφήσουν ασυμπλήρωτη αυτή την αλήθεια. Ο άνθρωπος, είπαν, δεν μπορεί να ζει μόνον με την λογική, που του υπαγορεύουν οι υλικές του ανάγκες, εκτοπίζοντας την διαίσθηση και τα συναισθήματά του. Γι’ αυτό και ο Σωκράτης λέει στον Φαίδρο ότι τα μεγαλύτερα αγαθά μας έρχονται δια της μανίας «θεία μέντοι δόσει διδομένης», με την προϋπόθεση δηλαδή πως η μανία μας δίδεται «θεία δωρεά»94. Ένοιωσαν λοιπόν ότι υπάρχει και ένα μέρος της νόησης, που είναι και το πιο δημιουργικό, όσο άπιαστο, άρρητο, άλογο και αν είναι. Διαπο93 94
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, Τόμος Α΄, σελ. 229. E.R. Dodds, 1996, σελ. 59.
89
τίζει την κάθε μας σκέψη, γιατί κάθε μας σκέψη εμπεριέχει αντίληψη, κάθε συλλογισμός μας διαίσθηση και κάθε μας παρατήρηση εφεύρεση. Αυτή είναι η πτυχή της ανθρώπινης φύσης, που ελευθερώνει τον άνθρωπο, βοηθώντας τον να πλάσει νέες πραγματικότητες. Την πηγή αυτή την ένοιωσαν θεόπνευστη, την απέδωσαν σε πηγή θεϊκή και υποτάσσοντας εαυτούς, αυτομάτως υψώθηκαν. Η φιλοσοφία λοιπόν πρώτα και η ψυχολογία έπειτα, κατανοούν ότι ο κάθε νόμος είναι απλώς ένα μέσον για την απαραίτητη αρμογή σε όλο τον όγκο και τις απαιτήσεις του αντικειμενικού κόσμου, που είναι πάντοτε απρόβλεπτος και ρευστός. Επομένως, κάθε νόμος απαιτεί την συνεχή, συνειδητή κριτική μας στάση απέναντί του, αφού ποτέ δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε συλλάβει και κατακτήσει όλη την αλήθεια. Ουδείς νόμος μπορεί να καλύψει όλη την πραγματικότητα. Η φιλοσοφική αλήθεια είναι απόλυτη για όποιον την ζει, γίνεται όμως σχετική όταν καταγραφεί. Ο κάθε νόμος, γραπτός ή άγραφος, λέει η φιλοσοφία, πρέπει να είναι μια ταπεινή έκφραση της πραγματικότητας, όχι ο κανόνας που την εξαντλεί. xii) Η ζωή απαιτεί εμπράγματη πλήρωση, ενώ η φιλοσοφία είναι πάντοτε θεωρία95. Η φιλοσοφία κινείται στη σφαίρα της λογικής και των νοημάτων. Η ζωή, από την άλλη, είναι κατ’ ουσίαν άλογη, απρόβλεπτη και το μυστικό της είναι ότι φανερώνεται σε κάθε στιγμή διαφορετική, χαρακτηρίζεται δηλαδή από απέραντη ποικιλία, που σημαίνει ότι δεν επιδέχεται έτοιμες λύσεις και απαντήσεις για την κάθε στιγμή και περίσταση. xiii) Ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του κατ’ ουσίαν μονάχα μέσα από τα έργα του. Ο άνθρωπος μπορεί να πει «εγώ» μόνον εφόσον έχει να κάμει με κάποιο πρόβλημα, όταν αγωνίζεται δηλαδή με ένα αντικείμενο, είτε στη σφαίρα του αισθήματος ανήκει αυτό είτε στη σφαίρα της φαντασίας είτε στη σφαίρα της σκέψης. Όσο εντονότερος, μάλιστα, είναι ο αγώνας που διεξάγει, τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί τον εαυτό του. Όλοι γνωρίζουμε, από προσωπική πείρα, ότι εκείνα τα οποία έμειναν βαθύτερα χαραγμένα στη συνείδησή μας είναι ακριβώς αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε περισσότερο να κατακτήσουμε. Και το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τον εαυτό του όταν πρωτοεπιθυμεί κάποιο αντικείμενο. Τότε ξεκινά και τις πρώτες του προσπάθειες να αλλάξει τον εξωτερικό κόσμο σύμφωνα με τον εαυτό του. Ο άνθρω95
Κατά τον Αριστοτέλη, «Θεωρητικής φιλοσοφίας τέλος αλήθεια, πρακτικής δ’ έργον». Επί του ιδίου θέματος, ιδέ και σελ. 10, σημ. 15, σελ. 20 – 23, 26, 29, 31, 49, 83 – 84, 97 – 100, 177 παρόντος.
90
πος με την απλή επιθυμία συνειδητοποιεί τη διαφορά του από τον κόσμο, ενώ με την ικανοποίηση της επιθυμίας συνειδητοποιεί τη σχέση του. Το προϊόν της σχέσεως αυτής που μόνιμα την συνοδεύει, είναι η ηδονή, η οποία με τον πολιτισμό μεταβάλλεται σε αξία, σε αγαθό. Εδώ βεβαίως, έχουμε την απλή χαραυγή της αυτοσυνειδησίας, και έκανε ο άνθρωπος δρόμο πολύ μέχρι να χωρίσει σαφώς το αντικείμενο από την επιθυμία του. Μέχρι τότε βρισκόταν σε ασύνειδη ισορροπία με την φύση και η σχέση του με τον κόσμο άρχιζε και τελείωνε μέσα στο στενό κύκλο της ηδονής ή της απογοήτευσης. Την αυτοσυνειδησία τους όμως οι λαοί άρχισαν πράγματι να την κατακτούν με τη δημιουργία των πρώτων τους έργων. Άρχισε τότε ο άνθρωπος να χωρίζεται συνειδητά από την φύση, να σπάζει την ασύνειδη ισορροπία με τα γύρω του και να έρχεται στον εαυτό του. Η πορεία αυτή προς την ελευθερία ξεκινά ήδη με τα πρώτα λίθινα εργαλεία, όταν ο άνθρωπος πρωτοβάζει την πνευματική του σφραγίδα στα πράγματα. Έτσι και στην ατομική ζωή, το παιδί αρχίζει να χαίρεται τη στιγμή που κατορθώνει μόνο του να κάνει κάτι και ελευθερώνεται από το βάρος να του τα δίνουν όλα έτοιμα. Προτού λοιπόν ο άνθρωπος αρχίζει να αντικειμενικοποιεί το πνεύμα του, τόσο μέσω της γλώσσας όσο και πάνω στην ύλη, ο κόσμος δεν υπάρχει γι’ αυτόν όπως δεν υπάρχει και άνθρωπος. Προτού ο κόσμος υπάρξει ως αντικείμενο του πνεύματος του ανθρώπου, δεν υπάρχει και άνθρωπος ως υποκείμενο, γιατί κόσμος σημαίνει πάντοτε το νόημα που δίνει στον κόσμο ο άνθρωπος.
91
Σύνοψη Τετάρτου Κεφαλαίου Θα μπορούσε να πει κανείς ότι κύρια αποστολή του φιλοσοφικού συμβούλου, κατά τη διάρκεια ανασύνθεσης μιας προσωπικής ιστορίας του συμβουλευομένου, είναι η αξιολόγηση. Η αξιολόγηση είναι κάτι διαφορετικό από την αιτιολόγηση. Το να βρω απλώς τα αίτια ενός γεγονότος είναι κάτι διαφορετικό από το να εκτιμήσω την αξία και την βαρύτητά του. Στην ενότητα αυτή θελήσαμε να υπογραμμίσουμε τις βασικές φιλοσοφικές αρχές, τις οποίες πρέπει να έχει συνεχώς προ οφθαλμών ο φιλοσοφικός σύμβουλος, ώστε να βοηθήσει στην αξιολόγηση γεγονότων, σκοπών και πράξεων. Οι αρχές αυτές είναι κρίσιμες στον τρόπο που ερμηνεύει ο άνθρωπος τον εαυτό του και τον κόσμο, και αξιολογεί τους σκοπούς του. Το πιο βαρύ έργο του συμβούλου φιλοσοφίας – αλλά και με τόση απόδοση σε περίπτωση επιτυχίας – που προϋποθέτει την ύπαρξη αληθινού ηθικού απόβαρου στην ψυχή του συμβούλου, αποτελεί η κατά την διάρκεια των συνεδριών, και όχι μόνον, τήρηση των αρχών τις οποίες διδάσκει. Ουδείς συμβουλευόμενος, όσο κι αν επείθετο φραστικά, θα μετακινούσε έστω και για ένα χιλιοστό τις θέσεις και απόψεις του, πολλώ δε μάλλον την ψυχική του οργάνωση, αν απέναντί του έβλεπε και άκουγε άνθρωπο ευτελή, άλλα να λέγει και άλλα να πράττει. Με την έννοια της αξίας ανοίγει η διάσταση του ανθρώπου ως ιστορικού όντος. Έτσι ο άνθρωπος, εμφορούμενος πλέον από αξίες, αντιλαμβάνεται μιαν πανθομολογούμενη αλήθεια, ότι δηλαδή τότε μόνον είναι άξιος του ονόματος, τότε δηλαδή αληθώς θρώσκει άνω, όταν ξεπερνά τον μικρόκοσμό του, υπερβαίνει τις ανάγκες του σαρκίου του και προσφέρει εαυτόν ανιδιοτελώς σε αρωγή προς τα άλλα πλάσματα της δημιουργίας. Η φιλοσοφία όμως είναι πάντοτε θεωρητική, ενώ η ζωή απαιτεί πραγματοποίηση των σκοπών της, και μόνο μέσα από τα αντικειμενικά του δημιουργήματα μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τον εαυτό του. Μόνον εφόσον εκφράζεται λογικώς, ηθικώς, αισθητικώς, θρησκευτικώς, πολιτικώς, αλλά και συνάμα πράττοντας, δημιουργώντας τέχνη, επιστήμη, θρησκεία και πολιτεία, μπορεί να πει «υπάρχω». Και μόνον όταν βεβαιωθεί για την ύπαρξη του γίνεται άνθρωπος, προσωπικότητα, ιστορικό ον. Η επίτευξη και ολοκλήρωση των σκοπών που θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του είναι ένα από τα κεντρικά διδάγματα των φιλοσοφικών συνεδριών.
92
5. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ Γιατί πρέπει να εξετάζεται η έννοια της ηθικής αντί να παραδίδονται οι ηθικοί νόμοι έτοιμοι – Η ελευθερία ως κεντρικό πρόβλημα της ηθικής – Η έννοια της συνείδησης – Βασικές αντινομίες Η ηθική εξετάζει την έννοια, την ουσία και την αξία του ηθικού νόμου, ώστε να θεμελιώσει θεωρητικά τις πράξεις του ανθρώπου. Γι’ αυτό ονομάζεται και πρακτική φιλοσοφία. Συγκεκριμένως, η ηθική αναζητεί την πρωταρχή του ηθικού νόμου και τα ελατήρια των πράξεων του ανθρώπου προς τον εαυτό του και προς τους άλλους. Σκοπός του διαλόγου πάνω σε θέματα ηθικής είναι η επίτευξη αρμονίας στην ηθική ζωή, ο συντονισμός, δηλαδή, όλων των κατ’ ιδίαν σκοπών ώστε ο ένας να μην καταπνίγει τον άλλον. Και όπως λέει ο Νίτσε: «Η απλότητα και η φυσικότητα είναι ο ύψιστος και τελικός σκοπός της καλλιέργειας του ανθρώπου96». Το έργο του φιλοσοφικού συμβούλου στον τομέα της ηθικής συμπίπτει με εκείνο της ηθικής φιλοσοφίας, καλείται δηλαδή να εξετάσει την έννοια της ηθικής και όχι να δώσει κανόνες για το τι πρέπει να γίνεται κάθε στιγμή, καθώς κάθε ηθική που προσφέρεται ως ένα κλειστό σύστημα κανόνων είναι μοιραίο να παρασυρθεί από το ρεύμα τη ζωής ή να καταλήξει σε τυραννία. Και όπως έργο τέχνης δεν γίνεται να δημιουργηθεί με κανόνες και μόνο, αλλά γεννιέται από το πάθος, το όραμα και την αισθητική συνείδηση του καλλιτέχνη, έτσι και η ηθική προσωπικότητα προκύπτει από την ηθική συνείδηση του χρέους, και όχι από την προσκόλληση σε ορισμένους κανόνες. Η σχεδόν μόνιμη παρονυχίδα που έχει να αντιμετωπίσει με πολύ τακτ ο φιλοσοφικός σύμβουλος, κοιτάζοντας στα μάτια τον αναλυόμενο, έγκειται στην δυσκολία του τελευταίου να συλλάβει τη διαφορά μεταξύ ηθικολογίας και ηθικής, καθώς επίσης και την υποχρέωση του κάθε ατόμου να σεβαστεί πράγματα όχι ένεκα φόβου ή απειλής τιμωρίας, αλλά ένεκα βαθιάς γνώσης του ηθικώς πρακτέου. Εδώ ακριβώς ευρίσκεται και η κύρια διαφορά μεταξύ δικαίου και ηθικής. Δίκαιο χωρίς εξαναγκασμό δεν νοείται, ενώ αντιθέτως οι ηθικές μας επιλογές λέγονται τέτοιες, ακριβώς επειδή δεν είναι προϊόντα εξαναγκασμού αλλά αυτοαποδοχής και αυτοδέσμευσης.
96
Al. Percy, 2011.
93
Ο Σωκράτης πρώτος μάς έδειξε ότι οι ηθικές απαιτήσεις δεν είναι κάποιος τυραννικός ζυγός, διότι εκφράζουν την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου να μαθαίνει όσο ζει και να καλλιεργεί τη ψυχή του. Η χαρά για την ζωή χαρακτηρίζει όλη την σωκρατική φιλοσοφία, που ενθαρρύνει τον άνθρωπο να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις και να γίνει δημιουργός του εαυτού του. Τότε, η προσωπική ευτυχία και αρετή είναι δικές του κατακτήσεις και κάνεις δεν μπορεί να του τις πάρει. Ο ασφαλέστερος τρόπος να βοηθήσουμε τον άνθρωπο να γίνει ηθικός είναι να του δείξουμε τις χαρές, τα ενδιαφέροντα και την έκσταση της ίδιας της ζωής, απαλλάσσοντας τον από την τυραννία του δεδομένου. Η φιλοσοφική αμφιβολία μπορεί να δείξει πράγματα που θεωρούνται γνωστά από καινούρια θέση, και να βοηθήσει τον άνθρωπο να κοιτάξει τον κόσμο με καινούριο ενδιαφέρον. Η νέα αυτή θέαση του κόσμου, που μέχρι τώρα ήταν κάτι κοινό και πεπερασμένο, φανερώνει νέες δυνατότητες και επομένως και επιλογές. Δεν είναι τυχαίο ότι δογματισμός, αλαζονεία και σκληρότητα συνοδοιπορούν. Τρία πράγματα πρέπει να δείξουμε: Πρώτον, ότι η ελευθερία αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της ηθικής, διότι δίχως την δυνατότητα της ελευθερίας δεν θα υπήρχαν σκοποί στην ζωή, και η ζωή θα ήταν ανόητη, δηλαδή κενή νοήματος. Δίχως ελευθερία η ζωή θα ήταν απλή φύση, θα ήταν όμοια με καταδίκη. Δεύτερον, ότι η πάλη του ανθρώπου για την ηθική του ελευθερία και αυτοσυνειδησία διαδραματίζεται μέσα σε αντινομίες, όπως η αντινομία χρέους και πάθους. Τρίτον, ότι οι αντινομίες αυτές συνοδεύουν τον άνθρωπο σε όλη του τη ζωή. Βεβαίως, βασική προϋπόθεση για να υπάρξουν τόσο όλα τα επιμέρους προβλήματα του ηθικού αγωνίσματος, όσο και τα επιμέρους προβλήματα που θέτει το πνεύμα μας γενικότερα, είναι το πρωταρχικό γεγονός της συνείδησης. i) Περί Συνείδησης Συνείδηση97 είναι το πρωταρχικό γεγονός, η βασική προϋπόθεση για να υπάρξουν όλα τα επιμέρους προβλήματα που θέτει το πνεύμα μας. Το συνειδέναι98 δεν είναι μία απλή ιδιότητα του ανθρώπου δίπλα στις άλλες, δεν είναι ένα απλό συμβεβηκός, αλλ’ είναι η ουσία του ανθρώπου, η αρχή του ανθρώπου ως πνευματικού όντος. 97 98
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ΄, σελ 330. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α΄, σελ 136.
94
Η συνείδηση99 ή το πνεύμα είναι κάτι το άπειρο, δηλαδή το λογικώς απροσπέλαστο. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την λογική προσπάθεια να το περιέξουμε λογικώς. Κατ’ ουσίαν όμως η συνείδηση μένει πάντοτε έξω από τους λογικούς μας ορισμούς, γιατί είναι λογικώς αδύνατον να αντικειμενικοποιήσουμε ό,τι ονομάζουμε συνείδηση. Θα αντικειμενικοποιούμε πάντοτε έναν ορισμένο τρόπο της παρουσίας της, μια συγκεκριμένη μορφή της παρουσίας της, ποτέ όμως την ίδια τη συνείδηση, το ίδιο το πνεύμα. Το συνειδέναι100 δεν είναι μόνον η γνώση για τις παραστάσεις μας, αλλά είναι και η αυτενέργητη εκείνη γνωστική αρχή η οποία άμεσα γνωρίζει και τον εαυτό της. Το στοιχείο τούτο, το «σκέπτομαι», αποτελεί τη γενική αρχή και έννοια του συνειδέναι. Χωριστά από καθετί που σκέφτομαι ή που έχω στην παράσταση ή που αισθάνομαι, υπάρχει λοιπόν κάτι που δεν αναλύεται σε άλλα, που δεν ανάγεται σε τίποτε άλλο παρά εις εαυτό. Τούτο είναι η λογική πρωταρχή, η ρίζα του λόγου και των πραγμάτων, εφόσον αυτά είναι αντικείμενα του συνειδέναι. Με το συνειδέναι101 ανοίγει ο κόσμος του νοήματος, ο κόσμος των εσωτερικών διαστάσεων του ανθρώπου. Η ξεχωριστή αυτή ικανότητα του ανθρωπίνου πνεύματος δίδει στον άνθρωπο το εξαίρετο προνόμιο να αντικειμενικοποιεί την πραγματικότητα δημιουργώντας τα αγαθά του πολιτισμού – την τέχνη, την επιστήμη, την θρησκεία, την πολιτεία, την οικονομία και την τεχνική. Αποκτά το προνόμιο να θέτει σκοπούς στη ζωή του, τους οποίους μοχθεί να πραγματοποιήσει. Έτσι, υψώνεται πάνω από την απλή πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της φύσης. Με τα επιτεύγματα του πνεύματός του ο άνθρωπος προσδίδει νόημα στη ζωή. Η συνείδηση102 δεν είναι κάτι που μένει σταθερό και απλώς συνοδεύει ορισμένες ενέργειες του ανθρώπου, αλλά κάτι το οποίον αναπτύσσεται μέσα σ’ αυτές τις ορισμένες ενέργειες. Η συνείδηση δεν είναι μια γενική κατάσταση, αλλά μια άλλη έκφραση για την εκάστοτε ζωηρότητα της νοητικής ενέργειας που αναπτύσσει ο άνθρωπος, η συνείδηση είναι, δηλαδή, κάτι το συνεχώς ρέον. Συνείδηση103 δεν σημαίνει να έχει απλώς ένα ον την ικανότητα να αισθάνεται και να αντιδρά στους ερεθισμούς. Συνείδηση σημαίνει να έχει ένα ζωντανό ον την ικανότητα να συνδέει και να συνυφαίνει πολλές παραστάσεις και να διευθύνει τις κινήσεις του εσωτερικά, έτσι 99
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ΄, σελ 332. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α΄, σελ 95. 101 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α΄, σελ 123. 102 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ΄, σελ 617. 103 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Β΄, σελ 296. 100
95
ώστε να ρυθμίζει τα φαινόμενα αυτά μέσα του, σύμφωνα με την χρονική ακολουθία και να έχει είδηση για το πριν, για το τώρα και για το έπειτα. Η συνείδηση104 ακόμη και στον κατώτατο βαθμό λειτουργίας της είναι ενέργεια συνθετική και όχι αντιγραφική. Όπως όλα δείχνουν, η μνήμη105 είναι μία από τις ανθρώπινες ικανότητες που συνοδεύουν απαραίτητα την συνείδηση και, σύμφωνα με πολλούς, γενεσιουργό αίτιό της. Ο πιο αποφασιστικός παράγων της λειτουργίας της μνήμης είναι η φαντασία. Κι ενώ στα ζώα η μνήμη έχει περισσότερο τον χαρακτήρα έξης, στον άνθρωπο είναι μια διαδικασία με την οποία δεν ανακαλείται απλώς μια παρελθούσα εμπειρία με τρόπο αντιγραφικό, αλλά είναι μια διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος εντοπίζει, ταξινομεί και ανασυγκροτεί εντυπώσεις οι οποίες ενδέχεται να αναφέρονται σε διάφορα χρονικά σημεία, με άλλα λόγια, είναι ενέργεια συνθετική. Διότι ο εντοπισμός αυτός είναι δυνατός μόνον με τη θεώρηση του χρόνου ως γενικού πλαισίου, ως εξακολουθητικής διάταξης, που περιέχει όλα τα επιμέρους γεγονότα. Η επίγνωση αυτή μάλιστα του χρόνου, ως εξακολουθητικής διάταξης, ανταποκρίνεται στο άλλο εκείνο σχήμα που ονομάζουμε χώρο. Δεν είναι δηλαδή αρκετό να ξεδιαλέγουμε απλώς κάποια απομονωμένα στοιχεία περασμένων εμπειριών μας, αλλά πρέπει να τα οργανώσουμε και να τα συνθέσουμε σε μία εστία σκέψης. Το άλμα τούτο το χαρακτηρίζουμε ως φαντασία. Η φιλοσοφική συμβουλευτική δεν παραβλέπει την φροϋδική θεώρηση της συνείδησης. Στον Freud, η συνείδηση (το συνειδητό ή «εγώ») νοείται κυρίως ως η γνώση των παραμέτρων του εαυτού. Το συνειδητό λοιπόν είναι εκείνο το μέρος του ψυχικού οργάνου το οποίο ευρίσκεται σε συνεχή διαλεκτική σχέση με το ασυνείδητο, το φροϋδικό δηλαδή «αυτό». Ο σύμβουλος, συνακόλουθα, δεν πρέπει να χάνει από το εποπτικό του πεδίο την συνείδηση, όπως αυτή νοείται στην φιλοσοφία, της οποίας το συνειδητό του Freud θεωρείται υποσύνολο. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιεί τη φροϋδική έννοια του συνειδητού ως ειδικό εργαλείο όταν το καλούν οι περιστάσεις, και όχι ως κλειδί καθολικής ερμηνείας του κόσμου, του ανθρώπου, του πολιτισμού κ.τ.λ. Ας σημειώσουμε εδώ, εν παρόδω, τι θεωρεί ο Freud και η σχολή του ως ψυχική θεραπεία. Το πέρασμα ξεχασμένων εμπειριών και τραυμάτων – γενεσιουργών αιτίων των νευρώσεων – από το ασυνείδητο στο συνειδητό, σε μια συνεχή αλληλουχία τέτοιων περασμάτων. Έτσι, κατά Freud, λυτρώνεται η ψυχή από τα ατομικά ψυχικά τραύματα και θεραπεύει τις εντεύθεν νευρώσεις που αφορμώνται κατευ104 105
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Β΄, σελ 314-5. E. Cassirer, 1985, σελ 79.
96
θείαν από την ατομική ψυχή. Το άλλο μεγάλο έργο της αντιμετώπισης και θεραπείας του βεβαρημένου υπερατομικού (συλλογικού) ασυνειδήτου, το αναλαμβάνει η παιδεία. Μια εσαεί, δηλαδή, και αδιάλειπτη προσπάθεια φινιρίσματος ώστε να ελεγχθούν οι αρχέγονες δύσκολες υπερατομικές (κληρονομικές) καταβολές. Ο φιλοσοφικός σύμβουλος, λοιπόν, έχει ως χρέος mutatis mutandis να κατευθύνει, να εκλαϊκεύσει αλλά και να φινίρει την γνώση στο μυαλό και στην ψυχή του συμβουλευομένου του όσο ασκεί επιρροή επ’ αυτού. ii) Προϋπόθεση για την ύπαρξη ηθικής είναι η δυνατότητα της ελευθερίας. Ηθική δεν υπάρχει στη φύση. Βασική προϋπόθεση για να υπάρξουν τόσο η ηθική, όσο και τα εκάστοτε προβλήματα που θέτει το πνεύμα μας, είναι το πρωταρχικό γεγονός της συνείδησης. Η φύση βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό. Η έννοια του καλού και του κακού προϋποθέτει τη δυνατότητα της επιλογής και την ικανότητα του σκέπτεσθαι τελεολογικώς, δηλαδή την ικανότητα του να επιλέγεις τα μέσα σύμφωνα με έναν προκαθορισμένο σκοπό. Με άλλα λόγια, κεντρικό πρόβλημα της ηθικής είναι η δυνατότητα της ελευθερίας, που έχει μέσα του κάθε άνθρωπος106. Η λέξη ελευθερία και ο χειρισμός του νοήματός της απουσιάζει από τα συνήθη εγχειρίδια ψυχολογίας. Ο προβληματισμός πάνω στην έννοια της ελευθερίας δεν προκύπτει κατ’ ανάγκην άμεσα, αλλά συχνότατα έμμεσα σε θέματα που έχουν σχέση με την ευθύνη, την βούληση, την επιθυμία, την απόφαση και όλο το συνακόλουθο άγχος. Το ζήτημα ωστόσο της ελευθερίας είναι πάντοτε παρόν και καταλήγει στο ερώτημα: Πού έγκειται η ελευθερία του ανθρώπου και πώς αποκτάται; Το οποίο ερώτημα με τη σειρά του καταλήγει στις αρχές: Βούληση χωρίς την νόηση, η οποία συλλαμβάνει το νόημα του ηθικού νόμου, είναι πάντοτε επιθυμία και αυθαιρεσία. Ο άνθρωπος που περνά την ζωή του χωρίς να φιλοσοφεί, που δεν αμφέβαλλε ποτέ στην ζωή του για το ηθικό περιεχόμενο της συνείδησής του, που δεν κατόρθωσε να υποβάλλει σε γενικό έλεγχο το σύστημα των ηθικών του αξιών, δεν απέκτησε ποτέ ηθική αυτοσυνειδησία. Δεν κατέχει τις ιδέες του, κατέχεται από αυτές. 106
Για την έννοια της ελευθερίας και τη σύνδεση αυτής με το αυτεξούσιο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του νεοέλληνα φιλοσόφου Ευγένιου Βούλγαρη, ο οποίος στο Περί Ευθανασίας (1804) δοκίμιό του προβάλλει την ηθικών διαστάσεων εσωτερική ελευθερία. Βλ. Α. Γλυκοφρύδη Λεοντσίνη, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Θέματα πολιτικής και ηθικής, 2001, σελ. 17 κ.εξ.
97
Βαθύτερη αιτία και ουσιαστικός νόμος του πνεύματος είναι η ελευθερία107. Η ελευθερία δεν είναι κτήμα, είναι απόκτημα, δεν είναι ψυχολογική ιδιότης ή φυσική ικανότης. Είναι μια δυνατότητα που ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Το «είμαι ελεύθερος» σημαίνει πάντοτε «πρέπει να γίνω ελεύθερος». Προϋπόθεση της ελευθερίας είναι η γνώση. Κάτι που υπάρχει και ενεργεί και γνωρίζει ότι υπάρχει και ενεργεί είναι ελεύθερο, αν και η ελευθερία που προκύπτει από την γνώση δεν είναι απόλυτη. Ο άνθρωπος γίνεται τόσον ελεύθερος όση εγρήγορση κατορθώνει να έχει με την αυτεπιστροφή του νου του στον εαυτό του108. Θα περίμενε κανείς ότι η έννοια της ελευθερίας μπορεί να προκαλέσει μόνο θετικούς συνειρμούς και συναισθήματα. Άλλωστε, όλη η ιστορία του δυτικού πολιτισμού μοιάζει να καθορίζεται από την αναζήτησή της109. Στην πραγματικότητα όμως η ελευθερία, είτε ως ιδανικό είτε ως πράξη ζωής, είναι ψυχολογικά σύνθετη και διαποτισμένη με άγχος, γιατί με άγχος είναι διαποτισμένη η ανάληψη ευθυνών, η δημιουργία και, βεβαίως, η ευθύνη του εαυτού μας. Η ελευθερία είναι δώρο βαρύ, και πολύ συχνά βρίσκουν οι άνθρωποι πλάγιους τρόπους για να αποποιηθούν την ευθύνη που συνεπάγεται 110. Η μηχανοποίηση της ευθύνης, για παράδειγμα, από διάφορα αιτιοκρατικά συστήματα, η «δυσθυμία για τον πολιτισμό» για την οποία μίλησε ο Φρόυντ, η τυφλή υποταγή σε ένα δόγμα πολιτικό ή θρησκευτικό και σε έναν ηγέτη, είναι τρόποι αποδέσμευσης από την ευθύνη που πάντοτε συνεπάγεται η ελευθερία. Έχουν περάσει περισσότεροι από δύο αιώνες από τότε που ο Καντ μας έδειξε ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι για την μορφή και το νόημα που δίδουμε όχι μόνο στον εσωτερικό, αλλά και στον εξωτερικό κόσμο. Δεν είναι εύκολη η συνειδητοποίηση ότι έχουμε την ευθύνη όχι απλώς της προσαρμογής σε έναν εκ των προτέρων έτοιμο και δομημένο κόσμο, αλλά, στην ουσία, εμείς είμαστε υπεύθυνοι της δημιουργίας του, με την έννοια ότι: Η πραγματικότης «έτσι όπως είναι» δεν εισέρχεται σε καμία έννοια, διότι πραγματικό είναι ό,τι δημιουργείται κατά την ένωση των εσωτερικών νόμων του πνεύματος με τα γύρω: κόσμος σημαίνει πάντοτε το νόημα που έχει ο 107
Ιδέ και σελ. 184 παρόντος. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ’, σελ 333 109 «Το να συναναστρέφεται κανένας ανθρώπους των περασμένων αιώνων είναι περίπου το ίδιο σαν να ταξιδεύει. Είναι καλό να ξέρουμε κάτι για τα ήθη διάφορων λαών, για να κρίνουμε σωστότερα τα δικά μας και να μη νομίζουμε πως ό,τι είναι αντίθετο με τους δικούς μας τρόπους είναι γελοίο και παράλογο, καθώς πιστεύουν συνήθως όσοι δεν έχουν δει τίποτα» R. Descartes, 1976, σελ. 9. 110 Ιδέ σελ. 59 παρόντος, Η σημασία των αποφάσεων. 108
98
κόσμος για τον άνθρωπο. Στην αυτογνωσία φτάνει ο άνθρωπος όταν καταλάβει ότι όλοι οι τρόποι σχέσεως του με τον κόσμο είναι έργο του πνεύματός του. Είναι η πορεία αυτή προς την αυτογνωσία που ονομάζουμε πορεία προς την ελευθερία. Αν όμως είναι έτσι τα πράγματα, ποιο είναι το στέρεο έδαφος στο οποίο μπορούμε να σταθούμε και να ζήσουμε; Αυτό είναι το περιεχόμενο των συνεδριών. Έργο του φιλοσοφικού συμβούλου είναι να εμφυσήσει την πίστη, την πεποίθηση στο συμβουλευόμενο ότι είναι ικανός για δημιουργία και να τον βοηθήσει να ανακαλύψει τις δημιουργικές του δυνάμεις. Η πεποίθηση αυτή δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από σκοπούς ρεαλιστικούς ώστε, με την πραγμάτωσή τους, να έλθει στον εαυτό του. Την ελευθερία συνήθως την εννοούμε ως αποδέσμευση από κάτι. Δεν μπορούμε όμως να την εννοήσουμε ως ανεξαρτησία από τα πάντα, γιατί τότε θα ήταν υποδούλωση άλλου είδους, υποδούλωση στην απραξία, την φυγομαχία, καθώς βέβαια και στις διαθέσεις, στις ορμές και στις ιδιοτροπίες κάθε στιγμής. Εκείνος που επιθυμεί να ανεξαρτητοποιηθεί απ’ όλα, αποξενώνεται από κάθε σχέση με τη ζωή και τους σκοπούς της. Ώστε δεν αρκεί να είμαι ελεύθερος από κάτι, αλλά πρέπει να είμαι ελεύθερος και για κάτι, για κάποιο σκοπό. Η φιλοσοφία λοιπόν ορίζει την ελευθερία ως την αυτοδέσμευση του ανθρώπου να πράττει σύμφωνα με αξίες. Η ικανότητα του ανθρώπου να θέτει σκοπούς που δεν υπάρχουν στη φύση, είναι συνυφασμένη με την ίδια την έννοια του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν έρχεται έτοιμος στη ζωή, όταν γεννιέται δεν είναι ακόμη προσωπικότητα αλλά, όπως λένε οι νομικοί, φυσικό πρόσωπο. Μόνον αργότερα, μέσα από τη συνεχή ζύμωση με τους σκοπούς της ζωής και με την δημιουργική του ενέργεια, μορφώνει την προσωπικότητα του, γίνεται άνθρωπος. Από τις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης η έννοια της ελευθερίας ορίστηκε ως κάτι αντίθετο προς την αναγκαιότητα της φύσης. Ο Καντ αργότερα όρισε την φύση ως την «ύπαρξη των πραγμάτων εφόσον αυτή προσδιορίζεται από γενικούς νόμους». Ως φύσις, δηλαδή, έχει ορισθεί η περιοχή όπου επικρατεί η νομοτέλεια, η σφαίρα όπου όλα γίνονται σύμφωνα με το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος. Συνεπώς, η ελευθερία πρέπει να νοηθεί ως η ρήξη του νόμου της αιτιότητος. Ελευθερία, με άλλα λόγια, υπάρχει εκεί όπου υπάρχουν επιλογές, εκεί όπου μπορεί να υπάρξει «ναι» και «όχι» ή μπορεί να μπει ένα «πρέπει». Εδώ, δεν μπορούμε πλέον να μιλούμε για φύση, έχουμε εισέλθει στον κόσμο της συνείδησης, στον κόσμο δηλαδή των νοημάτων και των αξιών. Ωστόσο, η πραγμάτωση της αξίας απαιτεί ενέργεια, και επειδή η ενέργεια έχει πάντοτε αποτελέσματα, η πραγ99
μάτωση των αξιών προϋποθέτει το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος. Η θέση και η επίτευξη στόχων πρέπει να λαμβάνει υπόψη της και τα δύο αυτά σκέλη της δράσης – τόσο την ικανότητά μας να θέτουμε στόχους και να ονειρευόμαστε, όσο και τον νόμο αιτίας - αποτελέσματος – αλλιώς είναι στείρο ονειροπόλημα. Έχουμε έτσι δύο είδη νόμων: τον φυσικό και τον ηθικό. Ο φυσικός νόμος είναι αιτιοκρατικός, η αιτία δηλαδή προσδιορίζει το αποτέλεσμα. Ο ηθικός νόμος είναι τελεολογικός, ο σκοπός εδώ προσδιορίζει το μέσον. Ώστε κάθε μας πράξη είναι τελεολογική, δηλαδή ελεύθερη και συνάμα αιτιοκρατούμενη, εφόσον λαμβάνει υπόψη της και προϋποθέτει την αιτιοκρατική αναγκαιότητα για να φτάσει στο σκοπό της, εφόσον η πραγμάτωση μιας αξίας απαιτεί ενέργεια και κάθε ενέργεια έχει αποτελέσματα. Η αξία όμως ή απαξία μιας πράξης δεν εξαρτάται από τον νόμο αιτίας και αποτελέσματος, διότι η αιτιότης ούτε προϋποθέτει ούτε περιέχει την υπευθυνότητα. Το αντίθετο όμως ισχύει και ευσταθεί λογικώς, η υπευθυνότης δηλαδή προϋποθέτει την αναγκαιότητα111. Τουτο σημαίνει ότι οι πράξεις ενός συγκεκριμένου προσώπου διαφέρουν από τα απλά φυσικά συμβάντα, διότι οι πράξεις του ανθρώπου αναφέρονται σε αξίες και σχετίζονται με αξίες, ενώ η φύσις κείται έξω από τη σφαίρα της ηθικής, των αξιών και, βεβαίως, της ευθύνης. Για να είναι ο σκοπός αντικειμενικός πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικές αξίες. Όταν προσεγγίζουμε, για παράδειγμα, την πορεία της εξέλιξης της ζωής στη γη, σύμφωνα με το νόμο ότι το κάθε είδος, προκειμένου να επιβιώσει, προσαρμόζει τον οργανισμό του στις άμεσες ανάγκες, τότε κάνουμε επιστήμη. Αν όμως θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποιος σκοπός πέραν του αμέσως επομένου σταδίου εξέλιξης, έχουμε φύγει από τα όρια της επιστήμης και δίνουμε μια ηθική ή θρησκευτική ερμηνεία της φύσης. Γενικώς, ο εσωτερικός τρόπος μας ωθεί να ερμηνεύουμε τη ζωή τελεολογικώς, ενώ όταν ρίχνουμε το βλέμμα μας προς τα έξω να ερμηνεύουμε αιτιοκρατικώς. Ήδη μέσα στην ανθρώπινη ψυχική πραγματικότητα υπάρχει μια αυθόρμητη αναφορά σε αξίες. Μέσα στην ψυχική πραγματικότητα το νόημα είναι πάντοτε ζωντανό, είτε πρόκειται για γνώση είτε για τέχνη είτε για πράξη. Μόνον ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα μέσα του να ζήσει σύμφωνα με τον ηθικό νόμο, την απαίτηση του κάλλους και την γνώση. Το πρόσωπο, λοιπόν, θεωρείται υπεύθυνο, ακριβώς επειδή οι πράξεις του σχετίζονται με αξίες, ασχέτως αν προϋποθέτουν την
111
Άλλο αξιολόγηση, άλλο αιτιολόγηση. Ιδέ και σελ. 90, σελ. 77 παρόντος.
100
αιτιοκρατική αναγκαιότητα για να φέρουν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Τούτο είναι το σύνορο μεταξύ φύσης και ιστορίας. Υπάρχει και η άποψη των οπαδών της αιτιοκρατίας, ότι κάθε μας πράξη προσδιορίζεται σύμφωνα με το νόμο της αιτίας και του αποτελέσματος. Είναι, υποστηρίζουν, οι πράξεις μας ψυχολογικώς προκαθορισμένες από τον χαρακτήρα μας και γενικώς την προσωπικότητά μας, από αίτια φυσιολογικά και κίνητρα μη συνειδητά. Προσθέτουν μάλιστα ότι αν οι πράξεις μας ήταν αναίτιες θα ήταν και ηθικώς ανάξιες. Τα επιχειρήματα αυτά ήλθαν να ενισχύσουν ρεύματα της ψυχολογίας που θέλησαν να θεμελιώσουν την ψυχολογία ως επιστήμη σύμφωνα με τα πρότυπα των φυσικών επιστημών. Και επειδή μια επιστήμη, εκτός των άλλων, πρέπει να έχει την δυνατότητα πρόβλεψης, χρειάζεται απαραιτήτως το νόμο της αιτιότητας. Είναι αυτονόητο όμως ότι πράξεις ελεύθερης εκλογής δεν χωρούν μέσα στα απολύτως αιτιοκρατούμενα σχήματα της επιστήμης. Δεχόμαστε βεβαίως ότι πολλές πράξεις μας υπαγορεύονται από ένστικτα, ορμές, συνειδητές ή μη και άλλα αίτια. Θα μπορούσε, επίσης, να τεθεί εδώ το ερώτημα ποια η σχέση μεταξύ της ορμής και της άλογης προσπάθειας με τη βούληση. Μήπως η τάση του μη συνειδητού μέρους της ψυχής και η βούληση είναι απλώς μορφές της ίδιας ψυχικής αρχής; Οι πράξεις, όμως, που αφηνόμαστε σε ορμές, επιθυμίες και άλλα κίνητρα είναι ριζικά διαφορετικές από τις πράξεις που κυριαρχούμε πάνω σε αυτά. Ακόμη πιο έντονα μάλιστα βιώνουμε την ελευθερία μας σε περιπτώσεις όπου έχουμε κίνητρα αλληλοσυγκρουόμενα, και ενίοτε πράττουμε αποφασίζοντας εναντίον των ισχυροτέρων κινήτρων, εξουσιάζοντάς τα. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι για να έχει μια βουλητική ενέργεια ηθική αξία, πρέπει να δικαιολογείται. Εμείς πιστεύοντας στην ελεύθερη βούληση, ισχυριζόμαστε ότι η βουλητική μας ενέργεια είναι, όντως, ελεύθερη όταν το κίνητρό της είναι ηθικό. Ο Καντ μάλιστα διαχώρισε μεταξύ εμπειρικής βούλησης και καθαρής βούλησης. Βούληση χωρίς τη νόηση, η οποία συλλαμβάνει το νόημα του ηθικού νόμου, είναι πάντοτε επιθυμία και αυθαιρεσία. Η ελευθερία είναι η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει σκοπός και νόημα στη ζωή μας, που αλλιώς θα ήταν ανόητη και ταυτόσημη με καταδίκη. Η ελευθερία όμως δεν είναι κτήμα, είναι απόκτημα, δεν είναι δηλαδή μια κατάσταση μόνιμη, μα υπάρχει απλώς μέσα στον άνθρωπο ως δυνατότητα. Είτε πραγματώνοντας λοιπόν τους σκοπούς του είτε συνειδητοποιώντας τον εαυτό του, ο άνθρωπος την ελευθερία 101
του δεν την κερδίζει μιας κι έξω, αλλά αγωνιζόμενος γι’ αυτήν σε όλη του την ζωή. Με την εμφάνιση της συνείδησης ο άνθρωπος μετατρέπεται σε ένα ον το οποίο έχει την ικανότητα να θέτει σκοπούς που δεν υπάρχουν στη φύση. Στο σημείο όπου ο άνθρωπος με τα έργα του προχωρεί πέρα από τη φύση, χωρίζεται η φύση από την ιστορία. Κι ενώ φύση και ιστορία είναι και τα δύο πραγματικά, η φύση καθαυτή δεν έχει νόημα ούτε αξία, ενώ η ιστορική πραγματικότητα είναι πλήρης νοήματος και αξιών. Φύσις και ιστορία υπόκεινται στο νόμο της αιτιότητος, καθώς όμως η ιστορία είναι το αγώνισμα του ανθρώπου να δημιουργήσει αξίες και να συμπεριφερθεί σύμφωνα με αυτές, ελευθερία και αιτιότητα συνυπάρχουν μέσα της, όπως συνυπάρχουν και μέσα σε κάθε άνθρωπο. Εκεί λοιπόν όπου υπάρχει σκοπός υπάρχει και η δυνατότης της ελευθερίας, ενώ εκεί όπου υπάρχει απουσία σκοπού υπάρχει αναγκαιότης, όπως συμβαίνει στη φύση. Ώστε η ελευθερία δεν είναι κτήμα ούτε ψυχολογική ιδιότης ή φυσική ικανότης, δηλαδή δεν γεννιόμαστε ελεύθεροι αλλά με τη δυνατότητα να γίνουμε ελεύθεροι. Είμαι ελεύθερος σημαίνει πάντοτε πρέπει να γίνω ελεύθερος. Η ελευθερία είναι απόκτημα. «Πνευματική ελευθερία αποκτά ο άνθρωπος όταν κατορθώνει να αποδεσμευθεί από τις απλές εντυπώσεις και τις μεταβάλλει σε αντικείμενα της διανοητικής του επεξεργασίας και ενέργειας, και συνειδητοποιήσει την ενέργειά του αυτήν. Η αυτοσυνειδησία εξαρτάται πάντοτε από την ικανότητα αυτεπιστροφής και αυτεπιστασίας του πνεύματος»112. Αυτή είναι η οδός που οδηγεί στην πνευματική ελευθερία. iii) Ηθικές αντινομίες Η αντινομία παρουσιάζεται καταρχάς στην φιλοσοφία ως όρος λογικός, ως λογική αντινομία. Αντινομία είναι η πάλη μεταξύ δύο νόμων, η εναντίωση δύο κρίσεων113 ή συμπερασμάτων για το ίδιο αντι112
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006. Κρίση είναι ένα σύνθετο λογικό δημιούργημα με το οποίο ισχυριζόμαστε κάτι. Η κρίση αποτελείται από τέσσερα λογικά στοιχεία, από την έννοια του υποκειμένου, την έννοια του κατηγορουμένου και την έννοια του συνδετικού, η οποία όμως περιέχει πάντοτε δύο λογικά στοιχεία, το στοιχείο της αναφοράς και το στοιχείο του ισχυρισμού. Θ. Πελεγρίνης, .Λεξικό της Φιλοσοφίας. Τι ζητούμε και τι κάνουμε με την κρίση; Με την κρίση ζητούμε να γνωρίσουμε ορισμένο αντικείμενο, το οποίο το υποτάσσουμε λογικώς και του αποδίδουμε ή του αρνούμεθα ορισμένες ιδιότητες. Δεν είναι ανάγκη για κάθε λογικό στοιχείο να υπάρχει κατά τη γλωσσική διατύπωση της κρίσεως και ένα αντίστοιχο λογικό στοιχείο. Με άλλα λόγια, άλλο η πρόταση όπως εκφράζεται και άλλο η κρίση. Η γλώσσα ποτέ δεν αντιστοιχεί πλήρως στα λογικά στοιχεία της κρίσεως. Επίσης, η κρίση δεν αποτελείται από αντικείμενα αλλά αναφέρεται σε αντικείμενα. Ούτε στις έννοιες αναφέρεται, αλλά αποτελείται από έννοιες. Με την κρίση ενώνουμε και χωρίζουμε. Η ένωση και ο 113
102
κείμενο, που έχουν και οι δύο την αξίωση να είναι αληθινές. Την έννοια της αντινομίας μπορούμε να την μεταφέρουμε από την Λογική στην Ηθική και να κάνουμε λόγο για ηθικές αντινομίες. Η πιο βασική ηθική αντινομία είναι η αντινομία χρέους και πάθους. Το πάθος είναι αφ’ εαυτού του άλογο, γι’ αυτό και αντίθετο με το χρέος, το οποίο είναι ένα πρόσταγμα του νου του ανθρώπου να πράξει σύμφωνα με τον ηθικό νόμο. Κάθε αντινομία έχει πάντοτε δύο σκέλη που το ένα προσπαθεί να κυριαρχήσει στο άλλο. Η διαλεκτική αντίθεση που βρίσκουμε παντού στη ζωή δεν είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας, αλλά μόνιμος συνοδός του ανθρωπίνου πνεύματος. Ώστε, ηθική αντινομία σημαίνει ότι ο άνθρωπος, ως ηθικός αγωνιστής κινείται πάντοτε μεταξύ δύο δυνάμεων όπου η μία περιορίζει την άλλη χωρίς όμως ποτέ να κυριαρχεί οριστικά κάποια από τις δύο. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ηθικό κατόρθωμα, όσο μεγάλο κι αν είναι, που να ανακηρύσσει τον άνθρωπο οριστικό νικητή του ηθικού αγωνίσματος, ούτε οριστικά ηττημένο. Ο άνθρωπος, με άλλα λόγια, κινείται πάντα μέσα σε όρια. Βασικές αντινομίες είναι: η αντινομία πάθους και χρέους, τύχης και σκοπού, αναγκαιότητας και ελευθερίας, ζωής και θανάτου, η αντινομία του χρόνου και άλλες. Ο άνθρωπος αγωνίζεται σε όλη του την ζωή να φτάσει στην σύνθεση των αντιθέσεων αυτών μέσα του και την ολοκλήρωσή του. α) Η αντινομία χρέους και πάθους Ο χρυσός κανόνας114 της ηθικής είναι η ρύθμιση της συμπεριφοράς σύμφωνα με αρχές που είναι, υπό τις ίδιες συνθήκες, καθολικές. χωρισμός αφορά σε αντικείμενα, γιατί η κρίση αναφέρεται πάντοτε στα αντικείμενα. Τούτο πάλι σημαίνει ότι δεν ενώνει ούτε χωρίζει τα συστατικά της στοιχεία, τις έννοιες από τις οποίες αποτελείται. Κρίσις «δημιουργείται μέσα στο πνεύμα και τη ζωή του ανθρώπου τη στιγμή που η προηγούμενη λογική ισορροπία γκρεμίζεται με την εμφάνιση μιας νέας λογικής αρχής και ο κόσμος χάνει την αμετάκλητη λογική αναγκαιότητα που είχε ως τότε. Είναι σαν ο άνθρωπος να μένει μόνος με την συνείδησή του, να μένει μόνος με το πνεύμα του, κι αυτό ακριβώς του δημιουργεί και του συνειδητοποιεί το χάσμα. Σε αυτό το διάστημα ο άνθρωπος χάνει το αίσθημα της πραγματικότητος, διότι πραγματικότης είναι ακριβώς ο αναγκαίος σύνδεσμος του κόσμου με μια λογική αρχή που έχει την καταγωγή της στο νου του ανθρώπου. «Ωστόσο η ανακάλυψη μιας νέας λογικής αρχής δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι η προηγούμενη μορφή του πνεύματος παραμερίζεται ολοκληρωτικά. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, για παράδειγμα, αναπτύσσεται οργανικώς και η μία μορφή διαδέχεται σχεδόν ρυθμικώς την άλλη… Καθώς προχωρεί ο λόγος των Ελλήνων από την μία αρχή στην άλλη ο βαθμός αναγκαιότητος αυξάνει. Όσο προχωρεί η ανάπτυξη των λογικών νόμων, τόσο και στενότερα συνδέεται ο άνθρωπος με τον κόσμο, με την πραγματικότητα. Η πνευματική σχέση του ανθρώπου με τα γύρω του γίνεται εντονότερη. Στη γνώση όμως του εαυτού του, στο γνώθι σαυτόν, αρχίζει να φτάνει ο άνθρωπος από τη στιγμή που αρχίζει να ρωτά ποιο είναι το κύρος που έχει η λογική αυτή σχέση του με τον κόσμο. Με άλλα λόγια, στην αυτογνωσία καταλήγει ο άνθρωπος όταν καταλάβει ότι όλοι οι τρόποι σχέσεως του με τον κόσμο, είναι έργο του πνεύματός του». Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α’, σελ. 183. 114 Βλέπε «χρυσούς κανών». Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
103
Η περίφημη κατηγορική προστακτική115 του Καντ, για παράδειγμα, έχει ως εξής: «Πράττε μόνο βάσει της αρχής εκείνης που θα ήθελε, συγχρόνως, να καταστεί ένας καθολικός νόμος». Στον πυρήνα της κατηγορικής προστακτικής του Καντ υπάρχει η αντίθεση μεταξύ χρέους και πάθους, η οποία, ως αντινομία, ακολουθεί τον άνθρωπο σε κάθε του βήμα και δια βίου. Μπορούμε να πούμε ότι, ως αναφαίρετο χαρακτηριστικό και βάσανο του ανθρώπου, είναι σύμφυτο με τη ζωή του. Είμαστε από φύση μας εγωιστές και αν πιστέψουμε τον Φρόυντ, οι απόλυτοι εγωιστές. Τα θέλουμε όλα – ασυνειδήτως – δικά μας, δίχως να μας ενδιαφέρουν τα συναισθήματα των άλλων, νόμοι ή ηθική. Αγαπάμε τα παιδιά ή τους γονείς μας, αλλά μας εκνευρίζει ή μας κάνει να ασφυκτιούμε το γεγονός ότι τους αφιερώνουμε πολύ περισσότερο από τον δημιουργικό μας χρόνο απ’ ό,τι θα θέλαμε. Γινόμαστε λαίμαργοι και πλεονέκτες. Πενθούμε για το θάνατο ενός προσώπου αγαπημένου, και συγχρόνως νοιώθουμε ανακούφιση που δεν έχουμε πλέον το βάρος της φροντίδας του. Και βεβαίως νοιώθουμε ενοχές για όλα αυτά116. Είμαστε όλοι έτσι. Αυτό είναι ένα γεγονός που βοηθά πάρα πολύ όταν ανακοινώνεται στον συμβουλευόμενο που βασανίζεται από ενοχές τέτοιου τύπου και κατηγορεί τον εαυτό του, έτσι ακριβώς, στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Έτσι είμαστε φτιαγμένοι». Είναι άκρως ανακουφιστικό για τον άλλον να ακούει ότι και οι άλλοι άνθρωποι είναι έτσι, και κυρίως ο σύμβουλός του. Δεν έχει νόημα να μένουμε παγιδευμένοι στο παρελθόν και σε ενοχές τέτοιου τύπου, ούτε να προσπαθούμε να τις ξεριζώσουμε. Τα πάθη μας πρέπει να ημερώνουν με την συνολική ωρίμαση της προσωπικότητος και να μεταβάλλονται σε δύναμη δημιουργική117. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλείο δίχως σκιά, ούτε ηθική χωρίς πάθος. «Είμαστε κράματα από πολλή ευτέλεια και δυο τρεις αθέατες σπίθες που για να φέξουν χρειάζονται την σκιά»118. Μπορούμε να προσπαθήσουμε με την συνέπεια και την συνεχή άσκηση να δαμάσουμε και να ξεριζώσουμε τα πάθη από μέσα μας, το αποτέλεσμα όμως θα είναι να χαθεί μαζί τους και η χαρά της ζωής. Το βλέπουμε αυτό στην στωική φιλοσοφία, όπου βρίσκουμε όχι μόνο μια απαισιοδοξία και μελαγχολία, αλλά συχνά και σκληρότητα.
115
Βλέπε «κατηγορική προσταγή». Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. «Ο υπαρξισμός, ξεκινώντας από τον Κίρκεγκωρ, τονίζει την οντολογική σημασία τα έννοιας της ενοχής. Ήδη για τον Κίρκεγκωρ το ‘σφάλμα’ δεν είναι κάτι το τυχαίο, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο της οντολογίας του ανθρώπου. Το σφάλμα εξατομικεύει τον άνθρωπο». Jean Wahl, 1988, σελ. 203. 117 Κατά τον Τερέντιο, «Είμαι άνθρωπος και τίποτε από τα ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο». 118 Αγ. Τερζάκης, 1996. 116
104
Αντίθετα, ο πλατωνικός Σωκράτης ημερώνει και εξευγενίζει τα πάθη, τα νοιώθει ως ενέργεια συνθετική κάθε μεγάλου έργου119. Ακόμη και εδώ ωστόσο υπάρχουν εξαιρέσεις, αν και μάλλον σπάνιες, ανθρώπων που έχουν αληθινή κλίση προς τη θρησκεία και τον μοναχισμό. Είναι εδώ δουλειά του συμβούλου να ανακαλύψει αν η άρνηση των εγκοσμίων είναι κλίση αυθεντική ή αποτέλεσμα κάποιας μεγάλης απογοήτευσης ή άλλης αδυναμίας. Ας υπογραμμίσουμε λοιπόν ότι όχι μόνο όλοι οι άνθρωποι έχουν μια σκοτεινή πλευρά, αλλά και ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε την ανθρώπινη ζωή και τον άνθρωπο, ως ηθική προσωπικότητα, δίχως αυτήν, ως ον απολύτως και καθαρώς λογικό. Άλλωστε, μετανιώνω σημαίνει ότι υπάρχει μέσα μου ζωντανή η ηθική μου συνείδηση. Σημαίνει ότι αναγνωρίζω την δυνατότητά μου να είχα πράξει διαφορετικά από ό,τι έπραξα. Σημαίνει ότι ως άνθρωπος είμαι ελεύθερος να παίρνω αποφάσεις που δεν υποτάσσονται στη φυσική αιτιοκρατία και την ακολουθία του χρόνου, και ότι πάντοτε υπάρχει μέσα μου η δυνατότητα να γίνω κάτι περισσότερο από αυτό που είμαι. Σύμφωνα με τον Καντ, όταν η φωνή της συνείδησής μας καταδικάζει ως κακές κάποιες μας πράξεις, είναι φανερό ότι η κρίση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην συγκεκριμένη πράξη αλλά αναφέρεται στην πρωταρχή όλων των πράξεων, τον «εμπειρικό χαρακτήρα». Είναι σαν να λέει αυτή η φωνή στον άνθρωπο: «Αυτή η ανήθικη πράξη είσαι εσύ ο ίδιος, όμως εσύ ο ίδιος δεν είσαι όπως έπρεπε ή όπως μπορούσες να είσαι». Τονίζεται λοιπόν η διασταλτική ερμηνεία της κακής πράξης αλλά και η εν δυνάμει αντιστροφή της. Ώστε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ύψιστος νόμος της ηθικής είναι ότι μια πράξη είναι ηθική όταν πηγάζει άμεσα από τη συνείδηση του χρέους120. Ο νόμος αυτός δεν μας λέει τι πρέπει να πράττουμε συγκεκριμένα την κάθε στιγμή, αλλά αφήνει τον καθένα, ελεύθερα και αυτόνομα, να αποφασίσει, ανάλογα με την περίσταση, τι έχει χρέος να πράξει. Σ’ αυτό βοηθείται με τους συνολικούς διαλόγους, με τα προς επιλογήν πρότυπα και με το συνολικό κλίμα των συνεδριών. Είναι ουτοπικό να αγνοεί κανείς πως η ηθική συμπεριφορά, αυτή καθαυτή, δεν φέρνει μόνο χαρά, αλλά παράλληλα κι έναν σταυρό, έναν 119
«Κατάφαση ζωής, ενθάρρυνση, χαρά για τη ζωή κλείνει μέσα της η σωκρατική πίστη. Η ζωή δεν είναι σταυρός του μαρτυρίου και οι ηθικές απαιτήσεις δεν αποτελούν ζυγό από τη στιγμή που εκφράζουν ακριβώς αυτό που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό που θέλει να ξέρει, όσο δεν σταματά να ‘φιλοσοφεί’, δηλαδή όσο δεν σταματά να μαθαίνει και να καλλιεργεί την ψυχή του». U. von Wilamowitz – Moellendorff, 2005, σελ. 133. 120 «Η δικαιοσύνη… δεν αποβλέπει στις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου αλλά σε ό,τι γίνεται μέσα του και με τον εαυτό του…» Πλάτωνος, Πολιτεία, 443D.
105
Γολγοθά στην εφαρμογή των κανόνων. Γι’ αυτό οι νίκες μας, στον ηθικό στίβο δεν είναι οριστικές, συχνά είναι πύρρειες και άλλοτε αγωνιώδεις. Ομοίως και οι ήττες. β) Η ηθική αντινομία ζωής και θανάτου Ο θάνατος ορίζεται ως η οριστική παύση των ζωτικών λειτουργιών ενός ζωντανού οργανισμού και η διάλυση του οργανισμού στα οργανικά του στοιχεία. Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να θεωρήσουμε τον θάνατο μόνο βιολογικό γεγονός, γιατί φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με την συνειδητοποίηση του πεπερασμένου, υποχρεούμαστε να τον αντιμετωπίσουμε αναπόδραστα και ως ζήτημα ηθικό. Αν και, καταρχήν, βιολογική η αντινομία μεταξύ ζωής και θανάτου μετατρέπεται σε ηθική αντινομία την στιγμή που ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση του επικειμένου θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους μη εγγράμματους λαούς υπάρχει η αντίληψη ότι η μοίρα του ανθρώπινου γένους δεν ήταν πάντα ο θάνατος. Τον θάνατο, λοιπόν, δεν τον θεωρούν φυσικό γεγονός, αλλά αποτέλεσμα κάποιας προγονικής άστοχης πράξης ή αμαρτήματος που προσέβαλε τους θεούς. Η αντινομία μεταξύ ζωής και θανάτου είναι ίσως η συγκλονιστικότερη ηθική αντινομία που έχει να αντιπαλέψει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο που από πολλούς φιλοσόφους το έργο τους, αλλά και η φιλοσοφία στο σύνολό της, θεωρήθηκε ως μια ατελεύτητη μελέτη θανάτου. Η θνητότητα121, ως φαινόμενο συνολικό στη φύση αλλά και στον άνθρωπο, είναι το ισχυρότερο όπλο ματαίωσης κάθε αλαζονείας και κάθε έπαρσης. Κάθε ανθρώπινο ον έχει επίγνωση του επικειμένου θανάτου του. Και με την έννοια αυτή, ο θάνατος δεν είναι μόνο ένα μελλοντικό γεγονός αλλά ευρίσκεται πάντοτε στη ζωή μας. Η ιδέα του θανάτου είναι ο μόνιμος συνοδός της ζωής και κρύβει μέσα της μια τεράστια δύναμη, όχι τόσο γιατί απειλεί να παύσει τη ζωή – βιολογική, πνευματική, ηθική – όσο γιατί προκαλεί το έντονο φανέρωμά της. Ο θάνατος είναι το αρμονικό συζυγές της ζωής. «Ζούμε σε μια αντίθεση πραγματική», γράφει ο Άγγελος Τερζάκης, «ενώ πονάμε, ματώνουμε για την πηγή των πάντων, αναγνωρί121
«Κατά τον Χάϊντεγκερ, το πεπερασμένο του ανθρώπου είναι απόλυτο και ουσιώδες. Δεν υπάρχει ούτε κατάληξη ούτε ολοκλήρωση της ζωής. Συνεπώς αποκλείεται απολύτως η δυνατότητα να γίνει ο άνθρωπος κύριος της υπάρξεώς του. Κάθε ζωή οδηγείται ανέκκλητα προς τον θάνατο. Ο θάνατος δεν είναι κάτι το τυχαίο, δεν έρχεται απ’ έξω, είναι η ύψιστη δυνατότητά μας. Άνθρωπος σημαίνει «το να είσαι – προς – θάνατον». Το να υποστώ τον θάνατο μου είναι το μόνο πράγμα που κανένας δεν μπορεί να το κάνει για λογαριασμό μου. Ο θάνατός μου είναι η πιο προσωπική μου δυνατότητα, η πιο αυθεντική και ταυτοχρόνως η πιο παράλογη». Jean Wahl, 1988, σελ. 208.
106
ζουμε την υψηλή φιλοσοφία του παροδικού, γνωρίζουμε ότι αξίες και ομορφιά χωρίς τον θάνατο δεν θα υπήρχαν και ότι η ακινησία θα ήταν χειρότερη μοίρα». Η αντινομία ζωής και θανάτου προσλαμβάνει μεταφυσική και ηθική διάσταση μέσα στον άνθρωπο, ως εσώτατο βίωμα του. «Τη ζωή μας», λέει ο Γκαίτε, «την αισθανόμαστε πολύ σύντομη. Η ζωή μας είναι πολύ σύντομη, αν την δούμε από την σκοπιά της ψυχής, της εντελέχειας που μας κινεί. Ο κάθε άνθρωπος, και ο πιο ασήμαντος και ο πιο σπουδαίος, κάθε άλλο παρά βαριέται τη ζωή του, όσο και αν μοχθεί, όσο και κι αν καταπονείται». Ο θάνατος καιροφυλακτεί, έρχεται ως τελικός αρνητής να προλάβει τους σκοπούς μας. Ο προσωπικός θάνατος, βάζει όρια σε όλα: στην ζωή, στην αλήθεια, στην ηθική, στο κάλλος, είναι μόνιμη υπενθύμιση του εφήμερου της επίγειας ζωής. Το συναίσθημα του πεπερασμένου είναι, στην ουσία, ο αθεράπευτος, αναπάντητος καημός του ανθρώπου, όχι το αν υπάρχει κάποια εκείθεν του θανάτου ζωή122. Γράφει, επίσης, ο Γκαίτε: «Δεν υπολογίζεται για τίποτε, ποιος; Εγώ! Εγώ που είμαι στον εαυτό μου το παν, που είμαι σε θέση να γνωρίζω τα πάντα για τον εαυτό μου». Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Σημαίνουν ότι ο άνθρωπος πεθαίνει προτού φθάσει στο σκοπό του, προτού τελειωθεί ηθικώς. Σημαίνουν, επίσης, ότι ο θάνατος είναι ζήτημα καθαρώς προσωπικό, ατομικό. Κατά το τέλος της εφηβικής ηλικίας ο άνθρωπος έχει την πρώτη του εσωτερική γνωριμία με τον θάνατο και όλα αλλάζουν. Τότε αρχίζει να ωριμάζει μέσα στον άνθρωπο η συνείδηση εαυτού. Τότε περνά, στην ουσία, το κατώφλι της ανθρώπινης ζωής, της ύπαρξης, όπως την εννοεί και την βιώνει ο άνθρωπος. Τότε πρωτοεμφανίζεται και το πάθος για το απόλυτο, γιατί τότε αρχίζει να συνειδητοποιεί το πεπερασμένο της ύπαρξης του. Η ζωή παύει να είναι απλή βιολογική ενέργεια που πορεύεται αδιάκοπα μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος, ο εαυτός, η ζωή του κόβεται στα δύο από ένα βαθύ χάσμα, γιατί τώρα ζει πλέον σε έναν κόσμο φορτισμένο με άλλη σημασία. Ο κόσμος, όπως τον ήξερε, είναι πλέον ένας κόσμος λησμονημένος, που μέσα του βρίσκονται όλα όσα γνώριζε ως πράγματα αντικειμενικά. Γι’ αυτό αισθάνεται σαν κάτι μέσα του να έχει πεθάνει, και νοιώθει συντετριμμένος. Μέχρι τώρα ο θάνατος ήταν, και αυτός, ένα απλό φυσικό φαινόμενο, ένα από τα άπειρα αδιάφορα συμβάντα ενός αντικειμενικού κόσμου, κάτι που συνέβαινε στους άλλους. Τώρα είναι και δική του 122
Α. Τερζάκης, 1996, σελ. 51- 62.
107
αναπόφευκτη μοίρα, που ματαιώνει το νόημα όλων του των πράξεων και των επιτευγμάτων, που γίνονται εξ ορισμού πεπερασμένα. Η εσωτερική αυτή γνωριμία με τον θάνατο είναι ενδόμυχη, μυστική, και συνεπώς λογικά ανέκφραστη. Γι’ αυτό βιώνοντας την συγκλονιστική αντινομία ζωής και θανάτου, ο άνθρωπος βιώνει μια πρωτόγνωρη μοναξιά. Μέσα της βλέπει καθαρά δύο πράγματα: την θνητή του ύπαρξη, και το αθάνατο πνεύμα του. Για πρώτη φορά βρίσκει τον εαυτό του έξω απ’ την φύση, αποκτά πνευματική υπόσταση, γιατί μέσα του ταυτόχρονα γεννάται η αυτοβεβαίωση για την μοναδικότητα, το ανεπανάληπτο της προσωπικής του παρουσίας πάνω στην γη. Το αυτοσυναίσθημα της ζωής αποκτά έτσι μια πρωτόγνωρη ένταση και η ζωή μετατρέπεται σε κάτι το ανεκτίμητο. Τώρα ο άνθρωπος λέει: «εμπρός! ας ζήσουμε όσο πιο έντονα μπορούμε, ας δημιουργήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε». Γιατί έτσι νοιώθει ότι νικά τον θάνατο. Ενώ λοιπόν μέχρι τώρα η ζωή ως απλό βιολογικό γεγονός είχε σχετική μοναξιά, τώρα αποκτά σημασία απόλυτη. Ταυτόχρονα με την εσωτερική βίωση του θανάτου, γεννιέται και η επιθυμία για την προσωπική νίκη μέσα στην ζωή, του δικού μας προσωπικού θανάτου. Γεννιούνται ταυτόχρονα και τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, γιατί συνειδητοποιώντας τον Χρόνο και την φθορά που φέρνει μαζί του, μεταφερόμαστε αυτόματα σε έναν κόσμο σημασιών και επομένως επιθυμίας για ηθική νίκη πάνω στον θάνατο. Ο θάνατος, λοιπόν, μπορεί να είναι και θάνατος ηθικός, που έρχεται με την ηθική αδράνεια, γιατί η ζωή δεν ανέχεται την ακινησία. Αυτό είναι το υπαρξιακό μας δράμα: ενώ θρηνούμε για την φθορά και την φυγή των πάντων, ακόμη και των πιο αγαπημένων μας, ακόμη και του εαυτού μας, μέσα από την δημιουργία και την ηθική ανάταση μαθαίνουμε να εκτιμούμε την υψηλή σοφία του παροδικού μέσα στην οικονομία της ζωής. Μαθαίνουμε να ζούμε και να αντικρίζουμε την ύπαρξη με κριτήριο αισθητικό, γιατί μαθαίνουμε πως η ομορφιά είναι αλληλένδετη με το εφήμερο. Κάθε άνθρωπος έχει αντιμετωπίσει ή αντιμετωπίζει τον φόβο της ανυπαρξίας, ή έχει να στοχαστεί για το γεγονός του θανάτου και με τον ένα τρόπο ή τον άλλον τα ερωτήματα για τον θάνατο επισκέπτονται κάθε εξερεύνηση της πορείας και του νοήματος της ζωής του ανθρώπου, κάθε ψυχοθεραπεία και φιλοσοφική αναζήτηση. Ο θάνατος κατέχει τόσο κεντρική θέση στην ύπαρξή μας, επειδή ζωή και θάνατος αλληλεξαρτώνται. Πρέπει να ακούσουμε τους μεγάλους στοχαστές που διδάσκουν ότι για να μάθεις να ζεις καλά, πρέπει να μάθεις να πεθαίνεις και καλά. 108
Όσο λοιπόν οι σύγχρονοι ψυχοθεραπευτές αποφεύγουν να μιλούν για τον θάνατο, άλλο τόσο το θέμα επανέρχεται επίμονα όχι μόνο σαν σκέψη αλλά και σαν γεγονός. Το θέμα μας λοιπόν πρέπει να είναι: με ποιον τρόπο συζητάμε για τον θάνατο, τι λέμε σε έναν άνθρωπο που πεθαίνει, τι λέμε στα ενήλικα και ανήλικα μέλη μιας οικογένειας που έχασε κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο. Είναι μια γενικευμένη πεποίθηση ότι είναι λάθος να μιλούμε σε κάποιον ετοιμοθάνατο για τον επερχόμενο θάνατό του. Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, τους ανακουφίζει να μιλούν για τον θάνατο, τα συναισθήματά ενοχής που τον συνοδεύουν και το συναίσθημα ότι είναι ανήμποροι123. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από αυτό το ψυχολογικό φράγμα μεταξύ των ζωντανών και εκείνων που βλέπουν την ζωή τους να τελειώνει, ενώ η μεγαλύτερη απελπισία που μπορεί να νοιώσει ένας ετοιμοθάνατος προέρχεται από το συναίσθημα ότι τον έχουν εγκαταλείψει και ότι τον αγνοούν. Ενώ οι υγιείς πιστεύουν ότι προστατεύουν τους μελλοθάνατους, στην πραγματικότητα, κρύβουν τον δικό τους φόβο. Στην πραγματικότητα, οι ανίατα ασθενείς επιθυμούν πολύ να συζητούν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για τον θάνατο, και οι περισσότεροι την αληθινή διάγνωση από τον γιατρό τους. Μόνον έτσι νοιώθουν ότι κάποιος τους ακούει και τους καταλαβαίνει, ενώ και σε αυτή την περίπτωση δεν παύει να ισχύει το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος από όλους μας τους φόβους είναι το άγνωστο. Με την αποφυγή του θέματος, ούτε από τα διάφορα συναισθήματα ενοχής που έχει μπορεί να ανακουφιστεί, ούτε κάποιο στήριγμα βρίσκει, ούτε καν του επιτρέπεται να «χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς άρνησης που ίσως μπορούσε να χρησιμοποιεί έως τότε»124. Η ενοχή είναι μία από τις παράξενες αντιδράσεις που έχει ο ανίατος ασθενής. Γι’ αυτό υπάρχουν διάφοροι λόγοι: α) νοιώθουν ότι η αρρώστια και η κακή τους μοίρα είναι κάποια δική τους προσωπική αποτυχία, ότι είναι οι ίδιοι υπαίτιοι. β) είναι πολύ άσχημο να αισθάνεσαι ανήμπορος και εξαρτημένος, να αισθάνεσαι ότι γίνεσαι βάρος στους άλλους. Ο πολιτισμός μας αποδοκιμάζει την εξάρτηση, οπότε, ασύνειδα λειτουργούν τα διδάγματα και οι ιδέες που φέρουμε μέσα μας μια ολόκληρη ζωή. γ) αισθάνεται ότι οι ζωντανοί τον αποστρέφονται ή τον μισούν, επειδή εξαιτίας του υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν και εκείνοι τον θάνατο. 123 124
R. May, 1980, σελ. 81-95. R. May, 1980, σελ. 92.
109
δ) φτάνουμε, έτσι, στον φθόνο του ίδιου του μελλοθάνατου για τους ζωντανούς, που σε κάποιες περιπτώσεις εκδηλώνεται και ως επιθυμία για τον θάνατο κοντινών τους προσώπων. Γνωρίζουμε περιστατικά όπου ετοιμοθάνατοι αυτοκτόνησαν, αφού πρώτα είχαν σκοτώσει τα παιδιά τους και την γυναίκα τους. Οι υγιείς επίσης έχουν ενοχές που ζουν ενώ ο άλλος πεθαίνει, και η πιο συνηθισμένη σκέψη τους είναι να πεθάνει ο άρρωστος μια ώρα αρχύτερα για να απαλλαχθούν από αυτές τις ανυπόφορες ανησυχίες. «Αυτή η άμεση αντιμετώπιση της υπαρξιακής αλήθειας του θανάτου μοιάζει να παραλύει τις λειτουργίας του Εγώ125. Προϋπόθεση για να γνωρίσει ο άνθρωπος τα όριά του είναι η διανοητική του ωριμότητα. Η γνώση αυτών των ορίων συμβαδίζει με την επίγνωση εαυτού. Με άλλα λόγια, η αποδοχή του γεγονότος του θανάτου βοηθάει στην καλύτερη βίωση της ζωής. Η αληθινή μας ελευθερία στο καθετί δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως τέτοια αν δίπλα από το φαινόμενο της ζωής εξοβελίσουμε την προοπτική του θανάτου. Όταν καθ’ ύπνον παραλύουν οι άμυνές μας και βιώνουμε αρκετές προσομοιώσεις θανάτου, είναι γιατί, όντας ξυπνητοί, απαρνούμεθα το ενδεχόμενο του θανάτου. Η ζωή δεν είναι πραγματικά δική μας, παρά μόνον όταν μπορούμε να την απαρνηθούμε. Είναι πολύ διεισδυτική η παρατήρηση του Μονταίν ότι «Μόνον ο άνθρωπος που δεν φοβάται πια τον θάνατο έπαψε να είναι σκλάβος126». Πάντως, ο τρόπος που είναι δομημένη μία προσωπικότητα, έχει πολύ μεγάλη σημασία για το πώς αντιμετωπίζει το άτομο τον επικείμενο θάνατό του. Σημαντικοί επίσης παράγοντες μπορεί να είναι: α) η ψυχολογική ωριμότητά του. β) οι τεχνικές αντιμετώπισης του θανάτου που διαθέτει. γ) κάποιες μεταβλητές, όπως θρησκευτικές πεποιθήσεις, ηλικία φύλο κ.τ.λ. δ) ποιες οργανικές λειτουργίες επηρεάζονται. ε) η στάση του γιατρού και του στενού περιβάλλοντός του. Εξαιτίας όλων αυτών των παραγόντων, ο θάνατος σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους, είναι ένα σύμβολο που μπορεί να προσλάβει άπειρες σημασίες και αποχρώσες έννοιες.
125
«Γνωρίζουμε ωστόσο καλά ότι η ανθρώπινη ωριμότητα συνεπιφέρει μιαν αναγνώριση των ορίων, πράγμα που αποτελεί σημαντική πρόοδο στην αυτογνωσία με κάποιον τρόπο, η προθυμία να πεθάνουμε εμφανίζεται ως αναγκαίος όρος της ζωής. Δεν είμαστε εντελώς ελεύθεροι στην οποιαδήποτε πράξη μας εφόσον κυριαρχούμαστε από την αναπόφευκτη επιθυμία ζωής. Με αυτή την έννοια οι κίνδυνοι της καθημερινής ζωής… ή η παράλυση της άμυνας στον ύπνο, γίνονται μορφές μιας παράλογης τρέλας». R. May, 1980, σελ. 92. 126 W. E. Hocking, 1957.
110
Ανάμεσα σε όλες τις διαφορές υπάρχει και μια σταθερά, ότι μπροστά στον θάνατο κάνουμε έναν απολογισμό της ζωής μας, την οποία μπορεί να αισθανόμαστε μεστή από νόημα, επιτυχίες, ευκαιρίες και χαρίσματα που εκμεταλλευτήκαμε, αγαθές πράξεις ή, βέβαια, το αντίθετο από όλα αυτά, οπότε αισθανόμαστε ότι ο θάνατος έρχεται πρόωρα, χωρίς αξιοπρέπεια, ότι δεν είναι «δικός μας». Ο φιλοσοφικός σύμβουλος μπορεί να βοηθήσει σε αυτήν την περίπτωση τον μελλοθάνατο να εκτιμήσει την ζωή του με διαφορετικό τρόπο, ώστε να αισθανθεί πιο έτοιμος να αφήσει αυτή την ζωή. Να του τονίσει κυρίως την ασύγκριτη υπεροχή του ποιοτικού (το οποίο καλείται να ανακαλύψει και να εκθέσει διεξοδικά) εις βάρος του ποσοτικού (βραχύβιου) μπροστά από τον επικείμενο θάνατο. «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι». Δεν έχουμε δυνατότητα να επιλέξουμε αν θα γεννηθούμε ή όχι, ο τρόπος όμως που θα αφήσουμε αυτή την ζωή σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο που την ζήσαμε, και αυτό που καθορίζει την ποιότητά της είναι η φιλοσοφία που έχουμε για αυτήν. «Κάνουμε λάθος να θεωρούμε τον θάνατο μόνο βιολογικό γεγονός127». Δεν μπορούμε να καταλάβουμε μήτε να ζήσουμε απόλυτα την ζωή, αν δεν αντιμετωπίσουμε έντιμα την ιδέα του θανάτου. Παρόλο που η σωματική πραγματικότητα του θανάτου μας καταστρέφει, η ιδέα του θανάτου μπορεί να μας σώσει128. Όλοι εκείνοι που έχουν άμεση επαφή με τον θάνατο, είτε επειδή αντιμετωπίζουν τον επερχόμενο θάνατό τους είτε ως μάρτυρες του θανάτου κάποιου κοντινού τους προσώπου, βγαίνουν αλλαγμένοι από την επαφή αυτή. Τα κριτήριά τους για το τι έχει αξία στην ζωή και το τι όχι, αλλάζουν και, όσο και αν είναι μακάβριο, ο θάνατος θεραπεύει την νεύρωση. Ο Χάιντεγκερ έλεγε ότι είναι σαν να υπάρχουμε με δύο τρόπους: Ο ένας είναι ο καθημερινός τρόπος, όπου σκεπτόμαστε και θαυμάζουμε το πώς λειτουργούν τα πράγματα. Ο δεύτερος είναι ο οντολογικός τρόπος, όπου μας κατακλύζει ο θαυμασμός για το ότι ακριβώς υπάρχουν τα πράγματα, το οποίο στην ουσία σημαίνει θαυμασμός για την δική μας την ύπαρξη. Τότε, καθώς ξεπερνούμε τις καθημερινές έγνοιες, βρισκόμαστε σε κατάσταση ετοιμότητας για κάποια σημαντική προσωπική αλλαγή129. Συχνά οι φιλόσοφοι μιλούν για «οριακές εμπειρίες», εμπειρίες που συνταράζοντάς μας, μας υποχρεώνουν να πάρουμε τον λογισμό 127
K.R. Eissler, 1955. I. Yalom, , 2004, σελ. 160. 129 Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 1285-1286. 128
111
μας από τα τετριμμένα. Η πιο ισχυρή οριακή εμπειρία είναι ο θάνατος. Είναι λοιπόν σίγουρα ένα μέσον στοχασμού πάνω σε θέματα πιο σημαντικά από τα μικρά της καθημερινότητος. Η συζήτηση πάνω στο πένθος ή τον θάνατο κάποιου άλλου έχει μια δυναμική που μπορούμε να εκμεταλλευθούμε. Είναι ένα θέμα που πάντοτε υπάρχει ή υποβόσκει στις σκέψεις κάθε ανθρώπου. Μπορεί να μην αναφερθεί ανοιχτά όμως η επαναφορά μιας συζήτησης στο πέρασμα του χρόνου, στην γήρανση, στις επετείους, στο πόσο γρήγορα μεγαλώνουν τα παιδιά, στην επερχόμενη σύνταξη είναι έμμεσες αναφορές στο θέμα αυτό. Πολύ συχνές είναι, επίσης, οι αφορμές που μας δίνει η επικαιρότητα. Όταν το θέμα έρχεται στο προσκήνιο, ο καλύτερος τρόπος να το αντιμετωπίσουμε, είναι να το θίγουμε άμεσα χωρίς περιστροφές και ευφημισμούς, να το εξαντλούμε. Μιλήστε για τα ταφικά έθιμα, για το ιστορικό των πεποιθήσεων του ανθρώπου πάνω στο θέμα αυτό, ρωτήστε τον συμβουλευόμενό σας για τις προσωπικές του εμπειρίες από θανάτους γνωστών, για τα συναισθήματα και τις συζητήσεις των άλλων σε κηδείες. Μοιραστείτε κάποιες δικές σας εμπειρίες. Συζητήστε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του συμβουλευομένου στοχεύοντας πάντοτε στον φόβο. Ένας τέτοιος ψύχραιμος και λεπτομερειακός τρόπος προσέγγισης είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης του άγχους του θανάτου. Θυμηθείτε ότι το πιο σημαντικό στοιχείο που βοηθά στον εξοβελισμό του φόβου είναι η δική σας αταραξία. Αυτό ακριβώς είναι σημαντικό στο γεγονός ότι θέτουμε απέναντί μας οτιδήποτε και το εξετάζουμε ως αντικείμενο: ότι έχουμε την ψυχραιμία να το κάνουμε. γ) Η ηθική αντινομία συνείδησης και φύσης Η αλήθεια δεν βρίσκεται στον φανατικό χωρισμό των δύο πλευρών της ύπαρξής μας, της υλικής, δηλαδή, και της πνευματικής. Αν κοιτάξουμε την ιστορική πορεία του δυτικού πολιτισμού τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια, γίνεται φανερό ότι όταν αφήνουμε τη φυσική πλευρά να ατροφήσει ή προσπαθούμε να ξεριζώσουμε τις ορμές από μέσα μας, γινόμαστε μισοί άνθρωποι, ανάπηροι. Αν, από την άλλη, αμελήσουμε το πνεύμα μας γινόμαστε πνευματικά και ψυχικά ρηχοί και η ζωή αγριεύει. Η εποχή μας, παρά τις εκπληκτικές της κατακτήσεις στον τομέα της επιστήμης, μας αποξένωσε από την αληθινή μας φύση, πείθοντάς μας ότι ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνευθεί με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύονται τα φυσικά φαινόμενα. Η διάστα112
ση της ελευθερίας του εδώ παραβλέπεται, γιατί ελευθερία είναι ακριβώς ρήξη των αιτιοκρατικών νόμων130. Η ερμηνεία της ζωής γενικώς με τον τρόπο αυτό, εγείρει στην ουσία αξιώσεις απολυτότητας, δηλαδή ενέχει την απαίτηση της απόλυτης πρόβλεψης, της τελειωτικής λύσης. Ψυχολογικώς, ο τρόπος αυτός ερμηνείας του κόσμου μοιάζει σε πολλά με την σκέψη μέσα στα πλαίσια ενός θρησκευτικού δόγματος, γιατί προσφέρει την ασφάλεια ενός κόσμου προβλέψιμου. Το δώρο της ελευθερίας δεν είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο γιατί συνεπάγεται όχι μόνο ατομική ευθύνη των πράξεων, αλλά και αντιμετώπιση των κινδύνων εκείνων που συναντά κανείς σε μια πορεία προς το άγνωστο. Αποδεχόμενος ο άνθρωπος ότι και αυτός ορίζεται από νόμους που κατευθύνουν αιτιοκρατικά τη ζωή του, αποκτά ψυχολογικώς το δικαίωμα να αποποιηθεί τις ευθύνες του. Γι’ αυτό ακριβώς και το κεντρικό πρόβλημα της ηθικής φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της ελευθερίας. «Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας»131. Η αντινομία μεταξύ συνείδησης και φύσης έγινε ακόμη βαθύτερη με την έλευση του χριστιανισμού, και κυρίως με το έργο του Παύλου. Ο Χριστός μπορεί να χώρισε ακόμη πιο ριζικά το καθαρά πνευματικό από το καθαρά φυσικό μέρος της ύπαρξης μας, είχε όμως και την δύναμη να τα επανενώσει. Στον λόγο του Χριστού η ένωση αυτή υπάρχει, ασχέτως αν στην ιστορία του χριστιανισμού τα δύο αυτά στοιχεία διαχωρίστηκαν συχνά τόσο απόλυτα, ώστε η φύση και κάθε τι το υλικό να θεωρείται ως αμαρτία. Ο νεότερος πολιτισμός έχει βαθύνει ακόμη περισσότερο αυτήν την αντινομία. Κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, από την εποχή του Διαφωτισμού και μετά, με τον Καρτέσιο, τον Βάκωνα, τον Νεύτωνα και τους άλλους, όταν διαχωρίστηκαν οριστικά οι θετικές επιστήμες από την μυθική σκέψη και τον μυστικισμό, θεωρήθηκε ότι οι αισθήσεις μας οδηγούν σε συλλήψεις πλασματικές, και ότι η μαθηματική σκέψη είναι η μόνη αποκαλυπτική της αλήθειας για την φύση του κόσμου. Ο διαχωρισμός αυτός ήταν απαραίτητος, γιατί από πείρα γνωρίζουμε ότι έτσι η επιστημονική σκέψη μπόρεσε να δομηθεί, να προοδεύσει και να κυριαρχήσει επάνω στις φυσικές δυνάμεις, σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Τα ασύλληπτα όμως αυτά επιτεύγματα και η σχεδόν θρησκευτική πίστη προς τις άπειρες δυνατότητες της επιστήμης, γέννησαν ταυτόχρονα και μια δυσπιστία προς ό,τι άρρητο, μη μετρήσιμο, 130 131
Ιδέ και σελ. 97 παρόντος. Οδ. Ελύτης, 1985.
113
υπάρχει μέσα μας. Την δυσπιστία, την απόρριψη αυτή, την διαπιστώνουμε στις αυθόρμητες αντιδράσεις που αποδοκιμάζουν, πολύ συχνά, οποιαδήποτε νύξη ή αναφορά σε πνευματικά ζητήματα. Η συμπεριφορά αυτή οφείλεται σε άγνοια, μιας και τόσο η παιδεία μας όσο και η πληροφόρηση μας, επικεντρώνονται σε ζητήματα επιστημονικά, παραμελώντας εντελώς την ηθική διάσταση της ζωής του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, η στάση απέναντι στην ζωή που θεωρούμε λογική, αρνείται να λάβει υπόψη της όλα τα δεδομένα. Η ηθελημένη, λοιπόν, αυτή άγνοια από την μια μεριά, και η άνευ ορίων πίστη στην επιστήμη, που είναι ένα ψυχικό γεγονός, και ο τρόπος ζωής μας από την άλλη, η ψευδαίσθηση δηλαδή ότι τα προβλήματα μας μπορούν να λυθούν από τις ανέσεις, που μας προσφέρει η επιστήμη, η ψευδαίσθηση, δηλαδή, ότι η ζωή μας μπορεί να στηρίζεται στην ύλη και μόνο, μας απομάκρυναν τόσο πολύ από την αληθινή μας φύση, ώστε οι αφύσικες εκδηλώσεις της ζωή μας όλο και πληθαίνουν. Πόσο θα αντέξει όμως να ζει ο άνθρωπος μέσα σε αυτό το κενό; Είναι φανερό ότι τον σκοπό της ζωής μας και την αλήθεια δεν θα τα βρούμε μέσα στον φανατικό χωρισμό των δύο πλευρών της ύπαρξης μας, της υλικής και της πνευματικής. Η αδιάλλακτη προσήλωση είτε στην μια, είτε στην άλλη πλευρά, θα μας αφήσει μισούς ανθρώπους. Τέτοια παραδείγματα αναπηρίας του ανθρώπου βρίσκουμε πολλά μεσα στην ιστορία του. Στην εποχή μας, ο άνθρωπος με την δογματική του πίστη στην εμπειρία, κινδυνεύει να μείνει χωρίς όραμα, και αγνοώντας τον εαυτό του, ανεύθυνος ήρωας μιας ιστορίας που γράφει ο ίδιος, έχοντας λησμονήσει για ποιο λόγο ζει. δ) Η αντινομία σκοπού και τύχης Ο ανθρώπινος νους που επιθυμεί όλα να τα ερμηνεύει αιτιοκρατικά, ώστε να είναι προβλέψιμα, δύσκολα συμβιβάζεται με την ιδέα ότι η τύχη και τα παιχνίδια της είναι μέρος της ζωής. Αλλά τι ακριβώς είναι τύχη, πότε ονομάζουμε κάτι τυχαίο; Τυχαίο ονομάζουμε ένα γεγονός όταν δεν υπακούει στον εκάστοτε νόμο με τον οποίο ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Αν δεχτούμε ότι υπάρχουν δύο είδη νόμων, ο φυσικός και ο ηθικός, τότε θα πρέπει να κάνουμε λόγο και για δύο είδη τύχης. Η τυχαιότητα που αφορά στους φυσικούς νόμους – ως απόκλιση των παρατηρήσεων από τις προβλέψεις της εκάστοτε θεωρίας – δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, γι’ αυτό και εδώ δεν μας ενδιαφέρει. Ηθικό περιεχόμενο έχει μόνον η αντινομία μεταξύ ηθικού νόμου και τύχης ή μεταξύ σκοπού και τύχης. 114
Όσον αφορά τον ηθικό στίβο, ο άνθρωπος θεωρεί τυχαίο ή, αν θέλετε, υπογραμμίζει και εστιάζεται στα τυχαία εκείνα γεγονότα, που εναντιώνονται στην αναγκαιότητα του σκοπού του. Τύχη δηλαδή στην ηθική ζωή υπάρχει μόνον όπου υπάρχει σκοπός, γι’ αυτό και δράμα υπάρχει μόνον όπου υπάρχει προσωπικότητα. Επομένως, όσον αφορά τον ηθικό στίβο, τυχαίο δεν είναι απλώς το ανερμήνευτο, τυχαίο είναι το ανερμήνευτο γεγονός που έχει για μας σημασία μέσα στα σχήματα με τα οποία ερμηνεύουμε την ζωή. Το τι είναι τυχαίο εξαρτάται από το πώς έχουμε σχηματίσει την εικόνα της ζωής, με άλλα λόγια, τι σημαίνει για μας η ζωή. Ο Κάντ ονομάζει σχήματα τις μορφές χάρη στις οποίες είναι δυνατή η εφαρμογή των κατηγοριών της σκέψης στα περιεχόμενα της εμπειρίας, δηλαδή, οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ των κατηγοριών και των περιεχομένων της εμπειρίας. Εκείνο που χαρακτηρίζει τα σχήματα, εν αντιθέσει προς τις εικόνες, είναι η γενικότητα τους. Εξάλλου, η ίδια μας η συνείδηση εστιάζεται και συγκροτείται συνδέοντας αιτιοκρατικώς τις παραστάσεις ή καταστάσεις του Εγώ. Δεν αρκεί στον ανθρώπινο νου να χωρίσει το τώρα από το ύστερα στην σειρά των φαινομένων, πρέπει να βρει και τις αιτίες που τα συνδέουν, ώστε να φτάσει στην γνώση του νόμου της αιτιότητας, και συγχρόνως στην γνώση του εαυτού του. Όμως, τα δύο αυτά πράγματα γίνονται μέσα στην συνείδηση μονομιάς, και συγχρόνως πρακτικώς, δηλαδή φέρονται ως συντεθειμένα. Αν μεταφέρουμε τις σκέψεις αυτές και την έννοια του σχήματος στο πεδίο της ηθικής, τότε σχήμα είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε και κατορθώνουμε να συνθέσουμε ή όχι, σε μεγαλύτερα ή μικρότερα σύνολα, τις αντινομίες της ζωής, την γενική της εικόνα. Ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει την τύχη132 σε όλα τα μεγάλα και μικρά ζητήματα της ζωής, από την στιγμή που αποκτά συνείδηση του εαυτού του, από την στιγμή, δηλαδή, που αρχίζει να θέτει σκοπούς. Η πάλη του αυτή με την τύχη παίρνει απεγνωσμένη μορφή όταν ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως δημιουργός του σκοπού της ζωής του, όταν μετατρέπεται, δηλαδή, σε ηθική προσωπικότητα. Η πάλη αυτή είναι το ηθικό του δράμα, το οποίο δεν βρίσκουμε στον ηθικώς υποανάπτυκτο άνθρωπο, ακριβώς επειδή δεν αγωνίζεται και δεν δημιουργεί. 132
«Ο τρίτος μου ηθικός κανόνας ήταν να πασχίζω πάντα να νικώ τον εαυτό μου μάλλον παρά την τύχη, και να αλλάζω τις επιθυμίες μου μάλλον παρά την τάξη του κόσμου. Και γενικά να συνηθίσω να πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτα που να είναι ολότελα στην εξουσία μας, εκτός από τις σκέψεις μας. Έτσι που όταν κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε σχετικά με τα πράματα που είναι έξω από μας…» R. Descartes, 1976, σελ. 10.
115
Όσο ο άνθρωπος ωριμάζει, και όσο σκληρότερα παλεύει ενάντια στην μοίρα, τόσο η μοίρα του φαίνεται πιο αδυσώπητη. Αν, όμως, ο σκοπός του είναι εξαρχής ηθικός, τότε, ακόμη και αν νικηθεί, διατηρεί όλο του τον χαρακτήρα και το ηθικό μεγαλείο του. Η διαλεκτική αυτή πάλη συνεχίζεται σε όλη του την ζωή, γιατί ούτε να αναιρέσει την τύχη μπορεί, αλλά ούτε και να την ανεχθεί ως δυνάστη του. iv) Περί συναισθημάτων, αρετών και ελαττωμάτων Τα συναισθήματα κείνται έξω από την σφαίρα της ηθικής. Διότι τα συναισθήματα είναι ρευστά και υποκειμενικά, ατομικά, και δεν μπορεί πάνω τους να θεμελιωθεί ηθικός νόμος133. Όπως ο εγωισμός αυτός καθαυτός δεν είναι ανήθικος, αν και οι περισσότερες ανήθικες πράξεις οφείλονται στον εγωισμό, έτσι και ο αλτρουισμός αυτός καθαυτός δεν είναι ηθικός, διότι η θυσία του αλτρουιστή μπορεί να στοχεύει στην δική του ευδαιμονία. Ακόμη όμως και αν δεν συμβαίνει αυτό, πάλι δεν είναι δυνατόν να θεμελιωθεί πάνω στην απλή συναισθηματολογία ηθική, γιατί τα συναισθήματα είναι αβέβαια και παροδικά, έχουν ως ψυχικά γεγονότα αρχή και τέλος μέσα στον χρόνο. Ο ηθικός νόμος, αντίθετα, είναι δημιούργημα του νου, γι’ αυτό και μπορεί να έχει σταθερότητα, γι’ αυτό και είναι ο μόνος άγραφος νόμος. Ενδέχεται, δηλαδή, ό,τι θεωρεί χρέος του ο αλτρουιστής να μην είναι παρά εμπορία της ευδαιμονίας του. Επίσης, η ευδαιμονία και η χαρά της ζωής είναι φαινόμενα έξω–ηθικά. Η τάση προς την ευδαιμονία είναι αξεδιάλυτα πλεγμένη με την φύση μας και δεν χρειάζεται καμία προσταγή. α) Περί Μετριοφροσύνης Όπως η υπερηφάνεια αυτή καθαυτή δεν είναι ανήθικη, έτσι και η μετριοφροσύνη αυτή καθαυτή δεν είναι ηθική. Η μετριοφροσύνη, πολύ συχνά, είναι συγκεκαλυμμένη υπερηφάνεια. Η μετριοφροσύνη σε υπερβολικό βαθμό δηλητηριάζει τον αυτοσεβασμό μας, επειδή μετατρέπεται σε εμμονή ότι το να έχουμε καλή γνώμη για τον εαυτό μας, είναι κάτι κακό. Ο υπερβολικά μετριόφρων 133
«Ανεβάζουν πολύ ψηλά τις αρετές και τις κάνουν να φαίνονται πιο αξιοσέβαστες από κάθε άλλο πράμα στον κόσμο, δεν διδάσκουν όμως αρκετά το πώς να τις αναγνωρίζει κανείς, και συχνά αυτό στο οποίο δίνουν ένα τόσο ωραίο όνομα, δεν είναι παρά αναισθησία ή αλαζονεία ή απελπισία ή πατροκτονία» R. Descartes 1976, σελ. 10.
116
χρειάζεται πάντοτε ενθάρρυνση για να επιχειρήσει πράγματα που βρίσκονται μέσα στις δυνατότητες του, αφού πιστεύει ότι όλοι εκείνοι που τα κατορθώνουν, τον επισκιάζουν. Με τον τρόπο αυτό, αργά ή γρήγορα, γεννάται μέσα του η δυσαρέσκεια, που με την σειρά της φέρνει τον φθόνο και την κακή θέληση. Αυτός είναι ένας από τους πολλούς λόγους που πρέπει να συνηθίσουμε τα μικρά παιδιά αλλά και τους ενήλικες, να πιστεύουν ότι είναι καλά παιδιά και καλοί άνθρωποι. Αν κάποιος είναι υπερβολικά μετριόφρων, τότε πιθανότατα θα αρχίσει να θεωρεί τις αρετές των άλλων ως έπαρση και έτσι θα παύσει να προσβλέπει στο καλύτερο. Αν, μάλιστα, οι περισσότεροι άνθρωποι ήσαν υπερβολικά μετριόφρονες, τότε ό,τι το όμορφο σύντομα θα θεωρείτο ανήθικο και θα αποτελούσε ανάμνηση. Ο φθόνος, φορώντας το ένδυμα της ηθικής, θα νικούσε. Η μετριοφροσύνη πρέπει να πηγάζει από την συνείδηση των ηθικών ορίων του ανθρώπου, της ηθικής ατέλειάς του, από τη συνείδηση ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες ηθικές του νίκες είναι πάντοτε προσωρινές. Επίσης, από την συνειδητοποίηση ότι η γνώση και η επιστήμη είναι πάντοτε πεπερασμένη. Η γνώση μας είναι πεπερασμένη γιατί το πώς είναι τα πράγματα αυτά καθαυτά δεν το γνωρίζουμε, γνωρίζουμε μόνο πώς είναι κατά τη σχέση τους προς εμάς και κατά τη σχέση τους προς άλληλα. Οι επιστήμες συνιστούν πολλότητα θέσεων και όχι ένα όλον και μας δίνουν πάντοτε νοήματα, ποτέ πράγματα: Ακόμη και αν αθροίσουμε όλες μας τις γνώσεις, όλων των επιστημονικών πεδίων για το απλούστατο αντικείμενο, πάλι δεν θα έχουμε το αντικείμενο αυτό καθαυτό αλλά διάφορους τρόπους προσέγγισής του. Η μετριοφροσύνη πρέπει, με δυο λόγια, να γεννάται από την επίγνωση ότι η απόλυτη γνώση δεν είναι εφικτή, και ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν τελειώνεται. Με τον τρόπο αυτό, η μετριοφροσύνη πρέπει απλώς να περιορίζει την υπερηφάνεια μας και να αποτρέπει την έπαρση, διαφορετικά μπορεί να γίνει πηγή πολλών κακών. β) Περί Αλτρουισμού και Εγωισμού Όπως ο εγωισμός αυτός καθαυτός δεν είναι ανήθικος, έτσι και ο αλτρουισμός αυτός καθαυτός δεν είναι ηθικός. Ο αλτρουισμός, πολύ συχνά, είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός. Η ιστορία του άρρωστου μοναχού που έλαβε από κάποιον φίλο του ένα καλάθι με σταφύλια, μας δείχνει παραστατικά πόσο ασταθές είναι το έδαφος του αλτρουισμού. Ο άρρωστος μοναχός, λοιπόν, έστειλε τα σταφύλια σε έναν άλλο μοναχό που θεώρησε ότι τα είχε με117
γαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο. Το ίδιο όμως έκανε και εκείνος, με αποτέλεσμα τα σταφύλια να κάνουν τον γύρο όλης της κοινότητας, μέχρι που ξαναγύρισαν στον πρώτο μοναχό, ο οποίος τελικά τα κράτησε. Αν έμενε ανυποχώρητος και έκαναν το ίδιο και οι υπόλοιποι μοναχοί, τα σταφύλια τελικά θα σάπιζαν. Ο αλτρουισμός, λοιπόν, δεν έχει σκοπό να εξαφανίσει τον εγωισμό, απλώς να τον περιορίσει. γ) Περί Συμπόνιας Η συμπόνια είναι μια κλίση που διαφέρει ριζικά από το συναίσθημα της αγάπης. Συμπόνια σημαίνει να μετέχω ψυχικά στον πόνο του άλλου. Αν δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει και συμπόνια, με άλλα λόγια, η συμπόνια εξαρτάται από μια συγκεκριμένη κατάσταση και όχι από το αναντικατάστατο του προσώπου που συμπονούμε. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να είναι τυχαίο, που σημαίνει ότι συμπόνια, αντίθετα με την αγάπη, δεν είναι συνδεδεμένη με το απόλυτο, δεν είναι, δηλαδή, για εμάς απόλυτη αξία. Μια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ της συμπόνιας, που ως γνωστόν επάνω της εδράζεται ολόκληρη η βουδιστική φιλοσοφία και θρησκεία, και της αγάπης αντιστοίχως, που είναι ο κύριος άξονας της χριστιανικής φιλοσοφίας και θρησκείας, είναι ότι ταυτόχρονα με την συμπόνια γεννιέται και ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στο πρόσωπο που πάσχει. Αυτό συμβαίνει επειδή εκείνος που συμπονεί, βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την θέση και την κατάσταση του άλλου, που πάσχει. Το συναίσθημα, όμως, αυτό της υπεροχής, είναι το ακριβώς αντίθετο της αγάπης, επειδή ξεκινά ακριβώς από τον χωρισμό χαράς και πόνου και από την συγκεκριμένη κατάσταση ενός προσώπου. Αυτό σημαίνει ότι εξ’ ορισμού κομματιάζει το πρόσωπο, δεν το προσλαμβάνει ως όλον, είναι ακριβώς ανταπόκριση σε μια κατάσταση, όχι σε μια προσωπικότητα. Όταν λοιπόν συμπονώ, δεν αγαπώ, απλώς πάσχω μαζί με τον άλλον και μάλιστα όχι τόσο όσο ο άλλος. Ακόμη κανείς δεν βιώνει τον πόνο του άλλου με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά που δια της συμπόνιας εκφράζει. Αντιθέτως, βασική προϋπόθεση της αγάπης, είναι να δέχομαι τον άλλον ως ίσο, θεμέλιο της αγάπης είναι η αμοιβαία αναγνώριση και κατάφαση. Από την άλλη, είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει συμπόνια. Το αντίθετο της μάλιστα, η σκληρότητα, είναι χαρακτηριστικό είτε ψυχικών ασθενειών, είτε μικρής πνευματικής ηλικίας. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις ανυπαρξίας ηθικού κέντρου, που οφείλονται σε οργανικά αίτια. 118
Η συνιστάμενη, τώρα, συμπόνιας και αγάπης, καθορίζει στον μέγιστο βαθμό την δυνατότητα του ανθρώπου και δη του συμβούλου φιλοσοφίας να μπορεί να λειτουργήσει ενσυναισθητικά134 (δηλαδή με ενσυναίσθηση – διεθνώς empathy). Συνθήκη sine qua non για μια επιτυχημένη συμβουλευτική σχέση. Ο ψυχικός πόνος, όμως, είναι πιο δυσδιάκριτος και αρκετά απροσδιόριστος, που σημαίνει ότι για να επέλθει συμπόνια, προαπαιτείται ένα στάδιο αναγνώρισης, κατανόησης του γενεσιουργού αιτίου του πόνου. Η κατανόηση αυτή εξαρτάται τόσο από τον βαθμό αυτοσυνειδησίας, όσο και από την γνώση μιας «φυσιολογίας» των ψυχολογικών διεργασιών135, ουν μη αλλά και από την προαπαιτούμενη ικανότητα και διάθεση του συμβούλου φιλοσοφίας στο ενσυναισθάνεσθαι. Αν λοιπόν παντού στην ζωή ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού» και αντιστρόφως, αναφερόμενοι στην συμπόνια ως μια από τις ύψιστες αρετές, αδυνατούμε να εξεύρουμε συνoδά αξεδιάλυτα προς αυτήν αρνητικά στοιχεία. δ) Περί ισότητος και φθόνου «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι» σημαίνει ότι όλοι πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες για να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους, διότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι γεννιούνται με τη δυνατότητα της ελευθερίας μέσα τους, όχι φύσει ελεύθεροι. Με αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο περί ηθικής ισότητος των ανθρώπων, εφόσον δεν έχουν όλοι κατακτήσει τον ίδιο βαθμό αυτοσυνειδησίας. Ενός τέτοιου είδους μάλιστα εξίσωση είναι επικίνδυνη, γιατί στερεί από τον άνθρωπο τα κίνητρα βελτίωσής του, αλλά είναι και πηγή φθόνου. Ισότητα σημαίνει ίση, δίκαιη, αναγνώριση της αξίας136. Η ισότητα πρέπει ακόμη να νοείται ως ίσες ευκαιρίες στην εργασία, στην παιδεία κ.τ.λ. Ως δίκαια αναγνώριση της προσωπικής αξίας, ως ισότητα ευκαιριών καλλιέργειας της προσωπικότητας, ως ίσα δικαιώματα έκφρασης και ελευθερίας στον λόγο. Επειδή, όμως, ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά δεν αγωνίζεται το ίδιο για να κατακτήσει την 134
«Όταν δεις κάποιον να θρηνεί από στενοχώρια… μη διστάσεις να του συμπαρασταθείς… μόνο πρόσεχε να μην κλάψεις και μέσα σου» Επίκτητος, 1994. 135 «Όλα τα βαθιά πηγάδια βιώνουν με βραδύτητα τις εμπειρίες τους. Χρειάζεται να περιμένουν πολύ καιρό μέχρι να μάθουν τι ήταν αυτό που έπεσε στο βάθος τους». (Νίτσε) βλ. A. Percy, 2011, σελ. 163. 136 Κατά την εφαρμογή της δημοκρατίας, όπως και κατά την επιστημονική εργασία, «πρέπει να απεκδύεται κανείς την μεροληψία του ατομικού και εμπαθούς Εγώ, ώστε να ανυψώνεται στην καθολικότητα του έλλογου Εγώ», γράφει ο Πιερ Αντό και αφορμώμενος από αυτό, μάχεται την ιδέα ότι όλοι οι λόγοι είναι ισοδύναμοι, ότι όλες οι εξηγήσεις είναι το ίδιο υποκειμενικές, ότι είναι αδύνατο όχι μόνο να επιτύχει κανείς την αντικειμενικότητα, αλλά ακόμα και να καταβάλει προσπάθεια γι’ αυτήν. P. Hadot, 2001, σελ. 16.
119
προσωπική του ελευθερία και δεν έχουν κατακτήσει όλοι σε ίδιο βαθμό την αυτοσυνειδησία τους, η προσωπική αξία του ενός ανθρώπου από τον άλλον, ως προς αυτό διαφέρει. Είμαστε ελεύθεροι, για παράδειγμα, όλοι να εκφράζουμε την γνώμη μας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είμαστε ελεύθεροι να λέμε ό,τι θέλουμε, και οι γνώμες βαραίνουν, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τα επιχειρήματα που τις στηρίζουν. Πολλές, δηλαδή, από τις ανισότητες, παύουν να φαίνονται άδικες, αν κριθούν σύμφωνα με τα μέτρα της ατομικής αξίας. Ο φθόνος γεννιέται πολύ συχνά επειδή συγκρίνει απευθείας τα επιτεύγματα, χωρίς το κριτήριο της προσωπικής άξιας, οπότε αντί το άτομο να προσπαθεί να βελτιώσει τον εαυτό του ώστε να γίνει άξιο παρόμοιων επιτυχιών, επιθυμεί να καταστρέψει όσα ο άλλος, δίκαια, καρπώθηκε. Ο φθόνος συνήθως γεννιέται εκεί που υπάρχει δυνατότητα ανταγωνισμού. Ένας άσημος και μέτριος συγγραφέας για παράδειγμα, δεν θα φθονήσει έναν νομπελίστα, αλλά έναν άλλον παραπλήσιων δυνατοτήτων συγγραφέα, που γνωρίζει μεγαλύτερη επιτυχία από τον ίδιο. Ένας ζητιάνος θα φθονήσει έναν άλλον ζητιάνο και όχι κάποιον κροίσο. Όπου και όποτε βρίσκουμε κοινωνίες αυστηρά διαχωρισμένες σε τάξεις, φθόνος μεταξύ ανωτέρων και κατωτέρων τάξεων δεν υπάρχει. Στις δημοκρατικές κοινωνίες ο φθόνος κερδίζει έδαφος, αφενός γιατί ακόμη υπάρχουν κοινωνικές αδικίες, και αφετέρου γιατί υπάρχει μια εντελώς λανθασμένη άποψη περί ισότητας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αληθινή αδικία έχει πάψει να υπάρχει, και μέσα σε δημοκρατικά πολιτεύματα, που υποτίθεται ότι προσφέρουν ίσες ευκαιρίες, φαντάζει ακόμη πιο άδικη. Γι’ αυτό μέσα σε μια δημοκρατία, ο φτωχός πολύ ευκολότερα φθονεί τον πλούσιο και ο παραβάτης που τιμωρήθηκε, τον παραβάτη που έμεινε ατιμώρητος. Όμως η δικαιοσύνη που θα γεννηθεί από τον φθόνο θα είναι το χειρότερο είδος δικαιοσύνης, και ας είναι αλήθεια ότι ο φθόνος είναι πολύ συχνά το κίνητρο για την άρση των ανισοτήτων ανάμεσα στις τάξεις, τα διάφορα έθνη και τα δύο φύλα. Μία δικαιοσύνη θεμελιωμένη στον φθόνο, θα είναι μια δικαιοσύνη που θα αποσκοπεί περισσότερο στην μείωση των απολαύσεων των ευνοημένων, παρά στην ευτυχία των αδικημένων. Χωρίς αμφιβολία, ο φθόνος είναι ένα από τα βαθύτερα ριζωμένα και πιο βασανιστικά για τον άνθρωπο πάθη. Ο άνθρωπος που φθονεί είναι βαθύτατα δυστυχισμένος, καθώς αδυνατεί να αντλήσει χαρά από εκείνο που έχει, αντλεί δυστυχία απ’ όσα έχουν οι άλλοι, και αντί να κοιτάζει την δική του προκοπή, σκέπτεται πώς θα στερήσει από τους άλλους εκείνα ακριβώς τα οποία φθονεί. Έτσι, μόλις βρει ευκαι120
ρία να κάνει το κακό ατιμώρητα, και ενίοτε αδιαφορώντας για τις συνέπειες, θα το κάνει χωρίς ενδοιασμό. Μία από τις πιο δηλητηριώδεις συνήθειες για την ψυχή είναι η συνήθεια να σκέπτεται κανείς με συγκρίσεις που, εκτός των άλλων, καταλήγουν στο κυνήγι του ανέφικτου. Κανένα νόημα δεν έχει, τη στιγμή που χαίρεται κάποιος ένα ωραίο δείπνο, έναν ταιριαστό σύντροφο, μια όμορφη μέρα, να σκέπτεται ότι σε κάποιο άλλο τραπέζι τα φαγητά θα είναι πιο εκλεκτά, ότι κάποιος ισχυρότερος από εκείνον έχει περισσότερους κι ωραιότερους ερωτικούς συντρόφους, ότι κάπου αλλού ο ουρανός είναι ίσως πιο καθαρός. Τις χαρές της ζωής πρέπει να τις χαιρόμαστε στο ακέραιο, δίχως να σταματάμε για να σκεφτούμε ότι η χαρά που νοιώθει κάποιος άλλος είναι μεγαλύτερη. Η συνήθεια του να σκέφτεται κανείς με συγκρίσεις είναι ανόητη και ολέθρια. Στην περίπτωση αυτή, η επιτυχία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να απαλλάξει κάποιον από τον φθόνο. Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων που κατέκτησαν τα πάντα και συνέχισαν να ζουν φθονώντας τις επιτυχίες άλλων ή ακόμη και τον μύθο τους. Ο Ναπολέων φθονούσε τον Καίσαρα, ο Καίσαρ τον Αλέξανδρο και ο Αλέξανδρος τον Ηρακλή, που ήταν ένα φανταστικό πρόσωπο. Ένας συνηθισμένος λόγος που τρέφει και γιγαντώνει το αρρωστημένο πάθος του φθόνου είναι οι στερήσεις κάποιων ειδών ευτυχίας, κάποιων αγαθών που θεωρούνται ή θα έπρεπε να θεωρούνται αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Η στέρησή τους, λοιπόν, σπείρει βαθιά μες στην ψυχή την πίκρα, τη μνησικακία και τον φθόνο. Ένα απ’ αυτά τα δικαιώματα είναι και η αγάπη των γονέων κατά την παιδική ηλικία. Τίποτε πιο τραυματικό δεν υπάρχει από την αδιαφορία των γονιών ή από την έλλειψη αγάπης – είτε αληθινή είναι αυτή είτε φανταστική – ή από την εύνοια που μπορεί να δείξουν οι γονείς σε ένα από τα παιδιά τους παραμελώντας τα άλλα και που βιώνεται πάντοτε ως μεγάλη αδικία. Ο φθόνος που γεννιέται τότε στο παραμελημένο παιδί, ακολουθείται συνήθως και από μία αντίληψη για τον κόσμο που υποβάλλει ότι τίποτε το καλό δεν μπορεί να περιμένει από τους ανθρώπους, ότι όλοι έχουν στο νου τους να το πληγώσουν και να το αδικήσουν. Μέσα όμως στην άρνηση όλων των πλεονεκτημάτων που έχουν κατακτηθεί από άλλους, εξαιτίας ενός υπάρχοντος ταλέντου, σκληρής εργασίας ή κάποιων προσόντων εν γένει, υπάρχει στην ουσία μία κατάφαση, μία αντίρροπη δύναμη, που μπορεί να γίνει κίνητρο για την βελτίωση του ατόμου: ο θαυμασμός. Το καλύτερο φάρμακο για τον φθόνο είναι η ευτυχία, ήτοι, η χαρά της δημιουργίας. Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, «τι με ωφε121
λεί που λέτε ότι το φάρμακο του φθόνου είναι η ευτυχία, αφού όσο με τρώει ο φθόνος δεν μπορώ να την γνωρίσω;». Όμως, η συνειδητοποίηση των αιτιών του φθόνου και μόνο, είναι ένα μεγάλο βήμα προς τον εξοβελισμό του. Το πιο ζηλευτό αγαθό όμως είναι η ευτυχία, που γεννάται από την κατάκτηση ενός υψηλού βαθμού αυτεπίγνωσης και ελευθερίας. Είναι πολύ σοφότερο να μάθουμε να εκτιμούμε τις απολαύσεις που προσφέρει η ζωή, την εργασία μας και την προσφορά μας στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, χωρίς να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με άλλους, που φανταζόμαστε ότι είναι πιο ευτυχισμένοι από εμάς, χωρίς απαραίτητα να είναι. Συνοψίζοντας, ο φθόνος είναι μια μορφή πάθησης, εν μέρει ηθικής, εν μέρει ψυχικής και εν μέρει διανοητικής, που δεν μας αφήνει να δούμε τα πράγματα όπως είναι, αλλά μόνο σε συσχετισμό με άλλα πράγματα. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι τα αίτια του φθόνου δεν είναι εξωτερικά μα εσωτερικά, και το καλύτερο φάρμακο είναι η πνευματική πειθαρχία, η αποφυγή δηλαδή των μάταιων σκέψεων και η σύνεση να θέτει κανείς εφικτούς στόχους. Έχω υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας σημαίνει ότι έχω συνείδηση της αξίας μου και συνείδηση ότι δεν είμαι τέλειος, απολύτως ελεύθερος. ε) Περί Πόθου Εξουσίας Όταν ένας άνθρωπος αλληλεπιδρά, η επιθυμία του είναι να επηρεάσει τον ψυχικό κόσμο των άλλων και να τον διαμορφώσει, σ’ ένα μικρό ή μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με τις δικές του προτιμήσεις, με άλλα λόγια, σ’ ένα βαθμό να τον εξουσιάσει. Η επιθυμία αυτή καθαυτή επηρεασμού του ψυχικού κόσμου των άλλων δεν είναι αφύσικη ούτε νοσηρή, αλλά είναι ένας φυσιολογικός κι αντικειμενικός σκοπός κάθε ανθρώπου, του οποίου οι φυσικοί πόθοι δεν έχουν ατροφήσει. Αυτό που χαρακτηρίζει την επιθυμία για εξουσία ως νοσηρή ή υγιή, είναι ο βαθμός της επιθυμίας. Μπορούμε να πούμε ότι εκείνος που αδιαφορεί απόλυτα για την εξουσία, είναι ένας άνθρωπος που αδιαφορεί απόλυτα για τους ομοίους του. Κάθε δημόσια δράση έχει μέσα της το κίνητρο της εξουσίας ή την απόκτηση πλούτου που είναι, στην ουσία, το ίδιο πράγμα. Ακόμη και αν ο σκοπός της δημόσιας δράσης είναι η ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας, πάλι κάποια επιθυμία για εξουσία – επηρεασμού συνειδήσεων – είναι απαραίτητο να υπάρχει, και πρέπει να την δεχόμαστε ως απαραίτητο κίνητρο των ανθρώπων που είναι μέλη μιας υγιούς κοινωνίας. Η ολοσχερής έλλειψη επιθυμίας για την άσκηση εξουσίας πάνω σε πράγματα και ανθρώπους είναι, συνήθως, χαρακτηριστικό μοιρο122
λατρικών αντιλήψεων, όπως, για παράδειγμα, τις βρίσκουμε σε πολλά φιλοσοφικά συστήματα της ανατολής. Υπάρχει από την άλλη και η μοιρολατρία που ριζώνει στην απελπισία και είναι συχνά το αποτέλεσμα μιας προσωπικής απώλειας ή μιας βαριάς ήττας μέσα στην ζωή, και πολύ συχνά κρύβεται κάτω από θρησκευτικά ρητά ή κάτω από το δόγμα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ανάγκη να πράττει, αλλά μόνο να στοχάζεται137. v) Περί ωφελιμιστικών συστημάτων, εν συντομία Το ότι στη φύση του ανθρώπου υπάρχουν ορισμένα αμετάβλητα χαρακτηριστικά, τα οποία έχει κοινά με τα άλλα έμβια όντα, είναι αναντίρρητο. Στο αμετάβλητο του ανθρώπου ανήκουν το σύστημα των αισθήσεων και το σύστημα των ενστίκτων. Ως προς αυτά, ο άνθρωπος είναι ον φυσικό, οι φυσιοκρατικές θεωρίες μάλιστα υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος δεν διαφέρει από τα άλλα ζώα, αλλά είναι κι αυτός ένας κρίκος – έστω ο τελευταίος – στην αλυσίδα της ζωής. Μόνον ως προς το βαθμό των ικανοτήτων του, υποστηρίζουν οι θεωρίες αυτές, διαφέρει ο άνθρωπος από τα άλλα ζώα και όχι ως προς το ποιόν του. Πολλοί, μάλιστα, ανατρέχουν στις συνήθειες των ζώων, και ιδιαίτερα των ανθρωποειδών πιθήκων, για να εξηγήσουν την συμπεριφορά του ανθρώπου. Ωστόσο, ενώ ο δεσμός μας με τα υπόλοιπα ζώα είναι αδιαμφισβήτητος, και η καταγωγή μας από απλούστερες μορφές ζωής θεωρείται πλέον επιστημονική βεβαιότητα, το ότι η ψυχική και πνευματική ζωή μπορεί να θεωρείται απλή προέκταση της φύσεως, όπως δέχεται ο ωφελιμισμός, ή ότι η ηθική μπορεί και πρέπει να ερμηνεύεται ως μέσον αυτοσυντήρησης, όπως θεωρεί η εξελιξιοκρατία (evolutionismus), αυτά δεν είναι διόλου αυτονόητα. Τα ωφελιμιστικά λοιπόν αυτά συστήματα έχουν στη βάση τους την παρατήρηση ότι, όπως όλα τα ζώα από τη φύση τους επιδιώκουν το ωφέλιμο και αποφεύγουν το βλαβερό, έτσι και ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να επιδιώκει το ωφέλιμο και να αποφεύγει το βλαβερό. Καθώς όμως το ωφέλιμο συνοδεύεται από ηδονή, και το επιζήμιο από δυσαρέσκεια ή πόνο, είναι νόμος φυσικός για τον άνθρωπο να επιδιώκει το ευχάριστο και να αποφεύγει το δυσάρεστο. Έτσι οι οπαδοί του ωφελιμισμού μετατρέπουν το φυσικό νόμο σε ηθικό. Οι ρίζες της θεωρίας αυτής φτάνουν μέχρι τα χρόνια του Αρίστιππου, μαθητή του Σωκράτη.
137
B. Russel, 1990, σελ. 193 – 199.
123
Η θεωρία αυτή ωστόσο έχει πολλές αδυναμίες. Για παράδειγμα, ό,τι είναι ευχάριστο δεν είναι κατ’ ανάγκην ωφέλιμο και αντιστρόφως. «Καμιά ηδονή δεν είναι καθαυτή κάτι κακό. Ωστόσο, ορισμένες ηδονές παράγονται από πράγματα που φέρνουν πολλαπλάσιες ενοχλήσεις απ’ ό,τι ηδονές»138. Έπειτα, χαρακτηριστικό όλων αυτών των θεωριών είναι ότι στο τέλος καταλήγουν να θέσουν ένα «πρέπει», θέτουν, δηλαδή, την ανάγκη υποταγής στις εν λόγω θεωρίες ως αίτημα, ως επιλογή. Εκεί όμως που μπορεί να τεθεί ένα «πρέπει» και υπάρχουν επιλογές, κινούμαστε έξω από τα όρια της αιτιοκρατίας και της φύσης, διότι τα αιτήματα δεν είναι πράγματα ούτε φαινόμενα ούτε νόμοι φυσικοί. Είναι ρυθμιστικά νοήματα, τα οποία υπαγορεύουν στη βούληση τι πρέπει να πράξει για να επιτύχει έναν αντικειμενικό σκοπό. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανείς λόγος που να μπορεί να μας πείσει ότι ένας φυσικός νόμος ή ένα φυσικό φαινόμενο πρέπει να είναι ή είναι ήδη φαινόμενο ηθικό. Υπάρχουν και συμβάντα καταστροφικά, που δεν είναι καθόλου ωφέλιμα για τον άνθρωπο ή επιθυμητά. Αντιθέτως, ο άνθρωπος προσπαθεί με τα έργα του να υπερπηδήσει τα εμπόδια που του θέτει η φύσις, ασχέτως αν εκμεταλλεύεται και προσπαθεί να γνωρίσει τους φυσικούς νόμους για να επιτύχει τους σκοπούς που θέτει ο ίδιος.
138
Επίκουρος, 2006, σελ. 42 – 43.
124
Σύνοψη Πέμπτου Κεφαλαίου Το κεφάλαιο αυτό, εντελώς ιδιαίτερης βαρύτητας για την φιλοσοφία, προέρχεται από το τελικό καταστάλαγμα αντιστοίχων αναφορών των μεγάλων κυρίως διανοητών E. Cassirer, B. Russel, Ε. Π. Παπανούτσου, Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου και άλλων πολλών. Τολμήσαμε να αντλήσουμε άμεσα από τις θέσεις τους, αφενός μεν γιατί είναι κοινές, αφετέρου δε γιατί η βαθιά μελέτη των συγγραμμάτων των φιλοσόφων αυτών δεικνύει και αποδεικνύει ότι όλοι έγιναν κοινωνοί και όλοι ξεδίψασαν από τις ίδιες πηγές και με τόλμη αναπαρήγαγαν τις εμπειρίες τους. Όσο λοιπόν και αν καταβλήθηκε προσπάθεια να βγουν τα διδάγματά τους από το δικό μας χωνευτήρι ιδεών, το πνεύμα τους ξεπηδάει πάντοτε ορμητικό μπροστά και δεν διανοούμεθα ότι μπορούμε να το σταματήσουμε. Μία πράξη είναι τότε μόνον ηθική, όταν μπορεί να υψωθεί σε γενικό νόμο. Την αρχή αυτή την διδασκόμαστε όλοι και όλοι την έχουμε ακούσει, αλλά συνήθως διαφορετικά διατυπωμένη, και όχι πάντα με τα λόγια του Καντ. Έχουμε μάθει, για παράδειγμα, το χριστιανικό «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις». Τα συναισθήματα είναι ρευστά και υποκειμενικά γι’ αυτό και δεν μπορεί να στηριχθεί πάνω τους ηθικός νόμος. Δεν αρκεί μία πράξη να είναι σύμφωνη με τον ηθικό νόμο για να είναι ηθική, αλλά πρέπει και να πηγάζει από το αγαθό φρόνημα, δηλαδή από τη συνείδηση του χρέους. Αυτό σημαίνει ότι μόνον εκείνος που πράττει μπορεί να είναι στην πραγματικότητα ο ηθικός κριτής για την αξία των πράξεών του, στις περιπτώσεις βεβαίως που δεν υπάρχει κάποια κατάφορη παραβίαση του ηθικού νόμου. Ο ηθικός νόμος πρέπει να προέρχεται από ένα πηγαίο συναίσθημα, εκείνο που θέλει τους ανθρώπους να αγαπούν και να βοηθούν ο ένας τον άλλο. Παρά την φαινομενική ρευστότητα των ηθών και την ποικιλία τους από τόπο σε τόπο, οι θεμελιώδεις ηθικοί κανόνες είναι σχεδόν σταθεροί και παγκόσμιοι: φιλαλληλία, αίσθημα τιμής, σεβασμός προς τον πρεσβύτερο, είναι αρετές που συναντώνται υπό διάφορες μορφές τόσο στις πρωτόγονες όσο και στις εξελιγμένες κοινωνίες. Η ηθική ελευθερία είναι προσωπικό αγώνισμα του κάθε ανθρώπου και δεν δίδεται έτοιμη. Η έννοια της ηθικής είναι εκείνη που πρέπει να δεικνύεται, και όχι να δίδεται ένα κλειστό σύστημα ηθικών νόμων, που είναι καταδικασμένο να διαβρωθεί και να παρασυρθεί από τον ρου των ιστορικών αλλαγών. 125
Το πρόβλημα της ελευθερίας είναι το κεντρικό πρόβλημα της ηθικής φιλοσοφίας, διότι δίχως την δυνατότητα της ελευθερίας δεν θα υπήρχαν σκοποί στην ζωή και η ζωή θα ήταν ανόητη, δηλαδή κενή νοήματος. Δίχως ελευθερία η ζωή θα ήταν απλή φύση, θα ήταν πάντοτε ίδια, όμοια με καταδίκη. Ο άνθρωπος ποτέ δεν φτάνει στην ηθική του τελείωση, όπως δεν φτάνει και στην απόλυτη γνώση. Ο άνθρωπος δεν είναι κάτι κλειστό και περασμένο. Το βάθος της προσωπικότητος του είναι δυνατόν να αναπτύσσεται συνεχώς. Όλα του τα αγωνίσματα άλλωστε – το ηθικό, το καλλιτεχνικό, το γνωστικό και όλα τα άλλα – έχουν μέσα τους μιαν άπειρη διάσταση. Ιδέαν του πράγματος σχηματίζουμε από την μαθηματική έννοια των ορίων (lim). Ομιλούμε για κατακτήσεις, την πληρότητα των οποίων διαρκώς φλερτάρουμε και προσεγγίζουμε. Εκείνο που έχει αξία όμως, εν προκειμένω, είναι η τάση του ατόμου προς το ευγενές lim, πράγμα επαινετό ή το αρνητικό lim, που είναι ατιμωτικό. Αν η ηθική ως φιλοσοφική επιστήμη έδιδε εξαρχής ένα κλειστό σύστημα ηθικής συμπεριφοράς θα καταργούσε την έννοια της ηθικής ελευθερίας. Συγκεκριμένο περιεχόμενο, λοιπόν, στην ηθική του ελευθερία πρέπει πάντοτε να δίδει ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο πραγματικός κίνδυνος, μάλιστα, για την ηθική συνείδηση είναι η άκριτη προσκόλληση σε έναν εκ των προτέρων ορισμένο ηθικό κώδικα. Μοίρα του ανθρώπου είναι να μην φτάνει ποτέ στην ηθική του τελείωση, αλλά πάντοτε να παλεύει με αντινομίες, την αντινομία χρέους – πάθους, συνείδησης – φύσης, σκοπού – τύχης, κ.τ.λ. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, όπως οι νίκες μας στον ηθικό στίβο δεν μας ανακηρύσσουν οριστικά νικητές, έτσι και οι ήττες μας δεν μας ανακηρύσσουν οριστικά ηττημένους.
126
6. Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΗΘΙΚΗ ΑΞΙΑ και τα εσωτερικά της αιτήματα Η αγάπη ως απόλυτο ηθικό αγαθό, ως πράξη και έκφραση ελευθερίας – Η αγάπη ως σύνθεση Λόγου και πηγαίου συναισθήματος, πνεύματος και φύσης – Η αγάπη ως ιδανικό – Η επιλογή συντρόφου ζωής – Η αξία της ανατροφοδότησης μέσα στην ερωτική σχέση, αλλά και στον γάμο Υπάρχουν βεβαίως και ηθικές αξίες που δεν έχουν το χαρακτήρα της προσταγής, που δεν προστάζονται. Η αγάπη μεταξύ των δύο φύλων – ας την πούμε ερωτική – είναι αγαθό χωρίς να προστάζεται, διότι είναι πρωταρχικό γεγονός, δηλαδή, υπάρχει ή δεν υπάρχει. Ωστόσο, το είδος αυτό της αγάπης είναι ηθικό γεγονός και έχει ηθική αξία και μάλιστα απόλυτη. Για τον λόγο αυτό, μόνον με την ιδέα του αγαθού ως ανώτατης ηθικής αρχής είναι δυνατόν να συμπεριλάβουμε την αγάπη στη σφαίρα των ηθικών αξιών. i) Η αγάπη ως έκφραση και πεδίο ελευθερίας Ως αγάπη χαρακτηρίζουμε το περιεχόμενο της εντελώς συγκεκριμένης σχέσης όπου το ένα πρόσωπο αναγνωρίζει το άλλο ως απόλυτη και αναντικατάστατη αξία. Η αγάπη δεν προστάζεται, ωστόσο είναι ηθικό αγαθό και μάλιστα απόλυτο. Είναι πράξη και έκφραση ελευθερίας. Το συναίσθημα της αγάπης, το πρωταρχικό γεγονός του έρωτα, εντείνει στον μέγιστο βαθμό την αυτοσυνειδησία των δύο προσώπων που ενώνονται με αυτό το συναίσθημα. Η αυτοσυνειδησία, όμως, είναι συνάμα και ελευθερία ή μάλλον, είναι ο τελικός σκοπός της ελευθερίας. Οι άνθρωποι που έχουν βιώσει έστω μία φορά εν τω βάθει την αγάπη, τελικώς την αναγνωρίζουν στην πιο πάνω απόφανσή μας139. Συνήθως οι άνθρωποι έχουν δυσκολία να κατανοήσουν τέτοιες προσεγγίσεις. Η πεζότητα και η ρηχότητα κατά κανόνα τους διακρίνει και η ανάταξή τους είναι αρκετά δυσχερής, όχι όμως ατελέσφορη, επειδή η αγάπη είναι σύνθεση: Σύνθεση όχι μόνο δύο προσώπων, αλλά και σύνθεση νοημάτων και κάθε λογής αξιών – ηθικών, θρησκευτικών, ακόμη και αισθητικών αξιών. Δεν είναι δηλαδή απλώς ένα συναίσθημα αλλά φέρει μέσα της κι όλο το βάθος και τον πλούτο του ανθρώπινου πολιτισμού. Τούτο σημαίνει ότι αν και το πώς γεννιέται
139
«Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε τη δέσμευση ως άσκηση ελευθερίας και όχι ως απώλεια ελευθερίας. Χωρίς την αναγνώριση της θεμελιώδους δέσμευσης δεν υπάρχει τίποτα πάνω στο οποίο να χτίσει κανείς.» L. Marinoff, 2002, σελ. 167.
127
είναι κάτι το άδηλο, δεν κατακτάται μια και έξω, αλλά πρέπει να κερδίζεται καθημερινά. ii) Λόγος και Έρως Οι σκέψεις και συζητήσεις για τον έρωτα συνήθως δέχονται ως κεντρικό αξίωμα ότι ο έρωτας είναι το πιο πηγαίο, ορμητικό και αυθεντικό συναίσθημα που μπορούμε να έχουμε, γι’ αυτό και όλοι δείχνουν πολύ μεγαλύτερη κατανόηση σε συναισθήματα όπως η ζήλια, και σκέψεις όπως η εκδικητικότητα, απ’ ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο θέμα. Η αλήθεια όμως είναι ότι κανένα άλλο βασικό ένστικτο του ανθρώπου δεν καταλήγει, ενίοτε, να γίνει τόσο τεχνητό όσο ο έρωτας. Όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι τα συναισθήματά μας είναι αγνά και αυθόρμητα, ο τρόπος που συναισθανόμαστε και εκφράζουμε τον έρωτά μας εμφορείται από τα εκάστοτε πολιτισμικά ιδεώδη. Λόγος και Έρως δεν είναι αντίθετα140, μα πάνε πάντα μαζί, αποτελούν την βαθύτερη συζυγία της ζωής. Ήδη στον Ησίοδο ο Έρως που κατοικεί στο στήθος θεών και ανθρώπων, δεν είναι αχαλίνωτη ηδονή, αλλά ορμή πειθαρχημένη από την λογική και τη βούληση141. Ο ενθουσιασμός χωρίς περιεχόμενο, η σκέτη επιθυμία δεν είναι τίποτε το σπουδαίο, δεν διαφέρει πολύ από την φυσική ορμή. Η σημασία του είναι ανάλογη με την ιδέα που γεμίζει την ψυχή. Η ιδέα του κάλλους και το βαθύ της νόημα, που εκφράζει όλη την ζωή, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους ποιητές, συνοδεύει κάθε έρωτα από την στιγμή που γεννιέται και είναι ανάλογη με το βάθος της προσωπικότητας. Ο έρωτας ως γεγονός, είναι κάτι που αφορά τους ανθρώπους και μόνο, αντίθετα με την ορμή που αφορά στην αναπαραγωγή και ικανοποιείται μηχανικά και είναι κοινός κλήρος τόσο των ανθρώπων, όσο και των ζώων. Άλλωστε κατά την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική, ο όρος σεξουαλικότητα δεν προσδιορίζει μόνο τις δραστηριότητες και την ηδονή που εξαρτώνται από την λειτουργία του γεννητικού συστήματος, αλλά μια ολόκληρη σειρά διεγέρσεων και δραστηριοτήτων, που ενυπάρχουν ήδη από την παιδική ηλικία. Αν τα όρια των πράξεων ενός υγιούς και συνειδητοποιημένου ανθρώπου γίνονται κάπως ελαστικότερα όταν ερωτεύεται, όταν το πνεύμα είναι οκνηρό και ο βαθμός συνείδησης εαυτού μικρός ή ακόμη στις ψυχοπαθολογικές προσωπικότητες, τότε η ένταση και η ευσυγκινησία κατακυριεύουν την συνείδηση, σκοτίζουν την κρίση, καθοδη140
«Ο έρως είναι φιλόσοφος, διότι ευρίσκεται εις το μέσον σοφίας και μωρίας». Πλάτων, Συμπόσιον, 204B. 141 W. Nestle, 2010, σελ. 75.
128
γούν την φαντασία, ποδηγετούν την θέληση. Ολόκληρος ο εγκέφαλος δρα προς μία και μοναδική κατεύθυνση, πολώνεται γύρω από το θέμα του έρωτα. Οι πράξεις του ερωτευμένου, σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, δεν έχουν φραγμούς. Τότε ο ερωτευμένος θα πει: «στον έρωτα όλα επιτρέπονται» και κάθε έννοια της αξιοπρέπειας καταλύεται 142. Το θέμα, λοιπόν, είναι, επιθυμούμε να απογυμνώσουμε τις ορμές από κάθε τι ανθρώπινο, από κάθε ιδέα και αισθητική κρίση, από κάθε στοιχείο προσωπικό; Ή αντιθέτως, θα πρέπει να εστιαστούμε στα τελευταία αυτά ανθρώπινα στοιχεία, θεωρώντας τα και αυτά φυσικά, όταν μιλούμε για ανθρώπινα πλάσματα; Ή πάλι, ακολουθώντας τους φανατικούς της ηθικής, θα πρέπει να ξεριζώσουμε τις ορμές αντί να τις καλλιεργήσουμε; Ό,τι είναι φυσικό, με την έννοια της βιολογίας και της ζωικής καταγωγής, δεν είναι κατ’ ανάγκην ό,τι πιο ταιριαστό για τον άνθρωπο. Το ότι μπορούμε να ανιχνεύσουμε, σε κάποιο βαθμό, την βιολογική προέλευση των επιθυμιών μας, δεν σημαίνει ότι έχουμε πει κάτι για τον έρωτα, παρά μόνο ότι έχουμε την μερική περιγραφή μιας φυσιολογικής ορμής. Η βιολογική λοιπόν ορμή δεν επαρκεί για να περιγράψει ολόκληρη την φύση του έρωτα, αντίθετα, στον άνθρωπο δεν μπορεί να θεωρείται, από μόνη της, φυσική. Για τον άνθρωπο δεν μπορεί να θεωρείται φυσικό να έχει, απλώς και μόνον, ορέξεις. Όσον αφορά στα ανθρώπινα, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν μιλούμε για το τι είναι φυσικό και τι όχι. Φυσικές μπορούμε να πούμε ότι είναι μόνον οι ορμές και η επιθυμία της γυναίκας να κυοφορήσει – αφού σε αντίθετη περίπτωση υπάρχουν και βιολογικές συνέπειες. Το ερωτικό ένστικτο, όπως όλες οι ενορμήσεις, είναι ένα φαινόμενο βιολογικό, αυτό καθαυτό είναι φύση, ούτε καλό δηλαδή ούτε κακό, απλώς υπάρχει. Η ικανοποίησή του όμως, που προϋποθέτει συγκεκριμένη κουλτούρα, καθώς και ο έρωτας συνολικά – ως ψυχικό φαινόμενο, πνευματικό φαινόμενο και ως πράξη – έχει πάντοτε νόημα, θετικό ή αρνητικό. Το ενστικτώδες στοιχείο – η ζήλια, η σεμνότητα, η υποτιθέμενη φυσική κλίση προς την πολυγαμία των ανδρών και την μονογαμία των γυναικών, ακόμη και η ίδια η ερωτική πράξη – είναι πολύ λιγότερο σημαντικό απ’ όσο συνήθως πιστεύουμε143. Η απλή σωματοψυχική 142
«Η ‘για το καλύτερο, αλλά όχι και για το χειρότερο’ προσέγγιση των σχέσεων ποτέ δεν καλλιεργεί την τρυφερότητα ή τη βαθιά σύνδεση […] Χωρίς ισχυρή δέσμευση έχεις λιγότερους λόγους να είσαι κόσμιος κατά τη διάρκεια μιας προστριβής. Αυτό δημιουργεί προοπτικές για πραγματικά κακές εξελίξεις. Ξέρεις ποια είναι τα ευαίσθητα σημεία του συντρόφου σου και δεν φοβάσαι να τα πατήσεις. Όταν όλα επιτρέπονται στον έρωτα (και τον πόλεμο), τότε κάποιος μπορεί να πληγωθεί σοβαρά». L. Marinoff, 2002, σελ. 170. 143 B. Russel, 1962, σελ. 13.
129
ύπαρξη είναι μία απλή μονάδα ανάμεσα σε πλήθος ομοειδών όντων. Αντιθέτως, όταν μιλούμε για ένα άτομο με τελείως ξεχωριστές πνευματικές και συναισθηματικές ανάγκες, με δική του ιστορία, ιδιόρρυθμο και ανεπανάληπτο, τότε μιλούμε για ύπαρξη προσωπική. Όταν μιλούμε λοιπόν για απλή επιθυμία ή ορμή δεν μιλούμε για έρωτα. Ο έρωτας είναι κάτι άλλο, είναι εκλεκτικός, απαιτεί την θερμή και αμοιβαία προσήλωση εκλεκτών ατόμων, που υψώθηκαν έως τη στάθμη της προσωπικής ύπαρξης χάρη στο ηθικό τους ποιόν. Την διάκριση αυτή, μεταξύ απλής επιθυμίας και έρωτα, την κατανοούμε όσο ωριμάζουμε ως προσωπικότητες, γι αυτό και βλέπουμε πόσο συχνά οι έφηβοι – αγόρια, κορίτσια – θεωρούν ότι είναι ερωτευμένοι με όποιον επιθυμούν. Αργότερα, όσο αποκτούν εμπειρίες και αρχίζουν να κατανοούν τον εαυτό τους, σιγά - σιγά σταματούν να ταυτίζουν την επιθυμία με τον έρωτα. Η επιθυμία δεν είναι παρά το άγριο δέντρο που πρέπει να μπολιαστεί με το ήμερο κλαδί του εξανθρωπισμού και της καλλιέργειας, δηλαδή την τρυφερότητα, την στοργή, την εμπιστοσύνη, τον θαυμασμό, τον σεβασμό, με μια λέξη, με το ήμερο κλαδί της αγάπης, για να αναπτυχθεί και να ανθίσει το νέο φυτό που ονομάζεται έρωτας. Και το ένα και το άλλο είναι απαραίτητα: ο έρωτας χωρίς επιθυμία είναι κάτι αφύσικο, νοσηρό και παράλογο, ενώ απάνθρωπη, ζωώδης είναι η ορμή χωρίς συναισθήματα. Αυτή είναι η παρομοίωση που χρησιμοποιεί ο Παπανούτσος: «αφημένη στην αγριότητά της, η επιθυμία, αυτήν περίπου την τραγική εικόνα παρουσιάζει: της λυσσαλέας πάλης δύο θηρίων που το ένα ορμάει να κατασπαράξει το άλλο, για να απομείνουν στο τέλος δύο άδειοι σκελετοί. Πραγματικά, όσοι την έχουν αναλύσει εξαντλητικά (μυθιστοριογράφοι περισσότερο παρά ψυχολόγοι) υποστηρίζουν ότι συχνά συνοδεύεται από κακότητα και μίσος. Είναι ένα πάθος τυφλό που κάνει τον άνθρωπο να αναζητεί και συνάμα να αποστρέφεται το «αντικείμενο» που πρόκειται να το ικανοποιήσει, γιατί η ηδονή που προσφέρει η πλήρωσή του είναι ανάμεικτη με άλγος. Και ενώ εκείνη διαβαίνει γρήγορα, τούτο μένει»144. Η επιθυμία είναι εγωπαθής, ο έρωτας δοτικός. Δεν αρκείται στην ικανοποίηση του Εγώ αλλά νοιάζεται για τον άλλον. Για την φυσική ορμή ο «άλλος» είναι απλώς ένα αντικείμενο, που λογαριάζεται μόνο ως μέσο για την ικανοποίηση της «δικής μου» ανάγκης. Ο άνθρωπος που απλώς επιθυμεί είναι γεμάτος από την επιθυμία του, μόνον αυτή τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί, αυτή δεσπόζει στις σχέσεις του με τους άλλους. Ο ορίζοντας της ψυχής του είναι κλειστός. 144
Ε.Π. Παπανούτσος, 1984.
130
Στον έρωτα, αντίθετα, θέλω να δοθώ ολόκληρος, να συμμετάσχω με το σύνολο της ψυχής και της προσωπικότητάς μου, αφού ο άλλος δεν είναι πλέον απρόσωπο αντικείμενο, μα τον θεωρώ ισάξιο ή καλύτερό μου. Θέλω να ενωθώ μαζί του. Με την επιθυμία γίνεται το αντίθετο: Όσο παίρνεις, όσο ληστεύεις τον άλλον, τόσο χάνεις τον εαυτό σου, αδειάζεις και φτωχαίνεις. Το να αρπάζεις την ηδονή ως λάφυρο σημαίνει να ληστεύεις τον εαυτό σου από την ίδια την ηδονή σου. Οι σχέσεις που συνάπτονται με την επιθυμία είναι προσωρινές και τυχαίες, τα πρόσωπα μπορούν να αλλάζουν αδιάφορα. Αντίθετα, ο ερωτικός δεσμός αγκιστρώνεται από ένα πρόσωπο, που έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, γι αυτό και είναι ολικός, διαρκής και ουσιαστικός. Υπάρχει αμοιβαία κατανόηση και εκτίμηση, παραδοχή κοινών μετρων, αναγνώριση κοινής κλίμακας αξιών, συνεργασία σε ένα κοινό πρόγραμμα ζωής. Ο καθένας αισθάνεται και σκέπτεται μέσω του άλλου, οι ευαισθησίες, οι συνειδήσεις, οι βουλήσεις δύο προσώπων ενώνονται σε μία. Ο καθένας βρίσκει τον εαυτό του μέσω του άλλου διευρύνοντας την συνείδηση, ανακαλύπτοντας τον εαυτό του145. Η μαγεία του έρωτα είναι ότι όσο περισσότερο δίνεται κανείς, τόσο πλουσιότερος επιστρέφει στον εαυτό του, πιο μεστός και πιο δυνατός, επειδή το κέντρο βάρους της ύπαρξής του έχει μετακινηθεί έξω από εκείνον. Και αυτός ο νόμος δεν είναι διόλου φυσικός, είναι καθαρά ανθρώπινος. iii) Περί Γάμου Αναφορικά με τις αξίες, όπως αυτές βιώνονται μέσα στο ερωτικό συναίσθημα, είναι απόλυτες146. Για τον λόγο αυτό δεν μπορούν να ερμηνευτούν με την έννοια του χρέους, όπως αυτό νοείται στην πολιτεία και στην ηθική. Ούτε με τη νομική μορφή του γάμου, όπως ορίζεται από την πολιτεία, είναι δυνατόν να ταυτιστεί ή να εκφραστεί ο έρωτας ως αξία απόλυτη. Πληρέστερα εκφράζεται με το μυστήριο του θρησκευτικού γάμου, της ιερής τελετής. 145
«Αν είναι καλά διατηρημένη, μια σχέση αποτελεί κι αυτή μια γεννήτρια ενέργειας, μια πηγή καθαρής, ασφαλούς και άφθονης ενέργειας». L. Marinoff, 2002, σελ. 178. 146 «Στον Μεσαίωνα μια εικόνα που παρουσιάζεται σε πάρα πολλά κείμενα είναι ο τροχός της τύχης. Υπάρχει αφενός το κέντρο του τροχού, αφετέρου το περιστρεφόμενο στεφάνι του τροχού. Για παράδειγμα, αν είσαι προσκολλημένος στο στεφάνι του τροχού της τύχης, πότε θα βρίσκεσαι από πάνω κατεβαίνοντας και πότε από κάτω ανεβαίνοντας. Αλλά αν παραμένεις στο κέντρο, βρίσκεσαι στο ίδιο μέρος συνέχεια. Αυτή είναι η έννοια των όρκων του γάμου –σε δέχομαι με την υγεία ή με την αρρώστια, με τον πλούτο ή τη φτώχεια: πηγαίνοντας πάνω, ή πηγαίνοντας κάτω. Όμως σε δέχομαι σαν το κέντρο μου και είσαι η ευδαιμονία μου, όχι ο πλούτος που μπορεί να μου φέρεις, όχι η κοινωνική επιρροή, αλλά εσύ. Αυτό σημαίνει να ακολουθείς την ευδαιμονία σου». J. Campbell, 1998, σελ. 216.
131
Το πόσο διαφέρει η νομική μορφή του γάμου από το μυστήριο του έρωτα ως πρωταρχικού γεγονότος, φαίνεται και από τις περιπτώσεις εκείνες όπου ενώ οι βιολογικές, ηθικές, αισθητικές και μεταφυσικές σχέσεις του ανδρόγυνου έχουν καταλυθεί, η νομική μορφή του γάμου εξακολουθεί να ισχύει, το μυστήριο όμως έχει χαθεί. Πολλά ζευγάρια μετά από χρόνια συμβίωσης επισκέπτονται τον ειδικό για να βοηθηθούν στην χαμένη ερωτική τους απόλαυση. Η συνδρομή του, αρκετά χρήσιμη, μπορεί να ανασυγκολλήσει την ταλαιπωρημένη τους μόνο καθημερινότητα, ξαναθυμίζοντας τις αφετηρίες της παλιάς επιτυχημένης τους σχέσης. Ο στόχος του πρέπει να είναι τα εμπόδια όπως το άγχος, οι προκαταλήψεις, μια λανθασμένη αντίληψη περί αρετής, η θανατοφοβία, η ζήλια. Καμία σχέση όπου λείπει η αυτοεκτίμηση, είτε από το ένα είτε από το άλλο μέρος, δεν μπορεί να είναι επιτυχημένη, διότι αποδεδειγμένα ο υποεκτιμόμενος δεν μπορεί να εκτιμά τους άλλους και ο φαύλος κύκλος καλά κρατεί. Το πρόβλημα κυρίως εστιάζεται στην κακή εικόνα εαυτού που εισπράττουν οι άνθρωποι, προϊόντος του χρόνου, είτε αυτοδυνάμως είτε από ανατροφοδότηση. Γενικώς θεμιτό πρέπει να θεωρείται ό,τι γίνεται κοινή συναινέσει, εκτός βέβαια από περιπτώσεις όπου η ενέργεια του ενός βρίσκει ικανοποίηση από κάποιες νοσηρές ανάγκες του άλλου, όταν για παράδειγμα σαδιστικές και μαζοχιστικές παρεκκλίσεις συναντώνται. Το σημαντικότερο στοιχείο που κάνει μια σχέση ή μια ερωτική συνεύρεση περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη, είναι το ποσοστό του εαυτού μας και της προσωπικότητός μας που επενδύουμε σε αυτή, το είδος και η ποιότητα των συναισθημάτων μας. Είναι δυνατόν ένας γάμος ανάμεσα σε πολιτισμένους ανθρώπους με λογική και αξιοπρέπεια να επιτύχει. Πρώτη σημαντική προϋπόθεση είναι ο σεβασμός του ενός για την ελευθερία του άλλου. Άλλες προϋποθέσεις είναι η ισότητα, η φυσική και ψυχική οικειότητα και μια συμφωνία στο ποιες είναι οι πιο σημαντικές αξίες στη ζωή147. 147
«Η φιλοσοφική συμβουλευτική λειτουργεί με το να βοηθά στην εξωτερίκευση των σκέψεων σε όλες τις σοβαρές προκλήσεις της ζωής και στην οργάνωση των αρχών στις οποίες πιστεύετε, έτσι ώστε να μπορείτε να δράσετε βάσει αυτών. Αν μοιράζεστε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο, ή μπορείτε να βρείτε ένα κοινό φιλοσοφικό πλαίσιο, είτε αυτό είναι θρησκεία είτε μια σειρά κανόνων δικής σας επινόησης, είτε κάποιος συνδυασμός υπαρχόντων συστημάτων, αυτό θα λειτουργήσει σαν ένας αποτελεσματικός απορροφητήρας κραδασμών για την σχέση σας. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν τηρήσει πιστά προσωπικές φιλοσοφίες και βαθιές διαισθήσεις για το πώς και το γιατί είναι τα πράγματα ως έχουν, μα δεν έχουν διατυπώσει αυτήν την γνώση συστηματικά οπότε και δεν μπορούν να δράσουν σε συμφωνία με αυτήν». L. Marinoff, 2002, σελ. 160. Σχόλιο: Υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο όφελος στην διατύπωση των κανόνων – και μάλιστα με συνέπεια φιλοσοφική – από την απλή διαπίστωση της συμφωνίας με τους κανόνες που έχουμε οι ίδιοι θέσει στον εαυτό μας ή όχι: έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν οι κανόνες αυτοί, οι αρχές μας, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο ή αν βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, αν είναι αντιφατικοί.
132
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνούμε είναι ότι ο γάμος γεννήθηκε ως θεσμός, μάλλον χάρη των παιδιών. Όπως, δηλαδή, έχουν διαμορφωθεί οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στις πατριαρχικές κοινωνίες, χρειάζεται και ένας πατέρας για να φροντίζει τα παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες, όπου το κράτος έχει αρχίσει να αναλαμβάνει το ρόλο του πατέρα – όσον αφορά την οικονομική υποστήριξη – το διαζύγιο είναι πιο εύκολο. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος παράγων. Τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα στις δικές μας κοινωνίες όταν έχουν πατρικό και μητρικό πρότυπο, και κυρίως σταθερότητα. Στις πρωτόγονες κοινωνίες τα πρότυπα αυτά τα βρίσκει το παιδί στην ομάδα αμέσως μόλις βγει από την πόρτα της καλύβας. Εκεί τα παιδιά θεωρούνται παιδιά της φυλής και οι ανάγκες τους, συναισθηματικές και πνευματικές, καλύπτονται τελείως διαφορετικά. Γι’ αυτό και όταν ένας από τους δύο γονείς φύγει, είναι πολύ πιο εύκολο στο παιδί να σταθεί στα πόδια του και να μην καταρρεύσει, όταν υπάρχει ένα ευρύ οικογενειακό περιβάλλον και συχνές οικογενειακές συγκεντρώσεις που του προσφέρουν ασφάλεια και σταθερότητα. Η τήρηση των εθίμων και των τελετών μπορεί να δώσει όχι μόνον αφορμές για τακτικές συγκεντρώσεις, που ενισχύουν το συναίσθημα του ατόμου ότι ανήκει σε μία ομάδα, μα μπορεί επίσης και να προσφέρει αναφορές σε μυθικά πρότυπα, που λειτουργούν ως αρχέτυπα, ως τακτική αποκάλυψη δυνατοτήτων. Με αυτό δεν εννοούμε απαραιτήτως μόνον τα έθιμα που ακολουθούν όλοι, αλλά ενδεχομένως και κάποιες άτυπες συνήθειες μέσα στους κόλπους της οικογένειας, που ενδεχομένως αντικαθιστούν τελετές που κάποτε υπήρχαν για την ενηλικίωση, την είσοδο στην εφηβεία κ.τ.λ. Το σημαντικό είναι να αισθάνεται κανείς ότι γίνεται αποδεκτός και ανήκει σε μία ιδιαίτερη ομάδα. Θα είναι πολύ ευκολότερο στη συνέχεια να δημιουργήσει δεσμούς και να ενταχθεί ευκολότερα σε ευρύτερα σύνολα. Όταν αισθάνεσαι δε ασφαλής είναι και ευκολότερο να τολμήσεις. Όταν έχεις αγαπηθεί είναι ευκολότερο να αγαπήσεις, γιατί δεν αισθάνεσαι καχυποψία. Η αντίληψη ότι ο έρωτας είναι αναγκαία προϋπόθεση για έναν επιτυχημένο γάμο, είναι στην πραγματικότητα και αυτή μια ιδέα ανάμεσα στις υπόλοιπες, αφού τίποτα δεν δείχνει ότι οι γάμοι που προέρχονται από έρωτα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό επιτυχίας από τους υπολοίπους. Τα συναισθήματα μεταξύ των συζύγων είναι ουσιώδες βέβαια να γεννηθούν, ακόμη και αν δεν προϋπήρχαν. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι ο γάμος ως κοινωνικός θεσμός, που ρυθμίζει μεταξύ άλλων και τις σεξουαλικές σχέσεις, δημιουργήθηκε όχι με στόχο αυτές, αλλά το κληρονομικό δίκαιο και την προστασία των παιδιών. Για 133
το λόγο αυτό, μόλις τα παιδιά έρχονται στο προσκήνιο, οι προτεραιότητές μας αλλάζουν εντελώς, και πολλά ζευγάρια υποχρεούνται να κάνουν συμβιβασμούς όσον αφορά τα συναισθήματα μεταξύ τους και να ζυγίσουν πολύ προσεκτικά πότε το παιδί τους θα είναι πιο ευτυχισμένο: αν συνεχίσουν να συμβιώνουν δυστυχείς οι ίδιοι μέσα σ’ έναν γάμο που έχει γίνει παγίδα ή αν ελευθερωθούν απ’ αυτά τα δεσμά, ώστε και οι ίδιοι, πιο ευτυχισμένοι, να φροντίσουν το παιδί. Εξάλλου, όποια σχέση προσφέρει υπηρεσίες στην ανακάλυψη του εαυτού μας, στην δημιουργικότητά μας, στην ελευθερία μας είναι μια σχέση άξια να υπάρχει, με πολύ μεγάλες πιθανότητες ν’ αντέξει και στο χρόνο. iv) Οι δυσχέρειες στον έρωτα και η υπέρβασή τους Συχνά οι ανθρώπινες σχέσεις ποδηγετούνται από έναν βαθιά ριζωμένο φόβο που έχουν μέσα τους οι περισσότεροι άνθρωποι για την ψυχρότητα του συνανθρώπου τους και για την πιθανή σκληρότητα με την οποία θα αντιμετωπισθούν. Ο φόβος αυτός ερμηνεύει μεγάλο μερος της αγριότητας των αντιδράσεων και της επιθετικότητας που βλέπουμε γύρω μας. Ωστόσο, κάπου στο βάθος της ψυχής κρύβεται μια λαχτάρα για στοργή. Ένας θερμός, αμοιβαίος έρωτας μπορεί να αλλάξει ολοκληρωτικά αυτή την εικόνα, βγάζοντάς μας από την απομόνωση που δημιουργεί ο φόβος. Ένας από τους λόγους που ζούμε σ’ έναν κόσμο βασανισμένο από τον φόβο για την ψυχρότητα των συνανθρώπων μας, είναι ότι είτε δεν μαθαίνουμε ν’ αγαπούμε, είτε ένα σωρό αντιλήψεις και λανθασμένες ερμηνείες των εμπειριών μας δεν αφήνουν να εκδηλωθεί αυτό που είναι μέσα μας πηγαίο. Η πιο θεμελιώδης αλήθεια όμως για τον άνθρωπο είναι ότι πάντοτε μέσα του υπάρχει, αν και μερικές φορές βαθιά θαμμένη, η ανάγκη για στοργή. Είναι τραγικό το πόσο συχνά ακούμε ότι η εκδήλωση αυτής της ανάγκης θεωρείται αδυναμία. Οι ανασταλτικοί παράγοντες είναι πολλοί και διάφοροι. Άλλοτε είναι το συναίσθημα των ενοχών και της αμαρτίας που μπορεί να συνοδεύει τον έρωτα. Στην εποχή μας, η απειλή της κόλασης έχει αρχίσει να χάνει την εγκυρότητά της, το διαζύγιο δεν θεωρείται πλέον κοινωνικό στίγμα148 και ο κίνδυνος της εγκυμοσύνης αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα. Ωστόσο, οι απαιτήσεις της επαγγελματικής επιτυχίας, οι οικονομικές απαιτήσεις που είναι αμείλικτες, και η φιλοδοξία, γενικώς, έχουν γίνει ένα νέο ευαγγέλιο. Άλλο χαρακτηριστικό της ε148
«Η εκκλησία και το κοινωνικό στίγμα του διαζυγίου κρατούσαν τους ανθρώπους παντρεμένους […] Οι φιλοσοφικές ιδέες μπορούν να λειτουργήσουν ως εξωτερική εξουσία» L. Marinoff, 2002, σελ. 168.
134
ποχής μας είναι ο φόβος μήπως τρωθεί η ατομικότητά μας. Είναι βέβαια, ένας φόβος ανόητος γιατί η ατομική προσωπικότητα γονιμοποιείται ακριβώς όταν έχει την ικανότητα να απλωθεί προς τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους149. Τίποτε απομονωμένο δεν μπορεί να επιβιώσει. Ο έρωτας, τα παιδιά, η εργασία είναι πηγές έμπνευσης, ο καρπός της γόνιμης επαφής μας, η αφετηρία της έκστασης από τον εαυτό μας. Απ’ όλα αυτά, ο έρωτας είναι, ίσως, το σημαντικότερο γιατί έχει τις βαθύτερες ρίζες απ’ όλα. Είναι, χρονολογικά, ο πρώτος, κι ας μην ονομάζουμε τον παιδικό έρωτα τέτοιο. Ακόμη και στην εργασία χρειάζεται κάποια μορφή έρωτα γι αυτήν, ώστε να υπάρχει αφοσίωση και δημιουργικότητα. Δεν είναι τυχαίο που ο Πλάτων ξεκίνησε από τον έρωτα του δασκάλου για τον μαθητή και από τον έρωτα για τις ιδέες, ενώ τον σαρκικό, ας τον πούμε, έρωτα τον θεώρησε ως μια μόνο περίπτωση του Έρωτα ως του ασίγαστου εκείνου πόθου της ψυχής να ενώσει μορφή και περιεχόμενο, να φτάσει από την αντίθεση στη σύνθεση, ζητώντας έναν κόσμο αξιότερο από τον κόσμο των αισθήσεων. Διαισθάνθηκε και εκείνος ότι κυρίαρχο ένστικτο του ανθρώπου, ή μάλλον το ένστικτο που τελικώς καθοδηγεί τα υπόλοιπα, είναι η ανάγκη του να δίνει στο εσωτερικό και το εξωτερικό χάος, μορφή. Τι άλλο σημαίνει η κατάκτηση μιας ιδέας; Δεν είναι ακριβώς η μορφοποίηση του αγνώστου; Η αγάπη, ως ουσία ενυπάρχουσα στον καθένα, ζητεί την εκμαίευσή της από το κατάλληλο πρόσωπο, τοκετός που συνεπάγεται την απομάκρυνση όλων των προηγουμένων δυσκολιών και εμποδίων προς τον έρωτα. Αν οι υψηλότατες μορφές έκφρασης έχουν στον κόλπο τους το θρησκευτικό συναίσθημα – με την έννοια της προσέγγισης των πιο άρρητων και πολύτιμων βιωμάτων μας – η τέχνη του έρωτα δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την θρησκευτική έκσταση, με ένα υψηλότατο είδος δημιουργίας. Γι αυτό σε κάθε θρησκεία, κάπου πολύ ψηλά στην κλίμακα της δημιουργίας και των αξιών της, υπάρχει ένας έρωτας θεϊκός που λειτουργεί ως πρότυπο του ανθρωπίνου. Ποτέ δεν είναι μια απλή σαρκική συνεύρεση. Για τον άνθρωπο είναι πάντοτε κάτι παραπάνω.
149
«Το τίμημα για σχετική ειρήνη μπορεί να είναι η έλλειψη απόλυτης ελευθερίας, μα τα κέρδη κάνουν την επένδυση συμφέρουσα. Ο Χομπς θα συμφωνούσε ότι η σοφή πορεία θα ήταν να θυσιάσει κανείς λίγη από τη δική του δύναμη με αντάλλαγμα την ασφάλεια που προκύπτει από τη συνεργασία με τους άλλους. Ως κοινωνικά ζώα, είμαστε ισχυρότεροι κατά ομάδες και όταν εργαζόμαστε με κοινό σκοπό. Οτιδήποτε χρειάζεται να ξέρεις το έμαθες στο νηπιαγωγείο: να περιμένεις τη σειρά σου και να μοιράζεσαι». L. Marinoff, 2002, σελ. 168.
135
Ένα άλλο εμπόδιο στην εκδήλωση των πηγαίων συναισθημάτων στοργής και αγάπης είναι ο σπασμωδικός τρόπος με τον οποίο προσπαθούν πολλοί να ξεπεράσουν όλες τις απαγορεύσεις και τις προκαταλήψεις, που χιλιάδες χρόνια τώρα συσσωρεύονται. Δηλαδή, πετούν στα σκουπίδια την ανόητη μεν ηθικολογία, χωρίς όμως να την αντικαθιστούν με ωριμότητα και αυτοπειθαρχία. Η ανεύρεση ερωτικών απολαύσεων καταντά πολλές φορές να γίνεται κάτι σαν σπορ, ένα είδος παληκαρισμού. Με τον τρόπο όμως αυτό, με την σύναψη αλλεπάλληλων απρόσωπων σχέσεων, το σεξ διαχωρίζεται από τα σοβαρά συναισθήματα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε διαχωριστεί από τους ζηλωτές του χριστιανισμού. Είναι το ίδιο νόμισμα από την άλλη του όψη. Μπορεί μάλιστα έτσι να φτάσει να συνδέεται περισσότερο με συναισθήματα εξουσίας και μίσους. Η γραμμή, πάντως, που διαχωρίζει το κυνήγι της καθαρώς σαρκικής απόλαυσης από την εμφάνιση ενός ανένδοτου ασκητισμού, είναι λεπτότατη. Όλες αυτές οι προαναφερθείσες αστοχίες μπορεί να έχουν «περιβαλλοντική» προέλευση, η αναλυτική όμως δουλειά του φιλοσοφικού συμβούλου αποδεικνύει ότι κατά κανόνα εμπεριέχουν την αδυσώπητη δράση του συλλογικού ασυνειδήτου, για το οποίο, ως γνωστόν, άλλη θεραπεία δεν υπάρχει παρ’ εκτός την συνεχή τελειοποίηση, με μια καλύτερη παιδεία και την διά βίου μάθηση, που επιβάλλει στο άτομο να ελέγχει και να μπλοκάρει τις κακές του παρορμήσεις. Ψυχικώς υγιής θεωρείται ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος είναι αφενός ικανός να αντιμετωπίζει παραγωγικά τις δυσκολίες της ζωής, να χαίρεται με όσα καλά δημιουργεί, και αφετέρου να θλίβεται με τα δραματικά γεγονότα της ζωής, έτοιμος πάλι να χαρεί τις αλλαγές της τύχης προς το καλύτερο. Είναι πολύ ανόητη η άποψη ότι πρέπει να κυνηγάμε αδιακρίτως τις εμπειρίες, όποιες και αν είναι αυτές. Αυτό που επιζητούμε δεν είναι μια οποιαδήποτε εμπειρία, είναι η εμπειρία της επαλήθευσης ότι είμαστε αληθινά ζωντανοί. Αυτό όμως απαιτεί ποιότητα, όχι απλό άθροισμα εμπειριών. v) Η αγάπη ως μυστήριο και αλήθεια Επειδή δύο άνθρωποι που ενώνονται με την αγάπη βιώνουν ο ένας τον άλλον ως αξία απόλυτη, όχι μόνον αναπτύσσουν ένα βαθύτατο ανθρωπισμό, αλλά και την συνείδηση μιας αθανασίας μέσα στην χρονικότητα. Οι δεσμοί και τα βιώματα αυτά, το περιεχόμενο γενικώς της σχέσης αυτής, είναι αμετάδοτα σε τρίτους. Μέσα στην αγάπη βρίσκει η ζωή μια πρωτόγνωρη ένταση και ένα πρωτόγνωρο βάθος, βρίσκει το άτομο ολοκλήρωση. Βρίσκει εκεί 136
ο άνθρωπος τον εαυτό του, γι’ αυτό και όταν το αγαπημένο πρόσωπο πεθάνει, νοιώθει να χάνεται και ο ίδιος μέσα του. Το άτομο μέσα στην αγάπη γίνεται μοναδική και αναντικατάστατη προσωπικότητα και παύει να είναι κάτι τυχαίο, μια μονάδα ανάμεσα στις υπόλοιπες. Επειδή εκείνος που αγαπά με αυτόν τον τρόπο βλέπει τον άλλον ως αξία απόλυτη και ακατάλυτη, βλέπει μέσα του όλον τον κόσμο και την αξία του κόσμου. Η αγάπη είναι κάτι απεριόριστο, γι’ αυτό οι άνθρωποι ελπίζουν να την βρουν αλλά και αισθάνονται δέος στην προσμονή της ταυτόχρονα. Μέσα στο πρόσωπο που αγαπούμε ενσαρκώνεται όλο το νόημα της ζωής. «Μέσα σ’ αυτήν την αγάπη λυτρώνεται αμοιβαία η ζωή και η προσωπικότης του ανθρώπου φθάνει στην αυτογνωσία και αθανατίζεται.»150 Μέσα στην αγάπη γίνεται μετουσίωση των πάντων, αλλαγή των αξιών, μέσα της ωριμάζουν όλα και αναπτύσσεται ένας βαθύτατος ανθρωπισμός, όπου σώμα, ψυχή και πνεύμα γίνονται ένα. Όταν μάλιστα χωριστεί το ένα από τα άλλα, το σώμα για παράδειγμα από την ψυχή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η αγάπη καταλύεται. Η κατανόηση μέσω της αγάπης σημαίνει αποδοχή του άλλου όπως είναι, ακόμη και με στοιχεία που ένας τρίτος θα θεωρούσε αντιαισθητικά. Το «όπως είναι» αυτό σημαίνει πάντοτε την αποδοχή του άλλου με όλες τις δυνατότητες του, με τον σκοπό που έχει μέσα του, και όχι του προσώπου ως κάτι σταθερό, παγιωμένο151. Η αγάπη προϋποθέτει ταυτότητα της αξίας των δύο προσώπων, καθώς επίσης και αμοιβαία αναγνώριση και κατάφαση. Δέχεται τον άλλο ως όλον, ως προσωπικότητα και δεν τον κομματιάζει γιατί με το κομμάτιασμα και την ανάλυση θραύεται η αγάπη. Για τους λόγους αυτούς δεν πρέπει να συγχέουμε την αγάπη με την συμπόνια, επειδή η συμπόνια συνοδεύεται και από ένα συναίσθημα υπεροχής απέναντι στον άλλο που πάσχει152. Η μεταφυσική πτυχή του έρωτα ξεκινάει από την άρνηση κάθε προσταγής για την επιτέλεσή του. Πρακτικώς, δηλαδή, στον έρωτα ούτε το γιατί, ούτε το πώς, ούτε όποια άλλη ορθολογική σκέψη έχει νόημα. Μπορεί, δηλαδή, να πληρούνται όλες οι θεωρούμενες ως τυπικές προϋποθέσεις ενός έρωτα και έρωτας να μην στεριώνει. Αυτό συμβαίνει γιατί η ψυχή για όλα τα μεγάλα της ζωής, και ιδίως για τον έρωτα, αποζητά εσωτερική προετοιμασία, έχει εσωτερικά αιτήματα. Συναφές προς τούτο είναι το ότι, κατά κανόνα, ο άνθρωπος ερωτεύεται μη λογικά. Προεξάρχουσα συνδετική ουσία είναι η φυσική έλξη. 150
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ’ σελ. 298. Ιδέ και σελ. 72 παρόντος. 152 Σ.τ.Σ: Ιδέ και διαφορές χριστιανισμού και βουδισμού, και σελ. 116 – 117 παρόντος. 151
137
Ταχέως όμως, και λόγω της υπάρξεως αυτών των ακοίμητων εσωτερικών αιτημάτων, έρχονται τα μυαλά στη θέση τους και ή η σχέση χαλυβδώνεται και συνεχίζεται ευτυχής ή καταρρέει ως χάρτινος πύργος. Υπάρχουν, δηλαδή, μέσα στον έρωτα παράπλευρα συναισθήματα που με έναν εντυπωσιακό τρόπο μας πείθουν ότι η σχέση βαδίζει σωστά και δημιουργικά. Και άλλες ενδείξεις που πέραν του έρωτα δεν θα είχαν καμιά σημασία και οι οποίες προσδιορίζουν – αντιθέτως – την πλήρη στρέβλωση του ερωτικού συναισθήματος. Το άλλο κέντρο ενδιαφέροντος εδώ είναι ότι οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται ο έρωτας και οι οποίες ρυθμίζουν τις αποφάσεις μας δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε αυτογενείς, δεν είναι αναπόσπαστο μέρος, ας πούμε, της ανθρώπινης φύσης. Ως ιδέες έχουν κι αυτές ιστορία, και πολύ συχνά τις βρίσκουμε να ίστανται αντίθετες η μία στην άλλη όχι μόνο από εποχή σε εποχή, αλλά και μέσα στο ίδιο το άτομο. Η ποίηση, η λογοτεχνία, η τέχνη, η φιλοσοφία, το δίκαιο και η ίδια η ζωή κυρώνουν το γεγονός ότι ο έρωτας δεν είναι μόνο φυσικό μα και πνευματικό φαινόμενο, και ότι η αγάπη ρυθμίζεται από την δική της, ιδιαίτερη, εσωτερική δεοντολογία, που δεν λαμβάνει όμως την μορφή προσταγής. Είναι, βέβαια, παράδοξο να μιλάμε για αιτήματα που δεν έχουν προστακτικό χαρακτήρα, αλλά γι’ αυτό ευθύνεται η γλώσσα και όχι η λογική. Οπωσδήποτε «κάτω από το παράδοξο153 κρύβεται πάντα μία αλήθεια»154. «Άλλο πράγμα λοιπόν το αίτημα και άλλο η προσταγή. Η αγάπη ως χρέος ζητεί από τα δύο πρόσωπα όχι μόνο να ζούνε μέσα σε αυτήν αλλά και να προχωρήσουν ψηλότερα με αυτήν. Όταν μάλιστα η αγάπη αυτή ενσαρκώνεται με την γέννηση των παιδιών γίνεται πάλι αντικειμενική, θέτοντας συγκεκριμένα αιτήματα»155. Η αναγνώριση βεβαίως της αγάπης ως χρέους προϋποθέτει ή υψηλή διανοητικότητα από τα άτομα ή εργώδεις προσπάθειες του φιλοσοφικού συμβούλου να υπομνήσει, να διδάξει ή και να εκμαιεύσει την αυταπόδεικτη αυτή αλήθεια προς μεγίστη έκπληξη αρχικώς των αναλυομένων, αλλά, συνήθως, με αρίστη τελική αποδοχή. Μέρος, βεβαίως, της διδαχής ή της εκμαίευσης είναι η εσωτερική πειθαρχία, η συγκρότηση και γενικώς η ψυχική υγεία που απαιτείται. 153
«Το παράδοξο έχει αξία οντολογική. Προκύπτει από τη συνεπαφή της αιωνιότητας και της ιστορικότητας, είναι γνώση και αγνωσία, είναι αιφνίδια απόσπαση από τις βεβαιότητες της κοινής ζωής, δεν προβαίνει προοδευτικά, αλλά με άλματα. Για τον Κίρκεγκωρ ή άγνοια του Σωκράτη αποτελεί το πρώτο σχεδίασμα της διαλεκτικής του παραδόξου». J. Wahl, 1988, σελ. 206. 154 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ’ σελ.299. 155 Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ’ σελ.299.
138
Άλλη αξία, που επίσης δεν προστάζεται, είναι η φιλία, που και αυτή προϋποθέτει υψηλές ηθικές υποαξίες. Το θρησκευτικό συναίσθημα επίσης δεν προστάζεται, γιατί είναι κλίση, αφοσίωση και αγάπη. Είναι η μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου να φύγει πέρα από τα πολλά, πέρα από τα φθαρτά του κόσμου αυτού και να βρει το ένα το απόλυτο και το μοναδικό. Στην υψηλή του μάλιστα μορφή, το θρησκευτικό συναίσθημα καταλήγει να ορίσει και τον Θεό ως αγάπη και μέσα του να βρει την λύτρωση. Υπάρχουν λοιπόν αξίες ηθικές τις οποίες η κατηγορική προστακτική του Κάντ δεν επαρκεί να τις ερμηνεύσει. Αντιθέτως, όλα τα ηθικά γεγονότα είναι δυνατόν να ερμηνευθούν με την ιδέα του αγαθού του Πλάτωνος, η οποία θεμελιώνει και την επιδίωξη της «καλοκαγαθίας», ιδανικό του αρχαίου πολιτισμού που πρέπει να νοηθεί ως μια ενεργητική και όχι παθητική στάση ζωής, καθώς και μιας επιλογής αξιών που ενώνονται στο «ορθώς νοείν, ορθώς ποιείν και ορθώς πράττειν», που συγκροτούν την κατά τον Επίκουρο «τέχνην του βίου»156.
156
Βλ. Ε. Μουτσόπουλος, 2009, σελ. 15 κ.εξ.
139
Σύνοψη Έκτου Κεφαλαίου Η αγάπη είναι πηγαίο συναίσθημα. Είναι μυστήριο, ακριβώς επειδή δεν προστάζεται. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες ηθικές αξίες που έχουν τον χαρακτήρα προσταγής, είναι και η αγάπη ηθικό αγαθό και μάλιστα απόλυτο, γιατί μέσα στην αγάπη τα πρόσωπα που την κοινωνούν μπορούν να φτάσουν σε έναν υψηλό βαθμό αυτοσυνειδησίας. Η αγάπη δεν έχει χαρακτήρα προσταγής, έχει όμως εσωτερικά αιτήματα, δεοντολογία, ακριβώς γιατί, ως φαινόμενο αποκλειστικά ανθρώπινο, δεν ανήκει μόνο στην σφαίρα της φύσης ή των συναισθημάτων, αλλά είναι η σύνθεσή τους με τον Λόγο. Ακούγεται ίσως παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει δεοντολογία εκεί όπου δεν υπάρχει προσταγή, αλλά πίσω από το παράδοξο κρύβεται πάντα μια αλήθεια. Όταν λέμε αγάπη πρέπει πάντοτε να εννοούμε μια σύνθεση. Σύνθεση όχι μόνο δυο ατόμων που αναγνωρίζουν ως ίσον ο ένας τον άλλον, αλλά και όλου του πλέγματος των αξιών τους – αισθητικών, θρησκευτικών, ηθικών και κάθε άλλου είδους. Αυτός είναι και ο λόγος που η αγάπη μπορεί να συντονίσει μέσα στον άνθρωπο και όλες τις άλλες του κλίσεις, έτσι ώστε να συγκροτήσει με αυτές την προσωπικότητά του, και μέσα από την αγάπη, να φτάσει σ’ έναν αναβαθμό αυτοσυνειδησίας και ελευθερίας. Μπορεί να γίνει πηγή δύναμης και δημιουργίας απ’ όπου τροφοδοτούνται και ανατροφοδοτούνται και μορφώνονται όλες οι κλίσεις του ανθρώπου, έως ότου να εξιδανικευθούν και να αποκτήσουν έναν αισθητικό χαρακτήρα και ένα βαθύτερο νόημα που δεν είχαν αφ’ εαυτού τους. Αυτό σημαίνει ότι η αγάπη δεν μπορεί να είναι εγωιστική. Η αναγνώριση βέβαια της αγάπης ως αιτήματος ή ιδανικού προϋποθέτει εσωτερική συγκρότηση, που σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία. Εδώ ακριβώς έγκειται και η υψηλή αποστολή του φιλοσοφικού συμβούλου, που όχι μόνο φροντίζει για την υγεία αυτή, αλλά και ως ζωτικό μέρος της θεωρεί την εκμαίευση της μεγάλης αυτής αυταπόδεικτης αλήθειας.
140
7. ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΙ Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ Το απόλυτο ως λογικό αίτημα – Η ιδέα του αγαθού ως αιτία της γνώσης και της αλήθειας – Η πρωταρχή του νοήματος – Η παρουσία του απολύτου νοήματος στην ανθρώπινη συμπεριφορά – Μέσα σε κάθε συνείδηση νοήματος υπάρχει και μια συνείδηση του κόσμου. Ο κόσμος της εμπειρίας χαρακτηρίζεται από μία απειρία δεδομένων, όπου το ένα οδηγεί στο άλλο δίχως ποτέ να βρίσκεται ένα τέλος είτε στον κόσμο είτε στον χρόνο. Όλοι οι δρόμοι εδώ οδηγούν στο άπειρο. Έτσι ο νους μας που ζητεί να συλλάβει στην πληρότητα του τα δεδομένα του κόσμου, να βάλει δηλαδή ένα τέλος, υπερβαίνει τα πεπερασμένα και ζητεί να συλλάβει την έννοια στην οποία ανάγονται όλα τα σχετικά. Η έννοια του απείρου χώρου, για παράδειγμα, δεν είναι το άθροισμα όλων των πεπερασμένων χώρων, διότι ο χώρος αυτός δεν είναι αντικείμενο της αισθήσεως. Ο άπειρος χώρος είναι προϊόν της μεταφυσικής σκέψης και συνεπώς εννοιολογικός. Το ίδιο συμβαίνει με την έννοια της πρώτης αρχής, της απόλυτης αιτιότητας, του απολύτου πράγματος κ.τ.λ. Ο νους εδώ θέτοντας ένα λογικό αίτημα υπερβαίνει την εμπειρία και συλλαμβάνει μια απόλυτη πραγματικότητα. Μέσα εκεί, στην έννοια της πρώτης πηγής, έχει τις ρίζες της η ηθική, μόνον εκεί μπορούμε να βρούμε την αρχή της ελευθερίας157. Απόλυτο είναι εκείνο το οποίο αν και γίνεται πηγή κάθε αμφιβολίας δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο αμφιβολίας. Το απόλυτο είναι η εσωτερική αυτοβεβαίωση, η οποία, με την έννοια αυτή, είναι όχι μόνο πραγματική, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση της όλης πραγματικότητας. Διότι η πραγματικότης μέσα στην οποία ζει ο ανθρωπος είναι μία πραγματικότης νοήματος. Οπωσδήποτε και αν νοήσουμε την σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, οφείλουμε να δεχθούμε ότι είναι μια σχέση που απαιτεί πνευματική ενέργεια και, ως γνωστόν, κάθε πνευματική ενέργεια εγκλείει νόημα. Πραγματικότης σημαίνει πάντοτε για τον άνθρωπο πνευματική πραγματικότης, δηλαδή μία πραγματικότης νοήματος. Ο κόσμος είναι για τον άνθρωπο ένα πνευματικό γεγονός και όταν μιλούμε για τον κόσμο εννοούμε το νόημα που έχει ο κόσμος για τον άνθρωπο. 157
«Το ίδιο το είναι, αυτό που θεμελιώνει τα πάντα, το απόλυτο, πρέπει μπροστά στα μάτια μας να πάρει αντικειμενική μορφή, η οποία, επειδή ως εξαντικειμενισμένη είναι ανεπαρκής, θα θρυμματιστεί και πάλι και θα αφήσει πίσω της την καθαρή σαφήνεια της παρουσίας του περιέχοντος … Η συνειδητοποίηση του διχασμού σε υποκείμενο – αντικείμενο, ως θεμελιακού γεγονότος της σκεπτόμενης εμπειρικής ύπαρξής μας, και του περιέχοντος, που με τον διχασμό γίνεται παρόν, μας παρέχει την ελευθερία του φιλοσοφείν». K. Jaspers, 1983, σελ. 125. «Περιέχον» ονομάζει ο Jaspers το Είναι στην ολότητά του, που δεν μπορεί να είναι ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, αλλά φανερώνεται μέσω αυτού του διχασμού.
141
Αλλά ποιο είναι το νόημα του νοήματος 158; Δεν θα μπορούσε να είναι μία ακόμη γενικότερη έννοια, γιατί θα ήταν και αυτή με την σειρά της ένα καινούριο νόημα. Τούτο λοιπόν το απόλυτο νόημα δεν ορίζεται, τα στοιχεία όμως που υπάρχουν μέσα του έρχεται η φιλοσοφία να τα αναπτύξει, δείχνοντας ότι είναι παρόντα μέσα σε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτό όμως το απόλυτο νόημα δεν είναι πια νόημα, αλλά είναι η πρωταρχή του νοήματος. Ευρισκόμεθα εδώ στο χώρο της ιδέας του αγαθού. Ενώ αυτή είναι η αιτία όλης της γνώσεως και όλου του Είναι, η ίδια δεν είναι ούτε γνώση ούτε Είναι. «Όταν ειπείς λοιπόν ‘το αγαθό’ μη βάζεις με τον νου σου τίποτα άλλο, γιατί αν προσθέσεις κάτι, τόσο όσο θα προσθέσεις, θα στερήσεις το αγαθό. Για τούτο μήτε να το νοήσεις, γιατί έτσι θα κάμεις δυο, ένα το νου σου και ένα το αγαθό»159. Η ιδέα του αγαθού ή απλώς το αγαθόν είναι για τον Πλάτωνα η αιτία της γνώσεως και της αλήθειας και τοποθετείται στην κορυφή του συστήματος των ιδεών. Το αγαθόν είναι η ανώτατη αρχή του πλατωνικού συστήματος και συμπίπτει με την έννοια του Θεού. Είναι η θεϊκή πρωταρχή, η μόνη ενεργός αιτία, ο κοσμοπλαστικός νους, όπως χαρακτηρίζεται στους «Νόμους». Πέρα όμως από δημιουργική αρχή, το αγαθόν, είναι συνάμα και ο ανώτατος σκοπός του κόσμου, εκείνο δηλαδή, που για χάρη του όλα γίνονται και υπάρχουν. Η έννοια του αγαθού ή, όταν προσωποποιείται από τον Πλάτωνα, του Θεού, τοποθετείται «επέκεινα της ουσίας», δηλαδή πέραν όλου του κόσμου των ιδεών και συνεπώς και της γνώσεως160.
158
Όπου έχουμε την συνείδηση του νοήματος μπορούμε να διακρίνουμε τρία πράγματα: α) την συνείδηση σχέσεων νοημάτων, το κάθε νόημα έχει μια ορισμένη θέση μέσα σ’ αυτήν την σχέση και χωρίς αυτήν θα ήταν ακατανόητο, β) την συνείδηση ενός απόλυτου νοήματος, το οποίον είναι παρόν, ενυπάρχει μέσα σε κάθε ειδικό, συγκεκριμένο νόημα, και γ) την συνείδηση για μια απαίτηση, που υποτάσσεται κάθε ειδικό, συγκεκριμένο για να πραγματοποιήσει το απόλυτο νόημα. Το πρώτο από αυτά τα τρία είδη του συνειδέναι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνείδηση της γενικής σχέσεως, η οποία χαρακτηρίζει την ολότητα της πραγματικότητος, τον κόσμο μας. Μέσα σε κάθε συνείδηση νοήματος υπάρχει και μια συνείδηση του κόσμου. Αλλά και η συνείδηση του κόσμου δεν είναι το τελευταίο, το έσχατο όπου μπορεί να φθάσω. Είναι δυνατόν και το σύνολο του νοήματος να μην έχει νόημα, αλλά να χάνεται στην άβυσσο της ανοησίας, όπως κάθε συγκεκριμένο, ειδικό νόημα θα χάνονταν στην ίδια άβυσσο, αν δεν ήταν μέσα σε κάθε μας πνευματική ενέργεια ολοζώντανη η προϋπόθεση ενός απόλυτου νοήματος. Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006. 159 Πλωτίνος, ΙΙΙ 8 [30] 11, 11-14. 160 Πλάτωνος Πολιτεία, 508C: «…Ό,τι είναι ο ήλιος εις τον ορατό κόσμο σχετικώς με την όραση και τα ορατά αντικείμενα, το ίδιο είναι και αυτό (το αγαθό) στο νοητό, σχετικώς με το νου και τα αντικείμενα της νοήσεως». Και παρακάτω: «Όπως είναι ορθό να θεωρείται το φως και η όραση κάτι τι ανάλογο προς τον ήλιο, όχι όμως ο ίδιος ο ήλιος, τοιουτοτρόπως είναι εδώ το ορθόν να θεωρείται η γνώσις και η αλήθεια κάτι που έχει μεν αναλογία και ομοιότητα με το αγαθόν, δεν είναι όμως και αυτό το αγαθόν, διότι η φύσις του αγαθού έχει ασυγκρίτως ανωτέραν αξία. Ανέκφραστος λοιπόν θα είναι η καλλονή του…» 508E-509A.
142
Θα μπορούσε κανείς εδώ στην θέση του πλατωνικού Θεού να τοποθετήσει την έννοια της ελευθερίας, ως πρωταρχής, γιατί μόνο μέσα στην έννοια της πρωταρχής υπάρχει η ρίζα της ηθικής, δηλαδή η αρχή της ελευθερίας. Τώρα, το κάθε υποκείμενο συλλαμβάνοντας με τις αισθήσεις του αυτό που θεωρεί αντικειμενική πραγματικότητα, αντικείμενο, στην ουσία λειτουργεί ως εξής: εισάγει πράγματα που ο καθείς τα επεξεργάζεται σύμφωνα με τη δική του ιδιοσυστασία και συγκρότηση και μόνο η σύνθεση αυτή συνιστά αυτό που κοινώς ονομάζουμε νόημα των πραγμάτων. Η ανωτέρω ψυχική λειτουργία εξηγεί επαρκώς τον λόγο, ένεκα του οποίου, κατά κανόνα, τα άτομα δίνουν διαφορετικές ερμηνείες στην εκτίμηση των αντικειμένων. Φυσικά, σπανίως ο συμβουλευόμενος θα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιδέα του αγαθού ή για το απόλυτο αγαθό. Συνήθως νοιάζεται για το υποκειμενικό και άμεσο αγαθό γιατί, όπως πιστεύει, είναι αυτό που θα τον φέρει πιο κοντά στην επίτευξη των σκοπών του. Και αυτό, αν έχει προαποφασίσει να εξοβελίσει τις αδόκιμες ενέργειες πραγμάτωσης του σκοπού του. Παραδόξως πώς, δηλαδή, αποπειράται να εγγίσει αυτό που θεωρεί ευτυχία με θεμιτούς ή αθέμιτους τρόπους. Εντεύθεν και η δυσκολία του εγχειρήματος, που όμως δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει. Η εξελικτικότητα βέβαια της προσπάθειας, προχωρεί αναγκαστικά όπως προείπαμε, mutatis mutandis. Ας σημειώσουμε εδώ τα εξής: Ο καθένας μας είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, προχωρεί σε γενικότερες σκέψεις και παρατηρήσεις για τον κόσμο, με τρόπο ώστε να τον ερμηνεύσει σύμφωνα με κάποια βασική αρχή, εγγίζοντας έτσι τα όρια της μεταφυσικής. Παρατήρηση όμως χωρίς μεταφυσική είναι προδήλως κυνισμός ή, με άλλα λόγια, εκπλήρωση αναγκών χωρίς υπόβαθρο πολιτισμού είναι, τουλάχιστον, βαρβαρότητα. Εξάλλου αδυνατούμε να έχουμε ενότητα χωρίς μύθο, πολιτισμό χωρίς γλωσσική συνείδηση, όραμα χωρίς Λογική. Ψυχή του πολιτισμού είναι τελικώς ο πολιτισμός της ψυχής. Έχοντας αφαιρέσει – ατυχώς – από τις λέξεις όλο το μεταφυσικό τους βάθος και όλο τον μυθικό τους πλούτο και έχοντάς τες μετατρέψει σε υποζύγια που σύρουν τις ανάγκες μας, συναντούμε μόνον 143
αδιέξοδα. Αλλά το καλό, όπως έλεγε ο Γκαίτε, θα υψωθεί με μια επανάσταση μέσα μας. Συμπορευόμενοι λοιπόν με τις διαπιστώσεις όλων των εργατών του πνεύματος που έχουν ασχοληθεί με αυτά τα θέματα προσυπογράφουμε ανεπιφύλακτα την ακόλουθη σύνοψή τους: Τα μεταφυσικά κίνητρα της ζωής η φιλοσοφία τα ερμηνεύει με την εννοιολογία της, η θρησκεία με τα σύμβολά της, ενώ η τέχνη τα εκφράζει με τον κόσμο των μορφών που δημιουργεί. Θρησκεία, τέχνη και φιλοσοφία, καθεμιά με τον τρόπο της, ζητούν το αιώνιο μέσα στη ζωή161. Η θρησκεία ζητεί το ιερό και το άγιο, η φιλοσοφία την αλήθεια, η τέχνη το κάλλος. Φιλοσοφία, θρησκεία και τέχνη είναι τρία είδη λατρείας του Θεού ή του Απολύτου, με δική του πηγή το καθένα. Η θρησκεία πηγάζει από το συναίσθημα και γίνεται στην υψηλή της μορφή αποκάλυψη, πηγή της φιλοσοφίας είναι ο νους, λίκνο της τέχνης η φαντασία. Μας αποκαλύπτουν: Η θρησκεία μία δεύτερη παρουσία του κόσμου ως πραγματική βασιλεία του Θεού, η φιλοσοφία ως βασιλεία του Λόγου, η τέχνη ως ευδαιμονία των μορφών. Και μπορεί η θρησκεία να γίνει δεισιδαιμονία όταν χάνει την επαφή της με το ιερό και το άγιο, η φιλοσοφία να γίνει σοφιστική όταν ανταλλάξει την αλήθεια με τη ρευστή γνώση ή μυθολογία όταν αγνοήσει τις επιστήμες, ενώ η τέχνη να γίνει άψυχη τεχνική όταν δεν είναι θεία μανία.
161
Η σχέση μεταξύ ηθικού κάλλους και ‘ωραίας ψυχής’ προβλημάτισε «έντονα τον δυτικό στοχασμό, κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ογδόου αιώνα, όταν το θέμα της διαπλοκής της ηθικής με την τέχνη, κυρίως όμως ο ηθοπαιδαγωγικός χαρακτήρας της τελευταίας, συζητήθηκε ευρύτατα. Την προβληματική του ηθικού κάλλους και της ‘ωραίας ψυχής’ εισήγαγε στον νεοελληνικό Διαφωτισμό ο Κωνσταντίνος Κούμας τόσο με την μετάφραση του Αγάθωνα, μυθιστορηματικό έργο του γερμανού Διαφωτισμού, όσο και με την Αισθητική του, συνοψίζοντας ή παραφράζοντας τον γερμανό φιλόσοφο W. T. Krug. […] Η έννοια του ηθικού κάλλους, πλατωνικής προελεύσεως, που διαμορφώθηκε κατά τον 18ο αιώνα και επικράτησε μέχρι και τον 19ο αιώνα, τόσο στον χώρο της φιλοσοφίας όσο και σε αυτόν των καλών τεχνών, εκφράζει την βούληση των διανοουμένων του Διαφωτισμού, και αργότερα του ρομαντισμού, να τονίσουν την διφυή φύση του ανθρώπου και να συνδέσουν την ομορφιά με την αγαθότητα και την αρετή». Αντιπροσωπευτικά του πνεύματος της εποχής είναι τα γραφόμενα από τον Κ. Μ. Κούμα «ονομάζεται και η ψυχή καλή (ωραία) εάν γεννά τα καλά ή τα κρίνει ορθώς», «υποδεικνύοντας συγχρόνως τη σχέση του ωραίου προς την αλήθεια και την αγαθότητα, τα οποία ως απόλυτα και ιδανικά δεν είναι δυνατόν να φανερωθούν από μόνα τους, γι’ αυτό άλλωστε και θεωρούμε ότι το κάλλος του ανθρώπου, που εκφράζει τελειότητα της μορφής, μπορεί να παραστήσει δια της τέχνης, την αλήθεια και την αγαθότητα, που εκφράζουν την τελειότητα της ψυχής. Η καλλονή συνεπώς συνιστά κατ’ αυτόν «τύπον και εικόνα και μόρφωμα» της αλήθειας και της αγαθότητας και φανερώνει τη συγγένεια του καλού προς τα αισθητά και τα νοητά…». Α. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, 2001, σελ. 381 – 396. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τρόπο που σχετίζονται οι τέχνες, και ιδιαίτερα η ζωγραφική, με την φιλοσοφία και την παιδεία, καθώς και η σημασία των arti di disegno και των ελευθερίων τεχνών σε μια ελεύθερη εκπαίδευση, παρουσιάζει ο πίναξ του Κέβητος. «Ο πίνακας αυτός αποκαλύπτει με τρόπο έξοχο πώς για πρώτη φορά στην ιστορία των γραμμάτων είχε υποδείξει ο Κέβης κατά την αρχαιότητα τις σχέσεις ζωγραφικής και φιλοσοφίας». Βλ. Α. Γλυκοφρύδη – Λεοντσίνη, 2006, κεφ. 9 Ο Πίναξ του Κέβητος και η παρουσία του στη δυτική και την ελληνική γραμματεία. Ut picture philosophia, σελ. 223 – 245.
144
Σύνοψη Εβδόμου Κεφαλαίου Στον εμπειρικό κόσμο της αιτίας και του αποτελέσματος όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο άπειρο. Είναι όμως στην φύση του ανθρωπίνου πνεύματος σε όλα να θέλει να βάλει ένα τέλος, να φτάσει σε μια ολοκληρωτική ερμηνεία του κόσμου. Ο νους, συλλαμβάνοντας την έννοια του απείρου, υπερβαίνει την εμπειρική πραγματικότητα και, ήδη, οδεύει προς μια απόλυτη πραγματικότητα, την έννοια της πρωταρχής, της απόλυτης αιτιότητας, του απολύτου πράγματος κ.τ.λ. Απόλυτο είναι εκείνο το οποίο, αν και γίνεται πηγή κάθε αμφιβολίας, δεν είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο αμφιβολίας. Το απόλυτο είναι η εσωτερική αυτοβεβαίωση, η οποία, με την έννοια αυτή, είναι όχι μόνο πραγματική, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση της όλης πραγματικότητας, όπως την συνθέτει ο νους του ανθρώπου. Χωριστά από την έννοια της πρωταρχής δεν μπορεί να ριζώσει αληθινή ηθική, είτε νοήσουμε την απόλυτη αυτή αρχή ως εσωτερική αυτοβεβαίωση, είτε ως το ιδανικό της ελευθερίας, είτε ως την έννοια του Θεού, με την οποία ταύτισε ο Πλάτων την ιδέα του αγαθού.
145
8. ΠΕΡΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ Η δημιουργική χρήση των ιερών κειμένων – Οι όροι που είναι απαραίτητοι για την ύπαρξη της θρησκείας – Τα μεταφυσικά, ηθικά και ψυχολογικά στοιχεία που συνθέτουν την ανάγκη του θρησκεύειν – Άρνηση και κατάφαση του κόσμου i) Η ανάγκη του θρησκεύειν ως πρωταρχή για πολλούς ανθρώπους και ο Θεός ως θρησκευόμενος Είναι βέβαιο πως ο κάθε θρησκεύων αναλυόμενος ενδιαφέρεται να μάθει για τις επί τούτου εκτιμήσεις του συμβούλου και να προφυλάξει το θρησκευτικό του συναίσθημα αλώβητο. Από όλες τις δοκιμασμένες απόπειρες απαντήσεων, η πλέον αποδοτική είναι εκείνη που εδράζεται στην αλήθεια, που κάνει, δηλαδή, τον πιστό φιλοσοφικό σύμβουλο να αποδέχεται τον σεβασμό του προς το θείο, συγχρόνως όμως και το σπουδαιότερο είναι η υπόμνηση προς τον συμβουλευόμενο του φιλοσοφικού μέρους των ιερών βιβλίων. Αυτονοήτως, ο άθεος σύμβουλος φιλοσοφίας στηρίζει περισσότερο την προσήλωσή του στον συμβουλευόμενο σε δύο επίπεδα. Το πρώτο, όπως προείπαμε, είναι το φιλοσοφικό μέρος των ιερών βιβλίων – βασικό συστατικό των περισσοτέρων θρησκειών – και το δεύτερο είναι η εξύψωση της αθεΐας σε μια άλλου τύπου θρησκεία, αφού ο τελικός σκοπός πασών των θρησκειών δεν είναι άλλος, από την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Για παράδειγμα, αλλιώς θα χειριστεί ο φιλοσοφικός σύμβουλος την κυριολεξία της Αναστάσεως του Ιησού στον ένθεο και αλλιώς, ως θαυμαστή μεταφορά, στον άθεο. Για να υπάρξει θρησκεία προϋποτίθενται δύο βασικοί όροι: Πρώτον, ένα συναίσθημα, ένα βίωμα δηλαδή που ικανοποιεί τον άνθρωπο και δεύτερον, η αποδοχή ύπαρξης ενός υπεραισθητού κόσμου. Είναι περισσότερο από εμφανές ότι οι θρησκεύοντες άνθρωποι είναι άτομα που a priori δέχονται έννοιες απόλυτες, γιατί ποιος άλλος ανθρώπινος τύπος θα μπορούσε δογματικά να δεχτεί την έννοια της πίστης; Η παραδοχή ενός υπεραισθητού κόσμου δεν είναι απόρροια κάποιου συναισθήματος, αλλά απόρροια σκέψης, νόημα, και αυτό είναι ακριβώς το σημείο που θρησκεία και φιλοσοφία τέμνονται, εφόσον την παραδοχή του υπεραισθητού κόσμου την βρίσκουμε απ’ αρχής και στην φιλοσοφία162. Αφότου άρχισε να φιλοσοφεί, ο άνθρωπος δια162
«Επειδή το όνειρο είναι μια προσωπική εμπειρία εκείνου του βαθύτερου σκοτεινού πεδίου, που αποτελεί το στήριγμα της συνειδητής μας ζωής, ενώ ο μύθος είναι το όνειρο της κοινωνίας. Ο μύθος είναι το
146
πίστωσε ότι οι αισθήσεις του τον απατούν και αμέσως ο νους του προχώρησε πέρα από τον αισθητό κόσμο, προκειμένου να τον ερμηνεύσει. «Έτσι, τα πρώτα στοιχεία της θρησκείας συμπίπτουν με τα πρώτα νοήματα της μεταφυσικής»163. Ο αισθητός κόσμος ποτέ δεν ικανοποίησε τον άνθρωπο, την εικόνα του πάντοτε την αισθανόταν ως μια οθόνη πίσω από την οποία κρύβεται η αλήθεια, και βάλθηκε να ολοκληρώσει την γνώση του, να συμπληρώσει το πεπερασμένο με το άπειρο και το ατελές με το τέλειο. Αυτή είναι μια από τις πιο θεμελιακές κρίσεις που κάνει ο άνθρωπος, ότι πέρα από τον αισθητό κόσμο υπάρχει και κάτι ανώτερο, ότι πέρα από το Ενθάδε υπάρχει και το Επέκεινα. Τόσο η θρησκεία όσο και η φιλοσοφία, γεννιούνται από την θεμελιακή κρίση ότι ο κόσμος του Ενθάδε, παρόλο τον πλούτο του, είναι ατελής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τον απαξιώνει. Απλώς τον θεωρούν κατώτερο και ατελέστερο του υπεραισθητού άλλου κόσμου, του Επέκεινα. Η παραδοχή ενός άλλου κόσμου, είναι ο πρώτος βασικός όρος που απαιτείται για να υπάρξει θρησκεία, αν και από μόνος του δεν είναι αρκετός. Για να υπάρξει θρησκεία, απαραίτητος ως δεύτερος όρος είναι το βαθύ εκείνο συναίσθημα, το βίωμα, που πληρώνει το ανικανοποίητο του ανθρώπου και το οποίο γεννιέται από την ιδέα του Θεού. Ο Θεός αυτός μπορεί να έχει πολλές μορφές, να είναι οποιοσδήποτε, αρκεί να είναι ανώτερος του κόσμου που εικονίζουν οι αισθήσεις και τελειότερος από τον άνθρωπο, να συμπίπτει με το ιδανικό που απαιτεί ως συμπλήρωμα και ερμηνεία του ατελούς και του πεπερασμένου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την πρώτη στιγμή στην σύλληψη της ιδέας του Θεού, συμμετέχουν και ηθικά συναισθήματα˙ ότι ακόμη και στις πιο πρωτόγονες θρησκείες ο Θεός είναι, σ’ ένα βαθμό, προσωποποίηση ενός συστήματος αξιών164, ενώ η θρησκεία και οι μύθοι ένας ευρύς συμβολισμός των ηθικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Το Επέκεινα, λοιπόν, δεν είναι ένας ουδέτερος κόσμος, αλλά η πηγή του καλού που φανερώνεται και μέσα στη ζωή. Επέκεινα λοιπόν και Ενθάδε συνδέονται, και ο συνδετικός κρίκος για τη θρησκεία είναι η ιδέα του Θεού ή των Θεών. Υπεραισθητός κόσμος χωρίς Θεό δεν υπάρχει για την θρησκεία ή δεν έχει καμιά απολύτως αξία. Αυτά είναι τα κύρια στοιχεία που συνιστούν την ουσία της θρησκείας, δηλαδή ο υπεραισθητός κόσμος, το ηθικό στοιχείο, η ιδέα του Θεού και η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου. Άλλοι επιλέγουν να τονίδημόσιο όνειρο και το όνειρο είναι ο ιδιωτικός μύθος. Αν ο ιδιωτικός σου μύθος, το όνειρο σου, τυχαίνει να συμπίπτει με εκείνο της κοινωνίας, είσαι καλά εναρμονισμένος με την ομάδα σου. Αν όχι, ετοιμάσου για μια περιπέτεια στο σκοτεινό δάσος μπροστά σου». J. Campbell, 1998, σελ. 86. 163 I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Δ΄, σελ.28. 164 J. Campbell, 1998, σελ. 60.
147
σουν το ένα και άλλοι το άλλο, τα στοιχεία όμως αυτά πάντοτε συνυπάρχουν όπου υπάρχει θρησκεία. Οι διάφορες θεωρίες περί θρησκείας δημιουργούνται κυρίως από την μονομερή επιλογή ενός από αυτά τα στοιχεία, που μάλλον όμως οφείλεται στην έμφυτη τάση που έχει ο άνθρωπος να απλοποιεί τα πράγματα. Η θρησκεία κινείται στην σφαίρα του συναισθήματος, έχει όμως ανάγκη την ιδέα του Θεού για να υπάρξει, που είναι προϊόν της λογικής. Το θρησκευτικό συναίσθημα γεννιέται αφού γίνει δεκτή η ιδέα του Θεού. Ακόμη και το δέος, ο φόβος και η ελπίδα, που πολλοί πιστεύουν ότι είναι η αρχή της θρησκείας, και αυτά τα συναισθήματα προϋποθέτουν την λογική. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τις θεωρίες που ερμηνεύουν την θρησκεία ως ανάγκη για αυτοσυντήρηση ή ευδαιμονία, εφόσον η ευδαιμονία προκειμένου να τοποθετηθεί στο Επέκεινα, πρέπει η παραδοχή του Επέκεινα να έχει προηγηθεί. Όσον αφορά την επίγεια ευδαιμονία, δεν ενδιαφέρει καμιά υψηλή θρησκεία, αντιθέτως, όλες τονίζουν τα βάσανα και τις θλίψεις αυτής της ζωής. Τα στοιχεία, λοιπόν, που συνθέτουν την ουσία της θρησκείας είναι μεταφυσικά, ηθικά, ψυχολογικά και στο κέντρο όλων βρίσκεται η ιδέα του Θεού. «Το μεταφυσικό στοιχείο είναι το Επέκεινα και δίχως αυτό δεν νοείται καμία θρησκεία. Το ψυχολογικό στοιχείο είναι το συναίσθημα, το οποίο συνδέεται πάντοτε με μια αξία. Το ηθικό στοιχείο είναι το γεγονός του καλού και του κακού, και τα συναισθήματα που γεννιούνται από αυτό ευχάριστα ή δυσάρεστα. Όλα αυτά αναφέρονται στην ιδέα του Θεού και έτσι συνδυάζονται το ένα με το άλλο, σ’ ένα πλέγμα ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων, που κατ’ ουσία αποτελούν τον όλον άνθρωπο»165. Όταν ο αισθητός κόσμος και τα υλικά ενδιαφέροντα παραμερίζουν τα πνευματικά, τότε και το θρησκευτικό συναίσθημα αποκτά ηδονιστικό περιεχόμενο. Το είδος αυτό του θρησκευτικού συναισθήματος συναντάται στους πρωτόγονους λαούς, ο απόηχος του όμως φτάνει μέχρι τις μέρες μας: Το περιεχόμενο των δεήσεων είναι ανάλογο της πνευματικότητας του ατόμου. Είδαμε ότι η ουσία της θρησκείας, έγκειται στην βίωση του απολύτου, στην αφοσίωση του ανθρώπου προς το άγιο και το απόλυτο και στην ανύψωση του ανθρώπου προς το Επέκεινα, το οποίο είναι μια σύλληψη του νου του. Η θρησκεία είναι ένα ορισμένο είδος του ανθρώπινου συνειδέναι, μια ιδιαίτερη συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ωθούμενος από την ανάγκη της γνώσης και το συναίσθημα, 165
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Δ΄, σελ. 30.
148
μέσα στο οποίο γεννιέται η ιδέα του Θεού, στρέφεται προς στιγμήν μακριά από τον βέβηλο και ατελή επίγειο κόσμο, για να συναναστραφεί το άγιο και το απόλυτο. Σε όποιον όμως από τους δύο κόσμους και αν έχει στραμμένο το βλέμμα, είναι πάντοτε ο ίδιος άνθρωπος, γι’ αυτό και οι δύο αυτοί κόσμοι συνδέονται μεταξύ τους, διεισδύουν ο ένας στον άλλον και η σχέση που έχει ο άνθρωπος με τα επίγεια, επηρεάζει την θρησκευτική εμπειρία για την αποκάλυψη και την ιδέα του Θεού, που με την σειρά της διαμορφώνει τα συναισθήματα και τις πράξεις του. Ο άνθρωπος νοιώθει ότι δεν μπορεί να ρυθμίσει τα επίγεια, αν δεν λάβει υπόψη του τα επουράνια, η σχέση όμως αυτή είναι διαφορετική σε κάθε θρησκεία, και το θρησκευτικό συναίσθημα εμφανίζεται μέσα στην ιστορία με διάφορες μορφές. Μπορούμε να πούμε, ότι τρεις είναι οι βασικοί τρόποι με τους οποίους ο θρησκεύων άνθρωπος συμπεριφέρεται προς τον κόσμο: Πρώτον, ο πιστός εμπνέεται κατά την λατρεία του Θεού από κοσμικά ενδιαφέροντα, οπότε και συμμορφώνεται με τον κόσμο. Δεύτερον, ο πιστός παραιτείται απ’ όλα τα εγκόσμια και αποφεύγει τον κόσμο, και τρίτον, ο πιστός, λατρεύοντας τον Θεό υψώνεται πάνω απ’ όλα τα εγκόσμια, αναγνωρίζει όμως και την εργασία μέσα στον κόσμο, ως λατρεία του Θεού, υπερνικά τον κόσμο. Έχουμε, δηλαδή, τρία είδη συμπεριφοράς, τρεις τρόπους με τους οποίους παίρνει μορφή η θρησκευτική πίστη. Τα δύο πρώτα είδη θρησκείας, όπου ο πιστός είτε συμμορφώνεται με τον κόσμο είτε τον απαξιώνει και τον αποφεύγει, διαφέρουν πολύ το ένα από το άλλο, όμως δεν αποκλείει το ένα το άλλο, διότι μέσα σε κάθε θρησκεία υπάρχει κάποια φυγή από τον κόσμο, ποτέ όμως δεν τον παραμερίζει εντελώς. Στο τρίτο είδος θρησκείας Ενθάδε και Επέκεινα, κατάφαση και άρνηση του κόσμου, συνυπάρχουν αρμονικότερα. «Οι διαφορές όμως δεν περιορίζονται μόνον στην άμεση σχέση του πιστού με τον κόσμο, αλλά καταλήγουν στο άδυτο της πίστεως»166. Ενθάδε και Επέκεινα, λειτουργούν ως το αρμονικό συζυγές του ενός για το άλλο. ii) Χριστιανισμός Η ανύψωση της θρησκείας του νόμου σε ηθική θρησκεία, ολοκληρώνεται με την εμφάνιση του χριστιανισμού. Τα συναισθήματα, η διάθεση του ανθρώπου προς τον Θεό, παίρνουν τώρα την μορφή της αφοσίωσης και της εμπιστοσύνης που έχει ένα παιδί προς τον πατέρα. 166
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Δ΄ σ. 33.
149
Ο πιστός, στο πρόσωπο του Θεού δεν βλέπει πλέον έναν Θεό εκδικητικό, αλλά έναν πατέρα ήμερο, φιλεύσπλαχνο και γεμάτο στοργή, που είναι έτοιμος να συγχωρήσει τον άνθρωπο και φροντίζει για όλα τα πλάσματα του. Την θέση της υποταγής στον τύπο του κώδικα συμπεριφοράς, παίρνουν τώρα δύο πολύ απλές εντολές: η αγάπη προς τον Θεό και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο και όλους τους ανθρώπους. Η βούληση του ανθρώπου, και εδώ, θεωρείται ελεύθερη. «Όπου η ηθική θρησκεία εννοείται ως «φυσική θρησκεία», δηλαδή ανεξάρτητη από την αποκάλυψη, εκεί η εντολή της αγάπης ερμηνεύεται ως νόμος άγραφος ή ως νόμος φύσει γραμμένος μέσα στην συνείδηση του ανθρώπου»167. Σε παλαιότερες εποχές, την μεταφυσική ανάγκη του ανθρώπου πλήρωνε η θρησκεία ως η αποκαλυπτική αρχή, από όπου φωτίζεται ως όλον ο κόσμος και ο άνθρωπος. Στην εποχή μας, η μεταφυσική αγωνία συνεχίζει να υπάρχει και μαζί της η μεταφυσική ανάγκη για μια κοσμοθεωρία, η οποία όμως να εκπηγάζει από τις κατακτήσεις του δικού του πνεύματος, και όχι από την αποκάλυψη που δεν ικανοποιεί πλέον την θεωρητική του ανάγκη. Ζητεί λοιπόν ο άνθρωπος να συνθέσει μια εικόνα του σύμπαντος λογική, στρέφοντας όμως, σχεδόν αποκλειστικά, το βλέμμα του προς τα έξω, όπου είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται αιτιοκρατικά και όχι τελεολογικά. Η ανθρώπινη συνείδηση δηλαδή – τουλάχιστον αυτή – μένει πάλι απ’ έξω. Τα ερωτήματα που τίθενται εδώ είναι: σε ποια μεταφυσική θα ριζώσουν ηθική και αλήθεια; Μπορεί να πιστεύει κάποιος στον Θεό και να είναι ελεύθερος; Αν εξοβελιστεί η θρησκεία, πού επενδύονται τα συναισθήματα που ονομάζουμε ιερά και είναι πάντοτε παρόντα, ασχέτως αν τα αναγνωρίζουμε ως τέτοια ή όχι; Σε τι είδους σύμβολα; Είναι τελικώς η θρησκεία τροχοπέδη ή κινητήριος δύναμη για τον άνθρωπο; Προδήλως η προτροπή του συμβούλου για μεγαλύτερη ενασχόληση με τα αφορώντα στο Θείον, προσιδιάζει σε εκείνα τα άτομα που είναι «όλκιμα». Συμβαίνει δηλαδή ό,τι ακριβώς και με τις εξαρτήσεις από «ουσίες», που όσο και αν τις δοκιμάσουν κάποιοι, είναι ολίγοι μόνον εκείνοι που θα κολλήσουν. Από τις πιο ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές πνευματικά συνεδρίες οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως είναι εκείνες των αυτοαποκαλούμενων αθέων. Η θέση του φιλοσοφικού συμβούλου οφείλει να είναι πάντα σεβαστική των απόψεων, να τείνει όμως διακριτικά να καθοδηγεί τον άθεο με εισαγωγικά ή άνευ, στην εξής φιλοσοφική άποψη: τι άραγε πιστεύει αυτός που δηλώνει άθεος; Με άλλα λόγια, τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει; 167
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Δ’, σελ. 44.
150
Σύνοψη Ογδόου Κεφαλαίου Προφέρουμε την λέξη θεός σαν να είναι κάτι γνωστό, ενώ, εξ’ ορισμού είναι κάτι άρρητο και άγνωστο. Γνωστό γίνεται μόνον μέσα από ένα βίωμα, το οποίο δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μέσω συμβόλων. Αυτός είναι και ο λόγος που μπορούμε να μιλάμε γύρω από την θρησκεία και όχι για αυτήν καθαυτή, με τον ίδιο τρόπο που μπορούμε να μιλήσουμε γύρω από ένα έργο τέχνης, αλλά όχι για την ουσία του. Δεν είναι τυχαίο το ότι θρησκεία και τέχνη τις βρίσκουμε είτε σφιχταγκαλιασμένες είτε άσπονδες εχθρές. Και οι δύο διεκδικούν αξίωση απολύτου. Ποια είναι η αποστολή του φιλοσοφικού συμβούλου εδώ; Να διαχωρίσει την πίστη από την γνώση, να βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να συνειδητοποιήσει πότε πιστεύει ότι γνωρίζει και πότε πιστεύει. Την δε πίστη, που δεν μπορεί να λείπει από τον άνθρωπο σε όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, να την αξιοποιήσει δημιουργικά. Σκοπός όλων των θρησκειών δεν είναι άλλος από την ηθική τελείωση του ανθρώπου. Εδώ βρίσκει ο φιλοσοφικός σύμβουλος το κοινό πεδίο μεταξύ ποικίλων πεποιθήσεων, και αναλόγως κάνει χρήση της θρησκευτικής μεταφοράς και του φιλοσοφικού μέρους των ιερών κειμένων.
151
9. ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ, ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΩΣ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΟ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΙΤΗΜΑ Περί της διττής φύσεως του ανθρώπου – Η ανακήρυξη του ανθρώπου ως υπευθύνου όντος – Ο άνθρωπος είναι ένα βαθύτατα πνευματικό ον – Άνθρωπος, πολιτισμός, παράδοση, προκατασκευασμένες αντιλήψεις και κριτική σκέψη – Είναι στη φύση του ανθρώπου να εκφράζεται με πολλούς και διάφορους τρόπους – Κοινοί τόποι και διαφορές τέχνης, θρησκείας, επιστήμης – Περί γνήσιας και ψυχοφθόρας ψυχαγωγίας – Το συναίσθημα της μοναξιάς ως μορφής πλήξης – Το χάσμα μεταξύ συνείδησης και βουβότητας του κόσμου – Η αμφισβήτηση των θεμελιωδών εννοιών μας στη σύγχρονη εποχή – Η ανάγκη για σεβασμό προς την απόλυτη αξία του ανθρώπου – Τι σημαίνει επάγγελμα και η σημασία επιλογής του σωστού επαγγέλματος – Πλεονεκτήματα και κίνδυνοι στην ευκολία αλλαγής της επαγγελματικής πορείας του ατόμου – Βασικά χρέη του κράτους απέναντι στον εργαζόμενο – Η αγάπη, το παράδειγμα και η σωστή κατανόηση της έννοιας της ελευθερίας, ως πυλώνων της σωστής διαπαιδαγώγησης – Πώς γίνεται η μετάδοση της γνώσης αποτελεσματικότερη i) Περί της εννοίας του ανθρώπου Ο άνθρωπος ορίζεται, συνήθως, ως ένα «ον, που ανήκει στην ανώτατη ομάδα των πρωτευόντων θηλαστικών και που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο»168. Ήδη όμως μέσα σε αυτό τον ορισμό μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) τόσο η όρθια στάση όσο και η ικανότητα της ομιλίας δεν είναι «φυσικά» στον άνθρωπο, αλλά προϋποθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο πολιτισμού, ένα κοινωνικό περιβάλλον. Τίθεται, λοιπόν, εδώ το ερώτημα: σε τι ακριβώς διαφέρει μια κοινωνία ανθρώπων από μια οποιαδήποτε αγέλη; β) τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο λογική ή νοημοσύνη; γ) Ο έναρθρος λόγος είναι ο κύριος τρόπος επικοινωνίας μας, δυνατότητα όμως επικοινωνίας έχουν και τα ζώα. Μόνον ως προς την μορφή διαφέρουν οι τρόποι επικοινωνίας ανθρώπων και ζώων;
168
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
152
Η φιλοσοφία από πολύ νωρίς αναρωτήθηκε τι είναι άνθρωπος, ποια η ουσία του ανθρώπου. Ποιο είναι το σταθερό γνώρισμα, ποια η αναγκαία συνθήκη για το σχηματισμό της έννοιας «άνθρωπος»; Ποια είναι η φύση του; Είναι ο άνθρωπος φύσει καλός ή κακός; Και τέλος, όταν ζητούμε την ουσία του ανθρώπου, ζητούμε μια πραγματικότητα ή ένα ιδανικό; Ή, διαφορετικά διατυπωμένο το ερώτημα τούτο, όπως το θέτει ο Jaspers: «Αν ο άνθρωπος κατά βάσιν εξαντλείται από την γνώση που έχουμε γι’ αυτόν ή αν είναι ελευθερία η οποία διαφεύγει από κάθε εξαντικειμενισμένη γνώση»169. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο άνθρωπος είναι και αυτός ένα όν βιολογικό ανάμεσα στα υπόλοιπα όντα και μοιράζεται με αυτά τις ίδιες φυσικές ανάγκες. Ως φύση ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών επιστημών που, όντως, μας δίνουν μιαν αντικειμενική γνώση γι’ αυτόν. Αν δει όμως τον εαυτό του ως κάτι που δεν είναι παράγωγο ούτε της φύσης ούτε της ιστορίας, αλλά υπερβαίνει και τα δυο, τότε «ο άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από αυτό που μπορεί να γνωρίζει για τον εαυτό του»170. Εμείς θα θέσουμε το ερώτημα ως εξής: Πρέπει να αναγνωρίσουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στον άνθρωπο, κάποιες ανάγκες που αφορούν αποκλειστικά αυτόν και τις οποίες, αν δεν ικανοποιήσει, αισθάνεται τη ζωή σαν ένα ασήκωτο και ανεπιθύμητο βάρος; Μπορούμε συνοπτικά να πούμε τα εξής: Ως ανθρώπινα όντα, ζούμε αναπόδραστα σε έναν κόσμο σημασιών. «Ακόμη και στην προέλευσή της η αντίληψή μας προσδιορίζεται από τους ανθρώπινους σκοπούς μας. "Ξύλο" σημαίνει "ξύλο σε σχέση με την ανθρωπότητα" και "πέτρα" σημαίνει "πέτρα σαν παράγοντας στην ανθρώπινη ζωή". Αν ένας άνθρωπος προσπαθούσε να αποφύγει τις σημασίες και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τα γεγονότα, θα ήταν πολύ άτυχος: θα απομονωνόταν από τους άλλους και οι πράξεις του θα ήταν άχρηστες και για τον ίδιο και για οποιονδήποτε άλλον. Με δυο λόγια, θα ήταν χωρίς σημασία. Αλλά κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να αποφύγει τις σημασίες»171. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που όχι μόνο υπάρχει αλλά και γνωρίζει ότι υπάρχει και έχει επίγνωση του επικειμένου θανάτου του και δι’ αυτού, της «ανυπαρξίας». Η αυτογνωσία που έχει του δίνει την δυνατότητα να θέσει το ερώτημα τι νόημα έχει η ζωή 169
K. Jaspers, 1983, σελ. 253. K. Jaspers, 1983, σελ. 253. 171 Α. Adler, 1984, σελ. 1. 170
153
του. Είτε καταφατική είτε αρνητική είναι η απάντηση που δίνει στο ερώτημα αυτό, ό,τι έχει σημασία εδώ είναι ότι με το ερώτημα αυτό προχωρεί πέρα από την απλή φυσική πραγματικότητα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που μπορεί να συλλάβει την έννοια της πραγματικότητος. Η έννοια αυτή είναι η πιο θεμελιώδης της ανθρώπινης σκέψης, χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε ανθρώπινη σκέψη172. Ποια είναι η φύση του ανθρώπου; Τι μπορεί να θεωρηθεί φυσικό για τον άνθρωπο; Από την αρχή της φιλοσοφικής σκέψης, η έννοια της φύσης αντιτίθεται στην έννοια του πολιτισμού. Φύσις ορίστηκε ως ό,τι φύεται αφ’ εαυτού, χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου. Αργότερα, ο Καντ όρισε την φύση ως «την ύπαρξη των πραγμάτων εφόσον αυτή προσδιορίζεται από γενικούς νόμους». Τι σημαίνει αυτός ο ορισμός; Σημαίνει ότι φύση είναι ό,τι έχει αναγκαιότητα, ό,τι υπακούει υποχρεωτικά στους αιτιοκρατικούς νόμους. Το δε ‘εφόσον’ σημαίνει, εκτός άλλων, ότι η φύση είναι τμήμα μόνο της πραγματικότητας. Στον φυσικό κόσμο δεν υπάρχουν επιλογές. Ένα αντικείμενο, δηλαδή, κοντά στην επιφάνεια της γης θα πέσει, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητος, είτε το θέλουμε είτε όχι. Ένα ζώο θα κινηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες του, μένοντας δεμένο στην τροχιά που του έχει προδιαγράψει η φύση. Εκεί που υπάρχουν επιλογές, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για φύση, καθώς κινούμαστε πλέον έξω από τα πλαίσια της αιτιοκρατίας. Όπου υπάρχουν επιλογές υπάρχει ελευθερία, και αυτό συμβαίνει μόνον όπου υπάρχει συνείδηση, δηλαδή μόνο στον άνθρωπο. Με αυτήν την έννοια, ελάχιστα είναι εκείνα που μπορούν να θεωρηθούν φυσικά στον άνθρωπο πέρα από την γέννηση, τον θάνατο και το γεγονός ότι πρέπει να συντηρεί το σώμα του, όπως όλα τα υπόλοιπα έμβια όντα. Ακόμη και η όρθια στάση και η ομιλία, που θεωρούνται δεδομένα και χαρακτηριστικά ίδια του ανθρώπου, είναι στον άνθρωπο επίκτητα και κατακτούνται μετά την έξοδο από την μήτρα. Φυσικές, δηλαδή προϋπάρχουσες, μπορούν να θεωρηθούν και ορισμένες κλίσεις ή διαθέσεις και καταβολές του ατομικού χαρακτήρος ή του πνεύματος. Μιλάμε εδώ, δηλαδή, για εγγενείς δυνατότητες, που και
172
Σ.τ.Σ: Μπορούμε, για παράδειγμα, να εκπαιδεύσουμε τον σκύλο μας να μας φέρνει διάφορα αντικείμενα, δεν μπορούμε όμως να τον διδάξουμε τι είναι πραγματικό και τι είναι φανταστικό. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορούμε να τον διδάξουμε και τη διαφορά πραγματικότητας και δυνατότητας. Η διάκριση αυτή, υπογραμμίζεται από τον Καντ στην Κριτική του Κριτικού Λόγου, όταν θέτει το ερώτημα: ποιο είναι το γενικό κριτήριο που χαρακτηρίζει τη θεμελιώδη δομή της ανθρώπινης νόησης, ώστε να διακριθεί από τους άλλους δυνατούς τρόπους γνώσης.
154
αυτές όμως δεν σημαίνουν τίποτε και είναι σαν να μην υπάρχουν, αν δεν καλλιεργηθούν μέσα στο πλαίσιο του πολιτισμού. Ώστε, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου είναι ακριβώς η αρχική του αμορφία, ότι δηλαδή, αντίθετα με τα ζώα, έρχεται στον κόσμο ανέτοιμος, και ο φυσικός προικισμός του έχει μέσα του ένα κενό, το οποίο καλείται κατά τη διάρκεια της ζωής του να πληρώσει μέσα στα πλαίσια της παράδοσης, του πολιτισμού, με την δημιουργικότητά του. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν γεννιέται άνθρωπος αλλά γίνεται άνθρωπος. Και φυσική μπορούμε να θεωρήσουμε μόνο την δυνατότητα173 που φέρει μέσα του να εξελιχθεί σε προσωπικότητα. Είναι, βεβαίως, και ο άνθρωπος και ο πολιτισμός άρρηκτα δεμένοι με την φύση. Αλλά όσο κι αν είμαστε άρρηκτα δεμένοι με την φύση, το ίδιο συνυφασμένοι είμαστε με το δημιούργημα που λέγεται πολιτισμός. Γιατί στο ανθρώπινο είδος ακόμη και η ικανοποίηση των στοιχειωδεστέρων αναγκών του πραγματοποιείται σύμφωνα με μία ρύθμιση που δεν είναι αυτόματη, αλλά είναι επίτευγμα του πολιτισμού του. Οι ρυθμίσεις αυτές, ακόμη και στους πιο πρωτόγονους πολιτισμούς, στηρίζονται στην ικανότητα επικοινωνίας με τον λόγο, τον νόμο και την παραδεδομένη συνήθεια174. Η παράδοση διαφέρει από την κληρονομικότητα, διότι είναι ρευστή. Όσο κι αν οι άνθρωποι νομίζουν ότι μένουν πιστοί στις παραδόσεις, η αλήθεια είναι ότι από γενιά σε γενιά επέρχονται μικροαλλαγές. Δυο σημαντικοί λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι: πρώτον, αυτό που ονομάζουμε παράδοση είναι κάτι πολυσήμαντο, που επιδέχεται αλλά και χρήζει ερμηνείας, και δεύτερον, ότι το άτομο υποχρεούται να πρωτοτυπήσει σε ένα βαθμό για να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις της ζωής, που είναι πάντα απρόβλεπτη. Υπάρχει όμως και άλλος ένας ουσιαστικότατος λόγος, που τίποτα στο ρου της ιστορίας δεν μένει σταθερό: η ίδια η λειτουργία της γλώσσας. Ο άνθρωπος μαθαίνει να μιλά, όχι απομνημονεύοντας τυποποιημένες φράσεις, αλλά συνθέτοντας πολλαπλώς μονάδες εννοιών175, τις λέξεις. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι καμία γλώσσα δεν συνιστά κάτι το πεπε173
Το σώμα άλλοτε εξυπηρετεί τη διάνοια, άλλοτε όχι. «…όταν έλεγες ότι ένας ήταν από φυσικού του ικανός για κάτι και ένας άλλος δεν είναι, δεν εννοούσες με αυτό πως εκείνος μαθαίνει εύκολα, ενώ ο άλλος δύσκολα αυτό το κάτι; Και πως ο πρώτος από το λίγο που μάθει, θα μπορούσε να βρει και άλλα πολλά παραπέρα απ’ όσα πρωτόμαθε, ενώ ο άλλος μ’ όλη του τη μεγάλη μάθηση και επιμέλεια δεν θα μπορούσε ούτε όσα έμαθε να συγκρατήσει, κι ακόμα πως του ενός και οι σωματικές του ικανότητες θα εξυπηρετούσαν αρκετά τη διάνοιά του, ενώ του άλλου θα τις έφερναν κι αυτές εμπόδιο; Άλλα άραγε ή αυτά είναι που όριζες πως ξεχωρίζουν τον από τη φύση γεννημένο για ό,τι είναι εκείνο, από τον άλλο που δεν είναι τέτοιος; Ο Πλάτων εδώ ορίζει την «φύσιν» του ανθρώπου ως δυνατότητα μάθησης και δημιουργίας. Πλάτων, Πολιτεία, 455B-455C. 174 Ιδέ και κεφ. Έξεις παρόντος. 175 «Η έννοια δεν είναι απλή σκιά του αισθητού αντικειμένου, αλλά αποτελεί λογικό όργανο, που έχει ρυθμιστική δύναμη για όλη την πραγματικότητα». I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Α’ σελ. 217.
155
ρασμένο, αλλά διαρκώς εξελίσσεται μέσα στην απεριόριστη δύναμη της σύνθεσης των μονάδων – λέξεων, με βάση βέβαια πάντα την ενδιάθετη γραμματική – συντακτικό κατά Chomsky. Μαζί με τη γλώσσα αλλάζει και εξελίσσεται και η σκέψη. Οι αρχικοί όροι της επαφής του ανθρώπου με την πραγματικότητα είναι ανταγωνιστικοί. Ο άνθρωπος αρχίζει να συνειδητοποιεί την διαφορά του από τον κόσμο με την απλή επιθυμία, ενώ με την ικανοποίηση της επιθυμίας συνειδητοποιεί την σχέση του. Το προϊόν της σχέσης αυτής και μόνιμος συνοδός της είναι η ηδονή, την οποία ο άνθρωπος ως αυτοσυνείδητο ον την μεταβάλλει με την πρόοδο του πολιτισμού σε αξία, σε αγαθό. Το ζώο δεν κυνηγά την ηδονή αλλά την ικανοποίηση των αναγκών του. Την ηδονή σε αξία την έχει μεταβάλλει μόνον ο άνθρωπος. Ώστε το αρχικό πλαίσιο όπου κινείται η ζωή του ανθρώπου είναι το ευχάριστο και το δυσάρεστο, η χαρά και η λύπη. Αυτό όμως είναι η απλή χαραυγή της αυτοσυνειδησίας, γιατί ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτό του και είναι σε θέση να χωρίσει με σαφήνεια το πράγμα από την επιθυμία του μόνον αφού έχει αγωνισθεί για την γνώση και έχει επεξεργαστεί με το νου του για χρόνο πολύ το αντικείμενο. Μόνον αφού ένας λαός έχει δημιουργήσει τέχνη, θρησκεία, επιστήμη, πολιτεία, οικονομία και τεχνική αρχίζει να αποκτά ταυτότητα, να συνειδητοποιεί ποιος είναι. Με τα έργα αυτά ο άνθρωπος χωρίζεται από τη φύση, σπάζει την ασύνειδη ισορροπία που είχε ως τότε με τα γύρω του και έρχεται στον εαυτό του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνο να είναι ελεύθερος από κάτι, αλλά πρέπει να είναι ελεύθερος και για κάτι, να θέτει κάποιο σκοπό. Η ελευθερία δεν πρέπει να νοείται ως αποδέσμευση από τα πάντα, γιατί τότε καταλήγει στη φυγομαχία, την αδιαφορία, τον μαρασμό. Η ελευθερία είναι πάντοτε πρακτική. Πριν αγωνισθεί για την ελευθερία του ο άνθρωπος, ζει ως «πλάσμα του απωλεσθέντος παραδείσου», δηλαδή ως πλάσμα έξω–ηθικό, πέραν του καλού και του κακού. Το ζώο είναι φύση, πέρα δηλαδή από την έννοια του καλού και του κακού. Καλός ή κακός μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος. Το ζώο δεν κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του, ενώ ο άνθρωπος είναι και στην κακία του τόσο εφευρετικός ώστε μπορεί να γίνει χειρότερος και από τα κτήνη. Ο κόσμος του ανθρώπου είναι, λοιπόν, ο κόσμος του πολιτισμού, ασχέτως αν προϋποθέτει την φύση.
156
Ο άνθρωπος πρέπει να νοηθεί ως ον κοινωνικό και δημιούργημα του πολιτισμού του176, γιατί χωρίς αυτόν δε θα μπορούσε να γίνει άνθρωπος, και ως ον ατομικό όταν γίνεται ο ίδιος δημιουργός πολιτισμού. Το ζώο ταυτίζεται με το γένος του, γι’ αυτό και τα ζώα μπορούν να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο, ενώ ο άνθρωπος είναι άτομο συγκεκριμένο και μπορεί να ταυτιστεί με το γένος του μόνο εν μέρει. Η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι ελάχιστα νέα πράγματα έχει να προσθέσει το άτομο στον πολιτισμό κατά τη διάρκεια της συνειδητής του ζωής. Και ότι για να πρωτοτυπήσει πρέπει να έχει συνείδηση της ατομικής του συνέχειας. Πρέπει πρώτα να αφομοιώσει το αντικειμενικό πνεύμα της εποχής του, είτε για το χώρο της επιστήμης πρόκειται είτε της θρησκείας, της πολιτικής, της ηθικής ή της τέχνης. Πρέπει, επομένως, να δεχτούμε ότι η ουσία του ανθρώπου δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στην βιολογική σφαίρα του ενστίκτου, των ορμών και της ικανοποίησης της ανάγκης, διότι το πνεύμα του τoν ωθεί να οραματίζεται και να πράττει πέρα από τις βιολογικές του ανάγκες και πέρα από την τυραννία του δεδομένου. Ο άνθρωπος με τις πράξεις του προχωρεί πέρα από την πραγματικότητα των φυσικών νόμων και δημιουργεί έναν κόσμο αξιών. Ένα βαθύ χάσμα χωρίζει την πραγματικότητα και την ζωή, ως απλή βιολογική ενέργεια, από τον κόσμο των αξιών, διότι η πραγματικότης και η ζωή είναι απλή φύσις, υπάρχουν αφ’ εαυτών, ενώ ό,τι ονομάζουμε αξία, επιστήμη, αλήθεια, πράξη, ελευθερία προϋποθέτουν αγώνα. Χωρίς αυτά όμως, χωρίς την πραγμάτωση της συνείδησης και του πνεύματός του, η έννοια του ανθρώπου είναι ελλιπής, στην ουσία δεν υπάρχει άνθρωπος. Ο άνθρωπος είναι στην ουσία του ένα βαθύτατα πνευματικό ον. Δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τις αιτιοκρατικές μεθόδους που ερμηνεύεται η φυσική πραγματικότητα, γιατί στην ουσία του πνεύματός του υπάρχει η δυνατότητα της ελευθερίας και της δημιουργικότητας, άρα της αλλαγής από εσωτερικά αίτια177. Ώστε όταν μιλάμε για τη φύση του ανθρώπου, αναρωτιόμαστε στην ουσία για την φύση του πνεύματός του. Γι’ αυτό και το πρόβλημα της γένεσης του ανθρώπου είναι συνυφασμένο με το πρόβλημα της αρχής του πνεύματός του, που σημαίνει με το πρόβλημα της γένεσης της φαντασίας και της ικανότητάς του να υπερβαίνει τη σφαίρα των βιολογικών του αναγκών. Γι’ αυτό το πρόβλημα της γέννησης του αν176
Στην κινηματογραφική ταινία Ο Άρχοντας των μυγών, μια ομάδα νεαρών Άγγλων μαθητών μετατρέπεται – χωρίς την επίβλεψη των ενηλίκων και την πειθαρχία, την αγάπη και την κοινωνική δομή – σε φυλή δολοφονικών βαρβάρων. 177 Ιδέ και σελ. 80 – 81 παρόντος.
157
θρώπου δεν μπορεί να είναι μόνο ζωολογικό πρόβλημα. Για να φτάσουμε στην έννοια του ανθρώπου πρέπει να ενωθούν όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στον άνθρωπο, αλλά κι ο άνθρωπος πρέπει να συνθέτει όλες τις δυνάμεις που έχει μέσα του για να είναι ολοκληρωμένος. Το να χωρίσουμε τον άνθρωπο σε μια ζωική πρώτη ύλη και σ’ ένα πνεύμα που εμφανίζεται ως από θαύμα όταν η πρώτη αυτή ύλη έχει εξελιχθεί επαρκώς, είναι δογματικό, κι έχουμε δει πολλές φορές μέσα στην ιστορία τα ολέθρια αποτελέσματα ενός τέτοιου φανατικού χωρισμού. Γιατί όταν παραμελεί το σώμα του μένει ανάπηρος, μισός άνθρωπος, ενώ όταν παραμελεί το πνεύμα του γίνεται βάναυσος και άμουσος. Η ουσία του ανθρώπου είναι ότι ο ίδιος διαμορφώνει τον εαυτό του. Τούτο σημαίνει πως ό,τι είναι και ό,τι μπορεί να γίνει το κάνει ο ίδιος. «Με τη δύναμη της βούλησης ο άνθρωπος αλλάζει τον εαυτό του, με τη δύναμη της αγάπης αλλάζει τους άλλους, με τη δύναμη της σκέψης αλλάζει τον κόσμο», γράφει ο Κομφούκιος. Ο Bergson γράφει για μια création de soi par soi, για αυτοδημιουργία του ανθρώπου. Ο Nietsze πάλι γράφει ότι ο άνθρωπος είναι το ζώο που δεν είναι ακόμη καθορισμένο. Ο άνθρωπος, λέγει ο Ortega y Gasset, είναι με διπλό τρόπο causa sui, πρώτον δημιουργεί τον εαυτό του και δεύτερον καθορίζει και πώς θέλει να δημιουργήσει τον εαυτό του. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ελέγχει απολύτως τη ζωή του ή την ιστορία του, γιατί συχνά πράττει σύμφωνα με τα συναισθήματά του, παρορμητικά, αλλά και γιατί η πραγμάτωση μιας ιδέας διαφέρει πάντοτε από την σύλληψη. Όπως και να έχει, πάντοτε έχει τη δυνατότητα να διαλέξει, όπως είπε ο Πλάτων, το παράδειγμα του βίου του. Είναι ο άνθρωπος φύσει καλός ή φύσει κακός; Πολλές και διαφορετικές απαντήσεις δόθηκαν σε αυτό το θέμα. Ο Πλάτων πίστευε ότι έχει μέσα του την ανάμνηση του καλού και δεν χρειάζεται παρά να του το θυμίσουμε. Σύμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο, ο άνθρωπος είναι φύσει κακός και αν αφεθεί ελεύθερος βυθίζεται στην αμαρτία. Ο Πελάγιος πάλι δεχόταν ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του μια nobilitas ingenita, με την οποία μπορεί να βρει τον δρόμο προς τη σωτηρία. Σύμφωνα με τον Καντ είναι «ξύλο στραβό» γιατί μέσα του είναι ριζωμένη η τάση να απομακρύνεται από τον ηθικό νόμο. Κατά τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, ο άνθρωπος θεωρήθηκε φύσει καλός, ιδιαίτερα από τους βρετανούς ηθολόγους. Το ίδιο πρέσβευε και ο Jean Jacques Rousseau (1712 – 1778), ο οποίος υποστήριζε στην Διατριβή περί ανισότητος ότι «ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και μόνον οι διάφοροι θεσμοί τον καθιστούν κακό». Ο Nietzsche έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι φύσει υγιής, αλλά τον αρρώ158
στησε ο χριστιανισμός. Κατά τον δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο αιώνα, η θεωρία της προόδου και της τελειοποιήσεως του ανθρώπου, που ήταν και η επικρατέστερη, έφτασε σε μια σύνθεση των δυο αυτών αντίθετων πεποιθήσεων. Διατύπωσε δηλαδή την θεωρία ότι ο άνθρωπος είναι φύσει κακός αν αφεθεί στον εαυτό του, αλλά ταυτόχρονα και φύσει καλός, έχει δηλαδή μέσα του την δυνατότητα να γίνει από μόνος του καλύτερος. Δεν μπορεί όμως, λέει η αντίληψη αυτή, να είναι συγχρόνως και τα δυο. Τι κοινό έχουν όλες αυτές οι θεωρίες; Αυτό το οποίο είναι κοινό σε όλες αυτές τις θεωρίες είναι ότι πάντοτε τίθεται ένα «πρέπει», αναγνωρίζεται ή προϋποτίθεται η δυνατότητα του ανθρώπου να φανταστεί έναν κόσμο πιθανό πέραν του δεδομένου, να ζει δηλαδή με ιδανικά. Ο άνθρωπος, ωστόσο, φαίνεται ότι αργά στην ιστορία του συνειδητοποίησε ότι είναι ο ίδιος δημιουργός του εαυτού του. Η ικανότητά του, για παράδειγμα, να μιλά και να χρησιμοποιεί εργαλεία, το άναμμα της φωτιάς, η καλλιέργεια της γης, θεωρήθηκαν δώρα των θεών ή κάποιου μυθικού ήρωα. Μύθοι ανάλογοι υπήρξαν και υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Από τις πρωιμότερες μυθολογικές κατασκευές βρίσκουμε μία πρωτόγονη ανθρωπολογία να συνοδεύει πάντοτε την πρωτόγονη κοσμολογία που διατυπώνει: το ζήτημα της προέλευσης του ανθρώπου είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένο με το ζήτημα της προέλευσης του κόσμου και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει ο άνθρωπος για το ποιος είναι και ποιος είναι ο προορισμός του. Φαίνεται ότι από την πυγμαία εποχή της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος δεν κατόρθωνε ν’ αντιμετωπίσει τα μικρά της ζωής αν δεν έλυνε πρώτα τα μεγάλα, να κατανοήσει τα επίγεια χωρίς να κατανοήσει τα επουράνια. Η θρησκεία δεν καταστρέφει τις πρώτες αυτές ψυχολογικές εξηγήσεις, αντιθέτως, διαφυλάσσει την μυθολογική κοσμολογία και ανθρωπολογία, δίνοντας τους νέα μορφή και μεγαλύτερο βάθος. Η αυτογνωσία από δω και μπρος δεν νοείται σαν καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον, αν και είναι αμφίβολο το ότι υπήρξε ποτέ τέτοιο. Οι μεγάλοι θρησκευτικοί στοχαστές ήσαν οι πρώτοι που εμφύτευσαν την αυτογνωσία ως ηθική απαίτηση και την ανακήρυξαν θεμελιώδη υποχρέωση του ανθρώπου. «Το γνώθι σεαυτόν» σε όλες τις ανώτερες μορφές θρησκευτικής ζωής θεωρείται έσχατος ηθικός και θρησκευτικός νόμος. Με την κατηγορική αυτή προσταγή, το φυσικό ένστικτο για γνώση, που αρχικά δεν πρέπει να ήταν παρά ένα είδος ψυχοδιανοητικής προσαρμογής στο άμεσο περιβάλλον, ξαφνικά αναστρέφεται, αλλάζοντας όλες τις ανθρώπινες αξίες. 159
Η ιστορία της φιλοσοφίας χαρακτηρίζεται από βαθιές, δραματικές συγκρούσεις και όχι από την επική συνέχεια, την γραμμική πρόοδο, το ομαλό πέρασμα από την μία σχολή σκέψης στην άλλη. Πάνω όμως από τις έριδες μεταξύ των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών, υψώνεται πάντοτε ένας κοινός, αμετάβλητος σκοπός: η αυτογνωσία. Ήδη από την εποχή των προσωκρατικών, «φυσικών» φιλοσόφων, αρχίζει να σχηματίζεται η πεποίθηση ότι αν ο άνθρωπος επιθυμεί να γνωρίσει τον κόσμο, πρέπει πρώτα να γνωρίσει τον εαυτό του178. Εκείνος που στερέωσε την πεποίθηση αυτή ήταν ο Σωκράτης, ο οποίος επικεντρώνεται πλέον σ’ ένα ζήτημα μόνο: τι είναι ο άνθρωπος; Είναι δε πεπεισμένος ότι μόνον επικοινωνώντας άμεσα με τον ίδιο τον άνθρωπο θα κατορθώσει να διεισδύσει στον χαρακτήρα του και να δώσει απάντηση στο μεγάλο ερώτημα179. Όμως, αν και αναλύει διεξοδικά τις επιμέρους ανθρώπινες ιδιότητες και αρετές προκειμένου να καθορίσει την υφή τους, ποτέ δεν αποτολμά να δώσει ένα ορισμό του ανθρώπου. Να υποθέσουμε ότι είναι εσκεμμένη αυτή η παράληψη, η έμμεση προσέγγιση, η οποία μόνο επιφανειακά αγγίζει το πρόβλημα χωρίς να φτάσει στο πυρήνα του; Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδρος, όταν ο Σωκράτης θαυμάζει και χαίρεται το τοπίο έξω από την πύλη της πόλης, ο Φαίδρος που τον συνοδεύει απορεί που ο Σωκράτης συμπεριφέρεται σαν ξένος και τον διακόπτει, ρωτώντας τον αν είχε ξαναβγεί από την πόλη. Ο Σωκράτης απαντά συμβολικά: «είμαι εραστής της γνώσης», λέει στον Φαίδρο, «και οι άνθρωποι που κατοικούν στην πόλη είναι οι δάσκαλοι μου, όχι τα δέντρα ή η εξοχή». Η αρνητική απάντηση του Σωκράτη ρίχνει καινούργιο και απροσδόκητο φως στο ζήτημα και μας δίνει την θετική διόραση της σωκρατικής αντίληψης για τον άνθρωπο: δεν μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε την φύση του ανθρώπου με τον ίδιο τρόπο που ερευνούμε την φύση των υλικών πραγμάτων. Τα φυσικά φαινόμενα μπορούν να χαρακτηριστούν με κριτήριο τις αντικειμενικές τους ιδιότητες, όμως ο άνθρωπος μπορεί να χαρακτηριστεί και να οριστεί μονάχα με κριτήριο την συνείδηση του. Τούτο το γεγονός θέτει ένα πρόβλημα ολότελα καινούργιο, που δεν μπορεί να λυθεί με τους συνηθισμένους μας τρόπους έρευνας. Η εμπειρική παρατήρηση και η λογική ανάλυση, με την έννοια που χρησιμοποιούνταν οι όροι αυτοί στην 178
Βλ. Δημόκριτος, απόσπ. 3 και 191, όπου η ευδαιμονία του ανθρώπου συνδέεται με την καλλιέργεια της ψυχής και η διερεύνηση της καταστάσεως της ψυχής οδηγεί στην διερεύνηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. H. Diels – W. Kranz, 2004. 179 Για το θέμα της αυτογνωσίας βλ. Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους – Κρίτων.
160
προσωκρατική φιλοσοφία, αποδείχτηκαν εδώ ατελέσφοροι κι ανεπαρκείς, γιατί μονάχα στην άμεση επικοινωνία μας με ανθρώπινα όντα διαβλέπουμε τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Το διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας του Σωκράτη δεν είναι κάποιο καινούργιο αντικειμενικό περιεχόμενο, αλλά μία ολότελα νέα λειτουργία της σκέψης. Ενώ μέχρι τότε η φιλοσοφία είχε νοηθεί σαν νοητικός μονόλογος που, αφού βρει την αλήθεια, απλώς την ανακοινώνει έτοιμη στους άλλους, τώρα, η φιλοσοφική σκέψη μεταμορφώνεται σε διάλογο. Μόνο με την διαλογική ή διαλεκτική σκέψη μπορούμε να προσεγγίσουμε την γνώση της ανθρώπινης φύσης, και η αλήθεια πρέπει να κατανοηθεί ως καρπός της διαλεκτικής σκέψης και της κοινωνικής πράξης. Δύο άνθρωποι που συνομιλούν είναι αξιότεροι από δύο που μονολογούν, αυτή είναι η ανεκτίμητη κληρονομιά με την οποία μας προίκισε ο Σωκράτης. Στο ερώτημα λοιπόν «τι είναι άνθρωπος;» ο Σωκράτης δίνει μία νέα, έμμεση απάντηση: ο άνθρωπος ανακηρύσσεται πλάσμα που αναζητά αδιάκοπα τον εαυτό του, που πρέπει σε κάθε στιγμή της ζωής του να εξετάζει εμβριθώς τους όρους της ύπαρξης του. «Βίος ανεξέταστος ου βιωτός εστίν», λέει στην απολογία του ο Σωκράτης. Μπορούμε να πούμε ότι ολόκληρη η σωκρατική σκέψη συνοψίζεται στο ότι ορίζει τον άνθρωπο ως το ον, που όταν του κάνουμε μία έλλογη ερώτηση, μπορεί να δώσει μία έλλογη απάντηση. Αυτή είναι η σφαίρα τόσο της γνώσης του, όσο και της ηθικότητας του. Ο άνθρωπος με την θεμελιώδη του ικανότητα να αποκρίνεται στον εαυτό του και στους άλλους, ανακηρύσσεται «υπεύθυνο όν», ηθικό υποκείμενο. Μετά την έως τώρα ανάπτυξη, φτάνουμε στα εξής συμπεράσματα: Ο πολιτισμός του ανθρώπου υπερβαίνει το σύστημα των ενστίκτων, των αισθήσεων και των ορμών. Γι’ αυτό άλλωστε, ενώ βιολογικά δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των λαών, από λαό σε λαό και από εποχή σε εποχή, οι πολιτισμοί έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι ότι έρχεται στον κόσμο ανέτοιμος, η φύση τον παραδίδει με ένα κενό μέσα του, το οποίο μπορεί να πληρωθεί μόνο μέσα στη σφαίρα του πολιτισμού. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν γεννιέται άνθρωπος, αλλά γίνεται άνθρωπος. Έχει μέσα του μια άπειρη δυνατότητα. Το Είναι μας εξαρτάται πάντοτε από την ελεύθερη συμπεριφορά μας προς αυτό, η οποία κατ’ ουσίαν το δη161
μιουργεί. Σε όλη τη διάρκεια της συνειδητής μας ζωής έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε τον εαυτό μας. Όπως εξάλλου φωτίζεται από όσα αναπτύξαμε έως τώρα, το βάθος της ψυχής του ανθρώπου είναι απροσμέτρητο και δεν μπορεί να μετρηθεί με το μέτρο που μετράμε τα πράγματα του κόσμου. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον άνθρωπο, όπως είπε ο Νίτσε, θα ήταν «μια πρώιμη ηρεμία». Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε στην πορεία της διαμόρφωσής του και ποτέ δεν φτάνει στην απόλυτη γνώση, στην ηθική τελείωση, στην απόλυτη αυτογνωσία, στην απόλυτη ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι, όπως έλεγε ο Πλάτων, ον «ξυναμφότερον», υπάρχει, δηλαδή, μέσα του μια διάσταση υλική και μια διάσταση πνευματική. Είναι ένα ον βαθύτατα πνευματικό. Όσο υπαρκτές είναι, λοιπόν, οι ανάγκες της επιβίωσης και της αναπαραγωγής, άλλο τόσο υπαρκτή είναι και η ανάγκη της απελευθέρωσης από τα υλικά δεσμά τους. Κάθε συλλογισμός που επιχειρεί να εξηγήσει τον άνθρωπο και τα έργα του οφείλει να έχει ως αφετηρία αυτή την αλήθεια. Πάντοτε πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διττή του φύση. Γιατί, αν παραμελήσει το σώμα του, μένει ανάπηρος, μισός άνθρωπος, ενώ αν αγνοήσει τις ανάγκες του πνεύματός του, γίνεται βάναυσος και άμουσος. Την λέξη ‘άνθρωπος’ δεν πρέπει να την εννοούμε ως τον ορισμό μόνον ενός διπόδου πρωτεύοντος, αλλά και φορτισμένη με την σημασία της έννοιας ανθρωπιά. Ψυχή του πολιτισμού είναι πάντοτε ο πολιτισμός της ψυχής, και καμιά κοινωνία δεν μπορεί να λέγεται πολιτισμένη αν οι ψυχές των ανθρώπων είναι αδούλευτες. ii) Έξεις Το είδος άνθρωπος δεν είναι κάτι το σταθερό, αλλά κάτι που πλάθεται και δημιουργεί τον εαυτό του. «Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ απλή φύσις, αλλά ως φύσις ευρίσκεται πάντοτε μέσα στην ιστορία»180. Ο πολιτισμός θέτει πάντοτε στον άνθρωπο αιτήματα και χρέη, στα οποία προκειμένου να ανταποκριθεί, καλείται συνεχώς να υπερβαίνει την φύση μέσα του. Την υποχρέωση όμως αυτή την αισθάνεται συχνά ως εξαναγκασμό, γι’ αυτό αισθάνεται έχθρα προς τον πολιτισμό, του οποίου το βάρος επιθυμεί να απορρίψει και να επιστρέψει σε μια ζωή «φυσική». Το κλασσικότερο παράδειγμα αυτού του αντιδραστικού συναισθήματος, είναι ο Rousseau. Αυτό είναι το ψυχολογικό σχήμα το 180
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Β΄, σελ. 121.
162
οποίο ο Freud ονόμασε «δυσθυμία προς τον πολιτισμό». Ο άνθρωπος όμως δεν νοείται έξω από τον κύκλο πολιτισμού τον οποίο δημιούργησε και μέσα του ζει και από τον οποίο ο ίδιος δημιουργείται. Η αλήθεια είναι ότι το άτομο στο σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής του, ελάχιστα μπορεί να κατορθώσει, και μόνον συμμετέχοντας στον υπερατομικό, αντικειμενικό κόσμο που ονομάζουμε πολιτισμό και ιστορία μπορεί να ολοκληρωθεί. Συνεπώς κάθε έχθρα προς τον πολιτισμό και προς την κοινωνία δεν είναι τίποτε άλλο παρά έχθρα του ανθρώπου προς τον ίδιο τον εαυτό του. Μεταξύ πολιτισμού και ανθρώπου υπάρχει μια αλληλοεξάρτηση, μία αμοιβαιότητα. «Από την σκοπιά του πολιτισμού φαίνεται να έχει τα πρωτεία η δημιουργικότης. Η δημιουργικότης αποτελεί το θεμέλιο. Από την σκοπιά του ατόμου φαίνεται να έχει τα πρωτεία το γεγονός ότι ο άνθρωπος γίνεται ό,τι γίνεται, επειδή είναι παθητικός δέκτης του πολιτιστικού του περιβάλλοντος. Το άτομο σχηματίζεται πρώτα από τον πολιτισμό του περιβάλλοντος του, και έπειτα, εφόσον είναι δημιουργικό, σχηματίζει και το ίδιο κάτι μέσα στην σφαίρα του πολιτισμού. Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να εισέλθει σ’ ένα σύστημα ζωής που έχει τεθεί από άλλους πριν από αυτόν. Η διττή συνείδηση που συναντούμε πάντοτε μέσα στην ανθρωπότητα, ότι δηλαδή είναι συνάμα νέα και παλαιά, ότι ευρίσκεται συνάμα στην αρχή και στο τέλος της, στηρίζεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος δημιουργεί και συνάμα δημιουργείται από τον πολιτισμό, μόνον μέσα σ’ αυτόν μπορεί να σταθεί και να υπάρξει. Κατά την πρώτη μάλιστα περίοδο της ζωής μας είμαστε υποχρεωμένοι να ενταχθούμε και υποταχθούμε στο αντικειμενικό πνεύμα του πολιτισμού και να το αφομοιώσουμε»181. Προκειμένου να φέρει σε πέρας το έργο αυτό ο άνθρωπος απόκτά έξεις, συνήθειες. Διαφορετικά, για κάθε σκοπό που απαιτεί σύνθετες ενέργειες θα έπρεπε κάθε φορά να ξοδεύει τεράστιες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις. Έτσι άπειρα πράγματα στην ζωή μας τα κάνουμε μηχανικά. Με τον τρόπο αυτό έξεις διαμορφώνονται όχι μόνο σε ό,τι πράττουμε, αλλά και σε ό,τι σκεφτόμαστε, συναισθανόμαστε ή επιθυμούμε. Το τελευταίο αυτό είδος έξεων είναι και το πιο επικίνδυνο. Ο απαραίτητος για την οικονομία της ζωής αυτοματισμός182, μπο181
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Β’, σελ. 163. Κατά τον Αριστοτέλη, η αρετή είναι κόρη της συνήθειας: «Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ώ αν ο φρόνιμος ορίσειεν. Μεσότης δε δύο κακιών, της μεν καθ’ υπερβολήν της δε κατ’ ελλείψιν. και έτι τω τας μεν ελλείπειν τας δ’ υπερβάλλειν του δεόντος εν τε τοις πάθεσι και εν ταις πράξεσι, την δ’ αρετήν το μέσον και ευρίσκειν και αιρείσθαι. Διο κατά μεν την ουσιάν και τον λόγον τον το τι ην είναι λέγοντα μεσότης εστίν η αρετή, κατά δε το άριστον και το ευ ακρότης». Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια [1106Β – 1107Α]. 182
163
ρεί να γίνει ολέθριος όταν μετατρέπεται σε δύσκαμπτα σχήματα τα οποία τον φυλακίζουν. Οι έξεις στην περιοχή των ιδεών είναι ολέθριες όταν εκτοπίζουν την κρίση, γιατί θρέφουν την πρόληψη και τις αυθαίρετες αντιλήψεις για το τι είναι σωστό και τι όχι, μας απαγορεύουν με δυο λόγια να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Η αγκυλωμένη από την συνήθεια σκέψη έχει την ολέθρια τάση να θεωρεί τον κόσμο σαν κάτι σταθερό, κάτι ακίνητο. Ο άνθρωπος, όμως, δεν έχει φθάσει στο τέλος της ιστορίας, ούτε ζούμε σ’ έναν κόσμο στέρεων, αιωνίων πραγμάτων, αλλά σ’ έναν κόσμο φαινομένων, που είναι ρευστά. Αυτό σημαίνει πως ό,τι κείται, δεν κείται πάντοτε καλώς και ότι η ιστορία είναι μία πορεία προς νέες μορφές ζωής και όχι στάση σε σχήματα τα οποία έχει μετατρέψει σε αυτονόητα ή συνήθεια: το ότι κάτι σε άλλο χρόνο και τόπο είχε νόημα, αξία και χρησιμότητα δεν σημαίνει ότι ακόμη την διατηρεί από το γεγονός και μόνο ότι και σήμερα κείται. Οι αξίες μας με δύο λόγια πρέπει να υφίστανται διαρκώς τον έλεγχο της κριτικής μας σκέψης, αλλιώς τόσο τα άτομα όσο και οι λαοί πληρώνουν ακριβά τις συνέπειες της αδυναμίας τους να προσαρμοστούν στο διαρκώς μεταβαλλόμενο ιστορικό τοπίο. «Το να εφαρμόσεις την φιλοσοφία σημαίνει να οδηγείσαι σε έκπληξη από την δική σου σκέψη»183. Όσο περισσότερο οι πράξεις μας εξαρτώνται από αξίες και κρίσεις που θεωρούμε αυτονόητες, που φέρουμε ασυνείδητα μέσα μας, όσο περισσότερο η σκέψη μας εξαρτάται από σχήματα που διαφεύγουν της κριτικής μας σκέψης, τόσο λιγότερο συνειδητές είναι οι σκέψεις και οι πράξεις μας και συνεπώς ανεξάρτητες από την βούληση μας. Τα περισσότερα προβλήματα που ανακύπτουν στις ανθρώπινες σχέσεις, οφείλονται στον μικρό αυτό βαθμό συνειδητοποίησης, που συνεπάγεται αυτομάτως και αδυναμία στην επικοινωνία. Πρέπει να μάθουμε να ονομάζουμε τα πράγματα σωστά και με ποιο τρόπο εξάγονται οι σωστοί συλλογισμοί ώστε να μην αποδίδουμε αυθαίρετα προθέσεις στις πράξεις των άλλων. Ηθική μπορεί να είναι η ζωή μας και να έχει ένα υγιές πνευματικό πρόγραμμα, μόνον αν την διέπει ο ορθός λόγος. Όπως λέει ο Επίκτητος, «όταν ονομάζουμε τα πράγματα σωστά, τα καταλαβαίνουμε σωστά, χωρίς να προσθέτουμε πληροφορίες ή κρίσεις που δεν περιέχονται σ’ αυτά. Κάνει κάποιος το λουτρό του γρήγορα; Μη λες ότι αυτός λούζεται άσχημα, αλλά γρήγορα. Ονόμασε την κατάσταση όπως είναι˙ μην τη φιλτράρεις μέσα από τις κρίσεις σου»184. «Πίνει κάποιος πολύ κρασί; Μη λες ότι είναι μεθύστακας, 183 184
Μ. Lo Russo, 2003, σελ. 24. Επίκτητος, βλ. Τζ. Ξενάκης, 1989, σελ. 95.
164
αλά ότι πίνει πολύ. Αν δεν έχεις ολοκληρωμένη αντίληψη για την ζωή του, πως μπορείς να λες ότι είναι μέθυσος; Μη διακινδυνεύεις να εξαπατάσαι από τα φαινόμενα και να κατασκευάζεις θεωρίες βασισμένες σε διαστρεβλώσεις μέσω λαθεμένων ονομασιών. Δώσε τη συγκατάθεση σου μόνο στο πραγματικά αληθινό»185. Η εμμονή στις προκατασκευασμένες αντιλήψεις186 συνεπάγεται πνευματική και ψυχική αδράνεια, στην οποία δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφηνόμαστε. Πολύ συχνά η αδράνεια αυτή κρύβεται πίσω από την συμβουλή ότι «ο χρόνος θα επουλώσει τις πληγές, ο χρόνος θα λύσει το ζήτημα» και δεν έχει νόημα να αγωνιζόμαστε. Τι πράγμα όμως είναι αυτός ο χρόνος; Κάποιο ον που στέκεται πάνω από μας, ή μια σύνθεση που έχει την υφή και την ποιότητα της δικής μας συνείδησης;187 Ενίοτε, όταν οι συναισθηματικές ή άλλες επιπλοκές, δεν φτάνουν σε μεγάλο ψυχικό βάθος, μπορεί πράγματι το απλό πέρασμα του χρόνου – ό,τι και αν είναι αυτός – να επουλώσει τα τραύματα και να φέρει πάλι την γαλήνη στην ταραγμένη συνείδηση μας. Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε, και επειδή τελικώς είμαστε εμείς που δίνουμε στον παράγοντα ‘χρόνο’ το θετικό ή το αρνητικό του νόημα – ενεργώντας ή αδρανώντας – δεν μπορούμε να αναθέτουμε στο πλάσμα ‘χρόνος’ την λύση των προβλημάτων μας, γιατί αυτό είναι ένα πρόσχημα για να αποφύγουμε την ευθύνη και να δικαιολογήσουμε την απραξία μας: Το να μην πράττω είναι και αυτό μία απόφαση και μάλιστα σημαντική. iii) Περί τέχνης, θρησκείας, επιστήμης, ως οντοτήτων απαραιτήτων, συμπληρωματικών και παραπληρωματικών, πλάι στην στρεβλώς νοουμένη παντοδυναμία της γλώσσας Γενικώς, με τον όρο έκφραση εννοείται κάθε πράξη με την οποία δημοσιοποιείται ένα ψυχικό γεγονός. Η έκφραση αντιδιαστέλλεται προς την απόφανση ή την πρόταση καθ’ όσον εν αντιθέσει προς αυτές, που φέρουν πάντοτε κάποια τιμή αληθείας, η έκφραση δεν
185
Επίκτητος, βλ. Ξενάκης Τζ., 1989, σ. 95. «Το να εξασκείς τη φιλοσοφία σημαίνει να ανακινείς διαρκώς τη σκέψη. Σημαίνει να απομακρύνεσαι από την κυκλικότητα της τελευταίας, από την συναίσθηση του αδιεξόδου, ας το πούμε έτσι. Ασκούμε την φιλοσοφία σημαίνει ανακαλύπτουμε τους εαυτούς μας, έκπληκτους, από τη δική μας σκέψη. Μια διαλεκτική μέθοδος, που στην αρχή της, δεν έχει τίποτα να κάνει με φιλοσοφικά μοντέλα, ακριβώς επειδή ο σύμβουλος δεν είναι μόνο ένας διαχειριστής θεωριών ή ένας λογιστής της σκέψης. Πρέπει να είναι βέβαια κι αυτό, επειδή η ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να μελετάται και πολύ καλά μάλιστα. Αλλά ο στοχος, κι αυτό είναι βασικό, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι να εγείρει στον πελάτη το ενδιαφέρον για φιλοσοφία». Μ. Lo Russo, 2003, σελ. 24. 187 Ιδέ και σελ. 93, 94 παρόντος. 186
165
είναι αληθής ούτε ψευδής188. Ο κύριος τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας του ανθρώπου είναι ο έναρθρος λόγος. Παντού όπου υπάρχει ανθρώπινη ζωή υπάρχει και η έκφρασή της. Η έκφραση της ζωής είναι τόσο στενά συνυφασμένη με την έννοια του ανθρώπου και με τη γέννηση της συνείδησής του, ώστε η μία έννοια δεν νοείται δίχως την άλλη. Όσο και αν είμαστε εξοικειωμένοι με τη σιωπηρή σκέψη, μας είναι αδύνατο να φανταστούμε την ύπαρξη μιας άλαλης νόησης, μιας νόησης που να έχει εξελιχθεί χωρίς την ικανότητα να εκφραστεί συμβολικά. Όλες οι μορφές έκφρασης εμπεριέχουν στη βάση τους τον Λόγο, γι’ αυτό και σε περίπτωση δημιουργίας προβλήματος περί την έκφραση, αλληλομετατίθενται. Γιατί όμως είναι αναγκαίοι και οι άλλοι τρόποι έκφρασης και ερμηνείας του κόσμου πέραν της γλώσσας; Είναι στην εποχή μας εμφανής στους περισσότερους η αναγκαιότητα της επιστήμης. Πώς όμως πρέπει να αξιολογούνται η τέχνη και η θρησκεία, για παράδειγμα; Είναι σαφές ότι ούτε η τέχνη ούτε η θρησκεία ταυτίζονται ακριβώς με την λογική189. Ό,τι όμως είναι διάφορο από την λογική δεν είναι κατ’ ανάγκην και παράλογο. Κι ο κόσμος διαφέρει από τη λογική μας, δεν είναι όμως παράλογος. Αυτό λοιπόν που πρέπει να γίνει για να κατανοήσουμε την τέχνη και την θρησκεία, δεν είναι να τα μετατρέψουμε σε φαινόμενα λογικά, αλλά να δούμε τη διαφορά τους από την λογική. Και τέλος, μέσα σε ποια μορφή εκφράζεται πληρέστερα το ανθρώπινο πνεύμα, πότε συμφιλιώνεται πληρέστερα με τον εαυτό του; Προκειμένου να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα είναι απαραίτητο να εξετάσουμε πρώτα, έστω συνοπτικά, την κύρια συμβολική κατασκευή που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε, δηλαδή τη γλώσσα, και να υπογραμμίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εμπειρικής, βιωματικής πραγματικότητας. Το πρώτο που παρατηρούμε στην εμπειρική πραγματικότητα είναι η άπειρη ποικιλία της. Όσο κι αν προσπαθούμε να περιγράψουμε την ποικιλία αυτή και όσο περισσότερο εμβαθύνουμε, τόσο συνειδητοποιούμε ότι είναι εντελώς αδύνατον να συλλάβουμε τις άπειρες λεπτομέρειές της. Από το γεγονός ότι η πραγματικότητα είναι εξωλογική πολλοί ορμήθηκαν να ισχυριστούν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Το «όντως ον», πράγματι, δεν το γνωρίζουμε. Όμως σε αυτό που ονομάζουμε ‘γνώση’ στηρίζεται όλη μας η ζωή. Σωστότερο είναι λοιπόν να εξετάσουμε τι ακριβώς είναι η γνώση που μας δίνουν οι επιστήμες, σε τι διαφέρει από την πραγματικότητα και γιατί η γνώση αυτή μοιάζει 188 189
Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας. Ιδέ και κεφ. Περί Θρησκείας παρόντος.
166
τόσο φτωχό επίτευγμα στους δημιουργούς της τέχνης και τους θρησκεύοντες ανθρώπους. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο ερχόμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα κάθε φορά. Ο αρχικός τρόπος επαφής μας με την πραγματικότητα είναι μέσω του συστήματος των αισθήσεων, οι οποίες μας πληροφορούν για τη συνεχή ροή και ανομοιογένεια της πραγματικότητας που υπάρχει γύρω μας. Η πραγματικότητα αυτή είναι εξω-λογική, δεν είναι αφ’ εαυτής ούτε αληθής ούτε ψευδής εφόσον, προκειμένου να χαρακτηρίσουμε κάτι ως αληθές ή ψευδές, πρέπει πρώτα να το ταυτίσουμε με κάτι άλλο και, συγκεκριμένως, με μια λογική αρχή, που δεν μπορεί να είναι το ακατέργαστο περιεχόμενο των αισθήσεων, γιατί εκεί δεν υπάρχει τέλος. Θα χανόμασταν δηλαδή σε έναν φαύλο κύκλο, σε μιαν ατέρμονη αλυσίδα αποδείξεων, όπου κάθε νέα απόδειξη θα απαιτούσε μιαν άλλη. Μέσα λοιπόν σ’ αυτήν την συγκεκριμένη εμπειρική πραγματικότητα, στην εποπτεία190 μας για την πραγματικότητα αυτή, δεν υπάρχουν σαφή και απόλυτα όρια, όλα ρέουν και όλα συνέχονται και οι αποχρώσεις εμφιλοχωρούν από κάθε πλευρά. Με άλλα λόγια, τόσο η εσωτερική μας όσο και η εξωτερική πραγματικότητα χαρακτηρίζονται από μια ετερογενή συνέχεια, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το υλικό των αντικειμένων και τις εντυπώσεις μας γι’ αυτά, αλλά και σε ό,τι αφορά την σημασία που έχουν για μας. Τώρα, πώς προσεγγίζουμε την ποιοτική αυτή συνεχή πραγματικότητα με την κύρια συμβολική κατασκευή μας, τη γλώσσα; Τι ακριβώς εκφράζουμε με αυτήν; Απαραίτητος όρος για να κατανοήσουμε καλύτερα και τις υπόλοιπες μορφές έκφρασης, είναι να κατανοήσουμε τι ακριβώς είναι αυτό που μας προσφέρουν οι λέξεις και πώς λειτουργεί η γλώσσα. Μόνον αν «συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι που χαρακτηρίζουμε ως πραγματικό, το κατέχουμε μόνον ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, της οποίας εμείς είμαστε το θέατρο ως όντα που αισθάνονται, έχουν παραστάσεις και σκέφτονται, τότε θα καταλάβουμε ότι ένα πνευματικό αποτέλεσμα και η αισθητική του έκφραση, ένα νόημα και ο αισθητός του συμβολισμός δεν είναι δυο πράγματα, αλλά ότι πνευματικά αποτελέσματα είναι δυνατόν να φανερωθούν μόνον με αισθητά σύμβολα. Τούτο σημαίνει ότι τη γλώσσα πρέπει να την θεωρούμε ως μια μορφή με την οποία κατέχουμε την πραγματικότητα και όχι ως ένα όργανο, με το οποίο χαρακτη190
Η εποπτεία είναι άμεσο δεδομένο των αισθήσεων. Η έννοια είναι έμμεσο διανοητικό δημιούργημα και αναλύεται σε μια σειρά κρίσεων, όμως το υλικό υπόβαθρο της εννοίας αποτελείται από συγκεκριμένα βιώματα, δηλ. εμπειρικά δεδομένα. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας.
167
ρίζουμε μια πραγματικότητα που είναι και υπάρχει ανεξάρτητα από αυτό»191. Λέμε, για παράδειγμα, για ένα χαρτί ότι είναι λευκό. Αν καλοκοιτάξουμε όμως, το «λευκό» αυτό δεν μπορούμε να το βρούμε πουθενά. Θα παρατηρήσουμε πρώτα ότι υπάρχουν πολλά είδη λευκού, πολλές αποχρώσεις του. Έπειτα θα παρατηρήσουμε ότι και πάνω στο ίδιο «λευκό» αντικείμενο υπάρχουν ανταύγειες, ανακλώμενα φώτα, ότι εξαρτάται από το χρώμα του εκάστοτε φωτισμού, και ότι, με δυο λόγια, το λευκό αυτό που περιμέναμε να βρούμε κάπου σταθερό και απόλυτο, δεν βρίσκεται πουθενά. Η λέξη «λευκό», τελικά, δεν αποδίδει παρά μια γενική κατηγορία σκέψης που όταν την προφέρουμε κάτι χάνεται, χάνεται οτιδήποτε το οικείο. Από την άλλη όμως, εκεί που χάνεται όλος ο πλούτος και η ροή του βιώματός μας, έχουμε ένα καινούριο απόκτημα: την λέξη, ως μια νησίδα που μπορούμε να σταθούμε και να ζήσουμε. Ώστε αυτό που μας προσφέρει η γλώσσα είναι μια νέα πραγματικότητα, μια νέα μορφή της πραγματικότητας. Είναι μια φωνητική χειρονομία, της οποίας η ουσία έγκειται στο ότι μπορεί να δημοσιοποιηθεί. Καταλήγουμε ότι το περιεχόμενο της γλώσσας δεν είναι άλλο παρά αισθήματα, συναισθήματα και παραστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι ούτε με την γλώσσα βγαίνουμε ποτέ από την σφαίρα της ψυχικής πραγματικότητας. Συνειδητοποιούμε εδώ ότι προκειμένου να ανακαλύψουμε κάτι – γνώση, αλήθεια, ομορφιά – στον έξω κόσμο, πρέπει να το έχουμε ζήσει πρώτα μέσα μας. Αυτό είναι το πρώτο κλειδί για την προσπέλαση του έργου τέχνης, που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια και που αναλύεται ως εξής: το καλλιτέχνημα από μόνο του είναι βουβό κτήμα και η αξία του και το νόημά του μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο με μια ενέργεια δημιουργική οποία η καλλιτεχνική. Στο ανήσυχο όμως ανθρώπινο πνεύμα η πληρότητα δια του λόγου δεν θα ήταν ποτέ αρκετή. Θα έπρεπε να εξερευνήσει και άλλους δύσβατους ή απλούς χώρους του επιστητού και να απολήξει νομοτελειακά στην επιστήμη. Τι είναι όμως αυτό που μας δίνει η επιστήμη; Η επιστήμη είναι υποχρεωμένη εξ’ ορισμού να εξοβελίσει κάθε τι το υποκειμενικό προκειμένου να διατυπώσει γενικούς νόμους. Μέσα στα πορίσματα της επιστήμης δεν εμπεριέχεται το ανθρώπινο βίωμα στο σύνολό του. Η επιστήμη είναι ένας κόσμος νοητός, αποτελούμενος από συστήματα 191
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ΄, σελ 586.
168
κρίσεων. Έχουμε, μάλιστα, εδώ μια πολλότητα θέσεων, γιατί οι επιστημονικές θέσεις δεν είναι πόρισμα η μία της άλλης ώστε να έχουν ενότητα μεταξύ τους. Επίσης, επειδή ακριβώς η επιστήμη προσφέρει νοήματα και όχι πράγματα, τα εξαγόμενά της είναι πάντοτε υποθέσεις, που χρειάζεται να επαληθευθούν από τον κόσμο των αισθητών φαινομένων. Κάθε επιστήμη δεν μας προσφέρει πραγματικότητα, αλλά έναν συγκεκριμένο τρόπο ερμηνείας της πραγματικότητας, μια λογική εικόνα γι’ αυτήν. Η επιστήμη δεν αναφέρεται και ούτε έχει τη δυνατότητα να αναφερθεί σε αξίες, αν και «αυτή καθ’ εαυτήν αποτελεί μια από τις θεμελιακές αξίες του ανθρώπου, γιατί τον απαλλάσσει από την άγνοια και το σκότος και τον προικίζει με την γνώση, η οποία είναι συνάμα γι’ αυτόν και ένας βασικός τρόπος ελευθερίας»192. Ώστε ούτε η φιλοσοφία μπορεί να αγνοεί τις επιστήμες και την βεβαιωμένη γνώση – γιατί έτσι κινδυνεύει να γίνει μυθολογία – με τον ίδιο τρόπο που η φιλοσοφία σώζει την επιστήμη από την άτοπη γενίκευση και τη στειρότητα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η άρνηση της φιλοσοφίας είναι και αυτή φιλοσοφική θέση. Η φιλοσοφία «στρέφεται εναντίον των περιφρονητών της επιστήμης, εναντίον των ψευδοπροφητών, που υποπτεύονται την επιστημονική έρευνα, που εκλαμβάνουν τα σφάλματα της επιστήμης ως την ίδια την επιστήμη, και που, τέλος, θεωρούν την επιστήμη, τη «σύγχρονη επιστήμη», υπεύθυνη για το κακό και την απανθρωπιά της εποχής μας»193. Ώστε, με τις ανωτέρω επισημάνσεις και με την έως τώρα ανάπτυξη, ουδείς οφείλει αφελώς να ισχυριστεί πως αρνούμεθα την επιστήμη, δογματικά, εις όφελος άλλων μορφών διανόησης και έκφρασης. Απλώς περιοριζόμαστε σ’ αυτό που είναι η βάση της δουλειάς μας, παραγωγικά και μονοσήμαντα, τονίζοντας την όσμωση που αναπόδραστα διαπερνά όλες τις μορφές έκφρασης, και που δεν είναι άλλη από την συνέργεια του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο όσο κι αν διαφορίζεται, δεν παύει να είναι ένα και αδιαίρετο και τελικώς επανενούται. Και ο Καντ, μας εφιστά την προσοχή πάνω σ’ αυτό: «Τα καλύτερα πράγματα δεν γίνεται να ειπωθούν. Τα δεύτερα καλύτερα παρεξηγούνται, ως σκέψεις που αναφέρονται στο άφατο. Τα τρίτα καλύτερα είναι εκείνα για τα οποία μιλούμε». Η τέχνη194, στην αντίπερα όχθη της επιστήμης, δεν προσφέρει μόνο νοήματα, αλλά αληθινά αντικείμενα: τα έργα τέχνης. Προσφέρει 192
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, σελ. 366 – 367. K. Jaspers, 1983, σελ. 243. 194 Σ.τ.Σ.: Επικεντρωνόμαστε εδώ στις εικαστικές τέχνες, θεωρόντας ότι ποίηση και μουσική σχετίζονται με τον λόγο, ως εκπηγάζουσες από την εποπτεία του χρόνου, ενώ στις εικαστικές τέχνες η ψυχή στρέφε193
169
έναν ορατό κόσμο μορφών. Ο κόσμος αυτός μάλιστα δεν νοείται χωρίς την ατομική σφραγίδα του καλλιτέχνη. Κι ενώ η επιστήμη κινείται αυστηρά μέσα στα πλαίσια της λογικής και του αριθμού, η τέχνη είναι απαλλαγμένη από αυτόν τον φραγμό, αν και μέσα σε κάθε αληθινό έργο τέχνης υπάρχει δομή. Κάθε εποχή και κάθε μεγάλος καλλιτέχνης θέτουν τους δικούς τους κανόνες, με τους οποίους οργανώνουν το χάος, την απέραντη τύρβη των αισθήσεων, και ορίζουν με νέο τρόπο την ομορφιά. Ο κανόνας όμως από μόνος του δεν μπορεί να δώσει έργο τέχνης, είναι κάτι αφηρημένο και νεκρό. Έχουμε, λοιπόν, στο έργο τέχνης δυο στοιχεία: ένα μέρος λογικό – την ενορατική δομή του έργου – και ένα υπερ-λογικό, που είναι η ομορφιά και μάλιστα όχι ως ωραιοποίηση, αλλά ως υψηλή αλήθεια. Ο κόσμος των μορφών που μας προσφέρει η τέχνη είναι αυτάρκης, είναι μια αυτόνομη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται τα φαινόμενα για να επαληθευθεί. Αντιθέτως, απέναντι από το κράτος των φυσικών νόμων ίστανται τα φαινόμενα ως ένας κόσμος ξεχωριστός. Μέσα στην καλλιτεχνική σύνθεση, το όλον είναι που θέτει το μέρος, το γενικό είναι που θέτει το ειδικό, σύμφωνα με τις ανάγκες της αισθητικής και της έκφρασης. Εδώ δεν έχουμε δυο επίπεδα πραγματικότητας, αλλά η μορφή φέρει την σφραγίδα του ανθρωπίνου πνεύματος, η μορφή είναι συγχωνευμένη με το περιεχόμενο του. Υπάρχει, βεβαίως, και εδώ μια σημαντική αντίθεση μεταξύ της απλής ζωής και της τέχνης. Η απλή ζωή και τα βιώματά της είναι καθαρός υποκειμενισμός, σχεδόν απρόσωπη και χωρίς ευθύνη. Στην τέχνη όμως έχουμε μορφή και αντικειμενική δημιουργία, μια υψηλή θεώρηση της ζωής μέσα στην ενορατική δομή της. Ο σκοπός της τέχνης είναι ίδιος με τον σκοπό της ζωής: να δώσει μια σύνθεση των αντιθέσεων και έτσι να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον διχασμό που υπάρχει μέσα του. Γιατί μόνο μέσα στη σύνθεση των αντιθέσεων υπάρχει πραγματική ζωή και πραγματική ελευθερία. Την προσπάθεια αυτή, από την αντίθεση στη σύνθεση, την τάση να ενωθούν μορφή και περιεχόμενο, ο Πλάτων την ονομάζει έρωτα. Πρώτα η γλώσσα κι έπειτα η τέχνη μας λυτρώνουν από την ακατάπαυστη ροή και το ανοργάνωτο χάος των αισθήσεων και μας οδηγούν σε έναν κόσμο σταθερότητας και αντικειμενικότητας, όπου μπορούμε να εκφραστούμε και να ζήσουμε. Ο κόσμος, προτού εμψυχωθεί από την ανθρώπινη εμπειρία, δεν είναι παρά κάτι φευγαλέο, μια σκιά που βαραίνει την ζωή. Ο κόσμος των απλών εντυπώσεων γίνεται κτήμα της ανθρώπινης εμπειρίας όταν αποκτά μορφή με την διανοητική του ται προς την έκταση του χώρου. Τα συμπεράσματά μας όμως μπορούν – χωρίς αντιφάσεις – να επεκταθούν και στις τέχνες του λόγου.
170
επεξεργασία και ενέργεια, στα αντικειμενικά του δημιουργήματα. Με το έργο τέχνης, ο άνθρωπος διεκδικεί την πνευματική του ελευθερία, δίνοντας μορφή, κάλλος και μέτρο στα άμορφα στοιχεία που υπάρχουν μέσα του και τον βασανίζουν. Η τέχνη είναι, δηλαδή, μια βαθύτατη πνευματική ανάγκη του ανθρώπου που ζητεί να εντείνει την αυτοσυνειδησία του. Γι’ αυτό η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράζεται είναι τόσο δυνατή, ώστε καμιά αντίθετη κοσμοθεωρία δεν κατόρθωσε να την καταπνίξει195. Ο άνθρωπος μέσα στο καλλιτέχνημα φτάνει στον ύψιστο βαθμό καταφάσεως της ζωής, γιατί τότε συμφιλιώνεται πληρέστερα με τον κόσμο. Από την έως τώρα ανάπτυξη των τρόπων με τους οποίους αντικειμενικοποιείται το πνεύμα στην επιστήμη και την τέχνη, εξάγονται, πιστεύουμε, αβίαστα τα εξής συμπεράσματα: Το κράτος των φυσικών νόμων, το οποίο γνωρίζει η επιστήμη, υπερέχει στα εξής: 1. Το κράτος των φυσικών νόμων είναι αμετάβλητο ή ισχύει εφόσον η διάνοια εκφράζει μέσα του κατά γενικό τρόπο την θεωρητική ουσία των φαινομένων. Είναι λογικό ακριβώς επειδή παραμερίζει το εξωλογικό περιεχόμενο των φαινομένων, το συγκεκριμένο, δηλαδή, και ατομικό. Τέλος, είναι λογικό, επειδή οι νόμοι είναι αφηρημένοι και γενικοί. 2. Δεν προσδιορίζεται από κανένα ατομικό εγώ. Όταν ένας επιστήμων ανακοινώνει τα πορίσματα των ερευνών του, δεν τα προσφέρει ως άποψη προσωπική, υποκειμενική, αλλά ως επιταγή της γνωστικής διανοίας196. Όμως η υπεροχή αυτή περιορίζεται διότι: Το κράτος των φυσικών νόμων δεν είναι το υλικό της πραγματικότητας αυτό καθαυτό, που το χαρακτηρίζει η ετερογενής συνέχεια, και όταν προσπαθούμε να το γνωρίσουμε με τις μεθόδους των φυσικών επιστημών, το μεταβάλουμε υποχρεωτικά σε ομοιογενή συνέχεια. Αυτό όμως που χάνεται δεν είναι λίγο. Είναι αυτό που ονομάζουμε ποιότητες της πραγματικότητας, είναι ο πλούτος της βιωματικής μας εμπειρίας. Οι νόμοι εξουσιάζουν λογικώς τα φαινόμενα, μα δημιουργούν ως παραλειπόμενο την βιωματική εμπειρία ακριβώς επειδή είναι αφηρημένοι και γενικοί. Αυτό το οποίο ονομάζουμε γνώση δεν είναι ποτέ αυτό καθαυτό το υ195
«Κλείνει μέσα του ο άνθρωπος μια φύση διαμορφωτική, που μπαίνει σε δράση μόλις εξασφαλιστεί η ύπαρξή του» Goethe, 1923, σελ. 114 κ.εξ. 196 Η υπέρβαση «του μερικού και μεροληπτικού Εγώ», η «θέαση από ψηλά», η «καθολική προοπτική», επιβάλλεται, επίσης, ως κανόνας, στο λόγιο και στον επιστήμονα: «Όποιος μελετάει ένα κείμενο ή κάποια μικρόβια ή τους αστέρες, οφείλει να απαλλάσσεται από την υποκειμενικότητά του». P. Hadot, 2001, σελ. 146.
171
λικό της πραγματικότητας. Γιατί «η γνώση δεν είναι απεικόνιση, αλλά μετασχηματισμός της πραγματικότητας»197. Αν η γνώση ήταν απλή απεικόνιση, τότε την πιο τέλεια γνώση θα την είχε ο καθρέφτης ή η κινηματογραφική κάμερα. Ο κόσμος των μορφών της τέχνης υπερέχει της επιστήμης ως εξής: δεν διχάζει τον κόσμο των φαινομένων όπως γίνεται με την επιστήμη, αλλά προσφέρεται ως ένα πνευματικό αισθητό ολοκλήρωμα. Εισάγοντας το ψυχικό βίωμα στα καλλιτεχνικά περιεχόμενα μας δίδει την ιδανική σύνθεση πνευματικού και υλικού. Το πνεύμα εδώ συμφιλιώνεται με τον εαυτό του σε έναν αναβαθμό. Αλλά ο θρίαμβος αυτός έχει το τίμημά του, γιατί ο κόσμος των μορφών της τέχνης είναι μόνο σύμβολα της ζωής, και ως τέτοια απομακρύνονται από την έννοια του κόσμου ως εξής: α) Μέσα από τον κόσμο των μορφών μας παραδίδονται μόνον αποσπάσματα του κόσμου. β) Τα αποσπάσματα αυτά είναι, μάλιστα, μεταμορφωμένα από την ατομικότητα του καλλιτεχνικού πνεύματος. Τόσον ο νοητός κόσμος της φυσικής επιστήμης, ως σύνολο νοημάτων και κρίσεων, όσο και ο κόσμος της τέχνης, που είναι ένας κόσμος μορφών, διαφέρουν απ’ τον κόσμο των αισθήσεων. Καθένας τους είναι ένας καινούργιος δεύτερος κόσμος, ο οποίος δεν υπάρχει απλώς, αλλά ισχύει, δηλαδή έχει νόημα σταθερό. Γιατί και η τέχνη διεκδικεί γενικό κύρος και δεν είναι τόσο υποκειμενική, όσο συνήθως πιστεύεται. Αν ήταν, θα αφορούσε μόνο την εμπνευσμένη προσωπικότητα ατομικά που δημιούργησε το έργο τέχνης και δεν θα είχε ευρύτερη αναγνώριση και διαχρονική αξία. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κόσμων – του καλλιτεχνικού και του επιστημονικού – είναι η διαφορά μεταξύ λογικής και εποπτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Η επιστήμη μας δίνει τάξη στη σκέψη, η ηθική μας δίνει τάξη στις πράξεις, η τέχνη μας δίνει τάξη στη σύλληψη ορατών, απτών και ακουστών φαινομένων. Όπως η επιστήμη έτσι και η πολιτεία, εφόσον μένει πιστή στον σκοπό της, ανήκει στους λογοκρατούμενους τομείς του πολιτισμού. Και είναι, ως πραγμάτωση του λόγου, και η πολιτεία πεπερασμένη. Ο πολιτικός νους δεν μπορεί ποτέ να πραγματωθεί απόλυτα γιατί τα άτομα, ως ατομικές συνειδήσεις, ποτέ δεν συγχωνεύονται απόλυτα, ποτέ δεν ταυτίζονται ολοκληρωτικά και στο σύνολό τους μέσα στο σύντα197
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Δ΄, σελ 347.
172
γμα, τους νόμους, τις πράξεις και την έκφραση, γενικά, της πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην πολιτεία υπάρχει πάντοτε η ιδέα της αλλαγής και ότι η ιδανική πολιτεία παραμένει ένα ανέφικτο ιδανικό. Σε αντίθεση με την πολιτεία και την επιστήμη, που έχουν μέσα τους την ιδέα της αλλαγής και της προόδου, η θρησκεία συνοδεύεται πάντοτε από την αξίωση του απόλυτου κύρους. Στη θρησκεία η πραγμάτωση του ιδανικού της δεν μεταφέρεται στο μέλλον, αλλά προσφέρεται ως ζωντανή πραγματικότητα. Η απόλυτη αλήθεια προσφέρεται μέσω της αποκάλυψης. Στη θρησκεία, όπως και στην τέχνη, το πνεύμα υλοποιείται με μια πληρότητα που δεν επιτυγχάνεται στην επιστήμη, γιατί αντικειμενικοποιεί εαυτόν συμπεριλαμβάνοντας και τις ανθρώπινες εμπειρίες ζωής198. Η διαφορά μεταξύ αγιότητας και ομορφιάς είναι ότι το μεν ωραίο εκφράζεται πάντοτε μέσω αισθητών μορφών – όπου ως αντίθεση πάντοτε υπάρχει το άσχημο – ενώ το άγιο το βρίσκουμε πάντοτε μέσα σε ένα συναίσθημα, συμφιλιωτικό των πάντων, όπου δεν υπάρχουν αντιθέσεις. Θρησκεία και τέχνη αξιώνουν ότι μέσα τους το πνεύμα συμφιλιώνεται απόλυτα με τον εαυτό του. Αλλά είναι φανερό ότι απόλυτη συμφιλίωση δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κατά δυο τρόπους. Γι’ αυτό, από την Αναγέννηση και την Μεταρρύθμιση και μετά, θρησκεία και τέχνη συγκρούονται μεταξύ τους. Μόνη λοιπόν δυνατότης που απομένει για την απόλυτη συμφιλίωση του πνεύματος με τον εαυτό του, είναι η επιστροφή του πνεύματος στον εαυτό του με την σκέψη. Μόνον όταν το πνεύμα κατανοήσει ότι δημιουργός τόσο της πραγματικότητας όπως την προσλαμβάνει, όσο και όλων των έργων του πολιτισμού, είναι αυτό το ίδιο, και ότι μέσα σε αυτά τα έργα πραγματοποιείται αντικειμενικώς, μόνον τότε και μόνον έτσι μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Η συμφιλίωση δε αυτή, δεν μπορεί να γίνει από εξωτερικά ή υπερβατικά αίτια. Έχοντας προσεγγίσει την ουσία της τέχνης, και τις σχέσεις και διαφορές της με τις άλλες μορφές έκφρασης και αντικειμενικοποίησης του ανθρώπινου πνεύματος, είναι ευκολότερο τώρα που έχει γίνει σαφής η αναγκαιότητά της, να σχολιάσουμε, έστω επί τροχάδην, ορισμένες προκαταλήψεις που ακολουθούν την τέχνη και τους λειτουργούς της. Ένα στερεότυπο, για παράδειγμα, που συνοδεύει σταθερά τους καλλιτέχνες ήδη από την εποχή της Αναγέννησης, είναι ότι η καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται με την μελαγχολία και την ψυχική διαταραχή γενικότερα. Αρχαιόθεν η καλλιτεχνική δημιουργία συνδεό198
«…οι θρησκείες προσπαθούν να διαφωτίσουν το αντικείμενο της πίστης μας με το ερώτημα ‘Σε τι μας επιτρέπεται να ελπίζουμε;’». A. Jollien, 2009, σελ. 52.
173
ταν με την έμπνευση, η οποία δεν θεωρείτο ότι ανήκει στον άνθρωπο, αλλά σε κάποιον θεό: κάποια δύναμη ή πνοή θεϊκή έξω από τον άνθρωπο τον καταλαμβάνει προς στιγμήν, ώστε να δημιουργήσει το μεγαλόπνοο έργο του. Στην «Ρητορική» του Αριστοτέλους, για παράδειγμα, διαβάζουμε «Ένθεον γαρ η ποίησις», η ποίηση δηλαδή είναι θεόπνευστη. Σύμφωνα δε με τον Πλάτωνα, η ποίηση δεν είναι αληθινή τέχνη, ακριβώς γιατί εξαρτάται από μια βούληση που βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο το έργο τέχνης δεν είναι κατ’ αυτόν παρά «το τρίτον από της αληθείας», μίμηση της μιμήσεως. Στο αν η τέχνη, πράγματι, πρέπει να θεωρείται μίμηση ή όχι, έχουμε ήδη τοποθετηθεί. Η παράδοση αυτή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, όπως βλέπουμε λ.χ. να γίνεται στην αγιογραφία, όπου ο αγιογράφος θεωρεί ότι ο θεός κινεί το χέρι του και υπογράφει αναλόγως. Ο Γιουνγκ παρομοιάζει την τέχνη με «αυτοφυές φυτό» και καταλήγει χαρακτηριστικά ως εξής: «είναι αναντίρρητο γεγονός, ότι το έργον τέχνης προέρχεται σε μεγάλο βαθμό, από τις ίδιες ψυχολογικές συνθήκες με τη νεύρωση». Όσο προσεκτικές δε και αν είναι οι διατυπώσεις, η συνεχώς επαναλαμβανόμενη μεταφορά λίγο απέχει από το να αποκτήσει ισχύ κυριολεξίας. Σε κάθε περίπτωση έχουμε, και στη σύγχρονη σκέψη, μια μυστηριώδη δύναμη, ένα μυστηριώδες κίνητρο που κινεί το χέρι του καλλιτέχνη ως αν η προσωπικότητά του να αφανίζεται και το φως της συνείδησης να έχει σβήσει μέσα του. Ο παραλληλισμός εδώ είναι εμφανής. Η μυθική σκέψη, ταυτιζόμενη με την θρησκευτική ενορατικότητα, θέλει μια έξωθεν δύναμη να υπαγορεύει ή να επισκέπτεται και να φωτίζει τον δημιουργό. Η σύγχρονη σκέψη, η επιστημονική, θέλει μια δύναμη έσωθεν, ανεξήγητη και χωριστή από τις άλλες ψυχικές λειτουργίες, να μετατρέπει τον δημιουργό σε άβουλο ον. Δύναμη αυτοφυή, σε βαθμό που να μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη νεύρωση. Ξένη. Πέρα από το ότι αλλάζει η κατοικία της ξένης αυτής δύναμης, μυθική και επιστημονική σκέψη φαίνεται στο προκείμενο να βαδίζουν παράλληλα, συντηρώντας το στερεότυπο που θέλει τον καλλιτέχνη και το έργο του υποχείριο της νεύρωσης ή της όποιας ψυχικής διαταραχής ή γενικώς ενός κινήτρου άδηλου, ανεξάρτητου από την προσωπικότητα του, στο οποίο υποτάσσεται και λειτουργεί ως ενεργούμενο. Έχουμε εδώ να παρατηρήσουμε τα εξής: Πρώτον, σε πολλές περιπτώσεις, καλλιτέχνες νίκησαν τις νευρώσεις τους αλλά συνέχισαν να δημιουργούν. Παράλληλα, πολλοί άνθρωποι είναι νευρωσικοί, παίρνουν ναρκωτικά, έχουν χάσει το μέτρο της πραγματικότητας και ποτέ δεν δημιούργησαν κάτι. Το γεγονός αυτό από μόνο του καταρρίπτει την αυθαίρετη αυτή γενίκευση για τον χαρακτήρα της τέχνης 174
και την ψυχολογία του δημιουργού. Επιπλέον, το κύριο χαρακτηριστικό των νευρώσεων είναι ότι, ιδιαιτέρως σε περιόδους έξαρσής τους, απορροφούν τεράστιες ποσότητες ζωτικής ενεργείας έως του βαθμού απωλείας κάθε δραστηριότητας του νευρωσικού ατόμου. Δεύτερον, η καλλιτεχνική δημιουργία απαιτεί πάντοτε μια ενέργεια, ή μάλλον είναι ενέργεια, με την οποία υπερβαίνεται η παθητικότητα της όρασης. Όπου όμως απαιτείται ενέργεια τίποτε δεν γίνεται να πετύχουμε με μόνες τις διαθέσεις. Αντιθέτως, όσο πιο έντονες είναι οι διαθέσεις τοσο παραλύουν την δημιουργική δυνατότητα. Τρίτον, ο καλλιτέχνης ξεκινά με βασική προϋπόθεση, βασικό στόχο, την οργάνωση του χαώδους και ρευστού περιεχομένου των αισθήσεων, και την αποκρυστάλλωσή τους σε ορισμένες κοινωνίσιμες μορφές. Τούτο, εκτός των άλλων, απαιτεί να είναι σε θέση ο δημιουργός να κρατηθεί σε μια απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και το έργο του ώστε να το κρίνει αντικειμενικά. Ακόμη λοιπόν κι αν χρειαστεί κάποια στιγμή να βυθιστεί στην έκσταση, να βουτήξει ως τα άδυτα του ασυνειδήτου, αυτό το κάνει μόνο για να ανασύρει από μέσα του199 τις καθαρές, πλήρεις, κατασταλαγμένες μορφές του. Αντιθέτως, λοιπόν, με την ολοκλήρωση του έργου που απαιτεί δομική ενότητα και ρυθμό – ακουστικό ή οπτικό – η ροή των βιωμάτων μέσα μας είναι διάχυτη και αποσπασματική. «Και ενώ για αρκετούς αιώνες, οι επιστήμονες ήταν σε θέση να λένε πολύτιμα πράγματα αναφορικά με την πραγματικότητα, περιγράφοντας απλώς δίκτυα μηχανικών σχέσεων, σε καμιά εποχή ένα έργο τέχνης δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί ή να γίνει αντιληπτό, από έναν νου ανίκανο να συλλάβει την ενιαία μορφή ενός όλου»200. Ώστε έμπνευση δεν μπορεί να είναι κάτι ξένο από μας ούτε μια στιγμή αφανισμού της προσωπικότητάς μας. Λέγοντας έμπνευση πρέπει μάλλον να εννοούμε τον συντονισμό όλων των δυνάμεών μας 201 – της λογικής, της διαίσθησης, του πάθους – και την έκφρασή τους με 199
«Το ασύνταχτο πλήθος μας ενοχλεί, κάτι περισσότερο: μας φέρνει ζάλη και δυσφορία. Όταν όμως, μέσα στην ακαταστασία των εντυπώσεων, η συνείδηση επιτύχει να βάλει τάξη (συμμετρία ή ρυθμό), αποχωρίζει από το χαώδες σύνολο τα οργανωμένα σε μορφές μέρη και προσηλώνεται, αναπαύεται σε αυτά. Τότε και το (οπτικά ή ακουστικά) άμορφο μπορεί επί λίγες στιγμές να γίνει ανεκτό: ως προετοιμασία ή ως προϋπόθεση για να αναδειχτεί η μορφή που ακολουθεί. (Μέθοδος που εφαρμόζεται σε μεγάλη κλίμακα από τις τέχνες). Το συμπέρασμα από αυτά και άλλα παρόμοια φαινόμενα είναι ότι μέσα στη συνείδηση που αντιλαμβάνεται διαμορφώνονται αυθόρμητα τα δεδομένα των αισθήσεων` συναρμολογούνται και συσχετίζονται, διαρθρώνονται και συντάσσονται σε όσο γίνεται καλύτερες (απλούστερες και πιο ευσύνοπτες) ‘μορφές’». Ε. Π. Παπανούτσος, 1970, σελ. 27. 200 R. Arnheim, 1999. 201 «Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι αυτή η θεωρία αποτελεί δείγμα της περίτεχνης αρχιτεκτονικής του Καντ: η κριτική ικανότητα προκαλεί το αίσθημα του ωραίου μέσα από την αρμονία που διαπιστώνει, όταν συσχετίζει τη φαντασία (όπως είναι στο ελεύθερο παιχνίδι της) με τη διάνοια (στο γενικό χαρακτήρα της)` προκαλεί το αίσθημα του υπέροχου μέσα από τη σύγκρουση που δημιουργεί όταν συσχετίζει τη φαντασία, ακόμη και στον ανώτατο βαθμό της, με τον Λόγο και τις υπερβατικές Ιδέες του». C. M. Beardsley, 1989, σελ. 209.
175
μια συνθετική πράξη. Έμπνευση σημαίνει μια στιγμή διαύγειας, όπου αναγνωρίζουμε μια αξία, μιαν αλήθεια. Η αναγνώριση όμως τούτη απαιτεί μακρόχρονη εμπειρία και προεργασία και μάλιστα πρακτική. Καταλήγοντας, το συγκλονιστικό σε όλη την διαδικασία της γνώσης και της πράξης είναι ότι την στιγμή κατά την οποία η διαδικασία της αφαίρεσης λειτουργεί επάνω στα πράγματα – αισθητά και ενορμητικά – λειτουργεί ταυτοχρόνως και στο ολοκλήρωμά μας. Μόνον με την φιλοσοφία, στην οποία το πνεύμα έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στον εαυτό του για να εξετάσει την διαδικασία και την διαδρομή της ίδιας της σκέψης (αυτοαναφορικά), καθώς και την δυνατότητα της διαλεκτικής ανάλυσης, φτάνει ο άνθρωπος σε έναν ανώτερο βαθμό αυτοσυνειδησίας. Θρησκεία, τέχνη, επιστήμη, πολιτεία πρέπει να θεωρούνται ως αντικειμενικές μορφές, απόπειρες του ανθρωπίνου πνεύματος αυτόνομες και δεν επιτρέπεται να σφετερίζονται η μία την άλλη. Δηλαδή, η κάθε μία οφείλει να αυτοπεριορίζεται στα «εις εαυτόν», δεν επιτρέπεται η θρησκεία να διεκδικεί αξιώσεις επιστήμης, η επιστήμη με τη σειρά της να διεκδικεί δάφνες τέχνης, η πολιτεία να ποδηγετεί την επιστημονική εξέλιξη και ομοίως την θρησκευτική και την καλλιτεχνική έκφραση, απαγορεύεται η τεχνική να θέτει σκοπούς, η τέχνη να έχει σαν σκοπό την ηθική202 κ.ο.κ. Αν ο άνθρωπος δεν είχε άλλα μέσα εκτός από τη γλώσσα για να κατακτήσει τον κόσμο πνευματικώς, το περιεχόμενο του κόσμου θα έμενε σε κατάσταση άμορφη. Η έκφραση της ζωής είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη φύση του ανθρωπίνου πνεύματος, ώστε καμιά κοσμοθεωρία δεν κατόρθωσε να την καταπνίξει. Αλλά και «η κοινωνική ζωή, σε όλες τις όψεις της και σε κάθε περίοδο της ιστορίας της, γίνεται δυνατή μόνο μέσω εκτεταμένου συμβολισμού. Χωρίς σύμβολα, τα κοινωνικά συναισθήματα και οι ανθρώπινες αξίες θα είχαν μιαν εντελώς αβέβαιη ύπαρξη»203. Είναι στη φύση της συνείδησης να εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Στην επιστήμη εκφράζεται αυστηρώς λογικά, στην τέχνη εκδηλώνεται άμεσα και αισθητά, στην θρησκεία συναισθηματικά και κλειστά, και στην φιλοσοφία διαλεκτικά. Θρησκεία, τέχνη, επιστήμη και φιλοσοφία επιθυμούν το απόλυτο και την ακεραίωση της ζωής, όσο κι αν διαφέρουν ως προς τη μορφή τους. Όμως το πνεύμα, όσο κι αν εκφράζεται μέσα από διάφορους τρόπους συμπεριφοράς και μέσα από ποικίλες μορφές, είναι πάντοτε 202
«Όταν συγχέει κανείς την τέχνη με την προπαγάνδα, συγχέει μια πράξη του Θεού με κάτι που μπορεί να ανοιχτεί και να κλείσει σαν τη βρύση του νερού. Αν ‘Θεός’ δεν σημαίνει τίποτα για σας (ή πιο λίγο από τίποτα) θα βάλω με χαρά στη θέση του μια από τις ευνοούμενες λέξεις σας, την ‘ελευθερία’». e.e. cummings, 1984, σελ. ΧΧ. 203 Ε. Cassirer,1985.
176
το ίδιο πνεύμα. Ο άνθρωπος είναι πάντοτε ένας και αδιαίρετος, όσο πολυδιάστατος και αν είναι. iv) Περί της διττής σημασίας της ανίας (αφενός δηλαδή ως δημιουργικής σχόλης και αφετέρου ως καταθλιπτικής, εξουδετερωτικής ανίας) Ο συμμετρικός, ισομερισμένος και απρόσωπος χρόνος περιγράφει το βιολογικό μας ρολόι, την σταθερή φθορά, την αδιάφορη διάβαση της ζωής μέσα στον χρόνο, από την γέννηση έως τον θάνατο. Το κύλισμα όμως του χρόνου μέσα στην αδιαφορία, είναι αβάστακτο. Κανείς δεν αντέχει να περνά την ζωή του μέσα σε μια ομοιόμορφη αδιαφορία. Επειδή χρόνος δεν είναι παρά ο χωρισμός της γνώσης που έχουμε για τα πράγματα, όταν όλα μένουν ίδια ο χρόνος είναι σαν να μην κυλά, μένει στάσιμος. Η ανάγκη μας να ζούμε μέσα σ’ έναν χρόνο φορτισμένο με σημασία είναι για μας τόσο βαθειά, ώστε χρόνος αισθανόμαστε ότι υπάρχει μόνον όπου υπάρχει μεταμόρφωση. Η αντίληψη της διαφοράς γεννιέται από την μνήμη και την κρίση, και κρίση σημαίνει σκέψη, διαίσθηση και εφεύρεση. Το κύλισμα λοιπόν του χρόνου, δεν είναι παρά η γοητεία ή ο φόβος του φευγαλέου, που χάνονται, όταν χάνεται και η κριτική μας προσέγγιση. «Το δράμα του χρόνου είναι η ποινή του ανθρώπου, που θέλησε να μάθει για ποιο σκοπό ήλθε σε τούτη την ζωή, από που ξεκίνησε και που θα καταλήξει»204. Όπως είδαμε, η φιλοσοφία όρισε τον χρόνο ως μια πρωταρχική έννοια μέσα στην οποία γίνεται η εξέλιξη των φαινομένων και η διαδοχή των γεγονότων. Το παρόν κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει, είναι μια ιδεώδης τομή ανάμεσα στις δύο μεγάλες διαστάσεις του χρόνου, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μέσα σε αυτήν την ροή της αέναης αλλαγής και φθοράς, των αλλεπάλληλων γεννήσεων και θανάτων, ο άνθρωπος αναζητεί κάτι σταθερό για να δικαιολογήσει την προσωπική του περιπέτεια πάνω στην γη, ένα στήριγμα για να περισώσει την ηθική και πνευματική του οντότητα. Αυτοσυνειδησία σημαίνει κατάργηση του χρόνου, ζωή πέρα από αντιθέσεις, νίκη πάνω στον θάνατο. Όταν όλα είναι αδιάφορα, είναι σαν να σταματάει η ζωή. Ο σταματημένος, άχρωμος, αδρανής μονότονος χρόνος είναι ο χρόνος της πλήξης. Ευθύς εξαρχής, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν δύο είδη ανίας: Το πρώτο είδος είναι φυσική μοίρα του κάθε ανθρώπου, είναι η 204
Τ. Αθανασιάδης, βλ. Α.Θ. Φλώρος, 1961, σελ. 96.
177
απαραίτητη παύση, η δημιουργική και αναγκαία την οποία πρέπει να διδαχθούμε πως να υποφέρουμε και να καλοδεχόμαστε. Το δεύτερο είδος είναι διαφορετικό από το πρώτο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Είναι το είδος εκείνο ανίας, που παραλύει την βούλησή μας και προέρχεται από το ότι κανένα νόημα δεν βρίσκουμε στην ζωή μας και στις πράξεις μας. Και τα δύο αυτά είδη, είναι έργο του φιλοσοφικού συμβούλου να τα αντιμετωπίσει. Γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι ακόμα και το πιο ενδιαφέρον και δημιουργικό επάγγελμα, ακόμα και ο πιο συναρπαστικός κύκλος σπουδών και η πιο υπέροχη για κάποιον μελέτη, όλα έχουν στο πρόγραμμά τους, όλα χρειάζονται για να ολοκληρωθούν κάποιες αγγαρείες που, προκειμένου να τις φέρουν σε πέρας οι δημιουργοί, πρέπει να ανασκουμπωθούν ψυχικά. Ακόμη και οι ζωές των πιο μυθικών μορφών της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της τέχνης, αν τις κοιτάξουμε από κοντά, ανακαλύπτουμε μια μονότονη καθημερινότητα, η οποία δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό για τον εξωτερικό παρατηρητή. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι κανένα μεγάλο έργο δεν είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί, αν ο δημιουργός αποσπάται συνεχώς από δυνατές συγκινήσεις, ψυχαγωγίες και απολαύσεις, αφού κάθε αξιόλογο έργο απαιτεί επίμονη και επίπονη προσπάθεια, που απορροφά όλη την ζωτική ενέργεια του ανθρώπου – ψυχική, σωματική και διανοητική. Ο Ντα Βίντσι πήγαινε καθημερινά στο εργαστήριό του με την συνέπεια υπαλλήλου που φοβάται μήπως απολυθεί, το ίδιο και κάθε μεγάλος στοχαστής και δημιουργός. Όλων αυτών των μεγάλων ανθρώπων οι ζωές θα φαίνονταν στον εξωτερικό παρατηρητή μονότονες, ενώ η δημόσια εικόνα των διασήμων προσώπων – όπως ηθοποιών ή μουσικών αστέρων – είναι συχνά προϊόν διαφήμισης και δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι το χαρακτηριστικό των μεγάλων δημιουργών είναι η τακτική και ήσυχη ζωή. Κάθε σημαντικό έργο χρειάζεται όλες τις ψυχικές, σωματικές και πνευματικές δυνάμεις, χρειάζεται προσπάθεια, επίμονη και απορροφητική, που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για έντονους ερεθισμούς και συχνές κοπιαστικές διασκεδάσεις. Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο είδος ανίας, που όλοι πρέπει να μάθουμε να υπομένουμε, γιατί είναι απαραίτητο για μια ευτυχισμένη ζωή. Είναι το αρμονικό συζυγές αυτών που γνωρίζουμε από την ανατομία και αποκαλούμε αεροφόρα οστά. Οστά, δηλαδή, που ενώ δεν μοιάζει να εκπληρώνουν κάποιο σκοπό, είναι τα αναπότρεπτα περισσεύματα του, ούτως ή άλλως σοφά δομημένου, σκελετού. Είναι η απαραίτητη παύση μεταξύ δραστηριοτήτων που λειτουργεί ως κίνητρο επαναδραστηριοποίησης, και που πρέπει να διδάσκεται από νωρίς και 178
στους νέους να το υπομένουν. Ο νέος που βάζει στη ζωή του σκοπούς σοβαρούς και δημιουργικούς, πρέπει να μάθει να υπομένει θεληματικά σημαντικές δόσεις ανίας, γιατί δημιουργικά σχέδια δεν σχηματίζονται εύκολα μέσα στο πνεύμα, όταν η σκέψη τρέχει σε διασκεδάσεις και υπερβολές του κοντινού μέλλοντος205 . «Η ανία είναι, στην ουσία της, μια ανεκπλήρωτη επιθυμία για δράση και περιπέτειες, όχι αναγκαστικά ευχάριστες, που επιτρέπουν όμως στο θύμα της ανίας να ξεχωρίζει την μια μέρα από την άλλη. Το αντίθετο της ανίας, με άλλα λόγια, δεν είναι η ευχαρίστηση, αλλά ο ερεθισμός. Έπειτα, ίσως είναι το ίδιο ασύνετο να ξοδεύει κανείς το ζωτικό του κεφάλαιο, όσο και το οικονομικό»206. Η ανία λοιπόν είναι ένα κομμάτι της φυσικής μοίρας του ανθρώπου. Στις μέρες μας όμως, που οι άκοπες και εύκολες διασκεδάσεις προσφέρονται αφειδώς σε όλους σχεδόν, τείνουμε να το ξεχάσουμε αυτό ή δύσκολα το πιστεύουμε. Ο άλλος δρόμος, όμως, των συνεχών διασκεδάσεων και απολαύσεων, που δεν απαιτούν καμία ψυχική, διανοητική, ή σωματική προσπάθεια είναι επικίνδυνος και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην δυστυχία. Είναι σαν να τρώμε συνεχώς πικάντικα φαγητά που στο τέλος μουδιάζουν την γεύση, ή σαν τα ναρκωτικά που γίνονται όλο και πιο απαραίτητα σε όλο και πιο μεγάλες ποσότητες. Η συνεχής παθητικότητα – ψυχική, διανοητική, σωματική – είναι αντίθετη στο ένστικτο και την φύση μας, οδηγεί σε έναν ζωντανό ή κυριολεκτικό θάνατο. Όπως ο κόσμος, η πραγματικότητα, δεν είναι κάτι που μας δίδεται έτοιμο, έτσι και την αληθινή χαρά δεν μπορούμε να προσδοκούμε ότι θα την βρούμε έτοιμη μέσα στα πράγματα και τα γεγονότα. Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο είδος ανίας, το οποίο αναφέραμε στην αρχή. Ο χρόνος, όπως τον μετρούν τα όργανα της φυσικής, έχει σταθερή ροή και είναι ομοιογενής. Ο άλλος όμως χρόνος που ταυτίζεται με την ίδια μας την ύπαρξη και έχει κενά, εντάσεις, υφέσεις και αρρυθμίες, επειδή ακριβώς είναι προσωπικός και οι στιγμές είναι φορτισμένες με διαφορετική σημασία, έχει το πρόσωπο του ίδιου του εαυ205
Ο Μπέρτραντ Ράσσελ αναφέρεται επικαίρως στην ανία στην πρώτη της εκδοχή, ως δηλαδή δημιουργικής σχόλης, με τις ακόλουθες λέξεις: «Για όλους αυτούς τους λόγους μια γενιά που δεν θα μπορεί να ανεχθεί την ανία, θα είναι γενιά ασήμαντων ανθρώπων, ανθρώπων που έχουν χάσει κάθε επαφή με την αργοκίνητη εξέλιξη της φύσης, ανθρώπων που οι ζωτικές τους παρορμήσεις μαραίνονται σιγά σιγά σαν να ήταν λουλούδια μέσα σε ανθοδοχείο». B. Russel, 1962, σελ. 56. Σ.τ.Σ.: Η σχεδόν παγκόσμια ονομασία του σχολείου ως σχολείου οφείλεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες του Χρυσού Αιώνος φιλοσοφούσαν συχνά πυκνά σχολάζοντας από χειρωνακτικές εργασίες που θεωρούσαν υποτιμητικές δι’ εαυτούς, υποχρεωτικές μόνο για τους δούλους. Αφού λοιπόν σχολάζοντας διηύρυναν το πνεύμα τους, απέκτησε και η λέξη σχολείο τον χώρο απόκτησης γνώσεων. 206 B. Russel, 1962.
179
τού μας, τον αισθανόμαστε σαν εχθρό ή σαν φίλο, σαν ένα ον με βούληση. Ο χρόνος αυτός που έχει το πρόσωπο του ίδιου του εαυτού μας, είναι ο υπαρξιακός χρόνος. Όταν η ζωή μας είναι γε-μάτη με γόνιμες απασχολήσεις, τότε το πέρασμα του χρόνου το αισθα-νόμαστε σαν σώρευση πλούτου μέσα μας και ο χρόνος είναι σύμμαχος μας. Ο αδρανής και παγερός χρόνος της πλήξης και της μονοτονίας, είναι μια άλλη μορφή του υπαρξιακού χρόνου. «Η ανία», γράφει ο Κίρκεργκωρ, «είναι η αρνητική ενότητα μέσα στην οποία καταργούνται οι αντιφάσεις». Οι αντιφάσεις, σύμφωνα με τον μεγάλο δανό φιλόσοφο, είναι το προνόμιο και ο σταυρός της προσωπικής ύπαρξης. Οι αντιθέσεις, η αντινομία γενικώς, είναι ο βασικός νόμος του πνεύματος. Όσο και αν ο σκοπός του πνεύματος είναι να φτάσει στην σύνδεση και σύνθεση τους, αυτό το επιτυγχάνει μόνον εφόσον εμβαθύνει πρώτα στην αντινομία, εφόσον ζήσει πρώτα μέσα στην πάλη και την αντίθεση. Ακόμη και όταν το πνεύμα φτάνει στην συνθετική του δράση, πάλι δεν ζει ακίνητα, αλλά ζει μέσα στην ένταση της αντινομίας. Οι αντιθέσεις τρέφουν το πνεύμα μας, το κρατούν ζωντανό. Μπορούμε βέβαια να φτάσουμε σε μια ενότητα και χωρίς την διαλεκτική πρόκληση του θετικού από το αρνητικό, αρνούμενοι την αντίθεση. Αυτό όμως, «δεν είναι πια ζωή, παρά ένα ψεύδος όπου βυθιζόμαστε και γελιόμαστε ότι εξακολουθούμε να υπάρχουμε, ενώ έχουμε πάψει να ζούμε. Έτσι εξηγείται γιατί η ανία είναι η πιο βαριά ψυχική αρρώστια. Από ανία μπορεί να πεθάνει κανείς, από τρέλα όχι»207. v) Περί ψυχαγωγίας Η ανάγκη για διασκέδαση, που δημιουργείται από το περίσσευμα δυνάμεων και την ευφρόσυνη διάθεση, είναι εντελώς διαφορετική από την ανάγκη για ξέσπασμα και έντονους ερεθισμούς, που γεννάται από την αμηχανία, το άγχος, την κατάθλιψη και τον τρόμο του κενού. Αντίθετα με την νόθα ψυχαγωγία, η γνήσια ψυχαγωγία, συντηρεί και ανανεώνει την δύναμη και την χαρά της ζωής. Είναι ο εορτασμός της ακμής του σώματος, του πνεύματος και της χαράς της ψυχής. Τρανό παράδειγμα, ο εκφυλισμός των ελληνικών αθλητικών και ποιητικών αγώνων και του ελληνικού συμποσίου, που έθρεψε το πνεύμα μεγάλων φιλοσόφων, στην βαρβαρότητα της ρωμαϊκής αρένας και του ρωμαϊκού συμποσίου, που ήταν αποτέλεσμα της «ηθικής του
207
Ε. Π. Παπανούτσος, 1984, σελ. 69.
180
κυρίου»208 και του δικαίου του ισχυρού, που χαρακτήριζε την ρωμαϊκή εποχή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το ανθρώπινο μέτρο και μαζί η ανθρώπινη ευπρέπεια έπαψαν να είναι ο κανόνας μέσα στην χλιδή και την διαφθορά των ρωμαϊκών παλατιών. «Ό,τι και αν μας αρέσει να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας», γράφει ο Bertrand Russel, «είμαστε δημιουργήματα της γης, η ζωή μας είναι ένα κομμάτι της ζωής της γης, και από αυτήν παίρνουμε την τροφή μας, όπως ακριβώς κάνουν τα ζώα και τα φυτά. Ο ρυθμός της γήινης ζωής είναι αργός, το φθινόπωρο και ο χειμώνας της είναι τόσο αναγκαία όσο η άνοιξη και το καλοκαίρι, και η ανάπαυση είναι το ίδιο αναγκαία με την κίνηση»209. Έχουμε ανάγκη λοιπόν να διατηρούμε «μιαν επαφή με την άμπωτη και πλημμυρίδα της γήινης ζωής. Το ανθρώπινο σώμα προσαρμόστηκε, μέσα στην διαδρομή των αιώνων, σε αυτό τον ρυθμό». Εκτός από την γνήσια ψυχαγωγία που μας προσφέρει επαφή με την φύση, γνήσια χαρά μπορούμε να βρούμε και στα παιχνίδια της κίνησης, της δεξιότητας, της άμιλλας. Σε αυτά σημαντική είναι η συμμετοχή και όχι η απλή θέαση, χωρίς όμως το κυνήγι του «ρεκόρ», που είναι απάνθρωπο και έχει καθαρά εμπορικούς σκοπούς, με όλες τις γνωστές αρνητικές συνέπειες. Γνήσια ψυχαγωγία μπορεί να μας προσφέρει και η τέχνη – η μουσική, ο χορός, οι εικαστικές τέχνες, το θέατρο, το βιβλίο. Η τέχνη όμως, «είναι όχι μόνο τροφή του πνεύματος, αλλά και τροφή της ψυχής, και μπορεί να μας προσφέρει τη χαρά της γνήσιας ψυχαγωγίας, στην ευγενέστερη μάλιστα ποιότητα της»210. Η απόλαυση μάλιστα που αντλούμε από την τέχνη είναι τόσο βαθύτερη και ποιοτικότερη, όσο πιο καλλιεργημένο είναι το πνεύμα μας, κάτι που, όπως είδαμε, ισχύει για όλες τις απολαύσεις.
208
Κατά τον Νίτσε, η ηθική του κυρίου και η ηθική του δούλου είναι οι δύο μορφές ηθικής συμπεριφοράς από τις οποίες διήλθε το ανθρώπινο γένος. Η ηθική του κυρίου αντιπροσωπεύει την ηθική συμπεριφορά «αριστοκρατικών» φυλών, όπως οι Ρωμαίοι, που υποδούλωσαν άλλους λαούς ωθούμενοι από την βούληση για δύναμη και εκμεταλλευόμενοι την φυσική ανωτερότητά τους. Η ηθική του δούλου αναφέρεται στην ηθική συμπεριφορά εθνών – όπως οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί – που έζησαν ως υποτελείς. Οι κατώτεροι άνθρωποι, σύμφωνα πάντα με τον Νίτσε, αντιστρατεύονται τα ένστικτα που είναι συνυφασμένα με την εξέλιξη της ζωής, θεωρώντας τα αμαρτωλά και διδάσκουν την ταπεινοφροσύνη για να καλύψουν την μνησικακία και την εκδικητικότητά τους. Χαρακτηριστικά των αριστοκρατών από την άλλη είναι «η αγάπη για επιχειρήσεις, η παρατολμία, η εκδικητικότητα, ο δόλος, η αρπακτικότητα και η δίψα για δύναμη». Επειδή όμως δεν καταπνίγουν τα επιθετικά τους ένστικτα, είναι η αιτία ώστε να μην είναι μνησίκακοι απέναντι στους αντιπάλους τους, αλλά μεγαλόψυχοι, έτοιμοι να τους συγχωρήσουν, και είναι σε θέση να αγαπούν ακόμη και εκείνους που τους βλάπτουν. Στο μυαλό τους η διάκριση μεταξύ του αγαθού και του κακού ισοδυναμεί με την διάκριση μεταξύ ανωτέρου και κατωτέρου. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, σελ. 256. 209 B. Russel, 1962, σελ. 56. 210 Ε. Π. Παπανούτσος, 1984, σελ. 74.
181
vi) Περί απομόνωσης Το συναίσθημα της μοναξιάς είναι μια μορφή πλήξης και οφείλεται στην αδυναμία κατανόησης των άλλων ανθρώπων και του κόσμου, στην αδυναμία επικοινωνίας μαζί τους και στην έλλειψη νοήματος και σκοπού στην ζωή του ανθρώπου. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ διέκρινε τον κόσμο σε δύο κατηγορίες όντων: στα καθ’ εαυτά όντα, τα οποία είναι τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν και στα δι’ εαυτά όντα, τα οποία είναι οι συνειδήσεις των ανθρωπίνων πλασμάτων211. Τα καθ’ εαυτά όντα είναι συμπαγείς, αδιαφανείς, πλήρεις οντότητες, υπάρξεις που έχουν συμπληρώσει την εξέλιξη τους. Είναι αυτά που είναι. Οι ανθρώπινες υπάρξεις, αντιθέτως, είναι ατελή πλάσματα, οργανισμοί που βρίσκονται σε συνεχή εξέλιξη, ανοιχτοί διαρκώς στο μέλλον, το οποίο είναι απροσδιόριστο και, σε σχέση με το παρόν, ασχημάτιστο ακόμη. Η ανθρώπινη ύπαρξη λοιπόν είναι ριγμένη σ’ έναν κόσμο ριζικά διαφορετικό από την ίδια, στον ανοίκειο κόσμο των καθ’ εαυτών όντων. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι καταδικασμένη σ’ έναν συνεχή αγώνα διαμόρφωσης του μέλλοντος της, αγωνίζεται να σχηματιστεί σε οντότητα, και στον αγώνα της αυτόν είναι ολοκληρωτικά μόνη, καθώς Θεός δεν υπάρχει, ενώ οι ηθικές αξίες είναι χίμαιρες. Η ελευθερία μας, καταλήγει ο Σαρτρ, είναι τόσο απόλυτη όσο και βαριά, επειδή ακριβώς η ευθύνη των επιλογών μας βαραίνει αποκλειστικά και μόνο εμάς. Έτσι, προκειμένου να απαλλαγούμε από τις ευθύνες, πολλοί από εμάς τρεπόμαστε στην κατάσταση της κακής πίστης, του καθορισμού δηλαδή των επιλογών μας από τις διάφορες ηθικές αρχές και την βούληση του Θεού. Έτσι όμως αλλοτριώνεται η φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί κάθε ανθρώπινο πλάσμα, ως δι’ εαυτόν ον, είναι πάντοτε μια ανοιχτή ύπαρξη, διαρκώς μεταβαλλόμενη στον ορίζοντα ενός μη δεδομένου μέλλοντος. «Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ό,τι κάνει ο ίδιος από τον εαυτό του», αυτή είναι η πρώτη αρχή του υπαρξισμού. «Ο άνθρωπος», γράφει ο Σαρτρ, «είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος» και ο λόγος που παραμερίζει τη θεϊκή πρόνοια από τον κόσμο και τα ανθρώπινα έργα, είναι για να αφαιρέσει από την ελευθερία του ανθρώπου κάθε φραγμό. Όταν όμως καλεί τον καθένα να δημιουργήσει τις δικές του αξίες και νόμους, με τον τρόπο που το κάνει στην ουσία η διδασκαλία του οδηγεί στο χάος, γιατί η έννοια της ελευθερίας μεταβάλλεται σε αναγκαιότητα και αυθαιρεσία. «Η 211
Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας, σελ. 1180.
182
ευγένεια της ελευθερίας ωστόσο δεν έγκειται στην ανάγκη αλλά στην Ιδέα, την οποία η ελευθερία πραγματοποιεί»212. Εφόσον η Ιδέα παραμεριστεί από την σφαίρα της ελευθερίας, η ζωή χάνει τον εσωτερικό της πλούτο και μεταβάλλεται σε παιχνίδι της τύχης και της ρευστής γνώμης. Ο άνθρωπος υπάρχει και αυτός μέσα στο χώρο και τον χρόνο, δίπλα στα άλλα φυσικά αντικείμενα, ένα μικρό κομμάτι της φύσης και αυτός, όπως εκείνα˙ υπακούει και αυτός στην ανάγκη, την αδιαφορία και την ανωνυμία της φύσης, όμως υπάρχει και μ’ έναν τρόπο διαφορετικό από τα υπόλοιπα όντα: Υπάρχει από μέσα του, υπάρχει γιατί γνωρίζει ότι υπάρχει, γιατί βλέπει τον εαυτό του από μέσα, γιατί έχει συνείδηση. Αποκτώντας όμως συνείδηση του εαυτού του, νοιώθει ταυτόχρονα ότι ένα βαθύ χάσμα τον χωρίζει από τα υπόλοιπα όντα, που απλώς κατέχουν τον χώρο γύρω του, αλλά μένουν βουβά. Η συνειδητοποίηση του χάσματος αυτού, εντός του οποίου αναφαίνεται ο άνθρωπος, ορίζει την μοναξιά του. Εδώ όμως βρίσκεται ταυτόχρονα η αρχή του αυτοπροσδιορισμού και της ανεξαρτησίας του ατόμου. Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ύπαρξη έχει μόνον ο άνθρωπος213. Ένα υλικό αντικείμενο δεν υπάρχει, μόνον υφίσταται, είναι κάτι που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, όπως και το ζώο, που απλώς ζει. Εδώ συναντούμε το αρμονικό συζυγές της Βιβλικής εκδίωξης των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Έχασαν μεν αυτοί όλα τα έτοιμα αγαθά, γεμίζοντας μοναξιά την ζωή τους, κέρδισαν όμως την μάχη της επιβίωσης και της επίθεσης της προσωπικής σφραγίδας στο βίωμά τους. Ο άνθρωπος υπάρχει, είναι ύπαρξη, επειδή έχει την δυνατότητα να εξίσταται, να είναι σε έκ–σταση, να βγαίνει έξω από τα όρια του και να προσεγγίζει τον κόσμο, να επικοινωνεί, να κατανοεί. Λόγω της μέριμνας του προς όλα τα όντα, που είναι η ουσία της ύπαρξης, ο άνθρωπος είναι ένα δυναμικό ον, μια συνεχώς εξελισσόμενη ύπαρξη, που περατούται με τον θάνατο του. Επειδή λοιπόν ο άνθρωπος είναι συνείδηση και πνεύμα, ζει πάντα μέσα στην μοναξιά. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να ικανοποιήσει το πνεύμα, γι’ αυτό και ο άνθρωπος παλεύει συνεχώς να ξεπεράσει με το πνεύμα του την πεζότητα και την βουβότητα της πραγματικότητας. «Η φιλοσοφία μας βοηθάει για να συνειδητοποιήσουμε αυτόν τον διχασμό και συνάμα μας οδηγεί σε μια ορισμένη άρση του διχασμού. Η άρση όμως αυτή είναι θεωρητική. Τουναντίον η ζωή τείνει σε μια
212 213
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, 2006. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της φιλοσοφίας, σελ. 1285.
183
ουσιαστική άρση του διχασμού, η ζωή ζητεί εμπράγματη πλήρωση»214. Ο πρώτος, άμεσος τρόπος, με τον οποίο ανοίγεται αυτός ο διχασμός μέσα στον άνθρωπο, είναι με τις απαιτήσεις των φυσικών αναγκών του. Η ικανοποίηση μέσα στον φυσικό κύκλο της ζωής δεν είναι ποτέ απόλυτη και η ζωή προχωρεί από την μια πρόσκαιρη ικανοποίηση στην άλλη, δεμένος στην φυσική αναγκαιότητα. Αντιθέτως, στην πνευματική ζωή του ο άνθρωπος αγωνίζεται για την αποδέσμευση του από τις επιταγές της φύσης. Την ελευθερία αυτή την κατακτά με την γνώση, την σκέψη, την πράξη και την τέχνη, με την εκμετάλλευση δηλαδή της δυνατότητας που έχει να εξίσταται, να βγαίνει δηλαδή από τα όρια του εαυτού του και να μεριμνά για τα όντα. Μπορούμε μάλιστα να πούμε, ότι η τάση για μάθηση και για γνώση, από τα κατώτατα είδη της έως τον έρωτα για την φιλοσοφία, έχει την βαθιά της αιτία σ’ αυτό το γεγονός. Η τάση για γνώση, δηλαδή, είναι η έκφραση της επιθυμίας να άρει ο άνθρωπος την αντίθεση και τον διχασμό του με τον κόσμο, και από ανελεύθερος που είναι, να γίνει ελεύθερος. Η δυνατότητα για επικοινωνία και κατανόηση που διαθέτει, δεν είναι απλή δυνατότητα που μπορεί να μείνει ανεκμετάλλευτη, είναι βασική του ανάγκη. Η βαθιά κρίση που περνά ο άνθρωπος, η βαθιά μοναξιά του, έγκειται όχι μόνο στην εμμονή του – που γεννάται από τον σκληρό ανταγωνισμό – ότι κύρια μέριμνα του πρέπει να είναι η ικανοποίηση των υλικών αναγκών του, αλλά και στο ότι λέξεις, που παλαιοτέρα τον έκαναν κοινωνό του κόσμου, έχασαν το έως τώρα ξεκάθαρο περιεχόμενο τους. Τι έχει απομείνει, για παράδειγμα, από την πάλαι ποτέ συμπαγή και αδρανή ύλη; Η ύλη θεωρείται πλέον ως μία στατιστική πιθανότης, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι το κενό, ο Θεός έχει εκθρονιστεί και πολλές σχολές ψυχολογίας κάνουν πλέον ψυχολογία χωρίς ψυχή. Οι μεγάλες όμως έννοιες – Θεός, πατρίδα, ύλη, πνεύμα, ελευθερία, αμαρτία – υπήρξαν και ακρογωνιαίοι λίθοι των ηθικών αξιών, και μπορούσες ίσως να αμφισβητήσεις το αν η ύλη ήταν γέννημα του πνεύματος ή το πνεύμα γέννημα της ύλης, μπορούσες να τις δεχθείς ή να τις απορρίψεις, πάντοτε όμως κρατούσαν την εσωτερική τους συνοχή και με το μεταφυσικό τους βάθος γονιμοποιούσαν και συγκροτούσαν την ανθρώπινη ζωή. «Μέσα σε όλη αυτήν την ασύνδετη γνώση και την ρευστή γνώμη ένα μόνο σημείο έμεινε σταθερό: Η αγωνία του υπάρχειν. Και δεν 214
I. N. Θεοδωρακόπουλος, 2006, τόμος Γ΄, σελ. 567.
184
λέμε πλέον ούτε καν «πόνος», λέμε «άγχος» ή «αγωνία», πέφτοντας σε ένα κενό ακαθόριστο, προς τα έγκατα της ίδιας μας της δομής. Γιατί ο πόνος συνοδεύει το πρόσωπο που έχει σάρκα, ψυχή, στερεότητα και κυρίως ταυτότητα»215. Η ρίζα της αγωνίας βρίσκεται στο συναίσθημα του αβοήθητου και του ανεξήγητου που κυριεύει τον άνθρωπο μπροστά σ’ ένα σύμπαν αδιάφορο προς τις ηθικές μας αξιώσεις. Ένα σύμπαν που έχει για νόμους του την φυσική ανισότητα, την αδικία και την αδιαφορία στην ηθική. Όσο ο Θεός κυβερνούσε τον κόσμο ήταν και η τάξη της ζωής θεμελιωμένη από Αυτόν, ως άγια τάξη που ένωνε όλα τα πράγματα. Με το γκρέμισμα του Θεού ο άνθρωπος βρέθηκε αποξενωμένος από τον κόσμο. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο άνθρωπος θα βρει στο μέλλον μια νέα οντολογική ερμηνεία και τι μορφή θα έχει αυτή, προς το παρόν όμως η αγωνία που συνοδεύει την χαμένη ενότητα του κόσμου ζητά επιτακτικά μια νέα αρχή στην θέση του άγιου, θεϊκού πνεύματος216. Με όλες λοιπόν τις θεμελιώδεις μας έννοιες να τίθενται υπό αμφισβήτηση, οι καιροί μας δεν έχουν πλέον την πολυτέλεια των εύκολων απαντήσεων. Σε παλαιότερες εποχές, οι πρεσβύτεροι ήταν αρκετό να επαναλαμβάνουν ό,τι θεωρούσαν απόλυτο, προσθέτοντας την εμπειρία της ζωής217 για να καθοδηγήσουν τους νέους. Σήμερα όμως η πεισματική προσκόλληση στα παραδεδομένα ελάχιστους πείθει. Ούτε η αποφυγή των ερωτημάτων συνιστά βέβαια λύση ούτε η συνεχής διακωμώδησή τους, αφού, αργά ή γρήγορα, γεννούν σύγχυση, αναξιοπιστία και απομόνωση. Ούτε βέβαια μπορούμε να αφαιρέσουμε από τους ανθρώπους το δικαίωμα να αμφισβητούν τις παραδεδομένες αξίες. Άλλο όμως η ολοσχερής απόρριψή τους και άλλο η αναγνώρισή τους ως σχετικών αξιών. Μέσα σε αυτή την κρίση ο άνθρωπος είναι σαν να μένει μόνος με τη συνείδησή του, γιατί αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της κρίσης, ο κλονισμός της αμετάκλητης λογικής αναγκαιότητας που είχε ως τώρα ο κόσμος και το χάσμα που δημιουργείται όταν το αίσθημα της πραγματικότητος χάνεται, διότι πραγματικότης είναι ακριβώς ο αναγκαίος σύνδεσμος του κόσμου με μια λογική αρχή που κατάγεται από το νου του ανθρώπου. Πρέπει λοιπόν να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι συνέπειες που δημιουργούνται από την στάση μιας ανθρωπότητας, που παύει σιγάσιγά να πιστεύει σε κάτι ανώτερο. Όχι γιατί έχει τόση σημασία για το 215
Αγ. Τερζάκης, 1996. «Υπάρχει, βεβαίως, ένα συγκλονιστικό μεγαλείο στον άνθρωπο που ορθώνει μόνος το ανάστημά του απέναντι σε ένα σύμπαν ολωσδιόλου ξένο με αυτόν. Αλλά ίσως μέσα σε αυτή την επίγνωση ήδη να υπάρχει και μια νέα αρχή της ηθικής λύτρωσής του». Α. Τερζάκης, 1996. 217 Πείρα ονομάζεται από τον Καντ ό,τι συντάσσεται και αρθρώνεται σε ενότητα με τη χρήση των βασικών τρόπων της διανοίας. Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας. 216
185
που τοποθετεί κανείς την πηγή της ζωής, αλλά επειδή οι υψηλές θρησκείες ήταν πάντοτε πηγή του ηθικού νόμου, θυμίζοντας στον άνθρωπο ότι Θεός δεν είναι οι δικές του μικροπρεπείς επιθυμίες, αλλά η αγάπη, που δίνει σε όλους ίσα δικαιώματα στην θεϊκή εύνοια. Είναι φανερό ότι χωρίς ηθικό νόμο η ζωή δεν μπορεί να είναι ανθρώπινη και στη θέση του ξεριζωμένου ηθικού νόμου πρέπει να θεμελιωθούν νέες αξίες. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με ξερές προσταγές. Αν μας δίδαξε κάτι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, είναι ότι δύο άνθρωποι που συνομιλούν είναι ικανότεροι, αξιότεροι από δύο που μονολογούν. Οι σκέψεις με τον διάλογο αποκτούν ζωή, γιατί απέναντι μας βρίσκεται μια ψυχή και οι μεγάλες αποκαλύψεις, οι μεγάλες αλήθειες δεν έχουν μέσα τους μόνο τον λόγο, αλλά και την συγκίνηση. Με τις πολιτικές μπροσούρες, λοιπόν, τις προσταγές και τα μανιφέστα ίσως να κατανοήσει ο άλλος ότι όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα στην ζωή, ταυτόχρονα όμως φωλιάζει μέσα του η ιδέα ότι δεν είναι όλοι ικανοί να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Γόητρο χωρίς αξία που να το δικαιώνει, δεν μπορεί να νοηθεί. Καταλήγοντας, το μόνο που μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα, είναι ο σεβασμός προς την απόλυτη αξία του ανθρώπου και το φιλοσοφικό ερώτημα «ποιο είναι το κύρος που έχει η λογική σχέση του με τον κόσμο», γιατί μόνον έτσι μπορεί να φτάσει στην γνώση του εαυτού του. Τότε μόνο θα επέλθει μια εσωτερίκευση της έννοιας του ανθρώπου και ένας καθολικός ανθρωπισμός. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να ισορροπήσει τον τεχνικό πολιτισμό και την εσωτερικότητα του, τις υλικές και πνευματικές του ανάγκες. vii) Περί επαγγέλματος Το ρήμα επαγγέλομαι σημαίνει δίνω διαβεβαίωση για κάτι, υπόσχομαι, σημαίνει, επίσης, εκτελώ μια συγκεκριμένη εργασία για βιοπορισμό, ασκώ επάγγελμα. Στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Δομής βρίσκουμε τον εξής ορισμό: Επάγγελμα είναι μια εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη για αποτελεσματική και εξειδικευμένη παραγωγική απόδοση. Ως επάγγελμα, γενικότερα, στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, ορίζεται η έλλογη κοινωνική συμπεριφορά, σταθερά προσανατολισμένη στην εξεύρεση και εξασφάλιση πρόσφορων τρόπων και μέσων για την διαρκή ικανοποίηση όλων 186
των εξ υποκειμένου αναπόδραστων και σε χρήμα αποτιμητών αναγκών του κοινωνικού ανθρώπου. Η αρχική σημασία του επαγγέλματος ήταν αυτή της ειλημμένης υποχρέωσης, της υπόσχεσης για την τέλεση ενός συγκεκριμένου έργου. Η έννοια της υπόσχεσης ή της υποχρέωσης δίνει αμέσως – αμέσως κοινωνική διάσταση στην δραστηριότητα που ονομάζουμε επαγγελματική, και τη διαχωρίζει από την ερασιτεχνική εργασία, όπου σκοπός είναι κυρίως η προσωπική ευχαρίστηση. Το πρώτο που διαπιστώνουμε, λοιπόν, είναι ότι όταν μιλούμε για επάγγελμα, μιλούμε αυτομάτως και για ηθικές αξίες, αρετές, γιατί, ευθύς εξαρχής, το επάγγελμα συνδέεται με την συνέπεια, την επιδεξιότητα, την φιλοτιμία, το «μεράκι»: όταν πονώ αυτό που κάνω, όταν το σέβομαι και το αγαπώ το κάνω καλύτερα, κερδίζω την εκτίμηση των συνανθρώπων μου και κυρίως εκτιμώ τον εαυτό μου, το επάγγελμά μου είναι μέρος της ταυτότητας της προσωπικότητάς μου. Η έννοια του επαγγέλματος συμπεριλαμβάνει οπωσδήποτε την έννοια του έργου, δεν ισχύει απαραιτήτως, όμως, και το αντίστροφο. Το πλάτος της έννοιας του έργου είναι μεγάλο, με πολλές σημασιολογικές παραλλαγές στην Φυσική, την Ψυχολογία, την Οικονομική επιστήμη κ.τ.λ. Εμείς θα περιοριστούμε στις σημασίες που αφορούν την σχέση του έργου με το επάγγελμα. Είπαμε ήδη ότι για επάγγελμα μπορούμε να μιλούμε όταν υπάρχει σχέση δούναι και λαβείν, σχέση συναλλαγής. Όταν ασχολούμαι ερασιτεχνικά με κάτι, όταν καλλιεργώ ένα «χόμπι», κάνω έργο γιατί η δραστηριότητά μου ξεκινά από κάποια πρόθεση, υπάρχει προγραμματισμένη ενέργεια που αποβλέπει σε ένα αποτέλεσμα. Στην δραστηριότητά μου υπάρχουν τα στοιχεία της οργανωμένης προσπάθειας, της προγραμματισμένης ενέργειας, της επένδυσης φαντασίας, χρόνου, κόπου πνευματικού και σωματικού. Πότε λοιπόν η ερασιτεχνική μου απασχόληση μετατρέπεται σε επάγγελμα; Όταν μετατρέπεται σε υποχρέωση. Γι’ αυτό στο επάγγελμα, ακόμη και όταν η προσπάθειά μας δεν είναι πολύ κοπιαστική, όλα γίνονται σοβαρά και ανεξάρτητα από το αν μας διασκεδάζουν και μας ευχαριστούν ή όχι. Δεύτερον, στην περίπτωση του ερασιτεχνισμού, δεν περιμένει να βιοποριστεί κανείς από τον κόπο του, ενώ από το επάγγελμα περιμένει να ζήσει. Τρίτον, στο επάγγελμα έχουμε συνείδηση ότι ταχθήκαμε σε ορισμένη θέση, την οποία δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε γιατί θα ζημιώσουμε τον εαυτό μας και θα στερήσουμε το κοινωνικό σύνολο από το έργο που του προσφέρουμε. Διαλέγοντας ένα επάγγελμα ο άνθρωπος, είτε το θέλει είτε όχι, κάνει πολύ περισσότερα από το να ικανοποιεί βασικές ανάγκες: διαλέγει έναν τρόπο ζωής, επιλέγει ταυτότητα, γιατί το επάγγελμά του δεν 187
το καθορίζει μόνον, αλλά και καθορίζεται, διαμορφώνεται από αυτό. Γι’ αυτό και στην επιλογή επαγγέλματος εμπλέκονται η ταυτότητα, το γόητρο, ο τόπος και ο τρόπος ζωής, καθώς και οι κοινωνικές επαφές του κάθε ανθρώπου. Ο σύμβουλος, λοιπόν, προκειμένου να βοηθήσει τον συμβουλευόμενο να επιλέξει ένα επάγγελμα, πρέπει πρώτα να γνωρίσει καλά τον άνθρωπο στο σύνολό του και να σχηματίσει άποψη για το γνωστικό και για το θυμικό του υπόβαθρο. Οι επαγγελματικές επιλογές είναι εξαιρετικά σημαντικές στην όλη προσαρμογή του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο και συνδέονται άμεσα με τις ικανότητες, τα ενδιαφέροντα και τα άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Αφού, λοιπόν, ο σύμβουλος σχηματίσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη άποψη για την σύνολη προσωπικότητα του συμβουλευόμενου, μπορεί έπειτα να τον προσανατολίσει στην επιλογή επαγγέλματος. Ο σύμβουλος θα πρέπει, βέβαια, να είναι πλήρως ενημερωμένος ως προς την ποικιλία των επαγγελμάτων που υπάρχουν, το επίπεδο μόρφωσης, τις ικανότητες που απαιτούν ή ακόμη την διαθεσιμότητα, την προσβασιμότητα και τους κινδύνους που εμπεριέχουν. Ένας από τους πιο συνηθισμένους λόγους που οι άνθρωποι δεν βρίσκουν νόημα στην ζωή τους και δεν μπορούν να αντλήσουν ικανοποίηση ή να βρουν ευτυχία στην καθημερινότητά τους, είναι επειδή επιλέγουν επάγγελμα που δεν τους ταιριάζει. Το επάγγελμα πρέπει να επιλέγεται σύμφωνα με τις κλίσεις, τις ικανότητες και τις επιδιώξεις κάθε ατόμου. Οποιοδήποτε επάγγελμα, όσο λαμπερό και αξιοζήλευτο και αν φαίνεται, όσα προνόμια και αν παρέχει, αν ο άνθρωπος το αισθάνεται ως ξένο προς τον βαθύτερο εαυτό του, ασυμβίβαστο με τις ικανότητες και τις επιδιώξεις του στην ζωή, τον κάνει δυστυχισμένο. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος αυτός είναι καταδικασμένος να λυγίσει κάτω από το βάρος του εικονικού του θριάμβου, γιατί μέσα του κουβαλά την διάσταση, την αντίφαση, την αποτυχία να συνθέσει σε όλον τον εαυτό του. Αντιθέτως, εκείνοι που πέτυχαν να δώσουν σ’ αυτό το πολύ σημαντικό μέρος της ύπαρξής τους και της κοινωνικής τους ζωής περιεχόμενο σύμφωνα με τον εσωτερικό τους κόσμο, είναι πιο δραστήριοι, πιο αισιόδοξοι, πιο ζωντανοί. Όσο και αν καταπονούνται στην εργασία τους κατά την διάρκεια της ημέρας, δεν δυσανασχετούν ούτε εξαντλούνται, δεν αποθαρρύνονται ούτε απελπίζονται από μικροαποτυχίες, γιατί και μέσα στην εργασία τους είναι ο εαυτός τους. Γι’ αυτό και ανυπόφορη θεωρούμε όχι την βαριά ή δύσκολη εργασία, αλλά την εργασία που είναι ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα, τις ικανότητες και τις φιλοδοξίες μας. Τέτοιου είδους εργασίες φθείρουν και εξευτελίζουν τον άνθρωπο, γι’ αυτό και επιβάλλονται ως 188
ποινές. Τιμωρία είναι να κάνεις εκείνο που δεν ανέχεσαι και δεν σου ταιριάζει, γιατί χάνεις τόσο την ελευθερία σου, τον αυτοσεβασμό σου, όσο και την χαρά της ζωής. Χάνεις την ανθρωπιά σου. Και αυτή είναι η έννοια του δούλου που δεν επιλέγει ελεύθερα, αλλά εξαναγκάζεται. Δεν νιώθει ευχαρίστηση, ούτε αγάπη για το έργο που επιτελεί. Στα πρώτα της βήματα η νεότερη ψυχολογία εντόπισε τις βαθιές αλλοιώσεις που προκαλεί στην ψυχική και σωματική κατάσταση του ανθρώπου, κάθε δυσαρμονία που γεννιέται στον συναισθηματικό του κόσμο, ιδιαίτερα από την καταπίεση της ερωτικής ορμής. Πολύ σύντομα ωστόσο έγιναν αντιληπτά δύο πράγματα: ότι η κοινωνική διάσταση της ζωής του ανθρώπου είναι πολύ σημαντική και, από πολλούς ψυχολόγους, ότι η φιλοσοφία μπορεί να προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην ψυχολογία. Ο άνθρωπος νοείται ως κοινωνικό ον και μέσα από τις κοινωνικές του σχέσεις υφαίνεται ο κοινωνικός και πολιτικός ιστός, που τυλίγει όλους μας. Το επάγγελμα, με την ευρύτερη έννοιά του, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που όχι μόνο αξιοποιεί τον χρόνο μας σε αυτή την ζωή, αλλά διαμορφώνει την προσωπικότητα και την μοίρα μας. Όταν ο εσωτερικός μας κόσμος βρίσκεται σε αρμονία με την κοινωνική διάσταση της ύπαρξής μας, τότε η πορεία μας είναι ομαλή. Στην αντίθετη περίπτωση, η ψυχική και σωματική μας επάρκεια και αντοχή πλήττονται. Αληθινός επαγγελματίας είναι εκείνος που ξεπερνά τον απλό βιοπορισμό. Αληθινός επαγγελματίας δεν είναι εκείνος που εργάζεται μόνο για την πληρωμή ή την σύνταξη, ούτε κι εκείνος που δουλεύει απλώς για να δουλεύει. Στην όρεξη για δουλειά και στην επιδίωξη του κέρδους πρέπει να προσθέσουμε – για να έχουμε την εικόνα του αληθινού επαγγελματία – την πίστη και την επίγνωση ότι το έργο που κάνει με γνώση, δεξιότητα και μόχθο, έχει αξία, κοινωνική σημασία, ότι συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι εξαιρετικά σημαντικό το ηθικό του εργαζόμενου να είναι υψηλό, κάτι το οποίο συνδέεται άμεσα με την ικανοποίηση από την εργασία, με την πίστη στην αξία του συγκεκριμένου έργου που επιτελείται, με συναισθήματα προσωπικής αξίας, με ενθουσιασμό και ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνει ο άνθρωπος. Γι αυτό και πολλοί εργοδότες και μεγάλες επιχειρήσεις στην εποχή μας, ενδιαφέρονται να διατηρούν το ηθικό των εργαζομένων τους υψηλό, γιατί με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η παραγωγικότητά τους. Ο άνθρωπος δένεται με το επάγγελμά του, σε πολλές περιπτώσεις και σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με αυτό. Σε παλαιότερες, μάλι189
στα, εποχές ή ακόμη και σήμερα, σε μικρότερες ή λιγότερο προηγμένες κοινωνίες, το επάγγελμα ήταν η ταυτότητα του προσώπου: ο σιδεράς ήταν ο σιδεράς του χωριού, όπως κι ο παπουτσής, ο δάσκαλος ή ο παπάς, και όλοι γνωρίζουμε τι σήμαινε στις αρχαϊκές κοινωνίες να είσαι γεωργός, ιερέας ή πολεμιστής. Ολόκληρη η μοίρα σου στη ζωή ήταν προδιαγεγραμμένη από την κάστα στην οποία γεννιόσουν, πάντοτε όμως είχες συνείδηση της αποστολής σου. Στην σημερινή Επαγγελματική Συμβουλευτική αντιθέτως, περιλαμβάνεται και τονίζεται το στοιχείο της εξέλιξης, αφενός γιατί ο επαγγελματικός σχεδιασμός περιλαμβάνει πλήθος αποφάσεων που λαμβάνονται σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, και αφετέρου γιατί η σύγχρονη οικονομία απαιτεί να υπάρχει μια ευκολία στην αλλαγή της επαγγελματικής πορείας. Το τελευταίο αυτό έχει και τις θετικές και τις αρνητικές του πλευρές. Είναι θετικό γιατί ο εργαζόμενος δεν κινδυνεύει να πέσει σε έσχατη ένδεια ή να μείνει για μεγάλα διαστήματα άνεργος. Είναι όμως και επικίνδυνο γιατί έτσι ο εργαζόμενος δεν ταυτίζεται εύκολα με το επάγγελμά του, το ασκεί μόνο για λόγους βιοποριστικούς. Ή ακόμη, όπως πολύ συχνά γίνεται, μπορεί να αισθανθεί ότι δεν είναι πλέον πρόσωπο μα αριθμός, εξάρτημα μηχανής που εύκολα μπορεί να αντικατασταθεί. Αναλώσιμος. Είναι πάντοτε αποκαρδιωτικό η εργασία μας να μην αναγνωρίζεται κοινωνικά ούτε να καταξιώνεται ηθικά και η πληρωμή να εξαρτάται από όρους της αγοράς εργασίας, άσχετους με την ποιότητα του παραγόμενου έργου και την κοινωνική σημασία της εργασίας. Το φαινόμενο αυτό, κατά τον Fichte και τον Hegel, ο Μαρξ το ονόμασε με μια πολύ εύστοχη λέξη: αλλοτρίωση, που σημαίνει αποξένωση του ανθρώπου από το έργο του. Όταν όμως συμβαίνει αυτό, ο άνθρωπος συγχρόνως αποξενώνεται, ξεκολλά ψυχικά, και από την κοινωνία. Η εργασία, που άλλοτε ήταν υπόθεση ζωής, χαρά ζωής, που είχε σημασία και έδινε νόημα στην ζωή, τώρα μετατρέπεται σε ένα απρόσωπο προϊόν που διατιμάται σύμφωνα με τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, όπως όλα τα υπόλοιπα προϊόντα. Με την αλλοτρίωση του εργαζομένου από την εργασία του, αρχίζει να εμφανίζεται και να πληθαίνει ένας τύπος εργαζόμενου που αισθάνεται ότι με τίποτα δεν συνδέεται ψυχικά: με το επάγγελμα, την οικογένεια, την πατρίδα του και βεβαίως με τον εαυτό του. Τα ψυχολογικά και ηθικά προβλήματα που γεννά μία τέτοια κατάσταση, είναι μεγάλα και περίπλοκα. Όταν η εργασία χάνει τον βαθύτερο κοινωνικό προορισμό της και γίνεται εμπόρευμα, τότε και ο εργοδότης θεωρεί δικαίωμά του να προσπαθήσει να την αγοράσει όσο γίνεται φθηνότερα. 190
Έτσι όμως υλικό, εργαλείο και άνθρωπος ζυγίζουν το ίδιο, η εργασία αρχίζει να μοιάζει πολύ με δουλεία και ο εργαζόμενος μπορεί να αποκτήσει ψυχοσύνθεση δούλου. Ο κίνδυνος να δημιουργήσουμε νέες μορφές δουλείας είναι τεράστιος, και τα φαινόμενα κερδοσκοπίας και διαφθοράς σχετίζονται, σε μεγάλο βαθμό, με αυτήν την επιβεβλημένη αδιαφορία του εργαζομένου για το επάγγελμά του, με την εκμετάλλευση της ένδειας, με τον εκφυλισμό γενικώς της ιερής και οργανικά δεμένης με την κοινωνική μας υπόσταση βιοποριστικής απασχόλησης, που θα θέλαμε να ονομάζουμε επάγγελμα, αλλά για τους λόγους που εκθέσαμε παραπάνω, είναι απλώς μια δουλειά. Είναι πλέον εμφανές ότι αν δεν αναζητήσουμε λύσεις, τα φαινόμενα ηθικής κατάρρευσης του ατόμου και την κοινωνίας θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Η λύση είναι μία, να συνδεθεί πάλι ψυχικά ο εργαζόμενος με το έργο του, να το αγαπήσει και να αισθανθεί ότι τιμάται κοινωνικά για την αφοσίωσή του σ’ αυτό. Δύο είναι τα επίπεδα της λύσης αυτής, πρώτα χρειάζεται ένα κράτος δικαίου που να τιμά τους εργαζόμενους και να τους κάνει μετόχους, τόσο στις ευθύνες όσο και στα κέρδη, που θα έχει την βούληση και θα γνωρίζει το πώς να επιβάλει την ισονομία και την δικαιοσύνη, την δίκαιη επιβράβευση, όχι την φιλανθρωπία, που μειώνει, πληγώνει και απαξιώνει τον άνθρωπο. Εξίσου σημαντικές είναι οι συνθήκες εργασίας και η κοινωνική προστασία της εργασίας, όπως η ασφάλιση, η υγειονομική περίθαλψη, αξιοπρεπής συνταξιοδότηση κ.τ.λ. Παράλληλα, πρέπει να ληφθεί μέριμνα τόσο για την διαπαιδαγώγηση, όσο και για την επιμόρφωση του εργαζόμενου, την ψυχαγωγία του, την εβδομαδιαία ή ετήσια ανάπαυσή του. Οι εργοδότες γενικώς, είτε είναι άτομα είτε εταιρίες είτε το κράτος, πρέπει να καταλάβουν πόσο μονιμότερα και ουσιαστικότερα είναι τα κέρδη που προέρχονται από πιο ανθρώπινους τρόπους εργασίας. Το να διατηρήσει κανείς κάτι είναι δυσκολότερο από το να το αποκτήσει. Το δεύτερο επίπεδο είναι εκείνο της ατομικής ψυχικής καλλιέργειας και συνειδητοποίησης, όλου του κεφαλαίου εκείνου που συνήθως ονομάζουμε αγωγή. Πρέπει να διαφωτίσουμε το άτομο, την οικογένεια, το σχολείο, τα όργανα της πολιτείας που διαπαιδαγωγούν τον άνθρωπο, για το τι σημαίνει επάγγελμα, ποιο είναι το ηθικό νόημα και ο κοινωνικός προορισμός του. Πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση ότι πίσω από τις λαμπερές εικόνες πολλών – υποτίθεται – επιτυχημένων ανθρώπων, δεν υπάρχει αληθινή ευτυχία αν το επάγγελμα που κάνουν ικανοποιεί μόνο την ματαιοδοξία τους ή υπηρετεί στενά υλικά συμφέροντα. Σημασία δεν έχει τι θα γίνεις, αυτό που θα αποκτήσεις θα έχει αξία και σημασία αν το αποκτήσεις με την ικανότητα και την αρετή 191
σου, αν το αγαπάς, το τιμάς, αν σου γεμίζει την ζωή, αν βρίσκεται σε αρμονία με τον αληθινό εαυτό σου και σε γεμίζει με την χαρά, που δίνει η υγιής σχέση ενός ανθρώπου με την κοινωνία. viii) Περί παιδείας Η αγάπη και η γνώση είναι οι δύο κυριότερες προϋποθέσεις για την σωστή δράση. Το σωστό είδος αγάπης, ως ανταπόκριση, πρέπει να είναι ο φυσιολογικός καρπός που προκύπτει από την σωστή μεταχείριση του αναπτυσσόμενου ανθρώπου – την καλλιέργεια των σωματικών και πνευματικών εκείνων χαρακτηριστικών που θα δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για να γεννηθεί η αγάπη – δεν πρέπει να είναι κάτι που συνειδητά επιδιώκεται στις διάφορες φάσεις της αγωγής. Η γονική αγάπη διαφέρει από τον έρωτα επειδή ο έρωτας επιζητεί ανταπόκριση, αφού χωρίς αυτήν αδυνατεί να εκτελέσει την βιολογική του λειτουργία. Η γονική αγάπη, όταν είναι υγιής, προσφέρεται σαν φυσική προέκταση, είναι το ανεπιτήδευτο, φυσικό και απροσποίητο ένστικτο που εκδηλώνεται προς το παιδί, σαν να επρόκειτο για ένα εξωτερικευμένο τμήμα του σώματος των γονέων. Οι υγιείς ερωτικές σχέσεις εξαρτώνται από την διαμόρφωση της όλης προσωπικότητας και το ερωτικό ένστικτο καλλιεργείται παράλληλα με αυτήν. Ο γενικός και απόλυτος νόμος που τίθεται στις ερωτικές σχέσεις, ο απόλυτος σκοπός, δεν διαφέρει από τον απόλυτο σκοπό των αιτημάτων της ηθικής, που είναι ο άνθρωπος ως πρόσωπο και η αξιοπρέπεια του. Αν ο έρωτας εξετάζεται χωριστά από τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις, αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι μας πληγώνει βαθύτατα, αλλά και επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο από όλες τις προκαταλήψεις και από όλες τις κρίσεις που θεωρούμε αυτονόητες και οι οποίες στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία λογική βάση. Το βέβαιο είναι ότι οι σχέσεις μεταξύ των δύο γονέων και η προσωπικότητά τους αντανακλάται και στα παιδιά. Τα σημαντικότερα χρόνια στην διάπλαση μιας προσωπικότητας, είναι τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, τα όποια διδάγματα αφομοιώνονται πολύ εύκολα και ριζώνουν τόσο βαθιά μες στην ανθρώπινη ψυχή, που αργότερα, στην ενήλικη ζωή, πολύ συχνά περνιούνται για ένστικτα. Φυσικά, ο άνθρωπος ποτέ δεν χάνει την ικανότητά του για μάθηση, μόνο που η έφεσή του γι’ αυτήν μπορεί να δεχθεί τέτοιες απόγοητεύσεις, ώστε να κατατροπωθεί εντελώς, και οι ισχυρισμοί ότι η επιθυμία για γνώση είναι το εξέχον χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, να ακούγονται κούφιοι. 192
Ο άνθρωπος κατά την νεότητά του είναι τόσο εύπλαστος όσο οι κορμοί των νεαρών δέντρων, και οι κακοί άνεμοι του κυνισμού, της σκληρότητας, των απογοητεύσεων, μπορούν να τον αλλοτριώσουν. Η διαφορά όμως μεταξύ ενός στραβού δέντρου και ενός βασανισμένου ανθρώπου που έχει χάσει τον δρόμο του είναι ότι ο άνθρωπος πάντοτε έχει περιθώρια βελτίωσης. Έχει αποδειχθεί ότι, σε οποιαδήποτε ηλικία, τα βαθύτερα τραύματα προκαλούνται από τις προσπάθειες κατάπνιξης και όχι καλλιέργειας των φυσικών ορμών και ενστίκτων και την βεβήλωση των ιερών δεσμών της αγάπης, που έχει ανάγκη ο κάθε άνθρωπος, μέσα στην οικογένεια. Μέχρι πριν λίγα χρόνια η κοινή πεποίθηση ήταν ότι, ο χαρακτήρας ενός παιδιού πλάθεται καλύτερα με τις συνεχείς απαγορεύσεις, τις τιμωρίες, με τον αποκλεισμό του από γνώσεις που θεωρούνταν αμαρτωλές, με τις συνεχείς υπενθυμίσεις ότι πρέπει να αγαπά τους γονείς και να αισθάνεται ευγνωμοσύνη γι αυτούς, σε βαθμό που η υποχρέωση αυτή να γίνεται ακατόρθωτη γεννώντας ενοχές. Ένα άλλο συνηθισμένο λάθος των γονέων ήταν η προσπάθειά τους να μοιάζουν ανέγγιχτοι από κάθε πάθος. Άλλοι πάλι, ζώντας και οι ίδιοι με τον φόβο μέσα τους, θέτουν ως κεντρικό στόχο της αγωγής των παιδιών, να τα κάνουν σκληρά και αδιαπέραστα από τα πάντα. Η σκληρότητα όμως ποτέ δεν διορθώνει τίποτε, γεννά σκληρότητα, φόβο και επιθετικότητα ή μελαγχολία. Ο πιο βέβαιος τρόπος για να κάνουμε έναν άνθρωπο να μας μισήσει, είναι να του επιβάλουμε την αγάπη ως καθήκον. Τώρα, πολλοί μοντέρνοι γονείς έχουν ακούσει ότι η αγωγή πρέπει να στηρίζεται στην ελευθερία, αλλά δεν έχουν κατανοήσει πολύ καλά τι ακριβώς σημαίνει ελευθερία, με αποτέλεσμα να ξεχνούν να βάλουν όρια στα παιδιά τους. Ελευθερία δεν σημαίνει αφήνω ανεξέλεγκτες και ακαλλιέργητες τις ορμές μου, ούτε ότι στην ζωή μου μπορεί να βασιλεύει μια συνεχής αναρχία, ούτε ότι το μόνο που με περιορίζει να αρπάζω ό,τι επιθυμώ είναι τα όρια της δύναμής μου. Η ανάγκη να εξουσιάζει κανείς και να εξουσιάζεται είναι νοσηρή, και η εχθρική και βίαιη συμπεριφορά των ανθρώπων οφείλεται κυρίως στον φόβο, στην ανικανότητα επικοινωνίας και κατανόησης, στην ανασφάλεια, στην βαθιά μοναξιά που νοιώθουν, ιδιαίτερα στην εποχή μας, οι άνθρωποι. Τα ίδια που ισχύουν για την αγωγή των παιδιών, ισχύουν και για την αγωγή των ενηλίκων, με την διαφορά ότι η ανθρώπινη νόηση ωριμάζοντας γίνεται πιο σύνθετη και πιο ικανή να συλλάβει αφηρημένες έννοιες. Το ψυχικό έδαφος όμως στην πραγματικότητα συνεχίζει να 193
έχει τις ίδιες βασικές ανάγκες σε όλες τις ηλικίες. Η ψυχολογία μας διδάσκει ότι βασικός νόμος του βουλητικού είναι όχι η επιθυμία του για ηδονή και αποφυγή του δυσάρεστου, αλλά η επιθυμία του να απλωθεί προς τα πράγματα, και με την νόηση να τα κατακτήσει. Η αγωγή και ειδικά η θεραπεία του φόβου, σε όλες τις ηλικίες, στηρίζεται κυρίως στην διόρθωση των λανθασμένων αντιλήψεων218. Η προσέγγιση δεν πρέπει να είναι ποτέ δογματική. Το ότι κάποιες γνώσεις είναι κακές είναι μια αντίληψη λανθασμένη. Καμία γνώση από μόνη της δεν είναι κακή και καμία γνώση δεν πρέπει να θεωρείται απαγορευμένη, μόνο ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι γνώσεις μπορεί να είναι κακός. Σκοπός του δασκάλου πρέπει να είναι η γενναιόδωρη προσφορά της γνώσης στοχεύοντας στην πνευματική ανάπτυξη και όχι στην απόδειξη κάποιου ηθικού ή πολιτικού δόγματος. Απώτατος στόχος της σωστής διδασκαλίας είναι να αποκτήσει κάποτε ο μαθητής την ικανότητα να σκέφτεται μόνος του και να ικανοποιεί μόνος του την περιέργειά του. Η περιέργεια δεν πρέπει ποτέ να αποθαρρύνεται ακόμη κι όταν παρεκκλίνει από κάποιο σχολικό πρόγραμμα, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι το πρόγραμμα πρέπει να διακόπτεται. Ακόμη και η νοσηρή και διεστραμμένη περιέργεια, αποδεδειγμένα αντιμετωπίζεται καλύτερα με την παροχή άφθονων πληροφοριών, που με τον χρόνο γίνονται όλο και πιο τεχνικές και επιστημονικές, έως ότου επέλθει ο κορεσμός και η πλήξη. Η έλξη προς το νοσηρό, σχεδόν πάντα, οφείλεται στο ότι κάτι είναι απαγορευμένο, και η συνειδητοποίηση είτε του παιδιού είτε του ενήλικα πρέπει να ξεκινά από την ελεύθερη έκφραση των πιο βέβηλων σκέψεών του. Δεν υπάρχει κακή γνώση. Κακή είναι η εμμονή και η συνεχής έμμονη, ψυχαναγκαστική επιστροφή και απασχόληση του νου με το ίδιο ζήτημα. Οι έμμονες ιδέες δεν θεραπεύονται με την απαγόρευση και την τρομοκρατία, αλλά με την πληθωρική προσφορά του συγκεκριμένου πεδίου σκέψεων και την μετατροπή του σε επιστημονικό ενδιαφέρον και φιλοσοφικό πεδίο προβληματισμού, μέχρι το αντικείμενο της εμμονής να πάρει την νόμιμη θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα ενδιαφέροντα, παύοντας να καταδυναστεύει και να μονοπωλεί την σκέψη. Η μέθοδος είναι η ίδια, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες. Ο βαθμός αφαίρεσης μόνο αλλάζει, ανάλογα με την ηλικία και την ικανότητα αντίληψης του ατόμου.
218
Ιδέ και σελ. 72 παρόντος.
194
Η ηθική τρομοκρατία και η άρνηση έχουν πάντοτε ολέθρια απότελέσματα. Η τιμωρία, όταν είναι αναγκαία, πρέπει να εννοείται ως αποδοκιμασία, με στόχο την συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων των άλλων ατόμων. Η ψυχή ησυχάζει όταν ο νους ικανοποιείται και κατανοεί. Όσο μεγαλύτερα σύνολα μάλιστα είναι ικανός να συνθέσει, όσο καθολικότερος είναι ο προβληματισμός, τόσο πιο ασήμαντα του φαίνονται τα τυχαία συμβάντα της καθημερινότητας. Πρωταρχικός στόχος της διδασκαλίας πρέπει να είναι η επιδίωξη της γνώσης και της αλήθειας και όχι η βελτίωση του χαρακτήρα. Για να γίνει η απόκτηση της γνώσης εφικτή και να κρατηθεί ζωντανή η επιθυμία για την γνώση και την αλήθεια, χρειάζονται ορισμένες πνευματικές αρετές, που όμως δεν πρέπει να επιδιώκονται σαν αυτοσκοπός, αλλά να προκύψουν από την αγωγή, σαν απαραίτητες για την μάθηση. Τέτοιες αρετές είναι η ανιδιοτελής περιέργεια, το απροκατάληπτο που βασίζεται κυρίως στην ειλικρίνεια της σκέψης, η πίστη ότι η γνώση είναι δυνατή αλλά δύσκολη, η υπομονή, η εργατικότητα, η συγκέντρωση, η ακρίβεια και η βούληση για την επίτευξη τέλους, ολοκλήρωσης δηλαδή του πονήματος που αναλαμβάνεται. Η πιο θεμελιώδης απ’ όλες αυτές τις αρετές είναι η περιέργεια. Ο αποχωρισμός της γνώσης από την ζωή είναι κάτι λυπηρό, αυτό όμως συμβαίνει κυρίως επειδή η ωφέλεια συνήθως εννοείται με έναν πολύ στενό, υλικό τρόπο. Όμως, ακόμη και όταν εννοούμε την ωφέλεια και την χρησιμότητα με έναν πολύ ευρύτερο τρόπο, πάλι μια υγιής και ανιδιοτελής περιέργεια θα αποκτήσει γνώσεις που δεν έχουν καμία φανερή χρησιμότητα. Το παράξενο είναι ότι τέτοιες γνώσεις είναι κυρίως επιστημονικού περιεχομένου. Για παράδειγμα, εκτός αν είναι κάποιος ναυτικός ή αεροπόρος, η γνώση ότι η γη είναι στρογγυλή, στην πραγματικότητα, δεν του χρησιμεύει σε τίποτε στην καθημερινή του ζωή, παρά για να μην φαίνεται ανόητος. Δύσκολα, από την άλλη, μπορούμε να φανταστούμε πολιτισμένο άνθρωπο που να μην έχει κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις για την δομή του κόσμου. Είναι αξιοσημείωτο ότι στον αντίποδα οι γνώσεις της φιλοσοφίας, που θα μας επέτρεπαν να κρίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους, θεωρούνται άχρηστες και εξεζητημένες. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τις γνώσεις που σχετίζονται με την αισθητική αντίληψη. Ίσως γιατί η θέα του κάλους δεν έχει ανταπόδοση. Η αμεροληψία είναι μία αρετή που συνοδεύει πάντοτε την γνήσια επιθυμία για γνώση. Νοθεύεται όταν επιθυμίες, κυρίως ασυνείδη195
τες, αναμειγνύονται με την πεποίθηση ότι γνωρίζουμε ήδη την αλήθεια. Γι’ αυτό και η επιθυμία για γνώση είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ανόθευτη κατά την νεότητα. Οι ενήλικες, γίνονται υστερόβουλοι γιατί είναι δεσμευμένοι από τις ανάγκες των σκοπών της επιβίωσης και από τις επιλογές και τις αποκτημένες γνώσεις του παρελθόντος. Επίσης, η αμφισβήτηση των απόψεών τους μπορεί, πολύ συχνά, να σημαίνει την μείωση ενός κύρους που αποκτήθηκε με κόπο. Οι νέοι πρέπει να ενθαρρύνονται να θεωρούν κάθε ζήτημα ανοικτό και να είναι πρόθυμοι να αλλάξουν και να διαμορφώσουν τις απόψεις τους, όταν τα επιχειρήματα που τους παρατίθενται είναι λογικά. Ενώ, όμως, η ελευθερία της σκέψης πρέπει να ενθαρρύνεται, η ελευθερία δράσης είναι κάτι διαφορετικό. Είναι σωστό να επιτρέπουμε σε ένα παιδί να ονειροπολεί ελεύθερα, αλλά δεν μπορούμε να του επιτρέψουμε να ριχτεί ξαφνικά σε κάποια περιπέτεια επειδή διάβασε κάποια ιστορία με εξερευνητές. Το ίδιο ισχύει, σε μικρότερο βαθμό, και για τους ενήλικες, με την διαφορά ότι το οργιώδες φαντασιοκόπημα, όσο προχωρεί η ηλικία, τόσο πιο σπάνια είναι εποικοδομητικό και ότι ένας ενήλικας έχει ο ίδιος την ευθύνη για τον εαυτό του, αλλά συνήθως και υποχρεώσεις απέναντι σε άλλους. Η δύναμη της συγκέντρωσης είναι μια άλλη πολύτιμη ικανότητα, η οποία βελτιώνεται με την εξάσκηση. Σε όσο νεαρότερη ηλικία αρχίζει να εξασκείται, τόσο το καλύτερο. Γι’ αυτό πρέπει να είναι μερος της αγωγής, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που το παιδί δεν έχει αποκτήσει ακόμη αρκετή αυτοπειθαρχία. Η συγκέντρωση χαρακτηρίζεται από τρεις ιδιότητες: την ένταση, την διάρκεια και την θεληματικότητα. Η προσοχή των μικρών παιδιών είναι κτητική. Τα πολύ μικρά παιδιά σπάνια μπορούν να διατηρήσουν την προσοχή τους συγκεντρωμένη σε κάτι, αλλά όσο μεγαλώνουν γίνεται λιγότερο κτητική. Ένταση σημαίνει η ολοκληρωτική απορρόφηση από το ζήτημα που απασχολεί τον νου, με την συμμετοχή όλων των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων, σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο. Η διάρκεια συγκέντρωσης της προσοχής είναι απαραίτητη για κάθε σημαντικό επίτευγμα και για την κατανόηση κάθε πολυσύνθετου και αφηρημένου ζητήματος. Τέλος, η θέληση είναι απαραίτητη, πέρα από τους άλλους ευνόητους λόγους, για την απόκτηση της γνώσης εκείνης και για την διεκπεραίωση των σταδίων της εργασίας που προκαλούν ανία. Ακόμη και στο πιο συναρπαστικό επάγγελμα ή στην πιο συναρπαστική ζωή που μπορεί να φανταστεί κανείς, δεν μπορούμε να αποφύγουμε αγγαρείες 196
και γνώσεις ή διαδικασίες που είναι ανιαρές μεν, απαραίτητες δε για την επίτευξη του τελικού στόχου. Ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα της μοντέρνας εκπαίδευσης είναι ότι, δεν ασκεί αρκετά τους μαθητές σε αυτόν τον τομέα. Θυμούμενοι με τρόμο τις παλαιές μεθόδους, φτάνει στο αντίθετο άκρο. Είναι όμως λανθασμένη η άποψη ότι η μάθηση πρέπει να είναι πάντα άκοπη, ευχάριστη, συναρπαστική και να μοιάζει με παιχνίδι. Η πείρα μας δείχνει ότι η γνώση που κατακτήσαμε με περισσότερο μόχθο είναι ακριβώς εκείνη που χαράσσεται βαθύτερα μέσα μας, ενώ κάθε μεγάλο επίτευγμα και κάθε αξιόλογος βίος, αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα, έχει μεγάλες δόσεις ρουτίνας και ανίας, πριν φτάσει στη μεγάλη χειρονομία, στην εκτίναξη των δυνατοτήτων, στην στιγμή του κατορθώματος και της έμπνευσης, που μας κάνει να σκεπτόμαστε την ζωή ενός σπουδαίου ανθρώπου ως συναρπαστική. Κάποια πλήξη ή αγγαρεία είναι αναγκαία σε όλα τα επαγγέλματα και αν δεν προετοιμάσουμε το παιδί από νωρίς γι’ αυτό, πολύ δύσκολα θα επιτύχει. Η υπομονή και η εργατικότητα είναι επίσης σημαντικές. Η παλαιά άποψη έλεγε ότι οι αρετές αυτές πρέπει να επιβάλλονται από μια εξωτερική αρχή, τον δάσκαλο, τον γονέα ή, αργότερα, τον εργοδότη. Είναι πολύ προτιμότερο να εγείρεται η φιλοδοξία και να προβάλλεται το όραμα ενός άξιου να κατακτηθεί, τελικού στόχου. Η καλύτερη μέθοδος είναι η διαβάθμιση των δυσκολιών. Οι πρώτες επιτυχίες πρέπει να είναι εύκολες, ώστε ο μαθητής να γευτεί την χαρά της επιτυχίας και να πεισθεί ότι έχει την δυνατότητα να επιτύχει. Στην συνέχεια, οι δυσκολίες μπορούν να μεγαλώνουν προοδευτικά και τα ενδιάμεσα στάδια να πληθαίνουν και να γίνονται όλο και πιο σύνθετα. Έτσι αποκτάται η εμπειρία της ανταμοιβής της επιμονής, ενώ αυξάνεται και η διάρκειά της. Ταυτοχρόνως, καλλιεργείται η πεποίθηση ότι η γνώση είναι δύσκολη μα όχι αδύνατη και ότι τα αξιόλογα επιτεύγματα χρειάζονται κόπο, συγκέντρωση, υπομονή και, συνήθως, μια δόση ανίας. Με την κατάλληλη όμως καθοδήγηση τα παιδιά θα φτάσουν στο σημείο να κατανοούν την σημασία και των πληκτικών πλευρών των διαφόρων θεμάτων και να τις μελετούν χωρίς να τους το επιβάλουμε, όσο βέβαια το παιδί μεγαλώνει ή ο άνθρωπος γενικά εξοικειώνεται με την διαδικασία και τις απαιτήσεις της μάθησης, τόσο ευαισθητοποιείται σε πιο μακρινά κίνητρα και δεν είναι πια απαραίτητο κάθε λεπτομέρεια να είναι ενδιαφέρουσα αυτή καθαυτή. Καλό είναι επίσης ο δάσκαλος να προειδοποιεί για τα ανιαρά μέρη του θέματος. Εδώ χρειάζεται μια σημαντική διευκρίνιση: εποικοδομητική είναι η εκούσια αποδοχή της πλήξης από τον μαθητή, όχι εκείνη 197
που επιβάλλεται από τον δάσκαλο, αν και στην πράξη όλοι οι δάσκαλοι γνωρίζουν ότι κάποια παρότρυνση είναι αναγκαία. Οι ευφυείς μαθητές θα συμπλεύσουν πολύ προθυμότερα σε θέματα πειθαρχίας, γιατί είναι ικανότεροι να συλλάβουν το πρόβλημα στο σύνολό του και να οραματισθούν τον τελικό καρπό των προσπαθειών τους. Η φιλοδοξία των μαθητών με μικρότερες ικανότητες μπορεί επίσης να κεντριστεί, αυτό, όμως, εξαρτάται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το ταλέντο του δασκάλου. Η κεντρική ιδέα μιας καλής αγωγής πάντοτε παραμένει ότι η κινητήρια δύναμη της μάθησης πρέπει να είναι η πρόθυμη συνεργασία και ο μαθητής να κινείται από την επιθυμία να μάθει και να επιτύχει και από την χαρά της δημιουργίας, και όχι επειδή υποχρεούται να υποταχθεί στην εξουσία, στην αυθεντία και την τρομοκρατία του δασκάλου. Τα παιδιά έχουν ανάγκη την πειθαρχία και ασυνείδητα την επιθυμούν. Η αναρχία γρήγορα τα κάνει να αισθάνονται ανασφαλή και χωρίς στόχο. Ένας δάσκαλος ή γονέας που προσπαθεί από αγάπη να βάλει κάποια τάξη στην ζωή τους ώστε, εκτός των άλλων, να απόκτήσουν κάποτε και αυτοπειθαρχία, δεν πρέπει να φοβάται ότι θα τους γίνει αντιπαθής. Τα παιδιά καταλαβαίνουν ποιος τα αγαπά. Τα ίδια ισχύουν και για τους ενήλικες, που κατά κανόνα χρειάζονται τις ανειλημμένες υποχρεώσεις στην ζωή τους, ώστε να έχουν κάποιον στόχο όταν ξυπνούν το πρωί, αν δεν μπορούν να τον θέσουν οι ίδιοι στον εαυτό τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η ελευθερία μας και περισσότερες οι επιλογές μας στην ενήλικη ζωή, τόσο περισσότερο χρειάζεται η αυτοπειθαρχία. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες της αυτοαπασχόλησης. Κάθε αξιόλογη δημιουργία χρειάζεται ακρίβεια. Τα πιο σημαντικά είδη ακρίβειας είναι: η μυϊκή, η αισθητική, η λογική και εκείνη της μνήμης. Την μυϊκή ακρίβεια την εξασκούν τα παιδιά σε μεγάλο βαθμό από μόνα τους, παίζοντας. Και κάθε υγιές παιδί επιθυμεί να αυξήσει το κύρος του ανάμεσα στα άλλα παιδιά, βελτιώνοντας τις επιδόσεις του στα παιχνίδια και τις αθλοπαιδιές. Άλλες μορφές ακρίβειας, όπως η άρθρωση στην ομιλία, η καλλιγραφία, το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου και άλλα, σχετίζονται περισσότερο με την διδασκαλία και την σχολική τάξη, ενώ το αν το παιδί τα θεωρεί σημαντικά ή όχι, εξαρτάται από τις κλίσεις και το περιβάλλον του. Η αισθητική ακρίβεια είναι ένα πολύ πιο δύσκολο και αφαιρετικό ζήτημα. Σε παλαιότερα χρόνια ταυτιζόταν με την απομνημόνευση 198
ποιημάτων, λογοτεχνικών κειμένων ή με την ακρίβεια στην αντιγραφή εικαστικών θεμάτων, ήταν δηλαδή περισσότερο μηχανική και τελικώς μάλλον την εξάσκηση της μνήμης ή της επιδεξιότητας αφορούσε. Το θέατρο, το τραγούδι και ο χορός είναι πολύ καλοί τρόποι εξάσκησής της. Η ζωγραφική μπορεί να είναι επίσης ένας τρόπος εξάσκησης της αισθητικής ακρίβειας, με την προϋπόθεση ότι δεν θα περιοριστεί μόνο στην ακρίβεια αντιγραφής εικαστικών θεμάτων, αλλά θα τονίσει εξίσου τις αξίες της σύνθεσης, του χρώματος, της ποιότητας γραφής κ.τ.λ. ανεξάρτητα από την ομοιότητα με το πρωτότυπο. Η μοντέρνα τέχνη μας βοηθά να κατανοήσουμε τις έννοιες του εστιασμού της λεπτομέρειας και της ακρίβειας, με πολύ περισσότερους τρόπους σε σχέση με άλλες εποχές, όπου ύψιστη αρετή θεωρούσαν την μίμηση της φύσης. Μνήμη ονομάζουμε την ικανότητα να διατηρούμε τις εντυπώσεις με την μορφή παραστάσεων και να τις ξαναπλάθουμε. Η απομνημόνευση, η εξάσκηση της ακρίβειας της μνήμης είναι ίσως το ανιαρότερο και πιο αντιπαθές καθήκον για τους μαθητές, που γίνεται ακόμη χειρότερο όταν επιδιώκεται σαν αυτοσκοπός. Η αποστήθιση χρονολογιών, ονομάτων και κειμένων είναι ο εφιάλτης αναρίθμητων γενεών μαθητών. Η εφευρετικότητα του δασκάλου και τα εποπτικά μέσα είναι στο σημείο αυτό πολύ σημαντικά. Η γεωγραφία μπορεί να είναι, για παράδειγμα, ένας απέραντος κατάλογος αδιάφορων ονομάτων. Ένα φανταστικό καράβι, όμως, που ταξιδεύει στις χώρες, τα λιμάνια και τα ακρωτήρια του χάρτη, σε ένα περιπετειώδες ταξίδι, που συμπεριλαμβάνει εικόνες από τα λιμάνια, ιστορίες για τους λαούς που συναντά και ταραγμένες θάλασσες που υπερνικά, είναι πολύ πιο ενδιαφέρον. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και με επιτραπέζια παιχνίδια. Συμπαθείς ήρωες που θα πρωταγωνιστούν σε διάφορα ιστορικά περιστατικά βοηθούν την απομνημόνευση, κάνοντας πιο ζωηρή και ενδιαφέρουσα την αφήγηση αλλά και μπορούν να λειτουργούσουν ως πρότυπα. Η επανάληψη, το ενδιαφέρον και ο ειρμός είναι τα κλειδιά. Πολύ δύσκολα βρίσκει κανείς ενδιαφέρον σε ασύνδετα πράγματα και βέβαια, πολύ εύκολα έπειτα, τα ξεχνά. Είναι πολύ συχνό το παράπονο των μαθητών ότι διδάσκονται μια ιστορία χωρίς ειρμό, με περιόδους που αλλάζουν ξαφνικά λες και γυρίζει κάποιος έναν διακόπτη. Ευτυχώς στην εποχή μας η αξία των εποπτικών μέσων έχει αναγνωρισθεί και ο εμπλουτισμός του μαθήματος με αυτά είναι πλέον θέμα προϋπολογισμού. Όσο πιο έντονη είναι η προσοχή και όσο ζωηρότερο το ενδιαφέρον και καλύτερη η συναισθηματική διάθεση κατά τον σχηματισμό των παραστάσεων που εγγράφονται στη μνήμη, τόσο καλύτερη είναι η απομνημόνευση. Επίσης, όσο περισσότερες είναι οι μνημονικές ο199
δοί, οι τρόποι με τους οποίους οδηγούμαστε στις παραστάσεις, τόσο βαθύτερα εγγράφονται στην μνήμη οι τελευταίες αυτές, τόσο περισσότερο διατηρούνται και ευκολότερα ξαναπλάθονται. Η κατανόηση του περιεχομένου και των σχέσεων των παραστάσεων που θέλουμε να συγκρατήσουμε είναι πάντοτε προτιμότερη από την μηχανική απομνημόνευση. Η κριτική απομνημόνευση είναι πολύ σταθερότερη και προπάντων γόνιμη και δημιουργική. Σε όσο μικρότερη ηλικία ξεκινά η εκγύμναση της μνήμης, τόσο περισσότερο αναπτύσσεται. Οι μοντέρνες απόψεις λένε ότι η διδασκαλία μπορεί και πρέπει να γίνει στο σύνολο της ευχάριστα. Ότι αν η γνώση επιβάλλεται αντί να ζητείται, ο μαθητής θα νομίζει ότι του ζητούν να κάνει κάτι ευχάριστο για τον δάσκαλο και δυσάρεστο για τον ίδιο, οπότε θα προβάλλει αντίσταση. Αν, αντίθετα, κατορθώσουμε να διεγείρουμε την επιθυμία του μαθητή για γνώση, τότε η διδασκαλία θα πάρει την μορφή εύνοιας και η έξωθεν επιβαλλόμενη πειθαρχία θα χρειάζεται σπάνια και η προσοχή του θα εξασφαλίζεται χωρίς δυσκολία. Όσον αφορά την σχολική τάξη απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της παραπάνω μεθόδου είναι το καλό παράδειγμα της πλειοψηφίας των μαθητών, γιατί κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θέλει να αισθάνεται μειονεκτικά απέναντι στους άλλους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο δάσκαλός πρέπει να ντροπιάζει τον μαθητή, ιδιαίτερα μπροστά σε όλη την τάξη, που έχει αποτελέσματα εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα, και το πιθανότερο είναι ο μαθητής να μισήσει το σχολείο που θα μετατραπεί σε πηγή άγχους. Η συμμετοχή είναι προτιμότερο να εξασφαλίζεται με την επιθυμία του μαθητή να γίνει μέλος της ομάδας και να μοιραστεί την χαρά της δημιουργίας. Η γενική αρχή είναι ότι η επιθυμία για μάθηση πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο τον μαθητή, και το περιβάλλον του να είναι τέτοιο που να διεγείρει αυτή την επιθυμία, η οποία είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Αν κατορθωθεί κάτι τέτοιο, τα πλεονεκτήματα είναι τεράστια. Ο δάσκαλος ή οποιοσδήποτε παρέχει την γνώση μετατρέπεται σε φίλο και γίνεται αγαπητός. Η μάθηση προχωρά με γρήγορους ρυθμούς γιατί στηρίζεται στην συνεργασία και με λιγότερο κόπο, γιατί η επιβαλλόμενη προσοχή και η συνεχής πίεση είναι και για τα δύο μέρη κουραστικές και δεν αφήνουν χώρο για προσωπική πρωτοβουλία. Η λογική ακρίβεια είναι μια ικανότητα που αργεί περισσότερο να κατακτηθεί και ξεκινά από την εξάσκηση της ακρίβειας της μνήμης. Το φυσικό όχημα εξάσκησης της είναι τα μαθηματικά και οι φυσικές επιστήμες αλλά και οποιαδήποτε άλλο πόνημα απαιτεί λογική σύνταξη και λογικούς συνειρμούς. Ακόμη και τα μαθηματικά όμως, 200
όταν μετατρέπονται σε ένα συνονθύλευμα αυθαίρετων κανόνων, χάνουν την αληθινή παιδαγωγική τους αξία. Ο κόσμος που ζούμε και ο ίδιος ο εαυτός μας είναι γεμάτος άλυτα μυστήρια και αινίγματα, γι’ αυτό η διαδικασία της μάθησης μπορεί και πρέπει να είναι μια συναρπαστική πνευματική περιπέτεια219. Η πρωτοβουλία και η ατομική προσπάθεια πρέπει να ενθαρρύνονται αφού μόνο δι’ αυτών μπορούμε να αναμένουμε ό,τι καλό, δεχόμενοι το αξίωμα ότι η δράση είναι προτιμοτέρα της αδρανείας. Συνηθίζεται πολύ στον καιρό μας η παιδική λογοτεχνία που προσπαθεί να γίνει αρεστή με αισθηματολογίες και μια ψεύτικη αφέλεια (παιδιαρίσματα). Αρέσει και στα ίδια τα παιδιά να τα παίρνουν στα σοβαρά, και θέλουν όσο το δυνατόν νωρίτερα να μάθουν να συμπεριφέρονται έτσι, να αποκτήσουν την δύναμη και την εξουσία των ενήλικων, με έναν τρόπο άμεσο και μαγικό, χωρίς δηλαδή την γραμμικότητα και εξελικτικότητα που απαιτεί η γνώση. Εκτός αυτού είναι πάντοτε προτιμότερο να έρχονται από νωρίς σε επαφή με βιβλία που είναι γραμμένα στα σοβαρά, αφού το επιτηδευμένα ανάλαφρο ύφος εμποδίζει την πνευματική ανάπτυξη – ας θυμηθούμε πόσο μας συνάρπαζαν οι περιπέτειες των παιδικών ηρώων του Ιουλίου Βερν και τα κατορθώματα τους, που πολλές φορές ξεπερνούσαν και εκείνα των ενηλίκων. Το κίνητρο του επαίνου και του ψόγου διατηρεί πάντοτε την αξία του, αρκεί ο έπαινος να δίνεται με μέτρο ώστε να μην χάνει την αξία του, και ο ψόγος να αφορά την έλλειψη προσπάθειας και να είναι ανεξάρτητος από την επίδοση, κυρίως δε να μην μειώνει και να μην ευτελίζει την προσωπικότητα του μαθητή.
219
«Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. […] Δεν θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη· τις ίδιες αναπλάσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος». Οδ. Ελύτης, 1985, XXVIII.
201
Σύνοψη Ενάτου Κεφαλαίου Το πρόβλημα της ταυτότητας και της ουσίας του ανθρώπου, του πώς πρέπει, δηλαδή, να ορίζει τον εαυτό του, φαίνεται να απασχολεί τον άνθρωπο από εμφανίσεώς του επί γης. Σε κάθε μυθολογία ενυπάρχει και μια πρώιμη ανθρωπολογία. Το ερώτημα που κρύβεται πίσω από τις αφηγήσεις των μύθων και τις προσεγγίσεις της φιλοσοφίας αργότερα, είναι, στην ουσία, το εξής: Ποια είναι εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, που τον διαχωρίζουν από τις άλλες μορφές ζωής, και τα οποία, αν αγνοήσει, δεν μπορεί να ζήσει τη ζωή του σαν άνθρωπος; Και παράλληλα με το ερώτημα αυτό, ένα άλλο: Πώς και πότε αρχίζει να υπάρχει ως άνθρωπος; Ήδη η θέση των ερωτημάτων αυτών δείχνει ότι ο άνθρωπος απαιτεί να υπάρχουν κάποιες, πέραν των υλικών, προϋποθέσεις στην ζωή του για να αξίζει να την ζήσει. Οι χρονολογικές απαντήσεις ελάχιστα ή διόλου διαφωτίζουν το θέμα. Απλώς ωθούν το μυστήριο όλο και πιο βαθιά στο παρελθόν, γιατί το ερώτημα δεν είναι χρονολογικό, είναι οντολογικό και αφορά στην γένεση της φαντασίας, της βούλησης και της δύναμης του αυτόπροσδιορισμού του. Όταν ο άνθρωπος είπε ‘εγώ’, ‘πρέπει’, ‘ναι’ και ‘όχι’, έθεσε αυτομάτως εαυτόν πέρα από την απλή φυσική πραγματικότητα, άρχισε να υπάρχει ως ιστορικό ον εισάγοντας ένα νέο αίτιο μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών, οι οποίες αποφαίνονται για το πώς πρέπει να μεριμνά για την σωματική του υγεία. Οι φυσικές επιστήμες πάλι και η τεχνική τους εφαρμογή απομακρύνουν τα εμπόδια της φύσης και εκμεταλλεύονται τους φυσικούς νόμους, κάνοντας εφικτή τη δυνατότητα στέγασης, σίτισης και συμμετοχής στην παιδεία όλο και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων. Οι θρίαμβοι, μάλιστα, των επιστημών γενικότερα, και της τεχνικής ειδικότερα, ακολουθούνται από την ψευδαίσθηση ότι η επιστήμη έχει τη δύναμη από μόνη της να λύσει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Γιατί ονομάζουμε ψευδαισθησιακή την πίστη αυτή της εποχής μας; Γιατί η γνώση αφ’ εαυτή δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Μέσα στη γνώση ή τα υλικά της παράγωγα δεν υπάρχει η ηθική βούληση του ατόμου ή της κοινότητας, ούτε η αλήθεια ή η ομορφιά που έχουν απόλυτη αξία. Η εποχή μας έχει πέσει θύμα του κινδύνου ο εξωτερικός πολιτισμός να ποδηγετεί τον εσωτερικό. Οδηγούμεθα λοιπόν δια του επαγγέλματός μας, εκείνου δηλαδή του φιλοσοφικού συμβούλου, σε μιαν επαναφορά στις ανθρωπιστικές αξίες, ομού με την διαπιστωμένη ανάγκη συμβολής όλων των άλλων σχετικών επιστημών! ο. ε. δ. (όπερ έδει δείξαι). 202
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η φιλοσοφική συμβουλευτική είναι η μεταφορά της πνευματικής δραστηριότητας της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, ούτως ώστε αυτή να γίνει όργανο επίλυσης πρακτικών προβλημάτων και εξεύρεσης αληθινού νοήματος ζωής. Χρησιμοποιεί δηλαδή την φιλοσοφία ως θεραπευτική μέθοδο, επιθυμώντας να την μετατρέψει σε κάτι πολύ περισσότερο από ακαδημαϊκό αντικείμενο και να την δει όπως την έβλεπαν οι γεννήτορές της, ως τρόπο ζωής. Η φιλοσοφική συμβουλευτική θεμελιώνεται στην τεκμηριωμένη άποψη ότι συναίσθημα και λογική δεν μπορούν να διαχωριστούν απολύτως στην αληθινή ζωή, αλλά αλληλοεξαρτώνται. Σε τι διαφέρει η φιλοσοφική συμβουλευτική από την ψυχολογία; Ενώ η ψυχολογία ασχολείται κυρίως με παρελθόντα συναισθήματα και βιώματα, η φιλοσοφική συμβουλευτική κινείται στη σφαίρα των αξιών και των νοημάτων. Και ενώ λαμβάνει υπόψη της το παρελθόν, προκειμένου να βοηθήσει τον άνθρωπο να συνθέσει μια ιστορία του εαυτού του, ώστε να ζήσει τη ζωή του έχοντας λόγους και όχι μόνο πόθους και πάθη, λαμβάνει υπόψη της και την προσδοκία του μέλλοντος. Αυτή είναι μια άλλη βασική διαφορά ψυχολογίας και φιλοσοφικής συμβουλευτικής, ότι ενώ η πρώτη εστιάζει στα παρελθόντα, η δεύτερη θεάται συνεχώς τα μέλλοντα. Εξάλλου, και μετά τον εξοβελισμό μιας νεύρωσης, η ζωή του ανθρώπου συνεχίζεται με όλη την απέραντη ποικιλία της, φέρνοντας πάντοτε στο προσκήνιο νέα ζητήματα και προβληματισμούς. Μέσα σε αυτήν την απρόβλεπτη ροή της ζωής, η ανθρώπινη προσωπικότητα ποτέ δεν παύει να ανασχηματίζεται και ποτέ δεν παύει να παλεύει με κάθε είδους αντινομίες. Σε όποια σύνθεση κι αν φτάσει ο άνθρωπος, όσο μεγάλο κι αν είναι το πνεύμα του, πάντοτε υπάρχει μέσα του το σαράκι της αντίθεσης, και ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει για τον εαυτό του «είμαι σοφός». Η μοίρα του ανθρώπου είναι να είναι πάντοτε εραστής της σοφίας, δηλαδή φιλόσοφος. Σ’ αυτόν όμως τον πνευματικό του αγώνα που ποτέ δεν τελειώνει – γιατί ποτέ δεν παύει αυτή η ταλάντευση από την Εγελιανή σύνθεση στην αντίθεση και πάλι στην σύνθεση – ο άνθρωπος πρέπει να έχει ενότητα και σκοπό. Προκειμένου όμως να φτάσει στην συνείδηση της ενότητας, πρώτα πρέπει να αντικειμενικοποιήσει τον εαυτό του στην σκέψη και στην πράξη. Έτσι, βρίσκεται πάντοτε μπροστά στην ανάγκη να αξιολογεί τα δεδομένα της πραγματικότητας. Σε αυτό το έργο μόνον η φιλοσοφία μπορεί να τον βοηθήσει. 203
Μόνο με την φιλοσοφία το πνεύμα συμφιλιώνεται απόλυτα με τον εαυτό του, επιστρέφοντας στον εαυτό του με τη σκέψη. Αυτή είναι στην ουσία η μέθοδος με την οποία η φιλοσοφική συμβουλευτική φτάνει, με το διάλογο, στους κεντρικούς της στόχους, που είναι: α. η αυτοσυνειδησία β. η ελευθερία και η ολοκλήρωση της προσωπικότητας, ως κεντρικό πρόβλημα της ηθικής γ. η σύνθεση της προσωπικής ιστορίας του συμβουλευομένου, που είναι ταυτόχρονα και μέθοδος επίτευξης των κεντρικών μας στόχων. Η ενασχόλησή μας με το κεφάλαιο ιστορία και φιλοσοφία, με την λεπτή διάκριση, δηλαδή, της ιστορίας από τις άλλες επιστήμες, οφείλεται στη βασική λειτουργία που έχει όχι μόνον η λήψη του ιστορικού, αλλά και η δημιουργία ιστορικής προσέγγισης των γεγονότων στη δουλειά του φιλοσοφικού συμβούλου. δ. ως κατάληξη, η ενεργοποίηση και σύνθεση των δημιουργικών δυνάμεων του συμβουλευομένου. Τίθεται εδώ το ερώτημα: Είναι δυνατόν να φτάσουμε στην επίτευξη αυτών των στόχων με κάποιο μεθοδικό τρόπο; Δεν συμφωνούν όλοι πάνω σ’ αυτό. Για να συσταθεί μέθοδος πρέπει πρώτον, να υπάρχουν κάποιες αρχές, που να διαχωρίζουν το ουσιώδες από το συμβεβηκός, και εξελικτικότητα στην εφαρμογή της διαδικασίας της μεθόδου. Εφόσον όμως στην φιλοσοφική συμβουλευτική υπάρχουν κανόνες, αρχές και συγκεκριμένη πορεία, στάδια – ενίοτε δυσδιάκριτα – που οδηγούν στους βασικούς μας στόχους, μπορούμε να μιλήσουμε για μέθοδο ή μεθόδους. Τα λογικά μας οικοδομήματα έχουν στη βάση τους την αρχή της αντιφάσεως, την αρχή της ταυτότητος και την αρχή του αποκλειομένου τρίτου. Οι αρχές αυτές, όσο αυτομάτως εισπράττονται, τόσο εύκολα ξεχνιούνται όταν κανείς βαλθεί να τις κατανοήσει και να τις εφαρμόσει. Και μπορεί η λογική να μην εξαρκεί για να ερμηνεύσει τον άνθρωπο και τον κόσμο, και να μην εμπεριέχει τα ιδανικά του ανθρώπου, ωστόσο τα αποτελέσματα της μη αξιοποίησης της απλής λογικής είναι καταστρεπτικά και γκροτέσκα. Παραπλεύρως, η φιλοσοφία βοηθά να δοθούν πιο αξιόπιστες απαντήσεις και σε κάθε καθολικό προβληματισμό, πράγμα που είναι και η πρωτογενής της χρησιμότητα. Τα στάδια που παρουσιάζουμε εδώ συνοπτικά, δεν είναι δεσμευτικά για τον φιλοσοφικό σύμβουλο, που ως μόνη του δέσμευση έχει τα όρια αντοχής και την αρωγή του συμβουλευομένου. Η προσφυγή ωστόσο σε μια μέθοδο, που ταιριάζει καλύτερα στον ίδιο ή σε συγκεκριμένες ανάγκες του συμβουλευομένου, μπορεί να βοηθήσει 204
σε αδιέξοδα τα οποία είναι δυνατόν και στον δικό μας κλάδο, όπως σε οποιονδήποτε άλλο επιστημονικό κλάδο, να δημιουργηθούν. Βέβαια, καμιά μέθοδος, όπως καμία τεχνική δεξιότητα στην τέχνη και στην επιστήμη, δεν είναι ικανή να φτάσει από μόνη της στην ομορφιά και την γνώση ή, στο εδώ σκοπούμενο, την αλήθεια και την ηθική αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Μια μέθοδος, για παράδειγμα, είναι η σωκρατική. Και χωρίς την μαία θα έρχονταν στο φως νεογέννητα. Με πόσους όμως κινδύνους, σε αντίστιξη με την επιμελημένη και συνετή φροντίδα των κανόνων της μαιευτικής. Ομοίως και τα προβλήματα που κατατρύχουν τους ανθρώπους. Το πρώτο στάδιο επιβάλλεται από μόνο του και δεν θα μπορούσε να είν’ άλλο από τη γνωριμία συμβούλου – συμβουλευομένου, την βεβαίωση του απορρήτου των συνεδριών και την εγκαθίδρυση σχέσης εμπιστοσύνης. Στο στάδιο αυτό, ο σύμβουλος κυρίως αφουγκράζεται και παρατηρεί, προκειμένου να φτάσει σε μια πρώτη προσέγγιση του προβλήματος. Είναι λάθος, για πολλούς λόγους, να ανακοινώνουμε στον συμβουλευόμενο βιαστικά ό,τι υποψιαζόμαστε πως ξεφεύγει από την norma, ιδιαιτέρως αν φρονούμε ότι πρέπει να τον κατευθύνουμε και σε άλλον ειδικό. Ήδη από το στάδιο αυτό ο φιλοσοφικός σύμβουλος αρχίζει, εκτός των άλλων, να εντοπίζει λογικές αντιφάσεις, υπεργενικεύσεις, υπερβολές κ.τ.λ., που δίνουν αφορμή για κάποιες πρώτες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Οδηγούμε τον συμβουλευόμενο, μετά από συναίνεσή του, να νοιώσει πως επικοινωνώντας με έναν, κατά τεκμήριο, λογικό ειδικό, του παρέχεται η δυνατότητα να επικοινωνεί ομοίως καλά με κάθε λογικό άνθρωπο, ειδικό ή μη. Η πεποίθηση αυτή της επικοινωνίας που γεννάται μέσα στον συμβουλευόμενο, δεν είναι μόνο ένα συμπέρασμα λογικό, που ομόλογό του έχει σε όλες τις επιστήμες, αλλά και μια λειτουργία ψυχολογική. Ο σύμβουλος δεν πρέπει να παίρνει αποφάσεις για τον συμβουλευόμενο, όση πίεση κι αν δεχθεί πάνω στο θέμα αυτό. Οι κυριότεροι από τους πολλούς λόγους που υπάρχουν είναι ότι: Πρώτον, όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν απόφαση είναι μια σπουδαία ευκαιρία για φιλοσοφική ανάλυση και ανάπτυξη του θέματος που απασχολεί. Δεύτερον, όταν ο συμβουλευόμενος αφήνει τον σύμβουλο να αποφασίσει αντί γι’ αυτόν, του παραδίδει πολύ μεγαλύτερο έλεγχο από όσο θα ήθελε πράγματι, κάτι για το οποίο, αργά ή γρήγορα, θα δυσφορήσει. Τρίτον, ο συμβουλευόμενος νοιώθει ανεπαρκής. Εξάλλου, μια οποιαδήποτε απόφαση μπορεί να μετατραπεί σε μια γόνιμη συζήτηση γνωριμίας του εαυτού. 205
Τα επόμενα στάδια είναι πιο δυσδιάκριτα, αλληλοδιαπλεκόμενα και μπορεί να αφορούν μεγάλες χρονικές περιόδους ή συντομότερες. Μπορούν, όμως, να βρεθούν ανάμεσα στις παγκοσμίως δημοσιευμένες, παραδεδεγμένες, και της δικής μας εξάλλου αποδοχής, μεθόδους, κάποιοι κοινοί τόποι. Στο δεύτερο στάδιο, μετά την αποτύπωση των βιωμάτων και συναισθημάτων του συμβουλευομένου που σχετίζονται με το πρόβλημα, οργανώνεται η φιλοσοφική αντιμετώπιση των παραμέτρων του προβλήματος, πάντοτε μέσω διαλόγου. Είναι σημαντικό να προσφέρεται στον συμβουλευόμενο μια φιλοσοφική θεωρία που να είναι σύμφωνη με τις κλίσεις, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, μια θεωρία, δηλαδή, που να είναι σε θέση να αφομοιώσει. Είναι σημαντικό όμως να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από την εκλογίκευση, για να φτάσουμε σε μια ουσιαστική αλλαγή. Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι δεν υπάρχει, βέβαια, μια θεωρία για τον καθένα, ούτε το καθετί που λέγεται αντιστοιχεί κατ’ ανάγκην σε κάποιο φιλοσοφικό σύστημα, η λογική είναι που πρυτανεύει και η σωστή κρίση. Θεραπευτική είναι η πορεία στο σύνολό της, βιωματικά. Σημασία έχει να είμαστε αληθινοί και να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι οι αναλύσεις μας, οι ερμηνείες μας και, γενικώς, τα περιεχόμενα των διαλόγων, αξία έχουν όχι μόνον αφ’ εαυτών, αλλά και επειδή κρατούν ζωντανή και βαθαίνουν τη σχέση μεταξύ συμβούλου και συμβουλευομένου, που είναι πάντοτε μία σχέση ανθρώπινη. Περνώντας στο τρίτο στάδιο, με την φιλοσοφική ανάλυση, γονιμοποιούμε την σκέψη του συμβουλευόμενου, βοηθώντας τον να δει τον κόσμο με καινούριο βλέμμα, και με τον τρόπο αυτό, επιλογές εκεί όπου δεν αναμενόταν. Γιατί αυτή είναι η δύναμη της φιλοσοφίας, όχι στο να δίνει έτοιμες και οριστικές απαντήσεις, αλλά με την αμφισβήτηση να κρατά ζωντανό το θεωρητικό μας ενδιαφέρον για πράγματα που, συνήθως, θεωρούνται αυτονόητα, πεζά και ολοφάνερα. Με τον τρόπο αυτό, ο κόσμος μεταμορφώνεται από κάτι πεπερασμένο και προβλέψιμο σε πεδίο νέων δυνατοτήτων. Στο τέταρτο στάδιο, ο συμβουλευόμενος συνειδητοποιεί με ποιο τρόπο σχηματίζεται η έννοια της πραγματικότητας μέσα του. Καθετί που γίνεται κτήμα της συνείδησής μας έχει την πνευματική μας σφραγίδα. Τίποτα δεν μας δίδεται έτοιμο. Η αναγωγή των πράξεων και των σκέψεών μας σε καθολικές αρχές, η διδαχή της γνώσης, η ανάπτυξη της ορθολογικής σκέψης και η αποδοχή της λογικότητας ως στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, βρίσκονται στον πυρήνα των φιλοσοφικών διαλόγων. Το άτομο έχει λοιπόν ευθύνη για την πραγματικότητα μέσα 206
στην οποία ζει, έχει ενεργητική συμμετοχή στην πραγματικότητα. Το στάδιο αυτό είναι το στάδιο της αλλαγής από μια στάση παθητική σε μια στάση ενεργητική. Είναι ένα στάδιο όπου απομακρύνονται όλα εκείνα που εμποδίζουν τον άνθρωπο να είναι συνεπής με τον εαυτό του και να βρει τον δρόμο του, να ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα. Το τελικό στάδιο θα μπορούσε να ονομαστεί «συναγερμός ψυχής». Είναι το στάδιο της διευθέτησης και της βαθιάς αποδοχής των φιλοσοφικών διδαγμάτων, όπου αναδομείται η προσωπικότητα. Έχοντας προσεγγίσει τα μεγάλα ζητήματα, τα μικρά εύκολα βρίσκουν τη θέση τους μέσα σε μια κλίμακα αξιών που έχει οργανωθεί σύμφωνα με καθολικές αρχές. Μοιάζει παράξενο και σημαίνει πολλά για τους ανθρώπους και την φιλοσοφία το γεγονός πως όταν ο σύμβουλος φιλοσοφίας θεωρεί πως τα έργο του ολοκληρώθηκε και πως ο συμβουλευόμενος δεν τον χρειάζεται πια, αφού έχει λύσει αποτελεσματικά τα προβλήματα για τα οποία τον επισκέφτηκε, όταν προσπαθεί να του το ανακοινώσει προτρέποντάς τον να περατώσει τις συνεδρίες, σπανίως το αποδέχεται και σπανίως σταματά. Η φύση βέβαια της εργασίας του συμβούλου φιλοσοφίας εδώ πρέπει να τροποποιηθεί, αφού αυτό στην πράξη έχει ανάγκη πλέον ο πελάτης. Ζητά να μάθει σημαντικότερα πράγματα για τις σχολές φιλοσοφίας, τις τάσεις και όλες τις σημαντικές συνιστώσες της ιστορίας της φιλοσοφίας. Η μετουσίωση αυτή, από την αρχική προσπάθεια εξοβελισμού και επίλυσης προβλημάτων στη διδασκαλία της φιλοσοφίας, είναι η κορωνίδα αλλά και το αειθαλές δέντρο επάνω στο οποίο ο ασκών τη φιλοσοφική συμβουλευτική θα εδράσει όλα του τα όνειρα. Εδώ, λοιπόν, ο πρώην ταλαιπωρημένος ψυχολογικά όχι μόνον έχει βρει τα νέα του πατήματα στη ζωή, αλλά volendo o nolendo, έχει οδηγηθεί σε μιαν ασύνειδη μεταρσίωση που τον προστατεύει, εκτός των άλλων, και από κάθε πεζότητα και ποταπότητα στην καθημερινότητά του. Γιατί, όμως, από όλες τις ανώτερες πνευματικές διαδικασίες η φιλοσοφία, στην εντελώς πρακτικοποιημένη της μορφή, είναι ικανή να γονιμοποιήσει την ανθρώπινη σκέψη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία σκέψης ή διαδικασία πράξης; Φρονούμε ότι η απάντηση στο ερώτημα τούτο μπορεί να προέλθει αβίαστα με ευθύ ή έμμεσο τρόπο. Ο έμμεσος, αλλά όχι λιγότερο ενδιαφέρον, τρόπος κατάδειξης της υπεροχής της φιλοσοφίας είναι η ανάδειξη της αχίλλειας πτέρνας κάθε άλλης διαδικασίας όπως: α) Των φυσικών επιστημών, που προσφέρουν νοήματα και όχι πράγματα. Οι φυσικές επιστήμες κινούνται και εργάζονται αυστηρά 207
μέσα στα πλαίσια της λογικής και του νόμου της αιτιοκρατίας. Ο κόσμος όμως, δεν ερμηνεύεται πλήρως με την λογική, ούτε συμπίπτει με αυτήν. Γι’ αυτό και η έννοια της προόδου είναι αχώριστη από την επιστήμη. Εμπειριστές και θετικιστές κηρύσσουν ότι νόημα έχει να ασχολούμαστε μόνο με γεγονότα. Ποια είναι η έννοια όμως του επιστημονικού δρωμένου και πότε ιδρύεται μια επιστήμη; Σίγουρα δεν αρκεί το απλό άθροισμα οποιωνδήποτε φαινομένων. Μια κινηματογραφική κάμερα, για παράδειγμα, που καταγράφει με ακρίβεια ό,τι συμβαίνει, δεν ιδρύει επιστήμη. Επιστήμη ιδρύεται όταν υποτάξουμε τα φαινόμενα στην σχέση αιτίας – αποτελέσματος και αριθμού μέσα στην ακολουθία του χρόνου. Αυτός είναι ο λόγος που όλες οι μεγάλες επιστημονικές θεωρίες όταν πρωτοεμφανίστηκαν έμοιαζαν ως μεγάλα παράδοξα που χρειάζονταν ασυνήθιστο πνευματικό θάρρος για την διάδοση και υπεράσπισή τους. Το παράδοξο είναι ότι ενώ από τη μία οι επιστήμες, και η εποχή μας γενικώς, απαιτούν την προσκόλληση στην εμπειρία και την επαλήθευση κάθε θεωρίας από αυτήν, από την άλλη οι φυσικές επιστήμες έχουν φτάσει σε τέτοιο βαθμό αφαίρεσης, ώστε το φυσικό φαινόμενο είναι πλέον τόσο βαθιά διαποτισμένο από το πνεύμα του ανθρώπου, που έχει μετατραπεί σε πνευματικό γεγονός. Το χάσμα δηλαδή μεταξύ βιώματος και θεωρίας ολοένα και μεγαλώνει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η επιστήμη είναι φυγή από την πραγματικότητα. Εξάλλου, από το σύνολο των πληροφοριών γενικώς, όπως και από το κράτος των φυσικών νόμων ειδικότερα, με το οποίο καταγίνονται οι φυσικές επιστήμες, απουσιάζει η ολότητα και μάλιστα με δυο τρόπους: Πρώτον, έχουμε εδώ μια πολλότητα θέσεων που, καθώς δεν είναι συνέπεια η μία της άλλης, δεν αποτελούν λογικό σύνολο. Δεύτερον, καθώς ένας νόμος, προκειμένου να υψωθεί σε γενικό νόμο, πρέπει να παραμερίσει το ειδικό, η επιστημονικώς γνωρισμένη φύση είναι πλέον απόσπασμα της πραγματικότητας, όχι το υλικό της πραγματικότητας αυτό καθαυτό. Η φύση δηλαδή μέσα από τα μάτια της επιστήμης μετατρέπεται σε μια λογικώς αφηρημένη πραγματικότητα, η οποία έχει ανάγκη να επαληθευτεί από μια βιωματική και, στην ουσία της, άλογη πραγματικότητα. β) Της τέχνης, ως ιδανικής σύνθεσης του πνευματικού και του υλικού, η οποία αφομοιώνει μεν το ανθρώπινο πνεύμα μαζί με τα βιώματά του στον αισθητό κόσμο μορφών που προσφέρει, από την άλλη όμως, δεν παραδίδει τον κόσμο αυτούσιο, αλλά αποσπάσματα του κόσμου μεταμορφωμένα σύμφωνα με την ατομικότητα του καλλιτεχνικού πνεύματος. 208
γ) Της θρησκείας, όπου, όπως και στην τέχνη, το πνεύμα επιθυμεί να ξεπεράσει τους φραγμούς της λογικής. Έχουμε και εδώ την αυτοπραγμάτωση του πνεύματος με βιωματικό, άμεσο τρόπο. Ο Θεός εδώ συνειδητοποιείται ως γενική μοναδικότητα, η οποία συμφιλιώνει κάθε ατομικό εγώ με τον εαυτό του. Τα περιεχόμενα στην περιοχή της θρησκείας, όπως και της τέχνης, δεν εκλογικεύονται, δεν γίνονται αφηρημένα και γενικά, αλλά μένουν συγκεκριμένα και ειδικά. Επειδή όμως κάθε αυθεντικό θρησκευτικό συναίσθημα εγείρει αξιώσεις απόλυτότητας, η θεολογία εύκολα εκπίπτει σε δογματική. Με αυτόν τον τρόπο, η πίστη διατρέχει τον κίνδυνο να αποκοπεί από την πηγή της, που είναι το συναίσθημα του άγιου και του ιερού, και να μετατραπεί σε μια δογματική, σχολαστική και άνευ ουσίας πίστη. δ) Tης πολιτείας, που ποτέ δεν φτάνει στην πραγμάτωση του ιδανικού της, ούτε μπορεί να εκφράσει πλήρως τους πολίτες ως άτομα. Είναι παράξενο, για παράδειγμα, το ότι ενώ η δημοκρατία είναι το σύστημα διακυβέρνησης που εδράζεται στην πλειοψηφία, χαρακτηρίζεται τότε και μόνο τότε ως καλή ή πολλά υποσχομένη, όταν παραμερίζει διακριτικά, χωρίς να τις λησμονεί, τις μεγάλες ανάγκες της πλειοψηφίας, τιμώντας με κάθε δύναμη την βούληση και τις ανάγκες των ηττημένων της μειοψηφίας. Με άλλα λόγια, αληθινά μεγάλος και στο μεγαλείο του είναι εκείνος που ξέρει να τιμά τον ηττημένο αντίπαλο. ε) Της τεχνικής, που είναι η επιτομή και μέγιστο όφελος που πηγάζει από την πρακτική εφαρμογής της επιστήμης. Η τεχνική μας προσφέρει μια πραγματικότητα, που μέσα της ουσιαστικοποιούνται οι σκοποί της θέλησης του ανθρώπου, με τρόπο θαυμαστό ικανοποιεί τις υλικές μας ανάγκες, απομακρύνει τα εμπόδια που θέτει η φύση και, γενικώς, κάνει πράξη τα πιο τολμηρά μας οράματα. Γι’ αυτό και θεωρείται όχι μόνο το ύψιστο επίτευγμα του ανθρώπου, αλλά και εκπλήρωση του πεπρωμένου του. Αυτή είναι μια μεγάλη ψευδαίσθηση και αυταπάτη της εποχής μας. Γιατί, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι κάποια μέρα η επιστήμη θα λύσει όλα τα πρακτικά μας προβλήματα, πάλι αυτό δεν θα είναι αρκετό για να έχουμε μια κοινωνία ανθρώπινη, αφού μέσα της δεν θα υπάρχει η ηθική βούληση του ατόμου, ούτε η ηθική βούληση της κοινότητας. Ένα μηχάνημα από μόνο του δεν είναι καλό ούτε κακό. Όταν ωστόσο ένας μηχανικός, για παράδειγμα, λέει «Είμαι ορθολογιστής», κατ’ ουσίαν εννοεί να μην αναγνωρίζει τίποτε άλλο παρ’ εκτός την επιστήμη και τις πρακτικές της εφαρμογές. Όμως η τεχνική δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε έχει αυτόνομο σκοπό, γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχει και κάποιο τεχνικό ιδεώδες. Η τεχνική δεν έχει ποτέ απόλυτη αξία, όπως η αλήθεια και η ομορφιά. 209
στ) Της ηθικολογίας, ως έτοιμου συστήματος κανόνων, στον αντίποδα της φιλοσοφικής ηθικής. Η ηθική, ως κλάδος της φιλοσοφίας, δεν δίδει ένα έτοιμο σύστημα κανόνων που, εκτός των άλλων, είναι καταδικασμένο να παρασυρθεί από τον ρου της ιστορίας, αλλά εξετάζει την έννοια της ηθικής ώστε να θεμελιώσει θεωρητικά την πρακτική ζωή του ανθρώπου. Αλλά ούτε εδώ βρίσκει τον εαυτό της ολόκληρο η ηθική προσωπικότητα του ανθρώπου. Γιατί; Ο νους εδώ υποτάσσει τα περιεχόμενα των ορμών στους ηθικούς του κανόνες, ακριβώς όπως η διάνοια μετουσιώνει τα περιεχόμενα των αισθήσεων σε έναν κόσμο νοητό, αποτελούμενο από συστήματα κρίσεων. Έτσι όμως, το ηθικό εγώ μεταβάλλεται σε εκπρόσωπο της γενικής ηθικής προσωπικότητας. Ο κάθε ηθικός κανόνας ξεχωριστά, ή ακόμη και το συνολικό άθροισμά τους, είναι πάντοτε μόνο μια ταπεινή έκφραση της πραγματικότητας και της ηθικής προσωπικότητάς μας. Ούτε ολόκληρη η ζωή, ούτε ολόκληροι εμείς, ως ηθικές προσωπικότητες, είναι ποτέ δυνατόν να χωρέσουμε μέσα σε ένα οποιοδήποτε σύστημα κανόνων. Και έχουμε δει μέσα στην ιστορική πραγματικότητα σε ποιους βαθμούς σκληρότητας έφτασαν οι εποχές που πίστεψαν ότι πρέπει να θεσμοθετήσουν την αγάπη. Σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις του πνεύματος, ο διχασμός μεταξύ έννοιας και πραγματικότητας είναι βαθύτατα συνειδητός, τόσο στον θεωρητικό όσο και στον πρακτικό τομέα. Το Εγώ, θεωρητικό και πρακτικό, από ακέραιο που είναι κινδυνεύει να γίνει κλάσμα. Όσο μάλιστα εξελίσσονται οι πολυπληθείς δρόμοι που ακολουθεί ο άνθρωπος για να κατακτήσει την πραγματικότητα, τόσο απομακρύνονται μεταξύ τους. Το τραγικό εδώ είναι ότι με κάθε διχασμό της πραγματικότητας, έχουμε και διχασμό του ανθρώπου. Ως αποτέλεσμα, η εικόνα του ανθρώπου ποτέ δεν ήταν τόσο κατακερματισμένη και αδιευκρίνιστη. Είναι σαν να έχει χάσει ο άνθρωπος το σταθερό του κέντρο και μαζί με αυτό την ταυτότητά του. Φιλοσοφία και επιστήμη έχουν ανάγκη η μία την άλλη, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ξεχωριστά, γιατί η μεν φιλοσοφία, αν αγνοούσε την επιστήμη θα καταντούσε μύθος, ενώ η επιστήμη θα παρήκμαζε, γιατί δεν θα γνώριζε τα όριά της και θα χανόταν σε επιμέρους πράγματα, σε μια σειρά ορθών μεν μα αδιάφορων κρίσεων. Το μόνο που απομένει λοιπόν, προκειμένου να συμφιλιωθεί το πνεύμα με τον εαυτό του, είναι η επιστροφή στο νου του με τη σκέψη. Ο αναβαθμός της ελευθερίας που κερδίζει ο άνθρωπος είναι ευθέως ανάλογος με την εγρήγορση αυτής της ενέργειας. Ο άνθρωπος που περνά τη ζωή του χωρίς να φιλοσοφεί και που δεν κατόρθωσε να υπο210
βάλει σε κριτικό έλεγχο το σύστημα των αξιών του και τις ιδέες του, ποτέ δεν απέκτησε ηθική αυτοσυνειδησία, που σημαίνει ότι δεν είναι κύριος των σκέψεών του, αλλά κατέχεται από αυτές. Η φιλοσοφία συχνά θεωρείται ακαδημαϊκό αντικείμενο, μια ενασχόληση με ιδέες δυσνόητες, πέραν της εμπειρίας του κόσμου τούτου. Και ενώ η αξία των φυσικών επιστημών είναι στις μέρες μας αδιαμφισβήτητη, η φιλοσοφία συνήθως θεωρείται ως άκακη απασχόληση με δευτερεύουσας σημασίας ή ξεπερασμένα θέματα, ή ατέλειωτη φιλονικία γύρω από πράγματα των οποίων η γνώση είναι αδύνατη. «Αυτά είναι… φιλοσοφίες!». Ο λόγος είναι ότι καθένας μπορεί να ωφεληθεί από τις εφαρμογές των υπολοίπων επιστημών, χωρίς να έχει καμιά απολύτως γνώση των επιστημονικών αρχών που εφαρμόζονται στο μηχάνημα που χρησιμοποιεί. Αντιθέτως, η αξία της φιλοσοφίας αμφισβητείται καθώς οι εφαρμογές της είναι δυσδιάκριτες. Οι αντιλήψεις αυτές δεν πηγάζουν μόνο από εσφαλμένες ιδέες για τους σκοπούς της φιλοσοφίας, μα και από εσφαλμένες ιδέες για τους σκοπούς της ζωής. Ένα πρώτο βήμα για να καταλάβουμε το αν η φιλοσοφία μπορεί να έχει κάποια πρακτική αξία για όλους και όχι μόνο για ‘κείνους που τη μελετούν, είναι να ξανασκεφτούμε τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «πρακτικός» άνθρωπος. «Πρακτικό» συνήθως ονομάζουμε τον άνθρωπο εκείνο ο οποίος ασχολείται μόνο με τις υλικές του ανάγκες και μόνο με προβλήματα που προκύπτουν στην προσπάθεια για την κάλυψή τους. Είναι βέβαια βασικός φυσικός νόμος ότι κάθε ζωντανός οργανισμός επιζητεί την ισορροπία, την ευχαρίστηση και την ευεξία του, και αν ψάξουμε αρκετά βαθιά στις ρίζες της κάθε ενέργειας του ανθρώπου, είναι πολύ πιθανόν να βρούμε τα ένστικτα της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Είναι όμως φανερό ότι ο άνθρωπος δεν αρκείται στην ικανοποίηση αυτών των ενστίκτων και μόνο, όπως τα ζώα, που όταν είναι στο φυσικό τους περιβάλλον χορτάτα, ασφαλή και έχουν ικανοποιήσει τις ορμές τους μοιάζουν ευχαριστημένα και πλήρη. Αλλά όσον αφορά στον άνθρωπο, θα πρέπει να διευρύνουμε κατά πολύ την έννοια της ηδονής και να μην την συνδέουμε μόνο με την ικανοποίηση των ενστίκτων, των υλικών επιθυμιών ή με την αποφυγή της τιμωρίας και του πόνου. Οι περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν όλα όσα πολλοί θα ζήλευαν, αλλά πάλι δεν χαίρονται τη ζωή, δείχνει πόσα λίγα τελικά μας εξηγεί για τον άνθρωπο η αναγωγή όλων των πράξεων, των βουλητικών ενεργειών και των ψυχικών καταστάσεών του στα βασικά αυτά ένστικτα. Άλλωστε, όταν λέμε για έναν άνθρωπο ότι είναι παραδο211
μένος στα ένστικτά του, φανταζόμαστε ένα τέρας που δεν λογαριάζει ούτε νόμους, ούτε ηθική, ούτε πολιτισμό, επιδιώκοντας την ηδονή και την ευεξία του με κάθε τρόπο και μέσο. Το ασυνείδητο – αυστηρός θεματοφύλακας των ενστίκτων – είναι ένας από τους πιο δυναμικούς μηχανισμούς του ανθρώπου. Από εκεί αναβλύζουν οι φυσικές ενορμήσεις, τις οποίες ο άνθρωπος καλείται να ελέγξει με αρχές (principi). Όποιες και αν είναι οι απόψεις μας για την ζωή, πάντοτε είμαστε υποχρεωμένοι να θέτουμε αιτήματα, αρχές, ιδεατούς στόχους. Ο κόσμος, όμως, των νοημάτων καθώς και ο κόσμος των αξιών δεν είναι πράγματα απτά που αποσπούμε από την πραγματικότητα, αλλά ρυθμιστικά νοήματα, που υπαγορεύουν στην βούληση τι πρέπει να πράξει προκειμένου να φτάσει σε έναν σκοπό. Ως νοήματα στέκουν πάνω από τον υλικό κόσμο, γεννούν την δυνατότητα εξεύρεσης πιθανοτήτων. Είναι η διάσταση της ελευθερίας μας. Η ηθική φιλοσοφία εξετάζει τις αρχές αυτές, τους ιδεατούς στόχους, τις προϋποθέσεις και τα αιτήματα που θέτει στον εαυτό του ο άνθρωπος. Η φιλοσοφία ασχολείται ακριβώς με το ερώτημα τι νόημα έχουν τα έργα που δημιουργεί το ανθρώπινο πνεύμα. Σκοπός της φιλοσοφίας είναι να κατανοήσει τα έργα αυτά, την αντικειμενική πνευματική δημιουργία του ανθρώπου. Γιατί ό,τι δεν έχει νόημα δεν μας συγκινεί καθόλου, μας είναι ολωσδιόλου αδιάφορο. Και αδιάφορο είναι το ανάξιο. Η ίδια η φύση της νοημοσύνης μας επιβάλλει να δίνουμε κάποια ερμηνεία στον κόσμο και να βρίσκουμε σημασία και νόημα στην ζωή μας. Ο ηθικός κόσμος ποτέ δεν δίδεται, συναντάται πάντα στην πορεία της διαμόρφωσής του. «Το να ζεις στον ιδεώδη κόσμο, σημαίνει να αντιμετωπίζεις το αδύνατο σαν να ήταν δυνατό», είπε ο Γκαίτε. Όλοι οι μεγάλοι στοχαστές υπογραμμίζουν ότι οι μεγάλοι ηθικοί διδάσκαλοι ήσαν προικισμένοι με βαθιά φαντασία και διορατικότητα, που ζωογόνησε την σκέψη τους και τους βοήθησε να υπερβούν τα όρια του πραγματικού κόσμου. Πού θα βρισκόμασταν με μόνη την αποδοχή του δεδομένου; Θα ήταν σαν να ζούμε φυλακισμένοι μέσα σε μια φωτογραφία. Κατανοώντας αυτό ακριβώς, ο Καντ έγραψε ότι «τίποτε δεν μπορεί να είναι βλαβερότερο και αναξιότερο για έναν φιλόσοφο από την κοινότοπη επίκληση προς ό,τι αποκαλείται αντίδρομη εμπειρία», εννοώντας ότι οι αντιλήψεις που αντλούνται από την εμπειρία και μόνο, είναι όχι μόνο χοντροκομμένες μα και επικίνδυνες, γιατί χαλούν κάθε καλή προαίρεση. Μέρος των δεδομένων της εμπειρίας, πέραν της αισθητήριας, είναι και η πληροφορία. Ο όγκος των γνώσεων και των πληροφοριών, καθώς και οι μηχανισμοί πρόσληψης που μας προσφέρει η εποχή μας, με μια ταχύτητα ασύλληπτη, είναι μακράν ο μεγαλύτερος που έχει 212
γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα. Ενώ λοιπόν αρχαιόθεν η εισδοχή των πληροφοριών έβρισκε τους ικανούς αποδέκτες έτοιμους να τις απορροφήσουν (σταθερό ισοζύγιο input – output), σήμερα είναι τόσο κατακλυσμιαία η εισδοχή νέων πληροφοριών, που σαστίζει ο νους του ανθρώπου. Το άπειρο αυτό πλήθος ετερογενών πληροφοριών και γνώσεων είναι αδύνατον πλέον να αξιολογηθεί, και κατά συνέπεια, να αφομοιωθεί με τους ρυθμούς που αφομοιωνόταν σε παλαιότερες εποχές. Οι κοινωνιολόγοι και επικοινωνιολόγοι το εκφράζουν ως εξής: η πολλή πληροφορία σκοτώνει την πληροφορία!.. Με άλλα λόγια, κατά τους κοινωνιολόγους, ιδιαίτερη αξία λαμβάνει η στατιστική ως επιστήμη, που δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει εφαρμογή στη φιλοσοφία. Γιατί η στατιστική, όπως κάθε επιστήμη, παραμερίζει την ποιότητα και το ειδικό, και δημιουργεί μια ομοιογενή πραγματικότητα, που όμως είναι τεχνητή. Πού βρίσκεται λοιπόν η αλήθεια, ποιο είναι το νόημα αυτού του απείρου πλήθους δεδομένων; Αν ρωτήσετε έναν ψυχίατρο ποια είναι η ερμηνεία του για τον άνθρωπο ή ποιες βεβαιωμένες αλήθειες έχει να μας προσφέρει η επιστήμη του, η απάντησή του θα είναι όσο μακρόχρονη θέλετε. Πιθανότατα θα σας μιλήσει για το ασυνείδητο και για την σπουδαιότητα των πρώτων παιδικών εντυπώσεων, ερμηνεύοντας το σύνολο της ανθρώπινης συμπεριφοράς με βάση αυτές τις αλήθειες. Ένας λογιστής θα μας πρόσφερε μια οικονομική ερμηνεία του κόσμου, ένας γιατρός θα μας μιλούσε ενδεχομένως για διατροφικές συνήθειες και κληρονομικότητα. Συχνότατα μάλιστα, είναι εντυπωσιακό πόση άγνοια έχουν πρόσωπα που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στον επιστημονικό τους χώρο, για θέματα όπως η ιστορία, η τέχνη ή γενικώς για θέματα που αφορούν άλλες επιστήμες. Η ερμηνεία τους δηλαδή για τον άνθρωπο δεν χαρακτηρίζεται μόνον από τη συνεχή ενασχόλησή τους με κάποιο επιμέρους γνωστικό αντικείμενο, αλλά και από την ελλιπή γενική τους παιδεία. Υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο μια εγγενής τάση να αποπειράται να ερμηνεύσει το σύνολο της πραγματικότητας σύμφωνα με κάποιες – ως προς τον ίδιο – καθολικές αρχές, υπάρχει δηλαδή, η εγγενής τάση να φιλοσοφεί. Το παράξενο είναι ότι, ενώ είναι κοινώς παραδεκτό ότι μια προπαρασκευή είναι απαραίτητη προκειμένου να εκφράσει κανείς την άποψή του πάνω σε ζητήματα που αφορούν τους ειδικότερους τομείς γνώσης, η ταυτότητα του συνειδητού όντος και η προσωπική εμπειρία του κάθε ανθρώπου θεωρούνται εφόδια ικανά για να φιλοσοφήσει. 213
Ο κάθε επιστημονικός τομέας ξεχωριστά δεν έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει κάποια κοσμοθεωρία, γιατί εξετάζει μία μόνο πτυχή, ένα επίπεδο της πραγματικότητας. Αλλά ο κάθε ειδικός, είτε το θέλει είτε όχι, προχωρεί σε γενικότερες σκέψεις και κάνει μεταφυσική, γιατί ερμηνεύει, στην ουσία, το σύνολο της πραγματικότητος σύμφωνα με μια γενική καθολική αρχή. Αγνοώντας όμως τα περιεχόμενα και τα όρια του κάθε τομέα ξεχωριστά, δεν είναι σε θέση να συγκρίνει την μία εικόνα με την άλλη. Έτσι, όταν σχηματίζει μια γενική εικόνα του κόσμου, δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε δογματισμούς. Γιατί, για τον καθολικό προβληματισμό χρειάζονται όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας – των φυσικών φαινομένων, της ψυχής, της ζωής και του κόσμου του πνεύματος εν γένει – που βρίσκονται έξω από την σφαίρα δικαιοδοσίας των ειδικών επιστημών. Ακόμη και αν προσθέταμε όλες τις επιστημονικές μας γνώσεις, δεν θα είχαμε έναν αληθινό άνθρωπο, γιατί οι επιστήμες συνιστούν πολλότητα θέσεων και ο άνθρωπος δεν είναι ένα τυχαίο άθροισμα ανομοιογενών γνώσεων, αλλά έχει ταυτότητα, που σημαίνει ενότητα. Η άγνοια όμως αυτή – του τι είναι φιλοσοφία – είναι κάτι παραπάνω από απλό θεωρητικό ατόπημα, γιατί η φυγή από τη φιλοσοφία είναι κακή φιλοσοφία. Το «αρνούμαι την φιλοσοφία» αντιφάσκει με τον εαυτό του, καθώς είναι φιλοσοφική θέση. Γι’ αυτό και έχει επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή. Ένας γιατρός, για παράδειγμα, δεν θα έλθει σε επαφή μόνο με την ασθένεια, αλλά και με τον ασθενή. Ένα από τα πιο δυσάρεστα συναισθήματα οποιουδήποτε έχει την ατυχία να εισαχθεί σε κάποιο νοσοκομείο, είναι το ότι νοιώθει πως παύει να είναι πρόσωπο και μετατρέπεται στην ασθένειά του. Κι ας αναφέρεται με σαφήνεια στον όρκο του Ιπποκράτη ότι πρέπει να θεραπεύεται ο ασθενής και όχι η ασθένεια. Θα ήταν ανόητο βεβαίως να ισχυριστούμε ότι η εξειδίκευση πρέπει να σταματήσει. Απλώς υπενθυμίζουμε ότι ο χωρισμός των επιστημών από το σώμα της φιλοσοφίας εξυπηρετεί μεν καλύτερα την επιμέρους ανάπτυξή τους, αλλά δεν είναι καθόλου εξυπηρετικός όταν μας απασχολεί η σύνολη προσωπικότητα, καλλιέργεια και πολιτισμός του ανθρώπου. Γιατί πολλά ζητήματα, ανάμεσά τους και εκείνα τα οποία ίσως έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα στη πνευματική μας ζωή, παραμένουν άλυτα. Τα ερωτήματα περί της ουσίας του ανθρώπου, περί του νοήματος της ζωής του, περί της αρχής και του σκοπού του κόσμου, έχουν τεθεί σε κάθε ιστορική περίοδο που ο άνθρωπος κατέκτησε μια πνευματική ωριμότητα. Αν δεν τεθούν μάλιστα αυτά τα ερωτήματα, ο άνθρωπος μένει πνευματικώς έωλος. Η ιδέα που σχηματίζει ο 214
άνθρωπος για τον κόσμο είναι στενά συνυφασμένη με την ιδέα που σχηματίζει για τον εαυτό του. Γενικώς, για να φτάσει το άτομο σε μια πνευματική πληρότητα, πρέπει να αντιμετωπίσει τα μεγάλα μεταφυσικά και υπαρξιακά ερωτηματικά. Η βαθύτατη αυτή πνευματική ανάγκη δεν χαρακτηρίζει μόνο τα άτομα, αλλά και τις εποχές. Και οι απαντήσεις που δίδονται είναι το στήριγμα των σκοπών που θέτει είτε το άτομο μεμονωμένα είτε ένας πολιτισμός γενικότερα, γιατί ζωή και σκέψη πρέπει να στηρίζονται η μία στην άλλη. Τι μας προσφέρει λοιπόν η φιλοσοφία; 1. Με την βοήθεια της φιλοσοφίας οδηγούμε την σκέψη μας όχι απλώς μέσω λογικών καναλιών, αλλά με μία εκφορά ανάλογη εκείνης του ανθρώπου που έχει αποδεχθεί την αποκάλυψη. Η φιλοσοφία αποβλέπει σε ένα ορισμένο είδος γνώσης, το οποίο δίνει ενότητα και σύστημα στο σύνολο των επιστημονικών γνώσεων. Είναι μάλιστα κάτι παραπάνω απ’ αυτό, δεν είναι απλώς μία σύνθεση ή σύστημα απαντήσεων αλλά κυρίως μία σύνθεση ερωτημάτων, επομένως κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου μία σφαίρα πιθανοτήτων, ένας τρόπος να φανταστεί ο άνθρωπος τις δυνατότητές του. Είναι μια διαρκής κριτική εξέταση των βάσεων, πάνω στις οποίες θεμελιώνονται οι πεποιθήσεις μας, οι προλήψεις και οι γνώμες μας. Στην αυτοσυνειδησία φτάνουμε όταν κατανοήσουμε ότι κάθε φορά που μιλούμε για κάτι, το σχετίζουμε αναπόδραστα με τον εαυτό μας. Όταν ο άνθρωπος ανακαλύπτει την λογική των φυσικών νόμων, πάλι μέσω της δικής του λογικής πραγματοποιεί αυτήν την ανακάλυψη. Δεν είναι οι νόμοι και η λογική του σύμπαντος που έρχεται να μας συναντήσει, είμαστε εμείς που διευρύνουμε την δική μας λογική για να τους αγκαλιάσει, με τους κανόνες και τους νόμους της δικής μας διανοίας εναρμονίζεται. Με αυτόν τον τρόπο διευρύνεται το Εγώ μας, με αυτόν τον τρόπο διευρύνονται τα αντικείμενα της σκέψης μας και επομένως και οι στοχαζόμενοι, εμείς. 2. Η αξία της φιλοσοφίας δεν έγκειται στην εξακρίβωση κάποιου υποτιθέμενου συνόλου γνώσεων, το οποίο θα φωτίζει κάθε αξεδιάλυτο αίνιγμα. Η φιλοσοφία δεν δίδει οριστικές απαντήσεις, αλλιώς θα λεγόταν σοφία ή εγκυκλοπαίδεια. Δεν έχουμε φτάσει όμως στο τέλος της ιστορίας. Η ζωή, και μαζί της η γνώση, πάντοτε ρέει και προχωρεί. Γι’ αυτό και, ως εξαγόμενο των ηθικών 215
προβληματισμών της, δεν παραδίδει ένα κλειστό σύστημα κανόνων το οποίο θα παρασυρόταν από τον ρου των ιστορικών αλλαγών, αλλά προσεγγίζει τις έννοιες της ηθικής, της συνείδησης, της ελευθερίας, δεικνύει τις ηθικές αντινομίες ώστε το κάθε άτομο ξεχωριστά να φτάνει στην δική του ιδιαίτερη σύνθεση της ηθικής του προσωπικότητας, και με μάτια ανοιχτά να είναι ικανό να αντιμετωπίζει τα απρόσμενα της ζωής. Έργο της φιλοσοφίας είναι ο καθολικός προβληματισμός, όχι η καθολική γνώση του κόσμου, που γνωρίζουμε πλέον ότι δεν είναι δυνατή. Η φιλοσοφία, με αφετηρία την παραδοχή της άγνοιας, μπορεί να υποβάλει ένα πλήθος δυνατοτήτων και επομένως επιλογών, που πλαταίνουν το πνεύμα και το ελευθερώνουν από την τυραννία της συνήθειας και του προδιαγεγραμμένου συνειρμού. Δεν είναι τυχαίο που οι μέγιστοι φιλόσοφοι, με πρόδρομο τον Πλάτωνα, αντί να καταλήγουν σε αποφάνσεις μη επιδεχόμενες την παραμικρή αντίρρηση, καταλήγουν πάντοτε με την διατύπωση νέων σημαντικών ερωτηματικών. Η χάρη της φιλοσοφίας έγκειται στο ότι ποτέ δεν παροπλίζεται, γιατί ο ιστός της έχει τη δύναμη να συνυφαίνει όλα τα ανοιχτά ερωτηματικά της ζωής. Και όπως στη θεωρία των συνόλων αντιστοιχίζει το σύνολο των σημείων, ένα προς ένα, με το σύνολο της γνώσης και τούμπαλιν. Έτσι η σκέψη μπορεί να σταθεί και να εστιαστεί στα ατομικά και τα υπερατομικά, αλλά ποτέ δεν ακινητοποιείται, γεννά αενάως απαντήσεις και νέα ερωτηματικά. Αφομοιώνει την ζωή όχι με απαιτήσεις υποταγής, αλλά πειθούς στην διηνεκή αναζήτηση της αλήθειας. 3. Η φιλοσοφία με την γνωσιολογία, με την μελέτη των κατηγοριών και των μεθόδων, θεμελιώνει την διαλεκτική της ανάλυση και έτσι κρατά σε εγρήγορση το ανθρώπινο πνεύμα, ώστε να ελέγχει συνεχώς τον εαυτό του και την πορεία της σκέψης του. Οι ιδέες που τρέφουν οι περισσότεροι άνθρωποι για όλα τα πράγματα γύρω τους και για τον εαυτό τους έχουν σχηματιστεί με βάση την κοινή αντίληψη και τις ιδέες της εποχής, δίχως την συμμετοχή της λογικής τους. Είναι άκριτα κληροδοτήματα. Ο άνθρωπος που περνά την ζωή του χωρίς να φιλοσοφεί, ζει μέσα σε μια φυλακή γιατί δεν κατέχει τις ιδέες του, κατέχεται από αυτές. Η τυφλή βεβαιότητα, που πάντοτε ενέχει μια δόση αλαζονείας, ακολουθεί και ακολουθείται από σκληρότητα και φανατισμό. “Summum jus, summa injuria”. Σκληροί γίνονται εκείνοι που 216
ποτέ δεν λυτρώθηκαν από τη βεβαιότητά τους. Η ζωή σε αυτήν την περίπτωση, οδηγείται τυραννικά από τα ένστικτα, είναι παγιδευμένη μέσα σε μια σφαίρα εγωισμού και ατομικών συμφερόντων. Στα συμφέροντα αυτά ίσως συμπεριλαμβάνονται η οικογένεια και η φιλία, ο πλατύτερος κόσμος όμως δεν τον απασχολεί, παρά μόνο σαν μέσο εξυπηρέτησης των επιθυμιών του. Όμως μια τέτοια χρησιμοθηρική προσέγγιση, μια τέτοια διάθεση λεηλασίας, εκμετάλλευσης, αρπαγής, καμιά αγάπη δεν έχει για τίποτε, είναι ένα κατακτητικό, εχθρικό ενδιαφέρον. Ο κόσμος που συντηρείται από ένα μικρόπρεπο πνεύμα, είναι ένας κόσμος πυρετικός, όχι μόνο περιορισμένος αλλά και ένας κόσμος που βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με ένα πολύ πλατύτερο και δυνατότερο σύμπαν, καταδικασμένος κάποια στιγμή να συνθλιβεί. Σε μια τέτοια ζωή, όπου το κάθε τι και όλοι θεωρούνται εχθροί, ποτέ δεν υπάρχει γαλήνη, μόνο αγωνίες, εφόσον κανένας δεν μπορεί να είναι συνεχώς δυνατότερος από όλους και όλα. Έτσι, η κάθε μας αποτυχία να προσαρμόσουμε τον κόσμο στις επιθυμίες μας, θεωρείται δική μας αδυναμία και αποτυχία της θέλησής μας. Όταν όμως μας κινεί μόνον ο αμερόληπτος πόθος της γνώσης, που βασική της προϋπόθεση είναι η αμφιβολία, το Εγώ μας διευρύνεται γιατί προσαρμόζει τα χαρακτηριστικά του στα νέα δεδομένα που ανακαλύπτει, σε ό,τι μελετά. «Την ευχάριστη ζωή την δημιουργεί ο νηφάλιος στοχασμός, ο οποίος εξετάζει τις αιτίες για τις οποίες προτιμούμε ή αποφεύγουμε κάτι και εκδιώκει τις δοξασίες (αστήρικτες γνώμες), που γεμίζουν την ψυχή μας με τόση ταραχή», γράφει ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα. Η αμεροληψία, γράφει ο B. Russel, ως έκφραση του ανόθευτου πόθου της φιλοσοφίας για την αλήθεια, «είναι εκείνη η ιδιότητα του πνεύματος που στη δράση γίνεται δικαιοσύνη και στο συναίσθημα καθολική αγάπη, που μπορεί να δοθεί σε όλους και όχι μόνο σ’ εκείνους που κρίνονται χρήσιμοι ή αξιοθαύμαστοι». Χαρακτηριστικά τα λόγια του Αριστοτέλους: «Φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δε η αλήθεια». Η διάνοια που είναι συνηθισμένη στην ελευθερία και αμεροληψία του φιλοσοφικού στοχασμού, θα διατηρεί κάτι από την ίδια ελευθερία και αμεροληψία και στον κόσμο της δράσης και του συναισθήματος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το πάθος είναι ο μέγας κατηγορούμενος της ηθικής. Αντιθέτως, ούτε μεγάλο έργο ούτε μεγάλη προσωπικότητα υπήρξε ποτέ χωρίς πάθος.
217
Η συμβουλευτική διαδικασία μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένη, μόνον όταν έχει κατορθώσει να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει σε μια δημιουργική σύνθεση όλων των δυνατοτήτων, των κλίσεων και των αντιθέσεων που έχει μέσα του. Μια μεγάλη γλωσσολογική αντίφαση αφορά στην χρήση της λέξης «εμπάθεια» στα βάθη του χρόνου. Ενώ, δηλαδή, αρχικώς η λέξη αυτή σήμαινε ένα εσωτερικό πάθος, μια φλόγα για την επίτευξη κάποιου σκοπού, σήμερα η λέξη ερμηνεύεται μάλλον ως σύστοιχη της λέξης φανατισμός. Η αγγλική όμως εκδοχή της λέξης – empathy – ελληνικό δάνειο προς την παγκόσμια κοινότητα, αποτελεί πυλώνα της όποιας ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, ιδιαιτέρως εκείνης της φιλοσοφικής συμβουλευτικής, και αφορά στην συμμετοχή του συμβούλου με όλες του τις ψυχικές δυνάμεις στο πάθος (πάθημα) του συμβουλευομένου. Βεβαίως, με την προϋπόθεση του να διατηρήσει ο σύμβουλος ακμαία την ψυχή του. Εξ ου και η μεγάλη δυσκολία του εγχειρήματος. Επιγραμματικά λοιπόν, αποπειρώμενοι την επιτομή της εργασίας μας, συνθέτουμε το – καθ’ ημάς – δέον γενέσθαι της φιλοσοφίας ως πράξης, ως εξής: Η φιλοσοφία πρέπει να μελετάται όχι για να μας δίνει οριστικές απαντήσεις στα μείζονα ερωτηματικά της ζωής, αλλά κυρίως διότι τα ερωτηματικά αυτά διευρύνουν την αντίληψή μας για το δυνατόν, εξοβελίζουν μια δογματική, στρεβλή αυτοπεποίθηση που δεσμεύει το πνεύμα και το κρατά φυλακισμένο, εμπλουτίζουν την παραγωγική μας φαντασία, ωθώντας μας σε έναν κόσμο όχι αντιθετικό, παρά σε έναν κόσμο που μας προσκαλεί φιλικά, γεμάτον εκπλήξεις, και μας ωθεί να τον επανανακαλύψουμε. Κυρίως όμως διότι η φιλοσοφία, με την διαλεκτική της, «θέλει» να ενούται το πνεύμα με το όλον, όπερ σημαίνει την κατάκτηση του σπουδαιότερου αγαθού.
218
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1.
Achenbach, G. (1984), Philosophische Praxis. Vorträge und Aufsätze. Köln: Dinter. 2. Adler, A. (εκδ. 1984), Τι θα'πρεπε να σηµαίνει για σένα η ζωή, µτφ. Ε. Γραµµένος. Αθήνα: Κέδρος. 3. Arnheim, R. (εκδ. 1999), Τέχνη και οπτική αντίληψη. Η ψυχολογία της δηµιουργικής όρασης, µτφ. Ι. Ποταµιάνος. Αθήνα: Θεµέλιο. 4. Bach, E. (εκδ. 1998), Θεράπευσε τον εαυτό σου. Οι δώδεκα θεραπευτές (Τα αρχικά ιάµατα), µτφ. ∆. Κουτσούκης. Αθήνα: Πύρινος Κόσµος. 5. Baer, U. (εκδ. 2009, επιµ.), Η σοφία του Ρίλκε, µτφ. Α. Νικολακοπούλου. Αθήνα: Πατάκης. 6. Beardsley, M.C. (εκδ. 1989), Ιστορία των αισθητικών θεωριών, µτφ. ∆.Κουρτόβικ-Π.Χριστοδουλίδης. Αθήνα: Νεφέλη. 7. Bergson, H. (1948), Sur les données immédiates de la conscience. Paris. 8. Bianchieri, F. (1912), I sogni dei bambini di cinque anni. Riv. Psichol., 8, 325. 9. Boéce (εκδ. 1969), Porph. Dial., µτφ. Ι. Συκουτρής. Αθήνα: Εστία. 10. Boéce (εκδ. 1989), Consolation de la philosophie. Rivages, coll. "Rivages Poche". 11. Bonatelli, F. (1880), Del sogno. La filosofia delle scuole italiane. 12. Broch, H. (εκδ. 2003), Ο Χόφµανσταλ και η εποχή του. Μία µελέτη, µτφ. ∆. Πολυχρονάκης. Αθήνα: Πατάκης. 13. Brombin, A. (2003), Sulle tracce di Achenbach. Pratiche Filosofiche, 1, 61-66. 14. Brun, J. (1965), Ο στωικισµός, µτφ. Σ. Βασιλείου. Αθήνα: Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος. 15. Brun, J. (1965), Ο Σωκράτης, µτφ. Τ. Τεγόπουλου. Αθήνα: Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος. 219
16. Campbell, J. (εκδ. 1998), Η δύναµη του µύθου, µτφ. Ε. Παπαδοπούλου. Αθήνα: Ιάµβλιχος. 17. Camus, A. (εκδ. 1973), Ο µύθος του Σισύφου. ∆οκίµιο πάνω στο παράλογο, µτφ. Β. Χατζηδηµητρίου. Αθήνα: Μπουκουµάνης. 18. Camus, A. (εκδ. 2004), Επιλογή από το έργο του, µτφ. Ε. Ποταµιάνου. Αθήνα: Στιγµή. 19. Casarin, P. (2003), La filosofia, una compagna di strada. Pratiche Filosofiche, 1, 45-57. 20. Cassirer, E. (εκδ. 1972), ∆οκίµιο για τον άνθρωπο: Εισαγωγή στη φιλοσοφία του ανθρώπινου πολιτισµού, µτφ. Τ. Κονδύλη. Αθήνα: Κάλβος. 21. Cassirer, E. (εκδ. 1989), Γλώσσα και µύθος, µτφ. Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα: Έρασµος. 22. Cavadi, A. (2004), Cinque buone ragioni per filosofare. Pratiche Filosofiche, 3, 55-68. 23. Changeux, J. (εκδ. 1996), Λογική και απόλαυση, µτφ. Β. Καραγιάννη. Αθήνα: Π. Τραυλός - Ε. Κωσταράκη. 24. Cohen, D. (1997), Carl Rogers. A critical biography. London: Constable. 25. Cohen, E.D. (2003), The process of logic-based therapy: an approach to philosophical counselling. Pratiche Filosofiche, 2, 39-58. 26. Cohen, L., Manion, L. (εκδ. 1997), Μεθοδολογία Εκπαιδευτικής Έρευνας, µτφ. Σταύρος Κυρανάκης, Ματίνα Μαυράκη, Χρυσούλα Μητσοπούλου, Παναγιώτα Μπιθαρά, Μάνια Φιλοπούλου. Αθήνα: Μεταίχµιο. 27. Cole, M. & Cole, S.R. (εκδ. 2002), Η ανάπτυξη των παιδιών. Β΄τόµος: Γνωστική και ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά τη νηπιακή και τη µέση παιδική ηλικία, µτφ. Μ. Σόλµαν. Αθήνα: Τυπωθήτω. 28. Cooper, D. (εκδ. 1989), Η γραµµατική της ζωής, µτφ. Ν. Μπάλης. Αθήνα: Καστανιώτης. 29. Cosentino, A. (2004), Effetti emancipativi della communita di ricerca. Pratiche Filosofiche, 3, 45-55.
220
30. Croce, B. (εκδ. 1976), Κείµενα αισθητικής, ιστοριογραφίας, δοκίµια, µτφ. Κ.Ε. Λασηθιωτάκη. Αθήνα: ∆ωδώνη. 31. Cummings, E.E. (εκδ.1984), 115 ποιήµατα, µτφ. Σ.Λ. Σκάρτσης. Αθήνα: Οδυσσέας. 32. Derrida, J. (εκδ. 2008), Εικοτολογίες περί "Φρόυντ", µτφ. Β. Νασούλη. Αθήνα: Πλέθρον. 33. Descartes (εκδ. 1976), Λόγος περί της µεθόδου, µτφ. Χ. Χρηστίδης. Αθήνα: Παπαζήση. 34. Descartes, R. (εκδ. 1996), Τα πάθη της ψυχής, µτφ. ∆.Ροζάκης. Αθήνα: Κριτική. 35. Dilthey, W. (εκδ. 2010), Η γένεση της ερµηνευτικής, µτφ. ∆. Υφαντής. Αθήνα: Ροές. 36. Dobzhansky, T. (1969), Le domande supreme della biologia. Μπάρι. 37. Dodds, E.R. (1996), Οι Έλληνες και το παράλογο, µτφ. Γ. Γιατροµανωλάκης. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου. 38. Eissler, K.R. (1955), The psychiatrist and the dying patient. New York: International University Press. 39. Fearn, N. (εκδ. 2008), Φιλοσοφία, µτφ. Σ. Σπυριδογιαννάκη. Αθήνα: Μεταίχµιο. 40. Fletcher, R. (εκδ. 1985), Κοινωνικές οµάδες και άτοµα, µτφ. Μ. Τσάτσου. Αθήνα: Π. Κουτσούµπος. 41. Frankl, V.E. (εκδ. 1979), Αναζητώντας νόηµα ζωής και ελευθερίας σ' ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, µτφ. Τ. Ευδόκας & Κ. Χριστοφίδου. Αθήνα: Ταµασός. 42. Freud, S. (εκδ. 1969), Άπαντα . Αθήνα: Σµυρνιωτης. 43. Freud, S. (εκδ. 1974), Ο πολιτισµός πηγή δυστυχίας. Αθήνα. 44. Freud, S. (εκδ. 1978), Τοτέµ και ταµπού. Αθήνα. 45. Freud, S. (εκδ. 1979), Μελέτες για την ψυχανάλυση, µτφ. Γ. Τσαµπουράκης. Αθήνα: Επίκουρος. 46. Freud, S. (εκδ. 1991), Ντόρα, η ανάλυση µιας υστερίας. Αθήνα. 47. Freud, S. (εκδ. 1992), Ψυχοπαθολογία της 221
καθηµερινής ζωής. Αθήνα. 48. Freud, S. (εκδ. 1993), Η ερµηνεία των ονείρων. Αθήνα: Επίκουρος. 49. Freud, S. (χ.χ.), ∆ύο σύντοµες αναφορές στην ψυχανάλυση. Πέντε διαλέξεις για την ψυχανάλυση και το θέµα της ψυχανάλυσης από µη ειδικούς, µτφ. Σ. Σαµαρά. Αθήνα: Χ. Μπούρας. 50. Fromm, E. (εκδ. 1970), Αναλυτική ψυχολογία και κοινωνική θεωρία, µτφ. Σ. Καµπουρίδης. Αθήνα: Αρίων. 51. Gigon, O. (εκδ. 2010), Βασικά προβλήµατα της αρχαίας φιλοσοφίας, µτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Γνώση. 52. Goethe (1923), Von Deutscher Baukunst, Werke, XXXVII, 148 κ.ε., αγγλ. µτφ. B. Bosanquet, στο Three Lectures on aesthetic. London: Macmillan. 53. Goleman, D. (1998), Η συναισθηµατική νοηµοσύνη, µτφ. Α. Παπασταύρου. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 54. Goodman, N. (εκδ. 2005), Γλώσσες της τέχνης, µτφ. Π. Βλαγκόπουλος. Αθήνα: Εκκρεµές. 55. Gourinat, J.-B. (εκδ. 1999), Οι Στωικοί για την ψυχή, µτφ. Κ. Πετρόπουλος. Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου. 56. Gross, R. (εκδ. 2003), Η µέθοδος του Σωκράτη, µτφ. Θ. ∆αρβίρη. Αθήνα: Ενάλιος 57. Guthrie, W. (εκδ. 1991), Ο Σωκράτης, µτφ. Τ. Νικολαΐδης. Αθήνα: ΜΙΕΤ. 58. Hadot, P. (εκδ. 2002), Τι είναι η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, µτφ. Α. Κλαµπατσέα. Αθήναι. 59. Hadot, P. (εκδ. 2009), Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής, µτφ. Α. Μιχαήλ-Βεργοπούλου. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη. 60. Hamilton, E. (εκδ. 2004), Ο ελληνικός τρόπος, µτφ. Ε. Ραζή, Σ. Μεταξά, Ι. Γαγλία. Αθήνα: Ανατολικός. 61. Hawking, S. (εκδ. 1998), Το χρονικό του χρόνου, µτφ. Κ. Χάρακας. Αθήνα: Κάτοπτρο. 62. Hocking, W.E. (1957), The meaning of immortality in human experience. New York: Harper. 222
63. Hodgkinson, T. (εκδ. 2010), Ζήσε ελεύθερα, µτφ. Α. ∆εληγιάννη. Αθήνα: Μίνωας. 64. Horney, K. (1997), Η ψυχανάλυση και η τεχνική της, µτφ. Σ. Ανδρεόπουλος. Αθήνα: ∆ίοδος. 65. Ivey, A.E., Gluckstern, N.B. & Bradford Ivey, M. (εκδ. 1996), Συµβουλευτική µέθοδος πρακτικής προσέγγισης, µτφ. Μ. Μαλικιώση-Λοΐζου. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα 66. Jaccard, R. (εκδ. 1986), Η τρέλα, µτφ. Μ. Τσοσκούνογλου. Αθήνα: Χατζηνικολή. 67. Jacob, F. (εκδ. 1987), Σµιλεύοντας το εσώτερο άγαλµα, µτφ.Γ. Κιουρτσάκης. Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα. 68. Jaspers, K. (εκδ. 1983), Εισαγωγή στη φιλοσοφία, µτφ. Χ.Μαλεβίτσης. Αθήνα-Γιάννινα: ∆ωδώνη. 69. Jollien, A. (εκδ. 2009), Η δόµηση του εαυτού, µτφ. Σ. Μανουσοπούλου. Αθήνα: Κέλευθος. 70. Jones, E. (1962), Vita e opere di Freud, 2 voll. Milano: Il Saggiatore. 71. Jones, E. (εκδ. 2003), Σίγκµουντ Φρόυντ. Η ζωή και το έργο του, µτφ. Ξ. Κοµνηνού. Αθήνα: Ίνδικτος. 72. Jung, C.G. (εκδ. 1962), Αναλυτική ψυχολογία, µτφ. Π. Ιεροµνήµωνος. Αθήνα: Γκοβόστης. 73. Jung, C.G. (εκδ. 2004), Το πνεύµα στον άνθρωπο,την τέχνη και τη λογοτεχνία, µτφ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα: Ιάµβλιχος. 74. Jung, C.G., Kerenyi, C. (εκδ. 1987), Η επιστήµη της µυθολογίας, µτφ. Κ. Ζάρρας. Αθήνα: Ιάµβλιχος, 75. Kant, I. (εκδ. 1996), Logique. Vrin. 76. Kant, I. (εκδ. 1999), Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθηµα του Ωραίου και του Υπέροχου, µτφ. Χ. Τασάκος. Αθήνα: Printa. 77. Karsenti, B. (εκδ. 1998), Μαρσέλ Μος. Το ολικό κοινωνικό φαινόµενο, µτφ. ∆. Κοσµίδης. Αθήνα: Πατάκης. 78. Kullmann, W. (εκδ. 1996), Η πολιτική σκέψη του Αριστοτέλη, µτφ. Α. Ρεγκάκος. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης. 223
79. Lahav, R. (1995), Essays on Philosophical Counselling. University Press of America. 80. Lanteri-Laura, G. (εκδ. 1999), Η ιστορία της φρενολογίας, µτφ. Κ. Πόταγας. Αθήνα: Εξάντας. 81. Laplance, J. & Pontalis, J.-B. (εκδ. 1995), Λεξικό της ψυχανάλυσης, µτφ. Π. Αλούπης, Β. Καψαµπέλης, Α. Σκούληκα κ.α.. Αθήνα: Κέδρος. 82. Leakey, R. (εκδ. 1996), Η απαρχή του ανθρώπινου είδους, µτφ. Γ. Κυριακόπουλος - Σ. Μανώλης. Αθήνα: Κάτοπτρο. 83. LeBon, T. (2003), Philosophical counselling: a personal view. Pratiche Filosofiche, 1, 28-45. 84. Leidig, S. & Glomp, I. (εκδ.2006), Γιατί φοβόµαστε, µτφ. Μ. Αντωνοπούλου & Ι. Στάινερ. Αθήνα: Θυµάρι. 85. Leroi - Gourhan, A. (εκδ. 2000), Το έργο και η οµιλία του ανθρώπου: Η µνήµη και οι ρυθµοί, µτφ. Α. Ελεφάντης. Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυµα εθνικής τραπέζης. 86. Leroi - Gourhan, A. (εκδ. 2000), Το έργο και η οµιλία του ανθρώπου: Τεχνική και γλώσσα, µτφ. Α. Ελεφάντης. Αθήνα: Μορφωτικό ίδρυµα εθνικής τραπέζης. 87. Lévi-Strauss, C. (εκδ. 1991), Φυλή και ιστορία, µτφ. Ε. Παπάζογλου. Αθήνα: Γνώση. 88. Lévy, B. (εκδ. 2004), Ο αιώνας του Σαρτρ, µτφ. Τ. ∆ηµητρούλια. Αθήνα: Scripta. 89. Lloyd, J. & Mitchinson, J. (εκδ. 2008), Το βιβλίο της ολικής άγνοιας, µτφ. Ε. Ξηροµερίτη. Αθήνα: Πατάκης. 90. Lo Russo, M. (2003), Una nessuna centomila pratiche filosofiche. Pratiche Filosofiche, 1, 19-28. 91. Long, A.A. (εκδ. 1987), Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, µτφ. Σ.∆ηµόπουλος - Μ. ∆ραγώνα-Μονάχου. Αθήνα: ΜΙΕΤ. 92. Madera, R. (2003), Per una filosofia biografica: appunti di un praticante. Pratiche Filosofiche, 1, 9-19. 224
93. Marinoff, L. (εκδ. 2002), Πλάτωνας, όχι Προζάκ, µτφ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα: Εκδοτικός Οργανισµός Λιβάνη. 94. Marinoff, L. (εκδ. 2004), Τα µεγάλα ερωτήµατα. Πώς η φιλοσοφία µπορεί να αλλάξει τη ζωή σας, µτφ.Α. Αλαβάνου. Αθήνα: Εκδοτικός οργανισµός Λιβάνη. 95. Maslow, A. (εκδ. 1995), Ψυχολογία της Ύπαρξης, µτφ. Σ. Ανδρεόπουλος. Αθήνα: ∆ίοδος. 96. May, R. (εκδ. 1980), Υπαρξιακή ψυχολογία, µτφ. Τζ. Μαστοράκη. Αθήνα: Επίκουρος. 97. McLeod, J. (εκδ. 2005), Εισαγωγή στη Συµβουλευτική, µτφ. ∆. Καραθάνου - Α. Μαρκαντώνη. Αθήνα: Μεταίχµιο. 98. Montaigne, M. (εκδ. 1983), ∆οκίµια, µτφ. Φ. ∆ρακονταειδής. Αθήνα: Εστία. 99. Montalcini, R.L. (εκδ. 1998), Ο κρυφός άσος, µτφ. Α. Παπασταύρου. Αθήνα: Ωκεανίδα. 100. Montesarchio, P. (2004), La filosofia come strumento di dialogo fra le culture. Pratiche Filosofiche, 3, 41-45. 101. Nehamas, A. (εκδ. 2001), Η τέχνη του βίου. Σωκρατικοί στοχασµοί από τον Πλάτωνα στον Φουκώ, µτφ. Β. Σπυρόπουλου. Αθήνα: Νεφέλη. 102. Nestle, W. (εκδ. 2010), Από τον µύθο στον λόγο, µτφ. Α. Γεωργίου. Αθήνα: Γνώση. 103. Nietzsche, F. (εκδ. 2004), Μαθήµατα ρητορικής, µτφ. Α. Μανούση. Αθήνα: Πλέθρον. 104. Nietzsche, F. (εκδ. 2010), Ιστορία και ζωή, µτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Γνώση. 105. Paccagnella, E. (2003), La pratica filosofica in Olanda. Pratiche Filosofiche, 2, 73-80. 106. Percy, A. (εκδ. 2011), Νίτσε: 99 µαθήµατα καθηµερινής φιλοσοφίας, µτφ. Α. ∆ηµητρούκα. Αθήνα: Πατάκης. 107. Perkins, D. (εκδ. 2004), Το φαινόµενο "Εύρηκα!", µτφ. Σ. Νικολάου. Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη.
225
108. Piaget, J. (εκδ. 1987), Σοφία και ψευδαισθήσεις της φιλοσοφίας, µτφ. Κ. Παπαγιώργης. Αθήνα: Γνώση. 109. Portz, R. & Γεναράκη, Α. (εκδ. 1997), Ακαδηµαϊκή ορολογία ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστηµών. Αθήνα: Εκδόσεις νέων τεχνολογιών. 110. Raabe, P. (2000), Philosophical counseling: theory and practice. Westport: Praeger. 111. Raabe, P. (2002), Issues in philosophical counseling. Westport: Praeger Publishers. 112. Raabe, P. (2003), The relationship between philosophical counselling and psychotherapy. Pratiche Filosofiche, 2, 28-39. 113. Rodgers, N., Thompson, M. (εκδ. 2008), Αχ, αυτοί οι φιλόσοφοι, µτφ. ∆. Παπαγρηγοράκη. Αθήνα: Μεταίχµιο. 114. Rohde, E. (εκδ. 1998), Ψυχή, µτφ. Κ. Παυλογεωργάτου. Αθήνα: Ιάµβλιχος. 115. Ross, W.D. (εκδ. 2001), Αριστοτέλης, µτφ. Μ. Μήτσου. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης. 116. Russel, B. (εκδ. 1962), Γάµος και ηθική, µτφ. Γ. ∆υριώτης. Αθήνα: Αρσενίδης. 117. Russel, B. (εκδ. 1962), Η κατάκτηση της ευτυχίας, µτφ. Γ. ∆υριώτης. Αθήνα: Αρσενίδης. 118. Russel, B. (εκδ. 1985), Ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών, µτφ. Ν. Ανδρικόπουλος. Αθήνα: Αρσενίδης. 119. Sartre, J.-P. (χ.χ.), O Yπαρξισµος είναι ένας ανθρωπισµός, µτφ. Κ. Σταµατίου. Αθήνα: Αρσενίδης. 120. Savater, F. (εκδ. 2003), Οι ερωτήσεις της ζωής, µτφ. Κ. Φιλιππίδης. Αθήνα: Αίολος. 121. Smith, R.R. (εκδ. 2011), Πρωινό µε τον Σωκράτη. Η φιλοσοφία της καθηµερινής ζωής, µτφ. Χ. Καψάλης. Αθήνα: Ψυχογιός. 122. Spineto, N. (2002), Τα σύµβολα στην ιστορία του ανθρώπου, µτφ. ∆. Παπαβασιλείου. Αθήνα: Κυβέλη. 123. Stein, D.J. & Hollander, E. (2002, εκδ.), Textbook of anxiety disorders. Washington D.C.: American Psychiatric Publishing. 226
124. Steiner, G. (εκδ. 2004), Μετά την Βαβέλ, µτφ. Γ.Ν.Κονδύλης. Αθήνα: Scripta. 125. Steiner, G. (εκδ. 2011), Τα µαθήµατα των δασκάλων, µτφ. Σ. Βελέντζας. Αθήνα: Scripta. 126. Tarca, L.V. (2003), La filosofia come pratica "sapienziale". Pratiche Filosofiche, 2, 11-27. 127. Taylor, A.E. (εκδ. 1990), Πλάτων: ο άνθρωπος και το έργο του, µτφ. Ι. Αρζόγλου. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης. 128. Tuedio, J. (2004), Death of a virtue salesman. Pratiche Filosofiche, 3, 71-85. 129. Ubaldo, N. (εκδ. 2008), Εικονογραφηµένος άτλας της φιλοσοφίας, µτφ. Π. Τριαδά. Αθήνα: Ενάλιος. 130. Usener, H. (1887), Epicurea. Λιψία. 131. Valéry, P. (εκδ. 2007), Επιλογή από το έργο του, µτφ. Χ. Μπανάκου-Καραγκούνη. Αθήνα: Στιγµή. 132. Vattimo, G. (1981, επιµ.), Enciclopedia garzanti di filosofia e epistimologia, logica formale, linguistica, psicologia, psicoanalisi, pedagogia, antropologia culturale, teologia, religioni, sociologia. Milano: Garzanti. 133. Veening, E. (2003), Two roots, two flowers. Pratiche Filosofiche, 2, 58-70. 134. Volpone, A. (2004), Oltre le pratiche filosofiche. Pratiche Filosofiche, 3, 11-39. 135. Vygotsky, L. (εκδ. 2008), Σκέψη και γλώσσα, µτφ. Α. Ρόδη. Αθήνα: Γνώση. 136. Wahl, J. (εκδ. 1988), Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισµού (Κίρκεγκωρ, Χάιντεγκερ, Γιάσπερς, Μαρσέλ, Σαρτρ), µτφ. Χ.Μαλεβίτσης. Αθήνα-Γιάννινα: ∆ωδώνη. 137. Warburton, N. (εκδ. 1999), Φιλοσοφία. Τα βασικά ζητήµατα, µτφ. Β. Χατζοπούλου. Αθήνα: Περίπλους. 138. Wilamowitz-Moellendorff, U.von (2005), Πλάτων: Η ζωή και το έργο του, µτφ. Ξ. Αρµυρός. Αθήνα: Κάκτος. 139. Williams, R. (εκδ. 1994), Κουλτούρα και ιστορία, µτφ. Β. Αποστολίδου. Αθήνα: Γνώση. 227
140. Yalom, I. (εκδ. 2001), Όταν έκλαψε ο Νίτσε, µτφ. Ε. Ανδριτσάνου - Γ. Ζέρβας. Αθήνα: Άγρα. 141. Yalom, I. (εκδ. 2003), Θρησκεία και ψυχιατρική, µτφ. Ε. Ανδριτσάνου - Γ. Ζερβάς. Αθήνα: Άγρα. 142. Yalom, I. (εκδ. 2004), Το δώρο της ψυχοθεραπείας, µτφ. Ε. Ανδριτσάνου - Γ. Ζερβάς. Αθήνα: Άγρα 143. Yalom, I. (εκδ. 2008), Στον κήπο του Επίκουρου: Αφήνοντας πίσω τον τρόµο του θανάτου, µτφ. Ε. Ανδριτσάνου. Αθήνα: Άγρα. 144. Αξέλος, Κ. (εκδ. 1976), Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, µτφ. ∆. ∆ηµητριάδης. Αθήνα: Εξάντας. 145. Αποστολίδης, Π.∆. (1997), Ερµηνευτικό λεξικό πασών των λέξεων του Ιπποκράτους. Αθήνα: Γαβριηλίδης. 146. Αριστοτέλης (εκδ. 1993), Μετά τα Φυσικά, 981 a 16-17. Πρβλ. και Ρητορική, 1356 b 34-35: "ουδεµία δε τέχνη σκοπεί το καθ' έκαστον". Αθήνα: Κάκτος. 147. Αριστοτέλης (εκδ. 1998), Μελαγχολία και ιδιοφυΐα (το 30ο πρόβληµα). Αθήνα: Άγρα. 148. Αριστοτέλης (εκδ. 2011), Ηθικά Νικοµάχεια. Αθήνα: 4Πι Ειδικές Εκδόσεις Α.Ε. 149. Αριστοτέλης (εκδ. 2011), Περί ποιητικής, µτφ. Ι. Συκουτρής. Αθήνα: Εστία. 150. Βάµβαλης, Γ. (2004), Ξαναδιαβάζοντας τον Φρόυντ. Αθήνα: Επίκουρος. 151. Βενέτη, Μ. (2001), Η διδασκαλία της φιλοσοφίας. Αθήνα: Παπαδήµα. 152. Βιζυηνού, Γ.Μ. (1885), Ψυχολογικαί µελέται επί του καλού (Μέρη Α και Β), Εν Αθήναις: Σπυριδ. Κουσουλινού τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον. 153. Βουδούρης, Κ. (1998, εκδ.), Φιλοσοφία και Ιατρική. Αθήνα. 154. Βρύζας, Κ. (1997), Μέσα επικοινωνίας και παιδική ηλικία. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. 155. Γαροφαλάκη, Μ. (1997), Φανατασία και αυτενέργεια. Ένας πρακτικός οδηγός για την προσχολική και πρώτη παιδική ηλικία. Αθήνα: Ποταµός. 228
156. Γεωργάς, ∆. (1995), Κοινωνική Ψυχολογία (Τόµοι Α΄ και Β΄). Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 157. Γεωργίου, Σ.Ν. (2003), Εκπαιδεύοντας ψυχολόγους στη συµβουλευτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 158. Γιανναράς, Χ. (1988), Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης, ή Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού. Αθήνα: ∆όµος. 159. Γιανναράς, Χ. (εκδ. 2001), Σχεδίασµα εισαγωγής στη φιλοσοφία. Αθήνα: ∆όµος. 160. Γιανναράς, Χ. (εκδ. 2004), Η λογική αρχίζει µε τον έρωτα. Αθήνα: Ίκαρος. 161. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Αθ. (1988), Η γνωσιοθεωρητική θεµελίωση της αισθητικής του Thomas Reid. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου. 162. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Αθ. (2001), Νεοελληνική φιλοσοφία. Θέµατα πολιτικής και ηθικής. Αθήνα: Καρδαµίτσα. 163. Γλυκοφρύδη-Λεοντσίνη, Αθ. (2006), Αισθητική και τέχνη. Κριτικές θεωρήσεις. Αθήνα: Συµµετρία. 164. Γουσίδης, Α. (1979), Σηµειώσεις ποιµαντικού διαλόγου. Θεολογική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. 165. Γουσίδης, Α. (1984), Ποιµαντική στη σύγχρονη θεολογία. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς. 166. ∆αλάι Λάµα & Hopkins, J. (εκδ. 2003), Ο δρόµος για µία ζωή γεµάτη νόηµα, µτφ. Ε. Λιακόπουλος. Αθήνα: Έσοπτρον. 167. ∆ελλής, Ι.Γ. (1999), Φιλοσοφία και Οικολογία. Αθήνα: Βουδούρης. 168. ∆ελλής, Ι.Γ. (2005), Φιλοσοφική συµβουλευτική, ή η Φιλοσοφία ως θεραπεία. Αθήνα: Τυπωθήτω. 169. ∆ηµητρίου, Σ. (1990), Η εξέλιξη του ανθρώπου, Τόµος Ι: Ανθρωπογένεση. Αθήνα: Καστανιώτης. 170. ∆ιονύσιος Αρεοπαγίτης (εκδ. 2002), Περί µυστικής θεολογίας, µτφ. Σ. Γουνελάς. Αθήνα: Αρµός. 171. Ελύτης, Ο. (1985), Ο µικρός ναυτίλος. Αθήνα: Ίκαρος.
229
172. Επίκουρος (εκδ. 2006), Επιστολή προς Μενοικέα, Κύριαι δόξαι, Επικούρου προσφώνησις, µτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Στιγµή. 173. Ζιάκας, Θ. Ι. (2001), Η έκλειψη του υποκειµένου. Η κρίση της νεωτερικότητας και η ελληνική παράδοση. Αθήνα: Αρµός. 174. Ηλιού, Η.Φ. (1984), Η ρητορική του Αριστοτέλη. Αθήνα: Κέδρος. 175. Θεοδωρακόπουλος, Ν.Ι. (2006), Εισαγωγή στη φιλοσοφία (Τόµοι Α΄, Β΄, Γ΄, ∆΄). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 176. Ιπποκράτης (εκδ. 1999), Το γέλιο και η τρέλα. Επιστολές.Αθήνα: Άγρα. 177. Καστοριάδης, Κ. (εκδ. 2010), Ακυβέρνητη κοινωνία. Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974-1997. Αθήνα: Ευρασία. 178. Κονδύλης, Π. (1998), Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης. Αθήνα: Νεφέλη. 179. Κόντος, Π. (2000), Η αριστοτελική ηθική ως οντολογία. Αθήνα: Κριτική. 180. Κορναράκης, Ι. (1975), Μαθήµατα ποιµαντικής ψυχολογίας: περιλήψεις παραδόσεων προς χρήσιν των φοιτητών. Θεσσαλονίκη. 181. Κορναράκης, Ι. (1976), Ψυχολογία και πνευµατική ζωή…από το ραδιόφωνο. Θεσσαλονίκη: Ορθόδοξη Κυψέλη. 182. Κοσµόπουλος, Α., Μουλαδούδης, Γ. (2003), Ο Carl Rogers και η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 183. Κοτζιά, Π. (2007), Περί του µήλου ή Περί της Αριστοτέλους τελευτής. Θεσσαλονίκη: Θύραθεν. 184. Κούκης, Α. Ε. (2004), Το όνειρο στην οµαδική ανάλυση. Αθήνα: Σαββάλας. 185. Κριαράς, Ε. (1995), Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δηµοτικής γλώσσας. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. 186. Λαµπρέλλης, ∆.Ν. (2003), Το υποκείµενο της δύναµης. Καλλικλής, Nietzsche, Negri. Αθήνα: Ινστιτούτο 230
του βιβλίου - Α. Καρδαµίτσα. 187. Λάο Τσε & Τάο Τε Κινγκ (εκδ. 1996), Το βιβλίο του λόγου και της φύσης, µτφ. Γ. Αλεξάκης. Αθήνα: Σµίλη. 188. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο νεοελληνικών σπουδών, Ίδρυµα Μανώλη Τριανταφυλλίδη. 189. Λορεντζάτος, Π. (1989), Οµηρικόν Λεξικόν µετα εικόνων. Αθήνα: Κακουλίδης. 190. Λουκρήτιος (εκδ. 2005), Για την φύση των πραγµάτων, µτφ. Θ. Αντωνιάδης. Θεσσαλονίκη: Θύραθεν. 191. Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (1998), Συµβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 192. Μαλικιώση-Λοΐζου, Μ. (2011), Η Συµβουλευτική ψυχολογία στα παιδιά. Αθήνα: Πεδίο. 193. Μάµφορντ, Λ. (εκδ. 1998), Οι µεταµορφώσεις του ανθρώπου, µτφ. Β.Τοµανάς. Σκόπελος: Νησίδες. 194. Μάρκος Αυρίλιος (εκδ. 2001), Επιλογή από τα "Εις Εαυτού", µτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Στιγµή. 195. Μουτσόπουλος, Ε. (2004), Η αισθητική της ηθικής. ∆οκίµια. Αθήνα: Ακαδηµία Αθηνών. 196. Μπαµπινιώτης, Γ. (1998), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 197. Μπαρτζελιώτης, Λ.Κ. (1980), Η κριτική του Αριστοτέλους παρά Πλήθωνι ως έκφρασις του αντιαριστοτελισµού κατά τον ΙΕ' αιώνα. Αθήνα. 198. Μπαρτζελιώτης, Λ.Κ. (1987), Πλατωνισµός και Αριστοτελισµός κατά τον Πλήθωνα. Αθήνα. 199. Μπέγζος, Μ. (2000, επιµ.), Θρησκειολογικό λεξικό. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 200. Μπρούζος, Α. (1998), Ο εκπαιδευτικός ως λειτουργός συµβουλευτικής και προσανατολισµού: Μια ανθρωπιστική θεώρηση της εκπαίδευσης. Αθήνα: Λύχνος. 201. Μπρουζος, Α. (2004), Προσωποκεντρική συµβουλευτική. Αθήνα: Τυπωθήτω. 231
202. Νασιάκου, Μ. (1982), Η ψυχολογία σήµερα: Γενική ψυχολογία. Αθήνα: Παπαζήσης. 203. Νασιάκου, Μ. (1982), Η ψυχολογία σήµερα: Κλινική ψυχολογία. Αθήνα: Παπαζήσης. 204. Ξενάκης, Τζ. (1989), Επίκτητος. Ζωή και στωικισµός, µτφ. ∆. Τσίκη. Αθήνα: Απόπειρα. 205. Ξηροτύρης, Η. (1967), Ιστορία της ψυχολογίας (Εισηγήσεις και κείµενα). Αθήνα: Κένταυρος. 206. Παπαδηµητρίου, Ε.Γ. (1988), Θεωρία της επιστήµης και ιστορία της φιλοσοφίας: Για µια φιλοσοφικά και κοινωνικά θεµελιωµένη επιστηµολογία. Αθήνα: Gutenberg. 207. Παπαδόπουλος, Τ. (1991), Οι σχιζοσυναισθηµατικές και συναισθηµατικές ψυχώσεις (Συγκριτική ψυχοπαθολογική ανάλυση). Αθήνα: Αρσενίδης. 208. Παπαζάχος, Β.Κ. (1992), Στοιχεία φιλοσοφίας της επιστήµης. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη. 209. Παπανούτσος, Ε.Π. (1970), Ψυχολογία. Αθήνα: ∆ωδώνη. 210. Παπανούτσος, Ε.Π. (1974), Νόµος και αρετή. Αθήνα: ∆ωδώνη. 211. Παπανούτσος, Ε.Π. (1974), Πρακτική φιλοσοφία. Αθήνα: ∆ωδώνη. 212. Παπανούτσος, Ε.Π. (1989), Τα µέτρα της εποχής µας. Αθήνα: Φιλιππότη. 213. Παπανούτσος, Ε.Π. (1989), Το δίκαιο της πυγµής (και άλλα δοκίµια). Αθήνα: ∆ωδώνη. 214. Παπανούτσος, Ε.Π. (1993), Οι δρόµοι της ζωής. Αθήνα: Φιλιπποτη. 215. Παπαστάµου, Σ. (1989), Ψυχολογιοποίηση. Αθήνα: Οδυσσέας. 216. Παπαστάµου, Σ. (1995), Κοινωνικές Αναπαραστάσεις. Αθήνα: Οδυσσέας 217. Παπαστάµου, Σ. (1998), Η κοινωνική επιρροή. Αθήνα: Οδυσσέας 218. Παρασκευόπουλος, Ι.Ν. (1979), Μεθοδολογία επιστηµονικής έρευνας. Αθήνα: Πανεπιστηµιακές 232
παραδόσεις. 219. Πελεγρίνης, Θ. (1993), Μάγοι της φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 220. Πελεγρίνης, Θ. (2002), Ασκήσεις φιλοσοφίας για τη ζωή και την τέχνη. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 221. Πελεγρίνης, Θ. (2003), Αρχές φιλοσοφίας. Αθήνα: Οργανισµός Εκδόσεως ∆ιδακτικών Βιβλίων. 222. Πελεγρίνης, Θ. (2004), Λεξικό της φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 223. Πιντέρης, Γ. (2005), Οι µανούβρες. Αθήνα: Θυµάρι. 224. Πλάτων (εκδ. 1993), Επιστολαί (µτφ. Φιλολογική οµάδα Κάκτου). Αθήνα: Κάκτος. 225. Πλάτων (εκδ. 1993), Φαίδρος 244A. Αθήνα: Κάκτος. 226. Πλάτων (εκδ. 2002), Πολιτεία, µτφ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Πόλις. 227. Πλάτων (εκδ. 2003), Απολογία Σωκράτους Κρίτων. Αθήνα: Ζήτρος. 228. Πλάτων (εκδ. 2004), Φαίδων – Πρωταγόρας, µτφ. Ευ. Παπανούτσος και Β. Τατάκης. Αθήνα: ∆αίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος. 229. Πλάτων (εκδ. 2009), Συµπόσιον, µτφ. Ι. Συκουτρής. Αθήνα: Εστία. 230. Πλάτων (χ.χ.), Απολογία Σωκράτους - Φαίδρος Ίππαρχος. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος. 231. Ποταµιάνος, Γ. (1999), Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράµµατα. 232. Ράµφος, Σ. (2005), Σαν διφορούµενο άγγιγµα. Αθήνα: Αρµός. 233. Ρίζος, Γ.Χ. (2002), Εισαγωγή στη φιλοσοφική ψυχολογία και ψυχοθεραπεία. Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Φιλοσοφικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας. 234. Σιδέρης, Ν. (1983), ∆εν παίζεις µόνο εσύ. Υπάρχουν κι άλλοι. Αθήνα: Μεταίχµιο. 233
235. Σοπενχάουερ, Α. (εκδ. 2011), Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο, µτφ. Μ. Καλοφωλιά. Αθήνα: Πατάκης. 236. Σπινόζα (εκδ. 1979), Ηθική, µτφ. Μ. Ζωγράφου, µέρος πέµπτον, Θεώρηµα 33. Αθήνα: Πέλλα. 237. Σταµατάκος, Ι. (1972), Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Φοίνιξ Ε.Π.Ε. 238. Στεφανής, Κ. (1973), Μαθήµατα ψυχιατρικής. Γενικό µέρος. Ο πρώτος τόµος του διδακτικού βιβλίου της ψυχιατρικής. Αθήνα: Συµµετρία. 239. Σύγχρονον ορθογραφικόν ερµηνευτικόν λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσας, ΠΡΩΙΑΣ. Αθήνα: Εκδ. Οίκος Σταµ. Π. ∆ηµητράκου. 240. Συλλογικό (2010), Αληthεια. ∆ιπλό τεύχος 4-5 (Άνοιξη 2010).Αθήνα: Πατάκης. 241. Τατάκης, Β.Ν. (1970), Ο Σωκράτης: Η ζωή του. Η διδασκαλία του. Αθήνα: Αστήρ. 242. Τατάκης, Β.Ν. (1980), Μελέτες ιστορίας της φιλοσοφίας. Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων. 243. Τερζάκης, Α. (1996), Προσανατολισµός στον αιώνα. ∆οκίµια. Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων. 244. Τσαλίκογλου, Φ. (1984), Σχιζοφρένεια και φόβος. Μια ψυχολογική, εγκληµατολογική έρευνα. Αθήνα: Παπαζήσης. 245. Φίλιας, Β.Ι. (1991), ∆εκατέσσερα δοκίµια κοινωνιολογίας. Αθήνα: Μπουκουµάντης. 246. Φίλιας, Β.Ι. (1995), Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Σύγχρονη εποχή. 247. Φλώρος, Θ.Α. (1961), Πολιτισµολογία. Αθήνα: Νέα σύνορα-Λιβάνης. 248. Χαρτοκόλλης, Π. (1991), Εισαγωγή στην ψυχιατρική. Αθήνα: Θεµέλιο. 249. Χουντουµάδη, Α., Πατεράκη, Λ. (1989), Σύντοµο ερµηνευτικό λεξικό ψυχολογικών όρων. Αθήνα-Ιωάννινα: ∆ωδώνη. 250. Χουρµούζιος, Α. (1977), Στράτευση και ελευθερία. Κοινωνικοπολιτικά κείµενα. Αθήνα: Οι εκδόσεις των φίλων. 234
251. Χριστίδης, Α.-Φ., Jordan, D. (επιµ., 1997), Γλώσσα και µαγεία. Κείµενα από την αρχαιότητα. Αθήνα: Ιστός. 252. Χρύσης, Α.Α. (2008), Ο στωικός Montesquieu. Νόµος και ελευθερία. Αθήνα: Πολύτροπον.
235