Επιμέλεια: Μάνθου Άρτεμις
Χρήσιμοι λογοτεχνικοί όροι
Περιεχόμενα
Λογοτεχνικά ρεύματα και Σχολές Στοιχεία αφηγηματολογίας
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ - http://www.filologikofront ist irio.gr
Σχολή, ρεύμα, κίνημα Ο όρος «λογοτεχνική σχολή» αναφέρεται συνήθως σε έναν ορισμένο αριθμό δημιουργών που δρουν συνειδητά και οργανωμένα ως ομάδα. Τα στοιχεία που τους συνδέουν αφορούν συνήθως στην ηλικία, τις εμπειρίες τους, τις απόψεις τους για τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, τις ευρύτερες ανησυχίες τους για ζητήματα πολιτισμικά, κοινωνικά, ιστορικά. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, για παράδειγμα, μιλούμε συνήθως για «Επτανησιακή Σχολή», «Αθηναϊκή Σχολή» (παλαιά και νέα), «Σχολή της Θεσσαλονίκης» κτλ. Θα πρέπει, βέβαια, να πούμε ότι με το ίδιο περίπου νόημα πολλοί χρησιμοποιούν σήμερα τον όρο γενιά (π.χ. γενιά του 1880, γενιά του '30, μεταπολεμικές γενιές κτλ.), που φυσικά θέτει και αυτός συγκεκριμένα προβλήματα. Από την πλευρά του, ο όρος «λογοτεχνικό κίνημα» περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω στοιχεία, εμπεριέχει όμως και μία επιπλέον παράμετρο, πολύ σημαντική: το γεγονός, δηλαδή, ότι οι δημιουργοί που συμμετέχουν σε ένα λογοτεχνικό κίνημα, διακατέχονται από την έντονη επιθυμία να παρέμβουν με τον πλέον δυναμικό τρόπο όχι μόνο στα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα της εποχής τους αλλά και στα πολιτικά ή κοινωνικά πράγματα. Μ' άλλα λόγια, τα λογοτεχνικά κινήματα συνδέουν πολύ στενά την τέχνη με την ίδια τη ζωή. Οι εκπρόσωποι ενός λογοτεχνικού κινήματος προσπαθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους με κάθε τρόπο. Πρώτα απ' όλα γράφουν δυναμικά θεωρητικά κείμενα (=μανιφέστα), καθώς και πρωτοποριακά λογοτεχνικά κείμενα· παράλληλα, όμως, αποτολμούν
και
διάφορες
παρεμβάσεις
στην
κοινωνική
ζωή
(συγκεντρώσεις,
καλλιτεχνικές ή ποιητικές βραδιές, happenings κτλ.), παίρνοντας θέση για όλα τα ζητήματα της επικαιρότητας και προκαλώντας όσο μπορούν περισσότερο. Λογοτεχνικά κινήματα είναι, για παράδειγμα, ο ρομαντισμός, ο φουτουρισμός, το νταντά, ο υπερρεαλισμός κτλ. Ο τελευταίος από τους τρεις όρους —«λογοτεχνικό ρεύμα»— είναι κάπως διαφορετικός από τους άλλους· κι αυτό, διότι δεν αναφέρεται σε μιαν οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών αλλά περισσότερο χαρακτηρίζει μια τάση, κυρίαρχη ή όχι, η οποία εμφανίστηκε κάποια στιγμή σε μια συγκεκριμένη λογοτεχνία, όπως νεοελληνικός υπερρεαλισμός που αναφέραμε παραπάνω. Μ' άλλα λόγια, στην περίπτωση του λογοτεχνικού ρεύματος δεν υπάρχει το στοιχείο της συνειδητής κοινής δράσης από μια ομάδα ανθρώπων. Μάλιστα, είναι πολύ πιθανό κάποιοι που σήμερα τους θεωρούμε
φορείς ενός ρεύματος, να μην είχαν οι ίδιοι συνείδηση των κοινών στοιχείων που τους ένωναν και μόνο σήμερα, βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, να μπορούμε να τους τοποθετήσουμε μαζί.
Λογοτεχνική γενιά Ανάμεσα σε μια ομάδα συγγραφέων, ποιητών, διανοουμένων κτλ. που εμφανίζονται την ίδια πάνω κάτω εποχή είναι δυνατόν να υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Συνήθως οι λογοτέχνες που απαρτίζουν, έστω και άτυπα, μια τέτοια ομάδα:
α) είναι περίπου συνομήλικοι, στοιχείο που ηλικιακά τους κατατάσσει
στην ίδια γενιά
β) έχουν δεχθεί από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής τους κοινές
επιδράσεις και βιώματα, που τους διαμόρφωσαν ως πρόσωπα και χαρακτήρες
γ) συχνά τους διακρίνει μια κοινή όραση και αντίληψη για τη ζωή και
εξίσου συχνά τους θερμαίνουν τα ίδια οράματα και οι ίδιοι στόχοι
δ) το έργο τους, η αφηγηματική και ποιητική τους γραφή, παρουσιάζει
κάποια κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά ή και μια κοινή αντίληψη για το ρόλο και τη λειτουργία της τέχνης στη ζωή. Βέβαια, όλα αυτά δε σημαίνουν ότι ο καθένας δε διατηρεί τα αυστηρά προσωπικά χαρακτηριστικά (γλώσσα, ύφος, θέματα κτλ.). Όταν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις (ή και κάποιες άλλες), οι λογοτέχνες που «συνδέονται» με κάποιους τέτοιους κοινούς δεσμούς, λέμε ότι απαρτίζουν μια λογοτεχνική γενιά, δηλαδή μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων που συνδέονται με ορισμένα, συνήθως ευδιάκριτα, κοινά χαρακτηριστικά.
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
19ος - αρχές 20ου αι.
20ος αιώνας
Η Ρομαντική
Νέα Αθηναϊκή σχολή
Ανανεωμένη
Μεταπολεμικοί ποιητές (1945 -
σχολή των
(1880-1918)
παράδοση
σήμερα)
Αθηνών
και μεσοπολεμική
(Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης,
(ή Παλαιά
λογοτεχνία
Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος
Αθηναϊκή Σχολή)
(1919 - 1944)
συνεχίζουν να γράφουν)
(1830-1880) • επιρροή από τον (Σολωμός,
Παρνασσισμό 19ος
αι. Σημασία
ΜΕΤΑΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ • Νεορομαντισμός ,
Πρώτη μεταπολεμική γενιά
νεοσυμβολισμός.
Α. Αλεξάνδρου,Μ.Αναγνωστάκης,
Τυπάλδος,
(Γαλλία
Πολυλάς,
στην ακρίβεια της
Κ. Παράσχος, Κ.
Τ. Σινόπουλος, Τ. Πατρίκιος, Κ.
Μαρκοράς,
έκφρασης και στη
Καρυωτάκης,
Κύρου κ.ά. (κοινωνική - πολιτική
Βαλαωρίτης,
λεπτομέρεια. Ρυθμικοί,
Μ. Πολυδούρη, Τ.
ποίηση)
Α. Κάλβος, Π.
μετρικοί και στιχουργικοί
Άγρας,
κοινωνικο-πολιτική ποίηση:
Σούτσος,
μετρικοί κανόνες.
Ρ. Φιλύρας, Ν.
έκφραση οργής ή χαμηλόφωνης
Αλ. Ραγκαβής, Ηλ.
Θέματα από τη
Λαπαθιώτης,
διαμαρτυρίας για τα τραυματικά
Τανταλίδης,
μυθολογία και τον
Κ. Ουράνης κ.α.
πολεμικά ή μετεμφυλιακά
Γ. Ζαλοκώστας)
αρχαίο πολιτισμό.
βιώματα.
Απουσία συναισθήματος,
• Γ. Σεφέρης: με τη
Δεύτερη μεταπολεμική γενιά
Ρομαντισμός:
πάθους ή έντασης.
«Στροφή» 1931
Β. Λεοντάρης,Μ. Μέσκος,
καλλιτεχνικό ρεύμα
Κ. Παλαμάς, Γ. Δροσίνης,
καθιερώνεται ως
Θ. Γκόρπας κ.ά.
που εμφανίστηκε
Ι. Πολέμης, Κ.
εισηγητής της
Υπαρξιακή ποίηση
στην Ευρώπη στα
Κρυστάλλης, Ι. Γρυπάρης
μοντερνιστικής
υπαρξιακές ανησυχίες, στοχασμοί
τέλη 18ου αι. και
κ.ά.
ποίησης στην
για τους ανθρώπους, νοσταλγία
αρχές 19ου αι.
• σταδιακή είσοδος στο
Ελλάδα
για το παρελθόν.
Κυριάρχησε και
συμβολισμό
στην ελληνική
(Λ. Πορφύρας, Μ.
(μοντερνισμός:
Τ. Βαρβτσιώτης Α. Δικταίος
ποίηση για 50
Μαλακάσης, Α. Μαβίλης,
διάλυση της
Α. Δημουλάς Κ. Δημουλά
χρόνια.
Κ. Χατζόπουλος,
παραδοσιακής
Ο. Αλεξάκης Αγγελάκη- Ρουκ κ.α
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ:
μορφής, κατάργηση
ΝεοϋπερρεαλιστέςΔ.
Θέματα: φύση,
Μουσικότητα,
ομοιοκαταληξίας,
Παπαδίτσας, Κακναβάτος
θρησκεία, έρωτας,
υποβλητικότητα,
απρόσμενοι
Ν.Βαλαωρίτης Ε. Βακαλό
θάνατος.
υπαινικτικότητα,τα
συνδυασμοί λέξεων,
κ.α(ερμητισμός)
Κυριαρχία του
πράγματα σύμβολα
υπαινικτική και
Γενιά του 1970
συναισθήματος, της
ψυχικών κατά στάσεων.
πολύσημη χρήση της
Βαγενάς Μ. Γκανάς Λιοντάκης
φαντασίας, και του
Ελεύθερος στίχος.
γλώσσας)
Τζένη Μαστοράκη,Πούλιος
Μοναξιά, φθορά, θάνατος.
απόλυτου, του συγκινησιακού και
Φωστιέρης,Η. Λάγιος ,Π. • υπερρεαλισμός.
Μπουκάλας κ.α ( τάση φυγής από
του ιδανικού.
• ιδιαίτερες ποιητικές
Επιρροή από την
την πραγματικότητα Έρωτας.
Οδηγείται στο
φυσιογνωμίες:
ψυχανάλυση.
θάνατος)
παράδοξο, το
του Κ. Καβάφη,
Καταφυγή στη
Χαρακτηριστικά
μυστηριώδες, το
Αγγ. Σικελιανού
φαντασία, το όνειρο
συγκερασμός παλιών και νέων
υπερφυσικό.
και Κ. Βάρναλη
και το ασυνείδητο.
ρευμάτων. τάση φυγής από την
Διάχυτη
που άρχισαν να
Αυτόματη γραφή.
πραγματικότητα.
μελαγχολική
αποδομούν τα βασικά
Απόλυτη ελευθερία
ΘΕΜΑΤΑ:Έρωτας, θάνατος
διάθεση,
μοτίβα της
στο λεξιλόγιο και τη
απαισιοδοξία,
παραδοσιακής ποίησης
στιχουργική.
νοσταλγία.
και να «συνομιλούν» με
Απρόσμενοι
Έντονες εικόνες,
τον μοντερνισμό.
συνδυασμοί λέξεων -
υποβλητικά
εντυπωσιακές εικόνες.
σκηνικά. Εκπρόσωποι: Λ. Εμπειρίκος, Οδ. Ελύτης, Ν. Εγγονόπουλος, Ν. Γκάτσος κ.ά. Ο παραπάνω πίνακας σχεδιάστηκε με στήριγμα το βιβλίο της Αγάθης Γεωργιάδου , Η ποιητική περιπέτεια. Μια περιδιάβαση στη νεοελληνική ποίηση μέσα από τους κυριότερους ιστορικούς σταθμούς και τα λογοτεχνικά ρεύματα (εκδόσεις Μεταίχμιο)
Κλασικισμός
“Ντιάνα και Ενδυμίων”, Poussin (1630)
Όπως και το επίθετο «κλασικός», από το οποίο προέρχεται, ο όρος «κλασικισμός» δεν αφορά αποκλειστικά στη λογοτεχνία αλλά σε όλες σχεδόν τις μορφές τέχνης. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι «κλασικισμό» ή «κλασικιστική περίοδο» ονομάζουμε κάθε περίοδο κατά την οποία κυριαρχεί η προσπάθεια μίμησης ή επιστροφής σε παλαιοτέρα πρότυπα, που θεωρούνται κλασικά. Μ' άλλα λόγια, κλασικισμός είναι η τάση για μίμηση και προσέγγιση του κλασικού που, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί, επανέρχεται κάθε τόσο στη λογοτεχνία και την τέχνη. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία, τα κλασικιστικά στοιχεία είναι έντονα από την Αναγέννηση ως και το 18ο αιώνα, ενώ σε μικρότερο βαθμό μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε σε όλες τις εποχές.
Νεοκλασικισμός
Ζακ Λουι Νταβίντ, Ο θάνατος του Σωκράτη
Ο νεοκλασικισμός είναι αισθητικό και λογοτεχνικό κίνημα που άνθησε στη Δύση και πρέσβευε τη μίμηση των κλασσικών προτύπων. Επικράτησε στην Ιταλία από το 1750 έως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. και εξέφρασε το θεωρητικό προβληματισμό της εποχής, την επαναστατική ορμή και τα υψηλά οράματα της κοινωνίας. Επιδιώκει τη μετάδοση των αισθητικών αρχών που πηγάζουν από την πίστη στην αρμονία της φύσης, στη λογική και στην αντανάκλαση της ηθικής διαύγειας, της απλότητας, της κάθαρσης. Διαμόρφωσε πνευματικά την γενιά του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου. Κυριαρχεί στην Επτανησιακή σχολή. Οι Επτανήσιοι όμως έχουν δεχτεί και προρομαντικά στοιχεία.
Βασικά χαρακτηριστικά
Χρήση μυθολογικών συμβόλων και μορφών
Φροντίδα για κομψή και χαριτωμένη στιχουργία
Χρήση λαϊκής γλώσσας
Δομή ρητορικού λόγου
Ρητορικές εξάρσεις και στομφώδες ύφος, αναφωνήσεις, επικλήσεις, παραινέσεις
Τήρηση κανόνων, τάξη, μέτρο, ισόρροπη γεωμετρική δομή του περιεχομένου
Μοναχικότητα του ποιητικού υποκειμένου
Διδακτισμός
Είναι
η
ποίηση
της
όρασης
και
της
σκέψης.
Στοχεύει
στην
ηθική
διαπαιδαγώγηση, την τέρψη, τη συγκίνηση του αναγνώστη
Δήλωση και όχι συνυποδήλωση των συναισθημάτων και έλεγχος αυτών
Όσον αφορά τον ελληνικό νεοκλασικισμός, το λαμπρό ελληνικό παρελθόν
συνδέεται με το ηρωικό και ταραγμένο παρόν του Αγώνα , ενώ η ανάμνηση της κλασικής παιδείας και των αξιών της τροφοδοτεί το πάθος της εθνικής αποκατάστασης.
Οι φαναριώτες ποιητές Χριστόπουλος και Βηλαράς ήταν οι σημαντικότεροι Έλληνες εκπρόσωποι. Να σημειωθεί η ιδιάζουσα περίπτωση του Ανδρέα Κάλβου, ο οποίος Θεώρησε ότι η στρατευμένη στον αγώνα της ελευθερίας ποίησή του θα εκπλήρωνε το σκοπό της ακολουθώντας τη συγκεκριμένη τεχνοτροπία
Ανδρέα Κάλβου, ΛΥΡΑ ᾨδὴ Πρώτη. Ὁ Φιλόπατρις στροφὴ α´. Ὦ φιλτάτη πατρίς, ὦ θαυμασία νῆσος, Ζάκυνθε· σὺ μοῦ ἔδωκας τὴν πνοήν, καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τὰ χρυσὰ δῶρα! β´. Καὶ σὺ τὸν ὕμνον δέξου· ἐχθαίρουσιν οἱ Ἀθάνατοι τὴν ψυχήν, καὶ βροντάουσιν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ἀχαρίστων.
γ´. Ποτὲ δὲν σὲ ἐλησμόνησα, ποτέ· - Καὶ ἡ τύχη μ᾿ ἔρριψε μακρὰ ἀπόσε· μὲ εἶδε τὸ πέμπτον τοῦ αἰῶνος εἰς ξένα ἔθνη. δ´. Ἀλλὰ εὐτυχής, ἢ δύστηνος ὅταν τὸ φῶς ἐπλούτη τὰ βουνά, καὶ τὰ κύματα, σὲ ἐμπρὸς τῶν ὀφθαλμῶν μου πάντοτες εἶχον. (…)
Ρομαντισμός
Ευγένιος Ντελακρουά, Η σφαγή της Χίου Ο ρομαντισμός είναι ένα από τα πιο σημαντικά κινήματα όλων των εποχών κι αυτό ισχύει τόσο για τη λογοτεχνία και την τέχνη όσο και για το χώρο του πνεύματος και
των ιδεών γενικότερα. Κυριαρχεί στις τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες (αγγλική, γαλλική, γερμανική) από τα τέλη του 18ου ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, ενώ με κάποια καθυστέρηση εμφανίζεται και σε πολλές άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Παρουσιάζει συγκεκριμένες διαφορές και ιδιομορφίες, ανάλογα με τη χώρα και τη λογοτεχνία για την οποία μιλάμε. Ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να ανιχνεύσουμε έναν πυρήνα βασικών χαρακτηριστικών.
Πρώτα απ' όλα, ο ρομαντικός ποιητής συγκρούεται με τον κλασικισμό και με
το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού. Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, τις ηθικές αξίες του κλασικού παρελθόντος και, γενικά, την παράδοση.
Στη θέση όλων αυτών τοποθετεί το συναίσθημα και τη φαντασία, το
απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό. Ο δημιουργός αισθάνεται πλέον απόλυτα ελεύθερος να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη την προσωπική του ιδιοφυία και κάθε του διαίσθηση.
Όλα αυτά οδηγούν το ρομαντισμό στο παράδοξο και το μυστηριώδες, το
όνειρο, το υπερφυσικό και τον εξωτισμό, το ασαφές και το συγκεχυμένο,
σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία,
καθώς και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως για το
κλασικό παρελθόν). Από πλευράς μορφής,
καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και βλέπουμε ποιητικό
ρυθμό στην πεζογραφία ή το αντίστροφο·
το λεξιλόγιο διευρύνεται και η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του
έργου, μαζί με τον έντονο ρυθμό και τα ηχητικά τεχνάσματα. Σε ό, τι αφορά τη θεματογραφία,
υπάρχει καταρχήν μια ιδιαίτερη επιμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του
ήρωα, ένας έντονος δηλαδή ατομικισμός και εγωκεντρισμός.
Κατά τα άλλα, οι ρομαντικοί δείχνουν μια προτίμηση για θέματα όπως η
προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία κτλ.
Επίσης, με το ρομαντισμό έχουμε μια στροφή προς τους μεσαιωνικούς
ευρωπαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις ή προς τη μυθολογία κάθε λαού για άντληση θεμάτων.
Τέλος,
οι
ρομαντικοί
αρέσκονται
στη
χρησιμοποίηση
υποβλητικών
σκηνικών, όπως τα νυχτερινά φεγγαρόλουστα τοπία, τα ερείπια, οι τάφοι, οι μακάβριες εικόνες θανάτου κτλ.
“Οδοιπόρος στην ομίχλη” Friedrich (1818) Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι ως γνήσιο κίνημα, ο ρομαντισμός ενδιαφέρεται για τη σύνδεση τέχνης και ζωής. Γι' αυτό και αγκαλιάζει τους αγώνες των λαών για ελευθερία, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία, πιστεύει στα ιδανικά της επανάστασης και, γενικά, επιδιώκει την πολιτική δράση. Ακόμη, καλλιεργώντας το πάθος για τον περιηγητισμό, την περιπέτεια και το ταξίδι, ο ρομαντισμός δίνει την ευκαιρία στους Ευρωπαίους να ανακαλύψουν μακρινές περιοχές και πολιτισμούς, και ιδιαίτερα τον κόσμο της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Η «Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή / Φαναριώτες, οι ρομαντικοί των Αθηνών Σε ό, τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο ρομαντισμός κυριαρχεί ανάμεσα στα χρόνια 1830-1880. Εκπροσωπείται κυρίως από τη λεγόμενη «Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή» ή τους Φαναριώτες, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αφού πρόκειται για οικογένειες που κατάγονται κυρίως από το Φανάρι, την περίφημη συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους αδελφούς Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, το Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Ιωάννη Καρασούτσα, το
Γεώργιο Ζαλοκώστα, το Θεόδωρο Ορφανίδη, το Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, τον Αχιλλέα Παράσχο κ.ά. Εμπνέεται απευθείας από τον ευρωπαϊκό αλλά η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι πολύ διαφορετική: μολονότι οι Έλληνες ρομαντικοί θα βρουν ανταπόκριση από το κοινό της εποχής τους, δε θα μπορέσουν να προσφέρουν σημαντικά λογοτεχνικά έργα. Γρήγορα θα ξεπέσουν σε μια πολύ επιτηδευμένη μελαγχολία και προσποιητή ερωτική θλίψη, ενώ οι πατριωτικές τους εξάρσεις θα συνοδεύονται από μεγαλοστομία και βερμπαλισμό. Η χρήση της καθαρεύουσας ως μοναδικής κατάλληλης για την τέχνη γλώσσας, θα τους φέρει πολύ πιο κοντά στην παράδοση παρά στην ανανέωση, ενώ θα τους οδηγήσει σε πολυλογία, αμετροέπεια, υπερβολή και αβασάνιστη στιχουργία. Ωστόσο, και παρά τις σποραδικές εμφανίσεις βυρωνικών εξάρσεων, ο αθηναϊκός ρομαντισμός χαρακτηρίζεται εξαρχής από την επιδίωξη μορφικής επιμέλειας και θεματικής ευπρέπειας τόσο, ώστε από πολλές απόψεις να μοιάζει συγγενέστερος προς την ποιητική του νεοκλασικισμού ή, όπως έχει υποστηριχτεί, να αποτελεί μια ιδιάζουσα «τοπική» εκδοχή ρομαντικού νεοκλασικισμού. Στον χώρο της πεζογραφίας παράγονται έργα, τα οποία, παρά την περιορισμένη απήχηση που πολλά από αυτά είχαν στην εποχή τους, σήμερα προσελκύουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την αντίστοιχη ποιητική παραγωγή. Φυσικά, καθώς ολοκλήρωνε τον κύκλο του, ο ρομαντισμός έφτασε πολλές φορές όχι μόνο στην υπερβολή αλλά και στην αποτυχία ως προς το αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, σε σημείο ώστε ορισμένοι να τον αποκαλέσουν «αρρώστια του αιώνα». Αυτό ισχύει σε πολύ μεγάλο βαθμό για τον ελληνικό ρομαντισμό, ο οποίος άλλωστε δε γεννήθηκε από πραγματικές πνευματικές ανάγκες των Ελλήνων αλλά επιβλήθηκε, θα λέγαμε, από έξω, χωρίς όμως να διατηρήσει τον πολυδιάστατο ευρωπαϊκό του χαρακτήρα. Η σημασία του για τη νεοελληνική λογοτεχνία είναι μάλλον μικρή, παρά τα πενήντα σχεδόν χρόνια της κυριαρχίας του. Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, Διονύσου πλους: Η έκτασις του αχανούς Αιγαίου εκοιμάτο κι έβλεπες δύο ουρανούς,
ο εις ην άνω κυανούς, γλαυκός ο άλλος κάτω. Αι διαλείπουσαι πνοαί του έαρος εφύσων αμφίβολοι και αραιαί· μακράν δ' εφαίνοντ' ως σκιαί αι κορυφαί των νήσων...
Δημ. Παπαρηγόπουλος, Ο φανός του κοιμητηρίου Αθηνών ...Εις δε την πρώραν απαλώς εις δέρματα πανθήρων νέος κατέκειτο καλός, εις τον βραχίον' αμελώς το σώμα υπεγείρων... Μόνος, καθώς αυτό το φως εις το νεκροταφείον, φωτίζον πόθων μνήματα και πτώματα ονείρων, αγνώστου πόνου έρμαιον διέρχομαι τον βίον τα ράκη σύρων της ζωής, το παρελθόν μου σύρων.
Σπυρ. Βασιλειάδης, Εικόνες Όταν προβάλλ' εις το βουνόν η συμπαθής Σελήνη και, ως λυχνία εις ειρκτήν, παρήγορον φως χύνη ποθώ λαμπρά ερείπια και σκιαυγείς έρημους μονήρης να αφήνωμαι εις ρεμβασμούς πένθιμους. Τι είμαι δεν γνωρίζω και ως εις σκότη άλυτα σκιά κι εγώ γυρίζω.
Ο ρομαντισμός της Επτανησιακής Σχολής
Από το ρομαντισμό επηρεάστηκε και μια ομάδα λογοτεχνών που έδρασαν κυρίως στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα τον 19ο αι.. Οι ποιητές αυτοί ανανέωσαν την ελληνική ποίηση, εκφράζοντας το αναγεννησιακό πνεύμα των χρόνων της επανάστασης και των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών και ανοίγοντας τον δρόμο για τη στενή επαφή της νεότερης ελληνικής ποίησης με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (ιδίως την ιταλική). Οι
περισσότεροι
Επτανήσιοι
ποιητές
έγραψαν
το
έργο
τους
στη
δημοτική,
ακολουθώντας το γλωσσικό παράδειγμα του Σολωμού (η πιο σημαντική εξαίρεση ποιητή που έγραψε σε λόγια γλώσσα είναι του Ανδρέα Κάλβου) και επηρεάστηκαν από το νεοκλασικισμό και του ρομαντισμό. Εκπρόσωποι - Λογοτέχνες: Ανδρέας Κάλβος, Εις Πάργαν Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ο Δήμος και το καριοφίλι του Ανδρέας Λασκαράτος, Ο κακός μαθητής Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη
Λορέντζος Μαβίλης, Λήθη Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει, μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι. Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση· μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει, ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται. Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι, πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται. Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι, τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν: Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ο Δήμος και το καριοφίλι του (απόσπασμα) Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ' αποσταμένος* θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου. Βρύση το αίμα το 'χυσα, σταλαματιά δε μένει. Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγκο*, να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο, και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω. Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει! Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε, να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου. Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο, θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν, να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε. Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου. Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε. Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη. Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτ' εδώ σιμά μου, τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου. (…)
Παρνασσισμός
Γεώργιος Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130x170εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».
Ο παρνασσισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το ρομαντισμό και οφείλει την ονομασία του σε μια ποιητική ανθολογία που εκδόθηκε στη Γαλλία με τον τίτλο «Σύγχρονος Παρνασσός». Βασικά χαρακτηριστικά
Δίνει μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της έκφρασης και στη λεπτομέρεια,
Προσπαθεί να καλλιεργήσει μιαν απρόσωπη και αντικειμενική ποίηση,
εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό το επιστημονικό πνεύμα της εποχής.
Σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες, καθώς και την
ομοιοκαταληξία, και γενικά ενδιαφέρεται υπερβολικά για τη μορφή.
Οι παρνασσικοί ποιητές αντλούν τα θέματα και τις εικόνες τους απ' τη
μυθολογία και την ιστορία και αναζητούν την έμπνευσή τους στους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας, ιδίως στον ελληνικό και τον ινδικό.
Αυτό που τελικά επιδιώκουν είναι η απουσία κάθε συναισθήματος, πάθους ή
έντασης· θέλουν κυρίως να εκφράσουν την ηρεμία, τη γαλήνη, την απάθεια και γι' αυτό το σκοπό υιοθετούν ως ένα βαθμό την πλαστικότητα και την αρμονία της κλασικής τέχνης. Για τους παρνασσικούς ποιητές, το ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά ενός αρχαίου αγάλματος.
Ωστόσο, στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν με τον καλύτερο δυνατό
τρόπο αυτή την απρόσωπη και αντικειμενική έκφραση, αυτόν τον απόλυτα ισορροπημένο και ψυχρό ποιητικό τόνο και ύφος, οι παρνασσικοί δημιούργησαν μια
ποίηση χωρίς αληθινή ζωή ή ανθρώπινη παρουσία, μακριά από κάθε συναίσθημα. Αρνούμενοι, δηλαδή, το ρομαντισμό, έφτασαν τελικά στους αντίποδές του. Χαρακτηριστικό ποίημα του είναι «Η ανατολή» που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα παρνασσιστικά ποιήματα όλων των εποχών: «Σ’ εσένα πολυσέβαστο Λίκνο της οικουμένης μέσ’ από ρόδα αιώνια, χρυσός αϊτός, ο ήλιος στο θαμπωμένο διάστημα πριν να ξυπνήσει ακόμα, κατά το Σύμπαν άνοιξε τη λάμψη των φτερών του. […] Στην απεραντοσύνη σου λες στεναχωρημένοι, νιώθοντας για τη μυθική Δύση μεγάλον πόθο, αιώνες παν’ που σ’ άφησαν του κάκου οι πρόγονοί μας.» (απόσπασμα σε μετάφραση του Μάρκου Τσιριμώκου) (Charles Marie René Leconte de Lisle Η Νέα αθηναϊκή Σχολή /Η γενιά του 1880 Γ. Ροϊλός, Οι ποιητές (π. 1919). Λάδι σε μουσαμά, 130 εκ. x 170 εκ. Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Μεγάλοι ποιητές της γενιάς του 1880. Στα δεξιά της σύνθεσης απεικονίζεται ο Α. Προβελέγγιος να διαβάζει κάποιο ποίημά του, ενώ από τα αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται οι Γ. Στρατήγης, Γ. Δροσίνης, I. Πολέμης, K. Παλαμάς (στο κέντρο) και Γ. Σουρής.
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο παρνασσισμός κάνει την εμφάνισή του με την ποιητική γενιά του 1880, τη λεγόμενη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Και στη χώρα μας εμφανίζεται στο προσκήνιο ως αντίδραση προς το ρομαντισμό, ενώ έχει όλα τα χαρακτηριστικά του γαλλικού παρνασσισμού, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο σε σχέση με το ρομαντισμό, είναι ότι ο παρνασσισμός αρνείται την καθαρεύουσα και στρέφεται προς τη δημοτική (οι Έλληνες παρνασσικοί ποιητές ανήκουν στη λεγόμενη γενιά του δημοτικισμού). Παρνασσικά ποιήματα έγραψαν κυρίως οι Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Δροσίνης, Ν. Καμπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Λορέντζος Μαβίλης κ.ά., καθώς και οι κάπως μεταγενέστεροι Άγγελος Σικελιανός και Κώστας Βάρναλης.
Κωστής Παλαμάς, Της Αθηνάς ανάγλυφο
Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ; Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη; Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα, γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα; Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα; Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχη καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα. Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ... Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;
Ιωάννης Γρυπάρης, Εστιάδες
Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί παν’ απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή, τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.
-«Έσβησ’ η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν, όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί ναν’ ψεύτρα η συμφορά παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ’ αραχνά, σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή τη κρίση, κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μη τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.
Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί προς της Εστίας το ναό τραβούνε και μπρος στη πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να δούνε.
Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες στον προδομένο τον βωμόν εμπρός γονυπετείς τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.
Το κρίμα τους εστάθηκεν μια άβουλη ανεμελιά κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης! Μα η Άγια η Φωτιά, μια πού ’ σβησε, δε την ανάβει πλια ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Συμβολισμός
Κλωντ Μονέ, Εντύπωση Ηλιοβασιλέματος. 1872
Λογοτεχνικό κίνημα που κάνει την εμφάνισή του το Σεπτέμβριο του 1886, όταν ο γάλλος ποιητής Jean Μοréas (πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής Ιωάννη
Παπαδιαμαντόπουλο), δημοσιεύει το μανιφέστο του συμβολισμού στην παρισινή εφημερίδα Le Figaro. Jean Μοréas, Aπό την συλλογή "Τρυγόνες και έχιδναι". Κ' ἔτρεμαν σὰν τώρα τότε χωρὶς φύλλα τὰ κλωνάρια στὸ ἀγκάλιασμα τοῦ νότου, στοῦ βορρηᾶ τὸ κρύο φιλί, ἄσπρα 'γιάλιζαν τὰ χιόνια μὲς τὰ κίτρινα θυμάρια, κ' ἐκρυβότανε στὸ λόγκο παγωμένο τὸ πουλί.
Ἄχ! θυμᾶσαι; Ὅλοι φλόγα, δυὸ ἀθῶα περιστέρια τραγουδούσαμ' ἑνωμένα τῆς ἀγάπης τὴ φωτιά, καὶ ῥωτούσαμε τοὺς κάμπους καὶ ῥωτούσαμε τ' ἀστέρια: Πότ' ἐκείνης θ' ἀντικρύσῃ ἡ ματιά μας τὴ ματιά;
Καὶ τὴν θέλαμε ἐκείνη τῆς καρδιᾶς τὴν ἐρωμένη, ἕνα τρυγονιοῦ τραγοῦδι ἕνα ὄνειρο γλυκό, σὰν τὸ φύσημα τῆς αὔρας δροσερὴ καὶ μυρωμένη μὲς τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι ἓν' ἀστέρι ἐρωτικό.(…)
Ο συμβολισμός εμφανίζεται ως διπλή αντίδραση τόσο στο ρομαντικό στόμφο και τη ρητορεία όσο και στην παρνασσική απάθεια, αντικειμενικότητα και ακαμψία στο στίχο. Επιπλέον, διαφοροποιείται και από το ρεαλισμό και, κυρίως, από το νατουραλισμό, που αρέσκεται στη λεπτομερή περιγραφή του πραγματικού κόσμου και έχει κοινωνικούς στόχους. Για το συμβολιστή ποιητή, η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα, για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ.· ή, μ' άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου.
Γκουστάβ Μορώ, Ορφέας (1865) Με βάση αυτή τη γενική αρχή, τα χαρακτηριστικά της συμβολιστικής ποίησης μπορούν να καθοριστούν ως εξής:
η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και
συμβολικό, δηλαδή μέσα από τη χρήση των συμβόλων· αυτή η προσπάθεια οδηγεί σε μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μιαν αφθονία εικόνων και μεταφορών (όλα αυτά τα στοιχεία μαζί κάνουν ασφαλώς το ποίημα πιο δυσνόητο)
η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός
κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, που συνυπάρχει με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης
η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και, σε πολλές περιπτώσεις, ο
μυστικισμός
η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, που εκδηλώνεται με την
έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου (απευθύνεται ταυτόχρονα στην ακοή και στο συναίσθημα)
οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή
ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο κτλ.
ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η
ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου· γίνεται αυτό που θα έπρεπε πάντοτε να είναι, δηλαδή καθαρή ποίηση (poésie pure), γεμάτη μαγεία και γοητεία. Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι καινοτομίες του συμβολισμού λειτούργησαν ως πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την παραδοσιακή και να πορευθούμε προς τη νεοτερική ποίηση.
Οι συμβολιστές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής Το νέο ρεύμα κάνει την εμφάνιση του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό (Γιάννη Καμπύση, Σπήλιο Πασαγιάννη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο). Ο ελληνικός συμβολισμός έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του γαλλικού, αν και μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ποιητές οικειοποιούνται κυρίως δύο από τις βασικές αρχές του γαλλικού κινήματος:
τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου
και αισθήματα προς την υψηλότερη σφαίρα των ιδεών
την αίσθηση του ποιητή (ενδεχομένως και του αναγνώστη) ότι, όταν κάποιος
μπορέσει να φτάσει σ' αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας. Κ. Χατζόπουλος, Ήρθες από τη συλλογή Βραδινοί Θρύλοι
Πέρασες και είχες στα μαλλιά ρόδα και φως και είχες στο χέρι κρίνα λευκά και στάχια απ΄τον αγρό· και σε είδα και είπα κι έφτασε το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό, τα ρόδα στον αέρα· και μ’ ένα κρίνο στάθηκες, ωχρή σα φθινοπώρου μέρα.
Οι νεοσυμβολιστές /νεορομαντικοί /Η γενιά του μεσοπολέμου
Γύρω στα 1920, κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι ποιητές βαθύτατα επηρεασμένοι απ' το γαλλικό συμβολισμό, τους οποίους συνήθως κατατάσσουμε στη λεγόμενη ομάδα του νεοσυμβολισμού. (Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου, Μαρία Πολυδούρη, Κώστας Γ. Καρυωτάκης κ. ά ). Όλοι αυτοί, κυρίως στο διάστημα της δεκαετίας 1920-1930, γίνονται συντελεστές ορισμένων ουσιαστικών αλλαγών στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης, την οποία ανανεώνουν και θεματικά και μορφικά. Πιο συγκεκριμένα:
απομακρύνονται και αποδεσμεύονται από την παλαμική μεγαλοστομία και
από τον ποιητικό ρητορισμό
εισάγουν το χαμηλόφωνο και ιδιαίτερα μουσικό τόνο στην ποίησή τους και
γίνονται
εκφραστές
κυρίως
τραυματικών
συναισθημάτων
και
ψυχικών
καταστάσεων. Οι ποιητές αυτοί, επειδή ακριβώς έχουν επηρεαστεί έντονα από το κλίμα και την ατμόσφαιρα του γαλλικού συμβολισμού, είναι οπαδοί του χαμηλού και ήπιου
λυρισμού, που εκφράζει κυρίως τους εσωτερικούς ψυχικούς κυματισμούς του μεμονωμένου και μοναχικού ατόμου. Ο ποιητικός, δηλαδή, νεοσυμβολισμός, ως ποιητική πράξη, εκφράζει το άτομο το τραυματισμένο από τη γύρω σκληρή πραγματικότητα, που όμως αποσύρθηκε στον εαυτό του και αναζητά τη λύτρωση στη φυγή προς το παρελθόν και στη νοσταλγία για ό,τι έχει περάσει και χαθεί οριστικά. Απ' αυτό το κλίμα της νεο-ρομαντικής και ουτοπικής νοσταλγίας ξεφεύγει κάπως μόνον ο Καρυωτάκης, ο οποίος δε γράφει ποίηση ερήμην της ιστορίας και της τραυματικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Σε αντίθεση με τους άλλους νεοσυμβολιστές, γίνεται εκφραστής αυτής της πραγματικότητας που τη σατιρίζει και τη σαρκάζει. Γι' αυτό και είναι ο κορυφαίος ποιητής του νεοσυμβολισμού.
Κ. Γ. Καρυωτάκης, Τελευταίο ταξίδι Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει, μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω, να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι, δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
Μοντερνισμός
“Όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος (και ακριβώς τώρα είναι πιο τρομακτικός από ποτέ), τόσο πιο αφηρημένη γίνεται η τέχνη, ενώ ο ευτυχισμένος κόσμος γεννά τη ρεαλιστική τέχνη” Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944)
Με τον όρο «μοντερνισμός» δηλώνουμε συνήθως μια σειρά από τάσεις και κατευθύνσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης, που η αρχή τους τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η πλήρης ανάπτυξή τους στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Πρόκειται στην ουσία για ένα πνευματικό κίνημα, που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό αστικό πολιτισμό, με στόχο την κατάλυση των αξιών του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου. Για παράδειγμα, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες και επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες και συμβάσεις μέσα από ριζοσπαστικούς πειραματισμούς κάθε είδους, ενώ έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην υποκειμενική συνείδηση του ατόμου και την αλλοτρίωσή της.
Munch (1893), “Η κραυγή” Βασικό γνώρισμα της ποίησης του μοντερνισμού είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος εξοστρακίζει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία· οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται· οι προτάσεις
γίνονται
αποσπασματικές
και
ελλειπτικές,
τα
σημεία
στίξης
καταργούνται. Τα διακοσμητικά στοιχεία και η φροντίδα για το «ωραίο ύφος» εγκαταλείπονται και συχνά επιλέγονται στοιχεία που ως τότε θεωρούνταν αντιποιητικά. Οι τολμηρές μεταφορές και οι απροσδόκητοι και ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν· οι εικόνες ή οι ελεύθεροι συνειρμοί αφθονούν, ιδίως στην υπερρεαλιστική ποίηση. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, ελλειπτική, υπαινικτική, πολύσημη, ενώ αδιαφορεί για τις συμβάσεις και την ανάγκη κατανόησης. Η θραύση —συχνά η ολοκληρωτική άρνηση— της παραδοσιακής μορφής, σε συνδυασμό με την έντονη επιρροή της ψυχανάλυσης σε πολλούς ποιητές, απελευθερώνει
την
καταλυτική
λειτουργία
της
φαντασίας
και
του
ονείρου,
υποδηλώνοντας την κατάρρευση της λογικής συνοχής του κόσμου. Η αρχή της μίμησης, επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η τέχνη του λόγου από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, εγκαταλείπεται πλέον οριστικά. Η ποίηση παίρνει διαζύγιο από την αναφορά της στον εμπειρικό κόσμο και καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη. Φυσικά, το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων, με τη διαφορά ότι τα νοήματα αυτά δεν αναζητούνται πλέον στη σχέση του λογοτεχνικού έργου με την εξωτερική πραγματικότητα. Δε θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μοντέρνα ποίηση αδιαφόρησε για την αισθητική μέριμνα, παρά τις αντίθετες απόψεις που έχουν ακουστεί κατά καιρούς. Πραγματικά, η
κατάλυση των καθιερωμένων συμβατικών μορφών γεννά ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τα μορφολογικά ζητήματα. Η ποίηση του μοντερνισμού έχει να επιδείξει εκλεπτυσμένες, επεξεργασμένες αλλά και περίπλοκες φόρμες, ενώ η αυτοαναφορά, ο στοχασμός, δηλαδή, της ποιητικής γλώσσας επάνω στον ίδιο της τον εαυτό και τη λειτουργία της, αποτελεί μόνιμο γνώρισμά της.
Η γενιά του 1930
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, δείγματα πρωτοποριακών κινημάτων δεν παρατηρούνται. Ωστόσο, η εποχή της μοντέρνας ποίησης —ή νεοτερικής, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται— ξεκινά με μια σχετική καθυστέρηση στις απαρχές της δεκαετίας του 1930, με ποιητές όπως ο Θεόδωρος Ντόρρος και ο Νίκος Καλαμάρης (ή Κάλας). Πριν τη σημαδιακή αυτή χρονολογία, προδρομικές μορφές του νεοτερικού ποιητικού λόγου μπορούν να θεωρηθούν ποιητές όπως ο Κ. Π. Καβάφης, ο Κ. Γ. Καρυωτάκης και ο Τάκης Παπατσώνης. Εξάλλου, η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας, έρχεται με τη λεγόμενη «Γενιά του Τριάντα». Μερικοί απ' τους πιο σημαντικούς ποιητές της γενιάς αυτής, που άφησε και αρκετά κριτικά κείμενα για τη μοντέρνα ποίηση, είναι οι Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Σεφέρης, καθώς και οι υπερρεαλιστές Νίκος Εγγονόπουλος και Ανδρέας Εμπειρίκος. Οδυσσέας Ελύτης Άξιον εστί (απόσπασμα) Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου: Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος «Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε Και πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου και πολλά τα τζιτζίκια που να μην τα νιώθεις όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου αλλά λίγο το νερό για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο μονάχο του χωρίς κοπάδι για να το κάνεις φίλο σου και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
Νεοτερική ποίηση Η νεοελληνική ποίηση, με κριτήριο ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, διακρίνεται σε δυο μεγάλες κατηγορίες ή είδη: την παραδοσιακή και τη νεοτερική ποίηση. Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την παραδοσιακή από τη νεοτερική ποίηση, είναι: το μέτρο, ο ρυθμός, η ύπαρξη συνήθως ομοιοκαταληξίας, η κατανομή του ποιήματος σε στροφές με σταθερό αριθμό στίχων (η πιο συνηθισμένη είναι η τετράστιχη) και το γεγονός ότι ο στίχος έχει ένα ορισμένο ποιητικό ανάπτυγμα που καθορίζεται από τον αριθμό των συλλαβών του. Έπεσε το πούσι αποβραδίς το καραβοφάναρο χαμένο κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω μες στην τιμονιέρα να με δεις Οι στίχοι αυτοί του Νίκου Καββαδία ανήκουν στην παραδοσιακή ποίηση: έχουν μέτρο (τροχαϊκό), ρυθμό, ομοιοκαταληξία (σταυρωτή), ο ποιητικός λόγος είναι οργανωμένος στο σχήμα της τετράστιχης στροφής και οι στίχοι έχουν σταθερό ποιητικό ανάπτυγμα: εναλλάσσονται εννεασύλλαβοι με δεκασύλλαβους στίχους. Αντίθετα με την παραδοσιακή ποίηση, η νεοτερική ποίηση δεν έχει κανένα από αυτά τα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα, τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοτερικής ποίησης είναι τα ακόλουθα:
ο λεγόμενος ελεύθερος στίχος που δεν έχει τα γνωρίσματα του μέτρου, του
ρυθμού κτλ.
το νεοτερικό ποίημα, ως εικόνα και μορφή γραπτού λόγου, δεν κατανέμεται και
δεν οργανώνεται σε στροφές σταθερής μορφής. Συνήθως αναπτύσσεται και κατανέμεται σε άνισα «στροφικά» σύνολα ή ενότητες που μοιράζουν το ποίημα σε ανισομερείς ποιητικές περιοχές. Πολλές, όμως, φορές συμβαίνει ένα νεοτερικό ποίημα να αναπτύσσεται σε ένα ενιαίο, συνεχές, αδιάσπαστο και συμπαγές σύνολο στίχων
οι στίχοι δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών (δεν είναι π.χ. εννεασύλλαβοι,
ενδεκασύλλαβοι, δεκαπεντασύλλαβοι κτλ.). Στο ίδιο ποίημα μπορεί κάλλιστα οι στίχοι να έχουν άνισο ποιητικό ανάπτυγμα. Μπορεί λ.χ. ένας στίχος να είναι μονόλεξος (ακόμη
και μονοσύλλαβος, όπως συμβαίνει συχνά στον ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο) ή και υπερβολικά πολύλεξος
ορισμένες φορές ένα νεοτερικό ποίημα δεν αναπτύσσεται σε μια ορισμένη
στιχοποιημένη μορφή· δεν κατανέμεται, δηλαδή, σε στίχους αλλά γράφεται με ένα τρόπο που σχεδόν θυμίζει πεζό λόγο. Στην περίπτωση αυτή, το νεοτερικό ποίημα ονομάζεται πεζόμορφο. Ο Γ. Σεφέρης π.χ. έχει γράψει και τέτοια πεζόμορφα ποιήματα. Γ. Σεφέρης, Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός «Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας. Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας; Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν». (Γ. Σεφέρης. Ἡ Πέτρα) Εκτός από αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά, που περισσότερο «περιγράφουν» την εξωτερική της μορφή και φόρμα, η νεοτερική ποίηση παρουσιάζει και άλλα, πολύ πιο ουσιώδη γνωρίσματα. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει και να επισημάνει, μεταξύ των άλλων, τις ακόλουθες ουσιώδεις αλλαγές:
μεταβάλλεται ριζικά η ποιητική γλώσσα. Ο νεοτερικός ποιητής δε θηρεύει πια τη
σπάνια, την εντυπωσιακή, τη λάμπουσα και την ιδιαίτερα ποιητική λέξη. Η νεοτερική ποιητική έκφραση πλησιάζει πολύ τους τόνους, το χαρακτήρα και το ύφος που έχει η γλώσσα της καθημερινής μας ομιλίας. Γι' αυτό, πολλοί μιλούν για μια ποίηση που, ενώ βρίσκεται πολύ κοντά στο εκφραστικό ήθος του καθημερινού λόγου, εντούτοις δε χάνει την ποιητικότητα και τη μουσικότητά της
η ποιητικότητα της νεοτερικής ποίησης στηρίζεται, μεταξύ των άλλων, και στην
εκφραστική της τόλμη. Λέξεις και έννοιες που στην τρέχουσα λογική της γλώσσας φαίνονται αταίριαστες και ασύμβατες, στη νεοτερική ποίηση συσχετίζονται και
συνδέονται μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύνδεσης είναι ομολογουμένως εκπληκτικό: οι λέξεις μοιάζουν να ξαναγεννιούνται και να αποκτούν μια καινούρια νοηματική ταυτότητα
π.χ.
– οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
(Οδ. Ελύτης)
– ο ουρανός αρχίζει απ' το ψωμί
(Γ. Ρίτσος)
– διψάμε όλοι για ουρανό
(Μ. Σαχτούρης)
η νεοτερική ποίηση δε φανερώνει και δεν αποκαλύπτει εύκολα τη θεματική της
ουσία. Συνήθως κρύβει το θέμα της ή το μισοφωτίζει. Γι' αυτό και την είπαν ποίηση κλειστή, δυσνόητη και ερμητική. Αυτός όμως ο κλειστός χαρακτήρας είναι που την κάνει και ιδιαίτερα γοητευτική στην ανάγνωση
η ερμητικότητα της νεοτερικής ποίησης οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι δεν
έχει πάντα έναν καθαρό νοηματικό ειρμό. Είναι ποίηση των υπαινιγμών, πυκνή και όχι αναλυτική, κρυπτική και όχι άπλετα φωτισμένη. Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας. Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς θάλασσας. Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια· προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει. Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι· ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.
Ελεύθερος στίχος
5
Με τον όρο «ελεύθερος στίχος» χαρακτηρίζουμε συνήθως το στίχο που από μορφικής πλευράς αμφισβητεί και δεν υπακούει στις στιχουργικές δεσμεύσεις της παραδοσιακής ποίησης. Μ' άλλα λόγια, ο ελεύθερος στίχος ξεπερνά την αυστηρή δομή που συναντάμε στην παραδοσιακή ποίηση (π.χ. σε ένα σονέτο):
δεν έχει συγκεκριμένο μέτρο
δεν επιδιώκει την ομοιοκαταληξία
δεν έχει συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών (η έκτασή του δεν είναι καθορισμένη)
συνήθως συνοδεύεται από ελλιπή στίξη και διαταραγμένη σύνταξη.
Μιλώντας για την παγκόσμια λογοτεχνία, θα πρέπει να πούμε ότι η συστηματική και συνειδητή χρήση του ελεύθερου στίχου ξεκινά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως στο γαλλόφωνο και αγγλόφωνο χώρο· φυσικά, κορυφώνεται στον 20ό αιώνα, με όλους σχεδόν τους σημαντικούς ποιητές, σε όλο τον κόσμο, να γράφουν σε ελεύθερο στίχο. Η καθιέρωση του ελεύθερου στίχου, δηλαδή, είναι ένα από τα στοιχεία που σηματοδοτούν το πέρασμα από την παραδοσιακή στη μοντέρνα ή νεοτερική ποίηση. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική ποίηση, η έρευνα έχει δείξει ότι δεν περνάμε απευθείας από την παραδοσιακή στιχουργική στον ελεύθερο στίχο. Μεσολαβεί ένα μεταβατικό στάδιο, που οι ειδικοί μελετητές ονομάζουν ελευθερωμένο στίχο. Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ποιήματος γραμμένου σε ελευθερωμένο στίχο είναι τα εξής:
έχει οπωσδήποτε μέτρο, και μάλιστα το ίδιο σε όλους τους στίχους (οι στίχοι του
είναι, όπως λέμε, ομοιόμετροι)
είναι πολύ πιθανό να διαθέτει ομοιοκαταληξία, αν και δεν είναι απαραίτητο
οι στίχοι του είναι ανισοσύλλαβοι, δεν έχουν δηλαδή την ίδια έκταση.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο αποτελεί όχι μόνο τη βασική καινοτομία του ελευθερωμένου στίχου αλλά και το πρώτο σημαντικό βήμα προς τη σύγχρονη ποίηση και τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος δεν έχει ομοιοκαταληξία, είναι ανισοσύλλαβος και ετερόμετρος (και πολλές φορές τελείως άμετρος, τουλάχιστον με βάση την παραδοσιακή μετρική). Στη νεοελληνική ποίηση, ο ελευθερωμένος στίχος σημαδεύει τα χρόνια 1890-1920, προλειαίνοντας το έδαφος για τον ελεύθερο στίχο της γενιάς του Τριάντα.
Συγκεκριμένα, σε ελευθερωμένο στίχο έγραψαν ποιητές όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Ιωάννης Γρυπάρης, ο Κώστας Ουράνης κ.ά., ενώ το όριο μεταξύ ελευθερωμένου και ελεύθερου στίχου αποτελούν ο Άγγελος Σικελιανός, ο Τάκης Παπατσώνης, ο Κ. Π. Καβάφης και σε ορισμένες περιπτώσεις ο Κ. Γ. Καρυωτάκης. Τέλος, σε ελεύθερο στίχο γράφουν όλοι σχεδόν οι ποιητές από τη γενιά του τριάντα και μετά: Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης,
Γιάννης
Ρίτσος,
Νικηφόρος
Βρεττάκος,
Ανδρέας
Εμπειρίκος,
Νίκος
Εγγονόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Νάνος Βαλαωρίτης, Άρης Αλεξάνδρου, Μανώλης Αναγνωστάκης και πολλοί ακόμα, ως τις μέρες μας. Γ. Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία''
XVI Χαρά χαρά. Δε μας νοιάζει τι θ' αφήσει το φιλί μας μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι. Αγγίξαμε το μέγα άσκοπο που δε ζητά το σκοπό του. Ο Θεός πραγματοποιεί τον εαυτό του στο φιλί μας. Περήφανοι εκτελούμε την εντολή του απείρου. 'Ενα μικρό παράθυρο βλέπει τον κόσμο. 'Ενα σπουργίτι λέει τον ουρανό. Σώπα. Στην κόγχη των χειλιών μας εδρεύει το απόλυτο. Σωπαίνουμε κι ακούμε μες στο γαλάζιο βράδι την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου που δε μπορεί να χωρέσει την ευτυχία του. 'Ενα άστρο έπεσε. Είδες; Σιωπή. Κλείσε τα μάτια.
Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλοί νεότεροι ερευνητές, όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία, υποστηρίζουν πως και ο ελεύθερος στίχος είναι «έμμετρος», αλλά μ' έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από εκείνος που καθορίζει η παραδοσιακή μετρική. Στον ακριβή καθορισμό αυτού του τρόπου δε συμφωνούν όλοι οι μελετητές· άλλοι θεωρούν ότι υπάρχει ένας εσώτερος ποιητικός ρυθμός, άλλοι μιλούν για τονικότητα του στίχου κτλ. Ταυτόχρονα, γίνεται μια προσπάθεια κατηγοριοποίησης του ελεύθερου στίχου με διάφορα κριτήρια, όπως για παράδειγμα το μήκος του, που είναι ίσως το πλέον καθολικό μορφικό κριτήριο, ή τα συστατικά στοιχεία του ρυθμού, είτε αυτά είναι τονικο-συλλαβικά είτε γραμματικο-συντακτικά σχήματα. Βέβαια, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, οι στιχουργικές αυτές μελέτες βρίσκονται ακόμη στα πρώτα τους βήματα.
Υπερρεαλισμός
Σαλβαντόρ Νταλί «Εμμονή της μνήμης»-1931
Ο υπερρεαλισμός είναι το τελευταίο και χωρίς αμφιβολία το πλέον σημαντικό από τα κινήματα της πρωτοπορίας. Γεννιέται το 1924 στη Γαλλία και πως ακριβώς και οι άλλες πρωτοπορίες, δεν περιορίστηκε στη λογοτεχνία αλλά αναπτύχθηκε σε όλες σχεδόν τις τέχνες. Αρχηγός του κινήματος και συγγραφέας του υπερρεαλιστικού μανιφέστου είναι ο André Breton. Απόσπασμα από το μανιφέστο του σουρεαλισμού. Συγκεντρωθείτε σ’ αυτό που έχετε να γράψετε, αφού εγκατασταθείτε σ’ ένα μέρος όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο γι’ αυτό το σκοπό. Περάστε στην πιο παθητική ή την πιο δεκτική κατάσταση που σας είναι δυνατόν. Αφαιρέστε το μυαλό σας, τα ταλέντα σας, κι όλων των άλλων. Πείτε στον εαυτό σας ότι η λογοτεχνία είναι ένας από τους πιο θλιβερούς δρόμους που οδηγούν παντού. Γράψτε γρήγορα χωρίς προσχεδιασμένο θέμα, αρκετά γρήγορα ώστε να μη συγκρατήσετε και να μη βρεθείτε στον πειρασμό να ξαναδιαβάσετε αυτά που έχετε γράψει. Η πρώτη φράση θα έρθει τελείως μόνη, αφού αληθεύει πως κάθε δευτερόλεπτο υπάρχει στη συνειδητή σκέψη μας μια παράξενη φράση που δεν επιδιώκει παρά να εξωτερικευτεί.
Είναι αρκετά δύσκολο να εκφραστείτε στην περίπτωση της επόμενης φράσης. αναμφίβολα μετέχει συγχρόνως στη συνειδητή μας δραστηριότητα και στην άλλη, αν παραδεχθούμε ότι το να έχουμε γράψει την πρώτη φράση δικαιολογεί ένα minimum σύλληψης. Λίγο πρέπει να σας ενδιαφέρει εξ άλλου. σ’ αυτό εδρεύει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, το ενδιαφέρον του σουρεαλιστικού παιχνιδιού. Η στίξη πάντοτε αναχαιτίζει την απόλυτη συνέχεια της ροής που μας απασχολεί, παρ’ ότι φαίνεται εξ ίσου απαραίτητη με τη διανομή των κόμβων σε μια παλλόμενη χορδή. Συνεχίστε όσο σας κάνει ευχαρίστηση. Εμπιστευτείτε στον ανεξάντλητο χαρακτήρα του ψίθυρου. Αν η σιωπή απειλεί να εγκατασταθεί μόλις έχετε διαπράξει ένα σφάλμα· ένα σφάλμα, θα μπορούσαμε να πούμε, από απροσεξία, διακόψτε χωρίς δισταγμό με μια άδεια γραμμή. Μετά τη λέξη που η προέλευσή της σας φαίνεται ύποπτη, βάλτε ένα οποιοδήποτε γράμμα, λ π.χ., πάντα το γράμμα λ και διορθώστε την αυθαιρεσία βάζοντας αυτό το γράμμα για αρχικό στην λέξη που θ’ ακολουθήσει [...] Οι υπερρεαλιστές αξιοποιούν τα διδάγματα όχι μόνο του νταντά αλλά και του συμβολισμού, ενώ είναι έντονα επηρεασμένοι από την ψυχανάλυση: σύμφωνα με τους υπερρεαλιστές, ο καλλιτέχνης —αλλά και ο άνθρωπος γενικότερα— δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής αλλά να χρησιμοποιεί τη
φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας· μόνον έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες, να φτάσει σε μια «υπερ-πραγματικότητα», ξεφεύγοντας οριστικά από τον έλεγχο της λογικής και από τις κάθε είδους προκαταλήψεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, οι υπερρεαλιστές καλλιέργησαν κυρίως την ποίηση. Για να επιτύχουν τους στόχους τους, χρησιμοποιούν κάθε μέσο που θα μπορούσε να τους φέρει σε άμεση επαφή με το υποσυνείδητο: καταγραφή ονείρων, ύπνωση, καθώς και τη λεγόμενη αυτόματη γραφή, στην οποία υποτίθεται ότι ο δημιουργός καταγράφει χωρίς καμία παρέμβαση της λογικής ό,τι του υπαγορεύει το υποσυνείδητό του. Πολύ γρήγορα, βέβαια, οι υπερρεαλιστές θα συνειδητοποιήσουν ότι η —ελάχιστη, έστω— παρέμβαση της λογικής είναι αναπόφευκτη. Πάντως, η ποίησή τους θα συνεχίσει να φημίζεται για την άρνηση κάθε περιορισμού, την απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, τους απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων και τις εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και για στοιχεία όπως το όνειρο, ο έρωτας, το χιούμορ, το παράλογο. Ανάλογες καινοτομίες συναντάμε, βέβαια, και στην υπερρεαλιστική πεζογραφία, η οποία κόβει κάθε δεσμό με την παράδοση.
Dalí (1946), “Οι προκλήσεις του Άγιου Αντωνίου”
Πιστοί στον κανόνα που λέει ότι οι πρωτοπορίες συνδέουν άμεσα την τέχνη με τη ζωή, οι Γάλλοι υπερρεαλιστές προσπάθησαν να συνδυάσουν την καλλιτεχνική με την πολιτική δράση, θεωρώντας ότι η επανάστασή τους δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην ποίηση αλλά θα πρέπει να αλλάξει την ίδια τη ζωή: συνδέθηκαν, λοιπόν, στενά
με τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα της εποχής, καθώς και με το νεοσύστατο τότε κράτος της Σοβιετικής Ένωσης· γρήγορα, όμως, ήδη από το 1930, απογοητευμένοι από τις πολιτικές εξελίξεις και από την αντιμετώπιση που τους επιφύλαξαν οι δήθεν πολιτικοί τους σύμμαχοι, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν αυτή την προσπάθεια (από εκεί και μετά, οι όποιες πολιτικές τους παρεμβάσεις υπήρξαν ελάχιστες και ανεξάρτητες από συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα).
De Chirico (1917), “Έκτορας και Ανδρομάχη”
Ο υπερρεαλισμός είναι και το μόνο από τα πρωτοποριακά κινήματα που είχε σημαντική επιρροή στη νεοελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα από το 1935 και μετά. Εκπρόσωποι: Θεόδωρος Ντόρρος και ο Νικήτας Ράντος, Ανδρέας Εμπειρίκος, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ως ένα σημείο ο Οδυσσέας Ελύτης, Έκτορας Κακναβάτος, το Μίλτος Σαχτούρης, το Δ. Π. Παπαδίτσας, το Νάνος Βαλαωρίτης κ.ά. Θα πρέπει, όμως, να πούμε ότι ορισμένες μόνο πλευρές του υπερρεαλιστικού κινήματος έφτασαν ως την Ελλάδα: για παράδειγμα, η πολιτική και κοινωνική χροιά που είχε το γαλλικό κίνημα, δεν εκφράστηκε σχεδόν καθόλου στη χώρα μας.
Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιητής και ήρωας
Ανδρέας Εμπειρίκος [Τρία αποσπάσματα]
Τα παρακάτω αποσπάσματα να διαβαστούν ως αυτοτελή ποιήματα. Ανήκουν στη συλλογή Ενδοχώρα (1945). Τα δύο πρώτα στην ενότητα Ο Πλόκαμος της Αλταμίρας και το τρίτο στην ενότητα Πουλιά του Προύθου.
1 Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.
2 Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι διάδρομοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
3 Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.
Η μεταπολεμική ποίηση Η μεταπολεμική ποίηση εμφανίζεται στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Οι μεταπολεμικοί ποιητές χωρίζονται σε δύο γενιές. Η πρώτη γενιά υπήρξε ενεργή στους αγώνες της Κατοχής είτε με το ποιητικό της έργο είτε λαμβάνοντας μέρος στους αγώνες. Στη γενιά αυτή εντάσσονται όσοι γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1918 και το 1928 και εξέδωσαν την πρώτη ποιητική τους συλλογή μετά το 1940. Το έργο αυτής της γενιάς χαρακτηρίζεται από τη συντομία και έναν ελεγειακό, εσωτερικό, απέριττο λόγο·
πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ένα κυρίαρχο ύφος, καθώς οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς αυτής αισθάνονται ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο. Οι εμπειρίες της Κατοχής και της Αντίστασης κωδικοποιούνται στον ποιητικό λόγο με τρόπο έμμεσο, καθώς οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς αντιλαμβάνονται με τρόπο έντονο τη δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που πράττουν και σε αυτό που βιώνουν στην καθημερινότητά τους. Στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μπορούμε σε γενικές γραμμές να ξεχωρίσουμε τις εξής τάσεις: α) την αντιστασιακή ή κοινωνική, όπου κυριαρχεί το όραμα για έναν κόσμο πολιτικά και κοινωνικά δικαιότερο (βλ. Άρης Αλεξάνδρου, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάκης Σινόπουλος, Θανάσης Κωσταβάρας, Τάσος Λειβαδίτης, Τίτος Πατρίκιος, κ.ά),
Τάκης Σινόπουλος, Ο καιόμενος Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος. Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου. Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος; Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι. Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
β) την νεοϋπερρεαλιστική, όπου οι ποιητές ανανεώνουν και προωθούν σημαντικά την υπερρεαλιστική ποίηση του μεσοπολέμου (Ελένη Βακαλό, Νάνος Βαλαωρίτης, Έκτωρ Κακναβάτος, Μίλτος Σαχτούρης κ.ά).
Νάνος Βαλαωρίτης, «Ενθάδε κείται», Ποιήματα 2
Ενθάδε κείται η ιδέα που σχημάτισα για τον εαυτό μου Και μια φωνή μου ψιθυρίζει να έρθω εδώ να μείνω στο κοιμητήριο των καλών προθέσεων, στον τάφο μιας ωραίας ελπίδας. όπου θα καταθέσουνε στεφάνια οι ανθοδέσμες και οι αυταπάτες
Ενθάδε κείται η ιδέα που είχα για τον εαυτό μου ολόκληρο ένα κεφάλαιο της ζωής μου είναι εδώ κλεισμένο όταν όλα πήγαιναν καλά κι ήτανε όλα ρόδινα μες το βιβλίο που ήμουνα ο ίδιος θύτης, θύμα κι αναγνώστης
Αλλά δεν ήρθε εγκαίρως ο εαυτός μου στο μέρος το καθορισμένο ίσως να σταμάτησε ένα ρολόι-κι ίσως αυτός που διάβαζε να πήδηξε μια σελίδα απ' το βιβλίο και να τ' άφησε ίσως ν' άλλαξαν οι προφητείες και να σκοτείνιασαν οι οιωνοί-
Κι έμεινα με τη μισοσχηματισμένη ιδέα του εαυτού μου και τώρα ενθάδε κείται ο θυρωρός της σκέψης μου της κεντρικής με τ' αντικλείδι μου στου νου το χέρι ο κλέφτης κι ο παλιατζής των αποφάσεών μου
Ενθάδε κείται ωραία προκλητική ολόκληρη η σελίδα η χαμένη από τον εαυτό μου-αλλά κανείς δεν έμαθε ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε απ’ το βιβλίο με τέτοιο τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο.
γ) την υπαρξιακή ή μεταφυσική, στην οποία οι ποιητές καταπιάνονται με υπαρξιακά ζητήματα και καταγράφουν την μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο θάνατο (βλ. Νίκος Καρούζος, Όλγα Βότση, Γιώργης Κότσιρας).
Νίκος Καρούζος, «Ποίημα της χαράς», Η Έλαφος των άστρων Είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι στα χαράματα στους δρόμους στην Αθήνα. Τότε που ο αέρας έδενε τα σύννεφα σαν πεταλούδα έχασα το χνούδι. Τώρα δεν έχω δρόμους ουράνιους φεύγοντας απ’ τη θύμηση το θάνατο μαγεύω είν’ ο κόσμος ενάντιος είν’ ο Ιησούς τριήμερος ολοένα σκάβει την Ιστορία δίχως φωνή δίχως αγγέλους. Είναι μόνος ωσάν χρωματιστό πουλί αιωρούμενος απάνω στα νερά της κακίας χορηγός των ψιχίων ωραίος φίλος των δύο Λάζαρων — έδωσε τον ένα στην πείνα έδωσε τον άλλο στην ανάσταση. Κ’ εγώ γράφοντας αγγίζω τα’ αστέρια θνητός εναγκαλίζομαι την εσπέρα θνητός και μέσ’ στη νύχτα κλαίω. Χαίρετε σεις αηδόνια του καλού με διώχνουν τα χαράματα δεν έμεινε αγάπη τ’ άνθη της λησμονιάς — είπα την ψυχή μου με μαύρο ψωμί και μέλι. Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά κάνει την εμφάνισή της όταν το αντιστασιακό σθένος και το όραμα για μια καλύτερη πραγματικότητα δίνουν τη θέση τους σε μια υπαρξιακή αγωνία για την αντιμετώπιση του παρόντος.
Οι ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζονται ψυχολογικά διαφοροποιημένοι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, αφού οι περισσότεροι είτε δεν έζησαν είτε δεν διαδραμάτισαν λόγω της ηλικίας τους κάποιο ρόλο στα γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Εμφανίζονται σε μια περίοδο, κατά την οποία ο ψυχρός πόλεμος εξακολουθεί να απειλεί την ειρήνη. Ζουν σε μια μεταβατική εποχή, όπου το ηρωικό κλίμα έχει καταπέσει και η πολιτικοκοινωνική ζωή της χώρας δεν έχει σταθεροποιηθεί. Αναγκάζονται να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να καταφύγουν στη διερεύνηση περισσότερο του εσωτερικού τους χώρου για να εκφράσουν τις τραυματικές τους εμπειρίες. Έχουν βαθιά την αίσθηση της διάψευσης των οραμάτων τους και αρνούνται να συμμετάσχουν στο πολιτικοκοινωνικό παιχνίδι. Τα κείμενά τους, που έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις βιωματικό χαρακτήρα, επανέρχονται περισσότερο σε θέματα υπαρξιακά, όπως η μοναξιά, η περιθωριοποίηση και τα ψυχολογικά αδιέξοδα και λιγότερο πολιτικά. Επηρεασμένοι από την ποίηση κυρίως του Καρυωτάκη καλλιεργούν έναν αντιλυρικό λόγο, ενώ είναι έντονα κριτικοί και σκεπτικιστές. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους Κατερίνα Αγγελάκη –Ρουκ, Ανδρέα Αγγελάκη, Νίκο Γρηγοριάδη, Κική Δημουλά, Μάνο Ελευθερίου, Βασίλη Καραβίτη, Κυριάκο Χαραλαμπίδη, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Λουκά Κούσουλα.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Την είδα», Αμμόχωστος Βασιλεύουσα ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΟΥ είδα· περπατούσε απά στα κεραμίδια του λιγοστού από τον ύπνο μου μυαλού μου — θα με πιστέψετε, θαρρώ, ετούτη τη φορά. Την πόλη μου, σας λέω, και όχι παραμύθια!
Την είδα ψες αργά το μεσημέρι — δε με πιστεύετε, το βλέπω και είναι φυσικό. Την είδα είτε στον ύπνο μου ή στον ξύπνο σας κι ήταν κορίτσι μέγα έξω στη στεριά.
Το ζύγωσα, είναι αλήθεια, με προφύλαξη φοβούμενος το Θεό που το 'πλασεν ωραίο.
Κοιμόταν ήσυχο, κι είπα να κάτσω πλάι γιατί στραφτοβολούσε, θάμπωνε τα .μάτια κομμάτι από διαμάντι, που κι αυτό εκεί βρέθη.
Παράδοξο φυτό της φαντασίας του ύπνου! Σαν σε δωμάτιο ήμουνα κι έπρεπε να περάσω στην έξοδο που σφάλιζε του διαμαντιού η αχτίνα με τρόπο που να μη με άγγιζε στα μάτια γιατί ασφαλώς χανόμουνα με στάμπα του θανάτου.
Τέτοιο μεγάλο κίντυνο και πώς να του γλιστρήσω; Ας περιμένω, είπα, να βραδιάσει και βλέπουμε τα υστέρα. Και τι να ιδώ;
Το φως, άγρυπνο μάτι, εκεί να καρτερεί γνωρίζοντας βαθιά το τι ποντίκιν ήμουνα, θα κάνω μια προσπάθεια, έβαλα στο μυαλό μου, να του ξεφύγω πλάγια και γρήγορα σαν αστραπή.
Οι ποιητές της δεκαετίας του ’70 αλλά και οι μετά από αυτούς δεν επηρεάστηκαν από τους μεταπολεμικούς ποιητές, γι’ αυτό ακολουθούν μια δική τους ποιητική πορεία. Μεγαλώνουν κατά την ψυχροπολεμική κυρίως περίοδο και σε μια εποχή οικονομικής ανάπτυξης, όπου ο καταναλωτισμός αρχίζει ως φαινόμενο να κάνει την εμφάνισή του στην ελληνική κοινωνία. Επιπρόσθετα, η περίοδος της δικτατορίας (1967-1964), η τραγωδία της Κύπρου (1974) με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθα επηρεάζουν την γραφή τους, η οποία διακρίνεται για την επαναστατικότητά της και την αντίθεσή της σε κάθε μορφής κατεστημένο. Η εριστικότητα του ύφους, που εκφράστηκε με τον σαρκασμό, την ειρωνεία και τη ρεαλιστική γλώσσα, είχε ως στόχο την αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης αξίας, γι’ αυτό και οι ποιητές της περιόδου αυτής ονομάστηκαν και ποιητές της αμφισβήτησης. Αναφέρουμε ενδεικτικά τους
ποιητές: Νάσο Βαγενά, Γιάννη Βαρβέρη, Μιχάλη Γκανά, Τζένη Μαστοράκη, Μαρία Λαϊνά, Αντώνη Φωστιέρη, Κώστα Παπαγεωργίου.
Βαρβέρης Γιάννης, «Νόστος», Πιάνο βυθού
Απευθείας συγκοινωνούν μόνο οι γυναίκες με τον Θάνατο. Ο Θάνατος μας στέλνει εδώ μέσα από την πληγή τους. Και το τρελό της αίμα είναι τα δάκρυα τα δικά Του για το χωρισμό. Μην κλαίς, Πατέρα. Ολόκληρη ζωή κι εμείς κι εκείνες εκεί δεν κάνουμε έρωτα? μονάχα Σε διακρίνουμε στο βάθος στο αμυδρό Σου φως κουνώντας το ίδιο πάντοτε μαντίλι απεγνωσμένα.
Ρεαλισμός
”Καλημέρα κύριε Courbet" Courbet (1849)
Τον όρο ρεαλισμός τον χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μια τεχνοτροπία που εμφανίστηκε στην τέχνη γύρω στα μισά του 19ου αιώνα. Με αυτή την έννοια, ο ρεαλισμός δεν αναφέρεται αποκλειστικά στη λογοτεχνία αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης, όπως για παράδειγμα στη ζωγραφική. Πάντως, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, η τάση που ονομάζουμε «ρεαλισμός», εκδηλώνεται αρχικά στη Γαλλία, με πρώτο και σημαντικότερο
εκπρόσωπο
τον
Gustave
Flaubert,
συγγραφέα
του
περίφημου
μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρί.
Με το ρεαλισμό, η λογοτεχνία θέτει πλέον ως πρώτο στόχο της την πιστή
απόδοση της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός.
Οι ρεαλιστές πεζογράφοι καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος
και θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα· αλλά όπως είναι φυσικό, όσο και αν αποφεύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις κρίσεις και τις προσωπικές ερμηνείες, τα όσα γράφουν επηρεάζονται έστω και έμμεσα από τις πεποιθήσεις τους.
Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια
και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν καθόλου στον εντυπωσιασμό αλλά αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της.
Επιλέγουν θέματα οικεία στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές
συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές τους είναι κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωποι της κοινωνίας και του πολιτισμού στον οποίο υποτίθεται ότι ανήκουν, και μολονότι πλαστοί, δεν παύουν να είναι αληθοφανείς.
Νικόλας Γύζης, Ο κουρέας Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο ρεαλισμός εμφανίζεται στo δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με πολύ μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τη Γαλλία. Πρόδρομοι της ρεαλιστικής πεζογραφίας μπορούν να θεωρηθούν τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, που δημοσιεύθηκαν το 1855 και το 1866 αντίστοιχα. Από εκεί και πέρα, το αγνώστου συγγραφέα Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870) και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα, το 1879, συνιστούν τα πρώτα ρεαλιστικά αφηγήματα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στη συνέχεια, από την εποχή της ηθογραφίας και μετά, η νεοελληνική λογοτεχνία καλλιεργεί συστηματικά το ρεαλισμό σε όλες του σχεδόν τις μορφές και παραλλαγές, μέχρι και σήμερα.
Νατουραλισμός
Εντουάρ Μανέ. Νανά (1877) Ο νατουραλισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εισηγητής και πιο διάσημος εκπρόσωπός του είναι ο πεζογράφος Émile Zola. Ο νατουραλισμός συνδέεται αποκλειστικά με την πεζογραφία και πιο συγκεκριμένα με το μυθιστόρημα. Στην ουσία, συνιστά το αποκορύφωμα, την πιο ακραία εκδοχή του ρεαλισμού, με τον οποίο μοιράζεται ορισμένα κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα, τόσο στο ρεαλισμό όσο και στο νατουραλισμό, ο συγγραφέας επιλέγει απλά θέματα από την καθημερινή ζωή και προσπαθεί να μιμηθεί, να αναπαραστήσει δηλαδή πιστά την πραγματικότητα. Κοινό στοιχείο είναι και η κριτική απέναντι στην κοινωνία της εποχής, η οποία όμως στο νατουραλισμό γίνεται ο πρώτος στόχος και εμφανίζεται πραγματικά πολύ σκληρή.
Συγκεκριμένα, ο νατουραλιστής συγγραφέας καταγγέλλει μέσα από το έργο
του την κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες συνθήκες στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Η κοινωνία μας και ο πολιτισμός της, υποστηρίζουν οι νατουραλιστές, δεν είναι αντάξια του ανθρώπου· γι' αυτό και στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμία προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της, χωρίς πρόσθετα
σχόλια ή συναισθηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο, φιλοδοξούν να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού, ίσως και τη διαμαρτυρία ή την εξέγερση.
Για να επιτύχουν όλα αυτά, οι νατουραλιστές επιδιώκουν την πιστή, τη
φωτογραφική σχεδόν απόδοση της πραγματικότητας, μέσα από πληθώρα λεπτομερειών και εξονυχιστική παρατήρηση. Όπως λέει ο ίδιος ο Zola, κάθε μυθιστόρημα πρέπει να είναι μια «φέτα ζωής», ένα κομμάτι αληθινής ζωής. Οι εξαντλητικές περιγραφές, λοιπόν, χώρων, ανθρώπων, φυσιογνωμιών αλλά και καταστάσεων είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νατουραλισμού.
Ένα δεύτερο γνώρισμα, απόλυτα ταιριαστό με τα παραπάνω, είναι η επιλογή
ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες του νατουραλισμού είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι, άτομα του υπόκοσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι κτλ. Οι νατουραλιστές, μάλιστα, επιμένουν ιδιαίτερα στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθική του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Zola, η ελευθερία αλλά και η ηθική ευθύνη του ανθρώπου περιορίζονται δραματικά εξαιτίας των δυνάμεων που επιδρούν επάνω του. Οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο εξωτερικές, όπως λ.χ. η κοινωνία, οι περιστάσεις ή η φύση, όσο και εσωτερικές, όπως οι βιολογικές καταβολές και η κληρονομικότητα, οι έμφυτες ορμές, το ένστικτο και γενικά οι δυνάμεις του ασυνείδητου. Μ' άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής και δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς. Θα πρέπει να πούμε ότι η κοινωνική κατάσταση της εποχής, όπως είχε διαμορφωθεί από τη βίαιη εκβιομηχάνιση και την ανεξέλεγκτη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, πρόσφερε άφθονο υλικό στους νατουραλιστές. Στη χώρα μας, δεν υπήρχαν, βέβαια, οι ίδιες συνθήκες. Πάντως, ο νατουραλισμός κάνει την εμφάνισή του και στη νεοελληνική λογοτεχνία, χωρίς πάντοτε να μπορεί να διακριθεί από την ηθογραφία. Πιο συγκεκριμένα, νατουραλιστικά στοιχεία συναντάμε σε πολλά πεζά έργα της εποχής (τέλη 19ου - αρχές 20ού αιώνα), με κυριότερο το Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα (1896).
Ηθογραφία
Νικηφόρος Λύτρας, Η προσμονή Με τον όρο «ηθογραφία» χαρακτηρίζουμε μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας, που ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Όπως φαίνεται και από τις χρονολογίες αυτές, η ηθογραφία συνδέεται άμεσα με τη λογοτεχνική γενιά του 1880, καθώς και με την ανάπτυξη του νεοελληνικού διηγήματος. Όλα τα ηθογραφικά κείμενα, λοιπόν, έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού. Οι ήρωες της ηθογραφικής πεζογραφίας είναι σχεδόν πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου. Η ηθογραφία είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό. Σε σχέση με τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μπορούμε να πούμε ότι η ηθογραφία είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού και, ως ένα βαθμό, του νατουραλισμού. Παράλληλα, έχει επηρεαστεί από το πνεύμα του θετικισμού, καθώς και από την επιστήμη της λαογραφίας, που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας από το 1870 και μετά, με κυριότερο εκπρόσωπο το Νικόλαο Πολίτη. Από πλευράς λογοτεχνικής, το έργο που προετοιμάζει το έδαφος για την ηθογραφική πεζογραφία, είναι το μυθιστόρημα του Δημήτριου Βικέλα Λουκής Λάρας, που δημοσιεύεται το 1879. Η ηθογραφία, όμως, γεννιέται πραγματικά το 1883, όταν το περιοδικό Εστία, ένα από τα πλέον σημαντικά της εποχής, προκηρύσσει διαγωνισμό για
συγγραφή διηγήματος «με θέμα ελληνικό». Ο διαγωνισμός αυτός κινεί το ενδιαφέρον πολλών νέων πεζογράφων, καθώς και των άλλων περιοδικών και εφημερίδων της εποχής, που αρχίζουν να ζητούν συνεχώς ελληνικά διηγήματα για δημοσίευση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μέσα στην πενταετία 1883-1888, να εμφανιστούν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ηθογραφίας: καταρχήν ο Γεώργιος Βιζυηνός, που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος, καθώς και οι Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Κρυστάλλης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης, Αργύρης Εφταλιώτης κ.ά. Οι ηθογράφοι καλλιέργησαν σχεδόν αποκλειστικά το διήγημα και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη του είδους και στην καθιέρωσή του στη νεοελληνική λογοτεχνία. Εξάλλου, σε ό,τι αφορά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της ηθογραφίας, θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
— τα ηθογραφικά διηγήματα χαρακτηρίζονται συνήθως από έναν έντονο
λυρισμό και εμπνέονται σε πολύ μεγάλο ποσοστό από τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων· πολύ συχνό, μάλιστα, είναι το φαινόμενο κάθε πεζογράφος να χρησιμοποιεί τον τόπο καταγωγής του ως πλαίσιο για τα έργα του
— οι περισσότεροι συγγραφείς αρέσκονται στην εθιμογραφία και τη
λαογραφία, στην αναλυτική δηλαδή καταγραφή των εθίμων και των ηθών του λαού, που πολλές φορές αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνικής αξίας των έργων τους (υπάρχουν π.χ. διηγήματα που απλώς καταγράφουν έθιμα, χωρίς να πετυχαίνουν τίποτε περισσότερο)· σε άλλες περιπτώσεις, βέβαια, όταν τα έθιμα εντάσσονται φυσιολογικά στον αφηγηματικό κορμό και στο μύθο του διηγήματος, το αποτέλεσμα είναι πολύ επιτυχημένο
— δεν πρέπει να απορούμε που το ελληνικό διήγημα συνδέθηκε σχεδόν αμέσως
με την απεικόνιση της ζωής στην ύπαιθρο και το χωριό· στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα ελληνικής ζωής (αστική ζωή δεν έχει πραγματικά αρχίσει να υπάρχει στην Ελλάδα)
— η γενιά του 1880 συνδέεται με το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση υπέρ
του δημοτικισμού· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ηθογραφικό διήγημα συνιστά την πρώτη συστηματική προσπάθεια για συγγραφή πεζών λογοτεχνικών έργων στη δημοτική γλώσσα (σ' αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι του
λαού, που φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής τους, τους οποίους οι συγγραφείς ενδιαφέρονται να αναπαράγουν πιστά)
— υπάρχουν αρκετοί ηθογράφοι συγγραφείς που το έργο τους δεν παρουσιάζει
ουσιαστική εξέλιξη και μοιάζουν να επανέρχονται συνεχώς σε παραλλαγές του ίδιου θέματος· άλλοι, όμως, έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό
— η ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε συχνά ως μέσο για την επίτευξη στόχων
εντελώς ξένων προς τη λογοτεχνία, όπως τα διάφορα ηθικοπλαστικά διδάγματα, η συστηματική καλλιέργεια ενός πατριωτικού φρονήματος και μιας εθνικής ιδεολογίας κτλ.· κι αυτό ισχύει τόσο για τους συγγραφείς όσο και για τους κριτικούς ή μελετητές
Βουκολική ποίηση / Αρκαδισμός
Πουσέν, Et in Arcadia ego Ο Αρκαδισμός
είναι φιλολογικός όρος που συναντάται συχνά στην ξένη
λογοτεχνία και που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ζωή των ποιμένων της Αρκαδίας κατά την αρχαιότητα, προβάλλοντας τη χώρα της Αρκαδίας ως μία ουτοπία και ως το όραμα ενός φανταστικού χαμένου τόπου όπου οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι και ελεύθεροι στη φύση. Το όραμα όμως αυτό διατηρείται ζωντανό στη σκέψη και τη μνήμη των ανθρώπων που αναπολούν και νοσταλγούν τη χαμένη ευτυχία της "φυσικής" τους ζωής.
O Αρκαδισμός πήρε την ονομασία του από την αρχαία Αρκαδία, περιοχή της Πελοποννήσου. Από την αρχαιότητα η Αρκαδία ήταν γνωστή ως μια ιδιαίτερα ορεινή και δυσπρόσιτη χώρα, με κοιλάδες και λαγκαδιές που περιβάλλονται από ψηλά βουνά. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως βοσκοί προβάτων και αιγών, ένας λαός αγροτικός και τραχύς που ζούσε απλά και ξέγνοιαστα μέσα στο φυσικό περιβάλλον των κοιλάδων και των βουνών. Οι Αρκάδες ποιμένες είχαν τη συνήθεια να παίζουν το μουσικό όργανο αυλό (είδος φλογέρας) κατά τη διάρκεια της βοσκής και να συνθέτουν τραγούδια που μιλούσαν για τους έρωτες των βοσκών στη φύση. Έτσι, στην περιοχή δημιουργήθηκε μία παράδοση δημοτικής ποιμενικής-βουκολικής ποίησης. Την παράδοση αυτή εξέφραζε και ο ντόπιος θεός Πάνας, ο οποίος σύμφωνα με τη μυθολογία ανακάλυψε τον ομώνυμο αυλό. Η βουκολική–ποιμενική ποίηση και μουσική των Αρκάδων βοσκών άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές της αρχαιότητας, που έγραψαν στίχους στους οποίους ποιμένες τραγουδούσαν και αντάλασσαν τραγούδια μέσα σε ένα όμορφο, γαλήνιο και γνήσιο φυσικό τοπίο, απαλλαγμένο από κάθε επικίνδυνη εξωτερική παρέμβαση. Το τοπίο αυτό παρέπεμπε σε μια επίγεια "Αρκαδία" συνώνυμη με ένα τόπο παραδείσου όπου ο άνθρωπος μπορεί να βρει γαλήνη, ευδαιμονία και ευτυχία. Επομένως, όρος Αρκαδία χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα φανταστικό και παραδεισένιο, ουτοπικό τόπο. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε το λογοτεχνικό είδος της βουκολικής-ποιμενικής ποίησης, της οποίας το κύριο θέμα ήταν οι έρωτες μεταξύ ποιμένων. Πατέρας της βουκολικής-ποιμενικής ποίησης θεωρείται ο Έλληνας ποιητής της Ελληνιστικής περιόδου Θεόκριτος (310-250 π.Χ.), που έμεινε γνωστός για την ποιητική συλλογή Ειδύλλια. Τρεις αιώνες αργότερα ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.), ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, εμπνεύστηκε από τα "Ειδύλλια" για να γράψει στα Λατινικά δέκα ποιητικά αριστουργήματα της βουκολικής ποίησης, γνωστά σαν
"Εκλογές" ή
"Βουκολικά" . Και το έργο του Ρωμαίου ποιητή Οβίδιου (43π.Χ.-17μ.Χ.) χαρακτηρίζεται από στοιχεία Αρκαδισμού. Επομένως, ένα από τα τυπικότερα χαρακτηριστικά του ποιμενικού-βουκολικού λογοτεχνικού είδους ή των ποιμενικών ειδυλλίων είναι ότι έχει ως θέμα τη ζωή των βοσκών και τους έρωτές τους στην εξοχή. Από τη γένεσή του το ποιμενικό είδος είναι μία λογοτεχνία φυγής. Τόσο στα Ειδύλλια του Θεόκριτου όσο και στις Εκλογές του Βιργιλίου εκφράζεται η διάθεση φυγής από τον κυνικό και σκληρό κόσμο της μεγάλης πόλης και η επιστροφή στη φύση. Ιδιαίτερα, η νοσταλγία της επιστροφής στο «φυσικό» τρόπο ζωής,
σ’ ένα φανταστικό κόσμο ιδανικής απλότητας στη φύση είναι η ουσία του Αρκαδισμού. Υπό την επιρροή του Χριστιανισμού, το ιδεώδες του Αρκαδισμού αποκτά τη διάσταση της επιστροφής στο χαμένο Παράδεισο, σε μία Εδέμ. Με το πέρασμα των αιώνων - και ειδικότερα κατά την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό - ο αρκαδικός μύθος έμελε να επηρεάσει βαθιά την ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημιουργώντας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα. Ιδιαίτερα, κατά την Αναγέννηση η Αρκαδία νοήθηκε ως μια ιδεατή χώρα όπου βασιλεύει η επίγεια ευτυχία και κυριαρχούν οι αρχές του ανθρωπισμού, η γαλήνη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η απλότητα. Έτσι, η ιδεατή Αρκαδία έμελε να εξυμνηθεί σε πληθώρα ποιητικών και πεζών έργων βουκολικής έμπνευσης, τα ποιμενικά ειδύλλια και τα ποιμενικά δράματα. Ήδη από τις αρχές του 14ου αι. οι Δάντης, Πετράρχης και Βοκκάκιος, επηρεασμένοι από τον Βιργίλιο,
έγραψαν
βουκολικά
ειδύλλια,
προσαρμόζοντάς
τα
στο
πνεύμα
της
αναγεννησιακής Ιταλίας. Λίγο αργότερα το αρκαδικό ιδεώδες βρήκε εξέχουσα έκφραση στην περίφημη Ιταλική Αρκαδική Ακαδημία της Ρώμης, ένα αξιόλογο πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε αρχικά στη Ρώμη το 1656 από μια ομάδα ανθρώπων των γραμμάτων υπό την κηδεμονία της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας.
Αισθητισμός
"Περσεφόνη" (1874). Πίνακας του Ντάντε Γκάμπριελ Ροσέτι, πρότυπο γυναικείας "αισθητικής" ομορφιάς. Πινακοθήκη Τέητ, Λονδίνο. O Αισθητισμός είναι ένα κίνημα συνδεδεμένο με την τέχνη και τη λογοτεχνία στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βρετανία. Γενικά, αναπαριστά την ίδια τάση που έδωσε ο Συμβολισμός και η Παρακμή στη Γαλλία και μπορεί να θεωρηθεί το αγγλικό παρακλάδι του ίδιου κινήματος. Αποτελούσε ένα είδος διαμαρτυρίας κατά της ιδέας ότι η τέχνη πρέπει να υπηρετεί κάποιον απώτερο σκοπό και έχει ρομαντικές ρίζες. Έλαβε χώρα στα τέλη της Βικτωριανής περιόδου, περίπου από το 1868 μέχρι το 1901, και θεωρείται ότι τελείωσε με τη δίκη του Όσκαρ Ουάιλντ. Ωστόσο υπήρξε ένα αναπτυσσόμενο
αισθητιστικό κίνημα σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, περισσότερο στις Βρυξέλλες, υπό την ηγεσία του Μάθιου Έλιοτ (Matthew Elliott). Βασικά χαρακτηριστικά Θεμέλιο του κινήματος του Αισθητισμού αποτελεί το δόγμα «Η Τέχνη για την Τέχνη» (Art for Art's Sake), σύμφωνα με το οποίο μοναδικός σκοπός της τέχνης είναι το ωραίο. Η τέχνη δεν έχει ηθικούς ή ωφελιμιστικούς λόγους ύπαρξης, σε αντίθεση με τις επικρατούσες απόψεις της εποχής του, οι οποίες ερμήνευαν το έργο τέχνης βάσει ηθικών και παιδευτικών αξιών. Ο ρόλος οποιασδήποτε μορφής τέχνης είναι να παρέχει εκλεπτυσμένη αισθησιακή ηδονή παρά να εκφράζει ηθικά ή συναισθηματικά μηνύματα. Η Τέχνη δεν πρέπει να έχει κάποιο διδακτικό σκοπό, αλλά χρειάζεται απλά να είναι όμορφη. Ο Αισθητισμός ανέπτυξε τη λατρεία της ομορφιάς, την οποία θεωρούσε το βασικότερο παράγοντα στην τέχνη. Το νόημα του καλλιτεχνικού δημιουργήματος επικεντρώνεται στη "μορφή", σε αντίθεση με το αξίωμα που επικρατούσε σ' όλο το 18ο αιώνα, σύμφωνα με το οποίο ο "στοχασμός" που εκφράζει το έργο τέχνης είναι ανώτερος από το περίβλημα της μορφής. Οι αισθητιστές υποστήριζαν ότι ο στοχασμός έχει δευτερεύουσα σημασία, άσχετα από το φιλοσοφικό ή ηθικό νόημα που μπορεί να εκφράζει.. Βασικά χαρακτηριστικά του αισθητισμού θεωρούνται επίσης η χρήση συμβόλων και η εναρμόνιση μεταξύ λέξεων, χρωμάτων και μουσικής.
Εκπρόσωποι Έντγκαρ Άλλαν Πόε (Edgar Allan Poe), Σαρλ Μπωντλαίρ (Baudelaire), Μαλαρμέ (Mallarme), Ώλτζερνον Τσάρλς Σουίνμπερν (Algernon Charles Swinburne), Κόμπτον Μακένζι (Compton Mackenzie), Όσκαρ Ουάιλντ.
Μεταπολεμική πεζογραφία
Άντυ Ουόρχολ (Andy Warhol, 1928-1987), «Μέριλιν», 1967
Στο χώρο της πεζογραφίας οι συγγραφείς που γεννήθηκαν στις δεκαετίες 1920 και 1930 - υπάρχουν και μερικοί παλαιότεροι - και πρωτοεμφανίστηκαν στα Γράμματα μεταξύ 1945-1974 ονομάζονται μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Βίωσαν όλοι τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας του ’40 και τα μεταπολεμικά χρόνια που σημάδεψαν τη ζωή τους. Όσοι όμως γεννήθηκαν μετά το τέλος του εμφυλίου (1949) και δεν έχουν βιώματα από τη δεκαετία του ’40 κατατάσσονται στη σύγχρονη πεζογραφία. Οι μεταπολεμικοί πεζογράφοι παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από τους ομοτέχνους τους της Γενιάς του ’30 αλλά και πολλά κοινά. Όπως και οι ποιητές της περιόδου αυτής είναι επηρεασμένοι από τα γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου, γι’ αυτό και η μεταπολεμική πεζογραφία διακρίνεται για την έντονη πολιτικοποίησή της. Αμέσως μετά την Κατοχή (1944-1947), πολλοί συγγραφείς θέλησαν να διηγηθούν τα ιστορικά περιστατικά, ιδιαίτερα της Κατοχής και της Αντίστασης. Ωστόσο, τα πρώτα έργα τους δεν ξεφεύγουν από τα όρια της απλής μαρτυρίας ή του χρονικού. Οι περισσότεροι μεταπολεμικοί πεζογράφοι συνεχίζοντας την παράδοση των προηγούμενων νατουραλιστών πεζογράφων απεικονίζουν την πραγματικότητα με διάθεση κριτική και επιμένουν στην απόδοση των πιο αποκρουστικών και ωμών πλευρών της. (βλ. Νίκος Κάσδαγλης, Κώστας Ταχτσής, Ανδρέας Φραγκιάς, Δημ. Χατζής
κ.ά.). Χρησιμοποιούν με επιτυχία τις ρεαλιστικές αφηγηματικές συμβάσεις και την αυτοαναφορικότητα (την τάση δηλαδή να αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο) και το αυτοβιογραφικό στοιχείο (βλ. Γιώργος Ιωάννου, Χριστόφορος Μηλιώνης κ.ά.).
Κάποιοι επηρεάζονται από τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της εποχής και εκφράζουν κοινωνικές προβληματισμούς στα έργα τους (Δημ. Χατζής, Κώστας Κοτζιάς, Ανδρέας Φραγκιάς, Στρατής Τσίρκας, Σπύρος Πλασκοβίτης, κ.ά.), ενώ μερικοί άλλοι θα αποφύγουν τη ζοφερή πραγματικότητα αναζητώντας καταφύγιο στη λυρική πεζογραφία του κλειστού χώρου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κυρίως γυναίκες πεζογράφοι, όπως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η Μιμίκα Κρανάκη, η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ κ.ά.
Η παράδοση του εσωτερικού μονολόγου, που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συνεχίζεται και στη μεταπολεμική περίοδο με κυριότερο εκπρόσωπο τον Νίκο Μπακόλα. Την ίδια περίοδο μια αντίρροπη κίνηση εμφανίζεται μέσα από το περιοδικό Διαγώνιος (1958-1983) της Θεσσαλονίκης, με κύριους εκπροσώπους τον Γιώργο Ιωάννου, Νίκο Καχτίτση, Τόλη Καζαντζή κ.ά., η οποία συνδυάζει τα νεοτερικά στοιχεία με τα παραδοσιακά. Παράλληλα, μερικοί από τους μεταπολεμικούς πεζογράφους καταφεύγουν στη φαντασία για να απεικονίσουν εφιαλτικούς κόσμους, χρησιμοποιώντας τολμηρούς εκφραστικούς τρόπους (Τάκης Κουφόπουλος, Γιώργος Χειμωνάς κ.ά.).
Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα εμφανίζονται νέες αναζητήσεις. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες είναι εκείνη, που τοποθετώντας την πλοκή σε περιοχές που άλλοτε υπήρξε έντονη ελληνική παρουσία (Μ. Ασία, Αίγυπτος κ.ά.), επιδιώκει να ορίσει το ελληνικό μέσα από την αλληλεπίδραση με το αλλοεθνές και αλλόθρησκο. Το αποτέλεσμα είναι ένα νέου τύπου μυθιστόρημα, με κύριους εκπροσώπους τους Νίκο Θέμελη, Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Αλέξη Πανσέληνο κ.ά.
Στρατευμένη λογοτεχνία Με τον όρο «στρατευμένη λογοτεχνία» ή το γενικότερο «στρατευμένη τέχνη» χαρακτηρίζουμε συνήθως τα έργα που έχουν ολοφάνερα στρατευθεί στην υπηρεσία ενός
συγκεκριμένου στόχου, πολιτικού ή κομματικού. Μ' άλλα λόγια, πρόκειται για έργα που έχουν γραφεί με βάση έναν προκαθορισμένο στόχο και όλη τους η προσπάθεια συνίσταται στο να προπαγανδίσουν μια ορισμένη ιδεολογία. Η στράτευση, είτε είναι εθελούσια είτε αναγκαστική, επιβάλλει στο δημιουργό περιορισμούς και δεσμεύσεις που κυριολεκτικά αναιρούν και ακυρώνουν όχι μόνο την έμπνευσή του αλλά και την όλη καλλιτεχνική του προσπάθεια. Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει έργο που να μην είναι στρατευμένο. Κάθε συγγραφέας έχει ορισμένες ιδέες για τους ανθρώπους και τον κόσμο, τις οποίες συνειδητά ή ασυνείδητα προβάλλει μέσα από το έργο του· Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση ο συγγραφέας υποτάσσει την τέχνη στις ιδέες και αφήνεται να καθοδηγηθεί από αυτές, με αποτέλεσμα να προδίδει το βασικό στόχο του έργου τέχνης, που είναι πάντοτε αισθητικής, καλλιτεχνικής φύσεως. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, οι ιδέες οι οποίες περνούν μέσα από το έργο δεν είναι ο πρώτιστος στόχος και πολλές φορές δεν τις έχει συνειδητοποιήσει πραγματικά ούτε ο ίδιος ο δημιουργός.
Στοιχεία αφηγηματπολογίας Αφηγηματικές τεχνικές Οι λειτουργίες του αφηγητή 0 αφηγητής μπορεί να είναι πρόσωπο της αφήγησης, με πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, ή μπορεί να είναι αμέτοχος στα γεγονότα. Αν συμμετέχει στην ιστορία (είτε ως βασικός ήρωας είτε ως απλός παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας), τον ονομάζουμε «ομοδιηγητικό αφηγητή». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αφηγητής αφηγείται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση). Διακρίνονται
δύο
παραλλαγές
του
ομοδιηγητικού
αφηγητή:
ο
αφηγητής-
παρατηρητής/θεατής, δηλαδή ο αφηγητής που είναι παρατηρητής/μάρτυρας των συμβάντων της αφήγησης, και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, δηλαδή ο αφηγητής που συμμετέχει στην αφήγηση ως βασικός ήρωας. Όταν μάλιστα αφηγείται σε πρώτο ρηματικό την
προσωπική του ιστορία,
ονομάζεται
ιδιαίτερα
«αυτοδιηγητικός
αφηγητής». Αν ο αφηγητής δεν συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που διηγείται ονομάζεται «ετεροδιηγητικός αφηγητής». Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση σε πρόσωπο ξένο προς την ιστορία, την οποία παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ονομάζεται, ιδιαίτερα, «παντογνώστης αφηγητής» (ή «αφηγητής-Θεός») αυτός που βρίσκεται παντού και πάντοτε και γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις πιο απόκρυφες σκέψεις των προσώπων της αφήγησης. Η εστίαση Με τον όρο «εστίαση» αναφερόμαστε στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο Ζενέτ προτείνει τους ακόλουθους τρεις τύπους εστίασης της τριτοπρόσωπης αφήγησης: • Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα. Αντιστοιχεί στην αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή.
•
Αφήγηση
με
εσωτερική
εστίαση:
η αφήγηση παρακολουθεί
ένα
από τα
πρόσωπα ή ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται. • Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή ο ήρωας δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του (π.χ. αστυνομικά μυθιστορήματα). 0 χρόνος της αφήγησης Τρεις χρονικές τοποθετήσεις της αφήγησης χρονικά, σε σχέση με την ιστορία, είναι πιθανές: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με βάση αυτά τα χρονικά επίπεδα, η αφήγηση μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών: • Η μεταγενέστερη αφήγηση. Είναι η πιο συχνή. Διηγούμαστε την ιστορία αφού έχει εξ ολοκλήρου συντελεστεί. • Η προγενέστερη αφήγηση, που προηγείται της έναρξης της ιστορίας. • Η ταυτόχρονη αφήγηση, της οποίας η εκφώνηση είναι σύγχρονη της ιστορίας. •
Η παρέμβλητη αφήγηση, όπου ο αφηγητής διηγείται μαζί με τα γεγονότα που
συντελέστηκαν και τις σκέψεις που του έρχονται κατά τη στιγμή της γραφής. H χρονική σειρά των γεγονότων Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και τις διακρίνουμε σε: Αναδρομικές αφηγήσεις
αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες αφηγήσεις ή
προλήψεις. Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για γεγονότα που θα γίνουν αργότερα. Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η ομαλή, φυσική χρονική σειρά:
• In medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των πραγμάτων», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν γίνεται κουραστική. •
Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια αφήγηση που
αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες, δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν την ομαλή ροή του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση
μέσα
στην
αφήγηση»
ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση ή εγκιβωτισμός. •
Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή διακοπή της
φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου. • Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. • Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί τα γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική. Η χρονική διάρκεια 0 χρόνος της αφήγησης έχει τις ακόλουθες σχέσεις με τον χρόνο της ιστορίας, με κριτήριο τη διάρκεια των γεγονότων:
χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας,
όταν ο αφηγητής συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές) γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται. •
Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο της
ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει τον χρόνο (διαστολή του
χρόνου) και
παρουσιάζει
αναλυτικά
γεγονότα
που
διαρκούν
ελάχιστα.
Με τον τρόπο αυτό επιβραδύνεται ο ρυθμός της αφήγησης. •
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, συνήθως σε
διαλογικές σκηνές. Για να συντομεύσει τον χρόνο της αφήγησης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές: • Επιτάχυνση: παρουσιάζει σύντομα γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια. • Παράλειψη: κάποια γεγονότα δεν τα αναφέρει καθόλου, επειδή δεν σχετίζονται με την ιστορία. •Περίληψη:
παρουσιάζει
συνοπτικά
τα
ενδιάμεσα
γεγονότα.
•Έλλειψη ή αφηγηματικό κενό: ο αφηγητής παραλείπει ένα τμήμα της ιστορίας ή κάποια γεγονότα που εννοούνται εύκολα ή δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή. Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας διευρύνει τον χρόνο της αφήγησης είναι: •Η
επιβράδυνση:
γεγονότα
που
έχουν
μικρή διάρκεια
στην
πραγματικότητα
παρουσιάζονται εκτεταμένα στην αφήγηση. Η χρονική συχνότητα Η αφηγηματική συχνότητα καθορίζεται από τη σχέση της εμφάνισης ενός γεγονότος στην ιστορία και της έκθεσής του μέσα στην αφήγηση. Έτσι, μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση αυτού που έγινε μία φορά, επαναληπτική είναι η επανάληψη X φορές αυτού που έγινε μια φορά, θαμιστική είναι αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε X φορές και πολυμοναδική είναι η αφήγηση X φορές αυτού που έγινε X φορές. Στοιχεία πλοκής –Δραματικά απρόοπτα Κάποιο γεγονότα συμβαίνουν ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει ο θεατής και αλλάζουν την πορεία του μύθου.
Αφηγηματικοί τρόποι Μέρος των αφηγηματικών τεχνικών ενός κειμένου είναι και οι αφηγηματικοί τρόποι που απαντούν στο ερώτημα «πώς αφηγείται» κάποιος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος αφηγηματικές τεχνικές είναι ευρύτερος και σ’ αυτόν υπάγονται και οι τρόποι με τους οποίους αφηγείται κάποιος και οι οποίοι είναι οι εξής: •Έκθεση ή αφήγηση: είναι η παρουσίαση γεγονότων και πράξεων, την οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διέκριναν σε «διήγηση» και «μίμηση». Στη διήγηση ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία με τη δική του φωνή, ενώ στη μίμηση δανείζεται τη φωνή άλλων προσώπων. • Διάλογος: είναι τα διαλογικά μέρη σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο. •
Περιγραφή: η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, η αφήγηση
καταστάσεων. • Σχόλιο: η παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, έξω από τη ροή της αφήγησης, που στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μια επιβράδυνσή της. • Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η πιστή απόδοση σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων σε γ’ πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο. To τμήμα αυτό φαίνεται να ανήκει στην καθαρή αφήγηση, στην ουσία όμως εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο. • Εσωτερικός μονόλογος: η απόδοση των σκέψεων ή συναισθημάτων σε α’ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα. Κείμενα Νεοελληνική λογοεχνίας Α΄λυκείου – βιβλίο καθηγητή.
Βιβλιογραφία Παρίσης Ιωάννης, Παρίσης Νικήτας, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Ψηφιακό σχολείο Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου, Ψηφιακό σχολείο Λίνου Πολίτη, Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μορφωτικό ίδρυμα εθνικής τραπέζής, Αθήνα 1980 Mario Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας Κείμενα Νεοελληνική λογοεχνίας Α΄λυκείου – βιβλίο καθηγητή Αγάθη Γεωργιάδου , Η ποιητική περιπέτεια, Εκδ. Μεταίχμιο ΠΟ.Θ.Ε.Γ., Πολιτιστικός Θησαυρός της ελληνικής γλώσσσας Slideshare. net el.wikipedia.org Annagelopoulou.blogspot.com Φωτόδεντρο, Παράδοση και μοντερνισμός