Katee ROBERT
Ένας Απρόσμενος Έρωτας
Tίτλος πρωτοτύπου: WRONG BED, RIGHT GUY by Katee Robert Copyright © 2012 by Katee Robert. All rights reserved. This Translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Γιάννης Ιωαννίδης ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ρέα Ζέλνις ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Χρήστος Γιαμαρέλλος ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS DREAM – 07 ISΒN: 978-960-497-735-2
Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στον Τομ
Kεφάλαιο Ένα Απόψε, θα αποπλανούσε τον Κύριο Τέλειο. Φυσικά, αυτό θα συνέβαινε μόλις έβρισκε το κουράγιο να κάνει το πρώτο βήμα. Η σκάλα μπροστά της έμοιαζε σαν να ανέβαινε στο άπειρο. Η Ελ ήξερε καλύτερα – υπήρχαν μόνο δεκατρία σκαλιά που οδηγούσαν στο διαμέρισμα πάνω από την γκαλερί, όπως πάντα. Ωστόσο, δεν ένιωθε πως ήταν έτσι. Μήπως είχαν στενέψει κι άλλο οι τοίχοι; Ξεκούμπωσε το παλτό της, προσπαθώντας να πάρει λίγο αέρα. Θα προτιμούσε να μην το είχε φορέσει, μιας κι έκανε αρκετή ζέστη έξω για παλτό, παρόλο που ήταν αργά το βράδυ, αλλά δεν θα μπορούσε να χορέψει… βαλς πάνω φορώντας μόνον εσώρουχα, σωστά; Η Ελ έσφιξε τόσο πολύ την κουπαστή, ώστε οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν. Τελικά, στ’ αλήθεια θα το έκανε αυτό; Δεν ήταν πολύ αργά για να οπισθοχωρήσει, για να υποκριθεί πως αυτή η τρελή ιδέα δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό. Τα πράγματα θα συνέχιζαν να είναι όπως πάντα – εκείνη θα εξακολουθούσε να δουλεύει στην γκαλερί και ο Νέιθαν δεν θα είχε την παραμικρή υποψία ότι η Ελ ενδιαφερόταν για εκείνον. Η σκέψη έπεσε σαν βαρίδι στο στομάχι της. Όχι. Αν έκανε πίσω τώρα, ποτέ δεν θα κατάφερνε να ξεκινήσει κάτι ανάμεσά τους. Το μόνο βέβαιο ήταν πως ο Νέιθαν δεν είχε πιάσει κανέναν από τους απροκάλυπτους υπαινιγμούς της. Αν ήθελε να απαλλαγεί από τα προξενιά που της έκανε η
8
ΚΑΤΕΕ ROBERT
μητέρα της και να βρει έναν άντρα τον οποίο θα άντεχε, τότε ήταν ώρα για μια πιο άμεση προσέγγιση. Πέρυσι, όταν ο Ίαν τής είχε προτείνει να κάνει αίτηση για τη θέση της συντονίστριας τέχνης στην γκαλερί, ήταν διστακτική – μπορούσε στ’ αλήθεια να εργαστεί για ένα φιλαράκι του αδελφού της από τον στρατό; Αλλά, όταν πήγε στην γκαλερί, οι δισταγμοί της εξαφανίστηκαν αμέσως. Αν και ο Νέιθαν ενδιαφερόταν περισσότερο για τα βιομηχανικά γλυπτά, οι γκαλερί που του ανήκαν προέβαλλαν όλα τα είδη τέχνης. Ήταν σαν κάποιος να είχε ενσαρκώσει την εικόνα που είχε η ίδια για το πώς έμοιαζε ο Παράδεισος. Έπειτα ήταν και ο ίδιος ο Νέιθαν. Εκείνη περίμενε ότι θα συναντούσε κάποιον σαν τον Ίαν – έναν άντρα δυναμικό, προστατευτικό, με αδυναμία διαχείρισης του θυμού. Ο Νέιθαν δεν ήταν καθόλου έτσι· ήταν ήρεμος και, παρόλο που το χιούμορ του ήταν σχεδόν πρόστυχο, ήταν πάντα ευγενικός. Ούτε το ότι ήταν όμορφος ήταν κακό – ψηλός, με χρυσαφένια ξανθά μαλλιά και γαλανά σπινθηροβόλα μάτια. Συνήθως, μιλούσαν επί ώρες για τέχνη και επιχειρηματολογούσαν πάνω σε θεωρίες, και αυτό τον καθιστούσε ένα πλήρες «πακέτο». Ήταν ακριβώς ο τύπος του καλλιεργημένου άντρα, τον οποίο η μητέρα της την πίεζε να βρει, και πολύ καλύτερος από όσους είχε εξαναγκάσει την Ελ να βγει μαζί τους. Δίστασε, με το βάρος της μοιρασμένο ανάμεσα σε δύο σκαλιά. Εντάξει, δεν υπήρχε μεταξύ τους εκείνο το είδος της χημείας το οποίο θα σπινθήριζε όταν βρίσκονταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, και δεν ήταν ο τύπος του άντρα που εκείνη θα διάλεγε για τον εαυτό της – αλλά αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα: είχε ήδη μάθει, με το δύσκολο τρόπο, πως είχε κακό γούστο στους άντρες και ότι η υπερβολική έλξη δεν έφερνε τίποτε άλλο παρά πόνο. Το γεγονός ότι ο Νέιθαν δεν την ξετρέλαινε, πέρα από ένα θεωρητικό επίπεδο, δεν σήμαινε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί. Και η αποψινή βραδιά θα το διόρθωνε κατά πολύ αυτό.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
9
Έτσι ήλπιζε. Έβαλε τα δυνατά της για να συνεχίσει να ανεβαίνει τις σκάλες. Όταν τελικά έφτασε στην κορυφή, η ανάσα της ήταν κοφτή, σαν να είχε μόλις τρέξει ενάμισι χιλιόμετρο. Ήταν θλιβερό. Μπορούσε και καλύτερα. Στ’ αλήθεια, μπορούσε. Η Ελ όρθωσε το ανάστημά της και πίεσε τον εαυτό της να διασχίσει το στενό διάδρομο μέχρι τη μοναδική πόρτα στο τέλος του. Κρίνοντας από το αυτοκίνητό του, που ήταν παρκαρισμένο στο χώρο στάθμευσης, αυτό το Σαββατοκύριακο ο Νέιθαν θα κοιμόταν στο διαμέρισμα πάνω από την γκαλερί. Τουλάχιστον αυτό σκέφτηκε, όταν εκείνος της ανέφερε πως είχε μόλις αρχίσει να σχεδιάζει ένα καινούργιο γλυπτό. Όποτε ξεκινούσε ένα καινούργιο έργο, έμοιαζε με δαιμονισμένο άντρα ο οποίος επικεντρωνόταν αποκλειστικά στην υλοποίησή του. Η πόρτα δέσποζε, με το σκούρο ξύλο της που ερχόταν σε αντίθεση με το αχνό πράσινο χρώμα των τοίχων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το εν λόγω χρώμα θα το θεωρούσε χαλαρωτικό, αλλά τώρα της ήταν αδύνατον να καταλαγιάσει το άγχος που τη διαπερνούσε. Το πόμολο της πόρτας τής φάνηκε απίστευτα παγωμένο στην παλάμη της, καθώς άνοιξε και μπήκε στο μισοσκότεινο διαμέρισμα. Στο χαμηλό φως μιας λάμπας διέκρινε το γιγαντιαίο καμβά στο μέσον του καθιστικού, τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Νέιθαν για να σχεδιάζει τα γλυπτά του προτού ξεκινήσει την οξυγονοκόλληση. Το έργο βρισκόταν ακόμα στο αρχικό στάδιο, κι έτσι η Ελ δεν ήταν βέβαιη για το πώς θα εξελισσόταν, αλλά τα βίαια κόκκινα και μαύρα χρώματα έκαναν τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκωθούν όρθιες. Ήταν σίγουρη πως αυτή η δημιουργία δεν θα της άρεσε. Παρ’ όλα αυτά, θα κατέληγε να πωληθεί σε μια πραγματικά εξωφρενική τιμή – αυτό συνέβαινε με όλα τα έργα του Νέιθαν. Η Έλ προσπέρασε τη δεύτερη κρεβατοκάμαρα και απέφυγε ίσα ίσα τον πάγκο της κουζίνας, καθώς κατευ-
10
ΚΑΤΕΕ ROBERT
θύνθηκε προς την κυρίως κρεβατοκάμαρα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη ότι θα πεταγόταν από το στήθος της. Υπήρχε ακόμα χρόνος για να κάνει πίσω… Ξεκούμπωσε το παλτό της και το απόθεσε προσεκτικά σ’ ένα σκαμπό. Το γυμνό δέρμα της ανατρίχιασε, καθώς ο ψυχρός αέρας τύλιξε το κορμί της. Η Ελ ίσιωσε τις πτυχές των εσωρούχων της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Το κοντό μεσοφόρι δεν εφήρμοζε όπως τα άλλα που είχε δοκιμάσει και, παρόλο που ήταν διάφανο, οι πτυχές στο στήθος και στους γοφούς έκρυβαν τα επίμαχα σημεία από την κοινή θέα. Πέρασε το χέρι της πάνω από το μεταξωτό ύφασμα που σκέπαζε το στομάχι της. Η απλότητα του εσωρούχου γύρω από τη μέση της ερχόταν σε ζωηρή αντίθεση με τις πτυχές· της προσέδιδε θηλυκότητα και συγχρόνως ένιωθε άνετα μέσα σ’ αυτό. Κοίταξε τριγύρω. Τι αστείο – αυτή τη στιγμή, ένιωθε τόσο πολύ έξω από το στοιχείο της, που δεν ήξερε καν εάν ένιωθε άνετα ή άβολα. Η αγορά των εσωρούχων τής είχε φανεί πολύ καλή ιδέα, αλλά, έτσι όπως στεκόταν εδώ, μέσα στο σκοτάδι, ξαφνικά δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Δάγκωσε τα χείλη της και άρπαξε ένα προφυλακτικό από την τσέπη του παλτού, ενώ αναρωτήθηκε πού στο καλό θα το έκρυβε. Ίσως έπρεπε να το πετάξει… Όχι. Αν και ήθελε να κάνει οικογένεια κάποια στιγμή, το να μείνει έγκυος απόψε θα ήταν σκέτος εφιάλτης. Είχε ξεκινήσει να παίρνει το χάπι μόλις πριν από ένα μήνα. Κι αν δεν είχε αρχίσει ακόμα η επίδρασή του; Έψαξε στο σώμα της για μια κατάλληλη κρυψώνα, χωρίς αποτέλεσμα. Σοβαρά τώρα, τι υποτίθεται πως έπρεπε να κάνει με το προφυλακτικό; Να το κρατήσει στο χέρι της; Να το χώσει στο πάνω μέρος του εσωρούχου της; Δεν ήταν φτιαγμένη για τέτοιου είδους καταστάσεις. Η Ελ πήρε μια βαθιά ανάσα και, σφίγγοντας το προφυλακτικό σαν σωσίβιο, άνοιξε την πόρτα ίσα ίσα για να μπει
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
11
μέσα. Είχε βρεθεί σ’ αυτό το δωμάτιο μερικές φορές, όλες για να κάνει κάποιο θέλημα στον Νέιθαν, αλλά ακόμα και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ήξερε πως το γιγάντιο κρεβάτι βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την πόρτα. Εντάξει. Μπορούσε να το κάνει αυτό. Ήταν μια γυναίκα έτοιμη να βρυχηθεί. Κρίμα, ωστόσο, που η Ελ ένιωθε περισσότερο σαν γατάκι παρά σαν λέαινα. *** Ο Γκέιμπ έβλεπε το πιο εκπληκτικό όνειρο. Μια γυναίκα ανέβηκε στο κρεβάτι του και άγγιξε τον ώμο του, ενώ ένας ψίθυρος ξέφυγε από τα χείλη της. Εκείνος στριφογύρισε και τεντώθηκε, νιώθοντας διέγερση απ’ αυτόν το μικρό ψίθυρο, και αναρωτήθηκε τι του επεφύλασσε απόψε το υποσυνείδητό του. Εκείνη τον πλησίασε τόσο πολύ, ώστε ένιωσε ανεπαίσθητα τη ζεστασιά της να διαπερνά το σεντόνι που σκέπαζε τους γοφούς του. Μμμ, αυτό προμηνύεται καλό. Νιώθοντας πως ήθελε περισσότερα από εκείνη, αγκάλιασε τη μέση της με το χέρι του και τράβηξε το κορμί της δίπλα στο δικό του. Ήταν ένα λεπτεπίλεπτο, εύθραυστο, μικροκαμωμένο πλάσμα, τελείως διαφορετικό από τις γυναίκες που συνήθως επιζητούσε εκείνος. Μάλλον το υποσυνείδητό του είχε αποφασίσει πως ήταν καιρός για μια αλλαγή. Όταν το χέρι της κατέβηκε συνεσταλμένα από τον ώμο του μέχρι το γοφό του και πίεσε το κορμί της στο δικό του, εκείνος αποφάσισε ότι μάλλον το διαφορετικό ήταν καλύτερο, γιατί όλο αυτό ήταν υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό. Ποιος θα το φανταζόταν ότι ο τρόπος για να εμφανιστεί μια ονειρεμένη γυναίκα στον ύπνο του ήταν να κοιμηθεί στην γκαλερί του μικρού αδελφού του; Το μόνο που ενδιέφερε τον Γκέιμπ, όταν βγήκε από το αεροπλάνο που ήρθε από
12
ΚΑΤΕΕ ROBERT
το Λος Άντζελες, ήταν να φάει κάτι και να πιει μια μπίρα, κι έτσι άρπαξε την ευκαιρία που του δόθηκε όταν ο Νέιθαν του τηλεφώνησε για να τον καλωσορίσει. Ήταν ολοφάνερο πως ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ. Ο Γκέιμπ αναστέναξε και χαλάρωσε στην προοπτική μιας βραδιάς ύπνου που προμηνυόταν υπέροχη – ακριβώς ό,τι χρειαζόταν έπειτα από το χάος που είχε αντιμετωπίσει στο Λος Άντζελες. Τότε, όμως, τα χείλη της βρήκαν το λαιμό του, και την ένιωσε να ανατριχιάζει δίπλα του. Μια στιγμή: αυτά τα χείλη δεν ήταν μέρος της φαντασίωσής του. Ήταν αληθινά. Αληθινά χείλη και αληθινή ανατριχίλα. Τα μάτια του Γκέιμπ άνοιξαν διάπλατα και διέκριναν τις σκιές δίπλα του. Χριστέ μου, δεν ονειρευόταν! Μια γυναίκα ήταν στο κρεβάτι του. Ανυποψίαστη για το απότομο ξύπνημά του, εκείνη φίλησε το σαγόνι του τόσο απαλά και γλυκά που του έκοψε την ανάσα. Το να παραμείνει στο κρεβάτι ήταν μια πολύ κακή κίνηση, αλλά o πόθος ανασάλεψε στο στέρνο του – μια λαχτάρα τόσο δυνατή που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Ανασήκωσε το σαγόνι του για να της δώσει καλύτερη πρόσβαση σε αυτό και αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει: να την πετάξει έξω με τις κλοτσιές; Να την αφήσει να τρίψει το απαλό κορμί της πάνω του; Ένα λεπτό – αυτό ήταν λάθος. Ήταν σχιζοφρενικό. Ούτε καν ήξερε ποια ήταν αυτή η γκόμενα. Πριν από μερικά χρόνια, το να μη γνωρίζει το κορίτσι που βρισκόταν στο κρεβάτι του δεν θα τον σταματούσε, αλλά η ζωή του είχε αλλάξει. Δεν ήθελε πλέον να είναι εκείνος ο άντρας. Εκείνη τον φίλησε ξανά, αυτή τη φορά επικίνδυνα κοντά στα χείλη του. Ο Γκέιμπ δεν μπορούσε να σκεφτεί με το στόμα της πάνω στο δικό του, κι έτσι έβαλε τα χέρια του στους ώμους της και τη γύρισε για να δημιουργήσει κάποια απόσταση μεταξύ τους. Η γυναίκα γύρισε το κεφάλι της, φίλησε τα δάχτυλά του με μισάνοιχτα χείλη, και το μυαλό του
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
13
άδειασε στιγμιαία. Ω, Θεέ μου. Κανονικά, ο Γκέιμπ έπρεπε να σηκωθεί, απαιτώντας να μάθει τι στο καλό σήμαινε όλο αυτό. Πόσες φορές δεν είχε προσπαθήσει να καταπνίξει τα κύματα της μοναξιάς με ερωτική συνεύρεση της μιας βραδιάς, μόνο και μόνο για να ξυπνήσει το επόμενο πρωί νιώθοντας περισσότερο άδειος από ποτέ; Όμως, προτού ξεμπλέξει τα σώματά τους, εκείνη χάιδεψε το στέρνο του, και τα δάχτυλά της χόρεψαν πάνω στο –ξαφνικά όχι και τόσο λεπτό– σεντόνι. Ο Γκέιμπ δαγκώθηκε. Άει στο καλό πια! Δεν θα ξεχνούσε το όνομά της το πρωί, αφού δεν το γνώριζε καν, σωστά; Εκείνη θα έδιωχνε για λίγο την παγωνιά από μέσα του. Θα αντιμετώπιζε αργότερα τις συνέπειες. «Είσαι σίγουρη;» Χριστέ μου, η φωνή του ήταν τόσο βραχνή από τον ύπνο που σχεδόν δεν την αναγνώρισε. Ο μικρός αναστεναγμός της διαπέρασε ολόκληρο το κορμί του. Ο Γκέιμπ κράτησε την αναπνοή του καθώς περίμενε μια απάντηση. Όταν εκείνη μίλησε, τα λόγια της ήταν τόσο απαλά που μόλις και μετά βίας τα άκουσε: «Είμαι σίγουρη.» Μιας και εργαζόταν σε νυχτερινά μαγαζιά, περνούσε πολύ χρόνο με τις σερβιτόρες καθώς και με χειραφετημένες γυναίκες – τύπισσες που ήξεραν τι ήθελαν και δεν δίσταζαν να το πάρουν. Του άρεσε το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα ήταν διαφορετική, ο τρόπος με τον οποίο ρίγησε πάνω του όταν τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του, ο τρόπος που η γλώσσα της ξεπετάχτηκε τόσο πολύ συνεσταλμένα και βρήκε το κάτω χείλος του. Άνοιξε το στόμα του, και η πρώτη γεύση της, ένας συνδυασμός μέντας και θηλυκότητας, έκανε το κεφάλι του να θολώσει. Γεύτηκε… καθαρότητα. Αθωότητα. Τελειότητα. Δεν τραβούσε ακριβώς σαν μαγνήτης τα αθώα κορίτσια – ειδικά με τα τατουάζ που σκέπαζαν το μεγαλύτερο μέρος του άνω κορμού και έφταναν μέχρι το λαιμό του· του έρι-
14
ΚΑΤΕΕ ROBERT
χναν μια ματιά και αποφάσιζαν πως δεν ήταν ο τύπος του ιππότη με την αστραφτερή πανοπλία. Είχαν δίκιο. Ίσως, όμως, εκείνος να ήθελε να είναι αυτός ο ιππότης. Ο Γκέιμπ έδιωξε αυτές τις ενοχλητικές σκέψεις και επέτρεψε στον εαυτό του να απολαύσει αυτή τη νέα εμπειρία. Το χέρι της ανέβηκε και σταμάτησε στο στέρνο του, προτού αγγίξει το πιγούνι του. Κάθε άγγιγμα ήταν ανάλαφρο και σχεδόν… πολύτιμο. Ένιωσε να καίγεται, και το σώμα του σήμανε κατευθείαν συναγερμό, απαιτώντας απ’ αυτόν να κάνει περισσότερα από το να κρατάει απλά αυτή τη γυναίκα. Όμως, αντί να την τραβήξει πάνω του, όπως επιθυμούσε, άγγιξε τον σβέρκο της, απολαμβάνοντας την απαλότητα του δέρματός της, θαυμάζοντας το πόσο εύθραυστη την ένιωθε, ενώ με το άλλο χέρι του χάιδεψε την πλάτη της. Δαντέλες, μετάξι και… περισσότερες δαντέλες. Για όνομα του Θεού, τι φορούσε αυτή η γκόμενα; Τελικά, ανακάλυψε τη βελούδινη απαλότητα του γοφού της. Ο Γκέιμπ έμεινε ακίνητος όταν εκείνη ανατρίχιασε και έβγαλε ένα βογκητό από το λαιμό της. Αυτό το μικρό βογκητό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν εκείνο που τον αποτελείωσε. Έπρεπε να την κάνει δική του. Τώρα. Τη φίλησε πιο βαθιά, έπιασε το πίσω μέρος του μηρού της, την ανασήκωσε εύκολα και την έβαλε πάνω στους γοφούς του – ένα πόδι της στην κάθε πλευρά του. Εκείνη έβγαλε έναν μικρό ήχο, που έγινε βογκητό όταν εκείνος λικνίστηκε προς το μέρος της, ενώ ανάμεσά τους υπήρχαν μόνο δύο λεπτά κομμάτια υφάσματος. Άφησε το λαιμό της και μετακινήθηκε όσο χρειαζόταν για να πετάξει το σεντόνι – εξουδετερώνοντας έτσι το ένα πρόβλημα. Εκείνη έβγαλε μια πνιχτή κραυγή και αποτραβήχτηκε αρκετά για να πει: «Είσαι γυμνός.» Αυτό δεν ήταν το ζητούμενο; Προτού ο Γκέιμπ προλάβει να απαντήσει, εκείνη τον φίλησε ξανά, αυτή τη φορά
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
15
πιο τολμηρά. Της έβγαλε αυτό το πράγμα που φορούσε, σχεδόν βλαστημώντας όταν εκείνη χρειάστηκε να αποτραβηχτεί για να το πετάξει στο πλάι. Όμως, κατόπιν επέστρεψε, συνεχίζοντας τα βασανιστικά ελαφρά χάδια της. Εκείνος ανασηκώθηκε, έβαλε τη μία θηλή της στο στόμα του και τη ρούφηξε με δύναμη, μέχρι που οι γοφοί της τινάχτηκαν σπασμωδικά. Κάθε της αντίδραση ήταν τόσο… – ούτε και ο ίδιος δεν ήξερε τι ακριβώς. Ήταν σαν να μην την είχαν αγγίξει ποτέ πριν. Ο Γκέιμπ πήρε την άλλη θηλή της και την ύγρανε με τη γλώσσα του, μέχρι που όλο το κορμί της τραντάχτηκε. Το χέρι του κατέβηκε από την κοιλιά της και έπιασε το σημείο ανάμεσα στο μεταξωτό εσώρουχό της. Ακόμα και με τόσο λίγα προκαταρκτικά, εκείνη ήταν ήδη έτοιμη. Βρήκε την άκρη του υφάσματος και την έπιασε με τα δάχτυλά του, αγγίζοντας ανεπαίσθητα το καυτό κορμί της. Εκείνη έβγαλε μια κραυγή, και ο ίδιος σταμάτησε να την τυραννάει και έσπρωξε ένα δάχτυλό του μέσα της. Όταν ένιωσε την υγρή ζεστασιά της να τον τυλίγει, η επιθυμία του να τη γυρίσει ανάποδα και να βυθιστεί μέσα της παραλίγο να κάνει τον Γκέιμπ να λιποθυμήσει. Όχι. Έπρεπε να προχωρήσει πιο αργά· να την απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε. Χωρίς να βγάλει το δάχτυλό του, πήρε πάλι το ένα στήθος της και το σκέπασε με υγρά φιλιά, ενώ έβαλε και δεύτερο δάχτυλο μέσα της. Ο Γκέιμπ στριφογύρισε τον καρπό του, αναζητώντας το σημείο εκείνο που θα την ξετρέλαινε. Όλο το κορμί της τινάχτηκε, όταν εκείνος βρήκε αυτό που αναζητούσε και το χάιδεψε ανελέητα με τις άκρες των δαχτύλων του. «Ω… ω, Θεέ μου… Νιώθω τόσο… Εγώ ποτέ…» Ποτέ; Χριστέ μου! Αυτή ήταν η καλύτερη βραδιά της ζωής του! Ο Γκέιμπ τύλιξε το ελεύθερο χέρι του γύρω από τη μέση της και την κράτησε σταθερά καθώς συνέχιζε να τη χαϊδεύει, ώσπου εκείνη τεντώθηκε σαν τόξο, τίναξε το κεφά-
16
ΚΑΤΕΕ ROBERT
λι της πίσω και τα νύχια της γαντζώθηκαν στους ώμους του, ενώ κραύγασε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει κάτι πιο όμορφο. Τώρα. Ο Γκέιμπ έπρεπε να την κάνει δική του τώρα. Αλλά τα χέρια της φαίνονταν σαν να μην ήξεραν τι να κάνουν τώρα που είχε φτάσει στην κορύφωση και πετάγονταν από το λαιμό του στους ώμους του και πίσω. Ο Γκέιμπ πονούσε από τη λαχτάρα να κάνει κάτι περισσότερο. «Άγγιξέ με.» Ολόκληρο το κορμί της σφίχτηκε. Εκείνος μόλις που πρόλαβε να αναρωτηθεί μήπως είχε πει κάτι που δεν έπρεπε, και ύστερα εκείνη έβγαλε μια κραυγή. *** Ο άντρας που βρισκόταν στο κρεβάτι μαζί της δεν ήταν ο Νέιθαν. Γεγονός που σήμαινε ότι η Ελ ήταν ολόγυμνη και καβαλούσε με τη θέλησή της τον λάθος άντρα. Πετάχτηκε τόσο απότομα από κοντά του, που έπεσε κατευθείαν κάτω από το κρεβάτι. Είχε ακουστεί κάπως παράξενη η φωνή του όταν την είχε ρωτήσει αν ήταν σίγουρη για αυτό που επρόκειτο να κάνει, αλλά η Ελ ανησυχούσε τόσο πολύ μήπως ρεζιλευτεί, ώστε δεν έδωσε σημασία – εξάλλου, προηγουμένως εκείνος κοιμόταν, και επιπλέον από πού κι ως πού θα ήταν κάποιος άλλος στο κρεβάτι του Νέιθαν; Ωστόσο, τώρα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η φωνή του ήταν διαφορετική. Έπρεπε να αρχίσει να αναπνέει, όμως τον άκουσε να την πλησιάζει εκεί όπου είχε προσγειωθεί σαν το σακί. «Μωρό, τι συμβαίνει;» Μωρό; Παραπατώντας, βρήκε τον τοίχο και κοπάνησε το διακόπτη. Όταν τα φώτα άναψαν, μόνο που δεν έπαθε αποπληξία. «Ω, Θεέ μου.» Πώς κατάφερε και μπέρδεψε τον Νέιθαν μ’ αυτόν τον άντρα; Εντάξει, παραδόξως είχαν παρόμοια σώματα –όπως
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
17
τουλάχιστον φανταζόταν πως ήταν το σώμα του Νέιθαν– και όμοια μαλλιά, αλλά αυτός ο άντρας είχε τατουάζ. Στη θέα του μελανιού, η Ελ παραλίγο να κλάψει. Ακόμα και από αυτή την απόσταση, όμως, καταλάβαινε πως ήταν ζωγραφισμένα με εξαιρετικό τρόπο – έμοιαζαν περισσότερο με μικρά έργα τέχνης και όχι με απλά εντυπωσιακά σχέδια. Χριστέ μου, ο τύπος έμοιαζε να έχει μια πινακίδα νέον πάνω από το κεφάλι του, που κραύγαζε «Κακό Παιδί». Ήταν ακριβώς ο τύπος του άντρα που θα διάλεγε. Αυτό, όμως, τον καθιστούσε τον τύπο του άντρα που είχε ορκιστεί να αποφύγει πάση θυσία. Και είχε σχεδόν κοιμηθεί μαζί του… Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου. Ένα βάρος πίεσε το στήθος της και της ήταν αδύνατον να αναπνεύσει κανονικά. Καθώς προσπαθούσε να πάρει μια ανάσα, αστεράκια χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Θα πέθαινε εδώ μέσα, στο διαμέρισμα του Νέιθαν· θα ανακάλυπταν το γυμνό κορμί της, κι έτσι θα έμενε γνωστή μέχρι το τέλος του κόσμου – ως η γυναίκα που πέθανε κατά τη διάρκεια μιας τσαπατσούλικης αποπλάνησης του λάθος άντρα. Η μητέρα της θα την επανέφερε στη ζωή μόνο και μόνο για να τη σκοτώσει, εξαιτίας της ντροπής που είχε προκαλέσει στην οικογένεια. Η Ελ κλυδωνίστηκε και έπεσε με την πλάτη στον τοίχο. Δεν είχε αρκετό αέρα. Γράπωσε το στήθος της, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να λάβει περισσότερο οξυγόνο. Ένα χέρι άρπαξε το πιγούνι της, αναγκάζοντάς την να κοιτάξει ένα ζευγάρι υπέροχα καστανά μάτια. «Ανάπνευσε, μωρό. Πάρε βαθιά εισπνοή και κράτα την. Τώρα, εκπνοή.» Ο αέρας όρμησε στα πνευμόνια της τόσο απότομα που ζαλίστηκε. Η Ελ ρίγησε από τη δύναμη των δαχτύλων του που κρατούσαν το πιγούνι της. Δεν την πονούσαν, αλλά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τις δυνατότητες που είχαν. Διάολε, δεν το είχε δει ξεκάθαρα πριν από μόλις πέντε λεπτά; «Άσε με ήσυχη» του είπε σφυριχτά, διώχνοντας βίαια τα
18
ΚΑΤΕΕ ROBERT
χέρια του από πάνω της. Εκείνος την άφησε, αλλά δεν απομακρύνθηκε αρκετά. «Τι συμβαίνει;» Τι συμβαίνει; Όλα είχαν πάει στραβά. Υποτίθεται πως αυτή τη στιγμή θα έκανε έρωτα στον Νέιθαν και δεν θα στεκόταν γυμνή μπροστά σ’ έναν άγνωστο. Το βλέμμα του έπεσε στο στήθος της, κι εκείνη προσπάθησε αμέσως να το καλύψει με τα χέρια της. «Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό.» Ίσως όλο αυτό να ήταν ένα όνειρο που είχε προκληθεί από πυρετό. Αυτό ήταν! Μάλλον βρισκόταν ασφαλής στο κρεβάτι της, και στριφογύριζε και τσαλάκωνε τα σεντόνια. Η Ελ έκλεισε τα μάτια της και τα άνοιξε ξανά. Εκείνο το υπερβολικά αρρενωπό πρόσωπο εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην όρασή της, με συνοφρυωμένα τα τέλεια σχηματισμένα χείλη του. Γιατί κοίταζε τα χείλη του; «Ω, Θεέ μου, συμβαίνει πραγματικά!» Ο άντρας σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του, κι αυτή η κίνηση της υπενθύμισε πως ήταν γυμνός. Ενάντια στη θέλησή της, τα μάτια της διερεύνησαν τον υπέροχα γραμμωμένο κορμό του και «κόλλησαν» γύρω από τους γοφούς του. Το γεγονός ότι εκείνος βρισκόταν ακόμα σε διέγερση δεν βοηθούσε την κατάσταση. Ώρα να φεύγεις, Ελ. «Περίμενε.» Την πλησίασε ξανά, αλλά εκείνη οπισθοχώρησε, προσπαθώντας απελπισμένα να αποφύγει το άγγιγμά του. Μόνον ένας Θεός ήξερε τι θα συνέβαινε, εάν έβαζε πάλι τα χέρια του πάνω της. «Σε παρακαλώ, μη φύγεις.» Ο άντρας άπλωσε τα χέρια του, σαν να προσπαθούσε να ηρεμήσει ένα τρομαγμένο άλογο. Στην Ελ δεν άρεσε αυτή η νοητική σύγκριση. Καθόλου. Άρχισε να ξεγλιστράει πλαγίως από κοντά του. «Όλο αυτό ήταν λάθος. Ένα φρικτό λάθος.» Και έπρεπε να φύγει από εκεί. «Σιγά μην ήταν.» Εκείνη άρπαξε τα εσώρουχά της, όμως άλλαξε γνώμη· τα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
19
πέταξε στο πάτωμα και έπιασε το σεντόνι που εκείνος είχε πετάξει από το κρεβάτι. Το τύλιξε στο σώμα της. «Ξέρεις κάτι; Δεν έχει σημασία. Σωστά; Σωστά.» «Ίσως να βοηθούσε, αν μου έλεγες τι συμβαίνει.» Η Ελ πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει το πρόσωπό του. Τι συμβαίνει; Για εκείνη ήταν ολοφάνερο. Παραλίγο να κάνει σεξ μ’ έναν άγνωστο. Εάν εκείνος δεν μιλούσε, θα είχε συμβεί. Η αναπνοή της κόπηκε ξανά, μόνο και μόνο στη σκέψη των συνεπειών. «Δεν είσαι ο Νέιθαν» του είπε πνιχτά. Εκείνος σωριάστηκε βαρύς στο κρεβάτι, ενώ διάφορα συναισθήματα ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του: σοκ· φρίκη· ενοχή· κάτι που έμοιαζε με απογοήτευση. Ακούμπησε τα δάχτυλά της στο στόμα της. «Πρέπει να φύγω. Λυπάμαι.» Κι έπειτα το έβαλε στα πόδια, κλείνοντας την πόρτα απαλά πίσω της.
Κεφάλαιο Δύο Δεν είσαι ο Νέιθαν. Μια απαίσια σκέψη άνθισε στο μυαλό του, μόλις το υπέροχο στόμα της ξεστόμισε αυτά τα λόγια: μήπως παραλίγο να συνευρεθεί με τη φίλη του αδελφού του; Χριστέ μου, του άρεσε κιόλας! Αυτό δεν ήταν καλό. Ο Γκέιμπ πετάχτηκε από το κρεβάτι. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να ξεφύγει έτσι απλά. Όχι δίχως κάποια εξήγηση. Φόρεσε το παντελόνι του και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Φυσικά, το διαμέρισμα ήταν άδειο. Αγνόησε τη φωνούλα μέσα του, που τον διέταζε να τα παρατήσει και να επιστρέψει στο κρεβάτι, πήγε αποφασιστικά προς την άλλη κρεβατοκάμαρα και χτύπησε δυνατά την πόρτα. «Καλά θα κάνεις να είσαι ντυμένος, Νέιθαν.» Όταν ο μικρός αδελφός του απάντησε μ’ ένα μουρμουρητό, ο Γκέιμπ μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο. «Σήκω.» Ο Νέιθαν χώθηκε κάτω από ένα από τα πέντε μαξιλάρια που υπήρχαν στο κρεβάτι του. «Φύγε.» Ο Γκέιμπ τράβηξε απότομα το σκέπασμα και τον χτύπησε στην πλάτη. «Σήκω.» «Τι διάολο;» Ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι στο κομοδίνο του. «Για ποιο λόγο με ξυπνάς τέτοια εξωφρενική ώρα;» «Αυτή τη στιγμή, δεν βγαίνεις με κάποια γυναίκα, σωστά;» Με βάση το ιστορικό του Νέιθαν, οι πιθανότητες για
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
21
κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες, όμως ο Γκέιμπ δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του αν είχε σχεδόν συνουσιαστεί με τη φίλη του αδελφού του. «Τι; Όχι. Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;» «Γνωρίζεις μια ξανθιά, πανέμορφη, με καταπληκτικό σώμα, περίπου σ’ αυτό το ύψος;» Έφερε το χέρι του στο ύψος του ώμου του. Ο Νέιθαν ανασηκώθηκε και έτριψε το πρόσωπο με τα χέρια του. «Ξέρω αρκετές τέτοιες γυναίκες.» «Η συγκεκριμένη μάλλον σε βλέπει με άλλο μάτι.» Ο μικρός αδελφός του μαζεύτηκε. «Η συντονίστριά μου, η Ελ. Γλυκό κορίτσι, πολύ καλή – και αθώα. Μου πετάει υπονοούμενα σαν τρελή για να μου δείξει πως θέλει να της ζητήσω να βγούμε, αλλά εγώ απλά δεν τη βλέπω έτσι.» Γλυκιά. Καλή. Ίσως αυτοί να ήταν οι σωστοί χαρακτηρισμοί, ωστόσο ο Γκέιμπ αμφέβαλλε για το «αθώο» μέρος. Γενικά, μπορεί η Ελ να ήταν καλό κορίτσι, αλλά τα καλά κορίτσια δεν πήγαιναν στο κρεβάτι με την πρόθεση να αποπλανήσουν έναν άντρα. Από την άλλη, όμως, τι ήξερε εκείνος; Ο Γκέιμπ δεν συνήθιζε να σχετίζεται με καλά κορίτσια. «Ελ.» Πάντως, του άρεσε η αίσθηση που άφηνε στη γλώσσα του ο ήχος του ονόματός της, καθώς το πρόφερε. Διάολε, πολύ θα ήθελε να νιώσει και κάτι παραπάνω από το όνομά της στη γλώσσα του. «Γιατί ρωτάς;» Σκέφτηκε να πει ψέματα, αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν θα έπιανε, ειδικά με τον αδελφό του. «Ορκίζεσαι πως δεν τη θέλεις;» «Θα σ’ το έλεγα, εάν την ήθελα.» Ο Νέιθαν μισόκλεισε τα μάτια του. «Τι συμβαίνει;» Ο Γκέιμπ πήρε μια βαθιά ανάσα και του διηγήθηκε τα πάντα. Όταν τελείωσε, ο Νέιθαν γελούσε τόσο δυνατά που το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Θυμήθηκε ξανά το τρομοκρατημένο βλέμμα στο πρόσωπο της Ελ, το τέλειο
22
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Ω!» που σχημάτισαν τα ροζ χείλη της όταν άναψε το φως και τον αντίκρισε, και ο Γκέιμπ μόλις που συγκράτησε την επιθυμία του να γρονθοκοπήσει κάτι – κατά προτίμηση, το πρόσωπο του χαζού αδελφού του. «Δεν βλέπω πού βρίσκεις το γαμημένο αστείο.» «Μόνο σ’ εσένα. Μόνο σ’ εσένα θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο.» Ο Νέιθαν έκανε μια προσπάθεια να σοβαρευτεί, αλλά εξακολουθούσε να χαμογελάει. «Ποτέ δεν την είχα ικανή για κάτι τέτοιο. Έχω εντυπωσιαστεί.» «Χαχαχα! Είναι τόσο αστείο που φρικάρισε τελείως και έφυγε τρέχοντας, χωρίς καν να ντυθεί πρώτα.» Ο Γκέιμπ πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του και σωριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού του Νέιθαν. «Διάολε! Φίλε, πήρε το σεντόνι σου.» Ύστερα από αυτά τα λόγια, ο Νέιθαν σοβάρεψε. «Εάν παραιτηθεί εξαιτίας αυτού του γεγονότος, δεν θα χαρώ καθόλου.» Ώστε δεν ήταν απλά η απώλεια του σεντονιού με τις χίλιες πεντακόσιες χειροποίητες πλέξεις που έσβησε το χαμόγελο από το πρόσωπο του αδελφού του. «Όλο αυτό δεν είναι δικό μου καταραμένο λάθος.» Ο Νέιθαν συνοφρυώθηκε. «Έχεις θυμώσει περισσότερο απ’ όσο θα περίμενα.» Παρόλο που ήταν ο μικρότερος αδελφός, πάντοτε είχε υπάρξει υπερπροστατευτικός με τον Γκέιμπ. Είχαν μόνον ο ένας τον άλλον. Αλλά αυτό δεν σήμαινε πως ο ίδιος ήθελε να φανεί συναισθηματικός ή να εξηγήσει πόσο πολύ πόνεσε, όταν η Ελ «πέταξε» μακριά έπειτα από τη γεύση του Παραδείσου που του χάρισε. «Εγώ, απλά… Είναι διαφορετική.» «Ναι, είναι, και γι’ αυτό δεν θα χαρώ καθόλου εάν παραιτηθεί.» Ο Νέιθαν αναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Υποθέτω πως δεν έφτιαξες καφέ προτού ορμήσεις εδώ μέσα, σωστά; Γιατί είναι ολοφάνερο ότι δεν πρόκειται να κοιμηθώ άλλο απόψε.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
23
«Όχι.» «Σαδιστή.» «Λες και δεν το περίμενες.» Ο Γκέιμπ τον ακολούθησε στην κουζίνα και κάθισε σ’ ένα σκαμπό. Παρακολούθησαν και οι δύο τον καφέ που έπεφτε στην καφετιέρα, σταγόνα σταγόνα. Αφού τον σέρβιρε σε δύο φλιτζάνια, ο Νέιθαν είπε τελικά: «Χαίρομαι που επέστρεψες.» Αυτή τη φορά, ο Γκέιμπ είχε λείψει περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Δεν το είχε σχεδιάσει έτσι, όμως είχαν πάει όλα στραβά στο κλαμπ του Λος Άντζελες. «Χαίρομαι που επέστρεψα.» Ή, τουλάχιστον, χαιρόταν, μέχρι που εμφανίστηκε η Ελ στο κρεβάτι του και έπειτα αντέδρασε σαν να είχε φιλήσει κάποιο τέρας. Δεν ήταν η πλέον ενθαρρυντική αντίδραση. Καθώς έπιναν τον καφέ τους, ο Γκέιμπ παρατήρησε τον αδελφό του: ο Νέιθαν έμοιαζε χάλια. Όχι πως αυτό θα γινόταν εύκολα αντιληπτό από κάποιον άλλον, αλλά ο Γκέιμπ ήταν η οικογένειά του – ήξερε ότι κάτι συνέβαινε στον αδελφό του. Φαινόταν έτσι εδώ και πολύ καιρό, αλλά κάθε φορά που επέστρεφε τον έβρισκε χειρότερα. «Πώς είσαι;» Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους του, όπως έκανε πάντα. «Καλά. Δουλεύω πάνω σε κάτι καινούργιο και μου έχουν σπάσει τα νεύρα.» Ο Γκέιμπ είχε την κρυφή υποψία ότι η πηγή των δεινών του μικρού αδελφού του ήταν κάποια γυναίκα από το παρελθόν τους, όμως ποτέ δεν μιλούσαν γι’ αυτό. «Έτσι λες πάντα, και στο τέλος καταλήγεις να πουλάς αυτό το “κάτι” για ένα σκασμό χρήματα.» «Είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω.» Επιτέλους, χαμογέλασε. «Πώς ήταν το Λος Άντζελες, λοιπόν; Άργησες να επιστρέψεις.» «Χάλια. Ο γενικός διευθυντής που προσέλαβα είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στις όμορφες κοκκινομάλλες με μεγαλύτερο στήθος απ’ ό,τι μυαλό και ξάφριζε το ταμείο. Τελικά,
24
ΚΑΤΕΕ ROBERT
χρειάστηκε να τους απολύσω όλους.» Είχε χρειαστεί ένα μήνα· έναν ολόκληρο αναθεματισμένο μήνα μέχρι να βρει τους σωστούς αντικαταστάτες. «Ωστόσο, ανακάλυψα μια τύπισσα που όντως ξέρει τι κάνει. Η Λιν δεν ανέχεται παιχνίδια από κανέναν.» Ο Γκέιμπ χρειαζόταν κάποιον με μαστίγιο, που θα διατηρούσε σε τάξη όλες εκείνες τις ευέξαπτες σερβιτόρες. «Πόσον καιρό θα μείνεις αυτή τη φορά;» «Δεν έχω ιδέα. Σύντομα, θα πρέπει να πάω και στα υπόλοιπα κλαμπ –να βεβαιωθώ ότι όλα λειτουργούν “ρολόι”. Ξέρεις τώρα, τα συνηθισμένα.» Προσπαθούσε να επισκέπτεται όλα τα κλαμπ που του ανήκαν τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές το χρόνο. Ήταν πολύ εύκολο να ξεφύγει η κατάσταση όταν εκείνος δεν ήταν εκεί. Από την άλλη, όμως, ίσως τώρα να είχε κι έναν επιπλέον λόγο για να παραμείνει στο Σποκέιν. «Λοιπόν, μίλησέ μου για την Ελ.» Ο Νέιθαν ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι του. «Όπως σου είπα και πριν, είναι καλή κοπέλα. Δουλεύει σκληρά, αν και δεν γνωρίζω πολλά για την προσωπική ζωή της. Υπηρετήσαμε μαζί με τον αδελφό της στο Ιράκ. Είναι καλό παιδί και ακόμα καλύτερος στρατιώτης. Μπορώ, λοιπόν, να σου πω από τώρα πως στον Ίαν δεν θα αρέσει το να φλερτάρεις την αγαπημένη του αδελφούλα.» Σε ποιον μεγαλύτερο αδελφό θα άρεσε; Ο Γκέιμπ δεν ήταν ακριβώς ο τύπος του άντρα που οι γυναίκες θα πήγαιναν για να γνωρίσουν στους γονείς τους. Η έντονη ζωή του ήταν αποτυπωμένη πάνω του, από τον τρόπο που συμπεριφερόταν μέχρι τα τατουάζ στο δέρμα του. Πάντα ήταν έτσι. Σ’ αυτή τη σκέψη, σχεδόν γρύλισε. «Εκείνη το ξεκίνησε.» «Έι, δεν διαφωνώ μαζί σου. Το μόνο που σε ρωτάω είναι το εξής: πόσο μακριά σχεδιάζεις να το πας;» Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί. Ο Γκέιμπ ήπιε μια γουλιά από το χλιαρό καφέ. Υπήρχαν τόσες πολλές μεταβλητές σε αυτή την εξίσωση, ώστε δεν ήταν σίγουρος. Το μόνο που ήξερε ήταν πως δεν ήθελε να μείνει με την τελευταία
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
25
εικόνα της Ελ να τρέχει μακριά του. «Δεν ξέρω, αλλά θέλω να μάθω.» «Τότε, υποθέτω ότι θα πρέπει να της ζητήσεις να βγείτε.» Είδε ξανά μπροστά του την έκφραση του προσώπου της. «Αμφιβάλλω ότι θα δεχτεί.» «Και πότε κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα “όχι” σε εμπόδισε να κυνηγήσεις το στόχο σου;» Εάν ο Γκέιμπ πτοούνταν από την κάθε είδους απόρριψη, τότε ποτέ δεν θα άνοιγε το πρώτο κλαμπ του, είτε είχε κληρονομήσει χρήματα είτε όχι. Διάολε, αν ήταν έτσι, δεν θα δημιουργούσε κλαμπ σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Δυτικής Ακτής. Χαμογέλασε. «Σωστή η σκέψη σου, αδελφούλη. Πολύ σωστή.» *** Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου επαναλάμβανε σταθερά μέσα της η Ελ, καθώς οδηγούσε προς το σπίτι, ενώ μόλις που κοίταζε το δρόμο μπροστά της. «Δεν συνέβη αυτό. Αποκλείεται να συνέβη αυτό.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, παρόλο που κάθε κύτταρο του κορμιού της τής φώναζε πως ήταν αλήθεια: όχι μόνον είχε φτάσει σε τέτοιον οργασμό ώστε είχε δει αστεράκια, αλλά και με τον λάθος άντρα. Πώς διάολο δεν είχε καταλάβει ότι ο τύπος που φιλούσε δεν ήταν ο Νέιθαν; Α, μια στιγμή: μάλλον ήταν ο τρόπος που το στόμα του τη μάρκαρε σαν να ήταν δική του, ο οποίος έκανε τα δάχτυλα των ποδιών της να μουδιάσουν και το μυαλό της να αδειάσει. Έμοιαζε με σενάριο σαπουνόπερας, σύμφωνα με το οποίο πλάγιαζε με τον λάθος δίδυμο αδελφό. Υποτίθεται πως αυτά δεν συνέβαιναν στην πραγματική ζωή. Ήταν μια μυθοπλασία τόσο πολύ τραβηγμένη από τα μαλλιά, ώστε δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πιστευτή· ήταν το είδος των σεναρίων που η Ελ περιφρονούσε.
26
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Κι όμως, να που βρισκόταν σε μια ανάλογη κατάσταση. Τελικά, αυτά όντως συνέβαιναν στην πραγματική ζωή. Δεν έφταιγε η ίδια, δικαιολογήθηκε στο εαυτό της. Τα κορμιά τους δεν ήταν πολύ διαφορετικά –διέθεταν τους ίδιους φαρδιούς ώμους– και είχαν ελαφρώς μακριά μαλλιά. Σίγουρα, ο άγνωστος ήταν πιο γεροδεμένος από τον Νέιθαν, αλλά πώς μπορούσε η ίδια να γνωρίζει τι κρυβόταν κάτω από τα πουκάμισα και τα παντελόνια του; Επίσης, τα χείλη τους είχαν την ίδια πονηρή καμπύλη. Η αλήθεια ήταν πως ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε κάνει το ίδιο λάθος. Βέβαια, το γεγονός ότι έχασε το μυαλό της μόλις την άγγιξε δεν τη βοηθούσε και πολύ. Όμως, τελικά, εκείνος δεν έμοιαζε και πολύ με τον Νέιθαν στο αποκαλυπτικό φως της μέρας. Ο τύπος ήταν σημαδεμένος παντού – το πάνω μέρος του κορμιού του ήταν καλυμμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από τατουάζ· με πολύ, πάρα πολύ σέξι τατουάζ… Όχι. Δεν είχε την πολυτέλεια να σκέφτεται έτσι. Όχι ξανά. Όχι, από τη στιγμή που αυτός ο τύπος τής θύμιζε τόσο πολύ τον άθλιο πρώην φίλο της. Ανατρίχιασε. Είχε μόλις τελειώσει το λύκειο και είχε ξελογιαστεί πολύ εύκολα από την εικόνα του «κακού παιδιού» και από το γοητευτικό χαμόγελό του. Και όλα πήγαιναν μια χαρά… μέχρι τη στιγμή που τελικά συμφώνησε να κάνει σεξ μαζί του. Μόλις εκείνος ξεπέρασε το εμπόδιο της παρθενιάς της, του πήρε μόλις σαράντα οκτώ ώρες για να την παρατήσει. Ο πρώην της, ο Τζέισον, ήταν ο λόγος που είχε διαλέξει τον Νέιθαν. Επειδή δεν ήταν ο τύπος του άντρα ο οποίος ξενοκοιμόταν και διότι η ίδια δεν έχανε το μυαλό της όποτε ήταν στον ίδιο χώρο μαζί του. Ο Νέιθαν ήταν ακίνδυνος – σε αντίθεση με τον άγνωστο στο διαμέρισμά του. Έτσι, ενώ ο Νέιθαν ήταν εκλεπτυσμένος και αριστοκρατικός, τα πάντα σ’ εκείνον τον τύπο είχαν την ένδειξη «κακό παιδί», από την
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
27
άγρια εμφάνισή του μέχρι τα καστανά μάτια του, που ήταν σαν να τη ρουφούσαν. Η Ελ ανατρίχιασε. Καταρχάς, για ποιο λόγο κοιμόταν εκεί; Και μάλιστα, στην κύρια κρεβατοκάμαρα; Ο Νέιθαν δεν είχε ποτέ παρέα, αλλά, ακόμα και αν είχε, υπήρχε δωμάτιο φιλοξενουμένων… Σοκαρίστηκε τόσο πολύ, που κόντεψε να βγει από το δρόμο. Κι αν ήταν ο εραστής του Νέιθαν; Δεν είχε δει το αφεντικό της με γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς που εργαζόταν για εκείνον, και η Ελ είχε συμπεράνει πως ήταν ένας ευπρεπής άντρας ο οποίος δεν πηδούσε από κρεβάτι σε κρεβάτι. Κι αν ο λόγος για τον οποίο δεν τον είχε δει ποτέ με γυναίκα ήταν επειδή εκείνος είχε άλλα γούστα; Η σκέψη τής έκοψε την ανάσα. Ω, Θεέ μου, τι θα γινόταν αν το μάθαινε η μητέρα της; Η Ελ δεν θα γλίτωνε ποτέ από την γκρίνια της. Όχι μόνον είχε βγάλει τα ρούχα της μπροστά στον λάθος άντρα, αλλά και αυτός στον οποίο στόχευε ίσως να μην προτιμούσε καν τις γυναίκες… Όμως, αν αυτός ο τύπος πλάγιαζε με το αφεντικό της, τότε γιατί ο Νέιθαν δεν ήταν στο κρεβάτι μαζί του; Το αυτοκίνητό του βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης, οπότε μάλλον ήταν κι αυτός στο σπίτι. Και ο άγνωστος… συμμετείχε σε ό,τι έγινε μεταξύ τους – ή, τουλάχιστον, έτσι της φάνηκε. Από την άλλη, η Ελ είχε ήδη αποδείξει πως οι «κεραίες» που διέθετε για να αντιλαμβάνεται τέτοιες καταστάσεις ήταν κατεστραμμένες. Ωστόσο, ήταν σχεδόν βέβαιη ότι εκείνος δεν θα τα έκανε όλα αυτά, εάν δεν τη θεωρούσε ελκυστική. Μήπως απλά τη λυπήθηκε; Χριστέ μου, το μυαλό της γύριζε σαν σβούρα. Η Ροξάν θα μπορούσε να τη βοηθήσει να βγάλει ένα συμπέρασμα. Το τηλέφωνό της ήταν ακουμπισμένο πάνω από την τσάντα της, στο κάθισμα του συνοδηγού – σιωπηλή υπενθύμιση του ότι είχε υποσχεθεί να τηλεφωνήσει στην καλύτερη φίλη της. Η Ροξάν τής είχε πει εξαρχής πως αυτό το σχέδιο ήταν απαίσια ιδέα – δύσκολα δεν θα της έλεγε «Σου το είπα», κι αυτό
28
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ήταν το τελευταίο που ήθελε να ακούσει η Ελ. Όχι, η Ροξάν μπορούσε να περιμένει μέχρι τη Δευτέρα, που θα έπιναν καφέ, για να ενημερωθεί. Την κατέκλυσε η παράλογη σκέψη να τηλεφωνήσει στη μητέρα της, αλλά η Ελ την κατέπνιξε. Είχε κάνει το λάθος να πάει στη μητέρα της έπειτα από το καταστροφικό φινάλε της με τον Τζέισον, και έκτοτε το μετάνιωνε διαρκώς. Μπροστά της απλωνόταν η υπόλοιπη νύχτα – ατέλειωτες ώρες αδράνειας, στις οποίες απλά θα γέμιζε με άγχος και θα μαστίγωνε τον εαυτό της που έμπλεξε σ’ αυτή την κατάσταση. Έπρεπε να είχε ζητήσει από τον Νέιθαν να βγουν μαζί, όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, αντί να προσπαθήσει να τον εξαναγκάσει. Όμως, τι άλλο να έκανε; Η μητέρα της εξακολουθούσε να της κανονίζει το ένα δείπνο μετά το άλλο με ανιαρούς άντρες –φυσικά, για το δικό της καλό–, και η Ελ προσπαθούσε απελπισμένα να διαλέξει τον κατάλληλο. Τουλάχιστον, όταν ήταν μαζί με τον Νέιθαν δεν έμπαινε στον πειρασμό να δραπετεύσει από το παραθυράκι του μπάνιου… Έστριψε στο στενό της και κοίταξε τριγύρω. Ο δρόμος ήταν έρημος, αφού η ώρα ήταν περασμένη. Σίγουρα, θα έφτανε στην πόρτα του σπιτιού της χωρίς να τη δει κανείς. Ήταν πανεύκολο. Έσφιξε πιο γερά το σεντόνι γύρω από το στήθος της, κούμπωσε το παλτό της, βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε βιαστικά στην εξώπορτα. Μόλις μπήκε μέσα –μακριά από αδιάκριτα μάτια–, σωριάστηκε στο πάτωμα και κουλουριάστηκε σαν μπάλα. «Αυτή είναι η ζωή μου.» Ήταν τόσο θλιβερό… Η Ελ πήρε μια βαθιά ανάσα, παλεύοντας να ελέγξει τον εαυτό της, αλλά μύρισε μόνο το σκαμπρόζικο άρωμα του τύπου με τον οποίο είχε σχεδόν πλαγιάσει. Όρθωσε απότομα το κορμί της. Ω, Θεέ μου. «Και δεν γνωρίζω καν το όνομά του.» Κι έπειτα ξέσπασε σε δάκρυα. Σηκώθηκε και ανέβηκε παραπατώντας τις σκάλες, ενώ συγχρόνως προσπαθούσε
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
29
απεγνωσμένα να βγάλει το παλτό της και το σεντόνι. Σε κάθε σκαλί έβλεπε την εικόνα του. Ένιωθε ακόμα τα χέρια του πάνω της, τις τραχιές παλάμες του που έστελναν ρίγη σ’ όλο το κορμί της. Και το στόμα του… Χριστέ μου, το στόμα αυτού του άντρα πάνω στο στήθος της σχεδόν την είχε αποτρελάνει. Η Ελ άνοιξε με πάταγο την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και όρμησε στο μπάνιο. Δεν περίμενε να ζεσταθεί το νερό, αλλά μπήκε στην μπανιέρα και πήρε το αφρόλουτρο και το σφουγγάρι της. Σαπουνίστηκε και έτριψε το κορμί της όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διώξει από πάνω της κάθε ίχνος της βραδιάς που είχε προηγηθεί. Ωστόσο, όσο δυνατά κι αν έτριβε, ήταν αδύνατον να σβήσει την ανάμνηση των δαχτύλων του μέσα της, των χειλιών του πάνω στα δικά της, των χεριών του που την κρατούσαν σφιχτά. Ο τύπος έμοιαζε σαν να νοιαζόταν αληθινά για εκείνη. Ήταν τελείως άγνωστοι μεταξύ τους. Τι φριχτό αστείο… Συνειδητοποίησε ότι του είχε απολογηθεί. Καθώς έβγαινε από την πόρτα, του είχε στ’ αλήθεια απολογηθεί. Η αγανάκτηση αντικατέστησε τη θλίψη της. Γιατί είχε απολογηθεί; Δεν ήταν δικό της το λάθος. Εκείνος την είχε αφήσει να γελοιοποιηθεί. Ένας άντρας με αρχές –όσο επικίνδυνα γοητευτικός κι αν ήταν– θα είχε σταματήσει την τσαπατσούλικη προσπάθειά της για αποπλάνηση, τη στιγμή που θα την έβρισκε στο κρεβάτι. Κι αυτή ήταν άλλη μια απόδειξη του ότι η Ελ είχε απαίσιο γούστο στους άντρες. Έβαλε το κεφάλι της κάτω από το ντους και έμεινε εκεί για πολλή ώρα, ενώ απέφευγε προσεκτικά να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τον τρόπο με τον οποίο το νερό την καθάριζε και απομάκρυνε από πάνω της την αίσθηση του πανικού. Αρνιόταν να αναλογιστεί πόσο όμορφα την έκανε να αισθανθεί εκείνος ο άντρας· πόσο πολύ εξακολουθούσε να πάλλεται το κορμί της από τον κρυφό πόθο.
30
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Η Ελ βγήκε από το ντους, σκουπίστηκε και φόρεσε μια ξεχειλωμένη μπλούζα. Υπήρχε κάτι που θα την έκανε να νιώσει, έστω και ελάχιστα, καλύτερα αυτή τη στιγμή. Μπήκε βιαστικά στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα, την οποία είχε μετατρέψει σε στούντιο, και τράβηξε απότομα έναν άδειο καμβά. Πιέζοντας τον εαυτό της να μειώσει ταχύτητα, πήρε το καβαλέτο της και, με αποφασιστικές πινελιές, άρχισε να σχηματίζει τη βάση πάνω στην οποία θα δημιουργούσε την τελική εικόνα. Αφού διάλεξε μια από τις αγαπημένες φωτογραφίες της συλλογής της –έναν πανέμορφο άντρα χωρίς μπλούζα, με τέλειους κοιλιακούς–, έβαλε ένα ποτ-πουρί με αγαπημένα κομμάτια κλασικής μουσικής. Αργά, πολύ αργά, η ένταση εγκατέλειψε τους μυς της, την ώρα που άρχισε να προσεγγίζει το θέμα της. Όλα θα πήγαιναν καλά. Έπρεπε να πάνε καλά. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Ελ αφέθηκε και επέτρεψε στον εαυτό της να χαλαρώσει μέσα από τη ζωγραφική. Για κάμποση ώρα, οι μοναδικές κινήσεις της ήταν το βούτηγμα του πινέλου, οι πινελιές στον καμβά, ο συνδυασμός των χρωμάτων. Η καλλιτεχνική δημιουργία της εξελισσόταν αργά, και αποτυπώθηκε στο γυμνό στέρνο ενός άντρα. Ήταν ένα όμορφο στέρνο, με φαρδιούς ώμους που κατέληγαν σε μια στενή μέση. Ωστόσο, δεν έμοιαζε με σώμα κολυμβητή, όπως του άντρα στη φωτογραφία – οι μύες ήταν πιο ογκώδεις σε σχέση με τη λυγερή κορμοστασιά της φωτογραφίας. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Γιατί αυτό το στέρνο τής φαινόταν τόσο γνωστό; Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας τη χτύπησε εφιαλτικά αργά. Ω, Θεέ μου, ήταν εκείνος! Με μια κραυγή, πέταξε το πινέλο της στην άλλη άκρη του δωματίου. Όλο αυτό ήταν γελοίο. Επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της για να μην πετάξει τη ζωγραφιά στα σκουπίδια και βάλει φωτιά στον καμβά. Η Ελ άρπαξε ένα από τα πρόχειρα σεντόνια που χρησιμοποιούσε για να σκεπάζει
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
31
τη μοκέτα. Με προσεκτικές, γρήγορες κινήσεις, κάλυψε τον καμβά με αυτό, κι έπειτα γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της. Η αποψινή βραδιά ήταν αληθινή. Και είχε ολοκληρωθεί. Σύντομα, θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τις συνέπειες. Αλλά όχι ακόμα. Αύριο ήταν μια άλλη μέρα, και θα τη διαχειριζόταν όταν θα έφτανε η ώρα. Παρά τις εμψυχωτικές κουβέντες, οι αναμνήσεις εξακολουθούσαν να συνωστίζονται στην άκρη του μυαλού της, και τη γυρόφερναν σαν καρχαρίες οι οποίοι μύριζαν αίμα στο νερό και περίμεναν ένα λάθος βήμα για να την κάνουν κομμάτια.
Κεφάλαιο Τρία «Τι έκανες, λέει;» Δίχως να ανασηκώσει το βλέμμα της, η Ελ συνέχισε να καταστρέφει τη χαρτοπετσέτα της· τη βοηθούσε να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο πέρα από τη δύσπιστη μελαχρινή που καθόταν αντικριστά στο τραπέζι. «Ξέρεις τι – αυτό που συζητήσαμε.» «Πλάγιασες με τον…» Η Ροξάν κοίταξε τριγύρω και χαμήλωσε τη φωνή της. «Πλάγιασες με τον Νέιθαν;» Μπορούσε να ουρλιάξει λέγοντας αυτά τα λόγια – δεν υπήρχε κανείς άλλος στην καφετέρια εκτός από τη Μαρτζ, και η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν σχεδόν κουφή. Η Ελ ξανάρχισε το καταστροφικό έργο της, σκίζοντας τη χαρτοπετσέτα σε συμμετρικά τετραγωνάκια. «Όχι.» «Ω, δόξα τω Θεώ. Για ένα δευτερόλεπτο πίστεψα πως είχες χάσει τα λογικά σου και ότι πραγματικά το αποτόλμησες.» Η Ελ πίεσε τον εαυτό της για να αντικρίσει τα πράσινα μάτια της Ροξάν. Πάντα θεωρούσε πως ήταν πολύ πιο εξωτικά από τα δικά της, τα κλασικά γαλανά μάτια. Και, ναι, αναμφισβήτητα προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. «Δεν πλάγιασα με τον Νέιθαν… Εννοώ, σχεδόν πλάγιασα. Όμως… όποιος κι αν ήταν εκείνος με τον οποίο βρέθηκα στο κρεβάτι, σίγουρα δεν ήταν ο Νέιθαν.» Στη σκέψη τού τι είχε συμβεί, το στομάχι της σφίχτηκε από θυμό. Η αποτυχημένη απόπειρα ζωγραφικής και μια ολόκληρη μέρα αφιερωμένη στο εξονυχιστικό καθάρισμα από το
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
33
ταβάνι έως το πάτωμα δεν την είχαν βοηθήσει να συμβιβαστεί με τα γεγονότα. Όχι μόνο δεν είχε καταλάβει πως ο άντρας με τον οποίο είχε έρθει πολύ κοντά δεν ήταν ο Νέιθαν, αλλά το είχε απολαύσει κιόλας. Κι αυτό ήταν απαράδεκτο. Πάντως, δεν ήταν δικό της το φταίξιμο – επέμενε πεισματικά σε αυτό. Ήταν αδύνατον να γνωρίζει ότι εκείνος που την άγγιζε και ο οποίος έβαλε φωτιά στο κορμί της δεν ήταν ο Νέιθαν. Για όνομα του Θεού, ψιθύρισε ακόμα και το όνομά του προτού ξαπλώσει δίπλα του, και εκείνος της απάντησε – εντάξει, το ψιθύρισε πολύ σιγά, αλλά εκείνος της απάντησε αναστενάζοντας. Τουλάχιστον, όμως, είχε κάνει αυτό που έπρεπε. Ο άγνωστος άντρας ήταν αυτός που έπρεπε να τη σταματήσει, από τη στιγμή που εκείνη τον άγγιξε. Ναι, αναμφίβολα, ήταν δικό του λάθος. Όσο κι αν της άρεσε αυτή η εκδοχή, μισούσε την προδοτική αντίδραση του κορμιού της κάθε φορά που τολμούσε έστω και να σκεφτεί το πρόσωπό του. Η αίσθηση μαζί του ήταν τόσο όμορφη, που αναρωτιόταν πόσο ωραιότερο θα ήταν το κανονικό σεξ μαζί του – κάτι που ήταν και πάλι τελείως απαράδεκτο. Η Ροξάν χλόμιασε κάτω από το τέλειο μαύρισμά της. «Γλυκιά μου, νομίζω πως πρέπει να κάνεις μια προσπάθεια και να μου τα διηγηθείς από την αρχή.» Δεν το ήθελε αυτό καθόλου, μα καθόλου, αλλά δεν μπορούσε να τα βάλει με το βλέμμα που είχε το πρόσωπο της φίλης της. «Ο Νέιθαν είπε πως θα δούλευε σ’ ένα καινούργιο σχέδιο το Σαββατοκύριακο, κι έτσι σκέφτηκα ότι ήταν η τέλεια ευκαιρία. Μέχρι που πήγα και αγόρασα» –χαμήλωσε τη φωνή της– «εσώρουχα.» Τα οποία είχε παρατήσει εκεί. Το πρόσωπο της Ελ κοκκίνισε. Δεν ήταν καλύτερη απ’ τη Σταχτοπούτα, που είχε αφήσει το γυάλινο γοβάκι της στο χορό σαν προσκλητήριο. Δεν υπήρχε τρόπος για να το κρατήσει κρυφό από τον Νέιθαν. Άλλη μια ασυγχώρητη αμαρτία που καταλόγιζε στον άγνωστο άντρα.
34
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Συνέχισε…» Ας αποκάλυπτε, λοιπόν, την ταπείνωσή της για να ξεμπερδεύει. Η Ελ ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ λάτε της και κόντεψε να πνιγεί από το καυτό υγρό. Σύμφωνοι, δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα. Αλλά, εδώ που τα λέμε, ούτε η ιδέα της για το βράδυ του Σαββάτου ήταν η καλύτερη. «Τον… αποπλάνησα ή κάτι τέτοιο. Όπως και να έχει, καταλήξαμε μαζί στο κρεβάτι. Νόμιζα πως ήταν ο Νέιθαν.» Και ήταν υπέροχα. Περισσότερο κι από υπέροχα. Οι μηροί της σφίχτηκαν, μόλις θυμήθηκε πώς ένιωσε όταν ο Νέιθαν – αλλά δεν ήταν ο Νέιθαν. «Ήταν ένας καταραμένος άγνωστος, κι αυτός ο… αυτός ο… κόπανος με άφησε να συνεχίσω.» Η Ροξάν ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Κάνω λάθος ή μόλις ξεστόμισες μια βρισιά;» Ωστόσο, η Ελ παραήταν απορροφημένη από τα προβλήματά της για να ανησυχήσει μήπως έβρισε. Πώς θα αντιμετώπιζε τον Νέιθαν; Τι θα γινόταν εάν εκείνος του ανέφερε κάτι; Ω, Χριστέ μου. Η μέρα προμηνυόταν σκέτη κόλαση. Θεέ μου, κι αν εκείνος γνώριζε ήδη το τι είχε συμβεί, και την απέλυε γι’ αυτό; Η δουλειά στην γκαλερί ήταν η ζωή της – δεν ήθελε να τη χάσει. «Νομίζω πως θα πεθάνω από την ντροπή. Μπορεί να συμβεί αυτό, σωστά; Μάλλον, γιατί μου συμβαίνει ήδη αυτή τη στιγμή.» «Απλά γίνεσαι μελοδραματική. Τι έγινε, λοιπόν; Με ποιον βρέθηκες στο κρεβάτι, αφού δεν ήταν ο Νέιθαν;» Συνοφρυώθηκε. «Και πώς κατάφερες να προχωρήσεις, χωρίς να καταλάβεις ότι ήταν ο λάθος άντρας;» «Ήταν σκοτεινά στο δωμάτιο.» «Μάλιστα. Υπάρχει αυτό το πραγματάκι, που το λένε “διακόπτη για το φως”. Δοκίμασέ το κάποια στιγμή.» «Νόμιζα πως έτσι θα ήταν ευκολότερο.» Ακούστηκε χαζό μόλις το είπε δυνατά, αλλά ήταν αλήθεια. Εάν ο Νέιθαν την απέρριπτε, δεν ήθελε να τον κοιτάζει –ή να του επιτρέψει να τη δει σχεδόν γυμνή– όταν θα το έκανε.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
35
«Ήταν τόσο εύκολο, που πήδηξες τον λάθος άντρα.» Μόλις η Ελ μαζεύτηκε, η Ροξάν κάθισε πίσω και σκέπασε το στόμα της με το χέρι. «Συγγνώμη. Μου ξέφυγε.» «Δεν πειράζει. Μπορεί σε –ας πούμε– δεκαπέντε χρόνια να γελάμε μ’ αυτό.» Όχι, όμως, τώρα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Διάολε, ακόμα ένιωθε την αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Επιτέλους, ποιος τύπος άντρα θα επέτρεπε σε μια άγνωστη γυναίκα να έρθει στο κρεβάτι του; Έπρεπε να την είχε σταματήσει! Η Ελ κούνησε το κεφάλι της. Ήταν ανώφελο να σπαταλάει άλλο το χρόνο της αναλογιζόμενη εκείνη τη βραδιά. Ήταν καιρός να προχωρήσει στη ζωή της – και να δει πώς θα διαχειριζόταν τη ζημιά. «Οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο τύπος αυτός, μάλλον πρόκειται για κάποιον φίλο του Νέιθαν που κοιμήθηκε εκεί. Δεν τον είχα ξαναδεί.» Και, με λίγη τύχη, ούτε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. «Είμαι σίγουρη πως έχεις δίκιο.» Η Ροξάν χαμογέλασε, αλλά με το χαμόγελο του διοργανωτή δεξιώσεων – λαμπρότερο από τον ήλιο και τελείως προσποιητό. «Τι θα κάνεις με τον Νέιθαν;» Ήταν η ερώτηση της ημέρας. Η Ελ έφερε στο μυαλό της τις στενόμακρες γωνίες του προσώπου του, τα εντυπωσιακά γαλανά μάτια του και τα ξανθωπά μαλλιά του, το μήκος των οποίων τούς προσέδιδε μια ατημέλητη χροιά, χωρίς ωστόσο να κρύβουν την καλλιεργημένη αύρα του. Η εικόνα θόλωσε και αντικαταστάθηκε από τον άγνωστο του σαββατόβραδου. Εκείνος δεν ήταν καθόλου εξευγενισμένος, με όλα εκείνα τα τατουάζ, τους μυς και τη μύτη που ήταν φανερό πως είχε σπάσει περισσότερες από μία φορές. Ήταν ακριβώς το αντίθετο από όλα όσα αναζητούσε σε έναν άντρα – ήταν το είδος του αρσενικού που, όπως είχε ήδη μάθει, δεν ήταν ο κατάλληλος τύπος για σταθερή σχέση. Αυτό ακριβώς δεν της είχε πει και η μητέρα της, όταν η Ελ τής είχε εκμυστηρευτεί τα καθέκαστα για τον Τζέισον; Είχε δίκιο τότε, είχε δίκιο και τώρα.
36
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Μόλις η Ελ εξομολογήθηκε αυτές τις σκέψεις της, η Ροξάν γύρισε τα μάτια της. «Ω, σε παρακαλώ. Μη σε ξεγελάει η μαμά σου. Δεν ξέρει τι χρειάζεσαι.» Σίγουρα, η μαμά της είχε κάνει κάποιες κακές επιλογές στους άντρες που κανόνιζε να της γνωρίσει, όμως όλοι τους ήταν αξιοπρεπείς και έντιμοι· ήταν άντρες που θα φρόντιζαν μια γυναίκα και τα μελλοντικά παιδιά τους· ήταν άντρες που δεν θα έκαναν την Ελ να κλάψει και δεν θα της ράγιζαν την καρδιά. «Κάνεις λάθος. Αυτός ο τύπος είναι μπελάς.» Μάλλον ήταν, για να τον θέλει τόσο πολύ η Ελ. Μια φωνή μέσα της τής ψιθύρισε ότι ο Νέιθαν δεν θα άφηνε έναν μεγαλέμπορο ναρκωτικών να κοιμηθεί στο διαμέρισμά του, αλλά η Ελ την κατέπνιξε. Χαμογέλασε επίσης προσποιητά. «Και, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, δεν θα γίνει τίποτα με τον Νέιθαν. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον είναι γκέι, κι εκείνος ο τύπος ήταν ο εραστής του ή κάτι τέτοιο. Απλά θα ξεχάσω ότι συνέβη καν.» «Μην ξεχάσεις να μου πεις πώς θα το κάνεις αυτό.» Η Ροξάν τής χάιδεψε ξανά το χέρι και ήπιε την παγωμένη μόκα της. Ήταν μυστήριο το ότι έπινε αυτό τον καφέ και δεν πάθαινε καρδιακή προσβολή. «Ξέρεις, ένα μέρος του εαυτού μου θέλει να σου πει “σ’ τα ’λεγα”, αλλά ακούγεται πολύ αγενές.» Ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι της και συνοφρυώθηκε. «Ακόμα κι εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ μια τέτοια εξέλιξη. Μπράβο σου γι’ αυτό.» «Ροξάν.» «Τι; Βασικά, εντυπωσιάστηκα – σοκαρίστηκα μεν, ωστόσο εντυπωσιάστηκα. Παρεμπιπτόντως, ο Νέιθαν δεν είναι γκέι. Μια φίλη μου έβγαινε μαζί του πριν από λίγα χρόνια. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.» Έσκυψε πάλι κοντά στην Ελ, χτυπώντας ρυθμικά τα τέλεια βαμμένα νύχια της στην επιφάνεια του τραπεζιού. «Λοιπόν… πόσο προχώρησες, προτού συνειδητοποιήσεις ότι ο άντρας εκείνος δεν ήταν ο Νέιθαν;» «Αρκετά.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
37
Τα πράσινα μάτια της Ροξάν άστραψαν. «Ενδιαφέρον ακούγεται. Ήταν καλός;» Το «καλός» δεν πλησίαζε καν την πραγματικότητα. Η Ελ ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο έντονα, ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να είναι έτσι, αλλά ντρεπόταν υπερβολικά να παραδεχτεί δυνατά ότι το είχε απολαύσει, ακόμα και στην ίδια τη Ροξάν. «Δεν θα απαντήσω σ’ αυτό.» Η Ροξάν χτύπησε πάλι ρυθμικά τα νύχια της πάνω στο τραπέζι, επαναφέροντας έτσι την Ελ στο παρόν. «Πώς υποτίθεται ότι θα μάθω από τα λάθη σου, αν δεν μιλήσεις για αυτά;» «Δεν θα μάθεις.» Η Ελ άρπαξε την τσάντα της και ψαχούλεψε το πορτοφόλι της. Πέταξε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω, αν θέλω να μην αργήσω.» Αν και σήμερα θα προτιμούσε να πάει οπουδήποτε αλλού εκτός από τη δουλειά… «Θα μιλήσουμε γι’ αυτό, ακόμα κι αν χρειαστεί να σε δέσω χειροπόδαρα.» Η Ροξάν σηκώθηκε. Ήταν αδύνατον να τη φανταστεί να δένει κάποιον χειροπόδαρα με τη στενή φούστα που φορούσε, αλλά η Ελ ήξερε πως μεταμορφωνόταν όταν έβαζε ένα στόχο· γινόταν ασυγκράτητη, και Θεέ μου φύλαγε όποιον έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο της. «Απλά χρειάζομαι χρόνο για να τα επεξεργαστώ όλα αυτά.» Ήλπιζε πως, αν καθυστερούσε αρκετά, η Ροξάν θα την άφηνε ήσυχη. Εκείνη γέλασε καθώς αγκάλιασε την Ελ, τυλίγοντάς την με το άρωμά της. «Μπορείς να το καθυστερήσεις όσο θέλεις, αλλά, όταν σε ποτίσω με Μαρτίνι, τότε θα μιλήσεις. Την ερχόμενη Παρασκευή έχουμε γυναικεία έξοδο, το ξέχασες;» Να πάρει…Το χειρότερο ήταν πως είχε δίκιο: η Ελ όντως δεν άντεχε το ποτό. Την τελευταία φορά που βγήκαν έξω, η Ροξάν την παρέσυρε σε ένα καραόκε πάρτι, με την υπόσχεση ότι απλά θα κάθονταν σ’ ένα τραπέζι και θα παρακολουθούσαν. Έπειτα από δύο Μαρτίνι, η Ελ αποφάσισε
38
ΚΑΤΕΕ ROBERT
πως ήταν ροκ σταρ και τραγούδησε το Βγάλ’ τα Όλα. Ακόμα προσπαθούσε να το ξεχάσει. «Μην ανησυχείς, αυτή τη φορά δεν θα πάμε για καραόκε.» Η Ροξάν συνέχισε, μ’ ένα ανησυχητικά αθώο χαμόγελο στο πρόσωπό της: «Θα βρω κάποιο ωραίο και ήσυχο μέρος για να μοιραστείς μαζί μου όλες τις ζουμερές λεπτομέρειες.» Η Ελ αποφάσισε πως δεν θα έπινε περισσότερο από ένα Μαρτίνι και ότι θα έστρεφε τη συζήτηση της Παρασκευής στη δουλειά της Ροξάν, που εργαζόταν ως διοργανώτρια πάρτι. Η γυναίκα αυτή γινόταν τρομακτική στην προσπάθειά της να τα οργανώσει όλα στην εντέλεια. «Καλό ακούγεται.» «Είσαι φρικτή ψεύτρα, αλλά δεν πειράζει. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους σε λατρεύω.» Προσποιήθηκε πως φίλησε τα μάγουλα της Ελ και βγήκε με ορμή από την πόρτα. Η Ελ κούνησε το κεφάλι της, έβαλε την τσάντα στον ώμο της και κατευθύνθηκε προς την γκαλερί, που βρισκόταν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Παρόλο που ήταν ακόμα πρωί, ο ουρανός ήταν ξάστερος και γαλανός, και θύμιζε καλοκαίρι. Της πέρασε από το μυαλό η σκέψη να τηλεφωνήσει και να προσποιηθεί ότι ήταν άρρωστη, να επιστρέψει στο πάρκινγκ για το αυτοκίνητό της και να οδηγήσει προς μια από τις λίμνες της περιοχής. Η προοπτική να ξαπλώσει σε μια πετσέτα και να χαζέψει τα κρουαζιερόπλοια φάνταζε πολύ πιο ελκυστική από το να αντιμετωπίσει τον Νέιθαν. Όμως, δεν θα δείλιαζε. Η Ελ λάτρευε τη δουλειά της. Ο Νέιθαν ήταν ιδανικό αφεντικό και το γεγονός ότι εργαζόταν σ’ ένα χώρο τέχνης, για την οποία είχε μεγάλο πάθος, ήταν παράδεισος για αυτήν. Ίσως τελικά να είχε δίκιο η Ροξάν: δεν έπρεπε να είχε μπερδέψει τη δουλειά με την ευχαρίστηση. Αλλά δεν είχε νόημα το να ανησυχεί πια γι’ αυτό· εφόσον τα είχε θαλασσώσει, δεν θα χρειαζόταν να βρει μια ισορροπία ανάμεσα σε μια ενδεχόμενη σχέση και τη δουλειά, αφού, μόλις ο Νέιθαν θα μάθαινε τα καθέκα-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
39
στα, θα έχανε κάθε ιδέα για εκείνη και δεν θα ήθελε να βγει μαζί της. Με σκυφτούς ώμους, έβγαλε τα κλειδιά της και σταμάτησε μπροστά στα τεράστια παράθυρα της γκαλερί. Οι επιβλητικοί θαλάσσιοι πίνακες είχαν αντικατασταθεί από μια καινούργια σειρά, την οποία δεν είχε ξαναδεί. Πλησίασε στην τζαμαρία και τους κοίταξε προσεκτικά: ήταν αιφνιδιαστικά σκοτεινοί, και διαπίστωσε πως αναπαριστούσαν σκηνές από την Κόλαση του Δάντη. Το συγκεκριμένο θέμα δεν άρεσε ποτέ ιδιαίτερα στην Ελ, αλλά όφειλε να παραδεχτεί πως τα κομμάτια που είχε επιλέξει ο Νέιθαν ήταν επιβλητικά, ακόμα κι αν την έκαναν να θέλει να αποστρέψει το βλέμμα της. Η πόρτα άνοιξε και ο εν λόγω άντρας βγήκε έξω. Η Ελ προσπάθησε να επικεντρωθεί στον Νέιθαν, αλλά η προσοχή της επέστρεφε στον κεντρικό πίνακα – σ’ εκείνον ο οποίος απεικόνιζε το δεύτερο κύκλο της Κόλασης. Στο προσκήνιο δέσποζε ένα ζευγάρι, μάλλον γυμνό, αν και ήταν δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς από τον τρόπο με τον οποίο ο άνεμος ανακάτευε τα μαλλιά τους γύρω από τα κορμιά τους· ο ένας προσπαθούσε να αγγίξει τον άλλον και η απελπισία διαπότιζε την ύπαρξή τους, ενώ τα ακροδάχτυλά τους αδυνατούσαν να αγγιχτούν μεταξύ τους, παρόλο που βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Ήταν μία από τις πιο σπαρακτικές εικόνες που είχε αντικρίσει ποτέ. «Πώς σου φαίνεται;» Όποτε ο Νέιθαν αποκτούσε κάτι καινούργιο, της έκανε την ίδια ερώτηση. Η Ελ ξεροκατάπιε, τον κοίταξε με την άκρη των ματιών της και αναρωτήθηκε αν γνώριζε τι είχε συμβεί το βράδυ του Σαββάτου. Λογικά, αν ήξερε, θα ανέφερε κάτι, σωστά; Γιατί, όσο άσχημο κι αν ήταν το γεγονός ότι κόντεψε να κάνει σεξ μ’ έναν φίλο του –ή, Θεός φυλάξοι, με τον εραστή του–, θα ήταν ακόμα χειρότερο αν το ήξερε ο Νέιθαν. Κι αυτό διότι τότε δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσει να αποκρύψει
40
ΚΑΤΕΕ ROBERT
το γεγονός ότι είχε προσπαθήσει να κάνει σεξ μαζί του. Όμως, εκείνος ήταν τελείως απορροφημένος από τον πίνακα. Εντάξει, κι εκείνη μπορούσε να φερθεί ανάλογα. «Δεν ήξερα ότι θα παρουσίαζες έναν καινούργιο ζωγράφο.» «Ούτε εγώ το ήξερα.» Γέλασε. «Αλλά έπεσα πάνω σ’ αυτούς τους πίνακες σε μια τοπική έκθεση, και δεν μπόρεσα να αντισταθώ.» Μελέτησε τον τόνο της φωνής του, αλλά δεν αντιλήφθηκε κάτι. Δεν υπήρχε κανένα κρυμμένο νόημα σ’ αυτά που της είχε πει. Όμως, συνέχισε να τον παρατηρεί, αναμένοντας κάποιο σημάδι που θα έδειχνε ότι ο Νέιθαν γνώριζε τι είχε συμβεί. Όταν εκείνος απλά της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο προσδοκία, περιμένοντας να ακούσει τη γνώμη της για τους πίνακες, η Ελ συνειδητοποίησε πως τελικά δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξέρει και να εξακολουθεί να είναι τόσο… Νέιθαν. Στράφηκε προς τον πίνακα και είπε: «Είναι…» Τρομακτικοί. Πανέμορφοι. Τόσο, μα τόσο σκοτεινοί. «…ακαταμάχητα επιβλητικοί.» Στην αντανάκλαση της τζαμαρίας, το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. «Από σένα αυτό είναι μεγάλο κομπλιμέντο.» «Ξέρεις πως λατρεύω όλα όσα κάνεις.» Συνειδητοποίησε αυτό που μόλις του είχε πει και κοκκίνισε. Ίσως να άνοιγε η γη και να την κατάπινε. «Εννοώ… εμ… ξέρεις τι εννοώ.» «Ξέρω.» Ο Νέιθαν γέλασε, την έπιασε από τον αγκώνα και την πήγε προς την είσοδο. «Πάμε. Έχουμε να συζητήσουμε πολλά για την επερχόμενη έκθεση στην γκαλερί.» Καθώς την τραβούσε από την είσοδο μέσα στην γκαλερί, η Ελ ανησύχησε εκ νέου και ένιωσε ναυτία. Πάντως, δεν υπήρχε λόγος για να ανησυχεί, γιατί ήταν φανερό πως ο Νέιθαν δεν γνώριζε τίποτα. Ο σφυγμός της έγινε πιο γρήγορος. Με λίγη τύχη, ίσως εκείνος να μην το μάθαινε ποτέ. Το συνεργείο καθαρισμού ερχόταν μόνο τα βράδια της Δευτέρας και της Παρασκευής,
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
41
κι έτσι υπήρχε ακόμα χρόνος για να τρυπώσει κρυφά στο διαμέρισμά του και να αρπάξει τα εσώρουχά της, προτού το συνεργείο τον ειδοποιούσε το επόμενο πρωί. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της: απέμεναν μόλις τέσσερις ώρες μέχρι το διάλειμμα για μεσημεριανό – τότε ήταν που θα επιχειρούσε να τρυπώσει στο διαμέρισμα. Μέχρι τότε, μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Σωστά;
Κεφάλαιο Τέσσερα Ο Γκέιμπ καθόταν μέσα στο αυτοκίνητό του και κοίταζε αφηρημένα το δρόμο, ενώ αναρωτιόταν μήπως είχε χάσει το καταραμένο μυαλό του. Αυτή η γυναίκα –η Ελ– δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Διάολε, είχε κυριολεκτικά ορμήσει έξω από το δωμάτιο, στριγκλίζοντας, μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ο Νέιθαν. Πέρα απ’ αυτό, δεν μπορούσε να αγνοήσει το πόσο πολύ είχε απολαύσει την επαφή μαζί της. Η Ελ ήταν το ακριβώς αντίθετο από τις γυναίκες που είχε συνηθίσει. Κανονικά, αυτή η διαφορά έπρεπε να του προκαλέσει δυσαρέσκεια –ή, τουλάχιστον, να του δημιουργήσει μόνο μια σχετική περιέργεια–, αλλά δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τη σκέψη ότι ίσως άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί μαζί της. Εξάλλου, ο Νέιθαν θεωρούσε πως η ιδέα να την κυνηγήσει ήταν εξαιρετική. Ο Γκέιμπ αποφάσισε να ξεχάσει όλες τις υπόλοιπες χαζές ιδέες του Νέιθαν μόλις μπήκε στην γκαλερί. Τελικά, όμως, υπήρχε η σοβαρή πιθανότητα να ήταν κι αυτή η ιδέα χαζή. Χριστέ μου, τι σκεφτόταν; Εκείνη δεν θα δεχόταν να βγει μαζί του. Κανονικά, έπρεπε απλά να της ζητήσει συγγνώμη και να εξαφανιστεί για τα καλά από τη ζωή της. Ναι, αυτή ήταν μια υποφερτή ιδέα. Καλύτερη από την προηγούμενη. Με αυτό το σχέδιο κατά νου, περιπλανήθηκε μέσα στην γκαλερί. Είχαν περάσει έξι μήνες από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ, και ο Γκέιμπ εντυπωσιάστηκε από τη συλλογή του αδελφού του – όπως πάντα, άλλωστε.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
43
Αν και σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούσε την τέχνη, δεν μπορούσε να αρνηθεί πως το μάτι του αδελφού του «έκοβε» σ’ αυτό τον τομέα. Ο Γκέιμπ προτιμούσε κυρίως τα μεταλλικά γλυπτά, αλλά εκτιμούσε την ευκαιρία που έδινε ο Νέιθαν στους καλλιτέχνες, εκθέτοντας τη δουλειά τους στις γκαλερί του. Δεν ήταν παράξενο, λοιπόν, το ότι αυτά τα αναθεματισμένα κομμάτια πωλούνταν σε εξωφρενικές τιμές. «Βλέπετε κάτι που σας αρέσει;» Εκείνος γύρισε, και έμεινε άλαλος μόλις αντίκρισε την Ελ ντυμένη με μια πρωτότυπη ροζ φούστα, που ανεδείκνυε τα υπέροχα πόδια της, και με μια αμάνικη ριγέ μπλούζα – σαφώς βελτιωμένη εμφάνιση, σε αντίθεση με τα μετάξια και τις δαντέλες. Ναι. Ο Γκέιμπ ήταν βέβαιος πως έβλεπε κάτι που του άρεσε. Πολύ. Αν και τα ρούχα της δεν ήταν εφαρμοστά πάνω της, δεν μπορούσε να διώξει την εικόνα του γυμνού κορμιού της από το μυαλό του. Ο ανδρισμός του σκλήρυνε, παρά τη θέλησή του. «Εσύ.» Τα γαλανά μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έκανε κυριολεκτικά ένα βήμα πίσω. «Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» Δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα αποκαλούσε κάποιος «θερμό καλωσόρισμα», αλλά τουλάχιστον δεν φώναξε την αστυνομία. Ο Γκέιμπ θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. «Ήρθα για να αγοράσω έναν πίνακα.» Η Ελ ρουθούνισε – μάλλον κατά λάθος, αφού κοκκίνισε αμέσως. Ίσιωσε τη φούστα με τα χέρια της, τραβώντας πάλι το βλέμμα του όταν με την κίνηση αυτή διαγράφηκαν οι γοφοί της. Ο Γκέιμπ θα έκοβε το αριστερό του χέρι μόνο και μόνο για να τους αγγίξει για μια ακόμα φορά. «Σταμάτα.» Σήκωσε το βλέμμα του απότομα και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Τι να σταματήσω;» Στ’ αλήθεια θα τον κατηγορούσε ότι την κοίταζε ξελιγωμένα, σαν γερο-ανώμαλος; «Είσαι…» Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες και το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή από το σφίξιμο, όμως αμέ-
44
ΚΑΤΕΕ ROBERT
σως μετά του χαμογέλασε. Ήταν παράξενο, αλλά, παρόλο που τα χείλη της ανασηκώθηκαν, φαινόταν ακόμα έξαλλη. «Ποιον πίνακα έχεις υπ’ όψιν σου;» Ο τόνος της φωνής της Ελ μαρτυρούσε ότι αμφέβαλλε πως εκείνος είχε τα χρήματα για να τον πληρώσει. Η περιφρονητική συμπεριφορά της πλήγωσε την περηφάνια του. Αυτή η γκόμενα δεν γνώριζε τίποτα για εκείνον. Το μόνο που έβλεπε ήταν το χτυπημένο πρόσωπο και τα τατουάζ, και είχε συμπεράνει πως ο ίδιος ήταν ένα σκουπίδι. Στην πραγματικότητα, ο Γκέιμπ μπορούσε να αγοράσει όλους τους πίνακες που βρίσκονταν σ’ αυτή την αναθεματισμένη γκαλερί, με περισσή άνεση. Έτριξε τα δόντια του, στράφηκε προς τους πίνακες που ήταν κοντά στο μπροστινό παράθυρο και συνέχισε το παιχνίδι. «Μου έκαναν εντύπωση εκείνοι εκεί.» Περίμενε να δει εάν εκείνη θα τον απόπαιρνε, όμως η Ελ αναστέναξε και τον πλησίασε, καθώς τα τακούνια της αντηχούσαν στο πάτωμα. «Είναι η καινούργια συλλογή μας – μόλις τους πήραμε από μια έκθεση στην πόλη. Ο κύριος Σουλτς υποστηρίζει με πάθος τους τοπικούς καλλιτέχνες.» Ο κύριος Σουλτς; Τον κορόιδευε; Ή στ’ αλήθεια δεν ήξερε πως ήταν ο αδελφός του Νέιθαν; Ο Γκέιμπ την παρακολούθησε με την άκρη του ματιού του, παρατηρώντας τη δυσκολία της να αποτραβήξει το βλέμμα της από τον κεντρικό πίνακα. «Είναι σετ;» «Θα μπορούσαν να είναι.» Η Ελ ανασήκωσε τους ώμους της. «Εσύ θα αποφασίσεις εάν θέλεις να διαθέσεις τα χρήματα για να τους αποκτήσεις όλους.» Και πάλι, ο τόνος της φωνής της έδειχνε πως τον κορόιδευε. «Σίγουρα, φαίνονται να σου ταιριάζουν.» Ο Γκέιμπ κατάλαβε πως το θέμα προερχόταν από την Κόλαση του Δάντη. Φυσικά, κι εκείνη πίστευε πως ήταν καταδικασμένος σ’ έναν από τους εννέα κύκλους της Κόλασης. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εισέπνευσε το άρωμά της – ένα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
45
βαθύ άρωμα, από σανταλόξυλο. Δεν ήταν αυτό που θα διάλεγαν οι περισσότερες γυναίκες, παρ’ όλα αυτά του έτρεξαν τα σάλια. «Εσύ ποιον θα διάλεγες;» Η Ελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Εγώ;» «Ναι, εσύ. Εργάζεσαι εδώ, άρα πρέπει να έχεις κάποια προτίμηση. Ποιον θα διάλεγες;» «Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό είναι σημαντικό.» «Κάν’ το για μένα.» Ο Γκέιμπ κοίταξε τους πίνακες. Όπως συνήθως, υπήρχαν αυτοί που διακρίνονταν από ευαισθησία και ομορφιά, άλλοι με τελείως αφηρημένα θέματα και, τέλος, υπήρχαν οι «σκοτεινοί» πίνακες. Κανείς δεν μπορούσε να πει πως το γούστο του αδελφού του Νέιθαν ήταν μονόπλευρο – αν και θα μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν, μιλώντας για μια πιθανή διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας. Άραγε, ποιον θα διάλεγε εκείνη; «Μιλάς σοβαρά;» Όταν εκείνος απλά της έκανε νόημα να προχωρήσει, ξεφύσησε. «Πολύ καλά.» Διέσχισε αποφασιστικά την γκαλερί. Ο Γκέιμπ την ακολούθησε και, με την ευκαιρία, παρατήρησε τον τρόπο με τον οποίο τρεμόπαιζαν οι μύες των ποδιών της. Τα τακούνια της ήταν τέλεια. Αναμφισβήτητα, του άρεσε αυτό που έβλεπε. «Σταμάτα να με γλυκοκοιτάζεις.» Εκείνος χαμογέλασε. «Σ’ ενοχλεί αυτό;» «Φυσικά και μ’ ενοχλεί. Είναι τελείως ανάρμοστο.» Σταμάτησε μπροστά σ’ έναν πίνακα και τον έδειξε με το χέρι της. Ήταν πανέμορφος, πράγμα που δεν τον εξέπληξε. Ροζ λουλούδια άνθιζαν πάνω από άτακτες κηλίδες μελανιού. Του πήρε ένα δευτερόλεπτο μέχρι να καταλάβει πως το φόντο ήταν η πλάτη μιας γυναίκας· διαγραφόταν αμυδρά, αλλά έδινε προοπτική και ένωνε όλα τα στοιχεία μεταξύ τους. «Αυτό θα γινόταν καταπληκτικό τατουάζ.» Ήδη, επέλεγε νοερά τα κατάλληλα μελάνια. Τα λουλούδια θα σχεδιάζονταν δύσκολα, επειδή οι σκιές τους ήταν άψογα περίτεχνες, αλλά ο Γκέιμπ μπορούσε να το κάνει. Ήθελε να το κάνει.
46
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Φυσικά. Τι άλλο θα έλεγες εσύ;» «Τι; Δεν πιστεύεις πως τα τατουάζ είναι τέχνη; Το γεγονός ότι φτιάχνονται με μελάνι πάνω σε δέρμα και όχι με μπογιές σε καμβά δεν σημαίνει πως δεν είναι αριστουργηματικά.» Εκείνη τον κοίταξε αφ’ υψηλού, παρόλο που ήταν τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους πιο κοντή. «Τι κάνεις στ’ αλήθεια εδώ;» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» Καθώς ξεστόμιζε το ψέμα αυτό, τον παρέσυρε η σκέψη ότι τη φιλούσε. Πώς θα μπορούσε να μην το σκεφτεί; Τα χείλη της ήταν πειρασμός έτσι όπως τα πίεζε, αποδοκιμαστικά. Σταύρωσε τα χέρια της. «Όντως θέλεις να συνεχίσεις να υποκρίνεσαι ότι ήρθες εδώ για να αγοράσεις έναν πίνακα;» Ο Γκέιμπ ανασήκωσε τα φρύδια του και προσποιήθηκε τον έκπληκτο. «Για ποιο πράγμα μιλάς;» Το στόμα της έκανε ξανά εκείνο το «Ω!». Έριξε μια ματιά τριγύρω, για να βεβαιωθεί πως ήταν μόνοι τους, τον πλησίασε και πίεσε το στέρνο του με το δάχτυλό της. «Πώς τολμάς να έρχεσαι στη δουλειά μου και να κάνεις ότι δεν γνωρίζεις ποια είμαι; Εσύ φταις για όλο αυτό.» Ω, αυτό προμηνυόταν καλό! «Πώς μπορείς να με κατηγορείς; Εγώ ήμουν στο αναθεματισμένο κρεβάτι και απλά κοιμόμουν, όταν κάποια αποφάσισε πως ήθελε παιχνιδάκια.» «Παιχνιδάκια; Πόσο είσαι, δώδεκα χρόνων;» Τον πίεσε ξανά στο στέρνο, πιο έντονα αυτή τη φορά. «Νόμιζα πως ήσουν ο Νέιθαν. Δεν ήξερα με ποιον πραγματικά ήμουν. Εσύ γνώριζες πως ήμουν μια άγνωστη, αλλά και πάλι θα έκανες σεξ μαζί μου.» Του άρεσε αυτή η θυμωμένη πλευρά της. «Ε, ναι. Θέλω να πω, κοίτα πώς είσαι.» Έδειξε προς το μέρος της, ελπίζοντας ότι, εάν συνέχιζε να μιλάει, τότε εκείνη δεν θα τον έβριζε για όλα όσα τής ξεφούρνιζε. «Ποιος άντρας θα απέρριπτε μια πανέμορφη ημίγυμνη ξανθιά, την οποία θα έβρι-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
47
σκε στο κρεβάτι του; Μπορεί να είμαι χαριτωμένος, αλλά δεν είμαι χαζός.» «Είσαι – το ορκίζομαι… Δεν σε πιστεύω!» Ο Γκέιμπ κατάλαβε πως του άρεσε ακόμα περισσότερο όταν εκείνη εξαγριωνόταν. Και ύστερα το βλέμμα της πλανήθηκε στο κορμί του τόσο ανεπαίσθητα, που εκείνος ούτε καν θα το καταλάβαινε εάν δεν την παρατηρούσε έντονα. Χαμογέλασε. «Τώρα κατάλαβα.» Εκείνη άρχισε να χτυπάει το πόδι της νευρικά στο πάτωμα. Ο Γκέιμπ έβλεπε πως προσπαθούσε να συγκρατηθεί, αλλά τελικά δεν άντεξε. «Πες μου τι κατάλαβες» του είπε απότομα. «Με θέλεις. Γι’ αυτό είσαι τόσο θυμωμένη. Σου άρεσε αυτό που κάναμε. Θα ήθελες να είχαμε προχωρήσει κι άλλο.» «Φυσικά και δεν θα ήθελα!» Ναι, φυσικά και θα ήθελε. Ο Γκέιμπ ήταν αρκετά έμπειρος ώστε να γνωρίζει πότε μια γυναίκα έφτανε πραγματικά σε οργασμό και πότε προσποιούνταν – και ήταν βέβαιο πως η Ελ δεν είχε προσποιηθεί. Αντί λοιπόν να καμαρώνει για ό,τι είχαν κάνει και αντί να φλερτάρει μαζί του, εκείνη ήταν απίστευτα έξαλλη. Αυτό τον διέγειρε. «Βγες μαζί μου.» «Συγγνώμη; Τι είπες;» «Θέλω να βγούμε.» Βασικά, ήθελε να τη δει ξανά γυμνή, αλλά ο Γκέιμπ δεν μπορούσε να της πει κάτι τέτοιο. Ήδη, η έκφρασή της στο ενδεχόμενο να βγουν για φαγητό τού έδειχνε πως ήταν έτοιμη να τον φτύσει κατάμουτρα. «Αποκλείεται.» «Ώστε εδώ είστε!» Γύρισαν και οι δύο, καθώς ο Νέιθαν μπήκε από την είσοδο. Εκείνος χαμογέλασε, σαν να μην είχε ακούσει τον καβγά τους. «Ελ, βλέπω πως γνωρίστηκες με τον αδελφό μου, τον Γκέιμπ.» Για ένα δευτερόλεπτο, του φάνηκε πως τα μάτια της θα πετάγονταν από το κεφάλι της. «Με τον αδελφό σου;»
48
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Ναι.» Έβαλε το χέρι του στους ώμους του Γκέιμπ. «Επέστρεψε το Σάββατο από τα εγκαίνια του καινούργιου κλαμπ του, στο… πού ήταν; Στο Σαν Φρανσίσκο;» «Στο Λος Άντζελες. Πέρυσι ήταν στο Σαν Φρανσίσκο.» Βέβαια, αυτό το γνώριζε ήδη ο Νέιθαν. Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα εκστασιαζόταν με την προοπτική να βγει ραντεβού με τον ιδιοκτήτη αλυσίδας κλαμπ – και με τα μετρητά που του αναλογούσαν. Η Ελ έμοιαζε σαν να είχε καταπιεί κάτι χαλασμένο. «Δεν ήξερα πως έχεις αδελφό.» Πίεσε το στήθος της με το χέρι της, και ο Γκέιμπ αναρωτήθηκε εάν θα την κρατούσε μόλις εκείνη λιποθυμούσε. Ωστόσο, η Ελ πήρε μια βαθιά ανάσα και ύψωσε το ανάστημά της, μ’ ένα προσποιητό χαμόγελο στα χείλη. Έριξε μια ματιά στον Γκέιμπ, σαν να του έλεγε πως το γεγονός ότι το αφεντικό της είχε αδελφό ήταν επίσης δικό του λάθος. «Χάρηκα για τη γνωριμία.» «Ναι, παρομοίως.» Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν όντως του άρεσε αυτή η γυναίκα ή απλά τον ξετρέλαινε – ήταν ακόμα πολύ νωρίς για να καταλήξει. Διάολε, μπορεί να ίσχυαν και τα δύο. «Πρέπει να φύγω.» Ο Νέιθαν χτύπησε πάλι χαϊδευτικά τον Γκέιμπ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Έχω κάποια ραντεβού και θα επιστρέψω αρκετά αργά. Ελ, μπορείς να λείψεις για ένα δίωρο, και μην ξεχάσεις να κλειδώσεις φεύγοντας.» Κι έπειτα ο αθεόφοβος έφυγε. Ο Γκέιμπ δεν έχασε χρόνο. «Σχετικά με εκείνο το ραντεβού…» Τώρα που είχε φύγει ο αδελφός του, εκείνη άφησε το θυμό της να πλημμυρίσει ξανά τα μάτια της. «Δεν υπάρχει περίπτωση.» Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να ξεφύγει. Ανασήκωσε τους ώμους του και προσπάθησε να φανεί αδιάφορος. «Εντάξει. Κατάλαβα. Και μόνον ο τρόπος που με κοιτάζεις δείχνει ότι θέλεις να χωθείς μαζί μου σε μια ντουλάπα.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
49
Δεν με παραξενεύει το ότι δειλιάζεις και θέλεις να το βάλεις στα πόδια.» «Είσαι αφόρητος! Δεν είμαι δειλή, και το μόνο σίγουρο είναι πως δεν σε θέλω.» Την είχε παγιδέψει, κι εκείνη ούτε που το είχε καταλάβει. «Απόδειξέ το.» Ανασήκωσε το πιγούνι της. «Εντάξει. Ένα γεύμα θα είναι όλο κι όλο. Τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί; Ω, περίμενε: το χειρότερο ήδη συνέβη.» Άουτς! Η γυναίκα αυτή δάγκωνε. «Τότε, είσαι ασφαλής.» «Δεν νομίζω.» «Κι αν σου υποσχεθώ πως δεν θα σε γδύσω για να σε απολαύσω;» Εκείνη πήγε να πει κάτι, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Παραλίγο να αναιρέσει την υπόσχεσή του, μόλις αντίκρισε τη φλόγα που άστραφτε στα μάτια της. Η Ελ συνήλθε γρήγορα. «Λες και θα ήθελα τα χέρια σου ξανά πάνω μου… Το έκανα αυτό και τελείωσε. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο.» Ο Γκέιμπ παραλίγο να σχολιάσει ότι, απεναντίας, εκείνη είχε απολαύσει την κάθε στιγμή μαζί του, αλλά κατάπιε τα λόγια του. Είχε συμφωνήσει να βγει μαζί του· καλύτερα λοιπόν να την έβαζε γρήγορα στο αυτοκίνητο, μην τυχόν κι άλλαζε γνώμη. «Τότε, είμαστε σύμφωνοι. Εγώ θα οδηγήσω.» Η Ελ δίστασε και τελικά αναστέναξε. «Εντάξει.» Όταν της προσέφερε το χέρι του, εκείνη το αγνόησε επιδεικτικά και πήγε κι άρπαξε την τσάντα της. Εντάξει, λοιπόν. Προπορεύτηκε και την πήγε μέχρι τη γωνία όπου είχε παρκάρει. «Ω, Θεέ μου.» Η Ελ γέλασε όταν εκείνος ξεκλείδωσε την πόρτα και την κράτησε ανοιχτή για να μπει. «Είσαι τόσο κοινότυπος.» Ο Γκέιμπ την κοίταξε, κι έπειτα είδε την κόκκινη Καμάρο του 1968. Το αυτοκίνητο ήταν σε εξαιρετική κατάσταση –
50
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ο ίδιος είχε ανακαινίσει τα πάντα σε αυτό, από τα δερμάτινα καθίσματα μέχρι τον κινητήρα. «Τι εννοείς;» «Τίποτα. Απολύτως τίποτα.» Κάθισε στη θέση του συνοδηγού και ο Γκέιμπ έκλεισε την πόρτα, αλλά θα ορκιζόταν πως την άκουσε να μουρμουρίζει: «Στοιχηματίζω ότι έχει και δερμάτινο μπουφάν.» Κι όμως, είχε.
Κεφάλαιο Πέντε Η Ελ έβλεπε τα κτίρια που εξαφανίζονταν καθώς ο Γκέιμπ απομακρυνόταν από το κέντρο της πόλης. Πού είχε μπλέξει; Το γεγονός ότι εκείνος είχε ανακαλύψει τα «κουμπιά» της και είχε καταλάβει πως τον θεωρούσε γοητευτικό δεν σήμαινε ότι έπρεπε απαραίτητα να βγει για φαγητό με τον τύπο. Ωστόσο, το αυτάρεσκο χαμόγελό του την εξόργισε απίστευτα. Ήταν σαν να θεωρούσε αυτονόητο ότι κάθε βράδυ θα ερχόταν κι από μια γυναίκα στο κρεβάτι του. Άει στο καλό! Ίσως αυτό όντως να συνέβαινε. Έσφιξε τις γροθιές της και έχωσε τα νύχια στις παλάμες της. Ωστόσο, αυτός ο ανόητος είχε δίκιο: πράγματι, τον επιθεωρούσε προσεκτικά. Σοβαρά, όμως, ποιος θα την κατηγορούσε για αυτό; Μπορεί να ήταν ένας αλαζονικός κόπανος, όμως, όταν βρισκόταν στον ίδιο χώρο μαζί του, το κορμί της έσφυζε από προσμονή. Ήξερε πολύ καλά πόσο όμορφη ήταν η αίσθηση του δέρματός του πάνω στο δικό της. Όχι. Δεν θα σκεφτόταν κατ’ αυτό τον τρόπο. Η Ελ άλλαξε στάση και σταύρωσε τα χέρια της. Αυτό το αυτοκίνητο ήταν πολύ μικρό για να είναι άνετο. Χωρίς υπερβολή, τους χώριζαν μόλις δεκαπέντε εκατοστά και τον μύριζε – την κολόνια του ή κάτι άλλο, τέλος πάντων. Επιπλέον, κάθε φορά που άλλαζε ταχύτητα, ο αγκώνας του άγγιζε το μπράτσο της και έστελνε κύματα έξαψης στο κορμί της. Καθώς την τύλιξαν οι αναμνήσεις, άρχισε να νιώθει ξαναμμένο το εσωτε-
52
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ρικό των μηρών της. Χριστέ μου, ο τύπος είχε μαγικά χέρια! Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ έτσι. Αρκετά ως εδώ. «Μπορείς να ανοίξεις το κλιματιστικό;» Την κοίταξε και ανασήκωσε τα φρύδια του. «Αυτό το αυτοκίνητο δεν έχει κλιματισμό.» Φυσικά και δεν είχε. Για ποιο λόγο αυτός ο Νεάντερταλ να επένδυε σε κάτι τόσο βασικό; Ξεσταύρωσε και ξανασταύρωσε τα μπράτσα της, και προσπάθησε να μην καμπουριάσει. «Τότε, άνοιξε ένα παράθυρο.» Εκείνος γέλασε. «Μωρό μου, τα παράθυρα ανοίγουν με το στρόφαλο.» Ήταν σαν να την τιμωρούσε ο Θεός. Έγειρε μπροστά και πάλεψε για να κατεβάσει το παράθυρο. Μόλις ένιωσε το αεράκι στο πρόσωπό της, ανέπνευσε ξανά. Η Ελ έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να ηρεμήσει. Μπορούσε να τα καταφέρει. Απλά θα έτρωγαν μεσημεριανό μαζί. Δεν θα τον παντρευόταν κιόλας. Αυτό κι αν θα ήταν εφιάλτης! «Μη με αποκαλείς “μωρό”. Δεν είμαι καμιά εύκολη ή αχαλίνωτη.» Έπειτα από ένα παρατεταμένο σιωπηλό λεπτό, άρχισε να ελπίζει πως η σιωπή θα συνεχιζόταν. Όμως, δεν ήταν τόσο τυχερή. «Δεν ήσουν τόσο γκρινιάρα εκείνο το βράδυ.» Η Ελ έχωσε τα νύχια της τόσο βαθιά στην παλάμη της, ώστε το γεγονός ότι δεν μάτωσαν την εξέπληξε. Εάν δεν ηρεμούσε, κινδύνευε άμεσα να βγει εκτός ελέγχου. Όταν μίλησε, τα λόγια της βγήκαν κοφτά, στην προσπάθειά της να μη βάλει τις φωνές. «Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: αυτό που έγινε ήταν ένα λάθος· ένα πραγματικά ηλίθιο λάθος. Και δεν θα ξαναμιλήσουμε ποτέ γι’ αυτό.» «Έτσι πιστεύεις;» Σχετικά με ποιο ακριβώς κομμάτι της δήλωσής της; Αρνήθηκε να του ζητήσει διευκρινίσεις. «Ναι.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
53
«Τότε, υποθέτω πως θα πρέπει απλά να σου αλλάξω γνώμη.» Αυτός ο τύπος δεν πτοούνταν με τίποτα; Ήταν τελείως αγενής μαζί του, αλλά εκείνος δεν φαινόταν καν να ενοχλείται. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Ο Γκέιμπ έμοιαζε να είναι ο τύπος του περπατημένου άντρα –ήταν σίγουρη γι’ αυτό–, κάτι που σήμαινε πως ο λόγος για τον οποίο τη γυρόφερνε δεν είχε να κάνει με το σεξ. Αναμφίβολα, αυτό μπορούσε να το βρει οπουδήποτε. Όλα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους σίγουρα την είχαν ξετρελάνει, αλλά μάλλον ήταν πιο «ουδέτερα» απ’ όσα εκείνος θα έκανε συνήθως. Και, όπως το είχε θέσει ευγενικά ο τέως φίλος της, το «ουδέτερο» ήταν βαρετό. «Τόσο σέξι, σαν να πηδάς ένα πτώμα», ήταν τα λόγια που είχε χρησιμοποιήσει ο Τζέισον, όταν την παράτησε μπροστά σε όλους τους φίλους τους. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα και τα έδιωξε θυμωμένα. Ο Τζέισον ήταν ένας κόπανος που την εκμεταλλεύτηκε απλά επειδή μπορούσε, ενώ πήγαινε και με άλλες γυναίκες στη διάρκεια της σχέσης τους. Ήταν γελοίο, αλλά η φωνή του μέσα στο κεφάλι της εξαφάνιζε σιγά σιγά την αυτοεκτίμηση που είχε χτίσει με τόσο κόπο. Το γεγονός ότι είχε καταρρεύσει όταν εκείνος την παράτησε δεν σήμαινε ότι ήταν αποτυχημένη. Μπορεί να μην ήταν πορνοστάρ, ούτε τολμηρό ή άγριο θηλυκό, όμως η Ελ είχε πολλά χαρίσματα. Το γεγονός ότι εκείνος δεν τα είδε δεν σήμαινε πως δεν θα τα έβλεπε και κάποιος άλλος – κάποιος σαν τον Νέιθαν. Μόνο που δεν είχε αποπλανήσει τον Νέιθαν – είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι με τον αδελφό του. Ίσως τελικά έπρεπε να παρατήσει τους άντρες και να κλειστεί σε μοναστήρι. «Τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου και είσαι συνοφρυωμένη;» «Θα γινόμουν φρικτή καλόγρια.» Άει στο καλό! Δεν είχε σκοπό να το πει δυνατά αυτό. Ο
54
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Γκέιμπ την κοίταξε τόσο επίμονα, ώστε αυτή του έκανε απεγνωσμένα νοήματα να προσέξει το δρόμο. «Καλόγρια;» «Ναι.» «Δεν θα προσποιηθώ πως είμαι εξοικειωμένος με τις καλόγριες, αλλά εσύ, μωρό μου, δεν κάνεις με τίποτα για καλόγρια.» Κανονικά, τα λόγια του δεν έπρεπε να της προκαλέσουν έξαψη, αλλά συνέβη το αντίθετο. Ήταν ξεκάθαρο πως οι ορμόνες της αδιαφορούσαν εάν εκείνος αντιπροσώπευε όλα όσα είχε ορκιστεί πως δεν θα αναζητούσε σε έναν άντρα – απλά γνώριζαν πως την έκανε να νιώθει όμορφα. Ήταν ζήτημα χημείας, όσο ενοχλητικό κι αν ήταν αυτό. Όμως, δεν είχε σημασία – θα τα έβγαζε πέρα. «Πόσον καιρό, λοιπόν, εργάζεσαι στον αδελφό μου;» Εκείνη αναστέναξε. Ήταν φανερό πως θα έκαναν μια τυπική συζήτηση, όσο κι αν δεν ήθελε κάτι τέτοιο. «Περίπου ένα χρόνο.» «Σου αρέσει;» «Ναι, φυσικά.» Συνοφρυώθηκε όταν ο Γκέιμπ γέλασε. «Τι είναι τόσο αστείο;» «Τίποτα. Απλά σκέφτηκα πως θα ήσουν πιο χαρούμενη αν δούλευες σε κάποιο φανταχτερό μουσείο στο Σιάτλ, παρά σε μια μικρή γκαλερί σ’ αυτή την πόλη.» «Αστειεύεσαι;» Στράφηκε λίγο προς το μέρος του. «Είναι η καλύτερη δουλειά του κόσμου. Περνάω τις μέρες μου περιτριγυρισμένη από τέχνη, μιλάω για τέχνη, ασχολούμαι με την αγοραπωλησία τέχνης. Είναι παράδεισος.» Ουάου! Δεν σκόπευε να πει και τόσα πολλά. Συνήθως, όταν μιλούσε με θέρμη για το πάθος της, οι άνθρωποι χαμογελούσαν ευγενικά και άλλαζαν θέμα. Ο Γκέιμπ απλά χαμογέλασε. «Καταλαβαίνω τι εννοείς.» Η Ελ δεν έβλεπε πώς ήταν δυνατόν ο Γκέιμπ να καταλάβαινε τι εννοούσε. Ο Νέιθαν ήταν ο καλλιεργημένος. Ο καλλιτέχνης. Αυτός εδώ ο άντρας ήταν τόσο εκ διαμέτρου δι-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
55
αφορετικός από τον αδελφό του όσο θα μπορούσαν να είναι δύο άνθρωποι. Ωστόσο, δεν είπε τίποτε άλλο, γεγονός που οδήγησε τη συζήτηση σε ένα αλλόκοτο αδιέξοδο. Η Ελ στράφηκε προς το ανοιχτό παράθυρο, ελπίζοντας πως εκείνος θα έπιανε το υπονοούμενο. Ευτυχώς, ο Γκέιμπ το έπιασε. Η υπόλοιπη διαδρομή κύλησε μέσα στη σιωπή. Όταν πάρκαρε σ’ έναν χαλικοστρωμένο χώρο στάθμευσης, τότε μόνο εκείνη είδε το κτίριο στο οποίο θα πήγαιναν. «Αστειεύεσαι.» «Τι;» Ο καημένος πραγματικά φαινόταν σαν να μην καταλάβαινε. «Δεν μπαίνω εκεί μέσα.» Δεν έφτανε που ο χώρος στάθμευσης είχε τα χάλια του, η ξεφτισμένη μπογιά και τα κάγκελα στα παράθυρα ήταν αρκετά για να την πείσουν πως ήταν φρικτή ιδέα το να έρθουν εδώ. Κάγκελα στα αναθεματισμένα παράθυρα! Η Ελ δεν είχε πάει ποτέ σε εστιατόριο που χρειαζόταν κάγκελα, και δεν σκόπευε να αρχίσει να πηγαίνει τώρα. «Ο Λου φτιάχνει τα καλύτερα μπέργκερ στην πόλη.» «Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν έχω σκοπό να με πυροβολήσουν σήμερα.» Ο Γκέιμπ είχε το θράσος να γελάσει. «Γίνεσαι μελοδραματική.» Βγήκε από το αυτοκίνητο ενώ εκείνη συνέχιζε να μιλάει ακατάληπτα, και της άνοιξε την πόρτα. «Τα πράγματα έχουν ως εξής: είμαστε εδώ, κι εγώ θα φάω. Εσύ μπορείς να μείνεις στο αυτοκίνητο και να με περιμένεις ή να έρθεις μέσα και να απολαύσεις ένα μπέργκερ. Η επιλογή είναι δική σου.» Δεν είχε άλλη επιλογή, κι εκείνος το γνώριζε πολύ καλά. Θα ήταν πολύ χειρότερα εάν έμενε μόνη της στο χώρο στάθμευσης, παρά εάν πήγαινε μέσα σ’ εκείνο το ερείπιο. Ένας Θεός μόνον ήξερε τι μπορούσε να της συμβεί εδώ έξω. Η Ελ έσφιξε την τσάντα της στο στήθος και βγήκε από το αυτοκίνητο, μονολογώντας πως επρόκειτο απλά για ένα γεύμα. Μπορούσε να φάει μια φορά μαζί του, χωρίς να πετάξει κά-
56
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ποιο αντικείμενο στο αυτάρεσκο πρόσωπό του. Στ’ αλήθεια μπορούσε. Η Ελ ακολούθησε τον Γκέιμπ και, μόλις μπήκαν στην παμπ, στάθηκε κοντά στην πόρτα έως ότου τα μάτια της συνήθισαν το μισοσκόταδο. Σκατά! Θα κολλούσε ηπατίτιδα και μόνο, αν καθόταν σε κάποιο από τα καθίσματα. Ίσως τελικά η ιδέα να τον περιμένει στο αυτοκίνητο να μην ήταν και τόσο κακή… Όμως, δεν πρόλαβε να βγει από την πόρτα, γιατί ο Γκέιμπ άρπαξε το χέρι της και την τράβηξε στην αίθουσα. Ήταν σχεδόν άδεια, εκτός από τρεις μεγαλύτερους άντρες, οι οποίοι κάθονταν στη μια άκρη του μπαρ, και από ένα γκρουπ γυναικών στην άλλη πλευρά. Οι άντρες ήταν ακριβώς οι τύποι που φανταζόταν ότι σύχναζαν σε όλα τα κακόφημα μπαρ της υφηλίου: οι πλάτες τους ήταν λυγισμένες και φορούσαν ρούχα ταλαιπωρημένα από χρόνια σκληρής δουλειάς. Οι δε γυναίκες ήταν φανερό πως έκαναν μια δουλειά διαφορετικής φύσης. Όχι, αυτό ήταν άδικο· δεν έπρεπε να κρίνει τους ανθρώπους από τον τρόπο που ντύνονταν, όμως τι είδους γυναίκες θα μπορούσαν να συχνάζουν σ’ ένα τέτοιο μέρος με μίνι φούστες και δεκαπεντάποντα τακούνια; Για να μην αναφέρει και το έντονο βάψιμο… Η Ελ ήλεγξε το ρολόι της για να βεβαιωθεί πως δεν είχε διαλείψεις και ότι δεν είχε ταξιδέψει στο χρόνο – ναι, ήταν ακόμα μεσημέρι. Ο Γκέιμπ την έσπρωξε απαλά σ’ ένα σεπαρέ στο πίσω μέρος της αίθουσας, κι εκείνη τρόμαξε όταν οι άκρες του σκισμένου δέρματος έγδαραν τις γάμπες της καθώς πήγε να καθίσει. Μπορεί να ήταν η πιο άθλια στιγμή στη ζωή της. Υπέροχα… Ο μπάρμαν δεν πήγε καν στο τραπέζι τους· απλά έγειρε πάνω από το μπαρ και φώναξε: «Τι θέλετε;» «Δύο μπέργκερ, μια μπίρα Μπαντ και…» Την κοίταξε. «Μία Κόλα διαίτης.» «Μία Κόλα διαίτης» συμπλήρωσε ο Γκέιμπ.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
57
«Έγινε.» Ο μπάρμαν εξαφανίστηκε από μια πόρτα στο βάθος του μπαρ· είτε πήγαινε την παραγγελία στην κουζίνα είτε, αν έκρινε κανείς από τη φωνή του, πήγαινε να καπνίσει. «Διάολε, μπορεί να πηγαίνει στη Νάρνια.» «Τι;» Σκατά! Πάλι δεν είχε σκοπό να μιλήσει δυνατά. «Δεν το πιστεύω πως μ’ έφερες εδώ.» «Τι το κακό έχει το μέρος αυτό;» Ο Γκέιμπ κοίταξε τριγύρω, σαν να αδυνατούσε να καταλάβει ποιο ήταν το πρόβλημα. Όχι, βέβαια, πως της έκανε εντύπωση αυτό. Αναμφισβήτητα, εκείνος σύχναζε σε τέτοια μέρη. Ποτέ λοιπόν δεν θα του περνούσε από το μυαλό ότι εκείνη ίσως να μην ένιωθε άνετα εκεί. Άλλος ένας λόγος για τον οποίο η βραδιά μαζί του ήταν ένα τεράστιο λάθος. Μετακινήθηκε λίγο για να αποφύγει το σκισμένο δέρμα που γρατζουνούσε τους γοφούς της. Ίσως αυτό να έφερνε αποτέλεσμα, αν δεν ήταν σκισμένο όλο το κάθισμα. Και, σοβαρά, δεν ήθελε να ξέρει γιατί το κάθισμα κολλούσε τόσο πολύ. Η Ελ θα πλενόταν με χλωρίνη αργότερα. Ο μπάρμαν την έβγαλε από τη δύσκολη θέση, όταν επανεμφανίστηκε κρατώντας δύο πιάτα με μπέργκερ και τηγανητές πατάτες. Τουλάχιστον, έδειχναν ευπαρουσίαστα, περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Όσο γρηγορότερα έτρωγε, τόσο πιο γρήγορα θα έφευγαν από δω μέσα και θα επέστρεφαν στην γκαλερί.
Κεφάλαιο Έξι Ο Γκέιμπ κοίταξε την Ελ που έπαιζε με το φαγητό της. Πήγε να πει κάτι αστείο, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκε. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως εκείνη ήθελε να του καρφώσει το πιρούνι που κρατούσε στο μάτι του, ενώ η έκφραση του προσώπου της ήταν τέτοια που μπορεί και να τον πίστευε εάν της έλεγε πως το μπέργκερ ήταν από κρέας σκύλου. Ήδη είχε πρασινίσει λίγο από το κακό της, αλλά φυσικά παραήταν καθωσπρέπει για να πει κάτι. Αντιθέτως, άρχισε να τρώει τις πατάτες… με το πιρούνι. Πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο, και αναρωτήθηκε εάν περίμενε κι από εκείνον να κάνει το ίδιο. Ο Γκέιμπ σπάνια ένιωθε τόσο αμήχανα. Ίσως έπρεπε να την είχε πάει σε κάποιο πιο εκλεπτυσμένο μέρος, αλλά ο ίδιος δεν ένιωθε άνετα σε τέτοια μαγαζιά – ποτέ του δεν είχε νιώσει άνετα. Οι περισσότερες γυναίκες με τις οποίες έβγαινε θα ένιωθαν σαν στο σπίτι τους στο μαγαζί του Λου – και δεν θα έπιναν Κόλα διαίτης. Όμως, καμία από εκείνες τις γυναίκες δεν τον έκανε να σκεφτεί την πιθανότητα να ξυπνάει καθημερινά δίπλα τους. Ήταν ολοφάνερο πως είχε χάσει το μυαλό του. Ωστόσο, αναρωτήθηκε και πάλι μήπως τελικά όλο αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος. Έφαγαν σιωπηλά για λίγη ώρα, μέχρι που εκείνος δεν άντεξε άλλο. «Λοιπόν, είσαι από αυτά τα μέρη;» Η Ελ τού έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα, κι έπειτα ανασήκω-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
59
σε τους ώμους της. «Μεγάλωσα λίγο έξω από την πόλη. Οι γονείς μου έχουν μια φάρμα στο Γκρίνμπλαφ.» Ώστε ήταν κορίτσι της επαρχίας. Γι’ αυτό είχε τόσο καλή ανατροφή. Μάλλον είχε μεγαλώσει σε μία από εκείνες τις τέλειες οικογένειες, όπου ο πατέρας ποτέ δεν έπινε πολύ και δεν ξεσπούσε στα παιδιά του, και η μητέρα πάντα τους διάβαζε παραμύθια και τους σκέπαζε τα βράδια. Μια πικρή γεύση αλλοίωσε το μπέργκερ στο στόμα του. Η δική του ανατροφή δεν ήταν ακριβώς παραμυθένια – αλλά αυτό δεν είχε σημασία πια. Ο ίδιος και ο Νέιθαν είχαν ξεφύγει και είχαν πετύχει. Άξιζαν όσο και η επαρχιωτοπούλα πριγκίπισσα του καλαμποκιού που καθόταν απέναντί του. «Είσαι καλά;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Στ’ αλήθεια τού είχε κάνει αυτή την ερώτηση; Ο Γκέιμπ δάγκωσε το μπέργκερ του και ήλπισε πως το φαγητό θα έπνιγε τη φρίκη που απειλούσε να ξεχυθεί από μέσα του. «Μια χαρά.» Η Ελ στριφογύρισε νευρικά και το κάθισμα έτριξε. «Κι εσύ; Ζεις στο Σποκέιν;» Πρέπει να δυσκολεύτηκε να τον ρωτήσει, αφού φαινόταν καθαρά πως θα ήθελε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από αυτό το μέρος. Ήταν αξιοσημείωτο το πόσο βαθιά την καθόριζε η ανατροφή της. Ο Γκέιμπ κατάπιε την μπουκιά του και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ξεδιπλώσει μπροστά της την ιστορία του. Όχι. Καλύτερα όχι. Δεν θα το άντεχε, εάν έβλεπε τον οίκτο στα μάτια της. «Ναι, γέννημαθρέμμα.» «Ω! Ωραία.» Ήπιε λίγη από τη σόδα της. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η άχαρη συζήτηση. Ο Γκέιμπ προσπάθησε απεγνωσμένα να σκεφτεί κάτι για να πει – κάτι άλλο, εκτός από το γεγονός ότι είχαν στροβιλιστεί γυμνοί στο κρεβάτι του. Του είχε ήδη ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελε καν να το ξανασκεφτεί αυτό. Υπέροχα… Οπότε, τι άλλο απέμενε;
60
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Πώς διασκεδάζεις;» Αυτό ακούστηκε τόσο ανόητο που, αν μπορούσε, θα κλοτσούσε τον εαυτό του. Όμως, ήταν πλέον πολύ αργά για να το πάρει πίσω. Εκείνη ανακάτεψε τα παγάκια στο ποτήρι με το καλαμάκι τόσο επίμονα, που κόντεψε να της το αρπάξει από το χέρι. Γιατί έμπαινε στον κόπο και τη ρωτούσε; Το πιθανότερο ήταν πως φρόντιζε ορφανά, ή ότι ήταν εθελόντρια σε κάποιο καταφύγιο ζώων, ή ότι έκανε οτιδήποτε θα ταίριαζε σε μια επαρχιωτοπούλα πριγκίπισσα του καλαμποκιού. «Ζω…γραφίζω.» Το καλαμάκι στριφογύρισε ταχύτερα, σαν εκείνη να περίμενε ότι ο Γκέιμπ θα γελούσε μαζί της. «Ζωγραφίζεις;» Τα μάτια της άστραψαν. «Ναι, ζωγραφίζω. Με χαλαρώνει – τις περισσότερες φορές.» Ήταν φανερό πως επρόκειτο για ένα ευαίσθητο ζήτημα. Αλλά, τουλάχιστον, ο Γκέιμπ γνώριζε μερικά πράγματα γι’ αυτό. Έγειρε πίσω και άπλωσε τα χέρια του στην πλάτη του σεπαρέ. «Τι χρώματα χρησιμοποιείς;» «Νερομπογιές κυρίως, αν και τελευταία πειραματίζομαι και με το μελάνι.» «Μελάνι, ε; Ώστε δεν σε πειράζει αν λερωθούν τα όμορφα χέρια σου.» Ο Γκέιμπ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του και συνέχισε, προτού εκείνη προλάβει να βάλει τις φωνές. «Ποιο είναι το αγαπημένο σου θέμα;» Παρά την αποφασιστική έκφρασή της, το πρόσωπό της κοκκίνισε ολόκληρο. «Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο.» Εκείνος έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό της και σταμάτησε τη φρενιασμένη κίνηση που έκανε το καλαμάκι. Το άγγιγμά του ξύπνησε όλες τις αναμνήσεις από τη βραδιά που είχαν βρεθεί μαζί –τη γεύση της, τον τρόπο με τον οποίο το κορμί της πίεσε τα δάχτυλά του όταν έφτασε στην κορύφωση, την απόλυτη τελειότητα του στήθους της–, και ξαφνικά ένιωσε ευγνώμων που το τραπέζι έκρυβε το κάτω μέρος του κορμιού του. Ο Γκέιμπ ξερόβηξε. «Ναι, έχεις.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
61
«Με αποκαλείς ψεύτρα;» Υπερβολικά θυμωμένη αντίδραση. Ενδιαφέρον… «Έτσι φαίνεται. Απλά πες μου τι σου αρέσει να ζωγραφίζεις και θα σταματήσω.» Έπρεπε να μάθει τι την είχε αναστατώσει τόσο πολύ. Ίσως να ήταν άδικο, αλλά, όταν του είπε πως ζωγράφιζε με νερομπογιές, εκείνος είχε συμπεράνει ότι προτιμούσε να ζωγραφίζει λουλούδια, τοπία ή κάτι άλλο καθωσπρέπει για μια γυναίκα. Η Ελ τράβηξε απότομα το χέρι της από το δικό του και άρπαξε τη χαρτοπετσέτα από το τραπέζι. Με το βλέμμα χαμηλωμένο, άρχισε να τη σκίζει συστηματικά σε όμορφα μικρά τετραγωνάκια. «Μου αρέσει να ζωγραφίζω άντρες.» «Άντρες.» «Σταμάτα να με κριτικάρεις.» Τα χέρια της κινήθηκαν πιο γρήγορα, και μια στοίβα από τετραγωνάκια άρχισε να συσσωρεύεται πάνω στο τραπέζι. «Στο κάτω κάτω, δεν τους ζωγραφίζω γυμνούς.» Από τον τρόπο με τον οποίο το πρόσωπό της κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, ήταν ολοφάνερο πως οι άντρες αυτοί δεν ήταν τελείως ντυμένοι. «Παρασύρεις, λοιπόν, τα καημένα τα μοντέλα στο σπίτι σου και τα γδύνεις για να τους ζωγραφίσεις;» Η Ελ έβγαλε μια κραυγή και τίναξε τα κομματάκια της χαρτοπετσέτας που είχαν απομείνει στα χέρια της. «Εγώ, ποτέ!» «Θα το ήθελες;» Χαμογέλασε, απολαμβάνοντας την ταραχή της και τον τρόπο με τον οποίο τα μάτια της πετάριζαν από το πρόσωπό του στο στέρνο του. Η Ελ γνώριζε ήδη την ανατομία του, και ο κοφτός τρόπος με τον οποίο ανέπνεε έδειχνε πως δεν την άφηνε τελείως αδιάφορη. «Όχι. Δεν το θέλω. Κάτι τέτοιο είναι τελείως ανάρμοστο.» «Χρειάζεται να γίνεις λίγο ανάρμοστη στη ζωή σου.» Ο Γκέιμπ κατέληξε πως του άρεσε η εξαγριωμένη αντίδρασή της στην ιδέα. Έτριψε το μπράτσο του και παρατήρησε πως
62
ΚΑΤΕΕ ROBERT
το βλέμμα της στάθηκε στο τατουάζ που βρισκόταν εκεί. «Σου αρέσουν τα τατουάζ;» Πίστευε ότι μια επαρχιωτοπούλα πριγκίπισσα του καλαμποκιού σαν αυτήν θα απεχθανόταν τα τατουάζ. «Τα τατουάζ με συναρπάζουν» απάντησε εκείνη. Η ξινή έκφραση του προσώπου της έδειχνε πως δεν ήταν ενθουσιασμένη που παραδεχόταν κάτι τέτοιο, αλλά εκείνος ένιωθε ότι το βλέμμα της ρουφούσε το σχέδιο. Ξαφνικά, η φράση «παίζει με τη φωτιά» αποκτούσε νόημα. «Τα όμορφα σχέδια πάντα σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο για εκείνους που τα έχουν πάνω τους.» Αυτό ακριβώς τον είχε μαγέψει εξαρχής στα τατουάζ. Ο Γκέιμπ έστριψε το μπράτσο του για να μπορέσει εκείνη να το δει καλύτερα. «Πώς σου φαίνεται;» Του το είχε φτιάξει πριν από πολλά χρόνια ο δάσκαλός του, και έμοιαζε σαν να είχε σκιστεί το δέρμα, αποκαλύπτοντας λέξεις από μέσα. «Οι λεπτομέρειες είναι έξοχες. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο.» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, με φανερή περιέργεια, παρά τη θέλησή της. «Τι σημαίνουν οι λέξεις;» Ήταν πραγματικό αυτό που συνέβαινε; Η Ελ ενδιαφερόταν πραγματικά για κάτι δικό του! Ο Γκέιμπ αγαπούσε τα τατουάζ περισσότερο σχεδόν από οτιδήποτε άλλο. Εάν τον άφηναν, μπορούσε να μιλάει με τις ώρες για αυτά. Αλλά ποτέ δεν μιλούσε για αυτό το συγκεκριμένο τατουάζ. «Είναι στίχοι.» Του έριξε άλλη μια κοφτή ματιά. «Όταν λες “στίχοι”, εννοείς από τη Βίβλο;» «Πάντως, δεν εννοώ τους στίχους των Βαν Άλεν*.» «Χαχαχα! Τι στίχοι είναι;» Ακούστηκε εκνευρισμένη, αλλά ο Γκέιμπ δεν θέλησε να την εκνευρίσει περισσότερο. Τουλάχιστον όχι όσο θα μιλούσαν για αυτό το τατουάζ. Απρόθυμα, είπε: «Ωσηέ 11:9, Μιχαήλ 7:7, Ιησούς 1:5 και Αποκάλυψη 21:4.» * Βαν Άλεν: Αμερικανικό χαρντ ροκ συγκρότημα. (Σ.τ.Μ.)
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
63
«Δεν τους γνωρίζω αυτούς τους στίχους.» «Μιλούν για την ελπίδα. Για τη μεγάλη ελπίδα.» Ανασήκωσε τα φρύδια της. «Δεν σε είχα για θρησκευόμενο.» Ο Γκέιμπ πίεσε τον εαυτό του για να γελάσει, αλλά το γέλιο του ακούστηκε κούφιο. «Επειδή δεν είμαι. Ωστόσο, αυτοί οι στίχοι σημαίνουν κάτι για μένα.» Ήταν οι αγαπημένοι της μητέρας του, τα μόνα λόγια που της προσέφεραν ανακούφιση στο τέλος της μέρας. Μάλλον ήταν φυσικό, αφού μεγάλωνε μόνη τους δύο γιους της. Κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι του, διώχνοντας τις αναμνήσεις. Η Ελ μάλλον έπιασε το υπονοούμενο από τον ψυχρό τόνο της φωνής του, γιατί δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα. «Όλα τα τατουάζ σου σημαίνουν κάτι για σένα;» Τα μάτια της άστραφταν από περιέργεια, γεγονός που αποτελούσε μια ανακουφιστική μεταστροφή της διάθεσής της – όσο σέξι κι αν τη θεωρούσε, όταν εκείνη ήταν έξαλλη. Και, ειλικρινά, ο Γκέιμπ ήταν ενθουσιασμένος που είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους. Είκοσι λεπτά νωρίτερα, δεν πίστευε πως κάτι τέτοιο ήταν πιθανό. «Φυσικά. Λοιπόν, εσύ έχεις κανένα;» Μονομιάς, ο θυμός της επέστρεψε. «Όχι βέβαια. Ποτέ δεν θα έκανα τατουάζ.» Ενδιαφέρουσα απάντηση από μια γυναίκα που έδειχνε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για αυτά. «Ποτέ μη λες ποτέ, μωρό μου.» «Δεν γνωρίζεις τίποτα για μένα.» Την κοίταξε καθώς τελείωνε το μπέργκερ του. «Έτσι νομίζεις; Διότι γνωρίζω αρκετά για να σε κάνω να κραυγάσεις, όπως εκείνο το βράδυ.» Η Ελ σάστισε και τα χέρια της πετάχτηκαν σπασμωδικά, και τότε εκείνος σηκώθηκε από το σεπαρέ. «Θέλεις να παίξουμε μπιλιάρδο;» «Όχι, με τίποτα.» Άραγε, πόση πίεση θα άντεχε προτού ξεσπάσει και παρανοήσει τελείως; Υπήρχε μόνον ένας τρόπος για να το διαπι-
64
ΚΑΤΕΕ ROBERT
στώσει. «Ισχύει η ίδια προσφορά με πριν, μωρό μου. Εγώ θα παίξω – μπορείς να έρθεις μαζί μου ή να μείνεις μόνη εδώ.» «Είσαι κόπανος.» «Κι εσύ έχεις υπέροχα οπίσθια.» Ο Γκέιμπ τής προσέφερε το χέρι του. «Έλα.» «Λες και δεν το έχω ξανακούσει αυτό…» Τα μάτια της άστραψαν. «Θέλω να επιστρέψω στην γκαλερί.» «Έχουμε πολύ χρόνο έως ότου γυρίσει ο Νέιθαν.» Έβγαλε το κινητό του. «Μπορείς ευχαρίστως να του τηλεφωνήσεις και να το τσεκάρεις εάν θέλεις.» Η Ελ στάθηκε όρθια, αδιαφορώντας για το απλωμένο χέρι του. Στο τέλος, αυτή η γκόμενα θα του δημιουργούσε σύμπλεγμα κατωτερότητας. Δεν ήταν δα και λεπρός. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι με άφησε μόνη μαζί σου.» Μάλλον δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να της εξηγήσει πως αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο του Νέιθαν, ούτε ότι ο μικρός αδελφός του γνώριζε για το βράδυ που είχαν περάσει μαζί και υποστήριζε ένθερμα μια επανάληψή του. «Κοίτα, απλά θέλω να περάσω λίγη ώρα μαζί σου. Αυτό δεν είναι τόσο κακό, σωστά;» Η Ελ δάγκωσε τα χείλη της – μια κίνηση που ο Γκέιμπ είχε αρχίσει να λατρεύει και ταυτόχρονα να μισεί. «Σωστά. Ειδικά από τη στιγμή που η προηγούμενη φορά όπου περάσαμε λίγη ώρα μαζί ήταν τόσο πετυχημένη.» Ήταν φανερό πως, παρά τις διαμαρτυρίες της, η επαρχιωτοπούλα πριγκίπισσα του καλαμποκιού δεν μπορούσε να ξεχάσει το «βούρκο» στον οποίο είχε πέσει. Αυτό του άρεσε, αντίθετα μ’ εκείνη, όπως υποψιαζόταν. «Εάν έχεις κάποια καλύτερη ιδέα» –με τον τόνο της φωνής του, ο Γκέιμπ υπονόησε τις βρόμικες σκέψεις που έκανε– «θα χαρώ να την ακούσω. Διάλεξε κάτι και θα το κάνουμε.» «Όχι, ευχαριστώ. Ας παίξουμε μπιλιάρδο.» Στοιχημάτιζε πως η Ελ θα απαντούσε διαφορετικά, εάν την είχε ρωτήσει ο Νέιθαν. Όμως, πράγματι, εκείνη ήθελε να
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
65
περάσει λίγη ώρα με τον μικρό αδελφό του. Ο μόνος λόγος για τον οποίο βρισκόταν εδώ αυτή τη στιγμή ήταν εξαιτίας ενός λάθους. Υπέροχα… Τώρα, ζήλευε τον μικρό αδελφό του… Κατσουφιασμένος, ο Γκέιμπ την οδήγησε στο πίσω μέρος του μπαρ, όπου υπήρχαν τρία τραπέζια μπιλιάρδου. Έριξε δύο κέρματα των πενήντα λεπτών στην εσοχή και τοποθέτησε τις μπάλες τριγωνικά, ενώ η Ελ τον παρακολουθούσε. «Δεν σε καταλαβαίνω.» Εκείνος τακτοποίησε τις μπάλες έτσι ώστε οι ριγωτές να εναλλάσσονται με τις μονόχρωμες. «Τι δεν καταλαβαίνεις;» «Εγώ… Ξέρεις κάτι; Δεν έχει σημασία. Απλά ας παίξουμε για να ξεμπερδεύουμε.» Ξεχώρισε την άσπρη μπάλα και της έκανε νόημα να πάει προς τις στέκες που βρίσκονταν πίσω της. «Σπάσε.» «Γιατί να σπάσω εγώ;» «Επειδή εγώ τις μάζεψα.» Την κοίταξε καθώς εκείνη μελετούσε τις στέκες, προτού διαλέξει τελικά μία. «Θέλεις να κάνουμε το παιχνίδι πιο ενδιαφέρον;» «Τι εννοείς “πιο ενδιαφέρον”;» Έβαλε κιμωλία στην άκρη της στέκας και τοποθέτησε την άσπρη μπάλα στη θέση της. Έπρεπε να κρατήσει κλειστό το στόμα του, αλλά ο Γκέιμπ ένιωθε την ανάγκη να διώξει την εικόνα της Ελ και του Νέιθαν μαζί από το μυαλό του. «Να στοιχηματίσουμε.» Η Ελ έγειρε στη στέκα, ενώ τα ξανθά μαλλιά της σχημάτισαν ένα φωτοστέφανο μέσα στο αμυδρό φως. Έμοιαζε με άγγελο ο οποίος κατά λάθος βρέθηκε στην Κόλαση. «Ακούω.» Ώστε είχε ανταγωνιστική φλέβα. Χρήσιμη πληροφορία… «Θα παίξουμε το κλασικό οκτάμπαλο. Εάν νικήσω, κερδίζω ένα φιλί.» «Θεέ μου, είσαι πραγματικά κοινότυπος! Δεν υπάρχει περίπτωση!» «Δεν βάζεις εσύ τους κανόνες. Εάν νικήσω, θέλω ένα φιλί. Εσύ τι θέλεις;»
66
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Έμεινε σκεφτική, αλλά ο Γκέιμπ δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν. Ήταν θυμός αυτό που έβλεπε στο πρόσωπό της; Προσμονή; Πραγματική απέχθεια; Τελικά, η Ελ έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Εάν νικήσεις, κερδίζεις ένα φιλί.» «Ένα αληθινό φιλί. Όχι σαν τις βλακείες που κάνουν τα σχολιαρόπαιδα.» Σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό. «Εντάξει. Όπως θέλεις. Εάν νικήσεις, θα κερδίσεις ένα αληθινό φιλί. Εάν νικήσω, τότε θα μου υποσχεθείς πως δεν θα μιλήσεις στον Νέιθαν για όλα όσα έγιναν μεταξύ μας. Θα με πας πίσω στην γκαλερί και θα με αφήσεις ήσυχη.» Ο Γκέιμπ έγειρε πίσω στον τοίχο, με τα χέρια στις μπροστινές τσέπες του. «Θα κερδίσεις ένα από αυτά, όχι όμως και τα δύο. Εκτός κι αν προσθέσω κι εγώ κάτι…» «Όχι, και το ένα είναι καλό.» Ίσιωσε τη φούστα με το χέρι της. «Δεν θα το πεις στον Νέιθαν. Είμαστε σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι.» Ήταν εύκολο να το υποσχεθεί – όμως, ο Νέιθαν γνώριζε ήδη τι είχε συμβεί. Τον πλημμύρισαν ενοχές, ωστόσο ο Γκέιμπ τις αγνόησε. Όπως είχε ήδη ανακαλύψει, αν έπαιζε τίμια, τότε θα έχανε την ευκαιρία του με την Ελ. Το καλό ήταν πως ο Γκέιμπ δεν είχε σκοπό να παίξει τίμια.
Κεφάλαιο Επτά Ήταν φανερό πως η Ελ δεν είχε ξεπεράσει το στάδιο των κακών επιλογών. Επιπλέον, κάθε φορά που πίστευε πως τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν χειρότερα, κατρακυλούσε ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα και η αξιοπρέπειά της διαλυόταν ακόμα περισσότερο. Κι αυτό εξηγούσε το λόγο για τον οποίο βρισκόταν σ’ ένα βρομερό μπαρ και προσπαθούσε απελπισμένα να κερδίσει στο μπιλιάρδο έναν άντρα που εμφανώς ήξερε να παίζει. Κανονικά, έπρεπε απλά να φύγει – να τηλεφωνήσει για ταξί και να επιστρέψει στην γκαλερί και στην ασφαλή ζωή της. Ήταν εξαρχής λάθος το ότι δέχτηκε να έρθει σ’ αυτό το μπαρ. Οπότε, γιατί βρισκόταν ακόμα εδώ; Η Ελ έδιωξε αυτή τη σκέψη απ’ το μυαλό της και έγειρε πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου, με τη στέκα σε στάση βολής. Με μια βολή έσπασε επιτήδεια το τρίγωνο με τις μπάλες. Μια μονόχρωμη μπάλα έπεσε στη γωνιακή εσοχή. Ωραία. Προτιμούσε τις μονόχρωμες από τις ριγωτές μπάλες· ήταν μια ανόητη προκατάληψη, αλλά η Ελ ποτέ δεν είχε καταφέρει να την ξεπεράσει, παρόλο που ο αδελφός της την κορόιδευε συνέχεια γι’ αυτό. Έκανε το γύρο του τραπεζιού και έριξε μια γεμάτη νόημα ματιά στον Γκέιμπ. «Με εμποδίζεις.» Εκείνος έριξε πίσω το κεφάλι, ήπιε την μπίρα του και η Ελ με το ζόρι απέφυγε να παρατηρήσει ότι ανεβοκατέβαινε ο λαιμός του καθώς κατάπινε. Κανείς άντρας δεν είχε τόσο
68
ΚΑΤΕΕ ROBERT
σέξι λαιμό. Η μπλούζα του τραβήχτηκε και αποκάλυψε την απαρχή ενός τατουάζ γύρω από το λαιμό του. Μμμ. Θεέ μου, τι ήταν αυτά που σκεφτόταν; Το γεγονός ότι τον ήθελε ακόμα δεν σήμαινε πως έπρεπε να παρασυρθεί σ’ αυτή την κατάσταση. Το πρόβλημα, όμως, ήταν ότι δεν σκεφτόταν. Η Ελ έριξε την επόμενη βολή της τόσο τσαπατσούλικα, που χτύπησε υπερβολικά δυνατά την άσπρη μπάλα. Διάολε, έπρεπε να συγκεντρωθεί… Ο Γκέιμπ έπαιζε μπιλιάρδο σαν επαγγελματίας· έστειλε την μπάλα στην εσοχή και ετοιμάστηκε για την επόμενη βολή με μια κίνηση. Ανασήκωσε το φρύδι του, που ήταν ελαφρώς κομμένο. Πώς κι εκείνη δεν το είχε παρατηρήσει αυτό νωρίτερα; «Θα το ευχαριστηθώ αυτό το φιλί.» Μια ζεστασιά την τύλιξε, και η Ελ ήταν σίγουρη πως κοκκίνισε. «Ούτε στα όνειρά σου.» Εντάξει, θα ήταν πιο πειστική, αν δεν ακουγόταν τόσο ξέπνοη. «Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ.» Δεν έμοιαζε να αστειεύεται. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει το μυαλό της. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία, εκτός από την επόμενη βολή. Θα κέρδιζε το παιχνίδι και θα έφευγε από δω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Κι έτσι θα γλίτωνε από τον Γκέιμπ και τους βάρβαρους τρόπους του. Την έσωσε ο ήχος του κινητού της – ή, τουλάχιστον, έτσι νόμισε, μέχρι που είδε την κλήση. Ήταν η μητέρα της. Θεέ μου, ήταν σαν να το διαισθανόταν, όποτε έμπλεκε η Ελ! Αναστενάζοντας, η Ελ σήκωσε ένα δάχτυλο. «Μια στιγμή.» Ο Γκέιμπ ανασήκωσε τους ώμους του. «Με το πάσο σου.» Ήταν πολύ ευγενικό από μέρους του, αλλά δεν σκόπευε να μιλήσει στο τηλέφωνο περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Η Ελ έκανε να βγει έξω, αλλά άλλαξε γνώμη. Δεν ήθελε με τίποτα να μείνει μόνη της έξω, σ’ αυτή τη γειτονιά. Αποδέχτηκε το ότι ο Γκέιμπ θα άκουγε όλη την αναθεματισμένη συζήτηση και απάντησε στο τηλέφωνο. «Γεια σου, μαμά.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
69
«Τι στο καλό έκανες και άργησες τόσο πολύ να απαντήσεις;» Έτσι ήταν η μητέρα της – πάντοτε φανταζόταν τα χειρότερα. Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση είχε δίκιο δεν βοηθούσε και πολύ. «Δεν ήμουν στο γραφείο μου. Τι θέλεις;» «Δεν μπορώ απλά να τηλεφωνήσω για να μιλήσω με την αγαπημένη κορούλα μου;» Μιας και ποτέ δεν τηλεφωνούσε «απλά για να μιλήσει», η Ελ δεν την πίστεψε ούτε κατά διάνοια. «Φυσικά, μαμά. Τι κάνεις;» Πρόλαβε και συγκρατήθηκε, προτού γείρει στον τοίχο. Μόνον ο Θεός ήξερε τι μπορούσε να κολλήσει από το λεκιασμένο ξύλο. «Θα ήμουν πολύ καλύτερα, εάν δεχόσουν να βγεις με τον Σάμι.» Όχι πάλι τα ίδια… Η Ελ έβαλε το χέρι στο στόμα της. «Ξέρεις πώς νιώθω για εκείνον.» Ο Σαμ Μάστερσον Τζούνιορ ήταν ένα έκφυλο, μικροπρεπές φρικιό, και την τελευταία φορά που αναγκάστηκε να βγει μαζί του για φαγητό εκείνος προσπάθησε να χώσει το χέρι του κάτω από τη φούστα της. Όμως, για κάποιο λόγο, η μαμά της τον θεωρούσε ιδανικό γαμπρό. Πιθανόν αυτό να οφειλόταν στο ότι, όλως τυχαίως, ο Σαμ Μάστερσον ο Πρεσβύτερος ήταν ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης εμπορικής αντιπροσωπείας αυτοκινήτων στην πόλη. Έριξε μια ματιά, και είδε πως ο Γκέιμπ είχε ακουμπήσει στο τραπέζι του μπιλιάρδου και την κοίταζε. Δεν προσποιούνταν καν πως δεν κρυφάκουγε. Σταύρωσε τα χέρια του και οι μύες του σφίχτηκαν με την κίνησή του. Όπως και τα τατουάζ του. Θεέ μου! Η Ελ μετά βίας συγκρατούσε την επιθυμία της να τα αγγίξει με τα δάχτυλά της. Σαν να διαισθάνθηκε τις σκέψεις της Ελ, η μητέρα της άφησε έναν αναστεναγμό, τέλεια υπολογισμένο για να γεννάει ενοχές στα παιδιά της. Για κάποιο λόγο, ο αδελφός της δεν επηρεαζόταν από κάτι τέτοια, αλλά η Ελ δυσκολευόταν να ξεπεράσει την ανάγκη της να διορθώσει την
70
ΚΑΤΕΕ ROBERT
κατάσταση. Γύρισε απότομα, για να μην της αποσπά την προσοχή ο Γκέιμπ, και κάλυψε γρήγορα τη σιωπή που ακολούθησε, προτού η μητέρα της ρωτήσει για τους ήχους του μπαρ που ακούγονταν στο βάθος. «Σ’ το έχω πει ήδη: ενδιαφέρομαι για κάποιον άλλον.» Για κάποιον που σίγουρα δεν ήταν ο Γκέιμπ. Επειδή δεν ενδιαφερόταν για εκείνον. Καθόλου. Εκείνη ήθελε τον Νέιθαν, ακόμα κι αν δεν υπήρχε πια η παραμικρή πιθανότητα να συμβεί κάτι ανάμεσά τους –ειδικά από τη στιγμή που ο Γκέιμπ τα είχε θαλασσώσει–, ωστόσο ήθελε απεγνωσμένα να αποφύγει μια νέα συνάντηση με τον Σαμ. «Λοιπόν, Ελ, συγγνώμη αν αμφιβάλλω για το γούστο σου. Όμως, σ’ το ορκίζομαι, το μοναδικό αγόρι που επέλεξες να φέρεις στο σπίτι ήταν… κάτι λιγότερο από εντυπωσιακό. Και αντιμετωπίζεις υπεροπτικά όλους τους άντρες που έχω προσπαθήσει να σου γνωρίσω.» Η Ελ δαγκώθηκε και προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Πρέπει να σε αφήσω, μαμά, γιατί χτυπάει το τηλέφωνο. Θα μιλήσουμε αργότερα.» Κι άλλος αναστεναγμός. «Αφού επιμένεις.» «Αντίο.» Η Ελ έκλεισε τη γραμμή, προτού γκρινιάξει κι άλλο η μητέρα της. Όταν γύρισε, ο Γκέιμπ την κοίταζε με μια ανέκφραστη ματιά στο πρόσωπό του. «Οικογενειακά προβλήματα;» «Δεν θέλω να το συζητήσω.» Το γεγονός ότι βρισκόταν σ’ αυτό το άθλιο μαγαζί με αυτόν τον άντρα τής υπενθύμιζε την πραγματικότητα. Η μητέρα της είχε δίκιο: η Ελ είχε φρικτό γούστο στους άντρες, και ο Γκέιμπ ήταν απλά άλλο ένα λάθος. «Σειρά σου.» «Βεβαίως.» Όταν η επόμενη βολή του απέτυχε και οι μπάλες στριμώχτηκαν, της χαμογέλασε. «Καλή τύχη με τη βολή σου.» Δεν ήταν εύκολο το χτύπημα. Οι ριγέ μπάλες την εγκλώβιζαν από τρεις πλευρές, ωστόσο η Ελ είχε εξασκηθεί πολύ.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
71
Έσκυψε πάνω από το τραπέζι, και πάγωσε μόλις έπιασε τον Γκέιμπ να κοιτάζει μέσα από την μπλούζα της. «Σταμάτα.» «Δεν μπορείς να κατηγορήσεις έναν άντρα που θαυμάζει μια τόσο όμορφη θέα.» «Ναι, μπορώ.» Αγνόησέ τον, αγνόησέ τον, αγνόησέ τον. Ήλεγξε τις γωνίες και χτύπησε την μπάλα, σχεδόν βρίζοντας όταν εκείνη πετάχτηκε μακριά. Δεν ήταν η δυσκολότερη βολή του κόσμου. Έπρεπε να τα είχε καταφέρει. Θα τα είχε καταφέρει, εάν δεν έτρεχαν τα σάλια του Γκέιμπ και δεν την είχε αποσυντονίσει το τηλεφώνημα της μητέρας της. Ο Γκέιμπ έκανε το γύρο του τραπεζιού και την προσπέρασε τόσο ξυστά, που το στέρνο του ακούμπησε στην πλάτη της. «Αφαιρέθηκες, μωρό μου;» Η ανάσα του χάιδεψε το αυτί της και έκανε το κορμί της να ριγήσει. Το μυαλό της πλημμύρισε από ασυγχώρητες σκέψεις: φαντάστηκε πως τη στρίμωχνε στο τραπέζι του μπιλιάρδου, τη φιλούσε και την κρατούσε σφιχτά κοντά του, μέχρι που εκείνη έφτανε στην κορύφωση, παραδομένη στα χέρια του. Ωστόσο, γνώριζε ήδη πού θα κατέληγε κάτι τέτοιο με έναν τύπο σαν κι αυτόν: σε απιστίες, σε ψέματα και σε δάκρυα. Στο διάολο με το παιχνίδι – θα έφευγε από εδώ, τώρα! Η Ελ στράφηκε και πήγε κατευθείαν στη βάση για τις στέκες. «Πού πας;» «Δεν παίζω άλλο. Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά.» Το χέρι της έτρεμε καθώς τοποθετούσε τη στέκα στη θέση της. Του χρειαζόταν ένα καλό βρίσιμο, επειδή την είχε φέρει σ’ αυτό το βρομερό μέρος και προσπαθούσε εκβιαστικά να της αποσπάσει ένα φιλί. Ήταν ένας Νεάντερταλ, και εκείνη δεν ήθελε να έχει καμιά ανάμιξη στα παιχνίδια του. Η Ελ γύρισε και παραλίγο να κραυγάσει όταν έπεσε πάνω στον Γκέιμπ. «Τι στο διάολο;» «“Τι στο διάολο”, μωρό μου; Πρόσεχε – αυτό είναι βρισιά.»
72
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Εκείνη προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, αλλά δεν μπορούσε να πάει πουθενά – εκτός κι αν πίεζε το κορμί της πάνω στο δικό του. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση η Ελ να τον προσπεράσει έτσι, ειδικά από τη στιγμή που οι θηλές της σκλήρυναν στη σκέψη και μόνο. Έτριξε τα δόντια της. «Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι.» Ο Γκέιμπ πλησίασε πιο κοντά της, τόσο, σαν να ετοιμαζόταν να τη φιλήσει, και χαμογέλασε. «Κάνε με να σταματήσω.» Ένα μέρος του εαυτού της –ένα μικρό, αξιοθρήνητο μέρος– ήθελε να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε και να τον φιλήσει. Ο υπόλοιπος εαυτός της ήταν έξαλλος. «Φύγε… από… μπροστά… μου.» «Αλλιώς, τι; Θα με βρίσεις πάλι; Έχασες, κι αυτό σημαίνει πως νίκησα. Θέλω το φιλί μου.» «Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό.» Ο Γκέιμπ έβαλε ένα δάχτυλο κάτω από το πιγούνι της και ανασήκωσε το πρόσωπό της. Η Ελ διέταξε το κορμί της να κινηθεί, να τον χαστουκίσει, να το βάλει στα πόδια, να κάνει κάτι διαφορετικό τέλος πάντων από το να κοιτάζει αδύναμα το στόμα του και να πλησιάζει προς το μέρος του. Τα χείλη του δεν ήταν τελείως γεμάτα, αλλά είχαν τέλειο σχήμα. Ήταν ένα στόμα που γεννούσε αμαρτωλές… πολύ αμαρτωλές σκέψεις – σκέψεις τις οποίες μια γυναίκα σαν αυτήν δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να κάνει. Η Ελ πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει. «Σε παρακαλώ.» Οι λέξεις βγήκαν σιγανά, σχεδόν ικετευτικά από το στόμα της. Για ποιο λόγο τον ικέτευε; Για να την αφήσει; Για να την κολλήσει στον τοίχο και να την κάνει δική του; Ούτε η ίδια ήξερε. Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της και το κορμί της ρίγησε σύγκορμο. Μήπως την προηγούμενη φορά είχε πείσει τον εαυτό της πως η αντίδρασή της στο άγγιγμά του ήταν τυχαία; Δεν μπορούσε να είναι τέτοια. Όχι, όταν και το πιο ανεπαίσθητο άγγιγμα του στόματός του τη μεθούσε. Προτού η Ελ προλάβει να κάνει κάτι ανόητο, όπως να τον
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
73
αγκαλιάσει, ο Γκέιμπ κούνησε το κεφάλι του, σαν να συνερχόταν από βαθιά ύπνωση· άφησε το χέρι του να πέσει και έκανε ένα βήμα πίσω, κόβοντας την επαφή μεταξύ τους. «Πάμε.» «Πάμε;» Γιατί η Ελ αντιδρούσε έτσι; Έπρεπε να χαίρεται που εκείνος έκανε πίσω. Τα σκοτεινά μάτια του διέκριναν πάρα πολλά. «Μου χρωστάς ένα φιλί, αλλά δεν θα το πάρω μέχρι να το θελήσεις.» Το ήθελε ήδη. Πάρα πολύ. Η Ελ γέλασε βραχνά. «Σιγά μη συμβεί ποτέ αυτό…» Την πλησίασε ξανά, τόσο γοργά που εκείνη μαζεύτηκε. «Συνέχισε να φέρεσαι έτσι και, αν δεν σε κάνω να εκλιπαρείς για το φιλί μου, θα είσαι πολύ τυχερή.» «Δεν σε θέλω. Ποτέ μου δεν θα σε θέλω.» Ήδη, όμως, είχε επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του, σχεδόν απόλυτα. Η Ελ στήριξε τα χέρια στους γοφούς της και προσπάθησε να βρει ένα λόγο που θα της προκαλούσε δικαιολογημένη αγανάκτηση. «Μπορούμε απλά να φύγουμε;» Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να κάνει από την πρώτη στιγμή, παρά την απογοήτευση που σιγόβραζε μέσα της. Η Ελ τον ακολούθησε στο μπαρ, εισπράττοντας ζηλόφθονα βλέμματα από τις γυναίκες, καθώς ο Γκέιμπ έγερνε και έδινε στον τύπο την πιστωτική κάρτα του. «Τι κάνεις εκεί;» Εκείνος δεν καταδέχτηκε να της ρίξει ούτε μια ματιά. «Πληρώνω για το φαγητό.» Η Ελ έκανε μια κίνηση για να απαιτήσει να πληρώσει τα μισά, αλλά εγκατέλειψε την προσπάθειά της, επειδή ήξερε πως ήταν χαμένη υπόθεση. Γιατί να προσπαθήσει; Έτσι κι αλλιώς, εκείνος δεν θα την άκουγε. Επομένως, τον περίμενε σιωπηλά να πληρώσει κι έπειτα τον ακολούθησε σαν χαμένο κουταβάκι μέχρι έξω. Ο μεσημεριάτικος ήλιος την τύφλωσε και αναρωτήθηκε μήπως η άνοδός της στο διαμέρισμα του Νέιθαν, το περασμέ-
74
ΚΑΤΕΕ ROBERT
νο Σάββατο, είχε καταλήξει σε μια απότομη κάθοδο. Πάντως, ένιωθε πως βρισκόταν στη Χώρα των Θαυμάτων και όχι στην προσεκτικά σχεδιασμένη πραγματικότητά της. Κι αυτό ήταν κακό. Πάρα πολύ κακό. Τα πάντα στη ζωή της ήταν τέλεια ισορροπημένα. Δεν υπήρχε χώρος για αλλόκοτα καταγώγια και για άντρες με τεστοστερόνη αρκετή για να της κόψει την ανάσα. Αν και έμοιαζε αρκετά με τον Νέιθαν, ο Γκέιμπ ήταν πιο γεροδεμένος, πιο αρρενωπός, πιο ανεξέλεγκτος. Ήταν ο τύπος του άντρα που άφηνε πίσω του μια στρατιά γυναικών με ραγισμένες καρδιές και δάκρυα – γυναίκες σαν την ίδια. Η Ελ δεν ήθελε να μπλέξει σε κάτι τέτοιο. Σταμάτα να παριστάνεις το κουτάβι! Προχώρησε αποφασιστικά μέχρι την πόρτα του συνοδηγού, την άνοιξε, προτού προλάβει εκείνος να το κάνει, και μπήκε μέσα. Το δερμάτινο κάθισμα κόλλησε στο δέρμα της και ενίσχυσε την αίσθηση της κλειστοφοβίας. Έπρεπε να φύγει από εδώ –απ’ αυτό το μέρος που μύριζε λίπος, ξεθυμασμένη μπίρα και καπνό τσιγάρου– και να επιστρέψει στην καθαρή και πειθαρχημένη ζωή της. Ο Γκέιμπ άναψε τη μηχανή και έβαλε ταχύτητα. Βγήκαν αστραπιαία από το χώρο στάθμευσης και διέσχισαν τους δρόμους με ιλιγγιώδη ταχύτητα, περνώντας αρκετά κόκκινα φανάρια στην πορεία. Παρόλο που είχε ορκιστεί να μην του ξαναμιλήσει, η Ελ δεν μπόρεσε να κρατηθεί. «Σε παρακαλώ, κόψε ταχύτητα.» «Τι;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σαν να βρισκόταν μίλια μακριά. Υπέροχα! Το μυαλό του ήταν αλλού, καθώς έθετε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή της. Ίσως έπρεπε να κρατήσει κλειστό το στόμα της, αλλά... «Οδηγείς τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιόμετρα πάνω από το όριο ταχύτητας.» «Και φαντάζομαι πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σένα. Χριστέ μου! Μωρό μου, δεν αφήνεις ποτέ λυτά τα μαλλιά σου; Εάν τα έλυνες, ίσως να χώνευες το μπαστούνι που έχεις καταπιεί.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
75
Η Ελ τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Αποκλείεται να της είχε μόλις πει κάτι τέτοιο! Ποιος άντρας μιλούσε έτσι στη συνοδό του; «Φιλάς και τη μητέρα σου με αυτό το στόμα;» Μια σκιά φάνηκε στα σκοτεινά μάτια του και έστρεψε πάλι το βλέμμα του στο δρόμο. «Η μητέρα μου έχει πεθάνει.» Διάολε, το ήξερε αυτό… Ο Νέιθαν δεν μιλούσε πολύ για την οικογένειά του, αλλά ο Ίαν είχε αναφέρει κάποτε πως οι γονείς τους είχαν πεθάνει. Η Ελ άφησε το κεφάλι της να πέσει στην πλάτη του καθίσματος και έκλεισε τα μάτια της. «Λυπάμαι.» «Για ποιο λόγο; Δεν τη σκότωσες εσύ.» Η Ελ άνοιξε απότομα τα μάτια της και τον κοίταξε οργισμένα. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητος; Ξέρεις κάτι; Ξέχνα το. Δεν έχει σημασία – τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία.» Ο Γκέιμπ κούνησε το κεφάλι του, άνοιξε το ραδιόφωνο και, μόλις η ντεθ μέταλ μουσική ξεχύθηκε από τα ηχεία, το έβαλε στη διαπασών. Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο; Κανένα πρόβλημα. Η Ελ θα ανακουφιζόταν όταν θα ολοκληρωνόταν αυτό το καταστροφικό ραντεβού. Διέσχισαν αστραπιαία το κέντρο της πόλης και φρέναραν απότομα απέναντι από την γκαλερί. Η Ελ άνοιξε απότομα την πόρτα καθώς εκείνος πήγε να χαμηλώσει την ένταση του ραδιοφώνου, αποφασισμένη να φύγει προτού ο Γκέιμπ προλάβει να πει κάτι που θα την εξαγρίωνε περισσότερο. Έκλεισε την πόρτα με δύναμη και προσπέρασε το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, καταπνίγοντας την επιθυμία της να κλοτσήσει τον προφυλακτήρα. Κανονικά, ποτέ δεν θα σκεφτόταν να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά αυτός ο άντρας τής έβγαζε ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν ήξερε καν πως υπήρχε. Εκείνος έγειρε από το ανοιχτό παράθυρο. «Θα τα πούμε.» «Μην το ελπίζεις.» Η Ελ διέσχισε το δρόμο και έσπρωξε την πόρτα της εισόδου, ενώ ένιωθε το βλέμμα του να είναι καρφωμένο πάνω της. Δεν είχε καμία σημασία. Το θέμα είχε τελειώσει και θα φρόντιζε να μην ξαναδεί ποτέ πια τον Γκέιμπ Σουλτς.
Κεφάλαιο Οκτώ Επί πέντε ολόκληρες μέρες, ο Γκέιμπ λογομαχούσε ασταμάτητα με τον εαυτό του για την Ελ. Επί πέντε μέρες, ξεσπούσε και γκρίνιαζε στον Νέιθαν γι’ αυτήν. Η ίδια τον θεωρούσε ένα σκουπίδι, ότι δεν ήταν άξιος ούτε καν για να φιλήσει τα αηδιαστικά τέλεια πόδια της. Ο Γκέιμπ δεν είχε ανάγκη να σπαταλάει το χρόνο του κυνηγώντας μια τέτοια γκόμενα. Υπήρχαν αρκετές γυναίκες στην πόλη που θα πηδούσαν από χαρά όχι μόνο στο ενδεχόμενο να πάνε στο κρεβάτι μαζί του, αλλά και στην προοπτική να αποκτήσουν μόνιμη θέση στη ζωή του. «Δεν μπορώ να καταλάβω τις γυναίκες.» Έβαλε το πιστολάκι για τατουάζ πάνω στο μπράτσο του Πολ και άρχισε να σκουραίνει το ζευγάρι των λύκων. «Ούτε κι εγώ, αδελφέ.» Ο Πολ ήταν τακτικός πελάτης, και ο Γκέιμπ πάντοτε έβρισκε χρόνο για εκείνον όταν ερχόταν στην πόλη. Δεν είχε σημασία πόσο μεγάλη ήταν η λίστα αναμονής – εφόσον ο Πολ το επιθυμούσε, πάντα είχε προτεραιότητα. «Νόμιζα πως έβγαινες μ’ εκείνη την κοκκινομάλλα» είπε ο Γκέιμπ. «Πώς τη λένε; Λέινι;» «Λι. Ναι. Τελείωσε. Εδώ και καιρό.» Σκατά. Ο Γκέιμπ συνέχισε να χρωματίζει, σκούραινε περισσότερο τις γωνίες, ενώ έκανε τις άκρες πιο αχνές, έτσι ώστε να σβήνουν εκεί όπου έπεφτε το μανίκι του Πολ. «Λυπάμαι.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
77
«Δεν χρειάζεται να λυπάσαι. Ποια είναι, λοιπόν, η γυναίκα που σ’ έχει μπερδέψει τόσο πολύ;» Δεν ήθελε να μιλήσει για την Ελ, παρόλο που μόνον εκείνη σκεφτόταν αυτό τον καιρό. «Είναι απλά μια γκόμενα.» «Αηδίες.» «Είναι καλό κορίτσι – δεν είναι ο τύπος που νιώθει άνετα με όλα αυτά.» Με το χέρι του έδειξε το στούντιο τατουάζ. Το ένιωθε περισσότερο σπίτι του από το κανονικό σπίτι του, και είχε βάλει την προσωπική σφραγίδα του σε κάθε γωνία, από τις αφίσες με τις κινηματογραφικές ταινίες που κρέμονταν στους τοίχους μέχρι τα κόκκινα και μαύρα χρώματα. Περισσότερο και από τα κλαμπ του, αυτό το στούντιο το ένιωθε πραγματικά δικό του. Συνοφρυώθηκε, όταν φαντάστηκε τη φρίκη που θα ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο της Ελ εάν έμπαινε κατά λάθος εδώ μέσα. Όμως, ίσως τελικά να μην αντιδρούσε έτσι. Φαινόταν πως εκτιμούσε τα όμορφα τατουάζ, σε αντίθεση με τόσες άλλες γυναίκες που απλά ενθουσιάζονταν με τα τατουάζ του, αλλά δεν έμπαιναν στον κόπο να τον ρωτήσουν για αυτά. Ωστόσο, αυτό δεν είχε σημασία. «Δεν είναι για μένα.» «Λες κι αυτό σε εμπόδισε ποτέ…» Ο Γκέιμπ ξεφύσησε. «Αυτό είπε κι ο Νέιθαν. Νομίζω πως με μπερδεύετε με κάποιον που κυνηγάει γυναίκες. Δεν έχω χρόνο για τέτοιες αηδίες.» Αναλογίστηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε ενδιαφερθεί τόσο πολύ για μια γυναίκα ώστε να την κυνηγήσει. Πριν από έξι μήνες; Ένα χρόνο; Πάντως, ήταν πολύ καιρό πριν. Μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που είχε φτάσει στα όρια της ψύχωσης με την Ελ. Ίσως απλά να χρειαζόταν μια άγνωστη, που θα έδιωχνε την εικόνα εκείνης στην αγκαλιά του. «Δεν μιλάω γενικά για τις γυναίκες, αν και ο λόγος για τον οποίο ουδέποτε κυνήγησες κάποια ίσως είναι το γεγονός ότι δεν βρήκες ποτέ κάποια που να άξιζε τον κόπο.»
78
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία, Γιόντα*.» Ο Γκέιμπ έσυρε τις βελόνες πάνω στο μπράτσο του Πολ λίγο πιο δυνατά απ’ όσο ήταν απαραίτητο, αλλά ο μεγαλόσωμος άντρας ούτε που κουνήθηκε. «Αυτή εδώ είναι διαφορετική. Είναι μια επαρχιωτοπούλα πριγκίπισσα του καλαμποκιού. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί της. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει σημασία – δεν της αρέσω.» «Τότε, δεν προσπάθησες αρκετά.» Το πρόβλημα ήταν πως ο Γκέιμπ δεν ήξερε πώς να προσπαθήσει. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, διάολε, χρειαζόταν βοήθεια. «Δεν ξέρω καν από πού να αρχίσω.» «Λουλούδια, φίλε. Οι γκόμενες γουστάρουν λουλούδια.» Λουλούδια, ε; Σταμάτησε και κοίταξε το τατουάζ. Ήταν εξαιρετικό, κατά την ταπεινή άποψή του. «Είσαι έτοιμος. Δες το.» Όταν ο Πολ φάνηκε ικανοποιημένος, ο Γκέιμπ τύλιξε το μπράτσο του μ’ έναν επίδεσμο και αρνήθηκε να πάρει χρήματα. «Αυτή τη φορά, δεν θα σε χρεώσω. Με βοήθησες.» Ο Πολ κούνησε το κεφάλι του. «Απλά σου πρότεινα κάτι που θα πρότεινε και ο τελευταίος τηλεθεατής σαπουνόπερας. Δες την ταινία Το Ημερολόγιο ή κάποια άλλη, ανάλογη. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτό είναι το κριτήριο που θέτουν πλέον οι γυναίκες. Ένας αληθινός άντρας δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί αυτό.» «Τώρα, ποιος λέει αηδίες;» «Κάτι ξέρω κι εγώ, σωστά;» Ο Πολ άρπαξε το δερμάτινο μπουφάν του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Τα λέμε.» Ο Γκέιμπ πέταξε τις βελόνες και άρχισε να καθαρίζει το χώρο, αλλά το μυαλό του ήταν αλλού. Στ’ αλήθεια ήθελε να το κάνει αυτό; Η Ελ δεν ήταν απλά πανέμορφη, αλλά μια κυρία· μια ψωνισμένη κυρία, αλλά, παρ’ όλα αυτά, κυρία. Τέτοιες γυναίκες απαιτούσαν διάφορα, για τα οποία ο ίδιος *Γιόντα: Σοφός ήρωας στην ταινία Ο Πόλεμος των Άστρων. (Σ.τ.Μ)
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
79
δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Ίσως τελικά ο Πολ να είχε δίκιο – ίσως έπρεπε απλά να της πάει λουλούδια. Ο Γκέιμπ άνοιξε το κινητό του και τηλεφώνησε στον Νέιθαν. «Περίμενέ με στο μπακάλικο δίπλα στο σπίτι σου.» «Γεια σου κι εσένα.» «Ναι, ναι. Γεια. Θα τα πούμε σε είκοσι λεπτά.» Έκλεισε, προτού ο Νέιθαν προλάβει να πει «όχι». Ο Γκέιμπ κλείδωσε το στούντιο και κατευθύνθηκε βόρεια. Ο αδελφός του είχε σπίτι σε εξαιρετική θέση στο Σποκέιν, έχοντας πρόσβαση σε όλα τα απαραίτητα, αλλά και χωμένο σ’ ένα δάσος που προσέφερε πολύτιμη απομόνωση. Προσωπικά, ο Γκέιμπ ήταν της άποψης πως, εάν κάποιος ήθελε να ζει στην εξοχή, τότε έπρεπε να ζει εξ ολοκλήρου στην εξοχή – γι’ αυτό και το δικό του σπίτι βρισκόταν έξω από τα όρια της πόλης. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι, εξαιτίας της θέσης του, η πρόσβαση στην πόλη ήταν μπελάς. Έτσι, κοιμόταν συχνότερα στο σπίτι του Νέιθαν απ’ ό,τι στο δικό του – γεγονός που προκαλούσε τα συνεχή πειράγματα του αδελφού του. Διάολε, μέχρι που είχε φοβερίσει τον Γκέιμπ ότι θα του ζητούσε ενοίκιο! Όμως, υπήρχε κι άλλος ένας λόγος για τον οποίο ο Γκέιμπ πήγαινε τόσο συχνά στο σπίτι του Νέιθαν, ένας λόγος που δεν θα παραδεχόταν ποτέ στον αδελφό του, αν και ήταν σίγουρος ότι και ο Νέιθαν ένιωθε το ίδιο: η επιστροφή σ’ ένα άδειο σπίτι τον έκανε να νιώθει φρικτή μοναξιά. Δεν μπορούσε να πάρει ούτε σκύλο, αφού έλειπε πολύ συχνά εκτός πόλης. Το μόνο που τον καλωσόριζε όταν άνοιγε την πόρτα ήταν μια παγωμένη, αδιαπέραστη σιωπή. Ανέβασε την ένταση στο ραδιόφωνο και άφησε τη μουσική να ξεχυθεί μέσα του. Δεν χρειαζόταν να γίνεται τόσο συναισθηματικός. Δεν του άρεσε να είναι μόνος – αυτό ήταν όλο. Δεν υπήρχε τίποτα κακό σ’ αυτό. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, η γνωριμία του με την Ελ και η πρόκληση που εκείνη
80
ΚΑΤΕΕ ROBERT
αντιπροσώπευε είχαν μεγαλώσει τη μοναξιά του. Η ίδια δεν πίστευε ότι ταίριαζαν. Ε, λοιπόν, ο Γκέιμπ θα της απεδείκνυε το αντίθετο. Παρά την κίνηση, έφτασε την ίδια ώρα με τον αδελφό του και πάρκαρε δίπλα στο εντυπωσιακό μαύρο F-150 Φορντ του. Καθώς έβγαινε από τη δική του Καμάρο, ο Νέιθαν τον πλησίασε. «Θα μου πεις τι συμβαίνει;» «Θα πάμε να αγοράσουμε λουλούδια.» Έτσι δυνατά όπως το είπε, ακούστηκε χαζό. Ο Γκέιμπ αγνόησε το κοροϊδευτικό χαμόγελο του αδελφού του. «Και πρέπει να μου πεις όλα όσα γνωρίζεις για την Ελ.» «Για την Ελ; Νόμιζα πως είχες αποφασίσει να μην ασχοληθείς άλλο μαζί της.» Έτσι νόμιζε και ο ίδιος. «Ακόμα δεν έχω τελειώσει.» «Όλη αυτή την εβδομάδα, σέρνει τα βήματά της στην γκαλερί, ενώ βγάζει ατμούς από τα αυτιά της.» Ο Νέιθαν σταύρωσε τα χέρια του. «Υποθέτω πως αυτή η κίνηση θα επιδεινώσει την κατάσταση, σωστά;» «Μάλλον.» «Χαίρομαι που το μαθαίνω.» Μόλις μπήκαν στο μπακάλικο, έστριψαν δεξιά και κατευθύνθηκαν στο τμήμα με τα λουλούδια. Ο Γκέιμπ περπάτησε γύρω γύρω, και κοίταξε το ουράνιο τόξο των χρωμάτων. «Τι στην οργή! Πώς διαλέγει κανείς από όλα αυτά;» «Μπορείς να της αγοράσεις τριαντάφυλλα.» «Τα τριαντάφυλλα είναι κοινότυπα.» Ο Νέιθαν χτύπησε ρυθμικά δύο δάχτυλα στο πιγούνι του. «Χμμ… Θυμάμαι πως και η Ελ είπε κάτι παρόμοιο, πριν από λίγους μήνες.» «Δεν με βοηθάς.» Ο Γκέιμπ τράβηξε ένα πλαστικό αντικείμενο που χρησίμευε ως βάση μπουκέτου. «Ποιο είναι το αγαπημένο χρώμα της;» «Το μοβ. Ή, ίσως, το ροζ.» Ο Γκέιμπ τού έριξε μια αυστηρή ματιά. «Δεν εργά-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
81
ζεται σ’ εσένα εδώ και περίπου έναν αναθεματισμένο χρόνο;» «Ε, ναι.» «Και δεν ξέρεις καν ποιο είναι το αγαπημένο χρώμα της;» Ίσως τελικά δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα το να πάρει τον Νέιθαν μαζί του. Μ’ αυτόν το ρυθμό, ο αδελφός του ήταν ικανός να τον κατευθύνει το ίδιο, τόσο προς μια λάθος απόφαση όσο και προς μια σωστή. Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Απλά δεν προέκυψε. Όμως, φοράει συχνά τέτοια χρώματα, οπότε έχει μια λογική.» «Σωστά.» Ο Γκέιμπ άρχισε να αρπάζει στην τύχη μοβ και ροζ λουλούδια, προσπαθώντας να συγκεντρώσει διαφορετικές ποικιλίες. Στις γκόμενες άρεσε η ποικιλία, σωστά; «Τι άλλο ξέρεις να μου πεις;» «Έχει κάτι το κοριτσίστικο πάνω της. Είμαι βέβαιος πως θα πάγωνε στην πρόταση να κάνει κάμπινγκ. Όπως σου έχω ξαναπεί, υπηρέτησα μαζί με τον αδελφό της. Δεν μιλούσε πολύ για την οικογένειά του, αλλά η μικρή αδελφή του ήταν απαγορευμένο θέμα συζήτησης. Ξέρω πως οι γονείς τους ζουν και ότι είναι ακόμα παντρεμένοι, αλλά τίποτε άλλο.» Φυσικά και ήταν ακόμα παντρεμένοι. Ήταν ακριβώς το είδος της οικογένειας από το οποίο ο Γκέιμπ φανταζόταν πως προερχόταν η Ελ. Κι εκείνοι μάλλον ήταν τόσο καλοαναθρεμμένοι όσο και η κόρη τους. Ωστόσο, όταν μιλούσε με τη μαμά της στο τηλέφωνο, υπήρχε αδιαμφισβήτητη ένταση στο πρόσωπό της. Οικογενειακά προβλήματα, μήπως; Θα το λάμβανε υπόψη του. «Τι άλλο;» «Θεέ μου, μήπως μου ζητάς πολλά; Δεν συνηθίζουμε να φτιάχνουμε τα μαλλιά μας μαζί και να κουτσομπολεύουμε.» Ο Νέιθαν πήρε μερικά μακριά λουλούδια και τα έχωσε στο μπουκέτο. «Είναι καταπληκτική συντονίστρια – έχει φοβερή καλλιτεχνική ματιά, καθώς και πάθος για την τέχνη. Ποτέ μου δεν γνώρισα άλλον άνθρωπο σαν εκείνη, ο οποίος να
82
ΚΑΤΕΕ ROBERT
καταλαβαίνει τόσο βαθιά όσα προσπαθεί να εκφράσει ο καλλιτέχνης.» Διέκρινε κάτι σαν θαυμασμό στη φωνή του αδελφού του. Ο Γκέιμπ κοντοστάθηκε. «Είσαι βέβαιος πως δεν σου αρέσει; Γιατί ακούγεσαι σαν να σου αρέσει.» «Δεν είναι έτσι. Απολαμβάνω την παρέα της και μπορούμε να μιλάμε για τέχνη επί ώρες, αλλά…» Για ένα δευτερόλεπτο, ο Νέιθαν κοίταξε αλλού και, όταν γύρισε ξανά, ήταν και πάλι ο συνηθισμένος εαυτός του. «Αρκετά μ’ εμένα. Ας πληρώσουμε αυτά κι ας δούμε πώς θα κατακτήσεις το κορίτσι.» Ο Γκέιμπ δεν έδωσε συνέχεια, επειδή υποψιαζόταν τι είχε προκαλέσει εκείνο το σύννεφο. Κάποια πράγματα δεν λέγονται, ούτε καν στην οικογένεια. Ειδικά στην οικογένεια… Ο Νέιθαν το απεδείκνυε, κάθε φορά που η συζήτηση πήγαινε προς το μυστηριώδες κορίτσι με το οποίο έβγαινε πριν από αιώνες. «Ας το κάνουμε.» Μόνον όταν στάθηκαν στην ουρά για το ταμείο συνειδητοποίησε την πραγματικότητα: ήταν Παρασκευή βράδυ – το πιθανότερο ήταν πως ακόμα και η Ελ, παρά το άγχος της, δεν θα καθόταν σπίτι μόνη της. Κι αν είχε κάποιο ραντεβού; Ω, αυτή η σκέψη δεν του άρεσε καθόλου. «Αυτή είναι φρικτή ιδέα.» Ο Νέιθαν ξεφύλλιζε κάποιο κουτσομπολίστικο περιοδικό. «Τι συμβαίνει πάλι; Μα τω Θεώ, κάνεις σαν να περιμένεις περίοδο!» «Δεν είναι αστείο.» «Ναι, δεν είμαι κωμικός. Μίλα, λοιπόν, για να πληρώσουμε τα αναθεματισμένα λουλούδια.» «Είναι Παρασκευή βράδυ. Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να είναι εκείνη.» Ακόμα κι αν ήταν μόνη στο σπίτι, θα ήταν αλλόκοτο να εμφανιστεί εκεί απρόσκλητος. «Ω, αυτό ήταν;» Ο Νέιθαν έβαλε το περιοδικό στη θέση του. «Είναι στο “Τουίγκς” με τη φίλη της τη Ροξάν – βρίσκεται βόρεια, εάν δεν απατώμαι.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
83
«Νόμιζα πως δεν ήξερες τίποτα για εκείνη.» Ο Γκέιμπ πέρασε την πιστωτική κάρτα του από το μηχάνημα. «Δεν κάνουμε και τις πιο αποκαλυπτικές συζητήσεις, αλλά είναι γυναίκα. Οι γυναίκες μιλάνε.» Δόξα τω Θεώ γι’ αυτό, διαφορετικά θα αναγκαζόταν να μείνει μόνος στο σπίτι μ’ ένα μπουκέτο λουλούδια, που απλά θα του υπενθύμιζαν ότι η Ελ δεν ενδιαφερόταν για εκείνον. Πήρε το μπουκέτο και κατευθύνθηκε προς το χώρο στάθμευσης. Ο Νέιθαν γέλασε και σκαρφάλωσε στο φορτηγάκι του. «Σκοπεύεις να πας εκεί και να της προσφέρεις τα λουλούδια, σωστά;» Ε, λοιπόν, ναι, αυτό ήταν το σχέδιο. Ο Γκέιμπ κοντοστάθηκε. «Έχεις κάποια καλύτερη ιδέα;» «Όχι. Απλά εύχομαι να ήμουν εκεί για να δω την εξέλιξη.» Η ντίζελ μηχανή του ζωντάνεψε. «Καλή τύχη.» Καθώς ο Γκέιμπ κοίταζε τον μικρό αδελφό του που ξεμάκραινε, ήταν αναθεματισμένα βέβαιος πως χρειαζόταν όλη την τύχη του κόσμου μαζί του.
Κεφάλαιο Εννέα Η Ελ ανακάτεψε το Μαρτίνι της μ’ ένα καλαμάκι και αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να το πιει μονορούφι. «Πραγματικά, δεν θέλω να το συζητήσω.» «Ναι, πραγματικά, θέλεις!» Η Ροξάν έβγαλε ένα καθρεφτάκι και ήλεγξε το κραγιόν της· ήταν τέλειο, όπως πάντα, αυτό όμως δεν καταλάγιαζε την ψυχωσική ανησυχία της μήπως συνέβαινε το αντίθετο. Λαμβάνοντας υπόψη το ζωηρό κόκκινο κραγιόν που προτιμούσε, η Ελ δεν την κατηγορούσε για την παράνοιά της. Έκανε νόημα στον σερβιτόρο, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μιλήσει για κάτι άλλο εκτός από την αποτυχημένη αποπλάνηση και το φρικτό ραντεβού. Εκείνος χαμογέλασε και τις πλησίασε γρήγορα· ήταν η απόλυτη ενσάρκωση του ψηλού, μελαχρινού και γοητευτικού άντρα. «Κυρίες μου. Πώς είστε από ποτά;» «Νομίζω πως είμαστε έτοιμες για άλλον ένα γύρο. Παρεμπιπτόντως, είμαι η Ελ. Από δω η φίλη μου η Ροξάν.» Η Ελ κατέβασε το ποτό της με μια γουλιά, καθώς οι άλλοι δύο κοιτάχτηκαν. Αν και η φίλη της δήλωνε πως ήταν πολύ απασχολημένη με τη δουλειά για να ασχοληθεί με σχέσεις, αυτό δεν την εμπόδιζε να αξιολογεί τις προοπτικές που της εμφανίζονταν – παρόλο που ποτέ δεν τις εκμεταλλευόταν. Ως επιβεβαίωση αυτού του κανόνα, όταν εκείνος πήγε να ετοιμάσει την παραγγελία τους, η κοκκινομάλλα έγειρε προς
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
85
το μέρος της. «Εάν δεν είναι αυτός σέξι, τότε δεν ξέρω ποιος είναι. Αν είχα χρόνο…» «Γιατί δεν δοκιμάζεις;» Η Ροξάν σήκωσε το δάχτυλό της. «Ξέρω τι προσπαθείς να κάνεις, και δεν θα φέρει αποτέλεσμα. Σταμάτα να χρονοτριβείς και πες μου όλες τις λεπτομέρειες. Θυμήσου» –έδειξε τον εαυτό της– «πως ζω για να μαθαίνω τα διεστραμμένα σεξουαλικά κατορθώματά σου.» «Με αυτά που λες, νιώθω σαν να τριγυρνάω στην πόλη κυνηγώντας ξεδιάντροπα άντρες.» «Μερικές φορές, εύχομαι να το έκανες. Σκέψου τις ιστορίες που θα είχες να διηγηθείς. Ω, μη με κοιτάζεις έτσι. Ξέρεις πως αστειεύομαι.» Όταν έγινε φανερό ότι η Ελ δεν θα απαντούσε, εκείνη αναστέναξε. «Ας ξεκινήσουμε με κάτι εύκολο. Πώς πήγε το ραντεβού;» Τουλάχιστον για αυτό μπορούσε να μιλήσει χωρίς να τραυλίσει και να κοκκινίσει. «Χάλια. Με πήγε σ’ ένα φρικτό καταγώγιο. Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να πάω στην τουαλέτα, γιατί διαφορετικά θα είχα κολλήσει σύφιλη. Ωστόσο, είμαι σχεδόν βέβαιη πως κόλλησα ηπατίτιδα.» «Έκλεισες ραντεβού με γιατρό για να το διαπιστώσεις;» Η Ελ έκανε να παραδεχτεί πως όντως είχε κλείσει ραντεβού με γιατρό, αλλά συνειδητοποίησε πως η Ροξάν την κορόιδευε. Μπορεί να ακουγόταν λίγο μελοδραματική, αλλά έπρεπε να προσέχει – ειδικά από τη στιγμή που είχε φτάσει σε οργασμό με έναν τελείως άγνωστο σε αυτήν· σ’ έναν πολύ έντονο οργασμό, που της είχε πάρει το μυαλό. Έδιωξε αυτή τη σκέψη και συγκεντρώθηκε στη διήγηση της ιστορίας. «Λοιπόν, αφού έφαγα το αμφίβολης ποιότητας φαγητό, αποφάσισε ότι θα παίζαμε μπιλιάρδο. Και τότε, τηλεφώνησε η μαμά μου.» Η Ροξάν έβγαλε έναν πνιχτό ήχο. «Αυτή η στρίγκλα έχει τρομακτικό συγχρονισμό.» «Είναι η μητέρα μου.»
86
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Αυτό δεν την κάνει λιγότερο στρίγκλα.» Της έκανε νόημα να συνεχίσει. «Τι έγινε έπειτα από αυτή την ευχάριστη κουβέντα;» Το «ευχάριστη» ήταν η τελευταία λέξη που θα επέλεγε για να περιγράψει τη συζήτηση. «Όχι μόνο παίξαμε μπιλιάρδο σ’ ένα από τα πιο αηδιαστικά κτίρια που έχω βρεθεί ποτέ, αλλά έπρεπε να βάλουμε και στοίχημα.» «Ένα στοίχημα.» Τα πράσινα μάτια της Ροξάν κυριολεκτικά άστραψαν. «Ω, για πες.» Εντάξει, ίσως τελικά δεν της ήταν ευκολότερο να διηγηθεί αυτή την ιστορία συγκριτικά με την ιστορία με το σεξ. Η Ελ αναζήτησε μια χαρτοπετσέτα για να την κομματιάσει, αλλά υπήρχαν μόνο χοντρά σουβέρ. «Ήθελε ένα φιλί.» «Ω… Θεέ… μου!» Η Ελ αναπήδησε, νιώθοντας ένοχη, χωρίς λόγο. «Τι;» «Ήθελες να σε φιλήσει.» «Δεν ήθελα!» «Ναι, ήθελες, παλιοκόριτσο!» Η Ροξάν χαμογέλασε πλατιά. «Δεν σε κρίνω.» Εκείνη δάγκωσε τα χείλη της και σώθηκε προσωρινά από τον σερβιτόρο, ο οποίος έφερε τα ποτά τους. Ωστόσο, μόλις εκείνος απομακρύνθηκε, ήταν αδύνατον να το αρνηθεί. «Εντάξει, ναι. Ίσως, λίγο. Πρέπει να καταλάβεις πως δεν κάνει για μένα. Είναι το ακριβώς αντίθετο από όσα θα έπρεπε να θέλω από έναν σύζυγο, ή έναν φίλο, ή έναν οποιονδήποτε. Όμως…» Η Ελ ήπιε μια βιαστική γουλιά και παραλίγο να πνιγεί. Αυτό το ποτό ήταν πιο δυνατό από το προηγούμενο. Ίσως να έφταιγε το αλκοόλ, που της απελευθέρωνε τη γλώσσα, ή απλά να χρειαζόταν να τα βγάλει από μέσα της, πάντως συνέχισε. «Δεν ξέρω, Ροξ. Είναι πραγματικά, πραγματικά γοητευτικός – πρωτόγονα γοητευτικός. Τον κοιτάζεις και θέλεις να σε σύρει στη σπηλιά του και να σου κάνει πρόστυχα πράγματα.» Χριστέ μου, δεν πίστευε πως μόλις τώρα τα είχε πει αυτά, δυνατά. Αλλά ένιωθε πως της έκανε καλό που μιλούσε, κι
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
87
έτσι συνέχισε, ενώ ταυτόχρονα έπαιζε με το καλαμάκι της. «Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο ίδιος έχει μεν “αιχμηρές” πλευρές, αλλά διαθέτει καταπληκτικά τατουάζ και ένα απίστευτα αμαρτωλό στόμα.» «Ναι… ναι, έχει.» Συνοφρυώθηκε, όταν είδε το παράξενο βλέμμα στο πρόσωπο της φίλης της. «Ροξ;» Τότε συνειδητοποίησε πως η Ροξάν δεν κοίταζε εκείνη. Είχε εστιάσει την προσοχή της σε κάποιο σημείο πάνω από τον ώμο της Ελ. Ξαφνικά, η αίθουσα άρχισε να κουνιέται πέρα-δώθε, καθώς όλο το αίμα από το κεφάλι της εξαφανίστηκε απότομα και ένα κακό προαίσθημα συγκλόνισε το κορμί της, σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Αποκλείεται να συνέβαινε αυτό. «Σε παρακαλώ, πες μου πως εκείνος δεν βρίσκεται ακριβώς πίσω μου.» Η Ροξάν έβαλε τους αγκώνες της στο τραπέζι και στήριξε το πιγούνι με τα χέρια της, σαν να ήταν έτοιμη να παρακολουθήσει κάποιο θέαμα. «Βρίσκεται ακριβώς πίσω σου.» Η Ελ γύρισε, νιώθοντας σαν να κολυμπούσε σε πηχτή μελάσα. Και, πραγματικά, ο Γκέιμπ στεκόταν ούτε καν μισό μέτρο πίσω της, κρατώντας… λουλούδια; Το χαμόγελό του φανέρωνε πως είχε ακούσει κάθε λέξη της. Περίμενε ότι κάποιος κεραυνός θα τη χτυπούσε και θα την άφηνε στον τόπο, αλλά, δυστυχώς, ο Θεός δεν είχε διάθεση να την εξυπηρετήσει απόψε. Όταν της προσέφερε τα λουλούδια, εκείνη τα πήρε με μουδιασμένα χέρια. Τα σήκωσε και τα μύρισε, περισσότερο αντανακλαστικά, ανήμπορη να τραβήξει το βλέμμα της από τον Γκέιμπ. Απόψε, φορούσε μια απλή μαύρη μακό μπλούζα, μέσα από την οποία όμως διαγράφονταν όλοι οι αναθεματισμένοι μύες του. Το τζιν παντελόνι του έκανε το ίδιο. Αυτό δεν ήταν δίκαιο – με τίποτα… Η Ελ χρειαζόταν οπωσδήποτε άλλο ένα ποτό.
88
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Θεωρείς, λοιπόν, αμαρτωλό το στόμα μου;» Θεούλη μου, στ’ αλήθεια ήταν τόσο κοντά, ώστε τα είχε ακούσει όλα! «Όχι.» Από πίσω της, η Ροξάν ακούστηκε σαν να πνίγηκε με το ποτό της. Ωραία! Της άξιζε, από τη στιγμή που δεν είχε προειδοποιήσει την Ελ ότι εκείνος ήταν εδώ και κρυφάκουγε. «Τα χείλη σου είναι πολύ λεπτά – σχεδόν δεν υπάρχουν.» Ο Γκέιμπ έκανε ένα βήμα μπροστά και έγειρε πάνω στην πλάτη του καθίσματός της, κι εκείνη ένιωσε να αναστατώνεται από την τόσο κοντινή επαφή τους. «Σοβαρά;» «Ναι.» Η Ελ έβηξε και συνειδητοποίησε καθυστερημένα πως είχε φαγούρα στο λαιμό. «Διότι είμαι βέβαιος ότι μόλις είπες πως το στόμα μου είναι αμαρτωλό.» Αυτό που συνέβαινε δεν ήταν καθόλου σωστό. Έτριψε τη μύτη της. «Παράκουσες.» «Δεν νομίζω.» Έγειρε στο πλάι. «Είσαι η Ροξάν, σωστά; Είμαι ο Γκέιμπ.» Η προδότρια του χαμογέλασε γλυκά και του προσέφερε το χέρι της. «Γεια σου, Γκέιμπ. Έχω ακούσει πολλά για σένα τον τελευταίο καιρό.» «Ροξ!» «Τι; Απλά λέω την αλήθεια.» Ο Γκέιμπ διασκέδαζε αφάνταστα με την κατάσταση. «Την άκουσες να αποκαλεί αμαρτωλό το στόμα μου, έτσι δεν είναι;» «Μην τολμήσεις να απαντήσεις, Ροξάν!» Η Ελ φταρνίστηκε. Τι στο καλό; Κοίταξε το μπουκέτο και έβγαλε μια κραυγή: «Μου πήρες φασκομηλιά.» «Τι σου πήρα;» «Φασκομηλιά.» Μόλις το πρόσεξε, τα συμπτώματα που είχε έγιναν δέκα φορές χειρότερα. Τα μάτια της Ελ άρχισαν να δακρύζουν και, αν έκρινε από τη φαγούρα που είχε στα μπράτσα, ήταν έτοιμη να ξεπετάξει εξανθήματα. Υπέροχα.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
89
Καταπληκτικά. Πέταξε το μπουκέτο στη Ροξάν. «Δεν είναι αστείο.» Η κοκκινομάλλα απέτυχε παταγωδώς στην προσπάθειά της να σταματήσει να γελάει. «Συγγνώμη. Όντως, δεν είναι αστείο. Είναι φρικτό. Αλλά, μα τω Θεώ, είναι τόσο φρικτό που γίνεται ξεκαρδιστικό!» Η Ελ έτριψε τη μύτη της με την ανάστροφη της παλάμης, και φυσικά αυτό επιδείνωσε τη φαγούρα, αφού έτσι η φασκομηλιά πήγε παντού. «Σε μισώ.» «Όχι, δεν με μισείς· με αγαπάς.» Η Ροξάν τελείωσε το ποτό της. Τελικά, ο Γκέιμπ απομακρύνθηκε από την καρέκλα της και στάθηκε μπροστά στο τραπέζι. Από τα γουρλωμένα μάτια του, κατάλαβε ότι οι κοκκινίλες είχαν φτάσει στο πρόσωπό της. «Τι συμβαίνει;» «Η Ελ είναι αλλεργική στη φασκομηλιά.» Ωραία, τώρα εδέησε η Ροξάν να τη βοηθήσει… «Φουσκώνει σαν αερόστατο αν βρεθεί στα δύο μέτρα κοντά της, κι εσύ μόλις της προσέφερες ένα μπουκέτο με φασκομηλιές.» «Γαμώτο! Λυπάμαι πάρα πολύ. Ήθελα μόνο…» «Δεν πειράζει.» Η Ελ τινάχτηκε από την καρέκλα και άρπαξε την τσάντα της. «Θα σου πω μόνο μία λέξη, Ροξάν: κάρμα.» Η Ελ βγήκε γρήγορα από το εστιατόριο, προσπαθώντας να μη δώσει σημασία στα βλέμματα και στα σχόλια που προκαλούσε στο πέρασμά της. Δεν τα κατάφερε όμως, όπως δεν κατάφερε να μην προσέξει τα βαριά βήματα που την ακολούθησαν έξω. «Άφησέ με ήσυχη.» «Εγώ φταίω. Πρέπει να μ’ αφήσεις να επανορθώσω.» Έτρεξε και την έφτασε, αλλά αναγκαστικά έμεινε πάλι πίσω, όταν η Ελ άρχισε να περνάει ανάμεσα από τα αυτοκίνητα, καθώς κατευθυνόταν προς το δικό της Πράιους. «Σε παρακαλώ, Ελ. Πραγματικά, λυπάμαι πολύ.» Μιας και τα μάτια της είχαν αρχίσει να πρήζονται, η οδή-
90
ΚΑΤΕΕ ROBERT
γηση μάλλον δεν ήταν καλή ιδέα. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ήταν ο μοναδικός λόγος που του είπε: «Καλά. Ας είναι. Χρειάζομαι φάρμακα για την αλλεργία. Άμεσα.» «Θα είμαι σβέλτος, μωρό μου.» Έπιασε τη μέση της με το ένα χέρι και την οδήγησε προς το κόκκινο τερατούργημα που αποκαλούσε αυτοκίνητο. Η Ελ κάθισε στη θέση του συνοδηγού, έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στην αναπνοή της. Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν χάπια Μπεναντρίλ, ένα ντους και ένα πακέτο κατεψυγμένο αρακά για το πρόσωπό της. Και ύπνο – πολύ ύπνο. Όλα θα πήγαιναν καλά. Μια γρήγορη στάση στο φαρμακείο, κι έπειτα θα ανακουφιζόταν. Θα τα έβγαζε πέρα. Το αυτοκίνητο έστριψε τόσο απότομα, που η Ελ έπεσε πίσω στο κάθισμά της. «Έι, πρόσεχε!» «Μου είπες “άμεσα”.» Έτσι του είχε πει, αλλά δεν ήθελε να σκοτωθεί στην πορεία. «Δεν θα πεθάνω – απλά χρειάζομαι ένα φάρμακο για αλλεργίες.» «Να πεθάνεις; Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο από λουλούδια;» «Ναι.» Γράπωσε την τσάντα της, καθώς εκείνος έκανε άλλη μια απότομη κίνηση. «Εάν συνεχίσεις να οδηγείς έτσι, θα ξεράσω πάνω στα δερμάτινα καθίσματά σου.» «Προκειμένου να σε βοηθήσω να νιώσεις καλύτερα όσο πιο γρήγορα γίνεται, αυτό είναι μικρό τίμημα. Όλα θα πάνε καλά. Σχεδόν φτάσαμε.» Δόξα τω Θεώ! Διότι δεν πίστευε πως θα άντεχε για πολύ. Υπό διαφορετικές συνθήκες, η ανησυχία του μπορεί να ήταν ανακουφιστική, όμως η Ελ ήταν έτοιμη να παρανοήσει και να αρχίσει να ξύνεται σ’ όλο το κορμί της. Με τέτοια ενόχληση, ο Γκέιμπ έπρεπε απλά να το βουλώσει και να της βρει Μπεναντρίλ.
Κεφάλαιο Δέκα Ο Γκέιμπ ήταν ένας αναθεματισμένος ηλίθιος. Δεν είχε σκεφτεί καν πως η Ελ ίσως να ήταν αλλεργική σε κάτι. Αν και, σοβαρά τώρα, ποιος θα μπορούσε να μαντέψει ότι είχε αλλεργία στη φασκομηλιά ή πως το μπακάλικο θα έβαζε κάτι τέτοιο στο τμήμα των λουλουδιών; Έκοψε ταχύτητα εξαιτίας της κίνησης και, με την ευκαιρία, την κοίταξε. Διάολε! Τεράστιες επιθετικές κόκκινες κηλίδες σκέπαζαν το χλωμό πρόσωπό της, οι οποίες ήταν ορατές ακόμα και στο αμυδρό φως του σούρουπου. Του φάνηκε επίσης πως πρηζόταν και γύρω από τα μάτια, αν και δεν ήταν βέβαιος. Έσφιξε το τιμόνι, αποφασισμένος να διορθώσει το κακό που είχε προκαλέσει. Ένα παλιό κίτρινο Φολκσβάγκεν μπήκε μπροστά του, και αναγκαστικά μείωσε ταχύτητα, οδηγώντας σημειωτόν προς το καταπράσινο φανάρι. Έβρισε σιγανά τον οδηγό, λέγοντάς του ότι οδηγούσε σαν βλαμμένος. Καλά θα έκανε να έφευγε από τη μέση, διαφορετικά ο Γκέιμπ θα τον ανάγκαζε να φύγει από τη μέση. «Ξέρεις, θα ένιωθα πολύ καλύτερα, εάν ήμουν σίγουρη ότι αυτή η διαδρομή δεν θα καταλήξει σε κούρσα θανάτου.» «Ναι, όμως αυτό δεν θα έχει καμία σημασία εάν αρχίσει να πρήζεται ο λαιμός σου και πεθάνεις στο κάθισμα του συνοδηγού.» Η αλλεργική αντίδραση προκαλούσε κάτι τέτοιο· το είχε δει στο Ντισκάβερι Τσάνελ.
92
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Η Ελ γέλασε πνιχτά. «Απλά νιώθω φρικτά – δεν πεθαίνω.» Έτσι νόμιζε τώρα, αλλά ίσως ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως η αλλεργική αντίδραση. Τα πράγματα θα χειροτέρευαν μέχρι τη στιγμή που θα έπαιρνε την αγωγή. Έβρισε ξανά, έβγαλε φλας και πέρασε δύο λωρίδες, κίνηση που του χάρισε μια αιφνιδιαστική βρισιά από την Ελ. Έστριψαν στο χώρο στάθμευσης και φρέναραν στη θέση που βρισκόταν πιο κοντά στην είσοδο. «Αυτή η θέση είναι για αναπήρους.» «Θα αγοράσω εισιτήριο.» Ο Γκέιμπ άνοιξε διάπλατα την πόρτα και έτρεξε στη μεριά της για να της ανοίξει. «Άσε με να σε βοηθήσω.» «Δεν χρειάζεται.» Η Ελ τον προσπέρασε και προχώρησε γρήγορα προς το πολυκατάστημα. «Συμπεριφέρεσαι τρελά.» «Κι εσύ δεν κοίταξες καν το δρόμο. Τι θα γινόταν αν σε χτυπούσε αμάξι;» Χριστέ μου, ακουγόταν σαν μαμά… Προφανώς και η Ελ σκέφτηκε το ίδιο. «Σ’ ευχαριστώ, μαμά, αλλά είμαι ενήλικη. Δεν έχω καμία πρόθεση να πέσω μπροστά σε αυτοκίνητο.» Μπήκε μέσα βιαστικά, αλλά ο Γκέιμπ θα ορκιζόταν πως την άκουσε να μουρμουρίζει: «Όμως, μπορεί και να το κάνω, εάν δεν σταματήσεις να μου γκρινιάζεις.» Ο Γκέιμπ αναζήτησε το τμήμα του φαρμακείου, αλλά προφανώς η Ελ γνώριζε τα κατατόπια, αφού είχε ήδη φτάσει εκεί μέχρι εκείνος να καταλάβει πού βρισκόταν. Άρπαξε ένα φάρμακο γενικής χρήσης, αλλά της το πήρε αμέσως από το χέρι. «Πάρε Μπεναντρίλ.» «Είναι το ίδιο.» «Όχι, δεν είναι.» Όταν εκείνη κοντοστάθηκε, αυτός έγειρε και έβαλε το κουτί στη θέση του. Το φάρμακο που αναζητούσαν κόστιζε δύο δολάρια επιπλέον, αλλά το κόστος ήταν πολύ μικρό μπροστά στην υγεία της Ελ. «Πιες το φάρμακο τώρα.» Η Ελ τινάχτηκε, σαν να της είχε βάλει ένα ψόφιο ζώο
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
93
μπροστά της. «Δεν θα ανοίξω το κουτί, ούτε θα πάρω το φάρμακο εδώ μέσα. Είναι ενάντια στον κανονισμό.» Ο Γκέιμπ την κοίταξε αγριεμένος. «Ξέρεις τι θα συμβεί σε αντίθετη περίπτωση. Πιες το αναθεματισμένο φάρμακο, διαφορετικά θα το χώσω στο λαιμό σου με το ζόρι!» «Πραγματικά, ξέρεις πώς να ικανοποιείς μια γυναίκα.» Ωστόσο, δεν συνέχισε, παρά τον παρακολούθησε καθώς εκείνος άνοιξε το κουτί και έφτιαξε μια δόση με το αηδιαστικό ροζ υγρό. Η Ελ το ήπιε μονομιάς. «Τελειώσαμε;» Όχι βέβαια. «Όχι. Χρειαζόμαστε…» Έχωσε το μπουκάλι στο κουτί και άρχισε να σκέφτεται. Τι άλλο χρειαζόταν; Θεέ μου, δεν είχε ιδέα! Το ηλίθιο ντοκιμαντέρ στο Ντισκάβερι Τσάνελ είχε εστιάσει περισσότερο στο κομμάτι του θανάτου και λιγότερο σε αυτό της θεραπείας. «Όσο εσύ θα προσπαθείς να βγάλεις άκρη, εγώ θα πάω από δω.» Την ακολούθησε, παρατηρώντας τα προϊόντα στους διαδρόμους που διέσχιζαν: σοκολάτες – οι σοκολάτες έκαναν καλό. Οι γκόμενες έτρωγαν κάτι τέτοια όταν δεν ένιωθαν καλά. Ο Γκέιμπ έστριψε στο διάδρομο και άρχισε να διαλέγει στην τύχη διάφορες μάρκες. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κι αν ήταν αλλεργική στα αμύγδαλα ή σε κάτι άλλο; Διάβασε προσεκτικά τα θρεπτικά στοιχεία σε κάθε συσκευασία και κατέληξε στη σοκολάτα γάλακτος, καθώς και στη μαύρη σοκολάτα. Το ξανασκέφτηκε, και αποφάσισε να αγοράσει και λευκή. Δεν ήξερε τι θα άρεσε στην Ελ, αλλά του είχε ήδη αποδείξει πως είχε ιδιαίτερη προτίμηση σε αλλόκοτα πράγματα. Προχώρησε εκεί όπου φανταζόταν πως είχε κατευθυνθεί και η ίδια, αλλά σταμάτησε μπροστά στις σούπες. Η αλλεργική αντίδραση ισοδυναμούσε με ίωση; Ίσως έπρεπε να πάρει και λίγη κοτόσουπα… Ναι, ήταν καλή ιδέα. Αγόραζε τη σούπα Κάμπελ για τον Νέιθαν, όταν ήταν παιδιά. Χωρίς
94
ΚΑΤΕΕ ROBERT
δεύτερη σκέψη, ο Γκέιμπ προσέθεσε δύο κονσέρβες στα πράγματα που κρατούσε στα χέρια του. Του ήρθε μια έμπνευση· σταμάτησε στα είδη υγιεινής και αγόρασε μερικά αφρόλουτρα. Ο ίδιος δεν ήταν οπαδός του αφρόλουτρου, αλλά η Ελ μάλλον ήταν, και επιπλέον κάπου είχε ακούσει ότι έκαναν καλό στην ανεμοβλογιά. Ίσως να ίσχυε το ίδιο και για την αλλεργική αντίδραση. Ένα καροτσάκι θα βοηθούσε, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Τακτοποίησε τα πράγματα για να μην του πέσουν και συνέχισε το δρόμο του, ρίχνοντας ματιές σε κάθε διάδρομο που διέσχιζε. Η Ελ δεν φαινόταν πουθενά. Δεν θα έφευγε χωρίς εκείνον, σωστά; Διάολε, φυσικά και θα έφευγε! Ο Γκέιμπ γύρισε απότομα και ετοιμάστηκε να πετάξει τα πράγματα και να τρέξει από πίσω της. Τότε, με την άκρη του ματιού του, την είδε στην άλλη άκρη του καταστήματος: πίεζε το πρόσωπό της με κάτι – όταν την πλησίασε, αναγνώρισε ένα πακέτο με κατεψυγμένο αρακά. «Ώστε εδώ είσαι.» «Εδώ είμαι.» Αναστέναξε και συνοφρυώθηκε, καθώς έβγαλε το πακέτο από το πρόσωπό της. «Τι είναι όλα αυτά;» «Ά…» Ένιωσε σαν χαζός, έτσι όπως στεκόταν μπροστά της με τα χέρια του γεμάτα βλακείες. Ίσως να μην έπρεπε να πάρει τίποτα, και απλά να είχε πάει μαζί της στα κατεψυγμένα. «Σκέφτηκα πως ίσως να ήθελες κάτι από αυτά.» Η Ελ πλησίασε πιο κοντά και παραλίγο να τον κοπανήσει με τον κατεψυγμένο αρακά της. «Σοκολάτες, αφρόλουτρο και κοτόσουπα;» «Δεν ήξερα τι θα βοηθούσε, κι έτσι πήρα λίγο απ’ όλα.» «Κα…τάλαβα.» Εκείνα τα γαλανά μάτια τον κοίταξαν, και ξαφνικά ο Γκέιμπ ένιωσε όπως τότε που ήταν δέκα χρόνων: είχε κρεμάσει το βρόμικο εσώρουχο του Τζόι Παντίνι από το κοντάρι της σημαίας, κι έπειτα είχε αναγκαστεί να
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
95
καθίσει δύο ώρες έξω από το γραφείο του διευθυντή, περιμένοντας να δει αν θα ερχόταν τελικά η μητέρα του. Δεν είχε έρθει. Η Ελ διέκοψε την ανάμνησή του, όταν έβαλε πάλι τον αρακά στο πρόσωπό της. «Μπορούμε να φύγουμε, σε παρακαλώ;» «Ναι, φυσικά. Ξεχάστηκα.» Ο Γκέιμπ άφησε τα προϊόντα στο ταμείο και άρχισε να κουνάει νευρικά το πόδι του, καθώς ο έφηβος ταμίας χτυπούσε τις τιμές. Ο μικρός ήταν τόσο αργός, που ο Γκέιμπ ήθελε να τον παραμερίσει και να το κάνει μόνος του. «Χρειάζομαι τον αρακά, κυρία.» Η Ελ έβγαλε έναν βαθύ, οδυνηρό αναστεναγμό, και του έδωσε το πακέτο. Ο Γκέιμπ δεν ήταν σίγουρος, αλλά το δέρμα της του φάνηκε λιγότερο ερεθισμένο· είτε όντως συνέβαινε αυτό είτε του φάνηκε λιγότερο κοκκινισμένο, επειδή ήταν παντού κατακόκκινη. Δεν μπορούσε να καταλάβει σε αυτό το φως. «Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο.» Γιατί δεν το είχε σκεφτεί εξαρχής; Ήταν η πιο λογική κίνηση. Εκείνη πήρε πίσω τον αρακά από τον μικρό. «Δεν θα πάμε στο νοσοκομείο.» «Μπορεί να πάθεις σοκ αναφυλαξίας…» «Γκέιμπ, σταμάτα.» Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό του. Όλοι οι μύες του κορμιού του τεντώθηκαν μεμιάς, κάτι που ήταν εξαιρετικά άβολο στην παρούσα κατάσταση. Η Ελ δεν φάνηκε να κατάλαβε ότι ξαφνικά το τζιν του στένεψε περισσότερο. «Πραγματικά, θα συνέλθω.» «Είσαι σίγουρη; Γιατί δεν είναι πρόβλημα για μένα το να σε πάω εκεί.» Έφερε στο μυαλό του τη διαδρομή – το νοσοκομείο ήταν το πολύ δέκα λεπτά μακριά. Εντάξει, ίσως περνούσαν μερικά κόκκινα φανάρια στην πορεία, αλλά πόση σημασία είχε αυτό, όταν διακινδυνευόταν η υγεία της Ελ; «Είμαι μια χαρά. Σ’ το ορκίζομαι.» Σήκωσε το μικρό δαχτυλάκι της. Όταν ο Γκέιμπ δεν έδειξε να καταλαβαίνει,
96
ΚΑΤΕΕ ROBERT
η Ελ γράπωσε το μικρό δαχτυλάκι του με το δικό της και το έσφιξε δυνατά. «Κατάλαβες; Είμαστε μια χαρά.» Ποιος ορκιζόταν με το αναθεματισμένο δαχτυλάκι του, εκτός από τα παιδιά του δημοτικού; Δεν ήταν βέβαιος ότι ορκιζόταν έτσι ούτε στο δημοτικό… Κούνησε το κεφάλι του, πλήρωσε και περπάτησε μαζί της μέχρι το αυτοκίνητο. Μόνον όταν μπήκαν μέσα και οι δύο και έβαλε τη μηχανή μπροστά, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα πού έμενε η Ελ. «Προς τα πού πηγαίνω;» Εκείνη ήλεγξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. «Νομίζω πως το πρήξιμο φεύγει – μπορείς να με πας στο αυτοκίνητό μου.» «Ναι, καλά.» «Δεν έχεις σκοπό να τα παρατήσεις, έτσι δεν είναι;» «Σε εκπλήσσει αυτό;» Η Ελ τοποθέτησε ξανά τον αρακά στο πρόσωπό της και αναστέναξε. «Όχι. Πήγαινε βόρεια, στον αυτοκινητόδρομο 395. Πήγαινε στην έξοδό του. Στρίψε στο πρώτο στενό δεξιά και έπειτα ξανά δεξιά. Είναι το τρίτο σπίτι στα αριστερά.» Ακουγόταν αρκετά απλό. Ο Γκέιμπ βγήκε από το χώρο στάθμευσης και κατευθύνθηκε βόρεια. Ενόσω βρίσκονταν στο πολυκατάστημα, είχε νυχτώσει τελείως και υπήρχε μια καθησυχαστική αίσθηση καθώς απομακρύνονταν από το κέντρο της πόλης. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, σκέφτηκε να συνεχίσει να οδηγεί μέχρι το σπίτι του, αλλά απέκλεισε την ιδέα – η Ελ θα ένιωθε πιο άνετα στο δικό της. Ακολούθησε τις οδηγίες της και βρέθηκε σ’ ένα από τα πολλά προάστια που απλώνονταν διάσπαρτα στη βορειότερη πλευρά του Σποκέιν. Τουλάχιστον σε αυτό, τα σπίτια δεν ήταν στριμωγμένα μεταξύ τους και όλα είχαν αξιοπρεπείς μπροστινούς κήπους – καθώς και κήπους από πίσω, όπως φανέρωναν οι μεγάλοι φράχτες. Όταν έστριψε στο δρομάκι, οι προβολείς του αυτοκινήτου φώτισαν το σπίτι της Ελ και φανέρωσαν το χαρούμενο κίτρινο χρώμα του.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
97
Υπήρχε μέχρι και μια κρεμαστή γλάστρα με λουλούδια στη βεράντα. Παραδόξως, ο Γκέιμπ δεν εξεπλάγη. Πάρκαρε την Καμάρο και αναρωτήθηκε πώς άραγε θα ήταν η ζωή του, εάν είχε μεγαλώσει σ’ ένα τέτοιο σπίτι. Θα ήταν διαφορετική. Πολύ διαφορετική. Ήταν μια ζωή που ο ίδιος ήθελε στο μέλλον, για τα παιδιά που είχε αποφασίσει πως θα έκανε. Χριστέ μου, είχε κουραστεί απίστευτα από την οδυνηρή μοναξιά που τον κατάπινε ζωντανό…
Κεφάλαιο Έντεκα Η παρουσία του Γκέιμπ στο σπίτι της την έκανε να νιώσει… παράξενα. Η Ελ προσπάθησε να ξυστεί πίσω από τους ώμους, αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα ντους, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να τριγυρνάει μόνος του μέσα στο σπίτι της. Έξυσε τον αγκώνα της, και πάγωσε όταν εκείνος το παρατήρησε. «Δεν έχεις συνέλθει.» «Το Μπεναντρίλ χρειάζεται λίγη ώρα για να δράσει.» Όμως, τα συμπτώματα δεν θα υποχωρούσαν τελείως, εάν δεν έβγαζε όλα τα ίχνη της φασκομηλιάς από το κορμί της. «Θέλεις να δεις λίγο τηλεόραση, καθώς θα κάνω ένα πολύ γρήγορο ντους;» Το βλέμμα του ήταν τόσο έντονο, ώστε ένιωσε σαν να χάιδεψε το κορμί της με το χέρι του. Ουάου! Ίσως τελικά έπρεπε να κάνει παγωμένο ντους. Τώρα. «Το καθιστικό είναι από εκεί.» Του έδειξε την πόρτα που ήταν πίσω του, και κατευθύνθηκε προς τις σκάλες οι οποίες βρίσκονταν στην αντίθετη κατεύθυνση. «Δεν θα αργήσω.» Ο Γκέιμπ την πλησίασε. «Δεν πρέπει να μείνεις μόνη σου τώρα.» Ω, Θεούλη μου. «Δεν είμαι μόνη. Εσύ είσαι εδώ.» Η Ελ έκανε ένα νεύμα προς το μπροστινό δωμάτιο και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. «Θέλω να πω, δεν είσαι εδώ εδώ, αλλά είσαι στο ίδιο σπίτι. Εάν κλείσει ο λαιμός μου, σου υπόσχομαι πως θα στριγκλίσω για βοήθεια.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
99
«Εάν κλείσει ο λαιμός σου, δεν θα μπορέσεις να στριγκλίσεις για τίποτα.» Τα λόγια του δεν έπρεπε να την κάνουν να σκεφτεί το σεξ. Στ’ αλήθεια, δεν έπρεπε. Σοβαρά, όμως, ποιος μπορούσε να την κατηγορήσει για αυτό; Ήταν εδώ και ανέβαινε τις σκάλες μαζί της, προς το δωμάτιό της, και δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί σε κρεβατοκάμαρα οι δυο τους. Όχι. Κακή ιδέα. Πραγματικά, πολύ κακή ιδέα. «Σταμάτα.» Σήκωσε το χέρι της. Εκείνος συνέχισε να ανεβαίνει, μέχρι που το στέρνο του ακούμπησε το χέρι της. Ήταν στο ίδιο ύψος, αφού εκείνη είχε ανέβει στο παραπάνω σκαλί. «Δεν χρειάζεται να μπω στο ντους μαζί σου, αλλά δεν θα σε αφήσω μόνη σου, ώσπου να υποχωρήσουν τα συμπτώματα.» «Γίνεσαι παρανοϊκός.» Η φωνή της ακούστηκε βραχνή και λαχανιασμένη. Άει στο καλό… Η Ελ έκανε μια προσπάθεια να ακουστεί πιο φυσιολογική. «Και πού ακριβώς σκοπεύεις να περιμένεις;» Ο Γκέιμπ χαμογέλασε, και η λάγνα έκφρασή του της έκοψε την ανάσα. «Στο μπάνιο, φυσικά.» «Φυσικά…» Δεν κατάλαβε πώς ακριβώς έγινε, αλλά αμέσως μετά βρέθηκε να κάθεται στο μπάνιο και ο Γκέιμπ τής έβγαζε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. «Παρεμπιπτόντως, μου αρέσουν αυτά.» «Ω…» Η Ελ τον κοίταξε, καθώς εκείνος έλυνε το δεύτερο παπούτσι και το τραβούσε προσεκτικά από το πόδι της. Άρχισε να φαντάζεται ότι εκείνος θα συνέχιζε και θα της έβγαζε πρώτα την μπλούζα και έπειτα όλα τα υπόλοιπα ρούχα, με τις ίδιες απαλές κινήσεις, μέχρι που θα έμενε τελείως γυμνή. Ανατρίχιασε και προσπάθησε μάταια να ακινητοποιήσει τα δάχτυλα των ποδιών της, που τεντώθηκαν. «Είσαι καλά; Έπαθες νέα κρίση;»
100
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Για ένα δευτερόλεπτο, νόμισε πως την κορόιδευε, αλλά δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ανησυχία στο σκοτεινό βλέμμα του. Στάθηκε όρθια, προτού πειστεί ότι η σκέψη να της βγάλει τα ρούχα ήταν υπέροχη. «Εγώ…» Τα λόγια της έσβησαν όταν είδε την έκφραση του προσώπου του, τα μάτια του που είχαν σκοτεινιάσει από κάτι που έμοιαζε με βαθιά λαχτάρα. Η Ελ διαπίστωσε ότι κρατούσε την ανάσα της και περίμενε να δει τι θα έκανε εκείνος. Θα επέμενε να την βοηθήσει; Θεέ μου, κι αν την έκανε δική του μέσα στο μπάνιο; Δάγκωσε τα χείλη της, ενώ το κορμί της ρίγησε ξανά. «Κρυώνεις;» Ήταν φανερό πως ο Γκέιμπ γνώριζε για ποιο λόγο είχε ριγήσει η Ελ. Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της και το στήθος του άγγιξε το δικό της. «Ελ, σε ρώτησα κάτι.» Πράγματι, την είχε ρωτήσει, σωστά; «Όχι, δεν κρυώνω.» «Πρέπει να κάνεις ντους.» «Ναι, πρέπει.» Τα χέρια του κατέβηκαν στη μέση της και της έβγαλε την μπλούζα με μια απαλή κίνηση. Καθώς την πέταξε μακριά, η Ελ προσπάθησε να σκεφτεί κάτι για να διαμαρτυρηθεί. Όμως, για ποιο λόγο να διαμαρτυρηθεί; Ήθελε να την αγγίξει περισσότερο απ’ όσο ήθελε να πάρει ανάσα. Ο Γκέιμπ δεν την άφησε να περιμένει και άγγιξε με το δάχτυλό του το ροζ δαντελωτό στηθόδεσμό της. «Αυτό μου αρέσει περισσότερο από τα παπούτσια σου.» Τι έπρεπε να απαντήσει; «Ευχαριστώ.» Ο Γκέιμπ προχώρησε στη φούστα της και την ξεκούμπωσε προσεκτικά, ενώ ο ήχος που έκανε το φερμουάρ, καθώς κατέβαινε, ακούστηκε εκκωφαντικά δυνατός μέσα στο μπάνιο. Ήταν όντως διατεθειμένη να συνεχίσει; Ήταν βέβαιο πως ήταν λάθος αυτό που συνέβαινε. Ένα τεράστιο λάθος. Αλλά, μόλις το κορμί της συσπάστηκε από πόθο, ξαφνικά δεν την ένοιαζε πλέον.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
101
Εκείνος γονάτισε και τη βοήθησε να βγάλει τη φούστα της. Έπειτα ο Γκέιμπ έκανε πίσω, στηρίχτηκε στα πόδια του και απλά την κοίταξε. «Χριστέ μου, είσαι πανέμορφη!» Δεν σήμαινε τίποτα αυτό. Τα λόγια δεν είχαν καμιά αξία – ήταν εύκολο να λέει και να ξελέει κάποιος. Όμως, πόσο πολύ ήθελε να τα εννοούσε ο Γκέιμπ… Η Ελ δαγκώθηκε και περίμενε να δει τι θα έκανε εκείνος στη συνέχεια. Τελικά, της έπιασε το χέρι. Η Ελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Ξυνόταν, και δεν το είχε καν συνειδητοποιήσει. Έφερε το χέρι της στα χείλη του και το φίλησε. «Πρέπει να βγάλεις αυτό το πράγμα από το δέρμα σου.» «Έχεις δίκιο.» Έκανε ένα βήμα πίσω και τα γόνατά της λύγισαν. Ο Γκέιμπ την έπιασε εύκολα, προτού εκείνη σωριαστεί. Η αίσθηση των ζεστών χεριών του πάνω στο γυμνό δέρμα της ήταν υπέροχη. Παραήταν υπέροχη. Δεν ήθελε να σταματήσει να νιώθει έτσι. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να το σταματήσει. Η Ελ στηρίχτηκε στους ώμους του για να βρει την ισορροπία της. «Χριστέ μου. Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει.» «Έχεις υποστεί αλλεργική αντίδραση και είσαι ναρκωμένη από τα φάρμακα. Είναι λογικό.» Στάθηκε όρθιος και άνοιξε το νερό στο ντους, ενώ την κρατούσε από τη μέση με το ένα χέρι. «Τι κάνεις εκεί;» Η Ελ τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, καθώς εκείνος έβγαλε την μπλούζα του. Ουάου! Είχε απίστευτους μυς. Βέβαια, τους είχε ψηλαφίσει εκείνο το βράδυ στο κρεβάτι μαζί του και τους είχε ζωγραφίσει –όχι, φυσικά, πως θα το παραδεχόταν ποτέ αυτό–, όμως τώρα έδειχναν ακόμα πιο αληθινοί. Τα δε τατουάζ του ήταν άλλο θέμα. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της από εκείνο το περίεργο «μηχανικό» τατουάζ, που κάλυπτε το μισό στέρνο και το μπράτσο του· ήταν σαν να απεικόνιζε τροχαλίες και γρανάζια. Το κάτω μέρος του συνόρευε με τους κοιλιακούς του, οι οποίοι τράβηξαν
102
ΚΑΤΕΕ ROBERT
την προσοχή της. Θεούλη μου, το σώμα του ήταν απίστευτο! Ήθελε να γλείψει την άκρη του τατουάζ και να εξερευνήσει όλη την περιπλοκότητα του σχεδίου με το στόμα της. Όταν τα χέρια του κατέβηκαν στο παντελόνι του, το σαγόνι της έπεσε. «Γκέιμπ…» «Ηρέμησε.» Την κάρφωσε μ’ ένα παραδόξως παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Δεν πρόκειται να εκμεταλλευτώ την αδυναμία σου. Όμως, δεν θέλω να καταρρεύσεις και να χτυπήσεις.» Μάλλον έπρεπε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τότε εκείνος έβγαλε το παντελόνι του, και η Ελ δεν μπορούσε να εστιάσει οπουδήποτε αλλού εκτός από τους γοφούς του. Ουάου! Απλά… ουάου! Το μαύρο μποξεράκι, που αγκάλιαζε τέλεια το κορμί του, δεν άφηνε πολλά στη φαντασία, ενώ δεν μπόρεσε να μη διακρίνει το πόσο ερεθισμένος ήταν. Ο Γκέιμπ γύρισε για να ελέγξει τη θερμοκρασία του νερού, και εκείνη βόγκηξε μόλις αντίκρισε τα οπίσθιά του. «Συμβαίνει κάτι;» Ναι. Όχι. Ίσως; Το μόνο που καταλάβαινε η Ελ ήταν ότι οι αντιστάσεις της για να μην τον αγγίξει κατέρρεαν ταχύτατα. Φταρνίστηκε. «Έλα, μωρό μου. Έλα να σε πλύνουμε.» Τράβηξε την κουρτίνα του ντους για να μπει και την τράβηξε κοντά του. Αμέσως, ο Γκέιμπ αποτραβήχτηκε και την έβαλε κάτω από το νερό. Δεν πρέπει να ένιωθε και πολύ ζεστά, αφού το νερό δεν τον έπιανε ολόκληρο, αλλά δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Αντιθέτως, έκανε ένα νεύμα, δείχνοντας τη θήκη με τα σαπούνια. «Θέλεις σαπούνι;» Η Ελ τού έδωσε το αφρόλουτρό της και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην παρατηρήσει τον τρόπο με τον οποίο το ήδη εφαρμοστό μποξεράκι του είχε κολλήσει πάνω του λόγω του νερού. Θεέ μου, αυτός ο άντρας ήταν η προσωποποίηση του πειρασμού! Εκείνος, από την πλευρά του, φαινόταν πως κρατούσε το λόγο του να μην την εκμεταλλευτεί.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
103
Καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει εάν αυτό ήταν καλό ή κακό, ο Γκέιμπ έφτιαξε αφρό στα χέρια του. «Χέρια.» Σαπούνισε πρώτα το ένα κι έπειτα το άλλο χέρι της, ενώ τα δικά του γλιστρούσαν στο δέρμα της. Έπειτα από τα χέρια, σαπούνισε τους ώμους και κατέβηκε στην κοιλιά της, προσπερνώντας το στήθος της. Σε κάθε του άγγιγμα, ο πόθος στα βάθη της ύπαρξής της φούντωνε όλο και περισσότερο, μέχρι που ένιωσε πως καιγόταν ολόκληρη. Ύστερα εκείνος γονάτισε μπροστά της. Ξανά. Η Ελ δαγκώθηκε και τον παρατήρησε καθώς τη σαπούνιζε, με συνοφρυωμένα φρύδια που έδειχναν απόλυτη συγκέντρωση, σαν να έκανε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Όταν έμεινε ικανοποιημένος από το καθάρισμα των ποδιών της, ο Γκέιμπ σταμάτησε, ενώ τα χέρια του παρέμεναν στην επιφάνεια των μηρών της. Μάλλον είχε επιτέλους παρατηρήσει πόσο διάφανα είχαν γίνει ο στηθόδεσμος και το εσώρουχό της από το νερό. Ένιωσε σαν χάδι το βλέμμα του πάνω της, καθώς σηκωνόταν όρθιος, μέχρι που αισθάνθηκε την ανάσα του στο δέρμα της. Θα τη φιλούσε εκεί; Το ήθελε εκείνη; Θεέ μου, όλο αυτό δεν είχε καμία σχέση με επιθυμία. Τον είχε ανάγκη. Η Ελ ένιωθε ήδη τέτοιον πόθο, ώστε ήταν σίγουρη πως ένα και μόνο άγγιγμά του θα την εκτόξευε. Όμως, ο Γκέιμπ δεν την άγγιξε. Αντίθετα, ξεφύσησε και στάθηκε όρθιος. «Νομίζω πως τώρα είσαι εντάξει.» Εντάξει; Τίποτα δεν ήταν εντάξει. Εκτός… Είχε κρατήσει το λόγο του. Παρόλο που μάλλον ήταν οδυνηρά φανερό ότι ούτε εκείνη ήθελε να τον κρατήσει. Η Ελ κινήθηκε λίγο, για να κλείσει ο Γκέιμπ το νερό, και πήρε την πετσέτα που της προσέφερε. Όταν έστρεψε τη ματιά του επίτηδες αλλού, εκείνη βγήκε από την μπανιέρα. Ο Γκέιμπ ξερόβηξε. «Θα κάνω ένα ντους.»
104
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Ναι, εντάξει.» Η Ελ έγνεψε καταφατικά, ανυπομονώντας να δημιουργήσει απόσταση ανάμεσά τους προτού κάνει κάτι αβάσταχτα ηλίθιο, όπως το να πέσει στην αγκαλιά του και να τον ικετέψει να τη φέρει ξανά στην κορύφωση. «Θα κοιτάξω μήπως βρω κάποια ρούχα που θα σου κάνουν.» Ευελπιστούσε πως αυτή η δραστηριότητα θα τη βοηθούσε να ηρεμήσει τις ορμόνες της. Η Ελ ήταν σχεδόν βέβαιη πως είχε μερικές μπλούζες του Ίαν στο βάθος της ντουλάπας της. Κατευθύνθηκε προς αυτήν και προσπάθησε να αγνοήσει τον απίστευτα σέξι μισόγυμνο άντρα που βρισκόταν στο μπάνιο της. Ο Θεός να τη βοηθούσε…
Κεφάλαιο Δώδεκα Ο Γκέιμπ δεν θα αυνανιζόταν στην μπανιέρα της. Κάθισε κάτω από το τρεχούμενο νερό και το γύρισε στο κρύο, ελπίζοντας πως έτσι θα κατεύναζε την άγρια στύση του. Ο τρόπος με τον οποίο η Ελ έκανε έρωτα μαζί του με τα μάτια, καθώς εκείνος σαπούνιζε το κορμί της, τον είχε φέρει σχεδόν εκτός ελέγχου. Πλέον, τα πάντα κρέμονταν από μια κλωστή. Περίμενε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο την παγωμένη θερμοκρασία, έκλεισε το νερό και βγήκε από το ντους. Προηγουμένως, είχε φτάσει στο σημείο να θέλει να ξεσκίσει το εσώρουχο της Ελ. Ποιος θα τον κατηγορούσε γι’ αυτό; Εκείνη ήταν τόσο κοντά του, το κορμί της έτρεμε στο άγγιγμά του, ήταν αντίκρυ του με σάρκα και οστά, και τον ικέτευε να της δώσει το στόμα του. Εάν είχε επιχειρήσει να τη φιλήσει χαμηλά, δεν θα τον είχε σταματήσει. Όχι – εάν έκρινε από τις αντιδράσεις της, το πιθανότερο ήταν πως θα τον ενθάρρυνε να συνεχίσει. Όμως, είχε υποσχεθεί πως δεν θα την εκμεταλλευόταν, και ήθελε πάση θυσία να τηρήσει το λόγο του σ’ αυτή τη γυναίκα. Ο Γκέιμπ άρπαξε μια ροζ χνουδωτή πετσέτα από την κρεμάστρα και έβρισε τον εαυτό του. Ήταν ενήλικας – μπορούσε να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με την Ελ, χωρίς απαραίτητα να τη ρίξει ανάσκελα και να κάνει αχαλίνωτο σεξ μαζί της. Τουλάχιστον, μπορούσε να το κάνει αυτό όσο εκείνη δεν του έριχνε εκείνες τις ανεξέλεγκτες ματιές…
106
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Άνοιξε αργά την πόρτα, έτσι ώστε να τον ακούσει. «Ελ;» «Εδώ μέσα είμαι.» Ακολούθησε τον ήχο της φωνής της, που ερχόταν από το βάθος της κρεβατοκάμαρας. Ο Γκέιμπ αντίκρισε ένα δωμάτιο-ντουλάπα. Όλο το αναθεματισμένο μέρος ήταν γεμάτο ως το ταβάνι με κοριτσίστικες αηδίες, αλλά εκείνη είχε ξετρυπώσει από κάπου μια κουρελιασμένη αντρική φόρμα και του την έδειξε θριαμβευτικά. Όμως, ο ίδιος είχε μάτια μόνο για εκείνη. Η Ελ φορούσε ένα μικροσκοπικό σορτσάκι με κορδόνι, που έμοιαζε να τον εκλιπαρεί για να το λύσει. Διάολε, έπρεπε να εστιάσει κάπου αλλού… Ο Γκέιμπ σήκωσε το βλέμμα του, αλλά δεν έφτασε στο πρόσωπό της. Η λευκή αμάνικη μπλούζα της ήταν οριακά διάφανη, και δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει ότι δεν φορούσε στηθόδεσμο. Για ποιο λόγο δεν φορούσε στηθόδεσμο; Δεν έφτανε το τεστ στο ντους – το οποίο είχε περάσει με άριστα; Ήταν φανερό πως αυτή η γυναίκα προσπαθούσε να τον ξεκάνει. Κατέβαλε ηράκλεια προσπάθεια και εστίασε το βλέμμα του πάνω από τους ώμους της: είχε πιάσει τα μαλλιά της σε αλογοουρά· αυτή σε συνδυασμό με το καθαρό πρόσωπό της έκαναν την Ελ να μοιάζει με το τέλειο κορίτσι της διπλανής πόρτας. Μάλλον, με την υγρή φαντασίωση της διπλανής πόρτας… «Εμ… κοιτάζεις επίμονα.» Του ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί, ούτε μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός πως εκείνη φαινόταν να απολαμβάνει το βλέμμα του πάνω στο κορμί της. Ο Γκέιμπ έβρισε καθώς άρπαξε τη φόρμα από τα χέρια της και επέστρεψε βιαστικά στο μπάνιο. Ήταν οδυνηρό, αλλά δεν ήθελε να γκρεμίσει την εύθραυστη ειρήνη που είχαν συνάψει, απλά και μόνο επειδή το μόριό του σήκωσε την ηλίθια ροζ πετσέτα σαν σημαία. Ντύθηκε αργά, και σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι η φόρμα ήταν μικρή· ήταν παλιά, είχε γκρι χρώμα, και σίγουρα δεν ήταν δική της.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
107
Οπότε, σε ποιον ανήκε; Ίσως σε κάποιον πρώην φίλο, και πιθανότατα την είχε κρατήσει για να τον θυμάται; Ναι, αυτή η σκέψη δεν του άρεσε. Ήθελε να πάρει τη φόρμα στο σπίτι του και να της βάλει φωτιά στην πίσω αυλή του – δεν ήταν και το καλύτερο σχέδιο, αλλά του άρεσε. Μέχρι να ντυθεί, είχε ανακτήσει τον έλεγχο του κορμιού του. Ωστόσο, η βραδιά προβλεπόταν αναθεματισμένα δύσκολη, αφού η Ελ θα τριγυρνούσε γύρω του φορώντας εκείνο το μικροσκοπικό, χαριτωμένο σορτσάκι. Δεν πρόλαβε να επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα, όταν ένα αχνό κουδούνισμα ήχησε από τα ρούχα του, που ήταν πεταμένα στο πάτωμα του μπάνιου. Ποιος στην ευχή τού τηλεφωνούσε τώρα; Όχι, πάντως, ο Νέιθαν – αυτό ήταν βέβαιο. Ο Γκέιμπ έβγαλε το τηλέφωνό του από τον σωρό των ρούχων στο πάτωμα. «Ναι;» «Έχουμε πρόβλημα.» Αναστέναξε και έτριψε τη μύτη του. «Λιν.» Αφού του τηλεφωνούσε η καινούργια γενική διευθύντρια στο κλαμπ του Λος Άντζελες, μάλλον συνέβαινε κάτι σοβαρό. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που χρειαζόταν συχνά βοήθεια. «Τι συμβαίνει;» «Όπως σου είπα, έχουμε πρόβλημα. Εκείνος ο βλάκας που απέλυσες απειλεί πως θα κάνει μήνυση, εάν δεν αποζημιωθεί.» Χριστέ μου, αυτό ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν… «Έκλεβε χρήματα. Ποιος δικαστής θα τον δικαιώσει;» «Δεν ξέρω και δεν μ’ ενδιαφέρει. Θέλει να σου μιλήσει προσωπικά.» «Έχει τον αριθμό του τηλεφώνου μου.» «Ναι, καλά… Θέλει να συναντηθείτε και να συζητήσετε από κοντά.» Ο Γκέιμπ κοίταξε την Ελ, που τοποθετούσε μερικές διπλωμένες κουβέρτες στο κρεβάτι της. Έκλεισε την πόρτα και χαμήλωσε τη φωνή του. «Δεν πρόκειται να έρθω εκεί
108
ΚΑΤΕΕ ROBERT
σαν το αναθεματισμένο σκυλί που έχει την ουρά στα σκέλια, προτού του μιλήσω. Δώσ’ του τον αριθμό του τηλεφώνου μου, εάν δεν τον έχει.» «Το φαντάστηκα πως θα έλεγες κάτι τέτοιο.» Αναστέναξε. «Θα δω τι μπορώ να κάνω.» «Σ’ ευχαριστώ, Λιν.» «Αν θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις, κάνε μου αύξηση, γλυκέ μου.» Εκείνος γέλασε. «Εάν κάνεις καλή διαχείριση, η αύξηση είναι δική σου.» «Θα το θυμάμαι αυτό.» Έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα. Η Ελ τού χαμογέλασε διστακτικά. «Υπάρχει πρόβλημα;» «Κάτι προέκυψε στη δουλειά.» Κάτι το οποίο δεν ήθελε να σκέφτεται, τη στιγμή που εκείνη στεκόταν μπροστά του, τόσο υπέροχα σέξι. «Έχεις καθόλου ταινίες;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Α, ναι.» Ξύπνα… Φυσικά και είχε ταινίες. Όλοι πλέον είχαν ταινίες. Χριστέ μου, όσο περισσότερο καθόταν μαζί της, τόσο πιο ηλίθιος ακουγόταν. Ο Γκέιμπ ξερόβηξε. «Λέω να δούμε κάποια. Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να κοιμηθούμε πολύ απόψε. Και θα πρέπει να πάρεις κι άλλη δόση απ’ το φάρμακο.» Η Ελ σήκωσε ψηλά τα μάτια της, αλλά δεν είπε τίποτα. Την ακολούθησε και, καθώς κατέβαιναν από τις σκάλες στο κάτω μέρος του σπιτιού, εξέτασε με την ησυχία του το περιβάλλον – όπως και τα οπίσθιά της. Το αχνό χρώμα των τοίχων και της μοκέτας κανονικά έπρεπε να δημιουργεί μια ουδέτερη ατμόσφαιρα, αλλά στην ουσία χρησίμευε ως πλαίσιο για τα λαμπερά έργα που γέμιζαν τους τοίχους. Ο Γκέιμπ αναγνώρισε αρκετούς τοπικούς ζωγράφους, έργα των οποίων είχε δει στην γκαλερί του Νέιθαν, με θέματα που κυμαίνονταν από πορτρέτα μέχρι τοπία και αφηρημένη τέχνη. Κατά κάποιον τρόπο, εκείνη είχε καταφέρει να τα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
109
ταιριάξει μεταξύ τους, και το αποτέλεσμα ήταν κάθε άλλο παρά χαοτικό. Το ενέκρινε. Η κουζίνα ήταν βαμμένη με έντονο πράσινο χρώμα, στην απόχρωση του λάιμ, που «έδενε» με τα λευκά ντουλάπια και τις ηλεκτρικές συσκευές – και όλα εκεί μέσα ήταν σε άψογη κατάσταση. Είτε, λοιπόν, δεν έμπαινε ποτέ στην κουζίνα είτε ήταν τελείως υστερική με το καθάρισμα. «Μαγειρεύεις;» Εκείνη στάθηκε στην πόρτα και ανασήκωσε τους ώμους της. «Βασικά, όχι. Δεν μπορώ ούτε νερό να βράσω. Η μαμά μου απελπίζεται και λέει πως έτσι δεν θα βρω ποτέ άντρα.» Τουλάχιστον, υπήρχε και κάτι που δεν μπορούσε να κάνει. Η γυναίκα αυτή μπορούσε να κάνει τον κάθε άντρα να νιώσει μειονεκτικά. Ο Γκέιμπ προσπέρασε τον πάγκο και άνοιξε το ψυγείο· δεν ήταν τελείως άδειο – υπήρχαν αρκετά πράγματα μέσα για να φτιάξει ένα αξιοπρεπές γεύμα, αν το προσπαθούσε. «Έφαγες;» «Πραγματικά, είσαι σαν μαμά. Ναι, Γκέιμπ, έφαγα νωρίτερα, με τη Ροξάν. Όχι, δεν πεινάω. Εάν πεινάς εσύ, φτιάξε κάτι για να φας – ελεύθερα.» «Είσαι πολύ χαριτωμένη όταν με πατρονάρεις.» Έκλεισε την πόρτα του ψυγείου και έδειξε το Μπεναντρίλ. «Πάρε τη δόση σου.» Εκείνη γέλασε. Γελούσε πραγματικά όμορφα. «Μια αβάσταχτα κυριαρχική μαμά.» «Πάλι τα ίδια κάνεις – με κλοτσάς εκεί που πονάω.» Περίμενε όσο εκείνη έπινε το φάρμακο, κι έπειτα ξέβγαλε με νερό τη μεζούρα. «Τώρα, μπορούμε να χαλαρώσουμε.» Το καθιστικό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Κατά κάποιον τρόπο, ο Γκέιμπ περίμενε πως θα αντίκριζε εύθραυστα γυναικεία έπιπλα, παρόμοια με αυτά που είχαν οι γιαγιάδες, τα οποία θα συνοδεύονταν από διάφορα κεντήματα. Αντίθετα, αυτό το καθιστικό είχε ένα υπόλευκο χρώμα, ήταν μεγάλο και άνετο. Η τηλεόραση είχε μεγάλη οθόνη, όχι τεράστια σαν τη δική του, αλλά μεγέθους που θα
110
ΚΑΤΕΕ ROBERT
μπορούσε να είχε επιλέξει και ο ίδιος. Όταν της έριξε μια ερωτηματική ματιά, εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Ο αδελφός μου τη διάλεξε.» Πλησίασε στο έπιπλο όπου η Ελ είχε τη συλλογή των DVDs. Διέκρινε τις τυπικές ταινίες που άρεσαν στις γυναίκες, καθώς και κάποιες ιδιαίτερα «καλλιτεχνικές», αλλά στο κάτω μέρος χτύπησε φλέβα χρυσού: Ράμπο· Το Αρπακτικό· το Άλιεν και το Άλιενς· όλες τις ταινίες του Εξολοθρευτή. Στην πριγκίπισσα μάλλον άρεσαν οι ταινίες δράσης. «Μη με κρίνεις.» «Για ποιο λόγο να σε κρίνω;» Ο Γκέιμπ κατέβηκε με το δάχτυλο προς τους υπόλοιπους τίτλους, και βρήκε κι άλλα αγαπημένα: Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει· Demolition Man· Tremors. «Δεν είναι κακό να παρακολουθείς ταινίες δράσης της δεκαετίας του ογδόντα. Είναι διαχρονικές.» «Το λες σαν να διαφώνησα μαζί σου.» Αν και ήταν φανερό πως κάποιος είχε διαφωνήσει μαζί της – από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε, μάλλον πολλοί είχαν διαφωνήσει μαζί της… «Τυγχάνει να μου αρέσουν οι ταινίες δράσης, είτε της δεκαετίας του ογδόντα είτε γενικότερα.» Εκείνη μουρμούρισε κάτι, και τελικά τράβηξε την προσοχή του από τις ταινίες. «Τι;» «Τίποτα.» Η Ελ καθόταν – ήταν η προσωποποίηση της αθωότητας. Δαγκώθηκε, μόλις εκείνος την κάρφωσε με τη ματιά του. «Καλά, εντάξει. Απλά μου κάνει εντύπωση το ότι έχουμε κάτι κοινό.» «Και στους δυο μας αρέσουν τα τατουάζ» παρατήρησε εκείνος. «Ήταν γραφτό να ξανασυμβεί.» Άνοιξε το στόμα της κι έπειτα το έκλεισε ξανά. Κοκκίνισε πάλι, όπως ήταν αναμενόμενο. «Είσαι τόσο…» «Σέξι. Γοητευτικός.» «Σαρωτικός.» Κατέληξε στον Εξολοθρευτή 2: Η Μέρα της Κρίσης, και
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
111
έβαλε το δίσκο στο DVD. «Αυτή η ταινία είναι από τις αγαπημένες μου.» «Κι εμένα.» Υπήρχε ακόμα ελπίδα για τους δυο τους. Αλλά ο Γκέιμπ δεν είχε σκοπό να τελειώσει εκεί η συζήτηση. «Λες πως είμαι σαρωτικός, σαν να μην είσαι σίγουρη εάν αυτό είναι καλό ή κακό.» Η Ελ είχε ήδη ετοιμάσει τα τηλεχειριστήρια όταν αυτός κάθισε κοντά της. Σφίχτηκε για μισό δευτερόλεπτο, αλλά τελικά χαλάρωσε δίπλα του. Ο Γκέιμπ ήθελε να την αγκαλιάσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος για την αντίδρασή της. «Λοιπόν, δεν είμαι βέβαιη. Δεν περίμενα πως όλα αυτά θα συνέβαιναν όταν ήρθα στο κρεβάτι εκείνο το βράδυ.» Ρύθμισε το μενού και έβαλε την ταινία, ανυποψίαστη για την επίδραση που ασκούσε πάνω του. «Θέλω να πω, είμαστε τόσο διαφορετικοί. Πολύ διαφορετικοί.» «Ακούγεσαι σαν να προσπαθείς να πείσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.» «Δεν χρειάζεται να πειστώ για την αλήθεια. Κοίτα εμένα και κοίτα εσένα. Θεέ μου, ακούγεται πολύ ρηχό, αλλά ξέρεις τι εννοώ. Εσύ αλωνίζεις όλη τη Δυτική Ακτή και ζεις μια κοσμική ζωή. Εγώ είμαι μια παράξενη συντονίστρια τέχνης που εργάζεται για τον αδελφό σου.» «Τι προσπαθείς να πεις;» «Πώς μπορείς καν να ρωτάς κάτι τέτοιο;» Έβγαλε έναν σφυριχτό ήχο, σαν τσαγιερό που έβραζε. «Είναι αναθεματισμένα ξεκάθαρο σ’ εμένα. Και, ναι, ξέρω ότι δεν έδωσα την καλύτερη εντύπωση όταν… εε… γνωριστήκαμε, αλλά δεν κάνω τέτοια πράγματα. Ποτέ.» Ο Γκέιμπ μάλλον ήταν τυφλός για να μην το είχε ήδη διαπιστώσει: κανείς δεν φορούσε τέτοια απαίσια εσώρουχα στην πραγματική ζωή, για να μην αναφέρει το ότι όλα πάνω της μαρτυρούσαν γλυκύτητα και αθωότητα, ακόμα και τη στιγμή που την είχε φτάσει στην κορύφωση με τα δάχτυλά του.
112
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Και δεν έπρεπε να το είχε σκεφτεί αυτό. «Θα σε ξαναρωτήσω, γιατί ακόμα μου δεν απάντησες: τι προσπαθείς να μου πεις;» «Προσπαθώ να σου πω ότι έχεις συνηθίσει να σχετίζεσαι με τελείως διαφορετικές γυναίκες – με γυναίκες που θέλουν τα ίδια πράγματα μ’ εσένα. Εγώ δεν είμαι τέτοια.» Θα γελούσε μαζί της, εάν δεν ένιωθε πως ξαφνικά είχε μπει στη ζώνη του λυκόφωτος. «Έχεις κάποιες απόλυτες απόψεις, παρόλο που με γνωρίζεις ελάχιστα.» Η ίδια συνέχισε, σαν να μην της είχε πει τίποτα: «Μου αρέσει η ζωή μου. Δεν είναι ιδιαίτερα συναρπαστική, αλλά είναι δική μου. Θέλω να τακτοποιηθώ και να κάνω οικογένεια.» Ουάου! Είχε όντως σχηματίσει λανθασμένη εικόνα για εκείνον! Εντάξει, ούτε αυτό ήταν τελείως σωστό. Ο τύπος που περιέγραφε ήταν όντως ο Γκέιμπ – αλλά πριν από μερικά χρόνια. Ήταν ατίθασος, αλλά ακόμα και τότε δεν ξεφάντωνε όπως εκείνη πίστευε, και το μόνο σίγουρο ήταν πως δεν είχε διακορεύσει έναν λόχο από αχαλίνωτες γυναίκες. Εάν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής μαζί της και με τον εαυτό του, θα της ομολογούσε πως η ζωή που εκείνη είχε μόλις περιγράψει ήταν αυτή που ήθελε και ο ίδιος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, τα τελευταία δύο χρόνια. Όμως, δεν κατάφερε να ξεστομίσει την επιθυμία του, η οποία ήταν τόσο βαθιά που τον έπνιγε. Εξάλλου, ήταν φανερό πως η Ελ δεν ήταν έτοιμη να ακούσει για το παρελθόν του – ή για το μέλλον του. Όταν εκείνη πήγε να μιλήσει ξανά, ο Γκέιμπ έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της και έδωσε έναν πιο εύθυμο τόνο στη συζήτηση. «Εκείνο το πρώτο βράδυ, τα εσώρουχά σου ήταν πραγματικά απαίσια, μωρό μου.» Της κόπηκε η ανάσα. «Δεν ήταν!» «Ήταν – όντως, ήταν.» «Δεν πρόκειται να το συζητήσω αυτό μαζί σου, ούτε
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
113
τώρα ούτε ποτέ άλλοτε.» Τινάχτηκε όρθια, ενώ τα γαλανά μάτια της άνοιξαν διάπλατα με τρόμο. «Ω, Θεέ μου! Ξέχασα να τα πάρω προτού εμφανιστεί το συνεργείο καθαρισμού. Το πιθανότερο είναι πως τα έχουν δώσει στον Νέιθαν, εδώ και μέρες.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της. «Εάν ανακαλύψει πως είναι δικά μου, σίγουρα θα με απολύσει.» Ο Γκέιμπ κατάπιε τις ενοχές που ένιωθε και ξεφούρνισε άλλο ένα αθώο ψεματάκι. «Το πιθανότερο είναι να τα πέταξαν. Ηρέμησε και μην το σκέφτεσαι. Μπορείς να το κάνεις αυτό για μία φορά στη ζωή σου;» «Όχι, δεν μπορώ. Δεν άκουσες λέξη απ’ όσα είπα.» Ναι, είχε ακούσει, αλλά δεν άντεχε να τη βλέπει δυστυχισμένη, έπειτα απ’ όσα είχε περάσει απόψε εξαιτίας του. Τράβηξε τα χέρια της από το πρόσωπό της. «Νιώθεις άβολα;» Έγνεψε αρνητικά με τα ορθάνοιχτα γαλανά μάτια της. «Όχι ιδιαίτερα.» Ο Γκέιμπ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θέλεις να καθίσω αλλού;» Ξανά σιωπή, αυτή τη φορά πιο παρατεταμένη. Σχεδόν έβλεπε τη μάχη που διαδραματιζόταν μέσα της, ανάμεσα σ’ αυτό που ήθελε και σε αυτό που πίστευε πως έπρεπε να θέλει. Τελικά, η Ελ έγνεψε πάλι αρνητικά. Δόξα τω Θεώ. Δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή είχε τη δύναμη να πάει στην άκρη του καναπέ. Η επόμενη ερώτηση ήταν δυσκολότερη, αλλά ο Γκέιμπ δεν άντεχε να μην την κάνει, από τη στιγμή που βρισκόταν τόσο κοντά της. «Μπορώ να… σε αγκαλιάσω;» «Εάν επιμένεις.» Με το που πέρασε το χέρι του γύρω της, εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του. Χριστέ μου, τι ωραία που αισθάνθηκε! Το κεφάλι της κούρνιασε τέλεια στον ώμο του και μύρισε το σαμπουάν της. «Όπως βλέπεις, δεν είμαι και τόσο κακός.»
114
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Η Ελ σήκωσε τα μάτια της. «Ποτέ δεν είπα πως είσαι κακός – απλά διαφορετικός.» «Το διαφορετικό μπορεί να είναι καλό.» «Νόμιζα ότι μου είπες να σταματήσω να σκέφτομαι.» «Μου την έφερες.» Ένιωσε το χαμόγελό της πάνω στο στέρνο του. Η βραδιά προμηνυόταν ατελείωτη, αλλά εκείνος το γνώριζε αυτό εκ των προτέρων. Ο Γκέιμπ ούτε στα πιο τρελά όνειρά του δεν είχε φανταστεί πως θα καθόταν αγκαλιασμένος μαζί της στον καναπέ. Μπορούσε έτσι να προσποιηθεί πως αυτή η οικειότητα δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του· ότι ίσως πραγματικά να είχε πιθανότητες με την Ελ. «Βολέψου και ας δούμε τη Σάρα Κόνορ να εξολοθρεύει τους κακούς.» Έπειτα από έναν σύντομο δισταγμό, έβαλε το χέρι της στο στομάχι του και, ενώ το κορμί του ρίγησε στο άγγιγμα των νυχιών της, εκείνη αναστέναξε τρεμουλιαστά. «Σ’ ευχαριστώ που με φρόντισες, Γκέιμπ.» «Στη διάθεσή σου, μωρό μου. Πάντα στη διάθεσή σου.»
Κεφάλαιο Δεκατρία Η Ελ κούρνιασε στο ζεστό στέρνο του· στο ζεστό, ολόγυμνο στέρνο του. Έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό με το μυαλό της και ξεφύσησε ανακουφισμένη, όταν διαπίστωσε πως η ίδια φορούσε όλα τα ρούχα της και ο Γκέιμπ τη φόρμα του. Όμως, γιατί να μην τα φορούσαν; Δεν είχε χάσει δα τις αισθήσεις της προηγουμένως. Ωστόσο, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Παραλίγο να συμβεί το αναπόφευκτο νωρίτερα, στο μπάνιο, και αυτό τη στιγμή που υπέφερε από μια επιθετική αλλεργική αντίδραση. Σοβαρά, όμως, γιατί στο καλό εκείνος μύριζε τόσο ωραία; Και γιατί ξάπλωσε πάνω του; Γύρισε το πρόσωπό της στο στέρνο του, προσποιούμενη πως δεν μύριζε αχόρταγα το δέρμα του. Όχι πως ήταν ύπουλη η κίνησή της. Καθόλου. Ο Γκέιμπ κινήθηκε, την τράβηξε πιο κοντά του και βόλεψε το ένα χέρι του στην πλάτη της, ενώ με το άλλο αγκάλιασε το λαιμό της. Έμοιαζε σαν να τη θεωρούσε πολύτιμη ή κάτι τέτοιο. Η Ελ αναστέναξε, και με το δάχτυλό της εξερεύνησε το τατουάζ του, που εκτεινόταν από τη μια πλευρά του στέρνου και έφτανε μέχρι το λαιμό, και από εκεί στον ώμο του. Τα ζωγραφισμένα γρανάζια και οι τροχαλίες ήταν τόσο περίπλοκα που έμοιαζαν αληθινά. Ήταν υπέροχο και δεν έμοιαζε με κανένα από τα χυδαία τατουάζ που έβλεπε συνήθως, τα οποία ήταν συνηθισμένα και καθόλου καλλιτεχνικά. Άραγε, πώς να ήταν ο επαγγελματικός χώρος του Γκέιμπ; Πριν από μερικές μέρες, ο Νέιθαν είχε αναφέρει ότι ο αδελ-
116
ΚΑΤΕΕ ROBERT
φός του είχε ένα στούντιο τατουάζ εκτός από τα κλαμπ, αλλά τότε εκείνη δεν είχε δώσει σημασία σ’ αυτή την πληροφορία, γιατί τη θεώρησε άσχετη. Ίσως να υπήρχε και δεύτερος καλλιτέχνης στην οικογένεια. «Με πεθαίνεις, μωρό μου.» «Λυπάμαι.» Πάγωσε, μόλις είδε πως το δάχτυλό της βρισκόταν μόλις ένα χιλιοστό μακριά από τη θηλή του. «Μη λυπάσαι.» Γέλασε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Εγώ δεν λυπάμαι.» Ανασηκώθηκε για να αντικρίσει το πρόσωπό του, αλλά, καθώς κινήθηκε, ένιωσε ξαφνικά τη στύση του που πίεζε την κοιλιά της. Ουάου! Η Ελ πάγωσε, διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία να σηκωθεί από τον καναπέ και τη λαχτάρα να λικνιστεί πάνω του. Θεούλη μου, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε κανένα μαλακό σημείο στο κορμί του; Παρόλο που ήταν από πάνω του, ένιωσε εύθραυστη, θηλυκή και απόλυτα εκτός ελέγχου. Η Ελ τρεμούλιασε, όταν το χέρι του κατέβηκε και αγκάλιασε τους γλουτούς της. Εκείνος άγγιξε το κάτω χείλος της με τον αντίχειρα του άλλου χεριού του. «Είσαι πραγματικά πανέμορφη.» Έτσι όπως την άγγιζε, σαν να νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη, τον πίστεψε. Επιπλέον, με τα λόγια του Γκέιμπ, η Ελ ένιωσε η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο. Πρέπει να το διέκρινε στο πρόσωπό της, γιατί ο Γκέιμπ την τράβηξε πάνω στο κορμί του, μέχρι που τα χείλη του άγγιξαν το αυτί της. «Μη με κοιτάζεις έτσι. Σε παρακαλώ.» «Γιατί όχι;» «Θέλεις στ’ αλήθεια να μάθεις;» Στη στάση όπου βρισκόταν δεν έβλεπε το πρόσωπό του, και δεν ήταν σίγουρη πως ήθελε να μάθει. Διάολε, εκείνη τη στιγμή η Ελ δεν ήξερε τι ήθελε. Όχι, ψέματα· αυτό ήθελε εξαρχής, αλλά ο πόθος της για εκείνον διπλασιάστηκε έπειτα από το ντους που έκαναν μαζί. Τα χείλη της κινήθηκαν αυτόνομα. «Ναι.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
117
Δάγκωσε τόσο δυνατά το λοβό του αυτιού της που σχεδόν την πόνεσε: τον έγλειψε με τη γλώσσα του, μαλάκωσε τον πόνο, κι έπειτα φίλησε το λαιμό της. «Επειδή, όταν με κοιτάζεις έτσι, το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θέλω να σε γδύσω και να γευτώ κάθε μόριο του κορμιού σου.» Ουάου! Μια στιγμή – αυτό ήταν κακό. Υποτίθεται πως έπρεπε να προσέχει μαζί του. Σωστά; Έπρεπε να σηκωθεί. Ή να κουνηθεί. Ή… κάτι. «Κάθε μόριο;» «Ναι.» Το χέρι του ανέβηκε στην πλάτη της. «Ολοκληρωτικά.» Ο Γκέιμπ τη γύρισε έτσι που η πλάτη της ακούμπησε το στέρνο του, και η στύση του άγγιξε τους γλουτούς της. Εκείνη βόγκηξε, καθώς και τα δύο χέρια του χώθηκαν κάτω από την μπλούζα της και άρχισαν να την εξερευνούν, ενώ εκείνος συνέχισε: «Θέλω να γευτώ τους γλουτούς σου –έχεις πολύ σέξι γλουτούς– και την κοιλιά σου.» Τα χέρια του σταμάτησαν σε απόσταση αναπνοής από το στήθος της και η ανάσα του στο αυτί της ακούστηκε τραχιά. Η Ελ ένιωσε πως θα έβαζε τις φωνές εάν δεν την άγγιζε εκεί, αλλά δεν κατάφερε να του το πει. Ωστόσο, εκείνος το κατάλαβε. Οι παλάμες του άγγιξαν τις θηλές της, και τότε εκείνη συσπάστηκε προς τα πίσω, θέλοντας περισσότερα. «Γκέιμπ…» «Έχεις τα τελειότερα στήθη, και οι θηλές σου με εκλιπαρούν να παίξω μαζί τους.» Ωστόσο, πολύ γρήγορα απομάκρυνε τα χέρια του, αφήνοντάς την να πονάει. «Όμως, για να είμαι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνον ένα σημείο όπου θέλω να βάλω το στόμα μου.» Μόνον όταν άγγιξε το κορδόνι στο σορτσάκι της εκείνη κατάλαβε. Και πάλι της φάνηκε πως περίμενε από εκείνη να κάνει… κάτι. Δεν είχε ιδέα τι. Ήταν αδύνατον η Ελ να σκεφτεί οτιδήποτε, πέρα από την απίστευτη ανάγκη της να την αγγίξει εκεί. Εκείνος έβρισε, γλίστρησε το χέρι του κάτω από το μεταξωτό ύφασμα και τη γράπωσε. Κράτησε την αναπνοή της
118
ΚΑΤΕΕ ROBERT
όσο ο ίδιος έπαιζε με τις άκρες του εσωρούχου της, μέχρι που τελικά το απομάκρυνε. Και τότε –Χριστέ μου!– δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά μόνο τα χέρια του πάνω στην καυτή σάρκα της. Με το ένα δάχτυλο βρήκε το άνοιγμά της και, παρ’ όλες τις προσπάθειές της να μείνει ακίνητη, η Ελ δεν μπόρεσε να μην ανοίξει λίγο περισσότερο τα πόδια της. Ο Γκέιμπ πίεσε τον ώμο της με το μέτωπό του, και το κορμί του έτρεμε καθώς έβαζε το δάχτυλό του μέσα της. Δεν της ήταν αρκετό και, όταν εκείνος το τράβηξε, διαμαρτυρήθηκε μ’ ένα βογκητό. Η φωνή του Γκέιμπ ήταν τόσο σιγανή και βραχνή, που σχεδόν δεν τον άκουσε. «Από τη στιγμή που βρέθηκα εδώ, δεν θέλω να βιαστώ. Θέλω να σε γευτώ, να σε παίξω, έτσι ώστε, όταν τελικά σε φέρω στην κορύφωση, να λιώσεις ολόκληρη.» Άνοιξε τα πόδια της, βρήκε το σημείο της και άρχισε να κάνει κύκλους γύρω από αυτό· σταματούσε λίγο και ξεκινούσε πάλι, ξανά και ξανά, σαν να είχε άπλετο χρόνο στη διάθεσή του. Η Ελ τον αναζήτησε στα τυφλά και έχωσε τα νύχια της στο μπράτσο του. «Σε παρακαλώ.» Εκείνος έμεινε ακίνητος, και για μια στιγμή την κατέκλυσε ο τρόμος πως θα την άφηνε έτσι, σχεδόν στην κορύφωση και τρελή από πόθο. Αλλά τότε ο Γκέιμπ έβρισε ξανά, έβαλε δύο δάχτυλα μέσα της και με την άκρη της παλάμης του την οδήγησε αδυσώπητα προς τη λήθη. «Ω, Θεέ μου! Γκέιμπ.» Καθώς τα κύματα της κορύφωσης άρχισαν να καταλαγιάζουν, εκείνος τη χάιδεψε πιο απαλά, μέχρι που πλέον δεν άντεχε άλλο. Έβγαλε το χέρι του από το σορτσάκι της, και η Ελ στριφογύρισε στην αγκαλιά του, νιώθοντας την ανάγκη να τον αγγίξει. «Άφησέ με απλά να σε κρατήσω για λίγο, μωρό μου. Σε παρακαλώ.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
119
Να την κρατήσει; «Μα…» Ένιωθε το σκληρό μήκος του κάτω από τη φόρμα του – όλο αυτό ήταν τελείως μονόπλευρο. Για άλλη μια φορά. Ο Γκέιμπ ανασηκώθηκε χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του και τύλιξε το κορμί της προστατευτικά με τα χέρια του. Η Ελ ήθελε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η ατονία που άρχισε να τυλίγει το κορμί της έπειτα από την κορύφωση υπερίσχυσε της επιθυμίας της. Αισθανόταν τόσο όμορφα έτσι όπως βρισκόταν σφιχταγκαλιασμένη μαζί του, ειδικά ύστερα από αυτό που θα μπορούσε να περιγράψει ως μία από τις πιο ερωτικές στιγμές στη ζωή της. Δεν ήταν και η πιο καθησυχαστική σκέψη, αλλά να που την έκανε. Δεν ήξερε τι να συμπεράνει από αυτό. *** Κρεμόταν από μια κλωστή… Ο Γκέιμπ χάιδεψε τα μαλλιά της και σκέφτηκε όλους τους λόγους για τους οποίους το σεξ με την Ελ θα ήταν κακή ιδέα αυτή τη στιγμή. Ήταν καλό κορίτσι. Έπειτα από το χρόνο που είχε περάσει μαζί της, αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο. Ήταν φανερό πως το βράδυ της γνωριμίας τους ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Δεν μετάνιωνε για αυτό, αλλά ήταν βέβαιο πως εκείνη δεν λειτουργούσε έτσι. Είχε να κάνει με μια γυναίκα η οποία δεν δινόταν, εάν δεν βίωνε έντονα συναισθήματα. Ωστόσο, εκείνος ήθελε αυτά τα συναισθήματα – τα ήθελε απελπισμένα. Ο Γκέιμπ την αγκάλιασε πιο δυνατά και τη χάιδεψε από πάνω μέχρι κάτω. Ήθελε αυτή τη γυναίκα με τέτοιο πάθος, το οποίο είχε να νιώσει από τότε που είχε ανοίξει το στούντιο με τα τατουάζ. Όλο αυτό δεν έβγαζε νόημα· δεν υπήρχαν άνθρωποι πιο διαφορετικοί από αυτούς τους δύο – που να καβγάδιζαν περισσότερο. Επιπλέον, δεν λάμβανε υπόψη του το γεγονός ότι η Ελ σκεφτόταν τα χειρότερα για τον ίδιο.
120
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Όμως, Χριστέ μου, ο Γκέιμπ ήθελε να κάνει όλα όσα της έλεγε ότι θα έκανε στο κορμί της. Αυτή η γυναίκα τον ξετρέλαινε τόσο πολύ, που δεν ξεχώριζε πια τη δεξιά από την αριστερή πλευρά. Ίσως τελικά, εάν τα έκανε, να μη διέλυε την εύθραυστη ανακωχή που είχε επιτευχθεί μεταξύ τους. Δεν χρειαζόταν να κάνουν σεξ. Διάολε, το μοναδικό αναθεματισμένο πράγμα που έπρεπε να κάνει εκείνη ήταν να τον αφήσει να τη γδύσει και να γευτεί το κορμί της όση ώρα ήθελε – για ώρες, όπως το υπολόγιζε. Άει στο καλό – θα το έκανε. Ο Γκέιμπ κατέβασε πάλι το χέρι του στο πόδι της και τη χάιδεψε κυκλικά, μέχρι το εσωτερικό των μηρών της. Η Ελ βόγκηξε και άνοιξε τα πόδια της αρκετά, έτσι ώστε να την αγγίξει και πάλι κάτω από το σορτσάκι της. Με την επίγνωση του ότι ίσως να ήταν ευαίσθητη στο άγγιγμά του εξαιτίας της κορύφωσης, τη χάιδεψε ανάλαφρα, ώσπου εκείνη άρχισε να λικνίζεται στα χάδια του. Ήταν σίγουρος ότι η Ελ δεν είχε ιδέα για το πώς λικνιζόταν – και ότι θα τρόμαζε εάν το συνειδητοποιούσε. «Μπορώ, μωρό μου;» Τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, και τα χείλη της εκλιπαρούσαν για τα φιλιά του. «Μπορείς;» «Θα με αφήσεις» –τη φίλησε στις γωνίες του στόματός της– «να σου κάνω ό,τι σου περιέγραψα;» «Ω.» Δάγκωσε τα χείλη της, παρόλο που συνέχισε να λικνίζεται σταθερά. «Εμ… ναι.» Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, που το στομάχι του συσπάστηκε. «Ναι;» Η Ελ έγνεψε καταφατικά, χωρίς να τον κοιτάξει. Αυτό του έφτανε. Τη σήκωσε και την απόθεσε στον καναπέ, κι έπειτα έκανε πίσω και τράβηξε μαζί του το σορτσάκι και το εσώρουχό της. Το πρόσωπό της κοκκίνισε, έκλεισε τα πόδια της και άρχισε να κοιτάζει οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνον. Τουλάχιστον, όμως, δεν έβαλε τις φωνές, ούτε του είπε
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
121
να φύγει από το σπίτι της, κι έτσι ο Γκέιμπ φίλησε το γόνατό της και το δάγκωσε απαλά, μέχρι που εκείνη γέλασε. «Γαργαλιέμαι.» «Λυπάμαι.» «Όχι, δεν λυπάσαι.» Το στόμα του ανέβηκε στο μηρό της, και η ανάσα της ακούστηκε κοφτή. Κινούνταν αργά, αλλά δεν ήθελε να πέσει πάνω της σαν ξελιγωμένος, παρόλο που έτσι ένιωθε αυτή τη στιγμή. Δάγκωνε και έγλειφε, και σε κάθε βογκητό της έχανε περισσότερο τον έλεγχό του. Ωστόσο, άντεχε ακόμα. Τελικά, επιτέλους, ο Γκέιμπ βούλιαξε ανάμεσα στους μηρούς της, ακριβώς εκεί όπου ήθελε να βρεθεί. Και, Χριστέ μου, ήταν πανέμορφη! Τέλεια! Μόλις την άγγιξε με τη γλώσσα του, εκείνη βόγκηξε τόσο δυνατά που ο ίδιος ένιωσε ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι κανείς άλλος δεν βρισκόταν στο σπίτι. Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη που έκανε, προτού παραδοθεί ολόκληρος στο μεγαλείο της Ελ. Η ίδια ριγούσε τόσο έντονα και το κορμί της ανταποκρινόταν τόσο απόλυτα σε κάθε του άγγιγμα, που αναρωτήθηκε εάν της το είχε κάνει άλλος στο παρελθόν. Στη σκέψη πως ίσως να ήταν ο πρώτος που την έκανε να νιώθει έτσι, ένα ορμητικό κύμα διεκδίκησης τον διαπέρασε. Ακόμα κι αν το στόμα του δεν ήταν το πρώτο που τη φιλούσε, θα την έκανε να το θυμάται για πάντα. Η Ελ έβαλε τα χέρια της ανάμεσα στα μαλλιά του, διστακτικά στην αρχή, σαν να φοβόταν πως εκείνος θα διαμαρτυρόταν. Όταν τη ρούφηξε στο σημείο της, οι μηροί της τραντάχτηκαν και τον ακινητοποίησε εκεί με τα χέρια της. Ένα τραγούδι ακούστηκε στο βάθος. «Ω, Θεέ μου.» Ο Γκέιμπ σταμάτησε και ανασηκώθηκε. «Τι συμβαίνει;» «Χτυπάει το τηλέφωνό μου.» «Αγνόησέ το.» Την έγλειψε παρατεταμένα στον πυρήνα της, κόβοντας
122
ΚΑΤΕΕ ROBERT
την ανάσα της, και τα χέρια της συσπάστηκαν στο κεφάλι του. «Δεν μπορώ να σκεφτώ όταν το κάνεις αυτό.» Κι έτσι, φυσικά, εκείνος το έκανε ξανά. Ο Γκέιμπ μπορούσε να αγνοήσει το τηλέφωνο. Στ’ αλήθεια μπορούσε. Και, από τον τρόπο με τον οποίο έτρεμε το κορμί της Ελ, καταλάβαινε πως εκείνη ήταν πολύ κοντά στην κορύφωση. Συνέχισε λοιπόν, ενώ το εκκωφαντικό κουδούνισμα σταμάτησε… και αμέσως ήχησε ξανά. Ο Γκέιμπ βόγκηξε. Αναγνώρισε τον ήχο του τηλεφώνου: ήταν ο ίδιος που είχε ακούσει στο μπαρ, το ίδιο παλιό επαρχιώτικο σχολικό τραγούδι που θυμόταν αμυδρά. «Πες μου, σε παρακαλώ, πως δεν είναι αυτή που νομίζω ότι είναι.» «Είναι η μητέρα μου.» Η ίδια μητέρα για την οποία της γκρίνιαζε ολοφάνερα στο ραντεβού τους. Υπέροχα… Το κουδούνισμα σταμάτησε, και για μια στιγμή ο Γκέιμπ υπέθεσε ότι θα συνέχιζαν. Όταν άρχισε πάλι να χτυπάει, η Ελ άφησε μια μικρή κραυγή. «Σοβαρολογεί;» Ο Γκέιμπ ακούμπησε το μέτωπό του στην κοιλιά της και αναστέναξε. «Νομίζω πως πρέπει να συνεχίσουμε αργότερα, μωρό μου.» Στο μεταξύ, έπρεπε να κάνει άλλο ένα αναθεματισμένο παγωμένο ντους.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Η Ελ πήδηξε στο ένα πόδι, καθώς ανέβαζε πάλι το σορτσάκι της, και έτρεξε στην κουζίνα, αφήνοντας τον Γκέιμπ στον καναπέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς σήκωσε το τηλέφωνο και προσπάθησε να μην ακουστεί σαν μια γυναίκα που ήταν σχεδόν στα πρόθυρα του οργασμού. «Ναι;» «Έλι, για όνομα του Θεού, γιατί άργησες τόσο να απαντήσεις; Δεν είναι δυνατόν να κοιμάσαι ακόμα – είναι εννέα το πρωί.» Εκείνη έριξε μια ένοχη ματιά προς το καθιστικό και χώθηκε στην κουζίνα. «Ε… μαμά. Απλά καθάριζα.» «Είσαι καλά; Ακούγεσαι περίεργα.» Το «περίεργα» δεν περιέγραφε το πώς ακριβώς αισθανόταν. Ολόκληρο το κορμί της Ελ ήταν τόσο σφιγμένο, που ήθελε να στριγκλίσει – και όχι με καλό τρόπο. Ευτυχώς, το δέος απέναντι στη μαμά της εξαφάνισε τα ίχνη του πόθου. «Ναι, καλά είμαι.» «Κατάλαβα.» Δεν ακούστηκε να πείθεται, αλλά προφανώς η απάντηση της Ελ ήταν αρκετά καλή, αφού η μαμά της άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα για το ταξίδι που θα έκαναν με τον πατέρα της στο Μέριλαντ. Η Ελ άκουγε με το ένα αυτί, μουρμούριζε «ναι» και «όχι» όποτε χρειαζόταν, αλλά βασικά η προσοχή της ήταν στραμμένη στον Γκέιμπ. Μήπως ήταν θυμωμένος; Ευχόταν πως όχι. Ίσως έπρεπε να είχε ενεργοποιήσει τον τηλεφωνητή, αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να το κάνει – ειδικά από τη στιγμή που η μητέρα της
124
ΚΑΤΕΕ ROBERT
αρνούνταν να αφήσει μηνύματα· αντιθέτως, προτιμούσε να τηλεφωνεί συνεχώς, μέχρις ότου η Ελ απαντήσει. Άκουσε πνιχτά βήματα πάνω από το κεφάλι της, κι έπειτα το νερό που άνοιγε στο ντους. Η Ελ ξεφύσησε, νιώθοντας ταυτόχρονα ανακούφιση και απογοήτευση. «Έλι, μ’ ακούς;» «Τι; Φυσικά και σ’ ακούω.» Η μαμά της αναστέναξε. «Όχι, δεν μ’ ακούς. Εγώ θυσιάζω το πρωινό μου για να σου μιλήσω, κι εσύ είσαι τελείως αφηρημένη. Τι συμβαίνει;» Για ένα τρομακτικό λεπτό, ήταν σίγουρη πως η μαμά της είχε καταλάβει τα πάντα. Η Ελ δαγκώθηκε και συγκράτησε την παράλογη παρόρμηση να της τα ομολογήσει όλα. «Τίποτα, μαμά. Απλά καθαρίζω. Το σπίτι είναι αχούρι.» «Το έχουμε ξαναπεί – πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο να κρατάς καθαρό το σπίτι σου. Θεούλη μου, εάν έρθει εκεί ένας άντρας, τι θα πει, όταν δει τα χάλια του;» Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ένας άντρας βρισκόταν ήδη εκεί, η Ελ δεν πίστευε πως τα «χάλια» του σπιτιού της είχαν και τόση σημασία. Ο Γκέιμπ δεν ήταν ο τύπος που ενδιαφερόταν για το αν όλα ήταν άψογα. Και, όντως, εκείνη ήθελε να καταλήξει με έναν άντρα ο οποίος θα είχε εμμονή με την καθαριότητα; Η Ελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γι’ αυτό καθαρίζω.» Η μαμά της ξεφύσησε. «Τουλάχιστον, δραστηριοποιείσαι. Θα κάνω τραπέζι για να καλωσορίσουμε τον Ίαν, όταν ο πατέρας σου κι εγώ επιστρέψουμε από το Μέριλαντ, και θα ήθελα να έρθεις.» Κανονικά, αυτή η πρόσκληση δεν χρειαζόταν να γίνει, αφού η Ελ ήταν βέβαιο πως θα πήγαινε. Κάτι σχεδίαζε η μητέρα της. «Τι μου κρύβεις;» «Γίνεσαι ασυγχώρητα αγενής τώρα, δεσποινίς μου.» Και απέφευγε να απαντήσει. «Μαμά.» «Ω, καλά, αφού επιμένεις… Προσκάλεσα και τον Σάμι.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
125
Δεν άντεχε να συζητήσει για άλλον άντρα, τη στιγμή που τα πόδια της έτρεμαν ακόμα από τον παραλίγο οργασμό της. «Πρέπει να κλείσω. Θα το συζητήσουμε αργότερα.» «Δεν ξέρω τι σ’ έχει πιάσει, Έλι, αλλά δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Απλά προσπαθώ να κάνω το καλύτερο για σένα. Θέλω να είσαι ευτυχισμένη.» Ευτυχισμένη; Ναι, σωστά. Θα ένιωθε φρίκη εάν μάθαινε τι έκανε η Ελ μόλις πριν από λίγο, άσχετα με το πόσο ευτυχισμένη ήταν έτοιμη να νιώσει. «Το ξέρω. Κι εγώ σ’ αγαπώ. Γεια σου, μαμά.» Η Ελ ακούμπησε το τηλέφωνο στον πάγκο. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Το πιο σωστό θα ήταν να τακτοποιήσει το καθιστικό και να περιμένει μέχρι ο Γκέιμπ να τελειώσει το ντους, αλλά ένα κομμάτι της ήθελε να πάει πάνω και να διαπιστώσει εάν εκείνος θα τελείωνε ό,τι είχε αρχίσει. Κακή ιδέα. Πραγματικά, πολύ κακή ιδέα. Εάν άρχιζαν πάλι, δεν υπήρχε περίπτωση να σταματούσαν. Προηγουμένως, είχε χάσει τα λογικά της όταν ένιωσε τα χέρια του πάνω της –για να μην αναφέρει το στόμα του–, και ήταν πολύ εύκολο να ξεφύγει εκ νέου η κατάσταση. Αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν πράγματι τόσο κακό; Η Ελ στριφογύρισε το τηλέφωνο και θυμήθηκε την προηγούμενη βραδιά. Από τη στιγμή που της είχε προσφέρει τα λουλούδια μέχρι τη στιγμή που είχαν πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση που θα την εξαγρίωνε. Αντιθέτως, έκανε ό,τι μπορούσε για να τη φροντίσει. Η κοτόσουπα και η σοκολάτα πάνω στον πάγκο το απεδείκνυαν – ενώ δεν ξεχνούσε τον τρόπο με τον οποίο την είχε αναγκάσει να πάρει το Μπεναντρίλ. Παρόλο που είχε εκνευριστεί εκείνη τη στιγμή, τώρα, που ανακαλούσε το σκηνικό στο μυαλό της, τον έβρισκε χαριτωμένο. Όλα κατέληγαν στο συμπέρασμα πως ίσως είχε κάνει λάθος στην εκτίμησή της για εκείνον. Ω, Θεέ μου, φοβόταν
126
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ακόμα και να ελπίσει πως ο άντρας ο οποίος της είχε φανερωθεί τις τελευταίες δώδεκα ώρες ήταν αληθινός! Άκουσε βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες, και ο Γκέιμπ εμφανίστηκε, φορώντας μόνο το τζιν παντελόνι του. Σήκωσε την μπλούζα του. «Σκέφτηκα πως είναι καλύτερο να μην προκαλέσουμε την τύχη μας.» Η φασκομηλιά… Σωστά. Την πέταξε στο διάδρομο, κοντά στην εξώπορτα, και έπλυνε αμέσως τα χέρια του. Η Ελ έμεινε ακίνητη και δεν ήξερε τι να σκεφτεί, βλέποντάς τον να συμπεριφέρεται τόσο φυσιολογικά έπειτα από όσα έκαναν. Μήπως θα προσποιούνταν πως δεν συνέβη τίποτα; «Θέλεις να το συζητήσουμε;» Η Ελ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Να το συζητήσουμε;» «Μετά την προηγούμενη συνομιλία που είχες με τη μαμά σου, φάνηκες κάπως εξαντλημένη.» Την κοίταξε με νόημα από πάνω μέχρι κάτω. «Έτσι φαίνεσαι και τώρα.» «Δεν ξέρω τι να πω.» Ανασηκώθηκε, κάθισε στον πάγκο και αναστέναξε. «Πρόκειται απλά για οικογενειακά ζητήματα.» Εκείνος χαμογέλασε, και η ανέμελη έκφρασή του της δημιούργησε νέα αναστάτωση. «Λοιπόν, μίλησέ μου για την οικογένειά σου.» «Τι θέλεις να μάθεις;» «Τα πάντα.» «Έχω έναν μεγαλύτερο αδελφό.» Ζάρωσε τη μύτη της. «Μερικές φορές, είναι μπελάς. Ο Ίαν είναι στον στρατό, και τώρα βρίσκεται αποσπασμένος στην Ιαπωνία.» Εάν ήθελε να είναι τελείως ειλικρινής, έπρεπε να παραδεχτεί πως της έλειπε λίγο, παρόλο που ο Ίαν ήταν αυστηρός, όπως όλοι οι στρατιώτες. Ο Γκέιμπ έγνεψε καταφατικά, σαν εκείνη να του είχε μόλις επιβεβαιώσει κάτι. «Διατηρείς στενή σχέση με τους γονείς σου.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
127
Δεν ήταν ερώτηση, αλλά η Ελ απάντησε έτσι κι αλλιώς: «Ναι. Ζουν στο Σάουθ Χιλ, αλλά προσπαθούμε να τρώμε μαζί τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα.» Αρκετά, όμως, με εκείνη – ήθελε να μάθει περισσότερα για τον ίδιο. Η Ελ χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της στον πάγκο και αναρωτήθηκε εάν εκείνος θα απέκρουε τις ερωτήσεις της. Ο Νέιθαν δεν ήθελε να μιλάει για την οικογένειά του, και ο Γκέιμπ δεν φαινόταν διαφορετικός. Εκείνος παρατήρησε τη νευρική κίνηση του χεριού της. «Ρώτα.» «Ξέρω πως έχεις τον Νέιθαν.» Δυσκολευόταν ακόμα να χωνέψει αυτό το γεγονός. «Έχετε άλλα αδέλφια;» «Όχι. Είμαστε μόνον εμείς οι δύο.» Αυτό ήταν μάλλον θετικό· δεν πίστευε πως θα άντεχε άλλον έναν αδελφό Σουλτς. «Τι συνέβη στους γονείς σου;» Διότι ήξερε πως δεν ζούσαν πια. Ο Γκέιμπ άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια της, με νευρικές κινήσεις. Εκείνη περίμενε, δίχως την πρόθεση να τον πιέσει. Είτε θα της ανοιγόταν είτε όχι, αλλά δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να το κάνει. Εκείνος πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα, σαν να προετοιμαζόταν για μάχη. «Είναι η κλασική μελό ιστορία… Ο μπαμπάς ήταν ένας πότης, στον οποίο άρεσε να μας χτυπάει όποτε βρισκόταν στο σπίτι – κάτι που συνέβαινε σπάνια. Δεν μπορούσε να παραμείνει σε καμία δουλειά, κι έτσι έβγαζε τα απωθημένα του στη μαμά μας. Τελικά, έφυγε χωρίς να πει κουβέντα, και άφησε τη μαμά μόνη με δύο παιδιά, τα οποία μετά βίας κατάφερνε να συντηρήσει.» Η Ελ κατάπιε τα συμπονετικά λόγια που απείλησαν να βγουν από το στόμα της. Η έκφραση του προσώπου του έδειχνε πως δεν θα εκτιμούσε κάτι τέτοιο. Όμως, Θεέ μου, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος είχε μεγαλώσει έτσι, δίχως τη στοργική –εντάξει, και εκνευριστική– υποστήριξη της οικογένειάς του. Δάγκωσε τα χείλη
128
ΚΑΤΕΕ ROBERT
της και παρέμεινε σιωπηλή, περιμένοντας από εκείνον να συνεχίσει. «Τα κατάφερε, μέχρι την αποφοίτησή μου από το λύκειο. Ο Νέιθαν ήταν ένα χρόνο μικρότερος και πήγαινε στην τελευταία τάξη. Τη μία μέρα η μαμά ήταν καλά και την επόμενη μας τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο και μας είπαν πως είχε πάθει καρδιακή προσβολή.» Ξερόβηξε, ενώ κοίταζε μακριά, και ήταν φανερό πως είχε γυρίσει πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια. «Ειλικρινά… δεν ξέρω πώς τα καταφέραμε. Εγώ έπιασα δύο δουλειές και ο Νέιθαν παράτησε το ποδόσφαιρο και έπιασε κι εκείνος δουλειά. Ήθελε να σταματήσει το σχολείο, αλλά δεν υπήρχε καμιά αναθεματισμένη περίπτωση να τον αφήσω να χαραμίσει το απολυτήριο – η μαμά ήθελε να αποφοιτήσει ο Νέιθαν. Δεν ήταν εύκολο, αλλά αποφοίτησε και πήγε στον στρατό. Κι έπειτα, μια μέρα, ένας δικηγόρος εμφανίστηκε από το πουθενά στην πόρτα, με μια διαθήκη του μπαμπά. Μάλλον είχε σκάσει από το ποτό ή κάτι τέτοιο, αλλά είχε μια τεράστια κληρονομιά από την οικογένειά του, για την οποία κανείς από εμάς δεν γνώριζε τίποτα.» Η φωνή του είχε επικριτική χροιά. Εκείνη καταλάβαινε τι σκεφτόταν – με αυτά τα χρήματα ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά για τη μητέρα του. Αδυνατώντας να συγκρατηθεί άλλο, η Ελ κατέβηκε από τον πάγκο, διέσχισε την κουζίνα και στάθηκε μπροστά του· άπλωσε τα χέρια της και του προσέφερε την υποστήριξη που δεν μπορούσαν να δώσουν τα λόγια. Ο Γκέιμπ την τράβηξε πάνω του και την αγκάλιασε σαν να την παρηγορούσε εκείνος. Άει στο καλό, ίσως τελικά όντως να την παρηγορούσε… «Κι εσύ; Πώς είναι η σχέση σου με τους γονείς σου;» Η Ελ ξεφούρνισε την έτοιμη απάντηση, δίχως δεύτερη σκέψη: «Συνηθισμένη.» «Συγγνώμη, αλλά λες βλακείες.» Δεν ήταν βέβαιη πως της άρεσε το ότι ξαφνικά απολάμβανε την αποκλειστική προσοχή του, αλλά ο Γκέιμπ είχε
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
129
μοιραστεί την ιστορία του μαζί της. Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό; Εξάλλου, της ήταν ευκολότερο να μιλάει όταν δεν τον κοίταζε. «Τους αγαπώ, αλλά… Ο μπαμπάς μου είναι ήρεμος, μάλλον υπερβολικά ήρεμος. Η μαμά μου τον κυνηγάει συνεχώς – μας κυνηγάει όλους. Είναι μέσα στην ένταση.» Της φάνηκε αξιοθρήνητο το να γκρινιάζει, έπειτα από όσα της είχε πει εκείνος, αλλά ο Γκέιμπ δεν κάγχασε, ούτε σήκωσε ψηλά τα μάτια του όταν αποτραβήχτηκε. Αντίθετα, την κοίταξε διαπεραστικά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Απλά… δεν ξέρω. Ποτέ δεν θα είμαι αρκετά καλή στα μάτια της, ποτέ δεν θα βρω τη σωστή δουλειά, δεν θα παντρευτώ τον σωστό άντρα, δεν θα διαλέξω τη ζωή που εκείνη θέλει για εμένα.» «Δεν γνωρίζω τη μαμά σου, αλλά, απ’ όσα έχω δει, ξέρεις τι κάνεις. Ελ Γουόλσερ, θα έπρεπε να είσαι περήφανη για τον εαυτό σου.» Εκείνη χαμογέλασε. «Κι εσύ, Γκέιμπ Σουλτς, είσαι καλός άνθρωπος.» *** Καλός άνθρωπος; Ο Γκέιμπ κοίταξε την Ελ, σίγουρος πως το στόμα του έχασκε ανοιχτό. Το είχε όντως πει μόλις τώρα αυτό; «Στ’ αλήθεια πιστεύεις πως είμαι καλός άνθρωπος;» Εκείνη χαμογέλασε τόσο γλυκά που η καρδιά του σταμάτησε. «Το ξέρω πως είσαι.» Έπιασε το πρόσωπό της, έκπληκτος για αυτό που συνέβαινε – για το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα στεκόταν δίπλα του, έχοντας ακούσει τη μελό ιστορία του, και στα μάτια της δεν υπήρχε ίχνος οίκτου ή περιφρόνησης, που φανταζόταν πως έτρεφε για εκείνον. Αντίθετα… διέκρινε θαυμασμό; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τη φιλήσει. Ο
130
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Γκέιμπ ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της και προσπάθησε να της δείξει πόσα πολλά σήμαιναν τα λόγια της και η κατανόησή της για εκείνον. Καθώς η γλώσσα του αναζήτησε το κάτω χείλος της, εκείνη του δόθηκε. Κανένας δισταγμός. Καμία αυτοσυγκράτηση. Η Ελ έλιωσε στην αγκαλιά του μ’ ένα βογκητό. Ο Γκέιμπ αποτραβήχτηκε αρκετά για να πει: «Θέλω να ολοκληρώσω ό,τι αρχίσαμε στον καναπέ.» Η Ελ έγνεψε. «Ναι, ναι, και πάλι ναι.» Αυτή η απάντηση αρκούσε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, σκέφτηκε να την ακουμπήσει στον πάγκο και να τη γευτεί εκεί –ήθελε σαν τρελός να την κάνει να φτάσει στην κορύφωση κοντά στο πρόσωπό του–, αλλά δεν του φάνηκε σωστό. Όχι, έπειτα απ’ όσα είχαν μοιραστεί. Έτσι, ο Γκέιμπ τη σήκωσε στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρά της. Ενώ τον φιλούσε στο λαιμό, εκείνος ανέβηκε τρία τρία τα σκαλιά, νιώθοντας την απαιτητική ανάγκη να τη βάλει γυμνή από κάτω του. Σταμάτησε δίπλα στο κρεβάτι και την άφησε όρθια. Κοιτάχτηκαν για ένα λεπτό που έμοιαζε με αιωνιότητα. Όλο αυτό συνέβαινε πραγματικά. Ο Γκέιμπ δυσκολευόταν να πιστέψει πως ήταν αληθινό, αλλά σκόπευε να βιώσει μια τέλεια εμπειρία. «Λατρεύω αυτό το τατουάζ.» Η Ελ άγγιξε το στέρνο του και κατέβασε το χέρι της στο πλευρό του. Του έριξε μια γρήγορη ματιά, έσκυψε και έγλειψε την άκρη του τατουάζ. «Ήθελα να το κάνω αυτό από την πρώτη στιγμή που το είδα.» Διάολε, μπορούσε να το κάνει οποιαδήποτε στιγμή ήθελε! Ο Γκέιμπ τύλιξε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά της και την τράβηξε όρθια για άλλο ένα φιλί. Άνοιξε παιχνιδιάρικα το στόμα της και έπαιξε με τη γλώσσα της, μέχρι που εκείνη άρχισε να σπαρταράει πάνω του. Πιο σιγά. Όσο κι αν ήθελε να την ακινητοποιήσει στον τοίχο και να την κάνει
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
131
δική του με άγρια ορμή, θα προχωρούσε αργά. Της έβγαλε την μπλούζα και το σορτσάκι με συνοπτικές διαδικασίες. Και τότε απέμεινε μόνον η Ελ, ολόγυμνη, όπως τη μέρα που τη συνάντησε. Εάν προηγουμένως τη θεωρούσε μια γυναίκα-φαντασίωση, τώρα η αίσθησή του αυτή είχε γιγαντωθεί. Ο ερωτισμός που ανέδυαν οι καμπύλες της μεγάλωσε την ανείπωτη ηδονή του, και ο Γκέιμπ δάγκωσε το πάνω χείλος της κι έπειτα το έγλειψε με τη γλώσσα του. Η Ελ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του με τέτοιον τρόπο, που το κορμί της ήταν ανοιχτό για εξερεύνηση. Όμως, ο Γκέιμπ ήθελε να τη βάλει στο κρεβάτι για να την εξερευνήσει. Την έσπρωξε προς τα εκεί καθώς τη φιλούσε παρατεταμένα, μέχρι που το πίσω μέρος των γοφών της ακούμπησε στο στρώμα. «Ξάπλωσε.» Εκείνη υπάκουσε αμέσως. Ο Γκέιμπ την έπιασε από τα γόνατα για να μην του ξεφύγει. Με ελάχιστη πίεση, της άνοιξε τα πόδια. Ακόμα και από απόσταση, μπορούσε να διακρίνει πόσο υγρή ήταν – για εκείνον. «Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψω αυτό που συμβαίνει.» Ο Γκέιμπ χάιδεψε τις γάμπες και τους αστραγάλους της, και σταμάτησε στα γόνατά της καθώς εκείνη γέλασε. «Υπέροχη. Πανέμορφη. Αναθεματισμένα απερίγραπτη!» «Γκέιμπ...» Δάγκωσε το χείλος της, χωρίς να τον κοιτάζει. Εκείνος δάγκωσε το μηρό της. Η αντίδρασή της ήταν μόνον ένας τρεμάμενος αναστεναγμός – και, επιπλέον, η Ελ άνοιξε περισσότερο τα πόδια της για να του δώσει πρόσβαση. Ο Γκέιμπ έβαλε ένα δάχτυλο στο υγρό σημείο της και έκανε κύκλους γύρω από την κλειτορίδα της. «Θα σου πω κάτι, αλλά σε παρακαλώ να μην το παρεξηγήσεις.» Η Ελ σφίχτηκε, σαν να ήταν έτοιμη να δεχτεί ένα χτύπημα. Ο Γκέιμπ αναρωτήθηκε γιατί ίσως να περίμενε κάτι τέτοιο, αλλά δεν το σκέφτηκε περισσότερο· θα το επεξερ-
132
ΚΑΤΕΕ ROBERT
γαζόταν αργότερα. Ζωγράφισε άλλον έναν κύκλο γύρω από την κλειτορίδα της. «Θα μπορούσα να έχω το στόμα μου ανάμεσα στα πόδια σου για μέρες, και να μη χορταίνω.» Η σοκαρισμένη κραυγή της έγινε βογκητό όταν τη φίλησε εκεί, ενώ η γλώσσα του εξερεύνησε κάθε εκατοστό της. Ποιον κορόιδευε; Με τίποτα οι μέρες δεν θα ήταν αρκετές. Είχε ήδη εθιστεί στη γεύση της, και δεν θα τη χόρταινε ποτέ. *** Το στόμα αυτού του άντρα πάνω της ήταν αρκετό για να κάνει την Ελ να χάσει τον έλεγχο. Όπως και προηγουμένως, στον καναπέ, ο Γκέιμπ την απολάμβανε με την ησυχία του, σαν να επιβεβαίωνε έτσι τα λόγια του ότι μπορούσε να συνεχίσει ασταμάτητα για μέρες. Εκείνη όμως δεν ήταν σίγουρη ότι θα άντεχε, εάν αυτό συνεχιζόταν για μέρες. Ήταν υπερβολικά τέλειο. Η Ελ ποτέ δεν έχανε τον έλεγχο – πάντοτε διατηρούσε την αξιοπρέπεια και την αυτοκυριαρχία της. Κι όμως, έπειτα από εκείνη την πρώτη βραδιά με τον Γκέιμπ, ήταν μονίμως εκτός ελέγχου. Δεν σταματούσε να χαϊδεύει τα μαλλιά του με τα δάχτυλά της, να φιλάει το στόμα του ασταμάτητα, ζητώντας απελπισμένα περισσότερα, λιγότερα – ζητώντας κάτι, τέλος πάντων. Η πλάτη της τεντώθηκε σαν τόξο από τον οργασμό και η Ελ κραύγασε, ενώ τα νύχια της γρατζούνισαν το κεφάλι του καθώς τον κράτησε σταθερά. Ο Γκέιμπ δεν σταμάτησε, προκαλώντας της κι άλλα κύματα δονήσεων, μέχρι που πλέον δεν ήταν σίγουρη ούτε για το όνομά της. Προσπάθησε να τον σπρώξει μακριά, αφού το κορμί της δεν άντεχε άλλο, αλλά εκείνος το είχε ήδη καταλάβει και αποτραβήχτηκε, συνεχίζοντας να τη δαγκώνει στην περιοχή των γοφών της. «Ποτέ δεν θα το χορτάσω αυτό.» Ποτέ; Εάν μπορούσε να σκεφτεί λογικά, η λέξη αυτή θα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
133
την τρομοκρατούσε. Αντίθετα, όμως, η Ελ τον κράτησε σφιχτά καθώς το κορμί της τρανταζόταν. Ο Γκέιμπ βρήκε μια ανεξερεύνητη περιοχή στο δέρμα της και τη χάιδεψε, μέχρι που εκείνη συνήλθε αρκετά και του ανταπέδωσε τα χάδια. Άραγε, πόσο πολύ είχε θελήσει η Ελ να το κάνει αυτό από τη στιγμή που είχαν συναντηθεί; Περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. Εξερεύνησε τους φαρδιούς ώμους του, τα μεγάλα χέρια που την είχαν σηκώσει χωρίς δυσκολία, αυτό το κορμί το οποίο είχε αρχίσει να ζωγραφίζει. Τελικά, εκείνος ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της και η ανάσα του ήταν κοφτή, όπως και η δική της. «Θα σου κάνω μια ερώτηση, και θέλω να είσαι ειλικρινής μαζί μου.» Κι άλλες ερωτήσεις; Η Ελ δεν ήξερε εάν άντεχε άλλες ερωτήσεις. «Ναι;» «Θα με αφήσεις να σου κάνω έρωτα;» Η ερώτηση ήταν άσκοπη. Καμιά ανησυχία και κανένας φόβος δεν μπορούσαν να κατευνάσουν τον πόθο που κάλπαζε με την ίδια ταχύτητα που «έτρεχαν» οι χτύποι της καρδιάς της. Καθότι δεν ήθελε να ακουστεί χαζή, απλά έγνεψε καταφατικά. «Είσαι σίγουρη;» Σε άλλη περίπτωση, θα γελούσε ακούγοντας τα πρώτα λόγια που είχαν ανταλλάξει μεταξύ τους να επαναλαμβάνονται. Όμως, πλέον τα πράγματα ήταν διαφορετικά, και μολονότι εκείνο το πρώτο βράδυ ήταν αβέβαιη, τώρα πια δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. «Είμαι σίγουρη.» Ο Γκέιμπ αποτραβήχτηκε τόσο ορμητικά, που για ένα τρομακτικό δευτερόλεπτο η Ελ νόμισε πως την κορόιδεψε. Τότε, όμως, τον είδε να ψάχνει μέσα στο πορτοφόλι του. Έβγαλε ένα ασημένιο περιτύλιγμα, ενώ έδειχνε πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του. «Την πρώτη φορά, ξέχασες κάτι όταν το έσκασες σαν τρελή από μένα.» Το είχε πράγματι ξεχάσει, σωστά; Η Ελ κούνησε το κεφάλι της και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του.
134
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Εκείνος, αντί να υπακούσει, της χαμογέλασε και κατέβασε το φερμουάρ του τζιν του. Η εικόνα του καθώς το κατέβαζε ήταν πιο σέξι απ’ ό,τι εκείνη είχε ποτέ φανταστεί, αλλά μάλλον η φαντασία της είχε γίνει φτωχότερη τα τελευταία χρόνια. Ο Γκέιμπ άνοιξε το προφυλακτικό και το φόρεσε, αναδεικνύοντας το μήκος του με το χέρι του. «Τελευταία ευκαιρία, μωρό μου. Πες μου πως δεν είσαι έτοιμη και τελειώσαμε. Δεν υπάρχει πίεση.» «Σκάσε κι έλα δω!» Εκείνος γέλασε, ανέβηκε στο κρεβάτι και βολεύτηκε ανάμεσα στα πόδια της. Εάν η Ελ πίστευε πως θα έμπαιναν κατευθείαν στο θέμα, ήταν γελασμένη. Ο Γκέιμπ τη φίλησε αργά, μακρόσυρτα, και η γλώσσα του στριφογύρισε τεμπέλικα γύρω από τη δική της. Όταν τελικά τέντωσε τους γοφούς της, ανήμπορη να τον περιμένει άλλο μέχρι να βρεθεί μέσα της, εκείνος ξάπλωσε πάνω τους. Και τότε ήταν εκεί – το μεγάλο κεφάλι από το μόριό του πίεζε την είσοδό της. Μπήκε μέσα της αργά, δίνοντας χρόνο στο κορμί της για να το συνηθίσει. Τελικά, η Ελ έφτασε στα όριά της. Έχωσε τα νύχια της στους γλουτούς του τόσο δυνατά, που εκείνος τινάχτηκε και συσπάστηκε ολόκληρος μέσα της. Έμειναν ακίνητοι, με τα σώματά τους στο αποκορύφωμα της ένωσής τους. Ένα συντριπτικό κύμα συναισθημάτων την κατέκλυσε, όταν ο Γκέιμπ στηρίχτηκε στον αγκώνα του και συνάντησε το βλέμμα της. Κοίταξε τον τρόπο με τον οποίο ήταν ενωμένοι, κι ένας μυς στο σαγόνι του συσπάστηκε. «Διάολε, Ελ!» Με όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις, γύρισε τους γοφούς του, τρίβοντας έτσι το ίδιο σημείο που προηγουμένως τα δάχτυλά του είχαν τόσο επιτήδεια ανακαλύψει. Η Ελ βόγκηξε καθώς τεντώθηκε για να σηκωθεί μαζί του. Η ένταση ήδη κορυφωνόταν, σαν κύμα που διαφαινόταν στον ορίζοντα. Είδε τον Γκέιμπ που την κοίταζε σαν να προσπαθούσε να αποτυπώσει το πρόσωπό της στη μνήμη του, αλλά
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
135
δεν είχε χρόνο να αναρωτηθεί γι’ αυτό, επειδή το κύμα την τύλιξε και την παρέσυρε. Πώς ήταν δυνατόν να μη γνωρίζει ότι μπορούσε να νιώσει έτσι; Η Ελ δάγκωσε τον ώμο του, σε μια προσπάθεια να πνίξει τα βογκητά της. Ο ρυθμός του Γκέιμπ έγινε πιο απότομος και τραχύς, καθώς βυθιζόταν μέσα της ξανά και ξανά. Γαντζώθηκε πάνω του, καθώς εκείνος συσπάστηκε και την κράτησε σφιχτά. Μ’ ένα τελευταίο βογκητό, ο Γκέιμπ τραβήχτηκε από πάνω της και συγχρόνως σωριάστηκε κοντά της. Εκείνη κοίταξε το ταβάνι καθώς τον άκουγε να βαριανασαίνει, και χαμογέλασε όταν τύλιξε τα δάχτυλά του στα δικά της. Λίγο αργότερα, εκείνος ξερόβηξε. «Αυτό σημαίνει πως θα ξαναβγείς μαζί μου;» Η Ελ δεν χρειαζόταν καν να το σκεφτεί. «Ναι. Ναι, αυτό ακριβώς σημαίνει.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε «Πες τα μου όλα.» Η Ελ σταθεροποίησε το κινητό τηλέφωνο στον ώμο της και χρησιμοποίησε τους αγκώνες της για να βγει από το σπίτι. Δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την υστερία της Ροξάν, αλλά, αντί εκείνη να εμφανιστεί εδώ απαιτώντας απαντήσεις, ήταν καλύτερα που της μιλούσε από το τηλέφωνο. «Δεν έχω τίποτα σπουδαίο να σου πω.» Τίποτα, εκτός από το ότι ο Γκέιμπ τής είχε χαρίσει έναν από τους καλύτερους οργασμούς της ζωής της στον καναπέ της, και ότι όλη τη μέρα την είχε κάνει να χάσει τα λογικά της στο κρεβάτι. Επιπλέον, της είχε υποσχεθεί ένα ραντεβού για το ερχόμενο Σαββατοκύριακο που θα της έμενε αξέχαστο. Αλλά δεν μπορούσε να τα πει όλα αυτά στη Ροξάν. «Σαχλαμάρες. Και δεν μου είχες πει πόσο άγρια όμορφος είναι. Τι συνέβη αφού φύγατε από το μαγαζί; Διότι μου φάνηκε πως, εάν δεν έφευγες με τη θέλησή σου, εκείνος θα σε έριχνε στον ώμο του και θα σε κουβαλούσε σαν άνθρωπος των σπηλαίων.» Η Ελ σήκωσε ψηλά τα μάτια της. «Δεν ήταν καθόλου έτσι.» Ναι, ήταν. Ακόμα θυμόταν την έκφραση στα μάτια του όταν της είχε πει να πιει το Μπεναντρίλ, διαφορετικά θα την ανάγκαζε ο ίδιος να το κάνει. Ο Γκέιμπ δεν ήταν κάποιος με τον οποίο μπορούσε κανείς να τα βάλει εύκολα. Ήταν περίεργο το ότι, ενώ αυτό τη δυσαρεστούσε πριν, τώρα της φαινόταν κολασμένα υπέροχο.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
137
«Τώρα μου κάνεις πλάκα. Λέγε.» Δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει, όσο κι αν το ήθελε. Όμως, έπρεπε να το συζητήσει με κάποιον, και ο Ίαν δεν ήταν εδώ. Όχι βέβαια πως η Ελ είχε καταφέρει ποτέ να του μιλήσει για τους άντρες. Κι αυτό επειδή παραλίγο να σκότωνε τον Τζέισον, όταν ανακάλυψε πως έκαναν σεξ. Κάθε φορά που θυμόταν την έκφραση του προσώπου του αδελφού της προτού μπει στο φορτηγάκι του και φύγει, ανατρίχιαζε. Αμέσως μετά, είχε εμφανιστεί με τους αστυνομικούς στο πίσω κάθισμα. Δεν ήταν και η πιο λαμπρή στιγμή της ως φοιτήτρια. «Είσαι ακόμα εκεί;» Κούνησε το κεφάλι της για να διώξει τις αναμνήσεις. «Ναι, συγγνώμη. Μόλις σκέφτηκα κάτι τρελό.» «Συγκεντρώσου σ’ εμένα, που πεθαίνω για να μάθω τι έγινε χθες βράδυ. Άντε, λέγε!» «Καλά, εντάξει. Με έσυρε στο πολυκατάστημα, αγόρασε ένα σωρό πράγματα που δεν χρειαζόμουν, κι έπειτα με πήγε σπίτι και αρνήθηκε να φύγει.» Όταν η Ροξάν αναστέναξε τρεμουλιαστά, η Ελ τράβηξε το κινητό από το πρόσωπό της και συνοφρυώθηκε. «Είσαι καλά;» «Ναι, μια χαρά. Συνέχισε. Τι συνέβη μετά;» «Μετά...» Το κινητό της χτύπησε. Η Ελ το ξανακοίταξε, και ένα χαζό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Ήταν ο Γκέιμπ. «Ροξ, θα σε ξαναπάρω. Τα λέμε αργότερα.» Απάντησε στην κλήση του, διακόπτοντας έτσι τις διαμαρτυρίες της φίλης της. «Ναι;» «Γεια σου, όμορφη.» Το στομάχι της φτερούγισε και η καρδιά της σταμάτησε. Όλα αυτά από μία και μοναδική λέξη. «Πώς είσαι σήμερα;» «Θα μπορούσα να είμαι και καλύτερα.» «Συμβαίνει κάτι;» Θεέ μου, κι αν δεν ήθελε να την ξαναδεί;
138
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Ο Γκέιμπ γέλασε. «Απλά δεν ξύπνησα με μια σέξι ξανθιά στην αγκαλιά μου. Ξέρεις καμιά που να ταιριάζει στην περιγραφή;» Δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί το άνετο φλερτ του. Η Ελ ξεροκατάπιε και προσπάθησε να βρει κάποια έξυπνη απάντηση. «Δεν νομίζω.» Ω, τέλεια. Τώρα, εκείνος θα νόμιζε πως η Ελ «ψάρευε» κομπλιμέντα – Ω, σε παρακαλώ, πες μου πως είμαι όμορφη! Καλύτερα να άλλαζε θέμα, προτού γίνουν πιο άβολα τα πράγματα. «Τι θα κάνεις σήμερα, λοιπόν;» «Ο Νέιθαν θέλει να με τραβολογήσει στο Κλέιτον για μεσημεριανό.» «Στο Κλέιτον;» Απ’ όσο γνώριζε, δεν υπήρχε τίποτα εκεί, εκτός από ατέλειωτες εκτάσεις με χωράφια και ένα ερημωμένο πάρκο. Βέβαια, η λίμνη Λουν απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα, αλλά ο Γκέιμπ θα της το έλεγε εάν πήγαιναν εκεί. Για μία ακόμα φορά, ένιωσε λαχτάρα για να πάει στην παραλία. Ίσως τελικά ακύρωνε τις εξωτερικές δουλειές που είχε κανονίσει και πήγαινε στη λίμνη για λίγες ώρες... Δεν ήταν και το πιο υπεύθυνο πράγμα που μπορούσε να κάνει, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία της. «Θέλεις να πεις πως δεν γνωρίζεις το “Μπέργκερ του Κλέιτον”; Γυναίκα, πρέπει να βγαίνεις περισσότερο. Είναι η μοναδική, αηδιαστικά υπέροχη δημιουργία της περιοχής – ένα μπέργκερ με χοτ-ντογκ. Ο τέλειος συνδυασμός.» Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα. «Ακούγεται... χορταστικό.» «Ναι, δεν είναι για σένα. Το κατάλαβα.» Γέλασε ξανά. «Τι θα κάνεις το απόγευμα; Μπορώ να σε ξαναδώ;» Η Ελ έβαλε το χέρι της στο στόμα. Ναι, το χαζό χαμόγελό της είχε πλατύνει κι άλλο. Τι είχε αυτός ο τύπος και την έβγαζε εκτός ελέγχου; Κανονικά, η αίσθηση που τη διακατείχε ότι έπεφτε στο κενό έπρεπε να την πανικοβάλλει, αντίθετα όμως εκείνη γελούσε. «Έχω ένα εκατομμύριο δουλειές που πρέπει να τακτο-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
139
ποιήσω στο κέντρο. Ωστόσο, για να είμαι ειλικρινής, σκέφτομαι να κάνω κοπάνα και να πάω στη λίμνη Λουν.» «Ας το κάνουμε. Θα αγοράσω μπίρες και θα σε συναντήσω εκεί. Ή μήπως προτιμάς κρασί;» Στο διάολο με τις δουλειές – θα πήγαινε στη λίμνη με τον Γκέιμπ! «Εάν βρεις μπίρα Μπλου Μουν, θα πιω.» «Έγινε.» «Κι ο Νέιθαν;» Δεν ήθελε να φέρει και τον αδελφό του μαζί, ειδικά έπειτα από όσα της είχε πει χθες. Και, ειλικρινά, δεν ήταν σίγουρη για το πώς ένιωθε γενικότερα για τον Νέιθαν. Η Ελ ήταν πεπεισμένη ότι ήταν ο κατάλληλος άντρας για αυτήν, όμως μετά εμφανίστηκε ο Γκέιμπ και την τύφλωσε· την έκανε να νιώσει τόσα πολλά συναισθήματα – πολλά περισσότερα απ’ όσα της είχε προκαλέσει ο Νέιθαν. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε πως ήθελε να μπει ανάμεσα στα δύο αδέλφια, διεκδικώντας ένα μέρος από το χρόνο που περνούσαν μαζί. «Ω, θα τον ενημερώσω από πριν. Εάν θέλει, μπορεί να έρθει κι εκείνος.» Η Ελ σκόνταψε στο τελευταίο σκαλοπάτι της βεράντας. «Να έρθει κι εκείνος;» «Ναι. Γιατί όχι;» Μήπως επειδή δεν ήξερε πώς να φερθεί και στους δύο μαζί ταυτόχρονα; Ήταν φανερό ότι ο Νέιθαν είχε καταλάβει κάτι, διαφορετικά δεν θα την έσπρωχνε κυριολεκτικά στην αγκαλιά του Γκέιμπ. Όμως... αν ο Γκέιμπ τού είχε μιλήσει για την προηγούμενη εβδομάδα – και για χθες το βράδυ; Πώς θα αντίκριζε στα μάτια τον Νέιθαν; Ο Γκέιμπ συνέχισε, ανυποψίαστος για τη μάχη που διεξαγόταν μέσα της. «Να συναντηθούμε εκεί κατά το μεσημέρι;» Κοίταξε το ρολόι της. Είχε αρκετό χρόνο για να αλλάξει και να οδηγήσει μέχρι εκεί. «Εντάξει.» «Ωραία. Τα λέμε σε λίγο.»
140
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Η Ελ κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, ενώ αναρωτιόταν πώς κατάφερνε και έμπλεκε σε τέτοιες καταστάσεις. Και, στην περίπτωση του Γκέιμπ, έμπλεκε συνέχεια· τη μια στιγμή προχωρούσε σταθερά και ελεγχόμενα, και την αμέσως επόμενη στροβιλιζόταν στα χαμένα, σε μια ατέλειωτη δίνη. Καλά… Πάλι υπερέβαλλε. Φόρεσε το φανταχτερό ροζ μπικίνι της και μια παρόμοια φούστα. Η Ελ κοντοστάθηκε μόλις κοίταξε το μαλακό καπέλο της. Ήταν ένα χαζό καπέλο, αλλά το αγαπούσε. Και, διάολε, ήταν τόσο άσπρη, που ο κίνδυνος για καρκίνο του δέρματος ήταν υπαρκτός... όμως, δεν θα ήταν σέξι. Συνοφρυώθηκε. Στ’ αλήθεια σκεφτόταν να μη φορέσει το καπέλο, απλά επειδή ταίριαζε περισσότερο σε μια γιαγιά απ’ ό,τι σε μια θεά του σεξ; Όχι, όχι. Είτε του άρεσε είτε όχι, αυτή ήταν, με όλες τις παραξενιές της. Ήταν αξιοσημείωτο το ότι οι ασυναρτησίες στο μυαλό της δεν κατάφεραν να ηρεμήσουν καθόλου το στομάχι της, καθώς έχωνε το καπέλο στην τσάντα για την παραλία, μαζί με το αντηλιακό, την πετσέτα και το «ζουμερό» ρομαντικό μυθιστόρημά της. Η Ελ παράτησε την τσάντα πάνω στο κρεβάτι και αναζήτησε τις σαγιονάρες της· τις φόρεσε και κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών της. Τα νύχια της χρειάζονταν βάψιμο, αλλά δεν υπήρχε χρόνος – έτσι κι αλλιώς, η άμμος θα κατέστρεφε το χρώμα τους. Αρκετά με τους δισταγμούς! Ήταν ώρα να φύγει. Σίγουρα, θα έφτανε εκεί πιο νωρίς, αλλά αυτό δεν ήταν κακό. Έτσι, θα είχε το χρόνο να απολαύσει το βιβλίο της. Η Ελ είχε τόσο πολύ καιρό να χαλαρώσει, που δεν θυμόταν καν σε ποιο σημείο του βιβλίου είχε σταματήσει. Ίσως έπρεπε απλά να το ξεκινήσει πάλι από την αρχή. Άρπαξε την τσάντα της κι ένα μπουκάλι νερό, και έφυγε. Η διαδρομή κύλησε γρήγορα, και αντίκρισε το Κλέιτον καθώς το προσπερνούσε. Παρατήρησε ένα ετοιμόρροπο
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
141
κτίριο, που μάλλον ήταν το εστιατόριο, αλλά, αν δεν γνώριζε για αυτό, δεν θα το καταλάβαινε ποτέ – δεν διέθετε καν πινακίδα. Ευτυχώς που ο Γκέιμπ δεν την είχε προσκαλέσει για φαγητό – αμφέβαλλε για το αν θα κατάφερνε να περάσει την είσοδο. Η Ελ πλήρωσε το αντίτιμο των πέντε δολαρίων για το πάρκινγκ κι έπειτα κατέβηκε τα ετοιμόρροπα σκαλιά. Πέρασε ακριβώς μπροστά από τη μαρίνα που είχε σχήμα «Υ», όπου έπαιζαν τα παιδιά, και διάλεξε κατευθείαν ένα σημείο στη δεύτερη, μικρότερη παραλία. Εκτός από ένα μεσήλικο ζευγάρι που βρισκόταν εκεί, η παραλία ήταν έρημη. Αφού άπλωσε αντηλιακό σε κάθε ακάλυπτο μέρος του κορμιού της, η Ελ έλυσε το στηθόδεσμο, ξάπλωσε μπρούμυτα και άνοιξε το ρομαντικό μυθιστόρημα μπροστά της. Το μαλακό καπέλο της προσέφερε αρκετή σκιά και κάλυπτε τις σελίδες από την αντηλιά, και αμέσως βυθίστηκε στις περιπέτειες ενός ορεσίβιου Σκοτσέζου και της διστακτικής νύφης του. Στα ρομαντικά μυθιστορήματα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά, ειδικά από τη στιγμή που γνώριζε πως –ανεξάρτητα από τις δοκιμασίες που περνούσαν– το τέλος ήταν πάντα ευτυχισμένο για το ζευγάρι. Η πραγματική ζωή, όμως, σπάνια ήταν τόσο απλή…
Κεφάλαιο Δεκαέξι Ο Γκέιμπ παραλίγο να σκοντάψει μόλις διέκρινε την Ελ με το ροζ μπικίνι της και το παλιομοδίτικο καπέλο. Εκείνη ήταν τελείως απορροφημένη από το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της, το περιεχόμενο του οποίου μπορούσε να μαντέψει από τον ημίγυμνο άντρα στο εξώφυλλο. Ώστε της άρεσαν οι ρομαντικές ιστορίες – ήταν καλό να γνωρίζει πως δεν ήταν απρόσβλητη από τους ευτελείς πειρασμούς. Μπήκε στον πειρασμό να σταθεί εκεί και να την κοιτάζει, έως ότου εκείνη αντιληφθεί την παρουσία του, αλλά αυτό θα ήταν χαζό. Έτσι, ο Γκέιμπ κάθισε δίπλα της στην άμμο και χαμογέλασε. «Έι.» «Ούτε που σε είδα να έρχεσαι.» Έκλεισε απότομα το βιβλίο και το έχωσε στην τσάντα της. «Πού είναι ο Νέιθαν;» Τον τύλιξε ένα παρανοϊκό κύμα ζήλειας, τόσο δυνατό που για μια στιγμή όλα κυριολεκτικά κοκκίνισαν μπροστά του. Έπειτα ο Γκέιμπ ανέκτησε τον αυτοέλεγχό του. «Έπρεπε να φροντίσει μερικά πράγματα και θα έρθει αργότερα.» Αν και ξαφνικά ευχόταν να μην εμφανιστεί ο Νέιθαν. Διάολε, όχι – δεν θα ζήλευε. Εκείνη δεν φάνηκε να απογοητεύεται – αντίθετα, το χαμόγελό της ήταν λαμπερό σαν τον ήλιο. «Εντάξει.» Άλλαξε επειγόντως θέμα συζήτησης, γιατί διαφορετικά θα τη ρωτούσε κάποια χαζομάρα, όπως αν ήθελε ακόμα τον μικρό αδελφό του. «Τι διαβάζεις;» «Τίποτα.» Η Ελ απόθεσε την τσάντα της μακριά από το
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
143
κορμί της, κι αυτό απλά μεγάλωσε την περιέργειά του. «Ένα βιβλίο.» «Ωραία.» Ο Γκέιμπ περίμενε μέχρι που εκείνη χαλάρωσε πάλι, πιστεύοντας πως είχε χάσει το ενδιαφέρον του, κι έπειτα έγειρε πίσω από την πλάτη της και άρπαξε την τσάντα της. Η Ελ έβγαλε μια μικρή κραυγή και βούτηξε για να την πιάσει, αλλά εκείνος την κράτησε εύκολα μακριά της. Και, διάολε, ήταν διατεθειμένος να παίξει ασταμάτητα το παιχνίδι αυτό, εάν με αυτό τον τρόπο θα την ανάγκαζε να ανέβει πάνω του. Σήκωσε την τσάντα πάνω από το κεφάλι του, εκείνη βούτηξε ξανά, και τα στήθη της τον χτύπησαν στο πρόσωπο. Ναι, δεν είχε κανένα πρόβλημα μ’ αυτό. Γαργάλησε το πλευρό της Ελ με το ελεύθερο χέρι του, και εκείνη τον χαστούκισε στην προσπάθειά της να αρπάξει την τσάντα. «Δώσ’ την πίσω!» «Για τι μιλάει αυτό το βιβλίο, τέλος πάντων;» Έριξε την τσάντα πίσω από την πλάτη του. Εκείνη πήγε να την πιάσει, και τότε η Ελ πάγωσε. Μάλλον συνειδητοποίησε επιτέλους με ποιον τρόπο τον επηρέαζε η πάλη τους και, μιας και καθόταν πλέον πάνω του, εκείνος στοιχημάτιζε ότι ούτε εκείνη έμενε τελείως ανεπηρέαστη. «Εμ…» Η Ελ προσπάθησε να ξεγλιστρήσει από την αγκαλιά του, αλλά ο Γκέιμπ την έπιασε από τη μέση και την κράτησε στην ίδια θέση. «Μου αρέσει έτσι όπως κάθεσαι.» «Μας βλέπουν.» Κατέβασε περισσότερο το καπέλο στο κεφάλι της, σαν να πίστευε πως έτσι θα άλλαζε κάτι. Ο Γκέιμπ πλησίασε κάτω από το γείσο της, μέχρι που το μάγουλό του άγγιξε το δικό της, και χαμήλωσε τη φωνή του. «Δεν θα κάνουμε σεξ, μωρό μου.» Βέβαια, εάν έβγαζαν τα μαγιό τους, αυτό θα άλλαζε αμέσως. Όχι πως θα έκανε κάτι τέτοιο – όχι μέρα μεσημέρι και ενώ τριγύρω τους έπαιζαν παιδιά. Ωστόσο, κάποια νύχτα θα την πήγαινε στη λίμνη Κουρ Ντ’ Αλέν, και τότε θα διαπίστωναν εάν οι επιφυλάξεις της θα υπερίσχυαν του πόθου.
144
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Γκέιμπ.» Την άφησε, και μόνον όταν εκείνη βρέθηκε ξανά ασφαλής στην πετσέτα της έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Το βιβλίο μου.» «Όποιος το βρει, δικό του.» Ο Γκέιμπ το άνοιξε σε μια τυχαία σελίδα και τη διάβασε στα πεταχτά. «Διάολε.» «Δώσ’ το πίσω!» Πήγε να το αρπάξει, αλλά εκείνος σήκωσε το χέρι του και τη σταμάτησε, συνεχίζοντας να διαβάζει. «Αυτό είναι πολύ ερεθιστικό.» «Εγώ – τι;» «Θέλω να πω ότι συνήθως δεν μ’ ενδιαφέρουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά… διάολε, μωρό μου!» Ήταν φανερό πως εκείνη δεν είχε γούστο μόνο στα τατουάζ. Όταν ο Γκέιμπ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ανεβοκατέβασε παιχνιδιάρικα τα φρύδια του πάνω από τα γυαλιά ηλίου του. «Θέλεις να το διαβάσουμε δυνατά, κι έπειτα να δοκιμάσουμε αυτή τη στάση;» Παρά το λαμπρό ήλιο, ήταν σχεδόν βέβαιος πως εκείνη κοκκίνισε. «Δεν πιστεύω ότι μόλις είπες κάτι τέτοιο.» Η ντροπαλότητά της τον εντυπωσίασε, ειδικά από τη στιγμή που ήξερε πού ακριβώς είχε βάλει το στόμα της πριν από σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο. Από την άλλη, όμως, έτσι ήταν η Ελ – το πιθανότερο ήταν πως δεν είχε κάνει ποτέ άσεμνη συζήτηση στη ζωή της. Ο Γκέιμπ αναρωτήθηκε εάν είχε παρακολουθήσει ποτέ ταινία πορνό, αλλά απέρριψε τη σκέψη. Ήταν αμφίβολο – πολύ αμφίβολο. Όμως, Χριστέ μου, στο κρεβάτι δεν ήταν ντροπαλή. Όχι βέβαια ότι ήταν ιδιαίτερα τολμηρή, αλλά η Ελ είχε τον τρόπο της· τον έκανε να θέλει να την κάνει δική του ξανά και ξανά, μέχρι τελικής πτώσεως. Συμπερασματικά, λοιπόν, εκείνο το βράδυ ήταν ένα από τα καλύτερα που μπορούσε να θυμηθεί στη ζωή του. Ο Γκέιμπ τής έδωσε πίσω το βιβλίο. «Μου αρέσει το στυλ σου.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
145
«Είσαι αδιόρθωτος.» «Μόνο τις καθημερινές.» Τεντώθηκε, απολαμβάνοντας την αίσθηση του ήλιου στο δέρμα του. Κάπου ανάμεσα στα κύματα που σήκωναν τα πλοιάρια στο πέρασμά τους και τα διάσπαρτα γέλια των παιδιών στη διπλανή παραλία, ο Γκέιμπ άρχισε να χαλαρώνει. Είχε να χαλαρώσει εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή, ποτέ. Ωστόσο, η γυναίκα αυτή είχε τον τρόπο για να καθιστά κάτι τέτοιο εφικτό. Πλησίασε κοντά της και έπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά της. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες.» «Σ’ ευχαριστώ που προσκάλεσες τον εαυτό σου.» Γέλασε. «Αλλά χαίρομαι που ήρθαμε.» Και ο Γκέιμπ επίσης. «Θέλεις μια μπίρα;» «Βεβαίως.» Η Ελ πήρε το μπουκάλι που της προσέφερε και ήπιε μια διστακτική γουλιά. «Συνήθως, δεν πίνω μπίρα, αλλά αυτή η μάρκα μού αρέσει.» «Δεν έχεις πάει ποτέ σε μπιραρία, σωστά;» Όταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, εκείνος αναστέναξε. «Είναι τελείως διαφορετική εμπειρία. Πρέπει να πάμε κάποια στιγμή. Υπάρχει μια καινούργια, που άνοιξε στην κοιλάδα – έχει καταπληκτικές μπίρες. Νομίζω πως θα βρούμε κάποια γεύση που θα σου αρέσει.» Εκείνη άρχισε να ζωγραφίζει στην άμμο με το δάχτυλό της, χωρίς να τον κοιτάζει. «Φαίνεται πως κάνεις πολλά τέτοια σχέδια.» «Τι σχέδια;» «Ξέρεις… σχέδια για το μέλλον.» Ο Γκέιμπ τραβήχτηκε λίγο και παρατήρησε τη νευρικότητά της. Πότε ακριβώς έπρεπε να της πει ότι δεν σκόπευε να φύγει από κοντά της; Ότι ήθελε να διαπιστώσει εάν μπορούσαν να μοιραστούν μαζί το μέλλον τους; Ήπιε την μπίρα του. «Μωρό μου, πάλι σκέφτεσαι πολύ. Περνάς καλά αυτή τη στιγμή;» «Ναι.» Η φωνή της βγήκε χαμηλή, σαν να παραδεχόταν κάποια αδυναμία της.
146
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Και πιστεύεις πως μπορεί να περάσεις καλά, εάν πας σε μια μπιραρία;» Όταν η Ελ ανασήκωσε τους ώμους της, εκείνος γέλασε. «Δεν μοιάζει καθόλου με το μαγαζί του Λου – είναι πολύ καθαρό και αξιοπρεπές. Σου υπόσχομαι πως θα το εγκρίνεις.» Τελικά, ένα χαμόγελο ζωγράφισε τις γωνίες του στόματός της. «Είμαι αρκετά προβλέψιμη, έτσι;» Όχι, αλλά όλα έδειχναν ότι τα περισσότερα πράγματα που άρεσαν στον ίδιο θα προκαλούσαν φρίκη σ’ εκείνη. Ωστόσο, μοιράζονταν την αγάπη τους για την τέχνη και για τις ταινίες δράσης της δεκαετίας του ογδόντα – και φυσικά για τα τατουάζ, κάτι που ήταν πιο σημαντικό από τα προηγούμενα. Άλλες σχέσεις είχαν πετύχει με λιγότερα. Και ο Γκέιμπ δεν ξεχνούσε πως το μέλλον που εκείνη φανταζόταν ήταν αυτό που ήθελε και ο ίδιος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Και τι έγινε που ήταν απόλυτα αντίθετοι σε ορισμένα πράγματα; Η ζωή αποκτούσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον έτσι. Ο Γκέιμπ σημείωσε στο μυαλό του να μην την ξαναπάει σε κάποιο από τα καταγώγια όπου σύχναζε, τουλάχιστον προς το παρόν. Ίσως αργότερα... ίσως και όχι. Θα αποφάσιζε ανάλογα με τη στιγμή. Θυμήθηκε ξανά το ρομαντικό μυθιστόρημα και χαμογέλασε. «Τρέφεις, λοιπόν, μια προτίμηση στους ορεσίβιους Σκοτσέζους;» «Δεν υπάρχει περίπτωση να μιλήσουμε γι’ αυτό.» Εκείνος πλησίασε πιο κοντά της και ανέβασε το χέρι του στο πόδι της. «Είσαι σίγουρη; Διότι ευχαρίστως θα σε απήγαγα και θα σε ανάγκαζα να γίνεις η κρυφή μου σκλάβα του σεξ.» «Το βιβλίο δεν μιλάει για κάτι τέτοιο.» Η Ελ κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της και γέλασε. «Είσαι εξωφρενικός.» «Σου αρέσει αυτό.» Την έπιασε στο κάτω μέρος του μπικίνι της και εισέπραξε την κοφτή ανάσα της.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
147
«Θα μας δουν.» Παρά τα λόγια της, πίεσε το κορμί της πιο δυνατά πάνω στο δικό του. Ποτέ άλλοτε το καλοκαιρινό άρωμα του αντηλιακού δεν μύριζε τόσο όμορφα όσο πάνω στο δέρμα της. Ο Γκέιμπ χαμογέλασε και δάγκωσε το λοβό του αυτιού της. «Κανείς δεν μπορεί να δει τι σου κάνω, μωρό μου. Κι αυτό σημαίνει πως μπορώ να κάνω ό,τι θέλω.» Με μια γοργή κίνηση, έβαλε το χέρι του μέσα από το μαγιό της και ανακάλυψε πως ήταν υγρή και έτοιμη. «Νομίζω ότι το μυθιστόρημα σε διέγειρε για τα καλά.» Αυτή τη φορά, το γέλιο της είχε μια χροιά απελπισίας. «Γκέιμπ.» «Μου αρέσει πολύ όταν λες το όνομά μου.» Έβαλε δύο δάχτυλα μέσα της, και η ανάσα της Ελ κόπηκε. «Καλύτερα να μη βογκήξεις. Μπορεί κάποιος να σ’ ακούσει.» «Ω, Θεέ μου!» Αναζητώντας μια καλύτερη γωνία, ο Γκέιμπ πίεσε την παλάμη του στην κλειτορίδα της, καθώς της έκανε έρωτα με τα δάχτυλά του. «Δεν θα καταλάβουν τίποτα, εφόσον κραυγάσεις μέσα στο στόμα μου καθώς θα τελειώνεις.» Εκείνη έγειρε πιο βαριά πάνω του, ενώ τα χέρια της έσκαβαν την άμμο. Από τα χείλη της ξέφευγαν μικρές κραυγές, παρά τις προσπάθειές της να μείνει σιωπηλή. Διάολε, ο Γκέιμπ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε κάτι πιο σέξι από την Ελ τη στιγμή που έφτανε στην κορύφωση. Καθώς το σώμα της συσπάστηκε από τα αρχικά κύματα ενός εκρηκτικού οργασμού, ακούστηκε το μουγκρητό μιας μηχανής. Φυσικά, θα μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε, όμως ο Γκέιμπ ποτέ δεν είχε την τύχη με το μέρος του. Έτσι, αυτό σήμαινε πως είχε έρθει ο Νέιθαν. Έριξε μια ματιά και είδε το μεγάλο μαύρο φορτηγάκι που πάρκαρε κοντά στην ξύλινη σκάλα. Τους απέμεναν το πολύ δύο λεπτά προτού εμφανιστεί. Διάολε, θα έκανε αυτή τη γυναίκα να τελειώσει, ασχέτως τού αν τους πλησίαζε ο αναθεματισμένος αδελφός του!
148
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Όμως, η Ελ έσπρωξε το χέρι του. «Ήρθε ο Νέιθαν.» Δίχως να πει άλλη λέξη, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το νερό της λίμνης. Μόλις αντίκρισε το μικροσκοπικό μπικίνι με τα κορδονάκια που ίσα ίσα κάλυπτε τα οπίσθιά της, ο Γκέιμπ ξέχασε τι σκεφτόταν. Αν και συντηρητική, ήξερε να φοράει ρούχα που ξετρέλαιναν τους άντρες. Από την άλλη, ωστόσο, ήταν πολύ πιθανό η Ελ να μην είχε ιδέα τι του προκαλούσε. Σηκώθηκε μ’ ένα βογκητό και την ακολούθησε. Ίσως το κρύο νερό της λίμνης να κατάφερνε να καταλαγιάσει τον πόθο του. Πάντως, για κάποιο λόγο, αμφέβαλλε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο… *** Η Ελ δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Εντάξει, αυτό δεν ήταν αλήθεια – ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να σκεφτεί. Όμως, ένα κομμάτι της επαναστατούσε ενάντια στην απόλυτη αίσθηση του σωστού που βίωνε όποτε ήταν μαζί με τον Γκέιμπ. Ακόμα και τώρα, παρόλο που είχε φτάσει ως τα γόνατα στο κρύο νερό, έμπαινε στον πειρασμό να αψηφήσει τον κίνδυνο και να πέσει στην αγκαλιά του. Εκείνος θα την έπιανε – δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για αυτό. Έπρεπε να έχει αμφιβολίες. Τον γνώριζε μόνο μία εβδομάδα. Σίγουρα, ήταν μια πραγματικά έντονη εβδομάδα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ήταν μόνο μία εβδομάδα. Δεν είχε σημασία που εκείνος έκανε το κορμί της να σπαρταρά – όχι, από τη στιγμή που είχε αποδειχτεί πως το κορμί της ήταν πολύ κακός σύμβουλος. Κοίτα τι έκανε μόλις τώρα – έπαιζε ερωτικά παιχνίδια σε μια αναθεματισμένη δημόσια παραλία. Ωστόσο… η Ελ δεν είχε νιώσει τόσο ζωντανή ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Θα μπορούσε να πει πως έφταιγε το σεξ για το θολωμένο μυαλό της, αλλά δεν το πίστευε. Στο κάτω κάτω, δεν είχαν
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
149
κάνει σεξ από χθες. Ίσως απλά δεν την ένοιαζε. Ο Γκέιμπ την κρατούσε, την άγγιζε, τη φιλούσε σαν να νοιαζόταν για εκείνη. Σαν να νοιαζόταν αληθινά. Κανείς δεν μπορούσε να υποκριθεί μέχρις αυτού του σημείου. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Τι συμβαίνει μέσα στο όμορφο κεφαλάκι σου;» Η Ελ κράτησε το καπέλο της για να μην το πάρει το ξαφνικό αεράκι που ταρακούνησε το νερό. «Απλά σκεφτόμουν.» Προτού εκείνος προλάβει να τη ρωτήσει τι σκεφτόταν, τράβηξε τη ματιά της και είπε: «Ήρθε ο Νέιθαν.» Η ανακούφιση που της προκάλεσε το τέλος της συζήτησής τους αντικαταστάθηκε από την ξαφνική συνειδητοποίηση του ότι έπρεπε να κάνει παρέα ταυτόχρονα και με τον Γκέιμπ και με τον Νέιθαν. Δεν ήταν πολύ αργά. Μπορούσε να υποκριθεί πως ήταν άρρωστη και να το βάλει στα πόδια. Η Ελ έριξε μια λοξή ματιά στον Γκέιμπ και αναστέναξε. Εάν εκείνος πίστευε πως ήταν άρρωστη, θα ήθελε να φύγει μαζί της έτσι ώστε να βεβαιωθεί πως είναι καλά ή, ακόμα χειρότερα, μπορεί να απειλούσε πως θα την κουβαλούσε στο νοσοκομείο. Ξανά. Όχι, έπρεπε να ορθώσει το ανάστημά της και να αντέξει. Πόσο χάλια μπορούσε να πάει όλο αυτό; Ο Νέιθαν κοντοστάθηκε στις πετσέτες τους και έβγαλε την μπλούζα του. Η Ελ προσπάθησε να κρατήσει το σαγόνι της στη θέση του. «Προσπάθησε να μη σου τρέξουν τα σάλια, μωρό μου.» Παρόλο που η φωνή του Γκέιμπ ήταν ανάλαφρη, το στόμα του σφίχτηκε. Θεέ μου, πίστευε πως καλοκοίταζε τον αδελφό του; Εντάξει, ο Νέιθαν ήταν όσο κούκλος είχε φανταστεί η Ελ πως θα ήταν, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Είχε τατουάζ! Όχι τόσα όσα ο Γκέιμπ, αλλά αρκετά για να την κάνουν να κοιτάξει παρατεταμένα. «Ο Νέιθαν έχει τατουάζ.» «Α, ναι. Τι περίμενες;» Δεν πρόλαβε να απαντήσει, επειδή ο Νέιθαν είχε ήδη
150
ΚΑΤΕΕ ROBERT
μπει στο νερό. Όταν είδε τον έναν άντρα δίπλα στον άλλον χωρίς το θυμό που την τύφλωνε, η Ελ ήταν σίγουρη πως θα λιποθυμούσε. Έμοιαζαν πραγματικά, πολύ περισσότερο απ’ όσο νόμιζε στην αρχή – και… τα τατουάζ. Είχε προσπαθήσει πολύ σκληρά να διαλέξει έναν αξιοπρεπή άντρα, τον οποίο θα ενέκρινε η μητέρα της, και είχε αποτύχει οικτρά. Το… ραντάρ που διέθετε για τον εντοπισμό του Κυρίου Τέλειου είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. «Έι, Ελ. Γκέιμπ.» Μάλιστα. Καθόλου αμήχανη κατάσταση, λοιπόν. «Έι! Τι κάνεις;» Τι ερώτηση! Είχαν μιλήσει μόλις πριν από δύο μέρες. Όμως, όλα φαίνονταν διαφορετικά πλέον, ειδικά έπειτα απ’ όσα είχαν διαδραματιστεί ανάμεσα στην ίδια και τον Γκέιμπ – και ύστερα από όλα όσα της είχε πει για την οικογένειά τους. Η Ελ ήθελε απλά να αγκαλιάσει και τους δύο, αλλά αυτή ήταν φρικτή ιδέα. Χριστέ μου, χρειαζόταν κι άλλη μπίρα… Ο Νέιθαν κοίταξε εκείνη και τον Γκέιμπ, και το χαμόγελό του έγινε πλατύ. «Είναι φανερό πως δεν είμαι τόσο καλά όσο εσείς οι δύο.» Ω, Θεέ μου. Ο Νέιθαν ήξερε! Κι αυτό σήμαινε πως γνώριζε ότι η Ελ είχε μπει κρυφά στο διαμέρισμα του Νέιθαν, με την πρόθεση να αποπλανήσει εκείνον. Η Ελ δεν μπορούσε να αναπνεύσει, παρόλο που τα πνευμόνια της ζητούσαν επιτακτικά αέρα. Ο Γκέιμπ μάλλον κατάλαβε τη δυσκολία της, γιατί χτύπησε τον ώμο του Νέιθαν λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι άρμοζε σε ένα απλά παιχνιδιάρικο χτύπημα – ή, ίσως, το φαντάστηκε. «Ναι, πάντα κάτι κερδίζουμε και κάτι χάνουμε. Αυτή τη φορά, κέρδισα εγώ κάτι.» «Βρέθηκες στο σωστό τόπο και χρόνο.» Πώς μπορούσαν να αστειεύονται έτσι, σε τέτοιες στιγμές; Εκείνη ήταν βέβαιη πως ο κόσμος έφτανε στο τέλος του. Και, ναι, θα λιποθυμούσε. Εάν όλα πήγαιναν καλά, τότε θα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
151
πνιγόταν, προτού τη σώσει ο ένας από τους δύο, κι έτσι θα γλίτωνε την ντροπή. «Είσαι καλά;» Ο Γκέιμπ άγγιξε τον ώμο της, καθώς ο κόσμος γύρω της άρχισε να σκοτεινιάζει. «Μωρό μου, ανάπνευσε.» Η Ελ ένιωσε ένα τόσο έντονο ντεζαβού, που σχεδόν κατέρρευσε: της είχε πει τα ίδια αναθεματισμένα λόγια εκείνο το βράδυ που υποτίθεται ότι έκανε σεξ με τον Νέιθαν. Ήταν παράξενο, αλλά δεν φαίνονταν ούτε αυτή τη φορά να έχουν καλύτερο αποτέλεσμα. Ταλαντεύτηκε και σκέφτηκε σοβαρά το ενδεχόμενο να κολυμπήσει ώσπου να μην μπορεί άλλο, κι έπειτα να αφήσει το σκοτεινό νερό να την καταπιεί. Υποτίθεται πως ο θάνατος από πνιγμό ήταν ήσυχος, σωστά; Κάπου το είχε διαβάσει. Ή μήπως αυτό ίσχυε για το θάνατο από το δριμύ ψύχος; Διάολε, κάπου θα έβρισκε μια κατάψυξη για να χωθεί. Οτιδήποτε άλλο ήταν καλύτερο από το να στέκεται εδώ και να κάνει αυτή τη συζήτηση. «Τι της συμβαίνει;» «Δεν ξέρω.» Ο Γκέιμπ την τράνταξε και, διάολε, την ξάφνιασε τόσο, ώστε ανέπνευσε βαθιά. «Ορίστε. Τι συμβαίνει;» «Ο Νέιθαν ξέρει» έκραξε η Ελ. Τα αδέλφια αντήλλαξαν μια ματιά, και ο Νέιθαν γέλασε. «Ελ, τα ξέρω όλα από το ίδιο εκείνο βράδυ. Άφησες το… οτιδήποτε ήταν αυτό στο διαμέρισμά μου.» Και τόσον καιρό κανείς τους δεν είχε πει τίποτα… Ακόμα χειρότερα, ο Γκέιμπ τής είχε πει ψέματα κατάμουτρα. Ελευθερώθηκε απότομα από το κράτημα του Γκέιμπ και τον χαστούκισε. «Τι στην ευχή δεν πάει καλά μ’ εσένα; Γιατί δεν μου το είπες;» «Ίσως επειδή θα αντιδρούσες έτσι.» Ο Νέιθαν ανασήκωσε τους ώμους του και χαμογέλασε. «Σιγά το πράγμα.» Ένιωσε πως το κεφάλι της θα ανατιναζόταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Κοίταξε τον εργοδότη της. «Σιγά το πράγμα;»
152
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Το χαμόγελό του έσβησε. «Δεν είναι “σιγά το πράγμα”; Δεν θα παραιτηθείς, έτσι δεν είναι;» Θεούλη μου, ο ένας αδελφός ήταν χειρότερος από τον άλλον! Η Ελ ήθελε να τους στραγγαλίσει έτσι όπως στέκονταν, με την αμηχανία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Φυσικά και δεν έβλεπαν κάτι το σημαντικό σε όλο αυτό. Τέτοια πράγματα γίνονταν συνέχεια στην πραγματική ζωή. Ναι, σωστά. «Δεν μπορώ να σας πιστέψω εσάς τους δυο!» «Λυπάμαι, μωρό μου.» Ο Γκέιμπ φαινόταν πως πραγματικά το εννοούσε. «Όμως, πώς θα μάθαινα ποια είσαι, εάν δεν μιλούσα στον Νέιθαν για αυτό;» «Όμως… ξέρει.» Το μυαλό της αρνούνταν να πάει παρακάτω. Ο Νέιθαν ήξερε πως είχε γδυθεί και είχε ερωτική επαφή με τον αδελφό του – τον αναθεματισμένο αδελφό του! Ούτε λόγος, φυσικά, για το ότι θα εξακολουθούσε να τον θέλει έπειτα απ’ όλα αυτά, ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν μείωνε στο ελάχιστο την ντροπή που ένιωθε. «Πραγματικά, δεν τρέχει τίποτα.» Δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν ο Νέιθαν να ακούγεται τόσο ήρεμος και λογικός αυτή τη στιγμή. Η ίδια ήθελε απλά να χωθεί κάπου και να πεθάνει. Κι εκείνος συνέχιζε να μιλάει. «Νομίζω πως αυτό που συνέβη είναι υπέροχο. Ταιριάζετε πολύ μαζί.» Η Ελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Τι;» «Σοβαρολογώ.» Ο Νέιθαν έδωσε μια αγκωνιά στον αδελφό του. «Είχα χρόνια να δω τον Γκέιμπ τόσο χαρούμενο.» «Είμαι ακριβώς δίπλα σου – και δεν βοηθάς.» Πήρε το μπράτσο της και την τράβηξε έξω από το νερό, στην παραλία. «Μωρό μου, είσαι καλά; Θέλεις να φύγουμε;» Όταν εκείνη κοίταξε το ανήσυχο πρόσωπό του, ένα μέρος του άγχους της εξαφανίστηκε. «Πραγματικά, τα ήξερε όλα, όλο αυτό το διάστημα;» «Ναι. Όπως είπα και πριν, λυπάμαι.» Ο Νέιθαν γνώριζε πως η Ελ είχε σχεδόν κοιμηθεί με τον αδελφό του και δεν τον ένοιαζε. Διάολε, αφού δεν είχε πρό-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
153
βλημα, θα ήταν ανακουφισμένος που εκείνη δεν είχε καταλήξει στο σωστό κρεβάτι. Ίσως έπρεπε να νιώσει πληγωμένη με αυτό, αλλά τώρα, που ο πανικός καταλάγιαζε, ένιωσε απλά μια περίεργη ανακούφιση. Μάλλον είχε επικεντρωθεί τόσο πολύ στην προσπάθειά της να ανακαλύψει έναν άντρα τον οποίο θα ενέκρινε η μητέρα της, ώστε είχε προσπαθήσει να πιέσει καταστάσεις που δεν έπρεπε. Η κρίση πανικού εξανεμίστηκε και τα πνευμόνια της γέμισαν αέρα. Στα χείλη της Ελ ζωγραφίστηκε ένα τρεμάμενο χαμόγελο. «Δεν… πειράζει.» «Είσαι σίγουρη;» «Ναι.» Και, παραδόξως, ήταν.
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Το τελευταίο πράγμα με το οποίο ο Γκέιμπ ήθελε να ασχοληθεί ήταν το τηλέφωνό του, που χτυπούσε. Ξανά. Είχε κάνει μια στάση στο γραφείο του για να στείλει κάποια φαξ στο Πόρτλαντ, και ήταν σαν να είχε συνωμοτήσει εναντίον του το σύμπαν. Είχαν ήδη περάσει δύο ώρες, και θα καθυστερούσε κι άλλο. Αναστενάζοντας, σήκωσε το τηλέφωνο. «Σουλτς εδώ.» «Αποφεύγεις τις κλήσεις μου.» Το σύμπαν πραγματικά τον μισούσε. «Λιν.» «Κοίτα, το καταλαβαίνω: δεν θέλεις να ασχοληθείς μ’ αυτόν τον βλάκα. Όμως, για μάντεψε: ούτε εγώ θέλω να ασχοληθώ μαζί του.» Ο προηγούμενος γενικός διευθυντής δεν του είχε τηλεφωνήσει, αλλά δεν είχε σταματήσει να ενοχλεί τη Λιν. Η αλήθεια ήταν πως ο Γκέιμπ έπρεπε να πάει εκεί και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ωστόσο δεν μπορούσε να φύγει ακόμα. Όχι, από τη στιγμή που εκκρεμούσε το ραντεβού του με την Ελ. Πάρα πολλά εξαρτιόνταν απ’ αυτό. Έπρεπε να είναι άψογος, και άρα δεν γινόταν να την παρατήσει για να ασχοληθεί με τη δουλειά. «Θα έρθω κάτω όσο το δυνατόν πιο σύντομα.» «Δηλαδή, πότε ακριβώς; Σήμερα; Αύριο;» «Σου είπα, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, και αυτό εννοώ. Δώσε μου λίγες μέρες για να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες εδώ και θα σε ενημερώσω.» Μόλις θα αποφάσιζε τον
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
155
τρόπο με τον οποίο θα το έλεγε στην Ελ, έπρεπε να φύγει από την πόλη. Όσο κι αν ήθελε να μείνει, έπρεπε να διευθετήσει αυτή την κατάσταση. Έπειτα από το ραντεβού τους. «Εντάξει, Σουλτς. Θα προσπαθήσω να τον καθυστερήσω κι άλλο.» «Το εκτιμώ αυτό.» «Ναι, ναι, ναι. Τα λέμε σύντομα.» Κι έκλεισε τη γραμμή. Ο Γκέιμπ έκλεισε το τηλέφωνο και τεντώθηκε, μέχρι που τα κόκαλα στη σπονδυλική στήλη του έτριξαν. Η Λιν θα διαχειριζόταν το θέμα, μέχρι εκείνος να έβρισκε χρόνο για να κατέβει. Κανονικά, όλο αυτό δεν θα αποτελούσε τόσο μεγάλο πρόβλημα, ούτε θα είχε εξαρχής τραβήξει τόσο σε μάκρος, εάν είχε παραμείνει στο Λ.Α. μέχρι τα πράγματα να δούλευαν πάλι «ρολόι». Ήταν ευθύνη του να τα διορθώσει, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Δυστυχώς, ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να κάνει αυτή τη στιγμή. *** «Δουλεύεις μέχρι αργά;» Η Ελ σήκωσε το βλέμμα από το γραφείο της και χαμογέλασε στον Νέιθαν. «Πρέπει να τελειώσω κάποιες δουλειές, κι έπειτα θα πάω σπίτι.» «Ωραία.» Κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Παρεμπιπτόντως, χαίρομαι που δεν παραιτήθηκες.» «Ποτέ δεν σκόπευα να παραιτηθώ.» Πήγε να πιάσει ένα κομμάτι χαρτί για να το σκίσει, αλλά ακινητοποίησε τα χέρια της. Το γεγονός πως εκείνος την ήθελε εκεί, παρόλο που γνώριζε την αλήθεια, την καθησύχαζε βαθιά. «Αγαπώ την γκαλερί.» «Το ξέρω.» Χτύπησε την πόρτα. «Θα σε δω αύριο.» Κι έπειτα έφυγε, ενώ εκείνη απέμεινε να τον κοιτάζει. Η Ελ περίμενε μέχρι που άκουσε την πόρτα της εισόδου
156
ΚΑΤΕΕ ROBERT
να κλείνει και να κλειδώνει, κι έπειτα σηκώθηκε. Δεν υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την επομένη, αλλά χρειαζόταν λίγο χρόνο μόνη της, προτού πάει στο σπίτι. Ήταν χαζό, αλλά αυτό το μέρος ήταν ένα από τα ελάχιστα που τη βοηθούσαν να συγκεντρωθεί, όταν ένιωθε να βρίσκεται εκτός ελέγχου. Και ένιωθε να είναι υπερβολικά εκτός ελέγχου... Περπάτησε κυκλικά γύρω από την γκαλερί, και τελικά σταμάτησε μπροστά στον αγαπημένο της πίνακα. Ακόμη και τώρα, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς τη μαγνήτιζε τόσο πολύ σε αυτόν, όμως, την πρώτη φορά που τον είχε αντικρίσει, είχε νιώσει σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στομάχι. Ήθελε αυτό τον πίνακα με τέτοια λαχτάρα που δεν είχε προηγούμενο… μέχρι τώρα. Δεν ήξερε τι να κάνει με τον Γκέιμπ – ή εάν έπρεπε να κάνει κάτι. Εκείνος, με κάποιον τρόπο, είχε καταφέρει να εισβάλει στη ζωή της σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, και όποτε το σκεφτόταν την έπιανε πανικός – διότι και ο Τζέισον είχε κάνει το ίδιο καταραμένο πράγμα: την είδε, την ήθελε, και, για τους δικούς του λόγους, τη γοήτευσε απόλυτα. Ακόμα θυμόταν τη μοχθηρή λάμψη στα μάτια του, καθώς εκείνος γελούσε με την ερωτική εξομολόγηση που του είχε κάνει· ακόμα ένιωθε τον τρόπο με τον οποίο είχε ραγίσει η καρδιά της, όταν εκείνος της ανέφερε όλες τις άλλες γυναίκες με τις οποίες είχε κοιμηθεί ενώ έβγαινε μαζί της· ακόμα πονούσε από την απελπισία που την είχε κυριεύσει όταν εκείνος έφυγε. Ήταν η ζωντανή απόδειξη του ότι τα κακά παιδιά προμήνυαν κακά μαντάτα… Ο Γκέιμπ έμοιαζε απόλυτα με τον τέως φίλο της, τουλάχιστον εξωτερικά, με τα τατουάζ, το τραχύ στυλ και τη «μην τολμήσετε να τα βάλετε μαζί μου» συμπεριφορά. Όμως, κάθε φορά που ο φόβος προσπαθούσε να την πείσει να ακυρώσει το ραντεβού μαζί του, θυμόταν τον τρόπο με τον οποίο την είχε φροντίσει στην αλλεργική αντίδρασή της, καθώς και
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
157
το επόμενο πρωινό, όταν την είχε «απογειώσει» χωρίς να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα· του το είχε δώσει ούτως ή άλλως, αλλά γνώριζε ως τα βάθη της ψυχής της πως εκείνος δεν θα την πίεζε για περισσότερα, εάν δεν το ήθελε η ίδια. Όχι. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσε με τον Γκέιμπ, τόσο συνειδητοποιούσε πόσο πολύ τον είχε παρεξηγήσει. Ειδικά ο χρόνος που είχαν περάσει μαζί έπειτα από το φιάσκο της φασκομηλιάς το αποδείκνυε αυτό περίτρανα. Και, Θεέ μου, το σεξ μαζί του ήταν πέρα από οτιδήποτε είχε ποτέ της φανταστεί! Η Ελ δάγκωσε τα χείλη της και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στα ροζ και χρυσά λουλούδια που ξεπρόβαλλαν θριαμβευτικά μέσα από τις κηλίδες του μελανιού. Ήταν πανέμορφα και εύθραυστα, αλλά το μαύρο μελάνι ανάμεσά τους κυριαρχούσε. Η προσήλωση και μόνο στον πίνακα την έκανε να ισιώσει την πλάτη της και να καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα: ήθελε αυτό το ραντεβού –ένα αληθινό ραντεβού– με τον Γκέιμπ, το ήθελε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο είχε θελήσει ποτέ της, εκτός απ’ αυτό τον πίνακα. Δεν είχε σημασία ότι ο αδελφός της ποτέ δεν θα το ενέκρινε και η μητέρα της θα πάθαινε υστερία εάν το μάθαινε. Η Ελ χρωστούσε στον εαυτό της να κάνει την υπέρβαση και να διαπιστώσει εάν όλα αυτά που ένιωθε για εκείνον άξιζαν την προσπάθεια. *** Το βράδυ της Παρασκευής ήρθε υπερβολικά γρήγορα – και, ταυτόχρονα, υπερβολικά αργά. Οι μέρες που διαδέχτηκαν εκείνη τη μέρα στη λίμνη κύλησαν βασανιστικά, μέχρι που η Ελ ένιωθε σαν να είχαν περάσει μήνες από τότε. Ήταν έτοιμη περίπου μία ώρα πριν από την προκαθορισμένη άφιξη του Γκέιμπ. Έκανε βόλτες μέσα στο σπίτι, διόρθωνε κάδρα που δεν χρειάζονταν διόρθωση, σκούπιζε πάγκους που δεν
158
ΚΑΤΕΕ ROBERT
χρειάζονταν σκούπισμα, και γενικά αποτρέλανε τον εαυτό της. Όταν τα φώτα από τους προβολείς του αυτοκινήτου του φώτισαν τελικά τα παράθυρα της κουζίνας, η Ελ ήταν πλέον ένα κουβάρι από νεύρα. Ανήμπορη να προσποιηθεί πως δεν καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, άνοιξε την πόρτα καθώς εκείνος ανέβαινε τα σκαλιά. «Έι.» Χριστέ μου, έδειχνε φανταστικός. Το τζιν παντελόνι του είχε ίσια γραμμή και ήταν σίγουρα ακριβό, και βλέποντάς το σε συνδυασμό με το γκρίζο πουκάμισο ένιωσε να χάνει τη μιλιά της. Η Ελ προσπάθησε να κλείσει το στόμα της και να του χαμογελάσει, καθώς πάλευε για να μην τσιμπήσει τον εαυτό της. Από την πλευρά του, και ο Γκέιμπ έμοιαζε επίσης σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Το στόμα του άνοιξε και έκλεισε, και ξεροκατάπιε φανερά. «Είσαι υπέροχη.» Εκείνη ίσιωσε το φόρεμά της και ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρη. «Σ’ ευχαριστώ. Έχω ντυθεί υπερβολικά.» «Μη διανοηθείς καν να αλλάξεις.» Της προσέφερε το χέρι του. «Πάμε;» Ήταν μια παράξενα «επίσημη» κίνηση, όμως καταλάγιασε λίγο το άγχος της. Επρόκειτο απλά για ένα ραντεβού. Εντάξει, ήταν ραντεβού μ’ έναν άντρα που την ξετρέλαινε, αλλά μπορούσε να τα βγάλει πέρα. «Ναι.» Η Ελ στάθηκε και κλείδωσε την πόρτα, κι έπειτα περπάτησαν ως το αυτοκίνητο. «Τι έχει το πρόγραμμα;» Εκείνος χαμογέλασε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Θα δεις.» «Με πειράζεις;» «Ναι.» Ο Γκέιμπ πήγε στην άλλη πλευρά και κάθισε στη θέση του οδηγού. «Αν και πρέπει να σου πω ότι με προκαλείς να το κάνω.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. «Δεν κάνω τίποτα.» «Μωρό μου, έχεις ντυθεί στην τρίχα και χαμογελάς σαν να σου έκανα το καλύτερο δώρο μόνο και μόνο επειδή
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
159
εμφανίστηκα. Εάν δεν είχα σχεδιάσει ένα καταπληκτικό ραντεβού, θα σε έριχνα στον ώμο μου και θα σε πήγαινα κατευθείαν στο κρεβάτι.» «Ω!» Μετακινήθηκε λίγο και προσπάθησε να αντιμετωπίσει το κύμα πόθου που της δημιούργησαν τα λόγια του. Έπρεπε να την είχαν σοκάρει –και όντως το είχαν κάνει–, αλλά το μόνο βέβαιο ήταν πως δεν την είχαν τρομοκρατήσει. «Εμ… σ’ ευχαριστώ.» Ο Γκέιμπ γέλασε δυνατά. «Πάντοτε στη διάθεσή σου. Τώρα, πάμε να φύγουμε, προτού αλλάξω γνώμη.» Οδήγησε μέχρι το κέντρο της πόλης, και η Ελ χαλάρωσε μέσα στην άνετη σιωπή. Υπό άλλες συνθήκες, θα μιλούσε ακατάπαυστα σαν χαζή, αλλά δεν υπήρχε λόγος για να κάνει κάτι τέτοιο με τον Γκέιμπ. Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της και αναρωτήθηκε πότε είχε μεταμορφωθεί από κακοποιό στοιχείο σε έναν τόσο πανέμορφο άντρα που της έκοβε την ανάσα. Όλα αυτά δεν είχαν καμία λογική, αλλά επέλεξε συνειδητά να μην το σκέφτεται άλλο. Της άρεσε το πώς ένιωθε μαζί του, ακόμα και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Ήταν δηλαδή τόσο κακό αυτό, απλά και μόνον επειδή εκείνος δεν ανταποκρινόταν στην εικόνα του φανταστικού αρσενικού που είχε στο μυαλό της; Μόνον ο χρόνος θα το φανέρωνε αυτό. Η Ελ δεν είχε καταλάβει πού πήγαιναν, μέχρι που μπήκαν στο χώρο στάθμευσης. «Στο “Μίλφορντς”;» «Ένα πουλάκι μού είπε πως είναι το αγαπημένο σου.» Ο Νέιθαν. Εκείνος το είχε πει. Δεν ήξερε γιατί ένιωσε τόση έκπληξη, αλλά την κατέκλυσε ένα αίσθημα πληρότητας. Ο Γκέιμπ είχε όντως μελετήσει το ζήτημα. Το «Μίλφορντς» ήταν γνωστό εδώ και χρόνια ως το αναμφίβολα καλύτερο εστιατόριο με θαλασσινά στο Σποκέιν. Η Ελ το προσπερνούσε για χρόνια, προτού την πάει εκεί η Ροξάν για δείπνο. Το μενού άλλαζε καθημερινά, ανάλογα με την ψαριά, και ποτέ δεν είχε φάει κάτι που είχε αποδειχθεί
160
ΚΑΤΕΕ ROBERT
κάτι λιγότερο από εξαιρετικό. Μια φορά, και έπειτα από μισό μπουκάλι κρασί, είχε πει στη Ροξάν πως το φαγητό τους ήταν καλύτερο και από το σεξ. Η Ελ χαμογέλασε στον Γκέιμπ καθώς εκείνος της άνοιξε την πόρτα. Ναι, δεν μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο πλέον –όχι αφότου τον είχε γνωρίσει–, αλλά το μέρος εξακολουθούσε να είναι το αγαπημένο της, παρόλο που δεν είχε την οικονομική άνεση να πηγαίνει συχνά. «Σ’ ευχαριστώ.» «Συνέχισε να μου χαμογελάς έτσι και θα κάνω σχεδόν τα πάντα για σένα.» Πήρε το χέρι της και έπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά της. «Σ’ ευχαριστώ που βγήκες ξανά μαζί μου. Ξέρω πως το τελευταίο γεύμα που μοιραστήκαμε δεν ήταν και τόσο σπουδαίο.» Η Ελ μετά βίας συγκράτησε το ρίγος που ένιωσε μόλις θυμήθηκε εκείνο το μπαρ. «Εκτιμώ την προσπάθειά σου.» Όποτε έμπαινε στο «Μίλφορντς», αισθανόταν πως εισερχόταν σε διαφορετικό κόσμο. Η διακόσμησή του φανέρωνε κραυγαλέα πολυτέλεια, από τα ξύλινα κουφώματα μέχρι τους διάφορους πίνακες που κοσμούσαν τους τοίχους. Τα πατώματα έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις γυαλιστεί, ενώ ακόμη και ο φωτισμός δημιουργούσε μια αίσθηση αφθονίας. Το τραπέζι τους βρισκόταν σ’ ένα απομονωμένο σεπαρέ, και έμεινε έκπληκτη όταν ο Γκέιμπ κάθισε δίπλα της και όχι στο κάθισμα απέναντί της. Ανασήκωσε τους ώμους του όταν είδε την έκφρασή της. «Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;» Όχι, στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε. Αντίθετα, είχε τη σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία να χωθεί στην αγκαλιά του μέσα στο εστιατόριο. Το πικάντικο άρωμά του την τύλιξε και σχεδόν τη μέθυσε. Η Ελ ξερόβηξε. «Δεν ξέρω εάν θα καταφέρω να συζητήσω μ’ εσένα τόσο κοντά μου.» Η περιπαικτική λάμψη στα μάτια του αντικαταστάθηκε αστραπιαία από σκοτεινό πόθο. Ο Γκέιμπ έπιασε το πρό-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
161
σωπό της και χάιδεψε τα ζυγωματικά της με τους αντίχειρές του. «Χαίρομαι που ασκώ τέτοια επίδραση πάνω σου.» Της κόπηκε η ανάσα και οι αναθεματισμένες θηλές της ανασηκώθηκαν. Αυτό δεν θα ήταν τόσο κακό, εφόσον φορούσε στηθόδεσμο. Δυστυχώς, όμως, το φόρεμά της δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο. Και, φυσικά, ο Γκέιμπ το παρατήρησε. Όταν τελικά το βλέμμα του επέστρεψε στο πρόσωπό της, το χαμόγελό του φανέρωνε απόλυτη ικανοποίηση. Έγειρε και τη φίλησε στα χείλη. Ακόμα κι αυτή η σύντομη επαφή την άφησε τρεμάμενη. Γεμάτη επιθυμία. Διαμαρτυρήθηκε απρόθυμα όταν εκείνος αποτραβήχτηκε. Ο Γκέιμπ κούνησε το κεφάλι του. «Παίζεις με την αυτοκυριαρχία μου, μωρό μου.» Κάθισε απέναντί της στο τραπέζι. Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν βοήθησε, γιατί τώρα μπορούσε να τον δει. Και, από το ύφος του, φαινόταν πως της έκανε πολύ, μα πολύ σέξι πράγματα μέσα στο κεφάλι του. Το βρόμικο μυαλό της φαντάστηκε πρόθυμα κάποια από αυτά. Ανάμεσα σε κοφτές ανάσες, βρέθηκε ξανά στον καναπέ του σπιτιού της, γυμνή από τη μέση και κάτω, με το στόμα του πάνω της. Εάν είχε θεωρήσει πως αυτός ο άντρας είχε πρόστυχο στόμα, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα της έκανε το στόμα αυτό όταν ήταν πάνω της. Εάν δεν είχε χτυπήσει το τηλέφωνό της, θα είχε φτάσει στην κορύφωση τόσο έντονα, που θα είχε δει αστεράκια – όπως ακριβώς της είχε υποσχεθεί. Η Ελ σταύρωσε τα πόδια της, αλλά η κίνηση δεν καταλάγιασε τη φωτιά που έκαιγε στον πυρήνα της. Αντίθετα, η τριβή την επιδείνωσε. Ήπιε γρήγορα μια γουλιά νερό, ενώ δεν ήταν σίγουρη εάν ένιωσε ευγνωμοσύνη ή ενόχληση όταν τους πλησίασε ο σερβιτόρος. Φυσικά, ο Γκέιμπ μεταμορφώθηκε κατευθείαν, χωρίς δυσκολία, από ξελογιαστής σε σοβαρό πελάτη. Παρήγγειλε μια μπίρα, και αμέσως μετά ο ίδιος και ο σερβιτόρος την κοίταξαν επίμονα, με προσμονή. Διάολε. «Κρασί, παρα-
162
ΚΑΤΕΕ ROBERT
καλώ.» Όταν ο σερβιτόρος πήγε να μιλήσει, τον διέκοψε. «Ένα Καμπερνέ θα ήταν ό,τι πρέπει. Οποιοδήποτε προτείνετε.» «Πολύ ωραία.» Ο σερβιτόρος πήρε τον κατάλογο των κρασιών. «Έχετε αποφασίσει ή χρειάζεστε κι άλλο χρόνο;» Το χαμόγελο του Γκέιμπ φανέρωνε υπερβολική ικανοποίηση. «Θα θέλαμε λίγα λεπτά ακόμα.» Η Ελ χρειάστηκε να διαβάσει τον κατάλογο δύο φορές μέχρι να καταλάβει όσα έγραφε. Χριστέ μου, αυτός ο άντρας ήταν η ενσάρκωση του πειρασμού! Στην προσπάθειά της να δημιουργήσει έναν αντιπερισπασμό, διάβασε γρήγορα τις επιλογές που είχε. Αφού αποφάσισε να πάρει σολομό, έβαλε τον κατάλογο στο πλάι. Κατόπιν, δεν μπορούσε να εστιάσει πουθενά αλλού παρά μόνο στον Γκέιμπ, ο οποίος έδειχνε περιχαρής που είχε την αποκλειστική προσοχή της. Η Ελ προσπάθησε να συγκρατήσει ένα ρίγος, χωρίς αποτέλεσμα. «Τι θα πάρεις;» «Εσένα.» Κάτω από τον πόθο που διέκρινε στα σκοτεινά μάτια του, κάθε προσπάθεια σκέψης έσβησε. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν μπορούσε να μιλήσει, σχεδόν δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Η στιγμή παρατάθηκε, και ένιωσε πως η καρδιά της θα πεταγόταν από το στήθος της. Ο Γκέιμπ πήρε το χέρι της, το σήκωσε και χάιδεψε το μάγουλό του με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της. Η τραχύτητα του φρεσκοξυρισμένου δέρματός του της δημιούργησε μια αφόρητη ευαισθησία. Εκείνος φίλησε τα ακροδάχτυλά της και την ελευθέρωσε. «Αλλά όχι ακόμα.»
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Καθώς ο Γκέιμπ έτρωγε, κοίταζε την Ελ. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα ότι την έκανε δική του σ’ αυτό το τραπέζι, στο μέσον του εστιατορίου. Και ήξερε επίσης πώς ακριβώς θα το έκανε – θα την έσπρωχνε πάνω στο τραπέζι, θα ανέβαζε εκείνο το αναθεματισμένο δείγμα από φόρεμα πάνω από τους γοφούς της και θα βυθιζόταν μέσα της, μέχρι που εκείνη θα κραύγαζε το όνομά του. «Τι σκέφτεσαι;» Η λαχανιασμένη ανάσα της φανέρωνε ότι μπορούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν εκείνος, πράγμα που αποτελούσε ταυτόχρονα ευχή και κατάρα, αφού αυτό που χρειαζόταν περισσότερο αυτή τη στιγμή ήταν να επανέλθει. Ωστόσο, εκείνη κοκκίνισε και δάγκωσε τα χείλη της – και, διάολε, ο Γκέιμπ διέκρινε ακόμα και τις θηλές της από το λεπτό ύφασμα του φορέματός της. Ο Γκέιμπ ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα προτού απαντήσει και αναζήτησε έναν τρόπο για να κατασιγάσει την ερωτική ένταση που κυριαρχούσε ανάμεσά τους από τη στιγμή που είχαν βρεθεί μαζί στο κρεβάτι. Στις μέρες που είχαν ακολουθήσει, έπιανε τον εαυτό του να αναπολεί τις στιγμές που ήταν μέσα της, τις στιγμές που έκαναν έρωτα. Επί χρόνια κορόιδευε αυτή την έκφραση. Πώς μπορούσε να γνωρίζει πόσο κατάλληλη –πόσο καταραμένα εθιστική– ήταν; Αλλά δεν είχε την πολυτέλεια να την αφήσει να τον αποπροσανατολίσει. Η αποψινή βραδιά θα ήταν τέλεια, ακόμα κι αν έπρεπε να υπερβεί τον πόθο του.
164
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Απλά σκεφτόμουν ένα τατουάζ που ετοιμάζω για έναν φίλο.» Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της έλαμψαν από ενδιαφέρον. «Τι είναι;» «Αυτό είναι το δύσκολο κομμάτι. Θέλει να βάλει διαφορετικά στοιχεία, και δεν έχω βρει ακόμα έναν τρόπο για να τα συνδυάσω.» Όταν εκείνη έγειρε μπροστά και ακούμπησε το πιγούνι ανάμεσα στα χέρια της, ο Γκέιμπ αποφάσισε να συνεχίσει. Δεν έβρισκε συχνά τόσο πρόθυμο ακροατήριο για να αναπτύξει τις ιδέες του. «Η κατάσταση έχει ως εξής: του αρέσει η νορβηγική μυθολογία και θέλει διάφορες εκδοχές του Οντίν*.» «Γιατί η νορβηγική μυθολογία;» «Ο Πολ διδάσκει μυθολογία και θεολογία σ’ ένα κοινοτικό κολέγιο. Το θέμα της διατριβής του αφορούσε στους μύθους της Νορβηγίας – αλλά μη μου ζητήσεις να σου πω λεπτομέρειες.» «Ένας καθηγητής κολεγίου με προτίμηση στα τατουάζ.» Η Ελ κούνησε το κεφάλι της κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Ο κόσμος γίνεται ολοένα και πιο περίεργος.» «Μάλλον.» Ο Γκέιμπ πήρε μια μπουκιά και τη μάσησε αργά. «Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί έξω που έρχονται για να κάνουν τατουάζ, απλά επειδή μπορούν. Επειδή είναι της μόδας. Έπειτα, όμως, υπάρχουν κι εκείνοι που είναι αληθινοί… ούτε ξέρω ποια λέξη να χρησιμοποιήσω. Για κάποιους ανθρώπους, είναι σχεδόν σαν μυστικιστική εμπειρία. Για άλλους, όπως ο Πολ, είναι η απεικόνιση κάποιου ορόσημου στη ζωή τους. Εκείνος κάνει τατουάζ διότι τα αγαπάει και επειδή το καθένα έχει ιστορία και προϊστορία.» Στην ευχή, δεν είχε σκοπό να της κάνει κήρυγμα! * Οντίν: Νορβηγικός θεός της σοφίας, του πολέμου, της τέχνης και του πολιτισμού, καθώς και του κάτω κόσμου – μια ανώτερη θεότητα και δημιουργός του κόσμου και των ανθρώπων. (Σ.τ.Μ.)
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
165
Ωστόσο, η Ελ δεν έψαχνε τρόπο για να ξεφύγει. Ήταν τελείως απορροφημένη από τα λόγια του και είχε ξεχάσει το γεύμα της. «Η μητέρα μου πιστεύει πως τα τατουάζ είναι φτηνιάρικα. Οι απόψεις μας διαφέρουν φανερά σ’ αυτό το θέμα.» Εκείνος είχε την εντύπωση πως οι απόψεις τους διέφεραν σε πολλά πράγματα. Ευτυχώς. «Τα τατουάζ δεν είναι για όλους. Ούτε, όμως, είναι τόσο ευτελή όσο πιστεύουν πολλοί άνθρωποι.» «Και τα δικά σου; Υπάρχει μια ιστορία για το καθένα;» «Για τα περισσότερα από αυτά.» Ανασήκωσε τους ώμους του όταν εκείνη ύψωσε τα φρύδια της. «Δεν θα προσποιηθώ πως αυτό ήταν αποτέλεσμα σοφής απόφασης.» Ο Γκέιμπ έδειξε τον ώμο του. Η Ελ μισόκλεισε στιγμιαία τα μάτια της. «Η… παράξενη νεκροκεφαλή;» Φυσικά και δεν αναγνώριζε το έμβλημα των Μίσφιτς. Πραγματικά, ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους. «Ναι. Ήταν το πρώτο μου. Ήταν το αγαπημένο μου συγκρότημα τότε.» «Επομένως, εξ ορισμού, δεν έχει κάποια σημασία για σένα;» Είχε δίκιο. «Ναι, αλλά κυριολεκτικά μπήκα σ’ ένα μαγαζί, κάθισα και είπα στον τύπο πως αυτό ήθελα. Δεν το σκέφτηκα και πολύ.» «Και τα υπόλοιπα;» Έδειξε το στήθος και το μπράτσο του. «Το βιομηχανικό;» Ο Γκέιμπ έτριψε τον ώμο του. «Από τότε που έφτιαξα την Καμάρο, γοητεύτηκα από τον τρόπο με τον οποίο συναρμολογούνται τα μηχανήματα. Φτιάχνω διάφορες κατασκευές, καθώς και σχέδια για μια αληθινή μηχανοκίνητη στολή. Είδες το Άβαταρ;» Η Ελ χαμογέλασε. «Μου άρεσε πολύ.» «Κι εμένα. Θυμάσαι τις στολές που φορούσαν οι στρατιώτες οι οποίοι μάχονταν;» Περίμενε, μέχρι που εκείνη έγνε-
166
ΚΑΤΕΕ ROBERT
ψε καταφατικά. «Είναι κάτι τέτοιο. Πρόκειται για ένα χόμπι για σπασίκλες, και συνήθως δεν μιλάω γι’ αυτό στους περισσότερους. Τον τελευταίο καιρό, δεν μου περισσεύει χρόνος για να ασχοληθώ με αυτό.» «Αυτό, λοιπόν, σχετίζεται με το τατουάζ σου…» «Καθώς έκανα έρευνες για αυτά τα μηχανήματα, άρχισα να γοητεύομαι από τον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο σώμα και από το πώς θα έδειχνε εάν αποτελούνταν και από μηχανικά κομμάτια. Κι έτσι, φυσιολογικό ήταν να αποτυπώσω το χόμπι μου σε τατουάζ.» «Είναι υπέροχο.» Έπαιξε λίγο με το ποτήρι του κρασιού της. «Τώρα, θα μου πεις για το μπράτσο σου; Για το αληθινό νόημα που κρύβεται από πίσω του;» Ώστε είχε καταφέρει να κοιτάξει και μέσα από την προστατευτική πανοπλία του, την πρώτη φορά που της είχε μιλήσει για αυτό. Ωραία. Παρ’ όλα αυτά, δεν συνήθιζε να μιλάει για αυτό το συγκεκριμένο τατουάζ. Μόνον ο Νέιθαν και ο δάσκαλός του γνώριζαν όλη την ιστορία. Ωστόσο, η Ελ γνώριζε ήδη για τη μητέρα του. Δεν θα ήταν δα και κανένα τρομερό ολίσθημα εάν της μιλούσε για αυτό, και εκείνη κατάλαβε πως το ήθελε. Ήταν φανερό πως η Ελ αντιλαμβανόταν τη σημασία του και ήθελε να τη μοιραστεί μαζί της. «Οι στίχοι είναι μια συλλογή από τους αγαπημένους της μητέρας μου.» Έδειξε κάθε στίχο, τα λόγια του οποίου είχε μάθει απέξω εδώ και πολύ καιρό, από τη μητέρα του η οποία τους επαναλάμβανε πολύ συχνά. «Ωσηέ 11:9. Τον επαναλάμβανε συχνά για να μας υπενθυμίζει τι έπρεπε να φιλοδοξούμε να γίνουμε. Ο στίχος ήταν κάπως άσχετος, αλλά τη μαμά δεν την ένοιαζε.» «Μιχαήλ 7:7.» Ο Γκέιμπ σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και ξερόβηξε. «Προσευχόταν καθημερινά για να βελτιωθεί η ζωή μας, έμενε γονατισμένη στο πάτωμα για μία ώρα τουλάχιστον, προτού μας σκεπάσει τα βράδια, και ποτέ δεν έχασε την ελπίδα της.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
167
Κοίταξε την Ελ και διαπίστωσε πως τον παρακολουθούσε προσεκτικά. «Ιησούς 1:5. “Ποτέ δεν θα σε αφήσω, ούτε θα σε εγκαταλείψω.” Η μαμά θεωρούσε όλους τους στίχους σημαντικούς, αλλά αυτός ήταν μια υπόσχεση σ’ εμένα και στον Νέιθαν, καθώς και στον εαυτό της. Θα μπορούσε να φύγει, να μας αφήσει με τον μπαμπά μου και να ξεφύγει. Δεν το έκανε.» «Αποκάλυψη 21:4. Αυτό… αυτό είναι εξηγήσιμο από μόνο του.» Ο Γκέιμπ σφίχτηκε, περιμένοντας να εισπράξει τον οίκτο της, αλλά εκείνη απλά χαμογέλασε και άγγιξε την άκρη του τατουάζ με τα ακροδάχτυλά της. «Είναι πανέμορφο.» «Σ’ ευχαριστώ.» Ανακάλυψε πως της χαμογελούσε και ότι ο πόνος, τον οποίο πάντοτε ένιωθε σε σχέση με το παρελθόν του, είχε μαλακώσει λίγο. Η Ελ έγειρε πίσω και ήπιε το κρασί της. «Έχεις μεγάλο πάθος με τα τατουάζ.» «Έχω τρέλα με αυτά. Ο Νέιθαν έχει την τέχνη του και εγώ έχω το στούντιό μου.» Εκείνη έγειρε πίσω και ήπιε κι άλλο κρασί. «Νόμιζα πως είχες τρέλα με τα νυχτερινά κλαμπ. Πόσα έχεις ανοίξει μέχρι τώρα – πέντε;» «Κάποιος έψαξε να μάθει για μένα.» Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ήμουν περίεργη.» «Όχι, δεν έχω τρέλα με αυτά. Απολαμβάνω τη δουλειά μου και την έξαψη που αισθάνομαι όταν ανοίγω ένα καινούργιο κλαμπ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από αυτήν, όμως στο στούντιό μου νιώθω σαν στο σπίτι μου.» Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναπεί επειδή ακουγόταν κοινότυπο, όμως η Ελ δεν γέλασε μαζί του. Αντίθετα, τα μάτια της έλαμψαν από κατανόηση. «Έτσι νιώθει και ο Νέιθαν για την κεντρική γκαλερί του.» «Και οι δύο έχουμε την τρέλα μας.» Δεν ήθελε να μιλήσει για τον Νέιθαν αυτή τη στιγμή. «Κι εσύ; Ποιο είναι το πάθος σου; Το πιο φλογερό όνειρό σου;»
168
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Εκείνη άρχισε να κάνει νευρικές κινήσεις. «Δεν ξέρω.» «Αηδίες! Συγγνώμη για τα “γαλλικά” μου.» Μια γυναίκα τόσο προσγειωμένη όσο η Ελ ήξερε ακριβώς ποιο ήταν το πιο φλογερό όνειρό της, ακόμα κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Η περιέργεια τον τύλιξε. Ποιο ήταν; Μάλλον ήταν κάτι καλό, εφόσον δίσταζε να το πει. «Αυτά δεν ήταν “γαλλικά”.» «Αποφεύγεις την ερώτηση. Πες μου.» Μόλις εκείνη κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, ο Γκέιμπ συνειδητοποίησε ποιο, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν αυτό. «Η ζωγραφική σου.» «Είναι χαζό.» Η Ελ έπαιξε με το ποτήρι της. «Δεν ακούγεται χαζό.» Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. «Κάν’ το πραγματικότητα, λοιπόν.» «Δεν είναι τόσο εύκολο.» «Σου το ξαναλέω: λες αηδίες.» Όταν τον κάρφωσε με μια αυστηρή ματιά, ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν λέω πως θα αποκτήσεις μονομιάς το κύρος του Νέιθαν, αλλά γιατί να μην το επιδιώξεις;» «Ω, δεν ξέρω γιατί. Μήπως επειδή είναι μια ανόητη καριέρα, χωρίς σίγουρο εισόδημα; Ο καλλιτέχνης που πεθαίνει της πείνας είναι μια κατάσταση μάλλον υπερεκτιμημένη.» Το γκρινιάρικο ξέσπασμά της του φάνηκε οικείο, γεγονός που του αποδείκνυε πόσο ξετρελαμένος ήταν μαζί της. «Τώρα, μιλάει η φωνή της μητέρας σου. Εξάλλου, τι σε εμποδίζει να το κάνεις στον ελεύθερο χρόνο σου;» Η Ελ συνοφρυώθηκε. «Τώρα, γίνεσαι εκνευριστικά λογικός.» «Το κάνω αυτό μερικές φορές. Είναι ένα από τα χαρίσματά μου.» Ο Γκέιμπ τελείωσε την μπίρα του. Παρόλο που δεν ήθελε να κάνει πιο συγκεκριμένη τη συζήτηση, έπρεπε. «Το έχεις πει στον Νέιθαν;» «Θεέ μου, όχι.» «Γιατί όχι;»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
169
«Γιατί…» Έκανε κάποια αδιευκρίνιστη κίνηση με το χέρι της, που σήμαινε το απόλυτο τίποτα. «Δεν μπορώ.» «Μάλιστα… Αυτό δεν είναι καν επιχείρημα.» «Δεν καταλαβαίνεις. Στους καλλιτεχνικούς κύκλους τον έχουν σαν θεό – δεν κάνει ποτέ του λάθη. Και τα γλυπτά του είναι ανεπανάληπτα. Σε σύγκριση μ’ εκείνον, είναι σαν να παίζω με νερομπογιές.» «Ορίστε ποιο είναι το πρώτο πρόβλημά σου, μωρό μου: δεν πρέπει να συγκρίνεσαι με κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό σου.» «Κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε στο ελάχιστο εφικτό.» Αναστέναξε. «Λυπάμαι. Απλά η σκέψη και μόνο να πάω στον Νέιθαν και να του πω ότι ονειρεύομαι να ανοίξω μια γκαλερί με δικούς μου πίνακες… Αποκλείεται! Θα γελάσει μαζί μου.» «Είναι φανερό πως δεν γνωρίζεις τον αδελφό μου τόσο καλά όσο νομίζεις.» Ο Νέιθαν δεν θα γελούσε ποτέ μ’ έναν ανερχόμενο καλλιτέχνη, πόσω μάλλον με κάποιον τον οποίο θεωρούσε φίλο του. Και, στην περίπτωση που θα ήταν τόσο κόπανος και θα γελούσε μαζί της, τότε ο Γκέιμπ θα γρονθοκοπούσε το όμορφο πρόσωπό του. Όπως και να έχει, το ζήτημα ήταν θεωρητικό. «Ίσως…» Εντάξει, ήταν οπωσδήποτε ώρα να αλλάξει συζήτηση. Ξανά. Μάλλον έτσι πίστευε και ο σερβιτόρος, επειδή εμφανίστηκε με το λογαριασμό στο χέρι. «Ελπίζω να απολαύσατε το γεύμα σας.» «Ήταν φανταστικό.» Ο Γκέιμπ περίμενε μέχρι να φύγει ο άντρας, κι έπειτα άφησε το κατάλληλο χρηματικό ποσό στο τραπέζι και πήγε να σηκωθεί βιαστικά από το σεπαρέ. Η Ελ πρόλαβε και σηκώθηκε πριν από εκείνον, κι έτσι είχε θέα την πλάτη της. Το φόρεμά της έδενε σταυρωτά δύο φορές και το μαύρο χρώμα του ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με το ελάχιστα μαυρισμένο δέρμα της. Ο Γκέιμπ ήθελε να βάλει
170
ΚΑΤΕΕ ROBERT
τα δάχτυλά του κάτω από τα κορδόνια, μέχρι εκείνη να αρχίσει να τρέμει. Ωστόσο, έπρεπε να περιμένει· είχε άλλα σχέδια για το υπόλοιπο της βραδιάς. Μόλις βγήκαν από την πόρτα του εστιατορίου, την αγκάλιασε από τη μέση. Εκείνη κινήθηκε κατευθείαν προς το μέρος του, με τελείως φυσικό τρόπο. Πραγματικά, θα μπορούσε να συνηθίσει αυτή την κατάσταση, αυτά τα ανέμελα αγγίγματα, την άνεση με την οποία την αγκάλιαζε, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα σεξ. Το σεξ ήταν υπέροχο, αλλά μέσα στα χρόνια τού είχαν λείψει απίστευτα αυτές οι μικρές οικείες κινήσεις, τις οποίες τόσοι πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν δεδομένες. Περπάτησαν στο πεζοδρόμιο και ένα μέρος της μεταξύ τους έντασης διαλύθηκε. «Θα μου πεις πού πηγαίνουμε;» «Έχεις όρεξη για μια βόλτα;» Εκείνη γέλασε. «Πραγματικά, έχεις πάρει φόρα μ’ όλη αυτή τη μυστικοπάθεια. Εντάξει, λοιπόν, έχω όρεξη για μια βόλτα.» «Ωραία.» Έστριψαν στη γωνία και κατευθύνθηκαν προς τη γέφυρα. «Λοιπόν, μίλα μου για τον αδελφό σου. Είστε δεμένοι;» «Παλιά, ήμασταν δεμένοι.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Έπειτα, όμως, από… Κάτι συνέβη στο κολέγιο, και τώρα υπάρχει μια απόσταση ανάμεσά μας που δεν υπήρχε ποτέ πριν. Το γεγονός ότι βρίσκεται στην Ιαπωνία δεν βοηθάει καθόλου, και η διαφορά της ώρας το δυσκολεύει ακόμα περισσότερο.» «Λυπάμαι.» Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε κάτι που θα έμπαινε ποτέ ανάμεσα σ’ εκείνον και τον Νέιθαν και θα τους χώριζε. Από την άλλη, όμως, ίσως και να αντήλλασσαν γροθιές, εάν ο αδελφός του έκανε κάποια κίνηση για την Ελ. Ήταν μια ανησυχητική σκέψη. «Κι εγώ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι καταλαβαίνω
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
171
γιατί είναι υπερπροστατευτικός μαζί μου: είμαι η μικρή αδελφή του. Όμως, πρέπει να υπάρχουν όρια.» Ήταν αποδεδειγμένο πως μόνον ένα πράγμα έκανε τους υπερπροστατευτικούς αδελφούς να τρελαίνονται – το ότι η αδελφή τους έβγαινε με κάποιον τύπο που οι ίδιοι δεν ενέκριναν. Με κάποιον σαν τον Γκέιμπ. «Ποιος ήταν;» Η Ελ αναπήδησε. «Ποιος ήταν ποιος;» Ω, ναι, σιγά μην τον ξεγελούσε ο αθώος τόνος της φωνής της… «Ποιος ήταν ο τύπος που μισούσε ο αδελφός σου;» Εκείνη προσπάθησε να αποτραβηχτεί, αλλά ο Γκέιμπ την κράτησε με ευκολία κοντά του. «Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό.» «Μωρό μου…» «Ω, Χριστέ μου, εντάξει. Δεν είναι σημαντικό. Βγαίναμε μαζί για ένα διάστημα. Νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένη. Εκείνος δεν ήταν. Με απάτησε κι έπειτα με παράτησε μπροστά σ’ όλους τους φίλους μας. Ο Ίαν τρελάθηκε ο Γκέιμπ. Τέλος.» Υπήρχε μόνον ένα σχεδόν ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στα λόγια της, αλλά ήταν αρκετό για να καταλάβει ο Γκέιμπ πόσο πολύ την πονούσε ακόμα. Συμπέρανε πως, κατά πάσα πιθανότητα, θα τα έβρισκε με τον μεγαλύτερο αδελφό της Ελ. «Ποιο είναι το όνομα του τύπου;» Ήξερε ανθρώπους οι οποίοι γνώριζαν ανθρώπους – σε περίπτωση που δεν κανόνιζε μόνος του αυτό το γελοίο τυπάκι. «Όχι. Αποκλείεται. Είναι παλιά ιστορία.» «Αυτό δεν ισχύει, μωρό μου.» Η Ελ κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος του. «Δεν χρειάζομαι ούτε εσένα ούτε τον μεγαλύτερο αδελφό μου για να πολεμούν στις δικές μου μάχες. Και σίγουρα δεν χρειάζομαι εσένα να κοπανάς τα κεφάλια ανθρώπων που με πλήγωσαν. Είναι βάρβαρο.» «Ίσως να χρειάζεσαι έναν βάρβαρο στη ζωή σου.»
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Της φαινόταν τόσο παράξενο το ότι περπατούσε στο κέντρο της πόλης, μέσα στη νύχτα, αγκαζέ μ’ έναν άντρα που, τρεις εβδομάδες νωρίτερα, η Eλ θα άλλαζε δρόμο ώστε να τον αποφύγει. Και, ναι, δεν είχε ενθουσιαστεί και τόσο από τον τρόπο με τον οποίο την είχε πιέσει να του μιλήσει για τα καλλιτεχνικά και για τον πρώην φίλο της. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η βραδιά εξελισσόταν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι περίμενε. «Σ’ αρέσει ο χορός;» Ένα ρίγος προσμονής τη διαπέρασε. «Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες.» Ο πρώτος αφορούσε στο πόσο πολύ είχε πιει. Ακόμη και τώρα, παρόλο που είχε πιει μόνον ένα ποτήρι κρασί, μια υπέροχη ζεστασιά τύλιγε το κορμί της. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό.» Τα δάχτυλα του Γκέιμπ χώθηκαν κάτω από την πλάτη του φορέματός της. Ήταν ένα σχετικά αθώο άγγιγμα, αλλά έβαλε φωτιά στο κορμί της. «Σχεδόν φτάσαμε.» Αν και ήταν ακόμα νωρίς, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που περπατούσαν, απολαμβάνοντας το ζεστό καιρό. Οι περισσότεροι ήταν ντυμένοι απλά, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες θα την έκανε να νιώθει άβολα, εάν φυσικά ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοιες σκέψεις. Όμως, ολόκληρη η ύπαρξη της Ελ ήταν εστιασμένη στα μικρά κυκλικά χάδια που έκανε ο Γκέιμπ στο δέρμα της. Τον ήθελε στο κρεβάτι της, γυμνό. Διάολε, τις τελευταίες μέρες δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο τον έρωτα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
173
που είχαν κάνει, ειδικά μετά τον τρόπο με τον οποίο την είχε πλησιάσει στην παραλία, εκεί όπου ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να δει τι της έκανε. Η σκέψη και μόνο την έκανε να κοκκινίσει, παρόλο που ήθελε να επαναληφθεί όλο αυτό. Εάν ο Γκέιμπ δεν ήταν τόσο αποφασισμένος να κάνει αυτή τη βραδιά τέλεια για εκείνη, θα τον έσερνε σπίτι και θα του προσέφερε το κορμί της ως επιδόρπιο. Όταν εκείνος αποτραβήχτηκε, η Ελ κυριολεκτικά συγκράτησε μια κραυγή διαμαρτυρίας. Είχαν σταματήσει μπροστά σε μια συνηθισμένη πόρτα, σ’ ένα ψηλό τούβλινο κτίριο χωρίς παράθυρα. Ακριβώς πάνω από την πόρτα υπήρχε μια ταμπέλα, που έγραφε «Ανάληψη», αλλά πέρα απ’ αυτήν δεν υπήρχε άλλου είδους διακόσμηση. «Θα ήθελα να δεις τη δουλειά μου.» Ο Γκέιμπ έπιασε το χέρι της, μπήκαν από την είσοδο και χαιρέτισε μ’ ένα νεύμα τον γιγάντιο άντρα που στεκόταν μέσα. Χριστέ μου, ο τύπος ήταν τεράστιος! Η Ελ πρόλαβε να διακρίνει το καραφλό κεφάλι και την απειλητική ματιά του, προτού παρασυρθεί από τον Γκέιμπ σε μια τεράστια αίθουσα. Δεν ήξερε τι περίμενε να δει, πάντως όχι αυτό. Ήταν σαν να είχε βρεθεί σ’ άλλο ένα «Μίλφορντς», μόνο που αυτό το μέρος είχε ένα τεράστιο μπαρ, το οποίο απλωνόταν από τον έναν τοίχο μέχρι τον άλλον, στη δεξιά πλευρά της αίθουσας. Τον υπόλοιπο χώρο κατελάμβαναν τρία τραπέζια του μπιλιάρδου, καθώς και διάσπαρτα τραπέζια και καρέκλες. Οι θαμώνες ήταν ντυμένοι με επαγγελματική ενδυμασία και μιλούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, ενώ κάποιο τραγούδι που δεν είχε ακούσει ποτέ αντηχούσε από τα ηχεία. «Ουάου!» «Δεν περίμενες κάτι τέτοιο, έτσι;» «Ξέρεις ότι δεν το περίμενα.» Ο Γκέιμπ χαμογέλασε. «Μη δείχνεις τόσο ανακουφισμένη. Έχει κι άλλο.» Κι άλλο; Τον ακολούθησε από τον ίδιο δρόμο που είχαν
174
ΚΑΤΕΕ ROBERT
έρθει, όπου μια σκάλα και ένα ασανσέρ βρίσκονταν κρυμμένα σ’ έναν μικρό διάδρομο. «Δεν καταλαβαίνω.» «Έχεις πάει ποτέ στο κλαμπ “Ντάμπλιν”;» Όταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, εκείνος συνέχισε: «Ε, λοιπόν, υπάρχουν και σε άλλες πόλεις παρόμοια κλαμπ με την ίδια αντίληψη: πέντε όροφοι, ο καθένας μ’ ένα διαφορετικό θέμα. Αυτή είναι η αίθουσα της εισόδου – παίζει πιο ήσυχη μουσική τώρα, αλλά μετά τις δέκα ανεβάζουμε την ένταση, καθώς έρχονται οι νεότεροι θαμώνες. Αργότερα, εάν θέλεις πιο ήσυχη ατμόσφαιρα, ανεβαίνεις στην κορυφή.» Όφειλε να παραδεχτεί πως η ιδέα ήταν συναρπαστική. Η Ελ δεν σύχναζε ιδιαίτερα σε κλαμπ, αλλά αντιλαμβανόταν το ενδιαφέρον που προκαλούσε η δυνατότητα επιλογής διαφορετικών ορόφων με διαφορετικά είδη μουσικής και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, δίχως να χρειάζεται κάποιος να φύγει από το κτίριο ή να χρεωθεί επιπλέον. «Τι μουσική προτιμάς; Τέκνο, χιπ-χοπ ή κάντρι;» Αν και ένιωσε τον πειρασμό να πάει παντού, επέλεξε το είδος εκείνο που θα ταλαιπωρούσε λιγότερο τα αυτιά της. «Κάντρι.» Ο Γκέιμπ μπήκε στο ασανσέρ και πίεσε το πλήκτρο για τον τέταρτο όροφο. «Ξέρεις να χορεύεις κάντρι;» Ναι, αλλά είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι εκείνος είχε σκεφτεί να τη ρωτήσει. «Έχω να χορέψω από το λύκειο. Εσύ;» «Είχα μια φίλη που μου είχε δείξει. Δεν μπορώ να σε πετάξω ψηλά, αλλά μπορώ να σε στροβιλίσω μια-δυο φορές.» Χαμογέλασε. «Τι λες;» Η έκφρασή του αναστάτωνε περίεργα το στομάχι της. Παρά τη θέλησή της, η Ελ τού ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Γιατί όχι;» Η αίθουσα κάντρι ήταν αυτή που περίμενε να δει, και συγχρόνως ήταν τελείως διαφορετική. Υπήρχε η συνηθισμένη διακόσμηση την οποία συναντούσε κανείς σε οποιοδή-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
175
ποτε κάντρι μπαρ, αλλά ήταν απίστευτα υψηλής αισθητικής, παρόλο που το μπαρ καθεαυτό έμοιαζε σαν να είχε συναρμολογηθεί από πόρτες αχυρώνα. Όταν έγειρε σ’ αυτό, η Ελ ανακάλυψε ότι η επιφάνειά του ήταν τόσο πολύ στιλβωμένη, ώστε απέπνεε την αίσθηση του μεταξιού. Μια πίστα χορού κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της αίθουσας, μαζί με μια ανυψωμένη σκηνή η οποία έδειχνε ότι, από καιρό σε καιρό, φιλοξενούσε μουσικά συγκροτήματα. Η υπόλοιπη αίθουσα περιελάμβανε το τετραγωνισμένο μπαρ που βρισκόταν δίπλα στο ασανσέρ, καθώς και λίγα τραπέζια με καρέκλες στην απέναντι πλευρά. Η μουσική έπαιζε ήδη δυνατά και η αίθουσα ήταν μισογεμάτη. Οι περισσότεροι θαμώνες ήταν κάτω των τριάντα, αλλά στην πίστα χόρευαν και ομάδες μεγαλύτερων σε ηλικία αντρών και γυναικών. «Αυτοί είναι οι μόνιμοι πελάτες μας.» Η Ελ αναπήδησε όταν ο Γκέιμπ τής μίλησε στο αυτί. «Έρχονται αφού φάνε, χορεύουν λίγο και φεύγουν προτού καταφτάσει ο πολύς κόσμος.» Ένας άντρας στριφογύρισε την παρτενέρ του με μια κίνηση που η Ελ είχε δει μόνο σε διαγωνισμούς χορού. Ουάου! «Φαίνεται διασκεδαστικό.» «Θέλεις ένα ποτό;» Δεν ήθελε να μεθύσει, αλλά ένα μόνο ποτό δεν θα πείραζε, σωστά; Η Ελ δεν ήταν σίγουρη. Της ήταν δύσκολο να σκεφτεί καθαρά με το κορμί του τόσο κοντά στο δικό της. «Ένα Μαρτίνι με λεμόνι, εάν ξέρουν να το φτιάχνουν.» «Μωρό μου, αυτό είναι το κλαμπ μου! Φυσικά και το ξέρουν.» Δάγκωσε το λοβό του αυτιού της τόσο δυνατά, που ρίγησε ολόκληρη. Κι έπειτα ο Γκέιμπ απομακρύνθηκε και πλησίασε το μπαρ σαν να ήταν ο πιο ανέμελος άνθρωπος στον κόσμο. Προσπαθώντας να μην τον κοιτάζει σαν ερωτευμένο κοριτσόπουλο, η Ελ πήγε σ’ ένα τραπέζι. Από εδώ έβλεπε
176
ΚΑΤΕΕ ROBERT
πολύ καθαρά την πίστα. Όσο περισσότερο κοίταζε, τόσο δυσκολότερο της ήταν να αντισταθεί στην επιθυμία της να χορέψει. Φυσικά, δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους στην επιδεξιότητα, αλλά την πλημμύρισαν μνήμες που της θύμισαν πόσο πολύ διασκέδαζε όταν χόρευε με τους φίλους της στο σχολείο. Όταν ο Γκέιμπ κάθισε επιτέλους δίπλα της, ήταν αποφασισμένη να κάνει μια προσπάθεια. Τότε, ο μηρός του ακούμπησε τον δικό της, το χέρι του κατέβηκε στο γόνατό της, εκεί ακριβώς όπου τελείωνε το φόρεμά της, και ξέχασε τα πάντα. Η Ελ, αναστατωμένη, πήρε το ποτό της και το ήπιε. Η ξινή γεύση του λεμονιού έκαψε τη γλώσσα της και αναζωπύρωσε τη ζεστασιά που ήδη διαχεόταν στο κορμί της. Εκείνος έγειρε προς το μέρος της, σαν να ετοιμαζόταν να της δώσει το φιλί που τόσο λαχταρούσε. Η Ελ κοίταξε τα χείλη του, που κινήθηκαν, και ήταν σαν να τα ένιωθε ήδη πάνω στο κορμί της. «Θέλεις να χορέψουμε;» Ο χορός ήταν καλή ιδέα· σήμαινε πως δεν χρειαζόταν να του δοθεί στο μέσο του κλαμπ. Η Ελ έγνεψε καταφατικά. Ανέβηκαν στην πίστα και ο Γκέιμπ την οδήγησε με μαεστρία ανάμεσα στα ζευγάρια. Τη στροβίλισε μακριά του κι έπειτα στην αγκαλιά του, με απίστευτα ανάλαφρο βηματισμό, και τότε εκείνη θυμήθηκε τις κινήσεις σαν να μην τις είχε ξεχάσει ποτέ. Ο κόσμος έκλεισε γύρω της και υπήρχαν μόνον η αίσθηση των χεριών του Γκέιμπ πάνω της, ο ρυθμός της μουσικής, ο ιδρώτας στο δέρμα της. Το ένα τραγούδι διαδέχτηκε το άλλο, και εκείνοι συνέχισαν να χορεύουν, ακόμη κι όταν η πίστα γέμισε με νεότερους θαμώνες που αντικατέστησαν τους μεγαλύτερους. Τελικά, κούνησε το κεφάλι της, λαχανιασμένη. «Διάλειμμα. Χρειάζομαι ένα διάλειμμα.» Ο Γκέιμπ την οδήγησε πίσω στο τραπέζι. Όταν η Ελ κατέρρευσε στο κάθισμα, κοίταξε καχύποπτα το ποτό της. «Νομίζω πως είμαι εντάξει.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
177
«Μωρό μου, κανείς δεν άγγιξε το ποτό σου.» «Αυτό δεν το ξέρεις.» «Βασικά, το ξέρω.» Της έδειξε τη σερβιτόρα μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. «Εκείνη τα πρόσεχε.» «Αφού είναι στην άλλη άκρη της αίθουσας. Πώς διάολο θα μπορούσε να τα δει;» «Είσαι τόσο καταραμένα χαριτωμένη όταν τρελαίνεσαι.» Έπιασε το πίσω μέρος του λαιμού της, την τράβηξε κοντά του και κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά της. Η Ελ άνοιξε το στόμα της, παρόλο που δεν είχε τέτοια πρόθεση. Με τα δάχτυλά της ανακάτεψε τα μαλλιά του, καθώς η γλώσσα του αναζήτησε τη δική της. Θεέ μου, η γεύση του ήταν υπέροχη! Τον χάιδεψε μέχρι το στέρνο, κι έπειτα έπιασε το πρόσωπό του με τα χέρια της. Ο Γκέιμπ έγειρε προς τα πίσω, κι εκείνη πήγε να βγάλει μια κραυγή μόλις τη σήκωσε και την έβαλε στην αγκαλιά του. Όμως, τότε, η γλώσσα του μπερδεύτηκε με τη δική της και την παρέσυρε ένα κύμα πόθου· σιγόκαιγε κάτω από το δέρμα της, απαιτώντας όσα ήθελε να επαναλάβει μαζί του έπειτα από την προηγούμενη φορά. Τα δάχτυλα του Γκέιμπ πέρασαν κάτω από το φόρεμά της, ούτε μισό εκατοστό πάνω από το γόνατό της, αλλά εκείνη ένιωσε σαν να τη χάιδεψε κατευθείαν στον πυρήνα της. Τον έπιασε με τα δάχτυλά της από τους ώμους, ενώ ταυτόχρονα ριγούσε. Όταν της δάγκωσε το κάτω χείλος, βόγκηξε. Δεν υπήρχε περίπτωση εκείνος να είχε ακούσει τον ήχο –όχι, από τη στιγμή που η μουσική έπαιζε τόσο δυνατά–, αλλά ο Γκέιμπ τραβήχτηκε, με μάτια σκοτεινά από τον πόθο. «Έλα μαζί μου.» «Εντάξει.» Κανένας δισταγμός. Καμία απορία. Αυτή τη στιγμή, και ενώ το κορμί της έτρεμε ακόμα από το άγγιγμά του, θα πήγαινε οπουδήποτε μαζί του. Εκείνος διέσχισε το πλήθος τόσο γρήγορα, που η Ελ πάλεψε για να τον ακολουθήσει. Εάν δεν την κρατούσε τόσο
178
ΚΑΤΕΕ ROBERT
δυνατά από το χέρι, θα τον έχανε στο δευτερόλεπτο. Νόμιζε πως κατευθύνονταν προς το ασανσέρ, αλλά ο Γκέιμπ απέφυγε ένα ζευγάρι το οποίο φιλιόταν και σταμάτησε μπροστά στο μπαρ. Ανασήκωσε μια μπάρα και, μόλις μπήκαν, την ξανακατέβασε. Προτού η Ελ προλάβει να ρωτήσει τι στην ευχή έκαναν, εκείνος την τράβηξε μέσα από μια πόρτα. Βρέθηκαν σ’ ένα μικρό διάδρομο με δύο ακόμα πόρτες: η μία οδηγούσε στην κατάψυξη και η άλλη, η οποία ήταν και ο προορισμός τους, σε μια αποθήκη.
Κεφάλαιο Είκοσι Εάν ο Γκέιμπ δεν την έκανε δική του αυτή τη στιγμή, θα τρελαινόταν. Τράβηξε την Ελ στην αγκαλιά του και τη φίλησε ξανά. Ήταν μυστήριο το πόσο πολύ τρελαινόταν μόνο και μόνο φιλώντας την, αλλά μπορούσε να τη φιλάει επί ώρες. Εκείνη, από την πλευρά της, δεν τον έδιωξε, ούτε τον αποκάλεσε ξανά «Νεάντερταλ». Αντίθετα, έλιωσε στα χέρια του και κόλλησε στο στήθος του. Χριστέ μου, το άρωμα αυτής της γυναίκας έφτανε για να τον αποτρελάνει! Τραβήχτηκε πίσω, για να πει: «Προσπάθησα πολύ σκληρά να είμαι καλός, αλλά, διάολε, σε έχω ανάγκη.» «Ναι.» Μία και μοναδική λέξη. Τίποτε άλλο. Αλλά ήταν αρκετή. Ο Γκέιμπ τη γύρισε, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στην πόρτα, και άρχισε να τη φιλάει από το λαιμό και κάτω, παρασύροντας και το φόρεμά της στην πορεία. Ήξερε πως εκείνη δεν φορούσε στηθόδεσμο, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να βογκήξει μόλις το ύφασμα έπεσε και αποκάλυψε τα στήθη της. Ακόμα και στο μισοσκόταδο ήταν μοναδικά. Τέλεια. Πραγματικά τέλεια! Παρά την απεγνωσμένη λαχτάρα που τον τύλιγε, η οποία αυξανόταν λεπτό προς λεπτό, δεν βιάστηκε. Μερικά πράγματα χρειάζονταν το χρόνο τους, κι αυτή η γυναίκα άξιζε να αποθεωθεί. Χούφτωσε τα στήθη της και χάιδεψε κυκλικά τις θηλές της με τους αντίχειρες. Το βογκητό της Ελ ήταν τόσο δυνατό, που ήχησε πάνω από την υπόκωφη μουσική.
180
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για εκείνον. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Άφησε τα στήθη της, γονάτισε, έβαλε τα χέρια του στα πόδια της και ανέβασε το φόρεμα, μέχρι που αποκαλύφθηκε το εσώρουχό της. Ο Γκέιμπ έπιασε το εσώρουχο με το ένα χέρι, και με το άλλο τράβηξε απότομα το κορδόνι για να το λύσει. «Τι…» Η ανάσα της βγήκε σφυριχτή, όταν εκείνος την έγλειψε στον πυρήνα της. Χριστέ μου, ήταν πιο νόστιμη απ’ όσο μπορούσε να θυμηθεί! Όμως, δεν του ήταν αρκετό – όχι σ’ αυτή τη στάση. Της έχωσε το φόρεμα στα χέρια της. «Κράτα το.» Προτού η Ελ προλάβει να αντιδράσει, ο Γκέιμπ ανασήκωσε τους μηρούς της και τους άνοιξε διάπλατα, ενώ με το βάρος του τη σταθεροποίησε στον τοίχο. Αυτή η στάση την άφησε τελείως εκτεθειμένη στη γλώσσα του. Εκείνος γεύτηκε αργά κάθε εκατοστό της, προτού εστιάσει στην κλειτορίδα της με ανάλαφρες κινήσεις, οι οποίες την έκαναν να αρχίσει να τρέμει τόσο δυνατά που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του. Άρπαξε τα μαλλιά του και τον κράτησε στη θέση του – λες και ο Γκέιμπ θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού. «Μη σταματάς, σε παρακαλώ.» Σιγά μη σταματούσε… Ο Γκέιμπ ρούφηξε την κλειτορίδα της, θέλοντας να τη νιώσει να φτάνει ξανά στην κορύφωση, μπροστά στο πρόσωπό του. Τα βογκητά της τον φρένιαζαν, αλλά αντιστάθηκε στον πειρασμό να επιταχύνει. Όταν οι γοφοί της άρχισαν να λικνίζονται προς το μέρος του, συγχρονίστηκε σταθερά με το ρυθμό τους, ακόμη κι όταν εκείνη άρχισε να χτυπιέται ξέφρενα. Και τότε, το κορμί της σφίχτηκε και τα νύχια της χώθηκαν στο κρανίο του. Καλωσόρισε τον πόνο και συνέχισε να τη γλείφει απαλά, μέχρι που εκείνη σταμάτησε να τρέμει. Την άφησε στο πάτωμα, και ο Γκέιμπ περίμενε μέχρι που έκλεισε τα πόδια της κι έπειτα στάθηκε όρθιος. Η Ελ κατέ-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
181
βαζε ήδη το παντελόνι του και εκείνος δεν χρειαζόταν άλλη παρότρυνση. Ωστόσο, δεν περίμενε πως η ίδια θα γονάτιζε. «Μωρό μου…» Με την πρώτη σαρωτική κίνηση της γλώσσας της, το μυαλό του θόλωσε. Ο Γκέιμπ απλά την κοίταξε, καθώς εκείνη τύλιξε τα χείλη της γύρω από το μόριό του. Δεν υπήρχαν λόγια για να το περιγράψει αυτό. Δεν μπορούσε… Η Ελ τον πήρε πιο βαθιά, και η πλάτη του έπεσε στον τοίχο. Η γλώσσα της χάιδευε τη βάση του, παρόλο που το κεφάλι από το μόριό του χτυπούσε το πίσω μέρος του λαιμού της. Χριστέ μου, μ’ αυτόν το ρυθμό, τα γόνατά του θα τον πρόδιδαν! Το στόμα της ήταν αναθεματισμένα υπέροχο, αλλά δεν ήταν μόνον αυτό: το γεγονός ότι η Ελ ήταν γονατισμένη και απολάμβανε ολοφάνερα αυτό που έκανε… δεν θα μπορούσε να το προβλέψει ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Όχι εδώ. Όχι έτσι. Αλλά, Θεέ μου, λάτρευε το κάθε δευτερόλεπτο! Εκείνη έκανε έναν τραγουδιστό ήχο καθώς έπιασε τα «καρύδια» του, και η ανάλαφρη αίσθηση των νυχιών της στο ευαίσθητο δέρμα του δημιούργησε έντονη πίεση στη βάση του. Όχι – ακόμα ήταν πολύ νωρίς. Ο Γκέιμπ έπρεπε να μπει μέσα της. Ανακάτεψε τα μαλλιά της με τα δάχτυλά του και την τράβηξε όρθια με απαλές κινήσεις. Η γρήγορη ματιά που έριξε τριγύρω δεν του αποκάλυψε καμιά αξιόλογη επιλογή – αρνούνταν να την κάνει δική του στο πάτωμα. Ούτε τα ράφια θα άντεχαν το βάρος τους. Χριστέ μου, το μέρος ήταν ακατάλληλο για κάτι τέτοιο… «Γύρνα.» Πήρε τα χέρια της, τα στήριξε στην πόρτα, κι έπειτα χούφτωσε τα στήθη της και έπαιξε με τις θηλές της, μέχρι που εκείνη τεντώθηκε σαν τόξο προς το μέρος του. Κρατώντας το αριστερό στήθος της, ανασήκωσε πάλι το φόρεμά της και άνοιξε τα πόδια της. Το μόριό του ακούμπησε τα οπίσθιά της, και όταν εκείνη ανταποκρίθηκε στο άγγιγμά του παραλίγο να τα χάσει. «Διάολε, Ελ: πρέπει να βρω ένα προφυλακτικό.»
182
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Πήγε να ψάξει για το πορτοφόλι του, αλλά εκείνη άρπαξε το χέρι του και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είμαστε καλυμμένοι. Τώρα, Γκέιμπ. Σε παρακαλώ.» Πίεσε το άνοιγμά της κι έπειτα βρέθηκε μέσα της, ενώ η αίσθηση ότι θα έκανε την Ελ δική του χωρίς προφυλακτικό ήταν πιο έντονη απ’ όσο είχε φανταστεί. Η απόλυτη εμπιστοσύνη που προφανώς του είχε για να του το επιτρέψει, καθώς και η απόλυτη έλλειψη δισταγμού τον συγκλόνισαν τόσο πολύ, που χρειάστηκε ένα λεπτό για να ανασυγκροτηθεί. Θα ήταν άψογος μαζί της· ποτέ δεν θα της έδινε αφορμή να μετανιώσει για την εμπιστοσύνη που του έδειχνε. Ο Γκέιμπ λικνίστηκε ελαφρά μέσα της, και σε κάθε καινούργια διείσδυση έμπαινε ολοένα και βαθύτερα. Το κορμί της Ελ τρανταζόταν ήδη. Πήγε να τη ρωτήσει εάν ήταν καλά, αλλά τότε εκείνη τον πίεσε με τους γλουτούς της και το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να βογκήξει. «Κι άλλο, Γκέιμπ. Θέλω κι άλλο.» Δεν ήταν αυτό που είχε κατά νου. Ο Γκέιμπ ήθελε να την πάρει αργά, να την ξετρελάνει, αλλά ο επιτακτικός τόνος της φωνής της λειτούργησε σαν ναρκωτικό στον οργανισμό του. Την κράτησε σταθερά από τους γλουτούς και βυθίστηκε ολόκληρος μέσα της, ενώ η ισχυρή ένταση των κινήσεων που ένωνε τα κορμιά τους ήχησε πάνω από τη μουσική, η οποία ερχόταν από τη διπλανή αίθουσα. Γαμώτο! Γαμώτο! Γαμώτο! Όλο αυτό παραήταν πολύ. Έχανε τον έλεγχο. Όταν η Ελ τραβήχτηκε πίσω, πήγε να την αφήσει, αλλά τότε εκείνη ξαναήρθε πάνω στο μόριό του. Βόγκηξε και τραβήχτηκε πάλι πίσω, και ο Γκέιμπ έπιασε το νόημα. Την κράτησε καλύτερα από τους γλουτούς και μπήκε βαθιά μέσα της, όπως απαιτούσε από εκείνον να κάνει. Τα κορμιά τους ενώνονταν, χτύπημα με το χτύπημα, και η έξαψη άρχισε να κορυφώνεται στη βάση της ράχης του. Δίχως να σταματήσει, έγειρε μπροστά, φίλησε το πίσω μέρος του λαιμού της καθώς
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
183
γλίστρησε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και το πίεσε στην κλειτορίδα της. Σε κάθε χτύπημα, εκείνη τριβόταν πάνω στο χέρι του, ενώ τα βογκητά της δυνάμωναν. «Τελείωσε για μένα, μωρό μου.» Εκείνη φρένιασε τελείως και ο οργασμός της ξέσπασε στο μόριό του, μέχρι που έχασε τελείως τον έλεγχό του. Διεισδύοντας με δύναμη, ο Γκέιμπ έφτασε σε τόσο ισχυρή κορύφωση που τα γόνατά του κυριολεκτικά λύγισαν. Κρατήθηκε από την πόρτα και προσπάθησε να θυμηθεί ότι έπρεπε να πάρει ανάσα. Όλο αυτό παραήταν πολύ. Αλλά δεν ήταν αρκετό. Ποτέ δεν θα ήταν αρκετό… Δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε ποτέ να αφήσει την Ελ. *** Η πόρτα τραντάχτηκε δίπλα στο μάγουλο της Ελ, και εκείνη αναπήδησε και χτύπησε το πρόσωπο του Γκέιμπ με το πίσω μέρος του κεφαλιού της. «Ω, Θεέ μου, κάποιος είναι στην πόρτα.» Εκείνος βόγκηξε, την άφησε να φύγει από τον τοίχο και, όταν εκείνη στράφηκε προς το μέρος του, είδε πως φαινόταν απίστευτα ικανοποιημένος με τον εαυτό του. «Μωρό μου, ήταν απίθανο. Δεν ξέρω καν εάν μπορώ να περπατήσω αυτή τη στιγμή.» Το ίδιο ίσχυε και για την ίδια. Φόρεσε το φόρεμά της, παλεύοντας συγχρόνως με τα κορδόνια. Οποιοσδήποτε και αν ήταν στην άλλη πλευρά της πόρτας, δεν έμοιαζε διατεθειμένος να εγκαταλείψει την προσπάθεια. Αντίθετα, χτύπησε την πόρτα πιο δυνατά. «Γκέιμπ, θα μπουν μέσα.» «Ηρέμησε. Όλα είναι μια χαρά.» Δεν αισθανόταν πως όλα ήταν μια χαρά – καλά, αυτό δεν ήταν απολύτως αληθές: το κορμί της ένιωθε υπέροχα –το απίστευτα διεγερτικό σεξ έφερνε αυτό το αποτέλεσμα σ’ ένα κορίτσι–, όμως το μυαλό της ήταν σε σύγχυση σχετικά με όλα
184
ΚΑΤΕΕ ROBERT
όσα είχαν μόλις κάνει. Σεξ χωρίς προφύλαξη, μέσα σε μια αναθεματισμένη αποθήκη… Βέβαια, έπαιρνε το χάπι, παρ’ όλα αυτά όμως είτε η Ελ είχε τρελαθεί είτε νοιαζόταν περισσότερο για τον Γκέιμπ απ’ όσο είχε φανταστεί. Αυτή ήταν μια ανησυχητική σκέψη. Ο Γκέιμπ τη φίλησε και οι ανησυχίες της διαλύθηκαν. Εντάξει, δεν ήταν και η πλέον αξιοπρεπής στιγμή της, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Νοιαζόταν για τον Γκέιμπ, και προφανώς κι εκείνος νοιαζόταν για την ίδια. Αυτό ήταν το σημαντικό, παρόλο που δεν ακολουθούσαν ακριβώς την παραδοσιακή οδό. Τότε, παρενέβαλε μια νοητή σημείωση για τον εαυτό της: Ποτέ, μα ποτέ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, μη μιλήσεις στον Ίαν για αυτό. Θα τρελαθεί! Και, μέχρι στιγμής, δεν είχε καν σκεφτεί την αντίδραση της μητέρας της… Μόλις έβαλε το φόρεμά της, κοίταξε τριγύρω. «Εμ… πού είναι το εσώρουχό μου;» «Δεν ξέρω, μωρό μου.» Το χτύπημα στην πόρτα έγινε πιο έντονο, και το πόμολο γύρισε. «Όμως, πρέπει να βγούμε από δω μέσα.» «Δεν μπορώ να φύγω χωρίς το εσώρουχό μου.» «Αυτό το μαγαζί μού ανήκει. Κανείς δεν θα το πάρει, εντάξει; Έχε μου εμπιστοσύνη.» Ω, Θεέ μου, δεν αστειευόταν! Όπως έδειχναν τα πράγματα, δεν είχε άλλη επιλογή. Η Ελ αναστέναξε –τουλάχιστον, εκείνος δεν την άκουσε– και τελικά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει.» Ο Γκέιμπ πήρε το χέρι της και μ’ ένα τελευταίο χαμόγελο άνοιξε την πόρτα. Ο μοναδικός άνθρωπος τον οποίο δεν περίμενε να συναντήσει απέξω ήταν ο τεράστιος καραφλός άντρας, που είχε δει στην είσοδο. «Έχουμε πρόβλημα, αφεντικό.» Αμέσως, το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό του. «Τι πρόβλημα;»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
185
Ο γίγαντας της έριξε μια ματιά και ανασήκωσε τα φρύδια του. «Από… εε… τα σημαντικά.» Ω, τέλεια. Πολύ διπλωματικό. Προφανώς, δεν ήθελε να πει κάτι μπροστά της. Η Ελ σήκωσε τα μάτια της ψηλά και προσπάθησε να μη νιώσει θιγμένη, όταν ο Γκέιμπ δεν απάντησε αμέσως. Επρόκειτο για δουλειά. Αυτό δεν σήμαινε ότι εκείνος κρατούσε μυστικά. Ωστόσο, ένιωθε πεσμένη, έπειτα από όλα όσα είχαν μόλις διαδραματιστεί. Ακριβώς. Προσπάθησε να βρει κάτι για να πει. «Θα πιω άλλο ένα ποτό μέχρι να το τακτοποιήσεις.» Ο λαιμός της είχε ξεραθεί λόγω του σεξ. Διότι το γεγονός ότι το έβαζε στα πόδια, επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτή την ξαφνική αλλαγή στη σχέση τους, φυσικά και δεν ίσχυε. «Είσαι σίγουρη, μωρό μου;» Μπορεί να ήταν πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα δεν ήταν της προσκόλλησης. Και η Ελ ποτέ δεν θα στεκόταν εμπόδιο στη δουλειά του… οποιαδήποτε κι αν ήταν αυτή. «Απολύτως.» Παρόλο που δεν ένιωθε άνετα, δεν μπορούσε να απαιτήσει κάποια εξήγηση αυτή τη στιγμή. Ήταν το κλαμπ του, οπότε, τουλάχιστον από τεχνικής απόψεως, δεν ήταν δική της δουλειά. «Θα επιστρέψω αμέσως. Ούτε που θα καταλάβεις ότι έλειψα.» Τράβηξε την Ελ πάνω του και τη φίλησε ξανά. Εκείνη έλιωσε στα χέρια του, παρά την προσπάθειά της να αντισταθεί. Μόνον ο ξερόβηχας του υπαλλήλου τούς έκανε να σταματήσουν. Καθώς ο Γκέιμπ απομακρυνόταν, η Ελ πήρε μια αργή, τρεμάμενη ανάσα. Σεξ σε αποθήκες· σε δημόσιους χώρους. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της… Δεν ήξερε πώς ένιωθε για αυτό. Αν και γνώριζε τι θα έλεγε η Ροξάν – «Μπες πάλι στην αποθήκη, για άλλον ένα γύρο!» Και ήξερε τι θα έλεγε ο Γκέιμπ – «Μωρό μου, πάλι τα αναλύεις όλα υπερβολικά.» Ήταν σαν να είχε δύο διαβολάκια πάνω στους ώμους της, όμως το ένα ήταν η καλύτερη
186
ΚΑΤΕΕ ROBERT
φίλη της και το άλλο ο άντρας ο οποίος ήταν υπεύθυνος για το καλύτερο σεξ που έκανε ποτέ της. Εντάξει, αυτή η παρομοίωση ήταν λίγο περίεργη. Ανασήκωσε τους ώμους της και κατευθύνθηκε προς το γεμάτο μπαρ. Θα περίμενε για αρκετή ώρα, αλλά δεν την πείραζε. Η Ελ χρειαζόταν χρόνο για να συγκεντρωθεί. Μπήκε ανάμεσα στο πλήθος που ανέδυε τόσα πολλά αρώματα, ώστε οι αισθήσεις της επαναστάτησαν. Χριστέ μου, όλοι αυτοί οι άνθρωποι έκαναν ντους με άρωμα προτού βγουν; Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πάει σε κάποιον άλλον όροφο. Όμως, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Η Ελ δεν ήξερε καν εάν ο Γκέιμπ είχε μαζί το τηλέφωνό του – θα κατέληγαν να ψάχνουν ο ένας τον άλλον για την υπόλοιπη βραδιά. Ενώ ήταν ακόμα αναποφάσιστη, βρήκε ένα κενό ανάμεσα στον κόσμο και έφτασε μπροστά στο μπαρ. Η Ελ έκανε νόημα στην μπαργούμαν, αλλά περίμενε πέντε λεπτά ακόμα μέχρι η γυναίκα να έρθει προς το μέρος της. «Όλα καλά;» «Μπορώ να έχω ένα…» Όχι Μαρτίνι με λεμόνι – δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει μέσα από το πλήθος χωρίς να χύσει όλο το ποτό από το ποτήρι. «Μια βότκα με τόνικ.» «Φυσικά. Στο λογαριασμό του αφεντικού;» «Ναι, ευχαριστώ.» Θα του έδινε τα χρήματα αργότερα. Ή, διάολε, απλά θα τον άφηνε να πληρώσει το αναθεματισμένο ποτό της. Γιατί ανησυχούσε ακόμη και γι’ αυτό; Το μυαλό της ήταν σε υπερένταση και οι σκέψεις της σκουντουφλούσαν μεταξύ τους, στην προσπάθειά τους να φέρουν στην επιφάνεια τους φόβους της. Η Ελ ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και κόντεψε να το φτύσει. Άει στην ευχή, ήταν απαίσιο! Καλά να πάθει, αφού παρήγγειλε κάτι που δεν είχε δοκιμάσει ποτέ. Όμως, διάολε, πολλοί το έπιναν αυτό – τουλάχιστον η Ροξάν. Μάλλον απλά δεν ήταν για τα γούστα της Ελ. Αναστενάζοντας, απόθεσε το ποτήρι στο μπαρ και γύρισε για να παρατηρήσει
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
187
τους θαμώνες μέσα στην αίθουσα. Οι περισσότεροι ήταν φοιτητές, νεαροί και νεαρές ντυμένοι ποικιλοτρόπως, με ρούχα που κατά τη γνώμη της δεν ταίριαζαν στο κλίμα της κάντρι μουσικής. Παρά την καλή μουσική και τους ανθρώπους που κοίταζε, σύντομα βαρέθηκε. Πού ήταν ο Γκέιμπ; Έπρεπε να είχε επιστρέψει μέχρι τώρα. Έβγαλε το κινητό της και το κοίταξε· είχαν περάσει δεκαπέντε αναθεματισμένα λεπτά; Εγκληματικό. Δεν θα τον περίμενε άλλο. Η Ελ απομακρύνθηκε από το μπαρ και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Η μουσική, την οποία τόσο είχε απολαύσει νωρίτερα, τώρα της γρατζουνούσε τα νεύρα. Πίεσε ένα πλήκτρο στην τύχη και χτυπούσε νευρικά το πόδι της όση ώρα κατέβαινε το ασανσέρ. Οι πόρτες άνοιξαν και η μουσική τη βομβάρδισε τόσο δυνατά, που ήταν αδύνατον να σκεφτεί. Από τη στρατηγική θέση όπου βρισκόταν, η Ελ είδε τους ανθρώπους που ήταν στριμωγμένοι από τη μια πλευρά ως την άλλη να δονούνται με οργιώδη σχεδόν τρόπο, ενώ κάποιος ράπερ τραγουδούσε για το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει άνθρωπο εκεί μέσα. Η Ελ πίεσε το πλήκτρο για τον επόμενο όροφο, ενώ αναρωτιόταν μήπως έπρεπε απλά να περιμένει στην είσοδο. Κάποια στιγμή, ο Γκέιμπ θα τελείωνε τη δουλειά του, όποια κι αν ήταν αυτή, και θα την αναζητούσε. Όταν δεν θα την έβρισκε στον όροφο με την κάντρι μουσική, θα την έψαχνε. Σωστά; Αυτή τη φορά, όταν άνοιξαν οι πόρτες, η μουσική τέκνο ήταν αυτή που βομβάρδιζε την αίθουσα. Αν και ο χώρος είχε λιγότερο κόσμο από τον προηγούμενο, ο χορός ανέδυε τα ίδια υπονοούμενα, και η μουσική… διάολε, δεν μπορούσε καν να καταλάβει τους στίχους. Η Ελ ήταν τόσο πολύ εκτός κλίματος, που αυτό πλέον δεν ήταν καν αστείο.
188
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Απέμεναν μόνο δύο επιλογές – το ισόγειο και ο όροφος στην κορυφή του κτιρίου. Έκανε το σταυρό της, πίεσε τον αριθμό πέντε και προσευχήθηκε για το καλύτερο. Τουλάχιστον, στο ασανσέρ δεν υπήρχε κανείς που θα γινόταν μάρτυρας της αδυναμίας της να προσαρμοστεί ή, ακόμα χειρότερα, που θα προσπαθούσε να της πιάσει κουβέντα. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, όταν άνοιξαν οι πόρτες, ακούστηκαν μόνον ο αχνός ήχος της κλασικής μουσικής και ένα απαλό μουρμουρητό από φωνές. Επιτέλους, ιδού κάτι με το οποίο μπορούσε να εναρμονιστεί. Ακόμα κι αν ο Γκέιμπ δεν ήταν εδώ, θα μπορούσε να ρωτήσει ποιο ήταν το πιθανότερο μέρος όπου θα μπορούσε να τον βρει. Έχοντας αυτό κατά νου, η Ελ πλησίασε αμέσως το μπαρ. Ο άντρας πίσω από την μπάρα ήταν γύρω στα σαράντα ή ένας από αυτούς τους τύπους που τα μαλλιά τους ασπρίζουν πολύ νωρίς. Αφού κοίταξε το αρυτίδωτο πρόσωπό του, κατέληξε στο συμπέρασμα πως μάλλον ίσχυε το δεύτερο. Της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο, που σίγουρα του απέφερε πολλά φιλοδωρήματα. «Τι να σας φέρω;» Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή ήταν το αλκοόλ. «Γυρεύω τον Γκέιμπ Σουλτς. Ήμασταν στον κάντρι όροφο και ο υπάλληλος είπε πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα που έπρεπε να φροντίσει.» Άει στο καλό, μήπως δεν έπρεπε να του το είχε πει; Ο τύπος δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Αντίθετα, το χαμόγελό του παρέμεινε αναλλοίωτο. «Τα γραφεία βρίσκονται στον πρώτο όροφο. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα είναι εκεί, αλλά, όπως βλέπετε, δεν είναι εδώ.» Της φάνηκε αρκετά απλό, και επιπλέον ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να αντιλαμβάνεται πότε τελείωνε μια συζήτηση. Ήταν φανερό ότι αυτός το τύπος δεν ήθελε να ασχοληθεί μαζί της, από τη στιγμή που είχε καταλάβει ότι δεν ήταν πελάτισσα. «Ευχαριστώ.» Περίμενε το ασανσέρ και ξαφνικά ένιωσε εξαντλημένη.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
189
Έπειτα από όλη την έξαψη και το χάος, το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να πάει σπίτι και να χωθεί στο κρεβάτι. Εάν κατόρθωνε να κοιμηθεί στην αγκαλιά του Γκέιμπ, ακόμα καλύτερα. Το μπαρ στο ισόγειο ήταν πιο ήσυχο από τα υπόλοιπα, αλλά ίσως και να ήταν απλά ιδέα της. Πέρα από τους πελάτες που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τα τραπέζια του μπιλιάρδου, όλοι κάθονταν και έπιναν. Κοίταξε τριγύρω και αναρωτήθηκε πού βρίσκονταν τα γραφεία· από τη στιγμή που δεν είχε δει διαδρόμους ή πόρτες κατά την είσοδό της, μάλλον ήταν στο βάθος. Η Ελ προχώρησε ανάμεσα στα τραπέζια, σε παράλληλη ευθεία με το μπαρ. Και, όπως το περίμενε, βρήκε έναν στενό διάδρομο στο πίσω μέρος της αίθουσας· τον διέσχισε, είδε τις τουαλέτες στην άκρη και συνέχισε. Τα γραφεία μάλλον βρίσκονταν κάπου εκεί πίσω. Καθώς έστριψε σε μια γωνία, άκουσε μουρμουρητά – μια γυναίκα κι ένας άντρας. Αυτός δεν ήταν ο Γκέιμπ… σωστά; Επιβράδυνε το βήμα της και προσπάθησε να ακούσει, αλλά δίχως επιτυχία. Το μόνο που άκουγε ήταν μουρμουρητά. Δεν καταλάβαινε λέξη. Τελικά, η Ελ παραιτήθηκε απ’ την προσπάθειά της και ακούμπησε το αυτί της στην πόρτα, αγνοώντας τις ενοχές της επειδή κρυφάκουγε. Μια γυναίκα γελούσε. «Ω, γλυκέ μου, δεν έχεις ιδέα.» «Έχω και παραέχω. Δεν είμαι χθεσινός. Όλο αυτό δεν μου προκαλεί καμία εντύπωση.» Ο περιπαικτικός τόνος στη φωνή του Γκέιμπ ήταν αναμφίβολος. Η καρδιά της Ελ σταμάτησε. Δεν μπορεί να εννοούσε αυτό που της φάνηκε πως εννοούσε… «Βάζω στοίχημα πως τα ίδια λες σ’ όλες τις κοπέλες.» «Μόνο στις όμορφες. Δεν το πιστεύω ότι ήρθες μέχρι εδώ.» «Πώς αλλιώς θα μπορούσα να σε φέρω πίσω στο Λος Άντζελες; Γιατί ήταν φανερό ότι κανένα από τα τηλεφωνήματά μου δεν είχε αποτέλεσμα.»
190
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Κανένα από τα τηλεφωνήματά της; Ω, Θεέ μου, είχε μιλήσει με αυτή τη γυναίκα, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της Ελ. «Ξέρω πως δυσκολεύτηκες και λυπάμαι που καθυστέρησα τόσο πολύ. Μόλις επιστρέψω στην Καλιφόρνια, θα τα τακτοποιήσουμε όλα.» Μια στιγμή – τι πράγμα; Θα επέστρεφε στο Λος Άντζελες; Και δεν της το είχε πει; Χώρια που θα επέστρεφε με μια γυναίκα. «Απλά χαίρομαι που θα επιστρέψεις.» Η ανάσα της Ελ έκαψε τα σωθικά της. Δεν μπορεί, αυτό ήταν λάθος… Είχε παρεξηγήσει τα λόγια τους. Μάλλον τα είχε παρεξηγήσει. Ο πανικός αναδύθηκε μέσα της και κόλλησε τόσο έντονα στο λαιμό της, που ανέπνεε με δυσκολία. Η πόρτα ήταν πιο βαριά απ’ όσο περίμενε –και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που οι φωνές ακούγονταν πνιχτές–, αλλά κατάφερε να την ανοίξει αρκετά ώστε να μπει στο δωμάτιο. Το θέαμα που αντίκρισε την ακινητοποίησε. Ο Γκέιμπ στεκόταν δίπλα σε μια ψηλή γυναίκα με μοβ μαλλιά, που ήταν υπερβολικά κοντά. Στον ήχο της πόρτας που άνοιγε, εκείνος γύρισε και αντίκρισε την Ελ, ενώ σκούπιζε το στόμα του. Όλα θόλωσαν· το δωμάτιο στροβιλίστηκε αργά κι έπειτα σταμάτησε απότομα, καθώς εκείνη άρχισε να εστιάζει. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το μουτζουρωμένο κραγιόν στην ανάστροφη της παλάμης του, ούτε για τη συζήτηση που είχε μόλις κάνει. Όλοι οι φόβοι της Ελ την πλημμύρισαν ορμητικά, απαιτώντας δικαίωση. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, έγινε ξανά δεκαεννέα χρόνων και στεκόταν στη μέση μιας ομάδας φίλων της. Ο Τζέισον αγκάλιαζε μια άλλη κοπέλα, παρά το γεγονός ότι είχε πάρει τη δική της παρθενιά λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες νωρίτερα. Η καρδιά της είχε χτυπήσει δυνατά καθώς το χαμόγελό του έγινε μοχθηρό. «Τι; Πίστευες πως θα έπαιρνα ποτέ ικανοποίηση από μια ψυχρή σκύλα σαν κι εσένα; Είσαι τόσο σέξι όσο κι ένα αναθεματισμένο
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
191
πτώμα.» Κι έπειτα είχε γυρίσει και είχε φύγει, γελώντας διαρκώς. Όχι ξανά. Ποτέ ξανά. Ήταν σίγουρη ότι ο Γκέιμπ δεν ήταν ένας ψεύτης μπάσταρδος, ο οποίος θα την απατούσε έπειτα από την εβδομάδα που είχαν περάσει μαζί, αλλά τελικά αποδεικνυόταν πως η πρώτη της εντύπωση ήταν σωστή. Μόλις είχαν κάνει σεξ, και ήδη φιλούσε μια άλλη γυναίκα και έκανε σχέδια για να πάει στην Καλιφόρνια. Ω, Θεέ μου, την είχε πιάσει κορόιδο! Και όχι μόνον αυτό, αλλά την είχε κατεβάσει και στο επίπεδό του… Τελικά, η μητέρα της είχε δίκιο. «Είσαι…» Τόσες λέξεις βγήκαν ορμητικά μπροστά, ώστε δεν κατάφερε παρά να αρθρώσει μοναχά αυτή. Ο Γκέιμπ τραβήχτηκε από την άλλη γυναίκα τόσο γρήγορα, σαν να είχε αρπάξει φωτιά. Ωστόσο, ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Η Ελ είχε ήδη αντικρίσει την πραγματικότητα. Από κάπου μακριά, παρατήρησε πόσο όμορφη ήταν η γυναίκα με τα καλοραμμένα ρούχα της και τα ανέμελα μοβ μαλλιά της. Ήταν ακριβώς η γυναίκα που ήθελε στ’ αλήθεια ο Γκέιμπ, ένα θηλυκό που ήξερε να παίζει το παιχνίδι πολύ καλύτερα από την Ελ. Το δωμάτιο θόλωσε και άρχισε να γυρίζει. Έπρεπε να φύγει από δω μέσα. Τώρα αμέσως. Γιατί εκείνος θα έλεγε πως μπορούσε να το εξηγήσει όλο αυτό, και αν παρέμενε εκεί για αρκετή ώρα μάλλον θα τον πίστευε. Διότι –Θεέ μου!– είχε κατευνάσει κάθε φόβο της, παρασύροντάς την να πιστέψει ότι νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη. Έπειτα από όσα είχαν συμβεί απόψε, αυτή η ιδέα ήταν πραγματικά για γέλια… Ο Γκέιμπ την πλησίασε αργά, με τα χέρια απλωμένα, σαν να επρόκειτο για ένα πραγματικά τρομαγμένο άλογο. Θα ’πρεπε να το ξέρει καλύτερα. «Ελ; Μωρό μου, ανάπνευσε.» Κούνησε το κεφάλι της. Της είχε πει ψέματα πριν και θα της έλεγε ψέματα ξανά, εάν τον άφηνε. Κι εκείνη, σαν κού-
192
ΚΑΤΕΕ ROBERT
τσουρο που ήταν, τον είχε πιστέψει. Τελικά, δεν είχε μάθει από τα λάθη της με τον Τζέισον. Ε, λοιπόν, διάολε, θα μάθαινε τώρα από τα λάθη της! Αυτή η απόφαση έκανε την ξέφρενη αναπνοή της να ηρεμήσει. Έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε το χέρι της, όταν εκείνος πήγε να την ακολουθήσει. «Κοίτα, είναι φανερό πως είσαι απασχολημένος εδώ, οπότε θα σε αφήσω να συνεχίσεις.» «Όχι. Διάολε, Ελ!» Η καταραμένη πόρτα σχεδόν την ξέκανε. Καθώς η Ελ πάλευε για να την ανοίξει, ένιωσε τον Γκέιμπ να την πλησιάζει σαν να τους συνέδεε κάποιος αλλόκοτος δεσμός. Όλα αυτά, όμως, ήταν αηδίες. Δεν τους συνέδεε τίποτα, εκτός από ένα μάτσο λανθασμένες αποφάσεις. Έπρεπε να μην είχε βγάλει το καταραμένο εσώρουχό της… Τελικά, η πόρτα άνοιξε αρκετά και εκείνη γλίστρησε έξω. Νόμισε πως άκουσε τον Γκέιμπ να φωνάζει το όνομά της, αλλά δεν έμεινε για να το εξακριβώσει. Τα δάκρυα θόλωσαν την όρασή της και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στο στόχο της να βγει από αυτό το ηλίθιο κλαμπ και να πάει σπίτι. Είχε εξαρχής υπάρξει μια αναθεματισμένη ηλίθια, διότι είχε δεχτεί να έρθει εδώ. Συγκράτησε ένα λυγμό και ξεχύθηκε στο δρόμο, ενώ παραλίγο να σκοντάψει καθώς έβγαινε. Ξαφνικά, ένιωσε την ακατανίκητη και παράλογη ανάγκη να τηλεφωνήσει στον αδελφό της. Προτού αλλάξει γνώμη, έβγαλε το κινητό της και έψαξε στις επαφές. Μόνον όταν πίεσε το τηλέφωνο στο αυτί της κοντοστάθηκε και αναρωτήθηκε τι ώρα ήταν τώρα στην Ιαπωνία. Δεν πρόλαβε να αλλάξει γνώμη και να κλείσει το τηλέφωνο, και ο Ίαν απάντησε. «Γεια σου, Έλι.» Ρούφηξε τη μύτη της και προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί. «Γεια.» «Τι συμβαίνει;»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
193
Η Ελ κούνησε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της, όμως τα δάκρυα δεν σταματούσαν. Τώρα που τον είχε βρει, δεν ήξερε τι να του πει. Όλη η ζεστασιά εξαφανίστηκε από τη φωνή του. «Πες μου τι συνέβη. Τώρα!» Ήταν λάθος αυτό. Έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα και να μην τηλεφωνήσει στον Ίαν, ειδικά από τη στιγμή που δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει, αλλά πλέον δεν ήταν δυνατόν να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Εάν του έκλεινε το τηλέφωνο, εκείνος θα επέστρεφε με την επόμενη πτήση. Η μικρή λεπτομέρεια ότι με αυτό τον τρόπο θα κηρυσσόταν λιποτάκτης δεν θα ενδιέφερε τον αδελφό της, εφόσον θα πίστευε πως η μικρή αδελφή του είχε μπλέξει. «Ποιος είναι;» Φυσικά και κατάλαβε αμέσως πως όλο αυτό είχε να κάνει με κάποιον άντρα. Ο αδελφός της ήταν πανέξυπνος. Η Ελ ξεροκατάπιε, ευχόμενη να είχε ένα χαρτομάντιλο για να φυσήξει τη μύτη της. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Συγγνώμη για την ενόχληση.» «Έλι!» Ο Ίαν αναστέναξε και ο ψυχρός, δολοφονικός τόνος της φωνής του αντικαταστάθηκε από εκείνον του αδελφού, ο οποίος της σκούπιζε τα δάκρυα τότε που είχε πέσει με το ποδήλατο και είχε γρατζουνίσει το γόνατό της. «Σε παρακαλώ, πες μου τι συνέβη.» Ρούφηξε πάλι τη μύτη της. «Νομίζω… νομίζω πως τα θαλάσσωσα.» Τα δάκρυα ανέβλυσαν ξανά, πολύ πιο έντονα. «Στ’ αλήθεια, μου… μου άρεσε αυτός ο τύπος και… και κατέληξε χάλια. Όλα κατέληξαν χ…χάλια.» «Ποιος τύπος; Το αφεντικό σου;» «Ό…όχι.» Όλη η απίστευτη ένταση των δύο τελευταίων εβδομάδων βάρυνε ξαφνικά στους ώμους της. Δεν είχε απλά προσπαθήσει –και αποτύχει– να αποπλανήσει τον Νέιθαν, επιπλέον είχε κοιμηθεί και με τον αδελφό του. Κι έπειτα… κι έπειτα έχασε το ηλίθιο μυαλό της και άρχισε να τον ερωτεύ-
194
ΚΑΤΕΕ ROBERT
εται, ενώ το μόνο που εκείνος ήθελε απ’ αυτήν ήταν το σεξ ως μέσο χαλάρωσης, προτού επιστρέψει στο Λος Άντζελες και σε μια άλλη γυναίκα. Η Ελ πίεσε το στόμα της με το χέρι, προσπαθώντας να συγκρατήσει το λυγμό που απειλούσε να βγει. «Δ…δεν ξέρω τ…τι να κάνω.» «Δεν μπορείς να πας στη μαμά και στον μπαμπά σ’ αυτή την κατάσταση. Η μαμά θα τρελαθεί. Είστε ακόμα φίλες μ’ εκείνη τη γυναίκα – τη Ροξάν ή όπως τη λένε, τέλος πάντων;» «Ναι.» «Τηλεφώνησέ της. Πάρε ένα ταξί ή πες της να έρθει να σε πάρει, αλλά μην οδηγήσεις απόψε, εντάξει;» «Εντάξει» ψιθύρισε. Όπως πάντα, η αποφασιστική στάση του Ίαν τη συνέφερε, παρόλο που δεν διόρθωνε το κακό που είχε γίνει. Εάν εκείνος ήξερε… Όχι, δεν μπορούσε να μιλήσει στον Ίαν· θα τον σκότωνε τον Γκέιμπ. «Θέλεις να της τηλεφωνήσω εγώ; Ή, διάολε, μπορώ να κάνω κάτι άλλο από το να κάθομαι και να σ’ ακούω που κλαις; Το ότι δεν μπορώ να σε βοηθήσω με σκοτώνει, Έλι.» Δεν άντεχε για πολύ ακόμα να συγκρατήσει το λυγμό της – η Ελ έπρεπε να κλείσει το τηλέφωνο προτού συμβεί αυτό. «Να σου τηλεφωνήσω αύριο, όταν θα είμαι… ξέρεις…» «Ναι.» Αναστέναξε. «Πάρε με. Θα επιστρέψω σε μερικές εβδομάδες – όλα θα είναι καλύτερα τότε.» Όλα θα ήταν καλύτερα, και τίποτα δεν θα ήταν καλύτερα… Η παρουσία του Ίαν δεν θα άλλαζε το φιάσκο με τον Γκέιμπ. «Θα τα πούμε αύριο. Σ’ αγαπώ.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Διάλεξε μια κατεύθυνση στην τύχη και άρχισε να περπατάει. Μόλις ηρεμούσε, θα έβρισκε κάποιο μέρος απ’ όπου θα τηλεφωνούσε για ταξί. Ωστόσο, η σκέψη ότι θα πήγαινε στο σπίτι ολομόναχη, καθισμένη στο πίσω κάθισμα, έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Δίχως την ήρεμη παρουσία του αδελφού της, οι λυγμοί την τράνταξαν με τέτοια ένταση που έμοιαζαν με μια ατέλειωτη κραυγή απελπισίας. Η Ελ
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
195
τύλιξε τα μπράτσα της γύρω της, ενώ ήθελε τον αδελφό της, ήθελε τη φίλη της, ήθελε να πάει σπίτι – βασικά, ήθελε μια αναθεματισμένη μηχανή του χρόνου, που θα την πήγαινε δύο εβδομάδες πίσω, για να κοπανήσει το κεφάλι της που είχε τολμήσει ακόμη και να σκεφτεί ότι ήταν καλή ιδέα το να πάει στο κρεβάτι του Νέιθαν. Δεν ήταν καλή ιδέα – ήταν η χειρότερη που είχε ποτέ της, και την είχε στείλει σ’ έναν απύθμενο κατήφορο. Δεν αναγνώριζε καν τον εαυτό της πια…
Κεφάλαιο Είκοσι Ένα Τι στην οργή έπαθε αυτή η γυναίκα; Μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο, του έριξε μια ματιά και βγήκε σαν σίφουνας, έχοντας ολοφάνερα τη χειρότερη δυνατή εικόνα για την κατάσταση. Είχε σοκαριστεί τόσο πολύ όταν τον είδε να σκουπίζει το κραγιόν από το πρόσωπό του, που δεν περίμενε για μια εξήγηση. Η Λιν δεν τον φίλησε, όχι τουλάχιστον μ’ αυτό τον τρόπο· ως συνήθως, τον ασπάστηκε σταυρωτά στα μάγουλα, και η Ελ βγήκε από την πόρτα προτού εκείνος προλάβει να σκουπίσει το καταραμένο κραγιόν της, το οποίο ένιωθε ακόμα κολλημένο στο πρόσωπό του. Όταν ο Γκέιμπ έτρεξε έξω στο δρόμο, η Ελ είχε ήδη εξαφανιστεί και δεν απαντούσε στο τηλέφωνό της. Εκείνος πήγε αστραπιαία στο αυτοκίνητό του και «πέταξε» προς το σπίτι της, ωστόσο τα φώτα ήταν σβηστά και ήταν φανερό πως κανείς δεν βρισκόταν στο εσωτερικό του. Διάολε, κι αν είχε μπλέξει κάπου; Το Σποκέιν δεν ήταν το χειρότερο μέρος στον κόσμο, αλλά από καιρό σε καιρό συνέβαιναν άσχημα πράγματα. Μια γυναίκα που περπατούσε μόνη τη νύχτα μπορούσε να προκαλέσει τα «αρπακτικά». Ειδικά μια όμορφη γυναίκα, όπως η Ελ. Διάολε! Εάν εκείνη δεν το είχε βάλει στα πόδια, δεν θα βρίσκονταν τώρα σ’ αυτή την κατάσταση. Πληκτρολόγησε έναν αριθμό χωρίς να κοιτάζει και έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί του. Έπειτα από τρία χτυπήματα, ο Νέιθαν το σήκωσε. «Τι συμβαίνει;»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
197
Δεν είχε νόημα να εξηγήσει τους πολλαπλούς λόγους για τους οποίους η καταπληκτική βραδιά κατέληξε σε απόλυτη καταστροφή. «Έγινε μια παρεξήγηση και η Ελ έφυγε. Δεν μπορώ να τη βρω.» «Είσαι σίγουρος πως δεν πήγε σπίτι της;» «Μόλις πέρασα από το σπίτι της, ενώ έχει βάλει τον αυτόματο τηλεφωνητή. Την τελευταία φορά που την είδα, κυριολεκτικά το έβαλε στα πόδια από το κλαμπ.» Μακριά από εκείνον. Ξανά. Χριστέ μου, αυτό είχε αρχίσει να γίνεται μια συνήθεια που δεν την είχε ανάγκη… Νόμιζε πως είχαν ξεπεράσει τις επικριτικές ατάκες και τη στομφώδη συμπεριφορά. Τελικά, απ’ ό,τι φαινόταν, δεν θα τις ξεπερνούσαν ποτέ. «Πού θα μπορούσε να πάει;» «Για την ώρα, ο αδελφός της είναι αποσπασμένος στο εξωτερικό, οπότε φαντάζομαι πως θα είναι είτε στη Ροξάν είτε στους γονείς της.» Ο Γκέιμπ σκέφτηκε γρήγορα. Η Ελ θα ήταν χάλια. Λόγω του σεξ αλλά και του ραντεβού, δεν πίστευε πως θα άντεχε να αντιμετωπίσει τους γονείς της, ειδικά τόσο αργά τη νύχτα. «Έχεις το τηλέφωνο της φίλης της;» «Περίμενε να κοιτάξω.» Άκουσε τον αχνό ήχο που έκανε το τηλέφωνο, καθώς ο αδελφός του ήλεγχε τις επαφές του, κι έπειτα ο Νέιθαν επέστρεψε στη γραμμή. Του έδωσε τον αριθμό. «Κοίτα, φίλε, εάν είναι εκεί, υπάρχει περίπτωση να μη θέλει να σε δει. Εάν, δηλαδή, έχω καταλάβει την κατάσταση.» «Την έχεις καταλάβει.» Διάολε, ήταν λάθος που την είχε πάει στο κλαμπ. Ο Γκέιμπ έπρεπε να ξέρει πως η δουλειά θα παρεμβαλλόταν στη βραδιά τους, όμως ήθελε να της δείξει το υπόλοιπο κομμάτι του εαυτού του. Δεν μπορούσε να είχε προβλέψει την εμφάνιση της Λιν – ή το ότι η Ελ θα κατέληγε στο χειρότερο συμπέρασμα. Και ιδού πού τον οδήγησε αυτό… «Σ’ ευχαριστώ, Νέιθαν.»
198
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Κανένα πρόβλημα. Ενημέρωσέ με αύριο.» «Έγινε.» Ο Γκέιμπ έκλεισε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε τον αριθμό μόλις άδειασε η οθόνη. Μια γυναικεία φωνή απάντησε. «Ροξάν εδώ.» Φαντάστηκε πως ήταν η ίδια γυναίκα με την οποία η Ελ είχε βγει για φαγητό εκείνο το βράδυ που της προσέφερε τα λουλούδια. Είχε πάρει το μέρος του τότε, ίσως λοιπόν να έκανε το ίδιο και τώρα. «Ροξάν, ο Γκέιμπ είμαι. Ψάχν…» Ακούστηκε ένα «κλικ» και το τηλέφωνο νέκρωσε. Τι στο διάολο; Ο Γκέιμπ ταρακούνησε το τηλέφωνο, συνοφρυωμένος. Δεν μπορεί να του το έκλεισε. Ποιος έκανε κάτι τέτοιο; Έτριξε τα δόντια του και κάλεσε ξανά. Αυτή τη φορά, ίσα που χτύπησε μία φορά. «Τι στο διάολο θέλεις;» Ήταν φανερό πως είχε μιλήσει με τη φίλη της. Αυτό ήταν καλό· σήμαινε ότι η Ελ είχε μιλήσει στο τηλέφωνο προτού το απενεργοποιήσει. Γεγονός που σήμαινε ότι υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να είχε πέσει θύμα επίθεσης. «Ξέρεις πού βρίσκεται η Ελ;» «Δεν θέλει να σου μιλήσει.» Ο Γκέιμπ ένιωσε τέτοια ανακούφιση, που κόντεψε να ξεχάσει τι ήθελε να πει. Ήταν καλά. Απίστευτα έξαλλη μεν, αλλά καλά. «Είναι μαζί σου; Είναι καλά;» «Για ποιο πράγμα μιλάς; Χριστέ μου, είμαι σίγουρη πλέον πως οι άντρες είστε ηλίθιοι. Κοίτα, δεν θέλει να έχει καμιά σχέση μαζί σου, οπότε άφησέ την ήσυχη. Εντάξει; Εντάξει.» Κλικ. Ο Γκέιμπ άφησε το πόδι του από το γκάζι και σκέφτηκε μήπως έπρεπε να αναζητήσει το σπίτι όπου ζούσε αυτή η Ροξάν. Όχι, δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Πιθανότατα, η Ελ παραήταν φρικαρισμένη για να αντιμετωπίσει και την παρουσία του ίδιου, ο οποίος θα επιχειρούσε να της δώσει εξηγήσεις, σαν να επρόκειτο για κάποιον παρανοϊκό θηριοδαμαστή. Αν και, αυτή τη στιγμή, ένιωθε ακριβώς έτσι…
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
199
Έκανε στροφή επιτόπου και κατευθύνθηκε πάλι βόρεια. Δεν υπήρχε κάτι άλλο για να κάνει απόψε, εκτός από το να νικήσει τους δαίμονες στο κεφάλι του – καθέναν από αυτούς τους μπάσταρδους που απαιτούσαν απ’ αυτόν να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να την αφήσει να φύγει. Η Ελ πίστευε πως ήταν πολύ καλή για εκείνον. Πάντα το πίστευε. Το είχε αποδείξει στον εαυτό της, και τώρα ήταν έτοιμη να συνεχίσει να ονειρεύεται τον ευγενικό κύριο που θα ερχόταν και θα έκλεβε την καρδιά της. Στο διάολο μ’ αυτό! Δεν καταλάβαινε πως οι ευγενικοί κύριοι δεν ήταν οι τύποι που έκλεβαν την καρδιά καμιάς γυναίκας; Μόνον οι άντρες σαν τον Γκέιμπ –ο τύπος του άντρα που αποκαλούσε «Νεάντερταλ» και απέρριπτε– κατάφερναν κάτι τέτοιο. Ε, λοιπόν, δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί της. Ο Γκέιμπ έψαξε στο κινητό του και κάλεσε πάλι τον αριθμό της Ελ. Αυτή τη φορά, χτύπησε. «Ναι.» Χριστέ μου, ακουγόταν κλαμένη! «Ελ.» «Τι θέλεις;» Εντάξει, δεν περίμενε ακριβώς να χαρεί που τον άκουσε, έπειτα από τον τρόπο με τον οποίο είχε φύγει τρέχοντας, αλλά η ψυχρότητα στη φωνή της τον πάγωσε περισσότερο απ’ ό,τι εάν του είχε κλείσει το τηλέφωνο. «Μωρό μου…» «Όχι, δεν θα με αποκαλείς έτσι! Όχι πια.» Κάθε της λέξη ήταν και μια μαχαιριά στα σωθικά του. «Τι…» Όμως, απ’ ό,τι φάνηκε, εκείνη δεν σκόπευε να τον αφήσει να συνεχίσει. «Δεν θέλω τις εξηγήσεις σου.» Δίστασε. «Δεν θέλω εσένα.» Ώστε απλά θα καθόταν στο θρόνο της και θα τον αντιμετώπιζε αφ’ υψηλού; Αυτή η χαζή γυναίκα ήταν τόσο σίγουρη πως είχε δίκιο, που δεν ήθελε να ακούσει οτιδήποτε θα της
200
ΚΑΤΕΕ ROBERT
έλεγε. Εντάξει, λοιπόν. Ποτέ πριν δεν είχε χρειαστεί να δώσει εξηγήσεις σε επαρχιωτοπούλες πριγκίπισσες του καλαμποκιού, και δεν επρόκειτο να αρχίσει να το κάνει τώρα. Δεν χρειαζόταν αυτές τις αηδίες στη ζωή του. Ο Γκέιμπ έπρεπε να είχε κρατήσει κλειστό το καταραμένο στόμα του, αλλά το ποτήρι ξεχείλισε. «Σοβαρά; Επειδή δεν είπες κάτι τέτοιο, νωρίτερα απόψε.» Η Ελ έβγαλε έναν ήχο που ακούστηκε σαν κλαυσίγελος. «Ξέρεις κάτι; Απόψε, μου επιβεβαίωσες ότι είχα δίκιο απ’ την αρχή. Σ’ ευχαριστώ, λοιπόν, για αυτό. Την επόμενη φορά, δεν θα ξανακάνω το ίδιο λάθος. Αντίο, Γκέιμπ.» Η φωνή της ήταν τόσο πνιχτή από το κλάμα, που εκείνος μόλις και μετά βίας καταλάβαινε τι του έλεγε. «Σε παρακαλώ, μη μου ξανατηλεφωνήσεις.» Κράτησε το τηλέφωνο στο αυτί του για πολλή ώρα αφότου εκείνη έκλεισε. Ο Γκέιμπ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σταματημένος μπροστά σε μια απαγορευτική πινακίδα, από τη στιγμή που εκείνη είχε απαντήσει. Η πρώτη σκέψη του ήταν να την αναζητήσει, αλλά είχε ακουστεί αποφασισμένη. Δεν είχαν σημασία το πώς ένιωθε ο ίδιος, ο δεσμός που είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους ή το πόσο καλά είχαν κυλήσει τα πράγματα, μέχρι να συμβεί αυτή η βλακεία – η Ελ δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη, ακόμα κι αν του το έγραφε με το ροζ κραγιόν της – με το ίδιο αναθεματισμένο κραγιόν που δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του. Ο Γκέιμπ κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι του και προσπάθησε να ξεδιαλύνει τις σκέψεις του. Έπρεπε να φύγει από εδώ, τουλάχιστον για λίγες μέρες· να καθαρίσει το κεφάλι του· να δει τι ήθελε· να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κάθεται μπροστά στην πινακίδα του «Στοπ» και να αφήνει το κενό μέσα του να τον καταπίνει. Αποφασισμένος, οδήγησε προς το σπίτι του. Καθώς διέ-
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
201
σχιζε το διάδρομο για το δωμάτιό του, ένιωσε το άδειο σπίτι να τον στοιχειώνει. Σ’ αυτόν το χώρο, αντιμέτωπος με τη ζωντανή ενσάρκωση της μοναξιάς του, κατάλαβε πως η απόφασή του να φύγει ήταν σωστή. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πέταξε μερικά ρούχα σ’ ένα σακίδιο πλάτης. Θα πήγαινε να ρυθμίσει το ζήτημα με το κλαμπ στο Λος Άντζελες, μιας και αυτό ήταν το ένα πρόβλημα που μπορούσε να λύσει. Έτσι, θα είχαν και οι δύο το χρόνο για να ηρεμήσουν, και ίσως στην πορεία ο Γκέιμπ να αποφάσιζε πώς θα προχωρούσε. Εάν κατάφερνε να την κάνει να τον ακούσει, ίσως να της εξηγούσε την κατάσταση. Εκείνη, πάντως, σίγουρα θα λογικευόταν μόλις συνειδητοποιούσε τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε δει. Από την άλλη, πάλι, η Ελ δεν είχε φανεί και πολύ πρόθυμη να ακούσει τη φωνή της λογικής. Ίσως να ήταν καλύτερα εάν έκοβε από τώρα τους δεσμούς μαζί της… Ήταν πανεύκολο να φύγει, να επισκεφθεί τα κλαμπ του και να κάνει οτιδήποτε χρειαζόταν προκειμένου να αποβάλει αυτή την αναθεματισμένη γυναίκα από το σύστημά του. Εάν παρέμενε απασχολημένος με τη δουλειά του, το πιθανότερο ήταν πως θα κατάφερνε να αγνοήσει τα καρφιά που ξέσκιζαν αργά το στήθος του. *** Ήταν χαζή. Ήταν τόσο αναθεματισμένα χαζή… Η Ελ τράβηξε την κουβέρτα πιο σφιχτά πάνω της. Μάρτυράς της ο Θεός – εάν η Ροξάν έλεγε «Σ’ το είπα», θα τρελαινόταν. «Και τότε, έφυγα.» Η κοκκινομάλλα τής έδωσε ένα φλιτζάνι με αχνιστό πράσινο τσάι, και τα πράσινα μάτια της ήταν γεμάτα κατανόηση. «Λυπάμαι, γλυκιά μου.» Οι λέξεις όρμησαν μπροστά της, σαν δηλητήριο το οποίο δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο μέσα της. «Νιώθω σαν πόρνη.» «Ω, εντάξει. Δεν είσαι πόρνη – είσαι γυναίκα.»
202
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Μια γυναίκα σαν την αναθεματισμένη Ιεζάβελ*.» Η Ροξάν βολεύτηκε στο καναπεδάκι και κούνησε το κεφάλι της. «Αποκλείεται η Ιεζάβελ να ακουγόταν τόσο μελοδραματική.» Ο πόνος την τρύπησε σαν νυστέρι, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στη βαθιά απελπισία που ένιωθε για τον Γκέιμπ. Είχε αλλάξει μαζί του, είχε γίνει κάποια… κάποια που δεν ανέλυε υπερβολικά – και να πώς είχε καταλήξει… «Με ποιανού το μέρος είσαι;» «Με το δικό σου, γλυκιά μου. Πάντα με το δικό σου. Αλλά τώρα μιλάει η τρελή μάνα σου. Ξέρεις ότι το μισώ όταν ακούω τα λόγια της να βγαίνουν από το δικό σου στόμα. Δεν είσαι πόρνη, αλλά άνθρωπος. Ξέρω πως είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι δεν είσαι τέλεια, αλλά έτσι είναι η ζωή.» Κι άλλα δάκρυα –ήταν σαν να είχε ατέλειωτα αποθέματα– έτρεξαν απ’ τα μάτια της. Η Ελ προσπάθησε, αλλά απέτυχε να συγκρατήσει ένα λυγμό. «Ή…ήμουν χαρούμενη μ…μαζί του.» Αυτό ήταν το χειρότερο – της άρεσε το άτομο στο οποίο μεταμορφωνόταν, όταν ήταν μαζί με τον Γκέιμπ. Και εκείνος της έλεγε ψέματα σ’ όλη τη διάρκεια της σχέσης τους. Ασυγχώρητος… «Ξέρω.» Η Ροξάν ήπιε το τσάι της. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Ήταν η απορία της ζωής της. Παλαιότερα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά – ήθελε μια καριέρα, έναν άντρα, δύο παιδιά, μια καλή ζωή. Τώρα… τώρα, η Ελ δεν ήξερε τι ήθελε. «Δεν είμαι σίγουρη.» «Θα συνεχίσει να σου τηλεφωνεί. Το ξέρεις αυτό, έτσι;» «Δεν νιώθω έτοιμη να του μιλήσω.» Δεν ήξερε εάν θα ήταν ποτέ έτοιμη. Κάθε φορά που σκεφτόταν τον Γκέιμπ, * Ιεζάβελ: Πριγκίπισσα της Παλαιάς Διαθήκης, δεινή διώκτρια του ιουδαϊσμού και του Προφήτη Ηλία. Το όνομά της συνδέεται μ’ εκείνο της ανήθικης γυναίκας, εξαιτίας των δολοπλοκιών της. (Σ.τ.Μ.)
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
203
έβλεπε το κόκκινο κραγιόν στο μάγουλό του. Ίσως ήταν καλύτερα να μην του μιλήσει. Τουλάχιστον, ήταν πιο ασφαλές. «Εντάξει. Προς το παρόν, εγώ θα αναλάβω τα τηλέφωνα.» «Σ’ ευχαριστώ.» Προσπάθησε, αλλά απέτυχε να χαμογελάσει. «Μπορώ… μπορώ να μείνω εδώ μέχρι τη Δευτέρα;» «Φυσικά.» Η Ροξάν δεν θα μπορούσε να την προστατεύει συνεχώς. Αργά ή γρήγορα, η Ελ έπρεπε να επιστρέψει στον αληθινό κόσμο και να τον αντιμετωπίσει. Δεν έτρεφε αυταπάτες αναφορικά με το πείσμα του Γκέιμπ – την είχε ήδη βρει, και θα την έβρισκε ξανά. Το θέμα ήταν να αποφασίσει τι στο διάολο θα του έλεγε κατάμουτρα, όταν θα την έβρισκε. «Ίσως μπορώ να πάω διακοπές ή κάτι τέτοιο. Είμαι βέβαιη πως η Φλόριντα είναι πολύ όμορφη αυτή την εποχή.» «Γλυκιά μου, είναι η εποχή των μουσώνων.» Πάει κι αυτό το σχέδιο… Η Ελ βυθίστηκε κι άλλο στον καναπέ. «Θα μπορούσα να επισκεφθώ τον Ίαν στην Ιαπωνία.» «Θα επιστρέψει σε λίγες μόνον εβδομάδες.» «Μη μου το θυμίζεις.» Όσο κι αν ήθελε να δει τον μεγάλο αδελφό της, δεν ήθελε να του εξηγήσει όλα όσα είχαν συμβεί με τον Γκέιμπ. Εκείνος θα τρελαινόταν εάν μάθαινε οτιδήποτε από αυτά. Κι αυτό σήμαινε πως έπρεπε να επινοήσει μια καλή ιστορία για να του πει, προτού τελειώσουν όλα αυτά. Η Ελ αναστέναξε. «Στον Καναδά;» «Εκεί, υπάρχουν τρία πράγματα.» Η Ροξάν σήκωσε τρία δάχτυλα. «Αρκούδες, βουνίσια λιοντάρια και ασβοί.» Της ξέφυγε ένα αξιοθρήνητο γελάκι. «Δεν νομίζω πως οι ασβοί βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των τριών πραγμάτων που χρειάζεται κάποιος να αποφύγει στον Καναδά.» «Πίστευε ό,τι θέλεις.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Αυτά τα πλάσματα είναι τρομακτικά.» Ο παράλογος φόβος της Ροξάν για τους ασβούς αντί για οτιδήποτε άλλο μείωσε λίγο την κακή διάθεση της Ελ. Μάλιστα, κατάφερε να χαμογελάσει. «Είμαι βέβαιη πως υπάρχει
204
ΚΑΤΕΕ ROBERT
τρόπος για να τους αποφύγεις. Απλά μείνε μέσα στην πόλη.» «Ας βγάλουμε τον Καναδά από τη λίστα με τους πιθανούς προορισμούς, εντάξει;» «Καλά.» Αναστέναξε. «Μάλλον πρέπει να μείνω στην πόλη και να αντιμετωπίσω την κατάσταση, σωστά;» «Δεν μ’ αρέσει που σ’ το λέω, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιη πως ο Νεάντερτάλ σου θα σε κυνηγήσει στα άγρια δάση του Καναδά.» Η Ροξάν ανατρίχιασε. «Και τότε, θα πρέπει να αντιμετωπίσεις και εκείνον και τους ασβούς. Ας μην το κάνουμε αυτό.» «Καλή ιδέα. Σίγουρα, δεν θα το κάνουμε. Και δεν είναι Νεάντερτάλ μου – το απέδειξε και με το παραπάνω απόψε.» Θα κατάφερνε να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση. Όντως, θα τα κατάφερνε. Στο μεταξύ, θα άφηνε τη Ροξάν να αποσπάσει την προσοχή της, μιλώντας για οτιδήποτε άλλο εκτός από το σεξ μέσα σε αποθήκες και τον Γκέιμπ. *** «Είμαι άρρωστη. Πολύ άρρωστη.» Η Ελ έβηξε με το ζόρι. «Δεν είσαι.» Ο Νέιθαν δεν ακουγόταν καθόλου συμπονετικός. «Αποφεύγεις να έρθεις στη δουλειά.» Άει στο καλό, πια. Ξεροκατάπιε. «Απλά… δεν μπορώ.» «Ελ, δεν χρειάζεται να ανησυχείς ότι θα τον συναντήσεις. Δεν είναι καν εδώ· βρίσκεται στο Λος Άντζελες.» Φυσικά και ήταν στο Λος Άντζελες… Ούτε δύο μέρες δεν είχαν περάσει, και ήδη ο Γκέιμπ είχε τρέξει στην άλλη γυναίκα. Η Ελ δεν πίστευε ότι μπορούσε να πονέσει περισσότερο, όμως η κομματιασμένη καρδιά της ράγισε κι άλλο. «Ω…» Ο Νέιθαν αναστέναξε. «Έλα στη δουλειά. Θα σου ετοιμάσω καφέ.» Έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς να της δώσει χρόνο για να βρει άλλη δικαιολογία.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
205
Η Ελ δεν είχε τη συνηθισμένη ενέργεια που χρειαζόταν για να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Φόρεσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, έφτιαξε τα μαλλιά της αλογοουρά και δεν ασχολήθηκε άλλο. Έτσι κι αλλιώς, ποιον να εντυπωσίαζε; Δεν την ενδιέφερε εάν ο Νέιθαν διαπίστωνε πως δεν ήταν και τόσο τέλεια. Έτσι κι αλλιώς, εκείνος γνώριζε ήδη την αλήθεια: ήταν μια ανόητη, που πίστευε το οποιοδήποτε ψέμα, αρκεί να ακουγόταν έστω και ελάχιστα πειστικό. Όχι. Δεν θα μαστίγωνε άλλο τον εαυτό της. Έκανε λάθος, έπρεπε να γνώριζε καλύτερα, όμως όλα πλέον είχαν τελειώσει. Ο Νέιθαν σήκωσε τη ματιά του καθώς εκείνη μπήκε στην γκαλερί. «Συγγνώμη αν ακουστώ σαν κόπανος, αλλά έχεις τα χάλια σου.» «Δεν βοηθάς.» Κοντοστάθηκε μπροστά στον αγαπημένο της πίνακα, αλλά ακόμα κι αυτός δεν μαλάκωσε τον πόνο στο στήθος της. Πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ που της προσέφερε και σωριάστηκε στην καρέκλα πίσω από το γραφείο της. Μόλις που είχε προλάβει να καθίσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Η Ελ κόντεψε να κλάψει μόλις διάβασε το όνομα της κλήσης: ήταν ο Ίαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε με το ζόρι. «Γεια σου, μεγάλε μου αδελφούλη.» «Δεν μου ξανατηλεφώνησες.» Ναι, επειδή δεν ήξερε τι να πει. «Ντράπηκα, έτσι όπως εξελίχθηκε η τελευταία συζήτησή μας.» «Έλι, ανησύχησα για σένα.» «Συγγνώμη. Τώρα, όλα είναι εντάξει. Ήταν μια αδυναμία της στιγμής.» Μια αδυναμία την οποία δεν σκόπευε να επαναλάβει, όσο καλά κι αν την έκανε να νιώθει ο Γκέιμπ όταν ήταν μαζί του. «Δεν φάνηκε σαν αδυναμία της στιγμής· ακούστηκε σαν κάποιος κόπανος να σου ράγισε την καρδιά.» «Με ξέρεις – διαλέγω πάντα λαχεία.» Άρχισε να γελάει, αλλά σταμάτησε όταν το γέλιο της φάλτσαρε.
206
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Δεν έφταιγες εσύ για τον Τζέισον.» «Τι λέει εκείνη η ρήση; Ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις τα ίδια λάθη ξανά και ξανά, περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα.» Ο Ίαν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν είσαι παρανοϊκή, ούτε ηλίθια. Ο Τζέισον ήταν κόπανος.» Η Ελ κούνησε το κεφάλι της. «Δεν έχει σημασία πια. Ειλικρινά, πάντως, είμαι πολύ καλύτερα. Χωρίσαμε, και έκτοτε δεν τον έχω ξαναδεί.» «Δεν ήξερα καν ότι έβγαινες με κάποιον.» Δεν γνώριζε εάν αυτό που είχε με τον Γκέιμπ μπορούσε να θεωρηθεί δεσμός, αλλά δεν θα έλεγε στον Ίαν ότι απλά έκαναν σεξ. «Ναι, δεν έχουμε μιλήσει πολύ τώρα τελευταία.» Ούτε εκείνος θα καταλάβαινε. «Λυπάμαι, Έλι. Πραγματικά, λυπάμαι.» Στο βάθος του τηλεφώνου ακούστηκαν φωνές. Ο Ίαν αναστέναξε. «Πρέπει να κλείσω. Γυμνάσια… ξέρεις. Θα σου τηλεφωνήσω σύντομα. Σ’ αγαπώ.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ.» Έκλεισε το τηλέφωνο, αβέβαιη για το αν ένιωθε καλύτερα ή χειρότερα που του είχε μιλήσει. Ήπιε μια γουλιά καφέ και έγειρε στην καρέκλα της μ’ έναν αναστεναγμό. Ώρα για δουλειά. *** «Τι θα κάνεις;» Ο Γκέιμπ μόλις και μετά βίας συγκρατήθηκε και δεν πέταξε μακριά το τηλέφωνο. Μα τω Θεώ, εάν ο αδελφός του τον ξαναρωτούσε, ο ίδιος θα έκανε κάτι που θα το μετάνιωναν αμφότεροι. «Δεν ξέρω.» Είχε περάσει το Σαββατοκύριακο σβήνοντας «φωτιές» στο Λος Άντζελες. Τελικά, ο τέως γενικός διευθυντής δεν είχε αποδειχθεί και τόσο ζόρικος, όταν συναντήθηκαν. Είκοσι λεπτά χρειάστηκαν μόνο μέχρι να υπογράψει ένα συμφωνητικό, όπου δήλωνε πως η
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
207
απόλυσή του ήταν νόμιμη, ίσως επειδή δεν προσπάθησε να εκφοβίσει τον Γκέιμπ, όπως είχε κάνει με τη Λιν. Έπειτα από αυτό, έπρεπε να ασχοληθεί με άλλη μισή ντουζίνα προβλήματα που τον περίμεναν. «Δεν ξέρω τι θα κάνω. Φαντάζομαι πως θα προσπαθήσω να της μιλήσω.» Ήλπιζε πως αυτό θα πήγαινε καλύτερα απ’ ό,τι την τελευταία φορά. Θυμόταν συνεχώς τη φρίκη στο πρόσωπό της – την ίδια ακριβώς που υπήρχε και τη στιγμή κατά την οποία είχε ανάψει το φως και είχε συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας στο κρεβάτι δεν ήταν ο Νέιθαν. «Ίσως όλο αυτό να ήταν λάθος.» Ένα τρίξιμο ακούστηκε στη σύνδεση. «Είσαι ανόητος.» «Δεν είμαι. Εκείνη κι εγώ είμαστε πολύ διαφορετικοί.» «Δεν είναι αλήθεια. Σκέφτηκες ποτέ ότι ο λόγος που ταιριάζετε τόσο πολύ μαζί είναι επειδή είστε τόσο διαφορετικοί;» Φυσικά και το είχε σκεφτεί. Μάλιστα, αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους την είχε διεκδικήσει. Πίστευε πως εκείνη ήταν όλα όσα ο ίδιος είχε ποτέ θελήσει. Ο Γκέιμπ δεν ήταν σίγουρος ότι είχε πέσει έξω στην εκτίμησή του. «Δεν είναι και τόσο απλό.» «Προσπαθείς να πείσεις εμένα ή τον εαυτό σου; Γιατί δεν τα καταφέρνεις σε τίποτα από τα δύο. Ξεκαθάρισε τη θέση σου και ξανακέρδισέ την. Είναι απλό.» «Αφού λοιπόν είναι τόσο απλό, τότε εσύ γιατί άφησες τη μυστηριώδη γυναίκα σου να ξεγλιστρήσει από τα δάχτυλά σου;» Ο Γκέιμπ πάντοτε πίστευε πως η έκφραση «Μπορούσες να ακούσεις μια καρφίτσα να πέφτει» ήταν υπερβολική. Όμως, έκανε λάθος. Μεγάλο λάθος. Η σιωπή που απλώθηκε ανάμεσά τους ήταν σχεδόν συμπαγής, έμοιαζε με τοίχο τον οποίο δεν υπήρχε ελπίδα να κατεδαφίσει. Τελικά, ο Νέιθαν είπε: «Θα κάνω πως δεν το άκουσα αυτό και θα πάμε παρακάτω. Διευθέτησε τα ζητήματά
208
ΚΑΤΕΕ ROBERT
σου, Γκέιμπ, γιατί κουράστηκα να γίνομαι αποδέκτης του θυμού σου.» Το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως είχε δίκιο: ο Γκέιμπ έπρεπε να μην είχε μιλήσει. «Συγγνώμη.» Για ένα παρατεταμένο δευτερόλεπτο, πίστεψε πως ο Νέιθαν δεν θα τον συγχωρούσε. «Δεν με επηρεάζει αυτό.» «Βλέπεις τι γίνεται; Αυτή η γυναίκα μ’ έχει αναστατώσει τόσο πολύ, που δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό.» «Νοιάζεσαι για εκείνη;» Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί την απάντηση. «Ναι. Πολύ.» «Ε, λοιπόν, κι εκείνη νοιάζεται για σένα. Τηλεφώνησε σήμερα, προσπαθώντας να παραστήσει την άρρωστη, και, όταν τελικά ήρθε, είχε τα μαύρα της τα χάλια.» «Είμαι σίγουρος πως είναι μια χαρά.» «Θα σταματήσεις να είσαι τόσο εγωιστής; Εκείνη σκέφτηκε τα χειρότερα για σένα – και λοιπόν; Γνωρίζεστε μόνο δύο εβδομάδες – δύο πραγματικά δύσκολες εβδομάδες. Και, παρά τις γκάφες σου, εκείνη σου έδωσε κι άλλη ευκαιρία. Δεν νομίζεις πως πρέπει να ξεκαβαλήσεις το καλάμι σου και να κάνεις το ίδιο;» Έτσι όπως το έθετε, ο Γκέιμπ ένιωσε σαν ηλίθιος. «Μου έχεις γίνει τσιμπούρι.» «Όχι. Σε ζορίζει το παλούκι που έχεις καταπιεί. Πάψε να διστάζεις και αποφάσισε πώς θα κινηθείς.» Το χειρότερο ήταν ότι ο αδελφός του μάλλον είχε δίκιο. Όντως, η Ελ το είχε βάλει στα πόδια στριγκλίζοντας μέσα στη νύχτα, στην πρώτη ένδειξη ότι ο Γκέιμπ δεν ήταν ακριβώς ο πρίγκιπας του παραμυθιού, αλλά μήπως κι εκείνος δεν έκανε το ίδιο; Κι αυτό σήμαινε ότι ο ένας από τους δύο έπρεπε να φανεί υπεράνω και να παραμερίσει την περηφάνια του. Ο Γκέιμπ έτριψε το πιγούνι του. Τι στην ευχή; Εάν δεν δοκίμαζε, πάντα θα αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να συμβεί.
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
209
Έπρεπε να κάνει κάτι αναθεματισμένα μεγαλειώδες για να φέρει ξανά την Ελ στο πλάι του – και στο κρεβάτι του. Ο Γκέιμπ έκανε τον κύκλο του δωματίου, ενώ το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Τα συνηθισμένα δώρα, του στυλ «Είμαι κόπανος και σου ζητώ συγγνώμη», δεν θα έφερναν αποτέλεσμα. Τα σοκολατάκια, τα λουλούδια, τα κοσμήματα – τίποτε από αυτά δεν θα έκανε την Ελ να τον ακούσει. Όμως, υπήρχε κάτι που θα έφερνε αποτέλεσμα, κάτι που εκείνη ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Έγειρε πάνω από το γραφείο. «Έχω μια ιδέα. Δεν έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει, αλλά είναι η μόνη που έχω.» Σε δύο μόλις εβδομάδες, ολόκληρος ο κόσμος του είχε ταραχτεί συθέμελα. Η Ελ είχε εμφανιστεί, φέρνοντας μια δροσιά μαζί της την οποία ο ίδιος δεν ήξερε καν πως είχε ανάγκη. Ο Γκέιμπ δεν ήθελε να επιστρέψει στο κενό που υπήρχε στη ζωή του πριν από εκείνη – πάντα απέφευγε τον ελεύθερο χρόνο ανάμεσα στη δουλειά, σαν την πανούκλα. Με εκείνη, για πρώτη φορά προσδοκούσε κάτι άλλο πέρα από τα κλαμπ και το στούντιο τατουάζ. Ήταν η ώρα να πάρει πίσω τη γυναίκα του.
Κεφάλαιο Είκοσι Δύο Η Ελ σταμάτησε στην αυλή και κοίταξε το πακέτο που ήταν ακουμπισμένο στην είσοδο του σπιτιού της. Κρίνοντας από το καφετί χαρτί, το περιτύλιγμα του σπάγκου και το μέγεθος, επρόκειτο για κάποιον πίνακα. Τι γύρευε εδώ; Ωστόσο, δεν μπορούσε να προσποιηθεί πως δεν ήξερε. Υπήρχε μόνον ένας άνθρωπος που θα της άφηνε πράγματα στην εξώπορτά της, και αυτή τη στιγμή δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί του. Μια φρικτή εβδομάδα δεν της είχε φτάσει για να ξεκαθαρίσει πώς ένιωθε – ούτε ένας χρόνος θα της έφτανε. Αναστέναξε, ξεκλείδωσε την πόρτα και κουβάλησε μέσα το πακέτο. Μια φοβισμένη φωνή μέσα της επέμενε να το πετάξει στα σκουπίδια, αλλά αυτό θα ήταν τελείως χυδαίο, όποιος κι αν είχε στείλει το δώρο. Τελικά, η Ελ το έβαλε πίσω από τον καναπέ· θα ασχολούνταν με αυτό αργότερα – όταν δεν θα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Θεέ μου, είχε τα χάλια της! Καθώς η νύχτα απλώθηκε, η Ελ δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Πήγαινε από τη μια άκρη του σπιτιού στην άλλη –τη μια στιγμή προσπαθώντας να ξεχαστεί μ’ ένα βιβλίο, ώσπου γινόταν ολοφάνερο πως δεν μπορούσε να εστιάσει στις λέξεις, και την άλλη ανοίγοντας το ψυγείο και αποφασίζοντας ότι δεν πεινούσε–, και τελικά ανέβηκε με κόπο πάνω για να διπλώσει τα πλυμένα ρούχα. Όταν αντίκρισε την τεράστια
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
211
στοίβα με τα καθαρά, αποφάσισε πως δεν ήθελε να κάνει ούτε αυτό. Τίποτα δεν της τραβούσε το ενδιαφέρον. Έπρεπε να κάνει κάτι για αυτό. Όχι, δεν ήθελε να δει. Μάλλον ήταν από τον Γκέιμπ – ο οποίος δεν άξιζε το χρόνο και τον κόπο που θα ανάλωνε για να κατέβει κάτω και να ξετυλίξει το πακέτο. Συνέχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε. Έπρεπε να το πετάξει ή να παραμείνει εδώ πάνω και να αγνοήσει την ύπαρξή του; Ναι, λες και αυτό το τελευταίο έφερνε αποτέλεσμα… Τελικά, αηδιασμένη με τον εαυτό της, η Ελ σήκωσε το τηλέφωνο. Χτύπησε μερικές φορές και έπειτα απάντησε η Ροξάν. «Ροξ, σε χρειάζομαι.» «Τι συνέβη;» «Νομίζω πως ο Γκέιμπ μού άφησε κάτι. Φοβάμαι… να το ανοίξω.» Η Ροξάν αναστέναξε και η Ελ ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη που η φίλη της δεν της έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. «Έρχομαι.» «Σ’ αγαπώ, Ροξ.» «Ναι, κι εγώ.» Έκλεισε το τηλέφωνο, πιθανότατα «στολίζοντας» την Ελ από μέσα της με διάφορα κοσμητικά επίθετα. Η Ελ κάθισε στο κρεβάτι και άρχισε να κουνιέται μπροςπίσω, μέχρι που άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει. Για ένα παρανοϊκό λεπτό, ήταν σίγουρη πως επέστρεψε ο Γκέιμπ, και κάθε κύτταρο του κορμιού της ξαναζωντάνεψε. Όμως, τότε άκουσε τη φωνή της Ροξάν που αντήχησε στο σπίτι. «Ελ;» «Εδώ πάνω.» «Αχά! Σωστά. Υποθέτω πως αυτός είναι ο πίνακας. Θα τον δω αμέσως.» Ο θόρυβος από το χαρτί που σκιζόταν έκανε την Ελ να πεταχτεί από το κρεβάτι. Έτρεξε κάτω και βρήκε τη Ροξάν να τοποθετεί τον πίνακα στον πάγκο της κουζίνας. Πήρε βαθιές ανάσες, αρνούμενη να δεχτεί αυτό που αντίκριζε. «Αυτό είναι…»
212
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Ναι, φαίνεται πως είναι ο πίνακας με τον οποίο έχεις εμμονή εδώ και μήνες.» Η Ροξάν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Θέλω να πω, είναι πολύ όμορφος, αλλά δεν βλέπω προς τι η τόση φασαρία.» «Είναι…» Δεν έβρισκε καν τις λέξεις για να περιγράψει τα συναισθήματά της. Θεούλη μου, ούτε που ήξερε τι αισθανόταν αυτή τη στιγμή! Η Ελ είχε δει την τιμή του πίνακα, και είχε νιώσει απελπισία για το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να τον αγοράσει – ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Ο Γκέιμπ τον είχε αγοράσει για εκείνη. «Πρέπει να τον πάω πίσω.» Η Ροξάν την κοίταξε σαν να ήταν τρελή. «Τι εννοείς;» «Δεν μπορώ να τον δεχτώ. Είναι υπερβολικό.» «Γλυκιά μου, άκου τι λες.» Η Ελ προσπάθησε να αρπάξει τον πίνακα, αλλά εκείνη τον κράτησε εύκολα σε απόσταση. «Στάσου ένα λεπτό και σκέψου. Πόσον καιρό ήθελες αυτό τον πίνακα;» «Πέντε μήνες.» Η Ροξάν απέφυγε άλλον έναν «ύφαλο». «Και θα μπορούσες ποτέ να τον αγοράσεις εσύ;» «Όχι! Αυτό είναι το θέμα.» Η Ελ χτύπησε το γοφό της στη γωνία του πάγκου τόσο δυνατά, που μελάνιασε. Άουτς. «Δεν μπορεί να με εξαγοράσει.» «Ειλικρινά, δεν πιστεύω πως προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο.» Όταν η Ελ απέμεινε με το στόμα ανοιχτό, εκείνη της έδωσε έναν κλειστό φάκελο. «Κοίτα, καταλαβαίνω πως έχεις αντικρουόμενα συναισθήματα για αυτόν τον άντρα, αλλά θα ήμουν τυφλή εάν δεν έβλεπα πως είναι τρελός για σένα. Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να διαβάσεις τι σου έγραψε.» Η Ελ οπισθοχώρησε, λες και ο φάκελος θα ορμούσε και θα τη δάγκωνε. Διάολε, μπορεί και να το έκανε! «Δεν θέλω να ακούσω τι έχει να πει.» «Τότε, είσαι ηλίθια.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
213
Αυτά τα λόγια τη σταμάτησαν. «Με ποιανού το μέρος είσαι;» «Ακούς καθόλου τι λες; Είσαι έξαλλη μαζί του για… ποιο πράγμα ακριβώς; Επειδή καθάριζε το πρόσωπό του από το κραγιόν; Δεν τον βρήκες δα να “καρφώνει” την γκόμενα στον τοίχο. Επειδή δήθεν μοιάζει με τον Τζέισον; Εγώ δεν βλέπω πού ακριβώς μοιάζει με τον κόπανο τέως φίλο σου. Επειδή σε άφησε; Γλυκιά μου, εσύ είσαι εκείνη που το έβαλε στα πόδια και του είπε να ξεχάσει τον αριθμό του τηλεφώνου σου. Ή, μήπως, επειδή σου χάρισε πολλαπλούς ισχυρούς οργασμούς; Γιατί ούτε αυτό είναι τόσο κακό, Ελ.» Η Ροξάν ακούμπησε τον πίνακα κάτω και έφτιαξε τα μαλλιά της. «Σ’ αγαπώ, αλλά αυτό είναι γελοίο. Σε έκανε χαρούμενη αυτός ο άντρας;» Ήθελε να απαντήσει «όχι», αλλά δεν μπορούσε να πει ψέματα στην καλύτερη φίλη της. «Ναι.» «Τότε, σε ρωτάω για άλλη μια φορά: ποιο είναι το πρόβλημα;» «Μου είπε ψέματα.» «Όντως σου είπε; Ή το έβαλες στα πόδια, προτού εκείνος προλάβει να σου εξηγήσει;» «Τον είδα που φιλούσε εκείνη τη γυναίκα.» «Τον είδες που σκούπιζε το κραγιόν της. Κοίτα, είναι απλό: θέλεις στ’ αλήθεια να πετάξεις την ευκαιρία να είσαι χαρούμενη, βασισμένη σε κάτι που μπορεί να είναι παρεξήγηση;» «Δεν είναι παρεξήγηση.» Δεν ήταν. Ήταν; «Όπως νομίζεις, γλυκιά μου. Εγώ πάω σπίτι.» Η Ροξάν γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο, και η Ελ απέμεινε να την κοιτάζει που απομακρυνόταν. Ωραία! Τώρα, είχε καταφέρει να απομακρύνει και το τελευταίο άτομο στη Γη που τη συμπονούσε. Έπιασε τη γωνία του πίνακα και τον έστρεψε προς το μέρος της. Ως συνήθως,
214
ΚΑΤΕΕ ROBERT
η ομορφιά του της έκοψε την ανάσα. Εάν ο Γκέιμπ προσπαθούσε πραγματικά να την εξαγοράσει, σίγουρα έκανε καλή δουλειά. Ωστόσο, υπήρχε μόνον ένας τρόπος για να βεβαιωθεί: έπιασε το φάκελο και τον κοίταξε· ούτε καν το όνομά της δεν ήταν γραμμένο πάνω του. Από την άλλη, για ποιον άλλον μπορεί να προοριζόταν, αν όχι για την ίδια; Και, ναι, καθυστερούσε επίτηδες. Κράτησε την ανάσα της, τον έσκισε και τράβηξε το γράμμα που ήταν μέσα. Η Ελ έπνιξε ένα γέλιο. Φυσικά και ήταν γραμμένο σε χαρτί με γραμμές και είχε σκιστεί από κάποιο τετράδιο. Γιατί της έκανε εντύπωση; Ένα κομμάτι της ήθελε να τον χλευάσει –σοβαρά τώρα, δεν μπορούσε τουλάχιστον να γράψει σε χαρτί αλληλογραφίας;–, αλλά η λογική υπερίσχυσε. Ο Γκέιμπ μόλις της είχε κάνει το πιο υπέροχο δώρο στη ζωή της, και αυτό ήταν κάτι που δεν είχε κάνει κανείς από τους προηγούμενους φίλους της. Δάγκωσε τα χείλη της και άρχισε να διαβάζει. Και τότε, συνειδητοποίησε απότομα το νόημα των λέξεών του. Ψαχούλεψε το σκαμπό της κουζίνας στα τυφλά, αφού ήταν ανήμπορη να αποτραβήξει τα μάτια της από τη σελίδα. Αυτό δεν ήταν ένα γράμμα στη λογική «Κοίτα τι σου πήρα! Έπραξα σωστά». Όχι, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Η Ελ το διάβασε δύο φορές, το άφησε, κι έπειτα το ξανάπιασε στα χέρια της. Δεν μπορεί να μιλούσε σοβαρά! Κοίταξε τον πίνακα και έπειτα το γράμμα. Ω, ναι, μιλούσε όντως σοβαρά! Ελ, Μωρό μου, μακάρι να ήξερα τι να πω για να διορθώσω τα πράγματα, αλλά και οι δύο ξέρουμε πως δεν είμαι καλός με τις λέξεις. Γι’ αυτό θα σου πω πώς νιώθω τώρα, κι εσύ μπορείς να αποφασίσεις μετά. Ξέρω ότι η όλη φάση μαζί μου δεν ήταν ό,τι ακριβώς φανταζόσουν και λυπάμαι πάρα πολύ για εκείνο το βράδυ. Ξέρω πως δεν θα με πιστέψεις, αλλά ορκίζομαι στον Θεό πως τίποτα δεν συνέβη με τη Λιν. Είναι η
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
215
διευθύντρια στο κλαμπ του Λος Άντζελες και ήρθε για να με δει, επειδή αμελούσα τις δουλειές μου προκειμένου να είμαι μαζί σου. Με φίλησε στο μάγουλο, όπως κάνει πάντα. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Πέρα απ’ αυτό το μπέρδεμα, νοιάζομαι για σένα. Διάολε, νιώθω να σ’ ερωτεύομαι τόσο αστραπιαία και έντονα, που έχω χάσει το μυαλό μου. Χριστέ μου, όταν ήρθες στο κρεβάτι μου την πρώτη φορά, ένιωσα σαν να κέρδισα το λαχείο, αλλά όλο αυτό εξελίχθηκε σε κάτι βαθύτερο από απλά συγκλονιστικό σεξ. Με κάνεις να θέλω πράγματα που ποτέ έως τώρα δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να θέλει και να νιώθω πιο χαρούμενος από ποτέ. Συγγνώμη, μωρό μου, πραγματικά συγγνώμη. Σε παρακαλώ, συγχώρησέ με. Μόλις τώρα σε βρήκα. Και δεν θέλω να σε χάσω. Γκέιμπ. Δεν ήταν διακήρυξη αιώνιας αγάπης, αλλά, έτσι κι αλλιώς, δεν θα τον πίστευε, εάν εκείνος επέλεγε μια τέτοια προσέγγιση. Όχι, δεν ήταν καν προσέγγιση – ήταν απλά ο Γκέιμπ. Η Ελ έφερε το γράμμα στα χείλη της, ενώ το μυαλό της έπαιρνε χιλιάδες στροφές. Την ερωτευόταν. Τον έκανε χαρούμενο, τον έκανε να θέλει να κατασταλάξει. Δεν ήταν, λοιπόν, η μόνη που βίωνε τέτοια συναισθήματα. Απόθεσε το γράμμα στον πάγκο και κοίταξε τον πίνακα. Επρόκειτο για ένα δείγμα τού πόσο ξετρελαμένος ήταν μαζί της – και όχι του ότι ήθελε να την εξαγοράσει. Θεέ μου, η Ροξάν είχε δίκιο! Η ίδια ήταν τόσο απασχολημένη με το να ζει στο παρελθόν, ώστε είχε καταλήξει στο χειρότερο συμπέρασμα χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να της εξηγήσει. Κι αν τον εμπιστευόταν όπως του άξιζε, τότε εκείνος δεν θα χρειαζόταν να εξηγήσει τίποτα. Συνειδητοποιώντας το αυτό, ένιωσε χαζή. Όλον αυτό τον καιρό ήταν απόλυτα σίγουρη πως εκείνος είχε τον απόλυτο έλεγχο, ότι απλά έπαιζε μαζί
216
ΚΑΤΕΕ ROBERT
της, κι όμως ήταν μοναχά οι δικοί της φόβοι που είχαν βγει στην επιφάνεια. Ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να σκεφτεί. Η Ελ ανέβηκε τις σκάλες και μπήκε στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα. Ο πίνακας που είχε ξεκινήσει να φτιάχνει εκείνο το πρωινό, πριν από δύο εβδομάδες, βρισκόταν ακόμα εκεί, μισοσκεπασμένος, όπως ακριβώς τον είχε αφήσει. Διέσχισε το δωμάτιο διστακτικά και τράβηξε το σεντόνι. Παρόλο που τότε τον είχε δει μόνο μία φορά, είχε αποτυπώσει το μυώδες στέρνο και τους φαρδιούς ώμους του. Ήταν εμφανές πως ο Γκέιμπ την είχε εντυπωσιάσει. Ανέτρεξε στις κοινές στιγμές τους, και ειδικά στο πρωινό έπειτα από την αλλεργική αντίδραση. Εκείνος είχε ξεγυμνώσει την ψυχή του για το παρελθόν του, για τη μητέρα του. Αυτή ήταν η αλήθεια. Τελικά, δεν είχε και τόσο κακό γούστο στους άντρες, όπως νόμιζε. Κι αυτό σήμαινε πως έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να επανορθώσει. Η Ελ πήρε το πινέλο της και πλησίασε τον καμβά. Ήταν ώρα να τελειώσει αυτό που είχε ξεκινήσει. Έπρεπε απλά να βρει το κουράγιο για να το κάνει.
Κεφάλαιο Είκοσι Τρία Το χαμηλόφωνο βουητό του πιστολιού για τα τατουάζ συνήθως ηρεμούσε τον Γκέιμπ, όμως σήμερα ήθελε να το πετάξει από το παράθυρο. Δύο μέρες. Είχε επιστρέψει στην πόλη εδώ και δύο αναθεματισμένες μέρες, και δεν είχε κανένα νέο της. Στύλωσε την καρέκλα με τα πόδια του και αναρωτήθηκε τι γύρευε εδώ. Τη στιγμή που το είχε αποφασίσει, του είχε φανεί καλή ιδέα – δεν ήθελε να μείνει μόνος, κι έτσι είχε έρθει στο στούντιο. Τελικά, όμως, το μόνο που πέτυχε αυτή η κίνηση ήταν να του υπενθυμίσει το πόσο αχρείαστος ήταν εδώ. Κατά κάποιον τρόπο, μέσα στα χρόνια, λόγω της ενασχόλησής του με τα κλαμπ, είχε καταλήξει να δουλεύει μόνο περιστασιακά με τα τατουάζ αντί καθημερινά. Αυτό δεν τον ενοχλούσε ποτέ πριν, όμως τώρα ένιωθε σαν να μην τον κρατούσε πλέον ούτε ένα καταραμένο πράγμα στην πόλη. Ίσως έπρεπε να φύγει, να πάρει την επόμενη πτήση για το Σιάτλ. Μπορούσε να διασχίσει τη Δυτική Ακτή και να επισκεφτεί τα κλαμπ στα οποία είχε καιρό να πάει – να κάνει οτιδήποτε θα τον βοηθούσε να ξεχάσει τον πόνο του. Ποιος θα το φανταζόταν ότι δύο αναθεματισμένες εβδομάδες ήταν αρκετές για να τον κάνουν να χάσει το μυαλό του για μια γυναίκα; Το κουδούνι πάνω από την πόρτα ήχησε, και μόλις την είδε να μπαίνει στο στούντιο κόντεψε να πέσει από την καρέκλα του. Διάολε, μάλλον ονειρευόταν! Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβαίνει αυτό…
218
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Γιατί ήρθε εδώ; Προσπάθησε να τη ρωτήσει, αλλά δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε λέξη, καθώς η Ελ διέσχιζε το γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα και στάθηκε μπροστά του. Η γυναίκα αυτή ήταν σαν οπτασία: το μακρύ φόρεμά της αγκάλιαζε τις καμπύλες της και άφηνε γυμνούς τους ώμους της· το ζωηρό, τροπικό σχέδιο του φορέματος ανεδείκνυε το μαύρισμά της και τα ξανθά μαλλιά της, και το μόνο που ήθελε να κάνει εκείνος ήταν να την αγκαλιάσει και να την κρατήσει, μέχρι να βεβαιωθεί πως όλο αυτό ήταν αληθινό. Όχι. Δεν ήταν σωστό. Δεν έπρεπε να την αγγίξει – όχι, έπειτα από την κατάληξη που είχαν τα πράγματα την τελευταία φορά. «Γεια.» Σωστά, έπρεπε να της απαντήσει. Ο Γκέιμπ τινάχτηκε όρθιος. «Τι γυρεύεις εδώ;» Τι της είπε μόλις τώρα; Άει στην ευχή! «Διάολε, δεν το εννοούσα έτσι.» Δεν ήθελε να μιλήσουν εδώ, που τους έβλεπαν όλοι οι καλλιτέχνες και οι πελάτες του, αλλά δεν υπήρχε άλλο μέρος, εκτός κι αν πήγαιναν στην τουαλέτα για να συζητήσουν. Χριστέ μου, τι σκεφτόταν; Αυτή η γυναίκα τον τρέλαινε. Γιατί είχε έρθει εδώ; Η Ελ βασικά χαμογέλασε. «Πήρα το πακέτο σου.» Ένας από τους άντρες γέλασε, και το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. «Ε… ξέρεις τι εννοώ. Ήταν υπερβολικό.» Άρα, είχε έρθει εδώ για να τσακωθεί για αυτό. Ο Γκέιμπ βούλιαξε στην κυλιόμενη καρέκλα, με το στομάχι του δεμένο κόμπο. Αυτή η γυναίκα τον έκανε να νιώθει σαν μαθητούδι, σαν ένας αδέξιος ανόητος που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σωστά. «Όμως… το γράμμα ήταν αναπάντεχο.» Εκείνη έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους θαμώνες του στούντιο, οι οποίοι τώρα τους παρακολουθούσαν απροκάλυπτα. Για μια στιγμή, ο Γκέιμπ πίστεψε πως η Ελ θα έκανε πίσω, όμως εκείνη ίσιωσε τους ώμους της και μίλησε βιαστικά: «Τελείωσα τον πίνακά μου.»
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
219
Ο Γκέιμπ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. «Τον πίνακά σου;» «Ναι, τον πίνακά μου.» Κούνησε νευρικά τα χέρια της. «Εκείνον που ξεκίνησα την επόμενη μέρα αφότου εμείς… ε… ξέρεις.» Η Ελ ανασήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. «Αυτόν που απεικονίζει εσένα. Θα… εε… ήθελα να έρθεις να τον δεις και να μου πεις τη γνώμη σου.» Ένας πίνακας; Που απεικόνιζε εκείνον; Μήπως αυτό σήμαινε… Ο Γκέιμπ πήδηξε όρθιος. «Πάμε.» «Περίμενε.» Τον έσπρωξε πίσω στην καρέκλα. «Πραγματικά, λυπάμαι πολύ που φρίκαρα τόσο πολύ μαζί σου. Θυμάσαι τον τύπο που έδειρε ο αδελφός μου; Ε, λοιπόν, τον είχα ερωτευτεί τρελά, και ήταν “κακό παιδί”, σαν εσένα. Μόνο που δεν ήταν σαν εσένα, γιατί στην πραγματικότητα δεν του μοιάζεις καθόλου. Δεν ενδιαφερόταν για μένα, και το μόνο που ήθελε ήταν να μπει κάτω από τη φούστα μου, καθώς και κάτω από τη φούστα όλων των άλλων κοριτσιών, ενώ έβγαινε μαζί μου. Όμως, έπειτα τα χάλασε μαζί μου, και φρόντισε να μου το πει μπροστά στους φίλους μου με τον πιο εξευτελιστικό τρόπο.» Χριστέ μου, ο Γκέιμπ ήξερε ότι ο τύπος ήταν κόπανος, αλλά δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και βιάστηκε να συνεχίσει, προτού προλάβει να της πει κάτι. «Βασικά, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι το θέμα που έχω με την εμπιστοσύνη δεν είναι δικό σου φταίξιμο, παρ’ όλα αυτά όμως λειτούργησα σαν να ήταν τέτοιο. Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με.» «Περασμένα-ξεχασμένα, μωρό μου. Θέλω να δω τον πίνακα.» Τον πίνακα που απεικόνιζε εκείνον. «Είναι κι άλλα.» Κι άλλα; Τι άλλο υπήρχε για να του πει; Όμως, η Ελ συνέχισε βιαστικά, προτού ο ίδιος προλάβει να βρει το κουράγιο και να εκφράσει την απορία του. «Ήρθα για να κάνω ένα τατουάζ.» Η γυναίκα αυτή έτρεχε τόσο γρήγορα που του ήταν δύσκολο να την προλάβει. «Ένα τατουάζ;»
220
ΚΑΤΕΕ ROBERT
«Ναι, ένα τατουάζ.» Τίποτα από αυτά δεν έβγαζε νόημα. «Τι θα πει η μητέρα σου;» «Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα πει η μητέρα μου.» Η Ελ έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. «Ξέρεις, δεν διευκολύνεις την κατάσταση.» Ήταν σαν να συζητούσαν κι εκείνος να άκουγε μόνον ένα μέρος της συζήτησης. «Δεν το καταλαβαίνω. Γιατί θέλεις να κάνεις ένα τατουάζ; Γιατί εδώ;» «Τα εννοούσες όλα αυτά που έγραφες στο γράμμα;» Διάολε, είχε σπαταλήσει ατέλειωτες ώρες πάνω από εκείνο το χαζό γράμμα, και το μόνο που είχε καταφέρει τελικά ήταν να γράψει λιγότερο από μισή σελίδα. «Ναι, τα εννοούσα.» Εκείνη ξεφύσησε. «Ε, λοιπόν, όπως φαίνεται, κι εγώ σ’ ερωτεύομαι. Και νιώθω πραγματικά πολύ χαρούμενη μαζί σου.» Ο Γκέιμπ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Βλέπεις» συνέχισε εκείνη «έπειτα από την οδυνηρά τραυματική εμπειρία μου με τον πρώην μου, πίστευα πως δεν μπορούσα να εμπιστευτώ το γούστο μου στους άντρες. Η μητέρα μου συμφώνησε απόλυτα, κι έτσι όλα αυτά τα χρόνια προσπαθεί να με σπρώξει σε σχέσεις με “ευυπόληπτους” κυρίους. Όμως, το αστείο είναι πως, αν ήμουν αρκετά θαρραλέα για να εμπιστευτώ το ένστικτό μου, εσύ είσαι αυτός ακριβώς που θα διάλεγα για τον εαυτό μου.» «Εγώ – τι;» Θα διάλεγε εκείνον. Ο Γκέιμπ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και αναρωτήθηκε αμυδρά πόσο συχνά θα τον γρονθοκοπούσε συναισθηματικά όπως τώρα… ή αν θα τον πείραζε καν αυτό. «Ναι, Γκέιμπ. Θα διάλεγα εσένα. Διαλέγω εσένα.» Του χαμογέλασε νευρικά. «Και είναι η καλύτερη απόφαση που έχω πάρει ποτέ.» Ήταν σίγουρος πως είχε φύγει το έδαφος κάτω από τα
ΕΝΑΣ ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
221
πόδια του. Σίγουρα, ονειρευόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να είχε όντως έρθει η Ελ στο στούντιο και να του έλεγε πως τον ερωτευόταν· ότι θα τον διάλεγε πάνω απ’ όλους. Αυτά δεν συνέβαιναν σε τύπους σαν κι εκείνον. Όταν δεν της είπε τίποτα, εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λοιπόν… θυμάσαι τη συζήτηση που κάναμε στο δείπνο; Εκείνη, στην οποία μιλούσαμε για τους ανθρώπους που κάνουν τατουάζ για να θυμούνται συγκεκριμένα πράγματα;» «Ναι.» Σιγά μην είχε ξεχάσει κάθε στιγμή που είχαν περάσει μαζί – όχι, από τη στιγμή που δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο. «Λοιπόν, γι’ αυτό θέλω ένα τατουάζ: επειδή νιώθω πως ολόκληρη η ζωή μου απέκτησε νόημα από τότε που σε γνώρισα. Νόμιζα πως το έπαιζα προσεκτική, αλλά στην πραγματικότητα κρυβόμουν. Δεν θα κρυφτώ άλλο. Εάν αυτό δεν αξίζει να το αποτυπώσω πάνω μου, τότε δεν ξέρω τι αξίζει.» Ο Γκέιμπ άπλωσε το χέρι του, πιστεύοντας ακόμα πως εκείνη δεν σοβαρολογούσε. Όμως, η Ελ έβαλε το χέρι της στο δικό του, και τότε το συνειδητοποίησε – ήταν αλήθεια. Βρισκόταν όντως εδώ και έλεγε αυτά τα πράγματα. Την τράβηξε στην αγκαλιά του, κι εκείνη ούτε που διαμαρτυρήθηκε. Αντίθετα, κούρνιασε στην αγκαλιά του, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. «Μιλάς σοβαρά;» Η Ελ έπιασε το πρόσωπό του με το χέρι της. «Μιλάω σοβαρά. Σ’ ερωτεύομαι, Γκέιμπ Σουλτς, και θέλω πάρα πολύ να μου κάνεις ένα τατουάζ.» Τότε εκείνος παρατήρησε το χαρτί που κρατούσε στο άλλο χέρι της. Τη βόλεψε καλύτερα στην αγκαλιά του και το πήρε: ήταν ένα ακριβές αντίγραφο του πίνακα που της είχε αγοράσει. «Αυτό χρειάζεται πολλή δουλειά.» «Σκέφτηκα πως μπορούμε να ξεκινήσουμε απλά.» Του έδειξε το λουλούδι που βρισκόταν στον ώμο της γυναίκας στον πίνακα. «Ας δούμε πώς θα εξελιχθεί, και θα προχωρήσουμε βλέποντας και κάνοντας.»
222
ΚΑΤΕΕ ROBERT
Ναι, δεν μιλούσαν μόνο για τατουάζ. «Συμπτωματικά, δεν έχω κανονίσει κανένα ραντεβού για σήμερα.» Όμως, ακόμα κι αν είχε, θα το ακύρωνε μεμιάς για αυτή τη γυναίκα. Την τράβηξε κοντά του, απολαμβάνοντας την αίσθηση των γοφών της κάτω από τα χέρια του. Ήταν σαν να ζούσε το τέλειο χριστουγεννιάτικο πρωινό που ποτέ δεν είχε βιώσει ως παιδί· ένα πρωινό στο οποίο ξυπνούσε και συνειδητοποιούσε ότι είχε πάρει το μοναδικό δώρο που είχε θελήσει ποτέ του. Η Ελ τον φίλησε ακριβώς εκεί, μπροστά σε όλους. Η γλώσσα της αναζήτησε τη δική του με μια απίστευτη γλυκύτητα, παρά τη φωτιά που του άναβε. Και τον ήθελε. Ο Γκέιμπ ήθελε να το φωνάξει σ’ όλον τον κόσμο. Τη φίλησε πιο απαλά και αποτραβήχτηκε χαμογελώντας. «Είσαι έτοιμη, μωρό μου; Είναι μεγάλο βήμα αυτό.» Εκείνη τον φίλησε ξανά. «Αφού θα με κρατάς στην αγκαλιά σου, θα είμαι μια χαρά. Ας το κάνουμε.»