IRIS JOHANSEN
Αιχμάλωτοι του Πάθους
Tίτλος πρωτοτύπου: STORMY VOWS by Iris Johansen Copyright © 1983 by Iris Johansen Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Loveswept, an imprint of The Random House Publishing Group, a division of Random House, Inc. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 04 ISΒN: 978-960-497-387-3 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Κεφάλαιο 1 Η Μπρένα Σλόαν στράφηκε αργά προς τον καθρέφτη, παρατηρώντας το είδωλό της εξεταστικά. Το μέτωπό της συνοφρυώθηκε, και δάγκωσε τα χείλη της. Η λιτή, μαύρη μάλλινη φούστα και η λευκή μεταξωτή μπλούζα της έδειχναν απλές και κομψές όταν τις είχε διαλέξει πριν από είκοσι λεπτά, αλλά τώρα το ξανασκεφτόταν. Μήπως παραήταν απλές; Ήθελε οπωσδήποτε να κάνει εντύπωση στη συνέντευξη που ίσως θα ήταν η σπουδαιότερη της καριέρας της. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ανασήκωσε τους ώμους της και γύρισε για να φύγει. Ήταν μια χαρά. Έτσι και αλλιώς η ντουλάπα της δεν είχε και πολλά ρούχα. Μάζεψε γρήγορα το σουέτ σακάκι και την τσάντα της και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το σαλόνι. Ένα δίχρονο, στρουμπουλό ξανθομάλλικο αγόρι σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε από το πάρκο του χαμογελώντας της πλατιά. Στηρίχτηκε αποφασιστικά στα πόδια του για να σηκωθεί όρθιο ενώ έδειχνε απίστευτα όμορφο με το κοτλέ, μπλε παντελόνι και το μπλουζάκι που έγραφε μπροστά «Λος Άντζελες Ντότζερς». «Φεύγουμε, μαμά;» τη ρώτησε χαρούμενος. Ο Ράντι πάντα ήθελε να φεύγουν, σκέφτηκε πικραμένη η Μπρένα. Γι’ αυτόν κάθε ταξίδι ήταν μια ευχάριστη περιπέτεια και σίγουρα είχε περάσει πολλές. Τον σήκωσε απ’ το πάρκο, δίνοντάς του ένα φιλί στο απαλό του μάγουλο και τον κράτησε κοντά της για μια γρήγορη αγκαλιά. «Φεύγουμε» του επιβεβαίωσε η Μπρένα. Τον άφησε στο πάτωμα καθώς έκλεινε το αναδιπλούμενο πάρκο και πήρε την πάνινη τσάντα με τα παιχνίδια του, που πάντα είχε πρόχειρη. Την κοίταζε ήρεμα, εξοικειωμένος με το τελετουργικό που επαναλαμβανόταν δύο με τρεις φορές τη μέρα. Η Μπρένα έβαλε το πάρκο παραμάσχαλα, πήρε το σακάκι, την τσάντα της και τα παιχνίδια και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Ο Ράντι την ακολούθησε χαρούμενος καθώς έβγαιναν απ’ το διαμέρισμα και κατευθύνονταν προς το ασανσέρ. «Μαμά, αγκαλιά;» τη ρώτησε. Και αυτό επίσης ήταν μέρος του τελετουργικού. Ο Ράντι δεν περίμενε ότι θα τον έπαιρνε αγκαλιά, αλλά ρωτούσε κάθε φορά, σκέφτηκε η Μπρένα με τρυφερότητα. «Όχι, Ράντι, θα πρέπει να περπατήσεις» του απάντησε σταθερά, ενώ η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και μπήκαν στον μικρό θάλαμο. Το κτίριο είχε μόνο δύο ορόφους και πραγματικά δεν ήταν απαραίτητο το ασανσέρ, όμως η Μπρένα αισθανόταν ευγνωμοσύνη για την ύπαρξή του κάθε φορά που έβγαινε με τον Ράντι. Φορτωμένη σαν γαϊδούρι, όπως συνήθως, δε θα κατάφερνε να κατεβεί τις σκάλες παρέα με τον Ράντι χωρίς να γίνει κάποια μεγάλη καταστροφή. Εκτός αυτού, ο Ράντι αγαπούσε το ασανσέρ. Ήταν ακόμα μια μαγική περιπέτεια για εκείνον – όχι τόσο όσο οι συναρπαστικές κυλιόμενες σκάλες στα μαγαζιά, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε και η Μπρένα οδήγησε τον Ράντι στο χολ προς το διαμέρισμα του διαχειριστή. Ο Ράντι γνώριζε καλά τον δρόμο και κούνησε το κεφάλι του με ευχαρίστηση όταν έσπρωξαν την πόρτα. «Θεία Βιβ» είπε ήρεμα, γνωρίζοντας ότι πίσω απ’ αυτήν την πόρτα υπήρχε ακόμα ένας άνθρωπος
που του έδινε παιχνίδια, γλυκά και χάδια. «Ναι, γλυκέ μου, θα σε προσέχει όση ώρα η μαμά θα είναι έξω» είπε η Μπρένα χτυπώντας το κουδούνι. «Πέρνα μέσα, Μπρένα» φώναξε η Βίβιαν Μπάρλοου και, όταν η Μπρένα και ο Ράντι μπήκαν, κούνησε το χέρι της απ’ τον καναπέ όπου καθόταν καθώς περνούσε μια στρώση αστραφτερού βερνικιού στα νύχια της. «Σου ζητώ συγγνώμη, αγάπη μου» είπε με ένα αφηρημένο χαμόγελο. «Ξέρω ότι βιάζεσαι, αλλά θα σε πείραζε να τακτοποιήσεις τα πράγματα του Ράντι πριν φύγεις; Έχω μια φωτογράφιση αργότερα και το βερνίκι δεν έχει στεγνώσει ακόμα.» «Άλλη μία διαφήμιση για απορρυπαντικό πλυντηρίου;» ρώτησε η Μπρένα καθώς ξεδίπλωνε το πάρκο με γρήγορες κινήσεις. Η Βίβιαν Μπάρλοου ένευσε καταφατικά με το χτενισμένο, στιλπνό, γκρι κεφάλι της. «Ναι» απάντησε αργά και τα φρύδια της υψώθηκαν ειρωνικά. «Ακόμα μία δουλειά σύγκρισης μεταξύ γιαγιάς και εγγονής, όπου η εγγονή χάνει γιατί η γιαγιά έχει πιο ωραίο χέρια» της είπε μ’ ένα απολογητικό, ντροπαλό χαμόγελο. «Και όλα αυτά γιατί έπλενα την κινέζικη πορσελάνη μου από τότε που γεννήθηκα με αντισκορικό.» «Αντισκορικό!» είπε η Μπρένα γελώντας. «Με κάτι τέτοιο» απάντησε ακαθόριστα η Βίβιαν. Σηκώθηκε όρθια αργά και κατευθύνθηκε προς τον Ράντι, που καθόταν στο πάτωμα, και του έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι. «Πώς είσαι, παίκτη;» τον ρώτησε στοργικά. Ήταν και η ίδια ένθερμη οπαδός μπέιζμπολ και ήταν αυτή που του είχε χαρίσει το μπλουζάκι των Ντότζερς. Κοντά στα εξήντα της, η Βίβιαν Μπάρλοου ήταν μια ελκυστική, καλοντυμένη και καλοδιατηρημένη γυναίκα. Επίσης, είχε το πιο ζεστό χαμόγελο και τα πιο γελαστά μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή της η Μπρένα. Λίγο καιρό αφότου είχαν γίνει φίλες μ’ αυτή την υπερμοντέρνα ιδιοκτήτρια, η Μπρένα έμαθε ότι η Βίβιαν είχε χωρίσει δύο φορές και είχε μείνει χήρα μία. Σε μια στιγμή εμπιστοσύνης η Βίβιαν είχε εξομολογηθεί γεμάτη καημό: «Πάντα φοβόμουν ότι θα έχανα κάτι κατά τη διάρκεια της ζωής μου και έτσι βγήκα και την άρπαξα απ’ τα μαλλιά.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Έχω ζήσει κάποιες καλές στιγμές στη ζωή μου.» Η Βίβιαν ήταν ηθοποιός για πολλά χρόνια παίζοντας μικρούς ρόλους και κάνοντας περάσματα σε εκατοντάδες φιλμ και θεατρικές παραγωγές. Όταν πέθανε ο σύζυγος «νούμερο τρία» και της άφησε ένα μικρό κτιριακό συγκρότημα και ένα ικανοποιητικό εισόδημα, αποσύρθηκε, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει ότι βαριόταν απίστευτα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Βίβιαν ανακάλυψε ότι η απίστευτη ενέργειά της μπορούσε να βρει διέξοδο στον κόσμο των τηλεοπτικών διαφημίσεων. Τη ζητούσαν συχνά για τον ρόλο της μοντέρνας ηλικιωμένης γυναίκας, που ερχόταν σε αντίθεση με τις γιαγιαδίστικες φιγούρες που έπλεκαν στο παρελθόν. «Εγώ ακόμα πιστεύω ότι θα ήσουν τέλεια για διαφημίσεις σαμπουάν ή σαπουνιού» είπε αποφασιστικά η Βίβιαν. «Έχεις την εικόνα μιας νεράιδας. Μοιάζεις λες και μεγάλωσες σε κάποιο ξέφωτο του δάσους.» Κοίταξε κριτικά την Μπρένα, που τοποθετούσε τα αγαπημένα παιχνίδια του Ράντι στο πάρκο πριν τον σηκώσει και τον βάλει να κάτσει στο κέντρο του στρώματος. Η Μπρένα ίσιωσε το κορμί της, και ένα γέλιο φώτισε το πρόσωπό της με ενδιαφέρον. «Το ίδρυμα Τζον Χάρις δεν ήταν ακριβώς ένα πράσινο ξέφωτο» είπε ξερά. Αντιθέτως, στο ορφανοτροφείο που είχε μεγαλώσει δεν υπήρχε χρόνος για τέτοιες ανοησίες όπως νύμφες ή
νεράιδες, σκέφτηκε μελαγχολική. Η Βίβιαν την κοίταξε απότομα, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. «Είσαι πολύ καλοντυμένη σήμερα» της είπε. Η Μπρένα απέφυγε να την κοιτάξει καθώς έπαιρνε το σακάκι και την τσάντα της. «Έχω μια οντισιόν» απάντησε σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια της. «Πρόβα; Και γιατί δεν μου το είπες;» τη ρώτησε η Βίβιαν ενθουσιασμένη. «Πού είναι; Πες τα μου όλα.» «Δεν υπάρχουν και πολλά να σου πω» είπε η Μπρένα προσποιούμενη την αδιάφορη. «Ο Τσαρλς κανόνισε να δοκιμάσω έναν ρόλο στην ταινία ενός πρώην μαθητή του, στην οποία είναι παραγωγός. Το πιο πιθανό είναι ότι δε θα βγει κάτι από αυτό.» «Δεν ήξερα ότι ο Τσαρλς έχει διασυνδέσεις στον κινηματογράφο» είπε η Βίβιαν προβληματισμένη. «Ποιος είναι αυτός;» Η Μπρένα πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε να κοιτάξει το πρόσωπο της φίλης της φανερώνοντας την έντασή της. «Ο Μάικλ Ντόνοβαν.» Τα φρύδια της Βίβιαν σηκώθηκαν και έκανε ένα άηχο σφύριγμα. «Ο Μάικλ Ντόνοβαν! Τι ευκαιρία για σένα.» Όλοι όσοι ασχολούνταν με το σινεμά ήξεραν τον Μάικλ Ντόνοβαν. Δεν είχε πατήσει ακόμη τα σαράντα και ήταν ήδη ένας θρύλος. Είχε μπει στον ουρανό του Χόλιγουντ σαν φλεγόμενος κομήτης. Ήταν ένας απ’ τους καλύτερους σεναριογράφουςσκηνοθέτες και πρόσφατα είχε ξεκινήσει την παραγωγή δικών του ταινιών με ανάλογη επιτυχία. Είχε σκηνοθετήσει τρεις απ’ τις εμπορικότερες ταινίες όλων των εποχών και, καθώς είχε χρηματοδοτήσει τις δύο απ’ αυτές, είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος από τις εισπράξεις. Είχε επενδύσει μέρος από αυτή την περιουσία στη δική του κινηματογραφική εταιρεία στο νότιο Όρεγκον, όπου είχε συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ταλέντα του κινηματογράφου. Η φήμη του είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις, που ακόμα και τ’ όνομά του εξέπεμπε τη λάμψη του αγγίγματος του Μίδα. Η Μπρένα ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Είναι απλά μια οντισιόν. Πρόκειται να διαβάσω ένα κομμάτι στον υπεύθυνο διανομής ρόλων Τζος Χερνάντες.» Η αυτοκυριαρχία της χάθηκε και έκλεισε τα μάτια της παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. «Ω Βίβιαν, είμαι τόσο αγχωμένη.» Η Βίβιαν τη χτύπησε μαλακά στον ώμο. «Θα τα πας πολύ καλά» της είπε ενθαρρυντικά. «Είσαι καλή, Μπρένα, πραγματικά καλή.» «Υπάρχουν εκατοντάδες ταλαντούχες ηθοποιοί σ’ αυτή την πόλη» είπε η Μπρένα θλιμμένη. «Και οι περισσότερες απ’ αυτές είναι χωρίς δουλειά.» Η Βίβιαν κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Είναι μια ανταγωνιστική δουλειά» της είπε. «Αμφιβάλλω καν αν θα έφτανες μέχρι τη ρεσεψιόν στο γραφείο διανομής ρόλων του Ντόνοβαν αν δε σε είχε προτείνει κάποιος προσωπικά. Δεν ήξερα ότι ο Τσαρλς γνώριζε τον Μάικλ Ντόνοβαν.» «Ούτε εγώ το ήξερα» αποκρίθηκε η Μπρένα. «Δεν πίστευα ότι θα ήθελε να έχει συναλλαγές με τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Γι’ αυτό είναι σημαντικό για μένα να τα πάω καλά στην οντισιόν. Δε θέλω να τον απογοητεύσω αφού μπήκε σε τόσο κόπο να με συστήσει στον κύριο Ντόνοβαν.» Έγλειψε τα χείλη της νευρικά και έπειτα ίσιωσε τους ώμους της. «Λοιπόν, το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι το να με απορρίψουν» είπε προσποιούμενη τη γενναία. Χάρισε ένα γρήγορο χαμόγελο στη μεγαλύτερη γυναίκα. «Θα μου ευχηθείς καλή τύχη;»
«Πάρ’ τους τα μυαλά, Μπρένα» απάντησε η Βίβιαν. Αφού έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο απαλό κεφάλι του Ράντι, η Μπρένα έφυγε. Επέτρεψε στις σκέψεις να επιστρέψουν στο μυαλό της για την πρόβα μόνο όταν ξεπάρκαρε το αρχαίο της γκρι Χόντα έξω από το συγκρότημα. Όταν ο Τσαρλς τής είπε τι είχε κανονίσει και της έδωσε το σενάριο του Άγρια Κληρονομιά είχε μείνει έκπληκτη. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν είχε φανταστεί ότι θα είχε την ευκαιρία να περάσει από οντισιόν για τον Ντόνοβαν. Ο Τσαρλς είχε χαρεί σχεδόν σαν παιδί με την έκπληξή της. Της εξήγησε εν συντομία ότι ο Ντόνοβαν ήταν μαθητής του πριν από κάποια χρόνια και ότι διατηρούσαν κάποια επαφή που και που. «Όταν διάβασα ότι ο Μάικλ είχε αγοράσει το βιβλίο Άγρια Κληρονομιά, ήξερα ότι θα ήσουν τέλεια για τον ρόλο της Άντζι» της είπε απλά. Της χτύπησε αδέξια τον ώμο λέγοντάς της: «Κάνε με περήφανο, Μπρένα.» Το Άγρια Κληρονομιά επικεντρωνόταν στον χαρακτήρα της Άντζι Λίντεν, μιας περίπλοκης, νέας γυναίκας που πάλευε να ξεπεράσει το ασύδοτο παρελθόν της. Είχε τα πάντα: πάθος, χιούμορ και μια κρυμμένη τραγωδία. Κάθε ηθοποιός θα έδινε το δεξί της χέρι για αυτό τον ρόλο και η Μπρένα σκεφτόταν ειλικρινά ότι ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά που θα την έβγαζε απ’ την ανωνυμία. Αν ο Τσαρλς Γουίλκς δεν επέμενε τόσο, δε θα σκεφτόταν καν να πάει στην οντισιόν. Αλλά δεν μπορούσε να τον απογοητεύσει έπειτα απ’ όλα αυτά που είχε κάνει για εκείνη. Η διεύθυνση που της είχε δώσει ο Τσαρλς ήταν στο κέντρο του Λος Άντζελες και, όταν τη βρήκε, εντυπωσιάστηκε απ’ το απλό, τούβλινο διώροφο κτίριο με τη διακριτική πλακέτα ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΝΤΟΝΟΒΑΝ. Ήταν μάλλον μια κοινή επιγραφή για την τεράστια φήμη που είχε ο Μάικλ Ντόνοβαν, σκέφτηκε η Μπρένα, καθώς πάρκαρε μπροστά στο κτίριο. Αφού έβαλε χρήματα στο παρκόμετρο, μπήκε μέσα απ’ τη γυάλινη μοντέρνα πόρτα. Μια χαμογελαστή ρεσεψιονίστ τής έδειξε πού βρισκόταν το στούντιο Β στον δεύτερο όροφο. Το στούντιο Β ήταν στην πραγματικότητα ένα μικρό θέατρο που είχε μια υπερυψωμένη σκηνή και αρκετές σειρές από βελούδινα καθίσματα. Δύο θέσεις κοντά στην πόρτα ήταν κατειλημμένες από έναν κοντό μαυρομάλλη άνδρα κοντά στα τριάντα και μια κοκκινομάλλα κοπέλα, στην ίδια ηλικία, που ήταν ντυμένη απλά. Ο άντρας σηκώθηκε όρθιος όταν μπήκε η Μπρένα και σήκωσε έναν πίνακα απ’ την καρέκλα δίπλα του. «Η δεσποινίς Σλόαν;» Το χαμόγελό του ήταν γρήγορο, δίνοντας στο λεπτό και έξυπνο πρόσωπό του ζεστασιά. «Είμαι ο Τζος Χερνάντες και αυτή είναι η βοηθός μου Μπίλι Πέρκινς.» Η κοκκινομάλλα χαμογέλασε απαντώντας στο κούνημα του κεφαλιού που έκανε η Μπρένα. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω.» Η Μπρένα χαλάρωσε λίγο και άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Ίσως τελικά να μην ήταν τόσο άσχημα. Ο Τζος Χερνάντες απείχε πολύ απ’ την εικόνα της φαντασίας της, ενός ανθρώπου που κάπνιζε πούρο κι είχε μάτια σαν χάντρες. Ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της και ο Τζος έχασε την ανάσα του χωρίς να το θέλει. Θεέ μου, είχε να δει τέτοιο χαμόγελο απ’ την εποχή της Όντρει Χέπμπορν. «Είμαι πολύ χαρούμενη που σας γνωρίζω, κύριε Χερνάντες» απάντησε ντροπαλά. Έπειτα κοίταξε γύρω της το μικρό θέατρο και είπε: «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο.» Εκείνος σήκωσε τους ώμους του μ’ ένα χαμόγελο. «Αν τα καταφέρεις σ’ αυτή τη δοκιμασία, στη
συνέχεια θα πρέπει να περάσεις από δοκιμαστικό φιλμ. Ο κύριος Ντόνοβαν προτιμά η πρώτη οντισιόν να γίνεται εδώ. Πιστεύει ότι η σκηνή αναδεικνύει τον ηθοποιό και μας βοηθά να δούμε καλύτερα τις κινήσεις του.» «Ο κύριος Ντόνοβαν φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος με πρωτότυπες ιδέες» είπε απαλά η Μπρένα. «Έτσι ακριβώς είναι, δεσποινίς Σλόαν» είπε θλιμμένος ο Τζος. «Έτσι ακριβώς.» Κοίταξε τον πίνακα που κρατούσε και της έδωσε μία φόρμα. «Αν συμπληρώσεις αυτό, θα προχωρήσουμε στην οντισιόν.» Η φόρμα της οντισιόν ήταν μικρή και έτσι σε λίγα λεπτά την είχε συμπληρώσει και την είχε επιστρέψει στον Χερνάντες. Της έδειξε με ένα κούνημα του κεφαλιού του τη σκηνή. «Όποτε είσαι έτοιμη» της είπε μαλακά. Η Μπρένα ανέβηκε τα τέσσερα σκαλιά στο πλάι της σκηνής και μετακινήθηκε στο κέντρο της. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να διώξει τις πεταλούδες απ’ το στομάχι της και ρώτησε σιγανά: «Από πού θέλετε να ξεκινήσω;». «Ξεκίνα τον μονόλογο της Άντζι, στη σελίδα τρία, σκηνή δύο» είπε ο Χερνάντες. «Η Μπίλι θα διαβάσει τον Τζόι.» Η Μπρένα ξεκίνησε να διαβάζει και όπως πάντα, με το που άρχισε να υποδύεται τον χαρακτήρα, ξέχασε τα πάντα. Όλη η νευρικότητά της εξαφανίστηκε καθώς απορροφήθηκε απ’ την Άντζι Λίντεν. Είχε άρχισε να το απολαμβάνει και σχεδόν απογοητεύτηκε όταν ο Χερνάντες τής ζήτησε να σταματήσει να διαβάζει. Ήξερε με σιγουριά ότι ήταν μια πολύ καλή οντισιόν. Τα είχε πάει καλά. Ο Χερνάντες ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο στο σκούρο του πρόσωπο. «Μια πραγματικά υπέροχη δουλειά, δεσποινίς Σλόαν.» Τον κοίταξε γεμάτη ελπίδα με το πρόσωπό της να λάμπει. «Σου άρεσε;» τον ρώτησε ξέπνοη. Ο Χερνάντες την κοίταξε χαμένος στις σκέψεις του. «Πανάθεμά με, έτσι και γράφεις στον φακό, θα είσαι τέλεια.» Έπειτα πρόσθεσε γρήγορα: «Φυσικά, η τελική απόφαση δεν είναι δικιά μου, αλλά, αν περνούσε από μένα, ο ρόλος θα ήταν δικός σου.» «Για στάσου, Τζoς!» Και οι δύο έστρεψαν τρομαγμένοι το βλέμμα τους προς την πόρτα. Ο κοκκινομάλλης άντρας που έσκυβε αργά για να περάσει κάτω απ’ την πόρτα ήταν ντυμένος απλά, με ξεβαμμένο τζιν και με κρεμ πουκάμισο, με τα μανίκια γυρισμένα στους αγκώνες του. Παρ’ όλη την απλότητα του ντυσίματός του δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος ήταν. Παρόλο που ο Μάικλ Ντόνοβαν περιφρουρούσε μαχητικά την ιδιωτική του ζωή, ήταν ένα ίνδαλμα και οι φωτογραφίες του εμφανίζονταν στις εφημερίδες συχνά. Όταν τον έβλεπες, δεν μπορούσες να τον ξεχάσεις. Της κόπηκε η αναπνοή μπροστά σε αυτήν την εκρηκτική επιρροή που είχε αυτός ο άντρας. Δεν ήταν όμορφος, σκέφτηκε ζαλισμένη και μετά έμεινε έκπληκτη που το είχε παρατηρήσει, γιατί ο Μάικλ Ντόνοβαν έκανε τις συμβατικές παρατηρήσεις να φαίνονται ανούσιες. Τα αδρά του χαρακτηριστικά είχαν μια δύναμη από μόνα τους και τα έντονα μπλε μάτια του διέγραφαν σαν αστραπή ό,τι δεν ήταν απαραίτητο. Ο αέρας γύρω του φαινόταν να γεμίζει δύναμη από τη ζωτικότητα της προσωπικότητάς του. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά και φρύδια του και το ψηλό, μυώδες κορμί του ήταν γεμάτα απ’ την αρρενωπότητα που πήγαζε απ’ αυτόν τον άντρα.
Κινήθηκε ευκίνητα και γρήγορα μπροστά απ’ τη ζαλισμένη Μπίλι Πέρκινς για να ανεβεί τα σκαλιά και να βρεθεί μπροστά στην Μπρένα και τον Χερνάντες. Από κοντά ήταν ακόμα πιο τρομακτικός και η Μπρένα έκανε αυθόρμητα ένα βήμα πίσω, γεγονός που ο Ντόνοβαν παρατήρησε μισοκλείνοντας τα μάτια του. Το πρόσωπό του πήρε μια ειρωνική έκφραση καθώς στράφηκε προς τον Χερνάντες. «Νομίζω ότι βιάζεσαι, Τζος» είπε απαλά. «Δε συνηθίζεις να δίνεις την παραμικρή δέσμευση χωρίς πρώτα να με συμβουλευτείς. Αυτή δεν είναι η συνηθισμένη τακτική σου; Μη μας καλέσετε εσείς, θα σας καλέσουμε εμείς;» Τα μάτια του ταξίδεψαν αργά απ’ το λαμπερό κεφάλι της Μπρένα μέχρι τους λεπτεπίλεπτους αστραγάλους της. «Θα πρέπει να συνέβη κάτι που σε ταρακούνησε συθέμελα για να παρακάμψεις τη συνηθισμένη διαδικασία.» Ο Χερνάντες κοίταξε συγχυσμένος τον Ντόνοβαν. «Δεν υπήρξε κάποια δέσμευση, κύριε Ντόνοβαν» είπε σιγανά. «Δηλώνω, όμως, ένοχος για τον ενθουσιασμό μου. Έδωσε μια αναθεματισμένα καταπληκτική παράσταση.» Ο Ντόμινικ κούνησε το κεφάλι του αδιάφορα. «Ήταν καλή, είδα το τελευταίο μισό.» Τα μάτια της Μπρένα έλαμψαν καθώς κοίταξε το πρόσωπο του Ντόνοβαν. Το βλέμμα του δεν άφησε καθόλου το εκφραστικό της πρόσωπο και έπιασε την ανυπομονησία και την προσδοκία που εξέπεμπε η Μπρένα. «Δεν υπάρχει λόγος να σου καλλιεργούμε ελπίδες, δεσποινίς Σλόαν. Δεν κάνεις για τον ρόλο» της είπε ξερά. Τα τρυφερά ελαφίσια μάτια της άνοιξαν από έκπληξη στην ωμή και ξάστερη δήλωσή του. «Μα γιατί;» ρώτησε σαστισμένη. «Αφού είπατε ότι είμαι καλή.» Ο Ντόνοβαν πήρε τον πίνακα απ’ τον Χερνάντες και διάβασε γρήγορα αλλά αναλυτικά τις προσωπικές της πληροφορίες πάνω στη φόρμα. «Ήσουν καλή» της απάντησε παγερά. «Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είσαι και κατάλληλη για τον ρόλο της Άντζι. Και άλλες, πολυάριθμες ηθοποιοί θα μπορούσαν να δώσουν την ίδια ικανοποιητική παράσταση.» Ο Χερνάντες άνοιξε το στόμα του για να διαμαρτυρηθεί, αλλά μια λάμψη στο βλέμμα του Ντόνοβαν τον έκανε να σταματήσει και να ανασηκώσει απλώς τους ώμους του. Ο Ντόνοβαν συνέχισε: «Αυτό που χρειαζόμαστε για την Άντζι είναι κάποια με περισσότερη εμπειρία.» «Επαγγελματική εμπειρία;» ρώτησε η Μπρένα προσπαθώντας να καταλάβει. Παρόλο που ο Ντόνοβαν δεν είχε τη φήμη ότι έπαιζε εκ του ασφαλούς επιλέγοντας διάσημους ηθοποιούς, της φαινόταν μάλλον λογικό το ότι δε θα ήθελε να ρισκάρει σε μια παραγωγή που θα άξιζε πολλά εκατομμύρια επιλέγοντας μια άγνωστη ηθοποιό. Όμως, ο Ντόνοβαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε δίνω δεκάρα για την επαγγελματική εμπειρία» είπε γρήγορα. «Μιλάω για την προσωπική εμπειρία. Έδωσες μια καλή επιφανειακή παράσταση, αλλά θέλω κάτι παραπάνω απ’ αυτό για την Άντζι. Θέλω η ηθοποιός που θα την υποδυθεί να βρει και να βγάλει από μέσα της βαθύτερα συναισθήματα.» Έδειξε με το χέρι του τον πίνακα. «Είσαι μόλις είκοσι χρόνων, δεν έχεις καμία επίσημη θεατρική εκπαίδευση και έτσι μάλλον θα σου είναι άγνωστος ο Στανισλάφσκι και η αίσθηση της μνήμης.» «Στανισλάφσκι; Η μέθοδος ηθοποιίας;» ρώτησε ζαλισμένη. «Ακριβώς. Ξέχασα ότι είσαι προστατευόμενη του Γουίλκς. Θα γνωρίζεις ότι η μέθοδος υποστηρίζει το να χρησιμοποιείς τα δικά σου συναισθήματα και τις εμπειρίες σαν βάση για την
εκτέλεση του ρόλου. Η Άντζι Λίντεν είναι μια γυναίκα που έχει ζήσει μια γεμάτη ζωή παρά το νεαρό της ηλικίας της. Είχε πολυάριθμους εραστές και είχε υποφέρει από απογοητεύσεις και σκληρότητα.» Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό της. «Δείχνεις σαν να έχεις πάνω σου ακόμη την πρωινή δροσιά, δεσποινίς Σλόαν» της είπε. «Ενώ η Άντζι Λίντεν είναι οπωσδήποτε μεταμεσονύκτιος τύπος και γαλλικό άρωμα.» Η Μπρένα μπορούσε να νιώσει έναν αργό θυμό να γεννιέται μέσα της. «Για να δω αν σας κατάλαβα, κύριε Ντόνοβαν» είπε προσεκτικά. «Δεν είναι το ότι δεν είμαι αρκετά καλή ηθοποιός για να παίξω τον ρόλο. Με απορρίπτετε επειδή δεν έχω ένα θυελλώδες παρελθόν για να το απεικονίσω στον χαρακτήρα της Άντζι;» Τα ζωηρά μπλε μάτια του την παρατηρούσαν με περιέργεια. «Ακριβώς» είπε απαλά. «Είμαι σίγουρος ότι θα τα πας καταπληκτικά σε αφελείς ρόλους, όπως της Ιουλιέτας, δεσποινίς Σλόαν.» «Αυτό είναι το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει στη ζωή μου» του απάντησε ανέκφραστη, αγνοώντας τις βιαστικές αναπνοές που έβγαιναν απ’ τον Χερνάντες μπροστά σ’ αυτήν της την αυθάδεια. Η οργή της είχε φτάσει στα ύψη και τα συνήθως πεντακάθαρα καστανά μάτια της έλαμπαν από θυμό. Μέσα σε λίγα λεπτά είχε περάσει απ’ την ελπίδα στη σύγχυση και την απογοήτευση από αυτόν τον αλαζόνα δυνάστη και τώρα της αρνιόταν την ευκαιρία σε κάτι που μπορεί να ήταν όλο της το μέλλον… και της το αρνιόταν με την πιο ψεύτικη πρόφαση που μπορούσε να φανταστεί. «Έτσι νομίζεις!» τη ρώτησε τεμπέλικα ο Ντόνοβαν και τα μάτια του την παρατηρούσαν ακόμη λες και ήταν ένα νέο ενδιαφέρον είδος στον ζωολογικό κήπο. «Θα το αντέξω αν δε συμφωνείτε με τον Στανισλάφσκι, δεσποινίς Σλόαν.» «Ένας ηθοποιός μπορεί να δουλέψει με πολλά εργαλεία που θα τον βοηθήσουν να αποδώσει τέλεια τον ρόλο του. Θεωρίες, όπως η μέθοδος ηθοποιίας και η μνήμη της αίσθησης, είναι αυτό ακριβώς – εργαλεία. Αλλά απέχουν αρκετά απ’ το μόνο εργαλείο αν είναι να είσαι καλός τελικά. Μια δημιουργική φαντασία, ευαισθησία και απλώς σκληρή δουλειά είναι πολύ πιο σημαντικά. Το να υποστηρίζεις τόσο φανατικά μία μόνο πλευρά ενός πολύπλοκου θέματος είναι εντελώς παράλογο.» Πέταξε τα μαλλιά της μακριά απ’ το πρόσωπό της και είπε εμφατικά: «Το να μου αρνείστε τον ρόλο επειδή πιστεύετε ότι έχω έλλειψη σεξουαλικότητας είναι εντελώς γαϊδουρινό.» Τα μάτια του Ντόνοβαν έδειχναν να διασκεδάζουν καθώς κινήθηκαν αργά πάνω της, κάνοντας το κορμί της να πλημμυρίσει από έξαψη. «Ποτέ δεν είπα ότι δεν έχεις σεξουαλικότητα. Απλώς έλλειψη εμπειρίας.» Τα γαλάζια του μάτια έλαμψαν διαβολικά καθώς συνέχισε μαλακά: «Μια έλλειψη εμπειρίας που θα ήμουν πολύ χαρούμενος να σ’ την παρέχω.» Η Μπρένα μπορούσε να νιώσει το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό της και να τη φλογίζει και αυτό ήταν τόσο από θυμό όσο και από ντροπή. Το γεγονός ότι έπαιζε μαζί της αύξησε την οργή της. Οι σχέσεις του Ντόνοβαν ήταν πολυάριθμες. Αν οι φήμες στις κουτσομπολίστικες στήλες των εφημερίδων ήταν σωστές, τότε ο Ντόνοβαν ήταν τόσο σεξουαλικά ενεργός όσο ένας γάτος και είχε σχέσεις με τις πιο όμορφες και κομψές γυναίκες του κόσμου. Η πιθανότητα να έχει βρει ένα εικοσάχρονο κορίτσι «αφελούς τύπου» ελκυστικό ήταν αστεία. Όχι, την εκδικούνταν για τις προσβολές που του είχε εκτοξεύσει και έπαιζε μαζί της, όπως ο γάτος με το ποντίκι. «Δε μου αξίζει αυτό» είπε σιγανά, σηκώνοντας το πιγούνι της προκλητικά. «Ξέρω ότι ενοχληθήκατε μαζί μου, αλλά μην πέφτετε στο επίπεδο αυτής της σεξιστικής διανομής ρόλων για να με βάλετε στη θέση μου, κύριε Ντόνοβαν. Είχα μια εμπεριστατωμένη διαφωνία και λυπάμαι που είστε πολύ φαντασμένος σαν παγόνι για να την εκτιμήσετε.» Κατέβηκε με μεγαλοπρέπεια απ’ την
σκηνή, αφήνοντας τους δύο άντρες να την κοιτούν. Σταμάτησε στην πόρτα και στράφηκε να κοιτάξει τα μισόκλειστα μάτια του Ντόνοβαν. «Κάνεις λάθος, Μάικλ Ντόνοβαν» είπε με γαλήνια πεποίθηση. «Θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι πραγματικά σπουδαίο με την Άντζι Λίντεν.» Τα χείλη της έσφιξαν. «Και αν δε με απατά η μνήμη μου, η Ιουλιέτα ήταν μια πολύ σέξι κυρία» είπε μαλακά. «Άρα, και εκεί επίσης κάνετε λάθος» του είπε και βγήκε απ’ το θέατρο.
Κεφάλαιο 2 Ένα κύμα θυμού έκαιγε μέσα σε κάθε ίνα του κορμιού της σαν λιωμένο μέταλλο καθώς οδηγούσε προς το διαμέρισμά της. Πήρε τον Ράντι απ’ το σπίτι της Βίβιαν και επέστρεφε σπίτι. Μόλις έφτασαν, τον έβαλε αμέσως για ύπνο. Μάζεψε προσεκτικά όλα τα παιχνίδια απ’ το κρεβάτι του γνωρίζοντας ότι, αν ο Ράντι έβρισκε έστω και ένα, θα του αποσπούσε την προσοχή και θα αρνούνταν να πάει για ύπνο. Αγνόησε το ικετευτικό ύφος στα μάτια του και γυρίζοντάς τον μπρούμυτα τύλιξε την κουβέρτα γύρω του χτυπώντας τον απαλά στον πισινό. «Κοιμήσου» του είπε σταθερά και έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα πίσω της. Ακούμπησε αποκαμωμένη στην πόρτα, νιώθοντας ότι τα βίαια αισθήματα που την είχαν εξαγριώσει το πρωί την είχαν αφήσει αδύναμη και στεγνή. Πήγε αργά προς τον καναπέ και κουλουριάστηκε στην άκρη του ακουμπώντας το κεφάλι της στο μπράτσο του. Ένα δάκρυ κύλησε αναπάντεχα στο μάγουλό της και το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της. Δάκρυα; Όχι, γαμώτο, δε θα έκλαιγε. Δε θα έδινε στον Μάικλ Ντόνοβαν την ευχαρίστηση να την αναστατώσει τόσο πολύ. Ήταν πολύ πιο δυνατή απ’ αυτό. Το είχε πει και η Τζανίν αυτό, σκέφτηκε και ένιωσε ξαφνικά τον λαιμό της να σφίγγεται. Μπορούσε να θυμηθεί την αδελφή της γονατισμένη δίπλα στο κρεβάτι της με τα σταχτόξανθα μαλλιά της ανάκατα γύρω απ’ το λευκό της πρόσωπο και τα δάκρυα να τρέχουν ασταμάτητα στα μάγουλά της. «Είσαι δυνατή, Μπρένα» είχε πει η Τζανίν ξέπνοα. «Πάντα ήσουν δυνατότερη από μένα, παρόλο που είμαι μεγαλύτερή σου. Βοήθησέ με, Μπρένα. Βοήθησέ με!» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της και τα μάτια γέμισαν απελπισία απ’ την οδυνηρή ανάμνηση. «Που να σε πάρει, Μάικλ Ντόνοβαν» ψιθύρισε βραχνά σφίγγοντας τις γροθιές της. Συνήθως κρατούσε τις αναμνήσεις της σε απόσταση, εμποδίζοντας τα άγρια συναισθήματα που την έσκιζαν στα δύο και την άφηναν ανυπεράσπιστη. Τώρα, όμως, επέστρεψαν πάλι σαν πλημμύρα αναστατώνοντάς τη μ’ ένα χαοτικό ξέσπασμα, που προκλήθηκε απ’ τη θλιβερή της εμπειρία με τον Ντόνοβαν. Η Τζανίν είχε δίκιο. Η Μπρένα ήταν πιο δυνατή απ’ τη μεγαλύτερη αδελφή της, παρόλο, που ένας Θεός ξέρει, αυτό ήταν αποτέλεσμα τόσο της ανατροφής της όσο και αναπόσπαστο κομμάτι του ορφανοτροφείου, που ήταν και το μόνο σπίτι που είχαν γνωρίσει από τότε που η Μπρένα ήταν τεσσάρων και η Τζανίν οκτώ χρόνων. Ο πατέρας τους είχε εγκαταλείψει τη μητέρα τους λίγο μετά τη γέννηση της Μπρένα και, καθώς η μητέρα τους έπρεπε να δουλεύει πολλές ώρες για να στηρίξει και τις τρεις τους, δεν είχε χρόνο να δώσει στο μικρότερο παιδί της την αγάπη και την προσοχή που απλόχερα είχε δώσει στην Τζανίν. Συνεπώς όταν η μητέρα τους πέθανε από πνευμονία λίγο μετά τα τέταρτα γενέθλια της Μπρένα, εκείνη δεν έπαθε μεγάλη ζημιά. Απ’ την άλλη πλευρά, η Τζανίν είχε δεχθεί ένα δεύτερο καταστροφικό πλήγμα στο άνθος της ηλικία της και ποτέ δε συνήλθε πραγματικά. Η έρευνα της Κοινωνικής Πρόνοιας αποκάλυψε ότι δεν υπήρχαν συγγενείς και έτσι στάλθηκαν στο Ορφανοτροφείο Τζον Χάρις. Η Μπρένα προσαρμόστηκε γρήγορα στα νέα δεδομένα της ζωή της, αλλά η Τζανίν είχε βρει καταφύγιο πίσω από έναν τοίχο ντροπής, δημιουργώντας μια ευαίσθητη ισορροπία που απέκλειε το παρόν, αφήνοντας να μπουν μέσα μόνο οικείες φιγούρες απ’ το παρελθόν. Όντας ένα ευφάνταστο παιδί, ζούσε σ’ έναν κόσμο που η ίδια είχε δημιουργήσει, και προσκολλήθηκε στην Μπρένα με φανατισμό και αφοσίωση.
Όταν έφυγε απ’ το ίδρυμα στα δεκαεπτά της, η Τζανίν εξασφάλισε μια θέση γραμματέως στην Οινοποιία Σαντό στο Λος Άντζελες. Δούλεψε σκληρά και σύντομα πήρε προαγωγή στα γραφεία της διοίκησης. Όταν νοίκιασε το δικό της διαμέρισμα, έπεισε το ίδρυμα να της δώσει την επιμέλεια της δεκαπεντάχρονης Μπρένα. Ήταν και οι δυο πολύ χαρούμενες μ’ αυτή την προοπτική. Παρόλο που δεν εξαρτιόταν απ’ την αγάπη της αδελφής της, αγαπούσε την εύθραυστη Τζανίν και ένιωθε μια έντονη προστατευτικότητα γι’ αυτήν, αποτέλεσμα των εκατοντάδων μαχών που έδωσε για να την υπερασπιστεί απέναντι σε άλλα παιδιά στο ίδρυμα. Ο πρώτος χρόνος ήταν γεμάτος ανεξαρτησία και ευχάριστες στιγμές καθώς η Μπρένα συνέχιζε τις σπουδές της σ’ ένα τοπικό γυμνάσιο και συμμετείχε όλο και πιο ενεργά στα μαθήματα του θεάτρου και τις σχολικές παραστάσεις. Απορροφημένη και ενθουσιασμένη απ’ την πρώτη γεύση που πήρε απ’ την τέχνη της ηθοποιίας, δεν παρατήρησε το ξελόγιασμα της Τζανίν με τον Πολ Σαντό, κληρονόμο της Οινοποιίας Σαντό. Είχε γνωρίσει τον ξανθό, κομψό άντρα όταν αυτός ερχόταν να πάρει την Τζανίν για να βγουν ραντεβού, αλλά δεν της προκάλεσε καμία εντύπωση και αναρωτιόταν τι στην ευχή του είχε βρει η Τζανίν. Μετά, με ωριμότητα που δεν αναλογούσε στην ηλικία της, η Μπρένα συνειδητοποίησε ότι ο Πολ απέπνεε μια σιγουριά, που αναπόφευκτα θα προσέλκυε ένα ανασφαλές κορίτσι όπως η Τζανίν. Η λάμψη του ήταν αποτέλεσμα της ανατροφής του μέσα σ’ ένα πλούσιο και σταθερό οικογενειακό περιβάλλον και της μόρφωσής του στα καλύτερα σχολεία. Η Τζανίν συνέχισε να βγαίνει με τον Πολ Σαντό και η Μπρένα παρατήρησε την αλλαγή που ήταν ολοφάνερη στην εύθραυστη αδελφή της. Η Τζανίν έλαμπε ολόκληρη, τελείως ξελογιασμένη μ’ αυτόν τον άντρα. Όταν το συνειδητοποίησε, άρχισε να βλέπει τον Σαντό με εξεταστικό τρόπο και αυτό που παρατήρησε την έκανε να φοβηθεί. Ο Πολ Σαντό φερόταν στην αδελφή της εγωιστικά και με τέτοια αδιαφορία, που έκανε την Μπρένα να αντιδράσει με αγανάκτηση. Ακύρωνε χωρίς προειδοποίηση τα ραντεβού τους και συχνά μιλούσε στην Τζανίν με τέτοια σκληρότητα, που η Μπρένα ήθελε να τον πνίξει. Αυτό θα ήταν καλύτερο απ’ το να μιλήσει στην Τζανίν, που στα μάτια της ο Πολ ήταν αλάθητος. Έτσι, ανίκανη να αντιδράσει, η Μπρένα παρακολουθούσε την Τζανίν να συνεχίζει τυφλά στο μονοπάτι προς την καταστροφή. Η Τζανίν ήταν σχεδόν τριών μηνών έγκυος όταν το εκμυστηρεύτηκε στην Μπρένα. Ήταν χαρούμενη σαν παιδί καθώς ετοιμαζόταν να βγει με τον Πολ εκείνο το βράδυ. Το πρόσωπο της Μπρένα άσπρισε απ’ το σοκ όταν η Τζανίν εξομολογήθηκε, σαν να ήταν κάτι απλό, ότι ήταν έγκυος στο παιδί του Σαντό. Η Μπρένα διάβαζε τα μαθήματά της καθισμένη στο κρεβάτι της και παρατηρώντας αφηρημένα την Τζανίν να μακιγιάρεται μπροστά στον καθρέφτη. Η Τζανίν είχε αποκαλύψει την πληροφορία σχεδόν αδιάφορα. «Αυτός το ξέρει;» ρώτησε μουδιασμένη η Μπρένα. Ένα αινιγματικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της Τζανίν καθώς βούρτσιζε αργά τα μαλλιά της. «Όχι ακόμη» είπε με ονειροπόλο ύφος. «Μόλις σήμερα βεβαιώθηκα και εγώ. Αλλά θα χαρεί. Το ξέρω ότι θα χαρεί. Απλώς αυτό σημαίνει ότι θα παντρευτούμε γρηγορότερα απ’ ό,τι προγραμματίζαμε.» «Σου ζήτησε να τον παντρευτείς;» ρώτησε η Μπρένα νιώθοντας ανακούφιση. Ίσως ο Σαντό δεν ήταν τόσο γουρούνι όσο πίστευε. «Φυσικά και μου το ζήτησε» είπε γαλήνια η Τζανίν «Απλώς υπάρχουν κάποια μικροπροβλήματα με την οικογένειά του. Ο Πολ περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να τους το πει.» «Πόσο καιρό είστε αρραβωνιασμένοι;» ρώτησε κακόκεφη η Μπρένα.
«Περίπου τέσσερις μήνες» απάντησε με ασάφεια η Τζανίν και τα μάτια της έλαμψαν, φωτίζοντας τα όμορφα χαρακτηριστικά της. «Πάντοτε ήθελα κάποιον που να είναι μόνο δικός μου. Και να που τώρα θα έχω σύζυγο και παιδί. Μοιάζει πολύ ωραίο για να είναι αληθινό.» Έμοιαζε πολύ ωραίο για να είναι αληθινό και για την Μπρένα επίσης, αλλά δεν μπορούσε να καταστρέψει τον ονειρεμένο κόσμο που ζούσε η αδελφή της. «Αυτό είναι πολύ όμορφο, Τζανίν» είπε ευγενικά. «Θα το πω στον Πολ απόψε» είπε με ανυπομονησία η Τζανίν. «Με δυσκολία κρατιέμαι.» Η Μπρένα την κοίταζε να φεύγει εκείνο το βράδυ νιώθοντας τον φόβο της να γιγαντώνεται, αφού ήταν αδύναμη να βοηθήσει την αδελφή της. Η Τζανίν την ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες με το πρόσωπό της μια μάσκα πόνου και οδύνης, εκλιπαρώντας την Μπρένα να τη βοηθήσει. «Έκανα λάθος» είπε μέσα απ’ τα αναφιλητά της. «Δε νοιάζεται καθόλου για μένα.» Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα απ’ το σοκ. «Θέλει να σκοτώσει το μωρό μου. Θέλει να κάνω έκτρωση.» Η Μπρένα κράτησε στοργικά το λεπτοκαμωμένο κορμί της Τζανίν κουνώντας τη τρυφερά σαν μωρό. «Όλα θα πάνε καλά, γλυκιά μου» της ψιθύρισε με βραχνή φωνή. «Δε θέλει να με ξαναδεί» είπε κλαίγοντας η Τζανίν και τα μάτια της έλαμπαν εξαγριωμένα. «Είπε ότι ήμουν ηλίθια που δεν προστάτευσα τον εαυτό μου. Είπε ότι αν δημιουργήσω οποιοδήποτε πρόβλημα, θα ισχυριστεί ότι το παιδί δεν είναι δικό του… ότι πρέπει να ξεφορτωθώ το “μπασταρδάκι”.» Άρχισε να τρέμει με σπασμούς. Η Μπρένα αισθάνθηκε τέτοια οργή, που, αν ο Σαντό ήταν μέσα στο δωμάτιο, θα τον σκότωνε. «Ξέχασέ τον, Τζανίν» της είπε θυμωμένα. «Δεν του αξίζει ούτε να τον ξανασκεφτείς.» «Είναι τόσο κακός» είπε η Τζανίν με παιδική αφέλεια. «Ποτέ δε γνώρισα κάποιον τόσο κακό. Θέλει να σκοτώσει το μωρό μου. Δεν μπορώ να του το επιτρέψω αυτό, Μπρένα.» «Όχι, δεν μπορείς, γλυκιά μου» συμφώνησε αργά η Μπρένα νιώθοντας να την διαπερνά ένα ρίγος καθώς έβλεπε την αξιοθρήνητη έκφραση στο πρόσωπο της Τζανίν. Μήπως αυτό το πλήγμα ήταν πάρα πολύ μεγάλο γι’ αυτήν, εκείνη που πάντα ισορροπούσε στα όρια της πραγματικότητας; αναρωτήθηκε η Μπρένα. «Θα βρούμε κάποια λύση, σ’ το υπόσχομαι. Γιατί δεν πας για ύπνο τώρα;» Η Τζανίν σηκώθηκε υπάκουα όρθια. «Είσαι τόσο δυνατή, Μπρένα. Θα με βοηθήσεις να κρατήσω το μωρό μου.» Στους μήνες που ακολούθησαν η σκέψη του παιδιού που μεγάλωνε μέσα της έμοιαζε να είναι το μόνο πράγμα που κρατούσε την Τζανίν μακριά από την κατάρρευση. Της ήταν αδύνατον να συνεχίσει να εργάζεται στην Οινοποιία Σαντό, έτσι η Μπρένα επέμενε να παραιτηθεί απ’ τη δουλειά της και να αναλάβει εκείνη το βάρος της ευθύνης και για τις δύο τους. Η Τζανίν δέχτηκε υπάκουα και δεν έφερε αντίρρηση ούτε όταν η Μπρένα παράτησε το σχολείο πιάνοντας δουλειά στο φαρμακείο της γειτονιάς. Η Μπρένα είχε υπαλληλικά προσόντα που πιθανόν να της έφερναν περισσότερα χρήματα, αλλά αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στον δρόμο ψάχνοντας για δουλειά, αφήνοντας παράλληλα την Τζανίν μόνη της. Η Τζανίν συνέχιζε να έχει εμμονές ότι ο Πολ θα έβλαπτε το παιδί της. Η Μπρένα, απ’ τη μεριά της, προσπαθούσε με όσο πιο ευγενικό τρόπο μπορούσε να την πείσει ότι ο Σαντό δεν επρόκειτο να εμφανιστεί ξαφνικά και να της πάρει το παιδί. Η Μπρένα κατάλαβε την έκταση που είχε πάρει η φοβία της αδελφής της μόλις έλαβε μία αίτηση
απ’ την κλινική προγεννητικού ελέγχου, όταν η Τζανίν ήταν οκτώ μηνών. Η αίτηση ήταν στο όνομα Μπρένα Σλόαν και όχι στο όνομα Τζανίν Σλόαν. Όταν της έδειξε την αίτηση, η Τζανίν χαμογέλασε ήρεμα. «Έπρεπε να το κάνω αυτό, Μπρένα» της είπε ήρεμα. «Είναι ο μόνος τρόπος για να προστατέψω το μωρό μου. Το σκέφτηκα πολύ καλά. Ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους μου.» «Τι έκανες, Τζανίν;» ρώτησε κουρασμένη η Μπρένα. «Γιατί είναι το δικό μου όνομα στην αίτηση;» Η Τζανίν έγειρε μπροστά και της ψιθύρισε εμπιστευτικά: «Δεν καταλαβαίνεις; Θα προσποιηθούμε ότι το παιδί είναι δικό σου. Έτσι, ο Πολ δε θα έχει κανένα νόμιμο δικαίωμα πάνω του. Το πιστοποιητικό γέννησης θα αναφέρει το δικό σου όνομα ως μητέρα και όχι το δικό μου.» «Αυτό δεν πρόκειται να λειτουργήσει, Τζανίν» είπε απελπισμένη η Μπρένα, γνωρίζοντας ότι οι διαμαρτυρίες της δε θα απέδιδαν. «Φυσικά και θα λειτουργήσει» επέμεινε γαλήνια η Τζανίν. «Θα το δεις, Μπρένα. Όλοι θα νομίζουν ότι το παιδί είναι δικό σου.» Τα μάτια της συννέφιασαν. «Στην πραγματικότητα, όμως, το παιδί θα είναι δικό μου» πρόσθεσε με ζήλια. «Απλώς θα προσποιηθούμε όπως τότε που ήμασταν παιδιά. Δε θα προσπαθήσεις να μου πάρεις κι εσύ το παιδί μου, έτσι δεν είναι;» Ένας κόμπος έκλεισε τον λαιμό της, καθώς η Μπρένα έγειρε μπροστά για να χαϊδέψει το μάγουλο της αδελφής της. «Όχι, αγάπη μου, θα προσποιηθούμε μόνο» είπε βραχνά. Η Τζανίν, όμως, δεν έζησε για να χαρεί το παιδί της. Τρεις μέρες μετά τη γέννηση του Ράντι, πέθανε από επιπλοκές. Μια αγανακτισμένη κραυγή ανάγκασε την Μπρένα να πεταχτεί όρθια απ’ τον καναπέ, σκουπίζοντας γρήγορα τα μάτια της. Σηκώθηκε σβέλτα και έτρεξε στο άλλο δωμάτιο. Ο Ράντι άφησε ακόμα μια κραυγή και άπλωσε τα χέρια του παρακλητικά. «Μαμά, αγκαλιά;» είπε καλοπιάνοντάς τη μ’ ένα αγγελικό χαμόγελο. «Ξάπλωσε και κοιμήσου, αντράκι μου» του είπε εκείνη σταθερά. Τον σήκωσε απ’ το κρεβάτι κρατώντας τον για λίγο κοντά της. Ένιωθε τόσο όμορφα. «Με σφίγγεις, μαμά» διαμαρτυρήθηκε ο Ράντι, στριφογυρίζοντας με δύναμη. Είχαν περάσει δύο χρόνια απ’ τον θάνατο της Τζανίν και ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να αρνηθεί τη φυσική υπόθεση ότι αυτή ήταν η μητέρα του Ράντι. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθε ότι το χρωστούσε στην αδελφή της· να έχει ο Ράντι μια δική του μητέρα και όχι μια αγαπημένη θεία. Η Βίβιαν Μπάρλοου και ο Τσαρλς Γουίλκς, οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους ενδιαφερόταν, απέφευγαν διακριτικά να ρωτήσουν για τη σχέση της με τον Ράντι. Όσο για τους υπόλοιπους, δεν την ένοιαζε καθόλου το τι σκεφτόντουσαν. Δεν της πήρε πολύ καιρό να ανακαλύψει ότι, ακόμα και στους σημερινούς φιλελεύθερους καιρούς, τη στιγμάτιζε το γεγονός ότι ήταν άγαμη μητέρα. Το στόμα της Μπρένα μόρφασε με πίκρα. Δύο χρόνια μετά, όπου οι άλλοι την αντιμετώπιζαν ως έκπτωτη, ήταν ειρωνεία ότι θα έχανε τη μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας της επειδή ο Ντόνοβαν την έκρινε ως πολύ αθώα. *** Ο Τσαρλς Γουίλκς έβγαινε απ’ το Βογκσβάγκεν Ράμπιτ του εκείνο το βράδυ τη στιγμή που η Μπρένα έμπαινε στο γκαράζ, στο πίσω μέρος του θεάτρου. Της χαμογέλασε πλατιά και τη χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού του, καθώς εκείνη πάρκαρε στη διπλανή θέση και έσβησε τη μηχανή.
Ο σχεδόν εξηντάρης Γουίλκς φαινόταν πιο μεγάλος απ’ την ηλικία του. Τα κάτασπρα μαλλιά του, η γκρίζα γενειάδα του και η κοντόχοντρη φιγούρα του τον έκαναν να μοιάζει με εκλεπτυσμένο Άγιο Βασίλη. Στην εικόνα αυτή συνέβαλλε το γκρι του κουστούμι και τα κοκάλινα γυαλιά, που ήταν τοποθετημένα σε εξέχουσα θέση πάνω στη μύτη του. Βρέθηκε γρήγορα κοντά της και πήρε τον κοιμισμένο Ράντι, καθώς η Μπρένα άνοιγε την πόρτα του Χόντα της. Κράτησε το μωρό με ευκολία τυλίγοντας σφιχτά την κουβέρτα στο κορμάκι του. Στάθηκε ακίνητος, με ανυπόμονο πρόσωπο σαν παιδιού. «Πώς πήγε;» ψιθύρισε πάνω από το κεφάλι του Ράντι. Η Μπρένα έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας καθώς άνοιγε την πίσω πόρτα, τραβώντας το πάρκο του Ράντι. «Ήταν μια ολική καταστροφή» είπε άκεφη. «Αν όμως το συγκρίνεις με τον “Τιτανικό”, ήταν πολύ πετυχημένο.» Το πρόσωπο του Τσαρλς πλημμύρισε από βαθιά απογοήτευση. «Δεν άρεσε στον Χερνάντες ο τρόπος που διάβασες;» ρώτησε καθώς προχωρούσαν προς την είσοδο των παρασκηνίων. «Στον κύριο Χερνάντες άρεσε» είπε η Μπρένα καυστικά. «Ο παλιός σου μαθητής με βρήκε ανεπαρκή.» «Ήταν εκεί ο Μάικλ;» ρώτησε με δυσπιστία ο Τσαρλς και ένα ευχάριστο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους του που παρευρέθηκε προσωπικά στη πρόβα.» «Σε διαβεβαιώνω ότι θα ήμουν χίλιες φορές πιο τυχερή αν δεν ήταν τόσο “ευγενικός”.» Η Μπρένα δάγκωσε τα χείλη της και έπειτα ομολόγησε δυστυχισμένη: «Λυπάμαι, Τσαρλς. Σε απογοήτευσα. Όχι μόνο κατέστρεψα την ευκαιρία μου να πάρω το ρόλο, αλλά έχασα και την υπομονή μου με τον κύριο Ντόνοβαν.» Το πρόσωπό του ζάρωσε κάνοντάς το να δείχνει πιο αγγελικό από ποτέ. «Μην ανησυχείς, Μπρένα» της είπε καλόκαρδα. «Υποθέτω ότι ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία για τον Μάικλ. Έχει συνηθίσει να τον υπακούν όλοι και θα πρέπει να ήταν πολύ αναζωογονητικό που κάποιος όρθωσε το ανάστημά του μπροστά του.» «Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι» είπε ξερά η Μπρένα. «Πιστεύω, όμως, ότι δεν αισθάνθηκε έτσι.» Έφτασαν στην πόρτα των παρασκηνίων και ο Τσαρλς ισορρόπησε επιδέξια τον Ράντι στο ένα χέρι του καθώς κρατούσε ανοιχτή τη βαριά μεταλλική πόρτα για να περάσει η Μπρένα. Το Ριάλτο ήταν ένας παλιός ανακαινισμένος κινηματογράφος, απ’ τους πολλούς που είχαν κλείσει στις γειτονιές μετά την έλευση της τηλεόρασης. Παρέμεινε εγκαταλελειμμένος και κλεισμένος με σανίδες μέχρι που τον ανακάλυψε γεμάτος χαρά ο Γουίλκς ανάμεσα στις λίστες ιδιοκτησίας μιας μικρής κτηματομεσιτικής εταιρείας. Με τεράστιο ενθουσιασμό συγκέντρωσε τους μαθητές του απ’ τις τάξεις του πανεπιστημίου και με τη βοήθειά τους έκανε το θέατρο κατοικήσιμο για τη θεατρική του κοινότητα. Η Μπρένα έμαθε αργότερα ότι ο Τσαρλς ήταν πολύ τυχερός μ’ αυτό το εύρημα. Το Λος Άντζελες διέθετε αναρίθμητες ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες που έψαχναν μια σκηνή για να παρουσιάσουν το ταλέντο τους, ελπίζοντας ότι κάποια μαγική νύχτα ένας κυνηγός ταλέντων ή ένας θεατρικός πράκτορας θα τους ανακάλυπτε. Το ερειπωμένο και απαρχαιωμένο Ριάλτο είχε γίνει ένας οικείος χώρος για την Μπρένα τα τελευταία δύο χρόνια. Το έργο στο οποίο έκαναν τώρα πρόβα ήταν μια πρωτότυπη δουλειά των πιο ταλαντούχων μαθητών του Τσαρλς. Ο ρόλος της Μπρένα ήταν μικρός αλλά σημαντικός για την παραγωγή. Έχοντας πρωταγωνιστήσει στο τελευταίο έργο, ευχαριστιόταν τις λιγότερες ευθύνες που της
αναλογούσαν σ’ αυτή τη γλυκιά, ρομαντική κομεντί. Το απολάμβανε στο έπακρο, εκτός απ’ τις σκηνές που αναγκαστικά έπρεπε να παίξει με τον Μπλέικ Κόνροϊ. Η σκηνή θα μπορούσε να ήταν σχετικά απλή αν δεν έπρεπε να διαφωνεί με τις άπειρες ανοησίες του Κόνροϊ. Όταν ήταν πιο ήρεμη, μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που ο Τσαρλς επέλεξε τον Μπλέικ για τον ρόλο του ρομαντικού πρωταγωνιστή. Ως ηθοποιός ήταν επαρκής και πραγματικά μελετούσε τον ρόλο του. Τα μπρούντζινα σγουρά μαλλιά του, το ψηλό μυώδες σώμα του και το αρκετά εντυπωσιακό μουστάκι τον έκαναν να μοιάζει σαν να είχε μόλις βγει από διαφήμιση τσιγάρων. Στην πραγματικότητα μόνο αυτό είχε κάνει. Υπήρξε ένα δημοφιλές και καλοπληρωμένο μοντέλο πριν ο θεατρικός πράκτορας μιας επιχείρησης τον πείσει ότι σπαταλούσε το ταλέντο του σε περιοδικά, ενώ η αληθινή του τέχνη ήταν το σανίδι και η οθόνη. Πρέπει να πείστηκε με ευκολία, αφού η Μπρένα τον θεωρούσε ως τον πιο εγωιστή και αυτάρεσκο άντρα που είχε γνωρίσει ποτέ. Επίσης ο Μπλέικ πίστευε ότι ήταν δώρο Θεού για τις γυναίκες και ξόδευε πολύ χρόνο στις ρομαντικές σκηνές προσπαθώντας να πασπατέψει το κορμί της γυναίκας με τα υγρά του χέρια. Η αποψινή βραδιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση και, όταν η Μπρένα τράβηξε διακριτικά για τρίτη φορά το χέρι του απ’ τους γλουτούς της προς στη μέση της, μπήκε στον πειρασμό να μπήξει τα νύχια της στο περιποιημένο του χέρι. Κατάφερε να ολοκληρώσει τη σκηνή με δυσκολία και έφυγε για τα παρασκήνια, ενώ ο Κόνροϊ την ακολουθούσε από κοντά. Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά απ’ τη σκηνή, ώστε να μην ενοχλεί την πρόβα, στράφηκε και κοίταξε καταπρόσωπο τον Κόνροϊ. Τα μάτια της πέταγαν αστραπές, αναγκάζοντας το αυτάρεσκό του χαμόγελο να χαθεί από το πρόσωπό του. «Σε έχω προειδοποιήσει αρκετές φορές, Μπλέικ» του είπε με σφιγμένα χείλη. «Δεν μπορείς να με αγγίζεις. Ή θα κρατήσεις τα χέρια σου κοντά ή θα σημαδέψω το όμορφό σου πρόσωπο.» Λύγισε το δάχτυλό της σαν γάντζο για να του δείξει ότι το εννοεί. Μια αμήχανη έκφραση πέρασε απ’ το πρόσωπο του Κόνροϊ πριν ο έμφυτος εγωισμός του περιγελάσει την απειλή της. «Μου αρέσουν οι γυναίκες με πνεύμα» είπε αυτάρεσκα, απλώνοντας το χέρι του για ν’ αγγίξει τον ώμο της. Μια ατάκα βγαλμένη από ταινία του Τζον Γουέιν, σκέφτηκε εξαγριωμένη η Μπρένα απωθώντας μ’ ένα χτύπημα το χέρι του. «Θα δεις μια βίαιη επίδειξη του “πνεύματός” μου αν δε με ακούσεις, Μπλέικ» είπε συνοφρυωμένη. «Αυτό που λέω το εννοώ.» «Δε χρειάζεται να προσποιείσαι μαζί μου, Μπρένα» είπε με αυτοπεποίθηση κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. «Ξέρω τι χρειάζεται ένα καυτό μωρό όπως εσύ. Τι θα έλεγες να σε πήγαινα σπίτι μετά την πρόβα; Μένεις μόνη σου, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δε μένω μόνη» είπε ανάμεσα απ’ τα δόντια της. «Μένω με τον γιο μου.» «Α, το παιδί.» Ο Κόνροϊ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Θα τον βάλουμε στο κρεβάτι.» Της χαμογέλασε με νόημα. «Και μετά θα βάλω εσένα στο κρεβάτι.» «Φοβάμαι ότι η δεσποινίς Σλόαν θα είναι πολύ απασχολημένη απόψε για να σε εξυπηρετήσει, Κόνροϊ.» Η Μπρένα πάγωσε απ’ το σοκ καθώς στράφηκε και είδε τον Μάικλ Ντόνοβαν να κατευθύνεται αμέριμνος προς το μέρος τους. Φορούσε ένα σκούρο μπλε πουκάμισο και παντελόνι και δε θα ήταν καθόλου εντυπωσιακός αν, προς ενόχλησή της, δεν έκανε τον περίγυρό του να συρρικνώνεται, λες και του στερούσε τον αέρα. Σίγουρα ο Μπλέικ Κόνροϊ φαινόταν σαχλός συγκριτικά με τον Ντόνοβαν.
«Τι κάνετε εδώ πέρα, κύριε Ντόνοβαν;» ρώτησε πικρόχολα η Μπρένα. «Επίσκεψη στις φτωχογειτονιές;» «Δεν τελειώσαμε την πρωινή μας κουβεντούλα, δεσποινίς Σλόαν» είπε ήρεμος ο Ντόνοβαν. «Απεχθάνομαι ν’ αφήνω τις συζητήσεις στη μέση.» «Νομίζω ότι και οι δύο είχαμε ξεκάθαρες θέσεις» απάντησε η Μπρένα. «Τουλάχιστον εγώ την ξεκαθάρισα.» Ο Κόνροϊ παρακολουθούσε την κουβέντα τους και ο εκνευρισμός του μεγάλωνε. Σιχαινόταν να μην είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ειδικά όταν, υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του, ένιωθε ότι έκανε πρόοδο. «Δε βλέπεις ότι η κυρία δεν ενδιαφέρεται;» είπε βαριεστημένος. «Γιατί δε φεύγεις;» Ο Ντόνοβαν του έριξε μια εξαγριωμένη ματιά κόβοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω και συνέχισε σαν να μην υπήρχε: «Πού μπορούμε να πάμε για να μιλήσουμε;» ρώτησε λακωνικά την Μπρένα. «Ο Τσαρλς είπε ότι τελείωσες για απόψε. Θέλεις να πάμε για ένα ποτό;» «Για κοίτα εδώ» διαμαρτυρήθηκε ο Κόνροϊ κάνοντας ένα βήμα προς την Μπρένα και πιάνοντας το μπράτσο της. «Η Μπρένα και εγώ ήμαστε έτοιμοι να φύγουμε.» «Το άκουσα» είπε κοφτά ο Ντόνοβαν. «Κάτι έλεγες για να τη βάλεις στο κρεβάτι, έτσι δεν είναι;» και χαμογέλασε άκεφος. «Ξέχασέ το, Κόνροϊ. Ίσως είναι μια καλή ιδέα να ξεχάσεις τη δεσποινίς Σλόαν, για πάντα. Δεν θα έχει πια χρόνο για σένα.» «Θα είναι πολύ απασχολημένη μαζί σου» είπε με σαρκαστικό τόνο ο Κόνροϊ. «Σωστά» ο Ντόνοβαν έγνεψε καταφατικά και το ύφος του ήταν διασκεδαστικό. «Θα μπορούσες να πεις ότι έχω την πρόθεση να απασχολήσω τη δεσποινίδα Σλόαν από εδώ και στο εξής.» Ακόμα και ο Κόνροϊ δεν ήταν τόσο κουτός ώστε να μην καταλάβει το διπλό μήνυμα που είχαν τα λόγια του Ντόνοβαν. Μια γκριμάτσα απέχθειας σχηματίστηκε στο πρόσωπό του καθώς κοίταζε τα κόκκινα μάγουλα της Μπρένα. «Αυτό θα το αποφασίσει η κυρία, έτσι δεν είναι; Η Μπρένα δε δείχνει πρόθυμη να αποδεχτεί την προσφορά σου.» Το χέρι του χάιδεψε το μπράτσο της. «Τι λες κι εσύ, ομορφούλα;» Η Μπρένα έτριξε εξαγριωμένη τα δόντια της. Μπήκε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει τον Κόνροϊ για ασπίδα απέναντι στις αυταρχικές τακτικές του Μάικλ Ντόνοβαν. Ωστόσο γνώριζε ότι, αν έδινε την παραμικρή ενθάρρυνση στον Μπλέικ, θα τον έκανε πιο θρασύ από ποτέ. «Ω, φύγε, Μπλέικ!» είπε βαριεστημένη περνώντας τα δάχτυλά της μέσα απ’ τα μαλλιά της. Ο Ντόνοβαν άφησε ένα μικρό γέλιο. Πήρε το χέρι του Κόνροϊ απ’ το μπράτσο της Μπρένα και την τράβηξε κοντά του. Η Μπρένα τού έριξε μια διαπεραστική ματιά όλο αντιπάθεια, αλλά αυτός την αγνόησε ευγενικά. «Ναι, Μπλέικ, φύγε» επανέλαβε ο Ντόνοβαν γλυκά. Ο Κόνροϊ μουρμούρισε μια βρισιά, ρίχνοντας στην Μπρένα ένα φονικό βλέμμα. Απομακρύνθηκε, και κάθε ίνα του κορμιού του εξέφραζε οργή. «Αυτή είναι η καλύτερη παράσταση που έδωσε απόψε» είπε χαλαρός ο Ντόνοβαν. «Μας παρακολουθούσατε;» ρώτησε έκπληκτη η Μπρένα. Ο Ντόνοβαν έγνεψε καταφατικά. «Ήθελα να μιλήσω στον Τσαρλς» είπε. «Και ήθελα να σε δω
ξανά στη σκηνή. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.» Η Μπρένα τον κοίταξε σκεφτική. «Ήρθατε για να με δείτε;» ρώτησε με αμφιβολία. «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω.» «Είμαι ένας πολυάσχολος άνθρωπος, δεσποινίς Σλόαν» της είπε τραχιά. «Δεν έχω χρόνο να παίζω παιχνίδια. Τώρα, θα πάμε για εκείνο το ποτό;» Κούνησε το κεφάλι της βαριεστημένη. «Είχα μια κουραστική μέρα, κύριε Ντόνοβαν.» Τα μάτια της συνάντησαν το αποφασιστικό του βλέμμα και για μια στιγμή έχασε τον ειρμό της σκέψης της, παγιδευμένη απ’ τον μαγνητισμό που εξέπεμπε αυτός ο άντρας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει αλλού. «Φοβάμαι ότι δε σας πιστεύω» είπε με αμυντικό ύφος. «Νομίζω ότι μάλλον ευχαριστιέστε να παίζετε παιχνίδια. Ξέρουμε και οι δυο ότι για κάποιο δικό σας λόγο δώσατε στον Μπλέικ Κόνροϊ μια εντελώς λάθος εντύπωση. Δεν υπάρχει η πιθανότητα να ενδιαφέρεστε για μένα. Δεν είμαι ο τύπος σας.» Ο Ντόνοβαν σήκωσε το φρύδι του και τα μπλε του μάτια μισόκλεισαν. «Συνεχίστε, παρακαλώ, δεσποινίς Σλόαν» είπε τεμπέλικα με απαλή φωνή. «Θα χαρώ πολύ να μάθω ποιος κρίνεις ότι είναι ο τύπος της γυναίκας που μου ταιριάζει.» Ανασήκωσε αδιάφορη τους ώμους της. «Όλοι ξέρουν ότι οι μικρές σας πλέιμεϊτ είναι εξεζητημένες γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο. Είμαι σίγουρη ότι ο “τύπος της Ιουλιέτας”, όπως εγώ, θα σας έκανε να βαρεθείτε θανάσιμα» του αποκρίθηκε με σαρκαστικό ύφος. Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε αισθησιακά και απλώνοντας το χέρι του χάιδεψε το μάγουλό της. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται στην αίσθηση που κυρίευσε το κορμί της στο απαλό του χάδι. Μια θριαμβευτική λάμψη φώτισε τα μάτια του, καθώς η αντίδρασή της του πρόσφερε μια ζωώδη ευχαρίστηση. «Ίσως να έχω βαρεθεί τις συνηθισμένες μου γυναίκες» είπε μ’ έναν υπαινιγμό στη φωνή του. «Εσύ είπες άλλωστε ότι η Ιουλιέτα ήταν μια σέξι κυρία. Ίσως μου φανεί ενδιαφέρον να εξερευνήσω αυτήν την άποψη διεξοδικά.» Η Μπρένα έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω και αυτός την άφησε, τραβώντας απρόθυμα το χέρι του απ’ το πρόσωπό της. Ακόμα και όταν δεν την ακουμπούσε, η Μπρένα μπορούσε να νιώσει την έλξη που της ασκούσε, και αυτό ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις της. Μπήκε στον πειρασμό να τον πλησιάσει ξανά ώστε να νιώσει πάλι αυτήν την πρωτόγνωρη, ηδονική αίσθηση. Πίεσε τη φωνή της ώστε να ακουστεί ψυχρή. «Δεν το βρίσκω και τόσο πιθανό αυτό. Νομίζω ότι ήρθατε εδώ απόψε για να καθησυχάσετε τον Τσαρλς επειδή απορρίψατε την προστατευόμενή του, αλλά όταν με είδατε ξανά δεν μπορέσατε να αντισταθείτε στην ευκαιρία να πάρετε το αίμα σας πίσω, για τις προσβολές που σας είπα το απόγευμα.» Υπήρχε μια λάμψη θυμού στα μπλε του μάτια και το στόμα του σφίχτηκε σε μια γραμμή. «Είσαι τόσο νέα για να είσαι τόσο κυνική» αποκρίθηκε ξερά. «Μισείς μόνο εμένα ή όλους τους άντρες;» «Δε μισώ τους άντρες» είπε με σιγανή φωνή η Μπρένα. «Απλώς δεν τους βρίσκω δίκαιους ή ότι μπορείς να τους εμπιστευτείς σε ό,τι αφορά τις γυναίκες.» «Ενδιαφέρον» είπε απότομα ο Ντόνοβαν κοιτώντας την κοφτά. Η Μπρένα είχε την περίεργη αίσθηση ότι τα υπολογιστικά του μάτια είχαν παρατηρήσει, αναλύσει και αποθηκεύσει για μελλοντική χρήση κάθε πλευρά των φυσικών και πνευματικών της ικανοτήτων.
«Σ’ αυτή την περίπτωση κάνεις λάθος» είπε αδιάφορος, βγάζοντας απ’ την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα διπλωμένο, τσαλακωμένο σενάριο. Το έτεινε προς το μέρος της. «Ήρθα για να σου δώσω αυτό.» Πήρε το σενάριο στο χέρι της κοιτώντας το με περιέργεια. Στο εξώφυλλο ήταν τυπωμένος με μεγάλα γράμματα ο τίτλος «Ξεχασμένες Στιγμές». Το κοίταξε με έκπληξη. «Σε θέλω για τον ρόλο της Μέρι Ντέρνεϊ» είπε με χαμηλό τόνο στη φωνή του ο Ντόνοβαν. «Ο Τσαρλς είπε ότι μαθαίνεις γρήγορα.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της μπερδεμένη, κοιτώντας το σενάριο. «Το καλό που σου θέλω» είπε με δύστροπο ύφος ο Ντόνοβαν. «Θέλω να είσαι έτοιμη για τα γυρίσματα σε τρεις μέρες.» Τον κοίταξε μπερδεμένη. «Δεν καταλαβαίνω» είπε. «Οι εφημερίδες έλεγαν ότι η παραγωγή του “Ξεχασμένες Στιγμές” ξεκίνησε πριν από δύο μήνες. Τον ρόλο της Μέρι Ντέρνεϊ θα τον έπαιζε κάποια ηθοποιός απ’ το Μπρόντγουεϊ.» «Δεν ήταν καλή λύση, γι’ αυτό την αντικαθιστώ» είπε ο Ντόνοβαν. Η Μπρένα ρίγησε από τον σκληρό τόνο της φωνής του. «Έτσι απλά;» τον ρώτησε δειλά. «Έτσι απλά» αποκρίθηκε αδυσώπητος και συνέχισε: «Ο ρόλος της Μέρι Ντέρνεϊ δεν είναι πρωταγωνιστικός. Αλλά πιστεύω ότι θα ανακαλύψεις ότι αξίζει τον κόπο. Αν παιχτεί σωστά, μπορεί να κλέψει την παράσταση.» «Γιατί εγώ;» ρώτησε ορθά κοφτά η Μπρένα. «Γιατί σου ταιριάζει» απάντησε απλά εκείνος. «Όταν μου ζήτησε ο Τσαρλς να σε δω στην οντισιόν για τον ρόλο της Άντζι, είπε ότι είχες τέτοιο ταλέντο, που κόβεις την ανάσα.» «Με κάνετε να μοιάζω με βόα σφιγκτήρα» είπε ξερά η Μπρένα. «Έχω την αίσθηση ότι μπορείς να γίνεις το ίδιο θανάσιμη και για έναν άντρα» της είπε απαλά πριν ο τόνος της φωνής του γίνει πάλι ψυχρός και επαγγελματικός. «Ο Τσαρλς είχε δίκιο: Έχεις το ταλέντο που θέλω. Αλλά όχι για τον ρόλο της Άντζι. Για τον ρόλο της Μέρι Ντέρνεϊ.» «Για τόσο αφοσιωμένη μητέρα, είσαι τρομακτικά αμελής, Μπρένα» διέκοψε με αγένεια ο Μπλέικ Κόνροϊ. Η Μπρένα είχε απορροφηθεί τόσο απ’ την εκπληκτική προσφορά του Ντόνοβαν, που δεν αντιλήφθηκε τον ερχομό του. Ο Κόνροϊ την περιτριγύριζε κρατώντας έναν αναμαλλιασμένο και νυσταγμένο Ράντι, που έμοιαζε σαν κάποιος να τον είχε ξυπνήσει απότομα απ’ τον βαθύ του ύπνο. Πιθανώς αυτό ακριβώς είχε συμβεί, σκέφτηκε θυμωμένη η Μπρένα. Έφερνε τον Ράντι σε όλες σχεδόν τις πρόβες. Έπαιζε ή κοιμόταν στο πάρκο του, στα παρασκήνια. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί τον είχαν καλοδεχτεί και μόνο ο Κόνροϊ δεν είχε χρόνο για τον Ράντι. Ήλπιζε προφανώς να χρησιμοποιήσει το παιδί με κάποιο τρόπο ώστε να την εκδικηθεί για την αποψινή του απόρριψη. Η Μπρένα άρπαξε τον Ράντι απ’ τα χέρια του, αγκαλιάζοντάς τον προστατευτικά. Ο Κόνροϊ την κοίταζε κουτοπόνηρα πριν στραφεί στον Ντόνοβαν, ο οποίος είχε μείνει σαν στήλη άλατος. «Συγκινητικό, έτσι δεν είναι;» είπε με καυστικό τόνο. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να καταλάβεις πού μπλέκεις προτού δεσμευθείς. Το παιδί πάει πακέτο με την Μπρένα, ξέρεις. Έχει εμμονή μ’ αυτό.» Μ’ έναν ειρωνικό χαιρετισμό, απομακρύνθηκε περήφανος για τον εαυτό του. Το πρόσωπο του Μάικλ Ντόνοβαν ήταν ανέκφραστο καθώς τη ρώτησε αργά: «Αυτό το παιδί είναι δικό σου;»
«Το όνομά μου είναι στο πιστοποιητικό γέννησής του» είπε με ανάλαφρο τόνο η Μπρένα. Ένιωθε περίεργα ευάλωτη μπροστά σ’ αυτά τα διαπεραστικά μάτια. Αγκάλιασε πιο σφιχτά τον Ράντι, μέχρι που αυτός άφησε έναν νυσταγμένο ήχο. «Και ποιου άλλου το όνομα είναι γραμμένο σ’ αυτό το πιστοποιητικό γέννησης, Μπρένα;» τη ρώτησε απαλά και τα μπλε του μάτια πέταγαν αστραπές. «Ποιος είναι ο πατέρας;» Η Μπρένα έβλεπε ότι για κάποιο λόγο ο Ντόνοβαν ήταν πάρα πολύ θυμωμένος. Αναρωτήθηκε αν φερόταν έτσι στους ηθοποιούς του που είχαν οικογένεια. «Δεν υπάρχει άλλο όνομα στο πιστοποιητικό του Ράντι» αποκρίθηκε παγερά. «Δεν είναι απαραίτητο όταν οι γονείς του παιδιού δεν είναι παντρεμένοι.» «Πόσο χρόνων είναι;» ρώτησε με βραχνή φωνή ο Ντόνοβαν. «Δύο» απάντησε εκείνη. «Θεέ μου, ξεκίνησες νωρίς, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε με πικρόχολο τόνο. «Θα πρέπει να ήσουν περίπου δεκαοκτώ όταν το γέννησες.» Η Μπρένα σήκωσε το χέρι της κάνοντας μια προκλητική κίνηση. «Τελικά μάλλον θα έπρεπε να μου δώσεις τον ρόλο της Άντζι» είπε μελιστάλαχτα. «Όπως βλέπεις, έχουμε πολλά κοινά.» «Ναι, το βλέπω» απάντησε σφιγμένος ο Ντόνοβαν και η Μπρένα ένιωσε τη φλόγα που υπήρχε στα έντονα μπλε μάτια του να την καίει. «Ίσως τώρα θα θέλατε να αναιρέσετε την προσφορά σας» του είπε με περιφρόνηση. «Δεν είναι και πολύ καλή διαφήμιση να έχετε μια άγαμη μητέρα στην πολύτιμη ταινία σας.» «Στον διάολο να πάει η δημοσιότητα» είπε με βίαιο τόνο. «Κανείς δεν μπορεί να μου πει σε ποιον θα δώσω τους ρόλους στις ταινίες μου. Εσύ θα παίξεις τη Μέρι Ντέρνεϊ, Μπρένα.» Η υπεροπτική του στάση το μόνο που κατάφερνε ήταν να δυναμώνει μέσα της τον ανταγωνισμό που γεννούσε η παρουσία του. «Αν το επιλέξω» αποκρίθηκε με σταθερή φωνή. Το ειρωνικό του βλέμμα πέρασε πάνω απ’ το ξεβαμμένο τζιν και το απλό της λευκό πουκάμισο. «Μα θα το επιλέξεις» είπε ψυχρά εκείνος. «Μάλλον ο εραστής σου δε σου δίνει διατροφή για το παιδί σου. Θα ήσουν ανόητη να μη δεχτείς την οικονομική ασφάλεια που παρέχω, τόσο για σένα όσο και για το παιδί.» Το πρόσωπο της Μπρένα κοκκίνισε στην προσβολή που της έκανε για την προφανή οικονομική κατάστασή της. «Τα λεφτά δεν είναι το παν, κύριε Ντόνοβαν» αποκρίθηκε λακωνικά. «Ο Ράντι είναι ένα χαρούμενο και ευτυχισμένο παιδί, δε χρειαζόμαστε τα λεφτά σας.» «Δεν τα χρειάζεσαι, Μπρένα;» τη ρώτησε αργά. «Σκέψου το. Ο αριθμός του τηλεφώνου μου είναι γραμμένος πάνω στο σενάριο. Διάβασέ το απόψε και ενημέρωσέ με.» Γύρισε για να φύγει, αλλά κοίταξε πίσω του με μια ματιά τόσο κοφτερή όσο ένα χειρουργικό νυστέρι. «Και κάτι ακόμα, Μπρένα. Αν ο πατέρας του παιδιού σου βρίσκεται εδώ γύρω, ξεφορτώσου τον. Με το που θα ξεκινήσεις να δουλεύεις για μένα, δε θέλω να βρίσκεται κοντά σου!» Έφυγε περπατώντας γρήγορα, αφήνοντάς την αποσβολωμένη.
Κεφάλαιο 3 Τρεις ώρες αργότερα η Μπρένα πέταξε το σενάριο μπερδεμένη, καταλαβαίνοντας ότι ο Ντόνοβαν είχε πάλι δίκιο. Έπρεπε να παίξει αυτό τον ρόλο όπως κι αν αισθανόταν για τον αλαζονικό Μάικλ Ντόνοβαν. Γιατί να μην είναι η Μέρι Ντέρνεϊ ένας αρρωστημένα γλυκός χαρακτήρας ή ένας μάρτυρας που λυπάται τον εαυτό του, ώστε να μπορεί να πετάξει τον ρόλο στα μούτρα του Ντόνοβαν, αναρωτήθηκε θλιμμένη η Μπρένα. Η Μέρι Ντέρνεϊ ήταν μια αθώα αλλά καθόλου σεμνότυφη δεσποινίδα. Διέθετε χιούμορ, δύναμη και ζεστασιά. Η Μπρένα ήταν πεπεισμένη ότι μπορούσε να ενσαρκώσει τη Μέρι Ντέρνεϊ. Και ήθελε απελπισμένα να έχει την ευκαιρία να το κάνει. Πανάθεμα τον Μάικλ Ντόνοβαν! Πήγε προς το τραπέζι για να πάρει το τηλέφωνο και γύρισε στην πίσω πλευρά του σεναρίου, όπου ο Ντόνοβαν είχε γράψει το τηλέφωνό του με έντονα μαύρα γράμματα. Χωρίς να το σκεφτεί πληκτρολόγησε γρήγορα τον αριθμό. Τι κι αν ήταν δύο τα ξημερώματα; σκέφτηκε με κακία. Της είχε πει να τον πάρει όταν το διαβάσει, έτσι δεν είναι; Η ιδέα τού να καταστρέψει τον ήσυχο ύπνο του Ντόνοβαν της έδωσε τέτοια ικανοποίηση, που την εξέπληξε. Ποτέ δεν ήταν εκδικητική. Τι ήταν αυτό που είχε αυτός ο άντρας που την έκανε να θέλει να τον ενοχλήσει με όποιον τρόπο μπορούσε; Στο δεύτερο κουδούνισμα, στο τηλέφωνο απάντησε ένας Ντόνοβαν που ακουγόταν απογοητευτικά ξύπνιος. Όταν του είπε ποια ήταν, εκείνος απάντησε ανυπόμονα: «Δεν περίμενα να είναι κανείς άλλος, Μπρένα.» «Λοιπόν» του είπε παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. «Θέλω να το κάνω» είπε γρήγορα. Υπήρχε μια μεγάλη σιωπή απ’ την άλλη πλευρά και έπειτα ένας χαμηλός καγχασμός. «Υποθέτω ότι μιλάς για τον ρόλο» είπε αργά και ειρωνικά. Το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο σ’ αυτόν τον υπαινιγμό και καταράστηκε σιωπηλά τόσο τον εαυτό της για την ακατάλληλη γλώσσα που χρησιμοποίησε όσο και τον σαρκαστικό κοκκινομάλλη διάβολο στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ξέρετε ότι εννοούσα τον ρόλο» είπε θυμωμένη. «Ναι, δυστυχώς, το ξέρω» αποκρίθηκε εκείνος ανάλαφρα. Η Μπρένα σχεδόν μπορούσε να δει το χαμόγελο ευχαρίστησης στο πρόσωπό του. Έπειτα η φωνή του έγινε ψυχρή και επαγγελματική. «Πιστεύω ότι θα είσαι έτοιμη σήμερα το μεσημέρι στις δύο. Μπορείς να έρθεις μαζί μου με το τζετ. Κινηματογραφούμε στο Τουίν Πάινς, όπως ξέρεις.» Δεν το ήξερε. Δεν της είχε περάσει καν απ’ το μυαλό η ιδέα ότι θα χρειαζόταν να φύγει απ’ το Λος Άντζελες. Θα έπρεπε να το ξέρει, φυσικά. Σχεδόν όλες οι ταινίες του Ντόνοβαν γυρίζονταν στο Τουίν Πάινς όταν δεν υπήρχαν εξωτερικά γυρίσματα. Το μυαλό της κινήθηκε με ταχύτητα. Έπρεπε να ενημερώσει τις υπηρεσίες και το νηπιαγωγείο του Ράντι και τη Βίβιαν φυσικά. Ήξερε ότι ο Τσαρλς θα χαιρόταν να την αντικαταστήσει στο έργο. «Μπορώ να φύγω σήμερα» είπε αργά. «Αλλά δε χρειάζεται να μπείτε σε κόπο και να κανονίσετε το οτιδήποτε. Προτιμώ να οδηγήσω.» «Μη γίνεσαι γελοία» είπε ο Ντόνοβαν ανυπόμονα. «Θέλω να βρίσκεσαι εδώ το βράδυ.»
«Τότε, θα ξεκινήσω νωρίς» του απάντησε με επιμονή. Δεν ήθελε με τίποτε να δει τον Μάικλ Ντόνοβαν παραπάνω απ’ όσο ήταν πραγματικά αναγκαίο. Της διατάραζε την ηρεμία της. «Το να ταξιδεύεις μ’ ένα παιδί μπορεί να είναι πολύ δύσκολο, κύριε Ντόνοβαν. Γι’ αυτό προτιμώ να ταξιδεύω με αυτοκίνητο.» «Θα πάρεις και το παιδί μαζί σου;» ρώτησε μ’ έναν επίπεδο τόνο στη φωνή του. «Φυσικά» του αποκρίθηκε παγερά η Μπρένα. «Μήπως έχετε καμία αντίρρηση;» «Καμία απολύτως» είπε αφηρημένος. «Μάλλον θα έπρεπε να το περιμένω. Κάτι θα σκεφτώ.» Η Μπρένα αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να σκεφτεί. «Τότε θα σας δω απόψε» είπε σταθερά. «Καληνύχτα, κύριε Ντόνοβαν.» Έβαλε το ακουστικό στη θέση του χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί και ξάπλωσε στον καναπέ με το μυαλό της ζαλισμένο. Αναρωτήθηκε σαστισμένη πώς θα κατάφερνε να τα κάνει όλα και να φύγει νωρίς το πρωί ώστε να κρατήσει την υπόσχεσή της και να βρίσκεται στο Τουίν Πάινς νωρίς το βράδυ. Προτεραιότητες, λοιπόν. Έπρεπε να κοιμηθεί κάποιες ώρες αν ήταν να οδηγήσει όλη μέρα. Έσβησε το φως και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την κρεβατοκάμαρα. Έβαλε το ξυπνητήρι στις έξι, έβγαλε τη ναυτική της ρόμπα και ετοιμάστηκε για ύπνο. Το ξυπνητήρι χτύπησε πολύ σύντομα. Η Μπρένα αισθανόταν το ίδιο κουρασμένη όσο και την ώρα που είχε πέσει για ύπνο. Έκανε ένα κρύο ντους και έκατσε κάτω απ’ τη ροή του νερού μέχρι που αισθάνθηκε τουλάχιστον ζωντανή. Βούρτσισε τα μαλλιά της και ντύθηκε βιαστικά μ’ ένα ψηλοκάβαλο παντελόνι στο χρώμα της σκουριάς και ένα κίτρινο πουκάμισο, που έκανε τα μαλλιά της να δείχνουν λαμπερά απ’ αυτή την αντίθεση. Αποφάσισε ότι δεν είχε χρόνο για μακιγιάζ. Έφτιαξε έναν στιγμιαίο καφέ, πρόσθεσε γάλα και ζάχαρη και τον έφερε στην κρεβατοκάμαρα για να τον πιει, καθώς θα έφτιαχνε τα πράγματά της. Τα πράγματα του Ράντι ήταν πιο πολλά απ’ ό,τι τα δικά της. Η γκαρνταρόμπα της ήταν το λιγότερο φτωχική, αλλά ένα δίχρονο παιδί έπρεπε να έχει τουλάχιστον τρεις αλλαξιές ρούχα την ημέρα. Κατά τη διάρκεια του πακεταρίσματος ο Ράντι ξύπνησε και έπρεπε να σταματήσει για να τον ντύσει. Αφού τον έβαλε στο πάρκο του στο σαλόνι, επέστρεψε βιαστική για να συνεχίσει να φτιάχνει τα πράγματα, αγνοώντας τις ηχηρές του διαμαρτυρίες. Ο Ράντι πάντα σηκωνόταν το πρωί με τεράστια όρεξη και ήθελε να φάει αμέσως. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να αναβάλλει για πολύ το πρωινό του, αλλά ήθελε να τελειώσει με τα πράγματα πριν σταματήσει ξανά. Μόλις είχε βάλει και το τελευταίο ρούχο και είχε κλείσει τη βαλίτσα όταν χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Αναρωτήθηκε ποιος στην ευχή θα μπορούσε να είναι στις επτά το πρωί. «Μισό λεπτό» φώναξε δυνατά προσπαθώντας να δέσει τον ιμάντα της βαλίτσας. Το πέτυχε αλλά ξανάνοιξε αμέσως. «Που να πάρει» μουρμούρισε ανυπόμονα και εγκατέλειψε προσωρινά την προσπάθεια. Καθώς κατευθυνόταν στην πόρτα, σταμάτησε για να σηκώσει καρτερικά ένα αρκουδάκι που ένας ωρυόμενος Ράντι είχε πετάξει έξω απ’ το πάρκο. «Το ξέρω, αγάπη μου» του είπε δίνοντάς του ένα γρήγορο φιλί πάνω στα μεταξένια του μαλλιά. Η συμπάθειά της αντιμετωπίστηκε από ένα ακόμα μούγκρισμα. Πίεσε τον εαυτό της ώστε να μη σηκώσει αυτό το μικρό λυπημένο παιδί και το καθησυχάσει. Ποτέ δε θα έφευγε από εκεί αν υποχωρούσε στις ικεσίες του Ράντι. Το κουδούνι χτύπησε πάλι και εκείνη απελευθερώθηκε απ’ το κράτημά του με κάποια δυσκολία. Ο Ράντι ανανέωσε το σπαρακτικό κλάμα του και η Μπρένα πέρασε θυμωμένη το χέρι της μέσα απ’ τα μαλλιά της.
Κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα προς την πόρτα και την άνοιξε συνοφρυωμένη. «Τι είναι;» ρώτησε τον άντρα που στεκόταν απέξω περιμένοντας, χαλαρά ντυμένος με τζιν και πουκάμισο. «Δε θα έπρεπε να ανοίγεις την πόρτα χωρίς πρώτα να ρωτάς ποιος είναι» της είπε ο άντρας αποδοκιμάζοντάς τη. «Είμαι ο Μόντι Γουόλτερς. Με έστειλε ο Μάικλ Ντόνοβαν.» Θα έπρεπε να το είχε φανταστεί, σκέφτηκε εκνευρισμένη η Μπρένα κοιτώντας προσηλωμένη τον άντρα που στεκόταν στην πόρτα. Μήπως ο Ντόνοβαν επηρέαζε όλους τους ανθρώπους που ήταν κοντά του με τον αλαζονικό του τρόπο; «Μπορώ να περάσω;» ρώτησε ευγενικά ο Γουόλτερς προχωρώντας μπροστά, ώστε η Μπρένα ή να κάνει στο πλάι ή να κινδύνευε να την πατήσει. Σχεδόν τριαντάρης, με ύψος λίγο παραπάνω απ’ το μέσο όρο, και λαμπερά, μαύρα σγουρά μαλλιά που στεφάνωναν το σχεδόν παιδικό του πρόσωπο. Τα μαύρα του μάτια όμως ήταν ενήλικα και σχεδόν κυνικά. Έπειτα απ’ το εικοσιτετράωρο που είχε περάσει η Μπρένα, δε σκόπευε να φοβηθεί το τσιράκι του Ντόνοβαν. «Λυπάμαι, κύριε Γουόλτερς, αλλά δεν έχω χρόνο να σας μιλήσω αυτή τη στιγμή» είπε κοφτά. «Αν ο κύριος Ντόνοβαν έχει κάποιες οδηγίες της τελευταίας στιγμής, θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι να φθάσω στο Τουίν Πάινς.» Ένα έκπληκτο ύφος πέρασε απ’ τα μαύρα μάτια του Γουόλτερς και την κοίταξε με ανανεωμένο ενδιαφέρον. «Γι’ αυτό είμαι εδώ» της απάντησε ψυχρά. «Στον κύριο Ντόνοβαν δεν άρεσε η ιδέα να ταξιδέψεις μόνη σου. Είμαι εδώ για να συνοδέψω εσένα και το παιδί σου.» «Δεν είναι απαραίτητο. Μπορώ να οδηγήσω και μόνη μου» είπε η Μπρένα πίσω απ’ τα δόντια της. Ο Γουόλτερς έκλεισε σταθερά την πόρτα πίσω του. «Μπορεί να μην είναι απαραίτητο για σένα, δεσποινίς Σλόαν» της είπε ξερά «αλλά είναι απαραίτητο για μένα αν θέλω να κρατήσω τη δουλειά μου.» Κοίταξε γύρω του κάνοντας μια εκτίμηση του χώρου. «Τώρα αυτό που προτείνω είναι να ξεκινήσουμε. Αν μου δώσεις τα τηλέφωνα και τα ονόματα των ανθρώπων που θέλεις να ενημερωθούν για την αναχώρησή σου, θα το κάνω εγώ όσο εσύ ασχολείσαι με το παιδί.» Κοίταξε τον Ράντι που εξακολουθούσε να κλαίει απαρηγόρητος. «Πεινάει» είπε η Μπρένα με αμυντικό τόνο καθώς πλησίαζε προς το πάρκο του Ράντι. «Τότε προτείνω να τον ταΐσεις» είπε ο Μόντι Γουόλτερς απότομα. «Αλλά πρώτα δώσε μου τα τηλέφωνα.» Χωρίς να γνωρίζει ακριβώς γιατί έδινε τα τηλέφωνα σ’ αυτόν τον επιθετικό νεαρό άντρα, η Μπρένα έπιασε τον εαυτό της να υποχωρεί και να δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες. Έπειτα σήκωσε τον Ράντι και κατευθύνθηκε προς τη μικρή κουζινούλα, όπου ετοίμασε το συνηθισμένο γεύμα με χυλό βρώμης, μπέικον και χυμό πορτοκάλι. Όταν τον τάισε, ο Ράντι βρήκε τη συνηθισμένη χαρούμενη διάθεσή του και της επέτρεψε να τον ξαναβάλει πίσω στο πάρκο του μαζί μ’ ένα παιχνίδι. Έπλυνε και στέγνωσε γρήγορα τα πιάτα, τακτοποίησε την κουζίνα και γύρισε στην κρεβατοκάμαρα για να τελειώσει με το πακετάρισμα. Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Γουόλτερς είχε ήδη κλείσει το αναδιπλούμενο πάρκο και την παιδική καρέκλα και τα είχε τοποθετήσει δίπλα στην πόρτα. Ο Ράντι καθόταν στον καναπέ παίζοντας με μια σειρά πολύχρωμα κλειδιά. Ο Μόντι Γουόλτερς καθόταν μπροστά στο παράθυρο με τα μάτια μισόκλειστα.
«Βιτρό» είπε με θαυμασμό κοιτώντας το πλούσιο μοβ και μπλε χρώμα του λουλουδάτου σχεδίου. «Αρκετά όμορφο και αναπάντεχο. Εσύ το έφτιαξες;» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της μαλακώνοντας το ύφος της μπροστά στον θαυμασμό του. Ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτό το παράθυρο. «Έμοιαζε απαραίτητο» είπε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Θα παρατήρησες ότι σ’ αυτή τη γειτονιά δεν κυριαρχεί η αισθητική.» «Κι έτσι δημιούργησες τη δική σου» παρατήρησε εκείνος, κοιτώντας τον χώρο με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Οι κρεμ τοίχοι πλαισίωναν όμορφα το παράθυρο. Τα έπιπλα, αν και δεν ήταν καινούρια, ήταν όλα σε ουδέτερα χρώματα και η λαμπερή ομορφιά του ξύλινου πατώματος αναδεικνυόταν από διάφορα πολύχρωμα χαλάκια. «Έχεις κάνει καλή δουλειά» της είπε σκεφτικός και τα μάτια του στράφηκαν πάλι στο παράθυρο, που ήταν και το κεντρικό σημείο του σπιτιού. «Ένα ασυνήθιστο χόμπι» παρατήρησε. «Γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλές» του απάντησε σιγανά. «Το έμαθα στο σχολείο.» Τα παιδιά στο ίδρυμα είχαν διδαχθεί ότι τα τεμπέλικα χέρια γεννούν κατεργαριές και έτσι τους είχαν προσφέρει τη δυνατότητα για τεχνικά μαθήματα και χειροτεχνίες όλων των ειδών. «Πάντα πίστευα ότι το σπίτι κάποιου αντανακλά την προσωπικότητά του» είπε μαλακά ο Γουόλτερς γυρίζοντας να κοιτάξει ήρεμος την Μπρένα. «Μου αρέσει το σπίτι σου, δεσποινίς Σλόαν. Έχω το προαίσθημα ότι δεν είσαι άλλο ένα όμορφο προσωπάκι.» «Αν αυτό είναι κομπλιμέντο, τότε σας ευχαριστώ, ευγενικέ μου κύριε» απάντησε απαλά. «Υποθέτω ότι ούτε και εσύ είσαι απλώς ένα ακόμα όμορφο πρόσωπο.» Χαμογέλασε θλιμμένος. «Ακούστηκα σοβινιστής;» της είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Μάλλον δε θα σου έκανα και πολύ καλή εντύπωση, έτσι δεν είναι; Μάλλον η περηφάνια μου πληγώθηκε με το να είμαι ο ένδοξος σοφέρ σου και το έβγαλα πάνω σου.» Της χαμογέλασε διάπλατα. «Να κάνουμε μια νέα αρχή;» Η Μπρένα απάντησε με ένα ζεστό χαμόγελο. «Νομίζω ότι θα ήταν καλό αυτό. Είναι αρκετός δρόμος μέχρι τα σύνορα του Όρεγκον.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Ούτε και μένα θα με ψήφιζε κανένας ως «Δεσποινίς Ευγένεια» σήμερα το πρωί.» «Έχεις δίκιο σ’ αυτό» της είπε χωρίς ντροπές και τα μαύρα του μάτια γυάλισαν. «Να ξεκινήσουμε λοιπόν πριν καταφέρω να αλλάξω τον χαρακτήρα σου εντελώς;» Φόρτωσαν και οι δύο μαζί τη Λίνκολν Κοντινεντάλ μέχρι πάνω. Όταν η Μπρένα σχολίασε ότι θ’ άφηνε το δικό της αυτοκίνητο στο Λος Άντζελες, ο Μόντι τής είπε ότι το ταξίδι με τη Λίνκολν θα ήταν πιο άνετο και ότι ο Ντόνοβαν είχε κανονίσει να μεταφερθεί το Χόντα της στις επόμενες μέρες. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής η Μπρένα παραδέχτηκε στον εαυτό της ότι το ταξίδι μ’ αυτό το πολυτελές αυτοκίνητο ήταν πολύ άνετο. Χτύπησε απαλά με το χέρι της τη βελούδινη ταπετσαρία με σχεδόν αισθησιακή ευχαρίστηση. «Είναι υπέροχο» παρατήρησε. «Ανήκει στον κύριο Ντόνοβαν;» Ο Μόντι Γουόλτερς κούνησε το κεφάλι του συνοφρυωμένος καθώς οδηγούσε προς την εθνική. «Είναι δικό μου» παραδέχτηκε. «Έχω ένα σχεδόν πρόστυχο πάθος για τα φανταχτερά αμάξια. Αλλά δεν είχα τολμήσει να το ικανοποιήσω μέχρι σήμερα.» «Χρήματα;» ρώτησε η Μπρένα. Το αυτοκίνητο πρέπει να κόστιζε μια μικρή περιουσία. Παρόλο που ο Ντόνοβαν είχε τη φήμη ότι καλοπλήρωνε τους υπαλλήλους του, της φάνηκε μάλλον απίθανο ότι ακόμα και με τον πιο γενναιόδωρο μισθό θα μπορούσε να είχε αγοραστεί τέτοια πολυτέλεια.
«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι.» Έκανε έναν μορφασμό ντροπής. «Βλέπεις είμαι πάρα πολύ πλούσιος.» Το στόμα της άνοιξε διάπλατα σ’ αυτή την αδέξια παιδική αποκάλυψη. «Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το πρόβλημά σου» του είπε λακωνικά. «Γιατί να μην έχεις ένα τέτοιο αυτοκίνητο, αφού μπορείς να το αντέξεις οικονομικά;» «Δεν ήθελα να υπενθυμίσω στον κύριο Ντόνοβαν ότι είμαι πλούσιος και γι’ αυτό οδηγούσα ένα Βολγκσβάγκεν του ’75 τα τελευταία δύο χρόνια» της απάντησε απλά. «Μόνο πρόσφατα αισθάνθηκα αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να ρισκάρω και να εμφανίσω τη Λίνκολν.» Η Μπρένα τον κοίταξε εντυπωσιασμένη. «Εννοείς ότι ο κύριος Ντόνοβαν θα είχε πρόβλημα να αγοράσεις ένα αμάξι της επιλογής σου με τα δικά σου λεφτά;» ρώτησε αγανακτισμένη. Το γεγονός ότι ένας επιθετικός και με αυτοπεποίθηση άντρας όπως ο Μόντι μπορούσε να νιώθει τόσο φοβισμένος ήταν πραγματικά απίστευτο. «Όχι, διάολε» είπε εκείνος εκρηκτικά. «Αλλά αφού είχα εργαστεί τόσο σκληρά για να πάρω αυτή τη δουλειά, είπα να κρατήσω χαμηλούς τόνους. Ήξερε από πού προέρχομαι όταν με προσέλαβε και είχε αμφιβολίες –το λιγότερο– για την προθυμία μου να ταιριάξω με τον τρόπο εργασίας που απαιτεί απ’ τους υπαλλήλους του.» Σχημάτισε ένα στραβό χαμόγελο «Σύντομα κατάλαβα ότι έχει δίκιο. Ο Σάιμον Λεγκρί δεν ήταν τίποτε συγκριτικά με τον Μάικλ Ντόνοβαν.» «Παρ’ όλα αυτά μένεις ακόμη μαζί του» παρατήρησε η Μπρένα. «Μάλλον είμαι μαζοχιστής» είπε απαλά ο Γουόλτερς. Άπλωσε το χέρι του, πάτησε ένα κουμπί και η μουσική γέμισε το αυτοκίνητο με την απαλή μελωδία του Μπάρι Μανίλοου. Η Μπρένα ξάπλωσε πίσω στα βελούδινα καθίσματα και χαλάρωσε, αφήνοντας την ένταση των τελευταίων ωρών να φύγει από μέσα της. Στις ώρες που ακολούθησαν η Μπρένα ανακάλυψε ότι ο Μόντι ήταν εξαιρετικά καλή παρέα. Διέθετε εξυπνάδα και ενέργεια και μια αίσθηση χιούμορ που ήταν σχεδόν ζαβολιάρικη. Αφού είχαν μοιραστεί μεσημεριανό, δείπνο και σχεδόν οκτώ ώρες συζήτησης, η Μπρένα ένιωθε ότι ήταν σαν παλιοί φίλοι. Είχε σχεδόν σουρουπώσει όταν πέρασαν τα σύνορα του Όρεγκον και σε λιγότερο από είκοσι λεπτά θα έφταναν στο Τουίν Πάινς. Δεν ήξερε τι να περιμένει απ’ το κτιριακό συγκρότημα Τουίν Πάινς. Στο πίσω μέρος του μυαλού της υπήρχε η ιδέα ότι θα ήταν ένα συνηθισμένο κινηματογραφικό στούντιο, όπως της Παραμάουντ ή της Γιουνιβέρσαλ. Θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα. Το Τουίν Πάινς ήταν τόσο μοναδικό όσο και ο άντρας που τo δημιούργησε. Ήταν χτισμένο στην άκρη μιας μικρής ξύλινης πόλης του Όρεγκον και έμοιαζε περισσότερο με εξοχική λέσχη παρά κινηματογραφικό στούντιο, με χαμηλά μοντέρνα κτίρια φτιαγμένα από ξύλο και γυαλί, φαρδιούς δρόμους και πολλά πάρκα γεμάτα σκιερά δέντρα με τραπέζια για πικνίκ και φράχτες. «Εντυπωσιάστηκες;» ρώτησε ο Γουόλτερς σηκώνοντας τα φρύδια του απορημένος καθώς η Μπρένα είχε μόλις στρέψει ξανά το βλέμμα της πάνω του μετά την παρατήρηση του τοπίου. «Και ποιος δε θα ήταν;» αποκρίθηκε ξερά. «Είναι καταπληκτικό, αλλά όχι αυτό ακριβώς που θα περίμενες απ’ τον Μάικλ Ντόνοβαν.» «Αντίθετα, είναι αυτό ακριβώς που θα έπρεπε να περιμένεις απ’ αυτόν» της είπε με απότομο ύφος. «Έχει συγκεντρώσει τους πιο ταλαντούχους και πιο έμπειρους ανθρώπους της βιομηχανίας
εδώ στο Τουίν Πάινς. Άνθρωποι οι οποίοι συνήθως δούλευαν μόνοι τους ως ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν διαμορφωθεί με κάποιο τρόπο σε ομάδα. Όταν εργάζονται, τους καθοδηγεί με σκληρότητα. Είναι λογικό να τους παρέχει το πιο ευχάριστο περιβάλλον για να απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους.» «Τον θαυμάζεις πάρα πολύ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με περιέργεια η Μπρένα. «Φυσικά και τον θαυμάζω» απάντησε χωρίς δισταγμό. «Υπάρχουν μόνο λίγοι άνθρωποι σε κάθε γενιά που συνδυάζουν την ευφυΐα και τη δημιουργικότητα με ακατανίκητο δυναμισμό. Αν βρεις κάποιον σαν αυτόν και είσαι έξυπνος, γραπώνεσαι πάνω του και τον αφήνεις να σε ανεβάσει στην κορυφή.» «Δεν πίστευα ότι θα ενδιαφέρεσαι για δωρεάν βόλτες» είπε η Μπρένα σκεφτική. Ο Γουόλτερς ξεφύσηξε χλευαστικά. «Δεν παίρνεις τίποτε δωρεάν. Ο Ντόνοβαν αποσπά και το τελευταίο στοιχείο ζωτικότητας απ’ τους ανθρώπους που είναι κοντά του. Δίνεις μέχρι να μην έχεις να δώσεις τίποτε άλλο. Και τότε, με κάποιον τρόπο, ανακαλύπτεις ότι τα όριά σου έχουν επεκταθεί τόσο πολύ και ότι υπάρχει κι άλλο που μπορείς να του δώσεις.» Τα μαύρα του μάτια πήραν ένα σκεφτικό ύφος. «Είναι τελείως εργασιομανής, ένας απόλυτος τελειομανής και τελείως άκαμπτος όταν χρειάζεται να εκμεταλλευτεί το ταλέντο των εργαζομένων του» συνέχισε με κομμένη την ανάσα. «Αλλά, Θεέ μου, αξίζει τον κόπο!» «Δε μου περιγράφεις κάτι ανακουφιστικό για τον νέο μου εργοδότη» είπε ξερά η Μπρένα. «Δεν ήθελα να σου δώσω αυτήν την εντύπωση» απάντησε ο Γουόλτερς άμεσα. «Αν ψάχνεις μια κουβερτούλα για να νιώσεις σιγουριά, δεν έχεις καμιά δουλειά δίπλα στον Ντόνοβαν. Θα σε κάνει κομματάκια.» «Μπορώ να το πιστέψω αυτό» είπε η Μπρένα ανασηκώνοντας τους ώμους της, καθώς θυμήθηκε την τακτική του «οδοστρωτήρα», που ακολούθησε στη δική της περίπτωση. «Λοιπόν, θα μπορούσα να φύγω τελικά αν δω ότι είναι τόσο ακατόρθωτο» είπε απαλά. Της έριξε μια απότομη ματιά. «Δε θα βασιζόμουν σε κάτι τέτοιο» είπε ψυχρά. «Έχω μια ιδέα για τα σχέδια του Ντόνοβαν για σένα. Και ο Ντόνοβαν πάντα παίρνει αυτό που θέλει.» «Σχέδια;» ρώτησε ανέκφραστη η Μπρένα κουνώντας το κεφάλι της. «Έχω απλώς έναν μικρό ρόλο στην ταινία. Δεν είμαι τόσο απαραίτητη στα μεγαλόπνοα σχέδιά του. Τι σχέδια μπορεί να έχει για μένα;» Ο Γουόλτερς ανασήκωσε τους ώμους του «Ποιος ξέρει; Μπορεί να σε βλέπει σαν την επόμενη Σάρα Μπερνάρ.» Χαμογέλασε σαν μικρό αγόρι. «Όποια κι αν είναι τα σχέδιά του, σου παρέχει πολύ ιδιαίτερη μεταχείριση, Μπρένα Σλόαν. Πρέπει να ξέρεις ότι είμαι πολύ σπουδαίος σύνδεσμος στις επιχειρήσεις του Ντόνοβαν» της είπε με έπαρση. «Δεν είναι συνηθισμένο για μένα να κάνω τον σοφέρ σε μια νεαρή ηθοποιό. Πρέπει να ομολογήσω ότι ο εγωισμός μου τσαλακώθηκε πολύ όταν μου έδωσε αυτές τις οδηγίες.» Του χαμογέλασε με ικανοποίηση. «Δε μου αρέσει που καταστρέφω τις ψευδαισθήσεις και σε βγάζω απ’ την πλάνη σου, αλλά φοβάμαι ότι οι αρχικές υποθέσεις σου είναι σωστές.» Της χαμογέλασε λοξά και αποκρίθηκε ψύχραιμα: «Θα δούμε.» Μπήκε σ’ έναν κυκλικό δρόμο που οδηγούσε σ’ ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, το οποίο όπως και τα άλλα κτίρια στο συγκρότημα ήταν φτιαγμένο από ξύλο, γυαλί και πέτρα. «Τα καταλύματα των εργαζομένων» της είπε ο Μόντι ξερά ως απάντηση στο ερωτηματικό της
βλέμμα. «Θα διαπιστώσεις ότι το σπίτι σου είναι μέρος της ειδικής μεταχείρισης. Σου έχει παραχωρηθεί ένα μικρό διαμέρισμα με έξοδα του Ντόνοβαν. Η μονάδα σού παρέχει καθαρίστρια με δικά σου έξοδα. Υπάρχει μια καφετέρια σε κάθε οίκημα που είναι ανοιχτή είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Πρέπει να είναι. Υπάρχουν φορές που δουλεύουμε πολύ σκληρά για να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις του κυρίου και αφέντη μας.» Σταμάτησε αργά στην μπροστινή είσοδο και βγήκε απ’ το αυτοκίνητο με τη χαρακτηριστική ενέργεια που η Μπρένα πλέον είχε αρχίσει να συνδέει μαζί του. Ένας γεροδεμένος ξανθός νεαρός, ντυμένος με τζιν και καρό πουκάμισο, βγήκε τρέχοντας από την είσοδο και άνοιξε γρήγορα την πόρτα του συνεπιβάτη. «Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, κύριε Γουόλτερς» είπε με σεβασμό. «Σ’ ευχαριστώ, Τζόνι» είπε ο Γουόλτερς μαλακά καθώς βοηθούσε την Μπρένα να βγει απ’ το αυτοκίνητο. «Μπρένα, να σου συστήσω τον Τζον Σμιθ. Είναι ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Αν χρειάζεσαι κάτι, απλώς ρώτα τον Τζόνι.» Η Μπρένα χαμογέλασε ζεστά προς το αγόρι και αυτός της ανταπέδωσε. «Ακριβώς» είπε χαρούμενα. «Θα σας φροντίσω πολύ καλά, δεσποινίς.» «Σ’ ευχαριστώ, Τζόνι» του είπε σιγανά. Ο Μόντι Γουόλτερς άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου και σήκωσε έναν κοιμισμένο Ράντι με μεγάλη προσοχή για να μην τον ξυπνήσει. Πέταξε τα κλειδιά του πορτμπαγκάζ στο αγόρι. «Θα φέρεις τα πράγματα της δεσποινίς Σλόαν, Τζόνι;» Ο Γουόλτερς συνόδεψε την Μπρένα μέσα στη λαμπερή, ευχάριστη αίθουσα και σταμάτησε μπροστά στη ρεσεψιόν. Μια προκλητική μαυρομάλλα κοπέλα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που μετατράπηκε σε κολακευτικό και δουλοπρεπές όταν αναγνώρισε τον Γουόλτερς. «Μπρένα, αυτή είναι η Πόλα Ντράμοντ» είπε ξερά. «Μπρένα, η Πόλα. Πιστεύω ότι η γραμματέας του κυρίου Ντόνοβαν έχει επικοινωνήσει μαζί σου για τις ετοιμασίες.» Η μαυρομάλλα ένευσε. «Με πήρε ο κύριος Ντόνοβαν αυτοπροσώπως» είπε λακωνικά. «Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω, δεσποινίς Σλόαν. Τα έχουμε ετοιμάσει όλα όπως ακριβώς τα ζήτησε ο κύριος Ντόνοβαν.» Σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε γρήγορα ένα νούμερο. «Ντόρις, έχει έρθει η δεσποινίς Σλόαν. Θα κατεβείς σε παρακαλώ αμέσως;» Στράφηκε προς τον Γουόλτερς και την Μπρένα μ’ ένα λαμπερό χαμόγελο. «Θα σας δώσουμε μία απ’ τις αγροικίες των επισκεπτών. Ελπίζω να τη βρείτε πολύ βολική. Οτιδήποτε άλλο χρειαστείτε, απλώς καλέστε με.» «Σ’ ευχαριστώ. Είμαι σίγουρη ότι όλα θα είναι εντάξει» απάντησε η Μπρένα αδέξια αφού είχε αρχίσει να νιώθει λίγο άβολα με τη διαχυτικότητα της ρεσεψιονίστ. «Την αγροικία των επισκεπτών;» αναρωτήθηκε σκεφτικός ο Μόντι με ένα σφύριγμα. «Αυτή είναι βασιλική μεταχείριση, Μπρένα. Οι αγροικίες προορίζονται για τους σταρ ή για τους VIP καλεσμένους.» «Τότε, μάλλον θα έχει γίνει κάποιο λάθος» απάντησε η Μπρένα σταθερά. «Και οι δύο γνωρίζουμε ότι δεν είμαι τίποτε από αυτά.» «Δεν έχει γίνει λάθος, δεσποινίς Σλόαν» είπε γρήγορα η Πόλα Ντράμοντ. «Οι οδηγίες του κυρίου Ντόνοβαν ήταν ακριβείς.» Κοίταξε πίσω απ’ την Μπρένα και χαμογέλασε στη νεαρή γυναίκα που μόλις βγήκε απ’ το ασανσέρ και διέσχιζε την αίθουσα για να πάει κοντά τους. «Αυτή είναι η Ντόρις Τσαρλς, δεσποινίς Σλόαν.»
Η Ντόρις Τσαρλς ήταν μια γυναίκα γύρω στα είκοσι πέντε με κοντά, σγουρά κόκκινα μαλλιά και μάλλον απλά χαρακτηριστικά, που όμως τα φώτιζε το ζεστό της χαμόγελο. Έτεινε ένα δυνατό, τετράγωνο χέρι και έσφιξε το χέρι της Μπρένα ζωηρά. «Είμαι πολύ χαρούμενη που σας γνωρίζω, δεσποινίς Σλόαν.» Στράφηκε αμέσως προς τον Γουόλτερς, που κρατούσε τον Ράντι και είπε ζωηρά: «Θα τον πάρω εγώ.» Άνοιξε την αγκαλιά της και ο Γουόλτερς της έδωσε υπάκουα το παιδί. Η Μπρένα παρακολουθούσε έκπληκτη, καθώς η γυναίκα αγκάλιαζε επιδέξια τον Ράντι και το πρόσωπό της γλύκανε καθώς τον κοίταζε. «Τι μικρός κι όμορφος που είναι» είπε τρυφερά. «Νομίζω ότι τον λένε Ράντι;» «Σωστά» απάντησε μπερδεμένη η Μπρένα. «Αλλά εσύ ποια είσαι;» Η Ντόρις Τσαρλς την κοίταξε και ένα μικρό συνοφρύωμα φάνηκε στο μέτωπό της. «Είμαι η μπέιμπι σίτερ του γιου σας. Ο κύριος Ντόνοβαν με κάλεσε απ’ το Λος Άντζελες για να προσέχω τον Ράντι» απάντησε ήσυχα. «Πιστεύω ότι θα ανακαλύψετε ότι έχω υψηλά προσόντα.» «Είμαι σίγουρη ότι έχεις» είπε κουρασμένη η Μπρένα ενώ το κεφάλι της γύριζε. «Αλλά δε μου χρειάζεται μπέιμπι σίτερ, δεσποινίς Τσαρλς. Φροντίζω μόνη μου τον Ράντι.» Ο Τζόνι Σμιθ ήρθε στην αίθουσα φορτωμένος με τις βαλίτσες και τις άφησε μπροστά στη ρεσεψιόν. «Μη βιάζεσαι τόσο, Μπρένα» είπε ο Μόντι γρήγορα. «Θα χρειαστεί κάποιος να προσέχει τον Ράντι όσο θα δουλεύεις, και η δεσποινίς Τσαρλς έχει τα προσόντα για να το κάνει.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά καθώς άκουγε το λογικό επιχείρημα του Μόντι. «Έχεις δίκιο, Μόντι» παραδέχτηκε και χαμογέλασε στην Ντόρις. Η κοκκινομάλλα γυναίκα φαινόταν και συμπαθητική και ικανή. «Θα χαρώ πολύ να με βοηθήσεις με τον Ράντι, δεσποινίς Τσαρλς» της είπε ζεστά. «Ντόρις» είπε η μπέιμπι σίτερ χαμογελώντας πλατιά. «Θα δώσω τη μέγιστη δυνατή φροντίδα στον γιο σου, δεσποινίς Σλόαν» της υποσχέθηκε. Η Πόλα Ντράμοντ ξερόβηξε ευγενικά και είπε διστακτική: «Τώρα αν μου πείτε ποιες είναι οι δικές σας βαλίτσες, δεσποινίς Σλόαν, θα πω στον Τζόνι να τις μεταφέρει στην αγροικία και θα γυρίσει αργότερα για να πάει τα πράγματα του μικρού στο διαμέρισμα της δεσποινίς Τσαρλς.» «Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ανέκφραστη η Μπρένα. «Όλα θα πάνε στην αγροικία. Ο Ράντι θα μείνει μαζί μου.» Η Πόλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, κυρία, ο κύριος Ντόνοβαν ήταν απόλυτος σ’ αυτό. Μόνο εσείς θα μείνετε εκεί. Το μωρό θα μείνει στο διαμέρισμα με τη δεσποινίδα Τσαρλς.» «Δε με ενδιαφέρει πόσο απόλυτος ήταν ο κύριος Ντόνοβαν» είπε η Μπρένα μέσα απ’ τα δόντια της. «Δεν πρόκειται να χωριστώ απ’ το παιδί μου.» Το θράσος του δεν έχει όρια, σκέφτηκε αγανακτισμένη. Ρυθμίζει το παιδί της λες και είναι ένα ανεπιθύμητο πακέτο. «Δε με ενδιαφέρει το πού θα μείνω» συνέχισε δύστροπη. «Δε χρειάζομαι πολυτέλειες, οτιδήποτε μου κάνει. Αλλά όπου κι αν είναι, θα είναι και το μωρό μου μαζί.» Υπήρχε μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο της ρεσεψιονίστ. «Αλλά δεν καταλαβαίνετε, δεσποινίς Σλόαν» επέμεινε. «Δεν μπορώ να πάω ενάντια στις διαταγές του κυρίου Ντόνοβαν.» «Δεν πάω πουθενά χωρίς τον Ράντι» είπε κατηγορηματικά η Μπρένα. «Οπότε θα χρειαστείς να πας ενάντια, έτσι δεν είναι;» «Απλώς αυτό δεν είναι δυνατόν» αποκρίθηκε η Πόλα Ντράμοντ με σχεδόν δακρυσμένα μάτια.
«Σας παρακαλώ να λογικευτείτε, δεσποινίς Σλόαν. Ο κύριος Ντόνοβαν θα δυσαρεστηθεί πολύ.» Η Μπρένα άνοιξε το στόμα της για να της πει πού να βάλει ο κύριος Ντόνοβαν τη δυσαρέσκειά του όταν ο Γουόλτερς τη διέκοψε μαλακά. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε απόψε γι’ αυτό, Μπρένα. Η Πόλα απλώς υπακούει διαταγές και το μόνο που θα κάνεις είναι να τη βάλεις σε μπελάδες. Γιατί δεν πηγαίνεις σύμφωνα με αυτά που έχουν κανονιστεί για τώρα. Όταν δεις τον κύριο Ντόνοβαν, μπορείς να μιλήσεις απευθείας μαζί του για όλες τις απαραίτητες αλλαγές.» Η φωνή της λογικής ξανά, σκέφτηκε ανυπόμονη η Μπρένα, ευχόμενη να μπορούσε να βρει κάτι για να διαφωνήσει. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει το γιατί ο Μόντι είχε ανεβεί τόσο γρήγορα στην επιχείρηση του Ντόνοβαν. Ήταν ένας πολύ πειστικός κύριος. «Εντάξει, θα κάνω αυτό που προτείνεις, προς το παρόν» είπε απρόθυμα. «Αλλά θέλω να μιλήσω αμέσως στον κύριο Ντόνοβαν, Μόντι.» Ο Μόντι Γουόλτερς κούνησε το κεφάλι του αγνοώντας τα θυμωμένα αγκομαχητά της Πόλα. Καταλάβαινε τη δυσπιστία της ρεσεψιονίστ. Δεν μπορεί κάποιος να απαιτεί ακρόαση απ’ τον Μάικλ Ντόνοβαν μέσα στο βασίλειό του στο Τουίν Πάινς. Μια τέτοια ενέργεια ήταν άνευ προηγούμενου, αλλά το ίδιο ήταν και όλες οι ενέργειες του Ντόνοβαν σχετικά με την Μπρένα Σλόαν. «Ο κύριος Ντόνοβαν μου ζήτησε να τον ενημερώσω μόλις φτάσουμε» της είπε σιγανά. «Θα του ζητήσω να έρθει σε επαφή μαζί σου». Της άγγιξε απαλά το μάγουλο. «Ήταν μια δύσκολη μέρα. Γιατί δεν παίρνεις έναν υπνάκο; Δείχνεις εξαντλημένη.» Η Μπρένα συμφώνησε θλιμμένη. Το πιο πιθανό ήταν ότι έδειχνε χάλια. Με μόνο τέσσερις ώρες ύπνου και το μεγάλο ταξίδι, ένιωθε πολύ κουρασμένη. «Αυτό θα κάνω» υποσχέθηκε χαμογελώντας. «Σε ευχαριστώ για όλα, Μόντι.» «Ήταν ευχαρίστησή μου, Μπρένα» της είπε τρυφερά. «Χωρίς αμφιβολία θα σε ξαναδώ σύντομα.» Μ’ ένα κούνημα του χεριού του την αποχαιρέτησε και βγήκε απ’ την πόρτα. «Τώρα που όλα κανονίστηκαν, θα τακτοποιήσουμε και εσάς, δεσποινίς Σλόαν» είπε η Πόλα ζωηρά. «Ποιες είναι οι βαλίτσες σας;» Η Μπρένα έδειξε σιωπηλή τις βαλίτσες της και μπήκε στον πειρασμό να πει στην κοπέλα ότι τίποτε δεν είχε κανονιστεί. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ άφηνε τον Μάικλ Ντόνοβαν να ασκεί τέτοια επιρροή στην προσωπική της ζωή. Καθώς έδινε κάποιες οδηγίες στη δεσποινίδα Τσαρλς για το τι αρέσει και τι δεν αρέσει στον Ράντι, τόσο στο φαγητό του όσο και στο πρόγραμμά του, ένιωσε μια αίσθηση απώλειας. Δεν είχαν περάσει ούτε μια νύχτα χωριστά και αισθανόταν κλονισμένη στην ιδέα του αποχωρισμού. Ο Ράντι είχε γίνει το επίκεντρο της ζωή της από τότε που πέθανε η Τζανίν. «Θα τον φροντίσω πολύ καλά» είπε η Ντόρις ευγενικά. «Απέχουμε μόνο πέντε λεπτά απ’ την αγροικία σας. Μπορείτε να έρχεστε όσο συχνά θέλετε.» Η Μπρένα ένιωσε μια παράλογη επιθυμία να πει ευχαριστώ. Ευχαριστώ που μου λες ότι μπορώ να έρχομαι για να βλέπω τον γιο μου. Ήδη ένιωθε σαν να της τον είχε πάρει. «Το ξέρω ότι θα τον φροντίσεις» της είπε με βραχνή φωνή «και είναι μόνο για απόψε.» Άφησε στο κεφαλάκι του Ράντι ένα απαλό φιλί και στράφηκε γρήγορα να φύγει πριν αλλάξει γνώμη. Ακολούθησε τον Τζόνι Σμιθ έξω στο πλακόστρωτο μονοπάτι προς τη μικρή, κομψή ξύλινη αγροικία.
Κεφάλαιο 4 Ο Τζόνι Σμιθ ξεκλείδωσε την μπροστινή πόρτα και πάτησε τον διακόπτη πλημμυρίζοντας με φως το εσωτερικό του σπιτιού. Της έκανε χώρο να περάσει στο δωμάτιο και της είπε χαρούμενος: «Θα πάω τα πράγματά σας στην κρεβατοκάμαρα, δεσποινίς Σλόαν.» Παίρνοντας ως συναίνεση τη σιωπή της, διέσχισε το στρωμένο με χαλί σαλόνι προς την πόρτα αριστερά, αφήνοντας την Μπρένα να θαυμάζει αποσβολωμένη το εσωτερικό της αγροικίας. Το σαλόνι ήταν στρωμένο με ένα μαργαριταρένιο, γκρι χαλί με όμοιες ταιριαστές κουρτίνες στα παράθυρα. Τα μοντέρνα έπιπλα ήταν στις αποχρώσεις του βιολετί και του μοβ και οι πολυτελείς κρεμ μαξιλάρες ήταν ριγμένες πάνω στον καναπέ, που είχε το χρώμα της λεβάντας. Σε διάφορα σημεία υπήρχαν κρυστάλλινα τραπεζάκια που έδιναν μια νότα ηρεμίας στο σαλόνι. Ένα ασημένιο μπολ, που μέσα του επέπλεαν πολλές βιολέτες, ήταν στο κέντρο του τραπεζιού και έδινε χρώμα στην υπέροχη κρυστάλλινη τραπεζαρία. Υπήρχε και μια μικρή κουζινούλα που οδηγούσε έξω απ’ την τραπεζαρία, αλλά η Μπρένα αποφάσισε να μη συνεχίσει την εξερεύνησή της και ακολούθησε τον Τζόνι στην κρεβατοκάμαρα. Η Μπρένα ανακάλυψε ότι το αγόρι είχε ανοίξει τις κουρτίνες και έβγαινε απ’ το μπάνιο. «Πολλές πετσέτες» είπε ζωηρά. «Πολλές φορές οι καθαρίστριες ξεχνούν.» Η κρεβατοκάμαρα είχε και αυτή ένα χαλί στο χρώμα του μαργαριταριού και τις ίδιες μοβ πινελιές. Το τεράστιο κρεβάτι ήταν στρωμένο με ένα βασιλικό μοβ ταφταδένιο κάλυμμα, που ταίριαζε με τις κουρτίνες στις μεγάλες μπαλκονόπορτες. Ο Τζόνι τής έδειξε το τηλέφωνο πάνω στο κομοδίνο. «Με το εννιά παίρνετε εξωτερική γραμμή και με το έξι καλείτε τη ρεσεψιόν.» Τα λαμπερά καφετιά μάτια του ήταν ανυπόμονα. «Μήπως θα θέλατε να σας φέρω κάτι απ’ την καφετέρια, δεσποινίς Σλόαν; Δεν είναι κόπος για μένα.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, Τζόνι, σ’ ευχαριστώ. Ο κύριος Γουόλτερς και εγώ σταματήσαμε για δείπνο νωρίτερα.» Η Μπρένα παρατήρησε έκπληκτη ότι αυτός ο νεαρός ήταν λίγο μικρότερός της, αλλά εκείνη ένιωθε μίλια απομακρυσμένη απ’ αυτόν τον νεανικό ενθουσιασμό. Ο Τζόνι κούνησε το κεφάλι του και περπάτησε ζωηρά προς την πόρτα. «Η κουζίνα είναι καλά εξοπλισμένη αν πεινάσετε αργότερα» της είπε και γέλασε ευχάριστα. «Είμαι μεγάλος οπαδός του νυχτερινού τσιμπολογήματος.» «Κι εγώ το ίδιο» είπε λακωνικά η Μπρένα απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. «Ειδοποιήστε τη ρεσεψιόν αν με χρειαστείτε κάτι» της είπε μ’ ένα τελευταίο χαμόγελο πριν κλείσει την πόρτα ήσυχα. Η Μπρένα στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή νιώθοντας μια αίσθηση μοναξιάς να την κατακλύζει. Κοιτώντας γύρω της αυτό το θεσπέσιο διαμέρισμα, αναρωτήθηκε ζαλισμένη τι έκανε μέσα σ’ αυτή την πολυτέλεια. Δεν ανήκε εδώ. Ανήκε στο Λος Άντζελες, στο μικρό της διαμέρισμα μαζί με τον Ράντι. Έπειτα ίσιωσε τους ώμους της αποφασισμένη. Ήταν κουρασμένη και αποθαρρυμένη απ’ τον αποχωρισμό της απ’ τον Ράντι. Αυτή ήταν μια μεγάλη ευκαιρία. Θα ήταν ανόητο εκ μέρους της αν άφηνε τον εαυτό της να τρομοκρατηθεί απ’ τα πλούσια αντικείμενα που την περιέβαλλαν. Ήταν η ίδια Μπρένα Σλόαν εδώ όπως και στο διαμέρισμά της. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να κρατηθεί απ’ αυτήν την αλήθεια και με τα δυο της χέρια και όλα θα πήγαιναν καλά.
Σκέφτηκε να ετοιμάσει ένα ζεστό φλιτζάνι σοκολάτας, αλλά αποφάσισε να μην μπει στον κόπο. Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ κουρασμένη. Άνοιξε τη βαλίτσα της και έβγαλε μια ζέρσεϊ ρόμπα και ένα σκουφάκι και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Παρατήρησε τη μοβ μπανιέρα και τα γκρι κρυστάλλινα αξεσουάρ χωρίς να νιώσει καμία έκπληξη. Έκανε ένα σύντομο αλλά διεξοδικό ντους, θέλοντας να γευτεί μόνο την απαλότητα του τεράστιου κρεβατιού. Αφού σκουπίστηκε με μια τεράστια χνουδωτή πετσέτα, που βρήκε πάνω στη θερμαινόμενη μπάρα, φόρεσε τη ρόμπα της και χτένισε τσαπατσούλικα τα μαλλιά της με μια βούρτσα που υπήρχε πάνω στο έπιπλο του μπάνιου. Έπειτα μ’ έναν δισταγμό ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι χωρίς καν να τραβήξει το κάλυμμα. Θα σηκωθώ και θα ανοίξω τις βαλίτσες σύντομα, σκέφτηκε ζαλισμένη καθώς έκλεινε τα βλέφαρά της. Και ήθελε να σιγουρευτεί ότι θα μιλούσε με τον Ντόνοβαν για τον Ράντι απόψε. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της με το ζόρι γνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Ντόνοβαν πριν πέσει σ’ αυτόν τον υπέροχο ύπνο. Αυτή ήταν και η τελευταία σκέψη που πέρασε απ’ το μυαλό της πριν βυθιστεί. Της φάνηκε ότι πέρασε μόνο μια στιγμή πριν ξυπνήσει από έναν ξαφνικό ενοχλητικό ήχο. Γρύλισε και γύρισε απ’ την άλλη πλευρά προσπαθώντας να τον αγνοήσει, αλλά συνεχίστηκε μέχρι που κατάλαβε ότι ο ήχος προερχόταν απ’ την πόρτα. Ανακάθισε και σηκώθηκε αργά όρθια. Έριξε μια ματιά στο ρολόι στο κομοδίνο και κατάλαβε ότι ήταν σχεδόν δέκα η ώρα. Είχε κοιμηθεί περίπου δύο ώρες! Δεν ήταν αρκετό, σκέφτηκε καθώς παραπατούσε, με μάτια θαμπωμένα απ’ την κούραση, προς το σαλόνι για να ανοίξει την πόρτα ενώ ψηλάφιζε την κλειδαριά. Δεν ένιωσε έκπληξη όταν αντίκρισε έναν πολύ θυμωμένο Μάικλ Ντόνοβαν στο σκαλοπάτι. Στηρίχτηκε πάνω στην πόρτα και τον περιεργάστηκε σαν κουκουβάγια παρατηρώντας πόσο ενεργητικός και ζωντανός έδειχνε μέσα στο μαύρο παντελόνι του και το μαύρο ζιβάγκο πουλόβερ του, ενώ τα μαλλιά του ήταν μια σκοτεινή φλόγα πάνω στα μαύρα ρούχα του. Μόνο μια ματιά σ’ αυτή την ηλεκτρισμένη ζωντάνια και ένιωσε κουρασμένη, για την ακρίβεια, πιο κουρασμένη, διόρθωσε τον εαυτό της ξερά. «Γεια σας, κύριε Ντόνοβαν» του είπε μ’ ένα χασμουρητό. «Καλησπέρα, δεσποινίς Σλόαν» της είπε σαρκαστικά. «Ελπίζω να μη σας ενοχλώ» Έσπρωξε την πόρτα, την προσπέρασε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Τα μάτια της ανοιγόκλεισαν απ’ τον θόρυβο όπως και απ’ το κατάφωρο ψέμα. Ήταν γεγονός ότι ο Ντόνοβαν δε λυπόταν καθόλου που την ξύπνησε. Κατευθύνθηκε προς το κέντρο του σαλονιού και στράφηκε να την κοιτάξει ανυπόμονος, δείχνοντας εντελώς εκτός τόπου ανάμεσα στις απαλές γκρι και μοβ γραμμές του δωματίου. Όπως ένας πειρατής σε ένα βασιλικό πάρτι, σκέφτηκε θολά. «Έμαθα ότι ήθελες να με δεις» της είπε μ’ έναν σαρκαστικό τόνο στη φωνή του. «Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω, αλλά δεν το σήκωνες και είπα να έρθω εδώ.» «Μου τηλεφώνησες;» ρώτησε κοιμισμένα κοιτώντας πίσω του στο σαλόνι. «Μάλλον έπαιρνες λάθος νούμερο» του είπε κουρασμένα και κάθισε κουλουριασμένη στη γωνία του μοβ καναπέ. «Θα το είχα ακούσει.» «Δεν πήρα λάθος νούμερο» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. Κινήθηκε με τη χάρη ενός πάνθηρα προς το τηλέφωνο στο κρυστάλλινο τραπέζι και εξέτασε γρήγορα τη συσκευή. «Έχεις κλείσει τον ήχο» της είπε αποδοκιμαστικά ρυθμίζοντάς το. «Δεν ήταν καθόλου ευγενικό να μου ζητήσεις να σε πάρω και μετά να κλείσεις το τηλέφωνο, δεσποινίς Σλόαν» της είπε άγρια και τα μπλε μάτια του γυάλιζαν.
Ένιωσε να αγανακτεί απ’ αυτή την άδικη κατηγορία, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να βγάλει τη δυσαρέσκειά της. «Δεν έκλεισα το τηλέφωνο» είπε άτονα. «Μάλλον το έκανε αυτός που φιλοξενούσατε πριν από εμένα.» Τα μάτια του Ντόνοβαν μισόκλεισαν καθώς την κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω. «Τι στον διάβολο συμβαίνει μαζί σου;» ρώτησε εξαγριωμένος. «Έχεις πάρει κάτι;» «Αν έχω πάρει κάτι;» ρώτησε η Μπρένα ανέκφραστη. Ύστερα, καθώς κατάλαβε τι εννοούσε, σηκώθηκε απότομα. Κάθισε ίσια στον καναπέ ενώ τα μάγουλά της φλογίζονταν. «Δεν παίρνω ναρκωτικά, κύριε Ντόνοβαν» είπε θυμωμένη. «Είμαι απλώς υπναρού.» Σήκωσε τους ώμους του. «Είναι ένα λογικό συμπέρασμα. Η γενιά σου φαίνεται ότι τα χρησιμοποιεί σαν δεκανίκια.» «Ενώ η δικιά σας όχι» ανταπάντησε σαρκαστικά. «Πιστεύω ότι η δική σας η γενιά διαμαρτυρόταν. Εσείς ξεκινήσατε το κίνημα και την κουλτούρα των ναρκωτικών.» «Σωστή η κριτική σου» της είπε λυπημένος. «Όχι εγώ προσωπικά, σε διαβεβαιώνω.» Η ματιά του πέρασε πάνω απ’ το νυχτικό της. «Πάντα σου παίρνει τόσο χρόνο για να ξυπνήσεις;» «Δεν ξυπνάνε όλοι οι άνθρωποι με την πρώτη» απάντησε θυμωμένη. «Παρόλο που είμαι σίγουρη ότι εσείς ανήκετε σ’ αυτούς που απλώς πατάνε τον διακόπτη.» «Ναι, έτσι είμαι» της αποκρίθηκε αφηρημένος με σκεφτικό ύφος. «Ένας από τους δύο θα χρειαστεί να αλλάξει.» Τον κοίταξε μπερδεμένη, αλλά πριν κάνει την ερώτηση, εκείνος συνέχισε εξαγριωμένος: «Ο Μόντι είπε ότι είχες κάποια προβλήματα με τις διευθετήσεις που έκανα. Τι ήταν τόσο σημαντικό που δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο;» απαίτησε να μάθει κοιτώντας γύρω του το πολυτελές δωμάτιο. «Όλα μου φαίνονται εντάξει.» «Τίποτε δεν είναι εντάξει» είπε θυμωμένη και σηκώθηκε όρθια για να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Ο Ράντι δεν είναι μαζί μου.» Τα έξυπνα μάτια του ξαφνικά την κοίταξαν με προσοχή. «Το παιδί;» ρώτησε προσεκτικά. «Έχω κάνει ικανοποιητικές προετοιμασίες γι’ αυτόν. Η Ντόρις Τσαρλς έχει εκπληκτικές συστάσεις και το διαμέρισμά της είναι επιπλωμένο με ό,τι πιθανόν μπορεί να χρειαστεί ένα παιδί.» «Όλα εκτός απ’ τη μητέρα του» είπε η Μπρένα τρίζοντας τα δόντια της, και τα χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές. «Τον θέλω εδώ μαζί μου!» Ο Ντόνοβαν γύρισε και κατευθύνθηκε προς ένα μικρό φορητό μπαρ που υπήρχε στη γωνία και σέρβιρε ένα ουίσκι με νερό πριν γυρίσει και την κοιτάξει κατάματα. «Αυτό είναι αδύνατον» της είπε ψυχρά. «Προτιμώ το παιδί να παραμείνει στο διαμέρισμα όπου θα έχει και φροντίδα. Για την επόμενη εβδομάδα ή και παραπάνω θα χρειάζεται να είσαι συγκεντρωμένη. Δε θέλω να αποσπάται η προσοχή σου από μαμαδίστικες ανησυχίες.» «Αυτό είναι γελοίο» του είπε θυμωμένη. «Ήδη φροντίζω τον Ράντι και μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι το πρόγραμμά μου ήταν πολύ πιο απαιτητικό απ’ ό,τι μπορείς να φανταστείς.» «Αλλά όχι τόσο βαρύ όσο αυτό που θα απαιτήσω» της απάντησε απότομα. «Υπάρχουν κάποιες σκηνές που θα πρέπει να ξαναγυριστούν καθώς και η υπόλοιπη ταινία μέχρι να τελειώσει, και σκοπεύω να την έχω έτοιμη στην ώρα της, Μπρένα» είπε πιεστικά. «Συμφώνησα στο να δεχτώ τη βοήθεια της δεσποινίδας Τσαρλς» είπε εκείνη αγανακτισμένη. «Τι
διαφορά μπορεί να έχει αν ο Ράντι μείνει μαζί μου;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ το ουίσκι του πριν της απαντήσει. «Έχει διαφορά για μένα. Σε περίπτωση που δεν το έχεις αντιληφθεί, εγώ είμαι αυτός που κανονίζω τα πράγματα εδώ γύρω.» «Έτσι έμαθα» είπε η Μπρένα με πικρία και τα καστανά της μάτια ξαφνικά γέμισαν δάκρυα καθώς τον κοίταζε ικετευτικά. «Γιατί φέρνεις αντίρρηση στο να έχω τον γιο μου κοντά μου;» τον ρώτησε με βραχνή φωνή. «Δε θ’ αλλάξεις γνώμη;» Τα μάτια του ήταν ανήσυχα καθώς συνάντησαν τα δικά της απ’ την άλλη άκρη του δωματίου. «Όχι, δε θα αλλάξω γνώμη» απάντησε άγρια. «Δεν τον θέλω εδώ, Μπρένα.» «Ναι, αλλά γιατί;» τον ρώτησε έξαλλη. «Δεν μπορείς αυθαίρετα να μου το αρνείσαι χωρίς να μου δίνεις κάποιο λόγο.» Τα μάτια του στένεψαν σαν ατσάλινες σχισμές και η Μπρένα ήξερε ότι τον είχε εξαγριώσει. Άφησε προσεκτικά το ποτήρι του με το μισοτελειωμένο ποτό του στο μπαρ και της είπε παγερά: «Θέλεις να ξέρεις τον λόγο, Μπρένα; Τότε, θα τον έχεις.» Διέσχισε τον χώρο που τους χώριζε με τρία ήρεμα μεγάλα βήματα. «Με αναγκάζεις, Μπρένα. Ήλπιζα να έχω περισσότερο χρόνο» της είπε απαλά. «Τι εννοείς;» ψέλλισε εκείνη ξέπνοη απ’ την ξαφνική του εγγύτητα. Σήκωσε τους ώμους του και το μαύρο πουλόβερ τεντώθηκε πάνω στους δυνατούς του ώμους. «Δεν είσαι ακόμη έτοιμη γι’ αυτό» της είπε ήσυχα «αλλά έχω κουραστεί να παίζω παιχνίδια.» Την κοίταξε κατευθείαν μες στα μάτια και είπε αυθόρμητα: «Δεν θέλω το παιδί σου εδώ επειδή με τρελαίνει να σε βλέπω μαζί του.» Η Μπρένα δεν μπορούσε να καταλάβει την απίστευτη δήλωσή του και τον κοίταξε μπερδεμένη. Πήρε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του. «Βλέπεις, κατάλαβα ότι έχεις εντελώς λάθος ιδέα για το ποιος τύπος γυναίκας με ερεθίζει» είπε βραχνά. «Σε θέλω, Μπρένα.» Η Μπρένα αισθάνθηκε να υπνωτίζεται από εκείνα τα διεισδυτικά μάτια που την κρατούσαν μαγνητισμένη σαν σκλάβα. Ήταν τόσο κοντά της, που μπορούσε να νιώσει τις δονήσεις απ’ το σφριγηλό ζεστό του κορμί, τη μυρωδιά από καθαρό ιδρώτα και σαπούνι και την εκπληκτική αίσθηση ενός αρσενικού ζώου. «Όχι» φώναξε και τα μάτια της έκλεισαν για να μην τον βλέπει. «Αυτό είναι τρελό!» «Δε νομίζεις ότι ήδη το ξέρω αυτό;» τη ρώτησε τραχιά. «Μήπως νομίζεις ότι τη βρίσκω με το να αποπλανώ εικοσάχρονα κορίτσια; Δε μου αρέσει καθόλου αυτή η τακτική.» Άφησε μια ακανόνιστη ανάσα και έπειτα μίλησε πιο ήρεμος: «Αυτό που ξέρω είναι ότι απ’ τη στιγμή που σε είδα στην πρόβα εκείνο το απόγευμα ήταν λες και κάποιος μου έριξε γροθιά στο στομάχι. Σε θέλω περισσότερο απ’ όσο έχω θελήσει οποιαδήποτε γυναίκα στη ζωή μου. Πρέπει να σε πάρω, Τζένα, αλλιώς θα τρελαθώ τελείως.» «Είσαι ήδη τρελός» του ψιθύρισε. «Τα πράγματα δε γίνονται έτσι απλά.» «Ούτε εγώ πίστευα κάτι τέτοιο» της είπε εξαγριωμένος. «Έχω πάθει ολοκληρωτική εμμονή μαζί σου. Ποτέ δεν είχα ενδιαφερθεί για το αν μία γυναίκα είναι παρθένα ή όχι, μέχρι που η σκέψη σου μ’ έναν άλλο άντρα με έκανε να θέλω να σε στραγγαλίσω.» Τα μάτια του έλαμψαν τόσο άγρια, που ένας φόβος σχηματίστηκε μέσα της και έκανε άθελά της ένα βήμα πίσω. Άφησε τα χέρια του από πάνω της και το στόμα του μόρφασε με κυνισμό. «Μη φοβάσαι, δεν έχω φτάσει σε τέτοια όρια βαρβαρότητας ακόμη» της είπε βραχνά. «Παρόλο που
μπορεί να φτάσω αν σε πιάσω με κάποιον άλλο άντρα. Δεν αντέχω καν την ιδέα να σε βλέπω με το παιδί σου γνωρίζοντας ότι κάποιος άλλος είναι ο πατέρας.» «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» τον ρώτησε ζαλισμένη. «Πρώτα μου λες ότι θέλεις κάποιου είδους σχέση μαζί μου και μετά μου λες ότι δεν μπορείς να αντέξεις δίπλα μου τον ίδιο μου τον γιο.» Η φωνή της κλιμακωνόταν υστερικά. Σήκωσε τους ώμους του παραιτημένος. «Το ήξερα ότι είναι πολύ σύντομα» της είπε. «Θα περίμενα λίγο παραπάνω μέχρι να με μάθαινες καλύτερα. Ξέρω ότι όλο αυτό σε έχει σοκάρει.» Το στόμα του στράβωσε. «Όσο για το παιδί, θα μάθω να το ανέχομαι, έτσι δεν είναι;» «Να το ανέχεσαι;» Η λέξη αυτή έριξε λάδι στη φωτιά που έκαιγε θυμωμένα μέσα της. Το ότι κάποιος θα μπορούσε απλώς να «ανέχεται» αυτό το όμορφο, κατάξανθο διαβολάκι όπως ο Ράντι ήταν απίστευτο. «Μην μπαίνετε στον κόπο» του είπε ψυχρά. «Ούτε εγώ ούτε ο Ράντι χρειαζόμαστε την ανοχή σας, κύριε Ντόνοβαν.» «Η θυμωμένη λέαινα υπερασπίζεται το λιονταράκι της» μουρμούρισε εκείνος ειρωνικά. «Για πες μου τώρα που σε κάλεσα στο κρεβάτι μου, δε νομίζεις ότι έχουμε έρθει αρκετά κοντά, ώστε να με λες Μάικλ;» «Καθώς η γνωριμία μας σταματάει εδώ και τώρα, δεν το θεωρώ και τόσο απαραίτητο» του απάντησε ψυχρά γυρνώντας προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Το χέρι του έπιασε το δικό της καθώς τον προσπερνούσε και τη γύρισε για να την αντικρίσει. «Δε φεύγεις από εδώ, Μπρένα» είπε δύστροπα. «Έχεις μια δουλειά να κάνεις.» «Να γίνω ερωμένη σου;» τον ρώτησε σαρκαστικά σηκώνοντας το πιγούνι της. «Τελικά ναι» είπε παγερά εκείνος. «Αλλά προς το παρόν έχω μια ταινία να γυρίσω και εσύ συμφώνησες να πάρεις τον ρόλο της Μέρι Ντέρνεϊ.» «Αδύνατον» του είπε κοφτά. «Δε θα μπορούσα να το κάνω τώρα.» «Θα το κάνεις» της είπε βλοσυρός. «Αυτά τα δύο θέματα δεν έχουν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Αν νομίζεις ότι σου έδωσα τον ρόλο για να σε παρενοχλήσω σεξουαλικά, κάνεις λάθος. Θα έρθεις στο κρεβάτι μου επειδή το θέλεις και για κανέναν άλλο λόγο.» «Τότε πρόκειται να απογοητευτείς» του είπε προκλητικά. «Δε θα σε θελήσω ποτέ ούτε κάποιον άντρα που να μοιάζει με τον Μάικλ Ντόνοβαν.» «Νομίζω ότι θα το θελήσεις» της είπε και τα μάτια του στένεψαν. «Έχω αρκετά μεγάλη εμπειρία με τις γυναίκες και κρίνω ότι είσαι φτιαγμένη από εύφλεκτο υλικό, Μπρένα Σλόαν.» «Τότε κάνεις λάθος» του είπε άγρια και η άρνησή της ήταν άκαμπτη, παρ’ όλη τη φευγαλέα ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε στα παρασκήνια του Ριάλτο. Κούνησε το κεφάλι του και το πρόσωπό του γέμισε ειρωνεία. «Δεν το πιστεύω. Είναι φυσικό να νιώθεις πικρία και να φοβάσαι να δημιουργήσεις νέες σχέσεις. Προφανώς έχεις πληγωθεί απ’ τη σχέση σου με τον πατέρα του Ράντι. Δεκαεπτά χρόνων είναι μια άκρως ευαίσθητη ηλικία για κάτι τόσο τραυματικό όπως αυτό που συνέβη σ’ ένα νεαρό κορίτσι. Δεν είναι να απορείς που απορρίπτεις συνεχόμενα τους άντρες από τότε.» «Πώς ξέρεις ότι απορρίπτω τους άντρες;» τον ρώτησε η Μπρένα. Τότε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Θεέ μου, έβαλες να ερευνήσουν για μένα» ψιθύρισε.
«Όχι κάτι τόσο δραματικό» τη χλεύασε ελαφρά. «Έστειλα έναν άνθρωπο να κάνει κάποιες ερωτήσεις στα σωστά άτομα, αυτό είναι όλο. Ήξερα, όταν μιλήσαμε στο θέατρο χθες βράδυ, ότι νιώθεις δυσφορία απέναντι στους άνδρες. Από την εμπειρία μου η βαθιά γνώση ενός εχθρού είναι η μόνη βάση για τη νίκη.» «Και τι έμαθες για μένα;» τον ρώτησε περήφανα. «Άξιζε τον χρόνο που διέθεσε ο υπάλληλός σου;» «Όχι πολλά» αποκρίθηκε λακωνικά. «Μεγάλωσες σε ορφανοτροφείο. Ήσουν γραμματέας στην εταιρεία Έντουαρτς. Είσαι αφοσιωμένη μητέρα, πληρώνεις τους λογαριασμούς σου στην ώρα τους και κρατάς αποστάσεις από υποψήφιους νεαρούς εραστές που προσπαθούν να σε πλησιάσουν.» «Δε φαίνεται να σε αποθάρρυνε κάτι τέτοιο» του είπε καυστικά. «Ούτε στο ελάχιστο» της απάντησε ήσυχα. «Μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση το ότι δεν έχεις εμπλακεί με κανέναν άλλο άντρα έπειτα από την προδοσία του πατέρα του Ράντι. Σου είπα, αισθάνομαι πολύ κτητικά απέναντί σου και γνωρίζω πολύ καλά το ότι μπορώ να λιώσω τον πάγο γύρω σου, Μπρένα.» «Δε θα το αποκαλούσες τουλάχιστον λίγο εγωιστικό αυτό που λες;» τον ρώτησε κυνικά. «Πιστεύω στον εαυτό μου» είπε εκείνος απλά. «Δε θα είχα φτάσει τόσο μακριά στη ζωή μου αν δεν πίστευα σε μένα.» Το αισθησιακό στόμα του συσπάστηκε σκανταλιάρικα. «Επίσης, πιστεύω στη χημεία και θεωρώ ότι έχουμε άφθονη μεταξύ μας.» «Και περιμένεις ότι θα συνεχίσω να είμαι στην ταινία ύστερα απ’ όλα αυτά, σαν να μην έχει γίνει αυτή η συζήτηση;» τον ρώτησε κατάπληκτη. «Γιατί όχι;» τη ρώτησε ψυχρά. «Τώρα που όλα είναι ανοιχτά επιστρέφουμε στο βασικό σχέδιο. Χρειάζεσαι τη δουλειά και χρειάζομαι ηθοποιό. Το γεγονός ότι σε χρειάζομαι και σαν γυναίκα δε θα πρέπει να σε απασχολεί υπερβολικά. Στο κάτω κάτω, πριν κάνουμε αυτή την κουβέντα, ήμουν πρόθυμος να περιμένω μέχρι να μου πεις ότι με θέλεις. Ακόμη είμαι. Δε σου υπόσχομαι ότι δε θα κάνω υπερβολές για να σε κάνω να με θελήσεις, αλλά δεν πρόκειται να σε σύρω κλοτσώντας και ουρλιάζοντας προς την κοντινότερη σπηλιά.» «Έχω τον λόγο σου γι’ αυτό;» τον ρώτησε σκεφτικά η Μπρένα. Το στόμα του Ντόνοβαν σφίχτηκε από θυμό και τα μπλε του μάτια άστραψαν. «Δεν έχω συνηθίσει να αμφισβητείται ο λόγος μου.» Πήρε μια βαθιά αναπνοή και η ένταση διαλύθηκε από πάνω του. «Τι καχύποπτο μικρό κορίτσι που είσαι, Μπρένα» είπε ειρωνικά. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα σου επιτεθώ μέχρι να τελειώσει η ταινία. Έπειτα απ’ αυτό, αν δεν σε έχω πείσει με τον τρόπο που σκέφτομαι, όλες οι υποσχέσεις είναι άκυρες και κενές. Θα σε πάρω με όποιον τρόπο μπορώ.» Το κορμί της Μπρένα τρεμούλιασε απ’ την αμείλικτη τραχύτητα του λεπτού του προσώπου. «Δε βλέπεις ότι δεν υπάρχει λόγος;» τον ρώτησε ικετευτικά. «Όχι, δεν το βλέπω» της είπε αποφασιστικά. «Και πριν φύγω από εδώ απόψε, θα σε κάνω να καταλάβεις τι υπάρχει μεταξύ μας.» Η ματιά της συνάντησε τη δική του και στα καστανά της μάτια φάνηκε ο πανικός μιας ξαφνιασμένης ελαφίνας. «Όχι» διαμαρτυρήθηκε παλεύοντας να ελευθερωθεί απ’ τα χέρια του, που την κρατούσαν απ’ τα μπράτσα της. «Το υποσχέθηκες!» Τα χέρια του μετρίασαν το σφίξιμό του και την τράβηξαν αμείλικτα πιο κοντά του καταστέλλοντας χωρίς κόπο την αντίστασή της. «Σταμάτα να με πολεμάς, Μπρένα!» Βόγκηξε
βραχνά: «Δεν καταλαβαίνεις ότι θέλω να έχω κάτι που θα με κάνει να μην είμαι τρελός για τις επόμενες εβδομάδες;» Η Μπρένα ήταν στα χέρια του, το κορμί της πίεζε το δικό του γυμνασμένο κορμί και ένιωθε την έξαψη να βγαίνει απ’ το άκαμπτο αρρενωπό σώμα και να διαπερνά τη λεπτή ζέρσεϊ ρόμπα της. Έμοιαζε λες και ήταν εντελώς γυμνή και ανυπεράσπιστη στην αγκαλιά του. «Άσε με να φύγω» είπε ξέπνοη στριφογυρίζοντας απελπισμένη για να ξεφύγει απ’ το μαρτύριο που της προκαλούσε το να βρίσκεται κοντά του και να την κρατά στην αγκαλιά του. Ήταν σαν να μην την άκουσε. Το πρόσωπό του διατηρούσε την αποφασιστικότητά του. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να βρει την ακανόνιστη ανάσα του. «Θεέ μου, σε θέλω!» Το στόμα του κάλυψε το δικό της με τέτοια αγριότητα που ένιωσε σαν να την απορροφά, λες και ήταν μια προέκταση του πόθου που τον κατέτρωγε. Τα χείλη του κάλυψαν το πρόσωπό της και τον λαιμό της με καυτά φιλιά πριν γυρίσουν ξανά στο στόμα της και το ανοίξουν σε μια ηδονική διείσδυση. Βόγκηξε ανυπεράσπιστη καθώς η γλώσσα του της χάριζε μια αισθησιακή ηδονή. Τα χέρια του με πυρετικές κινήσεις γεμάτες αγωνία και σύγχυση την άγγιζαν στην πλάτη και τους γλουτούς της εξερευνώντας τη μεταξένια σάρκα κάτω απ’ το λεπτό ύφασμα της ρόμπας της. Είχε μπει σ’ έναν αισθησιακό κυκλώνα, το κορμί της ήταν αδύναμο και είχε λιώσει καθώς έγερνε πάνω του. Εκείνος άφησε έναν θριαμβευτικό καγχασμό καθώς σήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει, με μια βαρβαρική ικανοποίηση στο σκούρο μπλε βλέμμα του. Τα μάτια του, λες και την υπνώτιζαν, την κοίταζαν αργά, ενώ τα χέρια του χαλάρωσαν τη ζώνη απ’ τη ρόμπα της ανοίγοντάς την. Κοίταξε ανυπόμονος τις απαλές καμπύλες της. Η Μπρένα μπορούσε να νιώσει ένα αίσθημα ηλεκτρισμού στο κορμί της απ’ την ένταση του συναισθήματος που είχε το πρόσωπό του. Δεν την είχε καν αγγίξει, αλλά εκείνη μπορούσε να αισθανθεί το στήθος και τις ρόδινες θηλές της να σκληραίνουν λες και τις είχε χαϊδέψει. «Πανάθεμά σε, είσαι πολύ γλυκιά» της είπε βραχνά. «Είσαι δικιά μου, έτσι δεν είναι; Πες μου ότι μου ανήκεις.» Και έπειτα χωρίς να περιμένει απάντηση, χαμήλωσε το στόμα του και έπαιξε μ’ αυτές τις ρόδινες κορυφές που ανταποκρίθηκαν στο χάδι του. Η γλώσσα του βασάνιζε μαρτυρικά κάθε αισθησιακή θηλή, μέχρι που εκείνη έτρεμε απ’ την ερωτική ανταπόκριση που της είχε προκαλέσει ο ερεθισμός της. Θυμήθηκε το πώς νωρίτερα εκείνο τον βράδυ τον είχε συγκρίνει νοητικά με κάποιο βρικόλακα. Καταλάβαινε τώρα πανικοβλημένη ότι είχε δίκιο. Χρησιμοποιούσε τον αισθησιακό μαγνητισμό του για να στραγγίξει κάθε αντίσταση απ’ αυτήν, αφήνοντάς τη δέσμια σε μια οδυνηρή πρωτόγνωρη ανάγκη. Σήκωσε το κεφάλι του και έπειτα έκλεισε αργά τη ρόμπα της δένοντας τη ζώνη επιδέξια. Κοίταξε ανήσυχος το κόκκινο πρόσωπό της και το απαλό, μελανιασμένο στόμα της. Έπειτα η ανάσα του κόπηκε καθώς αντίκρισε τα ορθάνοιχτα καστανά της μάτια που έλαμπαν από έκπληξη. «Γλυκιά μου, μη με κοιτάς μ’ αυτό τον τρόπο» βόγκηξε βραχνά, βυθίζοντας το κεφάλι του μέσα στα μεταξένια καστανά μαλλιά της. Κράτησε προσεκτικά το κορμί του μακριά από τις αισθησιακές της καμπύλες. «Βρίσκομαι τοσοδά μακριά απ’ το να σε σηκώσω, να σε πάω στο κρεβάτι και να σε βιάσω.» Τα δόντια του έπαιζαν με το αυτί της και την έκαναν να αναριγά ολόκληρη. «Και θα ήταν βιασμός, γιατί όσο πρόθυμο και αν έχω κάνει το υπέροχο κορμί σου, το μυαλό σου ακόμη με απορρίπτει.» Έτριψε το κάτω μέρος του κορμιού του αισθησιακά πάνω στο δικό της. «Δε θέλω έναν έρωτα μιας βραδιάς μαζί σου, αγάπη μου. Θα είμαστε μαζί για πολύ πολύ καιρό. Θέλω το κορμί σου, το μυαλό σου και την ψυχή σου. Θα μου ανήκεις, Μπρένα Σλόαν.»
Για μια τρελή στιγμή ήταν έτοιμη να δεχτεί αυτή την αλαζονική διεκδίκηση της κυριαρχίας του και να υποταχθεί τυφλά, πρόθυμη να υποχωρήσει για να ξαναγευτεί αυτήν την υπέροχη αίσθηση που την έκανε να νιώθει. Έπειτα, η ανεξαρτησία μιας ζωής ανέκτησε τον έλεγχο του εαυτού της και ένιωσε μια πύρινη ντροπή. Θεέ μου, τι έκανε, σκέφτηκε με ένα άρρωστο συναίσθημα στο στομάχι της. Πού ήταν η περηφάνια της και ο αυτοσεβασμός της που μπορούσαν να εξανεμιστούν τόσο εύκολα απ’ τον επιδέξιο χειρισμό αυτού του άνδρα; Ήταν και αυτή, όπως η μητέρα της και η Τζανίν, υποχείριο των αντρών για την ευχαρίστησή τους, για να την πετάξουν ύστερα σαν σκουπίδι; Το σφίξιμό του είχε χαλαρώσει αυτόματα όταν η Μπρένα έδειξε να υποχωρεί και εκείνη με μία ευκίνητη κίνηση έφυγε μακριά του. Πήγε γρήγορα στην άλλη άκρη του δωματίου πριν στραφεί να τον κοιτάξει. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο και χλωμό και αγκάλιασε με τα χέρια της το κορμί της σαν να έβαζε μια φυσική μπάρα ανάμεσά τους. «Τελείωσε η επίδειξη;» τον ρώτησε με προκλητικό ύφος σηκώνοντας περήφανα το πιγούνι της. «Γιατί, αν τελείωσε, θα ήθελα να φύγεις.» Υπήρχε μια απογοήτευση αλλά και ένας απρόθυμος θαυμασμός στο πρόσωπό του Ντόνοβαν καθώς την παρακολουθούσε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Σχεδόν σε είχα, γλυκιά μου» της είπε σκεφτικά. «Αναρωτιέμαι τι πήγε λάθος.» «Το λάθος ήταν ότι ξέχασες ότι ανήκω στον εαυτό μου» του είπε ψυχρά. «Δεν είμαι καμία σκλάβα για να διασκεδάζεις. Δε θα έχεις άλλη ευκαιρία.» Το χαμόγελό του ήταν ειρωνικό και τα μάτια του άστραψαν επικίνδυνα. «Κακή κίνηση, γλυκιά μου» της είπε με ευγενικό τρόπο. «Δεν έχεις ακούσει ότι δεν μπορώ να αντισταθώ στις προκλήσεις;» Και έπειτα καθώς το κορμί της Μπρένα σκλήρυνε αμυντικά, κούνησε το κεφάλι του. «Όχι απόψε. Νομίζω ότι έκανα πολλή πρόοδο για μία νύχτα, εσύ τι λες;» Ένα πορφυρό χρώμα έβαψε τα μάγουλά της καθώς σκέφτηκε την ευκολία με την οποία ο Ντόνοβαν παραμέρισε τις άμυνές της, λες και δεν υπήρχαν, και την άφησε τόσο ταπεινωμένη να υπηρετεί το πάθος του και το δικό της. «Μην ανησυχείς, Μπρένα, η υπόσχεσή μου ακόμη ισχύει» της είπε κουνώντας το κεφάλι του λυπημένος. «Παρ’ όλο που φαντάζομαι ότι θα χρειαστώ αρκετά παγωμένα ντους στο μέλλον.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Δε θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα να κάνω και ένα τώρα.» Της γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το μπαρ, σήκωσε το μισοάδειο ποτήρι και με μια γουλιά τελείωσε το περιεχόμενό του. Όταν γύρισε να την κοιτάξει, η συμπεριφορά του ήταν ψυχρή και απρόσωπη. «Αύριο το πρωί θα είσαι ελεύθερη να διαβάσεις τον ρόλο σου. Θα στείλω τον Μόντι να σε πάρει το μεσημέρι για να σε πάει στη σκηνή Β. Θα χρειαστεί να δοκιμάσεις τα κουστούμια και να γνωρίσεις τον σκηνοθέτη Τζέικ Ντόμινικ.» Θα μπορούσε να είχε αισθανθεί ανακουφισμένη απ’ την επιστροφή του στην επαγγελματική του συμπεριφορά, αλλά καταλάβαινε ότι ένιωθε μια παράλογη μνησικακία στο ότι μπορούσε τόσο εύκολα να αλλάζει τα συναισθήματά του, ενώ αυτή ακόμη ένιωθε πεταλούδες στο στομάχι της. Βάζοντας λίγο παραπάνω κόπο, κατάφερε να καλύψει την ταραχή της. «Θα είμαι έτοιμη» είπε παγερά και έπειτα η τελευταία του φράση τη χτύπησε: «Ο Τζέικ Ντόμινικ θα είναι ο σκηνοθέτης;» Ο Ντόνοβαν κούνησε το κεφάλι του και το στόμα του σφίχτηκε κυνικά. «Εντυπωσιάζομαι που
δεν το ήξερες» της είπε ξερά. «Νόμιζα ότι όλοι στη δουλειά μαθαίνουν τις δραστηριότητες του Τζέικ. Εντός και εκτός της κρεβατοκάμαράς του.» Αυτή ήταν μια δήλωση που υποτιμούσε τον Ντόμινικ, σκέφτηκε η Μπρένα με ειρωνεία. Όλος ο κόσμος ενδιαφερόταν για τη ζωή του κακού παιδιού της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ο Τζέικ Ντόμινικ ήταν απόλυτα ευφυής και ο πιο διάσημος σκηνοθέτης στο Χόλιγουντ. Η επιτυχία του ήταν σχεδόν παράλληλη με την άνοδο του Μάικλ Ντόνοβαν και οι δύο άντρες ήταν γνωστοί για την καλή φιλία που είχαν. Η προσωπική του ζωή προκαλούσε την προσοχή όσο και η επαγγελματική του. Πολύ πλούσιος εξαιτίας της σκληρής δουλειάς του και με σατανικά όμορφο παρουσιαστικό, ήταν ακαταμάχητος στις γυναίκες. Η φήμη του Ντόμινικ ήταν σκανδαλώδης. Ενώ οι σχέσεις του Ντόνοβαν ήταν θρυλικές, προφύλασσε ιδιαίτερα την προσωπική του ζωή. Αντίθετα ο Ντόμινικ ήταν αδιάφορος στα θέματα της δημοσιότητας και συχνά τον είχαν στις κουτσομπολίστικες στήλες. «Τζέικ Ντόμινικ» επανέλαβε σκεφτική. Αναρωτήθηκε άσκοπα αν είχε πέσει απ’ το τηγάνι κατευθείαν στη φωτιά. Σίγουρα ένας ακόλαστος όπως ο Ντόνοβαν της ήταν αρκετός. Τα μάτια του Ντόνοβαν στένεψαν επικίνδυνα. «Σε ενδιαφέρει;» τη ρώτησε με απαλό τόνο στη φωνή του. «Φοβάμαι ότι θα πρέπει να ξεχάσεις ό,τι φαντασιώσεις έχεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Έχω ήδη ενημερώσει τον Τζέικ ότι είσαι εκτός παιχνιδιού.» Κοκκίνισε από αγανάκτηση στη σκέψη ότι ο Ντόνοβαν είχε συζητήσει τις ανήθικες βλέψεις που είχε για εκείνη με κάποιον άλλο εξίσου έκλυτο. Πώς τολμούσε να της φέρεται μ’ αυτό τον τρόπο λες και ήταν κτήμα του! Δεν υπήρχε περίπτωση να παραδεχτεί ότι το ενδιαφέρον της για τον Τζέικ Ντόμινικ δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από μία ανησυχία. «Απ’ ό,τι έχω καταλάβει, ο κύριος Ντόμινικ δε δέχεται κανενός είδους ευγενικούς περιορισμούς» του είπε ψυχρά. «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε και να δούμε, έτσι δεν είναι;» Τα μάτια του Ντόνοβαν άστραψαν. «Μην κάνεις το λάθος να με απωθήσεις μέσω του Τζέικ» την προειδοποίησε ξερά. «Μπορεί να είναι ο καλύτερός μου φίλος, αλλά δεν προτίθεμαι να σε μοιραστώ μαζί του.» Η Μπρένα σήκωσε τους ώμους της αυθάδικα και άνοιξε το στόμα της να του πει τι σκεφτόταν για την αλαζονική του δήλωση όταν ακούστηκε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα. Τα μάτια του Ντόνοβαν πήγαν στο πρόσωπό της. «Περιμένεις κανέναν;» τη ρώτησε κοφτά. «Ποιον να περιμένω;» τον ρώτησε με καυστικό τόνο. «Είμαι το καινούριο κορίτσι στην πόλη, θυμάσαι;» Με μια χαμηλόφωνη βρισιά στράφηκε γρήγορα προς την πόρτα και την άνοιξε. Εξέτασε τον άντρα που στεκόταν εκεί με μεγάλη αποδοκιμασία. «Τι στον διάβολο κάνεις εδώ, Τζέικ;» γρύλισε άκεφος. «Νομίζω ότι είχα ξεκαθαρίσει τη θέση μου.» Η βαθιά αρρενωπή φωνή του επισκέπτη ακούστηκε ειρωνική: «Πάντα ξεκαθαρίζεις τη θέση σου, Μάικλ. Δεν είμαι εδώ για να επιτεθώ σε ό,τι σου ανήκει. Είμαι εδώ καθαρά για επαγγελματικούς λόγους.» Ο Ντόνοβαν παραμέρισε απρόθυμα. «Το καλό που σου θέλω να είναι μόνο επαγγελματικοί οι λόγοι» είπε κοφτά καθώς ο άλλος άντρας έμπαινε στο δωμάτιο. «Δεν είχες ούτε μία πλατωνική σκέψη για γυναίκα από τότε που ήσουν στο νηπιαγωγείο.» Γύρισε προς την Μπρένα και είπε ξερά:
«Αυτός είναι ο Τζέικ Ντόμινικ, Μπρένα.» Ο Ντόμινικ κινήθηκε αργά προς το μέρος της, σαν πάνθηρας σε καταδίωξη θηράματος, και πήρε το χέρι της στο δικό του. Ήταν όμορφος σαν αμαρτία, σκέφτηκε, με τα μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά και το πρόσωπο ενός έκπτωτου αγγέλου. Αν το βλέμμα του είχε αυτόν τον κουρασμένο κυνισμό του ανθρώπου που τα έχει δει όλα, τα έχει κάνει όλα και βρίσκει αυτόν τον κόσμο ασήμαντο και βαρετό, αυτό και μόνο πρόσθετε επιπλέον άλλη γοητεία σ’ αυτό τον άντρα. «Είσαι πάντα τόσο ευγενής, Μάικλ» είπε πάνω απ’ τον ώμο του και τα μαύρα του μάτια έλαμψαν διασκεδαστικά. Έπειτα έστρεψε την προσοχή του στην Μπρένα. Πέρασε τη ματιά του από πάνω της αργά, με θράσος. «Υπέροχη, αρκετά υπέροχη» γρύλισε απαλά. «Είναι εντελώς άδικο εκ μέρους του βάρβαρου φίλου μου να κρατάει τέτοιο βραβείο μόνο για τον εαυτό του. Είμαι πολύ χαρούμενος που σε γνωρίζω, δεσποινίς Σλόαν.» «Κόφ’ το, Τζέικ» διέταξε ανέκφραστος ο Ντόνοβαν. «Τι κάνεις εδώ; Σου είπα το πρωί ότι ο Μόντι θα φέρει την Μπρένα στη σκηνή αύριο το απόγευμα.» «Πρέπει να επιστρέψω το πρωί στη Νεβάδα για να ξαναγυρίσω κάποιες σκηνές στην περιοχή» είπε ο Ντόμινικ μαλακά. «Και καθώς είσαι αποφασισμένος να τελειώσεις την ταινία στην ώρα της, σκέφτηκα να περάσω και να έχω μια συζήτηση με τη δεσποινίδα Σλόαν απόψε το βράδυ.» «Τέτοια ώρα;» ρώτησε σκεφτικά ο Ντόνοβαν. Ο Ντόμινικ κοίταξε αδιάφορα το ρολόι του. «Είναι μόλις έντεκα» τον προκάλεσε. «Από πότε σε νοιάζει να τηρούμε τις ώρες όταν αφορά την ολοκλήρωση της ταινίας σου;» Ο Ντόνοβαν σφύριξε μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια του και παραδόθηκε απότομα. Στράφηκε προς την Μπρένα και το βλέμμα του πέρασε πάνω απ’ το αδύνατο κορμί της εξεταστικά. «Πήγαινε να ντυθείς, Μπρένα» τη διέταξε τραχιά. Ένας ακατάσχετος καγχασμός ξέφυγε από τον Ντόμινικ, καθώς το κόκκινο χρώμα επέστρεψε στα μάγουλα της Μπρένα. Με το κεφάλι της ψηλά, γύρισε επιτόπου και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την κρεβατοκάμαρα χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Καθώς έβγαζε τη ρόμπα και τις πιτζάμες της και φόραγε το τζιν παντελόνι της, το σουτιέν της και ένα κόκκινο πουλόβερ, έβριζε μέσα απ’ τα δόντια της την αλαζονεία και τον σοβινισμό των ανδρών γενικότερα, και του Ντόνοβαν και του Ντόμινικ ειδικότερα. Έπειτα φόρεσε ένα ζευγάρι χαμηλά δερμάτινα παπούτσια και ξαναμπήκε στο σαλόνι. Ο εκνευρισμός της δε βελτιώθηκε καθόλου βλέποντας τους δύο άντρες να συζητούν με πολύ καλή διάθεση μεταξύ τους, κρατώντας τα ποτά τους και μιλώντας χαλαρά για κάποιες σκηνές της ταινίας. Και οι δύο στράφηκαν προς το μέρος της καθώς μπήκε στο δωμάτιο και ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Ντόμινικ καθώς είδε το άκομψο ντύσιμό της. «Α, η νεαρή παρθένα εμφανίστηκε» είπε πειραχτικά. «Πες μου, Μάικλ, πιστεύεις ότι αυτά τα ρούχα πρόκειται να αποθαρρύνουν την παθιασμένη μου φύση;» «Σκάσε, Τζέικ» γρύλισε άκεφος ο Ντόνοβαν . Ο Ντόμινικ ανασήκωσε το φρύδι του και τα μαύρα μάτια του έλαμψαν διαβολικά. «Ξέρεις τι σάτυρος είμαι» είπε με μαλακό τόνο στη φωνή του. «Αναρωτιέμαι μήπως θα πρέπει να ζητήσουμε από τους στυλίστες και μια πανοπλία.» «Τζέικ!» είπε ο Ντόνοβαν προειδοποιητικά. «Ή ίσως να παραγγείλουμε μια ζώνη αγνότητας» πρότεινε ο Ντόμινικ χωρίς να κρατηθεί.
«Πολύ αστείο» απάντησε ο Ντόνοβαν αηδιασμένος. «Έτσι νομίζω κι εγώ» είπε ήσυχα ο Ντόμινικ. «Τώρα δε νομίζεις ότι έχουμε κάνει τη δεσποινίδα Σλόαν να αισθάνεται αρκετά άβολα και χωρίς τα σχόλια μας; Είναι καιρός να επιστρέψουμε στη δουλειά. Φύγε τώρα, Μάικλ, έχουμε δουλειά να κάνουμε.» Ο Ντόνοβαν κατσούφιασε και το πρόσωπό του σκούρυνε. «Θα μείνω» είπε εχθρικά. Ο Ντόμινικ σήκωσε το κεφάλι του και ξαφνικά το ξέγνοιαστο ύφος του πλέιμποϊ χάθηκε εντελώς. «Όχι, δε θα μείνεις» είπε κοφτά με επιτακτικό βλέμμα. «Έχουμε μια σκηνή να δούμε. Έχω να δώσω οδηγίες και να χτίσω μια σχέση με την ηθοποιό στην ταινία που σκηνοθετώ. Δε θα σ’ έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου να κοιτάζεις βλοσυρά σαν ζηλιάρης εραστής και να ανακατεύεσαι στη δουλειά μου. Ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι αν σκηνοθετούσες εσύ, δε θα επέτρεπες κάτι τέτοιο. Ούτε κι εγώ!» Στράφηκε προς την Μπρένα και είπε αγανακτισμένος: «Μπορείς να πεις ευγενικά στον κοινό μας φίλο ότι δε φοβάσαι τον μεγάλο κακό λύκο και ότι έχει τη συγκατάθεσή σου για να φύγει;» Η Μπρένα έμεινε έκπληκτη με την απίστευτη μεταμόρφωση που είδε να εξελίσσεται μπροστά της. Ο Τζέικ Ντόμινικ ήταν προφανώς ένας σύνθετος άντρας με ισχυρή προσωπικότητα, για να προκαλέσει έναν άντρα με τη δύναμη του Ντόνοβαν. «Δεν σας φοβάμαι καθόλου, κύριε Ντόμινικ» είπε αργά. «Και ο κύριος Ντόνοβαν γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν τον θέλω εδώ.» Ο Ντόνοβαν άφησε μια ασυνάρτητη διαμαρτυρία καθώς χτύπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και γύρισε θυμωμένος προς την πόρτα. Ανοίγοντάς τη διάπλατα στράφηκε για να τους κοιτάξει συνοφρυωμένος. «Ο μόνος λόγος που φεύγω είναι γιατί έχεις δίκιο, Τζέικ. Θα αντιδρούσα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο σε οποιαδήποτε παρέμβαση την ώρα που προσπαθώ να δουλέψω» είπε εξαγριωμένος. «Αλλά καλά θα κάνεις να παραμείνεις μόνο στο επαγγελματικό κομμάτι!» Η πόρτα χτύπησε με θόρυβο καθώς την έκλεισε πίσω του.
Κεφάλαιο 5 Ο Ντόμινικ έριξε μια ματιά στην ακόμη δονούμενη πόρτα. «Αναρωτιέμαι πόσο κοντά ήμουν ώστε να με ξεσκίσει» είπε σκεφτικά. «Δε φάνηκε να σε ανησυχεί και ιδιαίτερα» του απάντησε ξερά η Μπρένα. Η έκφρασή του ήταν συνοφρυωμένη. «Μη γελιέσαι» της είπε ανέκφραστα. «Δεν πρέπει να ενοχλείς μια αρκούδα χωρίς να είσαι απολύτως ενήμερος για τις πιθανές συνέπειες. Απλώς ζυγίζεις τις πιθανότητες ώστε να κερδίσεις ενάντια στο υπολογισμένο ρίσκο.» Η Μπρένα εστίασε την προσοχή της στην παρομοίωση. «Μια αρκούδα;» ρώτησε με περιέργεια. «Δυνατή, ακλόνητη, ο “κύριος του δάσους”» είπε και η ματιά του καρφώθηκε σκεφτικά στο πρόσωπό της. «Εσύ πώς τον βλέπεις, δεσποινίς Σλόαν;» Έκανε μια γκριμάτσα. «Αν μιλάμε για ζώα, νομίζω ότι έχεις πέσει εντελώς έξω. Τον βλέπω σαν κούγκαρ.» Κοίταξε μέσα στα μάτια τον Τζέικ Ντόμινικ και αυθόρμητα συνέχισε: «Και εσύ είσαι ο μαύρος πάνθηρας.» Τα χείλη του έσφιξαν. «Όταν εσύ, χωρίς καμία αμφιβολία, είσαι η γαζέλα. Με χάρη, εύθραυστη και φυσικό θήραμα και των δυο μας.» Η Μπρένα εξακολούθησε να τον κοιτάζει με σταθερό ύφος. «Ξεχνάς ότι η γαζέλα είναι πολύ γρήγορη, κύριε Ντόμινικ. Με προειδοποίηση, δεν έχω αμφιβολία ότι θα μπορούσα να ξεφύγω απ’ την καταστροφή.» «Οι μεγάλες γάτες δεν προειδοποιούν, δεσποινίς Σλόαν» της ανταπάντησε ήρεμα. «Γι’ αυτό πρέπει να καταλάβεις ότι έχεις κάνει λάθος για τον Μάικλ.» Η εκτίμησή του ήταν ψυχρή και αναλυτική. «Θα υποθέσω ότι είναι μάλλον φυσικό ότι ο ριψοκίνδυνος κοκκινομάλλης φίλος μου έχει ανοίξει τα χαρτιά του πάνω στο τραπέζι. Ο Μάικλ δε διακρίνεται για λεπτότητα.» Η Μπρένα κοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα της. «Το παρατήρησα αυτό» είπε με θλίψη. Ο Ντόμινικ κοίταξε το ποτό του μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Υποθέτω ότι η γαζέλα θα πρέπει να τρέξει πολύ γρήγορα» είπε τρυφερά. «Αυτό είναι ασυνήθιστο για τον Μάικλ. Δεν είναι περίεργο ότι έχει τέτοια διάθεση. Δεν έχει συνηθίσει να βρίσκεται σε σύγχυση.» «Τότε θα χρειαστεί να το συνηθίσει» είπε η Μπρένα με ήρεμο τρόπο. Υπήρχε ένας θαυμασμός στο βλέμμα του Ντόμινικ καθώς την κοίταζε. «Ξέρεις δεν ήταν καθαρά επαγγελματικός ο λόγος για τον οποίο ήρθα απόψε εδώ» της είπε αργά. «Όταν μίλησα στον Μάικλ σήμερα το πρωί, πρέπει να παραδεχθώ ότι μου άναψε την περιέργεια. Όλα αυτά τα χρόνια που τον ξέρω, ποτέ δε με έχει προειδοποιήσει να μείνω μακριά από κάποια γυναίκα. Ένιωσα περίεργος να δω ποια ήταν αυτή που του προκάλεσε τέτοια φασαρία. Τώρα που σε είδα, αρχίζω να καταλαβαίνω την κατάσταση. Μπορείς να διαταράξεις την ηρεμία ενός άντρα, δεσποινίς Σλόαν.» «Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται να αγνοήσεις την προειδοποίηση του Ντόνοβαν, κύριε Ντόμινικ;» τον ρώτησε με προκλητικό τόνο. Το πρόσωπό του έγινε πολύ σοβαρό καθώς κουνούσε το κεφάλι του. «Παρ’ όλη την καχύποπτη φύση του Μάικλ, δεν πρόκειται να σε κυνηγήσω όσο γοητευτική κι αν είσαι» της είπε ψυχρά. «Μπορεί να είμαι κάθαρμα σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και χωρίς καθόλου ενδοιασμούς, αλλά έχω
μεγάλη εκτίμηση για τη φιλία του Μάικλ.» Τα μάτια του μισόκλεισαν καθώς συνέχιζε μέσα απ’ τα δόντια του. «Δεν έχω πρόβλημα στο να βρίσκω ερωμένες, αλλά αμφιβάλλω αν κάποιος μπορεί να αντικαταστήσει τον Μάικλ.» Για μια στιγμή υπήρξε μια παράξενη μοναξιά και ένα ευάλωτο ύφος στο πρόσωπό του, αλλά γρήγορα πήρε τη θέση της η κυνική του μάσκα. «Όπως καταλαβαίνεις, δεν κινδυνεύεις όσον αφορά εμένα» συνέχισε μαλακά. «Είμαι τέτοιος μπάσταρδος, που δεν μπορώ να χαραμίσω τους λίγους φίλους που μου έχουν απομείνει.» Η Μπρένα ανακάλυψε ότι συμπαθούσε αυτόν τον δύσκολο, σύνθετο άντρα. «Νομίζω ότι είσαι ένας πολύ καλός φίλος» είπε ευγενικά. Τα φρύδια του Ντόμινικ υψώθηκαν έκπληκτα. «Δε νομίζω να μου έχει ξαναπεί κάτι τέτοιο μια γυναίκα.» «Πιστεύω ότι όλες σε θέλουν μόνο για το κορμί σου» του είπε λακωνικά και τα μάτια της άστραψαν. «Μα φυσικά» αποκρίθηκε λυπημένος. «Τα άκαρδα πλάσματα επιμένουν να αγνοούν το λαμπερό μυαλό μου και τη βασανισμένη μου ψυχή.» Έκανε μια γκριμάτσα και είπε μελοδραματικά: «Είμαι απλώς ένα αντικείμενο του σεξ!» Η Μπρένα γέλασε και αντάλλαξαν μια ματιά απελευθερωμένη απ’ την προηγούμενη ένταση. Δεν ήταν να απορείς που ράγιζε καρδιές, σκέφτηκε. Περνούσε απ’ τη μια διάθεση στην άλλη με καταπληκτική ταχύτητα, αφήνοντας τον άλλο σε διαρκή επαγρύπνηση. Τα μαύρα του μάτια έλαμψαν καθώς συνέχιζε: «Είμαι στ’ αλήθεια παρθένος» παραδέχτηκε σοκαριστικά. «Σε παρακαλώ να είσαι ευγενική μαζί μου.» Κούνησε το κεφάλι της και ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Δεν είσαι καθόλου όπως σε περίμενα, κύριε Ντόμινικ.» «Τζέικ» την παρακίνησε αδιάφορος. «Εδώ χρησιμοποιούμε μόνο τα μικρά μας ονόματα.» Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπέζι και έβγαλε το σκούρο, μπλε σπορ σακάκι του ρίχνοντάς το αδιάφορα στον καναπέ. «Κι εσύ δεν είσαι όπως σε περίμενα, Μπρένα» της είπε ζωηρά. «Τώρα τι θα έλεγες να φέρεις το σενάριο και να ξεκινήσουμε τη δουλειά;» Ανακάλυψε ότι ο Ντόμινικ εννοούσε αυτό που έλεγε. Για τις δύο ώρες που ακολούθησαν δεν υπήρχε ούτε ίχνος απ’ την προσωπική του συμπεριφορά. Ο τρόπος του ήταν γρήγορος και ακριβής καθώς πρόβαραν τον ρόλο. Με κοφτές λεκτικές παρεμβολές ο Ντόμινικ γέμιζε τα κενά και τη βοηθούσε να καταλάβει ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα της Μέρι: το κίνητρο, την εμπλοκή της Μέρι και τη σχέση της με τους άλλους χαρακτήρες του έργου, τον δικό της ρόλο, που ήταν καταλυτικός για την ταινία. Έπειτα απ’ την προκαταρκτική συζήτηση, την έβαλε να διαβάσει το σενάριο, σταματώντας την αρκετά συχνά για να της εξηγήσει ένα σημείο ή να διορθώσει την ερμηνεία της. Έπειτα ξεκινούσε ξανά χωρίς να τη διακόπτει παρακολουθώντας τη με ήρεμη ένταση και η Μπρένα ανακάλυψε ότι αυτός ο τρόπος και την ηρεμούσε αλλά και την παρακινούσε. Όταν τελείωσε η Μπρένα, εκείνος έγειρε την πλάτη του τεμπέλικα στον καναπέ και την κοίταξε σκεφτικός μέσα απ’ τις μισόκλειστες βλεφαρίδες του. «Έχεις ένα κοφτερό, ευφυές μυαλό, Μπρένα» είπε σιγανά. «Πιστεύω ότι είσαι απ’ τους ανθρώπους που δεν κάνουν το ίδιο λάθος δύο φορές.»
Η Μπρένα ένιωσε ικανοποίηση απ’ την προφανή αποδοχή του. Μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Τζέικ ήταν τόσο μοναδικός. Ήταν απίστευτο το ότι μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει τόσο πολλά. Όχι μόνο είχε νιώσει ότι είχε κατανοήσει τον ρόλο της σε βάθος, αλλά μ’ έναν μυστήριο τρόπο τής ενστάλαζε ενθουσιασμό και σιγουριά. «Σ’ ευχαριστώ, Τζέικ» είπε γαλήνια. «Το έκανες πολύ εύκολο για μένα.» «Ήταν δική μου η ευχαρίστηση, πίστεψέ με» της είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Παρ’ όλο που ο Ντόνοβαν δε συνηθίζει να επιτρέπει να ανακατεύονται τα προσωπικά του συναισθήματα στην κρίση του, ομολογώ ότι φοβόμουν ότι θα ήσουν η τραγική εξαίρεση. Είχα φαντασιώσεις ότι προσπαθώ να διαπλάσω μια αφελή θεατρομανή ηθοποιό.» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Ο Θεός ξέρει πόσα προβλήματα έχουμε ήδη μ’ αυτή την ταινία.» «Τη Μέρι Ντέρνεϊ υποτίθεται ότι θα την υποδυόταν η Τάμι Σίλβερς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με περιέργεια η Μπρένα. «Διάβασα ότι κέρδισε το Βραβείο Τόνι την περασμένη χρονιά για τον ρόλο της στο Μικρές Αμαρτίες.» Ο Ντόμινικ κούνησε το κεφάλι του και τα χείλη του σφίχτηκαν. «Είχε εκπληκτικά διαπιστευτήρια και μελέτησε τον ρόλο» είπε κοφτά. «Αλλά άρχισε να πιστεύει τα δημοσιεύματα του Τύπου.» Βλέποντας την Μπρένα να τον κοιτά ακόμη απορημένη, συνέχισε κοφτά: «Υφάκι στη σκηνή, παρέλειπε τα κουστούμια, ερχόταν καθυστερημένη. Ήταν μια πραγματική σκύλα.» «Μα, είχε συμβόλαιο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μπρένα. «Πώς το χειριστήκατε αυτό;» Χαμογέλασε με σατανική ευχαρίστηση. «Ο Ντόνοβαν επιμένει σ’ έναν όρο σ’ όλα τα συμβόλαια που επιτρέπει στο να απολυθεί ο ηθοποιός αν αποδειχτεί ότι δεν είναι ικανοποιητικός, οποιαδήποτε στιγμή.» Τα μάτια της Μπρένα άνοιξαν. «Δεν είναι μάλλον ασυνήθιστο κάτι τέτοιο;» ρώτησε ξαφνιασμένη. «Αυτό είναι πολύ σπάνιο να συμβεί» απάντησε ψυχρά. «Ο Ντόνοβαν μπορεί να δημιουργεί σταρ, αλλά δε θα ανεχθεί έναν ηθοποιό να φέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο.» Το στόμα του σφίχτηκε με αποδοκιμασία. «Δεν έχει ανάγκη κάτι τέτοιο. Άσημοι ή διάσημοι ηθοποιοί μπαίνουν στην ουρά για να συμμετάσχουν σ’ ένα φιλμ του Ντόνοβαν.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν αλήθεια. Για τα επόμενα είκοσι λεπτά συνέχισαν να συζητούν τις διαφορές μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου και ο Ντόμινικ της έδειχνε ξεκάθαρα τις τεχνικές και τις δεξιότητες που θα απαιτούσε απ’ αυτήν. Όταν τελικά σηκώθηκε για να φύγει, το κεφάλι της γύριζε απ’ τις πληροφορίες που της είχε δώσει με απόδοση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Φόρεσε το σακάκι του, έφτιαξε γρήγορα τα ανακατεμένα μαύρα μαλλιά του και στράφηκε προς την Μπρένα μ’ ένα απλό χαμόγελο. «Νομίζω ότι καλύψαμε τα πάντα» είπε αργά. «Θα γυρίσω αύριο αργά το απόγευμα και γι’ αυτό θα ξεκινήσουμε τη δουλειά μεθαύριο το πρωί. Να είσαι έτοιμη για το μακιγιάζ στις έξι.» Καθώς η Μπρένα σηκώθηκε για να τον συνοδέψει στην πόρτα, τα μάτια του είδαν με συμπάθεια και κατανόηση το μπέρδεμα που υπήρχε στο πρόσωπό της, ένα ύφος που η Μπρένα δεν πίστευε ότι διέθετε ο Ντόμινικ πριν από δύο ώρες. «Όλα θα αποκτήσουν νόημα» της είπε ήρεμα καθώς άνοιγε την πόρτα. «Εμπιστεύσου με. Σου
υπόσχομαι ότι θα γίνεις μια υπέροχη Μέρι Ντέρνεϊ» και συνέχισε πειράζοντάς τη: «Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με τέτοιο ευφυή σκηνοθέτη;» Η Μπρένα χαμογέλασε. «Έχεις δίκιο, πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;» επανέλαβε θαρραλέα. «Καληνύχτα, Τζέικ. Ήσουν καταπληκτικός. Πώς θα μπορέσω να σ’ ευχαριστήσω;» Τα μαύρα του μάτια τρεμόπαιξαν πονηρά. «Αν δεν έπρεπε να έχω καλή συμπεριφορά, θα σου εξηγούσα ακριβώς» της είπε μ’ ένα διάπλατο χαμόγελο. «Αλλά αφού περπατώ στο μονοπάτι της αρετής, το μόνο που θα σε παρακαλέσω είναι να μη διαδοθεί ότι περάσαμε δύο ώρες μαζί και εγώ δεν έκανα ούτε μία κίνηση. Αυτό θα κατέστρεφε τη φήμη μου!» «Θα είναι το μυστικό μας» τον καθησύχασε η Μπρένα σοβαρά. Μ’ έναν μικρό ήχο, η πόρτα έκλεισε πίσω του και εκείνη έγειρε πάνω της μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Οι προηγούμενες δύο ώρες τής είχαν ενσταλάξει επιπλέον σιγουριά στις ικανότητές της, ικανότητες που δεν ήξερε πριν ότι διέθετε. Ήταν ξαφνικά σίγουρη ότι όλα θα λειτουργούσαν ικανοποιητικά. *** Ο ξαφνικός πανικός που την έκανε να θέλει να φύγει τρέχοντας, έπειτα απ’ το παθιασμένο ιντερλούδιο με τον Ντόνοβαν, είχε σταδιακά ξεθωριάσει καθώς περνούσε η ώρα. Γιατί να πετάξει μια ευκαιρία που θα σήμαινε οικονομική ασφάλεια για τον Ράντι και μια υπέροχη αρχή στο επάγγελμα που είχε διαλέξει μόνο και μόνο επειδή ο Ντόνοβαν είχε αποφασίσει ότι θέλει να είναι η επόμενη ερωμένη του; Η απόφαση δεν ήταν ολοκληρωτικά δική του, σκέφτηκε προκλητικά καθώς έσβηνε το φως και πήγαινε προς την κρεβατοκάμαρα. Είχε απομακρύνει απ’ τον δρόμο της όλους αυτούς τους άντρες που πίστευαν ότι θα ήταν παιχνιδάκι να την πλησιάσουν. Θα μεταχειριζόταν με την ίδια ψυχρή συμπεριφορά και τον Ντόνοβαν. Άλλωστε δεν της είχε υποσχεθεί ότι δε θα υπήρχε άλλη αναμέτρηση μέχρι να τελειώσει η ταινία; Θα ήταν ένα απλό ζήτημα να αποδεχτεί ότι βρισκόταν ασφαλής μακριά του όταν θα ερχόταν ο καιρός. Όσο για την πρόθεσή του να καταστρέψει τις άμυνές της πριν απ’ αυτό, η Μπρένα αμφέβαλλε ότι θα είχε την ευκαιρία έπειτα απ’ το πρόγραμμα που της είπε ο Τζέικ ότι θα ίσχυε. Ήταν μια δουλειά χωρίς σταματημό μέχρι να γυριστεί και η τελική σκηνή. Και αν ο Ντόνοβαν εκτιμούσε το πολύτιμο πρόγραμμά του, όπως άλλωστε έδειχνε, θα την άφηνε ήσυχη να το πραγματοποιήσει. Η Μπρένα ήταν αποφασισμένη ότι θα την έβρισκε λιγότερο καλόβολη στην επόμενή τους συνάντηση. Πρέπει να ήταν ο αιφνιδιασμός σε συνδυασμό με την ερωτική εμπειρία του Ντόνοβαν που την έφεραν σε τέτοιο σημείο, σχεδόν απεγνωσμένου πόθου, σκέφτηκε με σιγουριά. Τώρα, που ήταν σε επιφυλακή, θα πρόσεχε να μην υπάρχει καμία ρωγμή στην πανοπλία της η οποία θα του άφηνε κάποιο παρόμοιο πλεονέκτημα. Μ’ αυτή τη σταθερή απόφαση στο μυαλό της, άδειασε τις βαλίτσες της και φύλαξε τα ρούχα της. Γέμισε μόνο ένα συρτάρι και ούτε καν το ένα τέταρτο του χώρου της ντουλάπας. Ήταν προφανές ότι οι φιλοξενούμενοι αυτής της πολυτελούς κατοικίας αναμενόταν να έχουν πολύ μεγαλύτερη γκαρνταρόμπα απ’ τη δικιά της, σκέφτηκε με θλίψη. Σήκωσε τους ώμους της φιλοσοφώντας. Δεν είχε έρθει εδώ για να επιδείξει τα ρούχα της, αλλά για να παίξει έναν ρόλο και, έπειτα απ’ την ενθάρρυνση που πήρε απ’ τον Τζέικ Ντόμινικ νωρίτερα, είχε τη σιγουριά ότι θα μπορούσε να εκπληρώσει αυτόν τον σκοπό με μεγάλη επιτυχία.
Αφού βούρτσισε τα δόντια της και έβαλε το ξυπνητήρι, φόρεσε τις απλές, βολικές βαμβακερές της πιτζάμες και γλίστρησε ανάμεσα στα κρεμ σατέν σεντόνια, νιώθοντας σαν ένα πουλί που κουρνιάζει στη φωλιά του. Παρ’ όλο που ήταν εξαντλημένη, πέρασε αρκετή ώρα πριν το γεμάτο αδρεναλίνη μυαλό της υπακούσει στις ανάγκες του κουρασμένου της κορμιού. Οι συγχυσμένες της σκέψεις της ήταν σαν ένα καλειδοσκόπιο που στριφογύριζε σε ακανόνιστους κύκλους γύρω απ’ τα γεγονότα των τελευταίων δύο ημερών. Της φαινόταν απίστευτο που η ζωή ενός ανθρώπου θα μπορούσε να αλλάξει με τέτοια ταχύτητα. Όχι μόνο το φυσικό περιβάλλον αλλά και οι άνθρωποι του νέου κόσμου της ήταν ξένοι και εξωτικοί και ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ αβέβαιη και μόνη. Αλλά δεν ήταν μόνη, καθησύχασε τον εαυτό της με αποφασιστικότητα. Ακόμη είχε τον Ράντι, παρ’ όλο που δεν ήταν ακριβώς κοντά της. Δεν είχε εγκαταλείψει την απόφασή της να το αλλάξει αυτό, το γρηγορότερο δυνατό. Θα έβρισε έναν τρόπο να καταστρατηγήσει τη γελοία διαταγή του Ντόνοβαν με την πρώτη ευκαιρία. Στο ενδιάμεσο θα συγκέντρωνε τις σκέψεις της στον Ράντι, το μόνο αγαπημένο οικείο πρόσωπο σ’ αυτό τον τρομακτικό κόσμο. Σταδιακά, καθώς το έκανε αυτό, γέμισε με μια ζεστή γαλήνη και ένιωσε νυσταγμένη και ήρεμη. Όμως, δεν ήταν τα χρυσαφένια μαλλιά του Ράντι και το σκανταλιάρικο του χαμόγελο η τελευταία εικόνα που πέρασε απ’ το μυαλό της πριν βυθιστεί στον ύπνο, αλλά τα αδρά, ρωμαλέα χαρακτηριστικά και τα κόκκινα μαλλιά του Μάικλ Ντόνοβαν. *** Παρ’ όλο που η επόμενη μέρα ήταν γεμάτη ασχολίες, η Μπρένα παρέμεινε αμέτοχη και αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτές αργότερα περνώντας τον χρόνο της τεμπέλικα. Πέρασε το πρωί της απομνημονεύοντας τον ρόλο της, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις σκηνές που της είχε υποδείξει ότι έπρεπε να είναι συγκεντρωμένη ο Ντόμινικ για την επόμενη μέρα. Ένιωσε ευγνωμοσύνη για το ότι μάθαινε με γρήγορους ρυθμούς, γεγονός για το οποίο ο Γουίλκς συχνά καμάρωνε. Μέχρι το μεσημέρι είχε μάθει τα κομμάτια του ρόλου της ικανοποιητικά, παρ’ όλο που ήξερε ότι θα χρειαζόταν να φρεσκάρει τη μνήμη της κάθε μέρα πριν πάει στη σκηνή. Ένα πλεονέκτημα που είχε το να δουλεύεις στον κινηματογράφο ήταν ότι μπορούσες να συγκεντρωθείς στην προσπάθεια μίας με δύο σκηνών την ημέρα χωρίς να χρειάζεται να ανησυχείς για τη συνολική παραγωγή. Αν αυτό θα αποδεικνυόταν μακροπρόθεσμα πλεονέκτημα, ήταν ένα θέμα αντιπαράθεσης, σκέφτηκε σοβαρά. Ήξερε ότι ήταν μια ηθοποιός που, όταν έπαιζε συνεχόμενα, έχανε τον εαυτό της μέσα στον ρόλο. Αν αυτό το μαγικό θα μπορούσε να ισχύει και όταν κάθε σκηνή διακοπτόταν, δεν είχε ιδέα. Κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού πήγε βιαστική στο διαμέρισμα της Ντόρις για να δει τον Ράντι. Ανακάλυψε, όταν μπήκε μέσα στο διαμέρισμά της, ότι ο Ντόνοβαν δεν υπερέβαλε. Κάθε ανάγκη του Ράντι για φροντίδα και διασκέδαση καλύπτονταν με τρόπο που θα συνέπαιρνε και το πιο καλομαθημένο παιδί. Τη χαιρέτησε με τον συνηθισμένο του ενθουσιασμό και έπειτα την αγνόησε και επέστρεψε για να συνδέσει προσεκτικά τα βαγόνια ενός ξύλινου τρένου, βαμμένου με λαμπερά χρώματα. Η Ντόρις φορούσε ένα τζιν και απλό πουκάμισο και ήταν καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα δίπλα του. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε την Μπρένα μ’ ένα πλατύ χαμόγελο μόλις μπήκε. «Γεια σου» της είπε χαρούμενη. «Αυτός ο μικρός προσπαθεί να γίνει ένας μεγιστάνας των σιδηρόδρομων. Πριν τελειώσουμε, μπορεί να πάμε μια βόλτα στην ακτή. Μήπως θέλεις να έρθεις μαζί μας;»
Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και η ματιά της πέρασε αργά πάνω απ’ τη στρουμπουλή φασαριόζικη φιγούρα. «Έχω μόνο ένα λεπτό στη διάθεσή μου» απάντησε μελαγχολική. «Απλώς πέρασα για να σιγουρευτώ ότι όλα είναι εντάξει. Κοιμήθηκε καλά χθες;» «Σαν μωρό» απάντησε η Ντόρις γαλήνια. «Και έφαγε ένα πρωινό που θα μπορούσε να το είχε φάει ένας ξυλοκόπος. Δεν έχω καταφέρει ακόμη να τον πάρω μακριά απ’ τα παιχνίδια, αλλά μόλις χάσει το ενδιαφέρον του θα τον πάω στην πισίνα να πάρει λίγο ήλιο.» «Θα ξετρελαθεί» είπε η Μπρένα χαμογελώντας. «Είναι στ’ αλήθεια ένα μωρό που λατρεύει το νερό.» «Το παρατήρησα χθες βράδυ όταν τον έκανα μπάνιο» απάντησε σφίγγοντας το στόμα της η Ντόρις. «Παραλίγο να με πνίξει.» Η Μπρένα γέλασε με κατανόηση. «Συχνά μπαίνω στον πειρασμό να φορέσω το μπικίνι μου όταν τον κάνω μπάνιο» παραδέχτηκε. «Έι, μπορεί να το δοκιμάσω αυτό» είπε η Ντόρις και τα μάτια της άστραψαν. «Εάν φυσικά επιβιώσω απ’ το μπάνιο μας στην πισίνα το απόγευμα.» Τα γκρίζα μάτια της ήταν ευγενικά καθώς συνέχισε μαλακά: «Είναι πάντα δύσκολο όταν μια μητέρα αποχωρίζεται το παιδί της για πρώτη φορά. Θέλω να ξέρεις ότι δίνω στον Ράντι τη μέγιστη δυνατή φροντίδα και ότι προσαρμόζεται πολύ καλά.» Στα μάτια της Μπρένα φάνηκε μια υγρασία που σκούπισε γρήγορα. «Είμαι σίγουρη ότι περνάει καλύτερα απ’ ό,τι μαζί μου» είπε βραχνά. «Βιώνει καινούριες εμπειρίες.» «Είναι ο τέλειος άγγελος» είπε η Ντόρις ενθουσιασμένα. «Θα μου λείψει πάρα πολύ όταν αυτή η δουλειά τελειώσει.» Σήκωσε το ξανθό της φρύδι απορημένη. «Μήπως υπάρχει η πιθανότητα να χρειάζεσαι μόνιμη μπέιμπι σίτερ;» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το αντέξω οικονομικά. Είμαι μόλις στο ξεκίνημά μου. Και θα περάσει κάμποσος καιρός μέχρι να μπορέσω να σκεφτώ να προσλάβω κάποιον με τα δικά σου πιστοποιητικά.» Η Ντόρις σήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της. «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις» είπε μαλακά. «Έχε με στο μυαλό σου αν αλλάξουν οι καιροί.» Η Μπρένα ένευσε καταφατικά. «Θα το κάνω» απάντησε ανάλαφρα. Φίλησε γρήγορα τον Ράντι και έπειτα είπε απρόθυμα: «Πρέπει να φύγω τώρα. Με περιμένουν. Θα προσπαθήσω να περάσω το απόγευμα την ώρα που θα τρώει.» «Εντάξει» είπε χαρούμενη η Ντόρις. «Όποτε έχεις λίγο παραπάνω χρόνο, απλώς πάρε τηλέφωνο και θα φέρω τον Ράντι στο σπίτι σου. Πάντα ενημερώνω τη ρεσεψιόν για το πού είμαστε όταν φεύγουμε απ’ το διαμέρισμα.» Η Μπρένα αισθάνθηκε ένα μικρό σφίξιμο μ’ αυτά που της είπε η Ντόρις. Λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο για μια μητέρα να κλείνει ραντεβού για να δει το ίδιο της το παιδί. Μονομιάς κατέπνιξε αυτό το παράλογο συναίσθημα. Δεν ήταν λογικό να νιώθει ζήλια απέναντι στην Ντόρις. Ήταν ένας ζεστός, ικανός άνθρωπος και αποδεδειγμένα τα πήγαινε υπέροχα με τον Ράντι. Η Ντόρις διευκόλυνε τις καταστάσεις με τον καλύτερο τρόπο. Αυτό δεν εμπόδισε την Μπρένα να νιώθει λίγο αποκαρδιωμένη καθώς πήγαινε προς την καφετέρια. Συνάντησε τον Μόντι, που της σέρβιρε καφέ από μια κανάτα πάνω στο τραπέζι. Την κοίταξε σιωπηλός, καθώς έπινε αφηρημένη μια γουλιά απ’ τον καφέ της και έκανε μια γκριμάτσα
παίρνοντας την κρέμα. «Συμβαίνει κάτι άσχημο;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος. Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, στ’ αλήθεια. Απλώς υποφέρω απ’ τον πόνο του αποχωρισμού» είπε με βεβιασμένη χαρά. «Ο Ράντι περνάει τέλεια.» Υπήρχε μια γνήσια ανακούφιση στο πρόσωπο του Γουόλτερ καθώς είπε εγκάρδια: «Αυτό είναι υπέροχο! Ο κύριος Ντόνοβαν σήμερα το πρωί πριν φύγει μου είπε να σιγουρευτώ ότι δε θα ανησυχείς για το θέμα του παιδιού.» «Ο κύριος Ντόνοβαν έφυγε;» ρώτησε η Μπρένα σιγανά και αναρωτήθηκε γιατί δεν ένιωσε την αναμενόμενη ανακούφιση απ’ τα νέα αυτά. Αφού είχε κλειδώσει τον εαυτό της, ανυπομονούσε για μια αντιπαράθεση με τον Ντόνοβαν και ένιωσε απογοήτευση όταν κατάλαβε ότι οι προσπάθειές της ήταν εντελώς ανούσιες. «Πήγε στο Λονδίνο σήμερα το πρωί» της απάντησε αδιάφορος ο Γουόλτερς. «Υπάρχουν κάποια εκπληκτικά ειδικά εφέ που θέλει να προμηθευτεί για την ταινία της επιστημονικής φαντασίας που θέλει να γυρίσει την επόμενη άνοιξη.» «Πότε θα επιστρέψει;» ρώτησε η Μπρένα κοιτώντας τον καφέ της και οι βλεφαρίδες της έκρυβαν το ενδιαφέρον που υπήρχε στα μάτια της. Ο Μόντι σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Ποιος ξέρει; Έχει διάφορες δουλειές σε όλο τον κόσμο εκτός από την εταιρεία Ντόνοβαν.» Κοίταξε βιαστικά το ρολόι του. «Λυπάμαι που πρέπει να σε κάνω να βιαστείς, Μπρένα, αλλά έχεις ραντεβού σε δεκαπέντε λεπτά με τον Σάιμον Μπερκ, τον δικηγόρο του Ντόνοβαν για να υπογράψεις το συμβόλαιό σου.» Η Μπρένα έσπρωξε το φλιτζάνι της και σηκώθηκε όρθια. «Τότε, πάμε» είπε χαρούμενη. Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε με την ταχύτητα μια παλιάς βωβής ταινίας. Αφού υπέγραψε το συμβόλαιο, ο Μόντι τη συνόδεψε στην γκαρνταρόμπα και δοκίμασε τα κουστούμια που θα χρειάζονταν για τα γυρίσματα των επόμενων ημερών. Από εκεί πήγε στο τμήμα δημοσιότητας, όπου έδωσε μια σύντομη περίληψη για το παρελθόν της και της έκλεισαν ένα ραντεβού για να τη φωτογραφίσουν, ώστε οι φωτογραφίες της να δοθούν για δημοσίευση. «Θα είμαστε σε επαφή» της υποσχέθηκε ο Μόντι καθώς την άφησε έξω από το σπίτι της εκείνο το βράδυ. «Ενημέρωσέ με αν χρειαστείς κάτι» της είπε χαρούμενος. «Και μην αφήσεις τον Ντόμινικ να σε εξαντλήσει. Έχει τη φήμη ότι είναι σκληρό αφεντικό.» Στις εβδομάδες που ακολούθησαν η Μπρένα σκέφτηκε αρκετές φορές την προειδοποίηση του Μόντι. Ανακάλυψε γρήγορα ότι το να προσπαθήσει να ακολουθήσει αυτή τη συμβουλή θα ήταν σαν να προσπαθούσε ν’ αλλάξει τη διαδρομή ενός τυφώνα. Ο Τζέικ Ντόμινικ υπερπηδούσε τα εμπόδια σαν να μην υπήρχαν. Με ένα άγριο πάθος για τελειότητα, δε λυπόταν ούτε τον εαυτό του, ούτε τους ηθοποιούς, ούτε το συνεργείο. Η Μπρένα δούλευε ασταμάτητα από τις έξι το πρωί μέχρι τις οκτώ το βράδυ και κάποιες φορές ακόμα και πιο αργά. Έπειτα έτρεχε στο διαμέρισμα για να περάσει λίγες πολύτιμες στιγμές με τον Ράντι, πριν στρωθεί πάλι στη δουλειά και διαβάσει τον ρόλο της για το γύρισμα της επόμενης μέρας. Αν ο ρυθμός δεν ήταν τόσο εξοντωτικός, θα μπορούσε και να έχει απολαύσει την ταινία. Όλοι οι ηθοποιοί και η ομάδα του συνεργείου είχαν έναν φιλικό επαγγελματισμό, που τους έκανε ευχάριστους στη συνεργασία. Και ακόμα κι αν ο Ντόμινικ ήταν απαιτητικός, έδινε επίσης έμπνευση και κίνητρο. Ο θαυμασμός της για την εφευρετικότητα και τη σκηνοθετική του ευφυΐα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα,
όπως μεγάλωνε και η πίεση που ασκούσε ο Ντόμινικ για να τελειώσει η ταινία στην ώρα της. Επειδή οι περισσότερες σκηνές που έπρεπε να ολοκληρωθούν ήταν αυτές που έπρεπε να ξαναγυριστούν με την Μπρένα να αντικαθιστά την Τάμι Σίλβερ, ο Ντόμινικ απαίτησε να επικεντρωθούν αποκλειστικά πάνω στην Μπρένα. Όταν επέστρεφε πίσω στο κατάλυμα, ήταν τόσο εξαντλημένη να κάνει το οτιδήποτε εκτός απ’ το να διαβάσει πάλι τον ρόλο της και να πέσει για ύπνο απόλυτα ξεθεωμένη. Ήταν τόσο κουρασμένη, που συχνά δεν έμπαινε στον κόπο να φάει και επειδή πάντα ήταν αδύνατη και εύθραυστη, σύντομα η εμφάνισή της έγινε εντελώς αιθέρια. Αυτό ήταν και το γεγονός που προκάλεσε ένα θερμό επεισόδιο και έκανε τον Ντόμινικ να εκραγεί σαν πυροτέχνημα ένα πρωί, δύο μέρες πριν ολοκληρωθεί η αναμενόμενη παραγωγή. Μόλις είχαν ξεκινήσει να κινηματογραφούν όταν ο Ντόμινικ φώναξε ένα διαπεραστικό «στοπ». Κατευθύνθηκε θυμωμένος προς την Μπρένα και το πρόσωπό του σκούρυνε δυσοίωνα. «Κουστούμια!» ούρλιαξε μανιασμένος. «Πανάθεμά σας, φέρτε μου κάποιον απ’ τα κουστούμια. Τι στον διάβολο προσπαθούν να μου κάνουν;» Η Μπρένα τον κοίταξε μπερδεμένη καθώς την πήρε απ’ τους ώμους στριφογυρνώντας τη μαλακά και βρίζοντας σταθερά κάτω απ’ τα δόντια του. «Θεέ μου, σ’ έχουν κάνει σαν αναθεματισμένη καρικατούρα!» Η Σάντρα Στάνφορντ, η μελαχρινή, εύσωμη υπεύθυνη των κουστουμιών ήρθε βιαστικά στη σκηνή και τα μάτια της καρφώθηκαν με ανησυχία στο θυμωμένο πρόσωπο του Τζέικ. «Δεσποινίς Στάνφροντ» είπε ο Ντόμινικ με σαρκαστικό ύφος «ίσως δε γνωρίζετε ότι η δεσποινίς Σλόαν δεν παίζει τον ρόλο ενός επιζήσαντα απ’ το ολοκαύτωμα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά είναι η χαϊδεμένη κόρη μιας πλούσιας οικογένειας.» Άπλωσε το χέρι του και έπιασε θυμωμένος το ύφασμα που περίσσευε. «Με λίγα λόγια, δεσποινίς Στάνφορντ, το φόρεμά της θα έπρεπε να της κάνει!» Η υπεύθυνη των κουστουμιών κοίταζε τρομοκρατημένη το πράσινο φόρεμα της Μπρένα. Παρ’ όλο που η επίκριση του Ντόμινικ ήταν υπερβολική, το φόρεμα αδιαμφισβήτητα δεν ήταν στο σωστό νούμερο και έδειχνε άσχημο πάνω στην Μπρένα. Έριξε μια φοβισμένη ματιά στο αποδοκιμαστικό ύφος του Ντόμινικ και είπε νευρικά: «Λυπάμαι πάρα πολύ, κύριε Ντόμινικ. Θα το διορθώσω αμέσως.» «Και στο ενδιάμεσο όλο το καστ και το συνεργείο απλώς θα κάθεται και θα περιμένει» της είπε καυστικά. Ένα κύμα θυμού πέρασε απ’ τη Σάντρα Στάνφορντ βάφοντας κόκκινα τα μάγουλά της, καθώς του απαντούσε αμυντικά: «Σας είπα ότι λυπάμαι, κύριε Ντόμινικ, αλλά αυτό δεν είναι δικό μου λάθος. Αυτό το φόρεμα της ταίριαζε απόλυτα όταν κάναμε την τελική πρόβα πριν από τέσσερις μέρες. Η δεσποινίς Σλόαν πρέπει να έχασε βάρος.» «Έχει δίκιο, Τζέικ» διέκοψε γρήγορα η Μπρένα. «Το φόρεμα ήταν εντάξει την Τρίτη.» Η δυσαρέσκεια του Τζέικ αυτόματα στράφηκε προς την Μπρένα. Γυρνώντας την πλάτη του στην ανακουφισμένη υπεύθυνη, τα μαύρα του μάτια κοίταξαν εξεταστικά την Μπρένα. «Για τ’ όνομα του Θεού, πρέπει να έχασες πέντε κιλά τις τελευταίες τρεις εβδομάδες» της είπε θυμωμένα και τα μάτια του πέταγαν αστραπές. «Πόσο ανεύθυνη μπορεί να είσαι! Δε σου πέρασε απ’ το μυαλό ότι η εμφάνισή σου δεν πρέπει να αλλοιώνεται από σκηνή σε σκηνή;» Η Μπρένα μπορούσε να νιώσει το ταπεινωτικό κόκκινο χρώμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό της σ’ αυτή τη δημόσια κριτική. Σήκωσε το πιγούνι της προκλητικά. «Δεν το έκανα επίτηδες» απάντησε
αμυνόμενη. «Απλώς έγινε.» «Ένα χτύπημα απ’ τη μοίρα ίσως» είπε ο Τζέικ με εκφοβιστική ηρεμία. «Η μητέρα φύση κούνησε το μαγικό της ραβδί κι εσύ έχασες πέντε κιλά.» «Μπορεί να παρέλειψα κάποια γεύματα» επέμενε η Μπρένα νιώθοντας άβολα. «Παρέλειψε κάποια γεύματα» είπε σαρκαστικά. «Μήπως μπορώ να μάθω πόσα;» «Δε θυμάμαι» του είπε εξακολουθώντας να αμύνεται, αλλά ο θυμός της είχε αρχίσει να αυξάνεται. Σίγουρα αυτή η διαπόμπευση δεν ήταν απαραίτητη. «Σου είπα δεν το έκανα επίτηδες.» «Άσ’ την ήσυχη, Τζέικ» είπε αργά ο Μάικλ Ντόνοβαν. Και οι δύο στράφηκαν έκπληκτοι μισοκλείνοντας τα μάτια τους στα δυνατά φώτα για να ξεχωρίσουν την οικεία φιγούρα του Ντόνοβαν, που ήταν ακουμπισμένος νωθρά πάνω σε μια κολόνα στην άκρη του ηχομονωμένου στούντιο. Τα κόκκινα μαλλιά του έλαμπαν σαν φλόγες στις θαμπές σκιές καθώς ίσιωνε το κορμί του και προχωρούσε προς τη σκηνή. Ήταν ντυμένος ανεπίσημα, όπως συνήθως, με ένα κανελί πουκάμισο και χακί παντελόνι που τόνιζε τις δυνατές γραμμές των γοφών του. «Ορίστε, ορίστε» γρύλισε ειρωνικά ο Ντόμινικ. «Ο περιπλανώμενος επέστρεψε. Πότε γύρισες;» «Χθες βράδυ» απάντησε λακωνικά εκείνος. Η Μπρένα είχε ξεχάσει πόσο διαπεραστικά ήταν τα μπλε μάτια του και ένιωσε να τρέμει βλέποντας την ειρωνική έκφραση που είχε το πρόσωπό του καθώς εξέταζε το δικό της με γνώριμη οικειότητα. «Γεια σου, Μπρένα» της είπε ήρεμα. «Καλημέρα, κύριε Ντόνοβαν» του απάντησε με αυτοκυριαρχία, που όμως δεν ένιωθε. Ήταν μόνο η έκπληξή της που τον είδε χωρίς να το περιμένει που προκάλεσε αυτή τη ζέστη στο κορμί της, είπε στον εαυτό της πεισματικά. Ο Ντόνοβαν σήκωσε απορημένος το φρύδι του απέναντι σ’ αυτή την επισημότητα και στράφηκε προς τον Ντόμινικ. «Έχεις άσχημη διάθεση, Τζέικ» γρύλισε. «Δεν μπορώ να δω τι είναι αυτό που έκανε η Μπρένα για να αξίζει αυτή την κοφτερή γλώσσα. Είναι προφανές ότι δουλεύεις τόσο πολύ, που το κορίτσι έχει μετατραπεί σε σκιά. Θα υπάρξουν πολλά περισσότερα προβλήματα απ’ ό,τι κάποια χαμένα κιλά αν δε χαλαρώσεις. Φαίνεται σχεδόν έτοιμη να σπάσει.» «Είμαι πολύ καλά, κύριε Ντόνοβαν» είπε η Μπρένα ψυχρά. Προς ενόχλησή της οι δύο άντρες αγνόησαν τη διακοπή της. «Θεέ μου, Μάικλ!» είπε εξαγριωμένος ο Ντόμινικ. «Έχω μια ταινία να ολοκληρώσω. Τι θέλεις, να καθιερώσω ωράριο τράπεζας για εκείνη; Εσύ μου έβαλες το όριο για την ταινία. Και τώρα είναι δική μου δουλειά να το τηρήσω.» «Έχεις δίκιο σ’ αυτό, εγώ έβαλα το όριο» είπε παγερά ο Ντόνοβαν. «Και είμαι εγώ αυτός που μπορώ να το αλλάξω. Η Μπρένα χρειάζεται ξεκούραση. Εξαίρεσέ την απ’ το σημερινό πρόγραμμα.» Τα μάτια της Μπρένα άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη και άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Ντόμινικ την πρόλαβε. «Να την εξαιρέσω από το…» επανέλαβε γεμάτος αμφιβολία και έπειτα συνέχισε εκρηκτικά: «Και τι προτείνεις να κάνουν οι υπόλοιποι κατά τη διάρκεια που η δεσποινίς Σλόαν θα “ξεκουράζεται”;».
Ο Ντόνοβαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Γύρνα άλλες σκηνές ή δώσε σε όλους μια μέρα ρεπό. Εσύ αποφασίζεις, Τζέικ» είπε αδιάφορα. «Αλλά έχε στο μυαλό σου ότι οτιδήποτε και αν κάνεις σήμερα αυτό δε θα περιλαμβάνει την Μπρένα.» Με σταθερό χέρι την έπιασε απ’ τον αγκώνα σπρώχνοντάς την μπροστά απ’ αυτόν και έξω απ’ τη σκηνή, πέρασε το αποσβολωμένο συνεργείο προς την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το πάρκιγκ. «Τι κάνεις;» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια της θυμωμένα. «Δεν έχω απολύτως τίποτε και δεν έχω καμία διάθεση να πάω πουθενά μαζί σου.» «Μη μιλάς, γλυκιά μου» της είπε γαλήνια ο Ντόνοβαν. «Θα κάνεις αυτό που σου λένε για μια φορά.» «Για μια φορά;» είπε αγανακτισμένη σχεδόν φωνάζοντας. «Δεν κάνεις τίποτε άλλο απ’ το να με διατάζεις από την ώρα που συναντηθήκαμε, Μάικλ Ντόνοβαν, και εγώ χρειάζεται να ακολουθήσω τον δικό μου δρόμο.» Τα μπλε μάτια του Ντόνοβαν έλαμψαν παιχνιδιάρικα. «Αλλά τότε το ίδιο πρέπει να κάνω και εγώ, αγάπη μου» της είπε με νόημα. Η Μπρένα κοκκίνισε από θυμό και προσπάθησε να απελευθερώσει τον καρπό της από την ατσάλινη λαβή του καθώς έφταναν στην πόρτα. «Δεν μπορείς να έρχεσαι απλώς και να με αρπάζεις χωρίς καν να ζητάς την άδεια κανενός» διαμαρτυρήθηκε. «Μόνο κοίτα με. Πρέπει να επιστρέψω αυτό το φόρεμα στην γκαρνταρόμπα.» Την έσπρωξε προς την πόρτα και κατευθύνθηκε γρήγορα προς μια αστραφτερή γκρι Μερσεντές σέρνοντας την Μπρένα πίσω του. «Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω να κάνω» είπε παγερά. «Μου ανήκει το μέρος, το θυμάσαι; Όσο για το φόρεμα, θα σταματήσουμε στην αγροικία και μπορείς να αλλάξεις. Θα φωνάξω κάποιον να το πάρει όταν θα φύγουμε.» «Να φύγουμε; Πού θα πάμε;» στρίγκλισε η Μπρένα. «Δεν υποτίθεται ότι σκοπός όλης αυτής της απαγωγής είναι το να ξεκουραστώ;» «Ακριβώς» συμφώνησε μειλίχια ο Ντόνοβαν. «Και σκοπεύω να σιγουρευτώ ότι θα γίνει. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θα σε διατάξω να μείνεις στο κρεβάτι» –έκανε μια αθώα γκριμάτσα– «τουλάχιστον προς το παρόν. Θα σε πάρω μακριά απ’ όλα αυτά, καστανομάτα» είπε τρίζοντας τα δόντια του και κάνοντας μια ικανοποιητική μίμηση του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. «Κι αν δε θέλω να με πάρεις μακριά;» τον ρώτησε η Μπρένα με πονηριά προσπαθώντας να καταπνίξει τη φευγαλέα διασκέδαση που της προκαλούσε ο καινούριος χαρούμενος Μάικλ Ντόνοβαν. Πόσες άλλες όψεις είχε η πολύπλοκη προσωπικότητα του Ντόνοβαν, αναρωτήθηκε αδύναμα. Κάθε συνάντηση μ’ αυτό το ανθρώπινο δυναμό την άφηνε εντελώς αβοήθητη να παλεύει με τον εαυτό της. Εκείνος άναψε τη μηχανή, αλλά δεν έβαλε ταχύτητα. Στράφηκε να την κοιτάξει και η έκφρασή του ήταν σοβαρή. «Χρειάζεσαι ένα διάλειμμα, Μπρένα» της είπε απαλά και τα δάχτυλά του ακούμπησαν τρυφερά τους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια της, που ούτε καν το μακιγιάζ δεν μπορούσε να καλύψει. «Ο Τζέικ μπορεί να είναι μια κινηματογραφική ευφυΐα, αλλά θα πατήσει επί πτωμάτων για να έχει το αποτέλεσμα που θέλει. Είχα ξεχάσει το ότι είσαι τόσο ευάλωτη, αλλιώς δε θα είχα λείψει τόσο πολύ.» Ο τόνος της φωνής του ήταν πολύ ευγενικός και τα μάτια του την τύλιγαν με μια ζέστη που θα μπορούσε να είναι και τρυφερότητα.
Η ανάσα της Μπρένα σταμάτησε και πίεσε τον εαυτό της να κοιτάξει αλλού πριν το βλέμμα του διαλύσει την όποια αντίσταση μπορούσε να έχει. «Είμαι πιο δυνατή απ’ ό,τι δείχνω.» Το χέρι του κύκλωσε τον αδύνατο καρπό της και εκείνη αναπήδησε αθέλητα απ’ την αίσθηση που την κυρίευσε σ’ αυτό το αδιάφορο άγγιγμα. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι διαθέτεις καρδιά λιονταριού» της είπε ανάλαφρα. «Αλλά είναι προφανές ότι η σωματική σου κατάσταση δεν ταιριάζει μ’ αυτό. Ένα φύσημα του ανέμου μπορεί να σε ρίξει κάτω.» Τα μάτια του σκοτείνιασαν από θυμό. «Τι στον διάβολο σκεφτόταν ο Τζέικ και σε άφησε να γίνεις έτσι;» Μια ευχαρίστηση κυρίευσε την Μπρένα, διαλύοντας εντελώς τις αντιστάσεις της. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που κάποιος είχε ενδιαφερθεί για τη φυσική της κατάσταση, σκέφτηκε θολά. Από τον θάνατο της Τζανίν και έπειτα, κανένας δεν είχε εκφράσει κάποιο προσωπικό ενδιαφέρον για εκείνη. Ακόμα και όταν ζούσε η Τζανίν, εκείνη ήταν που φρόντιζε τη μεγαλύτερη αδελφή της. Κοιτώντας το παρελθόν, η Μπρένα δεν μπορούσε να θυμηθεί κανέναν που να της έδινε τέτοια αίσθηση φροντίδας σαν να ήταν πολύτιμη. Αισθάνθηκε μια ξαφνική ανάγκη να παραδοθεί, να πετάξει το πέπλο της ανεξαρτησίας και της υπευθυνότητας, που ήταν πλέον πολύ βαρύ για να το αντέξει, και να γύρει πάνω στη δύναμη του Ντόνοβαν γνωρίζοντας ότι θα την προστατέψει. Ήξερε ότι αυτή η διάθεση δε θα διαρκούσε, σύντομα η ανεξαρτησία της θα επέστρεφε και θα ήταν και πάλι έτοιμη για μάχη. Αλλά όχι τώρα. Ήταν πολύ κουρασμένη. Σίγουρα δε θα πείραζε αν άφηνε κατά μέρος για λίγο την ασπίδα της και αισθανόταν νέα και ξέγνοιαστη. Στράφηκε ακόμα μία φορά για να τον κοιτάξει και τον ρώτησε ήσυχα: «Λοιπόν, τι προτείνεις;» «Έχω ένα εξοχικό σ’ ένα μικρό νησί, λίγο μετά την ακτή» της αποκρίθηκε και τα μισόκλειστα μάτια του συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπό της, ζυγίζοντας κάθε της αντίδραση. «Μπορούμε να είμαστε εκεί σε μία ώρα με το ελικόπτερο. Είναι πολύ όμορφα και πολύ ειρηνικά. Ούτε τηλέφωνα, ούτε τηλεόραση, ούτε ο Τζέικ Ντόμινικ να εισβάλλει στην ξεκούρασή σου. Σου υπόσχομαι ότι θα σε φέρω πίσω στο λιτό σου σπίτι πριν από το ηλιοβασίλεμα.» «Το κάνεις να ακούγεται πολύ ελκυστικό» είπε αργά η Μπρένα. Ακούγεται σαν παράδεισος, σκέφτηκε με λαχτάρα. Τα έξυπνα μάτια του Ντόνοβαν διάβασαν τη μελαγχολία στο πρόσωπό της και πρόσθεσε γρήγορα και θυμωμένα: «Δεν πρόκειται να σε βιάσω αν αυτό σε απασχολεί» της είπε άμεσα. «Δεν μπορώ να αντέξω τα έξοδα που προκαλούνται από μια μέρα χαμένης παραγωγής, μόνο και μόνο για να σε βάλω στο κρεβάτι μου. Αυτό θα σε έκανε πολύ ακριβή. Δεν υπόσχομαι ότι δε θα προσπαθήσω να σου κάνω έρωτα, αλλά εσύ έχεις τον τελικό λόγο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις “όχι”.» «Θα έρθω» απάντησε με θράσος εκείνη. Ένα σχεδόν παιδικό γέλιο φώτισε τα αυστηρά χαρακτηριστικά του Ντόνοβαν. «Υπέροχα» είπε λακωνικά και έβαλε πρώτη στο αυτοκίνητο, βγήκε απ’ το πάρκιγκ και οδήγησε γρήγορα έξω απ’ το συγκρότημα.
Κεφάλαιο 6 Ο βόμβος του ελικοπτέρου έσβησε σαν ψίθυρος και ο Ντόνοβαν βοήθησε την Μπρένα να λύσει τη ζώνη της με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις. «Μείνε εκεί που είσαι» τη διέταξε απότομα. «Θα έρθω απ’ την άλλη πλευρά να σε βοηθήσω να κατεβείς.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της αφηρημένη καθώς περιεργαζόταν προσεκτικά μέσα απ’ το παράθυρο το μικρό ξέφωτο που περιστοιχιζόταν από ψηλά πεύκα. Είχαν προσγειωθεί σ’ έναν τετράγωνο τσιμεντένιο χώρο και η Μπρένα παρακολουθούσε ανυπόμονη τον Ντόνοβαν να δένει το ελικόπτερο στις μεταλλικές κολόνες που ήταν χωμένες μέσα στο μπετόν. Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε ερευνητικά προς τη δύση τον σκοτεινό ουρανό, πριν πάει στην πόρτα της και την ανοίξει. «Φαίνεται ότι θα έχουμε καταιγίδα» της είπε καθώς τη σήκωνε με τα δυο του χέρια απ’ τη μέση και την ακουμπούσε μαλακά στο έδαφος. «Ήλπιζα να είναι καλύτερος ο καιρός ώστε να βγούμε στ’ ανοιχτά με τη βάρκα» είπε συνοφρυωμένος. «Είσαι θαλασσινός τύπος, Μπρένα;» «Δεν έχω ιδέα» του απάντησε απλά. «Δεν έχω μπει ποτέ μου σε βάρκα.» Είχε πει ακριβώς το ίδιο πράγμα και για την πτήση, όταν έφτασαν στο ιδιωτικό ελικοδρόμιο στα προάστια του Τουίν Πάινς πριν από λίγη ώρα. Κλείνοντας την πόρτα του ελικοπτέρου, ο Ντόνοβαν την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε σ’ ένα πλακόστρωτο μονοπάτι, που εκτεινόταν μακριά απ’ το ξέφωτο προς μια συστάδα δέντρων. «Πιστεύω ότι ένας άντρας μπορεί να εθιστεί διδάσκοντάς σου καινούριες εμπειρίες, Μπρένα Σλόαν» της είπε σκεφτικός. «Κάτι τέτοιο θα προσέφερε μια ατέλειωτη ευχαρίστηση.» Εκείνη έκανε μια γκριμάτσα καθώς προσπαθούσε να προφτάσει τα μεγάλα του βήματα. «Πού ήσουν δέκα χρόνια πριν;» τον ρώτησε ανάλαφρα. «Τα παιδιά του ορφανοτροφείου ζουν απίστευτα βαρετή ζωή.» Τα χέρια του έσφιξαν προστατευτικά τα δικά της. Χωρίς να την κοιτάξει, τη ρώτησε σιγανά: «Ήταν πολύ άσχημα, Μπρένα;» «Το ορφανοτροφείο;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, όχι, δεν ήταν τόσο άσχημα τελικά» αποκρίθηκε. «Μοναχικά κάποιες φορές.» Είχαν φτάσει στο ξέφωτο και η Μπρένα σήκωσε τα φρύδια της απορημένη. «Θα είναι πολύ το να ρωτήσω πού πάμε;» «Το σαλέ είναι περίπου τετρακόσια μέτρα από εδώ» της αποκρίθηκε. «Σκέφτηκα να σταματήσουμε να βγάλουμε μπριζόλες απ’ την κατάψυξη πριν ξεκινήσουμε τον γύρο του νησιού.» Τα μάτια του εξερεύνησαν τον ορίζοντα. «Φαίνεται ότι η καταιγίδα δε θα ξεσπάσει ακόμη. Κινείται αργά.» Έπειτα απ’ αυτό προχώρησαν σιωπηλοί μέσα απ’ το δάσος. Η Μπρένα ανάσαινε τη μυρωδιά του πεύκου και τον πιπεράτο αέρα με ευχαρίστηση. Για ένα παιδί της πόλης όπως η ίδια, ένας απλός περίπατος μέσα στο δάσος μετατρεπόταν σε κάτι το εξωτικό. Ήταν χαρούμενη και ανάλαφρη εκείνη την ώρα και μεγάλο μέρος της διάθεσής της οφειλόταν σ’ αυτόν τον άντρα που την κρατούσε απ’ το χέρι συντροφικά. Απ’ τη στιγμή που είχε συμφωνήσει να έρθει στο νησί του Ντόνοβαν, εκείνος αποδείχθηκε πολύ
καλή συντροφιά. Είχε σταματήσει κάθε σεξουαλικό υπαινιγμό την ώρα που την οδηγούσε στην αγροικία περιμένοντάς την να αλλάξει στα γρήγορα. Η Μπρένα φόρεσε ένα λευκό σορτς, αθλητικά παπούτσια και κίτρινο μπλουζάκι. Είχε ξεπλύνει το βαρύ μακιγιάζ απ’ το πρόσωπό της και δεν το είχε αντικαταστήσει, αφήνοντας να φανεί η λαμπερή τελειότητα του προσώπου της. Βούρτσισε βιαστικά το περίπλοκο χτένισμά της, αφήνοντας τα λαμπερά μαλλιά της να πέσουν στην πλάτη της. Έπειτα είχαν τρέξει και οι δύο σαν ανυπόμονα σχολιαρόπαιδα στο ελικοδρόμιο για να επιβιβαστούν στο ελικόπτερο. Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου βλέποντας ότι ο Ντόνοβαν θα οδηγούσε το ελικόπτερο και ότι είχε επίσης άδεια οδήγησης και για το τζετ, που ήταν στο υπόστεγο αεροσκαφών. Ένας άνδρας με τον κυριαρχικό χαρακτήρα του Ντόνοβαν θα ήθελε να έχει πλήρως τον έλεγχο σε ό,τι κι αν έκανε. Περπατούσαν περίπου πέντε λεπτά και η Μπρένα άρχισε να διακρίνει τις γραμμές ενός ξύλινου σαλέ σε μια μακρινή απόσταση. Ρώτησε περίεργη: «Δε βρίσκεις άβολη αυτή την απόλυτη απομόνωση; Θα πίστευα ότι θα ήθελες να έχεις τηλέφωνο ώστε να διατηρείς τις επαγγελματικές σου επαφές.» Ο Ντόνοβαν κούνησε το κεφάλι του αποφασιστικά. «Σε καμία περίπτωση!» απάντησε τραχιά. «Αγόρασα το νησί πριν από δύο χρόνια με τον αποκλειστικό σκοπό να έχω ένα μέρος που να μπορώ να γράφω. Δε θα κατάφερνα κάτι τέτοιο αν μπορούσαν να με βρουν στο τηλέφωνο. Αν συμβεί κάτι εξαιρετικά σοβαρό, ο Μόντι μπορεί να νοικιάσει ένα ελικόπτερο ή μια βάρκα και να έρθει να με βρει.» Είχαν φτάσει στο ξέφωτο όταν η Μπρένα αντίκρισε το ξύλινο σαλέ με την επικλινή στέγη. Αν και ήταν μικρό, ήταν όμορφο. Όταν το σχολίασε στον Ντόνοβαν, αυτός χαμογέλασε και τα μπλε του μάτια χόρεψαν. «Ήταν αρκετά μεγάλο για τον σκοπό που το ήθελε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης» είπε ξερά. «Το αγόρασα από έναν πλέιμποϊ, φίλο του Ντόμινικ, που το είχε φτιάξει σύμφωνα με τα γούστα του.» Η Μπρένα, παρ’ όλο που ήδη υποπτευόταν την απάντηση, τον ρώτησε: «Και ποιος ήταν αυτός ο σκοπός;». «Ερωτική φωλιά» της απάντησε λιτά. «Κατάλαβα» του είπε σκεφτική και τα μάτια της άστραψαν από περιέργεια καθώς μια ερώτηση ανέβαινε στα χείλη της. «Και όχι, δεν το έχω χρησιμοποιήσει ποτέ γι’ αυτό τον λόγο» την πρόλαβε με ένα χαμόγελο. «Εδώ έρχομαι για να δουλέψω.» Ο Ντόνοβαν ξεκλείδωσε την πόρτα και με μια ειρωνική χειρονομία την προέτρεψε να περάσει και έπειτα την ακολούθησε από κοντά ώστε να μπορεί να δει την αντίδραση της. Αυτό που είδε δεν τον δυσαρέστησε. Η Μπρένα κοίταζε γύρω της με ορθάνοιχτα μάτια σαν παιδί. Πραγματικά μια ερωτική φωλιά, σκέφτηκε ζαλισμένη. Το σαλέ είχε ένα επίπεδο και δεν είχε κανέναν ιδιωτικό χώρο. Το σαλόνι εκτεινόταν προς μια μικρή κουζίνα και μόνο τα μοντέρνα διαχωριστικά χώριζαν το δωμάτιο. Η κυκλική σκάλα οδηγούσε προς μία σοφίτα, που γέμιζε από ένα τεράστιο κρεβάτι και δύο κομοδίνα. Το ντεκόρ ήταν μοντέρνο και έδινε έμφαση στην άνεση, βαμμένο σε λαμπερούς τόνους του κόκκινου και του πορτοκαλί. Ένα μεγάλο πέτρινο τζάκι κυριαρχούσε στον έναν τοίχο και μπροστά του υπήρχε ένας μεγάλος κόκκινος καναπές και ένα λευκό γούνινο χαλί. Η Μπρένα αισθάνθηκε μια
περίεργη ένταση τόσο απ’ το ειρωνικό βλέμμα του Ντόνοβαν όσο και απ’ την ερωτική ατμόσφαιρα του σαλέ. «Τι, δεν έχει κοινόχρηστα μπάνια;» ρώτησε αστειευόμενη η Μπρένα χωρίς να τον κοιτάξει. «Τώρα που το ανέφερες» απάντησε εκείνος αργόσυρτα και, περπατώντας αργά προς τον απέναντι τοίχο, έσυρε με μια κίνηση το διαχωριστικό, αποκαλύπτοντας μία τεράστια μπανιέρα στο χρώμα του σμαραγδιού, που περιστοιχιζόταν από λευκές γλάστρες με φτέρες. «Ο καημένος, οι σκοποί του ήταν ολοφάνεροι, έτσι δεν είναι;» σχολίασε ο Ντόνοβαν αδιάφορος. «Απλώς ελπίζω ότι και οι μικρές του φιλεναδίτσες θα ερχόντουσαν εδώ με τον ίδιο σκοπό. Μια ματιά σ’ αυτό το σκηνικό θα μπορούσε να κάνει κάποια σεμνότυφη να τρέχει στους λόφους ουρλιάζοντας μ’ όλη της τη δύναμη.» Έκλεισε το διαχωριστικό και αγνοώντας το κόκκινο χρώμα στο πρόσωπό της, πήγε γρήγορα προς τη μικρή κουζίνα. Ψάχνοντας προσεκτικά, έβγαλε με μια θριαμβευτική κίνηση απ’ τον καταψύκτη δύο πακέτα τυλιγμένα με χαρτί και τα έβαλε μέσα στον φούρνο μικροκυμάτων πατώντας το κουμπί της απόψυξης. «Όλα έτοιμα» της ανακοίνωσε ζωηρά, κάνοντας τον γύρο του πάγκου και μπαίνοντας μέσα στο σαλόνι. «Πάμε;» Η Μπρένα ένευσε γρήγορα και, βγαίνοντας βιαστικά απ’ την πόρτα, κατέβηκε τα σκαλιά γνωρίζοντας ότι τόση ώρα ο Ντόνοβαν διασκέδαζε μαζί της. Όταν βρέθηκε έξω, άφησε έναν μικρό αναστεναγμό ανακούφισης και στράφηκε ανυπόμονη προς τον Ντόνοβαν. «Πού θα πάμε;» Χαμογέλασε ικανοποιημένος με την ανυπομονησία που έλαμπε στο πρόσωπό της. «Σκεφτόμουν να ανεβούμε στον λόφο και να δούμε την καταιγίδα που θα πλησιάζει. Θα σου άρεσε;» «Πάρα πολύ» του είπε η Μπρένα ενθουσιασμένη και τα καστανά της μάτια έλαμψαν. «Ικανοποιείσαι πολύ εύκολα» της είπε ξερά και, παίρνοντάς την ξανά απ’ το χέρι, ξεκίνησαν για τον λόφο που της είχε δείξει. «Την τελευταία φορά που είδα αυτόν τον ενθουσιασμό σε γυναικείο πρόσωπο ήταν επειδή της είχαν χαρίσει ένα διαμαντένιο βραχιόλι.» «Από εσένα αναμφίβολα» του είπε με ανάλαφρο τόνο η Μπρένα, αγνοώντας τη σουβλιά πόνου που αισθάνθηκε στον υπαινιγμό του Ντόνοβαν για κάποια άλλη. Ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να της χαλάσει αυτή τη μέρα. «Πόσο κυνικοί είστε εσύ και ο Τζέικ όταν μιλάτε για γυναίκες. Θα έπρεπε να ξέρετε, όμως, ότι υπάρχουν και μερικές πάνω στον πλανήτη που δεν είναι για πούλημα.» Το χέρι του Ντόνοβαν έσφιξε το χέρι της, προκαλώντας της πόνο, αλλά η φωνή του ήταν ακόμα πιο άγρια όταν της είπε προσεκτικά: «Φαίνεται ότι γνωρίζεις καλά τα θέματα που αφορούν τον Τζέικ. Αυτό σημαίνει ότι εκείνος έκανε τις συνηθισμένες του ανοησίες;». Για μια στιγμή η Μπρένα μπήκε στον πειρασμό να του πει ψέματα, για να δει αν θα μπορούσε να κομματιάσει αυτόν τον έλεγχο που είχε πάντα, αλλά αντιστάθηκε σ’ αυτήν την παρόρμηση. Δεν ήθελε η ένταση να χαλάσει την αρμονία της στιγμής. Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι» απάντησε κάνοντας μια γκριμάτσα. «Το μόνο ενδιαφέρον που έχει για μένα ο γοητευτικός σου φίλος είναι καθαρά ψυχαναλυτικός. Προσπαθεί να δει πόσο μπορεί να με πιέσει πριν καταρρεύσω.» Η ένταση που είχε ο Ντόνοβαν διαλύθηκε. «Και στοιχηματίζω ότι θα είναι εκεί με ανοιχτές αγκάλες για να σε πιάσει όταν συμβεί κάτι τέτοιο» είπε ξερά. Η Μπρένα άφησε ένα αυθόρμητο γέλιο καθώς ξαφνικά φαντάστηκε την εικόνα ενός αχρείου
Ντόμινικ σε στιλ Βαλεντίνου, με μουστάκι και μπέρτα, να την παίρνει αγκαλιά. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο προβληματισμένο πρόσωπο του Ντόνοβαν απ’ τη μεταδοτική χαρά της Μπρένα. «Χαίρομαι που βρίσκεις τόσο διασκεδαστική την ιδέα» της είπε με ανάλαφρο ύφος. «Σε διαβεβαιώνω όμως ότι αυτή δεν είναι η συνηθισμένη τακτική του Τζέικ προς τις γυναίκες.» Γύρισε το κεφάλι της σουφρώνοντας με χάρη τη μύτη της. «Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι και οι δυο σας παραπαίρνετε σοβαρά τους εαυτούς σας» είπε γλυκά καθώς άρχισαν ν’ ανεβαίνουν το στριφογυριστό μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του λόφου. «Είναι καιρός κάποιος να σας επιπλήξει για τον εγωισμό σας.» Ο Ντόνοβαν σήκωσε τα φρύδια του. «Νιώθεις θαρραλέα σήμερα, γλυκιά μου, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε σιγανά. «Αυτό θα μπορούσα να το εκλάβω ως πρόκληση.» Χαμήλωσε το βλέμμα της βιαστικά απέναντι σ’ αυτή την επικίνδυνη λάμψη που αντίκρισε στα μπλε του μάτια. «Εσύ και ο Τζέικ είστε αρκετό καιρό φίλοι, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε βιαστικά ελπίζοντας να του αποσπάσει την προσοχή. Υπήρχε μια στιγμή σιωπής πριν ο Ντόνοβαν την κατηγορήσει με ήπιο τόνο: «Είσαι κοτούλα! Θα σ’ αφήσω ατιμώρητη αυτή τη φορά, αλλά μην κάνεις προκλήσεις εκτός κι αν είσαι έτοιμη να υποστείς τις συνέπειες, Μπρένα.» Την κοίταξε και έδειχνε να διασκεδάζει, καθώς ένα κόκκινο χρώμα έβαφε τα μάγουλά της και της απάντησε για να τη βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση: «Για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ο Τζέικ και εγώ είμαστε φίλοι απ’ το κολέγιο. Και οι δύο ήμασταν στο UCLA.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν κινούμασταν στους ίδιους κύκλους. Εγώ ήμουν ένα φτωχό παιδί που προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του δουλεύοντας σε οικοδομή και ο Τζέικ ήταν κληρονόμος της Ναυτιλιακής Ντόμινικ – ένα αυθεντικό “χρυσό αγόρι”.» Το βλέμμα του Ντόνοβαν χάθηκε για μια στιγμή καθώς μουρμούρισε: «Ήμασταν ένα αταίριαστο ζευγάρι. Ένας Θεός ξέρει το πώς δε μισήσαμε ο ένας τον άλλον. Εγώ ήμουν ένας νεαρός που είχε σύμπλεγμα κατωτερότητας και ο Τζέικ ένας μπάσταρδος που δεν έδινε δεκάρα για τίποτε και για κανέναν. Ήμασταν πάντα έτοιμοι να τσακωθούμε όταν καταλάβαμε ότι, παρ’ όλες τις διαφορές μας, είχαμε κάτι κοινό που έκανε τα υπόλοιπα να μην έχουν σημασία. Και οι δύο πιστεύαμε ότι η κινηματογράφηση ήταν η ύψιστη μορφής τέχνης και ήμασταν και οι δύο αποφασισμένοι να κάνουμε την καλύτερη ταινία όλων των εποχών.» «Είχατε και κάτι άλλο κοινό» είπε η Μπρένα λακωνικά. «Τι λες για το θερμό σας ταμπεραμέντο;» Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε αναγνωρίζοντας την ευγενική της υπόδειξη. «Κανένας απ’ τους δυο μας δε βαριέται με την υπερβολή αυτής της αρετής» παραδέχτηκε απλά. «Πάντα ξέραμε τι χρειαζόταν να κάνουμε.» Ναι, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Ντόνοβαν για τις ικανότητές του, σκέφτηκε η Μπρένα καθώς κοίταζε με ανανεωμένο ενδιαφέρον το δυνατό κορμί και τα αδρά χαρακτηριστικά αυτού του άντρα. Πριν απ’ την κουβέντα τους τον κοίταζε σαν να ήταν κάποιος υπεράνθρωπος, μια ανεξάντλητη πηγή που είχε την ικανότητα να διαπλάσει και να διαλύσει τη ζωή της. Είχε ξεκουμπώσει το πουκάμισό του μέχρι τη μέση καθώς ανέβαιναν τον λόφο και τα μάτια της είχαν σαγηνευτεί απ’ τους δυνατούς του ώμους και το μυώδες στήθος του, ενώ οι σγουρές κόκκινες
τρίχες στένευαν σε ευθεία γραμμή καθώς έφταναν στο επίπεδο στομάχι του. Αυτοί οι μύες είχαν σχηματιστεί από ατέλειωτες ώρες σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς στην οικοδομή, καθώς πάλευε να ξεφύγει απ’ το παρελθόν του και να πάρει μια αξιοπρεπή μόρφωση. Αν ήταν αλαζόνας και κυνικός, δεν ήταν φυσικό επακόλουθο της πάλης του για επιβίωση και προκειμένου να φτάσει τα ιλιγγιώδη ύψη που γνώριζε από ένστικτο ότι ήταν ο προορισμός του; «Έχεις οικογένεια;» τον ρώτησε ξαφνικά θέλοντας να μάθει και άλλες πληροφορίες απ’ το παρελθόν που δημιούργησε τον Μάικλ Ντόνοβαν. Σήκωσε τους ώμους και το πρόσωπό του ήταν αδιαπέραστο. «Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν δώδεκα χρόνων. Υποθέτω ότι κάπου έχω έναν πατέρα που τριγυρίζει εκεί έξω. Πραγματικά δεν ξέρω. Έφυγα απ’ το σπίτι όταν ήμουν δεκατεσσάρων.» Ξαφνικά έφτασαν στην κορυφή του λόφου και η Μπρένα ένιωσε να της κόβεται η ανάσα απ’ τη θέα που σχεδόν κατέκλυσε τις αισθήσεις της. Το ήρεμο τοπίο βρισκόταν μακριά με τρόπο τόσο δραματικό, που η επίδρασή του ήταν σχεδόν εξουθενωτική. Η κορυφή βυθιζόταν κάθετα μέσα στο νερό και μπροστά τους απλωνόταν το απέραντο τοπίο ουρανού και θάλασσας σε μια αχανή έκταση. Με την πρώτη ματιά έμοιαζε ότι τα δύο ήταν ένα πελώριο, ταραγμένο ον. Η καταιγίδα κινούνταν πιο γρήγορα τώρα. Το σκούρο μπλε της θάλασσας που κόχλαζε καθρέφτιζε ζοφερά τα βαριά σύννεφα, καθώς ο δυνατός άνεμος πάλευε να τα σμίξει κάνοντάς τα ένα. «Είναι υπέροχο» είπε η Μπρένα, αφήνοντας την αναπνοή της φοβισμένη, καθώς κινήθηκε αθέλητα προς την άκρη του λόφου σε μια ασυνείδητη επιθυμία να γίνει μέρος αυτής της άγριας μάχης των στοιχείων που τους περιτριγύριζαν. «Θα έρθει καταπάνω μας σε λίγα λεπτά» παρατήρησε ο Ντόνοβαν. «Αν δεν θέλεις να πνιγείς, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω.» Άφησε το χέρι του και πήγε πιο κοντά στην άκρη. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου κάτι τέτοιο» μουρμούρισε εκστασιασμένη. Η θερμοκρασία είχε πέσει τουλάχιστον δέκα βαθμούς μέσα σε λίγα λεπτά και ο αέρας που χτυπούσε το πρόσωπό της και έκανε τα μαλλιά της να κυματίζουν ήταν σχεδόν κρύος. Ο Ντόνοβαν την άφησε με τα μάτια μισόκλειστα ενώ παράλληλα την πρόσεχε, αλλά δεν ανακατεύτηκε στη συναισθηματική επίδραση που είχε πάνω της η καταιγίδα. Ξαφνικά βρέθηκαν τυλιγμένοι στο μυστηριώδες, χρυσό μισοσκόταδο που προηγούνταν πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο Ντόνοβαν αισθάνθηκε υποχρεωμένος να της δώσει μια τελική προειδοποίηση, που ήδη ήξερε ότι ήταν μάταιη, καθώς έβλεπε τη συνεπαρμένη έκφραση στο πρόσωπο της Μπρένα. Είχε δίκιο. Ούτε καν τον κοίταξε όταν του απάντησε αφηρημένη: «Πήγαινε εσύ, εγώ θα κατεβώ σε λίγο.» Στα χείλη του φάνηκε ένα χαμόγελο και έγειρε παραιτημένος σ’ έναν βράχο λίγο πιο μακριά. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του και περίμενε. Δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Το χρυσό μισοσκόταδο ξεθώριασε δίνοντας τη θέση του σε μοβ λάμψεις, και το μακρινό μουγκρητό του κεραυνού έγινε άγριος βρυχηθμός, καθώς οι ουρανοί άνοιξαν και η βροχή τούς μαστίγωσε με λύσσα. Η δυνατή βροχή που τους έκανε μούσκεμα μέσα σε λίγες στιγμές μεγέθυνε την ενότητα με τη
φύση που ένιωθε η Μπρένα. Ένας παγωμένος αέρας έπαιρνε τα μαλλιά και τα ρούχα της σαν πεινασμένο ζώο. Άνοιξε το στόμα της αφήνοντας τις σταγόνες της βροχής να χαϊδέψουν τα χείλη της και άνοιξε τα χέρια της σε μια κίνηση ικεσίας και εναγκαλισμού. Γέλασε θριαμβευτικά ρίχνοντας μια ματιά στο σκεφτικό πρόσωπο του Ντόνοβαν καθώς παραμέριζε τα βρεγμένα μαλλιά της απ’ το πρόσωπό της, με τα χέρια της ακόμα ανοιχτά, σαν ιέρεια που επικαλείται τη μανία της καταιγίδας. «Θα ζήσω για πάντα, Ντόνοβαν» του φώναξε θριαμβευτικά. «Μ’ ακούς, θα ζήσω για πάντα!» Υπήρχε ένα υπομονετικό χαμόγελο στο πρόσωπο του Ντόνοβαν καθώς άφηνε τον βράχο και κατευθυνόταν αργά προς το μέρος της. Ήταν κι αυτός βρεγμένος, το πουκάμισο και το παντελόνι του κολλούσαν πάνω στο γραμμωμένο του κορμί σαν δεύτερο δέρμα και η βροχή έκανε τα κόκκινα μαλλιά του να δείχνουν σχεδόν μαύρα. Την πήρε απ’ το χέρι και την οδήγησε σταθερά μακριά απ’ την άκρη του λόφου. «Δεν πρόκειται να ζήσεις ούτε μέχρι την επόμενη εβδομάδα αν κρυώσεις απ’ αυτή τη βροχή, τρελή γυναίκα» της είπε με άγριο ύφος. «Έχεις παγώσει.» «Δεν κρυώνω. Αισθάνομαι υπέροχα. Αισθάνομαι τέλεια» του απάντησε ζαλισμένη. «Δεν έχω ξανανιώσει πιο ζωντανή στη ζωή μου.» «Ναι, ξέρω, θα ζήσεις για πάντα» της είπε ξερά. «Αλλά τώρα θ’ αρχίσεις να τρέχεις μέχρι το σαλέ για να κυκλοφορήσει το αίμα σου.» Με το ένα του χέρι στο μπράτσο της, ξεκίνησαν να τρέχουν κάτω στον λόφο. Το χωμάτινο μονοπάτι ήταν τώρα λασπωμένο σαν βάλτος και ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθούν όρθιοι. Πολλές φορές η Μπρένα έπεφτε μέσα στη λάσπη με τη βροχή να πέφτει πάνω της με το τουλούμι, καθώς ξεσπούσε σε ασυγκράτητα γέλια. Μ’ αυτή τη θριαμβευτική διάθεση που είχε δεν μπορούσε να πάρει τίποτε στα σοβαρά. Ήταν μια στιγμή έξω απ’ τον χρόνο που έπρεπε να την απολαύσει στο έπακρο. Κάθε φορά που έπεφτε, ο Ντόνοβαν τη σήκωνε υπομονετικά, κουνώντας με θλίψη το κεφάλι του καθώς έβλεπε την παραζάλη της και την προέτρεπε να συνεχίσει αποφασιστικά. Όταν έφτασαν κάτω, ο δρόμος ήταν πιο εύκολος και τους πήρε μόνο λίγα λεπτά πριν αρχίσουν ν’ ανεβαίνουν τρέχοντας τα σκαλιά του σαλέ. Ανέπνεαν και οι δύο με δυσκολία απ’ το τρέξιμο, αλλά όταν η Μπρένα στηρίχτηκε πάνω στην πόρτα, δεν αισθάνονταν κούραση, παρά μόνο ευτυχία και μια μεθυστική αίσθηση αυτοπεποίθησης που τύλιγε την ίδια και τον κόσμο γύρω της. Έπειτα απ’ τις πιεστικές μέρες που είχε περάσει, είχε μεθύσει απ’ την ευτυχία του να είναι χαρούμενη και ζωντανή. Κοίταξε αμέριμνη το σαλέ. Δεν την φόβιζε πια, αλλά ένιωθε να διασκεδάζει κιόλας. Ο Ντόνοβαν δεν ήταν πλέον μια εκφοβιστική μορφή, έτσι όπως ήταν βρεγμένος και γεμάτος λάσπη. «Τι θα έλεγε τώρα ο κόσμος αν μπορούσε να δει τον τρομερό επιχειρηματία των κινηματογραφικών επιχειρήσεων;» είπε η Μπρένα γελώντας ασταμάτητα. «Θα έλεγαν ότι δείχνει πολύ καλύτερα απ’ την εκκολαπτόμενη ηθοποιό» της απάντησε ψυχρά κουνώντας το κεφάλι του. Το σορτς και το μπλουζάκι της ήταν βρεγμένα και κολλούσαν στο αδύνατο κορμί της, τα μακριά υγρά μαλλιά της κρεμόντουσαν κολλημένα στο λαμπερό της πρόσωπο. «Και είσαι ακόμη παγωμένη» συνέχισε απότομα καθώς ακουμπούσε ελαφρά τον λαιμό της. Με μεγάλα βήματα διέσχισε το δωμάτιο προς το μπαρ, που βρισκόταν στη μία άκρη του πέτρινου τζακιού, και έβαλε ένα μαύρο υγρό σ’ ένα ποτήρι. Της το έδωσε προστάζοντάς τη: «Πιες το όλο. Θα σε ζεστάνει.»
Πήγε να διαμαρτυρηθεί ότι δε χρειαζόταν να ζεσταθεί, αλλά ένα βλέμμα στο αποφασισμένο του πρόσωπο την έπεισε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο. Στράγγιξε το ποτήρι με μια γουλιά και έπεσε πάνω στην πόρτα, αγκομαχώντας με πρόσωπο κόκκινο. «Για τ’ όνομα του Θεού, αυτό ήταν σκέτο ουίσκι» είπε ανυπόμονος ο Ντόνοβαν. «Έπρεπε να το πιεις, όχι να το καταπιείς.» «Πώς υποτίθεται ότι θα έπρεπε να το ξέρω αυτό;» του είπε ασθμαίνοντας και τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. «Δεν έχω ξαναπιεί ποτέ ουίσκι.» «Άλλη μια δημοφιλή πρωτιά» της είπε ειρωνικά. «Κάτσε κάτω μέχρι να δω αν υπάρχει κάτι το οποίο μπορείς να φορέσεις» και χωρίς να περιμένει την απάντησή της ανέβηκε γρήγορα την κυκλική σκάλα. Η Μπρένα κατευθύνθηκε υπάκουα προς τον κόκκινο βελούδινο καναπέ, αλλά, βλέποντας τα ρούχα της που έσταζαν, προτίμησε να γύρει πάνω στο τζάκι. Τώρα που τα πρώτα βίαια αποτελέσματα του ουίσκι είχαν περάσει, ανακάλυψε ότι όχι μόνο την είχε ζεστάνει, αλλά της είχε αυξήσει και την υπέροχη ευφορία που ένιωθε. Ήταν ενθουσιασμένη που το ουίσκι δε φαινόταν να έχει άλλη επίδραση πάνω της και αυθόρμητα πήγε στην κάβα και έβαλε ένα ακόμα ποτήρι. Αυτή τη φορά το ήπιε πιο προσεκτικά, αλλά ανακάλυψε ότι ακόμα κι έτσι της έδινε μια υπέροχη αίσθηση ευεξίας. Ήταν έτοιμη να ξαναγεμίσει το ποτήρι της όταν ο Ντόνοβαν επέστρεψε με μια αγκαλιά ρούχα στα χέρια του και δύο χνουδωτές άσπρες πετσέτες. Σήκωσε τα φρύδια του με απορία καθώς είδε το ποτήρι στα χέρια της. «Αποφάσισα ότι μου αρέσει» του ανακοίνωσε χαρούμενη και γελαστή. «Πρέπει να έχω γερή κράση όσον αφορά το ποτό. Δε φαίνεται να με επηρεάζει καθόλου.» «Αυτό είναι καταπληκτικό» της είπε αργόσυρτα, κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα καθώς της έπαιρνε με μια σταθερή κίνηση το ποτήρι. Έβαλε τα ρούχα και τις πετσέτες στα χέρια της και πηγαίνοντας αργά προς το διαχωριστικό το τράβηξε στο πλάι και άνοιξε τέρμα τις βρύσες στην μπανιέρα. «Γδύσου και μπες στο μπάνιο» τη διέταξε με απότομη φωνή. «Θ’ ανάψω το τζάκι και έπειτα θα βάλω τις μπριζόλες.» Η Μπρένα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα κρατώντας σφιχτά τα ρούχα πάνω στο στήθος προστατευτικά. Σίγουρα δεν μπορεί να περίμενε ότι θα έκανε μπάνιο χωρίς απομόνωση. Ο Ντόνοβαν είχε στραφεί για να φύγει μην έχοντας καμία αμφιβολία ότι εκείνη θα υπακούσει στην εντολή του, αλλά καθώς την είδε να στέκεται διστακτική της είπε ανυπόμονος: «Ξεκίνα!» Η Μπρένα κατευθύνθηκε αυτόματα προς το διαχωριστικό. Μόλις βρέθηκε πίσω του, ανακάλυψε ότι της παρείχε περισσότερη προστασία απ’ ό,τι πίστευε. Ε, λοιπόν, έπρεπε να βγάλει όλη αυτή τη λάσπη από πάνω της. Θα μπορούσε να μπει και να βγει σ’ αυτή την υπέροχη πολυτελή μπανιέρα μέσα σε λίγα λεπτά. Έβαλε λίγες σταγόνες αφρόλουτρο με άρωμα λεβάντας από ένα κρυστάλλινο μπουκάλι που βρήκε κοντά στη βρύση. Έβγαλε το λασπωμένο σορτς και την μπλούζα της, το σουτιέν και το κιλοτάκι της και μπήκε μέσα στην μπανιέρα με μια αίσθηση απίστευτης πολυτέλειας. Καθάρισε γρήγορα τη λάσπη και τους λεκέδες απ’ το γρασίδι από πάνω της. Έπειτα ακούμπησε το κεφάλι της στη μία άκρη αυτής της τεράστιας μπανιέρας, τεντώθηκε ολόκληρη και έπειτα άφησε το ζεστό, απαλό νερό να τρέξει πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της κι αυτό φάνηκε να οξύνει τις υπόλοιπες αισθήσεις της. Μπορούσε να ακούσει τον ήχο του νερού που έτρεχε και τις κινήσεις του
Ντόνοβαν, καθώς τακτοποιούσε τη φωτιά στο τζάκι, στην άλλη πλευρά του δωματίου. Υπήρχε μια μυρωδιά από αφρόλουτρο και ένα πιπεράτο άρωμα από κουκουνάρες που καίγονταν. Πόσο υπέροχα, αισθησιακά και ξεκούραστα ήταν, σκέφτηκε ζαλισμένη… τόσο ξεκούραστα. «Μπρένα!» Άνοιξε τις βαριές της βλεφαρίδες για να αντικρίσει το μπλε βλέμμα του Ντόνοβαν, βαθύ και ακίνητο σαν λίμνη. Τα μάτια του Ντόνοβαν. «Γεια» είπε με πνιχτή φωνή. Ξαφνικά της φαινόταν απίστευτα φυσικό το να ανοίξει τα μάτια της και να δει τον Ντόνοβαν να την κοιτά με ένταση. Καθόταν στην άκρη της μπανιέρας, μια ανάσα μακριά της και έγειρε μπροστά για να πάρει στα χέρια του το πρόσωπό της καθώς μουρμούριζε με βραχνή φωνή. «Γεια σου, γλυκιά μου.» Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της σ’ ένα τόσο απαλό φιλί σαν το άνθος της μηλιάς και τη γλύκα του μελιού. Όταν τα χείλη του απομακρύνθηκαν απρόθυμα, έβγαλε έναν στεναγμό απογοήτευσης και έστρεψε το κεφάλι της ζαλισμένη. «Είχες αφήσει το νερό να τρέχει» της είπε με βραχνή φωνή. «Σε φώναξα, αλλά δεν απάντησες.» Έπειτα τα χείλη του χαμήλωσαν πάλι, αφήνοντας μικρά τρυφερά φιλιά πάνω στα χείλη της, που τον λαχταρούσαν, στα μάγουλα και τους λοβούς των αυτιών της. Έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος του σαν λουλούδι στον ήλιο με έκφραση γεμάτη ηδονή. Η ανάσα του σταμάτησε καθώς τα μάτια του σκοτείνιασαν από πάθος και το στόμα του κάλυψε το δικό της, όχι πλέον τρυφερά αλλά με ακόρεστη λαχτάρα. Η απαίτησή του συνάντησε τη δική της ανταπόκριση. Τα χείλη της μισάνοιξαν και η γλώσσα του χτυπούσε τη δική της σε ένα αισθησιακό παιχνίδι καθώς ένα μικρό βογκητό ξέφυγε απ’ τον λαιμό του. Τα χέρια της υψώθηκαν και τυλίχτηκαν γύρω απ’ τον λαιμό του για να τον φέρει πιο κοντά της. Τα δάχτυλά της έπαιζαν με τις σγουρές τρίχες στον σβέρκο του πριν εξερευνήσουν τους σκληρούς μυς της πλάτης και των ώμων του. «Είσαι ακόμη βρεγμένος» του ψιθύρισε ζαλισμένη. Ανασαίνοντας βαριά, τράβηξε απότομα το στόμα του και βύθισε το πρόσωπό του μέσα στον λαιμό της. Μπορούσε να νιώσει το γρήγορο, ρυθμικό χτύπημα του σφυγμού του στους κροτάφους του. Ή μήπως ήταν το δικό της φρενιασμένο καρδιοχτύπι, αναρωτήθηκε. Έβγαλε έναν χαμηλόφωνο καγχασμό. «Πρόκειται να γίνω ακόμα πιο μούσκεμα» της είπε βραχνά. «Βοήθησέ με με το πουκάμισο, αγάπη μου.» Έγειρε προς τα πίσω και τράβηξε το πουκάμισό του απ’ τη ζώνη στο παντελόνι του και έμεινε ακίνητος. «Βοήθα με» της είπε βιαστικά. «Θέλω να νιώσω τα χέρια σου πάνω μου.» Ήθελε να τον αγγίξει και εκείνη. Υπάκουσε σ’ αυτή την ακατανίκητη ανάγκη να αγγίξει τις σγουρές κόκκινες τρίχες του μυώδους στήθους του και έπειτα έγινε πιο ριψοκίνδυνη αρχίζοντας να χαϊδεύει αργά, απαλά και εξερευνητικά τους ώμους του. Τον ένιωσε να σκληραίνει και ένα ξαφνικό ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Πήρε τα χέρια της και τα κράτησε για μια στιγμή πάνω στο στήθος του και έπειτα τ’ άφησε αργά με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Καλύτερα να μη με βοηθήσεις, αγάπη μου. Είμαι έτοιμος να εκραγώ σαν πυροτέχνημα.» Έβγαλε το πουκάμισό του και το πέταξε στο πλάι, τα χέρια του πήγαν γρήγορα προς τη ζώνη του. Ήταν εκείνη η στιγμή που η Μπρένα άρχισε να νιώθει τα πρώτα σημάδια φόβου. Ξαφνικά συνειδητοποίησε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί. Με φλογισμένα μάγουλα κοίταξε προς τα κάτω και διαπίστωσε ανακουφισμένη ότι οι μπουρμπουλήθρες κάλυπταν τα πάντα εκτός απ’ τους ώμους της μ’ έναν χιονισμένο αφρό. «Περίμενε» του είπε με τρεμάμενη φωνή και τα μάτια της είχαν καρφωθεί στη ζώνη που είχε
βγάλει ο Ντόνοβαν και που ήταν έτοιμος να πετάξει δίπλα στο πουκάμισό του. «Τι κάνεις;» Ο Ντόνοβαν έριξε μια βιαστική, εξεταστική ματιά στα πορφυρά της μάγουλα και στο άγχος που εξέπεμπε. Κινήθηκε με αστραπιαία ταχύτητα κι άρχισε να τη φιλάει μ’ έναν τρόπο που την έκανε να βγάζει μικρές πνιχτές ανάσες, νιώθοντας μια υπέροχη αίσθηση ανάμεσα στους γλουτούς της. Όταν τελικά την άφησε, εκείνη τον κράταγε ακόμη σφιχτά και ίσα που άκουσε την απάντησή του μέσα απ’ τα γρήγορα, καυτά του φιλιά. «Θέλω να σ’ αγγίξω. Θέλω να αγγίξω κάθε πόντο του κορμιού σου. Θέλω να νιώσω τα χέρια σου πάνω στο κορμί μου. Μην αντιστέκεσαι, Μπρένα. Δε θα κάνω κάτι που να μην το θέλεις. Θα σταματήσω τη στιγμή που θα πεις τη λέξη “όχι”.» Αυτή ήταν μια φτωχή παρηγοριά, σκέφτηκε εκείνη ζαλισμένη, αφού δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι θα μπορούσε να πει αυτή τη λέξη όταν θα ερχόταν η στιγμή. Προς το παρόν το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να την αγγίζει και όταν εκείνος απομακρύνθηκε για να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα του ανακάλυψε ότι δεν είχε καν τη σεμνότητα να κοιτάξει αλλού. Τον κοίταζε ικανοποιημένη, καθώς γδυνόταν γρήγορα και έμπαινε μαζί της στην μπανιέρα. Πόσο σκληρό και μυώδες ήταν το κορμί του, σκέφτηκε με ονειροπόλο ύφος. Οι συμπαγείς του ώμοι ήταν δυνατοί σαν ταύρου και έρχονταν σε αντίθεση με τα λεπτά αλλά δυνατά μυώδη του πόδια. «Το απολαμβάνεις;» τη ρώτησε κάνοντας μια γκριμάτσα. Κούνησε το κεφάλι της και του χαμογέλασε ντροπαλά. Έσκυψε για να καθίσει στην μπανιέρα δίπλα της και της είπε μ’ ένα γέλιο: «Αισθάνομαι εξαπατημένος.» Άγγιξε με το δάχτυλo τον αφρό που την κάλυπτε. «Μήπως θα ήθελες να σηκωθείς όρθια και να κάνεις μια υπόκλιση;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της ακόμα πιο κόκκινη και εκείνος της είπε μ’ έναν αναστεναγμό: «Δεν το περίμενα. Αφού λοιπόν πρόκειται να μου στερήσεις μια αίσθηση, θα δω τι μπορώ να κάνω με τις υπόλοιπες.» Απομακρύνθηκε από δίπλα της και τα κορμιά τους ήταν τώρα αντικριστά χωρίς να αγγίζονται. «Τώρα για να δούμε» είπε σκεφτικός. «Πρώτα υπάρχει ένα άρωμα.» Πήρε μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της στο ένα του χέρι, τη σήκωσε προς τη μύτη του και τη μύρισε απαλά. «Έχεις τη μυρωδιά φρέσκιας βροχής και θάλασσας.» Έτριψε τη μύτη του πάνω στους απαλούς κροτάφους της. «Λεβάντα» ανακοίνωσε με βραχνή φωνή. «Και γυναίκα.» Άφησε ένα βαθύ βογκητό και μουρμούρισε: «Επίσης έχεις ένα άρωμα που είναι μόνο δικό σου, Μπρένα.» Έκλεισε τα μάτια του και είπε προσεκτικά: «Μου έλειψες αυτές τις δύο εβδομάδες. Δούλευα σαν τρελός και δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Πότε μου δε μου είχε λείψει κάποιος.» Άνοιξε τα μάτια του και η ένταση που είχε στο βλέμμα του ήταν μια νέα έκπληξη για εκείνη. «Ποτέ δεν πρόκειται να ξαναπάω κάπου χωρίς εσένα.» Η Μπρένα αισθάνθηκε έναν στιγμιαίο πανικό σ’ αυτήν την αμείλικτη και ακλόνητη δήλωσή του. Ξαφνικά αισθάνθηκε σαν να είχε πιαστεί μέσα σ’ ένα κλουβί απ’ αυτόν τον σίγουρο, αποφασισμένο άνδρα, που μπορούσε να τη διαπερνά ακόμα και όταν δεν την άγγιζε. Ο Ντόνοβαν πρέπει να κατάλαβε τον φόβο στα μάτια της γιατί η ένταση χάθηκε στη στιγμή και τη θέση της πήρε ένα ευγενικό χαμόγελο. «Πού είχαμε μείνει;» τη ρώτησε με ανάλαφρο τόνο. «Ω, ναι, ήμουν έτοιμος να προχωρήσω με τη γεύση.» Τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά της, η γλώσσα του εισέβαλε μέσα στο στόμα της σε μια ηδονική εξερεύνηση, που την άφησε να τρέμει από επιθυμία. «Μέλι και κάτι πικάντικο.» Έτρεμε και εκείνος και μπορούσε να νιώσει τους μυς στο κορμί του να σφίγγονται από ένταση. «Παρ’ όλο που η φωνή σου είναι σαν μουσική στα αυτιά μου, καλύτερα να παραλείψουμε τον ήχο» της είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια. «Προτιμώ να είσαι σιωπηλή όταν θα περάσουμε στο επόμενο αλλά σπουδαιότερο βήμα. Πρέπει να σ’ αγγίξω, αγάπη
μου.» Με θράσος που την έκανε να τιναχτεί μακριά, ένιωσε το χέρι του να τυλίγεται στη μέση της κάτω απ’ το νερό και να την τραβά αργά μέσα στην αγκαλιά του κρατώντας το απαλό γυμνό της κορμί με τα σιδερένια του χέρια. «Όχι» ψιθύρισε αδύναμα, καθώς ένιωθε το κορμί της να λιώνει πάνω του και τις θηλές της να σκληραίνουν και να γίνονται ευαίσθητες καθώς πίεζαν τις σγουρές τρίχες στο στήθος του. Η ερωτική επαφή τους έστελνε καυτά μηνύματα σε κάθε ίνα του κορμιού της, διατάζοντάς τη να ανταποκριθεί με τον αρχαίο και πρωτόγονο τρόπο της γυναίκας. «Ναι» βρυχήθηκε και το στόμα του πήρε το δικό της με άγρια λαχτάρα. «Θεέ μου! Σε θέλω. Άσε με να σου κάνω έρωτα, αγάπη μου.» Τα χέρια του ήταν παντού. Τη χάιδευαν, την άγγιζαν και πίεζαν τις μεταξένιες μυστικές της καμπύλες, ανασηκώνοντας και χαϊδεύοντας τα ερεθισμένα της στήθη στο ανυπόμονο στόμα του. «Σου αρέσει αυτό, αγάπη μου; Αυτό θα το θυμάμαι.» Τη γύρισε με μια γρήγορη κίνηση ώστε η πλάτη της να ακουμπήσει πάνω στο στήθος του και με το μυώδες πόδι του άνοιξε τους μηρούς της ενώ τα χέρια του χάιδευαν ακόμα τρυφερά το στήθος της. Τώρα ήταν απόλυτα σίγουρη για τον ερεθισμό του, καθώς το κάτω μέρος του κορμιού του ξεκίνησε ένα ρυθμικό σπρώξιμο. Έτρεμε και αναριγούσε σαν φύλλο, καθώς εκείνος έπαιζε με το κορμί της, όπως ένας έμπειρος μουσικός θα έπαιζε το αγαπημένο του όργανο. Κάθε πόντος του κορμιού της ήταν ευαίσθητος στο άγγιγμά του και ήξερε ότι ήθελε απελπισμένα να φτάσει στην ολοκλήρωση που μπορούσε να της προσφέρει. «Τώρα θα σου κάνω έρωτα, αγάπη μου» της είπε με κομμένη την ανάσα. «Πες μου ότι θέλεις να σου κάνω έρωτα!» Το παθιασμένο του πρόσταγμα της έστειλε ένα σήμα κινδύνου, που την επανέφερε στη λογική, λογική που είχε παραμερίσει το κορμί της. Ήξερε ότι θα κράταγε τον λόγο του και θα την άφηνε αν επέμενε. Αλλά, Θεέ μου, πώς μπορούσε να του αντισταθεί όταν την είχε φτάσει στο ζενίθ του παροξυσμού; Παρ’ όλα αυτά ήξερε ότι έπρεπε να του αρνηθεί αν ήθελε να διατηρήσει έστω και λίγη απ’ την ανεξαρτησία της. Ο Ντόνοβαν της ήταν στην τελική άγνωστος. Δεν είχε αναφέρει ποτέ την αγάπη, μόνο τον πόθο και, ακόμα και αν εκείνη ένιωθε την ίδια επιθυμία, δεν ήταν αρκετό. «Μπρένα!»Η φωνή του Ντόνοβαν ακούστηκε άγρια και ανυπόμονη καθώς περίμενε την πλήρη συγκατάθεσή της. Το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει ποτέ ήταν να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει με βραχνή φωνή: «Άσε με να φύγω, Μάικλ.» Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα έκπληκτο ύφος δυσπιστίας και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω της κτητικά. Έπειτα τα μάτια του άστραψαν από θυμό. «Δεν το εννοείς αυτό» της είπε με άγριο τόνο. «Το θέλεις τόσο όσο εγώ.» Η Μπρένα κούνησε επίμονα το κεφάλι της. «Αυτό που θέλω είναι να με αφήσεις» αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή. «Θέλω να κρατήσεις την υπόσχεσή σου, Μάικλ Ντόνοβαν.» Τα μάτια του μισόκλεισαν και υπήρχε μια άγρια έκφραση στο πρόσωπό του καθώς της έλεγε παγερά: «Το ξέρεις ότι θα μπορούσα να σε αναγκάσω να πεις ναι.» Του απάντησε με ειλικρίνεια. «Ναι, το πιο πιθανόν είναι ότι θα μπορούσες. Φαίνεται ότι δεν
μπορώ να σου αντισταθώ.» Τον κοίταξε άφοβα κατάματα. «Αλλά δε νομίζω ότι θα το κάνεις. Εκτιμάς την αξιοπιστία σου και αυτό σημαίνει ότι θα κρατήσεις τον λόγο σου, έτσι δεν είναι;» Μέσα στα μπλε του μάτια φάνηκε πάλι ο θυμός καθώς την έσπρωχνε μακριά του με μια βίαιη κίνηση. «Ανάθεμά σε!» της είπε άγρια. Με γρήγορες, κοφτές κινήσεις βγήκε απ’ την μπανιέρα και τύλιξε μια πετσέτα γύρω απ’ τη μέση του. Καθώς την κοίταξε, υπήρχε κάτι άγριο στο σκληρό του κορμί που την έκανε να βυθιστεί κι άλλο μέσα στο νερό. «Βγες από κει μέσα και ντύσου. Σου δίνω ακριβώς τρία λεπτά!» Στράφηκε προς το διαχωριστικό, τραβώντας το στο πλάι με τέτοια βιαιότητα, που παραλίγο να το αναποδογυρίσει. Άκουσε τα απαλά του βήματα απ’ τα γυμνά του πόδια να κατεβαίνουν την κυκλική σκάλα, πριν βγει απ’ την μπανιέρα και σκουπιστεί γρήγορα. Δεν της είχε πει τι θα γινόταν μετά τα τρία λεπτά, αλλά αν η έκφρασή του ήταν προάγγελος, δεν ήθελε να μάθει. Άρπαξε βιαστικά τα ρούχα που ήταν ριγμένα στο πάτωμα στην άκρη της μπανιέρας και διάλεξε μια γκρι βερμούδα, που της έφτανε σχεδόν μέχρι τα γόνατα, και ένα άσπρο κοντομάνικο μπλουζάκι, που της έπεφτε εξίσου φαρδύ. Κοίταξε τον εαυτό της λυπημένη και ήξερε ότι έδειχνε σαν καρικατούρα. Αν κάποια ρούχα είχαν σχεδιαστεί για να σβήνουν τον πόθο ενός άντρα, ήταν αυτά που φορούσε. Αρνήθηκε να απαντήσει στον εαυτό της το γιατί αισθανόταν απογοήτευση με την εμφάνισή της. Αφού αυτό δεν ήθελε τελικά; Ακόμα και η Μέριλιν Μονρόε θα ήταν ασφαλής μ’ αυτά τα ρούχα. Βγήκε διστακτικά έξω απ’ το διαχωριστικό, ενώ ο Ντόνοβαν κατέβαινε τη σκάλα. Ήταν ντυμένος με ξεθωριασμένο τζιν και γαλάζιο πουκάμισο και έδειχνε απίστευτα αρρενωπός και όμορφος. Μόλις σήκωσε τα μανίκια του, στράφηκε προς το μέρος της. Το πρόσωπό του ήταν ανεξιχνίαστο, αλλά υπήρχε μια αδιαμφισβήτητη ένταση πάνω του, που την έκανε να οπισθοχωρήσει χωρίς να το θέλει. Ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, καθώς την προσπερνούσε για να βάλει ένα ποτό στο μπαρ. «Θα βρεις βούρτσα και χτένα πάνω στο κομοδίνο» της είπε παγερά. «Θα βάλω τις μπριζόλες.» Τα μάτια της άνοιξαν. «Δε θα φύγουμε;» «Βρέχει ακόμη» της επισήμανε. «Θα γίνεις μούσκεμα πάλι πριν φτάσουμε στο ελικόπτερο.» «Δε με πειράζει» αποκρίθηκε η Μπρένα διστακτικά. «Εμένα με πειράζει» της είπε αποφασισμένος. «Έχουμε ακόμη δύο μέρες γυρισμάτων πριν τελειώσει η ταινία. Δε με παίρνει να αρρωστήσεις.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ το ποτό του. «Κατάλαβα» του είπε με φωνή που έτρεμε, και τα ελαφίσια μάτια της γέμισαν πόνο. «Που να πάρει!» είπε ο Ντόνοβαν χτυπώντας το ποτήρι του με δύναμη πάνω στο μπαρ. «Τι περίμενες, Μπρένα; Παίζεις μαζί μου μέχρι να σε θέλω σαν τρελός και μετά βάζεις πάγο. Και όταν δείχνω ότι έχω κακή διάθεση, με κοιτάς λες και σε χτύπησα!» «Δεν ήθελα να παίξω μαζί σου» του ψιθύρισε βραχνά και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Ναι, δε νομίζω ότι ήθελες να παίξεις» της είπε κακόκεφος. «Γι’ αυτό και συνεχίζουμε αυτή τη συζήτηση εδώ κι όχι πάνω στο τεράστιο κρεβάτι.» Πέρασε το χέρι του μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Δεν μπορώ να βγάλω άκρη.» Σήκωσε τους ώμους της κουρασμένη. «Δεν είμαι πολύπλοκη, Μάικλ.» «Σιγά που δεν είσαι» της είπε απότομα. «Με θέλεις, το ξέρω ότι με θέλεις. Παρ’ όλα αυτά
φέρεσαι σαν φοβισμένη παρθένα και όχι σαν μια έμπειρη γυναίκα, όπως είσαι. Δεν ξέρω τι είδους κάθαρμα ήταν αυτό που σε έκανε έτσι, αλλά αν τύχει ποτέ και συναντήσω τον πρώην εραστή σου, το πιο πιθανό είναι ότι θα τον σκοτώσω.» Η Μπρένα σχεδόν χαμογέλασε στην ιδέα τού πόσο κοντά είχε φτάσει στην αλήθεια. Ήταν πραγματικά μια φοβισμένη παρθένα. Αλλά δε φοβόταν το σεξ, όπως αυτός νόμιζε. Θα είχε καλοδεχτεί την πρώτη της εμπειρία με ευχαρίστηση αν την είχε καθησυχάσει ότι η ευτυχία δε θα μετατρεπόταν σε στάχτη όταν θα έσβηναν οι φλόγες. Ο Ντόνοβαν πήρε το ποτήρι του και τελείωσε το ποτό του. Την κοίταζε κατευθείαν μέσα στα μάτια και είπε με ήρεμο τόνο: «Κάποια μέρα θα μου ανήκεις με όλους τους τρόπους που υπάρχουν, Μπρένα, και θα το απολαμβάνεις πλήρως!» Άφησε το ποτήρι του στο μπαρ και το κοίταξε σκεφτικός. «Έχω δείξει πολλή υπομονή, αλλά έχω φτάσει στα όριά μου.» Την κοίταξε και της είπε ψυχρά: «Αυτό που εννοώ είναι ότι, όταν γυρίσουμε σήμερα σπίτι, οι μάσκες θα πέσουν.» Του χαμογέλασε αβέβαιη. «Θα μου επιτεθείς!» του είπε αστεία. «Θα σου επιτεθώ» τη διαβεβαίωσε με μαλακή φωνή. Γύρισε και με μεγάλα βήματα πήγε στη κουζίνα. «Όσο για τώρα μπορείς να απολαύσεις την προσωρινή ανάπαυλα. Οι μπριζόλες θα είναι έτοιμες σε δέκα λεπτά.» Ένιωθε πολλή ένταση για να υπακούσει στις εντολές του τις ώρες που ακολούθησαν. Ο Ντόνοβαν ήταν ο τέλειος οικοδεσπότης. Μίλαγε ευγενικά και για αδιάφορα θέματα, που είχαν σκοπό να την καθησυχάσουν, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να αυξάνουν την ανησυχία της. Παρά τον αυτοέλεγχό του, υπήρχε μια υπόγεια συγκρατημένη ένταση που της θύμιζε το υπόκωφο βουητό που προηγείται της έκρηξης ενός ηφαιστείου. Αφού έφαγαν τις πραγματικά υπέροχες μπριζόλες και τη σαλάτα που είχε ετοιμάσει ο Ντόνοβαν, ήπιαν καφέ μπροστά στο τζάκι. Ακόμα και δίπλα στη φωτιά που δημιουργούσε ένα οικείο και άνετο περιβάλλον, δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη συμπεριφορά του Ντόνοβαν και έτσι η Μπρένα άρχισε να χαλαρώνει. Θα έπρεπε να ξέρει ότι αυτό που της έλεγε ο Ντόνοβαν το εννοούσε. Ήταν ασφαλής για σήμερα. Η βροχή σταμάτησε αργά το απόγευμα και ο Ντόνοβαν έκανε άμεσα τις ετοιμασίες για να φύγουν, δείχνοντας ότι ήταν το ίδιο ανυπόμονος όπως και εκείνη ώστε να τελειώσει αυτή η άβολη κατάσταση. Λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα έφτασαν πίσω στο συγκρότημα. Καθώς ο Ντόνοβαν οδηγούσε τη Μερσεντές στο πάρκιγκ στην μπροστινή είσοδο, η Μπρένα στράφηκε για να τον κοιτάξει με το χέρι στο χερούλι της πόρτας. «Δε χρειάζεται να έρθεις μαζί μου» του είπε γρήγορα. «Πρέπει να σταματήσω στη ρεσεψιόν και να σιγουρευτώ ότι ο Ράντι είναι καλά.» Το στόμα του σφίχτηκε. «Θα έρθω μαζί σου» της είπε με αποφασιστικό ύφος. «Υποσχέθηκα ότι θα σε φέρω πίσω στο σπίτι και αυτό ακριβώς θα κάνω» πρόσθεσε με πικρία. «Και οι δύο γνωρίζουμε ότι τιμώ τις υποσχέσεις μου.» Όταν η Μπρένα βγήκε έξω απ’ το αυτοκίνητο, κατάλαβε το γελοίο θέαμα που παρουσίαζε φορώντας τα φαρδιά ρούχα του Ντόνοβαν, με τα μακριά μαλλιά της σε δύο βαριές πλεξούδες να κρέμονται στην πλάτη της. Πρέπει να έδειχνε δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σκέφτηκε ξερά. Δεν υπήρχε καμία επίκριση στο βλέμμα της ρεσεψιονίστ όταν μπήκαν στην αίθουσα. Η συμπεριφορά της Πόλα Ντράμοντ ήταν σχεδόν δουλική, όταν είδε τον Ντόνοβαν να ακολουθεί την
Μπρένα από κοντά. Όταν η Μπρένα τη ρώτησε αν είχε κάποιο μήνυμα απ’ την Ντόρις, η κοπέλα τσέκαρε τα μηνύματα και της είπε γελαστή: «Είπε ότι θα ήταν στην πισίνα μέχρι τις επτά. Η αποψινή βροχή εμπόδισε τον Ράντι να κάνει μπάνιο και έτσι κατέβηκαν πριν από μισή ώρα.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Τότε θα πάω να αλλάξω» της είπε. «Μπορείς να πεις στην Ντόρις ότι θα ανέβω να δω τον Ράντι πριν πέσει για ύπνο;» Η Πόλα ένευσε ρίχνοντας περίεργες ματιές στο ανέκφραστο πρόσωπο του Ντόνοβαν. «Φυσικά» της είπε χαρούμενη. «Ω! Παραλίγο να το ξεχάσω. Υπάρχει ένα μήνυμα για σας.» Ανακάτεψε τα χαρτιά της με επιδέξιο τρόπο. «Ο κύριος Πολ Σαντό» ανακοίνωσε. «Τηλεφώνησε στις δέκα το πρωί και ξανά πριν από μία ώρα. Την τελευταία φορά που κάλεσε άφησε ένα μήνυμα.» Γύρισε μία κάρτα και διάβασε. «Θέλει να σας δει και θα είναι εδώ απόψε στις οκτώ.» Η Μπρένα απομακρύνθηκε απ’ τη ρεσεψιόν και το πρόσωπό της ξαφνικά άσπρισε. Το κορμί της είχε μουδιάσει και τα πόδια της την οδήγησαν μηχανικά προς το μονοπάτι για την αγροικία. Δεν είχε καταλάβει ότι την ακολουθούσε ο Ντόνοβαν παρά μόνο όταν έφτασε στα μισά του δρόμου. Της έπιασε το χέρι με σιδερένιο σφίξιμο. «Ποιος είναι ο Πολ Σαντό;» τη ρώτησε με άγριο τόνο. Ποιος είναι ο Πολ Σαντό; Τι θα μπορούσε να του απαντήσει, σκέφτηκε σχεδόν υστερικά. Ο άντρας που ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο της αδελφής της. Ο πατέρας του Ράντι. Ο διάβολος μεταμφιεσμένος. Θεέ μου, τι ήθελε απ’ αυτήν; Δεν είχε νέα του για τουλάχιστον τρία χρόνια και δεν έδειξε ποτέ να ενδιαφέρεται για τη μικρή αδελφή της Τζανίν. Η απάντηση έκανε την καρδιά της να σταματήσει: Τον Ράντι. Η λαβή του Ντόνοβαν έγινε πιο σφιχτή και την έστρεψε προς το μέρος του. «Απάντησέ μου, Μπρένα» τη διέταξε έξαλλος. «Ποιος είναι ο Σαντό;» Το πρόσωπό του ήταν ακίνητο, τα μπλε μάτια του είχαν μισοκλείσει απ’ την υποψία. «Αν είναι κάποιος εραστής που σε ακολούθησε απ’ το Λος Άντζελες, απλώς ξεφορτώσου τον. Δε θα σ’ αφήσω να δεις κάποιον άλλον άντρα. Με άκουσες;» Του ξέφυγε με μια κίνηση χωρίς να ξέρει τι να κάνει και απομακρύνθηκε ανοίγοντας το βήμα της καθώς πλησίαζε την αγροικία. «Πρέπει να τον δω» μουρμούρισε. Έπρεπε να μείνει μόνη της, σκέφτηκε με απελπισία. Έπρεπε να δει τι θα κάνει. Έπρεπε να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει ξανά τον Σαντό. Ω Θεέ μου! Ήταν σχεδόν επτά! Ούτε καν μπορούσε να νιώσει τον θυμό που έκανε τον Ντόνοβαν να βράζει καθώς τη συνόδευε σιωπηλός και την περίμενε να ξεκλειδώσει την πόρτα. «Δε φεύγω αν δε μου πεις ποιος είναι αυτός ο άνδρας, Μπρένα» της είπε άγρια. «Πρέπει να είναι πολύ σημαντικός για να έχεις αναστατωθεί τόσο πολύ.» «Πρέπει να φύγεις» του απάντησε αφηρημένη. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τη ζήλια του Ντόνοβαν εκείνη τη στιγμή. «Ποιος είναι, Μπρένα;» τη ρώτησε με αμείλικτο ύφος. «Είναι ο πατέρας του Ράντι» αποκρίθηκε απελπισμένη. «Θα φύγεις τώρα;» Ο Ντόνοβαν μουρμούρισε μια βρισιά ανάμεσα απ’ τα δόντια του πριν της πει με άγριο ύφος: «Δε χρειάζεται να δεις αυτό το κάθαρμα. Θα ειδοποιήσω την ασφάλεια να μην πλησιάσει ούτε στο ένα χιλιόμετρο.» «Όχι!» είπε κοφτά η Μπρένα. «Μην το κάνεις αυτό. Πρέπει να δω τι θέλει.»
«Θέλεις να τον δεις;» η φωνή του Ντόνοβαν ήταν επικίνδυνα ήρεμη. «Πρέπει να τον δω» του είπε κουρασμένη. «Μπορείς να φύγεις τώρα, Μάικλ;» Ο Ντόνοβαν μουρμούρισε μια βρισιά ακόμα και στράφηκε θυμωμένος να φύγει.
Κεφάλαιο 7 Η Μπρένα μπήκε στην αγροικία και έκλεισε ανακουφισμένη την πόρτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν σίγουρη ότι ο Ντόνοβαν θα έφευγε στην πραγματικότητα. Ένιωσε έκπληξη που έφυγε χωρίς διαφωνίες και ήξερε ότι αυτή δε θα ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε απόψε. Τουλάχιστον όμως της έδινε λίγο χώρο ν’ ανασάνει και το είχε τόσο πολύ ανάγκη. Είχε πολύ λίγο χρόνο στη διάθεσή της μέχρι να συναντήσει τον Σαντό. Αναρωτήθηκε έξαλλη γιατί ήθελε να τη δει έπειτα από τόσο καιρό. Τον πρώτο καιρό, βαθιά πικραμένη απ’ τον τραγικό θάνατο της αδελφής της, ήθελε να φέρει τον Σαντό αντιμέτωπο με τις ενοχές του, αλλά το απέφυγε για χάρη της Τζανίν. Η Τζανίν ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στο να έχει ο Ράντι οποιαδήποτε σχέση με τον πατέρα του και η Μπρένα ένιωθε ότι οποιαδήποτε επαφή με τον Σαντό θα ήταν προδοσία της εμπιστοσύνης της. Απέρριψε την ιδέα ότι ο Σαντό είχε ανακαλύψει τον τελευταίο καιρό μέσα του πατρικά συναισθήματα για τον Ράντι. Ήταν πολύ ανυπόμονος και επίμονος να ρίξει η Τζανίν το παιδί και τους απέρριψε και τους δύο τους με βίαιο τρόπο όταν σκέφτηκε ότι μπορεί η σχέση του μαζί της να έχει κάποιον αντίκτυπο στη ζωή του. Το μυαλό της έπαιρνε πολλές στροφές προσπαθώντας να βρει μια απάντηση ώσπου απελπισμένη παρέδωσε τα όπλα. Θα έπρεπε να περιμένει τη συνάντηση με τον Σαντό. Αποφάσισε όμως, με ασυνήθιστη για αυτήν σκληρότητα, πως, ό,τι και αν ήθελε, δε θα το διαπραγματευόταν με τόση ευκολία όπως η Τζανίν. Κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την κρεβατοκάμαρα και άνοιξε την ντουλάπα. Προτεραιότητα είχε να πείσει τον Σαντό ότι δεν είχε να κάνει μ’ ένα αφελές κοριτσάκι αλλά με μια σκεφτόμενη ενήλικα. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα κοιτούσε με ικανοποίηση το είδωλό της στον καθρέφτη. Το ροζ αμάνικο κιμονό με τον ψηλό γιακά και τα κομψά ανοίγματα σε κάθε πλευρά της φούστας τής έδιναν τον αέρα της κοσμικότητας που επιθυμούσε. Είχε λύσει την παιδική της πλεξούδα και έκανε κότσο τα μαλλιά της, αφήνοντας μερικά τσουλούφια να κρέμονται σαγηνευτικά γύρω απ’ το πρόσωπό της, και τα εντυπωσιακά χρυσά σκουλαρίκια της δε θύμιζαν σε τίποτε το κορίτσι του ορφανοτροφείου. Έβαλε περισσότερο μακιγιάζ απ’ ό,τι συνήθιζε και τα ελαφίσια μάτια της έδειχναν τεράστια στο τέλειο οβάλ πρόσωπό της. Φόρεσε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα σανδάλια καθώς έριχνε μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο. Πανικόβλητη παρατήρησε ότι ήταν σχεδόν οκτώ. Όχι ότι ο χρόνος σήμαινε ποτέ κάτι για τον Πολ Σαντό. Ένα απ’ τα πράγματα που την ενοχλούσαν περισσότερο όταν ο Σαντό έβγαινε με την αδελφή της ήταν η συνεχιζόμενη και αγενής αργοπορία του. Σίγουρα δεν είχε αλλάξει καθόλου σ’ αυτό το θέμα, καθώς ήταν σχεδόν οκτώ και τέταρτο όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Μπρένα ένιωσε έκπληξη όταν άνοιξε την πόρτα. Το μίσος και η αηδία της για τον Πολ Σαντό ήταν τόσο μεγάλα, που περίμενε ότι τα σημάδια της ενοχής και της μεταμέλειας θα καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του. Αντίθετα έμοιαζε να είναι ο ίδιος, ακριβώς όπως την πρώτη μέρα που της τον σύστησε η Τζανίν. Τα ίδια προσεκτικά περιποιημένα ξανθά μαλλιά, τα ανέκφραστα γκρίζα μάτια, τα ίδια αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Και στα αισθησιακά του χείλη ήταν ζωγραφισμένο τώρα ένα
ειρωνικό χαμόγελο. Πάντα ντυνόταν με επισημότητα, κάτι που επίσης δεν είχε αλλάξει. Το ψυχρό γκρι κουστούμι του ήταν καλοραμμένο για να κολακεύει την ψηλή, δυνατή του φιγούρα. Τα γκρίζα του μάτια περιπλανήθηκαν πάνω της με μια προσβλητική οικειότητα. «Βρε, βρε» είπε με μαλακή φωνή. «Η μικρή αδελφή όχι μόνο μεγάλωσε αλλά ομόρφυνε κιόλας. Μόλις που αναγνώρισα το κοκαλιάρικο παιδί που συνήθιζε να με καρφώνει με το βλέμμα του ανταγωνιστικά, με αυτά τα μεγάλα καστανά μάτια.» Το στόμα της συσπάστηκε με πικρία. «Θα διαπιστώσεις ότι παραμένω ανταγωνιστική, Πολ» του είπε με απαλή φωνή. «Και βρίσκω δύσκολο να πιστέψω ότι ήρθες εδώ για να θυμηθούμε τον παλιό καλό καιρό. Πέρασε μέσα.» Έκλεισε την πόρτα και τον συνόδευσε στο σαλόνι. Διαπίστωσε έκπληκτη ότι μπορούσε να παίξει τον ρόλο της πειθαρχημένα παρ’ όλο που μέσα της έτρεμε από φόβο και αποστροφή. Ήταν καλύτερη ηθοποιός απ’ ό,τι νόμιζε. Ο Σαντό σφύριξε σιγανά καθώς κοίταζε εξεταστικά το πολυτελές εσωτερικό της αγροικίας. «Πολύ ωραία» είπε. «Προφανώς τα καταφέρνεις μια χαρά. Λοιπόν, η μικρή Μπρένα πρόκειται να γίνει μια μεγάλη σταρ του σινεμά.» «Ούτε κατά διάνοια!» είπε εκείνη κοφτά. «Έχω έναν μικρό υποστηρικτικό ρόλο στην πρώτη μου ταινία. Πώς έμαθες πού μπορείς να με βρεις, Πολ;» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Η διαχειρίστριά σου ήταν πολύ συνεργάσιμη όταν της είπα ότι το παιδί ήταν δικό μου» είπε απλά. «Έμοιαζε να πιστεύει ότι εσύ ήσουν η μητέρα του. Ίσως να σκέφτηκε ότι τελικά θα αποκαταστήσω την τιμή σου.» Έδειχνε να διασκεδάζει με αυτή την ιδέα και η Μπρένα χρειάστηκε να σφίξει τις γροθιές της για να μη χαστουκίσει το αυτάρεσκο, χαμογελαστό του πρόσωπο. «Γιατί ήθελες να με δεις;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι και πολύ φιλόξενη» παραπονέθηκε ειρωνικά ο Σαντό. «Δε θα μου προσφέρεις ένα ποτό;» Η Μπρένα ξεφύσηξε ανυπόμονη και είπε γρήγορα: «Όχι, δε θα σου προσφέρω ένα ποτό. Δε σε θέλω εδώ. Σε παρακαλώ πες μου αυτό που έχεις να μου πεις και φύγε.» Το στόμα του συσπάστηκε και στα μάτια του φάνηκε μια αποκρουστική λάμψη. «Πάντα ήσουν μια ξιπασμένη σκύλα» είπε με χλευαστικό ύφος. «Ποτέ δε με συμπάθησες. Έτσι δεν είναι, αδελφούλα;» «Όχι ποτέ» είπε ανέκφραστη η Μπρένα. «Και τώρα δε σε συμπαθώ καθόλου. Γιατί είσαι εδώ;» Διέσχισε το δωμάτιο και κάθισε στη μοβ πολυθρόνα χωρίς να ζητήσει την άδειά της. «Θέλω το παιδί» αποκρίθηκε με ειρωνικό ύφος. «Αποφάσισα ότι έχει έρθει ο καιρός να ακούσω τον ήχο από παιδικά πατουσάκια γύρω απ’ το μοναχικό μου, εργένικο κρεβάτι.» Τον κοίταξε δύσπιστη. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά» του είπε με περιφρόνηση. «Ω, μα μιλάω» είπε τεντώνοντας τεμπέλικα τα πόδια του. «Ξόδεψα αρκετό χρόνο και αντιμετώπισα πολλά προβλήματα μέχρι να εντοπίσω το παιδί. Μην κάνεις το λάθος να πιστέψεις ότι δεν είμαι απόλυτα ειλικρινής στην αφοσίωσή μου.» Έβγαλε μια χρυσή ταμπακιέρα απ’ την τσέπη του σακακιού του και, παίρνοντας ένα τσιγάρο, το άναψε με αργές κινήσεις. «Στην πραγματικότητα ξεκίνησα ψάχνοντας την Τζανίν. Έπειτα ανακάλυψα ότι είχε πεθάνει και ότι εσύ είχες το παιδί. Μετά έπρεπε να βρω τα ίχνη σου» είπε με παραπονιάρικη φωνή. «Ήταν όλο τόσο βαρετό.»
«Πόσο πολύ λυπάμαι που μπήκες σε τόσο κόπο» του απάντησε με ειρωνεία η Μπρένα. «Νομίζω ότι θα έπρεπε» είπε θυμωμένος, αγνοώντας τον σαρκασμό της. «Στο κάτω κάτω της γραφής έχω την πρόθεση να πάρω το παιδί.» «Το όνομα του “παιδιού” είναι Ράντι» του είπε μέσα απ’ τα δόντια της. «Το ξέρω, το ξέρω» αποκρίθηκε αυτός ανυπόμονα. «Μου το είπε η σπιτονοικοκυρά σου. Τρέχα και φέρε τον, έτσι; Θέλω να προλάβω τη βραδινή πτήση για το Σαν Φρανσίσκο.» Τα μάτια της Μπρένα μισόκλεισαν γεμάτα υποψία. «Στο Σαν Φρανσίσκο; Νόμιζα ότι έμενες στο Λος Άντζελες.» Ανασήκωσε τους ώμους του αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. «Σκέφτηκα να αφήσω τον Ράντι στους αμπελώνες της εταιρείας. Θα είναι καλύτερα εκεί, με την οικογένειά μου.» «Δεν ενδιαφέρεσαι για τον Ράντι» τον κατηγόρησε με πικρόχολη φωνή. «Γιατί τον θέλεις πραγματικά, Πολ;» Ένα δυσάρεστο χαμόγελο σχηματίστηκε στα σαρκώδη του χείλη. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να σου απαντήσω» είπε με υπεροπτικό ύφος. «Αλλά γιατί όχι; Θα το κάνω.» Τράβηξε τεμπέλικα μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του. «Η γιαγιά μου είναι ανυπόμονη με αυτό το θέμα της κληρονομιάς. Μου γκρινιάζει εδώ και χρόνια να παντρευτώ και να τακτοποιηθώ. Θέλουν έναν νόμιμο κληρονόμο για την οινοποιία Σαντό. Κάποιον που θα μπορέσουν να τον μεγαλώσουν σαν ένα μικρό καλό αγόρι ποτέ δεν ήμουν εγώ» είπε κακόκεφος. «Η γηραιά κυρία ήδη μου είπε ότι, αν δεν της παρέχω έναν κληρονόμο, θα σταματήσει να μου δίνει το επίδομα και θα με βγάλει απ’ τη διαθήκη της.» «Δε νομίζεις ότι θα έχει ενστάσεις στο να νομιμοποιήσει το παιδί;» είπε με καυστικό τόνο η Μπρένα. «Θυμάμαι ότι είχες πει στην αδελφή μου ότι θα αρνιόσουν να αναγνωρίσεις το παιδί αν πήγαινε στην οικογένειά σου.» «Οι καταστάσεις αλλάζουν» της είπε με ικανοποίηση. «Η γηραιά κυρία είναι απελπισμένη. Θα καλοδεχτεί το παιδί με ανοιχτές αγκάλες. Αφού υποσχέθηκε να τακτοποιήσει και τα χρέη μου απ’ τον τζόγο.» «Αφού της δώσεις τον Ράντι» είπε συνοφρυωμένη η Μπρένα και το πρόσωπό της αντανακλούσε την οργή και την αηδία που ένιωθε. Η περιφρόνησή της διαπέρασε απότομα τον υπερβολικό εγωισμό του Σαντό. «Φέρε μου το παιδί» τη διέταξε θυμωμένος. «Πήγαινε στον διάολο!» του απάντησε αυθόρμητα η Μπρένα. «Ο Ράντι είναι δικός μου τώρα και δε στον δίνω.» Το πρόσωπο του Σαντό κοκκίνισε από θυμό. «Άκου, σκύλα» της είπε με παγερό ύφος «Είμαι ο πατέρας του παιδιού. Εσύ είσαι απλώς η θεία του. Έχω δικαιώματα πάνω του.» «Παραιτήθηκες από οποιοδήποτε δικαίωμα είχες πριν ακόμα γεννηθεί» του είπε εκείνη. «Δε θα εμπιστευόμουν ούτε ένα αδέσποτο στα χέρια σου, πόσο μάλλον ένα μικρό παιδί.» «Ίσως και να μην έχεις άλλη επιλογή. Η οικογένεια Σαντό έχει πολύ σημαντικές διασυνδέσεις στην Καλιφόρνια. Νομίζω ότι οποιαδήποτε δικαστήριο της πολιτείας θα ήταν με το μέρος του φυσικού πατέρα ενάντια στις απαιτήσεις μιας μικρής ηθοποιού.» Η Μπρένα τού χαμογέλασε γλυκά. «Τότε λοιπόν εξαρτάται από εσένα να αποδείξεις ότι εσύ είσαι ο φυσικός πατέρας, έτσι δεν είναι; Πιστεύω ότι αυτό θα είναι λίγο δύσκολο.»
Τα μάτια του μισόκλεισαν από ανησυχία. «Τι στον διάολο εννοείς; Η Τζανίν μού είχε πει ότι εγώ ήμουν ο πατέρας.» «Και εσύ την απέρριψες» είπε με πίκρα η Μπρένα και το στόμα της συσπάστηκε. «Δεν αναρωτιέσαι γιατί η Τζανίν αρνήθηκε να ονομάσει τον πατέρα στο πιστοποιητικό γέννησης του Ράντι;» «Μπορώ να το ξεπεράσω αυτό» είπε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που γνωρίζουν ότι η Τζανίν και εγώ είχαμε σχέση εκείνον τον καιρό. Λογικά είμαι ο μόνος επιλαχόντας.» Η Μπρένα χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Θα ήσουν αν η Τζανίν Σλόαν γεννούσε τον Ράντι» είπε με σιγανή φωνή. «Σύμφωνα με το πιστοποιητικό γέννησης, όμως, δεν τον γέννησε αυτή αλλά η Μπρένα Σλόαν.» Ο Σαντό την κοίταξε αποσβολωμένος. «Λες ψέματα» την κατηγόρησε θυμωμένος. «Αυτό είναι παράλογο. Για ποιο λόγο η Τζανίν θα έκανε κάτι τόσο τρελό;» «Ίσως στα τελευταία της να ήταν λίγο τρελή» είπε η Μπρένα και τα μάτια της σκοτείνιασαν από πόνο. «Τρελή από φόβο, απόρριψη και μοναξιά. Τρελή για να προστατεύσει το μοναδικό ανθρώπινο πλάσμα που ήταν μόνο δικό της. Και εγώ επίσης σκέφτηκα ότι ήταν τρελό, αλλά τώρα αναρωτιέμαι αν γνώριζε με κάποιον τρόπο ότι ο Ράντι θα χρειαζόταν να προστατευτεί από σένα.» Ο Σαντό πετάχτηκε όρθιος με σφιγμένες γροθιές. «Δε θα ξεφύγεις έτσι εύκολα» είπε αιφνιδιαστικά. «Χρειάζομαι αυτό το παιδί και θα βρω έναν τρόπο να το πάρω. Το κάνεις απλώς λίγο πιο δύσκολο. Θα προσλάβω ιδιωτικούς ντετέκτιβ που θα βρουν εκατομμύρια τρύπες στην ιστορία σου. Θα πάρω μέχρι και δικαστική εντολή για τεστ DNA.» Η Μπρένα ρίγησε από την απειλή του, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει ότι τη φόβισε. «Θα πάρει πολύ καιρό να τα κάνεις όλα αυτά» του είπε παγερά. «Έχεις πραγματικά τόσο πολύ χρόνο; Νομίζω ότι ανέφερες και κάποια χρέη από τζόγο;» Υπήρχε ένα υπολογιστικό βλέμμα στα άδεια του μάτια καθώς την κοίταζε εξεταστικά. «Ίσως να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία» είπε με αργή φωνή. «Εσύ θέλεις το παιδί. Εγώ χρειάζομαι τα λεφτά. Η γιαγιά με θέλει αποκατεστημένο με γυναίκα και οικογένεια. Τι θα έλεγες να τους κάναμε όλους ευτυχισμένους; Γιατί να μην πάρουμε το αεροπλάνο για το Λας Βέγκας και να παντρευτούμε;» Η Μπρένα ένιωθε το αίμα να στεγνώνει στο πρόσωπό της απ’ το σοκ. «Θα πρέπει να είσαι τρελός» ψιθύρισε. «Δεν αντέχω ούτε να σε βλέπω.» «Δεν είμαι εχθρός σου» της είπε καυστικά. «Εσύ είσαι πολύ ανεξάρτητη. Είχα την πρόθεση να κάνω αυτήν την προσφορά στην Τζανίν αν την έβρισκα. Ήταν πολύ περισσότερο ο τύπος μου.» Ξαφνικά η Μπρένα κατάλαβε ότι δεν άντεχε άλλο. Η παρουσία του την αρρώσταινε. «Έξω από δω!» του είπε με βραχνή φωνή. «Δε θέλω να σε ξαναδώ.» «Λοιπόν, αυτό είναι πολύ άσχημο» της είπε απειλητικά. «Γιατί πρόκειται να με δεις πολλές φορές μέσα στους επόμενους μήνες. Μέσα κι έξω απ’ την αίθουσα του δικαστηρίου, αδελφούλα!» «Αν δε φύγεις αμέσως, θα καλέσω την Ασφάλεια να σε πετάξει έξω» είπε με ένταση. «Ω, φεύγω» απάντησε καθώς έσκυψε για να σβήσει το τσιγάρο στο κρυστάλλινο τασάκι πάνω στο τραπέζι. «Αλλά μη νομίζεις ότι δε θα επιστρέψω.» Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και, καθώς την άνοιγε, στράφηκε και κοίταξε την Μπρένα.
Υπήρχε τόση κακία στην έκφρασή του, που η αναπνοή της κόπηκε απ’ τον φόβο. «Αντίο, αδελφούλα! Θα τα πούμε σύντομα.» Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Μπρένα έτρεξε και την κλείδωσε βιαστικά. Σαν να κλείδωνε με αυτόν τον τρόπο τον φόβο που είχε αισθανθεί από την τελευταία του δήλωση. Το εννοούσε. Δε θα σταματούσε πουθενά ώσπου να πάρει τον Ράντι, τώρα που είδε ότι μπορούσε να ωφεληθεί απ’ αυτό. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να επιτρέψει να πέσει το παιδί σε αυτά τα άπονα, σκληρά χέρια. Πήγε προς το σαλόνι και άρχισε να περπατά μπρος πίσω ταραγμένη, προσπαθώντας να βρει κάποια λύση. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι σύντομα ο Σαντό θα έβρισκε τους μάρτυρες που χρειαζόταν για να στηρίξει την κατηγορία του. Στην καλύτερη περίπτωση το τέχνασμα της Τζανίν ήταν ανάξιο λόγου. Πώς μπορούσε να τον σταματήσει η Μπρένα αν πράγματι την πήγαινε στο δικαστήριο; Οι διαφωνίες του είχαν κάποια ουσία. Η οικογένεια Σαντό είχε πολύ πλούτο και δύναμη. Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα αν χρειαζόταν να δώσει μάχη για την κηδεμονία του Ράντι; Πάγωσε, καθώς μια ακόμη χειρότερη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της. Τι θα γινόταν αν ο Σαντό έπαιρνε την προσωρινή επιμέλεια του Ράντι, αναμένοντας την απόφαση του δικαστηρίου; Γύρισε απότομα και έτρεξε στο υπνοδωμάτιο. Πήρε δύο βαλίτσες από την ντουλάπα και τις πέταξε στο κρεβάτι πριν σηκώσει το τηλέφωνο και καλέσει την υποδοχή. «Πόλα, είμαι η Μπρένα Σλόαν. Πρέπει να φύγω αμέσως για το Λος Άντζελες. Έχει προκύψει κάτι επείγον. Μπορείς να επικοινωνήσεις με την Ντόρις να ετοιμάσει τα πράγματα του Ράντι και να τον έχει έτοιμο για να φύγουμε σε είκοσι λεπτά; Και θα χρειαστώ τον Τζόνι να με πάει με το αυτοκίνητο στο Πόρτλαντ για να πάρω το αεροπλάνο.» Η Πόλα Ντράμοντ απάντησε με τη συνηθισμένη της άψογη αποτελεσματικότητα. Η Μπρένα άρχισε να γεμίζει την ανοιχτή βαλίτσα πετώντας μέσα τα ρούχα χωρίς να τα διπλώνει ή να την ενδιαφέρει η σειρά. Ήξερε πολύ καλά ότι ο πανικός την ωθούσε σε αυτή τη βιαστική απόφαση, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει; Η μόνη της επιλογή για να κρατήσει τον Ράντι μακριά απ’ τον Σαντό ήταν να πάρει το παιδί και να εξαφανιστεί. Τα λεφτά ήταν το μοναδικό κίνητρο του Σαντό για τον Ράντι. Αν μπορούσε να κρυφτεί για αρκετό καιρό, ο Σαντό θα έπρεπε να βρει άλλη λύση για τα οικονομικά του προβλήματα. Τότε ίσως να θεωρούσε ότι το παιδί είναι βάρος και ενόχληση, όπως πίστευε παλιά. Είχε γεμίσει τη μία βαλίτσα και ήταν στη μέση της δεύτερης όταν ακούστηκε ένας κτύπος στην εξώπορτα. Θα πρέπει να είναι ο Τζόνι, σκέφτηκε. Του ζήτησε να περάσει μέσα, αλλά ύστερα θυμήθηκε ότι είχε κλειδώσει την πόρτα. «Ένα λεπτό, Τζόνι» φώναξε και δρασκέλισε βιαστικά το δωμάτιο για να του ανοίξει. Ο Μάικλ Ντόνοβαν την παραμέρισε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας και κοίταξε τις ανοιχτές βαλίτσες και τις βιαστικές ετοιμασίες για αναχώρηση. Γύρισε αργά και η Μπρένα δείλιασε μπροστά στην έξαλλη έκφρασή του και στα μάτια του, που πετούσαν φωτιές. Στη σύντομη γνωριμία τους τον είχε δει θυμωμένο πολλές φορές, αλλά ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Έμοιαζε σαν επικίνδυνο ζώο έτοιμο να επιτεθεί. «Ο Τζόνι δε θα έρθει» είπε με απαλή φωνή. «Είπα στην Πόλα ότι τώρα αναλαμβάνω εγώ.» Η Μπρένα δάγκωσε τα χείλη για να σταματήσει το τρέμουλό της. «Η Πόλα ενεργεί πάντα ως κατάσκοπός σου;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Η εμφάνισή του ήταν ένα σοκ γι’ αυτήν, που απειλούσε να εξαφανίσει και τον ελάχιστο αυτοέλεγχο που της είχε απομείνει.
«Όχι πάντα» είπε ο Ντόνοβαν. «Ας πούμε ότι ήξερε ότι θα με ενδιέφερε το κατεπείγον σου θέμα!» Ο θυμός του απελευθερώθηκε, σπάζοντας τα δεσμά του. «Θεέ μου, αυτός ο μπάσταρδος χρειάστηκε μόνο μία ώρα μαζί σου για να σε κάνει να τρέχεις πίσω του σαν ξαναμμένη σκύλα. Δεν έχεις καθόλου περηφάνια ή αυτοεκτίμηση; Αυτό το κάθαρμα σε άφησε έγκυο και μετά σε εγκατέλειψε!» Η Μπρένα έμεινε κατάπληκτη. Πραγματικά νόμιζε ότι θα έτρεχε πίσω απ’ τον Σαντό για να γλιτώσει απ’ αυτόν. Η γελοιότητα της εικασίας του της φάνηκε πολύ αστεία και ξέσπασε σε υστερικά γέλια. Αυτό ήταν λάθος. Με δύο δρασκελιές έφτασε κοντά της και τα χέρια του έσφιξαν τους ώμους της ταρακουνώντας τη βίαια. «Σκάσε, ανάθεμά σε!» γρύλισε και τα μάτια του έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα πάνω στο λευκό του πρόσωπο. «Νομίζεις ότι θα σε αφήσω να φύγεις μακριά μου; Δε θα πας σ’ αυτόν. Θα σε σταματήσω με οποιονδήποτε τρόπο μπορώ.» Η ματιά του ήταν σαν βασανιστήριο καθώς την κοίταξε με περιφρόνηση. «Κοίτα πώς είσαι. Ανυπομονούσες να με ξεφορτωθείς ώστε να μπορέσεις να ντυθείς για χάρη του. Λειτούργησε; Μήπως νόμιζε ότι είσαι πιο όμορφη απ’ ό,τι θυμόταν; Γι’ αυτό σου ζήτησε να ξαναγυρίσεις κοντά του;» «Όχι! Όχι! Κάνεις λάθος. Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο. Δε θα μπορούσα.» Δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της καθώς και το τελευταίο ίχνος του εύθραυστου αυτοελέγχου της εξαφανίστηκε. «Τον μισώ» είπε σπασμωδικά. Ξαφνικά κατέρρευσε πάνω του κρατώντας τον σφιχτά απελπισμένη και το κορμί της τραντάχτηκε από λυγμούς. Ο Ντόνοβαν πάγωσε από έκπληξη και μετά τα χέρια του κινήθηκαν αργά γύρω της για να την κρατήσουν προστατευτικά. «Τότε, για ποιο λόγο πας πίσω σ’ αυτόν;» ρώτησε ανέκφραστος. «Σε κρατάει από κάπου; Για το όνομα του Θεού, πες μου τι τρέχει, Μπρένα.» «Θέλει τον Ράντι» είπε απότομα. «Θα πάρει τον Ράντι μακριά μου.» Έκανε ένα βήμα πίσω φεύγοντας απρόθυμη απ’ τη ζεστή του αγκαλιά, νιώθοντας μόνη και ευάλωτη ξανά. «Προσπαθούσα να ξεφύγω απ’ αυτόν» είπε κουρασμένη. «Προσπαθούσες να ξεφύγεις κι από μένα» είπε παγερά ο Ντόνοβαν. «Και από κάθε ευκαιρία που έχεις για να κάνεις καριέρα. Νομίζεις ότι ο οποιοσδήποτε σκηνοθέτης θα σου έδινε ξανά την ευκαιρία μόλις μαθευτεί ότι έφυγες, αφήνοντας την ταινία στη μέση;» «Όχι, υποθέτω ότι δεν το σκέφτηκα καθόλου» παραδέχτηκε η Μπρένα με βραχνή φωνή. «Παρ’ όλα αυτά πάλι το ίδιο θα έκανα αν χρειαζόταν. Δεν μπορώ να αφήσω τον Πολ Σαντό να απλώσει τα χέρια του πάνω στον Ράντι.» Σκούπισε τα δάκρυά της παιδιάστικα με την ανάστροφη του χεριού της. «Κανένας δεν πρόκειται να πάρει το παιδί μακριά σου» είπε ο Ντόνοβαν πειστικά. «Δε θα το επιτρέψω εγώ. Αυτό θα σου έλεγα αν ερχόσουν σε μένα αντί να κάνεις κινήσεις πανικού.» Κούνησε λυπημένη το κεφάλι της απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη και αλαζονική του δήλωση. Δε θα συμβεί επειδή ο Ντόνοβαν δε θα το επιτρέψει. Ζήτω ο Μάικλ Ντόνοβαν. Ανακουφίστηκε απ’ αυτή την ακλόνητη σιγουριά του. Ξέχωρα απ’ την προσωπική τους σχέση, ο Ντόνοβαν είχε και επαγγελματικό συμφέρον να δει την Μπρένα να ολοκληρώνει την ταινία του στον προγραμματισμένο χρόνο του. Θα έλυνε με τη συνηθισμένη του ενέργεια το πρόβλημά της, όπως και κάθε άλλο εμπόδιο εμφανιζόταν στον δρόμο. Άνοιξε το στόμα της θέλοντας να παραδεχτεί ότι ο Ράντι δεν ήταν δικό της παιδί αλλά της Τζανίν. Ήξερε ότι δικαιούταν να γνωρίζει τα πάντα αν ήθελε να ζητήσει τη βοήθειά του. Κάτω απ’
αυτές τις περιστάσεις η Τζανίν σίγουρα θα τη συγχωρούσε που αθέτησε την υπόσχεσή της. Αλλά ξαφνικά η Μπρένα γέμισε από αμφιβολίες: θα ήταν το ίδιο πρόθυμος ο Ντόνοβαν να τη βοηθήσει αν μάθαινε ότι το παιδί δεν ήταν δικό της; Δεν ένιωθε στοργή για τον Ράντι. Δε θα σκεφτόταν όπως οποιοσδήποτε άλλος ότι έπρεπε να επιστραφεί ο Ράντι στον βιολογικό του πατέρα; Δεν ήθελε να πάρει τέτοιο ρίσκο. Ο Ράντι ήταν πολύ σημαντικός για εκείνη. Ο Ντόνοβαν στράφηκε προς το μπαρ και σέρβιρε ένα ποτό. Έβαλε λίγο ουίσκι για την Μπρένα και, επιστρέφοντας κοντά της, της το πρόσφερε. Το δέχτηκε και ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Αυτή είναι η μέρα που θα με κάνεις να μεθύσω.» «Το χρειάζεσαι» είπε ο Μάικλ τραχιά. «Τώρα υποθέτω ότι θα μου πεις για ποιο λόγο πιστεύεις ότι ο Σαντό έχει ελπίδες ότι θα κερδίσει την επιμέλεια του Ράντι. Εσύ δεν είπες ότι το όνομα του πατέρα δεν ήταν γραμμένο στο πιστοποιητικό γέννησης του Ράντι;» Η Μπρένα χωρίς να τον κοιτάζει τον ενημέρωσε σύντομα για τις απειλές του Σαντό. Επίτηδες δεν ανέφερε την Τζανίν, αφήνοντάς τον να υποθέτει ότι τρομοκρατήθηκε από την πρόκληση του Σαντό να πάει στα δικαστήρια και να κάνει τεστ DNA. «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε ο Ντόνοβαν κοιτώντας με μισόκλειστα μάτια το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο. «Είσαι σίγουρη ότι δεν προσπαθούσε να σε εκβιάσει; Δεν προσφέρθηκε να αφήσει τον Ράντι μαζί σου με κάποια ανταμοιβή;» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, ανακουφισμένη που ο Μάικλ μετέφραζε την ενοχή της ως άγχος. Έκανε μια γκριμάτσα. «Μου έκανε μια προσφορά» παραδέχτηκε ξερά. «Αλλά δε θα παντρευόμουν τον Πολ Σαντό ούτε και για χάρη του Ράντι.» Ο Ντόνοβαν κοίταξε το ποτήρι του. «Γάμος» είπε σκεφτικός. «Ο παλιομπάσταρδος πρέπει να σε ξέρει πολύ καλά. Όταν θα έφτανες να είσαι πολύ απελπισμένη, ίσως να ενέδιδες ακόμα και σε αυτό. Είναι προφανές ότι θα έκανες τα πάντα για το παιδί.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ το ποτό του. «Είσαι πολύ ευάλωτη, Μπρένα. Νομίζω ότι πρέπει να χτίσω έναν φράχτη γύρω σου για να κρατήσω απέξω τους εισβολείς.» «Έναν φράκτη;» ρώτησε ανέκφραστη η Μπρένα. «Θα σε παντρευτώ εγώ» αποκρίθηκε με παγερό ύφος ο Ντόνοβαν. Η Μπρένα ένιωσε την καρδιά της να χάνει έναν κτύπο και το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της. «Δεν είναι καθόλου αστείο αυτό» είπε με κομμένη ανάσα. «Δεν είχα τέτοια πρόθεση» αποκρίθηκε με ήρεμο τόνο ο Ντόνοβαν. «Σου προσφέρω μια λύση στο πρόβλημά σου. Ο γάμος μαζί μου θα σου προσφέρει ασφάλεια για να διεκδικήσεις τον Ράντι και θα σε προστατέψει από περαιτέρω ενοχλήσεις απ’ τον Σαντό. Εγώ ξέρω πώς να προστατευτώ.» «Όμως μπορεί ακόμη να βρει μάρτυρες και να καταφέρει να πάρει δικαστική εντολή για τεστ DNA.» Τα μάτια του Μάικλ αγρίεψαν. «Όχι, αν ισχυριστώ ότι εγώ είμαι ο πατέρας του Ράντι. Δε μου αρέσει η ιδέα να παρουσιάζομαι σαν κάποιος που αποπλάνησε μια έφηβη λολίτα, αλλά φαντάζομαι ότι ο λόγος μου θα υπερισχύσει αυτού του Σαντό. Διοχετεύω πολλά χρήματα στην οικονομία της πολιτείας και έχω μερικούς φίλους σε υψηλά πόστα.» Τα μάτια της Μπρένα άνοιξαν διάπλατα απ’ την έκπληξη. «Κανένας δε θα σε πιστέψει. Δε σε ήξερα καν πριν από τρία χρόνια.» Ο Ντόνοβαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποιος το ξέρει αυτό;» ρώτησε με σαρδόνιο
χαμόγελο. «Για καθένα μάρτυρα που θα φέρει ο Σαντό για να καταθέσει ότι ήσουν ερωμένη του, εγώ θα φέρω δύο, που θα ορκιστούν ότι ήσουν δική μου. Μιλάνε τα λεφτά αν δεν το κατάλαβες!» «Θα πληρώσεις κάποιον για να ψευδομαρτυρήσει;» ρώτησε σοκαρισμένη. «Αν χρειαστεί» είπε κοφτά ο Ντόνοβαν. «Προτιμάς να χάσεις τον Ράντι; Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη επειδή έχεις δίκιο. Μερικές φορές χρειάζεται να χειριστείς τη δικαιοσύνη.» Χαμογέλασε σφίγγοντας τα χείλη του. «Ωστόσο ίσως να μη χρειαστεί να φτάσουμε ως εκεί. Ο πρώην εραστής σου μοιάζει να είναι λίγο αναξιόπιστος. Ίσως καταφέρω να τον απειλήσω με άλλον τρόπο. Θα μιλήσω με τους δικηγόρους για το θέμα αύριο.» Άδειασε το ποτήρι του και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι. «Το καλύτερο θα ήταν να παντρευόμασταν αμέσως» είπε απλά. «Να πούμε σε τρεις μέρες; Αυτό θα σε βοηθούσε να ηρεμήσεις και θα σου δώσει την ευκαιρία να τελειώσεις την ταινία. Θα στείλω τον γιατρό της εταιρείας αύριο το πρωί να φροντίσει για τις εξετάσεις αίματος.» «Περίμενε» διαμαρτυρήθηκε η Μπρένα σηκώνοντας σαστισμένη το χέρι της. «Θέλω να το σκεφτώ. Γίνονται όλα τόσο γρήγορα.» Ο Ντόνοβαν προχωρούσε με τη συνηθισμένη τακτική του «οδοστρωτήρα» και τη μονοκόμματη λογική του και η Μπρένα ένιωθε σαν φύλλο που θα το έπαιρνε η καταιγίδα, αν δεν τον καθυστερούσε. «Τι θέλεις να σκεφτείς;» ρώτησε ανυπόμονος. «Εσύ παίρνεις τον γιο σου, την καριέρα σου και έναν πλούσιο σύζυγο. Τι άλλο μπορεί να θες;» Για κάποιον περίεργο λόγο ο πικρόχολος κυνισμός του την πλήγωσε. «Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε ζαλισμένη. «Ναι, τα παίρνω όλα αυτά. Αλλά εσύ τι κερδίζεις απ’ αυτό τον γάμο;» Τα μπλε του μάτια έγιναν ξαφνικά αδιαπέραστα καθώς συλλογιζόταν την ερώτηση. «Τι παίρνω;» Το στόμα του συσπάστηκε με κυνισμό. «Παίρνω την Μπρένα Σλόαν στο κρεβάτι μου μέχρι να τη βαρεθώ. Έχω την ευκαιρία να δουλέψω την εμμονή που έχω μαζί σου. Η οικειότητα, ως γνωστό, σκοτώνει τα μεγάλα πάθη. Ίσως να σταθώ τυχερός.» «Περιμένεις από μένα να…» η Μπρένα κοκκίνισε από ντροπή και μετά θύμωσε με τον εαυτό της όταν ο Ντόνοβαν σήκωσε τα φρύδια του ειρωνικά. «Έχεις δίκιο, που να πάρει. Αυτό περιμένω» είπε ανέκφραστος. «Αυτό δεν είναι παραμύθι. Είναι η πραγματική ζωή, Μπρένα. Τα πάντα έχουν ένα τίμημα. Μερικές φορές δε φαίνεται, αλλά το τίμημα είναι εκεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε νομίζω ότι θα δυσκολευτείς να πληρώσεις.» Η Μπρένα ρίγησε. «Το κάνεις να ακούγεται τόσο… επαγγελματικό» είπε δυστυχισμένη. «Νομίζω ότι μπορώ να σου υποσχεθώ ότι δε θα είναι καθόλου επαγγελματικό μόλις βρεθούμε στο κρεβάτι» είπε ξερά. «Ανάβουμε ο ένας τον άλλον, το θυμάσαι; Σ’ το είπα κάποτε ότι δεν παίζω παιχνίδια. Μου αρέσει να παίζω με ανοιχτά χαρτιά. Για να σωθεί ο γιος σου, το μόνο που σου ζητώ είναι η υπόσχεση ότι δε θα φύγεις μέχρι να σου το ζητήσω εγώ.» Το στόμα της Μπρένα σφίχτηκε με πικρία. «Ωστόσο διατηρείς το δικαίωμα να με κάνεις πέρα όποτε με βαρεθείς» είπε λυπημένη. «Ο Τζέικ έλεγε ότι πάντα είχες γραπτούς όρους διαφυγής σε κάθε συμβόλαιο.» Υπήρχε μια αχνή λάμψη συναισθήματος στα μάτια του Ντόνοβαν, η οποία εξαφανίστηκε γρήγορα πριν κοιτάξει αλλού. «Έχεις δίκιο, πάντα έχω όρους διαφυγής» είπε με παγερό ύφος. «Έχω τον λόγο σου;» Ο λαιμός της Μπρένα είχε κλείσει και πονούσε καθώς κοιτούσε το σκληρό, ανέκφραστο
πρόσωπο του Ντόνοβαν. Μια εικόνα αναδύθηκε: μια αστραπιαία ανάμνηση ενός άλλου Ντόνοβαν που περπατούσε μαζί της χέρι χέρι μέσα στο δάσος. Γιατί την πονούσε τόσο πολύ η συνειδητοποίηση ότι δε θα προχωρούσαν παραπέρα απ’ τη σωματική επαφή με αυτόν τον άνδρα; «Ναι, σου δίνω τον λόγο μου» του είπε κουρασμένη. «Ωραία» είπε απότομα ο Ντόνοβαν καθώς δεν περίμενε κάτι διαφορετικό. Άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπό της σαν να ήταν μικρό παιδί. «Καλύτερα να πας για ύπνο. Είσαι εξουθενωμένη. Θα σε δω αύριο.» Το πρόσωπό της πρέπει να αντανακλούσε την έκπληξή της γιατί ένα σαρδόνιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Περίμενες να σε σύρω απευθείας στο κρεβάτι με το που απέσπασα τον λόγο σου; Θα πρέπει να είχες μερικούς ανόητους εραστές, Μπρένα. Τώρα που έχω τη δέσμευσή σου, μπορώ να περιμένω.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Όχι για πολύ ακόμα, αλλά μπορώ να περιμένω.» Τον κοίταζε αμίλητη καθώς η πόρτα έκλεισε πίσω του.
Κεφάλαιο 8 Η Μπρένα ήπιε μια γουλιά απ’ τη σαμπάνια της κοιτώντας το γεμάτο κόσμο σαλόνι ενώ αισθανόταν περίεργα απομονωμένη. Ένιωθε σαν να ήταν καλεσμένη και η ίδια, και όχι το κεντρικό πρόσωπο σ’ αυτή τη γαμήλια δεξίωση. Δεν είχε καμία πιθανότητα να γίνει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, με τον Μάικλ Ντόνοβαν να μοιράζεται τη σκηνή μαζί της, σκέφτηκε πικρόχολα. Ακόμα και η πολυτέλεια που περιβάλλει τη νύφη επισκιαζόταν απ’ τον γαμπρό με το δυναμικό χάρισμα που είχε ο Ντόνοβαν. Δεν ήταν ότι την είχαν αμελήσει. Αντιθέτως, ήταν περιτριγυρισμένη από φασαριόζους και κόλακες σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκε να μετακινηθεί σ’ αυτή την ήσυχη γωνία για να ξεφύγει. Δεν είχε καμία αυταπάτη ότι ήταν η δική της γοητεία που είχε προκαλέσει τέτοια διαχυτικότητα. Πριν από δύο ώρες η μικρή άσημη ηθοποιός έγινε κυρία Ντόνοβαν και έτσι έπρεπε να είναι πολύ σωστή στους τρόπους της. «Νιόπαντρη και τόσο γρήγορα μόνη; Ο Μάικλ δεν είναι συνήθως τόσο αδιάφορος με τ’ αποκτήματά του.» Η ειρωνική φωνή του Τζέικ Ντόνοβαν την έκανε να τον κοιτάξει. Ως συνήθως ήταν εκπληκτικά όμορφος με τα επίσημα μαύρα ρούχα του και ήταν μια καλοδεχούμενη εικόνα για την Μπρένα, αφού είχε ανεχτεί τόσους ψεύτικους συκοφάντες όλη τη βραδιά. «Φαίνεται απασχολημένος» είπε ήρεμα η Μπρένα αναζητώντας με τη ματιά της το κοκκινομάλλικο κεφάλι του Ντόνοβαν στην άλλη άκρη του δωματίου, καθώς εκείνος έσκυβε προσεκτικά για να ακούσει έναν γκριζομάλλη άνδρα. «Είναι ο δικαστής Σάιμον Άρθιγκτον, ανώτατος δικαστής της πολιτείας» είπε σκεφτικός ο Τζέικ. «Και πριν απ’ αυτόν, τον είδα με τον γερουσιαστή Άτκινς. Δε θα έλεγες ότι είναι μια ασυνήθιστη παρέα για να περάσεις τη μέρα του γάμου σου;» «Ίσως είναι απλώς ένας καλός οικοδεσπότης» αποκρίθηκε διφορούμενα η Μπρένα. «Είναι φίλοι του, έτσι δεν είναι;» «Ω, μα και βέβαια είναι φίλοι του» είπε κυνικά ο Τζέικ. «Ο Μάικλ είναι ένας γενναιόδωρος δωρητής στα ταμεία της εκστρατείας τους. Τον συμπαθούν πολύ.» Κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο με ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. «Βλέπω και άλλους “φίλους” του Μάικλ εδώ.» Ανασήκωσε τους ώμους και στράφηκε προς το μέρος της χαμογελώντας γοητευτικά. «Σου έχω πει πόσο όμορφη είσαι απόψε; Μοιάζεις σαν να βγήκες από βιβλίο του Τολστόι.» Του ανταπέδωσε το χαμόγελο σουφρώνοντας τη μύτη της παιχνιδιάρικα. «Θα έπρεπε. Ήμουν πολύ απασχολημένη να κάνω τη σκλάβα για να πάω για ψώνια και έτσι ο Μάικλ ζήτησε απ’ τους στιλίστες να το μεταποιήσουν στο νούμερό μου. Πιστεύω ότι ήταν σχεδιασμένο αρχικά για ένα ριμέικ του Πόλεμος και Ειρήνη.» Ξέχωρα απ’ τα αστεία, της άρεσε πολύ αυτό το φόρεμα. Ήταν ένα πανέμορφο απέριττο φόρεμα σε αχνοκίτρινο χρώμα, κεντημένο με άσπρες μαργαρίτες. Το αμπίρ φόρεμα με τη χαμηλή, στρογγυλή λαιμόκοψη έπεφτε με χάρη πάνω απ’ τη λεπτοκαμωμένη μέση και τους γοφούς της χωρίς να τους διαγράφει, αλλά αναδείκνυε τολμηρά την καμπύλη του στήθους της. Δε φορούσε καθόλου κοσμήματα παρά μόνο ένα στεφάνι από μαργαρίτες στο κεφάλι της. Τα μαλλιά της έλαμπαν αισθησιακά και έπεφταν σχεδόν ως τη μέση της συμπληρώνοντας τη ρομαντική αύρα του
φορέματος. «Μα ναι, ο Μάικλ βιαζόταν πάρα πολύ να γίνει ο γάμος, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ο Τζέικ αδιάφορα. «Αλλά όχι τόσο πολύ για να κανονίσει αυτή την περίτεχνη δεξίωση για σένα, Μπρένα. Υποθέτω ότι σου αρέσουν τα πάρτι. Στις περισσότερες γυναίκες αρέσουν.» Η Μπρένα έκανε μια γκριμάτσα. «Τα μισώ» του απάντησε με ειλικρίνεια. «Αυτού του είδους τουλάχιστον. Απόλαυσα το χθεσινό που κάναμε για να γιορτάσουμε το τέλος της ταινίας. Ο Μάικλ έκανε όλες τις ετοιμασίες για τον γάμο και τη δεξίωση.» «Γίνεται όλο και πιο περίεργο» είπε μαλακά ο Τζέικ και τα μαύρα του μάτια έλαμψαν. «Τυχαίνει να γνωρίζω ότι ο Μάικλ βαριέται μέχρι θανάτου τις δεξιώσεις. Ποτέ δεν παρευρίσκεται σε αυτά, εκτός και αν είναι απολύτως απαραίτητο για επαγγελματικούς λόγους. Τότε, όταν τελειώσει τη συζήτηση, συνήθως τον βρίσκεις σε μια γωνιά να μασουλάει κοιτώντας βλοσυρά. Ωστόσο, στο πιο ιδιαίτερο και προσωπικό γεγονός της ζωής του κανονίζει μια λαμπερή δεξίωση και προσκαλεί ανθρώπους για τους οποίους δε νοιάζεται καθόλου, παρά μόνο για να τους χρησιμοποιήσει. Και συνεχίζει ν’ αγνοεί την όμορφη γυναίκα του, για την οποία είναι προφανώς τρελός, και περνά τον χρόνο του αναπτύσσοντας σχέσεις με δικαστές και γερουσιαστές!» Ο Τζέικ έμοιαζε σε τέτοια επιφυλακή, όπως μια γάτα έτοιμη να επιτεθεί, καθώς ρωτούσε με ήπιο ύφος: «Δε γνωρίζεις τίποτε για όλα αυτά, έτσι δεν είναι, Μπρένα;». Η Μπρένα κοίταξε το ποτήρι της. «Γιατί πρέπει να γνωρίζω κάτι;» ρώτησε σιγανά. «Ο Μάικλ κάνει πάντα αυτό που θέλει.» Τα φρύδια του Τζέικ σηκώθηκαν κυνικά. «Ακόμα κι αν ξέρεις, δεν πρόκειται να ικανοποιήσεις την περιέργειά μου» είπε σαν να γνώριζε ήδη την απάντηση. Η Μπρένα τον κοίταξε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. «Ακριβώς» του είπε περιεκτικά. Ο Τζέικ άφησε έναν αναστεναγμό. «Το φοβόμουν αυτό» είπε. «Δεν μπορούσα να πάρω λέξη ούτε απ’ τον Μάικλ.» «Γιατί μπαίνεις στον κόπο, Τζέικ;» τον ρώτησε περίεργη. «Ο Μάικλ ξέρει τι κάνει.» «Θα έπρεπε να ξέρω καλύτερα» συμφώνησε ανάλαφρα εκείνος. «Υποθέτω ότι νιώθω μια μικρή ασυνήθιστη υπευθυνότητα. Δεν έχω ξαναγίνει ποτέ κουμπάρος.» «Ήσουν πολύ πειστικός» τον διαβεβαίωσε η Μπρένα λιτά. «Πρακτικά εσύ και η Νόρα κλέψατε την παράσταση. Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους της Νόρα να γίνει κουμπάρα μου, έτσι δεν είναι;» «Σε συμπαθεί» αποκρίθηκε απλά ο Τζέικ. «Όλο το συνεργείο σε συμπαθεί. Είσαι ένα πολύ δημοφιλές άτομο, Μπρένα Σλόαν. Ακόμα κι εγώ σε συμπαθώ.» Η Μπρένα έκανε μια ειρωνική υπόκλιση και τα καστανά της μάτια χόρεψαν σε αυτό το άχαρο κομπλιμέντο από έναν άντρα ο οποίος είχε τη φήμη για τα καλύτερα κομπλιμέντα στον κόσμο. «Μεγάλη μου τιμή» είπε με σοβαροφάνεια. «Θα έπρεπε» της είπε ξερά. «Δε νομίζω ότι έχω ξαναπεί σε γυναίκα ότι τη συμπαθώ. Είναι μια πρωτιά για το βιβλίο Γκίνες.» Η Μπρένα άφησε ένα γουργουριστό γελάκι. Ο Ντόμινικ έγειρε το κεφάλι του και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Μου αρέσει αυτό το γέλιο σου. Οι περισσότερες γυναίκες χαζογελούν ή χαχανίζουν. Εσύ γουργουρίζεις σαν τρεχούμενο νερό. Πρέπει να το κάνεις πιο συχνά.»
«Το να δουλεύω για σένα δεν είναι λόγος για να γελάω, Τζέικ Ντόμινικ» του είπε αυστηρά. «Σχεδόν με σκότωσες.» «Άντεξες πιο πολύ απ’ ό,τι οι περισσότερες ηθοποιοί.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχεις αντοχές.» Ήταν ένα κομπλιμέντο απ’ τον Τζέικ Ντόμινικ που την τιμούσε και η Μπρένα άρχισε να νιώθει ότι η εξαιρετικά δύσκολη και εξουθενωτική δουλειά ίσως άξιζε τελικά τον κόπο. «Είδα τις τελευταίες σκηνές χθες βράδυ» είπε αργά ο Τζέικ. «Ήταν καλές.» Ήπιε μια γουλιά απ’ τη σαμπάνια του. «Ήσουν πάρα πολύ καλή.» Σήκωσε το βλέμμα. Ο Τζέικ την κοίταξε σταθερά χωρίς να βιάζεται. «Ήσουν τόσο καλή, που οι πάντες στο κοινό θα αναρωτιούνται γιατί ο Ντερκ παράτησε εσένα για τη Νόρα.» Συνοφρυώθηκε για να την πειράξει. «Βάζεις σε κίνδυνο την αξιοπιστία του αριστουργήματός μου.» «Τζέικ, εννοείς…» Η Μπρένα σταμάτησε να μιλά ξέπνοη, φοβούμενη να συνεχίσει. «Εννοώ ότι ήσουν υπέροχη» της είπε απλά. «Εννοώ ότι ο Ντόνοβαν βρήκε όχι μόνο σύζυγο αλλά και ένα καινούριο αστέρι.» «Τζέικ!» αναφώνησε ενθουσιασμένη και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Χωρίς να νοιάζεται για τα ποτήρια της σαμπάνιας και τις κατάπληκτες ματιές των καλεσμένων, τον αγκάλιασε εκστασιασμένη. Γελούσαν και οι δύο χαρούμενοι και ο Τζέικ την κρατούσε από τη μέση με το ένα του χέρι, καθώς έσωζε με το άλλο τα ποτήρια της σαμπάνιας, όταν η Μπρένα ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Ο Ντόνοβαν την πήρε βίαια απ’ την αγκαλιά του Τζέικ για να τη φέρει κτητικά στα χέρια του. «Αυτή είναι δική μου» είπε παγερά στον Τζέικ. Ύστερα τα μάτια του στράφηκαν προς την Μπρένα και το γέλιο έσβησε απ’ το πρόσωπό της καθώς είδε την επικίνδυνη λάμψη στα δικά του. «Χαίρομαι που διασκεδάζεις, αγαπητή μου» της είπε απαλά. «Είσαι πιο ζωηρή από ποτέ.» «Χαλάρωσε, Μάικλ» τον συμβούλευσε ήρεμα ο Τζέικ. «Ήταν απλώς χαρούμενη. Της είπα για τις σκηνές.» Η ένταση του Ντόνοβαν καταλάγιασε, αλλά ο τόνος της φωνής του δεν ήταν εγκάρδιος όταν είπε: «Έχω αντέξει αρκετά αυτό το θέατρο, Μπρένα. Ήρθε η ώρα να φύγουμε.» Ο Ντόμινικ σήκωσε τα φρύδια του και την κοίταξε σαν να της έλεγε «σου τα έλεγα εγώ». «Θα ξεγλιστρήσω ήσυχα αν θέλεις να αποφύγεις τα συνηθισμένα ντροπιαστικά σχόλια και τις αηδίες. Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο μπροστά στο μέγαρο.» Έδωσε στον Ντόνοβαν τα κλειδιά. «Δε θα σου συνιστούσα να πάρεις τη Μερσεντές. Άκουσα ότι κάποιοι απ’ τους κασκαντέρ συνωμότησαν να σου τη στήσουν αλά Τζέιμς Μποντ.» Ένα απρόθυμο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Ντόνοβαν καθώς κούνησε λυπημένος το κεφάλι του. «Θεέ μου! Τι άλλο θα κάνουν; Σ’ ευχαριστώ, Τζέικ.» Με τον Ντόμινικ να καλύπτει περίτεχνα τη φυγή τους, ο Ντόνοβαν και η Μπρένα βγήκαν ήσυχα απ’ την πόρτα της κουζίνας και πήραν γρήγορα το μονοπάτι για το μέγαρο. «Κανόνισα ο Ράντι και η Ντόρις Τσαρλς να μετακομίσουν αύριο στο σπίτι μου» είπε απότομα ο Ντόνοβαν. «Σκέφτηκα ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα μας απάλλασσε απ’ τις συνηθισμένες ανοησίες περί μήνα του μέλιτος και έτσι θα πάμε κατευθείαν εκεί απόψε.» Η Μπρένα ήξερε ότι ο Ντόνοβαν είχε το δικό του σπίτι σε μικρή απόσταση απ’ το κύριο
κτιριακό συγκρότημα του Τουίν Πάινς, και έτσι αυτή η απόφαση δεν της προκάλεσε καμία έκπληξη. Ο φόρτος εργασίας του Ντόνοβαν για τους επόμενους μήνες θα ήταν πολύ πιεστικός τόσο απ’ την παραγωγή του Ξεχασμένες Στιγμές όσο και απ’ την έναρξη της κινηματογράφησης του Άγρια Κληρονομιά. Η Μπρένα έμεινε έκπληκτη απ’ τον αμυντικό τόνο του Ντόνοβαν, γιατί συνήθως φερόταν ευγενικά. Πίστευε πραγματικά ότι είχε προσδοκίες για τα συνηθισμένα ρομαντικά σχέδια παρ’ όλες τις συνθήκες του γάμου τους; «Ναι, φυσικά» απάντησε εκείνη γαλήνια. «Θα ήταν μια ανόητη κίνηση όταν έχεις τόσο φορτωμένο πρόγραμμα.» Για κάποιο λόγο η λογική αυτής της δήλωσης έμοιαζε να αυξάνει τον εκνευρισμό του Ντόνοβαν και ένα βλοσυρό ύφος συννέφιασε το πρόσωπό του. «Πολύ λογικό εκ μέρους σου» της είπε με καυστικό τόνο. «Πόσο τυχερός είμαι που έχω μια τόσο πραγματίστρια γυναίκα.» Πραγματίστρια; Αυτή δεν ήταν καν η σωστή λέξη για να περιγράψει τη διάθεσή της εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκε η Μπρένα. Είχε παντρευτεί αυτή την κοκκινομάλλικη μηχανή ενέργειας, που φορτιζόταν απ’ τη δική της ζωή και την άλλαζε σε τέτοιο βαθμό, που δεν την αναγνώριζε. Αυτή ήταν η γαμήλια νύχτα της. Σύντομα θα πρόσφερε τον εαυτό της σε εκείνον με τον πιο οικείο σωματικό τρόπο. Γιατί αυτό δεν τη φόβιζε, αναρωτήθηκε. Αισθανόταν συνεπαρμένη, νευρική ακόμα και ντροπαλή, αλλά δε φοβόταν. Ο Ντόνοβαν ήταν άκεφος και σιωπηλός στη μικρή διαδρομή για το σπίτι του και η σιωπή έσπασε μόλις μπήκε στον καμπυλωτό παράδρομο και σταμάτησε μπροστά από ένα εξαιρετικά μεγάλο διώροφο σπίτι από τούβλα. «Είναι πραγματικά υπέροχο» είπε με απαλή φωνή η Μπρένα κοιτώντας το σπίτι. Ήταν υπέροχο. Υπήρχε μια απερίγραπτη ομορφιά σε αυτό το σπίτι με τα μεγάλα αψιδωτά παράθυρά του και τον αναρριχητικό κισσό. Το περιέβαλλε ένας ζεστός αέρας καλωσορίσματος και σταθερότητας, που ερχόταν σε αντίθεση με την υπόλοιπη μοντέρνα αρχιτεκτονική του Τουίν Πάινς. Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε ειρωνικά. «Σου προκαλεί έκπληξη; Το φαντάστηκα. Όταν χτιζόταν αυτό το σπίτι, είπα στον αρχιτέκτονα ότι ήθελα να δείχνει σαν να υπήρχε εδώ πριν από εκατό χρόνια και ότι θα παραμείνει εδώ για άλλα εκατό. Ζω μια γρήγορη ζωή όπου οι αξίες συνεχώς αλλάζουν. Μου αρέσει η ιδέα να έχω την εικόνα της σταθερότητας όταν επιστρέφω σπίτι. »Δεν υπάρχει εσωτερικό υπηρετικό προσωπικό» συνέχισε παγερά. «Έχω μια γυναίκα απ’ την πόλη, την κυρία Χάσκινς, η οποία έρχεται καθημερινά, και δύο κοπέλες που έρχονται δύο φορές την εβδομάδα. Εκτός αυτού υπάρχει ο κηπουρός που κάνει όλες τις δουλειές, ο Τζο Πίτερς. Α, ναι, πρόσφατα προσέλαβα και έναν οδηγό για σένα, τον Μπομπ Φίλιπς.» Τον κοίταξε αιφνιδιασμένη. «Δε χρειάζομαι οδηγό» διαμαρτυρήθηκε. «Δε θα ξέρω τι να τον κάνω.» «Είσαι μια πραγματική κυρία τώρα» της είπε ειρωνικά. «Θα το συνηθίσεις.» Η Μπρένα αμφισβητούσε κάτι τέτοιο. Αλλά κοιτώντας το φουαγιέ λίγες στιγμές αργότερα, κατάλαβε ότι δε θα είχε πρόβλημα να συνηθίσει τον πλούτο του Ντόνοβαν. Δεν υπήρχε τίποτε εξεζητημένο στη διακόσμηση. Περίμενε ότι θα δει αντίκες έπειτα απ’ αυτά που της είπε ο Ντόνοβαν στο αυτοκίνητο, αλλά δεν είδε κάτι τέτοιο. Το σπίτι δεν ήταν διακοσμημένο βάσει μιας συγκεκριμένης εποχής και είχε μόνο έναν συγκεκριμένο στόχο: Την άνεση. Κάθε έπιπλο που στόλιζε το σπίτι είχε τη μεστή πατίνα της εξαιρετικής και άψογα εκτελεσμένης τέχνης.
«Νομίζω ότι ένας καφές είναι ό,τι χρειάζεται, έπειτα από όλη αυτή τη σαμπάνια» είπε ξερά ο Ντόνοβαν. «Θέλω να μιλήσουμε.» Της έδειξε τη διπλή πόρτα από πλούσιο, λαμπερό μαόνι. «Αν θέλεις να πας στη βιβλιοθήκη, πήγαινε και θα έρθω να σε βρω.» «Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε αυθόρμητα. Σήκωσε τα φρύδια του. «Γιατί όχι;» της είπε σηκώνοντας τους ώμους του, και τον ακολούθησε περνώντας απ’ το σαλόνι προς τη μεγάλη, φωτεινή κουζίνα, που ήταν βαμμένη με λαμπερό κίτρινο και λευκό χρώμα. «Κάθισε» της είπε αδιάφορα πηγαίνοντας προς τον πάγκο με τα μεγάλα λευκά δερμάτινα σκαμπό, όπου ετοίμαζαν το πρωινό. «Έρχομαι σε ένα λεπτό.» Καθώς η Μπρένα σκαρφάλωνε σε ένα ψηλό σκαμπό και τον παρακολουθούσε να βάζει καφέ στην ανοξείδωτη καφετιέρα, σκέφτηκε πόσο αταίριαστο θέαμα πρέπει να παρουσίαζαν σε αυτό το υπερ-μοντέρνο περιβάλλον. Αυτή μέσα στα ρομαντικά της ρούχα και ο Ντόνοβαν στο σκούρο επίσημο κουστούμι του. Δεν είχε γεννηθεί με τον ίδιο αέρα τού να φορά επίσημα ρούχα όπως ο Ντόμινικ, σκέφτηκε ρεμβάζοντας. Πέρα απ’ το αψεγάδιαστο ράψιμο, το απαλό υλικό έμοιαζε να φυλακίζει παρά να καλύπτει τους δυνατούς ώμους του και την έκανε να αναρωτιέται για το άγριο κορμί που υπήρχε κάτω απ’ το πολιτισμένο ντύσιμο. Ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα αδυναμίας να κατακλύζει το κορμί της στη θέα αυτής της άγριας αρρενωπότητας του άνδρα που περιφερόταν στην κουζίνα ενώ έκανε οικιακές δουλειές. Την κοίταξε ξαφνικά, αιφνιδιάζοντάς τη. Τα χέρια του καθηλώθηκαν για μια στιγμή, καθώς, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, διάβασε το μήνυμα που μόλις και μετά βίας ήξερε ότι εξέπεμπε. «Αν δε σταματήσεις να με κοιτάς έτσι, δε θα φταίω» της είπε με βραχνή φωνή. «Και πρέπει να μιλήσουμε.» Εκείνη κοκκίνισε και κατέβασε το βλέμμα της στα χέρια της, που ακουμπούσαν χαλαρά τον κίτρινο πάγκο. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.» «Καταλαβαίνεις, αλλά δε θα διαφωνήσω μαζί σου» της είπε άγρια. «Έχω πάρει μια απόφαση που θα σε προσγειώσει, αλλά δεν πρόκειται να λειτουργήσει αν συνεχίσεις να μου στέλνεις τέτοια σήματα. Σε θέλω πάρα πολύ.» Τον κοίταξε συγχυσμένη με τα ελαφίσια της μάτια ορθάνοιχτα μέσα απ’ τις σκούρες βλεφαρίδες της. «Αποφάσισα να σου δώσω λίγο ακόμα χρόνο πριν εκπληρώσεις το δικό σου μέρος της συμφωνίας μας» της είπε ανέκφραστος. «Ένας Θεός ξέρει πόσο θα κρατηθώ, αλλά φαντάζομαι ότι μπορώ να περιμένω μια εβδομάδα ακόμη.» Ένα κρύο ρίγος τη διαπέρασε, που την έκανε να νιώσει σύγχυση και φόβο. Γιατί αισθανόταν ξαφνικά μια αίσθηση απώλειας; «Καταλαβαίνω» του είπε σιγανά. «Και μπορώ να ρωτήσω γιατί είσαι τόσο γενναιόδωρος;» Το στόμα του συσπάστηκε με κυνισμό. «Πιθανόν αρχίζω και απολαμβάνω τις χαρές της αποχής και της άρνησης» είπε ξερά. «Ή ίσως τα μεγάλα καστανά σου μάτια με κάνουν και αισθάνομαι σαν κυνηγός εκτός εποχής κυνηγιού.» «Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου» του είπε άτονα. «Εκτιμώ την ευγένειά σου.» «Ανάθεμά σε, αυτό θα έπρεπε να κάνεις» της είπε συνοφρυωμένος. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι η αλήθεια είναι πως δεν έχω εκβιάσει ποτέ μου γυναίκα για να τη φέρω στο κρεβάτι μου. Κάτι τέτοιο
μου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα.» Ξαφνικά θύμισε στην Μπρένα ένα μάλλον αγαπητό αγόρι, που του είχαν πει ότι τα Χριστούγεννα αναβάλλονται για φέτος. «Σκέφτηκα να σου δώσω την ευκαιρία να με γνωρίσεις» της είπε τραχιά. «Ίσως να μπορούμε να γίνουμε φίλοι. Φαίνεται ότι τα πήγαμε καλά στο νησί, πριν μπεις σε αυτή την καταραμένη μπανιέρα.» Η Μπρένα έκρυψε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στον κατηγορηματικό τόνο αυτής της δήλωσης. Αναρωτιόταν αν είχε ξεχάσει επίτηδες ότι αυτός την είχε διατάξει να μπει στην μπανιέρα. «Πιστεύεις ότι θα λειτουργήσει κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε σοβαρά και τα μάτια της έλαμπαν. Ξαφνικά αισθανόταν πολύ ανάλαφρη. «Διάβολε, δεν ξέρω!» αναστέναξε κακόκεφος. «Αλλά η επόμενη εναλλακτική λύση είναι να ξεχάσουμε τον καφέ και να σε πάω πάνω και να μη σε αφήσω να βγεις απ’ την κρεβατοκάμαρα για μία εβδομάδα.» «Καταλαβαίνω» του απάντησε σοβαρά. «Τότε, καλύτερα να προσπαθήσουμε.» Ένα σκανδαλιάρικο ύφος φάνηκε στο πρόσωπό της και τα καστανά της μάτια έλαμπαν παιχνιδιάρικα. «Στο κάτω κάτω δε θέλω να σε αποσπάσω απ’ τη δουλειά σου.» Υπήρχε ένα ίχνος απογοήτευσης στα μπλε μάτια του Ντόνοβαν, καθώς αντιλήφθηκε το σεμνότυφο χαμόγελο στο πρόσωπο της Μπρένα. «Μη γίνεσαι τόσο αναιδής» της είπε προειδοποιητικά. «Είναι απλώς μια αναβολή, όχι αναστολή.» «Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει μέσα σε μία εβδομάδα» του είπε ζωηρά. «Μπορεί να αποφασίσεις ότι δε σου ταιριάζω. Στο κάτω κάτω δεν έχω το συνηθισμένο στιλ θεάς του σεξ όπως οι γυναίκες που βγαίνεις.» «Όχι, δεν το έχεις» συμφώνησε εκείνος και τα μάτια του ξαφνικά σκούρυναν και γέμισαν ένταση, καθώς προχώρησε αργά και στάθηκε μπροστά της. Υπήρξε ένας ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα καθώς άρχισε να της χαϊδεύει με το δάχτυλό του το υπέροχο περίγραμμα του προσώπου της. «Παραείσαι αδύνατη, ένας δυνατός άνεμος θα μπορούσε να σε παρασύρει. Το πρόσωπό σου είναι όμορφο, αλλά όχι απ’ τα ομορφότερα που έχω δει. Εκτός απ’ τα μάτια σου, δεν είναι κάποιο ιδιαίτερο πρόσωπο.» Κράτησε το πρόσωπό της στα χέρια του με απίστευτη τρυφερότητα. «Κι έπειτα χαμογελάς και το μόνο που θέλω είναι να σε πάω κάπου όπου δε θα χαρίσεις αυτό το μοναδικό χαμόγελο σε κανέναν άλλον, παρά μόνο σε μένα.» Τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της απαλά. «Είσαι πολύ πιο επικίνδυνη για έναν άνδρα από μια θεά του σεξ, γλυκιά μου.» Κοίταξε υπνωτισμένη το αδύνατο, ηλιοκαμένο του πρόσωπο νιώθοντας δάκρυα να λάμπουν στα μάτια της και τον λαιμό της να σφίγγεται οδυνηρά. Το έκανε πάλι, σκέφτηκε ανήμπορη. Μπορούσε να αντισταθεί στην ακαταμάχητη σεξουαλικότητά του, αλλά ποια άμυνα μπορούσε να βρει απέναντι σε αυτή την τρυφερότητα που την πονούσε και που της άφηνε την αίσθηση του εφήμερου που δεν μπορούσε να φτάσει; «Νομίζω ότι είναι καλύτερο να ξεχάσουμε τον καφέ για απόψε» της είπε με βραχνή φωνή καθώς της γύρισε την πλάτη απότομα. «Έχω βάλει τα πράγματά σου στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα, στα δεξιά στο τέρμα της σκάλας. Συγχώρεσέ με που δε θα σε συνοδέψω.» Οι μύες στην πλάτη και τους
ώμους ήταν τεντωμένοι κάτω απ’ το φίνο υλικό του σακακιού του όταν πήγε προς την καφετέρια και την έβγαλε απ’ την πρίζα. Ξαναγύρισε προς τον πάγκο και βρήκε την Μπρένα να κάθεται ακίνητη και σιωπηλή κοιτώντας με ζαλισμένα, ονειροπόλα μάτια. «Ανάθεμά σε, Μπρένα!» φώναξε εξοργισμένος και έπειτα μαλάκωσε καθώς η έκφρασή της δεν άλλαξε καθόλου. «Δεν έχεις καθόλου καρδιά, γλυκιά μου;» της ψιθύρισε βραχνά. «Δε θ’ αντέξω άλλο.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Κατέβηκε απ’ το σκαμπό, και με ένα ξέπνοο «καληνύχτα» έφυγε. Ήταν μόλις στα μισά της σκάλας και ενώ η καρδιά της χτυπούσε με αγαλλίαση και ευτυχία έρρεε στις φλέβες της, όταν συνειδητοποίησε τι ήταν εκείνο που της προκαλούσε αυτή την υπέροχη αίσθηση. Ήταν ερωτευμένη με τον Μάικλ Ντόνοβαν. *** Η Μπρένα τεντώθηκε τεμπέλικα πριν ρυθμίσει την καρέκλα του σαλονιού στην πλάγια θέση και έβγαλε τα γυαλιά ηλίου, καθώς ετοιμαζόταν να κάνει πιο έντονο το ήδη χρυσαφί χρώμα που είχε πάρει τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ο Μάικλ την πείραζε ανελέητα καθώς είχε ξεχάσει τις προηγούμενες δύο ημέρες να βγάλει τα γυαλιά ηλίου και σαν αποτέλεσμα είχαν δημιουργηθεί δύο στρογγυλά σημάδια σαν κουκουβάγιας γύρω απ’ τα μάτια της, που είχαν αρχίσει να γίνονται ομοιόμορφα και πάλι. Χαμογέλασε με την ανάμνηση. Μια ζεστασιά ανέβαινε στο πρόσωπό της καθώς σκεφτόταν τις περασμένες δύο εβδομάδες. Είχε περάσει πολύ όμορφα. Κάθε μέρα πρόσθετε έναν ακόμα κρίκο σ’ ένα βραχιόλι που ήλπιζε θα την κύκλωνε για μια αιωνιότητα. Είχε έρθει τόσο κοντά στον Μάικλ Ντόνοβαν, που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν. Κοιτώντας τώρα με τα μάτια της ερωτευμένης, τον έβρισκε εξίσου πιο δύσκολο και απλό απ’ ό,τι είχε αρχικά φανταστεί. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή του για τη σεξουαλική τους ένωση, αλλά ανακάλυψε ότι ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε η σωματική επαφή. Συνεχώς την άγγιζε, της κράταγε το χέρι και έπαιζε άσκοπα με τα δάχτυλά της, καθώς της μιλούσε, χάιδευε τον μεταξένιο καταρράκτη των μαλλιών της τα βράδια που καθόντουσαν στον καναπέ στο σαλόνι και άκουγαν μουσική. Της έδινε πολλά απαλά, γλυκά φιλιά και την αγκάλιαζε συχνά. Όλα ήταν προσεκτικά σχεδιασμένα ώστε να μην ταράξουν αυτή την εύθραυστη ισορροπία της σχέσης τους. Ακόμα και όταν είχαν καλεσμένους το βράδυ, συνήθως μέλη του θιάσου ή συνεργεία από τα διάφορα σχέδια του Ντόνοβαν, χάιδευε συχνά τους ώμους της καθώς εκείνη καθόταν άνετα στα πόδια του, στο πάτωμα της βιβλιοθήκης ενώ όλοι εμπλέκονταν σε μια απ’ τις ανεπίσημες και βαρετές συναντήσεις που, όπως διαπίστωσε η Μπρένα, ήταν μέρος της ζωής του Ντόνοβαν. Λάτρευε τα πάντα. Έπειτα από μια παιδική ηλικία στερημένη από αγκαλιές, τα τυχαία χάδια του Ντόνοβαν την έκαναν να νιώθει πολύτιμη. Ανακάλυψε ότι ο Ντόνοβαν έκανε το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του απ’ το σπίτι. Είχε ένα δωμάτιο σύνταξης και προβολής και υπήρχε μια συνεχόμενη ροή ετερόκλητων ανθρώπων, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Μερικές φορές περνούσε λίγες ώρες το πρωί στο διευθυντικό του γραφείο στο συγκρότημα, αλλά τον περισσότερο καιρό εργαζόταν στο σπίτι και η δουλειά τού έπαιρνε τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ήταν ένας
εργασιομανής, όπως της είχε πει και ο Γουόλτερς, και ήταν ερωτευμένος με τις ταινίες. Προς ευχαρίστησή της ανακάλυψε ότι αυτό δεν την απέκλειε αναγκαστικά απ’ τη ζωή του. Έπειτα από τις πρώτες μοναχικές μέρες, τη διέταξε να έρθει στο δωμάτιο σύνταξης προς ικανοποίηση του συνεργείου. Καθώς δούλευαν και διαφωνούσαν και σε γενικές γραμμές αγνοούσαν την παρουσία της, κουλουριάστηκε σε έναν καναπέ στη γωνία παρατηρώντας γοητευμένη ή ξεφυλλίζοντας αδιάφορα κάποιο βιβλίο ή σενάριο. Ορισμένες φορές σήκωνε το βλέμμα της κι έβρισκε τον Ντόνοβαν να την κοιτά με αφηρημένο χαμόγελο, που του το ανταπέδιδε απόλυτα ευτυχισμένη. Τα απογεύματα συνήθως προσπαθούσε να περνά τον χρόνο της με τον Ράντι ή να κάνει τεμπέλικα ηλιοθεραπεία φορώντας το μπικίνι της δίπλα στην πισίνα, όπου ο Ντόνοβαν ερχόταν καμιά φορά για μια γρήγορη βουτιά πριν επιστρέψει στη δουλειά του. Αυτές ήταν και οι στιγμές που της άρεσαν περισσότερο. Όταν μιλούσαν ήσυχα, ανταλλάζοντας απόψεις και εξερευνώντας το μυαλό και την προσωπικότητα ο ένας του άλλου ή απλώς καθόντουσαν σε μια άνετη σιωπή απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του ήλιου. Καταλάβαινε απόλυτα ότι ένα μεγάλο μέρος αυτής της γλυκιάς ησυχίας οφειλόταν σε εκείνη και στον αυτοέλεγχο του Ντόνοβαν. Παρ’ όλο που ήταν οδυνηρά ξεκάθαρο το γεγονός ότι ο Ντόνοβαν δεν ήταν συνηθισμένος να καταπιέζει τις σεξουαλικές του ανάγκες, υπήρχαν κάποιες στιγμές που η υπομονή του έφτανε στα όριά του, αλλά ποτέ δεν της είπε ξεκάθαρα για τις φλόγες που σιγόκαιγαν κάτω απ’ την επιφάνεια. Το μόνο σύννεφο σε αυτές τις ήρεμες μέρες ήταν η επιμονή του Ντόνοβαν να απορρίπτει τον Ράντι. Μόλο που δεν ήταν αγενής προς το παιδί, η παρουσία του φαινόταν να πυροδοτεί μια κακοκεφιά στον Ντόνοβαν, που έκανε την Μπρένα να ζητά απ’ την Ντόρις να πάρει το παιδί πριν η ατμόσφαιρα γίνει πολύ εύθραυστη. Είχε προσπαθήσει να ανοίξει κουβένται γι’ αυτή του τη συμπεριφορά, μόνο και μόνο για να πέσει πάνω σε έναν συμπαγή τοίχο. «Άσ’ το, Μπρένα» της είπε απότομα. «Ξέρω όλες τις λογικές και εύλογες διαφωνίες. Ξέρω ότι είναι ένα μοναδικό άτομο και ότι ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίζω. Αν ανήκε σε κάποιον άλλο, το πιο πιθανό είναι ότι θα είχα ξετρελαθεί μαζί του. Που να πάρει! Μου αρέσουν τα παιδιά.» «Τότε γιατί είσαι τόσο άδικος απέναντι στον Ράντι;» τον ρώτησε με βραχνή φωνή και τα μάτια της έλαμπαν από δάκρυα. «Είναι μόνο ένα μωρό.» Άφησε μια βρισιά και τη φίλησε απαλά, ενώ το χέρι του άγγιξε τα μαλλιά της με απίστευτη τρυφερότητα. «Γιατί δεν είμαι λογικός όταν κάτι σε αφορά, Μπρένα» της είπε απλά. «Και τρελαίνομαι όταν τον βλέπω γιατί ξέρω ότι είναι κάποιου άλλου και όχι δικό μου παιδί. Προσπαθώ, που να πάρει, αλλά θα χρειαστώ καιρό.» Εκείνη τη στιγμή βρέθηκε πολύ κοντά στο να αποκαλύψει την αλήθεια για τον Ράντι και την Τζανίν. Τώρα που είχε καταλάβει τη βαθιά αγάπη που είχε για τον Ντόνοβαν, της ήταν πολύ οδυνηρό να αφήνει ένα τέτοιο εμπόδιο ανάμεσά τους, που θα μπορούσε να παραμεριστεί με λίγες μόνο λέξεις. Σίγουρα γνωρίζονταν αρκετά ώστε να εμπιστευτεί τον Ντόνοβαν. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να διστάζει, αλλά την επόμενη στιγμή φώναξαν τον Ντόνοβαν στο τηλέφωνο και η ευκαιρία χάθηκε. Όταν η Μπρένα διαπίστωσε ότι αγαπά τον Ντόνοβαν, πέρασε μια περίοδο κατάθλιψης και καθαρού πανικού. Πώς έγινε αυτό, αναρωτιόνταν συγχυσμένη. Γιατί η έλλειψη εμπιστοσύνης και ο κυνισμός απέναντι στους άντρες δεν την προστάτευσαν απ’ αυτή την καταστροφή; Και αν έπρεπε να
ερωτευθεί κάποιον, γιατί θα έπρεπε να είναι ο Μάικλ Ντόνοβαν, που προτιμούσε να μην εμπλέκεται σε σχέσεις και είχε τη φήμη του κεραμιδόγατου; Άρχισε σταδιακά να αποδέχεται το γεγονός ότι ήταν πλέον πολύ αργά για τέτοιου είδους ερωτήματα. Η πραγματικότητα παρέμενε. Αγαπούσε τον Μάικλ Ντόνοβαν και τις περασμένες δύο εβδομάδες είχε συνειδητοποιήσει ότι άξιζε να τον αγαπά. Δεν ήταν μόνο ευφυής και γεμάτος από μια πανίσχυρη ενέργεια, αλλά είχε και μια ακλόνητη ειλικρίνεια και αμεσότητα με τους συνεργάτες του. Ήταν ανελέητος στη συμπεριφορά με αυτούς που έμπαιναν στον δρόμο του, αλλά ήταν γενναιόδωρος με τους φίλους του. Είχε παραδοθεί στους όρους του. Ήξερε χωρίς αμφιβολία ότι ήθελε απελπισμένα την αγάπη του και, αν αυτό δεν ήταν να γίνει, θα δεχόταν αυτό που θα της έδινε όσο και αν κρατούσε. Και μόνο η εμπειρία τού να τον αγαπά την πλούτιζε σαν άνθρωπο και της δυνάμωνε το πνεύμα από τότε που τον είχε πρωτοδεί. Θα πήγαινε με ευχαρίστηση στο κρεβάτι μαζί του. Το ότι δεν του είχε προσφερθεί οφειλόταν στο ότι κάθε μέρα που πέρναγε δυνάμωνε γνώση του ενός για τον άλλον και ένιωθε μια ακατανίκητη ανάγκη πρώτα για τη φιλία του, αν ήθελε να κερδίσει κάτι περισσότερο απ’ αυτόν πέρα απ’ το πάθος. Η Μπρένα γύρισε μπρούμυτα και έβαλε το κεφάλι της πάνω στο χέρι της ενώ έφερε τα μαλλιά της γύρω απ’ τον ένα ώμο, ώστε να αποκαλύψει τον σβέρκο της στις ακτίνες του ήλιου. Χασμουρήθηκε νυσταγμένη και οι βλεφαρίδες της έκλεισαν βαριά, όταν κάποιος την ξύπνησε άγαρμπα με ένα κοφτό χτύπημα στον στρογγυλό πισινό της. «Φαίνεσαι πολύ χαλαρή, γυναίκα» είπε αργόσυρτα ο Ντόνοβαν. «Γύρνα απ’ την άλλη πλευρά και διασκέδασέ με όπως μια σύζυγος έχει καθήκον να κάνει.» Άνοιξε τα μάτια της για να δει τον Μάικλ να κάθεται δίπλα της στο σαλόνι. Φορούσε μαύρο παντελόνι και το μαυρισμένο του, μυώδες κορμί έδειχνε αδύνατο αλλά στιβαρό και οι σγουρές, σκουροκόκκινες τρίχες στο στήθος του έδιναν μια αισθησιακή αρρενωπότητα, η οποία της δημιούργησε μια ζέστη στο κορμί της, που δεν προερχόταν απ’ τον ήλιο. «Πώς τολμάς και δείχνεις τόσο ζωντανός;» τον ρώτησε κομισμένα. «Έχεις σηκωθεί απ’ τις τέσσερις το πρωί και δουλεύεις με τον συγγραφέα πάνω στις αλλαγές του σεναρίου του Άγρια Κληρονομιά. Και έπειτα φάγαμε μαζί πρωινό στις εννιά. Δεν κουράζεσαι ποτέ;» Σήκωσε το φρύδι του μοχθηρά. «Χαίρομαι που βλέπω ότι παρατηρείς τις νυχτερινές μου συνήθειες» της είπε πειράζοντάς τη. «Αυτό προμηνύει ένα καλό μέλλον.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του προς απάντησή της. «Δε χρειάζομαι πολύ ύπνο. Τέσσερις με πέντε ώρες είναι περισσότερο από αρκετές. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται στην παιδική μου ηλικία. Όταν δούλευα τόσες ώρες για να ξεφύγω απ’ τις φτωχογειτονιές, πάντα πίστευα ότι ο ύπνος είναι χαμένος χρόνος, αν όχι ο πραγματικός εχθρός μου.» Αισθάνθηκε την ανάγκη να απλώσει το χέρι της και να αγγίξει το δικό του, όχι από επιθυμία αλλά από συμπάθεια για αυτό το αγόρι που ήταν κάποτε. Ήξερε ότι έπρεπε να αντισταθεί σε αυτήν την παρόρμηση. Ο Ντόνοβαν ήταν περήφανος για αυτό το αγόρι που είχε δώσει τις μάχες του και τις είχε κερδίσει αρκετό καιρό πριν. Ανακάθισε και κούνησε τα πόδια της. Τεντώθηκε τεμπέλικα ρίχνοντας το βάρος της στα χέρια της. «Πώς πάνε οι προετοιμασίες για τα γυρίσματα του Άγρια Κληρονομιά;» τον ρώτησε αδιάφορα. «Αρκετά καλά» απάντησε εκείνος. «Θα είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε την επόμενη εβδομάδα.»
«Δε σκηνοθετείς εσύ το Κληρονομιά, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. «Σε άκουσα να λες στον Τζέικ ότι θα το δώσεις σε εκείνον τον τηλεοπτικό σκηνοθέτη που δεν έχει ξανακάνει θεατρικό φιλμ.» «Τι μεγάλα αυτιά που έχεις, γιαγιά» της είπε συνοφρυωμένος. «Ο Τιμ Μπάτλερ είναι καταπληκτικός σκηνοθέτης. Έκανε φανταστικά πράγματα με τη μίνι σειρά Δαυίδ και Βηθσαβέ και έχω πολλές δουλειές αυτόν τον καιρό.» «Μιλώντας για το Άγρια Κληρονομιά, έχω μια εκκρεμότητα μαζί σου» του είπε με αυστηρό ύφος. «Μίλαγα προχθές στον Τζέικ για τις απόψεις που έχεις για τη μέθοδο ηθοποιίας. Όταν του είπα πόσο φανατικός είσαι σε αυτό το θέμα, παρ’ ολίγον να πέσει κάτω απ’ τα γέλια. Είπε ότι μάλλον με κορόιδευες.» Ο Ντόνοβαν κοίταξε τους όμορφους γοφούς της προς απάντηση και έπειτα μουρμούρισε: «Τι δελεαστική ιδέα.» «Μάικλ!» του είπε εκείνη προειδοποιητικά. «Γιατί μου είπες όλες αυτές τις ανοησίες περί εμπειρίας και μεθόδους ηθοποιίας αν δεν τις εννοούσες;» Καθώς συνέχισε να το σκέφτεται, η αγανάκτησή της μεγάλωσε. «Γιατί δε μου έδωσες τον ρόλο της Άντζι; Ήμουν πάρα πολύ καλή. Το ξέρω ότι ήμουν!» «Ναι» της απάντησε τεμπέλικα. «Ήσουν η καλύτερη από όλες όσες δοκιμάσαμε.» Έγειρε πίσω και χτύπησε ελαφρά το κεφάλι του σαν γάτα που τεντώνεται τεμπέλικα στον ήλιο. «Μάικλ!» αναφώνησε εξαγριωμένη. Στράφηκε και της χαμογέλασε ειρωνικά. «Ο Τζέικ έχει ένα υπερβολικά μεγάλο στόμα» της είπε ήρεμα. «Τώρα υποθέτω ότι πρέπει να ομολογήσω. Σκαρφίστηκα όλες αυτές τις ανοησίες σχετικά με μεθόδους ηθοποιίας εκείνη τη στιγμή για να δώσω στον εαυτό μου μια δικαιολογία ώστε να μη σε προσλάβω για τον ρόλο της Άντζι. Ήξερα απ’ τη στιγμή που σε είδα ότι δεν μπορούσα να σου τον δώσω.» Καθώς άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, ο Μάικλ έβαλε γρήγορα το χέρι του πάνω στα χείλη της για να την κάνει να σιωπήσει. «Στην περίπτωση που δεν το κατάλαβες, υπάρχουν δύο σεξουαλικές σκηνές και στη μία απ’ αυτές η Άντζι είναι γυμνή. Είναι απαραίτητο για το έργο. Δεν υπήρχε περίπτωση να ανεχτώ να το κάνεις εσύ αυτό… ακόμα και τότε.» Ο τόνος του ήταν βλοσυρός. «Ένιωθα ότι θα χρειαζόταν να σκοτώσω κάποιον πριν ολοκληρωθεί η καταραμένη ταινία.» Μόλις τράβηξε το χέρι του, η Μπρένα τον κοίταξε με σοβαρό ύφος. «Δεν το κατάλαβα» είπε με χαμηλή φωνή και ένα κόκκινο χρώμα έβαψε τα μάγουλά της. «Δε νομίζω ότι το κατάλαβες» είπε ο Ντόνοβαν συνοφρυωμένος. «Ένιωθα λίγο ένοχος που σου πήρα τον ρόλο όταν κατάλαβα ότι η Μέρι Ντέρνεϊ ήταν διαθέσιμη. Θα μπορούσα να έχω δύο σε ένα. Πρόκειται να γίνει μια καταπληκτική ταινία. Θα βγάλω πολλά χρήματα απ’ αυτήν.» «Για το όνομα του Θεού, έχεις ένα απίστευτα εμπορικό μυαλό» αναφώνησε με ψεύτικο τρόμο και τα μάτια της έλαμψαν. «Τι γίνεται με την τέχνη για χάρη της τέχνης;» «Είμαι ένας αιμοβόρος καπιταλιστής» παραδέχτηκε με μια κρυμμένη σοβαρότητα κάτω απ’ τον ήπιο τόνο της φωνής του. «Θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτέχνη και μάλιστα πολύ καλό. Δημιουργώ τις καλύτερες ταινίες που μπορώ. Είμαι ένας συγγραφέας ιστοριών υπεράνω όλων. Στη δική μας κοινωνία η πιο σεβαστή ανταμοιβή για τα επιτεύγματα είναι τα χρήματα και όχι η αποθέωση των κριτικών και ανάθεμά με αν δεν πάρω τη μεγαλύτερη δυνατή ανταμοιβή για τη δουλειά.»
Η Μπρένα έμεινε σιωπηλή για λίγο πριν ρωτήσει: «Υπήρξε κάποια απ’ τις ταινίες σου απ’ την οποία δεν έβγαλες χρήματα;». «Παρ’ ολίγον να μην έβγαζα σε μία» είπε σκεφτικός με τα μπλε του μάτια να αναπολούν. «Ήταν στο ξεκίνημά μου και ήταν μόλις η δεύτερή μου ταινία. Οι κριτικοί την έθαψαν και το κοινό έμεινε μακριά. Όλοι είπαν ότι ήταν πάρα πολύ απλή με λίγες εξωτικές σκηνές.» «Τι έκανες;» τον ρώτησε περίεργη. «Δανείστηκα αρκετά λεφτά ώστε να πάω στις Κάννες και να συμμετέχω στο φεστιβάλ» απάντησε απλά. «Η ταινία κέρδισε το βραβείο της καλύτερης φωτογραφίας. Έπειτα γύρισα πίσω και έστειλα τους ηθοποιούς να συμμετέχουν σε οποιοδήποτε τοκ σόου υπήρχε. Η ταινία δεν κέρδισε το Όσκαρ εκείνη τη χρονιά, αλλά ήταν προτεινόμενη.» Συνοφρυώθηκε ελαφρά. «Και έβγαλα μια μικρή περιουσία απ’ αυτήν.» «Φόρος τιμής» είπε Μπρένα συλλογισμένη. «Φόρος τιμής» συμφώνησε σιγανά ο Ντόνοβαν. Υπήρχε μια σιωπή σε τέλεια συμφωνία, που κράτησε για λίγα υπέροχα λεπτά. «Πάμε, τεμπέλα» της είπε απότομα ο Ντόνοβαν και σηκώθηκε όρθιος. «Θα κολυμπήσουμε μέχρι την άλλη άκρη της πισίνας.» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μόλις βγήκα. Θα σε περιμένω εδώ.» Τον κοίταζε καθώς βούτηξε απ’ την άκρη και έκανε τρεις διαδρομές στην πισίνα σχίζοντας με τα χέρια του το νερό με δύναμη και ακρίβεια. Όταν στηρίχτηκε για να βγει απ’ το νερό στην άκρη της πισίνας, ούτε καν είχε λαχανιάσει, σκέφτηκε λυπημένη. Του πέταξε μια πετσέτα, την οποία άρπαξε επιδέξια και άρχισε να στεγνώνει τα σγουρά κόκκινα μαλλιά του και έπειτα το κορμί του, πριν την τυλίξει γύρω απ’ τη μέση του για να επιστρέψει αργά στη σεζλόγκ που καθόταν η Μπρένα. Τα μάτια της μισόκλεισαν σκεφτικά καθώς τον κοίταζε να πλησιάζει. «Μοιάζεις σαν μονομάχος σε ρωμαϊκή αρένα» σχολίασε και τα χείλη της συσπάστηκαν. «Και εσύ θα ήσουν μια σκανδαλώδης παρθένα» ανταπάντησε ανάλαφρα με τα μάτια του να εξετάζουν με ευχαρίστηση τη μορφή με το μικροσκοπικό μπικίνι. «Το ήξερες ότι οι παρθένες δεν ελευθερώνονταν απ’ τα δεσμά της αγνότητας αν δεν υπηρετούσαν πρώτα για τριάντα χρόνια;» Κάθισε δίπλα της στο σαλόνι με μάτια ακίνητα και γεμάτα ένταση. «Αρχίζω να νιώθω ότι ταυτίζομαι μαζί τους» της είπε με βραχνή φωνή. Κοίταξε κάτω ντροπαλά. Ο αέρας ανάμεσά τους ήταν εύθραυστος απ’ τη σφοδρότητα των συναισθημάτων του. Η Μπρένα ήξερε πολύ καλά ότι ήταν σχεδόν μισόγυμνη και η απαλότητα των καμπυλών της και η λεία, μεταξένια επιδερμίδα της έδειχναν απίστευτα ερωτικές, σαν να ήταν φτιαγμένες για να ικανοποιήσουν το σκληρό μυώδες κορμί αυτού του άντρα. Δεν υποκρίθηκε ότι δεν τον κατάλαβε. «Έχουν περάσει μόλις δύο εβδομάδες» είπε πιέζοντας τον εαυτό της να ακουστεί ανάλαφρη. Άπλωσε το χέρι του για να χαϊδέψει την απαλή καμπύλη του ώμου της. «Μοιάζει σαν να έχουν περάσει δύο χρόνια. Γιατί νομίζεις ότι δουλεύω τόσο σκληρά; Δεν είμαι συνηθισμένος στην αγαμία, Μπρένα.» Τα μάτια της κοίταξαν το πρόσωπό του και ένα κόκκινο χρώμα έβαψε τα μάγουλά της απ’ αυτό που είδε να αποτυπώνεται.
«Ένας Θεός ξέρει πόσο προσπάθησα να κάνω υπομονή» συνέχισε άγρια. «Ήθελα να έρθεις εσύ σε μένα. Δεν ήθελα να σε πάρω εγώ. Κάθε βράδυ όταν τελικά πήγαινα στο κρεβάτι, ξάπλωνα εκεί υποφέροντας αφού ήξερα ότι βρίσκεσαι στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ήταν κόλαση για μένα. Δεν αντέχω άλλο.» Τη σήκωσε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ώστε να καθίσει πάνω στα γόνατά του. Το στόμα του κάλυψε το δικό της γλυκά και έπειτα με ένα βογκητό άνοιξε τα χείλη της με τη γλώσσα του εισβάλλοντας με άγρια λαχτάρα. Με μια γρήγορη κίνηση τη γύρισε ώστε να ξαπλώσει πάνω στη σεζλόγκ και με το στόμα του ανοιχτό έπαιζε ερωτικά με το δικό της απαιτώντας ανταπόκριση. Το πόδι του άνοιξε απαιτητικά τους μηρούς της. Οι μηροί του ήταν άγριοι και μυώδεις, σκέφτηκε με λαχτάρα, και οι λεπτές τρίχες χάιδευαν και τριβόντουσαν αισθησιακά και απαλά στους μηρούς της. «Θεέ μου, είσαι τόσο απαλή» βόγκηξε ξέπνοος ο Ντόνοβαν βυθίζοντας το πρόσωπό του στον ώμο της. Με τρεμάμενα χέρια βρήκε το πάνω μέρος του μαγιό της και μέσα σε δευτερόλεπτα έβγαλε το αραχνοΰφαντο ύφασμα που τους χώριζε. Τα χέρια του είχαν γραπώσει τα ερεθισμένα της στήθη, μαλάσσοντας την τρυφερή σάρκα με ρυθμικό τρόπο κάνοντάς τη να θέλει να φωνάξει απ’ την ξαφνική έξαψη που διαπέρασε το κορμί της. Κύρτωσε το κορμί της και οι γοφοί της κινήθηκαν σε μια προσπάθεια να ταιριάξουν με τα λαγόνια του. Το κορμί του ρίγησε και πέταξε την πετσέτα που ήταν τυλιγμένη γύρω από τη μέση του σε μια απελπισμένη προσπάθεια να τη νιώσει πιο κοντά του. Η Μπρένα άρχισε να ανασαίνει κοφτά καθώς ένιωσε τη σκληρή του σάρκα να καίει μέσα από το δροσερό, βρεγμένο μαγιό του. Το στόμα του είχε καλύψει τη θηλή της και η γλώσσα του έπαιζε μανιασμένα, ενώ ο αντίχειράς του χτύπαγε την ευαίσθητη σάρκα μέχρι που εκείνη σπαρταρούσε με ανάσα που έβγαινε με μικρά αγκομαχητά. «Σε παρακαλώ» τον παρακάλεσε. «Μάικλ, σε παρακαλώ…» Το ένα του χέρι ταξίδεψε από το στήθος της στους τεντωμένους μυς της κοιλιάς της, χτυπώντας και τρίβοντας την απαλή σάρκα αισθησιακά πριν γλιστρήσει κάτω στο κιλοτάκι της, ενώ το άλλο του χέρι έλυνε τα κορδονάκια στους γοφούς της. Τίναξε το κεφάλι προς τα πίσω με φλέβες φουσκωμένες στον δυνατό λαιμό του. «Θεέ μου! Σε θέλω! Τώρα!» είπε ερεθισμένος. Έκλεισε τα μάτια του ενώ τα χέρια του χάιδευαν ξέφρενα το κορμί της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ένα ανεξέλεγκτο ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Ξαφνικά τραβήχτηκε από πάνω της, σηκώθηκε όρθιος δίπλα απ’ τη σεζλόγκ σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές. Την κοίταξε και το στήθος του ανεβοκατέβαινε βαριά απ’ την προσπάθεια που κατέβαλλε για να σταματήσει. Η Μπρένα τον κοίταξε και τα γυμνά της στήθη κινούνταν γρήγορα καθώς ήταν καταβεβλημένη από τα ίδια συναισθήματα. «Ρίξε κάτι πάνω σου!» της είπε με βαριά φωνή. «Ή αλλιώς θα σου κάνω έρωτα εδώ και τώρα αδιαφορώντας για το αν βρισκόμαστε σε κοινή θέα.» Ανασηκώθηκε αργά κοιτώντας γύρω της για να βρει κάτι να σκεπαστεί. Το πάνω μέρος του μπικίνι της έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί και το έψαχνε ζαλισμένη όταν ο Ντόνοβαν με μια βρισιά έσκυψε και έπιασε την πετσέτα που είχε βγάλει απ’ τη μέση του. Της την πέταξε με μια ανυπόμονη κίνηση. Την έπιασε υπάκουη και τη δίπλωσε κάτω από τα μπράτσα της, χωρίς να καταλαβαίνει πόσο προκλητική ήταν αυτή η στάση. Οι γραμμές του προσώπου του Ντόνοβαν σφίχτηκαν και στα μπλε του μάτια έκαιγε ακόμη η φλόγα του πόθου που δεν είχε καταλαγιάσει ακόμη.
«Έχω ραντεβού και συναντήσεις για όλη τη μέρα και το μεγαλύτερο μέρος από το βράδυ» της είπε συνοφρυωμένος και η ματιά του μαγνητισμένη περιπλανήθηκε στο στητό της στήθος κάτω από την πετσέτα. «Έτσι πήρες άλλη μια αναστολή. Είναι η τελευταία σου, Μπρένα, και είναι μόνο για είκοσι τέσσερις ώρες.» Σήκωσε το χέρι του σαν να ήθελε να διακόψει τις διαμαρτυρίες και τις διαφωνίες της, μόλο που στην πραγματικότητα εκείνη δεν είπε ούτε λέξη και απλώς τον κοιτούσε με μεγάλα λαμπερά μάτια. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι αν δεν είσαι έτοιμη ή αν θες και άλλο χρόνο» της είπε άγρια. «Αρκετά περίμενα!» Έκανε στροφή επιτόπου και κατευθύνθηκε προς το σπίτι με μεγάλα θυμωμένα βήματα. Η Μπρένα ξάπλωσε πίσω στη σεζλόγκ κρατώντας ακόμη την πετσέτα και κοιτώντας τον τρυφερά ενώ στο στόμα της ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο σαν γάτας που μόλις της είχαν δώσει ένα κουπάκι γάλα ως επιβράβευση για το κατόρθωμά της.
Κεφάλαιο 9 «Θα γυρίσω πριν από τις πέντε» είπε η Ντόρις Τσαρλς ανήσυχη. «Σίγουρα δε σε πειράζει να τον φροντίσεις για λίγες ώρες; Άλλωστε είχα ρεπό πριν από δύο μέρες. Αισθάνομαι ενοχές που ξαναπαίρνω τόσο σύντομα.» Η Μπρένα έκανε μια γκριμάτσα. «Μην ξεχνάς σε ποιον μιλάς. Είμαι η Σταχτοπούτα που ποτέ δεν είχε ονειρευτεί ότι θα είχε μπέιμπι σίτερ για τον Ράντι έναν μήνα πριν. Εξάλλου η επίσκεψη στον οδοντίατρο δεν είναι ταξιδάκι αναψυχής. Δεν έχεις ακούσει πότε για αναρρωτικές άδειες;» «Λοιπόν, αν είσαι σίγουρη…» είπε η Ντόρις γεμάτη αμφιβολίες και η Μπρένα τη διαβεβαίωσε αμέσως ότι ήταν αρκετά σίγουρη, και με λίγα καλοπιάσματα ακόμα η Ντόρις πείστηκε να φύγει. Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της λυπημένη καθώς σήκωνε τον Ράντι για να τον προετοιμάσει για τη βόλτα στην αμμοδόχο, στη γωνία της πλακόστρωτης εσωτερικής αυλής. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι η Ντόρις ήταν πολύ αφοσιωμένη στον Ράντι. Ο χαλασμένος φρονιμίτης της θα πρέπει να την πονούσε πολύ, αλλά εκείνη ανέβαλε να τον βγάλει για μια μέρα γιατί δεν ήθελε να αφήσει τον Ράντι με τη μητέρα του. Θα ευχαριστιόταν να έχει τον Ράντι μαζί της ξανά, σκέφτηκε χαρούμενη η Μπρένα και σίγουρα η Ντόρις θα ήταν πίσω στην ώρα της για να τον αναλάβει, ενώ εκείνη θα ετοιμαζόταν για το δείπνο. Το σημείωμα που της άφησε ο Μάικλ στο πρωινό έλεγε να τον συνοδέψει για δείπνο στις οκτώ. Δεν τον είχε δει από χθες, που την είχε αφήσει στη πισίνα, αλλά η κυρία Χάσκινς της είχε πει το πρωί ότι είχε πάει στο συγκρότημα για να συναντήσει τον κύριο Γουόλτερς. Το πιο πιθανό είναι ότι θα είχαν κλειστεί με τον Μόντι στο γραφείο την περισσότερη ώρα και θα ήταν τυχερή αν επέστρεφε για το δείπνο, σκέφτηκε αγχωμένη. Έπειτα, το πρόσωπό της έλαμψε καθώς σκέφτηκε τη σκηνή χθες στη πισίνα. Θα χρειαζόταν κάτι πιο σημαντικό από ένα επαγγελματικό ραντεβού για να μην είναι συνεπής στο αποψινό τους ραντεβού. Έβαλε τον Ράντι στην αμμοδόχο και του έδωσε το κουβαδάκι και το φτυαράκι του. Κάθισε σε μια κοντινή πολυθρόνα με ένα σενάριο που της είχε δώσει ο Μάικλ πριν από δύο μέρες, με ένα σύντομο σχόλιο ότι ο γυναικείος πρωταγωνιστικός ρόλος είχε δυνατότητες. Είχε φτάσει μέχρι την τρίτη σκηνή, αλλά μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε. Σύντομα είχε απορροφηθεί από τους γρήγορους διαλόγους της ρομαντικής κομεντί. «Τι συγκινητική σκηνή. Πραγματικά αγγίζει τα πατρικά μου συναισθήματα.» Ο τόνος ήταν σαρκαστικός και η φωνή ανήκε στον Πολ Σαντό. Η Μπρένα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε έκπληκτη και το πρόσωπό της χλώμιασε καθώς συνειδητοποίησε ότι ήταν πραγματικά ο Σαντό αυτός που στεκόταν μπροστά της με το καλοραμμένο σκούρο μπλε κουστούμι του και τα άσχημα γκρίζα του μάτια. «Τι κάνεις εδώ; Ποιος σε άφησε να μπεις;» τον ρώτησε με άγρια φωνή. Ο Σαντό κάθισε στην πολυθρόνα απέναντί της και απάντησε παγερά: «Η οικονόμος σου ήταν πολύ εξυπηρετική. Της εξήγησα ότι ήμουν φίλος σου και μου είπε να έρθω κατευθείαν στη βεράντα.»
Ήταν ένα κατανοητό λάθος, σκέφτηκε η Μπρένα μουδιασμένη. Ο Σαντό ήταν καλοντυμένος και ευπαρουσίαστος και η κυρία Χάσκινς ήταν συνηθισμένη στην πληθώρα των επισκεπτών που μπαινόβγαιναν στο σπίτι. Ο Σαντό κοίταζε εξεταστικά το ξανθομάλλικο παιδί που έπαιζε χαρούμενο στην αμμοδόχο. «Είναι ένα πολύ όμορφο παιδί» είπε ανέκφραστος. «Έχει τα χρώματα των Σαντό.» «Πολλά παιδιά είναι πολύ ξανθά όταν είναι μικρά» απάντησε ψυχρά η Μπρένα. «Το χρώμα τους συχνά σκουραίνει καθώς μεγαλώνουν.» Της έριξε μια φαρμακερή ματιά. «Έχεις όλες τις απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Εσύ κι αυτοί οι φαντασμένοι δικηγόροι που ξαμόλησε πίσω μου ο άντρας σου. Ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους σου να ρίξεις τα δίχτυα σου γύρω απ’ τον Ντόνοβαν και να τον βάλεις να κάνει τις βρομοδουλειές σου.» Τα χείλη της Μπρένα σφίχτηκαν. «Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε, Πολ» του είπε λακωνικά. «Σε παρακαλώ φύγε.» Ο Σαντό χαμογέλασε απειλητικά. «Νομίζεις ότι νίκησες, έτσι δεν είναι, αδελφούλα; Λοιπόν, μην είσαι και τόσο σίγουρη» της είπε. «Ο Ντόνοβαν μπορεί να έχει αρκετή επιρροή για να με καθυστερήσει, αλλά δεν πρόκειται να επιτρέψω να με νικήσει ένας τυχάρπαστος κινηματογραφικός μεγιστάνας.» Το πρόσωπό του συσπάστηκε με κακία. «Δεν έχεις καμία επιλογή σε αυτό το θέμα» είπε η Μπρένα υγραίνοντας νευρικά τα χείλη της. «Κάνεις λάθος. Υπάρχει πάντα ένα παραθυράκι, απλώς χρειάζεται να το βρεις» τα γκρίζα μάτια του Σαντό μισόκλεισαν γεμάτα δόλο. «Και βρήκα αυτό το παραθυράκι, αδελφούλα. Είναι όλα πολύ απλά.» Σηκώθηκε αργά όρθιος. «Εσύ, εγώ και ο πιτσιρίκος θα πάμε ένα μικρό ταξιδάκι. Θα πάμε σε ένα ωραίο ήσυχο μέρος όπου οι δυο μας μπορούμε να “διαπραγματευτούμε”.» Η Μπρένα τον κοίταξε με δυσπιστία. «Δεν πρόκειται να πάμε πουθενά μαζί σου» του είπε ανέκφραστη. «Γιατί να το κάνουμε;» «Γιατί είμαι ένας απελπισμένος άνθρωπος, αδελφούλα» της αποκρίθηκε φαρμακερά. «Οι άνθρωποι στους οποίους χρωστάω λεφτά δεν καταλαβαίνουν από διεκδίκηση κηδεμονίας και νομικές καθυστερήσεις. Αν δε βρω τα λεφτά τους μέχρι την επόμενη Τετάρτη, θα έχω μεγάλους μπελάδες.» Την άρπαξε απ’ το χέρι βίαια, τραβώντας την όρθια. «Πάρε το παιδί. Φεύγουμε αμέσως!» Πάλεψε μάταια για να ξεφύγει απ’ το κράτημά του. «Είσαι τρελός» του είπε έξαλλη. «Νομίζεις ότι μπορείς έτσι απλά να μας σύρεις έξω από εδώ; Νομίζεις ότι δε θα αντισταθώ; Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να φωνάξω και η κυρία Χάσκινς ή κάποιος απ’ τους υπηρέτες θα έρθει εδώ.» Το χέρι του Σαντό την έσφιξε πιο δυνατά κάνοντάς τη να φωνάξει απ’ τον πόνο. «Αλλά δε θα το κάνεις» της είπε με κακία. «Γιατί έχεις μια ιδιαίτερη αφοσίωση για το γλυκό μου παιδάκι.» Η Μπρένα μπορούσε να νιώσει το αίμα να φεύγει απ’ το πρόσωπό της καθώς τον κοιτούσε τρομοκρατημένη. «Τι εννοείς;» ψιθύρισε με βραχνή φωνή και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από φόβο. «Τα παιδιά είναι πολύ ευάλωτα» της είπε μαλακά και η ματιά του έδειξε με νόημα την πισίνα λίγα μέτρα μακριά. «Θεέ μου! Τι είδους τέρας είσαι;» είπε αρρωστημένη απ’ τον φόβο. «Μιλάμε για το παιδί σου.» «Σου είπα ότι είμαι απελπισμένος» γρύλισε. «Δεν είμαι τόσο ηλίθιος ώστε να σκοτώσω το
παλιόπαιδο, αλλά μπορώ να το κάνω να νιώσει πολύ άβολα αν χρειαστεί.» Χαμογέλασε δυσάρεστα. «Αλλά δε θα χρειαστεί να κάνω κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι, Μπρένα; Δε θα άντεχες να ξέρεις ότι είναι δικό σου λάθος το να νιώθει πόνο αυτό το μικρό αγγελούδι, έτσι δεν είναι;» «Όχι, δεν πρέπει να τον πονέσεις» είπε κοφτά η Μπρένα. «Θα έρθω μαζί σου. Μόνο μη βλάψεις τον Ράντι!» «Το ήξερα ότι θα φανείς λογική» είπε με αυτάρεσκο ύφος. «Πάμε τώρα. Το αυτοκίνητό μου είναι παρκαρισμένο στον μπροστινό δρόμο. Είδα ότι υπάρχει ένα μονοπάτι γύρω απ’ το σπίτι. Δε θα χρειαστεί να περάσουμε από μέσα.» «Πρέπει να αλλάξω ρούχα» του είπε γρήγορα «και να πάρω μερικά πράγματα για τον Ράντι.» Αν μπορούσε να δει την κυρία Χάσκινς, ίσως να της έκανε κάποιο νόημα, σκέφτηκε απελπισμένη. Ο Σαντό κούνησε το κεφάλι του. «Νομίζεις ότι είμαι ηλίθιος;» ρώτησε αλαζονικά. Κοίταξε αδιάφορα το μοβ παντελόνι και το άσπρο μπλουζάκι της. «Είσαι εντάξει όπως είσαι. Και μπορώ να αγοράσω οτιδήποτε χρειάζεται για το παιδί στον δρόμο. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να μπεις στον πειρασμό να κάνεις κάποια χαζή κίνηση και να αρχίσεις να φωνάζεις για βοήθεια. Τώρα πάρε το παιδί πριν χάσω την υπομονή μου.» Άφησε ελεύθερο το χέρι της και την έσπρωξε. «Κουνήσου!» Η Μπρένα οπισθοχώρησε αργά τρίβοντας τον μελανιασμένο της καρπό και σκεφτόταν μανιασμένα προσπαθώντας να βρει διαφυγή απ’ αυτόν τον τρόμο χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τον Ράντι. Ο Σαντό ήταν αδύναμος και ήθελε πάντα να ικανοποιεί τις επιθυμίες του, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ήταν απελπισμένος και είχε στριμωχτεί στη γωνία. Η Μπρένα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Σαντό εννοούσε αυτό που έλεγε όταν απειλούσε τον Ράντι. Ήξερε απ’ την εμπειρία της πόσο αναίσθητος και σκληρός μπορούσε να γίνει. «Να το κάνω μόνος μου;» ρώτησε ο Σαντό ήρεμα με απειλητικό τόνο. «Εάν με αναγκάσεις να το κάνω εγώ, δε θα είμαι τόσο ευγενικός μαζί του όπως εσύ.» «Όχι, σε παρακαλώ» είπε η Μπρένα φοβισμένη. Πήγε προς την αμμοδόχο και σήκωσε τον Ράντι που διαμαρτυρόταν, αγκαλιάζοντάς τον προστατευτικά. «Ωραία» είπε δύστροπα ο Σαντό. «Τώρα συνέχισε να φέρεσαι έξυπνα και θα τα πάμε καλά.» Με το χέρι του να κρατά τον αγκώνα της, την έσπρωξε γρήγορα κατά μήκος της βεράντας και προχώρησαν στο πέτρινο μονοπάτι γύρω απ’ το σπίτι. Η Μπρένα έψαχνε έξαλλη για κάποιο σημάδι απ’ τον κηπουρό ή τον οδηγό της, τον Μπομπ, αλλά κανένας δεν ήταν τριγύρω. Όταν έφτασαν στην κόκκινη νοικιασμένη Μπιούικ, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι αν ήθελε να βγει απ’ αυτήν την επικίνδυνη κατάσταση, δεν μπορούσε να βασιστεί σε εξωτερική βοήθεια. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο να σώσει τον Ράντι μόνη της. *** Είχαν απομακρυνθεί λίγα χιλιόμετρα απ’ το Τουίν Πάινς και πλησίαζαν τον αυτοκινητόδρομο όταν η Μπρένα προσπάθησε να λογικέψει τον Σαντό για τελευταία φορά. «Καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι απαγωγή» τον ρώτησε με σιγανή φωνή. «Μπορείς να πας φυλακή για αρκετό καιρό. Αν μας αφήσεις να φύγουμε, σου υπόσχομαι ότι θα τα ξεχάσω όλα.» Ο Σαντό τη χλεύασε με περιφρόνηση. «Είσαι τόσο γενναιόδωρη. Όπως πάνε τα πράγματα όμως, δε θα χρειαστώ τη γενναιοδωρία σου. Μόλις πάρω αυτό που θέλω, θα σε αφήσω να φύγεις και δε θα τολμήσεις να πας στην αστυνομία.»
Έφτασαν στον αυτοκινητόδρομο και, προς έκπληξή της, ο Σαντό δεν έστριψε νότια με κατεύθυνση τα σύνορα της Καλιφόρνιας, αλλά βόρεια. «Δεν πάμε στο πάρκο, Σαντό;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. Ήλπιζε να πάρει βοήθεια απ’ τα πιο λογικά μέλη της οικογένειας Σαντό. «Ο Ράντι και εγώ θα πάμε αργότερα εκεί» της αποκρίθηκε ο Σαντό. «Τώρα πηγαίνουμε προς το Πόρτλαντ. Θέλω να βρίσκομαι κοντά στο αεροδρόμιο ώστε να μπορώ να πάρω αμέσως το αεροπλάνο» της είπε κοιτώντας την ειρωνικά. «Μόλις αποδείξεις πόσο συνεργάσιμη είσαι.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Δε θα σε αφήσω ποτέ να πάρεις τον Ράντι» είπε σιγανά. «Αυτό θα το δούμε, αδελφούλα» της απάντησε εκείνος με απαλή φωνή. «Θα το δούμε.» Είχε σχεδόν σουρουπώσει και έφταναν στα προάστια του Πόρτλαντ, όταν ο Σαντό βγήκε ξαφνικά απ’ τον αυτοκινητόδρομο. Μια πινακίδα από μπλε νέον αναβόσβηνε ανακοινώνοντας την άφιξή τους στο μοτέλ Πάιν Τρι. Ο Σαντό σταμάτησε μπροστά στο μικρό γραφείο με τη φωτεινή επιγραφή «ελεύθερα δωμάτια» στον μεγάλο γυάλινο γκισέ. Η Μπρένα παρατήρησε σκοτεινιασμένη ότι ήταν ένα κοινότυπο κτίριο. Το μοτέλ είχε ημικυκλικό σχήμα και ήταν κατασκευασμένο από γκρι τούβλα και κέδρο. Πράσινα παραθυρόφυλλα πλαισίωναν τα παράθυρα κάθε δωματίου και η ξεθωριασμένη και ξεφλουδισμένη μπογιά έδινε στο μοτέλ μια άθλια όψη. «Αυτό πρέπει να μας κάνει» είπε κοφτά ο Σαντό. Έπιασε τον Ράντι που είχε αποκοιμηθεί απ’ το ρυθμικό κούνημα του αυτοκινήτου. «Θα πάρω το παιδί μαζί μου για να κλείσω το δωμάτιο. Δε νομίζω να σου μπει κάποια φαεινή ιδέα και να φύγεις όσο τον έχω μαζί μου.» Ο Σαντό επέστρεψε σύντομα στο αυτοκίνητο και οδήγησε στην άκρη της αυλής σε ένα δωμάτιο μ’ ένα μεγάλο μπρούντζινο επτά πάνω στην πόρτα. «Ο τυχερός μου αριθμός» της ανακοίνωσε ικανοποιημένος παρκάροντας το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά στην πόρτα. «Όλα θα πάνε καλά, αδελφούλα.» Η Μπρένα έσφιγγε το κορμί του Ράντι πάνω της νευρικά καθώς ο Σαντό τής έκανε νόημα να βγει από το αυτοκίνητο. Ο Σαντό ξεκλείδωσε και έσπρωξε την Μπρένα να περάσει μέσα κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Η Μπρένα κοίταξε γύρω της ανήσυχη. Το δωμάτιο ήταν μικρό και παλιό με διπλά κρεβάτια και σιφονιέρα, μια συνηθισμένη επίπλωση στα μοτέλ μικρών πόλεων. Τουλάχιστον το δωμάτιο έδειχνε να έχει τη στοιχειώδη καθαριότητα, σκέφτηκε κουρασμένη. Ξάπλωσε τον Ράντι σε ένα κρεβάτι, απομακρύνοντας απαλά μια τούφα μαλλιών απ’ το μέτωπό του. Στράφηκε στον Σαντό και του είπε: «Έχει περάσει η ώρα που συνήθως τρώει. Πρέπει να φάει κάτι.» «Κοιμάται» απάντησε ο Σαντό σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Θα είναι εντάξει για λίγο.» Έβγαλε το σακάκι του και το έριξε στο κρεβάτι δίπλα στον Ράντι. «Εντωμεταξύ μπορούμε να φτάσουμε σε μια συμφωνία.» Η Μπρένα τον κοίταξε σταθερά. «Δεν ξέρω τι ελπίζεις να πετύχεις, αλλά ό,τι και αν είναι, δεν πρόκειται να λειτουργήσει, Πολ.» Τα γκρίζα του μάτια άστραψαν από θυμό. «Καλύτερα να λειτουργήσει» της είπε μοχθηρά. «Αλλιώς θα το μετανιώσεις πάρα πολύ, αδελφούλα.»
«Σταμάτα να με λες έτσι!» ανταπάντησε η Μπρένα εκνευρισμένη τρέμοντας απ’ την αγωνία και την ένταση των τελευταίων ωρών. «Θα σε λέω όπως μου αρέσει, σκύλα» γρύλισε. «Αρκετά με το θράσος σου. Τώρα θα κάνεις ό,τι σου πω.» Δρασκέλισε με τρία βήματα το δωμάτιο. Τα χέρια του έσφιξαν με ωμή βαρβαρότητα τους λεπτοκαμωμένους της ώμους και κοίταζε το πρόσωπό της με άγρια ευχαρίστηση καθώς έσφιγγε αργά τη λαβή του μέχρι που ο πόνος ήταν ανυπόφορος. Η Μπρένα ξεφώνησε με αγωνία. «Να σου πω τι πρόκειται να κάνεις, αδελφούλα;» της είπε σαρκαστικά. «Θα καθίσεις στο γραφείο και θα γράψεις όλα τα στοιχεία της γέννησης του Ράντι ονομάζοντας εμένα ως πατέρα και την Τζανίν ως μητέρα και θα ομολογήσεις όλες τις λεπτομέρειες της πλεκτάνης που έστησε η αδελφή σου. Θα γράψεις ονόματα, ημερομηνίες και μέρη, ώστε να έχουν ισχύ σε όλα τα δικαστήρια της χώρας.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της και το πρόσωπό της συσπάστηκε απ’ τον πόνο που της προκαλούσε η σαν μέγγενη λαβή του, όμοια με μεσαιωνικό όργανο βασανισμού. «Δε θα το κάνω» είπε αγκομαχώντας και τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό της. «Δε θα σε αφήσω ποτέ να πάρεις τον Ράντι.» «Ανάθεμά σε! Θα το κάνεις!» γρύλισε έξαλλος ο Σαντό, ταρακουνώντας τη σαν πάνινη κούκλα. Τη γύρισε απότομα και έστριψε το χέρι της πίσω απ’ την πλάτη της καθώς την έσπρωχνε προς το γραφείο. Ενώ τραβούσε την καρέκλα, η λαβή του χαλάρωσε και με μια αστραπιαία κίνηση η Μπρένα απελευθερώθηκε και έφυγε μακριά του. Οπισθοχώρησε ανασαίνοντας με δυσκολία και με μάτια γεμάτα τρόμο. «Ανάθεμά σε!» Ο Σαντό βλαστήμησε έξαλλος και πήγε προς το μέρος της αρπάζοντάς την ακόμα μία φορά απ’ τους ώμους και προσπαθώντας ανώφελα να την υποτάξει καθώς η απόγνωση της έδινε περισσότερη δύναμη. Η πάλη τους τους οδήγησε στην άκρη του άδειου κρεβατιού κοντά στο γραφείο, όταν ο Σαντό βρήκε έναν τρόπο για να κερδίσει. Χρησιμοποιώντας το βάρος του κορμιού του την έκανε να χάσει την ισορροπία της, και έπεσε βαριά πάνω στο κρεβάτι, χτυπώντας το κεφάλι της πάνω στο ξύλινο κεφαλάρι. Ο πόνος την τύφλωσε για μια στιγμή και έπεσε τρεκλίζοντας κάτω απ’ το βάρος του Σαντό. Με μια κραυγή θριάμβου ακινητοποίησε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι της κρατώντας τη, χωρίς εκείνη να μπορεί να κάνει τίποτε. Την κοίταξε θριαμβευτικά ανασαίνοντας βαριά. Ξαφνικά η έκφρασή του άλλαξε και τη θέση της πήρε μια κακόβουλη λαγνεία, η οποία την φόβισε περισσότερο απ’ τον θυμό του. Η ματιά του πέρασε πάνω απ’ τα ανάκατα μαλλιά της και το μπλουζάκι της, που με δυσκολία κάλυπτε τις άκρες του στήθους της. Πέρασε τη γλώσσα του απ’ τα σαρκώδη χείλη του και τα μάτια του μισόκλεισαν σαν ασημένιες σχισμές. «Ξαφνικά δε βιάζομαι και τόσο για αυτή την ένορκη κατάθεση» είπε αργά με βαριά φωνή. «Νομίζω ότι θα δω αν είσαι τόσο καλή όσο και η αδελφή σου.» Το στόμα του πίεσε με δύναμη το δικό της, μελανιάζοντας την ευαίσθητη σάρκα ανάμεσα στα δόντια της καθώς κινούσε έξαλλη το κεφάλι απ’ τη μία άκρη στην άλλη για να τον αποφύγει. «Φύγε από πάνω της, Σαντό.» Οι λέξεις ακούστηκαν ήρεμα αλλά απειλητικά και αντανακλούσαν όλο τον κίνδυνο κοφτερού μαχαιριού.
Ο Σαντό πάγωσε και η Μπρένα πήρε μια ανάσα ατέλειωτης ευγνωμοσύνης. Ο Ντόνοβαν κρατούσε το κλειδί του δωματίου στο χέρι του. Προφανώς χρησιμοποίησε την επιρροή του για να το πάρει απ’ το γραφείο του μοτέλ. Το πέταξε έξαλλος στο πάτωμα και διέσχισε γρήγορα το δωμάτιο. Τράβηξε τον Σαντό απ’ το κρεβάτι, πετώντας τον βίαια πάνω στον τοίχο. Τον ακολούθησε και τα δυνατά του χέρια έσφιξαν τον γιακά του πουκαμίσου του στραγγαλίζοντάς τον και κάνοντας κόκκινο το φοβισμένο πρόσωπο του Σαντό. «Περίμενε!» είπε ο Σαντό αγκομαχώντας απελπισμένα. «Άκουσέ με!» Το πρόσωπο του Ντόνοβαν ήταν μια μάσκα οργής, τα μάτια έλαμπαν σαν τις φωτιές της κόλασης. «Όχι, εσύ άκουσε. Αν πεις ακόμα μία κουβέντα, θα σε χτυπήσω χωρίς οίκτο.» Ο Ντόνοβαν έτριξε τα δόντια του. «Ίσως και να το κάνω, ακόμα και αν δε μιλήσεις.» Η Μπρένα σηκώθηκε ζαλισμένη και τα μάτια της κοίταζαν μαγεμένα τον Ντόνοβαν. Δεν κατηγορούσε τον Σαντό για τον σχεδόν ταπεινωτικό του φόβο. Υπήρχε μια αύρα οργής γύρω απ’ τον Ντόνοβαν, που ήταν λες και τον τύλιγε ένας αόρατος τοίχος φωτιάς. Τα λόγια του Ντόνοβαν βγήκαν με τη γρηγοράδα ενός πολυβόλου. «Θα σου πω αυτό, Σαντό, για μία και τελευταία φορά. Γι’ αυτό άκου προσεκτικά. Δε θα ξαναδείς τη γυναίκα μου ποτέ. Δε θα της ξαναμιλήσεις ποτέ στο τηλέφωνο. Δε θα της ξαναγράψεις ποτέ. Και πιο συγκεκριμένα δε θα ακουμπήσεις ξανά ούτε ένα δάχτυλο πάνω της. Αν το κάνεις, σου ορκίζομαι ότι θα ευχηθείς να μην είχες γεννηθεί ποτέ! Κατάλαβες;» Ο Σαντό ένευσε με τα μάτια έξω απ’ τις κόγχες καθώς αγκομαχούσε απελπισμένος για λίγο αέρα. Ο Ντόνοβαν γύρισε στην Μπρένα και η ανάσα της κόπηκε. Μαζεύτηκε στο κρεβάτι ακουμπώντας πάνω στο κεφαλάρι, βλέποντας το άσπρο εξαγριωμένο του πρόσωπο. «Σήκω πάνω και βγες έξω» τη διέταξε με άγριο ύφος. «Ο Μπομπ Φίλιπς περιμένει απέξω. Πάρε τον Ράντι μαζί σου.» Η Μπρένα μπουσούλησε πάνω στο κρεβάτι νιώθοντας για λίγο ζαλισμένη, πράγμα που την έκανε να τρεκλίσει στιγμιαία πριν βιαστεί να πάρει τον Ράντι απ’ το κρεβάτι και τρέξει στην ανοιχτή πόρτα. Ο Ντόνοβαν περίμενε εκεί με πρόσωπο άσπρο και ανέκφραστο. Δίστασε για μια στιγμή και μετά, σαν να μην ήταν ικανός να αντισταθεί στην παρόρμηση, γύρισε πίσω και κατευθύνθηκε προς τον Σαντό, που ήταν μαζεμένος πάνω στον τοίχο. «Σου είπα ότι θα το κάνω όπως και να έχει» του είπε με παγερό ύφος και του έριξε μια μπουνιά στο σαγόνι. Ο Σαντό γρύλισε μια φορά, τα μάτια του σκοτείνιασαν και γλίστρησε λιπόθυμος. Χωρίς να τον κοιτάξει, ο Ντόνοβαν στράφηκε και απομακρύνθηκε αρπάζοντας την Μπρένα απ’ τον αγκώνα. Την τράβηξε εκνευρισμένος έξω απ’ το δωμάτιο. Όπως είχε πει, ο Μπομπ Φίλιπς στεκόταν δίπλα στη Μερσεντές με ένα ανήσυχο ύφος στο τραχύ πρόσωπό του. Απέφυγε τη ματιά της Μπρένα και ρώτησε τον Ντόνοβαν: «Όλα εντάξει;» Ο Ντόνοβαν ένευσε καταφατικά. Πήρε τον κοιμισμένο Ράντι απ’ τα χέρια της Μπρένα και τον έδωσε στον Φίλιπς. «Η Ντόρις Τσαρλς θα έχει φτάσει στο αεροδρόμιο του Πόρτλαντ. Ειδοποίησα με τον ασύρματο τον Μόντι να τη φέρει εδώ πριν από μία ώρα.» Η Μπρένα ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει από σύγχυση, καθώς ο Φίλιπς έβαζε προσεκτικά τον Ράντι στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου. Τα πράγματα κυλούσαν πολύ γρήγορα απ’ την ώρα
που εμφανίστηκε ο Ντόνοβαν. Έκανε ένα αυθόρμητο βήμα προς το παιδί και το χέρι του Ντόνοβαν έσφιξε το μπράτσο της. «Όχι» της πέταξε άγρια. «Εσύ θα έρθεις μαζί μου.» Την οδήγησε σε ένα αρχαίο φορτηγάκι Σεβρολέτ που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω. Τον άφησε να τη βοηθήσει να ανεβεί στο αυτοκίνητο με μια υπακοή που ήταν ξένη προς τον χαρακτήρα της. Αισθανόταν μόνο μια αμυδρή περιέργεια, καθώς εκείνος έβαζε μπροστά το φορτηγάκι που αγκομαχούσε και έβγαιναν στον αυτοκινητόδρομο. «Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε απόμακρη. Ευχόταν το σφυροκόπημα που ένιωθε στο κεφάλι της να μπορούσε να σταματήσει. «Προσγείωσα το ελικόπτερο σε ένα ιδιωτικό αεροδρόμιο, περίπου πέντε χιλιόμετρα μακριά από εδώ» της είπε κοφτά. «Νοίκιασα το φορτηγάκι από έναν νεαρό που συντηρεί τα αεροπλάνα.» Η Μπρένα κούνησε αδύναμη το κεφάλι της ακουμπώντας το στο κάθισμα. Έκλεισε τα μάτια της για να μην την τυφλώνουν τα φώτα των αυτοκίνητων, γιατί αυτό αύξανε τον πόνο που ένιωθε πίσω απ’ τα μάτια της. Αμυδρά συνειδητοποίησε ότι υπήρχαν πολλές ερωτήσεις αναπάντητες, αλλά δεν είχε καθόλου ενέργεια ή δύναμη για να τις κάνει αυτή τη στιγμή. Της αρκούσε για την ώρα που ο Ράντι και αυτή ήταν ασφαλείς και καθοδόν για το σπίτι τους στο Τουίν Πάινς. Ο Ντόνοβαν έμοιαζε να έχει την ίδια απροθυμία να μιλήσει και η μετακίνησή τους απ’ το φορτηγάκι στο ελικόπτερο έγινε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ήταν στον δρόμο για τουλάχιστον είκοσι λεπτά όταν αντιλήφθηκε κοιτώντας τον ορίζοντα ότι βρίσκονταν πάνω απ’ το νερό. Η έκπληξη αυτής της ανακάλυψης την έκανε να βγει απότομα απ’ τη θολούρα του πόνου και της κούρασης που την είχαν τυλίξει από τότε που πρωτοείδε τον Ντόνοβαν στο μοτέλ. «Κάποιο λάθος έχει γίνει» φώναξε η Μπρένα για να ακουστεί πάνω απ’ τον θόρυβο των μηχανών, δείχνοντας τα ακίνητα νερά του ωκεανού από κάτω τους. Το στόμα του Ντόνοβαν συσπάστηκε. «Δεν έχει γίνει κανένα λάθος» της είπε με παγερή φωνή, που ερχόταν σε αντίθεση με τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του και τα μάτια που πέταγαν φλόγες. «Πηγαίνουμε στο νησί.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Δεν μπορούμε να πάμε» διαμαρτυρήθηκε συγχυσμένη. «Πρέπει να επιστρέψω στον Ράντι.» Με κάποιον τρόπο μέσα στη ζάλη και την κούραση της στιγμής κυριαρχούσε η ανάγκη της να βρεθεί με τον Ράντι και να καθησυχάσει τον εαυτό της ότι ήταν ασφαλής. Ο Ντόνοβαν της έριξε μια γρήγορη σαρωτική ματιά. «Καταλαβαίνω πόσο αφοσιωμένη είσαι στον γιο σου» της είπε ψυχρά. «Επιστρέφει με το αεροπλάνο στο Τουίν Πάινς και θα έχει την καλύτερη φροντίδα. Εσύ, όμως, θα πας στο νησί» της αποκρίθηκε με αμείλικτο ύφος. Κούνησε το κεφάλι της απελπισμένη και μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Ντόνοβαν ήταν τόσο δυσαρεστημένος μαζί της. Δεν ήταν δικό της λάθος που είχε αναγκαστεί να πάει με τον Σαντό. Ακόμα και αν ο Ντόνοβαν είχε βρεθεί μπλεγμένος για λογαριασμό της, δε χρειαζόταν να είναι τόσο δύστροπος. Το στόμα της συσπάστηκε ξερά σε αυτή την κατάφωρη αδικία. Ήταν προφανώς πολύ οργισμένος. Αλλά για ποιο λόγο πήγαιναν στο νησί, αναρωτήθηκε αμήχανη. Όταν τόλμησε διστακτικά να ρωτήσει τον συνοφρυωμένο ξένο δίπλα της, δεν πήρε καμία απάντηση πέρα από ένα περιφρονητικό χαμόγελο που δεν την καθησύχασε καθόλου. Δεν της μίλησε ούτε αφού είχε προσγειώσει το ελικόπτερο στο νησί και περπατούσαν μέσα στο
δάσος με τον δρόμο τους να φωτίζεται απ’ τον πανίσχυρο φακό του Ντόνοβαν. Περπατούσε γρήγορα και σταθερά αγνοώντας τα μικρά της βήματα, σπρώχνοντας την μπροστά του με τέτοια αποφασιστικότητα, που την άφηνε ξέπνοη και χωρίς δύναμη για διαμαρτυρίες ή ερωτήσεις. Είχαν φτάσει στο σαλέ και αφού έκλεισε την πόρτα, άναψε το φως και μόνο τότε στράφηκε και κοίταξε το άσπρο της πρόσωπο, τα ανακατεμένα της μαλλιά και το στήθος της που ανεβοκατέβαινε βαριά και γρήγορα με ψυχρή παρατηρητικότητα. «Μοιάζεις να χρειάζεσαι ένα ποτό» της είπε ανέκφραστος και, διασχίζοντας το δωμάτιο προς το φορητό μπαρ, της έβαλε ένα μικρό ποτήρι μπράντι. Της το έδωσε και το πρόσωπό του ήταν αδιαπέραστο. Ήπιε μια μικρή γουλιά απ’ το κεχριμπαρένιο υγρό και έκανε μια γκριμάτσα στην απαίσια γεύση του, παρ’ όλο που ένιωθε μια ζεστασιά να κατεβαίνει μέσα της. Αφού της έδωσε το ποτήρι, πήγε στο πέτρινο τζάκι και προσπάθησε να ανάψει μια φωτιά με γρήγορες, έμπειρες κινήσεις. Τον κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα στράφηκε προς τον κόκκινο καναπέ και κουλουριάστηκε σε μια γωνία με τα πόδια της διπλωμένα σαν παιδί. Στην πραγματικότητα ένιωθε σαν μικρό παιδί, σκέφτηκε κουρασμένη. Κάποιος που τιμωρείται άδικα και ακόμα χρειάζεται να αντιμετωπίσει τον ακατανόητο θυμό των ενηλίκων. Ο Ντόνοβαν κατάφερε και άναψε μια ζωηρή φωτιά και έπειτα γονάτισε για να την κοιτάξει ακόμα μία φορά με αυτό το ανέκφραστο, παγερό του ύφος. «Αισθάνεσαι καλύτερα;» τη ρώτησε τρυφερά και καθώς εκείνη έγνεψε καταφατικά, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και έβγαλε το μαύρο σακάκι και τη γραβάτα του πετώντας και τα δυο αδιάφορα στο μπράτσο της βελούδινης πολυθρόνας. Σήκωσε τα μανίκια του αποκαλύπτοντας τα μυώδη χέρια του και πήγε προς το μπαρ για να βάλει ένα ποτό. Δεν πήγε κοντά της στον καναπέ, αλλά επέστρεψε στο τζάκι και στάθηκε με την πλάτη και τα πόδια ανοιχτά μπροστά απ’ τις φλόγες, ενώ μια πορτοκαλιά λάμψη έμοιαζε να τον στεφανώνει. Δείχνει να είναι ένα με τη φωτιά, σκέφτηκε η Μπρένα ζαλισμένη παραληρώντας απ’ τον συνδυασμό του μπράντι με το σοκ. Ήταν ο Εωσφόρος, που αναδυόταν μέσα απ’ το φλεγόμενο βασίλειό του. Το σφρίγος του, που πάντα υπήρχε μέσα του, έμοιαζε απόψε χειροπιαστό και επικίνδυνο. Τα τεντωμένα της νεύρα, που μόλις είχαν αρχίσει να ηρεμούν απ’ τη χαλαρωτική επίδραση του μπράντι και τη ζεστασιά της φωτιάς, σφίχτηκαν πάλι, όταν αντίκρισε το αδιαπέραστο μπλε βλέμμα του άνδρα απέναντί της. Παραμέρισε τα μαλλιά απ’ τα μάγουλά της και πέρασε με τη γλώσσα της τα χείλη της νευρικά. «Πώς ήξερες πού να μας βρεις;» τον ρώτησε διστακτικά. Η γραμμή στα χείλη του Ντόνοβαν σφίχτηκε ακόμα περισσότερο και τέλειωσε το ποτό του με μια γουλιά. «Υποθέτω ότι όπως και οι περισσότερες γυναίκες, αγαπάς τις εξηγήσεις και πρέπει όλα να απλωθούν μπροστά σου» της είπε κυνικά. «Δε θα διερευνούσα τόσο βαθιά τι νιώθω, απ’ την ώρα που ανακάλυψα ότι έφυγες, αν ήμουν στη θέση σου. Αυτή τη στιγμή τα συναισθήματά μου είναι λίγο πρωτόγονα και προσπαθώ σκληρά να περιορίσω τις λιγότερο πολιτισμένες παρορμήσεις μου.» Τον κοίταξε μπερδεμένη. «Δεν καταλαβαίνω» είπε αργά και τα καστανά της μάτια είχαν ανοίξει διάπλατα. «Ακόμη μου παίζεις την αθώα;» τη ρώτησε με χλευαστικό τόνο. «Το κάνεις πολύ καλά, Μπρένα, αλλά το παιχνίδι τελείωσε.» Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’ το ποτήρι του. «Παρ’ όλα αυτά είμαι πρόθυμος να ικανοποιήσω την περιέργειά σου.» Έγειρε τεμπέλικα πάνω στο τζάκι. «Ο Μπομπ Φίλιπς ήταν στο γκαράζ και έφτιαχνε τη Μερσεντές όταν σε είδε να μπαίνεις στο
αυτοκίνητο του Σαντό. Δεν είχε ειδοποιηθεί ότι θα έβγαινες σήμερα και έτσι με κάλεσε στο γραφείο για να μάθει.» Το στόμα του Ντόνοβαν συσπάστηκε με πικρία. «Αναγνώρισα κατευθείαν τον Σαντό απ’ την περιγραφή και είπα στον Φίλιπς να σ’ ακολουθήσει και να αναφέρεται σε μένα απ’ τον ασύρματο. Ήμουν στο αεροδρόμιο σε δέκα λεπτά και σε συνεχή επαφή με τον Φίλιπς από τότε. Όταν έγινε ξεκάθαρο ότι κατευθύνεστε προς το Πόρτλαντ, επικοινώνησα με τον Μόντι για να φέρει αμέσως και την Ντόρις Τσαρλς.» Η Μπρένα έτριψε το κεφάλι της νιώθοντας ακόμη συγχυσμένη. «Αλλά γιατί έπρεπε να σε ειδοποιήσει ο Φίλιπς μόνο και μόνο επειδή δεν του είπα ότι θα βγω έξω;» Ο Ντόνοβαν σήκωσε τους ώμους του και της είπε ψυχρά: «Είναι η δουλειά του να σε ακολουθεί.» Η Μπρένα ακούμπησε προσεκτικά το ποτήρι της στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα της. «Εννοείς ότι ο Φίλιπς δεν ήταν καν οδηγός;» τον ρώτησε με σιγανή φωνή. «Ότι ήταν κάποιου είδους κατάσκοπος με εντολές να αναφέρει τις κινήσεις μου σε σένα;» «Όχι κατάσκοπος, σωματοφύλακας» της αποκρίθηκε ο Ντόνοβαν. «Όταν με παντρεύτηκες, έγινες αυτόματα στόχος όλων των ανεπιθύμητων. Από απαγωγείς παιδιών μέχρι κάθε κακόβουλο που μπορεί να με αντιπαθεί για τον οποιοδήποτε λόγο. Προσπαθούσα να σε προστατέψω.» Χαμογέλασε άκεφος. «Σε εμπιστευόμουν. Είχαμε μια συμφωνία. Πρέπει να σου δώσω συγχαρητήρια. Ήσουν πολύ πειστική. Δεν εμπιστεύομαι συχνά τον λόγο μιας γυναίκας.» Η Μπρένα τινάχτηκε απ’ τον σαρκαστικό τόνο της φωνής του και τον καταπιεσμένο θυμό που φαινόταν αδιαμφισβήτητα στο βλέμμα του. Είχε αρχίσει να αισθάνεται χειρότερα απ’ τον ανταγωνισμό στη συμπεριφορά του Ντόνοβαν. Είχε παίξει αρκετά τον ρόλο του θύματος σε αυτό το σενάριο. Πρώτα με αυτό το γουρούνι τον Σαντό και τώρα με τον Ντόνοβαν και με τον ακατανόητο τρόπο του. «Έχω αρχίσει να κουράζομαι απ’ τον σαρκασμό και τους υπαινιγμούς σου, Μάικλ» είπε σηκώνοντας το πιγούνι της. «Δεν έχω κάνει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπομαι και, αν έχεις κάποιο παράπονο, θα ήθελα να μου το πεις.» «Νομίζω ότι η ώρα για κουβέντα τελείωσε» της είπε άγρια καθώς άφηνε το ποτήρι του στο μπαρ. «Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε, Μπρένα. Έχει φτάσει η ώρα να πληρώσεις τα χρέη σου.» Με δύο μεγάλα βήματα την έφτασε, την τράβηξε απ’ το χέρι όρθια στην αγκαλιά του και η αγριότητα που υπήρχε καταπιεσμένη κάτω απ’ την επιφάνεια ξέσπασε. Το στόμα του συνέθλιψε το δικό της με τέτοια βιαιότητα, που της μελάνιασε τα χείλη και της έκοψε την αναπνοή. Ένιωσε να ζαλίζεται και να σβήνει καθώς αυτό της φαινόταν ότι θα κρατήσει για πάντα. Όταν τα χείλη του άφησαν τα δικά της, ανέπνεαν και οι δύο άγρια και εκείνη έγειρε αδύναμη πάνω του με τα πόδια της να τρέμουν, απρόθυμα να την υποστηρίξουν. «Τι συμβαίνει, Μπρένα;» τη ρώτησε άγρια και τα μάτια του πετούσαν φλόγες. «Όταν σου είπα ότι ήρθε η ώρα να κρατήσεις τον λόγο σου, πανικοβλήθηκες ότι θα έκανες έρωτα με κάποιον άλλο εκτός απ’ το αξιολύπητο κάθαρμα που σε χρησιμοποίησε και σε παράτησε; Αποφάσισες ότι τον ήθελες τελικά;» Το στόμα του κάλυψε το δικό της ακόμα μια φορά, λες και προσπαθούσε να στραγγίσει κάθε ίχνος ζωής από μέσα της. «Του τηλεφώνησες χτες αφού έφυγα και του είπες να έρθει να σε βρει;» τη ρώτησε άγρια και τα χέρια του άρπαξαν τα μαλλιά της τραβώντας της το κεφάλι προς τα πίσω.
«Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια» κλαψούρισε η Μπρένα. Ούτε και στα πιο τρελά της όνειρα, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Ντόνοβαν θα πίστευε ότι μπορούσε να πάει με τον Σαντό με τη θέλησή της. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και διαμαρτυρήθηκε. «Πρέπει να με πιστέψεις, Μάικλ» είπε με βραχνή φωνή κοιτώντας τον ικετευτικά. «Δεν πήγα μαζί του γιατί το ήθελα. Με ανάγκασε.» «Τι όμορφα μάτια που έχεις» της είπε με ειρωνικό ύφος και πρόσωπο σκληρό. «Έχουν τη χάρη και την αθωότητας μικρής ελαφίνας. Θα μπορούσες να εξακολουθείς να με κοροϊδεύεις αν δε σε είχα δει στο κρεβάτι με τον Σαντό.» Αυτή η ανάμνηση έκανε το πρόσωπό του να σκουρύνει με τέτοια πρωτόγονη οργή, που η Μπρένα ένιωσε το πρώτο ρίγος του φόβου να τη διαπερνά. «Θεέ μου! Εύχομαι να τον είχα σκοτώσει» της είπε με βραχνή φωνή. «Αντιστεκόμουν» επέμενε η Μπρένα απελπισμένη. «Πέσαμε…» Της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί που ήταν ακόμα πιο άγριο απ’ αυτά που της είχε δώσει προηγουμένως. Όταν την άφησε, η Μπρένα ένιωθε ότι τα πράγματα είχαν βρεθεί εκτός ελέγχου και ότι ήταν ανήμπορη. «Σκάσε!» της είπε ο Ντόνοβαν με βραχνή φωνή και τα μάτια του την κοίταζαν άγρια. «Σου έκανε έρωτα. Ο Φίλιπς είπε ότι μπήκες με τη θέλησή σου στο αυτοκίνητο. Κανόνισες ακόμα και να φύγει η Ντόρις, ώστε να μη χρειαστεί να εξηγήσεις γιατί παίρνεις τον Ράντι μαζί σου.» Η Μπρένα έκλεισε τα μάτια της. Τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα, σκέφτηκε κουρασμένη, και έμοιαζαν να συνθέτουν μια λανθασμένη και ενοχοποιητική εικόνα. Πώς θα έπειθε τον Ντόνοβαν ότι έλεγε την αλήθεια όταν αισθανόταν τόσο κουρασμένη να σκεφτεί καθαρά; Το κεφάλι της την πονούσε πολύ και τα γόνατά της έτρεμαν και ήταν αδύναμα ως αντίδραση στα τεντωμένα της νεύρα. Ήξερε ότι έπρεπε να πείσει τον Ντόνοβαν ότι κάνει λάθος, αλλά η κούραση που την τύλιγε έκανε κάθε προσπάθεια να της φαίνεται υπεράνθρωπη. «Τι, δεν έχει άλλες αντιρρήσεις;» τη ρώτησε ειρωνικά ο Ντόνοβαν. «Ωραία.» Της άφησε το χέρι και παίρνοντάς τη στα μπράτσα του, κατευθύνθηκε προς την κυκλική σκάλα. Περνώντας δίπλα απ’ τον διακόπτη, τον έκλεισε μ’ ένα χτύπημα του χεριού του, βυθίζοντας το σαλέ στο σκοτάδι, ενώ πλέον φωτιζόταν μόνο απ’ τις φλόγες που τρεμόπαιζαν στο τζάκι. Καθώς ανέβαιναν τη σκάλα, η Μπρένα προσπαθούσε απελπισμένα να βρει τη δύναμη να διαμαρτυρηθεί. Αυτό ήταν ολότελα λάθος, σκεφτόταν θολωμένη. Το ανάλαφρο δίχτυ της εμπιστοσύνης και της φιλίας που είχαν υφάνει με τόσο κόπο είχε σκιστεί και είχε γίνει κομμάτια και η άγρια ζήλια του Ντόνοβαν απειλούσε να καταστρέψει ό,τι είχε απομείνει. Την κουβάλησε μέχρι το τεράστιο κρεβάτι, την ακούμπησε στο μεταξωτό πάπλωμα και έπειτα ξεκίνησε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά απ’ το άσπρο του πουκάμισο. Την κοίταξε· μια σκοτεινή άγνωστη σκιά που τα βλοσυρά και σφιγμένα χαρακτηριστικά της μεγεθύνονταν κάποιες στιγμές απ’ τις φλόγες του τζακιού. «Δεδομένων των συνθηκών πιστεύω ότι πρέπει να περάσουμε την πρώτη μας νύχτα εδώ» της είπε ειρωνικά και έβγαλε το πουκάμισό του πετώντας το κάτω. «Βρίσκω ότι είναι ταιριαστό για έναν γάμο σαν το δικό μας να ολοκληρωθεί σε ένα περιβάλλον που είναι συνηθισμένο σε παρόμοια ασήμαντα και ρηχά ιντερλούδια.» Έβγαλε γρήγορα τα υπόλοιπα ρούχα του και η φωτιά έπαιζε με τους δυνατούς του ώμους και το γεροδεμένο του στήθος. Ηφαίστειο, σκέφτηκε ζαλισμένη από κάποια απομακρυσμένη πρωτόγονη ανάμνηση, καθώς πήγε από πάνω της. Τα χέρια του απομάκρυναν με έμπειρες κινήσεις τα δικά της και ήταν κουφός στις διαμαρτυρίες της. Της έβγαλε το άσπρο μπλουζάκι και της ξεκούμπωσε το σουτιέν με μία κίνηση.
Γνωρίζοντας ότι οι διαμαρτυρίες της θα είχαν την ίδια κατάληξη όπως μιας βάρκας μπροστά σ’ ένα τεράστιο κύμα, προσπάθησε μία ακόμα φορά. «Σε παρακαλώ, Μάικλ» του είπε με τρεμάμενη φωνή. «Όχι έτσι.» «Ναι, ακριβώς έτσι» της είπε βαριά. «Αν περιμένεις ευγένεια ή πάθος, ξέχασέ το. Έχασες το δικαίωμα για καθετί άλλο εκτός απ’ αυτό.» Τα χέρια του έβγαλαν το μοβ παντελόνι και αφαίρεσαν το μικροσκοπικό μπικίνι που ήταν και το τελικό όριο ανάμεσά τους. Η Μπρένα αισθάνθηκε ένα κύμα ντροπής να διαπερνά το κορμί της καθώς τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο όμορφο γυμνό της κορμί, κοιτώντας τη με έναν σχεδόν απρόσωπο τρόπο. «Πρόκειται να σε χρησιμοποιήσω, Μπρένα» της είπε άγρια. «Πρόκειται να χρησιμοποιήσω αυτό το όμορφο κορμί με κάθε τρόπο που ξέρω και, όταν τελειώσω, θα το ξανακάνω. Θα δώσω στον εαυτό μου όποια ικανοποίηση μπορώ και, όταν απαλλαχτώ απ’ αυτή την εμμονή που έχω μαζί σου, θα σε πετάξω έξω απ’ τη ζωή μου και, μα τον Θεό, ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναδώ ποτέ μου αυτά τα μάτια που λένε ψέματα.» Την τράβηξε κοντά του, το άγγιγμα απ’ το ζεστό αρρενωπό του κορμί πάνω στο δικό της την έκαναν να ξυπνήσει απ’ τον λήθαργο που την τύλιγε σαν ζεστή κουβέρτα. Αντέδρασε μάταια όπως έκανε πάντα σ’ αυτό τον μαγνητισμό που εξέπεμπε το δυνατό του κορμί. Μόλο που τα λόγια του την είχαν πονέσει πολύ, το κορμί της αναγνώριζε μόνο ένα πράγμα: ότι ο Μάικλ ήταν ο άντρας που αγαπούσε και έπρεπε να ανταποκριθεί. Όταν τα κορμιά τους αγγίχτηκαν, η ψυχρότητα του Ντόνοβαν εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Το κορμί του σκλήρυνε πάνω στο δικό της καθώς βύθισε το κεφάλι του στον ώμο της μ’ ένα ρίγος να διαπερνά όλο του το σώμα. «Ανάθεμά σε!» βρυχήθηκε με σπασμένη φωνή. «Γιατί με το που σε αγγίζω μετατρέπομαι σε έφηβο που πάει με την πρώτη του γυναίκα;» Τα χείλη του κάλυψαν τα δικά της, η γλώσσα του εισέβαλε άγρια στο στόμα της καθώς τα χέρια του χάιδευαν εξίσου άγρια το κορμί της. Απομνημόνευε κάθε γραμμή και κάθε καμπύλη της. Τα χέρια του τη χάιδευαν και τη σημάδευαν ταυτόχρονα με τέτοιο τρόπο, ώστε έπειτα απ’ αυτήν τη νύχτα να ξέρει ότι κάθε πόντος του κορμιού της είχε κατακτηθεί απ’ αυτόν. Το στόμα του ήταν πάνω στα ερεθισμένα της στήθη και έπειτα στην απαλή κοιλιά της, πριν επιστρέψει στο στόμα της γεμάτο λαχτάρα. Έκανε το κορμί της σαν τόξο χωρίς να τη νοιάζει πια πώς ξεκίνησε αυτή η μαγευτική ηδονή. Το μόνο που ήθελε ήταν η ολοκλήρωση. Ο πόθος που ένιωθαν και οι δύο είχε καταπιεστεί για πολύ καιρό. Μπορούσε να νιώσει την ανάγκη της για αυτόν να τρέχει καυτή στις φλέβες της, μέχρι που ξέπνοη και ανήμπορη άρχισε να χαϊδεύει τυραννικά τους απαλούς μυώδεις ώμους και μετά βύθισε τα χέρια της στις κατσαρές τρίχες του αυχένα του. Με το γόνατό του άνοιξε τους μηρούς της και γονάτισε από πάνω της, ενώ τα χέρια του γράπωσαν το στήθος της. Το τριχωτό του στήθος ανεβοκατέβαινε βαριά και τα μπλε του μάτια έλαμπαν από συναισθήματα, καθώς κοίταζε το ξαναμμένο της πρόσωπο και τα λαμπερά της μάτια. «Θέλω να σε κατακτήσω» βρυχήθηκε με βαριά φωνή. «Ποτέ μου δε θέλησα έτσι άλλη γυναίκα.» Η Μπρένα ήταν μια παλλόμενη ύπαρξη καθώς σπαρταρούσε κάτω απ’ τα χέρια του, που τη βασάνιζαν. Αμυδρά θυμόταν ότι κάτι έπρεπε να του πει. Προσπάθησε. «Σε παρακαλώ» είπε ξέπνοη. «Πρέπει να σου πω…» «Πολύ αργά» μουρμούρισε με βραχνιασμένη φωνή. «Πολύ αργά για οτιδήποτε εκτός απ’ αυτό.»
Και έπειτα οι γοφοί του έκαναν μια κίνηση προς τα εμπρός καρφώνοντας την άγρια. Η Μπρένα έβγαλε μια πνιχτή κραυγή απ’ τον οξύ διαπεραστικό πόνο και τινάχτηκε αιφνιδιασμένη. Τα χέρια της, που τον χάιδευαν, προσπαθούσαν πλέον με μανία να απωθήσουν το κορμί που εισέβαλε με βία στο δικό της και που ξαφνικά έμεινε σκληρό και ακίνητο. «Θεέ μου!» μουρμούρισε ο Ντόνοβαν και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα απ’ την έκπληξη καθώς κοίταζε τα δικά της μάτια που είχαν γεμίσει από πόνο. «Σε παρακαλώ. Άσε με» του ψιθύρισε σπρώχνοντάς τον μάταια με τα χέρια της. Έκλεισε τα μάτια του με το πρόσωπό του σφιγμένο απ’ τη μάχη που γινόταν μέσα του. Όταν τα ξανάνοιξε, έλαμπαν απελπισμένα. «Δεν μπορώ» βόγκηξε. «Θεέ μου! Δεν μπορώ. Σου υπόσχομαι ότι θα το κάνω όμορφο για σένα, γλυκιά μου.» Κράτησε τον λόγο του και άρχισε να κουνιέται με πολλή προσοχή και υπομονή. Σύντομα ο πόνος είχε εξαφανιστεί, χάθηκε στην έκσταση και στον ίλιγγο της απόλαυσης, που έμοιαζε να είναι η αρχή και το τέλος όλων των αισθησιακών ηδονών. Καθώς άρχισε να ανταποκρίνεται ακολουθώντας τις άγριες παθιασμένες ωθήσεις του, εκείνος σταμάτησε να είναι τόσο προσεκτικός και κρατώντας την κάτω με τα χέρια του, έμπαινε μέσα της ξανά και ξανά και η φωνή του μουρμούριζε καυτή στο αυτί της: «Είσαι τόσο στενή, γλυκιά μου. Αυτό είναι, κουνήσου μαζί μου, αγάπη μου. Βάλε τα χέρια σου πάνω μου. Χάιδεψέ με, Μπρένα.» Η παθιασμένη λιτανεία ήταν το ίδιο διεγερτική καθώς τα χείλη του ξεκίνησαν να εξερευνούν κάθε καμπύλη του αυτιού της και τον ευαίσθητο λαιμό της. Αυτή η πρωτόγνωρη ηδονή την έστελνε σε μια άγνωστη διάσταση, που ήταν σχεδόν οδυνηρή στην κορύφωσή της. Συνέχισε ν’ ανεβαίνει και ένιωσε χαμένη στην έκσταση πριν συντριβεί σε μια εκτυφλωτική έκρηξη, που την άφησε με κομμένη ανάσα γαντζωμένη με απελπισία πάνω στον Μάικλ, με τα νύχια της να βυθίζονται στους ώμους του καθώς αυτός έπεφτε πάνω της ικανοποιημένος. Τα χέρια της κράτησαν σταθερά και τρυφερά το τρεμάμενο κορμί του. Γεύτηκε τόση χαρά ξέροντας ότι η υπέρτατη απόλαυση του κορμιού της έκανε αυτόν τον δυνατό άντρα να φτάσει στη δική του κορύφωση, όση είχε αντλήσει απ’ τη δική της σεξουαλική ικανοποίηση. Μετακινήθηκε αργά από πάνω της συνεχίζοντας να ανασαίνει γρήγορα αλλά με τον χτύπο της καρδιάς του να ηρεμεί καθώς ξάπλωνε ανάσκελα, με το χέρι του να τυλίγεται κατακτητικά γύρω της. Ο Μάικλ τράβηξε ένα λευκό γούνινο κάλυμμα απ’ τα πόδια του κρεβατιού. Το τύλιξε γύρω τους αλλάζοντας θέση, ώστε το κεφάλι της να κουρνιάσει στον ώμο του, και τα λαμπερά καστανά μαλλιά της απλώθηκαν πάνω στο στήθος του. Η Μπρένα κούρνιασε ευχαριστημένη κοντά του ενώ αισθανόταν χαλαρωμένη και νυσταγμένη σαν γατούλα. Χασμουρήθηκε και οι βαριές βλεφαρίδες της έκλεισαν χωρίς να το θέλει. «Μη χαλαρώσεις πολύ» τη συμβούλευσε ο Μάικλ απότομα με τη βαθιά υπόκωφη φωνή του δίπλα στο αυτί της. «Έχεις αρκετές εξηγήσεις να δώσεις.» Τα μάτια της άνοιξαν καθώς αντιλήφθηκε την πραγματικότητα. Είχε χαθεί τόσο πολύ μέσα στην εκστατική ευφορία της πρώτης της φοράς, που είχε ξεχάσει τα πάντα εκτός απ’ την ηδονή τού να προσφέρει τον εαυτό της στον Μάικλ… Αλλά τώρα ο Μάικλ ήξερε! Το κορμί της σκλήρυνε και θα ανασηκωνόταν να τον κοιτάξει, αλλά τα χέρια του την άρπαξαν αυθόρμητα και κατακτητικά κρατώντας τη φυλακισμένη στα μπράτσα του. «Μίλα» τη διέταξε απότομα. «Δεν έχω ξανακάνει έρωτα με παρθένα, αλλά η κατάσταση δε σηκώνει αμφισβήτηση.»
Η Μπρένα χάρηκε που το κεφάλι της βρισκόταν ακόμα στον ώμο του Ντόνοβαν, καθώς ένα ζεστό, πορφυρό χρώμα έβαψε το πρόσωπό της. «Υποθέτω ότι θέλεις να μάθεις για τον Ράντι» μουρμούρισε. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι είμαι λίγο περίεργος» της απάντησε ξερά. «Πιστεύω ότι η τελευταία καταγεγραμμένη παρθενογένεση ήταν περίπου πριν από δύο χιλιάδες χρόνια.» Η Μπρένα πήρε μια βαθιά αναπνοή και έπειτα είπε γρήγορα: «Ο Ράντι δεν είναι δικό μου παιδί.» «Το κατάλαβα αυτό» της είπε με ειρωνικό ύφος, ενώ το χέρι του έπαιζε τεμπέλικα με τα μεταξένια της μαλλιά. «Παρ’ όλα αυτά θα ήθελα να μάθω την ταυτότητα της μητέρας του παιδιού που διεκδικώ την πατρότητα.» «Η αδελφή μου, η Τζανίν» του είπε η Μπρένα με σιγανή φωνή. Όσο πιο σύντομα μπορούσε, του διηγήθηκε τις συνθήκες της γέννησης του Ράντι και τον δικό της επακόλουθο ρόλο και του είπε για το πλάνο που είχε ο Σαντό για να κερδίσει τη κηδεμονία καθώς και τα γεγονότα της απαγωγής της εκείνη τη μέρα. Το χέρι του Μάικλ σταμάτησε να παίζει με τα μαλλιά της και το κορμί του σκλήρυνε από θυμό. «Και μπορώ να μάθω γιατί δε μου τα είπες όλα αυτά όταν σου πρότεινα τη μικρή μας συμφωνία;» τη ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε σαν ατσάλι. «Σίγουρα καταλαβαίνεις ότι θα έπρεπε να είσαι ειλικρινής μαζί μου αφού θα καταλήγαμε στο κρεβάτι. Ή μήπως πίστευες ότι θα ανέβαλλες την πληρωμή επ’ αόριστον;» «Όχι» διαμαρτυρήθηκε αγανακτισμένη και απομακρύνθηκε από κοντά του για να καθίσει. Δεν κατάλαβε μέσα στην ταραχή της ότι το κάλυμμα είχε πέσει στη μέση της, αποκαλύπτοντας προκλητικά τις δύο ρόδινες θηλές της που φαινόντουσαν μέσα απ’ τα καστανά μαλλιά της. «Ήθελα να κάνουμε έρωτα. Εσύ ήσουν αυτός που πρότεινε να το αναβάλουμε.» Πέρασε το χέρι της ανήσυχη μέσα απ’ τα μαλλιά της. «Δεν ξέρω γιατί δεν στο είπα. Ήμουν φοβισμένη και συγχυσμένη. Ο Ράντι είναι η μόνη μου οικογένεια.» «Δε με εμπιστεύτηκες» της είπε κοφτά. «Τι στο καλό πίστευες, ότι θα παραδώσω σε αυτό το κάθαρμα το παιδί;» «Δε συμπαθείς τον Ράντι» του είπε αποφεύγοντας να τον κοιτάξει. «Δεν μπορούσα να το ρισκάρω.» Ο Ντόνοβαν άρχισε να βρίζει χαμηλόφωνα. «Ποτέ μου δεν είπα ότι δεν συμπαθώ το παιδί» της είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Απ’ όλο το μπέρδεμα, τη σύγχυση, τις ανοησίες και την έλλειψη λογικής, εσύ παίρνεις το βραβείο.» Η Μπρένα σήκωσε το κεφάλι της προκλητικά. «Είναι υπ’ ευθύνη μου» είπε για να αμυνθεί. «Πώς μπορούσα να είμαι σίγουρη το τι θα έκανες; Δε σε ήξερα καλά καλά.» «Με ήξερες αρκετά καλά ώστε να πηδήξεις στο κρεβάτι μου» της είπε καυστικά και στηρίχθηκε στον ώμο του για να σηκωθεί και εκείνος. Ακόμα και μέσα στο μισοσκόταδο, μπορούσε να δει τον θυμό μέσα στα μάτια του. «Αλλά δε με ήξερες αρκετά καλά ώστε να μου εμπιστευτείς την προστασία ενός ανήμπορου παιδιού!» «Δεν ήμουν πρόθυμη να πηδήξω στο κρεβάτι σου» του αποκρίθηκε νιώθοντας μια σουβλιά πόνου. «Δε μου είχες αφήσει άλλη επιλογή.» Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε ψυχρά και κυνικά. «Δεν ήθελες άλλη επιλογή» της είπε αργόσυρτα. «Το ήθελες όσο το ήθελα και εγώ. Απλώς σου έδωσα τη δικαιολογία που χρειαζόσουν.» Τα μάτια
του ήταν ανήσυχα καθώς της χαμογέλασε άκεφος και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στην προκλητική ομορφιά του γυμνού της στήθους και της λεπτής της μέσης. Σήκωσε τους ώμους του καθώς τα χέρια του υψώθηκαν για να αγκαλιάσουν τους λεπτοκαμωμένους της ώμους. «Γιατί να με ενδιαφέρει η εμπιστοσύνη σου;» τη ρώτησε με πικρία. «Έχω αυτό για το οποίο συμφωνήσαμε.» Καθώς τα χέρια του έσφιξαν τους ώμους της για να την τραβήξουν κοντά του, η Μπρένα άφησε μια κραυγή πόνου. «Τι στον διάολο;» είπε ο Μάικλ και τινάχτηκε φοβισμένος. Άνοιξε το φως της λάμπας που βρισκόταν στο τραπεζάκι και ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε με φως. «Θεέ μου!» τράβηξε απαλά τα μαλλιά της μακριά απ’ τους ώμους της, αποκαλύπτοντας μια ζωηρόχρωμη μοβ μελανιά πάνω στο απαλό της δέρμα. Το πρόσωπο του Μάικλ έγινε άσπρο και τα μάτια του είχαν μια αρρωστημένη έκφραση καθώς τη ρώταγε με βραχνή φωνή: «Εγώ το έκανα αυτό;». Τον κοίταξε αιφνιδιασμένη και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Όχι, βέβαια» τον καθησύχασε βιαστικά. «Ο Πολ Σαντό το έκανε» του είπε θλιμμένη. «Δεν ήταν καθόλου ευγενικός στις προσπάθειες που έκανε για να με υποχρεώσει να υπογράψω την κατάθεση.» Ο Ντόνοβαν έβρισε και άγγιξε τη μελανιά με απαλά δάχτυλα. «Θα έπρεπε να τον έχω σκοτώσει» είπε συνοφρυωμένος. «Τι άλλη ζημιά σού έκανε αυτό κάθαρμα;» Η Μπρένα φοβήθηκε τον δολοφονικό θυμό που καθρεφτιζόταν στα μάτια του Ντόνοβαν. «Τίποτε άλλο, αλήθεια» του είπε με αποδοκιμαστικό ύφος. «Χτύπησα το κεφάλι μου στο κεφαλάρι όταν πέσαμε στο κρεβάτι, αλλά πόνεσα μόνο εκείνη τη στιγμή.» Ακούμπησε το κεφάλι της προσεκτικά. Ο Ντόνοβαν παραμέρισε τα μαλλιά της μέχρι που βρήκε ένα μεγάλο καρούμπαλο. Η Μπρένα αναπήδησε όταν την άγγιξε και το στόμα του Μάικλ συσπάστηκε δυσοίωνα. «Θα πρέπει να σε πονάει πάρα πολύ. Είσαι πολύ τυχερή που δεν έπαθες διάσειση.» Τα μπλε του μάτια μισόκλεισαν επικίνδυνα. «Θεέ μου! Θα ήθελα να τον έχω αυτή τη στιγμή μπροστά μου.» «Όλα τέλειωσαν. Ας το ξεχάσουμε» αποκρίθηκε η Μπρένα νευρική. «Ναι, εσύ να το ξεχάσεις» της είπε με αφηρημένα ο Ντόνοβαν με σκεφτικό ύφος. «Αρκετά υπέφερες. Θα τον κανονίσω.» «Όχι, Μάικλ» διαμαρτυρήθηκε απότομα. «Εγώ είμαι αυτή που τραυματίστηκε και αφορά εμένα αν θα θελήσω να απαιτήσω κάποια αποζημίωση. Δεν είμαστε στον Μεσαίωνα, γαμώτο. Δε θα σου επιτρέψω να δίνεις τις δικές μου μάχες λες και είμαι κάποια ηλίθια, ναζιάρα δυστυχισμένη κοπέλα.» Τα χείλη του Ντόνοβαν συσπάστηκαν και υπήρχε ένα ίχνος διασκέδασης στο σφιγμένο του πρόσωπο. «Συγγνώμη, αγάπη μου. Οι γυναίκες δεν ανακατεύονται σ’ αυτή την υπόθεση» της είπε με ειρωνικό ύφος. «Σε προειδοποίησα ότι θα το κανονίσω εγώ.» Το χέρι του γλίστρησε απ’ τον ώμο της για να χαϊδέψει το στήθος της και τα μάτια του παρατήρησαν το ξαφνικό κράτημα της αναπνοής της με ικανοποίηση. «Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να σκοτώσω τον Σαντό με τα γυμνά μου χέρια όσο και αν θα απολάμβανα κάτι τέτοιο. Θα βρω έναν άλλον μονιμότερο τρόπο για να τον τακτοποιήσω. Να είσαι σίγουρη ότι δεν πρόκειται να σε ξαναενοχλήσει.» Υπήρχε μια ακλόνητη βεβαιότητα στον τόνο της φωνής του και η Μπρένα ρίγησε απ’ την αγριότητα που είδε στο βλέμμα του. Η έκφρασή του έγινε μελαγχολική καθώς κοίταξε το έξυπνο πρόσωπό της. «Φτωχή μου
Μπρένα, είσαι ένα φοβισμένο αρνί σε έναν κόσμο γεμάτο πεινασμένους λύκους» της είπε σοβαρά. «Εμείς οι άντρες δε σου φερθήκαμε καλά, έτσι δεν είναι; Ένας πατέρας που σε εγκατέλειψε. Ο Σαντό που προκάλεσε τον θάνατο της αδελφής σου και σου φόρτωσε την ευθύνη της ανατροφής ενός παιδιού.» Το πρόσωπό του συννέφιασε. «Ακόμα κι εγώ κατέληξα σχεδόν να σε βιάσω. Πώς μπορεί κανείς να σε κατηγορήσει που μισείς πολλούς από εμάς;» Η Μπρένα τον κοίταξε ανήμπορη. Πώς μπορούσε να του πει ότι αυτό που ένιωθε για εκείνον δεν ήταν μίσος αλλά αγάπη; Ακόμα και στις στιγμές της παθιασμένης του κορύφωσης, ποτέ του δεν παραδέχτηκε ότι νιώθει κάτι παραπάνω από μια άγρια σαρκική επιθυμία για αυτήν. Το να παραδεχτεί τα δικά της συναισθήματα, όταν ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν το μοιραζόντουσαν, θα την άφηνε ανοιχτή και ευάλωτη στην πιο αγωνιώδη απόρριψη. Ίσως και να είχε δίκιο, και να είχε πληγωθεί τόσο πολύ στο παρελθόν για να πιστέψει ότι η τύχη της πρόσφερε το βραβείο της αγάπης του Ντόνοβαν. Η έκφραση του Ντόνοβαν σκλήρυνε και τα χείλη του συσπάστηκαν από κυνισμό. «Καμία απάντηση;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Ή μήπως είναι συναινετική σιωπή;» Το χέρι του μετακινήθηκε και την τράβηξε βίαια στην αγκαλιά του, φιλώντας τη με τέτοιο άγριο πάθος, που της προκάλεσε τη γνωστή γλυκιά αίσθηση στο κάτω μέρος του κορμιού της. Όταν τα χείλη τους χωρίστηκαν, εκείνος μουρμούρισε με βραχνή φωνή: «Απλώς θα συνεχίσεις να με μισείς και να μη με εμπιστεύεσαι, Μπρένα, γιατί δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις. Θα κρατήσω τη συμφωνία μας μέχρι να παγώσει η κόλαση.» «Ή μέχρι να μου πεις να φύγω» του είπε με σπασμένη φωνή καθώς θυμήθηκε τα λόγια του στην αρχική τους συμφωνία. Την πίεσε στο κρεβάτι και τα χέρια και τα χείλη του άρχισαν τη παθιασμένη τους λιτανεία. «Ναι, μέχρι να σου πω να φύγεις.»
Κεφάλαιο 10 «Έχεις αργήσει, Μπρένα» της είπε με περιπαικτική αυστηρότητα η Μάρσια Όουνες και τα μαύρα της μάτια έλαμψαν. «Αυτή είναι η δεύτερη φορά μέσα στην εβδομάδα. Καλύτερα να προσέχεις, αλλιώς θα δεις μείωση στον μισθό σου.» Η γραμματέας του Ντόνοβαν ήταν μια ελκυστική μελαχρινή, που ήταν υπόδειγμα αποτελεσματικότητας. Ήταν σχεδόν τριάντα πέντε χρόνων με μια πικρόχολη αίσθηση χιούμορ, και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που πείραζε την Μπρένα για τον διπλό της ρόλο τόσο ως γυναίκα του Ντόνοβαν όσο και ως άμισθη βοηθός στο γραφείο. Η Μπρένα τής έκανε μια γκριμάτσα. «Σου ζητώ συγγνώμη, Μάρσια. Δεν αισθανόμουν και πολύ καλά σήμερα το πρωί. Μάλλον περνάω κάτι. Είπα στον Μάικλ να έρθει χωρίς εμένα, αλλά αισθάνθηκα καλύτερα και έτσι ήρθα.» Σήκωσε τους ώμους της και έβαλε στην ντουλάπα το σομόν σακάκι της στην κρεμάστρα κρεμώντας δίπλα στον γάντζο μια καφέ τσάντα. «Ξέρω πόσο πολύ υπολογίζεις στη βοήθειά μου» πρόσθεσε πειραχτικά και στράφηκε προς το γραφείο. Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο κατανόησης. Και οι δύο γνώριζαν ότι η παρουσία της Μπρένα ήταν εντελώς περιττή στο διευθυντικό γραφείο του Τουίν Πάινς. Η Μάρσια διαχειριζόταν τις υποθέσεις του Ντόνοβαν με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, όπως απαιτούσε από όλους τους υπαλλήλους του. Η συνεισφορά της Μπρένα περιοριζόταν στο να δακτυλογραφεί μερικές επιστολές, να ταξινομεί κάποια αρχεία και ν’ αντικαθιστά τη Μάρσια όταν έκανε διάλειμμα για καφέ. Παρ’ όλα αυτά η Μπρένα απολάμβανε την πρωινή εργασία της στο γραφείο με τη Μάρσια. Είχαν δημιουργήσει μια καλή φιλία τις τελευταίες τρεις εβδομάδες και είχε ανακαλύψει ότι είχε καλύτερη επικοινωνία με αυτή τη μεγαλύτερη γυναίκα απ’ ό,τι με κάποιες από τις συνομήλικές της. Η γραμματέας κούνησε το κεφάλι της λυπημένη. «Πρέπει να σου αρέσει η τιμωρία» της είπε με ανάλαφρο ύφος. «Γιατί δε μένεις σπίτι να κανακέψεις τον εαυτό σου; Δεν είναι ότι πρόκειται ο κύριος Ντόνοβαν να ασκήσει εξουσία σε σένα.» Η Μάρσια παρατήρησε τη γυναίκα του εργοδότη της με θαυμασμό, χωρίς ίχνος ζήλιας και σκέφτηκε ότι έδειχνε πολύ όμορφη με τη κρεμ μεταξωτή μπλούζα και το σομόν παντελόνι. Ήταν αλήθεια ότι η Μπρένα δεν της παρείχε καμία ουσιαστική βοήθεια όταν προσφέρθηκε εθελοντικά, αλλά της άρεσε ειλικρινά και απολάμβανε να την έχει παρέα στο γραφείο. Της ήταν προφανές ότι ο Ντόνοβαν αισθανόταν το ίδιο. Η Μπρένα έμοιαζε να ασκεί μια καταπραϋντική επίδραση πάνω στον εργοδότη της τα πρωινά που βρισκόταν εκεί. Μόλο που κανένας άλλος που δε γνώριζε τον Ντόνοβαν δε θα καταλάβαινε τη διαφορά, η Μάρσια, που δούλευε τόσο κοντά του για έξι χρόνια, μπορούσε να διαβάσει τα σημάδια. Θυμήθηκε το πώς βγήκε την προηγούμενη μέρα απ’ το γραφείο του κρατώντας μια στοίβα συμβόλαια. Καθώς της εξηγούσε τι χρειαζόταν να κάνει μ’ αυτά, η ματιά του πήγε σαν μαγνήτης προς το μέρος που καθόταν η ήσυχη μορφή της γυναίκας του. Δε σταμάτησε να της δίνει οδηγίες και ούτε καν που μίλησε στην Μπρένα, αλλά το αφηρημένο του βλέμμα δεν την άφησε μέχρι τη στιγμή που στράφηκε για να γυρίσει στο γραφείο του. Η Μπρένα σήκωσε τους ώμους της. «Βαριέμαι. Δεν έχω συνηθίσει να τεμπελιάζω. Περνάω τα απογεύματά μου με τον Ράντι, αλλά δε με χρειάζεται τώρα που έχει την Ντόρις. Και αν δεν κάνω
κάτι εποικοδομητικό, θα τρελαθώ.» Η Μάρσια χαμογέλασε με συμπάθεια. «Έπειτα απ’ την πρεμιέρα του Ξεχασμένες Στιγμές δε νομίζω ότι θα έχεις αυτό το πρόβλημα. Θα έχεις περισσότερες προσφορές για δουλειά απ’ όσες μπορείς να διαχειριστείς» της είπε καθησυχαστικά. «Άκουσα ότι ήσουν καταπληκτική.» Η Μπρένα χτύπησε ελαφρά το γραφείο. «Χτύπα ξύλο» ανταπάντησε. «Στο μεταξύ είμαι το παιδί για όλες τις δουλειές. Τι πρόκληση θα μου αναθέσεις να φέρω εις πέρας σήμερα;» Καθώς η Μπρένα άρχισε προσεκτικά να αρχειοθετεί τη στοίβα με τα συμβόλαια που της έδωσε η Μάρσια, ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της στη μισή αλήθεια που έκρυβε η ερώτηση της Μάρσια. Πώς μπορούσε να παραδεχτεί ότι έπειτα από τρεις μήνες έγγαμου βίου ήταν ακόμη τόσο αθεράπευτα ερωτευμένη με τον άνδρα της, που δεν άντεχε να τον αποχωρίζεται για ολόκληρη ημέρα; Ήταν μια κατάσταση που ακόμα κι ο πιο λογικός άνθρωπος θα έβλεπε με καθαρό σκεπτικισμό. Καθώς η ημερομηνία της πρεμιέρας πλησίαζε, ο Μάικλ ανακάλυψε ότι έπρεπε να περνά περισσότερο χρόνο στο γραφείο του δουλεύοντας με τη διαφήμιση και τη διανομή της ταινίας. Έπειτα από μία εβδομάδα αποχωρισμού, η Μπρένα είχε αρχίσει να παραπονιέται ότι βαριέται και τον ρώτησε δήθεν αδιάφορα αν θα μπορούσε να πηγαίνει μαζί του τα πρωινά στο γραφείο για να βοηθήσει. Ο Ντόνοβαν το δέχτηκε το ίδιο αδιάφορα καθώς του είχε γίνει το ίδιο απαραίτητη τις περασμένες τρεις εβδομάδες. Δεν ήταν απόλυτα ικανοποιητικό, αλλά τουλάχιστον ήταν κοντά του. Μπορούσε να τον βλέπει, να ανταλλάσουν δυο τρεις κουβέντες και καμιά φορά να τρώνε μαζί αν το πρόγραμμά του το επέτρεπε. Γι’ αυτό τον λόγο είχε γίνει έξαλλη με αυτή τη ναυτία που τη βασάνιζε απ’ το πρωί. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποια ενοχλητική ίωση να της κλέψει και άλλο πρωινό με τον Μάικλ. Είχε μείνει σπίτι δύο μέρες και δεν τον είχε δει παρά μόνο την ώρα που γύρισε σπίτι την ώρα του δείπνου. Είχε δίκιο που αντιστάθηκε γιατί τώρα αισθανόταν πολύ καλύτερα, σκέφτηκε χαρούμενη η Μπρένα. Μόλο που δεν μπορούσε να έχει τον Μάικλ αποκλειστικά δικό της, καθώς εκείνος συνέχισε να δουλεύει στο σπίτι, τον έβλεπε περισσότερο απ’ ό,τι τώρα. Είχαν περάσει δύο παραδεισένιες μέρες στο νησί και κατά της διάρκεια της παραμονής τους είχε μάθει πολλά πράγματα για τον εαυτό της και τον Μάικλ. Ανακάλυψε ότι είχε μια παθιασμένη φύση που τη σόκαρε αλλά και την εξέπληξε. Στα χέρια του Ντόνοβαν έγινε μια ανυπόμονη μαθήτρια για τα μαθήματα που της έδινε και αυτό έκανε τον Μάικλ να γελά διασκεδαστικά και θριαμβευτικά πριν της δώσει αυτό για το οποίο τον ικέτευε. Η Μπρένα ήξερε με βεβαιότητα ότι και αυτός ήταν ικανοποιημένος με την παθιασμένη της φύση. Της το ψιθύρισε στο αυτί ανάμεσα στους άγριους σπασμούς του την ώρα που της έκανε έρωτα. Το είδε στα μάτια του όταν εκείνη βογκούσε από ανάγκη για να της χαρίσει την τελική έκσταση. Όπως είχε μαντέψει, ο Ντόνοβαν ήταν ένας αισθησιακός και απαιτητικός εραστής που του άρεσε να κάνει έρωτα. Ήταν εφευρετικός και τόσο έμπειρος, που η Μπρένα ήξερε πριν ακόμη βρεθεί στο κρεβάτι του ότι το κορμί της και η ερωτική της ανταπόκριση ήταν προσαρμοσμένα στις δικές του επιθυμίες. Μπορούσε να την κάνει να ερεθιστεί απλά κοιτώντας την απ’ την άλλη άκρη του δωματίου. Το ύφος της έγινε ονειροπόλο καθώς θυμήθηκε εκείνο το πρωί που είχε γίνει ακριβώς αυτό. Καθόταν στο γραφείο της διόρθωσης, κουλουριασμένη στην αγαπημένη της πολυθρόνα στη γωνία του δωματίου όταν ο Ντόνοβαν την κοίταξε. Τα μάτια του είχαν σκουρύνει καθώς περιπλανήθηκαν πάνω στις αδύνατες καμπύλες της και ανέβασε το βλέμμα του στην καμπύλη του στήθους της, που ξαφνικά σκλήρυνε κάτω απ’ την μπλούζα της. Ένα πορφυρό χρώμα ανέβηκε στα
μάγουλά της και μπορούσε σχεδόν να δει τον σφυγμό του Μάικλ στους κροτάφους του σε εκείνη τη σχεδόν οδυνηρή συνειδητοποίηση. Δε θυμόταν καν ποια δικαιολογία έδωσε ο Ντόνοβαν στους δύο τεχνικούς με τους οποίους μιλούσε ούτε πως βρέθηκε απ’ το δωμάτιο του μοντάζ στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν ένας άγριος έρωτας, γεμάτος έκσταση, που τους άφησε και τους δύο αγκαλιά, λαχανιασμένους και εξουθενωμένους. Ο Ντόνοβαν σήκωσε το κεφάλι του απ’ το στήθος της και φίλησε τα χείλη της με απίστευτη τρυφερότητα. «Θύμισέ μου να σου απαγορεύσω την είσοδο στο δωμάτιο του μοντάζ» της είπε με βραχνή φωνή. «Πώς περιμένεις να τελειώσω τη δουλειά μου αν επιμένεις να με ξελογιάζεις;» Και έπειτα τινάχτηκε απ’ τον πόνο καθώς η Μπρένα του δάγκωσε εκδικητικά. Στην πραγματικότητα, δε χρειαζόταν κάποιο ξελόγιασμα για να δελεάσει τον Ντόνοβαν να πάει στο κρεβάτι. Ήταν ένας άνδρας που χρειαζόταν περισσότερη σωματική επαφή απ’ ό,τι χρειαζόντουσαν οι περισσότεροι και δεν υπήρχε νύχτα που δεν την είχε πλησιάσει με μια λαχτάρα, μια λαχτάρα που φαινόταν να αυξάνεται απ’ ό,τι να ελαττώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Την είχε ανακουφίσει το γεγονός ότι ο Ντόνοβαν δεν έδειχνε να κουράζεται μαζί της. Ήταν ο πιο επίμονος φόβος της τους περασμένους μήνες. Παρ’ όλη την απειρία της, ήξερε ότι οι άνδρες συχνά βαριούνται τις σεξουαλικές σχέσεις αφού περάσει ο πρώτος καιρός και η φήμη του Ντόνοβαν ότι απέρριπτε συχνότερα τις ερωμένες του υποδείκνυε ότι βαριόταν πιο εύκολα από τους υπόλοιπους άνδρες. Αυτό που της φαινόταν ουράνια εμπειρία μπορεί να φαινόταν ανόητο και βαρετό σε έναν άνδρα με τη δική του εμπειρία. Όταν δεν είδε σημάδια αλλαγής, είχε αναπνεύσει ανακουφισμένη. Ζούσε με την οδυνηρή γνώση ότι ο Ντόνοβαν δεν την αγαπά και μπορεί ποτέ να μην την αγαπούσε, αλλά όσο την ποθούσε ερωτικά είχε ένα προβάδισμα στα συναισθήματά του, που ήταν καλύτερο από το τίποτα. Ο Ντόνοβαν μπορεί να μην της έδινε την αγάπη του, αλλά της έδινε σεξουαλική έκσταση. Μια ακόμα αλλαγή που υπήρξε όταν έμαθε ο Ντόνοβαν για την τραγική ιστορία της Τζανίν ήταν μια ολοκληρωτική μεταστροφή στη συμπεριφορά του απέναντι στον Ράντι. Όπως της είχε πει με ειλικρίνεια, του άρεσαν τα παιδιά και είχε τον τρόπο του μαζί τους και έτσι σύντομα ο Ράντι μετατράπηκε σε πρόθυμο σκλάβο. Τώρα ερχόταν πιο συχνά τα απογεύματα όταν εκείνη έπαιζε με τον Ράντι και αυτή η σπιτική ατμόσφαιρα τη γέμιζε με πόνο και μελαγχολία. Δεν άφηνε τον εαυτό της να επιμείνει πολύ σε αυτές τις γλυκόπικρες αναμνήσεις. Έπρεπε να εκτιμά στο έπακρο κάθε στιγμή. Ποιος ξέρει πόσες μέρες της απέμεναν; Πάθος χωρίς αγάπη ήταν ως γνωστό κάτι ασταθές, ένα εφήμερο προϊόν. Είχε τελειώσει με την αρχειοθέτηση και είχε επιστρέψει στη Μάρσια για να ζητήσει κάτι άλλο να ασχοληθεί, όταν η πόρτα του γραφείου του Ντόνοβαν άνοιξε και βγήκε ο σύζυγός της συνοδευόμενος από έναν άνδρα με γκρίζα κοντά μαλλιά που φορούσε καφέ επαγγελματικό κουστούμι. Ο Μάικλ ήταν αχαρακτήριστα ζεστός για έναν άνδρα του δικού του ταπεραμέντου και της τραχιάς του προσωπικότητας καθώς συνόδευε τον άνδρα στην μπροστινή πόρτα, και η Μπρένα αναρωτήθηκε αμυδρά ποιο μπορεί να ήταν αυτό το μάλλον ανεμικό άτομο. Η ζεστασιά εξαφανίστηκε στη στιγμή καθώς στράφηκε και είδε την Μπρένα να κάθεται μπροστά στην αρχειοθήκη. Δεν ανταποκρίθηκε στο χαμόγελό της καθώς πήγε προς το μέρος της και στάθηκε μπροστά της ενώ ένα συνοφρύωμα διαπέρασε το πρόσωπό του, σκληραίνοντας τα χαρακτηριστικά του και κάνοντάς τον ακόμα πιο τρομακτικό. «Τι στον διάβολο κάνεις εδώ;» τη ρώτησε απότομα. «Σου είπα να μείνεις στο κρεβάτι.»
Η αγριάδα του δεν τη φόβιζε πλέον. «Είμαι πολύ καλύτερα τώρα» του απάντησε γαλήνια. «Ήταν απλώς μια ίωση.» «Θα προτιμούσα να με είχες πάρει τηλέφωνο» της είπε. «Έχω ένα ραντεβού για φαγητό το οποίο δεν μπορώ να αναβάλλω.» Η Μπρένα προσπάθησε να χαμογελάσει για να κρύψει το τσίμπημα απογοήτευσης που ένιωσε. «Κανένα πρόβλημα» του είπε σιγανά. «Θα βρω κάποιον άλλον να με συνοδεύσει.» Έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν είσαι αναντικατάστατος, κύριε Ντόνοβαν.» Τα μάτια του έμειναν ακίνητα. «Δεν είμαι;» τη ρώτησε με ανάλαφρο ύφος με μια κρυμμένη υποψία απειλής και σοβαρότητας. «Αρχίζω να πιστεύω ότι εσύ δεν είσαι, κυρία Ντόνοβαν.» Την ακούμπησε απαλά στην άκρη της μύτης της πριν επιστρέψει με ζωηρό βήμα στο γραφείο του, αφήνοντάς τη με μια λάμψη στο πρόσωπο και μάτια που αντανακλούσαν την ελπίδα που γεννήθηκε μέσα της απ’ το ανάλαφρο σχόλιό του. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν εννοούσε τίποτε μ’ αυτό που είπε, αλλά ήταν ό,τι πιο κοντινό στο να παραδεχτεί ότι ίσως να υπήρχε μέλλον για τους δυο τους πέρα από τα όρια έγγαμου βίου. Τα σαστισμένα μάτια της συναντήθηκαν με το έκπληκτο ύφος στο βλέμμα της Μάρσια και κοκκίνισε από ντροπή. «Ποιος ήταν αυτός ο αστείος άνθρωπος με τον Μάικλ;» τη ρώτησε γρήγορα ελπίζοντας να αποφύγει το πειραχτικό σχόλιο της Μάρσια. Η Μάρσια σήκωσε το φρύδι της σε αυτή την προφανή αλλαγή θέματος, αλλά της απάντησε πρόθυμα: «Ο Ντάνιελ Τόμας είναι κάποιου είδους ιδιοφυΐα στο τμήμα ερευνών της Σίνετρον Φιλμ. Ο κύριος Ντόνοβαν πιστεύει ότι ίσως να βρίσκεται στον σωστό δρόμο για να αξιοποιήσει την κινηματογραφική μαγνητοταινία. Προσπαθεί να τον πείσει εδώ και καιρό να παραιτηθεί από τη δουλειά του στη Σίνετρον και να έρθει εδώ για να επικεντρώσει τις προσπάθειές του αποκλειστικά στην ανάπτυξη της μαγνητοταινίας. Αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα στο να τον πείσει. Προφανώς ο κύριος Τόμας πλησιάζει την ηλικία της συνταξιοδότησης και έχει εδραιώσει τη θέση του στη Σίνετρον. Έως τώρα η μεγάλη χρηματική αμοιβή δεν ήταν το μέσο για να πειστεί, όπως πίστευε ο άντρας σου.» Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Είναι μόνο θέμα χρόνου. Ο κύριος Ντόνοβαν πάντα παίρνει αυτό που θέλει.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας. «Αυτό είναι σίγουρο!» της είπε ορμητικά και έπειτα κοκκίνισε πάλι, καθώς η Μάρσια ξέσπασε σε ένα ακατάσχετο γέλιο. Η Μπρένα δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Μάικλ θα έβρισκε έναν τρόπο να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του Ντάνιελ Τόμας. Ήξερε ότι ο Μάικλ αντιπαθούσε βαθιά ολόκληρο το σύστημα του Χόλιγουντ, που πολύ συχνά έβαζε ταινίες στο μποξ όφις για καθαρά εμπορικούς λόγους και όχι με καλλιτεχνικά κριτήρια. Και εκείνος πίστευε επίσης ότι μια έξοχη ταινία άξιζε μια εξίσου έξοχη οικονομική ανταμοιβή. Αλλά για εκείνον ο στόχος ήταν μια καλογυρισμένη ταινία και όχι ο ήχος των χρημάτων στα ταμεία. Μόλο που ακόμη έπρεπε μερικές φορές να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους που είχαν το χρήμα στο Χόλιγουντ, προσπαθούσε σταδιακά να αποκόψει τον εαυτό του και το Τουίν Πάινς και να ελευθερωθεί ολοκληρωτικά από αυτό το σύστημα. Αποδεδειγμένα, αυτός ο κοντός άντρας κρατούσε ένα από τα κλειδιά που ο Ντόνοβαν έψαχνε. Προς το παρόν όλα τα θεατρικά φιλμ έπρεπε να τύχουν επεξεργασίας απ’ τα εργαστήρια του Χόλιγουντ, αλλά ο Ντόνοβαν ήταν πεπεισμένος ότι ήταν απλώς θέμα χρόνου πριν αυτά τα θεατρικά φιλμ γίνουν ταινίες. Χρόνος και η ερευνητική ευφυΐα του Ντάνιελ Τόμας, διόρθωσε η Μπρένα τον εαυτό της. Όταν ένα τέτοιο έργο θα αναπτυσσόταν, θα έσπαγε μία από τις μεγαλύτερες αλυσίδες που
κρατούσαν το Τουίν Πάινς δεμένο με το Χόλιγουντ. Ο Ντόνοβαν θα έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να κερδίσει τον Τόμας γι’ αυτό τον σκοπό. Το υπόλοιπο του πρωινού πέρασε γρήγορα με τα συνηθισμένα ποτάμια των επισκεπτών μέσα και έξω από το γραφείο του Ντόνοβαν και τις απλές υπαλληλικές εργασίες που της έδινε η Μάρσια. Μόλις είχε τελειώσει να πληκτρολογεί την τελευταία σελίδα ενός συμβολαίου, όταν σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον Τζέικ Ντόμινικ να στέκεται από πάνω της, μαυρισμένος και σε φόρμα, δείχνοντας υπέροχος με το λευκό του παντελόνι και το μπλε ναυτικό σπορ σακάκι. «Τζέικ!» του είπε χαρούμενη και πετάχτηκε όρθια δίνοντάς του και τα δυο της χέρια για χαιρετισμό. Δεν τον είχε δει από τότε που είχε τελειώσει η ταινία, πριν από περίπου μία εβδομάδα. Ο Μάικλ τής είχε πει ότι αμέσως μόλις τέλειωνε η ταινία, ο Ντόμινικ πάντα ταξίδευε με το γιοτ του το, «Θαλασσινό Αγέρι», και θα έφευγε για απροσδιόριστο χρόνο μέχρι να αποβάλει την ένταση της σκηνοθεσίας και να βαρεθεί τόσο, ώστε να ανυπομονεί να επιστρέψει στη δουλειά. Αυτή τη φορά οι φήμες έλεγαν ότι είχε παρέα του τη σύζυγο του επικεφαλής της πολιτείας μιας μικρής νοτιοαμερικανικής χώρας και ότι το Υπουργείο Εξωτερικών έτρωγε τα νύχια του από τον φόβο ότι αυτή τη φορά η σχέση του Ντόμινικ θα προκαλούσε διεθνές επεισόδιο. Και όμως, ήταν εκεί δείχνοντας υπερόπτης, όπως πάντα, καθώς της χαμογέλασε με τα φρύδια του σηκωμένα. «Για τον Θεό, Μπρένα» της είπε πειραχτικά «Τι άλλου είδους χρήσεις πρόκειται να σου βρει ο Μάικλ; Γυναίκα, ερωμένη, ηθοποιός και τώρα γραμματέας. Μου φαίνεται ότι θα πρέπει να σε πάρω μαζί μου στην επόμενη κρουαζιέρα ώστε να σε δω να ξεκουράζεσαι.» «Απ’ ό,τι ακούω οι γυναίκες που παίρνεις μαζί σου στις κρουαζιέρες ξεκουράζονται λιγότερο απ’ όσο εγώ» του είπε κοφτά η Μπρένα και τα μάτια της χόρεψαν. «Δείχνεις σε καλή κατάσταση για έναν άνδρα που έχει τη φήμη ότι αποφεύγει μαχαίρια – ή μήπως είναι bolos;» «Τίποτε από τα δύο» της απάντησε αργόσυρτα. «Όλη η φασαρία έγινε για το τίποτε. Ο σύζυγος της κυρίας είναι μάλλον ικανοποιημένος αν εκείνη διαχειρίζεται τις σχέσεις της με διακριτικότητα.» Η Μπρένα γέλασε με τη σκέψη ότι μια κρουαζιέρα με τον Τζέικ Ντόμινικ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διακριτική και ένα απρόθυμο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Μου έλειψε αυτό το γέλιο σου» της είπε μαλακά και τα μαύρα του μάτια γέμισαν ξαφνικά από μια παράξενη μοναξιά. «Ήταν βαρετό» της είπε ανήσυχος. «Όπως κάθε φορά.» Ξανά η Μπρένα αισθάνθηκε μια συμπάθεια για αυτό τον ευφυή άντρα, που είχε ό,τι μπορούσε να θέλει ένας άνθρωπος και ακόμα ήταν κουρασμένος και περίεργα μόνος. «Ίσως την επόμενη φορά να δοκίμαζες μια Σουηδέζα» του είπε ανάλαφρα προσπαθώντας να τον προτρέψει μαλακά να βγει από την κατάθλιψη. Έπιασε. Το φλογερό ταπεραμέντο του Ντόμινικ ανταποκρίθηκε και τα μαύρα του μάτια έλαμψαν παιχνιδιάρικα. «Το έχω ήδη δοκιμάσει» της είπε ριγώντας από φρίκη. «Είναι πολύ επιθετικές. Είχαν εξουθενωθεί τελείως μέχρι την ώρα που γύρισα στο λιμάνι.» «Και τι έγινε με αυτήν;» τον ρώτησε χαμογελώντας πλατιά. «Ω, η Χέλγκα έφυγε αμέσως για τη Σουηδία με τον εκπαιδευτή του σκι. Άκουσα ότι ήταν υποψήφιος για τους Ολυμπιακούς πριν απλώσει το χέρι της πάνω του.» Αναστέναξε λυπημένος και τα μάτια του έλαμψαν. «Δεν έχουμε ξανά νέα του από τότε!» Η Μπρένα γέλαγε ασταμάτητα. «Τι κάνεις πίσω στο Τουίν Πάινς;» τον ρώτησε. «Ο Μάικλ ανέφερε ότι κάνεις κάποια ταινία;»
Σήκωσε τους ώμους του. «Είμαι έτοιμος να ξεκινήσω δουλειά. Αν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, βαριέμαι και μετά βουαλά – μπελάδες.» «Ναι, νομίζω ότι έχω ακούσει κάποιες τέτοιες φήμες» συμφώνησε η Μπρένα διστακτικά. «Εσύ είσαι το σημαντικό γεύμα με το οποίο έχει ραντεβού ο άντρας μου και δεν μπορεί να παρακάμψει για να συνοδέψει τη γυναίκα του;» «Όχι με μένα, γλυκιά μου, αλλά θα γίνω υποκατάστατο αν περιμένεις μέχρι να δω αυτόν τον αγενή σύζυγό σου» της απάντησε. «Θέλω να πάρω ένα σενάριο που μου είπε ο Μάικλ. Κάποιο θρίλερ για την πυρηνική ενέργεια. Ο Μάικλ είπε ότι έχει δυνατότητες.» «Εντάξει» του απάντησε χαρούμενη η Μπρένα. «Θα είμαι έτοιμη να φύγουμε όταν τελειώσεις με τον Μάικλ.» Με ένα κούνημα του χεριού του ο Ντόμινικ μπήκε στο γραφείο του Ντόνοβαν χωρίς να χτυπήσει και η Μπρένα πήγε στην ντουλάπα για να πάρει το σακάκι και την τσάντα της. Όταν επέστρεψε στο γραφείο για να βγάλει το συμβόλαιο από τη γραφομηχανή και να το παραδώσει στη Μάρσια, είδε έκπληκτη τη μεγαλύτερη γυναίκα να γελά ασταμάτητα. Καθώς η Μπρένα την κοίταζε ανέκφραστη, η γραμματέας σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της και αγκομαχώντας της είπε μετανιωμένη: «Σου ζητώ συγγνώμη, Μπρένα, απλώς κρυφάκουσα και μου φάνηκε πολύ αστείο.» «Τι σου φάνηκε αστείο;» τη ρώτησε η Μπρένα. Τα μάτια της Μάρσια χόρεψαν. «Η ηρεμία με την οποία δέχτηκες τον πρώτο άσωτο του δυτικού κόσμου σαν δεύτερο καλύτερο υποκατάστατο για τον άνδρα σου. Κανένας δε θα το πίστευε.» Η Μπρένα συνοφρυώθηκε. Κοιτώντας από την πλευρά της Μάρσια, της φαινόταν αστείο αν κάποιος δεν ήξερε ότι ο σύζυγος στον οποίο αναφερόταν ήταν ο Μάικλ Ντόνοβαν. «Συγγνώμη που διακόπτω τη κουβεντούλα σας, αλλά θέλω να δω τον κύριο Ντόνοβαν.» Η βραχνή φωνή έσταζε από σαρκασμό και οι δυο τους κοίταξαν τη γυναίκα που είχε μπει απαρατήρητη στο γραφείο. Τα μάτια της Μπρένα άνοιξαν διάπλατα καθώς αναγνώρισε τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά της. Τα μεγάλα βιολετί μάτια της, τα άγρια, έντονα ξανθά μαλλιά της και η γεμάτη καμπύλες μορφή της ήταν τόσο γνωστά όσο και η βραχνή φωνή της. Η Μέλανι Τζέιμς, η οποία είχε εκτοξευθεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα στην πρώτη της ταινία, μία παραγωγή του Μάικλ Ντόνοβαν. Με μια σουβλιά πόνου η Μπρένα ανακάλεσε στη μνήμη της ότι οι στήλες των κουτσομπολιών είχαν γεμίσει από εικασίες που αφορούσαν μια φλογερή σχέση με αυτή την εκθαμβωτική πρωταγωνίστρια. Η Μάρσια Όουενς ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία της. «Σας περιμένει ο κύριος Ντόνοβαν;» Τα σαρκώδη χείλη σφίχτηκαν. «Φυσικά και με περιμένει» της απάντησε υπεροπτικά. «Έχουμε ραντεβού για γεύμα.» Η Μπρένα ένιωσε έναν παγωμένο πόνο στο στομάχι της καθώς άκουσε τα λόγια αυτής της γυναίκας. Ώστε γι’ αυτό δεν μπορούσε να ακυρώσει το γεύμα του, σκέφτηκε ζαλισμένη. Η Μάρσια Όουενς σήκωσε τους ώμους της και πήρε το τηλέφωνο. «Θα του πω ότι είστε εδώ» της είπε παγερά. «Αυτή τη στιγμή είναι με τον κύριο Ντόμινικ.» «Με τον Τζέικ Ντόμινικ;» ρώτησε η Μέλανι Τζέιμς και τα μάτια της πήραν μια σχεδόν άπληστη λάμψη. «Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ. Δουλεύει μαζί με τον Ντόνοβαν τώρα;» «Περιστασιακά» απάντησε επίσημα η Μάρσια και μίλησε στο τηλέφωνο. «Ο κύριος Ντόνοβαν θα σας δει τώρα, δεσποινίς Τζέιμς» της είπε και έβαλε το ακουστικό στη θέση του. «Περάστε.» Ένα θριαμβευτικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Μέλανι Τζέιμς. «Σου το είπα ότι θα με δει»
της είπε με αυτάρεσκο ύφος. «Στο κάτω κάτω αυτός με κάλεσε.» Τις προσπέρασε και τις δύο μπαίνοντας στο γραφείο του Ντόνοβαν, αφήνοντας τη Μάρσια σε αμηχανία καθώς απέφευγε προσεκτικά να κοιτάξει την Μπρένα. Η Μπρένα δεν είπε τίποτε και κινήθηκε σαν υπνοβάτης προς την τουαλέτα. Αρνούμενη να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, έπλυνε το πρόσωπό της και πέρασε λίγο κραγιόν στα χείλη της. Τακτοποίησε τα μαλλιά της προσεκτικά, όσο πιο αργά μπορούσε ώστε να μην επιστρέψει την ώρα που ο άντρας της θα συνόδευε αυτή την αισθησιακή ηθοποιό έξω από το γραφείο του. Δε σκεφτόταν συνειδητά, αλλά το ένστικτο αυτοπροστασίας την εμπόδιζε να εκθέσει τον εαυτό της σε ένα τέτοιο βασανιστήριο. Όταν η Μπρένα επέστρεψε, ο Ντόμινικ καθόταν δίπλα στο γραφείο της Μάρσια και σταμάτησαν απότομα να μιλούν όταν μπήκε στο δωμάτιο. Ο Ντόμινικ έριξε μια ματιά στο λευκό της πρόσωπο, έβρισε μέσα από τα δόντια του και διέσχισε το δωμάτιο για να την πάρει από το χέρι. «Ανάθεμά σας, πόσο χαζές είστε εσείς οι γυναίκες» είπε με άγριο τόνο. «Έλα, πάμε να φάμε και θα προσπαθήσω να βρω κάποια λογική μέσα σου.» Την έσπρωχνε για να πάει μπροστά του, και όποιες διαμαρτυρίες και αν είχε τώρα είχαν παραμεριστεί από το συννεφιασμένο ύφος στο πρόσωπο του Ντόμινικ. Δεν ήταν ο ίδιος Ντόμινικ που πειραζόντουσαν και γελούσαν λίγη ώρα πριν. Τον υπάκουσε πειθήνια καθώς έκατσε στη μαύρη Φεράρι και την οδήγησε προς ένα μικρό εστιατόριο στην άκρη της πόλης. Έμοιαζε περισσότερο με μικρή πετρόκτιστη αγροικία παρά με εστιατόριο και υπήρχε μόνο μια μικρή επιγραφή διαφημίζοντας λιτά την ποιότητα της κουζίνας με διακριτικά γράμματα. Αφού κάθισαν σ’ ένα τραπέζι σε μια ήσυχη γωνιά και έδωσαν την παραγγελία τους, ο Ντόμινικ γύρισε προς την Μπρένα με την αποφασιστικότητα αποτυπωμένη σε κάθε γραμμή του προσώπου του. «Ωραία, τώρα θα μιλήσουμε» της είπε απότομα. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις γιατί έχεις το ύφος ενός χριστιανού που τον έριξαν στα λιοντάρια;» Να εμπιστευτώ τον Τζέικ που μιλά με τέτοιους όρους, σκέφτηκε ζαλισμένη αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να τον εμπιστευτεί. Η πληγή ήταν πολύ πρόσφατη. «Ίσως και να μην αισθάνομαι πολύ καλά» του απάντησε διφορούμενα. «Η Μάρσια μπορεί να σου πει ότι δεν ήμουν καλά από το πρωί.» «Αηδίες!» της αποκρίθηκε ο Τζέικ κοφτά. «Και οι δύο γνωρίζουμε τον λόγο που καταρρέεις. Ήλπιζα να ανοιχτείς. Αλλά αν δεν το κάνεις, θα το κάνω εγώ.» «Δε θέλω να το συζητήσω» είπε η Μπρένα αυστηρά κοιτώντας τα διπλωμένα χέρια της πάνω στο λευκό δαμασκηνί τραπεζομάντιλο. «Κακώς» της είπε με παγερό ύφος. «Ο Μάικλ είναι ο καλύτερός μου φίλος και θα ήθελα να γίνεις κι εσύ φίλη μου. Δεν πρόκειται να αφήσω κάποια γυναικεία ανόητη παρανόηση να σας πληγώσει. Τώρα ας μιλήσουμε για αυτή τη μικρή σέξι γατούλα που ο Μάικλ έβγαλε για φαγητό σήμερα.» Η Μπρένα αναπήδησε. «Δε βλέπω καμία παρανόηση» του είπε προσπαθώντας. «Μου φαίνεται ξεκάθαρο.» «Πάντα έτσι φαίνεται στις γυναίκες» της είπε ψυχρά. «Δε σου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είχε κάποιον άλλο λόγο εκτός από τον προφανή για να δει την όμορφη δεσποινίδα Τζέιμς; Κάνουν την ίδια δουλειά, αν θυμάσαι.»
«Δεν έχει κάποιο συμβόλαιο με τον Ντόνοβαν» είπε με δυστυχισμένο ύφος. «Όλοι γνωρίζουν ότι υπέγραψε με τη Φοξ πριν από δύο χρόνια.» «Περίπου τον ίδιο καιρό που ο Ντόνοβαν την απέλυσε» παρατήρησε ψυχρά ο Τζέικ. «Αν θυμάμαι καλά, ο Ντόνοβαν την είχε βαρεθεί. Γιατί λοιπόν να ήθελε να ανακατέψει τις στάχτες μιας τελειωμένης ερωτικής σχέσης;» Έκανε μια γκριμάτσα. «Πίστεψέ με δεν υπάρχει τίποτε λιγότερο ελκυστικό όταν έχεις τελειώσεις με μία γυναίκα.» Η ωμή ειλικρίνεια του Ντόμινικ δεν την καθησύχασε όταν κατάλαβε ότι αυτή η άκαρδη συμπεριφορά ήταν ακριβώς η ίδια με του Ντόνοβαν. Άρχισε να τρέμει χωρίς να το θέλει με τον πόνο αυτής της σκέψης. Θα ένιωθε την ίδια αποστροφή και για εκείνη όπως και για τις προηγούμενες ερωμένες του; Μήπως προσπαθούσε να της πει με αυτό τον σκληρό και βάναυσο τρόπο ότι δε θα έπρεπε να υπολογίζει σε μία πραγματική μονιμοποίηση της σχέσης τους; «Είσαι καλός φίλος για τον Μάικλ, Τζέικ» του είπε με βραχνιασμένη φωνή και τα καστανά της μάτια ήταν γεμάτα δάκρυα που δεν είχαν τρέξει ακόμα. «Αλλά πιστεύω ότι εσύ είσαι αυτός που δε διαβάζεις σωστά τα σημάδια.» «Διάβολε!» της είπε άγρια και τα μαύρα του μάτια ήταν ανήσυχα. Σκέπασε με το ένα του χέρι τα δικά της. «Ο Μάικλ δε δίνει δεκάρα για τη Μέλανι» της είπε σοβαρός. «Δέξου το αυτό, από κάποιον που ξέρει. Πριν εμφανιστείς εσύ, οι γυναίκες ήταν κάτι το οποίο απλώς χρησιμοποιούσε ο Μάικλ. Στα δεκαπέντε χρόνια που τον ξέρω ποτέ δεν τον έχω δει να συμπεριφέρεται έτσι. Ο άνθρωπος είναι προφανώς τρελός για σένα.» «Αυτό με παρηγορεί» του είπε με πικρία. «Ίσως διαρκέσω λίγους μήνες παραπάνω από ό,τι η Μέλανι Τζέιμς.» Πέρασε ανήσυχη το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της. «Τζέικ, ξέρω ότι κάνεις αυτό που νομίζεις ότι είναι σωστό, αλλά όλη αυτή η συζήτηση είναι πολύ οδυνηρή για μένα.» Τα χείλη της έτρεμαν χωρίς να μπορεί να τα σταματήσει. «Δεν μπορώ να φάω τίποτε. Μπορείς σε παρακαλώ να με γυρίσεις σπίτι;» Ο Τζέικ άφησε έναν αναστεναγμό και στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η αποδοκιμασία καθώς έπαιρνε κάποια χαρτονομίσματα απ’ το πορτοφόλι του και τα πέταγε στο τραπέζι. «Θα έπρεπε να γνωρίζω ότι δεν πρέπει να διαφωνώ με μια γυναίκα που είναι ανήσυχη» είπε απαισιόδοξα καθώς σηκώθηκε. «Πάμε, μικρή μου μάρτυς. Θα σε γυρίσω σπίτι, όπου μπορείς να σκυθρωπιάσεις και να φτιάξεις μια πραγματικά τρομακτική κατηγορία εναντίον του Μάικλ μέχρι να γυρίσει σπίτι απόψε. Γυναίκες!» Ίσως εξαιτίας αυτού του τελευταίου σκληρού σχόλιου που έκανε ο Τζέικ, η Μπρένα προσπάθησε να κάνει ακριβώς το αντίθετο όταν την άφησε ο Ντόμινικ στο σπίτι. Προσπάθησε να είναι απασχολημένη όλο το απόγευμα. Έπαιξε με τον Ράντι στην πισίνα και έπειτα καθάρισε και τακτοποίησε τα συρτάρια της ντουλάπας της, στην κρεβατοκάμαρά της. Προσπάθησε να διαβάσει ένα σενάριο που της είχε αφήσει ο Μάικλ, αλλά αυτό ήταν μια χαμένη υπόθεση. Το μυαλό της δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε λέξη από τον διάλογο. Ο Μάικλ την πήρε τρεις φορές τηλέφωνο εκείνο το απόγευμα, αλλά αρνήθηκε να το σηκώσει δίνοντας ακαθόριστες δικαιολογίες σε μια συγχυσμένη κυρία Χάσκινς. Όταν πήρε το τελευταίο τηλέφωνο, άφησε ένα μήνυμα ότι δε θα επιστρέψει στο σπίτι για το δείπνο, ένα μήνυμα που η κυρία Χάσκινς μετέφερε σχεδόν με απροκάλυπτη ικανοποίηση. Η οικονόμος λάτρευε τον Ντόνοβαν και προφανώς πίστευε ότι η Μπρένα κακομεταχειρίζεται το είδωλό της. Η Μπρένα δεν έφαγε και επέστρεψε στο δωμάτιό της περιμένοντας την επιστροφή του
Ντόνοβαν. Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν λάθος καθώς τα σύννεφα της κατάθλιψης τύλιξαν τον ορίζοντα, κάνοντάς την να νιώθει τόσο κακόκεφη και μίζερη όσο την είχε κατηγορήσει ο Ντόμινικ. Σηκώθηκε όρθια και πήγε βιαστική στο μπάνιο γεμίζοντας την μπανιέρα με αχνιστό νερό καθώς μάζευε τα μαλλιά της κότσο στο κεφάλι της. Έβγαλε τα ρούχα της και τα πέταξε αδιάφορα στο πάτωμα, μπήκε μέσα στην μπανιέρα ξαπλώνοντας ολόκληρη και ακούμπησε το κεφάλι της στο πλαστικό μαξιλάρι, που ήταν προσαρμοσμένο στην άκρη της μπανιέρας. Το νερό ήταν ζεστό και απαλό σαν υγρό μετάξι πάνω στη σάρκα της. Ξαφνικά θυμήθηκε την πρώτη μέρα στο νησί με τον Ντόνοβαν δίπλα της σε αυτή την πολυτελή μπανιέρα που ήταν φτιαγμένη για έρωτα. Μπορούσε να νιώσει τις θηλές της να σκληραίνουν καθώς το μυαλό της χωρίς να το θέλει ξανάζησε εκείνη την ερωτική σκηνή, την πρώτη από τις πολλές που σταδιακά την είχε δέσει ο Μάικλ με χρυσές αλυσίδες. Μπορούσε να νιώσει τα βουβά δάκρυα που πάλευε όλη μέρα να κρατήσει να κυλούν άφθονα στα μάγουλά της και ήξερε ότι είχε έρθει ο καιρός για να αντιμετωπίσει τον εαυτό της. Ο Τζέικ δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο ήταν τόσο καταρρακωμένη από το δείπνο του Μάικλ με τη Μέλανι Τζέιμς. Δεν ήταν τόσο ανόητη για να πιστέψει ότι ο Μάικλ είχε τελειώσει μαζί της ακόμα. Ήθελε ακόμη να την κατακτήσει. Ο έρωτάς τους ήταν πολύ καλός για να κάνει λάθος. Μπορεί να ήταν απλώς ένα αθώο ιντερλούδιο, όπως είπε ο Τζέικ. Αυτό που την έκανε να χάσει τον κόσμο ήταν η δική της αντίδραση σε αυτή την πρώτη αγωνιώδη υποψία ότι μπορεί ο Μάικλ να την είχε βαρεθεί. Ο πόνος τής έκοψε την ανάσα, βάφοντας με μαύρο όλη τη χαρά της ζωής σαν να μην υπήρχε ποτέ. Τώρα καταλάβαινε ότι εξαπατούσε τον εαυτό της. Όταν ανακάλυψε την αγάπη της για τον Μάικλ, είχε πείσει τον εαυτό της ότι ένα συναίσθημα τόσο όμορφο μπορούσε μόνο να την κάνει πιο πλούσια σαν άνθρωπο και δυνατότερη στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Δεν είχε καταλάβει ότι ο Μάικλ είχε ζωγραφίσει στον δικό της καμβά της ζωής της με τα δικά του λαμπερά χρώματα και ότι χωρίς αυτόν όλη αυτή η ζωντάνια θα εξαφανιζόταν σαν να μην είχε υπάρξει. Η αγάπη της για αυτόν μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ένας Θεός ξέρει σε τι επίπεδα εξάρτησης θα έφτανε αν παρέμενε και άλλο κοντά του. Αν έφευγε τώρα, θα ήταν να σαν να έχανε ένα πόδι, αλλά τουλάχιστον θα επιβίωνε. Αν περίμενε μέχρι να την απορρίψει ο Μάικλ, δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι κάτι τέτοιο δε θα την κατέστρεφε. Ήταν αυτή η διαπίστωση που την είχε αφήσει εμβρόντητη και την έκανε να νιώθει στερημένη – η γνώση ότι πρέπει να αφήσει τον Μάικλ και αυτό έπρεπε να γίνει γρήγορα για να προστατεύσει τον εαυτό της. Έπρεπε να αθετήσει την υπόσχεσή της στον Μάικλ γιατί ήξερε ότι ακόμη δεν ήταν έτοιμος να την αφήσει να φύγει. Τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν και τα σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της ανυπόμονη. Ήταν πάντα δυνατή και ανεξάρτητη. Θα συνερχόταν από αυτόν τον ηλίθιο πόνο και την αδυναμία και θα έβγαινε πιο δυνατή από ποτέ. Θα έφευγε και δεν θα ξαναέβλεπε αυτό τον Ιρλανδό, ποτέ. Θα έφτιαχνε μια ζωή για τον εαυτό της και τον Ράντι και θα ήταν μια καλή ζωή. Έκλεισε τα μάτια της καθώς τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Θα τα έκανε όλα αυτά, καθησύχασε τον εαυτό της λυπημένη, αλλά πρώτα θα είχε μια τελευταία νύχτα για τον εαυτό της. Θα έλεγε ένα τελευταίο «αντίο» στην αγάπη της, τον Μάικλ Ντόνοβαν. Βγήκε από την μπανιέρα, σκουπίστηκε γρήγορα βάζοντας πάνω της ένα αρωματισμένο ταλκ με λεβάντα πριν φορέσει το αγαπημένο της νεγκλιζέ. Ήταν ένα ρομαντικό φόρεμα. Το λευκό μεταξωτό του φόντο ήταν διάσπαρτο από μικρά ροζ τριαντάφυλλα. Τα μικροσκοπικά μανίκια, η χαμηλή ελαστική λαιμόκοψη και το αμπίρ κόψιμο στη μέση χάριζαν στο σύνολο έναν αυτοκρατορικό αέρα.
Το όμοιο πενιουάρ από λευκό σιφόν έπεφτε πλούσιο με μακριά χυτά μανίκια. Φόρεσε ένα ζευγάρι λευκά σατέν τσόκαρα και βούρτσισε τα μαλλιά της μέχρι που έλαμψαν. Ναι, αυτή ήταν η εικόνα που ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του ο Μάικλ όταν θα έφευγε. Έκλεισε το φως της κρεβατοκάμαρας και έφυγε από το δωμάτιο κατεβαίνοντας τη σκάλα για να περιμένει τον Μάικλ. Είχε κουλουριαστεί σε μια γωνία του καναπέ στο σαλόνι χαζεύοντας αφηρημένη ένα περιοδικό και έπειτα από σχεδόν μία ώρα άκουσε την πόρτα να ανοίγει με θόρυβο. Μπορούσε να ακούσει τα γρήγορα βήματα του Μάικλ στο χολ. Μπήκε μέσα στο σαλόνι σαν μικρός τυφώνας. Είχε βγάλει το σακάκι του και ήταν ντυμένος με μαύρο παντελόνι και άσπρο πουκάμισο, που ήταν ξεκούμπωτο στον λαιμό του. Τα μαλλιά του έλαμπαν κάτω από το φως και ως συνήθως έμοιαζε να εκπέμπει ενέργεια μέσα στο δωμάτιο. Το πρόσωπό του ήταν σφιχτό και θυμωμένο καθώς πλησίασε προς τον καναπέ και την τράβηξε άγρια να σηκωθεί όρθια. «Ανάθεμά σε. Θα μπορούσα να σε δείρω» της είπε έξαλλος. «Γιατί αρνείσαι να σηκώσεις το τηλέφωνο; Ήξερες πολύ καλά ότι είχα κάποια ραντεβού και δεν μπορούσα να έρθω. Πέρασα μια κόλαση όλο το απόγευμα από την ώρα που με πήρε ο Τζέικ και μου είπε τις ανοησίες που σκεφτόσουν. Γυναίκες!» τέλειωσε τη φράση του με αποδοκιμασία. Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Μπρένα. «Αυτό είπε και ο Τζέικ» του αποκρίθηκε και τα καστανά της μάτια έλαμψαν. Δεν της έδωσε καμία σημασία. Το σαγόνι του είχε σφιχτεί και συνέχισε άγρια. «Σταμάτα και άκου τι έχω να σου πω, ανάθεμά σε. Είχα έναν πολύ καλό λόγο για να πάω τη Μέλανι σε αυτό το δείπνο και, αν δεν ήσουν τόσο ξεροκέφαλη, θα σου τον έλεγα όταν σε πήρα τηλέφωνο.» «Έχεις φάει τίποτε;» τον ρώτησε με ήσυχη φωνή και τα μάτια της περιπλανήθηκαν με αγάπη πάνω στα άγρια χαρακτηριστικά του. «Τι;» τη ρώτησε, χάνοντας τον ειρμό του για μια φορά και τα μπλε του μάτια ήταν γεμάτα έκπληξη. «Έφαγες τίποτε;» τον ρώτησε. «Όχι, δεν είχα τον χρόνο» της είπε ανυπόμονος. «Κοίτα, Μπρένα, πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό.» «Θα σου φτιάξω μια ομελέτα» τον διέκοψε με ένα χαμόγελο. «Μπορείς να μου τα πεις όλα καθώς θα μαγειρεύω. Ο καφές είναι ήδη έτοιμος.» Ελευθερώθηκε από το κράτημά του και τον προσπέρασε για να πάει στην κουζίνα. Την ακολούθησε από κοντά καθώς έμοιαζε να υποπτεύεται ότι θα προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτόν. Του έδειξε με το χέρι της τον πάγκο. «Δε θα πάρει πάνω από ένα λεπτό» του είπε γαλήνια. Του σέρβιρε ένα φλιτζάνι καφέ, πρόσθεσε λίγη κρέμα και τον χτύπησε ζωηρά. Τον μετέφερε προσεκτικά στον πάγκο και τον ακούμπησε μπροστά του. Το χέρι του έπιασε το δικό της καθώς άφηνε το φλιτζάνι και τον κοίταξε στα μάτια που ήταν λαμπερά από την υποψία. «Τι παιχνίδι είναι αυτό που παίζεις, Μπρένα;» τη ρώτησε. «Ο Τζέικ μού είπε ότι ήσουν πιο αναστατωμένη απ’ ό,τι σε έχει δει ποτέ σήμερα το απόγευμα. Τώρα όμως είσαι ψυχρή σαν πάγος. Δε θες να ακούσεις για τη Μέλανι;» Στράφηκε για να τον κοιτάξει κατάματα. «Αν θέλεις να μου πεις» του είπε με σιγανή φωνή «αλλά δεν είναι πραγματικά απαραίτητο. Ο Τζέικ είχε δίκιο, υπερέβαλλα.» Μπορούσε να νιώσει την ένταση να εγκαταλείπει σταδιακά το κορμί του Ντόνοβαν. «Χαίρομαι
που το κατάλαβες» της είπε ανάλαφρα. «Είχα οράματα ότι σε κυνηγάω και σε φέρνω πίσω, τραβώντας σε από τα μαλλιά.» Η Μπρένα κοίταξε το χέρι του που είχε κλειδώσει γύρω από τα δικά της. «Εδώ είμαι ακόμη» του είπε διφορούμενα. «Τώρα αν με αφήσεις, θα ετοιμάσω αυτή την ομελέτα.» Το σφίξιμό του χαλάρωσε και έγειρε πίσω στο σκαμπό και την παρακολουθούσε αφηρημένος καθώς εκείνη τριγύρναγε μέσα στην κουζίνα, χτυπώντας αυγά, προσθέτοντας γάλα και ζεσταίνοντας το τηγάνι πριν ρίξει μέσα το μείγμα. Δεν προσπάθησε να μιλήσει μέχρι που εκείνη του σέρβιρε τη γευστική ομελέτα και κάθισε δίπλα του σε ένα σκαμπό. Πήρε μια μπουκιά και έπειτα την κοίταξε. «Χρειαζόμουν μια χάρη από τη Μέλανι» της είπε απότομα. Το στόμα του συσπάστηκε κυνικά. «Όχι ότι η Μέλανι θα έκανε το οτιδήποτε για τον οποιοδήποτε χωρίς την κατάλληλη ανταπόδοση. Αυτή δεν ήταν η εξαίρεση. Χρειάστηκε να της γράψω μια παχυλή αμοιβή για τον κόπο της.» Συνέχισε να τρώει και τα μάτια του έψαχναν παρατηρητικά για κάποιο σημάδι άγχους ή υποψίας στο γαλήνιο πρόσωπο της Μπρένα. «Την έπεισα να προσπαθήσει να γοητεύσει κάποιον που θέλω να μπει στην εταιρεία. Ο γέρος είναι μεγάλος θαυμαστής της και σκέφτηκα ότι, αν τους γνώριζα, αυτό θα μετρούσε υπέρ μου.» «Ο Ντάνιελ Τόμας;» μάντεψε η Μπρένα. Ο Ντόνοβαν κούνησε το κεφάλι του. «Ακριβώς. Μας συνόδεψε στο δείπνο.» «Πέτυχε;» τον ρώτησε η Μπρένα πίνοντας αργά μια γουλιά από τον καφέ της και κοίταξε χαλαρά τα πυκνά λαμπερά μαλλιά του, που στόλιζαν το κεφάλι του. Ο Ντόνοβαν σήκωσε τους ώμους του. «Είναι πολύ νωρίς για να ξέρω. Αν δεν πιάσει, θα δοκιμάσω κάτι άλλο.» Είχε τελειώσει με το φαγητό και έσπρωξε το πιάτο. Ήπιε μια γουλιά καφέ και το χέρι του έπιασε άλλη μια φορά το δικό της. «Με τρόμαξες» της είπε ήσυχα. «Τηλεφώνησα ακόμα και στον Φίλιπς και του είπα να μου αναφέρει αν έφυγες από το σπίτι.» «Καημένε Μπομπ. Τι μελοδραματική γυναίκα θα πιστεύει ότι είμαι» του είπε με ανάλαφρο ύφος. Του έσφιξε με πάθος το χέρι και έπειτα σηκώθηκε, μάζεψε τα πιάτα και τα σκεύη. «Θα τα πλύνω και θα τα βάλω να στεγνώσουν.» «Όχι, άσ’ τα» της είπε με βαριά φωνή. Την τράβηξε μαλακά γύρω από τον πάγκο, την έφερε μπροστά του και τα μάτια του περιπλανήθηκαν πάνω της με ένα ύφος σαν να της αγκάλιαζε. «Ομορφαίνεις μέρα με τη μέρα, το ξέρεις αυτό;» της είπε βραχνά. Έβαλε τα χέρια του κάτω από την αραχνοΰφαντη ρόμπα της για να τραβήξει το ελαστικό ντεκολτέ γυμνώνοντας τους ώμους της πριν ακουμπήσει τα χείλη του στον σφυγμό της λακκούβας στον λαιμό της. Σκίρτησε, όπως πάντα, όταν την ακούμπησε μαλακά η γλώσσα του. Η ανάσα της σχεδόν σταμάτησε καθώς τα χέρια του έπιασαν το στήθος της και έπαιξαν με τις θηλές της μέσα από το μεταξωτό ύφασμα. Και εκείνος ανέπνεε πιο γρήγορα και τα χείλη του κάλυψαν τα δικά της σε ένα μεγάλο φιλί, που τους άφησε και τους δύο ξέπνοους και γεμάτους λαχτάρα. «Καλύτερα να ανέβεις και να πας στο κρεβάτι μέσα σε δύο λεπτά» της είπε τραχιά καθώς τα χείλη του χωρίστηκαν. «Εκτός αν προτιμάς να εξερευνήσεις πόσο ερωτική μπορεί να γίνει μια κουζίνα.» Του χαμογέλασε και τον φίλησε απαλά. «Κάποια άλλη φορά» του υποσχέθηκε. Στράφηκε
γρήγορα να φύγει και ένας πόνος τράνταξε το κορμί της. Δε θα υπήρχε άλλη φορά έπειτα από απόψε. Λίγα λεπτά αργότερα, τον περίμενε να έρθει στην κρεβατοκάμαρα και είχε καθίσει ήσυχη στο κρεβάτι με τα πόδια διπλωμένα. Είχε βγάλει τη ρόμπα και τα τσόκαρά της και είχε μια παιδική υπακοή καθώς την πλησίαζε. Τα μάτια του ήταν ζεστά και γεμάτα ένταση καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. «Όχι!» Με μια κίνηση τον έφτασε και τον σταμάτησε. Γονάτισε στο κρεβάτι και τα δάχτυλά της αντικατέστησαν τα δικά του. «Σε παρακαλώ, θέλω να το κάνω εγώ» του ψιθύρισε και τα ελαφίσια μάτια της ήταν γεμάτα ικεσία. «Θέλω να κάνω τα πάντα εγώ απόψε. Δείξε μου πώς να σε ικανοποιήσω.» Ξεκούμπωσε αργά το πουκάμισο και το έβγαλε πάνω από τους τεράστιους ώμους του, αφήνοντας μικρά απαλά φιλιά στο στήθος του και στον λαιμό του καθώς το έκανε. Δεν του είχε πει παρά μόνο την αλήθεια, ότι ήθελε να τον ικανοποιήσει. Όχι μόνο ήθελε να αιχμαλωτίσει μια ιδιαίτερη ανάμνηση για τον εαυτό της, αλλά ήθελε να προσφέρει και στον Μάικλ το ίδιο όμορφο δώρο. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον δυνατό λαιμό του και τον φίλησε απαλά και τρυφερά με όλη την αγάπη που ένιωθε για αυτόν τον δύσκολο και συναρπαστικό άντρα. «Δείξε μου» τον ενθάρρυνε σιγανά. Τις ώρες που ακολούθησαν εκείνος της έδειξε τι ήταν αυτό που επιθυμούσε. Απομνημόνευσε κάθε μυ του κορμιού του όπως είχε κάνει και εκείνος. Έμαθε πώς μπορεί με τα χείλη και τα χέρια της να τον ανεβάσει στα ύψη της επιθυμίας και της ικανοποίησης και κάνοντάς το έφτασε στη δική της έκσταση. Έφτασαν μαζί στην ολοκλήρωση, όχι μία φορά αλλά πολλές εκείνο το βράδυ. Ο Ντόνοβαν ήταν τόσο ακούραστος και αχόρταγος όσο και εκείνη, σαν να διαισθανόταν την απόγνωση που την οδήγησε να διοχετεύσει την αγάπη της με τον μόνο τρόπο που δεχόταν ο Μάικλ. Ήταν λίγο μετά το ξημέρωμα που ο Ντόνοβαν αποκοιμήθηκε με τα χέρια του να κρατούν σφιχτά το ζεστό της κορμί. Η Μπρένα όμως παρέμενε ξύπνια με μάτια κενά και γεμάτα απόγνωση καρφωμένα στον ουρανό, που σιγά σιγά γέμιζε φως μέσα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Ήξερε με έναν πόνο που απειλούσε να σκίσει την ψυχή της στα δύο ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει.
Κεφάλαιο 11 Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν το ταξί σταμάτησε μπροστά στο θέατρο Ριάλτο και ο οδηγός άνοιξε ευγενικά την πόρτα του αυτοκινήτου. Η Μπρένα βγήκε έξω, πλήρωσε το αντίτιμο που έγραφε το ταξίμετρο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της σκηνής με βιαστικό βήμα. Ήταν το τελευταίο πράγμα που έπρεπε να κάνει απ’ όταν έφυγε από τον Ντόνοβαν: να συναντήσει τον Τσαρλς Γουίλκς, και αισθανόταν άγχος με το να τελειώνει. Της φαινόταν απίστευτο το ότι λιγότερο από οκτώ ώρες πριν ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Μάικλ και τώρα ζητούσε τη βοήθεια του Γουίλκς για να τη βγάλει εντελώς από τον κόσμο του Ντόνοβαν. Η σιωπηλή, σχεδόν λαθραία φυγή της από το Τουίν Πάινς, κρατώντας μόνο ένα σακίδιο και τον κοιμισμένο Ράντι και η μακρινή απόσταση από το αεροδρόμιο προς το Πόρτλαντ φαίνονταν να έχουν γίνει χρόνια πριν και όχι μόνο λίγες ώρες. Είχε σταθεί τυχερή. Αφού πάρκαρε τη Μερσεντές και άφησε τα κλειδιά σε έναν φάκελο στο γραφείο εισιτηρίων για να επιστραφούν στον Μάικλ, είχε βρει σε λιγότερο από μισή ώρα πτήση για το Λος Άντζελες. Είχε προλάβει να ειδοποιήσει τηλεφωνικά τον Τσαρλς Γουίλκς, που ήταν ανήσυχος και γεμάτος ερωτήσεις, και κανόνισε να συναντηθεί μαζί του το μεσημέρι στο θέατρο. Η Μπρένα ήταν απρόθυμη να ζητήσει τη βοήθεια του Γουίλκς, αλλά δεν είχε άλλες επιλογές. Είχε ξεμείνει από χρήματα αφού πλήρωσε τα αεροπορικά εισιτήρια και το ταξί για το σπίτι της Βίβιαν Μπάρλοου, όπου άφησε τον Ράντι. Χρειαζόταν απεγνωσμένα μια δουλειά και ένα μέρος να μείνει και αυτό δεν μπορούσε να είναι το Λος Άντζελες. Είχε αθετήσει τη συμφωνία της με τον Μάικλ και ήξερε πόσο αποφασισμένος και ανελέητος θα γινόταν στο να διεκδικήσει αυτά που του χρωστούσε. Ο Τσαρλς είχε επαφές με θεατρικούς θιάσους σε όλη την Καλιφόρνια και δεσμούς με πανεπιστήμια και ακαδημαϊκά ιδρύματα. Αν κάποιος μπορούσε να την πάει σε έναν ασφαλή παράδεισο, αυτός ήταν ο προηγούμενος μέντοράς της. Η πόρτα της σκηνής, όπως περίμενε, ήταν ανοιχτή και σταμάτησε για μια στιγμή να φτιάξει τα μαλλιά της και να βάλει τη σομόν μπλούζα της μέσα στο ανοιχτό καφέ παντελόνι της. Δεν ήταν ανάγκη να δείχνει πιο ατημέλητη και πιο απελπισμένη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Τσαρλς θα ανησυχούσε αρκετά όταν θα του ζήταγε τη βοήθειά του για να ξεφύγει από τον Μάικλ. Είχε χαρεί σαν παιδί όταν έμαθε ότι παντρεύτηκαν. Περπάτησε γρήγορα προς το μικρό γραφείο του Γουίλκς. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και μπορούσε να δει το φτωχό φως της μεταλλικής λάμπας πάνω στο παμπάλαιο ξύλινο γραφείο του. Έσπρωξε τη πόρτα. «Πέρνα μέσα, Μπρένα.» Το αίμα έφυγε από το πρόσωπό της καθώς μαρμάρωσε από την έκπληξη αντικρίζοντας τον κοκκινομάλλη άντρα που σηκώθηκε αργά στα πόδια του μόλις εκείνη μπήκε μέσα. Ο Ντόνοβαν ήταν ανεπίσημα ντυμένος όπως πάντα με έναν τζιν στο χρώμα της σκουριάς και με μια κρεμ βαμβακερή μπλούζα. Είχε σηκώσει τα μανίκια του μέχρι τους αγκώνες. «Μάικλ!» είπε η Μπρένα αποσβολωμένη. Έκανε ένα αθέλητο βήμα προς τα πίσω καθώς άρχισε να πλυμμηρίζει πανικό. «Ούτε να το σκεφτείς» της είπε ο Ντόνοβαν και η φωνή του ήταν ψυχρή σαν ατσάλι. «Θα σε
πιάσω πριν προλάβεις να φτάσεις στην πόρτα.» Τα μπλε του μάτια ήταν παγωμένα και κοφτερά σαν ξυράφι. «Θα περάσεις μέσα και θα πούμε μερικές κουβέντες πριν πάμε στο διαμέρισμά μου. Με κατάλαβες;» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της λυπημένη καθώς το σοκ από την εμφάνισή του διαλύθηκε. «Όχι, Μάικλ, δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω μαζί σου» του είπε με σιγανή φωνή. «Θα γυρίσεις» της είπε υπεροπτικά. «Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνονται όλα αυτά, αλλά σκοπεύω να το ξεκαθαρίσουμε.» Η Μπρένα έκανε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο και τα καστανά της μάτια ήταν γεμάτα ικεσία. «Όλη η συζήτηση του κόσμου δεν πρόκειται να μου αλλάξει γνώμη. Άσε με να φύγω, Μάικλ.» Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του Μάικλ. «Δεν υπάρχει περίπτωση.» Η Μπρένα άφησε έναν αναστεναγμό κούρασης. Έπειτα από όλο τον πόνο και την αγωνία του να τον αφήσει, θα έπρεπε να περάσει πάλι τα ίδια. «Πού είναι ο Τσαρλς;» τον ρώτησε αποθαρρυμένη. «Αυτός σε πήρε τηλέφωνο;» Ο Ντόνοβαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τον πήρα εγώ, τριάντα λεπτά έπειτα από σένα. Όταν ανακάλυψα ότι έφυγες, ήξερα ότι θα γυρίσεις είτε σ’ αυτόν είτε στη Βίβιαν Μπάρλοου. Του είπα ότι είχαμε ένα μικρό συζυγικό καβγαδάκι και ότι θα σε συναντούσα στο γραφείο του.» Το στόμα του συσπάστηκε κυνικά. «Ήταν ενθουσιασμένος με το να βοηθήσει. Ο Τσαρλς λατρεύει τα χάπι εντ.» «Συγγνώμη που σε έβαλα σε τόσους μπελάδες» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει. «Φοβάμαι ότι απλά έχασες τον χρόνο σου. Αντίο, Μάικλ.» Στράφηκε για να φύγει, αλλά εκείνος μέσα σε δευτερόλεπτα έκανε τον γύρο του γραφείου και την άρπαξε από το χέρι σφίγγοντας τη σαν ατσάλι. «Με τίποτα, Μπρένα» της είπε απαλά. «Θα έρθεις μαζί μου και θα μου μιλήσεις. Γιατί, αν πρόκειται να φύγεις από τη ζωή μου, θα φύγεις μόνη σου. Δε θα πάρεις τον Ράντι μαζί σου.» Τα μάτια της τον κοίταξαν με δυσπιστία. «Μα τι είναι αυτά που λες; Ο Ράντι είναι δικός μου.» «Όπως ορίζει ο νόμος, έχω και εγώ δικαιώματα πάνω του» παρατήρησε με σκληρό ύφος. «Ανήκει και σε μένα. Πετάει με το τζετ αυτή τη στιγμή για το Τουίν Πάινς με την Ντόρις Τσαρλς. Ο Μόντι τον πήρε από το διαμέρισμα της Βίβιαν πέντε λεπτά αφού σε άφησε το ταξί.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της συγχυσμένη. «Όχι» είπε απελπισμένη. «Λες ψέματα. Η Βίβιαν δε θα έδινε ποτέ τον Ράντι σε έναν ξένο.» «Έχεις ξεχάσει πόσο πειστικός μπορεί να γίνει ο Μόντι» της είπε με παγερό ύφος. «Και στο κάτω κάτω ήταν ο αντιπρόσωπος του άνδρα σου.» Πήγε προς το γραφείο σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε γρήγορα ένα νούμερο. «Μίλα της» της είπε με ειρωνικό ύφος δίνοντάς της το τηλέφωνο. Δύο λεπτά αργότερα η Μπρένα του έδινε το τηλέφωνο και το πρόσωπό της ήταν άσπρο. «Αυτό είναι απαγωγή» του είπε μουδιασμένη. «Είσαι το ίδιο κακός με τον Πολ Σαντό.» Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από τον θυμό και τα μπλε του μάτια τρεμόπαιξαν επικίνδυνα. «Θα το αφήσω να περάσει αυτό προς το παρόν» της είπε παγερά. «Αλλά μην το παρακάνεις, Μπρένα. Δεν αισθάνομαι και ιδιαίτερα ήρεμος αυτή τη στιγμή.» Ούτε και αυτή. Το σοκ και το μούδιασμα είχαν εξαφανιστεί αστραπιαία μπροστά στην οργή και την αγανάκτηση. Πώς τολμούσε ο Ντόνοβαν να κάνει κάτι τόσο άκαρδο και υπεροπτικό; «Και τι πρόκειται να ακολουθήσει μετά, Μάικλ;» τον ρώτησε με πικρία και τα καστανά της μάτια πέταγαν φλόγες. «Τι λύτρα ζητάς για να πάρω πίσω τον γιο μου;»
«Προς το παρόν μόνο να με συνοδεύσεις στο διαμέρισμά μου» της είπε «Και όπως σου είπα, έχουμε να μιλήσουμε.» Της έδειξε την πόρτα. «Πάμε;» Ένα ταξί τους πήγε σε ένα κτιριακό συγκρότημα μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ο θυμός της Μπρένα έκαιγε μέσα της σταθερά, καθώς είχε τον χρόνο να σκεφτεί αυτή την απερίσκεπτη και γεμάτη θράσος κίνηση του Ντόνοβαν. Δεν ήταν αρκετό ότι είχε διαλύσει τη ζωή της και της είχε καταστρέψει την πιθανότητα να βρει την ευτυχία δίπλα σε κάποιον άλλον άνδρα, αλλά της είχε πάρει και το μοναδικό πρόσωπο που αγαπούσε εξίσου. Καθώς το ασανσέρ ανέβαινε στο ρετιρέ και ο Ντόνοβαν ξεκλείδωνε την πόρτα, ήταν έξαλλη. Σάρωσε με μια ματιά το διαμέρισμα με την παχιά μοκέτα που κάλυπτε τα σκαλιά που οδηγούσαν στο σαλόνι. Πέταξε την τσάντα της στον χαμηλό καναπέ που είχε το χρώμα της σκουριάς και κοίταξε γύρω της αποδοκιμαστικά παρατηρώντας τη γεμάτη πλούτο ατμόσφαιρα. Κρεμ χαλί, ακριβά σύγχρονα έπιπλα και ένα μεγάλο μπαρ με καθρέφτη, όλα ανέδιδαν ατελείωτη πολυτέλεια και δύναμη. «Πολύ εντυπωσιακό!» είπε σαρκαστικά. «Μοιάζει περισσότερο με ρετιρέ μεγαλοστελέχους κινηματογραφικής εταιρείας.» «Θα μεταβιβάσω στον διακοσμητή μου τα κομπλιμέντα σου» καθώς κατευθύνθηκε προς το μέρος της και τα μισόκλειστα μάτια του κοίταξαν το προκλητικό της πρόσωπο. «Αυτές ήταν οι οδηγίες μου ακριβώς. Χρησιμοποιώ αυτό το διαμέρισμα για επαγγελματικές συναντήσεις. Βρίσκω λίγο υγιή εκφοβισμό πολύ αποδοτικό.» «Γι’ αυτό με έφερες εδώ;» τον ρώτησε θλιμμένη. «Πρόκειται να με εκφοβίσει ο πανίσχυρος Μάικλ Ντόνοβαν;» Το στόμα του Ντόνοβαν σφίχτηκε. «Σε έφερα εδώ για να μου εξηγήσεις γιατί δεν κράτησες τον λόγο σου και έφυγες. Αν πρέπει να σε εκφοβίσω για να πάρω μια απάντηση, ας γίνει έτσι.» Τα μάτια του σκούρυναν σκεφτικά. «Μοιραστήκαμε κάτι ιδιαίτερα όμορφο χθες βράδυ και ξύπνησα σήμερα το πρωί για να ανακαλύψω ότι είχες φύγει για πάντα. Θέλω να ξέρω το γιατί. Έχει να κάνει με τη Μέλανι;» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονη. Ο θυμός της είχε ανεξήγητα ξεθωριάσει και τη θέση του πήρε η επικίνδυνη λαχτάρα που πάντα την τύλιγε στην παρουσία του Ντόνοβαν. «Όχι, δεν ήταν η Μέλανι» του είπε ανήσυχη. «Απλώς δεν μπορούσα να μείνω παραπάνω. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις.» Έπιασε τους ώμους της με πρόσωπο λευκό και ανέκφραστο. «Δεν καταλαβαίνω και δεν πρόκειται να δεχτώ! Ξέρω πολύ καλά ότι δεν ήσουν δυστυχισμένη τους τελευταίους μήνες. Πες μου το γιατί!» Ξαφνικά η Μπρένα ένιωσε ότι δεν άντεχε άλλο. Ήταν εντελώς βασανιστικό να δέχεται τέτοιου είδους κατήχηση όταν τα συναισθήματά της την πόναγαν και τη μάτωναν. «Τι διαφορά έχει αν θα είναι τώρα ή αργότερα;» φώναξε. «Ήταν απλώς θέμα χρόνου, έτσι και αλλιώς.» «Ήταν ένας χρόνος που χρειαζόμουν» της είπε βαρύθυμα. «Νομίζω ότι κατάλαβα τι έγινε. Με το παρελθόν που έχεις κατάλαβα πόσο δύσκολο σου είναι να δεσμευτείς με κάποιον άνδρα. Νόμιζα ότι έκανα πρόοδο, αλλά αυτό το μικρό επεισόδιο με τη Μέλανι κατέστρεψε τα πάντα.» Το στόμα του σφίχτηκε αποφασιστικά. «Λοιπόν, θα χρειαστεί να ξεκινήσουμε από την αρχή.» Τα λόγια του την έκαναν ακόμα πιο συγχυσμένη και αγχωμένη. «Με το να κρατάς τον γιο μου
όμηρο για τη καλή μου διαγωγή; Πόσο καιρό νομίζεις ότι θα μπορείς να ξεφύγεις από κάτι τέτοιο;» Τα μπλε του μάτια συνάντησαν τα δικά της με άγρια αποφασιστικότητα. «Μπορώ να το χρησιμοποιήσω σήμερα και ίσως και αύριο. Την επόμενη μέρα θα βρω άλλο τρόπο για να σε κρατήσω κοντά μου. Και την επόμενη θα βρω άλλον. Θα συνεχίσω μέχρι να μην υπάρχουν άλλα αύριο.» «Γιατί;» του ψιθύρισε και η ματιά της καρφώθηκε στη δικιά του με μια σπίθα ελπίδας να γεννιέται μέσα της. «Γιατί σ’ αγαπώ, ανόητη γυναίκα» είπε μέσα από τα δόντια του. «Γιατί είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.» Το στόμα της άνοιξε και τα μάτια της έγιναν ολοστρόγγυλα. Για μια στιγμή έμεινε αποσβολωμένη με αυτή την απίστευτη δήλωση. «Ξέρω πολύ καλά ότι δε θέλεις μόνιμη σχέση μαζί μου» της είπε τραχιά κουνώντας την απαλά. «Αλλά που να με πάρει, ξέρω ότι μπορώ να σε κάνω να με αγαπήσεις με τον καιρό και θα προσπαθήσω να αγοράσω αυτό τον χρόνο όπως μπορώ!» Κούνησε το κεφάλι της ζαλισμένη. «Αυτό δε βγάζει κανένα νόημα» του είπε μπερδεμένη. «Είχες ξεκαθαρίσει ότι ο γάμος μας ήταν προσωρινός.» «Φοβόμουν ότι θα σε τρόμαζα» της είπε ανέκφραστος. «Ήξερα πολύ καλά τι ήθελα από τη στιγμή που σε είδα, αλλά όταν ανακάλυψα την έλλειψη εμπιστοσύνης που έχεις για τους άντρες, ήξερα ότι δεν έπρεπε να μιλήσω με κανέναν τρόπο για δέσμευση.» Σήκωσε τους ώμους του και η έκφρασή του ήταν εχθρική. «Λοιπόν, πολύ αργά γι’ αυτό τώρα. Σκοπεύω η συγκεκριμένη δέσμευση να διαρκέσει για το υπόλοιπο της ζωή μας. Γι’ αυτό συνήθισέ το, Μπρένα.» Χαμήλωσε το βλέμμα της καθώς ένα κύμα απίστευτης χαράς διαπέρασε το κορμί της. Ο Μάικλ την αγαπούσε. Ο Μάικλ Ντόνοβαν την αγαπούσε και την ήθελε όχι μόνο για τώρα αλλά για πάντα. Μάλλον είχε παρερμηνεύσει τη σιωπή της για απόρριψη και τα χέρια του κινήθηκαν για να ακουμπήσουν τρυφερά το πρόσωπό της. «Θεέ μου! Δώσε μου μια ευκαιρία, γλυκιά μου» την ικέτεψε με βραχνή φωνή. «Μπορώ να σε κάνω ευτυχισμένη, απλώς δώσε μου την ευκαιρία.» Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του και όλη η λάμψη του σύμπαντος έλαμπε μέσα τους. «Και αποκαλείς εμένα ανόητη, Μάικλ Ντόνοβαν» του είπε τρέμοντας. «Εσύ είσαι αυτός που υποτίθεται ότι έχει πείρα με τις γυναίκες. Δεν μπορείς να καταλάβεις πότε κάποια είναι τρελή για σένα;» Έπεσε στην αγκαλιά του και έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της. Τα μάτια του Μάικλ ήταν γεμάτα έκπληξη και το κορμί του σκληρό και ακίνητο καθώς την κοίταγε. Έπειτα τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του, και εκείνος την έσφιξε πάνω του με τέτοια δύναμη, που τους άφησε και τους δύο ξέπνοους. «Μάικλ, σ’ αγαπώ τόσο πολύ!» είπε με μια ανάσα. «Θα σ’ αγαπάω για πάντα, το ξέρεις αυτό;» Ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε από το στήθος του. «Αν δε σταματήσεις να το κάνεις αυτό, θα σου ζητήσω να το αποδείξεις» της είπε και τα μπλε του μάτια έλαμπαν. «Και όσο πολύ και αν ποθώ το υπέροχο νεανικό κορμί σου, ακόμα νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε.» Την έβαλε στον καναπέ και την τράβηξε κοντά του, έτσι ώστε να καθίσει γέρνοντας στην αγκαλιά του. «Πρέπει στ’ αλήθεια να μιλήσουμε;» τον ρώτησε με λαχτάρα η Μπρένα και με το ένα της δάχτυλο αργά άρχισε να χαϊδεύει τη γραμμή του πάνω χείλους του. Της πήρε το χέρι και το κράτησε σταθερά.
«Χρειάζεται» της είπε αποφασιστικά και το στόμα του συσπάστηκε. «Θέλω να τα ξεκαθαρίσουμε όλα. Δε θα υπάρξουν άλλα προβλήματα εξαιτίας των παρεξηγήσεων. Χάσαμε ήδη πάρα πολύ καιρό.» Η Μπρένα άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και η ματιά του περιπλανήθηκε στην εξαίσια καμπύλη του στήθους της κάτω από το μεταξωτό μπλουζάκι της. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να μιλήσουμε γρήγορα» της είπε με βραχνή φωνή. «Ποιος θα πίστευε ότι θα αποδεικνυόσουν μια τέτοια παθιασμένη μικρή μάγισσα; Είσαι ένας συνεχόμενος πειρασμός για μένα, γλυκιά μου.» Του χαμογέλασε και τα μάτια της τον αγκάλιασαν με τέτοια ζέστη και αγάπη, που του κόπηκε η ανάσα. «Μόνο για σένα» του ψιθύρισε. «Μόνο εσένα θέλω, Μάικλ.» «Καλύτερα να παραμείνει έτσι» την απείλησε αστειευόμενος και το χέρι του έπαιζε τρυφερά με τα μαλλιά της. «Ζήλευα από την πρώτη στιγμή που συναντηθήκαμε. Αυτόν τον ηθοποιό στο θέατρο, τον Πολ Σαντό, ακόμα και τον Τζέικ.» «Όχι τον Τζέικ. Ξέρεις ότι ο Τζέικ ποτέ δε θα πρόδιδε τη φιλία σας.» «Με τη λογική μου μπορεί, αλλά τα συναισθήματά μου ήταν άλλη υπόθεση. Ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα πόσο έκλυτος είναι και οι γυναίκες πέφτουν ξερές γι’ αυτόν. Δε θα ήσουν η πρώτη που θα αισθανόσουν πάθος για εκείνον χωρίς να έχει καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια.» «Ναι, είναι πραγματικά γοητευτικός» συμφώνησε η Μπρένα πειραχτικά. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί προτιμώ τους άσχημους, ευέξαπτους Ιρλανδούς.» «Θα σου πω εγώ» και έσκυψε παιχνιδιάρικα για να ψιθυρίσει κάτι στο αυτί της. Ένα πορφυρό χρώμα έβαψε το πρόσωπό της, αλλά τον κοίταξε στα μάτια προκλητικά. «Υποσχέσεις, υποσχέσεις» του είπε κοροϊδευτικά. «Ακριβώς» της είπε περιεκτικά και εκείνη ξανακοκκίνισε με τα δάχτυλά της να παίζουν με τα κουμπιά από το πουκάμισό του καθώς απέφυγε να τον κοιτάξει. «Πραγματικά ήξερες ότι με αγαπάς από εκείνη την πρώτη μέρα;» τον ρώτησε με περιέργεια. Κούνησε το κεφάλι του και ξαφνικά το ύφος του έγινε σοβαρό. «Ήταν σαν να έπεσε πάνω μου το ταβάνι. Δεν κατάλαβα τι με χτύπησε. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν πόθος, αλλά πριν φύγεις εκείνη την ημέρα, ήξερα ότι ήταν κάτι παραπάνω απ’ αυτό.» Έκλεισε τα μάτια του και πρόσθεσε αργά: «Ήταν τρυφερότητα και πάθος και μια τρελή αίσθηση νοσταλγίας.» Άνοιξε τα μάτια του, που ήταν σκούρα και γεμάτα συναίσθημα. «Μια λαχτάρα για σπίτι και εσύ ήσουν το σπίτι. Ήθελα να σε λατρέψω και να σε προστατεύσω μέχρι την ημέρα που θα πέθαινες.» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Μόνο που όταν μου πρόσφερες τη συμφωνία, είπες ότι θα κράταγε μέχρι να με βαρεθείς και να μου πεις να φύγω» του είπε. «Αυτό σήμαινε για πάντα, γιατί δεν μπορούσα να σου πω να φύγεις» της είπε με σιγανή φωνή. Η Μπρένα ξεροκατάπιε με δυσκολία νιώθοντας ένα σφίξιμο στoν λαιμό της και είπε ανάλαφρα: «Όλα αυτά είναι πολύ ωραία, Ντόνοβαν, αλλά θα μπορούσες να ενημερώσεις το κορίτσι.» Άγγιξε ελαφρά την άκρη της μύτης της. «Δε μίλαγες και ιδιαίτερα, καστανομάτα. Πώς μπορούσα να σου εξομολογηθώ αιώνια αγάπη, όταν εσύ δε με εμπιστεύτηκες αρκετά για να μου πεις για το μωρό;» «Τον Ράντι;» τον κοίταξε ερωτηματικά. «Αλλά ήξερες…»
«Όχι, για το δικό μας μωρό» τη διέκοψε ανυπόμονος ο Ντόνοβαν. «Δε νομίζεις ότι έχει έρθει ο καιρός να το συζητήσουμε;» Της χάιδεψε το τοξωτό της φρύδι με το δάχτυλο του. «Πίστευες ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να θέλω το μωρό σου;» «Το μωρό μας;» τον ρώτησε ανέκφραστη η Μπρένα. Ο Ντόνοβαν κάρφωσε το βλέμμα του στο σαστισμένο της πρόσωπο και τα φρύδια του σηκώθηκαν από έκπληξη. Άφησε ένα άηχο σφύριγμα. «Ε, λοιπόν που να με πάρει, δεν το ήξερες» κάγχασε. «Δε σου δίδαξαν στο ορφανοτροφείο από πού έρχονται τα μωρά;» Η Μπρένα τινάχτηκε όρθια κεραυνοβολημένη καθώς το μυαλό της αγωνιζόταν να χωνέψει και να συσχετίσει τις πληροφορίες. «Πρόκειται να κάνω μωρό!» ανακοίνωσε ενθουσιασμένη. «Μα πώς το κατάλαβες;» «Δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψω» της είπε και τα μπλε του μάτια χόρευαν. «Αν θυμάσαι, έχω μια οικεία και ευχάριστη επαφή με το όμορφο κορμί σου τους τελευταίους τρεις μήνες.» Συνοφρυώθηκε πειραχτικά. «Σε αντίθεση με σένα, εγώ ανυπομονούσα για μια τέτοια κατάληξη. Στην πραγματικότητα τη σχεδίαζα. Θα ήταν ακόμα ένας δεσμός που θα σε έδενε με μένα.» «Ένα μωρό!» Τον αγκάλιασε εκστασιασμένη. «Πότε;» κι άρχισε να μετρά ανάποδα από μέσα της. Τα χέρια του την τύλιξαν. «Υπολογίζω σε έναν μήνα πριν από τα βραβεία» είπε αργόσυρτα. «Αυτό θα σου δώσει τον χρόνο να ξαναγίνεις συλφίδα πριν πάρεις το Όσκαρ για τον καλύτερο δεύτερο ρόλο.» Αγνόησε το ευγενικό του πείραγμα και έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του. «Μπορεί να αποφασίσω να εγκαταλείψω την ηθοποιία» είπε ονειροπόλα. «Μπορεί να μην έχω τον χρόνο όταν θα έρθει το μωρό.» Η χαρά του σταμάτησε απότομα και την απομάκρυνε από κοντά του με σταθερό χέρι. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό καθώς της έλεγε: «Άκου, Μπρένα, μπορεί να είμαι λίγο σοβινιστής, αλλά δε σε άφησα έγκυο για να σε μετατρέψω σε μια ακόμη νοικοκυρά. Παραδέχομαι ότι τα ένστικτά μου μου λένε να σε κλειδώσω σ’ ένα χαρέμι και να πετάξω το κλειδί, αλλά είμαι ρεαλιστής. Θέλω να είσαι τόσο χαρούμενη, που δε θα θέλεις να με αφήσεις. Είσαι μια έξυπνη και ταλαντούχα ηθοποιός και θέλω να εκπληρώσεις και αυτό σου το κομμάτι, όπως της μητέρας και της συζύγου. Έτσι όταν το μωρό θα γεννηθεί, θα επιστρέψεις στη δουλειά.» Τη φίλησε ανάλαφρα. «Θα κανονίσουμε έτσι τα πράγματα που να μπορείς να τα κάνεις και τα δύο.» «Ο Μόντι με προειδοποίησε ότι ήσουν πολύ σκληρό αφεντικό» του είπε με ένα μυστήριο χαμόγελο. «Είπε επίσης ότι άξιζε τον κόπο.» Ανασήκωσε τρυφερά το πιγούνι της. «Θα αξίζει, αγάπη μου. Σου το υπόσχομαι. Θα αξίζει.» Και τα χείλη του κάλυψαν τα δικά της.
Κυκλοφορούν επίσης…
Forever
Επικίνδυνα Πάθη της Elizabeth Hoyt
Ο Λόρδος Κέιρ, περιβόητος σε ολόκληρη την Αγγλία για τις ερωτικές του περιπέτειες, αναζητά έναν δολοφόνο στην περιοχή του Σεντ Τζάιλς, την πιο κακόφημη γειτονιά του Λονδίνου. Η Τέμπερανς Ντιους ξέρει το Σεντ Τζάιλς όσο κανείς – άλλωστε έχει περάσει όλη της τη ζωή φροντίζοντας τους κατοίκους του στο φιλόπτωχο ίδρυμα της οικογένειάς της. Ένα ίδρυμα που πλέον είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας… Ο Κέιρ προτείνει μια απλή συμφωνία – αν η Τέμπερανς τον βοηθήσει στην εξερεύνηση του δαιδαλώδους Σεντ Τζάιλς, εκείνος θα την συστήσει στα μέλη της υψηλής κοινωνίας ώστε να μπορέσει να βρει έναν πλούσιο χορηγό για το ίδρυμά της. Αλλά η Τέμπερανς ίσως δεν είναι όσο αθώα φαίνεται, κι αυτό που ξεκινά ως ψυχρή συμφωνία σύντομα μετατρέπεται σε πάθος που κανείς απ’ τους δύο δεν μπορεί να ελέγξει – ένα πάθος που μπορεί να στοιχίσει τη ζωή και των δυο τους… Ολοζώντανοι χαρακτήρες, συναρπαστική πλοκή, υπέροχοι διάλογοι...Ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα και μια ιστορία έρωτα και πάθους που κατέκτησε τις καρδιές εκατομμυρίων αναγνωστών σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Romance
Το Σκίρτημα της Αγάπης της Marion Robinson
Η Τζο Χάρτλεϋ δε φανταζόταν ότι η ζωή της θα άλλαζε για πάντα όταν ξεκινούσε τις διακοπές της στο εξωτικό Μάουι. Ήταν για εκείνη μια ευκαιρία να ζήσει ανέμελα για λίγες ημέρες, αφιερώνοντας χρόνο στον εαυτό της, μακριά από τη ρουτίνα της πόλης. Εκεί γνώρισε τον Κέβιν Πήτερσεν, έναν άντρα γοητευτικό αλλά ταυτόχρονα αλαζόνα, τον οποίο ερωτεύτηκε παράφορα. Από ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας, ο Κέβιν βρέθηκε να είναι ο εργοδότης της Τζο στην καινούργια της δουλειά, κάνοντας τη ζωή της απίστευτα περίπλοκη. Πώς θα μπορούσε η Τζο να δουλέψει με έναν άντρα που έμοιαζε να έχει εξαλείψει κάθε συναίσθημα από την καθημερινότητά του; Και ακόμα, περισσότερο, θα κατάφερνε να ξεπεράσει την ακατανίκητη έλξη που ένιωθε για εκείνον;
GOLD
Ερωτική Τρικυμία της Iris Johansen
Η όμορφη ακτιβίστρια Τζέιν Σμιθ δεν είχε ιδέα για το παιχνίδι που της επιφύλασσε η μοίρα όταν αποφάσισε να επιβιβαστεί κρυφά στη θαλαμηγό του βαθύπλουτου επιχειρηματία και σκηνοθέτη Τζέικ Ντόμινικ. Το μόνο που ήθελε ήταν να διαμαρτυρηθεί έμπρακτα για την ανέγερση ενός πυρηνικού εργοστασίου και να επωφεληθεί από τη δημοσιότητα ώστε να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης. Όμως λίγο πριν ολοκληρώσει την παράτολμη αποστολή της, η Τζέιν πέφτει στην κυριολεξία πάνω στον γοητευτικό εκατομμυριούχο, που της υπόσχεται ότι δε θα την παραδώσει στις αρχές, αν τον συνοδέψει σε μια κρουαζιέρα στην Καραϊβική ως μέλος του πληρώματος. Η ιδεαλίστρια Τζέιν και ο ρεαλιστής Ντόμινικ είναι δύο τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα ανακαλύψουν ότι η μαγεία του έρωτα αρκεί για να γεφυρώσει κάθε είδους διαφορές...
Dream
Στα δίχτυα του έρωτα της Kelley St. John
H Μπαμπέτ Ρόμπινσον αλλάζει δουλειές και άντρες σαν τα πουκάμισα. Αλλά όταν μένει ακόμα μια φορά άνεργη, αποφασίζει να αφοσιωθεί σε κάτι για αλλαγή, αξιοποιώντας το ιδιαίτερο ταλέντο της: να βοηθάει τους άλλους με τα αισθηματικά τους προβλήματα – όσο κι αν η ίδια δεν τα καταφέρνει στα δικά της… Το Μπέρμινγχαμ της Αλαμπάμα, με τις πλούσιες γυναίκες της ανώτερης τάξης έχει την ιδανική πελατεία για μία «Γιατρό του Έρωτα», συμπεριλαμβανομένης της διάσημης Κίτι Καρέλ. Το πρόβλημα είναι ότι ο άντρας που θέλει να ξανακερδίσει δεν είναι άλλος από τον Τζεφ Γιούμπανκς – τον πρώην της Μπαμπέτ! Η ξένοιαστη Μπαμπέτ του παρελθόντος είχε ξεγράψει τον Τζεφ τρία χρόνια πριν, αλλά όταν τον ξαναβλέπει, πραγματικά δεν μπορεί να θυμηθεί το γιατί… Για να σώσει τη νέα της καριέρα και να αποδείξει στον εαυτό της ότι μπορεί να τα καταφέρει, η Μπαμπέτ είναι αποφασισμένη να τα ξαναφτιάξει στον Τζεφ και την Κίτι. Αλλά ο Τζεφ έχει άλλα σχέδια, και η Γιατρός του Έρωτα θα ανακαλύψει ότι ο έρωτας μπορεί να γιατρέψει τα πάντα…
GOLD
Επικίνδυνη Γοητεία της Alicia Dean
Όταν η φιλόδοξη αστυνομικός Σαμάνθα Κόλμπι αναλαμβάνει να ερευνήσει το φόνο της διάσημης Μόνα Μόρισον, ανακαλύπτει με τρόμο πως ο νέος ιατροδικαστής με τον οποίο θα πρέπει να συνεργαστεί στενά αντιπροσωπεύει όλα όσα μισεί σε έναν άντρα. Γοητευτικός, αυτάρεσκος, αυθόρμητος και πεισματάρης, ο Ντέξτερ Χόκινς θυμίζει στη Σαμάνθα λάθη του παρελθόντος τα οποία παλεύει να ξεχάσει. Σύντομα, όμως, η Σαμάνθα διαπιστώνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί στην ακαταμάχητη γοητεία του Ντέξτερ. Καθώς οι δυο τους προσπαθούν να εξιχνιάσουν την πολύκροτη υπόθεση δολοφονίας, η όμορφη αστυνομικός θα πρέπει να βρει τις ισορροπίες μεταξύ της καριέρας και της προσωπικής της ζωής και να αποφασίσει οριστικά αν θα ακούσει το κάλεσμα της καρδιάς ή τη φωνή της λογικής...
GOLD
Ένα Αθώο Ψέμα της Jan Romes
Ένα αθώο ψέμα απογειώνει την όμορφη Άλι Μπλου στους αιθέρες ως αεροσυνοδό στις αερογραμμές Άπγουορντ. Ελπίζει εκεί ψηλά να ξεχάσει την απογοήτευση που σημάδεψε πρόσφατα τη ζωή της: τη συντριβή του ονείρου της να ανοίξει τη δική της πανσιόν σε μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη, αλλά και το πικρό μυστικό της μητέρας της, το οποίο την πληγώνει εδώ και χρόνια. Πολύ σύντομα όμως o γοητευτικός επιβάτης Κίπτιν Ε. Τόμας θα θέσει σε κίνδυνο τόσο την καινούργια επαγγελματική σταδιοδρομία της όσο και τη γαλήνη της καρδιάς της. Πεισματάρηδες και οι δύο, η Άλι και ο Κίπτιν σύντομα θα ανακαλύψουν πως για χάρη του έρωτα είναι διατεθειμένοι να αφήσουν στην άκρη τους φόβους τους και να παραδοθούν για πρώτη φορά στην αιθέρια μαγεία του έρωτα.
Forever
Ένας Λόρδος για την Άναμπελ της Sabrina Jeffries
Μετά το Μυστικό του Λόρδου Στόουνβιλ, η Sabrina Jeffries συνεχίζει με την ιστορία των υπόλοιπων μελών της διαβόητης οικογένειας Σαρπ… Έξαλλος με το τελεσίγραφο της αυταρχικής γιαγιάς του “ή παντρεύεσαι ή χάνεις την κληρονομιά σου” ο λόρδος Τζάρετ Σαρπ ρισκάρει τα πάντα σε ένα στοίχημα εναντίον μιας πανέμορφης όσο και μυστηριώδους γυναίκας. Βουλιαγμένος στα σκάνδαλα μετά το μυστηριώδη θάνατο των γονιών του, ο λόρδος Τζάρετ Σαρπ αναγκάζεται να διευθύνει την οικογενειακή επιχείρηση. Αλλά ο τυχοδιώκτης μέσα του δεν μπορεί να αντισταθεί όταν η σαγηνευτική Άναμπελ Λέικ του προτείνει ένα στοίχημα. Αν χάσει, θα πρέπει να τη βοηθήσει να σώσει τη ζυθοποιεία της. Αν κερδίσει, όμως, η Άναμπελ θα πρέπει να περάσει μια νύχτα στο κρεβάτι του. Η συμφωνία αυτή θέτει σε κίνηση μια σειρά γεγονότων που απειλούν να τινάξουν στον αέρα όλα τα σχέδια του γοητευτικού Τζάρετ… και αποκαλύπτει το μυστικό που η κοπέλα κρατά φυλαγμένο τόσον καιρό. Έτσι ο Τζάρετ προτείνει ένα δεύτερο στοίχημα – και αυτή τη φορά σκοπεύει να κερδίσει όχι μόνο το κορμί της Άναμπελ αλλά και την καρδιά της…