RITA OBERLIES
Δεύτερη Ευκαιρία
Tίτλος πρωτοτύπου: SECOND CHANCES by Rita Oberlies Copyright © 2012 by Rita Oberlies Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Eιρήνη Ψημενάτου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Όλγα Παλαμήδη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 12 ISΒN: 978-960-497-512-9 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στον μπαμπά και στη μαμά – μου λείπετε. Στους Sean, Timothy και Daniel – σας αγαπάω. Στους Alethea, Lori και Entangled Publishing – σας ευχαριστώ.
Κεφάλαιο Ένα Ο Λουκ έβαλε τη μαύρη αμέρικαν εξπρές στο πορτοφόλι του και βγήκε έξω από την πλαϊνή πόρτα του Γκριλ Χάους. Μια ντουζίνα συνάδελφοί του, συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών του, βρίσκονταν ακόμα μέσα και πανηγύριζαν την αθώωση της επιχείρησης Νιούχαρτ, ενός από τους σημαντικότερους πελάτες τους. Έπειτα από ένα χρόνο υποκρισίας και εντυπωσιασμού για χάρη των μέσων ενημέρωσης, ο εισαγγελέας είχε παρουσιάσει μια αδύναμη υπόθεση, που ως αποτέλεσμα είχε μια πανηγυρική ήττα και μια σοβαρή επίπληξη από τον προεδρεύοντα δικαστή. Ήταν λίγο μετά τις οκτώ όταν ο Λουκ κατάφερε να βρει το αυτοκίνητό του και τώρα οδηγούσε στους στενούς δρόμους του Νορθ Εντ. Η κίνηση στη Λεωφόρο Ατλάντικ ήταν μεγάλη και τελικά έφτασε στο αθλητικό κλαμπ Ριτς Πόιντ λίγο μετά τις οκτώ και τέταρτο. Τη στιγμή που μπήκε στο χολ, βρήκε τον Τζον να τεμπελιάζει πάνω σε μία φθαρμένη πολυθρόνα και να πίνει με θόρυβο το βιταμινούχο νερό του. «Άργησες.» «Και εσύ είσαι όμορφος όταν στραβομουτσουνιάζεις» του απάντησε ο Λουκ καθώς πέταγε αδιάφορα το σακίδιό του στη μόνη άδεια πολυθρόνα. «Πώς είναι η Άντζι;» «Τσαντισμένη, το πιο πιθανό.» «Δεν την πήρες τηλέφωνο;» «Το σκέφτηκα.» Ο Λουκ έσκυψε και πήρε τη ρακέτα του μέσα από την τσάντα του. «Αλλά δεν ψάχνομαι για σχέση αυτό τον καιρό.» «Τα επίπεδα της τεστοστερόνης σου μάλλον είναι χαμηλά. Αγόρασε αυτά τα μπλε μαγικά χαπάκια και βγες στον έξω κόσμο.» Το να ρίχνει λάδι στη φωτιά απαντώντας στα σχόλια του Τζον απλώς θα τους έκανε να ανταλλάσσουν σπόντες όλη νύχτα. «Πάμε, λουλού, έχω να κάνω πεντικιούρ το πρωί και δε θέλω ν’ αργήσω.» «Μια και μιλάς για αργοπορία, γιατί δεν είσαι στο Άμχερστ; Νόμιζα ότι θα κάνετε μια διήμερη συναυλία.» Ο Λουκ έκοψε λίγο το ρυθμό του, μέχρι να έρθει δίπλα του ο Τζον. «Θα πάρω άδεια. Το να προσπαθώ να εξισορροπώ τη δουλειά και το συγκρότημα είναι πολύ κουραστικό.» Σταμάτησαν να μιλάνε έως ότου έφτασαν στο γήπεδο τέσσερα. Όταν η πόρτα κλείδωσε πίσω τους, ο Τζον τελικά απάντησε. «Από πότε το να παίζεις ντραμς σού έγινε δύσκολο; Είναι το μόνο πράγμα που κάνεις, αν εξαιρέσεις ότι κρατάς το φανάρι σ’ εμένα και στην Αμάντα.» «Πράγματι. Και πόσο νομίζεις ότι μπορώ να συνεχίσω έτσι;» Ο Λουκ πήρε θέση στη ζώνη του σερβίς και ύψωσε τη ρακέτα του. Καθώς η μπάλα αναπήδησε στον τοίχο, ο Τζον ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Πρέπει να μιλήσουμε.»
Η μπάλα αναπήδησε ψηλά, αναγκάζοντας το Λουκ να τεντωθεί περισσότερο για να τη φτάσει. «Δεν είμαι σε θέση να αντέξω μια ερασιτεχνική ψυχοθεραπεία απόψε.» Αυτή τη φορά η μπάλα πέρασε πάνω από τον ώμο του Τζον και η ρακέτα του έπεσε στο πάτωμα. «Απόψε, έρχεται η Μπρένα. Το έμαθα σήμερα το απόγευμα.» Η καρδιά του Λουκ χτύπησε έντονα. «Τι;» «Έβγαλε το σπίτι της στο σφυρί. Η Αμάντα είπε ότι ελπίζει σε μια γρήγορη πώληση.» Κάθε κύτταρο του κεφαλιού του Λουκ άρχισε να πάλλεται. «Γιατί τώρα; Πίστευα ότι η ζωή της ήταν τέλεια στη Φλόριντα. Διάολε, άκουσα ότι σχεδόν αρραβωνιάστηκε με αυτό τον κατασκευαστή.» Ένα αυστηρό βλέμμα φάνηκε στο πρόσωπο του Τζον. «Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα εκεί κάτω. Το να συντηρεί την εβδομηνταπεντάχρονη γιαγιά της και τον αδελφό της δεν ήταν εύκολο.» Ο θυμός άρχισε να καίει τα σωθικά του Λουκ. «Γιατί δε μου το είχες πει; Θα μπορούσα να έχω βοηθήσει.» «Πώς ακριβώς; Πετώντας της χρήματα; Δε σε άφηνε να την κεράσεις ούτε ένα καταραμένο ποτό στη Σαρασότα, Λουκ. Πιστεύεις, στ’ αλήθεια, ότι θα δεχόταν κάποια φιλανθρωπία από σένα;» Οι τοίχοι του γηπέδου έκαναν το Λουκ να αισθάνεται σα θηρίο στο κλουβί. «Πάμε να φύγουμε από δω μέσα. Θέλω να μάθω τι άλλο δε μου έχεις πει.» Ο Τζον πήγε προς την πόρτα. Η σιωπή μεταξύ τους δεν έσπασε παρά μόνο όταν έφτασαν στο σαλόνι, που τώρα ήταν γεμάτο κόσμο. «Πάρε ένα μπουκάλι νερό και το μπουφάν σου» του είπε ο Τζον ενώ τραβούσε την γκρι μπλούζα με την κουκούλα πάνω από το κεφάλι του. «Θα περπατήσουμε στο στίβο απέναντι.» Πολύ λίγα πράγματα είχαν απειλήσει να καταστρέψουν αυτή τη δεκαετή φιλία. Η σχέση του Λουκ με την Μπρένα Μόργκαν, ειδικά στα τελευταία της, αποτελούσε μια αξιοσημείωτη εξαίρεση. Όμως, οι ισχυροί δεσμοί μιας άλλοτε στενής παρέας είχαν σπάσει. Μόλις οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν, ένα κύμα παγωμένου αέρα όρμησε καταπάνω τους. Τουλάχιστον, ήταν μόνοι τους. Παραείχε κρύο για άσκηση έξω. Προβολείς φώτιζαν τα δεκαπέντε περίπου μέτρα του πεζοδρομίου που οδηγούσε στη γωνία του δρόμου. «Πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα;» Ο Τζον ξεφύσησε. «Δεν ήταν μόνο τα χρήματα. Η γιαγιά της πάσχει από άνοια και δεν μπορεί να μένει μόνη της όλη μέρα. Νομίζω ότι η Μπρένα πληρώνει τα σπασμένα.» «Το να γυρίσει στη Βοστόνη δε θα βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση. Μόνο η ενοικίαση ενός σπιτιού είναι πέρα των δυνατοτήτων της.» Ο Λουκ επιτάχυνε το ρυθμό του, ελπίζοντας να ξεφορτωθεί λίγη από την ένταση που ένιωθε. «Η Μπρένα έχει ξεμείνει από επιλογές. Μια θεία της προσφέρθηκε να βοηθήσει με τη φροντίδα της γιαγιάς της.» «Και ο Τσέις τι κάνει; Δεν μπορεί να βοηθήσει;» Η ανάσα του Τζον βγήκε από μέσα του απότομη. «Έχει μετακομίσει με δυο φιλαράκια του από το πανεπιστήμιο. Δε νομίζω ότι η Μπρένα θα του
ζητούσε ποτέ ν’ αφήσει το κολέγιο.» Τα πνευμόνια του Λουκ έκαιγαν καθώς πλησίαζε τον όγδοο γύρο. Εκείνος είχε προσευχηθεί να γίνει ένα μεγάλο θαύμα. Ήθελε η Μπρένα να φύγει από τη Φλόριντα και να επιστρέψει σπίτι. «Το μόνο που σου ζητάω είναι να της δώσεις χρόνο να προσαρμοστεί, πριν προσπαθήσεις να τη μαγέψεις με τη “νεοαποκτηθείσα” ωριμότητά σου.» Ο Τζον είχε δίκιο. Ο Λουκ είχε φανεί ανώριμος στο παρελθόν και αυτό δεν έπρεπε να επαναληφθεί. «Έχει κάποια σχέδια; Κάποια δουλειά; Ένα μέρος να μείνει;» «Θα μείνει στη θεία της, τουλάχιστον προσωρινά.» Μια θολή εικόνα ξεπήδησε απ’ το μυαλό του Λουκ. Ένα σπίτι πενήντα ετών, στο Κέιπ Κοντ, με δύο κρεβατοκάμαρες. Είχε βρεθεί εκεί μια δυο φορές όταν ήταν τελειόφοιτος στο Πανεπιστήμιο Μπράιτον. «Αυτή είναι άγρια περιοχή. Γίνονται πολλές διαρρήξεις.» Ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο του Τζον. «Είχα προειδοποιήσει την Αμάντα ότι θα είμαστε αρκετά απασχολημένοι με το να σε έχουμε υπό επιτήρηση.» Ο Λουκ έτριψε με τους αντίχειρές του τα μάτια του. «Αν εσείς οι δύο δε διατυμπανίζατε την οικογενειακή σας ευτυχία, ίσως είχα αποκτήσει μια πιο φυσιολογική εικόνα για τις σχέσεις.» «Θέλεις ν’ ακούσεις το κήρυγμά μου για το “Υπάρχουν και άλλες γυναίκες εκεί έξω”;» «Να πάρει, όχι, δε θέλω.» Τα πόδια του Λουκ άρχισαν να τον καίνε. «Γνώρισα αρκετές απ’ αυτές.» Ανάθεμα, η Γκρέις Ουίνστον ήταν σχεδόν τέλεια, αλλά εκείνος ακόμα σκεφτόταν την Μπρένα. Ήταν το δικό της κορμί που ήθελε δίπλα του στο κρεβάτι όταν ξυπνούσε το πρωί. «Και τι θα γινόταν αν η Μπρένα πίστευε ότι ο κατάλληλος άντρας δεν έχει εμφανιστεί ακόμα στη ζωή της;» «Τότε θα χρειαζόταν να της αποδείξω ότι κάνει λάθος.» «Πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του κολεγίου. Κάποια απ’ αυτά δε θα έλεγα ότι είναι υπέρ σου.» Ο Λουκ σήκωσε το φρύδι του. «Και τι εννοείς μ’ αυτό;» «Κάποιες κοπελίτσες θα λάτρευαν την ιδέα να βρουν ένα δικηγόρο που να διαθέτει περισσότερα λεφτά απ’ ό,τι μυαλό. Η Μπρένα δεν είναι μία απ’ αυτές. Υποθέτω ότι σήμερα υπάρχουν περισσότερα εμπόδια απ’ ό,τι στο παρελθόν.» Ο Λουκ είχε κληρονομήσει λεφτά, πολλά λεφτά, κάτι που μετρούσε στη Βοστόνη. Το γεγονός αυτό όμως δεν επηρέασε ιδιαίτερα τη σχολική του ζωή. Βέβαια, οι περισσότεροι φίλοι του αναγνώριζαν το όνομα «Μπράντεν», αλλά ευτυχώς αυτό δεν επέδρασε αρνητικά στη μεταξύ τους συναναστροφή. Μόνο ένα άτομο αντιδρούσε έντονα – μια συγκεκριμένη καστανομάλλα, που τον αντιμετώπιζε σαν αφροδίσιο νόσημα, λες και ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στη Γη που ήθελε να αγγίξει. «Η καταγωγή μου και ο τραπεζικός μου λογαριασμός δεν της λένε τίποτα.» Ο Λουκ μισούσε να προσπαθεί να εξηγήσει κάτι που και ο ίδιος δεν καταλάβαινε. «Δεν ήταν κάτι το επιφανειακό. Δεν είναι ότι-»
Ο φίλος του τον διέκοψε. «Δε χρειάζεται να προσπαθείς να το εξηγήσεις σ’ εμένα. Θυμάμαι πώς ήσασταν εσείς οι δύο όταν ήσασταν μαζί. Απλώς, μην προσπαθείς να σκαρφιστείς τρόπους για να την κερδίσεις.» Όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ο Τζον είχε δίκιο. Δύο μήνες πριν, η Μπρένα δεν άντεχε να βρίσκεται κοντά του ούτε δεκαπέντε λεπτά. Ένα μαρτίνι κακής ποιότητας και μια τυπική συζήτηση, χωρίς ίχνος ενδιαφέροντος από πλευράς της, ήταν ό,τι είχε αποκομίσει από τη συνάντησή τους όταν είχε πάει στη Σαρασότα. Είχε μακρύ δρόμο μπροστά του αν ήθελε να ελπίζει ότι η Μπρένα θα άλλαζε γνώμη και θα του έδινε μια δεύτερη ευκαιρία.
Κεφάλαιο Δύο «Αυτά τα σύννεφα φέρνουν χιόνι, γλυκιά μου. Να πάρω τηλέφωνο το Φρανκ για να βεβαιωθώ ότι έφυγε από το γραφείο;» Η Μπρένα δάγκωσε τα χείλη της. Ο παππούς Φρανκ είχε πεθάνει. Η βιομηχανία Μάξγουελ είχε χρεοκοπήσει πριν από πέντε χρόνια. Και το χιόνι έπεφτε στα τελευταία τριάντα χιλιόμετρα. Ήταν κουρασμένη. Τα οπίσθιά της είχαν πιαστεί και την πόναγαν. Ο χιλιομετρητής είχε σταματήσει να λειτουργεί στη Βόρεια Καρολίνα. «Μην ανησυχείς, γιαγιά. Πήρα τον παππού όταν σταματήσαμε τελευταία φορά για να ξεκουραστούμε. Ο κύριος Γκριμ τούς έστειλε όλους σπίτια τους εξαιτίας της κακοκαιρίας.» «Ευχαριστώ, Θεέ μου. Ίσως μαγειρέψει για μας το μοσχαράκι.» Η Μπρένα μουρμούρισε σιγανά μια επιβεβαίωση και αναρωτήθηκε πώς θα άντεχε άλλα τριακόσια χιλιόμετρα με τέτοιες παράλογες συζητήσεις. Το στομάχι της σφίχτηκε από την ενοχή. Θα μπορούσε να είχε βρει έναν τρόπο να πληρώσει ένα εισιτήριο για την επιστροφή. Δεκαοκτώ χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο επιβάρυναν την ήδη εύθραυστη μνήμη της γιαγιάς της. Ένα τρίωρο αεροπορικό ταξίδι με μια αεροσυνοδό που θα πρόσεχε τη γιαγιά της, θα την είχε αναστατώσει πολύ λιγότερο. Μην κοιτάς πίσω. Καμία από τις αποφάσεις που έπαιρνε τώρα δεν ήταν εύκολη. Μόνο ο χρόνος θα μπορούσε να δείξει αν ήταν οι σωστές. Τουλάχιστον, η πώληση του διαμερίσματος είχε πάει καλά. Ακόμα και ο μεσίτης είχε εκπλαγεί που μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες είχε πιάσει την τιμή που ζητούσε. Εκείνη τη νύχτα, η Μπρένα γιόρτασε. Ήπιε τρία κοσμοπόλιταν προτού συνειδητοποιήσει ότι τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό της δεν ήταν χαράς αλλά πόνου. Θα έχανε τη ζωή που είχε φτιάξει για τον εαυτό της. Η Σαρασότα ήταν μια πόλη ασφαλής και απλή. Είχε μια σταθερή δουλειά, που της επέτρεπε να βοηθήσει την οικογένειά της χωρίς να χρειάζεται να στηρίζεται σε έναν περιπλανώμενο πατέρα για βοήθεια. Το πρώτο της αληθινό σπίτι το είχε αποκτήσει με δικά της χρήματα. Αισθανόταν πλέον ελεύθερη να βγει ραντεβού με κάποιον άντρα, χωρίς να φοβάται ότι αυτός θα αναγνωρίσει το επώνυμό της, επειδή θα εμφανιζόταν στο αστυνομικό δελτίο της τηλεόρασης. Όλα αυτά θα τα έχανε. «Ελπίζω να μη χάσουμε τον Τροχό της Τύχης. Ο καημένος ο παππούς σου περνά περισσότερο χρόνο βλέποντας τη Βάνα, παρά λύνοντας ένα παζλ.» Ένα μικρό γελάκι ταξίδεψε απ’ το μπροστινό κάθισμα. «Φυσικά, εγώ προτιμώ τον Πατ Σάζακ και έτσι δεν πρέπει να παραπονιέμαι.» «Ίσως σας νικήσω και τους δύο απόψε. Η ατυχία μου πρέπει να σταματήσει κάποια στιγμή.» Τα μικρά σκελετωμένα δάχτυλα της γιαγιάς της ακούμπησαν μαλακά το δεξί της ώμο. «Είσαι πιο έξυπνη από εμάς. Εύχομαι λίγη από αυτή την εξυπνάδα να την πάρει και ο πατέρας σου. Ο Ουίλιαμ είναι πολύ μεγάλος πια για να πηγαίνει από δουλειά σε δουλειά.» Όσο η Μπρένα μπορούσε να θυμηθεί, ο πατέρας της δεν είχε ποτέ πραγματική δουλειά. Έφερνε, φυσικά, χρήματα από καιρό σε καιρό, συνήθως έπειτα από μια βραδιά στο Καζίνο του Φόξγουντ, ή έπειτα από ένα απόγευμα που ξεφόρτωνε λουλούδια από το φορτηγάκι του Τζέι Μανσίνι. Όταν στεκόταν πολύ τυχερός, μπορεί να έβγαζε αρκετά για να αγοράσει κρέας, όμως τον περισσότερο
καιρό τα χρήματα έφταναν μόνο για μακαρόνια με τυρί. «Γιατί δεν κλείνεις λίγο τα μάτια σου, γιαγιά; Φαίνεται ότι μειώνεται η κίνηση.» Η γιαγιά έβγαλε το χέρι της από τον ώμο της Μπρένα και απομακρύνθηκε απ’ την πόρτα του συνοδηγού. «Ένα ταξίδι στο εμπορικό κέντρο συνήθως δε με κουράζει τόσο. Ξύπνα με λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι. Θέλω να φρεσκάρω το μακιγιάζ μου πριν με δει ο Φρανκ.» «Φυσικά. Ο παππούς δε θα σε αναγνώριζε χωρίς το απαλό ροζ κραγιόν σου.» Τα χείλη της γιαγιάς χαμογέλασαν με έναν κοριτσίστικο τρόπο. «Ξέρω ότι μας θεωρείς ένα ανόητο ζευγάρι ηλικιωμένων, αλλά αυτά τα μικρά πράγματα είναι που μας κρατάνε. Κανείς δε θέλει να δουλεύει σκληρά για μια σχέση, μα είναι ο μόνος τρόπος να τα βγάλεις πέρα στους δύσκολους καιρούς.» Δύσκολοι καιροί. Η Μπρένα δεν ήταν σίγουρη πόσους ακόμα δύσκολους καιρούς θα μπορούσε να αντέξει. Οι γιατροί στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο την είχαν προειδοποιήσει για τις αλλαγές που θα γινόντουσαν τους μήνες που θα ακολουθούσαν. Η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων που βοηθούσαν τη γιαγιά της να αντιμετωπίσει την άνοια είχε αρχίσει να μειώνεται και τώρα η αρρώστια προχωρούσε στο επόμενο στάδιο. Οι κακές μέρες σύντομα θα ήταν περισσότερες από τις καλές. Κάποια στιγμή, η φροντίδα στο σπίτι δε θα ήταν πλέον επιλογή. Μια απαλή ρυθμική αναπνοή επιβεβαίωσε την υποψία της Μπρένα ότι η γιαγιά της παραδόθηκε στον ύπνο εξαντλημένη από την κούραση. Η ματιά της περιπλανήθηκε στη γαλήνια έκφραση της γιαγιάς της. Δε θα έπρεπε να της φέρνει πόνο στην καρδιά, αλλά πόνεσε. Καυτά δάκρυα γέμισαν τα μάτια της γρήγορα και απροσδόκητα. Κάποια μέρα, η γιαγιά δε θα ξυπνούσε. Κάθε πρωί, η Μπρένα έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά της με το στομάχι της δεμένο κόμπο. Παρ’ όλο που προσευχόταν η γιαγιά της να φύγει ειρηνικά στον ύπνο της πριν η άνοια της κλέψει κάθε ανθρώπινο κομμάτι της, η Μπρένα δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Το μπλε φωτάκι του ταμπλό τής υπενθύμισε ότι είχε ακόμα μπροστά της ώρες οδήγησης. Θα ήταν ένα μικρό θαύμα αν το στομάχι της και το αντιψυκτικό υγρό κρατούσαν λίγο ακόμα. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Η μία και μοναδική φορά που άφησε τη γιαγιά της μόνη στο αυτοκίνητο αποδείχτηκε καταστροφική. Αντί να μείνει για πέντε λεπτά μέσα στο αυτοκίνητο –όσο, δηλαδή, χρειάστηκε η Μπρένα για ν’ αγοράσει ένα κουτί ασπιρίνες στο 7-Ιλέβεν–, η γιαγιά της αποφάσισε να περπατήσει στη Λεωφόρο Ταμιάμι, σε ώρα αιχμής. Είκοσι λεπτά την αναζητούσε και τελικά χρειάστηκε η βοήθεια δύο αστυνομικών για να μπορέσει να την εντοπίσει. Η Μπρένα προτιμούσε να πεθάνει από την πείνα, παρά να ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Όταν πέρασε από το νησί Ροντ, τόσο το χιόνι όσο και η κίνηση είχαν μειωθεί αισθητά. Θα έφταναν στη Βοστόνη μέχρι τις εννιά το αργότερο. Με λίγη τύχη, θα ξεφόρτωνε το αμάξι, θα τάιζε τη γιαγιά της, θα την έβαζε για ύπνο και θα έκανε όλα τα αναγκαία τηλέφωνα πριν από τις δώδεκα το βράδυ. Ήταν ένα καλό σχέδιο. Αν η μοίρα, με τη μορφή ενός άντρα με φαρδιούς ώμους, δεν είχε παρέμβει, θα ήταν και ένα πετυχημένο σχέδιο. Αμέσως μόλις η Μπρένα έφτασε στη Λεωφόρο Χάιλαντ, ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν υπήρχε περίπτωση αυτή η σκούρα Εσκελέιντ Κάντιλακ, που περιπλανιόταν στο δρόμο της θείας Τες, να ανήκε σε κάποιον από τους συγγενείς της. Η Αμάντα και ο Τζον ήταν πάντα ερωτευμένοι με τα Βόλβο και ήταν απίθανο να κατασκόπευαν το σπίτι της θείας της.
Θα την είχε πιάσει πανικός αν δεν ήταν τόσο κουρασμένη. Πάρκαρε πίσω από το μεγάλο SUV, έκλεισε τη μηχανή και σκούντησε μαλακά τον ώμο που είχε γείρει πάνω της. «Γιαγιά, φτάσαμε. Να, η θεία Τες μάς περιμένει στη βεράντα.» Την αρχική σύγχυση στο πρόσωπο της γιαγιάς της, τη διαδέχτηκε η έκπληξη και ο ενθουσιασμός. «Για κοίτα την. Θεέ μου, δεν έχει καμία αίσθηση λογικής; Μόνο η μικρή μου αδελφή θα μπορούσε να τριγυρνά στη γειτονιά φορώντας ροζ ρόμπα.» Η πόρτα του συνοδηγού άνοιξε και έκλεισε με τέτοια ταχύτητα που η Μπρένα δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει. Ακόμα και από απόσταση μπορούσε να νιώσει τη χαρά της επανένωσης των δύο αδελφών. Και το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας που ένιωθε η Μπρένα, εξαφανίστηκε. Ο θόρυβος από μια άλλη πόρτα τράβηξε την προσοχή της Μπρένα στο μπροστινό αυτοκίνητο. Ήταν ώρα να αντιμετωπίσει αυτό που δεν ήθελε. Πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μανίκια του μακριού παλτό της και το φόρεσε, μέτρησε ως το τρία και βγήκε αργά έξω απ’ το αυτοκίνητο. «Αναμφισβήτητα, ο Τζον και η Αμάντα θα με ξεσκίσουν αύριο, όταν μάθουν ότι ήρθα.» Η Μπρένα προσπάθησε να αγνοήσει το ξέφρενο σφυροκόπημα στο στήθος της. Η λαχτάρα της να τον αγκαλιάσει την τσάκιζε. Έδειχνε τόσο μυώδης φορώντας το παλιό του τζιν, ένα καφέ δερμάτινο μπουφάν και τις μπότες του. «Πες μου γιατί είσαι εδώ και δε θα φτάσω στα άκρα. Και πώς, στο διάολο, ήξερες πότε φτάνω; Αυτό είναι παρενόχληση, έτσι δεν είναι, Μπράντεν;» «Έπρεπε να διαπιστώσω ο ίδιος ότι θα έφτανες σπίτι ασφαλής απόψε. Ό,τι και αν έχει συμβεί μεταξύ μας, είσαι μια φίλη για την οποία νοιάζομαι. Γι’ αυτό, συνήθισέ το.» Δίστασε και έβαλε τα χέρια του στις μπροστινές τσέπες του μπουφάν του. «Πήρα τηλέφωνο την Τες. Μου έδωσε την πιθανή ώρα άφιξής σου. Όχι, λοιπόν, δεν παρενοχλούσα το σπίτι. Αν μ’ αφήσεις, θα ήθελα να ξεφορτώσω το αμάξι και να σου δώσω χρόνο να τακτοποιήσεις τη γιαγιά σου στο σπίτι.» Η Μπρένα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, προσπαθώντας να εμποδίσει τα δάκρυά της, που απειλούσαν να τρέξουν. «Θα απέρριπτα την πρότασή σου, όμως αυτή τη στιγμή νιώθω ότι κάθε κόκαλο του κορμιού μου είναι έτοιμο να σπάσει.» «Γιατί δε μου δίνεις τα κλειδιά και να πας μέσα;» Τα ζεστά του δάχτυλα άγγιξαν φευγαλέα το χέρι της. «Χωρίς δεσμούς, χωρίς καμία υποχρέωση.» Πάντα θα υπήρχαν δεσμοί ανάμεσά τους. Μπορεί να τους αγνοούσαν ή, στη δική της περίπτωση, να τους αρνιόταν, αλλά αυτό δε θα τους έκανε να εξαφανιστούν. «Εντάξει. Θ’ αφήσω την πίσω πόρτα ανοιχτή και μπορείς να βάλεις τα πράγματα στην κουζίνα προς το παρόν.» Ο Λουκ έκρυψε τα κλειδιά στο χέρι του και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Αντί να τρέξει προς την ασφάλεια που της παρείχε το σπίτι της θείας της, η Μπρένα τον ακολούθησε. «Σ’ ευχαριστώ.» «Ξέρω ότι δε με θεωρείς φίλο σου πια, μα σε νοιάζομαι. Και αυτό δεν έχει αλλάξει.» Η Μπρένα ξεροκατάπιε. Κάτι τέτοιο δε θα έπρεπε να είναι τόσο σκληρό· θα έπρεπε είτε να τον απομακρύνει για πάντα, είτε να βρει έναν τρόπο να «χτίσει» μια μικρή γέφυρα. Αλλά όλα αυτά τα χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει το γεγονός ότι εκείνος την εγκατέλειψε όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν. Λαμπερά φώτα έλαμψαν από μακριά καθώς ένα παιδί με μηχανάκι που παρέδιδε πίτσες
σταμάτησε στο πεζοδρόμιο. Χωρίς προειδοποίηση, το στομάχι της Μπρένα γουργούρισε. «Θα μπορούσα να βρω εκατό λόγους που θα έπρεπε να με απορρίψεις, Μπρεν.» «Και εγώ θα μπορούσα να σου δώσω άλλους εκατό γιατί θα πρέπει να σε πετάξω έξω απ’ το σπίτι και να σου πω να με αφήσεις ήσυχη για πάντα. Δε χρειάζομαι άλλους φίλους, Μπράντεν, ειδικά εκείνους τους φίλους που εγκαταλείπουν όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.» Αντί να της απαντήσει, άνοιξε το πορτμπαγκάζ και πήρε δύο τεράστιες βαλίτσες. Αφού τις άφησε στο μονοπάτι, γύρισε προς το μέρος της. «Το ιστορικό μου μαζί σου δείχνει ότι έχω κάνει τεράστια λάθη. Υπήρξα απρόσεκτος. Έγινα σκληρός. Και δεν είχα ιδέα.» «Όλο αυτό αφορά τη φιλία μας;» «Ναι.» Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της ήταν κοινωνικός, έξυπνος και εντελώς παρανοϊκός. Από φίλοι έγιναν εραστές, και μετά πάλι φίλοι. Αυτό γινόταν μόνο στην τηλεόραση ή σε πραγματικά ώριμους ανθρώπους. «Δε θέλω ν’ ανοίξω παλιές πληγές και δεν είμαι έτοιμη να γίνουμε φίλοι. Όλα αυτά τα χρόνια με πλήγωσες και δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ.» «Αλήθεια, τι ρισκάρεις με το να συμφωνήσεις να γίνεις πάλι φίλη μου;» Δεν είχε ιδέα. Το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα ήταν ότι το στομάχι της φτερούγιζε και αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Καθώς η Μπρένα λαχάνιαζε και η ανάσα της ανακατευόταν με τον παγωμένο αέρα, καταράστηκε τον εαυτό της που το κορμί της αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο. «Είσαι πεινασμένη, παγωμένη και πολύ κοντά στο να καταρρεύσεις από την κούραση αυτή τη στιγμή. Σκέψου το αργότερα.» Έγειρε πίσω και ακούμπησε τους γοφούς του στο αυτοκίνητό της. Η στάση του σώματός του ήταν χαλαρή, άνετη. Τα χέρια του που έτρεμαν όμως, έλεγαν άλλα. Φοβόταν. Φοβόταν ότι θα του έβαζε πάγο ακόμα μια φορά. Η προστασία του εαυτού της ήταν η πρώτη της προτεραιότητα όταν είχαν βρεθεί στη Σαρασότα. Την είχε φέρει προ εκπλήξεως, αφήνοντάς την ευάλωτη τη στιγμή που δεν μπορούσε να αντέξει κάτι τέτοιο. Η σύλληψη του πατέρα της, η προδοσία του Λουκ και η κατάργηση της θέσης στη δουλειά της στο πανεπιστήμιο, την είχαν ταρακουνήσει συθέμελα. Χρειάστηκε να μαζέψει και την τελευταία ρανίδα θέλησης που διέθετε, αλλά και κάθε δεκάρα που είχε βάλει στην άκρη, για να κάνει μια νέα αρχή στη Φλόριντα. «Ας το αφήσουμε προς το παρόν.» Ο Λουκ εξέπνευσε κοφτά. «Φυσικά, Μόργκαν. Γιατί δεν παίρνεις το σακίδιο και τα μαξιλάρια; Θα φέρω εγώ τις βαλίτσες.» Για πρώτη φορά απόψε τα μάτια του έλαμψαν από ευχαρίστηση. Έφτασε τα σκαλοπάτια πριν εκείνη καταφέρει να διασχίσει το μονοπάτι. Τα σνίκερς της δεν ήταν η ιδανική επιλογή παπουτσιών για Φεβρουάριο μήνα. «Χρειάζεσαι βοήθεια;» Η Μπρένα ήδη ένιωθε τα πόδια της ασταθή. Ολόκληρο το νευρικό της σύστημα θα κατέρρεε αν έγερνε και στηριζόταν στο δικό του κορμί για βοήθεια. «Λες να είναι κακό σημάδι το ότι ήδη μετανιώνω που μετακόμισα; Το σώμα μου έχει ήδη
ξεχάσει πώς είναι ο χειμώνας στη Νέα Αγγλία.» Το χέρι του άγγιξε τον ώμο της καθώς εκείνη έφτανε στο τελευταίο σκαλοπάτι. «Σε λίγους μήνες, θα αναρωτιέσαι πώς μπορούσες να ζεις χωρίς τέσσερις εποχές. Όταν τα δέντρα ανθίσουν ξανά το Μάιο, θα ερωτευτείς τη Βοστόνη και πάλι από την αρχή.» Αντί να φανταστεί την εικόνα των ανθισμένων δέντρων, η εικόνα του Λουκ να κωπηλατεί στον ποταμό Τσαρλς ξεπήδησε άθελά της από μέσα της. Οι ερωτικές τους στιγμές, που ακολουθούσαν τους αγώνες του, όταν βρισκόντουσαν μόνοι, έκαναν ολόκληρο το κορμί της να ριγήσει. Έσπρωξε με το γοφό της τη μισάνοιχτη πόρτα και έδειξε με το χέρι της. «Ας τα αφήσουμε όλα σε αυτή τη γωνία. Είμαι πολύ κουρασμένη για να τα τακτοποιήσω τώρα.» Ο Λουκ πέρασε ξυστά από δίπλα της, βάζοντας σε στοίβες τις βαλίτσες πάνω στο φθαρμένο δάπεδο, πριν κατευθυνθεί ξανά προς την εξώπορτα. «Θα φέρω τα υπόλοιπα. Γιατί δεν κοιτάς πώς είναι η γιαγιά σου; Έχει πολλή ησυχία εδώ μέσα.» Τα λόγια του την επανέφεραν απότομα στην πραγματικότητα. «Θεία Τες;» Συνέχισε να φωνάζει καθώς κατευθυνόταν προς το σαλόνι. «Γιαγιά;» Μια λάμψη από μπλε φως στο τέλος του διαδρόμου την έκανε ν’ αλλάξει κατεύθυνση. Το τρίξιμο των σνίκερς πάνω στο γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα ανακοίνωσε την άφιξή της. Η θεία Τες εμφανίστηκε από τη γωνία του κρεβατιού. «Συγγνώμη» της ψιθύρισε. «Θα έπρεπε να σε βοηθήσω να τακτοποιηθείς. Αφού μου έκανε ένα κήρυγμα για τους κινδύνους τού να αναστατώνω τους γείτονες με το ντύσιμό μου, η Έλεν άρχισε ένα μονόλογο για έναν άντρα απ’ τα Μακντόναλτς που προσπάθησε να την ψαρέψει. Δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της. Έβαλα το Άνιμαλ Πλάνετ στην τηλεόραση. Κοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά.» Στα μάτια της θείας της διέκρινε ταυτόχρονα χιούμορ και λύπη. «Ακριβώς το ίδιο πράγμα πέρασε και η μητέρα μου. Γλιστράνε μακριά σου μέρα με τη μέρα, ώσπου μια μέρα πιστεύουν ότι είσαι η αισθητικός της Έιβον.» Η Μπρένα απομακρύνθηκε από την πόρτα και αγκάλιασε το μοναδικό άτομο στην οικογένειά της που καταλάβαινε την απώλειά της. «Είναι κουρασμένη. Έπειτα από έναν καλό ύπνο, θα πάρει λίγο τα πάνω της.» Τα κοφτερά μάτια της θείας της καρφώθηκαν πάνω της. «Αλλά όχι και πολύ, έτσι; Θα ’πρεπε να με είχες αφήσει να σε βοηθήσω νωρίτερα. Ούτε μπορώ να φανταστώ πώς τα κατάφερες τους τελευταίους μήνες.» Η Μπρένα έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ήθελε να το ξέρεις. Δεν ήθελε να το μάθει κανείς. Τον Αύγουστο κατάλαβε ότι ξεχνούσε περισσότερα πράγματα απ’ όσα θυμόταν. Αυτό την έκανε να σταματήσει να βγαίνει έξω, εκτός και αν ήταν μαζί της ο Τσέις ή εγώ.» Περίμενε λίγο μέχρι η θεία της να γείρει την πόρτα, που την άφησε αρκετούς πόντους ανοιχτή. «Της φόρεσα τις καρό πιτζάμες μου, φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν αμέσως.» Κατέβηκαν στο σαλόνι χωρίς να μιλήσουν καθόλου. Η Μπρένα ανέπνεε κοφτά, έκπληκτη από τις μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα. Η έκπληξή της μετατράπηκε σε σοκ στη θέα που αντίκρισε. Με μία τσαγιέρα στο χέρι, ο Λουκ είχε σκύψει πάνω από τρεις κεραμικές κούπες. «Νομίζω, κυρίες μου, ότι χρειάζεστε λίγο τσάι.» Ένα κουτί ιρλανδικό τσάι εξείχε από μια σακούλα κοντά στο νεροχύτη.
«Έφερες τσάι μαζί σου;» ρώτησε η Μπρένα. «Εγώ, ε… αγόρασα και κέικ καρότου για να το συνοδεύσουμε.» «Πάω να φορέσω τις πιτζάμες μου. Τα πιάτα είναι στο ντουλάπι δίπλα στο ψυγείο και τα πιρούνια στο συρτάρι δεξιά από το πλυντήριο πιάτων.» Η θεία Τες προτού ξεκινήσει να φύγει, γύρισε προς τον επισκέπτη. «Να είσαι φρόνιμος. Τουλάχιστον, μέχρι να επιστρέψω.» Ο Λουκ γέλασε από μέσα του, διασκεδάζοντας με τον τρόπο που η θεία είχε παρερμηνεύσει την κατάσταση. «Έχει παραμείνει ακριβώς η ίδια.» Η Μπρένα, πολύ κουρασμένη για ν’ ανταπαντήσει, κάθισε στην κοντινότερη καρέκλα. «Περίεργο δεν είναι; Η γιαγιά μου δείχνει σα να γέρασε είκοσι χρόνια, και η μεγάλη μου θεία δε δείχνει καν υποψήφια για να λάβει ιατρική φροντίδα.» Ο Λουκ άφησε μπροστά της μία αχνιστή κούπα τσάι. Η Μπρένα αγκάλιασε με τα δάχτυλά της το χερούλι της και περίμενε μέχρι η ζέστη να διαπεράσει το επίμονο κρύο που ένιωθε. Δύο μέρες πριν, είχε κουρνιάσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας στο σπίτι της και προσευχόταν για ένα ασφαλές και χωρίς επεισόδια ταξίδι. Τα μάτια της εστίασαν στο Λουκ, που τώρα κοίταγε προσεκτικά πώς θα κόψει ένα κομμάτι τσιζκέικ, και σκέφτηκε ότι τελικά απολάμβανε τον απροσδόκητο τρόπο με τον οποίο τελείωνε η μέρα της. Δε σκεφτόταν τους λόγους που θα έπρεπε ο Λουκ να παραμείνει μακριά της. Η ζωή της είχε γίνει άνω κάτω τους τελευταίους μήνες. Πόσο παραπάνω θα μπορούσαν να περιπλεχτούν τα πράγματα στον κόσμο της; Δύο ώρες αργότερα, πάλευε κάτω από το πάπλωμα. Μια λεπτή ακτίνα από το φεγγαρόφωτο είχε γλιστρήσει κάτω από τη ροζ βαμβακερή κουρτίνα, που κάλυπτε το μοναδικό παράθυρο. Προσπάθησε ν’ αγνοήσει τις σουβλιές οίκτου που ένιωθε για τον εαυτό της. Το σημερινό βράδυ ήταν πιο δύσκολο απ’ ό,τι συνήθως. Έπειτα από έξι χρόνια σκληρής δουλειάς, έμενε στο σπίτι κάποιου άλλου. Χωρίς δουλειά, χωρίς τραπεζικό λογαριασμό και με συνεχώς αυξημένους λογαριασμούς, της ήταν πολύ δύσκολο να δει κάποιο ουράνιο τόξο στον ορίζοντα. Αν δε βρισκόταν σε τόσο ευάλωτη θέση, θα του είχε ζητήσει να φύγει. Τι δουλειά είχε να εμφανιστεί έτσι απρόσκλητος; Στο μυαλό της γύριζε η επίσκεψη του Λουκ, ξανά και ξανά. Ήταν ευγενικός, γλυκός, και έμοιαζε τόσο πολύ στο εικοσάχρονο αγόρι που την είχε κάνει ν’ ανοιχτεί στον κόσμο, μα και ν’ ανοίξει την καρδιά της για πρώτη φορά. Έπειτα από χρόνια που έκαναν παρέα, τη στρίμωξε σε μια καφετέρια γεμάτη κόσμο και την κάλεσε σε γεύμα. Μπερδεμένη και αμήχανη, τον απέρριψε. Ο Λουκ προσπάθησε με κάθε μέσο να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Η Μπρένα προσπάθησε να αποδιώξει αυτή την ανάμνηση. Δεν ήθελε να κοιτά πίσω. Οτιδήποτε σκεφτόταν, καλό και κακό, της έφερνε πόνο. Οι πιο σημαντικές στιγμές της ζωής της πάντα ήταν στο πλευρό του. Δεν μπορούσαν να ξαναγίνουν εραστές – ίσως να μην μπορούσαν να ξαναγίνουν ούτε φίλοι.
Κεφάλαιο Τρία Ο Λουκ είχε κάνει την επιλογή του εδώ και καιρό. Η Μπρένα ήταν εκείνη που είχε αλλάξει γνώμη. Αντί να επιμείνει και να προσπαθήσει να λύσει τα προβλήματα στη σχέση τους, προβλήματα που τα περισσότερα τα είχε δημιουργήσει αυτός, εκείνη είχε επιλέξει να φύγει. Ο Λουκ προσευχόταν αυτή τη φορά, με την ευκαιρία που είχε προκύψει, η Μπρένα να έμενε αρκετά, για να παλέψει ώστε να έχουν ένα μέλλον μαζί. Έφτασε κουρασμένος στο σπίτι λίγο μετά τις δύο. Το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του το πέρασε ανησυχώντας για την Μπρένα και έπρεπε να ασχοληθεί με τη δουλειά του Σαββατοκύριακου. Η εταιρεία Τριντέξ έριξε πολλά λεφτά για να σιγουρευτεί ότι η Μπράντεν εντ Σαν θα υπερασπιστεί με επιτυχία το Πανεπιστήμιο Φαρμακολογίας σε μια υπόθεση υψηλής δημοσιότητας, που αφορούσε μια δίκη ευθανασίας, τον επόμενο μήνα. Στην υπόθεση εμπλέκονταν δύο νοσοκόμες οι οποίες κατηγορούνταν ότι είχαν χορηγήσει ηθελημένα ένα θανατηφόρο κοκτέιλ φαρμάκων σε έναν ασθενή με καρδιακά προβλήματα, και η πόλη είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Η ζέστη τον χτύπησε με το που μπήκε στο σαλόνι. Η Σέλι πρέπει να είχε αφήσει το θερμοστάτη ανοιχτό στους είκοσι τρεις βαθμούς. Έβγαλε τις μπότες του και τις στρίμωξε κάτω από το τραπέζι της εισόδου, γδύθηκε και έμεινε με τα εσώρουχα. Μια ματιά στο λαμπερό ξύλινο πάτωμα τον έκανε να καταλάβει πώς είχε περάσει το πρωινό της η Σέλι. Θα ήταν τυχερός αν δεν έσπαγε το κεφάλι του καθώς διέσχιζε το διάδρομο. Την επόμενη φορά, θα πραγματοποιούσε την απειλή του και θα της άρπαζε το καθαριστικό με το λάδι για το πάτωμα. Το γεγονός ότι η οικονόμος του ήταν μια ανάσα πριν από τα εβδομήντα, πρόσφατα εγχειρισμένη για αντικατάσταση επιγονατίδας, αλλά και η αγαπημένη του μαγείρισσα, τον δυσκόλευε να πάρει αυτή την απόφαση. Τα χαλαρά καθήκοντά της δεν περιλάμβαναν το γυάλισμα του πατώματος. Το κόκκινο φωτάκι του τηλεφωνητή τον έκανε να πισωπατήσει ερευνητικά καθώς πήγαινε, γλιστρώντας κυριολεκτικά, προς την κουζίνα. Είχε τρεις κλήσεις. Ένιωσε το σφυγμό του να χτυπά δυνατά. Ηρέμησε. Δεν είναι αυτή. Ακόμα και το κουρασμένο του μυαλό δεν μπορούσε να παραβλέψει τη λογική. Μόνο και μόνο επειδή είχαν τον ίδιο κωδικό τηλεφώνου, αυτό δε σήμαινε ότι είχε καταχωριστεί το νούμερό του στις ταχείες κλήσεις της. Μόλις πάτησε το κουμπί για να ακούσει τα μηνύματα, η λογική του επέστρεψε. Το πρώτο μήνυμα ήταν από το Σιν, για να του υπενθυμίσει ν’ αλλάξει το πρόγραμμά του για την πτήση προς Νέα Υόρκη. Ο Λουκ άρπαξε το Μπλάκμπερι και έστειλε ένα μέιλ στη βοηθό του, ζητώντας της να το φροντίσει το πρωί της Δευτέρας. Άκουσε πέντε λέξεις από το δεύτερο μήνυμα και το διέγραψε. Αδιαφορούσε πλήρως για το πρόγραμμα προστασίας της ηλεκτρικής σκούπας που η Σέλι είχε αγοράσει την προηγούμενη εβδομάδα. Μια μεγάλη παύση τον έκανε να σηκώσει το χέρι του, για να ξαναπατήσει το κουμπί της διαγραφής. Ξαφνικά, μια ήσυχη αλλά σταθερή φωνή έσπασε τη σιωπή. «Είχες δίκιο, τελικά, Μπράντεν. Δε μου χρειάστηκαν μήνες για να ξαναερωτευτώ τη Βοστόνη. Κάθομαι κουλουριασμένη και βλέπω την καταιγίδα που καλύπτει την περιοχή. Μου είχε λείψει αυτό. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι είναι μία. Δεν έπρεπε να σε πάρω τηλέφωνο. Νομίζω πως επειδή είμαι
ξύπνια είκοσι τέσσερις ώρες συνεχόμενα, μ’ έχει μπερδέψει. Θα καταρρεύσω τώρα. Γεια.» Αυτή τη φορά οι σφυγμοί του Λουκ αναπηδούσαν. Έτριψε με το χέρι του χαμηλά το στομάχι του καθώς άκουσε και δεύτερη φορά το μήνυμα. Η φωνή της πυροδότησε ένα συναίσθημα που δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει για πολύ καιρό. Ελπίδα. Έσκυψε πάνω στον πάγκο και πάτησε το κουμπί αποθήκευσης του μηνύματος, έριξε το κινητό του και το πορτοφόλι του σε ένα ψάθινο καλάθι, και έσβησε το φως χτυπώντας απαλά το διακόπτη. Οι μύες στην πλάτη συσπάστηκαν ενώ πίεσε τα πόδια του να περπατήσουν το διάδρομο. Παρ’ όλη τη διαμαρτυρία του κορμιού του, αισθανόταν υπερένταση και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ένα ζεστό ντους και μια ώρα στενής επαφής με το λάπτοπ του μπορεί να τον βοηθούσαν να μην περάσει ακόμα ένα βράδυ άυπνος. Ή αυτό, ή θα υπέφερε τις επόμενες ώρες με μια φαντασίωση που θα έκανε το σώμα του να πονά και την καρδιά του να νιώθει άδεια. ***
Η Μπρένα πίεσε τα μάτια της να κλείσουν. Ο ήλιος, το χιόνι και οι ανοιχτές κουρτίνες ήταν ένας θανάσιμος συνδυασμός για οποιοδήποτε πρωινό. Σήμερα ήταν αρκετά για να καταστρέψουν την πρόσφατη απόφασή της να βρίσκει τρία πράγματα που θα την κάνουν να χαμογελά κάθε μέρα. Φαινόταν απλό, μα κάπου στην πορεία το ξεχνούσε. Καθώς σκεφτόταν όλα τα πράγματα που είχαν πάει στραβά στη ζωή της, άφησε το ραντάρ της να ανιχνεύσει και τα φωτεινά σημεία. Έξι μήνες πριν, όχι, έξι εβδομάδες πριν, το να βρει το Λουκ στην εξώπορτά της θα την έκανε να τιναχτεί σαν πύραυλος. Αντί να τον δεχτεί ήρεμα, θα τον έστηνε στον τοίχο για όλες τις γκάφες του στο παρελθόν. Κλότσησε τα σκεπάσματα, νιώθοντας μια ακατανίκητη επιθυμία να γελάσει. Ποιος θα περίμενε ότι μια επένδυση δέκα δολαρίων θα απέδιδε τόσο γρήγορα; Οι κόκκινες μάλλινες κάλτσες που είχε αγοράσει με ταχυδρομική παραγγελία από το Λαντ Εντ μια εβδομάδα πριν φύγει από τη Φλόριντα, έγιναν μόνιμη προσθήκη στον ύπνο της. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο στήθος της και ευχήθηκε το Ρεντ Σοξ νυχτικό της να της παρείχε την ίδια ζέστη. Αφού η ανανέωση της γκαρνταρόμπας της βρισκόταν χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων της, θα προσπαθούσε να γίνει δημιουργική, αν ήθελε να κρατηθεί ζεστή. Έπειτα από μια γρήγορα στάση στο μπάνιο, η Μπρένα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ο άδειος από ήχους και ανθρώπους χώρος την έκανε να πανικοβληθεί και να επιστρέψει τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα. Ένας γρήγορος έλεγχος και στα δύο υπνοδωμάτια επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν κανένας στο σπίτι. Απομάκρυνε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της και γύρισε αργά στην κουζίνα. Κοίταξε ερευνητικά τον πάγκο. Πάνω στην καφετιέρα ήταν ακουμπισμένο ένα βιαστικό κακογραμμένο μήνυμα. Πήγα την Έλεν στο φούρνο στη Λεωφόρο Πόρτλαντ. Θα τσιμπήσουμε κάτι πρόχειρο και μετά θα πάμε στην εκκλησία, στη συγκέντρωση των οκτώ στο Χόλι Νέιμ. Γύρνα στο κρεβάτι και μην ανησυχείς. Η Έλεν ξύπνησε χαμογελαστή. Θα φροντίσω να παραμείνει έτσι. Η Μπρένα ένιωσε να της φεύγει λίγο από το βάρος που κουβαλούσε στους ώμους της. Είχε ήδη βρει δύο λόγους να χαμογελάσει και ακόμα δεν είχε πάει εννιά η ώρα. Ο ήχος των ελαστικών που στρίγκλισαν στον παράδρομο, την έκαναν να κατευθυνθεί στην πίσω πόρτα. Η Μπρένα χαμογέλασε και πάλι. Τρία στα τρία. Φορώντας ένα ροζ μπουφάν του σκι, ασορτί καπέλο και ένα τεράστιο
κασκόλ, η Αμάντα ήταν σχεδόν αγνώριστη. «Μπες μέσα, Μπρένα. Δε βρισκόμαστε σε τροπικό νησί.» Ο ήχος από τις βαριές μπότες που βούλιαζαν στο απάτητο ακόμα χιόνι ακολούθησε την Μπρένα καθώς επέστρεφε βιαστικά μέσα στο σπίτι. «Πάρε αυτό» της είπε η Αμάντα δίνοντάς της ένα μεγάλο άσπρο κουτί. «Πρέπει να κρεμάσω το μπουφάν μου, αλλιώς δε θα στεγνώσει ποτέ.» «Πες μου ότι δεν πήγες μέχρι το Νταγκοστίνο.» Η Μπρένα έσκυψε πάνω από το κουτί του φούρνου και πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Βρίσκομαι στο σπίτι λιγότερο από μία μέρα και ήδη με κακομαθαίνεις.» Η Αμάντα τύλιξε το κασκόλ της γύρω από την πλάτη της καρέκλας. «Απ’ ό,τι ακούω, δεν είμαι η μόνη. Οι φήμες λένε ότι ένας μελαχρινός άντρας σε περίμενε στο κατώφλι σου χθες βράδυ.» Η Μπρένα πήγε προς το ντουλάπι πάνω από την κουζίνα. «Θες καφέ; Ή έχεις φτάσει ήδη στο όριο των δύο καφέδων την ημέρα;» Ένα ένοχο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της φίλης της. «Βάλε μου μισό φλιτζάνι και μη με μαρτυρήσεις αργότερα.» Η Μπρένα μέτρησε αργά τους κόκκους του καφέ. Χρειαζόταν να επιλέξει προσεκτικά τα λόγια της. Η Αμάντα ήταν αποφασισμένη να μάθει τι έγινε το προηγούμενο βράδυ. Όσο κι αν αγαπούσε το Λουκ, το ένστικτό της να προστατεύσει την Μπρένα ήταν πάντα προτεραιότητα. «Σκέφτηκες καμιά καλή ιστορία να μου ξεφουρνίσεις; Μη με κοιτάς έτσι. Φοβάσαι ότι θα απογοητευτώ μαζί σου, που τον άφησες να σε βοηθήσει χθες.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Νομίζω ότι πήγε απρόσμενα καλά.» «Με το Λουκ;» «Υπερβάλλω. Τον βρήκα εδώ όταν φτάσαμε χθες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δε θύμωσα. Χάρηκα που τον είδα. Δεν είναι περίεργο;» «Χάρηκες, αλλά όχι και τόσο ώστε να σκίσετε ο ένας τα ρούχα του άλλου, έτσι;» «Ήμουν πολύ κουρασμένη, για να είμαι ξαναμμένη. Όχι λοιπόν, δεν προσπάθησα να βάλω τα χέρια μου μέσα στο μποξεράκι του.» «Διάολε. Πάντα φανταζόμουν ότι ο Λουκ φόραγε σλιπ, όχι μποξεράκι.» «Χαριτωμένο. Φοράει και τα δύο ανάλογα με τη διάθεσή του.» «Καλή πληροφορία.» «Κάνε κάτι χρήσιμο. Πάρε ένα πιάτο και άνοιξε το κουτί. Θα σερβίρω τον καφέ.» Ως αληθινές φίλες, το ενδιαφέρον τους απομακρύνθηκε από τη συζήτηση και επικεντρώθηκαν στα ζεστά μάφιν που ήταν απλωμένα μπροστά τους. «Εγώ θα πάρω αυτό με το βατόμουρο» είπε η Μπρένα απλώνοντας το χέρι, για να διεκδικήσει την πρώτη επιλογή της. «Εγώ θα πάρω αυτό με το κράνμπερι. Θα μοιραστούμε αυτό με τα κομμάτια σοκολάτας.» Με γεμάτο στομάχι και την καφεΐνη να κυλά στις φλέβες της, η Μπρένα κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα. «Δε μου είχες πει ότι έβαλε εννιά κιλά σε μυς.»
«Τον είχες δει με τα μάτια σου πριν από τρεις μήνες περίπου. Δεν το είχες παρατηρήσει;» «Όχι, είχα περιοριστεί να τον κοιτάω από το πιγούνι και πάνω.» «Άρχισε ένα νέο πρόγραμμα προπόνησης στο γυμναστήριο το προηγούμενο φθινόπωρο. Αυτός ο τύπος ο Τζέικ, που ήταν στο στρατό, τον έφερε σε επαφή με έναν εκπαιδευτή εδώ στη Βοστόνη.» Μια σουβλιά ζήλιας τη διαπέρασε απροσδόκητα. «“Τζέικ;” Αυτός δεν είναι που είχε αρραβωνιαστεί την πρώην του Λουκ;» Η Αμάντα την κοίταξε πονηρά. «Μη μου παριστάνεις εμένα την Κάθι Μπέιτς. Ο Λουκ έβγαινε μαζί της μόνο δυο μήνες. Τώρα είναι φίλοι. Στην πραγματικότητα, είναι πολύ εντάξει κοπέλα.» «Είμαι σίγουρη. Ώστε δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που ο Λουκ χτίζει μυς στο κορμί του;» «Η προπόνηση στο γυμναστήριο είναι μια φυσική διέξοδος. Σύμφωνα με τον Τζον, δεν έχει κάνει σεξ απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι.» Η Μπρένα άφησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι. «Δε σε ρώτησα. Και δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να ξέρω.» «Ψεύτρα.» Η Αμάντα μαλάκωσε το ύφος της και άπλωσε το χέρι της, για να κρατήσει το χέρι της Μπρένα. «Είναι ακόμα κολλημένος μαζί σου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά είναι η αλήθεια.» «Ο χρόνος έχει μεγαλώσει το ρήγμα ανάμεσά μας.» «Μην το κάνεις αυτό.» Η Αμάντα τράβηξε το χέρι της και το σήκωσε μπροστά από το πρόσωπο της Μπρένα. «Μη μιλάς για τα λεφτά ή την οικογένεια, ή όποιο άλλο φανταστικό εμπόδιο πίσω από το οποίο θέλεις να κρυφτείς.» Η Μπρένα έστρεψε το βλέμμα μακριά από τη φίλη της· ένιωθε απροετοίμαστη για μια τέτοια κουβέντα. «Δε θέλω να σε πληγώσω. Ξέρω ότι υπήρχαν πραγματικά προβλήματα. Κάποια απ’ αυτά σχετίζονται με το τι γινόταν σπίτι σου. Αλλά δεν είσαι πια δώδεκα χρονών παιδί. Δεν μπορείς να τον διώχνεις επειδή το οικογενειακό του όνομα εμφανίζεται στις κοινωνικές στήλες της Βοστόνης.» «Δεν είναι αυτό που μας χώρισε. Ο Λουκ δεν ενθουσιάστηκε όταν το πρόσωπο του πατέρα μου εμφανίστηκε στο πρωτοσέλιδο της Χέραλντ. Με εγκατέλειψε τη στιγμή που τον χρειαζόμουν περισσότερο. Τέλος της ιστορίας.» «Κάθισες ποτέ να σκεφτείς γιατί είχε αναστατωθεί τόσο πολύ; Ότι ίσως η καρδιά του είχε ραγίσει για σένα; Ότι ίσως ήθελε να έκλαιγες στον ώμο του, αντί να τρέξεις σε εκείνο τον τύπο που σε πήρε μακριά του;» «Και ίσως το να πάει στο χορό του Μπλακ εντ Γουάιτ με την Κάρα Ράιτ τη μέρα που απήγγειλαν την κατηγορία στον πατέρα μου, ήταν ο τρόπος του για να μου δείξει αγάπη και υποστήριξη;» Η Αμάντα χαμήλωσε το βλέμμα της. «Όλοι προσπαθούσαμε να σε βοηθήσουμε εκείνο το διάστημα. Δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι ακόμα και εγώ ήμουν ικανή να δω τα πράγματα λογικά.» «Αυτός είναι ένας ευγενικός τρόπος για να μου πεις ότι, κοιτώντας τώρα όσα έγιναν, πιστεύεις ότι υπερέβαλλα;» «Όχι. Πιστεύω πως όλοι κάναμε ό,τι νομίζαμε σωστό τότε. Κατά κάποιο τρόπο, νομίζω ότι σε
απογοήτευσα. Αν είχα καταφέρει να δω πέρα από το θυμό μου, ίσως να σου είχα δώσει μια καλύτερη συμβουλή.» «Όπως;» «Αντί να περάσω μια θηλιά στο λαιμό του Λουκ, θα έπρεπε να τον ρωτήσω γιατί αποφάσισε να πάει στο χορό με την Κάρα εκείνο το βράδυ. Ξέρεις, δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ να μου πει τη δική του πλευρά, μέχρι πέρσι.» «Και;» «Αυτό είναι κάτι που πρέπει να σου το πει ο ίδιος. Αλλά αν ήμουν περισσότερο λογική και λιγότερο συναισθηματική πριν από χρόνια, ίσως σας είχα βοηθήσει και τους δύο να βρείτε κοινό έδαφος. Ο Τζον και εγώ καταλάβαμε ότι, χωρίς να το θέλουμε, κάναμε τότε περισσότερη ζημιά παρά καλό.» «Σ’ αγαπούσα τότε για τη φιλία σου και την υποστήριξή σου, Αμάντα. Σήμερα νιώθω το ίδιο, εκατό φορές περισσότερο. Αυτό που έγινε ανάμεσα σ’ εμένα και στο Λουκ ήταν άσχημο, αλλά ήμουν εγώ εκείνη που το μετέτρεψα σε αρχαία ελληνική τραγωδία.» Η Μπρένα άφησε ένα γελάκι. «Θέλω να πιστεύω ότι έχω ωριμάσει λίγο μέσα σε αυτά τα χρόνια.» «Αν κρίνω από τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια σου, θα συμφωνήσω.» «Γι’ αυτό που είπες, θα φας το μικρό μισό κομμάτι από το μάφιν σοκολάτας.» Ένιωθαν πάλι άνετα μεταξύ τους, πιάνοντας κουβέντα για διάφορα θέματα, χωρίς να μπαίνουν σε συναισθηματικά ναρκοπέδια. Είχαν περάσει μαζί αρκετές φουρτούνες και ήξεραν ότι δε χρειαζόταν να κρίνει η μία τα λόγια της άλλης. Η Αμάντα αναπήδησε στον ήχο που έκανε το ρολόι στο χέρι της. «Έχω αργήσει. Πάλι. Υποσχέθηκα στον Τζον ότι θα γυρίσω πριν από τις δέκα. Και τώρα χρειάζεται να μαγειρέψω το βραδινό.» «Πώς γίνεται κάθε φορά που εσύ χάνεις το στοίχημα, να υποφέρει ο Τζον; Ήξερε πολύ καλά ότι δε θα έφευγες από εδώ μέσα σε μία ώρα.» «Πιστεύει ότι είναι αστείο. Έπειτα από πέντε χρόνια γάμου, ακόμα δεν έχει συμβιβαστεί με το γεγονός ότι δεν κάνω για την κουζίνα.» Η Μπρένα σήκωσε τους ώμους της. «Όσο δεν τον δηλητηριάζεις κατά λάθος, δε θ’ ανησυχούσα ιδιαίτερα.» «Σ’ ευχαριστώ» απάντησε η Αμάντα προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελό της. «Μπορεί να σε προσλάβω ως επίσημη δοκιμάστρια.» «Και μια και μιλάμε για προσλήψεις, μπορείτε εσύ και ο Τζον να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά; Δεν ψάχνω να κάνω καριέρα αυτό τον καιρό. Αυτό που χρειάζομαι είναι κάτι με σταθερό μισθό και ασφάλιση.» «Πιστεύω ότι ο Λουκ θα ξέρει…» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ας μην το πάμε μέχρι εκεί. Ήδη αισθάνομαι άσχημα που ζητάω από εσάς να με βοηθήσετε. Δε θέλω να πυροδοτήσω την παρόρμησή του να κάνει το σωτήρα. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να το κάνω μόνη μου.»
Κεφάλαιο Τέσσερα Η Μπρένα έβαλε τα χέρια της στις τσέπες του φλις μπουφάν της. Χρειαζόταν την άσκηση και το πορτοφόλι της χρειαζόταν χρήματα. Η βενζίνη, τα ψώνια και τα φάρμακα της άδειασαν το πορτοφόλι γρήγορα. Αφού είχε περάσει δύο απογεύματα στη δημόσια βιβλιοθήκη ψάχνοντας για δουλειά στο ίντερνετ, η ελπίδα της είχε αρχίσει να χάνεται. Σήμερα, καθόταν στο πεζοδρόμιο κρατώντας μια νέα λίστα με επαφές για δουλειά. Στη γωνία Άμις και Όουμπερν είδε μια συμμορία εφήβων που την είχαν παρενοχλήσει λίγο νωρίτερα. Αντί να περάσει από μπροστά τους, η Μπρένα έκοψε δρόμο ανάμεσα από την κίνηση, αποφεύγοντας με επιδεξιότητα το χιόνι και τη λάσπη που είχαν συσσωρευτεί σε διάφορα σημεία. Αύριο θα οδηγούσε επιδεικτικά τα δέκα τετράγωνα μέχρι τη βιβλιοθήκη. Το να είναι τα πόδια της υγρά και παγωμένα δεν της άρεσε καθόλου. Μπήκε στη βιβλιοθήκη ακριβώς στις εννιά και τέταρτο, αρκετά νωρίς δηλαδή για να εξασφαλίσει έναν υπολογιστή. Καθώς συνδεόταν στο λογαριασμό του μέιλ της, η Μπρένα έκανε μια γρήγορη προσευχή. Να έχει απαντήσει τουλάχιστον ένας στις αιτήσεις της για δουλειά. Μπήκε στο λογαριασμό της, σβήνοντας πάνω από τα μισά μηνύματα. Η ματιά της σταμάτησε όταν συνάντησε ένα απροσδόκητο όνομα: Μαρκ Μορένο. Πριν από χρόνια, ο Μαρκ Μορένο ήταν ένας κοντινός οικογενειακός φίλος. Η Μπρένα προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο και πότε εκείνος είχε σταματήσει να εκτιμά τον πατέρα της. Αν και οι λεπτομέρειες ήταν μπερδεμένες στο μυαλό της, θυμήθηκε ότι μια συμφωνία μεταξύ τους είχε στραβώσει και αυτό οδήγησε τον πατέρα της να φύγει από την πόλη για αρκετούς μήνες. Άνοιξε το μήνυμα αγχωμένη. Μίλησα με τη μητέρα μου χθες βράδυ. Συνάντησε τη θεία σου στην εκκλησία το Σαββατοκύριακο. Έμαθα ότι ψάχνεις για δουλειά. Τώρα δουλεύω σε μια κατασκευαστική. Μάλλον δεν είναι η δουλειά των ονείρων σου, αλλά σκέφτηκα ότι τουλάχιστον θα μπορούσες να δεις την περιγραφή της θέσης. Σου επισυνάπτω μια περίληψη. Πάρε τηλέφωνο, αν ενδιαφέρεσαι. Μ.Μ. Νιώθοντας φόβο και έξαψη, η Μπρένα άνοιξε το συνημμένο έγγραφο. Διάβασε δυο φορές την περιγραφή της θέσης, και έπειτα τη διάβασε και μια τρίτη. Ρυθμιστής κυκλοφορίας σε εργοτάξιο. Η Μπρένα κάλυψε γρήγορα το στόμα της με το χέρι, γιατί φοβήθηκε ότι το γέλιο της θα ενοχλούσε το νεαρό ζευγάρι που καθόταν στο διπλανό υπολογιστή. Η περιέργεια διαδέχτηκε την έκπληξή της. Εκπαίδευση επί πληρωμή. Πλήρη προνόμια. Πιστοποιητικό βοηθού. Ένα αγγλικό πτυχίο και έξι χρόνια ως τεχνικός γραφής περιόριζαν τις επιλογές της σε μια κλειστή αγορά. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή. Ο χρόνος της σχεδόν τελείωνε. Αφού έγραψε το τηλέφωνο σε ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι και αποθήκευσε τα μέιλ στο φάκελό της, η Μπρένα βγήκε από το πρόγραμμα και μάζεψε τα πράγματά της. Δεν είχε κάνει ούτε δύο βήματα έξω απ’ την πόρτα όταν ένιωσε τη δόνηση του κινητού της στην τσέπη του μπουφάν. Το όνομα του Τσέις στην οθόνη έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. «Κάτι μου λέει ότι δεν παίρνεις τόσο νωρίς το πρωί για να μου πεις ότι σου έλειψε η μεγάλη σου αδελφή.» «Αυτό πόνεσε» της απάντησε ο Τσέις, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να την καθησυχάσει.
«Το τηλέφωνό μου δε χτυπάει και ιδιαίτερα συχνά· και έπειτα σκέφτηκα ότι είμαι ο αγαπημένος σου συγγενής.» «Λάθος. Είσαι ο πιο απομακρυσμένος. Και αυτό συμβαίνει μόνο γιατί οι εναλλακτικές είναι θλιβερές.» Έφυγε από το δρόμο καθώς ένα ηλικιωμένο ζευγάρι την πλησίαζε περπατώντας αργά. «Είμαι έξω στο κρύο και η μπαταρία τελειώνει, οπότε αν κλείσει το τηλέφωνο, θα ξέρεις το λόγο.» «Αυτό είναι κάποιο κωδικό σήμα που σημαίνει ότι δε θέλεις να μου μιλήσεις;» «Όχι, σημαίνει ότι χρειάζεται να μου πεις γιατί με παίρνεις τηλέφωνο χωρίς τους συνηθισμένους δεκαπεντάλεπτους προλόγους σου.» «Μπορείς να μου στείλεις τριακόσια δολάρια μέχρι να πληρωθώ;» Ο πόνος που ένιωθε η Μπρένα στο στομάχι της τη χτύπησε στο κεφάλι. «Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται σχεδόν ένας μήνας μέχρι να βγάλει κανείς αυτά τα λεφτά. Δεύτερον, σου κατέθεσα χρήματα στο λογαριασμό μια μέρα πριν φύγω από τη Φλόριντα. Τι συμβαίνει;» «Γαμώτο. Δεν μπορείς ν’ αφήσεις το κήρυγμα για κάποια στιγμή που θα έχουμε χρόνο και οι δυο μας;» Η Μπρένα έκλεισε σφιχτά τα μάτια και μίσησε τη σύγχυση που έβγαινε στην τρεμάμενη φωνή της. «Χωρίς εξηγήσεις, δεν έχει χρήματα.» «Έσπασα κάποιες γρίλιες στη βεράντα. Ο ιδιοκτήτης θέλει να τις αντικαταστήσω.» Μπορεί να ζητούσε πιο λεπτομερείς εξηγήσεις, αν δεν ήξερε ήδη πώς ακριβώς είχαν προκληθεί αυτές οι ζημιές. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Ακόμα και όταν είχε σταθερό μισθό, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε απροσδόκητα έξοδα. Τώρα, θα την οδηγούσαν στα όρια χρεοκοπίας. «Θα σταματήσω σε μια τράπεζα πριν πάω σπίτι. Αλλά αυτό είναι. Μέχρι να βρω καινούρια δουλειά, είμαι άφραγκη.» Ο Τσέις έκλεισε το τηλέφωνο με ένα παγερό «ευχαριστώ». Αν περίμενε να ακούσει κάτι παραπάνω, θα είχε απογοητευτεί. Αυτή ήταν η μεταξύ τους επικοινωνία και έκανε κακό. Τουλάχιστον, στην ίδια και στον τραπεζικό της λογαριασμό. Μέχρι την ώρα που έφτασε στο σπίτι της θείας της, είχε πάρει μια απόφαση. Θα επικοινωνούσε με το Μαρκ Μορένο το απόγευμα και θα κανόνιζε να περάσει από συνέντευξη. Αν εννοούσε αυτά που της έγραφε, η Μπρένα θα αξιολογούσε την ευκαιρία χωρίς προκαταλήψεις. Μια νόμιμη δουλειά που θα της εξασφάλιζε σταθερό μισθό δεν ήταν κάτι που είχε το περιθώριο να χάσει, για να κρατήσει τη μύτη της ψηλά. ***
Η Αμάντα δε συμφώνησε. «Δεν είσαι σοβαρή. Έχει περάσει μόνο μια εβδομάδα. Θα βρεθεί κάτι πιο κατάλληλο σύντομα.» «Για την ακρίβεια, έχουν περάσει έξι εβδομάδες. Είχα στείλει πενήντα βιογραφικά πριν φύγω από τη Φλόριντα.» Η Μπρένα έκοψε ένα κομμάτι από το σάντουιτς. «Τα νούμερα των ανέργων όλο και αυξάνονται. Δεν είμαι σε θέση να περιμένω να έρθει η μεγάλη ευκαιρία.» Η Αμάντα έσκυψε το κεφάλι. «Έχω ένα καλό απόθεμα στην άκρη. Ο Τζον ήθελε να κρατάω δικό μου λογαριασμό για τις οικονομίες μου, ξέχωρα από τις κοινές μας καταθέσεις αφότου παντρευτήκαμε.»
«Αυτό είναι καλό. Κράτα τα για κάτι σημαντικό.» «Για σταμάτα. Αυτό είναι το κομμάτι της φιλίας που χρειάζεται να αποδεχτείς. Θα μου έδινες και την τελευταία σου δεκάρα χωρίς να το σκεφτείς, αν το χρειαζόμουν.» Η Μπρένα δάγκωσε τα χείλη της, προσπαθώντας να οργανώσει την άμυνά της όσο καλύτερα γινόταν. «Το θέμα είναι ότι δεν τα χρειάζομαι. Αν πάρω αυτή τη θέση, θα κερδίζω είκοσι πέντε δολάρια την ώρα. Περιλαμβάνει και ασφάλιση, και αυτό είναι ό,τι χρειάζομαι τώρα.» «Δε θέλω να σε προσβάλω, αλλά σπούδασες γιατί ήθελες περισσότερες ευκαιρίες απ’ αυτές που είχες όταν ήσουν μικρή.» «Δεν προσβλήθηκα, αλλά εκπλήσσομαι. Ο πατέρας σου πέρασε είκοσι χρόνια σε μια τηλεφωνική εταιρεία και το μισό του χρόνο ήταν έξω στο δρόμο και πέρναγε γραμμές.» Τα μάγουλα της φίλης της έγιναν κόκκινα. «Θα εργάζεσαι σχεδόν αποκλειστικά με άντρες.» «Ακόμα ένα πλεονέκτημα που δεν είχα σκεφτεί.» Η σκέψη την τρόμαξε, μα δεν ήθελε να δυναμώσει κι άλλο τη φωτιά στο οπλοστάσιο της Αμάντα. «Το πιο πιθανό είναι ότι θα σε αναγκάσουν να φορέσεις αυτό το φωσφοριζέ κίτρινο γιλέκο. Αυτό το χρώμα σε κάνει να δείχνεις γκριζοκίτρινη.» «Θα διαλέξω ένα κραγιόν που θα κολακεύει τη στολή.» «Σκέψου πόσο βαρετά θα είναι. Συνεχώς θα είσαι με άντρες που θα φορούν εφαρμοστά τζιν και θα σε κοιτάζουν ξελιγωμένα καθώς η κίνηση θα περνά με ταχύτητα χελώνας.» «Σταμάτα» είπε η Μπρένα. «Τώρα θα πάθω κατάθλιψη.» «Δώσε μου τη σακούλα. Μ’ έκανες να αγχωθώ.» Η Μπρένα μετακινήθηκε πάνω στην καρέκλα της και έπιασε την ανοιχτή τσάντα πάνω απ’ τον πάγκο, όπου προεξείχε μια σακούλα Ντορίτος. «Έχω πάρει δυο κιλά από τη μέρα που μετακόμισα. Αν συνεχίσω έτσι, οι άντρες με τους χαριτωμένους πισινούς θα με αντιμετωπίζουν σαν την κοντόχοντρη ετεροθαλή αδελφή τους.» «Ο Λουκ δεν πρόκειται να πηδήσει απ’ τη χαρά του όταν το μάθει.» «Αν είναι έξυπνος, θα κρατήσει τη γνώμη του για τον εαυτό του. Και αν είσαι και εσύ έξυπνη, θα ξεχάσεις όλα όσα συζητήσαμε, τουλάχιστον μέχρι να δεχτώ την προσφορά.» Η Αμάντα αναποδογύρισε τη σακούλα, ρίχνοντας μια τεράστια ποσότητα Ντορίτος στο πιάτο της. «Ελπίζω να έχεις και άλλη μια σακούλα κρυμμένη στο ντουλάπι. Το μυαλό μου έχει σταματήσει και αυτό σημαίνει ότι θα μείνω εδώ μέχρι να πάρεις τον τύπο τηλέφωνο.» «Το Μορένο;» Η Μπρένα έτριψε τα χέρια της. «Έχω άγχος. Ο πατέρας μου είχε φερθεί σα βλάκας όταν η δουλειά που σχεδίαζαν κατέρρευσε. Δε νομίζω ότι ο Μαρκ ήξερε ότι είχε να κάνει με απατεώνα.» «Εκείνος σε έψαξε. Είμαι σίγουρη ότι δε σε κατηγορεί για ό,τι έκανε ο πατέρας σου πριν από χρόνια.» «Το πιο πιθανό είναι ότι τον πίεσε η μητέρα του. Είναι φίλες με τη θεία Τες σχεδόν σαράντα χρόνια. Και οι δυο τους μπορεί να γίνουν πολύ πιεστικές αν τους μπει κάτι στο μυαλό.»
Η Αμάντα σήκωσε τα ψίχουλα από το πιάτο της. «Εκμεταλλεύσου αυτή την επαφή. Θα κάνεις την ανάπηρη και θα ζητιανεύεις μέχρι να βρεις ένα σταθερό μισθό. Και δε θέλω ν’ αλλάξω τέσσερα νούμερα στα φουστάνια μου, γιατί φρικάρω κάθε φορά που συμπάσχω μαζί σου.» «Πέτα αυτή τη σακούλα. Αν δε σταματήσουμε, θα αρρωστήσουμε και οι δύο.» Η Μπρένα στοίβαξε μπροστά της τα άδεια πιάτα. «Δε θα έπρεπε να ψωνίσεις για την έξοδο του Σαββατοκύριακου; Δεν πήρες άδεια για να μου κρατάς το χέρι.» «Καλή η προσπάθειά σου. Πήγαινε φέρε το τηλέφωνο. Θα περιμένω εδώ.» Δεν υπήρχε λόγος να διαφωνήσει. Εκτός αυτού, αν περίμενε κι άλλο, η γιαγιά και η θεία Τες θα επέστρεφαν σπίτι και θα είχε περισσότερο κοινό. Πήγε από το διάδρομο προς την εξώπορτα. Αυτό ήταν ένα ανεπίσημο τηλεφώνημα. Θα ρωτούσε λίγα πράγματα. Θα έδειχνε ενδιαφέρον και όχι απόγνωση, ευγνωμοσύνη και όχι αιώνια αφοσίωση. Έβαλε το χέρι της στην μπροστινή τσέπη του σακιδίου της. Αφού πήρε ένα στιλό και το νούμερο του Μαρκ, επέστρεψε στην κουζίνα. «Θέλεις να βγω από το δωμάτιο; Σιχαίνομαι τέτοιου είδους τηλεφωνήματα όσο και εσύ.» Η Αμάντα στεκόταν με την πλάτη της ακουμπισμένη στο ψυγείο και ένα πακέτο τσίχλες στο χέρι. Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μη μασήσεις τσίχλα μέχρι να τελειώσω. Δεν μπορώ ν’ αντέξω να κάνεις τσιχλόφουσκες όσο εγώ θα προσπαθώ να κάνω αυτό το αδέξιο τηλεφώνημα.» «Τσιχλόφουσκες; Δεν είμαι πια δώδεκα χρονών.» «Γλυκιά μου, κάνεις τσιχλόφουσκες τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι χαριτωμένο, αλλά αν το κάνεις τώρα, θα χώσω τα δάχτυλά μου στο στόμα σου.» «Κάνε το τηλεφώνημα. Θα μείνουμε πολλές ώρες εδώ αν πιάσουμε κουβέντα για τις κακές μου συνήθειες.» Με το ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι, η Μπρένα κάθισε στην καρέκλα. Πέντε λεπτά αργότερα πάτησε το κουμπί για να τερματίσει την κλήση και έγειρε το κεφάλι της πάνω στο τραπέζι. «Πες μου την αλήθεια. Ακούστηκα σαν ηλίθια; Γιατί έτσι αισθανόμουν όση ώρα μιλούσα. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πιστεύει πως είμαι μια από εκείνες τις φλύαρες-» Η Αμάντα τη διέκοψε. «Ναι, αυτή τη στιγμή φλυαρείς σα δεκαεξάχρονη τη βραδιά του σχολικού χορού της. Πάρε μια ανάσα.» Η Μπρένα μουρμούρισε μια όχι και τόσο κολακευτική φράση, που τη φύλαγε γι’ αυτές τις ιδιαίτερες στιγμές της φιλίας τους. Όταν ο σφυγμός της επανήλθε στο φυσιολογικό του ρυθμό, σήκωσε το κεφάλι της και ενημέρωσε την Αμάντα για τα βασικά. «Θέλει να περάσω λίγες ώρες τη Δευτέρα παρατηρώντας τη δουλειά, σε ένα εργοτάξιο της Ανατολικής Ακτής. Αν δε φύγω ουρλιάζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση έπειτα από λίγες ώρες, θα ήθελε να γίνει μια επίσημη συνέντευξη το ίδιο απόγευμα.» Η Αμάντα έχωσε την τσίχλα στο στόμα της. «Φαίνεται αρκετά αγχωμένος. Με τέτοια οικονομία, η εταιρεία του δεν μπορεί να μην έχει πολλές αιτήσεις.»
«Προφανώς δεν έχουν πολλές αιτήσεις από γυναίκες. Ο Μαρκ είπε ότι δύο γυναίκες υπάλληλοι που εργάζονταν αρκετό καιρό εκεί, έφυγαν τον περασμένο μήνα. Η μία μετακόμισε εκτός πολιτείας και η άλλη απέκτησε μωρό.» «Τουλάχιστον είναι ειλικρινής.» Η Μπρένα σηκώθηκε όρθια. «Υποθέτω ότι δε θα χρειαστεί να ψάξω να βρω καινούριο κουστούμι. Ο Μαρκ είπε να φορέσω τζιν, ζεστό παλτό και μπότες.» «Κάτι θα πρέπει να κάνουμε με τις μπότες. Το ζευγάρι που φοράς το έχεις τουλάχιστον δέκα χρόνια και είναι κακάσχημες.» «Δε θα περιμένει να εμφανιστώ με ένα ζευγάρι Στιβ Μάντενς. Θα μείνω άφραγκη εντελώς μέχρι το Σαββατοκύριακο.» «Λάθος, μικρή μου. Φέρε την τσάντα σου. Θα με βοηθήσεις να διαλέξω κάτι καταπληκτικό απ’ τη Βικτόρια Σίκρετ, και εγώ θα σε βοηθήσω να βρεις κάτι σέξι για τα πόδια σου.» Η Μπρένα πέταξε το υγρό σφουγγάρι, που ήταν γεμάτο ψίχουλα, στο νεροχύτη. «Συγγνώμη, αλλά θέλω να περιμένω μέχρι να γυρίσει η γιαγιά μου από το ραντεβού της. Δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι κατάλαβε ότι θα πήγαινε να δει το γιατρό Χερνάντες.» «Τότε θα περιμένω. Αν τα πράγματα είναι εντάξει, θα ξεκλέψουμε μια δυο ώρες. Χρειάζεται να προσθέσουμε και ένα τζιν στη λίστα σου. Από τότε που έχασες πόντους από τους γοφούς σου, χρειάζεται να φοράς μόνο χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Θα μπορούσε να χωρέσει ακόμα ένας άνθρωπος σ’ αυτό που φόραγες χθες. Δεν έδειχνε ωραίο.» «Συνεχώς ξεχνώ ότι το να δείχνω όμορφη είναι πιο σημαντικό απ’ το να αναπνέω.» Το ύφος στο πρόσωπο της Αμάντα μίλαγε από μόνο του. «Για πρώτη φορά από τότε που σε ξέρω, έχεις πραγματικές καμπύλες. Μη φοβάσαι να τις δείξεις λίγο.» Η Μπρένα παραδόθηκε αμαχητί. «Ποιο είναι το νούμερο στο Μιραμπέλι;» «Σοβαρά μιλάς;» «Βαφή, κούρεμα και μανικιούρ. Ο τελευταίος άντρας που βγήκα ραντεβού μαζί του δούλευε σε κατασκευαστική και ήταν καυτός. Μπορεί τη Δευτέρα να φύγω όχι μόνο με καινούρια δουλειά, αλλά και με ραντεβού.» Σύντομα θα χρειαζόταν να ξεκαθαρίσει με το Λουκ τα όρια της φιλίας τους. Λίγα ραντεβού με έναν άλλο άντρα ήταν ο καλύτερος τρόπος να στείλει ένα μήνυμα σε όλους, συμπεριλαμβανομένου και του Λουκ, ότι προχωρούσε στη ζωή της. Χωρίς αυτόν.
Κεφάλαιο Πέντε Είχε αργήσει. Η κίνηση το απόγευμα της Παρασκευής είχε μπλοκάρει τις λεωφόρους που οδηγούσαν νότια και εκτός πόλης. Έπειτα από πέντε μέρες χιονιού, ο ουρανός είχε επιτέλους καθαρίσει, αφήνοντας τους δρόμους στεγνούς. Αντί να κάνει τη γνωστή στάση στου Τζίνο, ο Λουκ είχε τηλεφωνήσει και είχε ζητήσει να παραδοθεί η παραγγελία στο σπίτι του Τζον. Σήμερα δε θα μπορούσε να μείνει για δείπνο. Ο Μάικ έκανε μπάτσελορ πάρτι για τον κολλητό του Ντέιβιντ στο Μπάρκλεϊ. Ο Σον και ο Λουκ ήταν οι ανεπίσημοι οδηγοί για εκείνη τη βραδιά. Η θέα του παλιού αλλά γνωστού πράσινου Σιβίκ, παρκαρισμένου στο γνωστό σημείο, έκανε την αδρεναλίνη να τρέξει μέσα του. Έφτασε στην μπροστινή πόρτα σε χρόνο ρεκόρ. Ένα συνοφρυωμένο ύφος τον υποδέχτηκε. «Πού είναι η πίτσα;» τον ρώτησε η Αμάντα κοιτώντας τα άδεια χέρια του. «Και εγώ σ’ αγαπώ, μωρό μου.» Ο Λουκ παραμέρισε την οικοδέσποινα και κατευθύνθηκε προς το διάδρομο. «Ζήτησα από τον Τζίνο να μας τη φέρει ντελίβερι. Το φαγητό θα φτάσει από λεπτό σε λεπτό.» Η Αμάντα τον πρόφτασε και του πήρε το τζάκετ. Το βλέμμα της πλανήθηκε πάνω απ’ τον ώμο του, προς τις φωνές που έρχονταν από την κουζίνα. «Η Μπρένα σταμάτησε για ν’ αφήσει το αυτοκίνητό της. Θα μείνει στο δείπνο. Γι’ αυτό, κάτσε φρόνιμος.» Ο Λουκ έπιασε τον ώμο της με το χέρι του. «Αυτό δεν κάνω πάντα;» «Μπορείς να γίνεις γοητευτικός, μόνο όταν το θέλεις.» Ο Λουκ την ακολούθησε ενώ πήγαινε απ’ την τραπεζαρία προς την κουζίνα. Ο Τζον καθόταν στο κέντρο του πάγκου ψιλοκόβοντας σε κύβους ντομάτες και αγγουράκια. Η Μπρένα δίπλα του γελούσε καθώς έπινε το λευκό κρασί της από ένα ντελικάτο κρυστάλλινο ποτήρι. Καστανές ανταύγειες. Γαλλικό μανικιούρ. Λευκό εφαρμοστό πουκάμισο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ακόμα και η φωνή της ήταν διαφορετική. Ο Λουκ έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Γιορτάζετε χωρίς εμένα; Ποια είναι η περίσταση;» Η Μπρένα έκανε μια περιστροφή πάνω στο σκαμπό της και σταμάτησε όταν η ματιά της συνάντησε το Λουκ. «Δε γιορτάζουμε τίποτε, Μπράντεν. Χαλαρώνουμε.» «Πιάσε μια μπίρα» του είπε ο Τζον. «Είμαι έτοιμος ν’ ανακατέψω τη σαλάτα.» Ο Λουκ δεν κουνήθηκε. «Πώς τα πάει η γιαγιά σου;» «Υποθέτω καλά. Η θεία μου τα πάει καταπληκτικά μαζί της.» Η Μπρένα χτύπησε με τα δάχτυλά της το ποτήρι της. «Προσπαθούμε να καθιερώσουμε ένα σταθερό πρόγραμμα, που θα μπορέσω να διατηρήσω και όταν θα ξεκινήσω τη δουλειά.» Ίσως ήταν το ερωτηματικό ύφος της Αμάντα, ή το προειδοποιητικό βλέμμα του Τζον. Μπορεί να
ήταν η ροζ τιράντα του σουτιέν, που φαινόταν στον ώμο της Μπρένα. Κάτι ήταν… Ο ήχος του κουδουνιού της πόρτας διέκοψε τις σκέψεις του. «Θα χρειαστώ λίγη βοήθεια, Μπρένα. Είπα στον Τζίνο να διπλασιάσει τις μερίδες με τις φτερούγες απόψε.» Την είδε να διστάζει, ελπίζοντας ότι οι καλοί της τρόποι θα υπερίσχυαν. «Μην ανησυχείς. Θα βεβαιωθώ ότι τίποτε δε θα λερώσει το πουκάμισό σου.» Αυτό που της είπε την έκανε να πεταχτεί όρθια. «Επιστρέφω αμέσως, παιδιά.» Προσπάθησε να περάσει ξυστά από δίπλα του στο διάδρομο. Ο Λουκ εξέπληξε και τους δυο τους, αφού το κορμί του την εμπόδισε να προχωρήσει. «Τι είναι αυτό το καινούριο λουκ;» «Παρακαλώ;» Τα μάτια του ταξίδεψαν ξεδιάντροπα στο κορμί της από πάνω μέχρι κάτω. «Έλα τώρα. Τα ρούχα ήταν ανέκαθεν τα αγαπημένα σου όπλα. Μου πήρε δύο εβδομάδες στο Μπράιτον μέχρι να καταλάβω ότι κάτω απ’ αυτά τα τεράστια πουκάμισα του ράγκμπι κρυβόταν μια γυναίκα.» «Έπρεπε να σε είχα κρατήσει στο σκοτάδι.» Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Μερικά καινούρια ρούχα μπορεί να εμποδίσουν κάποιους τύπους να παίξουν το ίδιο παιχνίδι της ανακάλυψης.» Το κουδούνι της πόρτας που χτυπούσε, ακολούθησε η φωνή του Τζον και ο Λουκ αναγκάστηκε να κάνει στην άκρη. Η Μπρένα είχε την πόρτα ανοιχτή και τα χέρια της ήταν γεμάτα τη στιγμή που ο Λουκ έφτασε δίπλα της. Έβαλε το χέρι του στην μπροστινή τσέπη του τζιν του και έβγαλε τα χρήματα. Η Μπρένα περίμενε όσο εκείνος πλήρωνε. Κοίταξε απογοητευμένη τα κουτιά. «Γαμώτο, ελπίζω να μην παρήγγειλες την πίτσα με μανιτάρια.» «Δεν ήξερα ότι θα ήσουν εδώ. Εκτός αυτού, εσύ λατρεύεις τα μανιτάρια στην πίτσα.» Ένα πορφυρό χρώμα απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Προσπαθώ να ξαναβρώ τον εαυτό μου χάνοντας μερικά κιλά.» Του Λουκ δεν του άρεσε αυτό που άκουσε. Θα πλήρωνε μια μικρή περιουσία για να μάθει τι ήταν εκείνο που την κινητοποιούσε να κάνει αλλαγές. Το ένστικτό του του έλεγε ότι δεν είχε καμία σχέση με το να ικανοποιήσει τον ίδιο. «Ποιο είναι το πρόβλημα με τα κιλά σου;» «Αισθάνομαι καλύτερα με τον εαυτό μου όταν διατηρώ τη φόρμα μου.» Τα κουτιά στα χέρια της μετακινήθηκαν καθώς γύρισε για να πάει προς την κουζίνα. «Η επιστροφή μου στη Βοστόνη δεν ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Αναβάλλω τη ζωή μου περισσότερο απ’ ό,τι θα ’πρεπε. Δε θέλω να τη βάλω σε αναμονή.» «Αυτό είναι φυσικό. Δε χρειάζεται να αισθάνεσαι ενοχές.» Κούνησε το κεφάλι της. «Έχω πείσει τον εαυτό μου ότι δε θα κρατήσει πολύ. Θα μείνω εδώ όσο χρειαστεί η γιαγιά μου να… όσο με χρειάζεται.» «Ναι αλλά οι φίλοι σου είναι εδώ.» «Θέλω τη δική μου ζωή. Μη με παρεξηγείς. Ο χρόνος με τη γιαγιά μου είναι σημαντικός και θέλω να είμαι εδώ γι’ αυτήν. Αλλά ένα κομμάτι μου ανυπομονεί να έρθει εκείνη η μέρα που για το
μόνο πρόσωπο για το οποίο θα είμαι υπεύθυνη στη ζωή μου θα είμαι εγώ.» Ο Λουκ δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι σχέση είχαν όλα αυτά με το στενό της πουκάμισο, το οποίο θα ξεσήκωνε κάθε άντρα, αρκεί να ήταν ζωντανός. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στη ροζ σάρκα που βρισκόταν τόσο κοντά του, που θα μπορούσε να την αγγίξει. «Είμαι είκοσι οκτώ χρονών. Δε θα έπρεπε να ζω σαν καλόγρια. Η Βοστόνη είναι σπουδαία πόλη. Και θέλω να γλεντήσω λίγο, καταλαβαίνεις;» Ο Λουκ έδειξε με το κεφάλι του την κουζίνα. «Το φαγητό θα κρυώσει.» Ο Λουκ προσπαθούσε να συγκεντρώσει το μυαλό του. Σκεφτόταν διάφορους τρόπους που θα τη βοηθούσαν να γλεντήσει. Η πίεση που αισθανόταν πίσω από το φερμουάρ του παντελονιού του άρχισε να αυξάνεται. Τουλάχιστον, η Μπρένα δεν μπορούσε να δει τη δύναμη που ασκούσε ακόμα πάνω στις ορμόνες του. Το πιο ντροπιαστικό πράγμα που θα μπορούσε να του συμβεί θα ήταν να καταλάβει η Μπρένα ότι το ίδιο συνέβαινε και με την καρδιά του. Την πρόφτασε και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το κορμί της σαν ασπίδα. Μια ματιά του Τζον τον έκανε να καταλάβει ότι δεν είχε καταφέρει να κρύψει και τόσο επιτυχημένα την έξαψή του. «Ίσως είναι καλύτερα ν’ αφήσεις την μπίρα» του πρότεινε ο Τζον, χωρίς να καταβάλει και ιδιαίτερη προσπάθεια να κρύψει το σαρκασμό του. «Μοιάζει να χρειάζεσαι ένα δυνατότερο ποτό.» Δύο κεφάλια γύρισαν προς την πλευρά του. Μόνο μία από τις δύο γυναίκες χαμογελούσε. Η προσοχή της Μπρένα στράφηκε στην περιοχή κάτω από τη ζώνη του Λουκ. Η επιφυλακτική έκφραση στο πρόσωπό της κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης ήταν. Ευτυχώς, αυτή η έκφραση έκανε και τη δική του έξαψη να σβήσει στο λεπτό. «Απόψε, εκτελώ χρέη προσκόπου, γι’ αυτό θα πιω μόνο μια σόδα.» Ο Λουκ παρέκαμψε την Μπρένα, προσπαθώντας να αποφύγει και την παραμικρή σωματική επαφή μαζί της. Η Αμάντα τού έκοψε το δρόμο μπροστά στο ψυγείο. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν έχεις να πας στο Μπάρκλεϊ για μια ακόμα κραιπάλη.» Ο Λουκ την έπιασε από τη μέση. «Δε διάλεξα εγώ αυτό το μέρος. Ο Μάικ το διάλεξε.» «Φέρεται σαν ηλίθιος μερικές φορές» σχολίασε η Αμάντα σφίγγοντας το χέρι που ακουμπούσε στο γοφό της. «Μείνε όσο πιο μακριά μπορείς από την Κρίστα.» Η ματιά του Λουκ έπεσε στην Μπρένα. Η κενή της έκφραση και τα σταυρωμένα χέρια της δεν του έδωσαν καμία ιδέα για το τι γινόταν στο μυαλό της. Ευτυχώς, μπήκε στη μέση ο Τζον. «Χαλάρωσε, Αμάντα. Μόνο και μόνο επειδή δεν τη συμπαθείς, δε σημαίνει ότι είναι κακιά.» «Επειδή φοράει μαύρο στρινγκάκι, κουβαλάει μαζί της προφυλακτικά σε όλα τα χρώματα και πίνει μπίρα απ’ το μπουκάλι, δεν την κάνει εθνικό θησαυρό. Είναι εκμεταλλεύτρια.» Η Αμάντα απομάκρυνε το χέρι του Λουκ από τη μέση της. «Κράτα το μικρό σου αδελφό μακριά της.» Η Μπρένα πήρε ένα πιάτο από τον πάγκο. «Όλο αυτό το δράμα με κάνει να πεινάω. Θα πάρω λίγη πίτσα πριν ξεκινήσει το δεύτερο μέρος.» Όταν η Μπρένα κοίταξε πάνω στο τραπέζι, η Αμάντα έσκυψε προς το μέρος του Λουκ και του ψιθύρισε στο αφτί.
«Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα.» Ο Λουκ έκρυψε ένα χαμόγελο. Η Αμάντα υποτίθεται ότι δεν ήταν με το μέρος του. Πίστευε είτε ότι ήταν απελπισμένος, είτε ότι του άξιζε μια δεύτερη ευκαιρία. Την κοίταξε καθώς πήγε και έκατσε δίπλα στην Μπρένα και έπειτα στράφηκε προς τον Τζον. «Θα χρειαστώ λίγη παρέα. Δεν ανυπομονώ να οδηγώ με ένα μάτσο μεθυσμένους σ’ όλη την πόλη μέχρι να ξημερώσει.» «Δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι η γυναίκα μου θα υπογράψει μια άδεια για ένα ταξίδι στο Μπάρκλεϊ.» «Ε, Αμάντα, αν υποσχεθώ ότι δε θα τον αφήσω να χάσει τον έλεγχο, θα επιτρέψεις στον Τζον να βγει απόψε;» Η Αμάντα στριφογύρισε στην καρέκλα της. «Σοβαρά τώρα, δεν έχει τόσο πλακά να βγεις μαζί του.» Ο Λουκ σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Δε θα πιω. Δε θα την πέσω στην Κρίστα. Η βραδιά θα είναι χάλια. Σιχαίνομαι να είμαι μόνος μου και να βαριέμαι.» Αυτό ήταν αλήθεια. Δεν του άρεσαν οι τρελές καταστάσεις πια. Δεν έπινε όπως παλιά. Την τελευταία φορά που είχε μεθύσει, είχε χαλάσει τη βραδιά ενός φίλου του. Η Γκρέις τού είχε σταθεί. Ακόμα και όταν η σχέση της διαλύθηκε εξαιτίας μιας παράλογης ζήλιας, εκείνη είχε μείνει δίπλα του ως φίλη. Του Λουκ του άρεσε να σκέφτεται ότι είχε παίξει ένα μικρό ρόλο στο να διορθώσει τη ζημιά που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Έπειτα από τρεις μήνες, θα καθόταν στο ξωκλήσι του Αγίου Πιου, όπου εκείνη θα αντάλλασσε γαμήλιους όρκους με τον Τζέικ Μαγκί. Ίσως γινόταν κάποιο θαύμα και μια συγκεκριμένη καστανομάλλα θα καθόταν έτσι δίπλα του κάποια μέρα. «Πάρε ένα κομμάτι» είπε ο Τζον σπρώχνοντας ένα ασπροκόκκινο κουτί πάνω στο τραπέζι. «Θα είναι μια μεγάλη νύχτα. Ο Ντέιβιντ γίνεται ζώο κάθε φορά που πατά το πόδι του στο κλαμπ. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς θα γίνει τώρα που είναι το δικό του μπάτσελορ πάρτι.» Ο Λουκ πήρε μια σόδα, ένα μπολ σαλάτα και την άδεια καρέκλα μπροστά από την Μπρένα. «Μη γελάς καθόλου. Είπα στο Μάικ να νοικιάσουμε δυο λιμουζίνες. Φοβήθηκε όμως μήπως διαρρεύσουν οι λεπτομέρειες της νύχτας στο Ινσάιντ Τρακ.» «Από ποιους;» απόρησε η Μπρένα. «Από τοπικούς κουτσομπόληδες. Ακούνε και μεταφέρουν κάθε φήμη που ψιθυρίζεται στην πόλη.» «Και γιατί ενδιαφέρονται γι’ αυτό τον τύπο, τον Ντέιβ;» Η Μπρένα αντιλήφθηκε ότι δεν καταλάβαινε τίποτα. Έπειτα από έξι χρόνια απουσίας, είχε γίνει μια ξένη στη Βοστόνη. Καιρό πριν, αγαπούσε αυτή την πόλη όπως ο Λουκ. Ύστερα από την ολοένα και αυξανόμενη κακή φήμη του πατέρα της, ο ενθουσιασμός της υποχώρησε. Έφυγε απ’ την πόλη λίγο μετά την αναχώρηση του πατέρα της. Ο Λουκ δε συμπαθούσε τον Ουίλιαμ Μόργκαν και ήλπιζε ότι θα είχε την αξιοπρέπεια να μείνει όσο πιο μακριά γινόταν από τη Μασαχουσέτη. «Ο Ντέιβ Ουίνσλοου είναι πρώην περιφερειακός εισαγγελέας και νυν υποψήφιος δήμαρχος» εξήγησε η Αμάντα. «Έχει περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι λογική. Διαθέτει μια καρδιά από γανιασμένο χρυσάφι και γνωριμίες από υψηλά ιστάμενες πρώην φιλενάδες του.» Σταμάτησε και κατάπιε λίγη πίτσα πριν συνεχίσει. «Τώρα είναι αρραβωνιασμένος με μια αξιοπρεπή γυναίκα. Πώς είπαμε τ’ όνομά της;»
«“Νόρα”» απάντησε ο Λουκ. «Όπως και να ’χει, είναι νορμάλ και προσπαθεί σκληρά να είναι νορμάλ. Εξαιτίας του ιστορικού του, τα μέσα ενημέρωσης τον παρακολουθούν σα γεράκια, για να δουν μήπως και ξανακυλήσει.» «Ίσως θα έπρεπε να τον προειδοποιήσεις να μείνει και αυτός μακριά από την Κρίστα» είπε η Μπρένα. «Δε θα ήταν πιο έξυπνο να κάνει αυτό το πάρτι σ’ ένα σπίτι, παρά σε ένα στριπ κλαμπ;» Τρία πρόσωπα ξέσπασαν σε γέλια ταυτόχρονα, ώσπου τελικά η Αμάντα τής το ξεκαθάρισε. «Το Μπάρκλεϊ δεν είναι στριπ κλαμπ, Μπρένα. Είναι ένα ιδιωτικό κλαμπ που εξυπηρετεί την ελίτ της Βοστόνης.» Τα μάγουλα της Μπρένα βάφτηκαν κόκκινα. «Τότε να υποθέσω ότι η Κρίστα δεν είναι χορεύτρια;» «Η Κρίστα, στην πραγματικότητα, είναι η Κρίστα Κοστέλο» της απάντησε ο Τζον. Το στόμα της Μπρένα άνοιξε από την έκπληξη. «Δεν εννοείς αυτή την κοκκινομάλλα από το ριάλιτι Φοξ;» Η Αμάντα κούνησε θετικά το κεφάλι. «Έχει βάλει καινούριο στήθος. Το Μπάρκλεϊ την προσέλαβε το Σεπτέμβρη ως επίσημη διασκεδάστρια. Οι καημένοι πιστεύουν ότι είναι η Σελίν της Ανατολικής Ακτής.» Η Μπρένα έσπρωξε μακριά της το κομμάτι από την πίτσα της και έπιασε ένα ιταλικό ντρέσινγκ με χαμηλά λιπαρά. «Θα πρέπει να βγάζει πολλά λεφτά. Και γιατί είναι εκμεταλλεύτρια;» Η Αμάντα έτριψε τη μύτη της. «Έχει πάει με τουλάχιστον μια ντουζίνα άντρες ως τώρα. Οι φήμες λένε ότι έχει στρέψει τα βέλη της σε έναν καινούριο αθλητή του μπέιζμπολ που έχει υπογράψει με τη Σοξ. Είμαι σίγουρη ότι το πενταετές συμβόλαιό του και τα εβδομήντα πέντε εκατομμύρια δολάρια δεν έχουν καμία σχέση με το ενδιαφέρον της γι’ αυτό τον άντρα.» Η Μπρένα γύρισε αμέσως προς το Λουκ. «Πιστεύω ότι είσαι και εσύ μέσα σε αυτή την ντουζίνα.» «Όχι βέβαια. Η Κρίστα ξέρει ότι ο παππούς μου έχει μεγαλύτερο τραπεζικό λογαριασμό από μένα.» Η Αμάντα ξερόβηξε. «Ήταν γρήγορος και διαθέσιμος.» «Διάολε. Ούτε καν που κοιμήθηκα μαζί της.» Ο Λουκ κοίταξε τον Τζον. «Πες το στη γυναίκα σου. Η Κρίστα έβγαλε αυτή τη φήμη στο Ινσάιντ Τρακ, γιατί προσπαθούσε να χωρίσει μ’ αυτό τον τύπο απ’ το Κανάλι Δέκα. Δε μοιραστήκαμε τίποτε άλλο πέρα από μερικά ποτά.» Η Μπρένα σήκωσε τα φρύδια της χωρίς να αμφιβάλει καθόλου τι σήμαιναν αυτά τα «μερικά ποτά». Σ’ αυτή την περίπτωση, σήμαινε ότι ο Λουκ αισθανόταν άβολα να αποκαλύψει σε μια γυναίκα με την οποία είχε κάνει έρωτα, τις λεπτομέρειες. Ο Λουκ έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι του ελπίζοντας να έχει έρθει η ώρα να φύγει. «Θα έρθεις ή όχι, Τζον; Χρειάζεται να περάσω απ’ το σπίτι μου πριν πάω στο Μπάρκλεϊ.» «Δώσε μου δέκα λεπτά. Θα αλλάξω ρούχα και θα βουρτσίσω τα δόντια μου.» Ο Τζον σκούπισε το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα πριν πιει την υπόλοιπη μπίρα του. «Έχουμε λίγο χρόνο να αφήσουμε την Μπρένα;»
Το στόμα της Μπρένα στρογγύλεψε από την έκπληξη. «Δεν είναι ανάγκη. Είμαι σίγουρη ότι η Αμάντα δεν έχει πρόβλημα να με πετάξει μέχρι το σταθμό.» «Θα σε πάμε σπίτι. Δε θέλω να πάρεις το τρένο τόσο αργά» της είπε ο Λουκ. «Είναι οκτώ η ώρα, Λουκ. Και είμαι σίγουρη ότι μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου.» Η Αμάντα σηκώθηκε από το τραπέζι. «Πάω να διαλέξω ένα πουκάμισο για τον Τζον.» «Πόσο χάλια μπορεί να ντυθεί;» απόρησε η Μπρένα. Η Αμάντα έσπρωξε την ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο σαλόνι. «Πιστεύω ότι πάνω από τις μισές φορές ξεχνάει ότι έχει αχρωματοψία. Τη μέρα των Χριστουγέννων βγήκε από το σπίτι φορώντας πορτοκαλί γραβάτα.» Ο Λουκ περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί η Αμάντα και έπειτα απευθύνθηκε στην Μπρένα. «Κάτι μου λέει πως θα δεχόσουν να σε πάει η Αμάντα ή ο Τζον στο σπίτι σου. Γιατί όχι και εγώ;» Σήκωσε το ντεκολτέ του πουκαμίσου της, καταστρέφοντας με αυτό τον τρόπο τη θέα του μπούστου της για το Λουκ. «Το σιχαίνομαι όταν τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Και το να είμαι κοντά σου, περιπλέκει τα πάντα.» «Τα καλύτερα πράγματα δεν είναι πάντα και τα ευκολότερα» της ανταπάντησε. «Σ’ αυτή τη φάση, δεν ενδιαφέρομαι για οτιδήποτε καλύτερο έχει κάποιος να μου προσφέρει. Ό,τι έχω πει, το εννοώ. Το τελευταίο πράγμα που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να βρεθώ μπλεγμένη σε οποιουδήποτε είδους σχέση.» Ο Λουκ έτριψε το σαγόνι του. «Μόλις έλεγες ότι απλώς θέλεις να γλεντήσεις.» «Ακριβώς. Και αυτό είναι απίθανο να συμβεί μεταξύ μας.» «Πώς μπορείς και λες κάτι τέτοιο; Πάντα διασκεδάζαμε μαζί.» «Είχαμε μια σοβαρή σχέση. Το να ξεκινήσουμε τώρα κάτι ανάλαφρο, δε θα λειτουργήσει. Θα ήταν πολύ παράξενο.» Ο Λουκ ξαφνικά κατάλαβε. Η Μπρένα δεν ήθελε κανενός είδους δέσμευση. Ούτε καν δέσμευση για σεξ. Ένα κάρο επιφωνήματα απείλησαν να δραπετεύσουν απ’ το στόμα του. Σεξ με άλλους ναι, με αυτόν όχι. «Αυτού του είδους η ελευθερία είναι υπερτιμημένη, Μπρένα. Το να προσπαθείς να είσαι υπεύθυνη για να κρατάς την οικογένειά σου μαζί, δεν είναι το ίδιο πράγμα με το να εμπλέκεσαι μ’ έναν άντρα. Δεν υπάρχει λόγος να θυσιάσεις την ευτυχία σου εις βάρος μιας άλλης κατάστασης.» Η Μπρένα έβαλε τα πιάτα σε μια στοίβα μπροστά της, τοποθετώντας απαλά τα μαχαίρια και τα πιρούνια πάνω πάνω. «Μη γίνεσαι αφελής, Λουκ. Πάντα υπάρχουν προσδοκίες που, αν διαψευστούν, θα υπάρχει απογοήτευση.» Με τα χέρια της γεμάτα, πέρασε μπροστά του για να πάει στο νεροχύτη. «Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά δεν είσαι ακριβώς το κορίτσι που υπόσχεται καυτές βραδιές.» Ο ήχος από τα μαχαιροπίρουνα που έπεφταν με θόρυβο στο νεροχύτη έκαναν το Λουκ να
πισωπατήσει, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Οι μύτες των παπουτσιών της Μπρένα συγκρούστηκαν με τις μπότες του. «Τότε γιατί είσαι συνεχώς τριγύρω μου; Παίζεις; Γιατί θα καταλήξεις να παίζεις με τον εαυτό σου.» Ο Λουκ παρακολούθησε τα μάτια της να κατεβαίνουν προς τη ζώνη του. «Το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις εσύ στην αυτοϊκανοποίηση, γιατί δε βλέπω να διασκεδάζεις και τόσο πολύ.» Την πλησίασε και τα χέρια του άρπαξαν τους ώμους της. «Κοίταξέ με, Μπρεν.» Την είχε πληγώσει και του το ανταπέδιδε. «Δεν παίζω. Δε θέλω να σε δω να πληγώνεσαι.» «Και γιατί να πληγωθώ;» «Δε διαθέτεις ένα διακόπτη για να τον κλείνεις όσον αφορά τα συναισθήματα. Αυτή η ιστορία με τον πατέρα σου πρακτικά κατέστρεψε-» Η παλάμη της άγγιξε το στήθος του. «Μη μου κάνεις ψυχανάλυση. Και μην τολμήσεις να κατηγορήσεις τον πατέρα μου για ό,τι έγινε μεταξύ μας.» Ο Λουκ σήκωσε το χέρι του, φυλακίζοντας το δικό της. Τα δάχτυλά της τρεμούλιασαν μ’ αυτή την επαφή. «Κατηγορώ τον εαυτό μου. Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω και να διορθώσω τη ζημιά, θα το έκανα.» Η Μπρένα σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Δεν έχει σημασία. Έχουμε προχωρήσει και οι δύο.» «Δε θα σε πληγώσω πάλι.» «Δε θα σου δώσω την ευκαιρία.» Η φωνή της ήταν άχρωμη. «Κατά κάποιο τρόπο, έχεις δίκιο. Άφησα τα συναισθήματά μου να μπερδευτούν σε θέματα όπου δε θα μπορούσα να έχω τον έλεγχο. Τώρα είμαι σε θέση να διαχειριστώ το θέμα του πατέρα μου και του αδελφού μου.» Σταμάτησε για μια στιγμή και τον κοίταξε στα μάτια. «Είσαι χειρότερος από μένα σε ό,τι αφορά τα συναισθήματα και τα όρια. Αν ριχτώ πάνω σου αυτή τη στιγμή γιατί θα θέλω να θυμηθώ πώς ήταν, θα αρχίσεις να μου ξεκουμπώνεις το τζιν.» «Και αυτό θα ήταν κακό;» «Πολύ κακό. Μπορεί να είμαι ικανή να πάρω απόσταση απ’ την οικογένειά μου, μα είμαι αρκετά έξυπνη για να ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω το ίδιο και μ’ εσένα. Θα ένιωθα κάτι. Και αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ψάχνω.» Το μυαλό του Λουκ σκεφτόταν ασταμάτητα. Όλα αυτά που του έλεγε η Μπρένα ήταν γεμάτα αντιφάσεις. «Ώστε, παρ’ όλο που ακόμα νιώθεις την έλξη ανάμεσά μας, δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα;» «Ακριβώς. Θα ήταν ένα τεράστιο λάθος.» Εκείνη έκανε λάθος και ο Λουκ δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό για να της το αποδείξει. «Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά η κοινωνική σου ζωή περιορίζεται στο να κάνεις παρέα με μια παντρεμένη γυναίκα και δύο ηλικιωμένες συγγενείς σου. Πώς θα βγεις στην εργένικη πίστα της
Βοστόνης;» Τα χείλη της σχημάτισαν ένα χαμόγελο. «Έχω συνέντευξη τη Δευτέρα με την Κατασκευαστική Μορένο.» Ο Λουκ πίεσε τους μυς του σαγονιού του ενώ εκείνη φλυαρούσε ασυνάρτητα για τη νέα πορεία της ζωής της. Διάβασε την πρόκληση στα μάτια της. Η Μπρένα περίμενε πως εκείνος θα αντιδρούσε. Ότι θα αντιδρούσε υπερβολικά. Οποιαδήποτε άλλη νύχτα μπορεί και να το είχε κάνει. Όμως απόψε δεν ήθελε να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα. «Ο Μαρκ διευθύνει μια καλή επιχείρηση. Έχει κάνει κάποιες καλές συμφωνίες αυτή τη χρονιά.» Ο Λουκ πήρε το σφουγγάρι, το βούτηξε στο καυτό νερό και γύρισε προς το τραπέζι. «Κοίτα να διαλέξεις ισοθερμικά εσώρουχα.» Ένα γέλιο ακούστηκε από το διάδρομο, που τον έσωσε απ’ το να συνεχίσει να προσποιείται ότι το θεωρούσε καλή ιδέα. «Η Αμάντα τα τελευταία πέντε χρόνια τού διαβάζει τους ίδιους κανόνες γάμου.» «Ίσως ο Τζον να μαθαίνει αργά» είπε η Μπρένα, βάζοντας το τελευταίο πιρούνι στο πλυντήριο πιάτων. «Το πιο τρελό πράγμα που έχει κάνει ποτέ ήταν να πηδήξει πάνω από ένα τραπέζι στο Χάκερ Τζακ κατά τη διάρκεια του περσινού Ουόρλντ Σίρις. Κέρδισε την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό της Κέιτ Σμιθ.» Ο Τζον σταμάτησε στην είσοδο. «Είμαι ένα είδος θαύματος. “Ο Θεός να ευλογεί την Αμερική”, αυτό είναι το τραγούδι μου.» «Μη μου το θυμίζεις» είπε η Αμάντα. «Είχες κρεμαστεί στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου στην Ισπανία και μου το τραγουδούσες κάθε βράδυ στο μήνα του μέλιτος.» «Με είχαν λατρέψει!» «Σε καταριόντουσαν στη μητρική τους γλώσσα.» «Δε βοηθάς την αυτοπεποίθησή μου, γλυκιά μου» είπε ο Τζον καθώς άφηνε ένα φιλί στο μάγουλο της συζύγου του. «Θα τραγουδήσω απόψε μόνο αν δω ότι το πάρτι χρειάζεται λίγο ανέβασμα.» «Θα προτιμήσω τα παραδοσιακά πράγματα. Γυναίκες με αστραφτερές φούντες και ποτά σε αφθονία νομίζω ότι θα κρατήσουν τα πράγματα ανεβασμένα» πετάχτηκε ο Λουκ. Η Μπρένα ξερόβηξε. «Όσο συνεχίζετε αυτή τη χαριτωμένη συζήτηση, μου φαίνεται ότι η ώρα περνά και θ’ αργήσετε.» Ο Λουκ βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε προς την ντουλάπα στο διάδρομο και προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα. Δεν του ερχόταν καμία ιδέα. Μαύρο; Μπλε; Τι χρώμα είχε το παλτό της; Πήρε ένα σουέτ σακάκι. Καθόλου πρακτικό. Το ροζ μπουφάν του σκι αποκλειόταν. Δοκίμασε ένα καπιτονέ μπουφάν. Το κράτησε μπροστά του καθώς ξαναμπήκε στην κουζίνα. «Μη διαφωνήσεις. Αλλιώς θ’ αργήσουμε.» Η Μπρένα δίστασε. Ίσως ήταν η αμήχανη σιωπή ή η πρόκληση στο βλέμμα της Αμάντα που την έκανε να μιλήσει. «Δέχομαι αυτή την όχι και τόσο ευγενική προσφορά σου.» Έμπλεξε τα δάχτυλά της γύρω απ’ το μπουφάν της. «Αλλά για να το ξεκαθαρίσουμε. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την παράνοιά σου για την ασφάλειά μου. Δε θέλω να σύρω την Αμάντα έξω, στα μέσα του Φλεβάρη, άνευ λόγου.»
«Την επόμενη φορά που θα σου προτείνω να πάμε βόλτα, δε θα είναι με το αυτοκίνητό μου, και μπορώ να σου υποσχεθώ ένα πράγμα, γλυκιά μου. Δε θα θέλεις να πεις “όχι”.»
Κεφάλαιο Έξι Αυτό ήταν το πρόβλημα – δεν ήθελε ποτέ να λέει «όχι» στο Λουκ. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές τους, ένα κομμάτι της επιθυμούσε να βρίσκεται κοντά του. Η κόκκινη λάμψη από το φωτάκι στο κομοδίνο της ήταν σα να την περιγελούσε. Πέρσι τέτοιο καιρό έπινε σαμπάνια στο Χέμινγουεϊ, στην πλατεία του Αγίου Αρμάνδου. Ο Κέβιν ήταν ένα ραντεβού της τελευταίας στιγμής. Δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να περάσει μόνη της τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Το να περάσει λίγες ώρες αγκαλιά μ’ ένα χαριτωμένο γείτονα ήταν προτιμότερο απ’ το να δει το Άγρυπνος στο Σιάτλ για χιλιοστή φορά. Άσε που αποδείχτηκε ότι ο Κέβιν φιλούσε υπέροχα. Σύνελθε, κορίτσι μου. Άφησε το κορμί της να πέσει μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι και γέρνοντας στην άκρη του, τράβηξε ένα πλαστικό κουτί από κάτω. Κοίταξε διερευνητικά τις ράχες των βιβλίων που ήταν τακτοποιημένα ευθύγραμμα και σε αλφαβητική σειρά. Κατέληξε σε ένα φθαρμένο αντίγραφο του Άδραξε τη μέρα. Η Μπρένα έστριψε το κορμί της προς το βαθούλωμα, στη μέση του κρεβατιού, και έβαλε ένα ακόμα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της. Μια λάμψη φωτός την έκανε ν’ ανασηκώσει το πιγούνι της, είκοσι λεπτά αργότερα. Ίσως ο κύριος Ουόλτον να βρήκε τελικά το κουράγιο. Η θεία Τες τής είπε ότι τη γυρόφερνε για μήνες στις συναντήσεις του ενοριακού συμβουλίου. Στην ηλικία του πιθανόν δεν ήταν φρόνιμο να περιμένει κι άλλο. Προφανώς, το να βγαίνεις ραντεβού δε γίνεται ευκολότερο όσο περνά ο καιρός. Ο ήχος από φωνές που έρχονταν από το σαλόνι την έκαναν να ψάξει για τις ωτασπίδες της. Ένα λεπτό αργότερα, η γιαγιά της εμφανίστηκε στην πόρτα. «Έχουμε έναν ξεχωριστό καλεσμένο. Ζήτησε να μη σ’ ενοχλήσουμε, αλλά σκέφτηκα ότι ίσως θα ήθελες να έρθεις και να πεις τουλάχιστον ένα “γεια”.» «Μμμ… Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένη για παρέα.» Οι ροζ βαμβακερές πιτζάμες από το παιδικό τμήμα του Τάργκετ ήταν το λιγότερο ακατάλληλες. «Διασκεδάστε εσείς όμως.» «Εντάξει λοιπόν. Ο Λουκ θα με βοηθήσει να στολίσω τα τριαντάφυλλα που μου έφερε.» Η καρδιά και τα πόδια της Μπρένα αναπήδησαν ταυτόχρονα. Άρπαξε το χέρι της γιαγιάς της προτού απομακρυνθεί. «Είναι ο Λουκ εδώ;» «Ω, μη σε απασχολεί. Ήρθε για να δει την Τες και μένα. Είπε ότι δε θα ήθελε να νομίζουν τα αδέλφια του ότι θα περνούσε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου μόνος του.» Η Μπρένα πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της προσπαθώντας να δώσει όγκο. «Διαλέγουν μια ταινία τώρα.» «Μια ταινία;» «Όταν έφυγα προσπαθούσαν να διαλέξουν ανάμεσα στο Τζίτζι και την Οκλαχόμα. Ο Λουκ υποσχέθηκε ότι θα υποστηρίξει την ψήφο μου.» Η Έλεν απομακρύνθηκε αθόρυβα με ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλύτερα να κλείσεις την πόρτα σου. Η Τες ξεσπάει σε χαχανητά κάθε φορά που τραγουδάει η
Μορίς Σεβαλιέ.» Η Μπρένα προσπάθησε απεγνωσμένα να λάβει υπόψη της αυτή τη συμβουλή. Έπειτα από πέντε ή ίσως και δέκα λεπτά, παραδόθηκε και φόρεσε ένα χοντρό φούτερ. Απέφυγε να φτιαχτεί μπροστά στον καθρέφτη από φόβο μην τσακωθεί με τον εαυτό της. Στα μισά του διαδρόμου, σταμάτησε. Ένα απαλό φως που τρεμόπαιζε, γέμιζε με σκιές την κουζίνα. Μαζεμένες γύρω από ένα τραπέζι που το φώτιζαν κεριά, η Τες και η γιαγιά έπιναν κάτι αφρώδες σε όμοια κολονάτα ποτήρια. Η Μπρένα προχώρησε απαρατήρητη, πατώντας στις μύτες. Είχε φτάσει μπροστά στο κελάρι πριν την πάρουν είδηση. «Χαίρομαι που ήρθες» είπε ο Λουκ καθώς έκοβε τα κοτσάνια των λουλουδιών μέσα σε μια λεκάνη. «Πάρε ένα ποτήρι και βάλε σαμπάνια.» Μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο της της αποκάλυψε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ακριβής σαμπάνιας. Αυτό εξηγούσε το ξέσπασμα γέλιου της γιαγιάς της. «Έι» ψιθύρισε ο Λουκ. «Ήμουν προετοιμασμένος ότι θα μου κάνεις κήρυγμα απόψε. Αντίθετα, χαμογελάς. Τι συμβαίνει;» «Θα έπρεπε να θυμώσω; Κοίταξέ τες. Κοίτα πόσο χαρούμενες είναι.» Ο Λουκ πήρε τα τριαντάφυλλα στα χέρια του και τα έβαλε σε ένα βάζο που βρισκόταν κοντά του, πριν στρέψει και πάλι την προσοχή του στο τραπέζι. «Το σκέφτηκα πολύ προτού αποφασίσω να φέρω σαμπάνια. Περισσότερο γιατί δεν ήθελα να δημιουργήσω κάποιο πρόβλημα με τα φάρμακα που πιθανόν να παίρνουν.» Η Μπρένα ανασήκωσε τους ώμους της. «Είναι μια ξεχωριστή βραδιά. Έχει να γελάσει τόσο πολύ από τότε που έχασε τον παππού Φρανκ.» «Άσε με να σου φέρω ένα ποτήρι.» Ο Λουκ δεν περίμενε την απάντησή της. Γέμισε δυο κολονάτα ποτήρια. «Έχω άλλο ένα μπουκάλι φυλαγμένο στο ψυγείο.» «Δεν κάνει να μεθύσουν.» «Φύλαξέ τη για μια άλλη φορά.» Η Μπρένα προσπάθησε ν’ αγνοήσει το σφυγμό της που δυνάμωνε καθώς ο Λουκ χτύπησε ελαφρά τα χείλη του ποτηριού του στο δικό της. «Έτσι θα έπρεπε να γιορτάζουν οι φίλοι τις γιορτές» είπε σκουντώντας τη με το γοφό του. «Σα να μην τρέχει τίποτε.» «Κι αν μια φίλη θέλει να βάλει το χέρι της στο πίσω μέρος του τζιν του φίλου της χωρίς την άδειά του; Δε θα μπέρδευε αυτό λίγο την κατάσταση;» «Μην παίζεις μαζί μου, Μπρένα. Αλλιώς, και οι δυο θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση στα επόμενα τριάντα δευτερόλεπτα.» Η Μπρένα είδε το κορμί του να σκληραίνει. «Σ’ το είπα. Μετά από ένα δυο ποτήρια σαμπάνιας ίσως χάσω τον έλεγχο που ασκώ στην έλξη μου για σένα. Μ’ έναν ξένο δε θα είχα κανένα πρόβλημα να υποκύψω σε αυτή την παρόρμηση.» Ο Λουκ την πλησίασε. «Προτιμάς να κοιμηθείς με έναν ξένο απ’ ό,τι με κάποιον που ξέρει κάθε εκατοστό του κορμιού σου; Πες μου, σε παρακαλώ, τι είδους λογική είναι αυτή;»
Η ένταση έκανε τα μάγουλα της Μπρένα να κοκκινίσουν και έπειτα απλώθηκε σε όλο της το κορμί σαν τις φλόγες της κόλασης. «Ήξερε. Παρελθοντικός χρόνος. Και ναι, το να κοιμηθώ με έναν γνωστό θα μου προκαλούσε λιγότερο άγχος.» Ο Λουκ κινήθηκε προς το μέρος της μέχρι να ακουμπήσουν οι μηροί τους. «Βλέπω ότι φοβάσαι. Κάθε φορά που βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί σου, τρέμω ολόκληρος.» Η Μπρένα ανέπνευσε ρυθμικά, προσπαθώντας να σταματήσει το τρέμουλο στα πόδια της. «Ακριβώς. Γιατί λοιπόν να βασανιζόμαστε;» Ο ήχος απ’ τις καρέκλες πάνω στο πάτωμα και οι φωνές που απομακρύνονταν, έκαναν την Μπρένα να μορφάσει. «Να πάρει. Νομίζω ότι μας άκουγαν.» Κάτι που έμοιαζε με γέλιο ακούστηκε βαθιά στο στήθος του. «Με δουλεύεις; Πρακτικά, κρεμόντουσαν από τα χείλη μας.» Η Μπρένα αγνόησε την πίεση που δυνάμωνε πάνω στο γοφό της. Ήδη πάλευε να κρατηθεί υπό έλεγχο. Το χέρι της έτρεμε καθώς έφερνε το ποτήρι της σαμπάνιας στα χείλη της. Το άδειασε με δυο γουλιές. «Ηρέμησε, γλυκιά μου.» Οι μπουρμπουλήθρες γαργάλησαν το λαιμό της, απειλώντας να δώσουν αφορμή σε μια κρίση λόξιγκα. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Πέρασε το χέρι στους ώμους της και άφησε το άδειο ποτήρι του στον πάγκο. «Ρώτα με.» «Γιατί; Σοβαρά τώρα. Θα έπρεπε να είσαι παντρεμένος, να έχεις δυο παιδιά και να ζεις σε ένα πετρόχτιστο σπίτι στο Μπέικον Χιλ. Γιατί δεν το έχεις κάνει;» Ο Λουκ πέρασε το χέρι του πάνω από το σαγόνι του, χαμηλώνοντας το κεφάλι του. «Χρειάζεται πραγματικά να ρωτήσεις; Περιμένω αυτή την ερώτηση να μου την κάνουν οι γονείς μου ή τα αδέλφια μου. Αλλά όχι εσύ.» Η Μπρένα είδε ότι είχε μείνει λίγη σαμπάνια στο μπουκάλι. Θα μπορούσε να την πιει, για να πάρει λίγο κουράγιο ακόμα. «Αυτό είναι τρελό, Μπράντεν. Δεν μπορείς ν’ αφήνεις παλιές πληγές ή κακές αναμνήσεις να σε κρατάνε πίσω.» Όταν ο Λουκ σήκωσε το πιγούνι του, η Μπρένα είδε στα μάτια του πόνο και δυσπιστία. «Ίσως αυτό είναι που θυμάσαι εσύ, αλλά ούτε καν πλησιάζει σε αυτό που νιώθω όταν σκέφτομαι να είμαι πάλι μαζί σου.» «Περίμενε. Δεν το εννοούσα έτσι. Απλώς… υποθέτω ότι έχω εκπλαγεί. Το μόνο πράγμα για το οποίο συνήθιζες να μιλάς ήταν ότι ήθελες να κάνεις οικογένεια. Όλοι περίμεναν ότι θα ήσουν ο πρώτος που θα ανέβαινες τα σκαλιά της εκκλησίας μετά το κολέγιο.» Τα δυνατά του χεριά τυλίχτηκαν στη μέση της. «Μαζί σου. Όλοι περίμεναν ότι θα κάναμε αυτό το βήμα μετά την αποφοίτηση.» «Ίσως, αλλά επειδή εμείς δεν τα καταφέραμε, δε σημαίνει ότι εσύ πρέπει να βάλεις στην άκρη αυτό το όνειρό σου. Ήθελες να δημιουργήσεις οικογένεια από νωρίς, όπως και οι γονείς σου.» Την τράβηξε, φέρνοντας το πρόσωπό του κοντά στο δικό της.
«Είμαι έτοιμος τώρα. Εσύ;» Μια σταγόνα ιδρώτα έτρεξε στη σπονδυλική της στήλη. Η θέρμη του κορμιού του Λουκ, το ζεστό πουλόβερ της και η υπερβολική δραστηριότητα των ορμονών της την έκαναν να νιώθει ότι θα λιποθυμήσει. Είχαν περάσει πάρα πολλές νύχτες κάνοντας μαζί όνειρα για ένα μέλλον που δε θα ερχόταν ποτέ. Η λαβή του στους γοφούς της έγινε πιο δυνατή. «Αν είχαμε επιμείνει στο αρχικό μας σχέδιο, πιθανόν να στέλναμε το φθινόπωρο το παιδί μας στον παιδικό σταθμό.» «Μη. Σε παρακαλώ, Λουκ. Ας μην το κάνουμε αυτό. Ίσως να μπορείς να αστειεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα, αλλά…» Πλησίασε τα χείλη του στα δικά της, διακόπτοντάς την. Η Μπρένα γεύτηκε τη σαμπάνια στη γλώσσα του, που γλίστρησε μέσα στο στόμα της. Η έξαψη και η δυνατή επιθυμία την έκαναν να γείρει στα χέρια του, παρ’ όλο που το μυαλό της αντιδρούσε. Όταν τα χέρια του άγγιξαν τους γλουτούς της, βόγκηξαν και οι δύο. Αυτό δε θα έπρεπε να συμβαίνει. Όχι τώρα. Όχι με το Λουκ. Σήκωσε την παλάμη της αργά προς την κοιλιά του, παλεύοντας με το δίλημμα να τον σπρώξει μακριά της ή να τον κρατήσει κολλημένο πάνω στο κορμί της για πάντα. Ενώ άρχισε ως ήρεμο παιχνίδι, μετατράπηκε σε ανάγκη καθώς ο Λουκ πίεσε το κορμί του πάνω στο δικό της. Το κορμί της κυριεύτηκε από τον πόθο της γι’ αυτόν μόλις ο Λουκ κούνησε αργά τους γοφούς του. Εκείνος τραβήχτηκε προς τα πίσω, με έναν αναστεναγμό. «Πες μου τώρα πώς μπορώ να το ξεχάσω αυτό και να συνεχίσω; Έχουν περάσει χρόνια και ακόμα δεν έχω βρει έναν αναθεματισμένο τρόπο.» Προτού προλάβει η Μπρένα να του απαντήσει, ο Λουκ άρπαξε το σακάκι του και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. «Πες στη γιαγιά σου ότι έπρεπε να φύγω. Χρόνια πολλά για του Αγίου Βαλεντίνου, Μόργκαν.» Την άφησε εμβρόντητη. Και μόνη. Τόσο μόνη που πήγε προς την πόρτα του ψυγείου ψάχνοντας για τη σαμπάνια. Δεν ήταν η γεύση που ήθελε να νιώσει στα χείλη της, αλλά σίγουρα ήταν η πιο ασφαλής λύση από την εναλλακτική. ***
Την Κυριακή το πρωί, η Μπρένα σηκώθηκε από το κρεβάτι στις έντεκα και μισή. Αφού στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα όρθια, παραπάτησε σχεδόν πέφτοντας πάνω στο καλάθι με τα άπλυτα. Να πάρει. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να έχει ξεκινήσει, αλλιώς θα έχανε τη μεσημεριανή συγκέντρωση. Με ένα σωρό πρόσφατες αμαρτίες σκέφτηκε ότι δεν ήταν καλή ιδέα ν’ αποφύγει την εκκλησία. Δυστυχώς, η εξομολόγηση των αμαρτιών της στον πατέρα Κρις δε θα έλυνε το πρόβλημά της. Το μυαλό της είχε βραχυκυκλώσει το προηγούμενο βράδυ. Αντί να βάλει ένα ξεκάθαρο όριο, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Το ήθελε αυτό το φιλί. Ο Λουκ είχε ακόμα τη δύναμη να ζωντανεύει κάθε κύτταρο του κορμιού της με ένα απλό άγγιγμα. Είχε πολύ καιρό αποχή από το σεξ, για να μην εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της πρόσφερε. Αλλά στην πραγματικότητα δεν της πρόσφερε αυτό. Για κάποιο τρελό και ανεξήγητο λόγο, ο Λουκ ήθελε περισσότερα. Πολλά περισσότερα.
Το κεφάλι της πονούσε απ’ τη σαμπάνια και το στομάχι της σφιγγόταν από τη χαζομάρα της. Χρειαζόταν βοήθεια. Ενώ φορούσε το μαύρο τζιν και τη μοβ μπλούζα της, ζύγισε στο μυαλό της τις περιορισμένες επιλογές της. Μέχρι να πλύνει το πρόσωπό της, να βουρτσίσει τα δόντια και να βρει ένα ζευγάρι κάλτσες που να ταιριάζουν, είχε έρθει η ώρα να φύγει. «Θα γυρίσω σε λίγο, γιαγιά. Μη μου κρατήσεις μεσημεριανό. Σκέφτομαι να φάω σούπα στο Μινγκ.» Η Μπρένα έφτασε στο πεζοδρόμιο περπατώντας αργά. Την περασμένη εβδομάδα, κάθισε στις πίσω θέσεις της εκκλησίας, περικυκλωμένη από εφήβους. Τα αγόρια δε χάρηκαν καθόλου όταν τους έδειξε τη δυσαρέσκειά της επειδή έστελναν συνεχώς μηνύματα με τα κινητά τους. Σήμερα, ήλπιζε να αποφύγει παρόμοια περιστατικά πιάνοντας γρήγορα θέση κάπου στη μέση. Πενήντα λεπτά αργότερα βγήκε έξω, αυτή τη φορά πηγαίνοντας βόρεια προς το κινέζικο εστιατόριο του Μινγκ. Η δόνηση του κινητού απ’ την τσέπη του παλτού της την έκανε να σταματήσει. Μια γρήγορη ματιά στην οθόνη για να δει ποιος την καλούσε, έκανε το στομαχόπονο να επιστρέψει. Κίνησε τον αντίχειρά της προς το κουμπί αποδοχής της κλήσης, αλλά σταμάτησε λίγο πριν απαντήσει. Όχι σήμερα. Όλα ήταν περίπλοκα. Ο Λουκ θα ήθελε απαντήσεις και η Μπρένα δεν τις είχε. Διέσχισε κάθετα τη Λεωφόρο Μέντοουμπρουγκ περιμένοντας να ακούσει τον ήχο του τηλεφωνητή. Ο Λουκ ίσως να απαλλασσόταν και από το άγχος και από το κλείσιμο του τηλεφώνου, χωρίς να αφήσει μήνυμα. Πλησίαζε το σκούρο μπλε στέγαστρο του εστιατορίου, όταν το τηλέφωνό της ξαναχτύπησε. Το έκλεισε και το έριξε βαθιά στην τσάντα της. ***
Ο Λουκ ακούμπησε λαχανιασμένος πάνω στον πάγκο, έπειτα από τον πέμπτο γύρο παγοδρομίας. «Να πάρει. Από πότε είσαι ικανός να πατινάρεις καλύτερα από μένα;» «Από τότε που άρχισες να πηγαίνεις στο γυμναστήριο και όχι στο παγοδρόμιο. Οι μύες δε μετράνε εδώ μέσα.» Ο Λουκ σκούπισε το φρύδι του με το μανίκι της μπλούζας του. «Πρέπει να φύγω σε λίγα λεπτά.» «Μη βιάζεσαι. Δε φεύγεις μέχρι να ακούσεις τη συμβουλή μου.» Ο Σον πλησίασε τα κάγκελα και ξεκλείδωσε τον πάγκο των αναπληρωματικών. «Κάτσε.» Ο Λουκ βγήκε από την πίστα. «Δε φημίζεσαι και τόσο για την ικανότητά σου να συμβουλεύεις τους άλλους.» Ο Σον έβγαλε την αθλητική του μπλούζα και την πέταξε στον πάγκο. «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ίσως είμαι καλύτερη επιλογή αυτή τη στιγμή απ’ το Μάικ. Έχει ακόμα σοβαρά θέματα με την πρώην σου.» «Μπες στο θέμα. Σε πέντε λεπτά, φεύγω.» Ο Σον έσκυψε προς τον πάγκο. «Μου είπες χθες ότι η Μπρένα έκανε νύξη ότι θέλει βγει ραντεβού. Πρέπει να το κάνεις πρώτος.» Ο Λουκ κατάπιε έναν αναστεναγμό.
«Αυτή είναι η φαεινή σου ιδέα;» «Δεν είπα ποτέ ότι είναι φαεινή, αλλά έχει νόημα.» Ο Σον έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του Λουκ. «Άκουσέ με. Αυτή τη στιγμή η Μπρένα έχει ανάγκη από άπλετο χώρο. Αν συνεχίσεις να την πιέζεις, εκείνη θα συνεχίσει να κάνει πίσω. Αυτή είναι μια τακτική χαμένη από χέρι, αδελφέ μου.» «Δεν είμαστε έφηβοι. Το να την πέσω σε μια άλλη γυναίκα για να κάνω ένα κορίτσι να ζηλέψει, είναι πολύ κοινότοπο.» «Το να υποχωρήσεις τη στιγμή που ψάχνει για άντρα, είναι ακόμα χειρότερο. Αν βγείτε και οι δυο σας για καμάκι την ίδια στιγμή, αυτό σας κάνει ισότιμους. Μπορεί και οι δυο να πετύχετε το στόχο σας.» Υπήρχαν τεράστια κενά σ’ αυτό το σχέδιο. Απλώς ο Λουκ δεν μπορούσε να τα αναφέρει. «Γίνε ο φίλος της. Συμφώνησε μαζί της. Θέλει να ζήσει λίγο. Βοήθησέ την.» «Μα έχω ήδη ανοίξει τα χαρτιά μου. Η Μπρένα το ξέρει ήδη ότι δεν ψάχνω να κάνω σχέση με κάποια άλλη.» «Δεν πειράζει. Αν βρισκόταν εδώ πέρσι το καλοκαίρι, σου εγγυώμαι ότι θα της είχε καθίσει στο στομάχι η σχέση σου με την Γκρέις Ουίνστον.» Ο Λουκ έκανε μια παύση, γιατί δεν ήθελε να δώσει φωνή σε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του. «Ίσως το θέμα να είναι μόνο σεξουαλικό γι’ αυτήν.» Ο Σον σταύρωσε τα πόδια του και σκούπισε την υγρασία από τη λεπίδα της μπότας του. «Τι είσαι; Δωδεκάχρονο; Στις γυναίκες αρέσει το σεξ όσο και σ’ εμάς, αλλά αν αυτό ήταν το μόνο που της έλειψε από σένα, δε θα έκανε όλες αυτές τις ανοησίες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με συναισθηματικό δέσιμο. Αυτό είναι το εισιτήριό σου για να ξαναμπείς στη σχέση.» Ο Λουκ πίεσε τα χέρια του στον πάγκο και σηκώθηκε όρθιος. «Διάολε, δε θέλω να γυροφέρνω τα μπαρ προσπαθώντας να ρίξω γυναίκες που δε μ’ ενδιαφέρουν πραγματικά.» Ο Σον έτριψε την παλάμη του πάνω στη μύτη του. «Εντάξει, άσε με να το σκεφτώ. Ποια ξέρουμε ότι είναι μόνη, έξυπνη και πρόθυμη να σου κάνει τη χάρη;» Ο Λουκ κατέβασε μια λίστα στο μυαλό του. Καλύτερα να μην προερχόταν από το χώρο της δουλειάς, γιατί αυτό θα ήταν άβολο. Όχι κάποια που να τη γνώριζε η Αμάντα, γιατί ίσως αυτό να δημιουργούσε κενό στο σχέδιο. Όχι οικογενειακές φίλες, γιατί η μητέρα του ήταν πανέξυπνη. «Το βρήκα» είπε ο Σον. «Τι λες για την καλύτερη φίλη της Γκρέις; Δεν έχει μετακομίσει εδώ απ’ τη Βιρτζίνια;» Ο Λουκ το σκέφτηκε για ένα λεπτό. Η Κέιτ ήταν εντάξει. Ίσως να ήταν πρόθυμη να παίξει αυτό το παιχνίδι για λίγες εβδομάδες, ειδικά αν της το ζητούσε η Γκρέις. «Δεν είναι άσχημη ιδέα. Ίσως να της τηλεφωνήσω και να το συζητήσω μαζί της.» ***
Καθ’ όλη τη διαδρομή προς το σπίτι, ο Λουκ πάλευε με τις αμφιβολίες του. Η Κέιτ ήταν ασφαλής επιλογή, γιατί δεν υπήρχε καμία έλξη μεταξύ τους. Ο λίγος καιρός που είχαν περάσει κάνοντας
παρέα ήταν χαλαρός και ευχάριστος. Της άρεσε να ερωτεύεται συχνά, ξανά και ξανά, και στο Λουκ άρεσε να μένει προσκολλημένος στον αρχικό του έρωτα. Μπορούσε να την κάνει να περάσει καλές στιγμές μαζί του, να τη γνωρίσει σε αρκετούς ανθρώπους και να την πάει σε ωραία εστιατόρια. Και να την αφήνει το βράδυ στο σκαλοπάτι της, αποχαιρετώντας τη χωρίς πολλά πολλά, με ένα αδιάφορο φιλί. Έφτασε στο σπίτι του μόλις άρχιζαν οι ειδήσεις των έξι. Αφού γδύθηκε μένοντας με το μποξεράκι του, ήπιε ένα ποτήρι γάλα και έφαγε μια μπανάνα. Καθώς πετούσε τη φλούδα στα σκουπίδια, έριξε μια βιαστική ματιά στον τηλεφωνητή του. Κανένα μήνυμα. Καμία έκπληξη. Ένα κύμα ανακούφισης τον πλημμύρισε. Τώρα πια δεν είχε καμία αμφιβολία αν έπρεπε να κάνει το τηλεφώνημα στην Γκρέις. Βγαίνοντας από την κουζίνα, σταμάτησε καθώς τράβηξε την προσοχή του ένα μήνυμα που ήταν κολλημένο στο ψυγείο. Κύριε Μπράντεν, έχει έρθει η ώρα για την ετήσια επίσκεψή σας στον οφθαλμίατρο. Η τελευταία μου πληρωμή είχε ένα επιπλέον μηδενικό στο τέλος. Έχω βάλει τα επιπλέον χρήματα στο συρτάρι του γραφείου σας. Παρακαλώ, πείτε μου αν θέλετε να καλέσω το δόκτορα Σλάτερ, για να προγραμματίσει ένα ραντεβού για εσάς. Σέλι. Υ.Γ.: Μπορείτε να περιμένετε μέχρι να ξεμωραθώ τελείως, πριν προσπαθήσετε να το ξανακάνετε αυτό; Το να προσπαθείτε να κοροϊδέψετε μια ηλικιωμένη γυναίκα, κάνει τον ένα από εμάς να μοιάζει με χαζό και τον άλλο να νιώθει χαζός. Έπειτα από έξι μήνες προσπαθειών, ο Λουκ είχε ξεμείνει από ιδέες πώς να πείσει τη Σέλι ότι της άξιζε μια αύξηση στο μισθό της. Αντί να δεχτεί την αύξηση στην αρχή του χρόνου, εκείνη του ανέφερε το μέσο μισθό σε μια παρόμοια θέση στη Βοστόνη και αρνήθηκε την προσφορά του. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να την προσλάβει στο γραφείο του. Η Σέλι επιχειρηματολογούσε πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι μισοί συνάδελφοί του. Έσυρε το πονεμένο του κορμί στο σαλόνι ψάχνοντας μια φόρμα. Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του ήταν κλειστή. Ήταν πάντα κλειστή. Ο Λουκ δεν καλούσε κανέναν στον ιδιωτικό ιερό του χώρο. Στις σπάνιες περιπτώσεις που διασκέδαζε με κάποια καλεσμένη όλη νύχτα, χρησιμοποιούσε ένα από τα έξτρα υπνοδωμάτια. Ο Μάικ τον πείραζε συνεχώς γι’ αυτό. Γύρισε το πόμολο, άναψε το φως και πήγε προς την ντουλάπα. Μύρισε τη μυρωδιά πεπονιού. Ένα πορτοκαλί αρωματικό κερί στόλιζε το κομοδίνο του. Όταν η αϋπνία τον επισκεπτόταν, ο Λουκ άναβε το κερί. Έψαξε το πάνω συρτάρι του, αλλά ήταν άδειο. Τα πόδια του ήταν κρύα τη στιγμή που βρήκε την αγαπημένη του γκρι φόρμα. Έριξε μια γρήγορη ματιά από το γραφείο στη βιβλιοθήκη ψάχνοντας το ασύρματο τηλέφωνο. Το βρήκε τελικά κάτω από μια στοίβα περιοδικά στα πόδια του κρεβατιού. Ξάπλωσε τραβώντας το πάπλωμα μέχρι πάνω και πάτησε το κουμπί της ταχείας κλήσης. Η Γκρέις είχε την αξιοπρέπεια να μη βάλει τα γέλια στα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα του τηλεφωνήματος. «Λυπάμαι. Αυτό μοιάζει σα να πατάω το κουμπί της επανάληψης της ζωής μου.» Ο ήχος του γέλιου της έδιωξε την ένταση από τους ώμους του. «Είναι κακό που έχω ενθουσιαστεί; Γιατί νιώθω σα να μου δίνεις το πράσινο φως να ανακατευτώ ολοκληρωτικά στη ζωή σου.» «Δεν είχα αυτό στο μυαλό μου, Γκρέις. Εσύ και ο αρραβωνιαστικός σου δεν είστε ακριβώς πρότυπα σε ό,τι αφορά το κλείσιμο μιας συμφωνίας.» «Περίμενε. Ποια φορά μονόπετρο στο αριστερό της χέρι; Ίσως να μεροληπτώ, μα ο Τζέικ Μαγκί
είναι κελεπούρι. Φυσικά και εσύ θα ήσουν μια καταπληκτική εναλλακτική επιλογή.» «Ευχαριστώ. Αυτού του είδους την τόνωση χρειαζόμουν τώρα.» «Βλέπεις, ήδη λειτουργεί. Λυπάμαι που δεν μπορώ να παίξω την άλλη γυναίκα.» Το κορμί του Λουκ τινάχτηκε. «Αυτό δεν είναι αστείο, Γκρέις. Αν ο Τζέικ είναι στο δωμάτιο, σιγουρέψου ότι ξέρει ότι δε θα σε άγγιζα ούτε για αστείο.» «Δεν έχεις χιούμορ. Εξάλλου ο Τζέικ ξέρει ότι του είμαι πιστή και αφοσιωμένη σα σκλάβα. Ο κακομοίρης τριγυρίζει σα στειρωμένο κουτάβι.» Και οι δυο ξέσπασαν σε γέλια. «Μην ανησυχείς. Με τη βοήθειά μου, θα λέμε τα ίδια και για σένα σύντομα.» Ο Λουκ έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του και κοίταξε το καρό σχέδιο του παπλώματος. «Λοιπόν, νομίζεις ότι η Κέιτ θα παίξει το παιχνίδι μου;» «Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία της περιπέτεια. Το τελευταίο της φλερτ την πήγε σε ένα κατάστημα παιχνιδιών, απ’ όπου αγόρασε ένα καινούριο wii. Έπειτα από σαράντα πέντε λεπτά είχε βγει έξω ψάχνοντας ταξί.» Η Γκρέις αναστέναξε. «Να είσαι προετοιμασμένος. Είναι χαριτωμένη, αλλά ακριβή. Να την πας στο Τοπ οφ δε Χαμπ και όχι στο Τάκο Μπελ.» «Μην ανησυχείς. Το τελευταίο που με νοιάζει είναι τα λεφτά. Προφανώς, θα φύγει με μισή ντουζίνα τηλέφωνα αξιοπρεπών αντρών που θα της γνωρίσω.» «Αυτό είναι το τέλειο κίνητρο. Γιατί να μην έρθω και εγώ; Ο Τζέικ και εγώ θα συναντηθούμε με ένα φωτογράφο στην πόλη, την Τετάρτη.» «Μπορώ μετά τις επτά. Ίσως θα μπορούσε να πάμε για βραδινό και ποτά στην προβλήτα.» «Ωραία. Θα πάρω τηλέφωνο την Κέιτ. Και μετά, θα σε ξαναπάρω για επιβεβαίωση.» Ο Λουκ έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε να πέσει στο μαξιλάρι δίπλα στο κεφάλι του. Η βοήθεια από την Γκρέις έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο πιο σοφή κίνηση απ’ το να προσπαθήσει να το κάνει μόνος του.
Κεφάλαιο Επτά Η Μπρένα γύρισε πλευρό και απομακρύνθηκε απ’ τον τοίχο, ελπίζοντας να την πάρει πάλι ο ύπνος. Όταν η σιωπή έσπασε από τον ήχο ενός πιάτου που θρυμματίστηκε στην κουζίνα, κλότσησε τα σκεπάσματα και έψαξε τις σταγόνες για τα μάτια της. Αφού έριξε μία σταγόνα σε κάθε μάτι, κατέβηκε γρήγορα απ’ το κρεβάτι. Ήταν περίπου δύο το πρωί και η κουζίνα έπρεπε να είναι έρημη. Προσπέρασε την κλειστή πόρτα του δωματίου της θείας της, προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο. Ω Θεέ μου. Η γιαγιά της στεκόταν πάνω από την κουζίνα, κρατώντας μια ξύλινη κουτάλα στο χέρι της και φορώντας μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες. Η Μπρένα δάγκωσε το μάγουλό της για να συγκρατήσει τα δάκρυα που κύλησαν απροειδοποίητα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια σκηνή εξελισσόταν μπροστά στα μάτια της. Το άγχος που ένιωθε η γιαγιά της όταν γινόντουσαν αλλαγές, έκανε το μυαλό της να γυρνά πίσω δεκαετίες. Το βλέμμα της Μπρένα στάθηκε πάνω στο τραπέζι, που ήταν στρωμένο με φροντίδα για το δείπνο. Η καλή κινέζικη πορσελάνη. Κρυστάλλινα ποτήρια και στη μέση λουλούδια. Και η γιαγιά ντυμένη με το αγαπημένο της κίτρινο φόρεμα, που ήταν εκτός μόδας εδώ και χρόνια. Αντί να τη διακόψει, η Μπρένα πήγε προς το χολ. Επέστρεψε στο δωμάτιό της, έβγαλε τις πιτζάμες της και φόρεσε το πρώτο φόρεμα που βρήκε μπροστά της. Το λουλουδάτο φόρεμα ήταν εντελώς αταίριαστο με την εποχή, ήταν όμως ό,τι έπρεπε για την περίσταση. Αυτή τη φορά, όταν μπήκε στην κουζίνα, η γιαγιά της την κατάλαβε. «Τι υπέροχο φόρεμα που φοράς, Λόρεν. Είναι καινούριο;» Η Μπρένα έσφιξε τα χέρια κάνοντας μια σιωπηλή προσευχή για καθοδήγηση. Δεν της ήταν εύκολο να υποκρίνεται. Της ήταν σχεδόν αδύνατο να προσποιηθεί ότι ήταν η μητέρα της. Μερικές φορές, η Μπρένα δεν μπορούσε ούτε καν να σχηματίσει μια ξεκάθαρη εικόνα εκείνης στο μυαλό της. Τα δεκαπέντε χρόνια που είχαν περάσει, είχαν γίνει κομμάτια, αφήνοντας μόνο αποσπασματικές εικόνες στη μνήμη της. «Ευχαριστώ, κυρία Μόργκαν. Μιλήσατε με τον Μπίλι;» Η Μπρένα έκανε μια παύση, περιμένοντας την αντίδρασή της. «Δε θα τα καταφέρει να έρθει στην ώρα του για το δείπνο.» Η γιαγιά απομακρύνθηκε από το φούρνο και γύρισε προς το μέρος της, κρατώντας τη μηχανή του πουρέ. «Είναι ελπιδοφόρο που συνεχίζει να κάνει οικονομίες γι’ αυτό το λαμπρό γάμο. Λίγους ακόμα μήνες υπερωριών και θα μπορέσετε να κλείσετε το Κρίκετ Χιλ για τη δεξίωση.» «Δεν πειράζει. Ο Μπίλι ξέρει ότι θα είμαι χαρούμενη και μ’ ένα μπουφέ στο VFW.» Το στόμα της γιαγιάς άνοιξε διάπλατα. «Είναι πολύ ωραίο να βλέπω τον Ουίλιαμ συγκεντρωμένο στο στόχο του και να δουλεύει σκληρά. Είπα στο Φρανκ ότι θα μπει στον ίσιο δρόμο. Χρειαζόταν απλώς το σωστό κίνητρο.» «Θα έρθει και ο κύριος Μόργκαν για φαγητό;» Η Μπρένα κράτησε την αναπνοή της, ελπίζοντας ότι η μνήμη της γιαγιάς της δε θα επέστρεφε στο σήμερα. Είχε συμβεί στο παρελθόν και το αποτέλεσμα ήταν ένας πραγματικός εφιάλτης.
«Φοβάμαι πως δε θα τα καταφέρει απόψε. Βοηθάει τον αδελφό του να τοποθετήσουν ρολά στα παράθυρα.» Η Μπρένα μόρφασε βλέποντας την πληθώρα των φαγητών πάνω στον πάγκο. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;» «Κάθισε, αγάπη μου, είμαι έτοιμη να σερβίρω.» Κάθισε στην πιο κοντινή της καρέκλα, πνίγοντας ένα χασμουρητό. Τσίμπησε δύο φέτες ρολό κιμά με καρότο και πουρέ, πριν η συνείδησή της της επιτρέψει να σηκωθεί από το τραπέζι. «Αφήστε με να πλύνω τα πιάτα, κυρία Μόργκαν.» Έπειτα από μια στιγμή δισταγμού, η γιαγιά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, νομίζω ότι θα πάω να βγάλω αυτό το φόρεμα. Είδα ένα μικρό λεκέ στο μανίκι μου.» «Καλή ιδέα. Σας ευχαριστώ για το υπέροχο δείπνο.» Η γιαγιά σταμάτησε και άπλωσε το χέρι της πάνω στο μάγουλο της Μπρένα. «Εγώ σ’ ευχαριστώ. Ο Ουίλιαμ είναι ένας πολύ τυχερός άντρας.» Η Μπρένα αφουγκραζόταν τους ήχους του σπιτιού καθώς γέμιζε το πλυντήριο πιάτων. Μέσα σε δέκα λεπτά το σπίτι ήταν και πάλι ήσυχο, σημάδι ότι η γιαγιά της είχε κοιμηθεί. Σκούπισε το τραπέζι, έβαλε ό,τι φαγητό είχε περισσέψει σε τάπερ και κοίταξε περιφρονητικά το ρολόι πάνω από την κουζίνα. Ακόμα και ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος θα δυσκολευόταν να βρει τρεις λόγους για να χαμογελάσει. Ο πονοκέφαλος, τα μηνύματα του Λουκ και το απρόσμενο δείπνο της γιαγιάς, έκαναν την Κυριακή να είναι μια καταστροφή. Το πιο σημαντικό γεγονός της μέρας της ήταν ένα αχνιστό μπολ κινέζικης σούπας. Η Μπρένα πήρε το σακίδιό της ψάχνοντας να βρει το i-pad. Η μουσική και ο καθαρός αέρας τής φαινόντουσαν πιο ελκυστικά απ’ το να κοιτά το ταβάνι πάνω από το κρεβάτι της. Άλλαξε ρούχα, φορώντας τζιν, και δανείστηκε το ολόσωμο αδιάβροχο της θείας της. Με τη θερμοκρασία να βρίσκεται κάτω από το μηδέν, θα ήταν τυχερή αν δεν πάθαινε κρυοπαγήματα. Τα σκαλοπάτια της σκεπαστής βεράντας έτριξαν καθώς πήγαινε με προσοχή προς ένα μικρό πέτρινο πάγκο που βρισκόταν στην είσοδο του λαχανόκηπου της θείας της. Τουλάχιστον, ήταν στεγνός. Κάθισε προσεκτικά στην παγωμένη και σκληρή επιφάνειά του, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του πισινού της. Το συναισθηματικό χάος ήταν ο ισόβιος εχθρός της. Αύριο είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο μια συνέντευξη για δουλειά, αλλά και την πιθανότητα ενός ανεπιθύμητου τηλεφώνου. Ο Τσέις δεν της είχε δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Θα έβρισκε τον πατέρα τους μέσα στο Σαββατοκύριακο και θα τον ενημέρωνε για τις κινήσεις της Μπρένα. Αυτό που κανονικά θα έπρεπε να ήταν ένα απλό τυπικό τηλεφώνημα, μετατράπηκε σε μια στιγμή συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ πατέρα και γιου. Ακόμα αντηχούσε στα αφτιά της η σύγχυση στη φωνή του. Θα έπρεπε προφανώς να νιώθει χαρούμενη και όχι ενοχλημένη που ο Τσέις είχε δώσει το τηλέφωνό της στον πατέρα της. Την κατηγόρησε ότι συντηρούσε μια παλιά μνησικακία. Τσακώθηκε μαζί του αποκαλώντας τον ηλίθιο. Αυτή τη φορά δεν υποχώρησε και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Ο Τσέις γνώριζε ότι ο αριθμός του τηλεφώνου της ήταν απόρρητος και τον ήξεραν μόνο οι πολύ κοντινοί της. Ο πατέρας της δεν ήταν σε αυτή τη λίστα. Η Μπρένα σταύρωσε σφιχτά τους αστραγάλους της, ελπίζοντας να σταματήσει τον παγωμένο αέρα που έμπαινε ανάμεσα απ’ τα πόδια της. Έβγαλε το i-pad απ’ την τσέπη της και φόρεσε τα
ακουστικά. Διάλεξε γρήγορα το πιο κλαψιάρικο τραγούδι των Σάιμον και Γκαρφάνκελ που υπήρχε στη λίστα αναπαραγωγής. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και καρφώνοντας το βλέμμα της σ’ ένα αστέρι, ευχήθηκε το αδύνατο. ***
Η Μπρένα ένιωσε τα δάχτυλά της να ιδρώνουν. Κάτι στο ύφος του Μαρκ έκανε τον κόμπο στο στομάχι της να σφιχτεί περισσότερο. «Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα, Μπρένα. Κάποια από τα παιδιά μπορούν να φτάσουν στα άκρα. Η γλώσσα που μιλούν είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτή που έχεις συνηθίσει να ακούς, και πιθανόν να πρέπει να τσακώνεσαι μαζί τους καμιά εκατοστή φορές μέσα στη μέρα.» Η Μπρένα άφησε την ανάσα της. «Φοβάσαι ότι μπορεί να ανατραπούν οι ισορροπίες; Ή φοβάσαι ότι δεν είμαι σε θέση να αντέξω τις προκλήσεις;» «Τίποτε από τα δύο.» Οι γραμμές γύρω από το στόμα του χαλάρωσαν. «Έχω μια κόρη περίπου στην ηλικία σου και δεν είμαι σίγουρος ότι θα ένιωθα άνετα να της επιτρέψω να εργαστεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Σοβινιστικό μεν, αληθινό δε.» «Αυτό είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου. Κάθε δουλειά έχει τις προκλήσεις της. Απ’ ό,τι είδα σήμερα το πρωί, έχεις μια ομάδα από καλά παιδιά.» «Είναι το καλύτερο συνεργείο που είχα ποτέ και ξέρω ότι θα τσακιστούν για να συμπεριφερθούν κόσμια. Αλλά ξέρω επίσης ότι έχουν συνηθίσει να δουλεύουν με άλλους άντρες. Οι λίγες γυναίκες που είχαμε στο προσωπικό, περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους στο γραφείο.» Η Μπρένα σταύρωσε τα δάχτυλά της κάτω από το γραφείο. «Νομίζω ότι μπορώ να το αντέξω. Αν μου δώσουν χρόνο να προσαρμοστώ, είμαι σίγουρη ότι μπορώ να παραβλέψω τα δικά τους παραπατήματα.» Ο Μαρκ έπιασε ένα χάρτινο φάκελο και άπλωσε το περιεχόμενό του μπροστά του. «Ας προχωρήσουμε λοιπόν. Έχω κάποιες αιτήσεις που χρειάζεται να συμπληρώσεις. Μόλις περαστούν στο σύστημα, θα χρειαστεί να κάνεις και μια εξέταση για χρήση ναρκωτικών. Αν όλα πάνε καλά, θα κοιτάξω να δω αν μπορώ να σε βάλω στην εκπαίδευση που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα, για να πάρεις την πιστοποίηση.» Η Μπρένα ξεσταύρωσε τα δάχτυλά της. «Αυτό ακούγεται τέλειο. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Μορένο.» Κούνησε το κεφάλι του. «Όλοι, εκτός από τη λογίστριά μου, με φωνάζουν “Μαρκ”. Πάω τώρα σε μια συνάντηση μ’ έναν πελάτη, οπότε μπορείς να χρησιμοποιήσεις το γραφείο μου. Μόλις τελειώσεις με τις αιτήσεις, δώσ’ τες στην Τερέζα και εκείνη θα σου δώσει τη φόρμα για την εξέταση ναρκωτικών. Το εργαστήριο είναι ανοιχτό μέχρι τις τέσσερις και μισή, και πιθανόν να τελειώσεις σήμερα και μ’ αυτό.» Έπρεπε να τον αφήσει να φύγει. Χθες βράδυ αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να αποφύγει εντελώς το θέμα του πατέρα της. Ο Μαρκ δεν ήταν χαζός. Όπως οι περισσότεροι στην πόλη, ήξερε ότι ο πατέρας της ήταν καλός στις δικαιολογίες, αλλά χαλαρός στα ήθη. «Ξέρεις, Μαρκ.» Η Μπρένα έμπηξε τα νύχια της μέσα στις παλάμες της. «Δε γνωρίζω ακριβώς πόσα λεφτά ξάφρισε ο πατέρας μου απ’ το πρόγραμμα περίθαλψης, και αν γνώριζα έγκαιρα ποιες
ήταν οι προθέσεις του, θα-» Το βλοσυρό ύφος και το σηκωμένο χέρι του Μαρκ τής έκοψαν τη φόρα. «Δεν είσαι εσύ υπεύθυνη και δεν είμαι και εγώ εντελώς ανεύθυνος που αυτή η συμφωνία πήγε στραβά. Τότε, έκανα κάποιες εκπτώσεις που δε θα έπρεπε. Δε δουλεύω μ’ αυτό τον τρόπο πια. Έμαθα το μάθημά μου.» Μόνο όταν έκλεισε η πόρτα πίσω του επανήλθε ο σφυγμός της Μπρένα στο φυσιολογικό του ρυθμό. Χωρίς αμφιβολία, ήταν απελπισμένη. Κάθε δουλειά έχει κάποιες παραμέτρους που την κάνουν ελκυστική. Αλλά προς έκπληξή της, ο ενθουσιασμός που ένιωθε δεν ήταν προσποιητός. Ο Μορένο ήταν ένας καλός άνθρωπος. Μετά από τρεις ώρες στο χώρο εργασίας, είχε ερωτευτεί τη δουλειά. Όχι για τους άντρες, αλλά επειδή θα δούλευε έξω. Παρά τις πολικές θερμοκρασίες, είχε πολλή πλάκα, και η απειλητική σκιά του παρελθόντος της με το Μορένο είχε πάει στην άκρη. ***
Ο Λουκ κοίταξε την τσάντα με τα ψώνια που ήταν κρεμασμένη στο χέρι του. Ήξερε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια δικαιολογία. Ένας λόγος που θα τον έφερνε στο δρόμο της. Κάτι για να τον έχει στη σκέψη της. Η Μπρένα δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο για να μοιραστεί μαζί του τα νέα της. Όχι ότι περίμενε κάτι τέτοιο. Ήταν σίγουρος ότι ο Τζον ή η Αμάντα θα του μετέφεραν τα νέα, ότι δηλαδή ο Μορένο τής είχε προσφέρει δουλειά. Η πιθανότητα να βρει άντρα είχε μόλις τετραπλασιαστεί. Όχι ότι τον ένοιαζε. Ίσως να μην το γνώριζε ακόμα η Μπρένα, αλλά δε μοιράζονταν μόνο το παρελθόν. Μοιράζονταν και το μέλλον. Ο Λουκ χτύπησε απαλά την εξώπορτα. Είδε την έκπληξη και την ανησυχία στα μάτια της ενώ τον συνόδευε στην κουζίνα. «Σκόπευα να σε πάρω πίσω.» Ένα πορφυρό χρώμα απλώθηκε στον ντελικάτο λαιμό της. «Δεν υπάρχει πρόβλημα.» «Δώσε μου το παλτό σου. Να σου φέρω μπίρα ή κρασί;» Το χαμόγελό της ήταν ντροπαλό και διστακτικό. «Θα μείνω μόνο για λίγο» της απάντησε. Τον κοίταξε εξεταστικά. «Βραδινό ραντεβού;» Αυτή τη φορά το κοκκίνισμα απλώθηκε στο δικό του πρόσωπο. «Μοιάζει περισσότερο σαν ομαδικό ραντεβού.» «Ακούγεται διεστραμμένο.» Η ένταση που ένιωθε στους ώμους του διαλύθηκε. Μια χαλαρή Μπρένα ήταν κάτι που δεν το περίμενε. «Όχι τόσο πολύ. Οι φίλοι που είχα στο Κέιπ, έρχονται εδώ και θα συναντηθούμε για ποτό.» «Μιλάς για την Γκρέις και τον αρραβωνιαστικό της;» Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά, χωρίς να είναι σίγουρος αν θα έπρεπε να αναφέρει την Κέιτ. Η Μπρένα χτύπησε τα δάχτυλά της στην άκρη του τραπεζιού, προκαλώντας τον με τη σιωπή της να γεμίσει τα κενά. «Μια φίλη του μετακόμισε εδώ από την Ουάσινγκτον, θα έρθει και αυτή μαζί μας.»
Τα χείλη της ανασηκώθηκαν. «Εσύ την ξέρεις;» Ο Λουκ άλλαξε τακτική και απ’ την άμυνα πέρασε στην επίθεση. «Φαίνεται ότι ενδιαφέρεσαι πολύ περισσότερο για μένα από τους φίλους μου, γλυκιά μου. Όχι ότι με πειράζει.» «Δηλώνω ένοχη. Μολονότι θα έλεγα ότι είναι πιο πολύ περιέργεια, παρά ενδιαφέρον. Δεν κατάλαβα ποτέ μου γιατί κάποια θα τα έφτιαχνε σε μια φίλη της με κάποιον πρώην της. Το να συγκρίνεις τις εμπειρίες σου απλώς μου φαίνεται αηδιαστικό.» «Η Γκρέις δεν είναι έτσι. Η φιλία της με την Κέιτ είναι σταθερή και σκέφτηκε ότι ίσως τα πάμε καλά.» «Εσύ τι πιστεύεις;» Η ένταση μέσα στη μικρή κουζίνα μετατράπηκε σε αμηχανία. Ο Λουκ έβγαλε το παλτό του και το έβαλε στην πλάτη της καρέκλας του. «Λοιπόν, και οι δυο μας ξέρουμε ότι μου είναι δύσκολο ν’ αντισταθώ. Αν ισχύει το ίδιο και για την Κέιτ, θα είναι μια ενδιαφέρουσα βραδιά.» «Μου φαίνεται ότι έχεις ανοιχτό μυαλό.» Η Μπρένα έβγαλε τα μαλλιά απ’ το μέτωπό της. «Και ο λόγος που πέρασες από εδώ είναι;…» Είχε δίκιο ο Σον. Η συμπεριφορά της γυναίκας απέναντί του δεν ήταν πια χαλαρή. Ήταν μια μικρή νίκη, αλλά του έφτανε. Άπλωσε το χέρι του και πήρε την τσάντα απ’ το πάτωμα. «Νομίζω ότι συμφωνήσαμε να είμαστε τουλάχιστον φίλοι, έτσι δεν είναι; Το ξέρω ότι τα πράγματα ξέφυγαν λίγο το Σαββάτο, όμως πιστεύω ότι είμαστε αρκετά ώριμοι για να προχωρήσουμε μπροστά.» Η Μπρένα κούνησε αμυδρά το κεφάλι της. «Ήθελα να σου δώσω τα συγχαρητήριά μου.» Ο Λουκ άφησε την τσάντα μπροστά της. «Ούτε λουλούδια, ούτε σαμπάνια αυτή τη φορά.» «Κρίνοντας από το μέγεθος της τσάντας, υποθέτω ότι δεν είναι λάστιχα. Σ’ ευχαριστώ για τα λάστιχα για το χειμώνα. Ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους σου.» «Ήταν απλώς παρατημένα εδώ και εκεί. Σιγά το πράγμα. Μου ήταν ευκολότερο να τα ξεφορτωθώ στον Τζον απ’ ό,τι να βρω μέρος για να τα αποθηκεύσω.» «Πόσο καιρό;» «Τι;» «Πόσο καιρό ήταν αυτά τα λάστιχα παρατημένα; Ένα χρόνο; Ένα μήνα; Μία ώρα;» Ο Λουκ σήκωσε τα χέρια του πάνω από τους ώμους του. «Παραδίνομαι. Είναι ολοκαίνουρια.» «Σ’ ευχαριστώ.» Η Μπρένα έγειρε μπροστά, φέρνοντας το πρόσωπό της λίγα εκατοστά μπροστά απ’ το δικό του. «Ήταν πολύ γλυκό και γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Πονηρό αλλά ευγενικό.» Κούνησε το κεφάλι του. «Θα μπορούσα να ορκιστώ ότι το κάνεις επίτηδες. Κάθε φορά που περιμένω να αντιδράσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο, κάνεις ακριβώς το αντίθετο.» «Δεν είμαι οπαδός της ελεημοσύνης, μα σ’ αυτή την περίπτωση συμπεριλαμβάνεται η ασφάλεια
της γιαγιάς μου, καθώς επίσης και η δική μου. Το σχέδιό μου είναι να σε ξεπληρώσω μόλις το επιτρέψουν τα οικονομικά μου.» «Ήλπιζα να αποκομίσω κάποιο κέρδος, ζητώντας σου βοήθεια.» Τα μάτια της στένεψαν. «Θα σε ξεπληρώσω, Μπράντεν.» «Άκουσέ με πρώτα.» Ο Λουκ τράβηξε την καρέκλα του πιο κοντά στη δική της. «Είμαι υπεύθυνος στο εταιρικό πρόγραμμα προσφοράς αυτή τη χρονιά. Θα ήταν εντάξει αν απλώς υπέγραφα μια επιταγή, αλλά ο πατέρας μου πιστεύει ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο.» «Και;» «Πέρσι, ο Σον διοργάνωσε ένα χορό και τα έσοδα πήγαν στο Νοσοκομείο Μεμόριαλ. Ήταν τεράστια.» Η Μπρένα τραβήχτηκε προς τα πίσω, ακουμπώντας την πλάτη της πάνω στην καρέκλα. «Ακόμη και αν το ήθελα, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Δε γνωρίζω τίποτε για τα φιλανθρωπικά έργα.» Ο Λουκ πάλεψε με τη λαχτάρα που ένιωθε να γευτεί τα σφιγμένα χείλη της. Ήταν όμορφη, τόσο όμορφη που ράγιζε την καρδιά του, ειδικά όταν άφηνε τις άμυνές της. Οι αγαπημένες στιγμές του ήταν όταν εκείνη χαλάρωνε, όταν δεν προσπαθούσε να καταπιέσει τα συναισθήματά της, για να αφήσει τους άλλους να δουν μόνο ό,τι εκείνη ήθελε. «Με την οικονομία να περνά δύσκολες στιγμές, σκέφτηκα ότι μια φαντασμαγορική τελετή σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης μπορεί να έδινε λάθος μηνύματα. Γι’ αυτό αποφάσισα να οργανώσω ένα διήμερο έρανο για την Κοινωνία των Ανθρώπων.» Άπλωσε τα πόδια του, σταματώντας μόνο όταν οι γοφοί του ακούμπησαν το τζιν της. Οι τετρακέφαλοί του συσπάστηκαν όταν ένα άλλο μέλος του σώματός του ανταποκρίθηκε πιο δυνατά. «Ποιο είναι το κοινό στο οποίο στοχεύεις; Δεν μπορώ να φανταστώ την Ελεανόρ Χαντ να φορά το τζιν της και να περιφέρεται άσκοπα σε ένα στάβλο, Σαββάτο απόγευμα.» «Άσε την υπεροψία σου. Το να έχεις λεφτά δε σημαίνει ότι χάνεται και η ικανότητά σου να διασκεδάζεις. Υποθέτω ότι η Ελεανόρ θα επιλέξει να φορέσει ένα καλοσιδερωμένο χακί πουκάμισο πάνω από το τζιν της.» Ο Λουκ αγνόησε το ρολόι πάνω από την κουζίνα. Θα έπρεπε να είχε φύγει εδώ και δέκα λεπτά. Αντίθετα, προσπαθούσε να παρατείνει το χρόνο που μπορούσε να περάσει δίπλα της. «Θέλω να είναι ελκυστικό σε όλους. Σε χορηγούς, σε παιδιά, σε κατοικίδια.» «Θες να επιτρέπεται η είσοδος σε σκύλους και γάτες;» «Γιατί όχι; Σκεφτόμουν να προσλάβω ένα φωτογράφο, για να τραβήξει φωτογραφίες της επανένωσης. Οποιοσδήποτε έχει υιοθετήσει ένα κατοικίδιο απ’ το καταφύγιο, θα μπορεί να το φέρει μαζί του στη γιορτή και να τραβήξει μια οικογενειακή φωτογραφία.» «Είσαι δημιουργικός. Δε χρειάζεσαι τη δική μου βοήθεια.» Ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι και έγειρε μπροστά. «Χρειάζομαι όμως κάποια βοήθεια. Ήλπιζα να ερχόσουν μαζί μου αυτό το Σαββάτο που θα συναντηθώ με το διευθυντή των δημόσιων σχέσεων.» «Τώρα ξέρω ότι κάτι ετοιμάζεις. Πες το, αλλιώς η απάντησή μου θα είναι κατηγορηματικά “όχι”.»
«Όταν έβαλα τα πράγματα στη σειρά και δεσμεύτηκα, ανακάλυψα ότι ο Κάιλ Μπέκερ είναι το άτομο στο οποίο πρέπει να απευθυνθώ.» «Θα αστειεύεσαι.» Το ειρωνικό της χαμόγελο γρήγορα μετατράπηκε σε ένα ξέσπασμα υστερικού γέλιου. «Πρέπει να είναι πολύ άβολο για σένα.» «Χρειάζεται να δουλέψεις τον τρόπο που δείχνεις κατανόηση στους άλλους.» Ακούμπησε το δάχτυλό του κάτω από το σαγόνι της. «Για να το θέσω κομψά, ο τύπος δε με γουστάρει.» Την κοίταξε καθώς τραβούσε το γιακά της μπλούζας της, αποκαλύπτοντας τη λεπτή γραμμή του λαιμού της. «Ούτε και μένα νομίζω ότι με συμπαθεί.» «Σου ζήτησε να βγείτε πάνω από εκατό φορές.» «Και τον απέρριψα. Α, με μια εξαίρεση, εκείνο το ωραίο βράδυ στο Χόγκαν. Θυμάσαι τη νύχτα που μπλέχτηκες σ’ αυτόν το γελοίο καβγά, για να οριοθετήσεις την περιοχή σου;» «Βγαίναμε σχεδόν ραντεβού τότε. Είχε ξεπεράσει τα όρια.» Η Μπρένα γύρισε προς την κουζίνα. «Θ’ αργήσεις.» «Αλλάζεις θέμα. Πες μου ένα ποσό που θες. Το κέντρο χρειάζεται πενήντα καινούρια κρεβάτια σκύλων. Θα τα δωρίσω εκ μέρους σου, αν καθίσεις να συζητήσεις με τον Κάιλ. Θα έχεις όλες τις πληροφορίες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ορίσεις μια ημερομηνία και τα ονόματα των εθελοντών του καταφυγίου, που μπορούν να μας βοηθήσουν με τις λεπτομέρειες.» «“Μας;”» Η Μπρένα έσπρωξε την καρέκλα της μακριά από το τραπέζι, χωρίς να σταματήσει να τον κοιτάζει. «Πρέπει να είναι ωραίο να είσαι τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου.» «Στην πραγματικότητα, γι’ αυτό που είμαι σίγουρος, είσαι εσύ. Θα νιώσεις ενοχές αν πεις “όχι”. Είμαι αρκετά εγωιστής για να το εκμεταλλευτώ αυτό.» Την παρακολούθησε καθώς έδειξε με το δάχτυλό της την τσάντα. «Λοιπόν, τι έχει μέσα;» τον ρώτησε. «Δες μόνη σου.» Ο Λουκ την κοίταζε ενώ πλησίαζε την τσάντα. «Δεν είναι πολύ φανταχτερά, αλλά σκέφτηκα ότι θα δείχνουν ωραία.» Του είχε πάρει μια ώρα για να καταλήξει σε κάποιο δώρο, και άλλη μία για να εντοπίσει το μαγαζί που θα είχε την κατάλληλη συλλογή. Τα μεταξωτά εσωθερμικά εσώρουχα δεν ήταν και τόσο δημοφιλή στο χώρο της μόδας. Η Μπρένα ακούμπησε το ροζ λεοπάρ μπλουζάκι πάνω στο στήθος της. «Δεν πρέπει να με κακομαθαίνεις έτσι, Λουκ.» «Σου αρέσουν όμως; Θα σε κρατήσουν ζεστή. Και είναι και κάπως σέξι.» Η Μπρένα σήκωσε το φρύδι της. «Σέξι; Δεν είμαι σίγουρη ότι χρειάζεται ν’ ανησυχώ για κάτι τέτοιο στη δουλειά. Εκτός αν σκέφτεσαι ότι θα έπρεπε να κάνω λίγο στριπτίζ στο διάλειμμα.» «Θα παγώσει ο μικρός πισινός σου. Και ως δικηγόρος, είμαι υποχρεωμένος να σου θυμίσω ότι τέτοια συμπεριφορά μπορεί να οδηγήσει στο να κατηγορηθείς για σεξουαλική παρενόχληση.» Πέρασε το μανίκι της μπλούζας κάτω από το σαγόνι της, γουργουρίζοντας σα γατούλα. «Μου αρέσει αυτό.»
Ο Λουκ τής έδειξε την τσάντα. «Υπάρχουν κι άλλα.» Αυτή τη φορά, η Μπρένα άδειασε την τσάντα. «Πέντε ζευγάρια; Δεν μπορείς να κάνεις το οτιδήποτε χωρίς υπερβολή;» Ο Λουκ δάγκωσε την άκρη της γλώσσας του, παλεύοντας με τη λαχτάρα του να απαντήσει. Η αυτοσυγκράτησή του είχε πετάξει από το παράθυρο τηv πρώτη φορά που ξύπνησε με τα πόδια της τυλιγμένα γύρω του. Ήταν κολλημένος μαζί της και με τα συναισθήματα που του προκαλούσε. «Δουλεύω πάνω σ’ αυτό» ψέλλισε, γνωρίζοντας ότι έπρεπε ή να σταματήσει τώρα ή να αντιμετωπίσει το θυμό της Γκρέις. «Υποσχέσου μου ότι θα το σκεφτείς για το Σάββατο. Θα έχουμε τελειώσει σε λιγότερο από μία ώρα.» Το χαμόγελό της έγινε διάπλατο καθώς τακτοποιούσε τα δώρα της σε μια στοίβα. «Πώς μπορώ να αρνηθώ τώρα;» Ο Λουκ σηκώθηκε και πήγε κοντά στην καρέκλα της. «Προσπαθώ σκληρά να νιώσεις ενοχές, γιατί ξέρω ότι διαφορετικά θα έπρεπε να σ’ αναγκάσω διά της βίας.» «Φύγε, πριν αργήσεις και αλλάξω γνώμη για το Σάββατο.» Τα δάχτυλά του παρέμειναν στην πλάτη της καρέκλας της, παλεύοντας με τη λαχτάρα που ένιωθε να σφραγίσει τη συμφωνία τους μ’ ένα ακόμα φιλί. Σήκωσε το χέρι του και πέρασε τον αντίχειρά του πάνω από τον αυχένα της, και επικεντρώθηκε προσεκτικά στο κομμάτι της εκτεθειμένης σάρκας κάτω απ’ την αλογοουρά της. Ένιωσε τη ζέστη του κορμιού της και θυμήθηκε πως ακόμα και το πιο απλό άγγιγμα τον εκτόξευε στα ύψη. Τραβήχτηκε πριν την πιέσει παραπάνω. Οι δεύτερες ευκαιρίες ήταν εύθραυστες. Χρειαζόταν να κρατήσει τα μάτια του και όχι τα χέρια του πάνω στο βραβείο του.
Κεφάλαιο Οκτώ Η Μπρένα έσφιξε τα δάχτυλα των ποδιών της, ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Η κυκλοφορία του αίματός της είχε φτάσει στα κατώτερα όριά της απ’ το κρύο ώρες πριν. Οι δύο μέρες εκπαίδευσης είχαν μειώσει τον ενθουσιασμό της. Αντίθετα με ό,τι πίστευε ο κόσμος, οι άνθρωποι του συνεργείου Μορένο δεν πέρναγαν τη μισή τους μέρα αργοπίνοντας καφέδες και στέλνοντας μηνύματα στις φιλενάδες τους. Το δώρο του Λουκ αποδείχτηκε αναγκαίο αξεσουάρ και όχι πολυτέλεια. «Έι, Μόργκαν» μουρμούρισε ο Γκρέισον. «Με βοηθάς λίγο;» Η Μπρένα χαμογέλασε. Η δημοτικότητά της αυξανόταν ώρα με την ώρα. «Πέτα το μου» του είπε και άνοιξε τα χέρια της για να πιάσει το φρούτο, που τώρα ήταν στον αέρα. «Η Τζεν συνεχώς το ξεχνάει. Τα δάχτυλά μου έχουν παγώσει τόσο που δεν μπορώ να το ξεφλουδίσω.» Η Μπρένα με γρήγορες κινήσεις τράβηξε τη λαμπερή πορτοκαλί φλούδα. «Τουλάχιστον κάτι κατάφερα σήμερα.» «Έι, το να κάθεσαι δίπλα στο Χάρπερ όλη μέρα χωρίς να του τα έχεις ρίξει, είναι μεγάλο πράγμα.» Ο υπεύθυνος του συνεργείου Γκρέισον είχε πλήρη ελευθερία να δοκιμάσει την τύχη του. «Τρεις διαφορετικές γυναίκες σταμάτησαν την κυκλοφορία για να τον τσεκάρουν.» «Μόνο τρεις; Χρειάζεται να αλλάξει κολόνια. Δε θ’ ανεβάσει το σκορ του αν δε σταματήσει να μυρίζει σαν ποτό φτιαγμένο από φρούτα.» Η Μπρένα σταμάτησε, γνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος για τον οποίο μίλαγαν βρισκόταν αρκετά κοντά ώστε να την ακούει. «Δεν είσαι μία απ’ αυτές τις γκόμενες που θα μου τα πρήξεις επειδή δεν έχεις στήθος;» «Με τσάκωσες» του απάντησε γυρνώντας να κοιτάξει τη γυρτή του μορφή πίσω απ’ το τροχόσπιτο. «Περίμενε λίγο. Σύντομα θα έχω αρκετά χρήματα για την εγχείριση. Και έπειτα θα δούμε για ποιον θα κάνουν σειρά οι γκόμενες.» Το κεφάλι του Χάρπερ γύρισε προς το μέρος της. «Θα χρειαστεί να παραλείψουμε το στάδιο που σου κρατάω το χέρι, γιατί δεν πρόκειται να είμαι δίπλα σου όταν θα αρχίσεις την ορμονοθεραπεία.» «Πλήρωνε» είπε η Μπρένα απλώνοντας το χέρι της προς τον Γκρέισον. «Όπως βλέπεις, ο Χάρπερ δεν το παίζει σε δύο ταμπλό.» Ο Γκρέισον έβγαλε ένα φθαρμένο πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του. «Αυτή είναι η κάλυψή του.» Η Μπρένα τσέπωσε τα είκοσι δολάρια πριν ο υπεύθυνος αλλάξει γνώμη. «Ο πρώτος γύρος κερασμένος από μένα απόψε.» Δεν της άρεσε ιδιαίτερα το Τόαστ Τερτλ. Ήταν δύσκολο να βρεις ωραία ατμόσφαιρα σ’ ένα μπαρ διακοσίων πενήντα τετραγωνικών μέτρων που φιλοξενούσε παράνομες κυνομαχίες, αλλά ήταν η πρώτη της εβδομάδα στη δουλειά και η πρώτη πρόσκληση για μπίρα. Χρειαζόταν πολύ περισσότερο κοινωνική ζωή απ’ ό,τι καθαρό σκαμπό σε μπαρ.
Σηκώθηκε όρθια. «Ξύπνα, Χάρπερ. Σου μένουν ακόμα δύο ώρες για να γυμνάσεις αυτούς τους υπέροχους δικέφαλους, για τις απελπισμένες νοικοκυρές της Βοστόνης.» Στις τέσσερις και μισή ακριβώς ξεκίνησαν να μαζεύουν τους κώνους, να απομακρύνουν τις προειδοποιητικές πινακίδες και να κλείνουν το εργοτάξιο. Η κίνηση ήταν μεγάλη καθώς η Μπρένα ακολουθούσε τον Γκρέισον ανατολικά στον αυτοκινητόδρομο 95. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Μπρένα δε θα πήγαινε στο Ντάλτον Χάιτς, την περιοχή όπου βρισκόταν το Τόαστ Τερτλ. Ήταν μια γειτονιά στην παρακμή της, με μαγαζιά που πουλούσαν ταινίες για ενήλικες, και ένα εστιατόριο για τους οδηγούς, με αλεξίσφαιρα τζάμια και απαράδεκτη κοτόσουπα. Σύμφωνα με τον Γκρέισον, ο Μορένο ήταν ο ιδιοκτήτης του μπαρ. Η αφοσίωση και όχι το περιβάλλον ήταν εκείνη που έφερνε τα μέλη του συνεργείου εκεί, τουλάχιστον μία φορά το μήνα. Πάρκαρε δίπλα στο Φ150 του Γκρέισον σε ένα εγκαταλελειμμένο πάρκινγκ απέναντι απ’ το μπαρ. Εκείνος την περίμενε ακουμπισμένος στον προφυλακτήρα του, μέχρι που η Μπρένα κλείδωσε την πόρτα του αυτοκινήτου. «Μη σου γίνει συνήθεια αυτό το μέρος, Μόργκαν. Και μην έρθεις εδώ πέρα μόνη σου.» Η Μπρένα χαμογέλασε προς το κατσουφιασμένο του πρόσωπο. «Μεγάλωσα στο Κόλφαξ. Δεν κολυμπάω σε άγνωστα νερά.» Ρυτίδες φάνηκαν στο μέτωπό του. «Πήγες στο Μπράιτον, έτσι δεν είναι;» «Με μερική υποτροφία. Ήμουν τυχερή.» Η Μπρένα τράβηξε το γιακά του μπουφάν της, με την ελπίδα να κρατήσει λίγο από το κρύο μακριά. Ο Γκρέισον σταμάτησε μια στιγμή στην άκρη του δρόμου. «Μίλα μαζί μου ή με κάποιον άλλο απ’ το συνεργείο πριν φύγεις, σύμφωνοι; Δε θέλω να έχεις μπλεξίματα.» Η Μπρένα πήρε μια βαθιά αναπνοή και έσπρωξε την ατσάλινη πόρτα. Της πήρε λιγότερο από ένα λεπτό για να διερευνήσει με τη ματιά της το μικρό πλήθος που υπήρχε γύρω από έναν αρχαίο πίνακα για βελάκια. Έκατσε σ’ ένα σκαμπό και έβαλε το πόδι σε ένα άδειο που υπήρχε δίπλα της. Ο μπάρμαν την πλησίασε αμέσως. Αν δεν ήταν η μόνη γυναίκα στο μαγαζί, μπορεί και να είχε νιώσει κολακευμένη. «Τι θα πάρεις;» «Βότκα με κράνμπερι.» Ο ήχος από μπότες που ακούστηκαν πάνω στις ανισόπεδες σανίδες ανακοίνωσαν την άφιξη των συναδέλφων της. «Έι, Γκρέισον» φώναξε ο Χάρπερ πάνω από τον ώμο της. «Κατέβαινε άλλα είκοσι. Σου είπα ότι δε θα ξεχώριζε μια Μίκλεχομπ από μια Μόλσον.» Η Μπρένα μετακινήθηκε μακριά από το ποτό που μόλις της είχαν σερβίρει. «Με τσάκωσες πάλι. Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις, ίσως θα πρέπει να σου εξομολογηθώ όλες μου τις αμαρτίες.» Κάρφωσε το Χάρπερ κατάματα. «Φοράω στρινγκ και όχι μπικίνι. Αποφεύγω τα σουτιέν με ενίσχυση γιατί δε χωράω σε αυτά. Όταν πίνω, θέλω ποιότητα και όχι ποσότητα.» Η φωνή της χαμήλωσε. «Από τους άντρες ζητάω και τα δύο.» Το γέλιο του Χάρπερ αντήχησε στο χώρο.
«Μου φαίνεται ότι μοιραζόμαστε το ίδιο DNA, Μόργκαν, πράγμα το οποίο δεν είναι καλό, γιατί δεν μπορώ να ξαπλώσω οριζόντια.» Η Μπρένα ύψωσε το ποτήρι σε ένδειξη χαιρετισμού. «Αυτή είναι η καλύτερη ατάκα για καμάκι που έχω ακούσει ποτέ. Σίγουρα σκοπεύω να την πω και εγώ.» Ο Χάρπερ έσπρωξε τις γάμπες της και τα πόδια της έπεσαν απ’ το σκαμπό. Έγνεψε με το χέρι του προς τη γυρτή μορφή που καθόταν δίπλα του. «Αυτός είναι ο Μάρκους. Είναι το παιδί της ασφάλειας.» Ένα ντροπαλό χαμόγελο εκ μέρους του έφερε ένα εξίσου ντροπαλό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Και έτσι πέρασε το βράδυ της. Στις τρεις ώρες που πέρασαν, αποθήκευσε μια ντουζίνα ονόματα στη μνήμη της και αρκετά πρέτζελ στο στομάχι της. Κατά τις οκτώ και μισή, τόσο το χαμόγελό της όσο και τα πόδια της σέρνονταν. Το λίγο πλήθος που υπήρχε όταν είχε μπει στο μπαρ, είχε διπλασιαστεί τώρα που άρχισαν τα κέλτικα παιχνίδια. Άφησε ένα φιλοδώρημα στο μπαρ, κατέβασε τα πόδια στο πάτωμα και σηκώθηκε. «Τώρα ξεκινάει η πλάκα.» «Φεύγεις κιόλας;» τη ρώτησε ο Χάρπερ κρατώντας την από το μπράτσο. «Θα μ’ ευχαριστείς όταν εκείνη η κοκκινομάλλα στη γωνία ακουμπήσει τις πλούσιες καμπύλες της στο σκαμπό μου.» Η ματιά του ακολούθησε τη δική της και η έκφρασή του έγινε αμήχανη. «Δεν ψάχνομαι. Ο Γκρέισον με καταλήστεψε νωρίτερα.» Με το που άφησε εκείνος το χέρι της, η Μπρένα απομακρύνθηκε από το μπαρ και φόρεσε το μπουφάν της. Όταν κινήθηκε για να την ακολουθήσει, εκείνη πάγωσε. «Θα σε πάω έξω» της είπε και κινήθηκε αστραπιαία προς την πόρτα. Ένιωσε τα πνευμόνια της να καίνε από το κρύο μόλις πάτησε στο πεζοδρόμιο. «Θεέ μου, η θερμοκρασία πρέπει να έπεσε τουλάχιστον δέκα βαθμούς.» Χωρίς να της ζητήσει την άδεια, ο Χάρπερ την κράτησε από τον αγκώνα και την οδήγησε στο δρόμο. «Το κρύο θα σε δυναμώσει.» «Προσπαθείς να βρεις τον άντρα που κρύβω μέσα μου, ε;» Η Μπρένα προσπάθησε να συμβαδίσει με τα μεγάλα του βήματα, ανυπομονώντας να βρεθεί στο ζεστό αυτοκίνητο. «Όχι ακριβώς.» Ήταν πολύ σκοτεινά για να δει την έκφραση του προσώπου του. Η Μπρένα δεν ήταν ειδική στο οτιδήποτε, πόσο μάλλον στους άντρες· αλλά ο Χάρπερ οπωσδήποτε δεν προσπαθούσε να της την πέσει. Αυτό ήταν αμοιβαίο. Πήρε τα κλειδιά της απ’ τη δεξιά τσέπη του μπουφάν της. «Σ’ ευχαριστώ που με συνόδευσες. Θα σε δω τη Δευτέρα.» Το κράτημά του παρέμεινε σταθερό. «Δεν ψάχνομαι. Έχω γυναίκα. Τουλάχιστον μέχρι να μου δώσει τα χαρτιά του διαζυγίου.» Ο τόνος της φωνής του αποκάλυψε περισσότερα απ’ τα λόγια του. «Δεν ακούγεται και πολύ ωραίο αυτό» σχολίασε η Μπρένα. Ο Χάρπερ έσυρε τα πόδια του, κοιτώντας οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ την ίδια.
«Η Κάρι άκουσε κάποια πράγματα που δεν αληθεύουν. Αντί να πιστέψει εμένα, αποφάσισε να πιστέψει μία από τις φίλες της.» Η Μπρένα προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου. «Δε μου φαίνεται ότι είσαι έτοιμος να την αφήσεις. Γιατί το κάνεις;» «Δεν της έδωσα ποτέ δικαιώματα.» Έβαλε τα χέρια του μέσα στις τσέπες του. «Και τώρα με τιμωρεί, επειδή πιστεύει μια ζηλιάρα φίλη της, και όχι τον ίδιο της τον άντρα.» «Πρέπει να βρεις καλύτερο σχέδιο απ’ το να κάνεις τον ψόφιο κοριό, Χάρπερ. Παράτα την περηφάνια σου. Έχω κάνει ακριβώς το ίδιο λάθος με τη γυναίκα σου. Επέτρεψα σε κάτι που μάλλον ήταν αθώο, να εξελιχθεί σε ένα παιχνίδι εγωισμού.» «Αυτή δε θα έπρεπε να υποχωρήσει;» Η Μπρένα πήγε κοντά του και με το χέρι της γράπωσε τον καρπό του. «Ίσως θα έπρεπε να το κάνει, αλλά αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα αυτή τη στιγμή. Δεν έδωσα ποτέ μια ευκαιρία στον πρώην μου να μου εξηγήσει γιατί είχε βγει έξω με άλλη γυναίκα, ενώ εγώ ζούσα έναν εφιάλτη στο σπίτι μου.» «Προσπάθησε;» «Ήμουν τόσο κομμάτια εκείνη την περίοδο, τα πράγματα γύρω μου απλώς διαλύονταν.» Τον έσφιξε κι άλλο. «Κοιτώντας πίσω, εύχομαι να είχα προσπαθήσει περισσότερο ή να είχε προσπαθήσει εκείνος περισσότερο. Αφήσαμε τα πληγωμένα μας συναισθήματα και τα προβλήματα της οικογένειάς μου να πάρουν τον έλεγχο.» Ο Χάρπερ ακούμπησε την άκρη της μύτης του. «Και αν η Κάρι μού πει να πάω πάλι στο διάολο;» «Κάνε ένα μικρό διάλειμμα και ανέβα πάλι πάνω στο ρινγκ μαζί της. Σ’ αγαπάει, αλλιώς δε θα ήταν τόσο πληγωμένη. Το να μην εγκαταλείψεις, είναι ο καλύτερος τρόπος για να της δείξεις πως για σένα είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο.» Η Μπρένα κατάπιε, ελπίζοντας ότι ο κόμπος στο λαιμό της θα εξαφανιζόταν. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα το μετανιώσεις, Χάρπερ.» ***
Ήταν το τελευταίο μέρος όπου θα πήγαινε μια γυναίκα, αν έβγαινε ραντεβού μαζί της. Η έκφραση στο πρόσωπο της Κέιτ τού έλεγε να κρατηθεί μακριά. Πολύς κόσμος, φασαρία και τεστοστερόνη μάλλον δεν ήταν η κατάλληλη ατμόσφαιρα για ένα ψεύτικο ραντεβού. Ο Λουκ έσκυψε και έσφιξε τα κορδόνια των σχισμένων παπουτσιών του. «Πες μου ότι εδώ δεν είναι τόσο άσχημα όσο στο Γκέιμ Στοπ.» «Όχι και τόσο» του απάντησε εκείνη, ρίχνοντας το βλέμμα της στα φώτα της ντίσκο. «Αλλά κερδίζει τη δεύτερη θέση. Η Γκρέις το πιο πιθανό είναι ότι θα απογοητευτεί.» Ο Λουκ σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε το χαμόγελο στις άκρες των χειλιών της, πριν ο ίδιος κρύψει το δικό του γέλιο. «Το σάιτ διαφήμιζε ότι ήταν το καλύτερο μέρος στην πόλη για να βγεις πρώτη φορά ραντεβού.» Η Κέιτ έβγαλε τις μπότες της και κοίταξε τα πολύχρωμα παπούτσια δίπλα της άκεφα. «Αφού το μόνο που βλέπω είναι δύο ζευγάρια όλα κι όλα εδώ μέσα, υποθέτω ότι αυτό το μέρος μπορεί να είναι επίσης καλό για το τελευταίο ραντεβού.» «Στοιχηματίζω ότι ποτέ δεν έχεις παίξει κάντλπιν μπόουλινγκ.»
«Ούτε καν το έχω ακούσει ποτέ μου.» Η Κέιτ έκατσε στο κάθισμα μπροστά από την αυτόματη κονσόλα του σκορ. «Και στοιχηματίζω το μικρό αξιοθρήνητο μισθό μου ότι και εσύ δεν έχεις πατήσει ποτέ σου στο εσωτερικό του Κατ Άλεϊ Μπόουλινγκ.» Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους του και παραξενεύτηκε που οι μύες του δεν πονούσαν από την ένταση που ένιωθε. «Αυτό το μέρος είναι σχετικά καινούριο, αλλά έχω παίξει μπόουλινγκ παλιότερα.» «Και η τελευταία φορά ήταν;» «Στην έκτη δημοτικού, σε μία εκδρομή.» Η Κέιτ τον ξανακοίταξε. «Αυτό σε κάνει σχεδόν εξπέρ. Βρες έναν τρόπο να φανούν τα ονόματά μας στην οθόνη.» Ο Λουκ έσκυψε πάνω από τον ώμο της, προσέχοντας να μην την αγγίξει. «Πάτα το κουμπί του μενού πάλι. Τώρα χτύπα με το κάτω βελάκι και θα δεις ότι σου βγάζει την επιλογή για καινούριο παιχνίδι.» Την παρακολούθησε καθώς τα τέλεια νύχια της έτρεξαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Αν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο, το κόκκινο μανό από μόνο του θα έκανε τις ορμόνες του να τρελαθούν. Αυτό όμως άλλαξε από τη στιγμή που γνώρισε μια γυναίκα που θεωρούσε ότι το μανικιούρ ισοδυναμούσε με αυτοβασανισμό. Ο Λουκ γέλασε σιγανά μόλις θυμήθηκε την Μπρένα τη νύχτα που μπήκε στην αδελφότητα με το γαλλικό μανικιούρ της. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά, είχε ξεφλουδίσει ήδη δύο νύχια. Αυτό ήταν η αρχή και το τέλος της Μπρένα στον κόσμο του μανικιούρ. Η Κέιτ έγειρε αριστερά και μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά της ακούμπησαν φευγαλέα το μάγουλό του. Ο Λουκ πετάχτηκε προς τα πίσω. Τα έξυπνα μάτια της είδαν τι έγινε. «Βλέπω ότι η Γκρέις σ’ ενημέρωσε ότι έχω την κακιά συνήθεια να δαγκώνω. Η θεραπεία που ακολουθώ με έχει βοηθήσει.» Ο Λουκ εντόπισε μια σερβιτόρα που καθάριζε ένα τραπέζι απ’ τα ποτήρια λίγο πιο πέρα. «Χρειάζομαι ένα ποτό. Εσύ πιθανόν να χρειάζεσαι δύο.» «Μόνο μη με μεθύσεις. Η Γκρέις δε θα πιστέψει τις ιστορίες που θα της πω για απόψε, αν νομίσει ότι περιλαμβανόταν και αλκοόλ.» Στράφηκε προς τον τοίχο πίσω της, όπου υπήρχε ένας πίνακας με τις προσφορές στα ποτά το βράδυ της Παρασκευής. «Θα πάρω ένα Αλαμπάμα Σλάμερ.» Ο Λουκ έκανε ένα νεύμα στη σερβιτόρα. «Μπορούμε να έχουμε ένα Αλαμπάμα Σλάμερ, μία Κουρς Λάιτ και μια μερίδα νάτσος;» «Επιστρέφω αμέσως με τα ποτά. Τα νάτσος θα είναι έτοιμα σε δέκα λεπτά περίπου.» Έβαλε το στιλό της στην τσέπη της. «Το όνομά μου είναι Κάλι. Φωνάξτε με για ό,τι χρειαστείτε.» Ο Λουκ αναρωτήθηκε αν η προσφορά της συμπεριλάμβανε και το να δίνει συμβουλές για ραντεβού. Μετά το χωρισμό του με την Μπρένα, ακόμα προσπαθούσε να βρει έναν πιο εύκολο τρόπο για να μπορεί να βγει ραντεβού. Διάολε, αυτό δεν ήταν ένα ραντεβού τύπου «Θέλω να κάνω σεξ μαζί σου». Η Κέιτ σηκώθηκε και έδειξε την οθόνη. «Αγνόησε την ορθογραφία. Ήρθα πρώτη.» Ο Λουκ κοίταξε την οθόνη. Ο Πουκ και όχι o Λουκ ήταν στη δεύτερη θέση. «Νομίζω ότι αρχίζω και καταλαβαίνω γιατί ο Τζέικ είπε ότι αυτό ήταν λάθος. Η Γκρέις θεωρούσε
ότι θα ήσουν ευγενική μαζί μου κάτω από αυτές τις περιστάσεις.» Η Κέιτ σήκωσε μια σημαδεμένη μαύρη μπάλα από τη γραμμή με τις μπάλες και την έφερε πάνω στο στήθος της. «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεσαι αυτή τη στιγμή είναι μια γλυκανάλατη ξανθιά να σε γεμίζει με ψεύτικες κολακείες. Η κατάστασή σου είναι χάλια. Εγώ είμαι απλώς μια παρέα για διασκέδαση. Μια όμορφη, υπέροχη παρέα, θα έλεγα.» Ο Λουκ την κοίταξε καθώς έκανε δύο δοκιμαστικά βήματα στο διάδρομο, πριν σταματήσει και γυρίσει προς το μέρος του. «Δεν έχουν κάποιου είδους προστατευτικό που μπορούμε να ζητήσουμε;» «Αυτό είναι για παιδιά.» «Κοίτα, δεν είμαι και πολύ καλή στο σημάδι. Αυτό το καταραμένο πράγμα μπορεί να σε χτυπήσει κατακούτελα αν δεν έχεις κάποιου είδους προστασία. Πήγαινε ζήτα απ’ αυτόν το χαριτωμένο τύπο που κάθεται πίσω από το γραφείο να μας φέρει δύο κράνη.» Ο Λουκ επέστρεψε απ’ το γραφείο την ώρα που έφτανε και η μπίρα του. Η Κέιτ άφησε την μπάλα του μπόουλινγκ και πήρε το κοκτέιλ της. Του έκανε νόημα να καθίσει δίπλα της στον πάγκο. «Παίρνω πίσω καθετί κακό που σκέφτηκα για σένα απ’ την ώρα που ήρθαμε.» Η Κέιτ σήκωσε το ποτήρι της. «Ο μπάρμαν εδώ είναι εξαιρετικός. Μπορεί να του ζητήσω ακόμα και να βγούμε, μόνο και μόνο για να μάθω τα μυστικά του.» Ο Λουκ την κοίταξε πάνω από το μπουκάλι του. «Που να πάρει, είσαι πολύ άστατη. Έδωσα το τηλέφωνό σου στον τύπο πίσω από το γραφείο.» Η Κέιτ έριξε μια γρήγορη ματιά προς το γραφείο. «Φαίνεται νέος. Ανυπόμονος.» «Και φτωχός. Κοίτα την τσάκιση στο παντελόνι του. Η μαμά του του πλένει ακόμα τα ρούχα.» «Κάτι τέτοιο δε με χαλάει, αρκεί να μη ζει στο υπόγειο της μαμάς του και να μην έχει πορνοπεριοδικά κάτω από το στρώμα του.» Οι ώμοι του Λουκ τραντάχτηκαν από τα γέλια. «Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω μια γυναίκα με κρυμμένα πορνοπεριοδικά.» «Σοβαρά; Θα μπορούσα να φτιάξω ένα πακετάκι για την Μπρένα. Ίσως αυτό χρειάζεστε εσείς τα παιδάκια, για να πάρει μπρος η σχέση σας.» Ο Λουκ κατάπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα. «Όχι απαραίτητα. Σίγουρα δε χρειαζόμαστε εξωτερικά ερεθίσματα για ν’ αναζωπυρώσουμε το πάθος μεταξύ μας.» «Τώρα ζηλεύω.» Η Κέιτ άφησε το μισογεμάτο ποτήρι της πάνω στο τραπέζι. «Είσαι σίγουρος ότι κατά βάθος δεν είναι μια σκύλα; Και συ δεν είσαι τέλειος, αλλά σίγουρα έχεις προοπτική.» «Πρόσεχε. Αρχίζεις ν’ ακούγεσαι σα μια από αυτές τις γλυκανάλατες ξανθιές που συνεχώς κολακεύουν.» Η Κέιτ τον αντάμειψε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τσακίσουμε τις κορίνες. Τα προβλήματά σου δε θα πάνε πουθενά. Μπορούμε επίσης και να διασκεδάσουμε απόψε.» ***
Δύο ώρες αργότερα, γελούσαν ακόμα. Με αρκετή προσπάθεια κατάφεραν να συγκεντρώσουν τις χειρότερες βαθμολογίες που είχαν καταγραφεί στο Κατ Άλεϊ εκείνη την εβδομάδα. Ήταν αρκετό για να κερδίσουν ένα ευχαριστήριο καλάθι με τηγανητές πατάτες με τυρί, τις οποίες τώρα καταβρόχθιζαν στο μπαρ. «Είμαι μπερδεμένος» είπε ο Λουκ. «Γιατί βγαίνεις ραντεβού συνεχώς;» «Δεν ξέρω ποια θέλω να είμαι αυτή τη στιγμή, πόσο μάλλον με ποιον θέλω να είμαι.» Η Κέιτ έβγαλε μια πιπεριά πάνω απ’ τις πατάτες της και την άφησε στη χαρτοπετσέτα της. «Αν έψαχνα σοβαρά κάποιον, δε θα είχα βγει ποτέ μ’ έναν εξολοθρευτή εντόμων, έναν καπετάνιο αλιευτικού, ή έναν τύπο που συλλέγει αυτοκίνητα.» «Άρα, δε νομίζεις ότι σπαταλάς το χρόνο σου;» «Με κανένα τρόπο» αποκρίθηκε η Κέιτ, απομακρύνοντας τα ψίχουλα από τα πόδια της. «Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν πραγματικά ενδιαφέροντες. Υπήρξαν και ορισμένοι τρελοί, μα δεν πειράζει.» «Μισό λεπτό. Η Γκρέις είπε ότι είχες ερωτευτεί τους μισούς από αυτούς.» Αυτή τη φορά στο γέλιο της υπήρχε μια νότα αμηχανίας. «Μόνο λίγο. Οι περισσότεροι ήταν παθιασμένοι με κάτι για το οποίο εγώ δεν έχω ιδέα. Αυτό είναι κάπως ερεθιστικό. Ο Γκρεγκ, ο εξολοθρευτής, είχε τις εμμονές του με τις μέλισσες. Μπορούσε να σου πει και την παραμικρή λεπτομέρεια για τον κύκλο της ζωής τους.» Ο Λουκ σήκωσε το φρύδι του. «Νομίζω ότι αυτό θα έκανε τις περισσότερες γυναίκες να αποκοιμηθούν.» «Αν είχαμε βγει περισσότερες από τρεις φορές, ίσως και ν’ αντιδρούσα με τον ίδιο τρόπο. Ήθελα να μάθω γιατί είχε τικ. Πρόσθεσε σ’ αυτό μερικά γέλια και λίγη ερωτική δράση, και δεν είναι κακός τρόπος να περάσεις το Σαββατοκύριακό σου.» Ο Λουκ δεν ήταν σίγουρος αν είχε ποτέ προσεγγίσει ένα ραντεβού με αυτό τον τρόπο. Για αρκετά μεγάλο διάστημα, η προσοχή του ήταν στραμμένη στο να πάρει απόσταση από το παρελθόν του. Περνούσε πολύ πιο εύκολα το χρόνο του με γυναίκες που δεν του θύμιζαν την Μπρένα. Η Γκρέις ήταν μια παράκαμψη από την πεπατημένη, το περασμένο καλοκαίρι. Αρχικά, τον είχε συνεπάρει όπως η Μπρένα τότε στο σχολείο. Με τον καιρό, οι ομοιότητες έγιναν πιο εμφανείς. Ευτυχώς, δεν τους πήρε πολύ χρόνο για να συνειδητοποιήσουν ότι και οι δύο ήταν ακόμα ερωτευμένοι με άλλους ανθρώπους. Η Κέιτ έσπρωξε το σχεδόν άδειο καλάθι με τις πατάτες και το πιάτο με τα νάτσος μακριά της. «Πες μου πώς θα αντιδράσει η Μπρένα όταν μάθει γι’ αυτό το ραντεβού;» «Προσευχήσου ν’ αντιδράσει. Νομίζω ότι φοβάται να μου δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Η ζωή της είναι άνω κάτω προς το παρόν. Με βλέπει σαν ένα ρίσκο. Στο μυαλό της τα ελαττώματά μου είναι πολύ περισσότερα από τα προτερήματά μου.» «Μου φαίνεται ψυχρή, αν θες τη γνώμη μου.» Ο Λουκ κούνησε το κεφάλι του, σφίγγοντας το άδειο ποτήρι στα χέρια του. «Όχι ψυχρή. Η Μπρένα είναι προσεκτική. Έχει βρει στο δρόμο της περισσότερα αδιέξοδα απ’ όποιον άλλο γνωρίζω.» Η Κέιτ έγειρε μπροστά. «Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Αν μπορείς να βρεις τρία πράγματα γι’ αυτήν που σε εκνευρίζουν
πολύ, θα πω ψέματα στην Γκρέις ότι ξέρεις πώς να κάνεις ένα κορίτσι να περνά καλά.» «Εύκολο» είπε ο Λουκ, αν και ήξερε ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να ασκήσει κριτική για την Μπρένα. «Δεν είναι ότι δε βλέπω τα ελαττώματά της.» «Φυσικά. Πες μου τώρα ποια είναι.» «Παίζει εκ του ασφαλούς. Αντί να ακολουθήσει το ένστικτό της, υπεραναλύει τα πάντα.» Η Κέιτ άρπαξε ένα στιλό απ’ την τσάντα της και τη χαρτοπετσέτα κάτω από το ποτήρι της. «Θα σου δώσω μόνο μισό βαθμό γι’ αυτό. Αυτή η πρακτική πλευρά της σε ελκύει.» «Περάσαμε μαζί τρεις ώρες περίπου και νιώθεις ήδη ότι μπορείς να με αναλύσεις;» «Μην προσβάλλεσαι. Έχω το χάρισμα.» Η Κέιτ μουντζούρωσε τις άκρες της χαρτοπετσέτας. Ο Λουκ φοβόταν να ρωτήσει αν ήταν το δικό του πρόσωπο αυτό που ήταν ζωγραφισμένο κάτω από ένα μαύρο σύννεφο. «Εντάξει» είπε ο Λουκ. «Η Μπρένα, επίσης, έχει πρόβλημα όταν πρόκειται να εμπιστευτεί τους άλλους. Είναι πάρα πολύ ανεξάρτητη.» «Αυτό είναι πρόβλημα. Ο ιππότης με την πανοπλία δεν ξέρει ποτέ τι να κάνει όταν τον σπρώχνει μακριά η αγαπημένη του δυστυχισμένη δεσποσύνη.» Ο Λουκ έβαλε τα χέρια του μπροστά απ’ το πρόσωπό του. «Ή η Γκρέις δεν ήταν καθόλου διακριτική, ή εσύ έχεις πολύ καλή διαίσθηση.» «Λίγο και απ’ τα δύο.» Η Κέιτ έκανε τη χαρτοπετσέτα μπαλάκι. «Το λυπηρό είναι ότι τώρα χάνω χρήματα.» «Η ομάδα Μπράντεν γίνεται όλο και πιο δυνατή κάθε μέρα.» Ο Λουκ σηκώθηκε και άφησε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα δολαρίων κάτω από το άδειο ποτήρι του. «Λοιπόν, είμαι σε καλό δρόμο;» Σήκωσε το κεφάλι της προς το μέρος του. «Δεν είμαι μέντιουμ αλλά ξέρω πώς να πατήσω τα κουμπιά μιας άλλης γυναίκας. Ας περιμένουμε για να δούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της ομάδας Μπρένα.» Ο ήχος του κινητού του διέκοψε την απάντησή του. Μια ματιά στην οθόνη μετέτρεψε το χαμόγελό του σε συνοφρύωμα.
Κεφάλαιο Εννέα Η Μπρένα πάρκαρε το Χόντα της στο μοναδικό σημείο που ήταν ελεύθερο στο δρόμο της θείας της και κοίταξε το μαύρο SUV. Αυτός ήταν εκεί. Η κούραση που είχε συσσωρευτεί στη δουλειά απ’ την ώρα που χτύπησε την κάρτα της, υποχώρησε. Με κάποιο τρόπο, χρειαζόταν να καταλάβει τι είχε σκοπό να κάνει με τα αντικρουόμενα συναισθήματά της. Μέρα με τη μέρα, ο Λουκ φαινόταν όλο και πιο πολύ μία επιλογή. Αντί να συγκεντρώνεται στις παρελθοντικές αναμνήσεις, που την έκαναν να νιώθει ανώριμη και χαζή, επικέντρωσε τις σκέψεις της στο εδώ και τώρα. Το σπίτι, εκτός από την κουζίνα, ήταν σκοτεινό. Σταμάτησε στην πίσω πόρτα, προσπαθώντας να ακούσει κάποιο θόρυβο πέρα από το γάβγισμα του σκύλου του γείτονα. Γεμάτη περιέργεια άνοιξε την πόρτα και βρήκε το Λουκ σκυμμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Ο συναγερμός μέσα της χτύπησε τρελά. «Γεια σου. Τι τρέχει;» Ο Λουκ καθυστέρησε να της απαντήσει τόσο όσο να μετατραπεί η ανησυχία της σε πανικό. «Προσπάθησα να σε βρω στο κινητό.» Οι μύες στο πόδι της άρχισαν να τρέμουν. Βλέποντας τους κύκλους κάτω από τα μάτια του και τα τσαλακωμένα ρούχα του, η Μπρένα κατάλαβε ότι ο ερχομός του εδώ απόψε δεν ήταν για καλό. Δεν τον είδε να πηγαίνει δίπλα της, μέχρι τη στιγμή που εκείνος σήκωσε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό της. «Πάρε μια βαθιά ανάσα. Όλα είναι εντάξει.» Η Μπρένα ανέπνευσε βαθιά. «Πες μου μόνο.» Τύλιξε τα χέρια του γύρω της. « Η γιαγιά σου είχε ένα πρόβλημα. Πιστεύουν ότι νωρίς απόψε έπαθε εγκεφαλικό.» Αυτή τη φορά όλοι οι μύες του κορμιού της απείλησαν να καταρρεύσουν. Η καρδιά της σφίχτηκε. «Ω Θεέ μου, έπρεπε να ήμουν εδώ. Ω Θεέ μου.» Ο Λουκ έσκυψε το κεφάλι του και της έδωσε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο. «Ήταν εδώ η Τες. Το ασθενοφόρο ήρθε σε λιγότερο από πέντε λεπτά.» Η Μπρένα προσπάθησε να μιλήσει παρά τον κόμπο που ένιωθε στο λαιμό της, αλλά επικράτησε σιωπή για λίγο. Σταδιακά, το κορμί της άρχισε να χαλαρώνει, επιτρέποντας στο αίμα να ξανακυλήσει στο κεφάλι της. «Πού είναι τώρα;» «Στο Γενικό Νοσοκομείο της Βοστόνης.» Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της και τραβήχτηκε τόσο, ώστε να μπορεί να διαβάσει τις αντιδράσεις της. «Είχε ένα άσχημο πέσιμο. Της κάνανε εξετάσεις για θρόμβους στο αίμα, αλλά ανησυχούν επίσης για την πιθανότητα να έχει σπάσει το γοφό της.» Τα χέρια της παρέμειναν τυλιγμένα γύρω του. «Πες μου τι να κάνω, Λουκ. Πρέπει να πάρω τηλέφωνο την οικογένειά μου. Ή να πάρω
απευθείας από το νοσοκομείο; Πρέπει να ετοιμάσω μια τσάντα για το νοσοκομείο. Η Τες ίσως να χρειάζεται τις συνταγές των φαρμάκων της. Πού, στο διάολο, είχα αφήσει το κινητό μου; Είπες ότι με έπαιρνες, αλλά…» Οι αντίχειρές του κινήθηκαν κυκλικά πάνω στους γοφούς της. «Ηρέμησε, γλυκιά μου. Πήρα τηλέφωνο τον Τσέις. Προσφέρθηκε να έρθει αμέσως με το αεροπλάνο, όμως του είπα ότι θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να τον ενημερώσεις εσύ.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Αυτό σημαίνει ότι απομένει να ενημερωθεί ο πατέρας μου.» «Το ξέρει και αυτός.» Το κορμί του Λουκ σκλήρυνε. «Θα προσγειωθεί στο Λόγκαν γύρω στα μεσάνυχτα.» Τα χέρια της έπεσαν από πάνω του και το στομάχι της σφίχτηκε. «Δε μιλάς σοβαρά, έτσι;» «Λυπάμαι. Πήρε εδώ τηλέφωνο, αφού μίλησε με τον Τσέις.» Ο θυμός άρχισε να ανακατεύεται με την αγωνία της. «Τέλεια. Ακριβώς ό,τι χρειάζεται η γιαγιά μου. Αυτό το κάθαρμα δε σκέφτεται ποτέ κανέναν άλλο πέρα απ’ τον εαυτό του.» Σήκωσε τα χέρια της. «Δεν πρόκειται να του μιλήσω.» «Έχεις δίκιο. Άσε με να τον χειριστώ εγώ.» Η Μπρένα συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της. «Δώσε μου πέντε λεπτά, εντάξει;» Με μηχανικές κινήσεις, βγήκε από την κουζίνα και προχώρησε στο διάδρομο. Θα δεχόταν την προσφορά του Λουκ. Θα τον άφηνε να αναμειχθεί, μέχρι ο πατέρας της να πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής από τη Βοστόνη. Πήγε γρήγορα στο μπάνιο παίρνοντας μερικά βασικά πράγματα, και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Ο Λουκ βρισκόταν στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει, μόνο που τώρα κρατούσε το κινητό στο αφτί του. «Σου είμαι υποχρεωμένος. Πάρε με στο κινητό αν η κατάστασή της αλλάξει.» Έριξε το κινητό του στην τσέπη και πήρε το παλτό του από την καρέκλα. «Δεν υπάρχουν νεότερα.» «Η Τες ήταν στο τηλέφωνο;» «Όχι. Ήταν ο Τζακ Λόουελ. Είναι επικεφαλής του νευρολογικού τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου της Βοστόνης.» Πρέπει να φαινόταν σοκαρισμένη, γιατί ο Λουκ συνέχισε να μιλά δίνοντάς της και άλλες πληροφορίες. «Τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα να μεσολαβήσει και να σιγουρευτεί ότι της παρέχουν κάθε δυνατή φροντίδα.» Έκανε μια παύση αμήχανος. «Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να σ’ το είχα πει απ’ την αρχή.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Πρέπει να σκεφτώ κάποιον απίθανο τρόπο για να σ’ το ξεπληρώσω. Ήσουν καταπληκτικός. Πραγματικά καταπληκτικός.» Χοντρά, καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της. Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους μέσα από το παλτό του. «Δε χρειάζεται. Αλήθεια, ακόμα διαβάζεις ερωτικά μυθιστορήματα;»
Η Μπρένα πήρε το σακίδιό της από το πάτωμα και το τζάκετ της από τον πάγκο. «Βλέπω ότι το θυμάσαι. Κράτα το, γιατί μπορεί να σου φανεί χρήσιμο αργότερα.» Καθυστέρησε τόσο ώστε να προλάβει να πιάσει ένα βλέμμα δυσπιστίας στο πρόσωπό του. Η αλήθεια ήταν ότι η Μπρένα μισούσε τα παιχνίδια μέσα στις σχέσεις. Ήθελε να εξετάσει τις επιλογές της. Αυτό δε σήμαινε ότι έπρεπε να τον διαγράψει εντελώς από τη λίστα της. Στο κάτω κάτω, θα μπορούσε να είναι και αυτός μια επιλογή. ***
Έφτασαν στα επείγοντα, όπου τους ενημέρωσαν ότι η γιαγιά της έκανε ακόμα εξετάσεις. Μαζί με την Τες περίμεναν στο χώρο αναμονής, πίνοντας καφέ και τρώγοντας σνακ απ’ το αυτόματο μηχάνημα. Όταν ήρθαν τα μεσάνυχτα, η αγωνία της Μπρένα κορυφώθηκε. Η θεία Τες έδειχνε εύθραυστη και στα όρια της εξάντλησης. «Νομίζω ότι πρέπει να πας σπίτι και να ξεκουραστείς. Μάλλον δε θα έχουμε απαντήσεις μέχρι αύριο.» Η Μπρένα παρακάλεσε σιωπηλά το Λουκ να τη βοηθήσει. «Εξάλλου, δε θα ήθελες να είσαι εδώ όταν θα εμφανιστεί ο πατέρας μου. Δεν είναι άλλωστε και ο αγαπημένος σου ανιψιός.» Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος ψάχνοντας την τσέπη του, για να βρει τα κλειδιά του. «Ωραία. Αυτό μου δίνει την ευκαιρία να πεταχτώ μέχρι το σπίτι μου, αφού αφήσω την Τες στο δικό της, και να πάρω δεύτερα κλειδιά. Ο πατέρας σου μπορεί να μείνει στο σπίτι μου απόψε.» Η Μπρένα ήξερε ότι το αινιγματικό ύφος στο πρόσωπο της θείας της καθρέφτιζε και τη δική της απορία. «Δεν αντέχεις τον πατέρα μου. Γιατί, στην ευχή, να ανοίξεις το σπίτι σου γι’ αυτόν;» Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Μάντεψε. Δεν είναι δύσκολο να το βρεις.» Η Τες στεκόταν στη γωνία κοιτάζοντάς τους. «Ή είσαι κορόιδο, ή άγιος. Θα θυμίσω στην Μπρένα τη θυσία σου όποτε χρειαστεί.» «Είμαι πολύ κουρασμένη για να γελάσω. Μην ξεχάσεις να επιστρέψεις, Λουκ. Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι θέλω να είμαι μόνη όταν θα εμφανιστεί ο πατέρας μου.» Τους κοίταξε καθώς απομακρύνονταν στο διάδρομο με τους μοβ τοίχους. Της ήταν δύσκολο να θυμηθεί απόψε τις παλιές πληγές. Πριν από έξι χρόνια, θα ντρεπόταν. Τότε, πάλευε καθημερινά να κρατήσει την οικογενειακή της ζωή στο παρασκήνιο, μακριά απ’ τη σχέση της με το Λουκ, μακριά από τους φίλους της στο Μπράιτον. Αυτό ήταν πιο εύκολο. Κανένας δεν ενδιαφερόταν, στην πραγματικότητα, να γνωρίζει τα οικογενειακά της μυστικά και ήταν απόλυτα σίγουρη ότι δεν ήθελε τη συμπόνια που συνόδευε μια τέτοια αποκάλυψη. Ο πατέρας της ήταν αλκοολικός. Ένας εγκληματίας. Και ένα αποτυχημένο δείγμα συζύγου και πατέρα. Ο παππούς και η γιαγιά της συγχωρούσαν πολύ εύκολα και συνεχώς έσωζαν το μοναχογιό τους. Ο Τσέις ήταν ένα κακομαθημένο και πεισματάρικο παιδί, που παραβίαζε όποιο κανόνα έβρισκε μπροστά του. Χωρίς κάποιον να τον προσέχει, ο αδελφός της πέρασε τα περισσότερα εφηβικά του χρόνια τιμωρημένος. Και η μητέρα της… παραιτήθηκε. Όταν ο καρκίνος εξαπλώθηκε σε όλο της το σώμα, παραδόθηκε αμαχητί. Παραδόθηκε αφήνοντας την Μπρένα μόνη με μια κατεστραμμένη οικογένεια.
Στο γυμνάσιο μπορούσε να κρύβεται πίσω από τα βιβλία. Η βιβλιοθήκη ήταν ο μοναδικός αληθινός της φίλος. Ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε ν’ αποδράσει και να διαβάσει για οικογένειες πιο κατεστραμμένες απ’ τη δική της. Ο Λουκ άλλαξε τα πάντα. Την τράβηξε έξω από το καβούκι της και άνοιξε την αγκαλιά του και τον κόσμο του για εκείνη. Όταν ο δικός της κόσμος κατέρρευσε, αυτή τη φορά με τη φωτογραφία του πατέρα της από τη Σήμανση στην πρώτη σελίδα κάθε τοπικής εφημερίδας, και οι δύο ταρακουνήθηκαν. Η Μπρένα επέστρεψε στο καβούκι της και ο Λουκ σήκωσε τα χέρια ψηλά και μετά αγκάλιασε μια άλλη γυναίκα. Η Αμάντα φαινόταν να πιστεύει ότι ο Λουκ είχε μια δικαιολογία γι’ αυτή την αμαρτία του, αλλά η Μπρένα δεν ήταν σίγουρη αν είχε πια σημασία. Ακόμα και αν το ραντεβού με την Κάρα εκείνη τη νύχτα ήταν αθώο, δεν τους έδωσε την ευκαιρία για μια νέα αρχή χωρίς προκαταλήψεις. Δεν έσβησε τις αναμνήσεις και την ντροπή. Ήθελε να εξαφανιστεί – και αυτό ακριβώς έκανε όταν έφτιαξε τις βαλίτσες της για Φλόριντα. Ο ήχος από κέρματα που κουδούνιζαν και η μυρωδιά από τσίχλα δυόσμου την ειδοποίησαν για την παρουσία του. Μια οικεία μυρωδιά γέμισε το χώρο, φέρνοντας εικόνες στη μνήμη της, που είχε θάψει από καιρό. Στεκόταν ακίνητος στην είσοδο. Η αμηχανία που έδειχνε, μαλάκωσε την έντασή της και της έδωσε το κουράγιο να ανακτήσει τον έλεγχο της στιγμής. «Ψηφίζω ν’ αφήσουμε τις ευγένειες. Η γιαγιά κάνει ακόμα εξετάσεις. Ελπίζω να μας ενημερώσουν σύντομα.» Η Μπρένα έγειρε μπροστά, πήρε το τηλεκοντρόλ από το τραπέζι που βρισκόταν μπροστά της και έκλεισε τη φωνή της τηλεόρασης. Έστρεψε με κόπο την προσοχή της στο πρόσωπό του. Έδειχνε νεότερος. Οι κρόταφοί του ήταν ελαφρά γκρίζοι και δεν είχαν αλλάξει καθόλου εδώ και πέντε χρόνια που είχε να τον δει. Της πήρε ένα λεπτό για να παρατηρήσει άλλες αλλαγές. Όπως το σήμα κατατεθέν του, τα τζιν, που είχαν αντικατασταθεί από ένα καλοσιδερωμένο ανθρακί παντελόνι. Το μπλε πουκάμισο ήταν σαφώς μια αναβάθμιση. Οτιδήποτε πάνω του τον έκανε να δείχνει ξένος. «Κρίνοντας από την έκφρασή σου, μαντεύω ότι ο Τσέις δε σου είπε πολλά για μένα.» «Για σένα; Την τελευταία φορά που κοίταξα το πιστοποιητικό γέννησής μου, το όνομά σου βρισκόταν εκεί.» Κάθισε απέναντί της σε μια καρέκλα, που το καμένο από τον ήλιο πλαστικό της μαρτυρούσε ότι είχε δει και καλύτερες μέρες. «Το οποίο ποτέ δε σου έδωσε την αφορμή για να γιορτάσεις. Το καταλαβαίνω αυτό. Οι καταγραφές που έχεις από μένα ως πατέρα δεν είναι και οι καλύτερες.» «Ας μη μιλάμε γι’ αυτά. Είσαι εδώ για τη γιαγιά. Για λίγο.» Οι γραμμές γύρω από τα μάτια του σκλήρυναν, αποκαλύπτοντας έναν πόνο που η Μπρένα δεν περίμενε να δει. «Δουλεύω με πλήρη απασχόληση. Το Μάιο θα κλείσω δύο χρόνια.» Έκανε μια παύση, ελπίζοντας στην ανταπόκρισή της. «Η δουλειά μου ως φροντιστής σκυλιών είναι πιο σταθερή απ’ ό,τι είχα φανταστεί.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της κυκλικά, προσπαθώντας να κάνει το αίμα να τρέξει στους κροτάφους της. Ο άντρας που στεκόταν μπροστά της δεν είχε ποτέ στην κατοχή του ούτε πέτρα. Η εικόνα του να στεγνώνει το τρίχωμα των σκυλιών με το πιστολάκι απλώς δεν κολλούσε. Παρ’ όλο που προσπάθησε σκληρά να μη μιλήσει, δεν τα κατάφερε. «Συμπαθείς τα ζώα τόσο πολύ όσο εγώ τα τηγανητά κρεμμύδια.»
Οι ώμοι του έγειραν μπροστά. «Τα έχω συμπαθήσει. Με ένα παρελθόν σαν το δικό μου, δεν έχω την πολυτέλεια να είμαι επιλεκτικός όταν μιλάμε για ευκαιρίες εργασίας. Εξάλλου, δεν τους φτιάχνω το τρίχωμα και τα νύχια.» «Μη μου πεις ότι είσαι υπεύθυνος για να κρατάς τα βιβλία;» Το δέρμα κάτω από τα ζυγωματικά του πήρε ένα φωτεινό κόκκινο χρώμα. «Η σύντροφός μου είναι η ιδιοκτήτρια του καταστήματος και εγώ φροντίζω για τις προμήθειες και τα λογιστικά.» Η Μπρένα δάγκωσε δυνατά την άκρη της γλώσσας της. Μέσα σε δύο λεπτά έμαθε περισσότερα απ’ όσα ήθελε να μάθει. Χωρίς αμφιβολία, ο πατέρας της εξαπατούσε μια φτωχή γυναίκα, για να της πάρει τις οικονομίες μιας ζωής. Το παρελθόν του με τις γυναίκες ήταν τόσο βρόμικο όσο και το ποινικό του μητρώο. Άπλωσε το χέρι του και πέρασε τον αντίχειρά του κάτω από το σαγόνι της, κάνοντάς τη να τραβηχτεί απότομα. «Είναι νόμιμο. Η Ντορίν και εγώ είμαστε μαζί σχεδόν τρία χρόνια. Δε θα έκανα κάτι που θα έβλαπτε την ίδια ή την επιχείρησή της.» Η αγανάκτηση φούντωσε ξαφνικά μέσα της. Όλοι οι υπόλοιποι στη ζωή του εκτός απ’ αυτήν απολάμβαναν την καλοσύνη του. «Θα γράψω στο Βατικανό, για να μου πουν αν είσαι κατάλληλος υποψήφιος για να ανακηρυχτείς άγιος.» Το ξέσπασμά της τον έκανε να τραβηχτεί πίσω. Μπορεί το σώμα του να απομακρύνθηκε λίγους πόντους, μα η συναισθηματική του απομάκρυνση ήταν μεγαλύτερη. «Εντάξει» είπε καθώς σηκωνόταν όρθιος. Ο σωτήρας της έφτασε τη στιγμή που η σιωπή στο δωμάτιο είχε γίνει αφόρητη. Ο Λουκ δίστασε, νιώθοντας προφανώς την ένταση ανάμεσα στον πατέρα και στην κόρη. Η Μπρένα τον ικέτευσε με τα μάτια της να τη βοηθήσει. «Βλέπω ότι φτάσατε στην ώρα σας, κύριε Μόργκαν.» Μετά την απαιτούμενη χειραψία, οι δύο άντρες αποτραβήχτηκαν σε μια γωνιά μακριά από τα λαμπερά φώτα της οροφής. Η Μπρένα τούς κοίταζε διαβάζοντας τη γλώσσα του σώματός τους. Ο διάλογός τους δεν έδειχνε κάποια αντιπαράθεση, φανέρωνε όμως ξεκάθαρα πόσο επιφυλακτικοί και προσεκτικοί ήταν. Εστίασε όλη την προσοχή της, για ν’ ακούσει τη χαμηλόφωνη συζήτησή τους. «Ο Τσέις δε μου ανέφερε ότι εσύ και η κόρη μου είστε πάλι μαζί. Όχι ότι εκπλήσσομαι.» «Μόνο ως φίλοι.» Ο Λουκ έβαλε το χέρι του μέσα στην μπροστινή του τσέπη και έβγαλε ένα ασημένιο κλειδί. «Το σπίτι μου είναι περίπου δεκαπέντε λεπτά από εδώ. Τα περισσότερα ξενοδοχεία είναι κλεισμένα αυτή την εβδομάδα λόγω της διεθνούς έκθεσης αυτοκινήτων. Αν θέλετε, μπορείτε να μείνετε μαζί μου.» Η Μπρένα παρακολουθούσε για να δει πώς θα αντιδράσει ο πατέρας της. Εκείνος πρέπει να ένιωσε την περιέργειά της, γιατί έκανε να φύγει μακριά. «Αυτή είναι μια γενναιόδωρη προσφορά» είπε σταματώντας μπροστά από ένα ράφι γεμάτο περιοδικά. «Πολύ γενναιόδωρη, αν σκεφτείς το παρελθόν μας.» «Πρακτική, όχι γενναιόδωρη. Η Μπρένα και η Τες δεν έχουν ελεύθερα δωμάτια σπίτι τους.» Ο
Λουκ κάθισε στην άδεια καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της. «Το τελευταίο πράγμα που θα θέλατε να κάνετε, είναι να μοιράζετε το χρόνο σας μεταξύ του νοσοκομείου και ενός δωματίου στο ξενοδοχείο. Τουλάχιστον, στο σπίτι μου θα έχετε στη διάθεσή σας την κουζίνα και ένα κρεβάτι της προκοπής.» Η Μπρένα άπλωσε το χέρι της και έσφιξε το χέρι του Λουκ, αναγνωρίζοντας σιωπηλά τη χειρονομία του. Ο πατέρας της θα προτιμούσε να κάνει καμιά κομπίνα απ’ το να δεχτεί μια πράξη καλοσύνης. Μπορούσε να κοιμηθεί και στο νοικιασμένο αμάξι του και ούτε που θα την ένοιαζε καθόλου. «Θα έπρεπε να αρνηθώ. Αυτό θα ήταν μάλλον το σωστό. Αντίθετα όμως, θα σου πω “ευχαριστώ”.» Ο Ουίλιαμ εστίασε την προσοχή του στο Λουκ. «Ελπίζω να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη κάποια μέρα.» Ο ήχος παπουτσιών με λαστιχένιες σόλες έκανε τα μάτια όλων να στραφούν προς την πόρτα. Ένας κουρασμένος ειδικευόμενος γιατρός με τσαλακωμένη ρόμπα πέρασε το κατώφλι. Αφού συστήθηκε σε όλους, ο δόκτωρ Λινγκ τούς ενημέρωσε. «Αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σταθερά. Οι ζωτικές ενδείξεις της βελτιώνονται. Νομίζουμε ότι καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε τον πόνο της. Το τραύμα της ήταν σοβαρό και θέλω να δώσω στο σώμα της την ευκαιρία να ξεκουραστεί πριν από τον επόμενο γύρο εξετάσεων.» Η Μπρένα άφησε έναν κοφτό αναστεναγμό. «Πότε μπορώ να τη δω;» «Αυτή τη στιγμή δεν έχει πλήρη επαφή με το περιβάλλον. Της έχουμε βάλει ορό, δίνοντας στο σώμα της υγρά και φάρμακα.» Ο δόκτωρ Λινγκ έκανε ένα νεύμα προς το διάδρομο. «Μπορείτε να την επισκεφτείτε για λίγο, αλλά χρειάζεται ανάπαυση.» Η Μπρένα ξεγλίστρησε απ’ τους υπόλοιπους, αγωνιώντας να δει με τα μάτια της αυτά που περιέγραψε ο γιατρός. Σταμάτησε καθώς ο πατέρας της την ακολούθησε. «Νομίζω ότι το καλύτερο θα ήταν να πάω εγώ πρώτη. Ήταν μια δύσκολη νύχτα και η γιαγιά ίσως δεν είναι έτοιμη για μια αναπάντεχη επίσκεψη.» Ο μορφασμός του την έκανε να νιώσει μια σουβλιά ανεπιθύμητης ενοχής. «Λυπάμαι. Άσε με να της μιλήσω πρώτα εγώ.» «Νομίζω ότι η Μπρένα έχει δίκιο, κύριε Μόργκαν. Η μητέρα σας πιθανόν να αναστατωθεί πολύ αν σας δει. Ίσως είναι καλύτερα να την αφήσετε να πάει πρώτη.» Οι γραμμές γύρω από το στόμα του μαλάκωσαν. «Θα καθίσω στο σαλόνι.» ***
Έφυγαν από το νοσοκομείο λίγο πριν από τις τρεις το πρωί, οδηγώντας στους άδειους δρόμους της Βοστόνης μέσα στη σιωπή. «Σταμάτα να με καρφώνεις» είπε η Μπρένα αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Είμαι καλά.» «Δε σε καρφώνω και δεν είσαι καλά.» Ο Λουκ αναστέναξε απογοητευμένος. «Επίσης, δεν είσαι μόνη.» Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τις άκρες του κρύου δερμάτινου καθίσματός της. «Νομίζεις ότι ο πατέρας μου θα βρήκε το σπίτι σου; Δεν τα πάει καλά με τις οδηγίες.» «Το αυτοκίνητο που έχει νοικιάσει, έχει GPS. Παράλληλα, του έδωσα τον αριθμό του κινητού μου, σε περίπτωση που συναντήσει κάποιο πρόβλημα.»
«Ωραία.» Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα της με δυσκολία. «Μπορείς να μείνεις μαζί μου απόψε;» Τα χέρια του Λουκ σφίχτηκαν στο τιμόνι, κάνοντας τις αρθρώσεις του να ασπρίσουν. «Να μείνω; Στον καναπέ, ας πούμε;» «Δεν είχα αυτό ακριβώς στο μυαλό μου.» Ο Λουκ κούνησε το κεφάλι του και καθάρισε το λαιμό του. «Δε νομίζω ότι αυτή είναι ώρα να…» «Κατάλαβα. Βλέπεις κάποια.» «Μα για τι, στην ευχή, μιλάς;» «Η Κέιτ. Μου είπες την προηγούμενη νύχτα ότι ίσως να την ξαναέβλεπες.» «Η αλήθεια είναι ότι ήμουν μαζί της απόψε, όταν μου τηλεφώνησε η Τες. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν είμαι ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω μαζί σου, και ξέρεις ακριβώς τι θέλω να κάνω μαζί σου.» Η Μπρένα έβαλε τα χέρια της ανάμεσα στα τρεμάμενα γόνατά της. «Το πρόβλημα είναι ότι εγώ δεν είμαι σίγουρη για το τι θέλω. Απλώς, ήλπιζα ότι απόψε θα μπορούσαμε να ήμαστε μαζί. Ω Θεέ μου. Χρειάζεται να το βουλώσω. Απλώς άσε με και φύγε.» «Ούτε για αστείο. Πόσο “μαζί” ήλπιζες να ήμαστε;» Όλα τα χρόνια που ήταν ζευγάρι, ποτέ δε χρειάστηκε να ρωτήσει. Ο Λουκ ήξερε τι ήθελε η Μπρένα, τι χρειαζόταν, χωρίς η ίδια να του πει. Τώρα, εκείνη δεν είχε ιδέα για το ποιες ήταν οι σωστές λέξεις. «Δε με νοιάζει τι έχεις να προσφέρεις» είπε ο Λουκ καθώς το χέρι χάιδεψε τους γοφούς της πάνω από το τζιν. «Εγώ θα το πάρω.» Είδε το χέρι του να ανεβαίνει ψηλότερα στο πόδι της και αναρωτήθηκε πόσο μακριά θα έφτανε μέσα σε ένα κινούμενο όχημα. Έφτασαν στην πινακίδα του στοπ στο τέλος του δρόμου της, πριν της δοθεί η ευκαιρία να μάθει. «Θα σου κρατήσω το χέρι. Θα δω ταινίες μαζί σου μέχρι να ανατείλει ο ήλιος ή να δύσει, μέχρι που η μοναδική λέξη που θα μπορείς να θυμηθείς να είναι το όνομά μου.» Πήγαν γρήγορα απ’ το δρόμο στην πίσω πόρτα και από το διάδρομο στην κρεβατοκάμαρά της. Η Μπρένα πήγε προς την ντουλάπα. «Έχω ακόμα μια παλιά αθλητική σου φόρμα στο συρτάρι. Πάρ’ την όσο εγώ θα δω τι κάνει η Τες. Επιστρέφω αμέσως.» Η Μπρένα στάθηκε ακίνητη έξω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της και αναρωτιόταν αν αισθανόταν μόνο εκείνη νευρική. Δεν ήθελε να του κρατάει το χέρι ή να δει μια ταινία μαζί του. Ήθελε άλλη μια βραδιά στην αγκαλιά του. Τα έξι χρόνια δεν είχαν καταφέρει να σβήσουν τον πόθο της γι’ αυτόν. Κατάφερε να φτάσει μέχρι το χολ και έριξε μια ματιά μέσα στο δωμάτιο της Τες, πριν πάει στην κουζίνα. Δύο λεπτά αργότερα, είχε επιστρέψει στο δωμάτιό της με δυο μπουκάλια μπίρα Γκίνες και ένα σακουλάκι Φρίτος. Ο Λουκ γλίστρησε έξω από το κρεβάτι, με τα μάτια του να δείχνουν κάτι σαν απογοήτευση. «Υποθέτω ότι έκανες τη δεύτερη επιλογή.» «Είναι η επιλογή που εγώ σου ζητώ να βγάλεις τα ρούχα σου;» Πέντε λεπτά αργότερα, η Μπρένα σκέφτηκε ότι τα Φρίτος και η μπίρα ήταν αρκετά. Η
πραγματικότητα ήταν ότι ούτε το φαγητό ούτε το ποτό θα έσβηναν τη λαχτάρα της για εκείνον. Ο Λουκ είχε βγει με μια άλλη γυναίκα απόψε. Μύρισε το πουκάμισό του, προσπαθώντας να μαντέψει αν το αμυδρό άρωμα πάνω του ήταν γιασεμί ή λεβάντα. Όχι, δεν ήταν σα να είχε μόλις φύγει από το κρεβάτι της Κέιτ και να είχε μπει στο δικό της. Τουλάχιστον προσευχήθηκε να μη συνέβαινε αυτό. Ο Λουκ θα την έδιωχνε. Αν του έδινε χρόνο να σκεφτεί, θα έφευγε. Ναι, ήταν αγχωμένη. Ναι, ήθελε να απελευθερωθεί… Να αποδράσει απ’ τη ζωή της. Αλλά δεν ήταν ευάλωτη. Και δε θα έμπλεκε σε κάτι που θα την έκανε να μετανιώσει το πρωί. Κανένας τους δεν κινήθηκε. Η σιωπή του Λουκ έσβησε κάθε αμφιβολία. «Δεν υπάρχει καμιά πίεση, Μπράντεν. Το γυροφέρνουμε αυτό βδομάδες.» Ο Λουκ χάιδεψε το μάγουλό της. «Ποιο ακριβώς;» «Αν δεν είχαμε παρελθόν εμείς οι δύο, τώρα θα ήμασταν γυμνοί. Σε θέλω ακόμα και νιώθω πως θέλεις και εσύ το ίδιο.» Ο Λουκ έσμιξε τα φρύδια του. «Δεν είναι τόσο απλό, γλυκιά μου.» «Ναι είναι. Σταμάτα να σκέφτεσαι.» Η Μπρένα δε χρειαζόταν ερωτική εξομολόγηση. Ο Λουκ το είχε κάνει αυτό πριν από χρόνια και δεν ήταν κάτι που την έσωσε από τον εαυτό της. Ήθελε να πάει πέρα από τα άκρα. Να τον γευτεί, να τον αγγίξει, να παραδοθεί στην άγρια λαχτάρα που της προκαλούσε. Καθαρή έξαψη κάλυψε την επιδερμίδα της, αφήνοντας ένα λεπτό στρώμα υγρασίας. Κόλλησε πάνω του, κάνοντας τα στήθη της να κοκκινίσουν από την πίεση πάνω στο δυνατό επίπεδο στέρνο του. Κάθε μυς του κορμιού της σφίχτηκε, ωθώντας τον ν’ αφήσει ένα παρατεταμένο βογκητό. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν γρήγορα στο κορδόνι της φόρμας του. Γλίστρησε τα χέρια της μέσα, ανυπομονώντας να δει τις αλλαγές στο κορμί του. Δεν της πήρε πολύ χρόνο. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν αργά, ανακαλύπτοντας ξανά τη μεταξένια αίσθηση της επιθυμίας που την ταρακούνησε συθέμελα. Ήταν ένας αμαρτωλός, γιατί τη δελέαζε να παραδοθεί εντελώς. Η ανάσα του ήταν βαριά μόλις τα χέρια του την τράβηξαν με βία κοντά του. «Όχι μ’ αυτό τον τρόπο, Μπρένα. Θέλω να μπω μέσα σου.» Πολύ κρίμα, σκέφτηκε εκείνη. Τώρα ήταν η σειρά της. Για να του το αποδείξει, χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι της, για να τον σπρώξει πάνω στο κρεβάτι. «Διαμαρτύρεσαι;» Καθώς ο Λουκ έπεφτε στο στρώμα, η Μπρένα έπεσε από πάνω του. «Όχι, διάολε.» Αυτή τη φορά, έβγαλε τη φόρμα και το εσώρουχό του, αφήνοντας τα μάτια της να δουν τι είχε χάσει όλα αυτά τα έξι χρόνια. «Δεν μπορώ να θυμηθώ τη γεύση σου.» Έγλειψε ανυπόμονα τα χείλη της. «Μ’ ενοχλεί που δε θυμάμαι.» Το στόμα της άφησε ένα ίχνος κατά μήκος της κοιλιάς του, σχηματίζοντας μια γραμμή από υγρά φιλιά στο κέντρο. Τα χέρια του αγκάλιασαν το κεφάλι της και το πίεσαν απαλά, δείχνοντάς της ότι ήθελε να προχωρήσει πιο κάτω. Πίεσε το σώμα του πάνω της κουνώντας τους γοφούς του στο ρυθμό της.
Η Μπρένα προσπάθησε να ρίξει το ρυθμό της, για να τον απολαύσει. Σήκωσε το κεφάλι της γνωρίζοντας ότι του άρεσε να βλέπει τα μαλλιά της απλωμένα στους γοφούς του. Τα χέρια του σύρθηκαν ανυπόμονα και αδέξια κάτω από το πουκάμισό της. Κουνήθηκε τόσο ώστε να του επιτρέψει να τραβήξει το βαμβακερό της πουκάμισο πάνω από το κεφάλι της. Άρπαξε τα στήθη της, κάνοντάς τη να πονέσει περισσότερο ανάμεσα στα πόδια της. «Μπρέ…» Αγνόησε την προσπάθειά του να απομακρύνει το στόμα της. Ήταν το ορεκτικό της. Μαζί θα μπορούσαν να απολαύσουν το κυρίως πιάτο. Δεν πήρε πολύ χρόνο στο κορμί του για να παραδοθεί. Κάθε κομμάτι του Λουκ Μπράντεν ήταν δικό της αυτή τη στιγμή. Η Μπρένα δεν τραβήχτηκε πίσω αμέσως, αφήνοντας τη γλώσσα της να αργοπορήσει. Όταν βρήκε την ενέργεια να κινηθεί, σύρθηκε προς το κορμί του. Με τα μάτια κλειστά και το στόμα του χαλαρό, ο Λουκ έμοιαζε είκοσι χρονών. Η σκέψη αυτή την πλημμύρισε με μια απρόσμενη νοσταλγία. Δε θα πήγαινε εκεί που ήθελε να την πάει το μυαλό της. «Αναπνέεις ακόμα, Μπράντεν;» «Μετά βίας. Σχεδόν με πέθανες με αυτή την επιδέξια γλώσσα σου.» Σήκωσε λίγο το κεφάλι του από το στρώμα. «Ήταν απίστευτο.» Η Μπρένα έγλειψε τα χείλη της, συμφωνώντας σιωπηλά. Το κορμί του καταλάμβανε τον περισσότερο χώρο στο κρεβάτι, κάνοντάς τη να πέσει πάνω του σαν κουβέρτα. Ο Λουκ αντέδρασε στο άγγιγμά της αμέσως. «Έτοιμος για το δεύτερο γύρο. Έχω εντυπωσιαστεί.» Τα λόγια της Μπρένα ήταν πειραχτικά, με σκοπό να κάνει ανάλαφρη τη στιγμή. «Γλυκιά μου, και μόνο που σε κοιτάζω, πονάω εκεί κάτω. Με το που μπαίνεις στο δωμάτιο, είμαι σχεδόν έτοιμος.» Η ένταση της ματιάς του ήταν τρομακτική. Το σώμα της τον ποθούσε βαθιά μέσα της, όχι όμως και το μυαλό της. Ήταν μόνο μια στιγμή παιχνιδιού. Και οι δυο χρειαζόταν να διατηρήσουν αυτή την προοπτική. Ο Λουκ δίστασε λίγο και μετά μετακίνησε το παντελόνι του από το μαξιλάρι δίπλα από τον αγκώνα του, βγάζοντας γρήγορα ένα προφυλακτικό από το πορτοφόλι του. Κύλησε πάνω της παίρνοντας το στόμα και το κορμί της σε μια γλυκιά κατάδυση. Το φιλί του ήταν βαθύ και με διάρκεια, γεμίζοντάς τη λαχτάρα που η Μπρένα είχε αρνηθεί να αναγνωρίσει. Ένιωθε το κεφάλι της θολό, μεθυσμένο από το άγγιγμά του. Κάθε του ώθηση την έφερνε πιο κοντά στα άκρα. Όταν το στόμα του άρχισε μια αισθησιακή επιδρομή στο στήθος της πειράζοντας τη θηλή με τα δόντια του, η Μπρένα κυριεύτηκε από ένα άγριο πάθος. Μπλόκαρε όλες τις αισθήσεις της, εκτός από εκείνη των χεριών του τυλιγμένων γύρω της, καρφώνοντάς την από κάτω του. Διάολε, ένιωθε καλά. Οι ωθήσεις του είχαν γίνει πιο έντονες. Αυτό ήταν απρόσμενο. Όπως απρόσμενη ήταν και η επόμενη κίνησή του. Αφού πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τη θηλή της, χαμήλωσε το κεφάλι του αφήνοντας ένα υγρό ίχνος στο κέντρο της κοιλιάς της. «Την τελευταία φορά που σκέφτηκα ότι ήθελα να σε δοκιμάσω, τα έχασα. Τριάντα χιλιάδες πόδια στον αέρα και τελείωσα μέσα στο παντελόνι μου.» Έκανε μια παύση και τραβήχτηκε λίγα εκατοστά από το σημείο όπου εκείνη τον ήθελε να βρίσκεται. «Βλέπεις, ποτέ δεν ξέχασα τη γλυκιά σου γεύση.»
Ίσως ήταν το δέος στη φωνή του ή η παράλογη λάμψη στα μάτια του που πυροδότησε την ανάγκη της για συνέχεια. Έσφιξε τους γοφούς της κλειδώνοντάς τον ανάμεσα στα πόδια της. Η μεταξένια και υγρή του γλώσσα χώθηκε βαθιά μέσα της. Τη χρησιμοποιούσε επιδέξια και κάθε του κίνηση την οδηγούσε σε μια παρατεταμένη ανατριχίλα, που έλιωνε το κορμί της. Η Μπρένα ενστικτωδώς έκανε περιστροφή των γοφών της, για να τρίβεται πάνω στα κοντά σκληρά γένια του. Ήταν μούσκεμα καθώς το κορμί του ανταποκρίθηκε με ένα τίναγμα. Ο Λουκ πάλευε με τη δική του απελευθέρωση. Η Μπρένα ήθελε ξεδιάντροπα να τον κάνει να τελειώσει με το στόμα του μέσα της. Μια γλυκιά ανάμνηση που θα κουβαλούσε μαζί της με αγάπη από αυτή τη βραδιά. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, επιτρέποντάς της ν’ αυξήσει την πίεση περισσότερο ανάμεσα στα πόδια της. Κουνούσε το κορμί της πάνω κάτω, σκορπίζοντας τα υγρά της στο εξωτερικό μέρος των γοφών του. Αυτή τη φορά βόγκηξε. «Προσπαθείς να με σκοτώσεις, γλυκιά μου;» «Χαλάρωσε. Δε μου αρέσει να πηγαίνω στα ουράνια μόνη μου.» Στο τέλος, τον πείραζε με λόγια γλυκά και απαλά χάδια, μέχρι να φτάσει στην κορύφωση. Τελείωσε πρώτος και αυτό έδωσε το τελικό έναυσμα που την εκτόξευσε πέρα από τη νιρβάνα, στη σαρκική λησμονιά. Το στρώμα μετακινήθηκε καθώς ο Λουκ κύλησε στην άκρη του, πατώντας τελικά στα πόδια του. Η Μπρένα δεν αντιστάθηκε στην εξάντληση που έκλεινε τα μάτια της και άφηνε το σώμα της χαλαρό. Δευτερόλεπτα, ίσως και λεπτά αργότερα, μια πετσέτα γαργάλησε τους μηρούς της. «Μαντεύω ότι δεν μπορούμε να πάμε κάτω για ντους» της ψιθύρισε περνώντας τον αντίχειρά του πάνω από τη λακκούβα του γοφού της. «Ίσως να μη χαρεί και τόσο η Τες, αν με βρει να κάνω έρωτα στην ανιψιά της πρωί πρωί.» Η Μπρένα ευχόταν να το πει αυτό. «Είμαι σίγουρη ότι όπως και να ’χει, προτιμάς να κάνεις ντους σπίτι σου. Πήγαινε. Κοιμήσου στο δικό σου κρεβάτι.» Η πλάτη του σκλήρυνε καθώς το χέρι του έπεσε από το κορμί της. Οι περισσότεροι τύποι τρελαίνονταν από χαρά στην προοπτική να την κάνουν. Ο Λουκ έμοιαζε σαν ένας γυμνός στρατιώτης που περίμενε την έναρξη του πολέμου. Αυτή ήταν μια άγνωστη περιοχή για εκείνον. Τα ζευγάρια είχαν αυτόματα το πράσινο φως να καθυστερούν, ακόμα και να περνούν τη νύχτα μαζί. Οι ξεπέτες δεν απαιτούσαν ποτέ τέτοιες δεσμεύσεις. Και το σεξ ανάμεσά τους… Ποιος, διάολο, ξέρει σε ποια κατηγορία ανήκει; Η Μπρένα ανοιγόκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας κάτι να άλλαζε την παγωνιά που επικρατούσε στο δωμάτιο. «Σκατά» είπε ο Λουκ. Δεν ήταν αυτό που περίμενε να ακούσει η Μπρένα. Προτιμούσε το θυμό παρά την απογοήτευση στη φωνή του. «Μην το κάνεις αυτό. Αυτό που μόλις συνέβη ήταν καταπληκτικό. Ας μην το βάλουμε κάτω απ’ το μικροσκόπιο.» Τα χέρια του αναζήτησαν το άσπρο του εσώρουχο, που βρισκόταν πεταμένο στα πόδια του κρεβατιού. «Εντάξει.»
Η μονολεκτική του απάντηση ήταν σαν κλοτσιά στο στομάχι. Το μυαλό της ούρλιαξε τρελά. Μισούσε να βρίσκεται σε θέση άμυνας. «Δε σε διώχνω» είπε η Μπρένα, φορώντας το τσαλακωμένο πουκάμισό της. «Φυσικά και με διώχνεις» αντιγύρισε εκείνος. Ακούμπησε το δείκτη του στα χείλη της, για να μην την αφήσει να απαντήσει. «Και αν αυτό με πληγώνει… ε, λοιπόν, αυτό είναι δικό μου πρόβλημα.» «Δε μετανιώνω που έκανα σεξ μαζί σου» του εκμυστηρεύτηκε η Μπρένα. Ο Λουκ χαμήλωσε το κεφάλι του, για να μην έχει οπτική επαφή μαζί της. «Το βρίσκω δίκαιο. Και εγώ δε μετανιώνω που έκανα έρωτα μαζί σου απόψε.» Μόλις έκλεισε η πόρτα της κρεβατοκάμαράς της, η Μπρένα έχωσε το κεφάλι κάτω από το μαξιλάρι και καταράστηκε σιωπηλά τον τρόπο που έκλεισε η αποψινή βραδιά.
Κεφάλαιο Δέκα Η μυρωδιά του καφέ και ο αμυδρός ήχος τζαζ μουσικής τον έβγαλαν από το βαθύ ύπνο του. Ο Λουκ έτριψε με το χέρι το στήθος του και προσπάθησε να κρατήσει στη σκέψη του τις ερωτικές εικόνες που είδε στο όνειρό του. Του πήρε είκοσι λεπτά οδήγησης για να επιστρέψει σπίτι και αφού ήπιε μια μεγάλη μπίρα Μόλσον, μπόρεσε να πει ότι η χθεσινή βραδιά ήταν μια μικρή νίκη. Σίγουρα η Μπρένα είχε αφήσει το σημάδι της μπότας της στα οπίσθιά του, τη στιγμή που θα προτιμούσε να παραμείνει μαζί της για έναν τρίτο γύρο. Σίγουρα θα του άρεσε να του έδινε κάποιο σημάδι ότι ήταν γι’ αυτήν κάτι περισσότερο από σεξ της μιας βραδιάς. Η Μπρένα είχε να αντιμετωπίσει το νοσοκομείο από τη μία, και τον πατέρα της από την άλλη, με αποτέλεσμα τα συναισθήματά της να έχουν μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Κάποια άλλη γυναίκα ίσως να στρεφόταν στο σεξ για θεραπευτικούς λόγους. Απλό, ψυχρό σεξ, του τύπου «σκίσε με, για να μπορέσω να βγάλω τη νύχτα χωρίς να καταρρεύσω». Δεν ήταν αυτός ο λόγος που η Μπρένα τού έδωσε το πράσινο φως. Ο Λουκ το ήξερε αυτό, ακόμα και αν εκείνη δεν το γνώριζε. Ήταν μόνο ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπήρχαν, προφανώς, εμπόδια μπροστά. Η οικογενειακή της κατάσταση ήταν ακόμη χάλια. Ο Λουκ δεν ήταν ψυχίατρος, όμως αναγνώριζε τα σημάδια δυσλειτουργίας. Η Μπρένα ακόμα πάλευε με τους δαίμονές της όσον αφορούσε τις σχέσεις. Στα είκοσί του, ο Λουκ δεν είχε ιδέα πότε να πιέσει τα πράγματα και πότε να αποσυρθεί. Η Μπρένα είχε δημιουργήσει μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ του δικού της κόσμου και του δικού του, και δεν του πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να αμφισβητήσει αυτή την περιοχή. Αυτό το λάθος τού κόστισε τα πάντα. Αντί η Μπρένα να στραφεί στο Λουκ όταν ο πατέρας της βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, εκείνη κλείστηκε στον εαυτό της. Η ατάκα της «Άσε με να το χειριστώ εγώ» γρήγορα μετατράπηκε σε «Αυτά συμβαίνουν όταν ψαρεύεις σε λιμνούλα και όχι σε θάλασσα». Τον κατηγόρησε ότι δεν καταλάβαινε ούτε την ίδια ούτε τον κόσμο της, και είχε δίκιο. Ο Λουκ σιχαινόταν να βλέπει το όνομά του να εμφανίζεται στις κουτσομπολίστικες στήλες που τον συσχέτιζαν με το Μόργκαν και τα παιδιά του. Η Κάρα Ράιτ ήταν όμορφη σαν αμαρτία. Τη βραδιά του χορού των αποφοίτων Φάιρ εντ Άις, του ζήτησε σα χάρη να τη συνοδεύσει. Θα βρισκόταν για τρεις ώρες με μια παιδική του φίλη, η οποία τύχαινε να είναι και ανιψιά του δικαστή Μόργκαν Ράιτ. Ο Λουκ ξεπέρασε μια λεπτή γραμμή εκείνη τη βραδιά. Έβγαλε τα εσώψυχά του στην Κάρα, λέγοντάς της συνοπτικά την ιστορία της οικογένειας Μόργκαν. Η Κάρα ήταν εντελώς αδαής σε θέματα που αφορούσαν κατεστραμμένες οικογένειες. Ο Λουκ δε ζήτησε ποτέ από την Κάρα να μεσολαβήσει ο θείος της, αλλά φεύγοντας ήξερε ότι εκείνη θα το έκανε. Δυο τρεις μπηχτές στον κατάλληλο χρόνο σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν η Μπρένα και ο αδελφός της, δε θα έβλαπταν τον Ουίλιαμ Μόργκαν όταν θα στεκόταν μπροστά στο δικαστή Ράιτ. Τα πράγματα, λίγο μετά, πήραν άσχημη τροπή. Ο Λουκ το έβαλε στα πόδια και έφυγε όσο πιο μακριά μπορούσε όταν δημοσιεύτηκε μια κακοτραβηγμένη φωτογραφία του με την Κάρα από εκείνη τη βραδιά στην καθημερινή εφημερίδα του Μπέικον Χιλ, και η Μπρένα τού ζήτησε να χωρίσουν. Ήθελε να πιστεύει ότι την απάτησε. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Λουκ ήθελε να κάνει ένα ντους, μα συμβιβάστηκε με ένα καθαρό φανελάκι και ένα παλιό τζιν.
Είχε έναν φιλοξενούμενο που του άξιζε κάτι περισσότερο απ’ το να κάθεται μόνος του στο άδειο τραπέζι της κουζίνας. Μόνο που το τραπέζι δεν ήταν άδειο. Πάνω στον πάγκο ήταν απλωμένες πιατέλες με φαγητό, σκεπασμένες με αλουμινόχαρτο. Ο Ουίλιαμ Μόργκαν έκοβε σε φέτες ένα πεπόνι με ένα μαχαίρι. «Καλημέρα» είπε ο Λουκ, κοιτάζοντας με εμφανή περιέργεια. «Υποτίθεται ότι εγώ θα σας έφτιαχνα πρωινό, κύριε Μόργκαν.» «Λέγε με “Μπιλ”. Και μαντεύω ότι έπρεπε να κρατήσω τα χέρια μου μακριά απ’ το ψυγείο.» Έκανε μια παύση, για να βάλει τις φέτες του πεπονιού σε μια πιατέλα, πριν στρέψει ξανά την προσοχή του στο Λουκ. «Η αρραβωνιαστικιά μου μου έκανε λίγα μαθήματα μαγειρικής. Τώρα μπορώ να πω ότι το ευχαριστιέμαι κιόλας.» Ο Λουκ πήρε μια κούπα απ’ τον πάγκο. Ήταν μια συζήτηση που καλό θα ήταν να αποφύγει. Το ένστικτό του του έλεγε ότι η Μπρένα δεν είχε ιδέα ότι θα αποκτούσε μητριά. Μια πληροφορία που πιθανόν θα την έκανε να φρικάρει. Η αντίδραση του Λουκ πρέπει να ήταν πιο εμφανής απ’ ό,τι υπολόγιζε, γιατί ο Μπιλ τραβήχτηκε απ’ το τραπέζι. «Το γεγονός ότι είμαι ανάξιος ως πατέρας, δε θα έπρεπε να σε εκπλήσσει και πολύ. Η Ντορίν με πίεζε να καλέσω τα παιδιά να μας επισκεφτούν. Σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερα να τους ανακοινώσω προσωπικά τα νέα για τον αρραβώνα μας. Προτιμώ να το αποφύγω, γιατί η αλήθεια είναι ότι δε θέλω να έρθω αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις τους.» Ο Λουκ γέμισε το πιάτο του με μπόλικο μπέικον, ομελέτα και ψημένο ψωμί. Λίγη πρωτεΐνη ίσως να βοηθούσε το μυαλό του να πάρει μπροστά. «Δεν είναι δουλειά μου να κρίνω εσένα ή τις σχέσεις σου με τα παιδιά σου.» Ο Μπιλ έγειρε μπροστά και στήριξε τα χέρια του στο τραπέζι. «Αυτά είναι βλακείες και το ξέρουμε και οι δυο. Ήξερες τα πράγματα από πρώτο χέρι πριν από χρόνια. Οι επιλογές μου έκαναν περισσότερη ζημιά απ’ όση ήλπιζα ότι θα μπορούσα να διορθώσω. Η Μπρένα είναι αποφασισμένη να μην κάνει τα ίδια λάθη που έκανε η μητέρα της.» Κολυμπούσαν σε άγνωστα νερά. Η Λόρεν Μόργκαν δεν ήταν το θέμα των καθημερινών τους συζητήσεων με την Μπρένα. Πέρα απ’ το γεγονός ότι πέθανε από καρκίνο στα τριάντα δύο της, ο Λουκ δε γνώριζε ουσιαστικά τίποτε γι’ αυτήν. Με το στομάχι του γεμάτο και το μυαλό του ανοιχτό, περίμενε από τον Μπιλ να συνεχίσει. «Η γυναίκα μου προερχόταν από ένα διαλυμένο σπίτι. Η μητέρα της εξαφανιζόταν για μέρες χωρίς προειδοποίηση, οπότε έμενε σε διάφορους συγγενείς. Για εκείνη, ασφάλεια ήταν μια φραντζόλα ψωμί και ένα βάζο φιστικοβούτυρο από το συσσίτιο της ενορίας.» Χαμήλωσε το κεφάλι του. «Αυτή η φτωχή γυναίκα νόμιζε ότι εγώ ήμουν ο ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία. Μπορείς να το φανταστείς; Κανένα λογικό κορίτσι δε θα έμπλεκε μαζί μου, γιατί όλοι ήξεραν ότι δημιουργούσα προβλήματα. Η Λόρεν δεν κατάλαβε ποτέ ότι ήμουν επικίνδυνος.» Ο Λουκ τον πλησίασε και πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τους ώμους του. «Κάτι θα πρέπει να έκανες για να ήθελε να είναι μαζί σου.» «Πάντα ήθελα περισσότερα. Περισσότερα λεφτά. Περισσότερες γυναίκες. Περισσότερη ελευθερία.» «Τότε γιατί δεν έφευγε;» «Έλεγε ότι δεν μπορούσε να φύγει, γιατί με αγαπούσε, άσχετα με το πόσο την πλήγωνε που με έβλεπε να ξενοκοιμάμαι δεξιά και αριστερά, και ότι θα την πλήγωνε περισσότερο αν με άφηνε.
Αυτός είναι ένας χαζός τρόπος να αγαπάς.» Ο Λουκ δε διαφωνούσε. Τον πονούσε να σκέφτεται ότι η Μπρένα μεγάλωσε σ’ ένα τόσο ανθυγιεινό περιβάλλον. Η αρρωστημένη αγάπη ήταν χειρότερη από την έλλειψη αγάπης. Δεν ήταν άξιο απορίας που η Μπρένα πάλευε με θέματα που είχαν σχέση με τη δέσμευση. «Είπες ότι η Μπρένα δε θέλει να επαναλάβει τα λάθη της μητέρας της. Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά δε μοιάζουμε καθόλου εμείς οι δύο.» Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι του, δείχνοντας ότι δεν προσβλήθηκε. «Αυτό είναι αλήθεια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν είναι πρόθυμη να δεσμευτεί με κάποιον από τον οποίο δε θα μπορεί να φύγει.» Αηδίες. Χρειαζόταν κάποιον ειδικό, για να του εξηγήσει τι, στο διάολο, σήμαινε αυτό. Όταν αγαπάς κάποιον, υποτίθεται ότι δε σκέφτεσαι πώς να φύγεις. Και γιατί να μπορούσε ο πατέρας της να την καταλάβει καλύτερα απ’ ό,τι εκείνος; Το μόνο πράγμα που μοιράστηκε αυτός ο άντρας με την κόρη του ήταν λίγο από το DNA του. «Μη χάνεις το χρόνο σου με την κόρη μου. Δε θα έχετε καλό τέλος.» Ο ήχος από το κινητό του που χτυπούσε, έκανε απλώς εντονότερο τον πόνο που ένιωθε ο Λουκ στους κροτάφους του. Έψαξε για το κινητό του την ίδια ώρα που ο καλεσμένος του έφευγε διακριτικά από την κουζίνα. ***
«Θα έπρεπε να είσαι ακόμα στο νοσοκομείο» της είπε ο Λουκ. Η Μπρένα πίεσε το κεφάλι της στο μαλακό δερμάτινο κάθισμα της BMW του Λουκ. Είχε φτάσει στις επτά, αρκετά νωρίτερα από την ώρα που επιτρεπόταν το επισκεπτήριο, ελπίζοντας να πάρει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την υγεία της γιαγιάς της. Η βραδινή βάρδια ήταν στη διαδικασία αλλαγής σεντονιών των ασθενών και της είπαν ότι θα περνούσαν αρκετές ώρες μέχρι ο δόκτωρ Λινγκ να επισκεφτεί τον έκτο όροφο. «Δεν έχει υπάρξει κάποια αλλαγή. Το να κάθομαι εκεί και να κοιτάζω το ρολόι, δε βοηθά κανέναν. Δε θα αλλάξει κάτι μέσα σε μια ώρα.» Η Μπρένα κατέβασε το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και κοίταξε εξεταστικά το στόμα της. Το απαλό ροζ κραγιόν της κρατούσε ακόμα. «Έτσι, δε χρειάζεται να προγραμματίσεις για άλλη φορά τη συνάντηση, ούτε να αντιμετωπίσεις τον Κάιλ μόνος σου.» Το χέρι του Λουκ τινάχτηκε γρήγορα και έκλεισε το καθρεφτάκι. «Γιατί νοιάζεσαι τόσο για την εμφάνισή σου;» «Τι; Κοίταζα αν είναι εντάξει το κραγιόν μου.» «Δεν πρέπει να δίνεις αέρα στον Κάιλ. Το παλιοκαθίκι είναι μάλλον ακόμα ερωτευμένο μαζί σου.» «Και αυτό είναι κακό, γιατί…» Τα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι. «Επειδή δε μιλάς για τη χθεσινή νύχτα, δε σημαίνει ότι δεν υπήρξε. Μη στρέφεσαι στον Κάιλ χρησιμοποιώντας τον για σωσίβιο.» «Η χθεσινή νύχτα ήταν μόνο σεξ, Μπράντεν. Ήταν υπέροχα και αν τα άστρα ευθυγραμμιστούν, μπορεί και να ξανασυμβεί.»
«Άρα, για να το ξεκαθαρίσουμε… έχουμε τουλάχιστον την αποκλειστικότητα; Ή είσαι διαθέσιμη και σε άλλους;» Το γαργαλητό που ένιωθε στο λαιμό της μετατράπηκε σε ένα ξέσπασμα γέλιου. «Δεν ψάχνομαι για κάτι σοβαρό. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι πρόθυμη να αφήσω τον οποιονδήποτε να δοκιμάσει το κρεβάτι μου.» Ένα γρύλισμα, που το ακολούθησαν βρισιές, έσβησε και το τελευταίο ίχνος από το ειρωνικό χαμόγελό της. «Εγώ υποχωρώ» μουρμούρισε ο Λουκ. «Κάθε φορά που ανοίγω το στόμα μου, ο σκοπός μου καταστρέφεται.» Ο σκοπός του; Η Μπρένα δεν ήταν σίγουρη γιατί αυτό που άκουσε είχε ως αποτέλεσμα να ανέβει απότομα η πίεσή της. Το γεγονός ότι ήδη ήθελε να βάλει μια ταμπέλα στη σχέση τους, θα έπρεπε να την κάνει να φύγει τρέχοντας. Ο δρόμος που περπατούσαν ήταν γεμάτος λακκούβες σε μέγεθος κρατήρα. Δεν είχαν καν αντιμετωπίσει το παρελθόν – όχι ότι ήθελε να βάλει στο μικροσκόπιο γεγονότα που είχαν συμβεί πριν από χρόνια. Ο χρόνος τούς είχε αλλάξει και τους δύο, μα δεν πίστευε ότι τους είχε αλλάξει τόσο ώστε να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μια νέα αρχή. Τουλάχιστον, για να έχουν την ελπίδα… να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. «Ας σταματήσουμε για λίγο να αναλύουμε ό,τι, στο διάολο, συμβαίνει ανάμεσά μας. Έχοντας να αντιμετωπίσω ταυτόχρονα την κατάσταση της γιαγιάς μου, την καινούρια μου δουλειά και τον αγαπημένο μου πατέρα, δεν είμαι σε θέση να εμπιστευτώ τον εαυτό μου πως θα πάρει τις σωστές αποφάσεις.» Η Μπρένα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του. «Ίσως ούτε και εσύ να είσαι στην κατάλληλη θέση.» «Σκατά. Δεν πρόκειται να με ψυχαναλύσεις τώρα, έτσι δεν είναι;» Από τη στιγμή που δεν υπήρχε ένταση πίσω από τα λόγια του Λουκ, η Μπρένα συνέχισε, χωρίς να κόψει το ρυθμό της. «Η Αμάντα είπε ότι ο χωρισμός σου με την Γκρέις σε πλήγωσε βαθιά. Ξέκοψες από το συγκρότημα και άρχισες να περνάς όλο και περισσότερο χρόνο στο σπίτι της. Ακόμα και ο Τζον παρατήρησε μια αλλαγή σ’ εσένα.» Ο Λουκ φρέναρε απότομα στο «στοπ», κάνοντάς τους να τρανταχτούν. «Πίστεψέ με. Αυτή είναι μια συζήτηση που δε θες να την κάνουμε τώρα.» «Εντάξει. Αυτό που λέω είναι ότι απλώς μπορεί να νιώθεις πίεση. Δεν είναι μόνο οι γυναίκες που ανησυχούν για τέτοια θέματα.» «Η Γκρέις δεν είναι ο τύπος της γυναίκας που “φεύγει” και η ζωή μου δεν καταρρέει, επειδή εκείνη αποφάσισε ότι δεν ήθελε δεσμεύσεις.» Δίστασε πριν ρίξει μια γρήγορη ματιά προς τη μεριά της. «Έχω μια ζωή. Μια πολύ όμορφη ζωή. Τα καμπανάκια χτυπούσαν πολύ καιρό. Δε θέλω να φτάσω στα σαράντα και να αναρωτιέμαι γιατί είμαι μόνος. Η Γκρέις με αφύπνισε, δε με πλήγωσε.» Η Μπρένα έστρεψε την προσοχή της στο στενό δρόμο που τους οδηγούσε στον προορισμό τους. «Σκοπεύεις να παρευρεθείς στη συνάντησή μου με τον Κάιλ;» «Είναι κάτι που το θέλεις;» Η Μπρένα έβαλε ένα τσουλούφι πίσω απ’ το αφτί της. «Όχι και τόσο. Πήρα το μήνυμά σου. Μάλλον μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα να κυλήσουν πιο γρήγορα, αν ασχοληθείς εσύ με το συντονισμό των εθελοντών και εγώ με τον Κάιλ.»
«Μόνο μην κάτσεις πολύ κοντά του.» Η Μπρένα χαμογέλασε, γνωρίζοντας ότι προσπαθούσε να την προκαλέσει. «Έχεις το λόγο μου. Φυσικά, αυτό μπορεί ν’ αλλάξει αν τον παρατηρήσω καλύτερα.» ***
Ο Λουκ κοίταξε το ρολόι του. Είχε τελειώσει με τη συνάντησή του πριν από είκοσι λεπτά και τώρα περίμενε ανυπόμονος την Μπρένα να τελειώσει και αυτή. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, τον έκανε να νιώθει πιο νευρικός. Εκτός από ένα σημάδι πάνω από το αριστερό του φρύδι, ο Κάιλ ήταν ο ίδιος όπως και τότε στο Μπράιτον. Η καλή του εμφάνιση δεν είχε τραβήξει την προσοχή της Μπρένα στο παρελθόν και ο Λουκ ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δε θα συνέβαινε και τώρα. Έτσι είχε πείσει τουλάχιστον τον εαυτό του, όταν είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει η Μπρένα τις διαπραγματεύσεις με τον Κάιλ. Πέρασαν ακόμα δέκα λεπτά πριν η Μπρένα προβάλει άνετη από την πόρτα. Ο κορδωμένος άντρας στο πλάι της έμοιαζε σα να έβγαινε από τη γαμήλια σουίτα του ξενοδοχείου Ριτζ και όχι από ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα στο καταφύγιο ζώων. Είχε έρθει η ώρα να δράσει… «Λυπάμαι που διακόπτω την επανένωσή σας, αλλά πρέπει να φύγουμε, Μπρένα.» Ο Λουκ τράβηξε τα κλειδιά του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του, ελπίζοντας να επιταχύνει τη διαδικασία. «Σ’ ευχαριστώ που βρήκες χρόνο για μας σήμερα το πρωί, Κάιλ. Θα είμαστε σε επαφή.» Έκπληξη ανακατεμένη με δυσαρέσκεια τέντωσαν τις γραμμές γύρω από το στόμα της Μπρένα. «Έχω εξηγήσει ήδη την κατάσταση της γιαγιάς μου στον Κάιλ. Θα συναντηθούμε ξανά την Τετάρτη, για να καταλήξουμε σε κάποια λογιστικά θέματα.» Το συμβιβαστικό χαμόγελο του Κάιλ προκάλεσε το ανταγωνιστικό πνεύμα του Λουκ. «Θα βρω έναν ξεχωριστό τρόπο για να σου ξεπληρώσω την προσπάθεια που καταβάλλεις» είπε ο Λουκ. «Στην πραγματικότητα, έχω μια ιδέα για απόψε, γλυκιά μου.» Βγήκαν από την πόρτα σε λιγότερο από ένα λεπτό. «Έπεσες πολύ χαμηλά μ’ αυτό που έκανες» σχολίασε η Μπρένα. «Και ήταν μάταιο.» «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Ο Κάιλ φεύγοντας έδειχνε να έχει κατανοήσει καλύτερα την κατάσταση μεταξύ μας.» Η Μπρένα ξεφύσησε. «Ξέχνα το. Προφανώς βλέπουμε την “κατάστασή μας” διαφορετικά.» «Αυτό είναι καλό. Αρκεί να ξέρεις πως δε μοιράζομαι ό,τι είναι δικό μου.» «Είσαι απίστευτος.» Η Μπρένα αγνόησε το χαιρέκακο χαμόγελό του. «Η Αμάντα μού έστειλε ένα μήνυμα όσο ήμουν με τον Κάιλ. Αυτή και ο Τζον είναι στο δρόμο για το νοσοκομείο.» Η Μπρένα γλίστρησε στη θέση του συνοδηγού. Ο Λουκ περίμενε μέχρι να δέσει τη ζώνη της και έκλεισε την πόρτα της. Το κινητό του χτύπησε καθώς έβαζε μπρος τη μηχανή. Ήταν η Κέιτ. Της είχε αφήσει ένα μήνυμα το πρωί, ενημερώνοντάς τη για το τι συνέβη αφότου έφυγαν από το μπόουλινγκ. Είχε παραλείψει εντελώς κάποιες λεπτομέρειες, όπως ότι πέρασε τη νύχτα του στο κρεβάτι της Μπρένα. Αυτές οι πληροφορίες δε λέγονταν μέσω τηλεφωνητή. «Προσποιήσου ότι δεν είμαι εδώ» είπε η Μπρένα. «Εκτός αν αυτό που πρέπει να πεις είναι πολύ άσεμνο για τα αφτιά μου.» Ο Λουκ αναρωτήθηκε αν το ξαφνικό κοκκίνισμα πίσω από τα αφτιά του ήταν ορατό από τη θέση
του συνοδηγού. «Χαριτωμένο» της είπε. Άφησε ν’ απαντήσει ο τηλεφωνητής. Ήταν πολύ νωρίς για να αποκαλύψει την αλήθεια σχετικά με τη φύση της σχέσης του με την Κέιτ. Η Μπρένα έπρεπε να ξέρει ότι είχε και εκείνος επιλογές. Το γεγονός ότι την ήθελε, δε σήμαινε ότι μπορούσε να τον κοροϊδεύει επ’ αόριστον. «Το μήνυμα ελήφθη» μουρμούρισε η Μπρένα, τυλίγοντας τα δάχτυλά της γύρω από το λουρί της τσάντας της. «Λοιπόν, πώς πήγαν τα πράγματα με τον πατέρα μου; Έχεις τίποτε τρομακτικές ιστορίες που θα ήθελες να διηγηθείς;» Ο Λουκ άκουσε το ανεπαίσθητο τρέμουλο στη φωνή της. Αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντα όταν ερχόταν η κουβέντα στην οικογένειά της. Ακουγόταν σαν παιδική, αβέβαιη, ίσως και λίγο φοβισμένη. Άφησε το δεξί του χέρι από το τιμόνι και το έβαλε χαμηλά στο μηρό της. Η κίνησή του ήταν υποστηρικτική και όχι σεξουαλική. «Πήγε μια χαρά. Σχεδόν φυσιολογικά.» Ο Λουκ πίεσε τον εαυτό του να μιλήσει αυθόρμητα. «Έδειχνε διαφορετικός. Νομίζω ότι θέλει να σταματήσει να ξεφεύγει από το παρελθόν, να το αποδεχτεί και να προχωρήσει.» Η Μπρένα τον έκοψε με ένα απότομο σφίξιμο στο χέρι. «Μην τολμήσεις και τσιμπήσεις στις βλακείες του και τον εμπιστευτείς. Δεν ανακάλυψε το Χριστό στη μέση του Οχάιο. Βρήκε το επόμενο θύμα του. Ίσως δε σχεδιάζει να πιει το αίμα αυτής της γυναίκας, αλλά σίγουρα τη χρησιμοποιεί. Έτσι είναι. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ.» Ο Λουκ ήθελε να την πιάσει απ’ τους ώμους και να την ταρακουνήσει, ώστε να κάνει το μυαλό της να λειτουργήσει. Να την κάνει να δει ότι το μέλλον μπορεί να είναι διαφορετικό από το παρελθόν. Και με τον πατέρα της και με τον ίδιο. «Μίλα του. Πριν φύγει από την πόλη.» «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Μην μπαίνεις στη μέση. Δε θα σου αρέσει καθόλου η κατάληξη.» «Να το αγνοήσω; Γιατί αυτό έκανα την προηγούμενη φορά. Έχτισα μια σχέση μαζί σου χωρίς να καταλαβαίνω ένα μεγάλο κομμάτι σου. Ποτέ δεν ασχοληθήκαμε με την οικογένειά σου και αυτό σταδιακά μας διέλυσε.» Είδε την Μπρένα να μαζεύεται στη θέση της. «Μερικές φορές, είναι ευκολότερο να αφήνεις τα πράγματα. Οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν κριτική στο παρελθόν τους, αναλύοντας σαν τρελοί κάθε στιγμή. Αυτή η τακτική αποπνέει πολύ δράμα και θυματοποίηση για τα γούστα μου.» «Είναι καλύτερα να το βάζεις στα πόδια;» Η Μπρένα άφησε έναν αναστεναγμό απογοήτευσης, ενισχύοντας τις ενοχές που είχε ήδη στη συνείδησή του. «Είναι καλύτερο να κάνω τις δικές μου επιλογές. Αποφασίζοντας ποιες μάχες θέλω να δώσω και ποιες να αγνοήσω, κρατάω τη λογική μου σε εγρήγορση.» «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;» Το απαλό της γέλιο τον ξάφνιασε, απαλύνοντας τον πόνο που ένιωθε στους κροτάφους του. «Πρόσεχε. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα θέλω να ξαναπάρω τηλέφωνο έναν τύπο που νομίζει ότι πρέπει να βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο ψυχιατρείου.»
«Φάουλ. Περιττές οι απειλές.» Ο Λουκ πάρκαρε με δυσκολία στο προαύλιο του νοσοκομείου. «Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να αφήσω μια αιωρούμενη υπόσχεση για καταπληκτικό σεξ να καλύψει την ικανότητά μου να σκέφτομαι μακροπρόθεσμα. Θέλω περισσότερα. Πολλά περισσότερα.» Η Μπρένα έβγαλε τη ζώνη του αυτοκινήτου, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε στο πεζοδρόμιο. «Αυτό είναι αστείο. Πριν από λίγες εβδομάδες ορκιζόσουν με κάθε τρόπο ότι το μόνο που ήθελες από μένα ήταν η φιλία μου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι βγαίνεις με μια ανορεξική ξανθιά, έχω να σου πω ότι δεν έχεις ιδέα τι θέλεις πραγματικά.» Ο Λουκ έκλεισε δυνατά την πόρτα του, αγωνιώντας να την προλάβει πριν φτάσει στο ασανσέρ. «Η Κέιτ είναι μικροκαμωμένη, όχι ανορεξική. Και πού, στο διάολο, έμαθες ότι είναι ξανθιά;» «Η Αμάντα και εγώ ψάξαμε πληροφορίες γι’ αυτή στο ίντερνετ. Μην προσπαθείς να με αποπροσανατολίσεις. Εσύ μίλησες για φιλία.» «Αλλά το ήξερες ότι έλεγα ψέματα. Είμαι άντρας! Ειλικρινά πιστεύεις ότι θα έκανα τέτοια προσπάθεια, αν το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι ο κολλητός σου; Κρατιόμουν μόνο από αναμνήσεις τα τελευταία έξι χρόνια.» Το κεφάλι της τινάχτηκε και τα πόδια της κοκάλωσαν. «Και γιατί αυτό, Λουκ; Τι είναι αυτό που έχω και δεν μπορείς να ξεπεράσεις;» Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Λουκ. Το ήξερε και η Μπρένα. Το παρελθόν ήταν ένα μείγμα θυελλώδους έρωτα, αφελούς ελπίδας και άγνωστου δηλητηρίου. Η ανωριμότητα και η περηφάνια άφησαν τις τοξίνες να νικήσουν. Ακόμα κυλούσαν στις φλέβες τους. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Τα πάντα. Και ξέρω ότι αυτό δε βγάζει νόημα, μα είναι η αλήθεια. Οτιδήποτε αφορά εσένα, έχει αφήσει το σημάδι του μέσα μου. Ο τρόπος που έκρυβες το στόμα σου όταν γελούσες, ώστε κανείς να μην μπορεί να δει το στραβό σου δόντι. Ο τρόπος που παραγέμιζες τις τσέπες σου με μπισκότα όποτε έβγαινες για βόλτα, ελπίζοντας ότι θα πέσεις τυχαία πάνω σε κάποιο αδέσποτο. Ο τρόπος που έκανες κοπάνα από τα μαθήματα οικονομίας, για να προλάβεις τους σχολικούς αγώνες του Τσέις. Ο τρόπος που έβλεπες εμένα, όχι σαν ένα κακομαθημένο παιδί με πολλά λεφτά. Ήσουν το μοναδικό κορίτσι στο Μπράιτον που με παρακαλούσε να μη βγάζω απ’ το πορτοφόλι μου τις πιστωτικές μου κάρτες.» Ο Λουκ έκανε μια παύση, ελπίζοντας ν’ ανακουφίσει τον κόμπο στο λαιμό του. «Τα πρωινά του Σαββάτου. Θυμάσαι; Ξυπνούσες πρωί. Έπιανες τα μαλλιά σου κοτσίδα και έπαιζες ποδόσφαιρο με τους φίλους μου. Και όχι γιατί προσπαθούσες να εντυπωσιάσεις κάποιον… αλλά γιατί ήξερες ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνονταν κομμάτια και θα γκρίνιαζαν… Νόμιζες ότι αυτό έχει πλάκα. Το ήξερα από τότε ότι δε θα έβρισκα κάποια άλλη που θα την ήθελα πιο πολύ από σένα. Ήσουν αληθινή. Ήθελα να είμαι αυτός που θα στέκεται δίπλα σου. Τα χέρια μου έτρεμαν σχεδόν κάθε φορά που ερχόμουνα να σε συναντήσω. Το σώμα μου πλημμύριζε από ενθουσιασμό. Και ένιωθα τόσο όμορφα.» Η Μπρένα χαμήλωσε τα μάτια της, καθώς δάκρυα έτρεξαν από τις άκρες τους. Ο Λουκ έτριψε τους αντίχειρές του στο μαλακό βαθούλωμα πάνω από τα ζυγωματικά της. «Γι’ αυτό δεν μπορώ να σε ξεπεράσω. Ήσουν τα πάντα για μένα και όταν έφυγες, δεν έμεινε τίποτε. Τα χέρια μου ποτέ δε λαχτάρησαν άλλη γυναίκα. Δε θέλω να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς εσένα. Και δε θέλω να προσπαθήσω να ξεγελάσω αυτά τα συναισθήματα με κάποια άλλη. Το
καταλαβαίνεις αυτό;» Πήρε τα χέρια του από το πρόσωπό της και τα έβαλε πάνω στο κορμί της. «Αυτό είναι που με φοβίζει. Νομίζεις ότι ξεκινώντας πάλι αυτό που είχαμε, θα είναι μια τεράστια ευλογία. Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν το διαλύσουμε ξανά» του είπε. «Αυτό δεν αφορά το φόβο, γιατί δεν είσαι η μόνη που παλεύεις μ’ αυτόν το δαίμονα. Δε με εμπιστεύεσαι εντελώς. Δεν μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον αν δεν τακτοποιήσουμε το παρελθόν. Αυτό συμπεριλαμβάνει και οικογενειακά θέματα.» Η κίνησή της προς τα πίσω ήταν μόνο λίγους πόντους, αλλά έμοιαζε σα να είχε απομακρυνθεί χιλιόμετρα. «Ποτέ δεν πρόκειται να παγιδευτώ και να πιστέψω σε μια ιστορία με χάπι εντ. Θέλεις να χτίσω κάποιου είδους γέφυρα με τον πατέρα μου, γιατί νομίζεις ότι αυτό θα με κάνει να νιώθω ολοκληρωμένη. Αν νιώθω ολοκληρωμένη, τότε νομίζεις ότι μπορούμε να χτίσουμε μια κανονική ζωή μαζί.» Τα λόγια της ακούστηκαν αληθινά, όμως το πραγματικό πρόβλημα ήταν πολύ πιο περίπλοκο – πολύ περισσότερο από έναν πατέρα που την απογοήτευσε. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν, γεμίζοντας το χώρο γύρω τους με κόσμο. Ήθελε να την κάνει να δει το ρόλο που έπαιξε και η μητέρα της στην προβληματική τους σχέση, αν και δεν καταλάβαινε πλήρως τη δυναμική αυτής της επίδρασης. «Δε χρειάζεται ν’ αγκαλιάσεις τον μπαμπά σου για να ολοκληρωθείς, Μπρεν. Διάολε, ούτε να τον συμπαθείς χρειάζεται. Αλλά πρέπει να αναγνωρίσεις την παιδική σου ηλικία. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω να παλέψεις με αυτούς τους δαίμονες, εκτός κι αν ξέρω ποιοι είναι. Αυτή τη στιγμή, είμαι σίγουρος ότι ούτε εσύ τους γνωρίζεις.» Η Μπρένα πίεσε με δύναμη το κουμπί καλώντας το ασανσέρ, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και γρύλισε σα θυμωμένη τίγρης. «Κάνεις τα πράγματα περίπλοκα. Αυτή είναι η πιο σοφή στρατηγική σου όταν έχεις να κάνεις με κάποια σαν και μένα;» Ο Λουκ έβαλε το χέρι του στη μέση της, οδηγώντας τη μέσα στο ασανσέρ. «Θα κάνουμε μία συμφωνία. Θα κρατήσουμε το σεξ απλό… τουλάχιστον για την ώρα. Τα περίπλοκα θέματα θα τα αντιμετωπίζουμε ένα ένα.» Η Μπρένα ξεκαρδίστηκε στα γέλια, κάνοντας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που στεκόταν πίσω τους να την κοιτάξει με περιέργεια. «Τώρα ακούγεσαι σα δικηγόρος που προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια… συμφωνία.» «Ακούγομαι περισσότερο σαν ένας άντρας καταδικασμένος ισόβια στον Άδη, εκτός αν βρει έναν τρόπο να πείσει το μοναδικό ένορκο ότι δε θα τα ξανακάνει θάλασσα.» ***
Τις επόμενες οκτώ ώρες η Μπρένα τις πέρασε ανάμεσα σε μια γκρι καρέκλα στο χώρο αναμονής της εντατικής και σε ένα σκούρο μπλε πάγκο στην καφετέρια. Η γιαγιά της είχε ξυπνήσει· ένιωθε μπερδεμένη και ανήσυχη. Η Τες ήταν στο πλευρό της διαβάζοντάς της δυνατά το περιοδικό Πιπλ, ενώ ο Μπιλ προσπαθούσε να βάλει κρυφά στο θάλαμό της ένα πακέτο με τα αγαπημένα της μπισκότα βουτύρου.
Το πλαστικό ποτήρι ήταν τώρα κρύο στο χέρι της, δημιουργώντας της αμφιβολίες για τη γεύση του καφέ. Ο Λουκ θα επέστρεφε σύντομα. Είχε φύγει πριν από μία ώρα περίπου, για να ταΐσει τη γάτα ενός φίλου του που έλειπε διακοπές, και για να ακυρώσει ένα προγραμματισμένο ραντεβού. Όχι ότι τα κατάφερε. Από τις αποσπασματικές κουβέντες του και τη χαμηλόφωνη συζήτηση στο κινητό του η Μπρένα κατάλαβε ότι είχε όντως προγραμματίσει να ξαναβγεί με την Κέιτ. Είχαν ξεπεράσει τα όρια, αυτή την παράξενη γραμμή, και τώρα η συνείδησή του δεν του επέτρεπε ακόμα και να βγει ένα απλό ραντεβού με μια άλλη γυναίκα. Η Μπρένα ευχήθηκε να ένιωθε ανακούφιση. Θα ήταν φυσιολογική αντίδραση. Αλλά αντιθέτως, πάλευε με έναν εσωτερικό πανικό. Το μυαλό της έπαιζε πινγκπονγκ. Εκείνο το πρωί, κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Για πρώτη φορά, προσπάθησε να κοιτάξει το παρελθόν μέσα από τα μάτια του Λουκ. Η σύλληψη του πατέρα της ήταν ένα σύμπτωμα και όχι η ανίατη ασθένεια που διέλυσε τη σχέση τους. Η Κάρα Ράιτ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα απλό κρύωμα στη συνολική κατάσταση. Η Μπρένα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και προσπάθησε να αποδεχτεί ότι ίσως της αναλογούσε μεγαλύτερη ευθύνη για το χωρισμό τους. Το να είναι μαζί του ήταν σα να ανακατεύει τον παράδεισο με τη θλίψη. Πώς, στο καλό, μπορούσε να βρει μια ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο; Κοίταξε το Λουκ και τον πατέρα της που ξεπρόβαλαν μαζί από τη γωνία. Έδειχναν και οι δύο κουρασμένοι, παραιτημένοι σε ακόμη μια μεγάλη νύχτα περιπλάνησης στους διαδρόμους του Γενικού Νοσοκομείου της Βοστόνης. Ο πατέρας της δίστασε καθώς μπήκε στο χώρο αναμονής. «Κοιμάται πάλι. Η Τες μιλάει με μια νοσοκόμα της νυχτερινής βάρδιας για κάποιες εξετάσεις που έχουν προγραμματιστεί για αύριο.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της έκπληκτη που είχαν ήδη μπει σε ένα χαλαρό ρυθμό στο νοσοκομείο. Σε λιγότερο από τριάντα έξι ώρες έγιναν όλοι κομμάτι του ιστού της εντατικής. «Ήταν μια δύσκολη μέρα, μπαμπά. Γιατί δεν πας στο σπίτι του Λουκ να ξεκουραστείς;» «Σκεφτόμουν εσύ και εγώ να φάμε κάτι πρόχειρο στην καφετέρια. Δεν είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε ακόμα.» Η ματιά του Λουκ την κάρφωσε από το σημείο όπου στεκόταν, δίπλα στην πόρτα. Είχε νιώσει τον πανικό που μεγάλωνε μέσα της. «Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο; Είμαι εξαντλημένη.» Ήταν μια δικαιολογία που δεν έπειθε, αλλά δεν είχε το κουράγιο να προσπαθήσει περισσότερο. «Είμαστε και οι δυο καλοί στο να το βάζουμε στα πόδια και να φτιάχνουμε δικαιολογίες. Θα προτιμούσα να μην το αναβάλουμε.» «Κάνεις πλάκα, έτσι; Δεν απέδρασα εγώ από τα παιδιά μου, τη μητέρα μου ή το νόμο. Εσύ το έκανες, θυμάσαι;» «Έχεις δίκιο. Αλλά και εσύ μάζεψες τα πράγματά σου και την έκανες για τη Φλόριντα όταν τα πράγματα εδώ δυσκόλεψαν.» Της είχε μιλήσει άσχημα. Και ειλικρινά, αυτή τη στιγμή η Μπρένα ήθελε να ξαναφύγει πολύ μακριά απ’ τα άσχημα πράγματα που ένιωθε μέσα της και την έκαναν όμοια με αυτόν. Για χρόνια, ήθελε να πιστεύει ότι δεν έμοιαζε με κανέναν από τους γονείς της. Ένας Θεός ξέρει πόσα κουσούρια τους είχε πάρει. «Δε θέλω να καβγαδίσω και είμαι σίγουρη ότι δεν πρόκειται να υπερασπίσω τον εαυτό μου σ’ εσένα.» Ο Λουκ εμφανίστηκε δίπλα της με δική του πρωτοβουλία, παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του.
«Αυτή τη στιγμή όλοι έχουμε τεντωμένα νεύρα. Ας καθίσουμε να ηρεμήσουμε για λίγα λεπτά.» Η Μπρένα στηρίχτηκε πάνω του, αφήνοντάς τον να την οδηγήσει στον καναπέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε νοητά το σταυρό της πριν μιλήσει. «Δεν είμαι έτοιμη να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας, μπαμπά. Ίσως ποτέ να μην είμαι έτοιμη γι’ αυτό.» «Αυτή είναι η επιλογή σου και τη σέβομαι.» Το σώμα του μαζεύτηκε και έπεσε σε μια πράσινη πολυθρόνα δίπλα στο μοναδικό παράθυρο. «Δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πριν από δέκα χρόνια. Μου πήρε μια ζωή, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι το να κάνω τα πράγματα με τον εύκολο τρόπο, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Έκανα τη ζωή μου κόλαση. Ίσως αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να κάνω κάτι σωστά.» Ο Λουκ έσφιξε το χέρι της υποστηρικτικά. Εκείνη αναρωτιόταν τι, στην ευχή, έπρεπε να πει. Συγχαρητήρια; Καλή τύχη; Ο πατέρας της την έσωσε από την προσπάθεια να βρει την κατάλληλη απάντηση. «Παντρεύομαι τον Ιούνιο. Η Ντορίν θέλει να κάνουμε οικογένεια.» Χτύπησε ρυθμικά το πόδι του στο φθαρμένο χαλί. «Μόλις έγινε σαράντα χρονών. Γι’ αυτό δε θέλουμε να περιμένουμε πολύ.» Ίσως ήταν η συναισθηματική απόσταση που τους χώριζε, ή το νευρικό της σύστημα είχε ήδη καταρρεύσει. Όπως και να ’χε, η βόμβα που πέταξε, έσκασε με γδούπο και όχι με πάταγο. Τα μάτια του ήταν λαμπερά, προδίδοντας μια συναισθηματική σοβαρότητα που η Μπρένα δεν είχε μοιραστεί μαζί του. Ήταν η σειρά της να πει κάτι, οτιδήποτε, για να τελειώσει αυτή την άχαρη συζήτηση. Κάθε λέξη που ερχόταν στο μυαλό της, ακουγόταν σαν κακογραμμένη ευχητήρια κάρτα. Κατέληξε σε κάτι που έμοιαζε περισσότερο σε φύσημα αέρα. «Ουάου.» Το χέρι του Λουκ έτριβε, μαλακά και κυκλικά, χαμηλά τη μέση της. Προσπαθούσε να αποφορτίσει τη στιγμή για εκείνη. Το παράξενο ήταν πως η ίδια ένιωθε καλά. Ούτε το κεφάλι της ούτε η καρδιά της υπέφεραν εξαιτίας των ειδήσεων. Κρίνοντας από την έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα της, η έλλειψη αντίδρασης από μέρους της ήταν ένα ανεπάντεχο χτύπημα για εκείνον. Η Μπρένα στράφηκε προς το μεγάλο ρολόι δίπλα στο καρτοτηλέφωνο. «Μάλλον πρέπει να πάω να ξεκουράσω την Τες. Χρειάζεται να πάει σπίτι και να φάει ένα φαγητό της προκοπής.» Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος. «Καλή ιδέα. Θα την πάω εγώ και μετά θα επιστρέψω για σένα.» «Δεν είσαι ο οδηγός μου, Λουκ. Εξάλλου, ήρθα με το δικό μου αμάξι σήμερα το πρωί.» «Μπορείς να το πάρεις αύριο.» Στράφηκε προς τον πατέρα της. «Πήρα ψητό μοσχάρι για δείπνο από το τμήμα έτοιμων φαγητών του σούπερ μάρκετ. Μπορείς να φας όταν πας σπίτι μου.» Η Μπρένα περπάτησε βιαστικά στο διάδρομο, χωρίς να κοιτάξει γύρω της. Ο Λουκ πιθανόν είχε μείνει πίσω, για να εκτιμήσει τις ζημιές. Δεν πλήγωνε εσκεμμένα τον πατέρα της, όμως αυτή ήταν η πραγματικότητα. Αντί να προσποιείται για χάρη της ηρεμίας, ήταν ειλικρινής. Αυτή ήταν μια καινούρια προσέγγιση και την έκανε να νιώθει καλά. Όφειλε να είναι το ίδιο αληθινή και με το Λουκ. Ο δεσμός που χτιζόταν μεταξύ τους ήταν πολύ πιο ουσιαστικός από μια απλή φιλία και ένα εκπληκτικό σεξ. Για δεύτερη φορά στη ζωή της ήταν επικίνδυνα κοντά στο να ερωτευτεί το Λουκ Μπράντεν.
Κεφάλαιο Έντεκα Έκατσαν και οι δύο σ’ έναν πάγκο με μαύρα μαξιλάρια από βινίλιο, κοντά στην πινακίδα με τη φωτεινή ένδειξη «ΕΞΟΔΟΣ». Το χαμηλοκάβαλο τζιν της μαγκώθηκε σε ένα σκίσιμο που υπήρχε στη μέση του καθίσματός της. Ένα κύμα παγωμένου αέρα τη χτύπησε καθώς η πόρτα άνοιξε και δύο έφηβοι βγήκαν έξω. Ήταν μια εμπνευσμένη επιλογή να φάνε τηγανίτες Σαββάτο βράδυ. Ούτε αλκοόλ. Ούτε ρομαντική ατμόσφαιρα. «Ξέρεις, υπάρχουν αρκετά άλλα μαγαζιά που είναι ακόμα ανοιχτά» είπε ο Λουκ ενώ καθάριζε με το χέρι του το γεμάτο ψίχουλα τραπέζι. «Θα μπορούσαμε να είχαμε κλείσει τραπέζι στο Μπλου Μπαγιού, αφού η πολλή δουλειά θα έχει πέσει.» «Χαλάρωσε. Το υγειονομικό δεν έχει κλείσει αυτό το μέρος εδώ και είκοσι χρόνια.» Χαμήλωσε το κεφάλι της, εστιάζοντας την προσοχή της στον πλαστικό κατάλογο και όχι στην περίεργη έκφραση στο πρόσωπο του Λουκ. «Αναρωτιέμαι αν ο κιμάς με τα λαχανικά είναι ακόμα φρέσκος και καλοψημένος.» «Δεν ξέρω» είπε ο Λουκ σπρώχνοντας τον κατάλογό του στην άκρη του τραπεζιού. «Δεν πάω συνήθως τα ραντεβού μου σε τέτοια μέρη.» «Αυτό δεν είναι ραντεβού και μην προσπαθείς να μ’ εντυπωσιάσεις.» «Καβγαδίζουμε, Μπρένα; Διάλεξες αυτόν το χώρο γιατί ήθελες να μου αποδείξεις κάτι;» «Νομίζω ότι αυτό το μέρος είναι φανταστικό. Αγνόησε την πλαστική αλατιέρα και τους λεκέδες από λίπος στο τραπέζι, και εστιάσου στο πολύ καλό φαγητό.» Έκλεισε απότομα τον κατάλογο, βάζοντας τα χέρια της πάνω του. «Νομίζω ότι θα παραγγείλω διπλή μερίδα πατάτες.» Ο Λουκ έτριψε με τον αντίχειρά του το πλάι της μύτης του – μια νευρική συνήθεια που η Μπρένα είχε χρόνια να τη δει. «Δώσε μου τα φώτα σου. Γιατί νιώθω χαμένος. Κάτι έχει αλλάξει. Χθες βράδυ σκέφτηκα ότι κατά κάποιο τρόπο ελέγχω τα πράγματα.» Η εμφάνιση μιας μεσήλικης σερβιτόρας, που μιλούσε γρήγορα, διέκοψε τη συζήτησή τους. Η Μπρένα εκμεταλλεύτηκε τον περισπασμό για να παρατηρήσει τον άντρα που καθόταν απέναντί της. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του πρόδιδαν την ιστορία των δύο τελευταίων ημερών. Μιλούσαν για σύγχυση. Η Μπρένα δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο παρέμενε κοντά της. Αυτός ο άντρας μπορούσε να έχει τα πάντα. Ήταν σέξι, επιτυχημένος και γλυκός… τόσο αναθεματισμένα γλυκός. Η σερβιτόρα τους, η Σαρλίν, φορούσε μοβ αθλητικά παπούτσια και καπέλο στο ίδιο χρώμα. Μόλις απομακρύνθηκε απ’ το τραπέζι τους, η Μπρένα προσπάθησε να εξηγήσει. «Πραγματικά μου αρέσει εδώ. Πριν από οκτώ χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να παραδεχτώ κάτι τέτοιο σ’ εσένα. Πίστευα ότι θα έμοιαζε σα μια δήλωση για το πόσο φτωχή ήμουν.» Έβγαλε το περιτύλιγμα από το πολύχρωμο καλαμάκι της και το έκανε μπαλάκι. «Είμαι πολύ κουρασμένη για να σκέφτομαι, και το να πηγαίνουμε σε μέρη όπως το Μπλου Μπαγιού, μπορεί να κάνει εσένα να νιώθεις άνετα, αλλά για μένα ακόμα είναι σα να με ρίχνουν σε άγνωστα νερά. Ποιο κουτάλι να
πιάσω; Μύρισε και ανακάτεψε ένα κρασί που το όνομά του δεν μπορείς να προφέρεις, γιατί κάποιος σερβιτόρος ονόματι “Πιερ” θα πάθει καρδιακή προσβολή αν το καταπιείς σα φθηνή σόδα.» Ένα συνοφρυωμένο ύφος απλώθηκε στο πρόσωπό του. Η Σαρλίν επέστρεψε βιαστικά, αφήνοντας πιάτα φορτωμένα φαγητό μπροστά τους. «Κάντε μου νόημα αν χρειαστείτε κάτι άλλο, παιδιά.» Ο Λουκ άπλωσε την πετσέτα του πάνω στο ανθρακί παντελόνι του. Η ματιά του ταξίδεψε στα τραπέζια γύρω τους, πριν επιστρέψει ξανά στην Μπρένα. «Ποτέ δεν μπόρεσες να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια μου. Τα λεφτά δεν κάνουν τη φινέτσα. Ήξερα πριν σε βάλω στο μάτι στο Μπράιτον, ζητώντας σου ένα ραντεβού, ότι είχαμε μεγαλώσει σε διαφορετικές γειτονιές. Ήξερα, επίσης, ότι ήσουν το είδος του κοριτσιού που θα μπορούσα να πάρω στα σοβαρά. Και η μητέρα μου το γνώριζε.» «Μου κάνεις πλάκα. Οι γονείς σου πρέπει να ένιωσαν ντροπιασμένοι όταν αντιλήφθηκαν ότι είχες σχέση μ’ εμένα και την οικογένειά μου. Ειδικά αφότου οι στήλες των κουτσομπολιών έγιναν πολύ κακοήθεις.» Ο Λουκ κάρφωσε το πιρούνι στο πιάτο του. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, η μητέρα μου κατέρρευσε όταν χωρίσαμε. Και θύμωσε. Πραγματικά θύμωσε.» «Μ’ εμένα;» Ο Λουκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Και με τους δυο μας. Νόμιζε ότι εσύ ήσουν δειλή και την κοπάνησες, και εγώ βλάκας που άφησα τα πράγματα να μπερδευτούν τόσο.» Άπλωσε λίγο ζελέ σταφυλιού σε μία ψημένη φέτα ψωμιού σίκαλης. Και δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά. Η Μπρένα έπιασε το μπολ με τις πατάτες. «Δεν το ξέρει ότι έχουμε ξαναβρεθεί, έτσι δεν είναι; Ίσως είναι καλύτερα να αποφύγουμε να τους αναστατώσουμε.» Το πιρούνι του Λουκ γλίστρησε από τα χέρια του και χτύπησε στην άκρη του πιάτου, πριν πέσει στο πάτωμα. «Η οικογένειά μου το ξέρει. Και με εξαίρεση τον αδελφό μου το Μάικ, θα έλεγα ότι είναι πάρα πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό.» Από τα πολλά λάθη που είχε κάνει η Μπρένα, αυτό με το Μάικ ήταν ξεκάθαρα από τα χειρότερα. Ο Μάικ την παρακάλεσε να μη βιαστεί, να ακούσει την ιστορία και από την πλευρά του Λουκ πριν ανάψει το σπίρτο που θα έβαζε φωτιά στη σχέση τους. Είχε εμφανιστεί στο κατώφλι της τρεις νύχτες στη σειρά, μέχρι που τελικά η Μπρένα κάλεσε την Ασφάλεια του πανεπιστημίου. Ω Θεέ μου… στο πρόσωπο του Μάικ είχε ζωγραφιστεί η δυσπιστία και η οργή. Ο Λουκ πέρασε τον αντίχειρά του κάτω από το σαγόνι της, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει στα μάτια. «Ο Μάικ σε αγαπούσε σαν αδελφή του και είχε θυμώσει που τον είχες απομακρύνει χωρίς να δώσεις μια εξήγηση.» «Δεν ήταν και τόσο αμερόληπτος. Πώς θα μπορούσα να του εκμυστηρευτώ πράγματα;» Η αμηχανία απλώθηκε στο πρόσωπό της. Αυτή τη φορά ο Λουκ πήρε στα χέρια του το πρόσωπό της.
«Ήταν σα να βίωνε ένα χωρισμό. Ήταν φίλος σου και ξαφνικά αυτό έπαψε να ισχύει.» Ο Λουκ έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε. «Αυτά είναι δικά μου λόγια, όχι δικά του.» Η Μπρένα αναρίγησε στο άγγιγμά του. «Ντρεπόμουν. Μ’ εσένα μπορούσα να ξεσπάω, να βρίσκω λάθη σε δεκάδες ηλίθια πράγματα. Ο Μάικ ήταν ο υποστηρικτής μου. Πάντα με βοηθούσε να βρίσκω το δρόμο μου μέσα στον κόσμο σου. Και τον αγαπούσα γι’ αυτό.» Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Ο Λουκ τραβήχτηκε πίσω. «Τελικά, αυτό το μέρος δεν είναι και τόσο κακό.» «Με κοροϊδεύεις;» «Λίγο μόνο. Μου αρέσει που ανοίγεσαι. Δεν είμαστε πια παιδιά. Δε χρειάζεται να κρύβεις ποια είσαι και από πού έρχεσαι.» Η Μπρένα σχεδόν πίστεψε ότι μπορούσε να του τα πει όλα. Ένας Θεός ξέρει αν θα προσπαθούσε να την καταλάβει. Τα λάθη που κάνει ένα παιδί αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Θεωρητικά, ήξερε ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεκαπέντε χρόνια μετά ήταν ήδη πολύς καιρός για να τα ξεράσει όλα. Δεν μπορούσε να εξηγηθεί εύκολα μια δεκαετία σιωπής. Οι λίγοι οικογενειακοί δεσμοί που της είχαν απομείνει, θα καταστρέφονταν περισσότερο. «Έσκασα. Είσαι έτοιμος να φύγουμε;» είπε η Μπρένα φορώντας το σακάκι της. ***
Ο Λουκ είχε χτυπήσει ένα νευραλγικό σημείο. Το ίδιο σημείο που είχε χτυπήσει και στο παρελθόν. Την ακολούθησε αθόρυβα καθώς περπατούσε βιαστικά στο πεζοδρόμιο. Τα εμπόδια στο χτίσιμο της εμπιστοσύνης ήταν ακόμα μεγάλα. Ένας έξυπνος άντρας δε θα πίεζε τα πράγματα τώρα. Ήταν αργά. Ήταν και οι δυο εξουθενωμένοι. Και η ιστορία είχε ένα φριχτό τρόπο να επαναλαμβάνεται. Στο αυτοκίνητο, η Μπρένα κάθισε στη θέση του συνοδηγού και έκλεισε το γιακά στο παλτό της. «Πώς πάει η υπόθεση με το νοσοκομείο; Έχω τόσα πολλά στο κεφάλι μου που σχεδόν το ξέχασα.» Ο Λουκ ανέβασε λίγο τη θερμοκρασία του καλοριφέρ. «Δύσκολο να πω. Η κοινή γνώμη φαίνεται να είναι με το μέρος των μηνυτών, αλλά νομίζω ότι τα ιατροδικαστικά στοιχεία θα το αλλάξουν αυτό όταν πάμε στη δίκη. Τουλάχιστον, σ’ αυτό επικεντρώνομαι.» «Δεν είναι και η αγαπημένη σου υπόθεση, έτσι;» «Αυτή τη στιγμή, θα προτιμούσα να υπερασπίζομαι το δημοτικό σύμβουλο Σόζα για το κακούργημα της δωροδοκίας.» Τα χέρια του σφίχτηκαν στο τιμόνι. «Ο πατέρας μου πιστεύει ότι η δίκη δε θα κρατήσει περισσότερο από δύο εβδομάδες. Ελπίζω να έχει δίκιο.» Η Μπρένα έγειρε προς το μέρος του σκουντώντας τον ελαφρά στον ώμο. «Μπορείς να κάνεις στην άκρη ένα λεπτό;» Ο Λουκ έκοψε ταχύτητα, άναψε τα αλάρμ και μπήκε στο χώρο στάθμευσης ενός Ντάνκιν Ντόνατς. Ο τόνος της φωνής της και η γλώσσα του σώματός της έστειλαν ένα σήμα προειδοποίησης στο μυαλό του. Δεν ήταν στις προτεραιότητές της να χαϊδεύεται στο πίσω κάθισμα της BMW του. «Έχω την τάση να λέω πολλές μισές αλήθειες.» Μετακινήθηκε προς το μέρος του μέχρι το
σημείο όπου το μόνο πράγμα που τους χώριζε ήταν η κονσόλα του αυτοκινήτου. «Αυτό έκανα όλη μου τη ζωή. Ζυγίζω τα πάντα στο κεφάλι μου, αποφασίζοντας πόσα θα πω.» «Αυτό πρέπει να είναι εξουθενωτικό.» «Είναι εύκολο με τον περισσότερο κόσμο» είπε η Μπρένα, τρίβοντας τα χέρια της πάνω στο τζιν της. «Μαζί σου δεν είναι.» Ο Λουκ άπλωσε το χέρι του πιάνοντας το αριστερό της χέρι. «Τότε να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω τρέχοντας.» Ο Λουκ είδε το τρέμουλο στο χέρι της ν’ απλώνεται σε όλο της το κορμί. «Πώς το ξέρεις αυτό; Και αν δε θέλω να κάνω αυτή την επιλογή;» τον ρώτησε. «Γλυκιά μου, και οι δυο πρέπει ν’ αρχίσουμε να κάνουμε ορισμένες επιλογές.»
Κεφάλαιο Δώδεκα Η Μπρένα είδε το χαμόγελο να εξαφανίζεται απ’ το πρόσωπο της γιαγιάς της. «Δεν μπορείς να μείνεις λίγες ακόμα μέρες, Μπιλ; Δεν προλάβαμε ούτε καν να φάμε όλη η οικογένεια μαζί.» Ο πατέρας της Μπρένα έσυρε την καρέκλα του πιο κοντά στο κάγκελο του κρεβατιού της μητέρας του και έγειρε μπροστά. «Το θέμα είναι ότι δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα μείνεις εδώ, μητέρα. Ο γιατρός σου δεν είναι έτοιμος να σ’ αφήσει να φύγεις, και εγώ πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά.» Η Μπρένα έβαλε τα χέρια της στις μπροστινές τσέπες του τζιν της και δάγκωσε δυνατά την άκρη των χειλιών της. Όσο κι αν ήθελε να φύγει ο πατέρας της από τη Βοστόνη, άλλο τόσο υπέφερε να βλέπει τον πόνο και τη σύγχυση στα μάτια της γιαγιάς της. «Θα επιστρέψει» την καθησύχασε η Μπρένα χαμηλόφωνα. «Ίσως όταν θα είσαι καλύτερα, να μπορέσουμε να τον επισκεφτούμε οδικώς στο Οχάιο.» Ο πατέρας της πάγωσε στην καρέκλα του, καθώς αναρωτιόταν αν η Μπρένα θα συνέχιζε να μιλάει. «Δε θα έφευγα αν δεν ήξερα ότι σε αφήνω στα καλύτερα χέρια. Η Τες και η Μπρένα δε χρειάζονται εμένα για να τους δείξω πώς να σε φροντίζουν.» Η Μπρένα προσπάθησε να κοιτάξει αλλού όταν η γιαγιά της άρχισε να τραβάει τα μανίκια της νοσοκομειακής ρόμπας. Τελευταία, οποιαδήποτε αναστάτωση πυροδοτούσε αυτή την αντίδραση. Ήταν μια συνηθισμένη αντίδραση και δεν προκαλούσε ζημιά σε ασθενείς με γεροντική άνοια, αλλά αυτό δεν έκανε εύκολο το να μπορεί να τη βλέπει. Αν ήταν στο σπίτι, θα την έβαζε να διπλώσει πετσέτες ή να ξεχωρίσει τα ασημένια μαχαιροπίρουνα, για να της αποσπάσει την προσοχή. Όταν τα χέρια της γιαγιάς της έγιναν ακόμα πιο νευρικά, η Μπρένα τράβηξε από την τσάντα της ένα φουσκωμένο φάκελο. «Θα μπορούσες να ξεχωρίσεις αυτά τα κουπόνια; Δε βρήκα χρόνο να τα βάλω σε αλφαβητική σειρά και σιχαίνομαι να ψάχνω για το σωστό κάθε φορά που πάω στο ταμείο.» Μέσα σε δύο λεπτά η γιαγιά της είχε απλώσει τα κουπόνια μπροστά της. Ύστερα, άρχισε αργά να τα βάζει ένα ένα σε μικρές στοίβες. Την ώρα που κόντευε να τελειώσει, κρατούσε με δυσκολία τα μάτια της ανοιχτά. Η Μπρένα πήγε στο σαλόνι, αφήνοντας τον πατέρα της μόνο με τη μητέρα του, για να την αποχαιρετίσει. Έπειτα από εννιά ώρες ορθοστασίας, δύο ώρες στο νοσοκομείο και μισή ώρα ν’ ακούει τον πατέρα της, ήταν έτοιμη να πάει σπίτι. Σκέφτηκε να κατευθυνθεί προς τον έξοδο, μα ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει λίγο για να τον αποχαιρετίσει. Ο πατέρας της την είχε κατηγορήσει ότι το βάζει στα πόδια και η Μπρένα έψαχνε την ευκαιρία να του δώσει ένα λόγο για να το ξαναπεί. Οι προηγούμενες δύο ημέρες τής άνοιξαν τα μάτια. Ο πατέρας ισχυριζόταν ότι ήταν άλλος άνθρωπος, με ένα νέο σκοπό στη ζωή του. Είτε αυτό ήταν αλήθεια είτε όχι, δεν την ένοιαζε καθόλου. Η ζωή και η ευτυχία της δε θα εξαρτιόταν ποτέ ξανά απ’ αυτόν. Ούτε τραγικό ήταν, ούτε αξιολύπητο. Μάλλον δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο. Στα είκοσι οκτώ είχε όλο το μέλλον μπροστά της. Αν ήθελε να είναι χαρούμενη, έπρεπε να το διεκδικήσει σύμφωνα με τους δικούς της όρους.
Ο πατέρας ξεπρόβαλε σκυφτός και συνοφρυωμένος απ’ τον απέναντι διάδρομο. «Όταν έσκυψα να τη φιλήσω στο μέτωπο, με είπε “Φρανκ”. Δε νομίζω ότι είχε ιδέα ποιος ήμουν εκείνη τη στιγμή.» «Έτσι είναι η γεροντική άνοια. Είναι αγχωτικό γι’ αυτή να βρίσκεται στο νοσοκομείο. Όταν βρίσκεται μακριά από το οικείο περιβάλλον της, έχει την τάση να το παθαίνει πιο συχνά.» Κανένας απ’ τους δύο δε μίλησε ξανά, μέχρι τη στιγμή που έφτασαν στο ασανσέρ. «Δεν έχω πολλά λεφτά, όμως θέλω να αρχίσω να στέλνω λίγα κάθε μήνα για να βοηθήσω» είπε ο πατέρας της. «Δεν είναι απαραίτητο να το κάνεις αυτό» ανταπάντησε εκείνη. Ο Μπιλ κάλεσε το ασανσέρ. «Αυτός είναι ένας ευγενικός τρόπος για να μου πεις “Άντε χάσου”, σωστά; Δέξου το για εκείνη, τότε. Της το χρωστάω.» Οι πόρτες άνοιξαν προτού προλάβει να του απαντήσει. Όχι πως είχε και άλλη επιλογή. Η γιαγιά θα χρειαζόταν και την τελευταία δεκάρα που θα μπορούσε να έχει στα χέρια της, για να καλύψει το κόστος της νοσηλείας της. Η Μπρένα ακολούθησε τον πατέρα της, που κατευθύνθηκε από τον προθάλαμο προς το υπόγειο γκαράζ. «Θα ανοίξω έναν ειδικό λογαριασμό γι’ αυτήν. Όλοι θα βάζουμε ό,τι μπορούμε.» Σταμάτησε διστακτικός δυο βήματα πριν από την περιστρεφόμενη πόρτα. «Μίλησα με τον Τσέις σήμερα το πρωί. Σκέφτεται να έρθει στο Οχάιο στην επόμενη άδειά του.» Τα νέα αυτά ούτε την εξέπληξαν, ούτε και την ενθουσίασαν. Ο Τσέις χρειαζόταν έναν πατέρα με πυγμή και όχι κάποιον που έψαχνε για συγχώρεση. Ήταν ευάλωτος και η Μπρένα δεν εμπιστευόταν τον πατέρα της· φοβόταν ότι θα του έκανε μεγαλύτερη ζημιά. Έβγαλε τα κλειδιά της από την πλαϊνή τσέπη της τσάντας της. «Θα σε ενημερώνω με μέιλ για την κατάσταση της γιαγιάς» κατέληξε η Μπρένα, ανυπομονώντας να τελειώσει η άχαρη επικοινωνία τους. «Καλό ταξίδι.» Ο Μπιλ έβαλε το χέρι του γύρω από τον ώμο της και την έσφιξε ελαφρά. Η κίνηση αυτή ήταν κάτι παραπάνω απ’ ό,τι περίμενε. Χώρισαν αμέσως. Η Μπρένα είχε την αίσθηση ότι και οι δύο ήταν χαρούμενοι που έφευγαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. ***
Το στομάχι της σφίχτηκε. Οι προηγούμενες έξι ημέρες ήταν γεμάτες από μια θύελλα συναισθημάτων. Ύστερα από διάφορα σκαμπανεβάσματα, το νοσοκομείο τελικά έδωσε εξιτήριο στη γιαγιά της. Οι γιατροί συνέστησαν να περάσει δύο εβδομάδες σ’ ένα γειτονικό κέντρο αποκατάστασης, όπου οι θεραπευτές θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν την ανάρρωσή της από κοντά. Ανάμεσα στα καθημερινά δεκάωρα δουλειάς, όπου η Μπρένα τοποθετούσε πινακίδες στον μποτιλιαρισμένο Ι-95, και στις βραδινές επισκέψεις στη γιαγιά της, δεν της έμεινε καθόλου χρόνος για να επικεντρωθεί στο Λουκ. Αυτό θα άλλαζε απόψε. Είχε κουραστεί να εξαρτάται από ένα δίχτυ ασφάλειας. Αν δεν έβγαινε από το καβούκι της τώρα, ίσως να τον έχανε για πάντα. «Μην το πάρεις αυτό» τη συμβούλευσε η Αμάντα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της με αηδία.
«Είναι πολύ άσχημο.» Η Μπρένα κοίταξε τη στάμπα με τη ζούγκλα στην μπροστινή όψη του φούτερ της. «Μα είναι ό,τι πιο ζεστό έχω.» «Και λοιπόν; Ο Λουκ δε θα σε πάει για κάμπινγκ στο δάσος. Πάρε μαζί σου τα καινούρια ρούχα που πήραμε πριν από δύο εβδομάδες.» Η Αμάντα πήγε προς την ντουλάπα και έψαξε για παπούτσια. Η Μπρένα έσπρωξε την ανοιχτή βαλίτσα της στη μέση του κρεβατιού και σωριάστηκε σε μια στοίβα ρούχα στα πόδια του. «Αυτό είναι γελοίο.» Ο ήχος από το χτύπημα της ντουλάπας την έκανε να στραφεί προς την πλευρά της Αμάντα. «Μην τα κάνεις θάλασσα. Χρειάζεται να βρεις έναν τρόπο ν’ αφήσεις οτιδήποτε σε κρατάει πίσω, γλυκιά μου. Ανοίξου στο Λουκ. Ίσως αυτή να είναι η τελευταία ευκαιρία που έχεις να το κάνεις σωστά. Οι δεύτερες ευκαιρίες δε συμβαίνουν για τρίτη φορά.» Η Μπρένα κουλουριάστηκε, έβαλε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της και αναστέναξε. Το στρώμα βυθίστηκε καθώς η Αμάντα κάθισε δίπλα της. Με τις άκρες των δαχτύλων της άρπαξε το μαξιλάρι. «Αυτό το Σαββατοκύριακο ίσως καταλήξει χειρότερα και από την Καζαμπλάνκα.» «Ε;» «Χάλια. Απαίσια. Αυτή η ταινία είχε φρικτό τέλος. Είναι πολύ πιθανό η απόδραση που σχεδιάζει ο Λουκ να καταλήξει σε ένα μεγάλο φιάσκο.» Η Αμάντα την πλησίασε. «Όταν πρόκειται για τη σχέση κάποιου άλλου, υποθέτεις πάντα το καλύτερο. Πώς γίνεται και δεν κάνεις το ίδιο και για τη δική σου σχέση;» Η Μπρένα γύρισε προς το μέρος της και στηρίχτηκε στον αγκώνα της. «Γιατί όταν κάτι είναι σημαντικό, δεν το κάνω σωστά. Ο Λουκ θέλει να του ανοιχτώ και θέλω να προσπαθήσω, αλλά και μόνο που το σκέφτομαι, τρομάζω.» «Δεν μπορείς να υψώνεις τοίχους για πάντα.» «Όλοι δεν έχουν μυστικά; Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πράγματα που δεν τα έχεις μοιραστεί με τον Τζον. Πράγματα που θα προτιμούσες να τα είχες ξεχάσει.» Ένας βαρύς αναστεναγμός, που τον ακολούθησε μια αγκωνιά στο στομάχι, την έκανε να πέσει στο κρεβάτι με την πλάτη της. «Για να δούμε. Δεν του έχω πει ακόμα ότι κατά λάθος άφησα το σουτιέν κάπου στην αίθουσα διαλέξεων του καθηγητή Ράιαν. Δεν είμαι σίγουρη ότι χρειάζεται να ξέρει πως είχα τρελαθεί με τον Κέβιν Νταν στο πρώτο έτος της σχολής.» Κοίταξε προσεκτικά τα τέλεια περιποιημένα νύχια της. «Α, επίσης δεν του είπα ποτέ ότι λιποθύμησα κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού τένις στο λύκειο, επειδή δεν έτρωγα για δύο μέρες. Μμμ… δεν ανέφερα ποτέ ότι προσπάθησα να βάψω τα μαλλιά μου πράσινα πριν από ένα ρεσιτάλ ιρλανδικών χορών και ότι με έδιωξαν από το πρόγραμμα, πράγμα το οποίο ήταν ηλίθιο εκ μέρους τους, όχι μόνο γιατί μου πήγαιναν, αλλά και γιατί ήμουν η καλύτερή τους χορεύτρια.» Αυτή τη φορά, η Μπρένα έχωσε το μαξιλάρι κατευθείαν στο πρόσωπο της φίλης της. «Θυμήσου τα λόγια μου. Μία που θα αρχίσω να ανοίγομαι, και μία που όλοι θα εύχεστε να είχα
αγνοήσει τη συμβουλή σου.» «Ακούγεται δίκαιο» είπε η Αμάντα φεύγοντας από το κρεβάτι. «Αλλά ίσως και να εκπλαγείς. Ίσως ανακαλύψεις ότι δε βάζουμε όρια στη φιλία μας, όπως κάνεις εσύ.» Η Μπρένα κοίταξε την Αμάντα ενώ πήγαινε προς την πόρτα, κάνοντας μια υπόκλιση. «Είσαι τόσο καλή στο να φορτώνεις ενοχές.» Η Μπρένα σηκώθηκε όρθια. «Είναι ένα από τα λίγα πράγματα που μισώ σ’ εσένα.» ***
Ο Λουκ κοίταξε το κινητό του καθώς ξανάβαζε το ακουστικό στη θέση του. Δέκα λεπτά στο τηλέφωνο με την Κέιτ να του μιλά με ενθουσιασμό για ένα ραντεβού στα τυφλά που της είχε κανονίσει, τον άφησε με ένα χαμόγελο στο στόμα και έναν πόνο στο αφτί. Ο Τζάκσον, ο υπερήφανος ιδιοκτήτης του στούντιο τατουάζ Ζουλού, ήταν προφανώς μια εμπνευσμένη επιλογή. Σύμφωνα με την Κέιτ, πέρασαν τη μισή νύχτα στο μαγαζί του, όπου τον έβλεπε να κάνει το πρώτο τατουάζ σε μία εξηντάχρονη γυναίκα. Για την Κέιτ ήταν μια κλασική περίπτωση κεραυνοβόλου έρωτα. Ο Λουκ ήλπιζε τα σχέδιά του για τις δύο επόμενες μέρες να πήγαιναν τουλάχιστον καλά. Η Μπρένα μάλλον περίμενε να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη ή στο Τορόντο. Σκεφτόταν μια πολυτελή απόδραση σε κάποιο μέρος όπου θα μπορούσε να την κακομάθει. Ωστόσο, δε φαινόταν να είναι η σωστή στιγμή. «Ελέγχω τις κλήσεις μου ξανά» μουρμούρισε ο Μάικ. Το κεφάλι του Λουκ τινάχτηκε προς την πόρτα του γραφείου του. Ο αδελφός του στεκόταν στη μέση του δωματίου, φορώντας ένα μάλλινο παλτό και έχοντας μια γνώριμη γκριμάτσα στο πρόσωπό του. «Σου άφησα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή. Δε θα πάω στο Μπάρκλεϊ απόψε.» Ο Λουκ κοίταξε μια στοίβα φουσκωμένους φακέλους πάνω στο γραφείο του, ξέροντας ότι δε θα τους ακουμπούσε μέχρι τη Δευτέρα. «Θα κάνω μικροέξοδα τις επόμενες σαράντα οκτώ ώρες.» Περίμενε, ελπίζοντας ότι ο αδελφός του θα έφευγε αμέσως. Καθώς ο Μάικ έβαζε στην ντουλάπα το παλτό και τη σκούρα μπλε γραβάτα του, ο Λουκ έκατσε στην καρέκλα και κοίταξε σιωπηλός το Καρτιέ του. «Σταμάτα να κοιτάς το ρολόι σου. Μπορεί να περιμένει λίγα λεπτά παραπάνω.» Ο Μάικ έριξε βαριά το σώμα του σε μια δερμάτινη μπορντό πολυθρόνα. «Έχω ένα διπλό ραντεβού την Τρίτη. Ήλπιζα ότι θα μπορούσες να καλύψεις το ραντεβού μου με τον Μπρίκμαν.» Ο Λουκ δε χρειαζόταν να δει την ατζέντα του για να σιγουρευτεί ότι είχε γεμάτο πρόγραμμα την ερχόμενη εβδομάδα. «Λυπάμαι. Δεν έχω καθόλου κενό. Ίσως ο Σον μπορεί να ξεκλέψει καμιά ώρα. Την επόμενη βδομάδα, έχει αυτό το ανώτερο στέλεχος από τη Μπίσοπ να τον ακολουθεί σα σκιά.» «Ο Μπρίκμαν θα γκρινιάζει. Πιστεύει ότι ο Σον τα έκανε θάλασσα στην υπόθεση της ΕΕΟΓ πέρσι.» «Τότε, πες του να κλείσετε ένα νέο ραντεβού.» Ο Λουκ έβαλε απρόθυμα το χέρι στην τσέπη του, ελπίζοντας να ελέγξει την παρόρμησή του να ξαναδεί το ρολόι του. Για άλλη μια φορά. «Άκου, φίλε. Πρέπει να φύγω μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Είμαστε εντάξει;»
Ο Μάικ ακούμπησε τα πόδια στην άκρη του γραφείου, δείχνοντας τις προθέσεις του. «Όχι. Χρειάζεται να οριστικοποιήσουμε ποιους ειδικούς θα καλέσουμε στην υπόθεση των Λόουελ και Κάμπελ. Ο μπαμπάς πιστεύει ότι το να καλέσουμε τον Κάουφμαν είναι ζωτικής σημασίας.» «Κάλεσε λοιπόν τον Κάουφμαν.» «Μάλλον κάνει χημειοθεραπεία στο Πεν.» «Ο καρκίνος εμποδίζει το δικαίωμά μας να υπερασπιστούμε το δίκαιο;» Ο Μάικ κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα. «Έχει καρκίνο του παχέος εντέρου στο δεύτερο στάδιο. Δεν είμαι σίγουρος για το ρόλο που θα παίξει στην αίθουσα του δικαστηρίου.» «Σκατά. Αυτή η υπόθεση δε θα μπορούσε να πάει χειρότερα.» Ο Λουκ άρπαξε ένα φάκελο από το γραφείο του και τον πέταξε προς τον αδελφό του. «Εύχομαι να είχες συνεργαστεί με το Σον σε αυτό. Υπερασπίστηκε έναν υπάλληλο της ΕΜΤ πριν από δυο χρόνια.» «Η υπόθεση Ντάλτον δεν τράβηξε το ίδιο την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Και δεν “παίχτηκε” στη μεγαλύτερη καρδιολογική μονάδα του νοσοκομείου της πόλης μας.» Ο Λουκ είχε συνήθως την ικανότητα να ξεχωρίζει το συναίσθημα από τη λογική όταν δούλευε σε μια δύσκολη υπόθεση. Σ’ αυτή την περίπτωση κανένας δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το νικητή. Και οι δύο πλευρές έκαναν λάθη, και τώρα όλοι οι εμπλεκόμενοι θα τσακώνονταν στο δικαστήριο. Ο Λουκ ένιωθε άσχημα και για τους πελάτες τους και για την οικογένεια του θύματος. «Δώσε μου χρόνο μέχρι την Τρίτη. Χρειάζεται να ξαναδιαβάσω ολόκληρο το φάκελο της υπόθεσης.» Ο Μάικ έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν για πού το ’βαλες; Και μη μου δώσεις καμιά ηλίθια απάντηση ότι δεν έχεις μεγάλα σχέδια.» «Ήθελα να πάρω την Μπρένα και να φύγουμε από την πόλη για δύο μέρες. Να έχει αρκετό χώρο, για να καθαρίσει το μυαλό της.» «Αρκεί να ενδιαφέρεσαι για το δικό της κεφάλι και όχι γι’ αυτό που βρίσκεται μέσα στο παντελόνι σου.» Ο Λουκ προσπάθησε να αγνοήσει την ένταση που ένιωθε στους ώμους του. Ο Μάικ δεν έκανε χοντροκομμένα αστεία, τουλάχιστον όταν αναφερόταν στην Μπρένα. Χρειαζόταν τον αδελφό του να είναι με το μέρος του. «Πρέπει να το φέρω εις πέρας. Υπάρχουν πράγματα που δεν τα γνωρίζεις. Θέλεις να αφήσω πίσω μου αυτό το κομμάτι της ζωής μου, Μάικ. Το καταλαβαίνω. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν κατάφερα να το κάνω. Δεν ήμουν δυστυχισμένος τα προηγούμενα έξι χρόνια, όμως δεν ήμουν και πραγματικά ευτυχισμένος. Τη χρειάζομαι.» Ο Μάικ δεν κινήθηκε. Το πρόσωπό του δε φανέρωνε καμιά σκέψη του. Ο Λουκ, παρά την ανάγκη του να μιλήσει, παρέμεινε σιωπηλός. «Είναι ακόμα φοβισμένη;» «Λίγο» αποκρίθηκε ο Λουκ, στρέφοντας την προσοχή του σε ένα σημείο στον πίσω τοίχο. «Πες με τρελό, αλλά αυτή τη φορά είμαι σίγουρος ότι θα λειτουργήσει. Ίσως να μην είναι τέλειο, μα θα είναι πάρα πολύ καλό μεταξύ μας.»
«Έχεις κλείσει εκκλησία;» «Άντε χάσου. Δε ζητώ ούτε την άδειά σου, ούτε την αποδοχή σου, και σίγουρα όχι το σαρκασμό σου. Μπορείς να κάνεις τις δικές σου επιλογές σε ό,τι αφορά εκείνη. Ακόμα κουβαλάει αρκετές ενοχές για ό,τι συνέβη μεταξύ σας. Θα ήταν ωραία αν και οι δυο σας μπορούσατε…» «Τι;» Ο Λουκ έσφιξε τα δόντια του. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να κάνει τον ειδικό και να βγάλει μια απόφαση σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η Μπρένα και ο αδελφός του ήταν αρκετά ώριμοι να βρουν το δικό τους δρόμο. Έπρεπε να τους αφήσει να το κάνουν. «Τίποτα. Σ’ αγαπάω, Μάικ. Είσαι ο αδελφός μου και ο φίλος μου. Αυτά τα πράγματα δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξουν. Το ότι αγαπάω την Μπρένα, δεν επηρεάζει τη δική μας σχέση.» Ο Λουκ έσπρωξε την καρέκλα του μακριά από το γραφείο του, άρπαξε την τσάντα του και σηκώθηκε όρθιος. «Μπορείς να με πάρεις στο κινητό, αν προκύψει κάτι.» «Κάθισε κάτω, φρικαρισμένε φλώρε» είπε ο Μάικ με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Ακόμα και αν μισούσα την γκόμενά σου, πάλι θα σε ήθελα δίπλα μου. Η Μπρένα κατάφερε και με έβγαλε από τα ρούχα μου. Παλιά, ένιωθα ενοχές για τους ίδιους λόγους που ένιωθες και εσύ. Αντί να κοιτάξω τις δικές της αδυναμίες, εστίαζα την προσοχή μου στο πόσο τέλεια ήταν. Έτσι, όταν ξεπρόβαλε η όχι και τόσο τέλεια πλευρά της, άρχισα την επίθεση. Δε σταμάτησα να τη ρωτήσω γιατί κλείστηκε στον εαυτό της, ή γιατί δεν άκουγε τους ανθρώπους που ήθελαν να τη βοηθήσουν. Σε έκανε κομμάτια και ήθελα να υποφέρει γι’ αυτό.» «Και τώρα;» «Τώρα πρόκειται να είμαι παρών και να βοηθήσω το μικρό μου αδελφό να σφραγίσει τη συμφωνία. Φαίνεται πως έχεις κάνει πρόοδο.» Ο Λουκ πλημμύρισε από ανακούφιση. Το να έχει το Μάικ με το μέρος του, του αφαιρούσε ένα μεγάλο βάρος απ’ τους ώμους. «Ερωτικά, δείχνει να λειτουργεί. Επιφανειακά, το κρατάει χαλαρά. Αλλά ξέρω ότι δεν είναι μια συνηθισμένη σχέση. Δεν ψάχνομαι για άλλη αυτή τη στιγμή. Ελπίζω να μη χρειαστεί να ξαναψάξω ποτέ.» «Και με τα υπόλοιπα; Είναι ακόμα συγκρατημένη και με τα άλλα θέματά της;» «Κάνουμε μικρά βήματα. Νομίζω ότι αρχίζει να δουλεύει τα προβλήματα με τον πατέρα της. Κάτι σα να βάζει νέα όρια, να αποφασίζει πώς θα είναι αυτή η σχέση. Με τους δικούς της όρους και όχι τους δικούς του.» «Δε μου λες όλη την αλήθεια. Τι είναι αυτό που δε μου λες;» Ο Λουκ έτριψε το πρόσωπό του, καθώς το άγχος φούντωσε μέσα του. «Υπάρχει ακόμα κάτι που λείπει. Κάτι για το οποίο δεν είναι πρόθυμη να μιλήσει.» Ο βαρύς αναστεναγμός του Μάικ καθρέφτιζε και τη δική του ανησυχία. «Πώς προέκυψε αυτό το Σαββατοκύριακο μέσα σ’ όλα αυτά;» «Αρχικά, ήθελα να ήμαστε μόνοι, για να επικεντρωθούμε ο ένας στον άλλον. Τώρα, θέλω δύο μέρες για να την κακομάθω. Ίσως καταφέρω να μετριάσω και την ένταση στην οποία βρίσκεται.» «Υποθέτω ότι δε μιλάς για ένα Σαββατοκύριακο γεμάτο σεξ.» «Είσαι μεγάλος κόπανος. Σκέφτηκα να πηγαίναμε αεροπορικώς σε κάποιο θέρετρο. Αλλά δεν είναι αυτό που χρειάζεται.»
«Οπότε;» «Θα τη φέρω σπίτι μου και θα κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Θα βγάλω το τηλέφωνο από την πρίζα και θα αφήσω οδηγίες στο θυρωρό να μη με ενοχλήσει.» Κινήθηκε προς την πόρτα. «Πρέπει να φύγεις. Έχω ήδη αργήσει.» Ο Μάικ έπνιξε ένα ειρωνικό χαμόγελο, πήρε τη γραβάτα του και βγήκε από το γραφείο. «Ακούγεται καλό σχέδιο. Μόνο μη δοκιμάσεις να της μαγειρέψεις. Αυτή η νέα θηλυκή σου πλευρά φαίνεται να λειτουργεί, αλλά εξακολουθείς να είσαι άθλιος στη μαγειρική.» ***
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε τον αέρα να βγει αργά. Δεν ήταν αυτό που περίμενε. Ένιωσε την ένταση ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι της και σιωπηλά καταράστηκε το απρόσμενο συναίσθημα που απειλούσε να την κυριεύσει μέσα στο χολ του Λουκ. Την είχε φέρει στο σπίτι του. Ήταν το τελευταίο μέρος όπου περίμενε ότι θα περάσει το Σαββατοκύριακό της. Τα μάτια της ακολούθησαν την κίνηση του Λουκ από την ντουλάπα του μπροστινού χολ προς το τεράστιο καθιστικό. Μια μικρή γραμμή από το φως του φεγγαριού έλαμπε πάνω στο πάτωμα, που ήταν φτιαγμένο από βραζιλιάνικη κερασιά. Έριξε μια ματιά στο ταβάνι, μετρώντας τους φεγγίτες που απλώνονταν κατά μήκος του σαλονιού. Το θέαμα της έκοψε την ανάσα. Το ίδιο και ο άντρας που στεκόταν αδέξια στη μέση του δωματίου, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του. «Προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει η έκφραση στο πρόσωπό σου. Δεν είναι αργά για να προχωρήσουμε στο εναλλακτικό σχέδιο. Μάλλον προλαβαίνουμε την πτήση των δέκα για Τορόντο.» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και δάγκωσε δυνατά το εσωτερικό των χειλιών της. Τα δάκρυα θα την έκαναν να καταρρεύσει. Ένα μεγάλο κομμάτι του πάγου γύρω από την καρδιά της έλιωσε. Ήταν ερωτευμένη… με αυτό το σπίτι. Λευκοί τοίχοι. Ένα χαλί στο χρώμα της σοκολάτας πλαισίωνε το χώρο που περιέβαλλε το τζάκι, ενώ δύο δερμάτινοι καναπέδες υπήρχαν και από τις δύο πλευρές ενός τραπεζιού από πλάκα σχιστόλιθου. Έντονες πιτσιλιές από πορτοκαλί, χρυσό και καφεκίτρινο έδιναν χρώμα στο χαλί. Απλό. Προκλητικό. Αρρενωπό. «Σοβαρά, Μπρένα. Αν δε θες να μείνουμε εδώ, μπορούμε να βρούμε ένα άλλο μέρος. Πάμε οπουδήποτε θες.» Τα πόδια της κινήθηκαν γρηγορότερα από το στόμα της. Τον πλησίασε και έριξε την τσάντα της πάνω στο τραπέζι του καφέ. «Όλη την εβδομάδα σκεφτόμουν ότι θα διάλεγες κάποιο μέρος όπως το Φιτζ ή το Φορ Σίζον.» «Σκατά. Έπρεπε να είχα παραμείνει στο αρχικό μου σχέδιο.» Η Μπρένα τον κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια. «Υπέθεσες ότι μπορεί να μου αρέσει εδώ.» Έστρεψε τη ματιά της προς τον καναπέ. «Μπορώ ν’ αράξω πάνω του και να κοιμάμαι για ένα μήνα.» Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν. «Μου ακούγεται μια χαρά.» Ο τόνος του ήταν παιχνιδιάρικος, αλλά ένιωσε ότι τα λόγια του δεν ήταν. «Άρα, δε σε νοιάζει αν την πέσω σ’ ένα μαξιλάρι για τις επόμενες δυο νύχτες;»
Αυτή τη φορά, πάσχισε να βρει τα κατάλληλα λόγια. «Ένας από τους λόγους που δεν έκλεισα δωμάτιο στο Ριτζ είναι γιατί ήθελα να έχεις χώρο και επιλογές. Θες να κοιμηθείς εκεί; Είναι μια χαρά. Ή μπορείς να πάρεις τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα κάτω στο χολ και εγώ να πάρω το δωμάτιο των φιλοξενουμένων.» «Θα το σκεφτούμε αυτό αργότερα. Σε πειράζει να ρίξω μια ματιά τριγύρω;» Ένα μικρό ράφι με φωτογραφίες στο κέντρο του καθιστικού τράβηξε την προσοχή της. Αναγνώρισε μερικές που είχαν τραβηχτεί όταν ο Λουκ ήταν νεαρό αγόρι. Μερικές πρόσφατες της οικογένειάς του στο ακρωτήρι Κοντ την έκαναν να χαμογελάσει. «Η μητέρα σου δείχνει φανταστική. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι σε γέννησε.» Ο Λουκ πλησίασε δύο βήματα πιο κοντά και σταμάτησε όταν το στέρνο του ακούμπησε ελαφρά την πλάτη της. «Πες της το. Μου κοπανάει ξανά και ξανά ότι θα πρέπει να έχει εγγόνια πριν γεράσει πολύ και δεν μπορεί να τα χαρεί.» Η Μπρένα κοίταξε εξεταστικά την κορνιζαρισμένη φωτογραφία και αναρωτήθηκε αν θα πόζαρε ποτέ σε μια παρόμοια. Έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε πώς θα ένιωθε να στέκεται δίπλα στο Λουκ με την υπόλοιπη οικογένειά της γύρω της. Ήταν ένα όνειρο που είχε παρατήσει εδώ και χρόνια. Σταθερά και ζεστά χέρια ακούμπησαν τους ώμους της. Έγειρε πίσω και κόλλησε το κορμί της στο δικό του. «Έχεις ποτέ σκεφτεί τις τέλειες στιγμές σου;» «Όπως τότε που οι Σοξ τα κέρδισαν όλα το 2004;» Ο αγκώνας της τον χτύπησε ακριβώς κάτω από τα πλευρά. «Εγώ τις σημειώνω. Είναι περίεργο αυτό; Έχω ένα μικρό σημειωματάριο που μου αγόρασε η γιαγιά μου από ένα ψιλικατζίδικο όταν ήμουν στο γυμνάσιο.» Ο Λουκ χαμήλωσε τα χέρια του προς τη μέση της και την τράβηξε πιο κοντά του. «Υπάρχω πουθενά σ’ αυτή τη λίστα;» «Εμφανίζεσαι έξι φορές. Και αυτή είναι η έβδομη.» Το στόμα του άφησε ένα ίχνος κατά μήκος του αυχένα της και δάγκωσε την ευαίσθητη επιδερμίδα πίσω από το δεξί της αφτί. «Πόσο μεγάλη είναι αυτή η λίστα;» «Έχει δεκατρείς εγγραφές. Είμαι επιλεκτική. Μετρώ μόνο τις φορές που νιώθω ότι ήμουν ευλογημένη με ένα ξεχωριστό δώρο.» Η λαβή του Λουκ στους γοφούς της χαλάρωσε. Γύρισε και τον κοίταξε αβέβαιη για το τι τον έκανε να χάσει την αυτοκυριαρχία του. «Θεέ μου, μερικές φορές με σκοτώνεις. Ξέρεις πώς με κάνει να νιώθω αυτό, Μπρένα; Και μόνο ότι με έχεις σε αυτή τη λίστα με τις τέλειες στιγμές σου, με κάνει να νιώθω… δεν ξέρω.» Αυτή τη φορά, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του. «Θέλεις να μάθεις πότε μπήκες για πρώτη φορά στη λίστα μου;» Έκανε μια παύση, περιμένοντας η φωνή της να γίνει σταθερή. «Τη βραδιά που εσύ και οι φίλοι σου μαζευτήκατε γύρω μου στην καφετέρια, μόλις κερδίσατε τον τίτλο της κατηγορίας σας. Κάθισες δίπλα μου, με φίλησες στο μάγουλο και με σύστησες στους συμπαίκτες σου.» Τα πόδια της μούδιασαν καθώς ένιωσε την πίεση του πόθου του να μεγαλώνει πίσω από το
φερμουάρ του τζιν του. «Ήμουν απλώς μια συμμαθήτριά σου στο μάθημα της χημείας. Ωστόσο, κάθισες εκεί, με το χέρι σου περασμένο πάνω από τους ώμους μου σα να ήμουν κάποια που είχε σημασία για σένα. Η καρδιά μου κυριολεκτικά πήγαινε να σπάσει. Ήμουν φοβισμένη και ενθουσιασμένη. Τελείως εντυπωσιασμένη.» Ο Λουκ έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της και την τράβηξε πάνω του. «Θες να μάθεις κάτι αστείο; Η αδρεναλίνη μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Μόλις σε εντόπισα, είπα στον Τζον ότι τελικά θα έκανα την κίνηση. Με πίεζε για εβδομάδες να σε πλησιάσω, αλλά για κάποιο λόγο συνεχώς πανικοβαλλόμουν. Τη βραδιά εκείνη, είπα ότι θα το κάνω. Με αρρώσταινε τόσο πολύ να πισωγυρίζω, περιμένοντας την τέλεια ευκαιρία.» Το γέλιο της ήταν απροσδόκητο. Ακούστηκε ξένο ακόμα και στα δικά της αφτιά. «Είχες ήδη κορίτσι και ένα σωρό άλλες να σε περιμένουν στην ουρά.» «Τα χάλασα με την Τζέιν όταν ανακάλυψα ότι δεν έβγαινες με κανέναν.» Είχαν περάσει χρόνια και ακόμα της φαινόταν σουρεαλιστικό. Οι σιωπηλές προσευχές της είχαν απαντηθεί με ένα θεαματικό τρόπο. Ένα ερωτηματικό βλέμμα άλλαξε τα χαρακτηριστικά του. «Περίμενε ένα λεπτό. Αν αυτή ήταν μία από τις τέλειες στιγμές σου, γιατί, στο καλό, απέρριψες την πρόσκλησή μου για μεσημεριανό;» Γλίστρησε τα χέρια της κάτω από το άνοιγμα της μπλούζας του. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη σκληρή επιδερμίδα κατά μήκος της μέσης του. «Δεν ήθελα να χαλάσω αυτή την ανάμνηση. Ήσουν τόσο διαφορετικός από μένα, που ήξερα ότι ένα ραντεβού θα ήταν ολέθριο.» «Όταν με απέρριψες εκείνη τη βραδιά, έφυγα νιώθοντας άρρωστος. Ήσουν μέσα στο μυαλό μου για εβδομάδες και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν ένιωθες την ίδια έλξη που ένιωθα και εγώ.» Η Μπρένα χαμήλωσε τα χέρια της βγάζοντας τη ζώνη από το τζιν του. «Ας πούμε ότι έφυγα από την καφετέρια και έκανα κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν, γιατί δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου ούτε και εγώ.» Ο Λουκ έπιασε τα χέρια της, εμποδίζοντάς τα να κατεβούν πιο χαμηλά. «Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον.» Μια πρόστυχη λάμψη στα μάτια του την προειδοποίησε ότι είχε πει πάρα πολλά. Δεν ήταν σεμνότυφη, αλλά υπήρχαν και συγκεκριμένα όρια που ποτέ δεν τόλμησε να περάσει. Η Μπρένα πήγε προς τα πίσω, αγωνιώντας να βάλει κάποια απόσταση μεταξύ τους. «Δεν πρόκειται να μου πεις, έτσι δεν είναι;» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Πού είναι η κουζίνα;» Πέρασε ένα του δάχτυλο από τη θηλιά της ζώνης της, μην επιτρέποντάς της να απομακρυνθεί, για να βγει απ’ τη δύσκολη θέση. «Θα μου δείξεις τότε, έτσι; Γιατί σκέφτομαι ότι ίσως να είναι μια από τις δικές μου τέλειες στιγμές.» Το στόμα της ανοιγόκλεισε χωρίς να βγουν λέξεις. Η εικόνα του γυμνού Λουκ πίσω της ενώ εκείνη… ικανοποιούσε τον εαυτό της, έκοψε τον αέρα από τα πνευμόνια της.
«Είσαι σοβαρός;» «Γλυκιά μου, ποτέ δεν υπήρξα πιο σοβαρός στη ζωή μου. Και μόνο που το σκέφτομαι, τα χάνω.» Αυτά ήταν άγνωστα νερά για την Μπρένα. Έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή και τους φαντάστηκε ν’ αλλάζουν ρόλους. Θα την έβρισκε με να τον βλέπει; Ένα βογκητό έσπασε τη σιωπή. Γαμώτο. Είχε βγει από τα χείλη της. ***
Ο Λουκ το πήγαινε πολύ μακριά. Αυτό το Σαββατοκύριακο υποτίθεται ότι ήταν δικό της. Το μυαλό του εκτροχιάστηκε από τη στιγμή που η Μπρένα έκανε νύξη για εκείνη τη βραδιά πριν από χρόνια. Κάθε κομμάτι του κορμιού του τώρα τον πονούσε. Κάποιοι τη βρίσκουν με πορνό. Αυτό δεν ήταν ποτέ του γούστου του. Ήταν πολύ θεατρικό. Και γεμάτο σιλικόνη. Μα η εικόνα της Μπρένα να χαϊδεύεται σε όλο της το κορμί μπορούσε να τον ανάβει συνεχώς. Τώρα χρειαζόταν να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, χωρίς να εκραγεί μέσα στο τζιν του. «Πεινάς; Η οικονόμος μου γέμισε το ψυγείο με οτιδήποτε φαντάστηκε ότι μπορεί να σου αρέσει. Αυτό περιλαμβάνει και σπιτική πουτίγκα με γεύση καραμέλας και τσιζκέικ σοκολάτας.» «Είσαι αλλεργικός στην καραμέλα και σιχαίνεσαι το τσιζκέικ.» «Είναι λίγο εκνευριστική. Πριν έρθει την Τετάρτη, καθάρισα και τα δύο μπάνια, πράγμα το οποίο είναι γι’ αυτή μεγάλο αδίκημα.» Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Για να δούμε τι άλλο υπάρχει εκεί.» «Έχω μια λαχτάρα για κάτι πικάντικο.» Η Μπρένα τον προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς το χολ. «Η κουζίνα είναι από την άλλη μεριά.» «Το ξέρω.» Ο Λουκ παρέλυσε. Τι, στο καλό, συνέβαινε; Και γιατί, στην ευχή, ένιωθε ξαφνικά σαν δεκαπεντάχρονος παρθένος; Όταν τελικά την πρόλαβε, στεκόταν έξω από την κρεβατοκάμαρά του με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό της. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, παρά μόνο ένα κρεβάτι και ένα γραφείο. Βάλε και έναν καθρέφτη με διαφημιστικά αυτοκόλλητα μπίρας στον τοίχο και θα μοιάζει με το φοιτητικό σου δωμάτιο.» Δεν του ήρθε άμεσα μια απάντηση στο μυαλό, και έτσι άρπαξε το χέρι της και την τράβηξε στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω του την πόρτα με το πόδι του. «Σ’ αυτό το δωμάτιο δεν επιτρέπεται να μπαίνει κανείς. Είναι ακριβώς το ίδιο από τότε που μετακόμισα εδώ πριν από πέντε χρόνια, και δε σχεδιάζω να το αλλάξω.» Η ματιά της σταμάτησε ξανά στο γραφείο του. «Δεν το καταλαβαίνω.» Ο Λουκ ράγισε. «Δε φέρνω οποιονδήποτε εδώ. Όλοι μου κάνουν τις ίδιες ερωτήσεις που μου κάνεις και εσύ τώρα.» «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;» Ο Λουκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Δεν έψαχνα για κάτι μόνιμο. Αυτό είναι το δωμάτιο όπου κοιμάμαι. Λογαριάζω να
κάνω περισσότερα σ’ αυτό όταν βρω κάποια που θα θέλω να περνάω χρόνο μαζί της εδώ.» Ο Λουκ χάιδεψε με την παλάμη του το μάγουλό της, ανασήκωσε το πρόσωπό της και έπαιξε με τη γλώσσα του πάνω στα χείλη της. «Μμμ.» Το στόμα της άνοιξε καθώς της ξέφυγε ένα βογκητό, και ο Λουκ δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Η λαχτάρα και η ένταση τον έκαναν να θέλει να καταβροχθίσει το στόμα της, να γευτεί τη γλώσσα της. Το κορμί του ήταν σα μεθυσμένο, βαρύ από επιθυμία. Όταν εκείνη απομακρύνθηκε τραβώντας τα χείλη της από τα δικά του, το στομάχι του σφίχτηκε. Η Μπρένα πήγε προς τα πίσω, μέχρι που το πίσω μέρος των γονάτων της άγγιξε την άκρη του κρεβατιού. «Έχω κάτι άλλο στο μυαλό μου.» Έπιασε με τα δάχτυλά της τις άκρες του πουλόβερ της βγάζοντάς το από πάνω. Το μαύρο σατέν σουτιέν της κάλυπτε τέλεια τα στρογγυλά, γλυκά στήθη της. Ο Λουκ ίσα που κατάλαβε ότι τα χέρια της κατέβαζαν γρήγορα το φερμουάρ του τζιν της. Ο πόνος που ένιωθε στο δικό του παντελόνι τον άφηνε ξέπνοο. Ύψωσε τα χέρια του. «Ό,τι και αν είναι, υπόσχομαι ότι θα το λατρέψω.» Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της. «Το ελπίζω. Είπες ότι μπορεί να είναι μια από τις δικές σου τέλειες στιγμές.» Το στόμα του άνοιξε διάπλατα. Απομακρύνθηκε από κοντά του, έσκυψε και έβγαλε το παντελόνι της. Ένα λεπτό μαύρο σατέν εσώρουχο κάλυπτε τους γλουτούς της και το χέρι του απλώθηκε για ν’ αγγίξει την απαλή σάρκα. Τα ντελικάτα δάχτυλά της τον απομάκρυναν. «Θα έχεις πέναλτι αν πλησιάσεις στα δύο μέτρα. Είναι μια επαφή για την οποία δεν έχεις πάρει έγκριση.» Γύρισε και τον κοίταξε. «Σε πειράζει να γδυθείς; Θα ήθελα να έχω οπτική επαφή.» Του πήρε λίγο χρόνο να απολαύσει τη θέα, που θα αποτυπωνόταν πλέον μόνιμα στο μυαλό του. Καθώς τα δάχτυλά της ξεκούμπωσαν το σουτιέν της, το στόμα του ξεράθηκε και η κορυφή του φύλου του έγινε υγρή. Και αυτό ήταν μόνο η αρχή. Απλώθηκε στο κρεβάτι, στηρίχτηκε στον αγκώνα του και την κοίταζε ενώ εκείνη πηγαινοερχόταν. Ήταν σαν ένα κύμα από ξόρκια να τους τύλιγε και τους δύο, καθώς εκείνη βογκούσε σιγανά και κουνούσε τα τρεμάμενα πόδια της. Οι πιο άγριες φαντασιώσεις του έσβησαν από τη μνήμη του και αντικαταστάθηκαν από την εικόνα της Μπρένα να τον καλεί να συμμετάσχει σ’ αυτή την ανεπανάληπτη παράσταση. Ο Λουκ κινήθηκε, παγιδεύοντας το υγρό της κορμί κάτω από το δικό του. «Ποτέ μου δεν είχα ερεθιστεί τόσο και ποτέ μου δεν είχα γίνει τόσο σκληρός. Νιώσε τι μου έχεις κάνει.» Γλίστρησε μέσα της, προσπαθώντας να αντισταθεί στον πόνο που ένιωθε και τον απειλούσε με άμεση ικανοποίηση. Τα νύχια της σύρθηκαν βαθιά πάνω στην πλάτη του, καθώς οι γοφοί της ανασηκώθηκαν από το κρεβάτι. «Έχω σκοράρει πρώτη σ’ αυτό τον ομαδικό διαγωνισμό.» Ίσως ήταν το χαμόγελό της. Ίσως ο τρόπος που ανταποκρινόταν σε κάθε του ώθηση, με περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι είχε. Ίσως η γνώση ότι αυτή ήταν η τέλεια στιγμή. Ο Λουκ δεν μπόρεσε να αφήσει ασχολίαστο αυτό που ειπώθηκε.
«Ωραία, γιατί αυτό είμαστε. Ομάδα.» Μελέτησε το πρόσωπό της, για να δει την αντίδρασή της, ευχόμενος να μην κλεινόταν στον εαυτό της. Η Μπρένα τύλιξε τα πόδια της πιο σφιχτά γύρω από τη μέση του και έσφιξε τους μυς της γύρω από το φύλο του. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να ολοκληρώσει μαζί της, κάνοντας το σώμα της μια μάζα καυτής σάρκας. Πέρασε αρκετή ώρα πριν κουνήσουν έστω και ένα μυ. Δυστυχώς, ήταν το μυαλό του Λουκ αυτό που δούλεψε πρώτο. Δεν είχαν χρησιμοποιήσει προφυλακτικό. Δεν είχαν κάνει καμιά συζήτηση για προστασία. Δεκάδες άσχημες σκέψεις πέρασαν απ’ το μυαλό του. Μήπως νόμιζε ότι προσπαθούσε να την παγιδεύσει σε μια μακροχρόνια σχέση; Μια απροσδόκητη εγκυμοσύνη αναμφισβήτητα θα πρόσθετε ακόμα ένα εμπόδιο στη σχέση τους. Εκείνον δε θα τον πείραζε. Αλλά εκείνη; Ο Λουκ ποτέ δεν έκανε έρωτα χωρίς προφύλαξη. Ακόμα και με την Μπρένα χρησιμοποιούσε προφυλακτικό. Πώς, στην ευχή, να ρωτήσει τώρα, χωρίς ν’ ακουστεί σαν ηλίθιος; Τα δροσερά της δάχτυλα σύρθηκαν πάνω στο στήθος του. «Ρίξ’ τα.» «Νομίζω ότι μόλις το έκανα, γλυκιά μου.» «Καλό. Τι είναι αυτές οι ρυτίδες στο μέτωπό σου;» «Τα θαλάσσωσα.» Πέρασε το χέρι του πάνω από τον ώμο της, άνοιξε το συρτάρι από το κομοδίνο του και έβγαλε έξω ένα μπλε κουτί. «Α, με είκοσι λεπτά καθυστέρηση.» Απομακρύνθηκε από κοντά της, έπεσε ανάσκελα και έβαλε τον αγκώνα του μπροστά στα μάτια του. «Ναι.» «Μην ανησυχείς. Παίρνω το χάπι, κάτι που θα έπρεπε να σου έχω πει προκαταβολικά.» «Δεν κάνω τέτοιου είδους λάθη, Μπρεν.» Άφησε μια κοφτή αναπνοή, που έκαιγε τα πνευμόνια του. «Δεν το έκανα επίτηδες.» Η Μπρένα κύλησε και άπλωσε το κορμί της πάνω στο δικό του. «Μιλάς σοβαρά; Και εγώ πρέπει να σε κατηγορήσω; Αυτή δεν ήταν η πρώτη μου φορά, ξέρεις. Και οι δύο παρασυρθήκαμε.» Τέντωσε τα χέρια της, άγγιξε το πίσω μέρος του κεφαλιού του και άφησε ένα φιλί στα χείλη του. «Μάλλον εγώ είμαι αυτή που πρέπει να απολογηθώ. Και μόνο που σκέφτηκες ότι θα μπορούσα να σε κατηγορήσω, δείχνει ότι δεν ήμουν δίκαιη.» «Αυτό δεν είναι αυτό που…» Το χέρι της κάλυψε το στόμα του, εμποδίζοντας τα λόγια του. «Δεν μπορώ να εμπιστευτώ εύκολα. Το μυαλό μου δε λειτουργεί καλά από τότε που ήμουν στο δημοτικό.» Γλίστρησε λίγους πόντους και έβαλε το μάγουλό της πάνω στο στήθος του. «Αλλά η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τότε στο Μπράιτον, ήξερα ότι ήμουν ασφαλής. Δε θα με πλήγωνες απλά και μόνο επειδή μπορούσες. Σ’ έδιωξα μόνο και μόνο γιατί δεν εμπιστευόμουν τον εαυτό μου.» «Και η Κάρα;» Το κορμί της σκλήρυνε. «Εντάξει. Μπορεί να είχα κάποιες αμφιβολίες, αλλά ο στόχος μου εκείνη την περίοδο ήταν να
φύγω μακριά. Μου έδωσες την τέλεια ευκαιρία να ρίξω τις ευθύνες πάνω σου.» Κάποια απ’ αυτά που έλεγε έβγαζαν νόημα, όμως ο Λουκ ακόμα δεν μπορούσε να τα καταλάβει όλα. «Δε θα έφευγα επειδή ο μπαμπάς σου έγινε πρωτοσέλιδο. Το μόνο που ήθελα ήταν να σε κάνω να αισθανθείς καλύτερα.» Οι επόμενες λέξεις ξεπήδησαν με μεγάλη ταχύτητα. «Η Κάρα ήταν το εισιτήριό μου για να σε βοηθήσω. Ο θείος της ήταν δικαστής στην υπόθεση του πατέρα σου. Ξέρω ότι δε θα μπορούσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή, μα φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να πετάξει λίγα συμπονετικά λόγια εδώ και εκεί.» Τα μαλλιά της απλώθηκαν στον ώμο του καθώς σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος του. «Η Αμάντα μού είπε να σε ρωτήσω για εκείνη τη νύχτα, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι είχες ντραπεί. Παραδέξου το, Λουκ. Ο πατέρας σου ήταν ένας από τους πιο φημισμένους δικηγόρους της Βοστόνης. Το να εμφανιστεί το όνομα “Μπράντεν” δίπλα σε έναν εγκληματία, δεν ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα.» Ένα λεπτό ρυάκι ιδρώτα κύλησε στη μέση του. Αυτή δεν ήταν η ώρα για να πει ψέματα. «Έχεις δίκιο. Υπήρχαν στιγμές που ευχόμουν η οικογένειά σου να μην έμοιαζε σαν επεισόδιο από τους Καπ. Αφού δε μιλούσαμε για την οικογενειακή σου ζωή, βασιζόμουν σ’ αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες.» «Παρουσίαζαν τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι ήταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο πατέρας μου δεν έμενε μαζί μας. Η γιαγιά τον είχε πιάσει να καπνίζει χόρτο με τον Τσέις στο γκαράζ και τον πέταξε έξω.» «Πόσων χρονών ήταν ο αδελφός σου;» «Τι σημασία έχει; Ήταν λάθος και μου πήρε δύο χρόνια μέχρι να πείσω τον Τσέις να το σταματήσει.» «Και πώς το κατάφερες;» «Ο γείτονας δίπλα μας ήταν μπάτσος. Του ζήτησα να τρομάξει όσο πιο πολύ μπορούσε τον Τσέις.» «Τον έβαλες να συλλάβει τον αδελφό σου για ναρκωτικά;» Ένα λυπημένο χαμόγελο και ένα κοφτό κούνημα του κεφαλιού ήταν αρκετά ως απάντηση. Καιρός να χαλαρώσουν. «Χωρίς να θέλω να φανώ αγενής, το στομάχι σου γουργουρίζει τόσο δυνατά που δονεί τα πλευρά μου. Μπορούμε να ετοιμάσουμε βραδινό; Έχω κάτι σπιτικά λαζάνια, που είναι καλύτερα από αυτά που μας σέρβιραν στο Οστέρια.» Η Μπρένα πετάχτηκε από το κρεβάτι. «Άσε να φέρω τις πιτζάμες μου από τη βαλίτσα.» Έφτασε στα μισά του δωματίου και σταμάτησε. «Και για να πούμε την αλήθεια, ένα αληθινός τζέντλεμαν θα είχε αγνοήσει τους ήχους του στομαχιού μου.» «Καλή η παρατήρηση. Δεν έχω κάνει πρακτική εξάσκηση. Θα σ’ αφήσω να με τιμωρήσεις, αν αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα.» Η Μπρένα έσκυψε, άνοιξε το φερμουάρ της πλαϊνής θήκης της βαλίτσας της και τράβηξε το περιεχόμενο. «Συγγνώμη. Μάλλον άφησα τις χειροπέδες μου σπίτι.»
«Αυτό δεν είναι καθόλου καλό» απάντησε εκείνος, προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο του. «Να τις φέρεις οπωσδήποτε την επόμενη φορά.»
Κεφάλαιο Δεκατρία Πονούσε παντού. Ακόμα και στις άκρες των δαχτύλων της. Η Μπρένα απολάμβανε την απόλυτη σιωπή, έχοντας κουρνιάσει κάτω από τα πολυτελή σεντόνια. Μόνο ο απαλός ρυθμός της ανάσας του Λουκ διατάρασσε την ησυχία. O τρόπος που πέρναγαν το χρόνο τους αφού έκαναν έρωτα θα έπρεπε να καθιερωθεί. Πρέπει να είχαν περάσει χρόνια από τότε που η Μπρένα μπόρεσε να χαλαρώσει σε άλλο κρεβάτι εκτός από το δικό της. Είχαν περάσει τη μισή νύχτα αγκαλιά στον καναπέ, βλέποντας Τράβελ Τσάνελ. Τροφοδοτούσε τα όνειρα της Μπρένα να ταξιδέψει κάποια μέρα πέρα από την Ανατολική Ακτή. Για το Λουκ ήταν μια ευκαιρία να επισκεφτεί νοερά τα δεκάδες μέρη όπου είχε ήδη αφήσει τη σφραγίδα του. Κατά τα μεσάνυχτα, άρχισαν να φτιάχνουν λίστες με τους δέκα καλύτερους και τους δέκα χειρότερους προορισμούς. Δέκα μέρη που θα ήθελαν να επισκεφτούν πριν τους επισκεφτεί η αρθρίτιδα, και δέκα μέρη που θα επισκέπτονταν μόνο με σωματική βία. Μαζί. Ήταν μία λέξη που υπήρχε σε κάθε σχόλιο, σε κάθε δήλωση που έκαναν, απομακρύνοντας την Μπρένα ακόμα περισσότερο απ’ το ενδεχόμενο της επιστροφής της στη Φλόριντα. Ίσως αυτό να ήταν εντάξει. Ίσως χρειαζόταν να εμπιστευτεί ότι τα πράγματα θα έπαιρναν το δρόμο που έπρεπε να πάρουν. Αγαπούσε τη Σαρασότα, αλλά δεν ήταν πια η ίδια γυναίκα που έφυγε από εκεί πριν από δύο μήνες. Το κρεβάτι μετακινήθηκε μόλις ο Λουκ άλλαξε πλευρό, βάζοντας το πόδι του πάνω στο δικό της. «Κλείσε τα μάτια σου, αγάπη μου, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να σηκωθείς.» Η Μπρένα μετακίνησε το γοφό της και ήρθε σε άμεση επαφή με την ερεθισμένη σάρκα του. «Ίσως θα ήθελες να προπονήσεις την ομάδα σου, γιατί μου φαίνεται ότι σου διέφυγε.» Η Μπρένα έφυγε βιαστικά από το κρεβάτι πριν προλάβει να την πείσει να μείνει. «Πάω να πάρω το κινητό μου.» «Στάσου. Περίμενε» μουρμούρισε ο Λουκ περνώντας το χέρι του πάνω από το κεφάλι του. «Η Τες έχει το νούμερό μου. Το έβαλα στη λίστα των γρήγορων κλήσεων, σε περίπτωση που σε χρειαστεί.» «Μερικές φορές είσαι πιο γλυκός ακόμα και από μια γκοφρέτα σνίκερς. Παρ’ όλα αυτά, θα ελέγξω τον τηλεφωνητή μου.» Οι πατούσες της ακούμπησαν το κρύο ξύλινο πάτωμα έξω από την κρεβατοκάμαρά του. Η λογική τής έλεγε ότι η γιαγιά της ήταν μια χαρά, όμως η συνήθεια και η συνείδησή της ήθελαν να το επαληθεύσουν. Μια σταθερή ακτίνα πρωινού φωτός έκανε τα μάρμαρα στους πάγκους να αστράφτουν, τονίζοντας την «επώνυμη» κουζίνα. Το μισό σπίτι της θείας της χωρούσε μέσα σε αυτό το δωμάτιο. Όχι ότι την ένοιαζε. Τα μηδενικά στους τραπεζικούς λογαριασμούς δεν την αφορούσαν ποτέ. Το ποινικό μητρώο του πατέρα της και η ανάγκη της να κρατήσει ερμητικά κλειστά τα δικά της λάθη, τους έσπρωξαν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Όταν ο Λουκ προσπάθησε να την τραβήξει από την κόλαση της οικογένειάς της, εκείνη αντιστάθηκε μανιασμένα, τρομαγμένη ότι θα τον παρέσερνε και εκείνον. Ή ακόμα χειρότερα, ότι θα μετάνιωνε που την έσωσε. Με μια βιαστική ματιά στο κινητό της είδε ότι δεν είχε νέα μηνύματα. Με σταθερά χέρια, το έβαλε πίσω στην τσάντα της. Ωραία. Η γιαγιά της πρέπει να πέρασε μια ήσυχη νύχτα.
Βήματα, που τα ακολούθησε ένα κοφτό σφύριγμα, την έκαναν να γυρίσει προς το διάδρομο. «Σου πάει αυτό το ντύσιμο» ψέλλισε ο Λουκ καθώς έγειρε στον πάγκο του πρωινού. Η Μπρένα δε χρειάστηκε να κοιτάξει για να καταλάβει ότι το ροζ φανελάκι και η άσπρη πιτζάμα δεν ήταν σέξι. «Σταμάτα.» «Τι; Δε θα ’πρεπε να με ανάψει ένα καυτό μωρό με μαύρο στρινγκ, που στέκεται μέσα στην κουζίνα μου;» Αυτή τη φορά η Μπρένα γύρισε το κεφάλι της και έριξε μια φευγαλέα ματιά στα οπίσθιά της. Αντιστάθηκε στην έξαψη που ένιωσε στο σβέρκο της και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Είναι σκούρο μπλε.» «Απόδειξέ το.» Είδε την πρόκληση στα μάτια του, αλλά αυτό που την έκανε να μην μπορεί να αντισταθεί, ήταν η ωμή λαχτάρα στη φωνή του. Γλίστρησε τα χέρια της στους γοφούς της. «Ας το διαπραγματευτούμε.» Ο Λουκ σήκωσε τα χέρια του. «Δε χρειάζεται. Ό,τι πεις εσύ.» Τράβηξε τη μια άκρη της πιτζάμας κάτω από το γοφό της. «Βελγικές τηγανίτες με φρέσκες φράουλες;» «Απ’ το καλύτερο εστιατόριο που κάνει ντελίβερι τέτοια ώρα.» «Μπορούμε να πάμε για πικνίκ στο ζωολογικό κήπο σήμερα;» Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Δεν πρόκειται να ανέβει πάνω από επτά βαθμούς η θερμοκρασία.» Η Μπρένα ανασήκωσε τους ώμους της. «Θα ντυθώ καλά.» «Εντάξει. Απλώς βγάλε αυτά που φοράς τώρα.» Πήρε το χρόνο της, απολαμβάνοντας τον πόθο που άναβε στα μάτια του. Γεύονταν ο ένας τον άλλον με δαγκωματιές, ώσπου να χορτάσουν την πείνα τους. Όταν η Μπρένα άρχισε να ξεκλειδώνει τα πόδια της γύρω από τη μέση του Λουκ, τα χέρια του σφίχτηκαν πάνω στους γλουτούς της σα δαγκάνες, κρατώντας τη σφιχτά πάνω στο στομάχι του. «Δώσε μου ένα δευτερόλεπτο.» Η Μπρένα τον κοίταξε καθώς εκείνος έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια κοφτή αναπνοή. Η ένταση της έκφρασής του την έκανε να εκπλαγεί. Η έκφραση του θηριώδους πολεμιστή δεν ήταν η συνηθισμένη του. «Είσαι καλά;» Τα βλέφαρά του άνοιξαν, αποκαλύπτοντας συναισθήματα που η Μπρένα είχε να δει εδώ και πολύ καιρό. «Απολαμβάνω τη στιγμή. Βοηθά ν’ αντέχω τις κακές στιγμές πολύ πιο εύκολα.» Αν ξαναχώριζαν, θα χρειάζονταν και οι δυο κάτι απ’ το οποίο να μπορούσαν να κρατηθούν. Η Μπρένα περίμενε το κενό στο στομάχι της να μεγαλώσει. Δε μεγάλωσε. Αντιθέτως, την κατέκλυσε κάτι που έμοιαζε με ελπίδα. «Εντάξει. Αναλαμβάνεις την ευθύνη να θυμάσαι κάθε λεπτομέρεια αυτού του Σαββατοκύριακου.
Κάποια μέρα, θα λες στα εγγόνια μας, όχι όμως με λεπτομέρειες, πώς τελικά δραπετεύσαμε μαζί.» Τα δάχτυλά του έσφιξαν τους γλουτούς της. «Μ’ αρέσει έτσι όπως εξελίσσεται όλο αυτό. Ίσως θα πρέπει να πάρω ένα στιλό και να τα καταγράφω.» Η Μπρένα έβαλε τους αστραγάλους της γύρω από τη μέση του. «Ε;» «Ακόμα πετάς στα σύννεφα από τον τελευταίο σου οργασμό. Όταν το αίμα ξανακυλήσει στο κεφάλι σου, ίσως να υποφέρεις από κρίση αμνησίας.» Η Μπρένα τραβήχτηκε προς τα πίσω, ώσπου η ματιά της να συναντήσει τη δική του. «Περίεργο, ε; Η συνήθειά μου να την κοπανάω φαίνεται πως μ’ έχει εγκαταλείψει.» Τα χέρια του χαλάρωσαν τη λαβή τους καθώς άφησε προσεκτικά τα πόδια της στο πάτωμα. «Μου αρέσει αυτό όλο και πιο πολύ. Θες να πάμε στο δημαρχείο αντί στο ζωολογικό κήπο;» Το στόμα της άνοιξε διάπλατα και το στομάχι της σφίχτηκε. Δεν ήταν πρόταση γάμου. Ήταν ένα αστείο. Ένα αστείο διαποτισμένο με κάτι περισσότερο. Αυτό το κάτι έκανε το λαιμό της να σφιχτεί. «Νομίζω ότι ο ζωολογικός κήπος είναι ό,τι πιο άγριο μπορώ ν’ αντέξω αυτή τη στιγμή.» «Έλα τώρα. Δεν είμαι καν τόσο τρελός όσο μια μαϊμού.» «Ούτε και τόσο χαριτωμένος» αστειεύτηκε η Μπρένα τυλίγοντας τα χέρια της στη μέση του. «Ούτε και τόσο μαλλιαρός.» «Το γεγονός ότι δεν είμαι τόσο μαλλιαρός, πρέπει να μου δίνει κάποιους πόντους.» «Με ψαρεύεις για κομπλιμέντα;» «Οι περισσότερες γυναίκες θέλουν να μου τονώσουν τον εγωισμό.» «Έλα τώρα, άλλο πράγμα θέλουν να σου τονώσουν και το ξέρεις.» Την κόλλησε πάνω στο στήθος του. «Τότε υποθέτω ότι είσαι τυχερή που είσαι η μοναδική που έχει πρόσβαση σ’ αυτό.» «Θα κάνω πως δεν το άκουσα αυτό.» Σήκωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του χάιδεψε το μάγουλό της. «Όπως βλέπεις, δεν παραπονιέμαι.» «Καλή παρατήρηση» σχολίασε η Μπρένα σκουπίζοντας τα χείλη της με την ανάστροφη του χεριού της. «Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να σε κρατήσουμε έτσι.» ***
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Λουκ πάλευε να περπατήσει στο ρυθμό της στα στενά πεζοδρόμια του Νορθ Εντ. Φυσικά, το να βρίσκεται δυο βήματα πίσω της, του έδινε μια τέλεια θέα των γλουτών της. Τίποτε δεν τον ξενέρωνε περισσότερο από μια γυναίκα που δεν είχε καμπύλες. Λίγη παραπάνω σάρκα σήμαινε λίγη παραπάνω διασκέδαση. Ή στην περίπτωση της Μπρένα, πολλή παραπάνω διασκέδαση. Στο σήμα των δύο μιλίων η Μπρένα έκοψε το ρυθμό της. «Μπορούμε να πάμε στα Μπίγκλοου Μπάγκελς; Λατρεύω την κρέμα τυριού με καρυδόμελο.» Περπάτησαν δίπλα δίπλα για δύο τετράγωνα, με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Η μικρή ουρά έξω από τα Μπίγκλοου κυλούσε γρήγορα. Η αναπνοή του Λουκ επέστρεψε στον κανονικό της ρυθμό
την ώρα που η σερβιτόρα άφησε μια κανάτα καφέ και δυο γεμιστά κουλούρια μπροστά τους. Το ανεπαίσθητο τρέμουλο των χεριών της Μπρένα καθώς έβαζε παραπανίσια κρέμα τυριού, προετοίμασε το Λουκ για ανεπιθύμητα νέα. Όταν το βλέμμα της μετακινήθηκε από το πιάτο της στο πρόσωπό του, εκείνος έσφιξε τα χέρια του γύρω από τη σχεδόν άδεια κούπα του καφέ. «Το κάνω πιο δύσκολο και για τους δυο μας» είπε η Μπρένα κόβοντας το κουλούρι της σε μικρά κομμάτια. «Ένας απ’ τους λόγους που δε μου αρέσει να μιλώ για το παρελθόν μου είναι ότι δεν είμαι ποτέ σίγουρη από πού να αρχίσω. Μερικά πράγματα δε μου φαίνονται πια ούτε καν αληθινά.» «Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό.» Το στόμα της άνοιξε και τα χέρια της έμειναν ακίνητα. «Ναι, χρειάζεται. Το χρωστώ σ’ εσένα, και ίσως και στον εαυτό μου.» Ο Λουκ επέμενε. «Όχι εδώ. Γιατί δεν πάμε κάπου αλλού πιο ήσυχα;» Η Μπρένα κούνησε αργά το κεφάλι της. «Καλύτερα να μην το αναβάλω, πράγμα το οποίο είναι τρελό, γιατί απέφευγα αυτή τη συζήτηση για χρόνια.» Τα χέρια της κινήθηκαν ξανά και τα δάχτυλά της χτυπούσαν το σημαδεμένο τραπέζι από ξύλο πεύκου. Ο Λουκ κλείδωσε τα πόδια του γύρω από τα γόνατά της. «Ο δόκτωρ Φιλ θα ήξερε τι να πει για να το κάνει πιο εύκολο. Εγώ δεν έχω ιδέα.» Το τρέμουλο των χειλιών της ταίριαζε με το τρέμουλο της φωνής της. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, το να μεγαλώνω σε μια εντελώς δυσλειτουργική οικογένεια, ήταν μερικές φορές λυτρωτικό. Ο πατέρας μου τα είχε κάνει τόσο θάλασσα που οι άνθρωποι εστίαζαν την προσοχή τους στην άσχημη συμπεριφορά του, θεωρώντας δεδομένο ότι εγώ ήμουν σχεδόν τέλεια.» Ο Λουκ τράβηξε το βλέμμα του καθώς η Μπρένα άφησε την τσαλακωμένη πετσέτα της και άρχισε μια ανελέητη επίθεση στις παρανυχίδες της. «Το αστείο είναι ότι και εγώ τα έκανα θάλασσα.» Η Μπρένα χαμήλωσε το κεφάλι, δάγκωσε την άκρη των χειλιών της και έβαλε τους αγκώνες της πάνω στο τραπέζι. «Ο θάνατος της μητέρας μου δεν ήταν ατύχημα. Και δεν τη σκότωσε τελικά ο καρκίνος.» Αυτή τη φορά ήταν ο Λουκ που έβαλε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Είχε καρκίνο στο τέταρτο στάδιο. Η γιαγιά σου μου είχε πει ότι συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα πειραματικών κλινικών δοκιμών στο Ντάνα Φάρμπερ.» «Ήταν σε άσχημη κατάσταση, αλλά το σώμα της το πάλευε ακόμα. Και θα συνέχιζε να παλεύει, αν δεν είχε πάρει μια ντουζίνα χάπια.» Έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Χάπια που της έδωσα εγώ, Λουκ. Μου το ζήτησε και εγώ το έκανα. Απλώς το έκανα.» «Μισό λεπτό, γλυκιά μου.» Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του και το σήκωσε απαλά, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει. «Δεν ξέρω πού ακριβώς πάει όλο αυτό, αλλά δε θα συνεχιστεί εδώ μέσα.» Ίσως ήταν το βλέμμα στα μάτια του ή το γεγονός ότι έκανε νόημα στη σερβιτόρα, αλλά η Μπρένα δε διαφώνησε. Φόρεσε το τζάκετ της, ήπιε τον υπόλοιπο καφέ της και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Περπάτησαν το πρώτο χιλιόμετρο μέσα στη σιωπή. Κάθε βήμα τους ήταν πιο βαρύ από το
προηγούμενο. Δεκάδες κοινότοπες εκφράσεις κολλούσαν στο στόμα του. Η Μπρένα κατηγορούσε ένα παιδί για το θάνατο της ετοιμοθάνατης μητέρας του. Ο τρόπος σκέψης του Λουκ δεν μπορούσε να πάει πέρα από την αναθεματισμένη τρέλα μιας άστοχης κατηγορίας της προς τον εαυτό της. Μισό μίλι πριν από το σπίτι του, η Μπρένα έσπασε τελικά τη σιωπή. «Δεν ήταν ούτε καν δικά της. Τα είχα κλέψει από το ντουλάπι με τα φάρμακα του παππού μου. Ήμουν δεκατριών χρονών… Ήξερα ότι είναι λάθος. Ήξερα ότι έπρεπε να το έχω πει στον μπαμπά μου.» Ο Λουκ προσπάθησε να την αγκαλιάσει, μα η Μπρένα τραβήχτηκε. «Δεν ήμουν μωρό, ήξερα.» «Αηδίες. Αυτά είναι αηδίες. Οποιοδήποτε παιδί σε αυτή την ηλικία θέλει να βοηθήσει τη μητέρα του.» «Να βοηθήσει; Δεν είμαι σίγουρη ότι η παροχή βοήθειας για να αυτοκτονήσει κάποιος θεωρείται βοήθεια. Διάολε, αυτό τον καιρό παλεύεις για να υπερασπιστείς αυτές τις δύο νοσοκόμες.» Ο Λουκ την τράβηξε με δύναμη πάνω στο στήθος του. «Η υπόθεση αυτή είναι εντελώς διαφορετική. Αυτό που συνέβη σ’ εσένα ήταν ένα λάθος. Είμαι σίγουρος ότι η μητέρα σου δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.» Τα χέρια της έγιναν γροθιές γύρω από τη μέση του. «Κανένας δεν καταπίνει τόσα πολλά Οξικοντίν περιμένοντας να ξυπνήσει το πρωί.» Δεν ήταν αυτή η εξέλιξη που ήλπιζε ο Λουκ ότι θα είχε η σχέση τους. Για χρόνια, γύριζε στο μυαλό του πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα όταν τελικά η Μπρένα θα ανοιγόταν, αλλά δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτή τη συγκεκριμένη βόμβα. Δεν έβγαζε νόημα. Κανένας ψυχολόγος δε θα την άφηνε να κουβαλάει τέτοιο βάρος για πάνω από δέκα χρόνια. Κανένας εκπρόσωπος του νόμου δε θα τη θεωρούσε υπεύθυνη. Αυτό την έκανε να διαλύσει τις σχέσεις της με την οικογένειά της. Ένιωσε το θυμό σαν άγριο κύμα. «Τι είπε ο μπαμπάς σου;» Η Μπρένα σήκωσε το κεφάλι της, αποκαλύπτοντας το συνοφρυωμένο μέτωπό της. «Τίποτε. Δεν το ξέρει.» Έβαλε μια τούφα μαλλιά πίσω απ’ το αφτί της. «Δεν μπορούσα να του το πω.» «Ω Θεέ μου.» Ένιωσε το σφυγμό του να χτυπά ακανόνιστα. «Γλυκιά μου, πες μου ότι το είπες σε κάποιον, οποιονδήποτε.» Η Μπρένα άφησε τα χέρια της να πέσουν από τη μέση του και τραβήχτηκε πίσω. Τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά της τον έκαναν να καταπιεί μια σειρά από βρισιές. «Κατέβασα τους διακόπτες μου. Το μόνο πράγμα που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι βρίσκομαι μαζί της στον παράδεισο. Όχι ότι πίστευα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο έπειτα από αυτό που είχα κάνει. Έτσι, προσευχόμουν να ανοίξει η γη και να πέσω στις φλόγες της κόλασης.» «Γαμώτο.» «Δυο μέρες μετά την κηδεία της, ο μπαμπάς μου με βρήκε με ένα μπουκάλι χάπια. Έμενα με τον παππού και τη γιαγιά μου, και μια Τρίτη πρωί ξύπνησα και αποφάσισα ότι θα έκανα τον εαυτό μου να πληρώσει γι’ αυτά που είχα κάνει.» Η φωνή της έγινε επίπεδη. «Ο μπαμπάς μου νόμιζε ότι περνούσα μια περίοδο πένθους.» «Σε πήγε σε κάποιο σύμβουλο;»
Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Με έστειλε στο σπίτι του ξαδέλφου του στη Φλόριντα για δυο εβδομάδες. Οι ικανότητές του να αντεπεξέλθει στην κατάσταση ήταν πάνω κάτω στο ίδιο επίπεδο με τις ικανότητές του ως γονιός.» Το πρωινό ανακατεύτηκε στο στομάχι του Λουκ. Έριξε μια γρήγορη ματιά προς την κοντινή γωνία του δρόμου και αναρωτήθηκε αν θα ξερνούσε πριν προλάβει να φτάσει στο μπάνιο του. Ήθελε να είναι θυμωμένος. Το να νιώθει θυμωμένος ήταν πολύ καλύτερο απ’ το να νιώθει αβοήθητος.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Η Μπρένα ήλπιζε ότι ο εφιάλτης της θα τελείωνε με ένα δυνατό «μπαμ», αντί με δάκρυα και λυγμούς. Φυσικά, δεν περίμενε ότι θα ξεγύμνωνε την ψυχή της σε ένα πεζοδρόμιο στο κέντρο της Βοστόνης, ειδικά όταν το άτομο το οποίο ήταν απέναντί της, ήταν ο Λουκ. Αλλά όταν αποφάσισε να του πει ότι τον αγαπά, ήξερε ότι αυτή η συζήτηση έπρεπε να γίνει πρώτη. Κρύβοντας την αλήθεια, τα λόγια αγάπης θα ήταν ψεύτικα. Θα δημιουργούσαν ακόμα ένα ασταθές θεμέλιο. Η Μπρένα δίστασε όταν έφτασε στα μπροστινά σκαλοπάτια έξω απ’ το σπίτι όπου γεννήθηκε. Έκατσε σ’ ένα σκαλί και έδειξε με το χέρι της τον άδειο χώρο δίπλα της. «Κάτσε» τον πρόσταξε μαλακά. «Ξέρω ότι το κεφάλι σου είναι άνω κάτω αυτή τη στιγμή.» Το πρόσωπό του είχε γίνει σταχτί και η Μπρένα αναρωτιόταν αν θα σωριαζόταν στον όμορφο πετρόχτιστο δρόμο. «Κάποιος θα πρέπει να κατάλαβε τι συνέβαινε. Κανένας δε σκέφτηκε το προφανές;» «Κάτσε κάτω, πριν πέσεις, Λουκ.» Μόλις έκατσε δίπλα της, εκείνη συνέχισε. «Ίσως να μη θέλουν να ξέρουν τι πραγματικά έγινε. Ίσως ήταν πολύ απασχολημένοι με το πένθος τους ακόμα και για να αναρωτηθούν πώς βρέθηκε το μπουκάλι με τα χάπια στα χέρια της.» Η κοφτή του ανάσα ήταν σα λόγχη που τρυπούσε τα πλευρά της. Σκατά. Η εξομολόγηση ήταν δύσκολη. Εκείνος που εξομολογείται νιώθει τουλάχιστον κάποια ανακούφιση, ενώ αυτός που τον ακούει καταστρέφει τις ψευδαισθήσεις του. Ήταν οφθαλμοφανές ότι ο Λουκ δεν αισθανόταν άνετα. «Δεν προσπαθούσες να βλάψεις τη μητέρα σου. Ήταν υπεύθυνη για τις επιλογές που έκανε.» «Ένα κομμάτι μου το ξέρει αυτό. Ένα άλλο αναρωτιέται αν απλώς είμαι στον κόσμο μου. Και η μητέρα μου και ο πατέρας μου έκαναν λάθος επιλογές ξανά και ξανά. Πλήγωναν ο ένας τον άλλον και όλους όσους ήταν γύρω τους. Δε θέλω να το κάνω αυτό, αλλά το παρελθόν μου δε με καθησυχάζει.» «Για σταμάτα.» Ο Λουκ παραμέρισε τα μαλλιά της μπροστά απ’ το πρόσωπό της. «Ό,τι έκανες όταν ήσουν παιδί, δε σε κάνει αντίγραφο των γονιών σου. Ο καθένας κάνει λάθη. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορείς να κοιτάξεις το παρελθόν σου με αντικειμενικότητα. Δεν είσαι εκ γενετής ελαττωματική, επειδή κουβαλάς το DNA του πατέρα σου.» «Το ξέρω αυτό αλλά του μοιάζω σε μερικά πράγματα. Όταν δε θέλω να αντιμετωπίσω κάτι, η πρώτη μου αντίδραση είναι να φύγω μακριά. Αυτό δεν είναι υγιές.» Σηκώθηκε από δίπλα της και έκατσε απέναντί της, αναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει κατάματα. «Σωστό. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να δεις έναν ψυχολόγο. Κάτσε με κάποιον που έχει τις γνώσεις να σε βοηθήσει να δουλέψεις αυτά τα θέματα.» Τα λόγια του την κέντρισαν. Η σκέψη να μιλήσει για τα θέματά της σε κάποιον άγνωστο της έφερνε έναν κόμπο στο λαιμό. «Μήπως θες να καθυστερήσουμε τα πράγματα λίγο; Να περιμένουμε μέχρι να μπορώ να διαχειρίζομαι καλύτερα τα θέματα της ζωής μου και του παρελθόντος μου;» Τα χέρια του έσφιξαν δυνατά τα γόνατά της. «Όχι υπαναχωρήσεις. Ό,τι μου είπες δε με χαροποίησε. Θέλω να σου αποδείξω ότι μπορώ να
χειριστώ τα πάντα. Σκεφτόμουν ότι αν ανοίξουμε τα χαρτιά μας, όλα θα πάνε μια χαρά, αλλά χρειάζεται να απευθυνθούμε σε έναν επαγγελματία, σε κάποιον που θα μπορεί να μας βοηθήσει να βγάλουμε μια άκρη.» «“Να μας;”» Κάτι που έμοιαζε με αβεβαιότητα φάνηκε στο βλέμμα του Λουκ. «Ίσως όχι αμέσως. Χρειάζεται να είσαι μόνη σου, να μιλήσεις με κάποιον εμπιστευτικά. Αλλά δε θα με πείραζε να έρθω σε μία συνεδρία. Ίσως με βοηθήσει να καταλάβω πώς μπορώ να σε υποστηρίξω καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.» «Νομίζω ότι θυμάμαι πως είχες πει στον Τζον να πάρει ένα σκύλο όταν πάλευε με την εμμονή του για την καθαριότητα. Του είχες πει ότι το να καθαρίζει τις τρίχες του σκύλου θα ήταν πιο οικονομικό και πιο αποτελεσματικό απ’ το να βγάζει τα εσώψυχά του σε κάποιον υπεραμειβόμενο κάτοχο ντοκτορά.» Τα χέρια του άφησαν τα γόνατά της. «Θεέ και κύριε. Θυμάσαι τα πάντα; Ήμουν είκοσι ενός χρονών και ελαφρώς μεθυσμένος, και δεν πήρα και πολλούς πόντους για το γεγονός ότι ακολούθησε τη συμβουλή μου, έτσι;» Ένα ντροπαλό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο στόμα του. «Θα μπορούσαμε να πάρουμε ένα κουτάβι το ερχόμενο φθινόπωρο.» «Προσπαθείς να με δωροδοκήσεις; Το γεγονός ότι ποτέ μου δεν είχα κατοικίδιο δε σημαίνει ότι είμαι εύκολο θύμα.» Η Μπρένα πέρασε το δάχτυλό της κάτω από τα χείλη του. «Σε ό,τι αφορά εσένα όμως, είμαι.» «Είχες σκεφτεί ποτέ να μου πεις κάτι τέτοιο παλιά; Πιστεύω ότι φοβόσουν πως κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα πράγματα ανάμεσά μας.» Μια μοτοσικλέτα πέρασε απ’ τον ήσυχο δρόμο αποσπώντας τους την προσοχή. Η Μπρένα δάγκωσε δυνατά το εσωτερικό του στόματός της, προσπαθώντας να προετοιμαστεί για την απάντηση. «Μα θα τα άλλαζε. Το να ανοιχτώ σ’ εσένα θα ήταν σα να περιμέναμε από ένα τσιρότο να κλείσει μια κακοφορμισμένη πληγή. Πέρασα έξι χρόνια προσπαθώντας να ξεχάσω. Μπορεί εσύ να δεχόσουν αυτό μου το κομμάτι, αλλά εγώ δεν μπορούσα. Διάολε, θα χτύπαγα το κεφάλι μου σε εκείνο τον τοίχο, αν ήξερα ότι θα πάθω μόνιμη αμνησία.» Ο Λουκ χαμογέλασε, πιθανόν γιατί καταλάβαινε ότι η Μπρένα αστειευόταν. «Η διαχείριση θεμάτων ως ενήλικας πρέπει να γίνεται σε μικρές δόσεις. Πάμε να πακετάρουμε τα πράγματά μας και να κάνουμε πικνίκ στο Ζωολογικό Πάρκο Φράνκλιν;» Με λίγες λέξεις κατάφερε να της αλλάξει τα συναισθήματα. Ήταν αυτό φυσιολογικό; Πριν από αυτόν και τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το χωρισμό τους, η Μπρένα προσπαθούσε να περιορίσει το φάσμα των συναισθημάτων της. Η εμπειρία την είχε διδάξει ότι το να αναρρώνει από τις δύσκολες στιγμές της ζωής δεν ήταν το δυνατό της σημείο. ***
Το Σαββατοκύριακο έληξε όπως είχε ξεκινήσει – με μία έκπληξη. «Τι είναι μια ακόμη νύχτα; Άσε την Τες να χαρεί λίγο την ησυχία της.» Μέσα στην ημέρα, ο Λουκ προσπαθούσε να σκαρφιστεί καινούριους τρόπους, ώστε να
επεκτείνουν το Σαββατοκύριακό τους είκοσι τέσσερις ώρες. Τα ικετευτικά του μάτια και οι υποσχέσεις του σχεδόν την είχαν πείσει να αδειάσει το σακίδιό της. «Είσαι σατανικός. Αν μείνουμε, και οι δύο ξέρουμε ότι δε θα καταφέρω να φτάσω στο εργοτάξιο στις επτά και μισή.» Τα χέρια του κινήθηκαν αργά στη μέση της, σταματώντας πάνω από την καμπύλη των γλουτών της. «Θα πάρω το Μαρκ και θα του πω ότι είσαι απασχολημένη.» Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του. «Στο κρεβάτι μου. Θα καταλάβει.» Η Μπρένα προσπάθησε να τον τσιμπήσει κάτω από τα πλευρά του, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν μια σειρά από μύες. «Τα παιδιά δε θα το άφηναν να περάσει έτσι. Εκτός αυτού, έχουμε ήδη έλλειψη προσωπικού. Ο Χάρπερ έκανε έκπληξη στη γυναίκα του και την πήγε κρουαζιέρα. Τελικά, την έπεισε ότι της έλεγε αλήθεια εξαρχής. Τώρα περνά το μισό απ’ το χρόνο της δουλειάς στέλνοντάς της ανόητα μηνύματα στο κινητό.» «Με φοβίζει πάρα πολύ το πόσο αγαπάς αυτή τη δουλειά.» «Δε βλέπουν τίποτε άλλο σ’ εμένα, παρά μόνο εμένα την ίδια. Δεν είμαι η αταίριαστη κόρη του Ουίλιαμ Μόργκαν ούτε η μαθήτρια που πήρε υποτροφία στο Μπράιτον, που προσπαθεί να ταιριάξει με τους πιο προνομιούχους συμμαθητές της. Είμαι μια χαζή γυναίκα που φορά ένα κίτρινο φωσφοριζέ γιλέκο. Είναι ωραία να σηκώνομαι το πρωί και να ξέρω ότι η μόνη προσδοκία που έχουν από μένα είναι να κάνω καλά τη δουλειά μου.» Οι παλάμες του γράπωσαν το ζεστό τζιν ύφασμα που τύλιγε τους γλουτούς της. «Δεν είναι η δουλειά που με απασχολεί. Είναι το γεγονός ότι δε σταματάς ποτέ όσο πληρώνεσαι, που σημαίνει ότι κοιμάσαι αργά, όχι εκδρομές στο νησί και όχι σωματική θεραπεία μαζί μου.» «Σωματική θεραπεία;» Κούνησε το κεφάλι του. «Σεξοθεραπεία. Όπως και αν σου αρέσει να το λες, θα χρειαστεί να το βάλεις στο πρόγραμμά σου μαζί με τις επαγγελματικές σου υποχρεώσεις.» Η Μπρένα πήγε κοντά του γνωρίζοντας ότι η αναχώρησή τους απλώς θα καθυστερούσε τουλάχιστον μισή ώρα. «Είμαι σίγουρη ότι θα την έκανες απ’ το δικαστήριο για να μείνω στο γραφείο σου και να διασκεδάσουμε, αν αυτό σήμαινε ότι θα σε επέπλητταν με ένα χαστουκάκι.» Ο Λουκ βόγκηξε. «Τουλάχιστον, θα έμπαινα στον πειρασμό. Πραγματικά θα έμπαινα.» Τα δάχτυλά του γλίστρησαν χαμηλότερα. «Διάολε, αν ήταν ο δικαστής Χολκόμπ, πιθανόν να ρίσκαρα να δικαστώ για απείθεια.» Η συζήτησή τους τέλειωσε εκεί, καθώς πέταξαν τα ρούχα τους πίσω απ’ τον καναπέ. Κάθε άγγιγμα ήταν προσχεδιασμένο. Ο Λουκ, που πάντα ήταν γενναιόδωρος, έπαιξε με το κορμί της σα να ήταν ένα καλά κουρδισμένο μουσικό όργανο. Όταν τελικά η Μπρένα κατέρρευσε κάτω απ’ το κορμί του, αναζητούσε τον αέρα σα μαραθωνοδρόμος που έφτασε τη γραμμή τερματισμού. Πέρασαν μόνο λίγα δευτερόλεπτα, και ο Λουκ τραβήχτηκε και τη σκέπασε με μια κουβέρτα από κασμίρι. «Επιστρέφω αμέσως.»
Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πολύ κουρασμένη για να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ το να βάλει ένα μαξιλάρι κάτω απ’ το κεφάλι της. Το να είναι σπίτι του της ήταν οικείο. Παρ’ όλο που τα σημάδια του πλούτου ήταν παντού, η Μπρένα ένιωθε ευπρόσδεκτη. Οικεία. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, αφού δεν ήθελε να ρισκάρει να προχωρήσει πιο βαθιά σ’ αυτές τις σκέψεις. ***
Ήταν πολύ αργά για να βρει κόλλα περιτυλίγματος. Συνήθως, τα δώρα τού τα τύλιγαν στο μαγαζί απ’ όπου τα αγόραζε, αλλά αυτό το συγκεκριμένο κουτί βρισκόταν στο πρώτο συρτάρι εδώ και πολλά χρόνια. Στο παρελθόν, το έβγαζε συχνά από το συρτάρι και αναρωτιόταν αν θα κατέληγε ποτέ εκεί που ανήκε. Τώρα είχε την ευκαιρία να μάθει. Τα πόδια του σερνόντουσαν ενώ η καρδιά του βροντοχτυπούσε. Ήξερε ότι τα πράγματα πήγαιναν γρήγορα, όμως δεν υπήρχε πλέον εναλλακτική λύση. Τώρα που τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει, ήθελε να επανορθώσει για το χαμένο χρόνο. Όλες οι αηδίες περί φιλίας και έλλειψης προσδοκιών είχαν γίνει καπνός. Τότε, είχε μιλήσει με αυτό τον τρόπο σε όλους, συμπεριλαμβανομένης και της Μπρένα, ώστε αν η υπόθεση κατέληγε σε φιάσκο, αυτός να παρέμενε ψηλά στα μάτια της οικογένειάς του και των φίλων του. Επέστρεψε στο σαλόνι και τον υποδέχτηκε το μισοκοιμισμένο πρόσωπο της Μπρένα και ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός. «Είμαι ερωτευμένη, Μπράντεν.» «Επιστρέφω αμέσως, Μόργκαν.» «Εννοώ με τον καναπέ σου» πρόσθεσε η Μπρένα βιαστικά. «Αυτό είναι ένα αμαρτωλό και απαλό δέρμα.» «Όταν σκέφτομαι τις λέξεις “αμαρτωλό” και “απαλό”, συνήθως ονειρεύομαι το κορμί σου. Ειδικά εκείνο το μικρό λακκάκι, που η γλώσσα μου…» Το σημάδι της ήταν ακόμα τέλειο. Η γωνία του μαξιλαριού πίεσε τη μύτη του, διακόπτοντας προσωρινά τη ροή των σκέψεών του. «Μπορείς να μου πεις να σταματήσω.» Η Μπρένα τέντωσε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι της και πίεσε τον εαυτό της να μείνει καθιστή. «Θα πρέπει να φύγω. Υποσχέθηκα στην Τες ότι θα βρίσκομαι εκεί τουλάχιστον για το βραδινό απόψε.» Ο Λουκ είδε τον άδειο χώρο δίπλα της στον καναπέ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα. «Δώσε μου πέντε λεπτά ακόμα. Έχω κάτι για σένα.» Η Μπρένα κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Σε παρακαλώ, μη θυμώσεις αλλά δε θα δεχτώ άλλα δώρα.» Τα χέρια της κινήθηκαν, αποκαλύπτοντας μια ντροπαλή έκφραση. «Μπορούμε να συμφωνήσουμε να τα περιορίσουμε στα γενέθλια και στις επετείους.» «Θα το προσπαθήσω αυτό» της είπε καθώς τραβούσε το κουτί έξω από την τσέπη του. «Αυτό όμως είναι κάτι που υποτίθεται ότι θα σ’ το έδινα για την αποφοίτηση.» «Ούτε που πρόκειται να σου πω πού κατέληξε το δώρο για τη δική σου αποφοίτηση. Σκέψου
νερό. Νερό που μυρίζει άσχημα.» Το γέλιο της ανακούφισε την ένταση που ένιωθε στο λαιμό και στους ώμους του. «Αυτό πόνεσε. Το να είσαι ο υποχωρητικός σε αυτή τη σχέση δεν είναι καλό.» Το χέρι του παρέμεινε λίγο μετέωρο καθώς άφηνε το κουτί στο κέντρο της παλάμης της. «Ήθελα να σε εντυπωσιάσω. Να κατηγορήσεις τον Τζον. Συνεχώς έλεγε να πάρω κάτι μεγάλο και έντονο.» «Τώρα έχω αρχίσει και τρομοκρατούμαι.» Η Μπρένα άνοιξε το εξωτερικό άσπρο κουτί και αποκαλύφθηκε ένα μικρότερο βελούδινο μπλε κουτάκι. Ο Λουκ την παρακολουθούσε περιμένοντας ένα πλατύ και λαμπερό χαμόγελο. Σε κάθε φαντασίωσή του, η Μπρένα δυσκολευόταν με τα δώρα. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα ήξερε πόσο έξω είχε πέσει κάνοντας αυτή την επιλογή πριν από οκτώ χρόνια. Τα χείλη της σχημάτισαν έναν τέλειο κύκλο, φέρνοντας στο νου του ένα μεγάλο χάλκινο πνευστό όργανο. Ο ήχος του κουτιού που έκλεισε, έκανε και τους δύο ν’ ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους ταυτόχρονα. «Σε είχα προειδοποιήσει, Μόργκαν.» Η Μπρένα άνοιξε πάλι το κουτί με τον αντίχειρά της και αυτή τη φορά τα χείλη της σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο. «Όχι, δε με είχες προειδοποιήσει. Είναι όμορφο.» «Σκεφτόμουν για το παραδοσιακό δαχτυλίδι αποφοίτησης, αλλά ακόμα και με το πετράδι πάνω του, δε μου φαινόταν κατάλληλο. Πήγα στον Τιμ, στο Ντάφι Τζούελς. Εκείνος σχεδίασε το διαμαντένιο βιβλίο με το λογότυπο του σχολείου πάνω σε ζαφείρι μόνο για σένα.» Ο Λουκ πήγε κοντά, πήρε το δαχτυλίδι και το πέρασε στο δάχτυλο της Μπρένα. Εκείνη απομάκρυνε μια τούφα μαλλιά απ’ το μέτωπό της. «Αυτό είναι το σημείο όπου θα σου πω ότι είσαι τρελός και ότι δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τέτοιο.» Η Μπρένα έκανε μια παύση φέρνοντας το χέρι μπροστά στο πρόσωπό της. «Αλλά πραγματικά μου αρέσει πάρα μα πάρα πολύ.» «Ε, λοιπόν αυτό θα κάνει τον Τζον να χαμογελάσει.» «Είχες βάλει στοίχημα εναντίον μου;» Ο Λουκ έβαλε το χέρι του πάνω στο σαγόνι του. «Όχι εναντίον σου. Μάλλον εναντίον της ικανότητάς μου να διαλέξω κάτι που πραγματικά θα σου άρεσε.» Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το μάγουλό του. «Πόσα;» «Πεντακόσια.» Το άγγιγμά της έκανε τη θερμοκρασία του κορμιού του να ανέβει. «Δεν έχεις θυμώσει, έτσι δεν είναι;» Η ματιά της κινήθηκε από το τέταρτο δάχτυλό της στα μάτια του. «Δώσε τα μισά στην Αμάντα.» Η ανάσα της γαργάλησε τη μύτη του, καθώς έγερνε πιο κοντά του. «Σ’ ευχαριστώ.» Οι γοφοί της και τα χέρια της τον έσπρωχναν, μέχρι που προσγειώθηκε ανάσκελα στον καναπέ. Μια ανακούφιση τον πλημμύρισε τη στιγμή που εκείνη έγερνε το κορμί της και τον πίεζε ανάμεσα στα πόδια της, δίνοντάς του ένα φιλί στο στόμα. Ένα απαλό γουργούρισμα που το ακολούθησε ένα
συγχυσμένο βογκητό, τον έκαναν να φυλακίσει το κορμί της στο δικό του. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου.» Την τράβηξε έτσι ώστε να ανακαθίσει πάνω του. «Δε θα πας σπίτι σου ακόμα.» «Ώστε αυτό το δαχτυλίδι ήταν δωροδοκία;» Ο Λουκ ώθησε τους γοφούς του μπροστά επίτηδες, αυξάνοντας την πίεση πάνω στο τζιν της. «Μακάρι να ήσουν τόσο εύκολη. Θα άδειαζα το ταμείο μου αν αυτό θα σε έκανε να έρθεις…» Ένα κοφτό τσίμπημα στο σαγόνι του σχεδόν τον έκανε να χάσει τον ειρμό των σκέψεών του. «Ό,τι ετοιμαζόμουν να πω να έρθεις πίσω. Παρ’ όλα αυτά, και το άλλο μια χαρά μού ακούγεται.» Δέκα λεπτά αργότερα, ο Λουκ πάλευε να βρει την ανάσα του. Χωρίς να βγάλει ούτε καν ένα ρούχο, η Μπρένα τού είχε δώσει την πιο ερωτική εμπειρία της ζωής του. «Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει ότι όσο δε βγάζω τα ρούχα μου, δε θα μπω σε μπελάδες.» Ο Λουκ κοίταξε με λυπημένο ύφος την κατάσταση του τζιν της. «Προφανώς, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει γυναίκα με το δικό σου ταλέντο.» Το ντροπαλό χαμόγελο στο πρόσωπό της έκανε την καρδιά του να πονέσει. «Ήταν διαφορετικό, ε;» Η αμηχανία της ήταν που έκανε αυτή τη στιγμή τόσο τέλεια. «Άνω κάτω. Καυτό. Υπέροχα διαφορετικό.» Πίεσε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του. «Διάβασα γι’ αυτό σε ένα βιβλίο.» «Ωραίο βιβλίο.» «Ήταν ένα δώρο από μια γυναίκα που δούλευα μαζί της στη Φλόριντα. Μου το έδωσε σε ένα πάρτι. Μου είπε να το διαβάζω στο αεροπλάνο ή στη στάση του λεωφορείου, αν ήθελα να αποφύγω την κουβέντα με φλύαρους ξένους.» «Τόσο άσχημα;» «Ήταν τόσα πολλά τα μπλεγμένα κορμιά στο εξώφυλλο, που δεν μπορούσα να καταλάβω αν έκαναν σεξ ή έπαιζαν τουίστερ.» «Μπορώ να το δανειστώ;» «Μόνο αν υποσχεθείς ότι δε θα διαβάσεις τις σημειώσεις μου στο περιθώριο.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η Μπρένα μετακινήθηκε ελπίζοντας ότι τα στρώματα βρομιάς που κάλυπταν το τζιν της δε θα λέκιαζαν την αντίκα πολυθρόνα Κουίν Αν του Λουκ. Από τη στιγμή που κάθε κομμάτι της επίπλωσης του δικηγορικού γραφείου Μπράντεν εντ Σαν κόστιζε περισσότερο από το Χόντα της, οι επιλογές της ήταν περιορισμένες. Η θέα των παπουτσιών εργασίας πάνω στο ανατολίτικο χαλί χειροτέρευε τη γενική κατάσταση ναυτίας που ένιωθε. Ο Λουκ είχε αργήσει και εκείνη είχε έρθει νωρίτερα. Κάποια άλλη μέρα, θα είχε επιλέξει να γυρίσει σπίτι, να κάνει ντους και να αλλάξει ρούχα. Όμως σήμερα δεν ήταν μια συνηθισμένη Παρασκευή. Η Γκρέις και ο Τζέικ έκαναν ένα προγαμιαίο πάρτι. Από τη στιγμή που κανείς τους δεν ήθελε να υποφέρει με τα παραδοσιακά πάρτι εργένηδων, διοργάνωσαν ένα μπάρμπεκιου θαλασσινών στο σπίτι τους δίπλα στη θάλασσα. Χρειάστηκε ένα ελαφρώς αμήχανο δείπνο τον περασμένο μήνα, που το ακολούθησε ένα δυνατό παιχνίδι μίνι γκολφ, προτού η Μπρένα καταφέρει να ξεπεράσει τη ζήλια που έτρεφε για την πρώην φιλενάδα του Λουκ. Βλέποντάς τη να φέρεται στο Λουκ σα να ήταν ο μικρός παράξενος αδελφός της, και όχι ένα κελεπούρι, εξαλείφθηκαν όλα τα αρρωστημένα συναισθήματα. Δεκαπέντε λεπτά, ούτε στιγμή παραπάνω και θα είχαν αργήσει. Η τσάντα με τα πράγματά της ήταν στο σπίτι του Λουκ, αλλά και πάλι χρειαζόταν ένα ντους και να φτιάξει τα νύχια της. Ο ήχος ενός γέλιου από την είσοδο έκανε την Μπρένα να σηκωθεί όρθια. Δυστυχώς, το άτομο από το οποίο προήλθε αυτό το γέλιο δεν ήταν εκείνο που ήλπιζε. Κρίνοντας από την έκφραση στο πρόσωπο του Μάικ, τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία. «Ο Μάρκχαμ κρατάει τους πάντες παραπάνω τα απογεύματα της Παρασκευής. Δεν του αρέσει να βλέπει ανθρώπους να βιάζονται να πάνε προς τις πόρτες της αίθουσας του δικαστηρίου.» «Τότε, ίσως να την κάνω για το σπίτι και να συναντήσω το Λουκ αργότερα απ’ ό,τι είχαμε προγραμματίσει.» Η Μπρένα απομακρύνθηκε από το Μάικ πριν αλλάξει γνώμη. «Πες του ότι μπορεί να με βρει στο σπίτι της θείας μου. Θα είμαι έτοιμη κατά τις τέσσερις.» Ο Μάικ έγειρε στην κάσα της πόρτας. Με ύψος ένα και ενενήντα ουσιαστικά μπλόκαρε την έξοδο. «Θα εξακολουθείς να χορεύεις τον ίδιο χορό για τα επόμενα σαράντα χρόνια; Είμαστε μάλλον και οι δυο αρκετά πεισματάρηδες, για να συνεχίσουμε να το κάνουμε αυτό για καιρό, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο είναι δίκαιο για τον αδελφό μου.» Οι μύες του προσώπου της σφίχτηκαν. «Εύχομαι να μπορούσα να χειριστώ αυτή την κατάσταση με τον ίδιο τρόπο που χειρίζομαι τα πράγματα με τον πατέρα μου.» «Πώς δηλαδή;» «Αποφεύγω όλες τις άσκοπες συζητήσεις.» Η Μπρένα απομακρύνθηκε από την πόρτα. «Από τη στιγμή που δε με βλέπω να παίρνω πάσο για να βγω από αυτή τη “φυλακή”, μπορούμε τουλάχιστον να κλείσουμε την πόρτα;» Ο Μάικ κούνησε το κεφάλι του και την έσπρωξε μαλακά με το πόδι του μέχρι να κλείσει. Περπατούσε με σιγουριά και άνεση, όπως ο αδελφός του, σε οποιονδήποτε χώρο και αν βρισκόταν.
Η έκφρασή του μαλάκωσε μόνο τη στιγμή που έκατσε στο γραφείο του Λουκ. «Τελευταία, ο Λουκ μάς έχει γίνει βραχνάς. Ξαφνικά, αντί να γκρινιάζει όπως πρέπει να κάνει ένας πολυάσχολος δικηγόρος, πηγαινοέρχεται δεξιά και αριστερά σαν την αδελφή Μέρι Σάνσαϊν. Ακόμα και οι πελάτες μας έχουν αρχίσει να ανησυχούν με το χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του.» Η Μπρένα πάλευε με το κύμα απογοήτευσης που ένιωσε. Υπήρχαν αμέτρητοι λόγοι για τους οποίους ο Μάικ θα ψήφιζε εναντίον της σχέσης τους, οι περισσότεροι όμως ήταν αβάσιμοι. Έσκυψε μπροστά, ελπίζοντας ότι οι στάλες του ιδρώτα ανάμεσα στις ωμοπλάτες της δε θα άφηναν σημάδια στην μπλούζα της. «Για αρκετό καιρό προσευχόμουν, πιθανόν τόσο δυνατά όσο και εσύ, να έβρισκε ο Λουκ κάποια που θα τον έκανε ευτυχισμένο, κάποια με μυαλό στο κεφάλι της, που θα ταίριαζε περισσότερο με τον τρόπο ζωής του. Έπεισα τον εαυτό μου ότι μόλις συνέβαινε αυτό, θα ήμουν έτοιμη να προχωρήσω.» Ο Μάικ χαμήλωσε τη ματιά του, εξετάζοντάς την απροκάλυπτα. «Αυτό ήταν αρκετά ανόητο. Ο Λουκ δεν είναι αυτό που λέμε “φυσιολογικός” σε ό,τι αφορά τις γυναίκες. Εσύ περισσότερο από κάθε άλλον θα έπρεπε να το είχες καταλάβει.» Η Μπρένα έκανε τα χέρια της γροθιές και τις πίεσε με την ελπίδα ότι ο φυσικός πόνος θα μετρίαζε το συναισθηματικό που της προξενούσαν τα λόγια του. «Μάλλον εγώ σου χρωστάω πολλές συγγνώμες για τα λάθη που έκανα, και ειλικρινά λυπάμαι που δεν ήμουν αρκετά ώριμη για να δώσω τουλάχιστον καλύτερες εξηγήσεις τότε. Τα πράγματα σήμερα είναι διαφορετικά. Δουλεύω με ένα θεραπευτή και-» Ο Μάικ χτύπησε δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. «Δε χρειάζονται απολογίες ή εξηγήσεις. Θα είμαι χαρούμενος αν τα πράγματα λειτουργήσουν αυτή τη φορά. Αυτός είναι το πραγματικό θέμα.» «Ίσως δε χρειάζεται να το ακούσεις, αλλά εγώ πρέπει να το πω. Σου ζητώ συγγνώμη. Αν δεν ήσουν αδελφός του Λουκ, δε θα σου φερόμουν ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Δε θα είχα καλέσει ποτέ την Ασφάλεια του πανεπιστημίου, για να σε πάρει εκείνο το βράδυ. Απλώς δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω ούτε την κατάσταση, ούτε εσένα.» Ο Μάικ χαμήλωσε το κεφάλι του, για να μη δει η Μπρένα την αντίδρασή του. Έκανε μικρά βήματα. Η Μπρένα ήξερε ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να επιθυμεί να ξεφύγει από τις παλιές πληγές. Τα πόδια της την οδήγησαν στην άλλη πλευρά του γραφείου. Ήταν καλύτερα να φύγει, κάνοντας ένα θετικό σχόλιο. Με κάποιο τρόπο, ο Μάικ έφτασε στην πόρτα πριν από αυτήν. «Η παραλίγο σύλληψή μου από την Ασφάλεια του πανεπιστημίου ίσως και να ήταν μια ευλογία. Ως δευτεροετής σπουδαστής της νομικής, αν μου φόρτωναν κατηγορίες για παρενόχληση, θα είχα μπλεξίματα. Μετά από αυτή τη νύχτα, έμαθα να μη χώνω τη μύτη μου στις υποθέσεις του αδελφού μου. Δεν ήταν δουλειά μου να προσπαθήσω να σε πείσω να μείνεις μαζί του και να τα βρείτε.» Το χαμόγελό του, που εμφανίστηκε από το πουθενά, μεταμόρφωσε το πρόσωπό του και τη διάθεσή της. «Μαθαίνεις πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι εγώ. Νομίζω ότι θα συνεχίσω να πληρώνω την κάρτα μέλους στη λέσχη της ψυχολόγου μου, για μια δεκαετία τουλάχιστον» αστειεύτηκε η Μπρένα. Δυο μήνες πριν, η σκέψη και μόνο να εκμυστηρευτεί κάτι σε έναν ξένο, θα την έκανε να πάθει κρίση πανικού. Τώρα, το μόνο που της συνέβαινε ήταν να καταβροχθίζει φιστίκια M&M’s με
επικάλυψη σοκολάτας πριν και μετά από κάθε συνεδρία. Ο ήχος της ενδοεπικοινωνίας που καλούσε το Μάικ, διέκοψε το παράξενα γλυκό ξανασμίξιμό τους. «Ήλπιζα το ραντεβού των τρεις να μην ερχόταν. Έχω εισιτήρια στις μπροστινές θέσεις για το παιχνίδι των Ρεντ Σοξ απόψε.» Αντί να την προσπεράσει, σταμάτησε και πέρασε το χέρι του πάνω στους ώμους της. «Πες στον αδελφό μου ότι εσύ και εγώ θα βγούμε έξω κάποια βραδιά την επόμενη εβδομάδα και ότι δεν είναι καλεσμένος.» «Καλτσόνε από τη Δωδέκατη Βόρεια Πλατεία;» «Και μετά, τιραμισού απ’ το Τίβολι.» ***
Τον είδε να πηγαίνει από το χολ στην αίθουσα συνεδριάσεων και αναρωτήθηκε αν η καρδιά του σφυροκοπούσε τόσο δυνατά όσο η δική της. Η δόκτωρ Σην την είχε προειδοποιήσει να είναι υπομονετική. Χρειαζόταν χρόνος για να διορθωθούν οι σχέσεις, ειδικά οι πιο σημαντικές. Η Μπρένα πήγε προς την πιο κοντινή καρέκλα, ελπίζοντας ότι τα συναισθήματά της θα ισορροπούσαν. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια, παλεύοντας με το τσούξιμο από τα δάκρυά της. Μέτρησε τις φιλίες που είχε κάνει από τότε που ήταν παιδί και που άξιζαν. Η Αμάντα. Ο Λουκ. Ο Τζον. Ο Μάικ. Όταν έφυγε πριν από έξι χρόνια, μόνο δύο απ’ αυτούς της μιλούσαν. Ο ήχος από κλειδιά, που τον ακολούθησε μια χαμηλόφωνη βρισιά, την ανάγκασαν να ανοίξει τα μάτια. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Λουκ καθώς κάθισε οκλαδόν δίπλα της. «Αν αυτό το πάρτι έχει αρχίσει να σου φαίνεται άσχημη ιδέα, μπορούμε να το αφήσουμε εντελώς. Η Γκρέις το έκανε ξεκάθαρο ότι θα της άρεσε πολύ να πάμε, αλλά μόνο αν ήταν διασκεδαστικό και για εμάς. Και όχι ένας εφιάλτης, που θα έπρεπε να τον υποστούμε από υποχρέωση.» Η Μπρένα έσυρε το μανίκι της μπλούζας εργασίας της κάτω από τα μάτια της, για να σκουπίσει τα σημάδια από τα δάκρυά της. Τον προηγούμενο μήνα, ο Λουκ την είχε δει να καταρρέει αρκετές φορές εξαιτίας παρόμοιων καταστάσεων. Για μια γυναίκα που δεν έκλαιγε σχεδόν ποτέ, ήταν μια αρκετά παράξενη αλλαγή. Χάιδεψε αφηρημένα την πλάτη της, σχηματίζοντας κύκλους ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. «Μόλις έφυγε ο Μάικ. Εσύ του ζήτησες να μου μιλήσει;» «Όχι. Και θα τον πάρει ο διάολος αν αυτός είναι ο λόγος που είσαι συγχυσμένη.» Τράβηξε τα χέρια του από την πλάτη της και σηκώθηκε όρθιος. «Περίμενε. Ξέρεις ότι κλαίω για τα πάντα. Χθες βράδυ κατέρρευσα γιατί αγόρασα γάλα με δύο τοις εκατό λιπαρά αντί για μηδέν.» Τον πλησίασε και άρπαξε το χέρι του. «Σταμάτα να τρίζεις τα δόντια σου. Είμαι καλά.» «Εντάξει. Εάν λοιπόν δεν κλαις για τα λιπαρά στο γάλα σου, τι δημιούργησε αυτά τα σημάδια στα μάγουλά σου;» Η Μπρένα έκανε μια γκριμάτσα ξέροντας ότι θα της έπαιρνε ώρες για να επανέλθει το χρώμα του δέρματός της στο κανονικό. «Ο Μάικ θα με πάει για δείπνο την ερχόμενη εβδομάδα.» «Ορίστε;»
Η Μπρένα σηκώθηκε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του Λουκ. «Έχω ραντεβού με τον αδελφό σου. Δεν είναι τέλειο;» Τα χέρια του γράπωσαν τους γοφούς της. «Δεν είναι στη λίστα με τα δέκα καλύτερά μου. Ποιο γεγονός έφερε αυτή τη θαυμάσια επανένωση;» «Δεν έχω ιδέα. Δεν μπορώ ούτε καν να θυμηθώ τι είπε.» Αγνόησε το σαρκαστικό χαμόγελό του, που δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει. «Με εξέπληξε και ήμουν πάρα πολύ νευρική.» Η πίεση στους γοφούς της μεγάλωσε, καθώς την οδήγησε προς την πόρτα. «Μπορούμε να μιλήσουμε για το τι πρέπει να φορέσεις σε αυτό το σπουδαίο ραντεβού στο αυτοκίνητο. Αν δε φύγουμε τώρα, θα φάμε στα μούτρα όλη την κίνηση.» ***
«Λυπάμαι, φίλε. Δε γίνεται με τίποτα. Δε θέλω να κλαις σαν γκόμενα επειδή η Γκρέις θα σου ζητήσει να χωρίσετε δύο ώρες μετά το γάμο.» Ο Τζέικ ήπιε την μπίρα που είχε απομείνει και έχωσε το άδειο μπουκάλι στην άμμο. «Θα της αρέσει. Η Γκρέις λατρεύει να με βλέπει να γελοιοποιούμαι.» Ο Λουκ παρακολουθούσε καθώς η μέλλουσα νύφη αργοπορούσε κοντά στην ακτή μαθαίνοντας σε μια χούφτα καλεσμένους πώς να κάνουν ψαράκια με πέτρες στην άμμο. Η θέα της Μπρένα που σερνόταν πάνω στην άμμο ψάχνοντας για επίπεδες πέτρες έκανε το λαιμό του να σφιχτεί και τα χέρια του να τρέμουν. Τα μάτια του αλληθώρισαν προσπαθώντας να καταλάβει την έκφραση στο πρόσωπό της. «Περίεργο, ε; Πέρσι το καλοκαίρι ψάρευες σε αυτή την ακτή μαζί με την αρραβωνιαστικιά μου, κάνοντας τη ζωή μου κόλαση. Τώρα γινόμαστε φίλοι πίνοντας μπίρες, χάνοντας την ευκαιρία να είμαστε μονογαμικοί για την υπόλοιπη ζωή μας.» Ο Λουκ χαμήλωσε το βλέμμα του, εξετάζοντας την ετικέτα του μπουκαλιού. «Σκατά. Προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα. Γιατί, στο καλό, θες να το ξαναπεράσεις αυτό; Το δεύτερο μέρος ενός έργου δε μετράει όσο το πρωτότυπο.» Το γέλιο του Τζέικ συναγωνίστηκε σε ένταση το θόρυβο ενός κύματος που έσκασε στην ακτή. «Έλα τώρα. Μια πλωτή αποβάθρα μ’ εσένα στα ντραμς, τον τύπο από το συγκρότημά σου να παίζει κιθάρα και εγώ να τραγουδώ. Τι δε σου αρέσει σ’ αυτό;» «Θες πραγματικά να υπομείνω κάτι τέτοιο; Αυτή τη φορά δε θα είμαι μπροστά σε ένα μάτσο κυρίες, σε ένα πάρτι προς τιμή της μέλλουσας μαμάς. Μάλλον μιλάμε για καμιά διακοσαριά άτομα.» Η προειδοποίηση του Λουκ ανέβασε το πάθος του Τζέικ. «Ακριβώς. Λοιπόν, μπορώ να υπολογίζω σ’ εσένα, σωστά;» Ο Λουκ έβαλε τα χέρια του στην άμμο και έσπρωξε για να σηκωθεί όρθιος. «Τουλάχιστον διάλεξε ένα αξιοπρεπές τραγούδι. Δε θέλω να βγω και να παίξω το “Η αγάπη του μοσχοπόντικα”.» «Έκλεινα περισσότερο για το “Άνεμος κάτω από τα φτερά μου”, αλλά μπορούμε να το αποφασίσουμε αργότερα. Πάω να πάρω μια μπίρα. Θες άλλη μία;» Ο Λουκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα πάω να πάρω την Μπρένα για μια βόλτα στους αμμόλοφους.»
Ο Τζέικ είχε απομακρυνθεί αρκετά βήματα προς το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του, όταν σταμάτησε για να τον προειδοποιήσει. «Η περίπολος της αστυνομίας ψάχνει ανά δύο ώρες για ξαναμμένους εφήβους. Αν θες να μείνει το όνομά σου έξω από τα κιτάπια της αστυνομίας του Γιάρμουθ, να φοράς τα ρούχα σου.» Ο Λουκ δεν ήταν σίγουρος αν είχε σκοπό να ακολουθήσει τη συμβουλή του. Γι’ αυτό, απάντησε με κάτι που έμοιαζε με γρύλισμα. Ο μικρός κύκλος που περιέβαλλε την Γκρέις είχε αρχίσει να διαλύεται, καθώς αρκετές κυρίες περιφέρονταν γύρω από τη φωτιά. Τη στιγμή που ο Λουκ έφτασε στην ακρογιαλιά, μόνο η Μπρένα και η Γκρέις είχαν απομείνει. Η άφιξή του έγινε δεκτή με ειρωνικά χαμόγελα. «Αν ήμουν πιο έξυπνος, θα αγνοούσα αυτά τα χαμόγελα. Ελπίζω να ξεμπροστιάζετε τον Τζέικ και όχι εμένα.» Η Γκρέις έκανε ένα βήμα πίσω και απομακρύνθηκε από το νερό. «Λυπάμαι. Αυτή τη στιγμή είναι ένας άγιος.» Έστρεψε την προσοχή της στη μουσική που ακουγόταν από μακριά. «Πάω να το παίξω οικοδέσποινα. Κατευθυνθείτε νότια, μικροί μου εξερευνητές. Αν θέλετε να απολαύσετε ήσυχες στιγμές στον παράδεισο. Οι περιπολίες δεν πάνε πέρα από το μόλο. Νομίζω ότι έχουν αγανακτήσει από τις συχνές επιδείξεις σάρκας, και προσποιούνται ότι αυτή η περιοχή είναι ιδιωτική.» Η Γκρέις τούς έκανε νόημα με το χέρι να απομακρυνθούν. «Μη χάνετε χρόνο. Ο Τζέικ θα κρατήσει τους πάντες με το ζόρι να κάτσουν γύρω από τη φωτιά, πριν τελειώσει αυτή η βραδιά.» Ο Λουκ περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί η Γκρέις καμιά εικοσαριά μέτρα και πήρε την Μπρένα αγκαλιά. «Λοιπόν, γιατί μιλούσατε οι δυο σας;» Εκείνη τρίφτηκε πάνω του, πιέζοντας τα στήθη της στο στέρνο του. «Με ρώτησε αν έχω γνωρίσει το φίλο της Κέιτ. Άρα, τα καλά νέα είναι ότι δεν άφησες σημάδια στη φίλη της όταν την παράτησες μετά από δύο ραντεβού.» «Μετά από τρία» τη διόρθωσε. «Μετράω και το ομαδικό ξεμπρόστιασμα, γιατί η βραδιά έληξε μ’ εμένα να πληρώνω το λογαριασμό και υποθέτω ότι δε στεναχωρήθηκε και τόσο που τα πράγματα μεταξύ μας δεν προχώρησαν.» Οι ώμοι της Μπρένα ταρακουνήθηκαν από τα γέλια. «Μου είπες ήδη ότι ο Σον τα οργάνωσε όλα. Η Γκρέις ήθελε να σιγουρευτεί ότι γνώριζα την αλήθεια. Νομίζω ότι ήθελε να αποφύγει να ξεμαλλιαστούμε απόψε.» Ο Λουκ χαμήλωσε τα χέρια του και χάιδεψε τους γλουτούς της. «Γαμώτο. Αυτό θα μπορούσε να είναι πολύ διασκεδαστικό. Να σου σηκωθεί η τρίχα. Πάλη πάνω στην άμμο. Ίσως και ξεκατίνιασμα μέσα στο νερό.» Τα νύχια της χώθηκαν στα πλευρά του. «Ακούγεται σα σκηνή από κάποια φτηνή πορνοταινία.» Η Μπρένα χαμήλωσε το βλέμμα της. «Χρειάζομαι σοβαρή ενθάρρυνση, για να το κάνω συναρπαστικό.» Ο Λουκ μετακίνησε τα χέρια του από τους γλουτούς της στο στήθος της. Καθώς οι αντίχειρές του έτριβαν τις θηλές της, χαμήλωσε το στόμα του κοντά στο αφτί της. «Έχω ακόμα τη φωτογραφία σου από τη λεμβοδρομία. Ήταν η έμπνευσή μου για πολλές νύχτες, όταν το μόνο που είχα για παρέα ήταν το δεξί μου χέρι.» Η Μπρένα κοκάλωσε.
«Πες μου ότι φορούσα το φανελάκι μου.» «Λυπάμαι. Ο Πολ Κόρτλαντ τράβηξε καμιά δεκαριά φωτογραφίες σου με το μαύρο μπικίνι.» Ο Λουκ δεν ήταν σίγουρος αν το βογκητό που άφησε η Μπρένα ήταν ευχαρίστησης ή απελπισίας. Βασιζόμενος στις ερεθισμένες θηλές της, ήλπιζε να ήταν το πρώτο. «Αυτός ο ανώμαλος είπε ότι φωτογράφιζε μόνο την Κέλι.» Ο Λουκ ανασήκωσε τα στήθη της, μέχρι να μπορεί να δει τις άκρες των θηλών της. «Θα τον έκανα τόπι στο ξύλο, αλλά μου έδωσε τα αρνητικά.» «Αυτό το μαγιό ήταν πρόστυχο. Η Αμάντα είχε πάρει το νούμερο τέσσερα και εγώ χρειαζόμουν τουλάχιστον το νούμερο οκτώ.» «Το έχεις ακόμα καταχωνιασμένο κάπου στην ντουλάπα σου;» Κόλλησε πάνω της θέλοντας να την κάνει να νιώσει την αντίδραση του κορμιού του. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Τι χρειάζεσαι ως αντάλλαγμα για να μου δώσεις αυτές τις φωτογραφίες;» Ο Λουκ χαμήλωσε απρόθυμα τα χέρια του στους γοφούς της. «Ας πάμε μια βόλτα. Νομίζω ότι ίσως καταφέρουμε να καταλήξουμε σε κάποιου είδους ανταλλαγή.» ***
Είχαν μείνει τελευταίοι. Η Μπρένα καθυστερούσε στην κουζίνα με την Γκρέις αρκετά μετά τα μεσάνυχτα, αφότου όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. Απόψε ο δεσμός μεταξύ τους είχε δυναμώσει. Ο Λουκ το σημείωσε, για να το πει στην Αμάντα. Τελευταία, συνωμοτούσαν για το πώς θα κρατήσουν την Μπρένα κοντά τους. Μετά από σχεδόν τρεις μήνες που την είχε μαζί του στη Βοστόνη, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνη θα τα μάζευε και θα έφευγε ξανά νότια. Ο Λουκ άφησε το κεφάλι του να πέσει προς τα πίσω, βάζοντας για στήριξη το βελούδινο μαξιλαράκι απ’ τον καναπέ του σαλονιού. «Σου έχει απομείνει μια εβδομάδα ελευθερίας. Έχεις τίποτα μεγάλα σχέδια;» Ο Τζέικ έβαλε το χέρι του πάνω από το κεφάλι του, ψάχνοντας για το τηλεχειριστήριο. Ευτυχώς, έκλεισε τη φωνή της τηλεόρασης λίγα δευτερόλεπτα πριν από τη συνέντευξη του Α-Ροντ. «Απλώς έχω από κοντά την Γκρέις, για να είμαι σίγουρος ότι δε θα αποφασίσει να την κοπανήσει από την πόλη. Η Κέιτ συνεχίζει να της προσφέρει μια κρουαζιέρα, αν αποφασίσει να μ’ εγκαταλείψει.» Ο Λουκ ανασήκωσε λίγο το κεφάλι του. «Η Κέιτ θα χρειαστεί φορτωτή για να ξεκουνήσει την Γκρέις από το ακρωτήρι. Στην πραγματικότητα, η αρραβωνιαστικιά σου άρχισε να μαζεύει στοιχήματα για το ποιος θα κλάψει πρώτος στο γάμο.» Ο Τζέικ έπλεξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Θα είναι ή εσύ ή ο αδελφός της. Ο κουμπάρος μου δυσκολεύεται με το γεγονός ότι ο καλύτερός του φίλος από τον καιρό του νηπιαγωγείου, κοιμάται με τη μικρή του αδελφή. Ακόμα φεύγει από το δωμάτιο όταν μας βλέπει να φιλιόμαστε.» Ο Λουκ τινάχτηκε όρθιος μόλις ένιωσε τη δόνηση του κινητού του στην τσέπη του. «Σκατά. Κανένας δεν παίρνει τηλέφωνο τέτοια ώρα για καλό.»
Ο Τζέικ κατέβασε τα πόδια του από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. «Χρησιμοποίησε το γραφείο μου αν χρειάζεσαι ησυχία.» Αφού κοίταξε ποιος τον παίρνει τηλέφωνο, ο Λουκ τού έγνεψε και διακριτικά πέρασε την πόρτα της κουζίνας. Πάτησε το κουμπί αποδοχής της κλήσης, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για άσχημα νέα. «Γεια σου, Μάικ. Τι τρέχει;» «Είναι η Μπρένα μαζί σου;» Σκατά. Μάλλον αφορούσε τη γιαγιά της. «Όχι, να την φωνάξω;» Ο ήχος από το τρίξιμο των δοντιών μεγάλωσε το κενό που αισθανόταν στο στομάχι του ο Λουκ. «Περίμενε. Άσε με να σου πω τι τρέχει πρώτα. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο με την Τες. Δεν ήθελε να χαλάσει το Σαββατοκύριακό σας στο ακρωτήρι, γι’ αυτό πήρε έμενα για συμβουλή.» Ο Λουκ έτριψε το χέρι του στο κεφάλι του. «Τι είδους συμβουλή;» «Συνέλαβαν τον Τσέις στη Φλόριντα. Δεν έχει χρήματα για να πληρώσει την εγγύηση.» «Όχι, ρε γαμώτο. Τι, στο διάολο, έκανε;» Τον αρχικό φόβο του Λουκ διαδέχτηκε ο θυμός. «Και γιατί δεν πήρε τον πατέρα του, αλλά την αδελφή του;» «Ηρέμησε. Το παιδί δεν είναι χαζό. Είμαι σίγουρος ότι η Μπρένα έβγαζε τα κάστανα από τη φωτιά γι’ αυτόν εδώ και χρόνια. Γιατί να αλλάξει τώρα τακτική;» Ίσως να ήταν οι τρεις μπίρες που είχε πιει. Ή ίσως το γεγονός ότι ήταν ξύπνιος είκοσι ώρες, όμως εκείνη τη στιγμή το στόμα και το μυαλό του Λουκ αρνούνταν να λειτουργήσουν. Ο Μάικ τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση. «Άσε με να πάρω τηλέφωνο τον Κάρλος. Βρίσκεται μόλις δεκαπέντε λεπτά έξω από την Τάμπα. Αν θέλεις, μπορώ να του ζητήσω να πάει να πληρώσει αυτός την εγγύηση. Θα του στείλω τα λεφτά αύριο.» Αυτό μάλλον ήταν το πιο εύκολο σχέδιο. Ένα σχέδιο που θα τον έσωζε από το να φέρει απόψε την Μπρένα σε δύσκολη θέση. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν και άλλα οικογενειακά δράματα. Παρ’ όλα αυτά, ο Λουκ δίστασε. «Πόσο βαριές είναι οι κατηγορίες; Ίσως το παλιόπαιδο να πρέπει να παραμείνει στη φυλακή μέχρι την ακροαματική διαδικασία.» «Κατηγορείται για επίθεση. Νομίζω ότι πλάκωσε κάποιον στο ξύλο έξω από το γήπεδο Τροπικάνα.» Ο Μάικ χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Αλλά απ’ ό,τι μου λέει η Τες, ίσως να ήταν δικαιολογημένη επίθεση. Ένας τύπος ήταν στουπί και άρχισε να χρησιμοποιεί τη φίλη του σα σάκο του μποξ. Επενέβη ο Τσέις και η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο πολύ γρήγορα. Χρειάστηκαν τέσσερις σεκιουριτάδες για να ξεκολλήσουν τον Τσέις από πάνω του.» Ο Λουκ ήθελε να παραμείνει θυμωμένος. Ακόμα και αν καταλάβαινε τους λόγους πίσω από την οργή του Τσέις, δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι το παιδί το παρατράβηξε. Και οι συνέπειες για τις πράξεις του θα μαθαίνονταν σίγουρα σε όλη τη Βοστόνη. «Πάρε τηλέφωνο τον Κάρλος. Σε παρακαλώ, ευχαρίστησέ τον εκ μέρους μου.» Ο Λουκ έτριψε αφηρημένα το κεφάλι του, μισώντας την αίσθηση που είχε στον ερεθισμένο λαιμό του. «Σου χρωστάω χάρη, Μάικ. Δε χρειαζόταν να ανακατευτείς σ’ αυτές τις βλακείες.»
«Πάψε τώρα. Το κάνω για το κορίτσι σου, βλάκα. Θα σε πάρω τηλέφωνο αν τυχόν συναντήσουμε εμπόδια.» Ο Λουκ πίεσε τα πόδια του να τον κουβαλήσουν στο σαλόνι, όπου ο Τζέικ είχε τώρα παρέα. Η αγωνία του Λουκ μετριάστηκε ακούγοντας τις χαμηλόφωνες συνομιλίες και βλέποντας τη χαλαρότητα της σκηνής. Τα μάτια της Μπρένα εστιάστηκαν αμέσως πάνω του. «Όλα καλά;» «Ήταν ο Μάικ. Ήθελε κάποιες συμβουλές για το πώς να χειριστεί ένα μικρό ανόητο αδελφό. Όλα είναι εντάξει.» Ο Λουκ έστρεψε τη ματιά του προς τον Τζέικ, γνωρίζοντας ότι αν κάποιος αντιλαμβανόταν το υπονοούμενο στην απάντησή του, αυτός θα ήταν ο πρώην στρατιωτικός. Οι σφιγμένες γραμμές γύρω από το στόμα του Τζέικ, του έδειξαν ότι κατάλαβε. Θα ήταν άβολο αν η Μπρένα δεν αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Πέντε λεπτά αργότερα, οδηγούσε στη Λεωφόρο Σάουθ με κατεύθυνση το Όστερβιλ. Σε κάθε χιλιόμετρο που περνούσαν, ο Λουκ αναρωτιόταν αν μόλις είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος.
Κεφάλαιο Δεκαέξι Συνήθως, ένα περίεργο κρεβάτι σήμαινε και έναν περίεργο ύπνο. Η Μπρένα γύρισε και ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, μέχρι να δει την ώρα στο ψηφιακό ρολόι. Κοιμόταν για περισσότερο από επτά ώρες. Το γεγονός ότι φώλιασε στο δωμάτιο των φιλοξενουμένων στο εξοχικό του Λουκ, το έκανε ακόμα πιο συναρπαστικό. Έστρεψε την προσοχή της στον άντρα που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Έδειχνε εντελώς γαλήνιος, με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του και το άλλο χωμένο στο λάστιχο του εσώρουχού του. Τα πράγματα είχαν πάει καλά. Με τρόπο που κανένας τους δεν περίμενε. Η λογική έλεγε ότι τώρα ήταν η ώρα να κάνει πίσω και να αξιολογήσει τα επόμενα βήματά της. Η ψυχολόγος της της είχε συστήσει να κάνει το αντίθετο. Να ζει περισσότερο τη στιγμή. Να αποδεχτεί τον πόνο και την απογοήτευση που έφερε η ζωή, χωρίς να τα μεταφέρει στους άλλους. Να αρπάξει τα καλά και να τα κρατήσει κοντά στην καρδιά της περισσότερο από τα άσχημα. Η πείνα την έκανε να βγάλει αθόρυβα τα πόδια της από το κρεβάτι. Οι πατούσες της βυθίστηκαν στο χνουδωτό χαλί καθώς προχώρησε στις μύτες των ποδιών της. Όταν έφτασε στην πόρτα, γύρισε να κοιτάξει αν οι κινήσεις της είχαν ενοχλήσει το Λουκ. Η έκφρασή του έδειχνε ότι μάλλον ευχαριστιόταν ένα ιδιαίτερα καλό όνειρο. Το χωμένο χέρι του βαθιά μέσα στο μποξεράκι του επιβεβαίωνε τις σκέψεις της. Η Μπρένα καθυστέρησε για ένα λεπτό και ευχήθηκε να μπορούσε να απαθανατίσει τη στιγμή με τη φωτογραφική της μηχανή. Αντ’ αυτού, έκλεισε γρήγορα τα μάτια της και αποθήκευσε την εικόνα στη μνήμη της. Ικανοποιημένη, άρχισε να περιφέρεται στο διάδρομο ψάχνοντας για την κουζίνα. Το προηγούμενο βράδυ ήταν πολύ κουρασμένη για να αποδεχτεί την προσφορά του Λουκ για μια μίνι ξενάγηση στο καλοκαιρινό συγκρότημα των Μπράντεν. Νόμιζε ότι αστειευόταν όταν το αποκάλεσε «συγκρότημα», αλλά στην πίσω αυλή μπορούσε να δει μια αγροικία φτιαγμένη από ξύλο. Σύμφωνα με το Λουκ, ήταν μια εκδοχή του κυρίως σπιτιού με δύο κρεβατοκάμαρες. Κάθε δωμάτιο ήταν απλό. Σκούρο ξύλο κάλυπτε το μεγάλο ανοιχτό χώρο του σαλονιού και τη γειτονική κουζίνα. Η χρωματική παλέτα ήταν κυρίως λευκή, με πιτσιλιές από μπλε και μεταλλικό γκρι. Πίσω στα χρόνια του κολεγίου, η οικογένεια του Λουκ είχε ένα δεύτερο σπίτι στο Νάντουκετ. Παρ’ όλο που το είχε επισκεφτεί μόνο μία φορά, θυμόταν ότι αισθανόταν καταβεβλημένη από τους πελώριους χώρους του. Η μητέρα του Λουκ συμφωνούσε με την άποψή της, γιατί το ξεφορτώθηκαν για χάρη ενός μικρότερου σπιτιού στο Όστερβιλ. Χρειαζόταν ένα τσιμπιδάκι για τα μαλλιά και μια κούπα καφέ. Τα τριξίματα στο γοφό της της θύμισαν το περιπετειώδες τέλος της χθεσινής βραδιάς. Αφού εξερεύνησαν ο ένας τον άλλον στους αμμόλοφους, επέστρεψαν θέλοντας απελπισμένα να κάνουν ένα ζεστό ντους. Το κορμί της πλημμύρισε από ντροπή όταν θυμήθηκε μερικά πράγματα που του ζήτησε να της κάνει. Το γεγονός ότι ο Λουκ τα έκανε με θεαματικό τρόπο, πολλαπλασίασε την έξαψη στο σβέρκο της. Βυθισμένη στις σκέψεις της, η Μπρένα ίσα που άκουσε το σιγανό ήχο του κινητού της. Μόλις το έβγαλε από την τσάντα της, είχε ήδη απαντήσει ο τηλεφωνητής. Κάλεσε τον τηλεφωνητή της την ίδια στιγμή που ο Λουκ εμφανίστηκε στην κουζίνα. Κάτι στην έκφρασή του την έκανε να βιαστεί να πατήσει δυνατά το κουμπί τερματισμού της κλήσης. Γύρισε από την άλλη μεριά, προσπαθώντας να
καταλάβει το συνονθύλευμα λέξεων του φανερά ταραγμένου αδελφού της. Οι λέξεις δεν έβγαζαν νόημα. Μην ανησυχείς, οι κατηγορίες θα μειωθούν ή θα αποσυρθούν. Μαζεύω λεφτά για να ξεπληρώσω το Λουκ. Μπλα, μπλα, μπλα. Η Μπρένα έριξε το τηλέφωνο πάνω στο γρανιτένιο πάγκο, ελπίζοντας το αναθεματισμένο πράγμα να σπάσει στα δύο. Το πρόσωπο του Λουκ εμφανίστηκε μπροστά της, καθώς βρέθηκε ανάμεσα σε αυτήν και στο ψυγείο από ανοξείδωτο αλουμίνιο. Πέρασε το χέρι του πάνω από το σβέρκο του. Ένα κύμα συντριπτικής ήττας την κατέκλυσε. Τη στιγμή εκείνη, ο Λουκ ήταν ντυμένος περισσότερο με ενοχές απ’ ό,τι με ρούχα. Όταν άνοιξε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει, το χέρι της κατέβηκε απότομα και τον εμπόδισε. «Χθες βράδυ, άσε με να μαντέψω. Την ώρα που εγώ έπινα μαργαρίτες με την πρώην φίλη σου, εσύ απελευθέρωνες τον αδελφό μου. Και αντί να μου πεις τι διάολο συνέβαινε, αποφάσισες να το χειριστείς μόνος σου. Έχω δίκιο;» «Έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι αναστατωμένη.» Η Μπρένα τον προσπέρασε σπρώχνοντάς τον. «Δεν είμαι αναστατωμένη. Έχω μείνει άναυδη, Λουκ.» Εκείνος την ακολούθησε. «Άσε με να σου εξηγήσω τι συνέβη.» Κούνησε το κεφάλι σαν τρελή. «Όχι. Έχεις ήδη αργήσει να μου εξηγήσεις δώδεκα ώρες. Και δεν έχω καμία διάθεση ν’ ακούσω κάποιες συγκαταβατικές βλακείες γιατί σκέφτηκες ότι είναι καλύτερο να με αφήσεις στο σκοτάδι χθες βράδυ. Μπορεί να κατέρρεα στη μέση της κουζίνας της Γκρέις και αυτό να σε έκανε να ντραπείς λιγάκι.» Η φωνή της ακουγόταν αναστατωμένη, αποκαλύπτοντας την έλλειψη αυτοκυριαρχίας, που κανονικά θα έπρεπε να την έκανε να μην κρυώνει. «Το ήξεραν η Γκρέις και ο Τζέικ; Πάρθηκε στα μουλωχτά κάποια απόφαση γύρω από τη φωτιά;» Η Μπρένα πήγε προς το καθιστικό, ψάχνοντας τα σανδάλια της. «Το σεξ στην παραλία χθες βράδυ ήταν ένας τρόπος για να με αποπροσανατολίσεις;» «Τι κάνεις;» Φόρεσε τα μαύρα σανδάλια της και τσαλαπατώντας τα πήγε προς την κρεβατοκάμαρα. «Πάω στη Μέιν Στριτ. Ίσως πάρω έναν καφέ.» «Ετοιμάζεσαι να φύγεις τώρα;» Η Μπρένα φύσηξε μια ατίθαση τούφα μαλλιών μπροστά από τα μάτια της. «Πες το και έτσι. Αυτή τη στιγμή, δεν είμαι ικανή να κάνω μια λογική συζήτηση μαζί σου.» Τα καφέ μάτια του άρχισαν να παίρνουν την έκφραση ενός παραμελημένου κυνηγόσκυλου. Υπό άλλες συνθήκες, αυτό ίσως να ήταν χαριτωμένο, μα σήμερα φώναζε από μακριά ότι ήταν αξιολύπητο. «Μείνε. Θα φτιάξω καφέ. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε.» Λίγο πριν, θα την κατηγορούσε ότι το βάζει στα πόδια. Αυτή της η αντίδραση την ανησυχούσε αρκετά και θα ρωτούσε την ψυχολόγο της αν ήταν δειλό εκ μέρους της να χρειάζεται χώρο όταν οι καταστάσεις οξύνονταν. Τρεις βαθιές αναπνοές τη βοήθησαν να συγκεντρώσει τις σκέψεις της.
«Αυτή τη στιγμή είμαι θυμωμένη και πληγωμένη. Χρειάζομαι να σκεφτώ κάποια πράγματα μόνη μου. Αν καθίσω απέναντί σου, δε θα δώσω την ευκαιρία στον εαυτό μου να τακτοποιήσει τα πράγματα. Μην ανησυχείς. Αυτό δε σημαίνει ότι συνωμοτώ για να βρω τρόπους να γυρίσω πίσω στη Σαρασότα.» Ο Λουκ έκανε πίσω αφήνοντάς τη να περάσει. «Λυπάμαι.» Ένας κόμπος έκλεισε το λαιμό της, εμποδίζοντάς τη να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα νεύμα. ***
Ο Λουκ καταπίεσε την παρόρμησή του να τρέξει πίσω της. Τα είχε κάνει θάλασσα και τώρα η Μπρένα δεν ήθελε να τον βλέπει στα μάτια της. Αυτή η πραγματικότητα τον πίεζε και ενεργοποιούσε τον πανικό μέσα στο κεφάλι του. Παρ’ όλες τις καλές του προθέσεις, είχε χάσει την εμπιστοσύνη της. Για μήνες την παρότρυνε να αντιμετωπίσει τα οικογενειακά της θέματα. Ωστόσο, όταν προέκυψε μια καινούρια δοκιμασία, την απέκλεισε από αυτήν. Η παρόρμησή του να την προστατεύσει χθες βράδυ έδιωξε κάθε άλλη σκέψη από το μυαλό του. Κάθε φορά που το τηλέφωνό του χτυπούσε, προσευχόταν σαν καλόγερος να ήταν η Μπρένα. Όταν πέρασαν τρεις ώρες, σταμάτησε να πηγαινοέρχεται στο καθιστικό και άρχισε να περπατά πάνω κάτω στον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού. Κατά τις δύο, η συναισθηματική κούραση του προκάλεσε μια αίσθηση καψίματος πίσω από τα βλέφαρα. Διάολε, τώρα χρειαζόταν έναν καφέ και τον καλύτερο θεραπευτή. Ή ίσως χρειαζόταν τη γυναίκα που δρασκέλιζε το πεζοδρόμιο κάνοντας το ζογκλέρ, έχοντας τα χέρια της γεμάτα τσάντες και ένα μεγάλο κύπελλο καφέ. Τα μάτια της ήταν καθαρά, κάτι που δεν μπορούσε να ισχυριστεί για τον εαυτό του. Τη στιγμή εκείνη, η πίεση πίσω από τα μάτια του ήταν τόσο μεγάλη, που έσπρωξε προς τα έξω αρκετή υγρασία, κάνοντάς τον να στρέψει το κεφάλι του αλλού. Σκατά. Συγκεντρώσου. Η Μπρένα πλησίασε στον ιδιωτικό δρόμο, αλλά οι μύες του ακόμα δεν μπορούσαν να κινηθούν. Στάθηκε με τα χέρια του χωμένα στις μπροστινές του τσέπες και προσευχήθηκε να μην τον προδώσει εκείνη τη στιγμή η κύστη του. Ίσως ήταν η φαντασία του. Ίσως ήταν το εκτυφλωτικό φως του απομεσήμερου, αλλά ο Λουκ νόμιζε ότι είδε ένα μικρό χαμόγελο όταν η φιγούρα έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε δίπλα του. «Υπέθεσα ότι θα είχες πάθει στερητικό σύνδρομο λόγω έλλειψης καφεΐνης» είπε προσφέροντας ένα ποτήρι που κρατούσε στο δεξί της χέρι. «Ο καφές του Μίκι ξεπερνά αναμφισβήτητα οποιονδήποτε καφέ έχω δοκιμάσει από κουλτουριάρικα μαγαζιά.» Ο Λουκ κοίταξε χαμηλά τις γυαλιστερές πλαστικές τσάντες που άφησε στα πόδια της. «Μην το πεις. Το ξέρω ότι συνήθως χρειάζεται μια θεϊκή παρέμβαση για να πάω για ψώνια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου καταλαβαίνω τον όρο “σόπινγκ θέραπι”.» Ανακούφιση. Μια υπέροχη ανακούφιση που έκανε την καρδιά του να σταματήσει, τον κατέκλυσε. Όταν τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του, ούτε καν προσπάθησε να κρύψει την ανατριχίλα που διαπέρασε το κορμί του. «Γι’ αυτό έφυγα σήμερα το πρωί, Λουκ. Χρειαζόμουν χρόνο για να ελέγξω τα συναισθήματά μου, αλλιώς θα έλεγα πράγματα για τα οποία θα μετάνιωνα στο λεπτό.» Έκανε μια παύση. «Χρειάζεται να μιλήσουμε για το τι συνέβη και γιατί. Είμαι ακόμα θυμωμένη και μάλλον θα νιώθω
έτσι για λίγο.» «Θέλω να είσαι θυμωμένη, Μπρένα. Μείνε θυμωμένη για όσο καιρό θες.» Η Μπρένα τραβήχτηκε πίσω, αφήνοντας τα χέρια της να κρέμονται χαλαρά γύρω από τη μέση του. «Θέλεις να είμαι θυμωμένη; Μήπως έχεις πιει κανένα Τζακ Ντάνιελς;» Ο Λουκ πέρασε τους αντίχειρές του στη ζώνη του παντελονιού της. «Δε θέλω να τα σκατώσω πάλι. Τα πράγματα ήταν όμορφα τις δυο περασμένες βδομάδες και μετά, κάνω κάτι σαν και αυτό.» «Θα μου άρεσε να σκεφτώ ότι θα ήμουν ήρεμη και λογική αν ήμουν εγώ αυτή που θα αντιμετώπιζε τον Τσέις χθες βράδυ, αλλά μάλλον θα ωρυόμουν. Χρειάστηκαν δύο συνεδρίες με τη δόκτορα Σην για να δω τη σχέση μου μαζί του λίγο πιο ουσιαστικά.» Ο Λουκ ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ, ελπίζοντας ότι η Μπρένα θα συνέχιζε να μιλά. Όσο περισσότερο ανοιγόταν για τις θεραπευτικές της συνεδρίες, τόσο περισσότερο και εκείνος μάθαινε τρόπους για να διαχειρίζεται τα πράγματα. «Αντί να δρω ως αδελφή, συμπεριφέρομαι στον Τσέις σα να είμαι η μητέρα του. Ίσως αυτό να ήταν εντάξει όταν ήμασταν και οι δύο έφηβοι. Αλλά τώρα είναι δυσλειτουργικό. Το ξέρει ότι περιμένω από αυτόν να τα κάνει θάλασσα. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Τα κάνει θάλασσα και εγώ τον επιπλήττω σα να είναι ακόμα δώδεκα χρονών.» «Έχεις μιλήσει μαζί του γι’ αυτό;» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν είμαι σίγουρη ότι είναι μια συζήτηση που θέλω να την κάνω από το τηλέφωνο. Πήρα μια απόφαση καθώς περπατούσα σήμερα το πρωί.» Ο Λουκ έσφιξε τα χέρια του στη μέση της. «Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου. Του είπα ότι σκέφτομαι να πάω στο Οχάιο και να γνωρίσω την Ντορίν πριν από το γάμο.» «Υποθέτω ότι εξεπλάγη.» «Περισσότερο σοκαρίστηκε» είπε η Μπρένα χαμηλώνοντας το κεφάλι της. «Στην πραγματικότητα, άρχισε να έχει έναν κόμπο στο λαιμό.» «Λοιπόν, πότε σκοπεύεις να πας;» Η ματιά της στάθηκε πάνω του. «Κανονίσαμε ένα διερευνητικό ραντεβού σε τρεις βδομάδες. Του είπα ότι θα έπαιρνα τηλέφωνο τον Τσέις, για να δω αν μπορεί να έρθει αεροπορικώς αυτό το Σαββατοκύριακο.» «Μπορώ ν’ ακυρώσω το πρόγραμμά μου, αν θες να έρθω μαζί σου για συναισθηματική στήριξη.» Η Μπρένα έσφιξε το χέρι του. «Όχι σ’ αυτό το ταξίδι. Είπα στον πατέρα μου ότι ήθελα λίγο χρόνο μόνη μαζί του. Δικαιούται να ξέρει ακριβώς τι συνέβη εκείνη τη μέρα που πέθανε η μητέρα μου.» Οι μύες γύρω από το στέρνο του Λουκ σφίχτηκαν ακούγοντας αυτά τα λόγια. «Είσαι έτοιμη γι’ αυτή τη συζήτηση.» «Θα μάθω σε τρεις βδομάδες.»
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Ήταν πολύ αργά για να αμφισβητήσει την απόφασή της να περιμένει μέχρι το τέλος του Σαββατοκύριακου. Σε τρεις ώρες θα επέστρεφε αεροπορικώς στη Βοστόνη. Πριν ανέβει σ’ αυτό το αεροπλάνο, θα μίλαγε στον πατέρα της, πραγματικά θα του μίλαγε. Το προηγούμενο βράδυ στο ξενοδοχείο, είχε ανοιχτεί στον Τσέις. Παρ’ όλο που δεν είχε μπει σε λεπτομέρειες για το θάνατο της μητέρας της, του είπε για την απόφασή της να αρχίσει να φέρεται ως ενήλικη. Δεν ήταν η μητέρα ενός μαθητή κολεγίου. Οι μητρικοί δεσμοί που τους ένωναν, έπνιγαν και τους δύο. Δεν ήταν υγιές και δεν επρόκειτο να συνεχιστεί. Η Μπρένα δεν ήταν η μόνη που προσπαθούσε να αλλάξει. Έπειτα από τη σύλληψή του, ο Τσέις είχε προσεγγίσει ένα σύμβουλο στο κολέγιο, για να μιλήσει για το θέμα του ποτού. Τα περισσότερα απ’ τα προβλήματά του προέκυπταν υπό την επίδραση του αλκοόλ. Ο καβγάς στο γήπεδο ήταν μια αφύπνιση. Σύμφωνα με τον Τσέις, ο τύπος με τον οποίο τσακώθηκε είχε τραβήξει μαχαίρι. Αν δεν είχε ρίξει κάποιες καλά υπολογισμένες γροθιές, μπορεί να αντιμετώπιζε χειρότερες συνέπειες απ’ το να περάσει ένα βράδυ στη φυλακή. Την ώρα που βγήκαν από το σαλόνι του ξενοδοχείου, τα πράγματα μεταξύ τους ήταν καλά. Κανένας δεν πίστευε ότι όλα θα άλλαζαν μέσα σε μία νύχτα. Μπορεί να έπαιρνε μήνες ή και χρόνια πριν δημιουργήσουν μια φυσιολογική αδελφική σχέση. Σήμερα, υπήρχε ένα μεγάλο εμπόδιο που έπρεπε να υπερπηδηθεί. Η Μπρένα ανέβηκε τα τελευταία δύο σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα του πατέρα της, και προσευχόταν ο ιδρώτας που ένιωθε στο λαιμό της να εξατμιζόταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, το Σαββατοκύριακο είχε πάει απροσδόκητα καλά. Ο ενθουσιασμός της Ντορίν και η αστείρευτη ικανότητά της να βρίσκει θέματα για συζήτηση, τους κράτησαν ευδιάθετους στο γεύμα, στο δείπνο και στη βόλτα τους στο Μπάλπαρκ. Δυστυχώς, η Ντορίν δε θα ήταν εκεί να βοηθήσει εκείνο το πρωί. Η Μπρένα χτύπησε το κουδούνι γρήγορα, ελπίζοντας ότι αυτό θα την εμπόδιζε να τρέξει πίσω στο νοικιασμένο αυτοκίνητό της. Ο πατέρας της εμφανίστηκε λίγες στιγμές αργότερα, καλοξυρισμένος και φορώντας ένα παντελόνι και πουκάμισο του γκολφ. Δεν είχε συνηθίσει την καινούρια και βελτιωμένη όψη αυτού του άντρα που την οδηγούσε στο σαλόνι. «Μόλις μίλαγα με τον Τσέις στο τηλέφωνο» της είπε καθώς τακτοποιούσε μια καρέκλα απέναντι από τον καναπέ. «Έχει περάσει από την Ασφάλεια και θα τον αφήσουν σε μισή ώρα.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της ενώ ευχόταν να είχε σχεδιάσει να φύγει νωρίτερα. Με έναν αναστεναγμό ακούμπησε την πλάτη της στον καναπέ. «Ήταν ωραία που πέρασα λίγο χρόνο μαζί του. Ακόμα προσπαθώ να προσαρμοστώ με το γεγονός ότι δε ζούμε στην ίδια πόλη πια.» «Αυτό που θα πω μάλλον θα ακουστεί ανόητο από μένα, αλλά το να ζεις μακριά από την οικογένειά σου δεν είναι ποτέ εύκολο. Πάντα σου λείπουν αυτά τα μικρά πράγματα που δεν μπορείς να μοιραστείς πια με τους άλλους.» Η Μπρένα έριξε τη ματιά της προς το τζάκι, έκπληκτη από τη συλλογή των φωτογραφιών πάνω του. «Δεν έχω δει αυτή τη φωτογραφία από την παραλία του Ντούξμπερι για δεκαετίες. Πού τη
βρήκες;» «Πριν από χρόνια η γιαγιά σου προσφέρθηκε να μου στείλει ταχυδρομικώς κάποια από τα κουτιά που φύλαγε στο υπόγειο. Τα περισσότερα απ’ αυτά περιείχαν οικογενειακές φωτογραφίες, σχολικούς ελέγχους, βραβεία δικά σου και του Τσέις. Μπορείς να πάρεις οτιδήποτε θέλεις μαζί σου.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Η γιαγιά μού έδωσε ένα κάρο τέτοια από τη σοφίτα. Υποθέτω ότι έδωσε και κάποια στον Τσέις όταν ήμαστε ακόμα στη Φλόριντα.» Η Μπρένα παρακολούθησε τον πατέρα της ενώ στριφογύριζε τη βέρα του στο αριστερό του χέρι. Δεν έλεγε τίποτα. Απλώς κοίταγε προς το μέρος της. «Εντάξει» του είπε. «Δεν είμαι σίγουρη για το πώς να ξεκινήσω αυτή τη συζήτηση.» «Είσαι σίγουρη ότι έχεις ανάγκη να την κάνεις; Το τελευταίο πράγμα που θέλω, είναι να ξεθάψουμε πράγματα που θα σου θυμίσουν πόσο κόπανος ήμουν τα τελευταία τριάντα χρόνια.» «Δεν είναι αυτό το θέμα της συζήτησης. Υπάρχει κάτι που χρειάζεται να σ’ το πω. Δεν μπορώ να συνεχίσω να το αποφεύγω ή να αποφεύγω εσένα.» Ένας καταιγισμός λέξεων βγήκε από το στόμα της. Κάθε λεπτομέρεια για το θάνατο της μητέρας της ξεχυνόταν με πόνο από τη συνείδησή της. Περίμενε ότι θα ήταν πιο δύσκολο από την εξομολόγηση που είχε κάνει στο Λουκ. Και ήταν. Λίγο πριν τελειώσει, ο πατέρας της σηκώθηκε και της έπιασε το χέρι. «Σε παρακαλώ, γλυκιά μου, σταμάτα. Ξέραμε τι είχε συμβεί. Η γιαγιά σου και εγώ προσπαθούσαμε για μέρες ν’ αποφασίσουμε αν θα έπρεπε να το συζητήσουμε ή όχι.» Άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Εγώ ήμουν αυτός που σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερο να σου αφήσουμε λίγο χρόνο. Η γιαγιά δεν πίστευε ότι ήταν καλή ιδέα να σε στείλω στη Φλόριντα. Εγώ, όμως, το έκανα.» Η Μπρένα είχε φανταστεί εκατό διαφορετικές αντιδράσεις του πατέρα της. Και αυτή δεν ήταν μία απ’ αυτές. Της προκαλούσε θυμό και το θυμό δεν ήξερε πώς να τον διαχειριστεί. «Ώστε για δεκαπέντε χρόνια κουβαλάω την ντροπή ενός μυστικού χωρίς λόγο. Δε σκέφτηκες ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να μου το πεις;» Η Μπρένα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. «Μπαμπά, δε σου πέρασε από το μυαλό τι μπορεί να συνέβαινε μέσα μου;» Κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Ήσουν τόσο νέα. Αφού πέρασαν οι πρώτοι μήνες, σκέφτηκα ότι η ανάμνηση εκείνης της ημέρας θα είχε ξεθωριάσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να σ’ το ξαναθυμίσω.» Η Μπρένα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τα λόγια του μαλάκωσαν το θυμό της. Το να κάνει κάποιος τα λάθος πράγματα για τους σωστούς λόγους, της ήταν γνώριμο. Ίσως και εκείνη να είχε αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο αν ήταν στη θέση του. Ίσως όλοι να ήταν θύματα και όχι θύτες όσον αφορούσε το θάνατο της μητέρας της. «Κάθε βράδυ όλα αυτά τα χρόνια προσευχόμουν για συγχώρεση.» «Δεν ήταν όμως δικό σου το λάθος. Η μητέρα σου είχε κουραστεί. Και ήταν έτοιμη.» Έτριψε τα μάτια του, για να σκουπίσει τα δάκρυα από τις γωνίες. «Προσευχόσουν για συγχώρεση και εγώ προσευχόμουν στο Θεό να σε φροντίζει. Ακόμα και όταν ήσουν τόσο ανεξάρτητη. Δεν είχα ιδέα πώς να σε προσεγγίσω. Ακόμα δεν έχω.» «Τότε, περίμενα από σένα να σώσεις την οικογένειά μας. Όταν δεν το έκανες, προσπάθησα να αποκοπώ ολοκληρωτικά από σένα. Κοιτώντας πίσω, συνειδητοποίησα ότι υπήρχαν στιγμές που
προσπαθούσες να φερθείς ως πραγματικός πατέρας.» Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της. «Συγγνώμη που δε σ’ το είχα πει ποτέ.» Άφησαν τη σιωπή να απλωθεί μεταξύ τους. Η Μπρένα δεν προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της. Κράτησε την αναπνοή της και έπειτα καθάρισε το λαιμό της. «Ε, μπαμπά.» Περίμενε μέχρι να σηκώσει το κεφάλι του και να την κοιτάξει. «Μου είχες υποσχεθεί βάφλες με μύρτιλλα πριν φύγω. Και έχω πεθάνει στην πείνα.» Αν δεν τον κοιτούσε προσεκτικά, η Μπρένα μπορεί να μην έβλεπε το μικρό τρέμουλο που ταρακουνούσε το στήθος του. Οι μεγάλες γραμμές στο μέτωπό του απάλυναν. «Περίμενε μέχρι να δοκιμάσεις τα μάφιν καρότου που φτιάχνω. Σηκώθηκα νωρίς σήμερα το πρωί, γιατί ήθελα να είναι έτοιμα πριν έρθεις.» Η Μπρένα τον ακολούθησε στην κουζίνα, χαμογελώντας καθώς εκείνος μπέρδευε τα λόγια του. ***
Ο Λουκ κοίταξε το ρολόι του. Οι πιο δύσκολες σαράντα οκτώ ώρες της ζωής του θα έφταναν στο τέλος τους. Ήταν πνευματικά εξουθενωμένος, αφού είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του Σαββατοκύριακου ανησυχώντας. Η γυναίκα που ήταν υπεύθυνη γι’ αυτό το μαρτύριο κατέβαινε τώρα με τις κυλιόμενες σκάλες του διαδρόμου «Β». Πήγε γρήγορα προς το μέρος της, σχεδόν σκοντάφτοντας πάνω σε μια γλάστρα με τη φούρια που είχε για να φτάσει κοντά της. Η καρδιά του αναπήδησε όταν εκείνη μείωσε την απόσταση που τους χώριζε πηδώντας μέσα στην αγκαλιά του. Ο Λουκ την έκλεισε σφιχτά πάνω στο στήθος του. Όταν σήκωσε το κεφάλι της προς το μέρος του, ένιωσε μια απροσδόκητη ηρεμία να τον κατακλύζει. «Θεωρώ ότι τα πράγματα πήγαν καλά» της είπε σφίγγοντάς την πάνω του. «Ναι, νομίζω ότι έτσι έγινε. Για πρώτη φορά μπόρεσα να δω τον πόνο που ένιωθε ο πατέρας για ό,τι συνέβαινε τότε. Ο γάμος τους δεν ήταν τέλειος, ο ίδιος δεν ήταν τέλειος, μα αγαπούσε τη μητέρα μου και προσπαθούσε για το καλύτερο. Περνούσε κρίση και δεν μπορούσε να διαχειριστεί εμένα ή τον Τσέις, και αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα.» Όταν έφτασαν στο χώρο των αποσκευών, η Μπρένα τού έριξε μια ματιά. «Άκουσα ότι είχες ένα ιδιαίτερο ραντεβού σήμερα.» «Ζηλεύεις;» «Ε, ήταν ένα πρόγευμα στο Καφέ Μετρό.» Ο Λουκ χαμογέλασε. «Η Τες με ενημέρωσε ότι θα στεναχωρηθείς. Δεν πειράζει. Άξιζε τον κόπο.» «Μου είπε ακριβώς το ίδιο πράγμα.» Η Μπρένα άρπαξε το χέρι του. «Σε ευχαριστώ. Οι τελευταίες εβδομάδες ήταν κόλαση γι’ αυτήν.» «Δώσε της χρόνο. Δεν είναι περισσότερο έτοιμη από σένα να βάλει τη γιαγιά σου σε ίδρυμα. Παρεμπιπτόντως, σταμάτησα στα Χάιλαντς χθες βράδυ. Ξεπατώθηκα παίζοντας σκραμπλ.» «Εσύ φταις. Ακόμα και με την άνοια, η γιαγιά είναι αδύνατο να νικηθεί.» Ο Λουκ την έπιασε απ’ το χέρι και τη γύρισε ώστε να τον κοιτάξει κατευθείαν στο πρόσωπο. «Είσαι πολύ κουρασμένη για να κάνουμε μια μικρή παράκαμψη πριν πάμε σπίτι;» «Το Καφέ Μετρό δε σερβίρει δείπνο και έτσι δεν πρόκειται να με κάνεις να μαλακώσω απόψε.» Χαμογελώντας, ο Λουκ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
«Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένα σπίτι προς πώληση που θέλω να σου δείξω.» Το στόμα της άνοιξε διάπλατα από την έκπληξη. «Ορίστε;» «Είναι ένα πέτρινο σπίτι με τρεις κρεβατοκάμαρες στο Μπέικον Χιλ. Ο μεσίτης μου πιστεύει ότι είναι το τέλειο σπίτι για το κατάλληλο ζευγάρι.» Η Μπρένα έτρεμε στην αγκαλιά του. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, έτσι;» «Τι;» «Δεν πρόκειται να φύγω ξανά.» «Καλό αυτό, Μόργκαν. Γιατί αυτή τη φορά θα σε κρατήσω για πάντα.»