CINDI MYERS
Συγκάτοικοι στον Έρωτα...
Tίτλος πρωτοτύπου: ALWAYS A BRIDESMAID by Cindi Myers Copyright © 2012 by Cindi Myers Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σταματία Σπύρου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Δώρα Γιακουμή ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS GOLD – 14 ISBN: 978-960-497-531-0
Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στην Debby Tisdale Mayne
Κεφάλαιο 1 Στο κατά πάσα πιθανότητα χειρότερο εικοσιτετράωρο της ζωής της η Στέφανι Λάντλοου έχασε το διαμέρισμά της, έμαθε ότι ένας καλός της φίλος παντρευόταν και ξεμυαλίστηκε με τον καινούργιο σπιτονοικοκύρη της. Όχι ότι το καθένα από αυτά ήταν από μόνο του τόσο άσχημο (με εξαίρεση, βέβαια, την απώλεια του διαμερίσματος). Όλα μαζί, όμως, αποτελούσαν συνταγή καταστροφής. «Τι κάνεις το ερχόμενο Σάββατο;» Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του φίλου και συναδέλφου της του Τζάστιν, μόλις την είδε να μπαίνει στο γραφείο ένα δευτεριάτικο ανοιξιάτικο πρωινό. Ο αδύνατος, ξανθός άντρας συνεργαζόταν με τη Στέφανι τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η Στέφανι κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, που μόλις είχε αρχίσει να χτυπάει. «Εταιρεία Ψύξης, Θέρμανσης και Κλιματισμού Λάντλοου. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Καλημέρα σας, κυρία Γκρέισον. Μάλιστα, ο συνεργάτης μας, Μαρκ Γκρίνλοου, θα βρίσκεται εκεί σήμερα το πρωί στις δέκα. Βεβαίως, κανένα πρόβλημα. Ευχαριστώ που καλέσατε.» «Τι κάνεις το Σάββατο;» ξαναρώτησε ο Τζάστιν και γλίστρησε την καρέκλα του με τα ροδάκια πιο κοντά της. «Απλώς θα διαβάζω.» Από τότε που η Στέφανι αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της για να πάρει μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, η μελέτη κυριαρχούσε στη ζωή της. Ωστόσο δεν την ενοχλούσε. Το πτυχίο θα της άνοιγε πολλές καινούργιες πόρτες και θα της παρείχε τη δυνατότητα να κάνει κάτι σημαντικό στη ζωή της. «Εκτός από αυτό δεν έχω προγραμματίσει τίποτε άλλο. Γιατί;» Ολοκλήρωσε τη φράση της και ήπιε μια γερή γουλιά από το δυνατό καφέ που είχε φέρει μαζί της. «Παντρεύομαι και θα ήθελα να έρθεις στο γάμο.» Καφές απλώθηκε στην επιφάνεια του γραφείου της και την έπνιξε κρίση βήχα. Ο Τζάστιν τη χτύπησε στην πλάτη. «Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» Σκούπισε το στόμα της με ένα χαρτομάντιλο. «Παντρεύεσαι; Μα μόλις την περασμένη εβδομάδα μου έλεγες ότι δεν αισθάνεσαι έτοιμος για γάμο.» Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε η αμηχανία. «Ναι, σωστά, αλλά αυτό ήταν πριν ανακαλύψω ότι η Ίλσα κινδυνεύει να απελαθεί.» «Δεν έχει βίζα εργασίας;» «Η βίζα της λήγει σύντομα. Πρέπει να επιστρέψει στη Ρουμανία. Αλλά, αν παντρευτούμε, θα μπορέσει να πάρει την πράσινη κάρτα και να παραμείνει.» Μολονότι ο Τζάστιν έβγαινε με την όμορφη Ρουμάνα νοσοκόμα για μεγαλύτερο διάστημα απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη κοπέλα, η Στέφανι δεν είχε καταλάβει πως η σχέση τους ήταν τόσο σοβαρή. Προφανώς ο ομιλητικός συνεργάτης της δεν της έλεγε τα πάντα. «Γάμος για την πράσινη κάρτα. Τι ρομαντικό!» «Έλα, τώρα. Μην είσαι έτσι. Πραγματικά την αγαπώ. Απλώς δεν είχα σκοπό να της κάνω την πρόταση τόσο σύντομα.» «Είστε σίγουροι ότι δε βιάζεστε;»
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αν δε νομιμοποιηθεί η παραμονή της το συντομότερο δυνατό, οι αρχές θα τη διώξουν από τη χώρα. Λοιπόν, θα έρθεις; Σε παρακαλώ.» «Φυσικά και θα έρθω. Δε θα μπορούσα να λείπω από το γάμο σου.» «Ωραία. Τότε, θα μου κάνεις και μια χάρη;» Τον κοίταξε με ανησυχία, ενώ θυμόταν χάρες που της είχε ζητήσει στο παρελθόν. Όπως, για παράδειγμα, τότε που την είχε πείσει να βγει τυφλό ραντεβού με έναν πρώην συγκάτοικό του, ο οποίος αποδείχθηκε αλκοολικός και άρχισε να τραγουδάει μετά το τρίτο ποτό. Ή εκείνη τη φορά που την είχε καταφέρει να κάνει μαθήματα σκι μαζί του και είχε σπάσει τον καρπό της την πρώτη φορά στο βουνό. «Εξαρτάται» του είπε προειδοποιητικά. «Θα ήθελες να είσαι μία από τις παρανύμφους της Ίλσα; Δεν ξέρει ακόμη πολλούς εδώ και θα σήμαινε πολλά για εμάς.» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Δεν το βρίσκεις υπερβολικά επίσημο να υπάρχουν παράνυμφοι σε ένα γάμο που γίνεται τόσο βιαστικά;» «Η Ίλσα θέλει να γίνουν όλα όπως πρέπει. Με διαβεβαίωσε ότι θα προλάβει. Έχει ήδη βρει την εκκλησία.» Η Στέφανι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Λυπάμαι, αλλά δεν κάνω για παράνυμφος.» «Είχες γίνει στο γάμο της Τζάκι Μίλερ, έτσι δεν είναι;» Η Στέφανι έκανε μια γκριμάτσα, καθώς θυμήθηκε τις εφιαλτικές στιγμές που είχε ζήσει τότε. Με τη νευρωτική νύφη που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και το κακόγουστο, μακρύ φόρεμα με τα πορτοκαλιά τούλια που είχε υποχρεωθεί να φορέσει, της πήρε εβδομάδες μέχρι να συνέλθει. «Ναι, και ορκίστηκα να μην το ξανακάνω. Πέντε γάμοι φορώντας άσχημα φορέματα είναι αρκετοί. Έληξε η θητεία μου.» «Σε παρακαλώ, έλα. Θα σήμαινε πολλά και για τους δυο μας.» Την έσωσε το χτύπημα του τηλεφώνου. «Εταιρεία Ψύξης, Θέρμανσης και Κλιματισμού Λάντλοου.» «Στέφανι; Εδώ Μαρτζ Κάρτερ.» «Α, γεια σου, Μαρτζ. Συμβαίνει τίποτα;» Θυμόταν καλά ότι είχε στείλει με ταχυδρομική επιταγή το νοίκι του τελευταίου μήνα. Για ποιον άλλο λόγο θα της τηλεφωνούσε η σπιτονοικοκυρά της στο γραφείο; «Άκουσε, κούκλα μου. Βρήκα αγοραστή για το σπίτι και έτσι, δυστυχώς, είμαι αναγκασμένη να σου ζητήσω να μετακομίσεις.» Η Στέφανι αισθάνθηκε το στομάχι της να σφίγγεται και για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα. Η Μαρτζ προσπαθούσε να πουλήσει το διαμέρισμα για περισσότερο από ένα χρόνο και η Στέφανι είχε αρχίσει να πιστεύει ότι δε θα τα κατάφερνε. «Ω, ναι; Θαυμάσια!» Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της να ακούγεται εύθυμη. «Πότε πρέπει να το έχω αδειάσει;» «Μέχρι την Παρασκευή. Το ξέρω ότι είναι πολύ σύντομο, αλλά ο αγοραστής και η γυναίκα του πληρώνουν κάτι παραπάνω και το χρειάζονται αμέσως. Δε θέλω να χάσω την ευκαιρία ύστερα από προσπάθειες τόσων μηνών.» Η Στέφανι συγκράτησε με δυσκολία μια κραυγή απελπισίας. «Μαρτζ, δεν ξέρω αν προλαβαίνω…»
«Είσαι νέα, ελεύθερη και δεν έχεις πολλά πράγματα. Δεν μπορεί να σε φιλοξενήσει κάποια φίλη σου ή ο πατέρας σου; Θα σου επιστρέψω την προκαταβολή και το νοίκι του υπόλοιπου μήνα. Άκουσε, πρέπει να κλείσω τώρα. Ο αγοραστής είπε ότι θα μου ξανατηλεφωνήσει. Θα του πω ότι όλα είναι εντάξει, σύμφωνοι;» Προτού προλάβει να αρθρώσει λέξη, η γραμμή είχε κλείσει. Βρόντηξε το ακουστικό στη συσκευή και κοπάνισε τη γροθιά της στο γραφείο. «Τι συμβαίνει;» Ο Τζάστιν την κοίταξε απορημένος. «Έχεις χλομιάσει.» «Μου έκαναν έξωση.» Ο συνεργάτης τής χαμογέλασε πονηρά. «Μήπως φταίνε τα ξέφρενα πάρτι που διοργανώνεις;» Βλέποντας, όμως, την περίλυπη έκφρασή της, σοβαρεύτηκε. «Έλα, πες μου, τι έγινε;» «Η Μαρτζ πούλησε το σπίτι. Πρέπει να έχω μετακομίσει έως την Παρασκευή.» Έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες της. «Τι θα κάνω; Δεν υπάρχει περίπτωση να έχω βρει κάπου να μείνω μέχρι το τέλος της εβδομάδας.» Ο πατέρας της -και αφεντικό της- Τζακ Λάντλοου θα της επέτρεπε ευχαρίστως να εγκατασταθεί στο σπίτι του. Όμως και μόνο η σκέψη τής έφερνε ρίγος. Μόλις διέσχιζε το κατώφλι του πατρικού της σπιτιού, θα ξαναγινόταν αυτομάτως το κοριτσάκι του μπαμπά και θα αναγκαζόταν να υποστεί την υπερπροστασία και την έλλειψη ιδιωτικής ζωής που αυτό συνεπαγόταν. «Μην ανησυχείς» είπε ο Τζάστιν. «Μπορείς να έρθεις να μείνεις μαζί μου.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά δε νομίζεις ότι η Ίλσα θα έχει αντιρρήσεις;» «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ένας από τους συγκάτοικούς μου μετακόμισε πριν από μερικές εβδομάδες και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ψάχνει για αντικαταστάτη. Σου μιλάω για ένα ευρύχωρο δωμάτιο στο μπροστινό μέρος του σπιτιού με δικό του μπάνιο.» Μόλις εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι ο Τζάστιν συγκατοικούσε με κάποιους άλλους σε μια μονοκατοικία στην περιοχή Μπέαρ Κρικ, λίγο έξω από την πόλη. «Ποιος άλλος μένει εκεί;» «Καταρχάς ο Μάικ, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Επίσης η Νικόλ, λογίστρια στην εταιρεία Μπάξτερ και Έβανς. Τέλος, εγώ και η Ίλσα. Έχει ήδη έρθει να μείνει μαζί μου.» «Για περίμενε μια στιγμή. Σκοπεύετε να εξακολουθήσετε να ζείτε εκεί μετά το γάμο;» «Προς το παρόν δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουμε ένα δικό μας σπίτι. Άλλωστε είναι πολύ ωραία εκεί. Το έχεις δει. Διαθέτει μεγάλο κήπο, πλέι ρουμ, καθιστικό, τα πάντα.» Η Στέφανι είχε αμυδρές αναμνήσεις του σπιτιού από ένα πάρτι που είχε πάει τον περασμένο χρόνο. Θυμόταν τα ψηλά ταβάνια, το πέτρινο τζάκι και το εντυπωσιακό σιντριβάνι μπροστά από την κύρια είσοδο. Επρόκειτο σίγουρα για ένα πολυτελές κτίριο. «Κοστίζει πεντακόσια δολάρια το μήνα. Δεν υπάρχει περίπτωση να βρεις κάτι τόσο καλό σε πιο συμφέρουσα τιμή.» Ασφαλώς ο φίλος της είχε δίκιο. Η Στέφανι ήξερε πολλούς ανθρώπους που πλήρωναν το ίδιο ποσό για να μείνουν σε μια στενόχωρη σοφίτα στο κέντρο της πόλης. Του έριξε μια ματιά γεμάτη ευγνωμοσύνη. «Ακούγεται πολύ καλή περίπτωση. Μπορείς να το κανονίσεις να περάσω από εκεί για να το δω;»
Εκείνος σχημάτιζε ήδη τον αριθμό στο τηλέφωνο. «Μην ανησυχείς. Θα το ερωτευτείς. Και ο Μάικ θα ερωτευτεί εσένα. Θέλω να πω, όπως ερωτεύεται όλες τις γυναίκες.» «Τι σημαίνει αυτό; Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός ο Μάικ;» «Συνηθισμένη περίπτωση χωρισμένου άντρα. Η τέως γυναίκα του του έκανε τη ζωή δύσκολη και υποθέτω πως γι’ αυτό έχει γίνει κάπως πικρόχολος. Είναι, όμως, πολύ ωραίος τύπος.» «Όπως και να ’χει, δε με ενδιαφέρει σαν άντρας αλλά μόνο σα σπιτονοικοκύρης.» Το τηλέφωνό της χτύπησε και έσπευσε να απαντήσει. Τα ραντεβού ήταν ευχάριστα, αλλά ένιωθε ότι είχε τελειώσει με τις σοβαρές σχέσεις. Είχε αποδείξει στον εαυτό της ότι ήταν εντελώς ακατάλληλη γι’ αυτές. Στο παρελθόν, εκεί που νόμιζε ότι όλα πήγαιναν μια χαρά και άρχιζε να πιστεύει ότι η σχέση θα κατέληγε σε γάμο, προσγειωνόταν ανώμαλα. Το ίδιο είχε συμβεί και με τους δύο άντρες με τους οποίους είχε κάνει, υποτίθεται, σοβαρό δεσμό και δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει το κακό να τριτώσει. Εξάλλου αυτή την περίοδο ήταν αποφασισμένη να επικεντρωθεί στις σπουδές της και δεν της περίσσευε χρόνος για αισθηματική ζωή. Η συνύπαρξη με μερικούς συγκατοίκους μπορεί να ήταν ένα βήμα προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Τι είδους ρομάντζο θα μπορούσε να ανθίσει με άλλους τέσσερις, πέντε ανθρώπους μονίμως παρόντες στον ίδιο χώρο; Από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε το σπίτι του Μάικ Μπρούμπεϊκερ άρχισε να σκέφτεται τι θυσίες ήταν διατεθειμένη να κάνει προκειμένου να ζήσει εκεί. Πήγε να το δει κατευθείαν μετά τη δουλειά και, αφού σταμάτησε το αυτοκίνητό της στο τέρμα του ιδιωτικού δρόμου μπροστά στην επιβλητική είσοδο, απέμεινε να κοιτάζει με θαυμασμό το θέαμα. Η πρόσοψη του διώροφου κτιρίου, καμωμένη από πέτρα και ξύλο, ήταν ομολογουμένως άκρως εντυπωσιακή και τα τζάμια στα παράθυρα αντανακλούσαν τα ψηλά βουνά που πλαισίωναν το εξοχικό περιβάλλον. Αιωνόβια έλατα και πεύκα βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από την κατοικία και ένα γραφικό ρυάκι, μόλις διακόσια μέτρα πιο εκεί, συμπλήρωνε μια ειδυλλιακή εικόνα. Κοίταξε ερευνητικά τα παράθυρα προσπαθώντας να μαντέψει ποιο ανήκε στο δωμάτιο που προόριζε για εκείνη ο Τζάστιν. Πώς θα ένιωθε να ξυπνάει και να βλέπει μια τόσο όμορφη θέα κάθε πρωί; Ήλπιζε με όλη της την καρδιά να μην την έχει προλάβει κάποιος άλλος ενοικιαστής. Κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, ανανέωσε το κραγιόν της, χτένισε προς τα πίσω τα πυκνά, σκούρα μαλλιά της και πρόβαρε μια έκφραση αδιαφορίας που είχε σκοπό να επιστρατεύσει μπροστά στον ιδιοκτήτη για να καλύψει τη λαχτάρα της να νοικιάσει το δωμάτιο. Αν και γνώριζε ότι η ηθοποιία δεν ήταν το φόρτε της, ένιωθε αποφασισμένη να διεκδικήσει δυναμικά το αντικείμενο του ενδιαφέροντός της. Βγήκε από το αμάξι και κάλυψε με γρήγορο βήμα την απόσταση που τη χώριζε από την μπροστινή είσοδο. «Ναι, ναι, έρχομαι. Περιμένετε μια στιγμή.» Η φωνή που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του κουδουνιού έφτασε στα αυτιά της λίγα δευτερόλεπτα προτού ακούσει βήματα να πλησιάζουν την πόρτα από την άλλη πλευρά του τοίχου. Αμέσως μετά η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας έναν άντρα με φαρδιούς ώμους και επίπεδο στομάχι, που φορούσε μόνο ένα ξεθωριασμένο μοβ παντελόνι πιτζάμας. Η Στέφανι κοίταξε το δασύτριχο στέρνο του και πάσχισε να εμποδίσει το βλέμμα της να ταξιδέψει κατά μήκος της λεπτής γραμμής από τρίχες κάτω από τον αφαλό του, που εξαφανιζόταν κάτω από το χαμηλοκάβαλο παντελόνι του.
Ορμές που είχε ξεχάσει ότι υπήρχαν μέσα της βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια, διεκδικώντας επίμονα την προσοχή της, και η καρδιά άρχισε να σφυροκοπά στο στήθος της. Με μεγάλη προσπάθεια, επέβαλε στον εαυτό της να αποστρέψει το βλέμμα από το σώμα του άντρα και να το κατευθύνει στο πρόσωπό του. Είχε πυκνά, σκούρα καστανά μαλλιά, που ήταν ακατάστατα, σημάδι πως μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Το σαγόνι του σκίαζαν γένια τριών ημερών και τα μπλε διαπεραστικά του μάτια την έκαναν να χάσει τη μιλιά της. «Ήρθα για το κρεβάτι... την κρεβατοκάμαρα εννοώ» ψέλλισε, πασχίζοντας να υπερνικήσει την ταραχή της. Για καλή της τύχη, την προσοχή του γοητευτικού άντρα τράβηξε ένας θόρυβος στο εσωτερικό του σπιτιού. «Ράιαν, τι κάνεις εκεί μέσα;» ρώτησε. «Ψάχνω για το βίντεο, μπαμπά.» «Θα έρθω να σε βοηθήσω σε δύο λεπτά. Ξάπλωσε πάλι στον καναπέ.» Μια μικρογραφία του άντρα σε νεότερη εκδοχή -χωρίς τις τρίχες στο στήθος και με λείο σαγόνιπαρουσιάστηκε στο χολ. Φορούσε επίσης ένα παντελόνι πιτζάμας και είχε τα σκούρα μαλλιά και τα μπλε μάτια του πατέρα του. «Ποια είναι η κυρία;» ρώτησε. Ο άντρας στράφηκε ξανά στη Στέφανι. «Ποια είπαμε ότι είστε;» «Η Στέφανι Λάντλοου. Φίλη του Τζάστιν. Ήρθα να δω το δωμάτιο που νοικιάζεται.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του και της έριξε ένα βλέμμα κάθε άλλο παρά διακριτικό. «Ο Τζάστιν μού είπε πως επρόκειτο για συνάδελφο, αλλά δεν περίμενα…» Η ματιά του ταξίδεψε στο στήθος της και η Στέφανι μετάνιωσε που είχε φορέσει ένα τόσο εφαρμοστό μπλουζάκι. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της και προσπάθησε να μη φανερώσει τον εκνευρισμό που είχε αρχίσει να αισθάνεται. «Ίσως προτιμούσατε να νοικιάσετε το δωμάτιο σε έναν άντρα. Σας πειράζει που είμαι γυναίκα;» «Πώς;» Η ματιά του μετακινήθηκε πάλι προς το πρόσωπό της. «Όχι, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Άλλωστε υπάρχει ήδη μια γυναίκα -η Νικόλ- στο σπίτι.» Άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να της κάνει χώρο και της έγνεψε να περάσει μέσα. «Όπως θα έχετε καταλάβει, είμαι ο Μάικ Μπρούμπεϊκερ. Με συγχωρείτε που δεν είμαι κατάλληλα ντυμένος για επισκέψεις. Ο γιος μου είναι άρρωστος σήμερα και έμεινα κι εγώ στο σπίτι για να τον φροντίσω. Κοιμόμασταν.» «Τώρα θα δούμε τον Σπάιντερ Μαν» της είπε το αγόρι. «Είναι ωραία ταινία» είπε η Στέφανι. «Λυπάμαι που δε νιώθεις καλά.» «Κρυολόγησα» της είπε ο μικρός και ρούφηξε ηχηρά τη μύτη του. Ο Μάικ τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους του παιδιού και τον έσπρωξε μαλακά προς το καθιστικό. «Πήγαινε να ξαπλώσεις πάλι στον καναπέ, αγόρι μου» τον παρότρυνε. «Στο μεταξύ, εγώ θα δείξω το δωμάτιο στην κυρία Λάντλοου.» Παρακολούθησαν τον Ράιαν να κατευθύνεται με αργά βήματα προς το φωτεινό δωμάτιο που διαδεχόταν το χολ. «Χαριτωμένο αγοράκι» σχολίασε η Στέφανι. «Είναι σπουδαίο παιδί!» Η υπερηφάνεια ήταν ολοφάνερη στον τόνο της φωνής του. Μπορεί ο Μάικ να είχε γίνει πικρόχολος απέναντι στις γυναίκες, αλλά αναμφίβολα έλιωνε όταν αναφερόταν στο γιο του. «Μένει εδώ μαζί σου;» «Όχι όσο θα ήθελα. Αποτελεί πρόβλημα; Ξέρω ότι σε μερικούς ανθρώπους δεν αρέσει να ζουν
κοντά σε παιδιά.» «Α, όχι!» Κούνησε ζωηρά το κεφάλι της για να δείξει την αντίθεσή της. «Λατρεύω τα παιδιά.» Χάιδεψε αφηρημένα το πιγούνι του. Ο ήχος από τα σκληρά του γένια που τρίβονταν στις παλάμες του έστειλε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά της. Προφανώς είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί τόσο κοντά σε έναν άντρα. Ή τουλάχιστον σε έναν άντρα που φορούσε τόσο λίγα ρούχα και διέθετε τόσο καλοφτιαγμένο κορμί. «Επισήμως ο Ράιαν μένει εδώ το μισό καιρό, εφόσον η μητέρα του κι εγώ μοιραζόμαστε την επιμέλειά του. Ωστόσο η τέως σύζυγός μου έχει βρει τον τρόπο να μεταβάλλει τα δεδομένα προς όφελός της, έτσι ώστε να εξυπηρετείται το δικό της πρόγραμμα εις βάρος του δικού μου.» «Άσχημο αυτό» σχολίασε η Στέφανι. Καθώς και παράξενο. Ο Μάικ δε φαινόταν να είναι το είδος του άντρα που επιτρέπει σε οποιονδήποτε να κουμαντάρει τη ζωή του. «Αλλά δεν ήρθες εδώ για να ακούσεις τα προβλήματά μου. Έλα να σου δείξω το δωμάτιο.» Αφού πέρασαν μέσα από ένα πολυτελές καθιστικό, την οδήγησε σε ένα ευρύχωρο υπνοδωμάτιο. «Σχεδόν τριάντα τετραγωνικά» την πληροφόρησε. «Διαθέτει βεστιάριο και ατομικό μπάνιο με ντουζιέρα. Έχει θέα στο ρυάκι.» Η Στέφανι έπνιξε με δυσκολία μια κραυγή ενθουσιασμού που ανέβηκε αυθόρμητα στο λαιμό της. Ήταν τέλειο. Η διαμονή της εκεί θα ήταν σαν να ζούσε σε πολυτελές ξενοδοχείο. Απομάκρυνε το βλέμμα της από το φανταστικό βεστιάριο και στράφηκε πάλι προς το μέρος του Μάικ. Είχε ακουμπήσει τα χέρια στους γοφούς του και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει για άλλη μια φορά το καλογυμνασμένο σώμα με τους εντυπωσιακούς μυς. Το τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο δεν ήταν το μοναδικό αξιοθέατο εκεί κοντά. Γύρισε προς το μέρος της και τσάκωσε το ερευνητικό της βλέμμα. «Λοιπόν, τι σκέφτεσαι;» Σκέφτομαι ότι είσαι υπερβολικά γοητευτικός για να μπορέσω να ζήσω κάτω από την ίδια στέγη μαζί σου. Κατεύθυνε για άλλη μια φορά την προσοχή της στο δωμάτιο. Ποιος δε θα ήθελε να ζήσει σε ένα τόσο όμορφο σπίτι; Θα ήταν εντελώς ανόητη, αν άφηνε να της ξεφύγει μια τέτοια ευκαιρία. Ποτέ δε θα ξανάβρισκε ένα εξίσου όμορφο μέρος σε τόσο λογική τιμή. «Είναι πανέμορφο! Ολόκληρο το κτίριο είναι πανέμορφο.» «Ευχαριστώ. Εγώ το έφτιαξα.» «Αλήθεια;» Είχε εντυπωσιαστεί. «Είναι εκπληκτικό!» «Το νοίκι είναι πεντακόσια δολάρια το μήνα. Το θέλεις;» «Ναι, βέβαια!» απάντησε εκείνη χωρίς δισταγμό. Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση ήταν μικρό αντίτιμο προκειμένου να ζήσει σε ένα τέτοιο παραμυθένιο μέρος.
Κεφάλαιο 2 Η Στέφανι έβαλε ένα μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντά της σε κούτες και έπεισε τον Τζάστιν να τα μεταφέρει, μαζί με τα έπιπλα, στο καινούργιο της σπίτι με το φορτηγάκι του. Η Μαρτζ, ευγνώμων που η ενοικιάστριά της αποδείχθηκε τόσο συνεργάσιμη, της επέστρεψε το νοίκι ολόκληρου του μήνα μαζί με την προκαταβολή, γεγονός που επέτρεψε στη Στέφανι να πληρώσει τον Μάικ χωρίς να αδειάσει τον τραπεζικό της λογαριασμό. Απέμενε να αντιμετωπίσει τον πατέρα της. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, θα είχε μετακομίσει χωρίς να του πει τίποτα, αλλά εφόσον ήταν αναγκαίο να δώσει τη νέα της διεύθυνση στο Λογιστήριο -όπου ήταν προϊσταμένη η αδερφή του, η θεία Τζούντι-, δεν υπήρχε πιθανότητα να κρατήσει μυστικό τον τόπο της καινούργιας κατοικίας της. «Θα πας να μείνεις στο σπίτι ενός αγνώστου;» Ο Τζακ Λάντλοου, ένας μάλλον κοντός και κάπως παχύς πενηνταπεντάρης, με πυκνά, κατάμαυρα φρύδια, που έρχονταν σε αντίθεση με τα γκρίζα μαλλιά του, ανασηκώθηκε από το κάθισμά του στο γραφείο της εταιρείας Λάντλοου. «Και θα συγκατοικείς με ανθρώπους που δε γνωρίζεις;» «Ξέρω τον Τζάστιν. Και δε θα ζω στο ίδιο δωμάτιο με τους υπόλοιπους. Θα έχω το δικό μου χώρο. Είναι ένα πραγματικά πολύ ωραίο σπίτι, μπαμπά.» Έσπευσε να προφτάσει τις αντιρρήσεις του πατέρα της προβάλλοντας τα θετικά στοιχεία της κατοικίας. «Και το νοίκι είναι πραγματική ευκαιρία. Εξάλλου η περιοχή είναι πάρα πολύ ασφαλής.» «Γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις μαζί μου; Μπορώ να σου διαθέσω ένα άνετο δωμάτιο με δικό του μπάνιο. Κι εγώ δεν πρόκειται να σε χρεώσω τίποτα. Αντί για νοίκι θα προσφέρεις κάποια βοήθεια στο σπίτι.» Η Στέφανι έσφιξε τα μπράτσα της καρέκλας της, μέχρι που άσπρισαν οι κλειδώσεις της. Όταν μιλούσε για βοήθεια στο σπίτι, ο πατέρας της εννοούσε μαγείρεμα και καθάρισμα. Τον αγαπούσε ειλικρινά, αλλά σε ό,τι αφορούσε τους ρόλους των δύο φύλων οι απόψεις του ήταν υπερβολικά συντηρητικές. Βέβαια δε θα δίσταζε να προσλάβει μια γυναίκα στη δουλειά του, αν είχε διαπιστώσει ότι διέθετε τις αναγκαίες ικανότητες, αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ένας άντρας θα καθάριζε και θα ετοίμαζε το φαγητό. Εξάλλου, εκτός από αυτές τις ιδέες του, η Στέφανι δυσκολευόταν ιδιαίτερα να αντιμετωπίσει τη διάθεση υπερπροστατευτισμού που επιδείκνυε ο πατέρας της απέναντί της. Αφότου η μητέρα της τους είχε εγκαταλείψει, όταν η ίδια ήταν δεκαέξι ετών, ο Τζακ Λάντλοου είχε επωμιστεί τις ευθύνες που συνεπαγόταν η ιδιότητα του ελεύθερου πατέρα με αξιοπρόσεχτο ζήλο. Δε σταματούσε στιγμή να την προσέχει και προσπαθούσε να καλύπτει την κάθε της ανάγκη πριν ακόμη εκείνη την εκφράσει. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της. Μολονότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα κατέληγε να αναλάβει τα ηνία της εταιρείας που είχε ιδρύσει και διεύθυνε ο πατέρας της, η προτεραιότητά της εκείνη την εποχή ήταν να δοκιμάσει τις δυνάμεις της και σε ξένες επιχειρήσεις και να αντιμετωπίσει τη ζωή χωρίς τη βοήθεια τρίτων. Το μεταπτυχιακό θα τη διευκόλυνε να πείσει κάποιον εργοδότη να της εμπιστευτεί μια θέση. «Χρειάζομαι το δικό μου χώρο, μπαμπά. Αυτή είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία.»
«Άφησέ με να το διαπιστώσω και μόνος μου αυτό» της είπε. Κι έτσι, την ημέρα της μετακόμισης ο πατέρας της κάθισε στη θέση του συνοδηγού, δίπλα στον Τζάστιν. Εν τω μεταξύ, η Στέφανι είχε γεμίσει ασφυκτικά το πορτμπαγκάζ καθώς και το πίσω κάθισμα του δικού της αυτοκινήτου με τα αντικείμενα από το παλιό της σπίτι, που έπιαναν λιγότερο χώρο. Όταν έφτασαν στο Μπέαρ Κρικ, η Ίλσα βρισκόταν ήδη εκεί και τους περίμενε. Ήταν μια στρουμπουλή, στρογγυλοπρόσωπη κοπέλα με όμορφα ξανθά μαλλιά και εκφραστικά καστανά μάτια. Φορούσε ένα εφαρμοστό μπλουζάκι, που φάνηκε να αρέσει πολύ στον Τζάστιν, ο οποίος, μόλις βγήκε από το φορτηγάκι, έσπευσε να χαιρετήσει την αγαπημένη του με ένα φλογερό φιλί. Η Στέφανι ξερόβηξε διακριτικά για να τους υπενθυμίσει την παρουσία της και οι ερωτευμένοι ξεκόλλησαν απρόθυμα ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Η Ίλσα τής χαμογέλασε πρόσχαρα. «Ήρθα να σου δώσω ένα χεράκι. Είμαι καλή στο ξεπακετάρισμα και την τακτοποίηση.» «Ευχαριστώ. Χρειάζομαι όσο το δυνατόν μεγαλύτερη βοήθεια.» «Πού είναι αυτός ο Μάικ;» ζήτησε να μάθει ο πατέρας της, κοιτάζοντας προς την κύρια είσοδο του σπιτιού. «Δεν τον έχω δει καθόλου σήμερα» απάντησε η Ίλσα ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Ίσως δουλεύει.» Φυσικά. Άλλωστε κανείς από τους προηγούμενους σπιτονοικοκύρηδες δεν την είχε βοηθήσει να μεταφέρει τα πράγματά της στο εσωτερικό του σπιτιού. Παρ’ όλα αυτά, η Στέφανι ήταν απογοητευμένη που δεν τον έβλεπε. «Έλα να μου δείξεις πού θέλεις να μπει το κρεβάτι σου.» Ο πατέρας της πέρασε από δίπλα της κουβαλώντας το κεφαλάρι του κρεβατιού-αντίκα από ξύλο τριανταφυλλιάς που η Στέφανι είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά της. Τον ακολούθησε πρόθυμα και εκείνος έκανε μια στάση στο καθιστικό για να επιθεωρήσει το ψηλό ταβάνι, το πέτρινο τζάκι και την υπέροχη θέα από το μεγάλο παράθυρο. «Δεν είναι θαυμάσιο, μπαμπά;» τον ρώτησε. Ο πατέρας της έγνεψε καταφατικά, αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, προτού τη ρωτήσει: «Πού είναι το δωμάτιό σου;» Τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, η οποία ήταν τόσο ευρύχωρη όσο τη θυμόταν, και του έδειξε πού να τοποθετήσει το κρεβάτι. Αμέσως μετά επέστρεψε βιαστικά έξω για να βοηθήσει την Ίλσα να ξεφορτώσει το αμάξι. Οι δύο κοπέλες κουβάλησαν μπόγους με ρούχα και τα κρέμασαν στο βεστιάριο που επικοινωνούσε με το δωμάτιο, ενώ ο Τζάστιν και ο πατέρας της συναρμολογούσαν το κρεβάτι. «Σ’ ευχαριστώ που δέχτηκες να έρθεις στο γάμο μας» της είπε η Ίλσα την ώρα που τοποθετούσαν τα φορέματα στις κρεμάστρες. «Ίσως να με βρίσκεις υπερβολικά συναισθηματική, αλλά είναι σημαντικό για εμένα να ξεκινήσουμε την καινούργια μας ζωή περιτριγυρισμένοι από φίλους.» «Μου κάνει εντύπωση που καταφέρατε να τελειώσετε τις προετοιμασίες σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα» της είπε η Στέφανι. «Απ’ ό,τι ξέρω, οι περισσότεροι μελλόνυμφοι κάνουν μήνες για να σχεδιάσουν το γάμο τους.» «Παρακάλεσα όλους όσους γνωρίζω να με βοηθήσουν. Ο εφημέριος που λειτουργεί στο
παρεκκλήσι του νοσοκομείου προσφέρθηκε να κάνει την τελετή και ένας ασθενής μου που εργάζεται σε ξενοδοχείο μας ενημέρωσε ότι υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα διαθέσιμη για τη δεξίωση. Όλοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους.» Χαμογέλασε και δυο λακκάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά της. «Αγόρασα έτοιμο νυφικό και, όταν τους είπα ότι επείγομαι, έκαναν τις απαραίτητες μεταποιήσεις σε χρόνο ρεκόρ.» «Όλοι αγαπούν την Ίλσα» είπε ο Τζάστιν, καθώς προσπαθούσε να ταιριάξει τα κομμάτια του κρεβατιού. «Οι άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να την ευχαριστήσουν. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο.» Ίσως να οφειλόταν στο συνδυασμό των μεγάλων, καστανών ματιών με τα χαριτωμένα λακκάκια. Ή μπορεί ακόμη να συνέβαινε επειδή η Ίλσα απέπνεε μια γνήσια καλοσύνη. «Φαίνεται ότι έχετε φροντίσει για όλα» παραδέχτηκε η Στέφανι. Αμέσως μετά, πήρε βαθιά ανάσα και έκανε την ερώτηση που την έκαιγε εδώ και ώρα, αλλά δεν τολμούσε να ξεστομίσει. «Και τα φορέματα για τις παρανύμφους;» «Α, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Επιστρέφω αμέσως.» Η Ίλσα έφυγε για να ξαναγυρίσει μετά από δύο λεπτά κρατώντας μια μακριά βραδινή τουαλέτα από μαύρο κρεπ ύφασμα. «Μπορείς να φορέσεις αυτό.» Σήκωσε λίγο πιο ψηλά το κομψό ρούχο για να το δει καλύτερα η Στέφανι. «Θα σου πηγαίνει πολύ.» Η Στέφανι την κοίταξε κατάπληκτη. «Γιατί να μην είχες διαλέξει εσύ τα φορέματα και στους άλλους πέντε γάμους όπου ήμουν παράνυμφος;» Σε απάντηση στην ξαφνιασμένη έκφραση της Ίλσα, η Στέφανι ξέθαψε από το βάθος μας κούτας τα πέντε φουστάνια που είχε φορέσει τις προηγούμενες φορές. Τα ρούχα, σε έντονες αποχρώσεις φούξια, τιρκουάζ και πορτοκαλί, συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε κακογουστιά, ενώ οι τεράστιοι φιόγκοι και τα βαθιά ντεκολτέ χειροτέρευαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. «Δεν ξέρω για ποιο λόγο τα κρατάω, εκτός ίσως από το γεγονός ότι ξόδεψα τόσα χρήματα για να τα αγοράσω, που δε μου κάνει καρδιά να τα πετάξω.» Η Ίλσα άφησε μια πνιχτή κραυγή φρίκης. «Είναι πραγματικά απαίσια.» Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας. «Ποτέ δε θα το έκανα αυτό σε μια φίλη μου.» Ο Τζάστιν σηκώθηκε από το πάτωμα και έβαλε το κατσαβίδι που χρησιμοποιούσε στην πίσω τσέπη του τζιν του. «Αυτό είναι το κορίτσι μου.» Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από τους ώμους της. «Δεν είναι υπέροχη;» «Ναι, και είναι απορίας άξιο που παντρεύεται μαζί σου» αστειεύτηκε ο πατέρας της Στέφανι, κλείνοντας πονηρά το μάτι στην Ίλσα. Ο Τζακ μπορούσε να γίνει αξιολάτρευτος όταν το ήθελε. Η Στέφανι γύρισε για να κοιτάξει το έτοιμο πλέον κρεβάτι. Το στιλ αντίκα ταίριαζε γάντι με ένα τέτοιο δωμάτιο. «Τζάστιν, σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες με αυτό…» Η φωνή της χαμήλωσε για να σιγήσει εντελώς μόλις γύρισε και είδε ότι ο φίλος της δεν ενδιαφερόταν να ακούσει τις ευχαριστίες της. Εκείνος και η Ίλσα βρίσκονταν στο δικό τους κόσμο, βυθισμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και με τα χείλη τους να σμίγουν σε ένα παθιασμένο φιλί. Η Στέφανι αναστέναξε και προσπάθησε να αγνοήσει ένα τσίμπημα ζήλιας. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ονειρευόταν να μοιραστεί το διπλό της κρεβάτι-αντίκα με ένα δικό της έρωτα, αλλά τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί όπως ήλπιζε. Απόδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της. Δεν πρέπει να κλαίγομαι. Μάλωσε σιωπηλά τον εαυτό της για την αδυναμία της και κατευθύνθηκε προς το αμάξι της για άλλο ένα φόρτωμα από τα υπάρχοντά της.
Προσπαθούσε να ισορροπήσει μια κούτα με βιβλία στο ένα της χέρι, παλεύοντας ταυτόχρονα να στρίψει το χερούλι της πόρτας με το άλλο, όταν άκουσε μια γνώριμη, βαθιά φωνή πίσω της. «Δώσε μου εμένα το κουτί, προτού πέσει στο πόδι σου.» Γύρισε και είδε τον Μάικ να ανεβαίνει τα σκαλιά προς το μέρος της για να την απαλλάξει από το βάρος. Αφού σήκωσε το βαρύ αντικείμενο στο ένα του χέρι, μπήκε μπροστά της και άνοιξε την πόρτα. Φορούσε ένα μπλε σκούρο, παλιό πουκάμισο, ξεθωριασμένο τζιν παντελόνι και γαλότσες. Το τζιν, που φαινόταν να έχει φορεθεί και πλυθεί πολλές φορές, κολλούσε στους μηρούς του σαν δεύτερο δέρμα. Τα μανίκια του πουκαμίσου του ήταν τυλιγμένα προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας τα μυώδη μπράτσα του. Ξαφνικά η Στέφανι ένιωσε άσχημα για την ατημέλητη εμφάνισή της. Το σορτς και το μπλουζάκι που φορούσε είχαν κατασκονιστεί και τα μαλλιά της ήταν εντελώς αχτένιστα. «Τι έχεις εδώ μέσα;» τη ρώτησε καθώς διάβαινε το κατώφλι. «Τούβλα;» «Βιβλία.» Τον ακολούθησε μέσα στο σπίτι και, αφού διέσχισαν το καθιστικό, έφτασαν στο δωμάτιό της. Ο Τζάστιν, η Ίλσα και ο πατέρας της είχαν ήδη φύγει όταν ο Μάικ και εκείνη μπήκαν στο χώρο. Απόθεσε το κουτί με τα βιβλία στο πάτωμα και στάθηκε κοντά στο κρεβάτι. «Πολύ ωραίο» σχολίασε, περνώντας τα δάχτυλά του πάνω από το κεφαλάρι του επίπλου αντίκα. Παρακολούθησε το χέρι του να χαϊδεύει τις γραμμές του κρεβατιού και δεν μπορούσε να μη σκεφτεί ανάλογες κινήσεις του πάνω σε γυναικείο κορμί. Τα δάχτυλά του ήταν μακριά και καλοφτιαγμένα. Η Στέφανι ένιωσε να ιδρώνει και για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα, καθώς δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που ένας άντρας την είχε αγγίξει με τη μισή από την τρυφερότητα που επιδείκνυε τώρα ο Μάικ. «Ήταν της γιαγιάς μου» ψέλλισε τελικά. Της μητέρας της μητέρας της, συγκεκριμένα. Δεν αποτελούσε σπουδαία κληρονομιά. αλλά ήταν κάτι. Στράφηκε πάλι προς εκείνη. «Είναι ωραίο κομμάτι. Και ταιριάζει πολύ με το χώρο.» Απομακρύνθηκε από το κρεβάτι και προχώρησε προς το μέρος της. «Πώς πάει η μετακόμιση; Όλα καλά;» «Ναι, ευχαριστώ. Είμαι σίγουρη ότι θα μου αρέσει πολύ εδώ.» Έριξε μια ματιά στις στοίβες από κούτες που είχαν συγκεντρωθεί στο πάτωμα και φαντάστηκε πώς θα έδειχνε το μέρος όταν είχαν τακτοποιηθεί όλα τα αντικείμενα. «Αν χρειαστείς κάτι, ειδοποίησέ με.» Έγνεψε καταφατικά και προσπάθησε να βρει κάτι άλλο για να του πει. Δεν ήθελε να τον δει να φεύγει. «Πώς είναι ο Ράιαν;» Το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό του μεταμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του. Οι γραμμές στο μέτωπό του απαλύνθηκαν και εκείνες γύρω από τα μάτια του βάθυναν. Τα λευκά του δόντια έρχονταν σε αντίθεση με το μαυρισμένο του δέρμα. «Είναι μια χαρά. Επέμενε να επιστρέψει στο σχολείο την επόμενη ημέρα, επειδή θα πήγαιναν εκπαιδευτική εκδρομή στο Μουσείο Επιστημών.» «Πόσων χρονών είναι;» «Εννέα. Του αρέσουν πολύ οι θετικές επιστήμες.» Επομένως ο Μάικ δεν ήταν όλο μυς και σκληρότητα. Η αναφορά στο γιο του έφερε στην επιφάνεια μια πιο ανθρώπινη, μαλακή πλευρά του χαρακτήρα του. «Ανυπομονώ να τον ξαναδώ» του
είπε. «Κι εκείνος θέλει να σε ξαναδεί. Είπε ότι έχεις όμορφο χαμόγελο.» Και ο Μάικ είχε όμορφο χαμόγελο, μολονότι δεν το έβλεπε κανείς συχνά. Εξακολουθούσαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάει κανείς τους, μέχρι που μπήκε ο πατέρας της στο δωμάτιο. Κουβαλούσε την κουνιστή πολυθρόνα που ανήκε επίσης στη γιαγιά της. «Είσαι ο σπιτονοικοκύρης;» ρώτησε με τον τόνο που υιοθετούσε συνήθως όταν απευθυνόταν σε ασκούμενους στην εταιρεία που έκαναν κάποιο λάθος. «Ναι, είμαι ο Μάικ Μπρούμπεϊκερ.» «Μάικ, να σου συστήσω τον πατέρα μου, Τζακ Λάντλοου.» Η Στέφανι τύλιξε το χέρι της γύρω από το μπράτσο του πατέρα της σαν να προσπαθούσε να προλάβει κάποιο σχόλιό του που ενδεχομένως θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. Πού τέτοια τύχη. «Θέλω απλώς να ξέρεις ότι η κόρη μου είναι καλό κορίτσι και πρέπει να τη σέβεσαι.» Ο Τζακ έριξε μια βλοσυρή, προειδοποιητική ματιά στον Μάικ. «Μπαμπά!» Η Στέφανι ένιωσε το πρόσωπο της να φλέγεται και ευχήθηκε να άνοιγε το πάτωμα να την καταπιεί. Ή, ακόμη καλύτερα, να κατάπινε τον πατέρα της για να μην πει τίποτα άλλο και χειροτερέψει την κατάσταση. «Λέω απλώς την αλήθεια, έτσι δεν είναι;» Αν ο πατέρας της ήθελε να πιστεύει ότι η κόρη του εξακολουθούσε να είναι μια αθώα παρθένα, που ποτέ δεν έπινε, έβριζε ούτε σκεφτόταν το σεξ, η Στέφανι δε σκόπευε να τον βγάλει από την πλάνη του. Ωστόσο δεν είχε σκοπό να παραμείνει αδρανής ενόσω εκείνος παρουσίαζε στους άλλους την εικόνα που είχε σχηματίσει για αυτή στο μυαλό του. «Μπαμπά, ο Μάικ μού νοικιάζει απλώς ένα δωμάτιο. Δεν ενδιαφέρεται για την προσωπική μου ζωή.» «Σωστά.» Ο Μάικ οπισθοχώρησε προς την πόρτα, κοιτάζοντας τον πατέρα της με μια έκφραση που φανέρωνε επιφυλακτικότητα. Ο Τζάστιν και η Ίλσα ξαναμπήκαν στο δωμάτιο με τα χέρια τους γεμάτα κουτιά. «Γεια, Μάικ. Χαίρομαι που είσαι εδώ.» Ο Τζάστιν ακούμπησε τα κουτιά στο πάτωμα. «Πιστεύω να καταφέρεις να έρθεις στο τελευταίο μου πάρτι για εργένηδες.» Η Ίλσα κοίταξε τον αρραβωνιαστικό της, σμίγοντας τα φρύδια της με απορία. «Τι πάρτι είναι αυτό;» «Είναι έθιμο να βγαίνει ο μέλλων γαμπρός με τους φίλους του το βράδυ πριν το γάμο και να γιορτάζει για τελευταία φορά την ελευθερία του» της εξήγησε ο Μάικ και χτύπησε φιλικά τον Τζάστιν στην πλάτη. «Υπόσχομαι ότι θα φροντίσω προσωπικά να φτάσει νηφάλιος αύριο στην εκκλησία.» «Μην τον ακούς» είπε ο Τζάστιν καθησυχαστικά στην αγαπημένη του. «Θα βγούμε απλώς για ένα ποτό.» Η Ίλσα έγνεψε καταφατικά. «Ωραία, πήγαινε. Αλλά αν έχεις πονοκέφαλο την ημέρα του γάμου μας, δε θα σε λυπηθώ. Θα ζητήσω από τον ντιτζέι να παίζει μουσική στη διαπασών ειδικά για εσένα.» «Καημένε Τζάστιν!» είπε ο Μάικ. Ο Τζάστιν γέλασε και τράβηξε την Ίλσα στην αγκαλιά του. «Μην τον ακούς. Ξέρεις ότι δεν έχει
το θεσμό του γάμου σε μεγάλη υπόληψη.» Τη φίλησε στο μέτωπο. «Εγώ, όμως, έχω ανακαλύψει το μυστικό. Πρέπει απλώς να βρεις το σωστό άνθρωπο.» Ο Μάικ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του δείχνοντας προβληματισμένος. «Εκεί έσφαλα;» Έριξε μια ματιά στη Στέφανι, που για μια στιγμή διέκρινε τη θλίψη πίσω από την εικόνα του σκληρού άντρα. Της φάνηκε μάλιστα ότι τα αισθήματά της, τα οποία έκρυβε επιμελώς, παρουσίαζαν μεγάλες ομοιότητες με τα δικά του. Ήξερε πόσο δύσκολο ήταν να βλέπεις την ευτυχία στη ζωή των άλλων ενώ εσύ αδυνατείς να την κατακτήσεις. Αποδεικνυόταν ότι ο Μάικ και εκείνη είχαν περισσότερα κοινά απ’ όσα είχε αρχικά υποπτευτεί. Γεγονός που αποτελούσε ακόμη ένα λόγο να μην εμπλακεί συναισθηματικά μαζί του. Ήταν γνωστό ότι οι σχέσεις από αντίδραση δεν είχαν καλές προοπτικές. Όταν μάλιστα είχαν και οι δύο παρόμοιες αρνητικές εμπειρίες, ένας τέτοιος δεσμός ήταν καταδικασμένος σε αποτυχία. Η έκφρασή του σκλήρυνε και ξαφνικά έδειχνε απρόσιτος. Στράφηκε για άλλη μια φορά προς το ερωτευμένο ζευγάρι. «Είναι ώρα να αρχίσω να ετοιμάζομαι για τη βραδινή μας έξοδο.» Πέρασε από μπροστά τους και βγήκε από το δωμάτιο. Η Ίλσα τον ακολούθησε με το βλέμμα. Αφού απομακρύνθηκε, είπε χαμηλόφωνα: «Καημένε Μάικ. Νομίζω ότι νιώθει πολύ μόνος.» Δεν είναι ο μόνος. «Μην τον λυπάσαι τον Μάικ» της είπε ο Τζάστιν. Υπάρχουν ένα σωρό γυναίκες πρόθυμες να του κρατήσουν συντροφιά.» Η Στέφανι, που δεν ήθελε να λέγονται τέτοια πράγματα μπροστά στον πατέρα της, προσπάθησε να του κάνει ένα προειδοποιητικό νεύμα προτού ολοκληρώσει τη φράση του, αλλά ήταν πλέον αργά. «Θέλεις να πεις ότι ο Μάικ είναι ο τύπος του γυναικά;» ζήτησε να μάθει ο Τζακ. Ο Τζάστιν φάνηκε να τα χάνει και κοίταξε ερωτηματικά την Στέφανι. «Όχι! Απλώς εννοώ ότι δε ζει σαν καλόγερος, αλλά…» Η Ίλσα κούνησε θλιμμένα το κεφάλι της. «Ο Μάικ φοβάται να δημιουργήσει σοβαρή σχέση με οποιονδήποτε άνθρωπο.» Ο πατέρας της κοίταξε τη Στέφανι. «Μείνε μακριά του, Στέφι. Δεν πρέπει να μπλέξεις με έναν τέτοιο άντρα.» «Δε χρειάζεται να ανησυχείτε» είπε ο Τζάστιν. Ο Μάικ είναι καλός άνθρωπος.» «Το καλό που του θέλω.» Ο Τζάστιν έχασε το χρώμα του. «Είμαι σίγουρος ότι η Στέφανι μπορεί να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της. Εξάλλου δε σκοπεύεις να δεσμευτείς σοβαρά προς το παρόν, έτσι δεν είναι, Στέφανι;» Η Στέφανι σκεφτόταν πως με την πρώτη ευκαιρία θα τα έψελνε ένα χεράκι στον Τζάστιν, που δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό. «Περιμένω τον κατάλληλο άντρα» είπε. «Εκτός αυτού, αυτή την εποχή είμαι απορροφημένη στις σπουδές μου.» Το δεύτερο τουλάχιστον ίσχυε. Ο πατέρας της χαμογέλασε και της έγνεψε ενθαρρυντικά. «Μπράβο, κορίτσι μου.» Δεν αλήθευε τόσο ότι δεν επιθυμούσε να δημιουργήσει μια σοβαρή σχέση όσο το ότι δεν ήθελε να ρισκάρει να ματώσει η καρδιά της. Ήταν αποφασισμένη να προσέξει τον εαυτό της ώστε να μην ξαναπληγωθεί.
Ήταν καιρός να αλλάξουν θέμα συζήτησης. Απευθύνθηκε στην Ίλσα. «Τι σχέδια έχεις για απόψε που ο Τζάστιν θα διασκεδάζει με τους φίλους του;» Η Ίλσα κούνησε το κεφάλι της. «Δεν έχω τίποτα να κάνω. Θα μείνω μέσα και θα ανησυχώ.» «Όχι, μην το κάνεις αυτό» της είπε εύθυμα. «Πρέπει να οργανώσεις κάτι αντίστοιχο. Ποιοι άλλοι είναι καλεσμένοι στο γάμο;» Η Ίλσα συλλογίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα προτού απαντήσει. «Είναι η Νικόλ, που μένει εδώ, καθώς και η Αλίνα, η φίλη μου από τη δουλειά. Θα έρθουν επίσης μερικοί άλλοι φίλοι που θα βοηθήσουν στη δεξίωση.» «Ας τους ειδοποιήσουμε» πρότεινε. «Θα βγούμε με όσους μπορούν να έρθουν και θα περάσουμε φανταστικά.» Ο πατέρας της τη χτύπησε ενθαρρυντικά στον ώμο. «Πολύ ωραία ιδέα. Καλή διασκέδαση. Και αν χρειαστείς οτιδήποτε, τηλεφώνησέ μου.» «Βεβαίως.» Τον φίλησε στο μάγουλο. «Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες με τη μετακόμιση.» Εκείνος έριξε μια ματιά γύρω του. «Είναι ωραίο μέρος. Αλλά να θυμάσαι ότι το δωμάτιο στο σπίτι μου παραμένει στη διάθεσή σου όποτε θελήσεις.» «Το ξέρω.» Ο πατέρας της έφυγε και η κοπέλα άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης. «Ο μπαμπάς σου είναι τόσο καλός!» αναφώνησε η Ίλσα. «Ναι, είναι.» Το ενδιαφέρον του ήταν πραγματικά συγκινητικό όταν δε γινόταν τόσο έντονο ώστε να καταντάει ενοχλητικό. «Έλα, ας οργανώσουμε την τελευταία σου βραδινή έξοδο ως ανύπαντρη. Έχουμε πολλούς λόγους να το γιορτάσουμε.» Αν μη τι άλλο, θα γιόρταζε το γεγονός ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να ξοδέψει για άλλη μια φορά του κόσμου τα λέφτα για να αποκτήσει ακόμη ένα κακόγουστο φόρεμα παρανύμφου. Ο Μάικ παρέμενε καθισμένος στο μπαρ, παρακολουθώντας τον Τζάστιν και μερικούς άλλους φίλους του να παίζουν μπιλιάρδο, ενώ από τα μεγάφωνα έβγαινε δυνατή ροκ μουσική. Για το χατίρι του Τζάστιν, έκανε ό,τι μπορούσε για να δείχνει ότι περνούσε ωραία. Στην πραγματικότητα, όμως, τέτοιου είδους έξοδοι κάθε άλλο παρά τον διασκέδαζαν. Ο Τζάστιν άφησε μια θριαμβευτική κραυγή, καθώς ακόμη ένα παιχνίδι είχε φτάσει στο τέλος του με εκείνον νικητή. «Μπίρες για όλους» είπε στη σερβιτόρα που βρισκόταν κοντά στην παρέα τους. Ο νέος άντρας έλαμπε από την ευτυχία του έρωτα. Ο Μάικ είχε νιώσει έτσι στο παρελθόν, αλλά να πού τον είχε φέρει η επιπολαιότητά του. Μια καινούργια παρτίδα μπιλιάρδου άρχισε. Εντάξει, ίσως ο Τζάστιν αποδεικνυόταν πιο συνετός. Η Κέι είχε δείξει από νωρίς σημάδια ανωριμότητας για γάμο, αλλά εκείνος αρνήθηκε να τους δώσει ιδιαίτερη σημασία και καθησύχαζε τον εαυτό του προσπαθώντας να πιστέψει ότι θα γινόταν καλή σύζυγος. Εκείνη ήταν που επέμενε για ανοιχτό γάμο και, παρ’ ότι δεν του άρεσε η ιδέα, είχε υποχωρήσει στην επιθυμία της. Επίσης ήθελε παιδί και καριέρα ταυτόχρονα και τη βοήθησε όσο μπορούσε για να τα συνδυάσει. Του είχε ζητήσει ένα ονειρεμένο, πανάκριβο σπίτι και της το είχε δώσει. Μετά, όμως, αποφάνθηκε ότι ο Μάικ δεν ήταν αρκετά καλός ως σύζυγος και τον άφησε για κάποιον
κομψευόμενο δικηγόρο. Ίσως να έφταιγε και ο ίδιος. Έπρεπε να είχε λάβει υπόψη τις ενδείξεις ώστε να προβλέψει την εξέλιξη. Όμως δεν το είχε κάνει. Αυτό ήταν το σφάλμα του. Ο Τζάστιν ήρθε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. «Έλα να παίξουμε και μαζί μια παρτίδα.» Ο Μάικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θέλω να σε ρεζιλέψω μπροστά σε όλους τους φίλους σου. Είμαι πρωταθλητής στο μπιλιάρδο.» Ο Τζάστιν γέλασε δυνατά. Ακουγόταν σαν το γέλιο ενός ανθρώπου τόσο ευτυχισμένου, που αγαπούσε όλο τον κόσμο. «Έλα, τώρα. Μη μου χαλάς το χατίρι.» «Ό,τι θέλει ο γαμπρός.» Ο Μάικ ακούμπησε το σχεδόν άδειο ποτήρι μπίρας στον πάγκο του μπαρ και ακολούθησε τον Τζάστιν στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Οι άλλοι δύο φίλοι του, ο Ματ και ο Εντ, παραμέρισαν για να τους κάνουν χώρο. Ο Μάικ έκανε την αρχή στέλνοντας δύο μπάλες στις τρύπες με ένα επιδέξιο χτύπημα της στέκας. Κατόπιν έριξε μια προσεκτική ματιά στην τσόχα μελετώντας την επόμενή του κίνηση. «Πάντως σ’ ευχαριστώ που νοίκιασες το δωμάτιο στη Στέφανι» του είπε ο Τζάστιν. «Βρισκόταν σε πραγματικά δύσκολη θέση.» Ακόμη μια μπάλα έφτασε στο επιθυμητό μέρος και ο Μάικ μετακινήθηκε προς τα δεξιά, αναζητώντας την κατάλληλη θέση για την τρίτη του βολή. «Κι εγώ ωφελήθηκα εφόσον δε χρειάστηκε να βάλω αγγελία στην εφημερίδα και να σπαταλήσω χρόνο αναζητώντας κάποιον άλλο νοικάρη.» «Όπως και να ’χει, εγώ το εκτιμώ ιδιαιτέρως. Άλλωστε είναι σπουδαία κοπέλα.» «Τότε, γιατί δε μου τη συστήνεις;» ρώτησε με δυνατή φωνή ο Ματ, που βρισκόταν καθισμένος σε ένα ψηλό σκαμπό μπροστά στο μπαρ σε μικρή απόσταση. «Θα με ενδιέφερε να γνωρίσω μια σπουδαία κοπέλα. Εξάλλου, εφόσον εσύ αποσύρεσαι από την ενεργό δράση…» «Δε θα γνώριζα σε μια κοπέλα έναν τύπο σαν και σένα ακόμη κι αν τη μισούσα» του απάντησε πειραχτικά ο Τζάστιν. Ο Μάικ τα έχασε για μια στιγμή, καθώς μια καινούργια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του. «Η Στέφανι κι εσύ… ήσασταν ποτέ…» Ο Τζάστιν αρνήθηκε ζωηρά. «Όχι! Είμαστε απλώς φίλοι και τίποτα παραπάνω» τον διαβεβαίωσε. «Τη νιώθω σαν αδερφή μου, ξέρεις. Εξάλλου δεν είναι ο τύπος μου.» Ο Μάικ ξανάφερε στο νου του την εικόνα της: μικροσκοπική με σκουρόχρωμα μαλλιά. Οπωσδήποτε εντελώς διαφορετική από την ξανθιά και κάπως στρουμπουλή Ίλσα. «Η Στέφανι είναι απλώς διαφορετική» συνέχισε ο Τζάστιν. «Τι θέλεις να πεις;» «Ναι, για γίνε λίγο πιο συγκεκριμένος» ζήτησε να μάθει και ο Ματ. Ο Τζάστιν πήρε τη στέκα και ετοιμάστηκε για το δικό του χτύπημα. «Πρόκειται για εντελώς φυσιολογική κοπέλα» διαβεβαίωσε τους φίλους τους. «Ίσως μόνο υπερβολικά…» Χτύπησε τις μπάλες, που σκόρπισαν προς διάφορες κατευθύνσεις, και έπειτα κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Ανεξάρτητη, μάλλον. Προσωπικά, με έλκουν οι γυναίκες που δεν είναι τόσο αμετακίνητες στις απόψεις τους.» «Σε περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, φίλε μου» τον προειδοποίησε ο Ματ. «Κάθε γυναίκα έχει απόψεις που δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει και είμαι σίγουρος ότι η Ίλσα δεν αποτελεί
εξαίρεση.» Ο Τζάστιν συνοφρυώθηκε. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Η Στέφανι είναι το είδος της γυναίκας που δε θέλει να βασίζεται σε κανέναν για οτιδήποτε. Για παράδειγμα, ενώ θα μπορούσε να βολευτεί δουλεύοντας στην επιχείρηση του πατέρα της, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές της για να πάρει μεταπτυχιακό. Μερικές φορές με κάνει να αναρωτιέμαι αν τέτοιες γυναίκες χρειάζονται έναν άντρα.» «Δεν ξέρω.» Ο Μάικ σημάδεψε μια μπάλα για την επόμενη βολή του. «Αναμφίβολα οι γυναίκες που μπορούν να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις είναι αξιέπαινες.» Ο ίδιος είχε κουραστεί υπερβολικά από τη στάση της Κέι, η οποία είχε συνηθίσει να βασίζεται σ’ αυτόν για να την κάνει ευτυχισμένη. Τουλάχιστον, όταν μια γυναίκα σαν τη Στέφανι έδειχνε να ενδιαφέρεται για κάποιον άντρα, κατά πάσα πιθανότητα το ενδιαφέρον της αφορούσε τον άνθρωπο και όχι τον τραπεζικό του λογαριασμό ή το τι μπορούσε να κάνει για εκείνη. Ακόμη μια μπάλα μπήκε στη σωστή τρύπα. «Μου αρέσουν οι γυναίκες που στηρίζονται στα δικά τους πόδια, ιδιαίτερα όταν αυτά τα πόδια είναι καλλίγραμμα.» «Α, όχι, μην το κάνεις αυτό.» Ο Τζάστιν έριξε στον Μάικ μια προειδοποιητική ματιά. Ο Μάικ τον κοίταξε απορημένα. «Να μην κάνω τι;» «Μη σου περνάνε από το μυαλό τέτοιες ιδέες για τη Στέφανι. Δεν πρόκειται να γίνει ένα από τα κορίτσια που σου κρατάνε συντροφιά για ένα μήνα.» «Ποιος σου είπε ότι σκέφτομαι έτσι γι’ αυτήν; Εγώ είπα απλώς ότι πρόκειται για εμφανίσιμη γυναίκα. Αυτό είναι όλο.» «Μπορείς να έχεις όποια άλλη εμφανίσιμη γυναίκα επιθυμείς, αλλά καλύτερα να αφήσεις τη συγκεκριμένη στην ησυχία της. Αρκετοί άντρες την έχουν ήδη πληγώσει. Δε χρειάζεται να κάνεις κι εσύ το ίδιο.» Ώστε η Στέφανι Λάντλοου ήταν άτυχη στον έρωτα. Ο Μάικ αναρωτήθηκε αν έφταιγαν οι κακές της επιλογές ή αν κουβαλούσε πάνω της κάποιο ψεγάδι που δεν είχε ακόμη εντοπίσει. Για το μικρό διάστημα που τη γνώριζε του είχε δώσει την εντύπωση έξυπνης και καλλιεργημένης κοπέλας, με καλό γούστο. Θυμήθηκε τα βιβλία και το κρεβάτι-αντίκα, που ήταν ομολογουμένως πολύ εντυπωσιακό… Όπως και το σώμα της… «Μάικ, μιλάω σοβαρά. Μείνε μακριά από τη Στέφανι.» Ο Μάικ κοίταξε το φίλο του κάπως εκνευρισμένος. «Έκανα απλώς ένα σχόλιο για τα πόδια μιας γυναίκας κι εσύ με κατηγορείς ότι σκοπεύω να της ραγίσω την καρδιά.» «Ξέρω πώς συμπεριφέρεσαι σε τέτοιες περιπτώσεις. Βγαίνεις με μια γυναίκα για τόσο καιρό ώστε να πιστέψει ότι ενδιαφέρεσαι ειλικρινά και μετά την παρατάς για να αναζητήσεις την επόμενη.» «Κι εσύ τι πρόβλημα έχεις;» ζήτησε να μάθει ο Μάικ. Ο Τζάστιν τού έριξε μια θλιμμένη ματιά προτού απαντήσει. «Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα, αν εσένα σου αρέσει τέτοια ζωή. Όμως δε θέλω να πληγώσεις τη Στέφανι.» Έτσι όπως μιλούσε ο Τζάστιν, θα νόμιζε κανείς ότι ο Μάικ ήταν κάποιος διαβόητος γυναικοκατακτητής. Είχε δημιουργήσει μόνο μία σοβαρή σχέση μέσα στους έξι μήνες μετά το διαζύγιό του. Η ιστορία του με τη Μάντλεν τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεται τόσο εύκολα τους ανθρώπους. Της είχε νοικιάσει το δωμάτιο όπου έμενε τώρα η Στέφανι, και ο Ράιαν, που πίστευε ότι αυτή η κοπέλα θα βρισκόταν εκεί για πάντα, είχε αναστατωθεί
όταν εξαφανίστηκε εντελώς ξαφνικά. Ο Μάικ είχε πάρει το μάθημά του. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός, αν όχι για τον ίδιο, τουλάχιστον για να μην πληγώνεται ο μικρός του γιος. Είχε πάρει όρκο ότι θα παρείχε στο παιδί ένα σταθερό σπιτικό, ακόμη κι αν αυτό απαιτούσε να κάνει προσωπικές θυσίες «Εντάξει, εντάξει.» Σήκωσε τα χέρια του στον αέρα για να δείξει ότι παραδίνεται. «Θα μείνω μακριά από τη Στέφανι.» Ούτως ή άλλως, προς το παρόν είχε σκοπό να μη μπλέξει με καμιά γυναίκα. «Θα παίξεις μπιλιάρδο ή θα συνεχίσεις να μιλάς όλη τη νύχτα;» τον ρώτησε ο Ματ. «Πάντως η έξοδος δεν είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική» σχολίασε ο Εντ, ακουμπώντας το ποτήρι που μόλις είχε αδειάσει στον πάγκο του μπαρ. «Μέχρι στιγμής όχι, αλλά υποψιάζομαι ότι όπου να ’ναι θα αποκτήσει ενδιαφέρον.» Ολοκληρώνοντας τα λόγια του, ο Ματ ένευσε προς την πόρτα και οι υπόλοιποι στράφηκαν προς τα εκεί. Ο Μάικ κοίταξε προς την ίδια κατεύθυνση και δεν πίστευε στα μάτια του. Μόλις είχε μπει στο μπαρ το πρόσωπο για το οποίο μιλούσαν πριν από λίγα δευτερόλεπτα. Και καθώς προχωρούσε προς το μέρος τους, ντυμένη με τζιν παντελόνι και εφαρμοστό, κόκκινο μπλουζάκι, η Στέφανι του φάνηκε ακόμη πιο ελκυστική απ’ όσο τη θυμόταν. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και αισθάνθηκε το αίμα του να κοχλάζει. Είχε μόλις υποσχεθεί στον Τζάστιν ότι δε θα επιδίωκε καμιά σχέση μαζί της. Εξάλλου ούτε κι εκείνος χρειαζόταν μια γυναίκα που θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την ήδη πολύπλοκη ζωή του. Ξαφνικά, όμως, αυτά του φαίνονταν ανούσια. Δεν ήξερε αν οφειλόταν στις μπίρες που είχε πιει, στην αποχή του από την ερωτική ζωή εδώ και αρκετό καιρό ή απλώς και μόνο στην ακατανίκητη έλξη που ένιωθε, αλλά είχε ένα προαίσθημα ότι πραγματικά η βραδιά θα γινόταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Κεφάλαιο 3 Η Στέφανι κοίταξε στο βάθος του μπαρ, όπου βρισκόταν η αντροπαρέα, γύρω από το τραπέζι του μπιλιάρδου. Το βλέμμα του Μάικ μαγνήτισε το δικό της και ένιωσε το αίμα να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες της και το πρόσωπό της να βάφεται κόκκινο. Αν το σώμα της αντιδρούσε έτσι με ένα απλό του κοίταγμα, η Στέφανι δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα της συνέβαινε έτσι και την άγγιζε. «Τι κάνουν αυτοί εδώ;» της ψιθύρισε στο αυτί η Νικόλ Γουέλερ, η άλλη καινούργια της συγκάτοικος, που θα ήταν επίσης παράνυμφος στην τελετή. Η Στέφανι ανασήκωσε τους ώμους της. «Φαντάζομαι ότι είχαν την ίδια ιδέα για το πού θα περάσουν την τελευταία βραδιά πριν το γάμο.» «Τζάστιν!» Η Ίλσα είχε ήδη εντοπίσει τον αρραβωνιαστικό της και έτρεξε προς το μέρος του με τα χέρια απλωμένα, έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Τα δύο μπουκάλια σαμπάνια που οι κοπέλες είχαν καταναλώσει στο σπίτι προφανώς την είχαν κάνει ακόμη πιο αυθόρμητη και εκδηλωτική απ’ ό,τι ήταν. «Ελάτε, κορίτσια, καθίστε» τις προέτρεψε ο Τζάστιν, τραβώντας μερικά σκαμπό από το μπαρ. Η Στέφανι ακολούθησε απρόθυμα τις άλλες προς το μέρος των αντρών. «Ώστε λοιπόν εδώ καταλήξατε για να γιορτάσει ο Τζάστιν το τελευταίο του βράδυ ελευθερίας» είπε, καθώς βολευόταν σε ένα από τα ψηλά σκαμπό. Έριξε μια ματιά τριγύρω της. «Είχα την εντύπωση ότι οι άντρες προτιμάνε συνήθως τα καμπαρέ σε τέτοιες περιπτώσεις.» «Είναι νωρίς ακόμη» παρατήρησε ο Μάικ. «Ναι, αποφασίσαμε να περάσουμε από εδώ μόνο για τα πρώτα ποτά» συμπλήρωσε ο Τζάστιν. «Έπεται συνέχεια.» Η Ίλσα έβαλε τα χέρια στη μέση της και τον αγριοκοίταξε. «Δεν πρέπει να οδηγήσετε εφόσον έχετε πιει.» «Προσπαθήσαμε να πείσουμε τον Μάικ να απέχει ώστε να είναι ο οδηγός μας» την πληροφόρησε ο μέλλων σύζυγός της. «Μας είπε, όμως, ότι είχε περισσότερους λόγους από όλους μας να μεθύσει.» «Μιλώντας για ποτά, τι θα πιείτε, κυρίες μου;» ρώτησε ο Τζάστιν. «Σαμπάνια!» αποκρίθηκε η Ίλσα αφήνοντας ένα γελάκι. «Δεν κάνει να ανακατεύεις τα ποτά, έτσι δεν είναι;» «Εγώ θα πιω βότκα» είπε η Αλίνα. «Τι άλλο; Αφού είμαι Ρωσίδα.» Αφού είχαν παραγγείλει οι άλλες κοπέλες, ήρθε η σειρά της. «Κι εσύ, Στέφανι;» τη ρώτησε ο Τζάστιν. «Μια Κόλα λάιτ.» «Επομένως εσύ οδηγείς απόψε» συμπέρανε ο Μάικ. «Όχι. Ήρθαμε με ταξί» τον διέψευσε, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Δε σκόπευε να πιει αλκοόλ επειδή ήθελε να διατηρήσει τα λογικά της για όση ώρα βρίσκονταν στον ίδιο χώρο. Η παρουσία του την έκανε να ζαλίζεται ακόμη και τώρα που ήταν νηφάλια.
Η μουσική που είχε διακοπεί εδώ και λίγη ώρα ξανάρχισε και μερικά ζευγάρια ανέβηκαν στη μικρή πίστα στο κέντρο του χώρου. Η Στέφανι ήπιε λίγο από το αναψυκτικό της ρίχνοντας ταυτόχρονα μια διακριτική ματιά στον Μάικ, που καθόταν στην άκρη του μπαρ, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από τις γυναίκες της συντροφιάς. Φαινόταν ότι παρακολουθούσε το παιχνίδι του μπιλιάρδου που ήταν σε εξέλιξη, αλλά η Στέφανι πρόσεξε ότι κοίταζε συνέχεια προς το μέρος της. «Αντί να τον κοιτάζεις όλη την ώρα, μήπως θα ήταν προτιμότερο να του ζητήσεις να χορέψετε;» είπε η Νικόλ. Η Στέφανι ίσιωσε την πλάτη της, δείχνοντας ενοχλημένη από τα λόγια της συγκατοίκου της. «Δεν τον κοιτάζω όλη την ώρα.» «Εμένα τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε» είπε η Νικόλ, προτού ρωτήσει τις υπόλοιπες: «Τι λέτε κι εσείς;» Οι άλλες κοπέλες έδειξαν να συμφωνούν. «Ζήτησε από τον Μάικ να χορέψετε» την παρότρυνε και η Ίλσα. «Νομίζω ότι θα του άρεσε.» «Όχι, δε θέλω» αντέδρασε εκείνη. Κοίταξε πάλι προς το μέρος του και πρόλαβε να τον δει να την κοιτάζει κι εκείνος, πριν αποστρέψει βιαστικά το βλέμμα του. «Μήπως φοβάσαι;» ρώτησε η Αλίνα και χαμογέλασε πλατιά, με μια πειρακτική έκφραση να παιχνιδίζει στα καστανά της μάτια. «Μη λες βλακείες.» Ξαφνικά η Στέφανι ευχήθηκε να είχε παραγγείλει κάτι πιο δυνατό από ανθρακούχο αναψυκτικό. «Τότε, γιατί δεν του ζητάς να χορέψετε;» επέμεινε η Νικόλ. «Έχω ακούσει ότι είναι καλός χορευτής.» «Αν είναι έτσι, γιατί δε χορεύεις εσύ μαζί του;» της αντιπρότεινε η Στέφανι. Η Νικόλ γέλασε. «Χορεύω χάλια. Εκτός αυτού, δεν είμαι εγώ εκείνη που δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του.» Ήρθε λίγο πιο κοντά της, πριν συμπληρώσει με χαμηλωμένη φωνή: «Και σε κοιτάζει κι εκείνος.» Άρχισε ένα καινούργιο τραγούδι. «Έλα, πήγαινε» την πίεσε η Ίλσα, σκουντώντας την απαλά με τον αγκώνα της. «Πού να πάει;» Ο Τζάστιν εμφανίστηκε με δυο ποτά για τις κοπέλες και αγκάλιασε την Ίλσα από τους ώμους. Μερικοί ακόμη άντρες που έπαιζαν μπιλιάρδο κοίταξαν προς το μέρος τους, περιμένοντας να ακούσουν την απάντηση. Ωχ, όχι! Δε θα την άφηναν ήσυχη. Προκειμένου να μην ακούσει τα προσωπικά της να γίνονται θέμα συζήτησης, η Στέφανι κατέβηκε από το σκαμπό. «Εντάξει, θα του το ζητήσω.» Προχώρησε προς το μέρος του Μάικ, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια. Την ίδια ώρα, όμως, αισθανόταν το δικό του έντονο και εξεταστικό βλέμμα πάνω της. Τα βήματά της έγιναν πιο αργά και, σχεδόν ασυναίσθητα, λίκνισε ελαφρά τους γοφούς της. Αν είχε κατά νου να την ξελογιάσει, γιατί να μην τον αιφνιδίαζε, βάζοντάς τον εκείνη σε πειρασμό; Όχι ότι είχε καμιά πρόθεση να αφήσει αυτό το παιχνίδι να ξεφύγει από τον έλεγχό της. Στο κάτω κάτω, κανείς από τους δυο τους δεν είχε διάθεση να δεσμευτεί. Αυτό ήταν ξεκαθαρισμένο. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε θαρρετά. «Θέλεις να χορέψουμε;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Καλύτερα όχι.» Ένιωσε τις παλάμες της να ιδρώνουν και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. «Έλα, τώρα.
Μόνο ένα χορό. Περπάτησα ως εδώ και, αν αρνηθείς, θα φανώ εντελώς ηλίθια.» «Λυπάμαι, αλλά δε χορεύω.» Ήρθε λίγο πιο κοντά του και στα ρουθούνια της έφτασε η κολόνια του, ανακατεμένη με το άρωμα του κορμιού του. Ο συνδυασμός αναστάτωσε τις αισθήσεις της. «Όλοι μας κοιτάζουν. Αν δε χορέψουμε, θα μας κοροϊδεύουν την υπόλοιπη βραδιά.» Την κοίταξε για μια στιγμή συλλογισμένος. «Έχεις δίκιο.» Ανασήκωσε το ένα του φρύδι και μια υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στις άκρες των χειλιών του. Η έκφρασή του μαλάκωσε, κάνοντάς τον να φαίνεται λιγότερο συγκρατημένος, πιο ανθρώπινος. «Σε πείραξε που δε δέχτηκα αμέσως, σωστά;» τη ρώτησε καθώς σηκωνόταν. Έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε απαλά προς το μέρος της. «Έλα να χορέψουμε και θα σου το συγχωρήσω.» Τον οδήγησε στην πίστα. Ο τρόπος που την κρατούσε στην αγκαλιά του πρόδιδε άντρα που ήξερε από γυναίκες. Δεν την έσφιγγε τόσο απαλά σαν να ήταν από γυαλί ούτε τόσο σφιχτά ώστε να δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Το δεξί του χέρι ακουμπούσε στη μέση της, ζεστό και καθησυχαστικό, ενώ είχε πλέξει τα δάχτυλα του αριστερού ανάμεσα στα δικά της σε μια σφιχτή και σίγουρη λαβή. Ένιωθε τις παλάμες του ζεστές και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν, αν χάιδευαν διάφορα μέρη του κορμιού της… «Λοιπόν, τι λες για την απόφαση της Ίλσα και του Τζάστιν να δεσμευτούν;» Η ερώτησή του απομάκρυνε το μυαλό της από τις επικίνδυνες σκέψεις. Κοίταξε δίπλα της και είδε το ευτυχισμένο ζευγάρι να χορεύει στην πίστα σε κοντινή απόσταση. Ήταν σφιχταγκαλιασμένοι και φαίνονταν να λιώνουν ο ένας για τον άλλο. Είχε κοιτάξει ποτέ έναν άντρα με τόση λαχτάρα; Πιθανόν – προτού συνειδητοποιήσει με οδυνηρό τρόπο ότι έπρεπε να προφυλάσσει την καρδιά της για να μην πληγωθεί. «Χαίρομαι γι’ αυτούς» είπε. «Νομίζω ότι θα έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο.» «Η Ίλσα είναι σπουδαία κοπέλα, αλλά θυμάμαι ότι πριν από μία εβδομάδα ο Τζάστιν δήλωνε ότι δεν ήταν έτοιμος για γάμο. Και μετά μου ζητάει να γίνω κουμπάρος του.» «Ίσως όταν κινδύνεψε να χάσει την Ίλσα να συνειδητοποίησε πόσο πολύ ήθελε να είναι μαζί της.» «Μπορεί.» Ο Μάικ ξεστόμισε την τελευταία λέξη με έναν τόνο απαισιοδοξίας. «Υπολογίζω ότι οι πιθανότητες να μείνουν μαζί είναι πενήντα-πενήντα. Μακάρι να είναι ένα από τα τυχερά ζευγάρια.» «Ο Τζάστιν θα γίνει καλός σύζυγος.» Ήθελε να πιστέψει αυτό που έλεγε, αλλά δεν μπορούσε να είναι και σίγουρη. «Ναι, νομίζω ότι έχεις δίκιο.» Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε με θλίψη. «Δε νομίζω ότι ήμουν ποτέ καλός σε θέματα γάμου γενικότερα.» Η εξομολόγηση του την ξάφνιασε και μια ερώτηση βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη της. «Σε τι είσαι καλός;» Μια σπίθα έλαμψε στα μάτια του και την κράτησε πιο σφιχτά στην αγκαλιά του. Εκείνη δεν μπορούσε πλέον να ακούσει τη μουσική, γιατί στα αυτιά της ηχούσε ένας βόμβος. Της χαμογέλασε και της έριξε μια ματιά που της έκοψε την ανάσα και έκανε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. «Είμαι καλός στο σεξ.» Δεν αμφιβάλλω καθόλου, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο μυαλό της. Έκλεισε τα μάτια της και
κύματα ανατριχίλας σάρωσαν το κορμί της. «Εσύ σε τι είσαι καλή, Στέφανι;» Ως τότε πίστευε ότι ήταν καλή στο να κρατάει τους ανθρώπους στην αναγκαία απόσταση. Όταν τους άφηνε να πλησιάσουν πολύ κοντά της, κατέληγαν να εξαφανίζονται από τη ζωή της. Δεν ήθελε να βιώσει ακόμη μια φορά τον πόνο του αποχωρισμού. Τώρα, όμως, που βρισκόταν εκεί, στην αγκαλιά του Μάικ, και αντίκριζε το γεμάτο υποσχέσεις βλέμμα του, ένιωθε ότι όλες οι άμυνες της κατέρρεαν. «Είναι μυστικό» απάντησε. Επιστράτευσε ένα πονηρό χαμόγελο, αποφασισμένη να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης και των συναισθημάτων της. «Ο Τζάστιν είπε ότι δεν έχεις κοπέλα.» «Σωστά – και ούτε ψάχνω να βρω.» «Δεν ενδιαφέρομαι για τη θέση, πίστεψέ με. Αλλά μου κάνει εντύπωση. Δε μου φαίνεσαι ο τύπος του καλόγερου. Άλλωστε εσύ ανέφερες πρώτος το θέμα του σεξ.» Οι αμυδρές γραμμές στο μέτωπό του έγιναν βαθύτερες. «Ποτέ δεν είπα ότι ζω σαν καλόγερος. Όμως αυτό το διάστημα πρέπει να αφοσιωθώ στο ρόλο του μπαμπά.» «Και οι μπαμπάδες δεν κάνουν σεξ;» «Η Κέι κι εγώ δεν είμαστε χωρισμένοι ούτε ένα χρόνο. Ο Ράιαν έχει ανάγκη από σταθερότητα. Δεν πρέπει να βλέπει διαφορετικές γυναίκες να μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο στη ζωή μου.» «Είναι συγκινητικό αυτό που λες.» Αποδεικνυόταν ώριμος, ευαίσθητος και πολύ διαφορετικός από την πρώτη εντύπωση του μισογύνη που είχε σχηματίσει στο μυαλό της για εκείνον. «Κι εσύ;» τη ρώτησε. «Βγαίνεις με κάποιον;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Γιατί όχι;» Η ίδια εξεταστική ματιά παρουσιάστηκε στο πρόσωπό του. «Είσαι εμφανίσιμη κοπέλα και δείχνεις έξυπνη και συνετή.» «Σ’ ευχαριστώ.» Τραβήχτηκε λίγο από κοντά του, δημιουργώντας μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσά τους. «Μόλις άρχισα ένα μεταπτυχιακό που καλύπτει όλο τον ελεύθερο χρόνο μου.» «Δε βγαίνουν ραντεβού οι μεταπτυχιακοί φοιτητές;» «Αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα. Ο τελευταίος μου χωρισμός ήταν αρκετά επώδυνος. Δεν είμαι έτοιμη να υποστώ παρόμοια δοκιμασία.» Περίμενε κάποια απάντηση που να συνεχίζει το φλερτ τους, αλλά αντί γι’ αυτό εκείνος είπε απλώς: «καταλαβαίνω» και της έσφιξε το χέρι. Η χειρονομία συμπόνιας την έκανε να ριγήσει. Έκανε το λάθος να κοιτάξει προς τα πάνω και, μόλις οι ματιές τους συναντήθηκαν, ένιωσε για άλλη μια φορά την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται. «Επομένως τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί ανάμεσά μας» συμπέρανε και η φωνή του ήταν τόσο σιγανή, που φαινόταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Όχι βέβαια.» «Και το γεγονός ότι θέλω να σε φιλήσω εδώ και τώρα δε σημαίνει τίποτα;» Άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά στην πραγματικότητα λαχταρούσε το φιλί του όσο τίποτα άλλο. Ήρθε λίγο πιο κοντά του και τα χείλη της μισάνοιξαν, αλλά οι λέξεις αρνήθηκαν να βγουν. Τα χείλη του σκέπασαν τα δικά της, καυτά και επίμονα. Η Στέφανι μαρμάρωσε, καθώς ένιωσε να
παραπαίει ανάμεσα στο πάθος και τη σύνεση. Τα δυνατά του μπράτσα την περικύκλωσαν και την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του. Κάθε διάθεση να επιδείξει σύνεση εξαφανίστηκε. Με ένα πνιχτό βογκητό, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και σφίχτηκε πάνω του. Η αίσθηση της επαφής τους τη μεθούσε, ενώ ο συνδυασμός της κολόνιας του με τη μυρωδιά της μπίρας πλημμύριζε τις αισθήσεις της. Να πάρει! Ο άντρας ήξερε να φιλάει! Όλα τα ευαίσθητα σημεία του κορμιού της ανταποκρίθηκαν στο ερωτικό του κάλεσμα. Ένιωσε σαν να υποχωρούσε το έδαφος κάτω από τα πόδια της και ασφαλώς δεν έφταιγε η σαμπάνια που είχε πιει στο σπίτι. Όταν απομακρύνθηκε από κοντά της, εκείνη οπισθοχώρησε ένα βήμα, εξακολουθώντας να αισθάνεται ζαλισμένη. Την κράτησε απαλά από τη μέση και την έσφιξε ελαφρά, με το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και μια απολογητική έκφραση στα μάτια. «Δεν είχα πρόθεση να παρασυρθώ ως εδώ.» Οι λέξεις βγήκαν πνιχτές και ακουγόταν καθαρά το λαχάνιασμα στην αναπνοή του. Σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, η Στέφανι κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε ότι οι άλλοι τους παρακολουθούσαν. Στα αφτιά της έφταναν ψίθυροι από διάφορες κατευθύνσεις. Το πρόσωπό της έκαιγε και κοίταξε αυθόρμητα το πάτωμα, ενώ ευχόταν να άνοιγε για να την καταπιεί. «Νομίζω ότι ήπια πολύ» μουρμούρισε, μολονότι είχε καταναλώσει το τελευταίο της ποτήρι σαμπάνια πριν από τουλάχιστον μία ώρα. «Το ίδιο κι εγώ.» Αφού τράβηξε το βλέμμα της από πάνω του, απομακρύνθηκε από την πίστα και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά. Το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει ήταν να παραμείνει μακριά από τον Μάικ για το υπόλοιπο της βραδιάς. Εκείνη η έκφραση συμπόνιας την είχε αποτελειώσει. Δεν το περίμενε ότι θα έδειχνε τόση κατανόηση. Ένας τέτοιος άντρας θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επικίνδυνος για την ισορροπία της από όσο κάποιος με τον οποίο μοιράζονταν μόνο μια σωματική έλξη. Μόλις μπήκε στην τουαλέτα, έριξε λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό της και κοίταξε προσεκτικά το είδωλό της στον καθρέφτη. Τα μάγουλά της εξακολουθούσαν να είναι ροδισμένα και οι κόρες των ματιών της ελαφρά διεσταλμένες. Τι μπέρδεμα! «Φαίνεται ότι ο Μάικ κι εσύ τα πάτε μια χαρά.» Η Νικόλ βρισκόταν στην είσοδο της τουαλέτας. Η Αλίνα και η Ίλσα πίσω της κοίταζαν κι αυτές προς το μέρος της χαμογελώντας πονηρά. Η Στέφανι έκανε μια προσποιητή κίνηση αδιαφορίας και πήρε ένα χαρτομάντιλο από τη θήκη δίπλα στο νιπτήρα. «Δίναμε απλώς μια παράσταση για να σας διασκεδάσουμε, παιδιά.» «Και το διασκεδάσατε κι εσείς, όπως φάνηκε.» Η Νικόλ μπήκε στο μικρό χώρο και στάθηκε δίπλα στη Στέφανι, σταυρώνοντας τα χέρια. Οι άλλες κοπέλες την ακολούθησαν. «Για άντρας που δηλώνει ότι δεν εμπιστεύεται τις γυναίκες, ο Μάικ δείχνει να σου έχει υπερβολική εμπιστοσύνη.» «Σας είπα ότι ήταν απλώς μια παράσταση. Θεωρήστε το κομμάτι της αποψινής διασκέδασης.» «Σου αρέσει ο Μάικ;» ρώτησε η Ίλσα. «Θα ήθελες να κάνεις σχέση μαζί του;» «Ούτε καν τον ξέρω.» Αυτό το τελευταίο ήταν αλήθεια. Μέχρι στιγμής είχαν μοιραστεί δύο και μισή συζητήσεις και ένα πραγματικά εκρηκτικό φιλί, αλλά αυτά προφανώς δεν αρκούσαν για να σχηματίσει μια κατασταλαγμένη γνώμη για το άτομό του. «Δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει κάποιο δεσμό αυτή την περίοδο. Ούτε κι εγώ.»
«Το φιλί σας άλλα έδειχνε.» «Σας εξήγησα ότι το κάναμε για αστείο.» Ήταν άθλια ψεύτρα και το ήξερε. Αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Έχετε δει την τέως γυναίκα του;» «Ω, ναι!» αποκρίθηκε η Νικόλ. «Η πρώην του είναι ομολογουμένως πολύ όμορφη.» «Την είδα κι εγώ μια φορά, όταν ήρθε για να αφήσει τον Ράιαν» είπε η Ίλσα. «Είναι το είδος της γυναίκας που αναζητά κάποιον που να αξίζει την προσοχή της» συμπλήρωσε η Νικόλ. «Γιατί πήραν διαζύγιο;» ρώτησε η Στέφανι. «Βρήκε κάποιον καλύτερο» την πληροφόρησε η Νικόλ, ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Υποθέτω ότι δεν ήταν η μοναδική αιτία για το χωρισμό τους αλλά η πιο βασική.» «Είναι τόσο θλιβερό.» Τα μάτια της Ίλσα πλημμύρισαν δάκρυα. «Ναι, είναι» συμφώνησε η Στέφανι. Τουλάχιστον όταν εκείνη την παράτησαν δε συνέβη εξαιτίας μιας άλλης γυναίκας. Καταλάβαινε πώς ένιωθε ο Μάικ, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι ήθελε να μπλεχτεί μαζί του. Μπορεί να μην είχε τεράστια εμπειρία από σχέσεις, αλλά καταλάβαινε ότι δύο ραγισμένες καρδιές δεν μπορούσαν να φτιάξουν μία ολόκληρη. Ο Μάικ πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ακόμη μια μπίρα. Ίσως το παγωμένο ποτό να έδιωχνε το μυρμήγκιασμα από τα χείλη του. Τι στα κομμάτια είχε γίνει; Όταν συμφώνησε να χορέψει με τη Στέφανι, δεν περίμενε ότι θα αισθανόταν τόσο έντονη έλξη για εκείνη. Από την πρώτη τους συνάντηση του έστελνε μηνύματα ότι ήθελε να κρατηθεί σε απόσταση. Όμως το φιλί τους είχε περιπλέξει την κατάσταση. Όταν την τράβηξε πάνω του, την ένιωσε τόσο απαλή και γλυκιά, που τα έχασε. Το άρωμα του κορμιού της τον ζάλισε και, από την πρώτη στιγμή που τα χείλη τους ενώθηκαν, κατάλαβε ότι είχε διαπράξει ένα μεγάλο λάθος. Μέσα σε μισό λεπτό αισθανόταν μια τρελή επιθυμία να την ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Του είχε κάνει εντύπωση που δεν τον χαστούκισε όταν απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο. «Τι ήταν αυτό;» ακούστηκε η φωνή του Τζάστιν πίσω του. «Ποιο;» «Έλα, τώρα, Μάικ. Όλοι σε είδαν να φιλάς τη Στέφανι.» Ο Τζάστιν κάθισε στο διπλανό σκαμπό. «Νόμιζα ότι θα την άφηνες ήσυχη.» «Μου ζήτησε μα χορέψουμε.» «Και αυτό το ερμήνευσες ως πρόσκληση να την ξαπλώσεις στο πάτωμα της πίστας;» Ο Μάικ τον αγριοκοίταξε. Μπορεί να ήταν φίλοι, αλλά δε σήκωνε και πολλά πολλά. «Την είδες να αντιστέκεται;» «Σου είπα…» Ο Μάικ τον διέκοψε με μια χειρονομία. «Άφησε το κήρυγμα. Δε σήμαινε τίποτα. Απλώς είχαμε πιει λιγάκι παραπάνω. Δεν πρόκειται να ξανασυμβεί.» «Δε θέλω να τη δω να πληγώνεται.» «Μου το ξεκαθάρισες αυτό και σου έχω ήδη πει ότι δε θα ξαναγίνει.» Πήρε την μπίρα του και σηκώθηκε από το σκαμνί. «Έλα» του είπε. «Ήρθαμε εδώ για να γιορτάσουμε, έτσι δεν είναι;»
Ύψωσε το ποτήρι και τον τόνο της φωνής του και απευθύνθηκε στην υπόλοιπη συντροφιά. «Στον Τζάστιν και την Ίλσα.» «Στον Τζάστιν και την Ίλσα» επανέλαβαν οι άλλοι. Καθώς ο Μάικ έπινε μια γουλιά από την μπίρα του, είδε με την άκρη του ματιού του τη Στέφανι να βγαίνει από την τουαλέτα και να πλησιάζει τη Νικόλ και την Αλίνα, που είχαν επιστρέψει νωρίτερα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πάει να της ζητήσει συγνώμη. Αλλά όχι. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μείνει μακριά της. Όσο πιο μακριά γινόταν. Αλλά πώς μπορούσε να το κάνει αυτό όταν ζούσαν στο ίδιο σπίτι;
Κεφάλαιο 4 Ή η Ίλσα είναι η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο ή είναι μάγισσα, σκέφτηκε η Στέφανι την ώρα που στεκόταν στο πίσω μέρος της εκκλησίας το Σάββατο το απόγευμα. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να έχει οργανώσει μια τόσο όμορφη τελετή μέσα σε λίγες μόνο ημέρες; Από το σημείο όπου βρισκόταν έβλεπε ένα θαυμάσιο θέαμα. Αμφορείς με κόκκινα τριαντάφυλλα, στολισμένοι με σατέν κορδέλες, ήταν τοποθετημένοι σε δύο σειρές, που ξεκινούσαν από την είσοδο του ναού και έφταναν ως μπροστά από το ιερό. Την εντυπωσιακή εικόνα συμπλήρωναν πλήθος λευκές λαμπάδες, που δημιουργούσαν μια ρομαντική ατμόσφαιρα. «Η διακόσμηση είναι πανέμορφη.» Η Νικόλ είχε πλησιάσει τη Στέφανι και ψιθύριζε κοντά στο αυτί της. «Βέβαια, αν παντρευόμουν εγώ, τα χρώματα που θα διάλεγα θα ήταν ροζ και απαλό πράσινο» πρόσθεσε σε χαρούμενο τόνο. «Τα δικά μου θα ήταν μπεζ και γαλάζιο» είπε η Στέφανι. «Ήσουν αρραβωνιασμένη;» «Όχι, αλλά πίστεψα ότι τα πράγματα θα έφταναν εκεί μιαδυο φορές.» Χαμογέλασε κάπως θλιμμένα. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε να χαμογελάει όταν θυμόταν τις άτυχες σχέσεις της. Την πρώτη φορά ήταν είκοσι ενός και περίμενε ότι ο δεσμός της θα κατέληγε σε γάμο. Ήταν βέβαιη ότι ο Ρόμπερτ, με τον οποίο ήταν μαζί για περισσότερα από τρία χρόνια, είχε σκοπό να της κάνει την πρόταση όταν θα ερχόταν στο σπίτι του από το κολέγιο εκείνα τα Χριστούγεννα. Αντί γι’ αυτό της είχε ζητήσει να χωρίσουν, λέγοντάς της ότι ήταν πολύ νέοι για να δεσμευτούν και χρειάζονταν χρόνο για να ωριμάσουν και να ζήσουν τη ζωή τους. Ο Μπομπ είχε δίκιο, αλλά της πήρε αρκετό καιρό για να καταλάβει ότι δεν είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου. Νόμιζε ότι, επειδή αυτός ήταν ο πρώτος της έρωτας, θα ήταν και ο μοναδικός. Όταν μπήκε ο Γκρεγκ στη ζωή της, πίστεψε για δεύτερη φορά ότι είχε βρει το μέλλοντα σύζυγο της. Είχαν γνωριστεί σε κάποια αθλητική διοργάνωση. Ήταν εμφανίσιμος, έξυπνος και διέθετε χιούμορ. Ο τέλειος άντρας. Τον είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και για δύο χρόνια ήταν αχώριστοι. Τίποτα δεν έλειπε από τη σχέση τους. Είχαν ερωτική χημεία, παρόμοιες απόψεις και ελάχιστες διαφωνίες. Αποφάσισαν να συζήσουν και η Στέφανι ήταν σίγουρη ότι θα παντρεύονταν σύντομα. Αλλά από την αρχή της συμβίωσης άρχισαν να απομακρύνονται ολοένα περισσότερο. Ο έρωτάς τους είχε σβήσει σχεδόν τόσο γρήγορα όσο είχε ανθίσει. Δεν είχε ιδέα γιατί συνέβη αυτό. Το μόνο που ήξερε ήταν πως επρόκειτο για επώδυνο συμβάν. Πώς μπορούσε να έχει πέσει τόσο έξω στην εκτίμησή της; Ψίθυροι ενθουσιασμού ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία, καθώς ο Τζάστιν, κάπως χλομός και σχεδόν αγνώριστος με το σμόκιν που φορούσε, προχώρησε προς το ιερό, ακολουθούμενος από τους φίλους του. «Η Ίλσα και αυτός είναι τόσο ταιριαστό ζευγάρι» παρατήρησε η Νικόλ. «Νομίζω ότι πραγματικά την αγαπάει.» Την ίδια γνώμη είχε και η Στέφανι, αλλά δεν ήταν κατάλληλη για να κρίνει. Οι απογοητεύσεις που είχε βιώσει δεν την είχαν κάνει πιο αρμόδια σε ερωτικά ζητήματα, απλώς πιο απαισιόδοξη. Το βλέμμα της μετακινήθηκε προς τον κουμπάρο. Το πρόσωπο του Μάικ ήταν γυρισμένο και
τον έβλεπε προφίλ. Η έκφρασή του έδειχνε σοβαρή, σχεδόν βλοσυρή. Ένιωσε ένα μούδιασμα στα χείλη, καθώς θυμήθηκε το φιλί τους. Τι την είχε πιάσει το προηγούμενο βράδυ ώστε να φερθεί με τέτοιο απαράδεκτο τρόπο, και μάλιστα με κάποιον σχεδόν άγνωστο; Μήπως την είχε πετύχει σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη στιγμή ή ήταν πραγματικά τόσο ξεχωριστός άντρας; Το εκκλησιαστικό όργανο άρχισε να παίζει μια άγνωστη στη Στέφανι μελωδία. Ήταν το σινιάλο για να διασχίσει η νύφη τον κεντρικό διάδρομο του ναού. Η Ίλσα στερέωσε τα κόκκινα τριαντάφυλλα στη μέση της και κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα προς το ιερό. Μολονότι η νύφη δεν ήταν για τη Στέφανι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, τη στιγμή εκείνη, που όλοι την παρακολουθούσαν, δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Εστίασε στην Ίλσα, αλλά όχι για πολύ. Καθώς η ματιά της περιπλανήθηκε στο χώρο, μαγνητίστηκε για άλλη μια φορά από τον Μάικ. Με το καλοραμμένο κοστούμι του, έδειχνε πιο γοητευτικός από ποτέ. Το σακάκι εφάρμοζε άψογα στους ώμους του, προσδίδοντάς του έναν αέρα κομψότητας που τον έκανε ακαταμάχητο. Κοίταξε προς το μέρος της και η Στέφανι αισθάνθηκε τα γόνατά της να λυγίζουν. Η έκφρασή του ήταν τόσο σοβαρή – σχεδόν θυμωμένη, θα μπορούσε να πει κανείς. Ήταν θυμός εναντίον της ή εναντίον της ιδέας του γάμου; Ίσως δεν έχει συνέλθει εντελώς από το χτεσινό ποτό. Οι χτύποι της καρδιάς της ξανάβρισκαν σιγά σιγά το φυσιολογικό τους ρυθμό, μολονότι εξακολουθούσε να μην μπορεί να τραβήξει το βλέμμα της από πάνω του. Τα χείλη της έκαιγαν σαν να την είχε φιλήσει πριν από λίγα δευτερόλεπτα, αντί για ολόκληρες ώρες που είχαν περάσει. Πώς ήταν δυνατόν ένα φιλί από έναν άντρα που της ήταν σχεδόν άγνωστος να έχει εντυπωθεί τόσο έντονα στο μυαλό της; Στο μεταξύ η νύφη και ο γαμπρός είχαν πάρει τη θέση τους μπροστά στο ιερό και οι προσκεκλημένοι παρακολουθούσαν σοβαροί την τελετή, που ήταν σε εξέλιξη. Η Ίλσα, σαν πορσελάνινη κούκλα μέσα στο λευκό, σατέν νυφικό της, κοίταζε τον Τζάστιν με λατρεία. Έλαμπαν και οι δύο από χαρά. Η Στέφανι είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δε θα έκλαιγε σε αυτό το γάμο. Ύστερα από πέντε φορές που είχε ντυθεί παράνυμφος, θα έπρεπε να έχει συνηθίσει, ώστε να μην τη συγκινούν οι γαμήλιοι όρκοι. Αλλά η ευτυχία που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα της Ίλσα και του Τζάστιν τής έφερε έναν κόμπο στο λαιμό και, την ώρα που φορούσαν τις βέρες τους, δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Με το κλείσιμο της τελετής, και ενώ το εκκλησιαστικό όργανο ηχούσε και πάλι, η Ίλσα και ο Τζάστιν προχώρησαν προς την έξοδο. Ο Μάικ συνάντησε τη Στέφανι στον κεντρικό διάδρομο και της πρόσφερε το μπράτσο του. «Κλαις επειδή τύλιξαν ακόμη έναν άντρα;» τη ρώτησε. Κανονικά θα έπρεπε να θυμώσει με τα λόγια του, αλλά ο τρόπος που τα πρόφερε και το κωμικό ανασήκωμα των φρυδιών του την έκαναν να γελάσει. «Κλαίω από χαρά, επειδή δεν υποχρεώθηκα να φορέσω ακόμη μια κακόγουστη τουαλέτα παρανύμφου.» Όταν έφτασαν στο προαύλιο της εκκλησίας, της έδωσε ένα μαντίλι. «Πάρε. Σου τρέχει η μάσκαρα.» «Ευχαριστώ.» Κοίταξε το κολλαριστό, λευκό ύφασμα. «Λυπάμαι πολύ να το χαλάσω.» «Μην ανησυχείς γι’ αυτό» της είπε. Η μητέρα μου μου χαρίζει ένα σωρό τέτοια κάθε Χριστούγεννα. Είναι πεπεισμένη ότι το χαρακτηριστικό του αληθινού τζέντλεμαν είναι να έχει πάντα
πάνω του ένα καθαρό μαντίλι.» Εκείνη γέλασε ξανά. «Ίσως φοβάται πως αφήνεις μια ουρά από γυναίκες που κλαίνε στο πέρασμά σου.» Οι νεόνυμφοι, μαζί με τον κουμπάρο και τις παρανύμφους, μπήκαν στη λιμουζίνα που θα τους μετέφερε μερικά τετράγωνα πιο μακριά, στο ξενοδοχείο όπου θα γινόταν η δεξίωση. Ο Μάικ κάθισε απέναντι από τη Στέφανι, με την πλάτη του γυρισμένη στον σοφέρ. «Είναι τα μάτια μου ακόμη μουτζουρωμένα από τη μάσκαρα;» τον ρώτησε. «Όχι, είσαι μια χαρά» της απάντησε. «Κούκλα!» Η Στέφανι απέστρεψε το βλέμμα. Ήταν ένα κομπλιμέντο που της έκανε από ευγένεια και τίποτα παραπάνω. Δεν έπρεπε να πιστέψει ότι τη φλέρταρε. «Χρειάζομαι ένα ποτό» είπε η Νικόλ αμέσως μόλις μπήκαν στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων και κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Ο Μάικ έβγαλε τη γραβάτα του και την έχωσε στην τσέπη του. «Λοιπόν, τι πρόβλημα έχεις με τις τουαλέτες που φοράνε οι παράνυμφοι;» «Απλώς ότι τις φοράς μόνο σε γάμους και μετά έχεις ένα ρούχο που είναι πολύ ακριβό για να το πετάξεις και δεν μπορείς να το ξαναφορέσεις πουθενά. Εξάλλου συνήθως καταδικάζουν τις παρανύμφους να φοράνε κάτι τουαλέτες που τις κάνουν να μοιάζουν σαν λατέρνες.» Ο Μάικ έριξε μια ματιά στην αίθουσα, που γέμιζε γρήγορα με τους προσκεκλημένους. Ο ντιτζέι είχε ήδη αρχίσει να παίζει χορευτικά κομμάτια. «Να υποθέσω ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που έγινες παράνυμφος;» «Ήταν η έκτη.» Η Στέφανι απόθεσε το μπουκέτο της σε ένα κοντινό τραπέζι. Τα τριαντάφυλλα διατηρούσαν ακόμη τη φρεσκάδα τους. «Εσύ έχεις πάει σε πολλούς γάμους;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εκτός από αυτόν, ακόμη μία φορά στο κολέγιο, νομίζω. Και, φυσικά, ήταν και ο δικός μου.» «Πώς ήταν ο γάμος σου;» Προσπάθησε να τον φανταστεί ντυμένο γαμπρό, αλλά δε θα μπορούσε να δείχνει πολύ διαφορετικός από τώρα. Ούτε πιο ελκυστικός. Έκανε μια γκριμάτσα και δυο ρυτίδες εμφανίστηκαν ανάμεσα στα φρύδια του. «Ήταν πιο ανοιχτός από αυτόν. Υπερβολικά, θα έλεγα. Εκείνη είχε οκτώ παρανύμφους, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να βρω οχτώ άντρες για να τις συνοδεύουν. Υποχρεώθηκα να πείσω οχτώ φίλους μου να ντυθούν σαν πιγκουΐνοι και να στηθούν στο ιερό. Ο θείος της έγινε τύφλα στο μεθύσι, μια παράνυμφος αποδείχτηκε αλλεργική στα λουλούδια και φταρνιζόταν συνέχεια… Ήταν μια σκέτη καταστροφή.» «Αυτά τα περιστατικά είναι που κάνουν τους γάμους αξέχαστους.» «Δε θυμάμαι τίποτα από την ίδια την τελετή» της αποκάλυψε. «Ένιωθες ευτυχισμένος;» Ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα της απαντούσε πως δεν είχε πλήρη συναίσθηση του τι γινόταν. Αντί γι’ αυτό, την εξέπληξε με την ειλικρίνειά του. «Ναι, έτσι ένιωθα τότε. Πίστευα στα λόγια “μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος”.» Άνοιξε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του. «Αλλά αυτά δε συμβαίνουν στην πραγματικότητα.» «Είσαι κυνικός.»
«Είμαι ρεαλιστής. Πώς μπορεί κάποιος να δώσει μια τέτοια υπόσχεση και να την κρατήσει;» «Υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν. Ο παππούς και οι γιαγιά μου παρέμειναν παντρεμένοι για σχεδόν εξήντα χρόνια.» «Έστω, υπάρχουν μερικοί, αλλά πώς μπορούν να το ξέρουν από πριν; Έτσι νόμιζα κι εγώ και κοίτα τι έγινε. Λένε ότι ο έρωτας είναι τυφλός, ενώ στην πραγματικότητα κάνει τους ανθρώπους τυφλούς. Παρεμποδίζει την κρίση τους.» «Και όταν ο έρωτας φεύγει, αρχίζεις να αμφιβάλλεις για όλα όσα πίστευες σωστά μέχρι τότε.» Οι λέξεις γλίστρησαν από το στόμα της χωρίς να το καταλάβει. Ήταν σαν να είπε δυνατά τις σκέψεις της. Την κοίταξε κατάματα. Έδειχνε να επεξεργάζεται αυτό που άκουσε. «Ναι, έχεις δίκιο. Είπες ότι δεν έχεις παντρευτεί ποτέ.» «Όχι, αλλά έχω ερωτευτεί. Και δεν κράτησε.» «Καμιά φορά σκέφτομαι ότι ίσως ήταν καλύτερα τότε που οι γάμοι γίνονταν από προξενιό» είπε ο Μάικ. «Όλοι ήξεραν εκ των προτέρων προς τα πού όδευαν.» «Χωρίς έντονα συναισθήματα, που περιπλέκουν τις καταστάσεις;» «Ναι, έτσι ακριβώς.» Κούνησε το κεφάλι της με απογοήτευση. «Ακούγεται τόσο ψυχρό.» «Ναι, αλλά στοιχηματίζω ότι το σεξ ήταν καυτό.» Αυτή τη φορά δεν ανασήκωσε τα φρύδια του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και αισθάνθηκε την ίδια ζαλάδα και ανατριχίλα που την είχαν κυριεύσει όταν τη φίλησε το προηγούμενο βράδυ. «Δε χρειάζεται να παντρευτείς για να κάνεις σεξ.» Η φωνή της ακούστηκε φυσιολογική, πράγμα παράξενο με την αναστάτωση που ένιωθε. «Δεν αμφιβάλλω.» Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί κάποιο κατάλληλο σχόλιο για τα τελευταία του λόγια. Η Ίλσα, μια οπτασία τυλιγμένη σε λευκό σατέν και ένα μεθυστικό άρωμα, έκανε την εμφάνισή της. «Τι κάνετε κρυμμένοι εδώ;» ρώτησε και, χωρίς να περιμένει απάντηση, έπιασε σφιχτά τον Μάικ από το χέρι. «Πρέπει να χορέψεις μαζί μου.» «Και η Στέφανι πρέπει να χορέψει με μένα.» Ο Τζάστιν, άψογος με το επίσημό του ένδυμα και την ακριβή γραβάτα, την τράβηξε προς την πίστα. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη για την αναπάντεχη εμφάνισή του Τζάστιν, που την έβγαλε από τη δύσκολη θέση, η Στέφανι αφέθηκε στα χέρια του. «Συγχαρητήρια» του είπε καθώς χόρευαν. «Η τελετή ήταν υπέροχη.» «Ευχαριστώ.» Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε το κάπως ανόητο χαμόγελο του ανθρώπου που είναι μεθυσμένος από έρωτα. «Και σ’ ευχαριστώ που ήσουν εδώ σήμερα και που βοήθησες την Ίλσα.» Της έσφιξε θερμά το χέρι. «Ήταν ευχαρίστησή μου. Η Ίλσα είναι σπουδαία κοπέλα και πραγματικά τη συμπαθώ.» «Ελπίζω να μπορέσεις να βρεις κάποιον σαν αυτήν. Σε αρσενική έκδοση, φυσικά.» «Ξανθό και αλλοδαπό;» «Ξέρεις τι εννοώ. Κάποιον που να σε κάνει τόσο ευτυχισμένο όσο έχει κάνει εμένα η Ίλσα.» «Και ποιος δε θέλει κάτι τέτοιο;» Η φωνή της ακούστηκε ανάλαφρη, καθώς κατάφερε να κρύψει
τη θλίψη που της προξενούσαν αυτά τα λόγια. Όταν είσαι ερωτευμένος, η ιδέα φαίνεται τόσο απλή. Τώρα, όμως, που έβλεπε τα γεγονότα από κάποια απόσταση, πίστευε ότι αυτού του είδους τα συναισθήματα ήταν πολύ δύσκολο να διαρκέσουν. «Για τι μιλούσατε εσύ και ο Μάικ;» Αμέσως υποπτεύτηκε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που της είχε ζητήσει να χορέψουν, αλλά του απάντησε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε: «Νομίζει ότι είναι προτιμότερο να παντρεύεται κανείς από προξενιό. Έτσι δε διακινδυνεύει να του αναστατώσουν τη ζωή έντονα συναισθήματα.» «Σου το είπα ότι είναι απαισιόδοξος τύπος. Πες του ότι αυτά τα συναισθήματα είναι που δίνουν νόημα στη ζωή.» «Σωστά.» Όμως κάπου μέσα της συμφωνούσε με τον Μάικ. Την είχαν κουράσει τα σκαμπανεβάσματα του έρωτα. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να βρει κάποιον που να της προσφέρει σταθερότητα και σιγουριά. «Η Στέφανι κι εσύ κουβεντιάζατε αρκετή ώρα» παρατήρησε η Ίλσα με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Μάικ καθώς λικνίζονταν στην πίστα. «Μην αρχίζεις τα προξενιά» της είπε. «Δεν είναι αυτό. Έκανα απλώς μια διαπίστωση. Πάντως νομίζω πως η Στέφανι είναι πολύ καλή.» «Ναι, είναι.» Και μάλιστα τόσο καλή, που θα ήθελε να κάνει διάφορα μαζί της, αλλά δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Τουλάχιστον όχι έως ότου σταθεροποιηθεί η ζωή του Ράιαν. Ο Μάικ είχε βιαστεί να αρχίσει ένα δεσμό με τη Μάντλεν. Στην ουσία, δεν ήταν κάτι σοβαρό. Χρειαζόταν απλώς ένα ενδιαφέρον. Όμως ο Ράιαν είχε αντιδράσει σαν να ήταν η Μάντλεν ένα μόνιμο μέρος της ζωής του. Όταν χώρισαν, ο Ράιαν ήταν εκείνος που πληγώθηκε περισσότερο. «Έχω καταλάβει ότι σε συμπαθεί και κείνη.» «Ίλσα…» Της έριξε μια προειδοποιητική ματιά. Η κοπέλα χαμογέλασε και τα χαριτωμένα λακκάκια έκαναν ξανά την εμφάνισή τους στα μάγουλά της. «Μη γίνεσαι τόσο αντιδραστικός. Είσαι μόνος και χρειάζεσαι μια γυναίκα. Εκείνη είναι μόνη και έχει ανάγκη από έναν άντρα. Επομένως…» Ανασήκωσε τους ώμους της σαν να έλεγε ότι τα πράγματα ήταν απλούστατα. «Μπορώ να βρω γυναίκα οποτεδήποτε θελήσω» δήλωσε αυτός. Καταλάβαινε ότι τα λόγια του τον έκαναν να φαίνεται υπερόπτης, αλλά δεν ήθελε να σκέφτεται κανείς ότι ήταν μόνος και αξιολύπητος. «Για το κρεβάτι σου ναι, όχι όμως και για την καρδιά σου.» «Δε θέλω να μου αναστατώσει κανείς τη ζωή.» Η κοπέλα έκανε μια γκριμάτσα, αλλά φάνηκε αρκετά συνετή ώστε να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Σ’ ευχαριστώ που με άφησες να μετακομίσω στο σπίτι σου» είπε. «Πιστεύω ότι ο Τζάστιν κι εγώ θα είμαστε πολύ ευτυχισμένοι εκεί.» «Μόνο να ξέρεις ότι δεν επιτρέπεται το σεξ στο καθιστικό και στην κουζίνα.» Εκείνη γέλασε. «Θα φροντίσω να το θυμάμαι. Πάντως είναι πολύ όμορφο σπίτι.» «Πρόκειται για την καλύτερη δουλειά μου» τη διαβεβαίωσε. «Αν δεν ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα στην αγορά αυτή την εποχή, θα το πουλούσα. Δε χρειάζομαι τόσο μεγάλη κατοικία.»
«Όταν το έχτιζες, όμως, δεν το ήξερες, σωστά;» «Σωστά. Σχεδιάζαμε να δημιουργήσουμε μεγάλη οικογένεια. Η Κέι έλεγε ότι αυτό ονειρευόταν πάντα, αλλά προφανώς έλεγε ψέματα.» «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ψεύτρες, άσχετα με το τι μπορεί να πιστεύεις εσύ.» «Υποθέτω πως έχεις δίκιο.» Βέβαια, ίσως και η πρώην γυναίκα του ήταν ειλικρινής όταν υποσχόταν να μείνει με τον Μάικ για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της. Αλλά τα δεδομένα αλλάζουν. Αυτό που αισθάνεται κανείς τη μια μέρα μπορεί να μεταβληθεί την επόμενη. Η Στέφανι χόρευε με τον Τζάστιν ακριβώς δίπλα του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, αλλά εκείνη απέστρεψε αμέσως το δικό της σαν να ανησυχούσε για τις πιθανές αντιδράσεις της. Κι εκείνος όμως δοκίμαζε παρόμοια συναισθήματα. Εφόσον είχε τη δύναμη να τον επηρεάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, έπρεπε πάση θυσία να την αποφύγει. Όταν οι άντρες άρχιζαν να σκέφτονται τόσο έντονα μια γυναίκα, ήταν βέβαιο ότι τους περίμεναν μεγάλοι μπελάδες. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς για εμένα και τη Στέφανι» είπε ο Μάικ στην Ίλσα, όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά από το άλλο ζευγάρι. «Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο.» «Ω, ναι;» «Βεβαίως. Δε θέλει να δεσμευτεί, όπως κι εγώ.» Η ελπίδα εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της Ίλσα. «Τότε, είναι κι εκείνη τόσο δύσκολος άνθρωπος όσο εσύ.» Ο Μάικ, όμως, ήξερε πως δεν ήταν δύσκολη. Είχε καεί στο παρελθόν όπως και ο ίδιος και δεν ήταν διατεθειμένη να ξαναπροσπαθήσει. Δεν ήταν διαθέσιμη. Αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό του προκειμένου να μην κάνει καμιά βλακεία, όπως να αφεθεί να την ερωτευτεί. Ο πατέρας της σταμάτησε τη Στέφανι την ώρα που επέστρεφε από την τουαλέτα. Φαινόταν πολύ ευδιάθετος και πιθανότατα η μπίρα που κρατούσε δεν ήταν η πρώτη που έπινε. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου» της είπε. «Τι είδους βοήθεια;» τον ρώτησε επιφυλακτικά. Όταν ο πατέρας της ζητούσε κάποια βοήθεια, συνήθως εννοούσε ότι χρειαζόταν μια γυναικεία γνώμη. «Έχω σχεδιάσει μια μικρή έκπληξη για το ευτυχές ζεύγος και πρέπει να με διευκολύνεις.» «Τι είδους έκπληξη είναι αυτή;» «Ξέρω ότι δε διαθέτουν αρκετά χρήματα για να πάνε ταξίδι του μέλιτος. Έτσι, τους έχω κλείσει ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο στη Φλόριντα. Μια λιμουζίνα θα τους πάει στο αεροδρόμιο και από εκεί θα πετάξουν για Φλόριντα. Είναι όλα κανονισμένα.» «Μπαμπά, είσαι τόσο καλός!» Η συγκίνηση της έφερε έναν κόμπο στο λαιμό και δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. Παρά το μερικές φορές απότομο φέρσιμό του, ο πατέρας της είχε μεγάλη καρδιά. Και ταίριαζε πολύ στο χαρακτήρα του να κρατήσει το σχέδιό του αυτό μυστικό μέχρι την τελευταία στιγμή. Του άρεσε πολύ να κάνει εκπλήξεις. Το πρόσωπό του κοκκίνισε ελαφρά. «Ο ταξιδιωτικός πράκτορας είναι γνωστός μου και μου έκανε μια καλή προσφορά» την πληροφόρησε. «Πρέπει να πάμε την Ίλσα στη λιμουζίνα χωρίς να καταλάβει το λόγο. Θέλω να είναι αληθινή έκπληξη. Θα τους πω ότι το αμάξι θα τους πάει πίσω στο
σπίτι, αλλά ο οδηγός έχει οδηγίες να τους μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Μόλις φτάσουν εκεί, θα τους δώσει τα εισιτήρια και τις αναγκαίες πληροφορίες για το ταξίδι.» «Κι εγώ τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησε. «Να πας στο σπίτι και να φέρεις μερικά πράγματά τους για να τα έχουν μαζί τους στο ταξίδι. Το αυτοκίνητό σου βρίσκεται εδώ, σωστά;» Έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Το άφησα στο πάρκινγκ πριν το γάμο για να το πάρω αργότερα.» «Ωραία. Είχα σκεφτεί να τους στείλουμε στο αεροδρόμιο έτσι όπως είναι και να αγοράσουν τα απαραίτητα στη Φλόριντα, αλλά η Τζούντι είπε ότι ίσως να μη θέλουν να ξοδέψουν πολλά χρήματα εκεί.» «Η θεία Τζούντι είναι πολύ συνετή γυναίκα.» «Επειδή είναι αδερφή μου. Οικογενειακό γνώρισμα.» Ο Τζακ χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Τέλος πάντων. Εφόσον μένεις στο ίδιο σπίτι, θα μπορέσεις να πακετάρεις μερικά πράγματα και να τα φέρεις εδώ, έτσι δεν είναι;» «Πότε πρέπει να πάω;» «Τώρα αμέσως. Η πτήση τους φεύγει σε δύο ώρες.» Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Υπολογίζω μισή ώρα μέχρι να φέρεις τη βαλίτσα, άλλη μισή μέχρι να πάνε στο αεροδρόμιο και θα είναι έτοιμοι για αναχώρηση.» «Εντάξει.» Ούτως ή άλλως, κανείς δε θα αντιλαμβανόταν την απουσία της. Ήταν όλοι απασχολημένοι να πίνουν, να χορεύουν και να καμαρώνουν τους νεόνυμφους. Ο πατέρας της έκανε το σήμα της νίκης και απομακρύνθηκε για να επιστρέψει στη δεξίωση. Η Στέφανι ψάρεψε τα κλειδιά μέσα από την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ο Μάικ τη σταμάτησε δύο βήματα πριν φτάσει στην πόρτα. «Για πού το έβαλες;» «Πηγαίνω στο σπίτι.» «Χωρίς να χαιρετήσεις τη νύφη και το γαμπρό; Εξάλλου τώρα αρχίζει το γλέντι.» Είχε βγάλει το σακάκι του και είχε γυρίσει τα μανίκια του, αποκαλύπτοντας τα μυώδη, μαυρισμένα μπράτσα του. Η οικοδομική εργασία στο ύπαιθρο αναμφίβολα ωφελούσε το αντρικό σώμα. «Χόρευες όλη αυτή την ώρα;» τον ρώτησε, τραβώντας με δυσκολία το βλέμμα της από τα μπράτσα του. Ανασήκωσε τους ώμους του. «Μου αρέσει να χορεύω.» Δεν της είχε πει το ίδιο στο πάρτι το προηγούμενο βράδυ. «Θα ξαναγυρίσω» του είπε. «Απλώς πρέπει να… να κάνω μια χάρη σε κάποιο φίλο.» «Τι είδους χάρη;» «Είσαι πάντα τόσο αδιάκριτος;» Καθώς τον κοιτούσε, ένιωθε την ταραχή της να φουντώνει. Το πράγμα καταντούσε γελοίο. «Ναι.» Την πλησίασε λίγο ακόμη και η φωνή του ακούστηκε σιγανή και σαγηνευτική. «Τι σκαρώνεις;» Αγνόησε το φτερούγισμα στο στήθος της και έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω για να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγε κανείς. «Ο μπαμπάς μου -και αφεντικό του Τζάστιν- κανόνισε να πάνε ο Τζάστιν και η Ίλσα ταξίδι του μέλιτος στη Φλόριντα. Θα είναι έκπληξη. Προσέλαβε έναν οδηγό για να τους μεταφέρει με τη λιμουζίνα στο αεροδρόμιο αμέσως μετά τη δεξίωση. Πηγαίνω στο σπίτι για
να τους φέρω μια βαλίτσα με τα απαραίτητα.» «Θα έρθω μαζί σου.» Έβγαλε ένα μπρελόκ με κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό.» «Πρέπει να σου ανοίξω την πόρτα του δωματίου τους.» Κουδούνισε τα κλειδιά. «Είναι κλειδωμένη.» «Ωραία. Μπορείς να πάρεις μερικά πράγματα του Τζάστιν, ενώ εγώ θα μαζεύω της Ίλσα.»
Κεφάλαιο 5 Η Στέφανι ακολούθησε τον Μάικ στο πάρκινγκ, ως ένα μαύρο φορτηγό που είχε την επιγραφή ΜΠΡΟΥΜΠΕΪΚΕΡ & ΥΙΟΣ – ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ γραμμένη με μεγάλα λευκά γράμματα στη μία του πλευρά. «Δεν είναι πολύ μικρός ο Ράιαν για να ασχολείται με τις οικοδομές;» ρώτησε. «Καλό είναι να ξεκινάει κανείς από νωρίς» της είπε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Εκείνη άρχισε να σκαρφαλώνει προς το εσωτερικό του οχήματος, έχοντας επίγνωση ότι δεν υπήρχε τρόπος να μπει με χάρη σε ένα φορτηγό φορώντας στενό φόρεμα και ψηλά τακούνια. Σαν να διάβασε τη σκέψη της, ο Μάικ είπε: «Θα σου έδινα ένα χεράκι, αλλά φοβάμαι ότι θα έβρισκες τη χειρονομία προσβλητική.» Προτίμησε να μην το σχολιάσει και, αφού βολεύτηκε στο κάθισμα, έδεσε τη ζώνη ασφαλείας. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.» «Θα οδηγήσω γρήγορα.» Ποτέ δε σκέφτηκε ότι το να βρίσκεται μόνη με έναν άντρα μέσα σε ένα όχημα θα της προξενούσε τέτοια αναστάτωση. Να, όμως, που συνέβαινε. Καθόταν εκεί, δίπλα στον Μάικ, απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο και αρκετά κοντά ώστε να αγγίζονται. Του έριξε μια κλεφτή ματιά και αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν. Ο άντρας επέλεξε ακριβώς εκείνη τη στιγμή για να απομακρύνει για ένα δευτερόλεπτο την προσοχή του από τον δρόμο και ο τρόπος που την κοίταξε την έκανε να μαρμαρώσει. Παρ’ όλο που ο Μάικ είχε βάλει σε λειτουργία τον κλιματισμό, η Στέφανι αισθανόταν μια αλλόκοτη έξαψη να τη βασανίζει. Έστρεψε ξανά την προσοχή του μπροστά του. «Δεν έπρεπε να σε φιλήσω χτες το βράδυ» της είπε. «Ναι, δεν έπρεπε.» Η ζέστη που ένιωθε στο σώμα της ανέβηκε με ορμή προς τα πάνω, βάφοντας το πρόσωπό της κόκκινο. «Δε θέλω να βγάλεις λανθασμένα συμπεράσματα» συνέχισε εκείνος. «Το θέμα είναι ότι δε θέλω να μπλέκω με τις συγκατοίκους μου.» «Ωραία, γιατί κι εγώ δε συνηθίζω να μπλέκω με τους σπιτονοικοκύρηδές μου.» «Απ’ ό,τι φαίνεται, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον.» Αυτό που καταλάβαινε εκείνη ήταν ότι ο Μάικ μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πιο παράξενος, εξοργιστικός και ταυτόχρονα συναρπαστικός άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ. Κοντά του ένιωθε σαν να βρισκόταν αναποφάσιστη στην άκρη ενός βατήρα, ενώ είχε ορκιστεί ότι δε θα έκανε ποτέ ξανά βουτιά. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο Μάικ ξεκλείδωσε την κύρια είσοδο και κατόπιν την πόρτα του δωματίου του ζευγαριού. Έμοιαζε με εκείνο που είχε νοικιάσει η Στέφανι, με τη διαφορά ότι επικοινωνούσε με ένα μικρότερο, βοηθητικό χώρο. «Ενδιαφέρουσα διαρρύθμιση» σχολίασε. Ο Μάικ έβγαλε μια βαλίτσα από την ντουλάπα και η Στέφανι άνοιξε τη σιφονιέρα και άρχισε να μαζεύει εσώρουχα, μαγιό, σορτς και μπλουζάκια της Ίλσα. «Ωραίο» είπε ο Μάικ, δείχνοντας ένα μικροσκοπικό μπικίνι.
Η Στέφανι το έριξε στη βαλίτσα και πρόσθεσε ένα πολύχρωμο παρεό. «Τι λες; Να βάλουμε και προφυλακτικά;» Γύρισε και είδε τον Μάικ να κρατάει ένα μικρό, ύποπτο κουτάκι. Το πρόσωπό της φλογίστηκε για άλλη μια φορά. Ήταν βέβαιη ότι είχε γίνει τόσο κόκκινη όσο και το κουτί στο χέρι του. «Ναι» συμφώνησε. «Καλύτερα δύο πακέτα» συνέχισε. «Άλλωστε είναι το ταξίδι του μέλιτός τους.» Η Στέφανι έγνεψε καταφατικά. Προφανώς είχε δίκιο. «Θα πάω να ρίξω μια ματιά στο μπάνιο» του είπε. Εκεί βρήκε ένα σπρέι για άσθμα με το όνομα της Ίλσα και το πήρε, μαζί με οδοντόβουρτσες, αποσμητικά και ξυραφάκια. «Σκέφτεσαι τίποτα άλλο που μπορεί να τους χρειαστεί;» τον ρώτησε. «Μόλις τέλειωσα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που ο Τζάστιν είχε πει ότι ήθελε να διαβάσει. Θα πάω να το φέρω.» Έφυγε για να επιστρέψει σε δύο λεπτά με το βιβλίο στο χέρι. «Μάζεψες όλα όσα νομίζεις ότι θα χρειαστεί ο Τζάστιν;» τον ρώτησε. «Ναι. Πήρα μπλουζάκια, μαγιό, σορτς και σαγιονάρες. Επίσης ξυριστική μηχανή και γυαλιά ηλίου.» «Ωραία. Και τώρα ας επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο.» «Ναι, καλύτερα να πηγαίνουμε.» Όμως δεν έκανε καμιά κίνηση για να φύγει από το δωμάτιο. Αντί γι’ αυτό, στεκόταν εκεί και την κοίταζε με μια ιδιαίτερα… αρπακτική έκφραση. Όμως ο μόνος φόβος που αισθανόταν εκείνη τη στιγμή η Στέφανι ήταν ότι μπορεί να έχανε τον αυτοέλεγχό της. Ο Μάικ άρχισε να την πλησιάζει. «Τι κάνεις;» Προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, αλλά το κρεβάτι πίσω της την εμπόδιζε. «Αναρωτιέμαι αν εκείνο το φιλί ήταν τυχαίο» της είπε. «Επακόλουθο του αλκοόλ.» «Πολύ πιθανόν.» «Ίσως θα έπρεπε να ελέγξουμε αυτή τη θεωρία.» Βρισκόταν τόσο κοντά της, ώστε μπορούσε να διακρίνει μια μικρή φλέβα να πάλλεται στον κρόταφό του. «Ίσως και να μην πρέπει.» Αλλά ο Μάικ έγερνε ήδη το κεφάλι του προς το πρόσωπό της. Σαν να την τραβούσε μαγνήτης, η Στέφανι ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ένα τρέμουλο διαπέρασε το κορμί της, καθώς τα χείλη τους ενώνονταν. Περίμενε να συναντήσει το ίδιο φλογερό πάθος και την επίμονη πίεση της προηγούμενης νύχτας. Όμως, αντί γι’ αυτό, το στόμα του εξερευνούσε το δικό της με μεγάλη τρυφερότητα, σαν να δίσταζε να την πιέσει υπερβολικά ή να της ζητήσει πάρα πολλά. Κάθε ίχνος αναστολής εξαφανίστηκε και η Στέφανι ανταποκρίθηκε στο τρυφερό, ερωτικό του κάλεσμα. Πίεσε το κορμί της πάνω του και αναστέναξε, καθώς παραδινόταν στην απόλαυση της στιγμής. Πέρασε το χέρι του γύρω της για να χαϊδέψει την πλάτη της και την έσφιξε ακόμη πιο δυνατά πάνω στο σκληρό του στέρνο. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να ξαπλώσει στο κρεβάτι πίσω της και να τον τραβήξει πάνω της. Αν είχε πιει λίγο παραπάνω, η κοπέλα μπορεί να ξεχνούσε τα πάντα και να ενέδιδε στον πειρασμό. Αλλά αυτή δε θα ήταν και πολύ καλή ιδέα. Με την τόσο έντονη σωματική έλξη ανάμεσά τους, ήταν βέβαιη ότι θα κατέληγε να εμπλακεί και συναισθηματικά μαζί του. Και δεν είχε καμιά διάθεση
να βάλει στη ζωή της τέτοιου είδους μπελάδες. Γλίστρησε τα χέρια της ανάμεσά τους και πίεσε τις παλάμες της στο στήθος του, απωθώντας τον μαλακά. «Πρέπει να σταματήσουμε.» Την κοίταξε με το πάθος να λάμπει στα μάτια του. «Μάικ;» Τον έσπρωξε απαλά αλλά σταθερά. «Μάικ, δεν είναι καλή ιδέα.» Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά του και ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Ναι» συμφώνησε περνώντας τη γλώσσα πάνω από τα χείλη του. «Δεν είναι καλή ιδέα.» Της γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. Ταραγμένη ακόμη από το φιλί του, σήκωσε την ελαφριά βαλίτσα και τον ακολούθησε. Όταν έφτασαν στο φορτηγό, εκείνος πήρε αμίλητος την αποσκευή και την τοποθέτησε προσεκτικά πίσω από το κάθισμά του. Κατόπιν πήρε τη θέση του στο τιμόνι και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Αλλά, αντί να ξεκινήσει, ξερόβηξε. «Συνήθως δεν είμαι τόσο βλάκας» είπε στη Στέφανι, που στο μεταξύ είχε καθίσει δίπλα του. «Δεν είσαι βλάκας.» Δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμη τη γνώμη της για εκείνον, αλλά οπωσδήποτε δε θα τον χαρακτήριζε έτσι. «Αν προσπαθήσω να σε ξαναφιλήσω, κάνε μια χάρη και στους δυο μας και χαστούκισέ με για να ξαναβρώ τα λογικά μου.» «Ή ίσως να φροντίσουμε να μην ξαναβρεθούμε ποτέ μόνοι μας» του αντιπρότεινε. «Σωστό κι αυτό.» Επιτέλους, γύρισε και την κοίταξε. «Μου αρέσεις, Στέφανι, και είναι φανερό ότι υπάρχει ερωτική χημεία ανάμεσά μας. Όμως το εννοούσα αυτό που έλεγα. Δε θέλω μπλεξίματα.» «Κατάλαβα. Δεν έχεις σκοπό να μου ζητήσεις να μετακομίσω, έτσι;» «Όχι. Θα ήταν απαίσιο, αν έκανα κάτι τέτοιο. Άλλωστε πιστεύω ότι αυτό που συνέβη χτες και σήμερα οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος και στο γάμο των φίλων μας. Αυτές οι περιστάσεις γεννούν τέτοιου είδους συναισθήματα.» «Ναι» συμφώνησε εκείνη. Πράγματι, όλες αυτές οι αναφορές στην αιώνια αγάπη και τα όνειρα που πραγματοποιούνται είχαν ξυπνήσει μέσα της μια ρομαντική και ερωτική διάθεση. Προφανώς κάπως έτσι ένιωθε και ο Μάικ. «Δεν είσαι βλάκας» επανέλαβε. Ίσως απλώς κάπως παρορμητικός. Και οπωσδήποτε απίστευτα σέξι. «Τώρα που η τελετή του γάμου τελείωσε, θα είμαστε μια χαρά. Θα διατηρήσουμε μια απόσταση ανάμεσά μας και θα ηρεμήσουν τα πράγματα.» «Ωραία.» Έβαλε ταχύτητα και το φορτηγό ξεκίνησε. «Ευχαριστώ για την κατανόηση.» «Κανένα πρόβλημα.» Καταλάβαινε ότι το να μπλέξει με κάποιον σαν τον Μάικ -έναν άντρα που φοβόταν τη δέσμευση όσο εκείνη- αποτελούσε εγγύηση ραγισμένης καρδιάς. Αναμφίβολα θα της έλειπαν τα φλογερά φιλιά του, αλλά θα ήταν προτιμότερο και για τους δυο τους να είναι φίλοι και όχι εραστές. Κατευθύνθηκαν σιωπηλοί προς το ξενοδοχείο. Ο Τζακ τούς συνάντησε στο πάρκινγκ και πήρε τη βαλίτσα από τα χέρια του Μάικ. «Θα τη βάλω στο πορτμπαγκάζ» τους είπε. «Η Τζούντι ήταν τόσο ενθουσιασμένη, που δεν μπορούσε να περιμένει. Έχει πάει να φέρει τους νεόνυμφους.» Εκείνη τη στιγμή η πλαϊνή πόρτα του ξενοδοχείου άνοιξε και εμφανίστηκε η Τζούντι, τραβώντας την Ίλσα και τον Τζάστιν από πίσω της. «Κι άλλη λιμουζίνα» αναφώνησε η Ίλσα, χτυπώντας παλαμάκια ενθουσιασμένη.
«Ένα μικρό γαμήλιο δώρο» είπε ο Τζάκ. «Ήθελα να ταξιδέψετε με στιλ.» «Είστε τόσο καλός!» Η Ίλσα τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε γεμάτη ευγνωμοσύνη. Ο Τζακ κοκκίνισε από αμηχανία. «Εμπρός, πηγαίνετε» τους είπε. «Καλό ταξίδι.» Πέρασαν λίγα ακόμη λεπτά με αγκαλιές και φιλιά και κατόπιν το ζευγάρι επιβιβάστηκε στο πίσω κάθισμα του πολυτελούς αυτοκινήτου και αναχώρησε με προορισμό το αεροδρόμιο. «Είναι τόσο ρομαντικό» είπε η Νικόλ και άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός. Ο Μάικ έκανε έναν ήχο σαν γρύλισμα και η Νικόλ τον αγριοκοίταξε. «Οι άντρες δεν καταλαβαίνουν από τέτοια» είπε. «Απλώς σκεφτόμουν τι πρόκειται να κάνει απόψε ο Τζάστιν που δε θα το κάνω εγώ» διευκρίνισε ο Μάικ. «Περίπατο στην παραλία;» ρώτησε η Στέφανι με προσποιητή αθωότητα. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και αισθάνθηκε να ανάβει ξανά μέσα της η φλόγα του πόθου. Αυτός ο άντρας ήταν σίγουρα επικίνδυνος. Το να κοιμηθεί μαζί του θα ήταν σαν να κοιμόταν με δυναμίτη και σίγουρα εξίσου καταστροφικό. Από τότε που χώρισαν, ο Μάικ και η τέως σύζυγός του διατηρούσαν μια σχέση, επιφανειακά τουλάχιστον, πολιτισμένη. Οι συνομιλίες τους αφορούσαν κυρίως τον Ράιαν και τις λεπτομέρειες της μετακίνησής του από το ένα σπίτι στο άλλο όσο το δυνατόν πιο ομαλά. Ο Μάικ δεν ήθελε να ξέρει για την προσωπική της ζωή και της αποκάλυπτε όσο το δυνατόν λιγότερα για τη δική του. Ήξερε ότι ποτέ δε θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι και δεν τον πείραζε καθόλου. Θαύμαζε τους ανθρώπους που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους πρώην συζύγους τους, αλλά εκείνος απλώς δεν ήταν ένας από αυτούς. Έτσι, όταν του τηλεφώνησε για να του πει ότι το σχολείο θα έκλεινε νωρίτερα την Παρασκευή και θα έπρεπε να πάει να πάρει τον Ράιαν, δεν παραξενεύτηκε. Ήταν ένα είδος συζήτησης που είχαν συχνά. «Φαίνεται ότι έστειλαν ένα ενημερωτικό σημείωμα την περασμένη εβδομάδα, αλλά ο Ράιαν ξέχασε να μου το δώσει» είπε στον Μάικ χωρίς να μπει στον κόπο να απολογηθεί. «Μια άλλη μητέρα μού το ανέφερε σήμερα το πρωί.» «Έχω ραντεβού με έναν πελάτη την Παρασκευή το πρωί, αλλά υπολογίζω ότι θα έχω τελειώσει αρκετά νωρίτερα ώστε να προλάβω να τον πάρω» είπε ο Μάικ. «Ωραία.» Η σιωπή που ακολούθησε είχε μια ένταση, σαν να ήθελε να του πει κάτι ακόμη αλλά δίσταζε. «Υπάρχει τίποτα άλλο;» τη ρώτησε. «Ο Τοντ κι εγώ αποφασίσαμε να έρθει να μείνει μαζί μου.» Ο Τοντ ήταν ο δικηγόρος για τον οποίο τον είχε παρατήσει. «Δηλαδή θα ζει στο ίδιο σπίτι με το γιο μου;» Ξεστόμισε τις λέξεις με δυσκολία, προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του, που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει. «Θέλω να γνωριστούν καλύτερα οι δυο τους. Υπάρχει πιθανότητα να γίνει ο Τοντ πατριός του Ράιαν κάποια μέρα.» Τα λόγια της ήταν σαν γροθιά στο στομάχι του. «Ο Ράιαν έχει πατέρα. Δε χρειάζεται πατριό.»
«Το περίμενα ότι θα αντιδρούσες άσχημα. Δε θα σου το είχα πει καθόλου, αλλά ήξερα ότι κάποια στιγμή θα το μάθαινες από το παιδί.» «Αντιδρώ άσχημα; Νομίζεις ότι πρέπει να χαίρομαι που αυτός ο γελοίος θα κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με το παιδί μου;» «Ο Τοντ δεν είναι γελοίος και μην τολμήσεις να τον χαρακτηρίσεις έτσι μπροστά στον Ράιαν.» «Ο Ράιαν κι εγώ δε συζητάμε καθόλου για τον Τοντ.» «Αυτός ο άντρας είναι κομμάτι της ζωής μου και θα γίνει και κομμάτι της ζωής του Ράιαν. Καλύτερα, λοιπόν, να συνηθίσεις στην ιδέα.» «Δεν τη θεωρώ καλή ιδέα, Κέι. Τι θα γίνει, αν ο Ράιαν προσκολληθεί σε αυτόν και μετά εσείς χωρίσετε;» «Δε θα χωρίσουμε. Γιατί είσαι τόσο απαισιόδοξος;» Έγινα εξαιτίας σου. «Πρέπει να το σκεφτείτε λίγο περισσότερο» είπε. «Τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στο παιδί;» «Ο Ράιαν θα είναι μια χαρά. Πήγαινε να τον πάρεις από το σχολείο την Παρασκευή το μεσημέρι. Θα σε περιμένει κάτω από το στέγαστρο των λεωφορείων δίπλα στην είσοδο. Μην ξεχάσεις τις σταγόνες για τα αυτιά του δύο φορές την ημέρα. Και μην τον αφήσεις να φάει φαγητό από το φαστ φουντ.» Έδινε διαταγές σαν να ήταν στρατηγός. Στις αρχές του γάμου τους θαύμαζε την ενεργητικότητα και το δυναμισμό της. Τώρα οι οδηγίες της τον εκνεύριζαν. «Ξέρω πώς να φροντίζω το γιο μου.» Η σιωπή της φανέρωνε ότι δεν το πίστευε, αλλά εκείνος δεν είχε σκοπό να χάσει το χρόνο του προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντί της. «Πες του ότι θα είμαι εκεί.» Έκλεισε προβληματισμένος το τηλέφωνο. Ώστε, λοιπόν, ο Τοντ θα συζούσε με την Κέι και θα αναλάμβανε το ρόλο του πατριού. Ο Μάικ αισθάνθηκε το στομάχι του να ανακατεύεται. Δεν ήταν αφελής για να πιστεύει ότι δε θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά προτιμούσε να μην το σκέφτεται. Ειδικά με τον Τοντ. Εξάλλου είχε προηγηθεί η υπόθεση της Μάντλεν. Όταν εκείνη και ο Μάικ χώρισαν, ο Ράιαν δυσκολεύτηκε να δεχτεί τα νέα. Κατηγόρησε τον πατέρα του ότι φέρθηκε άσχημα στη Μάντλεν και, όταν εκείνη έφυγε από το σπίτι, ήταν σαν να έχανε το παιδί μια φίλη. Ο Μάικ αισθάνθηκε πολύ άσχημα και πάλεψε σκληρά για να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του γιου του. Έφυγε από το γραφείο του και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Ράιαν. Όταν μετακόμισαν εκεί, η Κέι το είχε διακοσμήσει με ζωγραφιές στους τοίχους. Υπήρχαν διάφορα ζωάκια και τοπία που άρεσαν πολύ στο παιδί. Το ταβάνι ήταν βαμμένο γαλάζιο και είχαν κολλήσει αστέρια που λαμπύριζαν μόλις έσβηνε το φως. Μερικές φορές, όταν ο Ράιαν ήταν στο σπίτι της Κέι, ο Μάικ ερχόταν εδώ και καθόταν στο κρεβάτι για να νιώθει σαν να βρίσκεται κοντά στο γιο του. Ήταν το μοναδικό δωμάτιο σε ολόκληρο το σπίτι που είχε παραμείνει όπως και πριν το χωρισμό του. Και όταν ο Ράιαν βρισκόταν εκεί, ο Μάικ μπορούσε να φανταστεί με ευκολία πώς θα ήταν η ζωή του, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί καλύτερα. Αλλά δεν είχε νόημα να μεμψιμοιρεί γι’ αυτά που είχαν συμβεί. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, και ο Ράιαν, ευπροσάρμοστος όπως είναι συνήθως τα παιδιά, έδειχνε να έχει συνηθίσει τα αδιάκοπα πέρα δώθε. Η Κέι και ο Μάικ διατηρούσαν ένα πολιτισμένο επίπεδο στις αναγκαστικές επαφές τους και αυτό ήταν κάτι για το οποίο ήταν μυστικά υπερήφανος. Πίστευε ότι, εφόσον είχε καταφέρει κάτι
τέτοιο ύστερα από το φέρσιμο της Κέι, ήταν ικανός να πετύχει πολύ δύσκολα πράγματα. Ο Πολ και η Σάντι Κέλερμαν αποτελούσαν πρότυπο επιτυχημένου ζευγαριού. Ο Μάικ γνώριζε το χρονικό της κοινής ζωής τους. Είχαν σχέση πριν ακόμη τελειώσουν το σχολείο και παντρεύτηκαν αμέσως μόλις ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους. Εκείνος ήταν ένα νεαρό ανερχόμενο στέλεχος σε μεγάλη εταιρεία κι εκείνη, απόφοιτος οικονομικής σχολής, παρέμενε στο σπίτι για να μεγαλώσει το κοριτσάκι τους. «Θα θέλαμε να επικοινωνεί το δωμάτιο του μωρού με τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα» του είπε ο Πολ την ώρα που συζητούσαν τα σχέδια για το καινούργιο τους σπίτι, που είχε αναλάβει να κατασκευάσει ο Μάικ. «Φυσικά μπορώ να το κάνω αυτό» είπε ο Μάικ. «Όμως οφείλω να σου πω ότι, σε περίπτωση που θελήσετε να το πουλήσετε αργότερα, η αξία του θα είναι μεγαλύτερη, αν το παιδικό είναι ένα ξεχωριστό δωμάτιο με δικό του μπάνιο.» «Δε μας απασχολεί η αξία μεταπώλησης» παρενέβη η Σάντι. «Σχεδιάζουμε να ζήσουμε σε αυτό το σπίτι για όλη τη ζωή μας.» «Ο παππούς μου μας κληροδότησε το οικόπεδο γι’ αυτό το σπίτι» τον πληροφόρησε ο Πολ. «Αποτελεί ιδιοκτησία της οικογένειάς μου εδώ και διακόσια χρόνια. Δε θα το πουλήσουμε ποτέ.» «Έτσι λέτε τώρα, αλλά οι συνθήκες αλλάζουν» τους είπε ο Μάικ. Όταν έφτιαχνε τα σχέδια της τωρινής του κατοικίας, σκεφτόταν κατά τον ίδιο τρόπο. Όμως ο ίδιος, η Κέι και ο Ράιαν δεν έζησαν εκεί και οι τρεις μαζί ούτε ένα χρόνο. «Η αλλαγή είναι πράγματι μέρος της ζωής» είπε ο Πολ. «Αλλά είμαστε σίγουροι γι’ αυτό το σπίτι.» «Σκοπεύουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας εκεί και να γεράσουμε μαζί» συμπλήρωσε η Σάντι. Ο Πολ έριξε στη γυναίκα του ένα βλέμμα γεμάτο λατρεία και ο Μάικ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει το πρόσωπό του ανέκφραστο. Κάποτε κοιτούσε κι αυτός την Κέι με τον ίδιο τρόπο. Κάπου υπήρχαν και φωτογραφίες που το αποδείκνυαν. Υπήρξε πολύ ερωτευμένος. Και τυφλός. «Θα σας χτίσω ένα σπίτι έτσι όπως το θέλετε» είπε. «Θα ήταν όμως προτιμότερο να ξεκινήσουμε με ένα ευέλικτο πλάνο. Μια κατοικία πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τις τωρινές αλλά και τις μελλοντικές σας ανάγκες. Επίσης θα πρέπει να εξυπηρετεί και όποιον μπορεί να ζήσει εκεί αργότερα.» Η Σάντι γέλασε. Ήταν ένα κάπως εκνευριστικό γελάκι. «Σας είπαμε ότι κανείς άλλος δεν πρόκειται να ζήσει σε αυτό το σπίτι.» «Μπορεί ο Πολ να μετατεθεί από τη δουλειά.» Ο Πολ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Εργάζομαι στην οικογενειακή επιχείρηση. Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση.» «Μπορεί να σημειωθεί ένας θάνατος στην οικογένεια. Ή ένα διαζύγιο.» Ο Μάικ δεν ήξερε γιατί δεν μπορούσε να αλλάξει το θέμα. Κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να ταρακουνήσει τους δύο αφελείς νέους, να τους κάνει να καταλάβουν ότι ο κόσμος δεν ήταν αγγελικά πλασμένος, όπως πίστευαν. Ότι οι σχέσεις δεν ήταν πάντα τέλειες. Ο Πολ συνοφρυώθηκε. «Υποθέτω ότι τα πάντα είναι πιθανά, αλλά δεν πρόκειται να σχεδιάσω τη ζωή μου με βάση την καταστροφή και την απαισιοδοξία.» Έσκυψε πάλι πάνω από τα σχέδια. «Όσον
αφορά το μπάνιο…» «Έγινε. Μπορούμε να βάλουμε μια πόρτα στο βορινό τοίχο που να οδηγεί στο κύριο υπνοδωμάτιο.» Δίνουμε στον πελάτη αυτό που θέλει. «Σχετικά με το σύστημα ενδοδαπέδιας θέρμανσης…» είπε ο Πολ. «Έχετε ξανακάνει αυτή τη δουλειά;» «Όχι, αλλά γνωρίζω έναν καλό υπεργολάβο που μπορεί να το αναλάβει.» «Σύμφωνα με όλες τις συστατικές σας επιστολές, ξέρετε τι κάνετε. Επομένως θα σας εμπιστευτούμε.» Συζήτησαν κάποιες ακόμη λεπτομέρειες και μετά το ζευγάρι έφυγε. Ο Μάικ έγειρε αναπαυτικά στο κάθισμα του γραφείου του, συνειδητοποιώντας κατάπληκτος ότι ήταν ιδρωμένος σαν να είχε μόλις ολοκληρώσει ένα κουραστικό πρόγραμμα γυμναστικής. Πήγε ως το παράθυρο, το άνοιξε και στηρίχτηκε στον τοίχο δίπλα του. Οι Κέλερμαν τον είχαν εξαντλήσει με την αφελή τους αισιοδοξία. Ακριβώς έτσι ήταν κι εκείνος κάποτε. Η φαινομενικά ακλόνητη ευτυχία τους ήταν μια δυσάρεστη υπενθύμιση των τρόπων με τους οποίους η δική του ζωή είχε φτάσει σε τέτοια χάλια. Το ζευγάρι έστριβε στη γωνία του κτιρίου και οι φωνές τους έφτασαν στα αυτιά του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. «Δε χρειαζόταν να είναι τόσο αγενής» είπε η Σάντι. «Καθώς και γκρινιάρης» συμπλήρωσε ο Πολ. «Είναι όμως κατά γενική ομολογία ο καλύτερος εργολάβος στην πόλη. Κι εμείς θέλουμε τον καλύτερο.» «Φυσικά και θέλουμε τον καλύτερο. Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί να είναι τόσο δυσάρεστος. Θάνατος και διαζύγιο! Ήταν απαίσιο αυτό που είπε.» «Δεν μπορείς παρά να λυπάσαι έναν τέτοιο άνθρωπο, που έχει τόσο απαισιόδοξη ιδέα για τη ζωή.» Ο Μάικ έκλεισε απότομα το παράθυρο και βυθίστηκε ξανά στο κάθισμά του. Ώστε αυτή τη γνώμη είχαν οι άλλοι γι’ αυτόν; Εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του απλώς ρεαλιστή. Πολλοί άνθρωποι θα μάθαιναν σύντομα ότι, όσο μεγάλη αισιοδοξία και να υπήρχε, δεν μπορούσε να εμποδίσει τη διάλυση ενός γάμου όταν η αγάπη είχε εξανεμιστεί. Και όμως τα λόγια του Πολ τον είχαν πειράξει. Ήταν πραγματικά γκρινιάρης; Έτσι τον έβλεπε και ο Ράιαν; Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μεταδοθεί ο δικός του κυνισμός και στο παιδί του. Παλαιότερα πίστευε ότι ήταν καλός στο να κρύβει τα συναισθήματά του. Κάπου στην πορεία προφανώς είχε χάσει και αυτή την ικανότητα. Οπωσδήποτε δεν είχε καταφέρει να κρύψει τα συναισθήματά του από τη Στέφανι. Πέντε λεπτά μέσα σε ένα δωμάτιο μόνος μαζί της ήταν αρκετά για να κάνουν κάθε ίχνος αποφασιστικότητας να εξαφανιστεί. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί η παρουσία της τον επηρέαζε σε τέτοιο βαθμό, αλλά ήταν αποφασισμένος να το καταπολεμήσει. Είχε ένα γιο να μεγαλώσει και μια επιχείρηση να διευθύνει και δεν του περίσσευε χρόνος για ερωτικές ιστορίες που, δίχως αμφιβολία, θα τον έβαζαν σε μπελάδες. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Καιρός να εστιάσει στη δουλειά του. Ήταν ο μόνος τρόπος που ήξερε για να κρατήσει τη ζωή του σε τάξη. Οι Κέλερμαν ήθελαν ενδοδαπέδια θέρμανση στο καινούργιο τους σπίτι κι έτσι έπρεπε να βρει έναν υπεργολάβο για να το αναλάβει. Αυτό δεν ήταν το επάγγελμα του πατέρα της Στέφανι; Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του και αναζήτησε τον αριθμό. «Εταιρεία Ψύξης, Θέρμανσης και Κλιματισμού Λάντλοου. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Η
φωνή στο ακουστικό ήταν απαλή, μελωδική και σέξι. «Στέφανι, εσύ είσαι;» «Μάικ;» «Ναι. Η φωνή σου ακούγεσαι κάπως διαφορετική από το τηλέφωνο.» Εκείνη γέλασε. Ήταν ένα χαμηλόφωνο γέλιο που αναστάτωσε τις αισθήσεις του. «Είναι η τηλεφωνική μου φωνή. Η επαγγελματική.» «Μου αρέσει.» «Πώς μπορώ να σε εξυπηρετήσω, Μάικ;» Έγινε πάλι η επαγγελματίας. Έξυπνη γυναίκα. Το έπαιζε άνετη από τότε που μετακόμισε στο σπίτι. Θα μπορούσε να πει ότι τον απέφευγε, αλλά το έκανε με διακριτικό τρόπο, ώστε να μην είναι εμφανές. Πίεσε τον εαυτό του για να κατευθύνει τη σκέψη του στο επαγγελματικό ζήτημα που είχε να διευθετήσει. «Αναζητώ κάποιον που να μπορεί να εγκαταστήσει το σύστημα θέρμανσης στο καινούργιο σπίτι που χτίζω. Μου ζήτησαν ενδοδαπέδια θέρμανση και η εταιρεία με την οποία συνεργάζομαι συνήθως δεν αναλαμβάνει τέτοιου είδους έργα.» «Έχουμε κάνει αρκετές τέτοιες εγκαταστάσεις τελευταία. Ποια είναι η διεύθυνση; Μπορώ να στείλω κάποιον να συνεννοηθεί μαζί σου σήμερα το απόγευμα. Θα σου κάνει και μια προσφορά.» «Θα με εξυπηρετούσε πολύ.» Της έδωσε τη διεύθυνση και συμφώνησαν ποια ώρα να πάει ο Μάικ να συναντήσει τον τεχνικό. Θεωρητικά δεν είχαν τίποτα άλλο να συζητήσουν, αλλά ήταν απρόθυμος να κλείσει το τηλέφωνο. «Πώς πάει το μεταπτυχιακό;» τη ρώτησε. «Μια χαρά. Αν και είναι πιο δύσκολα απ’ όσο περίμενα. Βέβαια, έχουν περάσει και πέντε χρόνια από τότε που πήρα το πρώτο μου πτυχίο και είχα χάσει λίγο την επαφή.» «Τι σε έκανε να αποφασίσεις να συνεχίσεις τις σπουδές σου; Δουλεύεις για τον πατέρα σου, έτσι δεν είναι; Επομένως κάποια στιγμή η επιχείρηση θα γίνει δική σου.» «Ναι, αλλά το να μου παραδώσει μια μέρα τα ηνία της εταιρείας ο μπαμπάς μου μου φαίνεται υπερβολικά εύκολο. Θέλω να ξέρω πώς διευθύνονται οι άλλες επιχειρήσεις για να ξέρω τι μπορώ να κάνω στη δική μου. Θα μου άρεσε να περάσω κάποιο χρονικό διάστημα σε διαφορετικό περιβάλλον ώστε να αντιμετωπίσω προκλήσεις και να αποκτήσω εμπειρία.» «Σωστά σκέφτεσαι.» Προφανώς δεν ήταν το είδος της γυναίκας που τα περίμενε όλα έτοιμα. Όμως αυτό σήμαινε επίσης ότι θα έφευγε μόλις έπαιρνε το πτυχίο της και δεν είχε περιθώρια για μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Αυτά ήταν καλά νέα για εκείνον. Τότε, γιατί ένιωθε τόσο απογοητευμένος; «Μάικ, πρέπει να κλείσω. Έχω δεύτερη γραμμή.» «Ναι, φυσικά. Και σ’ ευχαριστώ.» Έκλεισε το τηλέφωνο και στάθηκε ακίνητος, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Ίσως να μην ένιωθε έτσι, αν η Στέφανι δεν είχε τόσο σέξι φωνή από το τηλέφωνο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβγαλε τα κλειδιά του φορτηγού από την τσέπη του. Όντως η φωνή της ήταν πολύ σέξι, αλλά όλοι προβάλουν ένα προφίλ αρεστό στους άλλους. Ο ίδιος δεν αποτελούσε εξαίρεση. Φερόταν με ένα συγκεκριμένο τρόπο για να πείσει έναν πελάτη ή να γοητεύσει μια γυναίκα. Όλοι επιστρατεύουν την καλύτερη συμπεριφορά τους όταν βρίσκονται με ένα πρόσωπο που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν.
Δεν ήταν παράξενο που τόσοι γάμοι διαλύονταν. Οι άνθρωποι προσποιούνταν μέχρι να ανεβούν τα σκαλιά της εκκλησίας. Κατόπιν χαλάρωναν και άρχιζαν να δείχνουν τον πραγματικό τους εαυτό, πράγμα που οδηγούσε σε ολοκληρωτική καταστροφή. Σκεφτόταν για άλλη μια φορά κυνικά. Μήπως είχε γίνει πλέον μόνιμο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του ή επρόκειτο απλώς για μια κακή συνήθεια, που του ήταν πιο εύκολο να διατηρήσει παρά να προσπαθήσει να αποβάλει; Έπρεπε να το προσέξει αυτό, ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μαζί με τον Ράιαν. Το τελευταίο που χρειαζόταν το παιδί ήταν ένας κυνικός και γκρινιάρης πατέρας. Την υπόλοιπη εβδομάδα ο Μάικ ερχόταν στο σπίτι μόνο για να κοιμηθεί, να κάνει μπάνιο και να αλλάξει ρούχα. Το ξεκίνημα της κατασκευής του καινούργιου σπιτιού και οι άπειρες λεπτομέρειες που έπρεπε να ρυθμιστούν τον υποχρέωναν να δουλεύει πολλές ώρες και να μην περνάει πολύ χρόνο στο σπίτι του. Ή τουλάχιστον αυτό προσπαθούσε να πιστέψει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ήταν πιο δύσκολο να κοροϊδεύει τον εαυτό του τις νύχτες που βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Κάθε κομμάτι του κορμιού του λαχταρούσε την παρουσία της Στέφανι, που βρισκόταν στο δικό της δωμάτιο μόλις λίγα μέτρα μακριά. Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του, βασάνιζαν το μυαλό του οι αναμνήσεις των αντιδράσεών της όταν μάζευαν τα πράγματα του Τζάστιν και της Ίλσα. Θυμόταν πώς κοκκίνισε όταν είδε το κουτί με τα προφυλακτικά και την έκφρασή της όταν κρατούσε το διάφανο, δαντελένιο νυχτικό της Ίλσα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τη φανταστεί να φοράει το προκλητικό ρούχο. Το δεύτερο φιλί τους απέδειξε ότι το πρώτο δεν ήταν αποτέλεσμα μέθης. Τα ίδια συλλογιζόταν και απόψε. Η γυναίκα αυτή είχε μπει στη ζωή του τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Ο γάμος του Τζάστιν και της Ίλσα είχε ξυπνήσει μέσα του πολλές αναμνήσεις των καλών ημερών που είχε μοιραστεί με την Κέι, πριν ο γάμος τους οδηγηθεί στην καταστροφή. Δεν το περίμενε ότι η τελετή θα έφερνε στην επιφάνεια τόσο δυνατά συναισθήματα. Εν τω μεταξύ, το γεγονός ότι ποθούσε τόσο έντονα μια γυναίκα που δε γνώριζε παρά ελάχιστα τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα. Γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει τους κόκκινους αριθμούς που φωσφόριζαν στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο του. Τρεις και πέντε, και μολονότι βρισκόταν στο εργοτάξιο από τις οκτώ το πρωί, δεν έκλειναν τα μάτια του. Άφησε έναν αναστεναγμό απελπισίας.
Κεφάλαιο 6 Όταν η Ίλσα και ο Τζάστιν επέστρεψαν από το ταξίδι τους, μαυρισμένοι και ανανεωμένοι, επέμειναν να μαγειρέψουν για τους συγκατοίκους τους. «Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε για όλη τη βοήθεια που προσφέρατε στην οργάνωση του γάμου» είπε η Ίλσα. Η εικόνα του Τζάστιν με ποδιά και μαχαίρι κουζίνας να ψιλοκόβει λαχανικά ήταν ένα θέαμα που δεν περίμενε ποτέ να δει η Στέφανι. «Ήρθαμε να δούμε αν χρειάζεστε ένα χεράκι στην προετοιμασία του φαγητού» τον ρώτησε, αλλά εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Εντάξει, θα σας περιμένουμε στην τραπεζαρία» είπε η Νικόλ, που βρισκόταν πίσω από τη Στέφανι, στην πόρτα της κουζίνας. Η Ίλσα, ξυπόλητη και φορώντας επίσης ποδιά, κοίταξε προς το μέρος τους χωρίς να σταματήσει να ανακατεύει το φαγητό στην κατσαρόλα. «Ναι, πηγαίνετε, δε σας χρειαζόμαστε.» Οι δύο κοπέλες κατάφεραν να συγκρατήσουν τα γέλια τους μέχρι που απομακρύνθηκαν αρκετά για να μην ακούγονται. «Το περίμενες ότι θα έβλεπες ποτέ έτσι τον Τζάστιν;» ρώτησε η Νικόλ. «Εκείνη η ποδιά που φορούσε!» «Είμαι σίγουρη ότι ο Τζάστιν δεν ξέρει ούτε να βράσει ένα αυγό» είπε η Στέφανι. «Για εκείνον μαγειρική σημαίνει να βάζει μια παγωμένη πίτσα στο φούρνο μικροκυμάτων.» «Η Ίλσα, όμως, φαίνεται να έχει τα πάντα υπό έλεγχο.» Η Νικόλ πήρε μια χούφτα ξηρούς καρπούς από το μπολ στο τραπέζι όπου θα έτρωγαν. «Φυσικά, ακόμη κι εγώ θα μπορούσα να γίνω σπουδαία μαγείρισσα, αν είχα στη διάθεσή μου μια τέτοια κουζίνα.» «Την έφτιαξα έτσι επειδή είμαι εξαιρετικός μάγειρας» είπε ο Μάικ, που έκανε εκείνη τη στιγμή την εμφάνισή του. Μύριζε σαπούνι και αφρό ξυρίσματος και τα μαλλιά του ήταν ακόμη υγρά από το ντους. Η Στέφανι αναγκάστηκε να κοιτάξει αλλού, επειδή φοβόταν πως η έκφρασή της θα πρόδιδε την ταραχή που την πλημμύρισε μέσα σε μια στιγμή. Τι είχε συμβεί μεταξύ τους; Δεν ήταν καν σίγουρη ότι τον συμπαθούσε, αλλά το κορμί της είχε προφανώς άλλες ιδέες. «Ώστε ως τώρα μας κρατούσες αυτή σου την ικανότητα κρυφή» συμπέρανε η Νικόλ. «Δε διέθετα πολύ χρόνο για μαγείρεμα.» Πήρε ένα φιστίκι από το μπολ και το έβαλε στο στόμα του. «Πρέπει οπωσδήποτε να μας μαγειρέψεις κάποια φορά.» Η Στέφανι τον κοίταξε, προσέχοντας να μη φανερώνει τα συναισθήματά της. Ήταν αποφασισμένη να μην τον αφήσει να καταλάβει πόσο την επηρέαζε η παρουσία του. «Αν όχι για κανένα άλλο λόγο, τουλάχιστον για να αποδείξεις ότι δεν είσαι όλο λόγια.» «Γιατί να έλεγα ψέματα για κάτι τέτοιο;» Επειδή οι άνθρωποι το κάνουν αυτό συνέχεια. «Για να μας εντυπωσιάσεις.» «Επειδή ξέρεις ότι ο δρόμος για την καρδιά μιας γυναίκας περνάει μέσα από το στομάχι της» είπε η Νικόλ.
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Μάικ χαμογελώντας πονηρά. «Εξάλλου το μαγείρεμα σε κάνει πιο σέξι» πρόσθεσε η Νικόλ. Λες και χρειαζόταν ο Μάικ οτιδήποτε για να τον κάνει πιο σέξι, σκέφτηκε η Στέφανι. Έριξε ακόμη μια κλεφτή ματιά προς το μέρος του. Φαινόταν κουρασμένος. Αν τον ήξερε καλύτερα, θα τον συμβούλευε να μη δουλεύει πολύ σκληρά. Αλλά υπήρχε πιθανότητα να ερμηνεύσει τα λόγια της λανθασμένα και να πιστέψει πως εννοούσε να μην είναι τόσο απασχολημένος γιατί θα ήθελε να τον βλέπει συχνότερα. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν πως πράγματι της είχε λείψει αυτές τις ημέρες, αλλά ποτέ δε θα του το έλεγε ανοιχτά. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν την απέφευγε σκόπιμα, αλλά αμέσως μετά απέκλεισε αυτή την πιθανότητα. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να βλέπει ανύπαρκτα αισθήματα στα λόγια και τις πράξεις ενός άντρα. Εξάλλου, ακόμη κι αν την απέφευγε, μπορεί να ήταν έξυπνο εκ μέρους του. «Και μια που ήρθε η κουβέντα στη λέξη “σέξι”, είδατε τις φωτογραφίες από το ταξίδι του μέλιτος;» Η Νικόλ μετακινήθηκε ως την άλλη άκρη του τραπεζιού, όπου ο Τζάστιν είχε τοποθετήσει το λάπτοπ. Στην οθόνη εναλλάσσονταν φωτογραφίες από τη Φλόριντα. Οι τρεις τους μαζεύτηκαν μπροστά στον υπολογιστή και άρχισαν να παρακολουθούν τις εικόνες της Ίλσα να διαδέχονται η μία την άλλη. Οι περισσότερες την έδειχναν με το μικροσκοπικό της μπικίνι να πλατσουρίζει στα κύματα ή να λιάζεται δίπλα στην πισίνα. Σε όλες φαινόταν πολύ όμορφη. Σε άλλες φωτογραφίες, ο Τζάστιν χαμογελούσε στο φακό σε διάφορες πόζες. «Φαίνεται ότι πέρασαν πολύ ωραία» παρατήρησε η Στέφανι. «Προσωπικά πιστεύω ότι ένα ταξίδι του γάμου σε παραθαλάσσιο μέρος είναι ό,τι καλύτερο» είπε η Νικόλ. «Εσύ πού πήγες για το ταξίδι του μέλιτος, Μάικ;» Η Στέφανι αισθανόταν σαν παιδί που έκανε κάποια αταξία. Ο Μάικ ήταν για εκείνη ένας απαγορευμένος καρπός και είχε μια διάθεση να τον τσιγκλάει συνέχεια. «Πήγαμε στην Τζαμάικα.» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και ο Μάικ την κοίταξε πονηρά. «Την έπεισα να επισκεφθούμε μια παραλία γυμνιστών.» «Ω!» Πάσχισε να κρατήσει την έκφρασή της ουδέτερη, ενώ η φαντασία της δημιουργούσε εικόνες του Μάικ, γεροδεμένου, μαυρισμένου και χωρίς ούτε ένα φύλλο συκής πάνω του. «Πώς της φάνηκε;» «Της άρεσε. Μιλάμε για την εποχή που ήταν ακόμη ευχάριστη και διασκέδαζε κανείς όταν βρισκόταν μαζί της.» Εκείνη την εποχή θα ήταν ευχάριστος και ο Μάικ και όχι γκρινιάρης, σκέφτηκε η Στέφανι, αλλά δεν το είπε. Είχε παίξει αρκετά με τη φωτιά εκείνο το βράδυ. «Ποτέ δε θα πήγαινα σε παραλία γυμνιστών» δήλωσε η Νικόλ. «Κάποια μέρη του σώματος δεν πρέπει ποτέ να αποκαλύπτονται.» «Εσύ τι λες, Στέφανι;» Ήταν φανερό ότι ο Μάικ δεν είχε σκοπό να την αφήσει να ξεγλιστρήσει τόσο εύκολα. «Θα τα έβγαζες όλα στη φόρα σε μια παραλία γυμνιστών;» «Μπορεί.» Ανασήκωσε το κεφάλι της και συνάντησε ξανά τη ματιά του. «Κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και με το κατάλληλο πρόσωπο.»
«Θα ήθελα να το δω αυτό.» Ο τρόπος που την κοίταξε την έκανε να νιώσει ότι φλέγεται. Πού ήταν τα ποτά; Αισθανόταν την ανάγκη να πιει ένα ποτήρι κρασί. «Το φαγητό είναι έτοιμο.» Ο Τζάστιν έκανε την εμφάνισή του κρατώντας δύο τεράστιες πιατέλες. Τον ακολουθούσε η Ίλσα, που είχε στα χέρια της μια μεγάλη σουπιέρα. Είχαν βγάλει τις ποδιές της κουζίνας. Φορούσαν και οι δύο πολύχρωμα πουκάμισα, που θύμιζαν τροπικά νησιά. «Ω, Θεέ μου! Τι είναι όλα αυτά που ετοιμάσατε;» ρώτησε η Νικόλ, κοιτάζοντας τα εδέσματα που κουβαλούσε το ζευγάρι. Η Ίλσα έδειξε με το βλέμμα τη σουπιέρα. «Είναι τσιόρμπε, ρουμάνικη ξινή σούπα με κοτόπουλο» τους πληροφόρησε, πριν αναφερθεί σε αυτά που κρατούσε ο Τζάστιν. «Στις πιατέλες υπάρχουν σπρινγκ ρολ και παϊδάκια.» «Επίσης έχουμε ετοιμάσει πατατοσαλάτα, διάφορες σος και ρουμάνικα λαχανικά» τους πληροφόρησε ο Τζάστιν. «Είναι πολύ ωραία» τους βεβαίωσε η Ίλσα. «Καθίστε λοιπόν να φάμε.» Άρχισαν να τρώνε με μεγάλη όρεξη. «Είναι όλα νοστιμότατα» τους επαίνεσε η Στέφανι, καθώς βουτούσε ένα σπρινγκ ρολ σε καυτερή σος. «Να προσέχεις, Τζάστιν» είπε ο Μάικ. «Αλλιώς θα παχύνεις.» «Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι θα μαγειρεύω έτσι κάθε βράδυ;» Η Ίλσα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Πολύ κουραστικό.» «Για μια στιγμή» διαμαρτυρήθηκε ο Τζάστιν. Τα μισά φαγητά τα έφτιαξα εγώ. Δεν τα έκανε όλα η Ίλσα.» «Τότε, μπορεί να παχύνω εγώ» είπε η Ίλσα. «Αφού θα μου μαγειρεύεις καθημερινά.» «Άλλος ένας λόγος να με αγαπάς» είπε ο Τζάστιν και τη φίλησε, αφήνοντας ίχνη από σος μπάρμπεκιου στο μάγουλό της. Όταν τέλειωσαν το φαγητό τους, ο Μάικ έσπρωξε την καρέκλα του και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. «Και τώρα εμείς οι υπόλοιποι ας πλύνουμε τα πιάτα» πρότεινε. «Πολύ καλή ιδέα» είπε η Νικόλ. «Μόνο που εγώ έχω κάπου να πάω.» Μια έκφραση ενοχής τράβηξε την προσοχή της Στέφανι. «Πού;» «Υποσχέθηκα να συναντήσω αυτόν τον τύπο.» «Ποιον τύπο;» Αλλά η Νικόλ δεν έδωσε καμιά απάντηση. «Πραγματικά πρέπει να πηγαίνω. Ευχαριστώ για το θαυμάσιο δείπνο.» Την επόμενη στιγμή έφευγε βιαστική από το δωμάτιο. «Ώστε λοιπόν υπάρχει ένας μυστηριώδης άντρας στη ζωή της Νικόλ.» Η Ίλσα έδειχνε ευχαριστημένη. «Θα πρέπει να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτό.» «Εσύ, Στέφανι, μπορείς να μείνεις για να βοηθήσεις στο καθάρισμα;» ρώτησε η Μάικ. «Βεβαίως.» Το μόνο ραντεβού που είχε απόψε ήταν με την εργασία που έπρεπε να τελειώσει για το μάθημα του μάρκετινγκ, αλλά αυτό θα μπορούσε να περιμένει άλλη μία ώρα. «Θα ήταν πολύ βολικό» είπε ο Τζάστιν. «Η Ίλσα κι εγώ θα πάμε για… να ξεκουραστούμε λίγο.» «Έτσι το λένε τώρα;» ρώτησε πονηρά ο Μάικ.
Η Ίλσα τού πέταξε παιχνιδιάρικα την πετσέτα της, που όμως έπεσε στο τραπέζι, αρκετά μακριά του. «Ελάτε, πηγαίνετε» είπε. «Δουλέψατε σκληρά για να ετοιμάσετε το δείπνο. Να έχετε μια καλή νύχτα.» «Ευχαριστούμε.» Η Ίλσα σηκώθηκε από το κάθισμά της και έγειρε προς το μέρος του για να τον φιλήσει στο μάγουλο. «Είσαι καλός φίλος.» Ο Μάικ έδειχνε να τα έχει κάπως χαμένα την ώρα που το ζευγάρι έφευγε από την τραπεζαρία. Ίσως να μην ήταν συνηθισμένος σε φιλοφρονήσεις και φιλιά. Η Στέφανι τον βοήθησε να μαζέψει τα πιάτα και να τα μεταφέρει στην κουζίνα. Η Νικόλ είχε δίκιο. Σε μια τέτοια ονειρεμένη κουζίνα, που διέθετε τις πιο σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές, ο καθένας θα ένιωθε σαν επαγγελματίας σεφ και θα μπορούσε να υλοποιήσει και τις πιο δύσκολες συνταγές μαγειρικής. Ο Μάικ έριξε κάμποσο υγρό σαπούνι στο μεγάλο μεταλλικό νεροχύτη μπροστά στο παράθυρο και άνοιξε το ζεστό νερό. Στο μεταξύ η Στέφανι απομάκρυνε τα υπολείμματα των σπρινγκ ρολ από το ταψί τρίβοντας το δυνατά με ένα κομμάτι σύρμα. «Προτιμάς να πλύνεις ή να σκουπίσεις;» τη ρώτησε. Κοίταξε το μεγάλο χώρο γύρω της. «Δεν έχεις πλυντήριο πιάτων;» «Ναι, αλλά δε χωράνε τα τηγάνια και οι κατσαρόλες εκεί. Πρέπει να πλυθούν στο νεροχύτη.» «Εντάξει. Θα τα πλύνω.» Πήρε τη θέση της μπροστά στο νεροχύτη και έλεγξε τη θερμοκρασία του νερού. Ο Μάικ άρχισε να βυθίζει τα πιάτα κάτω από τις σαπουνάδες. «Θα τα αφήσουμε να μουλιάσουν όσο θα γεμίζουμε το πλυντήριο των πιάτων.» «Ναι, φυσικά.» Στην πραγματικότητα, δεν τολμούσε να τοποθετήσει τίποτα στην ηλεκτρική συσκευή από ανοξείδωτο ατσάλι. Της φαινόταν τόσο πολύπλοκο μηχάνημα, που είχε την εντύπωση ότι θα εξάτμιζε τα υπολείμματα του φαγητού αντί να τα απομακρύνει απλώς. Του έδινε πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα κι εκείνος τα τοποθετούσε στο πλυντήριο με γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις. Η σιωπή ανάμεσά τους τραβούσε σε μάκρος, με τους μόνους ήχους που ακούγονταν να είναι το κροτάλισμα των πιάτων και το κουδούνισμα των μαχαιροπίρουνων. Η Στέφανι άρχισε να αισθάνεται άβολα. Ποιο ήταν το πρόβλημά του; Δεν ήθελε να βγει μαζί της, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να φέρεται πιο ευγενικά. «Με θεωρείς κόπανο, έτσι δεν είναι;» «Ορίστε;» Τον κοίταξε κατάπληκτη, αμφιβάλλοντας αν άκουσε καλά αυτό που της είπε. «Βγήκα εκτός ορίων όταν έκανα εκείνο το σχόλιο σχετικά με την παραλία γυμνιστών.» Εξακολούθησε να τακτοποιεί τα πιάτα στο πλυντήριο χωρίς να την κοιτάζει. «Μένεις στο ίδιο σπίτι μαζί μου. Θα έπρεπε να σου συμπεριφέρομαι με περισσότερο σεβασμό.» «Θέλω απλώς να με αντιμετωπίζεις σα φίλη. Μπορεί να είμαι γυναίκα, αλλά δεν είμαι και τόσο κακός άνθρωπος.» «Απλώς όλη αυτή η συζήτηση για το γαμήλιο ταξίδι μού έφερε κακή διάθεση.» Έκλεισε απαλά την πόρτα της ηλεκτρικής συσκευής. «Ξύπνησε πολλές αναμνήσεις.»
«Την αγαπάς ακόμη;» Αυτή ήταν ερώτηση-βόμβα. «Ποια;» «Τη γυναίκα σου. Εννοώ την πρώην γυναίκα σου.» «Όχι!» Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε, δίνοντας έμφαση στην άρνησή του. «Όχι!» επανέλαβε. «Εντάξει.» Η καρδιά της χτυπούσε με έναν τρελό ρυθμό. Δεν ήταν βέβαιη ότι τον πίστευε. Ο Μάικ άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε μια πετσέτα, πριν κινηθεί πάλι προς το νεροχύτη. «Το πρόβλημα είναι ότι με έχει κάνει να μην εμπιστεύομαι πια το ένστικτό μου. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι βλάκας και όμως έπεσα εντελώς έξω σχετικά με εκείνη. Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι τι άλλο λάθος έχω κάνει.» «Καταλαβαίνω τι εννοείς.» Βούτηξε τα χέρια της στο νερό με τη σαπουνάδα. Και μάλιστα πολύ καλά. «Σοβαρά;» «Κάποτε νόμιζα ότι είχα βρει τον άντρα που θα παντρευόμουν.» Δεν το πίστευε ότι του μιλούσε γι’ αυτό. Δεν το είχε ξανασυζητήσει με κανέναν από τους άντρες με τους οποίους έβγαινε και δεν έβγαινε καν με τον Μάικ. Ήθελε όμως να του το εκμυστηρευτεί, ίσως επειδή κι εκείνος φάνηκε τόσο ειλικρινής απέναντί της. «Όταν χωρίσαμε, νόμιζα ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Προφανώς δεν ήξερα πώς ήταν η πραγματική αγάπη.» «Αλήθεια;» Ξέπλυνε το καπάκι μιας κατσαρόλας και του το έδωσε. «Σε σκεφτόμουν συχνά τελευταία» της είπε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου νόμιζε ότι θα της έλεγε πως ήταν ερωτευμένος μαζί της – πράγμα παράλογο, δεδομένου ότι τη γνώριζε ελάχιστα. Έσφιξε δυνατά την κατσαρόλα που κρατούσε κάτω από το τρεχούμενο νερό για να σταματήσει το τρέμουλο των χεριών της και κατάπιε με δυσκολία. «Εκείνα τα φιλιά που μοιραστήκαμε πραγματικά σήμαιναν κάτι» συνέχισε. Η Στέφανι αναρωτήθηκε πού το πήγαινε. «Δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που ένιωσα τόσο έντονη έλξη για μια γυναίκα.» Οι άντρες έλεγαν συχνά αυτά τα λόγια. Ή μήπως ήταν αλήθεια; Εκείνα τα φιλιά την είχαν πραγματικά ταρακουνήσει. Ο Μάικ άφησε την πετσέτα από τα χέρια του και, με δυο βήματα, βρέθηκε πίσω της. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε. «Αυτό.» Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της και τα χέρια του χάιδεψαν τα δικά της, που ήταν γεμάτα σαπουνάδες. Κάτι γαργάλισε το σβέρκο της και συνειδητοποίησε ότι τη φιλούσε. Το απαλό άγγιγμα των χειλιών του, ελάχιστα εκατοστά πάνω από το γιακά της, έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. «Μάικ» ψέλλισε. Ήξερε ότι έπαιζε με τη φωτιά, αλλά δεν μπορούσε να του πει να σταματήσει. «Θέλεις να σταματήσω;» «Όχι.»
Πίεσε το κορμί του πάνω της και η Στέφανι αισθάνθηκε τον ερεθισμένο ανδρισμό του. Άφησε την κατσαρόλα που κρατούσε και τα δάχτυλά του πλέχτηκαν με τα δικά της. Δυσκολευόταν πολύ να σκεφτεί λογικά, αλλά πίεσε τον εαυτό της να το κάνει. Έπρεπε να φανεί ψύχραιμη, έστω κι αν το σώμα της την ενθάρρυνε να ενδώσει. «Μάικ, πού θα φτάσει αυτό;» τον ρώτησε, ενώ παραξενεύτηκε και η ίδια από το πόσο ήρεμη ακουγόταν η φωνή της. Εκείνος έκανε μια παύση, ενώ τα χείλη του εξακολουθούσαν να ακουμπούν το σβέρκο της. «Πού θέλεις να φτάσει;» «Πουθενά. Θέλω να πω… εσύ δε θέλεις να μπλέξεις, έτσι δεν είναι;» «Τι εννοείς όταν λες “να μπλέξω”;» «Εννοώ να δημιουργήσεις σχέση. Μια συναισθηματική δέσμευση. Μου έχεις ήδη ξεκαθαρίσει ότι προτιμάς να επικεντρωθείς στο ρόλο του πατέρα.» Την απελευθέρωσε και οπισθοχώρησε, αφήνοντας μια απόσταση ανάμεσά τους. «Έχεις δίκιο. Δεν μπορώ να διαχειριστώ μια σχέση αυτή την εποχή.» Ήταν η απάντηση που περίμενε. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν και αυτό που ήθελε να ακούσει. Τότε, γιατί ένιωθε τόσο απογοητευμένη; «Ούτε κι εγώ.» Όχι με κάποιον σαν τον Μάικ. Κάποιον που είχε τη δύναμη να την απογοητεύσει. Να την πληγώσει. «Επομένως ξέρουμε και οι δύο πού βαδίζουμε. Δε θέλουμε δεσμεύσεις, αλλά έλκει ο ένας τον άλλο.» Το χαμόγελό του ήταν σέξι και προκλητικό. «Επομένως γιατί να μη χαρούμε τη στιγμή; Μπορούμε απλώς να περάσουμε καλά.» Τα λόγια του ήταν οδυνηρά. Ένιωσε σαν να την τσίμπησε βελόνα. Αν δεχόταν αυτό που της πρότεινε, ήταν βέβαιο ότι θα κατέληγε να πληγωθεί. «Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο.» «Πώς το ξέρεις, αν δεν το έχεις δοκιμάσει; Ίσως να είναι όπως η παραλία γυμνιστών. Κάτι που πρέπει να κάνεις τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σου.» Για αρκετά δευτερόλεπτα παρέμεινε σιωπηλή, προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση. «Τι θα γίνει με τον Ράιαν;» «Δε χρειάζεται να το μάθει. Θα είμαστε διακριτικοί.» «Επομένως θα φερόμαστε ελεύθερα μόνο όταν δεν είναι εδώ;» «Ακριβώς.» «Δε νομίζω.» Ο Μάικ είχε ήδη κάνει τη ζωή της άνω κάτω με τα φιλιά του. Δεν τολμούσε ούτε να σκεφτεί τι θα επακολουθούσε, αν τον άφηνε να φτάσει μέχρι το κρεβάτι της. «Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερα να παραμείνουμε συγκάτοικοι και φίλοι.» Εκείνος κοίταξε για αρκετή ώρα το πάτωμα. «Ναι, έχεις δίκιο» συμφώνησε τελικά και ξαναπήρε την πετσέτα. «Πήγαινε να κοιμηθείς. Θα τελειώσω μόνος μου τις δουλειές.» Δεν του έφερε αντίρρηση. Λίγες ακόμη περιπτύξεις εν μέσω σαπουνάδων και ο αυτοέλεγχός της θα πήγαινε περίπατο, μαζί με την ελπίδα να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της. Έπρεπε να μείνει μακριά από τον Μάικ, που με τη γοητεία και την πληγωμένη του καρδιά ήταν σαν να είχε πάνω του μια ετικέτα που έγραφε «Λάθος άντρας».
Κεφάλαιο 7 Ο Μάικ είχε μια άρνηση να αναλύσει τα μπερδεμένα αισθήματά του για τη Στέφανι. Μια τέτοια ενδοσκόπηση θα ήταν χάσιμο χρόνου. Της είχε ριχτεί και εκείνη τον είχε απορρίψει. Ήταν ώρα να προχωρήσει με τη ζωή του. Είχε μια εταιρεία που έπρεπε να διευθύνει και ένα γιο να μεγαλώσει. Ακριβώς αυτή την εποχή ο Ράιαν ήταν το επίκεντρο της προσοχής του. Υπήρχε, βέβαια, και η μητέρα του παιδιού, η οποία δοκίμαζε την υπομονή του. «Του υποσχέθηκα να τον πάω για κάμπινγκ» επανέλαβε στο τηλέφωνο. Ακουγόταν ώριμος και ψύχραιμος. Καμιά σχέση με τον οξύθυμο άντρα που η Κέι συνήθιζε να τον κατηγορεί ότι ήταν. Η δική της συμπεριφορά, όμως, μπορούσε να χαρακτηριστεί παράλογη. «Τότε, θα πρέπει να ξεϋποσχεθείς» απαίτησε. «Δεν είναι σωστό να κάνεις τέτοια σχέδια χωρίς να με ρωτήσεις πρώτα.» «Εφόσον είναι η σειρά μου να τον έχω, δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να φτιάξω το πρόγραμμα μαζί σου.» «Έχει να παραδώσει μια εργασία τη Δευτέρα.» Η φωνή της παρέμενε εκνευριστικά ήρεμη. «Δε θα προλάβει να την τελειώσει, αν πάει για κάμπινγκ το Σαββατοκύριακο.» «Πηγαίνει στην Τετάρτη Δημοτικού. Τι είδους εργασία θα μπορούσε να έχει; Και αφού το ήξερες, γιατί δε φρόντισες να την κάνει μέσα στην εβδομάδα;» «Η εργασία είναι να φτιάξει ένα ηφαίστειο και ήθελε να περιμένει για να την κάνετε μαζί.» Τα λόγια ήταν σαν βέλος που τον βρήκε κατευθείαν στην καρδιά και ξέχασε όλες του τις αντιρρήσεις. «Θέλει να τον βοηθήσω να φτιάξει ένα ηφαίστειο;» «Οι οδηγίες βρίσκονται στο βιβλίο του της Φυσικής. Έχει ενθουσιαστεί.» Η φωνή της μαλάκωσε. «Ίσως όταν τελειώσετε να κατασκηνώσετε στον πίσω κήπο. Μπορείτε να στήσετε εκεί τη σκηνή και να ανάψετε φωτιά. Αυτό θα του αρέσει.» Εντάξει, ίσως η Κέι δεν ήταν τόσο στρίγκλα όσο πίστευε. «Καλώς. Όμως εξακολουθώ να θέλω να τον πάω στο βουνό.» «Μπορείτε να το κάνετε αυτό το καλοκαίρι.» «Καλά, εντάξει.» Κοίταξε το ταβάνι σαν να περίμενε να βρει εκεί λίγη ακόμη υπομονή. «Οπότε, αυτό το Σαββατοκύριακο θα δουλέψετε μαζί για να φτιάξετε το ηφαίστειο, σύμφωνοι;» «Μην ανησυχείς. Θα το τελειώσουμε.» «Ωραία. Και αν δεν έχεις πρόβλημα, υπάρχει περίπτωση να σου ζητήσω να τον κρατήσεις δύο νύχτες παραπάνω, ανάλογα με το τι θα γίνει αυτό το Σαββατοκύριακο.» Η Κέι συνήθως δεν ήταν τόσο ευγενική – και τόσο αόριστη. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Τίποτα.» Άφησε ένα νευρικό γελάκι. «Απλώς υποψιάζομαι ότι ο Τοντ μπορεί να ετοιμάζετε να κάνει το μεγάλο βήμα.» «Εννοείς να σου ζητήσει να παντρευτείτε;» «Το ελπίζω. Είπε ότι ήθελε να βγούμε για επίσημο δείπνο. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει κατά νου;»
Ο Μάικ μπορούσε να σκεφτεί ένα σωρό άλλες πιθανότητες, αλλά δεν υπήρχε λόγος να τις αναφέρει στην Κέι. «Ειδοποίησέ με τι ώρα να περάσω να πάρω τον Ράιαν» της είπε. Την αποχαιρέτησε και έκλεισε το τηλέφωνο, προτού εκείνη αποφασίσει να του εμπιστευτεί και τίποτα άλλο. Ώστε η Κέι πίστευε ότι ο Τοντ είχε σκοπό να της κάνει πρόταση γάμου. Δεν έφτανε που είχε μετακομίσει στο ίδιο σπίτι με τον Ράιαν. Τώρα θα έκανε τη σύνδεσή του με το γιο του Μάικ μόνιμη. Και μόνο η σκέψη τού έφερε ένα ανακάτωμα στο στομάχι, αλλά φυσικά δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει. Βγήκε από το γραφείο και συνάντησε τη Στέφανι, που διέσχιζε το διάδρομο έχοντας στα χέρια ένα πακέτο χαρτιά για τον εκτυπωτή. «Μόλις δανείστηκα αυτό από τον Τζάστιν» του είπε. «Νόμιζα ότι θα είχες πάει για μάθημα.» «Το μάθημα ακυρώθηκε. Ο καθηγητής έχει γρίπη και σκέφτηκα να αξιοποιήσω το χρόνο για να τελειώσω μια εργασία.» «Δουλεύεις πραγματικά σκληρά.» «Είμαι υποχρεωμένη ώστε να συμβαδίζω με όλους αυτούς τους φοιτητές που δεν απείχαν από τις σπουδές τους για τόσο καιρό όσο εγώ.» Χαμογέλασε σχεδόν ντροπαλά. «Πήρα άριστα στην εργασία για το μάθημα Μάρκετινγκ, που παρέδωσα την περασμένη εβδομάδα.» «Αυτό είναι θαυμάσιο! Συγχαρητήρια!» «Ευχαριστώ.» Στηρίχτηκε στον τοίχο απέναντί του χωρίς να δείχνει καμιά βιασύνη να απομακρυνθεί από κοντά του. «Δεν πήγες για δουλειά σήμερα;» «Είχα να κάνω κάποιες διατυπώσεις εδώ.» Της έδειξε με ένα νεύμα το μικρό δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως γραφείο. «Λοιπόν, όλα καλά; Προσαρμόστηκες;» «Είναι όλα μια χαρά.» «Το δωμάτιο, εντάξει;» «Είναι θαυμάσιο!» «Ειδοποίησέ με αν χρειαστείς οτιδήποτε.» Εμένα στο κρεβάτι σου. «Δεν υπάρχει πρόβλημα αν χρησιμοποιήσω την κουζίνα κάποια στιγμή, έτσι;» «Όποτε θέλεις.» Πριν από το βράδυ που έπλυναν μαζί τα πιάτα η κουζίνα δεν του είχε φανεί ποτέ σαν ένα ιδιαίτερα ερωτικό μέρος. Τώρα δεν μπορούσε να σβήσει από το μυαλό του την ανάμνηση των φιλιών στο σβέρκο της την ώρα που εκείνη στεκόταν μπροστά στο νεροχύτη. «Δεν είμαι σπουδαία μαγείρισσα, αλλά μερικές φορές έχω τη διάθεση να ψήσω κάτι.» «Φυσικά και μπορείς. Κανένα πρόβλημα.» «Απλώς δε θέλω να σου χαλάσω την ηρεμία. Είναι τόσο ωραία και ήσυχα εδώ.» Η παρουσία της τον έκανα να νιώθει κάθε άλλο παρά ήρεμος, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι ήθελε να φύγει. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Για να είμαι ειλικρινής, ένας από τους λόγους που αποφάσισα να νοικιάσω τα δωμάτια που περίσσευαν ήταν ότι ένιωθα μοναξιά μόνος μέσα σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι.» «Αλήθεια, ποιος έμενε πριν στο δωμάτιό μου;» Έπρεπε να την περιμένει αυτή την ερώτηση και ήταν βέβαιος ότι δε θα της άρεσε η απάντηση. «Η Μάντλεν.»
«Γιατί έφυγε;» «Αποφάσισε να μετακομίσει.» Δεν ήταν από τις καλύτερες στιγμές της ζωής του. Υπήρχε ακόμη ένα σημάδι στον τοίχο του καθιστικού από τη γόβα που του είχε πετάξει όταν της είπε ότι η σχέση τους είχε γίνει υπερβολικά πολύπλοκη για εκείνον. Και φυσικά επακολούθησε η ζημιά που είχε προξενήσει η αναχώρησή της στη σχέση του με τον Ράιαν. «Γιατί να θελήσει να φύγει από ένα τόσο ωραίο σπίτι;» Για μια στιγμή τού πέρασε από το μυαλό να της πει ψέματα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι θα μάθαινε την αλήθεια από τον Τζάστιν. Του φαινόταν παράξενο που δεν της είχε ήδη μεταφέρει όλη την ιστορία. Ίσως είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό λόγω αντρικής αλληλεγγύης. Ή, ακόμη πιθανότερο, θεώρησε πιθανό ότι θα την τρόμαζε και θα αποφάσιζε να μην εγκατασταθεί εκεί. «Βγαίναμε μαζί και, όταν χωρίσαμε, κατέληξε ότι θα ήταν καλύτερα να μη μένουμε πλέον κάτω από την ίδια στέγη.» Η Στέφανι τον κοίταξε αμίλητη για αρκετά δευτερόλεπτα, καθώς επεξεργαζόταν τις πληροφορίες που είχε μόλις πάρει. Όταν τελικά μίλησε, υπήρχε μια ψυχρότητα στη φωνή της. «Κοιμόσασταν μαζί και μετά εσύ την έδιωξες, έτσι δεν είναι;» Στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένας μορφασμός. «Δεν είναι ωραίος τρόπος να το εκφράσει κανείς.» «Ο Τζάστιν μού είπε ότι φέρεσαι άσχημα στις γυναίκες, αλλά δεν τον πίστεψα.» «Κι εγώ σου λέω ότι έχω πάρει το μάθημά μου και δεν μπλέκω πια με συγκατοίκους.» «Τότε, τι σήμαινε εκείνη η πρόσκληση για σχέση χωρίς δεσμεύσεις τις προάλλες;» τον ρώτησε. «Μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα.» Είχε αφήσει το σώμα του να αποφασίζει αντί για το μυαλό του. Ήταν ένα πρόβλημα που του παρουσιαζόταν όταν βρισκόταν κοντά στη Στέφανι. «Όχι, δεν ήταν.» Τον κοίταξε σουφρώνοντας τα χείλη της σαν δασκάλα που μαλώνει κάποιο άτακτο παιδί. Τόσο πολύ τον έλκυε αυτή η γυναίκα, που ακόμη και αυτή η γκριμάτσα της του φάνηκε σέξι. «Γιατί δεν κάνουμε μια συμφωνία;» της πρότεινε. «Όχι παιχνίδια όσο είμαστε κάτω από την ίδια στέγη.» «Γιατί να σε εμπιστευτώ;» «Επειδή είπα ότι λυπάμαι. Αφού βλέπεις ότι πραγματικά προσπαθώ, δώσε μου μια ευκαιρία.» Τον κοίταξε κατάματα, ενώ η έκφρασή της παρέμενε αυστηρή. «Ώστε δε θα το αναφέρεις ξανά;» «Όχι, ποτέ!» «Ωραία. Τότε, χαίρομαι που κάναμε αυτή τη συζήτηση.» «Κι εγώ.» Παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει από δίπλα του και το άρωμα του σαμπουάν της γαργάλισε τα ρουθούνια του. Έκλεισε τα μάτια του, πασχίζοντας να αντλήσει δύναμη από τη λογική του. Ποτέ ξανά. Η Μάντλεν ήταν ένα λάθος και η Στέφανι θα γινόταν ένα μεγαλύτερο. Από τώρα και στο εξής θα κρατούσε τις αποστάσεις και δε θα έμπαινε σε μπελάδες. Το Σάββατο το πρωί η Στέφανι ξύπνησε αργά, έκανε ένα μπάνιο, έβαλε μια μάσκα προσώπου και περιποιήθηκε τα νύχια της. Φορώντας κολάν κι ένα παλιό μπλουζάκι, προχώρησε προς την κουζίνα.
Σχεδίαζε να φάει το πρωινό της εκεί και μετά να αφοσιωθεί στη μελέτη της χωρίς αντιπερισπασμούς. Με το ένα χέρι στο χερούλι της πόρτας, άκουσε μια αντρική φωνή να βγαίνει από την κουζίνα και στάθηκε ακίνητη. Ποιος μπορεί να ήταν; Καταπολέμησε την παρόρμηση να γυρίσει στο δωμάτιό της και να κουκουλωθεί κάτω από τα σκεπάσματα. Η φωνή έφτασε ξανά στα αυτιά της και αυτή τη φορά τής φάνηκε οικεία. Ο σφυγμός της χτύπησε λίγο πιο γρήγορα, αλλά όχι από φόβο. Άνοιξε λίγο την πόρτα για να μπορέσει να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό του δωματίου. Ένα γνώριμο κεφάλι ήταν σκυμμένο πάνω από το τραπέζι. Δίπλα στον άντρα, ο Ράιαν έπλαθε ένα κομμάτι πηλό. «Δε νομίζω ότι το κάνουμε σωστά, μπαμπά.» Θα μπορούσε να επιστρέψει στο δωμάτιό της και να τους αφήσει μόνους. Να ανοίξει τον υπολογιστή της και να απορροφηθεί στη μελέτη της, όπως είχε σχεδιάσει. Αλλά χωρίς πρόγευμα; Πραγματικά ήθελε να φάει κάτι και ο Μάικ είχε πει ότι μπορούσε να χρησιμοποιεί την κουζίνα όποτε ήθελε. Θα ήταν ανόητο να μην μπει μέσα μόνο και μόνο επειδή βρισκόταν κι εκείνος εκεί. Θα ήταν δειλία. Στο κάτω κάτω της γραφής, είχαν κάνει μια συμφωνία. Και οπωσδήποτε εκείνος θα συμπεριφερόταν κόσμια τώρα που βρισκόταν και ο γιος του στο σπίτι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν δειλή. «Γεια σου, Μάικ, γεια σου, Ράιαν» τους χαιρέτησε πρόσχαρα, προχωρώντας προς το μέρος τους. «Νόμιζα ότι θα πηγαίνατε για κάμπινγκ.» «Πρέπει να κατασκευάσω ένα ηφαίστειο για το μάθημα της Φυσικής» την ενημέρωσε ο Ράιαν. Κοίταξε την άμορφη μάζα μπροστά του και στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η απογοήτευση. «Δε νομίζω ότι πηγαίνει καλά.» «Ξέρω να φτιάχνω σπίτια, όχι ηφαίστεια» είπε ο Μάικ. Η Στέφανι κοίταξε το σκούρο υλικό. «Πράγματι είναι χάλια» σχολίασε. «Εσύ θα τα κατάφερνες καλύτερα;» ρώτησε ο Μάικ. «Νομίζω ότι οποιοσδήποτε θα τα κατάφερνε καλύτερα, μπαμπά.» «Ήμουν πρώτη στις κατασκευές όταν πήγαινα στο Δημοτικό» είπε η Στέφανι. «Μπορείς να με βοηθήσεις να φτιάξω το ηφαίστειο;» ρώτησε ο Ράιαν. Η Στέφανι κοίταξε τον Μάικ, περιμένοντας να τον δει να δυσανασχετεί για την παρέμβασή της. Αντίθετα, όμως, έδειχνε ανακουφισμένος. «Θα ήταν πολύ εξυπηρετικό» της είπε. «Βεβαίως.» Μπορούσε να μελετήσει και αργότερα. «Θα χρειαστούμε μερικές παλιές εφημερίδες, αλεύρι και νερό κι ένα κομμάτι χαρτόνι.» Πατέρας και γιος έσπευσαν να συγκεντρώσουν τα υλικά και ύστερα από λίγα λεπτά ασχολούνταν και οι τρεις με σκισμένες εφημερίδες και ζυμάρι. Η Στέφανι έδειξε στον Ράιαν πώς να φτιάξει έναν κώνο από χαρτόνι και να τον χρησιμοποιήσει σαν βάση για το ηφαίστειο. Μετά άρχισαν την κατασκευή. «Κολλάει πολύ» είπε, καθώς έπλαθε το ζυμάρι ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Γι’ αυτό έχει πλάκα» συμπλήρωσε ενθουσιασμένος ο Ράιαν. Η Στέφανι έβαλε τα γέλια. Τον έβρισκε πραγματικά χαριτωμένο παιδί. Ήταν προτιμότερο να περνάει κανείς ένα πρωί μαζί του παρά μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή. «Μπαμπά, νομίζω ότι χρειαζόμαστε λίγο ακόμη για την άλλη πλευρά» επισήμανε ο Ράιαν. «Οπωσδήποτε.» Ο Μάικ τοποθέτησε ένα κομμάτι μουσκεμένο χαρτί πάνω στο ηφαίστειο με την
ίδια προσοχή που θα έδειχνε αν έβαφε τον τοίχο ενός σπιτιού εκατό ετών. «Εντάξει έτσι;» «Ναι, ωραίο γίνεται.» Ο Μάικ χαμογέλασε και το χαμόγελό του είχε τόση πατρική υπερηφάνεια και στοργή, που η αναπνοή της Στέφανι πιάστηκε στο στήθος της. Αυτόν τον άντρα -χωρίς τον κυνισμό και την πικρία που πρόβαλλε συχνά σαν ασπίδα- θα ήταν πολύ εύκολο να τον ερωτευτεί. Ο Μάικ κοίταξε το αντικείμενο που μεγάλωνε, καθώς πρόσθεταν χαρτί και κόλλα. «Δε μοιάζει και πολύ με ηφαίστειο» παρατήρησε. «Δείχνει σαν μια άμορφη μάζα από βρεγμένες εφημερίδες.» «Μα δεν είναι ακόμη έτοιμο» επισήμανε η Στέφανι. «Πρώτα θα περιμένουμε να στεγνώσει και έπειτα θα το βάψουμε.» «Και μετά θα βάλουμε φυτά και δεινόσαυρους γύρω γύρω» πρόσθεσε ο Ράιαν. «Δηλαδή είναι ένα προϊστορικό ηφαίστειο;» ζήτησε να μάθει ο Μάικ. «Ε, φυσικά, μπαμπά. Αφού θα βάλουμε και δεινόσαυρους.» «Πόση ώρα θα κάνει να στεγνώσει;» ρώτησε ο Μάικ. Η Στέφανι κοίταξε εξεταστικά το έργο τους. Είχαν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε που ήταν πρώτη στα Καλλιτεχνικά και αυτό το πράγμα έμοιαζε πολύ υγρό. «Μπορεί να πάρει αρκετό χρόνο.» «Ίσως μπορούμε να το ψήσουμε» πρότεινε ο Μάικ. «Όπως σε κλίβανο.» «Εννοείς στο φούρνο;» ρώτησε ο Ράιαν. «Ναι, στο φούρνο. Θα τον ανάψουμε σε χαμηλή θερμοκρασία και θα στεγνώσει πιο γρήγορα.» «Είναι λογικό αυτό που λες» σχολίασε η Στέφανι. Τοποθέτησαν το ηφαίστειο σε αντικολλητικό χαρτί ψησίματος μέσα σε ένα ταψί και ο Μάικ ρύθμισε το φούρνο στους ογδόντα βαθμούς. «Θα πρέπει να το προσέχουμε» είπε η Στέφανι. «Θα πάω να ψάξω για φυτά για να τα βάλουμε γύρω του» είπε ο Ράιαν. «Θα το κάνουμε να φαίνεται σαν ζούγκλα.» Χωρίς να περιμένει να συμφωνήσουν, έτρεξε έξω. Η Στέφανι γύρισε και είδε τον Μάικ να την κοιτάζει με μια έκφραση που δυσκολευόταν να ερμηνεύσει. Θαυμασμός ίσως. «Ήσουν σπουδαία» της είπε. «Ήταν διασκεδαστικό. Είναι υπέροχο παιδί.» «Η πρώην γυναίκα μου δεν είχε ποτέ υπομονή για τέτοιες ασχολίες.» Δεν ήξερε τι να πει πάνω σε αυτό. Η ταραχή της μπορεί να καθρεφτίστηκε στο πρόσωπό της. «Σε ενοχλεί όταν μιλάω για την Κέι;» τη ρώτησε. «Όχι. Πρόκειται για τη μητέρα του Ράιαν. Αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής σου και είναι φυσικό να μιλάς γι’ αυτήν.» Έσφιξε τα χείλη της. Σταμάτα να φλυαρείς. «Δε θέλω να νομίζεις πως είμαι από εκείνους τους άντρες που έχουν εμμονή με την πρώην γυναίκα τους.» «Όχι βέβαια.» Ωστόσο ήταν φανερό ότι η Κέι βρισκόταν συχνά στο μυαλό του. «Όταν υπάρχει και ένα παιδί, δεν μπορείς να κόψεις εντελώς τους δεσμούς, ξέρεις.» Έγειρε προς τα πίσω και στηρίχτηκε στον πάγκο και με τα δυο του χέρια. «Ακόμη προσπαθώ να καταλάβω πώς πρέπει να της συμπεριφέρομαι. Πασχίζω να είμαι ευγενικός για το χατίρι του Ράιαν, αλλά μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο.» Η Στέφανι έγνεψε ενθαρρυντικά. «Νομίζω ότι τα καταφέρνεις μια χαρά. Ο Ράιαν φαίνεται
ισορροπημένο παιδί.» «Ναι, έτσι δείχνει. Όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος; Ίσως η ιστορία του διαζυγίου να του έχει προκαλέσει ψυχολογικά προβλήματα.» «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν δεκαέξι. Ήταν σκληρό, αλλά δε νομίζω ότι μου άφησε μόνιμα σημάδια.» «Εξακολουθείς να έχεις στενές σχέσεις με τη μαμά σου; Ζει εδώ κοντά;» «Δεν τη βλέπω συχνά. Βρίσκεται στο Λάς Βέγκας.» «Μερικές φορές νομίζω ότι θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα, αν η Κέι μετακόμιζε σε άλλη πόλη, αλλά δε θα ήθελα να πάρει τον Ράιαν μαζί της. Πάντως, αν μη τι άλλο, είναι καλή μητέρα.» «Τότε ο Ράιαν είναι τυχερός. Έχει δυο καλούς γονείς.» «Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Θέλω το καλύτερο για εκείνον.» Πήρε μια πετσέτα και άρχισε να τρίβει τον ήδη καθαρό πάγκο. «Ο μπαμπάς σου έχει ξαναπαντρευτεί;» «Όχι.» Εκείνη τη στιγμή ξαφνιάστηκε, καθώς συνειδητοποιούσε ότι δε θυμόταν να έβγαινε ποτέ με κάποια ο πατέρας της από τότε που τους είχε παρατήσει η μητέρα της. Η ίδια ήταν τόσο απορροφημένη με την προσωπική της ζωή, που δεν την είχε απασχολήσει ιδιαίτερα η δική του. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα έτσι. Γιατί να κάνουμε τη ζωή μας πολύπλοκη;» Η Στέφανι δεν ήταν σίγουρη ότι συμφωνούσε με αυτό, αλλά δεν του είπε τίποτα. Κατά τη γνώμη της, οι σχέσεις ήταν μεν δύσκολες, αλλά άξιζε να προσπαθήσει κανείς, προκειμένου να έχει κάποιον στο πλάι του για να μοιραστεί τα προβλήματα αλλά και τις όμορφες στιγμές της ζωής. «Νομίζω ότι τα παιδιά μπερδεύονται όταν φέρνεις και τρίτους ανθρώπους στη σχέση» συνέχισε ο Μάικ. Άφησε την πετσέτα και στηρίχτηκε πάλι στον πάγκο, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες του τζιν του. «Ο Ράιαν πραγματικά συμπαθούσε τη Μάντλεν και κάναμε διάφορα πράγματα και οι τρεις μαζί. Γι’ αυτό όταν χωρίσαμε αναστατώθηκε πολύ. Κατηγόρησε εμένα που δεν ξαναήρθε ποτέ για να τον δει.» Τα λόγια του έκαναν τη Στέφανι να δει με τη φαντασία της την εικόνα ενός θλιμμένου Ράιαν να αναρωτιέται γιατί τον είχε εγκαταλείψει η φίλη του. «Εγώ δε θα του το έκανα ποτέ αυτό.» «Έτσι θέλω να πιστεύω κι εγώ, αλλά δεν μπορώ να το ρισκάρω. Ειδικά τώρα.» Ίσιωσε την πλάτη του και κοίταξε προς την πόρτα σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγε κανείς. «Η Κέι πιστεύει ότι ο φίλος της σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου αυτό το Σαββατοκύριακο.» «Είναι πολύ καιρό μαζί;» Ο Μάικ συνοφρυώθηκε. «Αρκετό. Ήταν ένας από τους λόγους που χωρίσαμε.» «Πώς το βλέπει αυτό ο Ράιαν;» «Δεν ξέρω. Δεν είχα την ευκαιρία να του μιλήσω σχετικά. Νομίζω ότι η Κέι κάνει λάθος, αλλά φυσικά δεν πρόκειται να με ακούσει, αν της το πω.» Η Στέφανι διάβασε στην έκφρασή του διάφορα συναισθήματα: ενοχή, θυμός, ανησυχία. Πάντως τη συγκινούσε το γεγονός ότι της είχε εκμυστηρευτεί τους προβληματισμούς του. Ή μήπως ήταν απλώς μια ακόμη μορφή προειδοποίησης ότι δεν μπορούσαν να ενδώσουν στην έλξη που υπήρχε ανάμεσά τους. Ίσως να μην την εμπιστευόταν. Ή ίσως να μην εμπιστευόταν τον εαυτό του. «Μπαμπά, πεινάω» δήλωσε ο Ράιαν επιστρέφοντας. «Τι θα φάμε για μεσημέρι;»
Ο Μάικ γύρισε προς το μέρος του γιου του όλο χαμόγελα. «Όση ώρα περιμένουμε να ψηθεί το ηφαίστειο, ας παραγγείλουμε κάτι απ’ έξω» πρότεινε. Γιόρτασαν την επιτυχία του έργου τους με κινέζικο φαγητό από το τοπικό εστιατόριο. Νωρίς το απόγευμα, ο Ράιαν ήταν ο υπερήφανος ιδιοκτήτης ενός φρεσκοβαμμένου ηφαιστείου, που πλαισιωνόταν από πλούσια βλάστηση και πλαστικούς δεινόσαυρους. «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου» είπε ο Μάικ πιάνοντας το χέρι της. «Και σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.» «Αλίμονο. Μπορείς να μου ξαναμιλήσεις όποτε θέλεις.» Ίσως και λόγω της παρουσίας του γιου του, ο Μάικ σήμερα φαινόταν πιο ήρεμος. Καμιά σχέση με τον άντρα που είχε παραδεχτεί ότι είχε διώξει την προηγούμενη ενοικιάστρια. Η Στέφανι συνάντησε τον πατέρα της σε ένα ελληνικό εστιατόριο την Κυριακή το μεσημέρι. Όπως συνήθιζε σε αυτές τις εξόδους, ήταν ντυμένος κομψά, με κοστούμι και γραβάτα. «Μια χαρά είσαι» του είπε. Έμοιαζε σαν κάποιος που είχε βγει ραντεβού. Από τη μία μεριά, ένιωθε κολακευμένη που είχε περιποιηθεί στον εαυτό του για να συναντηθεί μαζί της. Από την άλλη, ο μπαμπάς της ήταν λίγο πάνω από πενήντα ετών. Ήταν υγιής, δραστήριος, εμφανίσιμος. Τα μαλλιά του δεν είχαν αραιώσει καθόλου. «Μπαμπά, βγαίνεις ποτέ ραντεβού;» τον ρώτησε, καθώς περίμεναν να τους φέρουν τα φαγητά που είχαν παραγγείλει. Άφησε κάτω το ποτήρι με το κρασί που ήταν έτοιμος να δοκιμάσει. «Ορίστε;» «Βγαίνεις ποτέ ραντεβού; Ξέρεις, με γυναίκες.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είμαι πολύ απασχολημένος για να γνωρίζω γυναίκες.» «Όχι, δεν είσαι. Γνωρίζεις ένα σωρό γυναίκες. Πώς σου φαίνεται η Γκρέις Χίτσκοκ, που δουλεύει στην Εταιρεία Φίλτρων Στέιτ; Νομίζω πως είναι ανύπαντρη και ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό της κάθε φορά που αναφέρω το όνομά σου.» «Η Γκρέις είναι μια θαυμάσια γυναίκα, αλλά δεν ενδιαφέρομαι να βγω μαζί της. Είμαι μια χαρά και χωρίς αυτήν.» Η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του έγινε πιο έντονη και έδωσε υπερβολική έμφαση στις λέξεις «μια χαρά», σαν να προσπαθούσε να πείσει όχι μόνο τη Στέφανι αλλά και τον εαυτό του. «Δεν είναι μόνο η Γκρέις.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της, αποφασισμένη να επιμείνει στη συζήτηση. «Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν για εσένα. Είσαι εμφανίσιμος, υγιής και έχεις τη δική σου προσοδοφόρα επιχείρηση.» Ο πατέρας της εξακολουθούσε να την κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Γιατί θέλεις να μου βρεις γυναίκα έτσι ξαφνικά;» «Απλώς σκέφτηκα ότι μπορεί να ένιωθες μοναξιά.» Ίσιωσε ακόμη περισσότερο την πλάτη του στο κάθισμα του. «Επειδή μου αρέσει να περνάω χρόνο με την κόρη μου, νομίζεις ότι νιώθω μοναξιά;» «Όχι! Ή, μάλλον, ίσως λίγο. Απλώς συνειδητοποίησα τις προάλλες ότι δεν έχεις βγει με καμιά γυναίκα από τότε που έφυγε η μαμά.» Έκανε μια παύση και κράτησε την αναπνοή της, ελπίζοντας ότι θα της έλεγε πως είχε μια δεύτερη, ρομαντική ζωή, την οποία κρατούσε μυστική από εκείνη. Ίσως να νόμιζε ότι οι κρυφές σχέσεις ήταν προτιμότερες προκειμένου να προστατεύσει την κόρη
του, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μάικ ήθελε να προστατεύσει τον Ράιαν. Πού τέτοια τύχη. «Τα καταφέρνω μια χαρά και μόνος μου.» Ήταν φανερό ότι δεν του άρεσε αυτή η συζήτηση, αλλά η Στέφανι ήταν αποφασισμένη να μην αλλάξει θέμα. «Ξέρω ότι αυτό που συνέβη με τη μαμά ήταν σκληρό για εσένα, αλλά δε φέρονται έτσι όλες οι γυναίκες.» Ήλπιζε με όλη της την καρδιά ότι και η ίδια δεν έμοιαζε στη μητέρα της. Τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα που είχε έναν καλό σύζυγο και μια κόρη να τους εγκαταλείψει και να πάει στο Λας Βέγκας «για να βρει τον εαυτό της», όπως είχε δηλώσει; «Δε θέλω να μιλήσω για τη μητέρα σου.» Ποτέ δεν ήθελε να μιλήσει για τη μητέρα της, η οποία έκανε τη ζωή των ονείρων της, δουλεύοντας σε καζίνο και φλερτάροντας με τους άντρες που συνέρρεαν στο τραπέζι της. Η Στέφανι την είχε δει μόνο δύο φορές όλο αυτό τον καιρό. Η μία ήταν όταν αποφοίτησε από το σχολείο και η άλλη όταν είχε ταξιδέψει στο Λας Βέγκας με φίλους. Και τις δύο φορές ένιωθε σαν να επισκεπτόταν μια ξένη. «Δεν είναι ανάγκη να κουβεντιάσουμε γι’ αυτήν» είπε στον πατέρα της. «Όμως θέλω να μιλήσουμε για εσένα.» «Τι συμβαίνει; Ύστερα από δέκα χρόνια, αποφασίζεις ξαφνικά ότι χρειάζομαι μια γυναίκα στη ζωή μου;» «Απλώς δε μου αρέσει να σκέφτομαι ότι είσαι συνέχεια μόνος σου. Θα χαιρόμουν, αν έβρισκες κάποια να μοιραστείς τη ζωή σου.» Ο πατέρας της μετακινήθηκε λίγο πιο μπροστά στην καρέκλα του για να την πλησιάσει. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκες εσύ ραντεβού;» τη ρώτησε. «Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε» του είπε ψέματα. «Δε θα έπρεπε να σε απασχολεί η δική μου κοινωνική ζωή. Στην ηλικία σου, θα έπρεπε να βγαίνεις έξω συνέχεια, να γνωρίζεις κόσμο. Δε θέλω να είμαι γκρινιάρης, αλλά δεν πρόκειται να γίνω νεότερος και θα μου άρεσε να αποκτήσω εγγόνια πριν πεθάνω.» Η καρδιά της χτύπησε δυνατότερα σε αυτή τη σκέψη. «Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να πεθάνεις.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποτέ δεν ξέρεις.» «Δεν έχω κόψει τα ραντεβού» του είπε. «Όμως αυτή την εποχή προέχουν οι σπουδές μου. Είναι σημαντικό και για τους δυο μας. Μόλις τελειώσω το μεταπτυχιακό μου και αποκτήσω περισσότερη εμπειρία δουλεύοντας για άλλες επιχειρήσεις, θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτές τις γνώσεις για να βοηθήσω στην εταιρεία Λάντλοου.» Στο πρόσωπό του φάνηκε πάλι η πειραγμένη έκφραση που έπαιρνε κάθε φορά που η κόρη του έλεγε πως θα πάει εργαστεί σε ξένες επιχειρήσεις. «Μπορείς να αποκτήσεις όλη την εμπειρία που χρειάζεσαι δουλεύοντας μαζί μου» της είπε. «Εξάλλου δεν είναι και τόσο δύσκολο να διατηρείς και μια σχέση παράλληλα με τις σπουδές σου. Πολλοί το κάνουν αυτό.» «Αυτοί που το κάνουν είναι καλύτεροι φοιτητές από εμένα. Οι μεταπτυχιακές σπουδές είναι δύσκολες. Άλλωστε δε βιάζομαι να μπλεχτώ με κάποιον. Θέλω να αφιερώσω τον απαραίτητο χρόνο για να βρω το κατάλληλο πρόσωπο.» «Ναι, καλά. Σου εύχομαι να έχεις καλύτερη τύχη από εμένα. Νόμιζα ότι η μητέρα σου ήταν το κατάλληλο πρόσωπο, μέχρι που αποφάσισε ότι ήθελε να γίνει κάποια άλλη.»
«Αυτό δεν ήταν δικό σου λάθος, μπαμπά. Εξάλλου οι περισσότερες γυναίκες δεν είναι έτσι.» Ανασήκωσε πάλι τους ώμους του. «Τότε ίσως αυτή η εμπειρία με αποθάρρυνε από το να δημιουργήσω μια άλλη σχέση. Ποια είναι η δική σου δικαιολογία;» Θα μπορούσε να επισημάνει ότι δέκα χρόνια αποχής ήταν μεγάλο διάστημα και ότι μια κακή εμπειρία δεν επαρκούσε ως δικαιολογία, αλλά προτίμησε να μην το κάνει. «Σου είπα. Περιμένω το σωστό άντρα. Και δε λέω ότι είναι ανάγκη να ξαναπαντρευτείς. Απλώς πιστεύω ότι θα ήταν ωραία, αν έβρισκες έναν άνθρωπο να περνάς κάποιο χρόνο μαζί του. Υπάρχουν ένα σωρό αξιόλογες γυναίκες που είναι διαθέσιμες.» «Έτσι λες εσύ.» Άδειασε το ποτήρι του και το ακούμπησε στο τραπέζι με λίγο παραπάνω θόρυβο από όσο άρμοζε στο περιβάλλον. «Εντάξει, γλυκιά μου. Θα το σκεφτώ και νομίζω ότι πρέπει να το σκεφτείς κι εσύ.» Ο σερβιτόρος τούς έφερε τις πιατέλες με τους ντολμάδες και τα σουβλάκια που είχαν παραγγείλει. Ο πατέρας της έτριψε τα χέρια του και χαμογέλασε κοιτώντας το φαγητό. «Φαίνονται πολύ νόστιμα.» Η Στέφανι κάρφωσε με το πιρούνι της ένα ντολμαδάκι. «Υπάρχει κάποιος που με ενδιαφέρει» αποκάλυψε. Με το στόμα γεμάτο, ο πατέρας της ανασήκωσε το ένα του φρύδι ξαφνιασμένος. «Ποιος είναι;» ρώτησε, αφού κατάπιε πρώτα. Μετακινήθηκε νευρικά στην καρέκλα της. Γιατί να το αναφέρει τώρα αυτό; Ήξερε ότι δεν έπρεπε, αλλά δεν ήθελε να τη θεωρεί ο πατέρας της εντελώς αποτυχημένη. «Δε γίνεται να σου πω. Εννοώ, δεν ξέρω αν ενδιαφέρεται κι εκείνος.» Δεν ενδιαφερόταν με το σωστό τρόπο. «Πώς είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται; Είσαι όμορφη, έξυπνη, εργατική, με χιούμορ και…» «Μπαμπά, σε παρακαλώ!» του είπε γελώντας. Εκείνος χαμογέλασε και πήρε ακόμη μια πιρουνιά από το γεμάτο πιάτο του. «Λοιπόν, για πες μου γι’ αυτό τον τύπο. Τι δουλειά κάνει;» «Έχει δική του επιχείρηση.» «Τι είδους επιχείρηση;» «Εμ… κατασκευές.» Μήπως είχε πει πάρα πολλά; Υπήρχε περίπτωση να θυμόταν ο πατέρας της ότι ο Μάικ είχε δική του κατασκευαστική εταιρεία; «Δουλεύει με τα χέρια του. Αυτό είναι καλό. Πόσων χρονών είναι;» «Λίγα χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Είναι χωρισμένος και έχει ένα αγοράκι.» Ο πατέρας της συνοφρυώθηκε. «Θα ήταν καλύτερα αν δεν είχε ξαναπαντρευτεί, αλλά υποθέτω ότι όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Πώς τον γνώρισες;» «Μου τον σύστησε ένας φίλος.» Πράγμα που ήταν αλήθεια. Αν δεν υπήρχε ο Τζάστιν, δε θα είχε μετακομίσει στο σπίτι του Μάικ και φυσικά δε θα τον είχε ποτέ γνωρίσει. «Και έχετε βγει;» «Μαζί και με άλλους.» Μετρούσαν το προγαμιαίο πάρτι και ο γάμος; «Όπως σου είπα ήδη, δεν είμαι σίγουρη αν ενδιαφέρεται. Δε θα έπρεπε να το έχω αναφέρει.» Δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει. Ο Μάικ κι εκείνη είχαν συμφωνήσει να μη δημιουργήσουν σχέση όσο έμεναν κάτω από την ίδια στέγη. Ήταν μια πολύ συνετή συμφωνία, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να τον σκέφτεται. Ήταν πραγματικά
ο μόνος άντρας που την είχε ελκύσει εδώ και πολύ καιρό. Τουλάχιστον το ότι μίλησε για το πώς ένιωθε για τον Μάικ, έστω και καλυμμένα, με τον πατέρα της την είχε βοηθήσει να ξεκαθαρίσει λίγο τα πράγματα. Αν μη τι άλλο, το ενδιαφέρον της αποδείκνυε ότι μπορούσε ακόμη να τρέφει αισθήματα για το άλλο φύλο. Οι προηγούμενες κακές της σχέσεις δεν είχαν καταστρέψει αυτή την ικανότητα. «Απλώς θέλω να προχωρήσω αργά και να μη βιαστώ να κάνω οτιδήποτε.» «Καλή ιδέα, γλυκιά μου. Δε θέλω να πληγωθείς.» Φυσικά και δεν το ήθελε αυτό. Ο πατέρας της πάντα επιθυμούσε το καλύτερο για εκείνη. Εξάλλου ήταν ειδικός στην αργή εξέλιξη όταν αφορούσε τις σχέσεις. Το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, συνειδητοποίησε με θλίψη. Σε αυτό έμοιαζε στον πατέρα της. Δίσταζε να προχωρήσει επειδή φοβόταν ότι θα ξαναπληγωθεί. Μάσησε το τελευταίο κομμάτι από το σουβλάκι του. «Λοιπόν, πότε θα μου τον συστήσεις;» Το πρόσωπό της φλογίστηκε. Τι θα έλεγε, αν του αποκάλυπτε ότι γνώριζε ήδη τον άντρα που της άρεσε; Φάνηκε να συμπαθεί τον Μάικ, αλλά ήταν αρκετά συντηρητικός ώστε να μην εγκρίνει το γεγονός ότι η κόρη του συγκατοικούσε με κάποιον που την τραβούσε ερωτικά. «Σου είπα, δεν ξέρω καν αν έχει αισθήματα για εμένα. Απλώς νομίζω ότι είναι… ενδιαφέρων τύπος. Αυτό είναι όλο.» «Δηλαδή σκοπεύεις να τον ονειρεύεσαι από απόσταση, σαν κανένα ανόητο κοριτσόπουλο;» Αυτό ακριβώς ήταν το σχέδιό της, αλλά φυσικά δεν το αποκάλυψε. «Ήθελα να τον αφήσω να κάνει την πρώτη κίνηση» είπε. «Έτσι μπορεί να περιμένεις πάρα πολύ καιρό. Θα σου αποκαλύψω ένα μυστικό, αγαπητή μου. Οι άντρες είναι δειλοί, τουλάχιστον όταν έχουν να κάνουν με γυναίκες. Αν θέλεις να βγεις με αυτό τον άντρα, ζήτησέ του το εσύ.» Ήθελε να βγει με τον Μάικ; Όχι. Εκείνο που ήθελε ήταν να μείνει μέσα μαζί του και να κάνουν παθιασμένο έρωτα. Φυσικά ούτε αυτό επρόκειτο να το πει στον πατέρα της. «Νομίζεις ότι πρέπει να του προτείνω ραντεβού;» «Φυσικά. Ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα. Μια γυναίκα μπορεί να πάρει πρωτοβουλία.» «Ώστε, αν η Γκρέις Χίτσκοκ σου ζητούσε να βγείτε, θα έλεγες ναι;» Το ελαφρύ κοκκίνισμα στο πρόσωπό του πρόδιδε πως δεν του ήταν αδιάφορη. Ήπιε μια γουλιά νερό από το ποτήρι του. «Η Γκρέις δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Εκείνη κι εγώ ανήκουμε σε διαφορετική γενιά.» «Ακούγεσαι σαν να θεωρείς τον εαυτό σου γέρο. Γιατί να μην κάνουμε μια συμφωνία;» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Θα έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της για να πείσει τον πατέρα της να βγει από το καβούκι του. «Θα επισπεύσω τις εξελίξεις με… αυτό τον τύπο που μου αρέσει, κι εσύ θα κανονίσεις το λιγότερο ένα ραντεβού μέχρι το τέλος του μήνα. Μπορεί να είναι με την Γκρέις ή με οποιαδήποτε άλλη.» «Γλυκιά μου, πραγματικά δε νομίζω ότι…» «Μπαμπά, σε παρακαλώ. Αν δε θέλεις να το κάνεις για τον εαυτό σου, κάνε το για εμένα. Ίσως να είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε και οι δύο.» Και όταν ο Μάικ την απέρριπτε, θα μπορούσε να το πάρει απόφαση και να επιστρέψει στην ενασχόληση με τις σπουδές της και τα συναρπαστικά της σχέδια για το μέλλον. Καλύτερα από την παθητικότητα.
Ο πατέρας της εξακολουθούσε να είναι συνοφρυωμένος, αλλά έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Αλλά να ξέρεις ότι το κάνω μόνο για εσένα.» Το κρασί τούς είχε τελειώσει, κι έτσι, η Στέφανι σήκωσε το ποτήρι με το νερό για να κάνει πρόποση. «Στις σχέσεις.» «Στην ευτυχία» αντιπρότεινε ο πατέρας της. «Είτε είμαστε ελεύθεροι είτε δεσμευμένοι, ας προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο να είμαστε ευτυχισμένοι.» Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. «Μερικές φορές ξεχνάω πόσο έξυπνος είσαι, μπαμπά.» «Σου έχω ξαναπεί ότι είναι οικογενειακό μας γνώρισμα.» Της έκλεισε το μάτι. «Και αν αυτός ο άντρας έχει καθόλου μυαλό, θα αρπάξει την ευκαιρία να βγει μαζί σου. Αλλά αν σε δυσκολέψει, απλώς ειδοποίησέ με.» «Και τι θα κάνεις; Θα τον δείρεις;» Και μόνο η σκέψη του πατέρα της αντιμέτωπου με τον μυώδη Μάικ ήταν άκρως ανησυχητική. «Δεν είναι ανάγκη να του δώσω μπουνιές για να κάνω τη ζωή του κόλαση. Δεν έχω φτάσει σε αυτή την ηλικία χωρίς να έχω μάθει μερικά βρόμικα κόλπα.» «Βρόμικα κόλπα; Τι σου περνάει από το μυαλό;» «Απλώς να με πιστεύεις όταν λέω ότι πάντα θα προσέχω το μικρό μου κοριτσάκι. Αυτό κάνουν οι γονείς, όσο και να μεγαλώσουν τα παιδιά.» «Ω, μπαμπά.» Αισθάνθηκε έναν κόμπο στο λαιμό. Μερικές φορές ο υπερπροστατευτισμός του την ενοχλούσε, αλλά τώρα συγκινήθηκε. «Όλα θα πάνε μια χαρά. Θα δεις.» Και αν δεν πήγαιναν, υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι ο πατέρας της θα ήταν ο τελευταίος που θα το μάθαινε.
Κεφάλαιο 8 Τα γυμναστήριο του δημοτικού σχολείου ήταν γεμάτο κόσμο και κάθε λογής έργα των μαθητών. Κουβαλώντας το ηφαίστειο του Ράιαν, ο Μάικ πέρασε μαζί με το γιο του μπροστά από ένα μοντέλο πυραύλου που ήταν ψηλότερο από το παιδί που στεκόταν δίπλα του. Λίγο πιο πέρα βρισκόταν η μικρογραφία ενός ηλιακού συστήματος και μερικά μέτρα μακρύτερα η μινιατούρα μιας ζούγκλας πνιγμένης στην άγρια βλάστηση. «Η θέση μου είναι από εδώ» είπε ο Ράιαν, τραβώντας τον Μάικ προς μια σειρά από τραπέζια στο βάθος της αίθουσας. «Εδώ είμαστε.» Ο Ράιαν έδειξε την ετικέτα στην άκρη ενός τραπεζιού, όπου έγραφε ΡΑΪΑΝ ΜΠΡΟΥΜΠΕΪΚΕΡ με μεγάλα γράμματα με μπλε μαρκαδόρο. «Τέλεια.» Ο Μάικ απόθεσε το ηφαίστειο πάνω στο τραπέζι. Ήταν απίστευτο πόσο πολύ μπορούσε να ζυγίζει μια μάζα από χαρτί. «Έπεσε ένας δεινόσαυρος.» Ο Ράιαν επιδόθηκε για άλλη μια φορά στην τακτοποίηση του κατασκευασμένου του τοπίου. «Γεια, Ράιαν.» Πατέρας και γιος γύρισαν προς το κοριτσάκι στο διπλανό τραπέζι. Στεκόταν πίσω από το μοντέλο ενός τυραννόσαυρου και τα σιδεράκια της έλαμπαν καθώς χαμογελούσε. «Γεια σου, Κρίστεν.» Ο Ράιαν ανταπέδωσε το χαμόγελο με την κάπως χαζή έκφραση που έχουν οι μεθυσμένοι. Ο Μάικ κάλυψε το στόμα με το χέρι για να κρύψει το χαμόγελό του. Ήταν φανερό ότι ακόμη και ένας εννιάχρονος δεν ήταν πολύ μικρός για να υποκύψει στη γοητεία των μακριών, ξανθών μαλλιών και των γαλάζιων ματιών. «Το ηφαίστειό σου δείχνει πολύ ωραίο» είπε η Κρίστεν. «Ευχαριστώ. Το ίδιο και ο τυραννόσαυρός σου.» Ένα μεγαλύτερο κορίτσι πλησίασε και ρώτησε κάτι την Κρίστεν. Ο Ράιν ξανάρχισε να ασχολείται με τους δεινόσαυρούς του. Ο Μάικ τον σκούντησε. «Χαριτωμένη.» Ο Ράιαν ανασήκωσε τους ώμους του σε ένδειξη αδιαφορίας. «Υποθέτω πως ναι.» Όμως τα αυτιά του είχαν γίνει κατακόκκινα. Ο Μάικ έπνιξε ένα χαμόγελο. Η καλή του διάθεση εξαφανίστηκε μόλις είδε την Κέι να προχωρεί προς το μέρος τους, ακολουθούμενη από έναν εύσωμο άντρα, ντυμένο με ακριβό κοστούμι. «Γεια σου, Μάικ» τον χαιρέτησε η πρώην του, προτού το βλέμμα της μετακινηθεί στον Ράιαν. «Γεια σου, Κέι. Τοντ;» Ο Μάικ έγνεψε στον άλλον άντρα. Πώς της ήρθε της Κέι να τον κουβαλήσει κι αυτόν εδώ; Όπως καταλάβαινε, όμως, η αναμενόμενη πρόταση γάμου δεν είχε γίνει ακόμη. Η Κέι δε φορούσε κανένα δαχτυλίδι αρραβώνων. «Γεια σου, Μάικ.» Ο Τοντ κράτησε τα χέρια στις τσέπες και η έκφρασή του παρέμεινε ουδέτερη. Οι δύο άντρες είχαν συναντηθεί πέντ’ έξι φορές και μέχρι στιγμής ο Μάικ δεν του είχε δώσει καμιά μπουνιά. Ο Τοντ προφανώς υπέθετε ότι ήταν ασφαλής, ειδικά σε ένα γυμναστήριο γεμάτο κόσμο. «Πολύ ωραίο το ηφαίστειό σου, Ράιαν» είπε στο παιδί. «Ευχαριστώ.»
«Έκανες πραγματικά καλή δουλειά.» Η Κέι άγγιξε μια μικρή φτέρη που ο Ράιαν είχε τοποθετήσει στη βάση του ηφαιστείου. «Με εντυπωσιάζεις.» «Με βοήθησε ο μπαμπάς. Και η Στέφανι μας έδειξε πώς να κάνουμε το χαρτί και την κόλλα να φαίνονται σαν βράχοι και λάβα.» «Ποια είναι η Στέφανι;» Η Κέι απηύθυνε την ερώτηση στον Μάικ και ο τόνος της φωνής της φανέρωνε ότι ήταν προβληματισμένη. «Η Στέφανι είναι μία από τους συγκατοίκους μου.» Η Κέι αντάλλαξε με τον Τοντ μια ματιά που ο Μάικ δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. «Πόσους συγκατοίκους έχεις; Και πόσες είναι γυναίκες;» «Δε νομίζω ότι σε αφορά αυτό.» Διατήρησε την έκφρασή του ευχάριστη, μολονότι παραξενεύτηκε από την αντίδρασή της. Υπήρχε περίπτωση να ζηλεύει; «Δεν είμαι σίγουρη ότι μου αρέσει η ιδέα να ζει ο Ράιαν σε ένα τέτοιο περιβάλλον» είπε εκείνη με αυστηρό ύφος. «Με όλες αυτές τις γυναίκες, με τις οποίες δεν είσαι παντρεμένος, να τριγυρνάνε στο σπίτι.» Με αυτά που έλεγε έκανε την κατάσταση να φαίνεται πολύ πιο διασκεδαστική από την πεζή πραγματικότητα. «Θα ήταν προτιμότερο να τις παντρευόμουν;» τη ρώτησε. «Δεν είναι αστείο.» Όπως φαινόταν, δεν έβρισκε τίποτα πια αστείο. Εξάλλου εκείνη ζούσε τώρα με έναν άντρα με τον οποίο δεν ήταν παντρεμένη, αλλά δε φαινόταν να την απασχολεί ο αντίκτυπος που μπορεί να είχε αυτό στο παιδί. «Λοιπόν, Ράιαν; Ποια είναι η επόμενη φάση του διαγωνισμού;» ρώτησε διπλωματικά ο Τοντ, οδηγώντας τη συζήτηση σε πιο ασφαλές θέμα. «Θα περάσουν οι κριτές για να δουν όλα τα εκθέματα» απάντησε ο Ράιαν. «Κάνουν ερωτήσεις;» ρώτησε η Κέι. «Ξέρεις τι θα τους πεις;» «Υποθέτω ότι θα ζητήσουν να μάθουν πώς το έφτιαξα.» Η Κέι πλησίασε λίγο για να κοιτάξει από πιο κοντά το σκηνικό πάνω στο τραπέζι και κατσούφιασε. «Γιατί έχεις και δεινόσαυρους; Ήταν μέρος της εργασίας;» «Απλώς σκέφτηκα ότι θα είχε φάση.» «Αυτό θα πεις στους κριτές; Ότι πιστεύεις πως οι δεινόσαυροι έχουν φάση; Ίσως θα έπρεπε να αναφέρεις κάτι σχετικά με το κλίμα στο οποίο ζουν και να μιλήσεις και για τα ηφαίστεια.» Ο Τοντ ακούμπησε το χέρι του απαλά στην πλάτη της Κέι. «Νομίζω ότι ο Ράιαν έχει τα πάντα υπό έλεγχο» είπε. «Γιατί δε ρίχνουμε μια ματιά τριγύρω για να δούμε και μερικά άλλα έργα;» «Α, εντάξει.» Προς έκπληξη του Μάικ, ίσιωσε την πλάτη της και ακολούθησε τον Τοντ. Ήταν σίγουρος ότι, αν είχε προτείνει εκείνος κάτι τέτοιο, η Κέι θα είχε διαφωνήσει. Και θα το είχε κάνει ακόμη και παλαιότερα, όταν ήταν ακόμη παντρεμένοι και υποτίθεται ότι τα πήγαιναν καλά. «Μπαμπά, δεν είναι ανάγκη να μείνεις εδώ μαζί μου, αν θέλεις να δεις και τα άλλα εκθέματα» είπε ο Ράιαν. Ο Μάικ έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και προσπάθησε να ερμηνεύσει την έκφραση του γιου του, αλλά ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβεις τα αισθήματα του Ράιαν όσο και της μητέρας του. «Θέλεις να φύγω;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Απλώς σκέφτηκα ότι μπορεί να βαριέσαι.» «Δε βαριέμαι. Μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί σου. Αντιστάθηκε στον πειρασμό να ανακατέψει χαϊδευτικά τα μαλλιά του παιδιού. Ήταν βέβαιο ότι μια τέτοια χειρονομία δημοσίως θα υποβίβαζε την εικόνα του άνετου μπαμπά αρκετά κλιμάκια. Ο Μάικ στάθηκε με γυρισμένη την πλάτη του στο τραπέζι και τα χέρια στις τσέπες, κοιτάζοντας γύρω του το γεμάτο κόσμο γυμναστήριο. Ευχήθηκε να βρισκόταν εκεί η Στέφανι. Του ήταν πάντα ευχάριστο να της μιλάει και όποτε ήταν μαζί της ένιωθε ήρεμος… Όταν δεν την ποθούσε. Η Κέι και ο Τοντ δε φαίνονταν πουθενά. Τουλάχιστον δεν ήταν αναγκασμένος να πιάσει ψιλοκουβέντα, λες και ο άντρας για τον οποίο τον είχε αφήσει η γυναίκα του ήταν κανένας γνωστός του. Στην πραγματικότητα είχε πάψει να είναι θυμωμένος με τον τύπο εδώ και μήνες, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι ήθελε να γίνουν και φίλοι. Και δεν του άρεσε η ιδέα να γίνουν φιλαράκια ο Τοντ με τον Ράιαν. Ο Ράιαν σωριάστηκε σε μια καρέκλα πίσω από το ηφαίστειό του. «Αυτό είναι κάπως βαρετό, έτσι δεν είναι;» είπε. «Το να κάθεσαι και να περιμένεις για οποιονδήποτε λόγο συνήθως δεν είναι συναρπαστικό.» Ο Μάικ τράβηξε μια άδεια καρέκλα και κάθισε δίπλα στο γιο του. «Πώς σου φαίνεται ο Τοντ;» Ο Ράιαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Καλός είναι.» «Δε σε πειράζει που ζει στο ίδιο σπίτι με σένα και τη μαμά σου;» «Όχι, δεν έχω πρόβλημα. Είναι βέβαια λίγο παράξενο που βρίσκεται εκεί όλη την ώρα, αλλά είναι εντάξει άνθρωπος.» Ο Μάικ έγειρε μπροστά με τους αγκώνες στα γόνατά του, ελπίζοντας να φαίνεται πολύ πιο ήρεμος απ’ όσο ένιωθε. «Αν ποτέ σου δημιουργήσει κανένα πρόβλημα, ειδοποίησέ με.» Τα μάτια του Ράιαν άνοιξαν περισσότερο. «Τι είδους πρόβλημα;» Τι εννοούσε; Δεν πίστευε ότι ο Τοντ θα κακοποιούσε το παιδί, αλλά δεν μπορούσες να εμπιστεύεσαι κανέναν αυτές τις μέρες. «Οποιοδήποτε πρόβλημα. Ειδοποίησέ με και θα το τακτοποιήσω.» «Θα τον δείρεις;» Η σωματική βία μπορεί να πρόσφερε στιγμιαία ικανοποίηση, αλλά δεν επίλυε κανένα πρόβλημα. «Απλώς θα το τακτοποιήσω.» Πιθανώς θα μπορούσε να υπερασπιστεί το γιο του χωρίς να καταφύγει στη βία. «Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;» Ίσιωσε την πλάτη του. «Επειδή είμαι ο πατέρας σου.» Κοίταξε τον Ράιαν κατάματα. «Όσο και να μεγαλώσεις, θα βρίσκομαι πάντα στο πλευρό σου.» Μπορεί να είχε αποτύχει στο γάμο του, αλλά θα έκανε τα πάντα για να πετύχει ως πατέρας. Θα ξεχνούσε τις γυναίκες. Η πιο σημαντική του σχέση ήταν με το γιο του και δεν έπρεπε να τα θαλασσώσει. «Στέφανι, θέλω να ξέρεις ότι εγώ θα κρατήσω τη συμφωνία μας.» Η φωνή του πατέρα της -που ακουγόταν ασυνήθιστα κεφάτη- έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Όλη την περασμένη εβδομάδα προσπαθούσε να ξεχάσει την υπόσχεση που του είχε δώσει να διεκδικήσει τον Μάικ. Είχε αρχίσει να ελπίζει ότι ούτε εκείνος το θυμόταν πια.
«Αυτό είναι θαυμάσιο, μπαμπά.» «Εσύ ζήτησες από τον τύπο να βγείτε;» «Όχι ακόμη. Ξέρεις, ήμουν πολύ απασχολημένη με τα μαθήματα και διάφορα άλλα. Το ίδιο κι εκείνος. Δεν τον έχω δει αυτές τις μέρες.» Αυτό το τελευταίο ήταν αλήθεια. Όμως ένας λόγος για τον οποίο δε συναντιόταν με τον Μάικ ήταν ότι προσπαθούσε να τον αποφύγει. Μετά τη δουλειά, διάβαζε στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου ή έβγαινε με φίλους. Γενικά έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι της για να μη γυρίσει νωρίς στο σπίτι έτσι ώστε να τον δει. Τι θα του έλεγε; Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να κάνουμε σεξ, αλλά θα ήθελες να πάμε για μπόουλινγκ; Εν τω μεταξύ εκείνος της είχε ήδη ξεκαθαρίσει ότι δεν είχε πρόθεση να εμπλακεί σοβαρά με καμιά γυναίκα. Εξάλλου, ακόμη κι αν μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει γνώμη, το τελευταίο που ήθελε ήταν να αρχίσει να εξαρτάται από κάποιον. Είχε σκοπό να πάρει το πτυχίο της και να αποκτήσει εμπειρία στο χώρο του μάρκετινγκ. Μια σχέση με τον Μάικ αναμφίβολα θα περιέπλεκε τα πράγματα. «Ίσως τον δεις το Σαββατοκύριακο. Δεν μπορεί να δουλεύει συνέχεια. Δε σου χρειάζεται ένας εργασιομανής, γλυκιά μου.» Μιλούσε και εκείνος, που ουσιαστικά είχε κάνει το γραφείο μόνιμη κατοικία του. «Έχεις δίκιο. Εσύ σε ποια ζήτησες να βγείτε; Στην Γκρέις;» «Ναι. Θα πάμε να δούμε τους Ρόκις να παίζουν την Κυριακή.» «Σε αγώνα μπέιζμπολ θα πάτε; Μπαμπά, αυτό δεν είναι πολύ ρομαντικό.» «Η Γκρέις μού είπε ότι λατρεύει το μπέιζμπολ. Άλλωστε είναι τέλειο για πρώτο ραντεβού. Υπάρχει χρόνος για να μιλήσεις, αλλά δε χρειάζεται να προσέχεις τον άλλο συνέχεια.» Η Στέφανι προσπάθησε να φανταστεί τη μικροκαμωμένη, αριστοκρατική Γκρέις Χίτσκοκ να ζητωκραυγάζει σε έναν αγώνα μπέιζμπολ. Στάθηκε αδύνατον. Όπως και να ’χε, όμως, δεν την αφορούσε. «Ελπίζω να περάσετε ωραία.» «Ναι, αλλά οφείλεις να κρατήσεις κι εσύ την υπόσχεσή σου, Στέφανι. Διαφορετικά θα νιώσω πολύ απογοητευμένος μαζί σου.» Είχε επιστρατεύσει τον απόλυτο μηχανισμό ενοχής. Μπορούσε να φανταστεί τη θλιμμένη όψη στο πρόσωπο του πατέρα της καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια. Από τότε που η Στέφανι ήταν παιδί, η απογοήτευσή του την πλήγωνε περισσότερο από οποιαδήποτε σωματική τιμωρία. «Θα το δρομολογήσω το ταχύτερο δυνατόν» του είπε. Να περάσεις καλά με την Γκρέις.» «Ίσως να θέλεις να κουβεντιάσω με αυτό τον τύπο» πρότεινε ο πατέρας της. «Θα μπορούσα να τον ενθαρρύνω λίγο.» Η Στέφανι δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα χειρότερο από τον πατέρα της να την πλασάρει σε κάποιον άντρα – ειδικά στον Μάικ. «Όχι! Ευχαριστώ αλλά όχι! Μπορώ να το διαχειριστώ και μόνη μου.» «Υπόσχεσαι ότι θα του ζητήσεις να βγείτε;» «Βεβαίως, μπαμπά. Το υπόσχομαι.» «Μπράβο, καλό κορίτσι.» Έκλεισε το τηλέφωνο, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον πανικό της. Γιατί να μην είχε δεσμευτεί να κάνει κάτι απλό, όπως ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο; Τουλάχιστον τότε θα είχε
μεγαλύτερες πιθανότητες να κρατήσει την υπόσχεσή της διατηρώντας την αξιοπρέπειά της άθικτη. Έβαλε το κινητό στην τσέπη της και ίσιωσε την πλάτη της. «Μπορείς να τα καταφέρεις» είπε στον εαυτό της. Θα εξηγούσε στον Μάικ ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να παραβιάσει τη συμφωνία τους. Ότι του ζητούσε απλώς να βγουν για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα της. Εκείνος θα την απέρριπτε και θα τέλειωνε η υπόθεση. Και θα το έκανε τώρα, πριν χάσει το θάρρος της. Όταν δε βρήκε τον Μάικ ούτε στο καθιστικό ούτε στο γραφείο του, άρχισε να πιστεύει ότι της είχε δοθεί χάρη. Πήγε να ρίξει μια ματιά στην κουζίνα. Ο Τζάστιν καθόταν στο τραπέζι με την Ίλσα στα γόνατά του. «Γεια, Στέφανι» τη χαιρέτησαν και οι δυο ταυτόχρονα. «Αν ψάχνεις τον Μάικ, βρίσκεται στον πίσω κήπο» είπε ο Τζάστιν. Άνοιξε το στόμα της για να αρνηθεί ότι ήθελε για οποιονδήποτε λόγο να δει τον Μάικ, αλλά μετά μετάνιωσε. «Ευχαριστώ.» Νιώθοντας ότι την παρακολουθούσαν, διέσχισε την κουζίνα και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Ήταν μια μεγάλη έκταση με δέντρα που τέλειωνε στο χείλος ενός μικρού γκρεμού, περίπου εκατό μέτρα πιο πέρα. Ένας περιποιημένος φράχτης από πέτρα και συρματόπλεγμα σηματοδοτούσε τα όρια της ιδιοκτησίας. Παγκάκια, κούνιες και τραπέζια για πικνίκ ολοκλήρωναν το σκηνικό, που έμοιαζε με πάρκο. Η Στέφανι εντόπισε τον Μάικ. Στεκόταν δίπλα σε ένα τραπέζι, σκυμμένος πάνω από κάποιο μηχάνημα. Φορούσε μόνο ένα τριμμένο, χαμηλοκάβαλο τζιν παντελόνι. Τον πλησίασε και το βλέμμα της ταξίδεψε στην πλάτη και έφτασε μέχρι τη μέση του. Εκείνος την άκουσε και γύρισε προς το μέρος της. «Γεια σου, Στέφανι. Χρειάζεσαι κάτι;» Οξυγόνο. Ήταν προφανές ότι δυσκολευόταν να αναπνεύσει όταν βρισκόταν κοντά στον ημίγυμνο Μάικ. Όχι ότι δεν τον είχε ξαναδεί χωρίς πουκάμισο. Την πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί δε φορούσε σχεδόν τίποτα. Αλλά τότε δεν ήξερε πώς ήταν να νιώθει τα χείλη του πάνω στα δικά της και τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της. Κατάπιε με δυσκολία και, προχωρώντας διστακτικά, έφτασε δίπλα του. «Είσαι καλά;» Ακούμπησε το χέρι του καθησυχαστικά στο μπράτσο της. «Φαίνεσαι λίγο χλομή.» Η Στέφανι μάζεψε το κουράγιο της και κοίταξε το πρόσωπό του. «Μόλις πριν από λίγο μιλούσα στο τηλέφωνο με τον πατέρα μου. Θα βγει ραντεβού. Το πρώτο του ραντεβού μετά από δέκα χρόνια.» «Και είσαι αναστατωμένη γι’ αυτό;» Συνοφρυώθηκε. «Υποθέτω ότι θα ήταν ένα σοκ για σένα, αλλά…» «Όχι. Χαίρομαι γι’ αυτόν. Ειλικρινά.» Πιέστηκε για να χαμογελάσει λίγο. «Τότε, γιατί δείχνεις ταραγμένη;» Μετέφερε νευρικά το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. Μήπως θα τη θεωρούσε ηλίθια ο Μάικ; «Εκείνος κι εγώ κάναμε κάποια συμφωνία. Υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον ότι θα ζητήσουμε από κάποιον να βγει μαζί μας.» Οι γραμμές γύρω από τα μάτια του βάθυναν και φανερώθηκε ένταση στους ώμους του. «Επομένως έχεις κι εσύ ραντεβού;»
«Ξέρεις, εγώ… δεν έχω κρατήσει τη συμφωνία.» «Γιατί;» «Επειδή το όλο θέμα είναι γελοίο.» «Νομίζεις ότι το να βγαίνει κανείς ραντεβού είναι γελοίο;» «Όχι.» Σταύρωσε τα χέρια μπροστά από το στήθος της και πίεσε τον εαυτό της να ξεστομίσει τις λέξεις. «Ήλπιζα ότι θα μπορούσες να με βοηθήσεις να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα στον μπαμπά μου.» «Ώστε θέλεις να βγω μαζί σου;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Εγώ θα σου το ζητήσω, εσύ θα αρνηθείς και μετά θα πω στον μπαμπά ότι απέτυχα. Έτσι δε θα με ζαλίζει πια σχετικά με αυτό.» Ο Μάικ σκούπισε τα χέρια του σε ένα κουρέλι. «Γιατί να σε απορρίψω;» «Κάναμε μια συμφωνία. Δε θα μπλεχτούμε όσο ζούμε κάτω από την ίδια στέγη.» «Ένα ραντεβού δε σημαίνει ότι μπλέξαμε. Θα μπορούσαμε να πάμε κάπου μαζί. Δημόσια. Αυτό είναι αρκετά ασφαλές.» «Δεν ξέρω, Μάικ.» Πίστευε ότι το να βγουν οι δυο τους, έστω και σε δημόσιο χώρο, θα αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο για την αδύναμη θέλησή της. «Έλα, τώρα. Είναι Σάββατο. Ο Ράιαν είναι με τη μαμά του. Δε θέλω να περάσω όλο το Σαββατοκύριακο μέσα στο σπίτι. Θέλεις εσύ;» Αυτό ακριβώς είχε σχεδιάσει να κάνει, αλλά δεν της ήταν ευχάριστο να το παραδεχτεί και να φανεί αποτυχημένη. «Πρέπει να μελετήσω.» «Η μελέτη μπορεί να περιμένει μερικές ώρες. Ξέρω την τέλεια δραστηριότητα.» Πέταξε το κουρέλι στο τραπέζι του πικνίκ. «Δώσε μου λίγο χρόνο να κάνω ένα ντους. Θα σε συναντήσω στην κεντρική είσοδο σε μισή ώρα.» Την έπιασε από το μπράτσο και την τράβηξε απαλά προς το σπίτι. Μόλις μπήκαν στην κουζίνα, η Ίλσα και ο Τζάστιν τους κοίταξαν, χαμογελώντας με νόημα. Η Στέφανι κατάλαβε ότι είχαν ακούσει ολόκληρη τη συζήτηση. «Τι σκαρώνετε εσείς οι δυο;» ρώτησε ο Τζάστιν. «Τίποτα» είπε η Στέφανι και πήγε βιαστικά στο δωμάτιό της. Είχε στη διάθεσή της τριάντα λεπτά για να αλλάξει ρούχα, να φτιάξει τα μαλλιά της, να μακιγιαριστεί και να βρει μέσα της τη δύναμη της θέλησης για να περάσει το απόγευμα μαζί με τον Μάικ χωρίς να γελοιοποιηθεί.
Κεφάλαιο 9 Μισή ώρα αργότερα, η Στέφανι έβγαινε από το σπίτι για να συναντήσει τον Μάικ, που την περίμενε δίπλα στο φορτηγό του. Είχε αλλάξει και φορούσε καθαρό τζιν και μπλε μπλουζάκι. Επίσης είχε ξυριστεί και το άρωμα του άφτερ σέιβ του χτύπησε τα ρουθούνια της. Καταπολέμησε την ανάγκη να περάσει το χέρι της χαϊδευτικά πάνω από το λείο του σαγόνι. «Ωραία δείχνεις» της είπε, καθώς εκείνη ετοιμαζόταν να μπει στο φορτηγό. «Ευχαριστώ.» Βολεύτηκε στο κάθισμα και τράβηξε τη ζώνη ασφαλείας. «Πού πάμε;» «Τι θα έλεγες για καρτ;» «Καρτ;» «Υπάρχει μια πίστα στο Χέριτατζ Παρκ. Μπορούμε να τρέξουμε εκεί. Είναι ένας τρόπος να εκτονωθούμε.» «Ακούγεται τέλειο.» Οι εγκαταστάσεις καρτ στο Χέριτατζ Παρκ πρόσφεραν μια πολύ όμορφη θέα των τριγύρω βουνών. Η οδήγηση στη μεγάλη, στριφογυριστή πίστα υποχρέωνε τη Στέφανι να κρατήσει την προσοχή της στο τιμόνι. Για τις επόμενες δύο ώρες εκείνη και ο Μάικ συναγωνίζονταν, αφήνοντας κραυγές ενθουσιασμού όταν περνούσε ο ένας τον άλλο. Όταν τελικά ακινητοποίησαν τα αυτοκίνητα στη γραμμή του τέρματος, η κούραση είχε κυριεύσει το κορμί της, αλλά ένιωθε και πιο χαλαρή από όσο εδώ και ολόκληρες εβδομάδες. «Ήταν εξαντλητικό» είπε, καθώς ο Μάικ τη βοηθούσε να βγει από το αμάξι. «Δε σου το είπα;» Της κρατούσε το χέρι καθώς απομακρύνονταν από την πίστα και εκείνη δεν προσπάθησε να το τραβήξει. «Πεινάς;» «Πολύ.» Έφαγαν στο εστιατόριο που ανήκε στις εγκαταστάσεις. Κάθισαν σε ένα τραπέζι έξω με θέα τα βουνά. «Με ποια θα βγει ο μπαμπάς σου;» ρώτησε ο Μάικ, αφότου η σερβιτόρα έφερε τα χάμπουργκερ και τις τηγανιτές πατάτες που είχαν παραγγείλει. «Το όνομά της είναι Γκρέις. Εργάζεται στην εταιρεία που παρέχει τα περισσότερα φίλτρα μας. Νομίζω ότι είναι τσιμπημένη μαζί του για χρόνια.» «Κι εσύ δεν έχεις πρόβλημα με αυτό;» Η ερώτησε την ξάφνιασε. «Όχι. Γιατί να έχω;» Ο Μάικ ανασήκωσε τους ώμους του. «Είχες τον μπαμπά σου όλο δικό σου για δέκα χρόνια.» «Ναι, και είναι καιρός να αποκτήσει και κάποιο άλλο ενδιαφέρον εκτός από εμένα.» «Ίσως περίμενε να μεγαλώσεις και να φτιάξεις τη ζωή σου πριν αρχίσει πάλι να βγαίνει ραντεβού.» «Δε ζω στο ίδιο σπίτι μαζί του εδώ και πέντε χρόνια.» «Τότε, είναι αργός.» Ο Μάικ χαμογέλασε. Ήταν ένα κάπως στραβό αλλά και γοητευτικό χαμόγελο, που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατότερα. «Μου είπε ότι οι άντρες είναι δειλοί όταν έχουν να κάνουν με γυναίκες.»
Ο Μάικ έγνεψε καταφατικά. «Ο πατέρας σου είναι σοφός άνθρωπος.» Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Μάικ να φοβάται οτιδήποτε, λιγότερο από όλα μια γυναίκα. «Εγώ όμως θέλω να είναι ευτυχισμένος. Πιθανότατα ο Ράιαν θέλει το ίδιο για εσένα.» «Ο Ράιαν είναι εννέα ετών. Ευτυχία γι’ αυτόν είναι κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση και χοτ ντογκ για δείπνο. Τα κορίτσια μάλλον τα θεωρεί επικίνδυνα.» Η Στέφανι γέλασε. «Πάντως είναι χαριτωμένος και με χιούμορ.» «Προφανώς αυτό το πήρε από τη μητέρα του.» «Δεν ξέρω. Νομίζω ότι κι εσύ έχεις αίσθηση του χιούμορ.» Έφαγε μια πατάτα πριν συνεχίσει. «Απλώς είναι κρυμμένη πίσω από αυτή τη φτιαχτή εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλεις.» «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι είναι φτιαχτή;» Το υπερβολικό ανασήκωμα των φρυδιών του την έκανε να καταλάβει ότι αστειευόταν. «Καταλαβαίνω τι κρύβεται μέσα σου, σκληρέ άντρα.» Κράτησε τον τόνο της φωνής της ανάλαφρο και πειρακτικό, μολονότι πίστευε όσα έλεγε. Εκείνη και ο Μάικ έμοιαζαν πολύ. Και οι δύο κρύβονταν πίσω από προσωπεία, επειδή φοβόνταν να αφήσουν να φανούν τα πραγματικά τους συναισθήματα. Εκείνη είχε καλλιεργήσει το ρόλο της κολλητής φίλης που δεν ενδιαφερόταν για ρομάντζα, ενώ ο Μάικ κρατούσε τους άλλους σε απόσταση με τον έντονο κυνισμό που επεδείκνυε. Και οι δύο απέφευγαν τις σοβαρές σχέσεις για να μην πληγωθούν. «Μην προδώσεις σε κανέναν το μυστικό μου, εντάξει;» Για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα του αιχμαλώτισε το δικό της. Η περιπαικτική λάμψη είχε εξαφανιστεί και είχε αντικατασταθεί από τη θλίψη που της ήταν τόσο γνώριμη. Εκείνη τη στιγμή δεν επιθυμούσε τίποτα περισσότερο από το να τον πλησιάσει και να του πει ότι δεν κινδύνευε να πληγωθεί από εκείνη, ότι δε θα τον απογοήτευε. Αλλά δεν μπορούσε να βρει το κουράγιο να κάνει την επιθυμία της πράξη. Μετά από τόσα χρόνια που έστηνε γύρω της φράγματα για να προστατευτεί, δεν ήταν εύκολο να τα ξεχάσει όλα και να αφεθεί σε μια στιγμή τρέλας. Ο Μάικ παραμέρισε τα υπολείμματα του φαγητού του και έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του. «Νομίζω πως είναι ώρα να γυρίσουμε.» Δεν είπε τίποτα και τον ακολούθησε στο φορτηγό του. Έκαναν τη σύντομη διαδρομή της επιστροφής μέσα στη σιωπή. Έξω από το σπίτι, ο Μάικ έσβησε τη μηχανή και την κοίταξε. «Πέρασα πολύ ωραία» της είπε. «Κι εγώ.» «Θα σε φιλούσα για καληνύχτα, αλλά σκέφτομαι ότι ίσως δεν είναι καλή ιδέα.» «Μάλλον όχι.» Του πρόσφερε το χέρι της. «Φίλοι;» Το χέρι του, ζεστό και δυνατό, τύλιξε το δικό της. «Φίλοι.» Δεν ήταν αυτό που ήθελε, αλλά ήταν προτιμότερο από το τίποτα. Έπρεπε να είναι χαρούμενη που είχαν περάσει μαζί το απόγευμα χωρίς να μαλώσουν ή να παραδοθούν στο πάθος που έκαιγε ανάμεσά τους. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν θλιμμένη γι’ αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν ο ένας από τους δυο τους ήταν λίγο πιο γενναίος. Ο Μάικ αναλογιζόταν πόσο δύσκολο ήταν να διαχειριστεί κανείς τις προσωπικές του σχέσεις την ώρα που καθόταν δίπλα στον Ράιαν την Παρασκευή το βράδυ. Στο τραπεζάκι μπροστά τους
βρισκόταν ένα άδειο κουτί πίτσας και παρακολουθούσαν μια ταινία περιπέτειας. Ο Μάικ ήθελε να κάνει το καλύτερο για το γιο του, αλλά δεν αισθανόταν πλέον σίγουρος για το τι μπορεί να ήταν αυτό. «Πώς θα σου φαινόταν, αν άρχιζα να βγαίνω ραντεβού με κάποια;» ρώτησε. Και μόνο το γεγονός ότι του έκανε αυτή την ερώτηση του φαινόταν ριψοκίνδυνο, ύστερα από όλες τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό του ότι δε θα έμπλεκε με καμιά όσο ο Ράιαν ήταν μικρός και ευάλωτος. Αλλά μετά από εκείνο το απόγευμα στην πίστα καρτ μαζί με τη Στέφανι, είχε αρχίσει να αναρωτιέται πόσο λογική ή ρεαλιστική ήταν μια τέτοια υπόσχεση. Είχε διασκεδάσει πιο πολύ από όσο με οποιονδήποτε άλλο εδώ και καιρό. Αργότερα, όταν κουβέντιαζαν τρώγοντας, είχε αισθανθεί μια επικοινωνία μαζί της, σαν να τον καταλάβαινε πραγματικά – ίσως περισσότερο και από όσο καταλάβαινε ο ίδιος τον εαυτό του. Αν είχε βρει τη σωστή γυναίκα -αν η Στέφανι ήταν η σωστή γυναίκα-, δε γινόταν να οργανώσουν έτσι τη ζωή τους ώστε να μην πληγωθεί ο Ράιαν χωρίς να στερηθούν την ευκαιρία να ευτυχήσουν; Θα μπορούσε τουλάχιστον να δοκιμάσει. «Γιατί να ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο;» Επειδή νιώθω μόνος. Επειδή έχω βρει κάποια που θα μου άρεσε να είμαι μαζί της. Επειδή είναι καιρός να σταματήσω να κοιτάζω πίσω και να αρχίσω να κοιτάζω μπροστά. «Είναι κάτι που κάνουν οι ενήλικες» είπε. Ο Ράιαν ανασήκωσε τους ώμους του και έστρεψε ξανά την προσοχή του σε όσα συνέβαιναν στην οθόνη. «Η μαμά σου και ο Τοντ βγαίνουν μαζί. Δεν έχεις πρόβλημα με αυτό, έτσι δεν είναι;» «Δε βγαίνουν μαζί. Ζουν μαζί. Η μαμά λέει ότι μπορεί να παντρευτούν.» «Θα σε πείραζε, αν γινόταν;» Ο Μάικ παρακολουθούσε το γιο του προσεκτικά. Στο μέτωπο του Ράιαν φάνηκαν ρυτίδες που φανέρωναν πως σκεφτόταν, ενώ εξακολουθούσε να παρακολουθεί την ταινία χωρίς να απαντάει. «Έχεις φίλους με χωρισμένους γονείς, σωστά;» ρώτησε, δοκιμάζοντας μια άλλη τακτική. «Και μερικοί από τους γονείς τους έχουν ξαναπαντρευτεί. Έτσι τώρα έχουν μητριές και πατριούς.» Ο Ράιαν έγνεψε καταφατικά, ενώ το βλέμμα του εξακολουθούσε να είναι καθηλωμένο στην οθόνη. «Επομένως δεν πρόκειται για κάτι ασυνήθιστο ή παράξενο» συνέχισε ο Μάικ. «Έτσι έχουν τα πράγματα σε μερικές οικογένειες.» «Υποθέτω πως ναι.» «Αν η μαμά σου και ο Τοντ αποφασίσουν να παντρευτούν, εκείνος θα γίνει πατριός σου.» Και μόνο που είπε τα λόγια ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, αλλά αυτό που προείχε δεν ήταν τα δικά του αισθήματα αλλά του Ράιαν. Ο Ράιαν ανασήκωσε τον έναν του ώμο σαν να έλεγε ότι δεν τον νοιάζει. Εξακολουθούσε όμως να μη βγάζει λέξη από το στόμα του. Ο Μάικ άγγιξε τον ώμο του, επιζητώντας σωματική επαφή. «Θα ήθελα να μου πεις τι σκέφτεσαι, αγόρι μου.» Ο Ράιαν χαμήλωσε τον ήχο της τηλεόρασης με το τηλεχειριστήριο και κοίταξε επιτέλους τον
πατέρα του. «Δεν έχω πρόβλημα με τον Τοντ. Μόνο που μερικές φορές προσπαθεί υπερβολικά να με κάνει να τον συμπαθήσω και αυτό με κάνει να νιώθω κάπως άβολα.» «Θα καλυτερέψουν τα πράγματα.» Το παιδί ανασήκωσε ξανά τους ώμους του και ο Μάικ αναρωτήθηκε τι σκεφτόταν. Όσο δύσκολη και να ήταν αυτή η συζήτηση, έπρεπε να γίνει. «Τότε που σταματήσαμε να βλεπόμαστε με τη Μάντλεν, εσύ στενοχωρήθηκες, σωστά;.» «Ναι, τη συμπαθούσα.» «Κι εκείνη σε συμπαθούσε. Το γεγονός ότι διακόψαμε δεν έχει καμιά σχέση με εσένα.» Είχαν χωρίσει επειδή δεν ήταν έτοιμος για κάτι σοβαρό. Όταν η Μάντλεν άρχισε να του δείχνει ότι θα ήθελε να εξελιχθεί η σχέση τους σε κάτι πιο μόνιμο, εκείνος πανικοβλήθηκε και έδωσε τέλος στο ειδύλλιο. Δεν ένιωθε περήφανος για ό,τι είχε κάνει, αλλά θα ήταν χειρότερο, αν την είχε αφήσει να νομίζει ότι σκέφτονταν κατά τον ίδιο τρόπο. Τώρα πίστευε ότι συναισθηματικά βρισκόταν σε διαφορετική φάση. Η Στέφανι του ξυπνούσε τη διάθεση να κάνει ακόμη μια προσπάθεια. «Αν άρχιζα να βγαίνω με κάποιαν άλλη, μπορεί να μέναμε μαζί για πάντα» είπε στο γιο του. «Πάντως είναι δύσκολο να κάνεις προβλέψεις.» «Το ξέρω.» «Οπότε δε θα είχες πρόβλημα αν άρχιζα να βγαίνω με μια κοπέλα, έτσι;» Το πρόσωπο του Ράιαν συσπάστηκε σαν να προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει οπωσδήποτε να βγαίνεις ραντεβού.» «Απλώς θα κάνω παρέα με μια κοπέλα.» Ο Μάικ έβαλε το χέρι του στον ώμο του Ράιαν, αλλά το αγόρι τραβήχτηκε. «Δε θέλω να το κάνεις αυτό. Γιατί να μη βγαίνουμε μόνοι μας εσύ κι εγώ;» Η ενοχή, σαν σιδερένια μέγγενη, έσφιξε το στήθος του. «Θα εξακολουθούμε να βγαίνουμε οι δυο μας» είπε. «Αλλά όταν δεν είσαι εδώ…» «Όχι! Θέλω να είμαστε μόνο εσύ κι εγώ!» Ο Ράιαν πέταξε το τηλεχειριστήριο από το χέρι του και σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. «Γιατί να πρέπει πάντα να αλλάζουν τα πράγματα;» έσκουξε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ο Μάικ παρέμεινε καθισμένος στον καναπέ και άκουσε το θόρυβο που έκαναν τα πόδια του γιου του καθώς έτρεχε στο διάδρομο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα του δωματίου του έκλεισε με πάταγο. Ο Μάικ αισθανόταν σαν ηλίθιος. Με όλη την αναστάτωση που υπήρχε στη ζωή του Ράιαν αυτό τον καιρό, καθώς ο Τοντ είχε μετακομίσει στο σπίτι τους και η Κέι συζητούσε για γάμο, θα έπρεπε να το είχε φανταστεί ότι το αγόρι θα δυσκολευόταν να δεχτεί περισσότερες αλλαγές. Όσο και να του άρεσε η Στέφανι και να ήθελε να βρίσκεται μαζί της, δεν μπορούσε να βάλει τις δικές του επιθυμίες πάνω από τη σταθερότητα στη ζωή του γιου του. Οι θυσίες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ρόλου του καλού γονιού. Τα πρωινά του Σαββάτου, χωρίς δουλειά ή μαθήματα να αποσπούν την προσοχή της, η Στέφανι δυσκολευόταν να κρατάει τη σκέψη της μακριά από τον Μάικ. Τις προάλλες στα καρτ είχαν διασκεδάσει πολύ, αλλά δεν ήξερε πώς να το ερμηνεύσει.
Είχαν ήδη περάσει δύο εβδομάδες από εκείνο το απόγευμα και ακόμη δεν είχε βρει μια απάντηση. Ο Μάικ κι εκείνη δεν είχαν μείνει μόνοι τους από τότε και όταν συναντιόνταν -παρουσία και άλλων- δεν έδειχνε να θεωρεί ότι κάτι ιδιαίτερο είχε συμβεί ανάμεσά τους. Η Στέφανι άφησε έναν αναστεναγμό. Δεν είχε νόημα να θρηνεί για τον Μάικ. Ήταν καιρός να βγει από το σπίτι και να κάνει κάτι ώστε να μη σκέφτεται τη μίζερη προσωπική της ζωή. Μερικοί συμφοιτητές της είχαν οργανώσει μια ομάδα μελέτης που συναντιόταν τακτικά στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου. Ίσως να έπρεπε να πεταχτεί ως εκεί. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη του μπάνιου. Φαινόταν μια χαρά. Ίσως λίγο χλομή, αλλά αυτό διορθωνόταν με τη βοήθεια λίγου ρουζ. Πήρε στα χέρια της το τσαντάκι με τα σύνεργα του μακιγιάζ, το άνοιξε βιαστικά και από την απροσεξία της έστειλε το περιεχόμενό του κατευθείαν στη λεκάνη της τουαλέτας. «Ωχ, όχι!» Κοίταξε με τρόμο κραγιόν, μάσκαρα, ρουζ, σκιές, καθώς και πινέλα και βουρτσάκια, να επιπλέουν στη στρογγυλή λίμνη της λεκάνης. Πέφτοντας στα γόνατα, προσπάθησε να τραβήξει τα αντικείμενα χωρίς να βουτήξει τα χέρια της στο νερό. Φυσικά ήταν καθαρό, αλλά δεν έπαυε να είναι νερό τουαλέτας. Κατάφερε να τα βγάλει όλα έξω εκτός από ένα πακέτο σφουγγαράκια και τα μετέφερε κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων. Ίσως παραήταν μυγιάγγιχτη, αλλά, και πάλι… Κοίταξε τα σφουγγαράκια που είχαν απομείνει στη λεκάνη. Μερικά είχαν βγει από τη θήκη και άρχιζαν να μαζεύουν νερό. Αν είχε κάποιο είδος λαβίδας; Ή αν κατάφερνε να τα φέρει πιο κοντά στην επιφάνεια. Έπαιξε αφηρημένα με το καζανάκι, ενώ σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να… Δεν ήξερε τι. Ήταν απελπισμένη. Χωρίς να το καταλάβει, πίεσε λίγο πιο δυνατά τη λαβή και είδε έντρομη τη λεκάνη να πλημμυρίζει νερό. «Να πάρει, να πάρει, να πάρει!» Τραβήχτηκε προς τα πίσω, καθώς το νερό ανέβαινε προς το χείλος της λεκάνης, φέρνοντας την καταστροφή. Τα σφουγγαράκια δε φαίνονταν πουθενά, αλλά προφανώς είχαν κολλήσει κάπου. Συμφορά! Χρειαζόταν μια βεντούζα. Ένας βιαστικός έλεγχος στο ντουλάπι κάτω από το νιπτήρα δεν αποκάλυψε το κατάλληλο εργαλείο. Αν εξακολουθούσε να μένει στο πατρικό της, θα φώναζε τον πατέρα της. Αν ζούσε ακόμη σε διαμέρισμα, θα καλούσε τον ιδιοκτήτη. Ο Μάικ είναι ο σπιτονοικοκύρης μου, θύμισε στον εαυτό της. Ένας καυτός σπιτονοικοκύρης, για τον οποίο έτρεφε ανομολόγητο πάθος, αλλά δεν έπαυε να είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Το νερό είχε φτάσει στο χείλος της λεκάνης. Έπρεπε να κάνει κάτι. Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο και διέσχισε το χολ. «Έχεις δει καθόλου τον Μάικ;» ρώτησε τον Τζάστιν, καθώς περνούσε μπροστά από εκείνον και την Ίλσα. Το ζευγάρι ήταν κουλουριασμένο αναπαυτικά στον καναπέ του καθιστικού και παρακολουθούσαν ένα παιχνίδι μπέιζμπολ στην τηλεόραση. Ο Τζάστιν ένευσε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. «Νομίζω ότι βρίσκεται κάπου εκεί» είπε. Η Στέφανι κατευθύνθηκε προς το μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ως γραφείο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο Μάικ βρισκόταν εκεί. Ήταν καθισμένος σε ένα παλιό γραφείο από ξύλο βελανιδιάς και έσκυβε πάνω από ένα λάπτοπ. Ακόμη και σε αυτή την άβολη θέση ήταν ελκυστικός. Αυτό δεν ήταν δίκαιο. Χτύπησε την κάσα της πόρτας για να κάνει αισθητή την παρουσία της.
«Έι, Στέφανι!» Κοίταξε προς το μέρος της και χαμογέλασε αμυδρά. Αγνόησε το φτερούγισμα στο στήθος της και μπήκε στο δωμάτιο. «Με συγχωρείς που σε διακόπτω, αλλά χρειάζομαι μια βεντούζα μπάνιου.» «Γιατί τη χρειάζεσαι;» Τι είδους ανόητη ερώτηση ήταν αυτή; Γιατί να χρειαζόταν κάποιος μια τέτοια βεντούζα; «Έχω ένα πρόβλημα με την τουαλέτα στο δωμάτιό μου.» «Βούλωσε;» Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. «Ναι.» Ο Μάικ συνοφρυώθηκε. «Ξέρεις τι είναι αυτό που τη βούλωσε; Δεν πέταξες μέσα ταμπόν, έτσι; Αυτά τα πράγματα είναι καταστροφή για τις αποχετεύσεις.» Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι, δεν είναι ταμπόν. Είναι μια θήκη με σφουγγαράκια του μέικαπ.» «Πώς κατέληξαν τα σφουγγαράκια εκεί;» «Εμ… μου έφυγαν από τα χέρια και έπεσαν μέσα.» «Γι’ αυτό βάζουν καπάκια στις τουαλέτες, ξέρεις. Για να αποφεύγονται κάτι τέτοια.» Ήταν δεν ήταν ωραίος, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται εκνευριστικός. «Το ξέρω. Δώσε μου τη βεντούζα και θα το φροντίσω.» «Καλύτερα να έρθω να ρίξω μια ματιά.» Έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα του. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό. Μπορώ να το τακτοποιήσω και μόνη μου. Άλλωστε βλέπω ότι είσαι απασχολημένος.» «Απλώς κοίταζα κάτι έγγραφα που μου έστειλε ο λογιστής μου. Ειλικρινά προτιμώ να ξεβουλώνω λεκάνες παρά να ασχολούμαι με αυτά τα πράγματα.» Τον ακολούθησε μέχρι το σαλόνι. Μολονότι το παιχνίδι δεν είχε τελειώσει, η Ίλσα και ο Τζάστιν δεν έδιναν καμιά σημασία στη δράση στην οθόνη. Ήταν σφιχταγκαλιασμένοι με τα χείλη τους κολλημένα. Ο Μάικ ξερόβηξε. «Ξέρετε, έχετε ένα δωμάτιο γι’ αυτή τη δουλειά.» Η Ίλσα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα μάγουλά της να έχουν ροδίσει. «Το παιχνίδι ήταν τόσο βαρετό, που αποφασίσαμε να το κάνουμε πιο ενδιαφέρον.» «Ωραίο τρόπο βρήκατε» σχολίασε ο Μάικ. Πήγε πρώτος ως το δωμάτιο της Στέφανι. Εκείνη ένιωσε άσχημα, καθώς συνειδητοποίησε σε τι χάλι βρισκόταν ο χώρος. Το κρεβάτι ήταν άστρωτο και ένα καλάθι με ρούχα για πλύσιμο παρέμενε ξεχασμένο μπροστά από το παράθυρο. Βιβλία και χαρτιά ήταν απλωμένα ακατάστατα στο γραφείο της. Εκείνος, όμως, δε φάνηκε να δίνει σημασία. Πέρασε το χέρι του απαλά πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού, καθώς προχωρούσε προς το μπάνιο. «Πολύ όμορφο κρεβάτι» μουρμούρισε. Το κρεβάτι ήταν όμορφο, αλλά, για ακόμη μια φορά, ο τρόπος που το άγγιξε την έκανε να αναρωτηθεί πώς θα ήταν αν άγγιζε εκείνη, και από αυτό το σημείο και μετά η φαντασία της μπορούσε εύκολα να οργιάσει. Τον ακολούθησε μέσα στο μπάνιο και στάθηκαν και οι δύο συλλογισμένοι πάνω από τη λεκάνη, που είχε ξεχειλίσει. «Ώστε σου έπεσαν τα σφουγγαράκια μέσα. Μετά τι έκανες;» «Μετά, όπως ήμουν αφηρημένη, πάτησα κατά λάθος το καζανάκι.»
«Μάλιστα.» Άγγιξε καθησυχαστικά τον ώμο της. «Θα επιστρέψω αμέσως.» Αμέσως μόλις βγήκε, η Στέφανι άρχισε να τακτοποιεί όπως όπως το δωμάτιο. Τράβηξε πρόχειρα το κάλυμμα στο κρεβάτι και έβαλε το καλάθι με τα ρούχα στην ντουλάπα. Δεν προλάβαινε να κάνει τίποτα για το γραφείο. Ίσως να μην το πρόσεχε. Όταν ο Μάικ επέστρεψε, το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει και ήταν λαχανιασμένη. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε. «Φυσικά! Είμαι μια χαρά!» Στα χέρια του κρατούσε μια μεγάλη βεντούζα. «Με αυτό θα διορθωθεί η κατάσταση.» «Ευχαριστώ. Θα το χειριστώ εγώ από εδώ και πέρα.» Έκανε να του πάρει το εργαλείο από τα χέρια, αλλά εκείνος δεν την άφησε. «Επίτρεψέ μου.» Πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά, ειλικρινά, πόσο γελοίο θα ήταν, αν τσακωνόταν με έναν άντρα για μια βεντούζα τουαλέτας; «Καλώς» είπε. «Το σπίτι είναι δικό σου. Μπορείς να ξεβουλώσεις εσύ τη λεκάνη.» Έμεινε στο υπνοδωμάτιο όσο εκείνος διαχειριζόταν το πρόβλημα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά άκουσε το καζανάκι και μετά το νερό να τρέχει στο νιπτήρα. Ο Μάικ έκανε την εμφάνισή του σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια πετσέτα. «Όλα εντάξει. Αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τις περισσότερες από τις πετσέτες σου για να σφουγγαρίσω όλο το νερό. Από τώρα και στο εξής να θυμάσαι ότι οι λεκάνες προτιμούν να μένουν αμακιγιάριστες.» «Πολύ αστείο.» Στέκονταν ο ένας αντίκρυ στον άλλο και η Στέφανι ένιωθε παράξενα με το άστρωτο κρεβάτι ανάμεσά τους. «Ευχαριστώ» του είπε. «Λυπάμαι που προκάλεσα τέτοια αναστάτωση.» «Δεν ήταν σπουδαίο. Άλλωστε σου όφειλα μια χάρη.» «Για ποιο πράγμα;» «Επειδή βοήθησες με το ηφαίστειο του Ράιαν. Κέρδισε την τρίτη θέση στο σχολικό διαγωνισμό. Ήταν ενθουσιασμένος.» «Αυτό είναι θαυμάσιο. Πες του συγχαρητήρια εκ μέρους μου.» «Ναι, ευχαρίστως. Και τώρα νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνω.» Περπάτησε γύρω από το κρεβάτι και πέρασε από δίπλα της προχωρώντας προσεκτικά, σαν να προσπαθούσε να μην την αγγίξει. Αυτό είναι γελοίο, σκέφτηκε η Στέφανι. Γιατί να μην μπορώ να συμπεριφέρομαι φυσιολογικά όταν βρίσκομαι κοντά του; Είναι απλώς ένας άντρας. Ο Μάικ άνοιξε την πόρτα για να βγει από το δωμάτιο, αλλά αμέσως μετά οπισθοχώρησε απότομα. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Στέφανι. «Ο Τζάστιν και η Ίλσα είναι ακόμη στον καναπέ. Φαίνεται ότι το μπέιζμπολ ξεχάστηκε για τα καλά.»
Κεφάλαιο 10 Η Στέφανι στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Μάικ. «Ορίστε;» Έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Δε φοράνε και πολλά ρούχα.» Εντάξει, ίσως δεν ήθελε να δει ζωντανό πορνό στο καθιστικό του σπιτιού της. «Έτσι μου έρχεται να πάω εκεί και να τους φέρω σε δύσκολη θέση» είπε ο Μάικ. «Μόνο που έχω ένα προαίσθημα ότι τελικά μόνο εγώ θα νιώσω άσχημα. Δε φαίνεται να έχουν συναίσθηση του χώρου.» «Είναι ερωτευμένοι.» «Ναι. Ο έρωτας έχει έναν τρόπο να κάνει το μυαλό σου πουρέ.» «Δεν το κάνει ο έρωτας αυτό» του είπε. «Οι ορμόνες φταίνε. Το ένστικτο να διαιωνίσεις το είδος και όλα τα σχετικά.» Ήταν πιο εύκολο να αποδώσει τα αισθήματά της για τον Μάικ σε βασικά ένστικτα παρά σε αισθήματα που προκαλούν μπελάδες. «Έτσι είναι;» Γύρισε προς το μέρος της και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Είχε μια παράξενη λάμψη στα μάτια. «Το ίδιο συμβαίνει και μεταξύ μας;» Η φωνή του ακούστηκε σαν βραχνός ψίθυρος. «Ω, όχι.» «Ψεύτρα.» Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του σκέπασαν τα δικά της. Έκλεισε τα μάτια της και παραδόθηκε στη βελούδινη ζεστασιά του. Κάτω από την πίεση του φιλιού του, το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω. Γλίστρησε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τα δάχτυλά της χάιδεψαν τα μαλλιά του. Καθώς το φιλί τους γινόταν όλο και πιο παθιασμένο, ένιωσε τον πόθο να την καίει σαν πυρκαγιά. Όταν σήκωσε το κεφάλι του, απέμειναν ξέπνοοι, εξακολουθώντας να είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Κάποια απομεινάρια λογικής την έκαναν να προσπαθήσει να τραβηχτεί από την αγκαλιά του. «Τι γίνεται με τη δέσμευσή μας; Είπες ότι δεν πρέπει να μπλέξουμε όσο ζούμε κάτω από την ίδια στέγη.» «Ποτέ δεν είπα ότι είμαι καλός στο να κρατάω υποσχέσεις.» «Μάικ, σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να…» «Ίσως αυτό να είναι το πρόβλημα. Και οι δύο σκεφτόμαστε πολύ.» Χάιδεψε το μάγουλό της με τον αντίχειρά του. «Θα είμαστε παγιδευμένοι εδώ για λίγο και είναι κρίμα να μην αξιοποιήσουμε αυτό το όμορφο κρεβάτι.» Ακολούθησε το βλέμμα του ως το τσαλακωμένο πάπλωμα και τα στοιβαγμένα μαξιλάρια. «Τι θα γίνει με τον Ράιαν;» «Ο Ράιαν δεν είναι εδώ.» «Το ξέρω, αλλά είπες…» «Ξέχνα αυτό που είπα. Δεν υπάρχει πρόβλημα.» Φίλησε τη γωνία των χειλιών της. «Ειλικρινά. Όλα θα είναι μια χαρά.»
Δάγκωσε προβληματισμένη το κάτω της χείλος. Θα μπορούσε ποτέ να ξανακοιμηθεί ήρεμη στο κρεβάτι της, αν τον προσκαλούσε σε αυτό; Από την άλλη μεριά, μήπως θα στριφογύριζε εκεί μετανιωμένη, αν δεν το έκανε; «Έχεις δίκιο.» Βιαστική να πραγματοποιήσει αυτό που λαχταρούσε, προτού χάσει το θάρρος της, τον τράβηξε προς το κρεβάτι, ενώ το άλλο της χέρι αναζητούσε την αγκράφα της ζώνης του για να την ξεκουμπώσει. «Έι, γιατί τόση βιασύνη;» Τράβηξε το χέρι της και το έφερε στο στόμα του για να φιλήσει τα δάχτυλά της. Η αίσθηση των χειλιών του πάνω στο δέρμα της σχεδόν έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. «Έχουμε άφθονο χρόνο.» Ο τρόπος που είπε αυτά τα λόγια φανέρωνε πως σκόπευε να καθυστερήσει για να απολαύσει το σμίξιμό τους όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα. Αυτό έστειλε καινούργια ρίγη στο κορμί της. Τον κοίταξε στα μάτια και είδε το συνδυασμό συναισθηματικής ανάγκης και σωματικού πόθου να καθρεφτίζονται εκεί. Ο Μάικ ήθελε να είναι μαζί της εδώ και τώρα. Την έσπρωξε μαλακά προς τα πίσω, ώσπου εκείνη κάθισε στο κρεβάτι. Μετά γονάτισε δίπλα της και γλίστρησε και τα δυο του χέρια κάτω από το μπλουζάκι της, ενώ η Στέφανι περνούσε τα δάχτυλά της μέσα από τα πυκνά του μαλλιά. Ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να τον αγκαλιάσει σφιχτά, να απολαύσει εκείνες τις μοναδικές στιγμές πάθους. Οι παλάμες του έτριψαν απαλά το δέρμα της πάνω από το λεπτό ύφασμα του σουτιέν της. Η τρυφερή σάρκα ζωντάνεψε κάτω από το άγγιγμά του και η Στέφανι άφησε έναν πνιχτό αναστεναγμό. Εκείνος χαμογέλασε, προτού ακουμπήσει τα χείλη του στο ένα της στήθος και αρχίσει να τη γλείφει πάνω από το εσώρουχο. Η κοπέλα βόγκηξε και ένιωσε τους μυς του προσώπου του να συσπώνται σε ένα ακόμη χαμόγελο. Η επίγνωση ότι τον ικανοποιούσε την έκανε να νιώθει ξανά θαρραλέα. Τράβηξε με δύναμη το πουκάμισό του στέλνοντας τουλάχιστον ένα κουμπί στην άκρη του δωματίου. «Είσαι πάντα τόσο ανυπόμονη;» τη ρώτησε. «Με τρελαίνεις.» «Θα μπορούσα να πω το ίδιο και εγώ για σένα.» Την έσπρωξε πάλι προς τα πίσω στο κρεβάτι και μετά πέρασε το μισοκουμπωμένο πουκάμισό του πάνω από το κεφάλι του. Κατόπιν κατέβασε το παντελόνι και το εσώρουχό του και στάθηκε από πάνω της, γυμνός και πραγματικά υπέροχος. Η φαντασία της προφανώς τον αδικούσε. «Η σειρά σου» της είπε και τα χέρια του αναζήτησαν το μπλουζάκι της. Με την πρόθυμη συνεργασία της, την απάλλαξε από τα ρούχα της σε μερικά δευτερόλεπτα. Ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι και την τράβηξε στην αγκαλιά του, προτού ψιθυρίσει στο αυτί της: «Είσαι ακόμη πιο όμορφη από όσο φανταζόμουν.» Ήταν κάτι που κάθε γυναίκα θα ήθελε να ακούσει. Αυτό που ένας έμπειρος γυναικοκατακτητής θα ήξερε να πει. Αλλά η Στέφανι δε νόμιζε ότι επρόκειτο για ένα κοινότοπο κομπλιμέντο. Ο τρόπος που τη χάιδευε, θαυμάζοντας -ίσως με ευλαβικό τρόπο- το κορμί της, την έκανε να πιστεύει ότι εκείνος εννοούσε όσα έλεγε. «Με κάνεις να νιώθω όμορφη» του είπε. «Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.» Το ένα του χέρι ταξίδεψε στο κορμί της, καθυστερώντας πάνω από το στομάχι της, πριν καταλήξει ανάμεσα στα πόδια της. Με το βλέμμα του να κρατά αιχμάλωτο το
δικό της, γλίστρησε το ένα του δάχτυλο μέσα της, χαϊδεύοντάς τη με αργές, βασανιστικές κινήσεις. Οι μύες της σφίχτηκαν γύρω του. Της χαμογέλασε λάγνα, κάνοντας τη να ριγήσει. Πέρασε τα χέρια της πάνω από τους ώμους του, απολαμβάνοντας την αίσθηση του σφιχτού του δέρματος. «Σε ονειρευόμουν» της είπε. «Αλήθεια;» Δυσκολευόταν να καταλάβει τα λόγια του, καθώς τα χάδια του ξεσήκωναν τις αισθήσεις της. «Ω, ναι.» Φίλησε τον καρπό της και ένιωσε το σφυγμό της να χτυπάει στα χείλη του. «Ονειρευόμουν ότι σου κάνω έρωτα, ότι είμαι μέσα σου.» Τα λόγια του την έκαναν να αφήσει ένα βογκητό. Μετακινήθηκε από κάτω του, δίνοντάς του να καταλάβει πόσο ανυπομονούσε. «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε. «Ναι.» «Το ίδιο κι εγώ. Υπάρχει μόνο ένα θέμα.» «Ποιο;» «Έχεις προφυλακτικά;» Τα λόγια του καθάρισαν λίγη από την ομίχλη στο μυαλό της. «Α, ναι.» Μετακινήθηκε λίγο προς τα δεξιά και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου. Καμιά δεκαριά διαφανή πακετάκια σε διάφορα χρώματα έκαναν την εμφάνισή τους. Ο Μάικ κοίταξε τη συλλογή με ανασηκωμένα φρύδια. «Είναι δημοφιλή στα πάρτι εργένηδων» του εξήγησε. «Όταν είσαι παράνυμφος τόσο συχνά όσο εγώ, πηγαίνεις σε πολλά τέτοια πάρτι.» «Οπότε δε μας λείπει τίποτα.» Έσκισε ένα πλαστικό πακετάκι με τα δόντια του για να βγάλει το προφυλακτικό. Μόλις τον είδε να το φοράει, η αδρεναλίνη της ανέβηκε στα ύψη. Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, καθώς εκείνος μετακινήθηκε ανάμεσα στα πόδια της. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και η απροσδόκητη τρυφερότητα που αντίκρισε εκεί διέλυσε και τους τελευταίους δισταγμούς της. «Σε θέλω μέσα μου» του είπε. Κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της, ενώ τη χάιδευε με τα χέρια όσο και με το βλέμμα του. Διέθετε εκείνος κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο ή η Στέφανι δικαιολογημένα αισθανόταν ότι συνέβαινε κάτι περισσότερο από απλό σεξ; Ο άντρας αυτός έμοιαζε να ξέρει πώς να ικανοποιήσει ανάγκες που ως τώρα δεν είχε συνειδητοποιήσει ούτε η ίδια ότι υπήρχαν μέσα της. Άφησε μια κραυγή ικανοποίησης μόλις ένιωσε να γεμίζει από εκείνον και, όταν αυτός άρχισε να κινείται μέσα της, παραδόθηκε ολοσχερώς στην απόλαυση της στιγμής. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στους ώμους του καθώς τον έσφιγγε δυνατά. Ο Μάικ απομάκρυνε τρυφερά τα μαλλιά από το πρόσωπό της, πριν κατευθύνει το χέρι του προς τα κάτω για να τη χαϊδέψει ξανά. Ο πόθος της θέριεψε ώσπου έφτασε σε οριακό σημείο. Εκείνος συνέχισε να πάλλεται μέσα της, μέχρι που ο οργασμός, που την πλημμύρισε σε κύματα, εκτόξευσε την ηδονή της σε απίστευτα ύψη κι εκείνος έπνιξε τις κραυγές της με ένα φιλί. Όταν η Στέφανι επανήλθε στην πραγματικότητα, ο Μάικ εξακολουθούσε να τη χαϊδεύει. Ο ρυθμός του επιταχύνθηκε και έκλεισε τα μάτια της για άλλη μια φορά. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα έφτασε στη δική του κορύφωση, με το πρόσωπό του βυθισμένο στο στήθος της.
Έμειναν σφιχταγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα πριν σηκωθεί από πάνω της. Μόλις γλίστρησε στο πλάι, την αγκάλιασε ξανά με το ένα του χέρι, προτού σκύψει για να πετάξει το προφυλακτικό στο καλάθι των αχρήστων δίπλα στο κρεβάτι. Μετά ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της. «Ήταν καταπληκτικό» του είπε. Αντί για σχόλιο, ο Μάικ έβγαλε έναν άναρθρο ήχο. Του χαμογέλασε, ικανοποιημένη από την αίσθηση ότι τον είχε αφήσει άφωνο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε νιώσει τόσο ευτυχισμένη. Ήξερε ότι πολύ σύντομα η πραγματική ζωή θα υπερίσχυε της φαντασίας, αλλά αυτή τη στιγμή ήθελε να απολαύσει το όνειρο. Κόντευε να την πάρει ο ύπνος, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά της. «Στέφανι! Στέφανι!» Ο Μάικ κι εκείνη κοιτάχτηκαν. «Νομίζω ότι είναι η Νικόλ» ψιθύρισε. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Θα ήταν πολύ άσχημο, αν μας έβρισκε εδώ μαζί» του είπε. «Ναι, έχεις δίκιο.» «Στέφανι; Είσαι μέσα;» Η Νικόλ χτύπησε την πόρτα. «Ίσως νομίζει ότι δεν είσαι στο σπίτι» είπε ο Μάικ. «Το αυτοκίνητό μου βρίσκεται στο πάρκινγκ. Πού αλλού θα μπορούσα να είμαι; Να δοκιμάσω να την ξεφορτωθώ;» «Όχι. Θα φύγω.» Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα του. «Τι κάνεις; Δεν μπορείς να βγεις από την πόρτα.» «Θα το σκάσω από το παράθυρο.» Κούμπωσε το παντελόνι του και φόρεσε το πουκάμισό του. «Στέφανι, όλα καλά; Δεν είσαι άρρωστη, έτσι;» «Μια στιγμή, Νικόλ!» Άρχισε να ντύνεται κι εκείνη. Μέχρι να τελειώσει, ο Μάικ είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε βάλει το ένα του πόδι στο περβάζι. «Πρώτη φορά μου τυχαίνει να βγαίνω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μιας γυναίκας» την πληροφόρησε. Ήθελε να του πει ότι δε χρειαζόταν να το κάνει ούτε τώρα. Στο κάτω κάτω, ήταν και οι δυο ενήλικες. Δεν είχαν κάνει τίποτα για το οποίο να ντρέπονται. Αυτό, βέβαια, ίσχυε θεωρητικά, αλλά τα πράγματα γίνονταν πολύ πιο πολύπλοκα όταν ανακατεύονταν συναισθήματα. «Θα σε δω αργότερα» του είπε. «Ναι, τα λέμε.» «Γιατί άργησες τόσο πολύ;» ρώτησε η Νικόλ, μόλις η Στέφανι άνοιξε τελικά την πόρτα του δωματίου της. «Κοιμόμουν.» Η συγκάτοικος έριξε μια ματιά στα ανακατεμένα σεντόνια. Το βλέμμα της Στέφανι εντόπισε ένα κομμάτι σκούρο μπλε ύφασμα κοντά στη βάση του κρεβατιού. Κατάλαβε ότι ήταν το μποξεράκι του Μάικ. Μέσα στη βιασύνη του προφανώς το είχε ξεχάσει. «Γιατί κοιμόσουν τέτοια ώρα;» ρώτησε η Νικόλ. «Μήπως είσαι άρρωστη;»
«Όχι» απάντησε και κοίταξε πίσω από τη Νικόλ. «Είναι ακόμη εκεί έξω ο Τζάστιν και η Ίλσα;» «Έξω πού;» «Στο καθιστικό. Παρακολουθούσαν έναν αγώνα. Κατά κάποιο τρόπο.» «Δεν ξέρω πού βρίσκονται. Πιθανόν στο δωμάτιό τους.» Μισόκλεισε τα μάτια. «Είσαι τυχερή που μένεις πιο μακριά. Η συμπεριφορά αυτών των δύο…» «Κατάλαβα. Τώρα, για πες μου. Τι με ήθελες;» «Ήθελα να σε ρωτήσω μήπως έχεις δει καθόλου τον Μάικ.» «Τον Μάικ; Γιατί ρωτάς;» «Είναι ένας τύπος στην μπροστινή είσοδο που θέλει να του μιλήσει. Νομίζω πως είναι πελάτης. Το φορτηγό του Μάικ βρίσκεται εδώ, αλλά ο ίδιος είναι άφαντος.» «Όχι, δεν τον έχω δει.» Τουλάχιστον όχι τα τελευταία δύο λεπτά. «Ίσως είναι στον πίσω κήπο.» «Κοίταξα ήδη εκεί. Εντάξει, θα πω στον άνθρωπο ότι αυτός που ζητάει λείπει. Είσαι βέβαιη ότι είσαι καλά; Το πρόσωπό σου είναι κόκκινο.» «Ναι, είμαι μια χαρά.» Μπερδεμένη και ερωτοχτυπημένη αλλά κατά τ’ άλλα μια χαρά. Η μπροστινή πόρτα άνοιξε. «Μάικ, εσύ είσαι;» φώναξε η Νικόλ. Ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν και μετά εμφανίστηκε ο Μάικ. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και το πουκάμισό του κουμπωμένο στραβά – ίσως επειδή έλειπαν μερικά κουμπιά. Η Στέφανι καταπολέμησε την παρόρμηση να πάει κοντά του για να του στρώσει τα μαλλιά και να ισιώσει το πουκάμισό του, κυρίως για να τον αγγίξει. Κοίταξε αλλού, μολονότι εξακολούθησε να τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της. «Ήταν ένας άντρας έξω και σε ζητούσε» είπε η Νικόλ. «Ναι, ξέρω. Ο Πολ Κέλερμαν. Χτίζω ένα σπίτι γι’ αυτόν και τη γυναίκα του.» «Άρα του μίλησες, έτσι;» «Ναι, το διευθέτησα. Τι κάνεις, Στέφανι;» Δεν μπορούσε να εξακολουθήσει να κοιτάζει αλλού, κι έτσι, γύρισε προς το μέρος του, διατηρώντας την έκφρασή της ουδέτερη. «Μια χαρά. Εσύ;» Στο πρόσωπό του δεν καθρεφτιζόταν κανένα συναίσθημα. Ήταν σαν να χαιρετούσε μια γνωστή του και όχι μια γυναίκα με την οποία είχε κάνει παθιασμένο έρωτα μόλις πριν από λίγο. «Καλά είμαι.» Εκτός από καλά ήταν και ο καλύτερος στο σεξ. Πάντως φαινόταν να έχει εντυπωσιαστεί κι εκείνος μαζί της, τουλάχιστον όσο ήταν μαζί στο κρεβάτι. Δεν μπορούσες να καταλάβεις πώς σκεφτόταν τώρα. Έτσι θα γινόταν από εδώ και στο εξής; Θα προσποιούνταν ότι τίποτα δεν είχε συμβεί μεταξύ τους όταν θα βρίσκονταν μαζί με άλλους; Τι την είχε κάνει να πιστέψει ότι το να κάνει έρωτα με τον Μάικ δε θα περιέπλεκε τα πράγματα; «Καλύτερα να επιστρέψω στη δουλειά μου» είπε εκείνος. «Θα σας δω αργότερα, κυρίες μου.» «Τα λέμε» είπε η Νικόλ. Τον παρακολούθησαν καθώς απομακρυνόταν. Ένας ψηλός, εμφανίσιμος άντρας που προφανώς δε φορούσε εσώρουχο. «Νομίζω ότι ο Μάικ νιώθει μοναξιά» είπε η Νικόλ. «Ναι;» Ίσως ήταν πράγματι κάπως μοναχικός τύπος, αλλά η Στέφανι δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι
θα ένιωθε και μοναξιά. «Μου δίνει την εντύπωση ανθρώπου που του αρέσει η ανεξαρτησία. Δεν μπορείς να πεις ότι δεν έχει φίλους.» «Ναι, έχει φίλους, αλλά πιστεύω ότι η εικόνα που προβάλλει, εκείνη του ανθρώπου που δεν έχει ανάγκη από κανέναν, είναι ψεύτικη.» «Όλοι χρειάζονται κάποιον, υποθέτω.» Το ερώτημα ήταν αν ο Μάικ χρειαζόταν εκείνη. «Σωστά. Κοίταξε γύρω σου.» Η Νικόλ έκανε μια θεατρική χειρονομία πριν συνεχίσει. «Έχτισε αυτό το σπίτι για να στεγάσει μια οικογένεια. Και έχεις δει πόσο καλός είναι με το παιδί του. Όποια εικόνα και αν προσπαθεί να προβάλει, ο Μάικ είναι κατά βάση άνθρωπος της οικογένειας.» «Έχει οικογένεια. Ο Ράιαν είναι η οικογένειά του.» «Ναι, αλλά δε ζει συνέχεια μαζί του. Και αντί να παραδεχτεί ότι αυτό είναι που πραγματικά θέλει, προσποιείται ότι δεν τον ενδιαφέρει. Είναι λυπηρό.» «Δε νομίζω ότι προσποιείται.» Η Στέφανι αισθάνθηκε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον Μάικ, έστω κι αν αυτά που έλεγε η Νικόλ ήταν εν μέρει αλήθεια. «Αλλά όταν έχεις πληγωθείς στο παρελθόν, διστάζεις να εκτεθείς στον κίνδυνο να βιώσεις τον ίδιο πόνο.» «Ώστε το να είσαι δυστυχής και ασφαλής είναι καλύτερο από το να προσπαθείς να βρεις την ευτυχία.» «Μερικές φορές ναι.» Η Στέφανι ένιωσε ένα γνώριμο πόνο στο στήθος της. Προερχόταν από το γεγονός ότι ήξερε τι ήθελε αλλά φοβόταν να το κυνηγήσει. Εκείνη και ο Μάικ έμοιαζαν σε αυτό. Προσπαθούσαν να γιατρέψουν παλιές πληγές και φοβόνταν να προχωρήσουν μπροστά – ή ο ένας προς το μέρος του άλλου. Σκέφτηκαν και οι δύο ότι ενδίδοντας στον πειρασμό να κάνουν έρωτα θα κατάφερναν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους χωρίς να διακινδυνεύσουν μια συναισθηματική εμπλοκή. Όμως η Στέφανι είχε διαπράξει κάτι πραγματικά ανόητο. Είχε αφήσει τον εαυτό της ευάλωτο απέναντι σε έναν άντρα που δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί μια κατάσταση που εξελισσόταν πολύ γρήγορα. Ερωτευόταν τον Μάικ και ήξερε ότι το μόνο σίγουρο επακόλουθο ήταν μια σειρά από μπελάδες.
Κεφάλαιο 11 «Μπαμπά, γιατί είναι ένα μποξεράκι κρεμασμένο στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς σου;» ρώτησε ο Ράιαν καθώς περνούσαν έξω από το δωμάτιο του Μάικ. Ο Μάικ κοίταξε κατάπληκτος το γνώριμο εσώρουχο -σκούρο μπλε με μια πιο ανοιχτόχρωμη λωρίδα στο πάνω του μέρος- να κρέμεται στο χερούλι της πόρτας. Βιαζόταν τόσο πολύ να φύγει από το δωμάτιο της Στέφανι, που ξέχασε να το φορέσει. «Θα πρέπει να ανακατεύτηκε με τα ρούχα κάποιου άλλου στο πλυντήριο. Το βρήκαν και το έφεραν.» Άρπαξε το εσώρουχο, το πέταξε στο δωμάτιο και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Θαυμάσια. Τώρα έλεγε και ψέματα στο παιδί του. Ακόμη ένα αρνητικό αποτέλεσμα της ακατανίκητη έλξης προς τη Στέφανι. Προχώρησε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του Ράιαν. Το παιδί θα έμενε μαζί του μία ημέρα επιπλέον εκείνη την εβδομάδα, επειδή η Κέι και ο Τοντ είχαν πάει εκδρομή στο βουνό. Θα έμεναν σε ένα σαλέ που πλήρωνε η εταιρεία του Τοντ. Ο νυν σύντροφος της πρώην γυναίκας του ήταν δικηγόρος και σύμβουλος σε θέματα αγοραπωλησίας ακινήτων. Εργαζόταν για μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες της πολιτείας. Εκείνος και η Κέι είχαν γνωριστεί το διάστημα που η εταιρεία του συνεργαζόταν με τη δική της, η οποία πουλούσε προγράμματα υπολογιστών. Βέβαια η Κέι επέμενε στο ευγενικό ψέμα ότι άρχισαν να βγαίνουν μόνο αφού είχε επίσημα χωρίσει με τον Μάικ. «Τι θα κάνουμε σήμερα;» ρώτησε ο Ράιαν. «Σε λίγο θα περάσει ένας εργολάβος για να πάρει κάτι σχέδια και μετά σκέφτηκα να πάμε στο σινεμά. Τι λες;» Ο Ράιαν κουλουριάστηκε στο κρεβάτι, δίπλα στο σακβουαγιάζ. «Ε, ναι, γιατί όχι;» «Δεν ακούγεσαι τόσο σίγουρος. Νόμιζα ότι σου αρέσει το σινεμά.» «Ναι.» Έπαιξε λίγο με το φερμουάρ του σάκου του. «Όμως πήγα και το περασμένο Σαββατοκύριακο με τον Τοντ.» «Αλήθεια;» Κοίταξε τον Ράιαν μουδιασμένος. «Ναι, η μαμά δούλευε ως αργά, κι έτσι εκείνος κι εγώ πήγαμε μαζί στο σινεμά.» Ο Μάικ, που στεκόταν στην είσοδο του δωματίου, έσφιξε το χερούλι της πόρτας μέχρι που τα δάχτυλά του πόνεσαν. Αισθανόταν σαν να είχε φάει μια γροθιά στο στομάχι. Τι νόμιζε ότι έκανε ο Τοντ; Από πού κι ως πού καλλιεργούσε φιλίες με το δικό του παιδί; Εντάξει, ήθελε να είναι ευγενικός απέναντι στον Ράιαν. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν πατέρας του. «Μπαμπά, δεν είσαι θυμωμένος μαζί μου, έτσι δεν είναι;» Ακόμη μια γροθιά στο στομάχι. Ο Μάικ απομακρύνθηκε από την πόρτα και ήρθε να χτυπήσει χαϊδευτικά τον ώμο του Ράιαν. «Όχι βέβαια. Μπορούμε να πάμε κάπου αλλού, σωστά;.» «Ναι, φυσικά.»
Ο Μάικ έψαξε να βρει τα κατάλληλα λόγια για να καθησυχάσει το γιο του, να τον πείσει ότι όλα ήταν μια χαρά. Έπρεπε να του δώσει να καταλάβει πως, ό,τι και να συνέβαινε με τον Τοντ ή οποιονδήποτε άλλον άντρα που έμπαινε στη ζωή της Κέι, εκείνος θα βρισκόταν πάντα στο πλάι του, γιατί ήταν ο αληθινός του μπαμπάς. Όμως τι θα μπορούσε να πει που δε θα τον έκανε να ακούγεται απελπισμένος, σαν να ζητούσε από τον Ράιαν να διαλέξει στρατόπεδο σε κάποιον ακήρυχτο πόλεμο; Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, σπάζοντας την τεταμένη σιωπή. «Αυτός πρέπει να είναι ο εργολάβος. Θα είμαστε στο γραφείο, αν με χρειαστείς τίποτα.» Το κουδούνι ήχησε ξανά, καθώς ο Μάικ διέσχιζε το χολ. «Έφτασα» φώναξε. «Γεια σου, Μάικ» είπε ο Τζακ Λάντλοου όταν άνοιξε η εξώπορτα. «Από εδώ η φίλη μου, Γκρέις Χίτσκοκ.» Έδειξε την ελκυστική γκριζομάλλα γυναίκα που στεκόταν δίπλα του. «Γκρέις, να σου συστήσω τον Μάικ Μπρούμπεϊκερ. Η Γκρέις κι εγώ πηγαίνουμε για φαγητό, άρα δε θα μείνουμε πολύ.» «Ελάτε, περάστε.» Μόλις μπήκε στο χολ, ο Τζακ κοίταξε εξεταστικά γύρω του. «Είναι εδώ η Στέφανι;» «Δεν την έχω δει καθόλου σήμερα.» Όντως είχε να τη δει από την προηγούμενη ημέρα. Ως τότε, όμως, δεν την είχε αναζητήσει. Έλεγε στον εαυτό του ότι φερόταν έξυπνα, αφήνοντας τα πράγματα ανάμεσά τους να ηρεμήσουν. Δειλέ. Τα αισθήματά του ήταν σε αναταραχή, ένα μείγμα ανησυχίας, ενοχής και αυτολύπησης. Ανησυχούσε για τον Ράιαν, για τη Στέφανι και για τον εαυτό του Ήθελε να κάνει τα πράγματα σωστά αυτή τη φορά. Έπρεπε να προχωρήσει αργά, ώστε να υπάρχει ο χρόνος να γνωριστούν καλύτερα πριν δεσμευτεί. Όμως από τη στιγμή που κοίταξε τη Στέφανι στα μάτια, την ώρα που έκαναν έρωτα, είχε παραβεί την καθεμία από τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό του. Η κατάσταση είχε γίνει πολύ πιο περίπλοκη απ’ όσο περίμενε. Η αλήθεια ήταν ότι είχε ξεμυαλιστεί με τη Στέφανι και αυτό τον ανησυχούσε. Ο Ράιαν είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν του άρεσε η ιδέα να βγαίνει ραντεβού ο μπαμπάς του. Άρα ο Μάικ έπρεπε να προσέξει για να μην τα κάνει θάλασσα και αυτή τη φορά. Μέχρι να βρει τον πιο κατάλληλο τρόπο για να διαχειριστεί την κατάσταση, ήταν καλύτερα να διατηρήσει μια απόσταση. «Περάστε στο γραφείο μου» είπε και τους οδήγησε στο μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Από ένα ράφι δίπλα στην πόρτα τράβηξε τα σχέδια του σπιτιού των Κέλερμαν. «Έβγαλα αντίγραφα των σχεδίων για εσάς. Μπορούμε να τους ρίξουμε μια ματιά εδώ.» Ξετύλιξε τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο. «Ευρύχωρο σπίτι» σχολίασε ο Τζακ, καθώς μελετούσε τα σχέδια. «Βέβαια όχι τόσο μεγάλο όσο αυτό.» «Νομίζετε ότι μπορεί να συναντήσουμε κάποιες δυσκολίες στην εγκατάσταση ενδοδαπέδιας θέρμανσης σε αυτό το είδος πατώματος» ρώτησε ο Μάικ. «Όχι. Μου φαίνεται απλή περίπτωση. Πόσο καιρό ζεις εδώ;» «Δύο χρόνια και κάτι.» «Και έχεις ένα γιο;» Πώς στην οργή το ήξερε αυτό ο Τζακ Λάντλοου; «Ναι. Τώρα, πόσες εγκαταστάσεις πιστεύετε
ότι θα πρέπει να έχουμε; Τουλάχιστον μία για κάθε κρεβατοκάμαρα και το κύριο καθιστικό, σωστά;» «Ναι, έτσι τα οργανώνουμε συνήθως. Οπότε η δουλειά σου πηγαίνει αρκετά καλά, ε;» Μήπως ο Λάντλοου ανησυχούσε ότι ο Μάικ θα έπεφτε έξω και δε θα μπορούσε να τον πληρώσει; «Μην ανησυχείτε. Η δουλειά είναι μια χαρά.» «Και εσύ και η Στέφανι τα πηγαίνετε καλά, σωστά;» «Ναι, καλά τα πάμε.» Ίσως υπερβολικά καλά. Ο Λάντλοου τύλιξε τα σχέδια σε ρολό και τα στερέωσε με ένα λαστιχάκι. «Θα τα κοιτάξω και θα σε ενημερώσω, αν διαπιστώσω ότι υπάρχει πιθανότητα να συναντήσουμε δυσκολίες. Από ό,τι καταλαβαίνω, όμως, πρόκειται για απλή κατασκευή.» «Ευχαριστώ» είπε ο Μάικ. «Τηλεφωνήστε μου, αν έχετε κάποιες απορίες.» «Σου έχει ζητήσει ποτέ η κόρη μου να βγείτε έξω;» Ο Μάικ προσπάθησε να μην αφήσει να φανεί η έκπληξή του. Ώστε γι’ αυτό επρόκειτο: την υπόσχεση που είχε δώσει η Στέφανι στον πατέρα της να ζητήσει από έναν άντρα να βγει μαζί της. «Ίσως θα πρέπει να ρωτήσετε την ίδια» είπε. «Αν σου το ζητούσε, θα έβγαινες μαζί της;» Η έκφραση του Τζακ ήταν φιλική και ευχάριστη, αλλά τα μάτια του περιεργάζονταν τον Μάικ προσεκτικά. «Γιατί μου κάνετε αυτή την ερώτηση;» Δεν είχε σκοπό προδώσει το μυστικό του. Τουλάχιστον όχι στον πατέρα της Στέφανι. «Απλώς αναρωτιόμουν. Αυτό είναι όλο. Λοιπόν, πώς σου φαίνεται η Στέφανι;» «Νομίζω ότι είναι μια πολύ αξιόλογη γυναίκα. Είναι έξυπνη, όμορφη και…» Τι έπρεπε να πει; Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι η Στέφανι τον αναστάτωνε ερωτικά σε τέτοιο βαθμό ώστε αδυνατούσε να σκεφτεί λογικά όταν βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Ότι ένα χαμόγελό της και μόνο τον έκανε να λιώνει. Εφόσον, όμως, έχανε τα λογικά του κοντά της, θα μπορούσε να διαπράξει κάποιο λάθος με τον Ράιαν. Και δεν ήθελε να δει το γιο του -ούτε τη Στέφανι- να πληγώνεται. Το γεγονός ότι την ήθελε τόσο πολύ τον τρόμαζε σε σημείο που του ερχόταν να το βάλει στα πόδια. Αναμφίβολα τόσο έντονα συναισθήματα αργά ή γρήγορα θα τον οδηγούσαν να τα κάνει μούσκεμα. «Σου αρέσει σαν γυναίκα, έτσι δεν είναι;» συνέχισε να πιέζει με τις ερωτήσεις του ο Τζακ. «Κύριε Λάντλοου, ειλικρινά δε νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που θέλω να συζητήσω μαζί σας.» «Μα…» Η Γκρέις, η οποία δεν είχε μιλήσει καθόλου ως εκείνη τη στιγμή, άγγιξε απαλά το μπράτσο του Τζακ. «Καιρός να αφήσουμε αυτό το θέμα» είπε. Ο Τζακ έδειξε έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, αλλά μετά χαλάρωσε και χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι της, προτού στραφεί ξανά στον Μάικ. «Όταν δεις τη Στέφανι, πες της ότι πέρασα από εδώ.» «Ναι, φυσικά.» Ωστόσο δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να το κάνει. Ακόμη περισσότερο, δεν ήξερε αν ήταν σωστό να της πει τι κουβέντιασαν. Ήταν λάθος να κρεμάσω εκείνο το μποξεράκι στην πόρτα του Μάικ, αποφάσισε η Στέφανι ενώ έφτανε στη δουλειά την Παρασκευή το πρωί. Είχε φερθεί με δειλία, ενώ θα έπρεπε να του επιστρέψει το εσώρουχο προσωπικά. Δεν είχε καν αφήσει ένα σημείωμα. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε ότι κάποιος άλλος μπορεί να περνούσε και να το διάβαζε. Δεν της πέρασε από το μυαλό
να το ρίξει κάτω από τη χαραμάδα της πόρτας. Αντί γι’ αυτό είχε απλώς κρεμάσει το μποξεράκι στο πόμολο και είχε εξαφανιστεί. Τι θα σκεφτόταν ο Μάικ μόλις το έβλεπε; Ότι εκείνη ντρεπόταν τόσο πολύ ώστε δεν τολμούσε να τον αντικρίσει; Εν μέρει αλήθεια. Ότι με αυτό που έκανε υπονοούσε πως δε θεωρούσε σοβαρό αυτό που συνέβη μεταξύ τους; Πράγμα που δεν ήταν αλήθεια. Ή ότι προτιμούσε να μην του το δώσει επειδή δεν ήθελε να τον ξαναδεί; Οπωσδήποτε δεν ήταν αλήθεια. Το μόνο μήνυμα που δε θα έπαιρνε από το παρατημένο εσώρουχο ήταν ότι η Στέφανι ήταν τόσο ερωτοχτυπημένη μαζί του, που για να διατηρήσει τα λογικά της έπρεπε να μείνει όσο μπορούσε μακριά του. Κάτι που είχε μάθει διαβάζοντας τις στήλες συμβουλών στα γυναικεία περιοδικά από την εφηβεία της ήταν ότι μια γυναίκα που προσκολλάται σε έναν άντρα και τον πιέζει να της δώσει αμέσως πολλά καταλήγει να τον διώχνει από κοντά της. Ειδικά έναν άντρα που φοβάται τις δεσμεύσεις όσο ο Μάικ. Εν τω μεταξύ, εκείνη ήταν άθλια ηθοποιός. Μια ματιά να της έριχνε, θα καταλάβαινε αμέσως ότι ήταν ξετρελαμένη μαζί του και δεν ήθελε πολύ για να αρχίσει να ξεφυλλίζει περιοδικά με νυφικά. Φυσικά αυτό θα τον έκανε να τραπεί σε φυγή. Δε θα το άντεχε να τον δει να το βάζει στα πόδια. Καλύτερα να τον έκανε να πιστέψει ότι δεν είχε αισθήματα για εκείνον παρά να τον αφήσει να καταλάβει ότι είχε τη δύναμη να την πληγώσει. Τουλάχιστον, αν έμπαινε ένα τέλος από τώρα, θα μπορούσε να λέει ότι δεν την είχε απορρίψει. Εξάλλου έπρεπε να συγκεντρωθεί στις σπουδές της. Τα μαθήματά της απορροφούσαν όλο τον ελεύθερο χρόνο της. Έπαιρνε καλούς βαθμούς, αλλά αυτό σήμαινε και πολύ διάβασμα. Δε γινόταν να δουλεύει, να κάνει μεταπτυχιακό και να διατηρεί και μια σχέση ταυτόχρονα. Έκρυψε το τσαντάκι της σε ένα συρτάρι του γραφείου της και έβαλε μπροστά τον υπολογιστή της. Μετά κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν σαν κουζίνα για να πάρει ένα φλιτζάνι καφέ. Ίσως και ένα ντόνατς. Η ζάχαρη βοηθούσε σε περιπτώσεις ραγισμένης καρδιάς. «Καλημέρα, γλυκιά μου!» Ο μπαμπάς της, που φαινόταν υπερβολικά κεφάτος για αυτή την τόσο πρωινή ώρα, τη χαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. «Τι γίνεται, μπαμπά; Είσαι σε πολύ καλή διάθεση σήμερα.» «Ναι, και ξέρεις γιατί; Χτες ήμουν όλη τη μέρα με την Γκρέις. Περάσαμε υπέροχα.» Προς τρόμο της Στέφανι, ο πατέρας της της έκλεισε το μάτι. Σήκωσε το ένα της χέρι για να εμποδίσει περαιτέρω εξομολογήσεις που μπορεί να ήταν πολύ προσωπικές. «Ωραία, μπαμπά. Χαίρομαι για εσένα.» «Είχες δίκιο» της είπε. «Έπρεπε να της είχα ζητήσει να βγούμε εδώ και πολύ καιρό. Δεν ξέρω γιατί άφησα τον εαυτό μου να απομονωθεί τόσο πολύ αφότου έφυγε η μητέρα σου. Η Γκρέις δεν της μοιάζει καθόλου.» Κανείς απ’ όσους γνώριζε η Στέφανι δεν έμοιαζε με τη μητέρα της. «Η Γκρέις είναι μια πολύ καλή γυναίκα» είπε στον πατέρα της. Έριξε δυο φακελάκια ζάχαρη και μια μερίδα κρέμα στον καφέ της, ελπίζοντας ότι ο συνδυασμός θα την απομάκρυνε από την κατάθλιψη μέσα στην οποία ένιωθε να γλιστράει. «Είδα τον Μάικ Μπρούμπεϊκερ» είπε ο πατέρας της. Η Στέφανι έχυσε κατά λάθος λίγο καφέ στον πάγκο. «Πού είδες τον Μάικ;» τον ρώτησε, καθώς
σκούπιζε βιαστικά το ρόφημα. «Η Γκρέις κι εγώ περάσαμε από το σπίτι του για να πάρουμε τα σχέδια για τη μονοκατοικία όπου θέλει να εγκαταστήσει σύστημα ενδοδαπέδιας θέρμανσης. Είχα ξεχάσει ότι ήταν κατασκευαστής ώσπου μου τηλεφώνησε για να μου προτείνει τη δουλειά.» Η Στέφανι εξακολουθούσε να σκουπίζει το χυμένο καφέ αμίλητη. Ο πατέρας της έκανε λίγα βήματα και στάθηκε δίπλα της. «Υποθέτω ότι, εφόσον ζείτε στο ίδιο σπίτι, θα βλέπεστε συνέχεια.» «Όχι και συνέχεια. Είμαστε και οι δύο απασχολημένοι με τις δουλειές μας.» «Επομένως ο Μάικ δεν είναι ο άντρας που σε ενδιαφέρει, έτσι; Εκείνος που δουλεύει στις κατασκευές και έχει τη δική του επιχείρηση; Ο χωρισμένος με ένα γιο;» «Μπαμπά, πού το πας;» «Πουθενά. Απλώς φαίνεται εντάξει τύπος. Ώστε δεν του έχεις ζητήσει ακόμη να βγείτε;» Έπρεπε να πει στον πατέρα της ότι είχε βγει με τον Μάικ και είχαν περάσει πολύ ωραία μαζί; Ότι υπήρχε αμοιβαία έλξη και ότι τώρα τον είχε ερωτευτεί και δεν ήξερε τι να κάνει; Όχι. Έπρεπε να διατηρήσει τουλάχιστον ένα μέρος από την αξιοπρέπειά της. Και η ιδέα του πατέρα της -που είχε αποφύγει τη δέσμευση για περισσότερο καιρό και από την ίδια- να δίνει συμβουλές σε μια ερωτευμένη χωρίς ανταπόκριση ήταν παράλογη. «Άλλαξα γνώμη. Δε νομίζω ότι ο Μάικ είναι ο κατάλληλος άντρας για εμένα.» Τουλάχιστον όχι στην παρούσα φάση. «Γιατί όχι; Είστε κοντά στην ηλικία. Έχει ένα ωραίο σπίτι, μια καλή δουλειά. Μήπως σε πειράζει που έχει παιδί; Φοβάσαι πως δε θα γίνεις καλή μητριά; Μην ανησυχείς. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις μια χαρά. Άλλωστε το αγοράκι θα περνάει τον περισσότερο χρόνο με τη μαμά του.» «Μπαμπά, σταμάτα.» Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Η όλη κατάσταση ήταν εντελώς γελοία. Ο πατέρας της είχε περάσει από το ένα άκρο στο άλλο. Εκεί που ήταν καχύποπτος απέναντι στον Μάικ, τώρα ήθελε να τον παντρευτεί η κόρη του. Και είχαν μοιραστεί μόνο ένα ραντεβού. Κάτι σαν ραντεβού. Και ένα εκπληκτικό απόγευμα στο κρεβάτι. Οποιοσδήποτε διέθετε κοινή λογική θα καταλάβαινε ότι αυτά δεν ισοδυναμούσαν με εγγύηση παντοτινής αγάπης. «Πραγματικά δεν έχω το χρόνο να κάνω σχέση με κανέναν αυτό τον καιρό. Πρέπει να εστιάσω στα μαθήματά μου.» «Γλυκιά μου, μήπως του ζήτησες ήδη να βγείτε και σε απέρριψε;» «Όχι!» Τουλάχιστον όχι ακριβώς. Ο Μάικ δεν την είχε απορρίψει με λόγια, αλλά δεν είχε κάνει και καμιά κίνηση για να προχωρήσει η σχέση τους μετά από εκείνο το απόγευμα στο κρεβάτι της. Μήπως είχε την αίσθηση ότι εκείνη ζητούσε περισσότερα από όσα ήταν έτοιμος να δώσει; Χτύπησε τον πατέρα της φιλικά στον ώμο και του πρόσφερε ένα χαμόγελο που ήλπιζε ότι θα του φαινόταν γνήσιο. «Μην ανησυχείς για εμένα. Θα βρω το σωστό άντρα. Απλώς χρειάζομαι λίγο περισσότερο χρόνο.» Περισσότερο χρόνο για να ηρεμήσει και να καταλάβει πώς ένιωθε πραγματικά για τον Μάικ. «Ναι, γλυκιά μου, αλλά δεν πρόκειται να τον βρεις ποτέ, αν παραμένεις αδρανής. Πίστεψέ με, αυτόν το δρόμο ακολούθησα για χρόνια και καμιά δεν ήρθε να μου χτυπήσει την πόρτα.» «Θα το θυμάμαι αυτό.» Ο πατέρας της μουρμούρισε κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει επιδοκιμασία και επέστρεψε στο γραφείο του. Η Στέφανι γύρισε και αυτή στο δικό της. Ο Τζάστιν, που μιλούσε στο τηλέφωνο, τη
χαιρέτησε με ένα νεύμα. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή, με τα λόγια του πατέρα της να ηχούν ακόμη στα αυτιά της. Δεν ωφελούσε να κάθεται και να στενοχωριέται για τον Μάικ. Το να εύχεται να ήταν διαφορετικός δε θα τον άλλαζε. Ο μπαμπάς της είχε δίκιο. Αν ήθελε να μεταβληθεί η κατάσταση, έπρεπε να δραστηριοποιηθεί. Θα άρχιζε ψάχνοντας να βρει καινούργιο σπίτι. Ο Μάικ κι εκείνη χρειάζονταν μια απόσταση μεταξύ τους προκειμένου να διευθετήσουν το ζήτημα. Αν δε ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, πιθανόν να ανακάλυπταν τον τρόπο να διαχειριστούν τη σχέση τους μέσα από το πρίσμα της λογικής και της ψυχραιμίας. Προτού υποχωρήσει η αναπτερωμένη της αποφασιστικότητα, αναζήτησε στο διαδίκτυο τις αγγελίες για σπίτια προς ενοικίαση. «Έι, Στέφανι, πώς πάει;» Ο Τζάστιν τσούλησε την καρέκλα του με τα ροδάκια κοντά στο γραφείο της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της προς την οθόνη του υπολογιστή της. «Τι ψάχνεις εκεί;» «Σκέφτομαι να βρω ένα καινούργιο διαμέρισμα.» Πέρασε επί τροχάδην μια σειρά αγγελίες που ζητούσαν συγκατοίκους και ενοικιαστές. «Καινούργιο διαμέρισμα; Γιατί;» Μετακινήθηκε λίγο πιο κοντά της. «Έχεις ένα τόσο ωραίο δωμάτιο στο σπίτι του Μάικ. Νόμιζα ότι το λατρεύεις.» «Απλώς νομίζω ότι είναι ώρα για μια αλλαγή. Θα ήθελα να είμαι μόνη μου.» «Αυτό δεν έχει σχέση με εμένα και την Ίλσα που ερωτοτροπούσαμε στον καναπέ, σωστά; Απλώς παρασυρθήκαμε λίγο. Θα φροντίσουμε να μην ξανασυμβεί.» Της ήρθε να γελάσει με τη θλιμμένη, αθώα έκφραση του φίλου της. «Δεν είναι αυτό» είπε. «Και το σπίτι είναι θαυμάσιο. Απλώς θα προτιμούσα περισσότερη ανεξαρτησία.» «Καλή τύχη. Ελπίζω να βρεις κάτι που να μπορείς να πληρώσεις, πράγμα πολύ δύσκολο. Εκτός και αν ο μπαμπάς σου σου δώσει μια γενναία αύξηση. Οι τιμές των ενοικίων είναι εξωφρενικές. Η Ίλσα κι εγώ δεν καταφέραμε να βρούμε κανένα μέρος που να είναι τόσο καλό όσο αυτό και να μην κοστίζει τα διπλάσια.» «Ναι. Τα περισσότερα από τα σπίτια που νοικιάζονται είναι πολύ ακριβά» παραδέχτηκε. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι, αν προσπαθήσω, θα βρω κάτι.» Έπρεπε να βρει. Δεν μπορούσε να εξακολουθήσει να ζει κάτω από την ίδια στέγη με τον Μάικ και να προσποιείται την αδιάφορη, ενώ ήταν τρελή για εκείνον.
Κεφάλαιο 12 Το Σάββατο το πρωί ο Μάικ περίμενε να μπει η Στέφανι στην κουζίνα. «Σ’ ευχαριστώ που μου επέστρεψες το μποξεράκι» της είπε την ώρα που εκείνη πήγαινε να πάρει καφέ από την καφετιέρα. «Τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, εγώ δεν είχα τι να το κάνω.» «Σωστά. Πώς είσαι;» Γέμισε μια κούπα με καφέ. «Καλά είμαι. Εσύ;» Μπερδεμένος. Αλλά, αν το παραδεχόταν, θα τον θεωρούσε αδύναμο. Οι γυναίκες ήταν πάντα τόσο σίγουρες για τον εαυτό τους. «Κι εγώ καλά» απάντησε. «Ωραία.» «Εμ… θέλεις να βρεθούμε κάποια στιγμή;» Συνάντησε το βλέμμα του. Δε διέκρινε ίχνος ευθυμίας στην έκφρασή του. «Εννοείς για σεξ;» Ήταν έτοιμος να της προτείνει να πάνε σινεμά ή κάτι τέτοιο. «Αυτό θέλεις;» Το σεξ ήταν φανταστικό, αλλά μόνο αυτό ήθελε από εκείνον; «Δε νομίζω.» Πρόσθεσε ζάχαρη στον καφέ της. «Εκείνο το απόγευμα ήταν πραγματικά ξεχωριστό. Όμως όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα. Άλλωστε δεν είμαι σίγουρη ότι ζητάμε τα ίδια πράγματα από μια σχέση.» Πώς ήξερε ότι δεν ήθελαν τα ίδια πράγματα; Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος για το τι ήθελε. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι ήθελε εκείνη. Τελευταία τη σκεφτόταν συνέχεια. Έπρεπε βέβαια να φροντίζουν να μη δείχνουν πολλή οικειότητα όταν ήταν μαζί τους ο Ράιαν, αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο δύσκολο. «Νομίζω ότι πρέπει να κινηθούμε λίγο πιο αργά» συνέχισε η Στέφανι. «Υποθέτω πως έχεις δίκιο.» Ένιωσε κάπως πιο ήρεμος. Τουλάχιστον δεν τον απέρριπτε. «Χαίρομαι πολύ που καταλαβαίνεις. Σκέφτομαι να βρω ένα άλλο μέρος να μείνω.» «Μετακομίζεις;» Ένιωσε ένα πόνο να του τρυπάει στο στήθος. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό.» «Μου φαίνεται ότι τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα, αν δε ζούσαμε μαζί.» Είχε την εντύπωση ότι ξαναζούσε μια σκηνή από το παρελθόν. Στεκόταν στην ίδια κουζίνα και η Κέι έλεγε περίπου τα ίδια λόγια. Μετακομίζω… θα είναι πιο εύκολο… θα είμαστε και οι δύο πιο ευτυχισμένοι. Είχε και τότε την ίδια αίσθηση απόγνωσης. Ένιωθε ότι ήταν αποφασισμένη και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να την κάνει να αλλάξει γνώμη. «Θα με στενοχωρούσε πολύ να φύγεις» της είπε. «Δεν έφυγα ακόμη. Προς το παρόν δεν έχω βρει καινούργιο σπίτι. Θα σε ενημερώσω.» «Εντάξει.» Έφυγε παίρνοντας μαζί τον καφέ της κι εκείνος στηρίχτηκε στον πάγκο και σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος του. Ναι, το είχε χειριστεί καλά. Την άφησε να φύγει. Τι ακριβώς είχε συμβεί εδώ; Δεν του είχε πει ότι δεν έπρεπε να βλέπονται αλλά απλώς ότι θα ήταν προτιμότερο να μην ζουν μαζί. Μήπως εννοούσε ότι ήθελε να βγαίνουν ραντεβού; Δεν
μπορούσε να βγάλει άκρη. Κάλυψε τα μάτια με το ένα του χέρι και άρχισε να τρίβει τους κροτάφους του με το άλλο, προσπαθώντας να ανακουφιστεί από έναν πονοκέφαλο που ολοένα δυνάμωνε. «Καλημέρα, Μάικ.» Ο Τζάστιν μπήκε εύθυμος στην κουζίνα και έβαλε λίγο καφέ. «Σου συμβαίνει κάτι;» «Όχι, γιατί ρωτάς;» «Φαίνεσαι στενοχωρημένος. Είχες πάλι κανέναν καβγά με την πρώην σου;» «Όχι. Η Κέι κι εγώ είμαστε μια χαρά.» «Μήπως έχεις κάποιο πρόβλημα με τη δουλειά;» Ο Τζάστιν πήρε ένα μαχαίρι από το συρτάρι και άρχισε να κόβει ψωμί από το καρβέλι που ήταν πάνω στον πάγκο. «Όχι, κανένα. Η επιχείρηση πάει μια χαρά.» «Τότε, μήπως πρόκειται για γυναικοδουλειά;» Ο Μάικ δεν είχε πρόθεση να εκμυστηρευτεί τις ανησυχίες του για τη Στέφανι στον Τζάστιν. «Επειδή δε γελάω συνέχεια σαν ηλίθιος δε σημαίνει ότι κάτι πάει στραβά.» «Δε θα ήσουν τόσο γκρινιάρης, αν έβγαινες πιο συχνά.» «Δεν είμαι γκρινιάρης!» «Καλά, μη θυμώνεις.» Άλειψε μια φέτα ψωμί με φιστικοβούτυρο. «Γίνεται ένα πάρτι απόψε στο μπαρ Λιτλ Φουτ. Θα υπάρχει ορχήστρα και χορός. Λέμε να πάμε. Έλα μαζί μας.» «Θα έρθει και η Στέφανι;» «Η Στέφανι; Δε νομίζω. Δεν της αρέσουν ιδιαίτερα τα πάρτι. Εξάλλου είναι πολύ απασχολημένη με τα βιβλία της. «Όμως μπορεί να έρθει, αν της το ζητήσεις εσύ.» Ο Μάικ δεν ήταν πολύ σίγουρος γι’ αυτό. «Ευχαριστώ, αλλά δεν έχω και πολλή διάθεση να βγω απόψε.» «Προτιμάς να μείνεις μέσα και να κλαις τη μοίρα σου;» Ο Τζάστιν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Έλα μαζί μας. Ένα δυο ποτά, λίγη καλή μουσική, χορός με καμιά όμορφη κοπέλα. Θα νιώσεις άλλος άνθρωπος.» Η μόνη κοπέλα που ήθελε να χορέψει μαζί της έφευγε από τη ζωή του. Διόρθωση: έφευγε από το σπίτι του. Αλλά ένιωθε το ίδιο άσχημα. Αισθανόταν σαν να ξαναζούσε το περιστατικό της εγκατάλειψής του από την Κέι. Θα μιλούσε αργότερα στη Στέφανι και θα ξεκαθάριζε το ζήτημα, αλλά δεν είχε το κουράγιο να το κάνει αυτή τη στιγμή. Έπρεπε να αποκτήσει καλύτερο έλεγχο των συναισθημάτων του προτού βρεθεί απέναντί της, διαφορετικά υπήρχε ο κίνδυνος να γελοιοποιηθεί. Φοβόταν πως, αν έλεγε στη Στέφανι πόσο ξετρελαμένος ήταν μαζί της, αυτή θα το έβαζε στα πόδια. Στο κάτω κάτω, εκείνη ήταν που επισήμανε ότι δε γνωρίζονταν παρά ελάχιστα. Αλλά ο Μάικ ήξερε ότι ήταν γλυκιά, ευγενική, ευχάριστη και ότι τον έκανε να νιώθει πιο ζωντανός από ποτέ μετά το διαζύγιό του. Τι περισσότερο χρειαζόταν να ξέρει γι’ αυτήν; Ωστόσο ο Τζάστιν είχε δίκιο σε κάτι. Με το να κάθεται στο σπίτι μόνος του, αισθανόταν ακόμη πιο θλιμμένος. Έπρεπε να βγαίνει έξω συχνότερα και να είναι μαζί με άλλους ανθρώπους. Να σκεφτεί κάτι άλλο εκτός από τα προσωπικά του προβλήματα. «Εντάξει, θα έρθω» είπε. «Θαυμάσια. Μπορείς να με κεράσεις ένα ποτό.» Ο Τζάστιν τον χαιρέτησε και βγήκε από την κουζίνα, αφήνοντας πίσω του ένα άδειο φλιτζάνι και μερικά ψίχουλα.
Το κέντρο Λιτλ Φουτ πρόσφερε παγωμένη μπίρα, δυνατή μουσική, απαλό φωτισμό και μια πίστα που είχε φθαρεί μετά από τόσα χρόνια χορού. Ξύλινα τραπέζια και καρέκλες που είχαν πάνω τους ένα σωρό γρατζουνιές βρίσκονταν κοντά στους τοίχους. Ο χώρος διέθετε επίσης ένα μακρύ πάγκο και άφθονες ρετρό αφίσες. Ο Μάικ ακολούθησε τον Τζάστιν και την Ίλσα στο εσωτερικό της παμπ και περίμενε να συνηθίσουν τα μάτια του στο λιγοστό φως. Στην άλλη άκρη του μαγαζιού, μια μπάντα έπαιζε μουσική ροκ εν ρολ πάνω σε μια μικρή, υπερυψωμένη πλατφόρμα. «Πάμε να πιάσουμε εκείνα τα άδεια τραπέζια εκεί πίσω» φώναξε ο Τζάστιν για να ακουστεί μέσα στη φασαρία. Άνοιξαν δρόμο ανάμεσα στον κόσμο για να φτάσουν σε τρία τραπέζια κοντά στον τοίχο. Μόλις κάθισαν, εμφανίστηκε μια σερβιτόρα και ο Μάικ παρήγγειλε μπίρα. Η πίστα δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά χωρούσαν μερικά ζευγάρια και η ορχήστρα έπαιζε αρκετά καλά. Όταν ήπιε τις πρώτες γουλιές από την μπίρα του, ο Μάικ άρχισε να χαλαρώνει και συνειδητοποίησε ότι είχε πολύ καιρό να νιώσει τόσο καλά. «Αυτή ήταν σπουδαία ιδέα» είπε στον Τζάστιν. «Τι σου έλεγα;» «Έλα να χορέψουμε.» Η Ίλσα άρπαξε το χέρι του Μάικ και τον τράβηξε προς την πίστα. Την ακολούθησε γελώντας και ανακατεύτηκαν με άλλους εύθυμους χορευτές, που στροβιλιζόταν στους ρυθμούς του ροκ εντ ρολ. Οπωσδήποτε δεν ήταν και ο χειρότερος τρόπος να περάσεις ένα σαββατόβραδο. Ίσως το επόμενο Σαββατοκύριακο να έφερνε εδώ τη Στέφανι σε ένα πραγματικό ραντεβού, όπου θα μπορούσαν να κουβεντιάσουν, να χορέψουν και να γνωριστούν καλύτερα, αν ήθελε. Όταν τελείωσε το τραγούδι, άφησε την Ίλσα στο τραπέζι και κατευθύνθηκε προς το μπαρ για να παραγγείλει μερικά ακόμη ποτά. Την ώρα που περίμενε να τον εξυπηρετήσουν άκουσε το γνώριμο γέλιο μιας γυναίκας. Μια ματιά τον έπεισε ότι δεν ήταν η φαντασία του. Η Κέι στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, παρέα με τον Τοντ και ένα συνάδελφό του εργολάβο, τον Κερτ Σίπμαν. Ο Μάικ και ο Κερτ είχαν δουλέψει μαζί ένα καλοκαίρι την παλιά εποχή που πήγαιναν ακόμη στο Γυμνάσιο. Είχαν συναντηθεί κάποιες φορές από τότε, μολονότι δεν έγιναν ποτέ στενοί φίλοι. Ο Μάικ κοίταξε προς το μέρος του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. «Έι, Μάικ» φώναξε ο Κερτ και ύψωσε το χέρι του σε χαιρετισμό. «Έλα δω ένα λεπτό.» Ο Μάικ πήγε απρόθυμα κοντά τους. «Γεια, Κερτ.» «Έχω να σε δω πολύ καιρό, φίλε. Γνωρίζεσαι με τον Τοντ και την Κέι;» «Ναι.» Ο Μάικ έγνεψε καταφατικά. Δεν είχε νόημα να μπει σε λεπτομέρειες σχετικά με το κοινό τους ιστορικό. «Μόλις μου έδειχναν μερικές φωτογραφίες του γιου τους» συνέχισε ο Κερτ. «Πραγματικά χαριτωμένο αγοράκι.» Ο Κερτ γύρισε το κινητό που κρατούσε προς το μέρος του Μάικ για να του δείξει μια φωτογραφία στην οθόνη. Ο Ράιαν χαμογελούσε χαρούμενα, επιδεικνύοντας ένα τεράστιο ψάρι. «Το έπιασε σήμερα το πρωί» είπε ο Τοντ. Εμφανίστηκε άλλη μια φωτογραφία, που έδειχνε τον Τοντ και τον Ράιαν πιασμένους χέρι χέρι. Ο Μάικ κοίταξε τη φωτογραφία του αγοριού που λάτρευε να μοιάζει τόσο ευτυχισμένο με έναν άλλο άντρα. Αυτός δεν είναι δικός του γιος! ήθελε να φωνάξει. Είναι δικός μου! Όμως οι λέξεις παρέμειναν κολλημένες στο λαιμό του. Τις κρατούσε εκεί η ανήμπορη οργή και η απελπισία.
«Μάικ;» Η Κέι τού είπε κάτι, αλλά ο βόμβος στα αυτιά του μπλόκαρε τη φωνή της. Γύρισε στα τυφλά και έσπρωξε τους άλλους για να απομακρυνθεί. Αν έμενε ακόμη ένα λεπτό, θα έδινε μια γροθιά στον Τοντ για να εξαφανίσει αυτό το ηλίθιο χαμόγελο από το πρόσωπό του. Δεν τον ένοιαζε πώς σκεφτόταν η Κέι. Για εκείνη ο άντρας αυτός μπορεί να αντιπροσώπευε ό,τι τελειότερο υπήρχε. Αλλά ο Μάικ θα ήταν απαράδεκτος, αν τον άφηνε να κερδίσει και τον Ράιαν. Η Στέφανι ανακάθισε στο κρεβάτι της, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και σιωπηλό. Μια ματιά στο ρολόι τής έδειξε ότι ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Τζάστιν, η Ίλσα και ο Μάικ είχαν πάει για χορό στο Λιτλ Ροκ και η Νικόλ είχε βγει με το μυστηριώδη φίλο της. Ήταν σίγουρο ότι κανείς από αυτούς δε θα επέστρεφε στο σπίτι τόσο νωρίς. Άκουσε κάποιο πάτωμα να τρίζει και η αναπνοή της πιάστηκε στο στήθος της. Ήταν βήμα; Μήπως κάποιος που πίστευε ότι το σπίτι ήταν άδειο αποφάσισε να επωφεληθεί και να το διαρρήξει; Ο ήχος ακούστηκε ξανά, συνοδευόμενος από ένα ανοιγοκλείσιμο της πόρτας. Όποιος και να ήταν, δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια να μην κάνει θόρυβο. Προσέχοντας να μην ακουστεί, η Στέφανι παραμέρισε τα σκεπάσματα και ακούμπησε τα πόδια της στο πάτωμα. Περπατώντας στα νύχια των ποδιών, έφτασε στην πόρτα και την άνοιξε ελάχιστα. Ερχόταν φως από την κατεύθυνση της κουζίνας και της φάνηκε ότι άκουσε το ψυγείο να ανοίγει και να κλείνει. Αποκλείεται ένας διαρρήκτης να έκλεβε γάλα και αυγά. Κάποιος θα γύρισε νωρίς στο σπίτι. Ίσως να ήταν ο Μάικ. Η σκέψη αυτή την έκανε να θέλει να τρέξει πίσω στο κρεβάτι της και να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα. Το μόνο που της έλειπε ήταν να πέσει πάνω του νυχτιάτικα φορώντας τις πιτζάμες της. Ήταν σίγουρο ότι όλες οι προθέσεις της να προχωρήσει αργά θα ξεχνιούνταν μονομιάς. Ξανάκλεισε την πόρτα και πήγε κοντά στο παράθυρο που έβλεπε στο ανοιχτό γκαράζ. Το αυτοκίνητό της βρισκόταν δίπλα στου Τζάστιν. Εκείνος και η Ίλσα είχαν φύγει με το φορτηγό του Μάικ. Οι υπόλοιπες θέσεις ήταν άδειες. Τότε, ποιος βρισκόταν στην κουζίνα; Υπήρχε περίπτωση να περάσει από εκεί ένας διαρρήκτης απλώς και μόνο για να τσιμπήσει κάτι; Με το κινητό της στο χέρι, έτοιμη να καλέσει την άμεσο δράση, διέσχισε αθόρυβα το διάδρομο και κατόπιν το σαλόνι. Κρατώντας την αναπνοή της, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε στο εσωτερικό της κουζίνας. Μια γνώριμη φιγούρα με φαρδιούς ώμους στεκόταν μπροστά στην καφετιέρα με την πλάτη γυρισμένη προς εκείνη. Τι έκανε ο Μάικ μόνος του στο σπίτι; Και χωρίς το φορτηγό του; Θα μάθαινε την απάντηση σύντομα. Πάντως το τελευταίο πράγμα που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν μια οικεία συνομιλία αργά τη νύχτα σε ένα άδειο σπίτι. Άρχισε να οπισθοχωρεί, αλλά κάτι στη στάση του τη σταμάτησε. Στεκόταν εκεί με το κεφάλι κατεβασμένο και την πλάτη καμπουριασμένη. Ένας πνιχτός ήχος, κάτι σαν λυγμός, έφτασε στα αυτιά της και, ανήμπορη να συγκρατηθεί, μπήκε στο δωμάτιο και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν σκοτεινιασμένα από μια θλίψη που ήταν οδυνηρό
να αντικρίζει κανείς. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Έκλεισε τα μάτια και ίσιωσε τους ώμους του, δείχνοντας ότι προσπαθούσε να συνέλθει. «Δύσκολη νύχτα» είπε με ένταση στη φωνή του. «Τι έγινε; Νόμιζα ότι είχες βγει με την Ίλσα και τον Τζάστιν. Πού είναι το φορτηγό σου;» «Έκανα οτοστόπ για να γυρίσω από την παμπ.» «Έκανες οτοστόπ;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Σκέφτηκα ότι, αν δε σταματούσε κανείς για να με πάρει, το περπάτημα θα μου έκανε καλό. Θα με βοηθούσε να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου.» «Γιατί έφυγες νωρίς; Είσαι άρρωστος;» «Σωματικά όχι.» Γύρισε πάλι προς την καφετιέρα. «Θέλεις λίγο καφέ;» «Εντάξει.» Έπρεπε να τον αφήσει μόνο του και να επιστρέψει στο κρεβάτι της, αλλά δεν μπορούσε. Έδειχνε τόσο θλιμμένος και ευάλωτος όπως δεν τον είχε φανταστεί ποτέ. Ο Μάικ πήρε ένα δεύτερο φλιτζάνι από το ντουλάπι και έβαλε καφέ και για τους δυο τους. Της έδωσε τη ζαχαριέρα και έβγαλε ένα χαρτονένιο κουτί με κρέμα από το ψυγείο. «Πιες και λίγο καφέ με τη ζάχαρη και την κρέμα» της είπε. Σχεδόν χαμογέλασε με το σχόλιο, συγκινημένη που είχε προσέξει πώς έπινε τον καφέ της. «Τι συνέβη;» ξαναρώτησε. Κάθισε στο τραπέζι απέναντί της και κοίταξε συλλογισμένα το φλιτζάνι του. «Συνάντησα την πρώην μου και το φίλο της στο μπαρ.» «Θα ήταν κάπως άβολο, φαντάζομαι.» «Ναι, αλλά δε με αναστάτωσε τόσο αυτό.» Η Στέφανι περίμενε μέχρι να πιει δυο-τρεις γουλιές από τον καφέ του, μελετώντας τις γωνίες του προσώπου του. Θα πρέπει να είχε ξυριστεί προτού βγει, γιατί στο σαγόνι του δεν υπήρχε ίχνος από γένια. Οι γραμμές γύρω από τα μάτια του ήταν πιο βαθιές από όσο θυμόταν, κάνοντάς τον να φαίνεται μεγαλύτερος αλλά όχι λιγότερο γοητευτικός. «Ο Τοντ -έτσι λένε το φίλο της- έδειχνε κάτι φωτογραφίες από μια εκδρομή που έκανε σήμερα το πρωί με τον Ράιαν. Ο Ράιαν έπιασε ένα μεγάλο ψάρι και έδειχνε πολύ υπερήφανος.» Πρόφερε την τελευταία λέξη αργά και κατάπιε με δυσκολία. «Ήθελες να ήσουν εκεί μαζί του;» «Ναι.» «Υποθέτω ότι μετά από αυτό δεν είχες διάθεση να μείνεις στην παμπ.» «Υπήρχε και μια άλλη φωτογραφία. Έδειχνε τον Ράιαν και τον Τοντ μαζί, να κρατιούνται από το χέρι. Ο Ράιαν φαινόταν τόσο ευτυχισμένος όσο δεν τον έχω ξαναδεί.» «Ω, Μάικ.» Τα μάτια της έκαιγαν από τα δάκρυα που προσπαθούσε να μην αφήσει να τρέξουν. Αντιλαμβανόταν πόσο οδυνηρό θα του ήταν να βλέπει έναν άλλον άντρα να μοιράζεται μια σημαντική στιγμή με το γιο του. Ο Μάικ κατάπιε ξανά, εμφανώς παλεύοντας με τα συναισθήματά του. Δεν υπήρχαν λόγια για να τον παρηγορήσουν κι έτσι του πρόσφερε το μόνο πράγμα που διέθετε. Πήρε το χέρι του στο δικό της και το κράτησε εκεί σφιχτά. Όταν την τράβηξε πάνω του, η Στέφανι δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση. Την έσφιξε στην αγκαλιά του κι εκείνη πίεσε το μάγουλό της πάνω στο στήθος του, ανασαίνοντας το αντρικό άρωμά του και
ακούγοντας το χτύπημα της καρδιάς του. «Φοβάμαι ότι τον χάνω» είπε με μια φωνή που έδειχνε ότι ήταν καταρρακωμένος. «Κάποιος άλλος άντρας παίρνει τη θέση μου και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να τον εμποδίσω.» «Πάντα θα είσαι ο πατέρας του» του είπε. «Ο Ράιαν το ξέρει αυτό. Σε αγαπάει.» «Είμαι κοντά του μόνο το μισό καιρό» της επισήμανε. «Δεν είναι το ίδιο όπως το να βρισκόμαστε μαζί κάθε μέρα.» Είχε δίκιο και θα ήταν ανόητο εκ μέρους της αν προσπαθούσε να τον αντικρούσει. Οπότε δεν είπε τίποτα και συνέχισε να τον κρατάει, προσφέροντας όσο περισσότερη παρηγοριά μπορούσε. «Μείνε μαζί μου απόψε» της είπε. «Σε παρακαλώ.» Η ικεσία του ήταν η χαριστική βολή μετά την αίσθηση της ασφάλειας και της ανακούφισης στην αγκαλιά του. «Ναι» ψιθύρισε. «Θα μείνω.» Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο δωμάτιό του, ως το υπέρδιπλο κρεβάτι του, με το μονόχρωμο μπλε πάπλωμα και τα απλά λευκά σεντόνια. Άναψε ένα πορτατίφ πάνω στο κομοδίνο, που έριξε ένα απαλό χρυσαφί φως στα μαξιλάρια, και έγδυσαν ο ένας τον άλλο αργά, χωρίς να μιλάνε καθόλου. Όταν άρχισε να φιλάει το κορμί της, καινούργια δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της. Ήταν δάκρυα συγκίνησης από την τόση τρυφερότητά του. Τα χείλη του καθυστερούσαν σε κάθε κοιλότητα του σώματός της, ξυπνώντας τις αισθήσεις της με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Χάιδεψε την πλάτη και τους ώμους του, απολαμβάνοντας την υφή του απαλού του δέρματος πάνω από τους σφιχτούς μυς, που τσιτώνονταν ακόμη περισσότερο στο άγγιγμά της. Όταν τα χείλη του κατέληξαν στο ευαίσθητο κέντρο της θηλυκότητάς της, η Στέφανι αναστέναξε βαθιά. Η ανάσα της πιάστηκε, καθώς το παιχνίδι της γλώσσας του την ανέβασε σε καινούργια ύψη ηδονής. Μέσα σε δευτερόλεπτα, βογκούσε και σπαρταρούσε κάτω από το βάρος του. Τότε εκείνος κύλησε δίπλα της και την τράβηξε πάνω του. «Μπορεί να χρειαστώ τη βοήθειά σου» της είπε. «Σε τι;» «Άνοιξε το συρτάρι εκεί και βγάλε τα προφυλακτικά.» Της έδειξε το κομοδίνο με ένα νεύμα του κεφαλιού του. Η Στέφανι άπλωσε το χέρι της και έκανε πρόθυμα ό,τι της είχε πει. Του έτεινε το κουτάκι με τα προφυλακτικά. «Ορίστε.» Εκείνος ανασήκωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία άρνησης. «Α, όχι! Θα έχεις εσύ την πρωτοβουλία.» «Εντάξει.» Τα δάχτυλά της έτρεμαν από προσμονή, καθώς άνοιγε το πακέτο. Έσκυψε και πήρε τον ανδρισμό του στα χέρια της, η ζεστασιά του μια εξαίσια αίσθηση στις παλάμες της. Του φόρεσε το προφυλακτικό και το τράβηξε προς τα κάτω και με τα δυο της χέρια. Η φλόγα ανάμεσα στα πόδια της την έκαιγε, ενώ η ανάσα του έβγαινε λαχανιασμένη. «Και τώρα;» τον ρώτησε. «Εσύ δίνεις το ρυθμό.» Αφού τον απελευθέρωσε, ήρθε από πάνω του και έκανε το κορμί της τόξο, απολαμβάνοντας την έκφρασή του καθώς την παρακολουθούσε με βλέμμα γεμάτο πόθο. Μολονότι τον λαχταρούσε με όλο της το είναι, δεν έκανε βιαστικές κινήσεις, θέλοντας να παρατείνει αυτές τις μοναδικές στιγμές.
«Είσαι έτοιμος;» του ψιθύρισε. «Παραπάνω από έτοιμος.» Η φωνή του -ένα λάγνο ψιθύρισμα- έστειλε νέα ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. Γλίστρησε πάνω του αργά, αφήνοντάς τον να γεμίσει κάθε σπιθαμή της. Τα μάτια του σκούρυναν και τα χείλη του χώρισαν, καθώς του ξέφυγε ένα πνιχτό βογκητό που την έκανε να ανατριχιάσει. Το στόμα του αιχμαλώτισε το δικό της και την οδήγησε σε ένα ερωτικό τέμπο αργό, βαθύ και τόσο ενστικτώδες όσο η ίδια η αναπνοή. Βρίσκονταν τόσο κοντά όσο θα μπορούσαν ποτέ να έρθουν δυο άνθρωποι και όμως η ένωσή τους υπερέβαινε το σωματικό επίπεδο. Η κορύφωσή της έμοιαζε περισσότερο με αργό άνθισμα παρά με ξαφνική καταιγίδα και, όταν την ακολούθησε, η Στέφανι δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που κατρακύλησαν από το πρόσωπό της ως το στέρνο του. Την έσφιξε πάνω του και χάιδεψε το κεφάλι της. «Γιατί κλαις;» «Δεν ξέρω» του απάντησε ειλικρινά. «Δεν ξέρω. Μόνο που, να… είναι τόσο υπέροχο αυτό που αισθάνομαι, ώστε φοβάμαι ότι είναι μια ψευδαίσθηση.» «Η αγάπη μοιάζει με ψευδαίσθηση μερικές φορές» της είπε εκείνος. «Είναι κάτι το απίστευτο.» Τραβήχτηκε από πάνω του ώστε να μπορέσει να δει το πρόσωπό του και τον κοίταξε κατάματα. «Μάικ, αυτό για μένα είναι κάτι παραπάνω από σεξ. Προσπάθησα να μην το αφήσω να συμβεί, αλλά δεν τα κατάφερα.» «Το ξέρω. Το ίδιο ισχύει και για μένα. Γι’ αυτό είναι τόσο τρομακτικό. Οι εμπειρίες μου όσον αφορά τις σχέσεις δεν είναι ιδιαίτερα καλές.» «Ούτε και οι δικές μου.» «Επομένως καλύτερα να προχωρήσουμε αργά» της είπε. «Δε θα βιαστούμε σε τίποτα.» Τα λόγια του προκάλεσαν αναπάντεχα το γέλιο της. Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Πού είναι το αστείο;» «Θεωρείς ότι προχωράμε αργά;» Το σέξι χαμόγελό του έκανε τη θερμοκρασία στο κορμί της να αρχίσει να ανεβαίνει ξανά. «Υποθέτω ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε τις προσπάθειες μέχρι να το κάνουμε σωστά.» Πέρασε την παλάμη του πάνω από την καμπύλη του στήθους της. «Λένε ότι είναι ευχάριστο να κάνεις κάτι με την ησυχία σου.» «Στο κρεβάτι ή εκτός;» τον ρώτησε. Η απάντησή του ήταν ένα φιλί που σήμαινε πάθος και υπόσχεση μαζί. Η Στέφανι είχε ήδη αρχίσει να ελπίζει ότι το παρελθόν τους δεν αποτελούσε αρνητική πρόβλεψη για το μέλλον. Ίσως επειδή ήθελε να πιστέψει ότι πίσω από τις πράξεις τους κρύβονταν ειλικρινή αισθήματα του ενός για τον άλλο.
Κεφάλαιο 13 Ο Μάικ ξύπνησε με το πρώτο φως της ημέρας, ακούγοντας τη σταθερή ανάσα της Στέφανι, που κοιμόταν στο πλάι του. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Ήταν ξαπλωμένη στο πλευρό με το χέρι κάτω από το μάγουλό της. Το δέρμα της έδειχνε τόσο φωτεινό και καθαρό, σχεδόν διάφανο. Η κάθε στιγμή της προηγούμενης νύχτας είχε χαραχτεί στη μνήμη του, αρνούμενη να ξεθωριάσει ακόμη και κατά τη διάρκεια του ύπνου του. Και όμως, όλη η οδύνη που είχε νιώσει όταν ήταν στο μπαρ με τον Τοντ και την Κέι είχε δώσει τη θέση της στην ανακούφιση. Είχε κουραστεί να καταπολεμάει τα αισθήματα και τους φόβους του. Το μέλλον αποτελούσε ένα μυστήριο που δεν ήθελε να ξεδιαλύνει. Τα μάτια της άνοιξαν και τον κοίταξε. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Είσαι ακόμη εδώ.» «Ναι.» Άπλωσε το χέρι του και εκείνη ανταποκρίθηκε στο αγκάλιασμά του. Το κεφάλι της ακούμπησε στον ώμο του. Ήταν και οι δύο γυμνοί κάτω από το σεντόνι, με το δέρμα της, σαν ζεστό μετάξι, να χαϊδεύει το δικό του. «Θα μπορούσε να μου γίνει συνήθεια να ξυπνάω έτσι κάθε πρωί» της είπε. «Μμμ.» Φίλησε το λαιμό του. «Μην το συνηθίσεις και πολύ. Συμφωνήσαμε ότι θα προχωρήσουμε αργά, θυμάσαι;» «Που σημαίνει;» «Νομίζω ότι θα κρατήσω τη δική μου κρεβατοκάμαρα.» «Επομένως δε σκέφτεσαι πια να μετακομίσεις, έτσι;» Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τη χαρά του. «Όχι, αλλά θα παραμείνω στο δωμάτιό μου. Τουλάχιστον για την ώρα.» «Πρέπει να έχεις κάποιο μέρος για να βάζεις τα ρούχα σου, υποθέτω.» «Θα είναι καλύτερα και για τον Ράιαν όταν βρίσκεται εδώ.» «Ο Ράιαν.» Έκλεισε τα μάτια του και άφησε ένα βογκητό απελπισίας. «Τι θα κάνω με τον Ράιαν;» Η ανάμνηση του αγοριού να χαμογελάει στη φωτογραφία στο κινητό του Τοντ ήταν μια οδυνηρή πληγή που φοβόταν να αγγίξει. «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα με τον Ράιαν. Είσαι σπουδαίος πατέρας και το ξέρει. Άλλωστε, εκτός από εσένα θα περάσουν και άλλοι άντρες από τη ζωή του, τους οποίους θα θεωρεί πρότυπα.» «Ναι, έχεις δίκιο.» Ωστόσο η επίγνωση αυτή δεν έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Όλοι αυτοί οι ξένοι θα επηρέαζαν το γιο του με τρόπους που δεν μπορούσε να ελέγξει. «Φαντάζομαι ότι όλοι οι χωρισμένοι γονείς έχουν τέτοιες αγωνίες. Αναρωτιέσαι αν έχεις καταστρέψει τη ζωή του παιδιού σου επειδή δεν μπόρεσες να σώσεις το γάμο σου.» «Αν ήσουν ακόμη παντρεμένος, θα έβρισκες κάτι άλλο για το οποίο θα ένιωθες ένοχος» του είπε. «Μια φίλη μου μου είπε κάποτε ότι, από την πρώτη στιγμή που βλέπεις το μωρό στο μαιευτήριο, αισθάνεσαι ανησυχία και ενοχή επειδή το έφερες στον κόσμο.»
«Καταλαβαίνω τι εννοούσε. Όμως ο Ράιαν πέρασε πολλά μετά το διαζύγιο. Τις προάλλες μού είπε ότι έχει κουραστεί να αλλάζουν όλα συνέχεια. Θέλει να είμαστε μόνοι μας εγώ κι αυτός.» «Δηλαδή απαγορεύονται τα κορίτσια;» Η Στέφανι έδειχνε να διασκεδάζει με τα λεγόμενά του. «Κάτι τέτοιο.» Την τράβηξε πιο κοντά του. «Θέλω να βρίσκομαι μαζί σου, αλλά πρέπει να προσέχουμε όταν είναι μπροστά ο Ράιαν. Δε θέλω να τον αναστατώσω.» «Καταλαβαίνω. Θα του δώσουμε χρόνο για να με συνηθίσει, προτού του πούμε ότι είμαστε κάτι περισσότερο από συγκάτοικοι.» «Σ’ ευχαριστώ που δείχνεις τόση κατανόηση. Όταν χώρισαν οι γονείς σου, τι συνέβη στη σχέση σου με τη μητέρα σου;» «Η δική μου περίπτωση ήταν διαφορετική. Καταρχήν, ήμουν δεκάξι χρονών όταν μας άφησε και εξάλλου έφυγε από την πολιτεία. Είχα νέα της μόνο μερικές φορές το χρόνο και την έβλεπα ακόμη πιο σπάνια.» «Γιατί έφυγε;» Η Στέφανι παρέμεινε σιωπηλή για τόση ώρα, που ο Μάικ άρχισε να αναρωτιέται αν η ερώτησή του την είχε στενοχωρήσει. «Μήπως δεν έπρεπε να ρωτήσω;» «Όχι, δεν είναι αυτό.» Ακούμπησε το κεφάλι της πιο αναπαυτικά στον ώμο του. «Απλώς προσπαθώ να βάλω σε τάξη τις απαντήσεις που έχω συλλέξει με την πάροδο των χρόνων. Νομίζω ότι προσπαθούσε να ξεφύγει από τον εαυτό της και, επειδή υπήρξε σύζυγος και μητέρα για τόσο μεγάλο διάστημα, έπρεπε να ξεφύγει και από εμάς. Ένιωθε δυστυχισμένη γι’ αυτό που ήταν, κι έτσι σκέφτηκε ότι, αν άλλαζε τον εαυτό της και γινόταν κάποια άλλη, αυτό θα τη βοηθούσε στη ζωή της. «Πέτυχε;» «Δεν ξέρω. Είναι κάτι για το οποίο εξακολουθώ να αναρωτιέμαι.» «Δε χρειαζόταν να πληγώσει και σένα στη διαδικασία.» Οι γροθιές του σφίχτηκαν. Η ένταση του θυμού του ενάντια σε αυτή τη γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ του κατέπληξε και τον ίδιο. «Επιβίωσα. Ωστόσο πιστεύω πως σε αυτή μου την εμπειρία οφείλεται το γεγονός ότι με πειράζει τόσο πολύ όταν με εγκαταλείπουν κάποιοι άνθρωποι.» «Εννοείς οι παλιοί σου σύντροφοι;» Έγνεψε καταφατικά και κουλουριάστηκε πιο σφιχτά πάνω του. «Λοιπόν, τι θα πούμε στους άλλους;» «Στους άλλους;» «Εννοώ τη Νικόλ, την Ίλσα και τον Τζάστιν.» «Νομίζω ότι δε χρειάζεται να τους πούμε τίποτα» της απάντησε. «Αλλά ούτε θα προσπαθήσουμε να κρυφτούμε. Θα το καταλάβουν αργά ή γρήγορα.» «Η Νικόλ θα με ρωτήσει τι συμβαίνει.» «Τι θα της πεις;» «Θα της πω ότι έχεις αναστατώσει τη ζωή μου – με την καλή έννοια βέβαια.» Τον φίλησε στο μάγουλο. «Όχι όσο έχεις αναστατώσει εσύ τη δική μου. Έσκυψε και φίλησε τα χείλη της. Ήταν ζεστή και γλυκιά και τα μαλλιά της ευωδίαζαν. Και μόνο που βρισκόταν δίπλα της ένιωθε πιο χαρούμενος. Ένιωθε ζωντανός. Ίσως τελικά ανακάλυπτε την αγάπη.
Η Νικόλ δεν ήταν -παρά τις προσδοκίες της Στέφανι- ο πρώτος άνθρωπος που τη ρώτησε σχετικά με το νέο της ειδύλλιο με τον Μάικ. Τη Δευτέρα το πρωί, πριν προλάβει καλά καλά να καθίσει στη θέση της, ο Τζάστιν πλησίασε στο γραφείο της. «Τι τρέχει με σένα και τον Μάικ;» τη ρώτησε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι συμβαίνει κάτι;» «Νομίζεις πως κανείς δεν πρόσεξε ότι πέρασες τη νύχτα του Σαββάτου στο δωμάτιό του; Και από την έκφραση που είχατε και οι δυο σας όταν βγήκατε, δε νομίζω ότι συμπληρώνατε τη φορολογική σας δήλωση.» Η Στέφανι γέλασε. «Όχι, δε συμπληρώναμε τη φορολογική μας δήλωση.» «Τότε, τι συνέβη;» Προσπάθησε να πάρει ένα σοβαρό ύφος. «Δεν πρόκειται να σου το αποκαλύψω.» «Δε σε ρωτάω για τη σεξουαλική σου ζωή. Θέλω να ξέρω πώς ξεκίνησε η σχέση σας.» «Πιστεύεις ότι ο Μάικ δεν είναι ο τύπος μου;» Έκανε την ερώτηση με πειρακτικό τόνο, αλλά κράτησε την αναπνοή της, καθώς περίμενε την απάντησή του. «Απλώς είχα την εντύπωση ότι έψαχνες για κάτι πιο μακροπρόθεσμο.» «Και δε νομίζεις ότι ο Μάικ ενδιαφέρεται να είναι μαζί μου μακροπρόθεσμα;» Τα λόγια που ξεστόμισε την πόνεσαν. Ο Τζάστιν έκανε μια γκριμάτσα. «Μην το παίρνεις προσωπικά. Όμως, όσο καιρό τον ξέρω, ο Μάικ είναι αρνητικός όσον αφορά τις σχέσεις.» «Ναι, αλλά οι άνθρωποι αλλάζουν» είπε η Στέφανι. «Εσύ πάντα έλεγες ότι δεν ήσουν έτοιμος να νοικοκυρευτείς, ώσπου ξαφνικά αποφάσισες να παντρευτείς την Ίλσα.» «Έχεις δίκιο» παραδέχτηκε. «Αλλά δεν είχα μια πρώην σύζυγο και ένα παιδί. Οι τρίτοι άνθρωποι πάντα κάνουν τα πράγματα πιο περίπλοκα.» «Δε βιαζόμαστε να παντρευτούμε. Προχωρούμε αργά.» Κατάφερε να πει τα τελευταία λόγια χωρίς να κοκκινίσει. «Ωραία. Ειλικρινά ελπίζω να πάνε όλα καλά.» «Ποια να πάνε καλά;» Ο πατέρας της, με μια εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη του, έκανε την εμφάνισή του. «Η Στέφανι και ο Μάικ Μπρούμπεϊκερ… εμ… βγαίνουν μαζί» τον πληροφόρησε ο Τζάστιν. Αν τα βλέμματα μπορούσαν να σκοτώσουν, το δικό της θα είχε στείλει τον Τζάστιν στον άλλο κόσμο επιτόπου. Σήκωσε τα χέρια του σε μια χειρονομία που φαινόταν να σημαίνει: τι λάθος έκανα; «Ώστε ο Μάικ είναι ο άντρας που σε ενδιαφέρει.» Το πλατύ χαμόγελο του πατέρα της έδειχνε ανακούφιση καθώς και ικανοποίηση που είχε δίκιο. «Και δέχτηκε όταν του ζήτησες να βγείτε μαζί;» «Ναι» παραδέχτηκε απρόθυμα η Στέφανι. «Ωραία. Αλλά, αν σου προκαλεί προβλήματα, απλώς ενημέρωσέ με.» «Ευχαριστώ, μπαμπά.» Εκείνη βέβαια προτιμούσε να λύνει μόνη της τα προβλήματά της, αλλά του πατέρα της του άρεσε να πιστεύει ότι ακόμη χρειαζόταν τη φροντίδα του. «Τι κάνει η Γκρέις;» τον ρώτησε. Το πρόσωπο του πατέρα της φωτίστηκε. «Είναι μια χαρά. Προχτές μου μαγείρεψε παϊδάκια. Ήταν πολύ νόστιμα.»
«Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω χαρούμενο» του είπε με ειλικρίνεια και χαμογέλασε. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να χτυπάνε και τα δυο τηλέφωνα στο γραφείο της και έσπευσε να ξεκινήσει τη μέρα της στη δουλειά. «Εταιρεία Ψύξης, Θέρμανσης και Κλιματισμού Λάντλοου. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Το πρωινό της ήταν γεμάτο αλλά, ανάμεσα στα τηλεφωνήματα, το μυαλό της γύριζε συνέχεια πίσω στο Σαββατοκύριακο. Εκείνη και ο Μάικ είχαν εκπληκτική ερωτική χημεία αλλά και η επικοινωνία τους ήταν εξίσου καλή. Δεν είχε μιλήσει με τον ίδιο τρόπο σε κανέναν άλλον άντρα στο παρελθόν. Ίσως αυτό να ήταν το πραγματικό τεστ της αγάπης: να προσπαθήσεις να καταλάβεις αν έχεις βρει κάποιον με τον οποίο να μπορείς να μοιράζεσαι τα πιο εσώψυχα συναισθήματα και τους φόβους σου χωρίς να ανησυχείς μήπως προδίδεις πάρα πολλά από τον εαυτό σου. Για παράδειγμα, δεν είχε κουβεντιάσει για τη μητέρα της με κανέναν από τους προηγούμενους άντρες με τους οποίους είχε δεσμό. Μολονότι η Τζόι Λάντλοου δεν αποτελούσε μέρος της ζωής της εδώ και δέκα χρόνια, οι αναμνήσεις καλών και κακών στιγμών που σχετίζονταν με αυτήν έκαναν τη Στέφανι να αισθάνεται άλλες φορές πικρία και άλλες χαρά. Η αναχώρησή της είχε αφήσει ένα μεγάλο κενό στη ζωή της Στέφανι, αλλά δεν ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που κατηγορούν τους γονείς τους για οτιδήποτε τους πηγαίνει στραβά. Πίστευε ότι, όποια λάθη και να έκαναν οι μητέρες και οι πατέρες, τα ενήλικα πλέον τέκνα έπρεπε να βρουν τρόπους να επιβιώσουν. Όταν σίγησαν τα τηλέφωνα, έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και βρήκε τον αριθμό της μητέρας της. Μετά από τρία χτυπήματα, απάντησε μια βραχνή γυναικεία φωνή: «Λέγεται.» Οι ηλεκτρονικοί ήχοι από τα μηχανήματα του καζίνο, ανακατεμένοι με πλήθος διαφορετικών φωνών, γέμισαν τα αυτιά της Στέφανι. «Μαμά; Εγώ είμαι. Σε πέτυχα στη δουλειά;» «Ναι, δουλεύω στη μεσημεριανή βάρδια αυτή την εβδομάδα.» Η Τζόι γέλασε. «Όχι ότι έχει καμιά σημασία αυτό στο Λας Βέγκας. Το πάρτι συνεχίζεται είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα εδώ. Πώς πάει, γλυκιά μου;» «Καλά, μαμά.» «Λοιπόν, ποιο είναι το σπουδαίο νέο; Αρραβωνιάστηκες; Είσαι έγκυος;» Η Στέφανι συνοφρυώθηκε. Προφανώς αυτές ήταν οι περιπτώσεις που δικαιολογούσαν ένα απροσδόκητο τηλεφώνημα. «Τίποτα από τα δύο. Έχω επιστρέψει στις σπουδές μου, θυμάσαι;» «Ναι, σωστά. Πώς πάνε οι σπουδές, λοιπόν;» «Καλά. Είναι πιο δύσκολα απ’ ό,τι περίμενα, αλλά τα καταφέρνω.» Τουλάχιστον έτσι συνέβαινε μέχρι που είχε παρατήσει το διάβασμα για να περάσει την ημέρα της στο κρεβάτι με τον Μάικ. «Απλώς ήθελα να σου τηλεφωνήσω για να μιλήσουμε. Τι κάνεις;» «Είμαι μια χαρά. Απασχολημένη, όπως συνήθως.» «Αυτό είναι καλό. Είσαι ευτυχισμένη;» Για αρκετά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν παρά η φασαρία του καζίνο. Μήπως της είχε πέσει το τηλέφωνο από το χέρι; «Ευτυχισμένη;» είπε τελικά. «Κανείς δεν είναι συνεχώς ευτυχισμένος και όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο είναι ψεύτης.» «Ναι, αλλά ελπίζω να μην είσαι δυστυχισμένη.» «Γι’ αυτό τηλεφώνησες; Για να με ρωτήσεις αν είμαι ευτυχισμένη; Μήπως κάπνισες τίποτα
παράξενο;» «Όχι, απλώς ήθελα να μάθω πώς τα πας.» «Δεν τα πάω και άσχημα. Και αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει κανείς. Όμως, άκουσε, γλυκιά μου. Πρέπει να κλείσω τώρα. Έχω να εξυπηρετήσω μια μεγάλη παρέα που δίνουν καλά φιλοδωρήματα.» «Ναι, βέβαια. Χάρηκα που σε άκουσα.» «Κι εγώ χάρηκα που τα είπαμε λίγο, μωρό μου. Πρέπει να κάνεις ένα ταξιδάκι μέχρι εδώ για να με δεις κάποια στιγμή.» «Θα μπορούσες να έρθεις κι εσύ εδώ.» Αλλά η Τζόι είχε ήδη διακόψει τη συνομιλία. Η Στέφανι έκλεισε το τηλέφωνο. «Όλα καλά;» ρώτησε ο Τζάστιν. «Τι πράγμα; Ω, ναι, φυσικά.» «Απλώς έχεις μια παράξενη έκφραση. Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;» «Η μητέρα μου.» «Αλήθεια; Δε μιλάς σχεδόν ποτέ γι’ αυτήν.» «Ναι, επειδή δεν έχω πολλά να πω.» «Δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς μπορεί να είναι η μητέρα σου» είπε ο Τζάστιν. «Μοιάζεις τόσο πολύ με τον μπαμπά σου.» «Έτσι νομίζεις;» Εκείνος γέλασε. «Φυσικά. Το ρωτάς;» «Μα ο μπαμπάς είναι πάντα τόσο… τόσο σίγουρος για τον εαυτό του.» Ο πατέρας της είχε άποψη σχετικά με όλα και δε δίσταζε να την εκφράσει. «Τότε, γιατί καθυστέρησε τόσο μέχρι να ζητήσει από την Γκρέις να βγουν;» Επειδή η μητέρα μου του ράγισε την καρδιά φεύγοντας. Και, ακριβώς όπως και η Στέφανι, απέφευγε να εκτίθεται για να μην τον πληγώνουν οι άλλοι. «Έχω προσέξει τον τρόπο που συνοφρυώνεσαι όταν είσαι σκεφτική» συνέχισε ο Τζάστιν. «Είναι παρόμοιος με του μπαμπά σου. Επίσης το γέλιο σας είναι ίδιο. Μοιάζετε πάρα πολύ. Μόνο που εσύ είσαι πολύ πιο όμορφη.» «Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση.» Οπωσδήποτε, όμως, η εμφάνιση δεν μπορεί να ήταν το μόνο που είχε πάρει από τη μητέρα της. Ήλπιζε ότι η Τζόι δεν της είχε μεταδώσει την αστάθεια και τον εγωισμό του χαρακτήρα της. Μόνο ένα απίστευτα εγωκεντρικό πρόσωπο θα είχε γυρίσει την πλάτη του στην ίδια την οικογένειά του. Ομολογουμένως η αγάπη τρόμαζε τη Στέφανι, επειδή είχε τη δύναμη να πληγώνει. Όμως, από τη στιγμή που αποφάσιζε να δεσμευτεί, ήταν αποφασισμένη να μην κάνει πίσω. Αν δεν έμπαινες σε μια σχέση με την προσδοκία ότι θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα, γιατί να την αρχίσεις; Αλλά ήταν έτοιμη να μείνει για πάντα με τον Μάικ; Η ζωή μαζί του σήμαινε ότι θα παρέμενε σε αυτή την πόλη και δε θα δοκίμαζε τις δυνάμεις της κάπου αλλού. Θα γινόταν άραγε σαν τη μητέρα της; Θα ξυπνούσε ένα πρωί μετά από δέκα χρόνια νιώθοντας ότι είχε παγιδευτεί σε μια ζωή που δεν της επέτρεπε να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της; Η σκέψη την τρομοκρατούσε, αλλά μαζί με αυτήν
ήρθε και μια άλλη: ότι, αν έφευγε για να κυνηγήσει κάποιο απροσδιόριστο όνειρο, μπορεί να έχανε το μοναδικό άντρα που είχε αγαπήσει ποτέ. «Μπαμπά;» Η φωνή του Ράιαν στο τηλέφωνο ήταν τόσο παράξενη, που ο Μάικ δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει. «Ράιαν; Συμβαίνει τίποτα;» «Μπορώ να μείνω μαζί σου από την Τετάρτη αντί για την Παρασκευή;» «Φυσικά. Ξέρεις ότι δε χρειάζεται καν να ρωτάς. Τι τρέχει;» «Απλώς συμβαίνουν διάφορα εδώ και θα προτιμούσα να είμαι μαζί σου.» Ακουγόταν αναστατωμένος. Δεν έκλαιγε, αλλά φαινόταν έτοιμος να το κάνει. «Τι συνέβη;» «Ξέρεις… η μαμά και ο Τοντ τσακώθηκαν κι εκείνος έφυγε από το σπίτι.» Ο Τοντ είχε φύγει; «Δώσε μου τη μητέρα σου να της μιλήσω.» «Εντάξει.» Μετά από λίγο η Κέι ήρθε στο τηλέφωνο. «Ναι;» «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Ο Ράιαν μου είπε ότι ο Τοντ μετακόμισε.» «Η υπόθεση δε σε αφορά.» «Με αφορά, αν αναστατώνει το γιο μου.» «Ο Ράιαν θα είναι μια χαρά. Στο κάτω κάτω, ο Τοντ κι εγώ δεν ήμασταν παντρεμένοι.» Η αδιαφορία στον τόνο της φωνής της ενόχλησε τον Μάικ. «Ο Τοντ και ο Ράιαν είχαν μια καλή σχέση» της είπε. «Ή τουλάχιστον περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί, απ’ ό,τι έχω καταλάβει.» «Ναι, όταν δεν ήταν με την άλλη του φιλενάδα.» Α, μάλιστα. Αυτό ήταν λοιπόν. «Μπορείς να πανηγυρίσεις» είπε η Κέι μετά από λίγα δευτερόλεπτα. «Δε θα σε κατηγορήσω.» «Δε θα πανηγυρίσω. Τι νόημα έχει; Αλλά ίσως θα έπρεπε να το σκεφτείς καλύτερα, πριν κάνεις τον Τοντ μέρος της ζωής του Ράιαν.» «Κανείς δεν περιμένει από το πρόσωπο που αγαπάει να φύγει από τη ζωή του.» «Κανείς δεν το περιμένει, αλλά συμβαίνει συχνά. Τα παιδιά χρειάζονται σταθερότητα. Δεν μπορείς να αφήνεις διάφορους άντρες να μπαινοβγαίνουν στη ζωή του Ράιαν ανεξέλεγκτα. Πρέπει να σίγουρη ότι η σχέση θα κρατήσει, πριν παρουσιάσεις το σύντροφό σου.» «Μη μου λες πώς να ζήσω τη ζωή μου.» «Δε με ενδιαφέρει πώς ζεις τη ζωή σου. Όμως νοιάζομαι για το γιο μου.» «Τότε… τότε, κράτησέ τον εκεί λίγες ημέρες παραπάνω μέχρι… να συνέλθω. Αυτό που συνέβη ήταν πολύ άσχημο για εμένα.» Ο τρόπος που η φωνή της έσπασε ξύπνησε μέσα του κάποια από καιρό ξεχασμένη τρυφερότητα για εκείνη. «Με συγχωρείς που ήμουν τόσο σκληρός» της είπε. «Θα το ξεπεράσεις. Κι εγώ θα κρατήσω τον Ράιαν όσο καιρό θέλεις.» «Ευχαριστώ.» Ρούφηξε τη μύτη της. «Πάντα ήσουν καλός άνθρωπος. Καλύτερος απ’ ό,τι άξιζα. Τουλάχιστον στο τέλος.» «Ειλικρινά λυπάμαι που έφυγε ο Τοντ.» Έστω κι αν τον είχε πληγώσει η Κέι, δεν της άξιζε να
δοκιμάσει τέτοιο πόνο. «Αυτό σημαίνει πολλά για μένα.» Μια αμήχανη σιωπή ανάμεσά τους τράβηξε σε μάκρος. Ο Μάικ δεν ήξερε τι άλλο να πει. «Άρα θα πάρω τον Ράιαν από το σχολείο την Τετάρτη, έτσι;» «Εντάξει. Θα βεβαιωθώ ότι έχει το σακβουαγιάζ μαζί του.» Αποχαιρετίστηκαν και ο Μάικ έκλεισε το τηλέφωνο. Κάθισε αναπαυτικά και έγειρε προς τα πίσω προσπαθώντας να χωνέψει τα νέα. Ο Ράιαν ακουγόταν πραγματικά αναστατωμένος. Ίσως να μην έπρεπε να αποπάρει την Κέι, αλλά κι εκείνη όφειλε να έχει σκεφτεί εκ των προτέρων πώς η σχέση της με τον Τοντ θα επηρέαζε το γιο τους. Τουλάχιστον η Στέφανι είχε τη σύνεση να προτείνει να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ μπροστά στο παιδί. Αλλά πόσο καιρό θα διαρκούσε αυτό; Ο Ράιαν είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήταν έτοιμος να δει τον μπαμπά του σε μια σταθερή σχέση. Αν ο Μάικ και η Στέφανι δεν κρατούσαν κρυφά τα αισθήματά τους, πόσο χειρότερη θα ήταν η κατάσταση για τον Ράιαν, τώρα που είχε φύγει ο Τοντ; Ποιος ξέρει τι είδους ψυχολογικά προβλήματα μπορούσε να του δημιουργήσει αυτή η κατάσταση στο μέλλον. Όταν ο Μάικ επέτρεψε στο σπίτι, αφού είχε πάρει τον Ράιαν από το σχολείο, η Στέφανι περίμενε στην κουζίνα. Την πλησίασε αρχικά με την πρόθεση να τη χαιρετήσει με ένα φιλί, αλλά μετά σταμάτησε, γνωρίζοντας ότι ο Ράιαν τον παρακολουθούσε. Δεν ήταν η κατάλληλη ώρα να προσθέσει άλλη μια έννοια στο μυαλό του παιδιού. Από την πλευρά της, η Στέφανι δε φάνηκε να προσέχει κάτι ιδιαίτερο. «Γεια σου, Ράιαν» τον χαιρέτησε. «Πώς πάει;» «Καλά.» Το παιδί τράβηξε μια καρέκλα και βυθίστηκε εκεί. «Ετοιμαζόμουν να φτιάξω ποπκόρν» είπε η Στέφανι. «Θέλεις λίγο;» «Ναι, γιατί όχι;» «Τι γεύση προτιμάς;» «Δεν ήξερα ότι γίνονται και με γεύσεις. Πώς το κάνεις αυτό;» «Απλώς φτιάχνεις το ποπκόρν κανονικά και μετά προσθέτεις διάφορες σος. Έλα να σου δείξω.» Για την επόμενη μισή ώρα, ο Μάικ διασκέδασε παρακολουθώντας τον Ράιαν και τη Στέφανι να φτιάχνουν ποπκόρν και διάφορες σος δικής τους επινόησης. Η θλίψη εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του αγοριού και φαινόταν ότι περνούσε θαυμάσια. Όταν τέλειωσαν, ο Μάικ έστειλε τον Ράιαν στο δωμάτιό του για να πλύνει τα χέρια του. Η Στέφανι έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά ο Μάικ την τράβηξε παράμερα. «Είσαι ακριβώς ό,τι του χρειαζόταν αυτό το απόγευμα» της είπε. «Αυτό που χρειαζόμασταν και οι δύο.» «Είναι ευχάριστο παιδί.» Τον τσίμπησε χαδιάρικα στα πλευρά. «Το ίδιο κι εσύ.» Ήρθε πιο κοντά της, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού του προς την πόρτα για να βεβαιωθεί ότι ο Ράιαν δεν τους άκουγε. «Είναι στενοχωρημένος επειδή η μητέρα του και ο Τοντ έχουν πιθανόν χωρίσει» της είπε με σιγανή φωνή. «Γι’ αυτό δε θέλω να τον μπερδέψω περισσότερο προσπαθώντας να του εξηγήσω τι συμβαίνει ανάμεσα σε εμάς τους δύο.» «Καταλαβαίνω. Μην ανησυχείς γι’ αυτό.» Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά του για να τακτοποιήσει τα καρυκεύματα που ήταν απλωμένα πάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Να σου πω την
αλήθεια, νομίζω ότι θα ήταν καλή ιδέα να μη βλεπόμαστε πολύ συχνά για λίγο.» Αυτό που άκουσε τον στενοχώρησε. «Έτσι πιστεύεις;» «Ναι. Ξέρεις, απέτυχα σε ένα τεστ στο μάθημα Οικονομικών τη Δευτέρα. Έπρεπε να είχα διαβάσει την Κυριακή και δεν το έκανα.» Επειδή είχε μείνει όλη την ημέρα στο κρεβάτι μαζί του. Να πάρει! «Μπορείς όμως να περάσεις το μάθημα, αν γράψεις καλά στις τελικές εξετάσεις. Αυτό ήταν μόνο ένα τεστ, έτσι;» Κοιτάχτηκαν και στο βλέμμα της υπήρχε θλίψη και ανησυχία. «Δε νομίζω ότι μπορώ να διαχειριστώ σχέση, δουλειά και σπουδές ταυτόχρονα. Υπερβαίνει τις δυνάμεις μου.» Αν είχε το χρόνο, ήταν βέβαιος ότι θα έβρισκε αρκετούς τρόπους για να την καθησυχάσει, αλλά με τον Ράιαν να βρίσκεται τόσο κοντά, ο Μάικ δεν μπορούσε να επικεντρωθεί στη Στέφανι αυτή τη στιγμή. Αρκέστηκε να τρίψει απαλά την πλάτη της, προσπαθώντας να την κάνει να χαλαρώσει. «Όλα θα πάνε καλά» της είπε. «Θα βρούμε μια λύση.» «Αυτό το Σαββατοκύριακο πρέπει πραγματικά να διαβάσω» είπε. «Έχω να τελειώσω μια εργασία.» «Κι εγώ θα πάω τον Ράιαν για κάμπινγκ. Εκεί θα ξεχάσει για λίγο αυτά που τον απασχολούν.» Φάνηκε ανακουφισμένη. «Θα του αρέσει αυτό. Κι εγώ θα μελετήσω σκληρά και την Παρασκευή το βράδυ θα φάμε μαζί με τον μπαμπά και την Γκρέις.» «Είναι κάποια ιδιαίτερη περίσταση;» «Πιθανόν. Όταν ο μπαμπάς μου με κάλεσε, έμοιαζε λίγο σαν μικρό παιδί που έχει ένα μυστικό το οποίο ανυπομονεί να αποκαλύψει.» «Επομένως σκέφτεσαι ότι μπορεί να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους;» «Το ελπίζω.» «Κι εσύ δεν έχεις πρόβλημα με αυτό;» «Είμαι ενθουσιασμένη, και όχι μόνο επειδή ο μπαμπάς είναι τόσο ευτυχισμένος. Ύστερα από όλα όσα πέρασε με τη μαμά, είναι έτοιμος να προσπαθήσει ξανά να φτιάξει τη ζωή του. Αυτό μου δίνει ελπίδες, ξέρεις.» «Καταλαβαίνω.» Εκείνος όμως δεν αισθανόταν τόσο αισιόδοξος εκείνη τη στιγμή. Ο Ράιαν θα προτιμούσε να εγκαταλείψει ο Μάικ την ιδέα να δημιουργήσει οποιουδήποτε είδους στενή σχέση με τη Στέφανι, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με μια τέτοια κατάσταση. Τα αισθήματά του για εκείνη ήταν πολύ βαθιά. Αλλά πώς θα κατάφερνε να παραμείνει μαζί της και να είναι εντάξει απέναντι στο γιο του; Θα έπρεπε να υπάρχει μια λύση που να τους ικανοποιεί όλους.
Κεφάλαιο 14 Ακόμη και αν η Στέφανι δεν ήξερε ότι ο πατέρας της έβγαινε με την Γκρέις, θα είχε καταλάβει ότι υπήρχε κάποια γυναίκα στη ζωή του από τις μικροαλλαγές στο σπίτι του. Τα στόρια, που συνήθως έμεναν κλειστά, κάνοντας το καθιστικό να μοιάζει με σκοτεινή σπηλιά, ήταν ανεβασμένα και το πάτωμα έδειχνε πεντακάθαρο. Ένα μεγάλο φυτό δέσποζε σε μια γλάστρα μπροστά από το κεντρικό παράθυρο και υπήρχαν καινούργιες πετσέτες στο μπάνιο του ξενώνα. «Το σπίτι φαίνεται πολύ ωραίο» είπε, καθώς ο πατέρας της την οδηγούσε στην τραπεζαρία. «Δε γινόταν να προσκαλέσω μια γυναίκα σε ένα στάβλο» της είπε κάπως ενοχλημένος. Η Στέφανι θα μπορούσε να του επισημάνει ότι κι εκείνη ήταν γυναίκα, αλλά δεν τον πείραζε που παλιότερα το σπίτι ήταν μέσα στην ακαταστασία. Όμως ο πατέρας της δεν είχε ανάγκη να την εντυπωσιάσει. Άρωμα από δεντρολίβανο και θυμάρι ερχόταν από την κουζίνα και η Γκρέις, φορώντας μια παλιά ποδιά, εμφανίστηκε στην πόρτα. «Γεια σου, Στέφανι» τη χαιρέτησε. «Τζακ, μπορείς να κόψεις μερικές φέτες ψωμί; Το δείπνο είναι σχεδόν έτοιμο.» «Μπορώ να κάνω τίποτα για να βοηθήσω;» ρώτησε η Στέφανι. «Δε χρειάζεται, αγαπητή μου» απάντησε η Γκρέις. «Ο πατέρας σου κι εγώ έχουμε τα πάντα υπό έλεγχο.» Κι έτσι, η κοπέλα περιορίστηκε να παρακολουθεί τον πατέρα της και την Γκρέις να δουλεύουν μαζί για να ετοιμάσουν το τραπέζι. Έδειχναν πολύ ταιριαστό ζευγάρι και οι τρυφερές ματιές που αντάλλασσαν συχνά τη χαροποίησαν ιδιαίτερα. Επίσης, δεν μπορούσε να μην προσέξει το διαμαντένιο μονόπετρο στο αριστερό χέρι της Γκρέις. Αργότερα, όταν ο πατέρας της ύψωσε το ποτήρι του στο τραπέζι και είπε ότι ήθελε να κάνει μια ανακοίνωση, η Στέφανι δεν ξαφνιάστηκε. «Συγχαρητήρια» είπε κατόπιν. «Χαίρομαι πολύ και για τους δυο σας.» «Σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ» είπε η Γκρέις. «Δε νομίζω ότι ο Τζακ θα μάζευε ποτέ το κουράγιο να μου ζητήσει να βγούμε, αν δεν τον είχες πείσει.» «Μου αρέσει να πιστεύω ότι τελικά θα το έκανα από μόνος μου» είπε ο πατέρας της. «Όμως έχεις δίκιο. Πρέπει να ευχαριστήσουμε τη Στέφανι που δεν καθυστέρησα περισσότερο.» Ήπιε λίγο κρασί από το ποτήρι του, πριν κοιτάξει την κόρη του με νόημα. «Και ίσως δεν αργήσουν και τα δικά σου καλά νέα. Πώς είναι ο Μάικ;» «Ο Μάικ είναι μια χαρά» απάντησε εκείνη. «Αλλά δεν προβλέπω καμιά ανακοίνωση σύντομα. Κανείς από τους δυο μας δε θέλει να βιαστεί. Εκείνος είναι απασχολημένος με το γιο του κι εγώ πρέπει να ολοκληρώσω τις σπουδές μου.» «Σε ανησυχούν υπερβολικά οι σπουδές σου» σχολίασε ο πατέρας της. «Πάντα ήσουν έξυπνο κορίτσι και παίρνεις καλούς βαθμούς, έτσι δεν είναι;» «Παίρνω καλούς βαθμούς όταν διαβάζω» του απάντησε. «Με τη δουλειά και τις υπόλοιπες ασχολίες, όμως, δεν είναι πάντα εύκολο να βρεις το χρόνο. Αν προσθέσεις και μια σχέση στη ζωή σου, καταλήγεις να μην προλαβαίνεις.»
«Δε χρειάζεται να γίνεις ερημίτης για να τελειώσεις ένα μεταπτυχιακό» είπε ο πατέρας της. «Άλλωστε ζείτε στο ίδιο σπίτι κι έτσι μπορείτε να βλέπεστε πιο εύκολα. Έπρεπε να τον φέρεις μαζί σου εδώ απόψε.» «Έχει πάει για κάμπινγκ στο βουνό με το γιο του.» Απευθύνθηκε στην Γκρέις, αποφασισμένη να στρέψει τη συζήτηση σε κάποιο πιο ασφαλές θέμα. «Είσαι σίγουρη ότι θα καταφέρεις να αντέξεις αυτό τον άντρα;» τη ρώτησε. «Περνάμε πολύ ωραία μαζί» είπε η Γκρέις. «Παρακολουθούμε διάφορους αγώνες, πηγαίνουμε για πεζοπορία και σκεφτόμαστε να γραφτούμε και σε μαθήματα μαγειρικής.» «Με έπεισε να δω και θέατρο» συμπλήρωσε ο πατέρας της. «Τελικά μου άρεσε.» Στράφηκε στη Στέφανι. «Είναι πολύ καλή μαζί μου.» «Το βλέπω.» Ο πατέρας της φαινόταν δέκα χρόνια νεότερος. Η ένταση είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό του και η στάση του σώματός του ήταν πιο ευθυτενής. Η αγάπη ήταν ένα αποτελεσματικό φάρμακο. Ίσως το καλύτερο. Ύστερα από το γλυκό και τον καφέ, η Γκρέις τούς είπε ότι ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι της. Ο Τζακ τη συνόδευσε μέχρι το αμάξι της και η Στέφανι αντιστάθηκε στον πειρασμό να κρυφοκοιτάξει από το παράθυρο την ώρα που αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλο. Δεν ήταν έτοιμη να δει τον πατέρα της να ερωτοτροπεί. «Χαίρομαι πολύ για εσένα» του είπε όταν ξαναμπήκε στο σπίτι. «Η Γκρέις είναι μια υπέροχη γυναίκα.» «Ίσως νομίζεις ότι βιαζόμαστε κάπως για γάμο» παρατήρησε εκείνος. «Το ξέρω ότι δεν είμαστε πολύ καιρό μαζί, αλλά νιώθω ότι θα ήταν ανοησία μου να αφήσω περισσότερο χρόνο να πάει χαμένος.» Μετά από δέκα χρόνια μοναξιάς, η Στέφανι δεν το θεωρούσε αυτό βιαστικό. «Η Γκρέις κι εσύ φαίνεστε να ταιριάζετε.» «Έτσι νομίζω κι εγώ. Θέλεις λίγο καφέ ακόμη;» Πέρασε από δίπλα της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. «Ναι, θα το ήθελα.» Μετά από λίγο, ο Τζακ επέτρεψε με δυο φλιτζάνια γεμάτα φρέσκο καφέ. «Βέβαια, και τότε που ήμουν με τη μητέρα σου, νόμιζα ότι τα πράγματα ήταν μια χαρά.» «Δε νομίζω ότι η Γκρέις είναι σαν τη μαμά» είπε η Στέφανι. «Φαίνεται πολύ σταθερή.» «Είναι σταθερή.» «Μίλησα με τη μαμά τις προάλλες.» «Αλήθεια;» Της έδωσε τον καφέ. «Με κρέμα και ζάχαρη, όπως σου αρέσει. Σου τηλεφώνησε εκείνη;» «Όχι, εγώ της τηλεφώνησα. Ήθελε να μάθει αν έχω αρραβωνιαστεί ή είμαι έγκυος. Υποθέτω πως σκέφτηκε ότι αυτοί είναι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους θα επικοινωνούσα μαζί της.» «Γιατί της τηλεφώνησες;» «Τη σκεφτόμουν και ήθελα να δω τι κάνει.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Κάθε φορά που της μιλάω ελπίζω ότι θα δημιουργήσω μια πιο ουσιαστική σχέση μαζί της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.» «Η Τζόι δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ώριμος άνθρωπος» είπε ο πατέρας της. «Υποθέτω ότι ούτε εγώ
ήμουν, τουλάχιστον σε νεότερη ηλικία. Ίσως γι’ αυτό ο γάμος πήγαινε καλά τα πρώτα είκοσι χρόνια.» Όσο και αν την είχαν πληγώσει τα ναυάγια των δικών της σχέσεων, η Στέφανι δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πόσο οδυνηρό θα ήταν να χάνεις κάποιον μετά από είκοσι χρόνια. Και όμως, ο πατέρας της το ξεπέρασε και συνέχισε τη ζωή του. «Χαίρομαι που βρήκες την Γκρέις.» Αν εκείνος είχε αφήσει την αγάπη να ξαναμπεί στη ζωή του ύστερα από τόσο καιρό, γιατί να μην μπορούσε και η Στέφανι να κάνει τη σχέση της με τον Μάικ να λειτουργήσει; Ο Τζάστιν είχε πει ότι έμοιαζε πολύ με τον μπαμπά της. Ίσως να μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμά του και να δώσει άλλη μια ευκαιρία στην αγάπη. Ο ήχος του κινητού της διέκοψε τις σκέψεις της. Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσάντα της και η καρδιά της κλότσησε στο στήθος της μόλις αναγνώρισε τον αριθμό του Μάικ. Μήπως του είχε λείψει εκεί πάνω στο βουνό και ήθελε να ακούσει τη φωνή της; «Ορίστε;» είπε με την πιο σέξι τηλεφωνική φωνή της. «Λυπάμαι που σε ενοχλώ, Στέφανι, αλλά χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου» της είπε. «Το φορτηγό μου χάλασε έξω από το Φέαρ Πλέι και θέλουμε κάποιον να μας πάει μέχρι την πόλη.» Δεν ήταν ακριβώς η ρομαντική συνομιλία που προσδοκούσε. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο πατέρας της, που προφανώς διάβασε την απογοήτευση στην έκφρασή της. «Χάλασε το φορτηγό του Μάικ και χρειάζεται κάποιον να τον μεταφέρει.» Ξαναέβαλε το τηλέφωνο στο αυτί της. «Πες μου πού ακριβώς βρίσκεσαι και θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ» του είπε. «Πώς είναι ο Ράιαν;» «Καλά είναι. Έχεις χαρτί; Θα σου πω πώς να έρθεις.» Ο πατέρας της της έδωσε ένα μπλοκ, όπου σημείωσε τις οδηγίες του Μάικ, και μετά έκλεισε το τηλέφωνο. «Θα έρθω μαζί σου» της είπε ο Τζακ. «Θα πάρουμε το φορτηγό μου.» «Δεν είναι ανάγκη, μπαμπά. Εγώ…» «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να προσπαθείς να βρεις το δρόμο μόνη σου σε εκείνα τα βουνά μέσα στη νύχτα. Εξάλλου ίσως εγώ μπορέσω να διορθώσω τη βλάβη στο δικό του φορτηγό.» «Εντάξει. Ευχαριστώ.» Τουλάχιστον η παρουσία του πατέρα της θα αποσπούσε την προσοχή της κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Έτσι δε θα την απασχολούσε η σημασία του τηλεφωνήματος του Μάικ. Ίσως το γεγονός ότι είχε αποταθεί σε εκείνη υποδήλωνε κάτι. Σε τέτοιες περιπτώσεις ζητάς βοήθεια από το πρόσωπο που αγαπάς. Το πρόσωπο που ξέρεις ότι δε θα σου πει όχι. Όταν ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τα βουνά, το κρύο άρχισε να γίνεται πιο αισθητό. Ο Μάικ και ο Ράιαν φόρεσαν τα μπουφάν τους και κάθισαν στην καμπίνα του φορτηγού τρώγοντας σάντουιτς με γαλοπούλα όσο περίμεναν τους διασώστες τους. Ο εκπρόσωπος της οδικής βοήθειας με τον οποίο επικοινώνησε ο Μάικ τον είχε ενημερώσει ότι δεν μπορούσε να στείλει κάποιο όχημα για να ρυμουλκήσει το δικό του ως το επόμενο πρωί. Αν ήταν μόνος του, ο Μάικ θα είχε απλώσει τον υπνόσακό του στο ράντζο που υπήρχε στο φορτηγό και θα είχε περάσει εκεί τη νύχτα. Όμως στον Ράιαν δεν άρεσε και πολύ η ιδέα. «Πώς τα πας, γιε μου;» ρώτησε το παιδί, που αγνάντευε το φεγγαρόλουστο τοπίο των απότομων βράχων μπροστά τους.
«Καλά.» «Θέλεις να μιλήσεις για κάτι; Ίσως για τη μαμά και τον Τοντ;» Ο Μάικ είχε σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το αν θα κατάφερνε να τον διαφωτίσει σε αυτό το ζήτημα, αλλά ήταν διατεθειμένος να τον ακούσει. «Όχι, δε θέλω» ήρθε η απάντηση. «Κανένα πρόβλημα» είπε ανακουφισμένος ο Μάικ. Η ανάλυση συναισθηματικών θεμάτων δεν ήταν το φόρτε του. Ο Ράιαν βολεύτηκε πιο βαθιά στο κάθισμα και έβαλε τα πόδια του κάτω από το παρμπρίζ. «Χωρίσατε με τη μαμά εξαιτίας του Τοντ;» Και πάνω που νόμιζε ότι θα περνούσε η νύχτα χωρίς άβολες συζητήσεις. «Γιατί το λες αυτό;» «Δεν είμαι μωρό, μπαμπά. Βλέπω τηλεόραση.» Προφανώς περισσότερο από όσο πρέπει. «Η μαμά σου κι εγώ χωρίσαμε για πολλούς λόγους» είπε ο Μάικ. Τώρα το συνειδητοποιούσε. Ο Τοντ ήταν απλώς η ευκαιρία που παρουσιάστηκε όταν η Κέι αναζητούσε μια πρόφαση. Ακόμη και το σπίτι -η ονειρεμένη κατοικία όπου ο Μάικ πίστευε ότι θα έμεναν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους- αποτελούσε μια προσπάθεια να συντηρήσει ένα γάμο που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. «Νομίζεις ότι, τώρα που έφυγε ο Τοντ, εσύ και η μαμά θα ξανασμίξετε;» Η ερώτηση ήρθε σαν σοκ. Ποτέ ως τώρα δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ο Ράιαν μπορεί να έκανε τέτοιες σκέψεις. «Θέλεις να συμβεί αυτό;» «Είστε οι γονείς μου. Θα ήταν ωραία να ζούσα και με τους δυο σας αντί να πηγαινοέρχομαι από τον ένα στον άλλο.» «Πολλά παιδιά έχουν δύο οικογένειες» του είπε ο Μάικ, χρησιμοποιώντας μια φράση από ένα βιβλίο που είχαν αγοράσει στον Ράιαν σε μια προσπάθεια να του εξηγήσουν το διαζύγιό τους. «Ναι, καταλαβαίνω. Ό,τι και να κάνετε, εγώ θα το αποδεχτώ.» Όμως ένας τόνος θλίψης ήταν εμφανής στη φωνή του παιδιού. «Σκέφτεσαι την πιθανότητα να ξανασμίξουμε με τη μαμά σου εδώ και καιρό;» τον ρώτησε ο Μάικ. «Ή μήπως σου πέρασε από το μυαλό τώρα που έφυγε ο Τοντ;» Το αγόρι κοίταξε πάλι το τοπίο μπροστά του. «Ρώτησα τη μαμά αν πιστεύει ότι υπάρχει περίπτωση να ξαναπαντρευτείτε και μου είπε ότι τίποτα δεν αποκλείεται.» Νόμιζε ότι άκουγε την Κέι να καθησυχάζει το παιδί με αυτά τα λόγια, χωρίς να έχει κάνει την παραμικρή σκέψη πριν τα ξεστομίσει. Δεν καταλάβαινε πως ο Ράιαν τα έπαιρνε τοις μετρητοίς. Αλλά πώς μπορούσε ο Μάικ να του πει ότι δεν αγαπούσε πια την Κέι χωρίς να τον κάνει να φοβηθεί πως κάποια μέρα θα έπαυε να αγαπάει και αυτόν; Ακούστηκε ο ήχος μιας μηχανής και αμέσως μετά τα φώτα ενός οχήματος που πλησίαζε διαπέρασαν το σκοτάδι. «Αυτή θα πρέπει να είναι η Στέφανι.» Ο Μάικ ανασηκώθηκε στο κάθισμα. Κατέβηκαν και οι δύο από το φορτηγό για να συναντήσουν τη Στέφανι και τον πατέρα της, που είχαν παρκάρει δίπλα τους. Ο Μάικ σύστησε τον Ράιαν στο μεγαλύτερο άντρα και το αγόρι αντάλλαξε σοβαρό μια χειραψία. Μετά ο Τζακ έστρεψε την προσοχή του προς το φορτηγό. «Τι έχουμε εδώ;» ρώτησε. «Ο μπαμπάς πέρασε πάνω από μια μεγάλη πέτρα και το φορτηγό έπαθε κάποια βλάβη» εξήγησε
ο Ράιαν. «Δε θα είχε συμβεί, αν δεν είχε μετακινηθεί η πέτρα» είπε ο Μάικ. «Η οδική βοήθεια θα έρθει αύριο το πρωί για να πάρει το φορτηγό, αλλά σκέφτηκα ότι ο Ράιαν θα πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι.» «Κανένα πρόβλημα» τους βεβαίωσε ο Τζακ. «Μπορούμε να μεταφέρουμε τα πράγματά σας και να σας πάμε κι εσάς στο σπίτι σας.» «Ωραία» είπε ο Ράιαν. «Βρισκόμαστε εδώ αρκετή ώρα και είναι πολύ βαρετό.» Κοίταξε προς το μέρος του πατέρα του. «Αλλά πριν συμβεί αυτό περνούσαμε ωραία.» «Λυπάμαι που διέκοψα το δείπνο σας» απολογήθηκε ο Μάικ. «Δεν πειράζει. Είχαμε τελειώσει. Η Γκρέις είχε ήδη φύγει.» Η Στέφανι χαμογέλασε. «Εκείνη και ο μπαμπάς αρραβωνιάστηκαν.» «Συγχαρητήρια» είπε ο Μάικ. «Ευχαριστώ» αποκρίθηκε ο Τζακ. «Θα σου στείλω πρόσκληση για το γάμο.» Μάζεψαν τα πράγματα και η Στέφανι πήγε να ανεβεί στο πίσω κάθισμα του φορτηγού. «Καλύτερα να καθίσω εγώ πίσω μαζί με τον Ράιαν» είπε ο Μάικ, περνώντας από δίπλα της. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η θέση του του επέτρεπε να βλέπει το πίσω μέρος του κεφαλιού της Στέφανι και το πρόσωπό της από προφίλ. Αναρωτήθηκε τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. «Είναι η Στέφανι το κορίτσι σου;» Παρ’ όλο που ο Ράιαν μίλησε ψιθυριστά, τα λόγια του ακούστηκαν καθαρά στο μικρό χώρο της καμπίνας του φορτηγού. Οι ώμοι της Στέφανι σφίχτηκαν. Ο Μάικ έσκυψε στο αυτί του γιου του. «Η Στέφανι είναι φίλη» του απάντησε χαμηλόφωνα, ελπίζοντας ότι αυτή η απάντηση θα τον ικανοποιούσε. Κοίταξε προς τα πάνω και συνάντησε το βλέμμα της στον καθρέφτη. Το φαντάστηκε ή έδειχνε πληγωμένη; Έπρεπε όμως να καταλάβει ότι κι εκείνος βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Της είχε ήδη εξηγήσει ότι ο Ράιαν δεν ήθελε να βγαίνει ραντεβού ο μπαμπάς του και είχαν συμφωνήσει ότι θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσουν αργά, ώστε να δώσουν στο παιδί την ευκαιρία να συνηθίσει στην ιδέα. Εξάλλου, λόγω και των σπουδών που απορροφούσαν πολύ από το χρόνο της, η Στέφανι δε φάνηκε να έχει πρόβλημα. Έκαναν την υπόλοιπη διαδρομή αμίλητοι. Ο Ράιαν αποκοιμήθηκε με το κεφάλι του να αναπαύεται στον ώμο του μπαμπά του. Ο Μάικ θυμήθηκε παλαιότερες εποχές, όταν ο Ράιαν ήταν πολύ μικρός και ξυπνούσε στη μέση της νύχτας για να τρυπώσει στο κρεβάτι των γονιών του. «Πήγαμε το αμάξι της Στέφανι στο σπίτι σας, οπότε θα σας αφήσω όλους εκεί» είπε ο Τζακ, καθώς έστριβε στο δρόμο που οδηγούσε στην κατοικία του Μάικ. «Πολύ ωραία» συμφώνησε ο Μάικ. «Και ευχαριστώ ξανά για τη βοήθεια.» «Κανένα πρόβλημα.» Μπήκαν στον ιδιωτικό δρόμο και μετά από λίγα λεπτά ξεφόρτωναν τα πράγματα. Όταν τέλειωσαν, ο Μάικ σήκωσε τον Ράιαν για να τον κουβαλήσει στο εσωτερικό του σπιτιού. Το κοιμισμένο παιδί δε σάλεψε σχεδόν καθόλου. «Καληνύχτα» είπε ο Τζακ, καθώς ανέβαινε ξανά στο φορτηγό του. «Καληνύχτα, μπαμπά» ανταπόδωσε η Στέφανι. «Καληνύχτα, Μάικ.»
Υπήρχε ψυχρότητα στη φωνή της ή το φαντάστηκε εξαιτίας των ενοχών που ένιωθε; Η Στέφανι γύρισε και μπήκε στο σπίτι. Ο Μάικ την ακολούθησε και την είδε να μπαίνει στο δωμάτιό της, χωρίς να γυρίσει καθόλου να τον κοιτάξει. Ήθελε να πάει κοντά της και να της πει ότι ένιωθε την ανάγκη να καθησυχάσει το γιο του. Δεν του άρεσε να είναι διαρκώς υποχρεωμένος να διαλέξει ανάμεσα σε εκείνη και τον Ράιαν, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Το παιδί του τον χρειαζόταν. Με αυτές τις σκέψεις, προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα του Ράιαν. Η Στέφανι ξύπνησε το Σάββατο το πρωί με τα λόγια του Μάικ προς τον Ράιαν να ηχούν ακόμη στα αυτιά της. Του είχε πει ότι ήταν απλώς μια φίλη. Μόνο αυτό ήταν για εκείνον; Μπορούσε να έχει πέσει τόσο έξω σχετικά με τα αισθήματά του; Ίσως ο Μάικ απάντησε κατ’ αυτόν τον τρόπο ώστε να αποφύγει να δώσει εξηγήσεις στο παιδί. Της είχε πει ότι ο Ράιαν δεν ενέκρινε την ιδέα να έχει σχέση ο πατέρας του και εκείνη είχε δεσμευτεί να το σεβαστεί και να προχωρήσει προσεκτικά. Από την άλλη, όμως, τι είδους ενήλικος άντρας -έστω και πατέρας- θα άφηνε ένα εννιάχρονο παιδί να του υπαγορεύει τον τρόπο που θα χειριστεί τις προσωπικές του σχέσεις; Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο Μάικ ανησυχούσε υπερβολικά για το γιο του. Ή μήπως χρησιμοποιούσε τον Ράιαν σαν δικαιολογία για να την κρατάει σε απόσταση; Αποφάσισε να μην παραμείνει απαθής. Έπρεπε να μιλήσουν. Ήταν και οι δύο μεγάλοι άνθρωποι και είχε έρθει η ώρα για μια συζήτηση μεταξύ ενηλίκων. Το προηγούμενο βράδυ την είχε πληγώσει και ήταν αποφασισμένη να του το πει. «Είδες καθόλου τον Μάικ;» ρώτησε την Ίλσα όταν μπήκε στην κουζίνα για να πιει καφέ. «Έφυγε με τον Ράιαν πριν από μισή ώρα για να δουν το φορτηγό του» απάντησε ο Τζάστιν. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας με μια εφημερίδα ανοιχτή μπροστά του. «Μάλιστα.» Αν είχε ξυπνήσει νωρίτερα, ίσως ο Μάικ να της είχε ζητήσει να πάει μαζί τους; «Βούλωσε πάλι η λεκάνη;» ρώτησε ο Τζάστιν χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα. «Όχι, απλώς αναρωτιόμουν.» «Προφανώς θα λείψουν για ώρες» είπε η Ίλσα. «Θέλεις να πάμε μαζί για ψώνια;» «Πού;» «Στο εμπορικό κέντρο. Χρειάζομαι καινούργια παπούτσια.» Κοίταξε αποδοκιμαστικά τα μπλε σανδάλια που φορούσε, τα οποία φαίνονταν σχεδόν καινούργια. «Όχι κι άλλα παπούτσια» είπε ο Τζάστιν με ένα βογκητό απόγνωσης. «Δυστυχώς δεν μπορώ» είπε η Στέφανι. «Πρέπει να διαβάσω.» Ακουγόταν σαν φτηνή δικαιολογία, αλλά πραγματικά έτσι είχε διαμορφωθεί η ζωή της εκείνη την εποχή. Δουλειά, στενοχώρια για τον Μάικ, μελέτη και ξανά από την αρχή. «Έλα μαζί μου» επέμεινε η Ίλσα τραβώντας την από το μπράτσο. «Ίσως αγοράσω και ένα καινούργιο φόρεμα.» «Ειλικρινά δε γίνεται.» «Έλα και αργότερα θα σε βοηθήσω να μελετήσεις. Μπορώ να σου κάνω ερωτήσεις από το
βιβλίο.» «Εντάξει.» Έτσι κι αλλιώς, αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να συγκεντρωθεί στα βιβλία της. Το πιθανότερο ήταν πως θα χαράμιζε το χρόνο της να κλαίει για τον Μάικ. Μετά από λίγο η Ίλσα, που οδηγούσε το αυτοκίνητο του Τζάστιν, απευθύνθηκε στη Στέφανι. «Τώρα που είμαστε οι δυο μας, για πες μου: τι γίνεται με σένα και τον Μάικ;» «Δεν είμαι σίγουρη.» Η Στέφανι κοιτούσε έξω από το παράθυρο χωρίς να βλέπει τα τοπία που εναλλάσσονταν. «Ακόμη προσπαθούμε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα.» «Τι να ξεκαθαρίσετε; Είσαι ερωτευμένη μαζί του ή όχι; Είναι ερωτευμένος μαζί σου ή όχι; Απαντήστε σε αυτές τις ερωτήσεις και όλα θα γίνουν απλά.» «Δεν είναι πάντα τόσο εύκολα τα πράγματα» είπε η Στέφανι. «Ειδικά όταν αναμειγνύονται και τρίτα πρόσωπα.» «Νομίζω ότι μερικές φορές αρέσει σε εσάς τους Αμερικανούς να περιπλέκετε τις καταστάσεις.» «Τι θα είχες κάνει, αν ο Τζάστιν δε σου είχε ζητήσει να παντρευτείτε;» «Έτσι νομίζεις ότι έγινε;» Η Ίλσα γέλασε. «Κάνεις λάθος. Εγώ του το πρότεινα.» «Εσύ;» «Ναι. Του είπα ότι τον αγαπώ, αλλά, αν δε με παντρευόταν, θα αναγκαζόμουν να επιστρέψω στη Ρουμανία κι έτσι δε θα με ξανάβλεπε.» «Πραγματικά θα το έκανες αυτό;» «Δε γινόταν διαφορετικά.» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μόλις κατάλαβε ότι κινδύνευε να με χάσει, ήταν πρόθυμος να παντρευτεί. Αυτό χρειάζονται μερικοί άντρες.» Αν ο Μάικ πίστευε ότι μπορεί να την έχανε, θα δεσμευόταν; «Μου φαίνεται αρκετά ριψοκίνδυνο.» «Αξίζει να διακινδυνεύεις για μερικά πράγματα.» Πάρκαραν έξω από το εμπορικό κέντρο και κατευθύνθηκαν προς ένα μεγάλο κατάστημα με γυναικεία ρούχα. Μόλις μπήκαν μέσα, η Ίλσα άρπαξε τη Στέφανι από το μπράτσο και την τράβηξε προς τα πίσω. «Να η πρώην γυναίκα του Μάικ» της είπε. «Πού;» «Εκεί, κοντά στα φορέματα.» Η Στέφανι κοίταξε την ξανθιά γυναίκα και αμέσως ένιωσε ένα κενό στο στομάχι. Ήταν ψηλή, λεπτή και πραγματικά εντυπωσιακή. Οπωσδήποτε θα έκανε πολλά κεφάλια να γυρίζουν στο πέρασμα της. «Ώστε αυτή είναι η τέως του Μάικ;» Η Ίλσα έγνεψε καταφατικά. «Την έχω ξαναδεί με τον Ράιαν. Το όνομά της είναι Κέι.» «Είναι πολύ όμορφη» είπε η Στέφανι. «Εξωτερικά ναι.» Η Κέι κατευθύνθηκε προς τα δοκιμαστήρια. «Έλα να δούμε τι ψωνίζει» πρότεινε η Ίλσα. Πήγαν στο σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως η Κέι και η Στέφανι αναζήτησε την τιμή σε ένα φόρεμα που ήταν το ίδιο με αυτό που είχε επιλέξει για να δοκιμάσει. Για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα. «Θα πρέπει να κερδίζει μια περιουσία.» «Ή διαθέτει μια ωραία πιστωτική κάρτα» είπε η Ίλσα. Προχώρησαν προς το τμήμα του μαγαζιού
με τις προσφορές. «Ο Μάικ έμαθε ότι τα χάλασε με το φίλο της» είπε η Στέφανι. «Αχά!» έκανε η Ίλσα. «Τότε ίσως ντύνεται καλά για να βρει άλλον.» Η Στέφανι δε χρειάστηκε καινούργιο φόρεμα για να τραβήξει την προσοχή του Μάικ. Τον είχε ελκύσει έτσι όπως ήταν. Το πρόβλημα ήταν πως εκείνος δεν μπορούσε να συνδυάσει μια σχέση μαζί της με την πατρική του ιδιότητα. Όσο για την ίδια, τον αγαπούσε, αλλά οι σπουδές της είχαν επίσης σημασία. Δεν ήθελε να καταλήξει σαν τη μητέρα της. Να ξυπνήσει μια μέρα νιώθοντας ότι δεν είχε καταφέρει τίποτα στη ζωή της. Από την άλλη μεριά, δεν ήθελε και να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους που αγαπούσε επειδή ήταν πιο εύκολο να φύγει από το να παραμείνει και να προσπαθήσει να επιλύσει τα προβλήματά της. Η αναχώρηση δεν είχε κάνει τη μητέρα της πιο ευτυχισμένη και αυτή τη στιγμή έστω και η σκέψη να αφήσει τον Μάικ έκανε την καρδιά της κομμάτια. Τι σημασία είχαν όλα τα πτυχία του κόσμου χωρίς εκείνον; «Πολύ σιωπηλή είσαι» παρατήρησε η Ίλσα. «Συνέβη τίποτα ανάμεσα σε σένα και τον Μάικ; Μήπως τσακωθήκατε;» «Όχι, αλλά βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Νιώθει ότι οφείλει να ασχολείται κυρίως με τον Ράιαν. Κι εγώ πασχίζω να ολοκληρώσω το μεταπτυχιακό…» «Επομένως θα γίνει μοναχός μέχρι να μεγαλώσει ο Ράιαν; Έχει δικαίωμα στην ευτυχία, όπως κι εσύ. Άλλωστε μπορείς να είσαι ευτυχής χωρίς να καταστρέψεις τη ζωή κάποιου άλλου.» Μήπως είχε δίκιο η Ίλσα; Υπήρχε πραγματικά ένας τρόπος να πράξουν ο Μάικ κι εκείνη το σωστό και να είναι και μαζί; Συναισθανόταν ότι έπρεπε να βρει το κουράγιο να του αποκαλύψει τα αισθήματά της. Ήθελε να του πει ότι τον αγαπούσε και γι’ αυτό ήταν πρόθυμη να παραμείνει στην πόλη αφού τέλειωνε τις σπουδές της. Ακόμη, ήθελε να τον ενθαρρύνει να ξεπεράσει τους φόβους για το γιο του και να προσπαθήσουν μαζί να δημιουργήσουν μια λειτουργική σχέση και για τους τρεις τους. Σίγουρα ο Ράιαν θα αναστατωνόταν στην αρχή, αλλά αργότερα θα το συνήθιζε. Έτσι γινόταν με τα παιδιά. Ο Μάικ θα είχε μια γυναίκα στη ζωή του χωρίς να αποχωριστεί το παιδί του.
Κεφάλαιο 15 Στο δρόμο της επιστροφής, ο Μάικ και ο Ράιαν σταμάτησαν σε ένα κιόσκι για χοτ ντογκ. «Τι ώρα θα περάσει να με πάρει η μαμά αύριο;» ρώτησε ο Ράιαν, καθώς έγλειφε το κέτσαπ που είχε τρέξει στα δάχτυλά του. «Είπε γύρω στις τέσσερις. Είσαι έτοιμος να επιστρέψεις;» «Ναι, υποθέτω. Ίσως και η μαμά να νιώθει καλύτερα.» «Μπορεί. Απλώς να θυμάσαι ότι, αν είναι στενοχωρημένη, δεν είναι δικό σου λάθος.» «Ναι, το ξέρω. Παρ’ όλα αυτά, με κάνει να νιώθω περίεργα.» «Επειδή είσαι καλό παιδί. Νιώθεις συμπόνια για τους άλλους όταν έχουν προβλήματα.» «Εσύ νιώθεις έτσι;» «Μερικές φορές.» Είχε αισθανθεί ότι η Στέφανι είχε πληγωθεί το περασμένο βράδυ. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την αποζημιώσει αφότου έφευγε ο Ράιαν για να γυρίσει στο σπίτι της μητέρας του. Η Κέι έφτασε την επόμενη ημέρα, λίγο μετά τις τέσσερις. Όταν ο Μάικ άνοιξε την πόρτα, ξαφνιάστηκε μόλις την είδε ντυμένη με ένα ακριβό βραδινό φόρεμα και ψηλοτάκουνες γόβες. «Ωραία δείχνεις» της είπε. «Γιατί είσαι έτσι περιποιημένη; Έχεις ραντεβού;» «Ντύθηκα για σένα» του είπε και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού. «Γεια σου, μαμά. Είσαι πολύ όμορφη.» Ο Ράιαν την αγκάλιασε. «Σ’ ευχαριστώ. Πέρασες ωραία αυτές τις μέρες;» «Ναι. Μόνο που όταν πηγαίναμε για κάμπινγκ χάλασε το φορτηγό και αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε στο σπίτι. Αλλά ακόμη και τότε διασκεδάσαμε.» «Έχεις ετοιμάσει τα πράγματά σου;» «Βεβαίως.» «Τότε, γιατί δεν τα πας στο αυτοκίνητο μέχρι να μιλήσω με τον μπαμπά σου;» «Εντάξει.» Όταν έφυγε ο Ράιαν, ο Μάικ είπε: «Λυπάμαι που ήμουν τόσο σκληρός μαζί σου στο τηλέφωνο τις προάλλες. Πώς τα πας;» Ήταν παράξενο πόσο πιο εύκολο του ήταν να φέρεται ευγενικά στην Κέι τώρα που υπήρχε η Στέφανι στη ζωή του και έκανε την κατάσταση πιο ομαλή. «Καλύτερα.» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και η ματιά της ήταν σταθερή. «Σκέφτηκα πολύ τις τελευταίες δύο ημέρες. Οφείλω να σου ζητήσω συγνώμη.» «Α, ναι; Γιατί;» Κάτι στον τόνο της φωνής της τον έκανε επιφυλακτικό. «Δε νομίζω ότι είχα καταλάβει πόσο πολύ σε πλήγωσα όταν σε άφησα, μέχρι που έκανε ο Τοντ το ίδιο σε μένα.» «Τώρα αυτά ανήκουν στο παρελθόν.» «Χαίρομαι που το βλέπεις έτσι.» Έκανε ένα βήμα μπροστά και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Το εξωτικό της άρωμα τον περικύκλωσε. «Θα μπορούσες να μου δώσεις ακόμη μια ευκαιρία;»
Είχε ακούσει καλά; «Ευκαιρία για τι πράγμα;» «Νομίζω ότι πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε. Για το χατίρι του Ράιαν. Έκανα ένα λάθος και είμαι αρκετά μεγάλη για να το παραδεχτώ.» Την κοίταξε άφωνος. Την ίδια στιγμή τα λόγια του Ράιαν ξαναήρθαν στο μυαλό του. Ρώτησα τη μαμά αν πιστεύει ότι υπάρχει περίπτωση να ξαναπαντρευτείτε και μου είπε ότι τίποτα δεν αποκλείεται. «Δε χρειάζεται να μου απαντήσεις αμέσως τώρα» είπε η Κέι. «Αλλά θέλω να το σκεφτείς.» Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Την επόμενη στιγμή τον φιλούσε, πιέζοντας το κορμί της στο δικό του. Η αίσθηση ήταν γνωστή, αλλά παραδόξως τον ξένιζε ταυτόχρονα, λες και εκείνος που κάποτε ανταπέδιδε τα φιλιά της ήταν κάποιος άλλος. Σήκωσε τα χέρια του με πρόθεση να την αποδιώξει, να της πει ότι αυτή δεν ήταν καλή ιδέα. Ήθελε να της εξηγήσει ευγενικά και να μην προκαλέσει σκηνή, γιατί υπήρχε πιθανότητα να μπει μέσα ο Ράιαν. Μια κραυγή σαν τρομαγμένου πουλιού διέλυσε τη σιωπή. Ο Μάικ άνοιξε τα μάτια του, ενώ τα χείλη της Κέι παρέμεναν κολλημένα στα δικά του. Μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα στεκόταν η Στέφανι, με τον πόνο και το θυμό να καθρεφτίζονται καθαρά στο πρόσωπό της. Ο Μάικ απώθησε την πρώην του, καθώς η πόρτα έκλεινε με πάταγο. «Ποια ήταν;» ρώτησε η Κέι. Έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της για να τα ισιώσει. Ήταν η γυναίκα που αγαπώ, η οποία μόλις εξαφανίστηκε από τη ζωή μου. Ο Ράιαν μπήκε από την πόρτα που μόλις είχε βγει η Στέφανι. «Γιατί έφυγε τρέχοντας η Στέφανι;» ρώτησε. «Συμβαίνει τίποτα; Φαινόταν αναστατωμένη.» Φυσικά ήταν αναστατωμένη. Είχε δει τον Μάικ να φιλιέται με την Κέι. Προφανώς πίστευε ότι την απατούσε με την, αδέσμευτη πλέον, πρώην σύζυγό του. «Ώστε αυτή ήταν η Στέφανι.» Η Κέι άνοιξε ένα καθρεφτάκι που έβγαλε από την τσάντα της και άρχισε να διορθώνει το κραγιόν της, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο πλανιόταν στα χείλη της. Για μια γυναίκα που μόλις την είχε παρατήσει ο άντρας που ισχυριζόταν ότι αγαπούσε έδειχνε πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της. Στο μεταξύ, ο Ράιαν έμοιαζε μπερδεμένος. Στεκόταν στην είσοδο με πεσμένους ώμους, κοιτάζοντας μια τον ένα γονιό και μια τον άλλο σαν να προσδοκούσε εξηγήσεις. Είχε έρθει η ώρα να δώσει ο Μάικ αυτές τις εξηγήσεις. Ίσως, αντί να ανησυχεί τόσο πολύ για το τι σκεφτόταν ο Ράιαν, να ήταν προτιμότερο να αναλάβει δράση και να του πει πώς επρόκειτο να εξελιχθούν τα πράγματα. Όχι σαν κάτι καταναγκαστικό αλλά για να παράσχει στο παιδί την καθοδήγηση που ήταν φανερό πως είχε ανάγκη. «Κέι, πρέπει να μιλήσω για ένα λεπτό με τον Ράιαν» είπε ο Μάικ. «Ιδιαιτέρως.» «Εντάξει, αγάπη μου. Θα περιμένω στο αυτοκίνητο.» Δεν είμαι η αγάπη σου, ήθελε να της πει, αλλά κατάπιε τις λέξεις για το χατίρι του παιδιού. Θα τακτοποιούσε τους λογαριασμούς του με την Κέι αργότερα. Θα της δήλωνε ορθά κοφτά ότι το φιλί
τους δε σήμαινε τίποτα και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. «Γιατί είναι τόσο καλά ντυμένη η μαμά;» ρώτησε ο Ράιαν, καθώς την έβλεπαν να απομακρύνεται. «Μερικές φορές αρέσει στις γυναίκες να ντύνονται ωραία.» Η Κέι ήταν όμορφη και προφανώς νόμιζε ότι θα τον γοήτευε με αυτά τα ρούχα. Αλλά όταν την κοίταζε τώρα δεν ένιωθε τίποτα. Ήταν απλώς μια γυναίκα που είχε αγαπήσει κάποτε. Η μητέρα του παιδιού του. Όμως δεν μπορούσε πλέον να διεκδικήσει την καρδιά του. Κάθισε στον καναπέ και ένευσε στον Ράιαν να έρθει δίπλα του. «Εσύ κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε. Σαν άντρας προς άντρα.» Ο Ράιαν έκανε μια γκριμάτσα. «Δε θα μου πεις για τα πουλιά και τις μέλισσες, έτσι δεν είναι;» Ο Μάικ ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα βλέφαρά του αιφνιδιασμένος. «Τι ξέρεις για τα πουλιά και τις μέλισσες;» «Αυτός είναι ένας πολύ χαζός τρόπος να μιλήσεις για το σεξ.» Κάλυψε το στόμα με την παλάμη του, πνίγοντας ένα γελάκι. Και τι ξέρεις εσύ για το σεξ; Όμως δεν ήταν η κατάλληλη ώρα ούτε για αυτή τη συζήτηση. «Όχι, δε θα μιλήσουμε γι’ αυτό. Άκουσε. Με ρώτησες χτες το βράδυ αν η Στέφανι ήταν η κοπέλα μου και δε σου είπα όλη την αλήθεια. Είπα ότι είναι φίλη μου και αυτό ισχύει. Αλλά είναι επίσης η κοπέλα μου.» «Το φαντάστηκα.» Ο Μάικ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του γιου του. «Μου έχεις πει ότι δε σου αρέσει η ιδέα να βγαίνω πάλι με κοπέλες. Όμως το ότι θα βγαίνω με τη Στέφανι δε σημαίνει ότι θα έχω λιγότερο χρόνο για εσένα. Είναι φυσιολογικό για τους ενήλικες να θέλουν να έχουν τους δικούς τους φίλους. Καταλαβαίνεις;» Ο Ράιαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Υποθέτω πως ναι. Οπότε, είσαι ερωτευμένος μαζί της;» «Είμαστε ερωτευμένοι.» Πήρε το χέρι του παιδιού στο δικό του. «Σε έναν τέλειο κόσμο, οι γονείς σου δε θα χώριζαν ποτέ. Το ξέρω ότι θα ήταν πιο εύκολο για εσένα αν δεν είχε συμβεί, αλλά μερικές φορές η ζωή δεν τα φέρνει όλα έτσι όπως τα θέλουμε. Η μαμά σου κι εγώ δεν πρόκειται να ξανασμίξουμε. Ελπίζω να μη σε στενοχωρεί πολύ αυτό.» Ανασήκωσε ξανά τους ώμους του, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Εκείνη τη στιγμή ο Μάικ ένιωσε ένα τσίμπημα συμπόνιας για τις γυναίκες που είχαν προσπαθήσει στο παρελθόν να τον πείσουν να μιλήσει για τα αισθήματά του και βρέθηκαν μπροστά στην ίδια βουβή αντιμετώπιση. «Το πιο σημαντικό που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι σε αγαπώ» συνέχισε. «Και σε αγαπάει και η μαμά σου. Το κατάλαβες;» «Ναι, κατάλαβα.» Το αγόρι κοίταξε προς την πόρτα. «Γιατί έφυγε προηγουμένως η Στέφανι;» «Προχτές το βράδυ την πλήγωσα όταν σου είπα ότι ήταν απλώς μια φίλη. Μετά με είδε με τη μητέρα σου πριν από λίγο και νόμιζε ότι τα ξαναφτιάξαμε. Τώρα πρέπει να πάω να τη βρω και να της ζητήσω συγνώμη. Θα της πω ότι την αγαπώ και ότι θέλω να είμαι μαζί της.» «Επομένως η Στέφανι θα γίνει μητριά μου;» Ο Μάικ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θα σε πείραζε κάτι τέτοιο;» «Δε νομίζω. Μια μητριά είναι περισσότερο σταθερή από μια φιλενάδα. Άλλωστε όταν είσαι μαζί
της φαίνεσαι πιο ευτυχισμένος.» Πώς τα κατάφερνε αυτό το παιδί να τον ξαφνιάζει συνέχεια; «Είσαι καταπληκτικός» είπε. «Τι το καταπληκτικό έκανα;» «Απλώς μερικές φορές είσαι πιο έξυπνος από τον μπαμπά σου. Ώστε νομίζεις ότι η Στέφανι κι εγώ πρέπει να παντρευτούμε;» «Δεν είπες ότι την αγαπάς;» «Ναι.» Είχε πει επίσης ότι θα προχωρούσαν με αργούς ρυθμούς και δε θα έπαιρναν βιαστικές αποφάσεις. Όμωςπού τον είχαν οδηγήσει όλη αυτή η διαρκής επιφυλακτικότητα και η έννοια να προστατεύσει τον εαυτό του; Ήταν σαν κολυμβητής που έπρεπε να διασχίσει ένα ποτάμι, αλλά αντί να βουτήξει περίμενε να έρθει κάποιος άλλος και να φτιάξει μια γέφυρα. «Πρέπει να πάω να μιλήσω στη Στέφανι» είπε. «Θα είσαι εντάξει με τη μαμά σου;» «Θα είμαι μια χαρά. Σ’ αγαπώ, μπαμπά.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ, γιε μου.» Ο Μάικ τράβηξε το αγόρι κοντά του. Μπορεί να είχε διαπράξει σφάλματα στη ζωή του, αλλά, απ’ ό, τι φαινόταν, δεν τα είχε κάνει θάλασσα με τον Ράιαν. Μακάρι να ήταν το ίδιο τυχερός και με τη Στέφανι. Η Στέφανι οδηγούσε χωρίς να σκέφτεται. Το σοκ και το ένστικτο την είχαν σπρώξει να τρέξει προς το αμάξι της. Δεν ήξερε αν ο Μάικ την είχε ακολουθήσει. Δε γύρισε να κοιτάξει. Αλλά ακόμη κι αν την είχε φωνάξει, δε θα τον είχε ακούσει, γιατί το αίμα χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια της. Αρπάχτηκε από το τιμόνι και κοίταξε το δρόμο μπροστά της. Στο μυαλό της ήταν καρφωμένη η εικόνα της Κέι, με τις χρυσές μπούκλες να ξεχύνονται στην πλάτη της και το ακριβό φόρεμα να κυματίζει γύρω από τις καμπύλες της. Νόμιζε ότι την έβλεπε ακόμη με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Μάικ και τα χείλη της ενωμένα με τα δικά του. Ίσως δεν το ξεκίνησε εκείνος, είπε μια φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού της. Ίσως τον φιλούσε η Κέι και όχι αυτός εκείνη. Ίσως. Όμως αυτό δεν είχε και τόση σημασία. Η Κέι ήταν η πρώην σύζυγός του και μητέρα του παιδιού του. Ήταν η γυναίκα με την οποία υποπτευόταν η Στέφανι ότι εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος. Τώρα του έδινε να καταλάβει ότι ήταν διαθέσιμη και δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίσει τον Μάικ να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Άλλωστε οπωσδήποτε θα ήθελε να ενωθεί ξανά η διαλυμένη του οικογένεια. Πάρκαρε και έτρεξε να μπει στο σπίτι του πατέρα της χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Τα δάκρυα, που είχαν ήδη αρχίσει να αναβλύζουν από τα μάτια της, την εμπόδιζαν να δει καθαρά. Έτσι δε διέκρινε παρά αμυδρά την εικόνα των δύο ημίγυμνων κορμιών πάνω στον καναπέ που αναζητούσαν κάλυμμα. «Στέφανι Λάντλοου, δε σου έμαθε κανείς να χτυπάς πριν μπεις;» βρυχήθηκε ο πατέρας της αρπάζοντας ένα πουκάμισο, ενώ η Γκρέις έτρεχε προς την κρεβατοκάμαρα. Η Στέφανι κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια της και γύρισε την πλάτη της στη σκηνή. «Συγνώμη!» φώναξε. «Ήμουν πολύ αναστατωμένη. Δε σκεφτόμουν.» Από πίσω της ακούστηκε το θρόισμα ρούχων και ο μεταλλικός ήχος ενός φερμουάρ. «Μπορείς
να γυρίσεις τώρα» είπε ο πατέρας της με τη φωνή του τραχιά. Στράφηκε προς το μέρος του, ενώ το πρόσωπό της έκαιγε ακόμη. «Συγνώμη» επανέλαβε. «Θέλεις να φύγω;» «Τώρα δεν έχει νόημα. Μπορείς να μείνεις. Έλα, Γκρέις. Δεν υπάρχει πρόβλημα.» Η Γκρέις, τυλιγμένη στο παλιό μπουρνούζι του πατέρα της, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και επέστρεψε στο σαλόνι. «Γεια σου, Στέφανι» τη χαιρέτησε. «Όλα εντάξει;» «Όχι, δεν είναι όλα εντάξει» απάντησε η κοπέλα και ρούφηξε τη μύτη της. «Δεν ξέρω τι να κάνω.» Και μετά, σαν να μην είχε ήδη γελοιοποιηθεί αρκετά, ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. Η Γκρέις τύλιξε το χέρι της γύρω από τους ώμους της σε ένα παρηγορητικό αγκάλιασμα και την οδήγησε στον καναπέ. Μέσα από τη θαμπάδα των δακρύων της, η Στέφανι διέκρινε τον πατέρα της να σκύβει από πάνω της με το πρόσωπό του παραμορφωμένο από ανησυχία. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Είδα τον Μάικ να φιλάει την πρώην γυναίκα του.» «Ω, Θεέ μου» μουρμούρισε η Γκρέις, ενώ ο Τζακ βλαστήμησε μέσα από σφιγμένα δόντια του. «Τι κάνει μαζί της, ενώ υποτίθεται ότι είναι ερωτευμένος με σένα;» βρυχήθηκε. «Αυτό είναι που δεν μπορώ να καταλάβω» είπε ανάμεσα στους λυγμούς της η Στέφανι. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό που είδες;» ρώτησε η Γκρέις. «Υπάρχει πιθανότητα να έκανες λάθος;» «Φιλιόντουσαν» είπε η Στέφανι. «Δεν ξέρω ποιος το άρχισε.» «Έχει σημασία ποιος άρχισε» είπε η Γκρέις. «Δε νομίζω» διαφώνησε ο Τζακ. «Το φιλί είναι φιλί.» «Ίσως δεν ήταν ερωτικό φιλί» συνέχισε η Γκρέις. «Στο κάτω κάτω, έχουν ένα παιδί μαζί. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρχει πάντα μια σχέση μεταξύ τους.» «Εμένα μου φάνηκε ερωτικό.» Η Στέφανι σκούπισε τα μάτια της με ένα χαρτομάντιλο που της είχε δώσει η Γκρέις. «Κι αν είναι ακόμη ερωτευμένος μαζί της;» «Τότε θα τον πλακώσω στο ξύλο.» Ο πατέρας της χτύπησε την παλάμη του με τη γροθιά του. «Τζακ!» Η Γκρέις τον αγριοκοίταξε και κούνησε επικριτικά το κεφάλι της. «Ακόμη κι αν δεν την αγαπάει, μπορεί να γυρίσει κοντά της για χάρη του Ράιαν» είπε η Στέφανι. «Θα ήταν καλύτερα για το παιδί, αν οι γονείς του τα ξανάφτιαχναν.» Ο πατέρας της κάθισε δίπλα της στον καναπέ και τη χτύπησε χαϊδευτικά στο γόνατο. «Άκουσε να σου πω κάτι, γλυκιά μου. Ακόμη κι αν η μητέρα σου είχε γυρίσει κοντά μου γονατιστή, δε θα την είχα δεχτεί πίσω.» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Ούτε καν για το χατίρι μου;» «Ειδικά για το χατίρι σου. Τι είδους μητέρα το κάνει αυτό – να παρατήσει την κόρη της με τέτοιο τρόπο;» Η ένταση στη φωνή του την έκανε να τα χάσει. Ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της θα έκανε οποιαδήποτε θυσία για χάρη της, μέχρι και να ξαναπαντρευτεί τη μητέρα της. «Δεν το ήξερα ότι ένιωθες έτσι.» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ένα πράγμα που κατάλαβα για τη μητέρα σου είναι ότι διακατεχόταν μονίμως από μια τάση φυγής. Πάντα έψαχνε για κάποια ανύπαρκτη χρυσή ευκαιρία. Ακόμη την ψάχνει εκεί στο Λας Βέγκας. Και δεν είναι τρόπος ζωής αυτός.»
Τα λόγια του πατέρα της ήταν σαν αγκάθι που τρύπησε την καρδιά της. «Πιστεύεις ότι η μαμά φαντασιώνεται την ύπαρξη μιας τέλειας ζωής;» «Δεν είμαι ψυχαναλυτής, αλλά αυτό νομίζω. Αντί να αξιοποιήσει όσα της πρόσφερε η ζωή, διαρκώς μετακινείται από τη μια κατάσταση στην άλλη προσπαθώντας να βρει κάτι που δεν υπάρχει.» Η Στέφανι ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Έμοιαζε στη μητέρα της περισσότερο από όσο είχε ποτέ φανταστεί. Αντί να προσπαθήσει να βελτιώσει τη σχέση της με τον Μάικ, περίμενε να γίνουν όλα τέλεια από μόνα τους. Αν είναι ποτέ δυνατόν! «Ήμουν τόσο ανόητη» είπε τελικά. «Εκείνος είναι ανόητος» γρύλισε ο πατέρας της. «Όχι. Εννοώ ότι δε θα έπρεπε να το σκάσω όταν τον είδα να φιλιέται με την πρώην του. Έπρεπε να μείνω και να της πω να πάρει τα χέρια της από πάνω του.» «Αυτός θα ήταν σίγουρα ένας αποτελεσματικός τρόπος να διαχειριστείς την κατάσταση» εκτίμησε η Γκρέις. «Αγαπώ τον Μάικ» δήλωσε η Στέφανι. «Δεν είναι τέλειος, αλλά ούτε εγώ είμαι.» Σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πρέπει να γυρίσω πίσω. Να του μιλήσω.» Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας και όλοι κοίταξαν προς τα εκεί. «Τζακ, ίσως να πρέπει να ανοίξεις εσύ» είπε η Γκρέις. Ο Τζακ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, καθώς το κουδούνι ηχούσε ξανά. «Μια στιγμή!» φώναξε. Η Γκρέις συνέχισε να χτυπάει παρηγορητικά τη Στέφανι στον ώμο, ενώ εκείνη αναρωτιόταν πού είχαν πέσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. «Είναι ανάγκη να μιλήσω στη Στέφανι.» Πάγωσε στον ήχο της φωνής του Μάικ. Η Γκρέις τής έσφιξε το χέρι. «Δε θέλει να σε δει» είπε ο Τζακ και ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα. «Μπαμπά, περίμενε.» Η Στέφανι προχώρησε προς την πόρτα. Ο Μάικ πέρασε δίπλα από τον πατέρα της και ήρθε κοντά της. «Πρέπει να μιλήσουμε» είπε. «Πώς με βρήκες;» «Τηλεφώνησα στον Τζάστιν. Είπε ότι μάλλον θα ήσουν εδώ.» «Ορίστε, πες μου.» «Μπορώ να σου εξηγήσω τι συμβαίνει.» Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της. «Σε ακούω.» «Το ίδιο κι εγώ» είπε ο πατέρας της. «Τζακ!» Η Γκρέις τον έπιασε από το μπράτσο και τον τράβηξε προς το χολ. Δευτερόλεπτα μετά η πόρτα της κρεβατοκάμαρας έκλεινε πίσω τους. «Εκείνη με φίλησε» είπε ο Μάικ. «Και όχι εγώ εκείνη.» «Η Ίλσα κι εγώ την είδαμε στο εμπορικό κέντρο. Η Ίλσα είπε ότι πιθανότατα αγόραζε ρούχα για να προσελκύσει καινούργιο φίλο. Δεν είχα ιδέα ότι ο φίλος ήσουν εσύ.» «Είπε ότι ήθελε να τα ξαναβρούμε. Ότι ήταν λάθος της που με άφησε.» Η Στέφανι τον κοίταξε κατάματα, αποφασισμένη να παραμείνει ψύχραιμη ό,τι και να άκουγε.
«Και;» Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Δεν πρόκειται να σου πω ψέματα. Προχτές το βράδυ ο Ράιαν με ρώτησε αν η μητέρα του κι εγώ θα ξανασμίγαμε τώρα που έφυγε ο Τοντ. Αναρωτήθηκα μήπως θα ήταν καλύτερο για το παιδί, αν αυτό συνέβαινε.» Η Στέφανι κατάπιε με δυσκολία. «Είναι η μητέρα του. Εσείς οι δυο έχετε ένα παρελθόν μαζί. Επίσης είναι πολύ όμορφη…» Πήρε και τα δυο της χέρια στα δικά του. «Αυτό ακριβώς έχουμε η Κέι κι εγώ. Παρελθόν. Δεν είμαι πια ο αφελής άντρας που νόμιζε ότι είχε βρει τη μοναδική γυναίκα για εκείνον. Έχω αλλάξει από τότε και δεν μπορώ να ξαναγίνω όπως πριν.» Δοκίμασε να τραβήξει τα χέρια της, αλλά εκείνος την κρατούσε σφιχτά. «Τι είναι αυτά που λες, Μάικ;» «Λέω ότι δε θα επιτρέψω σε αυτό που συνέβη με την Κέι να καταστρέψει την υπόλοιπη ζωή μου. Το γεγονός ότι αυτή η σχέση δεν πήγε καλά δε σημαίνει ότι θα συμβεί το ίδιο και με τη δική μας. Εγώ τουλάχιστον θέλω να προσπαθήσω να την κάνω να λειτουργήσει.» «Αλήθεια;» Αυτό ήταν. Η Στέφανι δε θα το έσκαγε ξανά προς αναζήτηση της τέλειας σχέσης που δεν υπήρχε. «Κουράστηκα να περιμένω και να ελπίζω» του είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Και δε θέλω πια να προχωρώ αργά και προσεκτικά. Είμαι έτοιμη να ρισκάρω.» Εκείνος έσφιξε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Οπότε ας ρισκάρουμε μαζί.» Όταν δεν του απάντησε αμέσως, την τράβηξε κοντά του. «Σ’ αγαπώ, Στέφανι» της είπε. «Νόμιζα ότι δεν μπορούσα να αγαπήσω, αλλά έκανα λάθος.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Μάικ.» Η φωνή της έτρεμε και αισθάνθηκε μια ελαφριά ζάλη, αλλά τα μπράτσα του γύρω της τη στήριζαν. «Τότε, παντρέψου με» της ζήτησε. «Είσαι σίγουρος;» «Απολύτως.» «Και ο Ράιαν;» «Έχω καταλάβει ότι είναι παιδί με μεγάλη κατανόηση. Άλλωστε ξέρει ότι και οι δύο του γονείς τον αγαπάνε, πράγμα που έχει μεγαλύτερη σημασία από το να είναι μαζί. Όσο για σένα, ξέρω ότι ανησυχείς για το μεταπτυχιακό σου, αλλά έχω βρει τη λύση.» «Αλήθεια;» «Ναι. Αν παντρευτούμε, θα έχεις τη δυνατότητα να παραιτηθείς από τη δουλειά και να ασχολείσαι αποκλειστικά με τις σπουδές σου. Μπορείς να ξαναρχίσεις να εργάζεσαι αφότου αποφοιτήσεις. Ό,τι θέλεις εσύ.» Η Στέφανι πήρε βαθιά ανάσα. Αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα. «Ναι» είπε τελικά. «Ναι τι;» Η έκφρασή του ήταν πειρακτική. «Ναι, θα σε παντρευτώ. Με έναν όρο.» «Ποιος είναι αυτός;» «Θα πρέπει να κλεφτούμε. Δε θέλω πια καμιά σχέση με παρανύμφους.» «Σύμφωνοι.»
Όταν ο Τζακ και η Γκρέις επέστρεψαν στο δωμάτιο, η Στέφανι και ο Μάικ φιλιόνταν ακόμη. Είχε τυλίξει σφιχτά τα χέρια της γύρω του, αποφασισμένη να μην το ξαναβάλει στα πόδια. Αυτή τη φορά είχε βρει το σωστό άντρα. Μαζί έκαναν μια καλή ομάδα. Ήταν ένα δυνατό ζευγάρι, που μπορούσε να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία.