Ο Βλαντιμήρ, η Αγγέλα, οι Εβραιο-Ναζοί κι Εγώ. +Ιερέως Αποστόλου Γάτσια, ΔΣ Ενώσεως Συγγραφέων Ευρώπης * Ο Βλαντιμήρ, η Αγγέλα, οι Εβραιο-Ναζοί κι Εγώ. Εγώ Δέν θα εξηγήσω στόν πρόλογο γιατί ο τίτλος είναι αυτός που είναι. Θα αφήσω τα γεγονότα να μιλήσουν ώστε να τόν δικαιώσουν. Από μιά άποψη ανήκω στους τυχερούς ανθρώπους. Τουλάχιστον έχω τό όνομα, όχι τό κύριο όμως, αλλά τό χαιδευτικό, << Λάκης>>. Κι αυτό, στα εγγλέζικα Λάκης που <<λάκυ>>, (lucky), lucky είναι ο τυχερός. Το κυρίως όνομά μου ωστόσο, ελληνιστί, <<Απόστολος>>, δείχνει κάτι άλλο, αυτόν που έχει μιά αποστολή, τον ταχυδρόμο, Απόστολος τόν αγγελιοφόρο, <<αυτόν που στέλνεται>> κάπου, μεταφέροντας κάτι, συνήθως ένα μήνυμα. Νομίζω, ως προς αυτό, δέν διέψευσα την μοίρα μου καθόλου καθότι πάντα είχα μιά <<αποστολή>>. Μάλλον, μιλάμε για πολλές αποστολές. Το άν αποστολή καταπιάνομαι εδώ με μία εξ αυτών, είναι απλά θέμα επιλογής διότι ρίχνει φώς σέ γεγονότα που έχουν να κάνουν με τήν σύγχρονη παγκόσμια ιστορία κι εδώ, η παραμικρή λεπτομέρεια παίζει τεράστιο ρόλο. Δέν πρόκειται να αποκαλύψω όλες τίς << παραμικρές λεπτομέρειες>>, λεπτομέρειες τουλάχιστον εκείνες που θεωρώ ότι μπορεί να βλάψουν πρόσωπα και καταστάσεις. Επίσης, άν κι έχω γενικά καλή μνήμη, κρατώντας σημειώσεις σέ όλα τα γεγονότα της ζωής μου που τα σκέφτομαι, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια ξανά και ξανά, νομίζω πώς πρέπει κάποια πράγματα να καταγραφούν. Κάποιες άλλες λεπτομέρειες θα λείπουν. Λυπάμαι που θα λείπουν. Ίσως είναι εκείνες με τό πιό γαργαλιστό ενδιαφέρον, αλλά, υπόσχομαι η ουσία της εξιστόρησης να μήν διαταραχτή.
Τα Καμάκια
Στήν δεκαετία του 1960 αρχικώς και πιό έντονα στις δεκαετίες του 1970 και 1980, μέχρι τό 1990 περίπου, άνθισε στην Ελλάδα ένα φαινόμενο, σεξουαλικής μάλλον υφής που είχε σχέση με ό,τι ονομάζαμε τότε καμάκια. Χιλιάδες τουρίστριες νέες, υπερδιπλάσιος αριθμός των αντίστοιχων αρσενικών, κατέφθαναν μόνες τους, με τραίνα βασικά ή ωτοστόπ, από την δυτική Ευρώπη ή τόν Βορρά, γιά να πηδηχτούν. Άν κρίνω από ιστορίες τέτοιες σέ ένα μικρό χωριό που πάνω από 50, μπορεί κι 100, να κατέληξαν σέ γάμο, μιλώ γιά ένα μικρό χωριό με λίγο περισσότερους τότε από 500 κατοίκους, το 1/5 και μάλιστα οι νέοι << αρσενικοί>> αρσενικοί του, ενυμφεύθησαν δανές, γερμανίδες, βελγίδες, σέρβες, νορβηγές κτλ, (μόνον είς, αγγλίδα -δέν τίς ζύγωνε κανένας τότε, είχαν <<ιχθύαση>>-, μπορούμε να πούμε ότι οι φουκαργιάρες ιχθύαση δέν έρχονταν εδώ μόνο για πήδημα. Ουσιαστικά, βρίσκαν και γαμπρό. Δέν συνέβαινε τό ίδιο με τίς ελληνίδες, τουλάχιστον στόν τόπο μου. Καμμιά
περίπτωση ελληνίδας δέν ξέρω που να έβγαλε τά μάτια της με ξένο. Πιθανόν δηλαδή να είχαν πουστέψει τότε, εκεί στό εξωτερικό οι αρσενικοί τους, πράγμα που θα ήταν θέμα μιάς άλλης έρευνας. Από τους 100 γάμους, άς πούμε, επιζούν μέχρι σήμερα τουλάχιστον οι 50, με παιδιά και τίς ξένες, οργανικότατα ενταγμένες στην ελληνική κοινωνία, άν και τελευταία, με την τεχνητή κρίση που προδότες πωλητικοί ξεπουλούν την Χώρα αβέρτα, πολλές απ`τίς οικογένειες αυτές τήν ξανακοπάνησαν γιά έξω όπου προφανώς ζούν με μεγαλλίτερη αξιοπρέπεια. Γενικώς λοιπόν τό καμάκωμα δέν μπορώ να πώ ότι ήταν κάτι κακό. Ξεχαρμανιάζαμε κι εμείς (οι αρσενικοί), από τίς δικές μας μιξοπαρθένες, τίς ηλίθιες και κομπλεξικές και βλέπαμε θεού πρόσωπο που κατέληγαν δηλαδή πολλές από τίς ιστορίες αυτές και σέ γάμο. Να λάβουμε υπ`όψιν μας ότι τότε δέν υπήρχε κι αυτή η δαμόκλειος σπάθη του Έητζ κι όπως ελέχθη ειρωνικώς, << τότε πηδούσαν οι ωραίοι, σήμερα πηδάν οι ...γεναίοι!>>. ...γεναίοι! Τηρουμένων των αναλογιών, το καμάκωμα δέν απαιτούσε πολλά λεφτά. Αλλά όσο νά`ναι ήθελες κάτι ψιλά για τό ποτό στην Ντισκοτέκ, κανέναν καφέ, παγωτό, σάντουιτς κι ενδεχομένως κάποιο ρουχαλάκι της προκοπής. Οι σημερινοί νέοι μάλλον δέν ανησυχούν γι`αυτά αφού οι μαλάκες γονείς ξηλώνονται κανονικά, έχουν δέν έχουν. Τότε και να είχαν για τέτοιες μαλακίες δέν σού`διναν. Να κόψης τόν λαιμό σου να βρής λεφτά, για τα τσιγάρα σου και για τόν πασσατέμπο, το ελάχιστον να πούμε που θά χρειάζονταν να πάρης βγαίνοντας με τίς κοπελιές. Δέν ήσαν απαιτητικές οι κοπελιές. Είχαν χρήματα και μάλιστα ήταν συνηθισμένες να πληρώνουν εκείνες τό ποτό τους στην ντισκοτέκ κτλ. Αλλά κι εμείς είμασταν αλλιώς. Μόνο ένας ξεφτιλισμένος θα άφηνε τίς κοπέλλες να πληρώσουν τό ποτό τους, πράγμα που τίς εξέπληττε ίσως και ανέβαζε κατά πολύ την εκτίμησή τους στους συνοδούς τους. Οι ξεφτιλισμένοι ξένοι, οι αρσενικοί σέ τέτοια θέματα <<ιπποτισμού>>, ήταν αληθινά κτήνη. Μεθυσμένα κτήνη, σάν να πούμε η σημερινή ιπποτισμού νεολαία στα μπαράκια. Κι άν βγαίναν, τό κάναν για να ...πιούν. Εμείς, άν βγαίναμε τό κάναμε για να πηδήξουμε, -αυτή ήταν η ουσιαστική μας διαφορά και οι τουρίστριες έδειχναν να τό εκτιμούν ιδιαίτερα, ακόμα και οι σέρβες που ήταν από τίς πιό σοβαρές. Οι σέρβες ήταν όχι μόνον σοβαρές αλλά και οι μοναδικές ίσως από τόν ανατολικό Παράδεισο του Παραπετάσματος που έρχονταν για τουρισμό και πάντα με <<οικογένειες>>, πράγμα που δέν τίς εμπόδιζε σέ τίποτε όμως να ξεχαρμανιάζουν με οικογένειες τίς ευλογίες και της οικογενείας. Άλλες ξένες από τό Παραπέτασμα δέν είχα δεί. Αργά, μετά την πτώση της Χούντας, όταν ο Γκιζίκης έφερε τόν Καραμανλή δηλαδή κι άρχισε μιά κάποια χαλάρωση των σχέσεων Ελλάδος και Παραπετάσματος, ήρχισαν να καταφθάνουν υπέροχα πλάσματα, δίμετρες Τσέχες, κρύες Πολωνές και λυσσάρες Ουγγαρέζες. Αγιάσαμε τρόπον τινά, στις τελευταίες αναλαμπές του Καμακώματος, διότι όσο πήγαινε όλο και περισότερο η μόδα αυτή περνούσε ανεπιστρεπτί. Δεν είπα τί κάναμε για να βρούμε τά λίγα χρήματα που είχαμε ανάγκη, διότι τότε οι γονείς όπως εξήγησα δέν ήταν τόσο μαλάκες σαν τους σημερινούς. Δουλεύαμε. Υπήρχαν εκατοντάδες δουλιές για νέους. Στά κάμπινγκ, στα ξενοδοχεία, στα κέντρα, στίς παραλίες, στους κινηματογράφους, στις μεταφορές, στα συνεργεία, -δέν έχει νόημα να περιγράψω τό πού, αφού κι εγώ, μέτρησα κάποτε τουλάχιστον
δέκα διαφορετικές δουλιές που έκανα για να εξοικονομήσω όχι απλώς ένα καλό χαρτζηλίκι, αλλά διπλάσια και τριπλάσια απ`όσα βγάζει να πούμε ένας μέσος γιατρός σήμερα. Δούλεψα σέ κινηματογράφους, σέ συνεργεία συλλογής ή συσκευασίας σταφυλιών, σέ μεταφορές κτλ, αλλά το 90% της εργασίας μου ήταν σέ εξοχικά κέντρα, ως βοηθός αρχικά και ως γκαρσόν μετέπειτα, ακόμα και ως βοηθός του βοηθού! Όταν πρωτοάρχισα να δουλεύω 4,5 χρονών τό 1964, για κάποιον άλλον όμως λόγο. Τότε, δέν τό`κανα για επάρκεια εξόδων καμακώματος. Είχα άλλες ευαισθησίες και θα χαλάσω την συνέχεια της εξιστόρησης άμα αναφερθώ σ`αυτές. Αλλά γιατί να μήν τήν χαλάσω; δικιά μου είναι η εξιστόρηση και την κάνω ό,τι θέλω. Αλλού την χαλάω κι αλλού της αλλάζω τόν αδόξαστο, αφού ήδη είπα ότι δέν θα τα πώ όλα. όλα Θα σας διηγηθώ όμως, εν πάση λεπτομερεία, ολόκληρον τό ελληνοαλβανικόν έπος, ή καλλίτερα, θα σας αποκαλύψω πώς μιά εβραία (ο πρώτος έρως της ζωής μου), έγινε αιτία να μάθω να δουλεύω και μάλιστα να βγάζω χρήμα από τότε, << ιδίω καμάτω>>. καμάτω
Χρήμα Ιδίω Καμάτω.
Γελάω. Ένα γράμμα κάνει την διαφορά από τό ιδίω καμάκω στό ιδίω καμάτω! Ίσως να πήγαιναν μαζί αυτά τα δυό και να σχετίζεται τό ένα με τό άλλο. Στην Θεσσαλία, απ`όπου κατάγομαι, γίνεται από πολύ νωρίς ο προσανατολισμός των τέκνων, νομίζω ακόμα. Δέν έχει πουστέψει δηλαδή ακόμα η Θεσσαλία, ειδικά τα Τρίκκαλα, για παραπέρα δέν ξέρω και τόσο καλά. Το περιβάλον θέλει τα αγοράκια να γίνονται άντρες και τα κοριτσάκια γυναίκες. Ίσως η φτώχεια να μήν ήνε τόσο ευνοική στό να αναπτυχθούν πισωγλέντηδες, πισωγλέντηδες θανάσιμο ελάττωμα στην πατρίδα μου, πού ούτε έναν δέν άκουσα μέχρι σήμερα να τόν πούνε πούστη. Την λένε τή λέξη, αλλά έχει να κάνη προφανώς με τήν άτιμη συμπεριφορά, αυτό που είναι γνωστό ως πουστχειά. Λοιπόν, δέν μιλώ για τίποτε το ιδιαίτερο, απλώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με προσανατόλιζε κατά τό μάλλον και ήττον σωστά, άν και οικογενειακώς τότε είμασταν ένα νησάκι. Θεσσαλοί μετανάστες σέ μιά θάλασσα προσφυγοκρατούμενης περιοχής, σέ ένα από τα << πουτανοχώργια>> πουτανοχώργια της ανατολικής ακτής του Θερμαικού. Η ονομασία Πουτανοχώργια, από Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα και Μηχανιώνα, σχηματισμένα από πρόσφυγες του 1922, δώθηκε προφανώς από τά Τυριά, Τυριά τους επανωμίτες, που ήσαν ένα από τα ελάχιστα χωριά με αυτόχθονα πληθυσμό στόν Νομό Θεσσαλονίκης. Να πάρη η ευχή, ανοίγω συνέχεια θέματα άλλα και ξεχνιέμαι. Έλεγα ότι προσανατολιζόμουν σωστά από μικρός στό σεξουαλικόν, καθότι στα προστυχοχώργια γινόταν πράγματα και θαύματα και οι δικοί μου είχαν τό νού τους. Υπήρχε διαδεδομένη βλέπεις η συνήθεια, ποιός θα πηδήξη ποιόν. Κι ασφαλώς υπήρχαν κάποιοι που την τινάζανε τήν αχλαδιά. Στο υποσυνείδητό μου υπήρχε αυτό που λέμε κόκκινη γραμμή. Ήμουν άντρας κι ο άντρας ώφειλε να ερωτεύεται γυναίκα. Μέναμε από κάτω. Πάνω μας παραθέριζε μιά οικογένεια εβραίων θεσσαλονικιών με δυό κοριτσάκια, το ένα, η Νέλυ ένα χρόνο μεγαλλίτερη από μένα και τό άλλο, η Ντορίλ ένα χρόνο μικρότερο και πιό <<καταδεκτικό>> καί ίσως να με
συμπαθούσε κάπως κι εκείνο. Ερχόταν κάτω, ανέβαινα επάνω, ήταν τό παιγνίδι μας και η ευγενέστατη κυρία Σέλη, προφανώς με αγαπούσε σάν δικό της παιδί και της άρεσε να με χαιδεύει. Κι εμένα μου άρεσε. Από τέτοια βελούδινα χέργια δέν ήμουν συνηθισμένος. Τα χέρια της μαμάς μου ήταν πάντα γεμάτα πληγές και καθώς είχαν ξεραθεί με γρατσουνούσαν. Τα χέργια της μαμάς μου πληγώνονταν καθημερινά και θυμάμαι έτρεχε αίμα, επειδή είχε να πλύνη ρούχα καί άλλα σέα πενήντα νοματέων που έμεναν τα καλοκαίργια, οι περισσότεροι ακόμα και στρωματσάδα σπίτι μας. Πού λεφτά για ξενοδοχεία τότε και οι ανάγκες ήταν πολλές. Συγγενείς και φίλοι που έρχονταν να μας επισκεφθούν ή έμεναν μαζί μας, χωργιανοί και κοντοχωργιανοί για διάφορες υποθέσεις τους, σε γιατρούς, σέ πανεπιστήμια ή για δουλειά. Όλα τα έπλενε η μαμά στό χέρι. Οι χλωρίνες και τα καθαριστικά της σχίζαν τα χέργια και τα γέμιζαν πληγές. Μετά, ξεραίνονταν, οπότε, όταν με χάιδευε, γρατσουνιόμουν. Τα χέργια της κυρίας Σέλης, δέν είχαν πληγές και με τήν αφέλεια ενός παιδιού (ή την πονηράδα, όπως το δείς), που δέν είχε κλείσει τα πέντε του, τήν ρώτησα: << -Γιατί κυρία Σέλη όταν με χαιδεύεις εσύ μου αρέσει, ενώ όταν με χαιδεύει η μαμά, δέν θέλω;>> θέλω Η κυρία Σέλη μου εξήγησε ότι τα χέργια της μαμάς μου γίνονταν έτσι από τό πλύσιμο. Αυτό όμως μου γέννησε μιά άλλη απορία. << Κι εσένα, γιατί δέν γίνονται τα χέργια σου έτσι; δέν πλένετε οι εβραίοι, κάθεστε και βρωμάτε;>>. -Βεβαίως βρωμάτε πλένουμε! πλένουμε Είπε η κυρία Σέλη, αλλά εμείς δέν πλένουμε με τα χέργια! χέργια <<-Τί πλένετε μέ τα πόδια;!>>. Η κυρία Σέλη, γέλασε καλοκάγαθα. <<- Όχι αγαπητέ μου, πόδια εμείς έχουμε ένα μηχάνημα που τα πλένει>>. πλένει Νόμισα ότι με κοροιδεύει. Δέν μου άρεσε να με κοροιδεύουν. << Με κοροιδεύεις>> κοροιδεύεις της είπα, <<δέν είναι αλήθεια αυτό που μου λές. Εάν υπήρχε τέτοιο μηχάνημα θα τό είχα δεί, θα είχε και η μαμά που έχει τόσα ρούχα>>. <<-Όχι>>, ρούχα Όχι μου απήντησε η κυρία Σέλη. <<Σου λέω αλήθεια, υπάρχει τέτοιο μηχάνημα, που πλένει, τα στεγνώνει και ...τ`απλώνει κι όλας!>>. Από τήν ειρωνική έκφραση του όλας προσώπου μου, κατάλαβε ότι δέν έγινε πιστευτή, <<- έλα να το δής!>>, μου δής πρότεινε. Και βρέθηκα μπροστά σέ ένα γιγάντιο πράμμα, πιό μεγάλο απ`ότι είναι τα ψυγεία σήμερα, (ούτε ψυγεία υπήρχαν τότε, είχαμε τίς παγωνιέρες), σάν ντουλάπα ένα πράμμα, έτσι ήταν τα πρώτα πλυντήρια, Ιζόλα νομίζω, το οποίο είχε ένα τεράστιο κάδο, πάνω από τό μπόι μου τότε και τόν κύτταξα μέ δέος καθώς στριφογυρνούσε με ρούχα μέσα και αφρούς και έκανε γκου-γκου-γκού... Έμεινα αποσβωλομένος κι όταν άνοιξα τό στόμα μου, είπα κάτι που μόνο ένας εβραίος θα μπορούσε να πή: <<- Πόσο κάνει αυτό κυρία Σέλη;>> Σέλη Δέν ξέρω γιατί, αλλά οι εβραίοι φαίνεται σέβονται και δέν παίζουν με τήν ερώτηση <<πόσο κάνει>>. Με σοβαρό ύφος, απορώντας ίσως και η ίδια γιατί κάνει απαντάει έτσι σέ ένα νιάνιαρο πού ούτε κάν ξέρει να μετρά, μου είπε επακριβώς, <<Πέντε χιλιάδες, διακόσχιες τριανταένα και μισό>>. Είναι η φράση που δέν θα μισό ξεχάσω ποτέ, ώσπου να εγκαταλείψω τόν μάταιο τούτο κόσμο. Προφανώς, όταν την ρωτούσα πόσο κάνει, σκεφτόμουν τήν μάννα μου, να μπορούσε να πάρη κι αυτή ένα τέτοιο, να μήν σκίζονται τα χέργια της. Αλλά ήξερα, είχα ακούσει, ότι ο μισθός του μπαμπά τότε, δέν έφτανε χιλιάρικο, οπότε θα έπρεπε μισόν χρόνο να μήν τρώμε τίποτα και να βάλουμε τα λεφτά στην άκρη να πάρουμε αυτό τό πράμμα που είχε η κυρία Σέλη. Άτοπον. Κάτι άλλο έπρεπε να γίνη. Ο νούς μου άρχισε να τρέχη με
ιλιγγιώδη ταχύτητα. Είχα δεί τα (μεγαλλίτερά μου, ίσως και κάποια συνομίλικα) παιδιά που δούλευαν στην παραλία ως βοηθοί των γκαρσονιών, που πηγαίναν νερό στους πελάτες, χαρτοπετσέτες, σερβίτσχια κλπ. Κατέβηκα κάτω καί είπα στην μαμά μου να μου ράψη δυό άσπρες ποδιές, με τσεπούλα, έτσι όπως είχα δεί να έχουν στη μέση τους τα γκαρσόνια κ`οι βοηθοί τους. Τις έραψε και τις πήρα και πήγα μ`αυτές στόν κυρ-Γαλάνη, κάνοντας μιά <<συμφωνία>>. -Κύριε Γαλάνη, συμφωνία Γαλάνη του είπα, δέν θέλω να μου δώσετε τίποτα, ούτε να σας δώσω. Θέλετε να δουλεύω εδώ ως βοηθός και να κουβαλάω νερά στους πελάτες σας κι ό,τι μου δώσουν περμπουάρ; περμπουάρ Βεβαίως, του άρεσε η πρότασή μου γιατί δέν θα απασχολούνταν τα γκαρσόνια στό άσκοπο πήγαινε-έλα και είχε πολύ κόσμο τότε. <<Μπορείς άν θέλης να πιάσης δουλειά από τώρα, να δούμε πώς θα τα πάς>>. πάς Ήταν 24 Ιουνίου 1964, για μένα, η μέρα που έκλειναν τα σχολεία κι ερχόταν ακόμα περισσότεροι παραθεριστές. Ζήτησα δυό κανάτες. Ώσπου να γεμίση η μία από εκείνη την τεράστια παγωνιέρα – ψυγείο, που είχε μιά μικρή βρυσούλα στην οροφή, εγώ έβγαινα με τήν άλλη έξω στα τραπέζια και γινόταν πανηγύρι, <<δώσε και μένα>>, -στό παιδάκι μάλιστα που τους πρόσφερε τό νερό της ζωής, δέν παρέλοιπαν, όλοι τους να ρίξουν στην τσεπούλα ένα γεναίο μπερμπουάρ. Τί ωραία λέξις! Μοιάζει με πόλη της Γαλλίας. Μόλις γέμιζε φραγκοδίφραγκα και πενταράκια η τσεπούλα, σπανίως υπήρχε και κάποιο <<μεγάλο>>, (τάληρο), τα πήγαινα στό σπίτι να τα αδειάσω στό κρεβάτι που κάθονταν η θεία. Τα μετρούσε εκείνη, -εγώ δέν ήξερα ακόμη τότε να μετρώ πέρα από τό είκοσι, καί τα έγραφε σέ ένα πράσινο μπλοκάκι που τό φύλαγα καλά. Κάθε μέρα γράφονταν ποσά σ`αυτό τό μπλοκάκι που τό έχω ακόμα, ανάκατα νούμερα, 112, 234, 64, 16 (ημέρες μέ βαρδάρη), 240, 314, 480 (σαββατοκύργιακα), τέλος πάντων, τα χρήματα τα παραδίδαμε στην μαμά. Εγώ κρατούσα τό μπλοκάκι. -Πόσα είναι τώρα; ρωτούσα κάθε μέρα την θεία. Στίς 14 Αυγούστου 1964, σέ μιά άρθροιση, άκουσα τό μαγικό νούμερο: Πέντε χιλιάδες, διακόσχια τριάντα ένα και μισό. μισό Πέταξα τίς ποδίτσες, τίς κανάτες και τα μαξιλάργια. Μισούσα πολύ την δουλειά κι ο σκοπός μου είχε εκπληρωθεί. Ειδοποίησα τόν Γαλάνη να τους πάη αυτός νερό από αύριο. Δεκαπενταύγουστος, η πιό παραγωγική μέρα στό επάγγελμα. -Με καίς! Θα`ρθής οπωσδήποτε αύριο! αύριο Είχα γίνει σημαντικό πρόσωπο στην λειτουργία του μαγαζιού που, ελευθερώνοντας τα χέργια των γκαρσονιών από νερά, είχαν ξεκολωθεί να πηγαίνουν μπριζόλες και ψάργια. Πώς θα λειτουργούσε τό μαγαζί χωρίς εμένα που είχα γίνει λίαν αγαπητός και στους πελάτες; -Να καής! καής Σκασίλα που την είχα τί θα κάνη ο Γαλάνης κι όλο του τό σιμσιλέ. Ήμουν παιδάκι και ήθελα να χαρώ λίγο καλοκαίρι που απόμεινε. Η θάλασσα με φώναζε με γοερές κραυγές να χτίσω κι εγώ παλατάκια στην άμμο, παίζοντας με γκουβαδάκια, κοριτσάκια και φτυαράκια. Είχα κάνει τό καθήκον μου. Με σοβαρό ύφος, έπιασα τήν μαμά από τό χέρι, -Πάμε τώρα να πάρουμε αυτό που έχει η κυρία Σέλη. Τα χέργια σου δέν θα ματώνουν! Έχουμε πέντε χιλιάδες διακόσχιες τριανταένα και μισό, μισό το μαγικό νούμερο που είχα μάθει απ`έξω. Αμ δέ. Η μαμά μού είπε ότι αυτά τα λεφτά δέν τα έχει. Πολύ σοβαρά μού εξήγησε ότι είχε έρθει πολύς κόσμος εκείνο τό καλοκαίρι και έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τα καθημερινά ψώνια για φαί που οι λειτουργιές δέν επαρκούσαν καί είχαμε
κι άλλα 5-10 ψωμιά τήν ημέρα, ντομάτες πατάτες, λάδια και μακαρόνια. Αισθάνθηκα απογοήτευση, αλλά δέν τό`δειξα. -Καί τα λεφτά του μπαμπά; μπαμπά Ο μπαμπάς είχε να παντρέψη τίς αδερφές του επίσης. Στην μιά έδωσε τίς 72 λίρες που πήρε προίκα από την μαμά. Τό μεγάλο παράπονο της οποίας ήταν αυτό ακριβώς, που ήθελε να έχη έστω μιά λίρα ...να την βλέπη! Πολύ αργότερα, της άφησα να έχη μιά λίρα, να την βλέπη όποτε θέλει κι αυτό, τό πού την βρήκα, θα τό εξηγήσω σέ άλλη συνάφεια. Τις λίρες λοιπόν τίς είχε δώσει για να γίνη ο γάμος της πρώτης αδερφής του. Τα χωράφχια, προίκα της μαμάς, είκοσι καλά στρέμματα στόν θεσσαλικό κάμπο, τα είχε αφήσει επίσης στην λιμοκτονούσα πατρική οικογένεια στό χωργιό, νά έχουν να τρώνε. Κι ο μισθός του μπαμπά; Η μαμά μού είπε ότι ούτε αυτός υπάρχει. Κάθε χρόνο αλλάζαμε δυό – τρείς φορές σπίτι που τόν Μάιο μας πετούσαν έξω να πάμε σ`άλλο γιατί αυτό που μέναμε θα έπιανε περισσότερα να το νοικιάσουν σέ πλούσιους παραθεριστές. Καί ξανά τόν Οκτώβριο που φεύγαν οι χορτοφάγοι, χορτοφάγοι -έτσι λέγαμε τους θεσσαλονικείς, μπορούσαμε να μεταναστεύσουμε σέ πιό άνετο σπίτι. Δέν αντέχονταν αυτό τό πράγμα. Ό, τι κι άν είχε μαζέψει με σκληρή οικονομία ο μπαμπάς, έπρεπε να το δώση για να παντρέψη την άλλη αδερφή του, 35 χιλιάρικα προίκα. Μ`αυτά ο γαμπρός πήρε ένα ωραίο μεγάλο φορτηγό κι εμείς τόν πούλο ξανά για άλλη μετακόμιση με λιγότερες απαιτήσεις. Πάντως ο μπαμπάς κατάφερε στό διάστημα τότε εκείνο να βάλη στην άκρη 20 χιλιάρικα νομίζω, πήρε δάνειο κι άλλα τόσα, ώστε καπάρωσε ένα μικρό οικόπεδο να χτίσουμε κάποτε τό δικό μας σπίτι να μήν ξεσπιτωνόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι. Βοήθησα λοιπόν, ζώντας η οικογένεια με τα δικά μου λεφτά εκείνο τό καλοκαίρι, να μείνουν τα λεφτά του μπαμπά στην άκρη για να πάρουμε ένα δικό μας οικόπεδο. Αλλά εμένα δέν μ`ένοιαζε αυτό. Εγώ, δέν τό καταλάβαινα αυτό. Η τσατίλα μου ήταν ότι τα χέργια της μαμάς θα συνέχιζαν να σκίζονται και να ματώνουν. Μίσησα την οποιαδήποτε δουλειά. Ένοιωθα προδομένος. Απέκτησα ωστόσο την ικανότητα, άμα θέλω λεφτά να βγάζω. Μίσος ξεμίσος, δούλεψα και ξαναδούλεψα, σέ άλλα μαγαζιά, στόν Άγγελο, στην Ωραία Θράκη, στα Βράχια, στην Κύπρο, -δούλεψα και σέ σινεμά, στην εποχή της χούντας, σέ συνεργεία σταφυλιών, σε μετακομίσεις, όπου φαντάζεται και δέν φαντάζεται κανείς. Έτσι ήμουν ο πρώτος ...στόν κόσμο ίσως που έβγαλα Ταυτότητα σέ παιδική ηλικία! Η ταυτότητα ήταν απαραίτητη για να καταθέτω τό περισσεύον προιόν του κόπου μου στό βιβλιάριο επονόματί μου στό Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο που είχε στην πρώτη σελίδα την σφραγίδα <<Ιδίω Καμάτω>>, πράγμα που θα πή τα έβγαλε ο ίδιος με Καμάτω τόν κόπο του. -Συνεχίζεται στα υπόλοιπα κεφάλαια που θα δημοσιευθούν εν καιρώ1. Πώς γνωρίστηκα με τόν πατέρα της Αγγέλας, 2. Πώς έμαθα τα ρωσσικά, 3. Πώς μπλέχτηκα με τις μυστικές υπηρεσίες, 4. Γιατί μετέφρασα τά απόρρητα κείμενα του Μπουαγιέρ και πώς. 5. Πώς γνωρίστηκα με τήν ίδια την Αγγέλα. 6. Η συνάντησή μου με τόν Πούτιν στό Βερολίνο. 7. Ο χρυσός των εβραίων που κρύψαν οι ναζοί στα Βράχια. 8. Η συνάντησή μου με τόν Καραμαναλήτη, Πρόεδρο τότε της Δειμοκρατίας του Κώλου στό ΑΠΘ, 9. Η συμμετοχή μου στό Παγκόσμιο Συνέδρειο για τό Ολοκαύτωμα, 10. Το ταξείδι στην Σλοβενία εν μέσω πολέμου, η σύλληψη και η απελευθέρωσή μου, 11. Μέ τήν Έελλε στό Ζάνκτ Πάουλι της Βέλτ Ντήνστ του Αμβούργου. 12. Γιατί με διώξαν από τό ΑΠΘ κι ο ρόλος του Μπάλφουρ...