ΖΑΧΑΡΙΑΣ Ν. ΤΣΙΡΠΑΝΛΗΣ Καθηγητής Πανεπιστημίου
Η ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΟΥΣ ΜΕΣΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ (5ος - 15ος αι.) Γ' έκδοση αναθεωρημένη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π.ΠΟΥΡΝΑΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1985
Digitized by 10uk1s
Η τρίτη αυτή έκδοση παρουσιάζει σημαντικές αλλαγές από τις δύο προηγούμενες (του 1973 και 1975). Τώρα, λάθη διορθώνονται, ασάφειες διευκρινίζονται, κεφάλαια αναδιαρθρώνονται, η βιβλιογραφία εμπλουτίζεται. Η αναθεώρηση είναι ουσιαστική· σε κάθε σελίδα σχεδόν κάτι έχει αλλάξει. Ελπίζω προς το καλύτερο. Στα δεκατρία χρόνια που δίδαξα την παρούσα ύλη διδάχθηκα πολλά. Στη διδακτική πείρα οφείλονται αρκετές ουσιαστικές διορθώσεις. Γι' αυτό με ευγνωμοσύνη στρέφεται η σκέψη μου στους φοιτητές που με παρακολούθησαν, στον «άγνωστο φοιτητή». Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον φίλο και συνεργάτη κ. Μιχάλη Βέλλα, δ.Φ., λέκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, για τις χρήσιμες ιδέες που μου έδωσε. Επίσης θερμές ευχαριστίες απευθύνω στον φίλο κ. Δημήτριο Σαμσάρη, επίκουρο καθηγητή στο παραπάνω Πανεπιστήμιο, για την πρόθυμη συμπαράσταση στη διόρθωση των δοκιμίων.
Digitized by 10uk1s
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο σκοπός του πανεπιστημιακού αυτού εγχειριδίου είναι να προσφέρει στους φοιτητές μια γενική εικόνα της Ευρώπης κατά τους Μέσους Χρόνους. Καταβάλλεται δηλ. η προσπάθεια να καλυφθούν στις λίγες αυτές σελίδες γεγονότα δέκα αιώνων σε μια γεωγραφική περιοχή με την πιο έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα. Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς σε μια τέτοια προσπάθεια είναι η επιλογή της ύλης, η οποία βέβαια δεν μπορεί να δοθεί με αποσπασματικό και ασύνδετο τρόπο, χωρίς τις συναφείς αιτίες των ιστορικών φαινομένων. Αλλά τα γεγονότα είναι τόσο πολύμορφα, ώστε η παράλειψη σφαιρικής εξετάσεώς τους να προκαλεί αδικαιολόγητα κενά. Μια καλή λύση θα ήταν η πανεπιστημιακή διδασκαλία να γίνει σε στυλ μονογραφίας, να περιορισθεί δηλ. σε μια ιστορική περίοδο και να προχωρήσει σε βάθος. Αυτό πραγματικά συμβαίνει στο τελευταίο έτος σπουδών. Στους μη τελειόφοιτους όμως είναι, νομίζω, ανάγκη να δοθούν τα γενικά πλαίσια μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου, όπως του Μεσαίωνα, για να διευρυνθούν οι γνώσεις τους και τα ενδιαφέροντά τους σε ευρωπαϊκή τουλάχιστο κλίμακα. Η αφαίρεση, επομένως, ήταν επιτακτική. Έτσι, για να ανταποκριθώ πιο ικανοποιητικά στο θέμα της ύλης, θεώρησα καλό, σύμφωνα άλλωστε και με τις σύγχρονες αντιλήψεις της ιστορικής επιστήμης, να δώσω το βάρος στις επαφές των λαών μεταξύ τους. Γι' αυτό και απέφυγα την εξιστόρηση των δυναστειών και των προσωπικών κατορθωμάτων των βασιλέων ή των ποικίλων αρχηγών· υπενθύμισα μόνο τα πιο θεαματικά στρατιωτικά συμβάντα, επιμένοντας στις συνέπειες και τα αποτελέσματα και αδιαφορώντας για τις λεπτομέρειες μαχών και αντιπάλων δυνάμεων· αντίθετα, η προσοχή μου στράφηκε στην παρουσίαση των ανθρώπινων κοινωνιών σε συνάρτηση με το γεωγραφικό περιβάλλον, με την οικονομική τους δομή (στο εμπόριο, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία), με τον χαρακτήρα των πολιτισμών τους, με τα αισθήματα και τα συλλογικά τους πάθη, με τις παραδόσεις τους, με το πατριωτικό τους συναίσθημα και την αντίληψή τους για το «Κράτος». Έπειτα, ιδιαίτερα για τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, τονίσθηκαν οι δύο βασικοί πόλοι της πολιτικής του ζωής, ο πάπας δηλ. και ο γερμανός αυτοκράτορας, οι τάσεις των δύο αυτών μεγάλων για την παγκόσμια κυριαρχία. Η παράλειψη εξ άλλου πολλών στρατιωτικών και πολιτικών γεγονότων θα δημιουργήσει ίσως στον απαιτητικό αναγνώστη κάποια ανεπάρκεια. Θα μπορούσε ωστόσο να βρει πλούσιες περιγραφές για τα θέματα αυτά στην Παγκόσμια Ιστορία, έκδ. Ελευθερουδάκη, τ. 2, μέρος Α' (Αθήναι 1933). Γενικά το εγχειρίδιο αυτό δεν φιλοδοξεί να εξουδετερώσει επιστημονικά προϋπάρχοντα τυχόν βοηθήματα (ανύπαρκτα σχεδόν στην ελληνική βιβλιογραφία). Επιδιώκει μόνο να τα συμπληρώσει, να υπογραμμίσει θεσμούς και καταστάσεις, να επισημάνει ακόμη πλάι στην αφηγηματική παρακολούθηση των ιστορικών φαινομένων και τα προβλήματα που μένουν ανοικτά στην έρευνα και να αναφέρει απόψεις των ειδικών. Αναμφισβήτητα δεν έχει χαρακτήρα πρωτότυπο. Όσα περιλαμβάνονται σ' αυτό αντλούνται από έγκυρα έργα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Η μοναδική ίσως πρωτοτυπία του έγκειται στον τρόπο με τον οποίο έγινε η επιλογή και η συρραφή των κεφαλαίων τρόπος που αποβλέπει να καταστήσει πιο προσιτά και πιο κατανοητά τα ευρωπαϊκά πράγματα στον έλληνα αποκλειστικά φοιτητή. Αν το πετύχει αυτό, τότε καταξιώνεται η έκδοσή του.
Digitized by 10uk1s
I. Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ «ΒΑΡΒΑΡΩΝ»
1. Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα (ή τον Άνω Μεσαίωνα: 476-1000) τα βασικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής ιστορίας είναι κατ' εξοχήν δύο: α) η διάλυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση τον 5ο αι., και β) η εγκατάσταση στο έδαφός της «βαρβαρικών» λαών, κυρίως γερμανικών. Και τα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα είναι αλληλένδετα και εξαρτώνται το ένα από το άλλο. Άλλοτε ο ρωμαϊκός κόσμος (Orbis Romanus) εκτεινόταν, στις αρχές ακόμη του τελευταίου τετάρτου του 4ου αι. (370-380), σε ολόκληρη την Ευρώπη, δυτικά και νότια από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη, περιλαμβάνοντας και τη σημερινή Αγγλία. Περιέκλειε εξ άλλου την ασιατική περιοχή της Εγγύς Ανατολής με το βόρειο μέρος της Μεσοποταμίας· ολόκληρη η Αφρική της Μεσογείου ανήκε επίσης στους Ρωμαίους. Αυτός λοιπόν ο ρωμαϊκός κόσμος αποτελούσε μία ενότητα: ενότητα φυσικά πολιτική, αλλ' όχι μόνο τέτοια· αποτελούσε ακόμη ενότητα πνευματική, ύστερα από τον θρίαμβο του χριστιανισμού, ενότητα πολιτιστική, με βάση την ελληνιστική παιδεία που υιοθέτησε η Ρώμη. Δεν λείπουν βέβαια οι αποχρώσεις από τον ομοιόμορφο αυτόν πίνακα. Υπήρχαν βαθειές διαφορές ανάμεσα στις Partes Orientis και στις Partes Occidentis. Π.χ. η ελληνική ήταν η γλώσσα της ανώτατης παιδείας και των αριστοκρατικών κύκλων της Ανατολής, ενώ η λατινική επικρατούσε στη Δύση· το θρησκευτικό κλίμα, έπειτα, δεν ήταν το ίδιο, αφού στη Δύση υπήρχαν πιο πολλοί ειδωλολάτρες απ' όσο στην Ανατολή, ακόμη γιατί το ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα ευνοούσε στην Ανατολή τη γένεση χριστιανικών ιδεών, οι οποίες ποτέ δεν γνώρισαν την ίδια επιτυχία στη Δύση· το κύρος εξ άλλου του ρωμαϊκού δικαίου δεν εμπόδιζε την ύπαρξη εθιμικών δικαίων σε μερικές περιοχές· η κοινωνική δομή και η οικονομική ζωή δεν ήταν παντού οι ίδιες· η αστική ζωή και το μεγάλο εμπόριο έπαιζαν ένα ρόλο πιο σημαντικό στην Ανατολή παρά στη Δύση. Αλλά, παρά τις διαφορές αυτές, πρέπει να υπογραμμισθεί κυρίως η ενότητα που επικρατούσε. Άλλωστε ανάμεσα στα διάφορα μέρη του ρωμαϊκού κόσμου υπάρχει συνεχής επικοινωνία. Η Μεσόγειος, που είναι το κέντρο του κόσμου αυτού, και το οδικό δίκτυο που αυλακώνει τη στεριά, εξασφαλίζουν τις επαφές και επιτρέπουν τη διακίνηση των στρατευμάτων, των υπαλλήλων, των ανθρώπων της Εκκλησίας, των προϊόντων, των έργων της τέχνης και των ιδεών.
2. ΟΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ «ΒΑΡΒΑΡΩΝ» Έξω από τα ρωμαϊκά σύνορα (extra limitem) εκτεινόταν ο κόσμος των «Βαρβάρων». Το μεγαλύτερό τους μέρος ήταν Γερμανοί, εγκαταστημένοι στη Σκανδιναβική χερσόνησο και στα νησιά της Βαλτικής. Οι Γερμανοί της ανατολικής περιοχής, οι Οστρογότθοι, και οι της δυτικής περιοχής, οι Βησιγότθοι, καθώς και οι Βάνδαλοι, οι Βουργούνδιοι, οι Λομβαρδοί, απλώνονταν από τον Δον και τα Καρπάθια ως τον Δούναβη και τον Μάιν. Άλλες γερμανικές φυλές, οι Άγγλοι, οι Σάξονες, οι Ιούτοι, οι Φρείσονες (ή Φρείσιοι), οι Φράγκοι, οι Αλαμανοί, οι Βαυαροί, οι Σουήβοι, οι Θουρίγκιοι, κατείχαν τον χώρο ανάμεσα στην Ιουτλάνδη (Κιμβρική χερσόνησο), τον Έλβα ποταμό, τη Βοημία, τον Δούναβη, τον Ρήνο και τη Βόρεια θάλασσα. Καθένας από τους λαούς αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν «εθνικούς» πολιτικούς θεσμούς, απαρτιζόταν Digitized by 10uk1s
από φυλές αυτόνομες, στην ουσία μεγάλες οικογενειακές ομάδες, γνωστές στην ιστορία ως Sippen (γερμ. λέξη: die Sippe = φάρα, γένος). Πολλές από τις παραπάνω φυλές γνώριζαν τον θεσμό της βασιλείας, αλλά η πολιτική δύναμη ανήκε πιο πολύ στις στρατιωτικές τάξεις. Οι πληθυσμοί αυτοί ασχολούνταν στοιχειωδώς με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και μετακινούνταν ευκολότατα. Οι περισσότεροι ήταν ειδωλολάτρες. Ωστόσο από τον 4ο αι. ο χριστιανισμός εισέδυσε από το Βυζάντιο στους Γότθους και αυτοί τον διέδωσαν στους άλλους γερμανικούς λαούς. Ο χριστιανισμός όμως αυτός είχε διαδοθεί με τη μορφή της αιρέσεως του αρειανισμού, πράγμα που αργότερα θα προξενήσει ζητήματα στην καθολική Ρώμη. Όλες γενικά οι γερμανικές φυλές δεν φαίνεται να ανέπτυξαν πολιτισμό άξιο του ονόματός του. Η διακοσμητική τους τέχνη -κυρίως η χρυσοχοΐα- είναι ασιατικής καταγωγής και οι Σαρμάτες είναι εκείνοι που τους δίδαξαν τις αρχές και την τεχνική. Εκτός από τους Γερμανούς, και άλλα βαρβαρικά «έθνη» περιέβαλλαν άμεσα ή σε κάποια απόσταση τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Έτσι στα βόρεια του Καυκάσου διατηρούν τα κοπάδια τους Ιρανοί βοσκοί, οι Αλέν. Οι Ιρανοί της Περσίας ζούσαν μέσα σε μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τον Τίγρη και τον Ευφράτη ως το Αφγανιστάν. Η Περσία, κάτω από τη δυναστεία των Σασσανιδών, στάθηκε ο μεγαλύτερος εχθρός της Ρώμης στην Ανατολή, γιατί και πολιτικός ανταγωνισμός υπήρχε ανάμεσά τους, με αντικείμενο την ηγεμονία επί της Αρμενίας, που ήδη είχε εκχριστιανισθεί από τον 3ο αι., και θρησκευτική εχθρότητα, αφού η Περσία ακολουθούσε τον μασδαϊσμό, τη θρησκεία δηλ. του Ζωροάστρη. Κληρονόμος η χώρα αυτή των αρχαίων πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής ερχόταν σε ριζική αντίθεση με τον πρωτόγονο χαρακτήρα των λαών που κατοικούσαν τις ασιατικές στέππες, οι οποίοι, έφιπποι νομάδες, ζούσαν από τη ληστεία και την κτηνοτροφία. Ανάμεσα στους νομάδες αυτούς οι Ούννοι, τουρκική φυλή, εμφανίστηκαν στα νότια της Ρωσίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. Ένας άλλος λαός, ο οποίος τον επόμενο αιώνα πήρε το όνομα Άβαροι, τουρκικής επίσης καταγωγής, περιπλανιόταν στην Κεντρική Ασία. Στη ρωσική πεδιάδα και στην Πολωνία ζούσαν σλαβικοί λαοί, για τους οποίους δεν έχομε πολλές πληροφορίες. Υπήρχαν ακόμη οι νομάδες των ερήμων δυτικά και νότια από τις ρωμαϊκές αφρικανικές επαρχίες, καθώς και στην Αραβία. Στο βόρειο άκρο της Βρετανίας, τέλος, οι Πικτοί κατοικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Καληδονίας, της σημερινής Σκωτίας, ενώ Κέλτες ή Σκώτοι έμεναν στην Ιρλανδία.
3. ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΩΜΑΙΩΝ ΜΕ «ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ» Με τους περισσότερους από τους παραπάνω λαούς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διατηρούσε σχέσεις: ή πολεμικές ή ειρηνικές. Αυτό κυρίως συνέβαινε με τους Γερμανούς. Χιλιάδες απ' αυτούς, πιο πολύ τον 4ο και 5ο αι., είχαν υπηρετήσει τη Ρώμη ως στρατιώτες, είτε ατομικά είτε μέσα στα πλαίσια των φυλών τους ή των λαών τους, τους οποίους η Αυτοκρατορία προσελάμβανε στην υπηρεσία της ως «ομοσπόνδους» ή «συμμάχους» ή «φοιδεράτους» (foederati). Ονομάστηκαν έτσι, γιατί οι Ρωμαίοι τους παραχωρούσαν το foedus, τη συνθήκη δηλ. που καθόριζε τους όρους εγκαταστάσεως των συμμάχων σε εγκαταλελειμμένες περιοχές ή στα κτήματα μεγάλων Ρωμαίων κτηματιών. Σύμφωνα με τις συνθήκες, σε κάθε οικογένεια βαρβαρική παρεχωρείτο ένα μέρος, κλήρος (sors), από τις γαίες του φιλοξενούντος (το 1/ 3 ή τα 2/ 3 ανάλογα με την περίπτωση), ενώ τα δάση και τα βοσκοτόπια παρέμεναν αδιαίρετα.
Digitized by 10uk1s
Η κατάσταση άλλαξε, όταν λαοί ολόκληροι ήθελαν να πάρουν την άδεια και να εγκατασταθούν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, όπως, στα 380 και στα 382, οι Οστρογότθοι και οι Βησιγότθοι, στα νότια του Δούναβη. Τότε βέβαια η ιδιότητα των «συμμάχων» κατάντησε απατηλή ετικέτα, χωρίς νόημα. Συγκεκριμένα, παρά τις υπηρεσίες που προσέφεραν στη Ρώμη εναντίον άλλων βαρβάρων, οι «σύμμαχοι» ήταν τώρα οι κατακτητές, εγκαταστημένοι σε ρωμαϊκό έδαφος. Οι νέες συνθήκες ζωής τους δημιουργούσαν συχνές ευκαιρίες επαφής με τον ρωμαϊκό κόσμο· είχε αρχίσει ένας εκρωμαϊσμός, κάπως επιφανειακός, ορισμένων στοιχείων στους κόλπους των λαών αυτών. Προέκυψαν ακόμη και προσεγγίσεις χαρακτηριστικές ανάμεσα στις άγριες σχεδόν γερμανικές μάζες και στην πολιτισμένη κοινωνία του Βυζαντίου και του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Τέτοιες όμως επιδράσεις θα επισημανθούν πιο εύκολα μετά τις Μεγάλες Επιδρομές.
4. ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ Αυτή η ονομασία δόθηκε για τις μετακινήσεις βαρβαρικών λαών και κυρίως γερμανικών, οι οποίοι από το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. ως τα τέλη του 5ου αι. διέλυσαν την υπάρχουσα δομή της Ευρώπης. Σε ορισμένες περιπτώσεις ταιριάζει να προεκτείνομε τον όρο και ως τα τέλη του 6ου αι. Από το σύνολο αυτό των γεγονότων μας ενδιαφέρουν μόνον οι παράγοντες και τα αποτελέσματα. Πρώτα πρώτα ποιοι ήταν οι παράγοντες, οι αιτίες που προκάλεσαν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις. Δεν είναι εύκολο να τις διακρίνομε. Η έλλειψη ακριβών μαρτυριών μας κάνει να γνωρίζομε πολύ λίγο τους «Βαρβάρους», ώστε το πλησίασμα του ιστορικού προς αυτούς να είναι κάπως ριψοκίνδυνο και πολύ λεπτό. Μπορούμε να επικαλεστούμε ορισμένους παράγοντες, χωρίς όμως να υποστηρίζομε ότι αυτοί αποκλειστικά συνετέλεσαν στις μετακινήσεις και στις επιδρομές των «Βαρβάρων». Έτσι οι πιο αξιομνημόνευτοι από τους παράγοντες είναι: α) οι διαμάχες ανάμεσα στους βαρβαρικούς λαούς· β) έλλειψη εδάφους για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δραματικού δημογραφικού προβλήματος· γ) βαθμιαίες κλιματικές μεταβολές που θα έσπρωξαν τους βοσκούς των βορείων πεδιάδων προς καλύτερες χώρες· δ) το θέλγητρο των μεσογειακών παραλιακών χωρών· ε) αναστατώσεις στην απομακρυσμένη Ανατολή (Κίνα - Μογγολία) που έστρεψαν προς τη Δύση τους Ούννους, τον 4ο αι., τους Αβάρους, τον 6ο αι., και έτσι, σιγά σιγά, προκάλεσαν την κίνηση άλλων λαών προς το εσωτερικό του ρωμαϊκού κόσμου· στ) κοινωνικές καταστάσεις που θα προκάλεσαν τη μετακίνηση πολυάριθμων μελών της κάστας σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Το απ οτέλεσμ α ήταν ότι στον 5ο αι. έχομε την αποσύνθεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δύση.
Digitized by 10uk1s
5. ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Έτσι περί τα τέλη του 5ου αι. δημιουργήθηκαν από τους Γερμανούς τα πρώτα βασίλεια στην άλλοτε ρωμαϊκή επικράτεια. Συναντούμε λοιπόν τους Βησιγότθους στη νοτιοδυτική Γαλατία και έπειτα στην Ισπανία, τους Σουήβους στο βορειοδυτικό μέρος επίσης της Ισπανίας (στη Γαλικία)· τους Βουργουνδίους στο νοτιοανατολικό τμήμα της Γαλατίας· τους Οστρογότθους στην Ιταλία, τους Βανδάλους στην Αφρική. Τα «κράτη» αυτά εμφανίστηκαν γύρο από το δυτικό τμήμα της Μεσογείου, μέσα δηλ. στις χώρες τις πιο πυκνοκατοικημένες και τις πιο βαθειά εκρωμαϊσμένες της Αυτοκρατορίας. Σε καθένα απ' αυτά τα βασίλεια το γερμανικό στοιχείο είναι ολιγάριθμο και η δημογραφική σχέση με τον ντόπιο πληθυσμό αποκλείει τον εκγερμανισμό του τελευταίου. Άλλωστε σημαντικά τμήματα από τους Γότθους και τους Βουργουνδίους, που επί χρόνια διετέλεσαν «φοιδεράτοι», είχαν ήδη υποστεί μια κάποια ρωμαϊκή επίδραση. Δεν έχει αλλάξει, δεν έχει θιγεί καθόλου η κοινωνική δομή τους, αλλά η οικονομική ζωή και η γεωργία διέρχονταν σοβαρή ύφεση. Τα γερμανικά αυτά κράτη που καθρεφτίζονται στα νερά της Μεσογείου είναι πολύ αδύνατα. Υπονομεύονται από το μίσος που ο «ρωμαίος» καθολικός τρέφει για τον Γότθο, τον Βουργούνδιο και τον αρειανό Βάνδαλο. Η άλλη ομάδα των γερμανικών λαών δημιουργεί διαφορετικές καταστάσεις. Πρόκειται γι' αυτούς που πήραν μέρος στις μεγάλες επιδρομές, που κατέλαβαν τις βόρειες επαρχίες της Αυτοκρατορίας, περιοχές δηλ. αραιά κατοικημένες και λιγότερο εκρωμαϊσμένες. Εδώ οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για έναν αποικισμό, ο οποίος μάλιστα θα είναι μακροχρόνιος· θα διαρκέσει περίπου τρεις αιώνες. Το αποτέλεσμα θα είναι ο εκγερμανισμός ολόκληρης της χώρας ή σπουδαίων τμημάτων της. Έχομε λοιπόν: α) Τους Φράγκους, οι οποίοι, ξεκινώντας από τις όχθες του Ρήνου, φτάνουν στη βόρεια Γαλατία και στήνουν εδώ το βασίλειό τους, το οποίο καλύπτει και την κοιλάδα του ποταμού Σομ, στη Μάγχη. Οι Φράγκοι είναι ο σημαντικότερος από τους γερμανικούς λαούς. Σ' αυτούς η ιστορία θα επιφυλάξει λαμπρό μέλλον και πρωταρχικό ρόλο στη Δυτική Ευρώπη. β) Το βασίλειο των Αλαμανών, που απλώνεται στον κάτω και τον απάνω Ρήνο, στον άνω Δούναβη και σ' ένα μέρος των χωρών των Άλπεων. γ) Τους Βαυαρούς, εγκαταστημένους πιο ανατολικά, στον Δούναβη και στις Άλπεις. δ) Τους Άγγλους, τους Ιούτους και ένα μέρος των Σαξόνων, οι οποίοι κατέλαβαν τμηματικά τη Βρετάνη, που θα γίνει η λεγόμενη σήμερα Αγγλία· κατάληψη και αποικισμός θα διαρκέσουν ως τον 11ο αι. Οι κάτοικοι της χώρας, οι Βρετόνοι, θα υποταχθούν, απωθούμενοι προς τα δυτικά, προς τη χώρα των Ουαλλών, ή θα αναγκασθούν να ξενιτευτούν στην απέναντι γαλλική ακτή, στην Αρμορική, την οποία θα μεταβάλουν σε κελτική περιοχή. Θα της δώσουν ακόμη και το όνομά τους. Πρόκειται για τη Βρετάνη. Το μεγαλύτερο μέρος των Σαξόνων θα μείνει στη Γερμανία, όπως οι Θουρίγκιοι και οι Φρείσονες, οι οποίοι απλώνονται από τον κάτω Βέζερ (Weser ποταμός) ως το δέλτα των ποταμών Ρήνου - Μόζα - Εσκάουτ (ή Εσκώ).
6. ΟΙ ΑΛΛΟΙ «ΒΑΡΒΑΡΟΙ» Εκτός από τους γερμανικούς λαούς και άλλοι «βάρβαροι» εμφανίζονται στο ευρωπαϊκό προσκήνιο. Digitized by 10uk1s
Πρόκειται για σλαβικά φύλα, τα οποία, κατά τον 5ο και 6ο αι., θα καταλάβουν τις χώρες της Τρανσυλβανίας, τη Βοημία, την περιοχή του μέσου Δούναβη, τα εδάφη δηλ. που έχουν εκκενωθεί από τους Γερμανούς. Μεγάλος αριθμός των Σλάβων θα υποδουλωθεί στους Αβάρους, οι οποίοι εγκαθίστανται στην Παννονία (σημερινή Δυτική Ουγγαρία), κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. Ένα τμήμα των Ούννων, οι Βούλγαροι, κυριαρχώντας πάνω στους Σλάβους, με τους οποίους θα αναμιχθούν, εγκαθίστανται την ίδια εποχή στα βόρεια του κάτω Δούναβη.
7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Αν τώρα συγκρίνει κανείς την πολιτική κατάσταση της Δυτικής Ευρώπης στα τέλη του 5ου αι. μ' αυτήν που υπήρχε στα τέλη του 4ου αι., εκείνο που αμέσως προκαλεί εντύπωση είναι η αντικατάσταση της ρωμαϊκής ενότητας με μια πολλαπλότητα διαφόρων κρατών, ανεξάρτητων το ένα από το άλλο, συχνά μάλιστα εχθρικών το ένα προς το άλλο. Αυτές όμως οι αναστατώσεις και τα νέα «εθνικά» δημιουργήματα δεν έβλαψαν βαθειά παρά μόνο τη Δύση. Οι παλαιές χώρες της Ανατολικής Αυτοκρατορίας (Partes Orientis) δοκίμασαν λίγο τις συνέπειες από τις Επιδρομές. Στην Ανατολή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δέχθηκε επιθέσεις καταστρεπτικές, έχασε αρκετά εδάφη, αλλά κατόρθωσε να διατηρηθεί τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ασία και στην Αφρική. Ο αυτοκράτορας δεν παραιτήθηκε, κατά τρόπο γενικό, από τα δικαιώματά του: θεωρείται ως ο μοναδικός αρχηγός της αυτοκρατορίας, αφού δεν υπάρχει πια αυτοκράτορας της Δύσεως, και δεν περιμένει παρά την κατάλληλη ευκαιρία για να καταλάβει ό,τι κατακτήθηκε από τους βαρβάρους. Με τέτοια κίνητρα το Βυζάντιο επιδιώκει να πετύχει τη ρωμαϊκή ενότητα στη Δύση.
8. ΜΑΤΑΙΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Μια πρώτη προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή συνδέεται άμεσα με τις Μεγάλες Επιδρομές και απαρτίζει ένα κεφάλαιο της βυζαντινής ιστορίας. Μετά το 476, όταν ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Ρωμύλος Αυγουστύλος, που βασιλεύει στη Ραβέννα, έχασε τα δικαιώματά του και καθαιρέθηκε, ο Οδόακρος, στρατιωτικός Γερμανός ηγέτης, Σκίρος στην καταγωγή, ασκεί μια προσωπική εξουσία σ' ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, στηριζόμενος σε Γερμανούς μισθοφόρους ποικίλης καταγωγής. Η αυτοκρατορική εξουσία του Βυζαντίου, την οποία ανεγνώριζε ο Οδόακρος, στην ουσία γι' αυτόν ήταν πλασματική και ανύπαρκτη. Παρά τον σεβασμό και την υποταγή του στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία μάλιστα έστειλε τα αυτοκρατορικά σύμβολα της Δύσεως, είναι βέβαιο ότι ο Οδόακρος κάθε άλλο παρά υποτελής αισθανόταν, αφού η Ανατολή βρισκόταν αρκετά μακριά και δεν ενοχλούσε τα βαρβαρικά βασίλεια της Δύσεως. Ο αυτοκράτορας όμως Ζήνων (474-491) θα στρέψει κατά του Οδόακρου τον «σύμμαχό» του βασιλέα των Οστρογότθων Θεοδώριχο, του οποίου οι υπήκοοι δεν είχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και ζούσαν εις βάρος του βυζαντινού κράτους (βρίσκονταν στη δεξιά όχθη του Δούναβη, στα βόρεια της Παννονίας). Στα 493 η Ιταλία είχε ανακαταληφθεί από τον Θεοδώριχο και οι κατακτημένες χώρες απλώνονταν στη Δαλματία, σ' ένα μέρος των περιοχών των Άλπεων (Ραιτική και Νωρικό) και στην Παννονία. Από άποψη δηλ. εδαφική οι αντικειμενικοί στόχοι που επιτεύχθηκαν ήταν αρκετά περιορισμένοι. Digitized by 10uk1s
Μπορεί όμως κανείς να αμφιβάλλει αν πραγματικά είχε αποκατασταθεί στην Ιταλία και στις παλαιότερες περιοχές της η ρωμαϊκή ενότητα. Γιατί, αν ο Θεοδώριχος και οι σύμβουλοί του ανεγνώρισαν «υψηλώ ονόματι» την αυτοκρατορική κυριαρχία, αν οι πολιτικοί ρωμαϊκοί θεσμοί συνέχισαν να λειτουργούν, αν η πρακτική άσκηση των κλασικών γραμμάτων και τεχνών γνώρισε μια πραγματική ένταση, στην ουσία η Ιταλία και οι παραπάνω γειτονικές χώρες συνέπηξαν τουλάχιστο ένα ανεξάρτητο βασίλειο. Επανειλημμένα άλλωστε ο Θεοδώριχος ήλθε σε σύγκρουση με το Βυζάντιο. Τα τελευταία μάλιστα τρία χρόνια της βασιλείας του (523-526) απετέλεσαν περίοδο οξείας εχθρότητας με το Βυζάντιο, εξ αιτίας των μέτρων που ο αυτοκράτορας Ιουστίνος Α' (518-527) πήρε εναντίον των Αρειανών, των οποίων ο βασιλιάς των Οστρογότθων εθεωρείτο ως ο πρόθυμος προστάτης. Αυτή λοιπόν η πρώτη προσπάθεια για την επανάκτηση της ρωμαϊκής ενότητας κατέληξε σε αποτυχία. Στενά δεμένη με την πρώτη προσπάθεια υπήρξε μία άλλη. Σκοπός της, να πετύχει μια κάποια συγχώνευση των διαφόρων πολιτικών οντοτήτων που είχαν εγκατασταθεί στη Δύση. Η προσπάθεια αυτή αναλήφθηκε από τον ίδιο τον Θεοδώριχο· ο βυζαντινός αυτοκράτορας έμεινε ξένος εξ ολοκλήρου. Συγκεκριμένα, ο Θεοδώριχος συνδέθηκε με συμμαχίες με τους βασιλείς των Βησιγότθων, των Βουργουνδίων, των Βανδάλων και των Θουριγκίων. Αυτές τις πέτυχε χάρη σε γάμους που έκαμε ανάμεσα στους παραπάνω δυνάστες και τις κόρες του, την αδελφή ή την ανεψιά του. Ο ίδιος νυμφεύθηκε μία αδελφή του βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκου (481-511 μ.Χ.). Αξίζει να υπογραμμίσομε αυτή τη χρησιμότητα από το πρακτικό μέρος της συνάψεως γάμων με πολιτική σκοπιμότητα. Κάτι παρόμοιο δεν είναι βέβαια άγνωστο και στη βυζαντινή διπλωματία. Ο πρωταρχικός πάντως σκοπός όλων αυτών των πολιτικών γάμων του Θεοδώριχου ήταν να εμποδίσει τον βυζαντινό αυτοκράτορα να βρει πιθανούς συμμάχους εναντίον του βασιλιά των Οστρογότθων. Το σύστημα είχε, από την άλλη μεριά, το προνόμιο να εξασφαλίσει ένα «status quo» των υπαρχουσών πολιτικών δυνάμεων, που θα επέτρεπε στον Θεοδώριχο να ασκεί αν όχι μία ηγεμονία, τουλάχιστο όμως μία υπεροχή (έστω ηθική) γοήτρου στη Δυτική Ευρώπη. Όλα αυτά όμως ήταν εφήμερα. Ο Χλωδοβίκος, στα 506 και 507, θα τινάξει το σύστημα στον αέρα, όταν θα κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας των Αλαμανών και σχεδόν ολόκληρο το γαλατικό τμήμα του Βησιγοτθικού βασιλείου. Ο Θεοδώριχος, είναι αλήθεια, άπλωσε με την ευκαιρία αυτή τη δύναμή του σε ό,τι απέμεινε από το βασίλειο των Βησιγότθων, προσαρτώντας την Προβηγκία και θέτοντας υπό την προστασία του την Ισπανία και τη Σεπτιμανία. Όλα όμως τέλειωσαν αμέσως μετά τον θάνατό του (526). Η προσπάθεια του Θεοδώριχου επομένως για την επαναφορά της ενότητας στη Δυτική Ευρώπη κατέληξε και αυτή σε παταγώδη αποτυχία. Πολύ πιο ενδιαφέρουσα, αυτή καθ' εαυτή, αλλά και από τα αποτελέσματά της, υπήρξε μία νέα προσπάθεια που ξεκίνησε από την Ανατολή, για να αποκαταστήσει την παλαιά ρωμαϊκή ενότητα, με την προοπτική να ξανακερδίσει τις χαμένες χώρες της Δύσεως. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' (527-565), ακολουθώντας μια πολιτική αποκαταστάσεως της Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με το ίδιο παραδοσιακό ρωμαϊκό ιδεώδες που ενέπνευσε και το μεγάλο του νομοθετικό έργο, ανέλαβε από το 533 ως το 562 να αφαιρέσει από τους Βανδάλους, τους Οστρογότθους και τους Βησιγότθους τις περιοχές που κατείχαν. Πέτυχε πράγματι να θέσει κάτω από την άμεση αυτοκρατορική του εξουσία την Αφρική, την Ιταλία (χωρίς τις άλλοτε εκτεταμένες περιοχές της) και μερικά τμήματα της παραθαλάσσιας Ισπανίας. Η αποκατάσταση επομένως της ρωμαϊκής ενότητας περιοριζόταν σ' ένα τμήμα των μεσογειακών χωρών. Καμιά προσπάθεια δεν έγινε προς την κατεύθυνση της Γαλατίας και, ακόμη περισσότερο, προς τη Βρετανία. Αλλά και εκεί που πραγματοποιήθηκε η αποκατάσταση, αποδείχθηκε εύθραυστη και εφήμερη. Ένα μεγάλο μέρος της Ιταλίας θα χαθεί για το Βυζάντιο και την Αυτοκρατορία πριν από Digitized by 10uk1s
το τέλος του ίδιου αι. (του 6ου αι.). Η Αφρική πάλι και οι ισπανικές χώρες θα χαθούν τον επόμενο αιώνα. Από άποψη λοιπόν πολιτική η Ιουστινιάνειος ανακατάληψη κατέληξε άλλη μια φορά σε αποτυχία. Υπήρξε η τελευταία, αλλά και η πιο σοβαρή, προσπάθεια να ξαναζωντανέψει, με μέσα πολιτικά και στρατιωτικά, η ρωμαϊκή ενότητα με κέντρο τη Μεσόγειο. Έπειτα η αυτοκρατορία της Ανατολής άλλαξε χαρακτήρα· σιγά σιγά αποκτούσε ελληνική μορφή· η κουλτούρα (το πνευματικό και πολιτιστικό περιεχόμενο) μετασχηματιζόταν. Τα γεγονότα ανάγκαζαν τους αυτοκράτορες να παραδεχθούν ότι τα βασικά προβλήματα βρίσκονταν γι' αυτούς στην Ανατολική Ευρώπη ή στην Ασία. Οι Βούλγαροι π.χ., οι Σλάβοι, οι Άβαροι, από τη μια μεριά, οι Πέρσες και αμέσως οι Άραβες, από την άλλη, ήταν εχθροί φοβεροί, και γι' αυτό το σύνολο των δυνάμεων του κράτους θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Ωστόσο, παρά τα ερείπια που επεσώρευσε στην Ιταλία, η ανακατάληψη του Ιουστινιανού είχε βαθύτατες συνέπειες· αναζωογόνησε τις επαφές και τις σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή, από το ένα μέρος, και στη Ιταλία και Ισπανία από το άλλο. Επαφές πνευματικές και καλλιτεχνικές, από τις οποίες η άνθηση της λεγόμενης «βυζαντινής» τέχνης στη Ραβέννα, στη Ρώμη και αλλού στην Ιταλία αποτελεί την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση, αλλά και την πιο σπουδαία, από την άποψη ότι η καλλιτεχνική αυτή άνθηση θα ασκήσει θετική επίδραση στην εξέλιξη της τέχνης και του πολιτισμού στη Δύση επί αιώνες. Εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες το τέλος της πειρατείας των Βανδάλων επέτρεψε να αποκτήσουν μια κάποια ζωηρότητα. Δεν πρέπει να υπερεκτιμήσομε ούτε τη βαρύτητα, ούτε τον ουσιώδη χαρακτήρα των ανταλλαγών αυτών. Χάρη σ' αυτές πάντως άρχισε μια εισαγωγή λίγο πολύ κανονική στη Δύση προϊόντων της Ανατολής από τα ιταλικά λιμάνια, τα προβηγκιανά (Μασσαλία κ.λ.), της περιοχής Λαγκεδόκ (Languedoc) (πρωτεύουσα η Τουλούζη) και τα ισπανικά.
Digitized by 10uk1s
II. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΙΚΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ
1. ΤΑ ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ύστερα απ' όσα αναφέραμε πιο πάνω, καταλαβαίνει κανείς ότι περί τα τέλη του 6ου αι. το ρωμαϊκό κράτος δεν υπήρχε παρά σαν ανάμνηση. Η δυτική ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αφού καταλήφθηκε, περιοχή προς περιοχή, από τους αρχηγούς των Βαρβάρων και αφού πέρασε η εποχή της αναρχίας και της ακαταστασίας, μεταβλήθηκε σ' ένα μικρό αριθμό κρατών, αρκετά ομοιογενών για να μπορέσουν να συντηρηθούν. Ως προς την κοινωνία, που από αιώνες είχε διαμορφωθεί κάτω από το ρωμαϊκό δίκαιο και τον πολιτισμό, αυτή υπέστη σχεδόν παντού τον νόμο του νικητή. Μια βαθειά μεταβολή επίσης έγινε και στις περιοχές που φαίνονταν ότι οριστικά είχαν ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή παράδοση. Δηλ. οι γερμανικοί λαοί προσέφεραν στον δυτικό κόσμο συνήθειες ζωής και αντιλήψεις διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. Είναι γνωστό όμως, από την άλλη μεριά, ότι οι Γερμανοί, στη στιγμή του μεγάλου θριάμβου, δεν ήταν καθόλου ξένοι προς τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Ακόμη και μετά τη διάλυση του αυτοκρατορικού μεγαλείου, συνέχιζαν να αντλούν πολλά από το παλαιό ρωμαϊκό οικοδόμημα. Άλλωστε οι πρόσφατες μελέτες συμφωνούν γενικά στο σημείο ότι ο αριθμός των επιδρομέων ήταν σχετικά μικρός, ενώ η ιδέα ότι πρόκειται για μια ανθρώπινη πλημμύρα και για κύματα πελώρια που κατέκλυσαν την Αυτοκρατορία, καταστρέφοντας το παν στο πέρασμά τους, έχει εγκαταλειφθεί από καιρό. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με στατιστικές, όπου τις επιτρέπουν οι πηγές, ο στρατός των Βαρβάρων κυμαινόταν ανάμεσα σε 10.000 ως 80.000 άνδρες περίπου. Οι Βησιγότθοι, για τους οποίους οι πληροφορίες φαίνονται πιο ακριβείς, ήταν οι πολυαριθμότεροι· ανέρχονταν ίσως στους 100.000, κατά την εποχή που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Γαλατία· φυσικά ο αριθμός αυτός ελαττώνεται, όταν περνούν τα Πυρηναία για να μείνουν στην Ισπανία. Αν τώρα σκεφθεί κανείς ότι ο πληθυσμός της Ιβηρικής χερσονήσου ήταν γύρο στα 7-8 εκατομμύρια, αποδεικνύεται ότι η παρουσία των Βησιγότθων εδώ, ως προς την ανθρώπινη ποσότητα, είναι αρκετά μέτρια, ανίκανη να προκαλέσει σε ευρύτερη ή σε μικρότερη περιοχή συμπαγείς πληθυσμούς αποκλειστικά γοτθικούς. Παντού οι επιδρομείς ζούσαν ανακατεμένοι με τους Ίβηρες-Ρωμαίους. Δεν σχημάτισαν κοινότητες καθαρά δικές τους. Για τους άλλους Γερμανούς οι αριθμοί δεν είναι πλήρεις. Πάντως για να σταθμίσομε με ακρίβεια τη γερμανική επίδραση, θα πρέπει να εκτιμήσομε τις μετακινήσεις και τις μετατοπίσεις μικρών ομάδων. Πριν από τον 4ο αι. κιόλας αρκετά στοιχεία πολιτισμού, πολιτικής ζωής και δικαίου των ρωμαϊκών επαρχιών είναι βαθειά επηρεασμένα από την επικοινωνία με τους Βαρβάρους τους εγκαταστημένους στη Δύση. Οι μελέτες εξ άλλου των ανθρωπωνυμίων και των τοπωνυμίων, στις οποίες στηρίζονται υποθέσεις κάποτε πρόωρες, είναι αρκετά αδύνατες για να μας οδηγήσουν σε συμπεράσματα. Οι κριτικές του γνωστού ιστορικού F. Lot απέδειξαν πόσο εύθραυστα υπήρξαν ορισμένα συμπεράσματα. Η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού γερμανικών προσφυμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά σαν μια απλή ένδειξη σε σχέση με το σύνολο των τοπωνυμίων της περιοχής κατά την εξεταζόμενη εποχή. Έπειτα, και η ίδια η γερμανοποίηση των ονομάτων αυτών δεν αποδεικνύει αναγκαστικά μια πληθυσμιακή ομοιογενή εγκατάσταση, αλλά συχνά την παρουσία μόνο μιας κυρίαρχης τάξεως, Digitized by 10uk1s
κάποτε ολιγάριθμης ως προς τα μέλη της, της οποίας τα ήθη, τα ονόματα και τα επώνυμα, σαν ένας νέος κόσμος, υιοθετούνται εύκολα από το υπόλοιπο του πληθυσμού. Κάθε προσπάθεια επομένως να αποκρυπτογραφήσομε με τέτοια μέθοδο τη σπουδαιότητα της μεταφυτεύσεως των πληθυσμών προσκρούει σε απροσπέλαστα εμπόδια.
2. Η ΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ «ΒΑΡΒΑΡΩΝ» Έχει καταντήσει πια κοινός τόπος η άποψη ότι ο γερμανικός πολιτισμός συνδέεται με τη νομαδική ή την πλάνητα ζωή και ότι είναι παντελώς ξένος προς τις παραδόσεις της ζωής στην πόλη. Σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε οι βαρβαρικές επιδρομές να προκαλούσαν τη διάλυση των πόλεων, των εμπορικών σχέσεων και της αστικής χειρωνακτικής παραγωγής, της νομισματικής ακόμη οικονομίας. Αυτή βέβαια η άποψη κάθε άλλο παρά ακριβής είναι στο σύνολό της. Τα γεγονότα ποικίλλουν και πολυάριθμες εξαιρέσεις επισημαίνονται σε αρκετές περιοχές. Φυσικά, είναι βέβαιο ότι συνήθης κατοικία των Γερμανών, στις βόρειες τουλάχιστο χώρες, δεν είναι η πόλη η περικλεισμένη μέσα σε τείχη, ούτε η ρωμαϊκή «villa» η κτισμένη με πέτρες, αλλά το χωριουδάκι, στο οποίο οι καλύβες από κλαδιά είναι κατά σειρά παραταγμένες. Δεν γνωρίζομε αν αυτά τα χωριά ανταποκρίνονται σε νέες κατ' εξοχήν εγκαταστάσεις ή ιδρύθηκαν επάνω στα ερείπια καταστραμμένων πόλεων. Πολλοί τα θεώρησαν σαν συνέχεια αρχαίων κελτικών χωριών, του ίδιου τύπου, τα οποία η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν κατάφερε εξ ολοκλήρου να εξαφανίσει. Πάντως, όπως κι αν έχουν οι υποθέσεις, η εγκατάσταση των Βαρβάρων δείχνει μια κάποια παρακμή των πόλεων, αρκετά βέβαια άνιση. Έτσι π.χ. η απομάκρυνση των κατοίκων παρατηρείται πιο έντονα στη Γαλατία. Οι κάτοικοι εδώ εγκαταλείπουν ένα σημαντικό μέρος της πόλεως και καταφεύγουν σ' ένα κέντρο οχυρωμένο, κοντά στο στάδιο π.χ. ή σε μια πύλη σημαντική. Γι' αυτό και ο περίβολος των τειχών και η επιφάνεια των πόλεων μικραίνουν πάρα πολύ. Αντίθετα, στην Ισπανία και στην Ιταλία όλες σχεδόν οι πόλεις διατηρούν, αν όχι τις δραστηριότητές τους, την περασμένη τουλάχιστο σημασία τους. Ο αστικός θα λέγαμε πολιτισμός δεν χάθηκε ολοκληρωτικά παρά μόνο στην Αγγλία και στην Αρμορική (Βρετάνη). Η κατάληψη της Βρετανίας από τους Αγγλο-Σάξονες συνοδεύτηκε από τη γερμανοποίηση όλης σχεδόν της χώρας· εγκαταλείπονται η γλώσσα των Βρετόνων και ο χριστιανισμός, οι πόλεις σχεδόν όλες και οι κωμοπόλεις. Σ' όλες τις άλλες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι γερμανικές μετοικεσίες δεν φαίνεται να είναι υπεύθυνες για την εξαφάνιση της ρωμαϊκής πόλεως. Στην Αφρική, ακόμη, έχει αποδειχθεί ότι οι βασιλείς των Βανδάλων εξετέλεσαν σπουδαία έργα στην Καρχηδόνα, όπου το λιμάνι δεχόταν πάντα ξένους εμπόρους και όπου συγκεντρώθηκαν, κατά τη σύνοδο του 525, επίσκοποι, εκπρόσωποι 61 πόλεων της Αφρικής. Στη Γαλατία, στην Ισπανία και στην Ιταλία οι Φράγκοι ή οι Γότθοι βασιλείς δεν ήταν νομάδες βασιλείς, αλλά είχαν τα παλάτια τους σε πόλεις, με διοικητικές υπηρεσίες. Αξίζει να υπογραμμισθεί η σπουδαιότητα των πρωτευουσών, όπου έμεναν οι βασιλείς. Θα συναντήσομε εδώ αυλή, γραφεία, σχολεία, ιερά, μία βασιλική που θα δεχθεί τους νεκρούς βασιλείς. Στη Γαλ ατί α π.χ. παρατηρούμε τα στοιχεία αυτά στην Ορλεάνη, στη Soissons, στη Ρεμς (Reims) και κυρίως στο Παρίσι, όπου το παλάτι της Cité, οι βασιλικές νεκροπόλεις του αββαείου των Αγίων Αποστόλων (στη Sainte-Geneviève), του Σταυρού (Sainte-Croix στο Saint-Germain-des-Prés) ή του Αγίου Διονυσίου (Saint-Denis). Τα άλλα μεγάλα κέντρα, όπου έμεναν οι πρίγκιπες, κόμητες ή επίσκοποι, περιτειχισμένα και περιβαλλόμενα με τις οικίες της familia, τα ιερά και οι εκκλησίες σκορπισμένες μέσα στην πόλη ή έξω από τα τείχη, τα μοναστήρια που ήταν συχνά καλά οχυρωμένα, με ζωηρή όμως κίνηση χάρη στην αγορά και τη χειρωνακτική εργασία, όλα αυτά δείχνουν την Digitized by 10uk1s
αστική μορφή της Γαλατίας ανάμεσα στον Σηκουάνα και στον Ρήνο. Στη θέση των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων ανεγείρονταν τώρα πόλεις, πιο πολύ «αναρχικές» πόλεις, διπλές ή πολλαπλές, «συμφύρματα» πόλεων. Στην Ι σπ ανία, οι Βησιγότθοι, κατ' εξοχήν κτηνοτρόφοι, εγκαταστάθηκαν στα οροπέδια του κέντρου της χώρας. Η παρουσία τους προκαλεί, αναμφισβήτητα, εξασθένηση της αστικής ζωής. Το πιο δραματικό επεισόδιο είναι η πλήρης καταστροφή της Καρθαγένης, που την παίρνουν από τους Βυζαντινούς στα 615. Ωστόσο οι Γότθοι αυτοί διατηρούν μικρές φρουρές μέσα στις πόλεις της βόρειας Ισπανίας· μερικοί νυμφεύονται γυναίκες της ισπανο-ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Είναι κάπως πολυάριθμοι, αν πιστέψομε έναν επίσκοπο αρειανό που τους συναντά σε πολλές πόλεις της Γαλικίας (όπως στο Βιζέο, Τυΐ, Παλένθια) και στα ανατολικά παράλια (Βαρκελώνη, Βαλένθια, Τορτόζα). Η Μέριντα και το Τολέδο, πολιτική πρωτεύουσα που οχυρώθηκε από τον Λεοβιγίλδιο (568-586), εξωραΐζονται με πλούσια μοναστήρια και βασιλικές, ενώ η Σεβίλλη, θρησκευτική μητρόπολη των καθολικών, παραμένει ακόμη, με τους επισκόπους Λέανδρο και Ισίδωρο έπειτα, πιστή στις παλαιές παραδόσεις. Γύρο από τα βασιλικά παλάτια, που αρχικά κτίστηκαν έξω από τις πόλεις, αναπτύσσονται πραγματικά οικιστικά κέντρα, πρωτεύουσες, που θα εγκαταλειφθούν αργότερα, αλλά είναι πολύ εντυπωσιακές για την εποχή τους: π.χ. η Γερτίκος (Gerticos, όχι μακριά από τη Σαλαμάνκα), η Pampilica (κοντά στο Μπούργκος) και κυρίως η Ρεκόπολη επί του ποταμού Τάγου (ισπαν. Tajo), με τα ωραία της τείχη μήκους 600 μέτρων. Η πόλη κάλυπτε μια επιφάνεια 300.000 τετρ. μέτρων. Το Τολέδο, ακόμη, χρωστά στους βαρβάρους βασιλείς του τον πλούτο του και τη γοητεία του, την πνευματική και καλλιτεχνική του λάμψη, που διατηρούνται και μετά τη μουσουλμανική κατάκτηση. Στην Ι ταλ ία επίσης η τύχη της Παβίας φαίνεται στενά δεμένη με το παλάτι του «βάρβαρου» βασιλιά. Πρωτεύουσα πολιτική, θρησκευτική μητρόπολη του αρειανισμού, έπειτα, μετά την αποδοχή του καθολικισμού, έδρα συνόδων όπου συγκεντρώνονταν οι επίσκοποι του Μιλάνου και της Ραβέννας, έδρα του βασιλικού ταμείου, οικονομικός πνεύμονας που ελέγχει τα περάσματα προς τις Άλπεις, κέντρο πνευματικό, όπου σταθεροποιείται η αναγέννηση των γραμμάτων και των νομικών σπουδών. Χάρη στα προσόντα της αυτά η πόλη αποκτά φήμη που θα επιβιώσει για πολύ και μετά τη διάλυση του Λογγοβαρδικού βασιλείου (από τον Κάρολο τον Μεγάλο το 774) και μετά τη φραγκική κατάκτηση.
3. Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Δεν είναι λιγότερο αξιόλογο όμως το ειδικό γερμανικό στοιχείο που προσφέρεται από τους Βαρβάρους στον κόσμο της εποχής εκείνης. Η οργάνωση του κράτους, η νομοθεσία, η κοινωνία βγήκαν από τα χέρια τους με εντελώς διαφορετική όψη απ' ό,τι ήταν επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αποτύπωμά τους στους λαούς, ανάμεσα στους οποίους είχαν εγκατασταθεί, υπήρξε τόσο έντονο, ώστε θα μείνει από πολλές απόψεις ανεξίτηλο κυρίως στον τομέα της νομοθεσίας, ως τα τέλη του Μεσαίωνα και πολύ πιο πέρα ακόμη. Ο θεσμός της βασιλείας Τα βαρβαρικά κράτη που ξεπήδησαν από τις κατακτήσεις του 5ου αι. μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους και παρουσιάζουν ένα περίεργο μίγμα θεσμών ρωμαϊκών και πνεύματος γερμανικού. Όλα αυτά τα κράτη εφαρμόζουν πολίτευμα μοναρχικό. Αλλά τι είδους μοναρχία; Μήπως παρόμοια με εκείνη που είχαν υιοθετήσει οι Ρωμαίοι εδώ και τόσους αιώνες; Οι Γερμανοί, είναι αλήθεια, αντιλαμβάνονται εντελώς διαφορετικά την έννοια της μοναρχίας απ' ό,τι οι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς τους, στα μάτια τους, ήταν ο αρχηγός των ομάδων, Digitized by 10uk1s
εκλεγόμενος από τους πολεμιστές και υποχρεούμενος να μεριμνά γι' αυτούς και να τους υπολογίζει. Από τη στιγμή όμως που ο λαός εγκαθίσταται μόνιμα κάπου, τότε αναγκαστικά ο πολεμικός αρχηγός μεταβάλλεται σε κυβερνήτη, σε πολιτικό αρχηγό. Η εξουσία του γίνεται κληρονομική και σχεδόν απόλυτη. Ο νέος αυτός θεσμός της βασιλείας διατηρούσε βέβαια ένα χρώμα γερμανικό με αρκετές ποικιλίες. Στους Βουργουνδίους π.χ. και στους Φράγκους εθεωρείτο η βασιλεία από τα μέλη της βασιλικής οικογένειας σαν μια απλή κληρονομική υπόθεση. Έτσι, μετά τον θάνατο του βασιλιά, το κράτος έπρεπε να χωρισθεί σε τόσα μερίδια όσοι ήταν οι άμεσοι άρρενες κληρονόμοι. Αυτή μάλιστα η μέθοδος χρησιμοποιήθηκε με αποτελέσματα καταστρεπτικά για το κράτος, όπως συνέβη κατά τον 6ο αι., με τα βασίλεια των διαδόχων του Χλωδοβίκου, τα οποία αποτελούνταν από κομματάκια σπαρμένα στις τέσσερεις γωνίες της Γαλατίας, σαν να ενδιαφέρονταν να προσδιορίσουν την αξία κάθε μεριδίου, χωρίς να λογαριάζουν τη γεωγραφική θέση. Ποιες όμως ήταν οι δ ικα ιο δ οσί ες τ ου βα σιλ ιά των βαρβαρικών κρατών; Αρχικά αυτός δεν διοικούσε παρά τους ομοεθνείς του. Ως προς τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς, δεν αντιπροσώπευε παρά ένα στρατηγό βάρβαρο, αρχηγό του στρατού των «φοιδεράτων». Οι κάτοικοι της χώρας υποχρεώνονταν να υπακούουν στις διαταγές του μόνο σε θέματα στρατιωτικής επιτάξεως και στρατοπεδεύσεως. Από τη στιγμή όμως που είχε διαλυθεί η αυτοκρατορική διακυβέρνηση, αυτός ο βάρβαρος στρατηγός, ο γερμανός βασιλιάς, κατέληξε να είναι, και για τους ίδιους τους Ρωμαίους, η μόνη νόμιμη εξουσία. Έγινε και δικός τους βασιλιάς. Επιβίωση ρωμαϊκών θεσμών και ο γερμανός κόμης Οδηγημένος από την κατάσταση των πραγμάτων να επεκτείνει το πεδίον της δράσεώς του ο βάρβαρος αρχηγός, αφού εγκαταστάθηκε στη ρωμαϊκή χώρα και αφού από τη Γερμανία δεν είχε φέρει καμιά παράδοση διοικητική - κυβερνητική, ήταν φυσικό να χρησιμοποιήσει τις μορφές και τις συνήθειες τις διαχειριστικές που συναντούσε στον τόπο. Γι' αυτό και παρατηρεί κανείς μέσα σε όλα τα γερμανικά βασίλεια, ότι η νέα διοίκηση δεν είναι παρά η συνέχεια, κάτω από ορισμένες συσχετίσεις, της αυτοκρατορικής ρωμαϊκής διοικήσεως, αν και διαφέρει απ' αυτήν σε ουσιώδη σημεία. Στο βασίλειο των Β α νδ άλω ν π.χ., αν και πολύ λίγο γνωστή είναι η εσωτερική του ιστορία, επιβιώνει ο παλαιός διαχωρισμός σε επαρχίες, η παλαιά οικονομική διάρθρωση, και, ως ένα σημείο, ο παλαιός τρόπος εκμεταλλεύσεως του εδάφους. Σαν να βλέπει κανείς τον κυρίαρχο να προφυλάσσεται καμιά φορά πίσω από τις συνταγές των ρωμαϊκών νομικών κωδίκων. Στο βασίλειο της Β ουρ γουνδ ίας το αποτύπωμα της ρωμαϊκής παραδόσεως είναι ακόμη πιο έντονο. Τα δημόσια έγγραφα εξακολουθούν να φέρουν τη χρονολογία των ετών των υπάτων. Φτάνουν ακόμη στο σημείο να προορίζουν για τις διοικητικές θέσεις μόνο τους εκ γενετής Ρωμαίους. Αλλά ανάμεσα στο ρωμαϊκό και στο νέο πολίτευμα υπάρχει τουλάχιστο μια βασική διαφορά. Ο ουσιώδης τροχός της βουργουνδιακής διοικήσεως είναι ο «κόμης» (comes), που είναι ταυτόχρονα αξιωματικός του βαρβαρικού στρατού και υπάλληλος πολιτικός, παρά τη μεγάλη διάκριση των εξουσιών, που μετά τον Διοκλητιανό (284-305) ίσχυσε για πολύ καιρό μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στους Β ησ ι γότ θου ς πάλι, για την εσωτερική ιστορία των οποίων διαθέτομε έγγραφα κάπως πιο ενημερωτικά, οι ρωμαϊκές επιβιώσεις φαίνονται πολύ λιγότερες στον αριθμό. Και σ' αυτούς, χωρίς αμφιβολία, τα παλαιά διοικητικά περιγράμματα παραμένουν λίγο πολύ άθικτα, αλλά οι διαφορές είναι πιο εκφραστικές. Τίποτε δεν υπάρχει σ' αυτούς που να ρυθμίζει την περίπλοκη ιεραρχία των υψηλών αξιωματούχων που γέμιζαν ασφυκτικά το βασιλικό παλάτι της Δύσεως, όπως και της Digitized by 10uk1s
Κωνσταντινουπόλεως, ούτε κάτι το ανάλογο με τα μεγάλα ρωμαϊκά αξιώματα. Η επαρχιακή και η τοπική διοίκηση βρίσκεται στα χέρια αντιπροσώπων της στρατιωτικής εξουσίας, δηλ. της γοτθικής. Ο ρόλος του «κόμητος» φαίνεται πολύ πιο ουσιώδης απ' όσο στους Βουργουνδίους. Εδώ είναι αρχηγός των στρατιωτικών μονάδων, εκπρόσωπος της κεντρικής εξουσίας σ' ολόκληρη την περιοχή της παλαιάς ρωμαϊκής «πόλεως», όπου ο βασιλιάς τον έστελλε, συλλέκτης των φόρων, υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως, δικαστής, τόσο για πολιτικά όσο και για ποινικά αδικήματα. Ένας τέτοιος υπάλληλος δεν έχει κάτι το κοινό με τους παλαιούς αυτοκρατορικούς διοικητικούς υπαλλήλους. Οι κατώτεροι υπάλληλοι, ανάμεσα στους οποίους είναι οι χιλίαρχοι (millenarii) και οι εκατόνταρχοι (centenarii), δεν διαφέρουν και τόσο από τον κόμητα, ως προς τη δικαιοδοσία ασκήσεως της εξουσίας. Βρίσκονται βέβαια κάτω από τη δικαιοδοσία του κόμητος, αλλά είναι και αυτοί αξιωματικοί του γοτθικού στρατού και δικαστές, καθώς και διοικητές της περιοχής όπου εδρεύουν οι δυνάμεις τους. Και για τους Φ ράγκ ους ισχύουν οι ίδιες διαπιστώσεις. Γι' αυτούς όμως διαθέτομε μαρτυρίες πιο σίγουρες και πιο πολλές. Η πρόσοψη του φραγκικού οικοδομήματος είναι ρωμαϊκή, σε τέτοιο σημείο μάλιστα ώστε να διατυπωθεί η όχι βάσιμη θεωρία ότι «η μεροβίγκεια διοίκηση ήταν κατά τα 3/ 4 η διοικητική μορφή που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε δώσει στη Γαλατία». Το Φραγκικό βασίλειο, πράγματι, είχε επιδιώξει να διατηρήσει καθετί προερχόμενο από την παλαιά ρωμαϊκή οργάνωση, που μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, κυρίως το οικονομικό σύστημα, παρόμοιο του οποίου δεν διέθεταν οι γερμανικοί λαοί. Επί της εποχής των πρώτων μεροβιγκείων βασιλέων τα γραφεία για τους φόρους, τα διαπύλια και τα τελωνεία παραμένουν ανοικτά. Δεν σταματά η είσπραξη των παλαιών φόρων επί των πωλήσεων που γίνονται στις δημόσιες αγορές. Αγγαρείες και εισφορές συνεχίζουν να επιβάλλονται για τη συντήρηση των οδών και των γεφυρών, για τη λειτουργία του ταχυδρομείου, για τις στρατιωτικές υπηρεσίες, για το κατάλυμα του μονάρχη, τους ανθρώπους της ακολουθίας του και τους υπαλλήλους του. Ο έγγειος (κτηματικός) φόρος ζητείται στην αρχή τουλάχιστο, και εφόσον το κτηματολόγιο είναι ενημερωμένο. Τα έσοδα από τις δημόσιες γαίες και η παραγωγή των ορυχείων παραμένουν στη διάθεση του βασιλιά. Το νομισματικό σύστημα των Ρωμαίων επιβιώνει ακόμη. Στην αρχή οι Φράγκοι περιορίζονται να κόβουν τα νομίσματα, στα παλαιά εργαστήρια, διατηρώντας τις ρωμαϊκές μήτρες. Έπειτα τις μιμούνται, με επιδεξιότητα, τόσο ως προς τους τύπους όσο και στις λεζάντες. Οι παλαιές διαιρέσεις των Ρωμαίων αποτελούν τη βάση της διοικητικής οργανώσεως. Αν και οι επαρχίες (provinciae) έχουν χαθεί, όμως η πόλη (villa) με το αστικό κέντρο και τη μεγάλη αγροτική της περιοχή δεν έπαψε να είναι το ουσιώδες διοικητικό περίγραμμα. Στη βασιλική αυλή, τέλος, είναι διάχυτη η αυταπάτη ότι ο γερμανός βασιλιάς είναι ο κληρονόμος των ρωμαίων αυτοκρατόρων. Δεν απευθύνονται σ' αυτόν γραπτώς παρά χρησιμοποιώντας τους κολακευτικούς τύπους του αυτοκρατορικού πρωτοκόλλου: «η Υμετέρα Δόξα», «η Υμετέρα Εξοχότης», «η Υμετέρα Υψηλότης». Όπως τα παλάτια της Ραβέννας ή του Βυζαντίου, έτσι και το δικό τους παλάτι είναι το «ιερόν παλάτιον» (sacrum palatium). Τα υψηλά πρόσωπα που το περιβάλλουν είναι οι εκλαμπρότατοι και οι ενδοξότατοι (viri magnifici, viri illustres). Στο προοίμιο των επισήμων πράξεων βρίσκει κανείς την ηχώ των αυτοκρατορικών εδίκτων. Νέα πρόσωπα και νέοι θεσμοί Αλλά ας μη παρασυρόμεθα απ' αυτήν την ωραία φρασεολογία. Το παλάτι του φράγκου βασιλιά δεν είναι μόνιμο. Και ο ίδιος ο βασιλιάς μετακινείται από πόλη σε πόλη. Γιατί οι διάδοχοι του Χλωδοβίκου αρέσκονται να μένουν στα αγροκτήματά τους μέσα στην εξοχή και κοντά στα δάση με Digitized by 10uk1s
το πλούσιο κυνήγι. Το εξωτερικό του φράγκου πρίγκιπα δεν έχει τίποτε που να θυμίζει τη ρωμαϊκή μεγαλοπρέπεια. Τον αναγνωρίζει κανείς από τα μακριά μαλλιά που μόνο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έχουν το δικαίωμα να τρέφουν. Ούτε σκήπτρο, ούτε διάδημα. Η λόγχη είναι το πραγματικό σημάδι αναγνωρίσεως του μονάρχη και το ανέβασμα επάνω στη μεγάλη ασπίδα, ένδειξη της ενθρονίσεώς του, αποδεικνύει ως ποιο σημείο επιβιώνει ο πρωτόγονος χαρακτήρας του στρατιωτικού αυτού βασιλείου. Οι εκλαμπρότατοι (magnifici) που συναντούμε στο παλάτι των Μεροβιγκείων είναι πολύ διαφορετικοί από το πλήθος των αξιωματούχων και των υπαλλήλων που γέμιζαν το αυτοκρατορικό παλάτι. Καμιά αναλογία με τα πολυάριθμα γραφεία των Ρωμαίων, εκτός από το τμήμα των γραφέων, το οποίο, υπό τη διεύθυνση ενός «ρεφερενδαρίου», ετοιμάζει, συντάσσει και εκδίδει τα επίσημα έγγραφα. Από την τεράστια αυτοκρατορική γραφειοκρατία, αυτό μόνο απομένει. Οι άλλες διοικητικές υπηρεσίες της μοναρχίας ανατίθενται στο υπηρετικό προσωπικό που περιβάλλει τον βασιλιά. Αυτό απαρτίζεται από τον σενεσκάλο (senescalcus) και τον μαγιορδόμο (major domus), κάτω από τις διαταγές των οποίων βρίσκονται οι μάγειροι. Ακολουθούν οι οινοχόοι (pincernae), οι υπηρέτες (mapparii), οι φροντίζοντες την κρεβατοκάμαρα (cubicularii), ο υπεύθυνος του στάβλου (comes stabuli), στον οποίο υπακούουν οι ιπποκόμοι, οι πεταλωτήδες, οι μαρεσάλοι (mariscalcus). Όλοι αυτοί είναι, ως προς την καταγωγή, σκλάβοι, μάλλον απελεύθεροι. Ο ρόλος τους σιγά σιγά γίνεται πιο ευρύς. Ο σταβλάρχης φτάνει να γίνει αρχηγός του στρατεύματος. Ο μαγιορδόμος θα γίνει ο κύριος υπεύθυνος για όλες τις υποθέσεις του βασιλιά (ο υπασπιστής, ο επιτελάρχης). Ο σενεσκάλος θα καταταγεί ανάμεσα στις πρώτες προσωπικότητες του βασιλείου. Βρισκόμαστε επομένως πολύ μακριά από την ωραία ρωμαϊκή οργάνωση, όπου «η δημόσια υπόθεση» ήταν καθαρά χωρισμένη από τις ιδιωτικές υποθέσεις του μονάρχη. Η κεντρική διοίκηση του φράγκου βασιλιά, την επαύριο της κατακτήσεως, δεν είναι (εκτός από το τμήμα των γραφέων) παρά το «σπίτι του βασιλιά», η «domus regia». Οποιοσδήποτε ανήκει σ' αυτό μπορεί να κληθεί να επέμβει στις δημόσιες υποθέσεις. Στις επαρχίες, το διοικητικό προσωπικό των Φράγκων φαίνεται πως είναι σχεδόν το ίδιο μ' εκείνο των Βησιγότθων. Η ρωμαϊκή αρχή για τη διάκριση των εξουσιών δεν εφαρμόζεται καθόλου και από τους Φράγκους. Ο «κόμης» είναι κι εδώ ο κύριος εκπρόσωπος της δημόσιας εξουσίας, τόσο από στρατιωτική όσο και από διοικητική άποψη, δικαστικός και εφοριακός μαζί. Αντίθετα από τον ρωμαίο υπάλληλο, που μισθοδοτείται κανονικά, ο «κόμης» δεν παίρνει κανένα μισθό. Ζη από το αξίωμά του, δηλ. στην ουσία από το προϊόν των φόρων και των εισφορών, από τις οποίες ένα μέρος περιέρχεται σ' αυτόν, καθώς και από τα εισοδήματα των γαιών που του έχουν δοθεί. Οι άλλοι υπάλληλοι της δημόσιας εξουσίας που εμφανίζονται κατά τα πρώτα χρόνια της φραγκικής μοναρχίας είναι κυρίως οι «βικάριοι», απλοί δηλ. αντιπρόσωποι των «κομήτων», πιθανώς επιλεγόμενοι απ' αυτούς, και οι «εκατόνταρχοι» (ή thungini), με δικαστικές αρμοδιότητες, αλλά την ίδια στιγμή και με στρατιωτική εξουσία. Τίποτε δηλ. δεν θυμίζει το ρωμαϊκό σύστημα. Το πρόβλημα της «λαϊκής» εκπροσωπήσεως Πολλές πτυχές της πολιτικής και διοικητικής οργανώσεως των γερμανικών βασιλείων μετά την κατάληψη του ρωμαϊκού εδάφους μένουν σκοτεινές. Προβληματίζονται οι ερευνητές, ανάμεσα στ' άλλα, και, μια που υπάρχει έλλειψη εγγράφων αποκαλυπτικών, θα προβληματίζονται σχεδόν πάντα, ως προς το εξής καίριο θέμα: Ως ποιο σημείο ο απολυταρχισμός των νέων μοναρχιών βρήκε από την αρχή ένα αντιστάθμισμα μέσα στην ελεύθερη πρωτοβουλία των λαών. Αυτό που μπορεί να πει κανείς είναι ότι, θεωρητικά Digitized by 10uk1s
τουλάχιστο, στο φραγκικό κράτος, κάθε φορά που ο βασιλιάς εξαπέλυε μία εγκύκλιο γενικού ενδιαφέροντος, δεν το έκανε, παρά αφού πρώτα ζητούσε τη «γνώμη» των μεγάλων του συνεργατών και του «λαού» του. Είναι δύσκολο να αρνηθούμε, αν αυτές οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις ήταν πιο πολύ πλασματικές παρά πραγματικές, κυρίως σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του «λαού», «ολόκληρου του λαού» διαβεβαιώνουν τα επίσημα έγγραφα. Ωστόσο θα αγνοούμε, για πάντα ίσως, αν από τις αρχές του 6ου αι. υπήρχε θέση κανονική μέσα στο βασίλειο για πραγματικές συνελεύσεις ανάλογες μ' εκείνες που θα λειτουργήσουν κατά τα τέλη (752) της μεροβίγκειας δυναστείας και μάλιστα, με οργανισμό πιο προοδευτικό, στα χρόνια των Καρολιδών (752-987).
4. Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ Ανάμεσα στους κατακτητές «Βαρβάρους» και στους κατακτημένους Ρωμαίους δεν έχει επέλθει, κατά τον 6ο αι. τουλάχιστο, καμιά εντυπωσιακή ανάμιξη. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι ζουν κοντά κοντά, αλλά κάθε ομάδα διατηρεί τον δικό της τρόπο ζωής. Στους Βησιγότθους μάλιστα οι μικτοί γάμοι απαγορεύονται. Η νομοθεσία των Φράγκων κάνει τη σαφή διάκριση ανάμεσα σε «Βαρβάρους» και «Ρωμαίους», καθορίζει ποινές πιο αυστηρές (συχνά διπλές), αν το θύμα από μία επίθεση ή από μία εγκληματική πράξη ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Αυτό δεν γίνεται τόσο για να προστατευθούν οι κατακτητές από ενέργειες των κατακτηθέντων, όσο για να δειχθεί, ότι ανάμεσά τους υφίσταται μία ανισότητα απέναντι στους νόμους. Υπάρχει εξ άλλου αμοιβαία διείσδυση των δύο κοινωνιών, ρωμαϊκής και γερμανικής, όπως άλλωστε υπάρχει κάτι παρόμοιο ανάμεσα στα δύο πολιτικά συστήματα. Η αμοιβαιότητα αυτή είναι πιο αναπτυγμένη όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την Ιταλία. Ο Ρωμαίος και ο Βάρβαρος απέναντι στον νόμο Έτσι, ενώ ο νόμος των Σαλίων Φράγκων, επί Χλωδοβίκου (481-511), επιμένει για διαφορετική μεταχείριση ανάμεσα στις δύο ομάδες, η αφομοίωσή τους έχει μισοπραγματοποιηθεί στους Βουργουνδίους, κατά τα τέλη της βασιλείας του Γονδεβαύδου (474-516). Σε μερικές π.χ. διατάξεις του κώδικα, που οφείλομε στον βασιλιά αυτόν, βλέπομε ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ Ρωμαίων και Βουργουνδίων. Οι ίδιες ποινές εφαρμόζονται και στους μεν και στους δε. Από την άλλη μεριά πάλι η αφομοίωση παραμένει ατελής. Δεν επιτρέπεται, επί παραδείγματι, σ' ένα Βουργούνδιο να υπερασπισθεί ενώπιον δικαστηρίου την υπόθεση ενός «Ρωμαίου». Οι μικτοί γάμοι, αν και ανεκτοί, υπόκεινται σε ειδικές διατάξεις. Τέλος, όπως και στα άλλα γερμανικά κράτη, σε θέματα απονομής δικαιοσύνης οι εφαρμοζόμενοι νόμοι είναι διαφορετικοί, εφόσον πρόκειται για υποθέσεις που αποκλειστικά ενδιαφέρουν είτε τους Ρωμαίους είτε τους Γερμανούς. Σε περίπτωση μικτών δικαστικών υποθέσεων, ο νόμος του νικητή είναι ο μόνος εφαρμοζόμενος. Αυτή η διπλή μορφή του δικαστικού συστήματος στο εσωτερικό των βαρβαρικών βασιλείων είναι ένα από τα πιο περίεργα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της νέας καταστάσεως πραγμάτων. Δεν είναι όμως ανεξήγητη. Φτάνει να σκεφτούμε το γεγονός, ότι κατά τα πρώτα χρόνια της εγκαταστάσεώς τους στη ρωμαϊκή επικράτεια, οι Βάρβαροι δεν ήταν παρά ομάδες «φοιδεράτων» (συμμάχων) που σχημάτισαν νησίδες μέσα στους πληθυσμούς της Αυτοκρατορίας και συνέχισαν να ζουν κατά το ρωμαϊκό δίκαιο. Και όταν η αυτοκρατορική εξουσία έσβησε οριστικά, η συνήθεια είχε μείνει τόσο ριζωμένη, ώστε οι Γερμανοί βασιλείς φρόντιζαν να δημοσιεύουν μέσα στα κράτη τους σε συντομευμένη μορφή, και προσαρμοσμένους στις νέες απαιτήσεις, τους αυτοκρατορικούς νόμους που τότε χρησιμοποιούνταν. Digitized by 10uk1s
Δύο απ' αυτές τις παλαιές βαρβαρικές εκδόσεις ρωμαϊκών νόμων μας έχουν σωθεί. Η μία είναι των Βησιγότθων και λέγεται Breviarium του Αλαρίχου, Σύνοψη δηλ. νόμων, που φέρει χρονολογία 506 μ.Χ. Η Σύνοψη αυτή υπήρξε η πιο πλήρης και η πιο εύχρηστη και διαδεδομένη, ακόμη και έξω από τα σύνορα του Βησιγοτθικού βασιλείου. Η δεύτερη ανήκει στους Βουργουνδίους και συντάχτηκε στις αρχές του 6ου αι. Διαφορετικός τρόπος απονομής δικαίου Η ταυτόχρονη αυτή πρακτική εφαρμογή των γερμανικών νομικών διατάξεων και της ρωμαϊκής νομοθεσίας στο εσωτερικό καθενός βασιλείου δεν είχε μόνο σαν φυσικό αποτέλεσμα να καθυστερήσει το αμάλγαμα των ντόπιων λαών με τους κατακτητές. Συνετέλεσε ακόμη να επικρατήσει στον βαρβαρικό κόσμο και η ιδέα - η τόσο δυσμενής για τη διαμόρφωση των αληθινών Κρατών με τη μοντέρνα σημασία της λέξεως - ότι, οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι πολιτικές τύχες, καθένας όφειλε να παραμείνει πιστός στη νομική κατάσταση που είχαν γνωρίσει και οι πρόγονοί του. Αυτό εφαρμόζεται πιστά και ανάμεσα στους γερμανικούς λαούς. Έτσι οι Βησιγότθοι και οι Βουργούνδιοι, αν και υποτάχθηκαν από τον βασιλιά των Φράγκων Χλωδοβίκο και τους διαδόχους του, ωστόσο αυτοί συνέχισαν να εφαρμόζουν οι μεν τον βησιγοτθικό κώδικα, οι δε τον βουργουνδιακό. Οι ίδιοι οι Φράγκοι, χωρισμένοι σε Σαλίους και Ριπουαρίους, παρέμειναν εξίσου πιστοί σε δύο διαφορετικούς κώδικες. Με άλλους όρους, για να χρησιμοποιήσομε την έκφραση που σήμερα έχει καθιερωθεί, οι Βάρβαροι ακολούθησαν την αρχή της «προσωπικότητας (ή ατομικότητας) των νόμων». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο καθένας φέρνει μαζί του, όπου και αν εγκατασταθεί, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο μονάρχης από τον οποίο εξαρτάται, τον νομικό κώδικα της φυλής του. Τα γερμανικά λοιπόν κράτη, στις αρχές του 6ου αι., μας προσφέρουν ένα θέαμα καταπληκτικής ποικιλίας. Έτσι όχι μόνο τα πολιτικά δικαιώματα των βασιλέων συμπλέκονται συχνά, αλλ' ακόμη και μέσα στα σύνορα του ίδιου βασιλείου οι υπήκοοι ενός και του αυτού μονάρχη ακολουθούν δικαιϊκούς θεσμούς ανόμοιους, κάποτε μάλιστα και αντίθετους. Οι συνέπειες αυτής της καταστάσεως είναι παράξενες. Και ενώ οι Β ουργ ού νδ ιο ι βασιλείς προσπαθούν να συνδυάσουν το δικό τους δίκαιο με το ρωμαϊκό δίκαιο, υπήρχε τόση απόσταση ανάμεσα στις δύο νομοθεσίες, ώστε για τα ίδια αδικήματα ή εγκλήματα κατέληγαν σε εντελώς διαφορετικές αποφάσεις. Ο Ρωμαίος π.χ. πλήρωνε με τη ζωή του την αρπαγή και τον βιασμό μιας νεανίδας, ο Βουργούνδιος από την άλλη υποχρεωνόταν μόνο σε χρηματική αποζημίωση. Σ' ένα Βουργούνδιο που αυθαίρετα συνελάμβανε κάποιον συμπατριώτη του, η πράξη αυτή δεν στοίχιζε παρά 24 «σολδία», ενώ ο Ρωμαίος, στην ίδια περίπτωση, κινδύνευε να εξορισθεί, να φυλακισθεί ή να σταλεί σε καταναγκαστικά έργα. Υπήρχαν ακόμη ποινές που έφταναν ως την πρόσκαιρη εκτόπιση, αν ο Ρωμαίος έκοβε χωρίς άδεια τα καρποφόρα δένδρα του γείτονά του, ενώ ο Βουργούνδιος τα τακτοποιούσε με τη δικαιοσύνη πληρώνοντας ένα σολδίο για κάθε κομμένο δένδρο. Όταν και στα δύο μέρη, στις δύο ομάδες, επιβάλλονταν ένα πρόστιμο ή μία αποζημίωση, τα ποσά ήταν διαφορετικά, όπως διαφορετικές ήταν και οι διατάξεις των δύο αστικών δικαίων: έτσι το διαζύγιο, ύστερ' από αμοιβαία συγκατάθεση, ήταν δεκτό από τους Ρωμαίους, όχι όμως και από τους Βουργουνδίους. Ως προς την κληρονομιά, οι ισχύουσες αρχές απεδείκνυαν σοβαρές διαφορές. Υπήκοοι του ίδιου βασιλιά, που συχνά ζούσαν δίπλα δίπλα μέσα στις ίδιες πόλεις ή στα ίδια χωριά, Βουργούνδιοι και Ρωμαίοι, συνέχιζαν να διαβιούν σαν δυο ξένες ομάδες, από πολλές απόψεις, η μία προς την άλλη. Οι διαφορές ήταν ακόμη πιο βαθειές ανάμεσα στους Φράγκους και στους Ρωμαίους. Αν π.χ. συγκρίνομε τις διατάξεις της νομοθεσίας των Σαλίων μ' εκείνες του ρωμαϊκού δικαίου, όπως είχαν Digitized by 10uk1s
συνοψισθεί στη Βουργουνδία κατά τις αρχές του 6ου αι. (Lex Romana Burgundionum), βλέπομε, ότι, αν μία ανθρωποκτονία, ένας εμπρησμός, η κλοπή ενός σκλάβου ή ακόμη μια απλή κλοπή ζώου επέσυρε στον Ρωμαίο την εσχάτη των ποινών, ο Φράγκος δεν διέτρεχε άλλον κίνδυνο παρά να καταβάλει μικρό πρόστιμο, που ανερχόταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε καμιά τριανταριά «σολδία». Αντίθετα πάλι, αν μία Ρωμαία ελεύθερη τολμούσε να συνδεθεί μ' ένα σκλάβο, κατά το ρωμαϊκό δίκαιο εθεωρείτο παλλακίδα και της συμπεριφέρονταν με τρόπο ανεκτό. Ο νόμος όμως των Σαλίων, αν η νέα ήταν φραγκικής καταγωγής, την υποβίβαζε σε δούλη. Αν μάλιστα συνδεόταν με τον δικό της σκλάβο, τότε ετίθετο εκτός νόμου, μέχρι που απαγορευόταν να της δοθεί άσυλο. Ο ελεύθερος άνδρας που πέθαινε χωρίς να αφήσει παιδιά είχε ως κληρονόμο τη μητέρα του, αν ήταν Φράγκος Σάλιος, αν ήταν όμως Ρωμαίος, κληρονόμος ήταν ο πατέρας του. Επρόκειτο δηλ. για ένα πύργο της Βαβέλ, αφού σε κάθε επαρχία ένας κώδικας ερχόταν σε αντίθεση με τους άλλους, ασκώντας μεγαλύτερη επιρροή και αφήνοντας στην κοινωνία το αποτύπωμά του. Από την άλλη μεριά, παρά τις διαφορές τους, οι βαρβαρικοί κώδικες νομοθεσίας παρουσίαζαν σημαντικόν αριθμό κοινών σημείων. Πλησιάζοντας τα σημεία αυτά και συγκρατώντας όσα είναι πιο χαρακτηριστικά, θα δώσομε ένα περίγραμμα του γερμανικού κόσμου στις αρχές του 6ου αι. Το περίγραμμα αυτό, όσο ατελές κι αν είναι, θα επιτρέψει να εκτιμήσομε τον δρόμο που διέτρεξε ο κόσμος από τότε που το ρωμαϊκό αυτοκρατορικό οικοδόμημα της Δύσεως διαλύθηκε.
5. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ «ΒΑΡΒΑΡΩΝ» Η γερμανική κοινωνία, μετά την οριστική της εγκατάσταση στα εδάφη της παλαιάς Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται σαν μια κοινωνία πρωτόγονη ακόμη, στην οποία η άγρια δύναμη είναι δύσκολο να συγκρατηθεί. Την εικόνα αυτή θα αποκομίσομε από τη μελέτη είτε της βουργουνδιακής, είτε της βησιγοτθικής, είτε της φραγκικής (των Σαλίων) νομοθεσίας, αφού οι τρεις σχετικοί νομοθετικοί κώδικες μας έχουν σωθεί, συντεταγμένοι κατά τα τέλη του 5ου ή τις αρχές του 6ου αι. Παράλληλα, η κοινωνία αυτή φαίνεται να υποχωρεί κατά πολύ στις ανάγκες ενός πολιτισμένου Κράτους με οργάνωση, στο σύνολό του, κατά τον ρωμαϊκό τύπο. Ωστόσο η ιδέα ότι καθένας μπορεί μόνος του να πάρει το δίκαιό του δεν έχει εξασθενήσει ολοκληρωτικά. Αστικές υποθέσεις Έτσι το βησιγοτθικό δίκαιο, αν και το πιο πολύ εκρωμαϊσμένο, προβλέπει ότι ο απατηθείς σύζυγος μπορεί να πάρει εκδίκηση, όποια του αρέσει και χωρίς να αναφέρει σε κανένα τίποτε, από τη μοιχαλίδα γυναίκα του και τον εραστή της. Ανάλογο δικαίωμα αναγνωρίζεται και στη σύζυγο, την οποία απάτησε ο άνδρας της, με τη γυναίκα κάποιου άλλου. Η γυναίκα αυτή επαφίεται στη θέληση της νόμιμης συζύγου. Επίσης το βησιγοτθικό δίκαιο αναθέτει στους γονείς του θύματος να τιμωρήσουν αυτόν που αποδεικνύεται ένοχος του εγκλήματος της αρπαγής ή της αποπλανήσεως του παιδιού τους. «Ο ένοχος, γράφει ο νομοθέτης, θα παραδοθεί είτε στον πατέρα είτε στη μητέρα και στα αδέλφια του θύματος, ή, αν δεν υπάρχουν αυτά, στους πλησιέστερους συγγενείς, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να τον σκοτώσουν ή να τον πουλήσουν, εφόσον δεν προτιμούν να τους καταβάλει την αποζημίωση για ανθρωποκτονία, δηλ. 300 σολδία». Το βουργουνδιακό δίκαιο, πάλι, παραχωρεί στους γονείς της νέας, που έχει βιασθεί, τη φροντίδα να τιμωρήσουν, όπως νομίζουν καλό, τον ένοχο, αν ο τελευταίος δεν μπορεί να καταβάλει το ποσό της αποζημιώσεως. Οφείλομε όμως να σημειώσομε ότι αυτές είναι περιπτώσεις κάπως εξαιρετικές. Κι αν ακόμη Digitized by 10uk1s
πρακτικά βλέπομε ότι οι άνθρωποι αυτής της εποχής προσφεύγουν στη βία για να εκδικηθούν τους ενόχους, τα κείμενα των νόμων συχνά εμποδίζουν παρόμοιες λύσεις και επιδιώκουν να επιβάλουν την κανονική διαδικασία ενώπιον των δημοσίων δικαστηρίων. Τιμοκατάλογος ποινών Για να αποφευχθούν μάλιστα οι διαμαρτυρίες και να περιορισθούν οι αυθαιρεσίες, ο νομοθέτης καθόρισε εκ των προτέρων με λεπτομέρεια, που θυμίζει παιδικό, θα λέγαμε, φόβο, τα χρηματικά ποσά αποζημιώσεως. Είναι όλα διατιμημένα, ακόμη και η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Για τους ελεύθερους πολίτες π.χ. το βησιγοτθικό δίκαιο κανονίζει ως εξής το τιμολόγιο: 300 χρυσά σολδία για τον θάνατο ενός άνδρα ηλικίας από 20 ως 50 ετών· 200 χρυσά σολδία για τον θάνατο του ηλικίας 50 ως 65 ετών άνδρα· 100 χρυσά σολδία αν είναι πάνω από 65 ετών· 150 χρ. σολδία αν είναι 15-20 ετών· 140 χρυσά σολδία για τον θάνατο ενός παιδιού ηλικίας 14 ετών· και οι τιμές κατεβαίνουν όσο πιο μικρό είναι το παιδί (π.χ. 130, 120, 110, 100, 90, 80, 70, 60, αν το παιδί αντίστοιχα έχει την ηλικία των 13, 12, 11, 10, 7-9, 4-6, 2-3, 1 έτους). Για τον θάνατο μιας γυναίκας από 15-40 ετών η τιμή είναι 250 χρυσά σολδία· 200 χρυσά σολδία αν ήταν ηλικίας 40-60 ετών. Για τα κορίτσια κάτω των 15 ετών η τιμή ήταν η μισή από εκείνη που καθοριζόταν για τα αγόρια. Λιγότερο ακριβολόγοι, ως προς τις τιμές και την ηλικία των θυμάτων, είναι οι νόμοι των Βουργουνδίων (χονδρικά μόνο προσδιορίζουν το ποσό: 300 ή 200 ή 150 σολδία για την αποζημίωση θανάτου ελεύθερου πολίτη) ή οι νόμοι των Σαλίων Φράγκων. Ειδικά ο νόμος των Σαλίων είναι πιο αποκαλυπτικός ως προς τον λεπτομερή καθορισμό της αποζημιώσεως για κάθε κατηγορία τραυματισμών ή ακρωτηριασμών. Όλα είναι τιμολογημένα: τόσα για το δάκτυλο, ή καλύτερα για ένα ορισμένο δάκτυλο, που κόπηκε, τόσα για ένα δόντι που έσπασε, τόσα για το κτύπημα στο κεφάλι, τόσα για το σπάσιμο ή σχίσιμο του κεφαλιού κ.λ. Αναφέρω μερικά παραδείγματα: Αν κανείς κτυπήσει κάποιον στο κεφάλι, με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί το εσωτερικό και να μείνουν γυμνά τα τρία κόκαλα που καλύπτουν τον εγκέφαλο, οφείλει να καταβάλει 30 σολδία. Αν κανείς κτυπήσει τις πλευρές ή την κοιλιά του άλλου έτσι που να φαίνονται τα σπλάγχνα, θα καταβάλει 30 σολδία και επί πλέον 5 σολδία για έξοδα ιατρικής περιθάλψεως. Αν αφαιρέσει το χέρι του άλλου, ή ένα πόδι, ή ένα μάτι ή τη μύτη, για καθένα απ' αυτά θα πληρώσει 100 σολδία. Αν το χέρι παραμείνει, αλλά κρέμεται (είναι άχρηστο στην ουσία) η τιμή κατεβαίνει στα 63 σολδία. Αν αφαιρεθεί ο αντίχειρας ή το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού, η τιμή είναι 50 σολδία. Αν αφαιρεθεί ο δείκτης, δηλ. το δάκτυλο που χρησίμευε για να τραβά το τόξο, η ποινή είναι 35 σολδία, ενώ για δυο άλλα δάκτυλα η τιμή είναι πάλι 35 σολδία κ.λ.
Το παν προβλέπεται για όλα τα αδικήματα, από το πιο απλό ως το πιο βαρύ, τόσο στους κώδικες των Βησιγότθων ή Βουργουνδίων, όσο και στους κώδικες των Σαλίων Φράγκων. Των τελευταίων αυτών η νομοθεσία υπερέχει από των άλλων για την ακρίβεια στον καθορισμό των τιμών. Αν πρόκειται π.χ. για την κλοπή ενός οποιουδήποτε ζώου ή ενός κατοικίδιου ζώου, τότε θα διασαφηνισθεί όχι μόνο το είδος, αλλά και η ηλικία και ο τόπος και οι περιστάσεις, κάτω από τις οποίες έγινε η κλοπή, η σχετική ακόμη σημασία από τη ζημιά που δοκιμάζει ο ιδιοκτήτης του κοπαδιού κ.λ. Έτσι για ένα γουρουνάκι που δεν θηλάζει πια, η τιμή είναι 1 σολδίον· αν κλάπηκε από το κοπάδι, η ποινή ανεβαίνει σε 15 σολδία κ.λ. Ο θεσμός της οικογένειας Από τους κώδικες ακόμη του τέλους του 5ου αι. και των αρχών του 6ου αι. μπορούμε να αντιληφθούμε τις απόψεις των Γερμανών σχετικά με την οικογένεια. Ο θεσμός του γάμου διετήρησε τον αγροίκο και σκληρό τρόπο, με τον οποίο γινόταν στα πιο παλιά χρόνια. Ο άνδρας αγοράζει τη γυναίκα. Πληρώνει λοιπόν πριν από τον γάμο και μπροστά σε μάρτυρες τη συμπεφωνημένη τιμή στον πατέρα της νύμφης ή σ' όποιον εκπροσωπεί τον πατέρα. Οφείλει ακόμη ο γαμβρός να καταβάλει το 1/ 3 της αξίας για την προίκα της νύμφης. Πρόκειται δηλ. για μια πραγματική αγορά. Digitized by 10uk1s
Επίσης σε περίπτωση διαλύσεως του συμβολαίου, ο αγοραστής ή οι αντιπρόσωποί του θα πρέπει να πάρουν πίσω την προκαταβολή τους. Ο βησιγοτθικός νόμος το καθορίζει αυτό, στο ενδεχόμενο που πριν απ' την τελετή του γάμου η νύμφη αποδειχθεί ένοχη απιστίας. Σύμφωνα με παλαιά συνήθεια εξ άλλου μετά την τέλεση του γάμου ο σύζυγος δίνει ένα δώρο στη σύζυγό του, αυτό που τα κείμενα της εποχής το αναφέρουν με το γερμανικό όνομα Morgengabe, «δώρο της πρωίας» (δηλ. το δώρο που προσφερόταν το πρωί της επομένης από τη νύκτα του γάμου), αν και το δώρο αυτό διαφέρει από το ρωμαϊκό δώρο που δινόταν, όπως και σήμερα, πριν από τον γάμο και από τους γονείς της μέλλουσας νύμφης. Με τις προϋποθέσεις αυτές ο γάμος, μέσα στη βαρβαρική νομοθεσία, ξανάβρισκε τη σταθερότητα που λίγο είχε χάσει στους Ρωμαίους με τον θεσμό του διαζυγίου, ύστερ' από αμοιβαία συγκατάθεση. Ο βουργουνδιακός νόμος, ο μόνος ακριβής σ' αυτό το κεφάλαιο, περιορίζει το διαζύγιο στις περιπτώσεις μόνο που η γυναίκα αποδείχθηκε δικαστικώς ένοχη μοιχείας ή ότι κατέχεται από δαιμονικά πνεύματα. Για καμιά άλλη αιτία δεν επιτρέπεται στον σύζυγο να διαλύσει τον γάμο. Η γυναίκα εξ άλλου, κατά τον βουργούνδιο νομοθέτη, δεν έχει καμιά δυνατότητα διαζυγίου. Αν τολμήσει να εγκαταλείψει τη συζυγική εστία, η ποινή που την περιμένει είναι ο πνιγμός στον βόρβορο. Με μια τέτοια αντίληψη περί γάμου, δεν θα παραξενευθεί κανείς που το πνεύμα της οικογένειας ήταν αρκετά δυνατό σ' αυτούς τους βάρβαρους λαούς. Ο βησιγοτθικός νόμος μας δίνει μια έμμεση απόδειξη. Βλέπομε εδώ τον νομοθέτη να προσπαθεί να αντικαταστήσει τη συλλογική ευθύνη των μελών της οικογένειας με την ευθύνη την αυστηρά προσωπική. «Ο πατέρας», αναφέρεται σ' ένα από τα παλαιά άρθρα του κώδικα αυτού, «δεν μπορεί να κατηγορηθεί για τον γιο του, ούτε ο γιος για τον πατέρα, ούτε η γυναίκα για τον σύζυγο, ούτε ο αδελφός για τον αδελφό. Θα κατηγορηθεί εκείνος μόνο που θα διαπράξει το αδίκημα, και η ενοχοποίηση (ή η κατηγορία) θα πάψει μαζί με τον διαπράξαντα το αδίκημα». Ένα τέτοιο άρθρο αποδεικνύει ότι, κατά την εποχή που εκδίδεται αυτό, υπήρχαν έριδες ανάμεσα στους Βησιγότθους ως προς την αρχή της αλληλεγγύης της οικογένειας σε θέματα ποινικού δικαίου. Και ο Βουργούνδιος νομοθέτης υποστηρίζει, κατά τον ίδιο τρόπο, ότι σε περίπτωση ανθρωποκτονίας, μόνο ο φονιάς πρέπει να καταδιωχθεί. Την ίδια στιγμή όμως θέτει την οικογενειακή αλληλεγγύη ως βάση του δικαστικού συστήματος, αφού υποστηρίζει ότι για να αθωωθεί ο κατηγορούμενος οφείλουν να δώσουν όρκο για την αθωότητά του 11 άλλα μέλη της οικογένειάς του, ανάμεσα στα οποία, υποχρεωτικά, η γυναίκα του και τα παιδιά του, καθώς και ο πατέρας του και η μητέρα του, αν ζουν. Σε περίπτωση ψευδορκίας υποχρεώνονταν να καταβάλουν το τεράστιο ποσό των 300 σολδίων. Και πάλι στο όνομα της οικογενειακής αλληλεγγύης ο νομοθέτης ορίζει, ότι σε περίπτωση φόνου πρέπει να καταβληθεί αποζημίωση στους γονείς του θύματος. Ο νόμος των Σαλίων Φράγκων προχωρεί ακόμη περισσότερο στο θέμα των οικογενειακών δεσμών. Η οικογένεια θεωρείται σαν ένα συλλογικό όργανο, του οποίου συμπλέκονται τα συμφέροντα. Σε περίπτωση αδικήματος ή εγκλήματος που διαπράττεται από ένα μέλος της οικογένειας, την ευθύνη για την πληρωμή της σχετικής αποζημιώσεως, που προβλέπει ο νόμος, την έχουν όλα τα μέλη της οικογένειας. Και αντίστροφα, αν ένα από τα μέλη σκοτωθεί, τότε όλοι οι άλλοι συγγενείς παίρνουν το αναλογούν μερίδιο της αποζημιώσεως. Δεν μπορεί κανείς να αποτινάξει το βάρος αυτής της συλλογικής ευθύνης, παρά μόνο με τον όρο να αποκηρύξει την οικογένειά του με την εξής περίεργη διαδικασία: να εμφανισθεί ενώπιον του δικαστηρίου, να σπάσει πάνω στο κεφάλι του τρεις βέργες από σκλήθρο, να ρίξει τα κομμάτια στις τέσσερεις γωνίες της αίθουσας του δικαστηρίου και να προβεί σε επίσημη δήλωση ότι παραιτείται Digitized by 10uk1s
από την κληρονομιά. Ο τρόπος της διαδικασίας είναι χαρακτηριστικός. Αποδεικνύει καθαρά ότι ο Σάλιος Φράγκος μπορούσε να φτάσει στο σημείο να απαλλαγεί από τις βαριές οικογενειακές ευθύνες, αλλά με τη σαφή προϋπόθεση να απαρνηθεί τις ωφέλειες της κοινωνικής ζωής και να απομονωθεί εξ ολοκλήρου. Γεωργικά και ποιμενικά στοιχεία Όλοι οι νόμοι των Βαρβάρων αυτής της εποχής (5ος-6ος αι.) πιστοποιούν, σε διάφορους βαθμούς, τη μερική επιβίωση των παλαιών ποιμενικών εθίμων. Σε όλους γίνεται ιδιαίτερος λόγος και παραχωρείται χαρακτηριστική θέση για τα αδικήματα που αναφέρονται σε ζώα· π.χ. ζημιές που προκαλούν τα ζώα, κλοπή κουδουνιών προσαρτημένων στους λαιμούς τους, κλοπή των ίδιων των ζώων κ.λ. Ο νόμος μάλιστα των Βουργουνδίων φτάνει να καταδικάζει σε θάνατο τους κλέφτες των βοδιών ή των αγελάδων, όπως ακόμη και τους κλέφτες των σκλάβων. Ωστόσο, είναι φανερό ότι οι κατακτητές Γερμανοί όχι. Μόνο μεταβάλλονται σε μόνιμους καλλιεργητές της γης, αλλά αρχίζουν να χρησιμοποιούν εν μέρει, τόσο στο βορρά όσο και στο νότο, τις ρωμαϊκές παραδόσεις σε θέματα γεωργίας. Οι νόμοι αναφέρουν συχνά τα χωράφια τους, τους κήπους τους, τα αμπέλια τους. Σιγά σιγά ο ρωμαϊκός πολιτισμός κάνει το έργο του.
6. Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ «ΒΑΡΒΑΡΩΝ» Δεν μπορεί να γίνει λόγος για πνευματική κίνηση και πολιτιστικά επιτεύγματα ανάμεσα σε λαούς που δεν είχαν γνωρίσει ως τότε τίποτε άλλο σχεδόν εκτός από τη σκληρή ζωή των αγρών, την αρπαγή, τις λεηλασίες και τις μάχες. Γι' αυτό δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βρει στον λογοτεχνικό τομέα ίχνη μιας πραγματικής γερμανικής κουλτούρας. Η γοτθική γλώσσα, που γραφόταν μ' ελληνικό αλφάβητο, λαμπρή κατά την εποχή του εκχριστιανισμού των Γότθων (από τον Ουλφίλα, 4ος αι.), παραχωρεί οριστικά τη θέση της στη λατινική, δύο αιώνες αργότερα. Από την άλλη μεριά, στα χρόνια των βαρβαρικών βασιλείων (5ος-6ος αι.), οι εκδηλώσεις ενός λαϊκού πολιτισμού, ενός μάλλον αγροτικού φολκλορισμού, που αντιδιαστέλλεται προς την παιδεία των κληρικών, δεν μας παραδίδονται ξεκαθαρισμένες. Είναι πιο πολύ ενδείξεις των επιβιώσεων των παλαιών κελτικών, εντοπίων, στοιχείων πολιτισμού, παρά προσφορά νέων πραγμάτων. Η λατινική γλώσσα χρησιμοποιείται με επιτυχία στα γοτθικά βασίλεια. Έτσι στη Ραβέννα ο τελευταίος Ρωμαίος φιλόσοφος Βοήθιος (480-525) γράφει το γνωστότατο έργο «Περί της παρηγορίας της φιλοσοφίας» σε ωραία λατινικά. Ο Κασσιόδωρος επίσης (480-570) μας έχει αφήσει το έργο «De Institutione divinarum litterarum», ενώ, μετά τη βυζαντινή ανάκτηση της Ιταλίας, θα διευθύνει στο μοναστήρι τού Vivarium, στην Καλαβρία, ένα είδος φιλολογικής και επιστημονικής Ακαδημίας που διαθέτει αξιόλογη βιβλιοθήκη. Στην Ισπανία ο μετέπειτα άγιος Ισίδωρος, επίσκοπος Σεβίλλης (560-636), είναι μια πολύ δυνατή προσωπικότητα, ένας από τους πιο διάσημους κληρικούς του Δυτικού Μεσαίωνα, που παραμένει πιστός στη ρωμαϊκή παιδεία. Έχει γράψει τις Etymologiae ή Origines που είναι συμπίλημα των κλασικών γνώσεων του καιρού του· επίσης «Ιστορία των Γότθων», «Βιβλίο της φύσεως των πραγμάτων» κ.ά. Μετά τον Ισίδωρο, το κύρος των ρωμαϊκών γραμμάτων πιστοποιείται ακόμη περισσότερο από Digitized by 10uk1s
πολυάριθμα έργα, όπως από τις «Επιστολές» του Braulion της Σαραγόσσα ή το «Χρονικό» του Ιουλιανού από το Τολέδο. Τα μοναστήρια εξ άλλου (όπως του Dumio κοντά στη Μπράγα, του Servitano κοντά στη Βαλένθια, του Caulanium κοντά στη Μέριντα), οι επισκοπικές σχολές (της Σεβίλλης, της Σαραγόσσα, του Τολέδο), οι βασιλείς και ευγενείς της Ισπανίας πλουτίζουν τις βιβλιοθήκες με παλαιά βιβλία. Στην Ιρλανδία η λατινική γλώσσα παραμένει η γλώσσα των σοφών και δεν επηρεάζεται από την καθομιλουμένη. Στη Γαλατία, επίσης, μπορεί να επισημάνει κανείς κάποια επιτήδευση ανάμεσα στους θρήνους του Γρηγορίου, επισκόπου της Tours (†595), ο οποίος παραπονείται για το σβήσιμο των γραμμάτων. Δικό του έργο είναι η «Historia Francorum». Η πρωτοτυπία της λογοτεχνίας Πάντως η μίμηση της λατινικής ρωμαϊκής παιδείας δεν είναι δουλική. Το έργο βέβαια του Ισιδώρου της Σεβίλλης δείχνει μια βαθειά νοσταλγία για το παλαιό μεγαλείο της Ρώμης, μια προσήλωση προς τα αρχαία φιλοσοφικά θέματα και μια κάποια απλοϊκότητα στους εκφραστικούς τρόπους. Διατηρεί όμως και μια μεγάλη πρωτοτυπία. Βρίσκει σ' αυτό κανείς και αληθινή συγκίνηση, δύναμη πάθους και υποβολής, μια διαφορετική νοοτροπία, μια στέρεη συνάρτηση με την εποχή του και τις σύγχρονες αξίες. Η «Ιστορία των Γότθων» φαίνεται σαν ένα είδος επικού εθνικού ποιήματος, που κατά τον καθηγητή Jacques Fontaine, ειδικό μελετητή του έργου του Ισιδώρου Σεβίλλης, είναι «ένα από τα πρώτα είδη λογοτεχνικής εκφράσεως της μεσαιωνικής ευαισθησίας». Αυτή η εθνική, θα λέγαμε, συγκίνηση, αυτή η εγκατάλειψη της ρωμαϊκής παγκοσμιότητας, της οποίας ο Κασσιόδωρος ήδη μας έδωσε τα πρώτα δείγματα, προαναγγέλλουν μια νέα κουλτούρα. Ο παραγκωνισμός της ελληνικής γλώσσας και παιδείας Αν θελήσομε να επισημάνομε τον βαθμό της γνώσεως της ελληνικής γλώσσας και παιδείας στον δυτικό Μεσαίωνα τα ίδια χρόνια (5ος-6ος αι.), τότε οι διαπιστώσεις είναι παντελώς αρνητικές. Η ελληνική είναι άγνωστη στην Ισπανία, στη Βρετανία και στην Ιρλανδία. Στην Αφρική δεν χρησιμοποιείται από την εποχή της κατακτήσεώς της από τους Βανδάλους, ενώ στη Γαλατία εξαφανίζεται στην καμπή του 5ου προς τον 6ο αι. Στην Ιταλία η τελευταία γενιά που γνωρίζει ελληνικά είναι του Βρηθίου και του Κασσιοδώρου. Στην ίδια τη Ρώμη, γύρο στα 600, δεν διαβάζουν πια τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Γνωρίζομε εξ άλλου ότι και ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας (590-604), αν και καταγόταν από μεγάλη ρωμαϊκή οικογένεια και είχε διατελέσει και «νούντσιος» στην Κωνσταντινούπολη, αγνοούσε τα ελληνικά. Στη Ραβέννα ακόμη, την πρωτεύουσα του Βυζαντινού Εξαρχάτου, δηλ. της Βυζαντινής Ιταλίας, δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός κατά τον 7ο αι. για να διατηρεί την αλληλογραφία στα ελληνικά με την αυλή της Κωνσταντινουπόλεως. Στη βιβλιοθήκη του Ισιδώρου Σεβίλλης υπάρχουν μερικές μεταφράσεις Ελλήνων Πατέρων, όπως του Ωριγένη ή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου· ο Ισίδωρος όμως δεν έχει καμιά άμεση γνώση της ελληνικής παιδείας και γλώσσας. Ο Γρηγόριος της Tours δεν γνωρίζει ούτε μια ελληνική λέξη, ούτε και ο Φορτουνάτος, επίσκοπος του Poitiers (530-609), ο οποίος ομολογεί ότι δεν γνωρίζει τίποτε από Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ιρλανδό καλόγερο και ανθρωπιστή Colomban (545-615).
Digitized by 10uk1s
Ο δυτικός λοιπόν Μεσαίωνας, στην πρώιμη εποχή του, συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τη λατινική και μόνο παιδεία. Ως προς τον αγγλοσαξονικό κόσμο οι ίδιες διαπιστώσεις ισχύουν. Ας παρατηρηθεί ιδιαίτερα ότι πάρα πολλοί κώδικες (codices plurimi), που ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, του οποίου είναι γνωστή η δυσπιστία προς τις ελεύθερες τέχνες, διευκόλυνε την αποστολή τους στη Βρετανία μέσω των ιεραποστόλων κατά το 600, είναι προφανώς εκκλησιαστικά βιβλία, γραμμένα στα λατινικά. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ένα πολύ σημαντικό γεγονός για τα ελληνικά γράμματα στη μεσαιωνική Αγγλία. Πρόκειται για τον διορισμό από τον πάπα Βιταλιανό, στα 668 ή 669, του έλληνα μοναχού Θεοδώρου, καταγόμενου από την Ταρσό, στον θρόνο του Καντέρμπουρυ με σκοπό να πετύχει τη μεταρρύθμιση στην αγγλοσαξονική Εκκλησία. Ο Θεόδωρος μάλιστα συνοδευόταν και από τον Αδριανό, έναν Αφρικανό που είχε μορφωθεί στη βυζαντινή Καρθαγένη. Γι' αυτούς ο κατ' εξοχήν ιστοριογράφος του αγγλικού έθνους κατά τον μεσαίωνα, ο Beda Venerabilis (†735), στο έργο του Historia Ecclesiastica gentis Anglorum (έκδοση C. Plummer, Venerabilis Baedae opera historica, Oxford 1896, τ. 1-2) αναφέρει ότι ήταν γνώστες τόσο της εκκλησιαστικής όσο και της «θύραθεν» παιδείας, τόσο της ελληνικής όσο και της λατινικής γλώσσας. Και προσθέτει χαρακτηριστικά: «Απόδειξη των γνώσεων και της μορφώσεώς τους είναι ακόμη και σήμερα το γεγονός ότι μερικοί από τους μαθητές τους, που ζούνε ως τώρα, γνωρίζουν τα ελληνικά και τα λατινικά σαν τη μητρική τους γλώσσα». Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι ο Beda, αν κρίνει σωστά για τα λατινικά, δεν θα ήταν και καλός κριτής για τα ελληνικά, των οποίων δεν κατείχε παρά μερικά στοιχεία. Πάντως η γνώση της ελληνικής στη Βρετανία θα έσβησε μαζί με τη γενιά των μαθητών του Θεοδώρου και του Αδριανού. Κυρίως είναι η λατινική παιδεία, με έργα ακόμη και μη εκκλησιαστικά, που άνθησε στην Αγγλία από τα τέλη του 7ου αι. Αυτήν την ακμή την ενσαρκώνει ο ίδιος ο Beda στις αρχές του 8ου αι. και αυτήν θα μεταφέρουν οι Άγγλοι μισσιονάριοι στους Αγγλο-Σάξονες της Γερμανίας. Η μικροτεχνία των «Βαρβάρων» Ως προς την τέχνη των «Βαρβάρων» οφείλομε να παραδεχθούμε ότι δεν διαθέτομε δείγματα εντυπωσιακά, όπως αυτά που συνήθως προέρχονται από την αρχιτεκτονική ή τη γλυπτική και ζωγραφική. Εκεί που επιδίδονται οι βάρβαροι λαοί είναι κατ' εξοχήν η μικροτεχνία. Αυτό εξηγείται, ως ένα σημείο, και από τη νομαδική ζωή και τις παραδόσεις τους, από την επιθυμία δηλ. να διατηρήσουν την περιουσία τους, τα όπλα τους και τα κοσμήματά τους. Η εκπληκτική δεξιοτεχνία των Γότθων ή Φράγκων εργατών, των οποίων τα εργαστήρια στις όχθες του Ρήνου (στις πόλεις Βορμς, Κολωνία και Βόννη) ήδη είναι περίφημα τον 6ο αι., αποδεικνύει το ενδιαφέρον που αποδίδεται στην εργασία και διακόσμηση των όπλων, στη χρυσοχοΐα, θρησκευτική ή μη, όπως αγκράφες, πλάκες ζώνης, χρυσά κολιέ κ.λ. Η εργασία αυτή, πάντα πολύτιμη και προσεκτική με χαρακτήρα πρωτόγονο, που συγκεντρώνει όλη τη φροντίδα του τεχνίτη, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ευτελή παραγωγή της Ρωμαϊκής Γαλατίας. Νέα τεχνική εφαρμόζεται, έχομε δηλ. εργασία με λεπτά φύλλα μετάλλου, ή αδαμαντοκόλλητα σμάλτα. Επηρεασμένοι οι «Βάρβαροι» από τις παραδόσεις της νομαδικής ζωής και από την επαφή τους με τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας - ιδίως με τους Έλληνες και τους Σαρμάτες των παραλίων της Κριμαίας ή των κρασπέδων της Μαύρης Θάλασσας, στους οποίους η διακοσμητική τέχνη είχε γνωρίσει επί σειρά αιώνων λαμπρή εξέλιξη - διατηρούν κι αυτοί επίσης την αγάπη για τα στολίδια, για τα πολύτιμα μέταλλα και τα ζωηρά χρώματα, για τα πολυτελή φορέματα, για τα χρυσά Digitized by 10uk1s
και αργυρά κοσμήματα, για τον επιχρυσωμένο ορείχαλκο με εγκόλλητες σκληρές ή πολύτιμες πέτρες. Πολλές είναι οι μαρτυρίες που θυμίζουν αυτή, θα λέγαμε, τη χλιδή των «Βαρβάρων», όπως είναι οι περιγραφές του Απολλιναρίου του εκ Σιδώνος (430-479) ή των Αράβων χρονικογράφων που παρουσιάζουν τους ευγενείς Βησιγότθους που συνελήφθησαν στη Δαμασκό· τα υφάσματα επίσης και τα κοσμήματα που βρέθηκαν μέσα στον τάφο της πριγκίπισσας Αρνεγόνδης (περί το 570) στο Saint-Denis (8 χιλ. προς Β. του Παρισιού), οι γοτθικές νεκροπόλεις στην Κριμαία και στη Ρουμανία, τα περίφημα ευρήματα του τάφου του βασιλιά Χιλδερίχου (πατέρα του Χλωδοβίκου) στο Tournai (του Βελγίου), τα οποία προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στους αρχαιολόγους, ή ο θησαυρός των Βησιγότθων της Ισπανίας (τα στέμματα τα διακοσμημένα με ζαφείρια και μαργαριτάρια, που βρέθηκαν στο Guarrazar της Ισπανίας, κοντά στο Τολέδο) κ.ά. Τα χαρακτηριστικά της βαρβαρικής μικροτεχνίας Τα γενικά χαρακτηριστικά της βαρβαρικής τέχνης μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: α) Ενδιαφέρεται για την επίπεδη διακόσμηση και αδιαφορεί παντελώς για την ανάγλυφη απόδοση. Γι' αυτό και τα δημιουργήματά της είναι εγχάρακτες πέτρες και σχέδια σε λεπτά φύλλα χρυσού, ασημιού ή οποιουδήποτε μετάλλου. β) Αρέσκεται η τέχνη αυτή σε μοτίβα αφηρημένα, σε γεωμετρικά συμπλέγματα, σε θέματα στυλιζαρισμένα-απλοποιημένα. γ) Η προτίμηση των Γότθων για παραστάσεις ζώων (αετού, ψαριού) εμπλουτίζεται αργότερα με την άφιξη των Λομβαρδών, των οποίων η επίδραση υπήρξε αξιόλογη σε θέματα παρμένα από τη λεγόμενη «τέχνη της στέππας» (τέχνη των Σκυθών και Σαρματών), στην απόδοση δηλ. φανταστικών ζώων, όπως γρυπών, δράκων κ.λ. δ) Πρόκειται, τέλος, για μια τέχνη όχι στατική, αλλά με κίνηση. Έτσι π.χ. παρουσιάζονται ζώα αντιμέτωπα σε σκληρό αγώνα, σε φοβερές συμπτύξεις ή τέρατα σε μορφή συστρεφόμενη. Οι επιδράσεις στη βαρβαρική μικροτεχνία Η τέχνη αυτή πήρε το όνομα «γερμανική», χωρίς όμως ο όρος να ανταποκρίνεται στα πράγματα. Τα καλλιτεχνικά δείγματα δεν αποδεικνύουν ότι οι Γερμανοί είναι αυτοί που βρήκαν μια καινούργια μορφή τέχνης. Δεν πρέπει να υπερεκτιμούμε τη γερμανική συμβολή στον τομέα αυτόν. Πρόκειται για μια τέχνη συνθετική που συγκεντρώνει στοιχεία αρκετά περίπλοκα, αβέβαιης κάποτε καταγωγής. Συμβαίνει μάλιστα η βαρβαρική τέχνη να απλώνει τις ρίζες της ακόμη και πέρα από την Κριμαία των Ελλήνων και των Σαρματών, ως το μακρινό Ιράν και τις μυστηριώδεις ερήμους της Κεντρικής Ασίας. Έπειτα, και οι ρωμαϊκές παραδόσεις μένουν ακόμη αρκετά ζωντανές μέσα στα μεσογειακά βασίλεια των Γότθων, όπου ανεγείρονται οι μεγάλες εκκλησίες της Ραβέννας, της Μέριντα ή της Έβορα, και πιο αργά (κατά το δεύτερο μισό του 7ου αι.) οι ναοί του San Juan de Baños (στην περιοχή της Βαλένθια), της Terrassa κοντά στη Βαρκελώνη, σε σχήμα σταυροειδές, με αψίδες πεταλωτές και θόλους από πέτρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης αφιερώνει στις Etymologiae τρία κεφάλαια για την κατασκευή εκκλησιαστικών ή πολιτικών κτισμάτων. Στις χώρες εξ άλλου του βορρά τα διακοσμητικά θέματα δεν είναι όλα από τον κόσμο των Digitized by 10uk1s
«Βαρβάρων». Πολλά προέρχονται από παλαιές κελτικές πηγές. Έτσι π.χ. η ιρλανδική τέχνη, με τα περίφημα χειρόγραφά της, που φιλοτεχνήθηκαν μέσα στα μοναστήρια, και τους μεγάλους πέτρινους σκαλιστούς σταυρούς, δίνει ένα παράδειγμα αρκετά αποκαλυπτικό αυτής της συνθέσεως ποικίλων στοιχείων, όπως διακοσμήσεις παρμένες από γαλατικές σαρκοφάγους του 4ου και του 5ου αι. (θυσία του Αβραάμ, ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων), λαϊκές σκηνές, απομιμήσεις της σαξονικής χρυσοχοΐας, ειδωλολατρικές εικόνες. Οι Ιρλανδοί γραφείς υιοθετούν με ευχαρίστηση τα ειδωλολατρικά μοτίβα, δημιουργούν χριστιανικά σύμβολα που ωστόσο απηχούν παλαιές παραδόσεις (π.χ. συμπλέγματα διακοσμητικά ως σύμβολο του τρεχούμενου νερού, πάπιες, ως σύμβολο της γονιμότητας). Σ υμπερα σματι κά, η τέχνη των βαρβάρων παρουσιάζει αρκετές επιδράσεις από τους πολιτισμούς της Ανατολής, από το Βυζάντιο ή από την Περσία των Σασσανιδών. Χωρίς να υποβιβάζομε τη σημασία της νέας τεχνικής, ιδίως στην κατεργασία του μετάλλου, πρέπει να ομολογήσομε ότι η βαρβαρική τέχνη οφείλει πολλά στον ανατολικό μεσογειακό χώρο. Από την άλλη μεριά η τέχνη αυτή απλώθηκε, δια των Γερμανών, σ' όλες τις χώρες που κατέλαβαν. Και από την άποψη αυτή είναι σωστό να δεχθούμε ότι ο γερμανικός πολιτισμός συνέβαλε πραγματικά κατά τρόπο αξιόλογο στην καλλιτεχνική εξέλιξη της Δύσεως. Η σημασία της παρουσίας των Γερμανών στην Ευρώπη Αν τώρα θελήσομε να αξιολογήσομε γενικά τον ιστορικό ρόλο των γερμανικών φυλών πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις κρίσεις μας, για να αποφύγομε τα σφάλματα θεωριών με ακραίες θέσεις. Είναι βέβαιο ότι οι Γερμανοί πιο πολλά κατέστρεψαν παρά οικοδόμησαν. Αν όμως κρίνομε την παρέμβασή τους στο ιστορικό προσκήνιο, χωρίς να σταθμίσομε τα άμεσα αποτελέσματα, τότε αναγνωρίζομε ότι ο ρόλος τους υπήρξε κεφαλαιώδης για την ιστορία. Πέρα από τις θριαμβολογικές και γεμάτες τυφλό εθνικισμό θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες οι ελευθερίες τάχα του κόσμου βγήκαν από τα «δάση της Γερμανίας», είναι εξακριβωμένο ότι οι βάρβαροι κατακτητές δεν άφησαν άθικτο τον «οπλισμό» του ρωμαϊκού κράτους. Τα κράτη που ιδρύθηκαν από τους Γερμανούς στη Δυτική Ευρώπη, στα γενικά τους χαρακτηριστικά, δεν θυμίζουν την αυτοκρατορία των Καισάρων, ούτε στην πολιτική οργάνωση ούτε στην κοινωνική συγκρότηση. Είναι βέβαια γενικός κανόνας και παραδεκτό από όλους, ότι σύμφωνα με ένα ιστορικό νόμο που δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, οι νικητές, λιγότερο πολιτισμένοι από τους νικημένους, πήραν από τους τελευταίους ένα μεγάλο μέρος που δεν το είχαν οι ίδιοι, ανάλογα, λίγο πολύ, με τις περιστάσεις και τον βαθμό οικειότητας με τη ρωμαϊκή κοινωνία. Αξίζει όμως να παρατηρήσομε, ότι, από όλους τους γερμανικούς λαούς που εγκαταστάθηκαν στη Δύση, μόνο οι Φράγκοι, αυτοί δηλ. που κατόρθωσαν καλύτερα να υπερασπισθούν τα πάτρια και να απαλλαγούν από το «μίασμα» των ρωμαϊκών ιδεών, αυτοί θα παίξουν ρόλο πρωταγωνιστή στην ιστορία της Ευρώπης, ενώ οι Βουργούνδιοι, οι Βησιγότθοι και οι Οστρογότθοι θα υποκύψουν σιγά σιγά, χωρίς να συνδέσουν το όνομά τους με ένα ιστορικό έργο διάρκειας.
Digitized by 10uk1s
III. Η ΚΑΡΟΛΙΔΕΙΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ΠΑΠΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. ΦΡΑΓΚΟΙ ΚΑΙ ΠΑΠΕΣ Όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η Δυτική Ευρώπη κατά τους 5ο, 6ο, 7ο και στις αρχές του 8ου αι. είχε χάσει ολοκληρωτικά την παλαιά της ομοιόμορφη σύνθεση, την παλαιά ρωμαϊκή ενότητα. Ο διαμελισμός και ο τεμαχισμός του ευρωπαϊκού χώρου προχωρούσε βαθμιαία, σαν αποτέλεσμα της διασπάσεως αυτής. Κατά τον 8ο αι. όμως παρατηρείται στη Δύση μια αναδιοργάνωση και ένα εξαιρετικό άπλωμα της φραγκικής μοναρχίας κάτω από τη νέα δυναστεία των Καρολιδών· αυτή η κατάσταση αποτελεί ένα πρώτο θεμελιώδη παράγοντα, για την επάνοδο σε μια ενωμένη πολιτική μορφή στην Ευρώπη. Ο δεύτερος παράγοντας, την ίδια εποχή, ανευρίσκεται στην εξέλιξη της πολιτικής δυνάμεως της Παπικής Εκκλησίας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν τεράστια αλληλεπίδραση, συνδυάζονται πολλές φορές, συνεργάζονται, αλλά και αλληλοπολεμούνται κάποτε θανάσιμα, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια των Μέσων Χρόνων. Η Παποσύνη και το βασίλειο των Φράγκων είναι οι δύο μεγάλες δυνάμεις τώρα στη Δύση, επάνω στις οποίες θα επιδιωχθεί να ξανακτιστεί με νέες θυσίες το οικοδόμημα που είχε διαλυθεί μετά τις βαρβαρικές επιδρομές σε μια εποχή που η Ανατολή, το Βυζάντιο, αποθαρρύνεται στην προσπάθειά του να αναδιοργανώσει την αυτοκρατορία μέσα στα παλαιά πλαίσια και αναγκάζεται να περιορισθεί στον εαυτό του για να πετύχει την πολιτική, τη θρησκευτική και την πολιτιστική του ενότητα. Και παρά το γεγονός ότι η Δύση παρουσιάζει το θέαμα μιας πιο βαθειάς καταπτώσεως, απ' όσο το Βυζαντινό κράτος, ωστόσο το μέλλον ανήκει σ' αυτήν. Αφού κατακλύσθηκε η Δύση από τους Βαρβάρους, είδε στη συνέχεια να καταστρέφεται ο πολιτισμός της, και η αναρχία και η βία να αντικαθιστούν τη ρωμαϊκή τάξη και τη ρωμαϊκή ειρήνη. Αυτή όμως η αναρχία δεν είναι αθεράπευτη. Πρόκειται στην ουσία για νέες δυνάμεις που ζητούν να χρησιμοποιηθούν μ' ένα τρόπο θορυβώδη και έχουν ανάγκη να διοχετευθούν κατάλληλα και να μορφοποιηθούν. Ας δούμε λοιπόν τους δύο αυτούς παράγοντες ενότητας του ευρωπαϊκού χώρου που διαμορφώνονται μετά τις βαρβαρικές επιδρομές.
2. ΟΙ ΚΑΡΟΛΙΔΕΣ Οι Πιπινίδες ή Καρολίδες, όπως αποκαλούνται από τα ονόματα που οι πιο πολλοί απ' αυτούς έχουν, έλκουν την καταγωγή από αριστοκρατική οικογένεια της Αυστρασίας (ανάμεσα στους ποταμούς Ρήνο και Μόζα). Από τα τέλη του 7ου αι. οι αρχηγοί της οικογένειας αυτής διευθύνουν, με τον τίτλο του major domus, του επόπτη του παλατιού [ο ανώτερος δηλ. αξιωματούχος της φραγκικής αυλής, ο πρωθυπουργός του βασιλιά και ο αρχηγός του στρατού], κάτω από την εξουσία των τελευταίων μεροβιγκείων βασιλέων, τις τύχες της φραγκικής μοναρχίας. Ένας απ' αυτούς, ο Κάρολος, που αργότερα θα ονομαστεί Μαρτέλλος, κατόρθωσε από τα 719 ως τα 741 να αποκαταστήσει την ενότητα της μοναρχίας προσδίδοντας στην κεντρική εξουσία κύρος πραγματικό. Ένωσε τους Φράγκους της Αυστρασίας, της Νευστρίας και της Βουργουνδίας, και έθεσε τέρμα στην αυτονομία των απόκεντρων περιοχών, όπως της Αλαμανίας, ή γειτονικών περιοχών, Digitized by 10uk1s
όπως της Ακουιτανίας και Βαυαρίας, διορίζοντας σε θέσεις - κλειδιά, σε όλο το Regnum Francorum, μέλη της αυστρασιανής αριστοκρατίας, τα οποία είχαν γλώσσα και παραδόσεις γερμανικές. Κατέκτησε τη χώρα των Φρεισόνων, την περιοχή δηλ. όπου εκβάλλουν οι ποταμοί Εσκώ, Μόζα και Ρήνος στη Βόρεια θάλασσα. Στα 732, όπως είναι γνωστό, απέκρουσε στο Πουατιέ μια πάρα πολύ επικίνδυνη εισβολή των Μουσουλμάνων της Ισπανίας. Προστάτευσε την ιεραποστολική δραστηριότητα των Άγγλων μισσιοναρίων, όπως του αγίου Willibrord στη Φρεισία, του αγίου Βονιφατίου στη Φραγκωνία και στη Θουριγκία. Ο γιος του Καρόλου Μαρτέλλου, ο Πιπίνος Γ', ο γνωστός ως Βραχύς (†768), ακολούθησε την ίδια πολιτική, σταθεροποίησε τα αποτελέσματα, προσήρτησε κυρίως τη Σεπτιμανία, παίρνοντάς την από τους Άραβες, και διέλυσε το εθνικό δουκάτο της Ακουιτανίας. Ενίσχυσε τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του αγίου Βονιφατίου στη Φραγκική Εκκλησία· χάρη στην προσωπικότητα αυτή δημιουργήθηκαν στενές και εμπιστευτικές σχέσεις ανάμεσα στον Πιπίνο και στον πάπα. Γι' αυτό και όταν στα 751 ο Καρολίδης επόπτης του παλατιού ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Φράγκων, διαλύοντας έτσι τη μεροβίγκεια δυναστεία, η ηθική υποστήριξη της Ρώμης υπήρξε αποφασιστική για την επιτυχία αυτού του πολιτικού πραξικοπήματος. Ο άγιος Βονιφάτιος νομιμοποίησε το νέο καθεστώς εισάγοντας ένα καινούργιο στοιχείο, θρησκευτικό, στο πρωτόκολλο για την άνοδο στον θρόνο, ένα είδος τυπικής διαδικασίας παρμένης από την Παλαιά Διαθήκη· αυτή η διαδικασία θα γνωρίσει τεράστια διάδοση αργότερα. Πρόκειται δηλ. για το χρίσμα με καθαγιασμένο έλαιον, που γινόταν από ένα επίσκοπο στον υποψήφιο βασιλιά. Η νέα κατάσταση των πραγμάτων ήταν το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων εντελώς διαφορετικών: της προσωπικής αξίας του Καρόλου Μαρτέλλου και του Πιπίνου, της δημιουργικής πρωτοβουλίας της αυστρασιανής αριστοκρατίας, του ιεραποστολικού πνεύματος της Ρώμης και του αυξημένου γοήτρου της παπικής Εκκλησίας. Οι πρώτοι Καρολίδες κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν την ειρήνη στη φραγκική μοναρχία, στο εσωτερικό, κι έτσι να της δώσουν τη δύναμη να κινηθεί δραστήρια στο εξωτερικό. Στους κόλπους του βασιλείου ευνόησαν μια διείσδυση πιο ευρεία των γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων και εισήγαγαν ένα σύστημα θεσμών ομοιόμορφο. Δημιούργησαν δηλ. στη Δύση ένα κράτος με σιγουριά και ασφάλεια που μπορούσε να αντιμετωπίσει τον μουσουλμανικό κίνδυνο.
3. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ «ΠΑΠΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» Ο πρώτος Καρολίδης βασιλιάς είναι εκείνος που έδωσε στην Παποσύνη την πολιτική δύναμη, για την οποία τόσες αντιθέσεις και τόσες διαφορές θα μας παρουσιάσει αργότερα η ευρωπαϊκή ιστορία. Άλλωστε η αφορμή για μια τέτοια κοσμική δύναμη της Εκκλησίας υπήρχε. Γνωρίζομε ότι κατά τον 7ο αι. και στις αρχές του 8ου αι., εξ αιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων της βυζαντινής κυριαρχίας και της αδυναμίας των αντιπροσώπων της στην Ιταλία, οι επίσκοποι της Ρώμης είχαν αναλάβει βαθμιαία τη διαχείριση στα χέρια τους και την κατεύθυνση της γενικής πολιτικής. Η προσπάθεια ωστόσο των Λομβαρδών (ήδη το 568 γίνονται κύριοι της Β. Ιταλίας, με πρωτεύουσα την Παβία) να ενοποιήσουν την Ιταλία κάτω από την εξουσία τους έφερε σε μεγάλο κίνδυνο την ανεξαρτησία της παπικής Εκκλησίας, και απειλούσε να μεταβάλει τον πάπα σε πρώτο έστω επίσκοπο των Λομβαρδών. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε' (741-755), απορροφημένος από τον πόλεμο εναντίον των Αράβων, δεν ήταν σε θέση να στείλει δυνάμεις στην Ιταλία· άλλωστε, μανιώδης αντίπαλος της λατρείας των αγίων εικόνων, βρισκόταν σε ανοικτή θρησκευτική ρήξη με τη Digitized by 10uk1s
Ρώμη και την Ιταλία. Ο πάπας Στέφανος Β' (752-757) κατέφυγε στη Francia κοντά στον Πιπίνο προσφέροντας στην εξουσία που σφετερίστηκε ο νέος βασιλιάς την ποντιφικική επικύρωση με τη μορφή ενός δευτέρου χρίσματος. Η πίεση έτσι που δοκίμαζε ο πάπας από τους Λομβαρδούς έδωσε την ευκαιρία στον Πιπίνο να εκφράσει έργω την ευγνωμοσύνη του προς την Αγία Έδρα. Ύστερα από δυο επιτυχείς εκστρατείες στην Ιταλία το 755 και 756, ο Πιπίνος ανάγκασε τους Λομβαρδούς να εγκαταλείψουν τις επεκτατικές τους επιθυμίες. Έπειτα ο Φράγκος βασιλιάς βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να παραχωρήσει αυτός στη Ρωμαϊκή Εκκλησία τις χώρες που ο βυζαντινός αυτοκράτορας δεν μπορούσε να υπερασπίσει. Το δώρο αυτό του Πιπίνου υπήρξε ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού ποντιφικικού κράτους, το οποίο περιελάμβανε περίπου το αρχαίο Λάτιο και τη Νότια Τοσκάνη, καθώς και το Εξαρχάτο της Ραβέννας. Με ένα τέτοιο τεράστιο οβολό προς τον θεό ο Πιπίνος ήταν σίγουρος ότι θα πετύχαινε την άφεση των αμαρτιών του εξ αιτίας της αρπαγής της εξουσίας. Αυτήν την άποψη διετύπωσε και ο ίδιος, όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας του ζήτησε την επιστροφή των χωρών που, αυθαίρετα βέβαια, ο Πιπίνος είχε δωρήσει στον πάπα. «Για όλους τους θησαυρούς του κόσμου», είπε τότε, «δεν θα ήθελα να αφαιρέσω από τον Άγιο Πέτρο αυτό που του έδωσα μέσα σε μια ημέρα». Με τον τρόπο αυτό είχε πετύχει τα ίδια αποτελέσματα ο Πιπίνος, «όπως κάποτε ο Μωυσής και ο Δαβίδ είχαν απαλλάξει τον λαό του θεού από την καταπίεση των εχθρών του». Ο πάπας ευλόγησε τον ίδιο, τα παιδιά του και τον λαό του. Του απένειμε μάλιστα και τον τίτλο του «Patricius Romanorum». Για να αποδώσομε με σύγχρονους όρους τη νέα αυτή κατάσταση, η Ρώμη ετέθη κάτω από την προστασία των Φράγκων. Η Ρώμη δεν εξαρτιόταν πια από τον ρωμαιο-βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά από το φραγκικό βασίλειο. Η Αγία Έδρα στην αρχή δίστασε να κάμει ένα τόσο αποφασιστικό βήμα. Οι Φράγκοι άλλωστε δεν ήταν «Βάρβαροι»; Καθώς όμως ήταν αναγκασμένη να διαλέξει ανάμεσα σε δύο κακά, την εξουσία δηλ. των Λομβαρδών, από τη μια, ή την προστασία των Φράγκων, από την άλλη, προτίμησε καλύτερα την εξάρτηση από τους Φράγκους, για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτοί βρίσκονταν πιο μακριά από τη Ρώμη. Ωστόσο η δημιουργία ενός παπικού κράτους είχε τεράστια σημασία για τη μοίρα της Ιταλίας. Οι Λομβαρδοί εξ άλλου έχασαν την ευκαιρία να εξελιχθούν σ' ένα ομοιόμορφο δυνατό κράτος. Αλλά και η ιταλική χερσόνησος έμεινε εκτεθειμένη στο μικρόβιο του διαμελισμού και άφηνε αρκετά περιθώρια στους Καρολίδες να παρεμβαίνουν στη Ρώμη και στην Ιταλία. Ο πάπας βέβαια γινόταν μονάρχης και είχε στη διάθεσή του όλα «τα μέσα της εξουσίας», αλλά την ίδια στιγμή υπέκειτο στον πειρασμό όλων εκείνων των περιπετειών που δημιουργεί η φροντίδα για τα κοσμικά συμφέροντα. Ο Πιπίνος, εν τω μεταξύ, μετά τον πόλεμο με τους Λομβαρδούς πέτυχε να τους φέρει σε καλή σχέση με τον πάπα. Η δική του πολιτική για την ώρα δεν είχε φιλοδοξίες που στρέφονταν εναντίον της Ιταλίας. Φρόντισε μόνο να σταθεροποιήσει την ανεξαρτησία του πάπα, που τυχόν θα αμφισβητούσαν οι Λομβαρδοί ή οι Βυζαντινοί, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πολύ δυνατό στήριγμα στη Ρώμη. Χωρίς να έχει περισσότερες φιλοδοξίες, ο Πιπίνος ήλθε σε επαφή ακόμη και με τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Αντήλλαξαν δώρα και πρεσβευτές, υποσχέθηκαν ο ένας στον άλλο «φιλία και εμπιστοσύνη». Αξίζει ακόμη να αναφέρομε, ως προς το ευρύ φάσμα της εξωτερικής φραγκικής πολιτικής, ότι ο Πιπίνος συνήψε διπλωματικές σχέσεις και με τον χαλίφη Al Mansur. Οι δύο μονάρχες αντήλλαξαν πρεσβείες και δώρα. Άλλωστε δεν είχαν κοινά ενδιαφέροντα και κοινές Digitized by 10uk1s
επιδιώξεις για το χαλιφάτο της Κόρδοβας στην Ισπανία; Ωστόσο καμιά μορφή συνεργασίας δεν έγινε που να στρέφεται εναντίον των Ομμεϋαδών της Ισπανίας.
4. Ο ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ Ο διάδοχος του Πιπίνου, ο γιος του Καρλομάγνος (768-814), επεξέτεινε τη φραγκική μοναρχία σε τέτοιο σημείο, ώστε για ένα διάστημα δημιούργησε μια ενωμένη χριστιανική Ευρώπη. Το βασίλειό του, διαφοροποιημένο από τις Partes Occidentis της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κάλυπτε σχεδόν όλη τη Γερμανία, άφηνε όμως έξω από τα σύνορά του την Ισπανία, που ολόκληρη είχε γίνει μουσουλμανική, και τη «Βρετανία» (Αγγλία). Το κέντρο της Καρολίδειας Ευρώπης δεν ήταν πια η Μεσόγειος, αλλά η περιοχή που περιλαμβανόταν ανάμεσα στους ποταμούς Ρήνο και Λίγηρα. Αυτή είναι η καρδιά του φραγκικού κράτους, και ιδίως το ανατολικό τμήμα της περιοχής αυτής, η κατ' εξοχήν χώρα των Καρολιδών και των συνεργατών τους στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα. Οι λεπτομέρειες των κατακτήσεων του Καρλομάγνου λίγο ενδιαφέρουν. Εκείνο που αξίζει είναι τα αποτελέσματα από τις κατακτήσεις και η σημασία τους. Οι εδαφικές προσαρτήσεις Ενέταξε στο βασίλειο των Φράγκων τη Λομβαρδική Ιταλία, την Ιστρία που την αφήρεσε από τους Βυζαντινούς, τη Σαξονία -δηλ. όλο το βόρειο τμήμα της Γερμανίας ως τον Έλβα ποταμό και ακόμη πέρα από τον κάτω ρου του ποταμού αυτού - τις χώρες επίσης που σε μεγάλο τους μέρος κατοικούνταν από Σλάβους και που ως τότε κυβερνούνταν από τους Αβάρους, την περιοχή του μέσου Δούναβη, τη βορειο-ανατολική γωνία της Ισπανίας προς την κατεύθυνση του Ίβηρα ποταμού (Έβρου), την οποία πήρε από τους Σαρακηνούς. Αποπεράτωσε την υποταγή της Φρεισίας και έθεσε τέρμα στην αυτονομία της Βαυαρίας. Η ιταλική Λομβαρδία και η Ακουιτανία κυβερνήθηκαν από τους γιους του Καρλομάγνου που έφεραν τον τίτλο του βασιλιά, ενώ μία ευρεία διοικητική αυτονομία είχε αφεθεί στην Ιταλία. Στην πραγματικότητα όμως η εξουσία του Φράγκου μονάρχη είχε μεγάλη ισχύ και στις χώρες αυτές. Επί πλέον, πάρα πολλές περιοχές είχαν τεθεί υπό την προστασία του Καρλομάγνου, ώστε να θεωρούνται πραγματικά προτεκτοράτα του. Τέτοια ήταν το παπικό κράτος, το Λομβαρδικό κράτος του Benevento στη Νότια Ιταλία, η Βοημία, τα ανατολικά τμήματα των παλαιών περιοχών των Αβάρων και ακόμη εν μέρει το εσωτερικό της Δαλματίας, που το κατοικούσαν από το πρώτο μισό του 7ου αι. Σλάβοι - οι Κροάτες - η Κελτική Βρετάνη επίσης και η Ναβάρρα ή οι χώρες των Βάσκων, από τις δύο μεριές των Πυρηναίων. Οι συνέπειες από τις προσαρτήσεις Η προσάρτηση στο Regnum Francorum τόσων διαφορετικών περιοχών, που ο κόσμος γνωρίζει κατά τη χαραυγή του 8ου αι., επρόκειτο να έχει βαθειές συνέπειες, μερικές από τις οποίες θα διατηρήσουν την επικαιρότητά τους και κατά τα επόμενα έτη. Η εμφύτευση φραγκικών θεσμών στην Ακουιτανία από ένα πολυάριθμο φραγκικό προσωπικό ενίσχυσε τους δεσμούς ανάμεσα στα δύο τμήματα της Γαλατίας, που χωρίζονταν από τον Λίγηρα ποταμό, και αυτό σε πείσμα της εμμονής στον αυτονομισμό της Ακουιτανίας. Η ιταλική Λομβαρδία δέχθηκε εξ ίσου τους θεσμούς της φραγκικής μοναρχίας, αλλά σε βαθμό όχι και τόσο τέλειο· τους προσάρμοσε και τους διαμόρφωσε έτσι, ώστε να ενταχθούν μέσα στα πλαίσια των λομβαρδικών θεσμών. Η Ιταλία, θα μπορούσαμε να πούμε, πιο πολύ «έδωσε» παρά «πήρε». Προσέφερε μάλλον στον Digitized by 10uk1s
τομέα της νομοθεσίας, αφού η σύνταξη των διαταγμάτων [«εδίκτων»] των Λομβαρδών βασιλέων μπόρεσε να χρησιμεύσει σαν πρότυπο στους Καρολίδες. Προσέφεραν επίσης πιο πολλά στον τομέα της πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας τόσο η παπική όσο και η λομβαρδική Ιταλία. Η κατάληψη εξ άλλου της Σαξονίας αποτέλεσε ένα θεμελιώδες γεγονός· όλο δηλ. το βόρειο τμήμα της Γερμανίας, το οποίο κατοικείτο από λαούς πολεμοχαρείς, ειδωλολατρικούς, ξένους προς τα βασικά στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, υπέστη με τη βία έστω, αλλά αποτελεσματικά, την επίδραση των στοιχείων αυτών. Και δεν ήταν μόνο η φραγκική μοναρχία, αλλά και ο χριστιανισμός, με τη λατινική γλώσσα στον τομέα της λατρείας, που απλώθηκε ως τον Έλβα ποταμό. Δεν πρέπει να λησμονούμε, από την άλλη μεριά, ότι από τώρα και στο εξής όλοι οι γερμανικοί λαοί της Δύσεως βρίσκονται συγκεντρωμένοι κάτω από την εξουσία του βασιλιά των Φράγκων. Αυτό που βαραίνει εδώ δεν είναι μόνο η εισαγωγή των θεσμών της φραγκικής μοναρχίας και η προσέλκυση των πληθυσμών στον χριστιανισμό, με τη λατινική γλώσσα ως περίβλημα, είναι επίσης η απαρχή ενός εποικισμού, που επί πολύ χρόνο θα εκγερμανίσει όλες αυτές τις χώρες, ανάμεσα στις οποίες και τη μελλοντική Αυστρία.
5. ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΗ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ Στο φραγκικό κράτος, με τη νέα έκταση που πήρε, εισήχθη το σύστημα των σχέσεων της υποτέλειας, το οποίο εξελίχθηκε ιδίως κατά τον 8ο αι., αν και οι πρώτες αρχές του επισημαίνονται πολύ παλαιότερα. Το σύστημα αυτό συνίστατο στη συνήθεια να παίρνουν οι βασιλείς στην υπηρεσία τους ανθρώπους ελεύθερους ονόματι «vassali» (υποτελείς), οι οποίοι υπόσχονταν ισόβια πίστη στον μονάρχη. Σε αντάλλαγμα, ο τελευταίος αυτός τους παραχωρούσε γαίες για εκμετάλλευση. Τα βασιλικά αυτά κτήματα δεν θεωρούνταν κληρονομικά, αλλά απαλλαγμένα μόνο από φόρους και εκμεταλλεύσιμα από τον υποτελή, όσο καιρό έμενε πιστός στον βασιλιά του. Μια τελετή μάλιστα, αρκετά επίσημη, συνόδευε αυτή τη μορφή εξουσίας και εξαρτήσεως. Ο υποτελής δηλ. γονάτιζε, έβαζε τα δυο του χέρια στα χέρια του μονάρχη και ορκιζόταν ότι από εκείνη τη στιγμή ήταν άνθρωπος δικός του, υποχρεωμένος να τον βοηθά σε καιρό πολέμου και να διασφαλίζει την εξουσία του. Μονάρχης και υποτελής όφειλαν αμοιβαία βοήθεια και συμβουλή (consilium et auxilium)· κατά συνέπεια τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους ήταν αμοιβαία. Καθώς όμως η εξουσία εξασφάλιζε δυνατά κάστρα που μπορούσαν να τα χρησιμοποιούν οι υποτελείς, τότε οι πιο ισχυροί από αυτούς, οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρόνοι, άρχισαν να ενισχύονται με δικούς τους προσωπικούς στρατούς, για να πολεμούν τελικά όχι μόνο μεταξύ τους, αλλ' ακόμη εναντίον και του ίδιου του βασιλιά. Έτσι χρησιμοποίησαν αυτή τους τη δύναμη για να καταστήσουν τα φέουδα κληρονομικά, αδιαφορώντας για την κατάφωρη αντίθεση προς την αρχή, ότι κάθε διάδοχος ενός φεουδάρχη έπρεπε προσωπικά να παραλαμβάνει την εξουσία από τον μονάρχη. Οι υποτελείς μπορούσαν να είναι τόσο λαϊκοί όσο και κληρικοί. Αλλά όλοι αυτοί που είχαν πάρει ένα φέουδο κατέληξαν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή τάξη (κάστα), δηλ. την φεουδαλική αριστοκρατία. Και η κοινωνία που οργανώθηκε μ' αυτόν τον τρόπο ονομάστηκε φεουδαλική κοινωνία. Όλες αυτές οι λέξεις, όπως φέουδο, φεουδάρχης, φεουδαρχία, φεουδαρχικός προέρχονται από τη λατινική λέξη «feudum», που κι αυτή έχει την καταγωγή της από τον παλαιό γερμανικό όρο «faihu», που σήμαινε ακριβώς «κτήνη, ζώα, αγέλη ζώων»· έπειτα η λέξη κατέληξε να δηλώνει οποιαδήποτε ιδιοκτησία, που συμπεριλάμβανε και κτήση γης. Digitized by 10uk1s
Ο φεουδαλισμός υπήρξε ένα από τα θεμελιώδη γνωρίσματα της μεσαιωνικής κοινωνίας. Ήταν στην ουσία η επανάληψη ενός παλαιού γερμανικού συστήματος υποτελείας. Απλώθηκε σ' ολόκληρη την καρολίδεια μοναρχία και εξελίχθηκε ποικιλότροπα, ώστε να έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε περιοχή. Το φαινόμενο θα προκαλέσει συνέπειες πολύ αξιόλογες και θα μας απασχολήσει εκτενέστερα, όταν τον 11ο αι. ο φεουδαλισμός φτάνει στο απόγειό του.
6. Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΗΜΙ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ Με το φεουδαλικό σύστημα συνδέεται άμεσα και ο θεσμός της «δουλείας». Ήδη στα τελευταία χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι υπηρέτες, για λόγους θρησκευτικούς και οικονομικούς, είχαν πάρει τη θέση των σκλάβων. Στην αρχαιότητα οι υπηρέτες προέρχονταν από απελεύθερους σκλάβους, από αιχμαλώτους πολέμου και ακόμη από χωρικούς που δεν μπορούσαν να είναι αυτάρκεις. Κατά τον Μεσαίωνα συμβαίνει πολύ πιο συχνά ελεύθεροι χωρικοί να περιέρχονται στην κατάσταση του υπηρέτη, αλλά για εντελώς διαφορετική αιτία. Στην εποχή αυτή, καθώς βασιλεύει ο νόμος του πιο ισχυρού και η Δύση απειλείται συνεχώς από εχθρούς εσωτερικούς και εξωτερικούς, ο αγρότης για να προφυλάξει τον εαυτό του από τη βιαιοπραγία έπρεπε να ζητήσει την προστασία του πιο κοντινού αφέντη· στις επικίνδυνες στιγμές θα μπορούσε έτσι να τοποθετήσει τη γυναίκα, τα παιδιά του και την περιουσία του στο ασφαλές κάστρο. Για αντάλλαγμα της ασφάλειας αυτής όφειλε να απαρνηθεί την κατοχή της γης του και να παραχωρεί κάθε χρόνο ένα μέρος της παραγωγής για τη συντήρηση των στρατιωτών, του φρουρίου και του ναυστάθμου του προστάτη. Απαλλασσόταν εξ άλλου από τον φόρο που έπαιρνε ο βασιλιάς. Ο φεουδάρχης πάλι είχε το δικαίωμα να απονέμει δικαιοσύνη στους κατωτέρους του, επιβάλλοντας σωματικές ή χρηματικές ποινές. Οι υπηρέτες που ετίθεντο κάτω από την προστασία μιας εκκλησίας ή ενός μοναστηριού εθεωρούντο μέλη της οικείας θρησκευτικής κοινότητας και έπαιρναν το όνομα από τον προστάτη άγιο της εκκλησίας ή του κοινοβίου. Π.χ. ονομάζονταν οικογένεια του Αγίου Πέτρου, της Αγίας Ελισάβετ κ.ο.κ. Εκείνοι που προτιμούσαν το επάγγελμα του στρατιώτη από του καλλιεργητή μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις προσωπικές στρατιωτικές δυνάμεις του αφέντη. Με τον τρόπο αυτό στο έδαφος, που πρώτα ήταν γαλλο-ρωμαϊκό και έπειτα γερμανικό, αναπτύχθηκε μία κοινωνική πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρισκόταν ο βασιλιάς μονάρχης, ενώ στην διευρυνόμενη βάση συγκαταλέγονταν οι vassali, οι υποτελείς, και οι υποτελείς των υποτελών (valvassores). Πραγματικά, οι μεγάλοι υποτελείς μπορούσαν να συνάψουν σχέσεις υποτέλειας με κατώτερους ευγενείς, οι οποίοι με τη σειρά τους αποκτούσαν εξουσία και δικαιώματα μονάρχη. Γενικά η φεουδαλική κοινωνία χωριζόταν, αν εξαιρέσομε τον κλήρο, σε μια τάξη ανώτερη με μορφή στρατιωτική και σε μια άλλη κατώτερη που αποτελούνταν από ημι-ελεύθερους καλλιεργητές. Το φεουδαλικό σύστημα δεν δημιουργήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Πέρασαν αιώνες ολόκληροι μέχρι που να διαμορφωθεί και να απλωθεί παντού. Παρά τις σκοτεινές του πλευρές υπήρξε η μοναδική μορφή «κρατικής μέριμνας» που επέτρεπε στη λαϊκή μάζα να εργασθεί ήρεμα. Από την άλλη μεριά προκάλεσε το σπάσιμο των βασιλείων σε μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων πριγκιπάτων. Το ουσιώδες καθήκον του κράτους, η προστασία δηλ. της ζωής και των αγαθών των πολιτών, περνούσε στα χέρια ιδιωτών. Οι κρατικοί γερμανικοί θεσμοί, σχετικοί μ' ένα λαό ελεύθερων γεωργών, έπρεπε τώρα να αποδεχθούν - και ύστερ' από ρωμαϊκή επίδραση ως ένα σημείο - την εγκαθίδρυση μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας στη διακυβέρνηση του τόπου. Digitized by 10uk1s
7. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ (800 μ.Χ.) Αυτή ήταν σε αδρές γραμμές η κοινωνική διάρθρωση στα χρόνια της μεγαλύτερης ακμής της φραγκικής μοναρχίας. Το θέμα δεν εξαντλείται εδώ· θα χρειασθεί να επανέλθομε αργότερα, αφού πρώτα παρακολουθήσομε την εξέλιξη του κράτους του Καρλομάγνου και τις συνέπειες που έχει η εξέλιξη αυτή και η δημιουργία νέων ιδεών, τόσο πολιτικών όσο και πολιτιστικών. Όπως είδαμε, ο Καρλομάγνος οικοδόμησε μια δυνατή αυτοκρατορία που απλωνόταν από τα Πυρηναία ως τον Έλβα ποταμό και από τον Τίβερη ως τη Βόρεια θάλασσα. Ο κύριος και αφέντης του απέραντου αυτού χώρου ενέπνεε φόβο και σεβασμό στους λαούς που τον θεωρούσαν ως τον ηγεμόνα της Ευρώπης. Και πραγματικά, ποιος άλλος άξιζε καλύτερα απ' αυτόν να θεωρηθεί αρχηγός της βασιλείας του θεού επί της Γης, η κεφαλή της παγκόσμιας μοναρχίας που οι λαοί ονειρεύονταν από την εποχή του Αυγούστου; Ο πάπας, που ήθελε για τον εαυτό του τον τίτλο του πνευματικού αρχηγού ολόκληρης της Χριστιανοσύνης, έβλεπε τον Καρλομάγνο σαν ένα ισχυρό προστάτη. Ο Κάρολος, από τη δική του πλευρά, από τότε που οι προκάτοχοί του είχαν απελευθερώσει τον πάπα από τους Λομβαρδούς, τον θεωρούσε σαν ένα φράγκο αρχιεπίσκοπο. Πάπας και Καρλομάγνος Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραφε ο Καρλομάγνος στον πάπα Λέοντα Γ' (795-816), λίγο μετά την άνοδο στον θρόνο του τελευταίου: «Είναι δικό μας καθήκον να υπερασπίζομε με τα όπλα στο χέρι την Αγία Εκκλησία του Χριστού από τις επιθέσεις των ειδωλολατρών και να ενισχύομε τη χριστιανική πίστη στο εσωτερικό του βασιλείου. Το δικό σου καθήκον, Άγιε Πατέρα, έγκειται στο να προσφέρεις τη συμπαράσταση στον αγώνα μας υψώνοντας, όπως ο Μωυσής, τα χέρια προς τον θεό και να παρακαλείς να δίνει νίκη στη Χριστιανοσύνη». Αλλά φαίνεται, ότι η υπόληψη του πάπα αυτού, στον οποίο ο Καρλομάγνος με τόση αγαθότητα εμπιστευόταν τον ρόλο του Μωυσή, άφηνε αρκετά ερωτηματικά. Κατηγορήθηκε για επιορκία και ανηθικότητα, και στα 799, κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, ομάδα οπλισμένων ανδρών όρμησε εναντίον του, τον έριξε κάτω από το άλογό του και τον άφησε μισοπεθαμένο στη γη. Έπειτα τον έκλεισαν σε μοναστήρι. Ωστόσο, ο Λέων κατάφερε να δραπετεύσει από εκεί και να βρει καταφύγιο πέρα από τις Άλπεις, κοντά στον προστάτη του βασιλιά των Φράγκων. Ο Κάρολος τον υποδέχθηκε με τιμή και μεγάλο σεβασμό, του υποσχέθηκε βοήθεια και τον έστειλε στη Ρώμη με επιβλητική ένοπλη συνοδεία. Το επόμενο έτος ο βασιλιάς πήγε προσωπικά στην Αιωνία Πόλη και, παίζοντας τον ρόλο του διαιτητή ανάμεσα στον πάπα και τους αντιπάλους του, συγκάλεσε στον Άγιο Πέτρο μία μεγάλη σύνοδο από αξιωματούχους κληρικούς και λαϊκούς. Ενώπιον αυτής της λαμπρής συνόδου θα αθωωθεί ο πάπας, με επίσημη ορκωμοσία, από τις κατηγορίες που του απέδιδαν. Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. στη Ρώμη Αυτά συνέβαιναν το έτος 800, την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Την ίδια ημέρα συνέβη κι ένα άλλο σπουδαίο γεγονός. Η επιστροφή δηλ. ενός απεσταλμένου του Καρόλου από τα Ιεροσόλυμα. Με αυτόν ο πατριάρχης των Ιεροσολύμων έστειλε στον βασιλιά των Φράγκων τα κλειδιά του Αγίου Τάφου και μία σημαία, θέλοντας έτσι να δείξει ότι αυτός, όπως και ο πάπας της Ρώμης, ετίθετο κάτω από την προστασία του βασιλιά. Την ημέρα όμως των Χριστουγέννων θα συμβεί ένα γεγονός με ανυπολόγιστη ιστορική σημασία. Όταν δηλ. ο Κάρολος βρισκόταν στην εκκλησία, ο ποντίφικας, αφού επικαλέστηκε τον θεό μπροστά στην Αγία Τράπεζα, έπειτα τον πλησίασε και έθεσε στο κεφάλι του μια χρυσή κορόνα, ενώ οι πιστοί Digitized by 10uk1s
επευφημούσαν: «Ζήτω ο Κάρολος Αύγουστος, εστεμμένος από τον θεό, Ρωμαίος αυτοκράτωρ, το προπύργιο της ειρήνης». Οι όροι «αυτοκράτωρ» και αυτοκρατορία Η σημασία του γεγονότος αυτού δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, παρά μόνο αν αναλυθούν οι όροι «αυτοκράτωρ» και «αυτοκρατορία». Οφείλομε να σημειώσομε ότι βαθμιαία στη Δύση, εν μέρει κάτω από την επίδραση του πάπα και αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου (590-604), διαμορφώθηκε μία νέα ιδέα για το λειτουργικό αξίωμα του αυτοκράτορα, απομακρυσμένη από το πραγματικό ιστορικό της υπόστρωμα. Ο αυτοκράτορας - και ήταν φυσικά ο Ρωμαίος αυτοκράτορας, διαφορετικά δεν μπορούσαν να τον αντιληφθούν - είχε τώρα ως βασική αποστολή να είναι ο φύλακας της χριστιανικής πίστεως και ο προστάτης της Εκκλησίας. Και μια που η Εκκλησία είχε παγκόσμιο χαρακτήρα, λογικό ήταν και ο αυτοκράτορας να έχει παρόμοια ιδιότητα. Πρόκειται για μια ιδέα κληρικών και ειδικά κληρικών μορφωμένων, επομένως πολύ ολίγων στον αριθμό. Ο κυριότερος σύμβουλος του Καρλομάγνου για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις, ο Άγγλος θεολόγος Αλκουίνος (735-804), ήταν βαθειά πεπεισμένος ότι έπρεπε, για το καλό της Εκκλησίας, να αποκατασταθεί μια τέτοια αυτοκρατορική εξουσία στη Δύση, όπου η έλλειψή της γινόταν έντονα αισθητή. Στα μάτια του, ο Κάρολος ήταν χαρισματική προσωπικότητα που μπορούσε να συγκεντρώσει και να ασκήσει αυτή την εξουσία. Άλλωστε, κατά τον Αλκουίνο πάντα, το σύνολο των χωρών που κυβερνούσε ο Κάρολος απάρτιζε το «Imperium Christianum», που κατοικείτο από τον «Populus Christianus», την κοινότητα δηλ. όλων των χριστιανών στην ουσία υποταγμένων στη Ρώμη από άποψη θρησκευτική. Δεν υπήρχε δηλ. κράτος ούτε των Άγγλων ούτε των Ισπανών. Και άλλοι είχαν τις ίδιες αντιλήψεις με τον Αλκουίνο. Έτσι πείστηκε και ο Κάρολος και, εκμεταλλευόμενος μία πολιτική κρίση της Ρώμης, έφτασε στο σημείο να δεχτεί το αυτοκρατορικό στέμμα από τον πάπα. Αποτέλεσμα, ο βασιλιάς των Φράγκων να ονομαστεί αυτοκράτορας των χριστιανών της Ευρώπης. Οι επιφυλάξεις του Εγινάρδου Ο πιστός όμως φίλος και βιογράφος του Καρλομάγνου, ο Εγινάρδος (†840), στο βιβλίο του Vita Karoli (έκδοση G.H. Pertz - G. Waitz, στα MGH, SS. ad usum schol., 1911, και γ' έκδ. υπό Louis Halphen, Paris 1947), αναφέρει ότι ο Κάρολος είχε κάμει την εξής σκέψη: αν γνώριζε (ο Κ.) τις προθέσεις του Λέοντος, δεν θα έβαζε το πόδι του στον Άγιο Πέτρο, ακόμη κι αν ήταν η ημέρα των Χριστουγέννων. Το κείμενο του Εγινάρδου έδωσε την αφορμή να διατυπωθούν οι πιο ανόμοιες ερμηνείες απ' αυτό που πραγματικά συνέβη στον Άγιο Πέτρο. Μπορούμε να παραδεχθούμε ότι ο τίτλος του αυτοκράτορα, που δόθηκε με ένα τέτοιο τρόπο, δεν θα αποτελούσε μια έκπληξη για τον Κάρολο, που φυσικά δεν θα ήταν αντίθετος. Όλα όμως αφήνουν να νοηθεί ότι αυτός δεν ήταν σύμφωνος για τη στιγμή και τον τρόπο της ανακηρύξεως. Η μορφή πραγματικά, με την οποία έγινε αυτοκράτορας, έδειχνε ότι το στέμμα δόθηκε σαν ένα είδος δώρου του πάπα. Αλλά ο Καρλομάγνος, παρά τη μεγάλη του διορατικότητα, μπορούσε να προβλέψει σε τι φοβερούς ανταγωνισμούς ανάμεσα στην αυτοκρατορία και την παποσύνη θα οδηγούσε η μεγαλειώδης σκηνή της στέψεως στον Άγιο Πέτρο; Είναι εξ άλλου βέβαιο ότι ο φράγκος ηγεμόνας δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τον πάπα, όταν, ένα έτος πριν πεθάνει, ανακήρυξε ο ίδιος ο Καρλομάγνος αυτοκράτορα τον γιο του. Η τελετή λοιπόν που έγινε στον Άγιο Πέτρο, κατά τον Εγινάρδο, πρέπει να θεωρηθεί σαν μια χριστουγεννιάτικη «έκπληξη» του πάπα προς τον βασιλιά των Φράγκων και των Γερμανών, ο οποίος Digitized by 10uk1s
δεν φάνηκε και τόσο ενθουσιασμένος. Στην επιστολή που απηύθυνε στον Λέοντα Γ', όπως είδαμε, γινόταν ο γνωστός παραλληλισμός με τον Μωυσή, και, όπως φαίνεται και αργότερα, η γνώμη του αυτοκράτορα Καρόλου δεν άλλαξε καθόλου, επιμένοντας στα ίδια αισθήματα σεβασμού προς τον ποντίφικα. Ως προς τον πάπα, η τελετή του Αγ. Πέτρου δεν ανανέωσε σε τίποτε τις σχέσεις του με τον φράγκο βασιλιά. Έπειτα, αν η χαρά του πάπα δεν υπήρξε απαλλαγμένη από σύννεφα, ακόμη περισσότερο δεν ήταν διαφανής και η χαρά του Καρόλου, αφού τόσο ο τρόπος όσο και η στιγμή της στέψεως του φαίνονταν ακατάλληλα. Καρλομάγνος και Βυζάντιο Ίσως η παπική χειρονομία να διέλυε στον αέρα τα πιο μακροπρόθεσμα σχέδια του αυτοκράτορα, τα οποία εκτείνονταν και ως την Ανατολική-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι η εποχή άλλωστε που στην Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχε αυτοκράτορας. Βασίλευε η αυτοκράτειρα Ειρήνη (797-802), αφού προηγουμένως εκτελούσε χρέη αντιβασίλισσας μέχρι να ενηλικιωθεί ο γιος της Κωνσταντίνος. Στα 797 θα τον τυφλώσει, θα τον εκθρονίσει και θα αναλάβει αυτή τα ηνία της εξουσίας. Η Ειρήνη λοιπόν είχε αναπτύξει εγκάρδιες σχέσεις με τον βασιλιά των Φράγκων. Ήδη το 781 με δικές της ενέργειες είχαν γίνει οι συνεννοήσεις και είχαν αναγγελθεί οι αρραβώνες του γιου της Κωνσταντίνου με την πρωτοκόρη του Καρλομάγνου Ερυθρώ, που και οι δυο βρίσκονταν ακόμη σε παιδική ηλικία. Η Ειρήνη προσέδιδε μεγάλη σημασία στη φιλία του δυνατού βασιλιά· επιθυμούσε βέβαια να τον αποτρέψει από τις άπληστες διαθέσεις του για τις κτήσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Δύση. Αργότερα όμως, όταν οι αρραβωνιασμένοι έφτασαν σε ηλικία γάμου, τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη δεν κατέληξαν σε συμφωνία για τη σύναψη του γάμου. Ο Κάρολος απαιτούσε τη διαβεβαίωση ότι ο μέλλων γαμβρός του θα βασίλευε πραγματικά. Καθώς όμως έβλεπε ότι η αυτοκράτειρα δεν εγκατέλειπε την εξουσία, υπεστήριξε ότι κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος για γάμο. Επί πλέον αποφάσισε να διακόψει τις συνεννοήσεις, όταν διέγνωσε ότι η Ειρήνη επεδίωκε να εξασφαλίσει πολιτικές παραχωρήσεις στην Ιταλία. Τρία χρόνια πριν από τη στέψη του Καρόλου είχε αναλάβει πλήρως την εξουσία η Ειρήνη και αμέσως έστειλε μία πρεσβεία στο Ακυίσγρανο (σημ. Άαχεν της Ρηνανίας, δ. της Κολωνίας, το Aix-la-Chapelle των Γάλλων), για να ανανεώσει τη φιλία με τον φράγκο βασιλιά. Ο Κάρολος δεν είχε καμιά αντίρρηση, ενώ η είδηση ότι ο βυζαντινός θρόνος ήταν κενός θα του προκάλεσε μάλλον ευχαρίστηση. Δεν αποκλείεται η σκέψη, να απέβλεπε και στον θρόνο αυτόν. Ο ιστορικός Θεοφάνης στη χρονογραφία του αναφέρει σχέδιο γάμου Καρόλου-Ειρήνης, ώστε ο πρώτος να ενώσει τις «ανατολικές με τις δυτικές επαρχίες». Η άποψη πάντως αυτή περί του γάμου δύσκολα γίνεται δεκτή από τους σύγχρονους βυζαντινολόγους. Ο Charles Diehl απορρίπτει την ύπαρξη σχετικών διαπραγματεύσεων, ενώ ο Ostrogorsky αμφιβάλλει πολύ για τις συνεννοήσεις αυτές. Όπως και αν έχει η υπόθεση, από τη μεριά του φράγκου βασιλιά δεν θα ήταν άσχημος ένας τέτοιος γάμος, αφού η ένωση θα επεξέτεινε την αυτοκρατορική του εξουσία στην αυτοκρατορία της Ανατολής. Όσο για την Ειρήνη φαίνεται πως έβλεπε με καλό μάτι τις προοπτικές του γάμου, αφού ένα τέτοιο στήριγμα θα της ήταν πολύ χρήσιμο. Η κατάσταση επομένως εξελισσόταν ευνοϊκά υπέρ του Καρόλου, όταν ο πάπας εμφανίστηκε και παρενέβη με το είδος αυτό του χριστουγεννιάτικου δώρου. Δεν γνωρίζομε πώς διαμορφώθηκαν έπειτα οι «διαπραγματεύσεις» ανάμεσα στους δύο μονάρχες. Είναι όμως βέβαιο ότι κανένα αποτέλεσμα δεν προέκυψε ως το 802 που η Ειρήνη εκθρονίστηκε. Οι επαφές έτσι διεκόπησαν ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, και οι δύο κόσμοι συνέχισαν να ζουν καθένας με τον τρόπο του. Digitized by 10uk1s
Στα μάτια των βυζαντινών αυτοκρατόρων που διαδέχονται την Ειρήνη το γεγονός της στέψεως του Καρόλου αποτελεί σκάνδαλο και σφετερισμό του τίτλου του αυτοκράτορα. Υπάρχει ο φόβος -άδικος κατά βάση - ότι ο Κάρολος θα επιδιώξει να επεκτείνει την εξουσία του και στην Ανατολή, μια που η αντίληψη περί αυτοκρατορίας απαιτούσε την ενοποίηση. Είναι εξ άλλου γεγονός ότι ο Κάρολος, στα 809, βρήκε την πρόφαση να πάρει τις βυζαντινές κτήσεις που απλώνονταν στο βόρειο μέρος του πετάλου της Αδριατικής Θάλασσας. Και καθώς ο βυζαντινός αυτοκράτορας πιεζόταν από Βουλγάρους και Άραβες, αναγκάστηκε να έλθει σε συνεννοήσεις με τον «σφετεριστή». Στα 812 τον αναγνώρισε αυτοκράτορα της Δύσεως με αντάλλαγμα την εκκένωση της Δαλματίας και της Βενετίας. Από τότε λοιπόν και έπειτα υπάρχουν δύο αυτοκράτορες και δύο ρωμαϊκές αυτοκρατορίες, δύο εξουσίες με απαιτήσεις παγκόσμιες, με τη συμφωνία μεταξύ τους να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους, η μία στην Ανατολή και η άλλη στη Δύση, περιλαμβάνοντας η μία χώρες με γλώσσα της θρησκείας και του κράτους την ελληνική και η άλλη χώρες με γλώσσα της Εκκλησίας κυρίως τη λατινική. Στο Βυζάντιο ωστόσο η συνείδηση της νόμιμης διαδοχής και η περιφρόνηση για τους ημιβάρβαρους, Δυτικούς, όπως εμφανίζονταν στα μάτια των Ελλήνων, εμπόδιζαν να γίνει αποδεκτή αυτή η διάκριση του χριστιανικού κόσμου και αυτός ο χωρισμός που ήδη de facto είχε συντελεσθεί. Η αναγνώριση του Δυτικού αυτοκράτορα ήταν μία παραχώρηση που είχε γίνει σε δύσκολες στιγμές.
8. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ Διοίκηση και δικαιοσύνη Ο Κάρολος δεν χρησιμοποίησε τη βασιλική και αυτοκρατορική του δύναμη για να καταπιέσει τους υπηκόους του και να τους αφαιρέσει την ελευθερία. Αντίθετα, προσπάθησε όσο μπορούσε να ενισχύσει τις παλαιές ελευθερίες των Γερμανών και να τονώσει τον σεβασμό όλων προς τον νόμο και το δίκαιο. Η αυτοκρατορία είχε γίνει μία μεγάλη δύναμη, διατηρούσε όμως ακόμη την όψη ενός πατριαρχικού βασιλείου, σε μορφές τυπικά γερμανικές. Πολλές φορές ο Καρλομάγνος υπενθυμίζει χαρακτηριστικά στις εγκυκλίους του, ότι θεωρούσε καθήκον ιερό να προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά. Η αυτοκρατορία είχε χωρισθεί σε επαρχίες και μεγάλα διαμερίσματα. Η δικαιοσύνη βρισκόταν κανονικά κάτω από τον έλεγχο των «missi dominici», των απεσταλμένων δηλ. του αυτοκράτορα, οι οποίοι συνήθως ήταν δύο: ο ένας λαϊκός και ο άλλος κληρικός, δηλ. λίγο πολύ άνθρωπος μορφωμένος. Κατά την εποχή των τελευταίων Μεροβιγκείων είχε καθιερωθεί να επηρεάζουν την κρίση των δικαστών με δώρα, όπως ζώα, άλογα, πολύτιμα σκεύη, όπλα αξίας (σπαθιά, ξίφη, ασπίδες κ.λ.). Ο Καρλομάγνος ανακάλεσε τους δικαστές στην ακεραιότητα και στην εντιμότητα, ορίζοντας βαρειές ποινές σε περίπτωση δωροδοκίας. Ο ίδιος εμπνεόταν από μια σαφή αντίληψη περί δικαιοσύνης. Γι' αυτό ο λαός τού έτρεφε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εκτός όμως από τους δικαστές, και οι μάρτυρες ήταν συχνά στοιχεία αμφισβητήσιμα. Σ' ένα του διάταγμα ο Κάρολος πιστοποιούσε ότι είχε ριζωθεί η συνήθεια να αγοράζονται οι υπηρεσίες ψευδομαρτύρων. Και το αδίκημα της επιορκίας είχε γίνει τόσο συνηθισμένο εκείνη την εποχή, ώστε οι ένοχοι να μπορούν να εξαγοράζουν με χρήματα την καταδίκη ενός «αποτρόπαιου εγκλήματος», Digitized by 10uk1s
για το οποίο ο νόμος καθόριζε την αποκοπή του δεξιού χεριού. Το πνεύμα της εποχής αντικατοπτρίζεται μέσα στη λεγόμενη «κρίση του Θεού», στην οποία στηριζόταν η δικαιοσύνη, όταν δεν υπήρχαν μάρτυρες αναμφισβήτητοι ή άλλες αποδείξεις αναντίρρητες για το δικαστήριο. Και η Εκκλησία ακόμη υιοθετούσε αυτή την «πρακτική» μέθοδο, ενώ στα διατάγματα του Καρλομάγνου η απόδειξη του σταυρού μνημονεύεται σαν «κανονική κρίση του Θεού». Οι αντίδικοι δηλ. έπρεπε να τοποθετηθούν με ανοικτά και απλωμένα τα χέρια δίπλα σ' ένα σταυρό. Εκείνος που πρώτος κατέβαζε τα χέρια εθεωρείτο ένοχος. Στο μεγάλο κράτος του Καρλομάγνου οι Φράγκοι υπάλληλοι είχαν διεισδύσει παντού. Ο σπουδαιότερος απ' αυτούς ήταν πάντα ο κόμης, όπως στα χρόνια της μεροβίγκειας δυναστείας. Τώρα ιδίως ο κόμης (comes, ή στα γερμανικά Graf) είναι ο άμεσος τοποτηρητής του βασιλιά. Είναι ταυτόχρονα ο διαχειριστής, ο δικαστής, ο άνθρωπος που καλεί και οδηγεί τον στρατό. Έξω από την καρδιά της αυτοκρατορίας, την οποία στερεά κρατά στα χέρια του ο ίδιος ο Κάρολος, ετοποθέτησε, πάνω από τους κόμητες, τους praefectus και τους δούκες σε μεγάλες απέραντες επαρχιακές περιφέρειες. Στα σύνορα ιδρύθηκαν ειδικές ζώνες, οι «μάρκαι ή μαρκίαι» που επρόκειτο για καθαρά στρατοκρατούμενες περιοχές. Έχομε τη μαρκία της Ισπανίας, της Βρετάνης, του Φρίουλι, της Δανίας προς βορρά κ.λ. Ο Καρλομάγνος αναγκαζόταν να εμπιστευθεί τα αξιώματα αυτά σε μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, που δήλωναν πλήρη υπακοή. Οι κόμητες συχνά, διαθέτοντας πλούσια περιουσία και περιβαλλόμενοι από πολυάριθμο προσωπικό, καθίστανται ανεξάρτητοι και παραχωρούν το αξίωμά τους στους γιους τους. Γι' αυτό, για να τους επιβλέπει καλύτερα και να περιορίζει τις καταχρήσεις τους, ο Καρλομάγνος έστελλε τους γνωστούς «missi dominici», τους δικούς του δηλ. απεσταλμένους. Ο Καρλομάγνος επεδίωξε να κυβερνήσει την Εκκλησία με τον ίδιο τρόπο. Την κατευθύνει και την προστατεύει στο εσωτερικό του βασιλείου από τις καταχρήσεις και τις αιρέσεις, και στο εξωτερικό από τους μη χριστιανούς εχθρούς. Τα Libri Carolini, που συντάχθηκαν κατά τη θέλησή του στα 791, ελέγχουν τους θεολόγους της Συνόδου της Νίκαιας (787), ενώ, παίρνοντας αφορμή από τη λατρεία των εικόνων, διατυπώνουν κατηγορίες εναντίον των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, ότι θέλουν να κυβερνούν σαν θεϊκά όντα. Κατηγορίες ειλικρινείς ίσως, που άφηναν όμως το δικαίωμα στον Κάρολο να αναιρεί τα σφάλματα του δόγματος. Στα 794 η σύνοδος που συνήλθε στη Φραγκφούρτη συγκέντρωσε επισκόπους απ' όλη τη Δύση, ακόμη και από τη Βρετανία, για να καταδικάσουν επίσημα ύστερα από εντολή του Καρλομάγνου τον αντοπτιανισμό (υιοθετισμό), μια αίρεση που είχε απλωθεί στην Ισπανία, ιδίως στο Τολέδο. Στην ουσία ο αυτοκράτορας αποφασίζει για την εκλογή των επισκόπων και τους χρησιμοποιεί έπειτα για κάθε είδους υπηρεσία, όπως και τους απλούς αξιωματικούς. Η Καρολίδεια Αναγέννηση Κόμητες και επίσκοποι μορφώνονται στο ίδιο παλάτι, όπου ο Κάρολος προσελκύει, έναντι υψηλής αμοιβής ή προσφέροντας αξιώματα προσοδοφόρα, ξένους σοφούς, όπως τον Άγγλο Αλκουίνο, σχολάρχη της επισκοπικής σχολής της Υόρκης, τον Ισπανό Θεόδουλφο, τον Παύλο Διάκονο και τον Παύλο από την Πίζα (και οι δύο Ιταλοί). Έτσι δημιουργεί μέσα στην αυτοκρατορική του αυλή μία κίνηση πνευματική και φιλολογική, που θα ονομασθεί «Καρολίδεια Αναγέννηση». Δεν είναι όμως μόνο η ακμή των γραμμάτων· επισημαίνεται την ίδια στιγμή και ο πλούτος της επίσημης τέχνης: μωσαϊκά και μαρμάρινα έργα των παρεκκλησίων στα αυτοκρατορικά ή επισκοπικά παλάτια, όπως είναι το προσευχητάριο (oratorium) της εξοχικής αγροικίας του Θεοδούλφου, επισκόπου της Ορλεάνης. Ακόμη ωραιότερα δείγματα της καρολίδειας τέχνης είναι οι εντυπωσιακές Digitized by 10uk1s
μινιατούρες επάνω σε φόντο από χρυσάφι. Αυτή η καρολίδεια μινιατούρα, που έχει βαθειά ίχνη διακοσμητικών θεμάτων της ρωμαϊκής αρχαιότητας, αποκαλύπτει αρκετά πλούσια στοιχεία μιας τέχνης αυτοκρατορικής, από την οποία όμως δεν μένουν παρά σπάνια ίχνη. Στον πολιτιστικό τομέα, οι φιλοδοξίες του Καρόλου περιορίζονται, φαίνεται, στο να μορφωθούν οι άνθρωποί του για να γίνουν καλοί διοικητικοί υπάλληλοι και καλοί επίσκοποι. Απέβλεπε στο να τους δώσει κατάλληλα εγχειρίδια για τη δουλειά τους, σαφή κείμενα, κυρίως δικαστικής φύσεως, σύμφωνα με τα οποία να απονέμουν δικαιοσύνη. Η διαπίστωση αυτή περιορίζει σημαντικά τη σημασία της «Καρολίδειας Αναγέννησης». Έτσι οι «σοφοί της αυλής» επιδιώκουν να προσδιορίσουν τους κανόνες της γραμματικής. Καταλήγουν λοιπόν, πολύ συχνά, σε μια απλή μίμηση, κάποτε δουλική, τυπική, παλαιών προτύπων. Η μεταρρύθμιση της γραφής, η περίφημη «καρολίδεια» γραφή, που έκανε πιο εύκολη την αντιγραφή και την ανάγνωση των βασικών κειμένων, ανταποκρίνεται σε πρακτικές, πιο πολύ, ανάγκες. Στην παλατινή σχολή (σχολή του παλατιού) αντιγράφηκαν από τους γραφείς σε πολυάριθμα αντίτυπα τα «Καπιτουλάρια» του Καρλομάγνου, οι νόμοι του δηλ., όπως επίσης τα έργα του Γρηγορίου του Μεγάλου και των Πατέρων της Εκκλησίας, το λειτουργικό ρωμαϊκό εγχειρίδιο, συλλογές ακόμη θεσπισμάτων κανονικού δικαίου. Οι μορφωμένοι επομένως που περιβάλλουν τον Καρλομάγνο δεν παρουσιάζουν έργο πρωτότυπο, αλλά επιδίδονται μάλλον στο να παραπέμπουν παρά να δημιουργούν, διατηρώντας και διαφυλάσσοντας πιστά ένα μεγάλο μέρος της κληρονομιάς της Ρώμης και των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας. Προετοίμασαν όμως, χωρίς αμφιβολία, μία βραδεία εξέλιξη των γραμμάτων και μία βραδεία ανανέωση της χριστιανικής πνευματικότητας. Άλλωστε δεν θα ήταν δυνατό να αναμένομε έργα καθαρά πρωτότυπα στο πρώτο στάδιο της πνευματικής αυτής αναγέννησης. Οι ανθρωπιστές έχουν κατακλύσει το αυτοκρατορικό παλάτι, αρέσκονται σε διαλέξεις, σε συζητήσεις για προβλήματα γραμματικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά. Αμιλλώνται στην ετοιμότητα του πνεύματος (με αινίγματα σε στίχους) και προσπαθούν πάντα ό,τι λέγουν να το διατυπώνουν με ωραίες φράσεις. Αυτές οι ασκήσεις τους μας εκπλήσσουν κάποτε με την παιδική τους αφέλεια. Ωστόσο αποτελούν μία ένδειξη αξιόλογης αφυπνίσεως των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου και μιας εκπληκτικής διαδόσεως της κλασικής παιδείας μέσα σ' ένα περιβάλλον, όπου από αιώνες η άγνοια φαινόταν να βασιλεύει. Η έλλειψη πρωτοτυπίας Ούτε οι δάσκαλοι πάντως ούτε οι μαθητές είναι ακόμη ικανοί να ξεφύγουν από τη μίμηση. Ο Αλκουίνος π.χ. είναι ένα καθάριο και ανοιχτό πνεύμα, ικανό να αφομοιώσει τις θεωρίες των άλλων, καθηγητής ζωντανός που συνθέτει εξαίρετα εγχειρίδια διδασκαλίας, με κανένα όμως τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί στοχαστής. Οι στίχοι του Παύλου Διάκονου, του Λομβαρδού, που για μερικά χρόνια ο Καρλομάγνος τον κράτησε στην αυλή του, αποδεικνύουν έναν ευαίσθητο συγγραφέα. Διακρίνονται ακόμη, κάπου κάπου, από ευχάριστο ποιητικό αίσθημα. Τα ιστορικά του έργα, και κυρίως η μεγάλη του «Ιστορία των Λομβαρδών», είναι φροντισμένα, αλλά δεν θα μπορούσαμε να του αναγνωρίσομε ανώτερα προτερήματα. Ο Θεόδουλφος, που ο Καρλομάγνος τον έκαμε επίσκοπο της Ορλεάνης, αποκαλύπτεται μέσα από τους στίχους του μαθητής, λίγο πολύ καλός, του Οβιδίου, του Προυδεντίου (λατίνου ποιητή του 4ου αι.) και του Φορτουνάτου (αγίου, λατίνου επισκόπου του Πουατιέ, 530-609). Ο Μοδουίνος και ο Ανγιλβέρτος, που πήραν την επωνυμία ο πρώτος «Οβίδιος» και ο δεύτερος «Όμηρος» του ανακτόρου του Ακυίσγρανου, κάνουν στίχους, όπως οι μαθητές, με τη βοήθεια του λεξικού. Φαίνονται να περιορίζουν τη φιλοδοξία τους με το να παραθέτουν στα ποιήματά τους τον Digitized by 10uk1s
μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ημιστιχίων που τα έπαιρναν από τα πρότυπά τους (τον Οβίδιο ή τον Όμηρο ο καθένας). Δεν υπάρχει κανείς ανάμεσα σ' αυτούς τους σοφούς που να διαθέτει ένα πνεύμα πρωτότυπο. Η φόρμα έρχεται από την αρχαιότητα και το πλαίσιο ακόμη δεν είναι παρά μια μετατόπιση των κλασικών έργων. Ο Ανγιλβέρτος θα περιγράψει με τους στίχους του το κτίσιμο της Aix-la-Chapelle, ακολουθώντας το σχεδιάγραμμα που του δίνει η Αινειάδα, ως προς το κτίσιμο της Καρχηδόνας. Ένα από τα ποιήματα που απευθύνει προς τον αυτοκράτορα δεν είναι παρά μία αντιγραφή από την Όγδοη Εκλογή του Βιργιλίου. Και οι πεζογράφοι επίσης ακολουθούν σχεδόν δουλικά τα λατινικά πρότυπα. Το παράδειγμα ενός από τους καλύτερους, του ιστορικού Εγινάρδου, είναι χαρακτηριστικό. Όταν μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου θα πάρει τη γραφίδα για να γράψει τον πανηγυρικό του νεκρού, πιστεύει ότι το καλύτερο που έχει να κάμει είναι να αποδώσει σημείο προς σημείο και με τους ίδιους όρους ακόμη τον «Βίο του Αυγούστου», που έγραψε ο Σουητώνιος. Ας μη χαμογελούμε ειρωνικά. Αυτή η συχνή αναδρομή στα κλασικά έργα είναι βέβαια μία ένδειξη αδυναμίας, παράλληλα όμως και το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας αξιέπαινης που στρέφεται εναντίον της φθοράς της γλώσσας και της σκέψεως με την επάνοδο στις παλαιές παραδόσεις. Έτσι εξηγείται ο σεβασμός, υπερβολικός σχεδόν, προς καθετί που είναι ή πιστεύεται ότι είναι αρχαίο. Έτσι ερμηνεύεται η προσπάθεια να παραμένουν δεμένοι πιο πολύ προς τη μορφή παρά στο νόημα. Κι αυτή η τάση είναι που σπρώχνει πολλούς από τους συγγραφείς να ξαναγράψουν σε μια γλώσσα πιο «λόγια» και πιο κομψή μερικά από τα ιστορικά έργα που τους παρέδωσαν οι προγενέστερες γενιές. Όλα αυτά τα γνωρίσματα ανευρίσκονται και στον τομέα της τέχνης. Η μίμηση για καθετί που φαίνεται αρχαίο είναι γενικός κανόνας. Κατά το παράδειγμα των συγγραφέων, που χρησιμοποιούν αποσπάσματα στίχων ή φράσεις από κλασικά έργα, οι τεχνίτες, για να καταστήσουν πιο τέλεια την απομίμηση, φτάνουν στο σημείο να χρησιμοποιούν τεμάχια από τα αρχαία κτίρια. Όταν πρόκειται να διακοσμήσει το παρεκκλήσιό του στο Ακυίσγρανο, κτισμένο κατά το πρότυπο του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας (δηλ. ενός κτιρίου του 6ου αι.), ο Καρλομάγνος δεν διστάζει να φροντίσει να σταλούν από την Ιταλία κολόνες, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και μωσαϊκά. Η προτίμηση πάντως δεν είναι βέβαιη κάθε φορά. Συχνά συμβαίνει να μιμούνται έργα τέχνης παρηκμασμένης εποχής που τα θεωρούν υποδείγματα κλασικής ομορφιάς. Έτσι δεν είναι η Ρώμη αυτή που χρησιμεύει ως πρότυπο, αλλά η Ραβέννα, ενώ ο Βοήθιος, ο Κασσιόδωρος, ο Προυδέντιος και ο Φορτουνάτος προτιμούνται από άλλους αρχαιότερους (κλασικούς) συγγραφείς. Ωστόσο και με αυτούς έστω η αλυσίδα ξαναενώνεται με τους αρχαίους συγγραφείς και η κλασική τέχνη, χάρη στην τέχνη της Ραβέννας, εισδύει στον φραγκικό κόσμο. Το πρόβλημα της εκκλησιαστικής παιδείας Χάρη λοιπόν στις προσπάθειες του Καρλομάγνου, καταρτίζονται στελέχη στον διοικητικό και εκκλησιαστικό τομέα, τα οποία θα συμβάλουν θετικά στην πολιτική και πολιτιστική οργάνωση της φραγκικής αυτοκρατορίας. Το πρόβλημα που τίθεται από τους ιστορικούς είναι κατά πόσο πέτυχε και είχε μακροχρόνια αποτελέσματα η προσπάθεια αυτή του Καρλομάγνου. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο αυτοκράτορας διόρισε σε επισκοπικά αξιώματα, ιδίως στις ανατολικές περιοχές του κράτους του, ανθρώπους μορφωμένους, σοφούς. Αυτοί όμως υπήρξαν πολύ λίγοι. Γενικά οι ηγούμενοι των μοναστηριών και οι επίσκοποι δεν ενδιαφέρονται παρά πώς να συγκεντρώσουν τον μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ιερών λειψάνων (σ' ένα μοναστήρι π.χ. υπήρχαν τα σώματα 56 μαρτύρων, 34 οσίων, 14 παρθένων, 14 αγίων και μεγάλος αριθμός αγνώστων). Οι μοναχοί επιδίδονται σε προσευχές συνεχείς για τη δική τους σωτηρία ή για τη σωτηρία του Digitized by 10uk1s
μονάρχη. (Π.χ. σ' ένα μοναστήρι υπήρχαν 300 μοναχοί και 100 άλλοι κληρικοί, οι οποίοι προσεύχονταν χωρίς διακοπή για τον ένδοξο Αύγουστο Κάρολο). Η κατάσταση αυτή κάθε άλλο παρά ευχαριστούσε τον Καρλομάγνο. Είναι γνωστό ένα διάταγμά του, στην αρχή της βασιλείας του, με το οποίο καθόριζε ότι οι αγράμματοι ιερείς έπρεπε να απομακρυνθούν από τα καθήκοντά τους, μέχρι να αποκτήσουν το ελάχιστα απαραίτητο ποσό γνώσεων. Από την τελευταία περίοδο εξ άλλου της ζωής του μας διεσώθησαν ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τα θέματα, που ο ίδιος θα ήθελε να εξετασθούν σε μια σύνοδο επισκόπων. Είναι κυρίως προβλήματα συνειδήσεως, που θυμίζουν πραγματικά τις αλλεπάλληλες ανησυχίες των ανθρώπων κατά την εποχή της Μεταρρυθμίσεως και της Αντιμεταρρυθμίσεως του 16ου αι. Ιδού μερικά αποσπάσματα από τα προβλήματα που απασχολούσαν τον Καρλομάγνο: «Ερωτώ αν απαρνείται τον κόσμο (ο μοναχός) εκείνος, που από απληστία για τα αγαθά του άλλου, εξαγοράζει τη συνείδηση των ανθρώπων, για να γίνουν επίορκοι και να δώσουν ψεύτικες καταθέσεις. Και τι να πω για κείνους που καλυπτόμενοι κάτω από τον μανδύα της αγάπης του θεού μεταφέρουν κόκαλα και άλλα λείψανα αγίων από τόπο σε τόπο, για να ιδρύσουν εκκλησίες, και με κάθε τρόπο να προσελκύουν τον κόσμο, για να αφήνει την περιουσία του σε τέτοια ιδρύματα; Μένω έκπληκτος, καθώς βλέπω πρόσωπα που διαβεβαιώνουν ότι απαρνούνται τον κόσμο, ενώ περιβάλλονται από ένοπλες ομάδες. Και διερωτώμαι επί πλέον: από ποια θρησκευτική διδασκαλία ή μοναχικό κανόνα έχει καθιερωθεί ότι είναι δυνατό να εξαναγκαστεί κάποιος, παρά τη θέλησή του, να γίνει μοναχός ή κληρικός· και πότε ο Χριστός ή ένας Απόστολος υποστήριξε ότι μία κοινότητα μοναχών ή ενοριακών κληρικών πρέπει να αποτελείται από πρόσωπα απειθή και ανίκανα; Τί χρησιμότητα μπορεί να έχει για την Εκκλησία το γεγονός ότι ένας ποιμενάρχης περιβάλλεται από τον μέγιστο, κατά το δυνατό, αριθμό υπηρετών, αντί να επιλέγει τους πιο ικανούς; Ή καλύτερα τί προτιμάει, να ακούει να ψάλλουν και να διαβάζουν ωραία οι πιστοί του ή να τους βλέπει να διάγουν ζωή έντιμη και ευσεβή; Και βέβαια είναι καλό, οι εκκλησίες να είναι ωραίες, ωστόσο οι αρετές μας είναι εκείνες που αποτελούν το ωραιότερο στολίδι, και πρέπει να τις προτιμούμε από τα ωραία οικοδομήματα. Με μια λέξη: αν θέλομε να βαδίζομε στα αχνάρια του Χριστού και των Αποστόλων, θα πρέπει σε πολλά πράγματα να συμπεριφερόμαστε πολύ πιο διαφορετικά απ' ό,τι συμπεριφερθήκαμε ως τώρα»(!). Αυτές όμως οι προτροπές δεν ήταν αρκετές. Εναντίον της ακόρεστης απληστίας ορισμένων κληρικών για κτήματα και χρήματα, χρειάστηκε να κινήσει την αυστηρή διαδικασία του νόμου.
Επιτυχία ή αποτυχία; Η γενική διαπίστωση σχετικά με τα αποτελέσματα του πολιτικού-διοικητικού συστήματος του Καρλομάγνου διαφοροποιείται από μελετητή σε μελετητή. Ο γνωστός μεσαιωνολόγος Louis Halphen υπογραμμίζει την αποτελεσματικότητα της αυτοκρατορικής διακυβερνήσεως, στο έργο του Les Barbares (Peuples et Civilisations, τ. 5), Paris 1948, ε' έκδ., σ. 262-267, ενώ ο αυστριακός καθηγητής Heinrich Fichtenau επισημαίνει το πνεύμα της ανεξαρτησίας και την ασθενή πνευματική αξία τόσο των περιφερειακών διοικητών (των κομήτων), όσο και των επισκόπων (στο έργο του The Carolingian Empire: The Age of Charle-Magne, επανέκδ. Ν. York 1964). Η τελευταία αυτή παρατήρηση οδήγησε τον Fichtenau στην άποψη ότι το διοικητικό έργο του Καρλομάγνου κατέληξε σε αποτυχία. Η δυνατή του μόνο προσωπικότητα επέβαλε μία επιφανειακή σταθερότητα. Μετά απ' αυτόν το οικοδόμημα γκρεμίζεται.
9. Ο ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ Ο διάδοχος του Καρλομάγνου, ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής (814-840), οικειοποιείται την αφηρημένη ιδέα για την παγκόσμια αυτοκρατορική εξουσία. Η νοοτροπία του σε πολλά σημεία είναι νοοτροπία των κληρικών που τον περιβάλλουν, η απόδοση δηλ. στον κληρικό μιας απόλυτης υπεροχής. Στην αντίληψη αυτή στηρίζεται η πολιτική του Λουδοβίκου, ότι δηλ. πρέπει να μείνει άθικτη η ενότητα του χριστιανικού Imperium, επάνω στο οποίο ασκείτο η εξουσία του αυτοκράτορα με σκοπό την υπεράσπιση και τη διάδοση της πίστεως, καθώς και την εξύψωση της Εκκλησίας. Έτσι Digitized by 10uk1s
εκδόθηκε η «Ordinatio» του 817, που ρύθμιζε τη διαδοχή στην αυτοκρατορία, αποκλείοντας τη μοιρασιά και παραχωρώντας στους δευτερότοκους γιους του αυτοκράτορα βασίλεια που εκτείνονταν μόνο στις ακραίες περιφέρειες, και αυτά όμως άμεσα υποταγμένα στην κεντρική εξουσία. Οι προσπάθειες, ωστόσο, για τη διατήρηση της ενότητας, δεν τελεσφόρησαν ποτέ. Η φραγκική αυτοκρατορία και μοναρχία, που αποτελούσε για την ενότητα αυτή τον υλικό οπλισμό, διαμελίστηκε. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στο αποτέλεσμα αυτό. α) Ο αφηρημένος χαρακτήρας της αυτοκρατορικής ιδέας, που την καθιστούσε προσιτή μόνο σε μια αδύνατη μειονότητα καλλιεργημένων ανθρώπων, κυρίως κληρικών. β) Η πατρογονική αντίληψη της εξουσίας που βαθειά είχε ριζωθεί και γενικά είχε γίνει αποδεκτή από τον λαό, καθώς και η σταθερή παράδοση του χωρισμού του κράτους στους διαδόχους. γ) Η έλλειψη ενδοιασμών στην επιτυχία των συμφερόντων, δηλ. για την απόκτηση δημοσίων θέσεων και για τα κέρδη που αυτές θα έφερναν. Αυτό παρατηρείται στα μέλη της αριστοκρατίας, είτε ανήκουν στην Εκκλησία είτε στον πολιτικό κόσμο. δ) Η ανικανότητα του Λουδοβίκου του Ευσεβούς και των γιων του στη διακυβέρνηση της χώρας. ε) Η απόλυτη πεποίθηση των μελών του κλήρου στην υποστήριξη των απόψεών τους. στ) Η εξασθένηση των πλαισίων των δημοσίων θεσμών. Τα νέα κράτη Από το 829 ως το 840, και ακόμη μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου, ως το 843, παρατηρείται συνεχής εναλλαγή ερίδων, αγώνων, μοιρασιάς. Με τη συνθήκη του Βερντέν (το 843) συμφώνησαν τα αντιμαχόμενα μέρη να χωριστεί η αυτοκρατορία ανάμεσα στους γιους του αυτοκράτορα. Έτσι το δυτικό μέρος, η Francia Occidentalis, που θα κληθεί Γαλλία, περιερχόταν στον Κάρολο τον Φαλακρό· το ανατολικό μέρος, η Francia Orientalis, που θα ονομαστεί Γερμανία, διδόταν στον Λουδοβίκο τον Γερμανικό· το κέντρο, από τη Φρεισία ως την Ιταλία, παρεχωρείτο στον Λοθάριο Α'. Όταν αυτός πέθανε, στα 855, οι χώρες που κυβερνούσε πέρασαν στους τρεις γιους του. Δηλ. το βόρειο τμήμα χονδρικά αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στον Εσκώ και στον άνω Μόζα από τη μια μεριά, και στον Ρήνο από την άλλη - δόθηκε στον Λοθάριο Β', από τον οποίο πήραν το όνομά τους και οι σχετικές περιοχές, δηλ. η Λοθαριγκία ή Λωρραίνη· η Ιταλία δόθηκε στον Λουδοβίκο τον Β' και η Προβηγκία στον Κάρολο. Ανάμεσα στις νέες πολιτικές οντότητες άρχισε νέος κύκλος πολέμων, φιλονικιών, προσαρτήσεων εδαφικών, διαμοιρασμού των εδαφών, που όλα αυτά περιπλέκονταν από εξεγέρσεις και εισβολές. Εξεγέρσεις του ενός και του άλλου αρχηγού μιας αριστοκρατικής μερίδας και εισβολές λαών, όπως π.χ. οι εξεγέρσεις των Ακουιτανών, οι εισβολές των Βρετόνων μέσα στο βασίλειο της Δύσεως, εισβολές των Δανών ή των Νορμανδών - για τις οποίες θα κάνομε πιο κάτω λόγο - μέσα στο δυτικό βασίλειο, στη Λοθαριγκία και, κατά μεγάλο μέρος, στο ανατολικό βασίλειο· εισβολές ακόμη των Σαρακηνών στην Ιταλία και στην Προβηγκία, σλαβικές εισβολές στο ανατολικό βασίλειο. Έτσι από τη συνθήκη του Βερντέν και έπειτα βλέπομε ότι στην ουσία χωρίζονταν για πάντα τα μέρη τα γερμανικά και τα ρωμαϊκά της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου και έμπαιναν οι βάσεις των Digitized by 10uk1s
μελλοντικών κρατών που θα πάρουν το όνομα Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία. Από τότε και έπειτα, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί θα ακολουθήσουν τον δικό τους αυτόνομο δρόμο. Σύμφωνα με τους μελετητές του 9ου αι., η συνθήκη του Βερντέν προκάλεσε αληθινή καταστροφή. Είχαν περάσει μόνο 30 χρόνια από τότε που ο Καρλομάγνος είχε παραδώσει την εξουσία στους διαδόχους του και η αυτοκρατορία έσβηνε σιγά σιγά από τον χάρτη, και μάλιστα για πάντα. Μόνο ο πάπας παρουσιαζόταν ως ο μοναδικός αρχηγός της χριστιανοσύνης, ενώ το κύρος του υψηλού Ποντίφικα αύξανε όσο ελαττωνόταν η αυτοκρατορική εξουσία. Έτσι, ο αυταρχικός Νικόλαος Α' (858-867) έφτασε στο σημείο να επιτιμά τους Φράγκους βασιλείς σαν να ήταν μαθητούδια. Κάποια προσπάθεια, με τη βοήθεια της παπικής Εκκλησίας, για ενότητα παρατηρείται το 881 στο πρόσωπο του νέου αυτοκράτορα Καρόλου του Παχέος. Οι διαλυτικοί όμως παράγοντες που επισημάνθηκαν από την εποχή της βασιλείας του Λουδοβίκου του Ευσεβούς και η ανικανότητα του νέου αυτοκράτορα οδήγησαν στα 887 τη συνέλευση των αριστοκρατών στην απόφαση να απαλλάξει τον Κάρολο από τα καθήκοντά του. Έτσι συντελέστηκε οριστικά ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας.
10. Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ Με τη διάλυση της φραγκικής αυτοκρατορίας και μοναρχίας, και το αυτοκρατορικό αξίωμα, με το οποίο ήταν συνυφασμένη η αντίληψη για την ενότητα, έπαψε να ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα. Ο Λοθάριος ο Α' και ο γιος του Λουδοβίκος Β' υπήρξαν αυτοκράτορες, χωρίς μ' αυτό να έχουν κάτι πέρα από μια απλή τιμητική υπεροχή. Η συναίσθηση, ότι πρέπει να κατευθύνουν αυτοί ως αυτοκράτορες τη Χριστιανοσύνη της Δύσεως με σκοπό να εξασφαλίσουν τον θρίαμβο της πίστεως και την ανύψωση της Εκκλησίας, ανήκει σε άλλους πια. Κατ' αρχήν την αντίληψη αυτή τη διατηρούν οι επίσκοποι της «Δυτικής Φραγκίας» και ιδίως ο άνθρωπος που κυβέρνησε την Εκκλησία μέσα σ' αυτό το βασίλειο με τη δύναμη του χαρακτήρα του, με τις πολλές του γνωριμίες και με τη σταθερότητα των σχεδίων του, ο αρχιεπίσκοπος της Ρεμς Χίνκμαρ (Hincmar). Έπειτα έχομε τον πάπα Νικόλαο Α' που κατάφερε να καταστήσει ανώτερο το κύρος του και από του αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β'. Αυτή βέβαια η παπική υπεροχή είναι ακόμη αρκετά εύθραυστη και η αδυναμία θα γίνει πιο αισθητή μετά τον θάνατο του Νικολάου. Οι διάδοχοί του, καθώς δεν διαθέτουν επαρκείς υλικές δυνάμεις, θα καταντήσουν τα παιχνίδια ή τα θύματα των ομάδων, στις οποίες θα χωριστούν η ρωμαϊκή και η ιταλική αριστοκρατία, τα θύματα επίσης των Σαρακηνών, οι οποίοι θα πλήξουν το νότιο μέρος και το κέντρο της ιταλικής χερσονήσου. Η αυτοκρατορική κορόνα, παιχνίδι ευτελές, θα κυλιέται μέσα στην ταπείνωση και το αίμα ως τα 924. Μετά το έτος αυτό θα ακολουθήσει περίοδος αναζητήσεων. Ωστόσο η αυτοκρατορική ιδέα θα επιβιώσει. Στα μάτια ορισμένων, ένας αυτοκράτορας ήταν αναγκαίος στη Δύση για να προστατεύσει την Εκκλησία και τους χριστιανούς από τους εχθρούς. Η ένδοξη ανάμνηση του Καρλομάγνου, χάρη στον οποίο η αυτοκρατορία αποκαταστάθηκε στη Δύση, συνέβαλλε θετικά στη νοσταλγία του θεσμού.
11. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ Την εποχή αυτή αξίζει να παρακολουθήσομε τις διεθνείς σχέσεις και στον οικονομικό τομέα. Κατά Digitized by 10uk1s
τον 8ο και 9ο αι., όπως και κατά τους προηγούμενους, αυτό που δεσπόζει στην οικονομία της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι η γεωργία, που ασκείται και διαφοροποιείται ανάλογα με τη δομή κάθε περιοχής. Τα γεωργικά προϊόντα βρίσκουν αγορά τοπική και έτσι συντηρούν ένα επαρχιακό εμπόριο, το οποίο παρουσιάζει κάποια σπουδαιότητα. Υπάρχει επίσης εμπόριο και σε μεγάλη ακτίνα δράσεως. Έχουν αναπτυχθεί δηλ. εμπορικές επαφές ανάμεσα στο βορρά και στο κέντρο της φραγκικής μοναρχίας, από τη μια μεριά, και στις ακτές της Μεσογείου και της Ιταλίας, από την άλλη. Και παρόλο που η ναυσιπλοΐα στη Δυτική Μεσόγειο είχε καταντήσει επικίνδυνη εξ αιτίας των Σαρακηνών πειρατών, όμως δεν διακόπηκε εξ ολοκλήρου. Ως προς τη Βόρεια Ιταλία, οι έμποροι της Βενετίας, ανάμεσα στους οποίους πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι κάτοικοι του μικρού νησιού του Τορτσέλλο, πουλούν το αλάτι της λιμνοθάλασσας και τα προϊόντα που εισάγουν από το Βυζάντιο, καθώς και από τη μουσουλμανική Εγγύς Ανατολή. Οι εμπορικές αυτές σχέσεις, που είναι φυσικά παραδοσιακές, είτε βρίσκονται σε παρακμή είτε σε πλήρη εξέλιξη - όπως το ιταλο-βενετικό εμπόριο - είναι πάντα προσανατολισμένες και εντοπισμένες στη Μεσόγειο. Από τις αρχές όμως του 9ου αι. είναι βέβαιο ότι αναπτύσσεται ένα εμπόριο ηπειρωτικό με κατεύθυνση προς την Ανατολή, προς τους σλαβικούς λαούς της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Χρησιμοποιούνται τώρα δρόμοι και χερσαίοι με σημείο εκκινήσεως το Μαγδεμβούργο, και ποτάμιοι, όπως ο Δούναβης, με σημείο αναχωρήσεως τη Ρατισβόνη. Υπάρχει, τέλος, και αυτό είναι το πιο σπουδαίο, η ανάπτυξη μιας εμπορικής οικονομίας μέσα στις χώρες που περιλαμβάνονται μεταξύ Σηκουάνα και Ρήνου, με νέα λιμάνια σημασίας αξιόλογης στον κάτω Ρήνο και στα παράλια της Μάγχης. Πρόκειται για οικονομική ζωή και κίνηση στην οποία πήραν μέρος παλαιές παρηκμασμένες ρωμαϊκές πόλεις, όπως η Κολωνία (η επονομαζόμενη Ρώμη του Βορρά), ή το Παρίσι, καθώς καν νέα ταπεινά εμπορικά κέντρα. Ανάμεσα στους μεταφορείς, είτε στη θάλασσα είτε κατά μήκος των ποταμών, σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιζαν οι ναυτικοί του δέλτα των ποταμών Ρήνου-Μόζα-Εσκώ, οι κάτοικοι της Φρεισίας. Αυτό το εμπόριο είχε κατεύθυνση προς την Αγγλία και τις σκανδιναβικές χώρες, ενώ με τη μεσολάβηση των Δανών και των Σουηδών επεξέτεινε την ακτίνα δράσεώς του προς την Ανατολή δια μέσου της Βαλτικής και της ρωσικής πεδιάδας. Τα εξαγόμενα προϊόντα ήταν κυρίως μεταλλουργικής φύσεως (όπως τα όπλα από την περιοχή του Ρήνου), κεραμεικά από την ίδια περιοχή, κρασιά από τη Βόρεια Γαλλία και τις χώρες της Ρηνανίας. Εισήγαγαν με τη σειρά τους, ανάμεσα στ' άλλα, μερικά προϊόντα ανατολικά κατ' εξοχήν, ίσως και ύλες ακατέργαστες από τις σλαβικές χώρες. Οι εμπορικές αυτές συναλλαγές βαθμιαία ελαττώθηκαν, όταν κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. στην Αγγλία και στη Γαλλία η διαρπαγή και η κατάκτηση παραγκώνισαν το εμπόριο, εξ αιτίας της επιθετικής δραστηριότητας των Δανών και των Νορβηγών. Εφόσον στις ανταλλαγές αυτές επιτρεπόταν η χρήση του φραγκικού νομίσματος, χρησιμοποιούσαν συνήθως χρήματα ασημένια. Το χρυσάφι είχε εξαφανισθεί εξ ολοκλήρου από τον κεντρικό κορμό της Ευρώπης, αφού από την εποχή του Πιπίνου και του Καρλομάγνου δεν έκοβαν χρυσά νομίσματα (εκτός από εξαιρέσεις), παρά μόνο αργυρά. Υπήρχαν εξ άλλου μικρά νομίσματα, από τα οποία το πιο ισχυρό ήταν το δηνάριο· στους λογαριασμούς ωστόσο χρησιμοποιούσαν και πολλαπλάσια του δηναρίου. Τέτοια ήταν ο σόλιδος (σολδίον) αξίας 12 δηναρίων και η λίβρα αξίας 20 σολδίων.
Digitized by 10uk1s
12. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΔΥΤΙΚΟΥ, ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ - ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η Βυζαντινή Ανατολή Απέναντι στον δυτικό χριστιανικό κόσμο, στον οποίο η καρολίδεια προσπάθεια δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την ενότητα, η βυζαντινή αυτοκρατορία συνέχιζε να διαμορφώνει το πολιτικό πλαίσιο του χριστιανικού ανατολικού κόσμου. Αναμφισβήτητα, από τον 7ο ως τον 9ο αι., μεγάλο μέρος της Θράκης, της Μακεδονίας και της Δαλματίας είχε καταληφθεί από τους Βουλγάρους και τους Σλάβους, ενώ μερικά νησιά της Μεσογείου, και μάλιστα τα μεγαλύτερα, όπως η Κύπρος, η Κρήτη και η Σικελία, είχαν περάσει στα χέρια των μουσουλμάνων. Κατά το διάστημα όμως των αιώνων αυτών η βυζαντινή αυτοκρατορία ενισχύεται με κάθε μέσο. Η δυναστεία των Ισαύρων (717-802) και η Μακεδονική δυναστεία (867-1057) κατάφεραν να συγκρατήσουν στην Ευρώπη τη φοβερή δύναμη των Βουλγάρων, οι οποίοι επεδίωκαν να καταλάβουν και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Στην Ασία εξ άλλου υπερασπίστηκαν οι Βυζαντινοί τη Μικρά Ασία και τα ανατολικά της κράσπεδα εναντίον του Ισλάμ. Στα τέλη του 9ου αι. ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α' ο Μακεδών, που είχε λαμπρές επιτυχίες και στα δύο θέατρα των επιχειρήσεων (Ευρώπης - Ασίας), προετοίμασε την επάνοδο της αυτοκρατορικής ηγεμονίας στην Αρμενία και στη Γεωργία· κατάφερε επίσης να πάρει από τους Σαρακηνούς τη Νότια Ιταλία, όπου επέβαλε σταθερά τη βυζαντινή εξουσία. Ακόμη η Νεάπολη, το Αμάλφι, οι παραλιακές πόλεις της Δαλματίας, ξαναγνώρισαν την εξουσία αυτή, ενώ η περιοχή της Βενετίας, που έγινε ανεξάρτητη, παρέμεινε πολύτιμος σύμμαχος. Η αντίθεση ανάμεσα στον βυζαντινό και τον δυτικό κόσμο είναι βαθειά. Επισημαίνεται σε όλους τους τομείς, όπως στην οργάνωση του Κράτους η ανατολική βυζαντινή αυτοκρατορία διαθέτει θεσμούς κανονικούς και τελεσφόρους, ενώ τα πολιτικά δυτικά πλαίσια αφήνουν μια εντύπωση πρωτογονική-αρχαϊκή. Διαφορά ως προς την παιδεία: το Βυζάντιο διατηρεί, χάρη στη ζωντανή παράδοση της ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, μια μορφωτική στάθμη ασύγκριτα ανώτερη από εκείνη του δυτικού χριστιανικού κόσμου. Αλλά στον θρησκευτικό τομέα παρατηρείται, αν όχι η πιο φανερή, τουλάχιστο η πιο σοβαρή διαφορά. Αναμφισβήτητα στην αρχή η εξουσία του πάπα δεν προκάλεσε ζητήματα. Η ελληνική όμως Εκκλησία διακρινόταν καθαρά από τη λατινική Εκκλησία, όχι μόνο από τη χρήση της ελληνικής σαν γλώσσας της λειτουργίας και της λατρείας, αλλά και από την ευαισθησία που έδειχνε απέναντι στις επεμβάσεις της Ρώμης σε θέματα θρησκευτικής αγωγής, καθώς και από την προσπάθεια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως να θεωρείται σαν ίσος με τον Ρωμαίο ποντίφικα. Στα 867 επισημαίνεται ήδη ένα σχίσμα, που είχε προκληθεί από τον πατριάρχη Φώτιο, με αφορμή τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη Ρώμη και το Βυζάντιο σε θέματα οργανώσεως της βουλγαρικής Εκκλησίας. Πραγματικά η ορθόδοξη Εκκλησία έπαιξε ουσιώδη ρόλο στη διάδοση του χριστιανισμού ανάμεσα στους Βουλγάρους και τους Σέρβους. Και η γλώσσα της λειτουργίας, η σλαβονική, και το αλφάβητο, το λεγόμενο «Κυριλλικό» - με βάση το ελληνικό αλφάβητο - οφείλονταν στους Έλληνες Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο που έδρασαν κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι. Η θρησκευτική δραστηριότητα του Βυζαντίου, παρά τις βίαιες συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, έκαμε τους λαούς αυτούς να πάρουν μέρος στον βυζαντινό πολιτισμό. Αλλά η πολιτιστική επίδραση του Βυζαντίου είχε επεκταθεί ακόμη πιο μακριά τον 9ο αι. Στη μεγάλη πεδιάδα της Ανατολικής Ευρώπης, οι Βάραγκοι ή οι Ρώσοι οργάνωσαν την ίδια εποχή πολιτικά και στρατιωτικά τα πρώτα σλαβικά πριγκιπάτα μέσα στον άξονα των μεγάλων δρόμων της ναυσιπλοΐας. Κατέβαιναν από τον Δνείπερο και εμπορεύονταν με τη Χερσώνα, βυζαντινό εμπορικό κέντρο, και με Digitized by 10uk1s
την Κωνσταντινούπολη. Έφταναν έπειτα μέσα από τους ποταμούς Δον και Βόλγα στη χώρα των Χαζάρων, στο βορειοανατολικό μέρος της Μαύρης Θάλασσας, και συναντούσαν εκεί τους εμπόρους της Βαγδάτης. Με τον τρόπο αυτό καλλιεργούσαν τον δεσμό ανάμεσα στη βυζαντινή ή μουσουλμανική Ανατολή, από τη μια μεριά, με τον σκανδιναβικό κόσμο και μέσω αυτού με τη βορειο-δυτική Ευρώπη, από την άλλη. Οι έμποροι «Ρώσοι» και οι μισθοφόροι «Ρώσοι», που πολυάριθμοι υπηρετούσαν μέσα στην αυτοκρατορική στρατιά, υπήρξαν οι πρώτοι πράκτορες για τη διείσδυση του βυζαντινού πολιτισμού μέσα στις χώρες, που από τώρα και στο εξής θα αποκαλούνται Ρωσία, ιδίως στο πριγκιπάτο του Κίεβου, το οποίο, τον 10ο αι., θα επιβάλει την ηγεμονία του στα άλλα ρωσικά πριγκιπάτα. Η ιστορία του βυζαντινού κόσμου, τον 8ο και 9ο αι., είναι η ιστορία ενός κόσμου που υπερασπίζεται με επιτυχία τον εαυτό του και που ταυτόχρονα δημιουργεί μία ζώνη πολιτιστικής και πολιτικής επιρροής. Σ' αυτόν ακριβώς τον τομέα υπερέχει και διαφέρει βαθύτατα από την αυτοδιαλυόμενη Δυτική Ευρώπη. Ο ισλαμικός κόσμος Κατά την καρολίδεια εποχή οφείλομε να εξετάσομε συνοπτικά και τις ιστορικές τύχες του τρίτου κόσμου, του ισλαμικού, ο οποίος μοιραία έρχεται σε επαφή και με τη Δυτική και με την Ανατολική Ευρώπη. Από άποψη πολιτική, η ιστορία του μουσουλμανικού κόσμου στους αιώνες αυτούς (8ο και 9ο) είναι η ιστορία ενός κόσμου που βρίσκεται σε πλήρη αποδιοργάνωση. Αντιζηλίες των φατριών, θρησκευτικές διαφοροποιήσεις στους κόλπους του Ισλάμ, η εχθρότητα των Βερβερίνων, των ανθρώπων του Ιράκ (Μεσοποταμία) και του Ιράν (Περσία) προς τους Άραβες, προκάλεσαν έντονες συγκρούσεις. Μία απ' αυτές έφερε την πτώση της δυναστείας των Ομμεϋαδών και την άνοδο μιας νέας δυναστείας, των Αβασσιδών, στα 750 (ως το 1055). Τα ιρακινά και τα περσικά στοιχεία άσκησαν έκτοτε αποφασιστική επίδραση, και μία νέα πρωτεύουσα, η Βαγδάτη, κτίστηκε κοντά στον Τίγρη ποταμό, μετά το 762. Από το 756 όμως η μουσουλμανική Ισπανία έγινε στην ουσία ανεξάρτητη κάτω από ένα εμίρη, δηλ. ένα κυβερνήτη, εγκαταστημένο στην Κόρδοβα και προερχόμενο από τη δυναστεία των Ομμεϋαδών. Για ένα διάστημα οι χαλίφες Αβασσίδες κατάφεραν να συγκρατήσουν, χάρη στην εξέλιξη της διοικητικής τους οργανώσεως, τη συνοχή της αυτοκρατορίας τους. Ήδη όμως κατά τον 9ο αι. οι εμίρηδες της Αιγύπτου, της Αφρικής, του Maghreb (περιοχή Μαρόκου-Αλγερίας) και του Khorasan (στην Περσία) απέκτησαν σιγά σιγά ανεξαρτησία. Οι πιο σπουδαίες κατακτήσεις και οι πιο μακροχρόνιες, που έγιναν κατά τον 9ο αι. από το Ισλάμ, οφείλονταν σε αρχηγούς και ομάδες αυτόνομες. Π.χ. η κατάληψη της Σικελίας επιχειρήθηκε από το 827 και έπειτα από το εμιράτο της Αφρικής· η Κρήτη καταλήφθηκε μεταξύ 823 και 828 από μια ομάδα Αράβων που χρησιμοποιούσαν την Αίγυπτο ως βάση. Η κατάληψη μιας τοποθεσίας στα παράλια της Προβηγκίας, του Fraxinetum (κοντά στη Frejus: Φρεγιούς), κατά τα τέλη του αιώνα, διοργανώθηκε από ομάδα Σαρακηνών της Ισπανίας. Ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές οντότητες που χώριζαν τον ισλαμικό κόσμο, τα αυτόνομα χαλιφάτα και εμιράτα, οι συγκρούσεις υπήρξαν πολύ συχνές. Ο δυνατός χαλίφης Χαρούν αλ Ρασίδ (786-809) φαίνεται ότι ήλθε σε διπλωματικές επαφές με τον Καρλομάγνο εξ αιτίας της κοινής έχθρας προς τους εμίρηδες Ομμεϋάδες της Ισπανίας. Σ' αυτόν τον χωρισμένο κόσμο του Ισλάμ υπάρχουν βασικοί παράγοντες ενότητας. Digitized by 10uk1s
Παρά τις θεολογικές διαφορές και τους πολιτικούς αγώνες, η ισλαμική θρησκεία κρατά ένα δεσμό: την προσευχή, τη διδασκαλία του Κορανίου, το προσκύνημα στη Μέκκα. Όλα αυτά αποτελούν ισχυρότατη δύναμη συνοχής, ενώ μία άλλη σοβαρή αιτία συνδέσμου είναι η χρήση της αραβικής ως γλώσσας της θρησκείας και της διοικήσεως. Από άποψη οικονομική, ένα μεγάλο μέρος τουλάχιστο του μουσουλμανικού κόσμου είναι ενωμένο με δίκτυο εμπορικών σχέσεων. Έτσι η Αίγυπτος και η Συρία, από τη μια μεριά, το Ιράκ, από την άλλη, αποθήκες του εμπορίου της Ασίας και της Αφρικής με τον μεσογειακό κόσμο, έχουν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους και με τον μουσουλμανικό δυτικό κόσμο, όπως και με τους Βυζαντινούς ή τους Ρώσους. Ένας άλλος παράγοντας ενότητας είναι ο ισλαμικός πολιτισμός. Αφού συγκροτήθηκε τον 8ο και 9ο αι., αυτός ο ανάμικτος πολιτισμός στηρίζεται στις πιο παλαιές παραδόσεις των κατακτηθεισών χωρών. Αυτό επιβεβαιώνεται στον τομέα της σκέψεως και των γραμμάτων. Είναι εξ άλλου πολύ φανερό στον τομέα της τέχνης: η προσφορά της Περσίας των Σασσανιδών, του Βυζαντίου, της Αιγύπτου, είναι αξιόλογη, αλλ' από τις συνεισφορές αυτές, αφού διαμορφώθηκαν και συνδυάστηκαν κατάλληλα, γεννήθηκε μία νέα τέχνη, που, όπως ο μουσουλμανικός πολιτισμός, έτσι και αυτή διατηρεί τα δικά της ξέχωρα γνωρίσματα.
Digitized by 10uk1s
IV. ΟΙ ΝΕΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ (9ος-10ος αι.)
1. OI ΕΠΙΔΡΟΜΕΙΣ Η καρολίδεια αυτοκρατορία, εξασθενημένη και διαμελισμένη, θα υποστεί την εποχή αυτή τις συνέπειες από τις επιθέσεις ναυτικών λαών, σε όλα τα παράλιά της, και των εφίππων από τις στέππες στα ανατολικά της σύνορα. Οι νέες αυτές μετακινήσεις λαών προκαλούν τη διαμόρφωση νέων κρατών και επιφέρουν αλλαγές στον πολιτικό χάρτη της Δύσεως. Κατέστρεψαν πιο πολύ τη συνοχή του χριστιανικού κόσμου υπονομεύοντας τον βασιλικό θεσμό και επιταχύνοντας την εξέλιξη νέων πολιτικών δομών και τη χειραφέτηση των μικρών αρχηγών. Οι νέοι επιδρομείς είναι οι Ούγγροι, οι Σαρακηνοί, οι Σκανδιναβικοί λαοί ή Νορμανδοί. Οι Ούγγροι Οι πρώτοι, οι Ούγγροι, των οποίων το αρχικό όνομα είναι Μαγυάροι, είχαν καταγωγή φιννική, προέρχονταν από τη Βόρεια Ρωσία και είχαν αναμιχθεί με τουρκικά φύλα της κεντρικής Ασίας. Κατά το 875 περνούν τα Καρπάθια και εγκαθίστανται στην Παννονία, απ' όπου διώχνουν τους μόνιμους κατοίκους και τους μισσιοναρίους. Από το 898 διοργανώνουν μεγάλες και τρομερές επιδρομές στην ύπαιθρο χώρα και στα μοναστήρια της Γερμανίας (από τη Βαυαρία ως τη Βόρεια θάλασσα), εναντίον της Γαλατίας (φτάνουν ως τα περίχωρα του Παρισιού και της Ορλεάνης το 937), καταστρέφουν τη Βουργουνδία [περιοχή Ντιζόν] και την κοιλάδα του Ροδανού, καθώς και την Ιταλία (πεδιάδα του Πάδου, κεντρικά όρη ως τις ακτές της Αδριατικής). Με τις τολμηρές τους επιδρομές, στις οποίες τους βοηθά πολύ το γεγονός ότι πεταλώνουν τα άλογά τους, όπως και η χρήση του αναβολέα, ερημώνουν τη Γερμανία και εμποδίζουν τον αγροτικό εποικισμό στις κοιλάδες της Κάτω Αυστρίας και της Βαυαρίας. Αν και ορισμένες πόλεις ανθίστανται σθεναρά, η Παβία όμως και το Στρασβούργο καταστρέφονται ολοκληρωτικά. Η επιθετικότητά τους κλονίζεται χάρη στα δραστήρια μέτρα των βασιλέων της Γερμανίας. Ο Όθων ο Μέγας θα καταφέρει το αποφασιστικό πλήγμα κατά των Ούγγρων στη μάχη του Lechfeld (10 Αυγ. 955), στα νότια της Αυγούστας. Όσο περνά ο καιρός, ο πολεμοχαρής αυτός λαός συνηθίζει στα έργα της ειρήνης, ενώ οι καθολικοί μισσιονάριοι συντελούν με τη διάδοση του χριστιανισμού στην εξημέρωση των ηθών. Έτσι στα 1000 ο αρχηγός των Ούγγρων Στέφανος (†l038) παίρνει τη βασιλική κορόνα από τον πάπα. Οι Σαρακηνοί Οι δεύτεροι, οι μουσουλμάνοι Σαρακηνοί, από τα μέσα του 9ου αι. ξεκινώντας με τα πλοία τους από τις βόρειες ακτές της Αφρικής, κατέλαβαν τα νησιά του Τυρρηνικού πελάγους και παράλιες πόλεις της Ιταλίας. Έτσι δημιουργούν αληθινές ναυτικές δημοκρατίες που οργανώνονται για τον ακήρυκτο πόλεμο, για την πειρατεία και το κυνήγι των σκλάβων. Επί δύο σχεδόν αιώνες ζωτικές περιοχές του μεσογειακού χριστιανικού κόσμου, όπως η Προβηγκία, το Λάτιο και η Καμπανία, θα υποστούν καταστρεπτικές επιδρομές. Πολύ γρήγορα όμως οι επιθέσεις των Σαρακηνών περνούν και στο εσωτερικό των χωρών. Η κατάκτηση της Σικελίας (γύρο στα 830) σταθεροποιεί τη θέση τους και απειλεί ολόκληρη τη Νότια Ιταλία. Εγκαθίστανται στον Τάραντα και στο Μπάρι.
Digitized by 10uk1s
Στα 846 λεηλατούν τη Ρώμη, τα μοναστήρια της και τις εκκλησίες της. Στα 869 καταστρέφουν το λομβαρδικό ιερό του Monte Gargano, επί της Αδριατικής. Οι βυζαντινές δυνάμεις ξαναπαίρνουν το Μπάρι στα 871, αλλά ο εμίρης του Τάραντα παραμένει επικίνδυνος. Άλλωστε οι Σαρακηνοί οχυρώνονται μέσα στα κάστρα τους που κτίζουν κατά μήκος της τυρρηνικής ακτής ή μέσα στα βουνά, στο εσωτερικό, και από εκεί εύκολα λεηλατούν τις κοιλάδες του Βολτούρνο (κοντά στο Benevento) και τα περίχωρα, όπως το μοναστήρι του αγίου Βικεντίου, καθώς και πιο μακριά στο Monte Cassino. Τους Σαρακηνούς της Ιταλίας θα τους καταπολεμήσει το βυζαντινό κράτος, ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Β' (του οποίου όμως η εκστρατεία στην Καλαβρία και Απουλία θα καταλήξει σε πλήρη καταστροφή τον Ιούλιο του 982· ο ίδιος ο Όθων θα αναζητήσει σωτηρία σ' ένα βυζαντινό πλοίο) και οι Βενετοί. Το χαριστικό όμως κτύπημα θα τους το δώσουν οι στρατιές των Νορμανδών. Στην Προβηγκία, οι Σαρακηνοί, αφού απομονώσουν ολοκληρωτικά την Κορσική και τη Σαρδηνία, θα κτυπήσουν την Τουλόνα, την Arles και την Φρεγιούς. Από το Fraxinetum, το απόρθητο οχυρό στα «Μαύρα» βουνά (Montagnes des Maures: στην περιοχή της Var) οργανώνουν ξαφνικές και ταχύτατες επιδρομές μέσα στις κοιλάδες των Άλπεων φτάνοντας ακόμη και ως τις όχθες της λίμνης της Κωνσταντίας. Η ειρήνη στους ορεινούς δρόμους θα σταθεροποιηθεί μόλις μετά το 973, όταν πέφτει το Fraxinetum κάτω από τις συνδυασμένες προσπάθειες του κόμητα της Προβηγκίας και του κόμητα της Σαβοΐας. Οι Νορμανδοί Για τους τρίτους επιδρομείς, τους Σκανδιναβούς ή Νορμανδούς, θα αφιερώσομε περισσότερες γραμμές, για το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης. Πρώτα πρώτα διερευνώνται από τους ιστορικούς και τους εθνολόγους τα αίτια που έσπρωξαν τους λαούς αυτούς να μετακινηθούν προς τα νότια. Καμιά θεωρία πάντως δεν είναι ικανοποιητική. Είναι εξ άλλου δύσκολο να συνδέσομε αυτές τις επιδρομές με μια επικίνδυνη αύξηση του πληθυσμού. Οι επιχειρήσεις τους απέβλεπαν στη λεία και όχι στην απόκτηση γαιών. Άλλωστε απέραντες εκτάσεις γης έμεναν χέρσες στην ίδια τη Σκανδιναβία. Αν πάλι υποστηρίξομε, ότι τα ψυχρά καλοκαίρια προκάλεσαν την αναζήτηση ηλιόλουστων περιοχών, τότε ερχόμαστε σε αντίθεση με όσα γνωρίζομε για την κλιματική εξέλιξη του υπόλοιπου τμήματος της Δυτικής Ευρώπης. Είναι παράτολμο να σκεφτούμε μ' ένα τέτοιο τρόπο, για να εξηγήσομε μια τεράστια μετακίνηση, ενσυνείδητα μάλλον οργανωμένη. Γνωρίζομε ότι οι πρώτες μετακινήσεις τοποθετούνται χρονικά σε μια στιγμή (τέλη 9ου αι.) που επικρατεί στη Νορβηγία πολιτική σταθερότητα, ενώ η ενότητα της Δανίας διασφαλίζεται γύρο στα 950. Πραγματικά, συμβαίνει οι πειρατικές επιδρομές των Νορμανδών, όπως και οι εξορμήσεις τους μέσα στις πεδιάδες της Ρωσίας, να κατευθύνονται από αρχηγούς μιας κάστας-φατρίας, από πλούσιους ιδιοκτήτες, στην ουσία ανεξάρτητους από τους βασιλείς, που για πολύ καιρό δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον τόπο. Είναι δυνατό βέβαια πολλοί αρχηγοί να οδηγήθηκαν σε αναζήτηση μακρινού πλούτου κατά την περίοδο των δυναστικών συγκρούσεων. Η επιρροή του αρχηγού στηρίζεται πάντα στους θησαυρούς που διανέμει στους πιστούς του και πιο πολύ, ίσως, από τα πολεμικά του κατορθώματα, που περιβάλλονται συχνά από μύθο και τραγουδιούνται αργότερα με επικές αφηγήσεις (τις Sagas). Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η επιθυμία για κοινωνική άνοδο, η αναζήτηση του πολεμικού κατορθώματος σε συνδυασμό με τις οικογενειακές κληρονομιές, υπήρξαν τα δυνατά κίνητρα, ενώ οι πρώτες επιτυχίες σταθεροποίησαν γρήγορα το πνεύμα αυτό της περιπέτειας.
Digitized by 10uk1s
Από άποψη οικονομική, οι Νορμανδοί (η ονομασία τους από το «Nord-Mans» = άνθρωποι του βορρά) μπορούσαν στις αγορές της χώρας τους (όπως στη Birka της Σουηδίας, στο νησί της Γοτλάνδης ή στο Hedeby της Δανίας) να προσφέρουν αντικείμενα από σίδερο, ξύλο ή δέρμα, τα προϊόντα τους επίσης από το ψάρεμα ή από το κυνήγι των σκλάβων. Αυτό το μακρινό εμπόριο διεξαγόταν συχνά από ξένους, τους Φρείσονες. Οι αρχηγοί της θάλασσας, οι Βίκιγκς (από το Vic = αγκυροβόλιον), οι βόρειοι δηλ. ευρωπαίοι, δεν ανήκαν στον κόσμο των εμπόρων. Η βασική τους απασχόληση, επί πολύ χρόνο, ήταν η λεηλασία και το μοίρασμα της λείας, ενώ φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρονταν για τη χρήση των νομισμάτων. Από την άλλη μεριά, τα προϊόντα του κράτους των Καρολιδών είχαν αρχίσει κανονικά να εισάγονται στις σκανδιναβικές χώρες: τσόχες, γυαλικά, κρασιά, αλάτι. Αυτό το εμπόριο, βασικό αναμφισβήτητα για τον σκανδιναβικό κόσμο, φαίνεται στενά να συνδέεται με την προσφορά ασημένιων μουσουλμανικών νομισμάτων που έφεραν οι Βάραγκοι, πολεμιστές και έμποροι των ανατολικών περιοχών της Ευρώπης. Κάποια πτώση στις συναλλαγές αυτές παρατηρείται κατά τα μέσα του 9ου αι. Η πτώση οφειλόταν ίσως στο κλείσιμο των ανατολικών οδών της Βαλτικής (πρόκειται για δρόμους προς τους εμπορικούς σταθμούς της Λεττονίας, Λιθουανίας και Ανατολικής Πρωσίας)· γεγονός που θα προκαλέσει σοβαρές δυσκολίες οικονομικές και τη στροφή προς τη λεία. Η εμπειρία των Νορμανδών στον τομέα της πειρατείας ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Ήταν το κατ' εξοχήν πατρογονικό τους επάγγελμα, είχαν κληρονομήσει συνήθειες που τους έδιναν τη δυνατότητα να εξοπλίζουν ένα πλοίο, να οργανώνουν στόλους, να κρατούν σωστά την πορεία, να διεξάγουν την επίθεση στη στεριά κ.λ. Έπειτα, οι Νορμανδοί πειρατές διαθέτουν αξιόλογα όπλα για τον αγώνα τους. Τα λεπτά και ρηχά πλοία τους, χωρίς κατάστρωμα, ταχύτατα και ανθεκτικά, μήκους 20 περίπου μέτρων, δεν έχουν παρά ένα μόνο κατάρτι και ένα μεγάλο πανί που ξεδιπλώνεται σε μορφή ορθογώνια. Ο εξοπλισμός με πανί των νορμανδικών πλοίων (των Drakkar, όπως ελέγοντο) υπήρξε γεγονός τεράστιας σημασίας, τόσο που θα μπορούσε να παραλληλισθεί με τη χρησιμοποίηση του ατμού κατά τον 19ο αι. Οι αποστάσεις ανάμεσα σε μακρινές χώρες ελαττώθηκαν με καταπληκτικό ρυθμό· και στις δύο περιπτώσεις προκάλεσαν και υπεβοήθησαν μετακινήσεις των μαζών. Οι τάφοι των Νορμανδών βασιλέων παρέχουν θαυμαστά δείγματα των σκαφών αυτών που ήταν ικανά να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της ανοικτής θάλασσας, φορτωμένα με 20 ανθρώπους, να προσορμίζονται σ' όλες τις ακτές και να διαπλέουν τους ποταμούς. Στη στεριά οι πολεμιστές Βίκιγκς χρησιμοποιούν τη μακριά λόγχη, το τόξο, την ξύλινη ασπίδα και κάποτε και κράνος από μέταλλο. Σε αυτά τα παραδοσιακά όπλα προστίθενται τα δυνατά φράγκικα σπαθιά, που είχαν εισαχθεί λίγο πριν ή και κατά τη διάρκεια των επιδρομών. Οι επιθέσεις των Νορμανδών εναντίον των Φράγκων, των Αγγλο-Σαξόνων ή των Ιρλανδών οργανώθηκαν βέβαια χωρίς ένα συλλογικό σχέδιο. Κλιμακώνονται επί ένα και περισσότερο αιώνα (από το 810 ως το 911 στη Γαλατία, από το 833 ως το 876 στην Αγγλία). Ο ρυθμός είναι εντελώς ακανόνιστος και μεσολαβούν μεγάλα διαστήματα ανάπαυλας. Θα ήταν μάταιο να συντάξομε ακριβή χρονολογική διάταξη των γεγονότων. Αν και τα τρία σκανδιναβικά έθνη - οι Σουηδοί, οι Νορβηγοί και οι Δανοί - φαίνονται κάπως διαφορετικά, ωστόσο οι επιδρομές και ο κοινός σκοπός έφερναν κοντά ανθρώπους από μακρινές περιοχές που τους ένωνε ο κοινός τρόπος ζωής και οι συγγενικές γλώσσες. Οι σύγχρονοι συγγραφείς στη Γαλατία ονόμαζαν Νορμανδούς όλους γενικά τους λαούς του Βορρά, τους οποίους γνώριζαν πολύ λίγο. Ωστόσο μπορούμε να ξεχωρίσομε για τον δυτικό κόσμο, ειδικά, τις μακρινές επιχειρήσεις, πάντα μέσα από τη θάλασσα, των Νορβηγών, από τις επιθέσεις σε βάθος των Δανών, οι οποίοι εισέδυσαν αρκετά στο εσωτερικό της Ευρώπης και πολύ σύντομα δημιούργησαν μόνιμες Digitized by 10uk1s
κατοικίες, κατακτώντας και τις γειτονικές τους περιοχές. Οι Νορβηγοί λεηλατούν τα νησιά του Βορρά (τη Σετλάνδη, τις Ορκάδες και τις Εβρίδες), όπου και εγκαθίστανται· έπειτα στρέφονται στα βόρεια της Σκωτίας και, κατά το έτος 840, στις ακτές της Ιρλανδίας και του νησιού Μαν. Λίγο αργότερα τους συναντά κανείς νοτιότερα ακόμη, στη Μάγχη και στον Ατλαντικό. Η πρόσφατη ανακάλυψη κεραμεικών σε αρχαιολογικούς χώρους της Ιρλανδίας, της Κορνουάλης και του Devon (ΝΔ άκρα της Αγγλίας), αποδεικνύει τη σπουδαιότητα, από τον 6ο αι. ως τον 9ο αι., της εμπορικής ναυτικής κινήσεως ανάμεσα στην Ισπανία, στην Ακουιτανία και στις χώρες του Βορρά: μεγάλος θαλάσσιος δρόμος, που αργότερα θα τον ακολουθήσουν οι στολίσκοι των Βίκιγκς. Στα 859 μία μεγάλη δυνατή ομάδα θα κινηθεί ανάμεσα στον Λίγηρα ποταμό, τη Σεβίλλη και τον Κάδικα (στη ΝΔ Ισπανία επί του Ατλαντικού). Το επόμενο έτος αυτοί οι ίδιοι οι Βίκιγκς λεηλατούν τις ακτές του Μαρόκου στον Ατλαντικό, περνούν το στενό του Γιβραλτάρ, φτάνουν στην Καταλονία και τις Βαλεαρίδες, ξεχειμωνιάζουν στο Καμάργκ (νησί στις εκβολές του Ροδανού ποταμού) από όπου εξαπολύουν φοβερές επιθέσεις εναντίον των πόλεων της Κάτω Προβηγκίας. Επιτίθενται κατά της πόλεως Luni (β. της Πίζας), που νομίζουν ότι είναι η Ρώμη, διαπλέουν τον Άρνο και φτάνουν ως το Fiesole. Μερικά από τα πλοία τους παίρνουν κατεύθυνση ανατολική και προσεγγίζουν την Αίγυπτο. Προς βορράν άλλες ριψοκίνδυνες επιχειρήσεις δείχνουν την τεράστια νορβηγική επέκταση. Συγκεκριμένα, αποικίζουν την Ισλανδία, η οποία από τα τέλη του 9ου αι. προκαλεί αξιόλογες μετακινήσεις ελευθέρων, σκλάβων, ακόμη και ποιμνίων. Λίγο αργότερα αποικίζουν τις ακτές της Γροιλανδίας, ανακαλύπτουν μια άλλη πολύ μακρινή χώρα, τη «Βινλανδία» (Vinland), όπου ευδοκιμεί το αμπέλι (vinea), και που μερικοί την ταυτίζουν με τη βόρεια ακτή της Αμερικής (επιχείρηση του Ερρίκου του Ερυθρού κατά το 1000 μ.Χ.). Οι Δανοί λεηλατούν τις ακτές της Φρεισίας από το 834, έπειτα την Αμβέρσα (στο Βέλγιο) και ανέρχονται την κοιλάδα του Ρήνου. Φτάνουν έπειτα, από το 841, ομάδες ομάδες στη Ρουέν (ΒΔ του Παρισιού) και στις ανατολικές ακτές της Αγγλίας. Πλησιάζουν στο Παρίσι στα 845 και τότε παίρνουν από τον Κάρολο τον Φαλακρό ένα πρώτο Danegeld (δανικά χρήματα), φόρο δηλ. 7.000 λίβρες ασήμι. Ωστόσο και πάλι συνεχίζουν τις επιδρομές τους, τις λεηλασίες τους, τις εφόδους στα μοναστήρια. Ξεκινούν από το οχυρωμένο τους στρατόπεδο στο Oisselles sur la Seine (επί του Σηκουάνα) και κατευθύνονται προς το Παρίσι που το καίνε στα 857, καθώς και τις πόλεις Evreux, Σάρτρη και Bayeux. Γίνονται κύριοι όλης της περιοχής του Λίγηρα ποταμού, από τη Νάντη ως την Ορλεάνη. Και ανατολικά ακόμη στις εκβολές του Εσκώ ποταμού, στη Γάνδη (Βέλγιο) και στο εσωτερικό έπειτα της Γερμανίας, επιδίδονται σε καταστρεπτικές εξορμήσεις, διασχίζοντας τις κοιλάδες από τον Μόζα ως τη Λιέγη και από τον Ρήνο ως το Στρασβούργο. Στην Αγγλία οι Δανοί αρχηγοί κατέκτησαν όλο το βορειοανατολικό τμήμα του νησιού (που ονομάστηκε Danelaw) και έγιναν κύριοι της πιο σημαντικής πόλεως, της Υόρκης, στα 867. Η αντίσταση όμως του βασιλιά του Wessex, Αλφρέδου του Μεγάλου (871-899), η κατασκευή ισχυρού δικτύου κάστρων - μελλοντικών πληθυσμιακών κέντρων - και η οργάνωση μάχιμου στόλου συγκράτησαν την ορμή των Δανών.
2. ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΔΡΟΜΩΝ Είναι αναμφισβήτητες οι ζημιές που προκάλεσαν οι Νορμανδοί στον γνωστό ευρωπαϊκό κόσμο. Οι χρονικογράφοι των μοναστηριών και οι λαϊκές παραδόσεις κλαίνε για τις πόλεις και τις εκκλησίες Digitized by 10uk1s
που καταστράφηκαν, περιγράφουν την ερημωμένη ύπαιθρο χώρα και τα κοινόβια των μοναχών, οι οποίοι αναζητούν μακρινά και απλησίαστα καταφύγια. Αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν για τις χώρες του Βορρά, από τα παράλια της Βαλτικής ως τα παράλια της Ιρλανδίας, και από τις όχθες του Ρήνου ως τον Λίγηρα. Αν προσθέσομε τώρα και τις ερημώσεις από τις ορδές των Ούγγρων και των Σαρακηνών, τότε λίγες περιοχές στη Δυτική Ευρώπη έμειναν έξω από το καταστρεπτικό κύμα. Αυτή είναι η αρνητική πλευρά του θέματος, για την οποία κανείς δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση. Υπάρχουν όμως και πάρα πολλές θετικές πλευρές και θετικοί παράγοντες, όπως οι επόμενοι, για την περαιτέρω εξέλιξη της Ευρώπης, που οφείλονταν στις νέες αυτές επιδρομές. α) Η παρουσία των Νορμανδών δίνει ζωή στους θαλάσσιους δρόμους του Βορρά, από την Ιρλανδία ως τις ανατολικές ακτές της Βαλτικής και έπειτα από τους ποτάμιους δρόμους της χώρας των Βαράγκων ως τη Μαύρη και την Κασπία Θάλασσα. Από την άποψη αυτή, για τη Βόρεια Γερμανία, οι Νορμανδοί πιο πολύ διήγειραν παρά κατέστρεψαν την οικονομία. Η άνοδος της Βρέμης και πολλών αστικών κέντρων της Φρεισίας αποδεικνύει τη νέα δραστηριότητα από τα εμπορικά αυτά δρομολόγια. Το ίδιο παρατηρείται και στην Αγγλία, όπου η πόλη της Υόρκης, που παρήκμαζε τον 9ο αι., ξαναβρίσκει κάτω από την εξουσία τους μια καταπληκτική ευημερία, και όπου ακόμη τα απλά χωριά της Ανατολικής Αγγλίας μεταβάλλονται σε εμπορικές πόλεις, κέντρα μακρινών εμπορικών συναλλαγών και κοπής νομισμάτων. β) Στους Νορμανδούς επίσης οφείλονται πολλά γλωσσολογικά ή δικαιϊκά στοιχεία (όπως το οικογενειακό δίκαιο), τεχνικές καινοτομίες, κυρίως για τα θαλασσινά επαγγέλματα (αλιεία και ναυσιπλοΐα). Οι Άγγλοι μιμούνται γρήγορα (από τον Αλφρέδο τον Μεγάλο και εξής) τα πλοία των Βίκιγκς. γ) Η μορφή της Δυτικής Ευρώπης παίρνει άλλη όψη, από τον βορρά ως τον νότο, εξ αιτίας της ανάγκης να χρησιμοποιηθούν καλύτερα μέσα άμυνας κατά των επιδρομέων. Στην Προβηγκία, χαρακτηριστικά, η κίνηση της αναδιπλώσεως των κατοίκων από την ανοικτή πεδιάδα προς τις οχυρωμένες πόλεις, τα oppida, διαγράφεται πολύ πιο πριν ήδη από τα τέλη της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά κατά τον 9ο αι. οι πόλεις της νοτιοανατολικής Γαλατίας είναι όλες περιορισμένες μέσα σε τείχη. Στον βορρά κατασκευάζουν εναντίον των Νορμανδών, γύρο από τις παλαιές πόλεις ή τις νέες τοποθεσίες επικοινωνίας και επαφής, ισχυρά φρούρια που τα σχέδιά τους τα χρωστούν στα οχυρωμένα στρατόπεδα των Βίκιγκς. Κατά τα τέλη του 9ου αι. ολόκληρη η Βόρεια Γαλλία και οι Κάτω Χώρες καλύπτονται από κάστρα, όπως η πόλη Bruges (Βέλγιο) το 879, το Cambrai το 881, η Langres (στον Άνω Μάρνη) στα 887, το Saint-Omer στα 891 κ.λ. Την ίδια εποχή η Αγγλία εισέρχεται στην αστική ζωή και αλλάζει πρόσωπο, παλαιές δηλ. ρωμαϊκές πόλεις ξανακτιζονται και περιβάλλονται με τείχη, μεταβάλλονται σε κέντρα εμπορικά, ενώ αμέτρητα κέντρα-σημεία άμυνας ιδρύονται μέσα στη χώρα από τους βασιλείς. δ) Οι κοινωνικές δομές και οι μορφές διακυβερνήσεως παίρνουν διαφορετικό χαράκτηρα και επιταχύνουν την ανάπτυξη νέων θεσμών, εξ αιτίας ακριβώς των νορμανδικών, ουγγρικών ή μουσουλμανικών (των Σαρακηνών) επιδρομών. Όλα τα δυνατά κάστρα του 10ου αι., απλοί κάποτε λόφοι περιφραγμένοι με πασσάλους, δεν έγιναν αποκλειστικά και μόνο για να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς και τις λεηλασίες. Το πυκνό δίκτυο των ιδιωτικών φρουρίων αποδεικνύει συχνά την αποτυχία του βασιλιά, το θρυμμάτισμα της κεντρικής εξουσίας, τις καταστροφές από τις εμφύλιες διαμάχες, την ανασφάλεια τέλος των οδών και των ποταμών. Έτσι σταθεροποιείται ανάμεσα στους ανθρώπους του πολέμου η δύναμη του καστελλάνου, του φρουράρχου. Οι άλλοι υπάλληλοι, καθώς δεν μπορούσαν να προσφέρουν οχυρό καταφύγιο στους χωρικούς, εύκολα υπέκυπταν και κατέληγαν στην τάξη των υποτελών. Έτσι εγκαθίσταται μία νέα πολιτική τάξη, την οποία επιβάλλουν Digitized by 10uk1s
η αποχαλίνωση των τοπικών ιδιοτελειών και ο πολλαπλασιασμός των δεσμών εξαρτήσεως και όρκου από άνθρωπο σε άνθρωπο· όλα αυτά εξελίσσονται σε τεράστια εμπόδια για την άσκηση της βασιλικής εξουσίας. Σιγά σιγά καθιερώνεται η κληρονομικότητα των αξιωμάτων και των κτημάτων υποτέλειας. Την ίδια εποχή οι μεγάλες επαρχιακές ηγεμονίες (πριγκιπάτα) ξεπερνούν τα όρια των παλαιών καρολιδείων κωμοπόλεων (pagi) και χειραφετούνται από τη βασιλική εξουσία. Και στο εσωτερικό των pagi οι καστελλάνοι συγκεντρώνουν τη δύναμη του κόμητα. Από τότε σβήνουν τα γεωπολιτικά πλαίσια των χρόνων του Καρλομάγνου. Αρχίζει μία αργή, αλλά αναμφισβήτητη, εξέλιξη, που ήδη πριν από τις επιδρομές είχε διαφανεί και τώρα επιταχύνεται. Από την άποψη αυτή οι επιδρομές αποτελούν ουσιώδες γεγονός για τη διαμόρφωση των φεουδαλικών κοινωνιών της Δύσεως.
Digitized by 10uk1s
V. ΟΙ ΤΙΜΑΡΙΩΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ
1. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Αναφερθήκαμε ήδη στον φεουδαλικό θεσμό κατά την καρολίδεια εποχή. Επρόκειτο για μια πρώτη φάση φεουδαλικής διαρθρώσεως. Οι συνθήκες όμως που δημιουργούνται τώρα στη Δύση προκαλούν νέο τρόπο εξαρτήσεως των ανθρώπων. Βάση παραμένει πάντα ο θεσμός της υποτέλειας, ενώ η αρτιότερη έκφραση του συστήματος είναι οι φεουδαλικές μοναρχίες του 12ου αι. Η εξέλιξη όμως του θεσμού γίνεται ανάλογα με κάθε χώρα και με ένα τρόπο εντελώς ανόμοιο. Κατ' αρχήν ο όρος «φεουδαλική ή τιμαριωτική κοινωνία» δεν ανταποκρίνεται πλήρως παρά μόνο στις χώρες όπου η κοινωνική και πολιτική δομή και όπου το δικαίωμα της κλήσεως για υπηρεσία των υπηκόων (δικαίωμα του Bann) στηρίζονται ταυτόχρονα στην καλλιέργεια και εκμετάλλευση της γης, καθώς και στην πολεμική δύναμη. Περιλαμβάνονται ακόμη οι χώρες, στις οποίες είχαν επιβληθεί οι παραδόσεις διακυβερνήσεως των Καρολιδών: παλατινή ευγένεια (ευγενείς του παλατιού), διοικητικοί υπάλληλοι, ευρείες δικαιοδοσίες προς τους κόμητες, πολλαπλασιασμός των δεσμών αλληλεξαρτήσεως και υποτέλειας κ.λ. Ακολουθεί βέβαια έπειτα το ξήλωμα όλου αυτού του οικοδομήματος από τη στιγμή που αρχίζουν οι δυναστικές μοιρασιές, οι επιδρομές και η ανασφάλεια. Όπου όμως ο πλούτος και η στρατιωτική δύναμη παραμένουν συγκεντρωμένα μέσα στις πόλεις, στις οποίες η πολιτική και κοινωνική διάρθρωση συντηρούν πάντα τη ρωμαϊκή κληρονομιά, η πόλη και το κράτος διαφυλάσσουν το κύρος και την εξουσία τους. Η αριστοκρατία εδώ δεν είναι στρατιωτική και αγροτική, αλλά αστική και επιφορτισμένη με αξιώματα πολιτικά και εκκλησιαστικά. Στην ύπαιθρο των ίδιων αυτών χωρών, ο φεουδαλισμός συγκρούεται με τις προσωπικές γαίες, τις απαλλαγμένες από τους κανόνες της υποτελούς εξαρτήσεως. Αυτή η κατάσταση επισημαίνεται στη Νότια Ευρώπη, στην Ισπανία, στη Γαλλία, νότια του Λίγηρα, καθώς και στην Ιταλία, όπου η φραγκική κατάκτηση είχε μείνει επιφανειακή, ακόμη και στον βορρά, ενώ στον νότο επιβιώνουν οι αναμνήσεις των θεσμών της Ρώμης και οι παραδόσεις που διαμορφώθηκαν με τη βυζαντινή ή μουσουλμανική παρουσία. Σε άλλες χώρες οι αυτοκρατορικοί καρολίδειοι θεσμοί ανθίστανται περισσότερο ή γνωρίζουν ένα είδος ανανεώσεως. Έτσι εξηγούνται η καθυστέρηση, χρονολογικά, κάποτε πολύ αξιόλογη, και τα γνωρίσματα τα τόσο πρωτότυπα της γερμανικής φεουδαρχίας. Αλλού, τέλος, ούτε τα πολιτικά ρωμαϊκά έθιμα, ούτε οι καρολίδειες παραδόσεις είχαν εισδύσει, όπως π.χ. στην Ανατολική Γερμανία, στη Σαξονία, καθώς και στα αγγλο-σαξονικά βασίλεια της Αγγλίας. Στη Φρεισία διατηρούνταν ελεύθερες κοινότητες χωρικών, οι οποίοι επί πολύ καιρό δεν υιοθετούσαν ούτε την αυθεντία, με βάση την έγγεια ιδιοκτησία, ούτε τις σχέσεις υποτέλειας. Αναμφισβήτητα όλες αυτές οι κοινωνίες έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά με την κλασική, θα λέγαμε, φεουδαρχία, εξάρτηση δηλ. σε προσωπικό επίπεδο ή διαμόρφωση της «πελατείας». Παρουσιάζουν όμως βαθειές διαφοροποιήσεις. Έτσι συχνά συμβαίνει να συναντούμε κοινωνίες που δεν έχουν οργανωθεί με πρότυπο τη στρατιωτική ζωή σε συνδυασμό και με την εκμετάλλευση του εδάφους. Σε ορισμένες χώρες πάλι ο φεουδαλισμός εισδύει ή ενισχύεται από μία κατάκτηση. Αυτό παρατηρείται με την ειρηνική κατάκτηση, με την οποία ο Γάλλος πάπας Σίλβεστρος Β' (999-1003) επιδιώκει να επιβάλει το φέουδο στα ποντιφικικά κράτη, ή με τη στρατιωτική κατάκτηση των Νορμανδών στην Αγγλία και στη Νότια Ιταλία. Αυτές όμως οι «θύραθεν», οι από έξω εισαγόμενες μορφές φεουδαλισμού, όπως άλλωστε και αργότερα το φεουδαλικό σύστημα της Ιερουσαλήμ, διατηρούν αρκετά ιδιόμορφα στοιχεία. Digitized by 10uk1s
Επηρεάζονται από τις συνθήκες εγκαταστάσεως και εποικισμού, από παλαιές παραδόσεις και θεσμούς. Φαίνονται κάποτε σαν τεχνητές μορφές φεουδαλισμού. Γενικά η συνήθεια του τόπου διαφοροποιεί την έννοια του φεουδαλικού συστήματος. Έτσι στη Βόρεια Γαλλία, στη Φλάνδρα, στις δυτικές επαρχίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας η τιμαριωτική κοινωνία είναι οργανωμένη πιο λεπτομερειακά. Αλλού όμως ο όρος φεουδαρχία δεν ξεπερνά το γνωστό λεξιλόγιο ή περιορίζεται σε μια κάποια συλλογική νοοτροπία. Ενδιαφέρει, νομίζω, να παρακολουθήσομε την εξέλιξη του θεσμού σε κάθε περιοχή της Ευρώπης, γιατί το κοινωνικό αυτό σύστημα επιβίωσε επί αιώνες, επέφερε ανακατατάξεις στις ανθρώπινες σχέσεις, προκάλεσε επαναστάσεις, συνέβαλε στην επιβολή απολυταρχικών καθεστώτων ή στον εκδημοκρατισμό των πολιτικών θεωριών.
2. ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΓΑΛΛΙΑ Εδώ αναπτύχθηκαν και ρίζωσαν για καλά οι φεουδαλικές συνήθειες. Από τις αρχές του 11ου αι. μπορούμε να συνοψίσομε ως εξής τις συνήθειες αυτές: α) Είναι οι διατυπώσεις της πράξεως της υποταγής· πράξεως που φαίνεται να έχει ειδωλολατρική καταγωγή. Συνίσταται στο να τοποθετεί ο υποτελής, γονατιστός, τα χέρια του μέσα στα χέρια του κυρίου του (σημαίνει άραγε την ανάμιξη του αίματος;). Προστίθεται ακόμη το φιλί της ομόνοιας. Αυτή είναι η παραδοσιακή τελετή της «συστάσεως», της εκδηλώσεως δηλ. της τιμής, του προσκυνήματος (hommage). Με τον όρκο που δινόταν επάνω στα ιερά λείψανα ή στο σώμα ενός αγίου ο υποτελής υποσχόταν πίστη στον κύριό του. Αυτός πάλι σε αντάλλαγμα του παραχωρούσε το «ευεργέτημα» (beneficium) ή το φέουδο, δίνοντάς του στο χέρι κατά τρόπο συμβολικό ένα βώλο γης. β) Το περιεχόμενο των αμοιβαίων καθηκόντων. Ο κύριος παραχωρούσε το φέουδο και την προστασία, ο υποτελής υποσχόταν πάνω απ' όλα να μην απαρνηθεί τον αφέντη του. Η τελευταία αυτή υποχρέωση ήταν θεμελιώδης σε μια εποχή πολιτικής αναρχίας. Έτσι μπορεί κανείς να διακρίνει την αρχή της παλινορθώσεως της τάξεως, που θα στηριζόταν στους ανθρώπινους δεσμούς, σε νέες ιδιωτικές σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοϋποστηρίξεως. Ο υποτελής εξ άλλου οφείλει στον κύριό του το «servicium», όρος γενικός, με τον οποίο εννοούμε την υποχρέωση να εμφανίζεται στην αυλή του αφέντη του, στο δικαστήριο και τέλος την ίδια τη στρατιωτική υπηρεσία. Το τελευταίο αυτό καθήκον εξελίσσεται σε βασική προϋπόθεση για όλες τις άλλες υποχρεώσεις και καθορίζει το είδος της ζωής του υποτελούς, ο οποίος γίνεται πάνω απ' όλα ένας ιππότης. Επιβάλλονται σ' αυτόν βαρύτατα έξοδα: σιδερένιος οπλισμός, κράνος, ξίφος και λόγχη, σε μια εποχή που κάθε κομμάτι σίδερο είναι είδος πολυτελείας και στοιχίζει πολύ ακριβά. Το άλογο επίσης, που είναι ικανό για μάχη, στοιχίζει αρκετά. Η τροφή του απαιτεί λιβάδια χλοερά και χωράφια με βρώμη. Το επάγγελμα αυτό του στρατιώτη προϋποθέτει μεγάλη άσκηση στην ιππική τέχνη και στην οπλασκία. Γι' αυτό και διδόταν τόση σημασία στους αγώνες και στις κονταρομαχίες που διεξάγονταν σε συνθήκες σχεδόν πολεμικές και συχνά κατέληγαν να είναι θανατηφόρες. Η στρατιωτική υπηρεσία εξ άλλου ενίσχυσε τους δεσμούς συγγενείας της οικογένειας· ο αγώνας δηλ. δεν είναι αποκλειστικά προσωπικός, ατομικός και αναρχικός, όπως τον παρουσιάζουν πολλές φορές, αλλά συλλογικός. Οι αδελφοί, τα ξαδέλφια και οι συγγενείς σχηματίζουν μία ομάδα, στην οποία όλα τα μέλη αλληλοϋποστηρίζονται και ενισχύονται. Digitized by 10uk1s
γ) Οι έγγειες βάσεις των σχέσεων της υποτέλειας. Η παραχώρηση δηλ. ενός φέουδου αγροτικής ιδιοκτησίας ή αξιωμάτων διοικητικής φύσεως με εισοδήματα αγροτικά είναι η αναγκαία προϋπόθεση της υποτέλειας. Έτσι ο όρος φέουδο κατά τον 11ο αι. στη Βόρεια Γαλλία αντικαθιστά τον όρο «ευεργέτημα» (beneficium). Ως τότε η λέξη φέουδο σήμαινε την αμοιβή του υπηρέτη, είτε σε είδος είτε σε γαίες. Έτσι είχαμε το φέουδο του ασχολούμενου με τα άλογα, το φέουδο του ασχολούμενου με την κατασκευή (από λεπτό μέταλλο) των στολών των πολεμιστών κ.λ., για να διακρίνονται τα φέουδα των χειρωνακτών ή των απλών υπηρετών. Πολύ αργότερα η λέξη φέουδο αναφέρεται - και αυτό μόνο στο Βορρά - στις σχέσεις κυρίου και υποτελούς. Ο τελευταίος αυτός δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις απέναντι στον πρώτο, παρά αφού πάρει το φέουδο, από τη σπουδαιότητα του οποίου καθορίζεται αμέσως και η σημασία της στρατιωτικής του υπηρεσίας. Αυτού βέβαια του φέουδου έχει την επικαρπία· δεν μπορεί να το διαθέσει σαν προσωπική ιδιοκτησία. Ο αφέντης διατηρεί τον τίτλο του άμεσου και αποκλειστικού ιδιοκτήτη στις γαίες που δόθηκαν ως φέουδα. Ωστόσο ο υποτελής πολύ γρήγορα στη Γαλλία, από την εποχή του Καρόλου του Φαλακρού (875-877), παραχωρεί στους κληρονόμους του το φέουδο. Η παραπάνω πρακτική μορφή των ανθρώπινων σχέσεων, που με τη συνήθεια σταθεροποιήθηκε, είχε εισδύσει, κατά τον 11ο αι., σε ολόκληρη την κοινωνία της Βόρειας Γαλλίας. Περνά ακόμη και μέσα στην Εκκλησία, η οποία τίθεται έτσι κάτω από την απόλυτη ηγεμονία των πριγκίπων και των λαϊκών αρχόντων. Το επισκοπικό λειτούργημα δεν είναι πια τίποτε άλλο παρά ένα αξίωμα που το απονέμει ο μονάρχης, ενώ ο όρκος του υποτελούς ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στους ιερείς και στους επισκόπους, στους μοναχούς και στους ηγουμένους.
3. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΓΑΛΛΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Αρκετά καθαρές είναι οι πρωτοτυπίες και οι διαφορές που παρουσιάζει η φεουδαλική κοινωνία της Γερμανίας απέναντι στο τιμαριωτικό διάγραμμα της Βόρειας Γαλλίας. Η βασική διαφορά είναι ότι στη Γερμανία συντηρείται το καθεστώς μιας ανώτερης εξουσίας, που στην ουσία επιβραδύνει τη δημιουργία φεουδαρχών και συμβάλλει στο να εφαρμόζεται ευρύτερα το παλαιό δημόσιο δίκαιο. Έτσι εξηγείται η βραδεία εισαγωγή των συνθηκών ή εν πάση περιπτώσει των όρων του φεουδαλισμού. Οι βασικές όμως διαφορές μπορούν να συνοψισθούν στους εξής τομείς: Στον πολιτικό τομέα Από άποψη πολιτική, η πιο θεαματική πλευρά για την πρώτη φεουδαλική εποχή (9ος αι.) στη Βόρεια Γαλλία και μέσα στη Γερμανία είναι η πτώση του κύρους της κεντρικής εξουσίας και η σταθεροποίηση των μεγάλων τοπικών πριγκιπάτων. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν το γεγονός αυτό σ' ένα επαρχιακό ή τοπικό «παρτικουλαρισμό» (ιδιομορφισμό), που άμεσα συνδέεται με παλαιές παραδόσεις και που θυμίζει μία αρχική εθνική κοινότητα. Αυτό διακρίνεται πολύ καθαρά στα γερμανικά εθνικά δουκάτα, που διατηρούν στην υψηλότερη πολιτική κορυφή στρατιωτικούς αρχηγούς. Υπενθυμίζομε π.χ. τη Σαξονία, της οποίας η ατομικότητα είναι πολύ έκδηλη, τη Βαυαρία, κληρονόμο της παλαιάς συνοριακής ζώνης που ίδρυσε ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής, τη Σουαβία, παλαιά χώρα των Αλαμανών, την Trèves (αρχ. Τρέβηρα, Άνω Λωρραίνη), την Κολωνία, τη Φραγκωνία και τη Λωρραίνη· των τελευταίων αυτών η ιδιαιτερότητα φαίνεται κάπως αβέβαιη. Τα σύνορα τους όμως ανταποκρίνονται προς τα σύνορα των παλαιών εκκλησιαστικών περιοχών. Το ίδιο παρατηρούμε και για τις χώρες που βρίσκονται στα άκρα της Digitized by 10uk1s
Δυτικής Φραγκιάς, όπως η Φλάνδρα, η Βουργουνδία, η Βρετάνη και κυρίως περιοχές στα νότια του Λίγηρα, όπου οι παλαιές καρολίδειες μαρκιονίες μεταβάλλονται σε αληθινά πριγκιπάτα. Αυτών οι μαρκήσιοι, οι κόμητες ή οι δούκες δεν πηγαίνουν να υποβάλουν «τα σέβη» τους (hommage) στον βασιλέα. Στην ίδια ακόμη τη Γαλλία, μερικά πριγκιπάτα ή δουκάτα απομονώνονται ολοκληρωτικά, ενισχύοντας έτσι ένα εθνικό ιδιομορφισμό ή τουλάχιστο την παλαιά αρχική καταγωγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «Νορμανδία», όπου η εξουσία του δούκα διατηρεί σταθερά το κύρος της. Εφαρμόζεται πιστά ο τρόπος απονομής δικαίου και η μορφή του νομίσματος ξεχωρίζει από τις άλλες περιοχές. Τα όρια της Νορμανδίας παραμένουν καλά καθορισμένα. Ανταποκρίνονται στα όρια της εκκλησιαστικής επαρχίας της Ρουέν. Παρουσιάζει ακόμη η περιοχή αυτή δικαστική ομοιομορφία, που αντιφάσκει προς τη μεγάλη πολυπλοκότητα των εθίμων του βασιλικού κράτους. Ο Νορμανδός δούκας προβαίνει σε μερικές εκδηλώσεις τιμής προς τον βασιλέα της Γαλλίας, αλλά στα σύνορα των επαρχιών τους και όχι στη βασιλική αυλή. Αξιοσημείωτος πραγματικά είναι ο τρόπος αυτός εκφράσεως της τιμής, ο οποίος εφαρμόζεται και από τον κόμητα της Champagne και από τον δούκα της Βουργουνδίας. Στοιχεία βέβαια που αποδεικνύουν ξεκάθαρα μία τοπική αυτονομία. Στη Γαλλία γενικά όλοι οι νέοι πρίγκιπες, οι δούκες, οι μαρκήσιοι ή οι κόμητες δεν ασκούν πια τα προνόμια που άλλοτε άμεσα συνδέονταν με τα σημαντικά αυτά αξιώματα. Στην πραγματικότητα η εξουσία τους βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με τη σπουδαιότητα των φέουδών τους και των ανθρώπων τους. Παντού οι υποτελείς, αφού απαλλάσσονται από την εξουσία του κόμητα, επιβάλλουν το δικαίωμά τους να καλούν και να στρατολογούν τους χωρικούς της περιοχής, σφετερίζονται μάλιστα και δικαιώματα βασιλικά, όπως το δικαίωμα να κόβουν νομίσματα και να απονέμουν δικαιοσύνη. Έτσι διαμορφώνονται πολυάριθμες καστελλανίες (επαρχίες θα λέγαμε περίπου σήμερα) ανεξάρτητες, αληθινά κέντρα στρατιωτικής και δικαστικής εξουσίας. Αυτή η πολιτική μεταμόρφωση προχωρεί με πιο αργό ρυθμό και σε πιο περιορισμένη κλίμακα στη Γερμανία απ' ό,τι στη Γαλλία. Στην κοινωνική δομή Από άποψη κοινωνική, η αντίθεση ανάμεσα στη Γαλλία και στη Γερμανία παρουσιάζεται πιο ξεκαθαρισμένη, αλλά οι μελέτες των επιστημόνων προκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες και διαμάχες. Η φεουδαλική ορολογία επιτρέπει πάντα να διακρίνομε αυτούς που δέχονται την υποτέλεια και τον όρκο της εξαρτήσεως του άλλου, από εκείνους που τον δίνουν. Έχομε δηλ. τους domini ή τους seniores, από τη μια, και τους vassi, vassali, hommes, από την άλλη. Η λέξη υποτελής, vassalus, προέρχεται από την κελτική λέξη gwas που θα πει άνθρωπος. Γύρο στο 1000 μ.Χ. επιβάλλεται η λέξη miles. Βρίσκομε λοιπόν ανάμεσα στους υποτελείς αυτούς, ακόμη και σ' εκείνους του βασιλιά, ανθρώπους με κοινωνικές διαβαθμίσεις τρομερά ποικίλες. Ποιοι είναι αυτοί και πώς μπορούμε να εξηγήσομε την καταγωγή τους; Για πολύ καιρό ο επιστημονικός κόσμος πίστευε ότι οι φεουδάρχες είχαν διαμορφώσει μια αριστοκρατική τάξη, μια εντελώς καινούργια τάξη ευγενών, την τάξη των ιπποτών. Αυτή αντικατέστησε την παλαιά αριστοκρατία της Εποχής των Φράγκων και των Καρολιδών, με τη δύναμη των όπλων και ύστερα από διαδοχικούς σφετερισμούς. Σήμερα όμως, εντελώς αντίθετα, οι σύγχρονοι επιστήμονες αποδέχονται την άποψη του ιστορικού Digitized by 10uk1s
L. Genicot. Σύμφωνα μ' αυτόν, η μεσαιωνική τάξη των ευγενών είναι ανεξάρτητη από τους ιππότες. Δεν πρόκειται στην περίπτωση μας για στρατιωτική υπεροχή, αλλά για υπεροχή αριστοκρατικής καταγωγής. Ο ευγενής επικαλείται και δοξάζει τους προπάτορές του. Ειδικοί επί του θέματος Γερμανοί ιστορικοί ωστόσο αντιπροτείνουν ότι η τάξη των ευγενών συνδέεται άμεσα τόσο με την καταγωγή όσο και με την άσκηση της εξουσίας (γερμ. Herrschaft), ενώ η τάξη των ιπποτών διακρίνεται από την προσφορά υπηρεσίας, με την οποία κατ' εξοχήν διαμορφώνεται η τύχη της. Ο ιππότης λοιπόν είναι πολεμιστής στην υπηρεσία ενός μεγάλου, δεν είναι ένας ευγενής. Ωστόσο, η βαθύτερη εξέταση των απόψεων αυτών μας οδηγεί στη διαφοροποίησή τους και ιδίως στο σημείο να παρακολουθήσομε τη χαρακτηριστική διάκριση ανάμεσα στη «Φραγκία» και στη Γερμανία. Γι' αυτό και πρέπει να υπενθυμίσομε τα ακόλουθα: Πρώτα πρώτα, τον τρόπο της διαδοχής στις οικογένειες των ευγενών. Η ευγένεια δηλ. πώς μεταδιδόταν, από τον άνδρα ή από τη γυναίκα; Στα χρόνια των Καρολιδών ευγενής οικογένεια είναι η Sippe (= η φάρα), μία μεγάλη δηλ. ομάδα από συγγενείς. Η κληρονομιά μεταβιβάζεται από τις κόρες, οι οποίες προσκομίζουν την περιουσία τους στον γάμο. Γι' αυτό και έχομε έγγειες περιουσίες σκορπισμένες εδώ κι εκεί και που εύκολα αλλάζουν κύριο. Τα οικογενειακά ονόματα (επώνυμα) δεν υπάρχουν, ενώ τα βαφτιστικά ονόματα λαμβάνονται από το γένος της μητέρας. Αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή, κατά την οποία ο ευγενής δεν μπορεί να εξελιχθεί και να κάμει περιουσία παρά μόνο όταν ζει προσκολλημένος στον οίκο του βασιλιά. Η συνεχής αναδιανομή των αξιωμάτων απαγορεύει στον ευγενή να διατηρεί ένα δικό του «οίκο». Πρόκειται δηλ. γι' αυτό που ονομάζομε «ευγένεια οικιακή», εξαρτώμενη από το βασιλικό παλάτι (ή γερμ. Hausadel). Αργότερα όμως παρατηρείται ότι η ευγενής οικογένεια περιορίζεται σε μια γενιά, σε μια φατρία (γερμ. Geschlecht), που υπερηφανεύεται αυτή τη φορά για τον κοινό πρόγονο· όλοι οι άνθρωποί της φέρουν το όνομα αυτό του προγόνου. Ζουν στον ίδιο «οίκο», στο δικό τους σπίτι, που αποτελεί και το λίκνο, την κοιτίδα της οικογένειας. Το κρίσιμο στάδιο επισημαίνεται στη στιγμή, κατά την οποία οι ευγενείς μπορούν να εγκαταλείψουν τη βασιλική υπηρεσία, να ξεφύγουν δηλ. από το προσωπικό του βασιλιά, και να εγκατασταθούν μόνοι τους κάπου. Τότε μόνο η φεουδαλική κοινωνία προσλαμβάνει τον πραγματικό της χαρακτήρα, δηλ. την έξαρση του ανθρώπου, την πολεμική αρετή, την αλληλεγγύη προς τα μέλη της ίδιας καταγωγής και την αυξανόμενη τάση για την κληρονομιά της περιουσίας και των αξιωμάτων. Το πέρασμα αυτό από τη μια κατάσταση στην άλλη γίνεται πιο γρήγορα στη Γαλλία παρά στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Ο θεσμός του ιππότη Ας δούμε τώρα την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ιππότες, οι milites. Στη Γερμανία ιδίως ο ιππότης είναι «υπηρέτης», κάπως διαφορετικός από το προσωπικό του σπιτιού. Ζει κοντά στον κύριό του, όχι όμως σε δικό του χωριστό σπίτι. Η θέση του δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη του ελεύθερου χωρικού, ο οποίος είναι νεόπλουτος και οφείλει να προσφέρει στρατιωτική υπηρεσία στο πεζικό του κυρίου του. Οι υποθέσεις του ιππότη εκδικάζονται όχι στα φεουδαλικά δικαστήρια, που προορίζονται για τις υποθέσεις των υποτελών και επιβάλλουν το έθιμο των φεούδων, αλλά στα δικαστήρια των κομητειών, τα οποία επιβάλλουν το κοινό εντόπιο δίκαιο. Αυτούς τους ιππότες - υπηρέτες τους συναντούμε επίσης στη Φλάνδρα, στην Καμπανία (τη Γαλλική Champagne) και στη Νορμανδία. Ζουν εδώ μια ζωή οικογενειακή· συχνά τρέφονται μέσα στον Digitized by 10uk1s
πύργο ή είναι εγκαταστημένοι σε γαίες που τους έχει παραχωρήσει ο αφέντης τους. Σε νοτιότερες ωστόσο επαρχίες οι ιππότες έχουν έγγειο ιδιοκτησία, κληρονομική, φέουδα και χωράφια. Ο τρόπος επομένως της ζωής τους εδώ είναι εντελώς διαφορετικός. Η εξύμνηση, εξ άλλου, της ηθικής αξίας και των αρετών του ιππότη παρατηρείται αρχικά και αρκετά ενωρίς στη Γαλλία πρώτα και έπειτα στη Γερμανία. Στη Γαλλία από το 1000 μ.Χ. επιβάλλεται η ιδέα για τη δημιουργία ενός πολεμικού τάγματος, μιας «στρατιάς» (milicia) του Χριστού, η οποία διέπεται από τους δικούς της χωριστούς κανόνες. Στη Γερμανία η διαφοροποίηση αυτή των καταστάσεων επισημαίνεται πολύ αργότερα, κατά το διάστημα του 12ου αι., μετά την εισαγωγή και την επιτυχία των ιπποτικών ταγμάτων, όπως γεννήθηκαν αυτά από τις Σταυροφορίες. Τότε ο ιππότης, άνθρωπος για προσφορά οικιακής υπηρεσίας, μεταβάλλεται σε στρατιώτη του θεού. Εν τω μεταξύ ο ιππότης αποκτά περιουσία κατά το διάστημα της υπηρεσίας του στους Γερμανούς αυτοκράτορες, οι οποίοι ασχολούνται με τους λεγόμενους πολέμους περί της «περιβολής» (της εξουσίας), εναντίον των παπών. Ανατίθενται ακόμη στον ιππότη υψηλά διοικητικά καθήκοντα. Αποτέλεσμα των νέων αυτών καταστάσεων είναι η τάξη των ιπποτών να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά. Μερικοί γίνονται πάρα πολύ πλούσιοι και δυνατοί. Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω παρατηρούμε: α) ότι στη Γαλλία αναπτύσσεται πολύ πιο σύντομα από ό,τι στη Γερμανία το αίσθημα της πολιτικής αυτονομίας, με αποτέλεσμα την απαλλαγή από τα δεσμά της κεντρικής εξουσίας και τη δημιουργία φεουδαλικών κατά περιφέρειες κοινωνιών β) ότι στη Γαλλία επίσης ανέρχεται κοινωνικά γρηγορότερα η τάξη τόσο των ευγενών, που απομακρύνονται από τον μονάρχη, όσο και των ιπποτών. Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο θα καθυστερήσει αρκετά να εμφανισθεί στη Γερμανία.
4. ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ Στην Ιταλική χερσόνησο, από τις Άλπεις ως τη Σικελία, οι πόλεις παραμένουν ακόμη το κέντρο όλης της πολιτικής, της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής. Οι δυνατοί, οι κόμητες ή οι αντιπρόσωποί τους, αξιωματούχοι κάθε είδους, άνθρωποι του πολέμου, δεν κατοικούν μέσα σε ισχυρά κάστρα της υπαίθρου, αλλά μέσα στις πόλεις. Εκεί έχουν τα σπίτια τους κτισμένα σε μορφή φρουριακή και σε σημεία κεντρικά. Διατηρούν τους ανθρώπους τους, τους οποίους ευνοούν, καθώς και πλούσια και απέραντα κτήματα. Θα ασκήσουν λίγο αργότερα σημαντική εμπορική δραστηριότητα. Η αντίθεση με τις χώρες του Βορρά είναι κυρίως αισθητή στη Νότια Ιταλία, η οποία παραμένει βυζαντινή ακόμη γύρω στα 1000 μ.Χ. Εδώ έχομε εντελώς διαφορετικό κόσμο και θεσμούς που βρίσκονται αρκετά μακριά από τη γερμανική οργάνωση. Η πόλη στην Καλαβρία ή στην Απουλία, καθώς ακόμη και στην Καμπανία, φαίνεται να κυβερνάται από μία αριστοκρατία ανωτέρων υπαλλήλων, στρατιωτικών, αξιωματούχων της αυτοκρατορικής διοικητικής μηχανής, επισκόπων, που όλοι τους παίρνουν τους τιμητικούς αυλικούς τίτλους από την Κωνσταντινούπολη. Μερικές οικογένειες έρχονται από την Ανατολή και εγκαθίστανται κυρίως στο Ροσσάνο της Καλαβρίας. Όλοι είναι κάτοχοι γαιών. Αυτοί λοιπόν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες, σε μια εποχή που ο βυζαντινός αυτοκράτορας θα είναι ανίκανος να υποστηρίξει και να προστατεύσει τις επαρχίες τους, προσφέρουν την προστασία τους στους πιο αδύνατους· οι τελευταίοι, σε αντάλλαγμα, εκχωρούν τα μικρά κτήματά τους στους προστάτες τους, οι οποίοι έτσι αυξάνουν τις Digitized by 10uk1s
μεγάλες έγγειες περιουσίες τους. Οι πολιτικές και κοινωνικές δομές στην Κεντρική και Βόρεια Ιταλία, παρά τη λομβαρδική κατοχή και την καρολίδεια (γερμανική) κατάκτηση, διαφέρουν αρκετά σημαντικά από εκείνες των φραγκικών χωρών πέρα από τις Άλπεις. Σ' αυτές τις ιταλικές επαρχίες αρκετά γρήγορα μία ισχυρή φεουδαλική τάξη με πολλούς υποτελείς του Γερμανού αυτοκράτορα εξασφαλίζει την κληρονομικότητα των φεούδων. Κάτι τέτοιο συμβαίνει π.χ. στις μεγάλες συνοριακές κομητείες ή μαρκιονίες του Φρίουλι, του Σπολέτο, της Τοσκάνης κ.α. Αυτοί οι κόμητες, οι μαρκήσιοι και ανώτεροι κληρικοί ακόμη ανεγείρουν πύργους και φρούρια· με τη σειρά τους έπειτα παραχωρούν κτήματα σε αξιωματούχους της αυλής τους. Διαμορφώνεται τότε (11ος αι.) μια φεουδαλική τάξη δευτέρου βαθμού επάνω στην οποία στηρίζεται ο αυτοκράτορας. Αυτή όμως η ιταλική φεουδαλική τάξη διακρίνεται καθαρά από τα εξής χαρακτηριστικά. Πρώτα πρώτα από το πρωτότυπο φεουδαλικό δίκαιο που επικρατεί, γνωστό ως «Jus Langobardorum», σε αντίθεση με το «Jus Francorum». Αυτό το δίκαιο πολύ γρήγορα γράφτηκε και καθιερώθηκε. Σύμφωνα μ' αυτό, η σχέση ανάμεσα στο τιμάριο και στη στρατιωτική υπηρεσία δεν υπάρχει παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ενώ οι φεουδάρχες ευγενείς δεν απαρτίζουν εδώ μία τάξη ή μία κάστα πολεμιστών. Το τιμάριο τείνει να γίνει ένα είδος προσωπικής ιδιοκτησίας. Η απαλλοτρίωση του τιμαρίου, αντίθετη στο δίκαιο το κατ' εξοχήν φεουδαλικό που βασίζεται στον δεσμό της εξαρτήσεως, επιτρέπεται συχνά στην Ιταλία. Τέλος, το κτήμα παραμένει πάντα στη συλλογική ιδιοκτησία των αδελφών, που αποτελούν μια στενά δεμένη εταιρεία, ένα «consortium» που κληρονομήθηκε από την παλαιά γερμανική αδελφότητα (fraternitas) των Λομβαρδών. Κληρονόμοι είναι όλοι μαζί. Το δίκαιο του πρωτότοκου (ότι δηλ. το πρώτο παιδί που γεννήθηκε είναι και ο κληρονόμος), που έχει επιβληθεί στη Βόρεια Γαλλία, δεν εφαρμόζεται εδώ. Το δεύτερο χαρακτηριστικό στη φεουδαλική ιταλική κοινωνία είναι η επικράτηση των πόλεων. Αν εξαιρέσομε τις Άλπεις, στο ανατολικό τμήμα τους, καμιά πόλη δεν περιήλθε στην εξουσία ενός πύργου. Π.χ. το Bondano, κέντρο πολιτικό της κόμησσας της Τοσκάνης Ματθίλδης, νότια της Μάντοβα και της Φερράρα, δεν μπόρεσε να υποτάξει τις δύο αυτές γειτονικές πόλεις. To Reggio Emilia, αν και βρίσκεται πολύ κοντά σε ισχυρούς φεουδάρχες, παραμένει ανεξάρτητο. Σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως στη Γένοβα, στη Φλωρεντία, στην Πίζα, οι ευγενείς της πόλεως επιχειρούν την κατάληψη της γειτονικής υπαίθρου και υποχρεώνουν τους φεουδάρχες της εξοχής να προσχωρήσουν σε σύμφωνο αμυντικής υποστηρίξεως και να έλθουν ακόμη να κατοικήσουν στην πόλη.
5. ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ Εδώ, πριν απο τη νορμανδική κατάκτηση, η εξέλιξη της Αγγλοσαξονικής κοινωνίας είναι εντελώς διαφορετική. Δεν συναντούμε ούτε τη ρωμαϊκή κληρονομιά, ούτε τις παραδόσεις της γερμανικής καρολίδειας αυτοκρατορίας, αλλά βρίσκομε μια γερμανική κοινωνία που εγκαταστάθηκε, έζησε σχεδόν απομονωμένη και δέχθηκε, σε πολλές περιοχές, επιδράσεις από τους Δανούς εποίκους. Η πορεία της κοινωνίας προς τον θεσμό της υποτέλειας, κατά το γερμανικό σύστημα, καθυστέρησε πάρα πολύ εξ αιτίας της ισχυρής αλληλεγγύης των κοινοτήτων της υπαίθρου, οι οποίες διατηρούν πολύ ζωντανή την ιδέα της προσωπικής ελευθερίας και ισότητας των ελεύθερων πολιτών, που άμεσα εξαρτώνται από τον μονάρχη. Η κατάσταση αυτή εξηγεί τη συντήρηση μιας αυτόνομης τοπικής διοικήσεως μέσα στα πλαίσια της κομητείας (αγγλ. shire) και κυρίως μέσα στα πλαίσια της «εκατοντάδας» (αγγλ. hundred), μιας δηλ. αρκετά ενωμένης πολιτικής μονάδας, πολύ παλαιάς, της οποίας οι πρώτες αρχές και τα χαρακτηριστικά παραμένουν ακόμη άγνωστα στην έρευνα. Επί πλέον Digitized by 10uk1s
η βασιλική εξουσία δεν παύει να απαιτεί τη στρατιωτική βοήθεια από όλους. Οι μεγάλοι βέβαια γαιοκτήμονες επισημαίνονται από τον 10ο αι. και έπειτα, σαν αποτέλεσμα, της αναπτύξεως απέραντων εγγείων ιδιοκτησιών και ως συνέπεια της σημασίας που παίρνουν οι ατέλειες, παραχωρήσεις δηλ. εξουσίας και δικαιοδοσίας εκ μέρους του μονάρχη προς όφελος πλουσίων πιστών υπηκόων. Αυτοί ονομάζονται στα αγγλικά Earls (κόμητες) και earldormen (κομητείες). Αλλά γενικά στην Αγγλία οι σχέσεις εξαρτήσεως, ως τη νορμανδική κατάκτηση, παραμένουν αρκετά ασαφείς· η σχετική ορολογία είναι αρκετά ποικίλη· δεν παρέχει ξεκάθαρη ιδέα των θεσμών. Σε μια κοινωνία που ακόμη καλά καλά δεν έχει σταθεροποιηθεί στη γη, που συχνά αναστατώνεται από επιδρομές και συγκρούσεις, οι άνθρωποι παραμένουν στενά δεμένοι με τις παραδόσεις της πολεμικής συντεχνίας και περιορίζονται στη μικρή ομάδα γύρο από έναν αρχηγό. Στην ουσία πρόκειται για δεσμούς προσωπικής εμπιστοσύνης, που ενισχύει, ανάμεσα στους υπηκόους, τη σύσφιγξη της οικογενειακής κοινότητας. Είναι ο στοργικός δεσμός που υμνούν τα ποιήματα της εποχής, όταν μιλούν για την αγωνία του απομονωμένου ανθρώπου, που δεν έχει κύριο και προστάτη. Αυτός ο τελευταίος οφείλει να προσφέρει αρχικά προστασία και τροφή. Είναι αυτός που δίνει το ψωμί, στα αγγλ. ο hlaford, από όπου αργότερα θα προέλθει η λέξη λόρδος (lord). Σε όλες λοιπόν τις δυτικές χώρες από τον 11ο αι., αυτοί οι δεσμοί εξαρτήσεως, οι τόσο διαφορετικοί, αλλού σε πιο στενή σχέση με την κατοχή γαιών και το στρατιωτικό επάγγελμα, αλλού πιο αβέβαιοι και δύσκολα διακρινόμενοι, προσκρούουν στο κύρος του μονάρχη, ο οποίος με διάφορες μεθόδους τους χρησιμοποιεί προς όφελός του. Στην τακτική αυτή οφείλεται, για την Αγγλία και τη Γαλλία, τουλάχιστο, ο όρος «φεουδαλικές μοναρχίες». Στη Γερμανία, η παλινόρθωση της αυτοκρατορίας καθιέρωσε μια άλλη πολιτική ιδεολογία, μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.
Digitized by 10uk1s
VI. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΚΡΑΤΗ (10ος-11ος αι.)
1. Η ΝΕΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Πραγματικά το θεμελιώδες γεγονός στην ιστορία των διεθνών σχέσεων κατά τον 10ο αι. υπήρξε η επανίδρυση (για δεύτερη φορά) της αυτοκρατορίας στη Δύση. Το σημείο αφετηρίας βρίσκεται στη Γερμανία. Εδώ παρατηρείται λιγότερο από όλες τις άλλες χώρες το φαινόμενο του κατακερματισμού, γιατί η γερμανική βασιλεία έχει ισχυροποιηθεί από τους βασιλείς του οίκου της Σαξονίας. Η δομή του κράτους είναι στις βασικές της γραμμές η ίδια με εκείνη του κράτους των Καρολιδών, ενώ η Εκκλησία, χάρη σε μια τέλεια οργάνωση, εξελίχθηκε σε ισχυρό κυβερνητικό παράγοντα που περνά στα χέρια του μονάρχη. Είναι η αυτοκρατορική Εκκλησία. Την εποχή αυτή στη Γερμανία επικρατεί το δουκάτο της Σαξονίας, του οποίου ο δούκας Όθων θα ανακηρυχθεί βασιλιάς ολόκληρης της Γερμανίας, γνωστός ως Όθων Α' ο Μεγάλος (936-973). Έτσι αρχίζει η λεγόμενη οθωνική περίοδος στην ευρωπαϊκή ιστορία με τους διαδόχους του Όθωνος Α', τον Όθωνα Β' (973-983) και τον Όθωνα Γ' (983-1002). Απ' αυτούς, ο Όθων Α', επηρεασμένος από τις καρολίδειες παραδόσεις και από άλλους παράγοντες, αποκλειστικά γερμανικούς, προσανατολίζεται προς την Ιταλία, με σκοπό να επωφεληθεί από τις εμφύλιες έριδες ανάμεσα στους τοπικούς μονάρχες, εξ αιτίας των οποίων επικρατεί αναρχία. Παρεμβαίνει πραγματικά και καταφέρνει, όπως άλλοτε ο Καρλομάγνος, να θεωρηθεί ως ο πρωταθλητής και προστάτης του χριστιανισμού και να πάρει την αυτοκρατορική κορόνα στη Ρώμη (το έτος 962) από τα χέρια του πάπα Ιωάννου IB' (955-964). Σκοπός του Όθωνος Α' είναι η ένωση στο πρόσωπό του, και έπειτα στη δυναστεία του, της Γερμανίας με το βασίλειο της Ιταλίας. Αυτό θα διαρκέσει αιώνες ολόκληρους. Δεν βρισκόμαστε τώρα παρά στο πρώτο βήμα της μεγαλεπήβολης αυτής προσπάθειας. Στη Ρώμη η παπική Εκκλησία είχε καταντήσει παιχνίδι στα χέρια των φατριών της αριστοκρατίας και είχε χάσει το ηθικό της κύρος. Γι' αυτό και δεν διστάζει ο πάπας σε μια στιγμή αμηχανίας να καλέσει τον Όθωνα Α'. Αυτός θα ακολουθήσει την καρολίδεια παράδοση και θα στεφθεί, όπως αναφέραμε, αυτοκράτορας στην Αιωνία Πόλη. Αυτή η νέα προσωπική ένωση ανάμεσα στη Γερμανία και στην αυτοκρατορία (με τη γενική της έννοια) θα κρατήσει πάρα πολλά χρόνια. Αλλά με την εξής προϋπόθεση, ότι το αυτοκρατορικό αξίωμα θα απονέμεται από τον πάπα στη Ρώμη με μια τελετουργική στέψη. Κι αυτό θα γίνεται ως τις αρχές του 16ου αι. Ο «Römerzug», η αναγκαστική δηλ. μετάβαση στη Ρώμη, οι υποχρεώσεις του ίδιου του αυτοκράτορα και οι σχέσεις του με την παποσύνη ενίσχυσαν το ρεύμα, που παρέσυρε τους Γερμανούς μονάρχες μέσα στον λαβύρινθο των ιταλικών και των παπικών υποθέσεων και έστρεψε προς την κατεύθυνση αυτή ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής ενεργητικότητας. Χάρη στη σχετική σταθερότητα της εξουσίας του στη Γερμανία, ο Όθων Α' ήταν ικανός να κάνει επεμβάσεις στα γειτονικά κράτη, όπως στο βασίλειο της Βουργουνδίας και ακόμη στη Γαλλία. Πέτυχε επίσης να καταλάβει τις σλαβικές χώρες ανατολικά του Έλβα ποταμού. Εξ αιτίας όμως μιας ανεπαρκούς αυξήσεως του πληθυσμού στο εσωτερικό, η κατάληψη δεν μπορούσε να συνοδευθεί και από τον αναγκαίο εποικισμό. Τα αποτελέσματα παρέμειναν αρκετά εύθραυστα, όπως και τα αποτελέσματα από τον εκχριστιανισμό που επεδίωξε ανάμεσα στους Σλάβους.
Digitized by 10uk1s
Αντίθετα, πολύ νοτιότερα, η νίκη του εναντίον των Ούγγρων του επέτρεψε να αναδιοργανώσει και να επεκτείνει τα ανατολικά όρια (τη μαρκία) της Βαυαρίας. Τότε αρχίζει να παίρνει μορφή η Αυστρία. Μέσα στα δουκάτα των Σλάβων που είχαν ιδρυθεί στη Βοημία, και μακρύτερα ακόμη, προς ανατολάς, στην Πολωνία, ο Όθων Α' ευνόησε τον εκχριστιανισμό και υποχρέωσε τους δούκες να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του. Ωστόσο οι πολιτικές αυτές επιτυχίες υπήρξαν εφήμερες· μόνο η επιρροή της Γερμανικής Εκκλησίας στη Βοημία παρέμεινε μία πραγματικότητα. Οφείλομε εξ άλλου να παρατηρήσομε και να υπογραμμίσομε αυτό που συχνά συμβαίνει σε παρόμοια ιστορικά φαινόμενα. Ότι δηλ. η ευρεία πολιτική και θρησκευτική δραστηριότητα του Όθωνος Α' στο εξωτερικό είναι εν μέρει προγενέστερη της ιδρύσεως της αυτοκρατορίας. Ασκήθηκε μια τέτοια δραστηριότητα, γιατί ο Όθων, βασιλιάς της Γερμανίας, διέθετε «μέσα δυνάμεως», τα οποία του εξασφάλιζαν τη σχετική ικανότητα, ενώ τα κίνητρα που την ενέπνευσαν είναι η παράδοση των Καρολιδών, προγόνων του Όθωνος, και η παράδοση των δουκών της Σαξονίας, των προκατόχων του. Το αυτοκρατορικό αξίωμα υπήρξε γι' αυτόν κυρίως μια έξαρση, θα λέγαμε, του βασιλικού γοήτρου, της βασιλικής δυνάμεως. Η αυτοκρατορική ιδέα χωρίς πολιτικό αντίκρισμα Η αντίληψη όμως περί αυτοκρατορίας (που φυσικό ήταν να προκαλέσει τις διπλωματικές αντιδράσεις του βυζαντινού αυτοκράτορα, όπως άλλωστε συνέβη και με τη στέψη του Καρλομάγνου) θα αλλάξει ριζικά στα χρόνια των αμέσων διαδόχων του Όθωνος Α'. Ο γιος του, ο Όθων Β' (973-983), που θα νυμφευθεί τη βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, τοποθετούσε την έννοια της αυτοκρατορικής εξουσίας πολύ πιο ψηλά από τη βασιλική δύναμη που ο γερμανικός θρόνος του έδινε. Προσπάθησε να επιβάλει στη Νότια Ιταλία τα δικαιώματα που πίστευε ότι αντλεί από το υψηλό αυτό αξίωμα. Μια τέτοια προσπάθεια επέφερε ολοσχερή καταστροφή. Συγκεκριμένα, οι Σλάβοι μόλις αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία είχε μείνει χωρίς στρατιωτικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τις περισσότερες από τις συνοριακές επαρχίες πέρα από τον Έλβα ποταμό και ξερίζωσαν απ' αυτές τη χριστιανική θρησκεία. Ο Όθων Γ' (983-1002) προχώρησε πολύ πιο πέρα από τον πατέρα του. Είχε μια αντίληψη καθαρά κληρική και μια ιδέα υπερεθνική σχετικά με την αυτοκρατορία. Πίστευε ότι εκαλείτο να προστατεύσει την Εκκλησία και να απλώσει την εξουσία του σ' όλο τον κόσμο. Η Γερμανία δεν ήταν παρά ένα από τα βασίλεια τα υποταγμένα στην παγκόσμια εξουσία του. Γι' αυτό και επιδοκίμασε, κατά τρόπο πολύ φυσικό, τον πάπα, όταν ο τελευταίος κατά το 1000 μ.Χ. παρεχώρησε στον δούκα Στέφανο της Ουγγαρίας το βασιλικό στέμμα και προετοίμασε τον δρόμο για την οργάνωση μιας ουγγρικής Εκκλησίας απαλλαγμένης από την επιρροή των Γερμανών μισσιοναρίων. Προκάλεσε, εξ άλλου, ο ίδιος τη δημιουργία μιας εντόπιας επισκοπικής ιεραρχίας στην Πολωνία, όπου η δραστηριότητα της αυτοκρατορικής Γερμανικής Εκκλησίας δεν μπόρεσε πια στο μέλλον να ασκηθεί δυναμικά. Ο Όθων Γ' για πολύ καιρό υπέστη την επίδραση ενός σοφού μοναχού, του Γερβέρτου d' Aurillac, ηγουμένου του μοναστηριού της πόλεως Μπόμπιο (στην Emilia, Κεντρική Ιταλία), αρχιεπισκόπου έπειτα της Ρεμς, αρχιεπισκόπου της Ραβέννας και τέλος στα 999 πάπα με το όνομα Σίλβεστρος Β'. Αυτός υπήρξε ο έμπιστός του άνθρωπος και το πιο σταθερό κίνητρο της πολιτικής του. Και οι δυο μαζί θεωρούνται σαν «οι δυο πυρσοί», οι δύο φλόγες του κόσμου. Με τη συνεργασία του λοιπόν θέλησε ο Όθων Γ' να ξαναφτιάξει μία ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, όπως ακριβώς υπήρχε κατά τον 4ο αι. Κάτι το αντίστοιχο με τη ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία, το Βυζάντιο. Έτσι, παρά την αντίθεση του Βυζαντίου, που δεν έχει βρει την ησυχία του, παρά τον γάμο του Όθωνος Β' με μία ελληνίδα πριγκίπισσα και παρά τις αναστατώσεις από τις συνεχείς γερμανικές Digitized by 10uk1s
επιδρομές στη Νότια Ιταλία, η αυτοκρατορική ιδεολογία διεκδικεί δικαιώματα πρώτα πρώτα από την ανάμνηση της Ρώμης. Ο Όθων Γ', με ικανή μόρφωση από την ελληνίδα μητέρα του, μιλά τα λατινικά και διαβάζει ελληνικά. Περιβάλλεται στη Ρώμη, την πρωτεύουσα του, από μία εθιμοτυπία ρωμαιοβυζαντινή. Φορά υποδήματα από δέρμα κόκκινο, έχει χλαμύδα πορφυρά ή επανωφόρι των μεγάλων ιερέων της Ρώμης, το οποίο παριστάνει τον ουράνιο θόλο· τέλος, δεν παραλείπει το χρυσό διάδημα. Στο χέρι κρατά τη σφαίρα από χρυσό και αυτή. Η αυτοκρατορική σφραγίδα φέρει ως έμβλημα τις λέξεις «Renovatio Imperii Romanorum» και μία γυναικεία μορφή που συμβολίζει τη Ρώμη, οπλισμένη με ασπίδα και δόρυ. Όλα αυτά όμως θα πέσουν σαν χάρτινος πύργος, γιατί ακριβώς δεν υπήρχε αντίκρισμα σε ό,τι φαινόταν. Ο ρεαλισμός των διαδόχων Απέναντι σ' αυτό το ιδεολογικό κατασκεύασμα, που κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στα πράγματα, παρατηρούμε τη ρεαλιστική πολιτική του τελευταίου μονάρχη του οίκου της Σαξονίας, του Ερρίκου Β' (†1024) και των δύο πρώτων αρχηγών της δυναστείας των Σαλίων, του Κορράδου Β' (†l039) και του Ερρίκου Γ' (†l056). Καθένας βέβαια απ' αυτούς φρόντισε να στεφθεί αυτοκράτορας. Αλλά, αν εξαιρέσομε τον τελευταίο, ενδιαφέρθηκαν πολύ λίγο για τις υποθέσεις της Ρώμης. Η βασική τους επιδίωξη ήταν πώς να καταστήσουν ισχυρή τη βασιλική εξουσία στη Γερμανία και στην Ιταλία, και πώς να περιορίσουν τις αυτονομιστικές τάσεις των δουκών, των μαρκησίων, των κομήτων. Με μια τέτοια προοπτική ενίσχυσαν τον θεσμό της Γερμανικής αυτοκρατορικής Εκκλησίας. Κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις συνοριακές επαρχίες ανατολικά του ποταμού Σάαλε, όπου και προώθησαν σημαντικά τον χριστιανισμό και τους γερμανικούς θεσμούς. Η Βοημία και η Πολωνία, η οποία ανακηρύχθηκε βασίλειο στα 1025, έγιναν περιοχές υποτελείς της Γερμανίας επί Κορράδου Β'. Ο ίδιος αυτός αυτοκράτορας στα 1033 κατάφερε να ενώσει το βασιλικό στέμμα της Βουργουνδίας με τα στέμματα της Γερμανίας και της Ιταλίας. Αυτή η προσωπική ένωση διαρκεί κάπως, αλλά το κύρος των Γερμανών μοναρχών υπήρξε πολύ πιο αδύνατο στο νέο βασίλειο απ' όσο στην Ιταλία. Στη Ρώμη εξ άλλου, αφού διαλύθηκε σαν καπνός η Renovatio του Όθωνος Γ' και του Σιλβέστρου Β', η παπική Εκκλησία στερημένη πάντα από εγκόσμια και υλικά στηρίγματα, είχε ξαναγίνει το παιχνίδι των φατριών, ενώ η ηθική στάθμη είχε εκ νέου καταπέσει. Στα 1046 ο Ερρίκος Γ' εκθρόνισε τους τρεις πάπες που μάλωναν για την εξουσία· τους αντικατέστησε με ένα Γερμανό επίσκοπο. Ο παπισμός, η ιδέα δηλ. της παπικής Εκκλησίας, ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορική Γερμανική Εκκλησία και το κύρος του αυτοκράτορα φαινόταν πως πήρε ένα χαρακτήρα θετικό και σταθερό μέσα στην πρωτεύουσα της Δυτικής Χριστιανοσύνης και μέσα στο κράτος της Εκκλησίας.
2. ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ «RENOVATIO» Πώς μπορούμε να εξηγήσομε την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας στη Δύση από τον Όθωνα Α' και να εκτιμήσομε τη θέση που η αναγεννημένη πια γερμανική αυτοκρατορία κατέχει στην Ευρώπη κατά τον 10ο και τον 11ο αι. Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου και του Λουδοβίκου του Ευσεβούς δεν περιελάμβανε ούτε την Αγγλία, ούτε τη χριστιανική Ισπανία· η δομή της ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη των «Partes Occidentis» της αυτοκρατορίας του 4ου αι. Ωστόσο μπορούσε ακόμη κανείς να δει μία παλινόρθωση της ενότητας της χριστιανικής Δύσεως. Ίσως όμως θα έπρεπε να μιλάμε μόνο για αυτοκρατορία των Σαξόνων και των Σαλίων. Πρώτα πρώτα, γιατί της λείπει όχι μόνο η Αγγλία και η χριστιανική Ισπανία, αλλά και η Γαλλία, χωρίς να Digitized by 10uk1s
λογαριάσομε την Ιρλανδία και τη Σκωτία. Έπειτα, γιατί και τα τρία βασίλεια, στα οποία οι αυτοκράτορες εκτείνουν την εξουσία τους -στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Βουργουνδία -, είναι υποτελή εφόσον κυβερνούνται από βασιλιά· όσο για την ηγεμονία που ο Όθων Α' άσκησε έξω από τα σύνορά του, αυτή είναι εντελώς ξένη προς το αυτοκρατορικό αξίωμα, και μάλιστα προγενέστερη από το έτος που στέφθηκε αυτοκράτορας. Εξηγείται βέβαια από τη δύναμη που διέθετε ως μονάρχης της Γερμανίας. Ποιο ήταν λοιπόν τότε το θετικό περιεχόμενο του αυτοκρατορικού αξιώματος; Από τη μια μεριά έχομε το πολιτικό κύρος στη Ρώμη, μέσα στο ποντιφικικό Κράτος, και στις ηγεμονίες της Νότιας Ιταλίας. Κύρος ωστόσο και εξουσία όχι τόσο με χαρακτήρα αποτελεσματικό όσο κατά τρόπο διαλειπτικό· όταν δηλ. οι αυτοκράτορες ή οι αντιπρόσωποί τους βρίσκονταν επί τόπου με στρατό, και διέθεταν έτσι τα μέσα να επιβάλλουν την εξουσία. Από την άλλη μεριά έχομε τη δύναμη, την οποία ο αυτοκράτορας, ως προστάτης της Εκκλησίας, διατηρούσε. Έτσι μπορούσε να παίρνει μέτρα για το καλό της Εκκλησίας αυτής και του εκπροσώπου της, του πάπα. Στο σημείο αυτό αναγνωρίζομε μια θετική συμβολή, της οποίας τα αποτελέσματα ήταν δυνατό να γίνουν αισθητά και έξω από τα τρία βασίλεια, που κυβερνούσε ο αυτοκράτορας, δεδομένου ότι είναι παγκόσμιος ο χαρακτήρας της Εκκλησίας. Ωστόσο, παράλληλα με τη δύναμή τους, οι αυτοκράτορες είχαν και φιλοδοξίες των οποίων ο απόηχος ανευρίσκεται μέσα στη φιλολογία (μια φιλολογία κατ' εξοχήν εκκλησιαστική) της εποχής. Χωρίς δηλ. να λογαριάσομε τις ονειροπολήσεις ενός Όθωνος Γ', μπορούμε να δεχθούμε ότι η εξουσία των αυτοκρατόρων εθεωρείτο παγκόσμια και έτσι άλλωστε την παρουσιάζει η παράδοση. Αλλά πρέπει να γινόμαστε αντιληπτοί. Αυτή η παγκοσμιότητα αποτελούσε, από ορισμένες απόψεις, μια επιβεβαίωση απέναντι στο Βυζάντιο, ότι ο δυτικός αυτοκράτορας ήταν ίσος με τον βυζαντινό «βασιλέα». Ο αυτοκράτορας, κατά τον 10ο και 11ο αι., δεν είχε την απαίτηση να διοικεί τους άλλους βασιλείς· επεδίωκε να διατηρεί μια υπεροχή επάνω σ' αυτούς. Επρόκειτο για πεποίθηση γενικά διαδεδομένη και διάχυτη στη Γερμανία και ακόμη στην Ιταλία.
3. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ Από την άλλη μεριά ένα γεγονός είναι βέβαιο: οι βασιλείς της Γαλλίας δεν είχαν δεχθεί ποτέ καμιά εξάρτηση στις σχέσεις τους με τον αυτοκράτορα. Δεν είχαν εκδηλώσει μάλιστα κανένα σεβασμό για την αυτοκρατορική υπεροχή. Η Γαλλία βέβαια είναι ακόμη, από άποψη πολιτική, αρκετά αδύνατη. Κατά τη διάρκεια του 10ου αι. η χώρα κατατρύχεται από τον αγώνα ανάμεσα στους τελευταίους Καρολίδες και στους δούκες της Φραγκίας. Είναι μια διαμάχη που επιτρέπει στους ντόπιους ηγεμόνες να απλώσουν την αυτονομία τους, ενώ οι υποτελείς ορισμένων απ' αυτούς έφτασαν στο σημείο να μπουν στην τάξη των πριγκίπων, όπως συνέβη με τους κόμητες d' Anjou και de Blois. Στα 987, χάρη στην υποστήριξη της Θεοφανούς, όταν κυβερνούσε τη Γερμανία επιτροπεύοντας τον νεαρό Όθωνα Γ', ο δούκας της Φραγκίας, ο Ούγος Καπέτος, ανήλθε στον θρόνο. Η εκλογή του δεν έγινε κατά τρόπο επαναστατικό ή εκπληκτικό. Από πολλά χρόνια αυτή η οικογένεια, σύμμαχος των Καρολιδών, κυβερνούσε το βασίλειο. Αλλά ούτε ο Ούγος (987-996), ούτε οι απόγονοι και οι διάδοχοί του, οι γνωστοί «Καπετίδες» Ροβέρτος Β' (996-1031), Ερρίκος Α' (1031-1060) και Φίλιππος Α' (1060-1108) διέθεταν τα μέσα για να παίξουν ρόλο σημαντικό στην ευρωπαϊκή πολιτική. Μόνο ο Ερρίκος Α' προσπάθησε με μυστικούς τρόπους, αλλά χωρίς επιτυχία, να απλώσει το χέρι του σ' ένα τμήμα της Λοθαριγκίας. Digitized by 10uk1s
Είναι εξ άλλου αρκετά χαρακτηριστικό να βλέπομε την εποχή αυτή ντόπιους Γάλλους ηγεμόνες, που είναι πιο ισχυροί και από τον βασιλιά, να προσπαθούν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στο εξωτερικό. Βασική μάλιστα παρατήρηση παραμένει, ότι κατά τον 11ο αι. δεν υπάρχει στη Γαλλία φεουδαλική ιεραρχία, που να εξαρτάται από τον βασιλιά. Υπάρχουν μόνο προστατευόμενοι, ανάμεσα στους οποίους δύσκολα διακρίνομε τους υποτελείς. Κατά τα τέλη της βασιλείας του Φιλίππου Α', δηλ. στις αρχές του 12ου αι., ο βασιλιάς απαιτεί τιμή και πίστη από όλους και προσπαθεί να καθορίσει αυτήν την ιεραρχία, στηριγμένη στις σχέσεις υποτέλειας. Πρόκειται για πολιτική που εμπνέεται αναμφισβήτητα από την παπική επίσης πολιτική, οργανωμένη τώρα με αυστηρό ιεραρχικό τρόπο.
4. Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΡΜΑΝΔΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ Οι κατακτήσεις των Νορμανδών, κατά το δεύτερο μισό του 11ου αι., αναστάτωσαν τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης και έριξαν τις βάσεις, στην Αγγλία και στη Νότια Ιταλία, για δύο δυνατά βασίλεια. Το δουκάτο της Νορμανδίας δέχθηκε, και αργότερα μετά τη διαμόρφωσή του, αρκετές ενισχύσεις από τη Δανία και τη Νορβηγία. Γύρο στα 1013 ο δούκας Ριχάρδος Β' καλούσε πολεμιστές από τη σκανδιναβική χερσόνησο, για να μπορεί να πολεμά εναντίον του κόμητα του Blois. Πολύ αργότερα, άλλοι Βίκιγκς προκαλούσαν βαρειά καταστροφή στις δυνάμεις του κόμητα του Πουατιέ, ενώ ο βασιλιάς της Γαλλίας θα απαιτήσει από τον δούκα της Νορμανδίας να δέχεται στην περιοχή του δουκάτου του Νορμανδούς μόνο βαφτισμένους στον χριστιανισμό. Από την άλλη μεριά, οι κατακτητές της Ιταλίας έρχονται πραγματικά από τη Νορμανδία. Το δουκάτο πλούτισε τότε από τα αγαθά των πολεμιστών αυτών. Πολλές εκκλησίες, ανάμεσα στις οποίες και ο καθεδρικός ναός της Κουτάνς, κτίστηκαν χάρη στα χρήματα που εστάλησαν από την Απουλία. Οι πρώτοι Νορμανδοί πολεμιστές, επιστρέφοντας από το προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ, περνούσαν από την Ιταλία. Σταματούσαν στο μοναστήρι του San Michèle στο Monte Gargano, που ήταν τότε πολύ ξακουστό και πολυσύχναστο. Αυτές οι ομάδες των οπλισμένων προσκυνητών ανέρχονται συχνά σε πολλές εκατοντάδες ανθρώπους και εισέρχονται στην υπηρεσία Ελλήνων κυβερνητών ή μικρών ηγεμονίσκων Λομβαρδών. Η πρώτη τους επιτυχία χρονολογείται στα 1030, όταν ο δούκας της Νεαπόλεως παραχωρεί σ' έναν από τους τυχοδιώκτες αυτούς, ονόματι Rainolf, τον τίτλο του κόμητα, του δίνει την αδελφή του σε γάμο και το φέουδο της Aversa, ανάμεσα στη Νεάπολη και στην Κάπουα. Άλλοι τυχοδιώκτες Νορμανδοί εγκαθίστανται πιο πολύ στο εσωτερικό της Ιταλίας, όπως στο Μέλφι, ενώ σιγά σιγά με αρχηγό τον Ροβέρτο Γυσκάρδο κυριαρχούν στην Απουλία και προσβάλλουν τις πόλεις της Καλαβρίας, η οποία και υποκύπτει στην ορμή τους κατά το 1060. Μία άλλη ομάδα με αρχηγό τον αδελφό τού Γυσκάρδου Ρογήρο, καταλαμβάνει εύκολα το Παλέρμο (στα 1072). Έτσι, παρά τη σθεναρή αντίσταση των μουσουλμάνων, ολόκληρη η Σικελία περνά στα χέρια των Νορμανδών. Η κατάληψη της Σικελίας δεν φέρνει και το τέλος της νορμανδικής εξαπλώσεως στη Μεσόγειο. Στα 1081 ο Ροβέρτος Γυσκάρδος, του οποίου μία κόρη θα παντρευτεί τον γιο του αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, πολιορκεί το Δυρράχιο, καταστρέφει τον βυζαντινό στρατό του Αλεξίου Κομνηνού και καταλαμβάνει την πόλη. Κλήθηκε έπειτα στην Ιταλία, εξ αιτίας της επαναστάσεως των υποτελών του και εξ αιτίας της εκκλήσεως για βοήθεια του πάπα Γρηγορίου Ζ' (1073-1085), που επολιορκείτο από γερμανικά στρατεύματα. Επιστρέφει στην Ιταλία, μπαίνει στη Ρώμη και νικητής απελευθερώνει τον πάπα. Στα 1085 πετυχαίνει θεαματική νίκη εναντίον των Βυζαντινών στην Κέρκυρα. Ο θάνατός του, την ίδια χρονιά, προκαλεί τον διαμελισμό των κτήσεών του ανάμεσα Digitized by 10uk1s
στους δυο γιους του, αλλά δεν σημαίνει και το τέλος των επιχειρήσεων στην Ανατολή. Το νόθο φεουδαλικό σύστημα Η πολιτική οργάνωση των νέων ηγεμονιών και κρατιδίων στη Νότια Ιταλία, όπως η κομητεία της Aversa, της Απουλίας, της Καλαβρίας και της Σικελίας, φέρει τα χαρακτηριστικά των δεσμών που ένωναν τους πρώτους αρχηγούς των στρατιωτικών ομάδων. Αυτές, επί πολύ καιρό, ξεχώριζαν οι ίδιες τον αρχηγό τους. Στην Απουλία, στα 1042, οι Νορμανδοί εξέλεξαν ως αρχηγό τον Γουλιέλμο με τον σιδηρό βραχίονα (Guillaume Bras-de-Fer), ο οποίος και τιτλοφορείται «κόμης της Απουλίας». Οι δώδεκα σπουδαιότεροι αρχηγοί δέχονται επίσης γαίες και τον τίτλο του κόμητα. Αυτή η αρχή της εκλογής (από τις ίδιες τις ομάδες και όχι κατά τρόπο κληρονομικό) διατηρείται σε όλες τις στιγμές διαδοχής στην κομητεία της Απουλίας, ακόμη και στα 1085, όταν πεθαίνει ο Ροβέρτος Γυσκάρδος. Οι γαίες εδίδοντο με κλήρο και εθεωρούντο προσωπικές ιδιοκτησίες. Σιγά σιγά όμως ενισχύεται η οικογένεια του ισχυρού αρχηγού. Έτσι στην Καλαβρία τα φέουδα, διαστάσεων πάντοτε μετρίων, είχαν παραχωρηθεί στους Νορμανδούς από τον Ροβέρτο, ο οποίος όμως ευθύς εξ αρχής διετήρησε τα μισά για τον αδελφό του Ρογήρο. Τα δύο αδέλφια συνέτριψαν κατά τρόπο σκληρό τις επαναστάσεις των υποτελών τους. Αργότερα, στη Σικελία, ο Ρογήρος θα ανεγείρει ισχυρά φρούρια (όπως το κάστρο-πόλη του Παλέρμου, το φρούριο του San Gerlando, φτιαγμένο με πέτρες ελληνικών ναών του Ακράγαντα) και θα χαράξει στρατηγικές οδούς. Εγκαθιστά εξ άλλου αποίκους στρατιωτικούς, Νορμανδούς και Ιταλούς, στο κέντρο του νησιού (στο Παλέρμο και στην περιοχή του) και στην εκκλησιαστική περιφέρεια της Κατάνης. Όταν όμως οι νέοι ηγεμόνες επιχειρήσουν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους τις φεουδαλικές παραδόσεις της Νορμανδίας, για να εξασφαλίσουν την πίστη και την υπακοή των συντρόφων τους, για να εμποδίσουν την αναρχία και τη διχόνοια, τότε αυτός «ο έξωθεν εισαγόμενος φεουδαλισμός» θα παραμείνει εντελώς επιφανειακός. Όλη η οικονομική ζωή, οι κοινωνικές σχέσεις συχνά, η εμπορική δραστηριότητα, η κατάσταση της γης των χωρικών, κατευθύνονται σύμφωνα με την παλαιά ρωμαϊκή παράδοση. Ο Ρογήρος της Σικελίας διατηρεί τους βυζαντινούς θεσμούς, οργανώνει την αυλή του με πρότυπο την αυλή της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η γραμματεία του ακολουθεί το αυτοκρατορικό τυπικό που εφαρμοζόταν για τους Έλληνες υπηκόους. Αυτοί μάλιστα οι Έλληνες, οι εγκαταστημένοι στη Νότια, Νορμανδική, Ιταλία, αστοί ως επί το πλείστον, έχουν καταλάβει ανώτερες δημόσιες θέσεις, εκκλησιαστικά αξιώματα, παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο παλάτι. Απαρτίζουν μια ισχυρή τάξη, εξ ολοκλήρου διαφορετική από την τάξη των ιπποτών, που ήλθαν από τη Βόρεια Ιταλία ή από τη Γαλλία. Δεν είναι εξ άλλου ακριβές και σωστό ότι ο ηγεμόνας συστηματικά υποστήριξε τη λατινική Εκκλησία εις βάρος των ελληνικών μοναστηριών, των οποίων μάλιστα η ίδρυση συνεχίζεται πολύ καλά και μετά την κατάκτηση. Επίσης επιβάλλεται στην κοινωνική δομή και μια τάξη ευγενών μουσουλμάνων, οι οποίοι ασκούν αστικά, θα λέγαμε, επαγγέλματα, είναι δικαστές, ενώ οι πολεμιστές γίνονται υποτελείς και σύμμαχοι του βασιλιά, στου οποίου τις εκστρατείες συμμετέχουν με μεγάλη επιτυχία. Γι' αυτό και οι σχέσεις εξαρτήσεως κατά τον νορμανδικό τρόπο φαίνονται αρκετά περιορισμένες σε μια πολύ μικρή τάξη των κατακτητών. Η Νορμανδική Ιταλία δεν είναι ένα κράτος φεουδαλικό. Η είσοδος στην ιταλική χερσόνησο των πολεμικών νορμανδικών ομάδων δεν διετάραξε τις υπάρχουσες δομές της οικονομίας, η οποία στηρίζεται σταθερά στη νομισματική συναλλαγή.
5. Η ΝΟΡΜΑΝΔΙΚΗ ΑΓΓΛΙΑ Το πιο σημαντικό γεγονός ως προς τη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 11ο αι. με Digitized by 10uk1s
σοβαρότατες συνέπειες για το μέλλον θα είναι η κατάληψη της Αγγλίας από ένα Γάλλο ηγεμόνα, τον δούκα της Νορμανδίας. Για να αντιληφθούμε τη σημασία του γεγονότος αξίζει να ανατρέξομε λίγο σε παλαιότερες καταστάσεις. Αναδρομή στο παρελθόν (10ος-11ος αι.) Στα μέσα του 10ου αι. είχε επιτευχθεί μια αγγλική ενότητα. Η Αγγλία την εποχή αυτή έχει εξελιχθεί πραγματικά σε μια γέφυρα ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και στον κόσμο του Βορρά. Στη Δυτική Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία και στη Γερμανία, οι ενωτικοί δεσμοί είναι κάθε είδους, κυρίως πνευματικοί. Ας αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κάποιος άγιος (ο άγιος Dunstan) κατά τα μέσα του αιώνα διοργάνωσε τη μοναστική ζωή, έπειτα κατηύθυνε, ως αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, την Εκκλησία της Αγγλίας και, χάρη στην επιρροή του, το ίδιο το κράτος. Αυτός λοιπόν προηγουμένως είχε παραμείνει στη Φλάνδρα και εκεί είχε υποστεί βαθειά την επίδραση των κύκλων που επεδίωκαν να διαμορφώσουν καλύτερα τη θρησκευτική ζωή. Από την άλλη μεριά, το εξωτερικό εμπόριο της Αγγλίας και οι συχνές επαφές, τις οποίες οι κάτοικοι των ανατολικών περιοχών, που κατά ένα μέρος είναι Δανοί, συνεχίζουν να έχουν με τη σκανδιναβική χερσόνησο, συνέδεσαν την Αγγλία με τον κόσμο του Βορρά. Ο δεσμός αυτός θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, κατά τα τέλη του 10ου αι. και στις αρχές του 11ου αι. Αυτοί οι δύο αιώνες απαρτίζουν, πράγματι, μια νέα φάση στη σκανδιναβική εξάπλωση. Η πειρατεία δεν έχει εξαφανισθεί, αλλά η εμπορική ναυσιπλοΐα, οι μακρινές θαλάσσιες αποστολές, η δημιουργία νέων εγκαταστάσεων και οι κατακτήσεις διευρύνονται με τρόπο εκπληκτικό. Οι Δανοί κυρίως δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις στη νότια ακτή της Βαλτικής, γεγονός που τους επιτρέπει να εμπορεύονται με τον σλαβικό κόσμο και την ενδοχώρα. Από τα μέσα του 10ου αι. η δανική μοναρχία ενισχύεται σοβαρά, ενώ ο χριστιανισμός απλώνεται σ' όλη τη χώρα. Οι πρώτες εξορμήσεις των Δανών εξελίχθηκαν σε κατακτήσεις που οργανώνονταν από τον ίδιο τον βασιλιά τους. Στα 1016 η Αγγλία κατακτήθηκε και ενσωματώθηκε στο απέραντο δανικό κράτος, το οποίο κυβέρνησε ο βασιλιάς Κνούτος ο Μεγάλος, από το 1018 ως το 1035. Στο ίδιο κράτος θα ενταχθεί το 1028 η Νορβηγία, ενώ οι βασιλείς της Σουηδίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας ανεγνώριζαν ήδη την υπεροχή του. Με τις κατακτήσεις του και με τις επαφές του με τη Ρώμη, την οποία επισκέφθηκε στα 1027, ο Κνούτος ο Μεγάλος, πρώτος αυτός σκανδιναβός βασιλιάς, εισήρχετο με ίσους όρους στον κύκλο των χριστιανών μοναρχών. Έτσι ο κόσμος του Βορρά, οικονομική πραγματικότητα που εξελισσόταν σε πολιτική οντότητα πια, βρισκόταν στα πρώτα βήματα της δυναμικής συμμετοχής του στον δυτικό κόσμο. Οι Νορμανδοί του Γουλιέλμου του «Κατακτητή» Μετά τον θάνατο του Κνούτου (1035) καθένα από τα βασίλεια ανέκτησε την ανεξαρτησία του και ύστερ' από περίοδο αναρχίας, ένας άγγλος βασιλιάς, ο Εδουάρδος ο Ομολογητής, ανήλθε στον θρόνο το 1042 (-1066), περιβαλλόμενος από πολλούς άρχοντες λαϊκούς και κληρικούς που είχαν έλθει από τη Νορμανδία. Παρατηρούμε τώρα τα πρώτα σπέρματα εποικισμού αγγλικών χωρών με οικογένειες νορμανδικές. Όταν πεθαίνει ο Εδουάρδος στα 1066, ο δούκας της Νορμανδίας Γουλιέλμος, τον οποίο χαρακτηρίζουν ως κατακτητή, αμφισβήτησε τα δικαιώματα του νέου βασιλιά Harold, εισέβαλε στη χώρα, επικεφαλής ενός στρατού ιπποτών, που είχαν στρατολογηθεί στο δουκάτο του και σ' όλη τη Δυτική Γαλλία. Έγινε γρήγορα κύριος της καταστάσεως, αλλά χρειάστηκε όλα τα χρόνια της βασιλείας του - πέθανε στα 1087 - για να σταθεροποιήσει την εξουσία του.
Digitized by 10uk1s
Η σημασία του γεγονότος αυτού αξίζει όσο και η επανίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας στον κεντρικό ευρωπαϊκό κορμό. Πρώτα πρώτα, γιατί ένας υπήκοος του βασιλιά της Γαλλίας, αρχηγός μεγάλου και ισχυρού ντόπιου δουκάτου, έγινε βασιλιάς ενός γειτονικού κράτους. Ενός κράτους μάλιστα, του οποίου οι συνθήκες της κατακτήσεως και η νομισματική οικονομία, χάρη στο εξωτερικό του εμπόριο, θα αποκρυσταλλωθούν πιο σταθερά και πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι στα κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου. Υπήρχαν και στην Αγγλία πηγές συγκρούσεων και φιλονικιών, καθώς και παράγοντες ικανοί να δώσουν στους ανταγωνισμούς διάφορους προσανατολισμούς. Ωστόσο, μια τέτοια κατάκτηση ακόμη και αν έθετε τέρμα στις εμπορικές επαφές της Αγγλίας με τον κόσμο του Βορρά, την έκανε ικανή να εισέλθει στον κόσμο της Δυτικής Ευρώπης. Η μεγάλη αναστάτωση από την επιδρομή προκάλεσε νέα κοινωνικά φαινόμενα: αριστοκρατία και ανώτερος κλήρος της Αγγλίας εξαλείφθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου και αντικαταστάθηκαν από μια πολυμελή αριστοκρατία και ένα κλήρο γαλλικό, ως προς τη γλώσσα και τα έθιμα, οι οποίοι συνοδεύονταν από πολυάριθμους «ακολούθους» της ίδιας επίσης γλώσσας και των ίδιων εθίμων. Δημιουργήθηκε έτσι μια κοινότητα με γλώσσα, συνήθειες, νοοτροπία ζωής και με στενούς δεσμούς συγγενείας ανάμεσα σε ανώτερους διοικητικούς κύκλους από τη μια και από την άλλη μεριά της Μάγχης. Αυτή η κατάκτηση πάλι είναι που εισήγαγε στην Αγγλία τις φεουδαλικές σχέσεις και τους φεουδαλικούς θεσμούς. Και οι θεσμοί αυτοί θα τεθούν στην υπηρεσία του βασιλιά, γεγονός που θα παίξει ρόλο κεφαλαιώδους σημασίας όχι μόνο στην πολιτική και κοινωνική δομή της χώρας, αλλά ακόμη και στις διεθνείς επαφές που θα αναπτύξει η Αγγλία. Η Νορμανδική Αγγλία, όπως και η Σαξονική ή η Δανική Αγγλία, θα στραφεί και προς τα άλλα τμήματα του Βρετανικού νησιού και προς την Ιρλανδία. Θα αρχίσει την προσπάθεια για να υποτάξει τις κελτικές ηγεμονίες της Ουαλλίας. Η προσπάθεια όμως αυτή θα διαρκέσει αιώνες. Ως προς τη Σκωτία, της οποίας η ενοποίηση συνεχίζεται κατά τον 10ο αι., ενώ στις αρχές του 11ου θα προσαρτήσει τη Λοθιανή, δηλ. το βόρειο τμήμα της Νορθουμβρίας, οι σχέσεις της με τη Νορμανδική Αγγλία παρουσίασαν ένα χαρακτήρα κάπως παράδοξο. Οι βασιλείς της δηλ., οι ανώτερες διοικητικές τάξεις και όλο το νότιο μέρος της χώρας υπέστησαν βαθειά τις επιδράσεις από τον Νότο σε ό,τι είχε σχέση με τη γλώσσα, τους θεσμούς, την εκκλησιαστική οργάνωση, τον τρόπο ζωής. Και ενώ οι δύο χώρες σχεδόν πάντα βρίσκονταν σε διάσταση και γενικά σε μια κατάσταση εχθρική, ιδίως για εδάφη διεκδικούμενα ή αμφισβητούμενα, όμως οι επιδράσεις στον πολιτιστικό τομέα υπήρξαν αρκετά έντονες. Ως προς τις περιοχές τις κατεχόμενες από τους Νορβηγούς στο επάνω βόρειο άκρο του νησιού, αυτές μόλις κατά τα τέλη του 11ου αι. θα τις υποτάξουν οι βασιλείς της Σκωτίας. Τα κοντινά νησιά θα περάσουν στην εξουσία τους πολύ αργότερα, κατά τον 13ο και 15ο αιώνα. Η Ιρλανδία, που είχε επιτύχει την ενοποίησή της στις αρχές του 11ου αι. κάτω από ένα εθνικό βασιλιά, θα ξαναπέσει σε μια κατάσταση που λίγο απέχει από την αναρχία. Βασιλίσκοι και αρχηγοί φατριών πολεμούσαν μεταξύ τους χωρίς κανένα ουσιώδη σκοπό.
Digitized by 10uk1s
6. Η ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ Δημογραφικές διαπιστώσεις Η ίδρυση της αγγλο-νορμανδικής μοναρχίας και η δημιουργία των νορμανδικών δουκάτων και κομητειών, καθώς αργότερα και του νορμανδικού βασιλείου στη Νότια Ιταλία και Σικελία, όπως παραπάνω παρακολουθήσαμε, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά αν δεν λάβομε υπόψη ένα σοβαρό παράγοντα της κοινωνικής ιστορίας, δηλ. την προοδευτική αύξηση του πληθυσμού που παρατηρείται από τα μέσα του 10ου αι. στη Δυτική Ευρώπη. Οι συνέπειες από την πληθυσμιακή αύξηση γίνονται ιδιαίτερα αισθητές κατά τον 11ο αι. και κυρίως στο δεύτερο μισό του αιώνα. Το δημογραφικό αυτό φαινόμενο είναι αναμφισβήτητο. Μέσα στους κύκλους της αριστοκρατίας δημιουργήθηκε ένα «πλεόνασμα», θα λέγαμε, ιπποτών, οι οποίοι δύσκολα έβρισκαν σταθερή κατοικία· γι' αυτό και ήταν υποχρεωμένοι να κυνηγούν περιπέτειες. Έτσι αναλήφθηκαν σπουδαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις προς τα έξω, όπως οι γνωστές νορμανδικές επιδρομές στην Αγγλία και στην Ιταλία, καθώς και άλλες που θα συναντήσομε πιο κάτω. Η αύξηση του πληθυσμού προκάλεσε συνέπειες ακόμη πιο σπουδαίες σε άλλους τομείς. Μερικές από τις συνέπειες αυτές καλύπτουν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο, μέσα στην ιστορία των διεθνών σχέσεων· αξίζει να τις υπογραμμίσομε εδώ. Πρώτα πρώτα έχομε την αύξηση των καλλιεργουμένων γαιών, η οποία ήταν αναγκαία για να ανταποκριθεί στη σημαντική ανάπτυξη του πληθυσμού της υπαίθρου. Έτσι θα αρχίσουν να καλλιεργούν όχι μόνο τις χέρσες γαίες ή τις ελώδεις περιοχές, αλλά θα φτάσουν σε σημείο να μεταβάλλουν και δάση σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και ολόκληρες ζώνες να αποξηραίνουν, όπως συνέβη με τη θαλάσσια περιοχή της Φλάνδρας, με ορισμένα τμήματα της Ολλανδίας ή με το επισκοπικό πριγκιπάτο της Ουτρέχτης, στο βόρειο τμήμα της Λοθαριγκίας, όπως ακόμη μεγάλα τμήματα της Βόρειας και Ανατολικής Γερμανίας. Αυτές οι προσπάθειες προκάλεσαν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ένα αξιόλογο δηλ. τμήμα του «πλεονάσματος» του αγροτικού πληθυσμού προσελκύσθηκε προς χώρες που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του. Σε πολλές περιπτώσεις ακόμη δεν έχομε μόνο μετακινήσεις από περιοχή σε περιοχή μέσα σ' ένα κράτος, αλλά και τους «φιλοξενουμένους», τα αγροτικά δηλ. στοιχεία τα οποία εξασφαλίζουν, καθώς μετακινούνται μαζικά στο εξωτερικό, ένα προνομιούχο καταστατικό για την εγκατάσταση και την επιβίωσή τους. Μπορούμε, για παράδειγμα, να αναφέρομε τους Φλαμανδούς που εγκαταστάθηκαν στο βόρειο και ανατολικό τμήμα της Γερμανίας. Αυτές οι αγροτικές πληθυσμιακές μετακινήσεις έγιναν κατά τον 12ο κυρίως και 13ο αι., αλλά άρχισαν τον 11ο και συνδέονται άμεσα με το οξύ δημογραφικό πρόβλημα του 10ου αι. Γι' αυτό και γίνεται λόγος εδώ. Το εμπόριο και τα εμπορικά ρεύματα Αλλά η ανάπτυξη του πληθυσμού, καθώς προκάλεσε αύξηση των αναγκών και επέτρεψε στην παραγωγή αγαθών να προσλάβει ευρύτερες διαστάσεις, άσκησε εξ ίσου την επίδρασή της και στις διεθνείς εμπορικές επαφές. Τόσο όμως το εμπόριο όσο και η αύξηση του πληθυσμού συνδέονται στενά μ' ένα σπουδαιότατο παράγοντα: την έλλειψη της ανασφάλειας. Περισσότερη πια ασφάλεια διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή σταθεροποιήθηκε όχι μόνο γιατί σταμάτησαν οι επιδρομές, αλλά και γιατί συστηματικά καταβλήθηκαν προσπάθειες για τη γενική ειρήνη από ορισμένους μονάρχες, κυρίως τους μονάρχες της Γερμανίας, από την Εκκλησία επίσης και από μερικούς Digitized by 10uk1s
τοπικούς ηγεμόνες, όπως είναι στη Γαλλία ο δούκας της Νορμανδίας και ο κόμης της Φλάνδρας. Τα περισσότερα από τα διεθνή εμπορικά ρεύματα, των οποίων την ύπαρξη επισημάναμε κατά την καρολίδεια εποχή, μετά τη μείωσή τους έπειτα ή ακόμη την εξαφάνιση τους κατά τα τέλη του 9ου αι., ξαναεμφανίστηκαν στον 10ο αι. και αναπτύχθηκαν στο διάστημα του αιώνα αυτού, καθώς και του επόμενου. Νέα εξ άλλου ρεύματα προστίθενται επάνω στα πρώτα. Το εμπόριο ανάμεσα στη Βόρεια και στη Νότια Ευρώπη, αυτό που διεξάγεται από την Αγγλία και τις σκανδιναβικές χώρες με κατεύθυνση προς τα λιμάνια της Μεσογείου και από αυτά προς τη μουσουλμανική Ισπανία, γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων, 10ου και 11ου. Πρόκειται για ένα σπουδαίο και παλαιό εμπορικό ρεύμα, ίσως ένα από αυτά που λιγότερο δοκιμάστηκαν από τις ταραχές και τις αναστατώσεις εξ αιτίας των Νορμανδών και των Σαρακηνών. Ένα άλλο εμπορικό ρεύμα, αρκετά παλαιό, είναι αυτό που έχει για κέντρο τη Βενετία: Γιατί στη Βενετία, δηλ. στο Ριάλτο, συγκεντρώνεται, από τον 11ο αι. και έπειτα το εξωτερικό εμπόριο της λιμνοθάλασσας. Οι εμπορικές της επαφές με τη βυζαντινή Ανατολή και με τον μουσουλμανικό κόσμο της ανατολικής Μεσογείου έχουν διευρυνθεί πάρα πολύ. Η εισαγωγή από την Ανατολή προϊόντων πολυτελείας, ιδίως μεταξωτών και αρωμάτων, κατέλαβε σημαντική θέση στο εμπόριο και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας στη Βόρεια Ιταλία, κυρίως στο Μιλάνο και στην Παβία. Οι ιταλοί έμποροι, με τη σειρά τους, στον 11ο αι., μετέφεραν και πουλούσαν αυτά, καθώς και άλλα προϊόντα, πέρα από τις Άλπεις. Έτσι διαγράφονται δύο εμπορικοί δρόμοι με σκοπό την κάλυψη της αγοραστικής ζητήσεως του Βορρά. Ο ένας, και ο πιο σπουδαίος, περνά είτε από την Προβηγκία και τον Ροδανό ποταμό, είτε από την οροσειρά και την περιοχή του Jura (γαλλο-ελβετικά σύνορα), και γενικά έπειτα μέσα από τη Βουργουνδία και τη Champagne (Καμπανία Γαλλική). Ο άλλος δρόμος ακολουθούσε τον ποταμό Ρήνο. Οι ιταλοί έμποροι θα κερδίσουν τις αγορές της Βόρειας Γαλλίας και της Φλάνδρας κατά τα τέλη του 11ου αι. Δεν γνωρίζομε, ωστόσο, αν στην επάνοδό τους αγόραζαν από την κεντρική Ευρώπη τσόχες (μάλλινα υφάσματα). Όσον αφορά το εμπόριο ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, πρέπει να υπογραμμίσομε εντελώς χωριστά τη σημασία που έχουν γι' αυτό, κατά τον 10ο και 11ο αι., τα λιμάνια της Νότιας Ιταλίας, όπως είναι το Μπάρι, που διατηρεί στενές εμπορικές επαφές με το Βυζάντιο, και κυρίως το Αμάλφι, το οποίο ενώνει τις βυζαντινές εμπορικές υποθέσεις με εκείνες που έχει ανοίξει με τον μουσουλμανικό κόσμο, τόσο τον δυτικό όσο και τον ανατολικό. Η σημασία των επαφών αυτών έχει την ίδια αξία με εκείνη που παρατηρήσαμε για τη Βενετία. Από το Αμάλφι εξάγουν ξυλεία και αγροτικά προϊόντα, αλλά δεν γνωρίζομε καλά τα άλλα αντικείμενα που περιλαμβάνονται στις εξαγωγές. Το Αμάλφι, όπως η Βενετία, και περισσότερο και από αυτή, ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με διάφορες φατρίες του μουσουλμανικού κόσμου. Έπαιξε στην ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας στην Κεντρική Ιταλία τον ίδιο ρόλο που έπαιξε και η Βενετία στη Βόρεια Ιταλία. Γνωρίζομε πολύ λιγότερα για το θαλάσσιο εμπόριο, την εποχή αυτή, της Πίζας και της Γένοβας, αλλά μπορούμε να θεωρήσομε βέβαιο ότι ο αγώνας τους εναντίον των Σαρακηνών πειρατών στη Δυτική Μεσόγειο συνοδευόταν και με εμπορικές επιχειρήσεις προς τη Βόρεια Αφρική και ακόμη προς την Ανατολή. Αυτά αποτελούσαν λαμπρή υπόσχεση για το μέλλον. Το εμπορικό ρεύμα εξ άλλου που συνήνωνε, μέσα από τις ρωσικές πεδιάδες, τη βυζαντινή και τη μουσουλμανική Ανατολή με τη σκανδιναβική χερσόνησο πήρε μεγάλη σημασία στο διάστημα της εποχής που εξετάζομε. Τους εμπορικούς σουηδικούς και δανικούς σταθμούς συνδέει ένα δευτερεύον ρεύμα με τα λιμάνια της Βόρειας Γερμανίας και κυρίως με τα λιμάνια της Αγγλίας και με τις χώρες ανάμεσα στον Ρήνο και τον Σηκουάνα. Στη Βόρεια θάλασσα οι Δανοί φαίνεται ότι Digitized by 10uk1s
υπήρξαν, αν όχι οι μόνοι, οι κυριότεροι πάντως μεταφορείς. Οι πηγές της εποχής μάς επιτρέπουν να πιστέψομε ότι προοδευτικά ορισμένες ακατέργαστες και ογκώδεις ύλες σε αυτές τις εμπορικές συναλλαγές κατέλαβαν, ιδίως ανάμεσα στα εισαγόμενα προϊόντα, πρωτεύουσα θέση παράλληλα με τα εδώδιμα (μπαχαρικά), υψηλής αξίας και μικρού όγκου, τα οποία έφταναν από τη Ανατολή. Από το δεύτερο μισό του 11ου αι. μπορούμε να δεχθούμε ότι η υφαντουργία της Φλάνδρας και της Βόρειας Γαλλίας τροφοδοτούσε αρκετές φορές με τα προϊόντα της τα φορτία των πλοίων που επέστρεφαν στη χώρα τους. Κατά το διάστημα της ίδιας περιόδου η εμπορική δραστηριότητα διευρύνεται και στο εσωτερικό ολόκληρης της περιοχής ανάμεσα στον Ρήνο και τον Σηκουάνα, όπως και ανάμεσα στην περιοχή αυτή και τις γειτονικές χώρες, την Αγγλία, από τη μια, και τις χώρες προς νότον και προς ανατολάς, από την άλλη. Η δραστηριότητα αυτή συνέβαλε στο να αυξηθεί η πυκνότητα των εμπορικών δρομολογίων μεταξύ Δυτικής-Ανατολικής Ευρώπης, κυρίως προς τις σλαβικές χώρες ή την Ουγγαρία και προς τις ζώνες της Κεντρικής Ευρώπης, που αποικίστηκαν με Γερμανούς. Άλλωστε το δανικό εμπόριο είχε δημιουργήσει ή είχε ανοίξει προς τις χώρες αυτές μια γραμμή για νέα προσέγγιση, χρησιμοποιώντας από τον 10ο αι. τον πλωτό ποταμό Όντερ. Στο εξαγωγικό εξ άλλου εμπόριο της Δυτικής Ευρώπης προς ανατολάς, τα προϊόντα μεταλλουργίας (ορείχαλκος, σίδηρος), από την περιοχή της Ρηνανίας κυρίως, κατέλαβαν εξέχουσα θέση. Οι εμπορικές πόλεις Αυτή η αναγέννηση του διεθνούς εμπορίου συμβαδίζει με τη διαμόρφωση και την εξέλιξη των πόλεων, που είναι κέντρα διανομής και συχνά μετασχηματισμού του πλούτου. Καμιά φορά πρόκειται για παλαιές ρωμαϊκές πόλεις που διατηρούν τα κάστρα τους, και οι οποίες βλέπουν να εγκαθίστανται είτε μέσα στα τείχη τους είτε έξω από αυτά μόνιμες ομάδες (συσσωματώσεις) εμπόρων. Μερικές από τις πόλεις αυτές ξανακατοικούνται, μετά τον 8ο ή τον 9ο αι., οπότε είχαν καταστραφεί από τις επιδρομές. Τέτοια είναι π.χ. η περίπτωση της Κολωνίας (της Ρώμης του Βορρά) ή του Παρισιού. Άλλες φορές η πόλη είναι εξ ολοκλήρου καινούργια ή κατοικείται εκ νέου ύστερ' από τη βαρβαρική καταστροφή. Επισημαίνομε π.χ. σταθερές διαμονές εμπόρων στα πόδια μιας ισχυρής τοποθεσίας με ευνοϊκές οικονομικές προϋποθέσεις, όπως συμβαίνει με τις πόλεις Bruges (Βέλγιο) ή Γάνδη (επίσης Βέλγιο), ή κοντά σε μια επισκοπική έδρα, όπως είναι η Λιέγη, η Βρέμη, το Μαγδεμβούργο. Άλλα πάλι πληθυσμιακά κέντρα, τα οποία γεννήθηκαν στον 8ο αι. και χάθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., δεν ξαναγεννιούνται πια, όπως η πόλη Duurstede ή το Quentowic. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες πόλεις σπουδαίες από άποψη οικονομική σε προγενέστερη εποχή, κατά τα μέσα του 9ου αι. και στις αρχές του 10ου αι., υπέστησαν σοβαρές καταστροφές. Τώρα όμως ξαναβρίσκουν τον ρυθμό τους και εξελίσσονται κανονικά. Σαν παραδείγματα τέτοιων πόλεων μπορούμε να αναφέρομε το Μιλάνο, την Παβία, το Βερντέν και ως ένα σημείο και το Λονδίνο. Εάν επιμείνομε στο θέμα αυτό της αστικής αναγεννήσεως στη Δυτική Ευρώπη κατά τους 10ο και 11ο αι., τότε πρέπει απαραίτητα να τονίσομε ότι στις πόλεις αυτές το εμπόριο και η βιομηχανία (βιοτεχνία) θα προκαλέσουν τη γένεση μιας νέας κοινωνικής τάξεως, της αστικής τάξεως, της οποίας η επίδραση θα γίνει αισθητή στις διεθνείς σχέσεις. Έπειτα, καθώς τα δυο προβλήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους, πολλές απ' αυτές τις πόλεις οφείλομε να προσθέσομε ότι θα γίνουν αυτόνομες πολιτικές οντότητες που θα κληθούν να παίξουν, στον τομέα των διεθνών σχέσεων, ένα ρόλο πολύ σημαντικό.
Digitized by 10uk1s
7. Η ΠΑΠΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Λίγοι είναι οι παράγοντες που κατά τον 10ο και 11ο αι. προκάλεσαν τόσο βαθειές επιδράσεις στις σχέσεις ανάμεσα στους λαούς όσο οι θρησκευτικοί, και για τις άμεσες και για τις μακροχρόνιες συνέπειές τους. Ανάμεσα στα γεγονότα του τομέα αυτού ταιριάζει πρώτα πρώτα να μνημονεύσομε τις προόδους του εκχριστιανισμού, γιατί στην ουσία η χριστιανική θρησκεία εισέδυσε σ' ολόκληρο τον ειδωλολατρικό κόσμο του Βορρά, τον οποίο ενέταξε στη χριστιανική κοινότητα της Ευρώπης με γλώσσα θρησκευτική (της Εκκλησίας) τη λατινική, όπως συνέβη με τη Βόρεια Σκωτία και τα παρακείμενα νησιά, με τη Δανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία. Κατακτήσεις επίσης πραγματοποίησε ο χριστιανισμός ανάμεσα στους Σλάβους και τους Ούγγρους. Η πρωτοβουλία των προσπαθειών αυτών αναλαμβανόταν από τις κοντινές χριστιανικές ομάδες, π.χ. η Εκκλησία της Σκωτίας και η Εκκλησία της Αγγλίας ανέλαβαν τον εκχριστιανισμό της Νορβηγίας, της Δανίας και της Σουηδίας, η αυτοκρατορική Γερμανική Εκκλησία ενδιαφέρθηκε για τη Δανία και τη Σουηδία, οι οποίες συνδέθηκαν στα 948 με την εκκλησιαστική περιφέρεια του Αμβούργου, καθώς και για τις σλαβικές περιοχές. Το Βατικανό περιοριζόταν να καθαγιάζει τα επιτεύγματα. Ως τα μέσα εξ άλλου του 11ου αι. η παπική Εκκλησία δεν ήταν σε θέση να ασκήσει πρωτοβουλία ισχυρή και βαθειά επιρροή στις τύχες της χριστιανοσύνης. Γνωρίζομε ότι, αφού πέρασε μακρά περίοδο ηθικής καταπτώσεως, βρέθηκε έπειτα κάτω από τον γερμανικό έλεγχο. Μεταρρυθμιστικές προσπάθειες Η υπαγωγή της Εκκλησίας σε λαϊκές εξουσίες (αυτοκράτορα, βασιλείς, πρίγκιπες, άρχοντες) είναι ένα φαινόμενο γενικό. Παρουσιάζει μόνο διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με κάθε χώρα, με κάθε επαρχία, με κάθε εποχή, ενώ θα είμαστε υπερβολικοί αν ισχυρισθούμε ότι η αγνότητα της θρησκευτικής ζωής και ο σεβασμός της εκκλησιαστικής τάξεως ποτέ δεν βρήκαν ανταπόκριση· ούτε βέβαια η συχνότητα και η βαρύτητα των καταχρήσεων μπορούν να αμφισβητηθούν. Εναντίον αυτών των καταχρήσεων μάλιστα οι προσπάθειες μεταρρυθμίσεως υπήρξαν πολυάριθμες. Τέτοιες παρατηρήθηκαν στη Γαλλία και κυρίως στη Φλάνδρα, στη Λοθαριγκία, σε άλλα μέρη της Γερμανίας, στην Ιταλία ακόμη. Ανάμεσα στις μεταρρυθμιστικές κινήσεις που είχαν μοναστικό χαρακτήρα, η περιφημότερη επισημαίνεται στο βουργουνδιακό μοναστήρι του Κλουνύ, που είχε ιδρυθεί στα 910. Μεγάλοι ηγούμενοι επί δύο αιώνες κυβέρνησαν τη μονή με αυστηρή εφαρμογή των μοναστικών κανόνων του αγίου Βενεδίκτου. Γινόταν έτσι μια υποδειγματική θρησκευτική ζωή. Η υπαγωγή στο μοναστικό αυτό κέντρο πολυάριθμων μοναστηριών, που οι ηγούμενοί τους είχαν δεχθεί τις μεταρρυθμίσεις, και η σημαντική διείσδυση των συνηθειών του κέντρου στις μικρότερες μονές είχαν σαν αποτέλεσμα να απλωθεί η μεταρρυθμιστική επίδραση του Κλουνύ σ' ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Το κύρος και ο ρόλος των κλουνυσιανών μοναχών, που έγιναν επίσκοποι, συνετέλεσαν ώστε αυτή η μοναστική αντίληψη να διαδοθεί και στον λαϊκό (ενοριακό) κλήρο. Η κλουνυσιανή μεταρρύθμιση, όπως και οι άλλες, απέβλεπε στην αγνότητα, στη ρυθμισμένη θρησκευτική ζωή και ιδίως στη μοναστική. Σ' αυτά τα σημεία σταματούσε. Τα μεταρρυθμιστικά «κινήματα», καθώς ανέπτυσσαν τον θρησκευτικό ζήλο, δημιουργούσαν ευνοϊκή ατμόσφαιρα για τις προσπάθειες να απαλλαγεί η Εκκλησία από τη λαϊκή εξουσία, η οποία ήταν ισχυρή από το δεύτερο τέταρτο του 11ου αι. Κατά τα μέσα του αιώνα οι προσπάθειες αυτές επιδοκιμάστηκαν από τη Ρώμη και ενέπνευσαν την πολιτική πολλών παπών. Έτσι έχομε τη λεγόμενη «γρηγοριανή» μεταρρύθμιση, από το όνομα του πάπα Γρηγορίου Ζ' (1073-1085). Οι σύμβουλοι του πάπα και ο ίδιος επεδίωκαν να εξαλείψουν τις καταχρήσεις και να θέσουν τέρμα στην εξουσία των Digitized by 10uk1s
λαϊκών επί της Εκκλησίας. Η έριδα περί της περιβολής Ιδιαίτερα ο πάπας απαιτούσε να ασκεί απόλυτη δικαιοδοσία επάνω στην Εκκλησία, παράλληλα όμως να έχει και το δικαίωμα να καθαιρεί ακόμη και τον αυτοκράτορα και να απαλλάσσει τους υπηκόους του από το καθήκον τους να πειθαρχούν στην πολιτική εξουσία. Η σύγκρουση, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασε ανάμεσα στον πάπα και στον Γερμανό μονάρχη, που έφερε τον τίτλο του βασιλιά της Ιταλίας και του αυτοκράτορα γενικά. Είναι η σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως «έριδα περί της περιβολής». Και τούτο, γιατί ο πάπας δεν αναγνώρισε στον αυτοκράτορα το δικαίωμα να ονομάσει επισκόπους ή ηγουμένους στην αυτοκρατορική Γερμανική Εκκλησία. Η σύγκρουση πήρε ουσιαστικές διαστάσεις, γιατί το πρόβλημα ήταν ποιος τελικά θα ασκούσε την εξουσία επί της Εκκλησίας στη Γερμανία, στην Ιταλία και στη Βουργουνδία. Αν ο βασιλιάς υποχωρούσε, τότε η αυτοκρατορική Εκκλησία θα κατέρρεε και μαζί με αυτή και η βασιλική δύναμη. Ο αγώνας που άρχιζαν ο Γρηγόριος Ζ' και οι διάδοχοί του, από τη μια μεριά, ο Ερρίκος Δ' (1056-1106) και ο Ερρίκος Ε' (†1125), από την άλλη, θα διαρκέσει από το 1076 ως το 1122. Οι περιπέτειες του αγώνα αυτού λίγο μας ενδιαφέρουν. Εκείνο που έχει σημασία είναι οι συνέπειες. Η συμφωνία δηλ. της Βορμς, που έθετε τέρμα στη σύγκρουση, έδινε μια λύση συμβατική. Άφηνε ως προς τη Γερμανία - μόνο για τη Γερμανία - τη δυνατότητα στον βασιλέα να ασκεί πίεση επί της εκλογής των επισκόπων και το δικαίωμα να τους απονέμει την εξουσία πριν από τη χειροτονία τους. Αλλά ο βασιλιάς - ή ο αυτοκράτορας - ήταν ο νικημένος. Πρώτα πρώτα, γιατί, παρά τα προνόμια που του αναγνωρίσθηκαν στη Γερμανία, η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχό του, τη στιγμή που οι δούκες, οι μαρκήσιοι και οι κόμητες επωφελήθηκαν από τη σύγκρουση, για να απαλλαγούν λίγο λίγο από τη βασιλική εποπτεία. Έτσι περνούσαν στο δρόμο που τους οδηγούσε βαθμιαία σε αυτόνομες ντόπιες ηγεμονίες, όπως και στη Γαλλία. Έπειτα, η εξουσία πάνω στους επισκόπους της Ιταλίας και του Βουργουνδιακού βασιλείου είχε αφαιρεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τον Γερμανό μονάρχη. Παράλληλες συγκρούσεις, μικρότερης σοβαρότητας, παρατηρήθηκαν ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές και σ' άλλους μονάρχες της Δύσεως. Στη Γαλλία η εξουσία του πάπα επί της Εκκλησίας πήρε χαρακτήρα πολύ πιο ζωηρό απ' ό,τι στο παρελθόν. Ωστόσο ο βασιλιάς και πολλοί πρίγκιπες διετήρησαν τουλάχιστο το δικαίωμα επικυρώσεως ή επιδοκιμασίας της επισκοπικής εκλογής. Στην Αγγλία, παρά τις προσπάθειες δύο Ιταλών «μεταρρυθμιστών», που διαδοχικά ανήλθαν στον αρχιερατικό θρόνο του Καντέρμπουρυ, του Lafranco (1005-1089) και του αγίου Ανσέλμου, η παπική Εκκλησία πήρε πολύ λιγότερα από αλλού. Η εξουσία της υπήρξε πιο μεγάλη παρά ποτέ, αλλά έμεινε κατά πολύ κατώτερη από τη δύναμη του βασιλιά. Οι Νορμανδοί δούκες και κόμητες της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας διετήρησαν επί της Εκκλησίας αποκλειστική σχεδόν την εξουσία τους. Ο πάπας, που είχε ανάγκη τις στρατιωτικές τους δυνάμεις εναντίον των Γερμανών μοναρχών, υποχρεώθηκε να συμβιβασθεί. Το παπικό γόητρο Το ουσιώδες αποτέλεσμα από τον αγώνα που ανέλαβε ο Γρηγόριος Ζ' ήταν να απλωθεί η εξουσία του πάπα σ' ολόκληρη τη Δύση. Δεν τίθεται εδώ θέμα για την εξουσία του και το κύρος του σε δογματικά ζητήματα. Σ' αυτόν τον τομέα όλοι ανεγνώριζαν το κύρος του και πριν από τον αγώνα Digitized by 10uk1s
του. Η πειθαρχία όμως που τώρα επιβάλλει μέσα στην Εκκλησία δεν συναντά σοβαρά εμπόδια. Ως προς τις κοσμικές εξουσίες, η αποτυχία των αυτοκρατόρων εξασφάλιζε στον πάπα γόητρο αδιαφιλονίκητο. Ήδη είκοσι πέντε χρόνια περίπου πριν από τη συμφωνία της Βορμς, επί Ουρβανού Β' (1088-1099), αυτό το κύρος ήταν τέτοιο, ώστε ο πάπας, όταν βρισκόταν σε ανοικτή σύγκρουση με τον Γερμανό αυτοκράτορα και τον Γάλλο βασιλιά, μπορούσε να καταφύγει στη Γαλλία, να αφορίσει εκεί τον βασιλιά και να καλέσει με επιτυχία την τάξη των ιπποτών της χώρας αυτής και όλης της Δυτικής Χριστιανοσύνης σε αγώνα εναντίον του Ισλάμ (1095). Όταν οι πάπες διεπίστωσαν ότι διέθεταν ανώτερη δύναμη από τον Γερμανό αυτοκράτορα, από τους Ευρωπαίους βασιλείς και γενικά από τους ηγεμόνες, δεν υπήρχε πια στο εξής φανερή αντίφαση ανάμεσα στις αξιώσεις τους και στην πραγματικότητα. Άλλωστε ο αριθμός των βασιλέων και των ηγεμόνων που εθεωρούντο υποτελείς της Αγίας Έδρας ήταν εντυπωσιακός. Αυτοί ήταν ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, ο βασιλιάς της Κροατίας, οι Νορμανδοί δούκες και κόμητες, ο βασιλιάς της Σικελίας και Νότιας Ιταλίας, ο κόμης της Βαρκελώνης (θεωρητικά πάντα υποτελής του βασιλιά της Γαλλίας) και ο βασιλιάς της Αραγωνίας, αρχηγός ενός νέου χριστιανικού βασιλείου στην Ισπανία. Πνευματικός λοιπόν άναξ της χριστιανικής Δύσεως, ο πάπας, διαθέτει τώρα τεράστιες δυνατότητες να κινείται σε θέματα και κοσμικής εξουσίας. Θα εδημιουργείτο ίσως κάποια λανθασμένη εντύπωση για την υπερέχουσα θέση που κατέλαβε η Παποσύνη, αν δεν αναφέραμε μία σοβαρή ήττα της, καθώς και τις σχετικές συνέπειες. Στα μέσα του 11ου αι., στα 1054, θα συμβεί ένα νέο σχίσμα ανάμεσα στη Δυτική Εκκλησία και την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως· σχίσμα, το οποίο στην ουσία θα ακολουθήσει ολόκληρη η Ανατολική Εκκλησία. Το σχίσμα αυτό διαρκεί ακόμη και σήμερα. Αναμφισβήτητα η παπική Εκκλησία δεν παραδέχεται ότι έχασε την εξουσία της σε παγκόσμια κλίμακα, οι δυνατότητές της όμως να επεμβαίνει στην Ανατολή περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
Digitized by 10uk1s
VII. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (11ος-12ος αι.)
1. Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΠΑΠΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ Οι επιτυχίες που είχε το Βατικανό στο δεύτερο μισό του 11ου αι. και στις αρχές του 12ου αι. του εξασφάλισαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για δυναμικότερη παρουσία στη Δυτική Ευρώπη και στη λατινική Ανατολή. Κατά τη διάρκεια του 12ου αι. η εξουσία της Αγίας Έδρας απλώθηκε και ισχυροποιήθηκε. Έτσι στη Γερμανία κινείται με τόση άνεση όση δεν είχε γνωρίσει ποτέ ως τώρα· στη Γαλλία οι τελευταίες και χλιαρές αντιστάσεις που προβλήθηκαν στη δραστηριότητά της από τη βασιλική εξουσία και από μερικούς ντόπιους ηγεμόνες διαλύονται - εκτός από τον Νότο - πριν από τα μέσα του αιώνα. Στην Αγγλία, ωστόσο, η δύναμη ενός Γουλιέλμου του Ερυθρού (†1100), ενός Ερρίκου Α' (†1135) και ακόμη του Στεφάνου de Blois (†1154), σε εποχή μάλιστα που κυριαρχεί η αναρχία, περιορίζει σοβαρά τη σημασία των ρωμαϊκών επεμβάσεων. Αλλά, αν η ποντιφικική εξουσία ενισχύθηκε, αυτό οφείλεται και στη συστηματική εξέλιξη θεσμών και παλαιών πρακτικών κανόνων, έναν από τους οποίους οι «μεταρρυθμιστές» πάπες, κυρίως ο Γρηγόριος Ζ' και οι διάδοχοί του, έθεσαν σε εφαρμογή με καταπληκτικά αποτελέσματα. Πρόκειται για την άσκηση της δικαιοδοσίας της εκκλήσεως ή προσκλήσεως προς άλλους (ως επί το πλείστον δυνατούς), την οποία κάνει ο πάπας δια μέσου του ίδιου του εαυτού του, καθώς ακόμη και της δικαιοδοσίας να αποστέλλονται ποντιφικικοί εκπρόσωποι (legati) για διάφορες αποστολές (διπλωματικής, στρατιωτικής κ.ά. φύσεως). Έχουν ακόμη το δικαίωμα οι πάπες, και το ασκούν συχνά, να συγκαλούν συνόδους, να προεδρεύουν σ' αυτές και να παίρνουν αποφάσεις που αποβλέπουν στην ενίσχυση της μοναρχικής διακυβερνήσεως της Εκκλησίας ή στην εφαρμογή «μεταρρυθμιστικών» ιδεών. Έτσι έχομε την πρώτη οικουμενική σύνοδο του Λατερανού στα 1123, τη σύνοδο της Πίζας στα 1135, τη δεύτερη οικουμενική σύνοδο του Λατερανού στα 1139. Σ' αυτές συμμετέχουν επίσκοποι από την Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ισπανία. Αυτή η ποντιφικική δραστηριότητα που ασκείται σ' ολόκληρη τη χριστιανοσύνη με γλώσσα λειτουργική τη λατινική θα καταστεί λίγο μετά το 1140 πιο ζωηρή ακόμη, καθώς θα τεθεί στη διάθεση των ειδικών ένα νέο όργανο: το «decretum» του Ιταλού μοναχού Γρατιανού. Αυτό είναι συλλογή κειμένων και εγχειρίδιο κανονικού δικαίου, που είχε για σκοπό να περιορίσει τις διαφωνίες ως προς τις εκκλησιαστικές διατάξεις. Το εγχειρίδιο αυτό γνώρισε σημαντική επιτυχία· θα αντιγραφεί και θα σχολιασθεί ευρύτατα στον δυτικό χριστιανικό κόσμο. Θα γίνει επίσης η βάση της διδασκαλίας του εκκλησιαστικού δικαίου και η αρχή μιας σειράς «κανονικών» συλλογών, των οποίων το σύνολο θα απαρτίσει, κατά τον 15ο αι., το «Corpus Juris Canonici», τον κώδικα δηλ. του κανονικού δικαίου. Τα νέα θρησκευτικά τάγματα Η θρησκευτική ζωή γνώρισε τότε μεγάλη άνθηση· μία από τις εκδηλώσεις της υπήρξε η εμφάνιση νέων ταγμάτων ή νέων μορφών ζωής για τον κλήρο. Από τον 11ο αι. και έπειτα αναθεωρούνται οι κανόνες που διέπουν τους ενοριακούς ιερείς, ώστε η ζωή τους να μην απέχει από τη ζωή των Αποστόλων. Ζούσαν σύμφωνα με διάφορους κανονισμούς σε κοινόβια, φτωχοί, και επικαλούνταν την προστασία του αγίου Αυγουστίνου. Στην πραγματικότητα ήταν κάτι περισσότερο από μοναχοί. Ο θεσμός φαίνεται ότι έφερε τις πρώτες του επιτυχίες στη Νότια Γαλλία και απλώθηκε σχεδόν παντού στη Δύση. Εδραιώθηκε όμως αρκετά σταθερά, στις αρχές του 12ου αι., στη Βόρεια Γαλλία, περιλαμβάνοντας και τη Φλάνδρα, στη ΒΑ Ισπανία και σε διάφορα τμήματα της Γερμανίας.
Digitized by 10uk1s
Με την κίνηση αυτή συνδέεται άμεσα η δημιουργία ενός τάγματος, των «Prémontrés», από την ονομασία του αββαείου που ιδρύθηκε στην ομώνυμη περιοχή (κοντά στη Λαν) στα 1120 από τον άγιο Νορβέρτο, τον μετέπειτα επίσκοπο του Μαγδεμβούργου. Αυτοί λοιπόν οι κληρικοί «Prémontrés» ακολουθούσαν στα μοναστήρια τους τους κανόνες της μοναστικής ζωής του αγίου Αυγουστίνου, οι οποίοι είχαν συμπληρωθεί με το καταστατικό του ίδιου του τάγματος. Τα μέλη του εκτελούσαν τις ενοριακές υποχρεώσεις στις εκκλησίες των πιστών (μέσα στις πόλεις) και με το παράδειγμά τους συνέβαλλαν στην ανύψωση της πνευματικής στάθμης του κατώτερου αγροτικού κλήρου. Καλλιεργούσαν εξ άλλου τα χέρσα χωράφια, καθώς και ελώδεις περιοχές. Πριν από τα μέσα του 12ου αι. το τάγμα αυτό είχε διαδοθεί σημαντικά, ιδίως στη Βόρεια Γαλλία και, περνώντας από τη Λοθαριγκία, στη Γερμανία. Εκτός όμως απ' αυτούς τους μοναχούς που συνάμα είναι και ενοριακοί κληρικοί, αναπτύσσονται την ίδια εποχή πραγματικά μοναστικά τάγματα. Ανάμεσα σ' αυτά αξίζει να μνημονεύσομε τους Κιστερκιανούς (Cisterciens), που το όνομά τους το χρωστούν στο αρχικό τους μοναστήρι του Cîteaux στη Βουργουνδία, το οποίο ιδρύθηκε στα 1098. Ακολουθούν με μεγάλη αυστηρότητα τους κανόνες ζωής των παλαιών Βενεδικτίνων μοναχών και κτίζουν τα μοναστήρια τους σε άγριες και απομονωμένες τοποθεσίες. Υπήρξαν όμως κέντρα εξαιρετικά δραστήρια για τη λατρεία και την ακτινοβολία της μοναστικής ζωής. Ο αυστηρός τρόπος με τον οποίο εφάρμοζαν τους κανόνες της ασκητικής ζωής ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της εποχής εκείνης, αν κρίνομε από την επιτυχία τους που ήταν τεράστια. Τα μοναστήρια τους, φτιαγμένα σύμφωνα μ' ένα βασικό αρχικό σχέδιο, πολλαπλασιάστηκαν στη Γαλλία και αρκετά γρήγορα επεκτάθηκαν και σε άλλες χώρες, κυρίως στη Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία κ.λ. Η αύξηση των κιστερκιανών μοναστηριών σ' ολόκληρη την Ευρώπη οφείλεται και στις εκκλησίες που έκτιζαν και που όλες, παρά τις διαφοροποιήσεις από τον τόπο και τον χρόνο, διατηρούν τα ίδια αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και αφήνουν την ίδια εντύπωση της αυστηρής μεγαλοπρέπειας, όπως την παρουσιάζει ο ρωμανικός ή ο γοτθικός ρυθμός.
2. Η ΛΑΪΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ. (Η ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ) Ένα άλλο κοινωνικό σύνολο, όπως η λαϊκή αριστοκρατία, υπέστη, κατά το δεύτερο μισό του 11ου αι. και στο πρώτο μισό του 12ου, ορισμένες μεταλλαγές. Αυτές προκλήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, με πολλές όμως αποχρώσεις από χώρα σε χώρα και από επαρχία σε επαρχία. Δεν μπορούμε να τις αντιπαρέλθομε σιωπηρά, γιατί επηρέασαν βαθειά μια κοινωνική σφαίρα, της οποίας η δραστηριότητα υπήρξε αποφασιστική σε όλο το Μεσαίωνα. Αυτές οι μεταλλαγές άλλωστε, αυτές καθ' εαυτές, αποτελούν, από ορισμένες απόψεις, ουσιώδες γεγονός στην ιστορία των διεθνών σχέσεων. Η λαϊκή αριστοκρατία στη Δύση είναι οι ιππότες, το σύνολο δηλ. εκείνων των οποίων ο κοινωνικός ρόλος είναι να πολεμούν, και μάλιστα να πολεμούν επάνω σε άλογο. Οι περισσότεροι ζουν με εισοδήματα που προέρχονται από την έγγειο πατρική περιουσία, που μπορεί να είναι αξιόλογη, μέτρια και καμιά φορά εξαιρετικά μικρή. Κάτω από την επίδραση διαφόρων παραγόντων, η κοινωνική αυτή ομάδα πήρε τον χαρακτήρα ενός είδους διεθνούς αδελφότητας όλων των ιπποτών, με ορισμένο τυπικό εισόδου, με κοινούς κανόνες ζωής και κοινά ιδανικά. Τα ιδανικά αυτά είναι κυρίως η τιμή, η εκδήλωση ευγενείας προς τις γυναίκες, η προστασία της Εκκλησίας και των αδυνάτων, η αναζήτηση ανδραγαθημάτων, η συναδελφοσύνη ανάμεσα στους ιππότες υπεράνω εθνικών ορίων. Το αποτέλεσμα από την εκδήλωση της φεουδαλικής υπακοής και πίστεως των υποτελών, η επίδραση των ιδεών της δικαιοσύνης και η χριστιανική χάρη που κήρυσσε η Εκκλησία, ως ένα σημείο και η επίδραση των γυναικών που ανήκαν στον αριστοκρατικό κύκλο - ιδίως στη Νότια Γαλλία -έπαιξαν για την τάξη των ιπποτών αποφασιστικό ρόλο: Ο μετασχηματισμός είχε βαθειά προχωρήσει στα τέλη του 11ου αι., οφείλομε όμως να Digitized by 10uk1s
αναγνωρίσομε ότι κατά την πρώτη σταυροφορία (1096-1099) πήρε την ολοκληρωμένη μορφή του. Η διαφοροποιημένη τάξη των ιπποτών ξεκίνησε από τη Γαλλία, ιδιαίτερα από το βασίλειο της Βουργουνδίας - Προβηγκίας· έπειτα απλώθηκε στις χώρες που είχαν αριστοκρατία διαποτισμένη με γαλλική γλώσσα και κουλτούρα όπως στην Αγγλία, στη Νότια Ιταλία, στη Λοθαριγκία, εισέδυσε ακόμη στη Γερμανία και μέσα απ' αυτή στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Βρήκε επίσης ανταπόκριση ο θεσμός στη Σκωτία και στην Ισπανία. Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στη διάδοση αυτή υπήρξε η γέννηση στη Γαλλία κατά τον 11ο αι. μιας επικής λογοτεχνίας, σε γλώσσα λαϊκή και σε στυλ μυθιστορηματικό, εμπνευσμένης από το ιπποτικό ιδεώδες. Το σπουδαιότερο και πιο γνωστό έργο είναι το περίφημο «τραγούδι του Ρολάνδου» (Chanson de Roland). Αυτά τα ποιήματα μεταφράστηκαν και έγιναν πρότυπα για μίμηση, συμβάλλοντας έτσι στην εξάπλωση της γαλλικής αντιλήψεως περί των ιπποτών στη Γερμανία και στην Ιταλία. Πρέπει εξ άλλου να εκτιμήσομε τη συμβολή του ιπποτικού θεσμού στον εξανθρωπισμό και στη γλυκύτητα των ηθών. Οι ιπποτικοί κανόνες δηλ. και τα ιδανικά υπήρξαν ένα φρένο αρκετά σημαντικό στην αγριότητα των εθίμων. Το φαινόμενο που περιγράψαμε ήταν ένα φαινόμενο κοινωνικό. Αυτό που θα μας απασχολήσει τώρα είναι ένα φαινόμενο δικαιϊκής μορφής. Η ιπποτική τάξη έδωσε την αφορμή να γεννηθεί μια τάξη ευγενών, που διαμορφώνει θεσμό δικαίου. Από τα τέλη δηλ. του 11ου αι. στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, οι ιππότες καθιέρωσαν ένα δικό τους, προσωπικό, καταστατικό. Από τότε μπορούμε να μιλούμε για «ευγενείς», ενώ στον 12ο αι. αυτό το προνομιούχο καταστατικό παίρνει χαρακτήρα κληρονομικό και απλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής τάξεως των ιπποτών. Μια τέτοια αλλαγή ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε παντού τον ίδιο καιρό, ούτε κατά τον ίδιο τρόπο, ούτε κατά το ίδιο μέτρο. Μέλη π.χ. της κοινωνικής τάξεως των ιπποτών θεωρήθηκαν σε μερικές χώρες ή σε μερικές περιοχές ως ευγενείς πολύ πιο αργά από άλλες περιπτώσεις, όπως συνέβη στη Γερμανία με τους λεγόμενους ministeriales (είδος ιππότη μη ελεύθερης καταγωγής). Στην Αγγλία επίσης η τάξη των ευγενών συμπεριέλαβε στους κόλπους της ένα μέρος της ιπποτικής τάξεως, ενώ ο κληρονομικός της χαρακτήρας εφαρμόστηκε μόνο στους πρωτογέννητους. Πρόκειται δηλ. για τις ποικίλες παραλλαγές ενός γενικού φαινομένου.
3. Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ Την ίδια εποχή (11ος-12ος αι.) επισημαίνονται νέα φαινόμενα στην εκμετάλλευση του εδάφους. Τα κτήματα παίρνουν άλλες, μικρότερες διαστάσεις, ή εμφανίζεται και διαδίδεται ο θεσμός της εκμισθώσεως του χωραφιού με τη συμφωνία της μοιρασιάς της παραγωγής ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και τον ενοικιαστή. Οι νέες παραγωγικές σχέσεις στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας επηρεάζουν την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και το διεθνές εμπόριο. Έτσι στη Φλάνδρα τα χωράφια που φτιάχτηκαν πάνω στα νερά προορίζονταν κατά τον 10ο και 11ο αι. κυρίως για τη βοσκή των αρνιών. Το μαλλί τους χρησιμοποιούνταν από τη φλαμανδική βιοτεχνία υφασμάτων και τα σχετικά προϊόντα εξάγονταν στο εξωτερικό. Κατά τον 12ο αι. αρκετά απ' αυτά τα βοσκοτόπια καλύφθηκαν από λιβάδια για βοοειδή. Αυτή η αλλαγή στην αγροτική ζωή της Φλάνδρας υπήρξε ένας από τους παράγοντες - κοντά στους άλλους - που προκάλεσε μεγάλη εισαγωγή, αυξανόμενη κάθε τόσο, αγγλικού μαλλιού. Η αύξηση πάλι της ζητήσεως προκάλεσε στην Αγγλία σημαντική επέκταση της βοσκής του αρνιού, κυρίως σε απομονωμένες περιοχές, όπου τα νέα θρησκευτικά τάγματα, οι Κιστερκιανοί και οι «Prémontrés», είχαν κτίσει τα κοινόβιά τους, τα οποία Digitized by 10uk1s
μεταβλήθηκαν σε κέντρα παραγωγής μαλλιού. Ένα παράλληλο φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη της εριούχου βιομηχανίας της Φλάνδρας, της Βραβάνδης (γερμανικού δουκάτου) και της Ιταλίας (στη Λομβαρδία και Τοσκάνη) παρατηρείται και στην καλλιέργεια φυτών με βαφικές ιδιότητες. Η παραγωγή π.χ. του pastel (φυτού, του οποίου τα φύλλα δίνουν γαλάζιο χρώμα) γύρο από την Αμιένη και την Παβία, και η εξαγωγή του προϊόντος προς την Τοσκάνη και τις Κάτω Χώρες αυξήθηκε τον 12ο αι., γιατί η εριούχος βιομηχανία απαιτούσε όλο και πιο αξιόλογες ποσότητες. Ένα τρίτο φαινόμενο της ίδιας κλίμακας θα προκαλέσει επίσης συνέπειες στο εμπόριο και στη γεωργία. Συγκεκριμένα, η ένωση της Ακουιτανίας (περιοχής γαλλικής μεταξύ Πυρηναίων, Βρετάνης και Ατλαντικού Ωκεανού) με την Αγγλία, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 12ου αι., ευνόησε τις εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Π.χ. η καλλιέργεια του αμπελιού αναπτύχθηκε πάρα πολύ στο Bordelais (περιοχή γύρο από το Μπορντώ), με αποτέλεσμα να ανέβει η αξία των χέρσων ή βαλτωδών γαιών. Έτσι οι κάτοικοι του Μπορντώ άρχισαν να εξάγουν το κρασί τους προς την Αγγλία και τη Φλάνδρα· το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι του νησιού Oleron της La Rochelle και γενικά οι μεταφορείς - έμποροι της περιοχής Bayonne (στα Πυρηναία και στον Ατλαντικό) για όλα τα κρασιά της νοτιο-δυτικής Γαλλίας. Η αγοραστική επιτυχία των κρασιών αυτών στην Αγγλία και στις Κάτω Χώρες, από το δεύτερο μισό του 12ου αι., συνέβαλε πολύ στο να αναπτυχθεί η παραγωγή του σταφυλιού στη νοτιο-δυτική Γαλλία. Οι περιπτώσεις, που αναφέραμε εδώ σχετικά με τους μετασχηματισμούς της γεωργίας και τις συνακόλουθες συνέπειες στην εξαγωγή των προϊόντων, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Θα μπορούσε βέβαια, κανείς, χωρίς πολλές δυσκολίες, να βρει και άλλες. Η νέα μορφή του εμπορίου Ο 12ος αι., πραγματικά, είδε να εξελίσσεται σε μεγάλη κλίμακα το διεθνές εμπόριο, του οποίου η ανάπτυξη επισημαίνεται μετά την καρολίδεια εποχή, αλλά κυρίως μετά τον 10ο αι. Αυτή η ανάπτυξη δεν βασίζεται μόνο στην ευρύτερη χρησιμοποίηση των συναλλαγών, αλλά επίσης στις μεταλλαγές της δομής και του τρόπου που διεξάγεται το εμπόριο. Μερικά εμπορικά ρεύματα εξαφανίζονται, όπως το διηπειρωτικό εμπόριο των σκλάβων με κατεύθυνση από βορρά προς νότον. Στην πραγματικότητα παύει να διεξάγεται ένα τέτοιο εμπόριο στην Αγγλία λίγο μετά τη νορμανδική κατάκτηση. Η χρησιμοποίηση εξ άλλου των Σλάβων στη Γερμανία σβήνει μέσα στον 11ο αι., μια που η μουσουλμανική Ισπανία έχει αντικαταστήσει τους σκλάβους Σλάβους με νέγρους σκλάβους, τους οποίους εισάγει από την περιοχή της Νιγηρίας μέσα από τη Σαχάρα. Αντίθετα, το εμπόριο ανάμεσα στην Ιταλία και στις χώρες προς βορράν των Άλπεων εντείνεται· η διακίνηση των εμπορευμάτων παίρνει, από το δεύτερο μισό τουλάχιστο του 12ου αι., χαρακτήρα κανονικού ρυθμού. Η ανάπτυξη «βιομηχανικών» μονάδων εξαγωγής στη Φλάνδρα, στη Βόρεια Γαλλία και αργότερα στη Βραβάνδη -αφού η εριουργία παρήγαγε υφάσματα ποιότητας διεμόρφωσε τους βασικούς αντικειμενικούς σκοπούς αυτού του εμπορίου. Σε όλη τη διάρκεια του αιώνα Φλαμανδοί και Γάλλοι έμποροι μετέφεραν οι ίδιοι τα εμπορεύματά τους στην Ιταλία, κυρίως στη Γένοβα, και τα πουλούσαν εκεί. Μπορούμε να υποθέσομε ότι οι Λομβαρδοί έμποροι που πήγαιναν να πουλήσουν στη Φλάνδρα προϊόντα της Ανατολής ή της Μεσογείου (όπως αρώματα, μεταξωτά, δέρματα κ.λ.) αγόραζαν, επιστρέφοντας, μάλλινα υφάσματα. Αλλά από τα μέσα του αιώνα πολλοί έμποροι δεν χρειάζεται να διανύσουν ολόκληρο το δρόμο για να βρουν τις αγορές που θέλουν. Συναντώνται στις εκθέσεις της Champagne (στην Κεντρική Γαλλία), Digitized by 10uk1s
οι οποίες αρχίζουν να συγκεντρώνουν σπουδαίο μέρος του εμπορίου ανάμεσα στη βορειοδυτική Ευρώπη και στις χώρες της Μεσογείου. Ο ρόλος τους θα γίνει πολύ σπουδαιότερος ακόμη τον επόμενο αιώνα. Στην Ιταλία εξ άλλου παρατηρείται ένας συγκεντρωτισμός του μεγάλου διεθνούς εμπορίου προς όφελος μικρού αριθμού ναυτικών πόλεων του Βορρά, της Γένοβας δηλ. και της Πίζας, από τη μια, της Βενετίας, από την άλλη. Οι σταυροφορίες, τόσο η πρώτη τον 11ο αι. όσο και οι άλλες κατά τον 12ο αι., επέτρεψαν στη Γένοβα, στην Πίζα και στη Βενετία να ιδρύσουν μόνιμους εμπορικούς σταθμούς σ' ολόκληρη τη λατινική Εγγύς Ανατολή και να πάρουν στα χέρια τους ένα μεγάλο μέρος του εμπορίου της Ασίας με την Ευρώπη. Στον βυζαντινό κόσμο η Βενετία έχει εξασφαλίσει από το 1082 ορισμένα προνόμια, όπως ελευθερία στους τελωνειακούς δασμούς και στη φορολογία γενικά. Παρά τις διαφορές της με τους Βυζαντινούς και τις συχνές συγκρούσεις μαζί τους, η Βενετία κατόρθωνε πάντα να διατηρεί τις θέσεις της. Και η Γένοβα και η Πίζα διαδοχικά κατάφεραν να αποκτήσουν αξιόλογη εμπορική θέση στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Μεγάλος όμως ανταγωνισμός γεννήθηκε ανάμεσα στις τρεις αυτές ιταλικές πόλεις. Ακόμη και στα μουσουλμανικά λιμάνια, ιδιαίτερα στην Αλεξάνδρεια, καθώς και στη λοιπή Αφρική και στη μουσουλμανική Ισπανία, οι Ιταλοί δημιούργησαν σπουδαία κέντρα εμπορίου. Οι Γενουάτες και οι Πιζάνοι έφτασαν στο σημείο να παίζουν ρόλο διαιτητή ανάμεσα στις διάφορες φατρίες του Ισλάμ. Κυριαρχούν στη Μεσόγειο και μειώνουν τη δραστηριότητα άλλων εμπορικών λιμανιών. Αυτό το μεσογειακό εμπόριο συνδέεται άμεσα με το εμπόριο του βορρά προς νότον που διασχίζει την Ευρώπη. Η Γένοβα και η Πίζα εξήγαγαν προς την Ανατολή και τη Μπαρμπαριά όχι μόνο ιταλικά προϊόντα, αλλά ακόμη προϊόντα παραγωγής πέραν των Άλπεων, όπως τα μάλλινα υφάσματα της Φλάνδρας και της Βόρειας Γαλλίας· εισήγαγαν εξ άλλου από την Ανατολή και τη Μπαρμπαριά προϊόντα προοριζόμενα για την Ευρώπη πέραν των Άλπεων. Η Βενετία φαίνεται ότι συνέχισε αυτές τις παραδοσιακές εξαγωγές προς τις μουσουλμανικές χώρες και διηύρυνε τις εισαγωγές της σε προϊόντα ανατολίτικα, για να τα ξαναπουλήσει στην Ιταλία, στη Γερμανία και στις σλαβικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Φαίνεται επίσης ότι από τον 12ο αι. οι εμπορικές ιταλικές πόλεις αγόραζαν στα λιμάνια της Βόρειας Αφρικής χρυσάφι από τις χώρες που βρίσκονταν πέρα από τη Σαχάρα. Το εμπόριο ωστόσο της βυζαντινής ή μουσουλμανικής Ανατολής μέσα από τη Ρωσία προς τη Βαλτική βρίσκεται σε πλήρη αποδιοργάνωση. Αυτή η πτώση οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες: α) στη στροφή σημαντικού τμήματος του ασιατικού εμπορίου προς τα λιμάνια της λατινικής Ανατολής· β) στο γεγονός ότι οι ιταλικές αποικίες προσελκύουν προς δυσμάς τις βυζαντινές αγορές· γ) στις δυσκολίες που προκαλούνται κατά τη διεξαγωγή του εμπορίου στα νότια της Ρωσίας εξ αιτίας των Πετσενέγων αρχικά και των Κουμάνων έπειτα. Το βόρειο μέρος της Ρωσίας, με το Νόβγκορόντ, θα συνεχίσει να παίζει σπουδαίο ρόλο, αλλά μέσα σε άλλο σύνολο. Το εμπορικό ρεύμα από δυσμάς προς ανατολάς ενισχύεται πάρα πολύ κατά τη διάρκεια του 12ου αι. Και εδώ επίσης η εριουργία της Φλάνδρας, της Βόρειας Γαλλίας και της Βραβάνδης παίζει θεμελιώδη ρόλο, γιατί από τη μια έχομε την εισαγωγή αγγλικού μαλλιού και από την άλλη την εξαγωγή μάλλινων υφασμάτων προς την Αγγλία και την Ανατολή. Τις αγορές της Ανατολής τις κατακτούν από δύο διαφορετικούς δρόμους: ή από το δέλτα των ποταμών Εσκώ - Μόζα - Ρήνου, και έπειτα μέσα από τον τελευταίο αυτόν ποταμό· ή από τον χερσαίο δρόμο περνώντας από τη Bruges Digitized by 10uk1s
και την Κολωνία, γεγονός που ευνοεί την εξέλιξη των πόλεων της περιοχής της Βραβάνδης. Από την Κολωνία, και με κατεύθυνση προς ανατολάς ή νοτιο-ανατολικά, διοχετεύονται τα μάλλινα υφάσματα και τα άλλα προϊόντα, όπως π.χ. τα προϊόντα της βιομηχανίας ορειχάλκου των χωρών που διασχίζει ο ποταμός Μοζέλας (περιοχή Μετς) ή εκείνα της βιομηχανικής μεταλλουργίας της Ρηνανίας - Βεστφαλίας. Οι δρόμοι που ακολουθούνται είναι οι εγκάρσιοι. Αυτοί οδηγούν προς το Αμβούργο ή προς το Μαγδεμβούργο και στα περάσματα του Έλβα ποταμού. Χρησιμοποιείται ακόμη ο άνω Ρήνος, ο Μάιν και πιο μακριά ο Δούναβης. Εκτός από την κατεύθυνση Φλάνδρα - Κολωνία με τις σχετικές προεκτάσεις, υπάρχει και η ναυσιπλοία στη Βόρεια θάλασσα ανάμεσα στο Λονδίνο και τη Bruges, από τη μια μεριά, τη Βρέμη και το Αμβούργο, από την άλλη. Πρόκειται για ναυσιπλοία που περνά, τον 12ο αι. στα χέρια των Γερμανών του Βορρά από τα χέρια των Δανών, και στην οποία συμμετέχουν τόσο Φλαμανδοί όσο και Άγγλοι. Εδώ επίσης η εξαγωγή του φλαμανδικού μαλλιού παίζει ρόλο πρωταρχικό. Το μεγάλο γεγονός, που από το δεύτερο μισό του 12ου αι. προσδίδει στο εμπορικό αυτό ρεύμα την ιδιάζουσα σημασία του, είναι οι γερμανικοί εποικισμοί πέρα από τον Έλβα ποταμό, η ίδρυση στις ακτές της Βαλτικής πόλεων από Γερμανούς της Κάτω Σαξονίας, της Βεστφαλίας και της Ρηνανίας. Η πιο σημαντική από τις πόλεις αυτές είναι η Λύμπεκ (ιδρύθηκε στα 1143 και εκ νέου στα 1158). Πριν από τα τέλη του 12ου αι. μια γερμανική αποικία δημιουργείται στο Ουίσμπι, στο σουηδικό νησί της Γοτλάνδης. Αποκαθίστανται τότε οι σχέσεις με το Νόβγκορόντ, που συγκεντρώνει τα προϊόντα της ρωσικής πεδιάδας, όπως είναι η πίσσα, η ποτάσα, το κερί, οι γούνες κ.λ. Οι Φλαμανδοί, από το δεύτερο μισό του αιώνα, έπαιρναν μάλλον τα προϊόντα αυτά σαν αντάλλαγμα των όσων πουλούσαν στα γερμανικά λιμάνια της Βόρειας θάλασσας. Είναι εξ άλλου πιθανό ότι οι Γερμανοί του Βορρά μετέφεραν οι ίδιοι στη Bruges τα προϊόντα αυτά και από εκεί αγόραζαν το κρασί και το αλάτι της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Το θαλάσσιο αυτό εμπόριο του Βορρά με τις προεκτάσεις του στη Βαλτική βρίσκεται στην εξέλιξή του κατά τα τέλη του 12ου αι. Αυτά υπήρξαν τα σπουδαιότερα εμπορικά ρεύματα, χωρίς να σημαίνει κάτι τέτοιο ότι δεν έχομε και άλλα εξ ίσου σημαντικά. Τα ανοίγματα πάντως που πήρε το νέο εμπορικό ρεύμα στη Βαλτική, όπως ήδη εξετάσαμε, βρίσκονται σε στενή σχέση με τον γερμανικό εποικισμό πέρα από τον Έλβα ποταμό. Αυτή τη φορά η κατάκτηση συνοδεύτηκε με την εγκατάσταση στις κατακτηθείσες χώρες αποίκων ιπποτών και χωρικών, που ήλθαν από τη Δυτική Γερμανία και από τις Κάτω Χώρες (Φλάνδρα και Λοθαριγκία), συνέπεια βέβαια της αυξήσεως του πληθυσμού και της ελλείψεως καλλιεργήσιμων εκτάσεων, παρά τις εκχερσώσεις. Οι γερμανικοί και οι ολλανδικοί πληθυσμοί εκγερμάνισαν βαθμιαία τις υποταγμένες σλαβικές χώρες. Παράλληλα, προχωρούσε ο εκχριστιανισμός των σλαβικών πληθυσμών, ο οποίος είχε ήδη αναληφθεί από τους μισσιοναρίους. Υπήρξε έργο αποκλειστικά των μονών των Prémontrés και των Κιστερκιανών, οι οποίοι συνέβαλαν ουσιαστικά και στην αξιοποίηση της χώρας.
4. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ Η ΔΥΣΗ Την ίδια εποχή ο χριστιανικός κόσμος της Ανατολής, η βυζαντινή αυτοκρατορία, εμφανιζόταν σαν μια πολύ αξιόλογη δύναμη.
Digitized by 10uk1s
Ο γιος και ο εγγονός του Αλεξίου Κομνηνού, ο Ιωάννης Β' (1118-1143) και ο Μανουήλ Α' (1143-1180), χάρη στις διπλωματικές τους επιτυχίες και στην καλή οργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν και ακόμη να επεκτείνουν τα εδάφη που υποτάχθηκαν στην αυτοκρατορική δύναμη. Σπουδαία τμήματα της Μικράς Ασίας αφαιρέθηκαν από τους Τούρκους, το αρμενικό πριγκιπάτο της Κιλικίας δήλωσε ξανά υποταγή, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, το πιο βόρειο από τα λατινικά κράτη της Ανατολής, θα επανέλθει στην υποτέλεια της αυτοκρατορίας, ενώ ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ θα αναγνωρίσει ως κύριό του τον Μανουήλ Κομνηνό. Στην Ευρώπη επίσης ο Μανουήλ Κομνηνός, μετά τον πατέρα του, σταθεροποίησε τις βυζαντινές θέσεις. Επέβαλε, συγκεκριμένα, την επικυριαρχία του στον επαναστάτη Σέρβο ηγεμόνα και αφήρεσε από την Ουγγαρία τη Δαλματία, για να ιδρύσει εκεί ένα βυζαντινό δουκάτο. Επίσης, αν και δεν μπόρεσε να προσαρτήσει την Κροατία, κατάφερε πάντως να προκαλέσει την αποτυχία της γερμανικής επιρροής στην Ουγγαρία. Τον Μανουήλ Κομνηνό τον τράβηξε πολύ η Δύση. Είχε αρκετά επηρεασθεί από τον τύπο του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος εμφανιζόταν με τη μορφή της ιπποτικής τάξεως. Ωστόσο περιφρονούσε, από το ύψος της νομιμότητάς του, όλους τους δυτικούς μονάρχες. Είχε προγραμματίσει την επαναφορά στην Ιταλία της αυτοκρατορικής εξουσίας. Το πρώτο εμπόδιο, στο οποίο σκόνταψε, υπήρξε το νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας. Η δύναμη του κράτους αυτού αυξανόταν συνεχώς. Ο Ρογήρος Β' είχε πάρει από τον πάπα το βασιλικό στέμμα. Του αναγνωρίσθηκε εξ άλλου η εξουσία του στην Απουλία, ποντιφικικό φέουδο. Η οικονομική, στρατιωτική και ναυτική του δύναμη επέτρεψαν στον βασιλιά της Σικελίας να καταπολεμήσει τα μουσουλμανικά κράτη της Βόρειας Αφρικής και να δημιουργήσει στις ακτές της εγκαταστάσεις προορισμένες να προσελκύουν προς το Παλέρμο μέρος του διαμεσογειακού εμπορίου. Ως προς το Βυζάντιο, ο Ρογήρος ξανάρχισε τα σχέδια του Ροβέρτου Γυσκάρδου· κατέλαβε την Κέρκυρα, προσέβαλε την αυτοκρατορία στο Αιγαίο πέλαγος, κατέστρεψε τις «βιομηχανικές» πόλεις Θήβα και Κόρινθο, και μετέφερε στο Παλέρμο τους εργάτες των μεταξουργείων τους. Έτσι άρχισε ένας πόλεμος, κατά τον οποίο ο Μανουήλ είχε τη ναυτική βοήθεια της Βενετίας και τη διπλωματική υποστήριξη του Κορράδου Γ' (1138-1152) της Γερμανίας. Μετά την κατάκτηση της Κέρκυρας στα 1149 ο βυζαντινός αυτοκράτορας προσπάθησε να ανακαταλάβει τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία. Απέτυχε ολοκληρωτικά. Στα 1158 κλείστηκε η ειρήνη. Το νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας συνέχιζε να κυριαρχεί στην καρδιά της Μεσογείου. Ο Μανουήλ ωστόσο δεν εγκατέλειψε καθόλου τις φιλοδοξίες του που στρέφονταν προς τη Δύση. Στα 1152 ο Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσσας διαδέχθηκε τον θείο του Κορράδο Γ' ήδη πριν από τη στέψη του στη Ρώμη (στα 1155) ακολουθούσε την πολιτική της αυτοκρατορικής εξουσίας των Γερμανών μοναρχών. Ανάμεσα σ' αυτόν και στον Μανουήλ η αντίθεση υπήρξε απόλυτη. Ο Μανουήλ είχε μεταβάλει την Αγκώνα σε ισχυρό φρούριο κατά του Φρειδερίκου, ενώ υποκινούσε τις λομβαρδικές πόλεις σε πόλεμο εναντίον του. Ο βυζαντινός επίσης αυτοκράτορας διαπραγματεύθηκε, χωρίς όμως επιτυχία, μια συμμαχία με τον πάπα Αλέξανδρο Γ' και τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ' κατά του Φρειδερίκου. Στα 1166 πρότεινε ακόμη στον πάπα να θέσει τέλος στο σχίσμα των δύο Εκκλησιών, υπό τον όρο να στεφθεί ο ίδιος ο Μανουήλ αυτοκράτορας από τον πάπα ή από ένα αντιπρόσωπό του. Δεν μπορούσε βέβαια να προχωρήσει πιο πέρα. Αλλά και εδώ ο Μανουήλ απέτυχε. Ο βυζαντινός κλήρος ήλθε σε πλήρη αντίθεση με τα σχέδιά του, ενώ ο Αλέξανδρος Γ' απέφυγε κάθε κίνηση σχετική. Η καχυποψία απέναντι στο Βυζάντιο παρέμενε μεγάλη και ο κίνδυνος να περιέλθει η αποστολική έδρα Digitized by 10uk1s
στην «τυραννική» εξουσία του «βασιλιά» δεν φαινόταν φανταστικός. Όλη αυτή η πολιτική, η «ιουστινιάνειος», θα μπορούσε να πει κανείς, του Μανουήλ Κομνηνού στη Δύση δεν κατέληξε πουθενά· μόνο που εξήντλησε τις δυνάμεις του Βυζαντίου.
5. Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ Θα υποστήριζε κανείς για τη Γερμανία το ίδιο πράγμα ως προς την αυτοκρατορική πολιτική του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα και των διαδόχων του. Αν θέλομε να την καταλάβομε, είναι απαραίτητο να αναφερθούμε λίγο παλαιότερα. Είδαμε πόσο η ονομαζόμενη «έρις περί της περιβολής» μείωσε και υπέσκαψε το κύρος του αυτοκρατορικού μεγαλείου των Γερμανών μοναρχών. Το γεγονός ότι στα 1125, μετά τον θάνατο του Ερρίκου Ε', οι ηγεμόνες εξέλεξαν βασιλιά τον Λοθάριο, του οίκου των δουκών της Σαξονίας, έπειτα τον Κορράδο, στα 1138, της Σουαβίας, υπογραμμίζει την πρόθεση να περιορισθεί η κληρονομική διαδοχή. Στο σύνολό τους, οι βασιλείς αυτοί (μόνο ο Λοθάριος στέφθηκε αυτοκράτορας) υπήρξαν αδύνατοι για να αντισταθούν στους πάπες. Από την άλλη μεριά, κατά το δεύτερο τέταρτο του αιώνα, διαμορφώνεται το ποντιφικικό δόγμα για την αυτοκρατορία. Έχομε δηλ. μια νέα και αποφασιστική διεύρυνση στο σύστημα της φεουδαλικής εξαρτήσεως σε σχέση με την Αγία Έδρα. Πρόκειται για τις ιδέες που διεκήρυξαν οι πάπες Γρηγόριος Ζ' και Ουρβανός Β', ενώ ο Ιννοκέντιος Β' και ο Αδριανός Δ' (1154-1159) προσπάθησαν να επιβάλουν την άποψη ότι η αυτοκρατορική εξουσία εκρατείτο από τον πάπα σαν είδος φέουδου. Είναι ένα δόγμα που αναπτύχθηκε κατά περίεργο τρόπο, σε μια εποχή, κατά την οποία η ποντιφικική εξουσία, στην ίδια τη Ρώμη, βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο. Παρατηρείται έτσι μια από τις καταπληκτικές αντιθέσεις, που δεν ενοχλούσαν όμως τους ανθρώπους του Μεσαίωνα. Και είναι τότε που η παπική Εκκλησία δεν είχε πια το στήριγμα μιας λαϊκής εξουσίας, ώστε να διαθέτει τα υλικά μέσα για τη διατήρηση της τάξεως στα εκκλησιαστικά φέουδα, και δεν είχε τη δύναμη να εμποδίσει την εξέγερση στη Ρώμη, το 1143. Ο πρωταγωνιστής της εξεγέρσεως Αρνάλδος από τη Brescia άσκησε από το 1145, ευρεία εξουσία, κάτω από την κάλυψη ενός δημοκρατικού συντάγματος, που είχε ως κύριο όργανο τη Γερουσία. Το καθεστώς αυτό κράτησε κάπου 10 χρόνια, ενώ οι Ρωμαίοι υποστήριζαν ότι σε αυτούς και όχι στον πάπα ή σ' οποιονδήποτε άλλον ανήκε το δικαίωμα να απονέμουν τον αυτοκρατορικό τίτλο. Η παρουσία του Φρειδερίκου Α ' Βαρβαρόσσα Μέσα σ' αυτό το κλίμα, στα 1152, ο ανεψιός του Κορράδου Γ', ο Φρειδερίκος Α' Βαρβαρόσσας, εξελέγη βασιλιάς. Πρόθεσή του ήταν να απλώσει στη Γερμανία, στη Βουργουνδία και στην Ιταλία την εξουσία που ασκούσαν οι Γερμανοί μονάρχες του 11ου αι. Στην πρώτη από τις χώρες αυτές, στη Γερμανία, κατάφερε, χρησιμοποιώντας συστηματικά τα προνόμια που του άφηνε το «κονκορδάτο» της Βορμς, να οδηγήσει την αυτοκρατορική Εκκλησία κάτω από την εξουσία του. Στο βασίλειο της Βουργουνδίας-Προβηγκίας, ο Βαρβαρόσσας προσπάθησε να δώσει πραγματικό περιεχόμενο στη βασιλική εξουσία με τον γάμο του με τη Βεατρίκη της οικογένειας των κομήτων της Βουργουνδίας. Στην Ιταλία η κατάσταση ήταν πολύ πιο δύσκολη από αλλού. Δεν ήταν μόνο οι ηγεμόνες και οι επίσκοποι, αλλά και οι αστικές δημοκρατίες. Οι πόλεις της Λομβαρδίας, της Λιγυρίας, της Τοσκάνης, Digitized by 10uk1s
της Αιμίλια, οι οποίες ζούσαν από το εμπόριο και τη «βιομηχανία», κυβερνούνταν από τους «υπάτους» και άλλους αιρετούς αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν πλουτίσει με τις εμπορικές συναλλαγές, είτε ανήκαν στην τάξη των ευγενών της περιοχής είτε στους πατρικίους αστικής καταγωγής. Είχαν τη δική τους πολιτική γραμμή, προσπαθούσαν να επεκτείνουν την εξουσία τους στα περίχωρα, και για να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους πολεμούσαν με πάθος. Το Μιλάνο, οικονομική πρωτεύουσα της Λομβαρδίας, όπου κατέληγαν οι δρόμοι που έρχονταν από τα στενά των Άλπεων, διακρινόταν για τη ζωηρότητα των αντιδράσεών του. Στα 1155 ο Φρειδερίκος βοήθησε τον πάπα να νικήσει τους Ρωμαίους πολίτες και του παρέδωσε τον Αρνάλδο, ο οποίος και εξετελέσθη. Έπειτα ο Βαρβαρόσσας στέφθηκε αυτοκράτορας στον Άγιο Πέτρο. Είχε την πεποίθηση ότι η αυτοκρατορική εξουσία τού είχε δοθεί, ανεξάρτητα από τη στέψη, την ίδια στιγμή που είχε πάρει και τη γερμανική βασιλεία. Μετά από μακρά περίοδο, κατά την οποία η αυτοκρατορική εξουσία είχε υποστεί μια έκλειψη, και πάλι τώρα η σημασία της τονίζεται ιδιαίτερα. Ο Φρειδερίκος θεωρεί την αυτοκρατορική αυτή εξουσία σαν μια απόλυτη εξουσία και φυσικά σαν παγκόσμια εξουσία. Η παγκοσμιότητά της όμως δεν εξηγείται από την τάση ασκήσεως οποιασδήποτε εξουσίας στους βασιλείς της Γαλλίας, Αγγλίας κ.λ., αλλά από την απαίτηση να αναγνωρίζουν τον αυτοκράτορα ως ανώτερό τους. Η αυτοκρατορική εξουσία επίσης επέβαλλε, στα μάτια του Φρειδερίκου και των συμβούλων του, όχι μόνο την προστασία της παγκόσμιας Εκκλησίας, αλλά και το δικαίωμα να παρεμβαίνει στα σχετικά με την παποσύνη ζητήματα. Έτσι, μετά τον θάνατο του Αδριανού Δ' στα 1159 και το σχίσμα που προκλήθηκε από μια διπλή εκλογή, ο αυτοκράτορας προσπάθησε με όλα τα μέσα, αλλά χωρίς επιτυχία, να επιβάλει ως πάπα της Χριστιανοσύνης τον ευνοούμενό του Βίκτωρα Δ'. Η αποτυχία στην Ιταλία Στο κέντρο των αμέσων ενδιαφερόντων του Βαρβαρόσσα βρίσκεται η ιταλική του πολιτική. Να αποκαταστήσει δηλ. στο βασίλειο αυτό την ειρήνη κάτω από την πραγματική του εξουσία, διορίζοντας σε πόλεις και περιοχές αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. Ίσως είχε την υστεροβουλία να εξασφαλίσει οικονομικούς πόρους από μία χώρα, της οποίας η νομισματική οικονομία, ενισχυμένη από το διεθνές εμπόριο, ήταν ασύγκριτα πιο εξελιγμένη από εκείνη της Γερμανίας. Ο αγώνας που επί 20 χρόνια διεξήγαγε ο Βαρβαρόσσας στην Ιταλία απέτυχε μπροστά στην αντίδραση όλων αυτών, των οποίων κινδύνευαν τα συμφέροντα ή των οποίων οι φιλοδοξίες στραγγαλίζονταν: δηλ. των λομβαρδικών πόλεων, των αστικών δημοκρατιών, των βασιλέων της Σικελίας, με τους οποίους η παπική Εκκλησία συμφιλιώθηκε εξ αιτίας του κοινού κινδύνου, καθώς και του βυζαντινού αυτοκράτορα. Αντέδρασε ακόμη -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- η κοινή χριστιανική γνώμη, η μη γερμανική. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι κληρικοί πήραν θέση υπέρ του Αλεξάνδρου Γ' και εναντίον του πάπα που ο αυτοκράτορας υποστήριζε, καθώς και εναντίον των βασιλέων που τον ακολουθούσαν. Η αποτυχία στη Γερμανία Η τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας, για να κάμει πραγματικότητα την αυτοκρατορία, δεν οδήγησε σε τίποτε το θετικό. Το αποτέλεσμα ήταν να επιταχύνει τον πολιτικό διαμελισμό της Γερμανίας. Ο αυτοκράτορας, για να διατηρεί τη συνδρομή των λαϊκών Γερμανών πριγκίπων, έπρεπε να τους κάνει παραχωρήσεις που έφταναν ως την αυτονομία. Το πιο σπουδαίο και σημαντικό γεγονός στον τομέα αυτόν, εξ αιτίας των μεταγενέστερων συνεπειών του για τις διεθνείς σχέσεις, υπήρξε η Digitized by 10uk1s
ίδρυση του δουκάτου της Αυστρίας, που ως τότε ήταν απλή συνοριακή επαρχία της Βαυαρίας, με προνόμια που περιόριζαν σοβαρά τις εξουσίες του αυτοκράτορα (1156). Στα 1180 ακόμη υποχρεώθηκε ο αυτοκράτορας να συμφωνήσει στην αλλαγή του συστήματος των σχέσεων φεουδάρχη - υποτελών, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των ηγεμόνων εναντίον του δούκα της Σαξονίας και της Βαυαρίας. Έτσι ο Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να ακολουθήσει μια πολιτική που πήγαινε να καταστρέψει την προσπάθεια δημιουργίας ενιαίας αυτοκρατορίας. Η βασιλεία του Βαρβαρόσσα αποτελεί σημαντικό σταθμό στο δρόμο προς τη διαμόρφωση της Γερμανίας σ' ένα σύμφυρμα μοναρχικών κρατών. Ως προς τα σλαβικά υποτελή κράτη, οι σχέσεις τους με τη Γερμανία υπήρξαν αρκετά μεταβλητές. Ο θεσμός της υποτέλειας επιβίωσε στην Πολωνία, όπου η βασιλεία εξαφανίσθηκε στα τέλη του 11ου αι. Ο μέγας δούκας, με έδρα την Κρακοβία, ασκούσε εξουσία αρκετά αδύνατη επάνω στους δούκες που κυβερνούσαν τα διάφορα τμήματα του κράτους, ενώ ο ίδιος ανεγνώριζε την υπεροχή του Γερμανού μονάρχη, παραμένοντας όμως σχεδόν ανεξάρτητος. Ο δούκας πάλι της Βοημίας, που ονομάστηκε βασιλιάς από τον Βαρβαρόσσα στα 1158, συνδεόταν με δεσμούς υποτέλειας προς το γερμανικό στέμμα. Η εξάρτηση του ήταν πιο ουσιαστική από εκείνη του Πολωνού μεγάλου δούκα. Οι διάδοχοι του Φρειδερίκου Όταν, ωστόσο, πεθαίνει ο Φρειδερίκος στα 1190, το κύρος της αυτοκρατορίας παραμένει άθικτο. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας, λαϊκός ήρωας θαυμαζόμενος από όλους, πέρασε αμέσως στον θρύλο, σαν ο αναμφισβήτητος αρχηγός των γερμανικών όπλων, στα οποία έδωσε μια νέα λάμψη. Κατάφερε να προετοιμάσει για τη δυναστεία του ένα νέο στάδιο επιδιώξεων, καθώς πάντρεψε τον γιο του τον Ερρίκο με την Κωνσταντίνα, κληρονόμο του βασιλείου της Σικελίας. Ο Ερρίκος Στ' (1190-1197) δέχθηκε τους καρπούς αυτής της νέας πολιτικής. Στέφθηκε αυτοκράτορας στη Ρώμη και θριάμβευσε στη Γερμανία εναντίον των επαναστατών, καθώς και στη Σικελία. Κατόρθωσε να κατακτήσει όλο το νησί στα 1194, με τη βοήθεια των ενωμένων στόλων της Πίζας και της Γένοβας. Επί της βασιλείας του, οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες παίρνουν άλλη ευρύτητα. Διακηρύσσει ξανά το δικαίωμα για την κυριαρχία του κόσμου (dominium mundi) και επιδιώκει να εξασφαλίσει όρκο υποτέλειας από τους μονάρχες της Δύσεως. Παίρνει ένα τέτοιο όρκο από τον βασιλιά της Κύπρου. Τον ίδιο όρκο αποσπά και από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, βασιλιά της Αγγλίας (1189-1199), όταν συλλαμβάνεται στην Αυστρία το 1193, εκτός από τα λύτρα που εισέπραξε. Θέλησε ακόμη ο Ερρίκος να παρέμβει στη σύγκρουση ανάμεσα στους Πλανταγενέτες (αγγλική δυναστεία) και στους Καπετίδες (γαλλική δυναστεία). Τότε διαπραγματεύθηκε με τον Φίλιππο Αύγουστο (1180-1223) της Γαλλίας, για να του αποσπάσει τον γνωστό όρκο. Ο θάνατός του όμως προκάλεσε και τη διάλυση των αυτοκρατορικών επιδιώξεων. Αφήνει ένα γιο ηλικίας τριών ετών, τον μελλοντικό Φρειδερίκο Β', που θα μας απασχολήσει παρακάτω.
Digitized by 10uk1s
VIII. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ (12ος-13ος αι.)
1. Η ΙΤΑΛΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ Β' Ο Φρειδερίκος Β', βασιλιάς της Σικελίας στα 1197, στέφθηκε αυτοκράτορας είκοσι τρία χρόνια αργότερα (1220). Υπήρξε αναμφισβήτητα ο πιο περίεργος και ο πιο πολυσυζητημένος άνθρωπος του καιρού του. Προσπάθησε να συγκρατήσει την ένωση ανάμεσα στη Γερμανία και στο βασίλειο της Νότιας Ιταλίας, να καταπολεμήσει την ποντιφικική επιρροή σ' όλη την Ιταλία και να εξασφαλίσει στο γιο του τη διπλή διαδοχή. Ο Φρειδερίκος Β', ο οποίος μιλά πολλές γλώσσες, ίσως και την ελληνική, είναι ένας άνθρωπος με καταπληκτικό πνεύμα. Αγαπά με πάθος όλες τις επιστήμες και ιδιαίτερα τους πολιτισμούς της Ελλάδας και της Ανατολής. Καλεί στην αυλή του, στο Παλέρμο, πρωτεύουσα επιβλητική, πολυάριθμους καλλιτέχνες, γιατρούς και σοφούς, νομομαθείς και φιλοσόφους, που προέρχονται από όλα τα μέρη της Μεσογείου, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Ονειρευόταν προφανώς μια αυτοκρατορία του Νότου, της οποίας η καρδιά θα χτυπούσε στο Παλέρμο. Το ταξίδι του στους Αγίους Τόπους (δύσκολα θα μπορούσε να ονομαστεί σταυροφορία) προετοιμάστηκε στα 1225 χάρη στον γάμο του με την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ο γάμος αυτός εξ άλλου του επέτρεψε, μετά τη συμφωνία που υπέγραψε με τον σουλτάνο της Αιγύπτου, να ανακηρυχθεί βασιλιάς (1229) της Αγίας Πόλεως. Ο Φρειδερίκος θέλει να κάμει τη Σικελία ένα σύγχρονο κράτος, με ισχυρή διοικητική μηχανή και συγκεντρωτικό σύστημα. Τότε που ο πολιτικός παρτικουλαρισμός και πολλές φορές η αναρχία επιδεινώνουν την κατάσταση στη Γερμανία, ειδική νομοθεσία, από τα 1231, επιβάλλει στο βασίλειο της Σικελίας (δηλ. στο ίδιο το νησί και στη Νότια Ιταλία) μια γραφειοκρατική μοναρχία, η οποία στηρίζεται σε πυκνό δίκτυο φρουρίων. Ο Φρειδερίκος εξ άλλου διορίζει τους βικαρίους (αντιπροσώπους) του και αναλαμβάνει τον έλεγχο των οικονομικών δραστηριοτήτων, οι οποίες ευνοούνταν από προνόμια ή φορολογικές απαλλαγές. Αυτό το βασιλικό διοικητικό σύστημα προσκρούει, στη Νότια Ιταλία, σε ζωηρή αντίδραση. Ο Φρειδερίκος Β' αποτυγχάνει ολοκληρωτικά, όταν επιδιώκει να το επιβάλει σ' ολόκληρη την Ιταλία, την οποία χωρίζει σε πολιτικές περιφέρειες, και να υπαγάγει τις εμπορικές πόλεις, ελεύθερες από πολλά χρόνια, στην εξουσία των αντιπροσώπων του. Αφορισμένος δυο φορές από τον πάπα, ο αυτοκράτορας, θα αντιμετωπίσει τις επαναστάσεις των πόλεων της λομβαρδικής συμμαχίας ή της «λίγκας» της Τοσκάνης, που από τα 1239 εξελίσσεται σε αληθινή σταυροφορία. Πέτυχε βέβαια ο αυτοκράτορας να εμποδίσει τη σύγκληση της συνόδου που είχε οργανώσει ο Γρηγόριος Θ' (καταλαμβάνοντας τα καράβια όπου βρίσκονταν οι καρδινάλιοι) και να διώξει τον πάπα από τη Ρώμη. Καθαιρέθηκε όμως στα 1245 από τη Σύνοδο της Λυών και από τότε έμεινε ανίκανος να πετύχει μια αποφασιστική νίκη.
2. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΑΣΘΕΝΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ Η κατάσταση στη Γερμανία Ο Φρειδερίκος Β', από τα 1220 ως τα 1231, είχε παραχωρήσει στους Γερμανούς ηγεμόνες σημαντικό Digitized by 10uk1s
μέρος βασιλικών δικαιωμάτων, με τόσες ελευθερίες, ώστε το βασίλειο έγινε μια ομοσπονδία κρατών κάτω από τη μακρινή προεδρία του αυτοκράτορα. Αυτή η κατάσταση εκφυλίζεται ακόμη περισσότερο μετά τον θάνατό του και κατά το διάστημα της μεγάλης μεσοβασιλείας (1250-1273), η οποία αποτελεί περίοδο αναρχίας. Τότε παρατηρούνται σοβαρές αντιδράσεις κατά του γιου (Κορράδου Δ') και έπειτα κατά του εγγονού (Κορραδίνου) του Φρειδερίκου Β' από εξωτερικούς ανταπαιτητές που υποστηρίζονται ή από τον πάπα ή από μερικούς ηγεμόνες. Εφαρμόζεται το σύστημα του Faustrecht, του δικαίου δηλ. της πυγμής, από τις φεουδαρχικές συμμαχίες και τους τυχοδιώκτες ηγεμόνες. Οι αυτοκρατορικοί θεσμοί, όπως το Συμβούλιο των Ηγεμόνων και η Δίαιτα, παραμένουν σε ισχύ, αλλά η Γερμανία είναι πια ένα μωσαϊκό κρατών, στην ουσία αυτόνομων, με εντελώς διαφορετικό σύστημα διοικήσεως. Παντού συναντά κανείς τις ηγεμονίες με λαϊκούς άρχοντες, οι οποίες εξασθενούν από τις διαφωνίες μεταξύ τους· τις εκκλησιαστικές επίσης ηγεμονίες και τα πριγκιπάτα της Μαγεντίας, των Τρεβήρων ή της Κολωνίας· τα κράτη ακόμη των στρατιωτικών Ταγμάτων, όπως το κράτος των Τευτόνων Ιπποτών· τις ελεύθερες πόλεις της Hansa (Χανσεατικός σύνδεσμος: βορειοανατολική Γερμανία με επικεφαλής την πόλη Λύμπεκ) ή της Ρηνανίας· τις ισχυρές κοινότητες των χωρικών που διοικούνται από ένα κεντρικό συμβούλιο, και οι οποίες περιλαμβάνουν πολυάριθμα χωριά στα βουνά της Βαυαρίας και της Σουαβίας ή στις αποξεραμένες ελώδεις περιοχές κοντά στη θάλασσα της Βαλτικής. Στα 1273, με εισήγηση του πάπα, οι πρίγκιπες εκλέγουν ως αυτοκράτορα της Γερμανίας τον Ροδόλφο. Η πρώτη του φροντίδα υπήρξε, αντί να αρχίσει πάλι, όπως οι πρόγονοί του, επικίνδυνες εκστρατείες πέρα από τις Άλπεις, να σταθεροποιήσει την ειρήνη και ακόμη να κατακτήσει και να δημιουργήσει για τους ανθρώπους του μια μεγάλη επικράτεια διοικούμενη από ηγεμόνες. Έτσι η βασιλεία του προαναγγέλλει την εγκατάλειψη των αυτοκρατορικών βλέψεων για παγκόσμια μοναρχία και για τον έλεγχο της Ιταλίας. Το βασίλειο της Σικελίας κάτω από τον Μανφρέδο, νόθο γιο του Φρειδερίκου Β', και έπειτα κάτω από τον Κάρολο ντ' Ανζού, που τον εγκατέστησε ο πάπας, έχει αποσπασθεί εξ ολοκλήρου από την Αυτοκρατορία. Στην ίδια τη Γερμανία ο αυτοκράτορας επιδιώκει να στηριχθεί πιο πολύ πάνω στην πατρική περιουσία του παρά πάνω στα δικαιώματά του ως βασιλιά και στο κύρος του ως αυτοκράτορα. Αυτό δείχνει αρκετά καθαρά την εξασθένηση της ιδέας της μοναρχίας. Η κατάσταση στην Ιταλία Στην Ιταλία η σύγκρουση της παπικής Εκκλησίας με τη Γερμανική Αυτοκρατορία ευνόησε την ανεξαρτητοποίηση των πόλεων και προκάλεσε τη διαμόρφωση δύο μερίδων, των οποίων οι έριδες χρωματίζουν ζωηρότατα ολόκληρη τη ζωή των Ιταλών από τα μέσα του 12ου αι. Από τότε δηλ. αρχίζουν οι διαφωνίες, οι εμφύλιοι πόλεμοι και ταραχές, οι εξορίες, οι δημεύσεις περιουσιών, οι αντεκδικήσεις ή βεντέτες. Αυτός ο αγώνας ανάμεσα στις δύο ομάδες, τους Γουέλφους και τους Τζιμπελίνους (Guelfi-Gibelini), δεν είναι αγώνας, όπως άλλοτε επιστεύετο, ανάμεσα στους οπαδούς του πάπα και του αυτοκράτορα. Οι Γουέλφοι δεν απορρίπτουν τον αυτοκράτορα, ως ανώτερο ηγεμόνα και μονάρχη. Γι' αυτούς ωστόσο η αυτοκρατορία δεν είναι ούτε ομοσπονδία ούτε συνομοσπονδία, αλλά μόνο «μια απλή συνάθροιση διαφόρων πολιτικών οντοτήτων». Στην Ιταλία ο αυτοκράτορας μπορεί να ασκεί μερικά βασιλικά δικαιώματα, όταν είναι παρών. Οι Γουέλφοι απαιτούν κυρίως να γίνονται σεβαστά τα έθιμα κάθε πόλεως. Δέχονται έτσι την αυτοκρατορική παγκοσμιότητα, αν αυτή σέβεται ένα κάποιο πολιτικό ιδιομορφισμό. Πρόκειται για τρόπο σκέψεως τυπικά μεσαιωνικό. Επί της βασιλείας του Φρειδερίκου Β' τα πάθη βέβαια εξαγριώνονται.
Digitized by 10uk1s
Οι Τζιμπελίνοι ανθίστανται ζωηρά στον πάπα. Από τη δική τους πλευρά οι Γουέλφοι, που συχνά ευνοούν την παπική πολιτική, εγκαταλείπουν τον πάπα από τη στιγμή που προσπαθεί να επιβάλει την εξουσία του πέρα από το δικό του κράτος και κυρίως όταν θέλει να ενοποιήσει την Ιταλία. Οι ομάδες εξ άλλου αυτές ποτέ δεν διεκήρυξαν ξεκαθαρισμένες πολιτικές αρχές. Συχνά αλλάζουν τις διεκδικήσεις τους· το όνομα Γουέλφοι και Τζιμπελίνοι καλύπτει απόψεις και επιδιώξεις αρκετά διαφορετικές. Αυτή η αιώνια αντίθεση, πάντοτε ζωηρή στο εσωτερικό κάθε πόλεως, η οποία βαθειά έχει ριζωθεί στα έθιμα και στις νοοτροπίες, κατάντησε να γίνει ένα είδος συλλογικής, αντανακλαστικής υποβολής. Πέρα από την προσάρτηση σ' ένα απολιτικό πρόγραμμα ή σ' ένα ηγεμόνα, η μαζική αυτή υποβολή (ή υστερία) εξηγείται συχνά από τις διαφοροποιήσεις των συμφερόντων, καμιά φορά από τις κοινωνικές συγκρούσεις, ιδίως από τις οικογενειακές έριδες. Στη Φλωρεντία, στα 1215, οι Γουέλφοι είναι, αναμφισβήτητα, κύριοι της πόλεως. Αλλά ύστερα από ένα φόνο, η οικογένεια του ενόχου αμέσως τάσσεται με τον αυτοκράτορα, συγκεντρώνει γύρο της συγγενείς, φίλους και γνωστούς και διακηρύσσει ότι είναι με το μέρος των Τζιμπελίνων. Από κάθε άποψη οι φιλονικίες ανάμεσα στους ευγενείς φαίνονται αναπόφευκτες. Στην Τοσκάνη, οι Γουέλφοι, νικητές και κύριοι της πόλεώς τους, χωρίζονται με τη σειρά τους σε αντιμαχόμενες φατρίες, τους «λευκούς» (bianchi) και τους «μαύρους» (neri). Αυτή η διάκριση παρατηρείται αρχικά στην Pistoia, στα 1296, όταν η διάλυση ενός αρραβώνα προκαλεί αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο μεγάλους οίκους, έπειτα και στην ίδια τη Φλωρεντία. Ακολουθούν έτσι ξανά έριδες, στάσεις, εξορίες. Μετά τη νίκη των «μαύρων» στη Φλωρεντία, στα 1301, ο Δάντης θα δοκιμάσει την πικρία της εξορίας ως τον θάνατό του, στα 1321. Αυτές οι συγκρούσεις των αντιμαχόμενων μερίδων, με τα αξεδιάλυτα κίνητρα, δεν αποδίδουν τον αντίκτυπο της μονομαχίας παπικής Εκκλησίας-Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία άλλωστε ήδη είχε λησμονηθεί στις αρχές του 14ου αι. Υπογραμμίζουν όμως οι αγώνες αυτοί μέσα στις ιταλικές πόλεις την επιθυμία για ανεξαρτησία και κυρίως για δύναμη των μεγάλων οικογενειών που βρίσκονται επικεφαλής των άκαμπτων φατριών, ενώ εδραιώνεται η βεντέτα στη συλλογική νοοτροπία της εποχής.
3. ΟΙ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΕΣ ΜΟΝΑΡΧΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ Από τον 12ο αι. οι δύο αυτές μοναρχίες έχουν απαλλαγεί από τις φοβερές φεουδαρχικές συγκρούσεις, έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο των μεγάλων ηγεμονικών οίκων, και έχουν καθιερώσει τρόπο διακυβερνήσεως από κληρικούς, πιστούς, ικανούς, που τους διαλέγει ο ίδιος ο βασιλιάς για την υπηρεσία του. Αυτές οι επιτυχίες φαίνονται σαν αποτέλεσμα μιας διπλής πολιτικής. Από τη μια μεριά, παρατηρούμε την επιδέξια χρησιμοποίηση των δυνάμεων του μονάρχη και τον σφετερισμό προς όφελός του των φεουδαλικών δικαίων. Από την άλλη, έχομε την αναζήτηση ισχυρών στηριγμάτων κοντά στους ελεύθερους ανθρώπους, των πόλεων ή των χωριών, οι οποίοι ευεργετούνται από την αστική ανάπτυξη και από τη συστηματική εκχέρσωση των γαιών. Αυτή η χειραφέτηση της βασιλικής δυνάμεως κινδύνευσε συχνά από μερικές κακές συμπτώσεις για επάνοδο στο παρελθόν, όπως συνέβη στην Αγγλία με τους επαναστάτες βαρόνους, ή στη Γαλλία, όπου επισημαίνονται μεγάλες αντιδράσεις των επαρχιών κατά τη διάρκεια του πολέμου εναντίον των Αλβιγηνών.
Digitized by 10uk1s
Η αγγλική μοναρχία Ειδικότερα στη Αγγλία, κατά την περίοδο που ακολούθησε μετά τη νορμανδική κατάκτηση, ο βασιλιάς σταθεροποίησε την εξουσία του επάνω στους βαρόνους. Η κυβέρνηση παίρνει χαρακτήρα πιο πολύ γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό. Αυτή η τάση δεν παύει να αυξάνεται παρά τις έριδες για τη διαδοχή μετά τον θάνατο του Γουλιέλμου του Κατακτητή (1087) ανάμεσα στους τρεις γιους του. Οι επιτυχίες της μοναρχίας οφείλονται κυρίως σε δυο ευνοϊκούς παράγοντες: α) Στις αγγλο-σαξονικές παραδόσεις που επέτρεπαν στον βασιλιά να διαθέτει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την υποστήριξη όλων των ελεύθερων πολιτών, υποταγμένων σ' ένα νόμο κοινό μέσα στα πλαίσια των «εκατοντάδων» και των κομητειών. β) Στον στρατιωτικό χαρακτήρα της νέας μοναρχίας, που καθιερώθηκε μετά την κατάκτηση. Αυτό δίνει στον βασιλιά την ευκαιρία να απαιτεί υπηρεσίες αρκετά σκληρές, σε ανθρώπους και σε χρήμα. Η στρατιωτική όψη της βασιλικής διακυβερνήσεως τονίζεται πιο πολύ και διακρίνεται καθαρότερα κατά τους δύσκολους πολέμους εναντίον των Σκώτων και των Ουαλλών ή με τις εξωτερικές επιχειρήσεις είτε κατά της Νορμανδίας είτε κατά των Αγίων Τόπων. Αυτές οι μακροχρόνιες και μακρινές επιχειρήσεις απαιτούν έσοδα και υπηρεσίες πιο κανονικές, ένα στρατό πιο πιστό, πιο πειθαρχημένο, πολλές φορές μισθοδοτούμενο, απαλλαγμένο ήδη από φεουδαλικές συνήθειες. Επί Ερρίκου Β' (1154-1189) και του γιου του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου (1189-1199), ο βασιλιάς επιβάλλει τη θέλησή του στους βαρόνους, σ' όλους τους άρχοντες, τους οποίους με σκληρότητα οδηγεί στην υπακοή. Οι κληρικοί του βασιλιά, έμπειροι νομομαθείς στο ρωμαϊκό και κανονικό δίκαιο, εξασφαλίζουν μια κεντρική στέρεη κυβέρνηση. Με την κλιμάκωση, μέσα από διάφορα δικαστήρια, της απονομής της δικαιοσύνης, της εισπράξεως των φόρων και με την υπαλληλική ιεραρχία επιβάλλεται παντού ο νόμος του κράτους. Ο Ερρίκος Β' υποτάσσει την Εκκλησία της Αγγλίας και θέλει να περιορίσει τον ποντιφικικό έλεγχο. Αυτή η προσπάθεια προκαλεί τη δραματική σύγκρουση με τον Θωμά Μπέκετ, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, ο οποίος αγωνίζεται να υποστηρίξει τα προνόμια της Ρώμης και τα δικά του. Αν όχι με διαταγή, τουλάχιστο με την ευχή του βασιλιά, η δολοφονία του Μπέκετ στα 1170 προκαλεί βέβαια μια ζωηρή συγκίνηση. Ο μονάρχης οφείλει να ζητήσει δημόσια συγγνώμη και το Καντέρμπουρυ γίνεται, για να τιμήσει τη μνήμη του αγίου, το πιο περίφημο κέντρο προσκυνήματος της Αγγλίας. Η βασιλεία ωστόσο πέτυχε τους στόχους της. Μετά τον θάνατο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου μια ζωηρή αντίδραση απειλεί και συχνά καταστρέφει τη μοναρχική εξουσία επί Ιωάννου του Ακτήμονος (1199-1216) και έπειτα του γιου του Ερρίκου Γ' (1216-1272). Εξ αιτίας της υποταγής του βασιλιά στη Ρώμη και της καθιερώσεως ενός είδους ποντιφικικής προστασίας, οι επαναστάσεις των βαρόνων στοχεύουν στο διορισμό ενός φεουδαλικού συμβουλίου κοντά στον μονάρχη. Νικητές του Ιωάννου του Ακτήμονος επιβάλλουν τη «Μεγάλη Χάρτα» του 1215, η οποία εξασφαλίζει τις πρώτες πολιτικές ελευθερίες των Άγγλων. Στο διάστημα αυτό πολλαπλασιάζονται οι συνελεύσεις της curia regis (του Βασιλικού «Σώματος»), που είναι πολύ πιο σπουδαίες από το απλό ιδιωτικό «συμβούλιο» του βασιλιά. Αυτά τα «κοινοβούλια» περιλαμβάνουν τότε τους επισκόπους και τους μεγάλους ηγουμένους του βασιλείου, τους μεγάλους λαϊκούς βαρόνους, πλάι στους λόρδους, αργότερα, τους αντιπροσώπους του Κοινού, είτε ιππότες της υπαίθρου είναι, είτε εκπρόσωποι των φρουρίων, χωρικοί νεόπλουτοι ή έμποροι. Η παρουσία των υπεύθυνων αντιπροσώπων, οι οποίοι εξελέγοντο σε κάθε κομητεία κάτω από τον έλεγχο του σερίφη, εξασφάλιζε στον βασιλιά και στους βαρόνους την καλή εκτέλεση των Digitized by 10uk1s
λαμβανομένων αποφάσεων. Η βασιλεία του Εδουάρδου Α' (1272-1307) σημειώνει, ύστερα από μακρά περίοδο αναρχίας, μια νέα παλινόρθωση της βασιλικής εξουσίας. Οι βαρόνοι αξίωσαν να μην υπηρετούν πια μακριά από το νησί τους, «αλλά μόνο αν ξένοι έρχονται στη γη μας» (1205) ή για την «άμυνα της Αγγλίας» (1230). Ήθελαν να περιορίσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις σε 40 μέρες τον χρόνο. Ο βασιλιάς ωστόσο πετυχαίνει, ύστερ' από παραχωρήσεις στον αριθμό των ιπποτών, να επιβάλει υπηρεσία πιο μακροχρόνια και πιο κανονική. Δέχεται ευχαρίστως την απαλλαγή από μια τέτοια υπηρεσία με την επιβολή ειδικού φόρου. Τα χρήματα του φόρου τού έδιναν τη δυνατότητα να πληρώνει τους μισθοφόρους. Νικητής και ευτυχής κατακτητής των βασιλείων της Ουαλλίας και της Σκωτίας (στα 1296), ισχυρός, με κύρος και δύναμη, ο βασιλιάς θέλει να κυβερνήσει μόνος. Με τους νομομαθείς του αγωνίζεται να στερεώσει την αντίληψη ότι η βασιλική εξουσία είναι ιερή. Ωστόσο σεβάστηκε τη «Μεγάλη Χάρτα». Το κοινοβούλιο που απαρτιζόταν από ανώτερους κληρικούς (αρχιεπισκόπους, επισκόπους και αββάδες), λαϊκούς κόμητες και βαρόνους, συνερχόταν τακτικά κάθε χρόνο. Το βασίλειο διαιρέθηκε σε 30 κομητείες, κάθε μια από τις οποίες είχε ένα είδος τοπικού κοινοβουλίου. Σ' αυτό μετείχαν όχι μόνο οι ευγενείς και ο κλήρος, αλλά και αντιπρόσωποι των αστών, ακόμη και των χωρικών. Μικρότερες υποδιαιρέσεις των κομητειών ήταν οι «εκατοντάδες», που είχαν το δικαίωμα μερικών συνελεύσεων. Τα τοπικά αυτά κοινοβούλια απέβλεπαν κυρίως στην καλή απονομή της δικαιοσύνης, στη δίκαιη κατανομή των φόρων, στη βελτίωση των συγκοινωνιών κ.λ. Με τον τρόπο αυτό οι Άγγλοι συνήθιζαν στο σύστημα της αυτοκυβερνήσεως, ενώ ταυτόχρονα, κατ' εξαίρεση από όλες τις άλλες χώρες της Ευρώπης, εδίδετο η ευκαιρία σε όλες τις κοινωνικές τάξεις να συνεργασθούν και να αισθανθούν ότι τους συμφέρει να αντιδράσουν στις απολυταρχικές τάσεις της βασιλείας. Η γαλλική μοναρχία Στη Γαλλία, η εικόνα του Λουδοβίκου Στ' του Παχέος (1108-1137), ο οποίος επιβάλλει τη βασιλική θέληση στους ατίθασους κόμητες και τιμαριούχους, παίρνει αξία ενός συμβόλου: ότι δηλ. η βασιλική τάξη αντικαθιστά τη φεουδαλική τάξη ή καλύτερα την αταξία ή την αναρχία. Αυτή η εικόνα συνδέεται πιο πολύ με την επιχείρηση προπαγάνδας, η οποία, καθώς περνούν οι αιώνες, παρουσιάζει τους μονάρχες ως τους προστάτες της ειρήνης, τους υπερασπιστές των χωρικών και των αστών εναντίον των αρχόντων, ως εγγυητές των χριστιανικών αρετών και ως φίλους των φτωχών. Η άποψη αυτή εμπνέει τους χρονικογράφους που είναι ευνοϊκοί προς τη μοναρχία. Η φήμη των Γάλλων βασιλέων παίρνει μεγάλες διαστάσεις, χωρίς να ανταποκρίνεται και στα πράγματα. Έτσι εξωραΐζεται η μορφή του Φιλίππου Β' Αυγούστου (1180-1223), ενώ η αγιοποίηση του Λουδουβίκου Θ' (1226-1270), ιππότη βασιλιά, χριστιανού βασιλιά, σταυροφόρου, έχει σημαντική πολιτική χροιά. Υπήρξε η αγιοποίηση αυτή ένας από τους βασικούς παράγοντες που επέτρεψε την εγκαθίδρυση απόλυτης εξουσίας και συνέβαλε στο να καταστραφούν οι φεουδαλικές δυνάμεις και οι παρτικουλαρισμοί. Πραγματικά το κυριότερο όπλο του Γάλλου βασιλιά ήταν, από πολύ νωρίς, η γοητεία που δόθηκε στο στέμμα του, στο πρόσωπό του και ακόμη στη δημοτικότητά του. Με τη στέψη του σφραγιζόταν η παραδοσιακή συμμαχία με την Εκκλησία. Η στέψη υπογραμμίζει τον θείο χαρακτήρα της μοναρχίας. Ο βασιλιάς μάλιστα μπορεί να κάνει και θαύματα και να θεραπεύει τις χοιραδόσεις ή χελώνια. Στηρίζεται στη λαϊκή συγκατάθεση και συναίνεση κατά των συμφερόντων των μεγάλων αρχόντων και κτηματιών.
Digitized by 10uk1s
Ο Λουδοβίκος Θ' βεβαιώνει ότι «οι Γάλλοι είναι ένα μέσα στον βασιλιά, όπως οι Χριστιανοί είναι ένα και το αυτό μέσα στον Χριστό». Απευθυνόμενος προς τους υπηκόους του υποστηρίζει: «Εσείς όλοι που ανήκετε στην Αγία Εκκλησία αποτελείτε και τον ίδιο τον βασιλιά». Με μια τέτοια προοπτική τίποτε δεν μπορεί να περιορίσει τη βασιλική εξουσία. Από την άλλη μεριά, η δυναστεία των Καπετιδών αντλεί, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη δύναμη από τα πλούτη της. Η ιδιοκτησία της σε πολύ καλή θέση και με ζηλευτή διαχείριση περιλαμβάνει τα καλύτερα χωράφια του βασιλείου, περιοχές πυκνοκατοικημένες, μέρη όπου η παραγωγή είναι πολύ υψηλή. Ο βασιλιάς διαλύει τις έριδες και σπάζει τις συμμαχίες των βαρόνων, χρησιμοποιώντας πιο πολύ τη διπλωματία και το χρυσάφι παρά τα όπλα. Έπειτα ο βασιλιάς, τη στιγμή κατά την οποία προσπαθεί να κτυπήσει τις φεουδαλικές παραδόσεις και να επιβάλει μια κεντρική κυβέρνηση, χρησιμοποιεί προς όφελός του τα δικαιώματα του μονάρχη. Απαιτεί την ανώτερη τιμή από τους υποτελείς του, επεμβαίνει συχνά στα φέουδα για να επιβάλει την προστασία του στις χήρες και στους αδύνατους. Απαιτεί εξ άλλου πάντοτε τη στρατιωτική υπηρεσία και φορολογία από τους υποτελείς του και τον κλήρο. Από την Εκκλησία παραχωρείται στον βασιλιά η δεκάτη (για πρώτη φορά παρατηρείται στα 1188), η οποία του αποδίδει σημαντικά έσοδα. Η κεντρική διοίκηση του κράτους αποτελείται από το πολιτικό συμβούλιο του βασιλιά, του οποίου μέλη είναι εκκλησιαστικοί άρχοντες (αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι), δούκες, κόμητες και μεγαλοτιμαριούχοι. Οι σπουδαιότεροι τιμαριώτες σχημάτιζαν τη «βασιλική Αυλή», δηλ. το μεγάλο συμβούλιο, ένα είδος συνελεύσεως που ασχολείτο με όλα τα θέματα του βασιλείου. Αυτό όμως συνερχόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Έτσι οι υποθέσεις του κράτους συζητούνταν από ορισμένα τμήματα του μεγάλου συμβουλίου. Υπήρχε επίσης το ανώτατο δικαστήριο (curia parlamenti) που επόπτευε στην απονομή της δικαιοσύνης από τα κατώτερα δικαστήρια. Στα δικαστήρια αυτά μπορούσαν να υπηρετούν και δικαστές οποιασδήποτε κοινωνικής τάξεως. Λειτουργούσε ακόμη το Ανώτατο Λογιστήριο, το οποίο ήλεγχε τα οικονομικά θέματα του κράτους. Στις επαρχίες βρίσκονταν διορισμένοι οι επαρχιακοί δικαστές, με πολλά και ποικίλα καθήκοντα. Αυτοί εισέπρατταν τους φόρους και τα εισοδήματα από τα βασιλικά κτήματα, απένεμαν την πρωτοβάθμια δικαιοσύνη, εξασφάλιζαν και εδραίωναν την τάξη. Από το 1190 αναφέρονται στα σχετικά έγγραφα οι βάιλοι, διοικητικοί υπάλληλοι με στρατιωτικά, οικονομικά και δικαστικά καθήκοντα σε μια περιφέρεια. Ελέγχονταν και διορίζονταν από τον βασιλιά, στον οποίο όφειλαν να δώσουν λογαριασμό στο Παρίσι. Από το 1254 μας σώζονται αυστηρές διατάξεις για την καταστολή καταχρήσεων εκ μέρους των βαΐλων. Απαγορεύεται δηλ. να δέχονται δώρα ή ευεργετήματα, να παντρεύονται κληρονόμους μεγάλων τιμαρίων της περιφέρειας τους κ.ά. Η σύγκρουση με την Αγγλία Για την ενοποίηση της Γαλλίας υπάρχουν τρομερές δυσκολίες, την εποχή αυτή της αναπτύξεως της βασιλικής εξουσίας. Μια από αυτές οφείλεται στη ρήξη ανάμεσα στους δύο βασιλικούς οίκους των Καπετιδών της Γαλλίας και των Πλανταγενετών της Αγγλίας. Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής: Ο Γάλλος βασιλιάς Λουδοβίκος Ζ' (1137-1180) είχε νυμφευθεί τη δούκισσα Ελεονώρα της Ακουιτανίας, της οποίας οι κτήσεις προστέθηκαν στο γαλλικό βασίλειο. Στα 1152 ο Λουδοβίκος διεζεύχθη την Ελεονώρα, η οποία παντρεύτηκε τον δούκα της Νορμανδίας Ερρίκο τον Πλανταγενέτη. Το διαζύγιο αυτό και ο γάμος είχαν τρομερές συνέπειες για την ιστορία τόσο της Γαλλίας όσο και της Αγγλίας. Με τον νέο της γάμο η Ελεονώρα έδινε στον σύζυγό της ως προίκα το δουκάτο της Ακουιτανίας. Έτσι, όταν ο Ερρίκος, δυο χρόνια αργότερα, γινόταν βασιλιάς Digitized by 10uk1s
της Αγγλίας ως Ερρίκος Β', η αγγλική δυναστεία βρέθηκε κυρίαρχος του δυτικού τμήματος της Γαλλίας, από τη Μάγχη ως τα Πυρηναία. Ο κίνδυνος ήταν επομένως μεγάλος για τους βασιλείς της Γαλλίας από τους γείτονές τους, των οποίων οι κτήσεις απλώνονταν σε τεράστιες εκτάσεις. Έτσι ο Ερρίκος Β' ο Πλανταγενέτης, βασιλιάς της Αγγλίας, ήταν ταυτόχρονα κύριος, υπό τον τύπο του υποτελούς τιμαριούχου, στο ένα τέταρτο του γαλλικού βασιλείου. Αργότερα πρόσθεσε στις κτήσεις του τη Βρετάνη και την κομητεία της Τουλούζης. Οι βασιλείς της Γαλλίας και της Αγγλίας δεν είναι πια απλοί αντίπαλοι, αλλά άσπονδοι εχθροί. Η διαμάχη τους θα κρατήσει ένα περίπου αιώνα (1154-1259) και θα ονομαστεί «ο πρώτος Εκατονταετής πόλεμος». Κατά τη διαμάχη αυτή οι Γάλλοι βασιλείς επιδιώκουν να υποκινούν αντιζηλίες και εμφύλιους πολέμους και να προσελκύουν όλα τα επαναστατημένα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Αγγλίας. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να παρακολουθήσομε τις λεπτομέρειες του πολέμου αυτού, οι οποίες εναλλάσσονται ανάμεσα σε νίκες ή ήττες Γάλλων και Άγγλων. Τελικά, σημειώνομε μόνο ότι ο Λουδοβίκος Θ' νίκησε τον Ερρίκο Γ' της Αγγλίας, στον οποίο και πρότεινε ειρήνη σταθερή και γενναιόδωρη, του παραχώρησε δηλ. ορισμένα φέουδα με τη συνθήκη των Παρισιού του 1259. Αλλά οι Πλανταγενέτες βασιλείς της Αγγλίας ήταν υποχρεωμένοι να ζητήσουν για τις ευρωπαϊκές τους αυτές κτήσεις την αναγνώριση από τον βασιλιά της Γαλλίας. Με τον τρόπο αυτό αναγνώριζαν στον Λουδοβίκο Θ' μια πραγματική επικυριαρχία και εδραίωναν έτσι το κύρος του γαλλικού στέμματος. Με τους πολέμους αυτούς εξ άλλου εδημιουργείτο συμμαχία στέμματος και λαού εναντίον των ευγενών, γιατί ο βασιλιάς ευνόησε τη χειραφέτηση των αστών εις βάρος των τιμαριούχων. Εξασφαλιζόταν λοιπόν η ψυχική τουλάχιστο ένωση του γαλλικού λαού, παρά την απώλεια ορισμένων εδαφών του. Κατά τους αιώνες εξ άλλου αυτούς (12ος-13ος) ολοκληρώνεται το πρόγραμμα της παπικής πολιτικής, το οποίο επιβάλλεται στην Ευρώπη, είτε χάρη σε δυναμικούς εκπροσώπους της Αγίας Έδρας, είτε εξ αιτίας των αδυναμιών της πολιτικής οργανώσεως των Κρατών.
Digitized by 10uk1s
IX. Η ΠΑΠΙΚΗ ΘΕΟΚΡΑΤΙΑ
1. Ο ΙΝΝΟΚΕΝΤΙΟΣ Γ' (1198-1216) Το θεοκρατικό δόγμα του Μεσαίωνα, αφού επί αιώνες διαμορφωνόταν, αφού σχηματοποιήθηκε επί πάπα Νικολάου Α' (858-867), στα χρόνια των γιων του Λουδοβίκου του Ευσεβούς, και 200 έτη αργότερα, αφού επιβλήθηκε με σκληρότητα από τον αυταρχικό Γρηγόριο Ζ' (1073-1085), τώρα στις αρχές του 13ου αι. ενσαρκώνεται στο πρόσωπο ενός μεγάλου πάπα, του Ιννοκέντιου Γ', που οι περιστάσεις τον ανέδειξαν ρυθμιστή των ευρωπαϊκών τυχών. Εκείνο που δίνει μοναδική σημασία στα χρόνια της αρχιερατείας του Ιννοκέντιου Γ' κι εκείνο που από άποψη πολιτική ενέχει ενδιαφέρον θεμελιώδες, είναι ότι ο πάπας αυτός κατάφερνε να εξασφαλίζει καταπληκτικά οφέλη από τις ευκαιρίες που του προσφέρονταν και να υλοποιεί μερικές από τις ακριβές ιδέες των προκατόχων του. Όταν κανείς τελειώσει τη μελέτη της αλληλογραφίας του πάπα αυτού, η οποία απαρτίζει ένα σύνολο 6.000 περίπου επιστολών, εκπλήσσεται από τον μικρό αριθμό των νέων τύπων εκφράσεως, οσάκις ο Ιννοκέντιος απευθύνεται στους ηγεμόνες. Συγκεκριμένα, η ποντιφικική δύναμη εξυμνείται σχεδόν με τους ίδιους όρους, όπως κατά τους περασμένους αιώνες. Το πρωτείο του Πέτρου, ολόκληρη η δύναμη του παπισμού, η ανωτερότητα και η υπεροχή της εκκλησιαστικής εξουσίας επάνω στην πολιτική παρουσιάζονται με τον ίδιο τρόπο, με τις ίδιες παραπομπές στα ευαγγελικά χωρία, με τις ίδιες παραβολές. Ο τόνος όμως έχει αλλάξει ριζικά. Περισσότερη αίγλη στη φωνή και περισσότερη πρόκληση. Αντιλαμβάνεται κανείς μια θέληση φωτεινή, επίμονη, αν και αρκετά εύκαμπτη, για να προσαρμοσθεί στις εναλλασσόμενες δυνατότητες της στιγμής. Πρόκειται για την αλληλογραφία ενός ανθρώπου που ξέρει να κυβερνά. Με τον Ιννοκέντιο Γ' η ποντιφικική θεοκρατία βγαίνει από τα πλαίσια του ονείρου ή από τις ταραχώδεις διεκδικήσεις, για να εισέλθει στον θετικό τομέα των γεγονότων.
2. Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Πρέπει να αναγνωρίσομε ότι ο Ιννοκέντιος ευνοήθηκε από τα γεγονότα και ιδιαίτερα γιατί αντίθετα από πολλούς προκατόχους του που είχαν να αντιμετωπίσουν μια Αυτοκρατορία δυναμική -αυτός έχει απέναντί του μια Αυτοκρατορία χωρισμένη και ανίκανη να του σηκώσει κεφάλι. Ο Ιννοκέντιος ανήλθε στον παπικό θρόνο την 8η Ιανουαρίου 1198 στην ακμή της ηλικίας του (ήταν 37-38 ετών) και διέθετε όλα τα μέσα, ενώ η Γερμανία ήταν χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα. Ο Ερρίκος Στ' είχε πεθάνει στις 28 Σεπτεμβρίου 1197 και οι Γερμανοί πρίγκιπες, απομακρύνοντας τον γιο του Φρειδερίκο Β', λόγω της ηλικίας του, προέβαλαν τους δικούς τους υποψηφίους, άλλοι τον αδελφό του Φίλιππο της Σουαβίας και άλλοι τον Όθωνα του Μπράουνσβικ (γερμανικό δουκάτο επί του Όντερ). Εξ ίσου αδύνατοι, εξ ίσου αμφισβητώντας ο ένας την εξουσία του άλλου, οι δύο εκλεγέντες ήθελαν να αυξήσουν την επιτυχία τους, προκαλώντας την επιβεβαίωση του αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας, χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου δεν μπορούσαν ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να πάρουν το αυτοκρατορικό στέμμα. Γιατί, αν η εκλογή των Γερμανών πριγκίπων δημιουργούσε τον βασιλιά της Γερμανίας, μια παράδοση αδιάβλητη ήθελε ο βασιλιάς αυτός να γίνει αυτοκράτορας, αφού θα έπαιρνε στη Ρώμη από τον πάπα το διάδημα των «Αυγούστων». Digitized by 10uk1s
Η παρέμβαση του πάπα Έτσι ποτέ ευκαιρία πιο ευνοϊκή δεν υπήρξε για να ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της η ποντιφικική εξουσία. Και όταν ακόμη ο ίδιος ο Ιννοκέντιος Γ' δεν είχε μια τέτοια ιδέα, ότι δηλ. στον χριστιανικό κόσμο όφειλε να είναι για όλες τις υποθέσεις, και τις εγκόσμιες και τις πνευματικές, ο ανώτερος κριτής και δικαστής, ωστόσο οι περιστάσεις θα τον είχαν οδηγήσει στην απόφαση να επέμβει δραστήρια σε μια σύγκρουση όπου ο καθένας τον πίεζε να πάρει μέρος. Πολιορκημένος με υποσχέσεις και από τους δύο υποψήφιους, με αιτήσεις για εκκλησιαστικά επιτίμια εναντίον των αντιπάλων, με συστατικές επιστολές για να προκαλέσουν την εύνοια, ο πάπας δεν είχε παρά να ρυθμίσει τα γεγονότα. Αυτό που αξίζει να παρατηρηθεί είναι η τέλεια ικανότητα να ξεχωρίσει ο πάπας με μιας το πρόβλημα, όπως το διαμόρφωναν οι καταστάσεις, από το πρόβλημα, όπως το καθόριζε το δίκαιο, για να πετύχει στο τέλος τον θρίαμβο και την υπεροχή του «ιερατείου». Αυτό το δόγμα της υπεροχής προσπάθησε ο πάπας αρχικά να το προδιαγράψει και να το κατοχυρώσει, επικαλούμενος ακούραστα τους προηγούμενους ιστορικούς και τα κείμενα, ιδιαίτερα μάλιστα την περίφημη «παραχώρηση του Κωνσταντίνου», με την οποία ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας εθεωρείτο ότι είχε παραχωρήσει στον πάπα Σίλβεστρο Α' την αυτοκρατορική εξουσία στη Δύση. Στην «παραχώρηση» αυτή, που βγήκε από τη φαντασία ενός πλαστογράφου του 8ου αι., της οποίας όμως η αυθεντικότητα δεν φαινόταν αμφισβητήσιμη, ο Ιννοκέντιος βλέπει το θεμέλιο της κοσμικής εξουσίας της «Αποστολικής Έδρας», μιας εξουσίας που ξεπερνά τα στενά πλαίσια του κράτους του Αγ. Πέτρου για να περιλάβει στο σύνολο της τη Δυτική Ευρώπη. Όχι μόνο η Γερμανία και η Ιταλία περιλαμβάνονται αναμφισβήτητα στα εδάφη που παραχώρησε τάχα ο Μέγας Κωνσταντίνος στον πάπα, αλλά και ο θεσμός της Αυτοκρατορίας δεν έχει απονεμηθεί κατά τρόπο παραδοσιακό στους βασιλείς της Γερμανίας παρά μόνο γιατί έτσι άρεσε, το 800 μ.Χ., σ' ένα διάδοχο του Σιλβέστρου Α', να «μεταφέρει» δηλ. στους Γερμανούς τον αυτοκρατορικό τίτλο, του οποίου αυτός, ο πάπας, ήταν ο θεματοφύλακας. Ο Ιννοκέντιος δεν αρνείται ότι μπορεί να διστάσει ανάμεσα στα πρόσωπα που εξέλεξαν οι Γερμανοί πρίγκιπες. Το ουσιώδες επισημαίνεται στο ότι το δικαίωμά του να επέμβει είναι επίσημα αναγνωρισμένο. Και για να σταθεροποιήσει καλύτερα την ανωτερότητά του, αφού άλλωστε η υπόθεση είναι πραγματικά αρκετά περίπλοκη και μπορεί να οδηγήσει σε απόφαση αστόχαστη, αφήνεται ο πάπας για πολύ καιρό στις παρακλήσεις και των δύο μερίδων. Στους εκλέκτορες του Όθωνος του Μπράουνσβικ, προς τους οποίους, είναι αλήθεια, αποκλίνει ευθύς εξ αρχής, δεν απαντά παρά ένα έτος αργότερα, στις 20 Μαΐου 1199, και με λέξεις και όρους ηθελημένα απροσδιόριστους, με μια συμπάθεια τετριμμένη. Οι εκλέκτορες πάλι του Φιλίππου της Σουαβίας αποκομίζουν για λογαριασμό τους, μερικές εβδομάδες αργότερα, διαβεβαιώσεις πολύ πιο αόριστες ακόμη. Ιδού χαρακτηριστικά τί τους έγραφε ο Ιννοκέντιος: «Θα καλέσομε να έλθει να πάρει το αυτοκρατορικό στέμμα αυτόν, που θα μας φανεί ότι εξελέγη και εστέφθη βασιλιάς κατά νόμιμο τρόπο, όταν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη στέψη θα έχουν συμπληρωθεί κατά το έθιμο». Και ενώ καλλιεργείται κατάλληλα η κοινή γνώμη δια μέσου του ανώτερου κλήρου, για να δεχθούν οι ενδιαφερόμενοι «να αναγνωρίσουν ως βασιλιά αυτόν, του οποίου την ονομασία θα εγκρίνει η Αποστολική Έδρα», ο Ιννοκέντιος πληροφορεί τους Γερμανούς πρίγκιπες ότι τίποτε δεν θα τον επηρεάσει και ότι ο ίδιος θα εκτιμήσει, με πλήρη ελευθερία, τα προσόντα των υποψηφίων.
Digitized by 10uk1s
Η αμετάκλητη απόφαση Όταν, κατά τις τελευταίες εβδομάδες του 1200, αποφασίζει να εκδώσει την ετυμηγορία του, φροντίζει να υπενθυμίσει άλλη μια φορά ακόμη ότι ομιλεί εν ονόματι του ανωτέρου δικαίου που έχει αναγνωρισθεί στην παπική Εκκλησία «να διαπραγματεύεται την απονομή του τίτλου του Ρωμαίου Αυτοκράτορος». Βάζει στη ζυγαριά, όπως είναι αναγκασμένος να το κάμει, τα προσόντα των «εκλελεγμένων», χωρίς να εξαιρέσει και τον γιο του Ερρίκου Στ' τον Φρειδερίκο τον νεώτερο, του οποίου το όνομα πρέπει να προστεθεί στα ονόματα του Φιλίππου και του Όθωνος, αν θέλει, όπως ο ίδιος προτείνει, να εξετάσει στο σύνολό του το αυτοκρατορικό πρόβλημα. Τα θέματα της καιροσκοπικής επικαιρότητας τον αφήνουν αδιάφορο. Πάνω απ' όλα θέτει το πρόβλημα της απονομής του δικαίου. Γιατί, άνθρωπος με ευθύνη για την ειρήνη του κόσμου και τη σωτηρία της αυτοκρατορίας, ο πάπας, οφείλει να αποφασίσει. Έτσι, χωρίς να παραγνωρίζει τους τίτλους του Φρειδερίκου και του Φιλίππου, τάσσεται τελικά υπέρ του Όθωνος. Μετά την απόφασή του, εκείνος που ως τότε ήταν ένας από τους τρεις «εκλελεγμένους», και ανάμεσα στους οποίους ήταν νόμιμο να εκφράσει κανείς επιφυλάξεις, τώρα ανακηρύσσεται βασιλιάς και σ' αυτόν οφείλουν όλοι αναγκαστικά υπακοή. Στις αρχές του 1201 οι όρκοι που είχαν δοθεί στους αντιπάλους του ακυρώνονται. Επίσης οι συμφωνίες που είχαν γίνει, ακόμη και στο εξωτερικό, με σκοπό την καταστροφή του Όθωνος, θεωρούνται ανύπαρκτες. Η υπόσχεση που ο Ιωάννης ο Ακτήμων της Αγγλίας είχε δώσει, κατά τον Μάιο του 1200, στον Φίλιππο Αύγουστο της Γαλλίας, ότι δεν θα προσφέρει κανένα στήριγμα σ' αυτόν τον Όθωνα, τον οποίο η ποντιφικική βούληση θα τοποθετήσει στον θρόνο, δεν έχει καμιά αξία, ως «αντίθετη προς τη λογική και τον φυσικό νόμο». Οι αντιδρώντες απομακρύνονται με σταθερότητα. Ο Ιννοκέντιος τους υπενθυμίζει ότι, «ανακηρύσσοντας και ονομάζοντας βασιλιά» τον Όθωνα, ενεργεί σύμφωνα με τα δικαιώματά του και κατά τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης. Σε όσους δεν πείθονται, διατυπώνει απειλές με εκκλησιαστικές ποινές. Η ποντιφικική θέληση κάνει τον νόμο και ο νέος βασιλιάς της Γερμανίας, ο οποίος ετοιμάζεται να έλθει στη Ρώμη να ζητήσει το αυτοκρατορικό διάδημα, δεν φαίνεται πια παρά σαν το δημιούργημα και ο ταπεινός προστατευόμενος του Μονάρχη-Ποντίφικα. Αυτό είναι, στις αρχές του 1201, μετά από τρία χρόνια αρχιερατείας, το απροσδόκητο αποτέλεσμα, στο οποίο ο Ιννοκέντιος Γ' έφτασε χάρη στην επιδεξιότητα και την ψυχραιμία του.
3. Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΓΛΟ-ΓΑΛΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1203 - 1204) Η φαινομενική τουλάχιστο επιτυχία από την παρέμβασή του στις υποθέσεις της Γερμανίας έδωσε στον Ιννοκέντιο κύρος και γόητρο χωρίς προηγούμενο. Προσπάθησε τότε να πραγματοποιήσει στο μέτρο του δυνατού το κοινό ιδανικό τόσων προκατόχων του, τη διακυβέρνηση δηλ. του χριστιανικού κόσμου από την παποσύνη. Επίπονη προσπάθεια που θα του προκαλέσει και απογοητεύσεις. Ειρήνη και πόλεμος κατά την αντίληψη του πάπα Ο πρώτος του αντικειμενικός στόχος υπήρξε η Γαλλία, όπου έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τον σκληρό κάπως Φίλιππο Β' Αύγουστο (1180-1223), της δυναστείας των Καπετιδών. Προσπάθησε, τον Μάιο του 1203, να τον σταματήσει στην εκστρατεία του εναντίον του Ιωάννου του Ακτήμονος και να επιβάλει την ειρήνη στους δύο εμπολέμους, με την πρόφαση ότι, «ως κληρονόμος του Θεού και συγκληρονόμος του Χριστού», ο βασικός του ρόλος ήταν «η αναζήτηση και η πραγματοποίηση της Digitized by 10uk1s
ειρήνης». Τότε ο πάπας δέχθηκε την ακόλουθη αυστηρή παρατήρηση: «σε θέματα φεουδαλικά που αναφέρονται στις σχέσεις του μ' έναν από τους υποτελείς του ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν υπόκειται σε διαταγές της Αποστολικής Έδρας ούτε υπάγεται στη δικαιοδοσία της. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο βασιλείς δεν αφορά τον πάπα». Ο Ιννοκέντιος απήντησε με κατάπληξη και πίκρα για την αδικία που γίνεται στην Αγία Έδρα, «σαν να ήταν στην εξουσία του βασιλιά της Γαλλίας να περιορίσει μια δικαιοδοσία που ο ίδιος ο Θεός, και όχι άνθρωπος ούτε καν ο Θεάνθρωπος, θέλησε τόσο εκτεταμένη να είναι, της οποίας την έκταση δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί». Έπειτα ο πόλεμος δεν προξενεί υλικά μόνο ερείπια, προκαλεί επίσης την καταστροφή των ψυχών με όλα τα αμαρτήματα που αυτός συνεπιφέρει. Δεν αρκεί λοιπόν ο πάπας να βάλει ένα τέρμα. Οφείλει να προσδιορίσει τις ευθύνες, για να μπορέσει να επιβάλει στους μαχομένους μια λύση δίκαιη, «όπως το απαιτεί η αποστολή που έλαβε από τον Κύριο». Σε φεουδαλικά θέματα βέβαια ο Φίλιππος, προσέθετε ο πάπας, έχει δίκιο. Αλλά η υπόθεση δεν είναι τόσο απλή. Το θέμα είναι να εξακριβώσομε ποιος από τους δύο, ο βασιλιάς της Γαλλίας ή της Αγγλίας, «αμάρτησε», παραβιάζοντας τα δικαιώματα του άλλου. Και σε θέματα αμαρτιών τον λόγο τον έχει ο πάπας. Θεωρία τολμηρή, που μπορούσε να οδηγήσει αρκετά μακριά. Ο Ιννοκέντιος ωστόσο άφηνε να εννοηθεί ότι, αν ως τότε έκανε υπομονή απέναντι στον Γάλλο βασιλιά, ήταν έτοιμος, σε περίπτωση ισχυρογνωμοσύνης, να χρησιμοποιήσει και τις εκκλησιαστικές τιμωρίες. Έτσι ο πάπας έδινε εντολή στους αντιπροσώπους του στη Γαλλία, αν όλα τα μέσα πειθούς εξαντλούνταν, να εξαπολύσουν αφορισμό κατά του Φιλίππου Αυγούστου. Την ίδια στιγμή απηύθυνε επιστολή προς τον Ιωάννη τον Ακτήμονα και, κατηγορώντας τον ότι έδωσε αφορμές στον αντίπαλό του για πόλεμο, απαιτούσε τώρα να προβεί σε ανακωχή. Εκαλούντο εξ άλλου και οι δύο βασιλείς να στείλουν στη Ρώμη πληρεξούσιους, για να του εκθέσουν την υπόθεση και να υπερασπισθούν τα συμφέροντά τους. Έτσι η ρωμαϊκή-ποντιφικική αυλή εξελισσόταν σε ανώτατο δικαστήριο της χριστιανοσύνης, τόσο για κοσμικά όσο και για πνευματικά θέματα. Και για να δηλώσει την πραγματική σημασία της πράξεώς του, ο Ιννοκέντιος φρόντισε σε εγκύκλιο που απηύθυνε σε όλους τους επισκόπους της Γαλλίας να προσθέσει τον ακόλουθο μοναδικό συλλογισμό: «Αρκεί ένας διάδικος, τη στιγμή της καταθέσεως της κατηγορίας του ή στην αρχή ή κατά την εξέλιξη της διαδικασίας ακόμη και πριν τελειώσει η έκδοση της αποφάσεως, να επικαλεσθεί την κρίση της Αγίας Έδρας, για να αναλάβει αμέσως την υπόθεση το δικαστήριο της Εκκλησίας, παρά την οποιαδήποτε αντίρρηση του άλλου διαδίκου. Και τούτο, όχι δυνάμει ανθρωπίνων θεσμών, αλλά χάρη στον θείο νόμο, γιατί η εξουσία μας προέρχεται όχι από τους ανθρώπους, αλλ' από τον Θεό». Ήταν όμως πολύ πιο εύκολο να διακηρύσσει τέτοιες φιλόδοξες αρχές, παρά να φτάνει στην εφαρμογή τους. Η ταχύτητα των επιτυχιών του Φιλίππου Αυγούστου έκαμε συνετότερο τον Ιννοκέντιο Γ' απ' ό,τι η υπόθεση της Γερμανίας, ενώ από τα 1204 ο οπαδοί του Όθωνος του Μπράουνσβικ άρχισαν να σκορπίζονται, και αντίθετα, ο Φίλιππος της Σουαβίας, σύμμαχος του Γάλλου βασιλιά, έβλεπε τον μικρό αρχικά πυρήνα των οπαδών του να αυξάνει από μέρα σε μέρα. Τον Ιούνιο του 1204 ο ποντιφικικός «λεγάτος» στη Γαλλία έπαιρνε την οδηγία να μην προβεί σε καμιά ενέργεια. Τη φορά αυτή δεν στάθηκε δυνατό η θεωρία να περάσει στην πράξη.
4. Ο ΠΑΠΑΣ ΩΣ MONΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΏΝ ΚΡΑΤΩΝ Αλλά το ποντιφικικό δόγμα μετά τη μείωση αυτή βρήκε εφαρμογή σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Από τα μέσα του 11ου αι. μερικοί χριστιανοί πρίγκιπες είχαν κρίνει σωστό, μιμούμενοι την πολιτική Digitized by 10uk1s
που ακολουθούσαν ήδη αρκετά μοναστήρια, μεγάλα και μικρά, να ζητήσουν και να επιτύχουν για τους εαυτούς τους και τις κτήσεις τους την προστασία της Αγίας Έδρας. Τα μοναστήρια που είχαν πετύχει μια τέτοια προστασία επεδίωκαν να εξασφαλίσουν, σε περίπτωση συγκρούσεων, ικανή κάλυψη των περιουσιών τους, σ' εποχή κατά την οποία η φεουδαρχική αναρχία τα εξέθετε κάθε μέρα σε μεγάλους κινδύνους. Σε αντάλλαγμα για την αιτούμενη προστασία όφειλαν να μεταφέρουν, θεωρητικά τουλάχιστο, την ιδιοκτησία του μοναστηριού τους, με τα κτήματα και τα εξαρτήματά τους, στη δικαιοδοσία της Αγίας Έδρας. Έπειτα οι συμβαλλόμενοι ήταν υποχρεωμένοι κάθε χρόνο να καταβάλλουν στην Εκκλησία ένα φόρο, που, όσο μικρός κι αν ήταν, θα απεδείκνυε πάντα το υψηλό δικαίωμα του νέου «ιδιοκτήτη». Αυτή η διαδικασία μπορούσε να προσφέρει σε μερικούς λαϊκούς ηγεμόνες προνόμια παρόμοια μ' εκείνα που εξασφάλιζαν και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες. Όσοι λοιπόν από τους λαϊκούς δεν είχαν κανονικούς τίτλους και η κατάσταση γι' αυτούς δεν ήταν σταθερή, έπρεπε να προσπαθήσουν να μιμηθούν τις ενέργειες των αββάδων, στους οποίους η προστασία της Ρώμης έδινε, μέσα στην ανωμαλία και τη σύγχυση του 10ου αι. και των αρχών του 11ου αι., μια σχετική ασφάλεια. Η κατάσταση ακριβώς αυτή έσπρωξε στα 1059 τον τυχοδιώκτη Νορμανδό Ροβέρτο Γυσκάρδο, του οποίου οι κατακτήσεις ήταν τότε αρκετά εύθραυστες, να ριχτεί στην αγκαλιά της Εκκλησίας. Προκάλεσε αμέσως, με ταπεινοφροσύνη που θύμιζε δόλο, την προστασία ενός πάπα, τον οποίο λίγους μήνες αργότερα δεν δίστασε να κτυπήσει. Η υπόθεση έκλεισε με τους συνήθεις όρους: μεταβίβαση της ιδιοκτησίας και καταβολή ενός φόρου. Αλλά ο πάπας φέρθηκε σαν λαϊκός ηγεμόνας και απήτησε έναν επί πλέον όρο: την εκδήλωση υποταγής, την οποία, στον φεουδαλικό κόσμο, ήταν λογικό να ζητά ο προστάτης από τον προστατευόμενο. Έτσι ο Νορμανδός δούκας έγινε ο υποτελής της Αγίας Έδρας για το σύνολο των κτήσεών του ή και για κείνα που θα κατακτούσε, συμπεριλαμβάνοντας και τη Σικελία. Λίγο αργότερα (στα 1063) εμφανίζεται ένας μικρός ηγεμόνας της χριστιανικής Ισπανίας, ο Ραμίρος, μονάρχης του «βασιλείου της Αραγωνίας», που μόλις τότε σχηματιζόταν και περιελάμβανε γύρο στα 10.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αυτός λοιπόν, με μια παρόμοια ενέργεια, στρέφεται προς τη Ρώμη και προσφέρει τα κράτη που έχει τώρα, ή που θα έχει και αργότερα, «στον Θεό και στον Άγιο Πέτρο». Η προσφορά του γίνεται δεκτή από τον πάπα με τον όρο να του καταβάλλει ετήσιο φόρο. Αυτός ανέρχεται, γενναιόδωρα, στο 1/ 10 των εσόδων της Αραγωνίας. Η λύση ήταν συμφέρουσα για τον Ραμίρο, γιατί απέφευγε έτσι την προστασία των πολύ δραστήριων γειτόνων του· η μακρινή πάλι θεωρητική επικυριαρχία της Αγίας Έδρας ήταν μια εγγύηση. Και άλλοι σκέφθηκαν σαν αυτόν. Έτσι ο μεγάλος πρίγκιπας του Κιέβου στα 1075, ο βασιλιάς της Κροατίας στα 1076, ο κόμης της Προβηγκίας στα 1081, ο κόμης της Βαρκελώνης στα 1091, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας στα 1144 ακολουθούν την ίδια πολιτική. Όλοι αυτοί, είτε γιατί παράνομα εγκαταστάθηκαν σ' ένα θρόνο καινούργιο, είτε γιατί έφτασαν σε μια κατάσταση πολύ επικίνδυνη ή γιατί ακόμη έβλεπαν να τους πλησιάζει η θύελλα, έκριναν ορθό να προβούν στη θεωρητική εγκατάλειψη των κρατών τους «υπέρ του πρίγκιπος των Αποστόλων και του βικαρίου του», για να γίνουν οι «φόρου υποτελείς» και την ίδια στιγμή οι vassali προστατευόμενοι του Ρωμαίου ποντίφικα. Το φεουδαλικό οικοδόμημα της Αγίας Έδρας Αποφασισμένος ο πάπας να επεκτείνει μέσα στον χριστιανικό κόσμο τον ηγετικό ρόλο με την έννοια του φεουδάρχη, άρχισε με ευχαρίστηση να εφαρμόζει τη γενική αυτή αρχή της επικυριαρχίας. Από το 1073 ως το 1077 στις επιστολές που απευθύνει η παπική Εκκλησία σε όλους, οι οποίοι έχουν Digitized by 10uk1s
ριχθεί στην «ανακατάληψη» της Ισπανίας από τους απίστους, ιδιαίτερα στα γράμματα του πάπα Γρηγορίου Ζ', διαφαίνεται η άποψη ότι η Αγία Έδρα δεν θα ήταν ευχαριστημένη να πάρει μόνο κάτω από την αιγίδα της, όπως άλλωστε της το ζητούσαν, τις ανακτώμενες χώρες. Πίστευε ότι με την ευκαιρία αυτή έπρεπε να διακηρύξει το απαράγραπτο δίκαιό της σε ολόκληρη την ιβηρική χερσόνησο, η οποία άλλοτε της είχε παραχωρηθεί σαν δική της περιουσία. Πρόκειται για σαφή υπαινιγμό στη «δωρεά ή παραχώρηση του Κωνσταντίνου», την οποία είδαμε να την χρησιμοποιεί και να την προβάλλει ο Ιννοκέντιος Γ' στις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας. Στα 1074 είχε επίσης διεκδικήσει την επικυριαρχία στο βασίλειο της Ουγγαρίας, προβάλλοντας μια άλλη υποτιθέμενη παραχώρηση που ανερχόταν στα χρόνια του αγίου Στεφάνου, ιδρυτή του ουγγρικού κράτους. Πέντε χρόνια αργότερα προσπάθησε ο πάπας να προβάλει ανάλογα δικαιώματα και επί της Αγγλίας. Δεν ήταν όμως παρά απλές δοκιμές. Στον 12ο αι. οι αξιώσεις αυτές υλοποιήθηκαν. Συγκεκριμένα, ο πάπας Αδριανός Δ' (1154-1159) δεν δίστασε το 1155 να επικαλεσθεί την «παραχώρηση του Κωνσταντίνου», για να επικυρώσει το παπικό δικαίωμα επί της Αγγλίας και Ιρλανδίας, ενώ ο βασιλιάς Ερρίκος Β', που ετοιμαζόταν να κατακτήσει την Ιρλανδία, περιβλήθηκε με σχετική εξουσία για τη χώρα αυτή, χάρη σ' ένα χρυσό δακτυλίδι. Στην πραγματικότητα η κατάκτηση ολοκληρώθηκε πολύ αργότερα. Αλλά στα 1173, την επαύριο της τραγωδίας που είχε στοιχίσει τη ζωή στον Θωμά Μπέκετ και είχε εκτεθεί η αγγλική βασιλεία, ο Ερρίκος Β' κατέληξε να αναγνωρίσει τυπικά για όλο το βασίλειό του ότι είναι πιστός υποτελής του διαδόχου του Αγίου Πέτρου. Η ιδέα επομένως ήταν αρκετά ώριμη, όταν ο Ιννοκέντιος ανερχόταν στον παπικό θρόνο, και δεν θα απορήσει κανείς αν ο πάπας προσπαθήσει να την αναπτύξει σε βάθος. Και όχι μόνο πολλαπλασιάζει τις πράξεις που προορίζονταν να φέρουν κάτω από την προστασία του, δηλ. κάτω από την επικυριαρχία του, τα καθολικά κράτη, όπως το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως, τα βασίλεια της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Δανίας, τα δουκάτα της Πολωνίας και των Αθηνών, ή άλλα μικρότερα κρατίδια, αλλά παντού, μέσα σ' αυτά τα νέα «φέουδα» της Αγίας Έδρας ή μέσα στα παλαιά, οι προσπάθειές του τείνουν να προκαλέσει την αναγνώριση πραγματικών δικαιωμάτων στην παποσύνη. Δεν του αρκεί πια να εισπράττει τον επιβληθέντα φόρο, αν και γνωρίζει να τον ζητά με επιμονή. Επιθυμεί τώρα αποδείξεις πιο φανερές του σεβασμού. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας Πέτρος Β' επιχειρεί ταξίδι στη Ρώμη το 1204, για να εκδηλώσει την υποταγή και την τιμή του προς τον ποντίφικα. Ανανεώνει και διευκρινίζει τη χειρονομία των προκατόχων του, θέτοντας ο ίδιος στην Αγία Τράπεζα του Αγίου Πέτρου επίσημο έγγραφο σφραγισμένο με τη σφραγίδα του, με το οποίο προσφέρει το βασίλειό του στην Αποστολική Έδρα. Έπειτα, ακολουθώντας τις συνηθισμένες διατυπώσεις της εκφράσεως της υποτέλειας, γονυπετής, ορκίζεται πάνω στο Ευαγγέλιο «πίστη και υπακοή στον αφέντη πάπα Ιννοκέντιο», ο οποίος τον σηκώνει και τον ενδύει. Μερικούς μήνες αργότερα μια ποντιφικική βούλα διασαφηνίζει ότι κατά την άνοδό τους στον θρόνο οι διάδοχοι του Πέτρου Β' θα οφείλουν πριν απ' όλα «να ζητούν το στέμμα από την Αποστολική Έδρα», η οποία θα αναθέτει ειδικά στον αρχιεπίσκοπο της Ταραγώνας να δέχεται την έκφραση της υποταγής και έπειτα να προχωρεί στη στέψη. Άλλο σχετικό παράδειγμα έχομε με τον βασιλιά της Βουλγαρίας Καλογιάννη, ο οποίος δεν φαίνεται πρόθυμος να αναλάβει το ταξίδι στη Ρώμη. Αλλά πριν συγκατατεθεί, τους τελευταίους μήνες του 1203, να αναγνωρίσει τον βασιλικό τίτλο, ο Ιννοκέντιος απαιτεί από τον Καλογιάννη επίσημη δήλωση ότι του παραχωρεί την επικυριαρχία στη «βουλγαρική αυτοκρατορία» προς όφελος της Αγίας Έδρας, στην οποία, ως υποτελής, ο Βούλγαρος ηγεμόνας ορκίζεται πιστή υπακοή. Έτσι με τη βούλα της 25 Φεβρουαρίου 1204, σε αντάλλαγμα, ο πάπας αναγγέλλει στον Καλογιάννη, ότι, όπως «ο Σαμουήλ έστεψε βασιλιά τον Δαβίδ», με την ίδια δύναμη κι αυτός τον κάνει βασιλιά, και Digitized by 10uk1s
αναθέτει σ' ένα «λεγάτο» να του διαβιβάσει το σκήπτρο και το διάδημα, σημάδια της νέας του εξουσίας· του «παραχωρεί» επί πλέον το δικαίωμα να εκδίδει νομίσματα μέσα στο κράτος του. Συμπληρωματικές πράξεις αναθέτουν στον αρχιεπίσκοπο Τυρνόβου, ο οποίος ανακηρύσσεται πατριάρχης, το προνόμιο να στέφει τους διαδόχους του Καλογιάννη, υπό τον όρο ότι καθένας απ' αυτούς θα ανανεώνει τον όρκο υπακοής και πίστεως προς τον Ανώτατο Ποντίφικα. Έτσι ενισχύεται με τρόπο λαμπρό η εξουσία του πάπα σε θέματα κοσμικά. Όπως η Αραγωνία έτσι και η Βουλγαρία είναι πια ένα φέουδο, όπου θεωρητικά η βασιλική εξουσία ασκείται κατ' εντολή της Αγίας Έδρας. Και στο βασίλειο της Σικελίας ο Ιννοκέντιος Γ' κινείται πραγματικά σαν επικυρίαρχος, στα χρόνια που είναι ανήλικος ο Φρειδερίκος Β', ο γιος του αυτοκράτορα Ερρίκου Στ'. Αμέσως μετά την άνοδο του στον θρόνο στέλλει στο Παλέρμο ένα «λεγάτο» να ζητήσει από τη μητέρα του διαδόχου και από τον ίδιον τον μικρό τον όρκο «της πίστεως και της (φεουδαλικής) υποτέλειας». Αναλαμβάνει προσωπικά ο πάπας την αναδιοργάνωση του σικελικού κλήρου και πείθει την αντιβασίλισσα και μητέρα του διαδόχου να του εμπιστευθεί με διαθήκη την προστασία του νεαρού βασιλιά, σε περίπτωση θανάτου της. Και όταν πεθαίνει αυτή (στις 27 Νοεμβρίου 1198), το βασίλειο της Σικελίας δεν είναι πια παρά μια προέκταση του κράτους του Αγίου Πέτρου. Ο πάπας το κυβερνά με σταθερότητα, αλλά συναντά τρομερές αντιδράσεις, γιατί δεν είναι εύκολο να εξασφαλίσει την υπακοή των Γερμανών φεουδαρχών του παλαιού περιβάλλοντος του Ερρίκου Στ'. Αυτοί απαιτούν για τον εαυτό τους την προστασία του ορφανού και τη διοίκηση του βασιλείου. Ο Ιννοκέντιος όμως δεν διστάζει να πάρει ακόμη και τα όπλα, για να επιβάλει τη θέλησή του. Έπειτα, όταν η ώρα νομίζει ότι έφτασε, διαλέγει ο ίδιος τη γυναίκα που προορίζει για τον Φρειδερίκο, τη νεαρή χήρα του βασιλιά της Ουγγαρίας, την Κωνσταντία, αδελφή ενός άλλου υπηκόου της Αγίας Έδρας, του βασιλιά της Αραγωνίας Πέτρου Β'. Παρά τον γάμο αυτό, ο Ιννοκέντιος συνεχίζει να παρακολουθεί από κοντά τη διοίκηση της Νότιας Ιταλίας και Σικελίας. Τα παραδείγματα αυτά είναι αρκετά για να δώσουν μια ιδέα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, με αρκετή δεξιότητα, από τον Ιννοκέντιο Γ'. Έτσι έθεσε το ένα μετά το άλλο κάτω από την άμεση επικυριαρχία του σημαντικά τμήματα του χριστιανικού κόσμου. Επί πλέον κατάφερε να μεταβάλει, από μια απλή θεωρητική κατάφαση, την επικυριαρχία αυτή σε θετικό και ουσιαστικό παράγοντα της εξουσίας του. Το παράδειγμα της Αγγλίας απεδείκνυε ωστόσο, ότι τέτοιες επιδιώξεις μπορούσαν να οδηγήσουν αρκετά μακριά και πως η προσπάθεια να επεκταθεί συνάμα η πνευματική εξουσία και η κοσμική δύναμη των παπών είχε σαν αποτέλεσμα, οι αρχηγοί των μεγάλων κρατών να κινδυνεύουν να χάσουν σιγά σιγά την ανεξαρτησία τους.
5. Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΛΒΙΓΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ Αυτή η ανεξαρτησία απειλήθηκε και με άλλο τρόπο ακόμη. Φύλακας της καθολικής πίστεως ο Ιννοκέντιος Γ' ήθελε να τιμωρήσει άμεσα όλους τους ηγεμόνες και τους πρίγκιπες που ήταν αιρετικοί, όχι μόνο με το να τους επιβάλει εκκλησιαστικά επιτίμια, αλλά εν ανάγκη να τους καταδιώξει με το όπλο στο χέρι και να τους εκδιώξει από τις χώρες τους, για χάρη των καλών χριστιανών. Άλλωστε η παλαιά νομοθεσία, την οποία ποτέ δεν ξεχνούσε, προέβλεπε εναντίον των αιρετικών την ποινή της δημεύσεως. Στα 1208 οι πρόοδοι της αιρέσεως των Αλβιγηνών στην περιοχή του Λαγκεδόκ ήταν αρκετά ανησυχητικές. Η δολοφονία μάλιστα του ποντιφικικού εκπροσώπου Πέτρου de Castelnau από έναν υπήκοο του κόμητα Ρεμούνδου Στ' της Τουλούζης έσπρωξε τον πάπα Ιννοκέντιο στην απόφαση να εφαρμόσει τις θεωρίες του εις βάρος ενός από τους μεγαλύτερους φεουδάρχες της Γαλλίας. Αλλά, κατά το φεουδαλικό δίκαιο, ο βασιλιάς, ως επικυρίαρχός του, ήταν ο μόνος που είχε δικαίωμα να στερήσει το φέουδο από τον Ρεμούνδο. Στην περίπτωσή μας βασιλιάς είναι ο Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας, τον οποίο ο πάπας, είναι αλήθεια, προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, επί τέσσερα χρόνια να Digitized by 10uk1s
τον κινήσει εναντίον των αιρετικών του Λαγκεδόκ. Μάταια του είχε εκθέσει τον αυξανόμενο κίνδυνο, ο οποίος, στην περιοχή της Αλβίγης και σ' όλες τις περιοχές της κομητείας της Τουλούζης, απειλούσε την ορθόδοξη πίστη. Του είχε υπογραμμίσει την αδιάκοπη και συνεχή διάδοση των δογμάτων των Καθαρών, όπως αποκαλούνταν οι Αλβιγηνοί, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική θρησκεία. Προέβαλλαν μια θρησκεία με μορφή δυαδική, η οποία δηλ. στηριζόταν, όπως ο μανιχαϊσμός, στην αντίθεση ανάμεσα στον Καλό Θεό και στον Κακό Θεό. Μάταια ο Ιννοκέντιος παρουσίαζε στα μάτια του Φιλίππου Αυγούστου το δέλεαρ να προσαρτήσει στο βασίλειό του ένα καλό φέουδο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας, απασχολημένος αλλού, αρνήθηκε να παρασυρθεί σε μια τέτοια επιχείρηση. Υπενθύμιζε μάλιστα, κατά τρόπο αναντίρρητο, ότι αυτός μόνο είχε το δικαίωμα να δημεύει την περιουσία ενός υποτελούς του· δεν πίστευε όμως ότι μπορεί να συζητήσει την αρχή που έθετε ο πάπας, για την έκπτωση του κόμητα της Τουλούζης, επειδή ήταν αιρετικός. Στο βάθος, εδώ βρισκόταν η αιτία, και ο πάπας δεν δίστασε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αφού ο μονάρχης αρνιόταν να επέμβει, δεν υπήρχε άλλη λύση παρά να προχωρήσει ο ίδιος πιο πέρα. Έτσι εκδόθηκε η τρομερή βούλα που όριζε ότι όλα τα αγαθά του αιρετικού θα περιέρχονταν σε όποιον θα τα έπαιρνε· και αφού η κομητεία της Τουλούζης είχε γίνει χώρα απίστων, όπως η τουρκική Ανατολή ή η Ισπανία των Σαρακηνών, ο Ιννοκέντιος εφήρμοσε τα ίδια και εισήγαγε την ίδια οργάνωση για μια σταυροφορία που θα κατέστρεφε και θα ξερίζωνε τους εχθρούς της αληθινής θρησκείας. Οι φεουδάρχες της Βόρειας Γαλλίας δεν περίμεναν να τους πουν δυο φορές τα ίδια πράγματα. Ήταν γι' αυτούς ανέλπιστο κέρδος, με λίγα έξοδα, να πάρουν συγχωροχάρτια για τη σταυροφορία και να λεηλατήσουν επαρχίες εξαιρετικά πλούσιες. Έπρεπε όμως να τους συγκρατήσει ο πάπας, γιατί η παπική Εκκλησία ήθελε να είναι κυρία των τελικών αποφάσεων και, αφού ο Φίλιππος Αύγουστος αδιαφορούσε για την επιχείρηση, ανέθεσε στους εκπροσώπους της τη διοίκηση των όπλων. Ωστόσο με σύνεση και διπλωματικότητα ο Ιννοκέντιος Γ', χωρίς καν να πιστεύει πως ο Ρεμούνδος της Τουλούζης θα δήλωνε ειλικρινή υποταγή, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει αρχικά την κωμωδία της μετάνοιας, κατά την οποία θα προβαλλόταν η παπική υπεροχή. Οι απεσταλμένοι του πήραν την εντολή να συγχωρήσουν τον κόμητα. Αυτός τρομαγμένος εξεδήλωσε τον σεβασμό του. Αλλά ο πάπας εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να δώσει στον κόσμο ένα μεγάλο μάθημα. Στις 22 Ιουνίου 1209 ο «Ρεμούνδος χάριτι Θεού δούκας της Ναρβόννης, κόμης της Τουλούζης και μαρκήσιος της Προβηγκίας» αναγκάστηκε να παρουσιαστεί με τα ταπεινά ρούχα του μετανοούντος, να ζητήσει συγγνώμη για τα αμαρτήματά του και να παραχωρήσει ως ενέχυρο στη «Ρωμαϊκή Εκκλησία και στον άρχοντα Πάπα» επτά από τις καλύτερα οχυρωμένες τοποθεσίες στην Προβηγκία. Ανελάμβανε την υποχρέωση ο κόμης να μην πιέζει τον καθολικό κλήρο και να θεωρεί αιρετικούς όσους θα χαρακτήριζαν ως τέτοιους οι καθολικοί επίσκοποι. Αυτούς επίσης θα τους βοηθούσε για να διώξουν από το κράτος του τους αιρετικούς. Η υποταγή του κόμητα της Τουλούζης διευκόλυνε τις κινήσεις των σταυροφόρων. Κάτω από την καθοδήγηση των παπικών εκπροσώπων (λεγάτων), οι σταυροφόροι μπόρεσαν χωρίς εμπόδιο να μπουν στις περιοχές ενός άλλου «προστάτη των αιρετικών», του Ρεμούνδου-Ρογήρου, υποκόμητα της Μπεζιέρ και της Καρκασόν. Ανίκανος αυτός να εμποδίσει την κατάληψη των δύο πρωτευουσών του και την σφαγή των υπηκόων του, εκτοπίσθηκε από το φέουδό του το οποίο δόθηκε σε άλλον ευγενή. Η ακαταστασία και η σύγχυση στην περιοχή του Λαγκεδόκ υπήρξε τέτοια, ώστε οι λεγάτοι του πάπα έκριναν ανώφελο να περιποιούνται τον κόμητα της Τουλούζης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ανειλικρινής. Έτσι αφορίζεται και πάλι ο Ρεμούνδος, με αποτέλεσμα ο αγώνας των σταυροφόρων να Digitized by 10uk1s
ενταθεί, να προκληθούν τρομερές σφαγές αθώων πολιτών στις καταλαμβανόμενες πόλεις της κομητείας, και να μεταβληθεί γενικά όλη η επαρχία σε ερείπια. Τελικά τον Σεπτέμβριο του 1213 έπεσε η ίδια η Τουλούζη στα χέρια των καθολικών σταυροφόρων, οι οποίοι εξετράπησαν σε τρομερές λεηλασίες και σφαγές. Ο θρίαμβος του Ιννοκέντιου Γ' υπήρξε πλήρης. Στα 1214 ο Ρεμούνδος της Τουλούζης παραιτείτο από τον αγώνα και εδέχετο το αναπόφευκτο. Παραχωρούσε στον πάπα «το σώμα του, την ιδιοκτησία του, το σώμα των παιδιών του και όλη την περιουσία των παιδιών του». Πλήρης παραίτηση από τα δικαιώματά του, χωρίς καμιά επιφύλαξη, γεγονός που άφηνε στον αρχηγό της Εκκλησίας τη φροντίδα για τη διαδοχή και τη ρύθμιση των θεμάτων στη περιοχή του Λαγκεδόκ. Η σύνοδος, τέλος, του Λατερανού (Νοέμβριος 1215) έκρινε τον Ρεμούνδο ανίκανο να συγκρατήσει τη χώρα του στην καθολική πίστη και τον εκήρυξε έκπτωτο από όλους τους τίτλους του. Χωρίς να απελπισθεί ο Ρεμούνδος οργάνωσε νέο στρατό και κατάφερε να μπει νικητής στην Τουλούζη και να σταθεροποιήσει στα 1218 την εξουσία του στην παλαιά κομητεία. Ο διάδοχος και γιος του Ρεμούνδος Ζ' θα ολοκληρώσει το έργο του πατέρα του.
6. Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΑΓΜΑΤΑ Με την αλύγιστη λογική του, ήταν αρκετά δύσκολο στην εφαρμογή του το πολιτικό πρόγραμμα του Ιννοκέντιου Γ', που επεφύλασσε στον πάπα την ανώτερη εξουσία μέσα σ' ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Εξέθετε τον Ανώτατο Ποντίφικα στον κίνδυνο ακατάπαυστων συγκρούσεων προς τους βασιλείς και τους πρίγκιπες, τους οποίους προσπαθούσε να μεταβάλει σε υποτελείς. Μοιραία ο πάπας ανακατευόταν και εφθείρετο μέσα στις λεπτομέρειες των εσωτερικών υποθέσεων των κρατών. Έτσι, χωρίς ποτέ να παραμελήσουν καμιά ευκαιρία για την εφαρμογή του δόγματος της παγκόσμιας υπεροχής της ποντιφικικής εξουσίας, οι διάδοχοι του Ιννοκέντιου Γ' μετριάζουν σιγά σιγά τις επιδιώξεις τους στα κοσμικά θέματα και εντείνουν τη δράση τους στα πνευματικά ζητήματα. Οι προσπάθειές τους αποβλέπουν στο να επιτύχουν τον έλεγχο ολόκληρης της θρησκευτικής ζωής και της χριστιανικής σκέψεως στη Δύση, σύμφωνα με τις μεθόδους, τις οποίες είχε εγκαινιάσει ο Ιννοκέντιος, τότε που είχε ονειρευθεί να κάμει τη Ρώμη, από άποψη εκκλησιαστικής και πολιτικής ζωής, το κέντρο ή τη θέση απ' όπου θα εκπορεύονται οι εντολές για τη διοίκηση όλης της χριστιανοσύνης. Τα «επαιτικά» τάγματα Οι Φραγκισκανοί Για την πραγματοποίηση των σχεδίων αυτών, οι πάπες του 13ου αι. είχαν τη λαμπρή τύχη να συναντήσουν στη γένεσή τους δυο τάγματα, τα οποία αποκαλούνται «επαιτικά» τάγματα. Πρόκειται για το τάγμα των Φραγκισκανών και το τάγμα των Δομινικανών. Ιδρυτής του πρώτου τάγματος είναι ο Φραγκίσκος της Ασσίζης (1182-1226), γιος ενός πλούσιου εμπόρου της πόλεως, ο οποίος αφήνει όλα του τα καλά στα 1206 και αποσύρεται για να ζήσει σαν ερημίτης. Συγκεντρώνει αμέσως γύρο του αρκετούς μαθητές, οι οποίοι υιοθετούν τον κανόνα και τον τρόπο ζωής του, να ζούνε δηλ. φτωχοί. Ονομάσθηκαν αδελφοί Μινορίτες. Ο Ιννοκέντιος Γ' θα τους αναγνωρίσει στα 1210. Από τότε οι Φραγκισκανοί, φτωχοί μοναχοί και επαίτες, που ζουν από ελεημοσύνες, πιστοί στην ευαγγελική αρχή της ειρήνης και της αγνότητας, κάνουν κηρύγματα σε ολόκληρη την Ιταλία. Το τάγμα εγκρίνει το πρώτο γενικό καταστατικό στα 1215 και αργότερα εγκαθίσταται στη Γαλλία, στην Αγγλία και σ' όλες τις χώρες της Δύσεως. Digitized by 10uk1s
Η ζωή του Φραγκίσκου της Ασσίζης, ο οποίος «έσωσε την Εκκλησία», έχει τεράστια απήχηση σ' όλη τη λατινική χριστιανοσύνη και για πολύ καιρό επηρέασε στη Ρωμαϊκή Εκκλησία τους τύπους της θρησκευτικής ζωής. Μερικοί ερευνητές άδικα παρουσίασαν τον άγιο Φραγκίσκο ως τον ερημίτη μοναχό, τον απομακρυσμένο από τον κόσμο, τον απομονωμένο ασκητή, τον εχθρικό προς κάθε μορφή κοινωνικής ζωής. Χωρίς αμφιβολία η αποκήρυξη των επίγειων αγαθών, η επιθυμία για μια ζωή φτωχή και αγνή, η αγάπη προς τους ανθρώπους και ιδίως προς τους ταπεινούς, οι αδελφικοί δεσμοί που ενώνουν τους μοναχούς, είναι στοιχεία που ανευρίσκονται στις θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις στην Εκκλησία. Η πρωτοτυπία του τάγματος των Φραγκισκανών βρίσκεται στο γεγονός ότι δεν πρόκειται για κίνημα επαναστατικό που επιδιώκει την καταστροφή. Η δράση του τάγματος προσγράφεται στο μεγάλο έργο της πνευματικής κυριαρχίας της Εκκλησίας, όπως την επεδίωκε ο Ιννοκέντιος Γ'. Ετέθη στην υπηρεσία της Ρώμης, όπως, από τον 11ο αι. ήδη, είχαν τεθεί στην υπηρεσία της οι ερημίτες, μοναχοί και ιδρυτές νέων θρησκευτικών ταγμάτων. Αυτή τη φορά όμως το κήρυγμα δεν απευθύνεται στους ταπεινούς ανθρώπους της εξοχής, αλλά στους αστούς, στους ανθρώπους των πόλεων. Ο πάπας υποστηρίζει τους Φραγκισκανούς μέσα στη γενική πολιτική του για την καταπολέμηση των αιρετικών και την προβολή της Εκκλησίας. Οι δεσμοί ανάμεσα στους Φραγκισκανούς και στην παπική Εκκλησία εδραιώνονται, όταν ο καρδινάλιος Ugolino de' Conti, «προστάτης» των Φραγκισκανών, γίνεται πάπας με το όνομα Γρηγόριος Θ'. Αυτός θα ανακηρύξει άγιο τον Φραγκίσκο της Ασσίζης, δυο χρόνια μετά τον θάνατό του, στα 1228. Με έντονο το ενδιαφέρον για τον κόσμο, ο Φραγκίσκος της Ασσίζης είναι ένας αγωνιστής, ένας μισσιονάριος στην υπηρεσία μιας πίστεως και μιας ιερής υποθέσεως. Νέος είχε πολεμήσει στον στρατό της Ασσίζης, εναντίον της Perugia, και στον στρατό του πάπα επίσης εναντίον του Γερμανού αυτοκράτορα στην Απουλία. Η ιδέα να προσελκύσει στην καθολική πίστη τους απίστους τον οδήγησε στην Ισπανία και αργότερα στην Αίγυπτο. Από τα μέσα ακόμη του 13ου αι. Φραγκισκανοί επισκέπτονται την Περσία και την Κίνα. Στη Δύση το τάγμα αφιερώνεται εξ ολοκλήρου στην πνευματική κατάκτηση ή μάλλον ανακατάκτηση των μαζών. Κι αυτό το πετυχαίνει χάρη στο κήρυγμα, στο οποίο ο Φραγκίσκος δίνει καινούργια πνοή. Ο πατέρας του είχε ζήσει πολύ καιρό στην Αβινιόν και γι' αυτό ο Φραγκίσκος είχε υποστεί πολύ την επίδραση της λαϊκής παιδείας από τους τροβαδούρους. Έτσι δεν είναι παράξενο που οι λόγοι του τελειώνουν πάντα με μια «λυρική έξαρση». Αποδίδουν την οικογενειακή γεύση και τον γραφικό τόνο που τους κάνουν πολύ προσιτούς στον λαό. Πιο πολύ λαϊκός παρά κληρικός έχει τη θεώρηση του κόσμου που έχουν και οι άνθρωποι των χρόνων του, ενώ η αγάπη του για τη φύση συμφωνεί απόλυτα με το γούστο των Φλωρεντινών πολιτών. Αυτά τα στοιχεία και αυτές τις καινοτομίες τις συναντά κανείς σ' ένα είδος μυθιστορήματος, γραμμένο κατά το πρότυπο των ιπποτικών μυθιστορημάτων, το οποίο αναφέρεται στη ζωή του. Σε λαϊκά ακόμη ποιήματα, σε κοινή γλώσσα και στίχο ελεύθερο, που θυμίζουν «μυστήριο», θρησκευτικό θέατρο, συναντούμε πολλά στοιχεία για τη ζωή και τη δράση του Φραγκίσκου. Το τάγμα εξ άλλου των Κλαρισσών, το γυναικείο δηλ. τάγμα των Φραγκισκανών, που ιδρύθηκε στα 1212, και το λεγόμενο «Τρίτο τάγμα των μετανοούντων», που συγκέντρωνε τους λαϊκούς και τους κατηύθυνε σε κοινό έργο, διεύρυναν πολύ τη δραστηριότητα και τις επιτυχίες του φραγκισκανικού κηρύγματος. Αυτή η πνευματική κατάκτηση έγινε επίσης με μια άλλη κλίμακα, μέσω της διδασκαλίας. Οι φραγκισκανικές σπουδές καθιερώνονται σ' όλες τις χώρες της Δύσεως και οι φραγκισκανοί θεολόγοι σταθεροποιούνται μέσα στα Πανεπιστήμια, ιδίως του Παρισιού. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσομε το γεγονός ότι πολύ σύντομα οι Φραγκισκανοί πήραν μέρος, κατά τρόπο δραστήριο, στην καταστολή των αιρέσεων, ως μέλη των δικαστηρίων της Ιεράς Εξετάσεως. Digitized by 10uk1s
Οι Δομινικανοί Οι αρχές και ο χαρακτήρας του τάγματος των Δομινικανών φαίνονται πιο καλά ξεκαθαρισμένα. Είναι πρώτα πρώτα ένα τάγμα που πολεμά και αγωνίζεται, γεννημένο από τη θέληση να καταστείλει την αίρεση των Αλβιγηνών. Ο Δομίνικος, ισπανός κληρικός, διέσχισε την περιοχή του Λαγκεδόκ, για να πραγματοποιήσει με τον επίσκοπό του μια ιεραποστολή στη Δανία. Παραξενεύτηκε και ενοχλήθηκε πολύ από τις προόδους και από τη δύναμη των «Καθαρών» (Αλβιγηνών) σ' όλη την επαρχία. Έτσι αφοσιώθηκε στην προσπάθεια να τους επαναφέρει με το κήρυγμα στην Καθολική Εκκλησία. Οι μαθητές του τίθενται στην υπηρεσία της Ρώμης και το τάγμα των Δομινικανών, που γίνεται στην αρχή αποδεκτό από τον Ιννοκέντιο Γ', καθιερώνεται από τον Ονώριο Γ' στα 1216. Αν και το νέο τάγμα ακολουθεί τους κανόνες της μοναχικής ζωής του αγίου Αυγουστίνου, ωστόσο ο τρόπος ζωής και το καταστατικό του θυμίζουν σε πολλά σημεία τους Φραγκισκανούς. Την ίδια χρονιά (1206), που ο Φραγκίσκος της Ασσίζης εγκατέλειψε το πατρικό του σπίτι, ο Δομίνικος ίδρυσε το πρώτο του μοναστήρι στην Prouillé, μέσα σε περιοχή κατεχόμενη από τους Αλβιγηνούς. Οι Δομινικανοί, μοναχοί επαίτες, ζουν από τις ελεημοσύνες, παραμένουν φτωχοί, μοιράζονται τις δυσκολίες με τον λαό και προσφέρουν στους αιρετικούς μια εικόνα της ευαγγελικής ζωής. Περισσότερο και από τους Φραγκισκανούς, προσελκύουν και γοητεύουν τις μάζες με το κήρυγμά τους. Γι' αυτό και αποκαλούνται «αδελφοί ιεροκήρυκες». Οι λόγοι τους διατηρούν ένα άλλο τόνο. Αποσκοπούν να πείσουν, να αποδείξουν, παρά να συγκινήσουν. Αλλά οι περιστάσεις διαφέρουν αρκετά. Οι «αδελφοί ιεροκήρυκες» έρχονται σε μετωπική σύγκρουση με τους αιρετικούς. Η ιστορία του τάγματος, φαίνεται, κατά τον 13ο αι., στενά δεμένη με τον αγώνα κατά των Αλβιγηνών.
7. Η ΙΕΡΑ ΕΞΕΤΑΣΗ Η βασική υπηρεσία, που τα δύο αυτά τάγματα, των Φραγκισκανών και των Δομινικανών, προσέφεραν αρχικά στην παποσύνη, ήταν να αποτρέψουν τον κίνδυνο από τους «Καθαρούς». Τίποτε όμως δεν ήταν τόσο ισχυρό στην περιοχή του Λαγκεδόκ, ώστε να ελαττώσει ένα τέτοιο κίνδυνο. Η σταυροφορία κατά των Αλβιγηνών δεν είχε δώσει, όταν ακόμη ζούσε ο Ιννοκέντιος Γ', αποτελέσματα αρκετά θετικά. Αλλά και μετά τον θάνατό του, όταν η υπόθεση περιέρχεται στα χέρια του Γάλλου βασιλιά, και πάλι η συγκομιδή που συλλέγει η Αγία Έδρα είναι ανάλογη με ό,τι άλλοι είχαν σπείρει. Ο Ιννοκέντιος Γ' είχε παρασυρθεί από τη ψευδαίσθηση ότι αρκούσε να ρίξει τους βαρόνους του βορρά στη λεηλασία του νότου, για να φτάσει στον σκοπό που ήθελε. Έτσι η πολιτική σκοπιά πολύ γρήγορα έριξε τη σκιά της στη θρησκευτική επιδίωξη της εκστρατείας. Η σταυροφορία εναντίον των αιρετικών, αν κρίνομε από τα φαινόμενα, είχε λιγότερα εποικοδομητικά στοιχεία απ' όσα οι σταυροφορίες στους Αγίους Τόπους ή η σταυροφορία κατά της Κωνσταντινουπόλεως (1204). Με τη φροντίδα εξ άλλου να δημιουργήσει ένα κόμητα της Τουλούζης που να του είναι υποτελής, ο πάπας φαινόταν να ενδιαφέρεται πιο πολύ για τα εγκόσμια αποτελέσματα της νίκης. Έτσι οι θετικές ωφέλειες, που είχε αποκομίσει από τη σταυροφορία, υπήρξαν αρκετά μέτριες για το ηθικό κεφάλαιο της Εκκλησίας. Για να τις διευρύνει και να τις σταθεροποιήσει έπρεπε να ανατρέξει σε νέες μεθόδους. Απ' αυτή τη σκέψη γεννήθηκε η Ιερά Εξέταση, προς την οποία τα δύο τάγματα, και ιδίως οι Δομινικανοί, προσέφεραν δραστήρια τις υπηρεσίες τους. Πραγματικά όμως η «εξέταση», δηλ. η έρευνα (από το λατινικό inquisitio) και η δικαστική δίωξη των αιρετικών, για να τιμωρηθούν και να ξεριζωθούν, ήταν κάτι γνωστό από πολύ καιρό. Πολύ πριν από τη σταυροφορία κατά των Αλβιγηνών, οι επίσκοποι και τα άλλα εκκλησιαστικά όργανα χρησιμοποιούσαν με επιτυχία πολλές φορές διάφορα μέτρα για την καταδίωξη των αιρετικών. Και Digitized by 10uk1s
καθώς η Εκκλησία απαγόρευε να χυθεί αίμα, συχνά ανέθετε στη λαϊκή εξουσία να απονέμει δικαιοσύνη στους ενόχους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ρωμαϊκού νόμου. Καμιά φορά όμως ο ζήλος των αρχιερέων, η γνώση, η πνευματική ανεπάρκεια και μάλιστα η ανεξαρτησία των κληρικών των επιφορτισμένων με την έρευνα οδηγούσαν σε σφάλματα. Τότε εδημιουργείτο μεγάλη αταξία στους κόλπους της Εκκλησίας. Κι αυτό, γιατί οι ίδιες αρχές που καταδικάζονταν από τους μεν, εθεωρούντο από τους άλλους ως ορθές. Ανάλογα με τις εκκλησιαστικές περιφέρειες, οι ίδιες πράξεις των αιρετικών επέσυραν είτε απλές επιπλήξεις είτε την εξορία είτε πρόσκαιρη ή ισόβια φυλάκιση είτε το μαρτύριο του δια πυράς θανάτου. Αυτές οι κτυπητές ανομοιότητες είχαν προκαλέσει την προσοχή των δημοσίων αρχών. Πολλοί αρχηγοί κρατών με δική τους πρωτοβουλία ή ύστερ' από παρακλήσεις της παπικής Εκκλησίας παρενέβησαν κατά καιρούς για να ενοποιήσουν τις μεθόδους και τις κυρώσεις. Οι ιεροεξεταστές Με το πρόβλημα ασχολήθηκαν ιδιαίτερα οι πάπες. Συγκεκριμένα, λίγο πριν από τη σταυροφορία κατά των Αλβιγηνών ο Ιννοκέντιος Γ' συνάντησε ανάμεσα στους μοναχούς του Κιστερκιανού τάγματος αφοσιωμένους βοηθούς. Πολλοί απ' αυτούς δέχθηκαν από τον πάπα την ειδική αποστολή να ανευρίσκουν τους αιρετικούς, να τους εισάγουν σε δίκη και να εποπτεύουν για την τιμωρία τους. Αλλά οι Κιστερκιανοί είχαν μέτρια επιτυχία, μέχρι που, λίγο αργότερα, η γέννηση του τάγματος των Δομινικανών προσέφερε στην Αγία Έδρα το όργανο που είχε ανάγκη. Οι Δομινικανοί, αφοσιωμένοι στον προσηλυτισμό των «Καθαρών», ήταν οι πιο ενδεδειγμένοι ως «αναζητητές» των αιρετικών. Από το 1232, το αργότερο, ο Γρηγόριος Θ' άρχισε να τους εμπιστεύεται το καθήκον αυτό σε διάφορες επαρχίες, ιδίως στη Βόρεια Ιταλία, στην κομητεία της Βουργουνδίας, στο βασίλειο της Αραγωνίας. Τον Απρίλιο του 1233 επεξέτεινε την αποστολή αυτή σε ολόκληρη τη Γαλλία. Και δεν ήταν μόνο οι Δομινικανοί που είχαν αναλάβει τέτοια καθήκοντα, ανευρέσεως δηλ. των αιρετικών και καταδίκης τους. Από την αρχή σχεδόν του θεσμού (από το 1235 περίπου) οι πάπες όριζαν κομισσαρίους, εκτελεστικά όργανα, τους οποίους επέλεγαν από το τάγμα των Φραγκισκανών. Ο διορισμός πάντως ιεροεξεταστών Φραγκισκανών ήταν ως επί το πλείστον σπάνιος· είναι σωστό, πραγματικά, ότι η οργάνωση του λεγόμενου «Santo Ufficio» είναι κατ' εξοχήν έργο των «αδελφών ιεροκηρύκων». Για να αντιληφθούμε καλύτερα τον χαρακτήρα του νέου θεσμού, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πήρε μορφή την επαύριο του πολέμου κατά των Αλβιγηνών, σε μια χώρα μολυσμένη από την αίρεση. Οι ηγέτες της χώρας αυτής, αν και επίσημα είχαν συμφιλιωθεί με την Εκκλησία, παρέμεναν ύποπτοι. Έπειτα, η νίκη των εκπροσώπων της Αγίας Έδρας υποχρέωνε τους αιρετικούς να κρύβουν τα αισθήματά τους, για να αποφύγουν τα αντίποινα. Το να τους ανακαλύπτει κανείς, το να οδηγεί εκόντα άκοντα τα απολωλότα πρόβατα στη στάνη, και σε περίπτωση αποτυχίας να παίρνει κατά τρόπο ανηλεή όλα τα χρήσιμα μέτρα για να εμποδίσει τη μολυσματική μετάδοση, ήταν προσπάθεια αρκετά λεπτή, που εύκολα μπορούσε να εξελιχθεί σε σκληρή καταδίωξη. Για να εξασφαλίσουν μαρτυρίες οι ιεροεξεταστές ήταν υποχρεωμένοι να υπόσχονται σε όσους κατέθεταν, ότι θα κρατήσουν τα ονόματά τους μυστικά. Αυτό όμως έκανε τους πληροφοριοδότες να καταγγέλλουν και ένα αριθμό ανθρώπων για λόγους προσωπικής έχθρας. Επιβαλλόταν εξ άλλου το ιερό καθήκον στους πιστούς να αποκαλύπτουν τους υπόπτους. Άρχισαν να αντιστρέφουν συχνά το βάρος της αποδείξεως, θεωρώντας ένοχο οποιονδήποτε είχε σχέσεις, ακόμη και φευγαλέες, με ένα αιρετικό ή κάποιον που τους φαινόταν να αποφεύγει την «έρευνα». Για να υφαρπάσουν «ομολογίες», δεν χρησιμοποιούσαν μόνο τα συνηθισμένα μέσα καταπιέσεως, όπως είναι οι συχνές αναβολές εκδικάσεως της υποθέσεως, προφυλακίσεις, παροχή ελάχιστης μερίδας τροφής κ.λ., αλλά κατέφευγαν ακόμη και στα βασανιστήρια· στην αρχή τα χρησιμοποιούσαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις· δεν άργησαν όμως να τα εφαρμόζουν σε κάθε περίπτωση και με σκληρότητα. Και είναι Digitized by 10uk1s
γεγονός ότι, καθώς μέρα με την ημέρα απλωνόταν το κυνήγι αυτό των αιρετικών, οι ιεροεξεταστές έφταναν συχνά στο σημείο να λησμονήσουν τον σκοπό που τους είχε ανατεθεί, να ανακαλύψουν δηλ. τους ενόχους και να τους οδηγήσουν πατρικά στους κόλπους της αληθινής θρησκείας. Στην αρχή μερικοί έδειξαν μια σχετική επιείκεια· δεν επέβαλλαν ποτέ την ποινή του θανάτου· κατέφευγαν εξ άλλου στη φυλάκιση σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Γενικά αρκούνταν να επιβάλλουν ελαφρές ποινές σ' όσους μετανοούσαν, όπως ταξίδια σε ιερά προσκυνήματα, μεταφορά του σταυρού κ.λ. Γρήγορα όμως χρησιμοποίησαν τη φυλακή σαν τρομοκρατικό μέσο. Στην Τουλούζη π.χ. σε δύο χρόνια, από το 1246 ως το 1248, σε 192 περιπτώσεις που εκδικάστηκαν, εξεδόθησαν 192 αποφάσεις φυλακίσεως. Έπειτα, καθώς οι ενδοιασμοί υποχωρούσαν, παρέδιδαν στις αγκάλες της λαϊκής εξουσίας τους ενόχους - ειδικά τους «πεπωρωμένους αιρετικούς» ή αυτούς που είχαν ξαναπέσει στην απιστία -επικαλούμενοι τη «σκληρότητα του πολιτικού νόμου», ο οποίος τους προόριζε για την πυρά. Στις αρχές του 14ου αι. δεν εκπλήσσεται κανείς να βλέπει ακόμη και τον πιο μετριοπαθή ιεροεξεταστή να αποφασίζει σχεδόν μια φορά στις 12 τον δια πυράς θάνατο. Είναι αλήθεια, ότι ύστερ' από χρόνια η Ιερά Εξέταση θα μεταβληθεί σε τρομερό όπλο στα χέρια όχι μόνο της Εκκλησίας, αλλά και της πολιτικής εξουσίας, η οποία είναι άπληστη στο να εξασφαλίσει το μερίδιό της από τις δημεύσεις που επιβάλλουν οι ιεροεξεταστές σε όλες τις περιπτώσεις τις χαρακτηριζόμενες ως αιρέσεις. Η Ιερά Εξέταση θα επιβληθεί όχι μόνο στη Γαλλία και Γερμανία, αλλά και στην Ισπανία, όπου οι μέθοδοί της θα εφαρμοσθούν εναντίον των Εβραίων. Αφού αυτοί δεν ήταν χριστιανοί, μπορούσε να τους κατηγορήσει κανείς ως αιρετικούς ή αρνησίθρησκους. Τους υποχρέωναν με τη βία να γίνουν χριστιανοί, αλλά ύστερ' από λίγο χρόνο τους συνελάμβαναν ως υπόπτους. Με τα βασανιστήρια αποσπούσαν τις ομολογίες τους και τους επέβαλλαν σκληρές ποινές. Τα αποτελέσματα Η Ιερά Εξέταση πέτυχε στον σκοπό της, γιατί κατά τα τέλη του 13ου αι. είχαν εκλείψει οι αιρετικοί. Αλλά για την ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας η Ιερά Εξέταση αποτελεί μαύρη σελίδα, που η ανάγνωσή της προκαλεί φρίκη και τρόμο. Κανένα άλλωστε μόνιμο όφελος δεν εξασφάλισε αυτή στην Εκκλησία, με το να εξαφανίσει την αίρεση, επιβάλλοντας τον θάνατο και τα βασανιστήρια σε χιλιάδες ανθρώπους. Οι λαοί εξ άλλου, ανάμεσα στους οποίους είχε εγκατασταθεί η Ιερά Εξέταση, δεν την δέχθηκαν χωρίς αντίσταση. Είναι γνωστό ότι σε πολλά μέρη της Γαλλίας και της Γερμανίας παρατηρήθηκαν λαϊκές εξεγέρσεις και οι ιεροεξεταστές κατακρεουργήθηκαν. Επί αιώνες οι λαοί αυτοί διετήρησαν τη φρικιαστική ανάμνηση και την αγωνία από τις απάνθρωπες μεθόδους. Ποτέ δεν συγχώρησαν τον τρόπο, με τον οποίο διασφαλίσθηκε από την Καθολική Εκκλησία η χριστιανική πίστη. Γι' αυτό και δεν είναι παράξενο, αν υποστηριχθεί ότι μεγάλο μέρος από τους δυτικούς λαούς, ύστερ' από αιώνες, τον 16ο αι., άκουσε με προθυμία τους μεταρρυθμιστές και χωρίστηκε από τη Ρώμη, εξ αιτίας ακριβώς των τρομερών δικαστηρίων της Ιεράς Εξετάσεως.
Digitized by 10uk1s
X. ΤΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΚΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
1. Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Χάρη στην Ιερά Εξέταση η παπική Εκκλησία βρέθηκε στην κατάλληλη θέση να εξαπολύσει ένα ακατάπαυστο πόλεμο κατά της αιρέσεως και να ασκήσει με αυστηρότητα σ' όλη τη Δύση την αστυνόμευση της πίστεως. Αλλά δεν της ήταν αρκετά όλα αυτά, για να εξαφανίσει τα επικίνδυνα σφάλματα μιας σκέψεως τόσο ελεύθερης. Αφού η πλούσια σχολική άνθηση του 12ου αι. κατέληξε στη σύγχυση των πιστών, έπρεπε η Εκκλησία να κατευθύνει τις ίδιες τις σπουδές και να εξασφαλίσει τον έλεγχό τους. Έτσι οι πάπες του πρώτου μισού του 13ου αι. εφήρμοσαν μεθοδικά εκπαιδευτικό πρόγραμμα, για την πραγματοποίηση του οποίου τα δυο μεγάλα «επαιτικά» τάγματα, οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί, προσέφεραν ουσιαστική βοήθεια. Και αν το αποτέλεσμα, όπως θα δούμε, δεν ανταποκρίθηκε εξ ολοκλήρου στην προσδοκία της Καθολικής Εκκλησίας, αυτό οφείλεται στο ότι η διακυβέρνηση της σκέψεως είναι πράγμα πολύ πιο δύσκολο απ' όσο φαίνεται αρχικά. Οι πρώτοι πανεπιστημιακοί πυρήνες Στα τέλη του 12ου αι. προσπαθούσαν να απλουστεύσουν το σχολικό πρόγραμμα. Στις περισσότερες επαρχίες τα επισκοπικά σχολεία, που γνώριζαν μεγάλη ακμή, έβλεπαν σιγά σιγά να ελαττώνονται οι μαθητές τους, γιατί οι επίσκοποι δυσκολεύονταν να βρουν ικανούς δασκάλους ανάμεσα στους κληρικούς της περιοχής τους και ακόμη γιατί άρχισε να αυξάνεται ο συναγωνισμός που έκαναν εξωτερικοί καθηγητές. Κάτι τέτοιο παρατηρείται στη Γαλλία, στην ίδια τη Σάρτρη, η οποία άλλοτε είχε συγκεντρώσει το άνθος της νεολαίας, αλλά παρέμενε σταθερή στις παλαιές μεθόδους. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να ξεπέφτει σ' ένα μέτριο επαρχιακό σχολείο. Το κύμα των σπουδαστών έφευγε από τη Σάρτρη και κατευθυνόταν προς το Παρίσι, όπου ανοίγονταν πολλά σχολεία και συντηρούνταν με δικά τους ακόμη έξοδα, χωρίς την επιχορήγηση της Εκκλησίας. Οι επίσκοποι, τόσο στο Παρίσι όσο και αλλού, κατέβαλλαν συστηματικές προσπάθειες για να συγκρατήσουν το ρεύμα αυτό και να διατηρήσουν το μορφωτικό μονοπώλιο ή, μια που το έχασαν, να εξασφαλίσουν τουλάχιστο τον έλεγχο της διδασκαλίας που γινόταν μέσα στην περιφέρειά τους. Στο Παρίσι Οι διάφορες φάσεις του αγώνα, που ανέλαβαν τότε οι επίσκοποι και που κατέληξαν τελικά προς όφελος της παπικής Εκκλησίας, είναι αρκετά ενδιαφέρουσες για το Παρίσι. Στο πρώτο στάδιο, η σύγκρουση περιορίστηκε ανάμεσα στους ίδιους τους καθηγητές και τον επίσκοπο, ο οποίος διαθέτει ως αντιπρόσωπο τον γραμματέα του καθεδρικού συμβουλίου, που παράλληλα με τη γραμματεία ασκεί επίσης καθήκοντα διευθυντή της εκπαιδεύσεως στην εκκλησιαστική του περιφέρεια. Ο γραμματέας λοιπόν προσπαθεί απελπισμένα να έχει κάτω από την εποπτεία του τους δασκάλους των αντίζηλων σχολείων, να ελέγχει από κοντά τη διδασκαλία τους και να διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να παραχωρεί αυτός σ' όλη την επισκοπική δικαιοδοσία την άδεια να διδάσκουν (licentia docendi), δηλ. την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του καθηγητή. Εναντίον αυτών των διεκδικήσεων, οι καθηγητές, όλων των «σχολών» (δηλ. των «τεχνών» Digitized by 10uk1s
[=φιλοσοφίας], του δικαίου, της ιατρικής και της θεολογίας) ενώνονται σε κοινό μέτωπο. Οργανώνονται σε σύλλογο που από το 1208 ως το 1209 τολμά να σηκώσει κεφάλι στον επισκοπικό γραμματέα. Και οι σπουδαστές, που η υπόθεσή τους ταυτίζεται με το ζήτημα των καθηγητών τους, δεν αργούν να ενταχθούν στον ίδιο σύλλογο. Ο γραμματέας απαντά με αυταρχικές συλλήψεις. Η διαφορά τίθεται υπό την κρίση του Ανώτατου Ποντίφικα. Αυτός αντιλαμβάνεται τα πραγματικά συμφέροντα της διδασκαλίας και ίσως τις νέες προοπτικές που ανοίγονται μπροστά του, και παίρνει το μέρος των καθηγητών (στις αρχές του 1212). Αρχίζει έτσι ν' αναγνωρίζει τον σύλλογό τους. Στα 1215 η παπική Εκκλησία παρεμβαίνει για να καθορίσει το καταστατικό του σχολικού συλλόγου του Παρισιού και να προσδιορίσει το περιεχόμενο των σπουδών στις διάφορες σχολές. Η διαφορά ανάμεσα στο καθηγητικό σώμα και στον επισκοπικό γραμματέα δεν διαλύθηκε, γιατί τέσσερα χρόνια αργότερα τους συναντούμε και πάλι σε ανοικτή ρήξη. Οι καθηγητές και οι μαθητές τους ενώνονται περισσότερο, στέλνουν αντιπροσωπεία στη ρωμαϊκή αυλή για να διατυπώσουν τα παράπονά τους, πετυχαίνουν από τον πάπα Ονώριο Γ' την ακύρωση του αφορισμού, που ο γραμματέας στην οργή του εξαπέλυσε εναντίον τους, και τελικά αρχίζουν την απεργία. Φτάνουν ακόμη, κατά το 1221, στο σημείο να κατασκευάσουν μία σφραγίδα του συλλόγου τους (λατινικά: Universitas), σαν να αποτελούν ένα σώμα με νομική αναγνώριση. Ο πάπας τους καλεί στην τάξη, αλλά το επόμενο έτος φέρει όλη την υπόθεση στο δικαστήριό του, ζητά εξηγήσεις από τον επίσκοπο του Παρισιού, ο οποίος δεν θέλει με κανένα τρόπο να υποχωρήσει, και αφήνει να διαφανεί η συμπάθειά του προς την «κοινότητα των διδασκάλων και των μαθητών» (Universitas Magistrorum et Scholarium). Δέκα χρόνια νέων αγώνων, κατά τους οποίους η κυβέρνηση του βασιλιά της Γαλλίας είναι με το μέρος του επισκόπου, μεγαλώνουν περισσότερο το χάσμα που χωρίζει καθηγητές και φοιτητές από τον επίσκοπο και τους εκπροσώπους του. Στις 27 Μαρτίου 1229 εκδίδεται μια πράξη εξ ονόματος των 21 «προνοητών» (αρχηγών σπουδών) της «κοινότητας» (Universitas), με την οποία κατήγγελλαν τις βιαιότητες του διοικητή του Παρισιού και ζητούσαν ικανοποίηση πριν από τις 15 Μαΐου, με την απειλή να κηρύξουν απεργία επί έξι χρόνια. Και καθώς η βασιλική κυβέρνηση αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τον σύλλογο αυτό, καθώς ο επίσκοπος προκαλούσε τον αγώνα παρά τον εμετρίαζε, καθώς, τέλος, καθηγητές και σπουδαστές, περνώντας από την απειλή στην πράξη, εγκατέλειψαν το Παρίσι, απ' όπου μεταστράφηκε ο «ποταμός της σοφίας», κατά τη φρασεολογία της παπικής βούλας, τότε ο Ανώτατος Ποντίφικας αποφάσισε (την άνοιξη του 1231) να πάρει ενεργό μέρος. Έτσι, ο πάπας Γρηγόριος Θ' με επίσημο έγγραφό του προσδιορίζει τους κανόνες που οφείλουν, στις αμοιβαίες σχέσεις τους, να ακολουθήσουν η Universitas και ο επίσκοπος ή ο γραμματέας του. Η υποψία, ότι η Universitas θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας απλός σύνδεσμος επαναστατών, δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη σκέψη του αρχηγού της Εκκλησίας. Ο πάπας στη βούλα του, από την αρχή ως το τέλος, κάνει λόγο για την Universitas σαν να πρόκειται για ένα νόμιμο σύλλογο, του οποίου έλειπε μόνο το καταστατικό. Μόλις κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι. το καταστατικό αυτό θα πάρει οριστική μορφή. Από εκείνη τη στιγμή η επανάσταση δικαιώθηκε. Το φοιτητικό σώμα είναι στην ουσία ανεξάρτητο από τον επίσκοπο. Έχει τον δικό του οργανισμό και τη διοικητική του αυτονομία. Στα 1246 αναγνωρίζεται στην Universitas επίσημα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί σφραγίδα. Αλλά η παπική Εκκλησία, που βοήθησε το πανεπιστήμιο να απαλλαγεί από την εξουσία της επαρχιακής εκκλησιαστικής περιφέρειας του Παρισιού, αναλαμβάνει αυτή τώρα να εποπτεύει την εξέλιξή του, να αναμιγνύεται στην εκλογή των βιβλίων που σχολιάζονται στους σπουδαστές και επιδιώκει κάθε ευκαιρία, για να επιβάλει τις απόψεις της σε θέματα οργανώσεως και διδασκαλίας. Από τη μια άκρη ως την άλλη της Δυτικής Ευρώπης τα έγγραφα αφήνουν να δούμε ή να εξακριβώσομε μια ανάλογη εξέλιξη και στα άλλα πανεπιστήμια, αν και πολλές φορές ποικίλλουν οι Digitized by 10uk1s
περιπτώσεις. Στην Τουλούζη Έτσι π.χ. στην Τουλούζη το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε από την παπική Εκκλησία, η οποία από το 1217 τροφοδοτούσε το σχέδιο να εγκαταστήσει εκεί, μέσα σε περιοχή αιρετικών, την εποχή που οι Αλβιγηνοί δεν είχαν ακόμη νικηθεί, ένα πρότυπο κέντρο καθολικών σπουδών. Το σχέδιο πραγματοποιήθηκε με την ειρήνη του Παρισιού, στα 1229, όταν ρυθμίστηκε η τύχη του Λαγκεδόκ. Ο κόμης Ρεμούνδος Ζ' υποχρεώθηκε τότε να καταβάλλει επί 10 χρόνια τους μισθούς 14 καθηγητών. Επρόκειτο για ένα είδος ποντιφικικού σχολείου, που εσυντηρείτο με δαπάνες ενός μεταμελημένου αιρεσιάρχη. Επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η διάδοση των ρωμαϊκών - καθολικών δογμάτων σε «ετερόδοξη» χώρα, ενώ η θεολογία εθεωρείτο ο θεμελιώδης λίθος του οικοδομήματος. Ο τύπος όμως του πανεπιστημίου της Τουλούζης αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Γι' αυτό και από τη μελέτη του είναι δύσκολο να καταλήξομε σε γενικά συμπεράσματα. Στην Ιταλία Εδώ το πανεπιστήμιο της Μπολόνια επιδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στη διδασκαλία του δικαίου. Ο αποφασιστικός ρόλος, που έπαιξαν οι νομομαθείς της πόλεως αυτής κατά τον 12ο αι. για την επαναφορά των αρχών του δημόσιου ρωμαϊκού δικαίου, εξασφάλισε στο πανεπιστήμιο από νωρίς φήμη επιστημονική, η οποία διευρύνθηκε με το πέρασμα του καιρού. Πριν από τα τέλη του 12ου αι., οι φοιτητές συγκεντρώνονται γύρο από τις πανεπιστημιακές έδρες από όπου οι νομομαθείς της Μπολόνια διδάσκουν με μεγάλη επιτυχία την επιστήμη τόσο του κανονικού όσο και του αστικού δικαίου. Σ' ένα τέτοιο περιβάλλον η παποσύνη κάνει καθετί το δυνατό για να πετύχει από τους καθηγητές και σπουδαστές υποταγή, όσο γίνεται μεγαλύτερη. Σε όλη την ιταλική χερσόνησο, ειδικά στη Βόρεια Ιταλία, εμφανίζονται, κατά το πρώτο μισό του 13ου αι., πανεπιστήμια, που δεν αποτελούν παρά μίμηση του πανεπιστημίου της Μπολόνια, όπως π.χ. στη Μόδενα, στη Vicenza, στην Πάδοβα, όπου μάλιστα το δημοτικό συμβούλιο για να προσελκύσει φοιτητές εγκρίνει κάθε είδος διευκολύνσεων ως προς τη στέγη και τις οικονομικές επιχορηγήσεις, όπως είναι π.χ. ο θεσμός των δανείων με μειωμένο τόκο. Στην Πάδοβα, όπως και στη Μπολόνια, διδάσκεται κυρίως το δίκαιο. Ανάμεσα στα δύο πανεπιστήμια η αναλογία είναι μεγάλη. Ωστόσο η ποντιφικική παρουσία είναι εκεί πολύ πιο μειωμένη απ' όσο στο Παρίσι και στην Τουλούζη. Πάντως πριν από τα μέσα του 13ου αι. οι πάπες ενδιαφέρονται να οργανώσουν στην Ιταλία πανεπιστήμια, που να βρίσκονται κάτω από την επιρροή τους. Ο Ιννοκέντιος Δ' ιδρύει ένα στη Ρώμη, το 1244 ή 1245, άλλο στη Σιέννα το 1247 και ένα στη Piacenza το 1248. Στην Ισπανία Οι πάπες ακόμη ευνοούν και επιδιώκουν να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους τα ιδρυόμενα πανεπιστήμια των ισπανικών βασιλείων. Πράγματι, με την υποστήριξη του Ονωρίου Γ' ο βασιλιάς Αλφόνσος Η' της Καστίλλης (χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία λόγω ελλείψεως χρημάτων και σπουδαστών) προσπαθεί, στις αρχές του 13ου αι., να μεταμορφώσει σε σπουδαίο πανεπιστήμιο τη μέτρια καθεδρική σχολή της Palencia.
Digitized by 10uk1s
Η ιστορία εξ άλλου του Μονπελλιέ, που τότε βρίσκεται στα χέρια των βασιλέων της Αραγωνίας, αποκαλύπτει την επιθυμία των παπών, κατά το πρώτο μισό του 13ου αι., να βοηθήσουν, παντού όπου η ανάγκη και η ευκαιρία παρουσιάζονται, στην ίδρυση «συλλόγων (Universitas) διδασκάλων και μαθητών». Από το 1220 ο καρδινάλιος Κορράδος θεσπίζει τον πρώτο κανονισμό στην «Κοινότητα των ιατρών, τόσο των διδασκάλων όσο και των σπουδαστών» (Universitas Medicorum, tam Doctorum quam Discipulorum), με έδρα το Μονπελλιέ, που είναι το καταφύγιο της ιατρικής επιστήμης. Από το έτος αυτό (1220) το κύρος του επισκοπικού γραμματέα ελαττώνεται αποφασιστικά. Στα 1239 του αναγνωρίζεται ακόμη το δικαίωμα να αποφασίζει αυτός για την άδεια διδασκαλίας στους μελλοντικούς καθηγητές της ιατρικής. Αλλά πρόκειται πια για μια ικανοποίηση τυπικής μορφής, αφού οφείλει να παραχωρεί τη σχετική άδεια στους υποψήφιους που παρουσιάζει επιτροπή δύο καθηγητών εν ενεργεία. Ως προς τους «φιλοσόφους» (artistae), αυτοί ιδρύουν άλλη οργάνωση, τον «σύλλογο των διδασκάλων και των μαθητών που σπουδάζουν τις τέχνες» (Universitas Doctorum et Discipulorum in Artibus studentium), τον οποίο ο επίσκοπος της περιοχής αναγνωρίζει επίσημα στα 1242. Η παρουσία Δομινικανών και Φραγκισκανών στα Πανεπιστήμια Αλλά η παπική Εκκλησία δεν αρκείται μόνο να έχει την αστυνόμευση των σπουδών. Ευνοεί επίσης την είσοδο στις πανεπιστημιακές αίθουσες και των Δομινικανών και των Φραγκισκανών, που αναδεικνύονται ασύγκριτοι πράκτορες προπαγάνδας προς όφελος της Ρώμης. Ήδη αυθόρμητα είχαν αρχίσει να εισρέουν στις πόλεις, όπου οι σπουδές για τη θεολογική επιστήμη ήταν καλύτερα οργανωμένες και όπου είχαν την τύχη, τον ίδιο καιρό, να επιλέξουν τους καλύτερους νέους για τα τάγματά τους. Στο Παρίσι, στα 1224 οι Δομινικανοί μέσα σ' ένα χειμώνα προσείλκυσαν 40 νέους· δυο χρόνια αργότερα, πάνω από 20 σ' ένα μήνα. Από το 1224 επίσης ή κατά το επόμενο έτος αρχίζουν να προσέρχονται στο τάγμα των Δομινικανών ή των Φραγκισκανών σπουδαίοι θεολόγοι καθηγητές του πανεπιστημίου του Παρισιού. Παράλληλα, διάφοροι καθηγητές του ίδιου πανεπιστημίου μετέφεραν τον τόπο της διδασκαλίας τους σε μοναστήρια Δομινικανών ή Φραγκισκανών της πόλεως αυτής. Έτσι, σιγά σιγά διάφορες έδρες της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου του Παρισιού περνούσαν κάτω από τον έλεγχο των θρησκευτικών αυτών ταγμάτων. Ωστόσο οι επιτυχίες δεν είναι εύκολες. Κι αυτό, γιατί κατά τη συνήθεια, κάθε καθηγητής εν ενεργεία φρόντιζε να δημιουργήσει τον διάδοχό του, διαλέγοντας ο ίδιος τον καλύτερο μαθητή του. Το πανεπιστήμιο του Παρισιού αριθμούσε γύρο στις 12 έδρες θεολογίας, και τα δύο τάγματα κατείχαν ήδη το 1/ 4 του αριθμού αυτού. Στο πανεπιστήμιο της Τουλούζης, από την ίδρυσή του (1229), η παπική Εκκλησία κρατά όλες τις έδρες για τον εαυτό της, αλλά και στο μακρινό ακόμη πανεπιστήμιο της Οξφόρδης οι Φραγκισκανοί θα δώσουν αξιόλογους δασκάλους. Γενικά η προοδευτική είσοδος στις θεολογικές σχολές των «επαιτικών» ταγμάτων προσέφερε στον παπισμό μεγάλη αίγλη και του εξασφάλισε επιρροή στους σπουδαστικούς κύκλους. Πολύ καλύτερα από τα διατάγματα και τους κανονισμούς τώρα, χάρη στη δραστηριότητα των άοκνων αυτών μισσιοναρίων, η παπική Εκκλησία μπορούσε να κινείται άνετα για την επιβολή ιδεών και διδασκομένων μαθημάτων. Έτσι, χωρίς να επεμβαίνει φανερά και άμεσα, άφηνε η ίδια να ωριμάσουν σιγά σιγά οι λύσεις. Στο τέλος προσανατόλιζε τη χριστιανική σκέψη, όπως αυτή ήθελε.
Digitized by 10uk1s
2. ΟΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΕΩΣ Στις αρχές του 13ου αι. ένα διπλό πρόβλημα απασχολούσε τη σκέψη των μορφωμένων ανδρών της Εκκλησίας. α) Ποια ήταν η αξία των νέων γνώσεων που οι μεταφραστές των ελληνικών ή των ελληνοαραβικών έργων, και ειδικά της περιπατητικής φιλοσοφίας, είχαν διαδώσει στη Δύση κατά τις τελευταίες δεκαετίες; β) Ως ποιο σημείο οι γνώσεις αυτές μπορούσαν να συναδελφωθούν με την αλήθεια της χριστιανικής πίστεως; Ήταν αδύνατο να αποφύγει κανείς παρόμοια ζητήματα, γιατί παντού, στους σχολικούς κύκλους, επιβεβαιωνόταν η φθορά που ασκούσαν οι διάφορες θεωρίες. Έπρεπε οι ειδικοί τουλάχιστο να προχωρήσουν σε μια λεπτομερή εξέταση αυτού του «νέου Αριστοτέλη», που τόσο λίγο συμφωνούσε με τον «παλαιό»· ή καλύτερα έπρεπε να εξετάσουν αυτό το κράμα των ετερόκλητων γνώσεων, που επί αιώνες εθεωρούντο ως αντιπροσωπευτικές του αληθινού Αριστοτέλη. Αριστοτέλης και παπική Εκκλησία Τα κείμενα του Σταγειρίτη, όπως τα είχαν ανακαλύψει οι μεταφραστές του 12ου αι., δημιουργούσαν δικαιολογημένες αμφιβολίες. Να τα ελέγξουν από κοντά, να επαληθεύσουν τα μαθήματα με βάση τα πρωτότυπα ελληνικά, που κατάφεραν να τα προμηθευθούν από τους Βυζαντινούς, να προσπαθήσουν να διεισδύσουν στο νόημα, απαλλαγμένοι από τους Άραβες σχολιαστές, αποτελούσαν όλα αυτά βαρύτατο έργο που απασχόλησε μεγάλο αριθμό σοφών της Δύσεως σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι. Χάρη σ' αυτούς, η «Μεταφυσική» του Αριστοτέλη, που από τα ελληνικά κατ' ευθείαν μεταφράσθηκε στα λατινικά, έγινε γνωστή σχεδόν στο σύνολό της από τα 1230 ή ακόμη πιο πριν. Δέκα χρόνια αργότερα θα μεταφρασθούν και τα «Ηθικά Νικομάχεια». Αναθεωρήθηκαν, έτσι, με βάση το πρωτότυπο, όλες σχεδόν οι μεταφράσεις του Αριστοτέλη, με την κρυφή ελπίδα ότι ίσως θα ανακάλυπταν κείμενα που θα συμφωνούσαν καλύτερα με τα δόγματα της Εκκλησίας. Η παπική Εκκλησία και οι κατά τόπους επισκοπικές αρχές, ανήσυχες, άρχισαν να εμποδίζουν με συνετό τρόπο την εισαγωγή του «νέου Αριστοτέλη» στην πανεπιστημιακή διδασκαλία. Στα 1210 και στα 1215 καταβλήθηκε προσπάθεια στο Παρίσι, από μια επαρχιακή σύνοδο αρχικά, έπειτα από ένα «λεγάτο» της Αγίας Έδρας, να απαγορευθεί να «διαβάζουν» και σχολιάζουν τόσο δημοσία όσο και ιδιωτικά τη «Μεταφυσική» και τη «φιλοσοφία της φύσεως», δηλ. τη «Φυσική» του Αριστοτέλη. Έπειτα επεδίωξαν να φιλτράρουν και να ξεκαθαρίσουν τις νέες αυτές γνώσεις. Από τα μέσα εξ άλλου του 12ου αι. ο κλήρος της Ισπανίας, που ζούσε σε άμεση και συνεχή σχέση με τους Άραβες σοφούς, προσπάθησε να ξεχωρίσει μερικές από τις θέσεις, τις πιο χαρακτηριστικές, της αριστοτελικής φιλοσοφίας και επιστήμης, και να τις ενσωματώσει στη χριστιανική φιλοσοφία και επιστήμη. Ο Δομίνικος Gondisalvi μάλιστα, αρχιδιάκονος της Σεγκόβια, έγινε περίφημος δημοσιεύοντας μ' ένα τέτοιο πνεύμα, γύρο στα 1150, πολλά αξιόλογα έργα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλεγόταν και ένα δοκίμιο με τίτλο «Διαιρέσεις της φιλοσοφίας». Σύμφωνα με αυτό ο συγγραφέας έφτανε στη τολμηρή σκέψη να θέλει να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά πλαίσια της διδασκαλίας με εκείνα που ο Αριστοτέλης είχε υιοθετήσει στην εγκυκλοπαίδειά του. Αλλά τίποτε ή σχεδόν τίποτε δεν ξεπερνούσε τα Πυρηναία.
Digitized by 10uk1s
Ο θρίαμβος του αριστοτελισμού Κατά τα πρώτα 25 ή 30 χρόνια του 13ου αι. οι θεολόγοι του Παρισιού ξεφεύγουν σιγά σιγά από τις επιφυλάξεις τους. Πολλοί διακινδυνεύουν, αλλά με πόση ακόμη προσοχή, να εγκύψουν στο «νέο Αριστοτέλη». Ο καθηγητής Guillaume d' Auxerre παραπέμπει και χρησιμοποιεί τη «Μεταφυσική», τη «Φυσική» και το δοκίμιο «Περί γενέσεως και φθοράς». Έχει κάτω από τα μάτια του τα σχόλια του Αβερρόη και δεν διστάζει να τα χρησιμοποιεί. Στα 1228 ο συνάδελφός του Philippe de Grève επικαλείται επίσης στη «Θεολογική Σύνοψή» του τη μαρτυρία του Σταγειρίτη φιλοσόφου, του οποίου γνωρίζει τις πιο πρόσφατες μεταφράσεις, αναθεωρημένες με βάση το ελληνικό κείμενο. Όλα αυτά είναι αρκετά για να ανησυχήσουν την παπική Εκκλησία. Στις 7 Ιουλίου 1228 ο Γρηγόριος Θ' καλεί τους καθηγητές του πανεπιστημίου του Παρισιού να παύσουν να αναμιγνύουν τα βέβηλα με τα ιερά και να «μολύνουν τον θεολόγο φέρνοντάς τον σε επαφή με τις ψευδολογίες των φιλοσόφων». Άλλη μία φορά ο Αριστοτέλης καταργείται στο Παρίσι. Ωστόσο, παρά τη φανερή του αδιαλλαξία, ο Γρηγόριος Θ' αποφασίζει στα 1231 να συστήσει μία επιτροπή που θα φροντίσει να αναθεωρήσει και να «καθαρίσει» τα έργα του Έλληνα φιλοσόφου με την προοπτική να εισαχθούν μελλοντικά στην πανεπιστημιακή διδασκαλία. Παρ' όλα αυτά, είτε το ήθελε ο πάπας είτε όχι, οι ιδέες του Αριστοτέλη απλώνονταν. Η καλύτερη απόδειξη επισημαίνεται στα έργα του Guillaume d' Auvergne, ο οποίος, αφού δίδαξε τη θεολογία στο Παρίσι, διορίστηκε εκεί επίσκοπος στα 1228. Μετά την άνοδό του στον επισκοπικό θρόνο, αυτός ο οποίος εθεωρείτο ως επίσημος υπερασπιστής των παπικών εντολών δεν διστάζει να αφοσιωθεί στις νέες θεωρίες. Οι πραγματείες του για την «Ψυχή», την «Τριάδα» και το «Σύμπαν» στηρίζονται συχνά στον Αριστοτέλη. Όπως οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του, έτσι κι αυτός βρίσκει στον Αριστοτέλη ένα σύνολο αρχών, των οποίων η τυπική αυστηρότητα ασκεί στο πνεύμα ακατανίκητη γοητεία. Αναζητεί επίσης με πολύ κόπο κοινά σημεία επαφής και συναδελφώσεως ανάμεσα στον ιουδαιο-χριστιανικό μονοθεϊσμό και στην αριστοτελική θεωρία για το σύμπαν. Τότε είναι που οι Φραγκισκανοί και οι Δομινικανοί μπαίνουν στη διαμάχη. Οι Φραγκισκανοί, που ασχολούνται με την επιστήμη, παρακινημένοι πιο πολύ από ανάγκη παρά από εσωτερική κλίση, και που βλέπουν στη μελέτη ένα μέσο για να πλησιάσουν περισσότερο στον Δημιουργό, θα ήθελαν γρήγορα να τελειώσει η συζήτηση. Δεν τολμούν βέβαια να απορρίψουν εξ ολοκλήρου τις αριστοτελικές αρχές, οι οποίες δυσχεραίνουν τη διάβαση των δρόμων προς τον Θεό. Για να ικανοποιήσουν το κοινό και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Ρώμης, που επιθυμεί το ξεκαθάρισμα των αριστοτελικών ιδεών, συμμορφώνονται και δέχονται μόνο ό,τι τους φαίνεται σύμφωνο με την παράδοση των αρχών του ιερού Αυγουστίνου. Προχωρούν όμως τόσο πολύ στη μέθοδο αυτή, ώστε στο τέλος να μη μένει τίποτε σχεδόν το ουσιώδες από τις θέσεις του Έλληνα φιλοσόφου. Αυτή η μέθοδος δεν είναι ίδια μ' εκείνη των Δομινικανών, οι οποίοι, εξ αιτίας της καθημερινής τους επαφής με τους αιρετικούς, έχουν τη συνήθεια και την επιθυμία του φιλοσοφικού συλλογισμού. Αισθάνονται πολύ καλά τη δύναμη και τη συνοχή του αριστοτελικού συστήματος, ώστε να μη ζητούν να διασώσουν το ουσιώδες, ενώ βλέπουν πάνω απ' όλα στις ποντιφικικές εντολές την πρόσκληση να ανακαλύψουν μια μορφή συμφωνίας ανάμεσα στις αλήθειες της πίστεως και στις καταφάσεις του Πρίγκιπα των φιλοσόφων. Αυτή είναι η θέση που παίρνει ο Αλβέρτος de Bollstädt, στον οποίο το μέλλον θα δώσει το επώνυμο Μεγάλος· πραγματικά, υπήρξε ο πρώτος από τους μεγάλους διδάκτορες του τάγματος του αγίου Δομινίκου. Το έργο του, που είναι τεράστιο (αποτελείται από 38 χονδρούς τόμους σε μεγάλο σχήμα, Digitized by 10uk1s
4°), μας μεταφέρει μετά το 1255, καμιά φορά και μεταγενέστερα ακόμη. Αλλά κυρίως κατά το πρώτο μισό του 13ου αι. και μάλιστα στα γόνιμα χρόνια που δίδαξε στο Παρίσι (1245-1248) οι ιδέες του ξεκαθαρίστηκαν και του εξασφάλισαν στους πανεπιστημιακούς κύκλους μεγάλη επιτυχία. Κατά την άποψή του, ελάχιστα είναι τα σημεία της αριστοτελικής σκέψεως που απαιτούν τελειοποίηση. Η βαθειά του πεποίθηση, που ζητά να τη μοιρασθεί με τους μαθητές του, είναι: αφού καθορίσθηκαν τα σύνορα που χωρίζουν τη θεολογία, η οποία στηρίζεται στην αποκάλυψη, από τη φιλοσοφία, η οποία στηρίζεται στη λογική, σε τίποτε δεν υπάρχει αντίθεση για όποιον αποδέχεται το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων του Έλληνα φιλοσόφου, αν βέβαια τις ερμηνεύει όπως πρέπει. Και το αποδεικνύει αυτό, ή τουλάχιστο προσπαθεί να το αποδείξει, κάνοντας με τον δικό του τρόπο, σημείο προς σημείο, εξονυχιστική έκθεση του αριστοτελικού συστήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η φυσική και η μεταφυσική. Σε μας σήμερα είναι φανερό ότι συχνά ο Αλβέρτος δίνει μια ερμηνεία λανθασμένη, ότι περνά πολλές φορές κατά τρόπο πολύ κοινό πλάι από τις δυσκολίες, ότι δεν διακρίνει τις καυστικές διαφορές που υφίστανται ανάμεσα στις θεωρίες τις προερχόμενες από τον Αριστοτέλη ή από τους Άραβες και τους Εβραίους σχολιαστές του και τις θεωρίες που στηρίζονται στα κείμενα του ιερού Αυγουστίνου. Πολλοί όμως από τους συγχρόνους του αποδέχθηκαν τις απόψεις του. Πίστεψαν με πολλή ειλικρίνεια ότι η αφομοίωση του «νέου Αριστοτέλη» και της πλούσιας αποσκευής των επιστημονικών γνώσεων που έφερνε μαζί του μπορούσε στο εξής να προσφέρει υπηρεσία χωρίς ζημιά στη χριστιανική πίστη. Έτσι οι παλαιές απαγορεύσεις έπαψαν να εφαρμόζονται, αν και δεν καταργήθηκαν επίσημα. Το άλυτο πρόβλημα Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η παποσύνη έφτασε πραγματικά σ' αυτές τις απόψεις και ότι ο κίνδυνος ενός νέου ολισθήματος της χριστιανικής σκέψεως είχε αποτραπεί; Θα έπρεπε να έχομε μεγάλο βαθμό μυωπίας για να το πιστέψομε. Αντίθετα, είναι πολύ φανερό, ότι, αφού μια φορά άνοιξε ο υδατοφράκτης της παλαιάς γνώσεως, όλα τα προβλήματα ετίθεντο το ένα μετά το άλλο με αυξανόμενη ακρίβεια, ενώ ανάμεσα στους ερμηνευτές τους οι διαφορές ξαναγεννιόνταν. Ήδη Φραγκισκανοί και Δομινικανοί μόλις και μετά βίας συμφωνούσαν ως προς τα χωρία που μπορούσαν να πάρουν από τα βιβλία του Αριστοτέλη. Ήδη ο ρόλος του πρωταγωνιστή που έπαιζαν μέσα στα πανεπιστήμια, και ειδικά στο Παρίσι, αυτοί οι προστάτες της Ρώμης, ανησυχούσε και εξόργιζε τους συναδέλφους τους του λαϊκού κλήρου. Και στους ίδιους τους κόλπους των πανεπιστημίων ένα πνεύμα άγριας αυτονομίας αναπτυσσόταν, το οποίο επισημαίνομε κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν αναμένονται σκληρές διαμάχες.
3. ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕ! ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 13ου ΑΙ. Και πράγματι η πνευματική ζωή στην Ευρώπη δεν κυλά κατά το δεύτερο μισό του 13ου αι. με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο κυλούσε στο πρώτο μισό του ίδιου αιώνα. Χωρίς αμφιβολία το πανεπιστήμιο του Παρισιού παραμένει, όπως το γράφει στα 1255 ο πάπας Αλέξανδρος Δ', «η ακτινοβολούσα λαμπάδα μέσα στον οίκο του Κυρίου». Από παντού καθηγητές και φοιτητές συνεχίζουν να εισρέουν εκεί. Άγγλοι, Ιταλοί, Γερμανοί δεν παύουν να διεκδικούν από τους Γάλλους τις έδρες των διαφόρων σχολών, ειδικά της θεολογικής σχολής, η οποία παραμένει η πιο σπουδαία στον κόσμο. Αλλά το άστρο της αρχίζει να ωχριά. Άλλα άστρα εμφανίζονται που δεν επιθυμούν τον ρόλο του δορυφόρου. Από την Οξφόρδη νέα συστήματα ιδεών διαδίδονται, τα οποία αντισταθμίζουν εκείνα του Παρισιού. Digitized by 10uk1s
Στο ίδιο το Παρίσι, εξ άλλου, δεν υπάρχει εκείνη η ωραία ενότητα, η ωραία πειθαρχία της σκέψεως που είχαν ονειρευθεί οι πάπες και που ο Αλβέρτος ο Μεγάλος πίστευε ότι είχε καθιερώσει. Πρέπει όλοι εκεί να ακολουθήσουν τον άγιο Θωμά τον Ακυινάτη στις προσπάθειές του να αποπερατώσει το έργο του δασκάλου του (του Αλβέρτου) και να σφραγίσει με τρόπο αποφασιστικό τη συμφιλίωση του Αριστοτέλη με τη χριστιανική σκέψη. Ωστόσο οι Φραγκισκανοί παίρνουν θέση εναντίον τόσο των αλβερτιστών όσο και των θωμιστών. Οι λαϊκοί κληρικοί αντιτίθενται οι μεν προς τους δε. Άνθρωποι και συστήματα ιδεών αλληλοσυγκρούονται με βιαιότητα και το πανεπιστήμιο, αντί να είναι το ήρεμο καταφύγιο της χριστιανικής Σοφίας, που η Ρώμη είχε οργανώσει, γίνεται το κέντρο αναρχίας και θρασύτητας. Η σκέψη δεν είναι πια κλεισμένη μέσα στα σχολεία· οι κληρικοί δεν έχουν το μονοπώλιό της. Οι απλοί λαϊκοί αρχίζουν να αναμιγνύονται, αν και από μακριά ακόμη, με τις συζητήσεις και τα προβλήματα, χωρίς να εξαιρούμε τη θεολογία. Έχομε ένα μεγάλο ανακάτωμα ιδεών και αντιθέσεων, αρκετά ωστόσο γόνιμων, που υπογραμμίζουν την ίδια στιγμή την αποτυχία των παπικών αντιλήψεων. Τα πνεύματα, που η Εκκλησία εσκέπτετο να οδηγήσει σε κοινό σύστημα ιδεών, ξεφεύγουν από την πειθαρχία που θέλει να τους επιβάλει και, αποτινάζοντας τον ζυγό, αποδεικνύονται τόσο διαφορετικά, τόσο απειθή όσο και στο παρελθόν.
4. ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΠΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (1252-1257) Οι ενδοπανεπιστημιακές αντιθέσεις Αυτή η πνευματική απειθαρχία γίνεται αντιληπτή αρκετά έντονα. Το πανεπιστήμιο του Παρισιού π.χ., το οποίο κατά το πρώτο μισό του 13ου αι. κατάφερε, χάρη στην υποστήριξη της Ρώμης, να απελευθερωθεί από τους επισκόπους, προσπαθεί τώρα, κατά τα επόμενα χρόνια, να αποβάλει την παπική προστασία και να εξασφαλίσει μέσα στην Εκκλησία μια ζωή αυτόνομη. Αλλά πώς να το πετύχει αυτό, αφού στον κόλπο του πανεπιστημιακού σώματος η παρουσία των εκπροσώπων των δύο μεγάλων θρησκευτικών ταγμάτων (Φραγκισκανών - Δομινικανών), τα οποία προστάτευε η Αγία Έδρα, ενόθευε τον μηχανισμό του Ιδρύματος; Έπειτα, εκτός της άμεσης εξάρτησης από την Αγία Έδρα, και τα δύο τάγματα ήταν κάτω από τις εντολές των ανωτέρων τους. Αυτό αποτελούσε μόνιμη αιτία ενοχλήσεως στις σχέσεις τους με τους συναδέλφους τους. Επί πλέον η επιλογή των διδασκόντων βρισκόταν κάτω από την έγκριση των αρχηγών των ταγμάτων. Αυτοί οι τελευταίοι μπορούσαν κάθε στιγμή να τους ανακαλέσουν από το λειτούργημά τους στο πανεπιστήμιο, για να τους τοποθετήσουν σε άλλες θέσεις, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Με αυστηρή επιλογή διάλεγαν τα κατάλληλα πρόσωπα που μπορούσαν από τη φύση τους να ελκύουν στα πόδια των εδρών, όπου δίδασκαν, το πλήθος των φοιτητών και να ασκούν σ' αυτούς βαθειά επίδραση. Αυτό ήταν ένα νέο στοιχείο που προκαλούσε το πείσμα των άλλων καθηγητών, οι οποίοι καταφέρονταν εναντίον τέτοιων ασυναγώνιστων αντιπάλων. Στις αρχές του 1252 κατέβαλαν την πρώτη προσπάθεια για να περιορίσουν το κακό. Πήραν την απόφαση, κανένα τάγμα θρησκευτικό να μην κατέχει παραπάνω από μια έδρα στο πανεπιστήμιο. Αυτό είχε ως συνέπεια να υποχρεωθούν αμέσως οι Δομινικανοί, που κατείχαν δύο έδρες, να εγκαταλείψουν τη μία. Οι θιγόμενοι καθηγητές έσπευσαν να κάνουν τα παράπονά τους στη Ρώμη. Η υπόθεση βρισκόταν σ' αυτό το σημείο, όταν ένα επεισόδιο αποκάλυψε την έλλειψη συνεργασίας του σώματος των καθηγητών απέναντι στους συναδέλφους τους των δύο ταγμάτων. Συγκεκριμένα, οι καθηγητές που προέρχονταν από τον λαϊκό κλήρο (όχι από τα θρησκευτικά τάγματα) αποφάσισαν την άνοιξη του 1253 την αποχή από τα μαθήματα σε όλες τις σχολές, για να διαμαρτυρηθούν Digitized by 10uk1s
εναντίον των βιαιοτήτων της βασιλικής αστυνομίας εις βάρος των σπουδαστών. Οι Δομινικανοί όμως και οι Φραγκισκανοί συμφώνησαν μεταξύ τους να συνεχίσουν τη διδασκαλία. Αυτό απέκλειε και τους ίδιους και τους μαθητές τους από την «Universitas», δηλ. από τη γενική οργάνωση καθηγητών και σπουδαστών του Παρισιού. Ο αποκλεισμός τους αναγγέλθηκε αμέσως (τον Απρίλιο του 1253) από τους δυσαρεστημένους συναδέλφους τους, οι οποίοι κυκλοφόρησαν στα σχολεία την απόφαση εναντίον αυτών των κακών μοναχών, με την απαγόρευση για κάθε φοιτητή, μέλος του πανεπιστημίου, να παρακολουθεί τα μαθήματά τους. Ο πάπας Ιννοκέντιος Δ', στον οποίο Δομινικανοί και Φραγκισκανοί κατέφυγαν, ζήτησε να ειρηνεύσει την κατάσταση. Αλλά προχώρησε περισσότερο από όσο έπρεπε. Την 1η Ιουλίου 1253 διέταξε τους καθηγητές του λαϊκού κλήρου να δεχθούν και πάλι τους συναδέλφους τους των δύο ταγμάτων και να ακυρώσουν την απαγόρευση της διδασκαλίας τους. Η σύγκρουση με τον πάπα Έτσι αμέσως ο αγώνας άλλαξε πεδίο. Δεν αναφερόταν πια στους Δομινικανούς και Φραγκισκανούς καθηγητές, αλλά στην ίδια την παπική Εκκλησία. Το πανεπιστήμιο απήντησε στις ποντιφικικές υποδείξεις ανανεώνοντας, στις 2 Σεπτεμβρίου, τα μέτρα που είχε πάρει κατά των δύο θρησκευτικών ταγμάτων. Ο πάπας επαναλαμβάνει τις αξιώσεις του και ζητά (τον Ιανουάριο του 1254) επί πλέον ακόμη να δοθεί μία έδρα σ' ένα μοναχό (του τάγματος των Κιστερκιανών) στη θεολογική Σχολή. Οι καθηγητές του λαϊκού κλήρου επιβάρυναν τη θέση τους δημοσιεύοντας στις 4 Φεβρουαρίου 1254 ένα μεγάλο και βίαιο μανιφέστο, απευθυνόμενο προς τους αρχιεπισκόπους, επισκόπους, αββάδες και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, για να κρίνουν την κατάσταση και να παρέμβουν υπέρ του πανεπιστημίου, που είναι «ίδρυμα της Εκκλησίας» και του οποίου η καταστροφή θα παρέσυρε ολόκληρο το χριστιανικό οικοδόμημα σε ερείπια. Τρομαγμένος ο Ιννοκέντιος Δ' δήλωσε ότι είναι έτοιμος να εξετάσει εκ νέου την υπόθεση και ζήτησε την αποστολή μιας επιτροπής. Οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί αρνήθηκαν· απαγόρευσαν μάλιστα στους μαθητές τους να καταβάλουν τα χρήματα που απαιτούσε το πανεπιστήμιο για τα έξοδά του. Ο πάπας τότε επέβαλε σε όλους την πληρωμή των χρημάτων, δηλώνοντας ότι διαφορετικά θα τους τιμωρούσε με εκκλησιαστικές ποινές. Φαινόταν λοιπόν ο παπισμός να υποχωρεί. Έφτασε ακόμη να αφαιρέσει από τα δύο τάγματα ορισμένα εκκλησιαστικά τους προνόμια. Όταν όμως πέθανε ο Ιννοκέντιος Δ' (7 Δεκεμβρίου 1254) και ανήλθε στον θρόνο ο Αλέξανδρος Δ', τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Μία βούλα της 14 Απριλίου 1255 διέτασσε την κατάργηση όλων των μέτρων που είχαν ληφθεί κατά των ταγμάτων και των μαθητών τους, και ζητούσε, με όλη την ποντιφικική εξουσία, την επάνοδό τους στην οργάνωση του Πανεπιστημίου· απαιτούσε ακόμη, για την αναστολή των μαθημάτων, απαρτία των 2/ 3 των καθηγητών καθεμιάς από τις σχολές. Τέλος, ανεγνώριζε στον γραμματέα μόνο της Εκκλησίας του Παρισιού τη φροντίδα, να καθορίζει τον αριθμό και τη διανομή των εδρών. Το πανεπιστήμιο απήντησε στις 2 Οκτωβρίου 1255 με δεύτερο μανιφέστο, απευθυνόμενο τη φορά αυτή στον ίδιο τον πάπα και συνταγμένο σε τόνο που προσπαθούσε να διατηρήσει τον αναγκαίο σεβασμό. Ο πυρήνας του περιεχομένου του ήταν ο ακόλουθος: σε σύνολο 12 καθηγητών, η θεολογική σχολή αριθμούσε ήδη δύο Δομινικανούς, ένα Φραγκισκανό και «κανονικούς» της καθεδρικής εκκλησίας του Παρισιού. Με την επιβολή της απαρτίας των 2/ 3 , οι άλλοι καθηγητές δεν μπορούσαν, αν και περισσότεροι, να προχωρήσουν σε απόφαση για αναστολή των μαθημάτων. Έτσι με μια παπική πράξη τους έπαιρναν μέσα από τα χέρια το μοναδικό όπλο που μπορούσαν να διαθέσουν, για να υποστηρίξουν τον εαυτό τους. Ο πάπας τους διέτασσε να ξανανοίξουν τις πύλες στους συναδέλφους τους. Οι καθηγητές όμως αρνήθηκαν να συζητήσουν τις εντολές του πάπα, γιατί Digitized by 10uk1s
δεν είχαν, όπως έλεγαν, ούτε την επιθυμία ούτε τα μέσα για να ασχοληθούν με τέτοια διαδικασία, ιδίως με αντιπάλους τόσο στρεψόδικους. Χρησιμοποιώντας το μόνο δικαίωμα που τους απέμενε, διεκήρυξαν ότι η οργάνωσή τους ή ο σύλλογός τους (Universitas) διαλύθηκε και ότι αν η ποντιφικική βούλα δεν ακυρωνόταν, θα εγκατέλειπαν το Παρίσι και θα εγκαθίσταντο κάτω από άλλους ουρανούς. Ανυποχώρητος ο Αλέξανδρος Δ' έδωσε εντολή, με τις επιστολές του της 7 και 10 Δεκεμβρίου 1255, να αφορίζονται και να στερούνται από τα ευεργετήματά τους όσοι θα αρνούνταν να υπακούσουν στις προηγούμενες διατάξεις. Έπειτα, στις 31 Ιανουαρίου 1256, περνούσε στην επίθεση και ονόμαζε καθηγητή ένα δικό του μοναχό. Η επιβολή της παπικής θελήσεως Ωστόσο η κυβέρνηση του βασιλιά της Γαλλίας ενδιαφερόταν ζωηρά να διατηρήσει άθικτο το πανεπιστήμιο. Γι' αυτό και κατέβαλε μια ύστατη προσπάθεια συμφιλιώσεως. Πρότεινε ένα συμβιβαστικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο οι «λαϊκοί» θα δέχονταν να αφήσουν στους Δομινικανούς τις δύο έδρες που κατείχαν, διατηρώντας όμως το δικαίωμα να μην τους ανοίξουν τις πόρτες του συλλόγου τους, παρά μόνο τότε που θα το θεωρούσαν καλό. Αλλά ο πάπας αντετίθετο στον συμβιβασμό και, καθώς ανάμεσα στους «λαϊκούς» και στους Δομινικανούς ο αγώνας διπλασίαζε τις βιαιότητες, έφτασε στο σημείο να επιβάλει κυρώσεις. Με την επιστολή της 17 Ιουνίου 1256 διεκήρυσσε ότι δύο καθηγητές της θεολογίας, οι πιο μαχητικοί και οι πιο ύποπτοι, έχαναν τα αξιώματά τους, όλα τα εκκλησιαστικά τους προνόμια και τον καθηγητικό τους τίτλο. Έτσι δεν θα μπορούσαν πια να ανέλθουν στην έδρα να διδάξουν. Διέτασσε την εκτόπισή τους από τη Γαλλία και, υπό την απειλή της επιβολής στους συναδέλφους τους των ίδιων ποινών, τους έδινε μια τελευταία προθεσμία 15 ημερών για να δηλώσουν υποταγή. Η κόπωση είχε αρχίσει να εισχωρεί και στις δύο παρατάξεις και πιο πολύ στους «λαϊκούς», στους οποίους η αλύγιστη στάση του πάπα προξενούσε εντύπωση. Ο αρχηγός τους, ο περίφημος Guillaume de Saint-Amour, που εθεωρείτο ικανός να αντιμετωπίσει και τα δύο τάγματα στο επιστημονικό πεδίο, όπως φαίνεται σε μια βίαιη διατριβή του με τίτλο «Οι κίνδυνοι της σημερινής εποχής», καταδικάστηκε από την αυλή της Ρώμης για το δημοσίευμά του αυτό και, σύμφωνα με την επιθυμία του πάπα, εκδιώχθηκε από τον Λουδοβίκο Θ' και στερήθηκε το δικαίωμα να διδάσκει και να κηρύττει. Στις 23 Οκτωβρίου αποδοκιμάστηκε από δυο συναδέλφους του, οι οποίοι στην αρχή τον ακολουθούσαν, αλλά με την εξέλιξη των γεγονότων τον εγκατέλειψαν έπειτα. Απεκήρυξαν μάλιστα δημοσία τα σφάλματά τους, πήγαν ως το Anagni, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος Δ', παρέδωσαν στα χέρια του την υποταγή τους και διεκήρυξαν ότι είναι έτοιμοι να ακολουθήσουν τις εντολές του. Ωστόσο, αν και το παράδειγμά τους έκαμε τους πιο μαχητικούς να σκεφθούν πολύ, η αντίδραση διαρκούσε ακόμη και ο πάπας βιάστηκε να γράψει (Ιανουάριος 1257) στον επίσκοπο του Παρισιού να εφαρμόσει στους επαναστάτες τις προβλεπόμενες ποινές. Οκτώ μήνες αργότερα ο άνεμος είχε αλλάξει οριστικά τροπή και ο Αλέξανδρος καλούσε τον ίδιο επίσκοπο να πάρει μέτρα ηρεμιστικά, όμως απαιτούσε την υποταγή ολόκληρου σχεδόν του διδακτικού σώματος και του συνόλου των παρισινών σπουδαστών. Κατά τα επόμενα έτη παρατηρήθηκαν ορισμένες ενέργειες και κινήσεις στρεφόμενες κατά των Δομινικανών και των Φραγκισκανών. Αλλά ο μεγάλος αγώνας, που για πολύ καιρό είχε βασανίσει το πανεπιστήμιο, έκλεισε. Μπροστά στη θέληση του Ανώτατου Ποντιφικα έπρεπε να υποχωρήσουν οι «λαϊκοί» καθηγητές. Άλλοτε οι καθηγητές ζητούσαν την ευεργετική παρέμβαση της Ρώμης για να απαλλαγούν από την εξάρτηση του επισκόπου και του γραμματέως της Παρισινής Εκκλησίας. Τώρα η ίδια η Ρώμη περιφρονεί τους καθηγητές, οι οποίοι με δικές τους δυνάμεις προσπαθούν να διευρύνουν τις Digitized by 10uk1s
ελευθερίες τους.
5. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ Κατά τη διάρκεια των αγώνων, που αναπτύξαμε πιο πάνω, το πανεπιστήμιο του Παρισιού δεν σταθεροποιήθηκε μόνο στα σχέδιά του για αυτονομία. Σιγά σιγά τελειοποιούσε τον εσωτερικό του οργανισμό και χάρη στα ίδια αυτά γεγονότα έφτασε στο σημείο να εξασφαλίσει ένα δικό του σώμα που να το κυβερνά. Πριν από τα μέσα του 13ου αι. η γενική οργάνωση των καθηγητών και των σπουδαστών, η «Universitas», ήταν ακόμη στο Παρίσι ένας σύλλογος, μια ομάδα χωρίς οργάνωση. Δεν διέθετε αναγνωρισμένο αρχηγό ούτε δικό του κανονικό πληρεξούσιον. Ενώνονταν για την υποστήριξη των προσωπικών συμφερόντων τους, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι καθηγητές και οι σπουδαστές των διαφόρων σχολών, αλλά έχαναν την επαφή, όταν τα πράγματα επανήρχοντο στον κανονικό τους ρυθμό. Μόνο η κοινότητα της σχολής εξασφάλιζε ανάμεσά τους ένα σταθερό δεσμό. Έτσι, κάθε σχολή είχε τη δική της ζωή και τον εσωτερικό της οργανισμό. Η σχολή των «τεχνών» Η πιο σπουδαία, και για τον μεγάλο αριθμό αυτών που παρακολουθούσαν και για τους διδάσκοντες, ήταν η σχολή των «τεχνών», αφιερωμένη, όπως οι παλαιές επισκοπικές σχολές, στη μελέτη των «ελευθέρων τεχνών», κυρίως της γραμματικής, της ρητορικής και της λογικής ή διαλεκτικής, στις οποίες θα προστεθεί η φιλοσοφία και «οι επιστήμες της φύσεως», κατά τον Αριστοτέλη. Ήταν η προκαταρκτική σχολή. Αν κανείς έκανε όλες τις σπουδές του στο Παρίσι, ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθήσει επί πολλά χρόνια τη σχολή αυτή πριν εγγραφεί σε κάποια άλλη από τις τρεις υπόλοιπες. Έτσι εξηγείται ο μεγάλος αριθμός φοιτητών σ' αυτήν, και την ίδια στιγμή ο μεγάλος αριθμός νέων που παρακολουθούν εδώ. Εγίνοντο δεκτοί σε ηλικία 12-13 ετών και στα 20-21 χρόνια τους μπορούσαν να θεωρούνται πτυχιούχοι της σχολής των «τεχνών». Τίποτε δεν υπήρχε που να διατηρεί την τάξη ανάμεσα στους νέους αυτούς· περιπλανώνταν μέσα στους δρόμους της πρωτεύουσας, μακριά από τις οικογένειές τους, και φυσικά μπορούσαν εύκολα να παρασυρθούν από κάθε γοητευτική κατάσταση. Γι' αυτό σιγά σιγά έγινε αισθητή η ανάγκη μιας διοικητικής οργανώσεως, που παίρνει μορφή κατά τα μέσα του 13ου αι. Τα «έθνη», οι πληρεξούσιοι και ο ρέκτορας Οι σπουδαστές και οι καθηγητές τους διακρίνονται τότε σε τέσσερεις ομάδες ή «έθνη» (nations), σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής τους. Έτσι έχομε τους «Γάλλους», τους «Picards» (από την Πικαρδία, πρωτεύουσα η Αμιένη), τους «Νορμανδούς», τους «Άγγλους». Εννοείται ότι αυτά τα ονόματα δεν αποδεικνύουν ότι το υπερέχον στοιχείο στο εσωτερικό κάθε ομάδας ή εθνότητας περιελάμβανε σπουδαστές ή καθηγητές ξένους προς το γαλλικό βασίλειο. Επικεφαλής κάθε εθνότητας βρίσκεται ένας «πληρεξούσιος», ο οποίος συχνά αλλάζει· εκλέγεται ύστερ' από ψηφοφορία από τα μέλη της ομάδας του. Ο πληρεξούσιος αυτός παίρνει τα αναγκαία μέτρα για τη σχολική ζωή της ομάδας, μιλά και ενεργεί εξ ονόματός της, διαχειρίζεται το ταμείο της. Σφραγίζει τις πράξεις με τη σφραγίδα του «έθνους», επιβλέπει στις τελετές των θρησκευτικών εορτών προς τιμήν ορισμένων αγίων, που περιβάλλονται με ειδικές λατρευτικές εκδηλώσεις. Αλλά ο ιδιομορφισμός των «εθνών» διαχέεται μέσα στην κοινή ζωή του συνόλου· και η Digitized by 10uk1s
δραστηριότητα ακόμη των τεσσάρων πληρεξουσίων ξεπερνά συχνά τα πλαίσια της τοπικής ομάδας. Σχηματίζουν ένα σύνδεσμο με αρχηγό τον ρέκτορα (Rector). Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, ο ρέκτορας εκλέγεται από τους ίδιους τους καθηγητές της σχολής, ως πρόεδρος όλων αυτών που τη συνθέτουν, ή για να χρησιμοποιήσομε την ορολογία της εποχής, πρόεδρος της «Université des Artistes» Όπως των πληρεξουσίων, έτσι και του προέδρου η εξουσία είναι εφήμερη. Κι αυτό, γιατί η εντολή που του δίδεται (και που ανανεώνεται βέβαια) δεν ξεπερνά ποτέ τη διάρκεια ενός τριμήνου, ενώ κάποτε περιορίζεται σε έξι εβδομάδες, ακόμη και σ' ένα μήνα. Αλλά όσο έχει την εξουσία και ασκεί τα καθήκοντά του, περιστοιχιζόμενος από τους τέσσερεις πληρεξουσίους, ο ρέκτορας παίζει στη σχολή ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον που έχει ο πληρεξούσιος για την «εθνότητά» του. Παίρνει τα αναγκαία μέτρα για την καλή πορεία της σχολής, διαχειρίζεται το ταμείο της, ενεργεί και μιλά εξ ονόματος όλων. Αυτός συγκαλεί και προεδρεύει στη συνεδρία των καθηγητών, και εποπτεύει στην εκτέλεση των μέτρων που έχουν αποφασίσει. Ο ίδιος επεμβαίνει στη δικαιοσύνη εξ ονόματος των συναδέλφων του ή σε περίπτωση συγκρούσεως αυτός μεσολαβεί για να κάμει σεβαστά τα δικαιώματα και τα προνόμια των καθηγητών και των σπουδαστών. Ενώπιόν του επίσης οι νεοδιοριζόμενοι και οι νέοι διδάκτορες οφείλουν να ορκίζονται, ότι θα ενεργούν σύμφωνα με τους κανονισμούς της σχολής. Το Συμβούλιο της σχολής αποτελείται από όλους τους καθηγητές των «τεχνών» που παραδίδουν κανονικά μαθήματα, αυτούς δηλ. που αποκαλούμε καθηγητές εν ενεργεία. Όλες οι αποφάσεις γενικής φύσεως τους επιβάλλονται υποχρεωτικά και οφείλουν να συνέρχονται σε συνεδρία τουλάχιστο μια φορά την εβδομάδα. Καθορίζουν τους κανονισμούς των εξετάσεων, επεξεργάζονται το καταστατικό των διαφόρων βαθμίδων, ρυθμίζουν τα ωράρια. Η σχολή λοιπόν των «τεχνών» αποτελεί ήδη κατά τα μέσα του 13ου αι. μια διοικητική μηχανή με πλήρη αυτάρκεια. Ο αρχηγός της, ο ρέκτορας, χάρη στον μεγάλο αριθμό των καθηγητών και των σπουδαστών, εξ ονόματος των οποίων μιλά, έχει γίνει μια σημαντική προσωπικότητα που το κύρος της αποτελεί αντίβαρο στο κύρος του επισκοπικού γραμματέα της Notre-Dame. Ας σημειωθεί, σχετικά με τον αριθμό καθηγητών και φοιτητών γύρο στα 1284 στη σχολή των «τεχνών» του Παρισιού, ότι έχομε τα εξής στατιστικά δεδομένα: Οι καθηγητές ανέρχονταν σε 120 και οι φοιτητές ξεπερνούσαν τους 1000. Η διοικητική οργάνωση του Πανεπιστημίου Οι άλλες σχολές, η σχολή της θεολογίας, της ιατρικής και της νομικής, είχαν πολύ λιγότερο αριθμό φοιτητών και καθηγητών. Οι τελευταίοι δεν ξεπερνούσαν τους 30 και για τις τρεις σχολές. Έτσι και η διοικητική τους οργάνωση ήταν αρκετά περιορισμένη. Δεν είχαν ούτε «έθνη», ούτε κάτι σχετικό με τους πληρεξουσίους. Απαρτίζουν ωστόσο, όπως η σχολή των «τεχνών», πλήρεις οργανισμούς. Σε καθεμιά σχολή η νομοτυπική εξουσία ασκείται από τον σύλλογο των εν ενεργεία καθηγητών, στον οποίο πρόεδρος είναι ο «κοσμήτορας», ο αρχαιότερος καθηγητής της σχολής. Ο κοσμήτορας ασκεί την εκτελεστική εξουσία και από την άποψη αυτή παίζει μέσα στη σχολή σχεδόν τον ίδιο ρόλο που έχει και ο ρέκτορας για τη σχολή των «τεχνών». Έτσι κάθε σχολή έχει για τη δική της ζωή ένα σύστημα διοικήσεως που την απαλλάσσει, κατά πολύ, από τις παρεμβάσεις των εκκλησιαστικών και πολιτικών αρχών. Αλλά για την υποστήριξη των κοινών συμφερόντων στο σύνολό τους δεν υπάρχει κεντρική μηχανή. Ο αγώνας εναντίον των θρησκευτικών ταγμάτων (Δομινικανών και Φραγκισκανών) και εναντίον του πάπα επισπεύδει τον σχηματισμό της.
Digitized by 10uk1s
Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων που διαδραματίζονται τότε, για να αντεπεξέλθουν στις αδιάκοπες επιθέσεις των εχθρών τους, για να σκεφθούν τα καλύτερα μέσα αντιδράσεως, για να συγκεντρώσουν τα αναγκαία κεφάλαια, να παρέμβουν στις αρχές, θα έπρεπε φυσικά οι καθηγητές των διαφόρων σχολών σε μια στιγμή να συνέλθουν σε κοινή συνεδρίαση, και στον πυρετό μιας συζητήσεως, συχνά συγκεχυμένης, να πάρουν αποφάσεις. Αλλά ποιος θα προέδρευε στις συνελεύσεις αυτές; Ποιος, σε περίπτωση ανάγκης, θα ήταν έπειτα ο πληρεξούσιος ολόκληρου του συλλόγου; Ποιος θα ήταν υποχρεωμένος να εκτελέσει τις λαμβανόμενες αποφάσεις; Ο ρέκτορας της σχολής των «τεχνών» είναι ο πιο αρμόδιος για το καθήκον αυτό, αφού αυτός μόνος αντιπροσωπεύει πάνω από τα 3/ 4 των καθηγητών, καθώς επίσης αναμφισβήτητα και τα 3/ 4 του φοιτητικού δυναμικού του πανεπιστημίου. Αυτός μόνος εξ άλλου, εξ αιτίας του μεγάλου αριθμού των υποθέσεων που έχει να ρυθμίσει για τη σχολή του, διαθέτει και διοικητικό προσωπικό αρκετό για να μπορεί να διεκπεραιώνει τις κοινές υποθέσεις, να επικυρώνει τη σύνταξη των πράξεων, των επιστολών και εγκυκλίων που απαιτούνται, να διαχειρίζεται τέλος ένα συλλογικό ταμείο. Έχει ακόμη κάτω από τις εντολές του τους τέσσερεις κλητήρες, που κάθε «έθνος», διαθέτει για τις ανάγκες της σχολής των «τεχνών», το άλλο επίσης υπηρετικό προσωπικό χρήσιμο για τις βιαστικές δουλειές, για την επίδοση των ειδοποιητηρίων, για τις συγκλήσεις συνεδριών. Έτσι του αναθέτουν τη φροντίδα να συγκαλεί τη γενική συνέλευση και φυσικά του αναθέτουν επίσης και την προεδρία. Όταν στα 1253 ελήφθη η απόφαση να αποκλεισθούν από την «Universitas» οι Δομινικανοί και οι Φραγκισκανοί, αυτός, ο ρέκτορας της σχολής των «τεχνών», πήρε την εντολή να κοινοποιήσει το σχετικό έγγραφο σ' όλους τους πανεπιστημιακούς χώρους, και οι κλητήρες της σχολής των «τεχνών» είναι αυτοί που επιφορτίσθηκαν να απομακρύνουν τους Δομινικανούς από τη θεολογική σχολή πριν προλάβουν να κάμουν μαθήματα. Ο ρέκτορας επίσης προσωπικά θα μεταβεί στη θεολογική και με τη συνδρομή» τριών συναδέλφων του θα φροντίσει να προβεί ο ίδιος στη δημοσίευση της αποφάσεως. Έτσι η συνήθεια επιβάλλει σιγά σιγά να τον θεωρήσουν ως τον εκπρόσωπο ολόκληρου του πανεπιστημίου. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώθηκε ο θεσμός του ρέκτορα, ο οποίος έχει πολλές ομοιότητες με τον θεσμό του Πρύτανη των σημερινών ελληνικών πανεπιστημίων.
6. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΟΞΦΟΡΔΗ Στα άλλα μεγάλα πανεπιστήμια της Δύσεως η ανεξαρτησία φαίνεται να προχωρεί πιο εύκολα, γιατί, γενικά, οι πολιτικές ή γεωγραφικές προϋποθέσεις τα ευνοούν ν' απαλλαγούν γρηγορότερα από τον ποντιφικικό έλεγχο. Κάτι τέτοιο παρατηρείται στην Οξφόρδη, το πρώτο, χρονολογικά, από τα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Η χειραφέτησή του διευκολύνθηκε χάρη στη μεγάλη του απόσταση από κάθε εκκλησιαστικό κέντρο. Η έδρα της εκκλησιαστικής διοικήσεως, το Λίνκολν, βρίσκεται μακριά 200 χιλιόμετρα. Έτσι ο επίσκοπος είναι αδύνατο να ασκεί πραγματική εποπτεία. Αναθέτει τις εξουσίες του σ' έναν αντιπρόσωπό του, τον οποίο ονομάζει «καγκελλάριο», κατ' αναλογία προς τον συνοδικό καγκελλάριο του Παρισιού. Αλλά χωρίς άμεση επαφή με τον προϊστάμενό του, ο καγκελλάριος της Οξφόρδης δεν έχει εξουσία που να του επιτρέπει τη σύγκρουση με το πανεπιστήμιο. Στο τέλος, από το πρώτο μισό του 13ου αι., ο επίσκοπος φροντίζει να ορίσει ως εκπρόσωπό του ένα από τους ίδιους τους καθηγητές. Αυτό θα συνεχισθεί κανονικά κατά τα επόμενα έτη. Πραγματικά, βλέπομε ότι μετά το 1250, αν όχι και πιο πριν, ο καγκελλάριος της Οξφόρδης αναμιγνύεται τόσο πολύ με τις υποθέσεις των διοικουμένων του, ώστε φτάνει στο σημείο να θεωρείται τόσο σαν δικός τους εκπρόσωπος όσο και του επισκόπου· κατά τον 13ο αι. μάλιστα, θα πάψει να είναι ένας επισκοπικός αξιωματούχος. Πιο πολύ θα θεωρηθεί σαν ένας αρχηγός εκλεγόμενος κάθε δύο χρόνια σε γενική συνέλευση από τους συναδέλφους του, «εν ενεργεία και Digitized by 10uk1s
μη»· την εκλογή του ο επίσκοπος θα περιορισθεί να αναγνωρίζει με ειδικό διοριστήριο έγγραφο. Αλλά, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στις όχθες του Σηκουάνα, η προοδευτική άνοδος της εξουσίας του επισκόπου στην Οξφόρδη δεν προσέφερε κανένα θετικό όφελος στην Αγία Έδρα. Το αγγλικό πανεπιστήμιο δεν είχε ανάγκη από την παπική υποστήριξη, για να απαλλαγεί από την επισκοπική εξουσία. Δεν εξετέθη με την κατάκτηση των δικαιωμάτων του, όπως το πανεπιστήμιο του Παρισιού. Τα κατάφερε μόνο του, χωρίς εμπόδια, να ανοίξει όλες τις μεγάλες του πόρτες στους εκπροσώπους των δύο επαιτικών ταγμάτων, τα οποία όμως προκάλεσαν τόσες θύελλες στο Παρίσι. Στην αρχή κάτω από την προστασία του καθηγητή Ροβέρτου Grossetête, οι φραγκισκανοί διδάκτορες, από τους πρώτους μαθητές του ίδιου πανεπιστημίου και από τις πρώτες δόξες της σχολής της Οξφόρδης, δεν έπαψαν, κατά τον 13ο αι., να ζουν σε πλήρη ομόνοια με τους απλούς κληρικούς συναδέλφους τους. Έτσι αποφεύχθηκαν στο αγγλικό πανεπιστημιακό σώμα οι ταραχές και οι στάσεις που τόσο καιρό βασάνισαν το παρισινό πανεπιστήμιο. Από την άλλη πλευρά λοιπόν του στενού της Μάγχης, κληρικοί και μοναχοί των ταγμάτων μπόρεσαν, με κοινή συμφωνία, να επιδοθούν σε μια αυτόνομη διακυβέρνηση, χωρίς να εξαντλούνται σε στείρους αγώνες. Η διοικητική μηχανή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης λίγο μετά το 1250 θυμίζει σε πολλά σημεία, αλλά με πιο απλό τρόπο, το αντίστοιχο σύστημα του Παρισιού. Βρίσκει κανείς στην Οξφόρδη τον ίδιο χωρισμό σε σχολές, όπως και στο Παρίσι. Αλλά η ένωσή τους παρουσιάζει μορφή ομοιογενή, χάρη ασφαλώς στο γεγονός ότι ο καγκελλάριος, που κατά παράδοση ανήκει στη θεολογική σχολή, εξελίχτηκε διαδοχικά στον αναμφισβήτητο αρχηγό όλων. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τους «φιλοσόφους» (Artistae) να εκπροσωπούν, όπως στο Παρίσι, το πιο πολυάριθμο τμήμα και το πιο δραστήριο. Κι εδώ οι «φιλόσοφοι» διακρίνονται σε «έθνη», τα οποία όμως περιλαμβάνουν φοιτητές ή καθηγητές καταγόμενους σχεδόν αποκλειστικά από την Αγγλία, τη Σκωτία ή την Ιρλανδία, γιατί η Οξφόρδη δεν προσελκύει ακόμη τη νεολαία της ηπειρωτικής Ευρώπης. Οι φοιτητές διακρίνονται, κατά τα μέσα του 13ου αι., στο «έθνος» των Βορείων (Boreales) και στο «έθνος» των Νοτίων (Australes). Καθένα, κατά την παρισινή συνήθεια, έχει τον πληρεξούσιό του, που εκλέγεται, κάθε χρόνο, ανάμεσα στους καθηγητές της σχολής των «τεχνών». Αυτοί οι δύο πληρεξούσιοι σχηματίζουν μαζί με τον καγκελλάριο ένα «Trumvirum» επιφορτισμένο για όλη την πανεπιστημιακή διοικητική μηχανή. Ο καγκελλάριος είναι ο πρόεδρος. Εκδίδει την άδεια διδασκαλίας, αντιπροσωπεύει τους συναδέλφους του έξω από το πανεπιστήμιο, δημοσιεύει τους κανονισμούς τους χρήσιμους για την καλή πορεία της σχολικής ζωής και κρίνει τις υποθέσεις, στις οποίες είχαν αναμιχθεί οι φοιτητές. Η γενική συνέλευση των εν ενεργεία και μη καθηγητών συγκεντρώνει την ανώτερη εξουσία. Δεν συγκαλείται παρά σε μεγάλες ευκαιρίες. Οι τρέχουσες υποθέσεις εξετάζονται και λύονται από τη μικρή συνέλευση, η οποία αποτελείται μόνο από τους εν ενεργεία καθηγητές. Και καθώς οι «φιλόσοφοι» αποτελούν την πλειοψηφία, η μικρή συνέλευση στην ουσία εγκρίνει προτάσεις, που είχε εγκρίνει πιο πριν η σχολή των «τεχνών». Οι «φιλόσοφοι» επομένως διατηρούν και στην Οξφόρδη, όπως στο Παρίσι, την υπεροχή στο πανεπιστήμιο, αναγνωρίζουν όμως για αρχηγό έναν από τους καθηγητές της θεολογικής σχολής. Αυτή η ιδιομορφία έχει πιο πολύ σαν αποτέλεσμα να ενισχύσει τη συνοχή του πανεπιστημιακού σώματος· εμποδίζει τις σχολές να απομονώνονται και να ακολουθεί καθεμιά τη δικιά της ζωή. Έτσι είναι καλύτερα εξοπλισμένες, για να αντισταθούν στις προσπάθειες όλων εκείνων - τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής εξουσίας - που επεδίωκαν να αναμιχθούν στις υποθέσεις τους. Digitized by 10uk1s
7. Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΠΟΛΟΝΙΑ Στη Μπολόνια υπάρχει σχεδόν πλήρης ανεξαρτησία. Στα 1219 ο πάπας Ονώριος Γ' προσπάθησε να επιβάλει στους καθηγητές εκκλησιαστικό έλεγχο. Από την προσπάθεια αυτή το μόνο αποτέλεσμα ήταν να υποχρεώνονται οι νέοι διδάκτορες να ζητούν από τον αρχιδιάκονο της πόλεως την άδεια της διδασκαλίας. Αυτό όμως είναι κάτι το εντελώς τυπικό· οι καθηγητές συνεχίζουν να παραμένουν οι μόνοι κριτές των τίτλων των υποψηφίων. Η παπική Εκκλησία εξ άλλου φαίνεται πως δεν ενδιαφέρεται για την περίπτωση του πανεπιστημίου αυτού, γιατί η θεολογία δεν αποτελεί εκεί αντικείμενο διδασκαλίας. Στη Μπολόνια όλη η προσπάθεια συγκεντρώνεται στη μελέτη του δικαίου, εις βάρος ακόμη των «ελεύθερων τεχνών» και της φιλοσοφίας. Έτσι ο θεσμός εξελίσσεται σαν να μην ενδιαφέρεται η Εκκλησία να επέμβει. Στη Μπολόνια, πραγματικά, μάταια θα αναζητήσει κανείς κάτι που να θυμίζει την οργάνωση των πανεπιστημίων του Παρισιού ή της Οξφόρδης. Πανεπιστήμιο, με την έννοια που η λέξη αυτή πήρε στο εξής μέσα στις άλλες χώρες της Δύσεως, δεν μπορούμε να συναντήσομε στη Μπολόνια. Ούτε οι καθηγητές ούτε και οι σπουδαστές των διαφόρων σχολών αισθάνθηκαν την ανάγκη να ενωθούν και να αποτελέσουν μία και μοναδική οργάνωση. Από τα έγγραφα που έχομε στη διάθεσή μας μπορούμε να αντιληφθούμε ότι σε πολύ λίγες ευκαιρίες πλησιάζουν μεταξύ τους οι καθηγητές, ενώ οι φοιτητές της νομικής σχολής αποτελούν τον μόνο οργανωμένο και δραστήριο σύλλογο. Οι φοιτητές είναι πολυάριθμοι και έχουν περάσει συνήθως το πρώτο στάδιο της νεότητας. Έρχονται συχνά από μακριά και φροντίζουν να μη γίνουν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως· είναι έτοιμοι να φύγουν, αν δεν βρουν ικανοποίηση σε ό,τι ζητούν. Έχουν χωρισθεί σε 15 περίπου οργανώσεις «εθνικές», που διακρίνονται σε δυο ομοσπονδίες, τους Cismontani (εντεύθεν των ορέων) και τους Ultramontani (πέραν των ορέων [ενν. των Άλπεων]). Σύμφωνα με τον κανονισμό των επαγγελματικών οργανώσεων, καθεμιά από τις ομοσπονδίες αυτές προεδρευόταν από ένα «ρέκτορα» που εκλεγόταν για δυο χρόνια· η δύναμή του, λίγο μετά τα μέσα του 13ου αι., φαίνεται αρκετά μεγάλη, τόσο που αρχίζει να επιβάλλεται στο ίδιο το διδακτικό σώμα. Από τη στιγμή αυτή φτάνομε στην εξής παράδοξη κατάσταση. Έχομε δηλ. καθηγητές, που, από έλλειψη οργανώσεως και ομόνοιας, είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν τον νόμο που τους επιβάλλουν οι σπουδαστές, οι οποίοι και καθορίζουν τον μισθό τους. Είναι ακόμη υποχρεωμένοι οι καθηγητές να δηλώνουν σεβασμό στα καταστατικά των φοιτητικών οργανώσεων, που αντιπροσωπεύονται από τους δύο ρέκτορες· αυτοί θα συμφωνήσουν ως προς τα ωράρια και τα προγράμματα. Μ' ένα τέτοιο σύστημα δεν μένει καθόλου θέση για παπική παρέμβαση. Και συμβαίνει τα πανεπιστημιακά κέντρα της πεδιάδας του Πάδου ποταμού, όπως η Πάδοβα, η Μόδενα, η Vicenza, να έχουν οργανωθεί λίγο πολύ κατά το πρότυπο της Μπολόνια. Έτσι στην ίδια την Ιταλία η παποσύνη δεν πραγματοποίησε παρά ελάχιστα το σχέδιό της να πάρει στα χέρια της τον έλεγχο όλης της ανώτατης εκπαιδεύσεως.
8. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΩΜΑ TOY AKYINATH Αν σκεφτούμε το πνεύμα της αυτονομίας και ανεξαρτησίας που επικρατούσε μέσα στα μεγάλα πανεπιστήμια και ιδίως στο Παρίσι, τότε δεν θα έχομε αυταπάτες για τον θρίαμβο τάχα της μονοκόμματης διδασκαλίας. Αναλαμβάνεται πάντως η ριψοκίνδυνη προσπάθεια στην παρισινή σχολή από τον Αλβέρτο τον Μεγάλο για να προσαρμόσει, κατά την επιθυμία της Αγίας Έδρας, τον Digitized by 10uk1s
Αριστοτέλη στις ανάγκες της χριστιανικής πίστεως. Η προσπάθεια κατέληξε στη σύνταξη μιας τεράστιας εγκυκλοπαιδείας, κατά το ήμισυ φιλοσοφικής και κατά το ήμισυ θεολογικής, στην οποία η περιπατητική φιλοσοφία συνδυάζεται με τον χριστιανισμό. Με τον Θωμά Ακυινάτη (από το Ακουίνο της Καμπανίας), τον περιφημότερο μαθητή του Αλβέρτου, διαμορφώθηκε ένα σύστημα σκέψεως, που απέβλεπε στη συμφωνία της παλαιάς γνώσεως με το δόγμα, αλλά και στη συμπλήρωση του συστήματος με την «αναγκαία συνέπεια των απαιτήσεων του ορθού λόγου». Μεγάλη ήταν η δόξα που εξασφάλισε στον Αλβέρτο τον Μεγάλο η εγκυκλοπαιδεία του, χάρη στη θαυμαστή συγκέντρωση νέων γνώσεων, τις οποίες καθιστούσε γενικά προσιτές και φαινομενικά απρόσβλητες. Το δυνατό όμως έργο του μαθητή του, στηριγμένο στα ίδια υλικά, δεμένα κατά τρόπο λογικό, άσκησε στα πνεύματα του καιρού του μια επίδραση πολύ βαθειά και μακροχρόνια. Και ο Θωμάς ανήκε στο μεγάλο τάγμα των Δομινικανών που αντιπροσώπευε την παπική σκέψη. Αλλά με ψυχραιμία και βεβαιότητα έθεσε ως αρχή, ότι η επιστήμη και η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, που τόσο τρόμαζαν τους συγχρόνους του, κάθε άλλο παρά προκαλούσαν κίνδυνο στις αλήθειες της πίστεως· ίσα ίσα εξασφάλιζαν σ' αυτές στήριγμα σταθερότατο. Μπορούσε δηλ. και μία μόνο σκέψη βαφτισμένη στη χριστιανική πίστη να ακολουθήσει τις αριστοτελικές απόψεις, και να φτάσει σε πλήρη και ολοκληρωτική αντίληψη του αισθητού κόσμου. Ο Θωμάς ο Ακυινάτης παίρνει το σύστημα του ειδωλολάτρη Αριστοτέλη, όπως ακριβώς είναι, και το συγκρίνει εξωτερικά με τα χριστιανικά δόγματα. Με τον τρόπο αυτό οι φιλόσοφοι και οι νεώτεροι σοφοί που υπογράμμισαν τις αντινομίες των δύο συστημάτων γίνονται πολυαριθμότεροι. Αλλά ο Ακυινάτης θεωρεί απατηλές τις αντιφάσεις. Στο βάθος των πραγμάτων, δηλώνει, δεν υπάρχει ασυμφωνία· μόνο οι απόψεις διαφέρουν. Η φιλοσοφική σκέψη δεν αποκλείει τη θεολογική ή τη θρησκευτική ενόραση, και αντίστροφα. Και καταλήγει με τη χαρακτηριστική παρομοίωση: «Όπως ο αστρολόγος και ο φυσικός φτάνουν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι η Γη είναι στρογγυλή, ο αστρολόγος μεν βασισμένος στα μαθηματικά, δηλ. κάνοντας αφαίρεση της ύλης, ο φυσικός πάλι με υπολογισμούς στηριγμένους στην ύλη, έτσι και τίποτε δεν εμποδίζει τα ίδια γεγονότα (που πραγματεύονται τα φιλοσοφικά συστήματα, σύμφωνα με τα οποία γίνονται γνωστά με το φως του φυσικού λόγου) να τα διερευνά και μία άλλη επιστήμη και να τα κάνει γνωστά χάρη στο φως της θείας αποκαλύψεως». Διακρίνοντας λοιπόν τα γεγονότα, πότε κάτω από την ανθρώπινη οπτική γωνία και πότε κάτω από τη χριστιανική, ο Θωμάς επιδιώκει να οικοδομήσει ένα σύστημα του κόσμου, ο οποίος, με την εσωτερική του λογική και κατά την αλήθεια τη σύμφωνη προς το δόγμα, να ανταποκρίνεται, ως προς τα αισθητά φαινόμενα, στην αλήθεια όπως τη διαγράφει η αρχαία γνώση. Το συγγραφικό έργο του Ακυινάτη Αυτό το πρόγραμμα, που του έδωσε μορφή και το υλοποίησε σιγά σιγά κατά το διάστημα της διδασκαλίας του στη θεολογική σχολή του Παρισιού από το 1252, υπηρετούσε τις επιδιώξεις της παπικής πολιτικής. Από το 1259 ο Θωμάς βρίσκεται στη Ρώμη και επί 10 χρόνια (1259-1269), είτε στην ποντιφικική αυλή είτε στο μοναστήρι των Δομινικανών, συνθέτει το μεγαλύτερο μέρος από τα σχόλιά του στον Αριστοτέλη και μερικές από τις περίφημες πραγματείες του, όπως τη «Summa contra Gentiles» (Σύνοψη κατά των εθνικών) και τη «Summa Theologica» (Θεολογική Σύνοψη), η οποία αποτελεί το επιστέγασμα του έργου του. Δεν μπόρεσε ωστόσο να το αποπερατώσει, γιατί προσκλήθηκε από τους προϊσταμένους του να Digitized by 10uk1s
καταλάβει εκ νέου την έδρα του στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου επί τρία χρόνια (1269-1272) αφιερώνεται τόσο στη διδασκαλία όσο και στην υποστήριξη των φιλοσοφικών του αρχών, καθώς ακόμη και στην υπεράσπιση του τάγματός του που υφίσταται σφοδρές επιθέσεις από τους «λαϊκούς». Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 50 ετών, καταπονημένος από την κούραση (7 Μαρτίου 1274), χωρίς να βρει την ευχαρίστηση, μέσα στις καταθλιπτικές απασχολήσεις που τον πολιορκούσαν, και παρά την καταπληκτική εργατικότητά του, να δώσει τέλος στη «Summa Theologica». Το έργο ωστόσο παραμένει επιβλητικό, γεροδεμένο και πολύ πιο ζωντανό από οποιοδήποτε άλλο, γι' αυτό και έγινε ο οδηγός των θεολόγων σ' όλη την Καθολική Εκκλησία. Αυτή η Summa παρά την έκτασή της (κατά τις τελευταίες εκδόσεις σε έξι πολυσέλιδους τόμους) είναι, όπως άλλωστε δηλώνεται και από τις πρώτες γραμμές της, ένα βιβλίο για να χρησιμεύσει στους αρχαρίους. Ο σκοπός είναι διδακτικός και σχολικός. Η έκθεση παρουσιάζεται κάτω από τη μορφή συνεχούς σειράς ζητημάτων ή προβλημάτων, που αναλύονται κάθε φορά σ' ένα αριθμό στοιχείων ή «άρθρων». Μέσα σ' αυτά ενυπάρχουν μεθοδικά οι θέσεις προς τις οποίες προβάλλονται οι αντιρρήσεις. Τις τελευταίες αυτές ο συγγραφέας τις ανατρέπει μία προς μία, για να καταλήξει κανονικά σ' ένα μικρό συμπέρασμα. Ο τόνος είναι απλός και δεν έχει φιλολογικούς σχολαστικισμούς. Αυτή όμως η ηθελημένη απλότητα δεν αποκλείει την εμβάθυνση. Ο άγιος Θωμάς υπενθυμίζει ότι η θεολογία, επιστήμη του «θείου», εργάζεται πάνω στα δεδομένα της λογικής. Πιστός στο πρόγραμμα που χάραξε, δεν παύει, από τη μία άκρη του βιβλίου του ως την άλλη, να υπογραμμίζει τη συμφωνία των ιερών κειμένων με το φιλοσοφικό σύστημα του Αριστοτέλη ή να δίνει καινούργια ερμηνεία στις φαινομενικά αντιτιθέμενες απόψεις που πριν απ' αυτόν είχαν επισημανθεί στα αριστοτελικά κείμενα. Με αυτό τον αδιάκοπο συνδυασμό διαρθρώνει ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα, στην ουσία του αριστοτελικό, αν και το παρουσιάζει με θεολογική διάταξη και σε στενή σχέση με τα ιερά κείμενα. Αυτό λοιπόν το σύστημα δεν προκάλεσε την προσοχή των συγχρόνων του για τη θαυμαστή μόνο διάταξή του, αλλά επί πλέον τους προκάλεσε εντύπωση η τέλεια ανταπόκρισή που από μια πρώτη ματιά φαίνεται να πετυχαίνει ανάμεσα στα κείμενα των ιερών βιβλίων και στα συμπεράσματα μιας επιστήμης, την οποία από καιρό έβλεπαν ως τον μεγάλο κίνδυνο για την απώλεια της ψυχής τους. Με καταπληκτική ορμή ο άγιος Θωμάς ξεπέρασε το εμπόδιο, αποδεικνύοντας ότι από το άγνωστο στο γνωστό, από το δόγμα στην επιστήμη, το πέρασμα είναι δυνατό και αναγκαίο Συναδέλφωσε τη θεολογία και τη φιλοσοφία χωρίς να υποβιβάζει ποτέ τη μια έναντι της άλλης. Τις μετέβαλε σε συνεργάτιδες. Η καθεμιά διατήρησε τον ρόλο της, αλλά και οι δύο απέβλεψαν σ' ένα και τον ίδιο σκοπό, στον θρίαμβο της πίστεως.
9. Ο ΑΒΕΡΡΟΪΣΜΟΣ Με τον άγιο Θωμά τον Ακυινάτη επιτεύχθηκε ένας συνδυασμός αριστοτελισμού και χριστιανισμού, αλλά δεν ήταν δυνατό να επιβληθούν οι απόψεις του Δομινικανού φιλοσόφου, ώστε να πάψουν οι συζητήσεις γύρο από την αξία των έργων του Αριστοτέλη. Γεγονός είναι ότι, ακόμη και όταν με την προφορική τους μορφή διατυπώθηκαν οι θέσεις του Ακυινάτη, είχαν ήδη ξεπερασθεί από ομάδα σχολιαστών που επικαλούνταν ένα αυστηρό, αλλά και «επικίνδυνο» ερμηνευτή της σκέψεως του Αριστοτέλη, τον άραβα φιλόσοφο Αβερρόη. Στα μάτια του Αβερρόη ο Αριστοτέλης «δεν μπορούσε να σφάλλει», αφού πλάστηκε από τη θεία Πρόνοια και από αυτήν δόθηκε στους ανθρώπους, για να μάθουν καθετί που είναι δυνατό να μάθουν. Έτσι, όταν φαίνεται ότι οι αριστοτελικές απόψεις έρχονται σε σύγκρουση με τις αλήθειες της πίστεως (αυτής βέβαια που προκύπτει από το κοράνι), τότε οι τελευταίες είναι που δεν γίνονται αντιληπτές με ακρίβεια. Μπορούμε επομένως να ασχολούμεθα με την ανάγνωση του Αριστοτέλη Digitized by 10uk1s
και να τον σχολιάζομε, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για τη συμφωνία ή φαινομενική διαφωνία με το δόγμα. Γι' αυτό και ο Αβερρόης, χωρίς κανένα δισταγμό μπροστά στις λογικές συνέπειες του περιπατητικού συστήματος, υιοθετεί, ανάμεσα στ' άλλα, τη θέση περί της αιωνιότητας του κόσμου και περί της υπάρξεως ενός μοναδικού νου, δημιουργού της σκέψεως σε κάθε άτομο, πράγμα που φαίνεται σύμφωνο με την ιδέα της ατομικής ψυχής και της προσωπικής αθανασίας. Κατά τον Αβερρόη, η φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι η υπέρτατη αλήθεια. Στη σχολή των «τεχνών» στο Παρίσι, όπου, όπως είδαμε, η παπική Εκκλησία έπρεπε να ακυρώσει την απαγόρευση της μελέτης των έργων του Σταγειρίτη φιλοσόφου, οι καθηγητές που ανέλαβαν τη σχετική προσπάθεια ήταν διατεθειμένοι να υιοθετήσουν τη φιλελεύθερη άποψη του Αβερρόη. Έτσι θα απαλλάσσονταν από τη φροντίδα για την ακριβή συμφωνία ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Οι σχολιαστές λοιπόν του Αβερρόη εξασφάλιζαν το μεγάλο πλεονέκτημα να ακολουθούν το κείμενο του Αριστοτέλη κατά το πνεύμα του και κατά το γράμμα του. Ο Αβερρόης ήταν ο κατ' εξοχήν «Σχολιαστής»· καθώς μάλιστα είχε εφαρμόσει μία μέθοδο σχολίων με διαβαθμίσεις (διακρίνονταν π.χ. σε «μικρά», «μεσαία» και «μεγάλα»), τα βιβλία του χαρακτηρίστηκαν ως τα πιο κατάλληλα για να ανταποκριθούν στις ανάγκες της διδασκαλίας. Έτσι εξηγείται η μεγάλη υποδοχή που επιφυλάχθηκε από πανεπιστημιακούς του λαϊκού κλήρου του Παρισιού στις πρώτες λατινικές μεταφράσεις, πλήρεις ή σχεδόν πλήρεις, που άρχισαν να διαδίδονται στη Δύση, όταν ο «νέος Αριστοτέλης» έλαβε το δικαίωμα επίσημα να εισέλθει στη σχολή των «τεχνών» (από το 1255). Ο Αλβέρτος ο Μεγάλος, κατά παράκληση του πάπα Αλεξάνδρου Δ', προσπάθησε στα 1256 με την πραγματεία του «Περί της ενότητος του Νου, απάντηση στον Αβερρόη», να εμποδίσει τον δρόμο προς τον ολοκληρωτικό αυτόν αριστοτελισμό. Ωστόσο ο αβερροϊσμός έκαμε ταχύτατες προόδους στο Παρίσι, ώστε ο άγιος Θωμάς, γύρο στα 1270, ταράχθηκε κι έγραψε κι αυτός ένα δοκίμιο «Περί της ενότητος του Νου», όχι τόσο εναντίον του Αβερρόη όσο κατά των νέων οπαδών των μεθόδων του και του φιλοσοφικού του συστήματος. Έτσι άρχισε μια μακρόχρονη και κάποτε βίαιη πολεμική, κατά την οποία διακρίθηκε ο αρχηγός των αβερροϊστών του Παρισιού, ο καθηγητής Σίγερος ο εκ Βραβάνδης (de Brabant). Οι απόψεις του ήταν απόλυτες. Σαν πιστός μαθητής του άραβα σχολιαστή, ο Σίγερος, βεβαιώνει κατ' αρχήν ότι οι αλήθειες της πίστεως είναι και πρέπει να μείνουν έξω από κάθε αιτία. Φτάνει να υποστηρίξει μάλιστα ότι ο Θεός δεν μπορεί να είναι η αποχρώσα αιτία των πραγμάτων και ότι δεν έχει την ικανότητα να προμαντεύει τα μέλλοντα να γίνουν. Υποστήριζε την ίδια στιγμή την αιωνιότητα του κόσμου και το αιώνιο γύρισμα των ίδιων κύκλων των γεγονότων. Πιστεύει, τέλος, όπως ο Αβερρόης, στην ενότητα του ανθρωπίνου πνεύματος. Ωστόσο, οφείλομε να σημειώσομε ότι ο Σίγερος φρόντιζε να υποστηρίζει τις θέσεις του, χωρίς να προβάλλει απροκάλυπτα τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας με βάση μόνο τον ορθό λόγο. Εδέχετο επίσης και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, λέγοντας χαρακτηριστικά: «να σκέφτεται κανείς σαν φιλόσοφος και να πιστεύει σαν χριστιανός». Παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές, η τάση ερμηνείας του αριστοτελικού έργου με τέτοιες αρχές προκάλεσε την έντονη αντίδραση της παπικής Εκκλησίας. Ο Θωμάς ο Ακυινάτης πηγαίνει ο ίδιος στο Παρίσι, για να υποστηρίξει το φιλοσοφικό του σύστημα. Οι Φραγκισκανοί, από την άλλη μεριά, επωφελούνται από την κατάσταση αυτή, δηλ. από την αντιπαπική χρησιμοποίηση του αριστοτελικού έργου, και επιτίθενται κατά των αβερροϊστών και των θωμιστών. Προτείνουν μάλιστα την ολοσχερή κατάργηση της διδασκαλίας του Αριστοτέλη. Στα 1277 πάντως καταδικάζεται επίσημα ο αβερροϊσμός, καθώς και ένα μέρος από τις ιδέες του Θωμά.
Digitized by 10uk1s
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να καταργηθεί εξ ολοκλήρου η διδασκαλία των πιο σημαντικών έργων του Αριστοτέλη στα πανεπιστήμια του Παρισιού και της Οξφόρδης. Παρά τις απαγορεύσεις αυτές, αβερροϊσμός και θωμισμός συνεχίζουν τη μάχη των ιδεών σε όλο το δεύτερο μισό του 13ου αι.
10. Η ΦΡΑΓΚΙΣΚΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΣΤΗΝ ΟΞΦΟΡΔΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΓΗΡΟΣ ΒΑΚΩΝ Αλλά δεν υπάρχει άλλη επιστήμη εκτός από την αριστοτελική; Το σύστημα του Αριστοτέλη δεν προκαλούσε δυσχέρειες μόνο θεολογικής φύσεως. Ερχόταν συχνά σε διαφωνία με τα γεγονότα, ενώ η ανεπάρκεια των κοσμολογικών θεωριών που περιέκλειε είχε επισημανθεί ήδη από καιρό. Οι οπαδοί του αριστοτελισμού συνήθως εγοητεύοντο από οξυδερκείς ερμηνείες, χωρίς να τολμούν να φτάνουν σε ειλικρινείς διορθώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την κατάρρευση ενός οικοδομήματος με τόσο θαυμάσιο τρόπο συναρμολογημένου. Αντί να προβάλλομε αμέσως την ανάγκη για την ύπαρξη ενός συνόλου επιστημονικών αρχών αλύγιστων και άθικτων, όπως ακριβώς τα δόγματα, θα έπρεπε να δεχόμαστε ότι η γνώση μας μπορεί συνεχώς να τελειοποιείται και ότι είναι μάταιη η προσπάθεια πλήρους συστηματοποιήσεως. Τότε θα ήταν δυνατό να διαφυλάξομε για τις επιστήμες μια τιμητική θέση ανάμεσα στις ανθρώπινες γνώσεις. Τις επιστήμες αυτές δεν θα τις πιέσομε κάτω από τις ανάγκες ενός φιλοσοφικού συστήματος, αλλά θα τις τοποθετήσομε απέναντι στα γεγονότα και θα τις ερμηνεύσομε στο φως της εμπειρίας. Θα τις αναλύσομε στα στοιχεία τους, για να προσπαθήσομε να δώσομε σε κάθε περίπτωση μια λογική εξήγηση. Μια που η αλήθεια είναι μία, κάθε ανθρώπινη επιστήμη δεν μπορεί να οδηγεί παρά στη θεία επιστήμη, κλειδί όλων των άλλων. Η σπουδαιότητα της εμπειρίας Αυτές τις απόψεις καλλιέργησαν οι δάσκαλοι του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Από το πρώτο μισό του 13ου αι. ο Ροβέρτος Grossetête δίδασκε εκεί την ανάγκη επανόδου στην άμεση εμπειρία, ενώ σε ένα καταπληκτικό δοκίμιό του για τη διάδοση του φωτός επιζητούσε να υπαγάγει τη φυσική στους μαθηματικούς νόμους, στους οποίους υπακούουν οι κινήσεις των σωμάτων στον χώρο. Αυτή η στάση του παραπάνω σοφού, η οποία χωρίς κόπο συνδυαζόταν με τις ανάγκες της θεολογίας, συνέβαλε ουσιαστικά στον προσανατολισμό της φραγκισκανικής σχολής στην Αγγλία. Οι αδελφοί Μινορίτες, που δίδαξαν στην Οξφόρδη από τα μέσα του 13ου αι., δεν έπαψαν να διακηρύσσουν, όπως ο Ροβέρτος, την ανάγκη μιας θετικής επιστήμης που να στηρίζεται πάνω στην εμπειρία και στη δύναμη των μαθηματικών για την ερμηνεία των γεγονότων. Ακολουθώντας θαρραλέα την καρποφόρα αυτή άποψη, είχαν το προνόμιο, σε μια εποχή που η συζήτηση στο Παρίσι διαιωνιζόταν σχετικά με το ευτελές πρόβλημα της ορθοδοξίας του Αριστοτέλη, να τολμήσουν, με τη βεβαιότητα της πίστεώς τους, να εξασφαλίσουν στις επιστημονικές έρευνες την πλήρη τους ανεξαρτησία και να τις απελευθερώσουν από την αντίληψη του συστήματος, για να τις κατευθύνουν στο πεδίο της πραγματικότητας. Ο Βάκων και το «μανιφέστο» του Από τους πιο γνωστούς και πιο ενθουσιώδεις προπαγανδιστές των νέων αυτών ιδεών υπήρξε ο Φραγκισκανός Ρογήρος Βάκων, από τους καλύτερους μαθητές του Ροβέρτου Grossetête. Σπούδασε στην Οξφόρδη και έπειτα πήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε αρκετά χρόνια, από το 1244 ως το 1250. Στο παρισινό όμως πανεπιστήμιο δοκίμασε βαθειά απογοήτευση από την τυπική και άχρηστη διδασκαλία των καθηγητών, σε μια εποχή μάλιστα που δίδασκαν εκεί ο Αλέξανδρος ο εκ Χάλης και ο δομινικανός Αλβέρτος ο Μέγας. Όταν γύρισε στην Οξφόρδη, βάλθηκε να αντικρούσει τις παρισινές «Summae», τις τόσο βαρύγδουπες, αλλά και τόσο κενές από επιστήμη, κηρύχθηκε υπέρ της Digitized by 10uk1s
«εμπειρικής» επιστήμης και αποφάσισε να συγγράψει μια εγκυκλοπαιδεία πραγματικά επιστημονική, που θα άνοιγε στο ανθρώπινο πνεύμα νέους δρόμους προόδου. Όταν στα 1265 ανήλθε στον παπικό θρόνο ο Κλήμης Δ', με τον οποίο ο Βάκων είχε συνδεθεί ενωρίτερα, δόθηκε η ευκαιρία στον άγγλο φιλόσοφο να ακουστεί περισσότερο. Από το 1266 ως το 1268 έστειλε στον πάπα αρκετές πραγματείες του ή «προπαρασκευαστικά» έργα, όπως το Opus majus, το Opus minus, το Opus tertium. Σε καθένα απ' αυτά αναιρούσε τις μεθόδους που εφαρμόζονταν ως τότε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και προέβαλλε τα πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης δικής του μεθόδου. Το Opus majus, στο οποίο τα άλλα δύο έργα δεν προσφέρουν παρά μερικές συμπληρώσεις, είναι το πιο σπουδαίο. Πρόκειται για ένα αληθινό μανιφέστο, που βοηθά να σταθμίσομε με μια πρώτη ματιά την έκταση και την ποικιλία του προγράμματος της Οξφόρδης. Συγκεκριμένα, απαιτείται βασικά μια ισχυρή φιλολογική κατάρτιση, που να δίνει την ικανότητα του ελέγχου των κακών μεταφράσεων και της άμεσης επαφής με τα πρωτότυπα έργα, τα ελληνικά, τα εβραϊκά, τα χαλδαϊκά ή τα αραβικά. Έπειτα χρειάζεται βαθειά γνώση των μαθηματικών, στα οποία, όπως απέδειξε ο Ροβέρτος Grossetête, στηρίζονται η φυσική και κατά ένα γενικό τρόπο όλες οι επιστήμες της φύσεως. Ακολουθεί μια προχωρημένη σπουδή των φυσικών φαινομένων, ιδιαίτερα της προοπτικής και της οπτικής που είναι επιδεκτικές για την άμεση εφαρμογή των μαθηματικών νόμων. Έρχεται, τέλος, η μαθητεία στον πειραματισμό, στην «εμπειρική» επιστήμη (η λέξη φαίνεται πως για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον Βάκωνα). Αυτή είναι η μόνη που επιτρέπει την επαλήθευση των νόμων, τους οποίους διαμορφώνει η μαθηματική συλλογιστική πορεία. Τέτοιος είναι, στα ουσιωδέστερα σημεία, ο κύκλος σπουδών και το μεγαλειώδες πρόγραμμα που εκθέτει ο Ρογήρος Βάκων, για να φτάσει κανείς σε μια επιστήμη άξια για το όνομά της, της οποίας επιστέγασμα παραμένει η θεολογία. Ο Βάκων με την πλούσια επιχειρηματολογία του και το σαρκαστικό του ύφος, με τον φιλελεύθερο τόνο στη γλώσσα και στις εκδηλώσεις του προκάλεσε τις βίαιες αντιδράσεις της εποχής του. Καταδιώχθηκε και στο τέλος φυλακίστηκε. Το έργο του περιέπεσε στην ανθρώπινη λήθη. Χρειάστηκε να περάσουν αιώνες ολόκληροι για να έλθει και πάλι στο φως και να αναγνωρισθεί η τεράστια σημασία του για την ιστορία της φιλοσοφίας και γενικά της επιστήμης. Η παράδοση πάντως δεν χάθηκε στην Οξφόρδη. Θα συνεχισθεί, κατά το πρώτο μισό του 14ου αι., με τον Γουλιέλμο Όκκαμ, το μεγάλο αυτό πνεύμα, το οποίο οι ιστορικοί της μεσαιωνικής επιστήμης θεωρούν ως πρωτουργό της νεώτερης σκέψεως. Δεν σταθεροποιείται βέβαια αυτή η θετική επιστήμη που ο Ροβέρτος Grossetête και ο Ρογήρος Βάκων είχαν ονειρευθεί, αποδεικνύεται όμως, μέσα στην αναζήτηση της αλήθειας, ότι ο αριστοτελισμός, ο θωμισμός και οποιοδήποτε άλλο σύστημα δεν αποτελούν αποκλειστικά τη μοναδική λύση. Την ίδια ωστόσο εποχή, που τα πανεπιστήμια δίνουν ξεχωριστό ρυθμό στην πνευματική ζωή των δυτικών λαών, η καλλιτεχνική δραστηριότητα στην Ευρώπη έχει να παρουσιάσει αξιόλογα έργα, που απαιτούν ιδιαίτερη πραγμάτευση.
Digitized by 10uk1s
XI. Η ΡΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΓΟΤΘΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Η μεσαιωνική τέχνη με τους μεγαλοπρεπείς καθεδρικούς ναούς και τα κοινοτικά μέγαρα διαιρείται σε δύο περιόδους, τη «ρωμανική» και τη «γοτθική». Τα δημιουργήματα και των δύο τεχνοτροπιών παρατηρούνται στη Δύση από τον 9ο-10ο αι., κυρίως όμως από τον 11ο ως τον 15ο αι. Θα ήταν ανεξήγητα, αν δεν υπολογίζαμε την ευεργετική επίδραση στους δυτικούς λαούς των ξένων καλλιτεχνικών στοιχείων. Έπειτα, οι βαρβαρικές επιδρομές δεν προκάλεσαν αναστολή στην εξέλιξη της τέχνης. Οι «βάρβαροι» γερμανικοί λαοί εθαύμαζαν τα μεγαλοπρεπή μνημεία της Ιταλίας, τα μαυσωλεία, τα υδραγωγεία, τις γέφυρες, τις αψίδες θριάμβου, τις επιτύμβιες στήλες, τους ναούς, κ.ά., τα οποία ήταν διάσπαρτα στις δυτικές ρωμαϊκές επαρχίες. Τα μνημεία αυτά εχρησίμευσαν πολλές φορές ως πρότυπα στους κατακτητές, οι οποίοι αρχικά τα μιμούνται κατά τρόπο χονδροειδή, αλλά αργότερα προχωρούν και παρουσιάζουν πρωτότυπα στοιχεία. Από τις επιδράσεις που η δυτική μεσαιωνική τέχνη δοκίμασε πρέπει να αναφερθεί πρώτα πρώτα η βυζαντινή. Τα μνημεία του Εξαρχάτου της Ραβέννας αποτέλεσαν υπόδειγμα στους λαούς της Δύσεως. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ανακτορικός ναός που έκτισε ο Καρλομάγνος στην πρωτεύουσά του, το Ακυίσγρανο. Θέλησε να αντιγράψει τον άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας· κατέληξε όμως να μεταφέρει τους ίδιους τους κίονες του ναού αυτού και να τους χρησιμοποιήσει στον δικό του ναό. Αλλά δεν στάθηκε μόνο στην αρχιτεκτονική σημαντική η επίδραση του Βυζαντίου. Πολλά αντικείμενα λατρείας, πολέμου, διακοσμήσεως, μεταξωτά υφάσματα με θαυμάσια κεντήματα για τις ενδυμασίες των αρχόντων, ιερά άμφια, λειτουργικά σκεύη, δίπτυχα με αναπαραστάσεις θρησκευτικών σκηνών, πολύτιμες διακοσμητικές πέτρες κ.ά., μεταφέρονταν συχνά από τον βυζαντινό κόσμο στη Δύση και χρησιμοποιούνταν εκεί ως υπόδειγμα. Από τη Συρία εισάγεται η τέχνη των μικρογραφιών στα χειρόγραφα, καθώς και άλλες γραφικές αναπαραστάσεις, που θα προσφέρουν αργότερα τα πρώτα μοτίβα για τη διακόσμηση των vitraux. H ισλαμική εξ άλλου τέχνη, κυρίως των Αράβων της Ισπανίας, συνέβαλε ουσιαστικά στη διαμόρφωση της δυτικής τέχνης, στην οποία έδωσε την τάση για το κολοσσιαίο, τη μεγαλοπρέπεια, την υπερβολική πολυτέλεια για διακόσμηση, για τις εξωτικές αναπαραστάσεις από τη Βίβλο κ.ά. Η δυτική λοιπόν τέχνη υιοθέτησε και αναχώνεψε ετερογενή στοιχεία, που τελικά τα αφομοίωσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε από τον 11ο αι. να επισημαίνομε πρωτότυπες εκδηλώσεις, οι οποίες, δύο αιώνες αργότερα, θα οδηγήσουν σε μεγαλειώδη δημιουργήματα. Το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό της δυτικής τέχνης, μια που έχομε λαούς χριστιανικούς, είναι η καλλιτεχνική απόδοση των λατρευτικών εκδηλώσεων προς το θείο. Το μεσαιωνικό πνεύμα, όπως άλλωστε και το βυζαντινό, δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλες αισθητικές εκδηλώσεις έξω από τη θρησκεία. Γι' αυτό, τόσο η αρχιτεκτονική, όσο και η γλυπτική και η ζωγραφική επί σειρά αιώνων αφιερώθηκαν στην κατασκευή και διακόσμηση των χριστιανικών ναών. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι οι πιο πολλοί από τους ναούς αυτούς τιμούνται στο όνομα της Παναγίας, της οποίας η λατρεία έφτανε ως το πάθος. Άλλοι ναοί επίσης ήταν αφιερωμένοι στον προστάτη άγιο του μοναστηριού ή της πόλεως. Digitized by 10uk1s
2. Ο ΡΩΜΑΝΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ Στα μοναστήρια επισημαίνομε τις πρώτες εκδηλώσεις της δυτικής τέχνης. Ύστερ' από πολλές απόπειρες, οι μοναχοί εφήρμοσαν οριστικά στους ναούς των μεγάλων αββαείων το σχήμα του σταυρού (βασιλική). Αυτό έγινε όχι μόνο για λόγους συμβολικούς, αλλά και γιατί η εσωτερική διαρρύθμιση του ναού ήταν ανετότερη. Αλλά ο πιο χαρακτηριστικός νεωτερισμός του ρωμανικού ρυθμού είναι η χρησιμοποίηση του θόλου. Ως τον 10ο αι. οι στέγες των ναών ήταν ξύλινες, γι' αυτό και δεν άντεχαν στις ληστρικές επιδρομές, ενώ συχνά καταστρέφονταν από πυρκαγιές. Έτσι αναγκάζονταν οι πιστοί να κατασκευάζουν υπόγειες κρύπτες, όπου διατηρούσαν λείψανα των αγίων ή άλλα πολύτιμα ιερά αντικείμενα. Από τότε συνεχίστηκε η παράδοση να χτίζονται κρύπτες ακόμη και όταν άλλαξε το σύστημα οικοδομής των ναών. Ως προς την εμφάνιση του θόλου στη Δύση υποστηρίχθηκε ότι έχομε μια αναγέννηση της ρωμαϊκής τέχνης κατά τον 10ο αι., αφού οι θόλοι αποτελούσαν βασικό στοιχείο της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Γι' αυτό και αυθαίρετα η τεχνοτροπία αυτή της κατασκευής θολωτών κτιρίων ονομάστηκε «ρωμανική». Αλλά μια τέτοια άποψη δεν φαίνεται ισχυρή, γιατί αν συνεχιζόταν η ρωμαϊκή παράδοση, θα είχαμε δείγματά της και κατά τους προηγούμενους αιώνες και όχι να αναμένομε τον 10ο αι. Το πιο πιθανό είναι να δεχθούμε ότι το Βυζάντιο, που αρκετά νωρίς είχε λύσει το αρχιτεκτονικό πρόβλημα θολωτών ναών, έδωσε στη Δύση τα σχετικά στοιχεία. Είναι άλλωστε βέβαιο ότι η τεχνοτροπία αυτή παρατηρείται στους ναούς της νότιας - μεσογειακής Γαλλίας που βρισκόταν σε στενή σχέση με τον βυζαντινό κόσμο. Αλλά τα προβλήματα που προκαλούσε η ύπαρξη του θόλου ήταν πολλά και απ' αυτά δημιουργήθηκαν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του ρωμανικού ρυθμού. Πρώτα πρώτα, ενώ η οριζόντια στέγη ενώνει και στερεώνει τα τοιχώματα, αντίθετα ο θόλος ασκεί στα τοιχώματα, στα οποία στηρίζεται, πίεση και τα σπρώχνει προς τα έξω. Επομένως, όσο πιο μεγάλος είναι ο θόλος, τόσο τα πλάγια τοιχώματα, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος καταρρεύσεως του ναού, γίνονται πιο φαρδιά, έχουν μεγαλύτερο πάχος, ενώ από έξω ενισχύονται με αντερείσματα. Αποφεύγονται εξ άλλου τα μεγάλα ανοίγματα που θα χρησίμευαν για παράθυρα. Στο εσωτερικό, κατά μήκος του νάρθηκα, προστίθεται σειρά στηλών, επιστηλίων και αψίδων, για να συγκρατήσουν τα χαμηλά μέρη του θόλου. Οι πόρτες και τα ανοίγματα γενικά στο άνω μέρος σχηματίζουν ημικυκλικό θόλωμα. Αυτά είναι τα γενικά γνωρίσματα του ρωμανικού ρυθμού, τα οποία βέβαια παρουσιάζουν διαφορές από περιοχή σε περιοχή. Πάντως η μορφή, που παίρνει ο ναός και γενικά το οικοδόμημα μετά την εμφάνιση του θόλου, είναι αυστηρή και βαρειά. Το εσωτερικό του κτιρίου είναι ως επί το πλείστον σκοτεινό. Ωστόσο, η αυστηρότητα αυτή της αρχιτεκτονικής γραμμής και η μαθηματική αναλογία των μερών εξασφαλίζουν αίσθημα συμμετρίας που επιβάλλει το σέβας και εκφράζει μια αρρενωπή καλλονή, που θυμίζει κάπως τους ελληνικούς ναούς δωρικού ρυθμού. Έπειτα σιγά σιγά μειώνεται η πληκτική βαρύτητα των ναών ρωμανικού ρυθμού, γιατί η αρχιτεκτονική με το πέρασμα του χρόνου πετυχαίνει λεπτότερους τοίχους, μεγαλύτερα ανοίγματα, για να μπαίνει περισσότερο φως, μεγαλοπρεπέστερους θόλους και διεύρυνση του εσωτερικού χώρου.
3. Ο ΓΟΤΘΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ Η ονομασία του ρυθμού αυτού δεν έχει σχέση με τους Γότθους, τους γνωστούς Γερμανούς «βαρβάρους». Για να γίνεται η διάκριση, στα χρόνια της Αναγεννήσεως, των παλαιών δυτικών εκκλησιών, δόθηκε ένα τέτοιο όνομα σ' αυτές με την έννοια του «βαρβαρικού», αφού οι Γότθοι Digitized by 10uk1s
εθεωρούντο βάρβαροι. Πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο είναι ο γνωστός καλλιτέχνης Ραφαήλ. Με τον όρο λοιπόν «γοτθικός ρυθμός» εννοούσαν βαρβαρική τεχνοτροπία. Τα πρώτα δείγματα της γοτθικής τέχνης εμφανίσθηκαν στην περιφέρεια του Παρισιού. Χρονικά, η αρχή των γοτθικών μνημείων τοποθετείται κατά τον 12ο αι., η ακμή παρατηρείται κατά τον 14ο και 15ο αι. Τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά του γοτθικού ρυθμού είναι: • • •
το τεθλασμένο τόξο, ο θόλος σε διασταυρούμενες νευρώσεις ή οικοδομικές ψαλίδες, και οι αντηρίδες ή τα διακεκομμένα τόξα εξωτερικής στηρίξεως.
Τα τεθλασμένα τόξα σε διαδοχική σειρά καθ' ύψος δεν προσφέρουν μόνο μεγαλύτερες ευκολίες για γλυπτική διακόσμηση, αλλά κάνουν το οικοδόμημα ελαφρότερο· του δίνουν «ευγένεια», γραφικότητα και λεπτότητα. Η εφαρμογή εξ άλλου των διασταυρουμένων νευρώσεων ή αρχιτεκτονικών ψαλίδων αποτελεί τη βάση του γοτθικού ρυθμού. Γι' αυτό και συχνά ο γοτθικός ρυθμός ονομάζεται «αρχιτεκτονική των τεθλασμένων αψιδωτών τόξων». Ο θόλος στηρίζεται στο εσωτερικό και το βάρος κατανέμεται σε ορισμένα γεωμετρικά σημεία. Ο χώρος στο εσωτερικό του ναού αυξάνει σε ύψος και πλάτος, οι νάρθηκες γίνονται περισσότεροι, οι τοίχοι λεπτότεροι χωρίς να υπάρχει πια ο κίνδυνος καταρρεύσεως, γιατί το βάρος των θόλων σπρώχνεται προς τα έξω με τις οικοδομικές ψαλίδες σε σημεία τα οποία ενισχύονται με τις αντηρίδες, τα εξωτερικά δηλ. ημιτόξια στηρίγματα· αυτά αποτελούν και εξωτερική διακόσμηση. Ανοίγονται τώρα περισσότερα παράθυρα, γιατί δεν υπάρχει κανένας φόβος. Τα παράθυρα δίνουν την αφορμή να ανθήσει η γνωστή τέχνη των πολύχρωμων αναπαραστάσεων επάνω στα τζάμια. Είναι τα περίφημα vitraux, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γοτθικού ρυθμού. Οι ναοί της γοτθικής επίσης τεχνοτροπίας συνδυάζουν και εναρμονίζουν απόλυτα τη γλυπτική με την αρχιτεκτονική. Στη σκαλιστή πέτρα οι άγνωστοι τεχνίτες του όψιμου Μεσαίωνα κατόρθωναν να μεταδώσουν τις ιδέες, τους φόβους, τα ιδανικά, τις ελπίδες και τις ανησυχίες της εποχής τους. Αστοί και καθεδρικοί ναοί Οι ναοί της ρωμανικής τέχνης αποδίδουν την αυστηρή μεγαλοπρέπεια των μοναστηριών και των μεγιστάνων, ενώ εκείνοι της γοτθικής αντανακλούν την εξέλιξη των αστικών τάξεων και τη δημιουργία των πόλεων. Οι πόλεις είναι κέντρα της οικονομικής ζωής, του πλούτου, της πνευματικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Είναι η εποχή των μεγάλων καθεδρικών ναών και των κοινοβίων των Δομινικανών και των Φραγκισκανών. Οι καθεδρικοί ναοί, όπως π.χ. του Παρισιού, της Ρεμς, της Αμιένης, της Σάρτρης, κτισμένοι κάτω από την επίβλεψη του επισκόπου και της «συντεχνίας» που ελέγχεται από λαϊκούς, πλούσιους εμπόρους, συμβολίζουν τον νέο πλούτο των πόλεων. Ο καθεδρικός ναός δεν είναι μόνο ένας τόπος λατρείας. Δεν συγκεντρώνει μόνο τους κατοίκους της γύρο περιοχής στις ώρες της λειτουργίας και των προσευχών. Δέχεται ακόμη τα πλήθη που έρχονται να ακούσουν τους λόγους και τις χορωδίες, να θαυμάσουν τις πομπές και τους λειτουργικούς χορούς, οπότε προβάλλεται η πολυτέλεια των ενδυμάτων και των κοσμημάτων. Αυτά τα πλήθη συμμετέχουν επίσης στις μεγάλες επίσημες γιορτές, παρακολουθούν τις πρώτες παραστάσεις των θρησκευτικών δραμάτων, των «μυστηρίων», που αρχικά δίνονται στον νάρθηκα. Έτσι ο καθεδρικός Digitized by 10uk1s
ναός μπορεί να συμπεριλάβει τον πληθυσμό ολόκληρης της πόλεως. Επιτρέπει στην πόλη, όπως άλλοτε οι αρχαίοι ναοί, το ρωμαϊκό forum, τα θέατρα κ.λ., να διαβεβαιώσει την επιρροή της και το γόητρό της επάνω στις γειτονικές περιοχές της υπαίθρου. Πρόκειται για ένα από τα ουσιώδη στοιχεία αυτού του αστικού πολιτισμού που ξανανθίζει πάλι. Ξεκινώντας μάλιστα από την τελευταία αυτή άποψη, μπορούμε να θεωρήσομε τον καθεδρικό ναό σαν μια εκδήλωση αστικής τέχνης, η οποία αποδίδει τη νοοτροπία και τις επιδιώξεις ενός νέου κοινωνικού συνόλου. Γενικά ο καθεδρικός ναός γίνεται η απτή εικόνα της ουράνιας Ιερουσαλήμ, «κτισμένος με πολύτιμες πέτρες, διαφανής σαν το κρύσταλλο», χάρη στην ανάταση προς τον ουρανό του οικοδομήματος και στην αναζήτηση του πολύχρωμου φωτός, μέσα από τα μεγάλα vitraux.
Digitized by 10uk1s
XII. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ (14ος-15ος αι.)
1. Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΡΙΣΗ Για τους δυο τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα, τον 14ο και τον 15ο, ομόφωνη ήταν η γνώμη των ιστορικών, πριν από λίγα χρόνια, ότι στο διάστημα των 200 αυτών ετών η Δύση γνώρισε τρομερές δυσκολίες, είτε εξ αιτίας δημογραφικών καταστροφών είτε από οικονομική εξαθλίωση. Πρόκειται δηλ. για μια περίοδο συστολής και γενικής οπισθοδρομήσεως, ύστερ' από την εποχή της ευφορίας και της αναπτύξεως κατά τους 11ο-13ο αι. Αυτή η ιδέα στηριζόταν αρχικά σε μια συνολική θεώρηση που προερχόταν από τη μελέτη των χρονικογράφων, καθώς και από τις μελέτες των πρώτων ιστορικών της μεσαιωνικής οικονομίας, ιδιαίτερα του Henri Pirenne. Αλλά τα χρονικά περιγράφουν πιο πολύ τη δυστυχία στη Γαλλία, κυρίως στη Βόρεια Γαλλία, στα χρόνια του Εκατονταετούς πολέμου (1337-1453). Ο πίνακας είναι συχνά μελανός και παρουσιάζεται κατά ένα τρόπο δραματικό. Ο Pirenne διαβεβαίωνε για την καταστροφή της υφαντικής βιοτεχνίας στη Bruges και στη Γάνδη, για την ερήμωση των χωριών, την εγκατάλειψη των παλαιών εμπορικών περιφερειών και για τους μεγάλους λιμούς της Φλάνδρας. Κατέληγε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι μια γενική κατάπτωση και εξαθλίωση παρατηρείται στην Ευρώπη. Οι απόψεις του Pirenne προκάλεσαν εντύπωση στους συγχρόνους του· και σήμερα ακόμη πολλοί τις αποδέχονται. Από την άλλη μεριά, οι ιστορικοί της οικονομίας του Μεσαίωνα, ασυνείδητα πολλές φορές, έπεφταν θύματα ενός είδους μυστικισμού της «Αναγεννήσεως», της «νεώτερης» εποχής. Βεβαίωναν έτσι ότι ο 14ος και 15ος αι. ήταν τα χρόνια της δυστυχίας και της αταξίας, και ικανοποιούνταν με την ιδέα μιας ανανεωμένης οικονομίας στον 16ο αι. Ο μύθος μιας οικονομικής Αναγεννήσεως συνδυαζόταν άμεσα με το ξαναγέννημα των τεχνών. Αλλά είναι ακατανόητο να προσάπτομε αδιάκριτα όλες τις μορφές καταπτώσεως, κατά τους δύο αυτούς αιώνες, σ' ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Το σφάλμα οφείλεται στο να τη θεωρήσομε σαν ένα σύνολο και να αγνοήσομε τον καταπληκτικό τεμαχισμό του μεσαιωνικού κόσμου. Οι πρόσφατες μελέτες υπογραμμίζουν την εντελώς ιδιόρρυθμη κατάσταση της Γαλλίας, που μένει καταστραμμένη από τους πολέμους και τις δυναστικές συγκρούσεις. Αποδεικνύουν ακόμη τη διαφορά ανάμεσα σε μερικές χώρες του Βορρά και στις χώρες της Μεσογείου, όπου η οικονομική και δημογραφική κατάπτωση στάθηκε λιγότερο βαθειά, ενώ η ανάρρωση πιο γρήγορη. Παρατηρήθηκε εξ άλλου ότι οι μεγάλες ανακαλύψεις, η θαλάσσια και αποικιακή πολιτική, υπήρξαν κυρίως έργο όχι βέβαια χωρών καταστραμμένων ή αδύνατων, αλλά χωρών πλούσιων σε ανθρώπους και σε επιχειρηματικό πνεύμα. Ακόμη και στον Βορρά αξίζει να παρατηρηθεί η μεγάλη οικονομική εξέλιξη της Αγγλίας και της Ολλανδίας, καθώς και η καταπληκτική ευημερία μερικών γερμανικών πόλεων. Το συμπέρασμα απ' όλα αυτά είναι ότι η κατάπτωση και η εξαθλίωση του 14ου αι. δεν είχαν παντού την ίδια διάρκεια ούτε την ίδια διάδοση.
Digitized by 10uk1s
2. ΤΑ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΩΛΗΣ Η γεωργική παραγωγή Η εξάπλωση των επιδημιών, στα χρόνια αυτά, εξηγείται από τη φυσιολογική αδυναμία, τη μικρότερη δηλ. αντίσταση του οργανισμού των ανθρώπων, εξ αιτίας του μακρόχρονου υποσιτισμού τους. Τα δίσεκτα χρόνια ή τα έτη της πείνας, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι και τα έγγραφα οικονομικού περιεχομένου, εμφανίζονται πιο συχνά απ' όσο στον 12ο και 13ο αι. Η εκχέρσωση των γαιών σταματά, είτε από έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος και δημιουργικού ενθουσιασμού, είτε γιατί ήταν απαραίτητο να διατηρούν μια κάποια ισορροπία ανάμεσα στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και στους χερσότοπους ή τα δάση, αναγκαία για τη βοσκή των κοπαδιών. Έτσι, καθώς ο πληθυσμός αυξάνει πάντοτε και η τεχνική της γεωργίας, που είναι πρωτόγονη, δεν επιτρέπει την ικανοποιητική αύξηση της παραγωγής, οι χωρικοί δεν έχουν πλούσια συγκομιδή. Ακόμη και οι σπόροι θα λείψουν. Οι σιτοδείες κτυπούν τεράστιες περιοχές που καλύπτουν τη Γαλλία, καθώς και γειτονικές της χώρες. Μια τέτοια, καταστρεπτική πράγματι, σιτοδεία σημειώθηκε στα 1316, οπότε πόλεις, όπως η Bruges και η Υπρ, έχασαν το 5% ή το 10% των κατοίκων τους, που πέθαναν μέσα στους δρόμους από πείνα. Αλλά αυτή η γενική κατάσταση δεν μπορεί ν' αποδοθεί σ' όλη τη Δύση, Διαπιστώνει βέβαια κανείς μια αναστολή των εκχερσώσεων, κατά τα έτη 1270-1280, σε περιοχές όπου επικρατούσε η παλαιά παραδοσιακή γεωργία, όπως στη Βόρεια Γαλλία και ιδιαίτερα στην περιφέρεια της Ile-de-France (περιοχή Παρισιού). Εντελώς διαφορετική είναι η κατάσταση σε περιοχές που αρχίζουν να καλλιεργούνται αργότερα, όπως συμβαίνει με τα ορεινά συγκροτήματα όπου η κατάκτηση του εδάφους συνεχίζεται χωρίς διακοπή μάλλον, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτό συμβαίνει στις Άλπεις, στα ιταλικά βουνά, ή στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας, στα μεγάλα δάση της Ρηνανίας. Εδώ οι χωρικοί κτίζουν χωριά στις άδενδρες περιοχές και οι άνθρωποι των δασών, ως τότε ημινομάδες, δένονται με τη γη. Η γερμανική εξάπλωση, στην Κεντρική Ευρώπη και στην Πρωσία, δεν χαλαρώνει παρά μόνο πολύ αργά. Στην Ιταλία έρχεται η στιγμή που η λομβαρδική πεδιάδα καλύπτεται από ένα δίκτυο από αυλάκια και αγωγούς που επιτρέπουν την εκμετάλλευση των παλαιών ελών ή την άρδευση των νέων εδαφών. Είναι ακόμη η στιγμή που οι ιταλικές πόλεις επιδίδονται σε μεγάλες προσπάθειες εκχερσώσεως, στα όρια των περιφερειών τους, και ιδρύουν νέες πόλεις, όπου εγκαθιστούν ελεύθερους χωρικούς· είναι οι borghi franchi (ελεύθεροι οικισμοί) της περιοχής του Varese, οι ville nuove (νέες εγκαταστάσεις) της Φλωρεντίας, επίσης οι ville nuove της Σιέννας, προς νότον, για να προφυλάγουν τους δρόμους προς τη Ρώμη. Στη Νότια Γαλλία, εξ άλλου, η κατασκευή επαύλεων ή αγροτικών συνοικισμών συνεχίζεται· ιδιαίτερα στην Προβηγκία ο κόμης παραχωρεί το δικαίωμα διαμονής σε κοινότητες χωρικών που θα εγκατασταθούν στην παραλιακή περιοχή προς ανατολάς. Η πανούκλα Τρομερές ωστόσο δημογραφικές συνέπειες θα σημειωθούν στη Δυτική Ευρώπη από τη μεγάλη μολυσματική αρρώστια των ετών 1348-1349, η οποία ονομάστηκε. Μεγάλη Πανώλης ή Μαύρη Πανούκλα. Αυτή προκάλεσε μια από τις πιο σοβαρές πληθυσμιακές καταστροφές που γνώρισε ποτέ η χριστιανική Δύση. Η μόλυνση ήλθε από την Ανατολή, από Γενοβέζους ναυτικούς, και διαδόθηκε στη Σικελία και στην Τοσκάνη αρχικά. Κτύπησε τους πληθυσμούς που ήταν λιγότερο προετοιμασμένοι για ν' αντιμετωπίσουν τη νέα μορφή της αρρώστιας. Digitized by 10uk1s
Διαδόθηκε ταχύτατα σ' ολόκληρη την Ευρώπη, ως την Αγγλία, Γερμανία και στη Σκανδιναβία ακόμη. Ο ιός παρέμενε για πολλούς μήνες σε κάθε πόλη ή περιοχή και γρήγορα προσέβαλλε όλους τους κατοίκους. Οι παλαιές επιδημίες, που άλλοτε εμφανίζονταν, σε κανονικά διαστήματα, στις δυτικές χώρες, είχαν βουβωνική μορφή. Διαδίδονταν από άρρωστους ποντικούς και από τα τσιμπήματα των ψύλλων. Στα 1348 όμως η πανώλης παρουσιάζει επιπλέον μια νέα μορφή, άγνωστη, όπως φαίνεται, στη Δύση, τη μόλυνση δηλ. των πνευμόνων, που διαδιδόταν ταχύτατα με τον αέρα. Έτσι εξηγούνται οι καταπληκτικές πρόοδοι της αρρώστιας και ο τεράστιος αριθμός των θυμάτων. Οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν με κανένα άλλο τρόπο παρά με το να απομονωθούν στα σπίτια τους και έπειτα να φύγουν μακριά από τις πόλεις. Η σκληρότητα και ο ανυποχώρητος χαρακτήρας της αρρώστιας, η οποία αμέσως θεωρήθηκε σαν θεϊκή τιμωρία, επηρέασαν πολύ τα πνεύματα των ανθρώπων και δημιούργησαν, ιδίως στις λαϊκές μάζες, ένα μυστικισμό με επικίνδυνο παροξυσμό· προκάλεσαν ακόμη επιβιώσεις μαγικών συνηθειών και πράξεων. Αρχίζουν οι μεγάλες εξιλαστήριες τελετές. Οι αυτομαστιγούμενοι, ομάδες δηλ. μετανοούντων, ιδιαίτερα πολυάριθμες στη Γερμανία, διατρέχουν τους δρόμους, μπαίνουν στις πόλεις, προσελκύουν την προσοχή των μαζών με τις παράξενες τελετές τους που τις διαδέχονται συλλογικά μαστιγώματα, χοροί και τραγούδια, μυστικιστικές εκστάσεις. Αλλά οι αυτομαστιγούμενοι προκαλούν επίσης ταραχές και αταξίες. Επισύρουν την οργή των φτωχών εναντίον των ξένων και των μη χριστιανών που τους θεωρούν υπεύθυνους. Στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Καταλονία, ο λαός κατακρεουργεί τους Εβραίους, τους οποίους κατηγορεί ακόμη ότι έριξαν δηλητήριο στα πηγάδια. Φυσικά είναι αδύνατο να υπολογίσομε τις ανθρώπινες απώλειες για όλη τη Δύση. Αρκετές εργασίες που έχουν γραφεί μας επιτρέπουν να υπογραμμίσομε τη σοβαρότητα της καταστροφής. Οι πόλεις, βέβαια, δοκίμασαν μεγαλύτερη φθορά από την ύπαιθρο. Στις πόλεις, οι φτωχές συνοικίες, όπου ο χώρος είναι πυκνά κατοικημένος και η υγιεινή πρωτόγονη, υπέστησαν τα πιο μεγάλα πλήγματα. Στην εξοχή η πανώλης προσέβαλε πιο πολύ τις κατοικημένες πεδιάδες παρά τα ορεινά, όπου έπειτα κατέφυγαν πολυάριθμοι πολίτες. Μπορούμε επομένως να υποθέσομε ότι ορισμένες απομονωμένες περιοχές έμειναν παντελώς έξω από τη μόλυνση. Συνολικά, περισσότερο από το 1/ 3 του πληθυσμού χάθηκε. Ο υπολογισμός αυτός είναι βέβαια κατά προσέγγιση, αλλά λέγει αρκετά για το μέγεθος του κακού. Η απώλεια ωστόσο σημαντικού αριθμού ανθρώπων προκάλεσε ανακατανομή των κληρονομιών και των περιουσιών. Επέτρεψε εξ άλλου στους επιβιώσαντες να διατραφούν κάπως πιο πλούσια. Από την άλλη μεριά, απάλειψε τα οικονομικά και χρηματικά εμπόδια που στη φτωχή ύπαιθρο ανέστελλαν τους πρώιμους γάμους. Στα χρόνια που ακολουθούν, μετά το 1348-1349, οι γάμοι και οι γεννήσεις αυξάνονται καταπληκτικά, ώστε οι απώλειες γρήγορα να εξουδετερωθούν. Το πιο σοβαρό σημείο εξ άλλου, από άποψη ψυχολογική και δημογραφική, είναι η επάνοδος της επιδημίας που κτυπά απρόσμενα και με τρόπο δραματικό όσους αρχικά γλύτωσαν. Αυτές οι επάνοδοι της αρρώστιας προκαλούν αγωνίες, άγχος και συλλογικούς φόβους, αφού οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι το κακό μπορεί να ξαναγυρίσει. Η ψύχωση για την πανώλη προσβάλλει όλους τους ανθρώπους και οι εκδηλώσεις της αυξάνονται με τον καιρό. Αυτό πάντως που πρέπει να τονισθεί είναι ότι οι επανεμφανίσεις της πανούκλας δεν είχαν, από άποψη γεωγραφική, τη διάδοση της επιδημίας του 1348. Παρατηρούνται σε περιοχές πολύ περιορισμένες και κυρίως κατά τρόπο ακανόνιστο. Ανάλογα με τη συχνότητα και την πυκνότητα των επανεμφανίσεων της επιδημίας, η δημογραφική ανάρρωση υπήρξε λίγο πολύ πρόωρη ή γρήγορη.
Digitized by 10uk1s
3, Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ Τα νέα διακινούμενα προϊόντα Οι κοινωνίες στη Δύση, κατά τον 14ο και 15ο αι., υιοθετούν νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, νέους τύπους δηλ. μετακινούμενων εμπόρων, νέα δρομολόγια, νέα εμπορική τεχνική, καινούργιους πιστοδοτικούς μηχανισμούς. Πρώτα πρώτα οι εμπορικές συναλλαγές δεν είναι πια «μεσαιωνικές», κατά τη γνωστή έννοια του όρου· οργανώνονται σε άλλες βάσεις και σε κλίμακα ευρύτερη. Η εξέλιξη αρχικά αναφέρεται στη φύση των διακινούμενων προϊόντων. Οι έμποροι του πρώιμου Μεσαίωνα, και αυτοί ακόμη των χρόνων των Σταυροφοριών, ενδιαφέρονταν πιο πολύ για προϊόντα πολυτελείας που άξιζαν περιουσίες, έστω και αν είχαν μικρό όγκο. Οι έμποροι τώρα του 14ου και 15ου αι. ασχολούνται με «βαρειά» εμπορεύματα, τα οποία πωλούνται σε σχετικά μικρή τιμή. Αν και το εμπόριο των αρωμάτων και των μεταξωτών συντηρείται πάντοτε, τώρα τα ευτελή και ταπεινά προϊόντα αποτελούν το περιεχόμενο των μεταφορών και ταξιδεύουν από τη μια άκρη στην άλλη του γνωστού κόσμου. Τα λιμάνια της Ιταλίας δέχονται το σιτάρι από τη Μαύρη Θάλασσα και από τις πεδιάδες της Βόρειας Γερμανίας. Τα κρασιά της Κρήτης, της Λιγυρίας και της Ανδαλουσίας φτάνουν στη Bruges και στο Λονδίνο. Η Ισπανία στέλνει πιθάρια με το λάδι της στην Ανατολή. Η εξέλιξη της υφαντικής βιομηχανίας, που έχει μεγάλη αγοραστική δύναμη, προκαλεί την αυξανόμενη ζήτηση των πρώτων υλών, όπως το κοινό μαλλί της Ισπανίας, το βαμβάκι της Ανατολής, καθώς και προϊόντα βαφής. Μια εταιρεία γενοβέζικη που εγκαταστάθηκε στη Χίο εκμεταλλεύεται τα ορυχεία στυπτηρίας της Φώκαιας, στη Μικρά Ασία, και διατηρεί το αποκλειστικό μονοπώλιο αυτού του προϊόντος, που είναι απαραίτητο για τη βαφή των μάλλινων υφασμάτων και για την επεξεργασία των δερμάτων. Η στυπτηρία τότε κυκλοφορεί σε όλους τους εμπορικούς δρόμους και φαίνεται σαν ένα από τα πρώτα αντικείμενα στη διεθνή εμπορική αγορά. Τα καινούργια καράβια Αυτή η εξέλιξη είχε προφανώς αρκετά σπουδαίες συνέπειες. Τις απλές γαλέρες της Μεσογείου, ελαφρές και γρήγορες, αλλά μικρής χωρητικότητας, που κινούνταν με κουπιά, θα τις διαδεχθούν οι εμπορικές γαλέρες ή γαλεάτσες με δύο κατάρτια, που μπορούν να μεταφέρουν ως 150 τόννους εμπορεύματα. Θα ακολουθήσουν τα μεγάλα και χονδρά πλοία, γνωστά ως nefs. Αυτά χρησιμοποιούνταν πιο πολύ στον Ατλαντικό και εισήχθησαν στη Μεσόγειο μάλλον από τους Βάσκους. Είχαν τεράστιες διαστάσεις (το κεντρικό κατάρτι ήταν γύρο στα 40 με 50 μ.) και μπορούσαν να μεταφέρουν πάνω από 1.000 τόννους εμπορεύματα. Τα πλοία αυτά αντέχουν στις θύελλες και στις πειρατικές επιδρομές, ταξιδεύουν άνετα στην ανοικτή θάλασσα και ακόμη, χάρη στα τρία τους κατάρτια και τα πανιά, προχωρούν και με αντίθετο άνεμο. Από τις παλαιές εμπορικές πόλεις η Φλωρεντία, προσκολλημένη πάντα στο εμπόριο των αρωμάτων, δεν εξοπλίζει παρά μόνο γαλέρες, ενώ η Γένοβα που ενδιαφέρεται για τα μαζικά προϊόντα φτιάχνει τα μεγάλα καράβια nefs. H Βενετία χρησιμοποιεί τις γαλέρες για τα παλαιά εμπορεύματα πολυτελείας, και τα μεγάλα πλοία για το βαμβάκι και τα κρασιά. Αλλά η χρησιμοποίηση των μεγάλων καραβιών επιβάλλει νέες απαιτήσεις, γιατί καθένα απ' αυτά αντιπροσωπεύει κεφάλαιο αξιόλογο. Πρέπει ν' αποφύγουν τις απώλειες από τον καιρό και τους Digitized by 10uk1s
κινδύνους ναυαγίων στο πλησίασμα προς τις ακτές. Δεν σταθμεύουν, όπως άλλοτε, σε όλες τις σκάλες· δεν προσεγγίζουν σε όλα τα λιμάνια. Έτσι γίνεται ένας συγκεντρωτισμός του εμπορίου προς όφελος μερικών λιμανιών που είναι εμπορικά σταυροδρόμια, κέντρα αποθηκεύσεως και αναδιανομής. Τα μεγάλα καράβια ταξιδεύουν, χωρίς ενδιάμεση στάθμευση, από τον Κάδικα ως το Σάουθάμπτον. Αγκυροβολούν λίγο έξω από τα λιμάνια, για να μην προσαράξουν σε αμμώδεις περιοχές. Με τις εξηγήσεις αυτές αντιλαμβανόμαστε γιατί εξελίχθηκαν κατά τρόπο λαμπρό ο Κάδιξ, το Σάουθάμπτον, το νησί Βάλχερεν (για το λιμάνι της Bruges). Από την άλλη μεριά, πλάι στους Ιταλούς και τους Γερμανούς που έχουν πάρει στα χέρια τους το σπουδαιότερο τμήμα του εμπορίου, αρχίζουν να εμφανίζονται και άλλα έθνη στον εμπορικό συναγωνισμό. Στη Βαλτική και στη Βόρεια θάλασσα, το χανσεατικό μονοπώλιο έχει κτυπηθεί σοβαρά από τους Ολλανδούς και από τους Άγγλους, που συχνά ταξιδεύουν στο Ντάντσιχ, στα σκανδιναβικά λιμάνια και στην Ισλανδία. Το Μπρίστολ στην Αγγλία πλουτίζει, φτιάχνει πλούσιες κατοικίες των εμπόρων, μια νέα παραλία και εξοπλίζει καράβια για τη Μεσόγειο. Στο Νότο, η Καστίλλη ευεργετείται από το ιταλικό εμπόριο στον Κάδικα και από τη Σεβίλλη, όπου ενώνονται, στον 15ο αι., οι μεγάλοι εμπορικοί δρόμοι του κόσμου ανάμεσα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Η Πορτογαλία επίσης αφυπνίζεται για μια νέα ζωή, καθώς βοηθείται από τα κεφάλαια και τη δραστηριότητα των Ιταλών. Οι έμποροί της εγκαθίστανται στα λιμάνια του Βορρά και οι ναυτικοί της, όπως οι Βάσκοι και οι Ανδαλουσιανοί, ρίχνονται και αυτοί στην κατάκτηση των θαλασσών. Καινοτομίες στις εμπορικές συναλλαγές Αντίθετα προς τους παραδοσιακούς θεσμούς, μπορούμε να υποστηρίξομε ότι τώρα, στον 15ο αι., πολυάριθμοι έμποροι χρησιμοποιούν την τεχνική και τις μορφές συνεταιρισμού του νεώτερου «καπιταλισμού». Αυτός εμφανίζεται πολύ πριν από την Αναγέννηση, πολύ πριν από το εμπόριο με τις Ινδίες και την ανάπτυξη της Αμβέρσας ή του Άμστερνταμ. Από άποψη βέβαια νομική ή τυπική αυτές οι νέες τεχνικές διαφέρουν πολλές φορές από τις σημερινές· η αποτελεσματικότητά τους όμως είναι η ίδια· ανταποκρίνονται καθαρά σε καπιταλιστικές νοοτροπίες. Πρέπει όμως να υπογραμμίσομε ότι αυτή η εξέλιξη και αυτός ο θρίαμβος του νεώτερου καπιταλισμού δεν αναφέρονται σ' ολόκληρη τη Δύση, αλλά μόνο σε μερικές χώρες ή πόλεις, αρκετά εξελιγμένες όπως η Ιταλία, η Νότια Γερμανία, η Καταλονία (ΒΑ Ισπανία), οι αγγλικές πόλεις, το Λονδίνο και το Καλαί κυρίως για το εμπόριο του μαλλιού. Οι σπουδαιότερες καινοτομίες που εφαρμόζονται στον εμπορικό κόσμο είναι οι εξής: α) Η καταγραφή των λογαριασμών (λογιστική). Οι λογαριασμοί δηλ., είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, κρατούνται σε διπλές στήλες, πράγμα που επιτρέπει, κάθε στιγμή, να γίνεται ο ισολογισμός μιας επιχειρήσεως, είτε εν εξελίξει είναι αυτή, είτε έχει τελειώσει· καθορίζεται έτσι το πιστωτικό ή το χρεωστικό υπόλοιπό της. β) Το νόμισμα. Διάφοροι τρόποι αποτρέπουν τη χρήση μεταλλικών κερμάτων ή του ασημένιου νομίσματος. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη έλλειψη πολύτιμων μετάλλων, πράγμα που ελαττώνει τις νομισματικές υποτιμήσεις. Η χρησιμοποίηση της επιταγής (τσεκ) και της πιστωτικής επιστολής (συναλλαγματικής) απλώνεται ευρύτατα. Η μεταβίβαση των πιστώσεων γίνεται πολύ εύκολα, είτε με την αναγραφή των λογαριασμών, είτε με την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής. γ) Η τράπεζα. Ιδιωτικές τράπεζες, που είναι πολυάριθμες κι έχουν ιδρύσει πολλά υποκαταστήματα στο εξωτερικό, δέχονται καταθέσεις, παρέχουν δάνεια, πραγματοποιούν τη μεταβίβαση των λογαριασμών για τους πελάτες τους, βεβαιώνουν για τις συναλλαγές κ.λ. Ελέγχουν ακόμη σπουδαίες εμπορικές εταιρείες. Στην Ιταλία οι δημόσιες τράπεζες, οργανώσεις πιστωτών του κράτους, για την οικονομική τους συνδρομή, δέχονται από το Κοινό σημαντικά προνόμια και Digitized by 10uk1s
ενισχύσεις. Η πιο σπουδαία τράπεζα απ' όλες, η Casa di San Giorgio στη Γένοβα, αριθμεί, γύρο στα 1460, πάνω από 11.000 μετόχους και διατηρεί τεράστιο κεφάλαιο. Αυτό το ίδρυμα, πραγματικό κράτος εν κράτει, εισπράττει όλους τους έμμεσους φόρους και κατευθύνει την οικονομική πολιτική της πόλεως. Ως αποικιακή εταιρεία διαχειρίζεται επίσης τα υποκαταστήματα της Μαύρης Θάλασσας, της Κύπρου, της Κορσικής, και πληρώνει τα καράβια. δ) Η πίστωση. Η πρακτική της πωλήσεως επί προθεσμία και με βάση τα δείγματα επεκτείνεται στον εμπορικό κόσμο, όπως συμβαίνει με το μαλλί στην Αγγλία ή την αγορά του κρόκου (χρωστικής ουσίας) σ' όλη τη Δυτική Ευρώπη. Το δάνειο βέβαια επί ενεχύρω μένει μια επιχείρηση αισχροκερδής, καταδικασμένη από την Εκκλησία και την κοινή γνώμη, γι' αυτό και διενεργείται από τις μειονότητες (Εβραίους, Λομβαρδούς κ.ά). Το κανονικό όμως εμπορικό δάνειο γενικεύεται. Ο τόκος άλλωστε, που ανέρχεται κατά μέσο όρο τον χρόνο σε 10% με 15%, φαίνεται αρκετά λογικός. Για να ξεφύγουν από τις εκκλησιαστικές απαγορεύσεις, που πάντα ισχύουν εναντίον της τοκογλυφίας, οι εμπορευόμενοι εφευρίσκουν νέους τρόπους συναλλαγής. ε) Οι εμπορικές επιχειρήσεις. Ο εργολάβος έμπορος κατευθύνει ολόκληρη τη «βιομηχανία». Δεν βρίσκομε βέβαια, στις πόλεις της Δύσεως και στην ίδια την Ιταλία, κανένα εργοστάσιο. Αλλά οι τεχνίτες των μικρών υφαντικών εργαστηρίων π.χ. εργάζονται, θα λέγαμε, «με το κομμάτι» και παίρνουν ένα μισθό. Εκείνοι ακόμη που ασχολούνται κατ' οίκον και επιδίδονται σε δουλειές πιο ταπεινές (όπως στο πλύσιμο, στο κλώσιμο, στο ξάνσιμο κ.λ.) εξαρτώνται περισσότερο από τον έμπορο, τον διευθυντή της επιχειρήσεως, τον «καπιταλιστή» (κεφαλαιούχο), που έχει όλες τις πρώτες ύλες και κατανέμει την εργασία σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας τους. Κοινωνικές συνέπειες από την οικονομική ανάπτυξη Οι οικονομικές αυτές συνθήκες δημιουργούν νέες καταστάσεις και συμβάλλουν στην εξέλιξη των αστικών κοινωνιών. Οι πόλεις, συγκεκριμένα, κατά τα τέλη του Μεσαίωνα, δέχονται μεγάλον αριθμό μεταναστών. Έτσι διαφοροποιούνται οι δραστηριότητές τους, οι κοινωνικές τους δομές και ακόμη, πολλές φορές, αλλάζει ο τρόπος διακυβερνήσεώς τους. Πρώτα πρώτα η ανάπτυξη της υφαντικής βιοτεχνίας προσελκύει στις πόλεις της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, ανθρώπους που έρχονται από την ύπαιθρο, σε αναζήτηση καλύτερων μισθών, ή, πιο πολύ, για μεγαλύτερη ελευθερία. Η φυγή προς τις πόλεις είναι, για τους χωρικούς των περιχώρων, ένα μέσο να αποφύγουν τις πιέσεις των φεουδαρχών, να αποτρέψουν την επάνοδο στις παλαιές υπηρεσίες. Αυτοί όμως οι νέοι πολίτες, που είναι ξεριζωμένοι, που έχουν εγκαταλείψει την κοινότητα του χωριού τους, την οικογένειά τους, πολύ δύσκολα ενσωματώνονται μέσα στις πόλεις. Δεν συμμετέχουν καθόλου, για πολλά χρόνια, στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Σχηματίζουν μια ασταθή και κακοπληρωμένη τάξη πληβείων, την οποία και η μικρότερη οικονομική κρίση την οδηγεί στην ανεργία και στη μιζέρια. Έτσι εξηγείται η επιτυχία των ιεροκηρύκων (Φραγκισκανών, Δομινικανών), των αυτομαστιγουμένων, των εμπνευσμένων προφητών, όπως στη Ρώμη ο Cola di Rienzo (1347) ή στη Φλωρεντία ο Σαβοναρόλα (1494-1498), οι οποίοι καταλήγουν στο σημείο να εγκαθιδρύσουν μια πραγματική τυραννία, μια «λαϊκή» δικτατορία. Αυτή η θρησκευτική ανησυχία επιδεινώνεται από δυναμικές κοινωνικές επαναστάσεις που τις προκαλεί η αθλιότητα· συχνά τις υποκινούν και τις εκμεταλλεύονται έπειτα τυχοδιώκτες πολιτικοί, αστοί ή ευγενείς. Η εξέλιξη επίσης άλλων δραστηριοτήτων, της «βιομηχανίας» και των τραπεζών, προκαλεί, πολλές φορές, την άνοδο νέων ανθρώπων. Την ίδια στιγμή σταθεροποιείται, στη Γερμανία και στην Ιταλία, Digitized by 10uk1s
η υπεροχή των επαγγελματιών. Αυτή συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε από επαναστάσεις, εμφύλιους πολέμους, από νέους θεσμούς και νέα μέτρα. Αλλά η νέα διοίκηση, οι νέες αρχές, παραμένουν πάντα στα χέρια μιας αριστοκρατίας.
4. Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ Η εγκατάλειψη των παλαιών χωριών αποτελεί το πιο θεαματικό φαινόμενο στις μεταμορφώσεις της αγροτικής οικονομίας, στη Δυτική Ευρώπη. Οι χωρικοί αφήνουν τα χωράφια τους, εγκαταλείπουν τις περιουσίες τους, και παίρνουν τους δρόμους ή καταφεύγουν στις πόλεις. Τα έλη και οι θάμνοι, στη Γερμανία, ιδιαίτερα, τα δάση ξαναπαίρνουν τη θέση των καλλιεργημένων γαιών, σβήνουν τους δρόμους και τα όρια των κτημάτων. Τα σπίτια και η εκκλησία ερημώνονται. Δεν έχομε πια μπροστά μας παρά χωριά έρημα, άδεια από ανθρώπους, εγκαταλελειμμένα. Τα ίχνη τους τα βρίσκομε μόνο με τη βοήθεια της μελέτης παλαιών κειμένων ή από αεροφωτογραφίες, που επισημαίνουν τα αρχαία σημάδια, ή από αρχαιολογικές έρευνες. Οι τελευταίες αυτές, που διεξήχθησαν επί πολλά χρόνια και με αξιόλογα αποτελέσματα στην Αγγλία, προκάλεσαν επίσης την προσοχή των Γάλλων ιστορικών και αρχαιολόγων όσον αφορά ιδίως τις περιοχές της Νορμανδίας, της Προβηγκίας, της Βουργουνδίας και όλου του Λαγκεδόκ. Το φαινόμενο, γενικό σ' όλη τη Δυτική Ευρώπη, παίρνει σημαντικές διαστάσεις πολλές φορές. Έτσι στη Γερμανία επί 170.000 αγροτικών συνοικισμών ή χωριών, που καταγράφονται στα 1300, οι 40.000 (δηλ. 23%) χάθηκαν πριν από τα τέλη του 15ου αι. Στο διάστημα των δύο αιώνων (14ος-15ος αι.) εγκαταλείπονται το 50% των χωριών της Σικελίας και της Σαρδηνίας, το 25% στην περιοχή της Ρώμης, το 10% στην περιοχή της Τοσκάνης. Το ίδιο παρατηρείται σε ορισμένες περιφέρειες της Ισπανίας και της σκανδιναβικής χερσονήσου. Οι μετασχηματισμοί στην ύπαιθρο Η εγκατάλειψη των χωριών, σχεδόν παντού, προκλήθηκε από μια ακαταστασία και αρρυθμία στην αγροτική οικονομία. Συγκεκριμένα, στα νότια της Ευρώπης συνεχίζεται η εξέλιξη των «latifundia». Αυτά τα τεράστια κτήματα, που έχουν παραχωρηθεί, για λόγους πολιτικούς, από τους μονάρχες στους πιστούς υπηκόους τους, ύστερ' από επεκτατικούς πολέμους ή εμφύλιες έριδες, αποτελούνται από αμέτρητες εκτάσεις και συμβάλλουν βασικά στη μεταναστευτική κτηνοτροφία. Υποχωρούν έτσι οι παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες, αυξάνονται και διευρύνονται τα βοσκοτόπια και, φυσικά, καταστρέφονται τα καλλιεργούμενα χωράφια από τα κοπάδια που τον χειμώνα κατεβαίνουν από τα βουνά. Γι' αυτό οι χωρικοί φεύγουν προς τις πόλεις ή συγκεντρώνονται σε μεγάλες κωμοπόλεις οχυρωμένες, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία του βαρόνου. Τότε είναι που εξαφανίζεται η μικρή ιδιωτική περιουσία στην Ανδαλουσία (Νότια Ισπανία). Στη Νότια Ιταλία, στα νησιά και στη ρωμαϊκή ύπαιθρο έχομε εκτάσεις χωρίς χωριά, ενώ την εποχή αυτή σταθεροποιείται η αντίθεση ανάμεσα στις γαίες που προορίζονταν για την ελεύθερη διακίνηση των ποιμνίων και στην ανθηρή και πυκνοκατοικημένη ύπαιθρο της Τοσκάνης και του βόρειου τμήματος της ιταλικής χερσονήσου. Αυτές οι μεταβολές στην αγροτική ζωή και οι ερημώσεις των χωριών δεν είναι πάντα σημάδια οικονομικής καχεξίας. Στην Αγγλία π.χ. η κτηνοτροφία, που είναι εδώ οικιακή, προκαλεί βέβαια την εγκατάλειψη πολλών χωριών, αλλά πλουτίζει την ίδια στιγμή τους χωρικούς ή τους «λόρδους», οι οποίοι επιδιώκουν να εξασφαλίσουν χώρους για βοσκή. Οι πυργοδεσπότες επωφελήθηκαν γενικά από την ερήμωση των χωριών και από τη μικρότερη συνοχή των αγροτικών κοινοτήτων. Digitized by 10uk1s
Για τη Γερμανία υποστηρίχθηκε ότι η εγκατάλειψη των χωριών δεν σήμανε οικονομική οπισθοδρόμηση, αλλά αντίθετα ένταση των καλλιεργειών. Εγκαταλείπονται τα απομονωμένα αγροτεμάχια, τα χωριουδάκια και οι αγροτικοί συνοικισμοί με περιορισμένη συγκομιδή, ενώ η συγκέντρωση κατοίκων σε πιο μεγάλες κωμοπόλεις, που περιβάλλονται από πλούσια χωράφια, υπογραμμίζει τις προόδους της οικονομίας από την καλλιέργεια των δημητριακών. Είναι εξ άλλου ανακριβές, αν υποστηρίζομε ότι, περί τα τέλη του 13ου αι., οι κύριοι των μεγάλων κτημάτων είχαν εγκαταλείψει την άμεση εκμετάλλευση του εδάφους, ότι ενοικίασαν ή παρεχώρησαν τα χωράφια τους και έμειναν ευχαριστημένοι από τα ετήσια ενοίκια. Είναι αναμφισβήτητο ότι σπουδαίες αρχοντικές οικογένειες, πυργοδεσπότες, παραμένουν στην ύπαιθρο της Βόρειας και Νότιας Γαλλίας. Έχουν μεγάλο αριθμό ποιμνίων, τεράστια υποστατικά, αποθήκες για τη συγκομιδή. Αν παύουν ν' απαιτούν τις αγγαρείες από τους χωρικούς, τότε χρησιμοποιούν ομάδες γεωργών εργατών. Αλλά οι ανθρώπινες απώλειες από τη μεγάλη πανώλη και η αστυφιλία προκαλούν κατακόρυφη έλλειψη των εργατικών χεριών. Έτσι ακολουθεί, αναγκαστικά, μεγάλη αύξηση των μισθών. Έπειτα, ο τρόπος ζωής για τους πυργοδεσπότες έχει αλλάξει ριζικά από την αύξηση των εξόδων και γενικά από μια οικονομική ανισορροπία. Οι λογαριασμοί π.χ. των Γερμανών φεουδαρχών αποδεικνύουν ότι οι άρχοντες αγοράζουν πολλά απ' έξω, και μάλιστα για την τροφή τους, όπως το λάδι, τα φρούτα και μερικές φορές ακόμη και το βοδινό κρέας. Έχει περάσει πια ο καιρός που οι γυναίκες των αρχόντων φορούσαν μάλλινα υφάσματα ντόπιας παραγωγής. Οι βελούδινες ρόμπες και τα ενδύματα από καλή τσόχα «εισαγωγής» στοιχίζουν τώρα περιουσίες. Κάποτε η αξία ενός χωριού αντιστοιχεί στην αξία ενός και μόνου υφαντού. Τον ίδιο καιρό τα συνηθισμένα έσοδα των φεουδαρχών ελαττώνονται σημαντικά. Η τιμή π.χ. των σιτηρών και των αγροτικών προϊόντων παραμένει στάσιμη ή ανεβαίνει πολύ πιο αργά από την τιμή των εργαλείων, του ξύλου και του σιδήρου. Η αξία του νομίσματος έχει μειωθεί από τις νομισματικές μεταλλαγές και την αύξηση των τιμών. Γι' αυτό και οι διάφορες πηγές (χρονικά, λογιστικά βιβλία κ.ά) υπογραμμίζουν τις οικονομικές δυσκολίες της αγροτικής φεουδαρχίας, οι οποίες είναι αρκετά αισθητές την επαύριο της μεγάλης πανώλους στη Γαλλία και στην Αγγλία, και λίγο αργότερα και στη Γερμανία. Ωστόσο, οι χωροδεσπότες προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις μεγάλες απώλειες και στη μείωση των εσόδων τους με το να επιβάλλουν προσωπικούς φόρους στους χωρικούς τους. Επιδιώκουν π.χ. στην Αγγλία, με την υποστήριξη του βασιλιά, μία επάνοδο στους παλαιούς μισθούς. Απαγορεύουν στους χωρικούς να μετοικήσουν στις πόλεις, να εγκαταλείψουν τα κτήματά τους. Έχομε δηλ., σε όλες τις περιπτώσεις, προσπάθειες περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας και επιβολής κάποιας μορφής δουλείας. Αγροτικές εξεγέρσεις Αυτή η φεουδαρχική «αντίδραση» προκαλεί ζωηρές δυσαρέσκειες που επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα, γιατί προϋπάρχουν ήδη οι αξιόλογοι φόροι του βασιλιά. Πολύ συχνά η αύξηση των φόρων δίνει την αφορμή για την εξέγερση σε ανθρώπους απελπισμένους πια από τις συνεχείς προσπάθειες του φεουδάρχη να περιορίζει τα δικαιώματά τους. Οι μεγάλοι λοιπόν αγροτικοί ξεσηκωμοί δεν είναι αυθόρμητα ξεσπάσματα οργής ούτε κινήματα εξ αιτίας της πείνας και της αθλιότητας των φτωχών και των απόκληρων, αλλά επαναστάσεις ελεύθερων χωρικών που ξεσηκώνονται εναντίον των νέων επιδιώξεων και των περιορισμών της προσωπικής τους ελευθερίας. Οι αρχηγοί τους διακηρύσσουν την ισότητα των ανθρώπων και τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειεας. Αυτό εξηγεί τον θρησκευτικό χαρακτήρα που καθαρά Digitized by 10uk1s
διαφαίνεται σ' αυτές τις αγροτικές εξεγέρσεις, καθώς και τη στενή σχέση ανάμεσα στις λαϊκές εξεγέρσεις και στις αιρέσεις. Τα παραπάνω στοιχεία τα επισημαίνει κανείς εύκολα στην Αγγλία, στη μεγάλη στάση του 1381· στη Βοημία, κατά τις εξεγέρσεις των κατοίκων της Tabor (πόλη της Τσεχοσλοβακίας, κέντρο των ουσσιτών, οπαδών του Ιωάννου Huss, οι οποίοι γι' αυτό αποκαλούνται ταμποριστές), στα χρόνια 1420-1452· έπειτα, στη Γερμανία, στις λαϊκές σταυροφορίες προς την Παναγία του Niklaushausern στη Θουριγκία (1476-1477)· στο μεγάλο επίσης κίνημα του Bundschuch (ομοσπονδίας), που γεννήθηκε στην άνω κοιλάδα του Ρήνου· οι οπαδοί του θα γεμίσουν τους δρόμους της Γερμανίας με σημαίες που θα παριστάνουν έναν άνθρωπο προσευχόμενο στα πόδια του Εσταυρωμένου, με το σύνθημα «η δικαιοσύνη του Θεού και μόνον αυτή». Τα ίδια χαρακτηριστικά έχομε και στον πόλεμο των χωρικών, στη Θουριγκία, στις αρχές του 16ου αι. Όλες αυτές οι στάσεις των Γερμανών χωρικών φαίνονται άμεσα να συνδέονται με τη δραστηριότητα και το κήρυγμα των αυτομαστιγουμένων και άλλων αιρετικών. Στην Αγγλία, οι οπαδοί του Γουίκλιφ (Wycliffe) δεν ήταν ξένοι προς την επανάσταση του 1381. Παντού οι αρχηγοί κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον των ευγενών, εναντίον των αρχιερέων και του πάπα. «Όταν ο Αδάμ έσκαβε τη γη» έλεγαν, «και η Εύα έπλεκε το μαλλί, ποιος ήταν τότε φεουδάρχης;». Υποδεικνύουν την επάνοδο σε μια κοινωνία χωρίς τάξεις, που θα είναι σαν κι αυτή των πρώτων χριστιανικών χρόνων, την επάνοδο σε μια Εκκλησία αρχέγονη (όπως των Αποστόλων), την επάνοδο στη φτώχεια, στην ευαγγελική απλότητα. Οι ουσσίτες εγκαταλείπουν όλα τους τα αγαθά, τάσσονται υπέρ μιας κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, και στις νέες τους πόλεις καταργούν όλους τους φόρους και τις αγγαρείες. Όλες αυτές οι λαϊκές εξεγέρσεις χαρακτηρίζονται βαθειά από ζωηρό μεσσιανικό αίσθημα, όπως η αναμονή του τέλους του κόσμου, η προσδοκία της Αποκαλύψεως και ο ερχομός ενός μεσσία που θα σώσει τον κόσμο. Γι' αυτό και οι άνθρωποι καταφέρονται εναντίον του Αντιχρίστου (που συχνά θεωρείται ο πάπας), ενώ οι ψευδοπροφητείες γνωρίζουν καταπληκτική διάδοση. Αυτή η νοσταλγία εξηγείται επίσης από τη μεγάλη εχθρότητα προς τη νέα τάξη πραγμάτων, ιδιαίτερα προς αυτήν που επικρατεί στις πόλεις, στις εμπορικές συναλλαγές και στη διακίνηση του χρήματος.
5. Η ΑΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ Οι συνθήκες αυτές που επικρατούν στην ύπαιθρο δημιουργούν ορισμένα αξιόλογα φαινόμενα στις πόλεις. Ένα απ' αυτά είναι η αγορά, από τον 14ο αι., εκ μέρους των αστών, των κτημάτων των φεουδαρχών. Στην περιφέρεια του Παρισιού, στην Ile-de-France, η μετατροπή των αγρών των χωρικών σε συγκεντρωτικές μεγάλες ιδιοκτησίες πραγματοποιείται χάρη στους αστούς. Πολλές φεουδαρχικές εκτάσεις περνούν ολόκληρες στην εξουσία ανωτέρων υπαλλήλων του βασιλιά. Στην Αγγλία, οι έμποροι του Λονδίνου, παντοπώλες, σιδηρουργοί, νομικοί, γίνονται κάτοχοι ολόκληρων επαύλεων. Στη Γερμανία επίσης οι πόλεις επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους στην πλησιόχωρη ύπαιθρο. Έτσι, στα 1375, 88 πολίτες μιας μικρής πόλεως συμβαίνει να κατέχουν έγγειες ιδιοκτησίες σκορπισμένες σε 114 χωριά. Αυτή η αστική, θα λέγαμε, επιρροή προς την ύπαιθρο εμφανίζεται πιο ισχυρή στις μεσογειακές χώρες, όπου η αποκοπή ανάμεσα στην πόλη και στην εξοχή δεν υπήρξε ποτέ απόλυτη και όπου πολύ γρήγορα οι Κοινότητες επιδιώκουν να γίνουν κύριες της αγροτικής περιφέρειας. Στη Βόρεια Ιταλία οι αστοί ενοικιάζουν εκκλησιαστικά κτήματα με ειδικό συμβόλαιο (το livellum ή την εμφύτευση), με το οποίο στην ουσία, σε μικρή τιμή, εξασφαλίζουν την ελεύθερη χρησιμοποίηση των γαιών. Στην Τοσκάνη αγοράζουν τα κτήματα μαζί με τα σπίτια και τα υποστατικά του ιδιοκτήτη, αμπέλια, ελαιώνες, φούρνους και μύλους. Το κτηματολόγιο του 1428 παρουσιάζει έναν έμπορο της Πίζας να κατέχει εκτός από 19 σπίτια μέσα στην πόλη και στα περίχωρα, 134 αγροτεμάχια Digitized by 10uk1s
σκορπισμένα σε καμιά εικοσαριά τοποθεσίες. Το ενδιαφέρον αυτό των Ιταλών αστών για την ύπαιθρο δεν σημαίνει εγκατάλειψη του επιχειρηματικού ή εμπορικού πνεύματος. Πρόκειται για μια επένδυση πολύ πιο ουσιαστική από το εμπόριο ή τις τράπεζες. Ο έμπορος στις χώρες του Νότου τουλάχιστο δεν κατοικεί στα χωράφια του. Συνήθως εγκαθιστά εκεί μισθωτές. Η επιρροή των αστών στην ύπαιθρο Έπειτα, αυτή η επιρροή των πόλεων προκαλεί στην ύπαιθρο ανακατατάξεις κάθε είδους. Παγιώνεται τότε, στην Ιταλία και ακόμη στην Ισπανία, το κίνημα για την αγροτική χειραφέτηση, κατευθυνόμενο ή υποστηριζόμενο από τους αστούς, οι οποίοι, για να απαλλάξουν τα χωράφια τους από τα φεουδαλικά δικαιώματα, αγωνίζονται εναντίον των χωροδεσποτών. Στη Λομβαρδία και στην Τοσκάνη, από τον 13ο αι., οι αγροτικές κοινότητες, ενισχυμένες και κατοχυρωμένες από λεπτομερειακά καταστατικά (statuta) σχηματίζουν, κατά το υπόδειγμα των πόλεων, ισχυρές πολιτικές, θρησκευτικές και οικονομικές οργανώσεις. Κυβερνούν οι ίδιες τον εαυτό τους, επιβλέπουν τα όρια των αγρών, ρυθμίζουν τις διαφορές ανάμεσα στους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς. Στην Καταλονία οι διεκδικήσεις και οι επαναστάσεις των χωρικών διευθύνονταν, κατά τον 15ο αι., από τους συμβολαιογράφους των πόλεων, οι οποίοι είχαν πάρει χωράφια στην ύπαιθρο και αντιδρούσαν στις φεουδαρχικές απαιτήσεις. Από άποψη οικονομική, η δραστηριότητα των πόλεων χαρακτηρίζεται πιο πολύ για την ειδίκευση των καλλιεργειών, που θα ανταποκριθούν στις ανάγκες της αστικής αγοράς και του διεθνούς επίσης εμπορίου. Είναι η εποχή που οι έμποροι των πόλεων αγοράζουν δάση και επιχειρούν τη συστηματική αναδάσωση των κοντινών βουνών, για την κατασκευή οικιών, για την όσο γίνεται πιο εξαντλητική εκμετάλλευση των ορυχείων, για τη συντήρηση των μεταλλουργικών και υαλουργικών νέων βιομηχανιών και για τη ναυπήγηση μεγάλων καραβιών. Έτσι η Νυρεμβέργη κατέχει όλα τα γειτονικά δάση. Το Μπιλμπάο (στην Ισπανία) απαγορεύει αυστηρότατα την κοπή δένδρων, ενώ φυτεύει κάθε χρόνο πάνω από χίλια δένδρα, βελανιδιές ή καστανιές. Αναπτύσσονται ακόμη οι καλλιέργειες φυτών με βαφικές ή υφαντικές ιδιότητες, όπως είναι το λινάρι και το καννάβι στις γερμανικές πεδιάδες και στις κοιλάδες της Γαλλίας, το ερυθρόδανο (ή ριζάρι), το παστέλ και ο κρόκος (φυτά απαραίτητα για τη βαφή). Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας φαίνεται ακόμη πιο θεαματική. Η ζήτηση του μαλλιού και του κρέατος αυξάνεται αδιάκοπα. Οι κρεοπώλες ασκούν αναμφισβήτητα πολιτική επιρροή, κατέχουν πλούτη και κτήματα, κατασκευάζουν, όπως στη Γάνδη, μεγάλα κρεοπωλεία, επιβλητικά, σύμβολα της δυνάμεώς τους. Η αστική ζήτηση, τέλος, εξηγεί και την ανάπτυξη των αγροτικών εμποροπανηγύρεων, που είναι πολυάριθμες στις περισσότερες επαρχίες, και κυρίως την ανάπτυξη της «βιομηχανίας» στην ύπαιθρο. Αυτή η αγροτική «βιομηχανία» ευνοήθηκε από την επισήμανση καθαρών πηγών, για να πλύνουν το μαλλί και τα υφάσματα, από κινητήρια δύναμη για τα υφαντήρια και ακόμη από εργασία πιο ειδική. Οι χωρικοί που ως τότε εργάζονταν μόνο για να φτιάχνουν χοντροκομμένα ρούχα για ντόπια κατανάλωση, παράγουν τώρα ωραία υφάσματα που πουλούνται σε μακρινές αγορές. Η οργάνωση βέβαια αυτής της εργασίας διαφέρει από τόπο σε τόπο. Στη Νότια Γερμανία π.χ., ειδικά στη Σουαβία, και στην Ιταλία, ο έμπορος σφετερίζεται αυτή τη δραστηριότητα προς όφελός του· Digitized by 10uk1s
κατευθύνει αυτός όλη την παραγωγή, αγοράζει τις πρώτες ύλες και κατανέμει τις διάφορες δουλειές στους χωρικούς που είναι σκορπισμένοι σε πολυάριθμα χωριά γύρο από την πόλη. Για παράδειγμα ας αναφερθεί, ότι μια μικρή επιχείρηση στην Τοσκάνη απασχολούσε 453 εργάτες ή εργάτριες που έκλωθαν το μαλλί, κατοίκους κάπου 95 χωριών, μερικά από τα οποία απείχαν από την πόλη 40 χλμ. Στην Αγγλία, αντίθετα, ο αρχηγός της επιχειρήσεως δεν είναι κάτοικος της πόλεως, αλλά ο κύριος της επαύλεως, ο οποίος εκτρέφει τα πρόβατά του, εκμεταλλεύεται τα υφαντήριά του, χρησιμοποιεί τους υφαντές. Εδώ η «βιομηχανία», καθαρά αγροτική, ασκείται μέσα στα πλαίσια της υπαίθρου.
6. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ Οι νέες πολιτικές και κοινωνικές δομές, οι καταστροφές ή οι δυσκολίες, επηρέασαν βαθειά τους πολιτισμούς, τα πνευματικά και θρησκευτικά ρεύματα της εποχής. Από το πρώτο μισό του 14ου αι. και κυρίως μετά τη μαύρη πανώλη, μπορεί να επισημάνει κανείς μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη του θρησκευτικού αισθήματος, συνδεδεμένου με την αγωνία, με τη συχνότητα του θανάτου και των κακουχιών. Αυτή η εντελώς διαφορετική πίστη, πιο περίπλοκη, συχνά πιο προσωπική, έχει πολλά μυστικιστικά στοιχεία. Και η υπερβολή του μυστικισμού οδηγεί σε παρεκκλίσεις και πλάνες, όπως μαγικές πράξεις και μαγγανείες, τις οποίες τυπικά καταδικάζουν οι πάπες και οι σύνοδοι. Από την άλλη μεριά, η κατάσταση αυτή εμπνέει ζωηρές λαϊκές εκδηλώσεις λατρείας προς την Παναγία, τους αγίους που είναι προστάτες - πολιούχοι ή θεραπεύουν τις αρρώστιες. Είναι η εποχή που ο άνθρωπος αναζητεί μια θρησκεία πιο ανθρώπινη, πιο οικεία, ένα Θεό πιο κοντινό. Έτσι εξηγείται η λατρεία της Φιλεύσπλαγχνης Παρθένου που προστατεύει τους ανθρώπους κάτω από τον μανδύα της. Γι' αυτό και τα αναφερόμενα άπειρα θαύματα της Παναγίας, που απελευθερώνει τις αμαρτωλές και απελπισμένες ψυχές· με συνέπειες και στην τέχνη: η ποίηση, η γλυπτική, οι τοιχογραφίες, παρουσιάζουν πάντα θέματα σχετικά με τον Χριστό και την Αγία Οικογένεια. Δεν είναι ανεξήγητες επομένως οι πολυάριθμες σκηνές του Ευαγγελισμού, της επισκέψεως της Παναγίας στην Ελισάβετ, της Γεννήσεως. Η αγωνία όμως και οι μιζέριες της εποχής αποδίδονται με μακάβρια θέματα. Ο γνωστός Μακάβριος Χορός καλύπτει τους τοίχους πολλών εκκλησιών της υπαίθρου και υπενθυμίζει σε όλους, στα χρόνια των επιδημιών και των πολέμων, τη μηδαμινότητα της ζωής. Άφθονες ακόμη, και περισσότερο φανταστικές όσο ποτέ, είναι οι σκηνές από την Αποκάλυψη. Οι καλλιτέχνες τώρα εργάζονται κυρίως στις πόλεις για τους ηγεμόνες και τους αστούς. Οι μινιατουρίστες, οι ζωγράφοι και οι χρυσοχόοι δεν είναι πια μοναχοί, αλλά τεχνίτες οργανωμένοι σε επαγγελματικές συντεχνίες και συγκεντρωμένοι σε ειδικές συνοικίες (όπως στο Παρίσι). Εργάζονται επίσης με άλλες μεθόδους και για άλλους πελάτες. Ο πλούτος των ηγεμονικών αυλών προκαλεί την εξέλιξη νέων μορφών τέχνης, συχνά πρωτότυπων. Τα παλάτια και οι βίλες, στις πόλεις πρώτα και έπειτα στις εξοχές, προαναγγέλλουν μια αρχιτεκτονική νοοτροπία απαλλαγμένη από στρατιωτικές προκαταλήψεις. Αρχικά σταθεροποιούνται οι τέχνες που άμεσα προκαλούν ευχαρίστηση, όπως τα έπιπλα, οι τάπητες, τα πορτραίτα σε πανί ή σκαλισμένα σε πέτρα ή σε μάρμαρο των τάφων. Τέλος, έχομε μουσικές συνθέσεις για τα παρεκκλήσια των ηγεμόνων. Αυτή η πριγκιπική, θα λέγαμε, τέχνη, είναι στενά δεμένη με το πνεύμα της αυλής και δείχνει ένα κάποιο αρχαϊσμό με τις αλληγορίες και τα σύμβολα, με την αναζήτηση θεμάτων που περιέχουν ακόμη τις άχρηστες πολυτέλειες της φεουδαρχικής ζωής, κυνήγια δηλ., χορούς και γιορτές, διασκεδάσεις μέσα στους κήπους. Digitized by 10uk1s
Στις πόλεις επίσης οι αδελφότητες ή οι συντεχνίες συμβάλλουν στην εξέλιξη και στην άνθηση μιας τέχνης λαϊκής με έμπνευση αρκετά χαρακτηριστική. Εμφανίζονται τώρα ξύλινα αγάλματα, πολύχρωμα, για τα προσευχητάρια ή τις λιτανείες, «μυστήρια» επίσης που παίζονται στα προαύλια των εκκλησιών. Και οι έμποροι, είτε μέσα είτε έξω από τις αδελφότητές τους, εισάγουν ένα νέο πνεύμα, περισσότερο δηλ. ρεαλισμό, απομάκρυνση από τον φεουδαλικό ή θρησκευτικό ιδεαλισμό, τάση πιο πολύ για ακρίβεια που αποδίδεται με τους απηκριβωμένους αριθμούς και τις στατιστικές των χρονικογράφων. Προχωρούν εξ άλλου στη μελέτη της αριθμητικής και την εκμάθηση των ξένων γλωσσών, ενώ επιθυμούν να γνωρίσουν καλύτερα τον άνθρωπο. Ο ιταλικός ανθρωπισμός, από τον Πετράρχη (1302-1374) ως τον Μαρσίλιο Ficino (1433-1499) και τον Πολιτσιάνο (1454-1494), προχώρησε με σταθερά βήματα προς την κατάκτηση του ανθρώπου και προς την προβολή της ατομικής πρωτοβουλίας. Ιδιαίτερα όμως στην Ιταλία κάνει την εμφάνιση της η νέα τέχνη. Είναι βέβαια υπερβολικό να υποστηρίξομε ότι από το 1400 η Ιταλία υιοθετεί θεληματικά και ενσυνείδητα νέες καλλιτεχνικές εκφράσεις, αυτές δηλ. της περίφημης «Αναγεννήσεως», όπως είναι η μίμηση της αρχαιότητας, η αναζήτηση της ακριβούς αποδόσεως του χώρου, των προοπτικών και του βάθους. Στην πραγματικότητα η μίμηση της αρχαίας τέχνης έμεινε για πολύ καιρό επιφανειακή, περιορισμένη σε εξωτερικές διακοσμήσεις και σχήματα. Έπειτα οι νεωτερισμοί εισάγονται με πολύ βραδύ ρυθμό και γνωρίζουν αρχικά περιορισμένες επιτυχίες. Οι προσπάθειες του Donatello (1386-1466), για να επιβάλει τη μεγάλη μορφή των αγαλμάτων, ή του Masaccio (1401-1429), για να αποδώσει τους όγκους, δεν προκαλούν παρά μέτριο ενδιαφέρον και μένουν χωρίς συνέχεια. Μετά από αυτούς οι γλύπτες συνεχίζουν να εργάζονται όπως οι χρυσοχόοι (έτσι συμβαίνει με τον Lorenzo Ghiberti [1378-1445], που διακοσμεί την πόρτα του βαπτιστηρίου της Φλωρεντίας), ενώ οι αρχαΐζουσες τάσεις, οι «γοτθικές», σημαδεύουν ακόμη το έργο του Fra Angelico [Giovanni da Fiesole: 1387-1455]. Η νέα τέχνη, πραγματικά, σταθεροποιείται κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μετά τα υποδείγματα και τα γραπτά του Alberti (1404-1472), ανθρωπιστή, αρχιτέκτονα, σοφού συγγραφέα πολλών πραγματειών για τις πλαστικές τέχνες και τη μουσική. Ο καλλιτέχνης, τότε, καταβάλλει όλη του την προσπάθεια για να αποδώσει με ακρίβεια τον εξωτερικό κόσμο, με την τέχνη των όγκων, των γραμμών και των συνθέσεων. Αδιαφορεί πια για την τέχνη των χρωμάτων.
7. ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ Η πολιτική κατάσταση Στους τελευταίους δύο αιώνες του Μεσαίωνα ο πάπας και ο αυτοκράτορας δεν αγωνίζονται για την κυριαρχία του χριστιανικού κόσμου της Δύσεως. Η εποχή του συναγωνισμού έχει περάσει οριστικά. Ο μονάρχης ποντίφικας ασκεί την κοσμική του εξουσία σε μικρές επαρχίες, ενώ το παπικό κράτος μειώνεται από τις πολυάριθμες ταραχές και αντεγκλήσεις. Από την άλλη μεριά, η ιδέα μιας αυτοκρατορικής κοινότητας επιβάλλεται στο εσωτερικό μόνο των γερμανικών κρατών που έχουν αδυνατίσει αρκετά, εξ αιτίας των θρησκευτικών και κοινωνικών διχονοιών, καθώς και από τη χρόνια πολιτική αναρχία. Ο γερμανικός κόσμος Ας δούμε πρώτα τα γεγονότα στη Γερμανία. Εδώ ο Κάρολος Δ' του Λουξεμβούργου (1346-1378) Digitized by 10uk1s
προσπάθησε με κάθε τρόπο να δημιουργήσει μια ισχυρή ηγεμονία, η οποία, μετά τον θάνατό του, περιελάμβανε το Λουξεμβούργο, τη Βοημία, το Βραδεμβούργο, τη Σιλεσία και τη Μοραβία. Εγκατέστησε την αυτοκρατορική του αυλή στην Πράγα. Ο γιος του, ο Σιγισμούνδος, νυμφεύθηκε την κόρη του βασιλιά της Ουγγαρίας. Φαίνεται έτσι ότι η πολιτική επεκτάσεως προς ανατολάς προσείλκυε περισσότερο το ενδιαφέρον της δυναστείας. Η προσπάθεια άλλωστε να συγκεντρωθούν κάτω από ένα ηγεμόνα οι γερμανικές χώρες εξηγεί και τη στάση απέναντι στην Ιταλία, την αδιαφορία δηλ. για την προσάρτησή της. Ο Κάρολος Δ' προσπάθησε, εκ νέου, να φέρει στη ζωή μερικές παραδόσεις και να σταθεροποιήσει το γόητρό του κάτω από τις Άλπεις. Γι' αυτό και στα 1355 πήγε στο Μιλάνο για να πάρει το σιδερένιο στέμμα των Λομβαρδών βασιλέων και έπειτα στη Ρώμη για τη στέψη από τον πάπα. Αλλά, από το επόμενο έτος, η περίφημη «Χρυσή Βούλα» εσήμαινε καθαρά την εγκατάλειψη των αυτοκρατορικών διεκδικήσεων στην Ιταλία και αλλού, καθώς και τη νέα αντίληψη για μια αυτοκρατορία κατ' εξοχήν γερμανική. Η Βούλα διεκήρυσσε ότι η στέψη στη Ρώμη δεν ήταν αναγκαία και ότι ο πάπας δεν μπορούσε, με κανένα τρόπο, να επεμβαίνει στις υποθέσεις της Αυτοκρατορίας. Ανέθετε επίσης την εκλογή του αυτοκράτορα σε επτά Γερμανούς πρίγκιπες εκλέκτορες, οι οποίοι θα συνέρχονταν στη Φραγκφούρτη. Αυτοί ήταν οι αρχιεπίσκοποι της Μαγεντίας, των Τρεβήρων και της Κολωνίας, οι πρίγκιπες της Σαξονίας, του Παλατινάτου, της Βοημίας και του Βραδεμβούργου. Έτσι ο Κάρολος Δ' ανεγνώριζε τη νέα τύχη των μεγάλων γερμανικών πριγκιπάτων και των τοπικών παρτικουλαρισμών. Η κρίση στην παπική Εκκλησία Αλλά και τα γεγονότα στην παπική Εκκλησία δεν είναι λιγότερο συνταρακτικά. Στις αρχές του 14ου αι. η εκλογή του Κλήμεντος Ε', αρχιεπισκόπου του Μπορντώ (1305), η εγκατάσταση έπειτα των παπών στην Αβινιόν (από το 1309 ως το 1378) προαναγγέλλουν για τη Δυτική Εκκλησία σοβαρές δυσκολίες και διχόνοιες. Η παπική αυλή της Αβινιόν είναι πραγματικά γαλλική, σύμμαχος και υποτελής των Γάλλων βασιλέων. Όλοι οι πάπες υπήρξαν Γάλλοι επίσκοποι. Οι καρδινάλιοι, οι μεγάλοι αξιωματούχοι της Curia (παπικής αυλής) επίσης, κατά τον μεγαλύτερο αριθμό, προέρχονταν από τις νοτιοδυτικές περιοχές της Γαλλίας. Οι πάπες όμως έτσι καταντούν αντιλαϊκοί. Οι Ιταλοί, και ειδικά οι Ρωμαίοι, που έχουν χάσει σημαντικά έσοδα, καταδικάζουν βίαια την αλλαγή της παπικής έδρας. Όλος ο χριστιανικός κόσμος καταφέρεται κατά των Valois, της γαλλικής δυναστείας, που υπέταξε τους πάπες. Τελικά, στα 1378 ο Γρηγόριος ΙΑ' αποφασίζει να επιστρέψει στη Ρώμη. Πεθαίνει όμως ύστερα από λίγο. Μία σύνοδος Ιταλών καρδιναλίων εκλέγει τον αρχιεπίσκοπο του Μπάρι, ο οποίος παίρνει το όνομα Ουρβανός Στ'. Λίγο αργότερα έφτασαν οι Γάλλοι καρδινάλιοι και εξέλεξαν τον Ροβέρτο της Γενεύης, Γάλλο, ο οποίος γίνεται πάπας με το όνομα Κλήμης Ζ'. Από τότε το Μεγάλο Σχίσμα της Δύσεως χωρίζει στα δυο τον καθολικό χριστιανισμό και καταστρέφει το ποντιφικικό γόητρο. Η Ιταλία, ο αυτοκράτορας Κάρολος Δ' του Λουξεμβούργου, η Αγγλία τάσσονται με το μέρος του Ιταλού πάπα της Ρώμης, ενώ ο βασιλιάς της Γαλλίας, οι δούκες της Λωρραίνης και της Βραβάνδης, η βασίλισσα της Νεαπόλεως ακολουθούν τον Γάλλο πάπα, που εγκαθίσταται ξανά στην Αβινιόν. Το σχίσμα δε διαλύθηκε ούτε με τον θάνατο των παπών αυτών, γιατί κάθε μερίδα εξέλεγε αμέσως ένα διάδοχο, ούτε ακόμη με τη σύνοδο της Πίζας (1409), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την εκλογή ενός τρίτου πάπα. Την εποχή αυτή το πανεπιστήμιο του Παρισιού απαιτούσε την παραίτηση των παπών· χάρη σε μια τέτοια διεκδίκηση πετυχαίνει στα 1399 από τον βασιλιά το δικαίωμα να μην υπακούει πια στον πάπα. Digitized by 10uk1s
Τελικά η σύνοδος της Κωνσταντίας επιβάλλει, με την πολιτική υποστήριξη του Γερμανού αυτοκράτορα Σιγισμούνδου, την παραίτηση δύο παπών (του Γρηγορίου IB' και του Ιωάννου ΚΓ') και εκλέγει τον Μαρτίνο Ε', στα 1417. Η ενίσχυση της Κοινότητας και των πόλεων Η πολιτική κατάσταση στις εμπορικές πόλεις, εκεί που η εξουσία του ηγεμόνα έχει πολύ αδυνατίσει, εξελίσσεται σύμφωνα με τις νέες οικονομικές συνθήκες. Αξιωματούχοι, ανώτεροι υπάλληλοι, δικαστικοί, ιδρύουν ένα πραγματικό αστικό κράτος, ένα είδος συλλογικής Αυθεντίας προς όφελος της Κοινότητας. Στη Γερμανία η πολιτική αναρχία και η εξαφάνιση της αυτοκρατορικής εξουσίας αυξάνουν τη δύναμη των πόλεων, οι οποίες, για να διατηρήσουν την ασφάλειά τους, οργανώνουν οι ίδιες την αστυνομία και την άμυνά τους. Οι πόλεις εξ άλλου μεταξύ τους συνδέονται με μορφή ομοσπονδιακή, για να μπορέσουν ν' αντισταθούν στους φεουδάρχες και στους ηγεμόνες. Τέτοιες ομοσπονδίες απαρτίζουν οι πόλεις της Χάνσα (χανσεατική λίγκα) και αργότερα οι πόλεις της περιοχής του Ρήνου και της Σουαβίας. Στη Γαλλία επίσης οι δυστυχίες από τον πόλεμο ενισχύουν την κυριαρχία των πόλεων επάνω στους χωρικούς των περιχώρων, οι οποίοι βρίσκουν καταφύγιο μέσα στα τείχη. Σε αντάλλαγμα, οφείλουν να συμμετέχουν στην κατασκευή και τη συντήρηση των κάστρων. Έτσι αρχίζουν και περισσότερες απαιτήσεις για ειδικές συνεισφορές και φόρους, οι οποίοι συλλέγονται από τους αξιωματούχους της πόλεως. Αυτή η πολιτική τύχη των πόλεων, αισθητή επίσης και στην Καταλονία, δεν είναι πουθενά αλλού τόσο αποφασιστική όσο στην Ιταλία, όπου η απουσία του πάπα και του αυτοκράτορα αφήνει τη χώρα ελεύθερη από κυρίους και ευνοεί τις φιλοδοξίες των μεγάλων εμπορικών πόλεων. Στις ορεινές πάντως περιοχές, σ' ολόκληρη τη Νότια Ιταλία και στη Σικελία, υπάρχουν πάντα κράτη μοναρχικά (όπως το δουκάτο της Σαβοΐας, το βασίλειο της Νεαπόλεως και της Σικελίας) ή μεγάλα φεουδαρχικά κτήματα που περνούν μια πολιτική ζωή σχεδόν αυτόνομη και αρκετά αρχαϊκή. Οι εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, που βρίσκονται σε συνεχή πόλεμο, δεν εξοπλίζουν στρατό πια αποτελούμενο από δικούς τους πολίτες. Πληρώνουν ομάδες ξένων μισθοφόρων (Γερμανών, Καταλανών κ.ά), οι οποίοι διοικούνται από αρχηγούς ονομαζόμενους condottieri. Η λέξη προέρχεται από την condotta, ένα συμβόλαιο, που συντάσσεται σαν εμπορική πράξη, η οποία δένει την Κοινότητα με τον αρχηγό, υπεύθυνο για τους άνδρες του. Αυτές οι ομάδες, που στοιχίζουν πολύ ακριβά, κάνουν ένα πόλεμο διακρινόμενο από αιφνιδιασμούς και αψιμαχίες. Δημιουργείται λοιπόν μια νέα τέχνη πολεμική, κατά την οποία οι διαπραγματεύσεις και οι ραδιουργίες παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση των συγκρούσεων. Οι «κοντοτιέροι» γίνονται οι ήρωες της εποχής. Οι Κοινότητες τούς στήνουν αγάλματα έφιππα, κατά το αρχαίο στυλ (όπως π.χ. το άγαλμα του Gattamelata φτιαγμένο από τον Donatello στην Πάδοβα, ή το άγαλμα του Colleoni από τον Verrochio στη Βενετία). Οι μεταμορφώσεις της οικονομίας, η αύξηση του πληθυσμού, οι κοινωνικές ταραχές, επισπεύδουν την πολιτική εξέλιξη των εμπορικών αυτών πόλεων της Ιταλίας. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι εκλέγονται από τις συντεχνίες των επαγγελματιών. Αυτή η νέα εμπορική αριστοκρατία, συχνά λίγο διαφορετική από την παλαιά, εξασφαλίζει με δυσκολία την ειρήνη. Είναι αναγκασμένη να αγωνίζεται ταυτόχρονα εναντίον των συνωμοτών που επιδιώκουν την προσωπική εξουσία και εναντίον των λαϊκών εξεγέρσεων. Τότε επιβάλλονται οι ηγεμόνες, οι οποίοι συχνά στηρίζονται επάνω στη μάζα, σφετερίζονται προς όφελός τους τις εξουσίες της Κοινότητας και ιδρύουν πραγματικές τυραννίες.
Digitized by 10uk1s
Αυτοί οι ηγεμόνες είναι συνήθως και στρατιωτικοί αρχηγοί, όπως οι Βισκόντι (τέλη 14ου αι.), έπειτα οι Σφόρτσα, στο Μιλάνο. Άλλοτε αυτοί είναι παλαιοί έμποροι, φιλόδοξοι, χωρίς ενδοιασμούς. Οι Μέδικοι π.χ. της Φλωρεντίας εξορίζουν τους αντιπάλους και παίρνουν πλούτη και τιμές. Στα 1439 ο Cosimo dei Medici είναι ήδη πραγματικός κύριος της πόλεως. Παρά τις ζωηρές αντιδράσεις, κάποτε μάλιστα δραματικές, η εξουσία μένει σταθερά στα χέρια των νέων κυρίων. Έτσι η Ιταλία, κατά τα τέλη του 15ου αι., φαίνεται να κυβερνιέται από ηγεμόνες που βρίσκονται στην κορυφή των αστικών κρατών, όπως οι Σφόρτσα στο Μιλάνο, οι Έστε στη Φερράρα, οι Μοντεφέλτρε στο Ουρμπίνο, οι Μέδικοι στη Φλωρεντία. Η Βενετία γνώρισε πρωτότυπη τύχη. Η εξουσία εδώ βρίσκεται σταθερά στα χέρια μιας εμπορικής αριστοκρατίας, ερμητικά κλειστής, που διατηρεί όλες τις θέσεις της οικονομίας και της πολιτικής κλίμακας, και επιβάλλει τη σφραγίδα της σε όλες τις μορφές του πολιτισμού. Στον δόγη, τον ανώτατο άρχοντα, δεν αφήνει παρά μερικές τιμητικές εξουσίες· κρατά τον λαό με το μέρος της χάρη σε μια σχετική ευημερία και κυβερνά με τα συμβούλιά της, τη Γερουσία της, και με μια τρομερή μυστική υπηρεσία, το Συμβούλιο των Δέκα. Τα στρατιωτικά γεγονότα Στον στρατιωτικό τομέα το πιο χαρακτηριστικό γεγονός, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα, είναι ο περίφημος εκατονταετής πόλεμος. Η ιστορία της αγγλο-γαλλικής αυτής συρράξεως υπογραμμίζει και την πολιτική εξέλιξη των δύο βασιλείων. Ο πόλεμος ξεκίνησε αρχικά από μια φεουδαλική φιλονικία, που επιδεινώθηκε από κρίση δυναστική. Έναν αιώνα αργότερα παίρνει χαρακτήρα εθνικό, προκαλεί συλλογικές αντιδράσεις με εθνικολαϊκό χρώμα. Οι εχθροπραξίες άρχισαν στα 1337 και τέλειωσαν οριστικά στα 1453, ύστερ' από ποικίλες φάσεις, συνθήκες, ανακωχές και διαπραγματεύσεις. Η αρχική αφορμή δόθηκε από τις αξιώσεις του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου Γ' για τον γαλλικό θρόνο. Τα δικαιώματά του γι' αυτόν τα στήριζε στο γεγονός ότι η μητέρα του Ισαβέλλα ήταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Δ', ο οποίος πέθανε στα 1328, χωρίς ν' αφήσει διαδόχους. Η Ισαβέλλα δεν μπορούσε να τον διαδεχθεί, γιατί στη Γαλλία οι γυναίκες απαγορευόταν να ανέλθουν στον θρόνο. Γεννήθηκε τότε το ζήτημα αν ο αποκλεισμός αυτός συνεπάγεται και αποκλεισμό των απογόνων της Ισαβέλλας. Οι Γάλλοι ευπατρίδες εξέλεξαν ως βασιλιά τους τον Φίλιππο του οίκου Valois. Έτσι δημιουργήθηκε η αντίθεση ανάμεσα στους Πλανταγενέτες της αγγλικής δυναστείας και στους Καπετίδες της γαλλικής δυναστείας. Τα πραγματικά βέβαια αίτια της συρράξεως ήταν: α) η προσάρτηση των αγγλικών τιμαρίων από τον Γάλλο βασιλιά, τα οποία βρίσκονταν σε γαλλικό έδαφος· β) η ισχυρή γαλλική επιρροή στην κομητεία της Φλάνδρας, όπου οι Άγγλοι έμποροι του μαλλιού καταδιώχθηκαν. Έτσι η Αγγλία έχανε μια πλούσια αγορά, αφού η Φλάνδρα αγόραζε τα 9/ 10 του αγγλικού μαλλιού· γ) η αξίωση του Εδουάρδου για το γαλλικό στέμμα, πράγμα που εθεωρείτο στην Αγγλία εθνική υπόθεση και ζήτημα εθνικού γοήτρου. Δεν θα παρακολουθήσομε με λεπτομέρεια τις μάχες, τις νίκες, τις ναυτικές συγκρούσεις των αντιπάλων. Σημειώνομε μόνο τις μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των Άγγλων στο Κρεσύ (1346), στο Καλαί (1347) και στο Πουατιέ (1356), την ανασύνταξη των Γάλλων κατά τον 15ο αι. και την τραγική και ηρωική φυσιογνωμία της Jeanne d' Arc (1412-1431), η οποία ενσαρκώνει το πατριωτικό συναίσθημα. Η έλλειψη συντονισμού του πολέμου που διεξαγόταν σε γαλλικό έδαφος από τους Άγγλους, οι οποίοι είχαν ν' αντιμετωπίσουν και εσωτερικές ανωμαλίες, οδήγησε τους Γάλλους στη νίκη. Ο πόλεμος αυτός δίνει την ευκαιρία για μια πολιτική ενότητα και μια μοναρχική διακυβέρνηση της χώρας από τον Γάλλο βασιλιά. Η οικονομική εξέλιξη με την ανάπτυξη των νέων «βιομηχανιών» και Digitized by 10uk1s
εμποροπανηγύρεων ευνοεί το έργο της πολιτικής παλινορθώσεως. Η βασιλική εξουσία στηρίζεται σ' ένα στρατό πολύ πιο δυνατό, στους νομομαθείς του Μεγάλου Συμβουλίου, οι οποίοι επιλέγονται με προσοχή, σε μια αστυνομική οργάνωση αρκετά δραστήρια, σε επισκόπους, που διορίζονται από τον μονάρχη, και ακόμη στις γενικές συνελεύσεις. Όλα αυτά επιτρέπουν στον βασιλιά να συντρίψει τις αντιστάσεις του κλήρου και μερικών μεγάλων φεουδαρχών, και να πετύχει την ενοποίηση του βασιλείου. Αντίθετα, στην Αγγλία το τέλος του εκατονταετούς πολέμου θα φέρει τη διάσπαση της εθνικής ενότητας. Οι στρατιωτικές ήττες στη Γαλλία, οι φορολογικές επιβαρύνσεις, οι εξεγέρσεις των χωρικών προκαλούν τον διχασμό και τη δημιουργία δύο θανάσιμα αντιτιθέμενων ομάδων που συνασπίσθηκαν κάτω από δύο οίκους ευγενών: τον οίκο της Υόρκης (με έμβλημα το λευκό ρόδο) και τον οίκο Λάγκαστερ (με έμβλημα το κόκκινο ρόδο). Γι' αυτό και ο εμφύλιος αυτός πόλεμος των Άγγλων ονομάστηκε πόλεμος των «Δύο Ρόδων». Κράτησε 15 χρόνια (από το 1455 ως το 1471), κατά τα οποία η Αγγλία ερημώθηκε. Τελικά ο Ερρίκος Ζ', του οίκου Λάγκαστερ, νυμφεύθηκε την κόρη του Εδουάρδου Δ', του οίκου της Υόρκης, και έτσι ενώθηκαν τα δικαιώματα και των δύο οίκων επί του θρόνου. Ο Ερρίκος Ζ' χάρη στις ικανότητές του, ιδρύει τη δυναστεία των Τυδώρ, η οποία θα κυβερνήσει τον τόπο ως τα 1603. Οι συνέπειες από τον πόλεμο των δύο Ρόδων ήταν αρκετά σοβαρές. Όλοι σχεδόν οι ευγενείς της Αγγλίας πήραν μέρος σε αυτόν είτε με τους μεν, είτε με τους δε. Πολλοί σκοτώθηκαν στις μάχες. Άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Έτσι ο βασιλιάς τώρα είναι απαλλαγμένος από την παρουσία ισχυρών ευγενών, αποκτά πολύ μεγάλη δύναμη και μπορεί να κυβερνήσει σαν απόλυτος μονάρχης. Κατά τον 15ο αι., ιδίως από το β' μισό και έπειτα, γίνονται πολύ αισθητά τα ειδικά ιστορικά γνωρίσματα που προκαλούν την αλλαγή μιας περιόδου. Τα αποτελέσματα από την εφεύρεση της τυπογραφίας, τα υπερπόντια ταξίδια, η πλήρης στροφή προς τα πρότυπα της κλασικής αρχαιότητας, η ενίσχυση του μοναρχικού θεσμού, η εγκατάλειψη του «μεσαιωνικού» σχολαστικισμού, αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά για την έναρξη των Νεωτέρων Χρόνων.
Digitized by 10uk1s