Ο ΦΩ ΤΗΣ A ΓΤ Ο Υ Λ ΕΣ
ΟΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ
Ο ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ π ο ιή μ α τα ’ε π ι λ ο γ ή
σημειώσει ριογραιρικέε κ.α.
ΕΛΛΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΚΕΔΡΟ Σ Α Θ Η Ν Α Ι9 ? 5
ΠΟΙΗΜΑΤΑ έ π 1 1 ο γ η
77
ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΓ
’Εχτές έπάσκιζα νά βρω ■τρόπο νά κλέψω από το Δράκο για σέ, τ ’ αθάνατο νερο; για σε, πού πας νά μπεις στο λάκκο. Και τώρα ψάχνω για νά βρώ3 τρόπο να πώ ενα μοιρολοϊ, απ’ τον καημό μου πιο πικρό, τον πιο πικρό κ;' απ’ την αλόη.
9
ΜΕ ΚΛΡΤΕΡΟΪΝ
'Όλα τά πλοία χα$ήκανε σέ τραγικά ναυάγια. Κ ι όμως εμε, μέ καρτερούν οί πολιτείες, πού μ’ έδεσαν μέ νοσταλγίες και μάγια. Μή βλέπετε π ’ άργοκεντώ στους μενεξέδες πάνω τραγούδια νοερά, τής ροδοδύσης ξαίνοντας τά χρυσονέφια, φτειάνω καράβια καί φτερά.
10
ΜΗ Ρ Ω Τ Α Σ
Ξύπνα το γλυκοχάραμα νά δεις τις αύγινες χαρές, νά λούζουνε στο πρώτο φως τά έρο;τικά τους κάλλη·, την αγωνία σου τη γλυκιά νά νοιώσης, όταν ξαγρυπνώ τις νύχτες, πού όνειρεόουμαι κάποιαν αυγή μεγάλη. "Λχ είναι νύχτα, μη ρωτάς τόσο πολύ γιατί πονώ, εχει καρδιά μου ερωτευτεί τρελά, μέ τον Αυγερινό.
11
ΟΧΙ ΕΔΩ
Νά μην είναι εδώ τό τέρμα τάφε, νά μή σβή ο σκοπος τής ζωής εδώ, νά πώς: Κάποια χέρια μάς ικέτεψαν, μάς ελέησαν, μάς ζητιάνεψαν, μάς άγκάλαασαν, μάς δώσανε μια χαρά, ή μάς κλέψαν. Κάποια μάτια μάς καρφώσανε , μάς γητέψανε, μάς λίγωσαν, ή μάς πλήγωσαν. Κάποια χείλη μάς ευχήθηκαν, ή μάς δώσαν μια κατάρα, μάς χαμογελάσαν, μάς σαρκάσανε, ή στής προσμονής μας τή λαχτάρα τρομαγμένα άργοκινήθηκαν, λόγια ερωτικά μάς ψιθυρίσανε κι όρκους καί φιλιά μάς δώσαν, μάς παρηγόρησαν, μάς έπίκραναν, ή μια μέρα μάς προδώσαν.
12
ΚΟΓΚΑΑΚΙA
Σκε7^ετωμένα^ κέρινα κουκλάκια, στη βιτρίνα τής $λίψης, σαν φαντάσματα σωσμένα άπδ την πείνα καί στερημένα άφ’ τή χαρά καί ξένα άπο τα χάδι σβοΰν τα παιδιά μας στο βα$ύ φασιστικό σκοτάδι.
13
nor; ’Έτσι καη3ώς ξεχάστηκαν στο δράμα τους έκστατικά, τ ’ αγγελικά ματάκια σας τά έλτπ&Ο'ρόρα τά. γλ.υκά, και δέ γυρνούν χαρούμενα σαν στρίν νά μάς κοιτάξουν ο\ θαλασσοδαρμένες μας βαρκούλες, τ:οΰ $ ’ αράξουνε;
14
ΘΓΣΙ ΕΣ
Ό πικρός μας -όνος που δέ γιαίνει ή γλυκιά, ή -θλιμμένη άπο-δυμιά μας ποιος σάς παίρνει και σάς φέρνει μέσα στην απέραντη ερημιά μας; Ξέρομε τον πόνο που σάς δέρνει κι’ άν σκληρά υποφέρετε μακρύα μας είναι με τή μοίρα σας δεμένη καί σιγοπεθαινει κι’ ή καρδιά μας. Μά, ώ, παιδιών θλιμμένες οπτασίες, τώρα τί γυρεύετε άπο μάς; Τέτοιες χρειαστήκανε θυσίες στο βωμό τής λευτεριάς.
15
ΦΑΣΙΣΤΕΣ
Φασίστες ήρ$ανε στον τόπο μας, φασίστες πήραν τά σπαρτά μας φασίστες σκότωσαν τ ’ αδέρφια μας καί τυραγνούνε τά παιδιά μας. Κάψανε τό φτωχό μας σπιτικό καί κούρσεψαν την πλούσια χώρα φασίστες ήρθανε καί φέρανε λιμό, θανατικό καί μπόρα.
16
ΕΤΣΙ ΧΩΡΙΣΑΜΕ
Ού'τε λυγμός, ούτε φιλί, ούτε καί δάκρυ. Γιατί τό δάκρυ κι δ Λυγμός καί το φιλί προδίνουν στον πόθο τό φιλάργυρο, τό θησαυρό τού πόνου. ’Έτσι λοιπόν χωρίσαμε, χωρίς φιλιά καί δάκρυα σάν τις μεγάλες συμφορές, σαν τις βουβές τις μαύρες καί κρύψαμε τόν πόνο μας, καί σφίξαμε τα χέρια πού τρέμαν, σάν νά σήκωναν ενός σταυρού τό βάρος καί μάς κοίταζαν σιωπηλά μέ τό θολό τους βλέμμα πού σιγανοψιχάλιζε τοΰ χωρισμού τή θλίψη. Μ’ ενα γλυκό χαμόγελο φωτίζουνταν τά χείλη τους μ’ ένα γλυκό χαμόγελο πού οέν τό λησμονούμε καί θά φωτίζει τή βαθιά τού χωρισμού μας νύχτα. ’’Ετσι λοιπόν χωρίσαμε, χωρίς φιλιά καί δάκρυα, μ’ ο,τι πολύτιμο είχαμε γλυκό κι’ αγαπημένο.
17 2
ΣΤΑΓΡΟΙ
Τόσοι σταυροί πού στήθηκαν, τόσοι σταυροί πού Φά στηθούνε, εμάς μονάχα με σταυρούς μπορούν νά μάς μετρούνε. Σταυροί, παντού σταυροί. Εΐμαστ’ «οί αδάκρυτοι κι οί αγέλαστοι» δεν κλαΐμε, ούτε γελούμε, τά σπίτια μας καπνίζουνε πεινούνε τά παιδιά μας δέ λυγοΰμε, ήρθαμε νά χαράξουμε τού πόνου μας τά σύνορα καί στήνουμε σημάδια καί περνούμε. Σταυροί, παντού σταυροί.
18
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΜΑΣ
"Ας μην ήρ-δατε πίσω, κι ά ; μή οτάσατε πουθενά ο δρόμος μας άρχινόή άπο εκεί που ο δικός σας τελειώνει. Μέσα στο κάτασπρο χιόνι, μια ματοψένη γραμμή τό δρόμο μάς δείχνει άς ρίχνει σκοτάδι τριγύρω ή νύχτα άς ρίχνει... ’Ακολουθούμε πιστά τά ματωμένα σας ίχνη.
19
NXXT A
Ξέρεις τί ’ναι τη νύχτα \ι.ίσ στην αφωνην έρημο, ή μονότονη τρίλια τού οτωχού τριζονιού τό φωσάκι ενός λύχνου μακρινού και το βήμα το άπαλο μεσ’ στην άμμο από πρόσωπο γνώριμο, ξέρεις τι ’ναι τή νύχτα μέσ’ στην άφωνην έρημο;
20
Ο ΤΖΙΩΡΤΖΙΟ
Ό Τζιώρτζιο το ομορφο ’Ιταλοί:ούλο, πεψανε μέσα στ-/;'; έρημο από δίψα. Τον βρήκαμε νά κρατά έ'να άδειο παγούρι και νά το σφίγγει. Άπο τδ χυμό τής ζωής, πού εξατμίστηκε, είχε μείνει λιγάκι άφρός στις άκρες των άσπρων χειλιών του καί ήταν πολύ δολωμένα, τά γυαλωμένα του μάτια. Νά κρύβανε άραγε στη -θολούρα τους κανέναν ορμητικό καταρράχτη, κανένα νέρινο πίδακα κανένα κανάλι τής Ιταλίας νοσταλγημένο στην έρημο; ’Έτσι πέσανε δ πατέρας μου κι έμενα την άνοιξη, στην Ελλάδα. Πέσανε άπδ πείνα κοιτάζοντας τον όλοπράσινο κάμπο,.. Δώστε μου πίσω τδ γέρο πατέρα νά σάς δώσω τδν δμορφο Τζιώρτζιο. Α λλιώς όταν έρ$ει ο Μάης — ό πρώτος υστέρα ά.φ5 τδν πόλεμο — δεν $ά μάς φέρει λουλούδια. 21
ΜΠΙΡ ΧΑΚΙΜ
Αντιφασίστες "Ελληνες το προσκλητήριο νά γενεί χωρίς κανένα σάλπισμα μέ σιγανή φωνή. Τά ελληνικά σαλπίσματα, αντιφασίστες σαλπιχτές για τούς νεκρούς τού Μπίρ - Χακίμ γνώριμα τόσο πού ’ναι μέσα σ' αυτή την έρημο δεν πρέπει ν’ ακουστούνε μή σηκωθούνε κι' οί νεκροί σύντροφοι μας καί τρίξουνε γιατί όέν πρέπει έ βωμός τής άγιας τους θυσίας τόπος τής εξορίας πώς έγινε νά δούνε. ’Αντιφασίστες "Ελληνες το προσκλητήριο νά γενεί χωρίς κανένα σάλπισμα μέ σιγανή φωνή μή τύχει καί ξυπνήσουμε μέσα στην άναστρη βραδιά τούς "Ελληνες συντρόφους μας, πού γαληνά κοιμούνται άγκαλιασμένοι άδελφικά μέ τούς φρουρούς τοϋ Μπίρ Χακίμ τοϋ ήρωα Γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά. Αντιφασίστες "Ελληνες το προσκλητήριο νά γενεί χωρίς κανένα σάλπισμα μέ σιγανή φωνή.
22
ΕΝΑΣ ΠΠΤΟΣ
Ή έρημος είναι, έ άλουλούδι αστός κήπος, τού φιλντισένιου μου πύργου. Οι σαύρες τρεχοβολάνε τσαχπίνικα καί ζοΰνε τον έρωτά τους μέ πά$ος. ’Απάνω στο χαλασμένο άεροπλάνο σκουριάζει το άφωνο πολυβόλο καί δίπλα στο άχρηστο τάνκς ή ερπύστρια πεταμένη φαντάζει σαν μιά ξεχαρβαλωμένη μασέλα πού δεν -3ά ξαναδαγκάσει ποτέ. Τριγύρω ό τόπος είναι σπαρμένος μέ κόκαλα και ο αγέρας κα$ώς μετακινεί τις άμμοστιβάδες ξεθάβει τούς σκοτωμένους λ λ ry \ η/αο. ft“\ για\ να\ τους οαςει. τον Γι’ αύτο δεν Ιγύρευα φίλντισι. Κι’ έλεα στους πνιγμένους πού ξέπεφταν στ’ ακρογιαλιά μας. «Καλώς ήλ'λατε Σιωπηλοί, σε λίγο πού ·3ά ξεγυμνωθείτε άπο τή σάρκινη σας μιζερια 23
Φά σάς χάμω φλογέρες στο φιλντισένιο μου πύργο». Και μάζευα κάύ*ε νύχτα τούς σκελετούς άφ’ την έρημο και τούς έχτιζα και τούς έχτιζα ν ’ ανεβαίνει ό πύργος. Τώρα κα$ώς περνά ο Σιμούν, άφουγκραστεΐτε, άφουγκραστεΐτε... τραγουδούν οί φλογέρες των σκελετών, τις τελευταίες λαχτάρες των σκοτωμένων.,. Πόσο άραγε $ά βαστάξει ετούτη ή νύχτα; Πριν ξημερώσει, -ύ'έλω ν ’ ακούσω όλες αύτές τις φωνές, γιατί ξαγρύπνησα κι ίσως, τη χαραυγής ^ νά μέ πάρει ό ύπνος. "Αχ, $έ μου, άς ήταν απόψε νά μην περάσει από την άκρια τής έρημου ό σιδηρόδρομος πού ξεσκίζει μέ τις στριγγλιές του τό τούλι, τής τραγικής μας σιγής. 24
ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗ
Βγάλε μέσ’ άο τή νύχτα το φεγγάρι καιτ άστρα πού ’ναι μια παρηγοριά, καί δες τή νύχτα άπαρηγόρητη ’Έτσι είδα την ψυχή μου μια βραδιά, κι έπεσα καταγής και προσκυνούσα, μά ή προσευχή μου, δεν ακούστηκε.,. Δεόμουν σά νά περπατούσα σέ μιαν απέραντη έρημο, ρευστή καί άηχη, οπού σβήνουνε δίχως ν’ ακουστούν τά βήματα τού ανθρώπου.
25
ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Καί μέσ’ στα χιόνια, θησαυρούς το αρταγο μάτι βλέπει. Ξαν-λέ φονιά, τί σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τή στέπη; Μέσα στ·}; νύχτα, φονικό ποιανού έστησες καρτέρι; ΓΓοιός σ’ έβλαψε τόσο μακριά; Ποιόν ξέρεις; ποιός σέ ξέρει; έοω πού χρόνια έμόχ"3ησε τό εργατικό τό χέρι νά χτίσει την καλύβα του καί μιά ζωή νά οτιάσει νυχτερινέ οραγουμιστή, πως $ές νά σέ δικάσει τό χέρι αυτό που τοΰ γκρεμνάς ο,τι από χρόνια χτίζει ποια καταοίκη στο φονιά και στο ο ασιστα aci^ei; Τώρα φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια καί άφ’ τής φυλής σου τά όνειρα, είναι τά στή-Sia σου άδεια. Καί ίσεος μια μάνα, ένα παιδί κάπου νά σέ προσμένει μά εσύ, -$ά μείνεις πάντοτε ξένος σέ χώρα ξένη, κι ή μνήμη σου που της ζωής τό νόημα -$·ά λερώνει, -δάναι ένα στίγμα, ένας λεκές, μές στό κάτασπρο χιόνι.
26
ΑΦΡΙΚΑΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
Μια φεγγαρογραμμή άσημιά, χαράζει το μπουγάζι κι ούτε ριπίζει ή θάλασσα κι’ ούτε ή άντικρυνη στεριά λίγο άγεράκι βγάζει. Κι απάνω στο κατάστρωμα τά λιοκαμενα μας κορμιά που ήμερα τά βασάνισε μέ μιά βαριά λιγοθυμίά, ρουφούν αχόρταγα οροσιά σάν άπο στή-Sia μάνας κάτα), άφ’ τό φεγγαρόφωτο, μιας Νύχτας ’Λφρικάνας.
27
«ERIDAN»
To «Έριντάν» όρύίόπλευρο όργωνε τό γαλάζιο κάμπο τον ανθισμένο άφρόκρινα. Κι άν ήταν το ταξίδι μας ταξίδι σκλάβων ή οχ; οε |χ evoiate, οεν το κρίνα. Στην πλώρη στεκόμουν όρύώς καί κοίταζα το τέρμα} τή δύση πού ’ταν κόκκινη σά νά τή βάψαν μ’ αίμα. Κι άν ήταν τό αίμα τής ζωής πού τή μαχαίρωσαν οί άνθρωποι την ώρ’ αυτή δεν τήν έκρινα οτ’ ήταν για μας σκληρή ή ζωή καί ξένοι γύρω οί τόποι. Καί τό «Έριντάν» όρύ-όπλευρο όργωνε το γαλάζιο κάμπο τον ανθισμένο άφρόκρινα...
28
Ε Ρ ΗΜΙ Α Κα-λώς βραδιάζει χι άργοσβοΰν τά σχήματα των βράχων σκέφτομαι στο Ντεκαμερέ τί ύα μάς είχε μείνει, άν δεν έτάραζε συχνά τη βραδινή γαλήνη, μ.ιά $ρηνωδία τριζονιών, μια συμφωνία βατράχοον.
29
ΝΕΦΑΣΙΤ
Τις ομορφιές μιας άνεφης ποτέ δεν είδαν δύσης στο Νεφασιτ, πού μιά βαριά το πνίγει πάντα ομίχλη "Ηλιε νά βγεις, ήλιε νά βγεις, νά τούς ζεστοκοπήσεις. Ά φ’ των τενεκεδένιοι τους σπιτιών τά υγρά τά βά-δη, σοΰ δέονται οί Χαμπέσηδες: «πρόβαλε πια κΓ άν-5ορροοΰν, οί άγάβες οί πεντάχρονες, τά τελευταία τους αν$η».
30
ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ, , .
Το πλοίο περιμένει... Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου νά φανείς; Δεν $ά μ’ αποχαιρέταγε σαν ·5ά ’φεύγα κανείς, CV/ Μά τώρα μέ τον τόπο αυτόν, κάποια φιλία μέ OZVtl, \ \ »> / r y \ '. * ' / και τα οεσμα [Λου ειν οαοροα και να τα σπάσω οεν μπορώ κι’ ενώ νά μείνω 3 ά 'ΰελα πολύ, κοντά σας νά χαρώ τό πλοίο περιμένει... j
31
ΑΣΘΕΝΕΙ Σ Ήτανε οι άσ-3-ενείς, βυθισμένοι μέσ’ στη δίνη του;. Πήγαμε στην κλίνη τους, δεν μάς ενιωσε κανείς. Κάτι παραμίλαγαν μ.έσ’ στον -πυρετό τους, απαλά χαϊδέψαμε τ ’ αναμμένο μέτωπό τους, κι’ όταν ξύπνησαν, 'λουλούδια βρήκανε στην κλίνη τους, μά δέ μάθαν -ποιος τά πήγε. Δεν μάς ένιωσε κανείς!... ΤΗταν βλέπεις, οί Ασθενείς, bυλισμέ1νοι μεσ στή οινη -τους.
82
ΤΟ ΡΟΔΟ
τραγούδι μας Βάλτε τ ’ αυτί σας στην καρδιά, υλ ακουστέ μέσα, βογγά μια Μοίρα. Το τυραγνά μια κόλαση, το καίει μια φλόγα μυστικιά, κι είναι τό ρόδο -π’ άνθισε στοΰ ηφαιστείου τον κρατήρα.
33 3
ΕΚΑ ΑΣΤΕΡΙ
Δέ -$ά πλήξω. *Ac είναι οί νύχτες του χειμώνα μου μεγάλες κάθε βράδυ, πάω ταξίδι μακρινό, σέ χώρες άλλες, Κι’ ή βαρκούλα μου πού μοιάζει μέ νοσοκομείου κοεββάτι είναι με χάρες τοΰ κόσμου καί παρηγοριές γεμάτη κι έχω καί μιά γλάστρα μέσα μ’ ένα κόκκινο λουλούδι πού είναι σαν ζέστη καρδούλα κι’ είναι σαν γλυκό τραγούδι καί στον ουρανό μου απάνω πιο ακριβό κι απ ολα, Λάμπει σαν χαμόγελο ένα αστέρι καί μοΰ φέγγει σάν αγάπη. 6.1.1954 Νοσοκομείο η"Αγιος Παύλος», ’ Αθήνα
34
ΜΗΝ ΚΑΡΤΕΡΑΤΕ
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε μήτε για μια στιγμή, μηδ οσο στην καλοκαιριά λυγάει το κυπαρίσσι. "Έχουμε τή ζωή πολύ, πάρα πολύ, αγαπήσει.
35
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1956
εφέτος ή πρωτοχρονιά, στη φυλακή με βρίσκει, άδειο κανίσκι είν’ ή καρδιά καί μαύροι γύρω μου ίσκιοι. ’ έτσι κα^ως σε σκέφτομαι Χαρά πού μοΰ ’χεις λείψει, μοΰ σιγοτραγουδά ή βροχή , τοΰ σύννεφου τή -λλίψη.
36
ΔΕ ΣΕ ΛΗΣΜΟΝΩ
Σ’ είδα μονάχα μια στιγμή, μά δεν σέ λησμονώ, εχει ή καρδιά μου τή γλυκιάν εικόνα σου κρατήσει, ήσουν πεφτάστρι, μια βραδυά -του πέφτει απ’ τον ουρανό, και πού σκορπίζει γύρω του, μια λάμψη πριν νά σβήσει. Σ’ είδα μονάχα μια στιγμή. Σέ πήγαιναν για κεΐ... Κι’ εσύ, φυσούσες στις ψυχές την πίστη, ολο το δρόμο, κι’ είχες μια σπί/Sa στη ματιά, άφ’ τή φωτιά πού καίει στον κόσμο. Σ’ είδα μονάχα μιά στιγμή, σέ μια στροφή μιας δίνης. Και σ’ άρπαξα καί σ’ έκλεισα μέσ’ στής ψυχής μου τ ’ άδυτα, τό δρόμο νά μου δείχνεις.
37
ΜΟΝΟ Η ΨΓΧΗ ΣΟΪ
Χρόνια και χρόνια ή φυλακή, σέ -παίδεψε σάστρίγγ?ωι. Ά φ’ το χλωμό σου πρόσωπο το γέλιο έχει σβηστεί, μόνο ή ψυχή σου ξάγρυπνη κι’ ολόρθη σέ μια βίγλα, δέ λέει νά κουραστεί, Γιόμισε νύχτα τό κελί άφ’ τό μικρό φεγγίτη, κι εσύ ούτε τό κατάλαβες, που νά ’χεις ξεχαστεί; ΙΙοιές σέ τραβούνε ξωτικές, παοάξενε εραστή; Σαν τί νά οραματίζεσαι μαρτυρικέ προφήτη;
38
ΩΡΑ ΚΑΛΗ
"Ωρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή, πού φεύγετε άφ’ την άβυσσο καί για τον ήλιο πάτε, τήν άλυσίοα μου κρατώ μή σέρνεται καί κροταλεϊ, ν’ ακούσω τό τραγούδι σας, κα·£ώς περνάτε. Βάλτε ρυ·5·μό στο βήμα σας καί στο τραγούδι σας $υμο ξυπόλυτοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμο κι’ ήταν τό ρέμα δυνατό καί -λυμ.ωμένη η λάμια κι’ είχε ριγμένα στο βυ$ό, κοπανισμένα τζάμια. "Ωρα καλή συνταξιδιώτες, ούρα σας καλή, κεντώ στό μισοσκόταδο εναν ήλιο για κονκάρδα τήν αλυσίδα μου κρατώ, μή σέρνεται καί κροταλεϊ, απόψε, πού σταυρώνεται, σαν τό Χριστό, ή Ελλάδα.
39
ΣΑΣ ΑΡΝΙΕΜΑΪ
Τά ματάκια που κλαΐνε, τις καρδιές πού πονούνε, τις ζωές πού άργοσβοΰνε στη σκιά δεν ξεχνώ, δεν σάς $έλω χαρές απ’ αχνό, Τά δικά μου τά νιάτα, σαν χαράμι οευγάτα σέ βουλιάζω μπρατσέρα τοΰ ονείρου, σέ βουλιάζω τοΰ πό$ου φρεγάτα. Θά στα$ώ στο λιμάνι νά κάνω σινιάλο νά μέ βλέπουν αυτοί πού χωρίζουν νά παίρνουνε θάρρος ναυαγός πού $ά φέγγω μεσ’ στη νύχτα, σαν φάρος. Τά ματάκια πού κλαΐνε, τις καρδιές πού πονούνε τις ζωές πού άργοσβοΰνε στη σκιά δεν ξεχνώ, σάς άρνιέμαι χαρές άπ’ άχνό.
40
ΟΙ ΧΙΟΝΑΝΘΡΩΠΟΙ
Προσποιείστε συνάνθρωποι, νά τούς καταλάβετε τούς χιονάνθρωπους. Μάς μισούνε γιατί, ξέρουνε πως σαν έβγει 6 ήλιος ο,τι είναι φτιαγμένο μέ χιόνι, ΰ ά λυώσει.
41
ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ
’Έκαψε ιτιά ν’ άκούγεται ή στριγγλιά φιονή του γκιόνη. Τά στήθια σαν καϊκιού κανιά μιαν ελπίδα τά φουσκώνει. Φύσα αεράκι βορεινό καί σκόρκισε τά νέφη νά δούμε τον αυγερινό, του ήλιου το χρυσαδέρφι.
42
ΠΡΩΤΟΒΡΟΧΙ
Το πρωτοβρόχι ξέτ,λυνε τούς τάφους απ’ τη σκόνη νανούρισε στη στέγη μας τή $λίψη ν’ αποκοιμηθεί καί σκόρπισε τις σκέψεις μου σαν άχερα στ’ αλώνι. Σ’ ευχαριστώ βροχούλα μου πού ανάδεψες τή φτέρη, καί στοΰ οΧινόπωρου ή καρδιά άνασκίρτησε τά ρίγη. Είναι γλυκιές οΐ αναμνήσεις σαν ή χαρά έχει φύγει.
43
ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ
Έ , Τσάρλυ, τραβήξου άπο τον ήλιο. Ζιημερα, επεσε η Α τομική... Σήμερα, στα λιμάνια, οι σωματέμποροι καί οί πορτοφολάδες μπορούν νά περηφανεύονται που όεν έγιναν ϋφευρετες... Σήμερα $ά μπορούσε νά λέει στην προσευχή της, μια πόρνη: «θεέ μου, σ’ ευχαριστώ, πού δέν γέννησα...».
44
το
χ ω ρ ίο τ ο γ
((Δεν μπορώ νά σάς παραδώσω 30 ομήρους». ’Έτσι είπεν ό Δήμαρχος κι εκτελέστηκε. ■"Αν περάσετε το λοιπόν άπό το χωρίο του Δημάρχου, —· γιά το Όρατούρ — Συρ — Γκ/.άν, σάς μιλώ — $ά βρήτε την Μαργκερίτ Ρουοφάνς, τή μόνη πού γλύτωσε άπ’ τούς 600 συχωριανούς της, και τον μαθητή, τον Ροζέ Γκοντφρέν, πού ακόμα θυμάται τούς 191 αποτεφρωμένους συμμα-δητές του. ’Από αύτούς νά ζητήσετε, νά σάς βοηθήσουνε, γιά νά ξανακάμετε πόλεμο.
45
ΠΟΙΗΤΙΚΟ
ΧΡΕΟΣ
« ..β ά λ α μ ε χρέος μ ά π ώ ς ξεπ λ η ρ ώ νετα ι..»
Ή ποίηση πιστεύω δέ χρειάζεται πολλές ερμηνείες, έξηγήσεις, δφελος τοϋ ποιητή καί του δέχτη καί της ποίησης δσο οι ποιη τικές συναλλαγές διατηρούνται άμεσες: κάτι σοΰ προσφέρουνε, κά τι γεύτηκες, λίγο ή πολύ εύχαριστιέσαι, ίσως έπληξες — τόσο. Σήμερα γέμισε ή πνευματική αγορά μελέτες, συνεντεύξεις, κρίσεις, άναλύσεις σχετικές μέ ποίηση, πού μετατοπίζουν τελικά τή σημα σία της, παρουσιάζεται ντυμένη μέ ξένα ρούχα κι απαιτήσεις. Μιά μελέτη σοβαρή γιά δημοτικό τραγούδι αρχίζει: «γιά νά κα ταλάβομε τό δημοτικό τραγούδι πρέπει νά ξέρομε τίς συνθήκες δπου γεννήθηκε, πώς άνθισε κλπ.». Δηλαδή πας νά γευτείς ένα κρα σί, έναν έρωτα, έναν χορό, ένα φρέσκο αυγό, αλλά πρέπει νά ξέ ρεις — από πριν μάλιστα, τήν ιστορία τού κρασιού, τού έρωτα, τού χορού, τού αύγοΰ. Λοιπδν ή διανόηση έρευνα καί βρίσκει — άδύνατον νά μή βρει, άν δέν βρει χάνει τή δουλειά της — βρίσκει επιδράσεις, καταβολές, ομοιότητες, διαφορές, πιάνει ένα ποίημα τδ παρουσιάζει άναλυμένο, ιατροδικαστικά ταξινομημένο, πληθαίνει έτσι μιάν α ν τιπ ο ίη σ η , τό παρακλάδι πού αδυνατίζει τό δέντρο. Κι δ πολύς κόσμος ένημερώνεται |ii ταμπέλες τυποποιημένες «μον τέρνα ποίηση», «παραδοσιακή» πληροφορείται τά ληξιαρχικά στοι χεία, τήν ταυτότητα τού ποιητή «γενιά τού ’50» «περίοδος τού με51
σοπολέμου...» κλπ. δηλαδή δ πολύς κόσμος γνωρίζει τήν ποιητική παρουσία δπως τά παιδιά γνωρίζουν 'μάρκες αύτοκινήτων, άπδ μα κριά. Λοιπόν για τούς πολλούς καί κοινούς συμπολίτες ή ποιητική άπόλαυση μειωμένη, άν δ καλοπροαίρετος εξηγητής, μεσολαβητής οέν τούς πάρει και μ έ σ α να τούς κάνει μια βόλτα... Σήμερα κανείς ποιητής υπολόγισε για πιθανό αναγνώστη του ή άκροατή τό γείτονά του τό γιαουρτά, τον περίπτερά; Στρέφεται άλ λου περιμένει... Πού όέ σημαίνει βέβαια δτι θά χαρεΐ άμεσα, εύ κολα τήν ποιητική προσφορά ό γείτονάς μας, δ γιαουρτάς, ό περιπτεράς κλπ. Ούτε άλλωστε ό έκτός τής γειτονιάς μας τραπεζίτης, εφοπλιστής, κάθε άλλο. Αλλά ή ποιητική άπόλαυση πιστεύω πώς είναι απ’ τή φύση της κ α θ ολ ικ ό δ ίκ ω , καθώς ή ψήφο, ή χόρταση, δέν έχουν θέση περιο ρισμοί βαλτοί καί δεκτοί άπδ πρίν. Περιορισμός άπδ πρίν είναι καί τό ποιητικό είδος, ό π ο ιη τικ ό ς π ολτός πού κυκλοφορεί καί βραβεύεται, ή θελημένη α κ α τα νο η σ ία ■ —- δέ μάς φτάνει τόση άθελη —· καταντά ένας φόρος πού π ληρώ νουν δσοι έχουν κλίση πρός τήν π οίη ση καί τήν ποιητική συναλλα γή, μιά γλώσσα Ιδιαίτερη, συντεχνιακή, “ίίστε ο! λίγοι γίνουνται πιό λίγοι, μένουν έξω, ασυζήτητα έξω οί πολλοί. Οί γενικές γνώμες αύτές έχουν σχέση μέ τις παρακάτω σημειώσεις, γιά τήν ποίηση τοϋ Φώτη Άγγουλέ καί μέ απλά κριτήρια συμποιητικά πού δρισε ή τέχνη του κι ή ζωή του. Πρώτα σημειώνω τήν παραπανήσια ευαισθησία του καί τήν άμε ση μετάπλασή της σέ λόγια, φυσική καί γρήγορη διπλή διαδικα σία ποιητική, πού κάνει δικό της δ,τι αγγίξει. Τό έπίγραμμά του γιά τά παιδιά τής κατοχής δπως τό αποτελειώνει μιά δική του αύθαίρετη κραυγή (σελ. 13). «...οί θαλασσοδαρμένες μας βαρκούλες πού θ’ αράξουνε...». Τό κάτεργο «ΕΡΙΝΤΛΝ» πού μεταφέρει αίχμάλω52
τους άντιφασίστες στρατιώτες — πάνω στίς λαμαρίνες του ψηθήκανε σαν κρέατα ωμά τα κορμιά τους, μαζί καί τό δικό του — δπως τό είκονίζει ν’ αρμενίζει: «../ιέ κάμπο άνθισμένον άφρόκρινα... (σελ. 28), κι άλλα πολλά παρόμοια ξεγράφουν καί ξαναγρά φουν τον κόσμο, τί άλλο είναι ή ποίηση... κι επ ιβ εβ α ίω ση τής άγάπης του. Τήν αγάπη του αυτή, άλλο κύριο γνώρισμά του σταθερό, τη δήλωσε, καί ποιητικά πολύ ξεκάθαρα κι αμετανόητα: «...μήν καρτεράτε κλπ.». «Ιχομε τή ζωή πολύ, πάρα πολύ άγαπήσει». (σελ. 35) δίχως έξαψη, δίχως δισταγμό, ένας στίχος στρωτός, ζωηρός ένας σφυγμός στρωτός, ζωηρός μπρος στο θέαμα τοΰ κόσμου, μπρος καί ατούς στρατοδίκες. Κι ένα πρωί, θυμούνται μερικοί συγκρατούμενοί του πώς τοΰ ’ρθε, σκαρφάλωσε στο παράθυρο τής φυλακής είδε δσα είδε κεραμίδια, καμινάδες, κανένα συννεφάκι, καπνούς — τούς είχανε στά Βούρλα τότε, είπε «δμορφος πού ’ναι δ κόσμος» καί κατέβηκε. Κι έμεΐς άραγε θά τόν πούμε δμορφο, έχει τέτοια έντολή ό ποιητής νά τόν λέει, νά τόν θέλει δμορφο; "Οπως κι άν τόν πούμε δ δεσμός τοΰ άνθρώπου μέ τόν κόσμο είναι δμορφος, αύτόν συμπυκνώνει δ ποιητής, στήν απόγνωση καί στήν αγαλλίασή του, 'μέ μιά κραυγή του ίσια ή άνάποδη τόν έπαληθεύει. Λοιπόν τόσος πλούτος πνευματικός τής άστικής, σύγχρονης ριχής απαισιοδοξίας στίς αναπτυγμένες κοινωνίες τής Δύσης, τόσες μο ναξιές καί ψυχώσεις καί διαστροφές, τόσο άγχος, τόσο σέξ, τόσα έγκλήματα, τόσα κέρδη καί βραβεία θά τ’ αγνοήσουμε; Μακάρι... πάντως σηκώ νει δ υ σ π ισ τ ία κ ι ό π λούτος αυτός, τό λέω κι έτσι — μέ αφορμή τό ποιητικό χρέος πού έδώ μέ δόσεις, δπως δ άλλος πλούτος κι ή δόξα του... Ό ποιητής έξάλλου θέλει δέ θέλει τραβά τήν κοινή πορεία δπου 53
κι αύτός θά συναντήσει στημένα τά δύο βέλη «πρός άφανισμό», «πρός έπιβίωση», τυχαία ή λογικά θά διαλέξει κατεύθυνση, άλλη πορεία δέν ύπάρχει ούτε πράξη, ούτε αρετή ούτε δόξα πού νά τον άφίσει έξω, ούτε μέ νόμισμα κανένα εξαγοράζεται ή εκλογή. Βέβαια είναι πολλά τ’ άπρόβλεπτα τής ποίησης, βαριά σχήματα πού άλαφρώνουν, σκοτεινά πού λάμπουν, καΐλες πού βροσίζουν, έφήμερα πού ριζώνουν, πολλά καί τ’ ανάποδα πάνω στην ποιητική πορεία. "Ομως ή ποίηση τού Φώτη δεν είναι άπ’ τις απρόβλεπτες ούτε τις άνάποδες, είναι ίσια, έμεΐς άς κλωθογυρίζουμε τό ίσιο έχει θέση τουλάχιστον ισότιμη δσο καί τ’ ανάποδο. Είναι καί μετρημένη — μπορεί άλλος νά πει τό μέτρο αύτό καί μέτριο.Άλλά καί τό μέτρο τούτο ίσιος καί μέτριο τό βρίσκουμε συχνά καί σέ πρότυπα πού άντέξανε πολλούς αιώνες, σέ σχήματα τέχνης αθάνατης, έπιγράμματα, κεραμικά, γλυπτά, ζωγραφικά τής κοι νής εύαισθησίας καί μαστοριάς πού σέ καλές εποχές πλουτίζανε τήν καθημερινή ζωή χωρίς λογιότατη παρέμβαση, μικρό καλό δέν είναι αύτό γιά τήν κοινωνία... Σήμερα πολλές προσφορές τής τένης καί τής ποίησης είναι άλλη μιά λόγια καί δεκτή καθαρεύουσα, άσχετη μέ τήν κοινή ευαισθησία καί μαστοριά. Κι ή γλώσσα του κατάλληλη, δσο μιά μηχανή κατάλληλη σέ τάδε σκάφος, γιά τάδε φορτεΐο, σύμφωνη μέ τό περιεχόμενο — κι α θόρυβη. Ούτε οι ομοιοκαταληξίες τού Φώτη δέ χρειαστήκανε παραγεμίσματα, ή μουσική του αίσθηση πολύ ζωντανή κι αυτή, ταυτόχρονη. Έμεινε άσχετη ολωσδιόλου ή τέχνη του μέ το δημοτικό τραγού δι. Στήν περιοχή του μεγάλωσε, τ’ αγάπησε, τύπωσε μέ τά χέρια του μιά συλλογή λιανοτράγουδα, αλλά δέν έπλασε είδος νησιωτικό καθώς ο Κρυστάλλης τό η π ε ιρ ώ τικ ο , κατάλαβε πώς ή αγάπη οέ φτάνει, άλλα έργαλεΐα καί ύλικά έχει ό λαός, ή πνοή του άλλη. Τελικά ή ποίηση τού Φώτη Άγγουλέ βαστά οικειότητα μεγάλη 54
μέ τήν πραγματικότητα γιασεμιά, χελιδόνια, τ’ άνθογυάλι, τ’ ακρο γιάλι, τό συρματόπλεγμα, τό τουμπανιασμένο πτώμα είναι γι’ αυ τόν, τα κάνει καί για μάς πολύ γνώριμα, τά πραγματικά καί τά ποιητικά μέ τό ίδιο ρεΰ;ια φωτισμένα, τήν ίδια στιγμή. νΕτσι διατηρεί κάποιον κ λ ιμ α τιβ μ ό σχεδόν άπολαυστικό καί στα θερό. Τά ήριοϊκά μέτρα, ή άντοχή πού χρειάστηκε σέ περιστάσεις απάνθρωπες τελικά ξεπερνούν τόν εαυτό τους. Προσωπικά έγώ πιστεύω βέβαια πώς ήρωϊκά μέτρα έχουν σήμερα θέση ΚΑΙ στήν ποίηση, άρετές, φωνές δπως τις ξέρουμε δέ φτάνου νε. Ωστόσο ή μετρημένη, λαγαρή φωνή τού Φώτη δπως ακούστη κε ως έκεΐ πού ακούστηκε, άγαπήθηκε πολύ, εύφρανε πολλούς, τό λένε κι δσοι ξέρουνε — δέν είναι λίγοι — τί δώρο, τί δέμα τής κρυ φής αλληλεγγύης είναι καθετί πού ζωντανεύει τή γεύση τής ζωής μέσα σέ καταστάσεις πού τήν ξεφτελίζουν. Τελικά δ λυρισμός μα γεύει άμέσως, τόν χρειάζουνται οί πολλοί καί παιδεμένοι σύγχροyot, τό τραγικό ήρωϊκό άπόσταγμα ίσως άπ’ τή φύση του άργεΐ... Στήν ποίηση τού Φώτη δέ χώρεσε ούτε ή κορυφωμένη άγριάδα τού έμφύλιου πολέμου. Είναι ταγμένος στις πρώτες γραμμές τά παθαί νει, τά βλέπει δλα καί σωπαίνει. Πρός τό παρόν ξέφυγε τήν έπίσημη κριτική, ξέφυγε καί τήν έπίμονη προβολή. Πού έστω κι αν είναι καλόπιστες — πολλές φορές δέν είναι — αποτελούν έπέμβαση άνωθεν, σκόπιμα ή καί άθελα αλλοιώνουν τίς αξίες. Ούτε φορτώθηκε ποτέ φιλοδοξίες διανοουμενίστικες, ούτε καν μετα φράστηκε... (σ’ έποχή πού οί νεοέλληνες πρίν γράψουν άποβλέπουν στή μετάφραση...). Τά 4 - 5 τελευταία χρόνια διάβασε αρκετά, ίσως έπεσε στήν αυτα πάτη κι αυτός πώς ή άνάγνωση εύκολύνει τή συγγραφή σά νά έλπίζει δποιος τρώει πολύ πώς θά μαγειρέψει καί καλά... Τού άρέσανε πάντα καί κάτι μακρινά δράματα, εξωτικές λέξεις, 55
ΕΝΤΕΑΒΑΤΣ, ΦΟΓΤΣΙΓΙΑΜΑ κλπ. τις Ιφερνε τελικά τό κλί μα του. Τώρα δμως νά ή μάθηση πού δέν προεκτείνει αυτόματα καί τΙς ποιητικές χορδές, ή αίσθησή του καί ή απόδοσή της στην τελευταία του συλλογή φαίνονται μειωμένες. Κι άπ’ την ήλικία βέβαια καί τις κακουχίες καί τό πιοτό. Ψηφίστηκε μέλος τής ΕΕΛ τό 1956, καί τό πήρε χαρά.
56
Ξ ώ φυλλο α π ό λεύκ ω μ α τω ν κρατουμ ένω ν τού Ν τεκαμεοέ
’Α πό λεύκωμα χειρόγραφο πού έβγαζαν ol κρατούμενοι τοϋ Ντεκαμερέ.
¥ Z *
/&a' yvd !fa lff& /mtai^cnrt& %e>V «V $£ f} ^ t
u~ ffi 'van -,
f\j'/ f f/ *** S . f A< &,%' *$*·+> /Z4gp ’Z&tjt £■<&{. f***k-f ΰ t . 0 i j Ji
p t- t-V£>CtKjZ , S il· Z *&u...jpvv& t . »
«Wffnm* w w i»
+t*Kaeasc-*'il·'
~ftStl*s£i V? iTL£ *U4Xt
iC2>
,
f C' "5 /c/ui^vj τ α η / tz^ l■'v Λ -ίο κ 'ui*y*y Smt να*
ί Uf
,
3 ύ rm> Wzs*/!·' «*>* a u f* * * f
r
V-£) J ^ tr*5
/
c e
Λ ί/V 2>f Mx&,>ys2-4lf>u/
Ί θ /ν
η
, .
$ t v Z *iv i t - t f’c y c * -
K e>% ' *} Z&w ji&>f s *
λ^λ *
7 0 ***
4 f 1*·'7
/
f
/
py«?4 ^ v p n ? Pi *x> rici . Ύχ>
tf> ι ν Ζ & ίν
e> p$& n $ t o p v >
Q fj^ r r i \ J f c j k i j t o TjOV
λλρχρ * ι
c
A V5#'K|3VV t* ...............
((..πώς Οά χω ρίσεις σε χαρτί..» Γεννήθηκε τδ 1911 στον Τσεσμέ, ή άρχαία όνομασία Κρήνη, στα παράλια τής Μικρασίας κατάντικρυ στή Χίο, τδ στενδ ούτε 5 μίλια. Ό πατέρας του Σ ιδερης Χ ονδρουδάκης ήτανε ψαρομανάβης, 6 Φώτης θυμήθηκε τδ παράνομα του ΑΓΓΟΓΛΕΣ, έτσι υπόγραψε τά πρώτα του ποιήματα καί τοΰ ’μείνε. Ή μάνα του Γαρυφαλλιά όνομαστή νοικοκυρά και όμορφη καθώς κι οί τρεις κόρες της, Κυριακούλα, Ευαγγελία καί Αγγέλα. Ό Φώτης τελευταίος. Είχανε σπίτι μέσα στην αγορά καί μαγαζί άπδ κάτω, ή δουλειά κοντά κι ή ξεκούραση. Είχανε καί χτηματάκια βοη θητικά τδ φρούτο, τδ ζαρζαβάτι τους καί αμπέλι πού έβγαζε πρώι μο σταφύλι. Δέν είναι λόγια τού παραμυθιού ή εύτυχισμένη ζωή σέ κείνα τά μέρη, Ικεΐνα τά ειρηνικά χρόνια, τ’ αγαθά πολλά, χωρούσανε όλοι καί χορταίνανε. Περίσσευε λαχτάρα καί γιά γράμματα, όνειρό τους ή Ελλάδα, ή έλευθερία — τις γνωρίσανε... Μέ τον Πρώτο Πόλεμο 191 4-18 πρώτος διωγμός τών χριστιανών τής Τουρκίας, οί Γερμανοί σύμμαχοί της έκεΐ πρωτοδοκιμάσανε τήν έκτόπιση γιά εύκολη εξόντωση πληθυσμών, σηκώσανε δλόκληρα χωριά, γέρους καί γυναικόπαιδα τούς τραβούνε ατδ εσωτερικό, βα δίζουνε μέρες, μήνες, οί άντρες άπδ πρίν ξεδιαλεμένοι καί οεκατι63
σμένοι στα «έργατικά» τάγματα, μυριάδες οί άταφοι νεκροί στους δρόμους, στους λόγγους, ερημώσανε τα παράλια. Ό Σιδερής φόρτωσε νύχτα την οίκογένειά του καί τις παραπανήσιες γυναίκες τή νενέ Μάλαμα, τήν κουμπάρα Δέσποινα περάσα νε μέ κα'ίκι στη Χιό — σωτηρία τότε τό κάθε πλεούμενο. Στή Χιό αποβάθρες, πλατείες γεμίσανε κόσμο παραλογιασμένον, γύρω - γύ ρο) μπόγοι κι δ,τι κουβαλήσανε στ’ αρπαχτά, ή μάνα του Φώτη μέ τό Φώτη άγκαλιά κι ένα ψο>μί. Κυριεύει καί κείνη άς τήν ποϋμε απορία, ξέρει ό άνθρωπος δσα ξέ ρει, θάνατο άρρώστια, μά δέ χωρά δ νους τέτοια οργή καί συμφορά συθέμελη μόνο ή άνάγκη πώς θά φας, ποϋ θά βρεις τόπο νά κουρνιά σεις συναρμολογούν πάλι κάποια ζο)ή Ιξαρχής. Ό Σιδερής δεν κά θισε στιγμή, βρίσκει φίλους τής δουλειάς, κάτι έξοικονομεΐ, ένας τοϋ παραχώρησε στό μαγαζί του έναν πάγκο καί μιά ζυγαριά νά που λά ψάρια. Ή μάνα τους μιά νύχτα βρίσκει στόν κόρφο της ένα κο μπόδεμα 50 χρυσές λίρες, κλάψανε καί γελάσανε ποϋ τίς είχε ξε χασμένες καί πώς δέν τής πέσανε. "Υστερα τούς στεγάσανε σέ σχολεία, υστέρα στό παλιό Κάστρο. Ό Φώτης μικρός στερήθηκε πολλά μά ή στοργή δέν τοϋ ’λειψε, άπο μητέρα ώς άδελφές, γειτόνοι καί γειτόνισσες, πάντα φροντισμένος. Καί τό χάλασμα δπου μεγάλωσε δλοκάθαρο καί συγυρισμένο μέ γλάστρες στό κατώφλι. ’Από νέος μάλιστα δ Φώτης βγαίνοντας κάθε πρωί έκοβε κανέναν κατιφέ, κανένα κλωνί βασιλικό, πηγαίνοντας στή δουλειά του, ύστε ρα μάλιστα φρενιάζανε οί διώχτες μέ τό ξένοιαστο αυτό του συνή θειο. Στό σχολείο έπαιρνε τά γράμματα ήτανε δμως άταχτος έβγαλε δέν έβγαλε τήν Β' τοϋ Δημοτικού, ένα ιιεσημέρι τόν φώναξε δ δάσκαλος στόν πίνακα, έκείνος πήδησε απ’ τό παράθυρο καί δέν ξαναπάτησε. Τό ’χε καημό ή μάνα του. Τόν είχε στή δουλειά δ πατέρας του, τόν 64
Επαιρνε στή γύρα. Σέ ήλικία 14 - 15 χρόνων διάβασε κάποιο ποίη μα σέ σκισμένη Εφημερίδα, ποιανού καί τί ποίημα δέ θυμούντανε, ή πρώτη μαγεία δέν ξέρει φίρμες, παράτησε τά ψάρια καί τά πα νέρια, δλη μέρα γύριζε. Έπιασε από τότε σκάλιζε χαρτιά, ταίρια ζε καί κείνος στίχους. Ό πατέρας του θύμωνε γιά τό χασομέρι, μά ή μάνα του καμάρωνε κρυφά καθώς κι ή μεσαία Ιμπιστή του άδελφή, τοΰ δίνανε χαρτζηλίκι, τρύπιονε σέ βιβλιοπωλεία, χάζευε, α γόραζε. Τέλος πήγε μαΟητευό;ιενος τυπογράφος στην τοπική Εφημερίδα «ΕΛΕΓΘΕΡΙΑ». Γνωρίστηκε τότε καί μέ νέους «διανοούμενους» πού ξεφυτρώνουνε στήν Επαρχία άσπαρτοι, συζητούσανε, ξενυχτούσανε, βγάλανε περιο δικό εβδομαδιαίο «ΤΟ ΝΗΣΙ μας», άλλα διαφωνίες πολλές κι οί αναπαραδιές, διαλυθήκανε. Τά κορίτσια τον συμπαθούσανε, αλλά σπάνια Εκείνος άνοιγε τέτοια θέματα. Μέ τήν Εφηβεία ξύπνησε κι ή πολιτική του ταξική συνεί δηση. Τό ’35 κι ύστερα είχε φουντώσει στήν Ευρώπη ο φασισμός, χτυ πήθηκε στήν ’Ισπανία ή πρώτη νόμιμη Εξουσία τοΰ λαοΰ τό Ενω μένο Λ αϊκό Μ έτω πο, πρώτη δηλαδή αναμέτρηση: πάνοπλη δε ξιά, λεγεώνες καί φάλαγγες, ταξιαρχίες επίλεκτες τοΰ Χίτλερ καί τοΰ Μουσολίνι χτυποΰνε τό λαό, εργάτες καί άγρότες, Εθελοντές άγύμναστους καί άοπλους φοιτητές, Εμφύλιος πόλεμος, ήττα τοΰ λαοΰ, — πίκρα μας άσήκωτη, Επί γενεές τήν πληρώνουμε... Τότε καταλύθηκε καί στήν Ελλάδα τό Σύνταγ]ΐα κι ή Βουλή, συνομωτοΰν ή ’Αγγλία |ΐέ τό Βασιλέα, φέρνουν στήν Εξουσία τό στρατηγό Μεταξά μικρογραφία των γειτονικών δικτατόρων κορυφώνεται, Επίσημος πιά δ διωγμός τών αριστερών κι Εδώ, συνθήμα τα, συστήματα κι Εδώ φασιστικά γιά νά κόψουν τήν ομαλή πολιτική 65 5
πορεία, προς τ’ αριστερά, γεμίσανε οϊ φυλακές, οί έξορίες άπό κομ
μουνιστή σέ φιλελεύθερο — τδ ’36 αυτά. Τδ ’39 ό πόλεμος, οί Ναζήδες κυριεύουν τήν Εύρώπη. Τδ ’40, μήνα ’Οκτώβριο οί φασίστες τοΰ Μουσολίνι εισβάλουνε άπ’ τήν ’Αλβανία στήν Ελλάδα ,λαδς καί στρατός στά σύνορα πολεμού νε σκληρά, ό Μεταξάς άναγκάζεται νά δώσει μάχες, σ’ έκεΐνα τα κακοτράχαλα βουνά οί πρώτες, απρόβλεπτες νίκες κατά τοΰ φασι σμού — πρόσκαιρες. ’Απρίλη τοΰ ’41 εισβάλουνε κι οί Γερμανοί, δ Γερμανόφιλος Μετα ξάς Ιχει πεθάνει, συνθηκολογούνε οί κληρονόμοι του φεύγουν οί ’Άγγλοι μέ βάρκες, μέ καΐκια, ή βουλωμένη Ελλάδα 'μοιράζεται άνάμεσα ’Ιταλούς, Γερμανούς καί Βούλγαρους φασίστες, μαύρη σκλαβιά καί πείνα, πείνα τή φοβήθηκαν κι οί εχθροί. Ό Φώτης κάποτε είχε δημοσιεύσει στήν έφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» σάτιρα τοΰ δικτάτορα Μουσολίνι κι ή άλληλέγγυα ντόπια έξουσία τοΰ είχε κάνει μήνυση. Τδν άθώωσε τδ δικαστήριο, άλλά είναι πιά σημαδεμένος αριστερός, «επικίνδυνος» — ώς τδ θάνατό του, τίτλος Ισόβιος. Καταλάβανε τή Χίο πρώτα ’Ιταλοί έπειτα Γερμανοί. Ό Φώτης φεύ γει μέ φαντάρους πού κατεβαίνουνε άπ’ τδ διαλυμένο μέτωπο, είχε άκουστεΐ πώς στη Μ. Ανατολή θά συγκροτηθεί στρατός, θά συνεχι στεί ό πόλεμος. Φεύγουνε καί γυναικόπαιδα τών κοντινών νησιών νά γλυτώσουν τήν πείνα. Φόρεσε λοιπόν κι δ Φώτης μιά κουρελιασμένη μανδύα στρατιωτική καί πέρασε νύχτα στδν Τσεσμέ, Αύγουστο τοΰ ’41, βρέθηκε πάλι σ’ εκείνα τά χώματα, βρέθηκε μάλιστα κι ένας Τούρκος φίλος καί παλιός πελάτης τοΰ πατέρα του, τδν περιποιήθηκε, ήθελε νά τδν κρατήσει. Οί Τούρκοι άλλοΰ δεχτήκανε τούς πρόσφυγες μέ τδ καλό άλλοΰ μέ τδ άγριο. Είχανε πιάσει πόστα σ’ δλες τίς ακτές καί μυστικές 66
αγγλικές ύπηρεσίες, πλήθος μισθωτοί πράκτορες καί ρουφιάνοι, ξεδιαλέγανε από τότε δεξιούς έπιθυμητούς, δημοκράτες «άνεπιθύμητους» μάλιστα στείλανε πίσω μερικούς, δηλαδή τούς παραδίνανε στούς Γερμανούς — έγινε κι αύτό... Τό Φώτη τόν μεταφέρανε στη Σμύρνη, από κεΐ στιβαγμένοι σέ βα γόνια φτάσανε στό Χαλέπι — Συρία, ύστερα Χάϊφα — Παλαιστί νη. Στή στρατολογία τόν πήρανε βοηθητικό — ήτανε χάλια, φο βήθηκε μήν τόν στείλουνε σέ Νοσοκομείο, καί χωριστεί άπ’ τούς συμπατριώτες του, «...αύτοί δέν ξέρουνε ούτε ποΰ βρίσκουνται, δλο μέ ρωτούνε ή Χίος τώρα κατά ποΰ πέφτει...». Στό στρατό φάνηκε, ολοκληρώθηκε ή φυσική διάθεση τού Φώτη νά ζεΐ μ ε δλονς άνετα, κάπως άπρόσωπα, χωρίς προσπάθεια ή με ταμφίεση, έτσι καί τόν θέλανε, τόν άποζητούσανε δλοι, άπ’ τό νοΰ του δέν πέρασε απαίτηση καμιά ή διάκριση, δέν άρνήστηκε τά κέ φια του μά δέν τού γίνανε κι έμπόδια. Είναι σπάνια τέτοια σωστή σύνδεση τού ποιητή μέ τό σύνολο. Τή στερέωσε βέβαια κι δ κοινός κατατρεγμός, ή άποαταγμένη σοφία βγαλμένη άπ’ τό ίδιο καζάνι — μαζί βράζουμε... Τελικά δ Φώτης στόν ιδιόρρυθμο έλληνικό στρατό τής Μέσης Ανατολής ύπηρέτησε σέ σκηνές, σέ θαλάμους, σέ πορείες, σέ καντίνες, παντού δεκτός άπό άξιωματικούς καί ύπαξιωματικούς, άπό γρουσούζηδες συναδέλφους. Κι όπως υπάρχουνε ειδικότητες: σαλπιγκτής, άσυρματιστής έτσι άναγνωρίστηκε άνεπίσημα κι δ ΰ τρ α τιώ τη ς π ο ιη τή ς , τάδε τάγμα, Α' ταξιαρχία. ’Αρχές τού ’42 ήταν άποσπασμένος στην 'Ιερουσαλήμ, στό τυπογρα φείο τού Πατριαρχείου «...τό πρώτον έν Παλαιστίνη ίδρυθέν έν λειτουργία άπό τού έτους 1853...», τυπώνανε τό στρατιωτικό ψυχα γωγικό περιοδικό «ΕΛΛΑΣ». Στό Μεγάλο Μοναστήρι τού είχαν παραχωρήσει κελί, κάθε βρά δυ πού κλείνανε οί πορτάρες συνηθίσανε νά συνάζουνται καλόγε.67
pot άσπρογένηδες καί καλογεράκια, φιλοξενούμενοι πρόσφυγες καί περαστικοί, τό προσωπικό λαϊκοί καί κληρικοί, ολονύχτιες κανονι κές, ντου]ιάνι ό καπνός κι 6 καΟμός «...τί πάθαμε...» «...πώς τα πάθαμε...», όδύνη καί οργή, λίγο - λίγο ξεθόλωσε τό διπλό νόη»ια τοΰ πολέμου. “Αλλοι τρομάξανε, άλλοι κεντρισμένοι μπήκανε στήν ύπόθεση, άς είναι πρός τιμή τους τά ράσα καί κεϊ δέ ;ιείνανε αδιαίρε τα ούτε ανίδεα. Υπήρχανε καί 2 καφενεία ελληνικά, ή πελατεία τους αύξησε κι ή φασαρία, στίς άρχές μάλιστα πρίν πλακώσουνε φρουραρχεία καί χα φιέδες δικαιώσανε την αποστολή τους σαν τόπος αγοραίος, άνοιχτός γιά πολιτική συζήτηση. Ό Φώτης καί κεϊ περιζήτητος, ή φωνή του δυνατή, χωρίς οξύτητα, πρόσχαρη συχνά σαρκαστική, καλά ρυθμισμένος πομπός, οί άλλοι σωπαίνουνε. "Οταν συναντηθήκαμε είχε μάθει πώς έχω κι εγώ τό ίδιο «συνή θειο» γράφω ποιήματα, μέ δυσπιστία μέ κοίταξε, όταν συνεννοηθήκαμε πάνω στά πολιτικά θέματα, ζήτησε καί νά διαβάσει ποιήματά μου, γιά μένα σπάνια ευκαιρία, οί άλλοι φίλοι, καλοί φίλοι μέ είχαν σέ υπόληψη, κάναμε παρέα καλή, δμως άν έβγαζα κανένα χειρόγραφό μου έστω ένα σύντομο επίγραμμα — μουρμουρίζανε ή καί φωνάζανε «...τί τά θές τώρα τά διαβάσματα...». Τότε κατάλα βα πόσο ξένο πράγμα είναι γιά τούς συμπατριώτες τό γραμμένο χαρτί— πλήξη τούς φέρνει, έξω από εφημερίδα. Ό Φώτης πότε - πότε άπάγγελνε δικά του ή ξένα ποιήματα, μέ μιάν άνάσα γύριζε τήν κουβέντα σέ στίχο, ή φωνή του σοβαρή, κο φτή, τό μάτι του λίγο έπαιζε, καμιά στιγμή σήκωνε τό χέρι σά νά βαστοΰσε ποτήρι γεμάτο πάνω στά κεράσματα κι έλεγε κατάλληλες ευχές, άλλοτε μετακουνοΰσε άπ’ τό ένα πόδι στ’ άλλο σάν πιασμένο καί στενοχωρημένο πουλί. Γυρίζαμε στήν Ιερουσαλήμ έλεύθερα, δ πόλεμος δέν είχε φτάσει 68
ακόμα Ικεΐ, παλιές καί σύγχρονες συνοικίες, δικές μας καί «αλλό δοξες», — περνούσες χωρίς άπαγορεύσεις άπδ μια φυλή σέ άλλη, από μια έποχή σέ άλλη. Εξάλλου ή ’Ορθοδοξία διατηρεί έγκάρδιες γνωριμίες ανεπίσημες. Αίθίοπες, Άρμένηδες, Κόπτες, Άσσύριοι μάς καλούνε, πολλές οί Ιορτές μικρές καί μεγάλες, πολλών ειδών φιλοφρονήσεις ένας Χαμπέσης Αιθίοπας σοΰ χάριζε κομπολογάκι μέ χάντρες κίτρινες κόκκινες «...Ιπειόή πολε|ΐατε τόν ίδιο έχθρά...» δηλαδή τον ’Ιταλό, ό τάδε Χιώτης ηγούμενος Ικανέ φετεινό νερατζάκι γλυκό, να κοπιάσουμε, πολλά τέτοια τυχερά. Περιποίηση καλή καί στ’ ’Αράπικα βουερά, ευρύχωρα καφενεία, υψηλός πολιτισμός, μ’ έ'ναν καφέ τού γούστου σου κάθεσαι μισή μέρα, σέ ξεχνούνε, στα ευρωπαϊκά εβραίικα οί κοπέλες σερβίρουνε τόν άκριβό νεσκαφέ καί περιμένουν όρθιες πότε θά πληρώσεις νά φύγεις. ’Έπειτα μετατέθηκε δ Φώτης στό Ινάϊρο τέλη ’42 στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου, προϊστάμενος τότε δ Σεφέρης γνωριστήκανε, τά πήγανε καλά. Σεργιάνισε, χάζεψε δ Φώτης καί τό Κάιρο μέ τήν ψυχή του, τόν μάγεψε κι αυτόν ή πολιτεία πού δέ μοιάζει μέ άλλη καμιά, δ λαός της πού μερμηγκιάζει ατούς δρόμους, φιλικός προς τούς “Ελληνες, οί άλλοt ξένοι φαντάροι άσυμπάθιστοι. Εκεί παντρεύτηκε μιά μεγαλόσωμη καί μεγαλόκαρδη αίγυπτιο')τισσα Έλληνίδα καί δημοκράτισσα, δασκάλα τών Γαλλικών ΕΛΛΗ ΚΓΡΙΑΖΗ, άπ’ τό IIήλιο ή καταγωγή της. Τό Κάιρο τότε είχε γεμίσει μπάρ, εστιατόρια, πορνεία, καφενεία διάφορες κατηγορίες. Οί "Ελληνες καλοί πελάτες, γλέντια, σπα τάλες «...άς πάει καί τό παλιάμπελο...», καυγάδες προσωπικοί καί απρόσωποι πολιτικοί, μά δέν κάνανε ζημιές εκδικητικές σάν τούς Αυστραλούς, τούς Πολωνέζους. ΚΡ ολοι τους άβγαλτοι καί ψημέ νοι, κάποια ώρα χορταίνανε μεθύσια, γκόμενες, χαρτιά, νταηλίκια, 69
δποιος τούς είδε τύ ξέρει, τούς έπιανε πόνος για παρέα οικογενειακή. Τό μπαρ τής δασκάλας στή Rue Suleiman ήταν τέτοιο καταφύ γιο. Καί οανειστήριο. Ό Φώτης τό ξεδιάλεξε, τον ξεδιάλεξε κι’ αύτή καί τόν περιποιήθηκε, δίδασκε ποίηση γαλλική, γνωρίζει τώρα καί ζωντανό ρωμιό ποιητή, παντρεφτήκανε, ζήσανε μαζί 4 μήνες ώραΐα. Εκείνο τό διάστημα φούντωνε ή πολιτική σύγκρουση κι ή διαφο ροποίηση ανάμεσα στούς 'Έλληνες στρατευμένους καί πρόσφυγες πού βρέθηκαν στή Μ. ’Ανατολή, καθώς στις έλληνικές παροικίες, έπαιρνε πια -μορφή καί σημασία τό Αντιφασιστικό νόημα τοϋ πολέ μου. Παράλληλα μέ τήν αντίσταση τοϋ λαοΰ στή δουλωμένη Ελ λάδα. ’Αρχές ’44 γίνανε καί οί όργανωμένες έκδηλώσεις, Αντιπροσωπείες τοϋ Ναυτικοΰ, τοϋ Στρατοΰ καί τής ’Αεροπορίας, ζητήσανε νέα σχή ματα κυβερνητικά Ιδώ στή Μέση ’Ανατολή, παραμερισμό τής Μο ναρχίας, Αναγνώριση τής ’Αντίστασης τοϋ λαοΰ στήν Ελλάδα καί συνεργασία μέ τις Ανταρτικές ομάδες πού είχαν συστήσει έξουσία στα έλεύθερα βουνά για τή διεξαγωγή τοϋ πολέμου ώς τήν Απε λευθέρωση. ’Αμέσως γίνανε συλλήψεις δμαδικές, κλείσανε σέ στρατόπεδα χι λιάδες δημοκράτες Αξιωματικούς καί φαντάρους, τούς Αφοπλίσανε μέ δόλο οί σύμμαχοι "Αγγλοι, στρατόπεδα καί φυλακές για "Ελ ληνες πατριώτες Απ’ τήν έρημο τής Λιβύης ώς τήν ’Ερυθραία τής Αιθιοπίας, Απ’ τή Συρία ώς τό Σουδάν. Ή γυναίκα τοϋ Φώτη τόν φρόντισε Από μακριά, τό κατάστημά της γράφτηκε στό μαϋρο πίνακα, δταν δ Φώτης έπαναπατρίστηκε τό ’45 δέν τής έπιτρέψανε να τόν Ακολουθήσει. Οί "Αγγλοι μεταφέρανε δέκα χιλιάδες καί Ανω κρατούμενους στήν ’Ανατολική ’Αφρική κι Απ’ τό λιμάνι τής Μασάουβας στήν ’Ερυ θρά Θάλασσα τούς κλείσανε σέ στρατόπεδο πρώην ’Ιταλικό γιά αί70
χμαλώτους πολέμου στό Ντεκαμερέ, 12 χιλιόμετρα 2ξω απ’ τήν Ά αμάρα. Για τό ταξίδι αυτό έγραψε ό Φώτης τδ ποίημα «Έριντάν» καί τό «Αφρικανική νύχτα». Δέ συνήθιζε να Ιστορεί κατορθούματα, δμως μέ καμάρι θυμούντανε πώς οι διψασμένοι καί παραλογιασμένοι συναγωνιστές βαστούσανε ούρα πάνω στό κατάστρωμα μπρδς στή μάνικα τοΰ νεροΰ πού έτρεχε σταλαματιά - σταλαματιά, έπικράτησε ή αύτοπειθαρχία, σ’ άλλα τα ξίδια του κάνανε φονικά συναμεταξύ τους οί δικασμένοι, ξεμπαρκά ρανε άπ’ το κάτεργο τρελοί. Αύγουστο ’44 μέ πήγανε καί μένα Ιξορία στήν Άσμάρα, μετά φυ λακή καί απομόνωση στήν Παλαιστίνη καί στήν Αίγυπτο, ίδιες οΐ αιτίες. Μαθεύτηκε ή παρουσία τών Ελλήνων στον Κάμπο (Campo) τοΰ Ντεκαμερέ, πρωί πού κρεμάσανε κύπελλα, καραβάνες, κουτάλες, καζά νια στά σύρματα, στράφτανε στόν ήλιο, αύτοί φωνάζανε συνθήμα τα, οί ντόπιοι Αίθίοπες, κι οί άποικοι άπλοι εργάτες ’Ιταλοί ένθουσιαστήκανε, διαδόθηκε τό νέο. Τούς προσδιορίσανε «παρτιζάνοι γκρέκοι» δέν Ιπιασε ή άτιμη κατοπινή έξήγηση πού δημοσιέψανε οί “Αγγλοι στήν έφημερίδα τους «Eritrean News» δτι τάχα είναι τάγματα πού άρνήθηκαν νά πολεμήσουν στό μέτωπο. ’Εξάλλου τό μίσος τών “Αγγλων είχε πιά γίνει βάση γιά συνεννόη ση ανάμεσα σέ πολλούς καί διαφορετικούς ανθρώπους καί λαούς. Καί σ’ έναν ομαδικό οιαταγμένον ξυλοδαρμό σέ θαλάμους κρατουμέ νων τοΰ Ντεκαμερέ μέ διάταξη: δύο Σουδανέζοι μέ ρόπαλα—κλομπ —γιά κάθε κρατούμενο καί ξαπλωμένοι δλοι σειρά στά ράντζα, ένας αίγυπτιώτης κληριοτός πού ήξερε άραβικά φώναξε «είμαστε πολεμιστές, μάς άφοπλίσανε οί “Αγγλοι μέ μπαμπεσιά», τόσο είπε κι’ άλλαξε δ ρυθμός, γλυτώσανε οί περισσότεροι. Καί στή μικρή ελληνική άπόμερη παροικία ή σύγχυση μεγάλη, στό 71
φρούριο Forte Baldisere μαθεύτηκα δτι έχουν κλείσει αξιωματι κούς "Ελληνες, τρεις κυρίες πήγανε ταβάδες γλυκά καί φαγώσιμα τις μέρες του Πάσχα μά δέν τούς επιτρέψανε νά τούς δούνε. 'Ύστερα μάθανε μερικά όνόματα: Στεφανάκος, Χατζησταυρής, 11απατσώρης, ΙΙετρόπουλος, Πετράκης, δημοκράτες δλοι τού Στρατού καί τής ’Αεροπορίας, ό πλούσιος έμπορος μαρξιστής άπ’ τήν ’Αλε ξάνδρεια Ζερμπίνης, τί γίνεται; Κι’ οί άξιωματοΰχοι φασίστες Ιταλοί στά πόστα τους, οί "Αγγλοι τούς προτιμούνε. Μάθαμε πώς ήτανε κι’ δ Φώτης στο Ντεκαμερέ, το είπανε δύο πού λάβανε πρώτοι άδεια έξόβου. Τού έστειλα χαιρετισμούς κι ένα τετράστιχό μου πού τού άρεσε γιά αναγνώριση. "Επειτα τον μεταφέρανε στύ νοσοκομείο τού Μαϊχαμπάρ, μάς ει δοποίησε γιατρός. Υποδείξαμε στον παπά τής κοινότητας πού ήταν Κύπριος καί ζωηρός, τούς πήγε δέματα μαζί μέ δύο κυρίες κ’ έναν Σουηδύ ιεραπόστολο πού μάς συμπαθούσε καί δέ χώνευε τούς "Αγ γλους — δόθηκε άδεια γιά κανονικό επισκεπτήριο «...από δω δ ποιη τής Άγγουλές...», τδν συστήσανε οί συνάδελφοι, στδ κρεββάτι αύτδς σταυροπόδι μέ τή χλαίνη ριχτή στούς ώμους, φρεσκοξουρισμένος κι’ δπως πάντα στραβοκουμπωμένος «...τί νά σάς προσφέρομε πού δέν έχομε τίποτα...» σά νά ήτανε στδ σπίτι του καί τού ήρθαν μουσαφιραΐοι, τούς άπάγγειλε ποίημα τδ «37 καί 7»—ή απομόνωση έσπασε. Μέ παρόμοια μέσα γίναν έπαφές καί στον Κάμπο χαλάρωσε ή κατά σταση, βγαίνανε οί κρατούμενοι μέ άδειες καί δική τους εύθύνη χω ρίς φρουρούς, δώσανε παραστάσεις «πατριωτικού περιεχομένου», καλούσανε καί τίς άρχές. Οί φυλακισμένοι τού Φρουρίου μεταφέρθηκαν στδ Κέρεν 100 χιλιό μετρα στδ έσωτερικό, σέ ξενοδοχείο πληρωμένο. ’Εκεί μέ στείλανε καί μένα. 72
τΗρθαν έπειτα ένα πλήθος άποσταλμένοι κυβερνητικοί, «παρακολου θούσαν» τήν κατάσταση μυστικά καί φανερά σέ συνεργασία μέ τούς "Αγγλους. Τότε δοκιμάστηκε καί το αγγλικό σύστημα πού χωρίζει κατηγορίες: «ήγετικοί», «οπαδοί», «αμετανόητοι», «παρασυρμένοι», δπως εφαρμόστηκε αργότερα καί στην Ελλάδα, τέλος διαλύθηκε τό στρατόπεδο, σκορπίσανε τούς κρατούμενους αντιφασίστες σέ άλλα «κέντρα». Ό Φώτης απολύθηκε μέ τούς άρρωστους τοΰ Μαϊχαμπάρ, ταξιδέ ψανε διά ξηράς "Ανω Αίγυπτο — ’Αλεξάνδρεια κι έπαναπατρίστηκε φθινόπωρο τοϋ ’45. Ό Φώτης γύρισε είπαμε στην Ελλάδα φθινόπωρο τοΰ ’45, έμεινε στην ’Αθήνα καμιά βδομάδα. Τότε ή ’Αθήνα, ή Ελλάδα δλη ρημαγμένη, παραδομένη στις δολο πλοκίες των "Αγγλων καί των δεξιών. 'Ένα μεσημέρι τύχαμε στο Σύνταγμα μέ τό Φώτη καί πέρασε μέ βηματισμό εγγλέζικο ένας λόχος κορδωμένος μέ τά πολύ κατεβαστά πηλήκια καί τό κόκκινο σειρήτι, αστυνομία στρατιωτική, τούς ξέρα με απ’ τή Μ. ’Ανατολή, πρώτο καλούπι τής ΕΣΑ, πολύ ταραχτή καμε, βλαστημήσαμε. Συνάμα στις εφημερίδες ανακοινώθηκε ξε διάντροπα πώς τά Σώιιατα ’Ασφαλείας θά δικαιούνται 4.500 θερ μίδες τό άτομο στή διανομή τροφίμων, οΐ πολίτες έμεΐς 1.800 — 2.000. Καί τά σπίτια μας τότε καταστραμμένα, δέν ξέραμε από ποΰ νά πια στούμε γιά νά ζήσουμε. 'Ωστόσο βγαίνοντας ζωντανοί από ένα κακό κι ώσπου νά πέσει άπάνω μας άλλο ήταν αγαλλίαση, δνειρο νά κάθεσαι στό Ζάππειο νά πί νεις καφέ, άς ήταν καί κριθάρι, πολλές ώρες περάσαμε ώραΐα τής μέρας καί τής νύχτας περιδιαβάζοντας. Συζητήσαμε καί γιά ποίηση χωρίς προσποιητή αδιαφορία, είχε πιά 73
ή ποίηση θέση στή ζωή καί στήν Ιδεολογία μας. Ό Φώτης Ετοίμαζε τή συλλογή «ΠΟΡΕΙΑ στή ΝΓΧΤΑ», έγώ ενα χειρόγραφο πεζογραφία καί ποίηση ανάμικτη, με τίτλο τότε «ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ» — Ικανέ μάλιστα κριτική ευνοϊκή. Καί στή Χίο άμα γύρισε ό Φώτης είχε αρχίσει ό ύπουλος, έπειτα επίσημος διωγμός των αριστερών. Στή θέση της ή χωροφυλακή ορ κισμένη απ’ τόν καιρό τής κατοχής, στα πόστα τους μοναρχικοί, μεταξικοί, ώς καί συνεργάτες τών Γερμανών τώρα συνεργάτες τών "Αγγλων. ’'Επειτα δεν άργησε τήν είδαμε πώς φούντωσε σ’ ολη τήν Ελλάδα ή δεξιά τρο;ιοκρατία, πώς συγκροτήθηκε πάλι αντίσταση στα βου νά, παλιοί καί νέοι καπεταναΐοι καί αντάρτες — έμφύλιος πόλεμος. Καί στίς πολιτείες σκληρός ό παράνομος αγώνας συλλήψεις, δίκες, έκτελέσεις, εξορίες, οί φυλακές δέ χωρούνε, άνοίξανε κι άλλες, άνοίξανε στρατόπεδα για ξεφτελισμό καί βασανισμό κομμουνιστών καί πατριωτών Γιούρα, Μακρόνησο. Οί “Αγγλοι σύμβουλοι έπιστατοϋνε καί διδάσκουνε. Ή μνήμη πληγώνεται δποτε άναπολεΐ τή φριχτή εποχή, άναζητά τήν καθαρή σειρά τής προδοσίας τού Ελληνικού λαού μετά τόν Παγ κόσμιο Πόλεμο, πώς πλήρωσε τό πρώτο μεταπολεμικό άντικομμουνιστικό πείραμα τών Άγγλων καί Άμερικάνων, συνεχίζεται ακόμη. Τά 2 |ΐεγάλα νησιά Σάμο, Μυτιλήνη μέ τό προζύμι τού πρώτου βγά λανε καί δεύτερο αντάρτικο, τό πληρώσανε ακριβά. ΚΓ ή άβγαλτη Χίος πλήρωσε ακριβά τούς ογδόντα πρωτόπειρους πρωτοπόρους της. Τό 1948 μέσα στίς καθημερινές αγωνίες, συλλήψεις καί καταδίκες μάθαμε πώς είχε πιαστεί δ Φώτης, ήτανε κλεισμένοι μ’ Εναν φίλο του, Μιχάλη Βατάκη, σέ μιά στέρνα, φουντάνα, στό χωριό Βρονταδο καί τυπώνανε παράνομη Εφημερίδα. Τούς είχε σωθεί τό παξιμάδι κι οί ελιές τους, ενα καλαθάκι, καθώς καί τ’ οξυγόνο δέν άναβε πιά τό φαναράκι τους — έπεσε άραγε ρουφιανιά, άραγε ξετρυπώσανε καμιά νύχτα σά μαμούνια νά πάρουν αέρα καί τούς είδε κανένα μά 74
τι, δέν μάθαμε πότες. Τούς κατεβάσανε στή Χώρα καί τούς πομπέψανε δεμένους, ό κόσμος περίφοβος άλλα καί κανένας δέν τούς πρόσ βαλε. Τούς σηκώσανε ύστερα δλους ;ιαζί άπ’ τή Χίο, είπανε πώς τούς πήγανε στα Γιούρα καί κείνος πώς βρίσκεται στή Σύρα στύ Νοσοκομείο. Τότε για μάς κάθε μετακίνηση ήταν πολύ δύσκολη, δμως πήγε στή Σύρα μια ήλικιωμένη καί ψυχωμένη άλληλεγγίτισσα, ή κυρά ’Αντωνία, τοΰ συνοικισμού Ζωγράφου. Τής είχε πεθάνει μια μοναχοκόρη άντάρτισσα, ό μοναχογιός της στή Μακρόνησο, άλ λα ή καρδιά της βουνό, πήγε τον είδε καί μάς έφερε νέα του. "Επειτα μάθαμε πώς ή δίκη θά γίνει στήν ’Αθήνα, πώς κινδυνεύει να δικαστεί σέ θάνατο. Τρέςαμε δπου είχαμε γνωριμίες, έλπίδες, τα γνωστά. Είχαν Ινδιαφερθεί καί άρκετοί Χιώτες, είχε πολλές συμ πάθειες. Δικάστηκε 12 χρόνια ειρκτή. Δέ θυμάμαι χρονολογικά τις μεταγωγές του από φυλακή σέ φυλα κή, τις πέρασε δλες. Στό Ναύπλιο συζητήθηκε ή άναθεώρησή του άλλά δέν πήγε ό δι κηγόρος καί φίλος του. Στά Βούρλα τον είδα έπισκεπτήριο πρώτη φορά, έπειτα στήν Κό ρινθο, πιό ήμερη φυλακή μάς φάνηκε. Μέ τούς σεισμούς τού ’53 βρέθηκε στήν Κεφαλωνιά. Πολλοί φύλα κες πετάξανε τά κλειδιά, τρέχανε, βγάζανε τούς κρατούμενους λοι πόν σέ μιά πλατεία, οί πολιτικοί άναλάβανε, δρίσανε υπεύθυνους γιά φρούρηση, σχηματίσανε τετράγωνο. "Ελεγε ό Φώτης πώς ή γής βούιζε κάθε τόσο καί τάραζε σά θάλασσα, κάτι περίψηλα πεύκα τά πετούσε δξω, φαίνουνταν οί ρίζες τους, οί κορφές τους άκουμποΰσαν χάμω καί πάλι όρθοποδίζανε. Οί άνθρωποι πέφτανε, βαστιούντανε χέρι - χέρι, μερικοί ξερνούσανε, ή σκόνη τύφλωνε. Διαδόθηκε τότε μέ τή θεομηνία δτι κάποιο μέτρο θ’ άκουστεΐ εύεργετικό, έλπίζαμε άλλά τίποτα δέν έγινε, τούς μεταφέρανε στήν Κρήτη, στήν 'Αλικαρνασσό. 75
Τό ’54 τόν φέρανε στόν "Αγιο ΙΓαΰλο για εγχείρηση τοΰ στομα χιού, δέ μπορούσε πια νά φάει καθόλου. Μιλήσαμε από κοντά - κον τά ατό κρεββάτι του, ή διάθεσή του καλή κι εδώ «...θά φάω πάλι χταπόδι...» καί κόυνοΰσε τό λεπτό, λεπτό του χέρι μέ τεντωμένα τά μαυριδερά του δάκτυλα σά νά τό παράγγελνε. ’Αποφυλακίστηκε τό ’50, άπ’ τήν Κέρκυρα, είχε συμπληρώσει τά 2/3 τής κοινής του. ’Έμεινε πάλι στην ’Αθήνα μερικές μέρες καί πήγε στή Χίο. Πάλι έκεΐ τόν παρακολουθούσε ή ’Ασφάλεια, τόν καλούσαν κάθε μέρα, τόν φοβέριζαν, φοβέριζαν τούς συγγενείς του καί οποίον τόν πλησίαζε. Γιά νά υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, τό στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου νά τό σφίξει, άφωνος. Μάλιστα δταν θόλωσε ό νοΰς του φέρανε στην Κλινική νά ύπογράψει ένα χαρτί τού ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνη ση, ούτε άπλωσε τό χέρι νά τό διαβάσει, μάς κοίταζε καί χαμογε λούσε κάπως π ονηρά , δηλαδή «δέ θά μέ ξεγελάσετε οδτε σείς..», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία γιά νά τό ύπογράψει μιά αδελφή του. Πολύ τόν στενοχωρούσε πώς ταλαιπωρούσε κι άλλους άθελα, ίσα ίσα καλημέριζε τή γειτονιά καί τραβούσε. Είχε στέκι στό λιμάνι, σέ κάτι πολύ φτωχικά ταβερνάκια, τά περιφρονοΰσαν κι οί χαφιέδες. Έκεΐ περιζήτητος, τόν κερνούσανε, τού δίνανε καμιά φορά ψάρι «νά τό μεταπουλήσει», γιά χαρτζηλίκι καί πάλι τό χαρτζηλίκι τού το έπεφτε στό ρεφενέ γιά ρακί. Τού άρεσε πάντα τό πιοτό, τελικά δέν είχε άλλη απόλαυση. Μερικοί παλιοί φίλοι τόν ύποστηρίξανε, τόν πήρε στό τυπογραφείο του δ Ικδότης τής έφημερίδας «Χιακός λαός», έτσι καί βρέθηκε μέ περίθαλψη τοΰ ΙΚΑ δταν άρρώστησε. Τύπο>σε σιγά - σιγά έκεΐ μέ τά χέρια του τις συλλογές «ΠΟΡΕΙΑ στή ΝΓΧΤΑ», δική του έπιλογή από παλιά ποιήματα καί νέα. Καλοκαίρι τού ’63 τόν φέρανε σέ κλινική στά Μελίσσια, είχε πάθει 76
μολυβδίαση, τήν άσθένεια των τυπογράφων. ’Αλλά καί τό μυαλό του είχε πάθει. Δέν έβγαλε μιλιά δταν μέ είδε, άν γνώριζε άν δέ γνώ ριζε δεν κατάλαβα, τό μάτι του δμο>ς μάς παρακολουθούσε, θαρρείς μάς έκρινε. Μιά στιγμή σηκώθηκε, πήγε ώς τό παράθυρο, ίδια ή περπατησιά του πηδηχτή σάν έτοιμος γιά χορό. Τό κεφάλι του τώ ρα κάτασπρο. Μέ τή φροντίδα τής ΕΔΑ μπήκε σ’ άλλη κλινική ψυχιατρική στό Ελληνικό, έκεΐ τόν περιποιηθήκανε πολύ γιατροί καί νοσοκόμοι, μετά 4 μήνες έτρωγε, μιλούσε όμαλά. "Οσον καιρό ήτανε άρριυστος καθισμένη δίπλα του μιά αδελφή του, άφήνανε τά σπίτια τους, σύμφιυνοι κι οί άντρες καί τά παιδιά τους χάρη τού Φώτη, άμετρη, ασυζήτητη αφοσίωση, ανατολίτικη. ’Έλε γε κάποτε ό ίδιος πώς άν ό ένας τού σπιτιού δέν είχε ύπνο κι οί άλλοι αγρυπνούσανε «...γιά συντροφιά...». Λεν τού ’λειψε στήν πατρίδα, στήν προσφυγιά ποτές δά ή γυναικεία
παρουσία, κοπέλες πρόθυμες, απλές καί γραμματιζούμενες λαχτα ρούσανε τήν παρουσία του, τόν φροντίζανε, τόν καμαρώνανε, ζηλεύα νε, καρδιοχτυπούσανε, χωρίς καί πολλές έλπίδες. ’Από μέρους του ή άνταπόκριση έγκάρδια καί άστατη. Ούτε καί τής γυναίκας του δέ δο'ισανε άδεια νά έρθει άπ’ τήν Αίγυπτο, σέ κανένα χρόνο πήρανε διαζύγιο. Λοιπόν στό θάλαμο, γύρο) άπ’ τό κρεββάτι του δπο)ς στή σκηνή του, στό κελί, πάντα μεγάλη σύναξη καί συζήτηση, άδικα μαλώνουν οί γιατροί πώς τού χρειάζεται ήσυχία. Πάνω στό συνήθειο αυτό μιά φορά τού ξέφυγε «...σέ τρώνε ζωντανό... φαίνεται είμαστε γιά φάωμα...». ΤΠρθε μετά 5—6 μήνες πάλι στήν κλινική γιά παρακολούθηση, τού βγάλανε καί τή σύνταξη άπ’ τό Σωματείο τών τυπογράφων. Τού προσκολλήθηκε τότε μιάν άρρωστη καί τάχα γιατρεμένη, τά χα γιατρεμένος κι αύτός, τής έδωσε λόγο πώς θά τήν πάρει στή 77
Χίο καί θά τήν παντρευτεί. "Ομι»ς ανάμεσα κωμωδία καί μαρτύριο, μπήκε στή θέση δ θάνατος. Για νά τήν παραλάβει λένε πώς έκανε τό τελευταίο του ταξίδι. Μάς τηλεφωνήσανε ένα πρωί δτι βρέθηκε νεκρός στο «Κολοκοτρώνης» μέ τό δρομολόγιο από Χίο πρός Πειραιά, τη νύχτα 26 πρός 27 Μαρτίου 1964, στο διάδρομο τής τουριστικής. Ή νεκροψία έδειξε πνευμονικό οίδημα. Συμφωνήσαμε πώς έπρεπε νά ταφεί στή Χίο, αυτό θά ήθελε καί κείνος. Ταριχεύτηκε λοιπόν μέ φροντίδα τής ΕΔΛ καί στις 30 Μαρτίου τον συνοδέψαμε απ’ τό Νεκροταφείο στό πλοίο. Τό φέρετρό του στ’ αμπάρι καταστολισμένο — πάλι αμπάρι σου έμελλε — τόν χειροκροτήσανε οί φίλοι στην προβλήτα δπως είναι τό έθιμο καί τόν συνοδέψανε τέσσερις άποσταλμένοι. Στή Χίο φτάσαμε χαράματα, οί 3 αδελφές του περιμένανε μαυρο ντυμένες, κι άλλοι δικοί, τοποθετήθηκε τό φέρετρο στή Μητρόπο λη, δλο τό δρόμο μιά θρηνωδία σιγανή. "Ως τό μεσημέρι περνούσε δ κόσμος αδιάκοπα, μερικοί άπλοι φίλοι του σκύβουνε καί τού μι λούνε δακρυσμένα «...ήσουνα καλά πού ήφυες...», «...δχ νά μή βρε θεί κανείς μας έκεΐ...». Ή κηδεία επίσημη, μ’ έξοδα τού Δήμου καί μουσική. Μερικοί παραπονέθηκαν — γιατί νά μήν κάνουνε αυτοί τά έξοδα, λέγανε «...εί μαστε φίλοι...», χτυπούσαν τό στήθος τους, οεϊχναν τήν καρδιά τους, θλίψη άντρίκια ομηρική. ’Άλλοι λέγανε πώς άν είχε ό Φώτης τά μισά λεπτά πού πήγαινε στό ξόδι του θά περνούσε πλούσια ένα χρό νο. Στό τέλος μερικοί κοντινοί αρπάξανε τό φέρετρο ατά χέρια καί τόν κατεβάσανε στόν τάφο. ΤΙ άνοιξη κι ό ήλιος της λάμπρυνε τά σωριασμένα στέφανα καί τά σκυμμένα κεφάλια εκείνων πού μείνα νε πίσω δέ φεύγανε.
78
Δ' ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ..
Θυμαται ένας σύντροφος άπ τα Βούρλα Είμαστε καθισμένοι στο προαύλιο στα Βούρλα, δταν άνοιξε ή εσω τερική σιδερένια πόρτα τής ακτίνας καί φέραν τούς Χιώτες κρα τούμενους αντάρτες δεμένους. Προχωρήσανε καί περιμένανε άλαλοι νά τούς ταχτοποιήσουνε οί φύλακες. "Οταν αύτοί απομακρυνθήκανε για νά έτοιμάσουν τήν κατανομή στά κελιά τρέξαμε νά βοηθήσου με. Ξέρουμε τί τραβούνε οί κρατούμενοι στά τμήματα καί στις μετα γωγές. Ζητήσανε μόνο νερό νά πιούνε. Τότε άκουσα τ’ ονομα τού Άγγουλέ, γύρισα καί τον είδα σέ μιάν άκρη πού κάπνιζε συνέχεια — μαυριδερός καί μικρόσωμος, έκεΐ ξαπλώθηκε ήσυχα - ήσυχα καί κοιμήθηκε ώς τό πρωί. Τό σημειώνω αυτό γιατί πολλοί τά χάνανε, μάλιστα στήν αρχή καί ή σκέψη τής δίκης πού ό καθένας δέν τή συζητούσε τού τριβέλιζε τό νοΰ του. Κάναμε 3 μήνες μέ τό Φώτη στά Βούρλα καί στή Μακρόνησο. ’Έ μενε πιό πολύ κοντά ατούς πατριώτες του, τούς έλεγε ιστορίες, τόν άκούγανε καί περνούσαν ώρες κοντά του, τον συμπληρώνανε, τόν διακόπτανε, θέλαν νά μήν τελειώσει ποτέ. Μέ τούς Χιώτες ήταν καί πολλοί Σαιμιώτες καί Καριώτες. Μαζευόμαστε καί μεΐς καί άκούγαμε, μας ήταν άγνωστο τό κίνημα τής Μέσης ’Ανατολής. Ποτέ δέ μιλούσε στό πρώτο πρόσωπο. Συχνά πάνω στήν κουβέντα άπάγγελνε στίχους του, δέ ρώταγε άν μάς αρέσανε, τούς άπάγγελνε σά νά μήν ήτανε δικοί του. "Ολο τό διάστημα δέ θυμούμαι νά γρά ψει τίποτα. 83
Θυμάται άλλος σύντροφος άπ την Κέρκυρα Κάναμε στό ίδιο κελί ένα χρόνο, μέ κανόναν δέν έκανε δ Φώτης τόσον καιρό, ταιριάζαμε σέ πολλά συνήθεια. Καπνίζαμε πο λύ, δ ύπνος μας λίγος. Καί μοϋ αρέσανε άπδ μικρός τά ποιήματα, δέν τά βαρέθηκα ποτέ μεγάλη συνεννόηση καί μέ τό ζωντανό ποιη τή σ’ ένα κελί. Αύτός σπάνια έπιανε μολύβι καί χαρτί, έμενε κουβαριασμένος πολύ ώρα σέ μιάν άκρη μέ τσιγάρο ή αποτσίγαρο στό χέρι έπειτα έ πιανε κι έγραφε βιαστικά δπου εδρισκε. Ή γραφή του καί πάνω στά κουρελόχαρτα καθαρή, τά γράμματα τυπογραφικά «...νά διαβάζουνται μέ μιά ματιά...» καί τά ποιήματά του τά ’λεγε «βαρε λίσια...» ρετσίνα βαρελίσια νά πίνουν πολλοί. Κι ή διάθεσή του πάντα καλή, πρόθυμος σέ κάθε αγγαρεία, δέ ζητούσε τίποτα, ούτε καμιά διάκριση. Μιά φορά έγώ ήμουν άρρω στος, λιγόστεψα τό τσιγάρο, μάς μείνανε καμιά εικοσαριά πακέτα γιά νά προσφέρομε. Μιά μέρα βλέπω τό Φώτη καθισμένο στό κρεββάτι αμίλητο είπα χωρίς νά δώσω σημασία «...έχομε καί κείνα τ’ άχρηστα τσιγάρα...». — Ιίοιός τά ’βγάλε άχρηστα; — Φουμάρεις τέτοια ποιότητα; —Υπάρχει ποιότητα πού νά μήν τη φουμάρω; Δηλαδή τόσες μέρες έκανε πώς δέν τά ’βλεπε άπό μεγάλη διάκριση, τέτοιος ήτανε. Είχε ώστόσο αντίληψη μεγάλη, δλα τά ’πιάνε τό μάτι του έβγα ζε κι άμέσιος κρίση σωστή. Συχνά σατίριζε καί τούς άλλους καί τον έαυτό του: «Φαίνεται ήλίθιος καί πιάνουνται οί έξυπνοι σά μύ γες σέ μυγοπαγίδα...». Τό ένα του μάτι κάπως άλλοιθώριζε, είχε γεννηθεί μέ προσω πίδα, τού τήν τραβήξανε άπότομα... 84
Θ ν μ ΰ τα ι κ ι άλλος
Ό Φώτης μοΰ έρχεται στο νοΰ μου σαν ένας μικροκαμιομένος άντρας πολύ μαυριδερός γελούσε όμορφα, ήτανε 'όλος άνθρωπιά. Στήν 'Αλικαρνασσό είμαστε σ’ ένα κελί μέ άλλους δυό συντρό φους δ ένας δ Γιώργος Κ. απ’ τούς Μολάους ξεχώριζε απ’ τή δύ ναμή του τήν ύπερφυσική σέ αντίθεση μέ τδ Φώτη πού ήταν δ πιδ αδύναμος. Ό άλλος συγκάτοικός μας δ Νικόλαος Μ. από ένα ορεινό χοηοιό τής Μυτιλήνης γιδοβοσκός καί αντάρτης δικασμένος σέ θά νατο 4 φορές, δ μικρότερος τής φυλακής καί μεγάλο πειραχτήρι, τούς τρέλαινε καί τούς δυό. Μιά φορά είχε φυτρώσει στήν έξω αύλή ένα χόρτο από κείνα πού τά λένε άγριοβλήτα είχε γίνει δλόκληρο δέντρο, πάνε οί δυό τους καί τό ξεριζώσανε τδ κουβαλή σανε γέμισε τδ κελί πράσινες κλάρες κι δ Γιώργος άρχισε νά κό βει βλαστούς. Κι δ Φώτης περνούσε άπδ κελί σέ κελί καί ειδο ποιούσε νά βγή δ κόσμος νά δει τδ δέντρο πού κουβάλησε δ γίγαν τας, «γελάσαμε όλοι» γέλια τής φυλακής... Μιά φορά πάλι στδ αναρρωτήριο τής φυλακής στήν Κέρκυρα τού είπα: 'Όλο τδ ποίημα σου «Τό Στίγμα» καί τραγούδια μέ ση μασία πολιτική άπαγγέλνουνε οί σύντροφοι... δέ φτιάχνεις καί κα νένα τού σεβντά; «καλά» καί τδ πρωί μοΰ έδωσε 3 χαρτάκια γραμμέ να μέ μολύβι κοινδ καί μοΰ λέει «είμαι καί λυρικός...». Δέν ξέρω άν τά ’χε έτοιμα ή αν τά έφτιαξε πίτηδες, τά φύλαξα σάν τό καλύ τερό μου ενθύμιο τής φυλακής. Σέ μιά μεταγωγή μου όμως τά βρή κε δ άρχιφύλακας καί τά πήρε, άντιστάθηκα Ιγώ, λοιπόν τά ’κάνε κομμάτια καί τά ποδοπάτησε. Θ νμ ΰ τα ι μ ια α νμ π α τιη ώ τια σ ά τον, άδελψ/ι) έκ τελεσμ έι·ον:
...“Οταν τούς φέραν στά Βούρλα εγώ ήμουν στήν ’Αθήνα, μό λις μάς ειδοποιήσανε πήγα, όμως δέν είχα κανονική ταυτότητα, μέ φόβο πήγα, μέ παρακάλια πέρασα στδ επισκεπτήριο μέ τούς τελευ ταίους πού δέν πολυεξετάζανε, όταν έφτασα μπρδς στδ σύρμα τή σί85
τα, εΐοα πρώτον τδ Φώτη, ή -ματιά του ζωηρή μοϋ φώναξε «είμαστε δλοι έοώ...», φώναξαν τόν αδελφό μου, δέ μέ περί;ιενε ήταν χλω μός πολύ, άρχισα νά σιγοκλαίω, μοΰ λέει «κλαΐς;» «καί σύ δέν Iκλαιγες δταν ήρθες στό Νοσοκομείο καί μέ είδες...» —- πριν λίγο καιρό είχα κάνει εγχείρηση. "Έπειτα πηγαίναμε ταχτικά, τούς φέρναμε τσιγάρα, κανένα φρούτο, πολλές φορές μάς διώξανε μέ κον τακιές καί σπρωξιές δταν φέρνανε κι άλλους δεμένους κρατούμε νους τα καμιόνια, πολύ άγρια φυλακή. Ξαφνικά τούς μεταφέρανε στή Μακρόνησο, πιστέψαμε πώς θ’ αργήσει ή δίκη. Στό διάστημα τούτο είχαν φέρει καί τόν Παπά Νικολή1 καί τό Γιώργο Τσ. τραυματίες στή μάχη στό βουνό, τούς νοσηλέψανε καί τούς φέρανε για τό Στρατοδικείο. ’Από κεΐ έλαβα 3 - 4 γράμματά τους, δικό μου δέν ελάβανε, μάς γράφανε νά φροντίσουμε γιά δικηγόρο κατάλληλο «...ξέρεις έσύ... θά κάνομε μόνοι μας τήν απολογία μας, ξέρομε, φρόντισε τ’ άλλα ζητήματα...» δηλαδή νά βρούμε κανέναν από κείνους πού εί χαν τά μέσα καί μέ τό αζημίωτο — 100 λίρες 200 λίρες καί άνω, άν-αλόγως — γλυτώσανε μερικούς άπ’ τήν καταδίκη σέ θάνατο —. Εμείς όμως δέν είχαμε δυνατότητες οικονομικές, είμαστε 2 κοπέ λες γιά 3 κατηγορουμένους, καλά - καλά δέν είχαμε ούτε ναΰλα, πήγαμε σ’ ένα γραφείο γιά δάνειο μήπως προλάβουμε νά πουλήσου με κάποιο χωράφι, άδικα πήγαμε. Τούς φέρανε άπ’ τή Μακρόνησο ’Ιούλιο, ή δίκη άρχισε αμέ σως, τήν έπισπεύσανε, κράτησε 22 μέρες, Ιγώ κάθε μέρα, στό αν τικρινό πεζοδρόμιο έβλεπα τις κλούβες πού τούς φέρνανε καί τούς παίρνανε. Βγήκε ή απόφαση 13 σέ θάνατο, 9 χρόνια δ Φώτης. Εί1. Κ αί στό τέλος ό π α π ά ς δέν έκτελέστη κε μέ τούς άλλο υς, μάλιστα τόν υ π ο ψ ια σ τή κα μ ε, τόν είχ α νε πάρει γ ιά εξομολόγηση στον π α π ά τή ς φυλακής τή ν τελευτα ία νύ χ τα , τόν ριοτούσανε γ ιά κρυμμένα ό π λ α , γ ιά ονόματα, τόν π ήγανε κ α ί τόν στήσανε δυο φορές δήθεν γ ιά εκτέλεση — όμω ς δέν άνοιξε τό στόμα τ ο υ , τοϋ βγάλανε τά ρ άσα, τόν ξουρίσανε — υστέρα τά μ άθαμ ε, μετά ένα μήνα το υφεκίστηκε κ ι ό παπα-Ν ικο λή ς — λεβεντόπαπας.
8G
χάνε μεσολαβήσει αρκετοί, άν και αυτός δέν Ικανέ καμιά ύποχώρηση. Πήγα στοΰ Άβέρωφ, τούς είδα πάλι δλους, είχα πάει λίγα τσιγάρα «για τούς παμψηφΐ» καί γελάσαμε, θαρρείς δέν είχαμε α κόμη καλά - καλά καταλάβει... Ρωτώ μάλιστα «ποιοι σάς προδώσανε;». Πάλι δ άβελφός μου γέλασε «Τί θά τούς κάνεις;». Ό Φώ της είπε «...προδότες είναι πολλοί...». Κουβεντιάζαμε θαρρείς, δί πλα μας οί φρουροί βρίζανε καί λέγανε λόγια προσβλητικά. Τελευταία φορά πού πήγαμε ό αδελφός μου μιά στιγμή βια στικά είπε τό σύντομο ποιηματάκι γιά τ' αγριολούλουδα, γιά μιά στιγμή, πες πώς είμαστε σέ κανένα έξοχικό κέντρο ή παρέα μας, ύστερα πάλι δλα θολώσανε, σκοτεινιάσανε τά μάτια μου, έκείνος μοϋ παράγγελνε πολύ έπίμονα «θά ζητήσεις τδ σημειωματάριο μέ τά ποιήματα, δέν έχουνε δικαίωμα νά μη στδ δώσουνε, άκοΟς;»2. ’Έπειτα πρόσθεσε «ή διαθήκη μου...» μισοεπίσημα μιλούσε, μισοαστεία «...καί θά φέρεις αύριο ένα τετράδιο, άκούς, ας μήν είναι αύριο έπισκεπτήριο, θά πεις στην πύλη πώς είναι γιά τούς μελλο θάνατους, θά τό πάρουνε», ύστερα μ’ έδιωξε «φύγε, φύγε...», φύ γαμε...*o i 2. Τό παρ ακάτω ποίημά του «αγριολούλουδα» πού μας α π ά γ γ ε ιλ ε ό άδελφός μου στό τελευταίο έπισκεπτήρ ιο κ α θώ ς κ α ί τ ’ άλλο ή ταν στή μέσα τσ έπ η τοΰ σακακιού του πού μάς τό παραδώσανε μετά — τετράδιο δέ μοϋ π α ραδώσανε. Π. Τοΰ τόπου μου αγριολούλουδα I. Είναι γλυκιά μουσική τό σφύριγμα έτος τραίνου δέ θά σάς ξαναδώ oi τρίλιες των χελιδονιών μά τ’ άπαλύ σας άρωμα φωνές παιδιών θέλει χαιρετισμό... απ’ τό στενό παράθυρο τής φυλακής! τό μακρινό αντίλαλο μας φέρνουν όπως ι’ιργοκνλα ή ζωή — μά τό δικό μας τραίνο στό τέρμα βιάζεται νά φτάσει τρ εις μέρες άπ ιό θάνατό μ,ας απομένουν
87
Ξαναείδα τό Φώτη τήν επόμενη Πρωτοχρονιά, πήγα μέ το έκτακτο επισκεπτήριο στοΰ Άβέρωφ, βάζανε μέσα τον κόσμο μπου λούκια χωρίς ψάξιμο καί χωρίς ταυτότητα ό άρχιφύλακας με προ ειδοποίησε «ό Άγγουλές δέ δέχεται κανέναν έπισκεπτήριο...» έγώ τοΰ λέω «φωνάξτε τον ώστόσο...» μά ποΰ νά πώ δνομα, ήρθε αμέσως άγέλαστος άλλα καί μέ φυσικότητα «...περίμενα πώς θά κάνεις σήμε ρα τήν κουτουράδα...», λίγα λεπτά μιλήσαμε, στδ τέλος μου είπε ««...είμαστε πάντα δλοι μαζί...» μ’ άρεσε ό λόγος του αυτός, έφυγα σάν ξαλαφρωμένη, έξάλλου είχανε δλοι ξαλαφρώσει δταν γλύτωσε αύτός.
88
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Λ. ΠΟΙΙΙΜΛΤΛ 9
Στη μάνα μου Μέ καρτερούν Μή ρωτάς Όχι έδώ Κουκλάκια Που ; Θυσίες Φασίστες ’Έτσι χωρίσαμε Σταυροί Ό δρόμος μας Νύχτα Ό Τζιώρτζιο Μπίρ-Χακίμ 'Ένας πύργος ’Απαρηγόρητη Τό στίγμα ’Αφρικανική νύχτα «Έριντάν» ’Ερημιά Ncφασίτ Περιμένει ’Ασθενείς
10 11 12
13 14 15 16 17 18 19
20 21 22 23 25 26 27 28 29 30 31 32 93
Το ρόδο "Ενα αστέρι, Μην καρτεράτε Πρωτοχρονιά 1956 Δέ σέ λησμονώ Μόνο ή ψυχή σου “Ωρα καλή Σάς άρνιέμαι Οΐ χιονάνθρωποι Λύγερινός ΙΙρωτοβρόχι Ναγκασάκι Τό χωριό του
33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΧΡΕΟΣ
49
ΒΙΟ ΓΡΑΦΙΚΑ
61
Θ Υ Μ Ο Υ Ν Τ Α Ι Ι-ΙΙ-ΙΠ -ΐν
81
94
Σ τοιχειοθεσία — Ε κ τ ύ π ω σ η , Γ ρ αφ ικα ί Τ έχ να ι, Γ . Ά ρ γυρ ο πο ύλο υ— Α . Ζ ουμαδάκη, ’Ικαρίας 9 , ’Α θήνα, Τ ηλ. 5 7 2 2 0 3 5 -5 7 2 2 0 3 8 , Φλεβάρης 1975. Γ ια λογαριασμό τω ν Ε κ δ ύ σ εω ν « Κ Ε Δ Ρ Ο Σ » , ’Α θήνα, Τ ηλ. 615783.
Π ανεπιστημίου 4 4 ,