Roberto Bolaño-Ο οδοντίατρος
Δεν ήταν ο Ρεμπώ, ήταν μονάχα ένας μικρός ινδιάνος. Τον γνώρισα το 1986. Εκείνη την χρονιά, για λόγους που δεν αφορούν την ιστορία ή που τώρα μου φαίνονται μπανάλ, βρέθηκα για λίγες μέρες στο Ιραπουάτο, την πρωτεύουσα της φράουλας, στο σπίτι ενός φίλου οδοντιάτρου, που περνούσε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Στην πραγματικότητα, αυτός που ήταν χάλια ήμουν εγώ (η κοπέλα μου είχε αποφασίσει να διακόψει απότομα την μακρόχρονη σχέση μας), αλλά όταν έφτασα στο Ιραπουάτο, όπου υποτίθεται θα είχα χρόνο για να σκεφτώ το μέλλον μου και να ηρεμήσω, συνάντησα τον φίλο μου, τον οδοντίατρο, πάντα τόσο διακριτικό και ισορροπημένο, στα όρια της απελπισίας. Δέκα λεπτά αφ’ ότου έφτασα, μου διηγήθηκε ότι είχε σκοτώσει μια ασθενή. Καθώς δεν μου χώραγε στο κεφάλι, ότι ένας οδοντίατρος θα μπορούσε να σκοτώσει κάποιον, τον παρακάλεσα να ηρεμήσει και μου πει όλη την ιστορία. Ήταν απλή, όσο απλές μπορούν να είναι τέτοιας φύσεως ιστορίες και από την διήγηση, που τόσο όμορφα μου ξετύλιξε ο φίλος μου, έβγαλα το συμπέρασμα ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να του καταλογιστεί ο θάνατος κανενός. Η ιστορία από την άλλη πλευρά όμως, μου φάνηκε παράξενη. Ο φίλος μου, εκτός από την εργασία του στο ιδιωτικό του ιατρείο, που του απέφερε σημαντικά έσοδα, δούλευε και κάποιες έξτρα ώρες σε ένα είδος συνεργατικής ανοιχτής ιατρικής υποστήριξης για τους φτωχούς και τους άστεγους, που μοιάζει το ίδιο πράγμα, αλλά που για τον φίλο μου και πάνω απ’ όλα για τους ιδεολόγους αυτού του κοινωνικού ιατρείου, δεν ήταν το ίδιο πράγμα. Στον κοινωνικό ιατρείο υπήρχαν μόνο δυο οδοντίατροι και η
δουλειά ήταν σκληρή. Καθώς το κοινωνικό ιατρείο στερείτο οδοντιατρικής μονάδας, έβλεπαν τους ασθενείς στα ιδιωτικά τους ιατρεία, σε ώρες λιγότερο εμπορικές (ήταν η έκφραση που χρησιμοποίησε), κυρίως την νύχτα και τους βοηθούσαν φοιτητές της οδοντιατρικής, αλληλέγγυοι, στην πλειοψηφία τους αριστεριστές, που επιθυμούσαν πολύ να εξασκηθούν. Η νεκρή γυναίκα ήταν μια γριά ινδιάνα, που προσήλθε μια νύχτα με απόστημα στα ούλα. Ο φίλος μου δεν χειρούργησε το απόστημα, αλλά η επέμβαση έγινε στο ιατρείο του. Ο υπεύθυνος ήταν ένας φοιτητής, η γυναίκα λιποθύμησε και ο φοιτητής έπαθε νευρικό κλονισμό. Ένας άλλος φοιτητής τηλεφώνησε στον φίλο μου. Όταν ο φίλος μου έφτασε στο ιατρείο και θέλησε να μάθει τι είχε συμβεί, βρέθηκε μπροστά σε ένα καρκίνο των ούλων, χειρουργημένο από ένα αδέξιο χέρι και γρήγορα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Νοσήλευσαν την γυναίκα στο Γενικό Νοσοκομείο του Ιραπουάτο, όπου πέθανε μέσα σε μια βδομάδα. Αυτές οι περιπτώσεις ήταν, όπως μου είπε, πολύ σπάνιες, να πούμε μια στις δέκα χιλιάδες και κάθε οδοντίατρος με σώας τας φρένας ελπίζει να μην την συναντήσει ποτέ στην ζωή του. Του είπα ότι τον καταλάβαινα, αν και στ’ αλήθεια δεν καταλάβαινα τίποτα και εκείνη την νύχτα βγήκαμε για να τα πιούμε. Ενώ σεργιανούσαμε στα μπαρ της πόλης, μπαρ μεσαίας κατηγορίας και προς τα πάνω, για την ακρίβεια, εγώ δεν μπορούσα να ξεχάσω την γριά ινδιάνα και τον καρκίνο που της κατέτρωγε τα ούλα. Ο φίλος μου, μου εξήγησε ξανά την ιστορία, με κάποιες ουσιώδεις αλλαγές, που τις απέδωσα στο αλκοόλ, το οποίο μέχρι στιγμής είχαμε καταναλώσει και μετά ανεβήκαμε στο Βολκσβάγκεν του και πήγαμε να φάμε σε μια καντίνα με πρόχειρο φαγητό στα περίχωρα του Ιραπουάτο. Η αλλαγή σκηνικού ήταν αξιοσημείωτη. Ενώ πριν περιτριγυριζόμαστε από ελεύθερους επαγγελματίες, δημόσιους υπαλλήλους και εμπόρους, τώρα ήμασταν περικυκλωμένοι από εργάτες, άνεργους και ζητιάνους. Η μελαγχολία του φίλου μου από την άλλη μεγάλωνε συνεχώς. Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα άρχισε να κατηγορεί τον Καμπέρνας. Τον ζωγράφο. Πριν μερικά χρόνια, ο φίλος μου είχε αγοράσει δυο χαρακτικά, τα οποία μοστράριζε σε μια περίοπτη θέση σε έναν από τους τοίχους του σαλονιού στο σπίτι του. Μια μέρα, που κατά τύχη συνάντησε τον, περί ου ο λόγος, καλλιτέχνη, σε μια γιορτή, που έκανε ένας άλλος οδοντίατρος στην έπαυλη του, στην Τριανταφυλλί Περιοχή, ένας οδοντίατρος αφοσιωμένος, αν θυμάμαι καλά, στην ανακατασκευή του χαμόγελου των αστέρων της έβδομης τέχνης στο Μεξικό (κατά τα λεγόμενα του φίλου μου), προσπάθησε να μιλήσει μαζί του. Αρχικά, ο Καμπέρνας, όχι μόνο καταδέχθηκε να συνομιλήσει μαζί του, αλλά, σύμφωνα με τον φίλο μου, χωρίς να το θέλει εκείνος, του εκμυστηρεύτηκε μερικές από τις πολύ προσωπικές στιγμές της ζωής του. Κάποια στιγμή, κατά την διάρκεια της νύχτας, ο Καμπέρνας, πρότεινε να μοιραστούν μια πιτσιρίκα, που αδικαιολόγητα, έμοιαζε να είναι τσιμπημένη περισσότερο με τον οδοντίατρο, παρά με τον καλλιτέχνη. Ο φίλος μου για την πιτσιρίκα δεν έδινε μία, και του το είπε ευθέως. Αντίθετα, αυτό που ήθελε, δεν ήταν μια νύχτα σεξ για τρίο, αλλά να αγοράσει ακόμα ένα χαρακτικό του Καμπέρνας, απευθείας, χωρίς μεσάζοντες, όποιο ο ζωγράφος επιθυμούσε και σε ότι τιμή θα έβαζε, υπό τον όρο, ότι το χαρακτικό θα έφερε μια προσωπική αφιέρωση, του τύπου «στον Πάντσο, ένα ενθύμιο μας τρελής νύχτας» ή κάτι τέτοιο.
Από το σημείο αυτό και έπειτα, η συμπεριφορά του Καμπέρνας άλλαξε. Άρχισε να με κοιτάζει με επιθετικό βλέμμα, σχολίασε ο φίλος μου. Μου είπε, ότι οι οδοντίατροι δεν καταλαβαίνουμε γρι από τέχνη. Με ρώτησε, αν ήμουν πούστης εκ πεποιθήσεως ή αντίθετα, αν αυτή η αντίδραση ήταν μια περαστική χαριτωμενιά. Ο φίλος μου, φυσικά, άργησε να καταλάβει ότι ο Καμπέρνας τον προσέβαλε. Όταν θέλησε να αντιδράσει, για να εξηγήσει στον ζωγράφο, ότι ο θαυμασμός του ήταν απλώς αυτό που αισθανόταν ένας εραστής της τέχνης, για το έργο μιας αυθεντίας, μη αναγνωρισμένης από την παγκόσμια ζωγραφική, ο Καμπέρνας δεν βρισκόταν πια δίπλα του. Καθυστέρησε να τον βρει. Ενώ τον έψαχνε, επαναλάμβανε νοερά, αυτό που σκεφτόταν να του πει. Τον εντόπισε στο μπαλκόνι του σπιτιού, στην συντροφιά δυο τύπων με φάτσα γκάγκστερ. Ο Καμπέρνας τον είδε να έρχεται και κάτι είπε στους συνοδούς του. Ο φίλος μου, ο οδοντίατρος, χαμογέλασε. Οι συνοδοί του Καμπέρνας χαμογελούσαν κι αυτοί. Μάλλον ο φίλος μου ήταν περισσότερο μεθυσμένος, από ότι νόμιζε, από ότι ήθελε να θυμάται. Το βέβαιο είναι, ότι ο ζωγράφος τον υποδέχθηκε με μια βρισιά και οι συνοδοί του τον άρπαξαν από τα χέρια και από την μέση και τον κράτησαν στον αέρα. Ο φίλος μου λιποθύμησε. Σαν μέσα από ομίχλη θυμόταν, ότι ο Καμπέρνας τον είπε ξανά πούστη, τα γέλια των αντρών που τον κρατούσαν, τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα στον ουρανό, ένας ουρανός γκρι, που έμοιαζε με την οδό Σεβίγια. Η βεβαιότητα ότι πεθαίνεις, και του ότι πεθαίνεις για το τίποτα, για βλακείες, και του ότι η ζωή σου, η ζωή που είσαι στο τσακ να την χάσεις, είναι επίσης μια διαδοχή από χαζομάρες, είναι ένα τίποτα. Και ακόμα και η βεβαιότητα στερείται αξιοπρέπειας. Αυτό μου είπε, ενώ πίναμε τεκίλα στην καντίνα με το πρόχειρο φαγητό, και που φυσικά δεν είχε άδεια να σερβίρει αλκοολούχα ποτά, σε μια από τις κάτω γειτονιές του Ιραπουάτο. Έπειτα αναλώθηκε σε μια επιχειρηματολογία, ο κεντρικός άξονας της οποίας, ήταν να αποκαθηλώσει την τέχνη. Τα χαρακτικά του Καμπέρνας, εγώ το ήξερα, ακόμα βρισκόντουσαν στο σαλόνι του και δεν είχα ενδείξεις ότι ο φίλος μου είχε κάνει καμιά κίνηση με σκοπό να τα πουλήσει. Όταν θέλησα να ισχυριστώ, ότι η σχέση του με τον Καμπέρνας ανήκε στη ιδιωτική σφαίρα και ότι δεν έχει να κάνει με την ιστορία της τέχνης και γι’ αυτό μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτήν την ιστορία, για να αποκαθηλώσει το ανθρώπινο είδος, αλλά με τίποτα για να αποκαθηλώσει τους καλλιτέχνες και πολύ περισσότερο την ίδια την τέχνη, ο φίλος μου έβγαλε μια κραυγή προς τον ουρανό. Η τέχνη, είπε, είναι μέρος της ιδιωτικής ιστορίας πολύ πριν την ίδια την ιστορία της τέχνης, για την οποία προείπαμε. Η τέχνη, είπε, είναι η ιδιωτική ιστορία. Είναι η μοναδική πιθανή ιδιωτική ιστορία. Είναι η ιδιωτική ιστορία και ταυτόχρονα η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας. Και ποια είναι η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας; - είπα. Επόμενη σκηνή, σκέφτηκα ότι θα μου απαντήσει: Η τέχνη. Και επίσης σκέφτηκα, και αυτό ήταν μια σκέψη πρόσχαρη, ότι ήμασταν ήδη μεθυσμένοι και ότι ήταν ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι. Αλλά ο φίλος μου είπε: Η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας είναι η μυστική ιστορία. Για λίγες στιγμές με κοίταξε με μάτια λαμπερά. Σκέφτηκα, ότι ο θάνατος της ινδιάνας με τον καρκίνο στα ούλα, τον είχε επηρεάσει πολύ περισσότερο από ότι είχα νομίσει. Κι εσύ θα ρωτήσεις τι είναι η μυστική ιστορία; Είπε ο φίλος μου. Λοιπόν, η μυστική ιστορία είναι εκείνη, που ποτέ δεν θα μάθουμε, αυτή που ζούμε μέρα με την ημέρα, σκεφτόμενοι ότι ζούμε, σκεφτόμενοι ότι όλα τα έχουμε υπό τον έλεγχό μας, σκεφτόμενοι πως ότι προσπερνάμε, δεν έχει καμιά σημασία. Αλλά όλα έχουν σημασία, φιλαράκο! Αυτό που συμβαίνει, είναι ότι δεν καταλαβαίνουμε.
Νομίζουμε ότι η τέχνη διατρέχει αυτό το πεζοδρόμιο και ότι η ζωή, η δική μας ζωή, διατρέχει από το άλλο και δεν καταλαβαίνουμε ότι αυτό είναι ένα ψέμα. Τι υπάρχει ανάμεσα στο ένα πεζοδρόμιο και στο άλλο πεζοδρόμιο; Με ρώτησε. Κάτι πρέπει να του απάντησα, υποθέτω, αν και δεν θυμάμαι τι του είπα, γιατί εκείνη την στιγμή ο φίλος μου είδε ένα γνωστό και τον χαιρέτησε με το χέρι, ξεχνώντας εμένα. Θυμάμαι, ότι το μαγαζί που καθόμασταν γέμιζε με κόσμο. Θυμάμαι τους τοίχους με τα πράσινα πλακάκια, σαν να επρόκειτο για δημόσιο ουρητήριο και την μπάρα, όπου πριν δεν υπήρχε κανείς και που τώρα ήταν γεμάτη άτομα με φάτσες κουρασμένες ή χαρούμενες ή φρικιαστικές. Θυμάμαι ένα τυφλό, να τραγουδάει ένα τραγούδι σε μια γωνιά του μαγαζιού ή ένα τραγούδι που μιλούσε για ένα τυφλό. Ο καπνός, ανύπαρκτος πριν, επέπλεε πάνω από τα κεφάλια μας. Τότε ο φίλος, που ο φίλος μου είχε χαιρετήσει με μια χειρονομία, πλησίασε το τραπέζι μας. Δεν ήταν παραπάνω από δεκαέξι χρόνων. Φαινόταν λιγότερο. Ήταν κοντούλης και η φιγούρα του, που μπορούσε να είναι και δυνατή, είχε κάτι το στρόγγυλο, που έκανε τις γωνίες να εξαφανίζονται. Ήταν φτωχά ντυμένος, αν και, κάτι στα ρούχα του έμοιαζε να μην πείθει, μια ποιότητα φευγαλέα, σαν τα ρούχα να ήθελαν να πουν κάτι ακαταλαβίστικο, που ερχότανε από διάφορες μεριές ταυτόχρονα και φορούσε κάτι αθλητικά, φθαρμένα απ’ το πολύ περπάτημα, κάτι αθλητικά, που στον φιλικό μου κύκλο ή καλύτερα στον κύκλο των παιδιών μερικών από τους φίλους μου, θα βρισκόντουσαν από πολύ καιρό θαμμένα στο συρτάρι ή εγκαταλελειμμένα σε κανένα σκουπιδοτενεκέ. Κάθισε στο τραπέζι μας και ο φίλος μου, του είπε να παραγγείλει, ό, τι ήθελε. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε. Δεν μπορώ να πω, ότι διέθετε ένα όμορφο χαμόγελο, εντελώς το αντίθετο: ήταν το χαμόγελο κάποιου που δεν εμπιστεύεται, το χαμόγελο κάποιου, που περιμένει από τους άλλους λίγα πράγματα κι αυτά κακά. Εκείνη την στιγμή που ο έφηβος κάθισε μαζί μας και μας χάρισε το παγωμένο του χαμόγελο, μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα, ότι ο φίλος μου, που ήταν φανατικός εργένης και που τα χρόνια που έζησε στην πόλη του Μεξικό είχε καταφέρει να ριζοσπαστικοποιηθεί, είχε επιλέξει να μην εγκαταλείψει την πόλη που γεννήθηκε, το Ιραπουάτο, και το είχε γυρίσει στην ομοφυλοφιλία ή πάντα ήταν ομοφυλόφιλος και μόνο εκείνη την νύχτα, ακριβώς την νύχτα κατά την οποία μιλούσαμε για τον θάνατο της ινδιάνας και για τον καρκίνο στα ούλα, ήρθε στην επιφάνεια, έξω από κάθε λογική, μια αλήθεια που κρατούσε μυστική για χρόνια. Αλλά γρήγορα απέρριψα αυτήν την ιδέα και επικεντρώθηκα στον νεοφερμένο ή ίσως ήταν τα μάτια του, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα προσέξει, και που με υποχρέωσαν να παραμερίσω τους φόβους μου (αφού η πιθανότητα, αν και απομακρυσμένη, να είναι ο φίλος μου ομοφυλόφιλος, εκείνη την εποχή με τρομοκρατούσε) και να αφοσιωθώ στην παρατήρηση εκείνου του όντος, που έμοιαζε να ταλαντεύεται ανάμεσα στην εφηβεία και μια τρομακτική παιδικότητα. Τα μάτια του, πώς να το πω, ήταν διεισδυτικά. Αυτή ήταν η εντύπωση που μου δημιουργήθηκε τότε, μια εντύπωση που προφανώς δεν βασιζότανε στην πραγματική εντύπωση που άφηναν τα μάτια του στον αέρα, στο μέτωπο εκείνου πάνω στον οποίο κρατούσε το βλέμμα του, ένα είδος πόνου ανάμεσα στα φρύδια, αλλά δεν βρίσκω κάτι καλύτερο για να περιγράψω την αίσθησή μου. Αν το σώμα του απλώνονταν, όπως ήδη είπα, προς μια στρογγυλάδα που με τα χρόνια κατέληγε σε κάτι κυκλικό, τα μάτια του απλώνονταν, σαν ξυράφι, μια χαραγματιά στην κίνηση. Ο φίλος μου με σύστησε, χωρίς να
κρύβει την χαρά του. Τον λέγανε Χοσέ Ραμίρες. Του άπλωσα το χέρι (δεν ξέρω γιατί, δεν συνηθίζω τέτοιες τυπικότητες, πόσο μάλλον σε ένα μπαρ και νυχτιάτικα) και αυτός δίστασε, ώσπου να μου δώσει το δικό του. Όταν του το έσφιξα, η έκπληξή μου μεγάλωσε. Το δεξί του, που το περίμενα μαλακό και διστακτικό, όπως οποιουδήποτε εφήβου, παρουσίαζε στην αφή μια συσσωμάτωση κάλων, που του έδιναν την εικόνα του σίδερου, ένα χέρι όχι τόσο μεγάλο, στην πραγματικότητα, τώρα που το σκέφτομαι, τώρα που επιστρέφω σε εκείνη την νύχτα, στα προάστια του Ιραπουάτο, αυτό που εμφανίζεται στα μάτια μου, είναι ένα χέρι μικρό, ένα χέρι μικρό, τυλιγμένο και κακοφωτισμένο από τις φτενές αντανακλάσεις του μπαρ, ένα χέρι που προβάλλει από ένα μέρος άγνωστο, σαν το πλοκάμι μιας θύελλας, αλλά σκληρό, θεόσκληρο, ένα χέρι σμιλεμένο στο εργαστήριο ενός σιδερά. Ο φίλος μου χαμογελούσε. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, είδα στο πρόσωπό του ένα ίχνος ευτυχίας, σαν η απτή παρουσία (με την στρογγυλή του φιγούρα, τα κοφτερά μάτια και τα σκληρά χέρια) του Χοσέ Ραμίρες, να απόδιωχνε την ενοχή για την ινδιάνα με τον καρκίνο στο στόμα, την υποτροπιάζουσα αδιαθεσία, που η ανάμνηση του ζωγράφου Καμπέρνας του προκαλούσε. Σαν να μάντεψε την ερώτηση που ετοίμαζα να κάνω και που δίχως άλλο, χάρις την στοιχειώδη μου παιδεία, δεν θα έκανα, ο φίλος μου είπε, ότι η γνωριμία του με τον Χοσέ Ραμίρες οφείλετο σε επαγγελματικούς λόγους. Άργησα να καταλάβω ότι αναφερόταν στο οδοντιατρείο. Δωρεάν, είπε τότε ο νεαρός, με μια φωνή που, όπως τα χέρια του και τα μάτια του, με τίποτα δεν ταίριαζαν με το υπόλοιπο σώμα του. Στο ιατρείο της οργάνωσης, είπε ο φίλος μου. Του σφράγισα επτά τραπεζίτες, μια δουλειά φίνα. Ο Χοσέ Ραμίρες το επιβεβαίωσε και κατέβασε τα μάτια. Ήταν, σαν να μεταμορφωνότανε ξανά σε αυτό που πραγματικά ήταν, ένας νέος δεκαεπτά χρόνων. Θυμάμαι, ότι μετά παραγγείλαμε κι άλλα ποτά και ότι ο Χοσέ Ραμίρες έφαγε μια τορτίγια από τηγανητό αραποσίτι με πικάντικη σάλτσα, παρ’ όλο που ο φίλος μου επέμεινε να παραγγείλει ότι ήθελε και θα τον κερνούσε εκείνος. Όση ώρα βρισκόμασταν στην καντίνα, η συζήτηση γινόταν ανάμεσα στους δυο τους και εγώ είχα μείνει στο περιθώριο. Κατά διαστήματα άκουγα τις κουβέντες τους: μιλάγανε για την τέχνη, δηλαδή, ο φίλος μου ξαναέπιασε την ιστορία με τον Καμπέρνας, που αυθαίρετα την μπέρδευε με την πεθαμένη ινδιάνα σε ένα κρεβάτι του νοσοκομείου, μέσα σε τρομερούς πόνους, ή ίσως όχι, ίσως την είχαν ναρκώσει, ίσως κάποιος της χορηγούσε σε τακτική βάση μορφίνη, αλλά η εικόνα ήταν αυτή, η ινδιάνα, ίσα-ίσα ένας μικροσκοπικός μπόγος, εγκαταλελειμμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, στο Ιραπουάτο, και το χαμόγελο του Καμπέρνας και τα χαρακτικά του, που ήταν κρεμασμένα, τέλεια κορνιζαρισμένα στο σαλόνι του οδοντιάτρου, ένα σαλόνι, περισσότερο ένα σπίτι, όπου ο νεαρός Ραμίρες είχε επισκεφτεί, όπως κατάφερα να αποσπάσω από τις κουβέντες του φίλου μου και όπου είχε δει τα χαρακτικά του Καμπέρνας, τα διαμάντια της ιδιωτικής του πινακοθήκης και του είχαν αρέσει. Κάποια στιγμή φύγαμε από εκεί. Ο φίλος μου πλήρωσε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της εξόδου. Δεν ήταν τόσο μεθυσμένος, όσο εγώ νόμιζα και δεν χρειάστηκε να του προτείνω να αλλάξουμε θέση και να με αφήσει να οδηγήσω εγώ. Θυμάμαι, ότι πήγαμε και σε άλλα μέρη, μέρη όπου δεν παραμείναμε για πολύ χρόνο και τελικά θυμάμαι μια
τεράστια αλάνα, ένα χωματόδρομο, που τελείωνε στα χωράφια και όπου ο Χοσέ Ραμίρες κατέβηκε από το αμάξι και μας χαιρέτησε, χωρίς να μας δώσει το χέρι. Είπα, ότι μου φαινόταν παράξενο, το ότι ο νέος έμενε εκεί, όπου δεν υπήρχαν σπίτια, μόνο σκοτάδι και ίσως η σιλουέτα ενός λόφου, στο βάθος, ίσα να την φωτίζει το φεγγάρι. Είπα να τον συνοδεύσουμε μια στάλα. Ο φίλος μου (καθώς μιλούσε δεν με κοίταζε, είχε τα μάτια επάνω στο τιμόνι και η στάση του είχε μια κούραση και μια ηρεμία) απάντησε, ότι δεν μπορούσαμε να τον συνοδεύσουμε, και να μην στενοχωριόμουνα, και ότι ο μόρτης ήξερε καλά τον δρόμο. Μετά έβαλε μπροστά την μηχανή, άναψε τα μεγάλα φώτα και μπόρεσα να δω, πριν ακόμα το αμάξι αρχίσει να τσουλάει, ένα τοπίο εξωπραγματικό, σαν μαυρόασπρο, συντεθειμένο από ραχιτικά δέντρα, αγριόχορτα, ένα μονοπάτι για καρότσια, κάτι ανάμεσα σε χωματερή και το τυπικό μεξικάνικο αγροτικό τοπίο. Ο νεαρός είχε γίνει άφαντος. Έπειτα επιστρέψαμε στο σπίτι και κουράστηκα μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Στο δωμάτιο των φιλοξενούμενων υπήρχε ένας πίνακας ενός ζωγράφου από το Ιραπουάτο, ένα ιμπρεσιονιστικό τοπίο, το οποίο παρέπεμπε σε μια πόλη και μια πεδιάδα και όπου κυριαρχούσε μια ευρεία γκάμα του κίτρινου. Νομίζω, ότι το κάδρο είχε κάτι το κακοήθες. Θυμάμαι, ότι στριφογύρναγα στο κρεβάτι, κουρασμένος και άυπνος και πως από το παράθυρο έμπαινε ένα αδύναμο φως, που φώτιζε θεωρητικά το τοπίο και το έκανε να κυματίζει. Δεν ήταν όμορφος πίνακας. Δεν ήταν ο πίνακας που θα με έκανε να κολλήσω σ’ αυτόν, που δεν θα με άφηνε να κοιμηθώ, που θα με γέμιζε με μια ακαθόριστη θλίψη, αθεράπευτη, αν και ευχαρίστως θα σηκωνόμουνα να τον ξεκρεμάσω και να τον γυρίσω ανάποδα στον τοίχο. Ευχαρίστως, την ίδια εκείνη νύχτα, θα επέστρεφα στην πόλη του Μεξικό. Την επόμενη μέρα σηκώθηκα αργά και δεν είδα τον φίλο μου, μέχρι την ώρα του φαγητού. Στο σπίτι υπήρχε μόνο η γυναίκα, που ερχόταν κάθε μέρα για να καθαρίσει και αποφάσισα, ότι το καλύτερο θα ήταν να βγω και να κάνω μια βόλτα στην πόλη. Το Ιραπουάτο δεν είναι καμιά όμορφη πόλη, αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ομορφιά των δρόμων του, την ατμόσφαιρα ηρεμίας που αποπνέει το κέντρο, όπου οι κάτοικοι παριστάνουν ότι τους απασχολούν καταστάσεις, που σε εμάς τους πρωτευουσιάνους, μας φαντάζουν εντελώς αμελητέες. Όπως δεν είχα τίποτα να κάνω, αφού ήπια για πρωινό ένα χυμό πορτοκάλι σε μια καφετέρια, αφοσιώθηκα στην ανάγνωση ενός περιοδικού, καθισμένος σε ένα παγκάκι, ενώ δίπλα μου περνούσαν φοιτητές γυμνασίου ή δημόσιοι υπάλληλοι, με μια ολοφάνερη τάση και προδιάθεση για ψυχαγωγία και κουβεντούλα. Τι μακριά που μου φάνηκαν τότε, για πρώτη φορά από την στιγμή που ξεκίνησα το ταξίδι, τα αισθηματικά μου προβλήματα στην πόλη. Μέχρι και πουλιά είχε εκείνη η πλατεία στο Ιραπουάτο. Αργότερα πέρασα από ένα βιβλιοπωλείο (δυσκολεύτηκα να βρω), όπου αγόρασα ένα βιβλίο με ζωγραφιές του Εμίλιο Καρράνσα, ενός ζωγράφου τοπίων, γεννημένου στο Ελ Οσπιτάλ, μια κωμόπολη ή ένα χωριουδάκι κοντά στο Ιραπουάτο, και σκέφτηκα, ότι θα του άρεσε του φίλου μου, του οδοντιάτρου, στον οποίο σκόπευα να το κάνω δώρο.
Συναντηθήκαμε στις 2 το μεσημέρι. Πήγα να τον βρω στο ιατρείο του. Η γραμματέας, μου ζήτησε ευγενικά να τον περιμένω, γιατί την τελευταία στιγμή είχε ένα ραντεβού απρογραμμάτιστο και δεν θα αργούσε να τελειώσει. Κάθισα στον χώρο αναμονής και βάλθηκα να διαβάζω ένα περιοδικό. Δεν υπήρχε κανείς. Η ησυχία, όχι μόνο στο ιατρείο του φίλου μου, αλλά σε όλο το οίκημα ήταν σχεδόν απόλυτη. Για μια στιγμή σκέφτηκα, ότι αυτό που μου είχε πει η γραμματέας ήταν ψέματα, ότι ο φίλος μου δεν ήταν εκεί, ότι του είχε συμβεί κάτι κακό και ότι οι σύντομες οδηγίες που είχε δώσει πριν φύγει βιαστικά, ήταν να μην με κάνουν να ανησυχήσω. Σηκώθηκα, περπάτησα λίγο στο χώρο αναμονής, κάθισα, όπως είναι φυσικό, ακούγεται γελοίο. Στην ρεσεψιόν, η γραμματέας είχε ήδη φύγει. Θέλησα να πιάσω το τηλέφωνο και να καλέσω, αλλά ήταν πιο πολύ μια αντίδραση, ένας αυτοματισμός, αφού … σε ποιον θα μπορούσα να τηλεφωνήσω σε μια πόλη, που δεν γνώριζα κανένα; Το μετάνιωσα χίλιες φορές που ήρθα στο Ιραπουάτο, καταράστηκα αυτή τη γαμημένη μου ευαισθησία, μου υποσχέθηκα, ότι με το που θα γυρίσω στην πρωτεύουσα, θα εύρισκα μια όμορφη και έξυπνη γυναίκα, πάνω απ’ όλα προσγειωμένη, με την οποία θα παντρευόμουνα, μετά από ένα σύντομο αρραβώνα, χωρίς πολλές-πολλές φανφάρες. Κάθισα στην καρέκλα της γραμματέως και προσπάθησα να ηρεμήσω. Περιεργάστηκα για λίγο την γραφομηχανή, το τετράδιο όπου σημείωναν τα ραντεβού, ένα ξύλινο ποτήρι γεμάτο μολύβια, συνδετήρες και γόμες που φαίνονταν στοιχισμένα στην εντέλεια, αυτό που μου έμοιαζε αδιανόητο ήταν, ότι κανένας με σώας τας φρένας, δεν τακτοποιεί συνδετήρες (μολύβια και γόμες ναι, αλλά όχι συνδετήρες), μέχρι που η ασυναίσθητη ενόραση των τρεμάμενων χεριών μου πάνω στην γραφομηχανή, με εξώθησε να σηκωθώ με ένα πήδημα και χωρίς να το σκεφθώ δεύτερη φορά, να αρχίσω να ψάχνω με την καρδιά να χοροπηδά στο στήθος, τον φίλο μου. Η ανατροφή, πάντως, είναι μερικές φορές πιο ισχυρή από μια ξαφνική έκρηξη των νεύρων. Ενώ άνοιγα πόρτες και ορμούσα στο εσωτερικό του ιατρείου, φωνάζοντας με όλη μου την δύναμη, θυμάμαι ότι ταυτόχρονα, σκεφτόμουνα την δικαιολογία που θα έδινα όταν τον συναντούσα, αν τον συναντούσα. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω, τι με έπιασε εκείνο το απόγευμα. Ίσως ήταν η τελευταία εξωτερίκευση της κακοδιαθεσίας μου ή της λύπης μου, κακοδιαθεσία και λύπη που κουβαλούσα από την πρωτεύουσα και που εξατμίστηκε στο Ιραπουάτο. Ο φίλος μου, φυσικά, βρισκόταν στο ιατρείο του, και μαζί του είδα μια ασθενή, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, με εμφάνιση χαρακτηριστική και την νοσοκόμα του, μια κοπέλα με μικρό ανάστημα, χαρακτηριστικά μιγάδας, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν την είχα παρατηρήσει. Κανείς από τους τρεις τους δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από την εμφάνισή μου. Μια στιγμούλα τελειώνω, είπε ο φίλος μου χαμογελώντας. Αργότερα, καθώς του εξηγούσα τι είχα αισθανθεί στο ιατρείο του (δηλαδή, δυσφορία, φόβο, μια αγωνία που φούντωνε ανεξέλεγκτα), ο φίλος μου δήλωσε, ότι και σ’ αυτόν συνέβαινε κάτι παρόμοιο, στα κτήρια που φαίνονται άδεια. Κατάλαβα, ότι τα λόγια του ήταν, βασικά, για να με καθησυχάσει και προσπάθησα να μην το σκέφτομαι άλλο. Αλλά, όταν ο φίλος αρχινάει να μιλάει δεν μπορεί κανένας να τον σταματήσει και κατά την διάρκεια του φαγητού, που κράτησε από τις τρεις μέχρι τις έξη το απόγευμα, αφιερώθηκε να στριφογυρνάει στο συγκεκριμένο θέμα: τα άδεια κτήρια, φαινομενικά άδεια δηλαδή, τα κτήρια που κάποιος νομίζει ότι είναι άδεια, και το νομίζει αυτό, γιατί δεν ακούγεται κανένας ήχος, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι άδεια, και αυτό το ξέρει, επίσης, αυτός ο κάποιος, παρόλο που οι
αισθήσεις, η ακοή, η όραση, του λένε ότι είναι άδειο. Και τότε, η αγωνία, ο φόβος, δεν υπακούν σε αυτό που κάποιος νομίζει ότι υπακούν, δηλαδή, το γεγονός ότι βρίσκεσαι στο εσωτερικό ενός άδειου κτηρίου, ούτε στο γεγονός, καθόλου φανταστικό, να νομίζεις ότι βρίσκεσαι παγιδευμένος ή φυλακισμένος στο εσωτερικό ενός άδειου κτηρίου, εκτός κι αν το ξέρει, βαθιά μέσα του το ξέρει, ότι δεν υπάρχουν άδεια κτήρια, και ότι στα σκατένια άδεια κτήρια, πάντα υπάρχει κάποιος που ξεφεύγει από το βλέμμα μας και που δεν κάνει θόρυβο και όλα καταλήγουν, στο ότι δεν είμαστε μόνοι μας, είπε ο φίλος μου ο οδοντίατρος, ότι ούτε κατά διάνοια δεν είμαστε μόνοι μας, όταν όλα μας δείχνουν με τρόπο αδιαμφισβήτητο, ότι είμαστε. Και έπειτα είπε: ξέρεις πότε είμαστε αληθινά μόνοι; Μέσα στα πλήθη, του είπα, σκεφτόμενος ότι έτσι θα συνέχιζε, αλλά όχι, δεν ήταν ανάμεσα στα πλήθη, έπρεπε να το φανταστώ, αλλά μπροστά στον θάνατο, η μοναδική μεξικάνικη μοναξιά, η μοναδική μοναξιά του Ιραπουάτο. Εκείνη την νύχτα μεθύσαμε. Του έδωσα το δώρο μου, είπε ότι δεν γνώριζε τον ζωγράφο Καρράνσα, βγήκαμε να φάμε και μεθύσαμε. Αρχίσαμε από τις καντίνες στο κέντρο της πόλης και μετά επιστρέψαμε στα περίχωρα, όπου βρισκόμασταν την προηγούμενη νύχτα και όπου είχαμε συναντήσει τον νεαρό Ραμίρες. Θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, κατά την διάρκεια της περιπλάνησής μας, σκέφτηκα ότι ο φίλος μου έψαχνε τον Ραμίρες. Του το είπα. Απάντησε, ότι δεν ήταν βέβαιο. Του είπα, ότι σε εμένα μπορούσε να μιλάει με ειλικρίνεια, και ότι και να μου έλεγε θα έμενε μεταξύ μας. Είπε, ότι πάντοτε μιλούσε με ειλικρίνεια μαζί μου και σε λίγο πρόσθεσε, κοιτώντας με στα μάτια, ότι δεν είχε τίποτα να κρύψει. Τον πίστεψα. Αλλά η εντύπωση, ότι έψαχνε τον νεαρό χωριάτη, συνεχίστηκε. Εκείνη την νύχτα ξαπλώσαμε αργά, γύρω στις έξη το πρωί. Κάποια στιγμή ο φίλος μου, ο οδοντίατρος, πήρε να θυμάται τα νιάτα μας, όταν και οι δυο σπουδάζαμε στο Πανεπιστήμιο και θαυμάζαμε και οι δυο το έργο του Ελισόντο με μια τυφλή λατρεία. Εγώ σπούδαζα στην Φιλοσοφική και αυτός στην Οδοντιατρική και γνωριστήκαμε στην κινηματογραφική λέσχη της σχολής μου, κατά την διάρκεια μιας ημερίδας, πριν μια ταινία ενός σκηνοθέτη από την Βολιβία, νομίζω ότι ήταν ο Σανχινές. Κατά την διάρκεια της συζήτησης, ο φίλος μου σηκώθηκε και δεν ξέρω αν ήταν ο μοναδικός, αλλά σίγουρα ήταν ο πρώτος που είπε, ότι η ταινία δεν του άρεσε και το γιατί. Ούτε και σε μένα άρεσε, αλλά τότε, ποτέ δεν θα το είχα παραδεχθεί. Η φιλία μεταξύ μας ήταν κεραυνοβόλα: Την ίδια νύχτα ήξερα για τον θαυμασμό του προς τον Ελισόντο, για τον οποίο και εγώ έτρεφα εκτίμηση και κατά την διάρκεια του δεύτερου καλοκαιριού θέλαμε και οι δυο να μοιάσουμε με τις περσόνες του Νάρδα ή το καλοκαίρι, να νοικιάσουμε ένα σπιτάκι κοντά στην θάλασσα στο Μασατλάν, που αν και δεν ήταν η ιταλική ακτή, έμοιαζε λιγάκι μ’ αυτήν, με λίγη φαντασία και λίγη θέληση. Έπειτα μεγαλώσαμε και οι νεανικές μας περιπέτειες, άρχισαν να μας απωθούν. Οι νεαροί μεξικάνοι, της μεσαίας τάξης και προς τα πάνω, είμαστε καταδικασμένοι να προσπαθούμε να μοιάσουμε στον Σαλβαδόρ Ελισόντο και αυτός με την σειρά του στον αμίμητο Κλοσόβσκι, να χοντραίνουμε αργά, θύματα της κατανάλωσης ή της γραφειοκρατίας ή να τριγυρνάμε σε οργανώσεις γενικώς και αορίστως της Αριστεράς, γενικώς και αορίστως φιλανθρωπικές. Ανάμεσα στον Ελισόντο, το έργο του οποίου δεν διάβαζα πια, και του
ζωγράφου Καμπέρνας, καιγότανε η ανεξάντλητη πείνα μας, και με κάθε μπουκιά που κατεβάζαμε, γινόμασταν φτωχότεροι, πιο αδύνατοι, πιο άσχημοι, πιο γελοίοι. Έπειτα ο φίλος μου επέστρεψε στο Ιραπουάτο και εγώ έμεινα στην πρωτεύουσα και με κάποιο τρόπο και οι δυο, καταφέραμε να σταματήσουμε να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό το αργό ναυάγιο των ζωών μας, το αργό ναυάγιο της αισθητικής, της ηθικής, του Μεξικό και των γαμημένων μας ονείρων. Αλλά διατηρήσαμε την φιλία μας και αυτό είχε σημασία. Και τώρα, μιλώντας για την νιότη μας, αρκετά σουρωμένοι, ξαφνικά ο φίλος μου θυμήθηκε την γριά ινδιάνα, που του είχε πεθάνει από καρκίνο στα ούλα και θυμήθηκε την κουβέντα μας για την ιστορία της τέχνης και την προσωπική ιστορία και μίλησε και για τα δυο αντικείμενα (ένα θέμα που εγώ είχα ξεχάσει τελείως) και τελικά έφτασε στην καντίνα με το φαγητό, όπου είχαμε συναντήσει τον Χοσέ Ραμίρες, και ήταν ακριβώς εκεί που ήθελε να πάει, και με ρώτησε τι σκεφτόμουνα για εκείνον, παρόλο που το ρώτησε με τέτοιο τρόπο, που εγώ δεν ήξερα αν αναφερότανε στον νεαρό ινδιάνο ή στο εαυτό του και για να είμαι εντάξει, του είπα ότι δεν σκεφτόμουνα τίποτα ή ίσως έκανα μια χειρονομία, που θα μπορούσε να σημαίνει το οτιδήποτε και ο φίλος μου, επόμενη πράξη, με ρώτησε, αν πίστευα, αν μου είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα, ότι μεταξύ του Χοσέ Ραμίρες και εκείνου, θα μπορούσε να υπάρχει κάτι, αυτά τα τρομερά υπονοούμενα, τα τόσο μεξικάνικα και εγώ είπα, προς Θεού, αδελφέ, πως σου πέρασε από το μυαλό, και όχι, μην αυτομαστιγώνεσαι, ίσως τώρα να υπερβάλω, η μνήμη μου υπερβάλει, ίσως να μην υπερβάλω, ίσως τότε να άνοιξε το πραγματικό κενό, αυτό που είχα προαισθανθεί στο κτήριο, που ψευδώς νόμιζα άδειο, αυτό που είχα προαισθανθεί, όταν ο νεαρός ινδιάνος, μας πλησίασε για πρώτη φορά, καθώς μιλάγαμε, ή μάλλον, ο φίλος μου μίλαγε ή ρητόρευε για την νεκρή ινδιάνα, αυτό το πτώμα το κάθε φορά όλο και πιο μικρό, και τότε όλα άρχισαν να γυρίζουν, ίσως εξ’ αιτίας του μεθυσιού, οι θύμησες της νιότης, τα κείμενα μας, Όλα ή το καλοκαίρι, του Ελισόντο, μια εθνική δόξα, το καλοκαίρι μας, φανταστικό και πεισματάρικο στο Μασατλάν, η γκόμενα μου, που ξαφνικά αποφάσισε να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων με την κυριαρχική της ετυμηγορία, τα χρόνια, ο Καμπέρνας και η πινακοθήκη του φίλου μου, το ταξίδι μου στο Ιραπουάτο, οι ήσυχοι δρόμοι του Ιραπουάτο, τόσο ήρεμοι, η μυστηριώδης απόφαση του φίλου μου, να εγκατασταθεί εδώ, να δουλέψει εδώ, στην γενέτειρα πόλη του, όταν το νορμάλ θα ήταν… Και τότε αυτός είπε: πρέπει να γνωρίσεις τον Χοσέ. Έδωσε έμφαση στο ρήμα γνωρίσεις. Πρέπει να τον γνωρίσεις. Και: εγώ δεν είμαι. Εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς. Ξέρεις. Εγώ όχι. Και μετά μίλησε για την νεκρή ινδιάνα και την δουλειά του στο κοινωνικό ιατρείο. Και είπε: εγώ όχι. Εγώ όχι, στα σίγουρα, εντάξει; Εντάξει, είπα εγώ. Και μετά αλλάξαμε μπαρ και στον δρόμο είπε: Αύριο. Και εγώ ήξερα, ότι δεν ήταν το μεθύσι του, ότι αύριο θα το θυμόμουνα και ότι η υπόσχεση είναι υπόσχεση. Εντάξει; Εντάξει. Και τότε, ψάχνοντας για να αλλάξουμε θέμα, του ανέφερα μια περίπτωση, όταν εγώ ήμουν παιδί, που έμεινα κλεισμένος στο ασανσέρ της πολυκατοικίας μου. Τότε ήμουνα στ’ αληθινά μόνος, είπα. Και ο φίλος μου, με άκουσε με ένα χαμόγελο, σαν να έλεγε, μα τι μαλακιστήρι είσαι, τι στο καλό συνέβη τόσα χρόνια στην πρωτεύουσα, τόσα βιβλία διαβασμένα, τόση μελέτη, και τόση διδασκαλία σε όποιον ήθελε εσύ να τον διδάξεις. Αλλά εγώ επέμεινα. Ήμουν μόνος μου. Πολύ καιρό μόνος μου. Μερικές φορές αισθάνομαι (πολύ σπάνια, για να πω την αλήθεια), αυτό που αισθάνθηκα στο εσωτερικό του ασανσέρ. Και ξέρεις γιατί; Ο φίλος μου έκανε μια χειρονομία, που ήθελε να πει ότι προτιμούσε να μη ξέρει. Παρόλα αυτά του το είπα: γιατί
ήμουν παιδί. Θυμάμαι την απάντηση του. Μου γύρισε την πλάτη, έψαξε να βρει που είχε παρκάρει το αμάξι. Μαλακίες, είπε. Αύριο θα δεις αυτό που αξίζει στ’ αλήθεια. Και την επόμενη μέρα δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Το αντίθετο, θυμόταν πράγματα που εγώ τα είχε ξεχάσει. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για τον Χοσέ Ραμίρες, έδειχνε ότι ήταν ο μέντοράς του. Θυμάμαι, ότι εκείνη την νύχτα ντυθήκαμε, σαν να επρόκειτο να πάμε στις πουτάνες ή για κυνήγι, ο φίλος μου με ένα καφέ σακάκι κοτλέ και εγώ με ένα δερμάτινο σακάκι, καθώς σκεφτόμουνα καμιά εκδρομή στην ύπαιθρο. Αρχίσαμε την εκδρομή με μερικά ουισκάκια στο κέντρο, σε ένα μαγαζί με ημίφως, που μύριζε άφτερ σέιβ. Έπειτα πήγαμε κατ’ ευθείαν στις γειτονιές, που σύχναζε ο Χοσέ Ραμίρες. Καθίσαμε σε δυο καφετέριες με φασαρία και στην καντίνα με το πρόχειρο φαγητό (όπου προσπαθήσαμε να φάμε, ενώ κανένας από τους δυο δεν πείναγε) σε μια καντίνα που λεγότανε Ο ουρανός. Ούτε ρουθούνι από τον νεαρό. Όταν πια αποφασίσαμε ότι η νύχτα είχε περάσει άσκοπα, μια νύχτα παράξενη, κατά την οποία δεν είχαμε διασταυρώσει κουβέντα, τον είδαμε ή τον προαισθανθήκαμε να περπατάει σε ένα πεζοδρόμιο κακοφωτισμένο. Ο φίλος μου πάτησε το κλάξον και γύρισε το αμάξι με μια τρομερή μανούβρα. Ο Ραμίρες, μας περίμενε ήσυχα στην γωνία. Κατέβασα το παράθυρο και τον χαιρέτησα. Από πάνω μου πετάχτηκε το κεφάλι του φίλου μου, που τον καλούσε να ανέβει. Ο νεαρός μπήκε στο αμάξι, χωρίς να πει κουβέντα. Οι αναμνήσεις μου από το υπόλοιπο της νύχτας είναι γιορτινές. Γιορτινές χωρίς δικαιολογία. Φαινόταν ότι γιορτάζαμε τα γενέθλια του νεαρού, που ήταν μαζί μας. Μοιάζαμε να είμαστε οι γονείς του. Μοιάζαμε να είμαστε οι νταβατζήδες του. Έμοιαζε, σαν δυο λευκοί μεξικάνοι λυπημένοι, να προσέχουν έναν ακαταλαβίστικο ινδιάνο μεξικάνο. Γελούσαμε. Πίναμε και γελούσαμε και κανένας δεν τολμούσε να μας πλησιάσει ή να μας κοροϊδέψει, γιατί αν ο φίλος μου δεν θα τον είχε σκοτώσει, θα το έκανα εγώ. Και ακούσαμε την ιστορία ή τα ρετάλια της ιστορίας του Χοσέ Ραμίρες, μια ιστορία που ενθουσίαζε τον φίλο μου και που μετά από τις πρώτες μπερδεμένες στιγμές, με ενθουσίασε και εμένα επίσης, αλλά που αργότερα, δεδομένου ότι φτάσαμε στις άγνωστες κατηφοριές της νύχτας, όπως λέει και ένα ποίημα του Πόε, πήρε να ξεθωριάζει, σαν οι λέξεις του νεαρού ινδιάνου, να μην εύρισκαν ένα σταθερό αποκούμπι στην μνήμη μας και γι’ αυτό, ίσα που θυμάμαι τις κουβέντες του. Ξέρω, γιατί το είπε εκείνος, ότι είχε συμμετάσχει σε ένα εργαστήριο ποίησης, ένα εργαστήριο ποίησης δωρεάν, κάτι περίπου όπως το κοινωνικό ιατρείο για τους φτωχούς, μόνο που ήταν η λογοτεχνική εκδοχή του και ο Ραμίρες δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα, κάτι που έκανε το γέλιο του φίλου μου να στραβώσει και που εγώ δεν κατάλαβα, δεν έβλεπα το αστείο, μέχρι που μου εξήγησαν, ότι ο Ραμίρες έγραφε πεζό. Διηγήματα, όχι ποιήματα. Τότε ρώτησα, γιατί δεν είχε εγγραφεί σε ένα εργαστήριο πεζού λόγου. Και ο φίλος μου ο οδοντίατρος είπε: γιατί δεν υπήρχε κανένα εργαστήριο πεζού λόγου. Κατάλαβες; Σε αυτό το σκατομέρος, διδάσκεται δωρεάν μόνο ποίηση. Κατάλαβες; Και μετά ο Ραμίρες μίλησε για την οικογένειά του, ή ήταν ο οδοντίατρος αυτός που μίλησε για την οικογένεια του Ραμίρες και γι’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί. Κατάλαβες; Τίποτα. Και εγώ δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα, παρόλο που για να μην μείνω στο περιθώριο μίλησα για τα άδεια κτήρια και για την απάτη, αλλά ο φίλος μου με έκανε να
σωπάσω με μια χειρονομία. Τίποτα να ειπωθεί. Χωριάτες. Πεθαμένοι από την πείνα. Ούτε ένα σημάδι. Κατάλαβες; Και εγώ είπα ναι, με το κεφάλι, για να μην αντιπαρατεθώ, αλλά στην πραγματικότητα, δεν καταλάβαινα τίποτα. Και μετά ο φίλος μου διαβεβαίωσε, ότι λίγοι έγραφαν, όπως ο νεαρός που καθόταν δίπλα μας. Μα τον Θεό: πολλοί λίγοι. Και από εκείνη τη στιγμή και μετά ξεχύθηκε σε μια ανάλυση για τον Ραμίρες, που με άφησε κόκαλο. Ανώτερος όλων, είπε. Οι μεξικάνοι διηγηματογράφοι έμοιαζαν βυζανιάρικα, συγκρινόμενοι με αυτόν τον νεαρό χοντρούλη και ανέκφραστο με τα χέρια τα ροζιασμένα από τις δουλειές στην ύπαιθρο. Αλλά ποια ύπαιθρο; Είπα εγώ. Η ύπαιθρος που μας περιβάλλει, είπε ο οδοντίατρος και με το χέρι του έκανε μια κυκλική κίνηση, σαν το Ιραπουάτο να ήταν ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στο μέσο μιας άγριας γης, ένα οχυρό στο μέσο του εδάφους των ινδιάνων. Και τότε εγώ κοίταξα από το πλάι τον νεαρό, τον κοίταξα με φόβο και είδα ότι χαμογελούσε και μετά ο φίλος μου άρχισε να μου διηγείται μια ιστορία του Ραμίρες, μια ιστορία για ένα παιδί, που είχε πολλά μικρά αδέλφια να προσέχει, αυτή ήταν η ιστορία τουλάχιστον στην αρχή, παρόλο που μετά η υπόθεση άλλαζε και εξαϋλώνονταν αφ’ εαυτού της , και η ιστορία μετατρεπότανε σε μια διήγηση για το φάντασμα ενός παιδαγωγού, έγκλειστου σε μια μπουκάλα και επίσης σε μια διήγηση πάνω στην ατομική ελευθερία, και εμφανίζονταν και άλλα πρόσωπα, δυο κανάγιες πλανόδιοι, μια εικοσάρα τοξικομανής, ένα αμάξι εγκαταλελειμμένο σε μια λεωφόρο, που χρησίμευε για σπίτι ενός τύπου, που διάβαζε ένα βιβλίο του μαρκήσιου ντε Σαντ. Και όλα αυτά στο ίδιο διήγημα, είπε ο φίλος μου. Και εγώ, που λόγω παιδείας, θα μπορούσα να πω ότι ήταν καλό, ότι ακούγονταν ενδιαφέρον, είπα, ότι έπρεπε να το διαβάσω για να μπορέσω να σχηματίσω μια ολοκληρωτική γνώμη. Αυτό είπα, αλλά κάλλιστα θα μπορούσα να πω το αντίθετο και να είχα σωθεί. Και τότε ο φίλος μου σηκώθηκε και είπε στον Ραμίρες, ότι θα πηγαίναμε να διαβάσουμε τα κείμενά του. Θυμάμαι, ότι ο Ραμίρες τον κοίταξε χωρίς να σηκωθεί, και μετά κοίταξε κι εμένα και μετά χωρίς να πει τίποτα σηκώθηκε. Εγώ θα μπορούσα να διαμαρτυρηθώ. Θα μπορούσα να πω, ότι δεν χρειαζόταν. Αλλά τότε ήμουν παγωμένος και τίποτα δεν με ενδιέφερε, παρόλο που βαθιά μέσα μου, πολύ βαθιά μέσα μου, έβλεπα στις ενέργειες που κάναμε, στις ενέργειες που ενορχηστρώναμε, μια τελειότητα σχεδόν υπερφυσική και παρόλο που ήξερα ότι ο δρόμος προς τον οποίο μας έσπρωχναν δεν αποτελούσε έναν πραγματικό κίνδυνο για εμάς, επίσης ήξερα ότι κατά κάποιον τρόπο μπαίναμε σε ένα έδαφος όπου ήμασταν τρωτοί, ευάλωτοι, και όπου δεν θα βγαίναμε χωρίς να πληρώσουμε το τίμημα του πόνου ή της λησμονιάς, ένα τίμημα, που σε βάθος χρόνου, θα μας στενοχωρούσε. Όμως δεν είπα τίποτα και βγήκαμε από το μπαρ και ανεβήκαμε στο αμάξι του φίλου μου και χαθήκαμε στους δρόμους, που οδηγούσαν στα όρια του Ιραπουάτο, δρόμοι που διέτρεχαν μόνο τα αυτοκίνητα της αστυνομίας και τα βραδινά λεωφορεία και που, σύμφωνα με τον φίλο μου, που οδηγούσε σε μια κατάσταση υπερβατική, ο Ραμίρες περπατούσε κάθε νύχτα ή κάθε ξημέρωμα, όταν γύριζε στο σπίτι του μετά από τις επιδρομές του στο άστυ. Προτίμησα να μην προσθέσω το παραμικρό σχόλιο και αφοσιώθηκα να κοιτάζω τους κακοφωτισμένους δρόμους και την σκιά του αμαξιού μας, που οι προβολείς σχημάτιζαν την σκιά του επάνω σε ψηλούς τοίχους εργοστασίων, εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών μονάδων, κατάλοιπα ενός παρελθόντος, ήδη
ξεχασμένου, στην προσπάθεια εκβιομηχάνισης της πόλης. Μετά βγήκαμε σε ένα είδος γειτονιάς βαλμένη δίπλα σε αυτό το συνονθύλευμα άχρηστων κτηρίων. Ο δρόμος στένεψε. Δεν υπήρχε δημόσιος φωτισμός. Άκουσα το γαύγισμα των σκυλιών. Γαμημένη σκυλοφάρα, ε αδελφάκι; Δεν του απάντησα. Άκουσα πίσω μου την φωνή του Ραμίρες, που του έλεγε να στρίψει στα δεξιά και να συνεχίσει ευθεία. Τα φώτα του αμαξιού έπεσαν επάνω σε δυο άθλια σπιτάκια προστατευμένα από ένα ξύλινο φράχτη με σύρμα και ένα χωμάτινο δρομάκι και σε ένα δευτερόλεπτο βρισκόμασταν κάπου, που έμοιαζε με χωράφι, αλλά που ταυτόχρονα, θα μπορούσε να ήταν μια χωματερή. Από εκεί και μετά συνεχίσαμε με τα πόδια, εφ’ ενός ζυγού, με τον Ραμίρες να ανοίγει τον δρόμο, πίσω του ο οδοντίατρος και μετά εγώ. Από μακριά διέκρινα μια οδική αρτηρία, τα φώτα των αυτοκινήτων γλιστρούσαν εμφατικά, αποξενωμένα από εμάς, παρόλο που στην απομακρυσμένη μετακίνησή τους, νόμισα ότι βρήκα μια ομοιότηταφυσικά φρικτή- με την δική μας μοίρα. Είδα την σιλουέτα ενός λόφου. Ένιωσα μια κίνηση στο σκοτάδι, ανάμεσα στους θάμνους και χωρίς αμφιβολία το απέδωσα στους αρουραίους, ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι και πουλιά. Έπειτα βγήκε το φεγγάρι και είδα τα μοναχικά σπιτάκια, που υψώνονταν στις πλαγιές του λόφου και πιο πέρα από αυτόν τον σκοτεινό κάμπο, που ήταν οργωμένος, και εκτείνονταν μέχρι την στροφή της λεωφόρου, όπου, σαν μια τεχνητή προεξοχή, ξεκίναγε ένα δάσος. Ξαφνικά, άκουσα την φωνή του νεαρού, που έλεγε κάτι στον φίλο μου και σταματήσαμε. Από το πουθενά ξεφύτρωσε το σπίτι του, ένα σπίτι με κίτρινους ή άσπρους τοίχους, με χαμηλή στέγη, όπως όλα τα λυπημένα σπίτια, που κουβαλάνε τις νύχτες, στα περίχωρα του Ιραπουάτο. Για μια στιγμή, οι τρεις μας μείναμε ήσυχοι, εγώ θα έλεγα μαγεμένοι, συλλογιζόμενοι το φεγγάρι ή κοιτάζοντας συντετριμμένοι την φτωχική κατοικία του νεαρού ή προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τα αντικείμενα που έκαναν στίβα στην αυλή: ξεχώρισα με βεβαιότητα μονάχα ένα κασόνι. Έπειτα μπήκαμε σε ένα δωμάτιο με χαμηλό ταβάνι, που μύριζε καπνό και ο Ραμίρες άναψε ένα φως. Είδα ένα τραπέζι, γεωργικά εργαλεία στηριγμένα στον τοίχο, ένα παιδί να κοιμάται σε μια πολυθρόνα. Ο οδοντίατρος με κοίταξε. Τα μάτια του γυάλιζαν από την έκσταση. Εκείνη την στιγμή μου φάνηκε αναξιοπρεπές αυτό που κάναμε: μια νυχτερινή βολτίτσα χωρίς άλλο σκοπό, μια μελέτη επάνω στην μιζέρια. Στων άλλων και στην δική μας, ήταν η αντίδραση μου. Ο Ραμίρες πλησίασε δυο ξύλινες καρέκλες και μετά εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα, που έμοιαζε ανοιχτή, σαν να την χτύπησε τσεκούρι. Δεν άργησα να καταλάβω, ότι αυτό το δωμάτιο ήταν μια πρόσθετη κατασκευή στην κατοικία. Καθίσαμε και περιμέναμε. Όταν εμφανίστηκε πάλι, κουβάλαγε μια δεσμίδα χαρτιά, πάχους παραπάνω από πέντε πόντους. Κάθισε αφηρημένα κοντά μας και μας πρόσφερε τα χαρτιά. Διαβάστε ότι θέλετε, ψιθύρισε. Κοίταξα τον φίλο μου. Αυτός είχε ήδη αρπάξει ένα διήγημα, ανάμεσα από τα χαρτιά και τακτοποιούσε προσεκτικά τα φύλλα. Του είπα, ότι μου φαινόταν περισσότερο ενδεδειγμένο, να παίρναμε τα κείμενα και να τα διαβάζαμε στην άνεση του σπιτιού του. Ίσως να μην ήταν έτσι. Αλλά αυτό, το σκέφτομαι τώρα, δεν καταφέρνω να δω την σκηνή διαφορετικά, εγώ να λέω, ότι θα ήταν καλύτερα να φεύγαμε και να προγραμματίζαμε το διάβασμα σε ένα περιβάλλον πιο ευχάριστο και ο οδοντίατρος, σαν καταδικασμένος σε
θάνατο, να με κοιτάζει σκληρά και να με διατάζει να διαλέξω στην τύχη ένα διήγημα και που επιτέλους, γαμώτο, να άρχιζα να το διαβάζω. Κι αυτό έκανα. Κατέβασα τα μάτια ντροπιασμένος, διάλεξα ένα διήγημα και άρχισα να διαβάζω. Είχε τέσσερις σελίδες, ίσως γι’ αυτό να το διάλεξα, για την συντομία του, αλλά όταν το τελείωσα, είχα την εντύπωση, ότι είχα διαβάσει ένα μυθιστόρημα. Κοίταξα τον Ραμίρες. Καθόταν μπροστά μας και κουτούλαγε από την νύστα. Ο φίλος μου ακολούθησε το βλέμμα μου και ψιθύρισε, ότι ο συγγραφέας σηκωνότανε πολύ πρωί καθημερινά. Συγκατένευσα με το κεφάλι μου και πήρα κι άλλο διήγημα. Όταν γύρισα να κοιτάξω τον Ραμίρες, εκείνος κοιμόταν με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα χέρια του. Κι εγώ αισθανόμουν ριπές νύστας, όμως τώρα ένιωθα εντελώς ξύπνιος, τελείως ξεμέθυστος. Ο φίλος μου, μου έδωσε ένα άλλο διήγημα. Διάβασε αυτό, ψιθύρισε. Το άφησα δίπλα. Τελείωσα αυτό που διάβαζα και βάλθηκα να διαβάζω αυτό που μου έδωσε ο οδοντίατρος. Ενώ τελείωνα το τελευταίο από τα διηγήματα που διάβασα εκείνη την νύχτα, άνοιξε μια άλλη πόρτα και εμφανίστηκε ένας τύπος, που έπρεπε να ήταν στην ηλικία μας, αλλά φαινόταν μεγαλύτερος και μας χαμογέλασε, πριν βγει στην αυλή με σιγανά βήματα. Είναι ο μπαμπάς του Χοσέ, είπε ο φίλος μου. Άκουσα ένα θόρυβο από κονσερβοκούτια, άκουσα βήματα ζωηρά, έναν ήχο, σαν κάποιος να ουρεί απ’ έξω. Σε άλλη περίπτωση αυτό θα ήταν αρκετό για να με κρατήσει σε εγρήγορση, να με κρατήσει στην τσίτα, για να ερμηνεύσω με τρόπο σίγουρο και να κατανοήσω αυτούς του θορύβους, αλλά αυτό που έκανα ήταν να συνεχίσω το διάβασμα. Ποτέ κανείς δεν τελειώνει το διάβασμα, παρόλο που τα βιβλία τελειώνουν, όπως κανείς δεν σταματά να ζει, μέχρι που να συμβεί ο θάνατος. Αλλά στο τέλος, ας πούμε, έτσι για να συνεννοούμαστε, ότι σε μια δεδομένη στιγμή, τελείωσα το διάβασμα. Πριν λίγο είχε σταματήσει και ο φίλος μου. Η εμφάνιση του πρόδιδε κούραση. Του είπα, ότι μπορούσαμε να φύγουμε. Πριν σηκωθούμε κοιτάξαμε τον γαλήνιο ύπνο του Ραμίρες. Βγαίνοντας, είδαμε ότι ξημέρωνε. Στην αυλή δεν υπήρχε κανένας και τα χωράφια τριγύρω έμοιαζαν χέρσα. Αναρωτήθηκα, που να ήταν ο πατέρας. Ο φίλος μου, μου έδειξε το αμάξι του και με έκανε να παρατηρήσω, το πόσο παράξενο ήταν που το αυτοκίνητο δεν φάνταζε παράξενο μέσα σε εκείνο το περιβάλλον. Ένα περιβάλλον ασύγκριτο, είπε και η φωνή του τώρα δεν έμοιαζε με ψίθυρο. Η φωνή του ακούστηκε περίεργη: είχε βραχνιάσει, σαν να είχε περάσει την νύχτα φωνάζοντας. Πάμε να πάρουμε το πρωινό μας, είπε. Συγκατένευσα. Πάμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που ζήσαμε, είπε. Εγκαταλείποντας αυτά τα χαλάσματα, κατάλαβα ταυτόχρονα, το πόσα λίγα μπορούσαμε να πούμε γι’ αυτήν την νυχτερινή μας εμπειρία. Και οι δυο αισθανόμασταν ευτυχισμένοι, αλλά ξέραμε χωρίς αμφιβολία- και χωρίς την ανάγκη να το πούμε- ότι δεν ήμασταν ικανοί να κατανοήσουμε ή να επεξεργαστούμε την φύση αυτού που μόλις είχαμε ζήσει. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ενώ εγώ σέρβιρα δυο ουίσκι, πριν πάμε για ύπνο, ο φίλος μου έμεινε να κοιτάζει, τους πίνακες του Καμπέρνας που ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο. Έβαλα το ποτήρι του στο τραπέζι και ξαπλώθηκα στην πολυθρόνα. Δεν είπα τίποτα. Ο οδοντίατρος παρατήρησε πρώτα τα χαρακτικά του, με τα χέρια στην κανάτα και μετά, με το ένα χέρι στο πηγούνι, και στο τέλος ανακατεύοντας τα μαλλιά του. Γέλασα. Κι εκείνος γέλασε. Για μια στιγμή, μου πέρασε από το μυαλό, ότι θα άρπαζε το κάδρο και τα το έκανε επιμελώς
κομματάκια. Αντί γι’ αυτό όμως, κάθισε δίπλα μου και ήπιε το ουίσκι του. Μετά πήγαμε για ύπνο. Όχι πολύ, Κάπου πέντε ώρες. Και εγώ ονειρεύτηκα το σπίτι του Ραμίρες. Το είδα, να ορθώνεται στην ερημιά, στο σκουπιδαριό, ανάμεσα στου μεξικάνικους βάλτους, όπως ακριβώς ήταν, στερημένο από κάθε στολίδι. Ακριβώς όπως το ένιωσα κατά την διάρκεια εκείνης της νύχτας, της αφιερωμένης στην λογοτεχνία. Και κατάλαβα, για ένα μονάχα δευτερόλεπτο, το σπάνιο μυστήριο της τέχνης, την μυστική της φύση. Αλλά μετά εμφανίστηκε στο ίδιο όνειρο, το πτώμα της γριάς ινδιάνας, που πέθανε από καρκίνο στα ούλα και τα ξέχασα όλα. Νομίζω, ότι την ξενυχτούσαν στο σπίτι του Ραμίρες. Όταν σηκώθηκα, είπα το όνειρό μου ή ότι θυμόμουν απ’ αυτό, στον οδοντίατρο. Έχεις στραβό κεφάλι, μου είπε. Στην πραγματικότητα, εκείνος είχε στραβό κεφάλι, παρόλο που προτίμησα να μην πω τίποτα. Αμέσως ανακάλυψα, ότι ήμουν πιο καλά μόνος μου. Του ανακοίνωσα, ότι θα έκανα μια βόλτα στην πόλη και είδα μια έκφραση ανακούφισης στο πρόσωπό του. Εκείνο το απόγευμα πήγα σινεμά και κοιμήθηκα στην μέση της ταινίας. Ονειρεύτηκα, ότι αυτοκτονούσαμε ή ότι υποχρεώναμε άλλους να αυτοκτονήσουν. Όταν έφτασα στο σπίτι του φίλου μου, με περίμενε. Βγήκαμε να δειπνήσουμε και προσπαθήσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που μας συνέβη την προηγούμενη νύχτα. Ήταν μάταιο. Καταλήξαμε να μιλάμε για κάποιους φίλους από την πρωτεύουσα, άτομα που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε και που στην πραγματικότητα μας ήταν παντελώς άγνωστα. Το δείπνο, κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, ήταν υπέροχο. Την επόμενη μέρα, ήταν Σάββατο, τον συνόδευσα στο ιατρείο του, όπου έπρεπε να δουλέψει για το κοινωνικό ιατρείο, για τους φτωχούς, περίπου για κανένα δίωρο. Είναι η συμβολή μου στην κοινότητα, η εθελοντική μου εργασία, μου είπε με παραίτηση, καθώς ανεβαίναμε στο αμάξι του. Σκεφτόμουν να φύγω την Κυριακή για την πρωτεύουσα και κάτι μέσα μου, μου έλεγε να περάσω μαζί με τον φίλο μου, όσες περισσότερες ώρες μπορούσα, γιατί δεν ήξερα, πόσο χρόνο θα έκανα μέχρι να τον ξαναδώ. Για πολύ ώρα (τόση ώρα που δεν τολμώ να υπολογίσω), μείναμε να περιμένουμε, ο οδοντίατρος, ένα φοιτητής της οδοντιατρικής και εγώ, μέχρι να εμφανιστεί κανένας ασθενής, αλλά κανένας δεν εμφανίστηκε.