Ε
Λ Λ Η ΝΙΚΟ
Α
ΝΟΙΚΤΟ
Π
Α Ν Ε ΠΙΣ ΤΗ ΜΙΟ
Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο
ΤΟΜΟΣ Β
Κύρια Αρχαιολογικά nεδία στον Ελληνικό Χώρο και n nολιτισμικιi ΑΕία τουs
Σημείωση Οι εικ6νες οι οποίες έχουν περιληφθεί στον παρ6ντα τόμο χρησιμοποιούνται για καθαρά εκπαιδευτικούς σκο πούς και υποκαθιστούν την προβολή εικαστικού υλικού στο πλαίσιο μιας διάλεξης. Παρατ{θενται μόνο για προσωπική χρήση των φοιτητών τον ΕΑΠ και συνοδεύονται από αναφορά της πηγής ή/και τον δημιουργού τους. Οι εικόνες έχουν αναπαραχθε{ σε τέτοιο μέγεθος ώστε αυτό να επαρκε{ για την κατανόηση τον περιεχο μένου τους. Απαγορεύεται η ανατύπωση και κάθε μορφής αναπαραγωγή του παρ6ντος τόμου, ο οπο{ος προορ{ζεται απο κλειστικά για τη διδασκαλία και τις εξετάσεις των φοιτητών του ΕΑΠ. Διανέμεται δωρεάν μόνο στους δημι ουργούς του διδακτικού υλικού, στους εγγεγραμμένους φοιτητές του ΕΑΠ και στο αντίστοιχο διδακτικό προ σωπικό και δεν διατ{θεται προς πώληση.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
Κύρια Αρχαιολογικά Πεδία στον Ελληνικό Χώρο και η Πολιτισμική Αξία τους
Σημείωση Το ΕΑΠ εfναι υπεύθυνο για την επιμέλεια έκδοσης και την ανάπτυξη των κειμένων σύμφωνα με τη Μεθοδολσy{α της εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης. Για την επιστημονική αρτι6τητα και πληρ6τητα των συγγραμμάτων την αποκλειστική ευθύνη φέρουν οι σvγγραφε{ς, κριτικοί αναγνώστες και ακαδημαϊκο{ υπεύθυνοι που ανέλαβαν το έργο αυτό.
Copyήght © 2002 Για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΙΙΑΝΕΙΙΙΣΤΗΜΙΟ
Οδός Παπαφλέσσα & Υψηλάντη, 262 22 Πάτρα Τηλ.: (2610) 314 094, 314 206, Φαξ: (2610) 317 244
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ του Τόμου
Κύρια Αρχαιολογικά Πεδία στον Ελληνικό Χώρο και η Πολιτισμική Αξία τους Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος για την Επιστημονική Επιμέλεια του Υλικού Μιχάλης Τιβέριος Επιμέλεια Έκδοσης του Τόμου Αγγελία Παπαγιαννοπούλου Επιμέλεια στη Μέθοδο της Εκπαίδευσης από Απόσταση Δέσποινα Κωνσταντοπούλου Συγγ@αφή Μαρία Πυργάκη Δημήτρης Πλάντζος Πλάτων Πετρίδης
Κ@ιτική Ανάγνωση Μαρία Πιπιλή Μαρία Πιπιλή Τζένη Αλμπάνη
Γλωσσική Επιμέλεια Γιάννα Κατσιαμπούρα Καλλιτεχνική Επιμέλεια Κωνσταντίνος Νικολάου Ηλεκτ@ονική Σελιδοποίηση Πέτρος Ηλιάδης Συντονισμός Διδακτικού Υλικού του Π@ογQάμματος Σπουδών Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου
Συντονισμ6ς ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού και γενική επιμέλεια των εκδ6σεων
ΟΜΑΔΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΕΑΠ/1997-2002 ISBN: 960-538-486-8 Σύμφωνα με το Ν. 2121/1993 α.ι,αγορεύεται η συνολική ή αποσπασματική αναδημοσίευση τον βιβλίον αυτού ή η αναπαραγωγή τον με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την άδεια τον εκδότη.
ΕΛ Λ Η ΝΙΚ Ο
Α
ΝΟΙΚΤ Ο
Π
Α ΝΕ ΠΙΣ Τ Η ΜΙΟ
ΣΧΟΛΉ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό ΘΕΜΑΤΙΚΉ ΕΝΟΤΗΤΑ
Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο
ΤΟΜΟΣΒ
ΚΥΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥΣ
ΙΙΑΤΡΑ 2002
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 11
Πρόλογος
Α. Παπαγιαννοπούλου
ΚΕΦΑΛΑi
1
Μ.Πυργάκη
Η εποχή του Λίθου στον ελληνικό χώρο
13
Σκοπός .................................................................................................................................13 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .........................................................................................13 Έννοιες-Κλειδιά ................................................................................................................13 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ..............................................................................................13
Ενότητα 1.1 Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή ..............................................................................15 Σκοπός ..................................................................................................................................15 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .........................................................................................15 1.1.1 Το χρονολογικό πλαίσιο και τα κύρια χαρακτηρισtικά της Παλαιολιθικής εποχής ........15 1.1.2 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Παλαιολιθική εποχή ........................................... 25 1.1.3 Το χρονολογικό πλαί.σιο και τα κύρια χαρακτηριστικά της Μεσολιθικής εποχής .........28 1.1.4 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Μεσολιθική εποχή ................................................29 Σύνοψη Ενότητας ................................................................................................................34
Ενότητα 1.2 Νεολιθική εποχή .................................................................................................................35 Σκοπός .................................................................................................................................35 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .........................................................................................35 1.2.1 Το χρονολογικό πλαί.σιο και τα κύρια χαρακτηριστικά της Νεολιθικής εποχής ......35 1.2.2 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Νεολιθική εποχή ...................................................40 Σύναψη Ενότητας ................................................................................................................54 Γλωσσάρι .............................................................................................................................55 Παράρτημα 1: Απαντήσεις σε Ασκήσεις και Δραστηριότητες .......................................63 Παράρτημα 2: Κείμενα ......................................................................................................65 Βιβλιογραφία ......................................................................................................................67 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη ........................................................................................69
7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Μ.Πυργάκη
Η εποχή του Χαλκού στον ελληνικό χώρο
73
Σκοπός ................................................................................................................................73 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................73 Έννοιες-Κλειδιά ...............................................................................................................73 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις .............................................................................................73
Ενότητα2.1 ΠQώιμη εποχή tov Χαλκού ή ΠQώιμη Χαλκοκσατία ή Πσωτόχαλκη εποχή .............77 Σκοπός ................................................................................................................................77 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................77 2.1.1 Το χρονολογικό πλαίσιο. Πρώιμη εποχή του Χαλκού ..........................................77 2.1.2 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού ...............................78 Σύνοψη Ενότητας ...............................................................................................................91
Ενότητα2.2 Μέση εποχή του Χαλκού ή Μέση Χαλκοκσατία ή Μεσόχαλκη εποχή ......................92 Σκοπός ................................................................................................................................92 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .......................................................................................92 2.2.1 Το χρονολογικό πλαίσιο. Μέση εποχή του Χαλκού ..............................................92 2.2.2 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού .....................................93 Σύνοψη Ενότητας .............................................................................................................101
Ενότητα2.3 Ύστεση εποχή τον Χαλκού ή ΎσtεQη Χαλκοκσατία ή Υστερόχαλκη εποχή ......... 102 Σκοπ6ς ..............................................................................................................................102 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................102 2.3.1 Το χρονολογικό πλαίσιο.Ύστερη εποχή του Χαλκού ........................................102 2.3.2 Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τηνΎστερη εποχή του Χαλκού .............................105 Σύνσψη Ενότητας .............................................................................................................127 Παράρτημα 1: Απαντήσεις σε Ασκήσεις και Δραστηριότητες.....................................128 Παράρτημα 2: Κείμενα ...................................................................................................131 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................157 Οδηγ6ς για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................161 8
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Δ. Πλάντζος
Κύρια αρχαιολογικά πεδία των Ιστορικών Χρόνων (1000-31 π.Χ.)
163
Σκοπός ..............................................................................................................................163 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................163 Έννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................163 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ...........................................................................................163
Ενότητα3.1 Η πολεοδομική οργάνωση της πόλης-κράτους ...........................................................166
Ενότητα3.2 Ιδιωτικός και δημόσιος βίος ..........................................................................................169 3.2.1 Η αρχαιοελληνική οικία .........................................................................................169 3.2.2 Δημόσιοι χώροι .......................................................................................................170
Ενότητα3.3 Θρησκευτική πίστη και λατρεία ...................................................................................176
Ενότητα3.4 Έθιμα ταφής ...................................................................................................................181 3.4.1 Τρόποι ταφής ..........................................................................................................182 3.4.2Σήματα .....................................................................................................................183 Σύνοψη .............................................................................................................................184 Παράρτημα .......................................................................................................................185 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................188 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................189
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Π. Πετρίδης
Βυζαντινοί Χρόνοι
191
Σκοπός ..............................................................................................................................191 Προσδοκώμενα Αποτελέσματα .....................................................................................191
1
9
Έννοιες-Κλειδιά .............................................................................................................191 Εισαγωγικές Παρατηρήσεις ...........................................................................................192 Ενότητα4.1 0Qωμός της βυζαντινής αQχαιολογίας και σύντομη αναδQομή στην tστΟQία της .......193 Ενότητα4.2 Η παλαιοΧQιστιανική πεοίοδος (4ος-7ος αι. μ.Χ.) ......................................................196 4.2.1 Ιστορικό πλαίσιο .....................................................................................................196 4.2.2 Η μορφή των πόλεων. Οι πολεοδομικές αρχές που διέπουν το σχεδιασμό τους ...................................................................................................197 4.2.3 Σημαντικά πολεοδομικά σύνολα που διατηρήθηκαν ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές .................................................................. 209 Ενότητα4.3 Η βυζαντινή πεQίοδος (7ος-1Sος αL μ.Χ.) ....................................................................219 4.3.1 Ιστορικό πλαίσιο .....................................................................................................219 4.3.2 Η θέση και η μορφή των βυζαντινών πόλεων .......................................................220 4.3.3 Τα κυριότερα πολεοδομικά σύνολα που διατηρήθηκαν ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές ........................................................................227 Σύνοψη .............................................................................................................................231 Παράρτημα .......................................................................................................................233 Βιβλιογραφία ...................................................................................................................236 Οδηγός για Περαιτέρω Μελέτη .....................................................................................238 Κατάλογος Εικόνων ........................................................................................................239
10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Μια καθολική ανάπτυξη του έργου της αρχαιολογίας από τη γένεσή της μέχρι τις ημέρες μας, που να καλύπτει την προϊστορική, την κλασική και τη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα για ένα χώρο τόσο πλούσιο σε ευρήματα όσο η Ελλάδα, είναι εκ προοιμίου αδύνατη. Η προσπάθεια μιας τέτοιας προσέγγισης προϋποθέτει γενικεύσεις, συντμή σεις και ανισότητες που μόνο μια εκτεταμένη βιβλιογραφία μπορεί να «επουλώσει». Ο όγκος των δημοσιεύσεων των ανασκαφών, των περιοδικών εκθέσεων των αρχαιο λογικών χώρων, των δημοσιευμάτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της Αρχαιολογι κής Εταιρείας, των ξένων αρχαιολογικών σχολών, καθώς και οι ειδικές μελέτες, οι ανακοινώσεις συνεδρίων, τα περιοδικά και κάθε λογής δημοσιεύματα ξεπερνούν τη δυνατότητα των μελετητών να τα συγκεντρώσουν επάξια σε ένα ενιαίο έργο. Για το λόγο αυτόν, σε αυτό το Β' τόμο της Θ.Ε. «Αρχαιολογία στον ελληνικό χώρο», γίνεται μια συνειδητά άνιση προσέγγιση των αρχαιολογικών πεδίων. Ευ νοείται καταρχήν η προϊστορία και ιδιαίτερα η εποχή του Λίθου και κατά δεύτερο λόγο τα βυζαντινά χρόνια, περίοδοι στις οποίες τα τελευταία χρόνια η αρχαιολο γική έρευνα έχει κάνει ιδιαίτερες προόδους. Η κλασική περίοδος, τομέας με τον οποίο ασχολήθηκε η επιστήμη της αρχαιολογίας σχεδόν αποκλειστικά, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας, καλύπτεται περιληπτικά και με αναφορές σε Παράλληλα Κείμενα. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, αφού οριστούν χρονολογικά και τυπολογικά οι περίοδοι της εποχής του Λίθου (Παλαιολιθική, Μεσολιθική, Νεολιθική), αναφέρο νται παραδείγματα εγκαταστάσεων και οικισμών από τη βραχοσκεπή της Μπο'ϊλας (Ανώτερη Παλαιολιθική) και του σπηλαίου Φράγχθι (Μεσολιθική), μέχρι τους οικι σμούς του Σέσκλσυ (Μέση Νεολιθική) και του Διμηνίου (Ύστερη Νεολιθική). Στο δεύτερο κεφάλαιο προσεγγίζεται η εποχή του Χαλκού μέσα από τα σημα ντικότερα κέντρα των πολιτισμών της Χαλκοκρατίας, από την πρώιμη έως την ύστε ρη περίοδο. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη Θήρα, στα ανάκτορα της Κνωσού και των Μυκηνών και τονίζεται η ανάπτυξη του εμπορίου, της γραφής, της τέχνης και των άλλων υλικών καταλοίπων των αναπτυγμένων κοινωνιών της 2ης χιλιετίας. Στο τρίτο κεφάλαιο επιλέγονται ως βασικοί άξονες της ζωής της κλασικής Αρχαι ότητας και της πόλης-κράτους ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος, η θρησκεία και τα ταφι κά έθιμα. Μέσα από τα επιλεγμένα παραδείγματα που παρατίθενται σε Παράλληλα Κείμενα θα σκιαγραφηθούν οι κλάδοι έρευνας της αρχαιολογίας στο πεδίο αυτό και θα φωτιστούν τα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά μνημεία της κλασικής εποχής. Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο, η βυζαντινή αρχαιολογία χωρίζεται στην παλαι οχριστιανική και τη βυζαντινή περίοδο και αφού προσδιοριστεί το ιστορικό πλαί σιό τους, αναλύεται η θέση των πόλεων, οι οχυρώσεις και τα πιο σημαντικά πολεο δομικά σύνολα των παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων. Οι πληροφορίες είναι πολλές και καλύπτουν άλλοτε χιλιετίες και άλλοτε αιώ νες, με σύντομες αναφορές σε σημεία-πυξίδες που ευελπιστούν να φωτίσουν τη μεγάλη συνεισφορά της επιστήμης της αρχαιολογίας.
Αγγελία Παπαγιαννοπούλου
11
i ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ Μ.Πυργάκη
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να παρουσιάσει την εποχή του Λίθου στον ελληνικό χώρο.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τις τρεις περιόδους της εποχής του Λίθου· • περιγράφετε τα κύρια χαρακτηριστικά κάθε περιόδου· • διακρίνετε τις διαφορές μεταξύ των περιόδων· • αναφέρετε σημαντικές θέσεις κάθε περιόδου στον ελληνικό χώρο και με βά ση αυτές να αιτιολογείτε τη σπουδαιότητα της εποχής του Λίθου από πολιτι σμική άποψη.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • • • • • •
•
Νομαδισμός Τροφοσυλλεκτικό-θηρευτικό στάδιο Υπαίθρια θέση Σπήλαιο Βραχοσκεπή Πελεκημένα εργαλεία Πλειστόκαινος Παγετώδης περίοδος Διακίνηση αγαθών Μόνιμη εγκατάσταση
•
• • •
• • • • • •
Παραγωγικό στάδιο Τεχνική εξειδίκευση Προϊστορικός οικισμός Περίβολοι Μονόχωρη ή απλή κατοικία Μέγαρο Τροφοπαραοκευαστικές κατασκευές Αποθηκευτικές θήκες Εργαστήρια Οικοτεχνικές δραστηριότητες
Έννοιες Κλειδιά
Στο κεφάλαιο αυτό επιχειρείται μια πρώτη γνωριμία με την εποχή του Λίθου. Η εποχή αυτή αντιστοιχεί σε ό,τι ονομάζουμε απώτερη προϊστορία. Η διάρκειά της υπολογίζεται σε πολλές εκατοντάδες χιλιετιών και πήρε το όνομά της από το βασικό υλικό που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για την κατασκευή εργαλείων, το λίθο. Η εποχή του Λίθου υποδιαιρείται σε τρεις εποχές: • την Παλαιολιθική, • τη Μεσολιθική, • τη Νεολιθική . Το κεφάλαιο αποτελείται από δύο ενότητες. Στην πρώτη ενότητα θα παρου-
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
1
13
σιάσουμε την Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο, παρ' όλο που τα τελευταία χρόνια οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως πληθώρα ευρημάτων της Μεσολιθικής που την αναδεικνύουν σε περίοδο με ιδιαίτερα χα ρακτηριστικά. Στη δεύτερη ενότητα θα παρουσιάσουμε τη Νεολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο.
14
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 1.1
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να προσδιορίσει το χρονολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο, να παρουσιάσει τα κύρια χαρακτηριστικά τους και να περιγράψει την πολιτισμική τους εξέλιξη με βάση τα υλικά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν σε σημαντικές θέσεις κάθε εποχής.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τα τρία στάδια στα οποία διαιρείται η Παλαιολιθική εποχή· • αναφέρετε τις περιόδους του Πλειστοκαίνου και τις παγετώδεις και μεσοπα γετώδεις περιόδους που καλύπτει κάθε στάδιο της Παλαιολιθικής εποχής • εξηγείτε ποιοι τύποι ανθρώπων εμφανίζονται σε κάθε στάδιο· • αναφέρετε τους χαρακτηριστικούς εργαλειακούς τύπους κάθε σταδίου και τις θέσεις του ελληνικού χώρου στις οποίες απαντώνται· • διακρίνετε την πολιτισμική εξέλιξη της Παλαιολιθικής από αυτή της Μεσολι θικής εποχής με βάση τα υλικά κατάλοιπα της βραχοσκεπής της Μπο'ιλας της Ηπείρου και αυτά του σπηλαίου Φράγχθι Αργολίδας.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
1.1.1
Το χρονολογικό πλαίσιο και τα κύρια χαρα κτηριστικά της Παλαιολιθικής εποχής
Πριν από περίπου ενάμιση αιώνα ο John Lubbock (Brezillon Μ., 1969, σ. 143) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο παλαιολιθικός για να ορίσει την Παλαιά εποχή του Λίθου, σε αντίθεση με τη Νέα εποχή για την οποία χρησιμοποίησε τον όρο νεολιθικός. Η Παλαιολιθική εποχή αρχίζει με την εμφάνιση στην Αφρική πριν από 2,6 εκα τομμύρια χρόνια των πρώτων λίθινων εργαλείων, πελεκημένων από τον άνθρωπο, και τελειώνει γύρω στο 10000 π.Χ., εποχή που χαρακτηρίζεται από την τήξη των παγετώνων και τη σταθερή βελτίωση του κλίματος (Μεσολιθική εποχή). Καλύπτει δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του Τεταρτογενούς και περιλαμβάνει όλα τα λίθινα πελεκημένα εργαλειακά σύνολα που ανήκουν στο Πλειστόκαινο (ο Τεταρτογενής είναι ο τέταρτος και τελευταίος από τους γεωλογικούς αιώνες. Διαδέχεται τον Τριτογενή και διαιρείται σε Πλειστόκαινο, την πιο παλιά και πιο μακρά εποχή, η οποία αντιστοιχεί στους παγετώνες, και σε Ολόκαινο, την εποχή μετά το Πλειστό καινο, που είναι η πιο πρόσφατη και πιο σύντομη, ενώ για τους περισσότερους ερευνητές αντιστοιχεί στη μεταπαγετώδη περίοδο). Η αντιστοιχία των γεωλογι κών με τις αρχαιολογικές περιόδους έχει ως εξής:
"
1 1
1
15
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Πίνακας 1 Γεωλογικοί αιώνες
Γεωλογικές περίοδοι Παλαιόκαινο
Αρχαιολογικές περίοδοι
Ηώκαινο Τριτογενής
Ολιγόκαινο Μειόκαινο Πλειόκαινο Πλειστόκαινο
Τεταρτογενής
Παλαιολιθική εποχή
Μεσολιθική εποχή Ολόκαινο
Νεολιθική εποχή εποχή των Μετάλλων
Για το Πλειστόκαινο θα χρησιμοποιήσσυμε τη διαίρεση που είναι διεθνώς αποδεκτή:
Πίνακας 2 • Κατώτερο Πλειστόκαινο (3,3 εκατ., κυρίως 1,8 εκατ., μέχρι 700.000 χρόνια) Παγετώνας Gίinz (Ι και ΙΙ) (1,2 εκατ. μέχρι 700.000 χρόνια) • Μέσο Πλειστόκαινο (700.000 μέχρι 130.000 χρόνια) Μεσοπαγετώδης περίοδος Gίinz-Mindel (700.000 μέχρι,650.000 χρόνια) Παγετώνας Mindel (Ι και ΙΙ) (650.000 μέχρι 350.000 χρόνια) Μεσοπαγετώδης περίοδος Mindel-Riss (350.000 μέχρι 300.000 χρόνια) Παγετώνας Riss (Ι και ΙΙ) (300.000 μέχρι 130.000 χρόνια) • Ανώτερο Πλειστόκαινο (130.000 μέχρι 10.000 χρόνια) Μεσοπαγετώδης περίοδος Riss-Wϋrm (130.000 μέχρι 110.ΟΟΟΠΟ.ΟΟΟχρόνια) Παγετώνας Wίirm Ι, ΙΙ, ΠΙ και IV) (70.000 μέχρι 10.000 χρόνια) Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να δώσουμε μερικές εξηγήσεις για τους όρους του προηγούμενου πίνακα. Τι είναι παγετώνες και τι μεσοπαγετώδεις περίοδοι Οι ονομασίες Gϋnz, Mindel, Riss, Wϋnn* αποδίδονται στους τέσσερις μεγάλους πα γετώνες τσυ Τεταρτογενούς. Κάθε παγετώνας χαρακτηρίζεται από ψυχρά στάδια, με • Επεξήγηση των όρων που είναι σημειωμένοι με ασr:ερίσκο (*) θα βρείτε σr:ο Γλωσσάρι, σr:ο τέλος τον κεφαλαίου.
16
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αύξηση των πάγων, και μεσοστάδια με περισσότερο ή λιγότερο εύκρατο ή θερμό κλίμα. Τα μεσοστάδια αυτά ονομάστηκαν μεσοπαγετώδεις περίοδοι και αναφέρονται από τους γεωλόγους ως Gϋnz-Mindel, Mindel-Riss και Riss-Wϋnn. Οι ονομασίες αυτές δεν χρησιμοποιούνται για όλες τις περιοχές της Γης. Για παράδειγμα, ο όρος Wϋrm χρησιμοποιείται κυρίως για τις περιοχές των Άλπεων και της Ν. Ευρώπης. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η γενική εικόνα της Ευρώπης ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη ανάπτυξη των παγετώνων. Τότε η Γη καλυπτόταν από τους πάγους σε ποσοστό 32%, ενώ σήμερα οι μόνιμοι πάγοι καλύπτουν περίπου 10% της επιφανείας της. Η τελευταία εξάπλωση των πάγων στην Ευρώπη κατά το Πλειστόκαινο εκτεινόταν από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια και τον Καύκασο και από την Ανταρκτική ως τη Μεσόγειο. Ειδικότερα, οι αλλαγές του κλίματος κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου στις περιοχές της Μεσογείου, όπου ανήκει και ο ελληνικός χώρος, δεν είναι τόσο ευδιάκριτες όσο στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη. Η παγετώδης περίοδος της Wϋrm προκάλεσε το σχηματισμό παγετώνων στην Πίνδο. Η στάθμη της θάλασσας υποχώρησε κατά περίπου 100 μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο. Λόγω αυτού του γεγονότος αναδύθηκαν πολυάριθμα τμήμαr;α ξηράς. Στη συνέχεια μεσολάβησαν αρκετές κλιματικές ανακατατάξεις για να φθάσουμε στο τέλος της περιόδου, που χαρακτηρίζεται από πολύ ψυχρό και ξηρό κλίμα. Έτσι προκλήθηκε νέα επέκταση της στέπας και υποχώρηση του δάσους. Το κλίμα επηρέασε αποφασιστικά τόσο τη χλωρίδα όσο και την πανίδα, για τις οποίες παραθέτουμε μερικές πληροφορίες ευθύς αμέσως. Η χλωρίδα Οι γνώσεις μας για τη χλωρίδα του ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου γενικά είναι περιορισμένες, γνωρίζουμε, όμως, περισσότερα για την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Περισσότερα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας για τη Wϋrm ΙΙΙ περίοδο. Σ' αυτή την περίοδο επικρατούσε κυρίως βλάστηση στέπας, με παρουσία της αρτεμισίας* κ.ά. Τα φυτά αυτά παραπέμπουν σε ψυχρό περιβάλλον και ξηρασία. Τα δέντρα που ευδοκιμούν είναι το πεύκο και η βετούλα, * ενώ τα άλλα είδη τους είναι σπανιότερα. Στα βουνά υπήρχε δενδρώδης βλάστηση εκεί όπου επικρατούσε υγρασία (πρέπει να υπήρχαν και άλλα είδη δέντρων στη Νότια Ελλάδα, αλλά η έρευνα δεν έχει προχωρήσει ακόμη). Πάντως, ο ελληνικός χώρος θα πρέπει να παρουσίαζε πλούσια ποικιλία ζωνών βλάστησης, αφού οι υψομετρικές διαφορές, η γεωμορφολογία και η υδρολογία ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Δημοσιευμένη μελέτη σπόρων και καρπών της Ανώτερης Παλαιολιθικής στον ελληνικό χώρο διαθέτουμε για το Σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας (Hansen J.M., The Palaίoethnobotany of Franchthί Cave, Indiana University Press, Bloomington και Indianapolis 1991 ). Η πανίδα Ο άνθρωπος της εποχής στην οποία αναφερόμαστε συνυπήρχε με διάφορα ζώα. Ιδιαίτερα όσον αφορά το Ανώτερο Πλειστόκαινο, στον ελληνικό χώρο πληθαίνουν οι μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τη σχέση του ανθρώπου με την πανίδα, αφού αυτές προέρχονται από τους καταυλισμούς που έχουν ερευνηθεί. Στον Πίνακα 3 μπορείτε να δείτε τις μαρτυρίες που έχουμε για την ύπαρξη ζώων, που προέρχονται τόσο από τα κατάλοιπα διατροφής
17
'Ι
(α)
χ
χ
Ιππίδες
χ
χ
Κοινό μαμούθ
( β)
χ
Βοοειδ11
χ
Ρινοκερωτίδες
χ
Ελαφίδες
χ
Συίδες
χ
Βοοειδή
χ
χ
χ
χ
χ
χ
Μεγαλόσωμο Κόκκινο Ιπποπόταμος Ύαινα Ρινόκερος ελάφι άλογο
ΑΝΩΤΕΡΟ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟ
χ
Υαινίδες Αιλουρίδες
α) Τα διάφορα είδη ζώων στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής κατά το Μέσο Πλειστόκαινο. β) Τα διάφορα είδη ζώων και οι θέσεις του ελληνικού χώρου όπου απαντώνται κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο.
ΗΛΕΙΑ
χ χ
χ
Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΛΑΡΙΣΑ
ΣΕΡΙΦΟΣ
Ν ΑΞΟΣ
ΚΡΗΤΗ
χ
Κυνίδες
Δασόβιος ελέφαντας
χ χ χ χ
χ
Αρκτίδες
ΕΙΔΗ ΖΩΩΝ
ΕΙΔΗ ΖΩΩΝ
ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ
ΛΕΚΑΝΗ
ΑΛΛΕΣ ΘΕ ΣΕΙΣ
ΙΊΕΤΡΑΛΩΝΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΘΕΣΗ
ΜΕΣΟ ΠΛΕΙΣΤΟΚΑΙΝΟ
Πίνακας 3
....
Ι -1 )>
ο -1
m Ζ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
�"§%{����������111%®%{@'$',,��1:�'@
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
όσο και από τη χρήση κατεργασμένων τμημάτων ζώων για τις καθημερινές δραστηριότητες ή για την κόσμηση. Αυτή είναι μια εικόνα του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια του Πλεισrοκαίνου. Τώρα ας δούμε τα διάφορα στάδια της Παλαιολιθικής. Τα τρία στάδια της Παλαιολιθικής εποχής Η Παλαιολιθική εποχή είναι τόσο παλαιά όσο και η εμφάνιση του ανθρώπου. Δι αιρείται σε τρία στάδια: • Πρώιμη ή Αρχαιότερη ή Κατώτερη Παλαιολιθική [2,6 εκατ. (750.000 για την Ελλάδα)-200.000 χρόνια], • Μέση Παλαιολιθική (200.000-35.000 χρόνια), • Ύσrερη ή Νεότερη ή Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-10.000 χρόνια) Η διαίρε ση αυτή αντικατοπτρίζει το ρυθμό ανάπτυξης των τεχνολογικών εξελίξεων και ισχύει κυρίως για την Ευρώπη. Η Πρώιμη ή Αρχαιότερη ή Κατώτερη Παλαιολιθική Το πρώτο στάδιο, δηλαδή η Πρώιμη Παλαιολιθική εποχή (2,6 εκατ.-200.000 χρό νια), εμφανίζεται πολύ μεγαλύτερο σε διάρκεια από τα δύο επόμενα. Η αρχή του ταυτίζεται με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στην Αφρική, που τοποθετείται γύρω στα 2,6 εκατ. χρόνια (αν και οι πρόσφατες ανακαλύψεις, όπως σχολιάζουν οι ειδικοί επιστήμονες, είναι πιθανόν να αλλάξουν όσα μέχρι σήμερα πιστεύουμε για την εξέλιξη του ανθρώπου) και ονομάζεται «Αρχαϊκή Παλαιολιθική». Για την Ευ ρώπη η αρχή της Πρώιμης Παλαιολιθικής τοποθετείται χρονολογικά γύρω στα 800.000 χρόνια και συμπίπτει με την άφιξη του Ηοιηο erectus, δηλαδή στην αρχή του Μέσου Πλειστοκαίνου. Είναι σαφές ότι πρόκειται για έναν πρωτόγονο αντι πρόσωπο των Ανθρωπιδών, όπως φαίνεται από τη μορφολογία του κρανίου του, που είχε την ικανότητα να προσαρμοστεί σε ψυχρά-εύκρατα κλίματα, κατέκτησε νέες περιοχές εκτός Αφρικής, επειδή έγινε, όπως υποθέτουμε, σαρκοφάγος και ίσως είχε τον έλεγχο της χρήσης της φωτιάς. Στον ελληνικό χώρο ίσως η ανθρώπινη κατοίκηση αρχίζει αυτή την εποχή. Η Ελλάδα βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ Εγγύς Ανατολής και Ευρώπης. Επο μένως, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτελεί περιοχή εξαιρετικού ενδιαφέ ροντος (Εικόνα 1).
19
'1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
..
, .... ,
...... �
� •• ι·· ,,..
..
........ ,'
O
'.
\SV
�
'ο
�
�Ρ
c/'t;)
0
c:,ι
-�
� Θράκη: 1. Ρίζια, 2. Πετρωτά Ανατολική Θράκη: 3. Yarimbυrgaz Μακεδονία: 4. Μααρά, 5. Πετράλωνα, 6. Παλαιόκασrρο Ήπειqος: 7. Ασπροχάλικο, 8. Κασrρίτσα, 9. Κοκκινόπηλος, 10. Κλειδί, 11. Μεγαλάκ κος, 12. Μπο"ί:λα, 13. Στεφάνη, 14. Καρβσυ νάρι,15. Μαξαράκια, 16. Ελαιούσα Θεσσαλία: 17. Θέσεις κατά μήκος του Πη νειού ποταμού, 18. Θέσεις σrα ΝΑ της θεσ σαλικής πεδιάδας ΑιτωλοακΟQναvία: 19. Περιοχή Αγρινίου Βοιωτία: 20. Σεϊντί Εύβοια: 21. Νέα Αρτάκη, 22. Λίμνη, 23. Προκόπι, 24. Αγία Άννα, 25. Κοτσικιάς, 26. Κοκκινομηλιά, 27. Παλιοχώρι, 28. Τριάδα, 29. Εφτακόνακα Μακρυκάπας, 30. Καμάρι, Φύλλων, 31. Πλατάκι
Λ
_ι:;y;.,d?' Ο•
..
i\
�
C:::.""
t) �
... �
tf>.,
ο '7t
1)h
..
ο
L/'ς,
�
ο
11
Πελοπόννησος: 32. Φράγχθι, 33. Κεφαλά ρι, 34. Κλεισούρα, 35. Κοκκινόβραχος, 36. Βασιλάκι, 37. Αμαλιάδα, 38. Κάστρο, 39. Ελαιοχώρι, 40. Θέσεις βόρεια των χωριών Νιφορέικα και Καλαμάκι, 41. Θέσεις στην κοιλάδα τσυ ποταμού Πεί,ρσυ, 42. Μεγαλό πολη, 43. Απήδημα, 44. Καλαμάκια Ιόνια νησιά: Ζάκυνθος: 45. Άγιος Νικόλαος Κεφαλλονιά: 46. Φισκάρδο, 47. Νέα Σκάλα Λευκάδα: 48. Εγκλωβή, 49. Τσακαλάδες Κέρκυρα: 50. Γκράβα Νησιά Αιγαίου: Θάσος: 51. Θέση «Τζίνες» (μεταξύ Λιμεναρίων και Μαριών στη νότια Θάσο). Β. Σποράδες: 52. Αλόννησος, 53. Κυρά Παναγιά, 54. Γιούρα, 55. Ψαθούρα
Εικόνα 1 Παλαιολιθικές θέσεις σrον ελληνικό χώρο (σrο χάρτη μπορείτε
να δείτε τη θέση του σπηλαίου των Πετραλώνων καθώς και αυτή του σπηλαίου του Yanmburgaz της Ανατολικής Θράκης)
20
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η αρχαιότερη αξιόπιστη μαρτυρία της παρουσίας του ανθρώπου στον ελληνικό χώρο είναι το κρανίο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, το οποίο έχει χρονολογη θεί με απόλυτες μεθόδους στο 200.000 Π.Σ. (Π.Σ.: χρόνια πριν από σήμερα· αβαθ μολόγητες ηλικίες) ενώ με βάση τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά αποδίδεται από τους παλαιοανθρωπολόγους στο 350.000 Π.Σ. και καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέ ση τοποθετούμενο μεταξύ Homo erectus και Homo sapiens neanderthalensis (βλ. στα επόμενα, «Η Μέση Παλαιολιθική εποχή»). Οι αναλύσεις του σταλαγμιτικού υλικού του κρανίου έδωσαν ως ελάχιστη ηλικία 250.000 χρόνια. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα-ανθρωπολόγο ΑΝ. Πουλιανό, η ηλικία του κρανίου είναι περίπου 700.000 χρόνων. Περίπου στην ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα πολιτισμικά κατάλοιπα των κατώτατων στρωμάτων του σπηλαίου του Υarimburgaz της Ανατο λικής Θράκης, λίγα χιλιόμετρα δυτικά από την Κωνσταντινούπολη, και είναι αξιο σημείωτο ότι και τα δύο αυτά σπήλαια βρίσκονται σ' έναν από τους πιθανότατους δρόμους επικοινωνίας μεταξύ της Εγγύς Ανατολής και της Ευρώπης. Μια άλλη αξιόπιστη μαρτυρία από τον ελληνικό χώρο προέρχεται απq_ τις όχθες του Πηνειού της Θεσσαλίας, όπου εντοπίστηκαν εργαλειακά σύνολα (λιθοτεχνίες) που χρονολογήθηκαν με απόλυτες μεθόδους στο 400.000 με 200.000 Π.Σ. Με επιφύλαξη αναφέρουμε μεμονωμένα λίθινα τέχνεργα,* τα οποία έχουν εντοπισθεί στην Εύβοια (θέση Νέα Αρτάκη) και στα Ιόνια Νησιά (Κεφαλλονιά στη θέση Νέα Σκάλα και στην Κέρκυρα, δίπλα στη λίμνη των Κορισσίων) και έχουν αποδοθεί σε πρωιμότερες περιόδους λόγω απουσίας στρωματογραφικής συσχέτισης και απόλυτων χρονολογήσεων. Η Πρώιμη Παλαιολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο των βασικών αρχών κατεργασίας του λίθου. Χαρακτηριστικά εργαλεία της εποχής αυτής είναι τα πιο παλιά ανθρώπινα εργαλεία, δηλαδή οι πελεκημένες κροκάλες* (Εικόνα 2) για τις οποίες χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη λιμναίες ή ποτάμιες κροκάλες από διάφορα πετρώματα.
CL
Εικόνα 2 Απλή κατεργασία του φυσικού πετρώματος: α) Μονοπρόσωπη λάξευση, β) Αμφιπρόσωπη λάξευση στις πελεκημένες κροκάλες (Πρώιμη Παλαιολιθική εποχή)
21
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
��L���-�'Will'&@f@��----------------------�
Η περίοδος μέγιστης ακμής της Πρώιμης Παλαιολιθικής εποχής τοποθετείται μετα ξύ 400.000 και 200.000 χρόνων. Αυτή την εποχή αναπτύσσεται η πολιτισμική φάση* πσυ ονομάζεται Αχελαία,* η οποία εξαπλώνεται σ' ένα αρκετά μεγάλο μέρος της Δυτι κής Ευρώπης. Χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι η παρσυσία χεΙ,Qοπελέκεων* και εργαλείων σε φολίδες.* Οι χειροπελέκεις παρσυσιάζουν ποικιλία ως προς τη μορφή (καρδιόσχημος, αμυγδαλόοχημος κ.ά.) και η επιλογή της μιας ή της άλλης μορψής οφεί λεται σε πολιτισμικά παρά σε χρονολογικά κριτήρια. Στην Ελλάδα, όμως, πολύ λίγα δείγματα αιrτών των εργαλείων έχουν εντοπιστεί, όπως είναι, για παράδειγμα, ο λίθι νος χειροπέλεκυς από το Παλαιόκαστρο Κοζάνης και ο χειροπέλεκυς από τον Κοκκι νόπηλο Ηπείρσυ, για τον οποίο έχει προταθεί η ηλικία των 250.000 ετών. Όλες αιrτές οι θέσεις είναι υπαίθριες και μάλιστα κοντά σε πηγές πρώτης ύλης, όπως πuριτόλιθσυ. Η Μέση Παλαιολιθική εποχή Το δεύτερο στάδιο, δηλαδή η Μέση Παλαιολιθική εποχή (200.000-35.000 χρόνια) καλύπτει μέρος του Μέσου και Ανώτερου Πλειστοκαίνου και αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια Riss-Wϋrm και Wϋrm I και Π, ενώ ο Homo erectus δίνει τώρα τη θέση του στον Ηοιηο sapiens και μάλιστα στο υποείδος neanderthalensis, πσυ παρουσιά ζει μια σημαντική διαφοροποίηση, τον αυξημένο εγκέφαλο. Οι καλύτερα γνωστοί Νεαντερτάλιοι (Homo sapiens neanderthalensis) από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή παρουσιάζουν σημαντικές βιολογικές διαφορές από τα προηγούμενα είδη αλλά και από τους σύγχρονους Homo. Δεν επέζησαν μετά την εμφάνιση του σύγ χρονου Homo sapiens. Η εξαφάνισή τους εξηγείται, όμως, είτε με το γεγονός ότι αντικαταστάθηκαν από τον σύγχρονο Homo sapiens είτε διότι εξελίχθηκαν στον σύγχρονο Homo sapiens. Η έρευνα προσανατολίζεται υπέρ της πρώτης άποψης. Στη Μέση Παλαιολιθική εποχή εμφανίζονται ριζικές αλλαγές σ' όλους τους το μείς. Ως προς την κατεργασία του λίθου νέες τεχνικές αναπτύσσονται και εξαπλώ νονται, όπως αυτή των φολίδων, ενώ οι άνθρωποι ενδιαφέρονται όχι απλώς για την επιβίωσή τους αλλά και για τους νεκρούς τους. Με τη Μέση Παλαιολιθική ταυτίζεται χρονολογικά η Μουστέρια* πολιτισμική φάση, κατά τη διάρκεια της οποίας αναπτύσσονται και εξαπλώνονται παντού τα εργαλειακά σύνολα σε φολίδες. Χαρακτηριστικοί εργαλειακοί τύποι είναι οι αιχ μές,* ιδιαίτερα οι διπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές* της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, τα ξέστρα,* ενώ επιβιώνει και ο τύπος του χειροπέλεκυ, ο οποίος εξα φανίζεται με το τέλος της Μέσης Παλαιολιθικής. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε με ρικές περιοχές έναν χειροπέλεκυ της Μέσης Παλαιολιθικής δεν είναι εύκολο να τον διακρίνει κανείς από μια διπρόσωπη φυλλόοχημη αιχμή. Εξάλλου, τώρα αναπτύσσεται και η τεχνική Λεβαλλουά* (Εικόνα 3), η οποία παρατηρείται, αν και όχι συχνά, και στις επόμενες εποχές. Πρόκειται για μία από τις πιο χαρακτηριστικές τεχνικές κατάτμησης των πετρωμάτων με προκαθορισμό. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα σύνολο μεθόδων κατεργασίας οι οποίες έχουν κοινό χαρακτηριστικό την κατάλληλη προετοιμασία του οχήματος και της κυρτό τητας ενός πυρήνα* και την παραγωγή φολίδων προκαθορισμένης μορφής. Εκτός από φολίδες τα παράγωγα μπορεί να είναι αιχμές ή και λεπίδες. Για τη μέθοδο αυ τή απαιτούνται γνώση σε βάθος των τεχνικών της κατεργασίας των λίθινων υλι-
22
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κών, μεγάλη προσοχή και φροντισμένες κινήσεις, πράγματα πολύ εντυπωσιακά αν αναλογισθεί κανείς σε ποια εποχή αναπτύσσεται. Η τεχνική Λεβαλλουά συνυπάρ χει με πιο απλές μεθόδους απόσπασης φολίδων καθώς και με τους αρχαϊκότερους σταθερότυπους* των πελεκημένων κροκαλών και των χειροπελέκεων.
.>
α.
Εικόνα 3 Τεχνική Λεβαλλουά: α) Κεντροφερής προετοιμασία του πυρήνα, β) ΠυρήναςΛεβαλλουά, ο οποίος δίνει μια φολίδα
Στον ελληνικό χώρο οι περισσότερες θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής είναι υπαίθριες και η Μουστέρια πολιτισμική φάση εντοπίστηκε σε όλες. Ενδεικτικά ανθρώ πινης κατοίκησης που ανάγονται στη Μέση Παλαιολιθική είναι τα εργαλειακά σύνολα τα οποία εντοπίστηκαν σε υπαίθριες θέσεις στο ανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιά δας, στην Ηλεία, στη Μάνη (στο σπήλαιο Απήδημα, στο σπήλαιο Καλαμάκια στην Αρε όπολη), στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο (στην παραλία Αγίου Νικολάου, στην περιοχή του Γέρακα), στην Κεφαλλονιά (στα ΒΑ του νησιού), στην Ήπειρο (στο Ασπροχάλικο, στον Κοκκινόπηλο ), στην περιοχή Κοζάνης ( στο Παλαιόκαστρο) και στη λεκάνη της Δράμας ( στο σπήλαιο Μααρά της κοινότητας Κοκκινογείων ), ενώ ένα μεμονωμένο περισυνελέγη επιφανειακά στην Κοιλάδα της Ρίνιζας στην Αργολίδα. Πρόκειται μάλλον για φολίδα Λεβαλλουά με επεξεργασία ωτό μαύρο πυριτόλιθο που σώζεται ακέραιη. Η Ύστερη ή Νεότερη ή Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή Το τρίτο στάδιο, δηλαδή η Ύστερη Παλαιολιθική εποχή (35.000-10.000 χρόνια), σχετικά πολύ μικρότερης διάρκειας, αναπτύσσεται κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο και καλύπτει τον Wϋrm ΠΙ και τον Wϋrm IV. Τώρα εμφανίζεται ο Homo sapiens sapiens, δηλαδή ο Σύγχρονος Άνθρωπος. Σήμερα είναι βέβαιη η συνύπαρξη τόυ σύγχρονου Homo sapiens και του ανθρώπου του Νεάντερταλ σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως επικρατεί και η άποψη ότι ο ένας δεν αποτελεί εξελιγμένη μορφή του άλλου (βλ. προηγουμένως «Η Μέση Παλαιολιθική εποχή»). Με την εμφάνιση του σύγχρονου Homo sapiens βλέπουμε ότι οι ανατομικές εξελικτικές μεταβολές σταματούν, ενώ η συμπεριφορά αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό.
1
23
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
----------------��'mMt@J11&m�@reiι;'i;t%t.s"::tf�t4t@W?tW:ι.Rί,�W@\':®'.W@¼%t@mίWMWOOM'@11&1t@ωm.tm1m.wt@@@�
Η Ύστερη Παλαιολιθική εποχή χαρακτηρίζεται από την τεχνική των λεπίδων* (Εικόνα 4),την οποία τώρα εφευρίσκουν και με την οποία γίνεται καλύτερη εκμε τάλλευση της πρώτης ύλης,τελειοποίηση των λίθινων εργαλειακών συνόλων και κατασκευή νέων τύπων εργαλείων,όπως του ξύστρου* και της γλυφίδας.* Ο εργαλειακός εξοπλισμός εμπλουτίζεται με νέα υλικά ζωικής προέλευσης (κόκαλο,χαυλιόδοντα κ.ά.),τα οποία νν ' επεξεργάζονται οι άνθρωποι με τα εργαλεία που προανα φέραμε,δηλαδή τα ξύστρα και τις γλυφίδες. Οι άνθρωποι οργανώνουν το χώρο όπου ζουν,προβαίνουν στη διαμόρ φωση των σπηλαίων ή των βραχοσκεπών* όπου καταφεύ γουν,ενώ εγκαθίστανται και σε υπαίθριες θέσεις. Επίσης χτίζουν οικήματα με τα υλικά που έχουν στη διάθεσή τους. Εξάλλου,φροντίζουν τους νεκρούς τους και ασχολούνται με την κόσμηση και την τέχνη,η οποία φτάνει στο αποκορύ φωμά της αυτή την εποχή. Στον ευρωπαϊκό χώρο διακρίνουμε πολλές πολιτισμικές φάσεις,αρκετές από τις οποίες έχουν καθαρά τοπικό χα ρακτήρα. Οι πιο σημαντικές είναι: Μεταξύ 36.000 και 20.000 χρόνων η Ωρινάκια* φάση, μεταξύ 27.000 και 20.000 χρόνων η Γκραβέττια* και μεταξύ 20.000 και 8.500 χρόνων η Επιγκραβέττια.* Εργαλειακά σύνολα της Ωρινάκιας φάσης εντοπίστηκαν στην Πελοπόννησο (θέση Ελαιοχώρι της Δυτικής Αχα"ϊας, σπήλαιο Φράγχθι καθώς και σε βραχοσκεπές της Αργολίδας) και στη Βοιωτία (βραχοσκεπή Σεϊντί),της Γκραβέττιας φάσης στην Πελοπόννησο (σπήλαιο Φράγ χθι Αργολίδας,σπήλαιο Κεφαλάρι νοτιοδυτικά του Άργους),στη Βοιωτία (βραχο σκεπή Σεϊντί) και στην Ήπειρο (βραχοσκεπή του Ασπροχάλικου,σπήλαιο της Καστρίτσας). Τέλος,εργαλειακά σύνολα της Επιγκραβέττιας φάσης εντοπίστη καν στην Πελοπόννησο (σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας),στην Ήπειρο (σπήλαιο Καστρίτσας,βραχοσκεπή Κλειδί,σπήλαιο Μεγαλάκκου,βραχοσκεπή Μπο"ϊλα) και στην Κέρκυρα (σπήλαιο Γκράβας). Συνεπώς,για να αναπαραστήσουμε τη ζωή των ανθρώπων της Παλαιολιθικής εποχής τα μόνα ευρήματα που έχουμε στη διάθεσή μας και σώζονται σε καλή κα τάσταση είναι τα λίθινα πελεκημένα εργαλεία,που και αυτά,όμως,αποτελούν μό νο ένα μέρος του εργαλειακού εξοπλισμού της συγκεκριμένης εποχής. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της Παλαιολιθικής εποχής η οικονομία βασίζε ται στη φυσική εκμετάλλευση τόσο των ζωικών όσο και των φυσικών πόρων. Οι άνθρωποι ασκούν το κυνήγι και την αλιεία, συλλέγουν λίθινες πρώτες ύλες και φυτά, ενώ μετακινούνται ανάλογα με τις ανάγκες τους,ζώντας νομαδικά. Οι χώ ροι εγκατάστασης είναι οι υπαίθριες θέσεις, τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές. Οι καταυλισμοί των παλαιολιθικών ανθρώπων βρίσκονται στις όχθες ποταμών ή κο ντά σε πηγές νερού και σε λίμνες. Τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές έχουν ανατο λικομεσημβρινό προσανατολισμό. Έτσι οι ακτίνες του ήλιου φωτίζουν και θερ μαίνουν το χώρο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η είσοδος και ο μπροστινός χώ ρος κατοικούνται,ενώ το εσωτερικό είναι ψυχρό και όχι φιλικό. Τόσο η επιλογή
.,
'7'
Εικόνα4 Τεχνική των λεπίδων: μορφή πυρήνα με προδιαμ6ρφωση των επιφανειών του ακρι βώς πριν από την έναρξη απόσπασης των λεπίδων
24
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
του χώρου όσο και ο χαρακτήρας της εγκατάστασης (μόνιμες ή ημιμόνιμες θέ σεις, κυνηγετικές στάσεις, θέσεις σφαγεία) είχαν άμεση εξάρτηση από τις κλιμα τικές συνθήκες.
<Ι
Άσκηση Αυτοαξιολόγησηc; 1/Κεφάλαιο 1 Αντιστοιχίστε καθεμία από τις πολιτισμικές φάσεις με τους χαρακτηριστικούς τύπους των εργαλείων που συναντάμε σε καθεμιά απ' αυτές επιλέγοντας από τους ακόλουθους όρους: ξέστρα Αχελαία πολιτισμική φάση ξύστρα αιχμές γλυφίδες κροκάλες πελεκημένες Μουστέρια πολιτισμική φάση διπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές χειροπελέκεις Θα βρείτε τη σωστή αντιστοίχιση στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
1.1.2
Η πολιtισμική εξέλιξη καtά tην Παλαιολιθική εποχή
Βραχοσκεπή Μποϊλα Επιλέξαμε τη βραχοσκεπή Μποί:λα για να παρουσιάσουμε την πολιτισμική εξέλι ξη της Παλαιολιθικής εποχής στον ελληνικό χώρο, γιατί: • λόγω της γεωγραφικής της θέσης σε σημείο στρατηγικής σημασίας διαδραμάτι σε έναν ρόλο «γέφυρας» από και προς τον ορεινό βιότοπο της Δυτικής Πίνδου· • από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα (εργαλειακά σύνολα, θραύσματα οστών ζώων κ.ά.) αντλούμε πληροφορίες για τον τρόπο διαβίωσης και για τις δραστηριότη τες που οι παλαιολιθικοί κυνηγοί-συλλέκτες ανέπτυξαν στην περιοχή της Ηπεί ρου κατά την Ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική· • στη βραχοσκεπή πραγματοποιήθηκε διεπιστημονική έρευνα σε μια σειρά το μείς της παλαιολιθικής αρχαιολογίας, όπως τη λιθοτεχνία, τη ζωοαρχαιολογία, την αρχαιομετρία κ.ά., που αποτελεί μέρος ενός μεγάλου προγράμματος της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας και αφορά τις παλαιολιθι κές έρευνες στην περιοχή «Βοϊδομάτη-Αώου». Η βραχοσκεπή Μπο'tλα βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 500 μ., στην αριστερή κοίτη του ποταμού Βοϊδομάτη, ακριβώς στο προς δυσμάς στόμιο της κοιλάδας Ν. Ιωαννίνων. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ανάμεσα στις πεδινές εκτάσεις της λεκάνης της Κόνιτσας και στα βουνά της Τύμφης στα ανατολικά, βρίσκεται σε ση μείο στρατηγικής σημασίας. Στην κοιλάδα αυτή έχουν ανασκαφεί άλλες δύο πα λαιολιθικές θέσεις, το Κλειδί και ο Μεγαλάκκος, ενώ έχουν εντοπιστεί και άλλες. Η χρήση της,βραχοσκεπής από τον άνθρωπο τοποθετείται χρονολογικά στην Ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή και μάλιστα στην Επιγκραβέττια πολιτι σμική φάση, από τα 14.000 μέχρι τα 10.000 χρόνια Π.Σ. και συμπίπτει με το τέλος
1
25
1
�
26
1
r����
ΡΉΒ
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1 !Ή m� tg
r
της τελευταίας παγετώδους εποχής. Οι ερευνητές θεωρούν ότι χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τις αρχές του Ολοκαίνου, στη Μεσολιθική εποχή. Η βραχοσκεπή έχει σχηματιστεί σε ασβεστόλιθο του Ηωκαίνου (γεωλογικής περιόδου του Τριτογενούς) και το στέγαστρό της έχει υποστεί διάβρωση και έχει υποχωρήσει. Ο προσανατολισμός της είναι βόρειος. Σήμερα εμφανίζεται επιμή κης, χωρίς ιδιαίτερο βάθος, με διαστάσεις 17 χ 5μ. και προσφέρει μικρή προστα σία από τον αέρα και τη βροχή. Τόσο η τοποθεσία όσο και ο προσανατολισμός της αλλά και το μικροπεριβάλλον είναι πολύ διαφορετικά από αυτά του Κλειδιού και του Μεγαλάκκου. Το εμβαδόν του δαπέδου της είναι 80 τ.μ. και η υψομετρική δια φορά του 11 μ. από τον Βοϊδομάτη. Το «φυσικό» δάπεδο της βραχοσκεπής αποτελούσαν οι αποθέσεις του ποτα μού Βοϊδομάτη. Τότε ο ρους του βρισκόταν 10 μ. ψηλότερα απ' ό,τι στις μέρες μας, δηλαδή στο στόμιο της κοιλάδας, και έρεε προς άλλη κατεύθυνση, καλύπτοντας πλευρικά το χώρο τον οποίο καταλαμβάνει σήμερα η βραχοσκεπή της Μπο'ίλας. Το κλίμα, όμως, στη συνέχεια βελτιώθηκε, ο ποταμός απέκτησε μεγάλες ποσότη τες νερού και ο χώρος της βραχοσκεπής διαμορφώθηκε έτσι ώστε να δεχθεί τους παλαιολιθικούς κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την κατοίκηση του σπηλαίου είναι αυτές του τέλους του Πλειστοκαίνου, δη λαδή ψυχρές και ξηρές, αλλά με ενδιάμεσες φάσεις σχετικής υγρασίας. Δύο σημεία της βραχοσκεπής χρησιμοποιήθηκαν κατ' επανάληψη ως χώροι εστιών. Στα διάφορα αρχαιολογικά στρώματα βρέθηκε με τη μορφή τέφρας καύσιμη ύλη (από κλαδιά και κορμούς δέντρων, όπως πεύκης και κέδρου, και θάμνων, όπως φυστικιάς και κρανιάς) που είχε χρησιμοποιηθεί. Οι εστίες και τα άλλα πλούσια αρχαιολογικά κατάλοιπα (λίθινα εργαλειακά σύνολα αλλά και τα θραύσματα οστών ζώων) μαρτυρούν ότι η βραχοσκεπή ήταν χώρος που κατοικήθηκε εποχιακά, ενώ ενισχύουν τη σημασία της θέσης της και το ρόλο της στο πλαίσιο του νομαδικού βίου των παλαιολιθικών ομάδων. Δηλαδή οι παλαιολιθικοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τη βραχοσκεπή εκμεταλλευόμενοι το άμεσο παραποτάμιο οικοσύστημα τόσο μέσα στα όρια της κοιλάδας όσο και εκτός αυτής. Από τις όχθες του Βοϊδομάτη, δηλαδή μέσα στα όρια της κοιλάδας, οι άνθρωποι περισυνέλεγαν την κύρια πρώτη ύλη, δηλαδή κροκάλες πυριτόλιθου, κυρίως μικρών διαστάσεων, για την κατασκευή εργαλείων, τις οποίες ακόμη και σήμερα βρίσκουμε σε ποσότητες «στο φυσικό δάπεδο» της βραχοσκεπής. Ο πυριτόλιθος αυτός δεν ήταν καλής ποιότητας και θρυμματιζόταν. Γινόταν, όμως, εκμετάλλευση όλων των δυνατοτήτων του με σκοπό την παραγωγή μικρολεπίδων. Χρησιμοποιούσαν δε, όπως φαίνεται, εξειδικευμένη τεχνολογική αλυσίδα* για να τις παράγουν. Το τελικό αποτέλεσμα όλης αυτής της επεξεργασίας ήταν η μετατροπή των μικρολεπίδων σε εξαρτήματα οπλισμού, όπως αιχμές βελών και δοράτων. Οι αιχμές είναι πολλές και ποικίλες, γεγονός το οποίο μαρτυρεί τη χρήση εκτοξευτήρα ή και τόξου για το κυνήγι. Τα σύνθετα αυτά όπλα, που ασφαλώς τα κύρια μέρη τους ήταν από φθαρτά υλικά, τα χρησιμοποιούσαν εκτεταμένα στην Ευρασία κατά το τέλος της Παλαιολιθικής. Ήταν αποτελεσματικά στον τομέα της κυνηγετικής δραστηριότητας.
Οι παλαιολιθικοί κυνηγοί ξεκινώντας από την Μπο"tλα σκότωναν κυρίως αιγα γροειδή, τα οποία αφού υποχώρησαν οι τοπικοί παγετώνες από τις κορυφές της δυτικής Πίνδου έβρισκαν καταφύγιο στις απότομες πλαγιές της κοιλάδας και στα μικρά οροπέδια πάνω από τον Βοϊδομάτη. Από τα θραύσματα των οστών φαίνεται ότι οι παλαιολιθικοί κυνηγοί μετέφεραν ορισμένα θηράματά τους στη βραχοσκε πή, όπου ακολουθούσαν εκδορά, διαμελισμός και τεμαχισμός, και στη συνέχεια κατανάλωση. Εργαλεία κατάλληλα γι' αυτές τις εργασίες είναι φολίδες με οξείες ανεπεξέργαστες; ακμές για το κόψιμο του κρέατος και ξέστρα για την αφαίρεση του λίπους από το δέρμα. Τέτοια εργαλεία έχουν βρεθεί στην Μποιλα, αν και πο λύ λίγα. Λίγα είναι και τα εργαλεία από οστά. Η διατροφή των παλαιολιθικών κατοίκων της Μπο"tλας δεν περιλάμβανε μεγά λη ποσότητα φυτικών υλών. Έτρωγαν, όμως, μυελό, τον οποίο αφαιρούσαν κατα τέμνοντας συστηματικά τα οστά, ώστε να πάρουν τις απαραίτητες για τον οργανι σμό τους θρεπτικές ουσίες. Μια άλλη πηγή διατροφής ήταν το ψάρεμα. Άλλα θη ράματα ήταν οι κάστορες, που τους χρησιμοποιούσαν και για τη γούνα τους. Συ μπληρωματικά της διατροφής τους είναι μικρά θηλαστικά, όπως λαγοί, καθώς και πτηνά. Από την περισυλλογή συμπλήρωναν τη διατροφή τους με λίγα σαλιγκάρια και όστρεα γλυκού νερού. Οι δραστηριότητες, όμως, των παλαιολιθικών κυνηγών επεκτείνονταν και εκτός της κοιλάδας του Βοϊδομάτη, όπως αποδεικνύουν κατάλοιπα διατροφής χορτοφάγων θηλαστικών και συγκεκριμένα ελαφιών. Κατά την Ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή τα ελάφια ζούσαν εποχικά σε μεγάλα κοπάδια και μετανά στευαν. Το χειμώνα ζούσαν στα πεδινά της Ηπείρου. Το καλοκαίρι μετανάστευαν στο εσωτερικό, σε περιοχές με αραιούς δενδρώνες και λιβάδια, ακολουθώντας διαδρομές κατά μήκος ή παράλληλα με τους υδάτινους πόρους. Κοντά στην Μποtλα υπήρχαν τέτοιοι βιότοποι (λεκάνη Κόνιτσας και Δολιανών). Από τα αρ χαιολογικά κατάλοιπα, κυρίως από τα δόντια μικρής ηλικίας ελαφιών, αποδει κνύεται ότι το κυνήγι γινόταν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Εξάλλου, υπήρχε καλής ποιότητας πυριτόλιθος, τον οποίο προμηθεύονταν οι παλαιολιθικοί χρήστες της Μπο"ίλας από αλλού και όχι από το ποτάμιο περιβάλλον και τον κατεργάζονταν επιτόπου. Η προμήθεια του υλικού αυτού γινόταν κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Αλλά και ο μικρός αριθμός θαλάσσιων οστρέων, ο οποίος φυσικά δεν συνδέεται με το άμεσο γεωγραφικό περιβάλλον της Μπο"ίλας, υποδηλώνει μετακινήσεις; μεταξύ της παραλιακής; ζώνης και του εσωτερικού της περιοχής; σε περιοδική ετήσια βάση. Τα όστρεα, μάλιστα, αποτελούν πιθανόν αντικείμενα συμβολικού χαρακτήρα και όχι κατάλοιπα διατροφής. Τα δύο αυτά υλικά, ο πυριτόλιθος και τα όστρεα, ίσως να αποτελούν αντικείμενα ανταλλαγής μεταξύ διαφορετικών ομάδων. Η κοιλάδα του Βοϊδομάτη, προσφέροντας φυσικούς πόρους, δηλαδή πρώτες ύλες και θηράματα, για περίπου έξι χιλιετίες, έγινε το κεντρικό σημείο συστημα τικής; εκμετάλλευσης; σε περιοδική βάση. Η θέση της ΜποΊλας ως «γέφυρας» από και προς το βιότοπο της δυτικής Πίν δου είναι μεγάλης σημασίας σε συνδυασμό και με τις άλλες παλαιολιθικές θέσεις
1
27
-�-
JI
KRl�&@ι
�1Πi�:i'!!�R:W@illiM:"R���®t� �
2
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1 Ν&@,.,
��� Ι
της Ηπείρου (Κλειδί, Μεγαλάκκος, Ασπροχάλικο κ.ά.) και δείχνει τους τρόπους διαβίωσης των παλαιολιθικών κυνηγών-συλλεκτών σrον ελληνικό χώρο.
Ι>
Δραστηριότητα 1/Κεφάλαιο 1 Περιγράψτε συνοπτικά (80-100 λέξεις) τις δραστηριότητες των παλαιολιθικών ανθρώπων της βραχοσκεπής της Μποίλας τόσο μέσα όσο και έξω από την κοιλάδα του Βοϊδομάτη. Στη συ νέχεια, συγκρίνετε την απάντησή σας με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη υποενότητα.
1.1.3
Το χρονολογικό πλαίσιο και τα κύρια χαρακτηριστικά τη; Μεσολιθική; εποχή;
Η εποχή που ακολουθεί την Ύστερη ή Νεότερη-ή Ανώτερη Παλαιολιθική και προηγείται της Νεολιθικής ονομάζεται Μεσολιθική. Η Μεσολιθική περιλαμβάνει τους μεταπαγετώδεις πολιτισμούς των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών κατά το πρώιμο Ολόκαινο (βλ. υποενότητα 1.1.1) και φθάνει μέχρι το παραγωγικό σrάδιο της Νε ολιθικής εποχής (δηλαδή 10000-8000 π.Χ.) ενώ στη Βαλκανική, όπως, π.χ., στη θέ ση Lepenski Vir, παρατηρείται κάποια χρονική καθυσrέρηση όσον αφορά τον με σολιθικό πολιτισμό (5500-4600 π.Χ. με ραδιοχρονολόγηση). Και σrο Σιδάρι της Κέρκυρας η μεσολιθική φάση είναι χαμηλή (5870 ± 340). Τόσο από τις παλαιότερες όσο και από τις πρόσφατες έρευνες αποδείχθηκε ότι υπήρχε κατοίκηση στον ελληνικό χώρο κατά τη Μεσολιθική εποχή, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο πυκνή ήταν. Γεγονός είναι ότι η Μεσολιθική δεν εμφανίζεται ούτε διαρκεί το ίδιο παντού. Πιθανόν σrη διαφορά κλίματος μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδας, αλλά και σrην ευνοϊκή θέση του Αιγαίου, που επιτρέπει τις επαφές με την Ανατολή διαμέσου των νησιών, οφείλεται το γεγονός ότι οι πρώιμες θέσεις εντοπίζονται κυρίως στην Ανατολική Ελλάδα, όπου το Φράγχθι, τα Γιούρα, η Κύθνος κ.ά., ενώ στη Δυτική Ελλάδα αργότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια, όπως το Σιδάρι Κέρκυρας. Άλλες θέσεις κατοίκησης κατά τη Μεσολιθική σrον ελ ληνικό χώρο είναι η θέση Ζαϊμης σrην Αττική και η Θεόπετρα σrην Καλαμπάκα. Επίσης, τόσο στο Φράγχθι όσο και σrη Θεόπετρα κάτω από τα μεσολιθικά βρί σκονται τα σrρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής ενώ μετά τη Μεσολιθική ακο λουθεί η κατοίκηση της Νεολιθικής εποχής. Η Μεσολιθική είναι μια εποχή με υγρό και ζεστό κλίμα που ευνοούσε τη βλάστηση. Κατά την εποχή αυτή στον ελληνικό χώρο παρατηρείται εξέλιξη του εργαλειακού εξοπλισμού. Επίσης διαπισrώνουμε άνθηση της αλιείας («αλιεία ανοικτής θαλάσσης»). Παρόμοιες αλιευτικές δραστηριότητες με αυτές του Αιγαίου παρατηρούμε στη δυτική Μεσόγειο (π.χ. Ισπανία). Λίγες είναι οι πληροφορίες μας για τη σημασία των μαλακίων στον ελληνικό χώρο κατά τη Μεσολιθική εποχή. Δύο είναι οι κυριότερες χρήσεις τους: στη διατροφή και στην κόσμηση, ενώ απ' όσα γνωρίζουμε δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη εργαλεία από αυτά. Εξάλλου αυτή την εποχή πρέπει να σημειώθηκε πρόοδος στη ναυσιπλο"ϊα, αφού τώρα γίνεται εφικτή η διακίνηση πρώτων υλών όπως του οψιανού της Μήλου. Επίσης συνεχίζεται η ενασχόληση με το κυνήγι και τη
28
1
�
1
1"
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
συλλογή καρπών. Η έλλειψη μεγάλων ζώων σε αρκετές περιοχές περιόριζε τις κυνηγετικές δραστηριότητες. Έτσι, για την επιβίωση των ανθρώπων επιτακτική ανάγκη ήταν η εξημέρωση των ζώων καθώς και η στροφή προς τις καλλιέργειες. Πολλοί μελετητές υποθέτουν ότι το εύκρατο μεσογειακό κλίμα του ελληνικού χώρου ευνόησε πολύ τις πρώιμες καλλιέργειες, αλλά και την εξημέρωση των ζώων (έχουμε ενδείξεις για εξημέρωση ζώων και μάλιστα χοίρων από τα Γιούρα). Ο πληθυσμός δεν θα πρέπει να ήταν μεγάλος. Ήταν όμως, όπως φαίνεται, έτοι μος να δεχθεί νέες ιδέες και τεχνικές στην οργάνωση της οικονομίας. Υπήρχε δη λαδή το κατάλληλο έδαφος για να μεταφυτευθούν τα νέα επιτεύγματα, ίσως από την Ανατολή διά ξηράς ή διά θαλάσσης. 'Ισως χρησιμοποιήθηκε ο γνωστός αρχαίος θαλάσσιος δρόμος του βορειοανατολικού Αιγαίου, δηλαδή διαμέσου των Β. Σποράδων, του Αγίου Ευστρατίου και της Λήμνου προς τη ΒΔ Μικρά Ασία. Αυτή η άποψη κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδιαίτερα λόγω της τεχνικής των μεσολιθικών εργαλείων των Γιούρων, που μας θυμίζει την αντίστοιχη της Μ. Ασίας. Έντονες, όμως, ήταν και οι δραστηριότητες και οι θαλάσσιες επικοινωνίες και στο νότιο Αιγαίο, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα από τις ανασκαφές στην Κύθνο. Θα υπήρχαν ίσως και άλλοι θαλάσσιοι δρόμοι διαμέσου των Κυκλάδων που θα ένωναν τον ελληνικό χώρο με τη Μ. Ασία και το νοτιοανατολικό Αιγαίο. Τέλος, κατά τη Μεσολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο τα σκελετικά λείψανα εμφανίζονται λίγα, ενώ από το Φράγχθι, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έχουμε μέχρι τώρα το μεγαλύτερο σύνολο σκελετών. Εξάλλου τα ίχνη ώχρας σε χειρόμυλους που ήρθαν στο φως μαρτυρούν ότι ίσως χρησιμοποιούνταν για να διακοσμούν οι άνθρωποι το σώμα ή να βάφουν τα ρούχα του νεκρού. Αν και ο πολιτισμός της Μεσολιθικής δείχνει φτωχός, αυτό δεν σημαίνει «πα ρακμή», γιατί την εποχή αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τις πολύ σημαντικές αλλαγές που θα οδηγήσουν στη λεγόμενη «Νεολιθική Επανάσταση». Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 1 Προσπαθήστε να αναφέρετε πολύ συνοmικά (80-100 λέξεις) τα κύρια χαρακτηριστικά της Μεσο λιθικής εποχής και τονίστε τα σημεία στα οποία υπάρχει διαφοροποίηση από την Παλαιολιθική. Για να συγκεντρώσετε τα στοιχεία, ανατρέξτε στα κείμενα των υποενοτήτων 1.1.1 και 1.1.3.
1.1.4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Μεσολιθική εποχή
Σπήλαιο Φράγχθι Οι λόγοι για τους οποίους επιλέξαμε ως παράδειγμα το σπήλαιο Φράγχθι για να παρουσιάσουμε την πολιτισμική εξέλιξη της Μεσολιθικής εποχής στον ελληνικό χώρο είναι οι εξής: • μόνο ελάχιστες θέσεις αποκαλύφθηκαν στο Αιγαίο που τοποθετούνται χρονο λογικά στη Μεσολιθική εποχή·
29
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
-------------------�B@M'1t�'M:"��
• πιστοποιείται σ' αυτό ανθρώπινη κατοίκηση εδώ και 25.000 χρόνια, δηλαδή από το τέλος της Παλαιολιθικής εποχής μέχρι και το τέλος της Νεολιθικής • τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του σπηλαίου μας επιτρέπουν να αναπαραστή σουμε τον τρόπο διαβίωσης και τις δραστηριότητες των κατοίκων της Μεσολι θικής εποχής. Το σπήλαιο Φράγχθι βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αργολίδας και μάλιστα στο ομώνυμο ακρωτήριο, στον κόλπο της Κοιλάδας. Είναι μια κοιλότητα που βρί σκεται 12 μ. επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας με μήκος 150 μ. Εμφανή είναι τα σημάδια κατολισθήσεων τόσο στην είσοδο όσο και στο εσωτερικό του σπηλαί ου. Σε απόσrαση 30 μ. από την είσοδο έχει δημιουργηθεί σrην οροφή του άνοιγμα διαμέτρου 20 μ. Οι αρχαιολογικές έρευνες άρχισαν το 1967 υπό τον καθηγητή T.W. Jacobsen και ολοκληρώθηκαν το 1979. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στον ελεύθερο χώρο μεταξύ της εισόδου και του σημείου των κατολισθήσεων και έφθασε σε βάθος 11 μ. Ανασκαφές, όμως, έγιναν και στην παραλία και μάλισrα σε απόσrαση 100 μ. από το σπήλαιο, γι' αυτό και η θέση ονομάζεται Παραλία. Στο σημείο αυτό τα ευ ρήματα που ήρθαν σrο φως χρονολογούνται από τη Νεολιθική και από μεταγενέ σrερες εποχές. Η Μεσολιθική περίοδος σrο Φράγχθι διαιρείται σε: • Κατώτερη Μεσολιθική (περίπου 9500-9000 π.Χ.). • Ανώτερη και Τελική Μεσολιθική (περίπου 9000-8000 π.Χ.). Παρατηρούνται, όμως, κάποια κενά τόσο ως προς την Παλαιολιθική εποχή όσο και ως προς τη Νεολιθική. Στην αρχή του Ολοκαίνου (αρχή Μεσολιθικής) η βλάστηση ακολουθεί τις νέες κλιματικές συνθήκες. Έτσι, σrα υψώματα γύρω από το σπήλαιο Φράγχθι πιθανό τατα υπήρχε ένας αραιός δενδρώνας από φυλλοβόλες βαλανιδιές, ενώ χαμηλά σχίνοι, αγριαπιδιές (γκορτσιές), αγριαμυγδαλιές, ανάμεικτα με άδενδρες νησίδες από άγρια δημητριακά και ποώδη βλάστηση. Η πανίδα στο Φράγχθι αντίστοιχα περιλαμβάνει συχνότερα το κόκκινο ελάφι, τον αγριόχοιρο, τον άγριο ταύρο και πιο αραιά το ζαρκάδι, αλλά και ζώα όπως την αλεπού, το λαγό, τον ασβό, το κου νάβι και τρωκτικά. Επίσης κατά τη Μεσολιθική εποχή στο Φράγχθι αυξάνονται σε σχέση με την Παλαιολιθική τα βρώσιμα φυτά, δηλαδή η βρώμη, το κοινό κριθάρι, η φαλαρίς, * η ρόβη, * η φακή, η αγριαπιδιά, η αγριαμυγδαλιά, ο σχίνος, η μελικουκκιά, * η αγρια μπελιά. Κυρίως παρατηρείται αύξηση του κριθαριού και της βρώμης, διότι γίνε ται, όπως φαίνεται, πιο εντατική και πιο συστηματική συλλογή τους. Έτσι κατά την Κατώτερη Μεσολιθική εποχή, γύρω σrο 9500-9000 Π.Σ. όπως έδειξε η έρευνα στο Φράγχθι η αύξηση των σπόρων -περίπου 28.000 σπόροι από 27 είδη (στην Παλαιολιθική εποχή 697 σπόροι από 19 είδη)- σε σχέση και με άλλα αρχαιολογι κά δεδομένα παραπέμπει σε αυξημένη πυκνότητα κατοίκησης. Η αυξημένη αυτή πυκνότητα μπορεί να σημαίνει είτε συνεχή κατοίκηση καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, είτε αύξηση του εποχιακού πληθυσμού, είτε ακόμη συνδυασμό και των δύο. Τα βοτανικά κατάλοιπα μαρτυρούν ότι το σπήλαιο κατοικούνταν σίγουρα
30
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 41illl
την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, αλλά ίσως όχι και το χειμώνα. Η απουσία βέβαια στοιχείων για την κατοίκηση στη διάρκεια του χειμώνα δεν μας οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι δεν κατοικείτο κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής. Επίσης θα υπήρχε η δυνατότητα να αποθηκεύουν φυτά και για χειμε ρινή τροφή, καθώς και η δυνατότητα να καταναλώνουν χειμερινά φυτά τα οποία βέβαια δεν άφησαν ίχνη, ακριβώς γιατί θα πρέπει να ήταν πράσινα χόρτα, ρίζες και βολβοειδή μέρη φυτών. Άλλωστε και οι αναλύσεις των θαλάσσιων οστράκων ενισχύουν την άποψη ότι το Φράγχθι κατοικείτο και κατά το χειμώνα, διότι απ' αυ τές προέκυψε ότι οι άνθρωποι συνέλεγαν δύο είδη θαλάσσιων οστρέων και τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Στο Φράγχθι βρέθηκε και ποσότητα μαλακίων, καθώς κατά τη Μεσολιθική εποχή η γραμμή της ακτής ήταν περίπου 2 χλμ. βορειοδυτικά και ένας ποταμός διέ σχιζε μια παράλια πεδιάδα και χυνόταν κάτω από το σπήλαιο, στον κόλπο της Κοι λάδας. Ακριβώς σ' αυτό το σημείο παρατηρήθηκε η ποσότητα των μαλακίων. Ο αριθμός των θαλάσσιων μαλακίων αυξάνεται πολύ κατά την Κατώτερη Μεσολιθι κή εποχή σε σχέση με την Παλαιολιθική. Οι κάτοικοι του σπηλαίου Φράγχθι για τη διατροφή τους συνέλεγαν τα όστρεα, των οποίων η θρεπτική αξία ήταν μεγάλη. Παρατηρείται εντατική συλλογή τόσο οστρέων όσο και χερσαίων σαλιγκαριών. Η παρουσία των τελευταίων σημαίνει ότι οι κλιματικές συνθήκες ήταν θερμές και υγρές. Επίσης χρησιμοποιούσαν τα όστρεα στην κόσμηση, ενώ αναφέρονται και διατρυπημένα μεσολιθικά όστρεα. Όσον αφορά τη λιθοτεχνία, στο Φράγχθι κατά την Κατώτερη Μεσολιθική επο χή δεν φαίνεται κάποια πολιτιστική διακοπή από την Ανώτερη Παλαιολιθική. Πα ρατηρούνται εργαλειακά σύνολα σε φολίδες, αφθονία οδοντωτών εργαλείων* και εγκοπών,* τεμαχίων με γραμμική επεξεργασία, ισχνή αναλογία ή απουσία λεπίδων με στομωμένη ράχη* καθώς και γεωμετρικών μικρολίθων*. Αντίθετα, κατά την Ανώτερη Μεσολιθική εποχή παρατηρείται αφθονία γεωμετρικών μικρολίθων (κυ ρίως τραπεζίων), λεπίδων με στομωμένη ράχη. Ο εργαλειακός μικρολιθικός εξοπλι σμός της εποχής συνδέεται με το ψάρεμα. Αυτή την εποχή αυξάνονται οι αλιευτικές δραστηριότητες. Επίσης παρατηρείται έντονη χρήση του οψιανού, υλικού πολύ ανώτερου ποιοτικά από το χαλαζία, που προέρχεται από τη Μήλο και επιβεβαιώνει ότι ο μεσολιθικός άνθρωπος μπορούσε να ξανοιχτεί στο πέλαγος και να καλύψει τα 150 χλμ. θάλασσας που χωρίζουν τη Μήλο από το Φράγχθι. Αυτό το γεγονός μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι σημειώθηκε βελτίωση και στη ναυσιπλο"ία. Εξάλλου κατά την Τελική Μεσολιθική εποχή στο Φράγχθι παρατηρείται στα εργαλειακά σύνολα μικρή ποσότητα ή και απουσία λεπίδων με στομωμένη ράχη και γεωμετρικών μικρολίθων. Γενικότερα, παρατηρούμε ως προς τα εργαλειακά σύνολα ομοιότητα με αυτά της Κατώτερης Μεσολιθικής εποχής. Οι μεταβολές των λίθινων εργαλειακών συνόλων που διαπιστώνουμε μέσα στην ίδια τη Μεσολιθική εποχή στο Φράγχθι φαίνεται να συνδέονται άμεσα με αλ λαγές στην εκμετάλλευση του περιβάλλοντος, στις οικονομικές και τεχνικές δραστηριότητες, στη διάρκεια της κατοίκησης της θέσης και στο ρόλο της στον κύκλο του έτους. Το ψάρεμα γίνεται πιο αποδοτικό, διότι όπως φαίνεται από τα
31
� m z@i@@@mm & n
n
ιΜ
ιna
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
οο
χοντρά ψαροκόκαλα ( σπονδύλους) που ήρθαν στο φως και ανήκουν σε ψάρια (Thunnus Thynnus) που πρέπει να ήταν οι σημερινοί τόνοι, οι οποίοι συνήθως ζυ γίζουν πάνω από 100 κιλά και βρίσκονται μόνο στο πέλαγος, ο μεσολιθικός άν θρωπος ήξερε την «αλιεία ανοικτής θαλάσσης». Συνεπώς πρέπει να υποθέσουμε ότι οι δραστηριότητες σε μια ομάδα όπου το ψάρεμα του τόνου παίζει έναν σημα ντικό ρόλο (λόγω των δυνατοτήτων αποθήκευσης που προσφέρει) είναι διαφορε τικές από αυτές των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που ψαρεύουν περιστασιακά. Μέχρι τώρα από το Φράγχθι έχουμε το μεγαλύτερο σύνολο σκελετών στον ελ ληνικό χώρο όπου, εκτός από εννέα ταφές, βρέθηκαν και δύο καύσεις νεκρών και πολλά διεσπαρμένα ανθρώπινα οστά. Διαπιστώθηκε, μάλιστα, ότι οι περισσότερες χρονολογούνται στην Κατώτερη Μεσολιθική εποχή. Η περίπτωση του σπηλαίου του Uzzo της Σικελίας παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το σπήλαιο Φράγχθι. Ένας από τους καλύτερα διατηρημένους σκελετούς στο Φράγχθι μοιάζει με τους δυτικοευρωπαϊκούς της Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής. Είναι ο αρχαιότε ρος σκελετός του ελλαδικού χώρου που φαίνεται ότι έτυχε ιδιαίτερης φροντίδας από τους οικείους του. Ανήκει σε άνδρα 25-29 ετών που είχε σκοτωθεί από χτύπη μα στο κρανίο και ήταν θαμμένος σε έναν αβαθή λάκκο κοντά στο στόμιο του σπη λαίου. Βρέθηκε σε συνεσταλμένη στάση με τα χέρια του επάνω στο στήθος ενώ πάνω στην κοιλιά του είχαν τοποθετηθεί πολλοί μικροί λίθοι. Δίπλα στο σκελετό βρέθηκε τέφρα που πιθανώς ανήκε σε εστία και χρονολογήθηκε στο 9260 ±140 π.Χ. Επίσης μια άλλη ποσότητα τέφρας περιείχε οστά ζώων, ενώ και άφθονα χερ σαία σαλιγκάρια ολόκληρα ή θραυσμένα βρέθηκαν στη γη γύρω από το σκελετό και ιδιαίτερα κάτω από τις πέτρες που κάλυπταν το σώμα. Οι ερευνητές ξεχώρι σαν δύο είδη, άλλο στη σπονδυλική στήλη και άλλο στον αριστερό αστράγαλο, που φαίνεται ότι δεν ανήκουν στα είδη που υπήρχαν στο σπήλαιο, αλλά ήρθαν από αλ λού με σκοπό να προσφερθούν στον νεκρό ως τροφή ή διακόσμηση. Γεγονός είναι ότι η ταφή γινόταν στο μέρος του σπηλαίου που χρησιμοποιείτο για κατοίκηση. Ο μεγάλος αριθμός οστράκων και η μεγάλη ποσότητα στάχτης γύρω από το σκελετό μπορεί να αποτελούσαν κατάλοιπα εθίμων που ήταν μέρος της ταφής. Όσο για το θέμα της καύσης των νεκρών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα τυχαίο γεγονός. Τα απανθρακωμένα ανθρώπινα οστά από το Φράγχθι δείχνουν μια προ σχεδιασμένη διαδικασία που απαιτούσε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο, ποσότητες καύσιμης ύλης, εμπειρία και διαρκή προσπάθεια. Εκτός από τις ταφές και την καύση, βρέθηκαν σκορπισμένα οστά τα οποία θε ωρήθηκαν ενδείξεις κάποιας αναταραχής των στρωμάτων στο Φράγχθι παρά κα τάλοιπα ειδικών εθίμων. Όπως φαίνεται, ο τρόπος ταφής καθοριζόταν από το ρόλο ή τη θέση που κατεί χε ο νεκρός μέσα στην κοινότητα, αλλά και από τις διαφορετικές συνθήκες θανά του. Ένα πλήθος εθνογραφικών στοιχείων έχουν καταγραφεί, π.χ., από την Αλά σκα, τη Σιβηρία κ.λπ. Επίσης στο σπήλαιο βρέθηκαν ίχνη ώχρας σε χειρόμυλους που υποτίθεται ότι τους χρησιμοποιούσαν για να ετοιμάσουν χρώματα με τα οποία θα διακοσμούσαν το σώμα ή θα έβαφαν τα ρούχα του νεκρού. Η ώχρα και τα όστρακα παραπέμπουν σε κάποιο είδος κόσμησης που χρησιμοποιήθηκε ίσως για να υπογραμμίσει τις κοινωνικές διακρίσεις.
32
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
Επομένως, το σπήλαιο Φράγχθι, με τα υλικά του κατάλοιπα, μας βοηθά να ανα παραστήσουμε τον τρόπο διαβίωσης και να παρακολουθήσουμε την πολιτισμική εξέλιξη της Μεσολιθικής εποχής στον ελληνικό χώρο. Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 1 Λαμβάνοντας υπόψη σας όσα έχετε διδαχθεί για το σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας και με λετώντας προσεκτικά αυτά που αναφέρει μεταξύ άλλων ο Tracey Cullen για το σπήλαιο Uzzo στη Σικελία (Παράρτημα 2, Κείμενο 1), θα ήταν πολύ χρήσιμο να περιγράψετε συνο πτικά σε ένα κείμενο τις ομοιότητες που παρατηρείτε. Επίσης, αν εντοπίσετε κάποια διαφο ρά, αιτιολογήστε την άποψή σας με όσο πιο τεκμηριωμένο τρόπο μπορείτε. Ορισμένες κα τευθύνσεις για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
<Ι
33
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
--���'�&.�W<�$M!�@MiiW&@�¾'W�R����®-��-.��
Σύνοψη Ενότητας Όπως είδαμε σε αυτή την ενότητα, η Παλαιολιθική εποχή διαιρείται σε τρία στάδια: • Το πρώτο στάδιο, η Πρώιμη Παλαιολιθική, είναι μεγαλύτερο σε διάρκεια από τα άλλα δύο και χαρακτηρίζεται από τον έλεγχο των βασικών αρχών κατεργα σίας του λίθου. • Το δεύτερο στάδιο είναι η Μέση Παλαιολιθική, κατά την οποία εμφανίζονται ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς. • Το τρίτο στάδιο, η Ύστερη Παλαιολιθική, είναι μικρότερης διάρκειας από τα προηγούμενα και κατά τη διάρκειά του γίνεται καλύτερη εκμετάλλευση των λίθινων πρώτων υλών. Την πολιτισμική εξέλιξη της Παλαιολιθικής εποχής στον ελληνικό χώρο πα ρακολουθούμε μέσα από τα υλικά κατάλοιπα της βραχοσκεπής της Μπο"ϊλας, που ανήκει στην Ύστερη Ανώτερη Παλαιολιθική (14000-10000 χρόνια Π.Σ.). Η θέση της ως «γέφυρας» από και προς το βιότοπο της δυτικής Πίνδου είναι μεγά λης σημασίας, πάντα σε συνδυασμό και με τις άλλες παλαιολιθικές θέσεις της Ηπείρου (Κλειδί, Μεγαλάκκος, Καστρίτσα, Ασπροχάλικο κ.ά.). Η Μεσολιθική εποχή, που ακολουθεί τη Νεότερη Παλαιολιθική και προηγεί ται της Νεολιθικής, περιλαμβάνει τους μεταπαγετώδεις πολιτισμούς των κυνη γών-τροφοσυλλεκτών κατά το πρώιμο Ολόκαινο (10000-8000 π.Χ.). Τα όριά της εμπλέκονται με αυτά της Παλαιολιθικής. Στον ελληνικό χώρο μέχρι πρότινος αμφισβητείτο και αυτή η ύπαρξή της. Την πολιτισμική εξέλιξη της Μεσολιθικής εποχής στον ελληνικό χώρο την παρακολουθήσαμε μέσα από τα υλικά κατάλοιπα του σπηλαίου Φράγχθι Αργολί δας όπου πιστοποιείται ανθρώπινη κατοίκηση εδώ και 25.000 χρόνια. Τα αρχαιο λογικά κατάλοιπα του σπηλαίου μας δίνουν μια αρκετά καλή εικόνα του τρόπου διαβίωσης και των δραστηριοτήτων κατά την εποχή αυτή.
34
11
_______________
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
"'_.,.
1
Ενότητα 1.2
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΕΙΙΟΧΗ Σκοπ6ς της εν6τητας αυτής είναι να προσδιορίσει το χρονολογικ6 πλαίσιο μέ σα στο οποίο αναπτύχθηκε ο νεολιθικ6ς πολιτισμ6ς στον ελληνικ6 χώρο, να πα ρουσιάσει τα κύρια χαρακτηριστικά του και να περιγράψει την εξέλιξή του με βά ση τα υλικά κατάλοιπα των δύο αντιπροσωπευτικών οικισμών της εποχής, του Σέ σκλου και του Διμηνίου της Θεσσαλίας.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της εν6τητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τις περιόδους της Νεολιθικής εποχής και τις αντίστοιχες φάσεις τους • εξηγείτε ποια αλλαγή σημειώνεται στη ζωή του ανθρώπου με το πέρασμα από την Παλαιολιθική και Μεσολιθική στη Νεολιθική και γιατί είναι τόσο σημαντική· • αιτιολογείτε γιατί ο οικισμός του Διμηνίου αντιπροσωπεύει χρονολογικά τη συνέχεια του οικισμού του Σέσκλου και μοιράζεται μαζί του μερικά χαρακτη ριστικά ως προς την οργάνωση του χώρου.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
1.2.1
Το χρονολογικό πλαίσιο και τα κύρια χαρακτηριστικά τη; Νεολιθική; εποχή;
Η Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα καλύπτει μια αρκετά μεγάλη πολιτιστική πε ρίοδο τριών και πλέον χιλιετιών. Οι νεολιθικές θέσεις που είναι γνωστές βεβαιώ νουν ότι από τις αρχές της 7ης έως το τέλος της 4ης π.Χ. χιλιετίας η κατοίκηση ήταν πυκνή, ιδιαίτερα στις πεδιάδες και τα παράλια, τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στον νησιωτικό χώρο (Εικόνα 5).
1
35
Ν
..
<( f I f0 Ζ w
Ι. S(ιιrb:w.Βοϊβοδι1,u 2. \'inC..Βόiβοδlνα 3. BubanJHum.� 4. BάQYα,BouλyaQUI 5. KaranoYO,Bouλ't'(IQkι 6. VeseLίnovo.Boι>ιyaQ{a 7. Matle&.Bo�vαQU] 8. Scalorta.lτaλfα 9. PassodlConιo. lτw.ία 10. Ren.diιιa,lmλία 11.Maln'B,l'tαλία 12.SerradΆΙιο,Ιταλfιι 13.C'ο.ιιοΒr.ιsοΜ:.Σucι-1ιlα 14.Σ:nήλnιoctι.ιuμzza.
""'""
ι 5. Podgorie.Αλβανlα Ιβ.Dιuιa11111:,Αλμαν(α ι 7. Cakrarι. Αλβαν(α 18. Maliq.Αλβαv(α 19.Κaιruιik.Αλβαν<α 2σ. Anzabcgovo, FYROM
21.Porodίn,FYROM 22. ΠαQ(1διιμιί, θQιi.κη 23.Ντuώ.fΤας,Μα.κtδον!α 24.Ιιw'ι'(!Οt.Μαιcιδονiα 25. Βασιλι.ιcιί. Μαα&νkι 26.ΚQιwο.νό., Μaοcεδοllία 27. Όλw&ος. Μαι:ι&ονkι 28. ΜάνδαΑο. Μαιιdiον(α 29.ΝtαΝι� Μαιcι:δΟ\iα 30.�Μα�α 31.ΣιδάQι.Κtgκ1ιgα 32.ΧΟΙ(!ΟσπrΙΑι.ά.λευκάδιι 33.�ια..θεοοολία. 34.ΆQγιcισα.θοοσαλ(α 35.AQ('ι,m, θεσσα1ι1α 36.Ραχμείνι.θεοσαλ€α. 3ϊ. Τσayyλί, θεοσαλία 38. Σtσιcλο. θεσοtι1Jσ 39. Δψ.ι\νι. θεσσαλUι 4.Ο JD.n-nι\Mαyo,."w:ι
Uοιωυ,θεσσ(Ιλίιι 41.D.άτt:14.Φβιώn&ι 42.ΆγwςΝι.κό).αQς, Αι�νανiα 43. ΚΨ,!Qύκι:ιον ΆvtQOV,
....,..
Σπ-
44.ΧαΙQώ-.Βmωτία 45. UfΜιά tου Klmou, Απιtdι 46. Γωνι.ή,Κοqιν6ια 47.Φφγχθι,ΑQγο1ιCδα 48.ΛbJνα,Aoyo)JOO 49. Διφς. Λακων!α 50. Πολ�όχνn,. Λftμνος: 51.Άyιος:11ttQος.ΒόQε"ιι:,; 52. Ά\'\Ο Γό.λας, Χίος: S3.Εμ�Χίσς: 54. Κι;φάΑ4.Κtα 55. ΣάΑιιιyκοι;:.Κ υιwiδtς sιι. Σπλλαιο Ζα.Νάξος
νιιοο. 57.ΓυαlLΔωδeιcά S8.Καl1ιθιtς,Νδος 59. AQxάyyd.oς. Ρόδος 60.Κνωοός:.Κφm 61.Φα«πός,ΚQΙ\m 62. TQOUU.ί, KimQoς 63. ΚuJσόwQY(l.Κόποος 64.Χοc(ιοκοι"dα.ΚύfrQΟς 65.ΚαΑαβοι;;όι;. Κ(mQ,:ις 66. Yarimbw"gaι. Touvιda 67.llllρlnar, ToUQldα 68.ΚwιιΤ�,ΤοUQΚ(α 69. Beya"sultaιι.Τοιιοιάα. 70.H&ρlar,TO\l(!ldα 71.CaηΗasιιιι.Τοι'(!Ιάα 72.ς.aιa\Hίιyilk.ToUQκin 73. Ras Shaιηra, tυοια 74. Mallaka. Ιιιvυnλ 73. Sha"ar Hηolan. Ισqαήλ
..
·· :��,{�·.··
Μ Α
..
r
Ρ
Η
•
70
ι
�
Α
7δ
•
G'
;,,: ' - ιr,
'$::- �
�� � \:) � ζj ��
ε- ......°'
ι5 �
'V\� ...:
"'
\5
� ,s6
ζj q;, ζj
ι,,:
'� �
;,,: �
"' ιΞΞ
�
!::" ο
�'-" V\ V\
� '� � � � � ' V\ ;,,: � � "' $::-
,t � ;,,: ο
� �
-
ζj :::t
ζj ;:,
;,,:
' 6 t
C)
"' 'δ' \5
ο�
Ό
�
=-
>
11')
'Q �
� �
(Ο C')
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κοιτίδες του νεολιθικού τρόπου ζωής, που υπήρξε η απαρχή της προσπάθειας του ανθρώπου να κυριαρχήσει στη φύση, εντοπίστηκαν σε περιοχές της Μέσης Ανατολής, την 8η χιλιετία π.Χ., αλλά και σε θέσεις του ελληνικού χώρου, στη Θεσ σαλία, την Αργολίδα, την Κρήτη και το βόρειο Αιγαίο, που τοποθετούνται χρονο λογικά στο πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας π.Χ. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο δεν υπάρχει κεραμική, γι' αυτό ονομάζεται ακε ραμική (6800-6500 π.Χ.). Οι επόμενες περίοδοι της Νεολιθικής εποχής στον ελλη νικό χώρο χαρακτηρίζονται κυρίως από την παρουσία της κεραμικής και είναι: • η Αρχαιότερη Νεολιθική (6500-5800 π.Χ.) (ΑΝ) Αρχαιότερη Νεολιθική Ι ή Πρώιμη Κεραμική φάση Αρχαιότερη Νεολιθική Π ή Πρωτοσέσκλο φάση Αρχαιότερη Νεολιθική ΠΙ ή Προσέσκλο φάση • η Μέση Νεολιθική (5800-5300 π.Χ.) (ΜΝ) Μέση Νεολιθική Ι ή Σέσκλο Ι φάση Μέση Νεολιθική Π ή Σέσκλο Π φάση Μέση Νεολιθική ΠΙ ή Σέσκλο ΠΙ φάση • η Νεότερη Νεολιθική (5300-4500 π.Χ.) (ΝΝ) Προδιμηνιακές φάσεις (5300-4800 π.Χ.) Διμηνιακές φάσεις (4800-4500 π.Χ) • η Τελική Νεολιθική (4500-3200 π.Χ.) (ΤΝ) Μην απογοητεύεστε! Ο λεπτομερής χρονολογικός πίνακας παρατίθεται για να σας βοηθήσει στη συνέχεια της μελέτης σας. Αυτό που θέλουμε προς το παρόν να συγκρατήσετε είναι ο διαχωρισμός σε: Αρχαιότερη, Μέση, Νεότερη και Τελική Νεολιθική. Η Αρχαιότερη και η Νεότερη Νεολιθική διαρκούν περίπου 800 χρό νια, η Μέση, που είναι η πιο σύντομη, 500 χρόνια και η Τελική 1300 χρόνια. Η Τελική Νεολιθική, όρος που πρότεινε ο C. Renfrew, χρησιμοποιήθηκε για τη Νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου και αντιστοιχεί περίπου με τη Χαλκολιθι κή περίοδο, η οποία αποτελεί το μεταβατικό στάδιο από τη Νεολιθική εποχή στην εποχή του Χαλκού. Στις διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου χρησιμοποιούν άλλους όρους και υποδιαιρέσεις της Νεολιθικής, διότι, π.χ., στη Νότια Ελλάδα και στα νησιά δεν έχουμε πολλές θέσεις που να έχουν ανασκαφεί νεολιθικές επιχώσεις μεγάλου πά χους, όπως συμβαίνει στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Σύμφωνα πάντως με τις γεωαρχαιολογικές έρευνες, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Από το τέλος της τε λευταίας παγετώδους περιόδου, γύρω στο 8000 π.Χ., και κατά τη διάρκεια της Νε ολιθικής εποχής παρατηρήθηκε άνοδος της στάθμης της θάλασσας. Μικρές χερ σόνησοι μετατράπηκαν σε νησιά, όπως, π.χ., ο Άγιος Πέτρος Αλοννήσου. Αλλού πάλι παρατηρήθηκε μεταβολή της στάθμης της θάλασσας, π.χ. στο Φράγχθι Αργο λίδας, όπου νεολιθικά στρώματα βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα. Σήμερα στον κόλπο του Βόλου, στη Μαγνησία, η ακτογραμμή έχει απομακρυνθεί από αυτή της Νεολιθικής εποχής, π.χ. το Διμήνι βρισκόταν πολύ πιο κοντά στη θάλασσα απ' ό,τι στις μέρες μας.
1
37
"1
�
lk�"t�����------------------ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Αλλά και η επιφάνεια του εδάφους έχει ανέβει πολλά μέτρα λόγω διάβρωσης των ορεινών περιοχών και των αλλουβιακών αποθέσεων (προσχώσεις από νερά βροχής, ποταμού ή θαλάσσης). Έτσι, μπορούμε να σκεφτούμε ότι οικισμοί που κατοικήθηκαν κατά τις πρώιμες περιόδους της Νεολιθικής εποχής ίσως βρίσκο νται, τώρα, κάτω από την επιφάνεια της πεδιάδας. Όσο για το κλίμα του ελληνικού χώρου κατά τη Νεολιθική εποχή, πρέπει να ήταν παρόμοιο με το δικό μας, πιθανόν λίγο πιο ψυχρό και υγρό. Σύμφωνα με τα δεδομένα παλυνολογικών αναλύσεων (μελέτες της γύρης, πληροφορίες για τη χλωρίδα που επικρατεί στο ευρύτερο περιβάλλον μιας περιοχής) και υπολειμμά των φυτών, φαίνεται ότι το κλίμα ήταν μεσογειακό με βροχερούς χειμώνες και ξη ρά, θερμά καλοκαίρια. Από το κλίμα επηρεάζεται τόσο η βλάστηση όσο και η γεωργική παραγωγή. Πυκνά δάση από βαλανιδιές, φτελιές, μελίες* και φουντουκιές κάλυπταν περιο χές που σήμερα είναι γυμνές. Στην Ανατολική και τη Νότια Ελλάδα κυριαρχούσε η θαμνώδης βλάστηση. Γι' αυτόν το λόγο, σύμφωνα με την άποψη μερικών ερευνη τών, παρατηρήθηκε πυκνή κατοίκηση στο ανατολικό τμήμα του ελληνικού χώρου (Μακεδονία, Θεσσαλία, Ανατολική Στερεά, ΒΑ Πελοπόννησο), επειδή οι θαμνώ δεις και αραιές δασικές εκτάσεις στα νότια και τα ανατολικά διευκόλυναν τους πρώτους γεωργοκτηνοτρόφους να προχωρήσουν σε εκχέρσωση και ανάπτυξη της καλλιέργειας. Κατά τη Νεολιθική εποχή σημειώνεται μια πολύ σημαντική αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων: δεν εξασφαλίζουν τώρα πια τη διατροφή τους με την τροφοσυλλο γή και το κυνήγι αλλά μαθαίνουν τον τρόπο να παράγουν μόνοι τους την τροφή τους με την καλλιέργεια της γης και την εξημέρωση των ζώων (παραγωγικό στά διο). Συνέπεια αυτής της σημαντικής αλλαγής είναι η δημιουργία μόνιμης κατοι κίας σε έναν συγκεκριμένο χώρο, άρα ο σχηματισμός οικισμών και στη συνέχεια μικρών πόλεων. Η σύγχρονη έρευνα, στηριζόμενη στις ομοιότητες με την Εγγύς Ανατολή, φαί νεται να αναζητά εκεί την προέλευση αυτού του τρόπου ζωής. Η διάδοσή του στον ελληνικό χώρο πρέπει να πραγματοποιήθηκε με εποικισμό ή με βαθμιαία διάδοση των νέων τρόπων ζωής σε πληθυσμούς που προϋπήρχαν, διαμέσου γνωστών δρόμων, αφού η ναυσιπλοΐα ήταν γνωστή στο χώρο του Αιγαίου ήδη από την Ανώτερη Παλαιολιθική εποχή. Υπάρχουν, όμως, και διαφορετικές απόψεις για το θέμα αυτό. Οι πρόσφατες έρευνες στην Εγγύς Ανατολή απέδειξαν το αδόκιμο του όρου «Νεολιθική Επανάσταση» που είχε διατυπώσει ο G. Childe στο παρελθόν, μια και το πέρασμα στον νέο τρόπο ζωής δεν έγινε απότομα αλλά βαθμιαία και με αργό ρυθμό. Η Ακεραμική περίοδος στον ελληνικό χώρο παρουσιάζει όλα τα στοιχεία της νέας οικονομίας. Στον τομέα της οικιστικής χαρακτηριστικά είναι τα ορύγματα και οι υποδοχές ξύλινων δοκαριών στη γη, οι εστίες, αλλά και τα δάπεδα στρωμέ να με χαλίκι καθώς και οι βόθροι (αποθήκες). Στον τομέα της γεωργίας, ανακαλύ πτονται όσπρια και απανθρακωμένα δημητριακά, ενώ σε εκείνον της κτηνοτρο φίας σκελετικό υλικό εξημερωμένων ζώων, αιγοπροβάτων, βοοειδών και χοίρων.
38
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κατά τη Νεολιθικ11 εποχή τα σπίτια αλλά και τα σπήλαια χρησιμοποιούνταν για μόνιμη ή εποχική κατοικία, τόσο ως καταφύγια όσο και ως αποθήκες αγαθών. Οι πρώτοι γεωργοκτηνοτρόφοι κατά την Α.Qχαιότερη Νεολιθική εγκαταστάθηκαν κο ντά σε ποτάμια, ρέματα και πηγές, μάλλον σε περιορισμένη έκταση. Τα σπίτια ήταν πασσαλόπηκτες καλύβες. Κατά τη Μέση Νεολιθική τα σπίτια κατασκευάζο νταν με λιθόκτιστα θεμέλια και πλίνθινους τοίχους. Τα υλικά δομής και η μορφή της κατοικίας εξαρτούνταν από τις ανάγκες των νεολιθικών ανθρώπων αλλά και από τη θέση των οικισμών. Τα σπίτια ήταν μονόχωρα με εστία ενώ φούρνοι και άλ λοι βοηθητικοί χώροι βρίσκονταν έξω απ' αυτά. Τους οικισμούς περιέβαλλαν τά φροι και κτιστοί περίβολοι. Σημαντική αύξηση των οικισμών παρατηρείται κατά τη Νεότερη Νεολιθική στα πεδινά, μάλλον λόγω της αύξησης της καλλιέργειας της γης, ενώ κατά την Τελική Νεολιθική οι οικισμοί μετατοπίζονται στα παράλια, γε γονός που φανερώνει σημαντική ανάπτυξη των σχέσεων και των ανταλλαγών δια μέσου των θαλάσσιων οδών. Όσο για τα έθιμα ταφής των νεολιθικών ανθρώπων, αυτά υποδηλώνουν σεβα σμό στους νεκρούς και πίστη στη συνέχεια της ζωής και μετά θάνατον. Η μόνιμη εγκατάσταση και η ανάπτυξη των κοινοτήτων με πυρήνα το «νοικο κυριό» είχε ως αποτέλεσμα να εδραιωθεί και ο θεσμός της οικογένειας. Έτσι δη μιουργούνται κοινωνικοί και κοινοτικοί θεσμοί καθώς και άγραφοι θεσμοί, όπως ο θεσμός της ατομικής ιδιοκτησίας αλλά και αυτός της κοινοτικής ιδιοκτησίας, αξίες που ισχύουν μέχρι σήμερα. Ως ιδιόκτητα περιουσιακά στοιχεία πρέπει να θεωρηθούν τα υλικά αγαθά, όπως εργαλεία, όπλα, αγγεία, σκεύη, ενδύματα, είδη κόσμησης αλλά και τρόφιμα, πιθάρια, οικήματα και οικόσιτα ζώα. Στην κοινότητα μάλλον ανήκαν αγαθά ευρύτερης σημασίας, που εξυπηρετούσαν το σύνολο, όπως χωράφια, αποθήκες όπου έβαζαν τις σοδειές τους, κοπάδια παραγωγικών ζώων, σπήλαια και πλωτά μέσα κ.λπ. Εξάλλου, οι νέες συνθήκες παραγωγής και ιδιαίτερα η μόνιμη εγκατάσταση οδήγησαν τον άνθρωπο να επινοήσει τη χρήση του πηλού για την εξυπηρέτηση των καθημερινών του αναγκών. Ο πηλός χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη. Με κα τάλληλη επεξεργασία που εφηύρε, ο νεολιθικός άνθρωπος τον έπλασε και τον έψησε, του έδωσε σχήματα και όγκους και κατασκεύασε με αυτόν πάρα πολλά εί δη αγγείων, σκευών, ειδωλίων και ομοιωμάτων. Μεταξύ των πολύ σημαντικών κατακτήσεων του νεολιθικού ανθρώπου συγκα ταλέγεται η τεχνική εξειδίκευση που παρατηρείται στην κτηνοτροφική παραγω γή, στους τρόπους καλλιέργειας αλλά και στον εργαλειακό εξοπλισμό. Όσο για την παραγωγή αντικειμένων, αυτή δημιουργείται και αναπτύσσεται στη βάση της οικοτεχνίας με σκοπό την απόκτηση και τη διάθεση ειδών κεραμικής, υφαντικής, καλαθοπλεκτικής, εργαλειοτεχνικής και ναυπηγικής. Αυτά με την παραδοσιακή εμπειρία από τη μια γενιά στην άλλη, αλλά και από τεχνίτη σε τεχνίτη καταλήγουν σε επαγγελματική ειδίκευση. Η πιο σπουδαία εφεύρεση του νεολιθικού πολιτισμού κατά τη διάρκεια της τε λευταίας περιόδου, δηλαδή της Τελικής Νεολιθικής, αποτελεί η πυροτεχνολογία για τη χρήση του χαλκού με σκοπό την κατασκευή εργαλείων και όπλων.
1 1
39
1
;,�mtrmmι
�
*
ι
t
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
�����
Γενικότερα, όσον αφορά τους νεολιθικούς οικισμούς, κάνουν την εμφάνισή τους κυρίως στα πεδινά μέρη και έχουν τη μορφή χαμηλών εξαρμάτων του εδά φους. Το ύψος τους ανέρχεται σε 2-3 μέτρα και η διάμετρός τους είναι 150-200 μ. Τα εξάρματα αυτά είναι αποτέλεσμα της συγκέντρωσης με το πέρασμα του χρόνου διαδοχικών στρωμάτων κατοίκησης. Στη Μακεδονία είναι γνωστά συνήθως με το όνομα «τούμπα», ενώ στη Θεσσαλία χρησιμοποιείται η λέξη «μαγούλα». Στη Θεσσαλία, και μάλιστα στην περιοχή της Μαγνησίας η αρχαιολογική έρευ να συμπλήρωσε περίπου εκατό χρόνια από τότε που ο Χρήστος Τσούντας έφερε στο φως τους δύο οικισμούς, το Σέσκλο και το Διμήνι, που αποτελούν ακόμη στις μέρες μας το θεμέλιο της θεσσαλικής προϊστορίας.
1.2.2
Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Νεολιθική εποχή
Οι οικισμοί Σέσκλου και Διμηνίου Οι λόγοι για τους οποίους επιλέξαμε τους οικισμούς του Σέσκλου και του Διμηνί ου ως δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα για να παρουσιάσουμε την πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Νεολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο είναι οι εξής: • παραμένουν ακόμη και σήμερα οι οικισμοί που γνωρίζουμε καλύτερα σε έκτα ση· • «σημάδεψαν» τόσο πολύ τη θεσσαλική προϊστορία, ώστε έδωσαν το όνομά τους σε μεγάλες περιόδους της: το Σέσκλο στη «Μέση Νεολιθική» («Πολιτι σμός του Σέσκλου» ), 6η χιλιετία, και το Διμήνι στη «Νεότερη Νεολιθική» («Πολιτισμός του Διμηνίου»), 5η χιλιετία· • μας δίνουν σαφείς και σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση του χώρου, της οικονομίας και των δραστηριοτήτων όσον αφορά την παραγωγή και την πρακτική της διακοσμητικής, της ειδωλοπλαστικής, της κοσμηματοποιίας και των ταφικών εθίμων. Ο οικισμός του Σέσκλου Η περιοχή του Σέσκλου βρίσκεται 15 χλμ. νοτιοδυτικά του Βόλου (βλ. Εικόνα 5). Ο οικισμός βρίσκεται επάνω σε αναβαθμίδα του Τριτογενούς (γεωλογικός αιώ νας, βλ. Πίνακα 1). Οι νεολιθικοί άνθρωποι επέλεξαν τη θέση αυτή γιατί υπήρχε άφθονο νερό και το έδαφος ήταν κατάλληλο για καλλιέργεια. Επίσης, μπορούσαν εύκολα να πλησιάσουν τους υψηλούς λόφους που βρίσκονταν γύρω από τον οικι σμό, τις εκτάσεις στα βορειοδυτικά του, την παραλιακή πεδιάδα του Βόλου, το Πή λιο αλλά και τη θάλασσα που απέχει λιγότερο από μία ώρα με τα πόδια. Ο κύριος κορμός του οικισμού αναπτύχθηκε σε ένα αντέρεισμα που κατεβαί νει από τα δυτικά προς τα ανατολικά και το ορίζουν από τα βόρεια και τα νότια δύο ρέματα που σήμερα έχουν νερό όλο το χρόνο. Πρόκειται για τη «Λεύκα» και το «Σουληνάρι». Αυτά έχουν διαβρώσει τη θέση και έχουν παρασύρει σημαντικό μέρος της. Το αντέρεισμα περίπου στο μέσο της περιοχής που κατοικείται σχημα-
40
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τίζει έναν αυχένα. Το νοτιοανατολικό τμήμα του αυχένα σχηματίζει μια χαρακτη ριστική έξαρση, η οποία οδήγησε, λόγω του ύψους της, τον Χρ. Τσούντα να ονομά σει το τμήμα αυτό του οικισμού «Ακρόπολη» και να θεωρήσει τους λιθόχτιστους τοίχους του οχυρωματικές κατασκευές (Τσούντας, 1908, σ. 69-70, 75-79). Η «ακρό πολη» ονομάζεται σήμερα Καστράκι και απέχει δέκα λεπτά της ώρας από το χω ριό Σέσκλο. Στη δυτική πλευρά του αυχένα του αντερείσματος το 1971 οι ανασκαφές του Δημ. Θεοχάρη έφεραν στο φως σημαντικά λείψανα του οικισμού. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ακόμη πιο πολύ την άποψη για το χαρακτηρισμό των λειψάνων, που απο κάλυψε ο Χρ. Τσούντας, ως «ακρόπολης» (Θεοχάρης Δ., 1973, σ. 65). Έτσι, «ακρόπολη» ονομάζεται το μέρος που έσκαψε ο Χρ. Τσούντας, ενώ «πόλη» είναι τα ευρήματα που ήρθαν στο φως από τον Δ. Θεοχάρη. Νεολιθικά σπίτια, όμως, βρέθηκαν και πέρα από τα ρέματα, έξω από το αντέρεισμα. Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Σέσκλο γύρω στα μέσα της 7ης χιλιε τίας π.Χ. Όπως αποδείχθηκε, εκτός από μερικά χρονικά διαστήματα, η ζωή εδώ συνεχίστηκε μέχρι τη 2η χιλιετία. Στη συνέχεια ο οικισμός εγκαταλείφθηκε. Ακεραμική εποχή Γύρω στα μέσα της 7ης π.Χ. χιλιετίας ιδρύθηκε ένας μικρός οικισμός που στηριζό ταν στη γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Αυτή η αρχική εγκατάσταση χαρακτηρί στηκε «ακεραμική» από τον Δ. Θεοχάρη, όμως τα στοιχεία που έχουμε στη διάθε σή μας είναι λίγα και αμφισβητούμενα. Οικήματα της Ακεραμικής βρέθηκαν τόσο μέσα όσο και έξω από την «ακρόπολη». Αρχιτεκτονική: μέσα στην «ακρόπολη» του Σέσκλου βρέθηκαν στο στερεό έδαφος αβαθή ορύγματα, τάφροι για λεπτό θεμέλιο κάποιου πιθανώς τετράπλευ ρου σπιτιού, κυκλικοί λάκκοι και λείψανα πηλού συμπαγούς που πιθανότατα θα τον χρησιμοποιούσαν για το τοίχωμα ενός οικήματος. Σύμφωνα με τον Δ. Θεοχάρη, τα οικήματα ήταν καλύβες από φθαρτά υλικά, με δάπεδο συνήθως σκαμμένο στο στε ρεό έδαφος και σχήμα μάλλον ωοειδές παρά τετράπλευρο. Οικήματα της Ακεραμι κής ήρθαν στο φως και εκτός της «ακρόπολης», σε απόσταση 125 μ. από το Β.Α. άκρο της, τα οποία μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι ο αρχικός οικισμός είχε ακό μη μεγαλύτερη έκταση και ότι πρόκειται για μόνιμο συνοικισμό και όχι για καλύβες εποχικές κοντά στα χωράφια και τους βοσκοτόπους. Άλλωστε τις ίδιες θέσεις χρη σιμοποίησαν και στην επόμενη, δηλαδή την Αρχαιότερη Νεολιθική εποχή. Ευρήματα: τα ευρήματα είναι κομμάτια λεπίδων από πυριτόλιθο και οψιανό, πέτρινα και οστέινα εργαλεία, απανθρακωμένοι καρποί δημητριακών και οσπρίων και οστά ζώων. Χαρακτηριστικά από το Σέσκλο είναι τα σχηματοποιη μένα πήλινα ειδώλια που υπάρχουν και στην αρχή της επόμενης φάσης. Οικονομία: υπάρχουν στοιχεία που συνδέουν την Ακεραμική με τις επόμενες εποχές της Νεολιθικής. Πιστοποιείται εξημέρωση αιγοπροβάτων και άλλων ζώων και καλλιέργεια δημητριακών και οσπρίων. Η γενική εικόνα της Ακεραμικής στο Σέσκλο είναι η ίδια με εκείνη της Άργισσας στην περιοχή της Λάρισας, ενώ και σε άλλες τρεις θέσεις της Θεσσαλίας (Σουφλί
1
41
11
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Μαγούλα, Αχίλλειο, Γεντίκι) τα στρώματα της εποχής επιβεβαίωσαν με ελαφρές παραλλαγές την εικόνα που έδωσε η περιοχή του Σέσκλου. Σε όλες αυτές τις θέσεις, δηλαδή αμέσως μετά το ακεραμικό στρώμα, ακολουθούσε άλλο με την αρχαιότερη μονόχρωμη κεραμική φάση, χωρίς εμφανή αλλαγή ή διακοπή της εξέλιξης. Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδος Η περίοδος αυτή είναι προγενέστερη της Μέσης Νεολιθικής ή «πολιτισμού του Σέσκλου». Ο οικισμός τώρα αναπτύσσεται σε μεγαλύτερη έκταση, χωρίς να είναι πολύ καλά γνωστός ο χαρακτήρας του. Φαίνεται ότι κάλυπτε την «ακρόπολη» (Σέ σκλο Α), που δεν ήταν αποχωρισμένη από τα γύρω αλλά αποτελούσε ένα ακραίο τμήμα τους, και την ευρύτερη περιοχή (Σέσκλο Β και Σέσκλο Γ), που κατοικήθηκε πιο συστηματικά κατά τη Μέση Νεολιθική εποχή (Εικόνα 6). Ο οικισμός ήταν απλωμένος χωρίς να έχει την όψη «μαγούλας». Υπήρχαν άφθονο νερό και δάση στα γύρω βουνά. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στον οικισμό Αχίλλειο των Φαρσά λων, ο οποίος βρισκόταν σε σχετικά ψηλή περιοχή κοντά στις πλαγιές των βουνών. Αρχιτεκτονική: στην αρχιτεκτονική έχουμε μια ποικιλία τεχνικών και κατα σκευών. Τα κτίσματα ήταν τετράπλευρα, κτισμένα με πηλόδομους τοίχους (pis) και ξύλα (βρέθηκαν οπές μικρών πασσάλων για χωρίσματα) ενώ υπήρχαν και κτί σματα με λίθινα θεμέλια. Τα πασσαλόπηκτα οικήματα είναι γνωστά και από άλ λες θέσεις, όπως από τη Ν. Νικομήδεια. Παρατηρούμε ότι οι κάτοικοι κρατούν τις παραδόσεις, αλλά δημιουργούν και νέες, χωρίς, όμως, να έχουν καταλήξει σε σταθερούς τύπους. Από τα λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα της Αρχαιότερης Νεολιθικής διαπιστώ νουμε ότι η κατοίκηση δεν κάλυπτε όλη την έκταση και δεν ήταν πυκνή. Υποθέτου με ότι τα οικήματα στο Σέσκλο βρίσκονταν σε αραιές αποστάσεις και οι ανοιχτοί χώροι που δημιουργούνταν ανάμεσά τους χρησίμευαν για τις διάφορες δραστη ριότητες των κατοίκων, όπως την προετοιμασία της τροφής, αλλά και άλλες που σχετίζονταν με την οικοτεχνία. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στο Αχίλλειο. Ευρήματα: ως προς τον εξοπλισμό και την τεχνική βλέπουμε ότι στη λιθοτε χνία κυριαρχούν οι λεπίδες. Υπάρχουν λειασμένα και στιλβωμένα λίθινα εργα λεία (πελέκεις, αξίνες ή σμίλες) που συνεχώς εξελίσσονται. Τα σφονδύλια βεβαι ώνουν την ύπαρξη υφαντικής, ενώ παρατηρούμε καλύτερη κατεργασία του οστού. Όλα τα εργαλεία ήταν ιδιαίτερα φροντισμένα. Η αγγειοπλαστική μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τη ζωγραφική και τη διακοσμητική της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Τα αγγεία εκτός από χρη στικά είναι και αντικείμενα ιδιαίτερης αξίας για τους κατόχους τους. Παρουσιά ζονται αγγεία καλής ποιότητας. Το πιο συνηθισμένο σχήμα αγγείων της φάσης αυ τής είναι ο σκύφος. Εμφανίζεται η γραπτή διακόσμηση, ενώ υπάρχει και η πλαστι κή διακόσμηση με τη μορφή μικρών αποφύσεων. Χαρακτηριστικά είναι τα λεγό μενα μελανοστεφή* (black topped). Επίσης παρουσιάζεται η εγχάρακτη διακό σμηση που γίνεται με τα νύχια (nail impressions) ή με τσιμπήματα με τα δύο δάχτυ λα και βαθύτερες νυχιές (barbotin) και με διάφορα μηχανικά μέσα (με φτερό ή κόκαλο πτηνού, με θαλάσσιο όστρεο cardium). Γενικότερα παρατηρούμε ότι
42
1
1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟικίεςΒΑ πλευράς
1
M't&m ,
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
��'�W@t'f}������
υπάρχει στην κεραμική μια συνέχεια και μια εξέλιξη κατά τη διάρκεια της Αρχαι ότερης Νεολιθικής. Τα νεολιθικά ειδώλια ως «μικρές εικόνες» της πραγματικότητας αναπαριστούν το έμψυχο (ειδώλια ζώων κ.ά.) και το άψυχο (πήλινες τράπεζες κ.ά.) περιβάλλον του ανθρώπου, αλλά και τον ίδιο. Επιπλέον στοιχεία για τη διακοσμητική της περιόδου μας δίνουν οι πήλινες ή λίθινες σφραγίδες, μερικές από τις οποίες είναι σφραγίδες ιδιοκτησίας, όπως βε βαιώνει η παρουσία της οπής για το κρέμασμα στο λαιμό που συνηθιζόταν. Τα κο σμήματά τους ( απλές, επάλληλες, τεθλασμένες γραμμές) τα δανείζονται από την υφαντική και την πλεκτική. Οικονομία: η οικονομία βασιζόταν στην εξημέρωση και καλλιέργεια των ίδιων ζώων και φυτών αντίστοιχα, δηλαδή στα αιγοπρόβατα και στα δημητριακά, αλλά και στα όσπρια που ήταν τα βασικά είδη διατροφής. Οι άνθρωποι θα πρέπει να μην ήταν μόνο γεωργοκτηνοτρόφοι, εφόσον δεν απουσιάζουν οι ενδείξεις για ανταλλαγές και για μεγαλύτερη κυκλοφορία πρώτων υλών, όπως ο οψιανός της Μήλου. Το σπίτι δεν είναι μόνο καταφύγιο, αλλά και αποθήκη των αγαθών της νέ ας οικονομίας που βασιζόταν στη δημιουργία αποθέματος. Κοινωνία: επειδή λείπουν οι άμεσες μαρτυρίες για την κοινωνική δομή καθώς και το θεσμικό και «ιδεολογικό>> πλαίσιο της Αρχαιότερης Νεολιθικής, διατυπώθη καν, όπως είναι φυσικό, πολλές υποθετικές απόψεις. Αυτό, όμως, για το οποίο εί μαστε βέβαιοι είναι ότι το «παραγωγικό στάδιο» επηρέασε το σύνολο των ανθρώ πινων ομάδων καθώς και τον τρόπο ζωής τους. Λογικό είναι λοιπόν να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ολοκληρωτική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, μέσα στον οικισμό αναπτύσσονται θεσμοί κοινοτικού χαρακτήρα, ενισχύεται η οι κογένεια και αυξάνεται ο πληθυσμός (Θεοχάρης Δ., 1993, σ. 60). Γι' αυτό κατοι κούνται και πολλές νέες θέσεις. Όλα τα μέλη της οικογένειας μπορούν να προσφέ ρουν στις καθημερινές δραστηριότητες. Η θέση της γυναίκας ανεβαίνει, χωρίς να προϋποθέτει υποχρεωτικά «μητριαρχία» (Θεοχάρης Δ., 1993, σ. 61), αφού το σπίτι όπου μπορεί να δραστηριοποιηθεί αποτελεί χώρο εξίσου σημαντικό με το χωράφι ή το βοσκότοπο. Όλη η κοινότητα ασχολείται με την εξασφάλιση της σοδειάς αλλά και τη φύλαξη της καλλιεργημένης γης. Επίσης σε αυτή την εποχή βεβαιώνεται η ύπαρξη ιδιοκτησίας και κάποια μορφή εξουσίας, ένα είδος κοινοτικής αρχής, αφού στην κοινότητα θα πρέπει να ανήκαν αγαθά ευρύτερης σημασίας. Για τη λατρεία και τη θρησκευτική ζωή δεν έχουμε πολλές μαρτυρίες. Τα πε ρισσότερα ειδώλια βρέθηκαν στα οικήματα ή δίπλα σε αυτά. Η μετάβαση από την Αρχαιότερη στη Μέση Νεολιθική είναι ομαλή. Μέση Νεολιθική περίοδος Αυτή είναι η κύρια φάση της οικιστικής ακμής του Σέσκλου. Ο οικισμός ήταν αναπτυγμένος με πυκνότερη διάταξη από αυτή της Αρχαιότερης Νεολιθικής και κάλυπτε την «ακρόπολη» (Σέσκλο Α) και την ευρύτερη περιοχή (Σέσκλο Β), που βρίσκεται στα δυτικά της (βλ. Εικόνα 6). Αρχικά απέδιδαν στον οικισμό έκταση μεγαλύτερη από 130 στρέμματα και
44
1
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πληθυσμό που πλησίαζε τους 3.000 ανθρώπους. Η πυκνότητα των οικημάτων στην περιοχή, αλλά και ο χαρακτήρας των κατασκευών πρέπει να αντιστοιχεί σε μερι κές εκατοντάδες κατοίκους. Επομένως ο χαρακτηρισμός «ακρόπολη» και «πόλη» για τη Μέση Νεολιθική είναι συμβατικός και δεν πρέπει να παραπέμπει σε σύστη μα πολεοδομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που γνωρίζουμε από μετα γενέστερες περιόδους (Κωτσάκης, 1996, σ. 49, 52). Αρχιτεκτονική: στο Σέσκλο Α, δηλαδή στην «ακρόπολη» και μάλιστα στη δυτι κή πλαγιά υπάρχουν κατασκευές που, όπως προαναφέρθηκε, ο Χρ. Τσούντας θεω ρούσε λείψανα τοίχων που ανήκαν σε περιβόλους της Μέσης Νεολιθικής, όμοιους με τους τοίχους που περιέβαλλαν κατά τη Νεότερη Νεολιθική την περιοχή του Δι μηνίου. Γενικά είχαν θεωρηθεί περίβολοι «οχυρωματικού» χαρακτήρα (Τσούντας Χρ., 1908, σ. 75-79). Οι κατασκευές αυτές, όμως, σήμερα θεωρούνται αναλημματι κοί τοίχοι μικρού ύψους, που στήριζαν τη δυτική άκρη του γήλοφου και σχημάτιζαν αναβαθμούς για τα οικήματα που βρίσκονταν σε αυτό το σημείο. Ίσως, επίσης, να σημαίνουν ένα απλό όριο, όταν δεν ήταν κοινά αναλήμματα, διαχωρίζοντας τον οι κισμό ή μέρος του απ' ό,τι τον περιέβαλλε (Κωτσάκης Κ., 1996, σ. 52). Εξάλλου, στο Σέσκλο Α, δηλαδή στην «ακρόπολη», τα οικήματα κτίζονται στα θερά στο ίδιο σημείο, γεγονός που φανερώνει τη συνέχεια της εγκατάστασης. Έτσι το Σέσκλο Α διαμορφώνεται περνώντας τα χρόνια σε γήλοφο (μαγούλα). Τα οικήματα στο Σέσκλο Α απέχουν μεταξύ τους, δεν έχουν κοινούς τοίχους και είναι ελεύθερα κατανεμημένα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το μεγαροειδές κτίσμα και το «εργαστήριο κεραμέως», δηλαδή η «Οικία 11-12» (βλ. Εικόνα 6) (Τσούντας Χρ., 1908, σ. 86-87). Στο Σέσκλο Β, δηλαδή στα δυτικά της «ακρόπολης» (Σέσκλο Α), παρατηρείται ασυνέχεια της εγκατάστασης, αλλά και μετακίνηση στον ευρύτερο χώρο του Σέ σκλου Β από φάση σε φάση μέσα στην ίδια τη Μέση Νεολιθική εποχή. Έτσι το Σέ σκλο Β παρουσιάζεται ως ένας επίπεδος οικισμός, που απλώνεται σε μεγάλη έκτα ση, όπως συμβαίνει και στην Κεντρική Μακεδονία και τη Βαλκανική. Τα οικήματα στο Σέσκλο Β είναι πυκνά δομημένα σε ομάδες, έχουν συνήθως κοινούς τοίχους και αφήνουν κενά διαστήματα όπου σώζονται επιχώσεις προηγούμενων περιόδων. Στο Σέσκλο Α και στο Σέσκλο Β έχουν έρθει στο φως είκοσι δύο πλήρη οικήματα και δώδεκα από τα οποία διατηρείται μόνο μέρος τους. Ήταν θεμελιωμένα σε λίθι νες κρηπίδες και είχαν ανωδομή από ωμές πλίνθους. Η στέγη τους ήταν δικλινής ή τετρακλινής, φτιαγμένη από παχύ στρώμα πηλού πάνω σε πυκνό ξύλινο υποστήριγ μα. Τα οικήματα ήταν τετράπλευρα, μοvόχωρα* ή πολύχωρα* με εμβαδόν δαπέδου από 10 έως 50 τ.μ. Στο εσωτερικό τους μπορούμε να διακρίνουμε χώρους διαμορφω μένους για την παρασκευή της τροφής, την αποθήκευση, αλλά και τον ύπνο. Γενικότερα ο οικισμός του Σέσκλου κατά τη Μέση Νεολιθική δίνει την εντύπω ση ότι αποτελείται από σχετικά αυτόνομους «οίκους», δηλαδή ολοκληρωμένες μο νάδες τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη, αυτό που θα ονομά σουμε «νοικοκυριά». Μια τέτοια μορφή οργάνωσης παρατηρείται για πρώτη φο ρά κατά την εποχή αυτή. Οι κατοικίες και τα βοηθητικά κτίσματα (π.χ. οι Οικίες 50, 38, 37, 47 της ΒΑ πλευράς του Σέσκλου Α, βλ. Εικόνα 6) αναπτύσσονταν γύρω
1
45
1
______________,
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
�fΔ�ψ&f&"'j/'00�0"'' A\ ,\¾��;:to�NY?,M,3 -�2",;:oo /2;,,c,1, '<:+,�!, Ο"�'�Α,$:.-ψ#�ιw
από τον άστεγο χώρο που διευκόλυνε τη συλλογική λειτουργία των επιμέρους μο νάδων όσον αφορά τη διακίνηση και την επικοινωνία. Πρόκειται για μια πρώιμη μορφή «πλατείας», όπου το σύνολο των συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών μονάδων θα μπορούσε να αναπτύξει την καθημερινή του οικονομική δράση. Στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής παρατηρούμε εκτεταμένη καταστροφή του οι κισμού, η οποία προκλήθηκε από πυρκαγιά μετά από σεισμό ή από κάποια άλλη αιτία. Το χαρακτηριστικό στρώμα της γενικευμένης αυτής καταστροφής μπορούμε να το διακρίνουμε σε πολλά από τα οικήματά του. Ευρήματα: στη λιθοτεχνία παρατηρείται ένα καταστάλαγμα των μορφών που θα οδηγήσει στην τυποποίηση. Κυριαρχούν οι λεπίδες. Ο οψιανός παρουσιάζεται συχνότερα, ενώ οι μικρολιθικές μορφές σχεδόν εξαφανίζονται. Στα λειασμένα πέ τρινα εργαλεία (πελέκεις, αξίνες και σμίλες) και στα οστέινα (οπείς, δηλαδή σου βλιά, βελόνες και σπάτουλες) παρατηρείται εξέλιξη και τελειοποίηση. Η κεραμική είναι το «σήμα κατατεθέν» του «πολιτισμού του Σέσκλου». Οι αλ λαγές είναι φανερές σε αυτόν τον τομέα. Χαρακτηριστικά σχήματα αγγείων είναι οι σκύφοι, τα κύπελλα, οι ανοιχτές λεκανίδες, τα κλειστά αγγεία με σφαιρικό σώ μα και ψηλό λαιμό κ.ά. Στη διακόσμηση έχουμε τον λεγόμενο πυκνό ρυθμό (solid style ), όπου τα κοσμήματα θυμίζουν έντονα μοτίβα υφαντικής και απαντά τόσο σε ειδώλια όσο και σε ομοιώματα οικίσκων τη λεγόμενη φλογόσχημη διακόσμηση (flarne pattern) και τη γραμμική διακόσμηση (linear style). Επίσης στη Μέση Νεο λιθική συναντά κανείς αγγεία όπου υπάρχει συνδυασμός γραπτής και εγχάρακτης διακόσμησης, αλλά και η λεγόμενη ξεστή διακόσμηση (scraped ware). Η κεραμική δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στα πολυτελή αγγεία. Μια σειρά ολόκληρη από μορφές και σχήματα αντιπροσωπεύουν τα αποθηκευτικά δοχεία (αρκετά πιθάρια βρέθηκαν στο Σέσκλο), τα κουτάλια ή αρυτήρες, τα σφονδύλια, οι «πεσσοί» (βλήματα) σφενδονών, τα καρούλια (πηνία) κ.ά. Τέλος, από πηλό εί ναι φτιαγμένες και μικρογραφικές απομιμήσεις επίπλων ή σκευών αγγείων, κα θώς και οι λεγόμενες τράπεζες «προσφορών» ή «βωμίσκοι» που κοσμούνται. Στην ειδωλοπλαστική δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές από την Αρχαιό τερη Νεολιθική. Τα λίθινα ειδώλια είναι πολύ σπάνια στον θεσσαλικό χώρο. Δύο από αυτά ανήκουν στη Μέση Νεολιθική και βρέθηκαν στην «ακρόπολη» του Σέ σκλου. Με το τέλος του «πολιτισμού του Σέσκλου» η ειδωλοπλαστική δεν εξαφανί ζεται, αλλά παρατηρείται έντονη αλλαγή της, όπως συμβαίνει και με την κεραμική. Στις σφραγίδες που είναι λίθινες και πήλινες εμφανίζονται τα ίδια χαρακτηρι στικά με την προηγούμενη περίοδο, που δείχνουν να σταθεροποιούνται. Βλέπου με συνέχεια στα «μαιανδρικά» σχέδια ενώ νέα κοσμήματα επηρεάζονται από την υφαντική. Το σφραγιδολόγιο παραμένει συντηρητικό, χωρίς επιδράσεις από τους ρυθμούς της αγγειογραφίας. Οικονομία: δεν υπάρχει αλλαγή στη βάση, δηλαδή στην παραγωγική διαδικα σία ή μάλλον δεν έχουμε ενδείξεις αλλαγής. Τώρα αρχίζουν να δημιουργούνται προβλήματα επισιτισμού και ύδρευσης των ανθρώπων αλλά και των ζώων λόγω της αύξησης του πληθυσμού. Κοινωνία: η όλη διαμόρφωση του χώρου, όπως την παρακολουθήσαμε κατά τη
46
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑ\Ο
Μέση Νεολιθική στο Σέσκλο, μαρτυρεί κάποιο είδος κοινωνικής ανισότητας, την οποία ασφαλώς γνωρίζουμε από τις περιόδους που ακολουθούν. Επομένως, ο «πολιτισμός του Σέσκλου», η πιο λαμπρή περίοδος όχι μόνο στον οικισμό του Σέσκλου αλλά και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία, αποτελεί αναμφίβολα φυσιολογική ανάπτυξη και ομαλή συνέχεια του ντόπιου αρχαιότερου νεολιθικού πολιτισμού. Νεότερη Νεολιθική περίοδος Κατά την περίοδο αυτή ο οικισμός του Σέσκλου αλλάζει μορφή. Ο Θεοχάρης πα ρατήρησε ότι μετά την καταστροφή της Μέσης Νεολιθικής ακολούθησε εγκατά λειψη για περίπου 500 χρόνια (Θεοχάρης Δ., 1993, σ. 119-120). Στη συνέχεια, ο οι κισμός επανιδρύθηκε μόνο στο χώρο της «ακρόπολης». Αρχιτεκτονική: στο πιο ψηλό μέρος της «ακρόπολης» κτίστηκε ένα μεγάλο οι κοδόμημα με εμβαδόν 152 τ.μ., «μεγαροειδές» ως προς τη μορφή. Πρόκειται δηλα δή για ένα δρομικό κτίσμα* με προστώο και δύο άλλους χώρους. Ο χώρος που βρί σκεται στο βάθος χρησιμοποιούνταν για αποθηκευτικές λειτουργίες. Το μεγάλο αυτό οικοδόμημα κατέχει το κεντρικό τμήμα του νέου οικισμού και περιβάλλεται από ένα σύστημα κυκλικών λίθινων περιβόλων. Σήμερα σώζεται μία από τις πύλες που οδηγούσαν στο εσωτερικό της αυλής. Όσο για τα άλλα κτίσματα, αυτά ανα πτύσσονταν γύρω από αυτό το κεντρικό σημείο. Για τη διαμόρφωση του οικισμού του Σέσκλου αυτής της περιόδου, αλλά και γι' αυτήν της Τελικής Νεολιθικής ελά χιστα γνωρίζουμε. Οικονομία: στον τομέα της οικονομίας παρατηρείται κάποια αναπροσαρμογή περισσότερο στην ανάπτυξη των ανταλλαγών παρά σε νέες καλλιέργειες. Η νέα εποχή χαρακτηρίζεται συνολικά από διεύρυνση των επικοινωνιών. Κοινωνία: όπως προαναφέρθηκε, οι κάτοικοι του μεγάλου οικοδομήματος κα τέχουν τον κεντρικό τομέα του οικισμού της Νεότερης Νεολιθικής, τον οποίο απο κλείουν με περιβόλους. Έτσι η πρόσβαση στο χώρο, ο οποίος ήταν περισσότερο ιδιωτικός παρά δημόσιος ή κοινοτικός, ήταν ελεγχόμενη και η όλη οργάνωση της ακρόπολης με την έξαρση του μεγάρου παραπέμπει σε κάποιο κοινωνικό ή και πο λιτικό σύστημα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όμως, αυτής της εποχής θα τα πα ρακολουθήσουμε στη συνέχεια στον άλλο σημαντικό οικισμό, το Διμήνι, όπου η Νεότερη Νεολιθική αντιπροσωπεύεται με τον καλύτερο τρόπο. Ο οικισμός του Διμηνίου Το προϊστορικό Διμήνι είναι ένας χαμηλός λόφος, 25 μ. ψηλότερα από τη θάλασ σα. Βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. δυτικά του Βόλου, στις βορειοανατολικές παρυ φές του σημερινού ομώνυμου χωριού. Σήμερα απέχει 4 χλμ. από τη θάλασσα, ενώ στα νεολιθικά χρόνια θα πρέπει να βρισκόταν εγγύτερα σε αυτή (βλ. Εικόνα 5). Σχεδόν το σύνολο του οικισμού είχε έκταση περίπου 8 στρεμμάτων. Οικογένει ες που ανήκαν στην ίδια νεολιθική κοινότητα, όμως, πρέπει να ήταν σκορπισμένες σε μεγαλύτερη έκταση, όπως απαιτούσαν οι καθημερινές δραστηριότητες οι σχετι κές με την παραγωγή και ιδιαίτερα την καλλιέργεια. Άλλωστε, σε πολλές θεμελιώ-
1
47
'1
σεις σπιτιών του σημερινού χωριού οι κάτοικοι έβρισκαν κομμάτια κεραμικής από αγγεία αλλά και λείψανα από τοίχους πέτρινων σπιτιών. Ανασκαφές έγιναν στο Διμήνι από τον Βαλέριο Στάη (1901), τον Χρήστο Τσούντα (1903) και τον καθηγητή Γεώργιο Χουρμουζιάδη (1974, 1975, 1976). Ο οικισμός ιδρύθηκε στις πρώιμες φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής, στο πρώτο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ. Αρχιτεκτονική: τα βασικά στοιχεία οργάνωσης του χώρου του οικισμού είναι τρία: οι περίβολοι, η κεντρική αυλή και τα κτίσματα (Εικόνα 7). Οι περίβολοι: αυτοί είναι έξι λιθόκτιστοι τοίχοι που αναπτύσσονται γύρω από την Κεντρική Αυλή του νεολιθικού οικισμού και τους οποίους ο Χρ. Τσούντας χα ρακτήρισε «περιβόλους». Παρουσιάζουν ένα σύστημα ανάπτυξης επάνω στο λό φο που το ονομάζουμε «ζευγαρωτό»*. Απέχουν μεταξύ τους από 1 έως περίπου 15 μέτρα. Υπάρχουν, όμως, μέρη όπου η μεταξύ τους απόσταση είναι μικρότερη από 1 μ. Ανάμεσα στον δεύτερο και τον τρίτο περίβολο, όπως και στον τέταρτο και τον πέμπτο υπάρχουν αρχιτεκτονικές κατασκευές στις οποίες οι κάτοικοι ασχολού νταν με τις καθημερινές εργασίες τους, γινόταν περιορισμένη καλλιέργεια και ίσως εκτελούνταν κτηνοτροφικές εργασίες. Το επίπεδο του πιο εξωτερικού περιβόλου, δηλαδή του έκτου, είναι περίπου 4-5 μέτρα χαμηλότερα από το επίπεδο της Κεντρικής Αυλής λόγω του σχηματισμού του εδάφους επάνω στο οποίο είναι κτισμένη η «ακρόπολη» του Διμηνίου, γιατί είναι φυσικό οι εσωτερικοί περίβολοι να βρίσκονται υψηλότερα από τους εξωτερικούς. Ακόμη και όπου το έδαφος ήταν κάπως επίπεδο, όπως φαίνεται, οι Διμηνιώτες πέ τυχαν τη διαφορά τεχνητά. Το ύψος τους, κατά τον Χρ. Τσούντα, δεν υπερέβαινε τα 3 μέτρα, ενώ κατά τον Γ. Χουρμουζιάδη πρέπει να καθοριζόταν από το ύψος των σπιτιών στα σημεία που αυτά ακουμπούσαν πάνω τους και χρησιμοποιούσαν το μέ ρος του περιβόλου ως πλαϊνό ή πίσω τοίχο (Χουρμουζιάδης Γ., 1979, σ. 59), ενώ όταν πάλι δεν είχαν σχέση δομική με τα σπίτια θα έφτανε μόλις το ένα μέτρο. Γεγο νός είναι ότι το ύψος των περιβόλων δεν σώθηκε πουθενά ολόκληρο. Επειδή οι περίβολοι ήταν πολλοί, είχαν και πολλές εισόδους ή στενές πύλες, οι οποίες συνήθως βρίσκονταν στην ίδια ευθεία. Λόγω αυτής της κατάτμησης ο Χρ. Τσούντας αναφέρεται στην αμυντική χρησιμότητα των περιβόλων (Τσούντας Χρ., 1908, σ. 31-49). Περιγράφει σκηνές συγκρούσεων, άμυνας και επίθεσης, όπως θα γίνονταν επάνω στον οικισμό εάν οι «εισβολείς» τον χτυπούσαν για να τον κυριέ ψουν. Γι' αυτό ακριβώς τους ονομάζει και «οχυρωματικούς περιβόλους» και έτσι υποστήριζε και το χαρακτηρισμό της θέσης ως «ακρόπολης». Η ερμηνεία αυτή του Χρ. Τσούντα για τους περιβόλους καθιερώθηκε στη διεθνή προ'ίστοριολογία, χω ρίς βέβαια περαιτέρω συζήτηση. Όταν, όμως, από το 1974 μέχρι το 1976 ο Γ. Χουρμουζιάδης προέβη σε επανε ξέταση ολόκληρου του οικισμού, και κυρίως ασχολήθηκε με το χαρακτήρα και τη λειτουργία των έξι περιβόλων, παρατήρησε ότι αυτοί είχαν μια χωροταξική λει τουργία και διαμόρφωναν τον οικισμό σε τέσσερις περιοχές «οικοτεχνικής δρα στηριότητας», οι οποίες ήταν διατεταγμένες σε πιο χαμηλό επίπεδο γύρω από την Κεντρική Αυλή (βλ. «Η Κεντρική Αυλή»). Μάλιστα, επειδή οι περίβολοι μαζί με
48
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κα.Δ
10
"<]
Εικόνα 7 Η ακρόπολη του Διμ ηνίου, σύμφωνα με τις ανασκαφές του Γ. Χουρμουζιάδη (1974-1976), όπου Κα.Δ. = Κεντρική αυλή Διμηνίου, ΘΟΔ. Α � Β� Γ� Δ '= Θέσεις οικοτεχνικής δραστηριότητας. α) Κτίσματα που ανήκουν στην τελική φάση του Νεολιθικού Διμηνιού. β) Τοίχοι κτισμάτων της τελικής φάσης που βρίσκονται πιο χαμηλά. y) Λείψανα της πρώτη φάσης των περιβόλων. δ) Κτίσματα της πρώιμης Χαλκοκρατίας. ε) Κτίσματα της Μυκηναϊκής περιόδου (Χουρμουζιάδης Γ.Χ, 1979, Πίνακας 1)
11
11
1 11
49
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
τους στενούς διαδρόμους, οι οποίοι ήταν διατεταγμένοι ακτινωτά προς την Κε ντρική Αυλή, ρύθμιζαν την πρόσβαση σε αυτές τις τέσσερις περιοχές, καθεμιά από τις οποίες πολύ πιθανόν αποτελούσε μια παραγωγική μονάδα (βλ. Κωτσάκης Κ., 1996, σ. 55), ο Γ. Χουρμουζιάδης παρατήρησε ότι αυτοί αναπτύχθηκαν ακολουθώ ντας τις πρακτικές ανάγκες των κατοίκων και δεν υπακούουν σε ένα γενικό και προκαθορισμένο σχέδιο (Χουρμουζιάδης Γ., 1979, σ. 57-95).
Ι>
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 1 Αφού μελετήσετε το Κείμενο 2 που θα βρείτε στο Παράρτημα 2, περιγράψτε συνοπτικά (περίπου 80-100 λέξεις) τις απόψεις του Χρ. Τσούντα και του Γ. Χουρμουζιάδη για το χα ρακτήρα και τη λειτουργία των περιβόλων στο νεολιθικό Διμήνι. Να χρησιμοποιήσετε ως συγκριτικό υλικό και το παράδειγμα του Σέσκλου. Υποδείξεις για την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Η Κεντρική Αυλή: είναι ο σχεδόν κυκλικός χώρος, που δημιουργείται στο κέ ντρο του οικισμού με την ανάπτυξη του πρώτου περιβόλου (βλ. Εικόνα 7). Μέσα στην Κεντρική Αυλή υπάρχουν κτίσματα που παρουσιάζουν μια παράλληλη με τον περίβολο ανάπτυξη και έχουν ανοίγματα προς αυτή ενώ πύλες οδηγούν από αυτή προς τα έξω και το αντίθετο. Είναι το κεντρικό και μεγαλύτερο αναλογικά τμήμα του οικισμού μέσα στο οποίο βρίσκεται ένα «μεγαροειδές» κτίσμα, όμοιο αλλά μι κρότερο από εκείνο του Σέσκλου της Νεότερης Νεολιθικής. Ανάλογα κτίσματα γνωρίζουμε από την Αγία Σοφία Μαγούλα στην περιοχή της Λάρισας και τη Μα γούλα Βισβίκη. Ο Χρ. Τσούντας το ονομάζει «μέγαρον του τοπάρχου» (Τσούντας Χρ., 1908, σ. 59). Γύρω από την Κεντρική Αυλή βρίσκονταν σε χαμηλότερο επίπεδο διατεταγμένες τέσσερις περιοχές «οικοτεχνικής δραστηριότητας». Καθεμιά απ' αυτές περιείχε ένα οίκημα, αποθηκευτικές θήκες και εργαστήρια αλλά και τροφο παρασκευαστικές κατασκευές. Η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν με τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν από τη μια θέση στην άλλη ή και έξω από τον οικισμό. Τα κτίσματα: στο χώρο του νεολιθικού Διμηνίου μπορούμε να τα ξεχωρίσουμε με βάση τη λειτουργία τους σε κατοικίες και βοηθητικά κτίσματα. Οι κατοικίες είναι τα κτίσματα τα οποία, όπως συνάγεται τόσο από τις διαστά σεις τους όσο και από τον ιδιαίτερο εξοπλισμό τους με διάφορες βοηθητικές κατα σκευές (φούρνους, εστίες κ.ά.), χρησιμοποιήθηκαν από τους νεολιθικούς Διμηνιώ τες για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες της στέγασης. Η λειτουργία των κατοι κιών αναπτυσσόταν σε τρία κύρια επίπεδα χρήσεων με βάση τις διαστάσεις και τον ιδιαίτερο εξοπλισμό. Στο πρώτο επίπεδο μαζί με τη στέγαση καλύπτονταν και οι ανάγκες μέρους των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων όσων ζούσαν μέσα στις κατοι κίες. Στο δεύτερο επίπεδο οι κατοικίες ήταν ένα είδος καταφυγίου, όπου κατέφευ γαν οι νεολιθικοί Διμηνιώτες για να αντιμετωπίσουν τις άσχημες καιρικές συνθή κες. Στο τρίτο επίπεδο οι κατοικίες λειτουργούσαν ως απλά καταφύγια ύπνου. Οι καθημερινές δραστηριότητες, όμως, δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν όλες μέσα στη νεολιθική κατοικία. Οι ασχολίες που απαιτούσαν κάποια προετοι μασία και χρήση φωτιάς, η μετατροπή πρώτων υλών που χρειαζόταν επίπονη επε-
50
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ξεργασία καθώς και η αποθήκευση κάποιων υλικών μέχρι να καταναλωθούν απαιτούσαν απλά και στοιχειώδη βοηθητικά κτίσματα. Διακρίνουμε τρία είδη τέ τοιων κτισμάτων ως προς τη λειτουργία τους και όχι ως προς τη μορφή τους: • τις τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές (Χουρμουζιάδης Γ., 1979, σ. 133), όπου οι κάτοικοι προετοίμαζαν και παρασκεύαζαν το υλικό που είχαν στη διά θεσή τους για τη διατροφή τους. Αυτό δηλώνουν και τα δοχεία που βρέθηκαν επιτόπου π.χ. φιάλες, σκύφοι, σουρωτήρια, βαθιές κουτάλες κ.ά.· • τα εργαστήρια (Χουρμουζιάδης Γ., 1979, σ. 135), όπου οι άνθρωποι ασχολού νταν με την παραγωγή και την κατασκευή αντικειμένων που απαιτούσαν κά ποιο χρόνο. Εδώ ασχολούνταν με την κατασκευή αγγείων και πέτρινων εργα λείων, έχοντας δίπλα τους και το υλικό. Δούλευαν σε προκαθορισμένες θέσεις μέσα στην κατοικία όταν ο καιρός ήταν άσχημος αλλά και στους ακάλυπτους χώρους ανάμεσα στους περιβόλους και στις μικρές «πλατείες»· • τις αποθηκευτικές θήκες (Χουρμουζιάδης Γ., 1979, σ. 136), όπου αποθήκευαν διαφορετικά υλικά (προϊόντα και καύσιμες ύλες για φωτισμό, θέρμανση, παρα σκευή της τροφής). Τα μέρη αυτά βρέθηκαν σε όλες τις κατοικίες και μάλιστα μπορούμε να βρούμε και δύο ή και τρεις στον ίδιο χώρο. Ας δούμε τώρα πώς είναι κατασκευασμένα τα κτίσματα. Όλα είναι πέτρινα και ακολουθούν τον τρόπο δομής των περιβόλων. Τις πέτρες τις έβγαζαν από τα γειτονι κά βουνά, των οποίων το κύριο γεωλογικό συστατικό είναι ο ασβεστόλιθος. Είναι διαλεγμένες και δουλεμένες και βλέπουμε ιδιαίτερη προτίμηση στις επίπεδες πέ τρες. Τα θεμέλια των κτισμάτων είναι πέτρινα. Η πρακτική αυτή, όπως είδαμε και στο Σέσκλο, ήταν ήδη σε χρήση από την αρχαιότερη Νεολιθική εποχή σε περιοχές όπου ήταν εύκολο να προμηθευτούν την πέτρα. Η αvωδομία των κτισμάτων είναι άγνωστη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν κλαδιά και λάσπη, αλλά και πλίνθους σε περιορισμένη έκταση. Η στέγαση των κτισμάτων θα γι νόταν με χοντρά κλαδιά και καλάμια, που θα τα έβρισκαν άφθονα στα γειτονικά ρέ ματα, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα. Για τη στεγανοποίηση της στέγης των σπιτιών τους θα χρησιμοποιούσαν χοντρά κλαδιά και λάσπη. Λίγα, όμως, κομμάτια τέτοιων πηλών βρέθηκαν, τα οποία δείχνουν ότι κάποιοι κάτοικοι θα είδαν αυτό τον τρόπο στέγασης (που μας είναι γνωστός από το Σέσκλο) σε γειτονικούς οικισμούς, τον χρησιμοποίησαν προς στιγμήν, αλλά δεν γενικεύτηκε η χρήση του. Κάτι τέτοιο πιθανόν θα απαιτούσε χρόνο ή θα ανάγκαζε τους Διμηνιώτες να χρησιμοποιήσουν σειρά ολόκληρη ξύλινων υποστυλωμάτων --όπως αποδεικνύεται από τις πολλές τρύ πες των υποστυλωμάτων, οι οποίες καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των δαπέδων των νεολιθικών σπιτιών σε πολλούς οικισμούς- για να στηρίξουν το βάρος που θα αποκτούσε η οροφή από την επάλειψή της με τα διαδοχικά στρώματα πηλού κάθε φορά που θα ήθελαν να προβούν σε επισκευή ή σε ενίσχυση της στεγανοποίησης. Το μέγεθος του νεολιθικού σπιτιού προσαρμόζεται στο χώρο που έχει στη διάθεσή του ο κατασκευαστής. Ο χώρος είναι καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του κτίσματος. Εξαρτάται από τους ανθρώπους που έκαναν χρήση των διαφόρων κτι σμάτων, αλλά και από τις μεταξύ τους σχέσεις, όταν έπρεπε να συγκατοικήσουν.
1
51
"1
_________________________________ ,,
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Όσον αφορά το θέμα των ταφών, ήδη ο Χρ. Τσούντας (1908, σ. 125) αναφέρει ανθρώπινα οστά που είχαν μερικώς έρθει στο φως κάτω από το νοτιοδυτικό τμήμα του τέταρτου περιβόλου του Διμηνίου και έδιναν την εντύπωση «ως εάν τα σκέλη των νεκρών ήσαν συνεσταλμένα». Λόγω του σημείου που βρέθηκαν δεν ήταν δυ νατόν να ολοκληρωθεί η έρευνα. Πρόκειται πιθανόν για ταφές σε συνεσταλμένη στάση, που ίσως ανήκουν στο τέλος της Μέσης Νεολιθικής, αν κρίνουμε από το σημείο που αποκαλύφθηκαν. Επίσης, βρέθηκαν επτά ταφές μέσα στον οικισμό του Διμηνίου και ο Γ. Χουρ μουζιάδης υπέθεσε ότι ίσως να θάβονταν μόνο τα μικρά παιδιά. Μέσα σε ένα αγ γείο της Νεότερης Νεολιθικής βρέθηκαν ατελώς καμένα οστά νηπίου. Επίσης ο Γ. Χουρμουζιάδης παρατήρησε ότι ίσως οι νεκροί να καίγονταν και στη συνέχεια τα καμένα τους οστά να τοποθετούνταν σε αγγεία, τα οποία πιθανόν προορίζονταν για το σκοπό αυτό. Ευρήματα: οι νεολιθικοί Διμηνιώτες κατασκεύαζαν στην αρχή τα εργαλεία τους από τα βασικά υλικά: την πέτρα και το κόκαλο. Επίσης κατασκεύαζαν εργα λεία και από πηλό, τον οποίο έψηναν. Αρχικά ήταν απλά και το καθένα έκανε για πολλές χρήσεις. Όταν, όμως, η παραγωγικότητα του ανθρώπου αναπτυσσόταν και οι λειτουργίες της πλήθαιναν, τα εργαλεία εξειδικεύονταν. Έτσι, κατασκεύαζαν εργαλεία για να τρυπούν, να τρίβουν, να γυαλίζουν, να χτυπούν, να ξύνουν, αλλά και σύνθετα εργαλεία για πολλές χρήσεις. Γενικά τα εργαλεία του Διμηνίου ήταν πυριτολιθικά, κοκάλινα, πήλινα και χάλκινα. Σταθμό στην ιστορία της κεραμικής αποτελούν τα κεραμικά ευρήματα του Δι μηνίου. Οι προϊστορικοί Διμηνιώτες γνώριζαν καλά τον πηλό και κατασκεύαζαν αγγεία εκπληκτικά σε κατασκευή και με γραπτή διακόσμηση. Τα αγγεία ως προς το σχήμα τους ήταν δύο ειδών, αποθηκευτικά και χρηστικά (καθημερινής χρήσης), μονόχρωμα και διακοσμημένα: τα μονόχρωμα ήταν μαύ ρα, καστανά ή κόκκινα και τα διακοσμημένα είχαν διακόσμηση γραπτή, εγχάρα κτη και σπανίως πλαστική. Τα διακοσμητικά θέματα ήταν πάντα απλά γεωμετρικά σχήματα: γραμμές, κύκλοι, τετράγωνα, τρίγωvα, ρόμβοι και σπείρες. Τα χρώματα στην αρχή ήταν δύο, το κόκκινο και το άσπρο. Μετά έχουμε συνδυασμό τριών χρωμάτων: άσπρο, κόκκινο, μαύρο. Τα αγγεία ως προς το σχήμα διακρίνονται σε φιάλες, σκύφους, αρυτήρες, κύαθους, καρποδόχους και κρατευτές. Όσον αφορά τα ειδώλια, φαίνεται να ξαναγεννιέται, με την έξαρση της γρα πτής κεραμικής του Διμηνίου, η φυσιοκρατική απόδοση, παράλληλα όμως με πολύ πιο σχηματικές λύσεις σε μάρμαρο, οι οποίες θεωρούνται τυπικές για τη φάση αυ τή. Τόσο τα ειδώλια όσο και τα αντικείμενα από το όστρεο Spondylus βρέθηκαν σε συγκεκριμένα σημεία των περιοχών «οικοτεχνικής δραστηριότητας» γεγονός που μπορεί να σχετίζεται με τη θέση κατασκευής τους. Οικονομία: ο χαρακτήρας των παραγωγικών δραστηριοτήτων του οικισμού πρέπει να ήταν περισσότερο «ιδιωτικός», διότι τα οικήματα στο Διμήνι σε αντίθε ση με το Σέσκλο της Μέσης Νεολιθικής περιορίζονται μέσα σε περιβόλους και η πρόσβαση δεν είναι ελεύθερη. Κοινωνία: όσον αφορά τα «νοικοκυριά», πρέπει να υπήρχε κοινωνική δομή με
52
1
Ε:Ν
ΗΤΑ 1.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σαφέστερα στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης. Η Κεντρική Αυλή στο Διμήνι αποτε λεί έκφραση κοινωνικής ιεραρχίας. Από τα ζωικά κατάλοιπα, όμως, παρατηρούμε κάποια ομοιομορφία σ' όλο τον οικισμό, που δεν δηλώνει καθόλου κοινωνική δια φοροποίηση, όπως συμβαίνει με την οργάνωση του χώρου. Ο οικισμός του Διμηνίου αντιπροσωπεύει χρονολογικά τη συνέχεια του οικι σμού του Σέσκλου και μοιράζεται μαζί του μερικά χαρακτηριστικά ως προς την οργάνωση του χώρου. Ο «πολιτισμός του Διμηνίου» είχε κάποιες απηχήσεις και στην οργάνωση μετα γενέστερων ακροπόλεων ή οχυρωμένων οικισμών του ελληνικού χώρου, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα. Γενικότερα, ο νεολιθικός πολιτισμός κυριάρχησε στο Αιγαίο για 3500 χρόνια και παρείχε το υπόβαθρο για την ανάπτυξη του κυκλαδικού, του μινωικού αλλά και του μυκηναϊκού πολιτισμού. Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 1 Με βάση το κείμενο 3 του Παραρτήματος 2 και σύμφωνα με όσα έχετε διδαχθεί μέχρι τώ ρα, παραβάλλετε τη διάταξη των οικημάτων όπως τα γνωρίσαμε στον οικισμό του Σέσκλου της Μέσης Νεολιθικής με αυτή του οικισμού του Διμηνίου της Νεότερης Νεολιθικής. Κατα γράψτε με συντομία (περίπου 80-100 λέξεις) πώς αυτή η διάταξη επηρέασε το χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας. Κατευθύνσεις για την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
53
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
�������-*1WIW�\�]iiSi$�\¾'tW$�8����
Σύνοψη Ενότητας Η Νεολιθική εποχή στον ελληνικό χώρο καλύπτει μια περίοδο τριών και πλέ ον χιλιετιών (από τις αρχές της 7ης μέχρι το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ.). Κατά τη Νεολιθική εποχή σημειώνεται μια σημαντική αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων. Είναι το παραγωγικό στάδιο (καλλιέργεια της γης, κτηνοτροφία) με συνέπεια τη μόνιμη εγκατάσταση σε συγκεκριμένο χώρο. Ο οικισμός του Σέσκλου κατοικείται ήδη από τα μέσα της 7ης χιλιετίας π.Χ. Παρουσιάζει μεγάλη άνθηση κατά τη Μέση Νεολιθική εποχή. Άλλωστε όλη η εποχή ονομάζεται και «πολιτισμός του Σέσκλου». Ο οικισμός του Διμηνίου πα ρουσιάζει μεγάλη ακμή κατά τη Νεότερη Νεολιθική και η εποχή αυτή ονομάζε ται «πολιτισμός του Διμηνίου». Ο οικισμός του Διμηνίου αποτελεί τη συνέχεια του οικισμού του Σέσκλου. Και οι δύο οικισμοί μας προσφέρουν χρήσιμες πλη ροφορίες για την οργάνωση του χώρου, της οικονομίας και των δραστηριοτήτων των νεολιθικών κατοίκων τους.
54
1
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΓΛΩΣΣΑΡΙ Αιχμές μουστέριες: εργαλεία χαρακτηριστικά της Τυπικής Μουστέριας* πολιτι σμικής φάσης*. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι η αιχμηρότητα της άνω απόληξης. Το υπόβαθρο* είναι απλές φολίδες* με επεξεργασία στις πλευρές, η οποία έχει δώσει ένα τριγωνικό σχήμα και μπορεί να γίνεται σε όλο το μήκος των πλευρών ή να περιορίζεται στην αιχμή. Οι αιχμές πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν κατά τις διά φορες φάσεις του διαμελισμού του ζώου και ίσως για το κυνήγι μικρών ζώων. Απόκρουση: ο σταθερότυπος* της απόκρουσης εντοπίζεται στο σχήμα του υλικού αυτού το οποίο αφαιρείται από το φυσικό πέτρωμα και όχι στη φυσική μάζα του υλικού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του σταθερότυπου των πυρηνικών εργα λείων* (βλ. κροκάλες πελεκημένες, χειροπελέκεις). Σταδιακά ο σtαθερότuπος της απόκρουσης οδηγεί προς την κατεύθυνση του προκαθορισμού της μορφής του αποκρούσματος* διαμέσου της προδιαμόρφωσης της μορφής του πυρήνα* από τον οποίο αποσπάται. Απόκρουσμα: το πιο απλό προϊόν της σκόπιμης επέμβασης στην ύλη, το οποίο εί ναι κοφτερό. Με μια επίκρουση στην επιφάνεια του πετρώματος σ' ένα επιλεγμέ νο σημείο κοντά στην περιφέρειά του δημιουργούνται κρουστικά κύματα, με τη διάχυση και την ανάκλαση των οποίων στην εξωτερική επιφάνεια του πετρώματος σχηματίζεται κώνος και αποσπάται το απόκρουσμα. Παρατηρούμε ότι η εξωτερι κή όψη του αποκρούσματος φέρει το φυσικό φλοιό του πετρώματος ενώ η εσωτε ρική όψη του φέρει τον κώνο της επιφάνειας θραύσης. Τα αποκρούσματα είναι φορείς οι οποίοι θά χρησιμοποιηθούν με τις φυσικές τους κόψεις ως εργαλεία με την ευρεία έννοια του όρου ή μετά από επεξεργασία θα μετατραπούν σε εργαλεία με τη στενή έννοια του όρου. Αρτεμισία (Artemisia L.): είδος αψιθιάς. Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, αυτοφυές σε εδάφη ακαλλιέργητα, ξηρά, πετρώδη. Εποχή ανθοφο ρίας του φυτού είναι το διάστημα Ιούλιος-Σεπτέμβριος. Αχελαία: πολιτισμική φάση* η οποία εξαπλώθηκε σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης και έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη θέση Saint Acheul της ΒΔ Γαλλίας. Βετούλα (Betula): επιστημονικό όνομα της σημύδας είδος δέντρου. Βραχοσκεπή: κοιλότητα στην πλευρά ενός βράχου, αβαθής και ανοικτή στον αέ ρα. Γκραβέττια: πολιτισμική φάση* της οποίας ο εργαλειακός εξοπλισμός χαρακτηρί ζεται από την Γκραβέττια αιχμή, η οποία ήταν άφθονη στα ανώτατα στρώματα της ομώνυμης θέσης της Δ. Γαλλίας. Γλυφίδες: εργαλεία τα οποία συνδέονται με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης και της κατεργασίας των ζωικών σκληρών υλών. Το ενεργό μέρος των εργαλείων αυ τών αποτελείται από μια κόψη η οποία είναι μορφοποιημένη με μια ιδιαίτερα χα ρακτηριστική τεχνική κατεργασίας. Διακρίνουμε δύο κατηγορίες από τεχνολογική άποψη: τις δίεδρες γλυφίδες και τις γλυφίδες σε κολόβωση*. Υπάρχουν όμως και άλλες μορφές.
55
1
�
��1*
f
tt
�m
�
Gϋnz, Mindel, Riss, Wϋrm: τις ονομασίες αυτές που περιγράφουν τους τέσσερις μεγάλους παγετώνες του Τεταρτογενούς έδωσαν το 1909 οι γεωλόγοι Penck και Bruckner από τέσσερα ποτάμια των Β.Δ. Άλπεων. Γωνία επίκρουσης: εκεί ακριβώς όπου δόθηκε το χτύπημα δημιουργείται μια κό ψη σε γωνία με τη φυσική επιφάνεια του πετρώματος. Σε περίπτωση που η γωνία αυτή είναι ορθή ή οξεία θα επιτρέψει να συνεχιστεί η αφαίρεση αποκρουσμάτων και με τη σειρά της θα αποτελέσει το επόμενο επίπεδο επίκρουσης, * από το οποίο εξαρτάται κυρίως η επιτυχής έκβαση της οργανωμένης διαδικασίας της κατάτμη σης της ύλης. Διπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές: εργαλεία αιχμηρά και στις δύο απολήξεις. Η τεχνική η οποία χρησιμοποιείται είναι η κρούση* με μαλακό κρουστήρα* ή η πίε ση (βλ. κρουστήρας). Οι αιχμές αυτές φέρουν επίπεδη επεξεργασία και στις δύο όψεις. Η «σιλουέτα» τους θυμίζει διάφορους τύπους φύλλων, εξ αυτού και ο όρος φυλλόσχημα. Δρομικό κτίσμα: λέγεται έτσι το κτίσμα όταν κατά τη δόμηση ο λίθος ή η πλίνθος τοποθετείται με την πιο επιμήκη πλευρά του προς τα έξω, κατά τρόπο ώστε να φαί νεται όλο το μήκος του στην επιφάνεια του τοίχου. Εγκοπές: εργαλεία των οποίων το υπόβαθρο* είναι φολίδα* ή λεπίδα* και στην πλευρά της έχει διαμορφωθεί μια εγκοπή. Επεξεργασία: είναι η διαδικασία η οποία καθορίζει τις πιο πολλές φορές τη μορ φή του εργαλείου. Για την επεξεργασία χρησιμοποιούνται τεχνικές κατεργασίας όπως η άμεση κρούση, η σύνθλιψη μεταξύ του κρουστήρα και του άκμονας και η πίεση. Επιγκραβέttια: πολιτισμική φάση* την οποία ονόμασε έτσι ο Ιταλός Α. Broglio για να χαρακτηρίσει τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε από τη Σικελία μέχρι τις πε ριοχές της Λιγουρίας και της Προβηγκίας. Επίπεδο επίκρουσης: επιφάνεια στην οποία ασκείται κρούση* ή πίεση, που είναι καθοριστική για την επιτυχία της οργανωμένης διαδικασίας της κατάτμησης της ύλης. Επιφάνεια απόκρουσης: είναι η κυρτή επιφάνεια η οποία μένει στην επιφάνεια του πετρώματος απ' όπου αποσπάστηκε το απόκρουσμα*. Πρόκειται για το αρνη τικό του κώνου που δημιουργείται από τον φυσικό νόμο της οστρεοειδούς θραύ σης. «Ζευγαρωτό»: καλείται το σύστημα ανάπτυξης των περιβόλων του Διμηνίου επά νω στο χώρο· το γεγονός δηλαδή ότι ο πρώτος περίβολος αναπτύσσεται στα πιο πολλά σημεία του σε επαφή με τον δεύτερο, ο τρίτος με τον τέταρτο και όπως φαί νεται και ο πέμπτος με τον έκτο. Κολόβωση: είναι μια τομή μορφοποιημένη από απότομη επεξεργασία εγκάρσια στον κατά μήκος άξονα μιας φολίδας*, λεπίδας* ή μικρολεπίδας*. Κροκάλες πελεκημένες (λιάνιστρα): είναι τα παλαιότερα εργαλεία τα οποία χα ρακτηρίζουν την Αρχαϊκή Παλαιολιθική εποχή και μάλιστα τα λίθινα εργαλειακά σύνολα πολιτισμικών φάσεων* όπως, π.χ., της Ολντουβαίας, τα οποία σχετίζονται με την εμφάνιση του ανθρώπου στην Αφρική. Χρησίμευαν για ξέση, σύνθλιψη, κα-
56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τεργασία του ξύλου ή για σκάψιμο. Έχουμε να κάνουμε με στοιχειώδη λάξευση* του φυσικού πετρώματος, η οποία έχει στόχο τη διαμόρφωση κόψης. Εξαιρετικά απλή είναι η κατεργασία που οδηγεί σ' αυτόν τον τύπο εργαλείου. Έτσι, με τη λε γόμενη μονοπρόσωπη λάξευση διαμορφώνεται κόψη στη μια όψη της φυσικής κροκάλας με απόσπαση τουλάχιστον δύο επάλληλων αποκρουσμάτων* προς την ίδια κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα είναι μια απλή πελεκημένη κροκάλα στη μια όψη, δηλαδή ένα ογκώδες εργαλείο με κόψη κυματοειδή ή τεθλασμένη στο άκρο ενός σώματος, το οποίο σε πολύ μεγάλο ποσοστό διατηρεί τη φυσική μορφή της κροκάλας. Ενώ με την αμφιπρόσωπη λάξευση διαμορφώνεται κόψη με επάλληλες επικρούσεις, οι οποίες αναπτύσσονται και στις δύο όψεις της κροκάλας είτε εναλ λάξ είτε διαδοχικά. Το αποτέλεσμα είναι μια αμφιπρόσωπη πελεκημένη κροκάλα και στις δύο όψεις. Πελεκημένες κροκάλες έχουν βρεθεί στην Ελλάδα σε θέσεις που χρονολογούνται στην Πρώιμη Παλαιολιθική (πιθανόν σ' αυτή την εποχή ανή κει μια πελεκημένη κροκάλα η οποία περισυνελέγη στην περιοχή των Κορισσίων στην Κέρκυρα) ενώ συχνότατες είναι και στις θέσεις της Μέσης Παλαιολιθικής (περισυλλογές στη Δ. Πελοπόννησο (Αχα'ία, Ηλεία) και στα Ιόνια Νησιά). Οι πε λεκημένες κροκάλες*, όπως και οι χειροπελέκεις*, ανήκουν στο σταθερότυπο* των πυρηνικών εργαλείων. Κρούση: κύρια τεχνική της λάξευσης* κατά την οποία με κατάλληλα χτυπήματα αποσπώνται αποκρούσματα*. Για να είναι επιτυχής η λάξευση εκτιμάται πώς συ μπεριφέρονται στην κρούση* τα πυριτικά πετρώματα με οστρεοειδή θραύση (φυ σικός νόμος)· γίνεται επιλογή του κατάλληλου κρουστήρα* ως προς το υλικό και το σχήμα, του κατάλληλου σημείου επίκρουσης*, ενώ ελέγχεται η γωνία επίκρου σης*. Όλα τα προαναφερθέντα βοηθούν στον έλεγχο του βαθμού κατάτμησης του πετρώματος, του μεγέθους και του σχήματος του αποκρούσματος που αποσπάται, καθώς και του μεγέθους του αρνητικού το οποίο αφήνει στον πυρήνα, όπως ονο μάζεται πια το πέτρωμα από το οποίο έχουν αφαιρεθεί σκόπιμα δύο τουλάχιστον αποκρούσματα*. Κρουστήρας: είναι το μέσον επιβολής της κρούσης*. Υπάρχουν κρουστήρες κινη τοί ή σταθεροί στο έδαφος από πετρώματα ίδια ή διαφορετικά από το υλικό το οποίο λαξεύεται, δηλαδή είναι σκληροί ή μαλακοί (από ξύλο, οστό ή κέρατο). Επί σης μπορούν να δρουν με άμεση και με έμμεση κρούση, στο τέλος, όμως, της Πα λαιολιθικής εποχής, όταν δηλαδή ένα ενδιάμεσο στοιχείο μεσολαβεί μεταξύ κρου στήρα και σημείου επίπτωσης της κρούσης, έτσι ώστε να γίνεται καλύτερος έλεγ χος του σημείου* και της γωνίας* επίκρουσης*. Κατά την Επιπαλαιολιθική περίο δο (αρχή του Ολοκαίνου) οι κρουστήρες μεταβάλλονται σε πιεστήρες. Ασκείται δηλαδή πίεση στο πέτρωμα με τη δύναμη η οποία επιβάλλεται στον κρουστήρα και ελέγχεται πλήρως με επίπτωση στο σχήμα και τις διαστάσεις των αποκρουσμάτων, τα οποία μπορούν να παρουσιάζουν πάχος μόνο λίγων χιλιοστών και μεγάλη επι μήκυνση. Λάξευση: είναι η βασική τεχνική επέμβαση στο πέτρωμα, η οποία έχει στόχο τον ελεγχόμενο θρυμματισμό του. Για την κατασκευή λαξευμένων εργαλείων συντε λούν οι τεχνικές γνώσεις, το πέτρωμα και η κρούση για την κατάτμηση του πετρώ-
11
1
57
1
."'i,c
�'Ψft:�'t�'11'W&!.M$��§���
0 � **®WΨfffft
W:
�
ματος. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν κάποια σκληρά πετρώματα (πυριτόλιθοι, ραδιο λαρίτες, διάφορα είδη χαλκηδόνιου και ίασπη), που υπάρχουν στη φύση σε μορφή κονδύλων, πλακών ή στρώσεων, αλλά και οψιανός (εύθραυστο ηφαιστειογενές πέτρωμα), από τα οποία με την κατάλληλη κρούση* αποσπώνται θραύσματα με κοφτερές ακμές. Λεπίδες: είναι αποκρούσματα* στενά και επιμήκη, των οποίων το μήκος είναι του λάχιστον δύο φορές μεγαλύτερο από το πλάτος. Τα σχήματα των αποκρουσμάτων αυτών δηλαδή είναι σαφώς καθορισμένα. Λεπίδες και μικρολεπίδες καμιά φορά αποτέλεσαν εργαλεία με κόψη χωρίς να υποστούν κάποια κατεργασία, ενώ συχνά μετατράπηκαν σε εργαλεία ποικίλων τύπων με επεξεργασία (βλ. φολίδες, τεχνική των λεπίδων). Λεπίδες με στομωμένη ράχη: είναι ακέραιες λεπίδες ή τμήματα λεπίδων των οποίων η μια πλευρά είναι μορφοποιημένη σε ράχη με μια επεξεργασία απότομη ενώ η άλλη μένει ακατέργαστη. Οι απολήξεις των λεπίδων εμφανίζονται αιχμηρές ή στρογγυλοποιημένες. Λίθινα πελεκημένα τέχνεργα: τα ονομάζουμε συνήθως «εργαλεία» και εννοούμε πετρώματα με ίχνη σκόπιμης επέμβασης με κρούση*. Μελανοστεφή αγγεία: αγγεία μαύρα στο επάνω τμήμα τους λόγω ανομοιόμορφης όπτησης. Μελία (Fraxinus): είδος δέντρου, η φλαμουριά. Μελικουκκιά (Celtis cf. tournefortii): είδος φυτού του οποίου το όνομα είναι Κελ τίς-μελικουκκιά και παρατηρείται ανάμεσα στα φυτά του αραιού δενδρώνα, δηλα δή έκτασης η οποία καλύπτεται από ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη βλάστηση χω ρίς να είναι δάσος. Εποχή ανθοφορίας του φυτού είναι το διάστημα Απρίλιος-Ιού νιος. Μικρολεπίδες : είναι μικρές λεπίδες των οποίων το πλάτος είναι μικρότερο από 12 χιλιοστόμετρα (βλ. λεπίδες, φολίδες). Μικρόλιθοι: αποτμήματα λεπίδων* ή μικρολεπίδων* με λεπτή και συνεχή επεξερ γασία* στις πλευρές. Διακρίνονται σε γεωμετρικούς και σε μη γεωμετρικούς μι κρολίθους. Οι γεωμετρικοί μικρόλιθοι έχουν τραπεζοειδή, τριγωνική ορθογώνια μορφή κ.λπ., που οφείλεται σε λεπτή και συνεχή επεξεργασία σε μια ή περισσότε ρες πλευρές, με την οποία συνήθως δημιουργείται κολόβωση*. Μονόχωρο οίκημα ή απλή κατοικία: είναι ένα κτίσμα όπου όλα γίνονταν στον ίδιο χώρο. Η λειτουργία του φαίνεται ότι ήταν απλή και οι κοινωνικές σχέσεις όσων χρησιμοποιούσαν το κτίσμα θα πρέπει να ήταν άμεσες. Μουστέρια: πολιτισμική φάση* η οποία πήρε το όνομά της από το ομώνυμο μικρό σπήλαιο Moustier της Γαλλίας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον G. Mortillet ήδη από το 1869 για να ορίσει τη Μουστέρια εποχή. Νευρώσεις: είναι οι ακμές της περιφέρειας του αρνητικού, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν την κατεύθυνση απόσπασης των επόμενων αποκρουσμάτων (βλ. επιφάνεια απόκρουσης). Ξέστρα: εργαλεία μορφοποιημένα κυρίως σε φολίδες* με συνεχή λεπιδοειδή επε ξεργασία, παράλληλη ή υποπαράλληλη. Ένα ξέστρο χαρακτηρίζεται από την κλί-
58
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ση και τη μορφολογία της επεξεργασίας. Διακρίνουμε πολλούς τύπους ξέστρων. Μερικοί από αυτούς είναι: τα απλά πλευρικά ξέστρα, τα διπλά ξέστρα, τα εγκάρ σια ξέστρα κ.ά. Τα εργαλεία αυτά θα χρησιμοποιούνταν για την απόξεση λίπους κατά την κατεργασία του δέρματος. Ξύστρα: εργαλεία των οποίων το υπόβαθρο* μπορεί να είναι μια λεπτή ή παχιά φολίδα*, μια λεπίδα* ακέραιη ή σπασμένη. Το ενεργό μέρος των εργαλείων αυ τών αποτελείται από ένα μέτωπο κυκλικού ή ημικυκλικού σχήματος. Διακρίνουμε ποικιλία ξύστρων οφειλόμενη στη φύση και στη μορφή του υποβάθρου* καθώς και στη μορφολογία του μετώπου που καθορίζεται από το φάρδος του, το ύψος του, τον τύπο και την έκταση της επεξεργασίας σε όλη την περιφέρεια του υποβάθρου ή περιορισμένη στη μία ή και στις δύο απολήξεις. Για παράδειγμα, αναλόγως του ύψους του μετώπου διακρίνουμε τα λεπτά ξύστρα ή επίπεδα και τα παχιά ξύστρα ή καρινόμορφα. Μερικά από αυτά τα εργαλεία ίσως χρησίμευαν για να αφαιρούν λεπτά ροκανίδια από ξύλο ή από κόκαλο ενώ άλλα ίσως χρησίμευαν για κοπή. Οδοντωτά εργαλεία: εργαλεία μορφοποιημένα σε οποιοδήποτε κομμάτι πυριτόλι θου, σε φολίδα* ή σε λεπίδα*, τα οποία παρουσιάζουν σε μία ή δύο μη συγκλίνου σες πλευρές μια σειρά συνεχών ή όχι εγκοπών. Με βάση τη μορφολογία διακρί νουμε μια ποικιλία οδοντωτών, όπως είναι τα κοινά οδοντωτά, τα κυκλικά, τα εγκάρσια κ.λπ. Πολιτισμική φάση: υποδιαίρεση της Παλαιολιθικής εποχής, την οποία υποστήρι ξε ο G. de Mortillet με βάση τα πολιτισμικά και όχι τα παλαιοντολογικά κριτήρια. Προχώρησε δηλαδή σε διαφοροποίηση κάθε περιόδου με βάση έναν συγκεκριμέ νο εργαλειακό τύπο, τον οποίο όρισε και χαρακτηρίζει αποκλειστικά κάθε περίο δο. Το όνομα κάθε περιόδου δόθηκε από το όνομα της πιο σημαντικής αρχαιολο γικής θέσης. Η υποδιαίρεση αυτή δημοσιεύθηκε το 1869 και ήταν η ακόλουθη: Μουστέρια, Σολουτραία, Ωρινάκια και Μαγδαλήνια ενώ σε δεύτερη έκδοση του 1872 ήταν: Αχελαία, Μουστέρια, Σολουτραία και Μαγδαλήνια. Αρχικά αυτή η πε ριοδικότητα υιοθετήθηκε στη Δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια σε άλλες περιοχές της Ευρώπης. Προς το τέλος του 19ου αι. άρχισε η υποδιαίρεση της Παλαιολιθικής εποχής σύμφωνα με την πρόταση του G. de Mortillet και για την Ασία και την Αφρική. Έτσι, η εξέλιξη της Παλαιολιθικής εποχής άρχισε από το στάδιο με χει ροπελέκεις* (Αχελαία), πέρασε από στάδια που χαρακτηρίζονται από εργαλεια κά σύνολα σε φολίδες* (Μουστέρια), σε λεπίδες* (Ωρινάκια), σε φυλλόσχημες αιχμές* (Σολουτραία) και τέλος από οστέινα εργαλεία (Μαγδαλήνια). Σήμερα αυτό το σχήμα βρίσκει εφαρμογή σε όλο τον κόσμο. Πολύχωρο οίκημα ή σύνθετη κατοικία: είναι ένα κτίσμα που πρέπει να το επέβα λε η ανάπτυξη του κοινωνικού σχηματισμού, όχι μόνο όσον αφορά την οργάνωση και τη χρήση του χώρου αλλά και όσον αφορά την οικονομία και την ιδεολογία. Αυτό το είδος κατοικίας αναπτύσσεται σε δύο εναλλαγές: τη «μεγαροειδή» κατοι κία και το «μέγαρο». Πυρήνας: είναι η φυσική μάζα ή το απόκρουσμα* σκληρού πετρώματος, από τα οποία αποκρούονται φολίδες*, λεπίδες* ή μικρολεπίδες* με προορισμό τη χρήση. Πυρηνικά εργαλεία: εργαλεία που λαξεύονται σε μια μάζα πρώτης ύλης. Ο σταθε-
59
1
���
&\Z&Jt§
ρότυπος* των πυρηνικών εργαλείων* έχει σχέση, πρώτον, με την οργανωμένη δια δικασία απόσπασης επάλληλων αποκρουσμάτων* με σκοπό την κατασκευή κόψης και, δεύτερον, με τη διαμόρφωση των όψεων και της συμμετρίας του σώματος του εργαλείου. Ρόβη (Vicia ervilia): είδος φυτού του οποίου το όνομα είναι ρόβη ή ρόβι-βίκια ή ερβιλία και παρατηρείται ανάμεσα στα φυτά του μακί (maquis). Εποχή ανθοφο ρίας του φυτού είναι το διάστημα Μάρτιος-Ιούνιος. Σημείο επίκρουσης: το σημείο όπου δίδεται το χτύπημα στην επιφάνεια του πε τρώματος κοντά στην περιφέρειά του. Σταθερότυποι: τύποι οι οποίοι σταθερά επαναλαμβάνονται και αναγνωρίζονται ήδη από τις πολύ πρώιμες φάσεις.Εντοπίζουμε σταθερότυπους οι οποίοι συνοδεύ ουν την τεχνολογική αλυσίδα κατασκευής λίθινων εργαλείων, σταθερότυπους για τους οποίους πιστεύουμε ότι αντιστοιχούν σε βασικές διανοητικές δομές του γνω σιακού συστήματος (Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχ.61, 1996, σ.17-26). Τεχνική Λεβαλλουά: στην τεχνική αυτή, σύμφωνα με την αρχή της αμφιπρόσωπης λάξευσης (βλ. κροκάλες πελεκημένες), διαμορφώνεται με κεντροφερή προετοι μασία ένας «χελωνοειδής» πυρήνας με δύο όψεις ασυμμετρικές, τεμνόμενες και κυρτές. Η τελική μορφή του αποκρούσματος προδιαγράφεται απο το περίγραμμα του πυρήνα* καθώς και από τις νευρώσεις* της κυρτής επιφάνειας απόσπασης.Το σημείο όπου επιφέρεται η επίκρουση* φέρει πολυεδρική προετοιμασία.Έτσι ελέγχεται απολύτως το σημείο όπου χτυπά ο σκληρός κρουστήρας. Οι νευρώσεις* οδηγούν την κατεύθυνση των κυμάτων και το περίγραμμα του πυρήνα είναι η μή τρα όπου εγγράφεται το σχήμα της περιφέρειας του αποκρούσματος. Ο τυπικός πυρήνας Λεβαλλουά θα δώσει μόνο ένα προκαθορισμένο απόκρουσμα το οποίο θα είναι ορθογώνιο, ωοειδές, τριγωνικό ή επίμηκες, μια φολίδα*, αιχμή* ή λεπί δα* Λεβαλλουά με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο με ή χωρίς επεξεργα σία. Ο λαξευτής της επιφάνειας Λεβαλλουά βέβαια δεν ενδιαφέρεται ασφαλώς για το προκαθορισμένο απόκρουσμα* αλλά για το εργαλείο, το οποίο θα διαμορ φωθεί στο απόκρουσμα μετά από επεξεργασία*.Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πολύπλοκη αυτή διαδικασία της απόκρουσης Λεβαλλουά οδηγείται από τον νοερό σταθερότυπο του μορφολογικά προκαθορισμένου εργαλείου. Τεχνική των λεπίδων: η τεχνική αυτή επιτυγχάνεται με προδιαμόρφωση των επι φανειών του πυρήνα πριν αρχίσει η απόσπαση των λεπίδων αλλά και με φάσεις αναδιαμόρφωσης του επιπέδου επίκρουσης* και της επιφάνειας απόκρουσης* πριν από την αφαίρεση μιας νέας σειράς λεπίδων.Σε όλες αυτές τις διαδικασίες ακολουθείται ο σταθερότυπος του προκαθορισμού.Στους πυρήνες λεπίδων το κυ ριότερο σημείο είναι η δημιουργία νευρώσεων* οι οποίες οδηγούν την κατεύθυν ση της απόκρουσης* όπως συμβαίνει και στην τεχνική Λεβαλλουά*. Με τη λάξευ ση* μιας κορυφής κατά τον άξονα του μήκους του πυρήνα* καθώς και με τη δημι ουργία ενός επιπέδου επίκρουσης* σε κατάλληλη μορφή και κλίση απ' όπου θα αρχίσει η διαδικασία της κατάτμησης γίνεται η προετοιμασία του πυρήνα για την απόσπαση λεπίδων. Επιφάνειες και νευρώσεις* αποτελούν τα αρνητικά ίχνη που θα οδηγήσουν την κατεύθυνση απόσπασης των επόμενων λεπίδων που θα αφήσει
60
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
η απόσπαση της πρώτης λεπίδας με κορυφή. Προϋπόθεση για τη συνεχή και ομαλή απόσπαση των λεπίδων αποτελεί ο έλεγχος της κρούσης*, η διάχυση των κυμάτων της οποίας επιτυγχάνεται με θέρμανση των κονδύλων πυριτόλιθου πριν από την απόκρουση*, γιατί από την καλή ποιότητα των πετρωμάτων και την ομοιογένεια εξαρτάται η επιτυχία αυτής της σύνθετης τεχνικής διαδικασίας. Οι τεχνικές απόσπασης των λεπίδων ποικίλλουν· κρούση άμεση με μαλακό κρου στήρα κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική και παράλληλα εμφάνιση έμμεσης κρού σης. Η τεχνική των λεπίδων με πίεση εμφανίζεται ήδη από τη Μεσολιθική και γενι κεύεται κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής. Σε αντίθεση με την τεχνική Λεβαλλουά, όπου επικρατεί προπαντός η αντίληψη της μοναδικής και ενιαίας επιφάνειας, σε αυτή την τεχνική στην παραγωγή των λεπί δων* κυριαρχεί μια στερεομετρική αντίληψη του υλικού. Επίσης η απόκρουση* λεπίδων στοχεύει στη συνεχή απόσπαση αποκρουσμάτων* τα οποία θα είναι πολ λά και όμοιας μορφής, όσο γίνεται περισσότερο τυποποιημένα και θα προέρχο νται από αλλεπάλληλες επιφάνειες ενός πυρήνα και όχι όπως συμβαίνει στην τε χνική Λεβαλλουά στην αφαίρεση μόνο ενός και ιδανικού αποκρούσματος. Εξάλ λου, η αφαίρεση λεπίδων οδηγείται, όπως φαίνεται, από την ιδέα ενός απλού υπό βαθρου*, του οποίου οι διαστάσεις είναι ελεγχόμενες και από το οποίο με κατάλ ληλη επεξεργασία* θα διαμορφωθούν ποικίλες μορφές εργαλείων, και όχι από τον νοερό σταθερότυπο* του μορφολογικά προκαθορισμένου εργαλείου, όπως ίσως συμβαίνει στην τεχνική Λεβαλλουά*. «Τεχνολογική αλυσίδα»: είναι όλα τα στάδια της κατασκευής των λίθινων εργα λείων από την αποφλοίωση των ακατέργαστων κομματιών πρώτης ύλης έως την τε λική μορφοποίηση του εργαλείου. Υπόβαθρο: γενικός όρος ο οποίος δηλώνει το στοιχείο πάνω στο οποίο είναι λα ξευμένο ή επεξεργασμένο κάποιο αντικείμενο. Υπόβαθρο ενός εργαλείου μπορεί να είναι άμορφα κομμάτια, πυρήνες*, ακατέργαστες φολίδες*, λεπίδες* ή μικρο λεπίδες*. Φαλαρίς (Phalaris Sp.): είδος φυτού το οποίο παρατηρείται ανάμεσα στα φυτά του αραιού δενδρώνα. Εποχή ανθοφορίας του φυτού είναι το διάστημα Μάρτιος Αύγουστος. Φολίδα: γενικά απόκρουσμα* σκληρού πετρώματος το οποίο αποσπάται σε κάθε στάδιο της λάξευσης*. Η ονομασία φολίδα αποδίδεται συχνά σε αποκρούσματα των οποίων το πλάτος είναι ίσο ή ανώτερο από το μισό του μήκους. Πολύ πρώιμα ο άνθρωπος χρησιμοποίησε για διάφορες χρήσεις τις μεγάλες φολίδες όπως έβγαι ναν από το καθάρισμα των πυρήνων*. Σε κάποιες περιοχές αναπτύχθηκε έτσι μια τεχνική φολίδων. Από τέτοιες φολίδες γίνονται τα κυριότερα εργαλεία κατά τη Μέση Παλαιολιθική. Οι φολίδες με οξείες ανεπεξέργαστες ακμές χρησιμοποιού νταν για την κοπή κρέατος. Φολίδες, λεπίδες*, μικρολεπίδες* και άλλα προϊόντα κατεργασίας, δηλαδή αποκρούσματα ή θραύσματα, ονομάζονται επίσημα «εργα λεία» όταν φέρουν επεξεργασία* στις πλευρές ή στις απολήξεις. Χειροπελέκεις: είναι εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσαν για να κόβουν, να τρυ πούν, να ξύνουν και να σκάβουν, χωρίς όμως να είναι εξασφαλισμένη η ακρίβεια
61
-
-
'�
-
στη δράση. Υπόβαθρο* ενός χειροπέλεκυ μπορεί να αποτελέσει ένα οποιοδήποτε κομμάτι πυριτόλιθου ή μια παχιά φολίδα*. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι η παρουσία επεξεργασίας και στις δύο όψεις ώστε να καλύπτεται ολόκληρη η επι φάνεια του εργαλείου. Έχουμε δηλαδή αμφιπρόσωπη λάξευση όπως και στις πε λεκημένες κροκάλες, η οποία, όμως, στην περίπτωση των χειροπελέκων σκοπό έχει τη διαμόρφωση ενός αιχμηρού και κοφτερού άκρου το οποίο ισορροπεί ως προς το ογκώδες σώμα του εργαλείου με βάση έναν νοητό άξονα συμμετρίας. Οι παλαιότεροι χειροπελέκεις είναι βαριά εργαλεία με κυματοειδείς πλευρές ενώ αργότερα οι πλευρές γίνονται ευθύγραμμες. Προς το τέλος της Αρχαιότερης Πα λαιολιθικής η τεχνική είναι τόσο εκλεπτυσμένη ώστε μερικοί χειροπελέκεις κανο νικοί και συμμετρικοί εκπλήσσουν με την ομορφιά τους. Μάλιστα επειδή απαιτεί ται αρκετός χρόνος για να υλοποιηθεί αυτή η τεχνική πολλοί πιστεύουν ότι υπάρ χει μια αισθητική αναζήτηση. Ανάλογα με το σχήμα τους τους διακρίνουμε σε αμυγδαλόσχημους, καρδιόσχημους, τριγωνικούς, δισκοειδείς κ.λπ. Άφθονοι κατά την Αχελαία πολιτισμική φάση, οι χειροπελέκεις αρχίζουν να σπανίζουν με την ανάπτυξη των λίθινων εργαλειακών συνόλων σε φολίδες της Μέσης Παλαιολιθι κής για να εξαφανισθούν κατά την Ύστερη Παλαιολιθική (βλ. πυρηνικά εργα λεία). Ωρινάκια: πολιτισμική φάση* η οποία πήρε το όνομά της από το ομώνυμο σπήλαιο Aurignac που βρίσκεται στη Δυτική Γαλλία.
62
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑl Απάντηση στην Άσκηση Αυτοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 Η σωστή απάντηση είναι: κροκάλες πελεκημένες Αχελαία χειροπελέκεις
Μουστέρια
ξέστρα Αιχμές διπρόσωπες φυλλόσχημες αιχμές χειροπελέκεις
Τα ξύστρα και οι γλυφίδες είναι τύποι εργαλείων της Ύστερης Παλαιολιθικής εποχής. Θυ μηθείτε ότι οι χειροπελέκεις είναι τύποι εργαλείων της Πρώιμης Παλαιολιθικής, επιβιώ νουν κατά τη Μέση Παλαιολιθική και εξαφανίζονται με το τέλος της. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε μερικές περιοχές δεν μπορεί να διακρίνει κανείς εύκολα έναν χειροπέλεκυ από μια διπρόσωπη φυλλόσχημη αιχμή. Τα ξέστρα, χαρακτηριστικά εργαλεία της Μέσης Παλαιολιθικής, εμφανίζονται ήδη από την Αχελαία πολιτισμική φάση και επιβιώνουν κατά την Ύστερη Παλαιολιθική, ενώ τα ξύστρα, χαρακτηριστικά εργαλεία της Ύστερης Παλαιολιθικής, εμφανίζονται ήδη από την Αχελαία πολιτισμική φάση και επιβιώνουν και στις μεταγενέστερες της Ύστερης Παλαιολιθικής εποχές. Αν απαντήσατε σωστά, θαυμάσια. Αν δεν τα πήγατε καλά, μην απογοητεύεστε. Είναι σί γουρο ότι με λίγη ακόμη προσπάθεια θα τα καταφέρετε.
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα. 3 Στην απάντησή σας θα πρέπει να επικεντρωθείτε στις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο σπηλαίων (Φράγχθι Αργολίδας και Uzzo Σικελίας) όσον αφορά τη θέση, τις δραστη ριότητες των κατοίκων, τις ταφές και τις προσφορές στους νεκρούς. Καλό θα ήταν, αν αντιμετωπίσατε δυσκολίες, να ανατρέξετε ξανά στο κείμενο της υποενότητας 1.1.4.
Δραστηριότητα 4 Θα πρέπει να εστιάσετε την προσοχή σας αφενός στην άποψη του Χρ. Τσούντα περί αμυ ντικής χρησιμότητας των περιβόλων και του οχυρωματικού χαρακτήρα τους και αφετέρου του Γ. Χουρμουζιάδη, σύμφωνα με την οποία οι περίβολοι του Διμηνίου είχαν χωροταξική λειτουργία, αναπτύχθηκαν ακολουθώντας τις πρακτικές ανάγκες των κατοίκων και δεν υπακούουν σ' ένα γενικό και προκαθορισμένο σχέδιο. Αν συναντήσατε δυσκολίες, ανα-
1
63
1
ιm
Τ
'��,�i?�
ZJ&l
τρέξτε στο κείμενο «Ο οικισμός του Διμηνίου» και ειδικότερα στα μέρη «Οι Περίβολοι» και «Ο οικισμός του Σέσκλου», Μέση Νεολιθική περίοδος, Αρχιτεκτονική.
Δρσστηρι6τητσ 5 Στην απάντησή σας θα πρέπει να δώσετε έμφαση στην οργάνωση του χώρου στους δύο οικισμούς, Σέσκλο και Διμήνι, κατά την περίοδο της ακμής τους, καθώς και στις επιπτώ σεις της οργάνωσης αυτής στην παραγωγική δραστηριότητα. Αν δεν τα καταφέρατε, ανα τρέξτε στο κείμενο «Ο οικισμός του Σέσκλου», Μέση Νεολιθική περίοδος, Αρχιτεκτονική, και «Ο οικισμός του Διμηνίου», η Κεντρική Αυλή, τα Κτίσματα, Οικονομία.
64
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ2 Κείμενο 1 Παραθέτουμε το κείμενο σε μετάφραση της συγγραφέως του παρόντος κεφαλαίου: «Το σπήλαιο Uzzo στην ανατολική ακτή της Σικελίας είναι ένας ασβεστολιθικός σχηματισμός με 10ταφές (12 άτομα) μέσα στο σπήλαιο. [...] Οι κάτοικοι του Uzzo της Κατώτερης Μεσολιθικής εποχής ασχολούνταν με το κυνήγι της κόκκινης ελάφου και του χοίρου, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται πολύ κοντά στη θάλασσα. Όλες οι μεσολιθικές ταφές στο Uzzo ήταν αρχικά ομαδικές, μάλιστα και των δύο φύλων. Δύο από τις ταφές ήταν διπλές, με έναν άνδρα και μια γυναίκα ενήλικες η καθεμία, που χρονολογούνται αντίστοιχα το 8600π.Χ. και το 95 00 π.Χ. [...] Οι τάφοι ήταν σκαμμένοι στο χώρο κατοίκησης του σπηλαίου κοντά στον τοίχο ενώ ένας σωρός από στάχτη αναγνωρίστηκε πάνω στον ταφικό λάκκο ενός ενήλικου άνδρα και πάνω από τη μια από τις διπλές ταφές. Ο ενήλικος άνδρας στο Uzzo κρατούσε μια σιαγώ να ελάφου στο χέρι του και μόνο μία πεταλίδα οστρέου (Patella ferruginea) βρισκό ταν πλησίον του σώματος. Δύο οστέινα εργαλεία θεωρήθηκαν ότι ήταν προσφορές στον νεκρό άνδρα. Οι ανασκαφείς δύσκολα αναγνωρίζουν αν πρόκειται για προ γραμματισμένες ταφικές προσφορές. Αναφέρονται όμως στη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται επίπεδα βότσαλα, δόντια ελάφου, όστρακα, θρυμματισμένα κομμάτια λίθου και οστά ζώων κοντά στις ταφές» (Cullen, 1995, σ. 283-284). Κείμενο2 «Ο Χρ. Τσούντας θέλοντας να ερμηνεύσει τη λειτουργία των περιβόλων, η οποία είναι ένα πρωτοφαν?ς αρχιτεκτονικό στοιχείο όχι μόνο για τα ερευνητικά δεδομέ να της εποχής που έγινε η πρώτη ανασκαφή στο Διμήνι, αλλά και για τα σημερινά ευρηματολογικά δεδομένα, χαρακτήρισε τον οικισμό ως οχυρωμένη προϊστορική ακρόπολη. "Οι περίβολοι του Διμηνίου", έγραφε ο Τσούντας, "τους οποίους πε ριεγράψαμεν ως αποτελούντας ενιαίον οχυρωτικόν σύστημα[...]" και την άποψή του αυτή τη στήριζε στα δομικά στοιχεία των περιβόλων, στη διάταξή τους πάνω στο χώρο και στον οργανικό συσχετισμό τους με το κεντρικό μέγαρο. Για το μέγα ρο αυτό ο Τσούντας έγραφε: "εκ της ανωτέρω περιγραφής συνάγεται, ότι το σπου δαιότερον οίκημα του λιθικού αιώνος εντός του πρώτου περιβόλου ήτο το μέγαρον Α. Ο κύριος λοιπόν του μεγάρου αυτού ήτο κύριος και όλου του πρώτου περιβόλου και πιθανότατα δε αυτός ήτο και αρχηγός ή βασιλεύς της πόλεως". Χαρακτήριζε έτσι το μέγαρο της κεντρικής αυλής ως "ανάκτορο", κατοικία του "τοπάρχη", του "άρχοντα". Είδε ο Χρ. Τσούντας στους περιβόλους του Διμηνίου την υλοποίηση της ιδεολογίας της εξουσίας. Δέχτηκε δηλαδή την παρουσία ενός κεντρικού οργά νου που ήταν σε θέση να κατέχει και να ασκεί εξουσία. Να επιβάλει, μέσω αυτής της εξουσίας, την πραγματοποίηση έργου (χτίσιμο των περιβόλων) το οποίο είχε ως σκοπό την προστασία ενός συσσωρευμένου πλούτου, που πιθανόν να μην ανή κε στην κοινότητα αλλά στον άρχοντα. Αν δεχτούμε την ερμηνεία του Τσούντα για τους περιβόλους και γενικότερα για την οργάνωση του χώρου στο Διμήνι, που κα θιερώθηκε στη διεθνή προϊστοριολογία, χωρίς συζήτηση είναι αλήθεια, δεχόμα-
1
65
1
[email protected]
MWJMZM4H
i�#
�
:mί�ί@J®tftR'm�� lli
&m!
�
στε ταυτόχρονα και την ισχύ κοινωνικών σχέσεων που η αντίστοιχη οικονομική δομή της περιόδου εκείνης δεν είναι δυνατό να τις δικαιολογήσει. Στο Διμήνι η οι κονομία, όπως θα δούμε και πιο κάτω, δεν είχε ξεπεράσει την άμεση εξάρτησή της από τα πρότυπα σχήματα της απλής συνεργασίας ανθρώπου και φύσης. Δεν είχε ακόμα προχωρήσει στην οργάνωση συστηματοποιημένης εμπορευματοποίησης ούτε τέλος είχε εξειδίκευση και εκτεταμένους καταμερισμούς της δουλειάς. Σε έναν τέτοιο κοινωνικό σχηματισμό δε θα μπορούσαμε να δεχτούμε την παρουσία κοινωνικής "διαστρωμάτωσης", τη θεσμοποίηση δηλαδή της εξουσίας. Αν πάλι αναλύσουμε την πλευρά της κατανομής και της χρήσης του χώρου, τις δομικές λε πτομέρειες των κτισμάτων και τον χαρακτήρα τους, θα καταλήξουμε στο συμπέ ρασμα ότι οι περίβολοι του Διμηνίου δεν ήταν οχυρωματικά στοιχεία. Η ζευγαρω τή ανάπτυξή τους και η άμεση σχέση τους με τη λειτουργία των κατανομών και των χρήσεων, αποδείχνουν πώς οι περίβολοι του Διμηνίου λειτουργούσαν ως ρυθμι στικά στοιχεία. Με την ανάπτυξή τους προσδιόριζαν τις θέσεις μέσα στις οποίες είχαν το δικαίωμα και την υποχρέωση να ασκούν τις οικοτεχνικές τους δραστηριό τητες οι πληθυσμιακές ομάδες της κοινότητας. Θα πρέπει επομένως τους περιβό λους να τους δούμε ως πραγματοποιήσεις μιας πρώτης "πολεοδομικής" αντίληψης και όχι ως προϊόν ενός πρώιμου οικονομικού ανταγωνισμού» (Χουρμουζιάδης, 1982, σ. 27-28). Κείμενο3 «Σε αντίθεση με τα ελεύθερα οικήματα του Σέσκλου, που περιβάλλονται από ανοιχτούς κοινόχρηστους χώρους τα οικήματα του Διμηνίου περιορίζονται μέσα σε περιβόλους, οι οποίοι αποκλείουν την ελεύθερη πρόσβαση. Ο χαρακτήρας της παραγωγικής δραστηριότητας του οικισμού θα πρέπει επομένως να είχε εντονότε ρα "ιδιωτικό" χαρακτήρα, ενώ η ελεύθερη αμοιβαιότητα μεταξύ των "νοικοκυ ριών" θα πρέπει να ήταν περισσότερο περιορισμένη ή υπό έλεγχο μέσω της κοι νωνικής δομής. Οι παρατηρήσεις αυτές παραπέμπουν σε κοινωνική δομή με σα φέστερα στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης, η οποία συνήθως είναι σε θέση να ελέγ χει τη θεσμοθετημένη αμοιβαιότητα. Έκφραση αυτής της κοινωνικής ιεραρχίας στο Διμήνι μπορεί να θεωρηθεί η κεντρική αυλή, το κεντρικό δηλαδή και μεγαλύ τερο αναλογικά τμήμα του οικισμού, μέσα στην οποία βρίσκεται ένα "μεγαροει δές" κτίσμα, όμοιο αλλά μικρότερο από εκείνο του Σέσκλου της ΝΝ. Ανάλογο κε ντρικό κτίσμα με αυτό του Διμηνίου -η ηλικία του οποίου έχει ωστόσο αμφισβητη θεί από τον Χουρμουζιάδη- εκτός από το Σέσκλο, γνωρίζουμε και από την Αγία Σοφία Μαγούλα στην περιοχή της Λάρισας και τη Μαγούλα Βισβίκη» (Κωτσάκης Κ., στο Παπαθανασόπουλος Γ. [επιμ.], 1996, σ. 55).
66
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχη 58-61, Αθήνα 1996, τεύχος 62, Αθήνα 1997. Θεοχάρης Δ., ΗΑυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας, εκδ. της Φιλαρχαίου Εταιρεί ας Βόλου, Βόλος 1967. Θεοχάρης Δ.,Νεολιθική Ελλάς, εκδ. Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1973. Θεοχάρης Δ.,Νεολιθικός πολιτισμός. Σύντομη επισκόπηση τηςΝεολιθικής στον ελ λαδικό χώρο, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 31993. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α', Προϊστορία-Πρωτοϊστορία, εκδ. Εκδοτι κή Αθηνών, Αθήνα 1970. Κωτσάκης Κ., «Παραλιακή περιοχή της Θεσσαλίας. Το Σέσκλο. Το Διμήνι», στο Παπαθανασόπουλος Γ. (επιστ. επιμ. ), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, εκδ. Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1996, σ. 49-57. Ορφανίδη Λ., Εισαγωγή στηΝεολιθική ειδωλοπλαστική:Νοτιοανατολική Ευρώπη και Ανατολική Μεσόγειος , εκδ. Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1998. Παπαθανασόπουλος Γ. (επιστ. επιμ. ),Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, εκδ. Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1996. Συμεωνίδης Ν., Δούκας Κ.Σ., Η εξέλιξη του Ανθρώπου, εκδ. Πανεπιστημίου Αθη νών (Τομέας Ιστορικής Γεωλογίας-Παλαιοντολογίας), Αθήνα 1993. Treuil R., Darcque Ρ., Poursat J.-Cl., Touchais G., Οι πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Πολυχρονοπούλου Α., εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996. Τσούντας Χρ., Αι Προϊστορικαί ακροπόλεις Διμηνίου καιΣέσκλου, εκδ. Βιβλιοθή κη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθή ναις 1908. Χουρμουζιάδης Γ.Χ., «Αρχαία Μαγνησία», στο Μαγνησία, το Χρονικό ενός πολιτι σμού (γενική επιμέλεια έκδοσης Μ. και Ρ. Καπόν), Αθήνα 1982, σ. 9-103. Χουρμουζιάδης Γ.Χ., Το νεολιθικό Διμήνι, εκδ. Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος 1979.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bailey G. (επιμ. ), Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary land.scapes in northwest Greece, τόμοι 1-2, McDonald Inst. Μοη, Cambridge 1997. Bailey G., «The Palaeolithic of Klithi in its wider context»,Annual of the British School atAthens, τεύχος 87, 1992, σ. 1-28. Bailey G.N., «Palaeolithic Archaeology in Greece and the Balkans», Current Anthropology, τεύχος 36, 1995, σ. 518-520. Brezillon Μ., Dictionnaire de la prέhi.,;toire, Librairie Larousse, Paris 1969. Cullen Τ., «Mesolithic mortuary ritual at Franchthi cave, Greece»,Antiquity, τεύ χος 69, 1995, σ. 270.
1
67
1
Galanidou Ν., Home ίs where the earth ίs, The Spatial Organization ofthe Upper Palaeolithic Rockshelter Occupations at Klίthi and Kastritsa ίn North-west Greece, British Arcaeological Reports International Series αρ. 687, Oxford 1997. Jacobsen Th., «Franchthi Cave and the beginning of settled village life in Greece», Hesperia, τεύχος 50, 1981, σ. 303-319. Jacobsen Th. et al. (επιμ.), Excavations at Franchthi Cave, Greece, τόμοι 1-6, Bloomington 1987, 1991. Kourtessi-Philippakis G., Le Paleolithίque de la Grece continetale. Etat de la question et perspectίves de recherche, Publications de la Sorbonne, Paris 1986. Leroi-Gourhan Α., Dίctionnaire de la prehistoίre, Quadrige, Presses Universitaires de France, Paris 1997. Pyrgaki Μ., L'habitat au cours de la prehistoire (de la periode preceramίque α l' age du bronze) d'apres les trouvailles effectuees α Sesklo et α Diminί, en Thessalie, τόμοι 1, 11, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, αρ. 61, Athenes 1987.
68
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Α(}χαιολογία και Τέχνες, τεύχη 58-61, Αθήνα 1996
Στα τεύχη αυτά υπάρχει ένα αφιέρωμα στην Παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα με εκτενή βιβλιογραφία. Στο τεύχος 58 γίνεται μια εισαγωγή στην Παλαιολιθική επο χή με ιδιαίτερη αναφορά στο ιστορικό της εποχής, στη μεθοδολογία και τα προ βλήματα της έρευνας, στο χρονολογικό πλαίσιο και την πολιτισμική ακολουθία, στα παγετώδη και περιπαγετώδη φαινόμενα και στις μεταβολές κατά το Τεταρτο γενές, στο περιβάλλον κατά τη διάρκεια του Πλειστοκαίνου, στον ζωικό κόσμο, στα μαλάκια, στην εμφάνιση και την εξέλιξη του ανθρώπου, στην κατοίκηση και τις δομές κατοικίας, στην οικονομία και τον τρόπο ζωής, στις ταφές και τα ταφικά έθιμα, στην κόσμηση, στην τέχνη. Στο τεύχος 59 γίνεται αναφορά στην ιστορία της έρευνας μια ιδιαίτερη διερεύνηση της Παλαιολιθικής εποχής στην Ελλάδα και μια γνωριμία με τους πρωτοπόρους και τους σκαπανείς. Στο τεύχος 60 γίνεται λόγος για τις αρχαιολογικές θέσεις της Παλαιολιθικής εποχής και την κατά τόπους έρευ να στην Ελλάδα (Θράκη, Μακεδονία, Θάσος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλά δα και Εύβοια, Βόρειες Σποράδες, Πελοπόννησος, Ιόνια Νησιά, νησιά Αιγαίου και Κρήτη). Το τεύχος 61 είναι αφιερωμένο στα λίθινα εργαλειακά σύνολα της Παλαιολιθικής εποχής με ιδιαίτερη αναφορά στη μελέτη τους, στις πρώτες ύλες, στη λάξευση του λίθου, στην τυπολογία των εργαλείων και στη χρήση τους. Επίσης γίνεται λόγος για τη γραφική αναπαράσταση των λίθινων εργαλειακών συνόλων, για τη συμβολή των ελληνικών δεδομένων στην παγκόσμια παλαιολιθική έρευνα, ενώ παρουσιάζονται νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική περίοδο στον ελληνικό χώ ρο. 2. Θεοχάρης Δ., Νεολιθικός πολιτισμός. Σύντομη επισκόπηση της Νεολιθικής στον ελλαδικό χώρο, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπε'ζης, Αθήνα 31993
Συνοπτικό εγχειρίδιο με αναφορές στις Προνεολιθικές και στη Νεολιθική εποχή. Στο κεφάλαιο Α' γίνεται μια γενική εισαγωγή στην προϊστορία και αναφορά στις προνεολιθικές βαθμίδες. Το κεφάλαιο Β' είναι αφιερωμένο στην αρχή του παρα γωγικού σταδίου (Προκεραμεική και Αρχαιότερη Νεολιθική). Στο κεφάλαιο Γ' γί νεται λόγος για ανάπτυξη και διαφοροποίηση στη Μέση Νεολιθική εποχή, ενώ στο κεφάλαιο Δ' για ανακατάταξη και πολυμορφία στη Νεότερη Νεολιθική. Τέλος, στο Επίμετρο γίνεται αναφορά στη χρονολόγηση της Νεολιθικής και δίδεται κατά σταση των ραδιοχρονολογιών από τη νεολιθική Ελλάδα. 3. Παπαθανασόπουλος Γ. (επιστ. επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, εκδ. Ίδρυμα Νικολάου Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1996 Πρόκειται για μια πολύ ωραία παρουσίαση της Νεολιθικής εποχής με πλούσια βι βλιογραφία. Το Μέρος Α' είναι αφιερωμένο στον νεολιθικό κόσμο, στην κατοίκη ση, στη γεωργία, στην κτηνοτροφία, στο κυνήγι, στην αλιεία, στα εργαλεία (λίθινα και οστέινα), στην κεραμική, στα λίθινα σκεύη, στην υφαντική και στην καλαθο πλεκτική, στη μεταλλουργία, στην ειδωλοπλαστική, στις σφραγίδες, στα κοσμήμα τα, στις ανταλλαγές και στις σχέσεις, στα ταφικά έθιμα, στον νεολιθικό πολιτισμό
1
69
1
Βί$1
mmm
m�wm�
στις όμορες περιοχές, στη μετάβαση στην εποχή του Χαλκού, ενώ τέλος αναφέρο νται και οι νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα. Στο Μέρος Β' υπάρχει κατάλογος των διαφόρων ευρημάτων τα οποία αναφέρονται στο Μέρος Α'. 4. Treuil R., Darcque Ρ., Poursat J.-Cl., Touchais G., Οι πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Πολυχρονοπούλου Α., εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996
Στην Εισαγωγή γίνεται λόγος για το γεωγραφικό και το χρονολογικό πλαίσιο ενώ το Πρώτο βιβλίο, κεφάλαιο Ι' είναι αφιερωμένο στη Νεολιθική εποχή μετά από μια σύντομη αναφορά στην Παλαιολιθική και τη Μεσολιθική. Περιέχει πλούσια βιβλιογραφία. 5. Χουρμουζιάδης Γ.Χ., «Αρχαία Μαγνησία», στο Μαγνησία, το Χρονικό ενός πολιτισμού (γενική επιμέλεια έκδοσης Μ. και Ρ. Καπόν), Αθήνα 1982, σ. 9-103
Χαρακτηριστικό έργο για τη Μαγνησία όπου οι οικισμοί του Σέσκλου και του Δι μηνίου. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο «Χώρο», στην «Οικονομία» και στις «Ιδε ολογίες». 6. Bailey G. (επιμ.), Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, τόμοι 1-2, McDonald Inst. Μοη, Cambridge 1997
Στο κεφάλαιο 22 γίνεται αναφορά στις ανασκαφικές έρευνες στη βραχοσκεπή Μποtλα. 7. Galanidou Ν., Home is where the earth is, The Spatial Organization ofthe Upper Palaeolithic Rockshelter Occupations at Klithi and Kastritsa in North-west Greece, British Arcaeological Reports International Series αρ. 687, Oxford 1997
Αναφέρεται στην οργάνωση του χώρου των βραχοσκεπών από τους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες της Νεότερης Παλαιολιθικής εποχής και ερευνά τις πρώιμες μορ φές της αρχιτεκτονικής. 8. Kourtessi-Philippakis G., Le Paleolithique de la Grece continetale. Etat de la question et perspectives de recherche, Publications de la Sorbonne, Paris 1986
Στο βιβλίο αυτό θα βρείτε πληροφορίες για την κατάσταση της ηπειρωτικής Ελλά δας κατά την Παλαιολιθική εποχή, με πλούσια βιβλιογραφία. 9. Pyrgaki Μ., L'habitat au cours de la prehistoire (de la priode preceramique α l' άge du bronze) d'apres les trouvailles effectuees α Sesklo et α Dimini, en Thessalie, τό μοι 1-Π, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου αρ. 61, Athenes 1987
Στο βιβλίο αυτό γίνεται ανάλυση του τρόπου κατοίκησης κατά τη Νεολιθική εποχή στους προϊστορικούς οικισμούς Σέσκλου και Διμηνίου. Περιέχει εκτενή βιβλιο γραφία.
70
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πολύ κατατοπιστικό για την εποχή που μελετήσαμε είναι και το ακόλουθο οπτικοακουστικό υλικό: 1. «Τα Μυστήρια του ανθρώπινου γένους» του National Geographic (διάρκεια, προγράμματος 60" - Copyright 1988). Ακολουθώντας τα βήματα των προϊστο ρικών ανθρώπων μπορεί κανείς να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της Παλαιολιθικής εποχής και στη συνέχεια να είναι σε θέση, σε συνδυασμό με τη μελέτη του κειμένου, να αναπαραστήσει αυτή την απώτερη εποχή του Λίθου. 2. Η ταινία με τίτλο «Το πρώτο ψωμί» παρουσιάζει τον νεολιθικό πολιτισμό στον ελληνικό χώρο. Σκηνοθέτης: Μαρία Πάουελ, Παραγωγός: ΕΤ3, διάρκεια 40" (1996). Αναφέρεται στη θέση Δισπηλιό, στη Δυτική Μακεδονία, πάνω στη λί μνη της Καστοριάς, όπου βρέθηκε προϊστορικός λιμναίος οικισμός. 3. Στην ταινία «Προϊστορικός Οικισμός Μακρύγιαλου της Πιερίας», διάρκειας 27" (1996), γίνεται αναπαράσταση, με τη χρήση υπολογιστή, του τρόπου κτισί ματος των κατοικιών. Σκηνοθέτης: Δημήτρης Μουρτζόπουλος, Παραγωγός Icon Cine and TV Productions.
1
71
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΜΠυργάκη
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να παρουσιάσει την εποχή του Χαλκού σι;ον σημερινό ελληνικό γεωγραφικό χώρο.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • προσδιορίζετε χρονολογικά τις τρεις κύριες περιόδους της εποχής του Χαλκού· • διακρίνετε τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των περιόδων· • περιγράφετε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιόδου με βάση τους πολι τισμούς που παρουσιάζονται στον σημερινό ελληνικό γεωγραφικό χώρο.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • • • • • •
Πρώιμο σtάδιο αστικοποίησης Δίκτυο ανταλλαγών Διοικητική οργάνωση Κοινωνική διαφοροποίηση Πυροτεχνολογία Μεταλλουργία Τύμβος Μινυακή κεραμική Δρόμοι επικοινωνίας
•
• • • • • • • •
Ανακτορικό σύστημα Υδραυλικές εγκατασtάσεις Μυκηναϊκές ακροπόλεις Λακκοειδείς τάφοι Θολωτοί τάφοι Γραφή Γραφειοκρατική οργάνωση «Μυκηναϊκή Κοινή» Τοιχογραφίες
Στο κεφάλαιο αυτό σκιαγραφούμε την εποχή του Χαλκού σι;ον σημερινό ελλη νικό γεωγραφικό χώρο. Η εποχή αυτή αντιστοιχεί σε ό,τι ονομάζουμε «όψιμη προϊστορία», για να τη διακρίνουμε από το μεγάλο χρονικό διάστημα που βρίσκε ται πίσω της, την απώτερη προϊσtορία, και πιο συγκεκριμένα την εποχή του Λίθου, την οποία παρουσιάσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ονομάζεται εποχή του Χαλκού ή Χαλκοκρατία, επειδή τα περισσότερα όπλα ή και εργαλεία καθημερι νής χρήσης ήταν από χαλκό αρχικά φυσικό και κατόπιν ένα κράμα χαλκού και κασσίτερου που ονομάζεται μπρούντζος. Τονίζουμε, όμως, ότι ο διαχωρισμός μεταξύ εποχής τόυ Λίθου και εποχής του Χαλκού βάσει της εμφάνισης των μετάλλων δεν είναι απόλυτος, διότι σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες πολλά ευρήματα, όπως ήδη αναφέραμε σι;ο προηγούμενο κε φάλαιο, μαρτυρούν ότι η χρήση των μετάλλων ήταν αρκετά διαδεδομένη και κατά τη Νεολιθική εποχή (π.χ. σε νεολιθικά στρώματα θέσεων της Μακεδονίας, της Κε-
Έννοιες Κλειδιά
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
73
��-,oorιiiwit&WtaJt@tire:m.@*i®tWWl!J.ll'fWWi'i>W@twnoo-.������:.@mwmiwιwmm , iw:.��
ντρικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου, των Κυκλάδων, της Κρήτης αλλά και στο Σέ σκλο). Η διάρκεια της εποχής του Χαλκού είναι περίπου δύο χιλιετίες (3300/31001100/1000 π.Χ.) και διαιρείται σε τρεις περιόδους: • την Πρώιμη (περίπου 3300-2000 π.Χ.), • τη Μέση (περίπου 2000-1600 π.Χ.), • την Ύστερη (περίπου 1600-llOO π.X.). Κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού αναπτύχθηκαν στον σημερινό ελλη νικό γεωγραφικό χώρο διάφοροι πολιτισμοί, που μπορούν να διαχωριστούν σε τέσσερις μεγάλες ενότητες. Τον μινωικό πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Κρήτη, τον κυκλαδικό, ο οποίος αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες, τον ελλαδικό, ο οποίος αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, και τον πολιτισμό του ΒΑ Αιγαίου, ο οποίος αναπτύχθηκε στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου. Κάθε περιοχή παρουσιάζει τα δικά της ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Εντούτοις αναγνωρίζουμε και κοινά σημεία, τα οποία μαρτυρούν συνεχείς επαφές και αλληλεπιδράσεις στον αι γαιακό χώρο. Γι' αυτόν το λόγο στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο, πριν προ χωρήσουμε στη μελέτη των επιμέρους ενοτήτων, να παραθέσουμε το γενικό χρο νολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτοί οι αξιόλογοι πολιτισμοί του ελληνικού χώρου. Πρώτος ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans ονόμασε τον πολιτισμό τον οποίο ανακάλυψε στην Κρήτη μινωικό και, σε συνεργασία με τον D. Mackenzie, με βάση την εξέλιξη της κεραμικής τον ταξινόμησε σε τρεις μεγάλες περιόδους: • την Πρωτομινωική (ΠΜ), • τη Μεσομινωική (ΜΜ), • την Υστερομινωική (ΥΜ). Διαίρεσε, μάλιστα, καθεμιά από αυτές σε τρεις υποπεριόδους, Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, και κάθε υποπερίοδο σε φάσεις (συνήθως δύο, Α και Β). Το σύστημα αυτό της σχετικής χρο νολόγησης χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας και μάλιστα σε συνδυασμό μ' ένα άλλο νεότερο σύστημα που στηρίχθηκε στις ιστορικές τομές τις οποίες επέφεραν οι διαδοχικές καταστροφές των ανακτορικών κέντρων και ανακοίνωσε το 1958 ο αρ χαιολόγος Νικόλαος Πλάτων, ο ανασκαφέας του ανακτόρου της Ζάκρου (Κρήτης). Σύμφωνα με τον Ν. Πλάτωνα, η μινωική εποχή χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους: • την Προανακτορική, από την εισαγωγή του χαλκού μέχρι την ίδρυση των ανακτόρων, περίοδο σύγχρονη με τις ΠΜ Ι, ΠΜ ΙΙ, ΠΜ ΠΙ και ΜΜ ΙΑ του Evans (2600-1900 π.Χ} • την Παλαιοανακτορική, περίοδο των πρώτων ανακτόρων της Κρήτης, σύγχρο νη με την ΜΜ ΙΒ και τις ΜΜ ΙΙΑ και ΜΜ ΙΙΒ του Evans (1900-1700 π.Χ.)· • τη Νεοανακτορική, περίοδο των νέων ανακτόρων, σύγχρονη με τις ΜΜ ΠΙΑ, Β, ΥΜ ΙΑ, ΥΜ ΙΒ, ΥΜ ΙΙ του Evans ως την ΥΜ ΙΙΙΑ1 του Evans (1700-1400 π.Χ.)· • τη Μετανακτορική, περίοδο μετά την τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού, σύγχρονη με τις ΥΜ ΙΙΙΑ2, ΥΜ ΙΠΒ και ΥΜ ΙΙΙΓ του Evans (14001100 π.Χ.). Καθεμιά από τις περιόδους αυτές χωρίστηκε σε τρεις ή περισσότερες φάσεις αντίστοιχα με τις ενδιάμεσες μικρότερες καταστροφές των ανακτόρων.
74
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η απόλυτη χρονολόγηση του μινωικού κόσμου βασίστηκε στις σχέσεις με την Αίγυπτο, στην οποία η χρονική εξέλιξη του πολιτισμού είναι γνωστή χάρη στα γρα πτά αιγυπτιακά μνημεία που σώθηκαν. Χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή χρονολογημέ να αιγυπτιακά αντικείμενα που ήρθαν στο φως σε μινωικές θέσεις και, αντίστρο φα, μινωικά αντικείμενα τα οποία βρέθηκαν σε χρονολογημένα αιγυπτιακά στρώ ματα. Για παράδειγμα, η περίοδος των πρώτων ανακτόρων είναι σύγχρονη με τη 12η και τη 13η δυναστεία της Αιγύπτου, όπως μαρτυρούν αιγυπτιακοί σκαραβαίοι στην Κνωσό και η ΜΜ I και II κεραμική στην Αίγυπτο. Οι αρχαιολόγοι Χρ. Τσούντας, Carl Blegen και Alan Wace, επηρεασμένοι από τον Α. Evans, ονόμασαν αντίστοιχα κυκλαδικό τον πολιτισμό των Κυκλάδων και ελλαδικό τον πολιτισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας και τους χώρισαν ανάλογα σε τρεις περιόδους: • Πρωτοκυκλαδική (ΠΚ) • Μεσοκυκλαδική (ΜΚ) • Υστεροκυκλαδική (ΥΚ) • Πρωτοελλαδική (ΠΕ) • Μεσοελλαδική (ΜΕ) • Υστεροελλαδική (ΥΕ) Μην απογοητευθείτε από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζετε! Αναγνωρίζουμε, βέβαια, ότι είναι πολλές οι περίοδοι και οι φάσεις που προαναφέραμε. Οι διαιρέ σεις αυτές είναι συμβατικές και οι χρονολογίες δεν είναι απόλυτες. Χρησιμοποι ούνται, όμως, για να διευκολυνθεί η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού. Αυτό που θέλουμε να συγκρατήσετε είναι πρώτον ότι ο κύριος διαχωρισμός της εποχής του Χαλκού γίνεται σε τρεις περιόδους, όπως προείπαμε, στην Πρώιμη, στη Μέση και στην Ύστερη, δεύτερον ότι ο πολιτισμός της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την ΥΕ περίοδο ονομάζεται μυκηναϊκός γιατί τα πρώτα και πιο σημαντικά ευρήματα προ έρχονται από τις Μυκήνες και ότι από το 1450 π.Χ. και εξής εξαπλώθηκε σε ολό κληρη την Ελλάδα, στην Κρήτη και στα νησιά και παρουσιάζεται παντού ομοιό μορφα. Το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα, που αφο ρά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού στον ελληνικό χώρο, θα παρακολουθήσουμε την αρχή της εξέλιξης του πολιτισμού της εποχής του Χαλκού. Στη δεύτερη ενότη τα, που αφορά τη Μέση, θα παρακολουθήσουμε τη συνέχεια αυτής της εξέλιξης που εμφανίζεται στην Κρήτη με τη δημιουργία των ανακτόρων και ενός από τους πιο πρωτότυπους πολιτισμούς της ιστορίας, δηλαδή του μινωικού. Στην τρίτη ενό τητα, που αφορά την Ύστερη, θα παρακολουθήσουμε τη βαθιά μεταβολή που πα ρατηρείται στην ιστορία του ελλαδικού πολιτισμού από την απομόνωση και τη μο νοτονία της Μέσης Ελλαδικής εποχής στον λαμπρό μυκηναϊκό πολιτισμό που επε κτάθηκε σε Ανατολή και Δύση και σε περιοχές στις οποίες δεν είχε φτάσει ο μινω ικός πολιτισμός.
75
11>-
76
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1 /Κεφάλαιο 2 Αντιστοιχίστε τους πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού με τις γεωγραφικές ενότητες στις οποίες αυτοί οι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν Νησιά του ΒΑ Αιγαίου Πύλος Μινωικός πολιτισμός Κυκλαδικός πολιτισμός Κνωσός Κυκλάδες Ελλαδικός πολιτισμός Πολιτισμός του ΒΑ Αιγαίου Κρήτη Μυκήνες Θα βρείτε τη σωστή αντιστοίχιση στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 2.1
ΙΙΡΩΙΜΗ ΕΙΙΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 'Ή ΙΙΡΩΙΜΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ "Η ΠΡΩΤΟΧΑΛΚΗ ΕΙΙΟΧΗ Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να καθορίσει το χρονολογικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η Πρώιμη εποχή του Χαλκού στον σημερινό ελληνικό γεωγραφι κό χώρο και να περιγράψει την πολιτισμική εξέλιξή της μέσα από τα υλικά κατά λοιπα της Πολιόχνης της Λήμνου, η οποία αποτελεί μια εύγλωττη μαρτυρία του πο λιτισμού του ΒΑ Αιγαίου.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τις τρεις φάσεις σtις οποίες διαιρείται η Πρώιμη εποχή του Χαλκού· • αναφέρετε τους τέσσερις πολιτισμούς και τις γεωγραφικές ενότητες του ελλη νικού χώρου σtις οποίες αυτοί εμφανίζονται κατά την εποχή αυτή· • περιγράφετε τα κύρια χαρακτηρισtικά των τεσσάρων πολιτισμών· • εξηγείτε ποια είναι η σχέση της Πολιόχνης της Λήμνου αλλά και των άλλων θέ σεων του ΒΑ Αιγαίου, όπως της Θερμής της Λέσβου ή του Εμποριού της Χίου, με τις Κυκλάδες και την ηπειρωτική Ελλάδα.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
2.1.1
Το χρονολογικό πλαίσιο. Πρώιμη εποχή tου Χαλκού
Η Πρώιμη εποχή του Χαλκού ακολουθεί τη μακρά Νεολιθική εποχή και καλύ πτει χρονικά σχεδόν όλη την 3η χιλιετία π.Χ. Υποδιαιρείται σε τρεις φάσεις: Ι, ΙΙ, ΠΙ. Τότε εμφανίζονται σε χωρισtές γεωγραφικές ενότητες τέσσερις επιμέρους πο λιτισμοί παράλληλοι αλλά και αυτόνομοι σtον αιγαιακό χώρο: • Πρωτοελλαδικός πολιτισμός, με επίκεντρο την κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα· • Πρωτομινωικός ή προανακτορικός πολιτισμός, με κέντρο την Κρήτη· • Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός, με κέντρο τις Κυκλάδες • Πολιτισμός του ΒΑ Αιγαίου, με κέντρο τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου· Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Νεολιθική Εποχή βρίσκονταν στη Β. Ελλάδα, δηλαδή στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία (π.χ. Σέσκλο και Διμήνι). Τώρα, όμως, με την έναρξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας το κέντρο βάρους της κατοίκησης μετατοπίζεται νοτιότερα και πιο συγκεκριμένα στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και στη ΒΑ Πελοπόννησο, όπου εμφανίστηκαν και τα πιο σημαντικά κέντρα του πρωτοελλαδικού πολιτισμού (Εικόνα 1 ). Αξιόλογα οικοδομικά λείψανα και κινη τά ευρήματα έχουμε από την Εύτρηση και τη Θήβα της Βοιωτίας, από τον Άγιο Κοσμά της Αττικής, από τη Μάνικα της Εύβοιας, από την Κολώνα της Αίγινας,
1
77
�W.OOBmi
iJ
tι
:;: iJ' �
1
lf���·��ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1-
από την Τσούγκιζα της Κορινθίας, από τη Λέρνα, την Τίρυνθα και την Ασίνη της Αργολίδας κ.α. Επίσης στην Κρήτη οι πιο γνωστές θέσεις της Πρώιμης Χαλκοκρα τίας ή του πρωτομινωικού πολιτισμού είναι η Κνωσός, ο Μόχλος, η Βασιλική και η Μύρτος (Εικόνα 1). Στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων έχουν βρεθεί αντιπροσωπευτικά δείγ ματα της ΠΚ περιόδου κυρίως από νεκροταφεία. Χαρακτηριστικός οικισμός της ΠΚ ΙΙ περιόδου είναι αυτός που βρίσκεται στη θέση Σκάρκος της 'Ιου (Μαρθάρη Μ., 1990, σ. 97-100). Αυτού του τύπου οικισμοί-κώμες της ίδιας περιόδου, σύμφω να με τον R.L.N. Barber, φαίνεται πως είχαν ήδη ιδρυθεί στη Γρόττα της Νάξου, στην Παροικιά της Πάρου, στην Αγία Ειρήνη της Κέας, στο Ακρωτήρι της Θήρας, στη Φυλακωπή της Μήλου, στη Χαλανδριανή της Σύρου κ.α. (Barber R.L.N., 1994, εικόνα 1). Σημαντικά κέντρα, όμως, εντοπίστηκαν και στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, όπως η Θερμή στη Λέσβο, η Πολιόχνη στη Λήμνο (βλ. υποενότητα 2.1.2, ιδιαίτερα «Η Πο λιόχνη της Λήμνου», και Κείμενο 2 του Παραρτήματος 2, στο οποίο δίνονται συ μπληρωματικά στοιχεία για τους μύθους που σχετίζονται με το νησί της Λήμνου), το Εμποριό στη Χίο, το Ηραίο στη Σάμο και το Μικρό Βουνί στη Σαμοθράκη, με πολιτισμό ο οποίος συνδέεται στενά με τις εξελίξεις στην Τροία. Σπουδαίο κέντρο ιδίως κατά την Πρωτοχαλκή ΠΙ εποχή θεωρείται και το Παλαμάρι της Σκύρου, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στα μεγάλα πολιτιστικά κέντρα του ΒΑ Αιγαίου, της Εύβοιας, της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και των Κυκλάδων (Εικόνα 1).
2.1.2
Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού
Η μετάβαση από την εποχή του Λίθου στην εποχή του Χαλκού δεν πραγματο ποιήθηκε σε όλες τις περιοχές την ίδια εποχή και δεν έγινε απότομα. Η Πρώιμη εποχή του Χαλκού είναι για ολόκληρο το χώρο του Αιγαίου εποχή σημαντικών αλ λαγών και ανακατατάξεων, οι οποίες συντελούνται στον οικονομικό, τον κοινωνικό και τον πολιτιστικό τομέα. Οι κυριότερες από αυτές τις αλλαγές είναι η εμφάνιση οργανωμένων οικισμών, η εξάπλωση τη; χρήση; των μετάλλων, κυρίως του χαλ κού, η εντατικοποίηση των δικτύων ανταλλαγών και η ανάπτυξη τη; τέχνη;. Οι αλλαγές πραγματοποιούνται βαθμιαία, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχίζουν πρακτικές και μέθοδοι της Νεολιθικής Εποχής. Η μορφή των οικισμών και ο τρόπος ζωής δεν αλλάζουν σε πολλά βασικά σημεία. Η οικονομία στηρίζεται στην παλιά γεωργική και κτηνοτροφική παράδοση. Ακόμη και οι απαρχές μιας σύνθετης κοινωνικής οργάνωσης στον ελληνικό χώρο ανάγονται στη Νεολιθική εποχή, κατά την οποία καθιερώθηκε σταδιακά ο έλεγχος της παραγωγής και η συ γκέντρωση αγαθών που θα οδηγήσουν στην εμφάνιση των μεγάλων ανακτορικών πολιτισμών, όπως θα δούμε στη συνέχεια του παρόντος κεφαλαίου. Οι λόγοι για του; οποίους πολύ σημαντικά κέντρα αναπτύχθηκαν κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία κυρίω; στα ανατολικά παράλια τη; Κεντρική; Ελλάδα; και στα νησιά του Αιγαίου είναι η θέση τους αλλά και οι εμπορικές και πολιτιστι-
78
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
......................................_______________-==
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κρήτη: 1. Κνωσός (Ηράκλειο), 2. Φαιστός (Ηράκλειο), 3. Μόχλος (Λασίθι), 4. Βασιλική (Λασίθι), 5. Μύρτος (Λασίθι) Κυκλάδες: 6. Καστρί (Σύρος), 7. Γρόττα (Νάξος), 8. Μινώα (Αμοργός), 9. Ακρωτήρι (Θήρα) Αίγινα: 10. Κολώνα Αργολίδα: 11.Τίρυνθα, 12. Λέρνα Κορινθία: 13. Κοράκου, 14. Ζυγουριές, 15.Τσούγκιζα Αττική: 16. Ασκηταριό, 17. Άγιος Κοσμάς Βοιωτία: 18. Ορχομενός, 19. Λιθαρές, 20. Θ11βα, 21. Εύτρηση Εύβοια: 22. Μάνικα, 23. Λευκαντί Σκύρος: 24. Παλαμάρι Θεσσαλία: 25. Ραχμάνι (Λάρισα), 26. Πευκάκια (Μαγνησία) Μακεδονία: 27. Μάνδαλο Δράμα: 28. Σιταγροί Καβάλα: 29. ΝτικιλίΤας Σαμοθράκη: 30. Μικρό Βουνί Εικόνα 1 Οι κυριότερες θέσεις της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στον ελληνικό χώρο
79
1�
:t:m.l�
r
�� m
11
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
Ή m!@t�W•�---------
κές σχέσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με τις περιοχές της Μ. Ασίας και της Ανατο λής. Τότε δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών που κάλυπτε ολόκληρο το Αιγαίο, από την Τροία και τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου μέχρι τις Κυκλάδες, την Εύβοια και την Αττική και από την Αργολίδα και την Αίγινα μέχρι την Κρήτη και τις μικρασιατικές ακτές. Ο ρόλος των Κυκλάδων και των άλλων νησιών του Αιγαί ου υπήρξε, όπως φαίνεται, πρωταρχικός σε αυτή την επικοινωνία, καθώς και στη μετάδοση νέων ιδεών και εμπνεύσεων από την Ανατολή ή από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η ακρόπολη του Διμηνίου κατά την τελευταία φάση της Νεολιθικής εποχής (όπως αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα) παραπέμπει στον αστικό χαρακτή ρα των οικισμών της Πρώιμης εποχής του Χαλκού, ο οποίος πιστοποιείται στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στα νησιά.
Ι[>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 2 Σημειώστε τι είναι σωστό και τι λάθος από τα ακόλουθα: Σωστό
1. Σημαντικά κέντρα της Πρώιμης Χαλκοκρατίας αναπτύχθηκαν κυρίως στα ανατολικά παράλια της κεντρικής Ελλάδας και στα νησιά του Αιγαίου, λόγω της θέσης τους και των εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων που είχαν τόσο μεταξύ τους όσο και με τις περιοχές της Μ. Ασίας και της Ανατολής.
Λάθος
2. Σημαντικά κέντρα αναπτύχθηκαν κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία μόνο στα ανατολικά παράλια της κεντρικής Ελλάδας λόγω της θέσης τους. 3. Σημαντικά κέντρα αναπτύχθηκαν κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και όχι στα ανατολικά παράλια της κεντρικής Ελλάδας λόγω των εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων που είχαν μεταξύ τους. 4. Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία δημιουργήθηκε ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών που κάλυπτε ολόκληρο το Αιγαίο. 5. Ο ρόλος των Κυκλάδων και των άλλων νησιών του Αιγαίου κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία, όπως φαίνεται, υπήρξε πρωταρχικός. Θα βρείτε τις σωστές απαντήσεις στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Πρωτοελλαδικός πολιτισμός Σε γενικές γραμμές η ΠΕΙ περίοδος εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς, η ΠΕΙΙ εί ναι η φάση της μεγάλης ακμής και διαρκεί περισσότερο από τις άλλες δύο ενώ η ΠΕ ΠΙ ακολουθεί μετά από αναταράξεις και είναι η φάση κατά την οποία υποχω ρεί η μεγάλη άνθηση της προηγούμενης περιόδου. Το μεγαλύτερο μέρος των ευ-
80
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρημάτων που προέρχεται από τις ανασκαφές ανήκει λοιπόν στην ΠΕ 11, που είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίστηκαν τα πρώτα αστικά κέντρα. Πολεοδομικά-οικιστικά χαρακτηριστικά: τα χαρακτηριστικά αυτά της αστικο ποίησης μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε σε πρωτοελλαδικούς οικισμούς που καλύ πτουν μεγάλη έκταση ( στην Τίρυνθα 60 στρέμματα, στην Εύτρηση 80 στρέμματα, στη Θήβα 200 στρέμματα, στη Μάνικα πιθανόν 800 στρέμματα). Παρατηρείται εκεί πυκνότητα δόμησης αλλά και κάποια πρώιμη πολεοδομική διάταξη, π.χ. στον οι κισμό των Ζυγουριών, αναπτυγμένη οικοδομική τεχνολογία, π.χ. τεχνική της ιχθυάκανθας στη λίθινη κρηπίδα της Λέρνας, της Τίρυνθας, της Εύτρησης και του Άγιου Κοσμά. Επίσης απαντώνται έργα κοινής ωφέλειας, όπως λιθόστρωτοι δρό μοι, π.χ. στις Ζυγουριές, απλοί οχυρωματικοί περίβολοι, π.χ. σε παραθαλάσσιους οικισμούς όπως στη Ραφήνα, στο Ασκηταριό, στη Μάνικα και στη Θήβα, καθώς και ένα σύνθετο σύστημα οχύρωσης με διπλό περίβολο, πύργους και πύλες, το οποίο ήρθε στο φως στη Λέρνα. Τέλος, κοινοτικές αποθήκες στην Τίρυνθα και τον Ορχο μενό. Επομένως στους οικισμούς της Βοιωτίας, της Εύβοιας, της Αττικής και της Αργολιδοκορινθίας, που είναι περιοχές με σημαντική οικονομική και πολιτιστική ακμή, αναγνωρίζουμε την πρώιμη αστικοποίηση και μάλιστα υψηλού επιπέδου. Αρχιτεκτονική: γενικότερα κατά την ΠΕ περίοδο οι οικίες είναι απλές με λίθι να θεμέλια και πλίνθινους τοίχους και οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι. Ευρήματα: η κεραμική είναι κυρίως μονόχρωμη πρωτοβερνικωτή «Urfirnis», απλή ή εγχάρακτη, με χαρακτηριστικό σχήμα ένα είδος κυπέλλου που ονομάζεται κύμβη ή «σαλτσιέρα». Χαρακτηριστικά ευρήματα επίσης είναι οι σφραγίδες και τα αποτυπώματά τους σε πηλό, τα λίθινα εργαλεία και όπλα από οψιανό της Μή λου, τα χάλκινα αντικείμενα, κυρίως όπλα και εργαλεία, αλλά και λίγα κοσμήμα τα, τα οποία, σε μικρή ποσότητα βέβαια, ήρθαν στο φως σε πολλούς οικισμούς. Οικονομία: το χαρακτηριστικό της αστικοποίησης, όπως την αναγνωρίζουμε στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς, είναι η οργάνωση του πρωτογενούς τομέα, δη λαδή έχουμε εντατικοποίηση της παραγωγής με τις καλλιέργειες της ελιάς και του αμπελιού αλλά και εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών, όπως, π.χ., το άροτρο. Αυτές επέτρεψαν την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων μέχρι τότε εδαφών και συνε πώς την αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Τώρα κατασκευάζονται μεγάλες σιταποθήκες, όπου αποθήκευαν το γεωργικό πλεόνασμα, π.χ. το τεράστιο κυκλικό κτίριο της Τίρυνθας με τον πολύ ισχυρό εξωτερικό τοίχο, που πιθανώς αποτελούσε κοινοτική σιταποθήκη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αστικοποίησης που παρατηρείται στους πρωτο ελλαδικούς οικισμούς είναι η αρχή της εξειδίκευσης της εργασίας. Η συστηματική εκμετάλλευση πηγών πρώτων υλών, όπως, π.χ., των ορυχείων οψιανού της Μήλου, μαρτυρεί την ύπαρξη ειδικευμένων τεχνιτών. Επίσης, έχουμε ανάπτυξη της μεταλ λοτεχνίας σε κέντρα τα οποία φαίνεται ότι διέθεταν υψηλή τεχνογνωσία, π.χ. τα χαλκουργικά εργαστήρια στη Ραφήνα και την Αίγινα. Υψηλό τεχνικό επίπεδο μαρτυρούν και τα πήλινα σκεύη, έργα ειδικών αγγειοπλαστών, ενώ, γύρω στο τέ λος της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, εμφανίζεται και ο κεραμικός τροχός. Με την ει σαγωγή του τροχού παρατηρείται έναρξη της τυποποίησης της παραγωγής κά-
1 11
1 1
81
----""'�
'Wffl
mrmm ;;mnrmimαιw:�t��
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ποιων κατηγοριών της κεραμικής, όπως πήλινων σκευών. Επίσης παρατηρείται τυποποίηση της παραγωγής κάποιων κατηγοριών της λιθοτεχνίας, όπως λίθινα ερ γαλεία και όπλα από οψιανό της Μήλου κ.ά., ενώ υπήρχαν και εργαστήρια, όπως, π.χ., κατεργασίας οψιανού στις Λιθαρές και τη Μάνικα. Αλλά η τεχνική εξειδίκευση μαρτυρεί και ανάπτυξη του εμπορίου. Πρέπει να υπήρχε δηλαδή αναπτυγμένο δίκτυο ανταλλαγών, εφόσον έχουμε τυποποίηση, και πιθανόν γινόταν και μαζική παραγωγή σκευών και εργαλείων που απαιτούσε αφενός να εφοδιάζονται τα εργαστήρια με πρώτες ύλες, π.χ. οψιανό από τη Μήλο, αφετέρου να φθάνουν τα τελικά προϊόντα επεξεργασμένα, π.χ. αγγεία, ειδώλια ή χάλκινα αντικείμενα, στις αγορές που βρίσκονταν σε απόσταση. Συναλλαγές πραγματοποιούνταν με την ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη αλλά και με πιο απο μακρυσμένες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Έχουμε λοιπόν μια νέα μορφή οικονομίας, η οποία εμφανίζεται με ανταλλαγή προϊόντων. Στη διακίνηση των προϊόντων παραπέμπουν και τα άφθονα σφραγίσματα της Λέρνας, με τα οποία ασφάλιζαν κιβώτια και δοχεία. Ενδεχομένως να υπήρχαν κάποιοι οικισμοί, όπως η Θήβα, η Μάνικα, η Αίγινα, η Λέρνα, η Τίρυνθα κ.ά., οι οποίοι ρύθμιζαν την παραγωγή και την αναδιανομή των αγαθών στη γύρω περιοχή. Άλλοι πάλι οικισμοί, όπως η Ραφήνα, ο Άγιος Κο σμάς, οι Λιθαρές κ.ά., με αναπτυγμένη βιοτεχνία και εμπόριο, αν και μικρότεροι, πιθανόν ήταν αυτόνομα βιοτεχνικά και διαμετακομιστικά κέντρα. Ενώ μικρότε ροι οικισμοί ίσως κατοικούνταν εποχικά και εξαρτόνταν από τα μεγάλα κέντρα (Κόνσολα Ντ., 1997, σ. 34). Κοινωνία: λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την κοινωνία της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Πρέπει να υπήρχε κάποια διοικητική οργάνωση με ένα ή και περισ σότερα άτομα στην κορυφή, τα οποία ρύθμιζαν τις διάφορες παραγωγικές δρα στηριότητες και επέβαλλαν κάποιους κανόνες κοινωνικής οργάνωσης. Ίσως τα άτομα αυτά να είχαν την έδρα τους στα μνημειώδη κτίρια μεγάλων διαστάσεων που έχουν ονομαστεί «Οικίες με διαδρόμους». Κτίρια αυτού του τύπου απαντώ νται στη Λέρνα, το «κτίριο BG» και η γνωστή «Οικία των Κεράμων», στην Αίγινα, η «Λευκή Οικία» στον οικισμό της Κολώνας, αλλά και στα Ακοβίτικα της Μεσση νίας. Ανάλογο κτίσμα είναι και η «Οικία του Λόφου» στη Βασιλική της Ανατολι κής Κρήτης. Εξάλλου την ύπαρξη κοινωνικής διαφοροποίησης μπορούμε να αναγνωρίσου με και στην ανομοιογένεια, τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς το επίπεδο κατασκευής των οικοδομημάτων, μέσα στον ίδιο τον οικισμό, π.χ. στη Θήβα, την Τίρυνθα και την Εύτρηση, αλλά και στην ύπαρξη μνημειακών κτισμάτων τα οποία θα προορίζονταν για μια ομάδα που κατείχε κάποια ανώτερη θέση. Για παράδειγ μα, αναφέρουμε την περίπτωση της Λέρνας, η οποία προϋποθέτει διαφοροποιη μένη κοινωνική οργάνωση και αναπτυγμένη κρατική δομή. Όλ' αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη ανισότητας, σε δύναμη και σε πλούτο, τόσο μεταξύ ατόμων όσο και με ταξύ ομάδων. Εξάλλου, η εξειδίκευση, η οποία συνεπάγεται και καταμερισμό της εργασίας, δημιουργεί επαγγελματικές τάξεις, π.χ. εμπόρους και τεχνίτες, οι οποί οι θα καταλάμβαναν κάποια θέση στην κοινωνική ιεραρχία.
82
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Όμως, αυτή η ανοδική πορεία των πρωτοελλαδικών οικισμών διεκόπη απότο μα στο τέλος της ΠΕ ΙΙ περιόδου, όταν, π.χ., η Λέρνα αλλά και άλλοι οικισμοί κα ταστράφηκαν. Η ηπειρωτική Ελλάδα βρέθηκε για κάποιους αιώνες έξω από το πε δίο των εξελίξεων που παρατηρούμε σε άλλες περιοχές του Αιγαίου, στις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια (βλ. υποενότητα 2.2.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κα τά τη Μέση εποχή του Χαλκού>>). (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 1, στο οποίο δίνονται συμπληρωματικά στοιχεία για τις αναταραχές κατά το τέλος της ΠΕ ΙΙ περιόδου, οι οποίες αποδίδονται, σύμφωνα με την παραδοσιακή ερμηνεία, στις πρώτες «ινδοευρωπαϊκές εισβολές».)
<Ι
Δραστηριότητα 1/Κεφάλαιο 2 Προσπαθήστε να περιγράψετε (περίπου 80 λέξεις) τα βασικά χαρακτηριστικά της αστικοποί ησης όπως μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς. Αν η απά ντησή σας είναι ελλιπής, είναι χρήσιμο να ανατρέξετε στο κείμενο και να εντοπίσετε το συ γκεκριμένο σημείο. Εξάλλου, αν έχετε εντοπίσει κάποιο σημείο με το οποίο διαφωνείτε, προ χωρήστε σε γραπτή αιτιολόγηση της άποψής σας με όσο πιο τεκμηριωμένο τρόπο μπορείτε. Οδηγίες για την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Πρωτομινωικός ή προανακτορικός πολιτισμός Ο πρωτομινωικός ή προανακτορικός πολιτισμός αναπτύσσεται στην Κρήτη κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία. Διακρίνουμε τρεις φάσεις: 1, ΙΙ, ΠΙ. Η μετάβαση από την εποχή του Λίθου στην εποχή του Χαλκού έγινε σταδιακά κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που ονομάζεται Υπονεολιθική. Η εποχή του Χαλκού στην Κρήτη (Εικόνα 2) είναι και η εποχή της μεγάλης ακ μής του πολιτισμού που ο Evans ονόμασε μινωικό, ενώ οι κάτοικοι λέγονται Μινω ί τες. Οι παλαιοί νεολιθικοί κάτοικοι της νήσου αποτελούν το κύριο στοιχείο του πληθυσμού. Αυτοί σιγά σιγά την εποχή του Χαλκού ίσως ενισχύθηκαν από νέες ομάδες μεταναστών από τη Μ. Ασία, που εγκαταστάθηκαν σε όλη την Κρήτη και έζησαν ειρηνικά μαζί με τους παλαιούς κατοίκους. Κάποιοι ερευνητές τους τοπο θετούν από ανθρωπολογική άποψη στη μεσογειακή φυλή, με κύρια χαρακτηριστι κά τους τη δολιχοκεφαλία (δηλαδή επίμηκες κρανίο), το μικρό ανάστημα, τα μαύ ρα μαλλιά και μάτια (Αλεξίου Στ., 1964, σ. 18). Αρχιτεκτονική: τις νεολιθικές κοινότητες διαδέχονται οικισμοί στο προστάδιο της πόλης, όπως είναι ένας ιδιόρρυθμος τύπος χωριού στη Μύρτο κοντά στην Ιε ράπετρα, στη Νότια Κρήτη. Οι γνωστοί οικισμοί μέχρι περίπου το 2000 π.Χ. θα ανέρχονταν, σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, σε πάνω από εκατό και ο πληθυ σμός της Κρήτης σε περίπου 75.000. Ένας από τους οικισμούς ήταν και αυτός της Κνωσού, από τον οποίο σώζονται μόνο πολύ λίγα λείψανα, λόγω της ισοπέδωσης του λόφου που πραγματοποιήθηκε για να χτιστεί το ανάκτορο, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Χαρακτηριστικοί είναι οι μνημειακοί κυκλικοί θολωτοί τάφοι στην πεδιάδα της Μεσαράς στη Νότια Κρήτη, όπως ο τάφος του Πλατάνου, διαμέτρου 13 μ. Ευρήματα: η κεραμική, η σφραγιδογλυφία, η μεταλλοτεχνία και η χρυσοχόία
1
83
..... c-.ι � f I f0 Ζ w
•
\.J
(\,
6,
• 1>
1
.• g
•
• :2:r:ι
226--Ν 2ι:21 2:1u:• • οοιι, •29' J18· ΗΙ• tU
,,,.
1Η 1
•
32
3S
• • 3v
•
.ι
,;j4, •
• •
aι
:;jfl, ,tj),
•
ι::,
Q
1. Δέμπλα, 2. Κυδωνία, 3. Νεροκούρου, 4. Αρμένοι, 5. Μοναστηράκι, 6. Αποδούλου, 7. Σπήλαιο Καμαρών, 8. Ιδαίον Άντρον, 9. Αγία Τριάδα, 10. Καμηλάρι, 11. Κομμός, 12. Φαιστός, 13. Λεβήνα, 14. Κουμάσα, 15. Απεσωκάρι, 16. Πλάτανος, 17. Κάννια, 18. Γόρτυνα, 19. Βορού, 20. Σκλαβόκαμπος, 21. Τύλισος, 22. Γάζι, 23. Πόρος, 24. Κατσαμπάς, 25. Κνωσός, 26. Αμνισός, 27. Νίρου Χάνι, 28. Γούρνες, 29. Αρχάνες, 30. Όρος Γιούχτας, 31. Βαθύπετρο, 32. Σπήλαιο Αρκαλοχωρίου, 33. Μάλια, 34. Καρφί, 35. Σπήλαιο Τράπεζας, 36. Σπήλαιο Ψυχρού, 37. Ρούσες, 38. Κεφάλα Χόνδρου, 39. Κάτω Σύμη, 40. Πύργος, 41. Μύρτος, 42. Γουρνιά, 43. Βασιλική, 44. Καβούσι, 45. Ψείρα, 46. Μόχλος, 47. Χαμαίζι, 48. Μακρύγιαλος, 49. Ζάκρος, 50. Πετσοφάς, 51. Παλαίκαστρο
Εικόνα 2 Χάρτης της Κρήτης με τις σπουδαιότερες θέσεις κατά την εποχή τον Χαλκού
s:t CX)
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ακμάζουν. Εκπληκτικά είναι τα λίθινα αγγεία από πολύχρωμα υλικά, φλεβωτά μάρμαρα, πορφυρίτη, οφείτη κ.λπ., αλλά και τα χρυσά κοσμήματα από τους τά φους της νησίδας του Μόχλου και από τη Μεσαρά. Οικονομία: μεγάλη ώθηση στην οικονομία έδωσαν η μεταλλουργία και η με ταλλοτεχνία. Ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου μαρτυρεί η αναζήτηση των πηγών του χαλκού και του κασσίτερου. Εξωτερικές σχέσεις: ήδη από το τελευταίο τρίτο της 3ης χιλιετίας η Κρήτη ανα πτύσσει εξωτερικές σχέσεις. Το εμπόριο, τόσο με τις Κυκλάδες όσο και με την Αί γυπτο, έφερε πλούτη στα λιμάνια της Ανατολικής Κρήτης, όπως στη Ζάκρο, στο Παλαίκαστρο, στον Μόχλο, αλλά και στους οικισμούς των Γουρνιών, της Βασιλι κής, στα Μάλια και στις κωμοπόλεις της Μεσαράς. Από την Αίγυπτο οι κάτοικοι διδάχθηκαν την τεχνική της κατασκευής λίθινων αγγείων ενώ τώρα ιδρύθηκε και στο νησί Κύθηρα, νότια της Πελοποννήσου, μινωική αποικία. Κοινωνία: Οο μνημειακοί κυκλικοί θολωτοί τάφοι μαρτυρούν μια κοινωνία πι θανόν οργανωμένη κατά γένη (Treuil R. κ.ά, 1996, σ. 191, Glotz G., 1923, σ. 153 και 158-159, Branigan Κ., 1970, σ. 128-130), ενώ ένα πλήθος σφραγίδων με εγχά ρακτα ιδεογράμματα αποκαλύπτει την ανάδυση της προσωπικότητας και πιθανόν και της ατομικής ιδιοκτησίας (Αλεξίου Στ., 1964, σ. 25-26). Αυτή την εποχή δημιουργείται το υπόβαθρο για τη μεγάλη οικονομική και πολι τισμική ακμή της Κρήτης στην αρχή της 2ης χιλιετίας π.Χ. ως αποτέλεσμα της τε χνολογικής ειδίκευσης, την οποία έφερε η εισαγωγή μετάλλων σε συνδυασμό με την παλιά αγροτική νεολιθική οικονομία. Πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός Αυτή την εποχή αναπτύχθηκε ο πρωτοκυκλαδικός πολιτισμός. Οι αρχαιολόγοι έχουν διακρίνει τρεις μεγάλες περιόδους του πολιτισμού αυ τού, συμβατικές βέβαια, μέσα στις οποίες ορίζουν και μικρότερες φάσεις. Οι φά σεις μάλιστα έχουν τα ονόματα τοποθεσιών (φάση Λακκούδων, φάση Πηλού, φά ση Πλαστηρά, από τις ομώνυμες θέσεις της Νάξου, της Μήλου, της Πάρου, και φά ση Κάμπου, φάση Σύρου, φάση Αμοργού, από την ομώνυμη τοποθεσία στην Πάρο και από τα ομώνυμα νησιά), όπου παρατηρήθηκαν πιο έντονα ή για πρώτη φορά τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Οι περίοδοι αυτές είναι: • Πρωτοκυκλαδική Ι (ΠΚ Ι) • Πρωτοκυκλαδική Π (ΠΚ Π) • Πρωτοκυκλαδική ΠΙ (ΠΚ ΠΙ) Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας για τον πρωτοκυ κλαδικό πολιτισμό προέρχονται από τα νεκροταφεία, από τα οποία, δυστυχώς, τα περισσότερα έχουν ανασκαφεί λαθραία. Παρ' όλ' αυτά, είναι αρκετά ενδεικτικές. Όσο για τους Κυκλαδίτες, φαίνεται ότι ήταν λαός μεσογειακός. Πιθανόν είναι οι Κάρες και Λέλεγες των αρχαίων Ελλήνων (Ηρόδοτος, Ιστορία Α, 171). Νεκροταφεία-ευρήματα κατά την ΠΚ I περίοδο: από την περίοδο αυτή δεν έχουμε πολλά αρχιτεκτονικά λείψανα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε στην περίοδο αυτή την ύπαρξη γεωργοκτηνοτροφικών εγκαταστάσεων και μεμονωμένων νοικο-
1
85
�-:ι%1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΊΤ��Rtfu���φ,"Ί'ι.._�
κυριών που ακόμη και σήμερα συναντά κανείς σε νησιά όπως η Αμοργός. Στην ύστερη ΠΚ I ανήκουν αρκετά σημαντικά λείψανα από τη Γρόττα της Νάξου. Στοι χεία αρχιτεκτονικής μας δίνουν και τα νεκροταφεία, όπου εκτός από τάφους υπάρχουν μερικές λιθόστρωτες κατασκευές (εξέδρες) και αναλημματικοί τοίχοι. Μια τέτοια εξέδρα βρέθηκε και στους Αγίους Αναργύρους της Νάξου (ύστερη ΠΚ 1). Κατά την ΠΚ I περίοδο έχουμε 20 με 25 τάφους (κιβωτιόσχημους) σε κάθε νεκροταφείο. Βρίσκουμε μόνο μία ταφή σε κάθε τάφο και αρκετά κινητά ευρήμα τα, όπως αγγεία, κοσμήματα από θαλασσινά κοχύλια και τα πρώτα σχηματικά μαρμάρινα ειδώλια. Οικισμοί κατά την ΠΚ II περίοδο: από την περίοδο αυτή έχουν βρεθεί λείψα να οικισμών. Χαρακτηριστική περίπτωση οικισμού της ΠΚ II περιόδου είναι ο οι κισμός Σκάρκος κοντά στο λιμάνι της Ίου. Βλέπουμε εδώ τα πρώτα δείγματα της διαδικασίας προς τον εξαστισμό, όπως είναι το σύστημα δόμησης, η διαμόρφωση δρόμων, η οικοδόμηση διώροφων σπιτιών (Μαρθάρη Μ., 1990, σ. 97-100). Την αρ χή της διαδικασίας αυτής στην περιοχή του Αιγαίου, όπως αναφέρθηκε, την τοπο θετούμε στη Νεολιθική εποχή. Τέτοιου είδους οικισμοί-κώμες πρέπει να είχαν ιδρυθεί στη Γρόττα της Νάξου, στην Αγία Ειρήνη Κέας (περίοδος 11), στη Φυλα κωπή της Μήλου (Πόλη I i, φάση Α2) κ.α. Νεκροταφεία: παρατηρούμε μείωση του πλήθους των νεκροταφείων σε κάθε νη σί και αύξηση του μεγέθους τους, π.χ. 600 τάφοι στη Χαλανδριανή της Σύρου, αλλά και πολλαπλές ταφές σε κάθε τάφο. Χαρακτηριστικοί είναι και οι κτιστοί τάφοι που περιλαμβάνουν μερικές φορές όροφο, όπως αυτοί από το Αβδέλι της Νάξου. Ευρήματα: από τα κινητά ευρήματα χαρακτηριστικά είναι τα τηγανόσχημα αγγεία αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αγγείων και ειδωλίων, όπως ο χαρα κτηριστικός τύπος «με διπλωμένα χέρια». Μια άλλη καλλιτεχνική δραστηριότη τα είναι η βραχογραφία. Οι Κυκλαδίτες, υπερήφανοι για τα καράβια τους, τα σχε διάζουν χαράζοντάς τα επάνω σε αγγεία, τα παριστάνουν σε βραχογραφίες ή φτιάχνουν ομοιώματά τους από μέταλλο. Επίσης διαπιστώνεται ανάπτυξη της με ταλλουργίας που έφερε επανάσταση στον τρόπο ζωής των Κυκλαδιτών. Επαφές: βελτιώνονται τα μέσα ναυσιπλο'tας και οι επαφές των Κυκλαδιτών δι ευρύνονται και εξαπλώνονται στα νησιά, την ηπειρωτική Ελλάδα, την Κρήτη αλλά και στα μικρασιατικά παράλια. Οικισμοί κατά την ΠΚ 111 περίοδο: για τους οικισμούς της περιόδου αυτής γνωρίζουμε περισσότερα απ' ό,τι για εκείνους της ΠΚ II περιόδου. Σ' αυτή την πε ρίοδο τοποθετείται η Αγία Ειρήνη Κέας (περίοδος 111), η Παροικιά της Πάρου, το Ακρωτήρι της Θήρας, η πρώτη πόλη της Φυλακωπής της Μήλου (Iii και Iiii), όπου παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση. Ίσως τώρα οι παράκτιες κώμες της ΠΚ II να εξελίσσονται σε πρωτοαστικά κέντρα-λιμάνια (Ντούμας Χρ., 1997, σ. 39). Τα κέ ντρα αυτά κατά τη Μέση Χαλκοκρατία εξελίχθηκαν σε πόλεις με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, π.χ. το Ακρωτήρι της Θήρας. Σημαντικά οικιστικά κέντρα λοιπόν, τα οποία προσφέρονταν για την ανάπτυξη εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριο τήτων, υπήρχαν στη Φυλακωπή της Μήλου, στην Αγία Ειρήνη Κέας αλλά και στο Ακρωτήρι της Θήρας.
86
1
ΕΝ
2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κατά τις αρχές της ΠΚ ΠΙ παρατηρούμε επίσης οικισμούς , όπως το Καστρί της Σύρου, τον Πάνορμο της Νάξου, τον οικισμό στην κορυφή του Κύνθου στη Δήλο, οι οποίοι βρίσκονται σε απότομες πλαγιές, όχι πολύ κοντά στη θάλασσα, και είναι οχυρωμένοι. Το τέλος τους ήταν βίαιο. Πολλές είναι οι ερμηνείες οι οποίες έχουν δοθεί γι' αυτούς τους οικισμούς. Άλλοι βλέπουν νέους πληθυσμούς από τη Μ. Ασία και διακοπή του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού λόγω της άφιξής τους. Ο Χρ. Ντού μας υποστήριξε ότι «οι βραχύβιοι αυτοί οικισμοί στις Κυκλάδες οφείλονται όντως στην άφιξη νέων πληθυσμιακών στοιχείων, όχι από τη Μ. Ασία, αλλά από το ΒΑ Αιγαίο» (Ντούμας Χρ., 1990, σ. 20) επειδή εκεί βρίσκουμε ανάλογους οικισμούς ως προς την κεραμική και την οχύρωση (Πολιόχνη στη Λήμνο, Θερμή στη Λέσβο, Εμποριό στη Χίο κ.ά. Ειδικά για την Πολιόχνη θα μιλήσουμε στη συνέχεια). Και αυτοί οι οικισμοί καταστράφηκαν και εγκαταλείφθηκαν γύρω στο 2300-2200 π.Χ. ενώ οι κάτοικοί τους, έμπειροι καθώς ήταν, διαμέσου της θαλάσσης πιθανόν κατά την ΠΚ ΠΙ προσπάθησαν να εγκατασταθούν προσωρινά στις Κυκλάδες ως πρό σφυγες, με την ελπίδα να συνεχίσουν τις θαλάσσιες δραστηριότητές τους. Νεκροταφεία-ευρήματα: ένας νέος τύπος τάφου εμφανίζεται αυτή την περίο δο, ο θαλαμοειδής (Μήλος). Οι τάφοι αυτοί πρέπει να προορίζονταν, σύμφωνα με τον Χρ. Ντούμα, για πολλαπλές ταφές, και θα ήταν απαραίτητοι σε μεγάλα οικι στικά κέντρα. Από τα κτερίσματα των τάφων φαίνεται ότι η παράδοση της κεραμι κής και της μεταλλουργίας συνεχίστηκε, ενώ διακόπηκε η καλλιτεχνική δημιουρ γία των κυκλαδικών ειδωλίων. Οικονομία: στις Κυκλάδες τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι είναι άλλης φύσης απ' αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι φυσικοί πόροι ήταν πε ριορισμένοι, γιατί εδώ δεν υπήρχαν εύφορες πεδινές εκτάσεις. Γι' αυτόν το λόγο απετράπη η εγκατάσταση μεγάλων πληθυσμών. Μεγάλα λοιπόν ήταν τα προβλή ματα επισιτισμού και επιβίωσης. Οι κάτοικοι των νησιών της 3ης χιλιετίας φαίνε ται να επηρεάζονται από την ανακάλυψη, την εξόρυξη, την κατεργασία και την εκ μετάλλευση πετρωμάτων, όπως ο οψιανός από τη Μήλο, το μάρμαρο από τα πε ρισσότερα νησιά, η σμύριδα από τη Νάξο, οι τραχείτες για την κατασκευή εργα λείων και σκευών, αλλά και από την ανάπτυξη της μεταλλουργίας. Επίσης υπο χρεώνονται να γίνουν πρωτοπόροι στη ναυπηγική τέχνη και τη ναυσιπλο·ια, επι νοώντας τρόπους ασφαλέστερης επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, ενώ τα θαλάσσια ταξίδια ωθούν προς την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων και φαινομένων και ίσως στην απόκτηση γνώσης κάποιων νόμων φυσικής και χημείας για την αγγειο πλαστική και κυρίως για τη μεταλλουργία. Ίσως αυτές οι εργασίες να απαιτούσαν τεχνική εξειδίκευση που οδήγησε και σε καταμερισμό της εργασίας. Ένας ιδιότυπος πολιτισμός τελειώνει με το τέλος της ΠΚ ΠΙ περιόδου, ο οποί ος κυριάρχησε με τη μοναδικής σημασίας τέχνη του στο Αιγαίο. Η τέχνη αυτή εκτι μήθηκε από τους λαούς με τους οποίους είχε σχέσεις, αν κρίνουμε από τα ειδώλια τα οποία βρίσκονται και σε περιοχές εκτός των Κυκλάδων, όπως Αττική, Κρήτη κ.α. Εξαιρετικά έντονη είναι η παρουσία της τέχνης των Κυκλαδιτών στην πρωτο μινωική Κρήτη (Αγία Φωτιά κ.α.) ενώ, αντίθετα, κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο μεγάλη επίδραση θα δεχθούν οι Κυκλάδες από την Κρήτη.
1
87
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
��������"¾'%1.1Eiffiffl&,!':1& ' ί�1'@'&��}:@W,$&�.'t'!m:�.4��
Ι>
mJαι!:�
®ϊ%@
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 2 Περιγράψτε (περίπου 80 λέξεις) τις διαφορές στον τομέα της οικονομίας των νησιώτικων κοινωνιών στις Κυκλάδες από τις σύγχρονές τους ηπειρωτικές κατά την Πρώιμη Χαλκο κρατία. Οδηγίες για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ο πολιτισμός των νησιών του ΒΑ Αιγαίου Τα αρχαιολογικά ευρήματα βεβαιώνουν ότι η διαδικασία προς τον εξαστισμό ήταν διαφορετική στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου (Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο), τα οποία είχαν και την πρωτοπορία σε σχέση με τις Κυκλάδες: το μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο και διαθέτουν εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια, βρίσκονταν πο λύ κοντά στη δυτική μικρασιατική ακτή και την εκμεταλλεύονταν ενώ εξασφάλι σαν πόρους και μετέτρεψαν την παραλία της σε χώρο πρωταρχικής σημασίας. Λόγω της μορφολογίας του εδάφους τους, αλλά και λόγω της γεωγραφικής τους θέσης είχαν κάποια ανεξαρτησία στον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Κα θιστούσαν ασφαλή τη θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ βόρειου και νότιου Αιγαίου. Τα ίδια άλλωστε τα νησιά είχαν μετατραπεί σε καταφύγια και σταθμούς εφοδια σμού για τα πλοία της εποχής. Γι' αυτόν το λόγο οι γνωστοί μέχρι σήμερα οικισμοί της Πρώιμης Χαλκοκρατίας ιδρύθηκαν ακριβώς απέναντι από την ασιατική ακτή. Αυτοί είναι η Πολιόχvη της Λήμνου (της οποίας την πολιτισμική εξέλιξη θα παρα κολουθήσουμε στα επόμενα), η Θερμή της Λέσβου, το Εμποριό της Χίου, το Ηραίο της Σάμου και το Παλαμάρι της Σκύρου. Συμπεραίνουμε, από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, ότι σε όλους τους οικισμούς η διαδικασία προς τον εξαστισμό δεν είχε την ίδια εξέλιξη. Οι νησιωτικοί οικισμοί του ΒΑ Αιγαίου εγκαταλείφθηκαν με το τέλος της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τότε διακόπηκε και η διαδικασία εξαστισμού. Τέλος, στοιχεία για τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού δεν διαθέτουμε. Η Πολιόχvη της Λήμνου (περίπου 3200-2000 π.Χ.) Σημαίνοντα ρόλο κυρίως κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία διαδραμάτισε ολόκληρο το νησί της Λήμνου. Η γεωγραφική του θέση είναι πολύ σημαντική, επειδή βρίσκε ται στο Θρακικό Πέλαγος, στην είσοδο του Ελλησπόντου. Εξίσου σημαντική είναι και η γεωμορφολογία του νησιού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης, ο οποίος βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού της Λήμνου, απέναντι από την Τρωάδα, στο σημερινό χωριό Καμίνια. Σημαντικά κτίρια: η Πολιόχνη καταλαμβάνει έναν επιμήκη λόφο, ο οποίος αναπτύσσεται παράλληλα με τη θάλασσα. Εδώ υπήρχαν μεγάλα και σημαντικά δημόσια κτίρια, όπως το λεγόμενο Βουλευτήριο και η λεγόμενη Σιταποθήκη. Το πρώτο είναι ένας στενόμακρος χώρος με δυο σειρές λίθινων βαθμίδων και φαίνε ται ότι ήταν χώρος συναθροίσεων, όπου μπορούσαν να καθίσουν πάνω από πενή ντα άτομα. Οι Ιταλοί ανασκαφείς θεώρησαν το χώρο αυτό τόπο όπου οι κάτοικοι
88
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
συγκεντρώνονταν για να πάρουν αποφάσεις για το σύνολο, επειδή δεν υπήρχε άλ λο κτίριο μέσα στον οικισμό που να μπορεί να αποτελέσει την έδρα της εξουσίας, και το ονόμασαν «Βουλευτήριο». Τόσο το «Βουλευτήριο» όσο και η Σιταποθήκη, δηλαδή μια κοινοτική αποθήκη για τη φύλαξη του γεωργικού πλεονάσματος, ανή κουν στις; αρχές; της; πρωτοαστικής; φάσης; του οικισμού. Η σύλληψη και ο σχεδια σμός καθώς και η εκτέλεση αλλά και η λειτουργία αυτών των κοινωφελών έργων πιθανόν προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός; είδους; κεντρικής; εξουσίας;. Ταφές;: νεκρόπολη στην Πολιόχνη δεν έχει βρεθεί, όπως άλλωστε και στην Τροία και τη Θερμή της Λέσβου αλλά και αλλού. Στην Πολιόχνη απαντώνται, όμως, μεμονωμένες ταφές, όχι μόνο παιδικές, μέσα στα τείχη, όπως συνέβαινε και στους πολιτισμούς της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στο Β. Αιγαίο αλλά και στη Μ. Ασία. Η πλήρης έλλειψη πληροφοριών για τα ταφικά έθιμα δεν μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την εικόνα της κοινωνίας και από τα νεκροταφεία. Ευρήματα: η Λήμνος γενικότερα πρωτοστάτησε στον τομέα της; πυροτεχνολο γίας;. Το γεγονός αυτό, που επιβεβαίωσε η αρχαιολογική σκαπάνη, το είχαν ανα γνωρίσει οι αρχαίοι Έλληνες και θεωρούσαν το νησί κοιτίδα της μεταλλουργίας, όπως βεβαιώνουν οι σχετικοί μύθοι (βλ. στο Παράρτημα 2, Κείμενο 2, στο οποίο δίνονται στοιχεία για τους μύθους που αφορούν το νησί της Λήμνου). Όπως επί σης δείχνουν τα ακροφύσια που ο Bernab-Brea αποκαλούσε «imbuti fittili», η με ταλλουργία στην Πολιόχνη ήταν αναπτυγμένη. Πολλά μεταλλικά σκεύη, τα οποία ήρθαν στο φως, έχουν υποστεί σύνθετη επεξεργασία, όπως αυτή της; κηρόχυσης; (του «χαμένου κεριού»). Μια πήλινη μήτρα που χρησιμοποιούνταν για να δώσει μορφή στο λιωμένο μέταλλο μαρτυρεί για πρώτη φορά, τουλάχιστον στο χώρο του Αιγαίου, τη χρήση αυτής της τεχνικής. Αν και το υπέδαφος της Λήμνου δεν φημίζεται για τα μεταλλεύματά του, τα ευ ρήματα της Πολιόχνης, όπως οι σκωρίες, οι μεταλλευτικές χοάνες, οι μήτρες, τα μεταλλουργικά σφυριά και τα άλλα εργαλεία αποδεικνύουν ότι στη Λήμνο γινόταν κατεργασία του χαλκού και του μπρούντζου. Οι σύγχρονες αναλύσεις, τόσο οι χη μικές όσο και οι ισοτοπικές των μεταλλικών αντικειμένων της Πολιόχνης, έδειξαν ότι ο χαλκός, ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί γι' αυτά, δεν συγγενεύει ούτε με το χαλκό του Ν. Αιγαίου ούτε με αυτόν της ΝΑ Ευρώπης ή της Μ. Ασίας. Οι ειδικοί ερευνητές βρίσκουν συγγένεια ως προς την ηλικία των κοιτασμάτων από τα οποία προέρχεται ο χαλκός; της; Πολιόχνης; με τα γεωλογικά στρώματα της; περιοχής; του Αφγανιστάν. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με την άποψη που υποστηρίζει ότι και ο κασσίτερος; στο προϊστορικό Αιγαίο προερχόταν από το μακρινό Αφγανιστάν. Σχέσεις;: στενές θα πρέπει να ήταν οι σχέσεις της Πολιόχνης με την ηπειρωτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις αναλογίες της κεραμικής ως προς το σχηματολόγιο και τα διακοσμητικά θέματα. Για παρά δειγμα, αναφέρουμε τις αναλογίες με την ΠΕ I κεραμική της Εύτρησης 11-IV, με την ΠΕ II του Αγίου Κοσμά Αττικής, του στρώματος καταστροφής της «Οικίας των Κεράμων» της Λέρνας, με τον πολιτισμό Γρόττας-Πηλού, με το ρυθμό της Σύρου κ.ά.
1
89
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
Εξάλλου διαπιστώνουμε ότι μεγάλο μέρος του ταξιδιού για την απόκτηση του πολύτιμου αγαθού, δηλαδή του μετάλλου, γινόταν διαμέσου του Εύξεινου Πόντου και ότι κοντά στην 3η χιλιετία π.Χ. στο Αιγαίο είχαν αναπτυχθεί η ναυπηγική τέ χνη και οι θαλάσσιε; μεταφορέ;. Έτσι, από τη στιγμή αυτή η Πολιόχνη εξελίσσεται σε ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα του Αιγαίου κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού και ο πρώιμος εξαστι σμός της οφείλεται κυρίως στην εισαγωγή της τεχνολογίας της μεταλλουργίας, η οποία έγινε νωρίς, καθώς και στη μεταφορά των προϊόντων της στο υπόλοιπο Αι γαίο. Όλ' αυτά ήταν αποτέλεσμα, όπως είδαμε, της ιδιαίτερης γεωγραφικής της θέσης. Συμπερασματικά αναφέρουμε ότι κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού ο πολι τισμός εξελίσσεται σιγά σιγά και το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα εμφανι σθεί ξεκάθαρα κατά την επόμενη, δηλαδή κατά τη Μέση, εποχή του Χαλκού, ιδίως με φαινόμενα όπως είναι η δημιουργία των πρώτων ανακτόρων στην Κρήτη.
ι::>.·
90
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 2 Να αναφέρετε τα δύο αίτια του πρώιμου εξαστισμού της Πολιόχνης της Λήμνου και να πε ριγράψετε όσα αφορούν την τεχνολογία της μεταλλουργίας. Οδηγίες για την απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Ενότητας Η εποχή του Χαλκού διαιρείται σε τρεις περιόδους: την Πρώιμη, τη Μέση και την Ύστερη. Κάθε περίοδος υποδιαιρείται σε φάσεις. Κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού εμφανίζονται τέσσερις πολιτισμοί: ο πρωτοελλαδικός, με επίκεντρο την κεντρική και νότια ηπειρωτική Ελλάδα· ο πρωτομινωικός ή προανακτορικός, με κέντρο την Κρήτη· ο πρωτοκυκλαδικός, με κέντρο τις Κυκλάδες, και ο πολιτισμός του ΒΑΑιγαίου, με κέντρο τα νησιά του ΒΑΑιγαίου. Η Πρώιμη εποχή του Χαλκού είναι εποχή σημαντικών αλλαγών και ανακατα τάξεων. Οι κυριότερες αλλαγές, που έγιναν βαθμιαία, είναι η εξάπλωση της χρή σης των μετάλλων, κυρίως του χαλκού, η εντατικοποίηση των δικτύων ανταλλα γών, η εμφάνιση οργανωμένων οικισμών και η ανάπτυξη της τέχνης. Στους οικι σμούς αναγνωρίζουμε τα βασικά στοιχεία μιας πρώιμης αστικοποίησης, όπως οργάνωση του πρωτογενούς τομέα, εξειδίκευση της εργασίας, τυποποίηση της παραγωγής, εμπόριο, διοικητική οργάνωση, κοινωνική διαφοροποίηση, πρώιμα πολεοδομικά-οικιστικά στοιχεία. Στην Κρήτη δημιουργείται το υπόβαθρο για τη μεγάλη οικονομική και πολιτική ακμή που θα παρατηρηθεί στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στις Κυκλάδες και στα νησιά του ΒΑΑιγαίου έντονες είναι οι δια φορές από τις σύγχρονες ηπειρωτικές περιοχές. Β ρίσκουμε και εδώ τα στοιχεία μιας διαδικασίας προς τον εξαστισμό.Αλλά οι κοινωνίες των νησιών κατά την 3η χιλιετία π.Χ. χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα από την ανακάλυψη, την εξόρυξη, την κατεργασία και την εκμετάλλευση πετρωμάτων και μεταλλευμάτων, τη λιθογλυ πτική και την ανάπτυξη της μεταλλουργίας, την πρωτοπορία στη ναυπηγική τέ χνη και τη ναυσιπλο"ία. Παρατηρούμε τεχνική εξειδίκευση, καταμερισμό εργα σίας και κοινωνική διαφοροποίηση. Ιδιαίτερα στην Πολιόχνη της Λήμνου διαπιστώνουμε πρώιμο εξαστισμό, ο οποίος οφείλεται κυρίως στην εισαγωγή της τεχνολογίας της μεταλλουργίας, που έγινε πολύ γρήγορα, αλλά και στη μεταφορά των προϊόντων της στο υπόλοι ποΑιγαίο.
1
1
91
Ενότητα 2.2
ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 'Ή ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ �Η ΜΕΣΟΧΑΛΚΗ ΕΠΟΧΗ Σκοπός
Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να προσδιορίσει το χρονολογικό πλαίσιο της Μέσης εποχής του Χαλκού στο σημερινό ελληνικό γεωγραφικό χώρο και να περι γράψει την πολιτισμική εξέλιξή της με βάση κυρίως τα υλικά κατάλοιπα της Κνω σού της Κρήτης, η οποία αποτέλεσε βασικό κέντρο του μινωικού πολιτισμού.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτής, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τις τρεις φάσεις στις οποίες διαιρείται η Μέση εποχή του Χαλκού· • δίνετε παραδείγματα θέσεων του ελληνικού χώρου οι οποίες τοποθετούνται χρονολογικά σε αυτή την εποχή· • περιγράφετε τη γενική εικόνα την οποία εμφανίζουν η ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά κατά την εποχή αυτή· • περιγράφετε τη διαμόρφωση και τη λειτουργία των ανακτόρων της Κνωσού κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο, καθώς και τα στοιχεία τα οποία μαρτυ ρούν την υλική και πολιτισμική άνθηση του μινωικού πολιτισμού.
2.2.1
Το χρονολογικό πλαίσιο. Μέση εποχή του Χαλκού
Η μετάβαση από την Πρώιμη στη Μέση εποχή του Χαλκού τοποθετείται γύρω στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. Στην Κρήτη η αρχή της Μεσομινωικής περιόδου (ΜΜ) είναι σύγχρονη με τη μεταβατική φάση από την Πρώιμη στη Μέση εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα (π.χ. Λέρνα) και στις Κυκλάδες (π.χ. Φυλακωπή), γεγονός το οποίο μπο ρούμε να συμπεράνουμε από τα εισαγόμενα και εξαγόμενα αντικείμενα. Επίσης η ΜΜ ΠΙ φάση θεωρήθηκε από τον Evans αρχή μιας «νέας εποχής» αλλά και μετα βατική φάση προς την ΥΜ περίοδο. Τοποθετείται μεταξύ της καταστροφής του παλαιού ανακτόρου της Κνωσού γύρω στο 1700 και μιας άλλης βίαιης καταστρο φής από το σεισμό που προσέβαλε προς το τέλος της φάσης αυτής τα νέα ανάκτο ρα. Άλλωστε δύσκολα μπορούμε να διακρίνουμε την κεραμική του τέλους της ΜΜ ΠΙ φάσης, η οποία είναι μεταγενέστερη της νέας καταστροφής και προγενέστερη της «μεγάλης ανοικοδόμησης» του ανακτόρου, από αυτή των αρχών της ΥΜ Ι. Δί νουν, μάλιστα, συμβατικά την ονομασία «ΜΜ ΠΙΒ-ΥΜ ΙΑ» φάση, όρο ο οποίος αντανακλά τον διφορούμενο χαρακτήρα της. Όσον αφορά τη Μεσοελλαδική περίοδο (περίπου 1900-1575 π.Χ.) οι αρχαιο λόγοι, αν και συνεχίζουν να διαιρούν την ΠΕ περίοδο σε τρεις φάσεις, παραδέχο-
92
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νται ότι η ΠΕ ΠΙ φάση ανήκει πολιτισμικά σtη Μεσοελλαδική περίοδο. Μάλιστα, μερικές καινοτομίες αρκετά σημαντικές εμφανίζονται στην ΠΕ 111 φάση και όχι στην πρώιμη ΜΕ. Η Μεσοελλαδική περίοδος αντιπροσωπεύεται σε θέσεις οι οποίες ήρθαν στο φως στην Πελοπόννησο, σtην Κεντρική Ελλάδα, όπου περιλαμ βάνονται και τα Ιόνια Νησιά και η Εύβοια, αλλά και σtο νότιο τμήμα της Ηπείρου και της Ανατολικής Θεσσαλίας (Εικόνα 3). Οι αρχαιολόγοι προτιμούν σήμερα για την ΜΕ περίοδο να βασίζονται σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που έχουν γίνει σε οικισμούς πρόσφατα ανασκαμμένους, όπως η Λέρνα, το Λευκαντί ή ο Άγιος Στέφανος και όπου η πλούσια στρωματογραφία προσφέρει μια σχεδόν πλήρη αλ ληλουχία των φάσεων κατοίκησης ολόκληρης της περιόδου. Η Μέση Χαλκοκρατία είναι πολύ λιγότερο γνωστή στη Βόρεια Ελλάδα. Οι ανασκαφές στην Άργισσα της Θεσσαλίας και στον Καστανά της Μακεδονίας έδει ξαν ότι σtις περιοχές αυτές η μετάβαση από την Πρώιμη στη Μέση εποχή του Χαλ κού πραγματοποιήθηκε ομαλά και πολύ αργότερα απ' ό,τι στην Κεντρική και τη Νότια Ελλάδα. Ενώ στις άλλες θεσσαλικές θέσεις, με εξαίρεση ίσως τα Πευκάκια, καθώς και στη Μακεδονία τα στρώματα της Μέσης Χαλκοκρατίας είναι πολύ φτω χά για να μπορέσει να γίνει αισθητή κάποια αλληλουχία στην εξέλιξη της κεραμι κής. Επίδραση της ΜΕ γίνεται φανερή σtη Χαλκιδική, σε θέσεις όπως στον Μολυ βόπυργο ή τον Άγιο Μάμα. Μικρότερη είναι η επίδραση στην Κεντρική Μακεδο νία. Η Βόρεια Ελλάδα ήδη από την εποχή αυτή φαίνεται ότι ξεφεύγει τελείως από τη σφαίρα επιρροής του κυρίως ελλαδικού χώρου. Στις Κυκλάδες ο πολιτισμός της Μέσης Χαλκοκρατίας ή Μεσοκυκλαδικός (2000-1550 π.Χ.) διαιρείται σε πρώιμη και ύστερη φάση. Τις γνώσεις μας γι' αυτή την περίοδο αντλούμε κυρίως από τις ανασκαφές τριών οικισμών: της Φυλακωπής της Μήλου, όπου η ΜΚ περίοδος αντιστοιχεί σtη «Δεύτερη Πόλη», της Αγίας Ει ρήνης της Κέας, όπου αντιστοιχεί στις περιόδους IV και V και του Ακρωτηρίου της Θήρας, ενώ στην Παροικιά της Πάρου τα περισσότερα αρχαιολογικά λείψανα χρονολογούνται στην αρχή της περιόδου. Με τις καταστροφές της Φυλακωπής ΙΙ, της Αγίας Ειρήνης V και του Μεσοκυκλαδικού Ακρωτηρίου σημειώνεται το τέλος της ΜΚ περιόδου. Τέλος, σtα νησιά του ανατολικού Αιγαίου η μετάβαση από την Πρώιμη σtη Μέ ση Χαλκοκρατία παρουσιάζει πολιτισμικές μεταβολές και αναταραχές ανάλογες με αυτές οι οποίες έλαβαν χώρα την ίδια εποχή σtην ηπειρωτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες, π.χ. η Θερμή V της Λέσβου εγκαταλείπεται.
2.2.2
Η πολιτισμική εξέλιξη κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού
Στον ελληνικό χώρο, εκτός της Κρήτης, διακόπτεται απότομα η πολιτισμική συνέχεια γύρω στε τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ., ενώ σε όλη τη διάρκεια της μισής 2ης χιλιετίας π.Χ. η οποία ακολουθεί δεν παρατηρείται ιδιαίτερη εξέλιξη στον τρόπο ζωής και κοινωνικής οργάνωσης. Η Κεντρική και η Νότια Ελλάδα, η Βό ρεια Ελλάδα, το ανατολικό Αιγαίο και οι Κυκλάδες παρουσιάζονται ως ενότητες
11
93
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
t... .-
,-.......__.,""'
. �--· ·····..
..
� �
,........
...
Ι'
•.,.. ...
\
""''
...ιι�
\,"'
ο
αι ()
/;1 4 �
f
c}-4
2
ι,�
�Ρ δ s o·i, ��;· --
-� 'f4p<:::J •
�.
�
10
Qι
..
.,.
•οι,\> 41JJ
�
<ι
1. Κρήτη, 2. Αγία Ειρήνη (Κέα), 3. Καστρί (Σύρος), 4. Τήνος, 5. Δήλος, 6. Σίφνος, 7. Κου κουναριές (Πάρος), 8. Πάνορμος (Νάξος), 9. Φυλακωπή (Μήλος), 10. Ακρωτ11ρι (Θή ρα), 11. Καστρί (Κύθηρα), 12. Αργολίδα, 13. Αρκαδία, 14. Λακωνία, 15. Μεσσηνία, 16. Ηλεία, 17. Αχα"tα, 18. Κολώνα (Αίγινα), 19. Εύβοια, 20. Σκύρος, 21. Αττικ11, 22. Βοιωτία, 23. Φωκίδα, 24. Αιτωλία, 25. Κέρκυρα, 26. Λευκάδα, 27. Κεφαλλονιά, 28. Ζάκυνθος, 29. Ήπειρος, 30. Θεσσαλία, 31. Μακεδονία, 32. Λέσβος, 33. Χίος, 34. Σάμος, 35. Κάλυμνος, 36. Κως, 37. Τήλος, 38. Τριάντα (Ρόδος), 39. Ιαλυσός (Ρόδος), 40. Κάρπαθος, 41. Κάσος Εικόνα 3 Ο ελληνικ6ς χώρος κατά τη Μέση και την Ύστερη εποχή του Χαλκού
94
ΕΝ
ΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
οι οποίες τείνουν να διαφοροποιηθούν όλο και περισσότερο. Υπάρχει δηλαδή τά ση κατάτμηση;, η οποία είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της περιόδου. Έτσι, ο χώρος του Αιγαίου ξεχωρίζει έντονα από τις γειτονικές περιοχές, Βαλκά νια και Μ. Ασία, με τις οποίες, όμως, διατηρούσε σχέσεις. Μεσοελλαδικό; πολιτισμό; Η Μεσοελλαδική περίοδο; σε σχέση με την Πρωτοελλαδική χαρακτηρίζεται ως μια φάση στασιμότητα;. Αρχιτεκτονική: κατά την ΜΕ περίοδο ακόμη και οι μεγαλύτεροι οικισμοί δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν πόλεις πρόκειται μάλλον για κώμες. Η Μάλθη της Μεσσηνίας, ένας από τους μοναδικούς οικισμούς της εποχής αυτής που έχει ανα σκαφεί πλήρως, είναι οικισμός κτισμένος με πυκνή δόμηση, προστατευμένος από οχυρωματικό περίβολο και σύμφωνα με τις νεότερες παρατηρήσεις φαίνεται ότι χρονολογείται στο τέλος της περιόδου. Τα ίδια χαρακτηριστικά παρουσιάζει και ο οικισμός της Ασπίδα; του Άργους, της ίδιας εποχής. Επίσης, στους εκτεταμένους οικισμούς όπως στη Λέρνα και στην Ασίνη της Αργολίδας δεν παρατηρείται κά ποια προσπάθεια πολεοδομικού σχεδιασμού (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 285). Οι με σοελλαδικέ; κατοικίες έχουν το σχήμα πρώιμου μεγάρου με προθάλαμο και μια κύρια αίθουσα, που η πίσω πλευρά της είναι συνήθως αψιδωτή. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, οι νεκροί θάβονται συνεσταλμένοι και συνήθως σε πίθους. Έχουμε ανεξάρτητα νεκροταφεία αλλά και μεμονωμένους τάφου; μέ σα στου; οικισμού;, κάτω από τα δάπεδα των σπιτιών, πλησίον της εισόδου, ιδιαί τερα τάφους μικρών παιδιών. Πολλές φορές οι τάφοι βρίσκονται κάτω από έναν τύμβο, ο οποίος σχηματίζεται από χώμα και λίθους και περικλείεται από λίθινη κρηπίδα. Στον ίδιο τύμβο απαντώνται μικροί ή μεγάλοι λάκκοι αλλά και κιβωτιό σχημοι και θαλαμωτοί τάφοι, καθώς και ταφές σε πιθάρια. Ο τύμβος που άρχισε να χρησιμοποιείται γύρω στα μέσα της ΠΕ περιόδου, όπως στη Λευκάδα, στη ΜΕ γενικεύεται και κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους συναντώνται πολλοί τύμβοι στην Αργολίδα και τη Μεσσηνία. Το έθιμο της ταφής σε τύμβους συνεχίστηκε και στους ιστορικούς χρόνους. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι τύμβοι συνετέλεσαν στη δια μόρφωση του θολωτού τάφου. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι οι μεσοελλαδικοί τύμ βοι προορίζονταν για άτομα με ιδιαίτερη κοινωνική θέση. Άλλωστε τα κτερίσμα τα είναι σπάνια. Πολλοί αρχαιολόγοι συνδυάζουν μάλιστα την ταφή σε τύμβους, που είναι χαρακτηριστικό έθιμο των ινδοευρωπαϊκών λαών, με την άφιξη των πρώτων Ελλήνων (βλ. στο Παράρτημα 2, Κείμενο 1, με στοιχεία για τους ανθρώ πους της Πρώιμης εποχής του Χαλκού στον ελληνικό χώρο). Ευρήματα: μια αλλαγή, όμως, σε σχέση με το παρελθόν συμβαίνει και με τη με τεξέλιξη τη; κεραμική;. Τα μεσοελλαδικά αγγεία είναι τα «μινυακά». Τα ονόμα σε έτσι ο Schliemann γιατί εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στον Ορχομενό της Βοι ωτίας, όπου ο μύθος θέλει να βασιλεύει ο πλούσιος Μινύας και να ζει ένα γένος, οι Μινύες, που χάθηκε, στο οποίο έχουν αναφερθεί λυρικοί και επικοί ποιητές. Το χρώμα των αγγείων είναι τεφρό, μαύρο ή κίτρινο και δεν έχουν γραπτή διακόσμη ση, ενώ τα σχήματά τους είναι επηρεασμένα από μεταλλικά πρότυπα και είναι
1
95
�
;;;;;..,.:.u.:;
;;
�
i
���
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2 ;;;;:;:;;;;;§ W!ιΒ!Μ
τροχήλατα. Η μινυακή κεραμική εμφανίζεται πριν από το 2000 π.Χ. και σταματά στο τέλος της ΜΕ περιόδου. Παράλληλα με τη «μινυακή» αναπτύσσεται και η κε ραμική των «αμαυρόχρωμων αγγείων», τα οποία έχουν γραπτή διακόσμηση και είναι χειροποίητα. Σημαντικό κέντρο παραγωγής τους είναι η Αίγινα. Οικονομία: έχουμε πτώση του βιοτικού επιπέδου, ενώ δεν παρατηρείται οικο νομική πρόοδος πριν από την τελική φάση, η οποία θα πυροδοτήσει τη μετάβαση προς την Υστεροελλαδική εποχή. Επαφές-ανταλλαγές: η Μέση Χαλκοκρατία στην ηπειρωτική Ελλάδα αντιστοι χεί σε μια φάση βαθμιαίας μικρής ανάπτυξης των χερσαίων οδών επικοινωνίας μεταξύ νότου (Πελοποννήσου, Κεντρικής Ελλάδας) και βορρά (Θεσσαλίας, Ηπεί ρου, Μακεδονίας). Ειδικότερα στην αρχή της περιόδου η διαμόρφωση του εδά φους έχει ευνοήσει τη θαλάσσια επικοινωνία και την ακτοπλο"ία, όπως διαπιστώ νουμε από την κατανομή της κεραμικής που διαδίδεται κυρίως από τη θάλασσα, ενώ στο τέλος της περιόδου από την ξηρά. Εξάλλου, υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για επαφές μέσα στην ίδια την ηπειρωτική Ελλάδα και μεταξύ ηπειρωτικής Ελλά δας και Κυκλάδων. Επίσης, υπήρχαν και επαφές με την Κρήτη, τίποτα, όμως, δεν αποδεικνύει ότι πραγματοποιούνταν με άμεσο τρόπο. Για τα ρεύματα ανταλλαγών μεταξύ ανατολικού και δυτικού Αιγαίου στη διάρκεια της Μέσης Χαλκοκρατίας δεν έχουμε καμιά ασφαλή μαρτυρία. Το χαρακτηριστικό, όμως, των ανταλλαγών και των επαφών κατά τη Μέση Χαλκοκρατία είναι ότι οι δρόμοι επικοινωνίας έχουν ελάχιστα αναπτυχθεί ενώ θα χρησιμοποιηθούν πολύ περισσότερο κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Κοινωνία: κύρια χαρακτηριστικά της είναι η στοιχειώδης μορφή κοινωνικών δομών και η χαλάρωση των διακοινοτικών σχέσεων. Σε πολλούς τομείς παρατη ρούμε παράλληλη ανάδειξη τοπικών ιδιαιτεροτήτων, που θεωρείται το αποτέλε σμα κάποιας κοινωνικής αναδίπλωσης. Γεγονός είναι ότι η ηπειρωτική Ελλάδα εμφανίζεται απομονωμένη από τις τε χνικές αλλά και τις καλλιτεχνικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα γύρω της. Όσο για την ομοιογένεια που παρουσιάζει ο υλικός πολιτισμός, ερμηνεύεται ως πιθανή ένδειξη ισοπέδωσης. Μεσοκυκλαδικός πολιτισμός Ο μεσοκυκλαδικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ομοιογένεια σε σχ,έ ση με τον πρωτοκυκλαδικό, ενώ παρουσιάζει σημαντικές τοπικές ιδιαιτερότητες. Αρχιτεκτονική: στις Κυκλάδες κατά τη ΜΚ περίοδο παρατηρούμε διεύρυνση των πόλεων που προήλθαν από συνοικισμούς, δηλαδή συγκέντρωση των διάσπαρ των οικισμών σε έναν κεντρικό οικισμό σε κάθε νησί. Παραδείγματα μεσοκυκλα δικών οικισμών είναι η Πόλη Π της Φυλακωπής, η Αγία Ειρήνη (περίοδος IV, V) και το Ακρωτήρι. Οι οικισμοί αυτοί είναι συνήθως οχυρωμένοι, εμφανίζουν πυ κνή δόμηση ενώ διαθέτουν πραγματικό πολεοδομικό σχεδιασμό (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 286), όπως στη Φυλακωπή της Μήλου και στην Αγία Ειρήνη της Κέας, όπου παρατηρούμε συγκροτήματα μικρών σπιτιών με μεσοτοιχία, που χωρίζονται από πλακόστρωτα δρομάκια χωρίς να σχηματίζονται μεγάλοι ακάλυπτοι χώροι. Ο
96
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πιο διαδεδομένος τύπος σπιτιών που αποτελεί συνήθως τον πυρήνα πιο πολύπλο κων συγκροτημάτων στις Κυκλάδες είναι ο απλός ορθογώνιος τύπος με ένα, δύο ή τρία δωμάτια (σπίτια της Φυλακωπής ΙΙ). Στη μεσοκυκλαδική πόλη της Αγίας Ει ρήνης υπήρχε ένα κτίριο το οποίο λειτουργούσε ως ιερό. Όσα, όμως, γνωρίζουμε γι' αυτό προέρχονται από την επόμενη περίοδο, την ΥΚΙ (βλ. υποενότητα 2.3.2, «Υστεροκυκλαδικός πολιτισμός»). Όσον αφορά τις ταφές, πραγματικές νεκροπόλεις έξω από τα όρια των οικι σμών φαίνεται ότι αποτελούσαν τον κανόνα στις Κυκλάδες κατά τη Μέση Χαλκο κρατία. Από τους λιγοστούς τάφους της Αγίας Ειρήνης Κέας φαίνεται ότι τα κτερί σματα ήταν συνήθη (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 290). Επίσης, οι τελετουργικές εκδη λώσεις φαίνεται ότι συνδέονταν μάλλον με τον ενταφιασμό παρά με τη λατρεία των νεκρών, της οποίας την ύπαρξη δεν μπορούμε να εντοπίσουμε πριν από την αρχή της εποχής του Σιδήρου. Ευρήματα: σε όλη τη διάρκεια της Μέσης εποχής του Χαλκού τα διάφορα είδη κυκλαδικής κεραμικής συνυπάρχουν με άφθονες εισαγωγές κρητικής και ελλα δικής κεραμικής. Οικονομία: στις Κυκλάδες κατά τη ΜΚ περίοδο παρατηρούμε μια πορεία προς ένα σύστημα πιο συγκεντρωτικό, του οποίου ασφαλώς αγνοούμε τους τρόπους λει τουργίας. Αυτή η πορεία, όπως φαίνεται, ευνοείται από τη σχετική ευημερία που αντικατοπτρίζεται στα κτερίσματα των τάφων (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 297). Όσον αφορά τον τομέα της βιοτεχνίας, ίσως στις Κυκλάδες να υπήρχαν τοπικά εργαστή ρια ειδικευμένα στη μαζική παραγωγή και τη διανομή ορισμένων τύπων αγγείων (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 298). Εξάλλου η απόκτηση πρώτων υλών και οι εισαγωγές κεραμικής υποδηλώνουν ανταλλαγές μεταξύ διαφόρων περιοχών. Επαφές-ανταλλαγές: οι Κυκλάδες φαίνεται ότι αποτελούν κατά τη ΜΚ περίο δο έναν πολύ σημαντικό πυρήνα ανταλλαγών στο χώρο του Αιγαίου. Αφού πέρα σαν κατά την ΠΚ 111 φάση μια περίοδο απομόνωσης, κατά τη ΜΚ περίοδο που ακολουθεί αποκατέστησαν τις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και αυτές με την ηπει ρωτική Ελλάδα και την Κρήτη. Έτσι οι Κυκλάδες και ιδιαίτερα τα νησιά της δυτι κής αλυσίδας (Κέα, Μήλος, Θήρα) διαδραματίζουν την εποχή αυτή κυρίαρχο ρό λο. Η Μήλος διατηρεί σχέσεις με τη Νάξο, τη Σίφνο, τη Δήλο και την Τήνο ενώ άλ λα σπουδαία κέντρα συνιστούν η Θήρα, η Κέα, η Πάρος και η Νάξος. Κυκλαδική κεραμική εντοπίζεται σε ελλαδικές θέσεις (Αττική, ΒΑ Πελοπόννησο), ενώ πο λυάριθμα μινυακά όστρακα και αμαυρόχρωμη κεραμική βρέθηκαν στις Κυκλάδες (Κέα, Μήλο, Θήρα κ.α.). Επίσης ο άργυρος, ο μόλυβδος, ίσως και ο χαλκός που υφίσταντο κατεργασία στην Κέα αυτή την περίοδο ήταν υλικά εισηγμένα από το Λαύριο. Οι Κυκλάδες διατηρούν ιδιαίτερα με την Κρήτη αμοιβαίες ανταλλαγές και συνεργάζονται μέχρι την καταστροφή των νέων ανακτόρων με αμφίδρομες ανταλλαγές στην κεραμική, στα λίθινα αγγεία και στην εξαγωγή οψιανού από τη Μήλο. Με βεβαιότητα επισημαίνουμε ότι οι Κυκλάδες και κυρίως η Κέα, η Μήλος και η Θήρα έρχονται σε επαφή με την Κεντρική και την Ανατολική Κρήτη, διανέ μοντας τα προϊόντα της μέχρι την Αττική, ενώ η Δυτική Κρήτη έρχεται σε επαφή με την Ανατολική Πελοπόννησο μέσω Κυθήρων.
1
97
wmt
�� moo��m
__..,
ΝΟΤΗΤΑ 2.2 L LL3HM;JHt .,,,..,�
Μεσομιvωικός πολιτισμός Η Ι(Qήτη κατά την Παλαιοανακτορική περίοδο Ήδη από την πρώτη φάση της ΜΜ περιόδου βαθιές είναι οι κοινωνικές και οικο νομικές μεταβολές που είναι εμφανείς στην Κρήτη, δηλαδή η αστικοποίηση και η εμφάνιση του ανακτορικού συστήματος που θα διατηρηθούν στο χώρο του Αιγαί ου μέχρι το τέλος του 13ου αι. π.Χ. Περίπου το 1900 π.Χ. έχουμε να κάνουμε με μια πραγματική μεταβολή του πρωτομινωικού πολιτισμού. Τώρα κλείνουν οριστικά οι θολωτοί τάφοι. Μεγαλό πρεπα ανάκτορα οικοδομούνται σε περίοπτες θέσεις, που έχουν τον έλεγχο των πεδιάδων και διατηρούν τις προσβάσεις προς τη θάλασσα, πρώτα στην Κνωσό, στη Φαιστό, στα Μάλια, στη Ζάκρο και στα Χανιά (αρχαία Κυδωνία) (βλ. Εικόνα 2). Γύρω από τα ανάκτορα αλλά και σε χαμηλούς λόφους κοντά σε λιμάνια και πλησίον σημαντικών θαλάσσιων δρόμων οργανώνονται πραγματικές πόλεις (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 220-221). Οι καλύτερα γνωστές της Κνωσού και των Μα λίων πλησιάζουν από τα τέλη της ΜΜ I τη μεγαλύτερη έκταση που θα φτάσουν μό νο κατά την ΥΜ I φάση. Τα ανάκτορα είναι πολυσύνθετα κτίρια με πολυτελή συστήματα διαμερισμά των, με αίθουσες υποδοχής και θεαμάτων, με εργαστήρια όπου οι βιοτέχνες κατα σκεύαζαν εκπληκτικά δημιουργήματα για τις ανάγκες της ζωής των ανακτόρων αλλά και για εξαγωγή, με τεράστιες αποθήκες όπου φύλασσαν την παραγωγή των δημητριακών, του κρασιού, του λαδιού κ.ά. ενώ υπήρχαν χώροι αφιερωμένοι και στη λατρεία. Όσο για τις πόλεις, φαίνεται ότι υπήρχαν και εκεί πολυώροφες κα τοικίες (Town Mosaic). Η εποχή των Παλαιών Ανακτόρων στην Κνωσό Η Κνωσός απέχει 5 χλμ. από το Ηράκλειο και βρίσκεται στην κοιλάδα του ποτα μού Καιράτου (Κατσαμπά), στη δυτική όχθη του. Ο λόφος του Προφήτη Ηλία υψώνεται στα ανατολικά της, ο λόφος της Ακρόπολης ή Μοναστηριακό Κεφάλι στα δυτικά της και τα υψώματα των Γυψάδων στα νότια. Το όνομα Κνωσός είναι προελληνικό. Η περιοχή είχε κατοικηθεί ήδη την 7η χι λιετία π.Χ., δηλαδή από την αρχή της Νεολιθικής εποχής. Πιο συγκεκριμένα, στο λόφο της Κεφάλας σε περίοπτη θέση μέσα στην εύφορη κοιλάδα του Καιράτου και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα αναπτύχθηκε και ο προανακτορικός οικι σμός της Κνωσού, όπως προαναφέραμε. Η κεντρική της θέση αναπτύχθηκε αργό τερα σε μεγαλύτερη έκταση. Ανάκτορο-πόλη: γύρω στο 1900 π.Χ., δηλαδή κατά την Παλαιοαvακτορική εποχή ή ΜΜ ΙΒ έως ΜΜ 11, σύμφωνα με τον Evans, χτίστηκε το μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ανάκτορο της Κρήτης (Evans Α., ΡΜ 11921). Γύρω του υπήρχε η πόλη. Λίγα μόνο μέρη σώζονται από τα ανάκτορα και την πόλη αυτής της εποχής, γιατί στην ίδια ακριβώς θέση χτίστηκαν τα νέα ανάκτορα και η νέα πόλη. Το πρώ το αυτό ανάκτορο της Κνωσού γνώρισε δύο καταστροφές -ίσως από σεισμό- και επισκευάστηκε και τις δύο φορές. Νεκροταφεία: όσο για τα νεκροταφεία της Κνωσού, αυτά βρίσκονταν στους
98
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λόφους Προφήτη Ηλία και Μονασrηριακό Κεφάλι (ή Ακρόπολη), με τάφους προ δρόμους των θαλαμοειδών, ενώ σrο λόφο Γυψάδες χτίσrηκε ένας θολωτός τάφος. Ιερά-λατρεία: τα ιερά κορυφής είναι υπαίθριοι χώροι, οι οποίοι διαμορφώνο νται στις κορυφές βουνών ή λόφων και κατά την εποχή αυτή περιβάλλονται από έναν απλό περίβολο. Αυτού του είδους ιερά είναι του Πετσοφά, κοντά σrο Παλαί κασrρο, ή του όρους Γιούχτα, κοντά στην Κνωσό. Άλλωστε η εμφάνιση του ανα κτορικού συσrήματος φέρνει σημαντικές αλλαγές στις μορφές της θρησκευτικής ζωής. Τόσο η εμφάνιση των ιερών κορυφής όσο και η εξάπλωση της λατρείας των νεκρών συνδέονται πιθανόν με την οργάνωση επίσημου ιερατείου και θεοκρατι κής διοίκησης στο πλαίσιο του ανακτορικού συστήματος (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 230). Ως αποθήκες ή προσκτίσματα ιερών ερμηνεύτηκαν και αρκετοί αποθέτες με αντικείμενα που θεωρούνται ιερά και βρέθηκαν μέσα στο ανάκτορο της Κνωσού («αποθέτης του δωματίου των λεκανίδων» και «υπόγειο των υφαντικών βαρών»). Ευρήματα: από αυτή την εποχή, που θα διαρκέσει μέχρι το 1700 π.Χ., μπορού με να θαυμάσουμε τα δημιουργήματα ενός από τους πιο πρωτότυπους πολιτισμούς της ισrορίας. Οι τέχνες προάγονται, κυρίως η αρχιτεκτονική και η κεραμική, αλλά και η χρυσοχο·ία και η γλυπτική. Τα ονομαζόμενα «καμαρα'ίκά» αγγεία, από το όνομα του σπηλαίου των Καμαρών σrο βουνό Ίδη, όπου πρωτοβρέθηκαν το 1895, κατατάσσονται ανάμεσα σrα ωραιότερα δημιουργήματα της κεραμικής τέχνης. Ο τροχός επέτρεψε την κατασκευή καμαραϊκών κυπέλλων και κυάθων, των οποίων το τοίχωμα έχει συνήθως πάχος ένα χιλιοσrό, και είναι τα λεγόμενα «ωοκέλυφα» αγγεία. Τα σχήματα των αγγείων είναι γενικά περίτεχνα και διακοσμούνται με πε ρισrρεφόμενες σπείρες ή σχηματοποιημένα πολύχρωμα φυτικά θέματα (άνθη, πέ ταλα, χταπόδια) πάνω σε μαύρο φόντο. Εκπληκτικής πολυτέλειας και κομψότητας, όμως, είναι και τα γυναικεία πήλινα ειδώλια, τα οποία βρέθηκαν στο ιερό κορυ φής του Πετσοφά. Οικονομία-εμπόριο: το γεγονός και μόνο της ίδρυσης των ανακτόρων μαρτυρεί συγκέντρωση της εξουσίας στο ανάκτορο, που πρέπει να είχε τον έλεγχο της αγροτικής και της βιοτεχνικής παραγωγής, αλλά και του εμπορίου. Η ύπαρξη, εξάλλου, ενός συστήματος οικονομικού ελέγχου επιβεβαιώνεται και από τα πήλι να σφραγίσματα, τα οποία βρέθηκαν στην Κνωσό - «αποθέτης ιερογλυφικών», σrη Φαισrό - «αποθέτης σφραγισμάτων», σrα Μάλια - «συνοικία Μ» και σrο Μο νασrηράκι. Η εισαγωγή καμαραϊκών αγγείων σrην Αίγυπτο, τη Συρία, αλλά και οι μινωικές επιδράσεις σrη Φυλακωπή της Μήλου και σrις Κυκλάδες γενικότερα, κα θώς και οι επαφές με την Κύπρο μαρτυρούν την εξάπλωση του εμπορίου. Επίσης οι Μινωίτες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το νησί των Κυθήρων λόγω της γεω γραφικής του θέσης για τις εμπορικές-ναυτικές τους δραστηριότητες, που, όπως αναφέραμε, ήδη από την ΠΜ II περίοδο (βλ. στην υποενότητα 2.1.2 «Πρωτομινωι κός ή προανακτορικός πολιτισμός», την παράγραφο «Εξωτερικές σχέσεις», και σrην υποενότητα 2.2.2, «Μεσοκυκλαδικός πολιτισμός», την παράγραφο «Επαφές ανταλλαγές») ζει στη σφαίρα επιρροής της Κρήτης και θα εξακολουθεί να ζει μέ χρι το τέλος της ΥΜ ΙΒ περιόδου. Κοινωνική και διοικητική οργάνωση: με την ίδρυση των ανακτόρων παρατη-
1
1
99
.., _______________
.,,,..
·-,
--"*�ΝΟΤΗΤΑ 2.2 ιW>Ίι
&
m
ρούμε μεγαλύτερη ομοιογένεια πολιτισμού, πιθανόν με συγκεντρωτική οργάνω ση και ισχυρή εξουσία (βλ. στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 3, στο οποίο δίνονται συ μπληρωματικά στοιχεία για το κοινωνικό σύστημα και τον ηγεμόνα του ανακτό ρου της Κνωσού). Έτσι πρέπει να δημιουργήθηκε μια κοινωνική ιεραρχία ενώ πα ράλληλα αναπτύχθηκε για πρώτη φορά οργανωμένο σύστημα γραφή\;, αναγκαίο για τον γραφειοκρατικό έλεγχο της παραγωγής. Στην αρχή είναι ιερογλυφικό και αργότερα γίνεται γραμμικό, πιο απλό, το ονομαζόμενο γραμμικό σύστημα Α. Επομένως, τα ανάκτορα ήταν, όπως φαίνεται, κέντρα πολιτικά, θρησκευτικά και οικονομικά. Το ανάκτορο της Κνωσού αλλά και τα άλλα καταστρέφονται ρι ζικά γύρω στο 1700 π.Χ. Η άποψη ότι οι καταστροφές οφείλονται σε εισβολή των Λουβίων από τη νοτιοδυτική Μ. Ασία ή των Υξώς από την Αίγυπτο δεν είναι απο δεκτή σήμερα, διότι δεν παρουσιάζεται διακοπή στην πολιτισμική εξέλιξη. Το πιθανότερο είναι η καταστροφή να ήταν αποτέλεσμα σεισμών.
100
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Ενότητας Γύρω στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. και τις αρχές της Μέσης εποχής του Χαλκού η πολιτισμική συνέχεια στον ελληνικό χώρο, πλην της Κρήτης, διακό πτεται απότομα. Η Μεσοελλαδική περίοδος χαρακτηρίζεται φάση στασιμότη τας. Παρατηρείται πτώση του βιοτικού επιπέδου, στοιχειώδης μορφή κοινωνι κών δομών, χαλάρωση των διακοινοτικών σχέσεων, ενώ οικονομική πρόοδο έχου με μόνο κατά την τελική φάση, που θα πυροδοτήσει τη μετάβαση προς την Υστε ροελλαδική εποχή, ενώ επισημαίνονται οι δρόμοι επικοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι η ταφή σε τύμβους, η «μινυακή» και η «αμαυρόχρωμη» κεραμική. Κατά τη Μεσοκυκλαδική περίοδο ο πολιτισμός χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ομοιογέ νεια σε σχέση με τον Πρωτοκυκλαδικό. Οι οικισμοί εμφανίζουν πυκνή δόμηση και διαθέτουν πραγματικό πολεοδομικό σχεδιασμό ενώ πραγματικές νεκροπό λεις υπήρχαν έξω από τα όριά τους. Στην οικονομία παρατηρούμε μια πορεία προς ένα σύστημα πιο συγκεντρωτικό ενώ οι Κυκλάδες αποτελούν έναν πολύ ση μαντικό πυρήνα ανταλλαγών στο χώρο του Αιγαίου. Στην Κρήτη παρατηρούμε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές, δη λαδή αστικοποίηση και εμφάνιση του ανακτορικού συστήματος, που θα διατη ρηθεί στο χώρο του Αιγαίου μέχρι το τέλος του 13ου αι. π.Χ. Στην Κνωσό υπήρχε το πιο μεγάλο και πιο σημαντικό ανάκτορο. Η περίοδος των «παλαιών ανακτό ρων» θα διαρκέσει μέχρι το 1700 π.Χ. και θα γνωρίσει έναν από τους πιο πρωτό τυπους πολιτισμούς της ιστορίας.
Ι
101
Ενότητα 2.3 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 'Ή ΥΣΤΕΡΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ 'Ή ΥΣΤΕΡΟΧΑΛΚΗ ΕΠΟΧΗ Σκοπός
Σκοπός της ενότητας αυτής είναι να καθορίσει το χρονολογικό πλαίσιο της Ύστερης εποχ11ς του Χαλκού στο σημερινό ελληνικό γεωγραφικό χώρο και να πε ριγράψει την πολιτισμική εξέλιξή της με βάση τα υλικά κατάλοιπα τουΑ κρωτηρί ου της Θήρας, που ανέπτυξε έναν αξιόλογο πολιτισμό κατά την Υ στεροκυκλαδικ11 περίοδο, της Κνωσού της Κρήτης, που κατά τη «Νεοανακτορική» περίοδο έφθασε στο απόγειο της ακμ11ς της, και των Μυκηνών, που αποτέλεσαν το σπουδαιότερο κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη της ενότητας αυτ11ς, θα είστε σε θέση να: • αναφέρετε τις τρεις περιόδους στις οποίες διαιρείται η Ύστερη εποχ 11 του Χαλκού· • δίνετε τρία παραδείγματα σημαντικών κέντρων του ελληνικού χώρου, τα οποία τοποθετούνται χρονολογικά σ' αυτ11 την εποχή· • εξηγείτε ποια είναι η σημασία των τάφων στις δύο πρώτες περιόδους της Ύστερης εποχής του Χαλκού· • περιγράφετε τη διαμόρφωση και τη λειτουργία των ανακτόρων της Κνωσού κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, καθώς και της ακροπόλεως και των ανακτό ρων των Μυκηνών κατά τη Μυκηναϊκ11 εποχ11.
2.3.1
Το χρονολογικό πλαίσιο. "Ύστερη εποχή του Χαλκού
Χρονολογικοί συσχετισμοί στο χώρο τον Αιγαίον κατά την Ύστερη εποχή τον Χαλκού ΥΜΙΑ-ΥΕΙ -ΥΚΙ ΥΜΙΒ-ΥΕΙΙΑ-ΥΚΙΙ ΥΜΙΙ-ΥΕΙΙΒ ΥΜ ΠΙ (IIIAl, ΙΙΙΑ 2,ΙΙΙΒ,ΙΙΙΓ)-ΥΕΙΙΙ-ΥΚΙΙΙ ΥΜΙΙΙΒ*;-ΥΕΙΙΙΒ* (IIIBl καιΙΙΙΒ2) ΥΜΙΙΙΓ*;-ΥΕΙΙΙΓ*
* Οι αντιστοιχίες αυτές παραμένουν ασαφείς.
102
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η Κρήτη κατά την Υ στερομινωική περίοδο φθάνει στο «απόγειο» της ακμής της. Η μινωική κυριαρχία μέχρι την ΥΜ ΙΒ επιβεβαιώνεται από τις αυξανόμενες εξαγωγές μινωικών αγγείων και την υιοθέτηση αρχιτεκτονικών στοιχείων κρητι κού τύπου (στην Κέα, στη Μήλο, στη Θήρα), από τις αποικίες (στα Κύθηρα, στη Ρόδο, στην Κω), καθώς και από την παρουσία σημείων της Γραμμικής Α γραφής στα Κύθηρα, τη Θήρα, τη Μήλο και την Κέα. Επίσης στην Κάσο και την Κάρπαθο, όπου τα περισσότερα ευρήματα ανήκουν στη Νεοανακτορική περίοδο, στη μικρα σιατική ακτή και ιδιαίτερα στην Ιασό και τη Μίλητο εντοπίστηκαν μινωικά αρχιτε κτονικά λείψανα και κεραμική. Όσο για τις μινωικές επιδράσεις που εμφανίζονται στην ηπειρωτική Ελλάδα σήμερα, θεωρούνται το αποτέλεσμα διαφόρων μακρών και δυσδιάγνωστων διαδι κασιών. Σε πολλές περιπτώσεις αποδίδονται σε απλή απόκτηση πολύτιμων αντι κειμένων από την πλευρά των Μυκηναίων ή στην παρουσία Κρητών τεχνιτών (π.χ. στον οικισμό του Αγίου Στεφάνου στη λακωνική ακτή και στις Μυκήνες) ή στην εγκατάσταση μικρών ομάδων Μινωιτών στον ελλαδικό χώρο (π.χ. κάποια εγκατά σταση κρητικού στοιχείου στην Πελοπόννησο μαρτυρεί η ανακάλυψη ενός ιερού με αναθήματα διπλών πελέκεων πλησίον της Επιδαύρου). Αλλαγή επιρροών παρατηρείται κυρίως από την ΥΕ ΠΙ. Από την ΥΕ ΠΑ οι αλ λαγές που άρχισαν στην ηπειρωτική Ελλάδα ήδη στην ΥΕ I παγιώνονται, γεγονός που συντέλεσε στην οριστική διαμόρφωση των κυριότερων χαρακτηριστικών του μυκηναϊκού πολιτισμού. Στο τέλος της ΥΕ ΠΑ δεν παρατηρείται στην ηπειρωτική Ελλάδα πολιτισμική διακοπή, όπως συνέβη στην Κρήτη με τις καταστροφές των ανακτόρων, και έτσι οι μυκηναϊκές επιδράσεις υπερισχύουν έναντι των μινωικών στις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και τις ακτές της Μ. Ασίας. Στον ελλαδικό χώρο ο μυκηναϊκός πολιτισμός μετά την πτώση της Κνωσού και το τέλος της μινωικής θα λασσοκρατορίας περνάει ομαλά από το στάδιο της διαμόρφωσης σε αυτό της εξά πλωσης και η Κρήτη είναι πολύ πιθανόν η πρώτη που υφίσταται τις συνέπειες αυ τής της εξάπλωσης. Από την ΥΕ ΠΙΑ φάση οι επαφές των Μυκηναίων έγιναν πιο συχνές με πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως αποδεικνύει η διάδοση της μυκη ναϊκής κεραμικής μέχρι την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και τη Θράκη στα βόρεια, την κοιλάδα του Πάδου, τη Σαρδηνία και την Ισπανία στα δυτικά, τον Ευφράτη στα ανατολικά και την πεδιάδα του Νείλου στα νότια. Γύρω στο 1600 π.Χ. αρχίζει μια νέα εποχή, που χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αλλαγή στην ιστορία του ελλαδικού πολιτισμού. Η εποχή αυτή είναι η Μυκηναϊκή. Η Μυκηναϊκή εποχή διαιρείται σε τρεις περιόδους: • την Υστεροελλαδική I ή Μυκηναϊκή 1 (περίπου 1550-1500 π.Χ.) • την Υστεροελλαδική II Α και Β ή Μυκηναϊκή Π Α και Β (περίπσu 1500-1400 π.Χ.) • την Υστεροελλαδική ΠΙ Α, Β και Γ ή Μυκηναϊκή 111 Α, Β και Γ (περίπου 14001100 π.Χ.). Η ΥΕ I είναι η εποχή των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών. Σήμερα πια οι ερευνητές, στηριζόμενοι στην ανακάλυψη ενός δεύτερου ταφικού περιβόλου στις Μυκήνες, του Ταφικού Κύκλου Β, που είναι λίγο προγενέστερος του Ταφικού Κύ κλου Α, παρατήρησαν την εξελικτική πορεία της μεταβατικής περιόδου και τους
1
103
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
-----------------� M%W®W����'J&��WIWI-"'&_,.,_____,..
στενούς πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ ΜΕ ΠΙ και ΥΕ Ι. Επιπλέον, τα πλούσια ευ ρήματα από τους θολωτούς τάφους της Μεσσηνίας ήρθαν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη παράλληλης ανάπτυξης και εκτός Αργολίδας, γιατί μέχρι τότε τα εντυπω σιακά κτερίσματα των λακκοειδών τάφων του Ταφικού Κύκλου Α των Μυκηνών, τα οποία είχαν έρθει στο φως από τον Σλήμαν, είχαν ωθήσει τους ερευνητές να αποκαλούν τη μετάβαση από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική περίοδο «περίοδο των λακκοειδών τάφων». Η ΥΕ ΙΙ είναι η εποχή της διάδοσης των θολω τών τάφων και η ΥΕ ΠΙ, η οποία έχει και τη μεγαλύτερη διάρκεια, είναι αυτή κατά την οποία σημειώνεται το αποκορύφωμα της μυκηναϊκής δύναμης. Τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα πσυ έδωσαν τα πιο πλούσια ευρήματα είναι αυτά που αναφέρονται στο έπος. Είναι τα κέντρα των μυθολογικών κύκλων. Το πιο παλαιό κέ ντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι η Πελοπόννησος, και ιδιαίτερα η Αργολίδα, η Λακωνία και η Μεσσηνία, ενώ στη συνέχεια, στα ιστορικά χρόνια, αυτά είναι τα τρία μεγάλα δωρικά κέντρα. Η Αργολίδα κατοικήθηκε πολύ νωρίς και στη συνέχεια αποτέ λεσε έναν σπουδαίο συγκοινωνιακό κόμβο. Εδώ αναπτύχθηκαν οι σχέσεις Κρήτης και Μυκηνών, που συντέλεσαν στην ανάπιυξη του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα πιο σημαντι κά κέντρα είναι οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Μιδέα (Δενδρά) και η Ασίνη. Μυκηναϊκά ευρήματα έχουμε και από τη Λακωνία, όπως είναι ο θολωτός τάφος στο Βαφειό, καθώς και το οικοδομικό σύνολο που ονομάζεται Μενελάεω, το οποίο παρουσιάζει αντιστοι χίες με το ανάκτορο της Πύλου. Εξάλλου στη Μεσσηνία ήρθαν σιο φως πλούσιοι τάφοι, θολωτοί και θαλαμωτοί, ενώ σιον Άνω Εγκλιανό βρίσκεται <
104
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
2.3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την 'Ύστερη εποχή του Χαλκού
Η μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού είναι μια περίοδος έντονων καινοτομιών για τον ελληνικό χώρο. Μετά την Κρήτη, η ηπειρωτική Ελλά δα είναι τώρα ο χώρος όπου θα διαδραματιστούν τα σημαντικότερα γεγονότα. Πρόκειται για καινοτομίες στην ταφική αρχιτεκτονική, στην κοινωνική οργάνωση αλλά και στη βιοτεχνική παραγωγή, οι οποίες θα αποτελέσουν τη βάση του μυκη ναϊκού πολιτισμού. Τα πολιτισμικά στοιχεία της προηγούμενης περιόδου συνυ πάρχουν με τα νέα στοιχεία όσον αφορά τα σπίτια, τους τάφους, την κεραμική ή τα εργαλεία. Οι αρχές της Ύστερης εποχής του Χαλκού αποτελούν το ξεκίνημα μιας νέας πολιτισμικής φάσης με αποκορύφωμα τον λαμπρό μυκηναϊκό πολιτισμό. Από τα μέσα του 15ου αι. π.Χ. μέχρι τα μέσα του 13ου αι. π.Χ. αναπτύσσονται στην ηπει ρωτική Ελλάδα όλα τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου μυκηναϊκού πολιτισμού. Τότε διαπιστώνεται κάποια οικονομική και πολιτική οργάνωση σχετικά συγκε ντρωτική, εξειδίκευση των δραστηριοτήτων και τυποποίηση κάποιων προϊόντων. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι η έντονη μυκηναϊκή παρουσία σε όλες τις ακτές της Μεσογείου. Προς το τέλος του 13ου αι. π.Χ. ταραχές θέτουν τέρμα στο ανακτορικό σύστημα, ενώ στο τέλος του 12ου αι. π.Χ. οι διάφορες κοινότητες στην ηπειρωτική Ελλάδα, αρκετά αποδυναμωμένες και απομακρυσμένες από τον εξω τερικό κόσμο, ζουν απομονωμένες η μία από την άλλη, διατηρώντας τις μυκηναϊ κές πολιτισμικές παραδόσεις. Από τις αρχές του 1 lου αι. π.Χ., όμως, παρατηρού νται ριζικές αλλαγές και μια άλλη εποχή αρχίζει, η λεγόμενη εποχή του Σιδήρου. Υστεροκυκλαδικός πολιτισμός Οχυρώσεις έχουν βρεθεί σε κυκλαδικές θέσεις και κατά την Υστεροκυκλαδική εποχή. Η Αγία Ειρήνη είχε οχυρώσεις από την αρχή της Περιόδου IV (Ύστερη ΠΚ ΙΙΙΒ ή Πρώιμη Μεσοκυκλαδική), τις οποίες χρησιμοποιούσαν ακόμη στην υστεροκυκλαδική περίοδο και επισκευάστηκαν στις αρχές της ΥΚ ΠΙ, μετά από μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε την πόλη στο τέλος της ΥΚ 11. Ανάλογη επισκευή οχυρώσεων έχουμε και στην Αίγινα, εκτός Κυκλάδων, στην Κολώνα (χωριό 10) (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 350, και Βάλτερ Χ., 1985, σ. 146). Στη Φυλακωπή η Δεύτε ρη Πόλη πίστευαν παλαιότερα ότι ήταν οχυρωμένη. Όμως πρόσφατες ανασκαφές απέδειξαν ότι κάποια τμήματα του τείχους είναι πολύ μεταγενέστερα και ανήκουν στην ΥΚ Ι και ΥΚ ΠΙ περίοδο. Στις αρχές του 13ου αιώνα (ΥΚ ΠΙ), ταυτόχρονα με την κατασκευή του νέου τμήματος του τείχους της Φυλακωπής, οχυρώθηκαν και οι νεοϊδρυθέντες οικισμοί, όπως ο Άγιος Ανδρέας στη Σίφνο και οι Κουκουναριές στην Πάρο. Τόσο για τις οχυρώσεις της Φυλακωπής όσο και για εκείνες της Αγίας Ειρήνης οι ερευνητές υποθέτουν ότι χρησιμοποιούνταν ακόμη όταν οι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν (Barber R.L.N., 1994, σ. 71). Παρά τις οχυρώσεις, οι Κουκουνα ριές καταστράφηκαν ενώ ο Άγιος Ανδρέας εγκαταλείφθηκε στα μέσα της ΥΚ ΠΙ. Στις υστεροκυκλαδικές πόλεις, χωρίς να είναι όλες ομοιόμορφες, παρατηρού-
1
105
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.
με τη διάταξη των σπιτιών σε οικοδομικά συγκροτήματα με στενά δρομάκια εν διάμεσα, όπως και στη μεσοκυκλαδική Φυλακωπή. Τώρα επίσης υιοθετούνται τα πρώτα σημαντικά σημάδια εξωτερικών επιδράσεων στην αρχιτεκτονική, οι οποίες είναι κατά την ΥΚ 1-11 μινωικές και κατά την ΥΚ 111 μυκηναϊκές. Στις αρχές της ΥΚ I η Φυλακωπή (Πόλη 111) και η Αγία Ειρήνη (Περίοδος VI και επόμενες) ανοικοδομήθηκαν σε μεγάλη έκταση. Εξάλλου τώρα έχουμε εμφάνιση οικοδομημάτων μεγάλων διαστάσεων, τα οποία κατείχαν μια κεντρική θέση μέσα στον οικισμό. Στην Αγία Ειρήνη, το σχέ διο ενός ιερού που υπήρχε ήδη από τη μεσοκυκλαδική εποχή αποκτά μεγαλύτερη σαφήνεια στην ΥΚ περίοδο. Βρίσκεται πλάι στην κύρια είσοδο της πόλης, είναι μακρύ και σχεδόν ορθογώνιο και αποτελεί το μόνο ανεξάρτητο οικοδόμημα του οικισμού. Η Αγία Ειρήνη καταστράφηκε από σεισμό στο τέλος της ΥΚ II περιό δου και στη συνέχεια έγιναν μόνο επισκευές και ανοικοδομήσεις, χωρίς νέα δια μόρφωση του χώρου. Αλλά και στην ΥΚ I Φυλακωπή υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο μάλλον το διοικητικό κέντρο της πόλης (Barber R.L.N., 1994, σ. 64 και εικόνα 117). Στην αρχή της ΥΚ 111, όταν ξανακτίστηκε ο οικισμός, μετά από μικρή κατα στροφή που είχε υποστεί στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, κτίστηκε ένα μέ γαρο ή ανάκτορο μυκηναϊκού τύπου, στο οποίο ενσωματώθηκε ένα τμήμα του αρ χαιότερου μεγάλου κτιρίου. Το μέγαρο αυτό, αν και απλούστερο, μπορεί κανείς να το συγκρίνει με εκείνο της Πύλου ή με οποιοδήποτε άλλο της ηπειρωτικής Ελ λάδας και αποτελεί σπάνια περίπτωση όπου τα αρχιτεκτονικά λείψανα μαρτυρούν την επιβολή της μυκηναϊκής κυριαρχίας. Επίσης, κατά την πρώιμη ΥΚ 111 κτίστηκε στη Φυλακωπή, όχι πολύ μετά την κατασκευή του μεγάρου, ένα μεγάλο ιερό. Όπως το ιερό της Κέας, έτσι και αυτό της Φυλακωπής βρισκόταν στην άκρη της πόλης, κοντά στο οχυρωματικό τείχος της μέσης ΥΚ 111. Σημαντικός οικισμός κατά την ΥΚ 111, ίσως και νωρίτερα, είναι η Γρόττα της Νάξου. Χαρακτηριστική, όμως, είναι η περίπτωση του Ακρωτηρίου της Θήρας, του πιο εξελιγμένου αρχιτεκτονικά οικισμού της εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο, ο οποίος δεν επέζησε μετά την ΥΚ 1. Στις αρχές του 13ου αι. εξάλλου, όπως αναφέ ραμε, ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί, όπως ο Άγιος Ανδρέας στη Σίφνο και οι Κουκου ναριές στην Πάρο. Θήρα: στις αρχές της Ύστερης Χαλκοκρατίας (ΥΚ 1) (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 385) το νησί εμφανίζει πυκνή κατοίκηση. Έχουν διασωθεί ίχνη από τουλάχιστον τρεις αγροτικούς οικισμούς: ο ένας βόρεια, στην περιοχή της Οίας, ο άλλος δυτι κά, στη σημερινή νότια ακτή της Θηρασίας, και ο τρίτος στα νότια, κυρίως γύρω από τον σύγχρονο οικισμό του Ακρωτηρίου, όπου βρίσκεται η πόλη που έφερε στο φως ο Μαρινάτος (Barber R.L.N., 1994, εικόνα 115). Διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν μικρές αγροικίες σε αυτούς τους αγροτικούς οικισμούς, που πιθανολογείται ότι ήταν μικρά και απομονωμένα υποστατικά σε περιόδους σταθερότητας, όπως κατά την ΥΚ 1, όταν εξασφαλιζόταν με τη μινωική θαλασσοκρατορία. Ο οικισμός: στο Ακρωτήρι της Θήρας ένας οικισμός περίπου 10.000 τ.μ. ανα σκάπτεται από το 1967. Πρόκειται για μια πόλη που υπήρξε εύρωστη και ανέπτυξε έναν αξιόλογο πολιτισμό. Ο οικισμός καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε γύρω
106
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στο 1550 π.Χ. (σύμφωνα με την παραδοσιακή χρονολόγηση), όταν η έκρηξη του ηφαιστείου έθαψε όλο το νησί κάτω από παχύ στρώμα στάχτης. Όπως διαπιστώ νουμε, η τελευταία οικοδομική φάση είναι λίγο προγενέστερη της καταστροφής αυτής και της εγκατάλειψης. Τα κινητά ευρήματα, η διαρρύθμιση ορισμένων οικο δομημάτων, η θεματογραφία των τοιχογραφιών (βλ., για παράδειγμα, την τοιχο γραφία της Άνοιξης, εικ. 79, κεφάλαιο 1, τόμος Α, Θ.Ε. Τέχνες 1: Ελληνικές Εικα στικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας, όπου εικονίζονται κόκκινοι κρίνοι μισανοιγμένοι ή ανθισμένοι, οι οποίοι καλύπτουν τις κορυφές και τις πλαγιές ηφαιστειογενών βράχων, ενώ χελιδόνια παίζουν στον αέ ρα) και τα λοιπά ευρήματα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πώς ήταν η κοινωνική και πνευματική ζωή των κατοίκων (βλ. στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 4, «Θήρα», στο οποίο δίνονται συμπληρωματικά στοιχεία για την αρχιτεκτονική, την κεραμι κή, τις τοιχογραφίες και τη θεματογραφία τους, τη θρησκεία, τη λατρεία, τις επα φές και την πολιτικοκοινωνική οργάνωση). Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας: στα τέλη του 18ου αι. ή στις αρχές του 17ου αι. π.Χ. ένας μεγάλος σεισμός ισοπέδωσε τη ΜΚ πόλη του Ακρωτηρίου. Τα ερεί πια, όσα δεν χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά, συγκεντρώθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, ανεβάζοντας τη στάθμη τους και μετατρέποντας τα ισό γεια των σπιτιών σε ημιυπόγεια. Έτσι, με μικρές τροποποιήσεις στο πολεοδομικό σχέδιο η πόλη ξαναχτίστηκε χρησιμοποιώντας τα ίδια θεμέλια, ενώ στις εισόδους των κτιρίων έγινε νέα διαμόρφωση, ώστε να φθάσουν στη νέα στάθμη των δρό μων. Η νέα αυτή πόλη, με τα μεγάλα κτίρια, την πλούσια επίπλωση και τις άφθονες τοιχογραφίες, είναι αυτή την οποία η έκρηξη του ηφαιστείου έθαψε μέσα στη λά βα. Η μεγάλη έκρηξη της Ύστερης εποχής του Χαλκού σημειώθηκε λοιπόν όταν η Θήρα βρισκόταν στο απόγειό της, καθώς η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου (βλ. στο Πα ράρτημα 2 το Κείμενο 5, στο οποίο δίνονται συμπληρωματικά στοιχεία για το ιστο ρικό της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας). Η έκρηξη του ηφαιστείου τοποθετείται χρονολογικά στο τέλος της πρώτης φά σης της Υστερομινωικής ΙΑ περιόδου, μετά από τη σύγκριση της κεραμικής της Θήρας με τους κεραμικούς ρυθμούς της Κρήτης. Οι αρχαιολόγοι, βασιζόμενοι σε γεγονότα που συνέβησαν στην Αίγυπτο, τοποθετούν χρονολογικά την έκρηξη γύ ρω στο 1550 π.Χ. Αντίθετα, η χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα και οι δενδρο χρονολογήσεις την τοποθετούν στο δεύτερο μισό του 17ου αι. π.Χ. Μερικοί ερευ νητές πιστεύουν πως ο μύθος της Ατλαντίδας έχει τις ρίζες του σ' αυτή την ηφαι στειακή έκρηξη της Ύστερης Χαλκοκρατίας (βλ. στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 6, στο οποίο θα βρείτε συμπληρωματικά στοιχεία για το μύθο της Ατλαντίδας). Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι συνέπειες της καταστροφής είχαν αντί κτυπο σ' όλο τον κόσμο του Αιγαίου, τόσο σε πολιτικό όσο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Στο πολιτικό επίπεδο επειδή βλέπουν τους Μυκηναίους να επικρατούν έναντι των Μινωιτών πενήντα χρόνια μετά. Στο καλλιτεχνικό επίπεδο, επειδή τό σο οι τεχνοτροπίες όσο και τα διακοσμητικά θέματα των μινωικών, μυκηναϊκών
1
107
-"""
'"" --""""*''*'*'"""""'''""""'*'"°____
At
ΕΝ ΟΤΗΤΑ 2 3
�IWU.QJ.WW.ilim.�
τοιχογραφιών όσο και της κεραμικής των χρόνων που ακολούθησαν την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ίσως μαρτυρούν και το πνεύμα των Θηραίων τοιχογρά φων και αγγειογράφων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη Θήρα και πήγαν στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα. Έτσι, νέοι δρόμοι άνοιξαν στην τέχνη του Αιγαίου, στην οποία βλέπουμε μια πιο φυσιοκρατική απόδοση των θεμάτων. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας στις αρχές της Ύστερης Χαλκοκρατίας προφανώς επηρέα σε τις κοινωνίες του Αιγαίου, πολύ δε περισσότερο τις νησιωτικές. Φαίνεται, όμως, ότι οι μεσοκυκλαδικές πόλεις που δεν είχαν την τύχη του Ακρωτηρίου, όπως η Παροικιά στην Πάρο, η Φυλακωπή στη Μήλο, η Γρόττα στη Νάξο, η Αγία Ειρή νη στην Κέα κ.ά., συνέχισαν τη ζωή τους, ίσως με εναλλασσόμενες περιόδους ακ μής και κάμψης (Barber R.L.N., 1994). Σχεδόν όλα τα νησιά των Κυκλάδων κατοι κούνται μέχρι το τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης κάτω από την επίδραση των Μυκηναίων και στη συνέχεια παρήκμασαν, όπως ακριβώς και η ηπειρωτική Ελλάδα.
Ι>
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 2 Αναλύστε σε ένα κείμενο (περίπου 80-100 λέξεις) ποιες πιθανολογείται ότι ήταν οι συνέ πειες της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας και γιατί το πλήθος των τοιχογραφιών, οι οποίες διακοσμούσαν τα οικοδομήματα της πόλης, αποτελούν πιθανόν τη σημαντικότερη προσφορά των ανασκαφών της Θήρας. Οδηγίες για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Υστερομινωικός πολιτισμός Η Κρήτη κατά τη Νεοανακτορική περίοδο Μετά την καταστροφή του 1700 π.Χ. εργασίες μεγάλης έκτασης έλαβαν χώρα στην Κρήτη. Τα ανάκτορα κτίζονται πάλι στις ίδιες θέσεις, αφού πρώτα ισοπεδώ θηκαν και σκεπάστηκαν τα ερείπια των παλαιών. Στη διάρκεια αυτής της δεύτε ρης περιόδου, την οποία ονομάζουμε «νεοανακτορική» ή περίοδο των δεύτερων ανακτόρων, ο μινωικός πολιτισμός φθάνει στο απόγειό του. Η λαμπρή αυτή πε ρίοδος θα έχει μια διάρκεια τριών αιώνων. Τα νέα ανάκτορα είναι αυτά που δια τηρούνται σήμερα και έχουν υποστεί προσθήκες και μεταβολές μετά από μια άλλη καταστροφή, γύρω στο 1600 π.Χ. Παρατηρείται αύξηση πληθυσμού και μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα τόσο γύρω από τα τέσσερα μεγάλα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, όσο και στις παραλιακές πό λεις, όπως τα Γουρνιά, το Μόχλο, το Παλαίκαστρο και το νησί της Ψείρας. «Επαύλεις»-«αγροικίες»: τώρα ιδρύεται ένας σημαντικός αριθμός «μικρών ανακτόρων», «επαύλεων» και «αγροικιών», τα οποία ίσως να χρησίμευαν για τη διαμονή των μελών της άρχουσας τάξης, αξιωματούχων ή τοπαρχών στην Κρήτη κατά τις αρχές της ΥΜ περιόδου. Η ανέργερση των «επαύλεων», οι οποίες μιμού νται την ανακτορική αρχιτεκτονική, συμπίπτει με την εγκαθίδρυση ενός νέου διοι κητικού συστήματος αποκέντρωσης και την εμφάνιση μιας νέας κοινωνικής ιεραρ χίας (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 325). Τα οικοδομήματα τα οποία ανήκουν στην κατη γορία των «επαύλεων» τα βρίσκουμε σε διάφορους χώρους, όπως στο εσωτερικό των ανακτορικών πόλεων, πλησίον των ανακτόρων (Μικρό Ανάκτορο και Ανεξε-
108
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρεύνητη Έπαυλη στην Κνωσό, Οικία Ε στα Μάλια, Οικία Α στη Ζάκρο), στο υψη λότερο σημείο πόλεων δευτερεύουσας σημασίας ή αγροτικών περιοχών, όπως στο Νίρου Χάνι, στην Τύλισο, ενώ υπάρχουν και μεμονωμένες επαύλεις στην είσοδο μιας εύφορης κοιλάδας, απ' όπου ελέγχουν ολόκληρο το χώρο, όπως στο Βαθύπε τρο ή στο Μακρύγιαλο (Δαβάρας Κ., 1985, σ. 77-92). Από αυτά τα οικοδομήματα, που βρίσκονται στις Αρχάνες, στην Αγία Τριάδα, στην Τύλισο και στη Ζάκρο, προέρχονται τα περισσότερα σφραγίσματα και το αρχειακό υλικό σε Γραμμική Α. Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν από αυτά τα οικοδομήματα να ελέγχονταν βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες και ίσως να ήταν κατοικίες του τοπάρχη της περιο χής, που θα είχε τον έλεγχο της παραγωγής του τόπου. Επομένως ο ρόλος τους πρέπει να ήταν πολύ σημαντικός στο αποκεντρωτικό διοικητικό μινωικό σύστημα, που ίσως εισήχθη ήδη από την τελευταία φάση της ΜΜ και μόνο κατά την ΥΜ 1 έφθασε στην πλήρη ανάπτυξή του (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 325). Στην περίπτωση μάλιστα της Αγίας Τριάδας έγινε και καταμέτρηση των τεχνιτών και των εργατών, όπως κεραμοποιών, ξυλουργών, σιδηρουργών, υφαντρών, γραφέων κ.ά., οι οποίοι πρέπει να δούλευαν κάτω από τον έλεγχό της (Watrous L., 1984, σ. 123-134). Όσο για τις «αγροικίες», εξαπλώνονται στην ύπαιθρο της Κρήτης και είναι με γάλα κτίρια με εγκαταστάσεις αγροτικής οικονομίας, που συνδέονταν στενά με τη γεωργική εκμετάλλευση της ντόπιας παραγωγής, όπως π.χ. στο Βαθύπετρο. Πα ρουσιάζεται δηλαδή ένα είδος αποκέντρωσης στο οικονομικό σύστημα. Θρησκεία-λατρεία: όσον αφορά τη θρησκεία, διαπιστώνουμε ότι παραστάσεις με θρησκευτικό περιεχόμενο αφθονούν στη μινωική τέχνη. Οι μινωικές τοιχογρα φίες συνδέονται συχνά με τη θρησκεία σε τέτοιο σημείο ώστε οι χώροι που διακο σμούνταν με αυτές να θεωρούνται σημεία εκκίνησης των πομπών, σκευοθήκες λα τρευτικού υλικού ή και χώροι όπου τελούνταν διάφορες τελετουργίες. Εξάλλου, πομπικές σκηνές μπροστά από ιερά ή βωμούς, θυσίες ζώων και «θεοφάνεια» απα ντούν κυρίως στις σφραγίδες και μάλιστα στα σφραγιστικά δαχτυλίδια. Εκτός από τα φυσικά ιερά, όπως τα ιερά κορυφής, τα σπήλαια και τις πηγές, οι Μινωίτες λάτρευαν τους θεούς τους και σε κτιστούς ιερούς χώρους, ειδικά δια μορφωμένους γι' αυτόν το σκοπό. Ο περισσότερο διαδεδομένος τύπος ιερού είναι αυτός με τα πλευρικά θρανία. Χαρακτηριστικά είναι τα ιερά που είχαν ενταχθεί μέσα σε μεγάλα σπίτια ή ανάκτορα, όπως στο ανάκτορο της Κνωσού, όπου ένας από τους πιο σημαντικούς πιθανόν λατρευτικούς χώρους ήταν το Τριμερές Ιερό με την ανατολική και τη δυτική κρύπτη με τους πεσσούς. Αυτό το δωμάτιο μεταξύ άλ λων, όπως φαίνεται, προοριζόταν για τη λατρεία, χρησιμοποιούνταν κατά την ίδια περίοδο και υποδηλώνει ένα περίπλοκο τελετουργικό τυπικό, όπου ίσως θα συμ μετείχαν μόνο οι κάτοικοι του ανακτόρου (Gesell G., 1987, σ. 123-128). Υπήρχαν, όμως, και πραγματικά δημόσια ιερά, όπως π.χ. η Οικία των Τοιχογραφιών στην Ψείρα ή το κτίριο του Συγκροτήματος Π στο Παλαίκαστρο, που ήταν προσιτά σ' ένα ευρύτερο κοινό. Βασικά ιερά σύμβολα και ιερά ζώα της μινωικής θρησκείας είναι οι ιεροί λίθοι ή βαίτυλοι, ο στύλος, ο διπλός πέλεκυς (ή λάβρυς, ο λαβύρινθος είναι η κατοικία του «Διπλού Πελέκεως»), τα φοινικόδεντρα, το περιστέρι, το φίδι και ο ταύρος.
109
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
MNi*ffi�������J\'L���
ω&Δ
@
Η λατρεία φαίνεται ότι απευθυνόταν σε μία ή περισσότερες γυναικείες θεότη τες, οι οποίες είχαν σχέση με τη φύση και κυρίως με την ευφορία, τη βλάστηση και τη γονιμότητα. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 7Α, με συμπληρωματικά στοι χεία για τη λατρεία κατά τη Νεοανακτορική περίοδο στην Κρήτη.) Ακόμη, ο θάνατος και η ανάσταση του θεού κατείχε σημαντική θέση στη μινωική θρησκεία. Οτιδήποτε γνωρίζουμε για την κρητική λατρεία περιέχεται στις τοιχογραφίες, στις σφραγίδες και στη ζωγραφική της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας. Όσο για το ιερατείο, ελάχι στα γνωρίζουμε. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 7Β, με συμπληρωματικά στοιχεία για το ιερατείο κατά τη Νεοανακτορική περίοδο στην Κρήτη.) Γραφή: ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του μινωικού πολιτισμού είναι η χρή ση της γραφής. Από τη στιγμή που έχουμε γραπτό λόγο, γίνεται το πέρασμα από την προϊστορία στην ιστορία. Στην Κρήτη απαντώνται δύο τύποι γραφής: η ιερο γλυφική και η Γραμμική Α. Τα δύο αυτά είδη γραφής δεν έχουν αποκρυπτογρα φηθεί. Στο ιερογλυφικό σύστημα κάθε σύμβολο είναι ένα ιδεόγραμμα το οποίο δεν έχει φωνητική αξία, δεν συμβολίζει έναν φθόγγο αλλά μία έννοια. Η ιερογλυφική γραφή εμφανίζεται μόνο στην Κρήτη. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 7Γ, «Η ιερογλυφική γραφή».) Ο προορισμός της ιερογλυφικής γραφής είναι μερικές φορές διακοσμητικός («καλλιγραφική» μορφή) και πιο συχνά διοικητικός και λο γιστικός (κανονική μορφή). Η ιερογλυφική γραφή φαίνεται να εξαφανίζεται χω ρίς συνέχεια, ενώ δεν πρέπει να προέρχεται από αυτή η Γραμμική Α. Η «Γραμμική Α» επικρατεί μεταξύ 1700 π.Χ. και 1450 π.Χ. Σ' αυτή τη γραφή τα ιδεογράμματα σχηματοποιήθηκαν αρκετά και πήραν τη μορφή γραμμικών συμβό λων. Με βάση συγκριτικά στοιχεία έχουν αναγνωριστεί κάποια στοιχεία της. Η Γραμμική Α ήταν διαδεδομένη όχι μόνο εντός αλλά και εκτός Κρήτης. Εξάλλου, όπως και η ιερογλυφική, χρησιμοποιείται κυρίως στη διοίκηση και τη λογιστική. Από τη Γραμμική Α γεννιέται στον κόσμο του Αιγαίου η Γραμμική Β, για την οποία θα μιλήσουμε στη συνέχεια. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 7Γ, «Η Γραμμική Α γραφή», με συμπληρωματικά στοιχεία.) Τέχνη: όσον αφορά την τέχνη, τα έργα είναι πρωτότυπα. Η κεραμική, η μεταλ λουργία και η μικρογλυπτική ακμάζουν. Μια νέα εκπληκτική δημιουργία είναι η τέχνη της τοιχογραφίας. Τα ανάκτορα, οι επαύλεις και κάποια σπίτια των πόλεων κοσμούνται με τοιχογραφίες, των οποίων τα θέματα είναι παρμένα από την καθη μερινή ζωή, από το φυσικό περιβάλλον και από τις τελετουργίες. Εμπόριο-ανταλλαγές: στις αρχές της ΥΜ Ι φάσης οι εμπορικές ανάγκες έκα ναν τους Μινωίτες να δημιουργήσουν μεγάλη ναυτική δύναμη και να εξαπλωθούν στον αιγαιακό χώρο. Οι αποικίες τους, Καστρί στα Κύθηρα, Τριάντα στη Ρόδο αλ λά και στην Κω, κάνουν αισθητή την παρουσία της Κρήτης στο Αιγαίο. Από τα Κύ θηρα υπήρχε πρόσβαση στη Νότια Πελοπόννησο, ενώ από τη Ρόδο και την Κω έλεγχαν το δρόμο προς τη Μ. Ασία και την Ανατολή. Οι Μινωίτες είχαν αναπτύξει σχέσεις με τα γειτονικά τους νησιά Κάσο και Κάρπαθο, όπου μεγάλο μέρος των ευρημάτων ανήκει στη Νεοανακτορική περίοδο. Στην Πελοπόννησο κάποιοι ειδι κευμένοι Μινωίτες τεχνίτες θα πρέπει να εγκαταστάθηκαν στη λακωνική ακτή (οι-
11 Ο
1
1
t%
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κισμός Άγιος Στέφανος) αλλά και στις Μυκήνες, ενώ περιορισμένες ομάδες Μι νωιτών πιθανόν εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία (Πύλος, Περιστεριά). Στην ηπει ρωτική Ελλάδα δεν φαίνεται να υπήρξαν μινωικές εγκαταστάσεις. Οι Μινωίτες πρέπει να είχαν αναπτύξει σχέσεις με τη Μ. Ασία (Ιασός και Μί λητος), αν κρίνουμε από τα μινωικά λείψανα που ήρθαν εκεί στο φως. Δεν γνωρί ζουμε, όμως, αν πρόκειται για σταθμούς επικοινωνίας μεταξύ Μινωιτών και Κά ρων. Σημαντικές, όμως, υπήρξαν οι σχέσεις μεταξύ Κρήτης και κάποιων Κυκλάδων (Κέας, Μήλου, Θήρας), που λόγω της γεωγραφικής τους θέσης είχαν τον έλεγχο του εμπορίου στο Αιγαίο και οπωσδήποτε σχημάτιζαν ένα σύστημα προστασίας και άμυνας των εμπορικών δρόμων, παρ' όλο που η Κρήτη την εποχή αυτή δεν φαί νεται να αντιμετωπίζει εξωτερικούς κινδύνους. Οι σχέσεις με τις Κυκλάδες εντάσ σονται στο πλαίσιο των εμπορικών δραστηριοτήτων της Κρήτης, όπως η εισαγωγή αναγκαίων πρώτων υλών και ο έλεγχος των ανταλλαγών στο χώρο του Αιγαίου μέ χρι την Ανατολή. Ιδιαίτερες λοιπόν ήταν οι σχέσεις με την Κέα, που βρισκόταν πλησίον των ορυχείων του Λαυρίου της Αττικής, με τη Μήλο, που προμήθευε τον οψιανό και ήταν σταθμός προς την Αργολίδα, καθώς και με τη Θήρα, που αποτε λούσε το σταυροδρόμι των σημαντικότερων θαλάσσιων δρόμων. Στην ανάγκη εισαγωγής μετάλλου στην Κρήτη αποδόθηκε η εμπορική δραστη ριότητα που αναπτύχθηκε στο Αιγαίο. Η Κρήτη ως αντάλλαγμα θα πρέπει να πρό σφερε γεωργικά και βιοτεχνικά προϊόντα, καθώς και υφάσματα. Πιθανότατα οι Μινωίτες, επωφελούμενοι του διαμετακομιστικού εμπορίου, να λειτούργησαν ως μεσάζοντες στις συναλλαγές με την Ανατολή και την Αίγυπτο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στα αιγυπτιακά κείμενα τα σχετικά με τους Κεφτιού. Από την ερ μηνεία του ονόματος Κεφτιού εξαρτάται και η αξιολόγηση των σχέσεων μεταξύ Κρήτης και Αιγύπτου στην αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας. Η Συρία κατάφερε να είναι ο κυριότερος εμπορικός συνεργάτης της Κρήτης, ενώ η Κύπρος αποτελού σε κυρίως έναν σταθμό προς τη συριακή ακτή. Μαρτυρία κάποιας κυριαρχίας των Μινωιτών στον αιγαιακό χώρο αποτελεί η διάδοση του μινωικού μετρικού συστήματος, που αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό σταθμών που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι της Θήρας, τη Φυλακωπή της Μή λου και την Αγία Ειρήνη Κέας. Με τη δυτική Μεσόγειο φαίνεται ότι υπήρξαν σχέ σεις κατά την ΥΜ ΠΙ περίοδο, ιδιαίτερα της περιοχής των Χανίων και της Σαρδη νίας, καθώς και ορισμένων οικισμών του κόλπου του Τάραντα, όπως του Broglio di Trebisacce (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 463). Επομένως επιβεβαιώνεται ο Θουκυδί δης, ο οποίος αναφέρει τη «θαλασσοκρατορία» του Μίνωα (Θουκυδίδης Α, 4). Προϊόντα εξαγωγή; ήταν η ξυλεία, το λάδι, το κρασί, τα αγγεία (στην Αίγυπτο, όπου εξάγουν τα κεραμικά τους, οι Μινωίτες είναι γνωστοί με το όνομα Κεφτιού), τα κοσμήματα από πολύτιμα υλικά κ.ά. Προϊόντα εισαγωγή; ήταν ο χαλκός από την Κύπρο, το ελεφαντοστούν από τη Συρία, το αλάβαστρο, η φαγεντιανή, ο πάπυ ρος και το λινάρι από την Αίγυπτο, ο κασσίτερος, ο χρυσός, ο άργυρος κ.ά. Ας δούμε ποια ήταν η διαμόρφωση και η λειτουργία των ανακτόρων και της γύ ρω περιοχής της Κνωσού κατά τη Νεοανακτορική περίοδο.
1 !
111
��-����-m;
Wii
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ffi�'EOO:W��ti
.!ΙS:
, ¾wM
Η εποχή των Νέων Ανακτόρων στην Κνωσό Τοπογραφία: αυτή την εποχή η μινωική Κνωσός είχε έκταση πιθανόν γύρω στα 10.000 τ.μ. Διέθετε δύο κοντινά λιμάνια, το ένα στις εκβολές του Κατσαμπά και το άλλο πιο ανατολικά, στην Αμνισό, και ένα τρίτο πιο ανατολικά, στη θέση Νίρου Χάνι (Μιχαηλίδου Α., 1997, σ. 39). Με κέντρο το ανάκτορο, το οποίο ξανακτίστη κε από την αρχή κατά τη ΜΜ ΠΙ και λειτούργησε έως την ΥΜ 1ΙΙΑ1, σύμφωνα με τον Evans, η μινωική Κνωσός εκτεινόταν στην εύφορη κοιλάδα μέχρι τους γειτονι κούς λ6φους της Ακρόπολης και των Γυψάδων. Σύμφωνα με τον Α. Evans, η Κνωσός είχε 80.000 κατοίκους, 12.000 στις πλού σιες συνοικίες που συνδέονταν με το ανάκτορο με πλακόστρωτους δρόμους και 70.000 στις υπόλοιπες. Μαζί με το λιμάνι ο πληθυσμός της θα έφτανε τους 100.000 κατοίκους. Οι υπολογισμοί αυτοί, ωστόσο, αναθεωρούνται συνεχώς. Το ανάκτορο: το ανάκτορο της Κνωσού (βλ. εικ. 10, κεφάλαιο 1, τόμος Α, Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονι κής και Πολεοδομίας) διέθετε πάνω από 1.300 δωμάτια κατανεμημένα σε πέντε ορόφους. Συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, ενώ η όλη οργάνωσή τους γέν νησε το μύθο του «λαβύρινθου». Η κάτοψή του είναι περίπου τετράγωνη, πλευράς 150 μ. και εμβαδού 20.000 τ.μ. Ήταν περίπου δύο φορές μεγαλύτερο από τα ανά κτορα της Φαιστού και των Μαλίων και τρεις φορές μεγαλύτερο από το ανάκτορο της Ζάκρου. Είναι δε τόσο καλά διευθετημένο, ώστε να υπάρχει θέα στο τοπίο. Ως υλικά δομής χρησιμοποιήθηκαν η πέτρα, το ξύλο, ο πηλός, ο γυψόλιθος, ο ασβεστόλιθος, ο σχιστόλιθος και το ασβεστολιθικό κονίαμα. Οι λιθόχτιστοι τοίχοι δένονται με ξύλινα δοκάρια. Οι πλάκες από γυψόλιθο, καθώς και οι τοιχογραφίες δίδουν μεγαλοπρέπεια στο οικοδόμημα. Επίσης οι υδραυλικές εγκαταστάσεις υψηλού επιπέδου μας κάνουν αμέσως να σκεφθούμε ότι το ανάκτορο της Κνωσού παρείχε στους ενοίκους του ανέσεις τις οποίες δεν γνώριζε το ανάκτορο των Βερ σαλλιών. Υπήρχαν δε πολλές μνημειακές είσοδοι από διάφορες κατευθύνσεις. Η Κεντρική Αυλή και η Δυτική Αυλή έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανακτόρων. Η Κεντρική Αυλή, πυρήνας του οικοδομήματος αλλά και της καθημε ρινής ζωής των κατοίκων του, ήταν πλακοστρωμένη, όπως φαίνεται από το ΒΔ μέ ρος της. Λειτουργούσε ως πνεύμονας των πυκνόκτιστων ανακτόρων, εξασφαλίζο ντας τον αερισμό των μεγάλων διαμερισμάτων, ενώ από αυτή γινόταν η διακίνηση προς όλους τους τομείς των πτερύγων. Επίσης θα πρόσφερε τον κατάλληλο χώρο για θρησκευτικές τελετές και αγωνίσματα. Γύρω της αναπτύσσονται δαιδαλώδη συγκροτήματα. Πρόκειται για ιερά, επίσημους χώρους, τα διαμερίσματα της βασι λικής οικογένειας, καταλύματα αξιωματούχων, μαγειρεία, τραπεζαρίες, λουτρά, αποθήκες για να φυλάσσονται τα προϊόντα, εργαστήρια και φαρδιές σκάλες. Η Δυτική Αυλή αποτελούσε την επίσημη δίοδο προσπέλασης στο ανάκτορο. Τη δια σχίζουν «πομπικοί δρόμοι», χαρακτηριστικοί στη μινωική αρχιτεκτονική, οι οποί οι οδηγούν ο ένας στο ανάκτορο και ο άλλος στη βόρεια περιοχή του θεάτρου. Και οι δύο θα ήταν γεμάτες κόσμο τις μέρες των ανακτορικών γιορτών, των θρησκευτι κών τελετών, όπως μαρτυρούν οι βωμοί, τα ιερά σύμβολα και οι αποθέτες, οι οποί οι βρέθηκαν σε αυτές.
112
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οι χώροι ήταν οργανωμένοι έτσι ώστε στον δυτικό τομέα να βρίσκονται οι χώ ροι λατρείας, αποθήκευσης και υποδοχής και στον ανατολικό οι χώροι κατοικίας, εργαστηρίων και συμπληρωματικών δωματίων. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 7Δ, «Δυτικός και Ανατολικός τομέας του Ανακτόρου της Κνωσσού», με συμπληρωματικές πληροφορίες για την οργάνωση των χώρων στον δυτικό και τον ανατολικό τομέα των Νέων Ανακτόρων της Κνωσού.) Έξω από τη ΒΔ γωνία του ανακτόρου βρίσκεται η περιοχή του θεάτρου. (Δια βάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 2, 7Δ, «Το θέατρο», με συμπληρωματικές πλη ροφορίες για το θέατρο, έξω από τη ΒΔ γωνία του ανακτόρου της Κνωσού κατά την εποχή των Νέων Ανακτόρων.) Γύρω από το ανάκτορο: γύρω από το ανάκτορο υπήρχε η πόλη. Έχουν αποκα λυφθεί επαύλεις ή κτίρια που θεωρήθηκαν κατοικίες αξιωματούχων, οι οποίοι θα είχαν στενή σχέση με το ανάκτορο. Μερικές απ' αυτές είναι η οικία των τοιχογρα φιών, η οικία του θυσιασθέντος βοός, η οικία των πεσμένων ογκολίθων, η οικία του ιερού βήματος, η οικία των μονολιθικών πεσσών, το «Μικρό Ανάκτορο», η «Ανεξερεύνητη Έπαυλη», η «Βασιλική Έπαυλη», η Νότια Οικία, η Νοτιοδυτική Οικία. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 7Δ, «Γύρω από το Ανάκτορο», με συμπληρωματικές πληροφορίες για τις επαύλεις, οι οποίες θεωρήθηκαν κατοικίες αξιωματούχων.) Τάφοι: χτίστηκαν επίσης τάφοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται τόσο από την ιδιό μορφη αρχιτεκτονική όσο και από τον εξαιρετικό πλούτο. Ο «Τάφος-Ιερό», μνη μειακό ταφικό οικοδόμημα στα νότια του ανακτόρου της Κνωσού, χτίστηκε κατά τη ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜ ΙΑ φάση και φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από την ανακτορι κή αρχιτεκτονική. Έχει είσοδο με κιονωτή πλακόστρωτη αυλή καθώς και μια κρύ πτη με πεσσούς, που οδηγούσε σε έναν ταφικό θάλαμο τετράγωνο με κεντρικό πεσσό και επένδυση στο εσωτερικό με γυψολιθικές πλάκες. Ο «βασιλικός τάφος» των Ισοπάτων, πιθανόν της ίδιας εποχής, χρησιμοποιήθηκε μέχρι το τέλος της ΥΜ ΙΙ. Πρόκειται για περίτεχνο θαλαμοειδή τάφο, ο οποίος διαθέτει δρόμο, προθάλα μο και θάλαμο, του οποίου η οροφή είναι θολωτή. Μετά από αυτή την πολιτισμική άνθηση ακολουθούν δύο μερικές καταστροφές των ανακτόρων, μία το 1600 π.Χ. και μία το 1500 π.Χ. Οριστικά, όμως, καταστρά φηκαν το 1450 π.Χ., οπότε έγιναν έδρα των Μυκηναίων. Την ίδια περίοδο, σε όλα τα μινωικά κέντρα, τόσο στα ανάκτορα όσο και στις πόλεις αλλά και στις επαύλεις και στις αγροικίες, εκδηλώθηκαν πυρκαγιές και εγκαταλείφθηκαν όλα. Μια πα λαιά άποψη προέβαλλε ως αιτία των καταστροφών την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, που κατέστρεψε τον οικισμό του Ακρωτηρίου και βύθισε το μεγαλύτε ρο μέρος της Θήρας στη θάλασσα, δημιουργώντας μια μεγάλη καλντέρα. Νεότερη άποψη θεωρεί υπεύθυνους τους Μυκηναίους, οι οποίοι κυρίευσαν την Κρήτη και εκμεταλλευόμενοι κάποιον σεισμό εγκαταστάθηκαν στο νησί. Στο ανάκτορο της Κνωσού πάντως η ζωή συνεχίζεται και αργότερα έχουμε μερική κατοίκηση στις θέσεις Φαιστό, Αγία Τριάδα, Μάλια, Τύλισο, Γουρνιά και Παλαίκαστρο. Κατά το διάστημα από το 1450 μέχρι το 1400 π.Χ. παρατηρούμε ότι η μινωική επίδραση υποχωρεί στο εξωτερικό για να αντικατασταθεί αργότερα από τη μυκη-
1
1
113
______________
,
____ ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ναϊκή. Η αποικία στα Κύθηρα εγκαταλείφθηκε ξαφνικά για περισσότερο από έναν αιώνα. Στην Κέα (οικισμός Αγίας Ειρήνης, ο οποίος ξανακτίστηκε γύρω στο 1450 π.Χ. μετά από σεισμό) οι μινωικές εισαγωγές εξαφανίστηκαν εντελώς στη φάση VIII και τις διαδέχτηκαν οι μυκηναϊκές επιδράσεις. Οι μινωικές αποικίες φαίνεται να διατηρούνται μόνο στα νησιά της Δωδεκανήσου, όπου όμως φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν ομάδες Μυκηναίων. Οι Μυκηναίοι στην αρχή αναπτύσσουν σχέσεις κυρίως με οικισμούς όπου οι Μινωίτες είχαν ιδρύσει «αποικίες» και ακο λούθως επεκτείνουν το δικό τους δίκτυο σχέσεων. Έτσι στα Τριάντα της Ρόδου, που ήταν μινωική αποικία, αποδεικνύεται μάλλον ειρηνική η συνύπαρξη Μυκη ναίων-Μινωιτών, αφού παρατηρούνται μυκηναϊκά αγγεία της ΥΕ IIB-IIIAl φά σης μαζί με μινωικά της ΥΜ IB-IIIAl και αρχίζει να χρησιμοποιείται και το νε κροταφείο της Ιαλυσού. Στη συνέχεια, κατά την ΥΕ ΙΙΙΑ2, παρατηρείται αύξηση του αριθμού των οικισμών στη Ρόδο (νότιο και δυτικό τμήμα του νησιού) ενώ με γάλη ευημερία μαρτυρούν οι 57 τάφοι της Ιαλυσού. Τόσο από την κεραμική όσο και από τη χρήση των τάφων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι Μυκηναίοι εγκα ταστάθηκαν τότε στη Ρόδο. Ενώ μπορούμε να υποθέσουμε από την παντελή απου σία πήλινων ειδωλίων και σφραγίδων και από την ελλαδική προέλευση των αγγεί ων ότι η εγκατάσταση αυτή έγινε όχι για την ίδρυση αποικίας αλλά περισσότερο για τον έλεγχο του δικτύου ανταλλαγών μεταξύ Αιγαίου και ανατολικής Μεσογεί ου. Επίσης τα φτωχά κτερίσματα των τάφων της Κω, που χρονολογούνται από την ΥΕ ΙΙΙΑ2, σε σχέση με αυτά της Ρόδου δεν μαρτυρούν ισχυρή μυκηναϊκή επίδρα ση, αλλά και η κεραμική που ήρθε στο φως στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα μαρτυρεί την ύπαρξη σποραδικών επαφών. Τέλος, κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ εξασθενούν οι μυκη ναϊκές επιδράσεις στα Δωδεκάνησα. Στην Κνωσό (ΥΜ II κατά Evans) έχουμε αναμφισβήτητη μυκηναϊκή παρουσία. Απόδειξη αποτελούν οι πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β γραφή. Παρατηρούνται επίσης πολιτιστικές μεταβολές στους τά φους και στην τέχνη, όπου διακρίνεται ένα στρατοκρατικό πνεύμα. Παρ' όλα τα μυκηναϊκά στοιχεία, όμως, ο πολιτισμός στην Κρήτη παραμένει στη βάση του μι νωικός. Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 2 �
Περιγράψτε συνοπτικά (περίπου 80 λέξεις) πότε ο μινωικός πολιτισμός έφθασε στο από γειό του και ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Οδηγίες για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Υστεροελλαδικός πολιτισμός Οικιστική και πολεοδομία στις αρχές της Υστεροελλαδικής περιόδου: στην ηπει ρωτική Ελλάδα στον τομέα της οικιστικής πληροφορίες έχουμε μόνο από μερικές μεμονωμένες οικίες, οι οποίες ήρθαν στο φως στην Τίρυνθα, στις Μυκήνες, στην Ασίνη, στην Εύτρηση, καθώς και από τμήματα οικισμών στην Κίρρα, το Άργος, τη Μάλθη, την Πύλο, την Περιστεριά, τον Άγιο Στέφανο και στο λόφο του Μενελάει ου της Σπάρτης. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Α, με συμπληρωματικά στοιχεία για τους τύπους των σπιτιών.)
114
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εξάλλου, μερικοί οικισμοί, όπως η Μάλθη, εμφανίζουν μια τάση πολεοδομι κού σχεδιασμού που συνοδεύεται από την ύπαρξη περιβόλου, την οποία παρατη ρούμε και σε άλλες θέσεις, όπως στην Περιστεριά και την Πύλο της Μεσσηνίας. Τάφοι: όσον αφορά τους τάφους, παρατηρείται μια μεγάλη ποικιλία τύπων κα τά τη μεταβατική περίοδο από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού, η οποία μειώνεται προς το τέλος της περιόδου. Μεταξύ των τύπων τάφων που γνωρίζουμε ήδη από τη Μεσοελλαδική εποχή και εξακολουθούν στη μεταβατική περίοδο δια κρίνουμε τους απλούς λάκκους (κατευθείαν στο χώμα) και τους κιβωτιόσχημους. Πολλοί είναι οι τύμβοι (του Μαραθώνα (τύμβοι Ι και ΙΙ) και του Θορικού της Αττι κής, του Σαμικού και των Μακρισίων της Ηλείας). Οι τύμβοι του Σαμικού και των Μακρισίων συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται μέχρι την όψιμη Ύστερη εποχή του Χαλκού. Ο πιο χαρακτηριστικός τύπος της μεταβατικής περιόδου και ο κατεξοχήν τάφος της ΥΕ Ι φάσης θεωρείται ο λακκοειδής. Δεν πρέπει να συγχέεται ο λακκοειδής τάφος με τον απλό λάκκο και με τον κιβωτιόσχημο. Αυτός είναι μεγαλύτερος, το σχήμα του είναι ορθογώνιο και διαμορφώνεται στον πυθμένα λάκκου, ο οποίος παρουσιάζει πάντα το ίδιο σχήμα, ενώ, αντίθετα το βάθος του δεν είναι πάντα το ίδιο. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Β, με συμπληρωματικά στοιχεία για τους λακκοειδείς τάφους.) Στις Μυκήνες έχουμε τους λακκοειδείς «βασιλικούς» τάφους, οι οποίοι περι λαμβάνονται σε δύο Ταφικούς Κύκλους. Ο Ταφικός Κύκλος Α βρίσκεται κοντά στην Πύλη των Λεόντων, στα νότια, και ήρθε στο φως το 1876 από τον Ερ. Σλήμαν. Περιείχε έξι τάφους (I-VI) και δεκαεννέα ταφές ενώ χρονολογείται μεταξύ 1600 και 1500 π.Χ. Το 1952 βρέθηκε στις Μυκήνες από τους Ι. Παπαδημητρίου και Γ. Μυλωνά ο Ταφικός Κύκλος Β, κοντά στον σημερινό δρόμο προς την ακρόπολη, στα δυτικά της Πύλης των Λεόντων και κοντά στον λεγόμενο τάφο της Κλυταιμνή στρας. Ο Ταφικός Κύκλος Β είναι παλαιότερος του Α, χρονολογείται μεταξύ 1650 και 1550 π.Χ. και περιέχει είκοσι τέσσερις τάφους, δηλαδή δεκατέσσερις λακκοει δείς και δέκα κιβωτιόσχημους, παλαιότερους ή και της ίδιας εποχής με τους λακ κοειδείς. Υπολογίζεται ότι εδώ θα υπήρχαν θαμμένοι περίπου σαράντα νεκροί. Πάνω από τους τάφους και στους δύο Ταφικούς Κύκλους είχαν στηθεί στήλες από πωρόλιθο. Οι περισσότερες βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Πολλές από αυτές έχουν ανάγλυφες παραστάσεις ανδρών πάνω σε άρματα και άλλες διακόσμηση με γεωμετρικά σχήματα. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Γ, με συμπληρω ματικά στοιχεία για τους δύο Ταφικούς Κύκλους και για τα κτερίσματά τους.) Από τον 150 αι. π.Χ. απαντούν και οι δύο κατεξοχήν μυκηναϊκοί τύποι τάφων: ο θολωτός και ο θαλαμοειδής ή θαλαμωτός ή λαξευτός. Διαπιστώνουμε ότι και οι δύο τύποι διαμορφώνονται στις πλαγιές λόφων και εμφανίζουν τρία κοινά χαρα κτηριστικά στοιχεία: το δρόμο, δηλαδή έναν διάδρομο πρόσβασης, ένα στόμιο, δη λαδή μια είσοδο, και έναν ταφικό θάλαμο. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 τα Κείμε να 8Δ και 8Ε, στα οποία παρατίθενται συμπληρωματικά στοιχεία για τον θολωτό και τον θαλαμοειδή τάφο αντίστοιχα.)
1
11
115
��
a
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ma����WJJw�����
Η ακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού Οι πρωτομυκηναϊκές φάσεις τεκμηριώνονται, όπως ήδη παρακολουθήσαμε, σχε δόν αποκλειστικά από την ταφική αρχιτεκτονική και τα κτερίσματα, τα οποία, όμως, δεν μας επιτρέπουν να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για τα ιστορικά και πολιτιστικά φαινόμενα. Αντίθετα, για τις επόμενες φάσεις έχουμε στη διάθεσή μας πολλά αρχαιολογικά και επιγραφικά στοιχεία, τα οποία μας επιτρέπουν να περιγράψουμε τα διάφορα οικοδομήματα (δημόσια, ιδιωτικά, στρατιωτικά), την ταφική αρχιτεκτονική και τα έθιμα ταφής, τις εκδηλώσεις της θρησκευτικής ζωής, την οικονομία, την πολιτικοκοινωνική και τη διοικητική οργάνωση. Σημαντικά χα ρακτηριστικά, τα οποία γενικά θεωρούνται μυκηναϊκά, είναι: τα ανάκτορα, οι επι γραφές σε Γραμμική Β, οι θαλαμωτοί τάφοι, οι θολωτοί τάφοι και οι σφραγίδες. Όλες αυτές οι μαρτυρίες εντάσσονται σ' ένα συγκεκριμένο ιστορικό και γεωγρα φικό πλαίσιο, δηλαδή στην Πελοπόννησο, την Κεντρική Ελλάδα, την Αιτωλοακαρ νανία, τη Θεσσαλία και την Εύβοια, και έτσι δεν χαρακτηρίζουν τόσο τον ίδιο τον μυκηναϊκό πολιτισμό, όσο διάφορες φάσεις μιας εξέλιξης της οποίας ο πολυσύν θετος χαρακτήρας γίνεται φανερός μόνο σε ελάχιστες θέσεις. Ακροπόλεις και ανάκτορα: μεταξύ 1400-1200 π.Χ., δηλαδή τότε ακριβώς που η μυκηναϊκή Ελλάδα ακμάζει και απλώνεται σε όλη τη Μεσόγειο, αρχίζουν και οι οικοδομικές δραστηριότητες στα μυκηναϊκά κέντρα. Τότε υψώνονται οι κυκλώ πειες οχυρώσεις των Μυκηνών, αλλά και της Τίρυνθας και του Γλα, ενώ παράλλη λα διαμορφώνονται τα ανάκτορα με τη μνημειακή πλέον μορφή τους (ΥΕ 1ΙΙΑ2 φάση). Όλα αυτά αποτελούν το πιο εντυπωσιακό κατάλοιπο των μυκηναϊκών βα σιλείων. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8ΣΤ, «Ακροπόλεις και Ανάκτο ρα», με συμπληρωματικά στοιχεία για τις ακροπόλεις και τα ανάκτορα γενικά.) Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε από τις μυκηναϊκές ακροπόλεις την ακρόπολη των Μυκηνών, γιατί η θέση αυτή υπήρξε το σπουδαιότερο κέντρο του μυκηναϊκού πολιτισμού· από αυτή, άλλωστε, πήρε και το όνομά του. Μυκήνες Στις Μυκήνες η ιστορία συμβαδίζει με το μύθο. Η πόλη, κτισμένη στη βορειοανα τολική γωνία της αργολικής πεδιάδας μεταξύ δύο βουνών, του Προφήτη Ηλία προς βορράν και της Ζάρας προς νότο, δεσπόζει στην πεδιάδα και στις οδικές αρ τηρίες προς το βορρά, το νότο, την ανατολή και τη δύση. Οι Μυκήνες κυριαρχού σαν στην ανοιχτή παράλια περιοχή του όρμου του Ναυπλίου. Στη θέση αυτή οφεί λεται ο μεγάλος πλούτος και η πολιτισμική άνθηση της πόλης. Η δύναμη των Μυκηνών που περιγράφεται στους μύθους επιβεβαιώνεται και από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Μύθοι», με συμπληρωματικά στοιχεία για τους μύθους που αναφέρονται στις Μυ κήνες.) Οι Μυκήνες ήταν ασφαλείς από τους εχθρούς λόγω της θέσης τους, της οχύ ρωσης και της δύναμής τους. Κατοικήθηκαν συνεχώς από την Πρωτοελλαδική πε ρίοδο, γύρω στο 2500 π.Χ., και ήδη στα τέλη του 17ου με αρχές του 16ου αι. π.Χ. ήταν μια ισχυρή πολιτεία, όπου οι βασιλείς θάβονταν με πλούσια κτερίσματα εκτός των τειχών. Πρώτος ο Όμηρος τις εξύμνησε και τις αποκάλεσε «πολύχρυσες». Οι
116
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
έρευνες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν το χαρακτηρισμό αυτό. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 από το Κείμενο 8Ζ, «Μύθοι», τη δεύτερη παράγραφο, με συμπληρω ματικά στοιχεία που αφορούν την έρευνα η οποία συνεχίζεται.) Η πόλη των Μυκηνών ονομάζεται «κυκλώπεια» και τα ογκώδη τείχη υποδηλώ νουν ότι η ονομασία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Επίσης, ονομάζεται «ευρυάγυια» πόλη, δηλαδή πόλη με φαρδείς δρόμους. Ο μεγάλος ανηφορικός δρόμος προς την ακρόπολη και οι δρόμοι που οδηγούν στο Άργος, στην Τίρυνθα, αλλά και στην Κόρινθο μαρτυρούν ότι υπήρχε οδικό δίκτυο αρκετά αναπτυγμένο. Η ακρόπολη των Μυκηνών (Εικόνα 4): όσον αφορά την ακρόπολη των Μυκη νών, γνωρίζουμε ότι ο βράχος των Μυκηνών υψώνεται 280 μ. πάνω από την επιφά νεια της θάλασσας. Είναι αθέατος από τη θάλασσα, αν και απέχει μόνο 15 χλμ. από την παραλία. Η ακρόπολη των Μυκηνών άρχισε να κτίζεται στα μέσα του 14ου αι. π.Χ., υπέστη μετασκευές και η μορφή που σώζεται σήμερα είναι του τέ λους του 13ου αι. π.Χ. Η ακρόπολη κατέχει μια επιφάνεια 30.000 τ.μ. Τα τείχη εμ φανίζουν μια περίμετρο περίπου 900 μ. και ανήκουν σε τρεις κύριες περιόδους. Η ακρόπολη έχει δύο πύλες, μια κύρια και μια δευτερεύουσα, και δύο βοηθητικές πυλίδες στο ΒΑ άκρο. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Τα τείχη», με συμπληρωματικά στοιχεία για τα τείχη και τις πύλες.) Επίσημη είσοδος της ακρό πολης είναι η μεγαλοπρεπής Πύλη των Λεόντων. Οι λέοντες ή οι σφίγγες ή οι γρύ πες που την κοσμούν στέκονται εκεί φύλακες, σύμβολο εξουσίας και δύναμης, όπου αναγνωρίζουμε ταυτόχρονα θεϊκό έμβλημα, βασιλικό οικόσημο και απειλή. Το εσωτερικό της ακρόπολης: στη βόρεια πλευρά της Πύλης των Λεόντων βρί σκεται η Οικία «Ν» όπου στεγαζόταν η φρουρά. Από την Πύλη των Λεόντων ο επι σκέπτης οδηγείται σε μια τετράγωνη εσωτερική σκεπαστή αυλή. Πολύ κοντά στην είσοδο έχει δημιουργηθεί μια κόγχη, πιθανόν ιερό πύλης. Μπροστά από αυτό αρ χίζει η μεγάλη αναβάθρα, ενώ στη νοτιοδυτική πλευρά της ένας μεγάλος χώρος καταλαμβάνεται από τον Ταφικό Κύκλο Α. Πλησίον του κλιμακοστασίου υπάρχει ένα τριώροφο οικοδόμημα, η Σιταποθή κη, όπου βρέθηκαν άφθονα δείγματα κεραμικής της ΥΕ ΙΙΙΒ, του ρυθμού της «Σι ταποθήκης». Μετά τον Ταφικό Κύκλο Α είναι η «Οικία του Κρατήρα των Πολεμι στών» από το γνωστό αγγείο που ήρθε στο φως εδώ (βλ. Εικ. 23, κεφάλαιο 1, τό μος Α, Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας). Κοντά στη μικρή αναβάθρα η «Οικία της Ανα βάθρας», χτισμένη πάνω σε μεσοελλαδικό οικοδόμημα, είναι πολύ σημαντική, για τί μαρτυρεί ότι η ακρόπολη κατοικούνταν όταν χρησιμοποιούνταν το μεσοελλαδι κό νεκροταφείο. Δίπλα είναι η «Νότια Οικία», ένα τμήμα ενός μεγάλου συγκροτή ματος, που ονομάστηκε «Οικία της Ακροπόλεως» ή «Οικία Wace». Εδώ πρέπει να υπήρχε εργαστήριο ελεφαντουργίας. Τα κτίρια αυτά ονομάζονται «οικίες» και προορίζονταν για διάφορες χρήσεις ή για κατοικίες, όπου διέμεναν οι άρχοντες των Μυκηνών, οι συγγενείς τους στρατιωτικοί και διοικητικοί αξιωματούχοι, αλλά και ιερείς. Αυτό το συγκρότημα βρίσκεται δίπλα στο Θρησκευτικό Κέντρο της ακρόπολης των Μυκηνών.
11
117
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
�
έ
!
ο Ι{)
ο
Κάτοψη της ακρόπολης των Μυκηνών (Γ.Ε. Μυλωνάς). 1. Πύλη των Λεόντων. 2. Σιταποθήκη. 3. Κλιμακοστάσιο. 4. Ταφικός Κύκλος Α 5. Οικία του «Κρατήρα των Πολεμιστών». 6. Οικία της Αναβάθρας. 7. Μεγάλη αναβάθρα. 8. Μικρή αναβάθρα. 9. Νότια Οικία. 10-12. Θρησκευτικό Κέντρο. 13. Οικίες των Ιερέων. 14-21. Ανάκτορο. 22. Εργαστήριο των Καλλιτεχνών. 23. Οικία των Κιόνων. 24. Κτίριο Δ. 25. Κτίριο Γ. i26. Υπόγεια Κρήνη. 26α. ΝΑ πuλίδα. 27. ΒΑ πuλίδα. 28. Οικίες Α και Β. 29. Αποθήκες. 30. Βόρεια πύλη. 31. Κτίριο Μ. 32. Αποθήκες βορείου τείχους. 33. Κτίριο Ν. (Σημειώνονται μόνο τα μυκηναϊκά κτίσματα) Εικόνα 4 Η κάτοψη της ακρόπολης των Μυκηνών (Βασιλικού Ντ., 1995, σ. 152-153, εικ. 118)
118
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Το Θρησκευτικό Κέντρο: η είσοδός του βρίσκεται κάτω από ένα ελληνιστικό ανάλημμα. Στο τέλος της πομπικής οδού μια θύρα οδηγεί σ' ένα δωμάτιο με πετα λόσχημη εστία, τράπεζα θυσιών και αυλακώσεις στο δάπεδο για να συλλέγονται τα υγρά των σπονδών, το οποίο φαίνεται ότι ήταν ναός που συνδεόταν μ' ένα «άδυ το», όπου ήρθε στο φως το πλακίδιο με το ζωγραφισμένο παλλάδιο και ένα θραύ σμα τοιχογραφίας που εικονίζει μεταξύ άλλων θεά κρανοφόρο και γρύπα. Η δια μόρφωσή τους χρονολογείται στο 1250 π.Χ. και τα ευρήματά τους στην ΥΕ 1ΙΙΒ2. Σε δεύτερη φάση αχρηστεύθηκε η εστία και η τράπεζα θυσιών ενώ κτίστηκε μπρο στά από το ναό υπαίθριος βωμός (Μυλωνάς Γ., 1972). Κοντά στο ναό υπήρχε αυλή που επικοινωνούσε με ιερό κτίριο, το «Κτίριο των Ειδώλων». Πιθανώς εδώ είχαμε λατρεία χθόνιας θεότητας ή χθόνιων δαιμόνων. Δίπλα του βρίσκεται το «Κτίριο των Τοιχογραφιών», όπου μεταξύ άλλων βρέθη καν υπολείμματα τοιχογραφιών απ' όπου προκύπτει ότι ίσως εδώ λατρευόταν η θεά της ευφορίας (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 552). Κοντά σε αυτό βρίσκεται η «Οικία Τσούντα» (από το όνομα του ανασκαφέα), ίσως «Ταμιείον», όπου φυλάσσονταν πολύτιμα αντικείμενα-προσφορές που ανήκαν στο ιερό. Με μια μακρά κλίμακα χωρίζεται η «Οικία Τσούντα» από το συγκρότημα που περιλαμβάνει κατοικίες ιε ρέων και δωμάτια του προσωπικού του Θρησκευτικού Κέντρου. Σε όλο το μήκος της κλίμακας υπάρχει ένας αποχετευτικός αγωγός. Νοτιότερα από την «Οικία Τσούντα», στην «Οικία του Αρχιερέως», ήρθαν στο φως τμήματα εκπληκτικών τοι χογραφιών, όπως οκτώσχημες ασπίδες σε διάφορα μεγέθη. Από εδώ προέρχεται και η γνωστή «Μυκηναία», δηλαδή γυναικεία μορφή που κρατά περιδέραιο (βλ. Εικ. 88, κεφάλαιο 1, τόμος Α, Θ.Ε. Τέχνες 1: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επι σκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας). Οι τοιχογραφίες προ έρχονται από τον επάνω όροφο και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙΙΒ. Τα κτίρια του Θρησκευτικού Κέντρου, που χρονολογούνται γύρω στο 1250 π.Χ., υπέστησαν δια δοχικές καταστροφές μέχρι το 1200 π.Χ. με 1190 π.Χ. Το ανάκτορο: στην κορυφή του λόφου, στο κέντρο ενός επιβλητικού φυσικού τοπίου, είναι χτισμένο το ανάκτορο, το οποίο εναρμονίζεται με τους τραγικούς μύ θους που συνοδεύουν τη μακρά ιστορία του. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κεί μενο 8Ζ, «Το Ανάκτορο», με συμπληρωματικά στοιχεία για τις περιγραφές που το αφορούν.) Ήρθε στο φως από τον Τσούντα το 1885, ενώ τις ανασκαφές συνέχισαν ο Wace και ο Μυλωνάς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η μελέτη του. Το σχέδιό του είναι απλό, τα οικοδομήματα είναι κατανεμημένα σε επίπεδα και θεμελιωμένα σε τεχνητά άνδηρα. Δύο είναι οι κύριες οικοδομικές φάσεις του ανακτόρου: η πρώτη τοποθετείται στο 1350 π.Χ. και η δεύτερη στο 1250 π.Χ. Έγιναν, όμως, και κάποιες μεγάλες μετασκευές μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά στα τέλη του 13ου π.Χ. αι. Στις μέρες μας βλέπουμε την τελική μορφή του ανακτόρου πριν από την καταστρο φή του τέλους του 13ου αι. π.Χ. Όλο το συγκρότημα του ανακτόρου καλύπτει μια επιφάνεια περίπου 9.000 τ.μ. και διαιρείται στα επίσημα διαμερίσματα, στα ιδιωτικά διαμερίσματα της βασι λικής οικογένειας και στις βοηθητικές εγκαταστάσεις. Από τον βορρά γινόταν η παλαιότερη πρόσβαση και από το νότο η νεότερη, που προστέθηκε κατά τη μετα-
1 1
119
�
i
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
EJii:ffi@���������
σκευή του ανακτόρου μετά την πυρκαγιά γύρω στο 1200 π.Χ. (Διαβάστε στο Πα ράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Τα επίσημα διαμερίσματα», «Τα ιδιωτικά διαμερίσμα τα», «Οι βοηθητικές εγκαταστάσεις», με συμπληρωματικά στοιχεία.) Το ανάκτορο και τα παραρτήματά του καταστράφηκαν από πυρκαγιά στο τέ λος της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, γύρω στο 1200 π.Χ., όταν καταστράφηκαν και όλα τα μυκηναϊκά ανάκτορα. Η ακρόπολη ήταν σε χρήση τουλάχιστον μέχρι το 1100 π.Χ. ή λίγο μετά, όμως τίποτα δε θύμιζε τη λάμψη του παρελθόντος της.
11>-
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 2 Εντοπίστε και καταγράψτε διαφορές και ομοιότητες ανάμεσα στα ανάκτορα των Μυκηνών και της Κνωσού (περίπου 80-100 λέξεις). Οδηγίες για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Οι οικίες έξω από την ακρόπολη: οι κάτοικοι έμεναν εκτός ακροπόλεως, σε σπίτια οργανωμένα κατά ομάδες. Τα μυκηναϊκά σπίτια αποτελούνται από το κύ ριο διαμέρισμα, που έχει τον τύπο του μεγάρου και είναι ανοικτό σε μια αυλή. Γύ ρω από αυτήν οργανώνονται τα άλλα δευτερεύοντα δωμάτια. Στο υπόγειο ήταν οι αποθήκες. Το σχήμα τους προσαρμόζεται στη μορφολογία του εδάφους και στο χώρο που είχαν στη διάθεσή τους. Εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα ανά κτορα, όχι όμως με τόσο φροντισμένη κατασκευή. Πολλά σπίτια βρέθηκαν έξω από την ακρόπολη. Παίρνουν τα ονόματά τους από τα αντικείμενα τα οποία ήρ θαν στο φως στο καθένα, όπως: «Οικία του Εμπόρου του Κρασιού», «Οικία του Λαδεμπόρου». Υπήρχαν, επίσης, η «Οικία των Ασπίδων» και η «Οικία των Σφιγ γών». Εκπληκτικά ελεφαντουργήματα, όπως ανάγλυφα σφιγγών, οκτώσχημες ασπίδες κ.ά., ανακαλύφθηκαν στην «Οικία των Σφιγγών», όπου λειτουργούσαν εργαστήρια ελεφαντουργίας. Όλα αυτά τα σπίτια φαίνεται να εξαρτόνταν από το ανάκτορο, ενώ τα εργαστήρια μάλλον εκτελούσαν παραγγελίες του βασιλιά. Πρέ πει να υπήρχε μεγάλη ασφάλεια, διότι, όπως βλέπουμε, πολύτιμα υλικά, όπως το ελεφαντόδοντο, βρίσκονταν έξω από την ακρόπολη. Όλ' αυτά καταστράφηκαν από σεισμό ή πυρκαγιά μετά το 1250 π.Χ. ή λίγο μετά τα μέσα της ΥΕ ΙΙΙΒ περιό δου. Τότε ακριβώς που καταστράφηκε μεγάλο μέρος της Ακρόπολης, τα ιερά του Θρησκευτικού Κέντρου και τμήμα του Ανακτόρου. Τάφοι-ταφικά έθιμα: βγαίνοντας από την ακρόπολη, στα αριστερά, και κατε βαίνοντας το δρόμο προς την έξοδο ένα μακρόστενο ελληνιστικό οικοδόμημα ανήκει πιθανόν στην Περσεία κρήνη, την οποία είδε ο Παυσανίας μεταξύ των ερειπίων των Μυκηνών. Στα νότια αυτού του οικοδομήματος, μεταξύ του σύγχρο νου δρόμου και της ακρόπολης, εκτεινόταν το νεκροταφείο των Μυκηνών της Με σοελλαδικής, στο δυτικό άκρο του οποίου βρίσκεται ο Ταφικός Κύκλος Β. Στα ανατολικά αυτού του Ταφικού Κύκλου βρίσκεται ο λεγόμενος Τάφος της Κλυται μήστρας. Στα ανατολικά του Τάφου της Κλυταιμήστρας βρίσκεται ο «Τάφος του Αιγίσθου». Προς τα βόρεια του «Τάφου του Αιγίσθου», στα δεξιά του δρόμου προς την έξοδο, βρίσκεται ο «Τάφος των Λεόντων». Τέλος, στην πλαγιά δεξιά του αυτοκινητόδρομου προς το σύγχρονο χωριό, περί τα 400 μ. από το πάρκινγκ, βρί σκεται ο «Τάφος του Ατρέως». (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Τά-
120
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φοι» με συμπληρωματικά στοιχεία για τους τάφους «της Κλυταιμήστρας», «του Αι γίσθου», «των Λεόντων» και «του Ατρέως».) Στον τομέα των ταφικών εθίμων οι μυκηναϊκοί τάφοι πολλαπλής ταφής (λακκο ειδείς, θαλαμωτοί, θολωτοί) χαρακτηρίζονται από τα ίδια ταφικά έθιμα τα οποία μαρτυρούν ενότητα και συνοχή του πολιτισμού στον ελληνικό χώρο κατά την ΥΕ εποχή. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 8Ζ, «Ταφικά έθιμα», με συμπλη ρωματικά στοιχεία γι' αυτό το θέμα.) Όσα γνωρίζουμε για τους Μυκηναίους βασι λείς από τα ταφικά ευρήματα συμπληρώνουν οι πινακίδες της Γραμμικής Β. Γραμμική Β γραφή: η γραφή αυτή προέρχεται από τη Γραμμική Α και μετά την αποκρυπτογράφηση γνωρίζουμε ότι η γλώσσα που αποδίδεται είναι η ελληνική. Πρόκειται για τη γλώσσα των Μυκηναίων, η οποία διαδόθηκε από αυτούς στην Κρήτη, όταν την κατέκτησαν γύρω στο 1450 π.Χ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα η γραφή παρουσιάστηκε γύρω στο 1400 π.Χ., δηλαδή κατά την εποχή των Ανακτόρων. Η Γραμμική Β είναι συλλαβογραφική και αποτελείται από συλλαβογραφικά σημεία, δηλαδή συλλαβογράμματα, που δηλώνουν ή ένα φωνήεν ή συλλαβές, οι οποίες αποτελούνται από ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν. Στη γραφή περιλαμβάνο νται επίσης ιδεογράμματα, τα οποία απεικονίζουν ανθρώπους, ζώα ή αντικείμενα, καθώς και αριθμητικά σημεία. Τα κείμενα των πινακίδων δεν είναι λογοτεχνικά, ούτε αφορούν ιστορικά γεγο νότα· είναι διοικητικά έγγραφα, κατάλογοι, απογραφές, φορολογικές καταστάσεις. Σε όλα τα μυκηναϊκά κέντρα έχουν βρεθεί πινακίδες. Βεβαιώνεται και εδώ η μυκηναϊκή «Κοινή», δηλαδή η κοινή έκφραση ζωής στην τέχνη, τη γλώσσα και τη γραφή. Η Γραμμική Β έφθασε μέχρι την Ιταλία (σε αγγεία τα οποία βρέθηκαν στις Λιπάρες Νήσους υπήρχαν τα σημεία της). Από τις πινακίδες της Γραμμικής Β πληροφορούμαστε για τη μυκηναϊκή ζωή, για την κοινωνία, την οικονομία και τη θρησκεία. Επίσης, μαθαίνουμε πώς ήταν η μυκηναϊκή βασιλεία, η διοίκηση, η γραφειοκρατία, οι θεσμοί, η κοινωνική οργά νωση σε τάξεις και άλλα. Η γραφειοκρατία ήταν πολύ αναπτυγμένη, όλα καταγρά φονταν στα ανάκτορα, όπως συνέβαινε επίσης στο βασίλειο των Χετταίων και στην Αίγυπτο. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2το Κείμενο 8Ζ, «Γραμμική Β γραφή», με συμπληρωματικά στοιχεία για τη Γραμμική Β και ιδιαίτερα για τις πινακίδες.)
<11
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 2 Αντιστοιχίστε τα είδη της γραφής με τις θέσεις όπου εμφανίστηκαν: Κνωσός Ιερογλυφική γραφή Θήρα Μάλια Λιπάρες Νήσοι Παλαίκαστρο ΓραμμικήΑ Μήλος Ζάκρος Κέα Θα βρείτε τη σωστή αντιστοίχιση στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
i1 1 1
121
-
rwwili
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
Κοινωνική και διοικητική οργάνωση: μέχρι το 1400 π.Χ. η μυκηναϊκή κοινωνία πρέπει να ήταν απλά οργανωμένη σε γένη υπό την εξουσία τοπικών αρχόντων. Όμως τόσο η ανάπτυξη της παραγωγής όσο και η ανάγκη άμυνας είχε ως αποτέλε σμα την ενδυνάμωση ηγεμόνων, ουσιαστικά δηλαδή την ανάδειξη της βασιλείας και τη δημιουργία κέντρων γύρω από τον βασιλιά (άνακτα), ο οποίος διέμενε στα μυκηναϊκά ανάκτορα, που ήταν χωρίς αμφιβολία το κέντρο γύρω από το οποίο συ γκεντρώνονταν η διοικητική, η στρατιωτική και η οικονομική ζωή. Γύρω του, όπως γνωρίζουμε μετά την αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της Γραμμικής Β (διαβά στε την υποενότητα 2.3.2. «Γραμμική Β γραφή» και στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Γραμμική Β», ιδιαίτερα την αναφορά για τις πινακίδες που αφορούν την κοι νωνική και διοικητική οργάνωση) που βρέθηκαν στα μυκηναϊκά ανάκτορα, υπήρ χαν αυλικοί και αξιωματούχοι ανώτατοι και ανώτεροι με διαφορετική ο καθένας κτηματική περιουσία, καθώς και ένας αριθμός δημόσιων υπαλλήλων που σχετί ζονταν με την οργάνωση του κράτους. Άλλωστε, η μυκηναϊκή βασιλεία χαρακτηρί ζεται από τη γραφειοκρατική της οργάνωση. Εξάλλου, στα μυκηναϊκά ανάκτορα υπήρχαν υπηρέτες, γεωργοί, βοσκοί, τεχνίτες (ξυλουργοί, κεραμείς, οπλουργοί, χτίστες, μάγειροι κ.ά.) και καλλιτέχνες που επεξεργάζονταν στα βασιλικά εργα' στήρια τις πρώτες ύλες, οι οποίες συνήθως έρχονταν από μακριά και ήταν πολύτιμες (ελεφαντόδοντο, χρυσός, lapis lazuli), αλλά και ραψωδοί. Υπήρχε, όπως φαί νεται, μια κοινωνία με σαφή ιεράρχηση. Στην κορυφή της μυκηναϊκής κοινωνίας ήταν ο βασιλιάς. Ο κόσμος εργαζόταν για λογαριασμό του βασιλιά και των αξιω ματούχων. Μπορούσαν όμως να δουλεύουν και ανεξάρτητα. Η γη ανήκε στη βασι λική οικογένεια και στους αξιωματούχους, υπήρχαν, όμως, και μικρότερες ιδιο κτησίες, ενώ τμήματα γης ήταν αφιερωμένα στους θεούς και έτσι το ιερατείο είχε τον έλεγχο της εκμετάλλευσης. Οπωσδήποτε υπήρχαν και δούλοι που υπηρετού σαν κάποια θεότητα. Η Ελλάδα πρέπει να ήταν πυκνοκατοικημένη. Δεν γνωρίζουμε βέβαια το σύ νολο του πληθυσμού αλλά για το βασίλειο της Πύλου υπολογίζεται ότι είχε 50.000 κατοίκους (Βασιλικού Ντ., 1995, σ. 379). Η οργάνωση των ανακτόρων: κάθε ανάκτορο είχε τον έλεγχο μιας μεγάλης πε ριοχής, η οποία περιλάμβανε μερικές τειχισμένες «πόλεις» που είχαν από έναν ηγεμόνα. Έτσι το ανάκτορο των Μυκηνών ασκούσε κάποια επικυριαρχία στην Αργολίδα, όπου, ανεξάρτητα και αρμονικά, συνυπήρχαν οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, το Άργος, η Μιδέα, το Μπερμπάτι, το Ναύπλιο, τα Ίρια, η Ασίνη και η Επίδαυρος. Πιθανόν έχουμε να κάνουμε με κάποιο είδος ομοσπονδιακού συστήματος. Άλλωστε οι Μυκήνες πρέπει να είχαν την πρωτοπορία όχι μόνο στον οικονο μικό αλλά και στον καλλιτεχνικό τομέα. Αν κρίνουμε από την κεραμική της Αργο λίδας, πολύ καλής ποιότητας, που υπήρχε τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και σε μα κρινά λιμάνια της Μεσογείου αλλά και από την παραγωγή και την εξαγωγή αγγεί ων, φαίνεται ότι τον συντονισμό είχε το ανάκτορο των Μυκηνών. Οι πόλεις, που ήταν πολλές, αναζητούσαν την ασφάλεια, την προστασία και τις εμπορικές διευκολύνσεις από ένα ανακτορικό κέντρο. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Ανακτορικό κέντρο», με συμπληρωματικά στοιχεία γι' αυτό το θέμα.)
122
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οικονομία: στον τομέα της οικονομίας αναγνωρίζουμε μια τάση μόνο συγκε ντρωτικού χαρακτήρα, η οποία υποδηλώνεται από την κοινωνικοπολιτική εξέλιξη. (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Οικονομία», με συμπληρωματικά στοιχεία για την οικονομία, ιδιαίτερα για την αγροτική οικονομία και τη βιοτεχνία.) Επαφές-ανταλλαγές: βέβαιο είναι ότι οι Κυκλάδες, όπως ακριβώς η Αίγινα και τα Κύθηρα, συνέχισαν να αποτελούν ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Κρήτης και ηπει ρωτικής Ελλάδας. Άλλωστε γνωρίζουμε καλά ότι οι «κρητικές εισαγωγές», που εντοπίστηκαν στη Λακωνία, προέρχονταν στην πραγματικότητα από τα Κύθηρα, ενώ σύμφωνα με την άποψη κάποιων ερευνητών (Κορρές Γ., 1984, σ. 149) το ίδιο συνέβαινε πιθανόν και με την πρώιμη εμφάνιση του θολωτού τάφου στη Μεσση νία. Στην Αργολίδα από το τέλος της Μέσης εποχής του Χαλκού η έντονη κρητική επίδραση συνοδεύτηκε από μια έντονη κυκλαδική παρουσία, η οποία εμφανίζεται στον τομέα της γραπτής κεραμικής, π.χ. με τα κύπελλα με μετοπική διακόσμηση. Πολλές λοιπόν είναι οι εξωτερικές σχέσεις της Αργολίδας και γι' αυτό εμφανίζει τη ζωντάνια που μπορούμε να παρατηρήσουμε κατά τη μετάβαση από τη Μέση στην Ύστερη εποχή του Χαλκού. Άλλωστε, όπως φαίνεται, η Αργολίδα πρωτοστά τησε στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων. Γενικότερα τα ελλαδικά κέντρα εκδή λωσαν μια έντονη δραστηριότητα στον τομέα των ανταλλαγών, πάντα, όμως, στο πλαίσιο του κρητοκυκλαδικού δικτύου, του οποίου υιοθέτησαν και τη μονάδα βά ρους (Petruso Κ., 1980, σ. 165-167). Η Τροία συνέχισε να διατηρεί πιο στενές σχέ σεις με την ηπειρωτική Ελλάδα παρά με την Κρήτη, αν κρίνουμε από την άφθονη εισηγμένη ΥΕ Ι-ΙΙ κεραμική. Όπως προκύπτει από τη μελέτη εισαγόμενων και εξαγόμενων προϊόντων, όπως μολύβδου από το Λαύριο, οψιανού από τη Μήλο ή ημιπολύτιμων λίθων από τη Λακωνία, π.χ. lapis lacedaemonius και rosso antico πολύ γνωστού στην Κρήτη, βιοτεχνικών προϊόντων όπως κοσμημάτων, όπλων, αγγείων πήλινων ή μετάλλινων, τροφίμων κ.ά., φαίνεται ότι συνηθιζόταν την περίοδο αυτή περισσότερο ο παρά πλους και το ευκαιριακό εμπόριο παρά οι άμεσες και εξειδικευμένες εμπορικές συναλλαγές. Όσον αφορά την πρωτομυκηναϊκή περίοδο, δεν έχουμε άμεση από δειξη εμπορικών συναλλαγών με μακρινές περιοχές. Μάλιστα μερικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ήταν ανύπαρκτες (Petruso Κ., 1980, σ. 166). Όμως, τόσο από τα κινητά ευρήματα όσο και από τις εικονιστικές παραστάσεις, φαίνεται ότι υπήρχαν άμεσες ή έμμεσες επαφές μεταξύ Αιγαίου και μακρινών περιοχών (Εγγύς Ανατο λής, Δυτικής Ευρώπης). Αλλά και η προμήθεια πρώτων υλών, όπως κασσίτερου, ήλεκτρου ή ελεφαντόδοντου, μαρτυρούν σχέσεις συναλλαγών και πιθανότατα ύπαρξη μεσαζόντων. Έτσι φαίνεται ότι ήδη από τις αρχές της περιόδου τα ελλαδι κά κέντρα είχαν αναπτύξει επαφές με την Αίγυπτο, διαμέσου της Κρήτης, και με τη Φοινίκη. Ανάμνηση των επαφών αυτών έχουμε από τους μύθους όπως του Δα ναού ή του Κάδμου που πιθανόν αναφέρονταν σε αυτή την εποχή. Στους λακκοει δείς τάφους των Μυκηνών αλλά και στον θολωτό του Βαφειού βρέθηκαν αιγυπτια κά αντικείμενα, χάντρες από φαγεντιανή, αλαβάστρινα αγγεία, λίθινοι σκαραβαί οι κ.ά. Ο θαλαμοειδής κτιστός τάφος του Ταφικού Κύκλου Β, ο τάφος Ρ, είναι χα ναναϊκής έμπνευσης (Μυλωνάς Γ., 1973, σ. 220-222).
1
1
123
�*
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ffiWfll�'lm�iι!&M&Wf;\Will�.®$}'@:@@m•i.wt�@m:Ψ®����
Όσον αφορά τις; εξαγωγές; στην πρωτομυκηναϊκή περίοδο, σπάνια δείγματα γενικότερα αιγαιακής κεραμικής βρέθηκαν στην Κύπρο, την Αίγυπτο και την Εγ γύς Ανατολή. Επίσης, μέσα από τα αιγυπτιακά κείμενα δεν διαφαίνεται κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ Κρητών, Κυκλαδιτών και Ελλαδιτών. Ούτε επιβεβαιώνεται ότι οι Μυκηναίοι αφαίρεσαν από τους Μινωίτες τον έλεγχο των εμπορικών συναλ λαγών με την Αίγυπτο ή ότι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Νείλου. Οι ανταλ λαγές πιθανότατα γίνονταν διαμέσου των νότιων παραλίων της Μικράς Ασίας, της συροπαλαιστινιακής ακτής, αν κρίνουμε από τα θέματα των τοιχογραφιών των Θηβών (Treuil R., κ.ά. 1996, σ. 383). Όσον αφορά την οργάνωση και τη διεξαγωγή του εμπορίου στα μυκηναϊκά κράτη, θα πρέπει να ήταν εξαρτημένη από τα ανάκτορα. Έτσι, αν και το εμπόριο βρισκόταν σε άνθηση στην ΥΕ ΠΙ περίοδο, δεν υπάρχουν αναφορές για εμπόρους στις πινακίδες της Γραμμικής Β, γιατί οι εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να ήταν στα χέρια του βασιλιά. Νόμισμα δεν υπήρχε. Πρέπει να υπήρχε και το ελεύ θερο εμπόριο των κατοίκων, ενώ τα διάφορα προϊόντα μεταφέρονταν από τη θά λασσα αλλά και από την ξηρά. Επίσης, αναπτύχθηκε σημαντικά η ναυσιπλοϊα. Η εμπορική δραστηριότητα των Μυκηναίων φθάνει στην πιο μεγάλη της; ακμή τον 140 και τον 130 αι. μετά την καταστροφή της Κνωσού. Τότε ιδρύονται εμπορι κοί σταθμοί στα νησιά. Πληροφορίες για τις συναλλαγές της εποχής έχουμε από δύο ναυάγια, τα οποία ανακαλύφθηκαν κοντά στα τουρκικά παράλια, το ένα στη Χελιδονία άκρα, στη νότια ακτή της Μ. Ασίας, και το άλλο κοντά στο Κας, απένα ντι από το Καστελόριζο. Η εμπορική δραστηριότητα των Μυκηναίων συνάντησε ευνοϊκές συνθήκες από την αρχή, κατάλληλες για να αναπτυχθεί. Η Αίγυπτος γνώριζε μια ειρηνική περίο δο ευημερίας και πλούτου, η Συρία και η Παλαιστίνη, οι οποίες ήταν σημαντικές για το μυκηναϊκό εμπόριο, ευημερούσαν. Το εμπόριο λειτουργούσε με το σύστημα της; ανταλλαγής;. Οι Μυκηναίοι εξάγουν λάδι, κρασί, μέλι, καρπούς, αρωματικά έλαια, όπλα, υφάσματα, λινό και αγγεία, πήλινα κυρίως. Σε μεγάλο αριθμό θέσεων της Μεσογείου βρέθηκαν μυκηναϊκά αγγεία, όπως στο βόρειο Αιγαίο, τα παράλια της Μ. Ασίας, την Κύπρο, τη Συρία, την Παλαιστίνη, τον Λίβανο, την Αίγυπτο, την Αλβανία, την Κάτω Ιταλία, την Ετρουρία, τη Σικελία, τις Λιπάρες Νήσους και τη Μάλτα. Εισάγουν χρυσό, άργυρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμους λίθους, ήλεκτρο, πορφύρα, μπαχαρικά και υφαντά, αλλά ίσως και αναλώσιμα προϊόντα (τρόφιμα ή σιτηρά), αν και ήταν αυτάρκεις κατά ένα μεγάλο μέρος. Στις ανταλλαγές πρέπει να προσθέσουμε και τους μισθοφόρους που από την Ελλάδα εντάσσονταν σε ξένους στρατούς και τους δούλους που οι Μυκηναίοι αγόραζαν από τις ξένες αγορές. Όσον αφορά τα μέταλλα ειδικότερα, βρίσκονταν και στον ελληνικό χώρο, π.χ. στα μεταλλεία του Λαυρίου. Ο χαλκός εισαγόταν από τη Μέση Ανατολή ή και από την Κύπρο. Ο κασσίτερος (βλ. υποενότητα 2.1.2, αναφορά για τον κασσίτερο στην «Πολιόχνη της Λήμνου>>, «Ευρήματα») ίσως από την Αγγλία, την Ισπανία ή την Κεντρική Ευρώπη, διαμέσου των Άλπεων, της Αδριατικής και των Βαλκανίων, και κυρίως από την Ανατολή θα έφθανε στα κυριότερα λιμάνια της Μεσογείου, όπως η Ουγκαρίτ, η Μίλητος και η Ρόδος, όπου μάλλον γίνονταν οι ανταλλαγές. Εργα-
124
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στήρια μεταλλουργίας βρέθηκαν στη Μάλθη και στο ανάκτορο της Πύλου, ενώ η μεγάλη παραγωγή μεταλλικών αντικειμένων μας οδηγεί στο συμπέρασμα 6τι ένα μεγάλο μέρος προοριζόταν και για εξαγωγή. Τη διακίνηση του μετάλλου ανέλαβαν ιδιώτες, ανεξάρτητοι έμποροι που με τα πλοία τους μετέφεραν το φορτίο στα διάφορα λιμάνια της Μεσογείου. Ήδη απ6 τον 140 αι. π.Χ. Μυκηναίους εμπ6ρους και τεχνίτες βρίσκουμε εγκατεστημένους στα λιμάνια κατά μήκος της νότιας και ανατολικής ακτής της Κύπρου, κυρίως στην Έγκωμη και το Κίτιο. Η κατάκτηση του νησιού από τους Μυκηναίους γύρω στο τέ λος του 13ου αι. π.Χ. είναι ένα από τα τελευταία γεγονότα της μυκηναϊκής επέκτα σης που θα σφραγίσει από τότε τη μοίρα του κυπριακού πολιτισμού. Κατά τους δύο αιώνες (1400-1200 π.Χ.) οι οποίοι συνήθως χαρακτηρίζονται συμ βατικά με τον όρο «Μυκηναϊκή αυτοκρατορία» ο πολιτισμός και η τέχνη των Μυκη ναίων κινήθηκαν σε έναν χώρο ευρύτερο από αυτόν του Αιγαίου και δημιούργησαν δεσμούς που έφεραν την ελληνική παρουσία έξω από τα στενά γεωγραφικά της όρια. Τέχνη: για την τέχνη (γλυπτική, κεραμική, επιθετικά και αμυντικά όπλα, κό σμηση, σφραγιδογλυφία) μέχρι το 1400 π.Χ. αντλούμε πληροφορίες από τα κτερί σματα των τάφων (βλ. Εικ. 53, κεφάλαιο 1, τ6μος Α, Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Ει καστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας). (Διαβάστε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Τέχνη», με συμπληρωματικά στοι χεία για την τέχνη και ιδιαίτερα για τους τομείς της γλυπτικής και της κεραμικής, για τα όπλα και τα εργαλεία, για τον τομέα της κόσμησης, για τη σφραγιδογλυφία και τα μεταλλικά αγγεία.) Μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στη μυκηναϊκή τέχνη μπορούμε να αναγνωρίσου με από τις αρχές του 14ου αι. π.Χ., δηλαδή μετά το τέλος της μινωικής Κρήτης, η οποία χωρίς αμφιβολία διαμορφώθηκε υπ6 την άμεση επίδραση του μινωικού πο λιτισμού. Τότε εξαπλώθηκε στον αιγαιακό χώρο ενότητα και ομοιομορφία στην καλλιτεχνική δημιουργία. Την έκταση και ταυτόχρονα τα 6ρια του μυκηναϊκού κό σμου υποδηλώνει η χρήση των θολωτών τάφων και η διάδοση συγκεκριμένων τύ πων κεραμικής. Εξάλλου, και στη μυκηναϊκή τέχνη, όπως και στη μινωική, εντυπωσιάζουν οι τοιχογραφίες, τα δημιουργήματα της μεταλλουργίας, τα κομψοτεχνήματα (αγαλ ματίδια ή ανάγλυφα), τα κοσμήματα από πολύτιμα υλικά με τα ωραία διακοσμητι κά τους μοτίβα. Χαρακτηριστική είναι η παραγωγή πήλινων μυκηναϊκών αγγείων σε μεγάλες ποσότητες για εξαγωγή στις πολύ μακρινές περιοχές. Εξάλλου οι Μυκηναίοι επεξεργάζονταν την πέτρα, κατασκεύαζαν αγγεία, ενώ λίθινο είναι και το ανάγλυφο της «Πύλης των Λεόντων» που αποτελεί την πρώτη ελληνική δημιουργία μνημειακής πλαστικής. θρησκεία: όσον αφορά τη μυκηναϊκή θρησκεία, οι πληροφορίες μας προέρχο νται από τα ταφικά ευρήματα, τα υπολείμματα ιερών κτιρίων και τις ιερές κατα σκευές που έρχονται στο φως με τις ανασκαφές ή που τις βλέπουμε σε διάφορες παραστάσεις. Επίσης, στα ανασκαφικά ευρήματα συγκαταλέγονται τα ιερά σύμ βολα (διπλούς πέλεκυς, κέρατα καθοσιώσεως, ιεροί κόμβοι, σπονδικά σκεύη, πή λινα ομοιώματα φιδιών, ιερός κίων, ιερά κλαριά, πουλιά, αντιθετικά συμπλέγμα-
1
125
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.
τα, σωροί λίθων, οκτώσχημη ασπίδα κ.ά.). Αναφέρουμε ακόμη τις παραστάσεις θεϊκών μορφών, λατρευτών και ιερέων και λατρευτικών συμβόλων, αλλά και τις πινακίδες της Γραμμικής Β που μας βοηθούν να αποκτήσουμε μια πιο σαφή εικό να της μυκηναϊκής θρησκείας. (Διαβάστε την υποενότητα 2.3.2 «Γραμμική Β γρα φή» και στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 8Ζ, «Γραμμική Β γραφή», ιδιαίτερα την αναφορά στις πινακίδες που αφορούν τη θρησκεία.) Οι Μυκηναίοι στις επαφές τους με τους Μινωίτες γνώρισαν τη μινωική θρη σκεία και το πλούσιο τελετουργικό τυπικό της και υιοθέτησαν αρκετά από τα στοι χεία της. Το χαρακτηριστικό της μυκηναϊκής θρησκείας είναι, λοιπόν, ο σύνθετος χαρακτήρας της, ο «συγκρητισμός». Παρατηρούμε δηλαδή ανάμειξη «μεσογεια κών» και «βόρειων» στοιχείων. Η έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος δεν είναι τόσο έντονη στην ηπειρω τική Ελλάδα όσο στην Κρήτη και το τελετουργικό τυπικό, όταν το δανείζονται από τους Μινωίτες, είναι άτονο.
Ι>
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 4/Κεφάλαιο 2 Σημειώστε τι είναι σωστό και τι λάθος από τα ακόλουθα: Σωστό
Λάθος
1. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας βοηθούν να αποκτήσουμε μια σαφή εικόνα για τη μυκηναϊκή θρησκεία. 2. Οι Μινωίτες γνώρισαν από τους Μυκηναίους τη μινωική θρησκεία και το πλούσιο τελετουργικό της. 3. Το χαρακτηριστικό της μυκηναϊκής θρησκείας είναι ο σύνθετος χαρακτήρας της, ο «συγκρητισμός». 4. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β της Πύλου βρίσκουμε ονόματα θεών. 5. Οι Μυκηναίοι δεν λάτρευαν τους θεούς τους στα ανάκτορα. Θα βρείτε τη σωστή απάντηση στο Παράρτημα 1, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ο χαρακτήρας του μυκηναϊκού πολιτισμού: ήδη το 1400 π.Χ. τοποθετείται η «μυκηναϊκή κοινή». Η ζωή σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο αναπτύχθηκε ομοιό μορφα και αρμονικά με κοινή έκφραση στην τέχνη, κοινά ήθη και έθιμα, θρη σκεία, γλώσσα και τρόπο ζωής. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός είναι ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός. Αυτό αποδείχθηκε μετά την αποκρυπτογράφηση της «Γραμμικής Β». Γύρω στο 1200 π.Χ. αρχίζει το τέλος των Μυκηναίων. Πολλά μυκηναϊκά κέντρα καίγονται ή καταστρέφονται από σεισμούς, χωρίς να ξαναχτιστούν, ενώ όσα ξανακα τοικούνται δεν θυμίζουν σε τίποτα την παλιά τους αίγλη. Η καταστροφή του μυκηναϊ κού πολιτισμού αποδίδεται στις εσωτερικές έριδες μεταξύ των βασιλικών οικογενει ών αλλά και μεταξύ των μυκηναϊκών κρατών. Άλλοι θεωρούν ότι οφείλεται στις μετα κινήσεις των «λαών της θάλασσας», οι οποίες άρχισαν λίγο πριν από το 1200 π.Χ.
126
1
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Ενότητα; Στην Κρήτη γύρω στο 1700-1650 π.Χ. τα «παλαιά ανάκτορα» καταστράφηκαν και ξαναχτίστηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο των «νέων ανακτόρων», οπότε ο μι νωικός πολιτισμός θα φτάσει στο απόγειό του και θα διατηρηθεί για τρεις αιώ νες, μέχρι την καταστροφή τους γύρω στο 1400 π.Χ. Στις Κυκλάδες χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Θήρας, από την οποία έχουμε μια καθαρή εικόνα της κυκλαδικής αρχιτεκτονικής και των τοιχογρα φιών ενώ η έκρηξη του ηφαιστείου της αναστάτωσε τις κοινωνίες του Αιγαίου στις αρχές της Υστεροκυκλαδικής εποχής. Αλλά κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, γύρω στην αρχή του 16ου αι. π.Χ., μια καινούργια ζωή εμφανίζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα. Χαρακτηριστικοί εί ναι οι λακκοειδείς, οι θαλαμωτοί αλλά και οι θολωτοί τάφοι με τα πλούσια κτερί σματά τους. Ακροπόλεις και ανάκτορα υψώνονται στην Πελοπόννησο, όπως στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, την Πύλο, στην Αθήνα, αλλά και στη Βοιωτία, στον Γλα, καθώς και στην Ιωλκό της Θεσσαλίας. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμ μικής Β, που προέρχεται από την κρητική Γραμμική Α, γνωρίζουμε ότι οι άρχο ντες αυτών των ανακτόρων μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Τώρα η ζωή σε ολό κληρο τον ελληνικό χώρο αναπτύσσεται ομοιόμορφα και αρμονικά, με κοινή έκ φραση στην τέχνη, κοινά ήθη και έθιμα, θρησκεία, γλώσσα, τρόπο ζωής. Πρόκει ται για την εποχή κατά την οποία αναπτύσσεται ο μυκηναϊκός πολιτισμός, που είναι και ο πρώτος μεγάλος ελληνικός πολιτισμός.
11
127
�
[email protected]§��@.1!!1:%$.}i%.Wt. WW:!@'@ttm��'\%tιϊ*'-�15%�%½':%m���t¾�'t\%Kii%%'§%��------------
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Απαντήσει; σε Ασκήσει; Αυτοαξιολόγηση; Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1 Νησιά του ΒΑ Αιγαίου Μινωικός πολιτισμό Πύλος Κνωσός Κυκλαδικός πολιτισμός Κυκλάδες Ελλαδικός πολιτισμός Κρήτη Μυκήνες Η Πύλος, η Κνωσός και οι Μυκήνες δεν είναι γεωγραφικές ενότητες. Και στις τρεις θέσεις έχουν βρεθεί πολλές πινακίδες της μυκηναϊκής γραφής, Γραμμικής Β, η οποία αποκρυ πτογραφήθηκε από τους Αγγλους Μ. Ventris και J. Chadwick το 1952-1953. Αυτές χρονο λογούνται μετά το 1450 π.Χ. Οι κνωσιακές πινακίδες, όμοιες μ' αυτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, μαρτυρούν την κυριαρχία των Μυκηναίων από αυτήν την εποχή και εξής. Αν αντιστοιχίσατε τα πάντα σωστά, τότε μπράβο σας. Αν όχι, μην απογοητεύεστε, επανα λάβετε απλώς τη μελέτη των συγκεκριμένων ενοτήτων.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 2 1. Σωστό.
2. Λάθος. Στην Κρήτη οι πιο γνωστές θέσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας είναι η Κνωσός, ο Μόχλος, η Βασιλική και η Μύρτος. Επίσης στα πιο πολλά νησιά των Κυκλάδων βρέθηκαν αντιπροσωπευτικά δείγματα της ΠΚ περιόδου. 3. Λάθος. Τό κέντρο βάρους της κατοίκησης, ήδη από την έναρξη της Πρώιμης Χαλκοκρα τίας, βρίσκεται στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και στη ΒΑ Πελοπόννησο. 4. Σωστό. Οι επαφές κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία εκτείνονταν από την Τροία και τα νη σιά του ΒΑ Αιγαίου μέχρι τις Κυκλάδες, την Εύβοια και την Απική και από την Αργολίδα και την Αίγινα μέχρι την Κρήτη και τις μικρασιατικές ακτές. 5. Σωστό. Καθοριστικός είναι ο ρόλος των νησιών κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία στις επι κοινωνίες αλλά και στη μετάδοση νέων ιδεών και εμπνεύσεων από την Ανατολή ή από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 3 Κνωσός Θήρα Ιερογλυφική γραφή� Μάλια Λιπάρες Νήσοι Παλαίκα τρο Γραμμική Α Μήλος Ζάκρος �Κέα σ
--==;c:________
128
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ιερογλυφική γραφή εμφανίζεται μόνο στην Κρήτη. Σφραγίσματα σε πηλό μας είναι γνω στά από την Κνωσό, τα Μάλια, το Παλαίκαστρο, τη Ζάκρο και ίσως τη Φαιστό. Η Γραμμική Α απαντά σε πήλινα αγγεία εκτός Κρήτης στα νησιά των Κυκλάδων Κέα, Μήλο, Θήρα και ίσως στην Τίρυνθα. Επίσης η Γραμμική Α απαντά σε έγγραφα αρχείων εκτός Κρή της, στα νησιά των Κυκλάδων Κέα και Μήλο. Στις Λιπάρες Νήσους βρέθηκαν σε αγγεία τα σημεία της Γραμμικής 8, γεγονός που μαρτυρεί ότι η γραφή αυτή έφθασε μέχρι την Ιταλία. Αν αντιστοιχίσατε τα πάντα σωστά, τότε μπράβο σας. Αν όχι, μην απογοητεύεστε, επανα λάβετε απλώς τη μελέτη των συγκεκριμένων ενοτήτων. Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 4 1. Σωστό.
2. Λάθος. Οι Μυκηναίοι υιοθέτησαν αρκετά από τα στοιχεία της μινωικής θρησκείας. Η έκ φραση του θρησκευτικού αισθήματος δεν είναι τόσο έντονη στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο στην Κρήτη. Οι τελετές, αν και πλούσιες, δεν είναι περίπλοκες. Για τους Μυκηναί ους η Μεγάλη Θεά πρέπει να είχε διάφορες υποστάσεις. 3. Σωστό. Στη μυκηναϊκή θρησκεία παρατηρούμε ανάμειξη «μεσογειακών» και «βόρειων» στοιχείων. 4. Σωστό. Οι Μυκηναίοι είχαν πολλούς θεούς, όπως τον Δία, την Ήρα, τον Ποσειδώνα, την Αθηνά κ.ά. Από τις πινακίδες αποδεικνύεται ότι η ολυμπιακή θρησκεία ανάγεται ήδη στη Μυκηναϊκή εποχή. Τα βασικά στοιχεία της μυκηναϊκής θρησκείας είχαν παρουσιαστεί στον ελληνικό χώρο με τα πρώτα ελληνικά φύλα. 5. Λάθος. Η κύρια λατρεία πρέπει να τελούνταν στην αίθουσα του θρόνου, γύρω από τη μεγάλη εστία που υπήρχε στο μέσον. Οι θεοί είχαν ιδιόκτητη περιουσία, η οποία περι λάμβανε κτήματα, ζώα και δούλους, που την διαχειρίζονταν οι ιερείς και οι ιέρειες.
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1 Η απάντησή σας θα πρέπει να περιστραφεί γύρω από τα θέματα που αφορούν τα πολεο δομικά και οικιστικά χαρακτηριστικά των πρωτοελλαδικών οικισμών. Στη συνέχεια θα πρέ πει να περιγράψετε όσα αφορούν την οικονομία και τον τρόπο με τον οποίο όλ' αυτά αντι κατοπτρίζονται στην κοινωνική οργάνωση. Μπορείτε επίσης να ανατρέξετε στην υποενό τητα 2.1.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού», και ιδιαίτερα σε όσα αναφέρονται στον «πρωτοελλαδικό πολιτισμό». Δραστηριότητα 2 Η απάντησή σας θα πρέπει να περιλαμβάνει όσα έχετε διδαχθεί για την οικονομία στις Κυ κλάδες και τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Κυκλαδίτες σε σχέση με τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Καλό θα ήταν να λάβετε υπόψη σας και τα συμπερά σματα της προηγούμενης Δραστηριότητας. Μπορείτε επίσης να ανατρέξετε στην υποενό τητα 2.1.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού», και ιδιαίτερα σε όσα αναφέρονται στον «πρωτοκυκλαδικό πολιτισμό» και μάλιστα στην «οικονομία».
1
129
���αι.
m� w
Ft:tf§'W
§R &��-���'!l¼*W':wtiMW�'Mtt�l!i----------•
Δραστηριότητα 3 Η απάντησή σας θα πρέπει να περιέχει τα δύο αίτια, δηλαδή την εισαγωγή της τεχνολο γίας της μεταλλουργίας, η οποία έγινε πολύ νωρίς, και τη μεταφορά των προϊόντων της στο υπόλοιπο Αιγαίο. Επίσης να συμβουλευθείτε την υποενότητα 2.1.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού», και ιδιαίτερα όσα αναφέρονται στην «Πολιό χνη της Λήμνου», ειδικά στα «Ευρήματα».
Δραστηριότητα 4 Η απάντησή σας θα πρέπει να περιστραφεί κατ' αρχάς γύρω από τις συνέπειες της κατα στροφής τόσο στο πολιτικό όσο και στο καλλιτεχνικό επίπεδο. Μπορείτε να συμβουλευ θείτε την υποενότητα 2.3.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού», και ιδιαίτερα «Υστεροκυκλαδικός πολιτισμός», «Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας». Στη συνέχεια, για την προσφορά των τοιχογραφιών που αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληρο φοριών μπορείτε να συμβουλευθείτε στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 4, «Θήρα», και ιδιαίτε ρα όσα αναφέρονται στις «Τοιχογραφίες».
Δραστηριότητα 5 Ο μινωικός πολιτισμός φθάνει στο απόγειό του κατά τη «νεοανακτορική» ή περίοδο των δεύτερων ανακτόρων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αφορούν τη μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, τη θρησκεία, τη λατρεία, τη γραφή, την τέχνη, το εμπόριο, τις ανταλλα γές. Μπορείτε να συμβουλευθείτε την υποενότητα 2.3.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού», «Υστερομινωικός πολιτισμός» και ιδιαίτερα «Η Κρήτη κατά τη Νεοανακτορική περίοδο», καθώς και στο Παράρτημα 2 το Κείμενο 7, «Κρήτη κατά τη Νεο ανακτορική περίοδο», όπου υπάρχουν συμπληρωματικά στοιχεία για τη «λατρεία», το «ιε ρατείο» και τη «γραφή».
Δραστηριότητα 6 Στην απάντησή σας θα πρέπει να αναφερθεί σε τι διαφέρουν ουσιαστικά τα μυκηναϊκά ανάκτορα από τα μινωικά, δηλαδή όχι μόνον ότιtείναι πιο περιορισμένα σε έκταση αλλά, κυρίως, ότι έχουν εντελώς διαφορετικό σχέδιο. Και τα δύο ανάκτορα διαθέτουν ιδιαίτερα διαμερίσματα για τη βασιλική οικογένεια, εργαστήρια, λουτρά, κουζίνες, σκάλες - αν και πολύ πιο ευρύχωρες το μινωικό. Εξαιρετικό είναι το αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο του μινωικού ανακτόρου. Για περισσότερα στοιχεία για το ανάκτορο της Κνωσού μπορείτε να συμβουλευθείτε την υποενότητα 2.3.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού», «Η εποχή των Νέων Ανακτόρων στην Κνωσό», «Το ανάκτορο» και συμπληρω ματικές πληροφορίες από το Παράρτημα 2, Κείμενο 7Δ, «Δυτικός και ανατολικός τομέας του ανακτόρου της Κνωσού». Για το ανάκτορο των Μυκηνών μπορείτε να συμβουλευθείτε την υποενότητα 2.3.2, «Η πολιτισμική εξέλιξη κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού», «Μυ κήνες», και ιδιαίτερα «Το ανάκτορο», καθώς και συμπληρωματικές πληροφορίες από το Παράρτημα 2, Κείμενο 8ΣΤ, στη δεύτερη παράγραφο «Τα μυκηναϊκά ανάκτορα», και 8Ζ, «Ανάκτορο», «Τα επίσημα διαμερίσματα», «Τα ιδιωτικά διαμερίσματα», «Οι βοηθητικές εγκαταστάσεις».
130
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2 Α. ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΧΑΛΚΟΥ Κείμενο 1. Οι άνθρωποι στον ελληνικό χώρο κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού Θα αναρωτιέστε, ίσως, ποιοι είναι οι άνθρωποι οι οποίοι κατοικούσαν στον ελλη νικό χώρο κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Οι παλαιοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι γνωστοί με το όνομα «Προέλληνες», Πελασγοί, Κάρες κ.λπ. Σύμφωνα με τις παραδοσιακές θεωρίες, στην Ελλάδα τα ινδοευρωπαϊκά φύλα ήρθαν στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ., γύρω στο 2000 π.Χ., οπότε διακόπτεται η συ νέχεια του πολιτισμού στον ελληνικό χώρο και καταστρέφονται διάφοροι οικι σμοί, στο τέλος της ΠΕ ΙΙ περιόδου. [Πρόσφατες έρευνες όμως υποδηλώνουν ότι διάφορες ομάδες ελληνικών φύλων είχαν εγκατασταθεί βαθμιαία στην Ελλάδα ήδη από τις αρχές της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (Βασιλικού Ντ., 1995, σ. 6).] Η κοιτίδα αυτών των «μεταναστών» αναζητήθηκε άλλοτε προς τα ανατολικά, στη Μ. Ασία (Mellaart J., 1958, σ. 9-33, και Mylonas G., 1962, σ. 284-309) ή στην Εγγύς Ανατολή (Best J., Yadin Υ., 1973), άλλοτε προς τα βόρεια, στα Βαλκάνια (Heurtley W., 1939) ή στις ουκρανικές στέπες (Gimbutas Μ., 1973, σ. 129-139), άλ λοτε σε πολλές από αυτές τις περιοχές ταυτόχρονα. Η Μ. Gimbutas συνδέει την άφιξη των νέων πληθυσμιακών στοιχείων με τον «πρωτοϊνδοευρωπαϊκό» πολιτι σμό των Κουργκάν της Νότιας Ρωσίας (βλ. επίσης Hammond Ν., 1976, σ. 113-122, και Sakellariou Μ., 1980). Οι τύμβοι (ή κουργκάν), αλλά και οι διάτρητοι πελέκεις, καθώς και οι στιλβωτήρες για στελέχη βελών κ.ά. είναι τα κυριότερα στοιχεία τα οποία συνηγορούν της θεωρίας αυτής (Gimbutas Μ., 1970, σ. 155-197). Τους πρώτους Έλληνες μπορούμε να τους ονομάσουμε Αχαιούς, γιατί αυτό είναι το όνομα το οποίο χρησιμοποίησε ο Όμηρος για το σύνολο των ελληνικών λαών (Παπαϊωάννου Κ., 1998, σ. 28-29). Αυτοί ήρθαν από τα δυτικά στην Ήπειρο και κα τόπιν στη Θεσσαλία. Άλλωστε η Δωδώνη και η Φθιώτιδα, που θα κρατήσει την ονο μασία Αχα"ία μέχρι την κλασική εποχή, διατήρησαν την ανάμνηση πως αποτελούσαν την αρχική Ελλάδα. Στην Κεντρική Ελλάδα οι μετανάστες αυτοί ήρθαν από τη Θεσ σαλία και στη συνέχεια εισέβαλαν στην Πελοπόννησο. Τότε ακριβώς συνέβη και η ολοκληρωτική ρήξη με το παρελθόν (Παπαϊωάννου Κ., 1998, σ. 28-29). Όλοι αυτοί ενώθηκαν με τους κατοίκους οι οποίοι βρίσκονταν από πριν στον ελληνικό χώρο και δημιούργησαν σταδιακά έναν πολιτισμό δικό τους, τον Μεσοελλαδικό, ο οποίος θα εξελιχθεί στον μυκηναϊκό πολιτισμό κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία. Κείμενο 2. Η Πολιόχνη της Λήμνου Οι Αργοναύτες κατά το ταξίδι τους προς την Κολχίδα για την απόκτηση του Χρυ σόμαλλου δέρατος, δηλαδή για να αναζητήσουν πολύτιμα μέταλλα στις εσχατιές του Εύξεινου Πόντου και να αποκτήσουν τεχνογνωσία σχετική με την προμήθεια και την κατεργασία των μετάλλων, στάθμευσαν στη Λήμνο. Ακόμη και το όνομα του εκπροσώπου των Αργοναυτών, του Αιθαλίδη, που βγήκε στο νησί για να ζητή-
1
131
��
ΗJiM, � Υ
ii'W
003
����?J:ffiWR'MW$W&@W&%W'@�WOO§M.WJ�%.W�.<''iklW[:!tMαι§t>ί®!W&@t"'W:�
σει την άδεια ελλιμενισμού της «Αργούς», υποδηλώνει σχέση με τη φωτιά και τη μεταλλουργία. Αλλά και ο Όμηρος (Ιλιάδα Η, 467-475) μας πληροφορεί πως ο Λήμνιος βασιλιάς Εύνηος προμηθευόταν μέταλλα από την απέναντι μικρασιατική περιοχή μέσα από εμπορικές συναλλαγές με τους Αχαιούς πολιορκητές της Τροί ας και μάλιστα τους τροφοδοτούσε με άφθονο κρασί της Λήμνου. Εξάλλου, ο Όμηρος συνέδεσε στενά το νησί με το όνομα του Ηφαίστου, του χωλού θεϊκού χαλκιά. Εδώ έπεσε ο θεός όταν ο Δίας θυμωμένος τον εκσφενδόνι σε από τον Όλυμπο. Εδώ έστησε το εργαστήρι του και στο εξής θα είναι γι' αυτόν η Λήμνος (Οδύσσεια θ, 284-285) «γαιάων πολύ φιλτάτη[...] απασέων» με τους πα λαιότατους κατοίκους της, τους αγριόφωνους Σίντιες, οι οποίοι ήταν φιλόξενοι συ μπαραστάτες του. Η αρχαία παράδοση τους αναφέρει ως σπουδαίους μεταλλουρ γούς και πρώτους κατασκευαστές χάλκινων όπλων με μέταλλα από τη Μ. Ασία. Επίσης, σε σχέση με τη δραστηριότητά τους στη μεταλλουργία, θεωρείτο ότι αυτοί ανακάλυψαν τη φωτιά, γεγονός το οποίο απηχούσαν οι σχετικές ιεροτελεστίες στη μεγάλη ετήσια γιορτή των ιστορικών χρόνων προς τιμή των Καβείρων. Στην παράδοση του νησιού αναφέρεται ως βοηθός του θεού Ηφαίστου στις με ταλλουργικές του εργασίες ο τοπικός ήρωας Κηδαλίων, ενώ τους Καβείρους, γι ους ή εγγονούς του Ηφαίστου, με πολύ παλιά λατρεία στο νησί, τους ονόμαζαν οι ντόπιοι και Καρκίνους. Έτσι, φαίνεται να υποδηλώνεται η υπόστασή τους και ως μεταλλουργών μέσα από την παρομοίωση των δαγκάνων των καβουριών (καρκί νων) με τις λαβίδες του σιδηρουργού. Επίσης ένας άλλος ελληνικός μύθος, αυτός του Προμηθέα, μας οδηγεί στην πε ριοχή του Καυκάσου για την κατάκτηση της πυροτεχνολογίας. Ο Προμηθέας τιμω ρήθηκε από τον Δία και καρφώθηκε στον Καύκασο μόνο και μόνο γιατί έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά. Με τη φωτιά ο άνθρωπος έκανε ένα μεγάλο άλμα προς την ελευθερία του. Β. ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Κείμενο 3. Η εποχή των παλαιών ανακτόρων στην Κνωσό - Κοινωνική και διοικητική οργάνωση Ως προς τη διοικητική και την κοινωνική οργάνωση στη μινωική Κρήτη επισημαί νουμε ότι δεν γνωρίζουμε ποια ήταν ακριβώς. Δεν έχουμε στην Κρήτη αποκρυπτο γράφηση πινακίδων της Γραμμικής Α, όπως συμβαίνει με τα μυκηναϊκά ανάκτο ρα, απ' όπου αντλούμε πληροφορίες από τις πινακίδες της Γραμμικής Β. 'Ισως η μινωική Κρήτη να ήταν χωρισμένη διοικητικά σε αρκετά τμήματα, αφού υπήρχαν περισσότερα του ενός ανάκτορα. Κάθε τμήμα μπορεί να είχε τον δικό του ηγεμό να. Όσον αφορά το κοινωνικό σύστημα, φαίνεται να υπάρχει ιεραρχία που εξα κολουθεί και κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, με κορυφαίο πρόσωπο τον ένοικο του ανακτόρου. Πρέπει να υπήρχαν επίσης το ιερατείο, οι αξιωματούχοι, οι καλ λιεργητές και οι κτηνοτρόφοι, αλλά και οι έμποροι και οι ναυτικοί. Μέσα στα ανά κτορα υπήρχαν εργαστήρια με πιθανόν ειδικευμένο προσωπικό, όπως αγγειοπλά στες, χρυσοχόους κ.ά. Μάλλον υπήρχε και η ειδικότητα των γραφέων, γιατί πα-
132
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρουσιάζεται μεγάλη διάδοση της γραφής ιδίως κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, όπως δείχνουν οι πολλές μινωικές θέσεις όπου έχουμε δείγματα Γραμμικής Α. Ση μαντική πρέπει να ήταν η θέση της γυναίκας στη μινωική Κρήτη, αφού και η κύρια λατρεία των Μινωιτών απευθυνόταν σε γυναικείες θεότητες. Φαίνεται ότι ο ηγεμόνας; του ανακτόρου της; Κνωσού ασκούσε πάντα κάποια επι κυριαρχία στους ηγεμόνες των άλλων ανακτόρων, γιατί τόσο τα ανάκτορα όσο και οι πόλεις; είναι ατείχwτα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι δεν είχαν να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς κινδύνους, πιθανόν λόγω της ισχυρής ναυτικής δύναμής τους. Τα ανακτο ρικά κέντρα επίσης δεν πρέπει να είχαν μεταξύ τους προβλήματα και η υπεροχή του ηγεμόνα της Κνωσού αναγνωριζόταν απ' όλους τους Μινωίτες. Ο μύθος θέλει τον βα σιλιά Μίνωα, τον πιο σοφό από τους κατοίκους της πόλης-κράτους της Κνωσού, να νο μοθετεί κανόνες διαβίωσης των πολιτών που αργότερα θα περάσουν και στην υπόλοι πη Ελλάδα. Επίσης, ο Μινώταυρος και ο λαβύρινθος, το πολύ σύνθετο κτίριο που είχε φτιάξει ο Δαίδαλος, οι επtά νέοι και οι επtά νεανίδες που έφταναν από την Αθήνα ως φόρος υποτελείας στον Μίνωα και ο Αθηναίος Θησέας, που με τη βοήθεια της Αριάδ νης απάλλαξε την πόλη από αυτόν το φόρο αίματος, αποτελούν πάντα σημαντικό κε φάλαιο της ελληνικής μυθολογίας. Πέρα από τη μυθολογία, όμως, το ίδιο το ανάκτορο της Κνωσού αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο του πολιτισμού ο οποίος άκμασε εκεί και αποδεικνύει τη συνεχή ανθρώπινη παρουσία στο χώρο από την 7η χιλιετία π.Χ. Γ. ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ Κείμενο 4. Θήρα Αρχιτεκτονική: η πόλη χαρακτηρίζεται από πυκνή διάταξη, από δίκτυο λιθόστρω των δρόμων (ευρείες οδούς, στενά σοκάκια και αδιέξοδα στενά δρομάκια) με αποχετευτικούς αγωγούς καθώς και από οικοδομήματα με δύο ή τρεις ορόφους, αύλιους χώρους και φωταγωγούς. Οι προσόψεις των οικοδομημάτων και η είσο δός τους βρίσκονταν επάνω στους δρόμους ενώ ο φωτισμός και ο αερισμός γινό ταν από τους δρόμους, τα στενά σοκάκια, τα αδιέξοδα στενά δρομάκια και τις πλατείες. Κάποια οικοδομήματα εμφανίζουν φροντισμένη κατασκευή με επένδυ ση από πελεκητές πέτρες, όπως δηλώνει η ονομασία «ξεστή», την οποία τους έδω σε ο Μαρινάτος, και ίσως είχαν κάποια λειτουργία θρησκευτική ή διοικητική (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 350). Όσο για τα άλλα οικοδομήματα, αυτά εμφανίζουν οδοντωτή πρόσοψη, μια είσοδο στη γωνία του οικοδομήματος προς το δρόμο, κε ντρικό κλιμακοστάσιο στον προθάλαμο, δευτερεύοντα κλιμακοστάσια, μικρά δω μάτια στο ισόγειο (για εργαστήρια και αποθήκες) και στον όροφο ευρύχωρους χώρους διαμονής (δωμάτιο με κεντρικό πεσσό, αίθουσα με τοιχογραφίες και με τουλάχιστον ένα πολύθυρο). Τεχνικές; κατασκευής;: το Ακρωτήρι είναι ένας μοναδικός οικισμός όσον αφο ρά τις τεχνικές κατασκευής της επίπεδης στέγης (όπως το σύστημα ξύλινων ακα τέργαστων δοκών, που ήταν καλυμμένο με στρώμα από φυτικές ύλες και υποστή ριζε στρώματα πηλού). Νεκροταφείο: νεκροταφείο δεν έχει έρθει στο φως για να αντλήσουμε πληρο-
1
133
________________________________,.__ ,_J__ M ____________ _
φορίες τόσο για τα ταφικά έθιμα όσο και για τις δοξασίες σχετικά με το θάνατο των κατοίκων της Θήρας. Ευρήματα-κεραμική: πάνω από 5.000 ολόκληρα αγγεία και σκεύη ήρθαν στο φως. Χαρακτηριστικά, το 85% των αγγείων είναι εγχώριας κατασκευής. Βρίσκου με πάνω από 60 διαφορετικούς τύπους αγγείων, διαφορετικής χρήσης ο καθένας. Ανάμεσά τους ξεχωρ(ζουμε τα αγγεία με φυσιοκρατικές παραστάσεις, δηλαδή φυτά που συνδέονται με τη γεωργική καλλιέργεια (όπως κριθάρι, ψυχανθή, στα φύλι) ή ζώα και πουλιά, και άλλα με θέματα γεωμετρικά μοτίβα. Οι εικονιστικές σκηνές είναι γεμάτες κίνηση και ζωντάνια. Όσο για το υπόλοιπο 15% των αγγεί ων, αυτά έχουν εισαχθεί στη Θήρα από άλλες περιοχές του Αιγαίου, κυρίως από τη μινωική Κρήτη, καθώς και από χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Εξάλλου, το κάθε κτίριο περιλάμβανε σκεύη, τα οποία διαχωρίζονται, με κριτήριο τη χρήση τους, σε σκεύη πρακτικής και σε σκεύη τελετουργικής χρήσης ωστόσο υπήρχαν και σκεύη που άλλοτε είχαν τη μία και άλλοτε την άλλη χρήση. Τοιχογραφίες: πιθανόν η σημαντικότερη προσφορά των ανασκαφών στο Ακρωτήρι της Θήρας είναι οι τοιχογραφίες, οι οποίες διακοσμούσαν τα οικοδομή ματα της πόλης. Αυτές αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τον αρχαι ολόγο, τον ιστορικό τέχνης, τον ζωολόγο, τον χημικό αλλά και τον βοτανολόγο. Η ζωή, η τέχνη, το περιβάλλον, καθώς και η δομή αλλά και η οικονομική οργάνωση της κοινωνίας της Θήρας λίγο πριν από τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ξετυλί γονται μπροστά μας. Η θεματογραφία των θηραϊκών τοι-χογραφιών παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Γεωμετρικά σχήματα, μορφές εμψύχων, κατασκευές, μεμονωμένα αλλά και σε συνθέσεις αποτελούν το ρεπερτόριο των Θηραίων καλλιτεχνών. Τα θέματα, όπως φαίνεται, επιλέγονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να υποδηλώνουν τον τόπο ή το χρό νο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μικρογραφία του δωματίου Δ5 της Δυτικής Οικίας, όπου στο νειλωτικό τοπίο απεικονίζονται φοινικόδεντρα, αγριόπαπιες, πάνθηρες και ζαρκάδια, ενώ ένας γρύπας πετά επάνω από τους λό φους. Όλ' αυτά μαρτυρούν ένα υποτροπικό τοπίο εξωτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, στο λεγόμενο δωμάτιο Δ2 του Τομέα Δ, στη σύνθεση της «Ανοίξεως», τα ανθισμέ να κρίνα υποδηλώνουν τη συγκεκριμένη εποχή του έτους. Όλ' αυτά συμβάλλουν στον αφηγηματικό χαρακτήρα, ο οποίος διακρίνει στο σύνολό της την τέχνη της Θήρας. Την καλύτερη έκφρασή του βρίσκουμε, για παράδειγμα, στη μικρογραφία της «Νηοπομπής» στη Δυτική Οικία, στο δωμάτιο 5, στα παιδιά τα οποία πυγμα χούν στον Τομέα Β και στην κροκοσυλλογή στην Ξεστή 3. Όπως φαίνεται από τα ευρήματα του Ακρωτηρίου, η αγγειοπλαστική, η τοιχο γραφία για τη διακόσμηση των κτιρίων και η άσκηση της μεταλλουργίας μαρτυ ρούν τη μεγάλη ανάπτυξη της πυροτεχνολογίας και πιθανόν κάποιες γνώσεις φυ σικής και χημείας. Θρησκεία-λατρεία: εξάλλου, η ανακάλυψη τεράστιων λίθινων διπλών κερά των, τα οποία, όπως φαίνεται, επέστεφαν κάποια κτίρια καθώς και κάποια σκεύη, των οποίων το σχήμα και η διακόσμηση δεν μαρτυρούν καθημερινή χρήση, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι στον τομέα των θρησκευτικών δοξασιών και του
134
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τυπικού της λατρείας υπήρχαν ομοιότητες με τις αντίστοιχες εκδηλώσεις στην υστερομινωική Κρήτη. Για παράδειγμα, ο ανασκαφέας αναφέρει ότι κτίρια όπως η μεγαλόπρεπη τριώροφη Ξεστή 3 με τα πολλά δωμάτια, τα πολύθυρα, την απου σία σκευών καθημερινής χρήσης και τις εκπληκτικές τοιχογραφίες ήταν αφιερω μένα σε τελετές μύησης, οι οποίες γίνονταν για το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία. Επαφές: στενές ήταν οι σχέσεις της Θήρας με τη μινωική Κρήτη, αφού σχεδόν το μισό της εισηγμένης κεραμικής προέρχεται από αυτή και περιλαμβάνει αποθη κευτικά, επιτραπέζια και τελετουργικά σκεύη. Ακόμη και τα εγχώρια θηραϊκά αγ γεία έχουν επιδράσεις από τα μινωικά, ενώ παράλληλα συνεχίζουν και την ντόπια κεραμική παράδοση. Εξάλλου, από εισηγμένα στο Ακρωτήρι αγγεία φαίνεται ότι η Θήρα διατηρούσε επαφές με τη μυκηναϊκή Ελλάδα, το νοτιοανατολικό Αιγαίο, την Κύπρο και τη Συρία. Άλλωστε, το Ακρωτήρι βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Θήρας, δηλαδή ενός από τα κυκλαδικά νησιά στα οποία διασταυρώνονται οι κύρι οι εμπορικοί δρόμοι από τη δύση προς την ανατολή και από το νότο προς το βορ ρά. Πρόκειται για το πλησιέστερο λιμάνι, εκτός Κρήτης, προς την Κνωσό, η οποία ήταν η ισχυρότερη δύναμη στο Αιγαίο αυτή την εποχή. Πολιτικοκοινωνική οργάνωση: από την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική της πόλης, τις οποίες διαμόρφωσαν για να ζήσουν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου, μπο ρούμε να προσεγγίσουμε τις δομές οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας. Τα δημόσια κοινωφελή έργα, όπως οι λιθόστρωτοι δρόμοι και το αποχετευτικό δί κτυο, μαρτυρούν ύπαρξη κοινού προγραμματισμού για το σχεδιασμό, την κατα σκευή, τη λειτουργία, αλλά και τη συντήρησή τους. Οι μελετητές υποθέτουν ότι η εξουσία στον οικισμό ασκείτο συλλογικά, καθώς κανένα κτίριο δεν διαφέρει από τα άλλα, ώστε να αποτελεί έδρα ενός αρχηγού ή να είναι ανάκτορο. Αλλά και στις άλλες νησιωτικές κοινωνίες του προϊστορικού Αιγαίου βλέπουμε ότι η έλλειψη μεγάλων εκτάσεων κατάλληλων για καλλιέργεια δεν βοήθησε στη δημιουργία αγροτικού πλεονάσματος και επομένως στη συγκέντρωση της εξου σίας στα χέρια λίγων, όπως στην Κρήτη και την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου βρί σκουμε τα ανακτορικά συγκροτήματα. Ο καταμερισμός του πλούτου μεταξύ των μελών της θηραϊκής κοινωνίας μαρτυρεί μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαχείριση των κοινών αλλά και συλλογική άσκηση της εξουσίας. Επίσης οι ειδικές γνώσεις, η τυποποίηση, η τυπολογική ποικιλία, η μαζική πα ραγωγή, π.χ., κεραμικής πιθανόν ήταν εμπειρικές και οι δραστηριότητες πιθανόν ασκούνταν από ειδικές ομάδες ανθρώπων, που κατείχαν αυτές τις ειδικές γνώ σεις. Επομένως μέσα στη θηραϊκή κοινωνία πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη καταμερισμού εργασίας. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις πρέπει να περιλαμβάνονταν και οι αθλοπαιδιές, καθώς και άλλες δραστηριότητες, οι οποίες, σύμφωνα με τις ανασκαφές, φαίνεται ότι έπαιρναν τη μορφή λαϊκού πανηγυριού. Κείμενο 5. Το ιστορικό της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας Πριν από την έκρηξη προηγήθηκαν σεισμικές δονήσεις, οι οποίες προκάλεσαν ζη μιές στα οικοδομήματα. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος φαίνεται ότι δημιουργήθη-
1
135
�
mt:IEThJJ
WιiiJWΙΠJM§�
tME:�K�'§,_Ψm�W,$ί,\{�;wωJ:&'%tK�ΙW'm�m.�
καν πριν από την εναπόθεση των ηφαιστειακών υλικών ερείπια, κάτω από τα οποία δεν βρέθηκαν σκελετοί ανθρώπων ή ζώων. Επομένως, μπορούμε να υποθέ σουμε ότι κάποιοι μικροσεισμοί, οι οποίοι προηγήθηκαν των κυρίως σεισμών, προειδοποίησαν τους κατοίκους της πόλης να απομακρυνθούν. Μετά απ' αυτούς τους σεισμούς ακολούθησε περίοδος ησυχίας, ώστε οι κάτοικοι γύρισαν στην πό λη, γκρέμισαν τα οικοδομήματα που είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές και καθάρισαν τους δρόμους. Φαίνεται πως ενώ οι κάτοικοι ασχολούνταν με αυτές τις εργασίες, άρχισε και η διαδικασία της έκρηξης. Μετά από μελέτη της στρωματογραφίας των ηφαιστειακών υλικών, τα οποία κάλυψαν όλο το νησί, προέκυψε ότι η έκρηξη του ηφαιστείου εκδηλώθηκε με σει ρά παροξυσμών κατά καιρούς. Προειδοποιητικά μηνύματα στους κατοίκους για τη συμφορά, η οποία θα ακολουθούσε, ήταν η έκλυση αερίων, καπνού κ.ά. Έτσι, για δεύτερη φορά εγκατέλειψαν το Ακρωτήρι και δεν θάφτηκαν μέσα στην πόλη. Όλο το νησί καλύφθηκε από στρώσεις κίσσηρης. Η έκρηξη ήταν πολύ έντονη. Σαν πίδακας τινάχτηκαν στην ατμόσφαιρα πολύ μεγάλες ποσότητες ηφαιστειακής τέφρας, οι οποίες δημιούργησαν στήλη. Οι ηφαιστειολόγοι υπολόγισαν σε περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα το ύψος της, έτσι ώστε η τέφρα απλώθηκε απότομα γύρω γύρω. Ο όγκος του ηφαιστειακού υλι κού υπολογίζεται σε περίπου 30 κυβικά χιλιόμετρα και δημιούργησε έναν τερά στιο υπόγειο μαγματικό θάλαμο, του οποίου κατέρρευσε η οροφή και ένα μεγάλο μέρος της Θήρας βυθίστηκε. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού είναι η σημερινή καλντέρα, η οποία έχει έκταση σχεδόν 85 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μέσα σε αυτήν έχουμε εισροή της θάλασσας και πρόκληση τεράστιων παλιρροϊκών κυμά των, τα οποία άφησαν τα ίχνη τους μέχρι και τις ακτές της Κρήτης. Οι μελέτες που έγιναν στο βυθό της Μεσογείου αλλά και οι αρχαιολογικές ανασκαφές απέδειξαν ότι η τέφρα πήγε προς τα ανατολικά, καλύπτοντας την πε ριοχή από τη Σμύρνη μέχρι την Ανατολική Κρήτη. Μεγαλύτερη ποσότητα εντοπί στηκε στην περιοχή της Ρόδου ενώ και στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου και στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου εντοπίστηκαν μόρια τέφρας από τη Θήρα. Επειδή η τέφρα απλώθηκε στα ανατολικά, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι άνεμοι έπνεαν από τα δυτικά. Οι δυτικοί άνεμοι πνέουν συνήθως στην αρχή του καλοκαιριού, επομένως η έκρηξη συνέβη αυτή την εποχή, καθώς βρέθηκαν άδεια αποθηκευτικά πιθάρια. Όπως φαίνεται, οι κάτοικοι της Θήρας δεν είχαν προλά βει να θερίσουν και να γεμίσουν τις αποθήκες τους με τη νέα σοδειά. Κείμενο 6. Ο μύθος της Ατλαντίδας Ο μύθος της Ατλαντίδας αποτέλεσε θέμα πολλών συζητήσεων. Πρώτος ο αρχαίος συγγραφέας Πλάτων κάνει αναφορά στην Ατλαντίδα (Τίμαιος, 24e-25d, και Κρι τίας, 180e και 112b-121c). Αρκετά από τα στοιχεία, τα οποία περιγράφει, όπως το σχήμα, τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα, ο πλούτος και η υψηλής ποιότητας τέχνη έρχονται σήμερα στο φως με τις ανασκαφές στη Θήρα. Σύμφωνα με τον ανασκα φέα καθ. Χρ. Ντούμα δεν ταιριάζουν καθόλου με τα γεγονότα της Θήρας. Τόσο η έκταση (ίση με τη Μ. Ασία και τη Βόρεια Αφρική μαζί), η γεωγραφική θέση (πέρα
136
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
από το σημερινό Γιβραλτάρ, δηλαδή τις λεγόμενες Ηράκλειες Στήλες), όσο και η χρονολογική τοποθέτηση του καταποντισμού στη 10η π.Χ. χιλιετία (9000 χρόνια πριν από το Σόλωνα) δεν συμβιβάζονται με την πραγματικότητα. Όσοι, όμως, υπο στηρίζουν τα περί της Ατλαντίδας φαίνεται ότι προέβησαν σε διόρθωση των πλη ροφοριών του Πλάτωνα. Δεν θεωρούμε απαραίτητο στο σημείο αυτό να σας παραθέσουμε όλες τις από ψεις. Αρκούμαστε να σας αναφέρουμε ότι τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν συμφω νούν με τις απόψεις αυτές, γιατί η Θήρα θα πρέπει να ήταν η μητρόπολη του μινωι κού πολιτισμού· ο κεντρικός πυρήνας της Ατλαντίδας δεν ανήκει, όμως, στην πολι τισμική ζώνη της Κρήτης. Όπως γνωρίζουμε, από τη Νεολιθική εποχή μέχρι τις αρ χές της Ύστερης εποχής του Χαλκού, η Θήρα συμβαδίζει με τον χαρακτηριστικό πολιτισμό των Κυκλάδων και μόνο κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού δέχεται έντονες επιδράσεις από την Κρήτη. Σύμφωνα με την άποψη του Σπ. Μαρινάτου, οι Αιγύπτιοι είχαν ακούσει να μιλούν για τον καταποντισμό της Θήρας και κατόπιν οι ιερείς τους μετέφεραν ό,τι απέμεινε από αυτές τις διηγήσεις στον Σόλωνα. Σύμ φωνα με τον καθηγητή Χρ. Ντούμα, ο Πλάτων στο μύθο του ίσως χρησιμοποίησε στοιχεία από την παράδοση. Αυτή είναι άλλωστε και η μόνη σχέση την οποία ανα γνωρίζει μεταξύ Θήρας και Ατλαντίδας. Γενικότερα, ωστόσο, πρόκειται για μια ιστορία ιδιαίτερα γοητευτική. Κείμενο 7. Η Κρήτη κατά τη Νεοανακτορική περίοδο α) Η λατρεία Μητέρα και παρθένα, η Πότνια σφαγιάζει και παράλληλα δαμάζει τα άγρια ζώα. Απεικονίζεται ως θεά με φίδια, της οποίας η χθόνια εξουσία επεκτείνεται στο σύ νολο των ζώων της στεριάς και της θάλασσας, ή ως θεά με περιστέρια, η οποία λα τρεύεται στα ιερά κορυφής και στα οικιακά ιερά. Ακόμη δεν γνωρίζουμε αν πρό κειται για διαφορετικές όψεις της ίδιας «Μεγάλης Θεάς» ή αν πρόκειται για πο λυθεϊσμό. Επίσης, μικρότερη σημασία είχαν μία ή περισσότερες ανδρικές θεότη τες, οι οποίες μάλλον ήταν ο γιος ή ο σύζυγος της Μεγάλης Θεάς. β) Το ιερατείο Το ιερατείο πρέπει να αποτελούνταν ίσως από γυναίκες ή και άντρες. Το ιερατείο μάλλον έπαιρνε μέρος σε διάφορες θυσίες και λατρευτικές τελετές, που ήταν πολ λές. Μέρος αυτών αποτελούσαν και τα ταυροκαθάψια, δηλαδή τα αγωνίσματα με τον ταύρο. Το ιερατείο μάλλον βρισκόταν υπό τον έλεγχο των ανακτόρων και ο «βα σιλιάς» ίσως ήταν ο «μεγάλος αρχιερέας». Ο Evans χρησιμοποίησε τον όρο «βασι λιάς-ιερέας» για τον ηγεμόνα της Κνωσού (Waterhouse Η., 1974, σ. 153-155). γ) Η γραφή Η ιερογλυφική γραφή Η ιερογλυφική γραφή εμφανίζεται μόνο στην Κρήτη· στην αρχή μάλιστα σε αντικεί μενα από άψητο πηλό (μικρές ορθογώνιες πινακίδες, σφραγίσματα, σφαιρίδια, κώ νοι, ελάσματα με δύο όψεις καθώς και ράβδοι τριών ή τεσσάρων όψεων), σε αντικεί-
1
1
137
�
ο/
;
Ψ4
ΟΟΜ@
[ W:&[�����U-�%W«4..���
μενα από ψημένο πηλό (εγχάρακτα ή γραπτά αγγεία, υφαντικά βάρη), σε αντικείμε να λίθινα (σφραγίδες, ασβεστόλιθος από τα Μάλια), μεταλλικά (σφραγίδες) και πο λύ πιθανόν ελεφάντινα. Γενικότερα τέτοιου είδους αντικείμενα βρέθηκαν στο βό ρειο άκρο των δυτικών αποθηκών του ανακτόρου της Κνωσού αλλά και στο ανάκτο ρο των Μαλίων, σε ένα δωμάτιο της βορειοδυτικής πτέρυγας, καθώς και στη συνοι κία Μ των Μαλίων. «Ιερογλυφικές» σφραγίδες βρέθηκαν αποκλειστικά στην Ανα τολική και την Κεντρική Κρήτη, ενώ τα σφραγίσματα σε πηλό μας είναι γνωστά από την Κνωσό, τα Μάλια, το Παλαίκαστρο, τη Ζάκρο και ίσως τη Φαιστό. ΗΓραμμικήΑ Η Γραμμική Α εμφανίζεται σε αντικείμενα από άψητο πηλό (ράβδους με τρεις ή τέσ σερις όψεις, ελάσματα με δύο όψεις, πινακίδες, δισκία, σφραγίσματα), σε αντικείμε να από ψημένο πηλό (εγχάρακτα ή γραπτά αγγεία, ειδώλιο, υφαντικό βάρος), σε λίθι να αντικείμενα (αγγεία, «τράπεζες προσφορών», αρχιτεκτονικά μέλη από την Κνωσό και τα Μάλια κ.ά.), σε επιχρίσματα τοίχων από την Αγία Τριάδα, σε μεταλλικά αντι κείμενα (αργυρές ή χρυσές περόνες, μολύβδινο βαρίδι, χρυσό «δακτυλίδι», «αναθη ματικούς» πελέκεις από χρυσό ή άργυρο, κύπελλο και πέλεκυ από χαλκό). Γενικότε ρα η Γραμμική Α απαντά σε έγγραφα αρχείων εντός Κρήτης (στην Κνωσό, τις Αρχά νες, τα Γουρνιά, την Αγία Τριάδα, τα Χανιά, τα Μάλια, το Παλαίκαστρο, τη Φαιστό, τον Πύργο (Μύρτο), την Τύλισο και τη Ζάκρο) και εκτός Κρήτης (στην Κέα και τη Μήλο)· σε λίθινα αγγεία στο Αποδούλου, την Κνωσό, τον Κόφινα, το Νεροκούρου, το Παλαίκαστρο, τον Πετσοφά, τον Πρασά, το Ψυχρό, τον Τρούλλο (Αρχάνες), τον Βρύ σινα και στο όρος Γιούχτα· σε πήλινα αγγεία εντός Κρήτης (Γιούχτα, Ζάκρο, Κνωσό, Αγία Τριάδα, Λανάρι, Μάλια, Παλαίκαστρο, Τύλισο, Φαιστό κ.α.) και εκτός Κρήτης (Κέα, Μήλο, Θήρα και ίσως Τίρυνθα)· σε μεταλλικά αντικείμενα έχει βρεθεί στην Κρήτη (Αρχάνες, Αρκαλοχώρι, Κνωσό, Μόχλο, Πλάτανο κ.α.), ενώ αρχιτεκτονικά μέ λη είναι γνωστά από την Αγία Τριάδα, την Κνωσό και τα Μάλια, καθώς έχουμε και διάφορες άλλες κατηγορίες εντός Κρήτης (από την Κνωσό, τη Σητεία, την Τύλισο, τη Ζάκρο) και εκτός (από τον Άγιο Στέφανο Λακωνίας και τα Κύθηρα). Από τη Γραμμική Α γεννιέται στον κόσμο του Αιγαίου η Γραμμική Β, την οποία δημιούργησαν οι Μυκηναίοι μετά το 1450 π.Χ., όταν επικράτησαν στην Κνωσό και έγιναν οι νέοι κύριοι του νησιού. Την εποχή αυτή δηλαδή μιλούσαν στην Κνωσό την ίδια ελληνική γλώσσα που μιλούσαν και οι Μυκηναίοι ενώ η Γραμμική Β μετα φέρθηκε από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εξάλλου στην Κύπρο βρίσκουμε καλά ριζωμένη τη Γραμμική Α, χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε τον τρόπο μετάδοσής της. Από την Έγκωμη της Κύπρου προέρχε ται η αρχαιότερη κυπριακή πινακίδα, η οποία τοποθετείται χρονολογικά γύρω στο 1500 π.Χ. και φέρει 21 σημεία διαφορετικά μεταξύ τους που πιθανότατα είναι αι γαιακού και όχι ανατολικού τύπου (Treuil R. κ.ά., 1996, σ. 266), παρά τις διαφορε τικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί (Godart L., Sacconi Α., 1979, σ. 128-133). Αυ τή η πινακίδα καθώς και άλλα ενεπίγραφα αντικείμενα κατά τον 150 αι. π.Χ. συν δέουν στενά τη Γραμμική Α και την κυπρομινωική γραφή, δηλαδή μια γραφή κοι νή στην Κύπρο, που απαντά σε πινακίδες, χάλκινα τάλαντα κ.ά. από τον 160 μέχρι
138
1
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
το τέλος του lloυ αι. π.Χ. Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτή την «κοινή» γραφή που δεν διαβάζεται και που αποδίδει μια γλώσσα που δεν γνωρίζουμε ως τον πρόγονο του κυπριακού συλλαβικού αλφαβήτου, το οποίο χρη σιμοποιήθηκε για τη γραφή της ελληνικής στην Κύπρο (11ος-3ος αι. π.Χ.), καθώς συναγωνίζεται το αλφάβητο φοινικικής καταγωγής το οποίο βρίσκεται στο τελευ ταίο στάδιο της ζωής του. Στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. επισημαίνουμε την ύπαρξη του δίσκου της Φαιστού, που αποτελεί ένα μοναδικό εύρημα. Φέρει επιγραφή από 242 σημεία, η οποία έχει συνταχθεί με συλλαβογραφικό σύστημα. Τίποτα δεν απο δεικνύει την κρητική της προέλευση ενώ υπάρχει ασάφεια ακόμη και στο αρχαιο λογικό περιβάλλον όπου βρέθηκε, ώστε καθίσταται αδύνατη τη χρονολόγησή της, που κυμαίνεται, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, από την τελευταία φάση της ΜΜ μέχρι και αυτή την ελληνιστική εποχή (Godart L., 1979, σ. 36-37). Το θέμα πραγ ματεύονται εκτενώς οι Olivier J.P. (1975) και Duhoux Υ. (1977). Ένα άλλο εύρημα είναι ο πέλεκυς του Αρκαλοχωρίου, ο οποίος τοποθετείται χρονολογικά γύρω στο τέλος της ΜΜ ΙΙΙ-ΥΜ Ι φάσης και φέρει 15 ή 16 σημεία, τα οποία, αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο γραφής τους, συνδέονται με την ιερογλυφική, τη Γραμμική Α ή και με αυτά τα σημεία του δίσκου της Φαιστού. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι πρόκειται για γραφή. δ) Η εποχή των Νέων Ανακτόρων στην Κνωσό Δυτικός και ανατολικός τομέας του ανακτόρου της Κνωσού Στη δυτική πτέρυγα αναγνωρίζουμε την Αίθουσα του Θρόνου ως έδρα «των βασι λέων», το Τριμερές Ιερό, που ήταν το ιερό της θεότητας, και τα δωμάτια που το εξυπηρετούσαν. Από τις τοιχογραφίες ταυτίζουμε το ιερό με μια κιονωτή πρόσο ψη, χωρισμένη σε τρία μέρη. Το μεσαίο μέρος είχε επίστεψη από διπλά κέρατα. Πίσω από αυτή την πρόσοψη απλώνονταν τα δωμάτια του ιερού: ο προθάλαμος των ιερέων, οι κρύπτες των τετραγωνικών στύλων με τα χαράγματα των ιερών πε λέκεων και οι εγκαταστάσεις για τις προσφορές. Στον επάνω όροφο μάλλον υπήρ χε το τρικιόνιο ιερό της θεότητας, ακριβώς πάνω από τις ιερές κρύπτες, τα αρχειο φυλάκια και τα θησαυροφυλάκια του ιερού, όπου σκεύη και σύμβολα φυλάσσο νταν σε ειδικές θήκες. Στο ιερό έφθανε κανείς από την πλατιά σκάλα των προπυ λαίων, που είχε κιονωτές πτέρυγες, αλλά και από το κεντρικό κλιμακοστάσιο. Βο ρειότερα από το κεντρικό κλιμακοστάσιο και τα διαμερίσματα του ιερού υπήρχε η Αίθουσα του Ιερού θρόνου, απ' όπου έφθανε κανείς από την κεντρική αυλή μετά από έναν προθάλαμο με πολύθυρο. Εδώ υπήρχαν εδώλια σε μορφή θρανίων για τα πρόσωπα της εξουσίας και κιονωτή δεξαμενή καθαρμού για κάποια τελετουρ γία καθαρμού σώματος και ψυχής όπου με σκαλιά κατέβαινε κανείς σε έναν εσω τερικό χώρο. Τα λίθινα θρανία διακόπτονταν από τον περίφημο «θρόνο του Μί νωα», στο κέντρο του βόρειου τοίχου. Είναι ίσως ο παλαιότερος γνωστός θρόνος της Ευρώπης και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για την έδρα του προέδρου του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Δεξιά και αριστερά του θρόνου υπάρχει το αντίγραφο της περίφημης τοιχογραφίας με τους γρύπες.
1
139
�&�•����αι���Τh���m:&�
Μεγάλες αίθουσες απλώνονταν πάνω από το σύστημα των δυτικών αποθηκών, αλλά και από τα δωμάτια του ΒΔ τομέα. Ο τοιχογραφικός τους διάκοσμος περι λαμβάνει θρησκευτικά θέματα, όπως η τοιχογραφία των σπονδών κ.ά. Σε αυτές τις επιβλητικές αίθουσες οδηγούσε εξωτερική σκάλα με εκπληκτική διακόσμηση, με ανάγλυφα διαζώματα και περιθυρώματα. Για τη δυτική πτέρυγα υπήρχε ξεχωριστή προσπέλαση βόρεια. Δίπλα στην εί σοδο σχηματιζόταν ένας υπαίθριος περίβολος με μια καθαρτήρια δεξαμενή. Στο ανατολικό σημείο του λόφου ήταν τοποθετημένα τα λεγόμενα βασιλικά διαμερίσματα στο σημείο συνάντησης του Καιράτου ποταμού και του ρέματος της Βλυχιάς με άπλετη θέα προς την κατάφυτη κοιλάδα. Τα «βασιλικά» διαμερίσματα ήταν μοιρασμένα σε τέσσερις ή πέντε ορόφου;. Σε αυτά οδηγούσε ένα επιβλητι κό κλιμακοστάσιο από την κεντρική αυλή. Αποτελούνταν από διαδοχικές σκάλες και κιονωτές βεράντες με ωραίες τοιχογραφίες. Ο φωτισμός τους γινόταν από κά θετο κεντρικό φωταγωγό. Κάθε όροφος διέθετε και την αντίστοιχη «βασιλική» φρουρά, που είχε τον έλεγχο των διαβάσεων τόσο προς τα διαμερίσματα όσο και προς τις «βασιλικές» αποθήκες και τα «βασιλικά» εργαστήρια. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος ήταν ανάλογος και παρίστανε οκτώσχημες ασπίδες. Ο «βασιλιά;» διέμενε σε ευρύχωρε; αίθουσες. Κάθε αίθουσα όπου έμενε ο «βασιλιά;» αποτελείτο από δύο τμήματα που ενώνονταν με πολύθυρο, δωμάτια δηλαδή στα οποία ένας ή περισσότεροι τοίχοι αντικαθίστανται με σειρές θυρών, οι οποίες μπορούν να ανοίγουν ή να κλείνουν ανάλογα και να αποτελούν ενιαίο χώρο ή χωριστά διαμερίσματα. Επίσης ένας κάθετος φωταγωγός που χωριζόταν με κολόνες από το ένα διαμέρισμα και εξωτερική στοά από το άλλο χρησιμοποιεί το για τον καλό αερισμό και για την επικοινωνία με το φυσικό περιβάλλον. Τα διαμερίσματα άλλων υψηλά ιστάμενων προσώπων, όπως τη; «βασίλισ σα;» και των «πριγκιπισσών», ήταν μικρότερα και απομονωμένα. Η προσπέλαση από τα διαμερίσματα του «βασιλιά» γινόταν με μικρού; διαδρόμου; που κά μπτονταν. Με τους επάνω ορόφους επικοινωνούσαν με ιδιαίτερα κλιμακοστάσια. Τους τοίχους τους σήμερα στολίζουν αντίγραφα από την τοιχογραφία με τα δελφί νια (βόρειος τοίχος). Δύο φωταγωγοί, ο ανατολικός και ο νότιος, φωτίζουν το δω μάτιο μέσα από συνεχόμενα παράθυρα στον ανατολικό και νότιο τοίχο. Δίπλα στο δωμάτιο της «βασίλισσας» βρισκόταν το Λουτρό, με είσοδο που χωριζόταν με κιο νωτό διάφραγμα. Προχωρώντας βορειότερα σε έναν μισοσκότεινο διάδρομο βλέπουμε ένα τμή μα του συστήματος τη; αποχέτευση;. Περνά κάτω από το μεγάλο κλιμακοστά σιο, τα μέγαρα του «βασιλιά» και της «βασίλισσας» και όλα τα νερά του αποχωρη τηρίου και των φωταγωγών οδηγούνται στα ανατολικά στην περιοχή του ποταμού. Στο ισόγειο υπήρχε το αρχειοφυλάκιο και στον επάνω όροφο το θησαυροφυ λάκιο. Όλη αυτή η διαρρύθμιση των βασιλικών διαμερισμάτων δίνει την εντύπω ση του λαβυρίνθου. Επειδή τα ανάκτορα ήταν κέντρα βιοτεχνία; και άσκηση; του εμπορίου, διέθε ταν και οργανωμένα εργαστήρια πολλών ειδών σε διαφόρους ορόφους στον βόρειο τομέα της ανατολικής πτέρυγας. Σκάλες συνέδεαν το διάδρομο της κύριας προσπέ-
14j)
1
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
λασης των βασιλικών διαμερισμάτων με τα εργαστήρια αυτά, ώστε εύκολα να ελέγ χεται και να παρακολουθείται η εργασία από τον «βασιλιά». Σε ένα δωμάτιο βλέ πουμε μεγάλα κομμάτια από πρασινωπή πέτρα, σπαρτιατικό βασάλτη, σπάνια πέ τρα που εισήχθη από την Πελοπόννησο. Είναι το εργαστήριο του λιθοξόου, όπου μι σοτελειωμένα πέτρινα σκεύη και εργαλεία που βρέθηκαν επιτόπου δείχνουν ότι η εργασία συνεχιζόταν όταν έγινε ξαφνικά η καταστροφή. Δίπλα ήταν το εργαστήριο της πηλοπλαστικής. Στις κοιλότητες που βλέπουμε δίπλα στα θρανία οι τεχνίτες έπλαθαν τον πηλό που χρησιμοποιούσαν κατόπιν για την κατασκευή των αγγείων. Ένα εργαστήριο σφραγιδογλυφίας υπήρχε σ' ένα δωμάτιο της νότιας πτέρυγας, κο ντά στο τέλος του διαδρόμου της πομπής προς την κεντρική αυλή. Εκεί υπήρχε και η τοιχογραφία του «πρίγκιπα με τα κρίνα», δηλαδή του «βασιλιά-αρχιερέα», που φο ράει στέμμα με κρίνα και φτερά παγωνιού και με το αριστερό του χέρι οδηγεί κάτι προς την κεντρική αυλή, τουλάχιστον σύμφωνα με την αποκατάσταση του Evans. Κάτω από την Αίθουσα του Θρόνου, στο ισόγειο, υπήρχαν οι βασιλικές αποθή κες με μεγάλα πιθάρια διακοσμημένα με μετάλλια με άσπρες ροζέτες αλλά και μα γειρικά σκεύη. Αυτές διαδέχθηκαν τις παλαιοανακτορικές αποθήκες των γιγαντι αίων πίθων. Τα δωμάτια του προσωπικού θα εξυπηρετούντο από άλλο σύστημα αποθηκών, που βρισκόταν ακόμη βορειότερα. Το θέατρο Το θέατρο αποτελείται από μια πλακοστρωμένη αυλή που διασχίζεται από έναν πο μπικό δρόμο και στην ανατολική και νότια πλευρά πλαισιώνεται από βαθμίδες. Στη ΝΑ γωνί,α του θεάτρου υπάρχει ένα κρηπίδωμα που θεωρήθηκε θεωρείο για τη «βα σιλική» οικογένεια. Εκεί ο «βασιλιάς», περιστοιχισμένος από την αυλή του, θα παρα κολουθούσε τα αγωνίσματα, τους χορούς, τις θρησκευτικές τελετές και θα δεχόταν επίσημους ξένους ή πιθανόν θα απένειμε τη δικαιοσύνη. Ο πομπικός δρόμος που δια σχίζει την αυλή του θεάτρου συνεχίζεται δυτικά μέσα από συνοικία της πόλης. Γύρω από το ανάκτορο Γύρω από το ανάκτορο: η οικία των τοιχογραφιών, που ονομάζεται έτσι λόγω των ωραίων τοιχογραφιών που εικονίζουν βασιλικούς κήπους. Από εδώ προέρχονται το «γαλάζιο πουλί», ο «γαλάζιος πίθηκος» και ο «αρχηγός των μαύρων». Η οικία του θυσιασθέντος βοός και η οικία των πεσμένων ογκολίθων, όπου βρέθηκαν δύο κρανία ταύρων, που φαίνεται ότι είχαν θυσιαστεί, καθώς και φορητοί βωμοί που υποδηλώνουν κάποια τελετουργία. Η οικία του ιερού βήματος, όπου υπάρχουν τρεις αποθήκες, μια κρύπτη με έναν πεσσό και μια δεξαμενή καθαρμών. Η οικία των μονολιθικών πεσσών έξω από την ανατολική πλευρά του ανακτόρου, όπου βλέπουμε έναν κλίβανο ίσως μεταλλουργικό. Επίσης, έχουμε το λεγόμενο «Μικρό Ανάκτορο», που χτίστηκε σε απόσταση 250 μ. στα ΒΔ του ανακτόρου της Κνωσού με το οποίο συνδέεται με πλακόστρωτο «βασιλικό δρόμο» σε έκταση 800 τμ. και περιλαμβάνει πολύθυρο, περίστυλη αυλή, αίθουσες με πεσσούς και «δεξαμενή κα θαρμών». Ένα βοηθητικό κτίριο ίσως βιοτεχνικού χαρακτήρα είναι η «Ανεξερεύ νητη Έπαυλη», που αποτελεί προέκταση του Μικρού Ανακτόρου. Έμεινε ημιτε-
1
1�
�%
1
oorem
@'��.tt��r�m%W:wtwκ
λής μέχρι την ΥΜ II φάση. Επίσης, υπήρχαν και άλλα πλούσια σπίτια της πόλης με χωριστές πτέρυγες διαμονής αλλά και τελετουργιών που υποδηλώνουν τη διάδοση της ανακτορικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για τη «Βασιλική Έπαυλη», η οποία ήταν κτισμένη σε ένα άνδηρο που κυριαρχεί στην κοιλάδα, για τη Νότια Οικία και για τη Νοτιοδυτική Οικία. Κείμενο 8. Υστεροελλαδικός πολιτισμός α) Οικιστική και πολεοδομία στις αρχές της Υστεροελλαδικής περιόδου Όσον αφορά τους τύπους των σπιτιών, διακρίνουμε αυτά που συνδυάζουν την ελλειπτική και την αψιδωτή κάτοψη μεσοελλαδικής παράδοσης, όπως είναι τα ελάχιστα ελλειψοειδή οικοδομήματα του Θέρμου, αυτά που προέρχονται από το λεγόμενο «μέγαρο» (δηλαδή τον ορθογώνιο μακρόστενο τύπο με συνεχόμενα δω μάτια, τον οποίο ήδη γνωρίσαμε σε προγενέστερες περιόδους), αυτά που είναι πιο σύνθετα, όπου παρατηρούμε συνδυασμό κεντρικού «μεγαροειδούς» που αποτε λούσε τον πυρήνα με αποθήκες και λοιπούς βοηθητικούς χώρους, όπως είναι η Οι κία D της Ασίνης και η ανατολική της Περιστεριάς, οι οποίες χαρακτηρίζονται «ανακτορικές», χωρίς, όμως, να εμφανίζουν κοινά σημεία με τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά ανάκτορα· τέλος, αυτά που ανακαλύφθηκαν κάτω από τα ανάκτορα της Πύλου, των Μυκηνών και της Τίρυνθας, τα οποία δεν μπορούμε να χαρακτηρί σουμε ως πρώιμα ανάκτορα γιατί δεν γνωρίζουμε την κάτσψή τους. β) Λακκοειδής τάφος Το δάπεδο του λακκοειδούς τάφου είναι συνήθως στρωμένο με χαλίκι ενώ οι πλευρές του καλύπτονται με τοίχους από αργούς λίθους ή ωμοπλίνθους, των οποίων το ύψος ανέρχεται σε 0,30 και 2,30 μ. Οι τοίχοι στηρίζουν τη στέγη η οποία αποτελείται από ένα ή δύο οριζόντια δοκάρια επάνω στα οποία είναι τοποθετημένες σχιστολιθικές πλάκες ή ψάθες σκεπασμένες με στρώμα πηλού. Στη συνέχεια επάνω από τη στέγη το ποθετούνταν τα χώματα του σκάμματος και στο επάνω μέρος, όπως φαίνεται, μια λίθι νη στήλη που ίσως ήταν ανάγλυφη, όπως συμβαίνει στις Μυκήνες. Οι τάφοι συνήθως περιέχουν πολλούς σκελετούς (μέχρι πέντε), έχουν ανοιχτεί αρκετές φορές και η στέ γη τοποθετείται και πάλι στη θέση της μετά από κάθε ταφή, ενώ ο λάκκος επιχώνεται. Κάποιοι ερευνητές, όπως ο Α. Wace και ο Γ. Μυλωνάς, θεώρησαν τον λακκοειδή τά φο απλή εξέλιξη του κιβωτιόσχημου της ΜΕ. Επίσης η Μ. Mellink και ο Fr. Stubbings αναγνώρισαν ξενόφερτα χαρακτηριστικά· ενώ άλλοι, όπως ο Ο. Pelon, παρατήρησαν ότι ο λακκοειδής τάφος είναι στενά συνδεδεμένος με τον τύμβο (αφού ο ταφικός περί βολος αποτελεί παραλλαγή του τύμβου) και πρέπει να σχετίζεται με μια παράδοση των βόρειων χωρών, η οποία εκπροσωπείται στην Ελλάδα ήδη από την ΠΕ Π φάση από τους τάφους της νεκρόπολης στο Στενό της Λευκάδας (Pelon Ο., 1985, σ. 13-28). γ) Ταφικοί Κύκλοι Οι δύο Ταφικοί Κύκλοι απέχουν μεταξύ τους περίπου 150 μ. και αποτελούν τμήμα ενός νεκροταφείου της ΜΕ εποχής που απλωνόταν νοτιοδυτικά της ακρόπολης των Μυκη νών και χρησιμοποιείτο μέχρι τις αρχές της ΥΕ περιόδου. Ο κάθε Ταφικός Κύκλος πε-
142
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ριβάλλεται από τοίχο περιμέτρου περίπου 27 μ. ενώ ο διπλός δακτύλιος από όρθιες πλάκες ασβεσtόλιθου που οριοθετεί τον Ταφικό Κύκλο Α κατασκευάστηκε κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ φάση, όταν ο Ταφικός Κύκλος περιελήφθη στην ακρόπολη. Μεταξύ 1600 π.Χ. και 1500 π.Χ. χρησιμοποιούνταν παράλληλα και στο γεγονός αυτό στηρίχθηκαν κάποι οι ερευνητές οι οποίοι υπέθεσαν ότι στις Μυκήνες βασίλευσαν δύο οικογένειες σχεδόν την ίδια εποχή και χρησιμοποιούσαν η μία τον ένα Ταφικό Κύκλο και η άλλη τον άλλο. Ανάμεσα σtα κτερίσματα ξεχωρίζουν όπλα από χαλκό, όπως ξίφη και εγχειρίδια, κύ πελλα από χρυσό και ασήμι, χρυσές προσωπίδες, χρυσές πλάκες, χρυσά κοσμήματα, ρυτά από χρυσό και ασήμι, σφραγίδες. Σήμερα οι επιστήμονες θεωρούν υπερβολικό να μιλάμε για «περίοδο λακκοειδών τάφων» αφού ο τύπος αυτός, εκτός από τους δύο Τα φικούς Κύκλους των Μυκηνών, εμφανίζεται σποραδικά και όχι με βεβαιότητα στη Λέρνα, το Άργος, την Αίγινα, τη Θήβα, τη Σκόπελο και τη Δυτική Πελοπόννησο. δ) Θολωτός τάφος Ο θολωτός τάφος έχει έναν δρόμο που βρίσκεται σκαμμένος οριζόντια στην κλιτύ του λόφου, ένα στόμιο αρκετά βαθύ και έναν κτιστό θάλαμο με κυκλική κάτοψη, τον οποίο στεγάζει ο θόλος. Η αρχαιότερη ομάδα έχει θόλους κτισμένους με ακατέργα στες πέτρες και δρόμους συνήθως χωρίς λίθινη επένδυση· μια άλλη ενδιάμεση ομάδα χαρακτηρίζεται από κατεργασμένες πέτρες στο θόλο και επένδυση ενός μακρύτερου δρόμου με ακατέργαστες πέτρες, ενώ μια τρίτη νεότερη ομάδα είναι πιο μνημειώδης, κτισμένη κατά το ισοδομικό σύστημα με μεγάλους κροκαλοπαγείς λίθους τοποθετη μένους σε επάλληλες οριζόντιες στρώσεις. Οι πρώτοι θολωτοί τάφοι (διαμέτρου μέ χρι 6 μ.) παρουσιάζονται προς το τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου στη Μεσσηνία και πολύ πιθανόν προέρχονται από συνδυασμό των παραδοσιακών τύμβων της ηπει ρωτικής Ελλάδας και των κυκλικών τάφων της Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της ΥΕ Ι-ΙΙ φάσης ο τύπος διαδίδεται στη Λακωνία, όπως στο Βαφειό και την Ανάληψη, στην Αρ γολίδα, όπως στις Μυκήνες και την Καζάρμα, και στην Αττική, όπως στο Θορικό· όταν βαθμιαία μεγαλώνει η διάμετρός του και ξεπερνά τα 1Ο μ. πρόκειται για αρχιτε κτονικό επίτευγμα. Όμως ο τύπος του θολωτού τάφου ωριμάζει πλήρως από την ΥΕ ΙΙΒ φάση. Πρόκειται για οικογενειακούς τάφους προορισμένους για τα βασιλικά γέ νη, οι οποίοι σκάβονταν μέχρι το ανώφλι της εισόδου στο έδαφος και σκεπάζονταν μετά από κάθε ταφή με χώμα που δημιουργούσε στο έδαφος ένα είδος τύμβου. ε) Θαλαμοειδής τάφος Ο θαλαμοειδής τάφος απλώς είναι λαξευμένος στο βράχο και αποτελείται από δύο τμήματα: το δρόμο και τον κυρίως θάλαμο, ενώ εμφανίζει πολλές παραλλαγές. Πρωτοεμφανίζεται στη Λακωνία, τη Μεσσηνία και την Αργολίδα από την ΥΕ Ι φάση και μετά ενώ παρουσιάζει ήδη από την αρχή μεγάλη πολυμορφία: θάλαμοι απλοί, διπλοί ή πολλαπλοί, τετράγωνοι ή ημικυκλικοί, όπως στην Πρόσυμνα οι τά φοι 25 και 52, σχεδόν ελλειψοειδείς όπως στα Βολιμίδια (Κεφαλόβρυσο) ή στην Επίδαυρο Λιμηρά. Το σχήμα κάποιων θαλαμοειδών πιθανότατα είναι εμπνευσμέ νο από τον θολωτό (Ιακωβίδης Σπ., 1966, σ. 98-111). Γνωρίζουμε, όμως, σαφώς ότι ο θολωτός τάφος δεν προέρχεται από τον θαλαμοειδή, καθώς κάτι τέτοιο αποκλεί-
1
143
--------------------------,.,��1@��§%ί%lli��
εται από τη χρονολόγηση. Οι λαξευτοί προορίζονταν για τα υπόλοιπα γένη και στους λόφους των Μυκηνών έχουν ερευνηθεί πάρα πολλοί. στ) Ακροπόλεις και ανάκτορα Ήδη από τη Νεολιθική εποχή υπήρχαν ακροπόλεις στον ελληνικό χώρο (Διμήνι) αλλά και αργότερα στην ΠΕ (Λέρνα), στην ΠΚ (Καστρί Σύρου) και στη ΜΕ πε ρίοδο (Μάλθη). Στην Αττική και στη Μεσσηνία ήδη από την αρχή της Μυκηναϊκής εποχής υπήρχαν οχυρώσεις από ακατέργαστους λίθους και στη συνέχεια στην αρ χή της ΥΕ ΠΙ περιόδου πιο εξελιγμένες στη Θήβα, την Τίρυνθα και τη Νάξο, όπου ο οχυρωματικός τοίχος φέρει επένδυση από αργούς λίθους. Κατά την ΥΕ ΠΙΑ αυ ξάνονται οι ακροπόλεις οι οποίες είναι κτισμένες με την κυκλώπεια τεχνική. Εμ φανίζουν μνημειώδη μορφή και χαρακτηρίζουν τα μνημεία της εποχής. Η παράδο ση αναφέρει ότι οι Κύκλωπες που ήρθαν από τη Λυκία κατασκεύασαν αυτά τα μνημειώδη έργα. Πράγματι, τόσο η Τροία VI όσο και η αρχαία Χαττούσα παρου σιάζουν αναλογίες στο αρχιτεκτονικό σχέδιο αλλά και στην οχυρωματική οργά νωση. Φαίνεται, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ότι οι Έλληνες με τους Τρώες και τους Χετταίους είχαν ένα ίδιο ινδοευρωπαϊκό υπόβαθρο. Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα, η Αθήνα, ο Γλας, η Θήβα και η Ιωλκός, στην ουσία είναι τειχισμένα ανακτορικά συγκροτήματα. Οι ακροπόλεις προστά τευαν τον ηγεμόνα, τη συνοδεία του και τον κρατικό θησαυρό. Οι μυκηναϊκές πό λεις, η Μιδέα, η Ασίνη κ.ά., αναπτύσσονται γύρω από την ακρόπολή τους όπου κα τοικεί ο ηγεμόνας. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Πύλου, όπου δεν υπάρ χουν κυκλώπεια τείχη και το ανάκτορο είναι ατείχιστο, παρά τον μεγάλο πλούτο του· το γεγονός αυτό αποδίδεται στις ομοιότητες που εμφανίζει το ανάκτορο αυτό με τα μινωικά που είναι ατείχιστα. Τα μυκηναϊκά ανάκτορα αποτελούνται από το πρόπυλο εισόδου, την αυλή και το μέγαρο, δηλαδή τον επίσημο ορθογώνιο χώρο, κύριο χαρακτηριστικό γνώρι σμα στην ηπειρωτική Ελλάδα, που διαιρείται σε τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρό δομο και το δόμο, δηλαδή το κυρίως μέγαρο. Αυτό είναι και το πρώτο στοιχείο διαφοράς σε σχέση με τα μινωικά ανάκτορα. Έχουν κοινά σημεία να παρουσιά σουν με τα μινωικά, όπως είναι τα πρόπυλα, οι ταράτσες σε διάφορα επίπεδα, οι αυλές, εσωτερικές και εξωτερικές, και οι κιονοστοιχίες, κυρίως στην Τίρυνθα και την Πύλο. Το μυκηναϊκό ανάκτορο μαρτυρεί κάποια βόρεια καταγωγή· είναι σα φώς δομημένο με ορθολογιστικό τρόπο· το μέγαρο δεν αφήνει περιθώρια για με ταβολές ούτε σε έκταση ούτε σε ύψος. Μόνο ένα δεύτερο μέγαρο μπορούσε να προστεθεί, όπως π.χ. στην Πύλο και τον Ορχομενό. Δεν έχουμε τώρα ούτε τον μι νωικό «λαβύρινθο», που είναι κατοικία ανοικτή στο φως και στον αέρα, ούτε κιο νοστοιχία κεντρική, που να διαιρεί σε δύο μέρη το χώρο, όπου η κατοικία εμφανί ζει μεγαλύτερο πλάτος από βάθος, ενώ η εστία είναι κινητή. Στην ηπειρωτική Ελ λάδα χρησιμοποιείται διπλή κιονοστοιχία, που διαιρεί σε τρία μέρη το χώρο· η κα τοικία έχει μικρότερο πλάτος και μεγαλύτερο βάθος η είσοδος βρίσκεται στη στε νή πλευρά· η εστία είναι σταθερή και ο φωτισμός λιγότερος. Γενικά η ανάπτυξη στο χώρο μαρτυρεί απλότητα και σαφήνεια. Ο απλός και μνημειακός χαρακτήρας της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής αποτέλεσε τον πυρήνα της ελληνικής αρχιτεκτονι-
144
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κής των ιστορικών χρόνων. Οι ακροπόλεις και τα ανάκτορα συμβόλιζαν τη δύναμη και τον πλούτο του βα σιλιά. Το μυκηναϊκό ανάκτορο ήταν το πολιτικό, το διοικητικό, το στρατιωτικό αλλά ταυτόχρονα και το οικονομικό κέντρο του κράτους, όπως θα ήταν και το μι νωικό ανάκτορο. Έξω από τα τείχη ζούσαν οι απλοί άνθρωποι. Σε καιρό πολέμου κατέφευγαν σ' αυτό, αν και δεν υπήρχε αρκετός χώρος. ζ) Μυκήνες Μύθοι Σύμφωνα με την παράδοση, ο Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, ιδρύει τις Μυκήνες γύρω στο 1400-1350 π.Χ. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Περσέας ονόμα σε έτσι την πόλη είτε γιατί εκεί έπεσε ο «μύκης» του ξίφους του, θεωρώντας το γε γονός αυτό καλό οιωνό, είτε γιατί εκεί ανακάλυψε πηγή με άφθονο νερό. Πρόκει ται για την Περσεία πηγή, που ήταν κάτω από τη ρίζα ενός μανιταριού, ενός μύκη τα. Απ' αυτή την πηγή υδρευόταν η ακρόπολη των Μυκηνών, υπάρχει δε ακόμη στις μέρες μας. Οι απόγονοι του Περσέα βασίλεψαν στις Μυκήνες για τρεις γε νιές. Τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας ήταν ο Ευρυσθέας, που επέβαλε στον Ηρακλή τους άθλους του. Η παράδοση θέλει τον Ευρυσθέα να σκοτώνεται στην Αττική κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των γιων του Ηρακλή και των Αθηναίων. Δεν υπήρχε διάδοχος και γι' αυτό επέλεξαν τον Ατρέα, γιο του Πέλο πα. Ο Ατρέας και ο Θυέστης, τα δύο παιδιά του Πέλοπα, κατέφυγαν στην αυλή του Ευρυσθέα για να ξεφύγουν από την κατάρα του πατέρα τους, όταν σκότωσαν τον αδελφό τους Χρύσιππο. Ανάμεσα στ' αδέλφια υπήρχε αντιζηλία για το θρόνο των Μυκηνών και οι ερωτικές σχέσεις του Θυέστη με τη γυναίκα του Ατρέα κατέληξαν στο «Θυέστειο δείπνον» και στην κατάρα του Θυέστη που έπληξε όχι μόνο τον Ατρέα αλλά και τους απογόνους του. Η βασιλεία του Ατρέα τοποθετείται γύρω στο 1250 π.Χ. Ο Αγαμέμνων ήταν ο διάδοχος του Ατρέα. Λίγο πριν από το 1200 π.Χ. εκλέχτηκε αρχιστράτηγος της κοινής εκστρατείας των Ελλήνων κατά της Τροίας, γιατί σύμφωνα με τον Θουκυδίδη ήταν ο πιο ισχυρός άρχοντας της ηπει ρωτικής Ελλάδας. Ακολουθούν τα γεγονότα του Τρωικού Πολέμου, οι θάνατοι των βασιλικών μελών και η αποδυνάμωση του κράτους. Στην εποχή του Τισαμε νού, γιου του Ορέστη, ή λίγο μετά οι Μυκήνες καταστράφηκαν από τους Δωριείς. Ο Θουκυδίδης γράφει ότι η καταστροφή έγινε ογδόντα χρόνια μετά την πτώση της Τροίας και ήταν τόσο σφοδρή ώστε έληξε και ο ηγετικός ρόλος των Μυκηνών. Ο Παυσανίας επισκέφθηκε τις Μυκήνες τον 2ο μ.Χ. αι. και αναφέρει (ΙΙ 16, 57) ότι σώζονταν ακόμη η αρχαία ακρόπολη, τμήματα από το τείχος, η Πύλη των Λεόντων, η Περσεία Κρήνη, τα υπόγεια διαμερίσματα, όπου ο Ατρέας και οι γιοι του έκρυβαν τους θησαυρούς τους, όπως και οι τάφοι τους. Η πόλη συνέχισε να υπάρχει σε παρακμή κατά τον Μεσαίωνα. Επίσης, τον 180 και 190 αι. μ.Χ. ξένοι περιηγητές που ήρθαν στην Ελλάδα πέρασαν από τις Μυκήνες. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, πολλοί Ευρωπαίοι προσπάθησαν να λεηλατήσουν τους θησαυρούς της. Το 1836 η Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία έθεσε υπό τον έλεγχό της τις Μυκήνες και το 1841 άρχισαν οι πρώτες έρευνες. Το 1876 ο Ερρίκος Σλή-
1
145
------------------�������hWM'@ , .*:t'i[$:&�'*-:
[email protected]._���
μαν έκανε τις ανασκαφές που έφεραν στο φως τα μυθικά ανάκτορα αλλά και τους θησαυρούς του Ατρέα. Μετά τον Η. Schliemann την έρευνα συνέχισαν οι αρχαιο λόγοι Χρ. Τσούντας, Α. Wace, Ι. Παπαδημητρίου, που έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, Γ. Μυλωνάς, Σπ. Ιακωβίδης και άλλοι. Η έρευνα συνεχίζεται μέχρι σή μερα. Τα τείχη Κατά την πρώτη περίοδο, γύρω στο 1350 π.Χ. (ΥΕ ΠΙΑ), ιδρύθηκε η ακρόπολη, κτίστηκε το βόρειο τείχος και μέρος του νότιου και του δυτικού. Κατά τη δεύτερη περίοδο, γύρω στο 1250 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙΒ), που είναι και η περίοδος της μεγάλης ακ μής των Μυκηνών, ένας σπουδαίος ηγεμόνας, ο οποίος κατείχε και το «Θησαυρό του Ατρέα», επέφερε σημαντική μετασκευή στην ακρόπολη. Τότε κατασκευάστη καν τα μνημειώδη έργα, όπως η Πύλη των Λεόντων με τον προμαχώνα της και το βόρειο μέρος του δυτικού τείχους, που καλύπτεται με ισόδομη τοιχοδομία, ενώ ξα ναχτίστηκε περίπου όλο το νότιο τείχος και μεγάλωσε για να περιλάβει στην ακρό πολη και τον Ταφικό Κύκλο Α. Επίσης, χτίστηκε ο νοτιοανατολικός προμαχώνας, η βόρεια πύλη (απομίμηση και μικρογραφία της Πύλης των Λεόντων) και διαμορφώ θηκε η μεγάλη αναβάθρα που οδηγεί στο ανάκτορο. Στην τρίτη περίοδο, γύρω στο 1200 π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ), έγινε πιο πλατιά η μεγάλη αναβάθρα και προστέθηκε η ΒΑ επέκταση με την υπόγεια κρήνη, που θεωρείται «γνήσια κυκλώπεια εκτέλεση». Σύγχρονες με αυτήν είναι και οι κρήνες της Ακρόπολης των Αθηνών και της Τί ρυνθας. Φαίνεται ότι οι μέθοδοι κατασκευής διαδίδονταν γρήγορα. Στη φάση αυ τή ανήκουν και οι δύο πυλίδες, ενώ δημιουργήθηκαν στο εσωτερικό του βόρειου τείχους αψιδωτές αποθήκες στεγασμένες, σύμφωνα με τον εκφορικό τρόπο, όπως και οι αποθήκες της Τίρυνθας. Δηλαδή γύρω στο 1200 π.Χ. οι κάτοικοι της ακρό πολης φροντίζουν περισσότερο για την προστασία τους με σκοπό να εξασφαλί σουν νερό και τρόφιμα ενώ ενισχύουν τα αμυντικά τους μέσα. Ανάκτορο Πρώτος ο Όμηρος περιέγραψε τα ανάκτορα ενώ ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευ ριπίδης στη συνέχεια ξαναζωντάνεψαν τη μοίρα της γενιάς των Ατρειδών μιλώντας για το «αιματοράντιστο» παλάτι των Μυκηναίων ηγεμόνων. Σύμβολο της δύναμης των βασιλέων και του πολιτειακού συστήματος, τόσο με τη θέση του όσο και με την αρχιτεκτονική του μορφή εκφράζει μια ιδεολογία που διαμορφώθηκε γύρω από το πρόσωπο του wanaka (άνακτα) των ενεπίγραφων πινακίδων της Γραμμικής Β. Τα επίσημα διαμερίσματα Στο νότιο τμήμα του ανακτόρου βρίσκονται τα επίσημα διαμερίσματα, σε πιο χα μηλό επίπεδο από τα ιδιωτικά, που προστατεύονταν από τους δυνατούς ανέμους. Σε αυτά τα διαμερίσματα μπορεί να φτάσει κανείς από τον δυτικό πυλώνα και από το μεγαλειώδες νότιο κλιμακοστάσιο. Αποτελούνται από το μέγαρο, τη μεγάλη αυ λή, ένα τετράγωνο δωμάτιο που ήταν ξενώνας και έναν άλλο βοηθητικό χώρο. Γε νικότερα επισημαίνουμε ότι το μέγαρο είναι το βασικό στοιχείο ενός μυκηναϊκού ανακτόρου, ο επίσημος χώρος του συγκροτήματος, ενώ μπροστά του υπάρχει ένας προθάλαμος. Στο εσωτερικό του μεγάρου είναι τοποθετημένος ο βασιλικός θρό-
146
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νος, ενώ στο μέσον υπάρχει μια μεγάλη στρογγυλή εστία. Το μέγαρο περιβάλλεται από διαδρόμους και μικρότερα δωμάτια και σκάλες οδηγούν στο δεύτερο όροφο. Το συγκεκριμένο μέγαρο των Μυκηνών είναι μια ορθογώνια κατασκευή με 23 μ. μήκος και 11,50 μ. πλάτος, που είχε είσοδο στη δυτική πλευρά. Αποτελεί την πρόδρομη μορφή των μεταγενέστερων ναών των αρχαίων Ελλήνων. Η Αίθουσα έχει τη μορφή στενής στοάς και φέρει δύο κίονες «εν παραστάσει» στην πρόσοψη. Το δάπεδό της καλύπτεται από πλάκες γυψόλιθου. Στην αίθουσα του ανακτόρου βρέθηκε βωμός και τράπεζα προσφορών. Με το υπόλοιπο ανάκτορο επικοινωνεί με μια μικρή θύρα στη στενή βόρεια πλευρά. Μια μεγάλη δίφυλλη θύρα οδηγεί από αυτή στον πρόδομο. Ο πρόδομος, με δάπεδο από επιζωγραφισμένο κονίαμα πλαισιωμένο με γυψόλιθους έφερε πολύχρωμα σχέδια και είχε μια θύρα προς το δόμο παρόμοια με την προηγούμενη. Ο δόμος ή κυρίως μέγαρον είναι πολύ επι βλητικός. Το δάπεδο ήταν πλαισιωμένο με γυψόλιθους, και ζωγραφισμένο με πο λύχρωμα τετράγωνα σχέδια. Οι τοίχοι έφεραν τοιχογραφίες, όπου εικονίζονταν πολεμιστές, άλογα και τμήματα «ανακτορικών» οικοδομημάτων. Στην Πύλο μια τοιχογραφία της αίθουσας του θρόνου παρίστανε μια σκηνή αιματοχυσίας, όπου οι ηττημένοι έπεφταν από τα τείχη μιας πόλης που είχε καταληφθεί εξ εφόδου. Στο κέντρο του δόμου διατηρείται ακόμη η μνημειακή εστία διαμέτρου 3,10 μ. με την επιφάνειά της από ζωγραφισμένο κονίαμα διακοσμημένο με φλογόσχημα και σπειροειδή μοτίβα. Το θέμα της φλόγας είναι το κύριο συμβολικό διακοσμητικό κόσμημα της εστίας. Γύρω της υπήρχαν οι τέσσερις ξύλινοι κίονες με χάλκινη επένδυση πάνω σε λίθινες βάσεις, που υποβάσταζαν την οροφή του μεγάρου η οποία ήταν υπερυψωμένη σχηματίζοντας άνοιγμα για τη διαφυγή του καπνού και το φωτισμό. Ο θρόνος του άνακτα, όπως και στα ανάκτορα της Πύλου και της Τί ρυνθας, πρέπει να βρισκόταν στον νότιο τοίχο του δόμου, απέναντι από την εστία. Το τμήμα αυτό του μεγάρου γκρεμίστηκε στον ποταμό Χάβο, αλλά σήμερα είναι αναστηλωμένο. Η εστία χρησιμοποιείτο για τη θέρμανση, το φωτισμό και για το ψήσιμο φαγητών πού και πού. Η φλόγα μάλλον διατηρούνταν άσβεστη για να υπάρχει ένας πυρήνας φωτιάς στο ανακτορικό συγκρότημα. Οι εστίες διατηρού νταν καθαρές, επειδή τις χρησιμοποιούσαν πολύ και γι' αυτό τις έβαφαν συχνά ενώ φέρουν επιζωγραφήσεις. Οι εστίες τουλάχιστον των ανακτόρων θα είχαν έναν καθορισμένο ιερό χαρακτήρα. Μέσα στο μέγαρο, όποιος έχει διαβάσει την περιγραφή του παλατιού του Αλκί νοου από τον Όμηρο (Οδύσσεια η 82-102) μπορεί να ξαναζωντανέψει την εικόνα που αντίκρισε ο Οδυσσέας όταν το επισκέφθηκε. Φανταζόμαστε δηλαδή τον άνα κτα των Μυκηνών καθισμένο στο θρόνο του και τους γέροντες γύρω γύρω, σε κα θίσματα στερεωμένα στους γυψόλιθους των τοίχων. Το μέγαρο ανοίγει σε μια κεντρική αυλή διαστάσεων 15χ12 μ. Το δάπεδό της σκεπαζόταν από παχύ κονίαμα διακοσμημένο με πολύχρωμα τετράγωνα που έφε ραν γραμμικά σχέδια. Η αυλή ήταν ανοικτή στο νότο, δηλαδή στην πλευρά που είχε την ωραιότερη θέα. Ο βόρειος τοίχος της ήταν κτισμένος προσεκτικά και στο κάτω μέρος του έφερε διακόσμηση. Στο δυτικό μέρος της αυλής, ένα δωμάτιο με τετρά γωνη εστία στο κέντρο ήταν ξενώνας. Κάτι ανάλογο υπήρχε και στο ανάκτορο της Πύλου. Το δωμάτιο επικοινωνεί με ένα πιο μικρό, προφανώς λουτρό. Όλο το συ-
1
1
147
���
mro �
��«&l%_%@,,'¾:&%tH'ΠRM�
��
γκρότημα, δηλαδή μέγαρο, αυλή και ξενώνας για τους επίσημους ξένους, είχε σχε διασθεί ως μια ενότητα. Κάτω από την αυλή του ξενώνα ήρθε στο φως ένα δωμάτιο με έναν μεγάλο πεσσό στο κέντρο. Αυτός ανήκει στο παλαιότερο ανάκτορο της ΥΕ ΠΙΑ. Στην περιοχή αυτή διαμορφώθηκε στην ελληνιστική εποχή αποθήκη πίθων. Το νότιο τμήμα του μεγάρου είχε γκρεμισθεί στον Χάβο ποταμό μαζί με το δυ τικό τείχος και έχει αναστηλωθεί. Τα ιδιωτικά διαμερίσματα Τα ιδιωτικά διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας βρίσκονται στην κορυφή του λόφου και καταλαμβάνουν το βόρειο μέρος του ανακτόρου. Ο χώρος κατοικούνταν από πριν. Εδώ ήρθαν στο φως τα λείψανα ενός οικοδομήματος της ΥΕ Ι-ΙΙ περιό δου, το οποίο υποστηρίζεται ότι ήταν μια πρώιμη μορφή ανακτόρου και ανήκε στους πρώτους ηγεμόνες των Μυκηνών, σ' αυτούς οι οποίοι είχαν ταφεί στους λακ κοειδείς τάφους. Η περιοχή του, όμως, είναι πολύ κατεστραμμένη. Εδώ, σύμφωνα με τον Wace, υπήρχε χώρος αποθήκευσης ιερών αντικειμένων. Επίσης υπήρχε το «διαμέρισμα των παραπετασμάτων», το οποίο οι ερευνητές υπέ θεσαν ότι χρησίμευε ως προθάλαμος για τους επισκέπτες των ιδιωτικών διαμερι σμάτων, γιατί είχε τοιχογραφίες που θύμιζαν παραπετάσματα, κτιστά θρανία στους τοίχους, εστία στο κέντρο και επικοινωνούσε με μια κλίμακα με τη βόρεια πτέρυγα. Επίσης έχουμε το ονομαζόμενο μέχρι σήμερα «λουτρό του Αγαμέμνονα», γιατί εδώ κοντά περνά ένας αποχετευτικός αγωγός, ο οποίος, όμως, ανήκε σε άλλο υψηλότερο διαμέρισμα. Στο σημείο που τελειώνει η βόρεια πτέρυγα πάνω από τον νότιο διάδρομο υπήρχαν εξώστες ανοιχτοί στη θέα του εντυπωσιακού τοπίου. Οι βοηθητικές εγκαταστάσεις Το συγκεκριμένο συγκρότημα βρίσκεται προς τα ανατολικά του ανακτόρου και εξαρτά ται άμεσα από αυτό. Το πιο κοντινό στο ανάκτορο κτίριο είναι το «Εργαστήριο των Καλλιτεχνών». Δηλαδή μέσα στο ανάκτορο υπήρχαν τα βασιλικά εργαστήρια με καλλι τέχνες που εργάζονταν για τον Μυκηναίο άνακτα, όπως συνέβαινε και για τον βασιλιά της Κνωσού. Πλησίον του εργαστηρίου βρισκόταν ένα ωJ..ο οικοδόμημα, τριώροφο, με κεντρική περίστυλη αυλή, που ονομάστηκε «Οικία των Κιόνων» με πλούσιες αποθήκες. Στην πλευρά αυτή της ακρόπολης βρίσκονται δύο ά)J..α κτίρια, το κτί,ριο Δ και το κτί ρω Γ, που πρέπει να αποτελούσαν συγκρότημα αποθηκών. Στο εσωτερικό της βορειοα νατολικής επέκτασης βρίσκουμε δύο κτίρια, τις Οικίες Α και Β, που κατέχουν αρκετό χώρο και ελέγχουν τις διόδους προς την υπόγεια κρήνη και τις ΝΑ και ΒΑ πυλίδες. Τάφοι Φεύγοντας από τον Ταφικό Κύκλο Β μπορεί να δει κανείς τρία αντιπροσωπευτικά δείγματα των σταδίων εξέλιξης του θολωτού τάφου. Στα ανατολικά αυτού του Ταφι κού Κύκλου βρίσκεται ο λεγόμενος «Τάφος της Κλυταιμήστρας», που αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας ώριμης περιόδου, γύρω στο 1220 π.Χ., με δρόμο μήκους 37 μ. και θόλο διαμέτρου 13,50 μ. Ο θόλος του έχει αναστηλωθεί στο ανώτερο τμήμα της. Ενδιαφέρον εμφανίζει η πρόσοψη, η οποία παρουσιάζει φροντισμένο ισοδομικό χτίσιμο με διπλή εσοχή γύρω από τη θύρα, δεξιά και αριοτε-
148
1
ru
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρά της οποίας υπήρχαν ραβδωτοί ημικίονες από γυψόλιθο. Επάνω από το τριπλ6 ανώφλι υπάρχει κουφιστικό τρίγωνο (σκοπός του ήταν να απαλλάξει το υπέρθυρο από το βάρος του υπερκείμενου τοίχου, μεταβιβάζοντάς το στα πλάγια), άνοιγμα το οποίο φραζόταν με πλάκες διακοσμημένες, όπως και στον «θησαυρό του Ατρέως». Στα ανατολικά του «Τάφου της Κλυταιμήστρας» ο «Τάφοι; του Αιγίσθου» ανήκει στα πρώτα δείγματα του είδους, δηλαδή πριν από τα μέσα του 15ου αι. π.Χ., χτισμένος με ακατέργαστες πέτρες, ενώ η πρόσοψή του καλύφθηκε αργότερα με κροκαλοπαγείς λίθους χτισμένους με το ισοδομικό σύστημα. Προς τα βόρεια του «Τάφου του Αιγί σθου», στα δεξιά του δρόμου προς την έξοδο, ο «Τάφοι; των Λεόντων» γύρω στο 1350 π.Χ. αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θολωτού τάφου της ενδιάμεσης πε ριόδου. Εμφανίζει στοιχεία και της τελευταίας περιόδου ενώ το χτίσιμο της θόλου γί νεται με αδρές πέτρες τοποθετημένες κανονικότερα και ισοδομικά τμήματα στη βά ση της και την είσοδο. Τέλος στην πλαγιά δεξιά του αυτοκινητόδρομου προς το σύγ χρονο χωριό, περί τα 400 μ. από το πάρκινγκ, βρίσκεται ο «Τάφοι; του Ατρέωι;», ο οποίος κατασκευάστηκε γύρω στο 1250 π.Χ. Πρόκειται για ένα από τα πιο μνημειώ δη και ώριμα παραδείγματα του είδους. Όταν ο Παυσανίας επισκέφθηκε τις Μυκή νες, οι κάτοικοι τον θεωρούσαν «θησαυρό», δηλαδή θησαυροφυλάκιο του Ατρέως, ο οποίος είχε ιδρύσει την τειχισμένη μυκηναϊκή ακρόπολη. Ακόμη σήμερα είναι πολύ γνωστό το μνημείο ως ο «θησαυρός του Ατρέως». Έχει δρόμο μήκους 36 μ. με ψευ δοϊσοδομικά τοιχώματα, σε κάποια μάλιστα τμήματα με τεράστιους λίθους που κατα λήγουν σε μια αρκετά καλά σωζόμενη πρόσοψη. Όπως και στον «Τάφο της Κλυται μήστρας», έτσι και εδώ υπάρχει ανάλογο ισοδομικό σύστημα κανονικό και διπλή εσοχή γύρω από τη θύρα, καθώς και ημικίονες διακοσμημένοι με οριζόντιες τεθλα σμένες αυλακώσεις και ανάγλυφες σπείρες, των οποίων κομμάτια σώζονται σε μου σεία της Αθήνας και του Λονδίνου. Το κουφιστικό τρίγωνο σκεπαζόταν και εδώ με μαρμάρινες πλάκες διακοσμημένες με ταινίες με θέματα γραμμικά, οι οποίες στον άξονα των ημικιόνων της θύρας πλαισιώνονταν από ημικίονες με αυλάκωση σπειρο ειδή. Η πρόσοψη δηλαδή έφθανε το ύψος των περίπου 11 μ., η είσοδος στον θολωτό θάλαμο έχει πλάτος 2,70 μ. στενεύοντας ελαφρά προς τα επάνω, όπου κλείνεται με ένα ανώφλι μονολιθικό, το οποίο μπορεί να δει κανείς στο εσωτερικό, μήκους 8 μ., που καλύπτει τα 5 από τα 5,50 μ. βάθους του στομίου. Όσον αφορά το θόλο, η διάμε τρός του είναι 14,60 μ. και το ύψος στο κέντρο 13,40 μ. Τα τοιχώματά του παρουσιά ζουν πολύ φροντισμένο ισοδομικό χτίσιμο ενώ ήταν εφοδιασμένα επιπλέον με μεταλ λικά κοσμήματα, των οποίων σώζονται οι οπές στερέωσης. Ένα τετράγωνο δωμάτιο πλευράς 6 μ., του οποίου η οροφή στηριζόταν ίσως από ένα κεντρικό υποστύλωμα, ανοίγεται στη βόρεια πλευρά του θόλου. Όσον αφορά τα τοιχώματα του δωματίου αυτού, σήμερα οι ερευνητές πιστεύουν ότι ήταν διακοσμημένα με πλάκες γυψόλιθου με ανάγλυφα θέματα, από τις οποίες προέρχονται δύο τεμάχια με ταύρους τα οποία έφθασαν με τη συλλογή του Έλγιν στο Βρετανικό Μουσείο. Ταφικά έθιμα Ο νεκρός τοποθετούνταν σε μια στρώση από χαλίκια ή επάνω σε δέρμα ζώου, με το κεφάλι ελαφρά υψωμένο, και είχε για προσκέφαλο έναν μικρό σωρό χαλίκια. Βρισκόταν σε ύπτια θέση με τα γόνατα και τους αγκώνες ελαφρά λυγισμένους. Γύ-
149
�
�%�'¾%'ti�β¼m�
ρω του τοποθετούσαν τα κτερίσματά του. Μετά την ταφή τελούσαν τα νεκρόδει πνα, όπως φαίνεται από τα θραύσματα αγγείων και τα οστά ζώων. Επάνω στον τά φο ύψωναν έναν μικρό τύμβο και έβαζαν την επιτύμβια στήλη, το σήμα, όπως ονο μάστηκε αργότερα στην αρχαία Ελλάδα. Για τις διαδοχικές ταφές έβγαζαν τη στή λη, το χώμα, τη σκεπή, τοποθετώντας δίπλα τον νέο νεκρό, πολλές φορές μετατοπί ζοντας τον νεκρό που προϋπήρχε μαζί με τα κτερίσματά του προς τα πλάγια. Όπως φαίνεται, οι Μυκηναίοι σέβονταν τους νεκρούς για το διάστημα που είχαν σάρκα πάνω στα οστά, όπου θα κατέφευγε, όπως πίστευαν, η ψυχή. Όταν ο νε κρός έλιωνε ήταν γι' αυτούς μια σκιά χωρίς δύναμη επάνω στους ζωντανούς. Έτσι δεν θεωρούνταν ασέβεια να πάρουν και από τις παλαιές προσφορές. Στη συνέ χεια έκλειναν τον τάφο πάλι, ακολουθούσαν τα νεκρόδειπνα, ύψωναν το νέο τύμ βο και έβαζαν τη στήλη. Η καύση του νεκρού δεν συνηθιζόταν στη Μυκηναϊκή εποχή. Δεν γνωρίζουμε αν ετελείτο λατρεία νεκρών, αφού δεν έχουμε μαρτυρίες οργάνωσης τελετών και προσφορών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες ούτε και τυπι κό. Σε μεταγενέστερες εποχές πολλοί μυκηναϊκοί τάφοι δέχθηκαν προσφορές και διαπιστώθηκε τέλεση λατρείας, π.χ. στ0ν βασιλικό περίβολο Α των Μυκηνών, στους θαλαμωτούς τάφους στην Πρόσυμνα, στην Ασίνη, στις Μυκήνες, στους θο λωτούς τάφους «του Αιγίσθου», «της Κλυταιμήστρας» και σε άλλους στην Πύλο και στην Κεφαλληνία, στον θολωτό τάφο του Μενιδίου. Σπάνια στους θαλαμωτούς και στους θολωτούς τάφους χρησιμοποιούνταν φέ ρετρο. Ταφές με φέρετρο, πολύ συνηθισμένες στην Αίγυπτο, εμφανίζονται σπορα δικά στο χώρο του Αιγαίου. Έτσι, έχουμε περισσότερα παραδείγματα στην Κρήτη και λιγότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εμφανίζονται στα τέλη του 15ου αι. π.Χ. ή στην αρχή του 14ου αι. π.Χ., σε τάφους στα Δενδρά, στην Πρόσυμνα και στην Αθή να. Τα φέρετρα ήταν χρωματισμένα γαλάζια (χρώμα του ουρανού και της αιωνιό τητας). Ο νεκρός μεταφερόταν σε ξύλινο φορείο, όπως μαρτυρούν βαθιές αυλα κώσεις στο έδαφος των δρόμων και στα κατώφλια αρκετών θαλαμωτών τάφων στην Πύλο, στα Δενδρά, στην Πρόσυμνα, καθώς και θολωτών στη Μεσσηνία, όπου θα κυλούσε μάλλον το φορείο. Επίσης αν υπήρχε πλευρικό δωμάτιο, χρησιμοποι ούνταν για οστεοφυλάκιο. Επειδή ο τάφος γέμιζε, οι συγγενείς προχωρούσαν σε καθαρισμό, μάζευαν τα παλαιά οστά, τα τοποθετούσαν σε λάκκους που ανοίγο νταν στο δρόμο του τάφου και αφαιρούσαν ακόμη και τα κτερίσματα. Οι Έλληνες δεν θεώρησαν ποτέ μόνιμες κατοικίες των νεκρών τους τάφους, όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Πάντα τους θεωρούσαν προσωρινές κατοικίες μέχρι να φθάσουν οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο. Οι τελετές και οι προσφορές πραγματο ποιούνταν μόνο την ώρα της ταφής. Συνήθως στους τάφους ανάβονταν πυρές προς τιμήν του νεκρού κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού ή όταν άνοιγαν εκ νέου τον τάφο. Πιθανόν για εξευμενισμό, για να κάψουν κτερίσματα αλλά και για λόγους υγιεινής, καθώς και για να απορροφηθεί η υγρασία. Διαδεδομένη επίσης ήταν η θυσία ζώων (π.χ. σκύλων και αλόγων), όπως η ταφή δύο αλόγων στο δρόμο του θο λωτού τάφου του Μαραθώνα, στο νεκροταφείο των Αηδονιών. Οι θυσίες αλόγων ήταν δαπανηρές και γι' αυτό και σχετικά σπάνιες. Εξάλλου, ανθρωποθυσία δεν μαρτυρείται στη μυκηναϊκή Ελλάδα. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι ετελείτο αν-
150
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θρωποθυσία ως ευκαιριακή πράξη παρά ως καθιερωμένη τελετουργία. Στην Ιλιά δα, Ψ 128-177, βλέπουμε ότι ο Αχιλλέας θυσίασε δώδεκα Τρώες, που ήταν σημαί νοντα πρόσωπα, στον τάφο του Πατρόκλου μέσα στον μεγάλο του θυμό. Αυτό θεω ρήθηκε αντίδραση στον αβάστακτο πόνο του. Επίσης, δεν αποκλείεται η περίπτω ση θυσίας για εξαγνισμό ή προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Άνδρες και γυναίκες θάβονταν ντυμένοι με πολυτελή ενδύματα, που έφεραν ραμμένα χρυσά ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση. Τους συνόδευαν κυρίως όπλα, ξίφη, και εγχειρίδια, επιστήθια χρυσά και κράνη από δόντια κάπρου, χάλκινα σκεύη, χρυσές προσωπίδες, διαδήματα, περόνες, χρυσά και ασημένια κύπελλα, σφραγίδες από πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, ρυτά και δαχτυλίδια. Αλλά και πρωτότυπα και ωραία αντικείμενα διαλεγμένα από τους καλύτερους τεχνίτες του κόσμου, όπως αυγά στρουθοκαμήλου από τη Νουβία, αντικείμενα από χαλκό, αλαβάστρινα και φαγεντιανά δημιουργήματα από την Κρήτη, άργυρος από την Ανατολή, ήλεκτρο από τη Βαλτική, lapis lazuli από το Αφγανιστάν. Αρκετά αγγεία ήρθαν στο φως στον Ταφικό Κύκλο Β και λιγότερα στον Ταφι κό Κύκλο Α, ο οποίος ήταν και πιο πλούσιος. Τα αγγεία είναι σχετικά απλά, ντό πια μινυακά, αμαυρόχρωμα ή εφυραϊκά (χαρακτηριστικός τύπος της αρχής της Μυκηναϊκής εποχής) αλλά και μινωικά και κυκλαδικά. Περιείχαν λάδι, κρασί και μέλι με προορισμό τον νεκρό. Υπήρχαν, επίσης, κύπελλα, προσφορά συγγενών και φίλων για το ταξίδι του νεκρού, γιατί θεωρούνταν απαραίτητα σκεύη του ταξι διώτη. Αλλά και λυχνάρια για να συνοδεύουν τους νεκρούς στο αιώνιο σκοτάδι τους. Γραμμική Β γραφή Με την κατάληψη της Κνωσού οι Μυκηναίοι γνώρισαν το διοικητικό σύστημα, τα ανακτορικά αρχεία, τη μινωική γραφή και αντελήφθησαν τα πλεονεκτήματα της συστηματικής οργάνωσης. Οι πινακίδες της Κνωσού βρέθηκαν στο στρώμα κατα στροφής και χρονολογούνται στο 1375 π.Χ., ενώ αυτές της Πύλου ανήκουν στον ίδιο τύπο και τοποθετούνται στο 1200 π.Χ. Δεν είμαστε, όμως, ακόμη σε θέση να καταλήξουμε σε οριστικά συμπεράσματα πρί,ν ολοκληρωθούν οι ανασκαφές της Κνωσού και ταξινομηθεί το υλικό, καθώς η χρονολόγηση των πινακίδων της είναι ένα πρόβλημα προς το παρόν άλυτο. Πολύ μεγάλη είναι η ιστορική σημασία των πινακίδων, καθώς και η προσφορά τους στην έρευνα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Με αυτές μαρτυρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας από τον 130 αι. και εξής. Μέχρι την αποκρυπτογράφησή τους, τα πιο παλιά γνωστά ελληνικά κείμενα ήταν κάποιες επιγραφές σε γεωμετρι κά αγγεία του τελευταίου τετάρτου του 8ου αι. π.Χ. Μετά από αυτήν έγιναν γνω στά κείμενα πολύ παλιά, τα οποία βοήθησαν στην κατανόηση της ιστορίας της ελ ληνικής γλώσσας. Με τη μελέτη της αποκρυπτογράφησης των πινακίδων ασχολήθηκαν πολλοί ερευνητές. Μεταξύ άλλων είναι ο Σουηδός Α. Persson, ο Φιλανδός J. Sundwall, ο Άγγλος ΑΕ. Cowley και η Αμερικανίδα Alice Kober. Ο Αμερικανός Ε. Bennett δημοσίευσε τις πινακίδες της Πύλου, όμως τη λύση έδωσε ο Άγγλος αρχιτέκτων Μ.
1
151
�
��'!ii&m;
@
�
Ventris με τη βοήθεια του φιλόλογου καθηγητή J. Chadwick. Ο Μ. Ventris, αν και στην αρχή πίστευε ότι η γλώσσα των πινακίδων ήταν συγγενής με την ετρουσκική, το 1952 αποκρυπτογράφησε τις πινακίδες αφού πρώτα σκέφτηκε ότι πιθανόν η γλώσσα ήταν ελληνική. Οι πινακίδες είναι από πηλό και οι γραφείς χάραζαν το κείμενο με μια απλή γραφίδα όταν ο πηλός ήταν ακόμη νωπός. Μετά τις στέγνωναν στον ήλιο πριν από την ταξινόμηση χωρίς να τις ψήνουν. Διορθώσεις δεν γίνονταν όταν ο πηλός είχε στεγνώσει. Οι διορθωμένες πινακίδες ξεχωρίζουν αμέσως από τα νέα σημεία, τα οποία πρόσθεταν στο στεγνό υλικό. Όταν δεν χρειάζονταν οι πινακίδες, τις έλιω ναν απλώς στο νερό και ο πηλός χρησιμοποιούνταν και πάλι. Οι πινακίδες διατηρούνται ακόμη στις μέρες μας επειδή ψήθηκαν από τη φω τιά, η οποία κατέστρεψε τα ανάκτορα και τα λοιπά οικοδομήματα. Μικρός είναι ο αριθμός των πινακίδων οι οποίες ήρθαν στο φως στις Μυκήνες, την Τίρυνθα, τη Θήβα κ.α. Τα ανάκτορα θα είχαν πολύ πλούσια αρχεία αν κρίνουμε από αυτά των ανακτόρων της Πύλου και της Κνωσού. Για παράδειγμα, από το ανάκτορο της Κνωσού έχουμε γύρω στις 3.500 πινακίδες, οι οποίες αφορούν καταγραφή μόνο του τελευταίου έτους πριν από την καταστροφή. Η ταξινόμηση των πινακίδων γινόταν σε καλάθια ή ξύλινα κουτιά που έμπαι ναν σε ράφια στα διάφορα γραφεία των αρχείων. Υπήρχε διακριτικό από ένα κομμάτι πηλό, το οποίο δήλωνε ποια κατηγορία πινακίδων περιείχε κάθε καλάθι. Ο επιγραφολόγος-ερευνητής σήμερα ασχολείται με την ταξινόμηση των πινακί δων, οι οποίες βρέθηκαν κάτω από άλλα υλικά. Σε αυτή την εργασία τον καθοδη γούν τα ιδεογράμματα, τα οποία προηγούνται των φράσεων ή παρεμβάλλονται μεταξύ των συλλαβογραμμάτων, αλλά και οι γραφικοί χαρακτήρες, οι οποίοι και για τους Μυκηναίους ήταν διαφορετικοί, όπως συμβαίνει με όλους τους γραφείς. Στις πινακίδες διακρίνουμε δύο σχήματα. Οι πιο μεγάλες είναι σελιδόσχημες και οι πιο μικρές μακρόστενες και φυλλοειδείς. Παλαιότερα πίστευαν ότι για γρα φή χρησιμοποιούνταν φύλλα δένδρων, γι' αυτό συμβατικά έδωσαν την αγγλική ονομασία (palm leaf = φύλλο φοίνικα). Όμως στις πινακίδες διακρίνουμε μόνο το σχήμα που παίρνει ο πηλός πλασμένος με τα δάκτυλα, διαμορφωμένος και στρω μένος για να δημιουργηθεί επιφάνεια κατάλληλη για γράψιμο. Τα κείμενα των πινακίδων διαβάζονται από τα αριστερά προς τα δεξιά, όπως και σήμερα. Επίσης και από την πίσω πλευρά της πινακίδας υπάρχουν κείμενα. Εξάλλου, βλέπουμε οριζόντιες διαχωριστικές γραμμές και μια μορφή στίξης αφού τα κείμενα σταματούν κατά διαστήματα, δηλαδή διαιρούνται σε τμήματα. Οι λέ ξεις χωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχουν επικεφαλίδες και υπότιτλοι, συνήθως κα ταγράφονται προσθέσεις και αφαιρέσεις και ανάμεσα στις παραγράφους μεσο λαβεί ένα κενό διάστημα. Η μελέτη των πινακίδων παρουσιάζει δυσκολίες, η ελληνική γλώσσα τους είναι αρχα"ϊζουσα, υπάρχουν ασάφειες και με δυσκολία ερμηνεύονται· μια λέξη μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Από τις πινακίδες βλέπουμε ότι η μυκηναϊκή κοινωνία ήταν ιεραρχημένη σε μεγάλο βαθμό. Υπήρχε ο wa-na-ka, ο άναξ, ο οποίος ήταν ο ανώτατος άρχων με
152
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
απόλυτη εξουσία και δικό του «τέμενος», δηλαδή έκταση γης με τη μυκηναϊκή και ομηρική σημασία της λέξης. Κάτω από αυτόν βρίσκεται ο ra-wa-ke-ta, ο λαFαγέτα, ένας ισχυρός ευγενής, όπως φαίνεται, στρατιωτικός αρχηγός. Πιο κάτω είναι οι te re-ta, δηλαδή οι τελεστές, οι οποίοι είναι οι τοπικοί άρχοντες, οι προεστοί. Άλλοι αξιωματούχοι είναι οι e-qe-ta, οι επέται, οι οποίοι φροντίζουν να εκτελούνται οι διαταγές του βασιλιά και να τηρούνται οι νόμοι. Ο τίτλος του βασιλιά αναφέρεται στις πινακίδες ως qa-si-re-u και είναι απλός αξιωματούχος, αρχηγός ομάδας ή κοι νοτάρχης. Αναφέρονται, επίσης, ιερείς και ιέρειες που κατέχουν σημαίνουσα θέ ση στην κοινωνία. Στις πινακίδες δεν αναφέρεται οργανωμένος στρατός. Επίσης, κατάλογοι όπλων δεν βρέθηκαν στις πινακίδες της Πύλου, μόνο αναφορές όπλων, όπως θώ ρακες, ξίφη και βέλη. Αναφέρεται και ο δήμος, δηλαδή ο λαός, ο οποίος έχει μεγά λη δύναμη στη μυκηναϊκή κοινωνία, όπως και στην αρχαία Ελλάδα. Από τις πινα κίδες πληροφορούμαστε ότι το βασίλειο της Πύλου ήταν χωρισμένο σε δύο επαρ χίες και δεκαέξι διοικητικά διαμερίσματα. Στις πινακίδες αναφέρεται η τάξη των ειδικευμένων τεχνιτών, η οποία ήταν πο λυάριθμη και περιλάμβανε χαλκείς, κεραμείς, ξυλουργούς, υφάντρες, ναυπηγούς κ.ά. Γραφείς δεν αναφέρονται στις πινακίδες, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν, αφού έχουν μελετηθεί και διαφορετικοί γραφικοί χαρακτήρες. Πρόκειται για μια ειδική τάξη, διότι η γραφή, όπως φαίνεται, δεν αποτελούσε προνόμιο όλων. Αν κρίνουμε από επιγραφές Γραμμικής Β, τις οποίες φέρουν αγγεία και σφραγίδες, θα πρέπει να υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι ήξεραν να γράφουν και να διαβάζουν εκτός από τους γραφείς. Επίσης, στις πινακίδες αναφέρονται και οι δούλοι, δηλαδή η κατώ τατη κοινωνική βαθμίδα. Από τις πινακίδες πληροφορούμαστε και για το σύστημα κατανομής των γαιών. Η γη διαιρείται σε ιδιωτική και δημόσια. Μετά από την ανάγνωση των πινακίδων μερικοί ερευνητές συνέδεσαν αυτό το σύστημα με την «κοινή γη» την οποία ανα φέρει ο Όμηρος (Ιλιάδα Ο 193). Οι πινακίδες φαίνονται ενδιαφέρουσες και από άποψη λεξιλογίου. Στις πινα κίδες της Πύλου βρίσκουμε ονόματα θεών και ανδρικά και γυναικεία κύρια ονό ματα. Εξάλλου αναφέρονται ονόματα φυτών και μπαχαρικών, τα οποία χρησιμο ποιούν οι Μυκηναίοι (το σουσάμι, το κύμινο, η ζαφορά, το κάρδαμο). Αναφέρεται και το όπιο, το οποίο ήταν ηρεμιστικό και πιθανόν το χρησιμοποιούσαν σε θρη σκευτικές τελετές, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο. Από τις πινακίδες αποδεικνύεται ότι η ολυμπιακή θρησκεία ανάγεται ήδη στη Μυκηναϊκή εποχή και ότι τα βασικά της στοιχεία είχαν παρουσιαστεί στην Ελλά δα με τα πρώτα ελληνικά φύλα. Σήμερα είμαστε σίγουροι ότι οι Μυκηναίοι είχαν θεούς όπως τον Δία, την Ήρα, τον Ποσειδώνα, την Αθηνά, τον Ερμή, τον Διόνυσο, τον Άρη κ.ά. Στις πινακίδες αναφέρονται λέξεις όπως θεός, θεοί, πασίθεοι κ.ά. Οι θεοί λα τρεύονταν στα ανάκτορα, όπου η κύρια λατρεία μάλλον τελούνταν στην Αίθουσα του Θρόνου, γύρω από τη μεγάλη εστία που υπήρχε στο μέσον, στα ιερά, στα σπί τια, στους βωμούς. Επίσης, είχαν ιδιόκτητη περιουσία από κτήματα, ζώα και δού-
1 1
153
------------------..��tW*����W$1���
λους, που διαχειρίζονταν οι ιερείς και οι ιέρειες. Στους θεούς έκαναν προσφορές όπως σιτάρι, τυρί, κρασί, μέλι, ζώα (ταύρους και αιγοειδή), δέρματα ζώων και πι θανόν και ανθρώπους για να υπηρετούν τη θεότητα. Εξάλλου, στις πινακίδες αναφέρονται και γιορτές όπως η εορτή του κρασιού, η θεοφορία, όπου κατά την τελετή μια γυναικεία μορφή κρατούσε ειδώλιο μαζί μ' ένα πτυχωτό ύφασμα, και τα θρονοελκτήρια, κατά τη διάρκεια των οποίων προ σφερόταν η ιερή εσθήτα στη θεά. Αλλ.ά αναφέρεται και το στρώσιμο της ιερής πα στάδας, όπου αποδεικνύεται ότι τα Μυστήρια έχουν την καταγωγή τους στο μινωι κό και τον μυκηναϊκό κόσμο. Οι πινακίδες παρουσιάζουν μια κοινωνία στην οποία η θρησκεία είχε σημαντι κό ρόλο, χωρίς να είναι καταναγκαστική. Δεν αναφέρονται τιμωρίες για παράβα ση θείων νόμων και το ιερατείο δεν ήταν παντοδύναμο. Οι τελετές, αν και πλού σιες, δεν ήταν περίπλοκες. Οι άνθρωποι φαίνεται ότι σέβονταν τους θεούς τους. Εξάλλου, τόσο η Μεγάλη Θεά όσο και οι άλλοι θεοί θα είχαν για τους Μυκηναί ους διάφορες υποστάσεις. Στις πινακίδες αναφέρονται και περιγραφές επίπλων, από τις οποίες γνωρί ζουμε ότι υπήρχαν τα πολυτελή έπιπλα, τα οποία αναφέρονται στα ομηρικά έπη. Στις πινακίδες, σύμφωνα με τους ερευνητές, βρίσκουμε λέξεις σημιτικής καταγω γής (όπως χρυσός και λέων), γεγονός το οποίο δείχνει ότι οι Έλληνες έρχονταν σε επαφή με τον σημιτικό ανατολικό κόσμο από τις αρχές της Μυκηναϊκής εποχής. Όταν καταστράφηκαν τα ανάκτορα, τα οποία διατηρούσαν τα αρχεία και τους γραφείς, χάθηκε και η Γραμμική Β, γιατί ήταν ακατάλληλη για λογοτεχνικά ή ποι ητικά κείμενα και ήταν καθαρά διοικητικό όργανο. Κάποιοι ερευνητές υποστήρι ξαν την άποψη ότι αργότερα οι Έλληνες απέκτησαν και πάλι γραφή, υιοθέτησαν το φοινικικό αλφάβητο, μια φωνητική γραφή, η οποία έδωσε το κατάλληλο όργα νο για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της ποίησης. Ανακτορικό κέντρο Στη δημιουργία ενός ανακτορικού κέντρου συντέλεσαν γεωγραφικοί παράγοντες, όπως η αμυντική θέση στην περίπτωση των Μυκηνών και της Αθήνας, καθώς και στρατηγικοί, που επέβαλαν σε μια περιοχή να συσπειρωθεί γύρω από ένα κέντρο που υπερείχε στρατιωτικά έναντι των άλλων και μπορούσε να αντιμετωπίσει έναν εξωτερικό κίνδυνο. Σημαντικό ρόλο, βέβαια, θα έπαιζε και η προσωπικότητα του ηγεμόνα, η καταγωγή του αλλά και η πνευματική ή πολεμική του αξία. Εξάλλου, δεν γνωρίζουμε ποιες ήταν οι σχέσεις των διαφόρων περιοχών της Ελλάδας μεταξύ τους. Υπήρχε, όμως, πυκνό οδικό δίκτυο που συνέδεε τους διά φορους οικισμούς μεταξύ τους, πράγμα που μαρτυρεί ότι είχαν επαφές. Αλλά και η ομοιομορφία στην τέχνη από το 1400 π.Χ. και εξής υποδηλώνει συνεχή επικοι νωνία των διαφόρων περιοχών μεταξύ τους. Εντύπωση προκαλούν τα οχυρωματικά έργα. Τα κυκλώπεια τείχη υπονοούν εχθρούς ενώ η παράδοση αναφέρει συνεχείς έριδες μεταξύ των Ελλήνων. Από τα αρ χαιολογικά ευρήματα όμως προκύπτει ότι οι διάφορες πόλεις είχαν φιλικές σχέσεις με ταξύ τους. Οι κυκλώπειες κατασκευές είχαν προορισμό την προστασία και την ασφά λεια των μυκηναϊκών πόλεων που αναγκάστηκαν να φυλάξσυν τον πλούτο τσυς επειδή
154
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
είχαν αρχίσει μετακινήσεις λαών στη Μεσόγειο. Επίσης αmές τις εναιπωσιακές κατα σκευές μπορεί να τις έκτισαν οι Μυκηναίοι βασιλείς για λόγους προσωπικής προβολής. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Μυκηναίοι ήταν ένας λαός πολεμικός, με στρατιωτική οργάνωση στην ξηρά και τη θάλασσα. Είχαν πολλά όπλα και πλοία, όπως αναφέρουν οι πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β, ενώ χρησιμοποιούσαν το άρμα και τα άλογα. Οικονομία Όσον αφορά την αγροτική οικονομία, παρατηρούμε την επικράτηση του συστήμα τος της τριμερούς καλλιέργειας, δηλαδή ελαιόδενδρο, αμπέλι και δημητριακά, η οποία ήταν γνωστή ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία στην Κρήτη και τις Κυκλά δες. Εξάλλου στη βιοτεχνία συνεχώς αυξάνεται η τεχνική εξειδίκευση και ευνοεί ται η δημιουργία τυποποιημένης μαζικής παραγωγής, όπως συνέβαινε, για παρά δειγμα, στην Κέα με την αγγειοπλαστική. Επίσης η μεγάλη ανάπτυξη της μεταλλο τεχνίας μαρτυρείται από την ύπαρξη πληθώρας όπλων και μεταλλικών αγγείων και υποδηλώνει ανάπτυξη των ανταλλαγών, καθώς η μόνη διαπιστωμένη εκμετάλλευση εγχώριου ορυκτού πλούτου περί τα τέλη του 16ου αι. π.Χ. εντοπίζεται στα μεταλ λεία αργυρούχου μολύβδου από το Λαύριο (Gale S., Stos-Gale Ζ., 1982, σ. 99-100). Τέχνη Στον τομέα της γλυπτικής χαρακτηριστικές είναι οι ανάγλυφες λίθινες στήλες των λακκοειδών τάφων, οι πέντε νεκρικές χρυσές προσωπίδες του Ταφικού Κύκλου Α και η μοναδική προσωπίδα από ήλεκτρο του Ταφικού Κύκλου Β. Στον τομέα της κε ραμικής η μυκηναϊκή τεχνοτροπία εμφανίζεται σιγά σιγά και η εισαγωγή της σηματο δοτεί την αρχή της ΥΕ Ι φάσης. Κατά την ΥΕ Ι και ΥΕ ΙΙ περίοδο η μυκηναϊκή κερα μική βασίζεται στα μινωικά πρότυπα και τα μιμείται περισσότερο ή λιγότερο επιτυχη μένα. Η Αργολίδα είναι το κέντρο παραγωγής αγγείων, ενώ σημαντικά εργαστήρια βρίσκονται και στη Μεσσηνία. Εξάλλου, όπλα και εργαλεία ήρθαν στο φως στους λακκοειδείς και τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών. Πρόοδος παρατηρείται στον τομέα του οπλισμού, ενώ τα εργαλεία είναι λίθινα, οστέινα, πήλινα, μολύβδινα και χάλκινα ενώ διατηρούν τη μεσοελλαδική παράδοση. Χαρακτηριστικά επιθετικά όπλα είναι το εγχειρίδιο, το μαχαίρι, το ξίφος, το τόξο, τα δόρατα, τα ακόντια, οι αιχ μές βελών που βρέθηκαν σε τάφους και σε οικισμούς. Αμυντικά όπλα, τα οποία είναι λιγότερο γνωστά, είναι το κράνος με χαυλιόδοντες κάπρου, που περιγράφεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδας (στ. 261-265), καθώς και οι ασπίδες που αναφέρει ο Όμηρος και απαντώνται σε δύο τύπους. Πρόκειται για την οκτώσχημη, κρητικής προέλευσης, και την ημικυλινδρική, που κατασκευαζόταν από δέρμα βοδιού. Επίσης, σε αυτή την εποχή ανάγεται και το άρμα μάχης, που ήταν γνωστό ήδη από καιρό στην Ανατολή. Εδώ το βρίσκουμε για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Στον τομέα της κόσμησης έντονη είναι η επικράτηση της μινωικής αισθητικής στην ηπειρωτική Ελλάδα, αν και σπορα δικά εμφανίζονται και στοιχεία της Μέσης Χαλκοκρατίας. Τρεις κατηγορίες κοσμη μάτων παράγονταν: χάντρες, περίαπτα, ελάσματα-επιθέματα ενδυμάτων και δαχτυ λίδια. Άλλα χαρακτηριστικά ευρήματα είναι τα σφραγιστικά δαχτυλίδια, στον τομέα της σφραγιδογλυφίας, τα μετάλλινα αγγεία, όπως τα αγγεία πόσεως από χρυσό ή άρ γυρο, το περίφημο «κύπελλο του Νέστορα» από τον τάφο IV των Μυκηνών, το οποίο
11
155
]B'J®!::®:®Wϊ 1
tw:W
-
- -
ταυτίζεται με το «δέπας αμφικύπελλον» των ομηρικών διηγήσεων. Επίσης υπήρχαν αντικείμενα λίθινα, φαγεντιανά, γυάλινα και από ελεφαντόδοντο. Στην ΥΕ ΠΙΑ, από το 1400 μέχρι το 1300 π.Χ., παρουσιάζονται οι καθαρά μυ κηναϊκοί ρυθμοί, σταδιακά χάνεται ο νατουραλισμός, τα θέματα γίνονται γραμμι κά, στην ΥΕ ΙΙΙΒ και ΥΕ ΙΙΙΓ έχουμε μεγαλύτερη αφαίρεση στα διακοσμητικά θέ ματα και μια τάση προς γεωμετρικότητα, που οφείλεται στη νοοτροπία των Μυκη ναίων και στην αφαιρετική έκφραση που είναι εμφανής ήδη από τα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας τους. Ακόμη, πλάθονταν και αγαλμάτια τα οποία έχουν σε μερικές περιπτώσεις κάποιο μεγάλο ύψος.
156
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Αλεξίου Στ.,Μινωικός Πολιτισμός, εκδ. Υιοί Σπ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1964. Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχος 62, Αθήνα 1997. Βάλτερ Χ., Ο κόσμος της αρχαίαςΑίγινας 3000-1000 π.Χ, εκδ. Τρία Φύλλα, Αθήνα 1985. Βασιλικού Ντ., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, εκδ. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρ χαιολογικής Εταιρείας Αρ. 152, Αθήναι 1995. Δαβάρας Κ., «Αρχιτεκτονικά στοιχεία της ΥΜ ΙΒ έπαυλης του Μακρυγιαλού», Ανάτυπο από Πεπραγμένα του Ε /Διεθνούς ΚρητολογικούΣυνεδρίου, Άγιος Νικό λαος 1981, Ηράκλειο 1986, σ. 77-92. Ιακωβίδης Σπ., «Περί του σχήματος των λαξευτών τάφων εις τα Βολιμίδια Μεσ σηνίας», στο Χαριστήριο εις Αναστάσιον Κ Ορλάνδον, τεύχος Β', Αθήνα 1966, σ. 98-111. Ιακωβίδης Σπ.,Αι ΜυκηναϊκαίΑκροπόλεις, πανεπιστημιακές παραδόσεις, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1973. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Α, «Προϊστορία-Πρωτοϊστορία», εκδ. Εκ δοτική Αθηνών, Αθήνα 1970, σ. 88 κ.ε. Κόνσολα Ντ., Η πρώιμη αστικοποίηση στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς: συστη ματική ανάλυση των χαρακτηριστικών της, Αθήνα 1984. Κόνσολα Ντ., «Η Πρώιμη Αστικοποίηση στην Ελλάδα: Ηπειρωτική Ελλάδα»,Αρ χαιολογία και Τέχνες, τεύχος 62, 1997, σ. 30-34. Κυκλαδικός πολιτισμός. Η Νάξος στην 3η π.Χ Χιλιετία, εκδ. Ίδρυμα Ν.Π. Γουλαν δρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1990. Μαρθάρη Μ., «Σκάρκος: Ένας πρωτοκυκλαδικός οικισμός στην Ίο»,Διαλέξεις, εκδ. Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 1990, σ. 97-100. Μιχαηλίδου Άν., Κνωσός. Πλήρης οδηγός του Ανακτόρου τουΜίνωα, εκδ. Εκδοτι κή Αθηνών, Αθήνα 1997. Μυλωνάς Γ., Το θρησκευτικόν κέντρον των Μυκηνών, Πραγμ. Ακαδημίας Αθη νών, Αθήναι 1972. Μυλωνάς Γ., Ο Ταφικός Κύκλος Β τωνΜυκηνών, εκδ. Αρχαιολογική Εταιρεία Αρ. 73, Αθήνα 1973. Μυλωνάς Γ., ΠολύχρυσοιΜυκήναι, Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1983. Μυλωνάς Γ.Ε.,Μυκήναι-Τα μνημεία και η ιστορία τους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987. Ντούμας Χρ., «Η Θάλασσα», στο Μαραγκού Λ., Κυκλαδικός Πολιτισμός: Η Νά ξος την τρίτη π.Χ χιλιετία, εκδ. Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 1990. Ντούμας Χρ., «Η Λήμνος και η πρώιμη μεταλλουργία του Αιγαίου», στο Λήμνος, Φιλτάτη, Πρακτικά του lουΣυνεδρίουΔημάρχωνΑιγαίου, Αθήνα 1994, σ. 11-17. Ντούμας Χρ., «Νησιά του Αιγαίου», Αρχαιολογία και Τέχνες, τεύχος 62, 1997, σ. 35-41.
1
157
�������}:'!00t{ί@@J$��-¾�
Παπαϊωάννου Κ., Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις/Θεωρία αρ. 18, Αθήνα 1998. Barber R.L.N., Οι Κυκλάδες στην Εποχή του Χαλκού, μτφρ. Όλ. Χατζηαναστα σί ου, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1994. Benvenuti A.G., Η Πολιόχνη και το νησί της Λήμνου ανάμεσα στην αρχαιολογία και τη μυθολογία, εκδ. Λ. Μπρατζιώτη, Αθήνα 1993. Treuil R. κ.ά, Οι πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Όλ. Πολυχρονοπούλου, εκδ. Ινστι τούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 174 κ.ε. Venneule Ε., Ελλάς. Εποχή τουΧαλκού, μτφρ. Θ. Ξένος, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1983.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Archontidou Α., Tine S., Traverso Α., «Poliochni 1988. Nuovi saggi di scavo nell' area del Bouleuterion e della piazza principale»,Annuario della ScuolaArcheologica ltalίana diAtene e delle Μίssίοnί ltalίane ίn Oriente, LXVI-LXVII 1988-89, 1993, σ. 371-378. Belli Ρ., «L'abitato preistorico di Poliochni (Lemnos)», στο Darcque Ρ., Treuil R. (επιμ. ), L 'habίtat egeen prehistorίque (Athenes, 23-25 juin 1987), Bulletin de correspondance hellenique Suppl. ΧΙΧ, Athenes 1990, σ. 321-330. Bernabό-Brea L. (εκδ.), Polίochnί Cίtta preίstorίca nell' ίsola de Lemnos, τ. Ι-ΙΙ, Roma 1964-1976. Best J., Yadin Υ., The arrίval of the Greeks, 2 τόμοι, Publications for the Henri Frankfort Foundation, Adolf Μ. Hakket, Amsterdam 1973. Branigan Κ., The tombs of Mesara. Α study of funerary archίtecture and rίtual ίn Southem Crete, 2800-1700 Β. C., Duckworth, London 1970. ChadwickJ., The Mycenaean World, Cambridge University Press, Cambridge 1976. Coldstream J.N., Huxley G. (εκδ.), Kythera. Excavations and Studies, London 1972. Duhoux Υ., Le dίsque de Phaestos:Archeologie Epigraphίe, Edition cήtique, Louvain 1977. Evans Α., The Palace of Mίnos at Κnossos 1-W και ευρετήρια Index [υπό τον τίτλο] lndex to the Palace of Mίnos by Joan Evans, London 1921-1936. Gale Ν., Stos-Gale Ζ., «Thorikos, Perati and Bronze Age silver production in the Laurion, Attica» στο Spitaels Ρ. (εκδ.), Studies ίn SouthAttica 1, Miscellanea graeca, fasciculus 5, Gand 1982, σ. 99-100. Gimbutas Μ., «Proto-Indo-European Culture: The Kurgan Culture during the Fifth, Fourth and Third Millenia B.C.», στο Cardona G., Hoenigswald Η.Μ., Senn Α. (επιμ.), lndoeuropean and lndoeuropeans, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 1970, σ. 155-197. Gimbutas Μ., «The Destruction of Aegean and East Mediterranean Urban Civilization around 2300 B.C.», στο Grossland R.A., Birchhall Α. (επιμ.), Bronze Age Mίgrations ίn theAegean: Archaeologίcal and Lίnguίstίc Problems ίn Greek Prehίstory; Proceedίngs of the Fίrst lnternatίonal Colloquίum onAegean Prehίstory, Sheffield 1970, London 1973, σ. 129-139. Glotz G., «La cίvίlίsatίon egeenne» (L'Evolutίon de l'Humanίte, 13,3), Paris 1923.
158
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Godart L., «Le Lineaire Α et son environnement», StudίMίceneί ed Egeo-Anatolίcί, Fascicolo 20, 1979, σ. 27-42. Godart L., Sacconi Α., «The relations between Cyprus and Crete, ca. 2000-500 BC», στoActs of the InternatίonalArchaeologίcal Symposίum, Nicosia, 16-22 April 1978, Λευκωσία 1979, σ.128-133. Gesell G., «The Minoan Palace and Public Cult», στο Hiίgg R., Marinatos Ν. (επιμ.)., «The Function of the Minoan palaces», στο Proceedίngs of the Fourth lnternatίonal Symposίum at the Swedίsh Instίtute ίnAthens, 10-16June 1984, Stockholm 1987, ειδικά Gesell G., σ. 123-128, Skrifter Utgiva aν Svenska I Athen, 4ο 35). Hammond Ν.,Mίgratίons and ίnvasίons ίn Greece and adjacentAreas, Park Ridge, New Jersey 1976, σ. 113-122. Heurtley W. Α., PrehίstorίcMacedonίa, Cambridge 1939. Hope-Simpson R.,Mycenaean Greece, Park Ridge, New Jersey 1981. Iakovidis Sp., «Α Hundred Years of Mycenaean Archaeology», TheAntίquarίes Journal, being the J ournal of the Society of Antiquaries of London, Oxford University Press, τ. 58, 1978, σ.13-30. lakovidis Sp., Late Helladίc Cίtadels onMaίnland Greece (Μο. Graeca et Romana, 4), Leiden 1983. lmmerwahr S.,Aegean paίntίng ίn the BronzeAge, University Park, London 1990. Korres G., «The Relations between Crete and Messenia in the Late Middle Helladic and Early Late Helladic Period», στο Hiίgg R., Marinatos Ν. (επιμ.), «The Minoan thalassocracy. Myth and reality», στο Proceedίngs of the Thίrd lnternatίonalSymposίum at theSwedίshlnstίtute ίnAthens,31May-5June 1982, Stockholm 1984, σ.149. Marinatos Sp., Hirmer Μ., «Κreta, Thera und das mykenische Hellas», Aufn. νοη Μ.Hirmer, Aufl.2, Mίinchen 1973. Marinatos Sp., Excavatίons at Thera, I-VII, εκδ. Βιβλιοθήκη Αρχαιολογικής Εται ρείας αρ. 64, Αθήνα 1968-1976. Mellaart J., «The end of the Early Bronze Age ίη Anatolia and the Aegean», στoAmerίcan Joumal ofArchaeowgy, τ.62, Archaeol.Inst.of Ameήca, New York 1958, σ. 9-33. Mountjoy Ρ.Α., Mycenaean Potteιy. An Introductίon, Oxford University, Commitee for Archaeology, Monograph ηο.36, Oxford 1993. Mylonas G., «The Luvian lnvasions of Greece», στο Journal of theAmerίcan School of Classίcal Studίes atAthens fasc. 3, τ.31, Hesperia 1962, σ.284-309. Mylonas G.E.,Mycenae and theMycenaeanAge, pp. XVII και 251 pls, Princeton, N.J.1966. Olivier J .-P., Le dίsque de Phaίstos, Edition photographique, Bulletin de correspondance hellenique, τ.99, Paris 1975, σ.5-34. Papagiannopoulou Α., «Were the South-East Aegean islands deserted ίη the Middle Bronze Age ?», στοAnatolίan Studίes. Journal of the Brίtίsh Inst. of Archaeology atAnkara, τ. 35, London 1985, σ.85-92. Pelon Ο., «Origine de la culture des tombes a fosse en Grece continentale: donnees archeologiques et rituelles», στoEtudes ίndo-europeennes, τ.11, 1985, σ.13-28.
1
159
___,_
_________________________________,,..
Pernicka Ε. κ.ά., «Οη the composition and provenance of metal artefacts from Poliochni οη Lemnos», σtoloumal ofArchaeology 9 (3), Oxford 1990, σ. 263-98. Petruso Κ., Systems of Weight ίn the BronzeAgeAegean, Indiana (Αηη Arbor) Diss. Inaug. (Microfilm), Michigan 1978, σ. 165-167. Rutter J ., «Review of Aegean Prehistory 11: The Prepalatial Bronze Age of the southern and central Greek mainland», σtoAmeιicanJournal ofArchaeology, τ. 97, Archaeol. Inst. of America, New York 1993, σ. 745-797. Sakellariou Μ., «Les Proto-Grecs» (Le peuplement de la Grece et du Bassin Egeen aux Hautes epoques, 3), Αθήνα 1980. Skoufopoulos Ν., «Mycenaean Citadels», στο Studies in MediteπaneanArchaeology ΧΧΙΙ, Gδteborg 1971. Treuil R., Darcque Ρ. (επιμ.), «L'habitat egeen prehistorique», στο Bulletin de coπespondance Hellenique, Suppl. 19, Paris 1990. Treuil R., Le Neolithique et le BronzeAncien egeens. Les problemes stratigraphiques et chronologiques, les techniques, les hommes, Bibliotheque des ecoles franςaises d'Athenes et de Rome, Fascicule 248, Paris 1983. Waterhouse Η., «Priest-Κings?», σtο Bulletin of the Institute of Classical Studies of the University of London, τ. 21, London 1974, σ. 153-155. Watrous L., «Agia Triada: a new perspective οη the Minoan villa», στoAmerican Journal ofArchaeology, τ. 88, Archaeol. Inst. of America, New York 1984, σ. 123-134. Wiencke Μ., «Change in Early Helladic ΙΙ», στoAmeιicanJournal ofArchaeology, τ. 93, Archaeol. Inst. of America, New York 1989, σ. 495-509.
160
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ 1. Αλεξίου Στ., Μινωικός Πολιτισμός, εκδ. Υιοί Σπ. Αλεξίου, Ηράκλειο 1964. Ένα γενικό βιβλίο, στις σελίδες του οποίου βρίσκει κανείς μια ιστορική επισκόπη ση της εξέλιξης του μινωικού πολιτισμού και της μινωικής τέχνης, καθώς και μια περιγραφή των μεγάλων κρητικών ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλίων, αυτών των σπουδαίων κέντρων δημιουργίας και ακτινοβολίας του εν λό γω πολιτισμού. 2. Βασιλικού Ντ., Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός, εκδ. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας Αρ. 152, Αθήναι 1995. Μετά από μια εισαγωγή στον πολιτισμό της εποχής του Χαλκού, γίνεται εκτενής αναφορά στους τάφους και στα κτερίσματά τους κατά την ΥΕ Ι και την ΥΕ ΙΙ, κα θώς και στις μυκηναϊκές ακροπόλεις και τα ανακτορικά κέντρα, στη μυκηναϊκή κε ραμική, τη γραφή, τη θρησκεία, στον μυκηναϊκό κόσμο και στο τέλος του μυκηναϊ κού πολιτισμού. Επίσης ασχολείται με τη μυκηναϊκή Ελλάδα στον Όμηρο. Το βι βλίο περιλαμβάνει επιλεγμένη βιβλιογραφία. 3. Barber R.L.N., Οι Κυκλάδες στην Εποχή του Χαλκού, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1994. Βασικό εγχειρίδιο για την προϊστορία των Κυκλάδων. Μέσα στις σελίδες του βι βλίου βρίσκει κανείς πληροφορίες για τη δημιουργία στις Κυκλάδες του κυκλαδι κού πολιτισμού πριν από 5.000 χρόνια, για την ανάπτυξη αλλά και για την παρακ μή του, για τις σχέσεις του με τους συγχρόνους του πολιτισμούς της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας αλλά και για τα ίχνη που άφησε στα νησιά των Κυκλάδων από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα. 4. Benvenuti A.G., Η Πολιόχνη και το νησί της Λήμνου ανάμεσα στην αρχαιολογία και τη μυθολογία, εκδ. Λ. Μπρατζιώτη, Αθήνα 1993. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται εκτενώς στην Πολιόχνη της Λήμνου τόσο από αρχαιο λογική όσο και από μυθολογική άποψη. 5. Μιχαηλίδου Αν., Κνωσός. Πλήρης οδηγός του Ανακτόρου του Μίνωα, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997. Το πρώτο μέρος του Οδηγού αναφέρεται στο μυθολογικό και ιστορικό πλαίσιο της Κνωσού. Ακολουθεί το χρονικό των ανασκαφών, η ιστορία του ανακτόρου με ιδι αίτερες πληροφορίες για τους Μινωίτες που κατοικούσαν εκεί, για τις διαδοχικές αρχιτεκτονικές φάσεις του ανακτόρου, καθώς και για τις καταστροφές του και τις μετακινήσεις πληθυσμών οι οποίες έγιναν στην Κνωσό αλλά και σε όλο το νησί. Το δεύτερο μέρος περιέχει την ξενάγηση στο χώρο, αρχίζοντας από την τοπογραφία της περιοχής και τη διαδρομή που ακολουθεί κανείς για να φθάσει σε αυτόν. Στην περιήγηση του ανακτόρου δίδεται το γενικό σχέδιό του, υπάρχουν αναφορές στα υλικά και στον τρόπο δομής του, ενώ κάποια ευρήματα, τα οποία βρίσκονται στο Μουσείο Ηρακλείου, παρέχουν στοιχεία για τον τρόπο ζωής των Μινωιτών, για τη
1
161
��,w;w._���"fu����®f@W�
[
JJ
γραφή, τη θρησκεία τους κ.ά. Τέλος, γίνεται λόγος και για τα γύρω από το ανάκτο ρο της Κνωσού κτίρια. 6. Παπαϊωάννου Κ., Τέχνη και Πολιτισμός στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις/Θεωρία αρ. 18, Αθήνα 1998. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια συστηματική και επιστημονικά ενημερωμένη παρου σίαση της ελληνικής τέχνης. Υπάρχουν κεφάλαια αφιερωμένα στην Πρώιμη Χαλ κοκρατία, στους Αχαιούς στην Ελλάδα, στον κρητικό πολιτισμό, στη μινωική τέ χνη, στον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό, σ. 26-57. 7. Treuil R. κ. ά., Οι πολιτισμοί του Αιγαίου, εκδ. Ινστιτούτο του Βιβλίου-Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996, σ. 174 κ.ε. Πρόκειται για ένα συλλογικό έργο, όπου γίνεται αναφορά στους πολιτισμούς του Αιγαίου από την Πρώιμη Χαλκοκρατία μέχρι και το τέλος της Ύστερης Χαλκο κρατίας. Επισημαίνουμε τις αναφορές στον υλικό πολιτισμό, αλλά και στους αν θρώπους, και ιδιαίτερα το κεφάλαιο II για τις κρητικές γραφές, σ. 252-267, το κε φάλαιο VI για την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, σ. 384-399, το κεφάλαιο 1 για τις πηγές της μυκηναϊκής ιστορίας, σ. 403-447, το κεφάλαιο II για την ιστορία του μυκηναϊκού κόσμου, σ. 448-482, και τα κεφάλαια 111 και IV για τον μυκηναϊκό πολιτισμό και τη μυκηναϊκή Κρήτη, σ. 483-581. Επίσης, μπορείτε να βρείτε πλού σια βιβλιογραφία. 8. Vermeule Ε., Ελλάς. Εποχή του Χαλκού, Εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1983. Ένα γενικό βιβλίο για την εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα, που αναφέρεται στην κατάσταση της έρευνας για την εποχή αυτή, όπως ήταν το 1964. 9. Evans Α., The Palace of Mίnos at Knossos 1-W και ευρετήρια Index [υπό τον τίτλο] Indexto the Palace ofMinos by]oanEvans, London 1921-1936. Στο βιβλίο αυτό μπορείτε να βρείτε τις απόψεις του Α. Evans για την Κνωσό. 10. Iakovidis Sp., La,te Helladic Citadels on Mainland Greece (Μο. Graeca et Romana, 4), Leiden 1983. Η πληρέστερη συνθετική μελέτη για τις ακροπόλεις της Τίρυνθας, της Μιδέας, των Μυκηνών, των Αθηνών και του Γλα. 11. Marinatos Sp., Hirmer Μ., «Κreta, Thera und das mykenische Hellas», Aufn. von Μ. Hirmer, Aufl. 2, Mίinchen 1973. Ένα βιβλίο που ασχολείται με την ιστορία της τέχνης και την εικονογραφία της εποχής ενώ από τη σελίδα 53 και εξής αναφέρεται ειδικά στην έκρηξη του ηφαι στείου της Θήρας. Επίσης από τα εκπαιδευτικά βίντεο του Ιδρύματος Μελετών Λαμπράκη προτείνε ται από τη σειράΑρχαία Ελληνική Ιστορία το βίντεο «Μυστήριο στις Κυκλάδες Πρώιμη εποχή του Χαλκού». Το βίντεο συνοδεύεται από βιβλίο-οδηγό.
162
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΥΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1000-31 Π.Χ.) Δ.Πλάντζος
Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να παρουσιάσει τη συμβολή της αρχαιολο γίας στη μελέτη του κλασικού ελληνικού πολιτισμού. Αναφέρονται συνοπτικά ση μαντικές αρχαιολογικές θέσεις, οι οποίες παρέχουν καίριες πληροφορίες για τη μορφή και την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού κατά την 1 η χιλιετία π.Χ.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • απαριθμείτε πέντε από τους κυριότερους αρχαιολογικούς χώρους της κλασι κής Αρχαιότητας στην Ελλάδα και να σχολιάζετε τη σημασία τους για τη με λέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού· • αναφέρετε χαρακτηριστικά αρχαία μνημεία από το δημόσιο, το θρησκευτικό και τον ιδιωτικό βίο των αρχαίων Ελλήνων· περιγράφετε σε γενικές γραμμές τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά των αρ • χαίων ελληνικών πόλεων· • μιλήσετε σε γενικές γραμμές για τα ιερά της Ολυμπίας, των Δελφών και της Ακρόπολης • περιγράφετε τα ταφικά έθιμα των αρχαίων Ελλήνων· • αναφέρεστε με συντομία σε συγκεκριμένους τύπους αρχαίων ελληνικών κτι ρίων, να περιγράφετε τη δομή τους και να αναφέρετε τη χρήση τους.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • • • •
Έννοιες Κλειδιά
Κλασική αρχαιολογία Αρχαιολογικός χώρος Ιππόδαμος-Ιπποδάμειο Σύστημα Αγορά-Γυμνάσιο-Ωδείο-Θέατρο Ιερό-ναός-βωμός-θησαυροί (Δελφοί-Ολυμπία-Ακρόπολη) Στοά-περιστύλιο Νεκροταφείο-ταφικός περίβολος-τάφος-επιτύμβια στήλη
Η μελέτη των υλικών καταλοίπων του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού αποτελεί έρ γο ενός ειδικού κλάδου της αρχαιολογίας, που ονομάζεται κλασική αρχαιολογία. Όπως και η προϊστορική αρχαιολογία, η οποία μελετά στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού πριν από την εμφάνιση της γραφής, έτσι και η κλασική αρχαιολογία
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
163
βασίζεται πρωταρχικά στην ανασκαφή για τον εντοπισμό και τη διερεύνηση αρ χαιολογικών θέσεων όπου αναπτύχθηκε ο πολιτισμός τον οποίο μελετά. Η ανασκαφή μιας αρχαιολογικής θέσης στοχεύει: • στη διασαφήνιση του ρόλου και της ιστορικής εξέλιξης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων (τείχη, ναοί, δημόσια κτίρια, περίβολοι, οικίες, τάφοι)· • στη συστηματική περισυλλογή και ταξινόμηση των κινητών ευρημάτων (γλυπτά, αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα κ.ο.κ.) από ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους και την αξιολόγηση της πολιτισμικής αξίας τους (έργα τέχνης, αφιερώματα, νεκρικά δώρα κ.ο.κ.). Κατά τη μελέτη των υλικών καταλοίπων του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, όμως, ο κλασικός αρχαιολόγος οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και άλλους παρά γοντες, όπως τους ακόλουθους: Ιστορικές πηγές: για τις περισσότερες περιόδους του ελληνορωμαϊκού πολιτι σμού διαθέτουμε σύγχρονες ιστορικές, επιγραφικές και άλλες φιλολογικές μαρτυ ρίες. Αυτές μπορεί να είναι αυτούσιες ιστορικές πραγματείες, που σκοπεύουν στη διατήρηση συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων στη μνήμη των ανθρώπων, όπως τα έργα του Θουκυδίδη και του Πολύβιου, ή τυχαίες αναφορές που απαντούν στα έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο Πλούταρχος, ο Παυσανίας ή ο Πλίνιος. Ακόμη, χρήσιμες για το έργο του ιστορικού-αρχαιολόγου είναι πληροφορίες από λογοτε χνικά έργα της Αρχαιότητας, όπως η αττική τραγωδία και κωμωδία (ιδίως οι κω μωδίες του Αριστοφάνη, που είναι γεμάτες από πραγματολογικές αναφορές). Αυ τές οι ιστορικές πηγές βοηθούν τον αρχαιολόγο στην αξιολόγηση των ευρημάτων του. Αποτελούν, όμως, και μία επιπλέον «πρόκληση» για τον μελετητή, αφού οφεί λει να ελέγξει την εγκυρότητα και την ακρίβεια των φιλολογικών κειμένων που χρησιμοποιεί πριν βασίσει σε αυτά τα συμπεράσματά του. Αισθητική και καλλιτεχνική αξία: η μελέτη του κλασικού ( = ελληνορωμαϊκού) πολιτισμού ανάγεται στο ενδιαφέρον που έδειξαν Δυτικοευρωπαίοι ιστοριοδίφες και καλλιτέχνες από τον 160 αι. κι έπειτα για την τέχνη και την ιστορία της αρχαί ας Ελλάδας. Μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η κλασική αρχαιολο γία περιοριζόταν λίγο-πολύ στην ιστορία της αρχαίας τέχνης. Το αποτέλεσμα αυ τής της προσέγγισης ήταν να αντιμετωπίζονται ως έργα τέχνης, και μάλιστα υψη λής, με ανάλογη συλλεκτική και αγοραστική αξία, χρηστικά αντικείμενα της Αρ χαιότητας, όπως τα αττικά αγγεία. Αναμφίβολα, ο ελληνικός πολιτισμός χαρακτη ρίζεται από αισθητική λεπτότητα και τεχνική αρτιότητα, η εμμονή, όμως, του σύγ χρονου μελετητή στη σημερινή καλλιτεχνική αποτίμηση των αρχαίων καταλοίπων οδηγεί στην παρερμηνεία του πολιτισμού που τα δημιούργησε. Η αισθητική και καλλιτεχνική αξία ενός ευρήματος παραμένει βασικ6ς παράγοντας για την πολιτι στική του ένταξη, με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται με βάση τα πραγματικά δε δομένα της εποχής από την οποία προέρχεται. Πολιτισμική ταυτότητα: καθώς ο κλασικός πολιτισμός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, πολλά μνημεία της Αρχαιότητας αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν σημεία αναφοράς στη σύγχρονη περίο δο διεθνώς. Αυτή τους η ιδιότητα τους προσδίδει νέα στοιχεία πολιτισμικής ταυτό τητας, τα οποία είτε δεν σχετίζονται, είτε ακόμη και βρίσκονται σε πλήρη αντίθε-
164
1
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ση με την ιστορική τους καταγωγή. Για παράδειγμα, ο Παρθενώνας είναι σήμερα διεθνές σύμβολο του κλασικού πολιτισμού, του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, ακόμη και της αρχαίας Ελλάδας, έστω κι αν δεν γνωρίζουν όλοι την ακριβή χρονο λογία ανέγερσής του και το σκοπό για τον οποίο κτίστηκε... Το έργο του κλασικού αρχαιολόγου δεν θα πρέπει να επηρεάζεται από τις σύγχρονες αντιλήψεις για την εποχή που μελετά, είναι, όμως, σκόπιμο να λαμβάνεται υπόψη η πολιτισμική ταυ τότητα του μνημείου, ιδίως σε θέσεις παγκόσμιας απήχησης και προβολής, όπως η Ακρόπολη των Αθηνών, οι Δελφοί κ.ο.κ., έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτός ο χαρα κτήρας και η σημασία του συγκεκριμένου μνημείου/χώρου για τη συγκεκριμένη εποχή. Η απήχηση του κλασικού πολιτισμού, αποτέλεσμα της εμβέλειάς του, επε κτείνεται πέραν των ιστορικών ορίων του. Ακόμη και θέσεις προϊστορικές, όπως οι Μυκήνες ή η Τροία, οφείλουν εν μέρει τη μεγάλη διεθνή τους απήχηση (που με ταφράζεται και σε τουριστική επισκεψιμότητα) στο γεγονός ότι συνδέονται με κο ρυφαία έργα της κλασικής γραμματείας, όπως τα ομηρικά έπη. Στο κεφάλαιο αυτό θα μελετήσουμε τις σημαντικότερες κατηγορίες θέσεων, αρχαιολογικών χώρων, του κλασικού πολιτισμού: πολεοδομικά συγκροτήματα (ενότητα 3.1), ιδιωτικά και δημόσια κτίρια (ενότητα 3.2), χώρους λατρείας (ενότη τα 3.3) και χώρους ταφής (ενότητα 3.4). Σε κάθε περίπτωση, θα εξετάσουμε συ γκεκριμένα παραδείγματα αρχαιολογικών χώρων που έχουν επιλεγεί λόγω της σημασίας τους για τη μελέτη του κλασικού πολιτισμού. Παράλληλα Κείμενα, επι λεγμένα από αρχαιολογικούς οδηγούς και επιστημονικά εγχειρίδια, θα σας βοη θήσουν στην περαιτέρω μελέτη κάθε περίπτωσης.
1
165
Ενότητα 3.1
Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ [ΙΟΛΗΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ Την κατάρρευση των ανακτορικών πολιτισμών της εποχής του Χαλκού γύρω σrο 1200 π.Χ. διαδέχθηκε μια παρατεταμένη περίοδος αναταραχών και μετακινή σεων σε όλη την έκταση του ευρύτερου ελλαδικού χώρου. Μέχρι το 1000-950 π.Χ., τα διάφορα ελληνικά φύλα είχαν εγκατασταθεί εκ νέου στον ζωτικό τους χώρο, οριοθετώντας τις μετέπειτα φυλετικές διαφορές του ελληνικού πολιτισμού (Δωρι είς στην Πελοπόννησο, την Κρήτη, τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία Ίωνες σrην Αττι κή, τα νησιά του Αιγαίου, την κεντρική Μικρά Ασία κ.ο.κ.). Μικροί οικισμοί, συ χνά εγκατεστημένοι σε θέσεις ήδη κατοικημένες κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, απο τέλεσαν τη βάση για τις σημαντικές πόλεις-κράτη της αρχαϊκής περιόδου. Η αρχαιολογική έρευνα συμπληρώνει σημαντικά τις πληροφορίες των αρχαί ων ιστορικών και τις ενδείξεις, σχεδόν πάντα συγκεχυμένες, που μπορεί κανείς να συλλέξει από τους αρχαίους μύθους.
Μελέτη Περίπτωσης 1 Ο οικισμός σrο Λευκαντί της Εύβοιας
Η ανασκαφή του οικισμού στο σημερινό Λευκαντί της Εύβοιας (μεταξύ της Χαλκίδας και της Ερέτριας) απέδειξε ότι κατά την περίοδο από το 1100 έως το 750 π.Χ. η Εύβοια γνώρισε αξιόλογη οικονομική ανάπτυξη, που οφείλεται, σε με γάλο βαθμό, στις εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές με την Εγγύς Ανατολή. Ιδίως από τον 9ο οι. και μετά, η εικόνα της δυσπραγίας και της εγκατάλειψης αλ λάζει και ο ελληνικός πληθυσμός αυξάνεται, όπως δείχνουν τα ανασκαφικά ευ ρήματα από πολλές περιοχές της Ελλάδας. Τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου αντανακλούν διάφοροι μύθοι που διασώθηκαν από τότε: οι κωμοπόλεις της Ατ τικής, οι Αθήναι, συνενώνονται υπό την ηγεσία του (μυθικού) βασιλιά Θησέα, η μυθική κάθοδος των Ηρακλειδών συμβολίζει την προσπάθεια της Σπάρτης να εδραιωθεί στην περιοχή της κ.ο.κ. Ήδη το 800 π.Χ. οι Έλληνες συμμετέχουν στο διεθνές εμπόριο μετάλλου (κυ ρίως): ελληνικοί εμπορικοί σταθμοί ιδρύονται πριν από τα μέσα του θου οι. στη συροπαλαιστινιακή ακτή, όπως αποδεικνύεται από την ανεύρεση ελλαδικής κε ραμικής (από την Εύβοια) στις εκεί ανασκαφές. Μυθικές αναφορές, που επιβε βαιώνονται από τις ανασκαφές, μιλούν για την πρώτη ελληνική αποικία στη Δύ ση, στο νησίΊσχια στον Κόλπο της Νεάπολης, γύρω στο 770 π.Χ. Δεν είναι τυ χαίο το γεγονός ότι μεταγενέστεροι φιλόσοσφοι, όπως ο Πλάτων και ο Αριστο τέλης, έβλεπαν το θαλάσσιο εμπόριο ως την καταλυτική δύναμη αλλαγής και
166
1 !t
!t
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
προόδου, στην οποία χρωστούσε την ανάπτυξή του ο ελληνικός πολιτισμός. Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά σε περιπτώσεις εμπόρων που διασχίζουν τις θάλασ σες μεταφέροντας και ανταλλάσσοντας εμπορεύματα. Η ίδια η θεά Αθηνά, όταν φθάνει στην Ιθάκη αρωγός του νεαρού Τηλέμαχου, μεταμφιέζεται σε έμπορο, κυβερνήτη καραβιού που μεταφέρει σίδηρο για να τον ανταλλάξει με χαλκό (Οδύσσεια α 180 κ.ε.). Η ανασκαφή στο Λευκαντί ανέδειξε υλικά κατάλοιπα από περίπου το 2000 π.Χ. έως τον 80 αι. π.Χ. Οι τάφοι του οικισμού περιείχαν χρυσά κοσμήματα και είδη πολυτελείας εισηγμένα από την Εγγύς Ανατολή. Βρέθηκαν επίσης τα ερεί πια ενός εργαστηρίου χαλκοπλαστικής (με μήτρες για τη χύτευση του μετάλλου) που λειτουργούσε τον 9ο αι. π.Χ., προσφέροντας έτσι μια πολύτιμη μαρτυρία για την ανάπτυξη της τεχνολογίας στον ελλαδικό χώρο. Οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές διαφορές, αλλά ίσως και η εμπλοκή διε θνών δυνάμεων οδήγησαν στη σύγκρουση των δύο επιφανών ευβοϊκών πόλεων, της Ερέτριας και της Χαλκίδας, στο διάστημα 730-710 π.Χ. Μεταγενέστεροι ιστο ρικοί αναφέρουν ότι οι δύο πόλεις συγκρούστηκαν για την κατοχή του Ληλαντίου πεδίου, μιας πεδιάδας που βρισκόταν ανάμεσά τους. Οι λόγοι του πολέμου, όμως, φαίνεται ότι κρύβονταν στον αγώνα των δύο πόλεων για επικράτηση στο διεθνές εμπόριο της εποχής, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι πολλές ελληνικές πόλεις, σύμφωνα με αναφορές αρχαίων ιστορικών, τάχθηκαν με τον έναν από τους δύο αντιπάλους. Η αποδυνάμωση των δύο έως τότε ισχυρών ευνόησε την άνοδο της Κορίνθου και αργότερα της Αθήνας, που κυριαρχούν στο διεθνές εμπόριο και τις πολιτικές εξελίξεις κατά την αρχαϊκή περίοδο. Η ανασκαφή στο Λευκαντί δείχνει την οριστική εγκατάλειψη του οικισμού στα τέλη του 8ου αι. Το Ηρώο Ένα ιδιαίτερα σημαντικό κτίριο, μήκους περ. 48-50 μ. και πλάτους 10-13 μ., ανακαλύφθηκε στο Λευκαντί το 1980. Στη μια στενή του πλευρά το κτίριο ήταν αψιδωτό, και φαίνεται ότι το περιέβαλλε στεγασμένος διάδρομος με ξύλινες κο λόνες (βλ. Εικ. 2, κεφάλαιο 3 του τόμου Α της παρούσας Θ.Ε.). Το κτίριο στέγαζε την ταφή ενός πολεμιστή: ο νεκρός είχε αποτεφρωθεί στο χώρο όπου μεταγενέ στερα υψώθηκε το κτίριο και τα λείψανά του είχαν τοποθετηθεί μέσα σε ένα χάλ κινο αγγείο. Δίπλα στον άνδρα είχε ταφεί μια γυναίκα. Οι δύο ταφές συνοδεύο νταν από πολυάριθμα ταφικά αφιερώματα, τον οπλισμό του άνδρα, μεταλλικά κοσμήματα και εισηγμένα «είδη πολυτελείας». Το μνημείο, το οποίο ίσως αρχικά ήταν οικία, θα πρέπει να εξελίχθηκε σε κάποιο είδος «ηρώου» της πόλης. Η χρή ση του και η μετατροπή του σε ταφικό μνημείο χρονολογούνται στην περίοδο 1000-950 π.Χ. Το επίπεδο του πολιτισμού που εκπροσωπεί συνδέει τη μυκηναϊ κή Ελλάδα με την Ελλάδα των ιστορικών χρόνων και αποτελεί τη μόνη έως τώρα υλική αντανάκλαση των συγκεχυμένων μυθολογικών και φιλολογικών αναμνήσε ων που διατηρούσαν οι Έλληνες της κλασικής περιόδου για το ηρωικό παρελ θόν τους.
167
ΕΝ
κ::>
168
.1
Δραστηριότητα 1/Κεφάλαιο 3 Αφού μελετήσετε το Παράλληλο Κείμενο του Χ.Θ. Μπούρα, Μαθήματα Ιστορίας της Αρχι τεκτονικής 1, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1980, σ. 276-285, να δώσετε μια σύντομη περιγραφή (300 λέξεις) του Ιπποδάμειου Συστήματος και της σημασίας του για την ελληνική πολεοδομία. Μια δική μας υπόδειξη θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 3.2
ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΒΙΟΣ Καθώς η αρχαιολογία, μέσω της ανασκαφής, μελετά κατά κύριο λόγο τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, τα στοιχεία που αναδεικνύει αναφέρονται στις συν θήκες ζωής των αρχαίων πολιτισμών μάλλον παρά στις αντιλήψεις τους. Παράλλη λα με την πληθώρα κειμένων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων με περιγραφές, κρί σεις και σχόλια για την καθημερινή ζωή στην Αρχαιότητα, οι ανασκαφές μεγάλων και μικρότερων αρχαίων οικισμών καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής στην αρχαία Ελλάδα. Η πόλη των Αθηνών, βεβαρημένη από τη συνεχή κατοίκηση μέχρι τις μέρες μας και τον υδρο κεφαλισμό της σύγχρονης πρωτεύουσας, έχει δώσει, ωστόσο, μετά από χρόνια συ στηματικής και κοπιώδους ανασκαφικής έρευνας, σημαντικά μνημεία των παλαιό τερων περιόδων της ζωής της.
3.2.1
Η αρχαιοελληνική οικία
Τα σπίτια των αρχαίων Ελλήνων ήταν κατά κύριο λόγο μικρά, χωρίς λαμπρή διακόσμηση και συχνά κτισμένα από ευτελή υλικά. Για την Αθήνα συγκεκριμένα, ο ρήτορας Δημοσθένης παρατηρεί σε μια ομιλία του ότι «το σπίτι του Θεμιστοκλή και του Μιλτιάδη δεν ξεχώριζε από τα σπίτια των πολλών, μα ήταν όλα μικρά και ακό σμητα» (23.206-7). Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς παρατηρούν ότι οι ιδιωτικές οικίες στην Αθήνα ήταν μικρές, σκοτεινές, και στερούνταν ανέσεων. Οι συνθήκες αυτές, όμως, μεταβάλλονται ήδη από τον 4ο αι. π.Χ., όταν κάποιοι πολίτες απολαμβάνουν πολυτελέστερων κατοικιών, προκαλώντας αντιδράσεις από τους συντηρητικότε ρους συμπολίτες τους που τους κατηγορούν για ασέβεια στα δημοκρατικά ήθη.
Μελέτη Περίπτωσης 2 Οι αθηναϊκές οικfες του Sou αιώνα π.Χ. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, οι ιδιωτικές κατοικίες καταλάμβαναν την έκταση γύρω από το βράχο της Ακρόπολης και την Αγορά. Μεγάλο κομμάτι αυ τής της περιοχής είναι γνωστό από τις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς και από τις ανασκαφές, συ νήθως έκτακτες (σωστικές), της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου, συχνά στο πλαίσιο ενός δημόσιου έργου (όπως η κατασκευή του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου). Η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας του 5ou αιώνα ήταν δυτικά-βο ρειοδυτικά της Ακρόπολης, στην περιοχή ανάμεσα στους λόφους του Άρειοu Πάγου, της Πνύκας και τους λόφους που σήμερα αποκαλούμε Φιλοπάππου και
ι
1
1
1s9
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
wt��m@MM�r.t���w:m����imwar,w,%\tit.Wd�t�'¾�
λόφο του Αστεροσκοπείου («Λόφος του Μουσείου» και «των Νυμφών» αντίστοι χα). Σύμφωνα με την παρατήρηση ενός αρχαίου συγγραφέα, «η Πνύκα ονομά στηκε έτσι γιατί ήταν πυκνοκατοικημένη». Ανατρέξτε στην Εικ. 19 του κεφαλαί ου 2 στον τόμο Δ της Θ.Ε. Τέχνες 1: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας και παρατηρήστε δύο χαρακτηρι στικά δείγματα ιδιωτικών οικιών της Αθήνας του 5ου οι. π.Χ. Τα δωμάτια είναι διατεταγμένα γύρω από μια κεντρική αυλή (δέκα για τη μεγαλύτερη οικία και τέσσερα για τη μικρότερη). Το σχήμα είναι ακανόνιστο, ακολουθώντας τους πε ριορισμούς του διαθέσιμου οικοπέδου. Η μεγαλύτερη οικία διαθέτει και κατά στημα ή εργαστήριο, με ανεξάρτητη πρόσβαση στο δρόμο αλλά αποκομμένο από το εσωτερικό του σπιτιού. Η ύδρευση της οικίας εξασφαλίζεται από το πη γάδι στην κεντρική αυλή.
Ανάλογη με τα σπίτια ήταν και η εικόνα που παρουσίαζαν οι δρόμοι της Αθή νας. Ο Φιλόστρατος, μάλιστα, ένας συγγραφέας του 2ου-3ου αι. μ.Χ., μας πληρο φορεί ότι, στην εποχή του, η κακή ρυμοτομία με τους στενούς, μπερδεμένους δρό μους, ονομαζόταν και «αττική» (Τα ες τον ΤυανέαΑπολλώνιον, 2.23). Την κατά σταση δυσχέραιναν και οι αυθαίρετες επεμβάσεις των ιδιωτών, οι οποίοι συχνά καταπατούσαν τις οδούς και άλλους δημόσιους χώρους, διακινδυνεύοντας, σύμ φωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς, υψηλά πρόστιμα.
3.2.2
Δημόσιοι χώροι
Η γοργή ανάπτυξη της πόλης-κράτους κατά την Αρχαϊκή περίοδο δημιούργησε την ανάγκη για την ανέγερση κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα, όπου στεγάζονταν οι διάφορες πολιτικές δραστηριότητες και υπηρεσίες. Κατά κύριο λόγο τα δημόσια κτίρια συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης, στο χώρο τηςΑγοράς (λέξη που ση μαίνει «συγκέντρωση» στα αρχαία ελληνικά).
e
Παράλληλο Κείμενο Μελετήστε το απόσπασμα από το βιβλίο Η Αρχαία Αγορά των Αθηνών, Οδηγός, αρ. 8, ΥπηρεσίαΑρχαιοτήτων και Αναστηλώσεων, Αθήνα 1965, σ. 28-47, που θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα. Περιλαμβάνει περιήγηση στο χώρο όπου βρίσκο νται και τα κτίρια της δυτικής πλευράς τηςΑγοράς. Τα κοσμικά κτίρια που συναντούμε στις αγορές των ελληνικών πόλεων στεγά ζουν διοικητικές υπηρεσίες ( όπως το Πρυτανείον της Αθήνας) και αποτελούν χώ ρους συνελεύσεων (βουλευτήριον) ή χώρους απονομής δικαιοσύνης ( όπως το δι καστήριο της Ηλιαίας στην αθηναϊκή Αγορά). Παράλληλα, οι αγορές των ελληνι κών πόλεων εμπλουτίζονται και με μικρά υπαίθρια ιερά, βωμούς, αλλά και μεγά λους ναούς.
170
1 !!
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
--�---------------- �8'+---t---+-+--------
• • • J •
5.�?,--t--·-----· 23,78-----i--+-+--+...+-!"I Q_
1!;�.�..:.-:---:_:_ ��11
1
,;
ι,
il !. 1
i
=-117·
1
j
••• 81 1
•• ί
"' ι
ο --ο· C'
1
1
�1 Ι
1
.;.ι �� 1 '!2- 1 �
rι 1
..
:e
• .μ
------1, - - ---------
• •·
rτ== Ί
,
ι'
:
ι
__. ί i �__ιι==:::.-J ι. �--- - ·----=::-= r.
Ί......:."=---- -----� ---·�� Εικόνα 1 Το βουλευτήριο της Μιλήτου (174-164π.Χ). Κάτοψη (Dunn),
(Μπούρας ΧΘ., 1980, σ. 313, εικ. 11.)
171
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
�$'\�®.��R@���,�t��*�\::W��""��¾s,�,���illί,f:;·���\�
Παράδειγμα 1 Το βουλευτήριο της Μιλήτου
Το παλαιότερο βουλευτήριο της Αθήνας χρονολογείται στον 60 αι. π.Χ. Ήταν μια μικρή αίθουσα με μεγάλο προθάλαμο. Το κτίριο αυτό αντικαταστάθηκε τον 5ο αι. από ένα βουλευτήριο νέου τύπου, με εσωτερικό αμφιθέατρο. Ο τύπος αυτός καθιερώθηκε για τα αρχαία βουλευτήριο. Τον συναντούμε πολύ αργότερα (175-164 π.Χ.) στη Μίλητο της Μικράς Ασίας (Εικόνα 1). Ο κύριος χώρος των συνεδριάσεων είναι ένα στεγασμένο αμφιθέατρο 1.200 ατόμων. Το αίθριο περιβάλλεται από στο ές, ενώ στο κέντρο του έχει ανεγερθεί μνημείο λατρείας ενός τοπικού ήρωα.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησης 1/Κεφάλαιο 3 �
Αφού μελετήσετε το κεφάλαιο 2 «Από των χρόνων του Σόλωνος μέχρι της καταστροφής της πόλεως υπό των Περσών, 600-479 η.Χ. », από το βιβλίο του 1. Τραυλού, Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, εκδ. Καπόν, Αθήνα 2 1993, σ. 33-46, που θα βρείτε στα Παράλληλα Κείμενα, να αναφέρετε τον τύπο (η.χ. ναός, δικαστήριο κ.ο.κ.) και το χαρακτήρα (κοσμι κός-θρησκευτικός) των ακόλουθων μνημείων: • Εννεάκρουνος • Πρυτανικόν • Εκατόμπεδον • Εννεάπυλον • Ηλιαία • Μητρώον • Ολυμπιείον • Κυνόσαργες • Προπύλαια • Πελαργικόν Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Οι ίδιοι οι Έλληνες συχνά παρατηρούσαν ότι η πενιχρή εικόνα της ιδιωτικής ζω ής τους πολύ απείχε από τη λαμπρότητα του δημόσιου βίου τους. Πράγματι, στην Αθήνα η φτωχή εικόνα του ιδιωτικού βίου, τουλάχιστον κατά τον So αιώνα π.Χ., έρ χεται σε αντίθεση με τη φροντίδα της πολιτείας για τους δημόσιους χώρους και τα κτίρια που σχετίζονταν αφενός με τη λατρεία, αφετέρου με την πολιτική ζωή. Κατά την Κλασική περίοδο (5ος-4ος αι. π.Χ.), στην Αγορά των Αθηνών (Εικ. 2) κτίζεται ένας αριθμός επιβλητικών κτιρίων, που έρχονται να προστεθούν σε αυτά που είχαν ιδρυθεί κατά την Αρχαϊκή περίοδο (κυρίως τον 60 αι. π.Χ.). Ναοί, βωμοί, δικαστικά μέγαρα, χώροι συνελεύσεων και συνεστιάσεων, αρχεία και αποθήκες βρίσκουν τη θέση τους γύρω από την κεντρική πλατεία της Αγοράς. Η διάταξη όλων αυτών των αρχιτεκτονημάτων, μέσα στα οποία αναπτύχθηκε και εκφράστηκε η αθηναϊκή δημο κρατία, υπογραμμίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της ζωής στην κλασική Αθήνα και τη φροντίδα των ίδιων των Αθηναίων για το πολίτευμά τους.
172
1
1
1
.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΡΧΗΣΤΡΑ
Εικόνα2
1
173
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
Μελέτη Περίπτωσης 3 Η τυπολογία και η χρήση της στοάς
Η στοά είναι ένα απλό, επίμηκες κτίριο, με κιονοστοιχία στη μία επιμήκη πλευρά του, ώστε αυτή να παραμένει ανοικτή στον υπαίθριο χώρο που το περι βάλλει. Ο κοινωνικός, ομαδικός χαρακτήρας της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής των Ελλήνων, σε συνδυασμό με το εύκρατο ελληνικό κλίμα συνετέλεσαν στη διάδοση αυτού του αρχιτεκτονικού τύπου και ευνόησαν τη χρήση του σε τέ τοιο βαθμό, ώστε η στοά να αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη δημιουργία της αρ χαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 2/Κεφάλαιο 3 Αφού μελετήσετε το Παράλληλο Κείμενο του Χ.Θ. Μπούρα, Μαθήματα Ιστορίας της Αρχι τεκτονικής 1, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1980, σ. 293-301, το οποίο περι γράφει τα βασικά δομικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής στοάς, την εξέλιξή της ως αρχι τεκτονικού τύπου και την τυπολογία της, να αναφέρετε τρεις από τις κυριότερες χρήσεις της αρχαιοελληνικής στοάς. Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 3 Μελετήστε ξανά την Εικόνα 2. Πόσες και ποιες στοές περιλαμβάνει; Με βάση τα προηγού μενα, μπορείτε να εντοπίσετε στην Εικόνα 2 στοιχεία που να δικαιολογούν την άποψη του Χ. Μπούρα ότι κατά τον 5ο αι. υπήρξε «προσπάθεια πλαισιώσεως ενός χώρου με στοές, που έχει άμεση σχέση με τις τάσεις εφαρμογής κανονικού σχηματισμού ιερών και αγο ρών»; (Μπούρας Χ.Θ., 1980, σ. 294) Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 3 Το κείμενο που ακολουθεί γράφηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. από έναν συγγραφέα που ίσως αποκα λείται Δικαίαρχος (απόσπασμα 59). Να το διαβάσετε προσεκτικά και να συγκρίνετε τα σχόλια του συγγραφέα με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες που παρουσιάσαμε σε αυτό το κεφάλαιο: «Η δε πόλη των Αθηνών είναι όλη ξερή, άνυδρη, και καθώς είναι τόσο παλιά, δεν έχει καλή ρυμοτομία. Τα περισσότερα σπίτια είναι ασήμαντα, λίγα σε καλή κατάσταση. Με την πρώτη ματιά, ο ξένος απορεί, πώς είναι δυνατόν αυτή να είναι η ένδοξη πόλη των Αθηναίων. Αμέ σως μετά, όμως, κανείς πείθεται γι' αυτό. Η πόλη έχει Ωδείο, από τα ομορφότερα στον κό σμο, μεγάλο, ονομαστό και αξιοθαύμαστο θέατρο. Πάνω από το θέατρο βρίσκεται το ιερό της Αθηνάς, πολυτελές, θαυμάσιο, άξιο για μια θεά, ο λεγόμενος Παρθενώνας, που εντυπω σιάζει όσους τον βλέπουν. Είναι και το Ολυμπιείο, ημιτελές αλλά υπέροχο στην όψη λόγω της ωραίας αρχιτεκτονικής του. Αν ποτέ ολοκληρωθεί, θα είναι τέλειο. Τρία γυμνάσια διαθέ τει η πόλη, την Ακαδημία, το Λύκειο και το Κυνόσαργες, γεμάτα δένδρα και χαμηλή βλάστη ση, πεδία καταπράσινα όπου περιδιαβαίνουν κάθε λογής φιλόσοφοι, χώροι αναψυχής και
174
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2 �------------------"ί
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πνευματικής ξεκούρασης. Σχολεία πολλά, ατέλειωτα αξιοθέατα». (Mϋller, 1841-1884, τόμος 11, σ. 254, μτφρ. Δ. Πλάvrζος). Τη σωστή απάvrηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Σχόλιο Μελέτης Στη μελέτη σας θα ήταν χρήσιμο να συμβουλευτείτε την Εικόνα 10 και το Παράλλη λο Κείμενο του Ι Τραυλού, Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, εκδ. Καπόν, Αθήνα 21993, σ. 33-46. Το «Ωδείο», που αναφέρεται στο κείμενο και το σχέδιο του Πίνακα ΠΙ που περιλαμβάνεται σε αυτό, είναι το λεγόμενο «Ωδείον του Περικλέους» (450440 π.Χ.), το «Θέατρο» είναι το Θέατρο του Διονύσου, δίπλα στο Ωδείο, και το «Ολυμπιείον» είναι ο μέχρι σήμερα σωζόμενος Ναός του Ολυμπίου Διός.
1
175
%�M.®f������,�Ί®'f@IJ!.@($'�®'.$$¾§'§t1t4\%\@®.,,�%R�"t�i������100Wi�1!1%ι&��
Ενότητα 3.3
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΙΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ Η θρησκευτική πίστη χαρακτηρίζει κάθε έκφανση της ανθρώπινης εμπειρίας στην αρχαία Ελλάδα. Το αρχαιοελληνικό πολυθεϊστικό πάνθεο καλύπτει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, πνευματικές και χειρωνακτικές, και για τους Έλλη νες κάθε πράξη ή σκέψη αναφέρεται σε κάποια θεότητα ή αποτελεί αυτούσια εκ δήλωση λατρείας. Επομένως, σχεδόν κάθε αρχαιολογικό κατάλοιπο μπορεί να έχει σχέση άμεση ή έμμεση με τη θρησκεία των Ελλήνων. Αυτό γίνεται βέβαια ιδι αίτερα αισθητό στο χώρο της αρχαίας τέχνης, όπου η εικονογραφία έχει έντονα θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας της οργανωμένης λατρείας στην αρχαία Ελλάδα και η διαχρονι κή της εξέλιξη μπορεί κατεξοχήν να μελετηθεί στους χώρους των μεγάλων ιερών, τοπικών ή πανελλήνιων, που έχουν εντοπιστεί και ανασκαφεί. Καθώς μάλιστα οι χώροι αυτοί πάντοτε αποτέλεσαν τόσο το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των μελε τητών της αρχαίας Ελλάδας, όσο και σύγχρονους τουριστικούς πόλους έλξης, εί χαν και το προνόμιο της προσοχής των ανασκαφέων, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Ιερό του Απόλλω νος στους Δελφούς, το Ιερό του Διός στην Ολυμπία και το Ιερό της Αθηνάς Παρ θένου στην Ακρόπολη των Αθηνών. Τα δύο πρώτα ήταν μεγάλα, πανελλήνια ιερά, που δέχονταν προσκυνητές από τον ευρύτερο ελληνικό χώρο ( κυρίως Ελλάδα, νη σιά, Μικρά Ασία, Κάτω Ιταλία και Σικελία) αλλά και μη Έλληνες. Στους Δελ φούς, κύριος πόλος έλξης ήταν το μαντείο του Απόλλωνα, και το Ιερό της Ολυ μπίας ήταν, βέβαια, ο χώρος τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Ακρόπολη των Αθηνών ήταν τοπικό ιερό, όπου επικεντρωνόταν η λατρευτική ζωή των Αθηναίων, η φήμη όμως των μνημείων που στέγαζε, με κυριότερο τον Παρθενώνα, του χάρι σε «διεθνή» εμβέλεια. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρου, τα ελληνικά ιερά μοιράζονται μερι κά κοινά γνωρίσματα, που είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο εκφραζόταν η λατρεία στην αρχαία Ελλάδα: Οι Έλληνες λάτρευαν τους θεούς τους σε κοινή λατρεία. Ο ναός αποτελούσε αφιέ ρωμα της πόλης προς τη συγκεκριμένη θεότητα με σκοπό να στεγάσει το λατρευτικό άγαλμά της. Η λατρεία ήταν συλλογική και υπαίθρια. Στην τελετή, επίκεντρο της οποί ας αποτελούσε η θυσία ζώων (ή, σπανιότερα, η αναίμακτη προσφορά καρπών κ.λπ.) προιστατο ο ιερέας ή η ιέρεια της τιμώμενης θεότητας. Ο βωμός, επί του οποίου ετελεί το η θυσία, ήταν μόνιμη κατασκευή μπροστά στην είσοδο του ναού, από όπου οι πιστοί είχαν την ευκαιρία να δουν το λατρευτικό άγαλμα μέσα στο ναό. Παραπληρωματικά κτίρια, κυρίως στοές, παρείχαν προστασία στους πιστούς από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Τα αφιερώματα, πολύτιμα ή μη, αποτελούσαν επίσης σημαντικό στοιχείο της λατρείας. Στήνονταν στο ύπαιθρο ή στεγάζονταν στους ίδιους τους ναούς, σε στοές και σε μικρά κτίρια, τους θησαυρούς, που είχαν κτιστεί ειδικά για τη φύλαξή τους.
176
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μελέτη Περίπτωσης 4 Το Ιερό της Ολυμπίας Το Ιερό της Ολυμπίας ιδρύθηκε στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του λόφου του Κρονίου, κοντό στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου. Πριν από την ίδρυση του ιερού, στην περιοχή υπήρχε οικισμός, κατά την περίοδο 28001100 π.Χ. (Πρωτοελλαδική-Υστεροελλαδική). Η τέλεση λατρείας στην περιοχή αvόγεται ήδη στην Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, ενώ στην ίδια περίοδο πιθανώς ανάγεται η τέλεση αγώνων. Κατά τη Γεωμετρική περίοδο (10ος-8ος αι. π.Χ.) δη μιουργείται το ιερό άλσος της Ολυμπίας, η Άλτις, και ήδη τον 7ο αι. π.Χ. φιλοξε νεί ιερό κτίσματα και λατρευτικές θέσεις (βλ. Κάτοψη του Ιερού της Ολυμπίας, στο Παράλληλο Κείμενο Α. και Ν. Γιαλούρη, Ολυμπία. Οδηγός του Μουσείου και
του Ιερού, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987).
<11
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 3/Κεφάλαιο 3 Το Παράλληλο Κείμενο των Α. και Ν. Γιαλούρη, Ολυμπία. Οδηγός του Μουσείου και του Ιε ρού, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987, σ. 10-27, συνιστά έναν συνοπτικό οδηγό του αρ χαιολογικού χώρου της Ολυμπίας στη σημερινή του μορφή. Η περιγραφή των συγγραφέ ων δίνει πληροφορίες για την εξέλιξη του Ιερού κατά την Αρχαιότητα. Αφού το μελετήσε τε, δώστε ένα παράδειγμα για καθεμία από τις ακόλουθες κατηγορίες μνημείων: • ναός • βωμός • αφιέρωμα • κτίριο κοσμικής (δηλαδή μη θρησκευτικής) χρήσης • κτίριο αθλητικής χρήσης Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
<11
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 3 Ποια ήταν η χρήση του κτιρίου που αναφέρεται στο προηγούμενο Παράλληλο Κείμενο ως Φιλιππεfοv; Μπορείτε να διατυπώσετε με συντομία τα ιστορικά συμπεράσματα που εξάγο νται από την ύπαρξή του; Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Μελέτη Περίπτωσης 5 Το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς Το Ιερό των Δελφών υπήρχε ήδη κατό τον 110-100 οι. π.Χ., όπως αποδει κνύεται από την ανεύρεση χόλκιvων ειδωλίων, τα οποία πιθανώς απεικονίζουν τον Απόλλωνα. Από τον 80 οι. π.Χ. και εξής παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό, με αποκορύφωμα την Κλασική περίοδο, ενώ παρόλλη λα το Μαντείο του Απόλλωνα και το ιερό που το φιλοξενεί καθίστανται λατρευτι-
1 1
11
177
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
�'\�W�!':���;fκ(t':i���"W:mf]�\W;.ξ;��JΆ@t%t:M'¾.\Z$_4¾i���Ψi®.-�W%ί%��,M1W;*W%ttt:Wi'ii1.W4:f&�**t%'"¼¾,.��f$W-���Q1i�W��
κά κέντρα «διεθνούς» βεληνεκούς (βλ. Κάτοψη του Ιερού του Απόλλωνα στη σ. 34 του Παράλληλου Κειμένου της Μ. Καραμπατέα, Αρχαιολογικός Οδηγός των
Δελφών, εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1997).
Ι>
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 3 Αφού μελετήσετε το Παράλληλο Κείμενο της Μ. Καραμπατέα, Αρχαιολογικός Οδηγός των Δελφών, Αθήνα 1997, σ. 34-62, να συγκρίνετε τη δομή του Ιερού των Δελφών με εκείνη του Ιερού της Ολυμπίας. Συγκεκριμένα, να εντοπίσετε ποιους τύπους μνημείων συναντούμε και στα δύο ιερά. Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Ι>
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 3 Στο βόρειο άκρο του τεμένους του Απόλλωνα βρίσκεται το Στάδιο των Δελφών, το οποίο θα πρέ πει να κτίστηκε μετά το 580 π.Χ. Γιατί ήταν απαραίτητη η ύπαρξη σταδίου στο χώρο του Ιερού; Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Τα δύο πανελλήνια ιερά που μελετήσαμε έως τώρα σε αυτό το κεφάλαιο παρέ χουν πολύτιμες πληροφορίες για την οργάνωση της θρησκείας και την εξέλιξη της λατρείας στην αρχαία Ελλάδα. Παράλληλα, η ανασκαφή των δύο ιερών, ήδη από τις τελευταίες δεκατετίες του 19ου αιώνα, μας γνώρισε σημαντικότατα έργα αρ χαίας τέχνης και αρχιτεκτονικής. Ο συσχετισμός των αρχαιολογικών ευρημάτων με τις ιστορικές πηγές (π.χ. τις επιγραφές), που βρέθηκαν στους ίδιους χώρους, και τις πλούσιες μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων διευκολύνει τον μελετητή στη δημιουργία ενός «πλέγματος» πληροφοριών που σκιαγραφεί τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός τέτοιου αρχαιολογικού χώρου με τεράστια ιστορική αλλά και εμβληματική αξία είναι, σίγουρα, η Ακρό πολις των Αθηνών.
Μελέτη Περίπτωσης 6 Η Ακρόπολις των Αθηνών
Το παλαιό οχυρό της Μυκηναϊκής περιόδου, του οποίου το ισχυρό τείχος παρείχε προστασία στον λιγοστό πληθυσμό της πόλης, εξελίχθηκε σε ιερό της πολιούχου θεάς του οικισμού, της Αθηνάς, όταν, γύρω στον 80 αι. π.Χ., η πόλις των Αθηνών επεκτάθηκε στην πεδιάδα που τον περιβάλλει. Ο Όμηρος αναφέ ρει τον μικρό ναό της Αθηνάς Πολιάδος με το ξύλινο άγαλμα (ξόανον) της θεάς. Κατά τον 60 αι. π.Χ., στο πλαίσιο γενικής ανοικοδόμησης, ο ναός της θεάς ξανακτίζεται μεγαλύτερος. Δίπλα του κτίζονται τα γνωστά παραπληρωματικά κτίρια των ελληνικών ιερών, όπως οι θησαυροί που είδαμε ήδη στην Ολυμπία και τους Δελφούς. Κάποια από αυτά ήταν διακοσμημένα με γλυπτά αετώματα που αναπαριστούσαν σκηνές μυθολογικού περιεχομένου. Σημαντικά για τη δι-
178
1
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ευθtτηση του ιερού είναι και τα αναθήματα, αφιερώματα των Αθηναίων στην προστάτιδα θεά τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι κόρες, αγάλματα νtων γυναι κών που αποτελούν tναν από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής πλαστικής κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.). Η εισβολή των Περσών το 480 π.Χ. ερημώνει το ιερό, που θα λειτουργήσει υποτυπωδώς μtχρι το 454 π.Χ., όταν ο Περικλής αποφασίζει την ανοικοδόμηση των ιερών της πόλης. Ο Παρθενών, tνας νtος ναός της Αθηνάς Παρθtνου, κτί ζεται από το 447 tως το 432 π.Χ., τα Προπύλαια (η μνημειακή είσοδος του ιερού) το 437-432 π.Χ., και ο μικρός ναός της Αθηνάς Νίκης το 421-410 π.Χ. Παράλλη λα, το 407 π.Χ., ολοκληρώνεται και η ανtγερση του Ερεχθείου, που διαδtχθηκε τον παλαιό ναό της Αθηνάς και όπου στεγαζόταν το αρχαίο ξόανον της θεάς (το Ερtχθειον και οι προκάτοχοί του ήταν το κtντρο της λατρείας της Αθηνάς, ενώ ο Παρθενών, ο οποίος στtγασε το vto, χρυσελεφάντινο άγαλμα τηςθεάς, είχε πε ρισσότερο συμβολικό, μνημειακό χαρακτήρα). Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, η Ακρόπολη tγινε και πάλι οχυρό. Ήδη από τον 170 αιώνα, αποτελεί πόλο tλξης για τους Ευρωπαίους πε ριηγητtς. Το 1687, ο Παρθενώνας καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της πολιορ κίας του βράχου από τον ενετικό στρατό με επικεφαλής τον Μοροζίνι. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους βρίσκει το χώρο της Ακρόπολης ερειπωμtνο και απορ φανισμtνο από τα μνημεία του. Οι ανασκαφικtς και αναστηλωτικtς εργασίες που ξεκίνησαν ήδη το 1880 και συνεχίζονται tως σήμερα (υπό νtα μορφή, σύγ χρονη οργάνωση και σύμφωνα με τις διεθνείς αρχtς για την προστασία πολιτι στικών θησαυρών) είχαν και txouv σκοπό να αποδώσουν στη διεθνή κοινότητα tνα μνημείο-σύμβολο του δυτικού πολιτισμού (Εικόνα 3).
Δραστηριότητα 7/Κεφάλαιο 3 Μελετήσrε το Παράλληλο Κείμενο της Μ. Μπρούσκαρη, Τα Μνημεία της Ακροπόλεως,
Αθήνα 1975, σ. 96-11 Ο, δίνοντας προσοχή σrα αρχιτεκτονικά σχέδια που περιέχονται σ' αυτό. Προσπαθήσrε να περιγράψετε σε μία παράγραφο 500 λέξεων τον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας συνδυάζει αρχαίες φιλολογικtς μαρτυρίες και ιστορικtς πηγtς στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει το μνημείο. Με βάση τη μελέτη σας, να αναφέρετε α) ένα παράδειγμα όπου η συγγραφέας βασίζει τα συμπεράσματά της σε κείμενο αρχαίου συγγραφέα, β) ένα παράδειγμα χρήσης αρχαίας επιγραφής και γ) ένα παράδειγμα χρήσης νεότερου κειμένου. Τη σωσrή απάντηση θα βρείτε σrο Παράρτημα, σrο τέλος του κεφαλαίου.
Σχόλιο Μελέτης Θα ήταν σκόπιμο και ιδιαίτερα χρήσιμο η μελέτη σας να συνδυαστεί με επίσκεψη στο μνημείο.
179
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
��"\,'"@)Mfu,�im����'"F����D��'1ii!tίW:');$���'§%.'W����
�.�\1
ΣΤΟΑ ΕΥΜΕΝΟΥΣ
ΙΤΡΑΥΛΟΣ 195&
_-'!-
Εικόνα 3
180
1
Κάτοψη του αρχαιολογικού χώρου της Ακροπόλεως, (Τραυλός Ι., 21993, σ. 109, εικ. 63.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα3.4
ΕΘΙΜΑΤΑΦΗΣ Η συμπεριφορά των ανθρώπινων κοινωνιών απέναντι στους νεκρούς είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες εκδηλώσεις του συλλογικού πνεύματος που ονομά ζουμε «πολιτισμός». Η βασική ανάγκη της αντιμετώπισης του θανάτου και του ηθι κού και κοινωνικού πλήγματος που επιφέρει βρίσκει την έκφρασή της μέσα από μια σειρά πράξεων που αποκαλούμε έθιμα ταφής (φροντίδα του νεκρού, διενέρ γεια της ταφής, ανέγερση ταφικών μνημείων, οργάνωση και διευθέτηση του ταφι κού χώρου). Για την αρχαιολογία, σε αντίθεση με άλλους κύκλους της ανθρώπινης δραστηριότητας, η σημασία των ταφικών εθίμων έγκειται στην πληθώρα των υλι κών καταλοίπων τους: η απόθεση αφιερωμάτων μέσα σε τάφους, σε συνδυασμό με τη συστηματική ανέγερση ταφικών μνημείων, παρέχει στον αρχαιολόγο ένα συνε χές και χρονολογήσιμο σύνολο αντικειμένων που προσφέρεται για μελέτη και αξιολόγηση.
Μελέτη Περίπτωσης 7 Το νεκροταφείο του Κεραμεικού Οι εκατοντάδες θέσεις νεκροταφείων που είναι γνωστές σε όλη την Ελλάδα επιτρέπουν τη μελέτη των εθίμων ταφής από την αρχή της ιστορικής περιόδου έως την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. Αντιπροσωπευτικότερες όλων παραμέ νουν, όμως, οι ταφικές θέσεις της Απικής, με κυριότερη το νεκροταφείο του Κε ραμεικού, το οποίο ανασκάπτεται συστηματικό από τα τέλη του 19ου αιώνα μέ χρι σήμερα. Πρόσφατα, κατά την περίοδο 1993-1997, η διενέργεια ανασκαφών στο πλαίσιο της κατασκευής του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου της πόλεως των Αθηνών έδωσε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία την ευκαιρία να διενεργήσει περαι τέρω έρευνες στον ευρύτερο χώρο του νεκροταφείου. Ο απικός Δήμος των Κεραμέων πήρε το όνομά του από τα κεραμικά εργα στήρια που είχαν εγκατασταθεί στα όριά του. Ο Κεραμεικός βρισκόταν βορειο δυτικά της Αθήνας, και το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν εκτός των τειχών. Το ομώ νυμο νεκροταφείο, μεταξύ του τείχους και του ποταμού Ηριδανού, ήταν σε χρή ση από τον 7ο οι. π.Χ. έως και τη Ρωμαϊκή περίοδο. Αποτέλεσε, επομένως, το κέντρο τέλεσης των αθηναϊκών ταφικών εθίμων, όπως μαρτυρούν τα είδη τα φών, το πλήθος των κτερισμάτων και η λαμπρότητα των ταφικών μνημείων που συνεχίζει να φέρνει στο φως η ανασκαφή του χώρου. Τα πρώτα ταφικά μνημεία, απικές στήλες της Κλασικής περιόδου (βλ. υποενότητα 3.4.3 «Επιτύμβιες Στή λες» του τόμου Α, σ. 248, της Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκό
πηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας), βρέθηκαν στον Κεραμει κό γύρω στο 1860. Ακολούθησαν ανασκαφές υπό την επίβλεψη της Αρχαιολογι-
181
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.4
�-tMKt-�-�-@w�,�����,�.,}ί,-m,η,�iKW1®%�%tQ@MmM®%�"W@:¼L�:t:t�¼"Wί,'t��
κής Εταιρείας έως το 1913, οπότε και την επιμέλεια του χώρου, καθώς και τη διενέργεια και την επιστημονική ευθύνη των ανασκαφών ανέλαβε το Γερμανικό
e
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας.
Παράλληλο Κείμενο Διαβάστε την περιγραφή ορισμένων χαρακτηριστικών ταφικών μνημείων από τον Οδηγό του Κεραμεικού: Knigge U., Ο Κεραμεικός της Αθήνας, Ιστορία-Μνημεία Ανασκαφές,Αθήνα 1990, σ. 110-121.
3.4.1
Τρόποι ταφής
Η καύση και ο ενταφιασμός ήταν οι δύο βασικοί τρόποι ταφής στην Ελλάδα από τα τέλη του 10ου αι. π.Χ. κι έπειτα. Προσωπική προτίμηση, οικογενειακή πα ράδοση, αλλά και κοινωνική θέση (σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση) καθόριζαν την επιλογή. Καύση Κατά την Πρωτογεωμετρική (11ος-10ος αι. π.Χ.) και τη Γεωμετρική (9ος-8ος αι. π.Χ.) περίοδο, τα αποτεφρωμένα υπολείμματα του νεκρού τοποθετούνταν σε αγ γείο (συνήθως αμφορέα). Ο συνήθης τύπος τάφου ήταν ένα ορθογώνιος λάκκος με μια κυκλική οπή στο δάπεδό του, για να δεχθεί το τεφροδόχο αγγείο. Νεκρικές προσφορές (κτερίσματα) σκορπίζονταν μέσα στον τάφο. Κατά την Αρχαϊκή πε ρίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.) ακολουθείται και η πρακτική της πρωτογενούς καύσης, κατά την οποία τα υπολείμματα του νεκρού θάβονται στην ίδια τη θέση της πυράς. Ως τρόπος ταφής, η καύση απαιτούσε ειδικά και ακριβά υλικά (ξυλεία, υφάσματα, αρώματα και άλλα είδη πολυτελείας) και τη βοήθεια επαγγελματιών για την ορθή τέλεσή της. Είναι, συνήθως, δείγμα υψηλής κοινωνικής και οικονομικής θέσης. Ενταφιασμός Η πρακτική του ενταφιασμού στην αρχαία Ελλάδα έχει πολλά κοινά σημεία με την ταφή στον σημερινό δυτικό κόσμο. Ο ενταφιασμός γινόταν σε έναν επιμήκη λάκ κο. Συχνά, τα τοιχώματα του τάφου ήταν επενδεδυμένα με λίθινες πλάκες (κιβω τιόσχημος τάφος). Πλάκες κάλυπταν και το άνοιγμα του τάφου, όπως και σήμερα. Ενταφιασμοί μπορούσαν να γίνουν και με απλούστερους τρόπους: μικρά παιδιά θάβονταν σε αγγεία (εγχυτρισμός) ή σε πήλινες λάρνακες. Μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν και άλλα μέσα, όπως μεγάλα κεραμίδια. Γενικά, ο ενταφιασμός ήταν περισσότερο διαδεδομένος στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς κό στιζε λιγότερο από την καύση.
182
1 1
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.4
3.4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σήματα
Απαραίτητο στοιχείου ενός τάφου ήταν το σήμα, δηλαδή το σημάδι της θέσης του, όπου αναφερόταν συχνά και το όνομα του νεκρού. Κατά τη Γεωμετρική περίο δο (8ος αι. π.Χ.), μια τάξη αριστοκρατών, τα μέλη της οποίας θάφτηκαν στο λεγόμε νο «νεκροταφείο του Διπύλου», τοποθέτησε στους τάφους των μελών της κολοσσι αία πήλινα αγγεία, λαμπρά ζωγραφισμένα με σκηνές κηδείας (βλ. υποενότητα 3.1.1 «Γεωμετρική Κεραμική» του τόμου Α, σ. 217-219, της Θ.Ε. Τέχνες!: Ελληνικές Ει καστικές Τέχνες, Επισκόπηση της ΕλληνικήςΑρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας). Τη θέση των μεγάλων ταφικών αγγείων της Γεωμετρικής περιόδου φαίνεται ότι κατέλαβαν κάποιοι από τους κούρους και τις κόρες του 6ου αιώνα, όπως δείχνουν τα επιγράμματα που συχνά συνοδεύουν αυτά τα μνημειακά γλυπτά (βλ. υποενότη τα 3.3.1 «Κούροι και Κόρες» του τόμου Α, σ. 228-230, της Θ.Ε. Τέχνες!: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας).
Μελέτη Περίπτωσης 8 Οι απικές επιτύμβιες στήλες της Αρχαϊκής περιόδου
Κατά τον 60 αι. π.Χ., ένα ιδιαίτερο ταφικό μνημείο γνώρισε μεγάλη άνθηση στην Απική, η επιτύμβια στήλη με διακοσμητική επίστεψη. Πολλά τέτοια μνη μεία έχουν βρεθεί σε αθηναϊκές αρχαιολογικές θέσεις, εντοιχισμένα σε μεταγε νέστερες κατασκευές, αλλά και σε αγροτικά νεκροταφεία της Απικής. Αρχικά, έφεραν γλυπτή επfστεψη που παριστούσε καθιστή σφίγγα, η οποία κοιτούσε προς τον θεατή, προσκαλώντας τον να σταθεί μπροστά στο μνημείο και να δια βάσει την επιγραφή. Γύρω στο 530 π.Χ. η σφίγγα στην επίστεψη των επιτύμβιων στηλών αντικαταστάθηκε με ένα απλούστερο φυτικό κόσμημα
Δραστηριότητα 8/Κεφάλαιο 3 Αφού μελετήσετε το Παράλληλο Κείμενο των Donna Kurtz, John Boardman, Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Αθήνα 1994, σ. 86-96 και 114-119, να αναφέρετε τρεις διαφο ρετικούς τρόπους ταφής κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται το κεφάλαιο και πέντε τύπους κτερισμάτων. Τη σωστή απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1
183
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό μελετήσαμε τους κυριότερους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως αποκρυταλλώνονται στα υλικά τους κατάλοιπα. Η συν δυαστική μελέτη των καταλοίπων αυτών αποτελεί το έργο της κλασικής αρχαιο λογίας, ώστε να ερμηνευθεί ο τρόπος ζωής των ανθρώπων κατά τους λεγόμενους κλασικούς χρόνους και το πολιτισμικό φαινόμενο στο οποίο αναφερόμαστε ως «κλασικό πολιτισμό». Η κλασική αρχαιολογία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε δύο θεμελιώδεις κατηγορίες αρχαιολογικών θέσεων, όπου εκδηλώνεται ο δημόσιος και ο ιδιωτικός βίος μιας κοινωνίας: τα πολεοδομικά συγκροτήματα και τους χώρους οργανωμέ νης λατρείας. Οι δύο κατηγορίες συχνά υπάρχουν ανεξάρτητα (ιδίως στην περί πτωση των μεγάλων, πανελλήνιων ιερών της Αρχαιότητας, όπως οι Δελφοί και η Ολυμπία) ή συνυπάρχουν (το Ιερό της Ακρόπολης στην πόλη των Αθηνών, όπως και πολλά άλλα, μικρότερα, ιερά, που υπήρχαν σε κάθε αρχαία ελληνική πόλη). Οι ανάγκες της κοινωνικής ζωής (πολιτικές συναθροίσεις και πολιτειακές λειτουργίες, εμπόριο, λατρεία) υπαγόρευαν τη δημιουργία ειδικών τύπων κτι ρίων, των οποίων η ανέγερση αποτελούσε ευθύνη της πολιτείας. Η τυπολογία των κτιρίων αυτών βασίζεται στη χρήση τους και διακρίνεται από μια χαρακτη ριστική εμμονή στην παράδοση. Παράλληλα αναπτύσσεται ο ιδιωτικός ζωτικός χώρος, όπου δρα η οικογένεια. Η αρχαία ελληνική ιδιωτική οικία είναι προσαρμοσμένη στο φυσικό περιβάλλον και τις κοινωνικές συνθήκες, επιδιώκει δηλαδή την προστασία των μελών του οί κου, την κατά το δυνατόν άνετη διαβίωση, και επιτρέπει το διαχωρισμό ανδρών και γυναικών, των μελών του και των ξένων. Οι ελληνικές πόλεις που ιδρύονται μετά τον So αι. π.Χ. διακρίνονται από καλύτερη ρυμοτομία, η οποία εξασφαλίζει άνεση στις μετακινήσεις, αλλά και «δημοκρατική» κατανομή της γης. Κοινωνικός είναι και ο χαρακτήρας της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων Ελ λήνων. Ειδικότερα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι στην αρχαία Ελλάδα, η διάκριση μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής ζωής δεν είναι πάντα σαφής. Τα μεγάλα ιερά, τοπικά ή πανελλήνια, αποτελούν σημαντικό πεδίο έκφρασης του ελληνικού πολιτισμού, καθώς δέχονταν όχι μόνον θρησκευτικές αλλά και κοινω νικές και πολιτικές εκδηλώσεις. Στο μεταίχμιο του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου, αλλά και μεταξύ της κο σμικής και της θρησκευτικής υπόστασης των αρχαίων Ελλήνων τοποθετείται η φροντίδα των νεκρών. Οι διαδικασίες της κηδείας και της ταφής των νεκρών στην αρχαία Ελλάδα περιβάλλονταν από ένα πλέγμα θρησκευτικών αντιλήψεων, λαϊκών δοξασιών, κοινωνικών επιταγών και νόμων της πολιτείας. Ο τρόπος της ταφής, ο όγκος των αφιερωμάτων και η σήμανση του τάφου ορίζονταν από την οικονομική και την κοινωνική θέση, καθώς και την οικογενειακή παράδοση του νεκρού. Η μελέτη των μεγάλων αρχαιοελληνικών νεκροταφείων, όπως αυτό του Κεραμεικού της Αθήνας, αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα αλλά και τη συνέ χεια των ελληνικών ταφικών εθίμων.
184
1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΙΙΑΡΑΡΤΗΜΑ Απαντήσεις σε Ασκήσεις Αυτοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολ6yησηc; 1 • • • • • • • •
Εννεάκρουνος (κρήνη-κοσμικός) Πρυτανικόν (δημόσιο κτίριο-κοσμικός) Εκατόμπεδον (ναός-θρησκευτικός) Εννεάπυλον (τείχος-κοσμικός) Ολυμπιείον (ναός-θρησκευτικός) Κυνόσαργες (γυμνάσιο-κοσμικός) Προπύλαια (πύλη ιερού-κοσμικός/θρησκευτικός) Πελαργικόν (τείχος-κοσμικός)
Άσκηση Αυτοαξιολ6yησηc; 2 1. Κατάλυμα προσκυνητών σε ιερά 2. Εγκατάσταση μόνιμων ή προσωρινών καταστημάτων 3. Βοηθητικοί χώροι ανοιχτών θεάτρων, για την προστασία των θεατών 4. Στέγαση αφιερωμάτων σε ιερά
Άσκηση Αυτοαξιολ6yησηc; 3 • • • • •
ναός (Ηραίον, ναός του Διός, Μητρώον κ.ο.κ.) βωμός (Μεγάλος Βωμός του Διός, βωμός Διός Ορκίου) αφιέρωμα (Νίκη του Παιωνίου) κτίριο κοσμικής χρήσης (εργαστήριο του Φειδία, στοές, θέρμες) κτίριο αθλητικής χρήσης (Παλαίστρα, Γυμνάσιο)
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηρι6τητα 1 Η κεντρική ιδέα της απάντησης βρίσκεται στη σελίδα 278 του Παράλληλου Κειμένου. Βα σικά στοιχεία του Ιπποδάμειου Συστήματος ήταν αφενός η εφαρμογή του ορθογωνίου καννάβου στη χάραξη των δρόμων, αφετέρου η ορθολογική οργάνωση της πόλης, έτσι ώστε να εξυπηρετείται η λειτουργία του συστήματος διακυβέρνησης. Οι σελίδες του Πα ράλληλου Κειμένου που ακολουθούν αναφέρονται στις τρεις πόλεις που κατονομάζονται στην άσκηση, καθώς και σε άλλες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Δήλου, όπου δεν εφαρμόζεται το Ιπποδάμειο Σύστημα.
Δραστηρι6τητα 2 Στοά του Διός, Στοά των Ερμών (δηλαδή «των ερμαϊκών στηλών»), Ποικίλη (δηλαδή «Ζω γραφισμένη») Στοά, Νότια Στοά. Παρατηρούμε ότι οι στοές στο σχεδιάγραμμα ακολου-
1
185
�r������%._'W!'Mk���wmiw.wttH®-awmim1a����
θούν ορθογώνια διάταξη, δηλαδή είναι τοποθετημένες σε άξονες κάθετους ή παράλλη λους μεταξύ τους και αφήνουν ακάλυπτο έναν μεγάλο, τετραγωνισμένο χώρο στο κέντρο.
Δραστηριότητα 3 Ο επισκέπτης της Αθήνας κατά τον 3ο αι. π.Χ., που γράφει το απόσπασμα που διαβάσατε, κάνει λίγο έως πολύ παρατηρήσεις ίδιες με τις δικές μας. Η ρυμοτομία της Αθήνας, οι μι κρές και στριμωγμένες γειτονιές της, αδικεί το ένδοξο όνομά της, το οποίο έχουμε συνδέ σει με το «αρχαιοελληνικό κάλλος». Μελετώντας την ενότητα 3.2, αλλά και το σχετικό Πα ράλληλο Κείμενο, μπορείτε να «υπομνηματίσετε» τα σχόλια του αρχαίου περιηγητή με τα πορίσματα της αρχαιολογικής έρευνας.
Δραστηριότητα 4 Λόγω της αρχιτεκτονικής μορφής και της διακόσμησής του (βλ. Α. και Ν. Γιαλούρης, 1987, σ. 23) θεωρείται πως το κτίριο, του οποίου ο αρχιτεκτονικός τύπος έχει παραδοσιακά λα τρευτικό χαρακτήρα, ήταν αφιερωμένο στη λατρεία της ηρωοποιημένης μακεδονικής δυ ναστείας. Η ύπαρξή του ορίζει την εμφάνιση και τη διάδοση, και στον ελλαδικό χώρο, της συνήθειας να θεοποιούνται οι βασιλείς κατά την Ελληνιστική περίοδο.
Δραστηριότητα 5 Λόγω της παράλληλης ιστορικής τους εξέλιξης, τα δύο ιερά έχουν παραπλήσια δομή, πα ρά τις υπάρχουσες τοπογραφικές διαφορές, που οφείλονται βέβαια στις γεωγραφικές ιδιομορφίες της κάθε θέσης. Έτσι, το αδιαφιλονίκητο κέντρο κάθε ιερού είναι ο ναός της θεότητας στην οποία ανήκει το ιερό, ενώ συναντά κανείς και δευτερεύοντες χώρους λα τρείας. Τα χρηστικά κτίρια σε καθένα από τα δύο ιερά ανήκουν επίσης στις ίδιες κατηγο ρίες (στοές, θησαυροί, χώροι συνάθροισης, διοίκησης κ.ο.κ). Εμφανή είναι, τέλος, και τα λείψανα της αθλητικής δραστηριότητας που λάμβανε χώρα τόσο στην Ολυμπία όσο και στους Δελφούς (γυμνάσιο, στάδιο κ.ο.κ.), παρ' όλο που οι αθλητικές εγκαταστάσεις της Ολυμπίας είναι μεγαλύτερες λόγω και της σημασίας των αγώνων που διεξάγονταν εκεί στην Αρχαιότητα.
Δραστηριότητα 6 Η ύπαρξη του Σταδίου κρίθηκε αναγκαία όταν τα Πύθια, τα οποία οργανώθηκαν στις αρ χές του 6ου αι. π.Χ. και αρχικά περιορίζονταν σε μουσικούς αγώνες στην κιθάρα, συμπε ριέλαβαν (482 π.Χ.) και αθλητικούς αγώνες. Εκτός από μικρές παραλλαγές, το αθλητικό πρόγραμμα των αγώνων περιλάμβανε τα ίδια αθλήματα με τους αγώνες της Ολυμπίας. Ιδι αίτερα δημοφιλής αποδείχθηκε η αρματοδρομία. Οι νικητές των Πυθίων, τα οποία τελού νταν επίσης κάθε τέσσερα χρόνια, εξυμνήθηκαν στις ωδές του Πινδάρου (βλ. Καραμπατέα Μ., 1997, σ. 63 και σ. 153).
Δραστηριότητα 7 Η συγγραφέας βασίζει την ερμηνεία των αρχαιολογικών ευρημάτων στις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων και στις σύγχρονες με το μνημείο ιστορικές πηγές (όπως οι επιγρα φές). Χρησιμοποιεί, δηλαδή, το βασικότερο μεθοδολογικό εργαλείο των θετικών επιστη-
186
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μών, όπου ένα δεδομένο πρόβλημα (π.χ. εδώ η διάταξη και ερμηνεία ενός αρχαίου κτιρί ου) επιλύεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα που το αφορούν (σύγχρονες πληροφο ρίες, σύγκριση με ανάλογα παραδείγματα από την ίδια περίοδο) και όχι με γνώμονα την προσωπική άποψη του μελετητή ή αναγκαστικά την τρέχουσα αντίληψη. Η μέθοδος αυτή (συνήθως αποκαλείται «λογικός θετικισμός») επιχειρεί να εντάξει το αρχαιολογικό μνημείο στα πολιτισμικά-ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του και να το μελετήσει αποτιμώντας το ως επιδίωξη και έκφραση του πολιτισμού που το δημιούργησε. Το μεθοδολογικό σύστημα που ακολουθεί εδώ η συγγραφέας βασίζεται στον εντοπισμό και την ανάλυση των διαθέσιμων πηγών, όπως οι πραγματολογικές πληροφορίες του Παυ σανία, με τις οποίες είναι διάσπαρτο το κείμενο της Μπρούσκαρη και συνδυάζονται με επι γραφικές μαρτυρίες που εντόπισε στο χώρο η αρχαιολογική έρευνα (π.χ. σ. 100, 107 και αλλού) αλλά και πληροφορίες από νεότερα κείμενα (π.χ. σ. 109).
Δραστηριότητα 8 Οι δύο βασικοί τρόποι ταφής στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο ενταφιασμός (η εναπόθεση, δη λαδή, του σώματος του νεκρού σε λάκκο σκαμμένο στη γη) και η καύση (και ο μετέπειτα ενταφιασμός της τέφρας). Ειδικές περιπτώσεις, όμως, επέβαλαν και την ύπαρξη κενοτα φίων, όπου προσφέρονταν τιμές για νεκρούς των οποίων τα λείψανα δεν ήταν δυνατόν να βρεθούν και να ενταφιαστούν κανονικά. Τα κτερίσματα, δηλαδή τα αφιερώματα που εναπέθεταν οι συγγενείς του νεκρού προς τι μήν του, ήταν αντικείμενα που συνδέονταν με την ηλικία και το φύλο του: αγγεία συμβολι κής ή καθημερινής χρήσης, αρωματοδοχεία, αντικείμενα καλλωπισμού, κάτοπτρα, αθλητικά σύνεργα, είδη οπλισμού, κοσμήματα, παιχνίδια, καθώς και άλλα που δηλώνουν το ρόλο του νεκρού στην κοινωνία των θνητών.
1
187
%-��
sl'WJ/t��--�
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Γιαλούρης Α. και Ν., Ολυμπία. Οδηγός του Μουσείου και του Ιερού, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987. ΗΑρχαία Αγορά των Αθηνών, εκδ. Υπηρεσία Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως, αρ. 8, Αθήνα 1965. Καραμπατέα Μ.,Αρχαιολ ογικός Οδηγός των Δελφών, εκδ. Αδάμ, Αθήνα 1997. Μπούρας Χ.Θ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής 1, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1980. Μπρούσκαρη Μ., Τα Μνημεία τηςΑκροπόλεως, εκδ. ΤΑΠ, Αθήνα 1975. Σταμπολίδη Ν.Χ., Παρλαμά Λ., Η πόλη κάτω από την πόλη, εκδ. Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 2000. Τραυλός 1., Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, εκδ. Καπόν, Αθήνα 21993. Κnigge U., Ο Κεραμεικός της Αθήνας. Ιστορία-Μνημεία-Ανασκαφές, εκδ. Κρήνη, Αθήνα 1990. Kurtz D., Boardman J., Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, μτφρ. Ουρ. Βι ζυηνού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994. Mϋller C., Fragmenta Hίstoricorum Graecorum, 5 τόμοι, Παρίσι 1841-1884.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Dinsmoor W.B., The Archίtecture ofAncίent Greece, Batsford Ltd., Λονδίνο 1950, 1975 και μεταγενέστερες επανεκδόσεις. Lawrence A.W., GreekArchίtecture, Penguin, Harmondsworth 1957, 1973 και μετα γενέστερες επανεκδόσεις. Sno dgrass Α.Μ., An Archaeology of Greece, U niversity of California P ress, Berkeley 1987.
188
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Τα βιβλία, τα εγχειρίδια και οι αρχαιολογικοί οδηγοί που αναφέρονται στη Βι βλιογραφία και περιλαμβάνονται στα Παράλληλα Κείμενα αποτελούν τη βασική αφετηρία για την περαιτέρω μελέτη των αρχαιολογικών θέσεων και χώρων της Ελλάδας, καθώς και την αποτίμηση της σημασίας τους για την εξέλιξη της ελληνι κής αρχαιολογίας. 1. Μπούρας Χ.Θ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής 1, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1980, σ. 276-285 και 293-301.
Το έργο αυτό αποτελεί βασικό εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής, όπου περιγράφεται η εξέλιξη της ελληνικής αρχιτεκτονικής σε σχέση με τις γνωστές αρχαιολογικές θέ σεις, τα αρχαιολογικά πορίσματα και τις φιλολογικές πηγές. Το εγχειρίδιο ακολου θεί την παραδοσιακή ταξινόμηση κατά χρονολογικές περιόδους και τύπους οικο δομημάτων, και αποτελεί έγκυρη και συστηματική παρουσίαση της ιστορίας της αρ χαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Παρόμοια έργα στην αγγλική γλώσσα είναι τα: W.B. Dinsmoor, The Architecture ofAncient Greece, Batsford Ltd., Λονδίνο 1950, 1975 και μεταγενέστερες επανεκδόσεις και A.W. Lawrence, GreekArchitecture, Penguin, Harmondsworth 1957, 1973 και μεταγενέστερες επανεκδόσεις. 2. Τραυλός 1., Πολεοδομική Εξέλιξις των Αθηνών, εκδ. Καπόν, Αθήνα 21993, σ. 33-46.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί υποδειγματική συνολική μελέτη τοπογραφικής εξέλιξης της πόλης των Αθηνών. Ένα ενδιαφέρον επίμετρο στη μελέτη του Ι. Τραυλού μπο ρεί να θεωρηθεί ο εκθεσιακός κατάλογος: Σταμπολίδη Ν.Χ., Παρλαμά Λ., Η πόλη κάτω από την πόλη (εκδ. Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 2000), όπου συνοψίζο νται τα πορίσματα των ανασκαφών που προηγήθηκαν της κατασκευής του μητρο πολιτικού σιδηροδρόμου των Αθηνών. 3. Kurtz D., Boardman J., Έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, μτφρ. Ουρ. Βιζυηνού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994.
Το συνθετικό αυτό έργο προσφέρει υποδειγματική κάλυψη του πολύπλοκου θέμα τος των ταφικών εθίμων στην Ελλάδα. 4. Snodgrass Α.Μ., An Archaeology of Greece, U niversity of California Press, Berkeley 1987.
Σειρά δοκιμίων που προσφέρει στον πιο προχωρημένο σπουδαστή μια σειρά γόνιμων προβληματισμών γύρω από τη μέθοδο, τη θεωρητική κάλυψη και την επιστημολογική τεκμηρίωση της ελληνικής αρχαιολογίας κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
1
1
189
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
1
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ Π. Πετρίδης Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι η γνωριμία με την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή περίοδο με τη βοήθεια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που διατηρήθη καν ως τις μέρες μας ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές.
Σκοπός
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη του κεφαλαίου αυτού, θα είστε σε θέση να: • δίνετε έναν σύντομο ορισμό της βυζαντινής αρχαιολογίας • αιτιολογείτε γιατί επικράτησε μια συγκεκριμένη αντίληψη για το Βυζάντιο τους τελευταίους αιώνες • περιγράφετε με συντομία το ιστορικό πλαίσιο της παλαιοχριστιανικής και της βυζαντινής περιόδου, δηλαδή των δύο περιόδων στις οποίες μπορεί να χωριστεί για πρακτικούς λόγους η χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου· • εξηγείτε γιατί η έρευνα της οικιστικής αρχιτεκτονικής του Βυζαντίου έχει προχωρήσει τόσο λίγο σε σχέση με αυτή της ζωγραφικής ή της εκκλησιαστι κής αρχιτεκτονικής • αναφέρετε πέντε από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα πολεοδομικών συ νόλων του ελλαδικού χώρου και να γράφετε μία παράγραφο για καθένα· • συγκρίνετε μία πόλη της παλαιοχριστιανικής και μία της βυζαντινής περιό δου και να αναφέρετε τις αλλαγές που έχουν επέλθει ως προς τη θέση και τον πολεοδομικό σχεδιασμό· • περιγράφετε με συντομία τη μορφή που έχουν σε κάθε περίοδο επιμέρους συστατικά των πόλεων όπως τα τείχη, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι χώροι ψυχα γωγίας και οι χώροι άσκησης δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα παραγω γής • διακρίνετε τους αρχιτεκτονικούς τύπους που επελέγησαν σε κάθε περίοδο ή υποπερίοδο για την ανέγερση κοσμικών ή εκκλησιαστικών κτιρίων και να αι τιολογείτε την επιλογή τους.
Προσδοκώμενα Αποτελέσματα
• • • • •
Έννοιες Κλειδιά
Παλαιοχριστιανική περίοδος Βυζαντινή περίοδος Πολεοδομικός ιστός Οχυρώσεις Δρόμοι και πλατείες
1
191
------------------;-����%�1($1:,t_'¾,_��,��&�
• • • • • •
Το κεφάλαιο αυτό, που αναφέρεται στην εποχή του Βυζαντίου, αποτελείται από τρεις ενότητες: στην πρώτη ενότητα δίνουμε κατ' αρχήν έναν ορισμό της βυζαντινής αρχαιολογίας, εξηγούμε τους λόγους διαίρεσης της βυζαντινής εποχής σε δύο μεγάλες περιόδους (παλαιοχριστιανική και βυζαντινη') και επιχειρούμε μια σύντομη αναδρομή σrην ιστορία της βυζαντινής αρχαιολογίας και στις προοπτικές του κλάδου στην Ελλά δα και το εξωτερικό (ενότητα 4.1). Με τον τρόπο αυτό θα αποκτήσετε μια γενική αντί ληψη για την εποχή και θα έχετε την ευκαιρία να κατανοήσετε τους λόγους για τους οποίους κατά το παρελθόν το Βυζάντιο προσεγγίστηκε με τρόπο μάλλον αρνητικό. Στη δεύτερη ενότητα, αφού παρουσιάσουμε το ιστορικό πλαίσw και την προσφο ρά της παλαιοχριστιανικής περιόδου ως γέφυρας από τον αρχαίο στον μεσαιωνικό κόσμο (υποενότητα 4.2.1), ασχολούμαστε με τις πολεοδομικές αρχές που διέπουν το σχεδιασμό των παλαιοχριστιανικών πόλεων (υποενότητα 4.2.2). Ακολουθεί η μελέτη των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα πολεοδομικό σύνολο, τα οποία είναι: οι οχυρώσεις, οι δρόμοι και οι πλατείες ( φόρα), τα κοσμικά κτίρια (δημόσια και ιδιωτι κά), οι χώροι συνάθροισης και ψυχαγωγίας, οι χώροι δευτερογενούς παραγωγής και εμπορίου, οι χώροι άσκησης λατρείας και τα νεκροταφεία. Η δεύτερη ενότητα ολο κληρώνεται με την κατά περίπτωση λεπτομερή αναφορά σε ορισμένα σημαντικά πο λεοδομικά σύνολα της εποχής (υποενότητα 4.2.3). Πρόκειται για την Κωνσταντινού πολη και για τις ελλαδικές πόλεις Θεσσαλονίκη, Φιλίππους, Φθιώτιδες Θήβες, Δελ φούς, Αθήνα, Ολυμπία και Αλάσαρνα. Η τρίτη ενότητα ξεκινά με μια πολύ σύντομη παρουσίαση του ιστορικού πλαισίου από τον 7ο ως τον 150 αι. ( υποενότητα 4.3.1 ). Στην υποενότητα 4.3.2 εξετάζονται η θέ ση και η μορφή των βυζαντινών πόλεων, καθώς και τα επιμέρους στοιχεία που τις συνθέτουν, δηλαδή: οχυρώσεις, δρόμοι και πλατείες, κοσμικά κτίρια (δημόσια και ιδιωτικά), χώροι συνάθροισης και ψυχαγωγίας, χώροι δευτερογενούς παραγωγής και εμπορίου, χώροι άσκησης λατρείας (εκκλησίες και μοναστήρια- οι μοναστικές κοινό τητες του Αγίου Όρους) και νεκροταφεία. Ως παραδείγματα βυζαντινών πόλεων πα ρουσιάζονται, εκτός από την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη, η Κό ρινθος και ο Μυστράς. Η περιορισμένη έκταση του κεφαλαίου δεν επέτρεψε ούτε λεπτομερή αναφορά στα σωζόμενα ή ανασκαφέντα μνημεία στις πόλεις που εξετάζονται, ούτε την παρου σίαση κινητών ευρημάτων στις υποενότητες που αφορούν τα εργαστήρια και το εμπό ριο. Θα ήταν χρήσιμο, όμως, να προστρέξετε κατά τη διάρκεια της μελέτης σας στη Βι βλιογραφία που δίνεται στο τέλος του κεφαλαίου, για να αποκτήσετε μια πληρέστερη εικόνα για τα εξεταζόμενα πεδία. Επίσης, η προσεκτική συγκριτική μελέτη κάθε επι μέρους στοιχείου στη μία και την άλλη περίοδο είναι απαραίτητη για να αποκτηθεί σφαιρική αντίληψη για τα θέματα αυτά.
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
192
Ιδιωτικά και δημόσια κοσμικά κτίρια Εκκλησιαστικά κτίρια Χώροι συνάθροισης και ψυχαγωγίας Εργαστήρια Καταστήματα Νεκροταφεία
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 4.1
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΔΡΟΜΉ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Βυζαντινή αρχαιολογία ονομάζεται ο κλάδος της επιστήμης της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη συστηματική μελέτη των μνημείων ( αρχιτεκτονικών λειψά νων ή κινητών ευρημάτων) που μας κληροδότησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα οποία είτε διασώθηκαν στην αρχική τους θέση, είτε ήρθαν στο φως με τις ανα σκαφές. Ο όρος «βυζαντινός» είναι βέβαια συμβατικός, δημιούργημα των ιστοριο γράφων του 17ου αι., όπως συμβατική είναι σε κάθε περίπτωση και η διαίρεση της ιστορίας σε περιόδους και υποπεριόδους. Είναι, όμως, απαραίτητη για λόγους πρακτικούς, αρκεί το κριτήριο για μια τέτοια διαίρεση να είναι μια σημαντική ει δοποιός διαφορά. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο υιοθετήσαμε τη διαίρεση των ένδεκα και πλέον αιώνων ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε δύο μεγάλες περιόδους: την πα λαιοχριστιανική ή της ύστερης Αρχαιότητας και την κυρίως βυζαντινή ή μεσαιω νική. Η πρώτη, που διαρκεί τυπικά από την ίδρυση της Νέας Ρώμης ή Κωνσταντινού πολης το 324 μ.Χ. ως τα μέσα του 7ου αι., είναι μια περίοδος μεγάλων ζυμώσεων. Αυτή την περίοδο συνυπάρχουν πολλά κέντρα καλλιτεχνικής και πνευματικής πα ραγωγής σε όλη την έκταση της μεσογειακής λεκάνης, τα οποία μοιράζονται μεν μια κοινή πολιτισμική έκφραση βασισμένη στο ελληνορωμαϊκό παρελθόν τους, διατηρούν, όμως, το καθένα τη δική του ακτινοβολία. Η αισθητική, υπό την επί δραση του νεοπλατωνισμού και κατόπιν του χριστιανισμού, αρχίζει να αναζητεί τρόπους για να εκφράσει τον εσωτερικό και πνευματικό κόσμο, παραμένει ωστό σο ακόμη πιστή στα εκφραστικά πρότυπα της ελληνορωμαϊκής παράδοσης. Μετά την απώλεια, κατά τη διάρκεια του 7ου αι., πολλών από τα καλλιτεχνικά κέντρα που προαναφέρθηκαν, η αυτοκρατορία στρέφεται περισσότερο στον βαλ κανικό κορμό της και η πολιτιστική της ταυτότητα γίνεται περισσότερο ενιαία. Η Κωνσταντινούπολη αναδεικνύεται το αδιαμφισβήτητο και σχεδόν μοναδικό κέ ντρο που ακτινοβολεί εντός και εκτός των ορίων της αυτοκρατορίας. Οι γεωπολιτι κές ανακατατάξεις επηρεάζουν ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής, με αποτέ λεσμα τη μετάβαση σε μια περίοδο έντονης εσωστρέφειας και ουσιαστικής αλλα γής στις αισθητικές και πνευματικές αξίες: βρισκόμαστε πλέον μπροστά στην πα γίωση των μεσαιωνικών δομών και αντιλήψεων, σε αυτό που θεωρούμε καθαυτό «βυζαντινή» ή «μεσαιωνική» φάση στη ζωή της αυτοκρατορίας, η οποία διαρκεί ουσιαστικά ως την πτώση της πρωτεύουσάς της, το 1453.
1 1
1
193
�
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.1
tWW;��¼'t�f¾'$Mtf00-�1::::Jfi11ti!.t1{�����%'ltt���
Ο ορισμός που έδωσε ο Ed. Gibbon για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως «μια ιστορία χιλίων χρόνων παρακμής» αντικατοπρίζει σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη που επικράτησε για το Βυζάντιο τους τελευταίους αιώνες. Ο αντικληρισμός του Διαφωτισμού σε συνδυασμό με τη διατήρηση κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα λειψάνων από αυτή την περίοδο, αλλά και η προκατάληψη της καθολικής ιστοριο γραφίας απέναντι στο ορθόδοξο Βυζάντιο οδήγησαν σε συλλήβδην απόρριψη του τελευταίου. Δεν αναγνωρίστηκε έτσι, στο βαθμό που θα έπρεπε, η προσφορά του Βυζαντίου σε πολλούς τομείς ούτε προσεγγίστηκε ως ένα πολυπολιτισμικό και πο λυεθνικό κράτος που ήκμασε κατά τη διάρκεια μιας τόσο ιδιόμορφης περιόδου όπως ήταν ο Μεσαίωνας. Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την αρνητική προσέγγιση, που εξακολουθεί να εί ναι ευρύτατα διαδεδομένη, υπήρξε από νωρίς και έντονο επιστημονικό ενδιαφέ ρον για το βυζαντινό παρελθόν. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, η προσέγγιση αφορούσε τα έργα τέχνης, με προεξάρχοντα τα έργα εντοίχιας ζωγραφικής και τις εικόνες, τα κομψά μικροτεχνήματα και την αρχιτεκτονική των ναών και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου την οικιστική αρχιτεκτονική και τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης των απλών ανθρώπων. Επρόκειτο περισσότερο για μια ιστορία της βυζα ντινής τέχνης, παρά για μια κατ' ουσίαν βυζαντινή αρχαιολογία. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αρχιτεκτονικά λείψανα κοσμικών κτιρίων της παλαιοχριστιανι κής ή της βυζαντινής περιόδου καταστράφηκαν για να προχωρήσει η έρευνα σε κατώτερα στρώματα, εκεί όπου σώζονταν λείψανα παλαιότερων και γι' αυτό «εν δοξότερων» περιόδων. Με μεγάλη καθυστέρηση άρχισε επίσης και η μελέτη αρ χαιολογικών κατηγοριών όπως η κεραμική, η οποία, ενώ έχει προχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό για άλλες περιόδους της ιστορίας μας, έχει κάνει μικρά βήματα προς το παρόν σε ό,τι αφορά την περίοδο που εξετάζουμε. Το μέλλον, όμως, της βυζαντινής αρχαιολογίας δεν είναι δυσοίωνο. Η ενασχό ληση ολοένα και περισσότερων νέων επιστημόνων με αυτήν και μάλιστα με θέμα τα που άπτονται της καθημερινότητας του Βυζαντινού ανθρώπου, η πρόοδος στον τομέα της μελέτης των ναυαγίων (ενάλια αρχαιολογία), η στροφή της έρευνας σε νέους τομείς, όπως είναι το περιβάλλον και η τεχνολογία, με τη συνεπικουρία των θετικών επιστημών και τη χρήση νέων τεχνικών που δοκιμάστηκαν αρχικά στις αρχαιολογίες άλλων περιόδων, έδωσαν μια νέα ώθηση στην επιστήμη. Η ευκολό τερη επικοινωνία μεταξύ των επιστημόνων και η καλύτερη ενημέρωση και ανταλ λαγή απόψεων που έγινε εφικτή χάρη στις νέες τεχνολογίες, η πληθώρα ιστοσελί δων που συναντά κανείς περιπλανώμενος στο Διαδίκτυο με θέμα το Βυζάντιο, η αύξηση της βιβλιογραφικής παραγωγής, αλλά και η συστηματική πλέον χρηματο δότηση ανασκαφικών ή ερευνητικών εργασιών που αφορούν ακόμη και παραμε λημένες ως τώρα περιόδους, όπως αυτή της ύστερης Αρχαιότητας, είναι αποφασι στικής σημασίας για το μέλλον της βυζαντινής αρχαιολογίας. Η εκλα"ίκευση της πληροφορίας και η παραδοχή της βυζαντινής αισθητικής ως πρωτοπόρας και πολύ κοντινής στη σημερινή οδήγησαν σε μια αρκετά ευνοϊκή αντιμετώπιση από το ευ ρύ κοινό κάθε εκδήλωσης με θέμα το Βυζάντιο, όπως είναι οι εκθέσεις που οργα νώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις.
194
ι
i
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αν συνεχιστεί η προσπάθεια και ανασχεθεί η τάση κατάργησης των πανεπιστη μιακών εδρών ανθρωπιστικών και ειδικότερα ελληνικών σπουδών που επιχειρεί ται στο εξωτερικό, το μέλλον της βυζαντινής αρχαιολογίας μπορεί να είναι αντά ξιο του αντικειμένου της: λαμπρό. Δραστηριότητα 1 /Κεφάλαιο 4 Με αφορμή τον τίτλο The hίstory of declίne and fa/1 of the Roman Empίre (1802-1807) (Η ιστορία της παρακμής και της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) που δίνει ο Gibbon στο δωδεκάτομο έργο του, στο οποίο εξιστορεί την πορεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον 2ο ως τον 150 οι. και στα δύο τμήματά της (και έχοντας μελετήσει την ενότητα 4. 1), μπορείτε να δικαιολογήσετε σε δύο παραγράφους την αντίληψη που επικράτησε για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία του 18ου και του 19ου αι.; Στην απάντησή σας να λάβετε υπόψη σας και τη μεγάλη σημασία που δόθηκε από τότε στα υλικά κατάλοιπα του κλασικού και ρωμαϊκού παρελθόντος (κατάσπαρτα ερείπια από τη μία και χρήση των κλασικών αρχιτεκτονικών στοιχείων στο κίνημα του νεοκλασικισμού από την άλλη). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
11
195
���Ψ�ΠJΔΟΟW.:�'%&'$1'.¾{,W '@Π . 7 ' &'Ιt:m� .
�
i�J!im;®W·Ήί.@%t%1Wmw;ι�· 'ψt@ffiΩ.� ·
:w;;.;;;gJ;&ΦIWt
trTG
Ενότητα 4.2
Η ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΙΙΕΡΙΟΔΟΣ (4ος-7ος αι. μ.Χ.) Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προς τα ανα τολικά, με την απόφαση του Κωνσταντίνου Α' να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του στη θέση της αρχαίας μεγαρικής επαρχίας που ονομαζόταν Βυζάντιο, προκάλεσε μια σειρά αλλαγών που ο αντίκτυπός τους διήρκεσε πολλούς αιώνες. Ειδικότερα η περίοδος από τον 4ο ως τον 7ο αι. αποτελεί μια φάση συνεχών ζυμώ σεων που οδήγησαν προοδευτικά στην αλλαγή της φυσιογνωμίας της αυτοκρατο ρίας από κάθε άποψη: γεωγραφική, εθνολογική, θρησκειολογική, γλωσσική. Κα τά τη διάρκεια της περιόδου αυτής θα ολοκληρωθεί η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον μεσαιωνικό - με τρόπο όχι πάντοτε ομαλό αλλά οπωσδήποτε ουσια στικό και μόνιμο.
4.2.1
Ιστορικό πλαίσιο
Ορόσημο για την αρχή της παλαιοχριστιανικής περιόδου θεωρείται η θεμελίω ση, το 324, ή κατ' άλλους τα εγκαίνια, το 330, της «δευτέρας Ρώμης», όπως την ονό μασε ο Κωνσταντίνος Α', ή «Νέας Ρώμης» όπως ονομάστηκε στη διάρκεια του 4ου αι., δηλαδή της Κωνσταντινούπολης, όπως επικράτησε αργότερα να καλείται η πόλη αυτή που συνέδεσε άρρηκτα την τύχη της με αυτή της αυτοκρατορίας. Από τη στιγμή εκείνη και για περίπου ενάμιση αιώνα τα δύο τμήματα, όπως καθορίστη καν στη διαίρεση που ακολούθησε το θάνατο του Θεοδοσίου Α' το 395, θα ακο λουθήσουν πορείες διαφορετικές. Το δυτικό κομμάτι της θα παρακμάσει προο δευτικά για να καταλήξει οριστικά το 476 στα χέρια «βαρβαρικών» φυλών, που για μεγάλο διάστημα απειλούσαν την ασφάλειά του. Αντίθετα, το ανατολικό τμή μα, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, θα παραλάβει επάξια τη σκυτάλη της οικουμενικής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, αποκρούοντας με τη στρατιωτική του ισχύ και τη διπλωματία του τους εξωτερικούς εχθρούς και διατηρώντας σχεδόν το σύνολο του ανατολικού μεσογειακού κόσμου, αλλά και σε ορισμένες περιόδους και μέρος του δυτικού, υπό τη διοικητική και πολιτιστική του κυριαρχία ως τα μέ σα του 7ου αι. Αν, όμως, η προσήλωση στις πολιτικές, διοικητικές και νομοθετικές αρχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η διατήρηση των λατινικών ως επίσημης γλώσσας του κράτους καθιστούσαν το Βυζάντιο φυσική συνέχεια της Ρώμης, νέοι παράγο ντες επέδρασαν καταλυτικά στην απόκτηση μιας άλλης φυσιογνωμίας. Πρόκειται κατ' αρχήν για το ελληνικό ή εξελληνισμένο στοιχείο που επικρατούσε πολιτισμι κά στο ανατολικό κομμάτι της αυτοκρατορίας και που έμελλε σύντομα να στελε χώσει τα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης. Πρόκειται επίσης για τη χριστιανική
196
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
W
�N��WΆJ�"1¾*-.�'1':W�¼t����··�Ί1 }§ί�%.'*f�'§J%&..�Wi:J!W
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θρησκεία. Ακμάζων ήδη στον 4ο αι., χωρίς, όμως, να έχει επικρατήσει εντελώς των άλλων θρησκειών που εξακολουθούν να υφίστανται ως τον 60 αι., οπότε και περ νούν στην παρανομία, κλυδωνιζόμενος και ο ίδιος από δογματικές έριδες, ο χρι στιανισμός καταφέρνει τελικά όχι μόνο να επικρατήσει, αλλά και να λειτουργήσει ως ενοποιός παράγων σε μια αυτοκρατορία που θα διατηρήσει για πάρα πολλούς αιώνες τον πολυεθνικό της χαρακτήρα. Η ύπαρξη, τέλος, μιας νέας πρωτεύουσας, απαλλαγμένης από το «αμαρτωλό» παρελθόν της Ρώμης, όπως συνηθίζεται να λέ γεται, σε θέση εξαιρετική από στρατηγική άποψη, στο κέντρο μιας περιοχής με έντονα ελληνικό παρελθόν αλλά και παρόν, θα συγκεντρώσει προοδευτικά το πιο σφριγηλό ανθρώπινο δυναμικό της αυτοκρατορίας. Θα πάρει επίσης σύντομα το χαρακτήρα συμβόλου και θα ενδυθεί στη διάρκεια της παλαιοχριστιανικής περιό δου όχι μόνο το ένδυμα του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου, αλλά και αυτό του θρησκευτικού, με την ανέγερση των περικαλλέστερων χριστιανικών μνημείων που γνώρισε ποτέ η αυτοκρατορία. Η περίοδος αυτή δεν ήταν βέβαια μια θριαμβευτική πορεία προς ένα ισχυρό και ακλόνητο κράτος. Οι εξωτερικοί κίνδυνοι ταλαιπώρησαν την αυτοκρατορία και οδήγησαν στην οικονομική της αφαίμαξη και την εδαφική της συρρίκνωση, με αποκορύφωμα την απώλεια των επαρχιών της Αιγύπτου, της Συρίας και της Πα λαιστίνης στα μέσα του 7ου αι., μετά τη ραγδαία επέλαση των Αράβων. Στο θρη σκευτικό πεδίο, οι δογματικές έριδες απέδειξαν το εύθραυστο της νέας θρησκεί ας, έβαλαν όμως και τις βάσεις, χάρη στις διαδοχικές οικουμενικές συνόδους που συγκαλούνταν υπό την αιγίδα της κρατικής εξουσίας, για την παγίωση του χριστια νικού δόγματος που επρόκειτο να αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητη επικρατούσα θρησκεία. Ενίσχυσαν επίσης τη θέση της εκκλησίας, που θα έπαιζε στο εξής ρόλο ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων. Από την άποψη των πνευματικών και αισθη τικών αναζητήσεων, η ελληνορωμαϊκή κληρονομιά είναι ακόμη πολύ ισχυρή και κυριαρχεί στις εικαστικές εκφράσεις της κοσμικής εξουσίας. Η χριστιανική διδα σκαλία και ο νεοπλατωνισμός έχουν όμως ήδη ρίξει το σπέρμα μιας άλλης αντίλη ψης για τα εγκόσμια και κατ' επέκταση για την εικαστική αποτύπωσή τους.
4.2.2
Η μορφή των πόλεων. Οι πολεοδομικές αρχές που διέπουν το σχεδιασμό τους
Οι πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από τη συστηματική μελέτη των αρχιτεκτονικών και άλλων καταλοίπων που διατηρήθηκαν ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές αποτελούν, πέρα από τις γραπτές μαρτυρίες, τη βασικότερη πηγή για την ανασύσταση μιας εποχής. Πολλές είναι οι παλαιοχριστιανικές θέσεις που εντοπίζονται κατά καιρούς από κυρίως τυχαία ευρήματα, λίγες, όμως, έχουν τύχει συστηματικής ανασκαφής. Για πολλές δεκαετίες ανασκάπτονταν οι βασιλικές ή τα νεκροταφεία, σπανίως, όμως, προχωρούσε και ακόμη σπανιότερα ολοκληρωνό ταν η έρευνα των παρακείμενων οικισμών. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, η στρο φή του επιστημονικού ενδιαφέροντος προς τη μελέτη των οικιστικών συνόλων και όχι αποσπασματικών μνημείων φανερώνει πως συνειδητοποιήσαμε τον σημαντι-
1
1
197
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
%�'**'�������
κότατο ρόλο που μπορεί να παίξει για την κατανόηση του τρόπου ζωής των προγό νων μας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν σε όλη την έκτασή της κατάσπαρτη από μι κρούς ή μεγάλους οικιστικούς σχηματισμούς. Άλλοι από αυτούς διατηρήθηκαν για αιώνες μετά την πτώση της αυτοκρατορίας και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, ενώ άλλοι παρήκμασαν για διαφόρους λόγους και εγκαταλείφθηκαν κά ποια στιγμή οριστικά. Για τους πρώτους μπορούμε, με αρκετή δυσκολία βέβαια, να αποκτήσουμε μια αποσπασματική εικόνα μελετώντας τμήματά τους που βρί σκονται κάτω από τις υπάρχουσες πόλεις ή διατηρήθηκαν εγκλωβισμένα στους σύγχρονους πολεοδομικούς ιστούς. Ορισμένοι από τους δεύτερους ήρθαν στο φως μετά από συστηματικές ή τυχαίες ανασκαφές και έτσι η μελέτη τους καθίσταται ευκολότερη. Λόγω της συνοπτικής μορφής που απαιτείται να έχει ένα εγχειρίδιο, στο κεφάλαιο αυτό είμαστε αναγκασμένοι να περιοριστούμε στην παρουσίαση της κορυφαίας πόλης της αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης, και ορισμένων πόλεων του ελλαδικού χώρου. Οι παρατηρήσεις που προηγούνται, όμως, της πα ρουσίασης των πόλεων και μιλούν για τα επιμέρους συστατικά μιας πόλης (τείχη, δρόμους, νεκροταφεία κ.ά.) έχουν συναχθεί από μελέτη του συνόλου των πόλεων της αυτοκρατορίας. Η επιλογή των οικιστικών συνόλων που παρουσιάζονται έγινε με κριτήριο τη σπουδαιότητά τους (π.χ. Θεσσαλονίκη), την ύπαρξη τεκμηριωμέ νων ανασκαφικών εκθέσεων (π.χ. Αθήνα, Φίλιπποι, Δελφοί) και το κατά πόσο αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα (π.χ. παράκτιος οικισμός, όπως η Αλάσαρνα της Κω, οικισμός στη θέση αρχαίου ιερού, όπως οι Δελφοί ή η Ολυμπία). Τα πιο ενδιαφέροντα πολεοδομικά σύνολα από αυτή την εποχή θα μπορούσαν να χωρισθούν σε πόλεις που προϋπήρχαν, από τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρό νια, και ανακαινίζονται αυτή την περίοδο και σε αυτές που δημιουργήθηκαν εξαρ χής, είτε σε οικιστικά παρθένες περιοχές είτε κοντά στον πυρήνα παλαιότερων οι κιστικών εγκαταστάσεων. Η ίδρυση νέων πόλεων γίνεται για λόγους στρατηγι κούς ή προπαγάνδας και συχνά η θέση τους βρίσκεται σε άμεση επαφή με το ανα πτυγμένο οδικό δίκτυο που κληρονόμησαν οι Βυζαντινοί από τους Ρωμαίους. Και οι δύο κατηγορίες πόλεων, όμως, ακολουθούν λίγο-πολύ την ίδια πολεοδομική φι λοσοφία, που δεν διαφέρει από αυτή της ρωμαϊκής εποχής και που με τη σειρά της κληρονόμησε στις βασικές της γραμμές από την ελληνική Αρχαιότητα. Τα βασικότερα στοιχεία που συνθέτουν μια πόλη την περίοδο της ύστερης Αρ χαιότητας είναι τα ακόλουθα: Οι οχυρώσεις Τα οχυρωματικά έργα υπήρξαν ανέκαθεν πρωταρχικής σημασίας για την επιβίω ση των πόλεων. Τα τείχη δεν οριοθετούν, όπως στην Αρχαιότητα, το αυτόνομο και αυτοδιάθετο μιας πόλης απέναντι στις γειτονικές της, λειτουργούν, όμως, σαν προστατευτική ασπίδα σε μια εποχή που η ασφάλεια της αυτοκρατορίας απειλεί ται συνεχώς από εξωτερικούς κινδύνους. Οι αυτοκράτορες φρόντισαν να επισκευ άσουν ή σε πολλές περιπτώσεις να επεκτείνουν τα τείχη πόλεων που προϋπήρχαν και να υψώσουν νέα σε πόλεις που ίδρυσαν, κυρίως αν αυτές βρίσκονταν σε ευαί-
198
"
ι
1
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
�"{fu'@�����'@����������
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σθητα σημεία της αυτοκρατορίας. Σε περιπτώσεις που οι πόλεις αναπτύσσονταν στα πεδινά, η περίμετρος των οχυρώσεων ήταν μεγαλύτερη από αυτή του οικιστι κού πυρήνα, με στόχο την προστασία των δεξαμενών και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που τον περιέβαλλαν και που θα πρόσφεραν τα αναγκαία στους κατοί κους σε περίπτωση πολιορκίας. Όταν πάλι το έδαφος απαιτούσε διάσπαση του πολεοδομικού ιστού, οχυρώνονταν με διαφορετικό τείχος οι ψηλότερες συνοικίες που περιλάμβαναν συχνά τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια (κοσμικά ή εκκλησια στικά) από τις χαμηλότερες με τις ιδιωτικές οικίες. Οι δρόμοι και οιπλατείες(φόρα) Όταν το επιτρέπει η διαμόρφωση του εδάφους, χαράσσεται ένας κάνναβος όπου οι δρόμοι τέμνονται κάθετα, δημιουργώντας τετράγωνα ή ορθογώνια παραλληλό γραμμα που προορίζονται να καλυφθούν από ιδιωτικά και δημόσια κτίρια. Μία κεντρική αρτηρία που κοσμείται συνήθως με στοές (εμβόλους) συνδέει τα σημα ντικότερα δημόσια οικοδομήματα και διασχίζει την πόλη περνώντας από μία ή πε ρισσότερες πλατείες ή φόρα (βλ. στα επόμενα, «Οι χώροι συνάθροισης και ψυχα γωγίας»). Τα κοσμικά κτίρια (δημόσια ή ιδιωτικά, τυπολογία) Τα κοσμικά δημόσια κτίρια είναι χώροι άσκησης εξουσίας από την κεντρική διοί κηση ή τους εκπροσώπους της σε επίπεδο της κάθε τοπικής κοινωνίας. Στις επαρ χιακές πόλεις πρόκειται κυρίως για χώρους άσκησης δικαστικής εξουσίας, φορο λογίας, συγκέντρωσης τοπικών συμβουλευτικών οργάνων όσον καιρό αυτά διατη ρήθηκαν, για χώρους φύλαξης των αρχείων της πόλης ή για φυλακές. Σε αυτά μπο ρούν να συμπεριληφθούν και οι κατοικίες των τοπικών αρχόντων. Η διάκριση ανάμεσα στα δημόσια κτίρια και στις ιδιωτικές οικίες είναι συχνά δυσχερής, αφού σπάνια η χρήση τους προσδιορίζεται από γραπτές μαρτυρίες (επιγραφές) ή χαρα κτηριστικά κινητά ευρήματα (όπως οι σφραγίδες) και η κάτοψη ή το μέγεθος των δημόσιων κτιρίων, κυρίως στις επαρχιακές πόλεις, είναι συγγενή προς αυτά των ιδιωτικών. Οι ιδιωτικές οικίες είναι διάσπαρτες σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Στο ανατολικό της τμήμα γνωρίζουμε καλύτερα τις επαύλεις, που βρίσκονται μέσα στα όρια των πόλεων, ενώ σπανιότερες μοιάζουν να είναι οι αγροικίες, που δείγ ματά τους έχουν ανασκαφεί σε όλη την έκταση του δυτικού τμήματος. Τυπολογικά μπορούν να χωριστούν σε οικίες με δωμάτια που διατάσσονται γύρω από μια περί στυλη αυλή (δηλαδή με κίονες στις τέσσερις πλευρές της), σε οικίες με δωμάτια που διατάσσονται γύρω από μια απλή αυλή, σε οικίες με διάφορα δωμάτια χωρίς κεντρική αυλή και τέλος στις φτωχικές οικίες, με έναν ή δύο χώρους σε επαφή με ταξύ τους και με πολύ πρόχειρη κατασκευή. Αντίθετα με τις τελευταίες, τα δείγμα τα από τις πλούσιες οικίες που έχουν ανασκαφεί διαθέτουν πολλούς χώρους δια φορετικής χρήσης. Το σημαντικότερο δωμάτιο είναι το τρικλίνιο, κεντρική αίθου σα υποδοχής που κατέληγε σε αψίδα όπου τοποθετούσαν τα ανάκλιντρα των ση μαντικότερων συνδαιτημόνων. Η ημικυκλική αψίδα αλλά και οι ευθύγραμμοι τοί-
1
1
199
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
Bt���OO@:�):'M�i&��U�\�t\r:σci�: �. 0 ,:f\&ϊtΗ\'μπσ@:>t��,�
χοι μπορεί να κοσμούνταν με κόγχες, επένδυση με πλάκες μαρμάρου (ορθομαρ μάρωση) ή χρωματιστά κονιάματα. Τα δάπεδα καλύπτονταν με κεραμικές πλάκες ή, στις πλουσιότερες επαύλεις και τα παλάτια, με ψηφιδωτά που ως προς την τε χνοτροπία και τη θεματολογία είναι ακόμη πολύ κοντά στα πρότυπα της ελληνο ρωμαϊκής Αρχαιότητας. Είναι εντυπωσιακό δε ότι παρά τη συντηρητικότητα του κλήρου υπάρχει μια κοινή διακοσμητική «γλώσσα» σε οικίες και ναούς, μάλλον λόγω της εργασίας των ίδιων εργαστηρίων ψηφοθετών που δραστηριοποιούνταν σε μια αρκετά ευρεία περιοχή. Εκτός από το τρικλίνιο και τα υπνοδωμάτια, οι οι κίες διέθεταν μαγειρεία, αποθηκευτικούς χώρους, σπανιότερα δε και ιδιωτικές θέρμες. Ο αριθμός των τελευταίων αυξάνεται τον 60 αι., ίσως λόγω της αλλαγής της νοοτροπίας που εμποδίζει τους ανθρώπους να συχνάζουν στα δημόσια λου τρά. Δεξαμενές, αλλά και περίτεχνες κρήνες συμπληρώνουν την εικόνα των πα λαιοχριστιανικών οικιών. Τα σπίτια που βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία των πό λεων πρέπει να διέθεταν καταστήματα ή εργαστήρια στους ισόγειους χώρους τους, ενώ οι χώροι διαβίωσης καταλάμβαναν τον όροφο.
Ι:>
Δραστηριότητα 2/Κεφάλαιο 4 Στην Εικόνα 1 δίδεται η κάτοψη ενός κοσμικού κτιρίου της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Με βάση αυτά που διδαχθήκατε στην υποενότητα που μόλις μελετήσατε σχετικά με τα κο σμικά κτίρια, μπορείτε να αναγνωρίσετε τον τύπο του και να περιγράψετε σε μία παρά γραφο τους επιμέρους χώρους του; Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
• 1
Εικόνα 1
Κάταψη παλαιοχρι σrιανικής οικίας με περίσrυλη αυλή από την Αθήνα. Απέναντι από την είσοδο βρίσκεται το κυριότερο δωμάτιο, το τρικλίνιο, που απολήγει σε αψίδα (Σχέδιο 1 Τραυλός) Πηγή: Frantz Α., 1988, πίν. 26a, ΑρχείοL Τραυλού I
200
1fu
1 1
1 W,
.. 8!
!
•
• • •
·�......rΓ]
.
1
0
•
2 0
"
1
1 1
1
J. TRAVL0S •,;,e2
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Οι χώροι συνάθροισης και ψυχαγωγίας Ακολουθώντας τις ρωμαϊκές συνήθειες, οι άνθρωποι της ύστερης Αρχαιότητας περνούσαν ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους στους δημόσιους χώρους όπου συ ναντιούνταν, συζητούσαν, γυμνάζονταν, φρόντιζαν τον καλλωπισμό και εξυπηρε τούσαν τις ανάγκες του σώματός τους, πραγματοποιούσαν τις εμπορικές τους συ ναλλαγές και διασκέδαζαν. Τέτοιοι χώροι ήταν πρωτίστως τα φόρα ή οι αγορές, οι παλαίστρες, οι θέρμες και τα θέατρα, με προεξάρχοντα τον ιππόδρομο. Κατά το τέλος της περιόδου, η εσωστρέφεια και οι αλλαγές της νοοτροπίας επέφεραν με ταβολές και στη χρήση των δημόσιων χώρων και οδήγησαν ορισμένους από αυ τούς σε αχρηστία, ενώ η χρήση άλλων διευρύνθηκε. Αν στα ρωμαϊκά χρόνια τα φόρα είναι συχνά χώροι με συγκεκριμένη αποστο λή, όπως η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων και θρησκευτικών λειτουργιών ή η αυ τοκρατορική προπαγάνδα, και δεν ταυτίζονται απαραίτητα με το εμπορικό κέντρο της πόλης που μπορεί να βρίσκεται αλλού, στα παλαιοχριστιανικά χρόνια η χρήση τους διευρύνεται προς όφελος των εμπορικών ή βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Η αλλαγή που συντελείται ως προς τη χρήση τους είναι δηλωτική της παρακμής των οργάνων αυτοδιοίκησης των πόλεων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Φιλίππων: το φόρουμ τους, από χώρος κλειστός στην υπηρεσία της πόλης με κτίρια που συνδέονταν αποκλειστικά με τις δημόσιες λειτουργίες (αρχεία κ.λπ. ), μετα τράπηκε σε ένα πέρασμα με ασαφή χρήση και έχασε εντελώς την αίγλη του στον 60 αι. Στους Φιλίππους το εμπορικό κέντρο βρισκόταν σε άλλο σημείο της πόλης. Στους Δελφούς, αντίθετα, στη λεγόμενη Ρωμαϊκή Αγορά, που χρονολογείται από τον 2ο αι., ήρθαν στο φως και βάσεις ανδριάντων που εξυπηρετούσαν την αυτο κρατορική προπαγάνδα αλλά και καταστήματα ή εργαστήρια. Σε γειτνίαση ή και σε άμεση επαφή με το φόρουμ ή την αγορά βρίσκονταν πολύ συχνά οι χώροι λα τρείας, ειδωλολατρικοί αρχικά και, από κάποια στιγμή και ύστερα, χριστιανικοί ναοί, πράγμα που δηλώνει το ρόλο του ομφαλού της πόλης που έπαιζαν και εξακο λουθούσαν να παίζουν αυτά τα κομβικά σημεία. Οι παλαίστρες εγκαταλείφθηκαν προοδευτικά, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον πα ρουσιάζει και η περίπτωση των θερμών. Ως και τον 4ο αι. κτίζονται σημαντικά συ γκροτήματα σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, με σημαντικότερα βέβαια τα παραδείγματα αυτών που έχτισαν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες στην πρωτεύουσά τους, την Κωνσταντινούπολη. Οι θέρμες διέθεταν μια ποικιλία χώρων που εξυπη ρετούσαν τις ανάγκες για υγιεινή, καθαριότητα και χαλάρωση, αποτελούσαν, όμως, και έναν από τους πιο διακεκριμένους χώρους κοινωνικής συναναστροφής. Περιλάμβαναν αποδυτήρια, χώρους για ψυχρό, χλιαρό και θερμό λουτρό, καθώς και για εφίδρωση. Για να ζεσταθούν οι χώροι εφίδρωσης και θερμού λουτρού άνα βαν φωτιά σε ένα συγκεκριμένο σημείο και ο θερμός αέρας που δημιουργούνταν κυκλοφορούσε κάτω από τα δάπεδα (υπόκαυστο) και σε αεραγωγούς μέσα στους τοίχους. Από τον ελλαδικό χώρο καλοδιατηρημένο είναι το παράδειγμα των θερ μών στο Θέατρο του Άργους, που ένα μεγάλο μέρος τους κτίστηκε τον 3ο αι. Η αδυναμία συντήρησης τέτοιων εγκαταστάσεων, αλλά πιθανότατα και η αλλαγή της νοοτροπίας που επήλθε με την επικράτηση του χριστιανισμού και απέτρεπε τους
i
!!
1
201
---------------------����
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ανθρώπους από τη δημόσια επίδειξη του γυμνού σώματος οδήγησαν στην εγκατά λειψη και την αλλαγή χρήσης των θερμών. Οι γνωστότερες θέρμες της πρωτεύου σας, τα Λουτρά του Ζευξίππου, μετατράπηκαν έτσι σε εργοστάσιο μεταξωτών και αργότερα σε φυλακή. Ιδιωτικά συγκροτήματα, όμως, εξακολουθούσαν να κτίζο νται μέσα σε πολυτελείς επαύλεις ως τον 60 αι., όπως, για παράδειγμα, αυτό της Νοτιοανατολικής Έπαυλης των Δελφών. Όσο για τα θέατρα και τον ιππόδρομο, παρά τους λίβελους που εξαπέλυαν κα τά καιρούς οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί, εξακολούθησαν να ανθούν, ιδιαίτερα ο δεύτερος, για πολλούς αιώνες και να προσφέρουν ψυχαγωγία τόσο στον απλό λαό όσο και στους άρχοντες. Οι χώροι δευτερογενούς παραγωγής (βιοτεχνικά εργαστήρια) και εμπορίου Οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως πλήθος βιοτεχνικών εργαστηρίων. Ευκολότε ρα στην αναγνώρισή τους είναι τα εργαστήρια κεραμικής και μεταλλουργίας, τα βαφεία υφασμάτων και τα υφαντουργεία. Τα εργαστήρια κεραμικής διαθέτουν έναν ή περισσότερους κλιβάνους, χώ ρους για την επεξεργασία του πηλού και αποθέτες για τη ρίψη των αποτυχημένων αγγείων. Αυτά τα παραμορφωμένα αντικείμενα προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια για την αναγνώριση της παραγωγής κάθε εργαστηρίου, αλλά και για τη μελέτη των τεχνικών που εφαρμόζονταν: με τη βοήθεια των θετικών επιστημών, μπορού με πια να αναγνωρίσουμε με ακρίβεια τη χημική ή πετρογραφική σύσταση του πη λού, αλλά και να πάρουμε και άλλες πολύτιμες πληροφορίες, όπως, για παράδειγ μα, σχετικά με τη θερμοκρασία στην οποία ψήθηκαν τα κεραμικά. Οι κλίβανοι εί ναι κυκλικής ή ορθογώνιας διατομής και διαθέτουν έναν διάδρομο, έναν πρώτο χαμηλό χώρο για την πυρά και ένα δεύτερο επίπεδο, όπου βρίσκονταν τα αγγεία, του οποίου τα τοιχώματα συνήθως κάθε φορά κτίζονταν εκ νέου και διαλύονταν. Αυτά τα δύο επίπεδα οριοθετούσε η εσχάρα, στην οποία ακουμπούσαν τα αγγεία που προορίζονταν για ψήσιμο και απ' όπου περνούσε ο θερμός αέρας. Τα μεταλλουργεία έχουν αφήσει πίσω τους ως πολύτιμους μάρτυρες τις σκω ρίες των μετάλλων, δηλαδή τα απορρίμματα της επεξεργασίας των μεταλλικών αντικειμένων, αλλά σπανιότερα και μήτρες από πέτρα ή από πηλό, μέσα στις οποί ες έχυναν το μέταλλο. Τα βαφεία υφασμάτων μπορούν να αναγνωριστούν από την ύπαρξη καλού συστήματος αποχέτευσης των υγρών και μεγάλων δοχείων, μέσα στα οποία έβαφαν τα υφάσματα. Στα υφαντουργεία ανακαλύπτουμε κατά σωρούς τις αγνύθες, δηλαδή τα υφαντικά βάρη που συγκρατούσαν τα νήματα στους αργα λειούς. Βέβαια, η υφαντουργική δραστηριότητα ήταν ίσως περισσότερο συνδεδε μένη με την οικοτεχνία, τουλάχιστον στους μικρούς οικισμούς, γι' αυτό και ανακα λύπτουμε αγνύθες σχεδόν σε κάθε οικία που ανασκάπτουμε. Από τοπογραφική άποψη, τα περισσότερα εργαστήρια, ακολουθώντας την ελλη νορωμαϊκή παράδοση, εγκαθίστανται και κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο στα όρια των πόλεων και όχι μέσα σε αυτές, ιδιαίτερα αν πρόκειται για ρυπογόνες εγκα ταστάσεις, όπως τα βυρσοδεψεία. Φαίνεται πως μόνο σε περιπτώσεις όπου εργα σtήριο και πωλητήριο ταυτίζονταν, μπορεί να βρίσκονταν εντός των ορίων μιας πό-
202
i
11
im
;W
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εικόνα 2 Εγκατάσταση βιοτεχνικών εργαστηρίων (εδώ ένας κεραμικ6ς κλίβανος πάνω στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής έπαυλης στους Δελφούς)
λης και μάλιστα στο εμπορικό της κέντρο. Στο δεύτερο μισό και κυρίως προς το τέ λος του 6ου αιώνα παρατηρείται στον ελλαδικό χώρο συρρίκνωση του πολεοδομι κού ιστού και εγκατάλειψη των πολυτελών επαύλεων. Τότε είναι που βιοτεχνικά ερ γαστήρια εγκαθίστανται πάνω σε ερείπια πρώην οικιστικών εγκαταστάσεων (όπως, π.χ., στη Νοτιοδυτική Έπαυλη των Δελφών, Εικόνα 2), δεν μπορούμε να πούμε όμως με σιγουριά αν αυτά βρίσκονται πια εντός των ορίων της πόλεως ή όχι. Αρκετά πολύπλοκο ήταν και το σύστημα εσωτερικής οργάνωσης των εργαστη ρίων, αλλά και οι σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστικών εργαστηρίων. Ως τον 4ο αι. και με μερικές εξαιρέσεις ως τον 60, διαθέτουμε ονόματα ιδιοκτητών, κυρίως χάρη στις υπογραφές που άφησαν στα κεραμικά και ειδικότερα στα λυχνάρια. Οι ιδιο κτ11τες αυτοί δεν θα πρέπει να ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες και η συμ βολή τους θα σταματούσε στο στάδιο του σχεδιασμού των προϊόντων τους, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Φαίνεται ότι η έννοια των «θυγατρικών» εργαστηρίων που ιδρύονταν σε άλλες πόλεις και έφεραν το ίδιο όνομα δεν ήταν άγνωστη, ενώ οι ανταλλαγές σχεδίων μέσω των μητρών, αλλά και οι «παράνομες» αντιγραφές ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον για τη μελέτη της αρχαίας και μεσαιωνι κής τεχνολογίας έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να δίνεται περισσότερη προσοχή κατά τη διάρκεια της ανασκαφής σε παρόμοιους χώρους, και τα προϊό ντα που παρήγαγαν να αποτελούν αντικείμενο προσεκτικής μελέτης, συχνά με τη βοήθεια των θετικών επιστημών, όπως είδαμε για τα κεραμικά.
1
203
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
�.._��τη,,��-���1������-----------------�Ψ@¼
U&i¼½i
$¼&
Αντικείμενο μελέτης έχει γίνει και το εμπορικό σύστημα που επικρατεί εκείνη την εποχή. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της μεσογειακής λεκάνης επέτρεψε, όπως είναι γνωστό, την ευχερέστερη διακίνηση αγαθών. Στα παλαιο χριστιανικά χρόνια συνεχίστηκε το ίδιο σύστημα, τουλάχιστον ως τον 60 αι. Χει ροπιαστή απόδειξη αυτής της ελευθερίας της διακίνησης είναι η εύρεση σημαντι κού αριθμού εισηγμένων κεραμικών σε πόλεις της ελλαδικής χερσονήσου που προέρχονται από απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Βόρεια Αφρική και η Μέση Ανατολή. Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι από την πειρατεία περιόρισαν σε μεγάλο βαθ μό παρόμοιες εισαγωγές στο δεύτερο μισό του 6ου αι., οι οποίες, όμως, δεν διακό πηκαν εντελώς παρά στον 7ο αι., όταν σημαντικότατες αλλαγές και ανακατατά ξεις στο σώμα της αυτοκρατορίας επηρέασαν πρωτίστως και την οικονομία.
Οι χώροι άσκησης λατρείας. Τυπολογία Οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων τελούσαν τη λατρεία τους σε χώρους ιδιωτι κούς, χωρίς ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αφού η νέα θρησκεία παρέμενε υπό διωγμόν. Έτσι τα πρώτα κτίρια που κατασκευάστηκαν για λατρευτικούς σκο πούς, οι λεγόμενες «εκκλησίες» ή «οίκοι θεού», μιμήθηκαν την τυπολογία των οι κιών. Το μεγαλύτερο από τα δωμάτια, αυτό που βρισκόταν συνήθως απέναντι από την είσοδο, χρησίμευε για τη λατρεία, ενώ παρακείμενοι χώροι επιτελούσαν και αυτοί λατρευτικούς σκοπούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα λατρευτικού χώρου του πρώτου μισού του 3ου αι. είναι η οικία της Δούρας Ευρωπού στη Μεσοποτα μία. Τελετουργίες λάμβαναν χώρα και στους τόπους ταφής ή μαρτυρίου των επι φανέστερων από τους μάρτυρες, όπου αργότερα θα κτιστούν τα λεγόμενα μαρτύ ρια. Μεγαλύτεροι σε μέγεθος ναοί, οι «ευκτήριοι οίκοι», κτίζονταν σε περιόδους διακοπής των διωγμών. Είναι ορθογώνιοι σε κάτοψη και φέρουν εν σπέρματι τα χαρακτηριστικά που θα επικρατήσουν από τον 4ο αι., όπως ο τονισμός του κατά μήκος άξονα, η κατά μήκος τριμερής διαίρεση, ο χωρισμός ιερού βήματος από τον υπόλοιπο ναό και η αψίδα. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ευκτήριου οίκου αποτε λεί αυτός που ανακαλύφθηκε στα Σάλωνα της Δαλματίας και χρονολογείται γύρω στο 300 μ.Χ. Παράλληλα με τη βαθμιαία εξάπλωση της νέας θρησκείας και την τυ ποποίηση της λατρείας της άρχισαν και οι πρώτες προσπάθειες εικαστικής παρέμ βασης στους τοίχους των εκκλησιών, άλλοτε με τρόπο συμβολικό (όπως τα ψάρια - σύμβολα του ενσαρκωμένου Χριστού) και άλλοτε παραστατικό (όπως η εικονο γράφηση επεισοδίων της Παλαιάς Διαθήκης στην οικία της Δούρας Ευρωπού). Το τέλος των διωγμών και η, ως έναν βαθμό, ευρύτατη αποδοχή του χριστιανι σμού από την κρατική μηχανή στο πρώτο μισό του 4ου αι. οδήγησαν αυτόματα στην ανέγερση ναών, συχνά με τη χορηγία των ίδιων των αυτοκρατόρων. Οι ναοί αυτοί είναι λίγοι σε αριθμό σε κάθε πόλη και μεγάλων διαστάσεων, όπως απαι τούσε ο συγκεντρωτικός τρόπος διοίκησης των πιστών, αλλά και η στέγαση του ολοένα αυξανόμενου αριθμού τους. Δύο είναι οι αρχιτεκτονικοί τύποι που επι κράτησαν αυτή την εποχή: οι βασιλικές και τα περίκεντρα κτίρια. Η βασιλική είναι ένας αρχιτεκτονικός τύπος ευρύτατα διαδεδομένος στα ρω μαϊκά χρόνια, με εφαρμογή κυρίως σε δημόσια οικοδομήματα, όπως τα δικαστή-
204
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρια, αλλά και σε χώρους λατρείας άλλων θρησκειών. Επρόκειτο για ορθογώνια κτίρια με τονισμένο τον επιμήκη άξονα, που απέληγαν στη μια στενή πλευρά σε αψίδα. Η είσοδος ήταν από τα δυτικά ή από τα νότια, ενώ η αψίδα βρισκόταν στα ανατολικά. Στα δυτικά προστέθηκε από τον So αι. ένα επίμηκες ημιανεξάρτητο τμήμα, ο νάQθηκας. Σε ορισμένα σημαντικών διαστάσεων μνημεία ο νάρθηκας χωριζόταν σε δύο τμήματα, τον εσωνάρθηκα και τον εξωνάρθηκα. Το αίθQιΟ, ένας κλειστός περίβολος με στοές αρχικά στις τέσσερις και αργότερα, μετά τη δημιουρ γία του νάρθηκα, στις τρεις πλευρές του αποτελούσε το πρώτο από δυτικά τμήμα του ναού. Εδώ ελάμβανε χώρα αρχικά ο όρθρος και κατόπιν έμπαιναν στον κυ ρίως ναό για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Ο ενιαίος χώρος του κυρίως ναού χωριζόταν από σειρά κιόνων ή πεσσών τοποθετημένων παράλληλα με τον επιμήκη άξονα σε τρία, πέντε ή σπανιότερα επτά τμήματα, τα κλίτη. Οι απολήξεις των πλά γιων κλιτών απέκτησαν και αυτές προοδευτικά τη μορφή αψίδας που θα ονομάζο νταν αργότερα «ΠQόθεση» και «διακονικό» και θα εντάσσονταν οργανικά στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Αρχικά οι χώροι αυτοί, που προορίζονταν αντί στοιχα για την εναπόθεση των προσφορών των πιστών και τη φύλαξη των ιερών σκευών, βρίσκονταν σε άλλο σημείο της βασιλικής. Η βασιλική καλυπτόταν συνή θως από δίρρυτη στέγη στο κεντρικό κλίτος και μονόρρυτη στα πλάγια. Η υπερυ ψωμένη οροφή του μεσαίου κλίτους επέτρεπε τη δημιουργία παραθύρων που έφερναν φως στο εσωτερικό, ενώ τα πλευρικά κλίτη και ένα τμήμα του νάρθηκα φιλοξενούσαν ένα επιπλέον επίπεδο, το υπεQώον ή γυναικωνίτη. Ο αρχιτεκτονι κός τύπος που περιγράψαμε συνοπτικά γνώρισε, όπως ήταν φυσικό, πολλές πα ραλλαγές, τόσο στην κάτοψη όσο και στα υλικά κατασκευής, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιούνταν από την αρχιτεκτονική παράδοση του κάθε τόπου. Μια συχνή πα ραλλαγή ήταν αυτή με την ύπαρξη εγκάQσιου κλίτους μπροστά από το χώρο του Ιερού Βήματος (βλ., π.χ., τον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης ή τη Βασιλική Α των Φιλίππων). Μια άλλη παραλλαγή αφορούσε τον τρόπο στέγασης: στις ανατολικές επαρχίες, όπου η ξυλεία ήταν δυσεύρετη, τα κλίτη στεγάζονταν με ημικυλινδQι κούς θόλους χτισμένους από πέτρα. Εκτός από την κατά μήκος και την καθ' ύψος διάκριση, η βασιλική χωριζόταν και κατά πλάτος και μάλιστα οι χώροι ανήκαν διαδοχικά στους κατηχούμενους, τους βαπτισμένους πιστούς και τον κλήρο. Οι κα τηχούμενοι, αυτοί δηλαδή που δεν είχαν ακόμη βαπτιστεί, παρέμεναν στους πρώ τους χώρους, το αίθριο και το νάρθηκα. Οι πιστοί χρησιμοποιούσαν τον κυρίως ναό, ενώ ο κλήρος λειτουργούσε στο Ιερό Βήμα, που άρχισε προοδευτικά να απο κόβεται από τον υπόλοιπο ναό με τη συμβολική, αλλά και ουσιαστική ύψωση ενός φράγματος, διάτρητου αρχικά, που θα καταλήξει σε έναν σαφώς διακεκριμένο και προστατευμένο από τον υπόλοιπο ναό χώρο στην επόμενη περίοδο. Κατά τα πρότυπα αυτά χτίστηκαν πολλές βασιλικές στις μεγάλες αλλά και στις μικρότερες πόλεις της αυτοκρατορίας. Η μεγαλύτερη σε μήκος ανασκαμμένη βα σιλική του ελλαδικού χώρου είναι αυτή του Λεχαίου, του 5ου αι., αφιερωμένη στον μάρτυρα Λεωνίδη: το συνολικό της μήκος φτάνει τα 220 μ. Ένα από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα αποτελεί η τρίκλιτη βασιλική της ΑχειQοποιήτου στη Θεσσαλονίκη. Στον αρχικό κορμό των βασιλικών προστέθηκαν με τον καιρό και
1 1
205
-
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
----------------��'::.��h'WM-astt%&M&.o�"W-�����------"'1
άλλα μικρότερα κτίσματα που εξυπηρετούσαν λειτουργικές ανάγκες, όπως τα βα πτιστήρια. Αυτά έχουν σχήμα περίκεντρο (βλ. στην επόμενη παράγραφο) και δια θέτουν συνήθως κτιστή κολυμβήθρα με κλίμακες στο κέντρο τους. Τα περίκεντρα κτίρια ονομάζονταν έτσι γιατί τα τμήματα του οικοδομήματος διατάσσονταν γύρω από ένα κέντρο. Με τον τρόπο αυτό τονιζόταν ο καθ' ύψος άξονας. Τέτοια οικοδομήματα ήταν κυκλικά σε κάτοψη, δηλαδή ροτόντες ( όπως αυτή της Αγίας Κωνσταντίας στη Ρώμη), οκταγωνικά (ελεύθερο οκτάγωνο, όπως ο Άγιος Βιτάλιος στη Ραβέννα, ή οκτάγωνο εγγεγραμμένο σε τετράγωνο, όπως η εκκλησία των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη), τα σταυρό σχημα (όπως ο Άγιος Βαβύλας στην Αντιόχεια επί Ορόντου) και αυτά που φέρουν σε κάτοψη τη μορφή τρίκογχου ή τετράκογχου (όπως το τετράκογχο της «Βιβλιο θήκης του Αδριανού» στην Αθήνα). Ο τύπος του περίκεντρου κτιρίου ήταν διαδε δομένος στα ρωμαϊκά χρόνια κυρίως στα μαυσωλεία. Κατ' αντιστοιχία, ο τύπος χρησιμοποιήθηκε για τα πρώτα μαρτύρια, δηλαδή λατρευτικούς χώρους που στέ γαζαν τους τάφους μαρτύρων ή κτίστηκαν σε σημεία που συνδέονταν με γεγονότα από τη ζωή και τη δράση του Χριστού και των Αποστόλων. Συνδυασμό των δύο επικρατέστερων αρχιτεκτονικών τύπων, βασιλικής και πε ρίκεντρου, αποτελεί το μοναδικό δημιούργημα της βασιλείας του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία (Εικόνα 3, βλ. επίσης εικ. 61, κεφάλαιο 3, τόμος Δ, της Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πο λεοδομίας). Η τελειότητα της σύλληψής του βρίσκεται στη διαδοχική διάσπαση των όγκων από το ψηλότερο σημείο του προς τα χαμηλότερα. Χωρίς να παραμελείται η διαίρεση κατά μήκος με κιονοστοιχίες, τονίζεται ο άξονας του ύψους με την ιδιο φυή στέγαση ενός κεντρικού τετράγωνου χώρου από έναν πολύ υψηλό ημισφαιρι κό θόλο, τον τρούλο, που στηρίζεται σε τέσσερις ογκώδεις πεσσούς. Στα ανατολικά και δυτικά, οι ωθήσεις του τρούλου κατανέμονται προς δύο μεγάλες κόγχες που στεγάζονται από τεταρτοσφαίρια. Στα βόρεια και νότια τον τρούλο στηρίζουν τοί χοι διάτρητοι από παράθυρα. Παρά τη σοφία στη σύλληψη του σχεδίου, κάποιες εγγενείς αδυναμίες, όπως η ύπαρξη αυτών των πλευρικών τοίχων, και εξωτερικοί παράγοντες (σεισμοί) οδήγησαν σε δύο ανακατασκευές του τρούλου μετά από κα τάρρευση και στην προσθήκη εξωτερικών στηριγμάτων (αντηρίδων). Στον βασικό πυρήνα του ναού προστίθενται εσωνάρθηκας και εξωνάρθηκας. Στα δυτικά του εξωνάρθηκα υπήρχε μεγάλο αίθριο. Στη σημερινή του μορφή το μνημείο παραμέ νει επιβλητικό, έχει χάσει, όμως, το μεγαλύτερο μέρος από την αλλοτινή του αίγλη, που στηριζόταν και στον πλούτο της διακόσμησής του. Αποσπασματικά μόνο σώζο νται ψηφιδωτοί πίνακες-αφιερώματα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Πολλά από τα λατρευτικά μνημεία της εποχής αυτής έχουν σωθεί εν μέρει ή ολόκληρα, ενώ οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως και κάποια από αυτά που ήταν θαμμένα. Σε όλα τα μνημεία, τα υλικά δομής και διακόσμησης ήταν λίγο-πολύ πα ρόμοια, ανάλογα βέβαια με τις περιοχές και τις πρώτες ύλες που διέθεταν. Η τοι χοποιία αποτελούνταν από πλίνθους ή λαξευμένους λίθους συνδεδεμένους με κο νίαμα. Οι στέγες καλύπτονταν από κεραμίδια. Στο εσωτερικό των ναών επικρα τούσε έντονη πολυχρωμία. Τα δάπεδα ήταν στρωμένα με πλίνθινες πλάκες, ψηφι-
206
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
......................... ... ................. ............................................ ............... ................. ........... ......�..... ....... ..-
Εικόνα 3 Κάτοψη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη
----"
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
δωτά ή μάρμαρα. Τις κατώτερες επιφάνειες των τοίχων κάλυπταν μαρμάρινες πλάκες (ορθομαρμαρώσεις): συχνά τα νερά του μαρμάρου δημιουργούσαν εντυ πωσιακά σχέδια. Οι ανώτερες επιφάνειες των τοίχων διακοσμούνταν από τοιχο γραφίες; ή ψηφιδωτές; παραστάσεις;. Σε περιοχές όπου αφθονούσε το μάρμαρο η κατασκευή ενός χριστιανικού ναού αποτελούσε ίσως τον σημαντικότερο παραγ γελιοδότη: τα περισσότερα αρχιτεκτονικά μέλη ήταν μαρμάρινα (κίονες, κιονό κρανα, επιστύλια, θωράκια), είτε λαξευμένα απευθείας για το συγκεκριμένο μνη μείο, είτε σε δεύτερη χρήση, από ερείπια ειδωλολατρικών ναών και άλλων αρχαί ων κτιρίων. Ολόκληρα εργαστήρια από τεχνίτες απασχολούνταν για σημαντικό χρονικό διάστημα στην ανέγερση ενός ναού. Τα εργαστήρια αυτά μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, ειδικότερα δε αυτά που ασχολούνταν με την ψηφοθέτηση των δαπέδων και τη λάξευση των μαρμάρων. Αν οι πρώτες ύλες, όπως το μάρμαρο, δεν ήταν διαθέσιμες στη γύρω περιοχή, έφταναν συνήθως ακατέργαστες και λαξεύο νταν επιτόπου. Η αναγνώριση των έργων ενός εργαστηρίου σε διαφορετικές πε ριοχές βοηθά πολύ συχνά στη συγκριτική χρονολόγηση των μνημείων. Ιδιαίτερα βοηθητικά για τη χρονολόγηση των ναών είναι και ορισμένα επιμέρους αρχιτεκτο νικά μέλη, με κυριότερα τα κιονόκρανα. Στην παλαιοχριστιανική εποχή συναντά με μια μεγάλη ποικιλία στην τυπολογία κιονοκράνων, ορισμένα από τα οποία επι κράτησαν σε συγκεκριμένες εποχές, όπως τα λεγόμενα «θεοδοσιανά», που συνδέ ονται με την εποχή των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395) και Θε οδοσίου Β' (408-450), ή τα «τεκτονικά», που χρονολογούνται από την εποχή του Ιουστινιανού Α' (527-565).
ι:>·
Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1/Κεφάλαιο 4 Αντιστοιχίστε στον ακόλουθο πίνακα τα μέρη ενός παλαιοχριστιανικού ναού (αριστερή στήλη) με τις λειτουργίες που επιτελούνταν σε καθένα από αυτά (δεξιά στήλη): Χώρος κλήρου Αίθριο Εναπόθεση προσφορών Νάρθηκας Φύλαξη σκευών Κλίτη Χώρος κατηχουμένων Ιερό Βήμα Τέλεση όρθρου Πρόθεση Χώρος πιστών και τέλεσης Θείας Λειτουργίας Διακονικό Θα βρείτε τη σωστή αντιστοίχιση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Τα νεκροταφεία Όπως συνηθιζόταν στα αρχαία και τα ρωμαϊκά χρόνια, έτσι και στα παλαιοχρι στιανικά τα νεκροταφεία παρέμειναν έξω από τα όρια των πολεοδομικών σχημα τισμών. Οι μεγάλες πόλεις διέθεταν περισσότερες από μία νεκροπόλεις (π.χ. η πα λαιοχριστιανική Θεσσαλονίκη). Σε ορισμένες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως στην Ιταλία (Ρώμη), αλλά και στην Ελλάδα (Τρυπητή Μήλου), όπου το επέτρεπε το έδαφος, τα νεκροταφεία οργανώνονταν υπόγεια σε πολλούς ορόφους. Πρόκει ται για τις γνωστές κατακόμβες;, υπόσκαφα κοιμητήρια σε ιδιωτικές ή κοινοτικές
208
1 1
ΕΝ
ΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εκτάσεις, με μεγάλο αριθμό τάφων, διαδρόμους και νεκρικούς θαλάμους. Από τις ρωμαϊκές κατακόμβες ας αναφέρουμε αυτές του Αγίου Καλλίστου, της Αγίας Δο μιτίλλης, της Αγίας Πρισκίλλης και του Αγίου Πραιτεξτάτου. Για τους χριστιανούς των πρώτων αιώνων των διωγμών οι χώροι των κατακομβών αποτέλεσαν χώρο προστασίας και τέλεσης λατρείας. Οι τάφοι διακρίνονται στους απλούς, που έχουν σχήμα λάρνακας και λαξεύονται κάθετα στους τοίχους του θαλάμου (κλιβανοει δείς) ή παράλληλα προς αυτόν (loculi), και στους πιο πολυτελείς, που φέρουν το ξωτή επίστεψη πάνω από τη λάρνακα, η οποία λαξεύεται παράλληλα στον τοίχο, και ονομάζονται αρκοσόλια (arcus = τόξο και solium = λάρνακα). Η χρήση των επίγειων ή υπέργειων τάφων γενικεύτηκε μετά την επικράτηση του χριστιανισμού. Οι επίγειοι τάφοι ήταν συνήθως λακκοειδείς και έφεραν επιτύμβια στήλη. Συχνά το έδαφός τους ήταν καλυμμένο από ορθογώνιες κεραμικές πλάκες. Παρόμοιες πλάκες ή λιθόπλινθοι από παλαιότερα κτίσματα χρησιμοποιούνταν και για την κά λυψη του τάφου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι περιπτώσεις καμαροσκέπα στων τάφων, που έφεραν ζωγραφικό διάκοσμο με διακοσμητικά ή αλληγορικά θέ ματα και σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης. Τέτοιοι τάφοι βρέθηκαν, για παράδειγ μα, στη Θεσσαλονίκη και δείγματά τους εκτίθενται στο Μουσείο Βυζαντινού Πο λιτισμού της πόλης. Υπέργειοι τάφοι θεωρούνται και τα μαρτύρια, απόγονοι των ελληνιστικών ηρώων και των ρωμαϊκών μαυσωλείων. Ανάλογα με τις περιοχές, η συνήθεια να τοποθετούνται κτερίσματα στους τά φους παρέμεινε αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο ζωντανή στα παλαιοχρι στιανικά χρόνια. Τα κτερίσματα που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές είναι κυρίως κεραμικά και σπανιότερα γυάλινα αγγεία ή κοσμήματα.
4.2.3
Σημαντικά πολεοδομικά σύνολα που διατηρήθηκαν ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές
Κωνσταντινούπολη Ο σύγχρονος επισκέπτης δεν σχηματίζει παρά μια αποσπασματική εικόνα για την πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς οι αιώνες που ακολούθησαν την άλωσή της από τους Οθωμανούς αλλοίωσαν σημαντικά την εικόνα της και οι ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί ως τώρα είναι ελάχιστες. Ακόμη δυσκολότερη γίνεται η ανασύσταση της εικόνας της παλαιοχριστιανικής Κωνσταντινούπολης, πολλά τμήματα της οποίας είχαν ήδη πριν από το 1453 επικαλυφθεί από τις μετα γενέστερες φάσεις της. Το βασικό πολεοδομικό σχέδιο, όμως, δεν άλλαξε ως το τέλος της ζωής της αυτοκρατορίας και χάρη στις πηγές, στα αναλογικά λιγοστά μνημεία που στέκονται όρθια και στη νεότερη έρευνα, μπορούμε να αναπλάσουμε με αρκετή βεβαιότητα τη μορφή της. Απλωμένη πάνω σε επτά χαμηλούς λόφους, όπως και η Ρώμη η πρεσβύτερη, η νέα πρωτεύουσα που διάλεξε ο Κωνσταντίνος Α' για την αυτοκρατορία του διέθε τε μια μοναδική θέση στο σταυροδρόμι δύο ηπείρων και τριών θαλασσών και υπήρξε για αιώνες μια αδιαμφισβήτητη μητρόπολη. Η ακτογραμμή της ως τα τέλη
209
_A ___.,.,.,.&&&W,
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
του 4ου αι.11ταν αρκετά διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα και σχη μάτιζε ένα είδος χερσονήσου που ενωνόταν με τη Θράκη με έναν ισθμό, ο οποίος θα πρέπει να βρισκόταν μεταξύ τρίτου και τέταρτου λόφου. Διαδοχικές προσχώ σεις, φυσικές και τεχνητές, σε όλη τη διάρκεια του 4ου αι. για την απόκτηση οικο δομήσιμου χώρου εντός των τειχών έφεραν την ακτογραμμή στη σημερινή της ει κόνα. Δύο λιμάνια στον Κεράτιο, το Νεώριον και το Πωσφόριον, και άλλα δύο στην Προποντίδα, ο Ιουλιανός λιμήν και ο λιμήν του Θεοδοσίου, εξυπηρετούσαν στα παλαιοχριστιανικά χρόνια τις ανάγκες ελλιμενισμού, που στις περιόδους με γάλης οικιστικής και πληθυσμιακής άνθησης ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Στη χάραξη του πολεοδομικού ιστού ακολουθήθηκαν οι αρχές που επικρατού σαν στις ρωμαϊκές πόλεις, ενώ πλήθος δημόσιων κτιρίων ανεγέρθηκε για την εξυ πηρέτηση του πολιτειακού συστήματος και την αναψυχή των κατοίκων. Η ακρόπο λη του αρχαίου Βυζαντίου, που δέσποζε στη βορειοανατολική πλευρά της χερσο νήσου, αφέθηκε ανέπαφη. Στα νοτιοδυτικά της κτίστηκαν το Παλάτι, η Σύγκλη τος, η πλατεία του Αυγουσταίου και άλλα σημαντικά οικοδομήματα, ενώ ανακαι νίστηκαν οι προϋπάρχουσες θέρμες του Ζευξίππου και ο Ιππόδρομος. Ο ομφαλός της πόλης μεταφέρθηκε στο σημείο όπου δημιουργήθηκε μια μεγάλη κυκλική πλα τεία, το φόρο του Κωνσταντίνου. Στο φόρο δέσποζε ένας κίονας από πορφυρίτη λίθο, που στην κορυφή του έφερε τον ανδριάντα του αυτοκράτορα με τα χαρακτη ριστικά του θεού Ήλιου. Το φόρο διέσχιζε η κύρια οδική αρτηρία της πρωτεύου σας, η Μέση οδός, που ξεκινούσε από το Μίλλιον, σημείο μέτρησης όλων των απο στάσεων στην αυτοκρατορία που βρισκόταν στο Αυγουσταίο, περνούσε το φόρο του Κωνσταντίνου και κατευθυνόταν σε ευθεία γραμμή προς τα δυτικά. Σε ένα ση μείο, που η νεότερη έρευνα ταυτίζει με την πλατεία του Φιλαδελφείου, η Μέση οδός διακλαδιζόταν. Η μία διακλάδωση προχωρούσε προς τα βορειοδυτικά, πιθα νότατα προς το ναό των Αγίων Αποστόλων - αν όχι τον ίδιο τον ναό, ο Κωνσταντί νος είχε κτίσει τουλάχιστον το μαυσωλείο του. Η άλλη, προχωρώντας νοτιοδυτικά, έφτανε ως τη Χρυσή Πύλη των τειχών. Η χάραξη της Μέσης συνέδεε λοιπόν το δι οικητικό κέντρο και τα σημαντικότατα οικοδομήματα που περιέβαλλαν το Παλάτι, το εμπορικό κέντρο (φόρο του Κωνσταντίνου), την πύλη θριαμβευτικής εισόδου των αυτοκρατόρων και το χώρο ταφής τους. Οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου ίδρυ σαν κατά μήκος της Μέσης και άλλες πλατείες κοσμώντας τες με αψίδες θριάμβου και κίονες που διατράνωναν τις πολεμικές τους αρετές. Κάθετοι προς τη Μέση δρόμοι συνέδεαν τα παράλια του Κεράτιου με αυτά της Προποντίδας. Η πόλη χωρίστηκε κατά το πρότυπο της Ρώμης σε δεκατέσσερις διοικητικές ενότητες (ρεγεώνες ή κλίματα, Εικόνα 4), καθεμιά από τις οποίες περιλάμβανε έναν αριθμό vici (συνοικιών) και domi ( επαύλεων που έδιναν το όνομά τους στη γύρω περιοχή). Επικεφαλής κάθε ρεγεώνας βρισκόταν ένας curator ή ρεγεωνά ριος, τον οποίο βοηθούσαν στα καθήκοντά του οι vicomagistri και οι collegiati. Ένα πολύτιμο κείμενο για τη γνώση της παλαιοχριστιανικής Κωνσταντινούπολης είναι η Notitia Urbis Constantinopolitana, που χρονολογείται το 425 και μας πλη ροφορεί με αρκετή λεπτομέρεια για τα σημαντικότερα κτίσματα της κάθε ρεγεώ νας. Από πλευράς λατρευτικών κτισμάτων, στον Κωνσταντίνο Α' αποδίδονται μό-
210
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
νο τρεις χριστιανικοί ναοί, η Ecclesia Antiqua, δηλαδή η κατοπινή Αγία Ειρήνη, και τα μαρτύρια δύο τοπικών αγίων, του αγίου Μωκίου και του αγίου Ακακίου. Ο Κωνσταντίνος τείχισε την πόλη με ένα μεγάλο ηπειρωτικό τείχος, που ξεκι νούσε από τον Κεράτιο και έφτανε ως την Προποντίδα. Ένα πολύ μεγαλύτερο σε έκταση χερσαίο και παραθαλάσσιο τείχος, που χρησίμευσε ως την Άλωση, ανε γέρθηκε από τον Θεοδόσιο Β' στο πρώτο μισό του 5ου αι. Κατά τη χάραξη του τεί χους αυτού, που αποτέλεσε οχυρωματικό έργο απαράμιλλης τέχνης, πρυτάνευσε η ανάγκη να προστατευτούν όχι μόνο οι κατοικημένες περιοχές, αλλά και η ύπαι θρος, που βρισκόταν σε γειτνίαση με τις αστικές και ημιαστικές περιοχές, καθώς και οι κιvστέρvες, δηλαδή οι μεγάλες δεξαμενές νερού που εξασφάλιζαν αυτό το πολύτιμο αγαθό σε μια πόλη που υπέφερε πάντα από λειψυδρία. Η πολεοδομική εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης στους δύο αιώνες που ακολού θησαν την ίδρυσή της υπήρξε ταχύτατη: αύξηση του πληθυσμού, ανάγκη για νέα επιφάνεια προς δόμηση που εξασφαλίστηκε με επιχώσεις (Καινούπολη στα παρά λια της Προποντίδας), νέα λιμάνια (Ιουλιανός λιμήν και λιμήν Θεοδοσίου), νέες πλατείες και χώροι εμπορικών συναλλαγών (φόρο του Θεοδοσίου, φόρο του Αρκα δίου κ.ά.), νέα μνημεία που κοσμούν την πόλη και διαιωνίζουν το μεγαλείο των αυ τοκρατόρων (αυτοκρατορικοί κίονες, θέρμες) και νέοι χριστιανικοί ναοί, των οποί ων ο αριθμός πολλαπλασιάστηκε ραγδαία στον 5ο και τον 60 αι. Οι συνοικίες εξα πλώθηκαν στα παράλια της Προποντίδας και του Κερατίου και η δόμηση έγινε πυ κνότερη από τις δύο πλευρές της Μέσης και των άλλων κεντρικών αρτηριών. Οι πο λυτελέστερες κατοικίες συγκεντρώνονταν κοντά στο Ιερόν Παλάτιον ή στα υπόλοι πα παλάτια της αυτοκρατορικής οικογένειας, δεν θα πρέπει να υπήρχε, όμως, σα φής διάκριση ανάμεσα σε συνοικίες πλουσίων και φτωχών. Οι πολυτελείς επαύλεις γίνονταν πόλος έλξης οικονομικά ασθενέστερων τάξεων που εργάζονταν σε αυτές ή ζούσαν από τη φιλανθρωπία των πλουσίων. Η χρήση του ξύλου στις φτωχικές κα τοικίες, που συνωστίζονταν η μία δίπλα στην άλλη, έγινε αιτία για ευρεία διάδοση των πυρκαγιών που ξεσπούσαν συχνά και κατέστρεφαν ολόκληρες συνοικίες. Η μεγάλη πανώλη που έπληξε την αυτοκρατορία στα χρόνια του Ιουστινιανού άφησε τα σημάδια της και στην Κωνσταντινούπολη. Η ελάττωση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε στο δεύτερο μισό του 6ου αι. και την παρακμή της αστικής ζωής που συναντούμε ουσιαστικά σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας οδήγησαν στην εγκατάλειψη ή στην αλλαγή της χρήσης πολλών κτιρίων, τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών, και στην ερήμωση ολόκληρων συνοικιών. Οι αυτοκράτορες δεν έπαψαν βέβαια ποτέ να εξωρα·ίζουν την πόλη τους, η Κωνσταντινούπολη, όμως, δεν θα ανακτήσει ένα μέρος από την αίγλη της παλαιοχριστιανικής περιόδου παρά από τον 9ο αι. και εξής. Θεσσαλονίκη Από τον 4ο ως το 150 αι. η Θεσσαλονίκη έπαιξε ηγετικό ρόλο στη Βαλκανική και ανταποκρίθηκε επάξια στο ρόλο της ως δεύτερης σε σημασία πόλης της αυτοκρα τορίας. Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια συνδέθηκε τόσο με τον αυτοκράτορα Κωνστα-
1
1
211
.....
1\)
1\)
,•i t ',. • ί ••J
• ι ι
Ι
Ι
ι
J'\ �
ι
ι
� , Ι
Ι
;
Ι , ,
,ί ,'
):Ί
;Ι';
••
Ι 1
Εικόνα 4 Οι «ρεγεώνες» της Κωνσταντινούπολης. Σχέδιο: Πλ. Πετρίδης
,i. Ν
Ι -i )>
ο -i
rn Ζ
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
m
rr�•�fu"'Wimk..��-mm¼------����:m��-κ.�R�-_:wm:i,illi&¼>""@:%'!1:�
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ντίνο Α' ο οποίος παρέμεινε σε αυτήν το 322/23 και ανακατασκεύασε το λιμάνι της, όσο και με τον Θεοδόσιο που βαφτίστηκε σε αυτήν χριστιανός και το 390 κα τέσφαξε πλήθος ειδωλολατρών κατοίκων της στον Ιππόδρομο. Εκείνος, όμως, που άφησε έντονη τη σφραγίδα του στην πόλη ήταν ο Ρωμαίος καίσαρ Γαλέριος, κτίσματα της εποχής του οποίου εξακολουθεί να συναντά κανείς περιδιαβαίνο ντάς την. Η εικόνα που έχουμε για την παλαιοχριστιανική Θεσσαλονίκη είναι σήμερα ολότελα αποσπασματική, διότι και σε αυτή την περίπτωση η σύγχρονη πόλη έχει αναπτυχθεί ερήμην του παρελθόντος της. Μόνο τα θρησκευτικά μνημεία σώζονται σε καλή κατάσταση λόγω της αδιάλειπτης χρήσης τους ως χριστιανικών, στη συνέ χεια μουσουλμανικών και εκ νέου χριστιανικών ναών. Μαζί με ό,τι έχει απομείνει από τα τείχη και με τα λιγοστά ανασκαμμένα λείψανα από κοσμικά κτίρια αποτε λούν τους μόνους μάρτυρες στην προσπάθειά μας για ανασύσταση της εικόνας της παλαιοχριστιανικής πόλης. Ένα τείχος πολλών χιλιομέτρων περιέβαλλε την πόλη από στεριά και θάλασ σα. Κτίσθηκε στα τέλη του 4ου αι. ενσωματώνοντας παλαιότερους περιβόλους. Σή μερα σώζονται μόνο περίπου 4 χλμ. από το χερσαίο τείχος, αφού από το 1873 κ.ε. άρχισε η προοδευτική του κατεδάφιση. Παρά τις πολλές και εκτεταμένες ανακαι νίσεις και επισκευές, τόσο στα βυζαντινά όσο και στα οθωμανικά χρόνια, η αρχική χάραξη του τείχους παραμένει αναλλοίωτη. Τα τείχη διέθεταν δύο κύριες πύλες εισόδου στα δυτικά (Χρυσή Πύλη και Ληταία Πύλη) και δύο στα ανατολικά (Κασ σανδρεωτική και Νέα Χρυσή Πύλη). Δραστηριότητα 3/Κεφάλαιο 4 Σημαντικές για την ιστορία των τειχών της Θεσσαλονίκης είναι οι επιγραφές που έχουν διασωθεί, όπως αυτή που αναφέρει το όνομα του Ορμίσδα, υπεύθυνου κατασκευής των τειχών: Τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσε τήνδε την πόλιν μεγάλην χείρας έχ(ω)ν καθαράς Δηλαδή, σε ελεύθερη απόδοση: Ο Ορμίσδας οχύρωσε αυτή τη μεγάλη πόλη με στέρεα τείχη, έχοντας τα χέρια του καθαρά Αφού ενημερωθείτε για τη σφαγή στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης που διατάχθηκε από τον Θεοδόσιο (Παράλληλα Κείμενα, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ, σ. 86-87), προσπαθήστε να καταδείξετε πώς ένα μνημείο (τα τείχη) συνδέεται με ένα ιστορικό γεγο νός (τη σφαγή). Θα βρείτε τη δική μας απάντηση στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Η παλαιοχριστιανική πόλη χαράχτηκε κατά το Ιπποδάμειο Σύστημα, επεκτεί νοντας τη χάραξη της ελληνιστικής και ρωμαϊκής. Την πόλη διέσχιζαν δύο κύριοι δρόμοι με κατεύθυνση ΑΔ. Ο σημαντικότερος ήταν η Λεωφόρος ή Via Regia, μι κρά τμήματα της οποίας έχουν αποκαλυφθεί σε βάθος 4-5 μ. κάτω από τη σημερινή Εγνατία οδό. Η Λεωφόρος συνέδεε τη Χρυσή Πύλη με την Κασσανδρεωτική.
213
--.,,'b�A4.2 ,
�Jl[Jill
OO¾m
Σημαντικά δημόσια οικοδομήματα κοσμούσαν ήδη από τον 2ο αι. την πόλη, όπως η Ρωμαϊκή Αγορά, που κτίσθηκε στο πλαίσιο ευρύτερης αναδιοργάνωσης της περιοχής της. Η νότια ημιυπόγεια στοά της (cryptoporticus) μετατράπηκε στα παλαιοχριστιανικά χρόνια σε κινστέρνα. Το σημαντικότερο συγκρότημα κοσμι κών κτιρίων, όμως, ήταν το γαλεριανό συγκρότημα, που χτίστηκε στις αρχές του 4ου αι. και περιλάμβανε τα ανάκτορα, τον ιππόδρομο, ένα θέατρο/στάδιο, την Αψίδα του Γαλερίου, τη Ροτόντα και ίσως ένα Μεγαλοφόρο. Από τα καλύτερα διατηρημένα κτίρια της παλαιοχριστιανικής περιόδου της Θεσσαλονίκης είναι οι χριστιανικοί ναοί, όπως ο Άγιος Δημήτριος και η Αχειρο ποίητος, που ανήκουν και οι δύο στον τύπο της βασιλικής. Τα ιδιωτικά κοσμικά κτίρια που έχουν έρθει ως σήμερα στο φως χάρη σε σω στικές ανασκαφές στο κέντρο της σύγχρονης πόλης ακολουθούν τους γνωστούς τύπους παλαιοχριστιανικών οικιών. Τα δάπεδά τους κοσμούνται από ψηφιδωτά με θέματα κυρίως γεωμετρικά. Ένα ολοκληρωμένο σύστημα ύδρευσης μετέφερε το νερό από πηγές εκτός πό λεως σε κινστέρνες και από εκεί με μικρότερους αγωγούς διανεμόταν σε όλη την πόλη. Πολλές από τις κινστέρνες αυτές βρίσκονταν, όπως είναι φυσικό, στα ανώ τερα σημεία της πόλης. Τα νεκροταφεία απλώνονταν έξω από τα ανατολικά και δυτικά τείχη. Στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου έχουν ανασκαφεί γύρω από ένα σταυρόσχημο μαρτύριο 58 καμα ροσκέπαστοι τάφοι με πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο που απηχεί την πρώιμη χρι στιανική κοσμοθεωρία αλλά και την τεχνοτροπία της εποχής. Φι'λιπποι Ιδρυμένη σε στρατηγικό σημείο από τον Φίλιππο Β' το 356 π.Χ., η πόλη παρουσιά ζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί έχει ανασκαφεί ένα μεγάλο τμήμα από το πολιτικό θρησκευτικό-οικονομικό της κέντρο και βρίσκονται υπό εξέλιξη ανασκαφικές ερ γασίες στον οικιστικό πυρήνα της. Ευτύχημα για τους αρχαιολόγους υπήρξε το γε γονός ότι δεν ξανακατοικήθηκε μετά την παρακμή και πιθανότατα την οριστική της εγκατάλειψη τον 7ο αι. Ένα τείχος μήκους 3,5 χλμ. περιέβαλλε την πόλη, ελέγχοντας την είσοδο και την έξοδο από αυτήν, αφού διέθετε μόνο δύο πύλες στον άξονα της κύριας οδικής αρτηρίας, της Εγνατίας οδού, που διέσχιζε την πόλη. Στο βόρειο άκρο του τείχους σχηματιζόταν ακρόπολη. Η Εγνατία, με βάση την οποία έγινε η χάραξη του ρω μαϊκού καννάβου, χώριζε την πόλη σε δύο τμήματα. Ο πολεοδομικός ιστός ανα πτύχθηκε στο νοτιότερο από αυτά, μια και το επέτρεπε το έδαφος. Ο βασικός πυ ρήνας της πόλης ήταν το Ρωμαϊκό Φόρο, εντυπωσιακό σε μέγεθος συγκρότημα που εκτεινόταν σε δύο επίπεδα (άνδηρα). Στο βορειότερο βρίσκονταν ναοί και το Καπιτώλιο. Στη θέση τους θα ανεγερθεί γύρω στο 500 η παλαιοχριστιανική Βασι λική Α. Το νότιο άνδηρο του φόρου αποτελούσε το κέντρο άσκησης των πολιτικών λειτουργιών, ενώ σε γειτνίαση με αυτό βρισκόταν η Παλαίστρα και η Αγορά. Στα παλαιοχριστιανικά χρόνια θα ανεγερθεί στο χώρο της παλαίστρας η Βασιλική Β, ενώ στα ανατολικά του φόρου θα δεσπόζει το Οκτάγωνο (περίκεντρος ναός) και
214
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
το επισκοπικό μέγαρο. Η ανέγερση αυτών των λατρευτικών κτιρίων επέφερε μια ουσιαστική μετατροπή στο φόρο, το οποίο από κλειστός χώρος με συγκεκριμένη αποστολή μετατράπηκε σε πέρασμα και πλατεία. Έχασε επίσης μεγάλο μέρος από την αίγλη του, αφού το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε στις βασιλικές και το Οκτά γωνο. Στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι. παρατηρείται και στους Φιλίππους, όπως και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, εγκατάλειψη των μεγάλων μνημείων και των πολυέξοδων πολυτελών κατοικιών και άναρχη οικοδόμηση στο χώρο του φόρου, που κατατέμνεται σε μικρότερες ενότητες. Φθιώτιδες Θήβες Πρόκειται για μια πολύ σημαντική πόλη της παλαιοχριστιανικής Ελλάδας, κτισμέ νη στα παράλια του Παγασητικού Κόλπου, στο σημείο όπου βρίσκεται ο σύγχρο νος οικισμός της Νέας Αγχιάλου. Τείχος περιέβαλε την πόλη απ' όλες τις πλευρές, εκτός από το χώρο του λιμανιού. Οι ανασκαφές, σε διάφορα σημεία που δυστυχώς δεν συνδέονται μεταξύ τους, έχουν φέρει στο φως βασιλικές με ψηφιδωτά δάπεδα και πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Πολύ σημαντικό για την ιστορία της παλαιο χριστιανικής αρχιτεκτονικής είναι το συγκρότημα της λεγόμενης βασιλικής του Αρχιερέως Πέτρου. Έχουν επίσης ανασκαφεί ένα διώροφο επισκοπικό μέγαρο, ένα τμήμα της πλακόστρωτης κεντρικής λεωφόρου της πόλης που κατέβαινε προς το λιμάνι, μαγαζιά, γυμνάσιο, παλαίστρα, λουτρά, εργαστήρια και νεκροταφείο. Ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος κοσμικό κτίριο με αίθριο ήρθε στο φως στους πρό ποδες της ακρόπολης που κλείνει την πόλη από τα βόρεια. Δελφοί
Αντίθετα απ' ό,τι συχνά λέγεται, η παρακμή της αρχαίας θρησκείας και η απαγό ρευση χρησμοδότησης δεν επέφεραν και το τέλος της πόλης των Δελφών. Οι Δελ φοί αποτελούν ένα καλό παράδειγμα πόλης που έγινε διάσημη στην Αρχαιότητα αποκλειστικά και μόνο χάρη σε ένα λατρευτικό κέντρο, επέζησε, όμως, της παρακ μής του και αναπτύχθηκε αυτόνομα σ' ένα σημείο της Κεντρικής Ελλάδας που βρι σκόταν μακριά και από τα κέντρα εξουσίας και από τα μεγάλα εμπορικά σταυρο δρόμια. Η παρακμή του μαντείου, που μαρτυρεί ήδη ο Πλούταρχος τον 2ο αι., και η μερική καταστροφή του ιερού οδήγησαν τους κατοίκους από τον 4ο αι. κ.ε. να χρη σιμοποιούν υλικά από τα πολλά κα� αξιολογότατα μνημεία του τεμένους του Απόλ λωνα για την κατασκευή των δικών τους ιδιωτικών ή δημόσιων κτιρίων. Την περίο δο αυτή αρχίζει να αλλάζει η χρήση των κτιρίων μέσα από τα όρια του περιβόλου του ιερού και κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη και κατοικίες, πράγμα αδιανόητο στα προγενέστερα χρόνια. Στην κάτοψη των οικιών παρατηρούνται ορισμένες ιδιο μορφίες, που οφείλονται στο επικλινές του εδάφους και στην ύπαρξη προγενέστε ρων κατασκευών. Σε γενικές γραμμές ακολουθείται πάντως ο τύπος της οικίας με ένα ή περισσότερα τρικλίνια και δωμάτια που διατάσσονται γύρω από εσωτερική αυλή. Τα πολυτελέστερα δείγματα οικιών, όπως είναι η Νοτιοανατολική Έπαυλη (Εικόνα 5) και η Έπαυλη της Δυτικής Στοάς, διαθέτουν και ιδιωτικές θέρμες.
i
1
215
------------------------
-
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
Εικόνα 5 Γενική άποψη της Νοτιανατολικής Έπαυλης των Δελφών
Από τα δημόσια κτίρια που έχουν ανασκαφεί ξεχωρίζουν οι Ανατολικές Θέρ μες, πολυτελές συγκρότημα λουτρών που τροφοδοτούσε η μεγάλη κινστέρνα, η οποία είχε αντικαταστήσει τη Στοά του Αττάλου, και η Ρωμαϊκή Αγορά, κτίσμα πι θανόν του 2ου αι., που ανακαινίστηκε εκ βάθρων τον 4ο αι. προσαρμόζοντας τον άξονα της Αγοράς στην παλιά «Ιερά Οδό» που φαίνεται ότι είχε πια μετατραπεί στην κύρια εμπορική αρτηρία της πόλης. Ο ναός του Απόλλωνα δεν μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική, αλλά μάλλον εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Μια βασιλι κή εντοπίστηκε στο χώρο του γυμνασίου στα νοτιοανατολικά του τεμένους: αφού ανασκάφηκε, εκθεμελιώθηκε για να προχωρήσει η έρευνα σε κατώτερα στρώμα τα. Μια δεύτερη, ίσως κοιμητηριακή, με πλούσια διακοσμημένο ψηφιδωτό δάπε δο, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1959 και σήμερα βρίσκεται κάτω από σύγχρονα κτί ρια. Η κεντρικότερη βασιλικ11 της πόλης ίσως βρισκόταν στα ανατολικά της Ρω μαϊκής Αγοράς. Καθώς ο πολεοδομικός ιστός επεκτεινόταν κατά τον 5ο και 60 αι. προς τα δυτι κά και ανατολικά του ιερού τεμένους, εκτόπιζε και τη νεκρόπολη, που δείγματά της σώζονται ακόμη στις παρυφές του σύγχρονου οικισμού. Στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. παρατηρείται μια συρρίκνωση της πόλης. Οι πολυτελείς επαύλεις εγκαταλείπονται και στη θέση τους εγκαθίστανται βιοτεχνικά εργαστήρια. Η ζωή στην πόλη συνεχίζεται, όπως και οι εισαγωγές αγαθών, αλλά σε μικρότερη ένταση απ' ό,τι στην περίοδο ακμ11ς (40-60 αι.). Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν μια ξαφνική εγκατάλειψη στο πρώτο τέταρτο του ?ου αι.
216
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Αθήνα Η εικόνα που έχουμε για την παλαιοχριστιανική φάση της Αθήνας είναι μερική, όπως και αλλού, εξαιτίας των αλλεπάλληλων καταστροφών, της συνεχούς κατοί κησης και της νεότερης ανοικοδόμησης. Η συνολική ανασκαμμένη έκταση είναι, ωστόσο, μεγαλύτερη από αυτή άλλων πόλεων, για παράδειγμα της Θεσσαλονίκης. Το μεγαλύτερο βάρος των μέχρι σήμερα ανασκαφικών εργασιών έχει δοθεί στον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Οι πρόσφατες ανασκαφές που έγιναν με την ευκαιρία των έργων για την κατασκευή του Μουσείου Ακροπόλεως και του μητρο πολιτικού σιδηροδρόμου πρόσφεραν πλήθος πληροφοριών για την παλαιοχριστια νική Αθήνα, που δυστυχώς δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο επεξεργα σίας και δεν κοινοποιήθηκαν επαρκώς. Οι επιδρομές των Ερούλων το 267/8 μ.Χ. και των Γότθων στα τέλη του 4ου προ κάλεσαν καταστροφές στον βασικό πολεοδομικό πυρήνα της δημόσιας ζωής της αρχαίας Αθήνας, την Αρχαία Αγορά. Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε ανατολι κότερα, στη Ρωμαϊκή Αγορά, και ο χώρος της Αρχαίας Αγοράς, αφού έμεινε έρη μος και εκτός τειχών για περίπου έναν αιώνα, σταδιακά άλλαξε χρήση. Εκεί και στην ευρύτερη περιοχή, που έφθανε ως τις παρυφές του Άρειου Πάγου, ανεγέρθη καν από τον 5ο αι. πολυτελείς επαύλεις που ακολουθούν τους γνωστούς τύπους των οικιών με περίστυλη αυλή και τρικλίνια. Η ανέγερσή τους αντικατοπτρίζει την ευημερία της πόλης ως την εποχή που, εξαιτίας του κλεισίματος των φιλοσοφικών σχολών, το 529, στερήθηκε τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, αλλά και μια σταθε ρή πηγή εισοδήματος. Το εντυπωσιακότερο συγκρότημα σε μέγεθος και πλούτο κατασκευής που έχει έρθει στο φως είναι το επονομαζόμενο «Παλάτι των Γιγά ντων» στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Κτίσθηκε στις αρχές του 5ου αι. πάνω στα ερείπια του Ωδείου του Αγρίππα και έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι αποτέλεσε καθίδρυμα της αυτοκράτειρας Αθηνα"ίδος-Ευδοκίας και του αδελφού της Γέσιου. Οι επαύλεις που οικοδομήθηκαν στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς βρίσκονταν έξω από τη νέα χάραξη των τειχών που ακολούθησε τις επιδρομές και που δεν άφηνε, όμως, έξω τα μνημεία της Ακρόπολης. Ο ναός της Αθηνάς λειτουργούσε ως τον 5ο αι., ενώ μόλις τον 60 αι. αποδόθηκε στη χριστιανική λατρεία. Το Ηφαιστείο μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό τον Ίο αι. Αντίθετα από την ευρέως διαδεδομένη άποψη, η μετατροπή αυτή δεν ήταν συχνό φαινόμενο. Ο εκχριστιανισμός φαίνεται να επήλθε στην Αθήνα αργά και διακρίνουμε μια αδιαφορία ή αντίσταση στα αυ τοκρατορικά διατάγματα κατά της ειδωλολατρίας. Η προσκόλληση της αθηναϊκής ελίτ (παγανιστικής και χριστιανικής) στους θεσμούς και τις λειτουργίες της πόλης ως κυρίαρχης δύναμης ήταν ίσως η κυριότερη αιτία γι' αυτό ως τα μέσα του 6ου αι. Εκτός από τη μετατροπή δύο αρχαίων ναών (Παρθενώνα και Ηφαιστείου), ανε γέρθηκαν και χριστιανικοί ναοί, όπως η τρίκλιτη με εγκάρσιο κλίτος βασιλική του Ιλισού και μία ακόμη τρίκλιτη βασιλική στην περιοχή του Ολυμπιείου. Χριστιανι κός ναός ήταν και το τετράκογχο που χτίσθηκε μέσα στη λεγόμενη «Βιβλιοθήκη του Αδριανού». Η πόλη της Αθήνας δέχτηκε και αυτή τον αντίκτυπο της οικονομικής δυσπραγίας του τέλους του 6ου και των αρχών του Ίου αι., σε πολύ μικρότερο βαθμό, όμως, από άλλες πόλεις, όπως δείχνουν τα νεότερα ευρήματα, και δεν εγκαταλείφθηκε.
11
217
---------------'*''""'������
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2 f
00
�
Ολυμπία Η Ολυμπία αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα πόλης συνδεδεμένης άρρηκτα με την αρχαία λατρεία, που, ωσtόσο, δεν εξαφανίστηκε μετά τη διακοπή των αγώνων και την παρακμή της παγανισtικής λατρείας. Η ανέγερση πολυτελών συγκροτημάτων λουτρών και επαύλεων κατά τη ρωμαϊκή περίοδο προίκισε την πόλη με ενδιαφέ ροντα κτίρια, τα οποία προφανώς ήταν σε χρήση και κατά την παλαιοχρισιιανική περίοδο. Ο πολεοδομικός ισιός προσαρμόστηκε υποχρεωτικά στην υπάρχουσα κατάσιαση και τις ιδιομορφίες του ιερού. Το διασημότερο κτίριο αυτής της εποχής μοιάζει να είναι η βασιλική που κτίσθηκε μέσα στο λεγόμενο «εργαστήριο του Φειδία». Παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την περίοδο τα τελευταία χρόνια, λίγα είναι τα μελετημένα μνημεία και ακόμη λιγότερα τα ανασκαμμένα. Αλάσαρνα Από τους λίγους συσιηματικά ανασκαμμένους παλαιοχρισtιανικούς οικισμούς εί ναι η παραθαλάσσια πόλη Αλάσαρνα της νότιας Κω, στη θέση της οποίας βρίσκε ται το τουρισtικό θέρετρο της Καρδάμαινας. Τα όρια της πόλης δεν είναι γνωσtά ούτε έχει βρεθεί τείχος, ωσtόσο η νότια προσtατευμένη πλευρά του νησιού φαίνε ται πως ήταν πυκνοκατοικημένη και οι οικισμοί σε μικρή απόσιαση ο ένας από τον άλλον. Η παλαιοχριστιανική πόλη πήρε τη θέση παλαιότερου οικισμού που αποτελούσε και σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Μια μεγάλη βασιλική μήκους 60 μ. ανακαλύφθηκε σε μικρή απόσιαση από τον οικισμό. Βασιλική με βαπτιστήριο και ψηφιδωτό διάκοσμο ήρθε σtο φως και σtο κέντρο του σύγχρονου χωριού. Η μεγάλη ακμή του παλαιοχρισtιανικού οικισμού τοποθετείται σtον 5ο και το πρώτο μισό του 6ου αι., δηλαδή ως τον μεγάλο σεισμό του 554. Ο σεισμός αυτός, που συ νοδεύτηκε από παλιρροϊκό κύμα, είναι γνωσιός από τις πηγές και είχε κατασιρο φικές συνέπειες για το χώρο. Ωσtόσο ο οικισμός δεν εγκαταλείφθηκε μετά το σει σμό, αλλά πολλά κτίρια επισκευάστηκαν και άλλα ξανακτίσθηκαν. Το ορισtικό τέ λος της Αλάσαρνας και των άλλων παράκτιων οικισμών της Κω επήλθε με την επι δρομή των Αράβων το 654/5 μ.Χ. Η δόμηση πρέπει να ήταν ιδιαίτερα πυκνή, με συνεχόμενα διαμερίσματα που έβγαιναν σε αυλές. Εκτός από τους χώρους κατοι κίας, έχουν ανασκαφεί εργαστήρια κεραμικής και μια συσtάδα τάφων. Για το κτί σιμο των σπιτιών χρησιμοποιήθηκαν πολλά αρχαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη.
11>
218
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 4 Αφού μελετήσετε όσα προαναφέρθηκαν για τις επαρχιακές πόλεις της αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκη, Φιλίππους, Φθιώτιδες Θήβες, Δελφούς, Αθήνα, Ολυμπία και Αλάσαρνα), προσπαθήστε να συνοψίσετε σε τρεις παραγράφους τα κοινά χαρακτηριστικά ή τις διαφο ρές τους. Μια κατεύθυνση για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
1 1
��--------------------�!§,�
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ενότητα 4.3
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΙΕΡΙΟΔΟΣ (7ος-15ος αι. μ.Χ.) 4.3.1
Ιστορικό πλαίσιο
Οι οκτώ αιώνες που χωρίζουν την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας από την τελική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποτελούν για πολλούς την καθαυτό βυζαντινή περίοδο. Η βυζαντινή περίοδος έχει χωριστεί από τους μελετητές σε τρεις υποπεριόδους. Την πρώιμη βυζαντινή ή πρωτοβυζαντινή (β' μισό 7ου αι.843), τη μεσοβυζαντινή (843-1204) και την υστεροβυζαντινή (1204-1453). Τα γεωπολιτικά δεδομένα αλλάζουν ριζικά από τον 7ο αι., μετά τη ραγδαία εξάπλωση των Αράβων στη Μεσόγειο και τη διαμόρφωση των σλαβικών κρατών στη Βαλκανική. Από τον 7ο και μέχρι τα μέσα του 9ου αι. το Βυζάντιο αντιμετωπί ζει, εκτός από τις εξωτερικές απειλές που δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν, έντο νη οικονομική δυσπραγία και τη μεγαλύτερη εσωτερική κρίση που γνώρισε ποτέ, αυτή της Εικονομαχίας (726-843). Με υπόβαθρο πολιτικοκοινωνικό και φιλοσοφι κό (επρόκειτο στην ουσία και για πάλη της ελληνικής με την ανατολική κοσμοθεω ρία), η Εικονομαχία θα οδηγήσει σε παγίωση του ορθόδοξου δόγματος και οριστι κή επικράτηση του ελληνικού στοιχείου. Η ανάκαμψη που αρχίζει από τον 9ο αι. μαρτυρείται σε όλους τους τομείς: στην πολιτική, τη διπλωματία, τις ποικίλες εκφάνσεις του πολιτισμού. Η Κωνσταντινού πολη, μοναδικό και αδιαμφισβήτητο πλέον κέντρο της αυτοκρατορίας, ακτινοβο λεί και θέτει υπό την πολιτική, τη διπλωματική και κυρίως την πολιτισμική επιρροή της τους γύρω λαούς και τα κράτη που δημιουργούνται προοδευτικά στην ευρύτε ρη περιοχή των Βαλκανίων. Ως το 1204, οπότε η πρωτεύουσα θα πέσει στα χέρια των Σταυροφόρων, η αυτοκρατορία θα γνωρίσει δύο σημαντικές και πολύ παρα γωγικές περιόδους στα χρόνια της δυναστείας των Μακεδόνων και σε αυτά των Κομνηνών. Η απελευθέρωση από τους Δυτικούς το 1261 θα βρει το κράτος κατακερματι σμένο και σε μεγάλη ανέχεια. Η κεντρική εξουσία έχει αποδυναμωθεί και τη θέση της έχουν πάρει οι κατά τόπους ισχυρές οικογένειες, που θα εξακολουθήσουν να κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της αυτοκρατορίας ως το 1453. Παρά την εξαιρε τική άνθηση που γνώρισε η φιλοσοφική σκέψη και οι διάφορες εκφάνσεις της τέ χνης στα χρόνια των Παλαιολόγων, τα σπέρματα μιας αναγέννησης ανάλογης με αυτή που συντελέστηκε στη Δύση δεν πρόλαβαν να καρποφορήσουν. Οι Βυζαντι νοί θα περάσουν τους δύο τελευταίους αιώνες αποδυναμωμένοι πολιτικά και συ νεχώς αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα στη στροφή για βοήθεια προς τη Δύση ή στη μοιρολατρική αποδοχή της υποταγής στους Οθωμανούς Τούρκους που περικυ κλώνουν ασφυκτικά την πρωτεύουσα.
219
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
----------------������-���m�
4.3.2
Η θέση και η μορφή των βυζαντινών πόλεων
Από το δεύτερο μισό του 6ου αι. αρχίζει, όπως είδαμε από ορισμένα παραδείγ ματα της υποενότητας 4.2.3, η παρακμή των μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων της ύστερης Αρχαιότητας. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάρρευση της πόλης με τη μορφή που είχε παγιωθεί στα υστερορωμαϊκά χρόνια, κατάρρευση που συνδέε ται άμεσα με την υποχώρηση της ισχύος των κατά τόπους ισχυρών και με την αδυ ναμία τους να συντηρήσουν τα πολυτελή κτίρια που στέγαζαν τους ίδιους ή τις λει τουργίες μιας πόλης, η οποία διατηρούσε ακόμη κάποια στοιχεία αυτοδιάθεσης που οι ρίζες τους έφταναν στην κλασική Αρχαιότητα. Άλλες από τις πόλεις έπεσαν στα χέρια επιδρομέων και καταστράφηκαν, άλλες εγκαταλείφθηκαν για ποικίλους λόγους και άλλες μετασχηματίστηκαν σε μεσαιω νικές. Το τελευταίο σήμαινε τη συρρίκνωση του πολεοδομικού ιστού μιας πόλης, τη συμπύκνωση της δομημένης επιφάνειας με στενότερους δρόμους και υψηλότε ρα κτίρια, την κατάργηση κοινόχρηστων χώρων ή την αντικατάστασή τους από διαφορετικής φύσης και λειτουργίας οικοδομήματα. Οι αλλαγές αυτές αντικατο πτρίζουν μεταβολές και στη νοοτροπία, τις συνήθειες και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Δυστυχώς, τα σωζόμενα ή ανασκαμμένα οικιστικά σύνολα της βυζα ντινής περιόδου στον ελλαδικό χώρο είναι ελάχιστα. Δεν αποκλείεται βέβαια πολ λές από τις οχυρωμένες πολιτείες στον νησιωτικό και τον ηπειρωτικό χώρο, που εξακολουθούσαν να κατοικούνται ως τις τελευταίες δεκαετίες, να διατηρούν ίχνη βυζαντινών κτισμάτων, τα οποία, όμως, είναι πολύ δύσκολο να ταυτιστούν, λόγω της συνεχούς και αδιάλειπτης κατοίκησης. Εκτός από τις προϋπάρχουσες πόλεις που επιζούν ή εγκαταλείπονται, δημιουργούνται και νέες ή αναγεννώνται από τη στάχτη τους παλαιότερα οικιστικά σύνολα, που αποκτούν τώρα σημασία. Συχνά, όταν μια πόλη παρακμάζει ή και εγκαταλείπεται, μια άλλη γειτονική παίρνει τη σκυτάλη του ισχυρού κέντρου της περιοχής. Οι νέοι οχυρωμένοι οικισμοί (κα στροπολιτείες) ιδρύονται συχνότερα μακριά από τη θάλασσα, προς αποφυγήν των πειρατών και σε σημείο από το οποίο να μπορεί κανείς να ελέγχει τη γύρω πε ριοχή. Σύμφωνα με το συνηθέστερο πρότυπο, ιδρύεται ένα κάστρο πάνω στο λόφο που δεσπόζει στην περιοχή. Έξω από το κάστρο κτίζεται ο οικισμός, η «Χώρα», που περιβάλλεται και αυτή από αμυντικό τείχος και που μπορεί να χωρίζεται σε «Πάνω Χώρα» και «Κάτω Χώρα», όπως στην περίπτωση του Μυστρά. Κατοικίες υπήρχαν, καθώς φαίνεται, και πέρα από τον αμυντικό περίβολο που πλαισίωνε τη «Χώρα», στην «Έξω Χώρα». Τα βασικότερα στοιχεία που συνθέτουν μια πόλη της βυζαντινής περιόδου εί ναι τα ακόλουθα: Οι οχυρώσεις Οι προϋπάρχουσες οχυρώσεις ενισχύονται συχνά και ανακαινίζονται λόγω των συνεχών κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι πόλεις, αλλά και λόγω φυσικών κα ταστροφών, όπως οι σεισμοί. Επιγραφές μάς ενημερώνουν σε κάποιες περιπτώ σεις για τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν
220
11
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αλλοιώνουν την αρχική χάραξη. Τα βυζαντινά τείχη ακολουθούν τη διάταξη του εδάφους και ενισχύονται από κυκλικής ή ορθογώνιας διατομής πύργους. Διαθέ τουν συνήθως και έναν δεύτερο, μικρότερο, εσωτερικό περίβολο, που προστατεύ ει έναν οχυρό πύργο, το «καταφύγιο». Όμοια είναι και τα κάστρα που έχτισαν οι Φράγκοι στον ελλαδικό χώρο, ενώ αυτά των Ενετών διακρίνονται για την πολυ πλοκότητα στο σχέδιο (αστερόμορφη κάτοψη), τους καρδιόσχημους προμαχώνες, την καλή ποιότητα και την επιμελή κατεργασία των υλικών και κυρίως την προ σαρμογή στα νέα όπλα (πυρίτιδα). Βυζαντινές οχυρώσεις σώζονται σήμερα σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, όπως στη Θεσσαλονίκη, την Άρτα, τα Σέρβια, τις Σέρ ρες, το Διδυμότειχο κ.α. Φράγκικα είναι τα κάστρα του Μυστρά, του Γερακίου και της Καρύταινας, ενώ ενετικά είναι αυτά της Μεθώνης, της Κορώνης, των Χανίων, του Ηρακλείου κ.ά.
<Ι
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 4 Σε πάρα πολλές πόλεις της Ελλάδας σώζονται οχυρώσεις της μεσαιωνικής εποχής. Αν στη δική σας ή σε κάποια κοντινή πόλη υπάρχει μια τέτοια οχύρωση, επισκεφθείτε την και πα ρατηρήστε προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της. Με βάση όσα προαναφέρονται στην προη γούμενη παράγραφο, μπορείτε να αναγνωρίσετε τα κυριότερα στοιχεία της και να τη χρο νολογήσετε; Ορισμένες κατευθύνσεις για την απάντησή σας θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Οι δρόμοι και οιπλατείες Ήδη από την προηγούμενη περίοδο, η ανέγερση βασιλικών ή άλλων κτιρίων σή μανε σε ορισμένες περιπτώσεις την κατάργηση αρτηριών και την αλλαγή πορείας μέσα στην πόλη (πρβλ. το παράδειγμα των Φιλίππων). Τα αίθρια των βασιλικών ή οι χώροι μπροστά από τους ναούς της βυζαντινής περιόδου αποτελούν πλέον τους κατεξοχήν χώρους συγκέντρωσης των πολιτών. Τα φόρα δεν επιτελούν τις λει τουργίες για τις οποίες είχαν αρχικά κατασκευαστεί και συχνά τα κτίριά τους αφή νονται να καταρρεύσουν, με την εξαίρεση βέβαια των μεγάλων πόλεων και της πρωτεύουσας, όπου εξακολουθεί να συγκεντρώνεται το πλήθος σε κάθε σημαντι κή περίπτωση. Όσο για τους δρόμους, με εξαίρεση πάλι την πρωτεύουσα και τις μεγάλες πόλεις που προϋπήρχαν, η γενικότερη στενότητα χώρου επιβάλλει στενό τερους και λιγότερο φροντισμένους δρόμους. Τα κοσμικά κτίρια (δημόσια ή ιδιωτικά) Με μεγάλη δυσκολία μπορεί να αποκαταστήσει κανείς την εικόνα των δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων της πρώιμης και της μέσης βυζαντινής περιόδου, λόγω έλ λειψης σωζόμενων παραδειγμάτων. Περισσότερες είναι οι γνώσεις μας για την υστεροβυζαντινή περίοδο, αφού η καστροπολιτεία του Μυστρά μας παρέχει μια σειρά από ιδιωτικές οικίες, αλλά και το παλάτι των Δεσποτών το οποίο, μαζί με το παλάτι του Πορφυρογέννητου (Tekfur Sarayi) στην Κωνσταντινούπολη, είναι το
1
221
�
00[1&
�k
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
ik&44&11J.d4���:Wm'R����
καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα από αυτά τα χρόνια. Η απόσταση που χωρίζει τις ευρύχωρες οικίες της παλαιοχριστιανικής εποχής από τις μεσο- και υστεροβυ ζαντινές κατοικίες είναι μεγάλη. Με βάση τα σωζόμενα παραδείγματα, έχει κα ταργηθεί η διάταξη των χώρων γύρω από μια αυλή και διακρίνεται μια σαφής εξω στρέφεια, με παράθυρα που βλέπουν προς το δρόμο και με τη δημιουργία του λε γόμενου «ηλιακού», ενός ανοικτού εξώστη. Φαίνεται πως αυτή η τακτική χρησιμο ποιήθηκε και στα παλάτια και στις επαύλεις, στις φτωχικές κατοικίες όμως, όπου συνωστίζονταν πολλά άτομα σε έναν ή δύο το πολύ χώρους, δεν υπήρξαν σημαντι κές αλλαγές. Η ανάγκη να καταργηθεί η διάταξη γύρω από εσωτερική αυλή και να αναπτυχθούν τα σπίτια σε ύψος προέκυψε από τον περιορισμένο χώρο που ήταν διαθέσιμος μέσα στους οχυρωμένους βυζαντινούς οικισμούς που πολύ συχνά καταλάμβαναν την πλαγιά ενός λόφου με μεγάλη κατωφέρεια. Εξάλλου, η κατω φέρεια αυτή μετέτρεπε από τη μία πλευρά το ισόγειο σε υπόγειο, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται το πρώτο επίπεδο ως σταύλος ή κινστέρνα. Το παλάτι των Βλαχερνών είναι τριώροφο και διακρίνεται για την κομψότητα της κατασκευής, με την εναλλασσόμενη χρήση λίθου και πλίνθου. Απλούστερο ως προς την τοιχοδομία, αλλά πολύ επιβλητικό είναι το παλάτι των Δεσποτών του Μυστρά, κτίσμα του 14ου και του 15ου αι., με τρεις ορόφους, με βοηθητικούς χώ ρους και αίθουσες που χρησιμοποιούνταν πιθανότατα για δημόσιες λειτουργίες. Μια λαμπρή αίθουσα θρόνου διαστάσεων 36 χ 10 μ. έβγαινε στη μία πλευρά σε εξώστη με κομψή τοξοστοιχία και καταλάμβανε έναν ολόκληρο όροφο της μίας πτέρυγας. Οκτώ καπνοδόχοι διέτρεχαν το κτίριο σχεδόν σε όλο του το ύψος, λει τουργώντας σαν ένα είδος κεντρικής θέρμανσης. Οι χώροι συνάθροισης και ψυχαγωγίας Οι αλλαγές στις συνήθειες και τη νοοτροπία των ανθρώπων επέφεραν αλλαγές και στα οικοδομήματα που εξυπηρετούσαν τις διάφορες ανάγκες τους. Οι χώροι μπροστά από τους ναούς ή τα παλάτια φαίνεται να αποτέλεσαν, όπως είδαμε, τους κατεξοχήν τόπους συνάθροισης και ίσως τους μοναδικούς ελεύθερους χώρους μιας μεσαιωνικής πόλης. Τα θεάματα που προσείλκυαν το πλήθος λάμβαναν χώρα σε πρόχειρες σκηνές στις πλατείες. Στην Κωνσταντινούπολη το ρωμαϊκό αμφιθέα τρο εγκαταλείπεται και μετατρέπεται σε χώρο εκτέλεσης εγκληματιών. Στην υστε ροβυζαντινή περίοδο εισήχθησαν από τη Δύση ιπποτικού τύπου αθλοπαιδιές. Τα μεγάλα συγκροτήματα θερμών της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής περιό δου είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται και η χρήση τους είχε αλλάξει ριζικά ή είχαν καταστραφεί. Δημόσια λουτρά χτίζονταν, ωστόσο, σε όλη τη βυζαντινή περίοδο για να καλύψουν τις ανάγκες υγιεινής των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων που δεν διέθεταν ιδιωτικά λουτρά. Ένα τέτοιο παράδειγμα, πιθανότατα του 13ου-14ου αι., έχει σωθεί στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, στην οδό Θεοτοκοπούλου, έχει υπο στεί όμως σημαντικές αλλοιώσεις, αφού λειτουργούσε συνεχώς ως το 1940. Οι χώροι δευτερογενούς παραγωγής (βιοτεχνίες, εργαστήρια) και εμπορίου Παρ' ότι η εικόνα που έχουμε για τα εργαστήρια που έχουν ανασκαφεί από τη βυ-
222
11 1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
�"¾..�i1:!L��--------=-� � ���&.�"¼m���itΙR:w.�m�%¾®!1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ζαντινή περίοδο είναι μάλλον φτωχή, έχει πολλές ομοιότητες ωστόσο με αυτή της προηγούμενης περιόδου. Μια σημαντική διαφορά είναι η ύπαρξη εργαστηρίων που είναι παράλληλα και σημεία πώλησης των παραγόμενων προϊόντων μέσα στο κέντρο των πόλεων. Έχουν ανασκαφεί κυρίως εργαστήρια κεραμικής, τα οποία ακολουθούν σε γενικές γραμμές τον τύπο που περιγράψαμε αναφερόμενοι στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα εργαστή ρια που ανασκάφηκαν στο κέντρο της Κορίνθου, τα οποία διαθέτουν κλιβάνους τετράγωνης ή κυκλικής κάτοψης. Οι τελευταίοι φέρουν στο κέντρο κυλινδρικό πεσσό, που στηρίζει την εσχάρα όπου τοποθετούσαν τα κεραμικά. Τα εργαστήρια κεραμικής διαθέτουν χώρους για την επεξεργασία του πηλού, πηγάδια και αποθέ τες για τη ρίψη κατεστραμμένων αγγείων. Το γεγονός ότι βρίσκονται σε επαφή με το δρόμο δηλώνει ότι λειτουργούσαν και ως καταστήματα. Βρίσκονται άλλωστε μέσα στα όρια της αρχαίας αγοράς και άρα σε άμεση γειτνίαση με το κέντρο της βυζαντινής πόλης. Δυστυχώς δεν υπάρχουν λείψανα από τα εργαστήρια μεταξιού, εκτός ίσως από συγκεντρώσεις οστρέων πορφύρας. Στην Κόρινθο, τα πολλά σε αριθμό και μικρά σε μέγεθος εμπορικά καταστήμα τα σε επαφή με μια μεγάλη ανοικτή πλατεία δείχνουν ότι το εμπόριο στα μεσαιωνι κά χρόνια βρισκόταν στα χέρια εκατοντάδων μικρών εμπόρων. Οι χώροι άσκησης λατρείας: εκκλησίες και μοναστήρια. Τυπολογία, εξέλιξη και παγίωση των αρχιτεκτονικών ρυθμών. Οι μοναστικές κοινότητες τον Α γίον Όρους Τα χρόνια που ακολούθησαν την παλαιοχριστιανική περίοδο οδήγησαν σε εξέ λιξη των αρχιτεκτονικών τύπων που παρουσιάστηκαν σε αυτή, ενώ, παράλληλα, η παγίωση του τυπικού της Θείας Λειτουργίας επέβαλλε την τριμερή διάταξη του Ιερού Βήματος. Ο τύπος της βασιλικής με τρούλο, που βρήκε την τελειότερη έκ φρασή του στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, εξελίσσεται προς έναν νέο τύπο που θα γίνει πολύ δημοφιλής και θα επιβιώσει ως το τέλος της βυζαντινής πε ριόδου (και όχι μόνο). Πρόκειται για τον σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο με τρού λο. Ένας άλλος τύπος που εμφανίζεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο είναι ο οκτα γωνικός. Και οι δύο διαθέτουν νάρθηκα στα δυτικά. Οι δύο ναοί του συγκροτήμα τος της Μονής Οσίου Λουκά στη Βοιωτία, η Παναγία και το Καθολικό, αποτελούν αντίστοιχα τα λαμπρότερα παραδείγματα σταυροειδούς εγγεγραμμένου και οκτα γωνικού στην Ελλάδα (βλ., για παράδειγμα, Εικ. 63, κεφάλαιο 3, τόμος Δ, της Θ.Ε. Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας). Οι ναοί που βρίσκονται τυπολογικά ανάμεσα στη βασιλική ή τη βασιλική με τρούλο και στον σταυροειδή εγγεγραμμένο και χρονολογικά ανάμεσα στον 80 και τον 100 αι. ονομάζονται «μεταβατικοί» και τέτοιος είναι στον ελλαδι κό χώρο η Παναγία στη Σκριπού (Ορχομενό) της Βοιωτίας (βλ., για παράδειγμα, Εικ. 5, κεφάλαιο 11 του τόμου Β της Θ.Ε. «Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό»). Βασικό μέλημα των εμπνευστών του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο είναι η αποτύπωση του σχήματος του σταυρού τόσο στη στέγη όσο και στην κάτο ψη. Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς ή, συνηθέστερα, κίονες με τη μεσο λάβηση τεσσάρων τόξων και τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων ή λοφίων. Τα τέσσε-
1 i
i
223
__,,_
��ΟΤ�ΤΑ 4.�
ρα τόξα που στηρίζουν τον τρούλο είναι ταυτόχρονα μέτωπα τεσσάρων ισοσκελών ή μη καμαρών, που αποτελούν τις κεραίες του σταυρού. Με τον τρόπο αυτό σχημα τίζεται στην ανωδομή το σχήμα ενός σταυρού, που στο σημείο όπου τέμνονται οι κεραίες του στέφεται από τρούλο. Στην κάτοψη, ο σταυρός εγγράφεται σε ένα τε τράγωνο ή ορθογώνιο, με αποτέλεσμα να σχηματίζονται τέσσερα γωνιακά διαμε ρίσματα. Βόρεια και νότια της κεντρικής αψίδας του ιερού έχει παγιωθεί πλέον η δημιουργία δύο χώρων με σαφή λειτουργικό ρόλο, που ονομάζονται αντίστοιχα πρόθεση και διακονικό. Όταν το ιερό προστίθεται στο σταυρικό τετράγωνο, οι ναοί ανήκουν στους σύνθετους τετρακιόνιους, όταν το ιερό καλύπτει μόνο ένα τμή μα των ανατολικών διαμερισμάτων του κεντρικού τετραγώνου ονομάζονται ημι σύνθετοι τετρακιόνιοι. Εκτός από την Παναγία του Οσίου Λουκά, ναούς στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο μπορεί να συναντήσει κανείς σε πολ λά μέρη. Οι περισσότερες από τις μικρές βυζαντινές εκκλησίες που βρίσκονται κατάσπαρτες στο κέντρο της Αθήνας ανήκουν σε αυτό τον τύπο. Οι μικρές διαστάσεις των ναών καταργούν την αυστηρή διάκριση ανάμεσα στα κλίτη και δίνουν τη δυνατότητα οπτικής επικοινωνίας από κάθε σημείο του ναού με τα τεκταινόμενα την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Υπάρχει η άποψη ότι αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος γεννήθηκε στις μοναστικές κοινότητες της Βιθυνίας για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών ολιγάριθμων μοναχών του ίδιου φύλου. Ποικιλία υπάρχει τόσο στον τρόπο στέγασης των γωνιακών διαμερισμάτων, όσο και στην τοιχοποιία. Ραδινοί τρουλίσκοι ή τυφλοί τρούλοι χωρίς τύμπανο (οι λεγόμενες ασπίδες) καλύπτουν τα γωνιακά διαμερίσματα, δίνοντας μια αίσθηση ελαφρότητας στη στέγη. Η τοιχοποιία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα διαθέσι μα σε κάθε περιοχή υλικά. Έτσι, οι ναοί της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσα λονίκης είναι επενδεδυμένοι στην εξωτερική επιφάνεια σχεδόν αποκλειστικά με πλίνθους σε ποικιλία σχεδίων, ενώ σε αυτούς του ελλαδικού χώρου, όπου αφθονεί η πέτρα, έχουμε την εναλλαγή λίθων και πλίνθων. Η χρήση των πλίνθων επιτρέπει τη δημιουργία εξαιρετικά ποικιλμένων όψεων. Στον ελλαδικό χώρο χρησιμοποιεί ται από τον 100 αι. ένας συνδυασμός λίθων και πλίνθων, το λεγόμενο πλινθοπερ( κλειστο σύστημα, όπου ισόδομοι λαξευμένοι λίθοι περιβάλλονται από λεπτές πλίνθους. Ιδιαίτερη χάρη προσδίδει στις εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων η χρή ση πλίνθινων διακοσμητικών στοιχείων (κεραμοπλαστικά κοσμήματα) με προε ξάρχοντα τα λεγόμενα κουφικά μοτίβα, δηλαδή σχέδια φτιαγμένα από πλίνθους που μοιάζουν με χαρακτήρες της παλαιάς αραβικής γραφής που δημιουργήθηκε στην πόλη Κούφα. Ο ναός οκταγωνικού τύπου ονομάζεται έτσι εξαιτίας της στήριξης του εγγε γραμμένου σε τετράγωνο τρούλου όχι σε τέσσερα τόξα (όπως στη βασιλική με τρούλο ή στον σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο), αλλά σε οκτώ, που αντιστοι χούν σε οκτώ στηρίγματα στην κάτοψη (πεσσούς ή παραστάδες) (εικ. 6). Μεταξύ του τρούλου και των πεσσών ή των παραστάδων μεσολαβούν τέσσερις καμάρες και τέσσερα ημιχώνια ή κόγχες. Η οκταγωνική στήριξη του τρούλου διευρύνει τον κεντρικό χώρο και προσφέρει μεγαλύτερη ανάταση και άνεση. Σε ορισμένους να ούς του τύπου αυτού μια κλειστή στοά περιβάλλει το κεντρικό τετράγωνο από
224
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
.-.-.-...
_.._,...______
]·�···
t
'
.................
Εικόνα 6 Κάταψη του οκταγωνικού με τρούλο καθολικού της Νέας Μονής Χίου (1042-1056)
225
ΕΝ
4.3
τρεις πλευρές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πλευρικών διαμερισμάτων όπου συ νήθως διαμορφώνονται παρεκκλήσια. Εκτός από το καθολικό της Μονής Οσίου Λουκά, στον τύπο αυτό ανήκουν και τα καθολικά της Μονής Δαφνίου στην Αττική και της Νέας Μονής στη Χίο. Παράλληλα με τους δύο τύπους ναών που προαναφέρθηκαν, δεν έπαψαν να κτίζονται και βασιλικές τρίκλιτες (όπως αυτή του Αγίου Αχιλλείου στις Πρέσπες) ή και μονόχωρες, δηλαδή με μόνον ένα κλίτος. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο εμφανίζεται ένας νέος τύπος ναού που επι χωριάζει στην Ελλάδα και ονομάζεται σταυρεπίστεγος. Αυτός διαθέτει το σχήμα του σταυρού στη στέγη με τη διασταύρωση δύο ημικυλινδρικών θόλων, όχι όμως και στην κάτοψη, όπου ακολουθεί τον τύπο της τρίκλιτης ή μονόχωρης βασιλικής. Παραδείγματα σταυρεπίστεγου αποτελούν η Κάτω Παναγιά στην Άρτα και η Πόρτα Παναγιά στη Θεσσαλία. Σε εκκλησίες του Μυστρά παρατηρούμε μια ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία: στο ισόγειο έχουν τη μορφή βασιλικής, ενώ στον όροφο και τη στέγη γίνονται σταυρο ειδείς εγγεγραμμένοι με έναν κεντρικό τρούλο και τέσσερις τρουλίσκους. Παραλλαγή του σύνθετου τετρακιόνιου είναι και ο αγιορείτικος τύπος, όπου οι κεραίες του σταυρού απολήγουν σε κόγχες προορισμένες για τους χορούς των ψαλτών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα και πρότυπο για τα μεταγενέστερα κα θολικά αποτελεί ο ναός του Πρωτάτοu στις Καρυές. Τα μοναστήρια διαθέτουν, εκτός από τον συνήθη νάρθηκα, και έναν ευρύχωρο εσωνάρθηκα, τη λιτή. Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική αποκτά αυτή την περίοδο ιδιαίτερο ενδιαφέ ρον, αφού ο αριθμός των μοναστηριών αυξάνεται ραγδαία, τόσο μέσα στα αστικά κέντρα, όσο και στην ύπαιθρο. Με πρότυπο τα αγιορείτικα, τα μοναστήρια περι βάλλονται από υψηλό περίβολο που μπορεί να διαθέτει και πύργο. Στον περίβολο προσκολλώνται εσωτερικά τα διάφορα κτίσματα. Στο κέντρο βρίσκεται το καθολι κό, δηλαδή ο βασικός ναός του μοναστηριού και συνήθως στα δυτικά του η τράπε ζα, η τραπεζαρία της μονής που έχει σχήμα τρικλινίου (ορθογώνιο που απολήγει σε αψίδα). Ανάμεσα στο καθολικό και την τράπεζα συναντούμε συχνά περίτεχνα δια κοσμημένες κρήνες. Βοηθητικά κτίρια είναι η εστία (μαγειρείο), το φωτάναμα (χώ ρος συγκέντρωσης γύρω από τη φωτιά), τα μαγκιπεία (φούρνοι) και οι ξενώνες.
11::>
226
Δραστηριότητα &/Κεφάλαιο 4 Στη γειτονιά σας ή στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή όπου ζείτε βρείτε μια εκκλησία που να ανήκει στον τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ή που να διαθέτει ορισμένα από τα τυπολογικά χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας. (Ας μην ξε χνούμε ότι οι περισσότερες εκκλησίες που κτίστηκαν τον 20ό αι. ακολουθούν σε γενικές γραμμές τους τύπους που παγιώθηκαν κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.) Περιγράψτε με συντομία (150 λέξεις) το ναό αυτό. Οδηγίες για την περιγραφή του ενοριακού σας ναού θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
11
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τα νεκροταφεία Ήδη από τα μέσα του 6ου αι., με τις μεγάλες επιδημικές ασθένειες που έπληξαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και τις ανάγκες για χώρους ενταφιασμού που δημι ουργήθηκαν, εξασθένησε η παλαιά συνήθεια που απαγόρευε τις ταφές εντός των ορίων των πόλεων. Για παράδειγμα, οι πηγές μας πληροφορούν ότι κατά την πα νώλη του 747 χρησιμοποίησαν στην Κωνσταντινούπολη όχι μόνον τα «προάστεια» και «ενάστεια» μνήματα, αλλά και τους «ένδον των παλαιών τειχών κήπους», δη λαδή μέσα από τα όρια του τείχους του Κωνσταντίνου Α'. Από τον 9ο αι. κ.ε. γενι κεύεται ο ενταφιασμός εντός των οικιστικών περιοχών, είτε μέσα στις εκκλησίες (στα δάπεδα ή σε ταφικά παρεκκλήσια) είτε στους περιβόλους ενοριακών ναών ή μοναστηριών. Οι τάφοι είναι συνήθως κτιστοί λακκοειδείς ή, αν πρόκειται για ενταφιασμό σε παρεκκλήσια, λάρνακες που μπορεί να φέρουν και τοξωτή επίστε ψη (αρκοσόλια). Οι μοναχοί θάβονται συνήθως στον περίβολο των μονώ� ή και μέσα στο καθολικό.
4.3.3
Τα κυριότερα πολεοδομικά σύνολα που διατηρήθηκαν ή ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές
Κωνσταντινούπολη Ο πληθυσμός της πρωτεύουσας -και κατ' επέκταση η δομημένη της επιφάνεια σημείωσε κατά τον 7ο και 80 αι. αισθητή συρρίκνωση. Μόνο μετά το 800 η πόλη άρχισε να ανθεί και πάλι. Η οικιστική της ακμή θα συμβαδίσει με μια καθολική «αναγέννηση» του κράτους για να γίνει στον 1 lo και τον 120 αι. η πολιτεία που θά μπωσε με την ομορφιά και τον πλούτο της τους Σταυροφόρους. Η Κωνσταντινού πολη, όπως και όλη η αυτοκρατορία, δεν θα συνέλθει ποτέ από τα πλήγματα της Δ' Σταυροφορίας. Ο 15ος αι. θα τη βρει σε πλήρη πληθυσμιακή και οικιστική παρακ μή, με αποτέλεσμα οι νέοι κυρίαρχοί της, μετά και τις σφαγές που ακολούθησαν την Άλωση του 1453, να προσφύγουν σε μεταφορές πληθυσμού από άλλες περιο χές για να την επανδρώσουν. Στο διάστημα από τα μέσα του 7ου ως τις αρχές του 9ου αι. η επιφάνεια των χρησιμοποιούμενων λιμανιών μειώθηκε στο 1/4, ενώ το μεγάλο υδραγωγείο της πόλης, που καταστράφηκε από τους Αβάρους το 626, δεν επιδιορθώθηκε παρά εκατόν πενήντα χρόνια μετά. Οι πολυπληθείς συνοικίες αραιώνουν και ίσως κά ποιες εγκαταλείπονται οριστικά. Λαμπρά κτίρια δημόσιας χρήσης (κοσμικά ή εκ κλησιαστικά) δεν κτίζονται, ενώ κοπάδια ζώων κυκλοφορούν μέσα στην πόλη και γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησιών στα μεγάλα φόρα. Από τον 9ο αι. κατοικούνται και πάλι συνοικίες. που είχαν εγκαταλειφθεί, όπως συνάγεται από την ανέγερση εκκλησιών που είναι πολλές σε αριθμό και μικρών διαστάσεων. Το μεσαιωνικό πρότυπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής γύρω από μια εκκλησία εφαρμόζεται πλέον σε όλη του την έκταση. Ένα ιδιαίτερα αξιοση μείωτο φαινόμενο είναι ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός μοναστηριών μέσα στην πόλη. Είναι ενδεικτικό ότι γύρω στο 920, ο Ρωμανός Λεκαπηνός μετέτρεψε το σπί-
1
1
1
227
QEJ
'
"""
-'"'"""'"""''"'2
'"""'-"Rt-� ΕΝΟΤΗΤΑ 4 3
τι του, που βρισκόταν σε πολυσύχναστη περιοχή, σε μικρή απόσταση από τη Μέση οδό, σε μοναστήρι. Από τα κοσμικά κτίρια της βυζαντινής περιόδου ξεχωρίζουν το παλάτι των Μαγγάνων, που έκτισε ο Βασίλειος Α' σε μια συνοικία όπου άλλοτε κυριαρχού σαν τα εργαστήρια κατασκευής πολεμικών μηχανών, και το παλάτι των Βλαχερ νών. Ένα πρώτο παλάτι κτίσθηκε στις Βλαχέρνες από τον Αλέξιο Κομνηνό στα τέ λη του lloυ αι., ενώ ο Μανουήλ Κομνηνός θα κτίσει αργότερα έναν «υψιφερή δό μο». Πολλά είναι και τα ιδιωτικά μέγαρα που κτίσθηκαν αυτή την εποχή, ιδιαίτερα στη συνοικία των Βλαχερνών, όπου η ανέγερση του αυτοκρατορικού ενδιαιτήμα τος προσείλκυσε πλήθος ευγενών. Το Ιερόν Παλάτιον είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί μια και δεν ανταποκρινόταν πια στις ανάγκες της εποχής. Οι ρεγεώνες είχαν μει ωθεί σε αριθμό (12 αντί των παλαιοχριστιανικών 14) και οι επικεφαλής τους ονο μάζονταν γειτονιάρχαι. Στην απέναντι όχθη του Κερατίου, η συνοικία των Συκε ών, η αλλοτινή 13η ρεγεώνα, που ο Ιουστινιανός είχε ενισχύσει με τείχος, ανήκε πια στους Γενουάτες εμπόρους.
Κ>
Δραστηριότητα 7/Κεφάλαιο 4 Έχοντας μελετήσει στην προηγούμενη ενότητα την πολεοδομική εξέλιξη της Κωνσταντι νούπολης στα παλαιοχριστιανικά χρόνια και στην παρούσα ενότητα στα βυζαντινά, μπορεί τε να συνθέσετε με συντομία (δύο ως τρεις παράγραφοι) την εικόνα της πόλης διαχρονικά; Στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου, θα βρείτε τη δική μας απάντηση.
Θεσσαλονίκη Η Θεσσαλονίκη και η ενδοχώρα της υπήρξαν κατά τη βυζαντινή περίοδο επίκε ντρο πολλών στρατιωτικών επιχειρήσεων, καθώς αντιμετώπισε σχεδόν όλους τους εχθρούς που από βορρά και δύση απειλούσαν την αυτοκρατορία. Με τις διάφορες πολιορκίε; συνδέονται και οι επιγραφές που εντοπίστηκαν σε πολλά σημεία των τειχών και αναφέρονται σε ανακαινίσεις και επισκευές. Τίποτε από αυτά, όμως, δεν ανέκοψε την πολιτιστική άνθηση της πόλης, που κορυφώθηκε κατά την πε ρίοδο των Παλαιολόγων. Τότε κτίζονται ναοί όπως ο Προφήτης Ηλίας, η Αγία Αι κατερίνη ή οι Άγιοι Απόστολοι, που διακρίνονται για την κομψότητα των εξωτερι κών όψεων και τον εξαιρετικής τέχνης εικονογραφικό διάκοσμο στο εσωτερικό (ψηφιδωτά και τοιχογραφίες). Αν οι γνώσεις μας για τα τείχη (βλ. υποενότητα 4.3.2: «Οι οχυρώσεις»), το βυζαντινό λουτρό (βλ. υποενότητα 4.3.2: «Οι χώροι συ νάθροισης και ψυχαγωγίας») και τις εκκλησίες που προαναφέραμε μας βοηθούν να πάρουμε μια γεύση για τα δημόσια οικοδομήματα της βυζαντινής Θεσσαλονί κης, οι γνώσεις μας σε ό,τι αφορά τα οικιστικά σύνολα της περιόδου δεν επαρκούν στο να ανασυνθέσουμε την εικόνα της καθημερινής ζωής, των δρόμων, των σπι τιών και των καταστημάτων της. Κόρινθος Έδρα επισκοπής και πρωτεύουσα μιας απομακρυσμένης επαρχίας της Βυζαντι νής Αυτοκρατορίας, της Αχα"tας, διατήρησε τον τίτλο αυτό ως τον llo αι., οπότε
228
1
1
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
και αντικαταστάθηκε από τη Θήβα. Η ακμή που είχε γνωρίσει στα παλαιοχριστια νικά χρόνια, κυρίως ως διαμετακομιστικό κέντρο, συνεχίστηκε στα βυζαντινά με πιθανή διακοπή στον 80 αι. Μεγάλη ακμή γνώρισε τον 1Οο και τον 11ο αι. χάρη στη βιομηχανία μεταξιού. Μετά την Δ' Σταυροφορία η Κόρινθος παρήκμασε ορι στικά. Στεφανωμένη από το κάστρο του Ακροκόρινθου, διατήρησε ως ένα βαθμό τη χάραξη της ρωμαϊκής και παλαιοχριστιανικής περιόδου και τη χρήση παλαιότε ρων κτιρίων. Οι δύο βασικές οδικές αρτηρίες, η οδός που οδηγούσε νότια στις Κεγχρεές και αυτή που οδηγούσε βόρεια στο Λέχαιο εξακολούθησαν να χρησιμο ποιούνται, αν και είχαν χάσει τη μνημειακότητά τους. Η ανασκαφή του κέντρου της πόλης έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τις βιοτεχνικές και εμπορικές δρα στηριότητες της βυζαντινής περιόδου (βλ. υποενότητα 4.3.2: «Οι χώροι δευτερογε νούς παραγωγής και εμπορίου»). Μυστράς Στα μέσα του 13ου αι. ο Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος, συνειδητοποιώντας την εξαιρετική στρατηγική σημασία του λόφου του Μυστρά, έχτισε στην κορυφή του ένα κάστρο. Το κάστρο παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το 1262. Η αστάθεια που επικρατούσε στη Λακεδαίμονα, την πόλη που είχε πάρει τη θέση της Σπάρτης στην κοιλάδα του Ευρώτα, με τις συνεχείς συγκρούσεις Βυζαντινών και Φράγκων, ανά γκασε τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν σταδιακά και να εγκατασταθούν κάτω από το κάστρο του Βιλλεαρδουίνου. Η πόλη που σχηματίστηκε εκεί γύρω στο 1300 αποτέλεσε για περίπου ενάμιση αιώνα έναν πνευματικό φάρο σε μια περίοδο που το φως του Βυζαντίου τρεμόσβηνε. Στα μέσα του 14ου αι. ο Μυστράς γίνεται πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, που συνδέεται στενά με την αυτοκρα τορική οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Από εκείνη την εποχή κοσμείται με σημαντικά κοσμικά και κυρίως εκκλησιαστικά μνημεία. Η πολύ καλή διατήρηση των κτιρίων του, οφειλόμενη εν μέρει και στη συνεχή κατοίκηση επίσημα ως το 1830, μας επιτρέπει να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός οχυρωμένου υστε ροβυζαντινού οικισμού. Ο Μυστράς διέθετε μια εκτεταμένη οχύρωση, που ξεκινά από το κάστρο και κατηφορίζει στις πλαγιές του λόφου ενισχυμένη κατά διαστήματα από τετράγω νους πύργους. Ένας ενδιάμεσος περίβολος χωρίζει την Πάνω Χώρα, όπου σχημα τίστηκε ο πρώτος συνοικισμός και όπου βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια και το πα λάτι των Δεσποτών, από την Κάτω Χώρα ή Μεσοχώρα, που αναπτύχθηκε οικιστι κά στη συνέχεια. Ο περίβολος της Πάνω Χώρας διαθέτει μόνο δύο πύλες που συ νέδεε ο κεντρικός δρόμος, αυτή της Μονοβασιάς, ενισχυμένη από πύργους με πο λεμίστρες, και την Πόρτα τ' Αναπλιού. Κατά την περίοδο ακμής του 15ου αι. είχε δημιουργηθεί και μία εκτός των τειχών συνοικία, η Έξω Χώρα. Ο τύπος της οχυρωμένης καστροπολιτείας και η φύση του εδάφους επιβάλλει δρόμους στενούς και μάλλον τυχαία διαίρεση σε οικοδομικές ενότητες. Η μεγάλη πλατεία που διαμορφωνόταν μπροστά στο παλάτι των Δεσποτών θα πρέπει να χρησίμευε για τις συγκεντρώσεις του πλήθους και για υπαίθρια αγορά. Σημαντικά
1
229
ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3
δείγματα οικιστικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι επαύλεις Λάσκαρη και Φραγ γόπουλου και το λεγόμενο «Παλατάκι». Η «οικία Λάσκαρη» διαθέτει δύο ορό φους, εξώστη (τον λεγόμενο «ηλιακό») και ισόγειο με θολωτή στέγαση που ίσως στέγαζε στάβλο. Η «οικία Φραγγόπουλου» έχει και αυτή δύο ορόφους και το ισό γειο πιθανότατα είχε διαμορφωθεί σε κινστέρνα για τη συλλογή ομβρίων υδάτων. Το «Παλατάκι» είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα διατηρημένη έπαυλη του Μυ στρά. Διαθέτει δύο πτέρυγες κτισμένες σε διαφορετικές εποχές, τρεις ορόφους και ευρύχωρες αίθουσες. Οι εκκλησίες του Μυστρά είναι πολλές σε αριθμό και ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικά (βλ. υποενότητα 4.3.2: «Οι χώροι άσκησης λατρεί ας»). Οι περισσότερες ανήκουν σε μονές και διασώζουν εξαιρετικά δείγματα της παλαιολόγειας ζωγραφικής.
230
1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Σύνοψη Στο κεφάλαιο αυτό προσπαθήσαμε να γνωρίσουμε το Βυζάντιο μέσα από τον τρόπο πολεοδομικής οργάνωσης των οικισμών του και τα επιμέρους στοιχεία τους. Οδηγός μας υπήρξαν τα σταθερά υλικά κατάλοιπα, τα οικοδομήματα, που είτε ήρθαν στο φως με τις ανασκαφές είτε διατηρήθηκαν αυτούσια ή αλλοιωμέ να. Η διαίρεση για λόγους μεθοδολογικούς σε δύο περιόδους, την παλαιοχριστια νική ή της ύστερης Αρχαιότητας (4ος-7ος αι.) και τη βυζαντινή ή μεσαιωνική (7ος-15ος αι.), μας επέτρεψε να εξετάσουμε τις ίδιες ομάδες επιμέρους χαρα κτηριστικών στοιχείων στη μια και την άλλη περίοδο. Αφού εντάξαμε κάθε πε ρίοδο στο ιστορικό της πλαίσιο, εξετάσαμε τη μορφή που παίρνουν οι πόλεις και τις πολεοδομικές αρχές που διέπουν το σχεδιασμό τους. Είδαμε λοιπόν ότι οι παλαιοχριστιανικές πόλεις συνεχίζουν την παράδοση των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ως προς τη χάραξη του οικιστικού ιστού και την ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων που είναι πολλά σε αριθμό και επιβλητικά σε μέγεθος. Βιοτεχνίες και νεκροταφεία παραμένουν ως τα μέσα του 6ου αι. εκτός πόλης. Τα ιδιωτικά κτίσματα ακολουθούν και αυτά τα παλαιότερα πρότυπα, ενώ δυναμικά εισβάλλουν (από τον 4ο αι. και κυρίως στους δύο επόμενους αιώνες) και τα λατρευτικά κτίρια της χριστιανικής θρησκείας, αλλοιώνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη σύσταση του πολεοδομικού ιστού. Αντιπροσωπευτικότερος τύ πος ναού είναι η βασιλική, ενώ ιδρύονται και εκκλησίες σε σχήμα περίκεντρο. Αποκορύφωμα των αρχιτεκτονικών αναζητήσεων και έκφραση της κοσμοθεωρίας των Βυζαντινών αποτέλεσε ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Η οικονομική δυσπραγία του δεύτερου μισού του 6ου αι. και πλήθος άλλων παραγόντων αλλάζουν, όπως είδαμε, ριζικά την εικόνα των πόλεων, οδηγούν δε στην εγκατάλειψη πολλών από αυτές και την εγκατάσταση των κατοίκων τους σε άλλες. Η νέα μορφή πόλης είναι η οχυρωμένη καστροπολιτεία, συνήθως μα κριά από τη θάλασσα, με στενούς δρόμους και σπίτια που αναπτύσσονται καθ' ύψος. Οι ταφές γίνονται πια και εντός των τειχών. Οι εκκλησίες είναι πολλές σε αριθμό αλλά πολύ μικρότερες σε μέγεθος από τις αχανείς βασιλικές της παλαιο χριστιανικής περιόδου. Ο νέος τύπος ναού που επικρατεί στη βυζαντινή περίοδο είναι ο σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο. Οι γενικής φύσεως παρατηρήσεις που κάναμε μελετώντας τα επιμέρους συ στατικά στοιχεία των πόλεων κάθε περιόδου βρίσκουν την εφαρμογή τους στα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα που παρουσιάσαμε με πρώτη την Κωνσταντι νούπολη, στην πολεοδομική εξέλιξη της οποίας καθρεφτίζεται στην ουσία η πο ρεία της ίδιας της αυτοκρατορίας.
***
Τώρα που έχετε ολοκληρώσει τη μελέτη αυτού του κεφαλαίου, ανατρέξτε στα Προσδοκώμενα Αποτελέσματα και ελέγξτε κατά πόσο έχετε αποκτήσει μια επαρκή εικόνα: • του ιστορικού πλαισίου κάθε περιόδου· • των στοιχείων που διατηρούνται ή των αλλαγών που συντελούνται στην όψη
1 1
231
�Ι :
� ωt ιιw�ιmι:Ι
WB
w
&t@.&ww,_____________
μιας πόλης από τα ρωμαϊκά στα παλαιοχριστιανικά και από τα παλαιοχρι στιανικά στα βυζαντινά χρόνια· • των κυριότερων οικιστικών συνόλων που σώζονται στον ελλαδικό χώρο από κάθε περίοδο και αν μπορείτε να διακρίνετε τυπολογικά αν, λ.χ., μια ιδιωτική κατοικία ή ένα λατρευτικό κτίριο ανήκουν στη μία ή στην άλλη περίοδο και ποια είναι τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους.
232
•
1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΙΙΑΡΑΡΤΗΜΑ Απάντηση στην Άσκηση Αυτοαξιολόγησης Άσκηση Αυτοαξιολόyησηc; 1 Η σωστή αντιστοίχιση είναι η ακόλουθη: Χώρος κατηχουμένων - Τέλεση όρθρου Αίθριο Χώρος κατηχουμένων Νάρθηκας Χώρος πιστών και τέλεσης Θείας Λειτουργίας Κλίτη Χώρος κλήρου 1. Βήμα Εναπόθεση προσφορών Πρόθεση Φύλαξη σκευών Διακονικό
Απαντήσεις σε Δραστηριότητες Δραστηριότητα 1 Ο 1 Βος αιώνας και η ιδεολογία που επικράτησε στο δεύτερο μισό του προέταξαν την κυ ριαρχία της λογικής και πολέμησαν με πάθος καθετί που τους θύμιζε τον κλήρο και την επιρροή του στα κοσμικά. Υπό το πρίσμα αυτό, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία που, ως μεσαι ωνική, διαποτιζόταν από την έντονη παρουσία του θείου σε πολλές από τις εκφάνσεις της και από έλλειψη ερωτημάτων για τον κόσμο που μας περιβάλλει απορρίφθηκε εξαρχής. Ως και στην επιλογή της ονομασίας της (βυζαντινή) επικράτησε ένας όρος που παρέπεμπε στο παρελθόν της ίδρυσης της πρωτεύουσάς της και όχι στη χιλιετή ιστορία της. Η λα τρεία της Αρχαιότητας, εποχής κατά την οποία ο ανθρώπινος νους όχι μόνο έφτασε σε ύψιστα σημεία αυτογνωσίας, αλλά και προσπάθησε να ερμηνεύσει με τη λογική τη φύση, αναγορεύθηκε σε ύψιστο ιδανικό. Ο 19ος αιώνας κληρονόμησε μια τέτοια αντίληψη, ενώ ταυτόχρονα στράφηκε σε πρότυπα αρχαιοελληνικά αναζητώντας την τελειότητα και στην εικαστική έκφραση. Οι περιηγητές, οι λογοτέyyες και οι πρώτοι ιστοριοδίφες που κατέκλυ σαν τον ελλαδικό ή τον μικρασιατικό χώρο σε αυτούς τους δύο αιώνες υπέκυψαν εύκολα στη γοητεία των αρχαιοελληνικών ερειπίων και αδιαφόρησαν για τα εξίσου σημαντικά βυ ζαντινά κτίρια που σώζονταν δίπλα τους. Ελάχιστοι διείδαν τη σημαντικότατη προσφορά της μεσαιωνικής περιόδου όχι μόνο στη διατήρηση και συνέχιση -σε ορισμένες περιπτώ σεις- της αρχαίας κληρονομιάς, αλλά και στην παραγωγή πρωτότυπης σκέψης και κοσμο θεωρίας ή στην εισαγωγή πρωτοπόρων εικαστικών τρόπων. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον 20ό αιώνα για να απορρίψουμε την ψυχρή φυσιοκρατική αναπαράσταση και να ανα ζητήσουμε ξανά την έκφραση του εσωτερικού κόσμου. Τότε άρχισε σιγά σιγά να προβάλ λεται η συμβολή της βυζαντινής τέχνης αρχικά και του συνόλου της βυζαντινής κληρονο μιάς στις πολιτισμικές μας αποσκευές.
Δραστηριότητα 2 Το κτίριο της Εικόνας 1 ανήκει στην ομάδα των οικιών με δωμάτια που διατάσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή. Το αίθριο αυτό περιτρέχει μια κιονοστοιχία, η λεγόμενη περίσταση.
11
233
�WMM
J.@
�
�'-�'&, ____________________
Στο κέντρο του αίθριου υπάρχει μικρή δεξαμενή νερού (φιάλη). Διαθέτει μια μεγάλη ορθο γώνια αίθουσα υποδοχής ή δεξίωσης, το τρικλίνιο, που απολήγει σε αψίδα. Λόγω έλλει ψης χώρου, το τρικλίνιο δεν αναπτύσσεται απέναντι από την κύρια είσοδο, αλλά στο πλάι. Υπάρχουν, ωστόσο, μικρά βοηθητικά δωμάτια στα οποία έχει κανείς πρόσβαση μόνο από αυτό στη μία του πλευρά. Στον τοίχο της αψίδας του τρικλινίου ανοίγονται κόγχες. Το κτί ριο διαθέτει επίσης αποθηκευτικούς χώρους, όπως φαίνεται από τα πιθάρια που έχουν αποτυπωθεί στο εσωτερικό ενός δωματίου δίπλα στην κύρια είσοδο.
Δραστηριότητα 3 Μια σειρά από διαδοχικά γεγονότα μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας οδήγησαν στη με γάλη σφαγή στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης το 390: η έκδοση ενός νόμου κατά της ομοφυλοφιλίας, η σύλληψη εξαιτίας του νόμου αυτού ενός δημοφιλούς ηνιόχου και η βίαιη αντίδραση των Θεσσαλονικέων στη σύλληψή του, που κορυφώθηκε με το λιντσάρισμα του γερμανικής καταγωγής στρατηγού που τη διέταξε. Ο Θεοδόσιος Α', υπό το κράτος της ορ γής, διέταξε να περικυκλωθεί ο Ιππόδρομος της πόλης τη μέρα των αγώνων και να σφαγια στούν οι θεατές. Ως την ανάκληση της διαταγής είχαν ήδη χάσει τη ζωή τους 7.000 άνθρω ποι. Αν δεχθούμε ότι με τη φράση «χείρας έχων καθαράς» γίνεται υπαινιγμός στη σφαγή στον Ιππόδρομο, έχουμε εδώ την έμμεση σύνδεση ενός μνημείου με ένα ιστορικό γεγονός και επιπλέον ένα χρονικό όριο για την έναρξη ανέγερσης των τειχών. Δηλαδή τα τείχη άρχι σαν να κτίζονται μετά το θλιβερό για την πόλη της Θεσσαλονίκης γεγονός του 390 μ.Χ., ο αντίκτυπος δε του γεγονότος της σφαγής ήταν τόσο μεγάλος που ο Ορμίσδας της επιγρα φής θεώρησε απαραίτητο να μνημονεύσει σε αυτήν ότι δεν είχε συμμετοχή σε ένα τόσο αποτρόπαιο έργο. Μπορούμε επίσης, χάρη στη φράση αυτή, να ταυτίσουμε με αρκετή σι γουριά το πρόσωπο που αναφέρεται στην επιγραφή αυτή με τον ομώνυμο διοικητή απο σπάσματος των Βαλκανίων, τον οποίο αναφέρει ο ιστορικός Ζώσιμος. Σε περίπτωση βέβαια που η φράση «χείρας έχων καθαράς» αποτελεί απλώς έναν κοινό τόπο που αναφέρεται στη χρηστή διοίκηση ενός αξιωματούχου (Βελένης, 1998, σ. 117-118), τότε η επιγραφή αυτή και κατά συνέπεια το μνημείο αποσυνδέονται χρονολογικά από το συγκεκριμένο γεγονός, μένουν όμως για να θυμίζουν πόσο σημαντικό ήταν πάντοτε για έναν αξιωματούχο, ειδικά αν είναι υπεύθυνος για δημόσια έργα, να διατηρεί την ακεραιότητά του.
Δραστηριότητα 4 Για να απαντήσετε σε αυτή τη Δραστηριότητα, φτιάξτε αρχικά έναν πρόχειρο πίνακα στον οποίο θα τοποθετήσετε τις διάφορες πόλεις και τα επιμέρους στοιχεία κάθε πόλης, όπως φαίνεται στο παράδειγμα: Οχυρώσεις
Δρόμοι/ Πολεοδομικός ιστός
Μνημεία
Θεσσαλονίκη Φίλιπποι κ.λπ. Έτσι θα διαπιστώσετε ευκολότερα τις διαφορές ή τις ομοιότητές τους.
234
1
1
1
κ.λπ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δραστηριότητα 5 Πραγματοποιήστε μια σύντομη επίσκεψη στο κάστρο που θα περιγράψετε και, αν μπορεί τε, τραβήξτε και μερικές φωτογραφίες ή κάντε πρόχειρα σχέδια που θα σας βοηθήσουν στη σύνταξη της απάντησης. Παρατηρήστε προσεκτικά και σημειώστε σε ένα μπλοκ που θα έχετε μαζί σας αν το περίγραμμα είναι αυστηρά γεωμετρικό και συμμετρικό ή ακολου θεί τις γραμμές του εδάφους, ποιο το σχήμα που έχουν οι προμαχώνες, ποια τα υλικά κα τασκευής. Αναζητήστε επιγραφές πάνω από τις πύλες που μπορεί να μνημονεύουν τους κτήτορες ή τη χρονολογία ανέγερσης ή να φέρουν οικόσημα ή άλλα σύμβολα. Μην ξεχά σετε βέβαια να περιγράψετε την τοποθεσία όπου βρίσκεται η οχύρωση (ορεινή, παραθα λάσσια κ.λπ.).
Δραστηριότητα 6 Στην περιγραφή ενός γειτονικού σας ναού μην παραλείψετε να περιγράψετε τόσο την εξωτερική του όψη όσο και τον τρόπο στέγασης του τρούλου (σε κίονες ή πεσσούς).
Δραστηριότητα 7 Η Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε ως μεγαρική αποικία από έναν μικρό οικιστικό πυρήνα στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου της Θράκης. Επί Κωνσταντίνου Α' χαράχτηκε ένας πλή ρης πολεοδομικός ιστός και η πόλη, αφήνοντας σχεδόν άθικτη την περιοχή της αρχαίας ακρόπολης, επεκτάθηκε προς τα δυτικά. Στους δύο επόμενους αιώνες σημειώθηκε η με γαλύτερη οικιστική έκρηξη της ιστορίας της. Αυξήθηκε η ικανότητα ελλιμενισμού, χαρά χτηκε νέα γραμμή οχύρωσης, κτίστηκαν πολυάριθμες επαύλεις και δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες, ακόμη και σε σημεία που προηγουμένως κάλυπτε η θάλασσα. Από τα μέσα του 6ου αι. θα αρχίσει μια οικιστική παρακμή που θα σταματήσει μόλις τον 9ο αι. Στους επόμε νους αιώνες θα κατοικηθούν και πάλι συνοικίες που είχαν εγκαταλειφθεί, χωρίς ωστόσο η πόλη να αγγίζει σε έκταση και πληθυσμό τα μεγέθη του 6ου αι. Νέες συνοικίες αρχίζουν να παίζουν ρόλο κεντρικό, όπως αυτή των Βλαχερνών, όπου κτίζεται και το νέο αυτοκρατορι κό ενδιαίτημα. Τα πλήγματα που θα της αφήσουν οι Σταυροφόροι θα είναι βαριά και έτσι η πτώση της το 1453 θα τη βρει σε πλήρη πληθυσμιακή και οικιστική παρακμή.
1
235
-------------------l!;�'¾k�}'lt�.J-��tfffi�t"Wί:λ""Wfti&�-::fu,_��
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Βελένης Γ., «Πολεοδομικά Θεσσαλονίκης», στο Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μα κεδονία και Θράκη, τόμος lOB, 1996 (1997), σ. 491-501. Βελένης Γ., Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονί κη 1998. Γούναρη Γ., Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Τέχνη. Κατάλογος Έκθεσης Λευκού Πύρ γου,Αθήνα 1986. Γούναρη Γ., Τα τείχη της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1976. 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων,Δοκίμιο για την Οχυρωτική στο Βυζάντιο. Ο βορειοελλαδικός χώρος (4ος-15ος αι.), εκδ. Καπόν,Αθήνα 2001. Κοκκόρου-Αλευρά Γ., Καλοπίση-Βέρτη Σ., Παναγιωτίδη Μ., «Ανασκαφή στην Καρδάμαινα (αρχαίαΑλάσαρνα) της Κω»,Κωακά Ε', 1995, σ. 141-184. Κουρκουτίδου-Νικολαϊδου Ε., Τούρτα Α., Περίπατοι στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, εκδ. Καπόν,Αθήνα 1997. Ορλάνδος Α., Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης, εκδ. Η ενΑθήναιςΑρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1952-1957. Πασαδαίος Α., Η πόλη του Βοσπόρου, εκδ. Η ενΑθήναιςΑρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα 1981. Χατζηδάκης Μ., Μυστράς. Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995. Κrautheimer R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική,μτφρ. Μαλλού χου-Τούφανο Φ., εκδ. ΜΙΕΤ,Αθήνα 1998. Mango C.,Βυζάντιο. ΗΑυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ,Αθήνα 1999. Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Παναγόπουλος Ι., εκδ. Βασιλόπουλος,Αθήνα 1997.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
Bauer F.A., Stadt, Platz und Denkmal ίn der Spiitantίke, Ρ. von Zabern, Mainz 1996. Brogiolo G.B., Ward-Perkins Β. (επιμ. ), The Idea and Ideal of the Town between Late Antίquίty and the Early Middle Ages, Brill, Leiden 1999. Cameron Av., The Medίterranean world ίn Late Antίquity. AD 395-600, Routledge, London-NewYork 1993. Durliat J., De la vίlle antique α la vίlle byzantίne. Le probleme des subsίstances, Ecole Frangaise de Rome, Rome 1990. Frantz Α., Late Antiquίty: AD 267-700, The Athenian Agora XXW, American School of Classical Studies, Princeton 1988. Guilland R., Etude de topographίe de Constantinople byzantine, Akademie-Verlag, Berlin 1969. Janin R., Constantinople byzantίne. Developpement urbain et repertoίre topographique, Institut Frangais d'Etudes byzantines, Paris 21964.
236
1 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Janin R., La geographie ecclesίastίque de l'Empire Byzantίn, 1: Le siege de Constantinople et le patriarcat oecumenίque, 3: Les eglίses et les monasteres, Institut Franςais d'Etudes byzantines, Paris 21969. Kastren Ρ., (επιμ.), Post-HerulianAthens, Aspects of Life and Culture inAthensA.D. 267-529, Papers and Monographs of the Finnish Institute atAthens, Athens 1994. Lefort J., Morrisson C. (επιμ.), Hommes et richesses dans l'Empire Byzantίn, Ρ. Lethielleux, Paris 1989. Magdalino Ρ., Constantίnople Medievale. Etudes sur l'evolutίon des structures urbaines, Travaux et Memoίres du Centre de Recherche d'Hίstoίre et Civilisatίon de Byzance,Monographίes 9, Paris 1996. Mango C., ByzantίneArchίtecture, Electa, Milano 1976. Mango C., Dagron G. (επιμ.), «Constantinople and its Hinterland», papers from the 27th Sprίng Symposίum of Byzantίne Studίes, Oxford, April 1993, Variorum, Aldershot 1995. Mango C., Le developpement urbain de Constantinople (We-Vlle siecles), Travaux et Memoires du Centre de Recherche d'Histoίre et Civilίsatίon de Byzance,Monographies 2, Boccard, Paris, 1990. Mϋller-Wiener W., Bίldlexίkon zur Topographie lstanbuls, Ε. Wasmuth, Tϋbingen 1977. Petridis ΡΙ., «Delphes dans 1'Antiquite tardive: premiere approche topographique et ceramologique», στοΒCΗ,τ. 121, 1997, σ. 673-687. Potter T.W., Towns ίn LateAntίquίty, Sheffield 1995. Seve Μ., «Le forum de Philippes», στoL'espace grec, Fayard, Paris 1996, σ. 123-131. Seve Μ., «Philippes: une ville romaine en Grece», στο L'espace grec, Fayard, Paris 1996, σ. 88-94. Sodini J.-P. , «Habitat de l'Antiquite Tardive (2)», στο Τοpοί, τ. 7, 1997, σ. 435-577. Sodini J.-P., «Habitat de 1'Antiquite Tardive», στο Τοpοί, τ. 5, 1995, σ. 151-218. Spieser J.-M., Thessalonique et ses monuments du !Ve au Vle s. Contrίbution α l'etude d'une vίlle paleochretίenne, Ecole Franςaise d'Athenes, Athenes 1984. Vδlling Τ ., «Ein frϋhbyzantinischer Hortfund aus Olympia», στoAthenische Mitteίlungen,τ. 110, 1995, σ. 425-459.
1
237
ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ Εκτός από την προηγούμενη πλούσια βιβλιογραφία, ελληνόγλωσση και ξενό γλωσση, πληροφορίες για την αρχαιολογική έρευνα στον ελλαδικό χώρο μπορεί να συλλέξει κανείς και από τις ετήσιες ανασκαφικές εκθέσεις ή από συνολικές παρουσιάσεις ανασκαφών που δημοσιεύονται τόσο στοΑρχαιολογικόν Δελτίον, που εκδίδει το υπουργείο Πολιτισμού, στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογι κής Εταιρείας ή (σπανιότερα) στο Δελτίον της ΧριστιανικήςΑρχαιολογικής Εται ρείας, όσο και στα ετήσια περιοδικά των ξένων αρχαιολογικών αποστολών, όπως το The Annual of the British School at Athens της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχο λής, το Bulletin de Coπespondance Hellenique της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και το Hesperia της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Επίσης Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη δημοσιεύει τα πρακτικά του ομώνυμου συνεδρίου που γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Πάντως για την περίοδο που εξετάσαμε δεν θα μπορούσε κανείς να προτείνει μια μονογραφία που να ασχολείται συνολικά με την πολεοδομική εξέλιξη των ελ λαδικών πόλεων και με την πορεία της έρευνας γύρω από αυτήν.
238
1
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ Ευχαριστούμε θερμά τους συγγραφείς, τα ιδρύματα και τους εκδότες που συνέβα λαν στην εικονογράφηση του παρόντος τόμου. Παρά κάθε προσπάθεια εντοπι σμού και επικοινωνίας με όλους τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων, ενδέ χεται σε κάποιες περιπτώσεις αυτό να μην κατέστη δυνατό. Σε περίπτωση που ει δοποιηθεί, ο εκδότης θα προβεί στις απαραίτητες διορθώσεις σε πρώτη ευκαιρία. Όσες εικόνες δεν αναφέρονται ανήκουν στα προσωπικά αρχεία των συγγραφέων ή δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες του παρόντος τόμου από τον καλλιτεχνικό επι μελητή. Κεφάλαιο 1 Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης: 6. Χουρμουζιάδης, Γ.Χ. Το Νεολιθικό Διμήνι, εκδ. Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών, Βόλος 1979: 7. Κεφάλαιο2 Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία: 4. Κεφάλαιο3 Μπούρας Χ.Θ., Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1980: 1. Εκδόσεις Καπόν: 2, 3. Κεφάλαιο4 Frantz Α. Late Antiquity:AD 267-700, The AthenianAgora XXW, American School of Classical Studies, Princeton 1988: 1. Πλάτων Πετρίδης: 2, 4, 5. Massimiliano Bramucci: 3, 6.
1
239
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥΥΛΙΚΟΥ ΤΟΥΤΟΜΟΥ Η Τζένη Αλμπάνη είναι απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Με τσόβιου Πολυτεχνείου και διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Έχει γράψει άρθρα και μελέτες για τη βυζαντινή τέχνη και έχει λάβει μέρος με ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανήκει στο ΣΕΠ (Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Η Βάσω Βασιλού-Παπαγεωργίου σπούδασε Φιλοσοφία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι διδάκτωρ των Επιστημών της Αγωγής. Διατέ λεσε καθηγήτρια Παιδαγωγικών στη ΣΕΛΕΤΕ και ανήκει στο ΣΕΠ (Συνεργαζόμε νο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Έχει δη μοσιεύσει βιβλία και άρθρα στον χώρο των Επιστημών της Αγωγής. Η Αγγελία Παπαγιαννοπούλου είναι αρχαιολόγος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με ειδίκευση στην Προϊστορία. Ανήκει στην Ομάδα Ανασκαφών του Ακρωτηρίου Θήρας και στο ΣΕΠ (Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Ο Πλάτων Πετρίδης είναι λέκτορας Βυζαντινής Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Parίs Ι, Pantheon Sorbonne και υπήρξε μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, της οποίας τις ανασκαφές στους παλαιοχριστιανικούς Δελφούς διηύθυνε από το 1992 ως το 1997. Δίδαξε επίσης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συνεργάζεται με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ως ΣΕΠ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνο νται στη μελέτη της κεραμικής, της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας της πα λαιοχριστιανικής περιόδου. Η Μαρία Πιπιλή είναι διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακα δημίας Αθηνών. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι διδάκτωρ Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπι στημίου της Οξφόρδης. Στις επιστημονικές της δημοσιεύσεις περιλαμβάνονται μο νογραφίες και πολλά άρθρα κυρίως σε θέματα αρχαίας ελληνικής κεραμικής και εικονογραφίας. Ο Δημήτρης Πλάντζος είναι κλασικός αρχαιολόγος, απόφοιτος του Ιστορικού-Αρ χαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάκτωρ του Πανεπιστη μίου της Οξφόρδης. Έχει δημοσιεύσει τη μονογραφία Hellenistic Engraned Gems (Οξφόρδη 1999), μελέτες και άρθρα. Είναι επιμελητής στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
1
241
t®:
J@i"M!:"MΠ!!Wi
��
,���"'_,_____________..
Η Μαρία Πυργάκη είναι πτυχιούχος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημlου Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος DEA και διδακτορι κού στην Προϊστορική και Πρωτοϊστορική Εθνολογlα του Τομέα Τέχνης και Αρ χαιολογίας του Πανεπιστημίου Paris l-Pantheon-Sorbonne και του τίτλου Maιtre Assistant. Είναι μέλος της SPF (Γαλλικής Προϊστορικής Εταιρείας). Έλαβε μέρος σε ανασκαφές στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Εργάστηκε ως σύμβουλος μελετών για αρχαιολογικά θέματα στο Υπουργείο Γεωργίας και ως ειδική επιστήμων στο Υπουργείο Προεδρίας. Έχει συγγράψει λήμματα σε εγκυκλοπαίδεια και έχει δημο σιεύσει πλήθος επιστημονικών εργασιών και άρθρων. Ο Μιχάλης Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντής των πανεπιστημιακών ανασκαφών στη Σίνδο και το Καραμπουρνάκι Θεσσαλονίκης. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο και έχει λάβει μέ ρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Είναι επίτιμος διδάκτωρ του Πα νεπιστημίου της Βέρνης και μέλος πολλών επιστημονικών ιδρυμάτων.
242
1
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ & ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ
Συγχρηματοδότηση: Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο
ISBN" 960538486 - 8