η κ ι ν ο λ α σ θεσ
α ι ν ο ρ χ 1απ0ό τ0ην Απελευθέρωση
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
3
M
Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Εκδότες Δημήτρης Μπενέκος, Αλέξης Σκαναβής Διευθυντής Πάνος Αμυράς Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Γιώργος Μαργαρίτης, Ευάγγελος Χεκίμογλου, Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης Art director Νικήτας Φραγκάκης Σοφία Λιβιεράτου Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη Εμπορική διεύθυνση Ελσα Σοϊμοίρη Διεύθυνση διαφήμισης Λουκάς Παπανικολάου Υπεύθυνος κυκλοφορίας Κώστας Μπαλής Εκτύπωση Καραπαναγιώτης α.ε. Διανέμεται με τον Τύπο της Κυριακής
4
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
περιεχομενα
8-39
82-123
Η προετοιμασία της Ελλάδας για τη διεκδίκηση των αλύτρωτων περιοχών (1897-1912)
Η Θεσσαλονίκη πριν από το 1912. Οικονομία και κοινωνία
Η Μεγάλη Ιδέα και η διεκδίκηση των αλύτρωτων περιοχών. Οι εθνικές εταιρίες και ο Μακεδονικός Αγώνας. Το Κρητικό Ζήτημα και ο πόθος της ένωσης. Οι βουλγαρικές βλέψεις. Οι διπλωματικές ενέργειες στις παραμονές της βαλκανικής σύγκρουσης.
Η ταυτότητα της πολύγλωσσης και πολυεθνικής πόλης στην οποία μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1912. Η εβραϊκή, μουσουλμανική και ελληνορθόδοξη κοινότητα. Τα εκπαιδευτικά και κοινωφελή τους ιδρύματα. Πνευματική ζωή και Τύπος. Η παραγωγή, η βιομηχανία και οι συντεχνίες. ΤΟΥ Ευάγγελου Χεκίμογλου
ΤΟΥ Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη
40-81 Ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος
124-155 Το καθεστώς των Νέων Χωρών και η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος
Οι αιτίες του πολέμου. Οι προετοιμασίες και ο εξοπλισμός των βαλκανικών κρατών. Η αναποτελεσματική διάταξη του οθωμανικού στρατού στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας. Τα βαλκανικά μέτωπα και οι κρισιμότερες μάχες. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Ο ναυτικός αγώνας και η καθοριστική συμβολή του «Αβέρωφ».
Οι «Νέες Χώρες» στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών. Η πυρκαγιά του 1917. Οι πρώτες εκλογές. Οι αμφιλεγόμενες στατιστικές για τη σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και οι «βουλγαρίζοντες».
Του Γιώργου Μαργαρίτη
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟυ Τ. ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗ
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
5
6
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
προλογοσ Τα πρώτα χρόνια του 20oύ αιώνα η Ελλάδα αποτελούσε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος στη νότια Βαλκανική, με σύνορα τα οποία έφταναν έως τη Θεσσαλία και την Αρτα. Είχε συγκροτηθεί διοικητικά και οικονομικά, αλλά βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα καίριο ζήτημα: Εκτός των συνόρων της, υπήρχαν σχεδόν ισάριθμοι Ελληνες με αυτούς που διαβιούσαν εντός. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τον κύριο γνώμονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, εκφρασμένο στη Μεγάλη Ιδέα, τη διεύρυνση, δηλαδή, του ελληνικού κράτους ώστε να συμπεριλάβει εδάφη με τους αλύτρωτους, οι οποίοι τελούσαν υπό ξένη κυριαρχία. Ανάλογους αλυτρωτικούς οραματισμούς είχαν και τα άλλα βαλκανικά κράτη, τα οποία επιδίωκαν να αποσπάσουν μερίδιο από το «Μεγάλο Ασθενή», στοιχείο που αποτέλεσε τη βάση για τη σύναψη της Βαλκανικής Συμμαχίας. Εξάλλου, οι εγγενείς αδυναμίες διατήρησης της συνοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η προϊούσα αποσύνθεσή της έθεταν εκ των πραγμάτων το ζήτημα της διανομής των ευρωπαϊκών της εδαφών. Το «μήλον της Εριδος» ήταν η Μακεδονία. Η ένοπλη αντιπαράθεση για τα εδάφη της εξέφραζε την αντίθεση των χριστιανικών κρατών προς τους Οθωμανούς αλλά και αναδείκνυε τις εσωτερικές τους αντιθέσεις ως προς τη διανομή του μεγάλου επίδικου. Κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, όπως και εντατική πολεμική προετοιμασία, έφεραν το 1912 την Ελλάδα μαζί με τους συμμάχους της –Βούλγαρους, Σέρβους και Μαυροβούνιους– σε θέση ισχύος απέναντι σε έναν κακοδιοικούμενο και ελλιπώς οργανωμένο οθωμανικό στρατό, ενώ η ναυτική της υπεροπλία, στηριγμένη κυρίως στο θωρηκτό «Αβέρωφ», εξασφάλισε την κυριαρχία στο Αιγαίο. Υστερα από διαδοχικές νίκες, τα ελληνικά στρατεύματα έφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου 1912 ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν Πασάς παρέδωσε την περικυκλωμένη πόλη στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. H κατάληψη της μεγαλύτερης πόλης και πρωτεύουσας της Mακεδονίας καθιστούσε την Eλλάδα το μεγάλο κερδισμένο αυτής της φάσης του πολέμου. Προκάλεσε, ωστόσο, τη δυσαρέσκεια των άλλων συμμάχων, ιδιαίτερα της Bουλγαρίας. Ο έκτος τόμος της σειράς «Ελλήνων Ιστορικά» είναι αφιερωμένος στην ιστορική αυτή επέτειο των 100 χρόνων από την Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Μέσα από τα τέσσερα άρθρα του, παρακολουθούμε την πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας και τους εθνικούς αγώνες από το 1897 έως το 1912, τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο που άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Διεισδύουμε στην οικονομία, στην κοινωνία και τον πολιτισμό της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης και στη διοικητική ενσωμάτωση της πόλης στο ελληνικό κράτος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
7
Το ένοπλο σώμα του Παύλου Μελά (καθιστός στην πρώτη σειρά με παντελόνι) σε φωτογραφία της 26ης Αυγούστου 1904. Ο Παύλος Μελάς αγανακτούσε απέναντι στην αδράνεια της κυβέρνησης Θεοτόκη και προσέφερε όλες του τις δυνάμεις για τη δυναμική κινητοποίηση του Ελληνισμού για τη Μακεδονία (Φωτογραφικό Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα). 8
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας
Η προετοιμασία της Ελλάδας για τη διεκδίκηση των αλύτρωτων περιοχών (1897-1912) Η Μεγάλη Ιδέα και η διεκδίκηση των αλύτρωτων περιοχών. Οι εθνικές εταιρίες και ο Μακεδονικός Αγώνας. Το Κρητικό Ζήτημα και ο πόθος της ένωσης. Οι βουλγαρικές βλέψεις. Οι διπλωματικές ενέργειες στις παραμονές της βαλκανικής σύγκρουσης.
Ο
19ος αιώνας υπήρξε η εποχή της εθνικής συγκρότησης των περισσοτέρων βαλκανικών κρατών. Η αρχή έγινε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και τη συγκρότηση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Βασιλείου το 1830. Ωστόσο, το νεοπαγές Ελληνικό Βασίλειο είχε περιορισμένα σύνορα, αφού μόνο ορισμένες από τις ιστορικές ελληνικές χώρες, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Πελοπόννησος και τα νησιά των Κυκλάδων, συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό, ενώ οι Ελληνες που κατοικούσαν εντός των ορίων του ανέρχονταν το 1837 μόλις σε 823.773 άτομα. Αντίθετα, την ίδια εποχή οι Ελληνες που διαβιούσαν εκτός των ελληνικών συνόρων, στις υπόλοιπες παραδοσιακές εστίες του Ελληνισμού, τη Θεσσαλία, την Ηπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους, ήταν περισσότεροι από 2.000.000. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
9
Το παραπάνω δεδομένο προδίκασε εν πολλοίς τις εξελίξεις στην ελληνική χερσόνησο έως και τους Βαλκανικούς Πολέμους. Για διάστημα ενός περίπου αιώνα η εκπλήρωση των εθνικών πόθων των Ελλήνων για εθνική ολοκλήρωση και απελευθέρωση των υπόδουλων αλύτρωτων αδελφών, η αποκαλούμενη «Μεγάλη Ιδέα», υπήρξε η βασική συνιστώσα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Βέβαια, θα πρέπει να επισημανθεί πως από το 1844, όταν ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης σκιαγράφησε τις βασικές συνιστώσες της Μεγάλης Ιδέας, έως την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), ο αλυτρωτισμός είχε αποκτήσει κυρίως ρομαντικό περιεχόμενο, αφού το οικονομικά ασθενές και διπλωματικά ανίσχυρο Ελληνικό Βασίλειο δεν ήταν σε θέση να εκπονήσει μια συγκροτημένη και φιλόδοξη εξωτερική πολιτική. Η κατάσταση άρχισε να διαφοροποιείται μετά το 1856. Η εμφάνιση του Κινήματος του Πανσλαβισμού άρχισε δειλά δειλά να επανακαθορίζει και να αποκαλύπτει τους ρωσικούς στόχους στη Νότια Βαλκανική. Η ταυτόχρονη εθνική χειραφέτηση των Βουλγάρων και η προσπάθειά τους για αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας συνέδεσαν στενά τα ζωτικά συμφέροντα Ρώσων και Βουλγάρων. Ομως ο βουλγαρικός εθνικισμός, εμποτισμένος σε μεγάλο βαθμό με ανθελληνικά στοιχεία, ιδιαίτερα στο επίπεδο της εκπαίδευσης αλλά και της θρησκείας, με αποκορύφωμα την απόσχιση, το 1870, της Βουλγαρικής Εξαρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπονόμευσε και τα ρωσικά ερείσματα στην ελληνική πολιτική ζωή και την ελλαδική κοινωνία. Ο θρύλος του ομόδοξου «ξανθού γένους του Βορρά» που θα προστάτευε τους Ελληνες άρχισε σταδιακά να ξεθωριάζει και να παραχωρεί τη θέση του στην καχυποψία και την ψυχρότητα λόγω της εμφανούς προτίμησης που οι Ρώσοι έδειχναν προς τους Βούλγαρους. Εκτός από τα Ιόνια Νησιά που σχετικά γρήγορα, το 1864, ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα, η μόνιμη επαναστατική ένταση που δηλητηρίαζε τις ελληνοοθωμανικές σχέσεις και οριοθετούσε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού αλυτρωτισμού ήταν 10
Ο Ιωάννης Κωλέττης, πρωθυπουργός της Ελλάδας το 1844, σκιαγράφησε τις βασικές συνιστώσες της Μεγάλης Ιδέας.
Χάρτης του 1843 του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου. Εκτός των συνόρων του διαβιούσαν πάνω από 2 εκατομμύρια Eλληνες. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Στολές Ελλήνων οπλιτών και αξιωματικών από το 1870 έως το 1910.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
11
η κατάσταση στην Κρήτη. Ηδη από την περίοδο 1839-1841 το νησί συγκλονιζόταν από τον πόθο της ένωσης, ο οποίος γιγαντώθηκε ακόμη περισσότερο στη διάρκεια της Κρητικής Επανάστασης του 1866-1869. Πολύ βορειότερα, στη Μακεδονία, ο μακεδονικός Ελληνισμός ζούσε το δικό του επαναστατικό αναβρασμό. Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου επαναστατικές εστίες ξέσπασαν σε διάφορα σημεία της μακεδονικής ενδοχώρας, ωστόσο ήταν κυρίως το αποτέλεσμα αποσπασματικών πρωτοβουλιών Μακεδόνων προσφύγων στη Νότια Ελλάδα, οι οποίοι συνεπικουρούνταν από διάφορα «πατριωτικά» σωματεία. Βουλγαρικός χάρτης της βραχύβιας «Μεγάλης Βουλγαρίας» του Αγίου Στεφάνου. Η υπογραφή της Συνθήκης το 1878 αποτελούσε απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία.
Σφραγίδα (1872) της Βουλγαρικής Εξαρχίας. 12
H Ανατολική Κρίση και οι συνέπειές της (1875-1878) Κρίσιμη χρονική καμπή, που επαναπροσδιόρισε το ενδιαφέρον για την τύχη των ιστορικών ελληνικών χωρών, ιδίως δε της Μακεδονίας, και έδωσε νέα ώθηση στον ελληνικό αλυτρωτισμό, αποτέλεσε η δεκαετία του 1870. Ηταν τότε που ο ελληνικός αλυτρωτισμός συνάντησε και αναμετρήθηκε -για πρώτη φορά στη Μακεδονία- με τους αντίστοιχους αλυτρωτισμούς και τις μεγάλες ιδέες των γειτονικών βαλκανικών λαών, Βουλγάρων και Σέρβων. Προηγήθηκε η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, ακολούθησε η Ανατολική Κρίση το 1875 και τελικά η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, το 1878, που δημιούργησε πρόσκαιρα τη «Μεγάλη Βουλγαρία», απειλώντας έτσι τα συμφέροντα του Ελληνισμού στη μακεδονική ενδοχώρα. Ο φόβος του Πανσλαβισμού κινητοποίησε τόσο τις επίσημες ελληνικές διπλωματικές αρχές όσο και τις προστάτιδες δυνάμεις, ιδίως την Αγγλία, οι οποίες δεν έβλεπαν ευνοϊκά την αύξηση της ρωσικής επιρροής στη Νότια Βαλκανική. Την τριετία 1875-1878 οι ραγδαίες εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου αρχικά με την επανάσταση στην περιοχή της Ερζεγοβίνης (1875), στη συνέχεια με τον σερβοτουρκικό πόλεμο του 1876 και με τη βουλγαρική επανάσταση τον Απρίλιο του ίδιου έτους προκάλεσαν γενικότερη κρίση στη βαλκανική καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οταν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τον Δεκέμβριο του 1876 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη η Συνδιάσκεψη των Πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων προκειμένου να ασχοληθεί για πρώτη φορά με την υπόθεση της Μακεδονίας, άρχισε να γίνεται αντιληπτό σε Αθήνα, Σόφια και Βελιγράδι πως η ώρα του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στην περιοχή είχε φτάσει. Μάλιστα, φήμες που διέρρεαν από τη Συνδιάσκεψη και έκαναν λόγο για παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των μακεδονικών εδαφών στην υπό σύσταση βουλγαρική ηγεμονία προκάλεσαν αναταραχή στους Ελληνες της Μακεδονίας. Στα ελληνικά προξενεία Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, αλλά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο έφταναν επιστολές με εκατοντάδες υπογραφές Μακεδόνων που διαμαρτύρονταν για τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. «Οδυνηροτάτην ενεποίησεν εις τους κατοίκους της Μακεδονίας εντύπωσιν η διά των
εφημερίδων και ιδιωτικών επιστολών διαδοθείσα είδησις ότι το Ευρωπαϊκόν Συνέδριον χαρακτηρίζον το πλείστον μέρος της Μακεδονίας σχεδόν άχρι της Θεσσαλονίκης ως Βουλγαρίαν ζητεί να εγκαθιδρύση εν αυτή τον βουλγαρισμόν… αι άδικοι δε αύται προτάσεις αι τείνουσαι εις το να χαρακτηρίσωσι χώρας ελληνικάς ως Βουλγαρικάς και παραδώσωσιν αυτάς έρμαιον εις τους βουλγάρους δεν συνεκίνησαν μόνον τους Ελληνας αλλά έτι μάλλον τους Ελληνίζοντας Βουλγάρους», πληροφορούσε το υπουργείο των Εξωτερικών στις 30 Δεκεμβρίου του 1876 ο Ελληνας γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνος Βατικιώτης. Οι ατελέσφορες συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη μπορεί προς στιγμήν να λειτούργησαν ανακουφιστικά για τα ελληνικά ερείσματα στη Μακεδονία, σύντομα όμως αναζωπυρώθηκαν εκ
Η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878). Από αριστερά, ο Σαντουλάχ πασάς, ο Σαφβέτ πασάς, ο Ρώσος διπλωμάτης Νικόλαος Ιγνάντιεφ, που υπογράφει, και ο βοηθός του Νεντίλοφ. Ο φόβος του Πανσλαβισμού κινητοποίησε τόσο τις επίσημες ελληνικές διπλωματικές αρχές όσο και τις προστάτιδες δυνάμεις. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
13
Εφεδροι και μέλη της «Εθνικής Εταιρείας» συγκεντρωμένοι μπροστά από το Θησείο το 1897.
νέου, μετά το ξέσπασμα ενός ακόμη ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1877, έως και τις αρχές του 1878. Στη διάρκειά του σημειώθηκε μεταστροφή της επίσημης ελληνικής στάσης στην υπόθεση της Μακεδονίας και μετατόπιση του κέντρου βάρους της από το ενδιαφέρον για την εμπορική δραστηριότητα στην αγωνία για την τύχη του Ελληνισμού λόγω της έντασης της 14
σλαβικής δραστηριότητας στην περιοχή, χωρίς ωστόσο να είναι αρκετή ώστε να οδηγήσει σε απόφαση επίσημης εμπλοκής, παρά μόνο στην εντατικοποίηση των διπλωματικών παρεμβάσεων -κατά κανόνα αμυντικών- και την ενίσχυση ιδιωτικών σωματείων που δραστηριοποιούνταν στο μακεδονικό χώρο. Μεσούσης της Ανατολικής Κρίσης, η Ελλάδα έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εκραγεί. Στην πρωτεύουσα, σωματεία, ενώσεις και αδελφότητες οργάνωναν καθημερινά λαϊκά συλλαλητήρια, πιέζοντας την κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, τασσόμενη στο πλευρό των Ρώσων που προήλαυναν από τον Βορρά. Στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στο Θησείο και κάτω από την Ακρόπολη πραγματοποιούνταν στρατιωτικά γυμνάσια. Σαλπίσματα ηχούσαν στους δρόμους, ενώ τα μικρά παιδιά γυμνάζονταν με πολεμικά παιχνίδια. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 1877, διάφορες εθνικές εταιρίες άρχισαν να διενεργούν εράνους, να αγοράζουν όπλα και να προετοιμάζουν εξεγέρσεις στις υπόδουλες επαρχίες υποκαθιστώντας για μια ακόμη φορά την επίσημη κυβέρνηση. Την ίδια περίοδο, οι αναφορές από τη Μακεδονία σχετικά με τις προϋποθέσεις επιτυχίας ενός επαναστατικού εγχειρήματος ήταν μάλλον απογοητευτικές. «Ο τόπος δεν είναι αρκούντως προπαρασκευασμένος εις τοιαύτην εξέγερσιν. Οι δε ολίγοι άνδρες, ους διαθέτουσι και θέλουσι διευθύνη προς τα μέρη εκείνα αι επαναστατικαί εταιρίαι, δεν αρκούσιν όπως υποστηρίξωσι κίνημα άξιον λόγου και δυνάμενον ν’ ανθέξη εις σπουδαίαν τινά επίθεσιν υπό των Τούρκων, θα εκθέση δ’ απλώς τον τόπον εις δηώσεις και σφαγάς ανυπολογίστους διότι οι ιδιώται Τούρκοι των επαρχιών Σερβίων, Κοζάνης και Ανασελίτσης εισί καλώς εξωπλισμένοι δι’ όπλων νέου συστήματος άτινα έδωκεν αυτοίς η Κυβέρνησις, έχουσι άφθονα πολεμοφόδια, είναι δε περιπλέον επηρμένοι εκ των τελευταίων επιτυχιών της Τουρκίας», σημείωνε προφητικά προς τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο ο Κωνσταντίνος Βατικιώτης τον Ιανουάριο του 1877. Οι παρατηρήσεις του Βατικιώτη αφορούσαν κατεξοχήν δύο από τις εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στο χώρο της Μακεδονίας, την «Αδελφότητα» και την «Εθνική Αμυνα». Η «Αδελφότης» είχε ιδρυθεί από τον μακεδονικής καταγωγής λοχαγό του Πυροβολικού Κωνσταντίνο Ισχόμαχο και έως τις αρχές του 1878 είχε απλώσει το δίκτυό της στο μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Οι δύο οργανώσεις συνεργάστηκαν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Ελληνας γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνος Βατικιώτης. Εστελνε συνεχώς πληροφορίες στο υπουργείο Εξωτερικών για τις διαμαρτυρίες των Μακεδόνων σχετικά με τις προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο μακεδονικής καταγωγής λοχαγός Κωνσταντίνος Ισχόμαχος, ιδρυτής της εταιρίας «Αδελφότης», η οποία έως τις αρχές του 1878 είχε απλώσει το δίκτυό της στο μεγαλύτερο μέρος της νοτιοδυτικής Μακεδονίας. 15
Επαναστάτες του 1897, μέλη της «Εθνικής Εταιρείας», μιας μυστικής πατριωτικής οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1894 από επιφανή μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας με στόχο τη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών.
στη διάρκεια του 1877 με σκοπό να προκαλέσουν γενικές εξεγέρσεις σε Θεσσαλία, Ηπειρο, Μακεδονία και Θράκη, ενώ στην Κεντρική Επιτροπή τους συμμετείχε και ο μακεδονικής καταγωγής Λεωνίδας Πασχάλης, καθώς και ο προαναφερθείς Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Παράλληλα με τις εταιρίες -αλλά ανεξάρτητα από αυτές- δρούσε και ο ρομαντικός ιδεολόγος Λεωνίδας Βούλγαρης, γιος σλαβόφωνου αγωνιστή του ’21. Στις αρχές του 1878 πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση Μακεδόνων στην Αθήνα. Εκεί εκλέχθηκε μία Μακεδονική Επιτροπή. Πρόεδρός της ορίστηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωάννης Πανταζίδης και μέλη ο στρατιωτικός γιατρός Γεώργιος Παπαζήσης, ο καθηγητής Νικόλαος Χαλκιόπουλος και οι δικηγόροι Λεωνίδας Πασχάλης και Στέφανος Δραγούμης. Ο τελευταίος ήταν γόνος της γνωστής μακεδονικής οικογένειας των Δραγουμαίων από το Βογατσικό της Καστοριάς. Η συνεργασία των μακεδονικών οργανώσεων οδήγησε τελικά στην περίφημη εξέγερση του Ολύμπου, τον Φεβρουάριο του 1878. Την ίδια στιγμή που στο προάστιο της Κωνσταντινούπολης 16
Αγιος Στέφανος αποφασιζόταν η παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της μείζονος Μακεδονίας στη βουλγαρική ηγεμονία, στους πρόποδες του Ολύμπου, στο Λιτόχωρο, σχηματιζόταν η «Προσωρινή Κυβέρνηση της Μακεδονίας» με πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο. Με προκήρυξή τους προς τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, οι επαναστάτες του Λιτοχώρου διατράνωναν τη θέλησή τους να αγωνιστούν για την ένωση της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Επικεφαλής της εξέγερσης τέθηκε ο λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης, ο οποίος, μαζί με 500 άνδρες, αποβιβάστηκε στις ακτές του Λιτοχώρου και για δύο μήνες πρωτοστάτησε στις ηρωικές, αλλά τελικά αποτυχημένες προσπάθειες για την απελευθέρωση της περιοχής. Ισχυρές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις κατέφθασαν σύντομα, καταστέλλοντας με βίαιο τρόπο κάθε επαναστατική διάθεση. «Το Λιτόχωρον εγκαταλειφθέν υπό των ολιγίστων επαναστατών των εν αυτώ ευρισκομένων κατά την επίθεσιν του τουρκικού στρατού, ελεηλατήθη υπό των τουρκικών στρατευμάτων και παρεδόθη ολόκληρον εις το πυρ, εξαιρέσει μιας εκκλησίας και ολιγίστων οικιών. … Αι εξακόσιαι περίπου οικοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
γένειαι των Λιτοχωρινών, αφού απεγυμνώθησαν και εστερήθησαν των πάντων, εισί καταδεδικασμένοι υπό της φιλανθρωπίας του Ασσάφ πασσά να μένωσιν άστεγοι και άσιτοι, εκτεθειμένοι εις τον κίνδυνον ν’ αποθάνωσιν υπό του ψύχους και της πείνης ή να κακοποιηθώσιν υπό των οσημέραι συσσωρευομένων εκεί παντοίων ατάκτων στοιχείων, Κιρκασίων, Αλβανών Γκέγκιδων κ.τ.λ.», αναγραφόταν σε αναφορές του προξενείου Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 1878. Ταυτόχρονα με το Λιτόχωρο, επαναστατικά κινήματα ξέσπασαν και σε άλλες μακεδονικές εστίες -ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία-, τα οποία επίσης κατεστάλησαν, μετά την πάροδο μερικών μηνών, από οθωμανικά στρατεύματα. Είχε βεβαίως μεσολαβήσει, το καλοκαίρι του 1878, η υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου, η οποία ακύρωσε τα συμφωνηθέντα στον Αγιο Στέφανο ανακουφίζοντας προσωρινά τους Ελληνες Μακεδόνες. Σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνο της Θεσσαλίας, η Συνθήκη του Βερολίνου άνοιξε το δρόμο για την παραχώρηση, τρία χρόνια αργότερα, το 1881, της περιοχής μαζί με το διαμέρισμα της Αρτας στην Ελλάδα. Ωστόσο, στο ζήτημα της Κύπρου ο ελληνικός αλυτρωτισμός υπέστη μια σημαντική ήττα, αφού το νησί παραχωρήθηκε στη Βρετανία.
Ιδιωτικές πρωτοβουλίες Η αποτροπή των ρωσικών σχεδίων στο Βερολίνο διευκόλυνε προς στιγμήν τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία είχε περιέλθει σε δύσκολη θέση λόγω των απρόσεκτων χειρισμών της στις αρχές του 1878, που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε ελληνοτουρκική σύρραξη. Η εμπλοκή διαφόρων «πατριωτικών» οργανώσεων στη χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είχε αποδειχθεί μάλλον επιβλαβής, ωστόσο ο ελληνικός πολιτικός κόσμος ήταν ανίκανος να τις ελέγξει. Το επόμενο διάστημα οι οργανώσεις αυτές, στις οποίες συμμετείχαν επιφανή στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας, συνέχισαν να υποθάλπουν τη δράση αντάρτικων ομάδων στις υπόδουλες περιοχές, ιδιαίτερα δε στην Κρήτη και τη Μακεδονία, οι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
οποίες βρίσκονταν στην κορυφή της ατζέντας των ελληνικών ενδιαφερόντων. Στις αρχές Νοεμβρίου του 1878 ο δάσκαλος Αναστάσιος Πηχεών από το Αργος Ορεστικό, όπου βρισκόταν, με επιστολή του προς τον πρόξενο στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνο Βατικιώτη αποτύπωνε την απογοήτευση των Ελλήνων Μακεδόνων από τις πρόσφατες εξελίξεις, τον πόθο τους για ελευθερία και την αδυναμία της επίσημης Ελλάδας να τους συνδράμει, την ίδια ώρα που η βουλγαρική επαναστατική δραστηριότητα εντεινόταν. «Οι Χριστιανοί κάτοικοι των μερών τούτων εις τοιαύτην περιήλθον κατάστασιν, ώστε ου μόνον ρωσσοβουλγαρικάς συμμορίας, αλλά και ινδοσινικάς συμμορίας με ανοικτάς αγκάλας θέλουσι δεχθή, εάν αύται προκηρύξουσι την από του υπάρχοντος ζυγού απελευθέρωσιν. Πάντες είχον εστραμμένα τα βλέμματά τους τέως προς την ελευθέραν Ελλάδα ως προς πολικόν αστέρα και από αυτής προσεδόκουν το παν, αλλ’ ήδη απωλέσαντες τας περιουσίας, προσβαλλόμενοι καθ’ εκάστην την οικογενειακήν τιμήν και βλέποντες τας εαυτών γυναίκας και θυγατέρας ατιμαζομένας υπό των ατάκτων στιφών, κινδυνεύοντες δε ανά πάσαν στιγμήν και αυτήν την ζωήν, στρέφουσιν απανταχόσε τα βλέμματα, όπως ίδωσί που σωτήρα», υποστήριζε ο Μακεδόνας εκπαιδευτικός. Παρόμοια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε σε όλη σχεδόν τη γεωγραφική Μακεδονία, ενώ οι ελληνικές αντάρτικες ομάδες, που λίγους μήνες νωρίτερα είχαν αναστατώσει τις οθωμανικές αρχές με τη δράση τους, απηύθυναν απελπισμένες εκκλήσεις στους Ελληνες διπλωμάτες για αποστολή ενισχύσεων και παροχή οδηγιών. «Τα πολεμοφόδιά μας εσοθήκανε. Και τούτου σας ζυτούμεν να μας πληροφορήσετε και μας συμβουλέψαιτε τι να πράξομεν», ρωτούσε τον Βατικιώτη με επιστολή του ένας από τους αντάρτες, ο Βαγγέλης Χοστέβας. Η υποχώρηση της δράσης των ελληνικών αντάρτικων ομάδων συνοδεύτηκε μάλιστα από εντατικοποίηση της δράσης Τουρκαλβανών ληστών, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τα χωριά στη Δυτική Μακεδονία «δίκην ακρίδος», «από χωρίου εις χωρίον μεταβαίνοντες παντοίας διαπράττουσιν αθεμιτουργίας κατά των ατυχών Χριστιανών», με αποτέλεσμα «οι κάτοικοι εκλιπόντες αυτήν 17
μιας μυστικής πατριωτικής οργάνωσης η οποία ιδρύθηκε το 1894 από επιφανείς προσωπικότητες της αθηναϊκής κοινωνίας. Η «Εθνική Εταιρεία» συγκρότησε τον Ιούλιο του 1896 οκτώ αντάρτικα σώματα αποτελούμενα από 500 περίπου αντάρτες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία μετά την επανάσταση του 1878, και τα απέστειλε στη Μακεδονία στο πλαίσιο αντιπερισπασμού στην Πύλη για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο στην Κρήτη. Ομως το Κίνημα του 1896, που είχε επικεφαλής τον Αθανάσιο Μπρούφα από το Αηδόνι των Γρεβενών, πνίγηκε τελικά στο αίμα από τον τουρκικό στρατό.
Ο δάσκαλος Αναστάσιος Πηχεών από το Αργος Ορεστικό. Σε επιστολή του προς τον Ελληνα πρόξενο τον Νοέμβριο του 1878 αποτύπωνε την απογοήτευση των Ελλήνων Μακεδόνων από τις εξελίξεις, αλλά και τον πόθο τους για ελευθερία.
εγένοντο φυγάδες και μετανάσται άλλοι ενταύθα και άλλοι αλλαχού… οι ευπορώτεροι κάτοικοι μηνάστευσαν διά τον φόβον μη πάθωσι τα αυτά ή και χείρονα». Ωστόσο, οι άκαρπες επαναστατικές ενέργειες του 1878 δεν στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν την επαναστατική ορμή για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οσο μάλιστα το δίκτυο των διπλωματών, των κληρικών και των δασκάλων μετέφερε στην Αθήνα ζοφερές εικόνες από την επικρατούσα κατάσταση στη μακεδονική ενδοχώρα, όπου η βουλγαρική προπαγανδιστική εκστρατεία βρισκόταν στο απόγειό της, τόσο οι μυστικές ζυμώσεις για την ανάληψη δράσης πολλαπλασιάζονταν. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος στο συντονισμό των κινήσεων πέρασε στα χέρια της «Εθνικής Εταιρείας», 18
Οι πρωτοβουλίες της «Εθνικής Εταιρείας» επαναλήφθηκαν ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου, στην οροθετική γραμμή της Θεσσαλίας. Χαρακτηριστικό του ενθουσιασμού που επικρατούσε στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος ήταν το γεγονός ότι οι στρατιώτες που οδηγούνταν στο μέτωπο -ανάμεσά τους και ο νεαρός ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς, γαμπρός του Δραγούμη- ζητωκραύγαζαν υπέρ της Μακεδονίας. Ιδιες ήταν και οι αντιδράσεις του κόσμου στο Βελεστίνο και τη Λάρισα, όπου έφταναν οι στρατιώτες προωθούμενοι στην πρώτη γραμμή της μάχης. Ωστόσο, η τραγική κατάληξη του πολέμου του 1897, με την ατιμωτική ήττα για τα ελληνικά όπλα, ακύρωσε κάθε σκέψη για υποκίνηση εξεγέρσεων στη Μακεδονία. Τη ζοφερή εκείνη κατάσταση αποτύπωσε με εύγλωττο τρόπο ο Παύλος Μελάς: «Οσοι έχομεν ολίγον φιλότιμον και φιλοπατρίαν», έγραφε προς τη γυναίκα του Ναταλία, «εγίναμεν χίλια κομμάτια διά να τακτοποιήσωμεν και ενθαρρύνωμεν τον στρατόν μας και σας βεβαιώ ότι οι ταπεινοί και ασήμαντοι ανθυπολοχαγοί, κατώρθωσαν προς τούτον τον σκοπόν, πολύ περισσότερα από τους λιποψύχους και αναλγήτους αρχηγούς των. Είμεθα περίπου 40.000 άνδρες… το ηθικόν και πάλιν εξαίρετον μέχρι του βαθμού του λοχαγού, ώστε με ολίγην απόφασιν των ανωτέρων θ’ αποπλύνωμεν το αίσχος. Εγώ δεν απελπίζομαι ακόμη. Μη με παίρνετε διά τρελόν· δεν εννοώ βεβαίως ότι θ’ ανακτήσωμεν παν ό,τι απωλέσαμεν, αλλ’ έχω την πεποίθησιν ότι, με ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Κρήτες επαναστάτες του 1897. Η κήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα αποτέλεσε την αφορμή του ατυχούς για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897.
ολίγον θάρρος και ολίγην φιλοπατρίαν, δυνάμεθα πολλά ακόμη να πράξωμεν όπως ολιγοστεύσωμεν την ατιμίαν της πατρίδος». Η επίσημη Ελλάδα είχε αποδειχθεί τραγικά αδύναμη. Ετσι, μοιραία, η σκυτάλη ανάληψης πρωτοβουλιών πέρασε και πάλι στα χέρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των διαφόρων ιδιωτικών σωματείων.
Αλλαγή πορείας και στρατηγικής Στα τέλη του 19ου αιώνα ο ελληνικός αλυτρωτισμός υπέστη ένα σοβαρό πλήγμα. Η «εναπόθεση» της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής σε χέρια ιδιωτών και σωματείων, με κορυφαίο την Εθνική Εταιρεία, έσυρε την Ελλάδα σε έναν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αψυχολόγητο πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την αφορμή αποτέλεσε και πάλι η αναταραχή στην Κρήτη, εκεί όπου τον Ιανουάριο του 1897 κηρύχθηκε η ένωση με την Ελλάδα. Ο,τι είχε αποσοβηθεί το 1878, έγινε δύο δεκαετίες περίπου αργότερα. Είχαν μεσολαβήσει μόλις τέσσερα χρόνια από την οικονομική πτώχευση του 1893 και τα οικονομικά δεδομένα πρόδιδαν την ελληνική ανετοιμότητα. η οικονομική δυστοκία ήταν μάλιστα περισσότερο έντονη στο χώρο των στρατιωτικών δαπανών. Το 1885, για παράδειγμα, ο προϋπολογισμός του στρατεύματος προσέγγιζε τα 58,8 εκατομμύρια, για να περιοριστεί το 1893 σε μόλις 19,7 εκατομμύρια. Το ίδιο και ο αριθμός όσων υπηρετούσαν, από 31 χιλιάδες το 1885 έπεσε στις 14 χιλιάδες το 1893. 19
Η τραγική κατάληξη του πολέμου του 1897 προκάλεσε οδυνηρό σοκ στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν τόσο η ήττα όσο η καταρράκωση του ηθικού ενός ολόκληρου λαού. Για πρώτη φορά έγινε συνείδηση πως οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες άγγιζαν συχνά τα όρια του τυχοδιωκτισμού και πως οποιοδήποτε φιλόδοξο σχέδιο προϋπέθετε πάνω απ’ όλα συστηματική οργάνωση και σχεδιασμό. «Η αποτυχία του πολέμου του ’97 έρριψε τον λίθον του αναθέματος κατά της “Εθνικής Εταιρείας”», σημείωνε ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν. Τα κατορθώματα του «στρατού του έθνους», των άτακτων δηλαδή αντάρτικων ομάδων που πρωταγωνίστησαν στις αλυτρωτικές εξεγέρσεις μιμούμενες τα κλέη των Κλεφτών και των Αρματολών της Επανάστασης, δεν έφεραν τελικώς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Αντίθετα, όπως αποδείχθηκε τόσο με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων και της Θεσσαλίας όσο και αργότερα με τα εδαφικά κεκτημένα των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν τελικά η διεθνής διπλωματία, η προσχώρηση της ναυτικής Ελλάδας στην αγγλική σφαίρα επιρροής, η λειτουργία της ως αναχώματος στην πλημμυρίδα του Πανσλαβισμού καθώς και
οι επιτυχίες του ελληνικού τακτικού στρατού οι παράγοντες εκείνοι που κατεξοχήν οδήγησαν στην εκπλήρωση των εθνικών στόχων. Μπροστά στις εξελίξεις αυτές οι μακεδονικοί κύκλοι των Αθηνών είχαν κάθε λόγο να αγωνιούν, καθώς τα μηνύματα που έφταναν από τη Μακεδονία μόνο ενθαρρυντικά δεν ήταν. Το σπίτι του Μελά είχε εξελιχθεί σε στρατηγείο, όπου ο Παύλος μαζί με τον πεθερό του έβλεπαν συνεχώς Μακεδόνες, κυρίως Καστοριανούς και Κοζανίτες, ανταλλάσσοντας απόψεις για τις ενδεδειγμένες ενέργειες. Βρίσκονταν επίσης σε συνεχή αλληλογραφία με το γιατρό Αγγελο Σακελλαρίου στη Γουμένισσα αλλά και πολλούς Μακεδόνες πρόσφυγες που ζούσαν στη Θεσσαλία. Στη θέση της «Εθνικής Εταιρείας», που διαλύθηκε το 1900 πληρώνοντας έτσι τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, ιδρύθηκε η «Πανελλήνιος Σκοπευτική Εταιρεία». Συστάθηκαν, επίσης, διάφοροι άλλοι σύλλογοι, όπως ο «Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος» του Χαλκιδιώτη γιατρού Θεοχάρη Γερογιάννη, ο οποίος εξέδιδε το περιοδικό «Μέγας Αλέξανδρος», καθώς
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανάμεσα σε Κρήτες επαναστάτες στο Ακρωτήρι το 1897. Χρειάστηκαν δύο δεκαετίες διπλωματικών αγώνων και ένοπλων συγκρούσεων για να ενωθεί η Κρήτη με την Ελλάδα. 20
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Yδατογραφία του V. Polli με θέμα τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Η τραγική του κατάληξη προκάλεσε σοκ στην ελληνική κοινωνία. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
21
και η εταιρία «Ελληνισμός» του καθηγητή Νεοκλή Καζάζη, που κυκλοφορούσε το αντίστοιχο περιοδικό προσπαθώντας να διαφωτίσει τη διεθνή κοινή γνώμη. Ταυτόχρονα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο φρόντισε να αντισταθεί στον προσηλυτισμό των χωρικών στην Εξαρχία τοποθετώντας σε διάφορες μητροπόλεις φωτισμένους ιεράρχες, όπως τον Γερμανό Καραβαγγέλη στην Καστοριά, τον Ιωακείμ Φορόπουλο στο Μοναστήρι και τον Χρυσόστομο Καλαφάτη στη Δράμα. Η χρεοκοπία της εξωτερικής πολιτικής της «φουστανέλας», των ηρωικών παλικαριών που δρούσαν στα όρια μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, οδήγησε αναπόφευκτα σε αναθεώρηση των τεχνικών και των μεθόδων στην άσκησή της. Τις επόμενες δύο δεκαετίες ανανεώθηκε επίσης και το πολιτικό προσωπικό, αφού η κατήφεια και η απογοήτευση εξαιτίας της ήττας συμπαρέσυραν μαζί τους και μεγάλο μέρος του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου. Το σκηνικό ολοκλήρωσε η επιβολή, το 1897, Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ηταν το τέλος μιας εποχής.
Το 1899 ξεκίνησαν σταδιακά σημαντικές εσωτερικές αλλαγές. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη προχώρησε σε ριζοσπαστικές αλλαγές στις τάξεις του στρατεύματος, με κεντρικό άξονα τη σύνταξη νέου στρατιωτικού οργανισμού. Μάλιστα, σε μία από τις ύστερες θητείες του, μετά το 1906, ο Θεοτόκης προχώρησε σε ενέργειες για την ενίσχυση του στρατιωτικού εξοπλισμού και την ποιοτική αναβάθμιση των στελεχών του. Ταυτόχρονα, ο εξορθολογισμός των δημόσιων οικονομικών επέτρεψε την κατάρτιση πλεονασματικών προϋπολογισμών. Μια σειρά από άλλες μεταρρυθμίσεις στους τομείς της δημόσιας ασφάλειας, της διοικητικής οργάνωσης και του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης λειτούργησε ενισχυτικά στο ανορθωτικό έργο.
Η βουλγαρική απειλή Στις 23 Οκτωβρίου του 1893, στο σπίτι του Χρίστο Μπαταντζίεφ στη Θεσσαλονίκη, ο Χρίστο Τατάρτσεφ, ο Ντάμε Γκρούεφ, ο Πέρε Ποπάρσωφ και
Ελληνες στρατιώτες του Πυροβολικού στα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Αρτα κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897. Η ελληνική αποτυχία κατέστησε σαφές ότι μόνα τους τα αντάρτικα σώματα δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τους εθνικούς πόθους. 22
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ο Ιβάν Χατζηνικολώφ συμφώνησαν στην ίδρυση μιας βουλγαρικής οργάνωσης στη Μακεδονία με σκοπό αρχικά την αυτονόμηση της περιοχής από την οθωμανική κυριαρχία και στη συνέχεια την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Η οργάνωση εκείνη, που πήρε το όνομα «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ), έμελλε να πρωταγωνιστήσει και να συντονίσει τις επαναστατικές ενέργειες των Βουλγαρομακεδόνων. Τρία χρόνια αργότερα, το 1896, οι στόχοι της οργάνωσης επανακαθορίσθηκαν σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου διακηρύχθηκε με σαφήνεια ο βουλγαρικός της χαρακτήρας. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο νωρίτερα, το 1895, η δημιουργία μιας άλλης οργάνωσης, του «Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου» (Βερχόβεν Κομιτέτ), το οποίο υπαγόταν κατευθείαν στη βουλγαρική κυβέρνηση και είχε τον ίδιο επιδιωκόμενο στόχο: την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Οι δύο οργανώσεις, παρόλο που ουσιαστικά αγωνίζονταν για την επίτευξη κοινού σκοπού, διέγραψαν παράλληλες πορείες, άλλοτε σπαρασσόμενες από εσωτερικές ίντριγκες και αντιπαραθέσεις και
άλλοτε συνεργαζόμενες αρμονικά μεταξύ τους. Από την αυγή του 20ού αιώνα η ένοπλη βουλγαρική δραστηριότητα στο μακεδονικό χώρο κορυφώθηκε. Τον Σεπτέμβριο του 1902 ξέσπασε η αποκαλούμενη εξέγερση της Τζουμαγιάς, η οποία είχε οργανωθεί από το «Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο» της Σόφιας. Λίγους μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1903, Βούλγαροι αναρχικοί, οι αποκαλούμενοι «Γκεμιτζήδες, πραγματοποίησαν σειρά βομβιστικών επιθέσεων στη Θεσσαλονίκη ανατινάζοντας το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας αλλά και το γαλλικό επιβατικό πλοίο Γκουανταλκιβίρ». Και τα δύο αυτά γεγονότα προκάλεσαν βαθιά εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ενώ προβλημάτισαν έντονα τις οθωμανικές αρχές, οι οποίες εξαπέλυσαν κύμα διώξεων συλλαμβάνοντας περίπου 2.000 άτομα. Το συμβάν όμως που άλλαξε τη ροή των γεγονότων ήταν η εξέγερση του Ιλιντεν, ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία τον Αύγουστο του 1903, που εξυφάνθηκε από τις φιλοβουλγαρικές οργανώσεις
Η εδαφική κατάσταση στα Βαλκάνια όπως διαμορφώθηκε ύστερα από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
23
της Μακεδονίας. Παρά τον έκδηλο βουλγαρικό χαρακτήρα της, η εξέγερση του Ιλιντεν κινητοποίησε όχι μόνο τα τμήματα του μακεδονικού πληθυσμού που έτρεφαν φιλοβουλγαρικά αισθήματα, αλλά και αρκετά χριστιανικά χωριά, τα οποία ήταν γνωστά για τα ελληνικά τους ερείσματα. Κοινό τους υπόβαθρο στάθηκαν ασφαλώς οι αντιτουρκικές διαθέσεις αλλά και μια ιδεολογική πλατφόρμα που ήταν πλούσια σε κοινωνικά αιτήματα. «Εξεγερθέντες πληθυσμοί είναι νυν πεπεισμένοι ότι μάχονται υπέρ ελευθερώσεως αυτών ουδέ είναι δυνατόν νυν αναχαιτισθή επαναστατικόν αυτών φρόνημα», πληροφορούσε από το Μοναστήρι ο πρόξενος Κ. Κυπραίος, συμπληρώνοντας πως «άπασα η χώρα αύτη ηκολούθησε κίνημα», αφού «παρεσύρθησαν και οι ημέτεροι προσηλυτιζόμενοι διά παντοίων μέσων και διά της βίας από δεκαετίας».
Ομως η συντονισμένη δράση των Βουλγαρικών Κομιτάτων και η συμμετοχή αρκετών χωριών στην εξέγερση αποτελούσα ευθεία απειλή κατά των ελληνικών συμφερόντων. Ο Κυπραίος ομολογούσε πως τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή του Μοναστηρίου βρίσκονταν σε κίνδυνο: «Διατρέχομεν δε τον έσχατον κίνδυνον ν’ απολέσωμεν το Μεγάροβον, το Τύρνοβον, την Νιζόπολιν, το Μπρούσνικ και αυτό το Μπούκοβον». Ακολούθησε συστηματική εργασία από μέρους των ελληνικών προξενικών και θρησκευτικών αρχών προκειμένου να ανακοπεί το κύμα της συμμετοχής στην εξέγερση των χωριών που πρόσκειντο στην ελληνική πλευρά, ενέργεια που -ως ένα βαθμό- απέδωσε, αφού σύντομα κυκλοφόρησαν ψηφίσματα μακεδονικών κοινοτήτων που καταδίκαζαν το Κίνημα. Τέτοιο περιεχόμενο
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης (αριστερά) και ο μητροπολίτης Μοναστηρίου Ιωακείμ Φορόπουλος (δεξιά). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τοποθέτησε φωτισμένους ιεράρχες σε νευραλγικές θέσεις για να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες της Βουλγαρικής Εξαρχίας για προσηλυτισμό (Φωτογραφικό Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα). 24
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
είχε, για παράδειγμα, η πρωτοβουλία των κατοίκων του Αργους Ορεστικού και των Λακκωμάτων, οι οποίοι διατράνωσαν την έντονη αντίθεσή τους στις ενέργειες των Βουλγαρικών Κομιτάτων καταγγέλλοντάς τα πως, «αφού εβεβήλωσαν τας αιμοχαρείς χείρας των διά του αίματος αθώων προκρίτων ελληνικών και ορθοδόξων κοινοτήτων, ιερέων, διδασκάλων -παρθεναγωγών και ανηλίκων αρρένων και θηλέων, όπως δημιουργήσωσι ψευδεπανάστασιν κατά του καθεστώτος χάριν των ιδιοτελών σκοπών των, υπό του κράτους της αιμοσταγούς δολοφόνου λόγχης κατώρθωσαν να συμπαρασύρωσιν ακουσίως εις τα όρη ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς ως συμμεριζομένους δήθεν των ιδιοτελών και οπισθοβούλων σκοπών του Κομιτάτου». Η αναστάτωση στη Μακεδονία το καλοκαίρι του 1903 γρήγορα προκάλεσε την αντίδραση των οθωμανικών αρχών. Ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στάλθηκαν στους τόπους της αναταραχής στη Δυτική Μακεδονία και σύντομα κατέστειλαν τις εστίες της αντίστασης. Αρκετά χωριά παραδόθηκαν στις φλόγες και στη μανία των ληστρικών ομάδων, ενώ σε περίπου 10 χιλιάδες υπολογίζονται τα θύματα, οι μισοί από τους οποίους ήταν άμαχοι, ενώ σε 40 χιλιάδες ανέρχονταν οι εσωτερικοί πρόσφυγες. Μάλιστα, μόνο στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας κάηκαν είκοσι τέσσερα χωριά, τα δεκατέσσερα από τα οποία ολοσχερώς. Μία από τις σκληρότερες μάχες ανάμεσα στις βουλγαρικές αντάρτικες ομάδες και στον οθωμανικό στρατό δόθηκε στην τοποθεσία «Λόκβατα», βόρεια του χωριού Δενδροχώρι της Καστοριάς, όπου σκοτώθηκαν πολλοί Οθωμανοί στρατιώτες και δεκατρείς νεαροί Βούλγαροι αντάρτες. Η συγκεκριμένη μάχη υμνήθηκε από τη βουλγαρική λογοτεχνία, κατέχοντας έως σήμερα ιδιαίτερη θέση στη βουλγαρική Ιστορία. Τα νέα για τις δηώσεις και τις εκτεταμένες καταστροφές που προκλήθηκαν σε πολλά ελληνομακεδονικά χωριά από τον οθωμανικό στρατό, ως αντίποινα, προξένησαν βαθιά αγανάκτηση στον αθηναϊκό λαό. Στις 15 Αυγούστου του 1903 οι Μακεδονικοί Σύλλογοι Αθηνών-Πειραιώς πραγΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Νεοκλής Καζάζης, πρόεδρος της εταιρίας «Ελληνισμός», προσπαθούσε να διαφωτίσει τη διεθνή κοινή γνώμη για τα δίκαια της Ελλάδας στη Μακεδονία.
ματοποίησαν συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Την ίδια εποχή συστάθηκε και η «Επίκουρος των Μακεδόνων Επιτροπή» με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Θεόκλητο και μέλη έγκριτα στελέχη της αθηναϊκής κοινωνίας, πολλοί εκ των οποίων κατάγονταν από τη Μακεδονία, όπως ο βουλευτής Ιωάννης Καυτατζόγλου, ο Μάρκος Δραγούμης και ο Δημήτριος Βικέλας. Πρωταρχικός σκοπός της Επιτροπής, η οποία εξέδιδε και το εβδομαδιαίο δελτίο «Bulletin d’ Orient», ήταν η διενέργεια εράνων ώστε να συγκεντρωθούν χρήματα για την ενίσχυση του μακεδονικού Ελληνισμού. Μάλιστα, το χειμώνα του 1903 αντιπροσωπία της Επιτροπής επισκέφθηκε τη Μακεδονία και διένειμε σε αστέγους ρούχα, κλινοσκεπάσματα και τρόφιμα. 25
Περιγράφοντας τη ζοφερή κατάσταση ο πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ευγενιάδης σε έκθεσή του προς τον Αθω Ρωμάνο τον Δεκέμβριο του 1903 σημείωνε: «Αλλά, αφ’ ου μετά προσδοκίαν και ανοχήν επί εξαετίαν ολόκληρον επιβαλλομένας άλλως υπό των πολιτικών αναγκών, ιδία δε της υποχρεώσεως, όπως μη καταστήσωμεν ύποπτον προς ημάς την οθωμανικήν κυβέρνησιν και προκαλέσωμεν ζητήματα επί μεγίστη ζημία του κράτους, αφ’ ου, λέγω, πειθόμεθα ήδη ότι ουδεμίαν αποτελεσματικήν ενέργειαν δυνάμεθα να προσδοκώμεν παρά της Τουρκίας, βεβαίως επιβάλλεται ημίν να περισώσωμεν ό,τι δεν παρεσύρθη έτι υπό της καταιγίδος του Κομιτάτου». Η αποκαλούμενη από τον Ευγενιάδη «καταιγίδα των Βουλγαρικών Κομιτάτων» είχε υψηλό κόστος
σε θύματα και καταστροφές στη μακεδονική ενδοχώρα. Είχε όμως διεγείρει και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, προκαλώντας εκδηλώσεις υπέρ των βουλγαρικών εθνικών δικαίων σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1904, ο πρόξενος στη Θεσσαλονίκη συνάντησε τον Οθωμανό διοικητή Χιλμή Πασά και του εξομολογήθηκε τα προβλήματα από τη δράση των βουλγαρικών αντάρτικων ομάδων: «Υπέστημεν σοβαράς απωλείας εν τω βιλαετίω Μοναστηρίου κατά τον τελευταίον χρόνον και 65, όλα ορθόδοξα χωρία, ηναγκάσθησαν υπό των δολοφόνων να δηλώσωσιν ότι εγκαταλείπουσιν την Ορθοδοξίαν, ουδ’ είναι απίθανον να εξακολουθήσωσι προσερχόμενα τα χωρία εις την Εξαρχίαν, αφού αι συμμορίαι περιτρέχουσιν αυτά χωρίς να καθίσταται δυνατή η εξόντωσίς των».
Ο Χρίστο Μπαταντζίεφ από το Κιλκίς και ο Ντάμε Γκρούεφ από το Μοναστήρι, δύο εκ των ιδρυτών της «Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης» (ΕΜΕΟ), η οποία συντόνιζε τις επαναστατικές ενέργειες των Βουλγαρομακεδόνων (Φωτογραφικό Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα). 26
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αμεση συνέπεια της εξέγερσης του Ιλιντεν υπήρξε η επιβολή από τις Μεγάλες Δυνάμεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του Murzsteg, το οποίο προέβλεπε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, στην οικονομία, στη δικαιοσύνη και την ασφάλεια επ’ ωφελεία των χριστιανικών πληθυσμών, υπηκόων του σουλτάνου.
Η ελληνική αντεπίθεση στη Μακεδονία «Ο εν Μακεδονία βουλγαρισμός προέκυψεν από τα μεταξύ των κοινοτικών συμβουλίων μίση. Η αντιπολίτευσις εγίνετο βουλγαρική, προσηλυτίζουσα τον αγράμματον χωρικόν. Η πανσλαυική προπαγάνδα υπεκίνει. Οι μισούντες τον ελληνικόν ορθόδοξον Κλήρον επίσης. Η περιφρόνησις των αστών,
των ομιλούντων την ελληνικήν, προς τους αγρότας συνεπλήρου την αντίδρασιν. Μερικοί επίσκοποι εκ του Κλήρου εφορολόγουν ανηλεώς τον χωρικόν, ο δε Ελλην διδάσκαλος εμισθοδοτείτο γλίσχρως. Η τουρκική διοίκησις υπεβοήθει την διαίρεσιν, ήτις κατά το πλείστον συνέτεινε εις την ανάπτυξιν του τε βουλγαρισμού παρά τοις σλαυοφώνοις και του ρουμανισμού παρά τοις Κουτσοβλάχοις». Με τα παραπάνω λόγια προσπάθησε να περιγράψει τη διαίρεση των μακεδονικών χωριών και των κατοίκων τους σε συμπαθούντες την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Σερβία ή τη Ρουμανία ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης – Αινιάν, ο οποίος ήταν ένας από τους Ελληνες αξιωματικούς που πολέμησαν στη Μακεδονία. Κατά τη γνώμη του, η διάσπαση των ορθόδοξων χριστιανικών κοινοτήτων αποτελούσε κατά βάση ένα εσωτερικό ζήτημα που είχε σχέση με τη διεκδίκηση της εξουσίας και την κοινωνική διαστρωμάτωση, στοιχεία που εκμεταλλεύθηκαν
Τον Απρίλιο του 1903, Βούλγαροι αναρχικοί, οι «Γκεμιτζήδες», πραγματοποίησαν μία σειρά βομβιστικών επιθέσεων στη Θεσσαλονίκη ανατινάζοντας το κτίριο της Οθωμανικής Τράπεζας στη συμβολή των οδών Φράγκων και Λέοντος Σοφού. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
27
Σελίδες ημερολογίου από την εξέγερση του Ιλιντεν το 1903. Η συντονισμένη δράση των Βουλγαρικών Κομιτάτων αποτελούσε απειλή για τα ελληνικά συμφέροντα. Η εξέγερση κατεστάλη βίαια από τις οθωμανικές αρχές με αποτέλεσμα χιλιάδες θύματα και πρόσφυγες και 24 καμένα χωριά στις περιοχές Καστοριάς και Φλώρινας.
Η ένοπλη ομάδα του Γεώργιου Βολάνη η οποία έδρασε στη Μακεδονία από το 1906 έως το 1908. Μπροστά στην απειλή του εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας, το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε την «ευγενή διπλωματία» και προχώρησε σε ένοπλη αντεπίθεση. 28
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και υποδαύλισαν διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες προκειμένου να προωθήσουν τις εθνικές επιδιώξεις τους. Η άποψη του Μαζαράκη, η οποία είχε αρκετούς υποστηρικτές αλλά και αντιπάλους, υποβάθμιζε τη σημασία και τη διείσδυση διαφορετικών εθνικών ιδεολογιών στο μακεδονικό χώρο, τουλάχιστον έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η παραπάνω άποψη παρέχει τα ερμηνευτικά εργαλεία προκειμένου να αιτιολογηθεί η μετάβαση από μία εμφύλια ενδοθρησκευτική αντιπαράθεση σε μια εθνική σύρραξη, η οποία τραυμάτισε τη συνοχή της ορθόδοξης οικουμένης, εισάγοντάς την με βίαιο τρόπο στην εποχή του εθνικισμού. Η επιλογή εθνικού στρατοπέδου με όρους πολιτικούς ή ως στοιχείο πολιτισμικής διάκρισης της εργασίας ερμηνεύει τις διαιρέσεις όχι μόνο στο εσωτερικό της κάθε μακεδονικής κοινότητας, αλλά ακόμη και μέσα στην ίδια οικογένεια, ενώ εξηγεί και τις συχνές αλλαγές στρατοπέδων στις οποίες προέβαιναν τα ίδια άτομα. Η εντατική ένοπλη δραστηριότητα των βουλγαρικών οργανώσεων, τόσο εκείνων που έδρευαν στη Σόφια όσο και παραφυάδων τους στη Μακεδονία, δεν ήταν δυνατόν να εξακολουθήσει να αφήνει ασυγκίνητους τους Ελληνες. «Επεβάλλετο, διά την περιφρούρησιν των συμφερόντων και την τιμήν του Εθνους, να υψώσωμεν και ημείς την σημαίαν της ελευθερίας και να μην αφήσωμεν εις τους Βουλγάρους το προνόμιον του αγώνος υπέρ της ανεξαρτησίας των εθνών», σημείωνε στα «Απομνημονεύματά» του ο πολιτικός και διπλωμάτης Περικλής Αργυρόπουλος. Ο ίδιος, μάλιστα, περιόδευσε στη Μακεδονία τον Απρίλιο του 1904, προκειμένου να διαπιστώσει εκ του σύνεγγυς την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Οι επιτόπου συναντήσεις του με Ελληνες αξιωματούχους επιβεβαίωσαν την απαισιοδοξία και την κατήφεια που η στάση ουδετερότητας της επίσημης Ελλάδας είχε σκορπίσει στο μακεδονικό Ελληνισμό. «Οι Βούλγαροι εγέμισαν την χώραν με πράκτορας, που φέρουν αποτέλεσμα, διότι οι Μακεδόνες αντιλαμβάνονται ότι κάτι υπάρχει πίσω από τους πράκτορας, ένας στρατός ο οποίος εις δεδομένην στιγμήν θα επέμβη. Οι Ελληνες είναι επιφυλακτικοί, διότι πίσω από τους ολίγους πράκτοράς μας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει στρατός και έτσι ουδέν τολμούν να πράξουν», του εκμυστηρεύθηκε ο Ελληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ε. Ευγενιάδης. Οι διαπιστώσεις του Ευγενιάδη προσυπογράφηκαν και από τον υποπρόξενο στο Μοναστήρι Ιωνα Δραγούμη. «Ο Δραγούμης μού ετόνισε ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας έχουν κουρασθή, δεν μπορούν πλέον να μένουν άπρακτοι. Τους εχθρούς μας τους Βουλγάρους πρέπει να θαυμάσωμεν, όχι τόσον να μισούμε». «Γενικώς ο κόσμος έχει παράπονα με την Ελλάδα, διότι ο κόσμος πραγματικά πιέζεται και υποφέρει και έτσι εχάσαμε πολύ έδαφος», σημείωσε, μεταφέροντας τις απόψεις του Δραγούμη και συνοψίζοντας τις εντυπώσεις του από τη μεταξύ τους συνάντηση ο Αργυρόπουλος. Τα προβλήματα στη συνεργασία του ελληνικού κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτέλεσαν μία επιπλέον παράμετρο που ενέτεινε περαιτέρω την απαισιοδοξία, σύμφωνα με τον πρόξενο στο Μοναστήρι Καλλέργη: «Η θέσις του Πατριαρχείου απέναντι του Βασιλείου δεν είναι οία είναι της Εξαρχίας απέναντι της Σόφιας που αμφότεραι αποτελούν ένα ενιαίον συγκρότημα». Γενικώς ο Καλλέργης μετέφερε στον Αργυρόπουλο ένα κλίμα πεσιμισμού σχετικά με τις διαθέσεις των Ελλήνων. Κατέληξε μάλιστα στο εξής συμπέρασμα: «Είναι ανάγκην να ταχθώμεν με θετικήν υποστήριξιν από κάτω. Δεν επιτρέπεται να είμεθα μαντρόσκυλα των Τούρκων». Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη ο Αργυρόπουλος συνάντησε το νέο Ελληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά. Ο Κορομηλάς κόμιζε νέες ιδέες και αποτελούσε την έμπρακτη απόδειξη πως κάτι είχε αλλάξει στην προσέγγιση της υπόθεσης της Μακεδονίας από την πλευρά της επίσημης Ελλάδας. Ο άρτι αφιχθείς πρόξενος ζητούσε ουσιαστικά τη δημιουργία ενός «Υπουργείου Μακεδονίας» στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα συντόνιζε όλο τον αγώνα. «Σήμερα συνυπάρχουν δύο αρχαί, η προξενική και η εκκλησιαστική», υποστήριζε, «η μία πρέπει να υποτάσσεται εις την άλλην, η εκκλησιαστική εις την προξενικήν. Ο Πατριάρχης το κατάλαβε και θα το δεχθή. Οι πρόξενοι πρέπει ν’ αποτελέσουν 29
ένα σώμα με μία κεφαλή», κατέληγε ο Κορομηλάς πλειοδοτώντας υπέρ μιας συγκεντρωτικής διοίκησης. Τέτοιου είδους προβληματισμοί απασχολούσαν ευρέως τους κύκλους των Ελλήνων διπλωματών, πολιτικών και στρατιωτικών στις αρχές του 1904. Ηταν ορατό πως η κατάσταση σταδιακά μεταβαλλόταν, αλλά προς ποια κατεύθυνση και με ποιον τρόπο θα αποδεικνυόταν ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέροντα; Ποιος ήταν σε τελική ανάλυση ο ενδεδειγμένος τρόπος αντίδρασης απέναντι στη βουλγαρική διείσδυση στα μακεδονικά εδάφη και πώς μπορούσε να παρακαμφθούν ουσιαστικά η έκδηλη αμηχανία και η αναβλητικότητα της κυβέρνησης του Γεωργίου Θεοτόκη;
Στέφανος Δραγούμης (κάτω). Μαζί με το γιο του Ιωνα Δραγούμη (πάνω), υποπρόξενο της Ελλάδας στο Μοναστήρι, και το γαμπρό του Παύλο Μελά ήταν από τους κύριους οργανωτές του Μακεδονικού Αγώνα. 30
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είχε γίνει συνείδηση πως η εθελοντική προσφορά των ιδιωτικών σωματείων, όσο σημαντική κι αν ήταν, αποδεικνυόταν ανεπαρκής. Ο Παύλος Μελάς ανήκε στους αξιωματικούς που αγανακτούσαν μπροστά στην αδράνεια της κυβέρνησης Θεοτόκη. Τα αισθήματά του τροφοδοτούνταν και από τις πύρινες επιστολές που του έστελνε ο αδελφός της γυναίκας του Ιων Δραγούμης, ο οποίος στα τέλη του 1902 είχε τοποθετηθεί υποπρόξενος στο Μοναστήρι. «Από κανένα κράτος της Ευρώπης δεν έχομε να περιμένουμε ούτε βοήθεια, ούτε τίποτε. Να ξέρης πως είμαστε εντελώς μόνοι μας. Κανείς δεν μας βοηθεί και όλοι μας κτυπούν. Γιατί λοιπόν να μην κάνουμε μόνοι μας ό,τι πρέπει;», αναρωτιόταν ο νεαρός διπλωμάτης. Λαμβάνοντας τέτοια μηνύματα, ο Παύλος καθημερινά οργάνωνε εράνους, σύχναζε στα καφενεία της οδού Ζήνωνος για να βλέπει τους Μακεδόνες κτίστες και αλληλογραφούσε με πρώην συντρόφους του στην «Εθνική Εταιρεία», καθώς και με αξιωματικούς στη Λάρισα προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για τους Μακεδόνες πρόσφυγες που έφταναν στη Θεσσαλία. Σκοπός του ήταν η δυναμική κινητοποίηση του Ελληνισμού. «Το διπλό σου γράμμα με ηλέκτρισε… Τι δεν θα έδιδα να είμαι κοντά σου και να σε βοηθώ εις τας ενεργείας σου», έγραφε στον Ιωνα. Κι αυτό το πέτυχε στα τέλη Φεβρουαρίου του 1904 μαζί με άλλους οραματιστές συντρόφους του. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης - Αινιάν (στη μέση), Ελληνας αξιωματικός, με ένοπλο σώμα Ελλήνων Μακεδόνων. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
31
Τότε, οι λοχαγοί του Πεζικού Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης, ο υπολοχαγός του Πεζικού Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο ίδιος ο ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Παύλος Μελάς, μαζί με τους συνοδούς τους, ξεκίνησαν για μια μυστική αποστολή στη Μακεδονία με σκοπό να διαγνώσουν εκ του σύνεγγυς την κατάσταση και να αναφέρουν στην κυβέρνηση τις εντυπώσεις τους. Υστερα από διάφορες περιπέτειες, οι αξιωματικοί επέστρεψαν σταδιακά στην Αθήνα, στη διάρκεια της άνοιξης, έχοντας όμως διαφορετικές εκτιμήσεις περί του πρακτέου. Ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης εισηγήθηκαν την αποστολή στη Μακεδονία ισχυρών ενόπλων ομάδων από την ελεύθερη Ελλάδα, ενώ ο Κοντούλης και ο Μελάς πρότειναν τη συγκρότηση εντοπίων αντάρτικων ομάδων. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο ανυπόμονος Μελάς, που δεν είχε πάψει στιγμή να ενημερώνεται από τους φίλους του στη Μακεδονία, ξεκίνησε τη δεύτερη εικοσαήμερη περιοδεία του στη μακεδονική γη. Και η δεύτερη αποστολή του ήρθε απλώς να ενισχύσει τις αρχικές του απόψεις. Ανεξάρτητα πάντως από τις διαφορετικές απόψεις που προτάθηκαν για τον τρόπο δράσης, είχε καταστεί πια κοινή συνείδηση στα μέσα του 1904 πως η ακολουθούμενη έως τότε πολιτική της ευγενούς διπλωματίας, της ουδετερότητας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, της αποκαλούμενης «άψογης στάσης», αδυνατούσε να προασπίσει τα συμφέροντα του μακεδονικού Ελληνισμού. Ετσι σταδιακά εγκαταλείφθηκε και τη θέση της πήραν τα όπλα. Είχαν μεσολαβήσει βεβαίως πολλές εκκλήσεις και αναφορές για την κρισιμότητα των εξελίξεων. «Υπέστημεν σοβαράς απωλείας… η θέσις του Ελληνισμού εν Μακεδονία κατέστη προβληματική», προειδοποιούσε το υπουργείο Εξωτερικών ο πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ευγενιάδης τον Μάρτιο του 1904, ενώ λίγες ημέρες αργότερα ο διάδοχός του Λάμπρος Κορομηλάς συμπλήρωνε: «Είναι δυσχερέστατον ν’ αντεπεξέλθωμεν κατά της τρομοκρατίας, της κυριαρχούσης εφ’ όλης σχεδόν της αμφισβητουμένης Μακεδονίας, μόνον διά παροχής χρημάτων ή διά μέσω μονομερών και ενεργειών σπασμωδικών. Απαιτείται πλήρης μελέτη ωρισμένου σχεδίου και ενότης περί την δι32
οίκησιν του εγχειρήματος κατά πάσαν την έκτασιν της Μακεδονίας… Οι εν Μακεδονία Ελληνες πατριώται είνε εις άκρον εξημμένοι και ζητούσι παρ’ ημών βοήθεια. Εάν έλθωμεν προς αυτούς αρωγοί ελπίζω να συνεισφέρωσιν όχι μόνον την ζωήν των αλλά και χρήματα». Ταυτόχρονα, αλλεπάλληλες αναφορές ελληνικών κοινοτήτων υπογράμμιζαν τη σοβαρότητα της κατάστασης απευθύνοντας απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια. Ποικίλες απόψεις διατυπώθηκαν και αναφορικά με τον τρόπο της εμπλοκής του επίσημου ελληνικού κράτους στην υπόθεση της Μακεδονίας. Ο Ευγενιάδης, για παράδειγμα, πρότεινε το σχηματισμό Σωμάτων κυρίως από γηγενείς Μακεδόνες, αφενός για να περιορισθεί ο κίνδυνος απωλειών σε περίπτωση συμπλοκής με τον τουρκικό στρατό και αφετέρου γιατί πίστευε πως οι ντόπιοι Μακεδόνες, επειδή είχαν υποστεί τις πιέσεις των Βουλ-
Ο νέος πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, ο οποίος κόμιζε νέες ιδέες σχετικά με την προσέγγιση της Μακεδονίας από το επίσημο ελληνικό κράτος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
γάρων, θα μάχονταν με μεγαλύτερη ορμητικότητα: «Συγκρότησις συμμοριών και εισβολήν αυτών εις Μακεδονίαν και την Β. Κυβέρνησιν θέλει εκθέση και εις μέγα κίνδυνον θέλει περιαγάγη αυτάς, ένεκα της καταδιώξεως, ην θέλουσιν υποστή παρά των τουρκικών αποσπασμάτων. Διά τούτο προτιμότερον ήθελεν είναι αν οι ορισθησομένοι αρχηγοί εκάστου διαμερίσματος εκ Μακεδονίας κυρίως καταγόμενοι, εισήρχοντο μετά δύο μόνον ή τριών οπαδών εις Μακεδονίαν εν τη πεποιθήσει ότι επί τόπου ήθελον επιτύχη την συγκρότησιν συμμορίας, προσλαμβάνοντες και μέλη των οικογενειών των υπό του Κομιτάτου δολοφονηθέντων, οίτινες ευχαρίστως θα προσέλθωσι προς εκδίκησιν και ετέρων Βουλγαροφώνων, αλλά μη ανήκοντας εις τον όχλον, αποτελούντες την εξαίρεσιν». Χρειάστηκε να μεσολαβήσει και η τρίτη περιοδεία του Παύλου Μελά στη Μακεδονία, που διακόπηκε
με τον πρόωρο θάνατό του στη Στάτιστα, στις 13 Οκτωβρίου του 1904, προκειμένου να ξεκινήσει η αποστολή ελληνικών αντάρτικων σωμάτων στα μακεδονικά βουνά. Ο θάνατος του νεαρού ευπατρίδη συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και προκάλεσε θυελλώδη συλλαλητήρια στην Αθήνα που απαιτούσαν εκδίκηση, τα οποία έκαμψαν οριστικά τους δισταγμούς της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η συγκλονιστική πολυσέλιδη έκθεση του νέου προξένου στο Μοναστήρι Φίλιππου Κοντογούρη έχει διασώσει στη συλλογική εθνική μνήμη πολύτιμες λεπτομέρειες από τις τελευταίες στιγμές του ήρωα: «Η σφαίρα… έπληξεν αυτόν εις την οσφυακήν χώραν και θραύσασα την φυσιγγιοθήκην αυτού και χρηματόδεμα περιέχον χρυσά νομίσματα τω επροξένησεν επί της κοιλίας χαίνουσαν πληγήν μεγάλης διαμέτρου, εξ ης άφθονον ανέβλυσε το αίμα. Ο Μελάς εκπέμψας οιμωγήν έπεσε πάραυτα, πριν δε προφθάσωσι ν’ αποσύρωσιν αυτόν οι
Δελτάριο (1906) με τα φημολογούμενα τελευταία λόγια του Παύλου Μελά για το μέλλον της Μακεδονίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
33
σύντροφοί του επυροβόλησε χαμαί κείμενος -τον τελευταίον πυροβολισμόν του- και αφήκεν άπνουν τον φονεύσαντα αυτόν Τούρκον χωροφύλακα». Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν έως το καλοκαίρι του 1908, τα οποία αποτελούν την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, δεκάδες ελληνικά αντάρτικα σώματα, έχοντας επικεφαλής αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που παραιτούνταν μαζικά από τις θέσεις τους προκειμένου να ηγηθούν της ελληνικής ένοπλης αντεπίθεσης στη Μακεδονία και στελεχωμένα με άνδρες απ’ όλες σχεδόν τις εστίες του ελεύθερου και του υπόδουλου Ελληνισμού, όπως τη Μάνη, την Κρήτη, την Κύπρο ή τη Μικρά Ασία, κατέφθασαν στη Μακεδονία. Στις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, στους ορεινούς όγκους και την περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών διεξήχθη μία σκληρή, ένοπλη σύρραξη ανάμεσα σε Ελληνες και Βούλγαρους αντάρτες, η οποία διέθετε όλα τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού ανταρτοπολέμου. Σταδιακά η ελληνική παράταξη άρχισε να επανακαταλαμβάνει τα ερείσματα που είχε χάσει όλο το προηγούμενο διάστημα. «Οι Βούλγαροι είχον κατακτήσει μέχρι του 1904 το 70% περίπου εκ των τέως Ορθοδόξων Βουλγαροφώνων. Απέμεινον ημών μόνον τα επίλοιπα 30 εκατοστά. Θα εχάνομεν βεβαίως και αυτά αν δεν εκινούμεθα. Εκινήθημεν όμως και τα συνεκρατήσαμεν, επανακτήσαντες προς τούτοις και δέκα άλλα εκατοστά. Αλλ’ απομένει εισέτι εις χείρας των Βουλγάρων το μεγαλύτερον μέρος των τέως ημετέρων. Θέλομεν να επανακτήσωμεν μεν αυτό; Μόνον εν μέσον υπάρχη: η επίθεσις», εισηγείτο τον Ιούνιο του 1906 ο Φ. Κοντογούρης από τη Θεσσαλονίκη. Κατά την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα για πρώτη φορά η βουλγαρική πρωτοκαθεδρία στη Μακεδονία αμφισβητήθηκε τόσο συστηματικά, όχι μόνο στο νότιο τμήμα της, αλλά ακόμη και στη μεσαία και τη βόρεια ζώνη της. Ετσι εξηγούνται η έκδηλη αμηχανία και η οργή που κυρίευε συχνά τα Σώματα των κομιτατζήδων. «Ημείς αισχυνόμεθα διά τας πράξεις σας ως προερχομένας από Χριστιανούς!», αναγραφόταν σε απειλητική επιστολή του Βούλγαρου βοεβόδα της περιφέρειας Βοδενών Λούκα προς το γιατρό Χριστόδουλο Περδικάρη 34
από τη Νάουσα, «εις την βίαν θα αντιτάξωμεν την βίαν, εις τον φόνον θα ανταποδώσωμεν το διπλούν… εις κάθε ιδικόν μας χωρίον, όπου ηθέλατε κάψη, θέλομεν και ημείς καίη ιδικόν σας ελληνικόν χωρίον». Εως τις αρχές του 1908, οι ελληνικές αντάρτικες ομάδες είχαν κατορθώσει να αναχαιτίσουν τη βουλγαρική διείσδυση, ιδιαίτερα στη νότια και μεσαία ζώνη της Μακεδονίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα τα ελληνικά ερείσματα. Επρόκειτο αναμφίβολα για σημαντική στρατιωτική και πολιτική επιτυχία, η οποία αναπτέρωσε το φρόνημα του μακεδονικού Ελληνισμού. Ωστόσο, η επανάσταση των νεοτούρκων το καλοκαίρι του 1908 διέκοψε άδοξα τη στρατηγική της ανάσχεσης, προτού η ελληνική τακτική παγιώσει οριστικά την κυριαρχία της. Το Κίνημα των νεαρών Τούρκων αξιωματικών παρείχε αφειδώς υποσχέσεις φιλελευθεροποίησης του οθωμανικού καθεστώτος προς όφελος των μειονοτήτων της αυτοκρατορίας. Ως αντάλλαγμα, ζητούσε από αυτές τη διακοπή των εχθροπραξιών. «Εάν ο κύριος σκοπός των αδελφών μας Ελλήνων είναι αληθώς το να αποκτήσωσι την ελευθερίαν και ισότητα και ούτω εξασφαλίσωσι την ησυχίαν και ευτυχίαν των, τότε χωρίς να υπάρχη ανάγκη παρακλήσεων και συμβουλών εξ όλης ψυχής και καρδίας θα εργασθώσι μεθ’ ημών προς τον σκοπόν τούτον, καθώς οι Βούλγαροι εφανέρωσαν εμπράκτως και διά των ειλικρινών αισθημάτων των προς τον υψηλόν μας σκοπόν κλίσιν και συμπάθειαν. Εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού παρακαλούμεν και τους Ελληνας συμπολίτας μας, όπως, εάν δεν συνενωθώσι τουλάχιστον με μίαν τοιαύτην εκδήλωσιν ειλικρινών αισθημάτων, δηλώσωσιν ότι είνε ουδέτεροι και να παύσωσιν από του να χύνωσιν αίμα, όπως μέχρι σήμερον δρώντες κατά των άλλων στοιχείων», αναφερόταν σε προκήρυξη του Οθωμανικού Συνδέσμου για την Ενωση και την Πρόοδο του Κέντρου Μοναστηρίου προς το Ελληνικό Κομιτάτο, τον Ιούλιο του 1908. Υπό αυτό το πρίσμα, Ελληνες και Βούλγαροι αντάρτες εγκατέλειψαν τα μακεδονικά βουνά και κατέθεσαν τα όπλα προς όφελος της συμφιλίωσης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η ριζοσπαστικοποίηση του Κρητικού Ζητήματος Ταυτόχρονα με τις εξελίξεις στη Μακεδονία εξελισσόταν και το Κρητικό Ζήτημα. Στο νησί είχε παραχωρηθεί, μετά το 1897, καθεστώς αυτονομίας με ύπατο αρμοστή τον πρίγκιπα Γεώργιο και με την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, το ενωτικό αίτημα ήταν αδύνατο να κοπάσει. Η Κρητική Πολιτεία (1899-1909) βιωνόταν απλώς ως ένα ενδιάμεσο στάδιο στο δρόμο για την απελευθέρωση. Τότε ήταν που ανέτειλε το άστρο του νεαρού δικηγόρου Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος ξεκίνησε ως σύμβουλος του Γεωργίου, σύντομα όμως ήρθε σε σύγκρουση μαζί του, με αποτέλεσμα να αποπεμφθεί τον Μάρτιο του 1901. Το αμέσως επόμενο διάστημα ο Βενιζέλος ηγήθηκε ριζοσπαστικής πολιτικής παράταξης που διακήρυττε την ένωση με την Ελλάδα, η οποία προχώρησε σε ένοπλη εξέγερση στη διάρκεια του 1905 στο χωριό Θέρισο. «Ο κρητικός λαός, συνελθών σήμερον την 10ην Μαρτίου
1905, κηρύττει ενώπιον θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν μετά του Βασιλείου της Ελλάδος, εις μίαν αδιαίρετον, ελευθέραν, συνταγματικήν πολιτείαν», αναφερόταν σε ψήφισμα που ενέκρινε η Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή. Μία από τις συνέπειες της εξέγερσης εκείνης ήταν η παραίτηση του Γεωργίου και η αντικατάστασή του από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ταυτόχρονα, ο Ελληνισμός στο νησί με μαζικές διαδηλώσεις διακήρυττε την ανεξαρτησία του. Το φθινόπωρο του 1908 μάλιστα στα Χανιά, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, κηρύχθηκε η ένωση με την Ελλάδα. Ηταν εμφανές ότι η στάση που θα κρατούσαν οι προστάτιδες δυνάμεις θα αποδεικνυόταν καθοριστική για την τύχη της νήσου. Αυτό άλλωστε πίστευε και ο ίδιος ο Βενιζέλος, ο οποίος είχε ήδη από το 1906 διακηρύξει πως «η ευμένεια των δυνάμεων είναι αναγκαίος όρος όχι μόνον της λύσεως του Κρητικού Ζητήματος διά της άρσεως της στρατιωτικής κατοχής, αλλά και της λύσεως όλων των εθνικών μας ζητημάτων».
Ο Κρητικός οπλαρχηγός Γεώργιος Σκαλίδης που σκοτώθηκε στη Μακεδονία το 1906.
Ο παλαίμαχος μακεδονομάχος Παναγιώτης Παπατζανετέας, ο οποίος συνελήφθη από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
35
Από τους νεότουρκους στους Βαλκανικούς Πολέμους: Το Κρητικό και το Μακεδονικό Ζήτημα σε παράλληλους δρόμους Η επανάσταση των νεότουρκων μπορεί να διέκοψε άδοξα την ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, στάθηκε όμως -άθελά της- η αφετηρία για την επίλυση του Μακεδονικού αλλά και του Κρητικού Ζητήματος με τη μορφή που είχαν προσλάβει στις αρχές του 20ού αιώνα. Και τα δύο άλλωστε αποτελούσαν σημαντικές πτυχές του Ανατολικού Ζητήματος, της πλήρωσης δηλαδή του κενού που σταδιακά δημιουργείτο από την κατάρρευση του «Μεγάλου Ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για ένα ζήτημα πολυσύνθετο που εφαπτόταν των γεωστρατηγικών συμφερόντων αρκετών Μεγάλων Δυνάμεων. Ηταν ευτύχημα για την Ελλάδα που μπόρεσε να εκμεταλλευθεί το διπλωματικό κενό και να συνδυάσει τα εθνικά της οράματα στο θέμα της εδαφικής της επέκτασης με τα παραδοσιακά συμφέροντα της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε διπλωματικό επίπεδο, δύο ήταν τα ανοιχτά εθνικά ζητήματα που κυρίως απασχολούσαν τον Ελληνισμό την ταραγμένη αυτή περίοδο των αρχών του
20ού αιώνα. Ο επαναστατικός αναβρασμός στην Κρήτη, ο οποίος είχε κορυφωθεί με την επανάσταση στο Θέρισο στις 10 Μαρτίου του 1905, και η ταυτόχρονη κινητοποίηση στη Μακεδονία. Τα δύο κυρίαρχα ζητήματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής βρίσκονταν σε στενή συνάρτηση μεταξύ τους και αλληλοτροφοδοτούνταν. Οπως ήδη έχει αναφερθεί, στο Κρητικό Ζήτημα μετά το Θέρισο οι υποστηρικτές της ένωσης της νήσου με την Ελλάδα είχαν ενισχύσει τη θέση τους και με επικεφαλής τους τον Ελευθέριο Βενιζέλο αξίωσαν και πέτυχαν την αντικατάσταση του πρίγκιπα Γεωργίου στη θέση του αρμοστή από τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη. Τα συμβάντα στην Κρήτη επηρέαζαν άμεσα την κατάσταση στη Μακεδονία, αφού οι νεότουρκοι, προκειμένου να επιτύχουν τη διευθέτηση του Κρητικού Zητήματος προς όφελός τους, ασκούσαν πιέσεις σε βάρος των Ελλήνων Μακεδόνων. Οι πιέσεις αυτές απέδωσαν σύντομα καρπούς. Τον Οκτώβριο του 1908 σε πολλές μακεδονικές πόλεις με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη οργανώθηκαν από το νεοτουρκικό καθεστώς συλλαλητήρια εναντίον των Κρητών που επιθυμούσαν την ένωση. «Θυμούμαι τις διαδηλώσεις Θεσσαλονίκης με
Χριστιανοί εκπρόσωποι στην πρώτη παγκρήτια συνέλευση το 1899. Η ριζοσπαστικοποίηση του Κρητικού Ζητήματος πραγματοποιείτο ταυτόχρονα με τις εξελίξεις στη Μακεδονία. 36
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τις μεγάλες επιγραφές “Κρήτη ή θάνατος”, στις οποίες ήταν υποχρεωμένοι να λαμβάνουν μέρος και οι Ελληνες ραγιάδες. Θυμούμαι το ξύλο και τα βασανιστήρια που υπέφεραν οι δυστυχισμένοι χωρικοί για να προδώσουν τις αποθήκες υλικού, το κλείσιμο των ελληνικών σχολείων», σημείωνε στα «Απομνημονεύματά» του ο επιφανής Θεσσαλονικιός γιατρός Αλέξανδρος Δ. Ζάννας. Στις αρχές του 1909, η κατάσταση στα μακεδονικά εδάφη επιδεινώθηκε περαιτέρω, εναρμονιζόμενη ολοένα και περισσότερο με τις οργισμένες νεοτουρκικές αντιδράσεις για τη δραστηριότητα των Ελλήνων της Κρήτης. Σε μεγάλες μακεδονικές πόλεις οργανώθηκαν από τους νεότουρκους και νέα συλλαλητήρια εναντίον των Κρητών, ωστόσο η συμμετοχή των εντοπίων υπήρξε περιορισμένη. Ταυτόχρονα, φήμες περιέτρεχαν τη μακεδονική πρωτεύουσα για δήθεν απόβαση ελληνικών στρατιωτικών μονάδων στην Κρήτη και ταυτόχρονη εξέγερση του μακεδονικού Ελληνισμού. Το τεταμένο κλίμα οδήγησε σε στρατιωτική επιφυλακή των μονάδων του τουρκικού στρατού, ιδιαίτερα σε περιοχές με επαναστατική παράδοση, όπως η χερσόνησος της Χαλκιδικής και η περιοχή του Λιτοχώρου, στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Παράλληλα, τα αστυνομικά μέτρα κατά Ελλήνων προκρίτων και κληρικών αυξήθηκαν. Τον Ιανουάριο οι οθωμανικές αρχές απέλασαν το μητροπολίτη Δράμας. Στα τέλη Μαΐου, πάλι, στελέχη του Νεοτουρκικού Κομιτάτου απέτυχαν να δολοφονήσουν το μητροπολίτη Κασσανδρείας. Αργότερα συνελήφθη και φυλακίσθηκε για λίγες ημέρες ο παλαίμαχος μακεδονομάχος Παναγιώτης Παπατζανετέας. Την ίδια στιγμή, κυρίως στη μακεδονική ύπαιθρο, η τρομοκρατική δράση ένοπλων αντάρτικων ομάδων βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη επιτείνοντας την ανασφάλεια. Τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας Μοναστηρίου, μάλιστα, τρομοκρατούνταν από ένοπλους κομιτατζήδες. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλοί από τους αξιωματικούς που είχαν πολεμήσει στα μακεδονικά βουνά έλαβαν μέρος στους συνωμοτικούς κύκλους που οδήγησαν στη σύσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου και τελικά στο Κίνημα στο Γουδή το 1909. Το Κίνημα εκείνο στάθηκε η αφετηρία για ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εκτεταμένες αλλαγές στο στράτευμα με σκοπό την ενίσχυσή του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την έγκριση από τη Βουλή της αγοράς του περίφημου θωρηκτού «Αβέρωφ», το οποίο πρωταγωνίστησε στις ναυτικές επιχειρήσεις στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Ταυτόχρονα, στα θετικά πιστώνεται και η αποδοχή από τον Ελευθέριο Βενιζέλο της πρόσκλησης που του απηύθυνε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος να έρθει στην Αθήνα και να τεθεί επικεφαλής του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος. Ο ριζοσπάστης δικηγόρος από την Κρήτη, γαλουχημένος ο ίδιος σε περιβάλλον με έντονες αλυτρωτικές διαθέσεις, αποδείχθηκε εξαιρετικός διπλωμάτης στο χειρισμό των ευαίσθητων εθνικών ζητημάτων, όπως ήταν το Κρητικό και το Μακεδονικό. Συνέπεσε έτσι η παρουσία του στην Αθήνα με τη διαμόρφωση ευνοϊκών προϋποθέσεων για την εκπλήρωση των εθνικών στόχων. Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως τελικά το Κίνημα στο Γουδή εκτόνωσε την αυξημένη δυσαρέσκεια του Σώματος των αξιωματικών απέναντι στις ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας. Μάλιστα, τόσο οι εξελίξεις στην Μακεδονία όσο και οι αντίστοιχες στην Κρήτη συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση των ισορροπιών που οδήγησαν σε επικράτηση των επαναστατών. Μετά το καλοκαίρι του 1909 η διαχείριση όλων των ανοιχτών εθνικών θεμάτων σταδιακά ριζοσπαστικοποιήθηκε. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913 οδήγησαν αφενός στην αποχώρηση των Οθωμανών από τη Βαλκανική Χερσόνησο και αφετέρου στη διανομή της μείζονος γεωγραφικής Μακεδονίας ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη Σερβία και την Αλβανία.
Στρατηγικές των Βαλκανικών Πολέμων «Η Θεσσαλονίκη ελευθέρα ήτο το ωραιότερον των ονείρων μου». Τα λόγια αυτά του Ελευθερίου Βενιζέλου από τη Θεσσαλονίκη, λίγους μήνες μετά την απελευθέρωσή της, στις 26 Ιανουαρίου 1913, εκφράζουν τα συναισθήματα και τα σχέδιά του για τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τη Μακεδονία ευρύτερα. H σχέση του Ελευθέριου Βενιζέλου με τη Μακεδο37
νία υπήρξε στενή και έντονη σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ηδη από τις αρχές του 20ού αιώνα ο φιλόδοξος νεαρός δικηγόρος από την Κρήτη παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον τα δρώμενα στο μακεδονικό χώρο, αφού το Κρητικό και το Μακεδονικό Ζήτημα κατείχαν την κορυφαία θέση στην ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο επαναστατικός αναβρασμός στην Κρήτη είχε κορυφωθεί με την επανάσταση στο Θέρισο, στις 10 Μαρτίου του 1905, ενώ ταυτόχρονα στη Μακεδονία μαίνονταν οι συγκρούσεις της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα. Ετσι μοιραία τα συμβάντα στην Κρήτη επηρέαζαν άμεσα την κατάσταση στη Μακεδονία, αφού οι νεότουρκοι, προκειμένου να επιτύχουν τη διευθέτηση του Κρητικού Ζητήματος προς όφελός τους, ασκούσαν πιέσεις σε βάρος των Ελλήνων Μακεδόνων. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πρωτοστάτησε στη συνεννόηση των βαλκανικών κρατών
που κατέληξε στη σύμπραξή τους εναντίον των Οθωμανών στη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση της Δυτικής και τμήματος της Κεντρικής Μακεδονίας. Είχε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 αποκρυσταλλώσει το σχέδιό του που απέβλεπε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας ως το αποφασιστικό βήμα για την υλοποίηση του αλυτρωτικού οράματος που έφθανε έως τη Μικρά Ασία. Σε μια φιλική συνομιλία του με το βασιλιά Γεώργιο στις αρχές του καλοκαιριού του 1912, τον ενημέρωσε για τα φιλόδοξα σχέδιά του: Βενιζέλος: «Του χρόνου που θα εορτάσωμεν την πεντηκονταετηρίδα σας, Μεγαλειότατε, είμαι βέβαιος ότι θα την εορτάσωμεν με Ελλάδα διπλασίαν της σημερινής. Και ελπίζω ότι εντός 15 ημερών θα ευρισκώμεθα εις Θεσσαλονίκην. Γεώργιος: Μη τα λέτε αυτά, μη τα λέτε… Βενιζέλος: Μα γιατί, Μεγαλειότατε. Γεώργιος: Γιατί πενήντα χρόνια που περνώ έως
Εορτασμός στη Θεσσαλονίκη στις 23 Ιουλίου του 1909 κατά την πρώτη επέτειο της επανάστασης των νεότουρκων. Παρέλαση τμήματος του τουρκικού στρατού στην κατάμεστη παραλιακή λεωφόρο. 38
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τώρα την Βιέννην, ξέρω ότι η Αυστρία δεν θα αφήση ποτέ να μπούμε εις την Θεσσαλονίκην. Βενιζέλος: Ωστε φρονεί η μεγαλειότης σας ότι η Αυστρία θα κατέλθη εις την Θεσσαλονίκην; Γεώργιος: Βεβαιώτατα. Βενιζέλος: Τότε ας ξεκαθαρίσωμεν την θέσιν μας. Ημείς έχωμεν βλέψεις και πέραν της Θεσσαλονίκης. Αν μεν οι Αυστριακοί μας αφήσουν εις Θεσσαλονίκην, θα είναι μέγα κέρδος τούτο. Αν πάλιν δεν μας αφήσουν, τίποτε δεν θα χάσωμεν, αλλά τουναντίον θα ίδωμεν μέχρι ποίου σημείου πρέπει να περιωρίσωμεν τας βλέψεις μας. Γεώργιος: Αυτό είναι σωστό». Η θέση αυτή του Βενιζέλου παρέμεινε αμετάβλητη σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο ίδιος μάλιστα υπερασπίσθηκε με σθεναρότητα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στη Μακεδονία. Στις αρχές του 1913, σε συνομιλία του με τον επικεφαλής των βουλγαρικών στρατευμάτων που στάθμευαν στη
μακεδονική πρωτεύουσα, του επεσήμανε πως η Θεσσαλονίκη ήταν εκ των ων ουκ άνευ για τους Ελληνες και ως εκ τούτου δεν θα φείδονταν δυνάμεων και κόπων για να την εξασφαλίσουν. Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910, παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων αλλά και αμέσως μετά, οι απόψεις του Βενιζέλου για τα Βαλκάνια διαμορφώθηκαν εν πολλοίς από την παραδοσιακή καχυποψία που έτρεφε για τους Βούλγαρους και τις επιδιώξεις τους στη Βαλκανική. Σε αντιστάθμισμα ο ίδιος πλειοδοτούσε υπέρ της συγκρότησης μιας ελληνοσερβικής συμμαχίας ως ανάχωμα στη βουλγαρική επιθετικότητα. Ο αντιβουλγαρισμός του δεν ήταν βέβαια δογματικός, αλλά εκπορευόταν από μια βαθιά πεποίθηση πως η Σόφια αποτελούσε ανά πάσα στιγμή πηγή αστάθειας, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο πόλεμο, αντίληψη βέβαια που επιβεβαιώθηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις που οδήγησαν στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο.
Το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο Παύλος Μελάς στη Στάτιστα (σημερινό Παύλος Μελάς) στις 13 Οκτωβρίου του 1904. Ο θάνατός του συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και προκάλεσε θυελλώδη συλλαλητήρια στην Αθήνα (Φωτογραφικό Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
39
Το διάγγελμα (5 Οκτωβρίου 1912) του βασιλιά Γεωργίου Α’ για την κήρυξη του πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπογεγραμμένο και από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 40
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΓιώργοΣ ΜαργαρίτηΣ Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας, ΑΠΘ
Ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος Οι αιτίες του πολέμου. Οι προετοιμασίες και ο εξοπλισμός των βαλκανικών κρατών. Η αναποτελεσματική διάταξη του οθωμανικού στρατού στα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας. Τα βαλκανικά μέτωπα και οι κρισιμότερες μάχες. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων. Ο ναυτικός αγώνας και η καθοριστική συμβολή του «Αβέρωφ».
T
o 1912 η Ελλάδα ήταν ένα μικρό κράτος 2.700.000 κατοίκων περίπου, με σύνορα που έφθαναν, στα βόρεια, μέχρι τα όρια της Θεσσαλίας και τα περίχωρα της Αρτας. Πίσω όμως από τις μικρές διαστάσεις του Ελληνικού Βασιλείου κρυβόταν κάτι πολύ μεγαλύτερο. Συνήθως χρησιμοποιούσαν, όπως και σήμερα, έναν ειδικό όρο για να περιγράψουν αυτό που συνέβαινε: τον όρο Ελληνισμός. Με αυτόν εννοούσαν ότι πέρα και έξω από το εθνικό έδαφος υπήρχαν πληθυσμοί, κοινωνικοί χώροι και συνακόλουθες οικονομικές και πολιτιστικές λειτουργίες που επικαλούνταν, αναφέρονταν ή και αισθάνονταν ότι ανήκαν στην Ελλάδα. Πραγματικά, έξω από τα σύνορα του Ελληνικού ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Βασιλείου υπήρχαν Ελληνες ή «εν δυνάμει» Ελληνες (εννοώ πληθυσμούς με διαφορετικά γλωσσικά ή άλλα πολιτιστικά χαρακτηριστικά που για κοινωνικούς κυρίως λόγους ταύτιζαν τον εαυτό τους με την ελληνική υπόθεση - π.χ. ένα μεγάλο τμήμα των βλαχικών πληθυσμών ή ακόμα και σλαβόφωνοι «Γκρεκομάνοι»), σε πολύ μεγαλύτερους αριθμούς. Θα αποφύγω να επεκταθώ με ακρίβεια στους τελευταίους, πρώτον, διότι στη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τη ραγδαία διαδικασία πρόσκτησης εθνικής ταυτότητας, οι αριθμοί αναφέρονται σε στιγμιαίες καταστάσεις και όχι σε δυναμικές που αλλάζουν διαρκώς τα δεδομένα και, δεύτερον, γιατί ακριβώς αυτή η ρευστότητα δημιούργησε (ελέω εθνικισμού) έναν πόλεμο αριθμών μέσα στον οποίο χάθηκαν τα όποια αντικειμενικά κριτήρια και στοιχεία. Οπωσδήποτε, όμως, υπήρχαν αρκετά εκατομμύρια Ελλήνων στο νότιο βαλκανικό χώρο, στη Θράκη, στην Προποντίδα, στην Κωνσταντινούπολη, στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, στο μακρινό Πόντο και τον Καύκασο, στον Δούναβη, στη νότια Ρωσία, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο, ως και οι περίφημοι 3.000 που συνάντησε ο Λόρδος Κίτσενερ στην κατάκτηση του Σουδάν στα 1898. Πιθανόν να ξεχνώ ορισμένες ελληνικές κοινότητες και φυσικά δεν συνυπολογίζω την υπερπόντια μετανάστευση που μόλις είχε στείλει πολλές δεκάδες χιλιάδες Ελληνες στις μακρινές ΗΠΑ. Καθώς ήδη εκείνο τον καιρό βρισκόμασταν σε εποχές ώριμου καπιταλισμού και η συγκρότηση ενός ολοκληρωμένου εθνικού κράτους προϋπέθετε την ύπαρξη ενός ισχυρού καπιταλιστικού πυρήνα που θα μπορούσε κάτω από προϋποθέσεις να λειτουργήσει ως εθνικός, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ίδιο το φαινόμενο του ελληνικού καπιταλισμού βρισκόταν εκτός των ελληνικών συνόρων. Οι Ζωγράφοι και οι Ζαρίφηδες βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και μαζί τους η καρδιά των τραπεζικών κεφαλαίων που αποτελούσαν την πεμπτουσία τής, ελληνικών συμφερόντων, καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι Μπενάκηδες, ο Συγγρός και όλοι οι άλλοι μόνο ως ενδιάμεσο σταθμό θεωρούσαν τη φτωχή Αθήνα στις τεράστιες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Με άλλα λόγια, τα ισχυρά 41
Εκδρομή Θεσσαλών στην υπόδουλη Θεσσαλονίκη. Από το περιοδικό «Ελλάς» του 1908.
οικονομικά συμφέροντα των Ελλήνων βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη κυρίως, δευτερευόντως στη Σμύρνη, στην Αλεξάνδρεια, στην Οδησσό και πολύ λίγο στην Αθήνα. Η κατάσταση που συνοπτικά περιγράψαμε αποτέλεσε το υλικό υπόστρωμα για τη Μεγάλη Ιδέα. Το τι ακριβώς ήταν η τελευταία έχει συχνά και έντονα απασχολήσει τη βιβλιογραφία και θα ήταν περιττό να ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτήν στο παρόν σημείωμα. Ας δούμε τα χαρακτηριστικά που μας ενδιαφέρουν στο πλαίσιο των Βαλκανικών Πολέμων. Η Μεγάλη Ιδέα, από τη γέννησή της, στην πρώτη κιόλας δεκαετία ανεξάρτητης ύπαρξης του ελληνικού κράτους, δεν αποτέλεσε ποτέ ένα συγκροτημένο πολιτικό σχέδιο. Δεν ήταν παρά αυτό που αποτύπωναν οι λέξεις: μια «ιδέα», ένα όραμα. Το μόνο σταθερό και συγκεκριμένο σημείο-στόχος ήταν η Κωνσταντινούπολη. Χωρίς αυτήν την από 42
αιώνες αυτοκρατορική πόλη δεν θα μπορούσε να υπάρξει ελληνική αυτοκρατορία και για να το δούμε πιο προσγειωμένα -όπως πίστευαν τότε- δεν θα μπορούσε να υπάρξει ελληνικός καπιταλισμός και άρα και κράτος «λειτουργικό», αντίστοιχο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα της εποχής. Η Μακεδονία, και η μεγαλούπολή της, η Θεσσαλονίκη, έπιανε, ως τα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα, μικρό μόλις τόπο στο ονειρικό της Μεγάλης Ιδέας. Στην καλύτερη περίπτωση, τη θεωρούσαν ενδιάμεσο σταθμό στη μεγάλη εθνική πορεία προς τη Βασιλεύουσα, κάτι όπως η Λάρισα πριν από το 1881. Ηταν εξάλλου μια εβραϊκή και δευτερευόντως οθωμανική πόλη -ως προς τις οικονομικές και πνευματικές ελίτ εννοώ- που λίγο ενδιέφερε τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της Ομογένειας και της Μεγάλης Ιδέας. Παραδόξως το ελληνικό ενδιαφέρον για την πόλη το προκάλεσαν ιστορικοί ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αστυνομικό Τμήμα στον τουρκοκρατούμενο Βόλο το 1897. Ο σημαιοστολισμός είναι για την επέτειο του σουλτάνου.
εχθροί του Ελληνισμού. Οταν μετά το 1870 (με την Εξαρχική Εκκλησία) -και ειδικά μετά το 1878 με τις Συνθήκες στον Αγιο Στέφανο, αρχικά και πρόσκαιρα, και στο Βερολίνο στη συνέχεια- πήρε σάρκα και οστά ο βουλγαρικός εθνικισμός και προσανατόλισε τη δική του μεγάλη ιδέα προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, τότε το ελληνικό ενδιαφέρον γιγαντώθηκε. Σε τελευταία ανάλυση, οι Βούλγαροι απειλούσαν να κόψουν το γεωγραφικό ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
δρόμο προς τη Μεγάλη Ιδέα, αποκόπτοντας τη μικρή Ελλάδα από το μεγάλο της κωνσταντινοπολίτικο στόχο. Η «ανακάλυψη» -ας το πούμε έτσι- της Μακεδονίας είχε βαριές πολιτικές, εθνικές αν προτιμάτε, συνέπειες. Το μακεδονικό ζήτημα -που πήρε αργότερα διαστάσεις αληθινής σύρραξης και οδήγησε στο Μακεδονικό Αγώνα (1903-1908)- έδωσε για 43
Το χωριό Αγιος Στέφανος στον Μαρμαρά, όπου υπεγράφη η ομώνυμη Συνθήκη που ευνοούσε τη Βουλγαρία.
πρώτη φορά συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στην ως τότε αόριστη, ελληνική Μεγάλη Ιδέα. Την προσάρμοσε στην πραγματικότητα της στιγμής, τη «διαστρέβλωσε» επίσης. Η Ιδέα, μπροστά στο μέγεθος της νέας απειλής, υποκατέστησε τον παραδοσιακό εχθρό και εμπόδιο στην πραγμάτωσή της -τον Τούρκο- με τον καινούργιο αντίπαλο, τον Βούλγαρο. Και η Θεσσαλονίκη έγινε στρατηγικός στόχος ξηλώνοντας τη μονοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Δεν είμαστε μόνοι εμείς με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης που κάνουμε αυτή τη διαπίστωση. Πολλοί εθνικά αγωνιζόμενοι παράγοντες 44
εκείνου του καιρού χτύπησαν καμπάνα συναγερμού, επισημαίνοντας τον κίνδυνο να βαλτώσει η Μεγάλη Ιδέα στα βαλτοτόπια της λίμνης των Γιαννιτσών και της μακεδονικής πεδιάδας και να ξεχάσει ότι το διακύβευμα ήταν η Κωνσταντινούπολη και μόνο αυτή. Ακόμα και στις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων πολλοί κατηγόρησαν τον Βενιζέλο για τη συμμαχία του με τους Βουλγάρους στη Βαλκανική Λίγκα. Δεν ήταν λίγες ούτε ασήμαντες (π.χ. ο μετέπειτα Χρύσανθος, μητροπολίτης Τραπεζούντος), οι φωνές που υποστήριζαν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να στηρίξει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε τυχόν εμπλοκή της με Βούλγαρους και Σέρβους. Εάν ήταν να πέσει η ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ενοπλοι εθελοντές του 1897 στα Μετέωρα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
45
Αυτοκρατορία των Σουλτάνων, έπρεπε να πέσει σε όφελος του Ελληνισμού. Με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να διανεμηθεί η κληρονομιά της στους Σλάβους γείτονες. Εκατό χρόνια μετά γνωρίζουμε ότι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι έδωσαν πράγματι θανάσιμο πλήγμα στην ελληνική Μεγάλη Ιδέα, ως προς την αρχική της σύλληψη. Το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής Μακεδονίας και η πρωτεύουσά της, η Θεσσαλονίκη, έγιναν ελληνικά, αλλά με τίμημα το κλείσιμο του δρόμου προς την Πόλη. Ο δρόμος αυτός περνούσε πλέον μέσα από βαλκανικές δυνάμεις και ισορροπίες υπερβολικά πολύπλοκες για την ελληνική πολιτική. Η Ιστορία ενίοτε επιβάλλει υπέρμετρο κόστος στις επιτυχίες – όπως και στις αποτυχίες επίσης. Tα δεκαπέντε χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στον πόλεμο του 1897 και στο ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων άλλαξαν σε πολλά τις περί
πολέμου αντιλήψεις της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας. H πρώτη -και σε μεγάλο βαθμό και η δεύτερη- αποδέχθηκε τον πόλεμο ως πιθανότερη μέθοδο επίλυσης των εθνικών ζητημάτων και, ως εκ τούτου, τον μετέφερε από το πεδίο της ρητορείας στο πλέον πρακτικό της συγκεκριμένης υλικής και οργανωτικής προετοιμασίας. H χώρα προετοιμάστηκε για τον επερχόμενο πόλεμο σε συνοπτικά, θα λέγαμε, διαδοχικά στάδια. O Μακεδονικός Αγώνας αποκατέστησε το κύρος του τακτικού στρατού που η περιπέτεια του 1897 είχε αμαυρώσει. Οι στρατιωτικές παραγγελίες του 1906-1907 βελτίωσαν το Πυροβολικό, αλλά και τον εξοπλισμό του Πεζικού, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα του τότε πρόσφατου ρωσο-ιαπωνικού πολέμου. Το Κίνημα των Νεότουρκων, το 1908, επιτάγχυνε διαδικασίες που είχαν από καιρό ξεκινήσει μέσα στον οθωμανικό χώρο ή γύρω από αυτόν. Η συνταγή γοήτευσε πολλούς και βρήκε σχεδόν
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς στο Γουδή (1909) με αντιπροσωπία πανεπιστημιακών καθηγητών. 46
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αμέσως μιμητές. Στα βαλκανικά κράτη η από το στρατό προερχόμενη πίεση οδήγησε σε αλλαγές. Στην ελληνική περίπτωση, το κίνημα στο Γουδή το 1909 και ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος αποτέλεσαν μια σαφώς πετυχημένη μεταφορά των προτύπων και του πνεύματος των Νεότουρκων στην ελληνική περίπτωση. Οι πολιτικές εξελίξεις ήρθαν με ραγδαίους ρυθμούς και σε λίγους μόνο μήνες έπειτα από την παρέμβαση των αξιωματικών η χώρα απέκτησε νέα κυβέρνηση, νέο ηγέτη, νέο σύνταγμα, νέο νομικό και θεσμικό πλαίσιο σε πλήθος τομέων της λειτουργίας της. Κυρίως, όμως, απέκτησε νέες αντιλήψεις, θα λέγαμε νέα οράματα. Οι γρήγοροι ρυθμοί του εκσυγχρονισμού συναντήθηκαν με το σταθερό αίτημα της Μεγάλης Ελλάδος, με τα αιτήματα του αλυτρωτισμού και της εθνικής ολοκλήρωσης. Το κίνημα επιβεβαίωσε και επιτάχυνε διεργασίες που είχαν ξεκινήσει, με σποραδικό έστω τρόπο, νωρίτερα. Η νέα λάμψη των στρατιωτικών πραγ-
μάτων οφειλόταν οπωσδήποτε στην αύξηση των οικονομικών πόρων που οι κυβερνήσεις της περιόδου επένδυσαν στη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας. Οι σχετικές προσπάθειες ξεκίνησαν την επαύριο σχεδόν της ήττας του 1897, παρά την οικονομική δυσπραγία του τότε ελληνικού κράτους και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα δημόσια οικονομικά. Σε αντίθεση με τις προγενέστερες πρακτικές, οι εξοπλιστικές προσπάθειες της χώρας είχαν πλέον διάρκεια και σχεδόν ορθολογικό σχεδιασμό. Ο στρατός ξηράς απέκτησε σύγχρονο Πυροβολικό (τύπου Σνάιντερ), υλικά στρατοπεδίας, νέες εξαρτύσεις για τους στρατιώτες, μέσα επικοινωνιών και μηχανικού και σύγχρονα επαναληπτικά τυφέκια Mάνλιχερ. Με μικρή υστέρηση έφθασαν σε αυτόν ακόμα πιο σύγχρονα όπλα, τα πολυβόλα λόγου χάρη, που εμφανίστηκαν εδώ το 1911. Η διάρθρωσή του σε Μεραρχίες έγινε μόνιμη με τρόπο ώστε να μην επαναληφθεί η σύγχυση του 1897, όταν οι μεγάλες μονάδες συγκροτήθηκαν μετά την έναρξη
Η γέφυρα του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη φυλάσσεται από Νεότουρκους στη διάρκεια ενός αντιεπαναστατικού κινήματος το 1909. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
47
Ο μακεδονομάχος Τέλλος Αγρας (Σαράντος Αγαπηνός) με την ομάδα του στην περιοχή του βάλτου των Γιαννιτσών.
της επιστράτευσης ή και του ίδιου του πολέμου. Μεγάλα ετήσια γυμνάσια ολοκλήρωσαν τη νέα αντίληψη. Aνάλογες ήσαν οι επενδύσεις στο Ναυτικό, όπου στα τρία παλαιά «τρικουπικά» θωρηκτά προστέθηκαν, από το 1904 ως το 1912, 4 μεγάλα και 10 μικρά αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο και το θωρηκτό εύδρομο «Γ. Aβέρωφ». Tο τελευταίο, αν και ξεπερασμένο ως τύπος πολεμικού τον καιρό ήδη της καθέλκυσής του στην Iταλία (1911), ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να αποκτήσει μία χώρα που δεν διέθετε τα απαιτούμενα για την αγορά «δρεδνώτ»1 οικονομικά μέσα. H βελτίωση της εκπαίδευσης των αξιωματικών μετέτρεψε το στόλο σε πολύτιμο εργαλείο πολέμου. Η προς τον πόλεμο πορεία της χώρας διακρινόταν πλέον στο κοινωνικό επίπεδο. Το κύρος των στρατιωτικών, που τόσο πολύ είχε αμφισβητηθεί 48
στον πόλεμο του 1897, γνώριζε περιόδους δόξας. Η μεταστροφή οφειλόταν στον Μακεδονικό Αγώνα και τη συμμετοχή στρατιωτικών στελεχών σε αυτόν, αλλά και στη νέα ποιότητα του Σώματος των αξιωματικών και του στρατεύματος. Η εκπαίδευση στα του πολέμου έγινε ίσως η πλέον σοβαρή επένδυση του όλου εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας και η αποστολή αξιωματικών στο εξωτερικό έφθασε να ανταγωνίζεται το φοιτητικό ξενιτεμό των υποψήφιων γιατρών λόγου χάρη. Οι ξένες στρατιωτικές αποστολές βελτίωναν τη γενική εικόνα των κατώτερων στελεχών και των στρατευσίμων στη στεριά και τη θάλασσα. Το στρατιωτικό επάγγελμα γοήτευε ακόμα και τους γόνους των επιφανών οικογενειών και σε αρκετές περιπτώσεις προσείλκυε ακόμα και τους γιους των πλούσιων ομογενών, έξω από τα σύνορα της χώρας. Η απαλλαγή των στρατιωτικών μονάδων από... παράπλευρα καθήκοντα, όπως η συλλογή φόρων ή η καταδίωξη ληστών, άμβλυνε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Σκίτσο που απεικονίζει το συνασπισμό των βαλκανικών κρατών εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της δημιουργίας της Βαλκανικής Συμμαχίας το 1912. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
49
την καχυποψία των αγροτών -από τους οποίους προέρχονταν στην πλειονότητά τους οι στρατεύσιμοι- και πιστοποίησε τον αποκλειστικά εθνικό προσανατολισμό του στρατεύματος. Oι αλλαγές στο πνεύμα και το Σώμα του στρατεύματος αντικατόπτριζαν ισχυρές κοινωνικές διεργασίες μέσα και γύρω από τον ελληνικό χώρο. H έντονη κινητικότητα του αγροτικού χώρου, αποτέλεσμα επιμέρους κρίσεων όσο και γενικότερων αδιεξόδων, οι προσδοκίες των ανερχόμενων αστικών στρωμάτων αλλά και η στροφή τού εκτός των συνόρων Ελληνισμού προς το ασφαλές εθνικό κέντρο συνηγορούσαν στην πολεμική προετοιμασία. Oπωσδήποτε, το 1912, η μικρή Eλλάδα είχε πραγματικές στρατιωτικές δυνατότητες στο βαλκανικό χώρο. Mπορούσε να προσφέρει στο συνασπισμό των χριστιανικών κρατών της χερσονήσου έναν αξιόλογο στρατό και ειδικότερα
ένα στόλο ικανό να εξουδετερώσει τις θαλάσσιες δυνατότητες της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. H τελευταία περνούσε εξάλλου μία βαθιά κρίση. Tην αναταραχή που προκάλεσε το Κίνημα των Νεότουρκων ακολούθησαν οι εξωτερικές τριβές και τελικά ο πόλεμος της Πύλης με την Iταλία (1911-1912), που εξασθένισε σημαντικά τις στρατιωτικές δυνατότητες της Aυτοκρατορίας. Στις 5 Oκτωβρίου του 1912, ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στην καλύτερη δυνατή συγκυρία για τα μικρά βασίλεια των Bαλκανίων.
Ο εχθρός: ο οθωμανικός κόσμος Παρά το γεγονός ότι η αποσύνθεση και η πτώση των Αυτοκρατοριών αποτελούν ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης στην πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή, τα ερωτήματα σε σχέση με τον τρόπο
Ο βασιλιάς της Ιταλίας, Βιτόριο Εμανουέλε Γ’, στα Δαρδανέλια, μετά την κήρυξη του πολέμου στην Τουρκία το 1911. Ενας πόλεμος που εξάντλησε την Τουρκία εν όψει του Βαλκανικού. 50
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
με τον οποίο οδηγήθηκε σε κατάρρευση η ευρωπαϊκή πλευρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παραμένουν. Το 1911 κανείς δεν θα πίστευε ότι τέσσερα μικρά βαλκανικά κράτη θα μπορούσαν να επιβληθούν στρατιωτικά στον οθωμανικό στρατό. Ο τελευταίος είχε να επιδείξει αξιοσημείωτες δάφνες στις προηγούμενες συγκρούσεις του με τη Ρωσία και, σε τελευταία ανάλυση, επέδειξε απρόσμενη αντοχή και αποτελεσματικότητα στους αμέσως μετέπειτα πολέμους του 1914 – 1922. Τι έγινε, λοιπόν, το 1912; Η προτιμώμενη εξήγηση είναι ο μακρόχρονος (Οκτώβριος 1911-Οκτώβριος 1912) πόλεμος με την Ιταλία. Οπωσδήποτε η σύρραξη αυτή προκάλεσε οικονομική κρίση και δυσπραγία στην Αυτοκρατορία, επέφερε απώλειες στο οθωμανικό Ναυτικό, διέκοψε την παράδοση σημαντικών πολεμικών πλοίων και εμπόδισε την ανάπτυξη
στρατευμάτων της Ανατολής (Συρίας) στα Βαλκάνια. Από την άλλη πλευρά, δεν έθιξε το στρατό ξηράς, ενώ, αντίθετα, οι επιδόσεις του οθωμανικού στρατού στην αποκομμένη Λιβύη έδωσαν -το υποθέτουμε, αυτά δεν είναι μετρήσιμα- ισχυρή δόση αυτοπεποίθησης στα νέα στελέχη του. Πολλά ερωτηματικά συνοδεύουν τον τρόπο ανάπτυξης του οθωμανικού στρατού στα Βαλκάνια, στις παραμονές του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Με δεδομένη την αδυναμία στη θάλασσα - εξαιτίας των Ιταλών αρχικά και εξαιτίας της έγκαιρης παράδοσης του θωρακισμένου καταδρομικού «Αβέρωφ» στο ελληνικό Ναυτικό-, ο μόνος ασφαλής χώρος για στρατηγική συγκέντρωση του οθωμανικού στρατού ήταν η Θράκη. Υπήρχε εκεί ελεύθερη επικοινωνία με την ενδοχώρα της Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, μεγάλο κέντρο εφοδιασμού και διοίκησης, ήταν κοντά, ενώ το
Το ιστορικό θωρηκτό «Αβέρωφ». Οι επιτυχίες του στο Αιγαίο υπό τον ναύαρχο Κουντουριώτη περιόρισαν τον οθωμανικό στόλο στα Δαρδανέλια. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
51
οθωμανικό Ναυτικό κυριαρχούσε στη Μαύρη Θάλασσα παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των έξι βουλγαρικών τορπιλοβόλων. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να γίνει η στρατηγική συγκέντρωση του οθωμανικού στρατού σε αυτή την περιοχή και να εκπονηθεί ένα σχέδιο μεθοδικής καταστροφής των βαλκανικών στρατών, του ενός μετά τον άλλο. Σε τελευταία ανάλυση, μια αποφασιστική νίκη ενάντια στο βουλγαρικό στρατό θα τελείωνε, στην ουσία, τον πόλεμο. Με παράδοξο -όπως φαινόταν στους τότε παρατηρητές- τρόπο, ο οθωμανικός στρατός αναπτύχθηκε όσο το δυνατόν πιο ανορθόδοξα. Στην ουσία, κατένειμε τις δυνάμεις του σε πλήθος στρατιές και Σώματα που δρούσαν ανεξάρτητα -και ασυντόνιστα- το ένα με το άλλο. Οι οθωμανικές δυνάμεις κυριολεκτικά διασκορπίστηκαν σε όλο το πλάτος και το μήκος των Βαλκανίων. Στην αρχική συγκέ-
ντρωση, 150.000 στρατιώτες παρατάχθηκαν στη Θράκη και 200.000 στη Μακεδονία. Οι τελευταίοι, με την έναρξη του πολέμου, ήταν καταδικασμένοι να αποκοπούν από ενισχύσεις και εφεδρείες που θα έρχονταν από την οθωμανική ενδοχώρα. Αλλά και αυτές οι δυνάμεις δεν συγκροτήθηκαν σε ενιαίο Σώμα, αλλά μοιράστηκαν σε πλήθος μετώπων, φρουρών και υποχρεώσεων, ενίοτε με ακατανόητο τρόπο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της παράταξης του οθωμανικού στρατού απέναντι στην Ελλάδα, όπου διατηρήθηκαν 23.000 άνδρες στο φρούριο των Ιωαννίνων, ενώ στο πολύ πιο κρίσιμο μέτωπο της Θεσσαλίας παρατάχθηκαν 29.000 στρατιώτες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν 100.000 ελληνικού στρατού. Αυτή η επιλογή έγινε ενώ ήταν προφανές ότι η βασική προσπάθεια του ελληνικού στρατού θα στρεφόταν προς τη Θεσσαλία.
Η απώλεια των βαλκανικών κτήσεων και η δημιουργία προσφυγικού ρεύματος αποδείχτηκαν δυσβάστακτες για την οθωμανική αυτοκρατορία. 52
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής ανάπτυξης ήταν στρατιωτικά καταστροφικό. Ο οθωμανικός στρατός, παρά τις καλές -συγκριτικά- επιδόσεις του στα πεδία των μαχών, ηττήθηκε σε όλες τις μάχες που έδωσε στο Βαλκανικό Πόλεμο, πολεμώντας σχεδόν παντού με υποδεέστερες αριθμητικά δυνάμεις και γενική απουσία εφεδρειών. Ο πόλεμος κράτησε πολλούς μήνες μόνο και μόνο εξαιτίας της αδυναμίας των συμμάχων να καταλάβουν εύκολα τις οχυρωμένες ζώνες: τη Σκόδρα, τα Ιωάννινα, την Αδριανούπολη. Η εξήγηση γι’αυτήν την προφανώς αναποτελεσματική διάταξη του οθωμανικού στρατού βρίσκεται μάλλον στην πολιτική. Οι Νεότουρκοι -η Επιτροπή «Ενωση και Πρόοδος»- είχαν από το 1908 και μετά απολέσει σημαντικά εδάφη. Μετά το κίνημα «επισημοποιήθηκε» η απώλεια της Κρήτης, της Κύπρου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, ενώ σε αυτές
προστέθηκαν η Λιβύη και τα Δωδεκάνησα. Πολιτικά το καθεστώς δεν μπορούσε να αντέξει άλλες απώλειες εδαφών σε τόσο μικρό διάστημα, όχι τουλάχιστον χωρίς να πολεμήσει γι’ αυτά. Η απόφαση που πάρθηκε ήταν να δοθεί μάχη για κάθε πιθαμή οθωμανικού εδάφους, με την ελπίδα ότι στις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις αυτή η αποφασιστικότητα θα έδινε το διπλωματικό τόνο. Δεν ήταν μια αφελής εκτίμηση. Πολύ συχνά στην Ιστορία, η διπλωματία «διορθώνει» το στρατιωτικό αποτέλεσμα. Στην πρόσφατη Ιστορία της Αυτοκρατορίας υπήρχε το προηγούμενο του ρωσοοθωμανικού πολέμου του 1877, όπου η στρατιωτική έκβαση -οι Ρώσοι έφτασαν στα προάστια της Κωνσταντινούπολης- «διορθώθηκε» με τη Συνθήκη του Βερολίνου. Μόνο που, στα 191213, ο κόσμος δεν ήταν πλέον ο ίδιος με εκείνον του 1877-78. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν χω-
Ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού στα Βαλκάνια αποτελείτο από Redif, ένα είδος πολιτοφυλακής που συγκροτείτο σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
53
Ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος του 1911 είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς.
ριστεί σε ανταγωνιστικά στρατόπεδα και το σκηνικό προετοίμαζε τη μεγάλη έκρηξη του 1914: τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τις πρωτεύουσες των ισχυρών η ενδυνάμωση των μικρών βαλκανικών κρατών δημιουργούσε νέες ευκαιρίες, λαμβανομένων υπόψη των μεταξύ τους ανταγωνισμών. Μπορούσαν εύκολα να επεκτείνουν την «υψηλή προστασία» τους στα μικρά αυτά κράτη και να προσθέσουν πιστούς συμμάχους στον επερχόμενο πόλεμο. Για το λόγο αυτό οι Νεότουρκοι Οθωμανοί του 1912-13 έχασαν, μετά τη στρατιωτική, και τη διπλωματική τους μάχη.
Ο οθωμανικός στρατός το 1912 Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι εθνικές και εδαφικές ανακατατάξεις στα Βαλκάνια ήταν, σχεδόν εξίσου, το αποτέλεσμα εξωτερικών επεμβάσεων -από την πλευρά των ισχυρών δυνάμεων της Ευρώπης-, καθώς και το αντίστοιχο εσωτερικών κοινωνικών διεργασιών – της συγκρότησης και της ανόδου αστικών στρωμάτων που φιλοδοξούσαν να πετύχουν μια αυτόνομη καπιταλιστική ανάπτυξη. Η προερχόμενη από τη Δύση προοδευτική διείσδυση του εμπορικού και βιομηχανικού κεφαλαιου στον οθωμανικό χώρο κατέλυε τις «πατροπαράδοτες» οι54
κονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συμβάσεις και δημιουργούσε προσδοκίες και φιλοδοξίες. Ο μεγάλος στόχος των εθνικών ελίτ που διαμορφώνονταν σε αυτό το περιβάλλον ήταν η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην Κωνσταντινούπολη, η επιβίωση της Αυτοκρατορίας ήταν το ζητούμενο. Στην οθωμανική πρωτεύουσα ο στρατιωτικός σχεδιασμός, εν όψει της επικείμενης σύρραξης στα Βαλκάνια, αποδείχθηκε εξαιρετικά σύνθετη υπόθεση, καθώς οι πολιτικές επιταγές και προτεραιότητες έρχονταν σε σύγκρουση με τις στρατιωτικές αντίστοιχες. Η στρατηγική για την αντιμετώπιση μιας πολυμέτωπης επίθεσης στα Βαλκάνια επέβαλε τη συγκέντρωση των οθωμανικών δυνάμεων στα πλέον ισχυρά για την άμυνα σημεία με τρόπο ώστε να φθείρουν τους αντίπαλους στρατούς ή να εκβιάσουν μια τακτική επιτυχία σε βάρος ενός από τους πολλούς αντιπάλους. Η Αυτοκρατορία όμως είχε ήδη δεχθεί πολλούς προσφυγικούς πληθυσμούς στο παρελθόν με τρόπο ώστε να θεωρείται πολιτικά απαράδεκτη η όποια εγκατάλειψη μουσουλμανικών πληθυσμών στα χέρια των αντίπαλων χριστιανικών κρατών. Επιπλέον, ο όγκος των οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων στα Βαλκάνια αποτελείτο, όπως θα δούμε, από μονάδες Redif, δηλαδή δεύτερης ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
σειράς εφέδρους, ένα είδος Πολιτοφυλακής που επιστρατευόταν στα πλησίον της απειλής διοικητικά διαμερίσματα. Οι μονάδες αυτές αποτελούνταν από μεγαλύτερες ηλικίες επίστρατων, συχνά οικογενειάρχες με σημαντικές υποχρεώσεις στις εστίες τους. Είχαν στοιχειώδη μόνο συγκρότηση και πειθαρχία και δεν θα ήταν εύκολο να συγκρατηθούν στην περίπτωση όπου οι περιοχές από τις οποίες προέρχονταν οι άνδρες τους έπεφταν στην κυριαρχία του εχθρού. Αλβανοί και Βόσνιοι, περιτριγυρισμένοι από χριστιανικούς πληθυσμούς, προσέβλεπαν στην προστασία της Πύλης για τη βαλκανική επιβίωσή τους. Η ανεπάρκεια αυτής της προστασίας θα δημιουργούσε σίγουρα νέες πολιτικές καταστάσεις. Εξαιτίας αυτών των παραμέτρων, ο οθωμανικός στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των βαλκανικών συνόρων της Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια που είχαν εκπονηθεί με τη βοήθεια της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, ο ευρωπαϊκός στρατός θα αναπτυσσόταν σε δύναμη 598.000 ανδρών. Στην πραγματικότητα, μέσα στις συνθήκες που περιγράψαμε, η συνολική δύναμη των ευρωπαϊκών στρατευμάτων της Πύλης δεν ξεπέρασε τις 320.000 στην αρχή των επιχειρήσεων. Η ανώτατη διοίκηση του οθωμανικού στρατού διαίρεσε το βαλκανικό μέτωπο σε δύο μεγάλους τομείς με ανεξάρτητες ανώτερες διοικήσεις. Η Στρατιά της Δύσης περιλάμβανε 200.000 άνδρες χονδρικά στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας, ενώ η Στρατιά της Ανατολής είχε 115.000 άνδρες στη Θράκη. Θεωρητικά, ο εξοπλισμός των Οθωμανών στο βασικό όπλο της εποχής, το Πυροβολικό, ήταν εντυπωσιακός, καθώς περιλάμβανε 1.203 πυροβόλα εκστρατείας και 1.115 πυροβόλα φρουρίων τοποθετημένα σε σταθερές βάσεις στα πολλά φρουριακά συγκροτήματα της περιοχής. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα πυροβόλα αυτά, ιδιαίτερα τα τοπομαχικά, αυτά δηλαδή που βρίσκονταν σε σταθερές βάσεις, ήσαν απαρΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
χαιωμένα βραδυβόλα που πολύ λίγο μπορούσαν να συνεισφέρουν σε έναν ανοιχτό πόλεμο. Η Στρατιά της Ανατολής είχε αναπτυχθεί στη Θράκη κάτω από τη διοίκηση του Ναζίμ Πασά. Περιλάμβανε επτά Σώματα στρατού με 11 Μεραρχίες Πεζικού του τακτικού στρατού (Ναζίμ) και 13 Μεραρχίες της εφεδρείας (Ρεντίφ). Το Ιππικό ήταν διαρθρωμένο σε μία μεραρχία και επιμέρους ανεξάρτητες μονάδες. Οι περισσότερες από τις Μεραρχίες του τακτικού στρατού (Ναζίμ) της Στρατιάς στερούντο ενός από τα τρία Συντάγματα Πεζικού. Ακόμα και για τα μέ-
H συγκρότηση της οθωμανικής στρατιάς της Ανατολής 2η Μεραρχία Πεζικού Ι. Σώμα Στρατού 3η Μεραρχία Πεζικού 1η Προσωρινή Μεραρχία Πεζικού 4η Μεραρχία Πεζικού 5η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Ουσάκ ΙΙ. Σώμα Στρατού 7η Μεραρχία Πεζικού 8η Μεραρχία Πεζικού 9η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Αφιόν Καραχισάρ ΙΙΙ. Σώμα Στρατού 12η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Ιζμίτ Εφεδρική Μεραρχία Προύσας IV. Σώμα Στρατού Εφεδρική Μεραρχία Σαμψούντας Εφεδρική Μεραρχία Ερεγκλί XVII. Σώμα Στρατού Εφεδρική Μεραρχία Σμύρνης 10η Μεραρχία Πεζικού Οχυρό 11η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Αδριανούπολης Συγκρότημα Εφεδρική Μεραρχία Babaeski Αδριανούπολης Εφεδρική Μεραρχία Γκιουμουλτζίνας (Αλεξανδρούπολης)
4ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πεζικού 12ο Σύνταγμα Ιππικού
Εφεδρική Μεραρχία Kircaali Απόσπασμα Kircaali Μεραρχία Kircaali Mustahfiz 36ο Σύνταγμα Πεζικού Επιπλέον Ανεξάρτητη Μεραρχία Ιππικού και 5η Ελαφριά Ταξιαρχία Ιππικού 55
τρα της εποχής και της Ανατολής οι Μεραρχίες του οθωμανικού στρατού είχαν ελάχιστη δύναμη, λιγότερους από 5.000 άνδρες κατά μέσο όρο. Οι Μεραρχίες του τακτικού στρατού (Νιζάμ) ήταν οι καλύτερα στελεχωμένες με 6.000-8.000 άνδρες η καθεμία και οργανικό Πυροβολικό στη δύναμή τους, ενώ αντίθετα οι εφεδρικές Μεραρχίες (Ρεντίφ) δεν είχαν παρά 3.000-4.000 άνδρες και πολύ σπάνια είχαν δικές τους Μονάδες Πυροβολικού.
Η Στρατιά της Μακεδονίας είχε το Γενικό Στρατηγείο της στη Θεσσαλονίκη και βρισκόταν κάτω από τη διοίκηση του Ali Rizah Pasha. Αποτελείτο από πέντε Σώματα στρατού και 14 Μεραρχίες που στρέφονταν ενάντια στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.
Στην ευρύτερη μακεδονική ζώνη επιχειρήσεων ο οθωμανικός στρατός ανέπτυξε δύο διοικήσεις Στρατιάς (Μακεδονίας και Βαρδάρη) με συνολικά δέκα Σώματα στρατού, 32 Μεραρχίες Πεζικού και δύο Μεραρχίες Ιππικού. Η Στρατιά του Βαρδάρη παρατάχθηκε απέναντι στους Σέρβους. Το στρατηγείο της βρισκόταν στα Σκόπια και κάτω από τη διοίκηση του Halepli Zeki Pasha βρίσκονταν πέντε Σώματα στρατού, 18 Μεραρχίες Πεζικού, μία Μεραρχία και δύο ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Ιππικού. Η οργάνωσή τους ήταν η ακόλουθη:
Η διάταξη του οθωμανικού στρατού απέναντι στον ελληνικό
Οι διοικήσεις οθωμανικού στρατού σε Μακεδονία και Βαρδάρη V. Σώμα Στρατού
13η Μεραρχία Πεζικού 15η Μεραρχία Πεζικού 16η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Istip
VΙ. Σώμα Στρατού
17η Μεραρχία Πεζικού 18η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Μοναστηρίου Εφεδρική Μεραρχία Δράμας
VII. Σώμα Στρατού
19η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Σκοπίων Εφεδρική Μεραρχία Κοσόβου
ΙΙΙ. Σώμα Στρατού
Εφεδρική Μεραρχία Ουσάκ Εφεδρική Μεραρχία Denizli Εφεδρική Μεραρχία Σμύρνης]
Σώμα Στρατού Sandzak
20ή Μεραρχία Πεζικού (-) 60ή Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Metrovica Αποσπάσματα Tashca, Firzovic, Taslica
Ανεξάρτητη Μεραρχία Ιππικού και 7η, 8η Ταξιαρχίες Ιππικού 56
Στο μέτωπο απέναντι στον ελληνικό στρατό η διάταξη των οθωμανικών στρατευμάτων είχε ως εξής:
VIIIο Προσωρινό Σώμα Στρατού
22η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Naslic Εφεδρική Μεραρχία Aydin (δεν έφθασε στη ζώνη και τελικά στάλθηκε στη Θράκη)
Σώμα Στρατού Ιωαννίνων
23η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Ιωαννίνων (Yanya) Μεραρχία Φρουρίου Μπιζάνι
Ανεξάρτητες μονάδες
Εφεδρική Μεραρχία Θεσσαλονίκης (Selanik) Απόσπασμα Καραμπουρνού
Απέναντι στο βουλγαρικό στρατό στην Ανατολική Μακεδονία το οθωμανικό επιτελείο παρέταξε: Σώμα Στρατού Στρυμόνα
14η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Σερρών
Ενάντια στο Μαυροβούνιο το οθωμανικό επιτελείο παρέταξε: Το Σώμα Στρατού της Σκόδρας
24η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Ελμπασάν Φρουρά οχυρών Σκόδρας
Απόσπασμα Ipec
21η Μεραρχία Πεζικού Εφεδρική Μεραρχία Prizren
Η συμπλήρωση της οργανικής δύναμης των Μονάδων αλλά και οι πρόσθετες στρατιωτικές ενισχύσεις με στρατεύματα προερχόμενα από τη Συρία και την Παλαιστίνη δεν έγινε δυνατό να ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πραγματοποιηθούν στη διάρκεια του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Γενική εικόνα του οθωμανικού στρατού την άνοιξη του 1912 Αξιωματικοί
12.024
Οπλίτες
324.718
Σύνολο
336.742
Μεταγωγικά κ.λπ. ζώα
47.960
Πυροβόλα
2.318
Πολυβόλα
388
Ο πόλεμος στα βαλκανικά μέτωπα Ο πόλεμος της Πύλης με την Iταλία (1911-1912) ξεκίνησε ως επιχείρηση ήσσονος σημασίας, καθώς είχε ως άμεσο στόχο την προσάρτηση της Λιβύης, μιας ξεχασμένης και απομονωμένης επαρχίας
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις ακτές της βόρειας Αφρικής, με τρόπο ώστε να αποζημιωθεί η Ιταλία για την επέκταση των γαλλικών κτήσεων στην Τυνησία. Η απρόσμενη αντίσταση των Οθωμανών και των νομάδων της ερήμου μετέτρεψε τον ιταλικό περίπατο σε μακρόχρονο πόλεμο που απλώθηκε σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Ενα σχεδόν χρόνο μετά την έναρξη των εχθροπραξιών -τον Οκτώβριο του 1912- η οθωμανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την αδυναμία της και να εγκαταλείψει τη Λιβύη. Στο μεταξύ, όμως, οι Ιταλοί είχαν προσθέσει στις κτήσεις τους τα Δωδεκάνησα, ο οθωμανικός στόλος είχε καταπονηθεί και υποστεί απώλειες, το κόστος του πολέμου είχε εξαρθρώσει τις περιορισμένες δυνατότητες της Κωνσταντινούπολης, ενώ η απαγόρευση εξαγωγής πολεμικών ειδών στην Αυτοκρατορία από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις στο όνομα της ουδετερότητας είχε πλήξει καίρια τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας και μαζί τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Για τα βαλκανικά κράτη η κρίση που περνούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ο βουλγαρικός στρατός παρατάσσοντας 600.000 άνδρες αναδεικνύεται στον πολυαριθμότερο αντίπαλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
57
εκτιμήθηκε ως ανεπανάληπτη ιστορική ευκαιρία. γίνει καταστροφική σε περίπτωση μακρόχρονου Με άξονα τις συνεννοήσεις ανάμεσα στη Σερπολέμου ή μείζονος αποτυχίας στα στρατιωτιβία, στο Μαυροβούνιο και τη Βουλγαρία κά μέτωπα. Κυριολεκτικά η βουλγαρική θεμελιώθηκε μία ισχυρή συμμαχία, πολεμική μηχανή ήταν μιας ευκαιρίικανή να αντιμετωπίσει τον οθωας. Η κατάσταση αυτή υπαγόρευε μανικό στρατό στα Βαλκάνια. Η τη γενικότερη στρατηγική. Ελλάδα δεν ήταν επιθυμητός Ο βουλγαρικός στρατός ήταν σύμμαχος, ήταν όμως αναδιαρθρωμένος σε εννέα Μεγκαίος. Ηταν η μόνη βαλκανική χώρα που διέθετε ναυτική ραρχίες Πεζικού, μία Ιππιδύναμη ικανή να εμποδίσει κού και διέθετε 1.116 πυροβόλα. Η κάθε Μεραρχία τη μεταφορά στρατιωτικών Πεζικού είχε δύναμη που ενισχύσεων από τη Μικρά Ασία στα βαλκανικά μέτωπα. ισοδυναμούσε με εκείνη ενός Ο Βενιζέλος πρόσφερε στους Σώματος στρατού σε άλλους συμμάχους αυτό το σημαντικό στρατούς. Η κάθε Μεραρχία πλεονέκτημα και με τον τρόπο περιλάμβανε τρεις Ταξιαρχίες, αυτό έγινε μέλος του βαλκανικού οι οποίες, αν εξαιρέσουμε το μετώπου. Στις 5 Oκτωβρίου του Πυροβολικό και τις υπηρεσίες, ισοδυναμούσαν με Μεραρχίες 1912, ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στην καλύτερη των άλλων στρατών. Αυτή η ορΟ Halepli Zeki Pasha είχε υπό δυνατή συγκυρία για τα μικρά γάνωση αποσκοπούσε σε «οικοτη διοίκησή του τη Στρατιά του βασίλεια των Bαλκανίων. νομίες κλίμακας», στην αύξηση Βαρδάρη που παρατάχθηκε εναντίον των Σέρβων. δηλαδή των δυνάμεων κρούσης Με βάση την στρατιωτική ισχύ, σε βάρος των υπηρεσιών και ο πλέον σοβαρός αντίπαλος της των μηχανισμών υποστήριξης. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Το σύστημα απέδιδε τα μέγιστα στη στεριά ήταν ο βουλγαρικός κοντά στις ζώνες επιστράτευστρατός. Η Βουλγαρία επιστράσης και στα προετοιμασμένα τευσε 600.000 άνδρες για τις σημεία συγκέντρωσης. Η όλη ανάγκες του πολέμου σε συλειτουργία του στρατεύματος νολικό πληθυσμό 4.300.000. όμως αδυνάτιζε υπέρμετρα, Το ποσοστό αυτό -14% του όταν οι μονάδες απομακρύπληθυσμού- ήταν το μέγιστο νονταν από τις βάσεις τους που μπορούσε να αποδώσει και εκστράτευαν βαθιά στην μια σύγχρονη επιστράτευεχθρική ενδοχώρα. Αυτό ίσχυε πολλαπλασιαστικά ση και, φυσικά, ανώτερο από τα αντίστοιχα ποσοστά στη Θράκη, όπου η αγροτιτων συμμάχων της και των κή ύπαιθρος ήταν εξαιρετικά εχθρών της. Η μαζική αυτή φτωχή και όπου περίσσευαν οι επιστράτευση σήμαινε ότι βασιάγονες εκτάσεις. κές λειτουργίες των μετόπισθεν -οικονομικές αλλά και λειτουρΑρχιστράτηγος ήταν ο ίδιος ο γίες των υποδομών- αφέθηκαν Ο στρατηγός Μιχαήλ Σαβόφ (φωτό) βασιλιάς Φερδινάνδος, ενώ την σε κατάσταση υπολειτουργίας, ουσιαστική διοίκηση ασκούσε ο μαζί με τον βασιλιά Φερδινάνδο κατάσταση που κινδύνευε να στρατηγός Μιχαήλ Σαβόφ. Ολοι διοικούσαν το βουλγαρικό στρατό. 58
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Λιθογραφία που απεικονίζει τις μάχες του βουλγαρικού στρατού.
σχεδόν οι στρατιωτικοί πόροι της χώρας είχαν επενδυθεί στο στρατό ξηράς, καθώς το Ναυτικό δεν είχε παρά μια στοιχειώδη δύναμη από έξι τορπιλοβόλα που ναυλοχούσαν στη Μαύρη Θάλασσα.
στρατού, η 2η Μεραρχία (49.000 άνδρες) και η 7η Μεραρχία (48.500 άνδρες) είχαν ως αποστολή να προελάσουν προς την κατεύθυνση της Δυτικής Θράκης η πρώτη, και της Ανατολικής Μακεδονίας η δεύτερη.
Η διάταξη του βουλγαρικού στρατού περιλάμβανε την Πρώτη Στρατιά υπό τις διαταγές του στρατηγού Βαζίλ Κουτίντσεφ με 80.000 άνδρες στο μέτωπο της Θράκης, τη Δεύτερη Στρατιά του στρατηγού Νικόλα Ιβανώφ και 123.000 άνδρες (δύο Μεραρχίες και μία Ταξιαρχία Πεζικού) στη Θράκη, δυτικά της πρώτης και απέναντι από το φρουριακό συγκρότημα της Αδριανούπολης. Η Τρίτη Στρατιά του στρατηγού Ράντκο Ντιμίτριεφ αποτελείτο από 95.000 άνδρες και περιλάμβανε τρεις Μεραρχίες Πεζικού. Βρισκόταν στο δυτικότερο σημείο της βουλγαρικής παράταξης και η παρουσία της καλυπτόταν από την ανάπτυξη μπροστά της της μοναδικής Μεραρχίας Ιππικού του βουλγαρικού στρατού. Η αποστολή της, με βάση το σχεδιασμό, ήταν να διασχίσει όσο το δυνατόν απαρατήρητη τις ορεινές διαβάσεις του όγκου της Στράντζας και να καταλάβει το οθωμανικό φρούριο στο Kirk Kilisse (Σαράντα Εκκλησιές). Οι υπόλοιπες δυνάμεις του βουλγαρικού
Στην Ανατολική Θράκη έγιναν οι τρεις μεγαλύτερες μάχες του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Στο Kirk Kilisse (Σαράντα Εκκλησιές) αναμετρήθηκαν 168 βουλγαρικά τάγματα με 130 οθωμανικά. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν την τρίτη ημέρα των συγκρούσεων, αφήνοντας πίσω τους το οχυρό συγκρότημα γύρω από την Αδριανούπολη. Η πολύμηνη πολιορκία της πόλης ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Η νέα γραμμή άμυνας του οθωμανικού στρατού ήταν στο Λουλέ Μπουργκάς. Περίπου 130.000 Οθωμανοί στρατιώτες παρατάχθηκαν απέναντι σε 110.000 Βουλγάρους. Οι τελευταίοι υπήρξαν νικητές και σε αυτή την αναμέτρηση, η οποία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη μάχη σε ευρωπαϊκό έδαφος ανάμεσα στα 1870 (Γαλλοπρωσικός Πόλεμος) και στα 1914, στην έναρξη του Παγκόσμιου Πολέμου. Επρόκειτο για ένα τρομερό σφαγείο: οι Βούλγαροι είχαν 21.000 άνδρες εκτός μάχης και οι Οθωμανοί 22.000. Οι αντίπαλοι στρατοί είχαν ήδη χάσει το ένα τρίτο ως το ένα τέταρτο της μάχιμης δύναμής
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
59
τους. Με μία υπέρτατη προσπάθεια ο οθωμανικός στρατός υποχώρησε στην οχυρή γραμμή της Τσατάλτζας, περίπου τριάντα χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, και ο βουλγαρικός ετοιμάστηκε να επιτεθεί και εκεί. Η επιδημία χολέρας που ξέσπασε και στους δύο στρατούς προκαλούσε άλλου είδους εκατόμβες θυμάτων. Η βουλγαρική προέλαση αναχαιτίστηκε στη γραμμή της Τσατάλτζας. Η επίθεση 180.000 Βουλγάρων στρατιωτών σε 140.000 Οθωμανούς αποκρούστηκε εκεί με νέες βαρύτατες απώλειες εκατέρωθεν. Αργότερα, μετά τη λήξη της ανακωχής του Δεκεμβρίου 1912, οι Βούλγαροι ήταν εκείνοι που απέκρουσαν τις επιθέσεις των Οθωμανών στην Τσατάλτζα και στο λαιμό της Καλλίπολης. Τελικά το ίδιο το φρούριο της Αδριανούπολης έπεσε στα χέρια των Βουλγάρων, που, για την τελική έφοδο, ενισχύθηκαν με ισχυρό απόσπασμα του σερβι-
κού στρατού. Ο βουλγαρικός στρατός είχε 8.000 στρατιώτες εκτός μάχης σε αυτήν την επίθεση και ο σερβικός αντίστοιχα 1.500. Στην οθωμανική πλευρά σχεδόν 13.000 στρατιώτες πέθαναν στις μάχες ή από στερήσεις και ασθένειες στη διάρκεια της πολιορκίας. Από τους αιχμαλώτους επέστρεψαν ζωντανοί στην πατρίδα τους μετά τον πόλεμο 28.500 στρατιωτικοί, αριθμός που αφήνει ένα κενό περισσότερων από 20.000 άνδρες που είτε πέθαναν στην αιχμαλωσία είτε πρέπει να προστεθούν στα θύματα του πολέμου. Η διαρροή των ανδρών προς τα μετόπισθεν σε συνθήκες περικύκλωσης και στατικού πολέμου δεν ήταν διαδεδομένη πρακτική σε αυτό το μέτωπο. Το σύνολο των βουλγαρικών απωλειών στη διάρκεια της πολιορκίας ήταν 18.300 στρατιώτες. Οι συνολικές απώλειες στα μέτωπα της Ανατολικής Θράκης δείχνουν το μέγεθος της σύγκρουσης
Οι βουλγαρικές δυνάμεις έτοιμες να εξαπολύσουν επίθεση στην Αδριανούπολη κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου. 60
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και το σχετικό της βάρος στον πόλεμο 1912-1913. Οι βουλγαρικές ήταν 14.000 νεκροί, 50.000 τραυματίες και σχεδόν 20.000 θανόντες από ασθένειες – από τη χολέρα στην πλειονότητά τους. Αντίστοιχα, οι Οθωμανοί έχασαν 15.000 άνδρες μόνο από τη χολέρα και ίσως 80.000 στα πεδία των μαχών.
Το μέτωπο με τη Σερβία Η Σερβία συγκρότησε με γενική επιστράτευση ένα στρατό 255.000 ανδρών σε συνολικό πληθυσμό 2.912.000 κατοίκων. Το ποσοστό 8,76% της επιστράτευσης υπολειπόταν του βουλγαρικού αντίστοιχου, πλησίαζε όμως πολύ τα ανάλογα ισχυρών βιομηχανικών κρατών της εποχής. Ο εξοπλισμός περιλάμβανε 228 πυροβόλα και το σύνολο των δυνάμεων είχε διαρθρωθεί σε τρεις στρατιές που αποτελούνταν από 10 Μεραρχίες, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού και μία Μεραρχία Ιππικού. Ο πρώην υπουργός Στρατιωτικών της χώρας, Ράντομιρ Πούτνικ, ήταν ο επικεφαλής του σερβικού στρατού.
δρας. Χρειάστηκαν πολλοί μήνες προσπαθειών, βαριές απώλειες και, τελικά, η ενίσχυση του σερβικού στρατού για να πέσει το φρούριο. Αργότερα, οι συνθήκες της ειρήνης παρέδωσαν το σκληρά αποκτημένο λάφυρο στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας. Στο Μαυροβούνιο δεν συγχώρεσαν ποτέ αυτήν την εξέλιξη και η χώρα ήταν η μόνη που δεν επικύρωσε ποτέ τις συνθήκες ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Ελλάδα στον πόλεμο Στην Ελλάδα όπως και στα άλλα βαλκανικά κράτη, η επιστράτευση ξεκίνησε μέσα σε γενικό ενθουσιασμό. Ολοι καταλάβαιναν ότι οι περιστάσεις δεν μπορούσαν ποτέ να είναι περισσότερο ευνοϊκές. Επρόκειτο σχεδόν για ένα είδος γενικού ξεσηκωμού. Εκτός από τους επίστρατους που
Ο κύριος όγκος του στρατεύματος, οι τρεις Στρατιές, θα προήλαυνε προς τα Σκόπια, όπου προσδοκούσε να δώσει την αποφασιστική μάχη με τον οθωμανικό στρατό. Μία Μεραρχία και μία ανεξάρτητη Ταξιαρχία αναπτύχθηκαν στο Σαντζάκ του Νόβι Παζάρ για να υποστηρίξουν τις επιχειρήσεις του μικρού στρατού του Μαυροβουνίου. Η μεγάλη μάχη στο σερβικό μέτωπο έγινε στο Κουμάνοβο, όπου οι Σέρβοι ανέτρεψαν μια οθωμανική στρατιά με 6.000 ως 7.000 άνδρες εκτός μάχης για τον καθένα από τους εμπλεκόμενους στρατούς. Κατόπιν, ο σερβικός στρατός στράφηκε προς τα Σκόπια, το Μοναστήρι και το Κόσοβο, ανατρέποντας, σε διαδοχικές μάχες, τις δυνάμεις που έβρισκε μπροστά του. Μετά το Κόσοβο, είχε σειρά η Βόρεια Αλβανία, ως το ύψος του Δυρραχίου, με την ελπίδα ότι η ζώνη αυτή μπορούσε να κατοχυρωθεί στο Βελιγράδι, εξασφαλίζοντάς του την πολυπόθητη έξοδο στη θάλασσα. Αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν μια πρόσκαιρη κατάκτηση. Απέμενε το μικρό Μαυροβούνιο. Ο πόλεμος εδώ ήταν κυρίως η πολιορκία του φρουρίου της ΣκόΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Νίκος Καζαντζάκης στρατιώτης το 1912. 61
κλήθηκαν να παρουσιαστούν στις μονάδες τους, πλήθη εθελοντών από το εσωτερικό, το εξωτερικό ή τις απελευθερωμένες περιοχές έσπευσαν να παρουσιαστούν στα κέντρα κατάταξης. Πολλοί έρχονταν από πολύ μακριά για να πάρουν μέρος στον πόλεμο αυτό. Υπολογίζεται ότι μόνο από τις HΠA επέστρεψαν για να καταταγούν μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφατοι μετανάστες. Πριν τελειώσουν οι επιχειρήσεις, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν διπλασιαστεί, από μία αρχική δύναμη 120.000 περίπου ανδρών έφθασαν σχεδόν τις 240.000, μεγαλώνοντας ανάλογα τις φιλοδοξίες και τις διεκδικήσεις της χώρας. Τον Οκτώβριο, όμως, του 1912 η Eλλάδα διέθετε
το μικρότερο στρατό ανάμεσα στους συμμάχους, αν φυσικά εξαιρέσουμε το μικροσκοπικό Μαυροβούνιο. H χώρα παρέταξε αρχικά 120.000 άνδρες έναντι 220.000 της Σερβίας, 350.000 της Bουλγαρίας και 35.000 του Mαυροβουνίου. Το βάρος του πολέμου, όμως, μοιράστηκε άνισα με τρόπο που ευνοούσε την ελληνική πλευρά. Το ελληνικό χερσαίο μέτωπο ήταν το πλέον απόμακρο και το λιγότερο απειλητικό για τους Οθωμανούς, οι οποίοι και επένδυσαν εκεί ισχνές αριθμητικά και ποιοτικά μονάδες. Ο κύριος όγκος των αυτοκρατορικών στρατευμάτων συγκεντρώθηκε κυρίως στη Θράκη, όπου η βουλγαρική προέλαση απειλούσε την Αδριανούπολη αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Το δεύτερο σε σημασία μέτωπο
Η Αθήνα μετατράπηκε σε ένα απέραντο στρατόπεδο, καθώς πλήθος εθελοντών έσπευσε να παρουσιαστεί, διπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό των ελληνικών δυνάμεων από 120.000 σε 240.000. 62
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αφορούσε τη Βόρεια Μακεδονία σε μία προσπάθεια να αναχαιτιστεί η προέλαση των Σέρβων και να καλυφθούν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας, του Κοσόβου και της Αλβανίας. Πολύ λίγα πράγματα περίσσεψαν για τα σύνορα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.
Η μάχη του Σαρανταπόρου
Η μάχη στη συνοριακή γραμμή είχε χαρακτήρα αγώνα οπισθοφυλακών, καθώς οι Οθωμανοί επεδίωξαν να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για να προετοιμάσουν τις αμυντικές τους θέσεις στα ορεινά περάσματα και για να περιμέΣτο θεσσαλικό μέτωπο, 100.000 Ελληνες στρα- νουν τυχόν ενίσχυση των ισχνών τους δυνάμετιώτες, διαρθρωμένοι σε 7 Μεραρχίες Πεζικού, ων. Οι ενισχύσεις, φυσικά, δεν επρόκειτο να φτάσουν ποτέ. Επρόκειτο, μία Ταξιαρχία Ιππικού Οι αντίπαλες δυνάμεις στο μέτωπο σύμφωνα με τα σχέδια με 70 πολυβόλα και της Θεσσαλίας (Οκτώβριος 1912) ισχυρό Πυροβολικό, επιστράτευσης του οθωμανικού επιτελείου, για 120 πυροβόλα εκστραΟθωμανοί Ελληνες το εφεδρικό Σώμα στρατείας και 50 «τοπομα- Τάγματα 29 73 τού της Δαμασκού, αποχικά», βρέθηκαν αρχικά Πεζικού τελούμενο από μονάδες αντιμέτωποι με 35.000 Ιλες ιππικού 3 11 Ρεντίφ2 της Συρίας, οι Οθωμανούς, από τους Πυροβολαρχίες 9 39 οποίες είχαν καθηλωθεί οποίους οι 15.000 πεστη Συρία στη διάρκεια ρίπου προάσπιζαν τα Πολυβόλα 8 84 του Ιταλο-οθωμανικού ορεινά περάσματα στην Ανδρες 30.000 100.000 Πολέμου και ήταν αδύσυνοριακή γραμμή.
Κατασκήνωση Τούρκων αιχμαλώτων έξω από τη Θεσσαλονίκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
63
νατον να φτάσουν στην περιοχή έγκαιρα.Τον αγώνα καθυστέρησης ανέλαβαν τα 65ο και 66ο Συντάγματα του οθωμανικού στρατού, τα οποία στην Ελασσόνα και τις ορεινές προσβάσεις των συνόρων κέρδισαν τέσσερις τουλάχιστον ημέρες καθυστερώντας την ελληνική προέλαση. Τελικά υποχώρησαν κάτω από την πίεση των Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ελληνικών Μεραρχιών. Ηδη ήταν προφανές ότι η αριθμητική υπεροχή του ελληνικού στρατού επέτρεπε πολλαπλές επιθέσεις στα κύρια περάσματα των βουνών, αλλά και εκμετάλλευση των δευτερευόντων ορεινών διαβάσεων. Η διαπίστωση προκάλεσε ανασφάλεια στα οθωμανικά κέντρα διοίκησης, καθώς μάλιστα έλειπαν επαρκείς εφεδρείες ικανές να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές διεισδύσεις. Η κύρια οθωμανική γραμμή αντίστασης ορίστηκε στα Στενά του Σαρανταπόρου, όπου δύο οθωμανικές Μεραρχίες (η 22η και η εφεδρική Naslic) οργάνωσαν αμυντική γραμμή μήκους 14 περίπου
χιλιομέτρων. Εναντίον τους συγκεντρώθηκαν 6 ελληνικές Μεραρχίες. Η πρώτη επίθεση έγινε με τις Ι, ΙΙ και ΙΙΙ Μεραρχίες Προοδευτικά, είτε στα άκρα -αναζητώντας ευκαιρίες διείσδυσης στα ορεινά περάσματα- είτε στο κέντρο, προστέθηκαν στην επίθεση οι IV, V και VΙ ελληνικές Μεραρχίες. Η ισχυρή πίεση προκάλεσε τελικά τον κλονισμό των μονάδων της εφεδρικής Μεραρχίας Naslic, οι οποίες άρχισαν να εγκαταλείπουν τις γραμμές τους κάτω από την πίεση. Οι οθωμανικές εφεδρείες αποτελούνταν από δύο τάγματα εφέδρων (Redif), τα οποία αντεπιτέθηκαν και προσωρινά αναχαίτισαν την ελληνική προέλαση. Το βράδυ όμως ήταν προφανές ότι οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν αγγίξει τα όριά τους και ότι δεν θα άντεχαν στις αναμενόμενες ελληνικές επιθέσεις της επόμενης ημέρας. Στο πεδίο της μάχης είχαν ήδη αναπτυχθεί 65.000 Ελληνες (58 τάγματα) ενάντια σε 16.000 Οθωμανούς (21 τάγματα). Ο Οθωμανός διοικητής Χασάν Ταχσίν Πασά αποφάσισε τη σύμπτυξη των δυνάμεών του.
Η υποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων από την ιερή τους πόλη, τα Γιαννιτσά. 64
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η υποχώρηση δεν έγινε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και πολλά υλικά -μεταξύ τους και 21 πυροβόλα- εγκαταλείφθηκαν. Στους Οθωμανούς υπήρχε έλλειψη μεταγωγικών ζώων και ζώων έλξης και κάθε μετακίνηση σε συνθήκες βροχερού καιρού και λάσπης δεν μπορούσε να είναι παρά καταστροφική. Ο ελληνικός στρατός είχε επίσημα 182 νεκρούς και 995 τραυματίες στη μάχη του Σαρανταπόρου, ενώ οι Οθωμανοί (κατ’ εκτίμηση) περίπου 500 νεκρούς και 1.000 τραυματίες. Το στρατηγικό πλεονέκτημα που κέρδισε η ελληνική πλευρά ήταν πολλαπλάσιο. Ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν επέτρεπε την οργάνωση νέας οθωμανικής γραμμής άμυνας και ο μόνος παράγοντας επιβράνδυνσης της ελληνικής προέλασης ήταν οι δυσκολίες στον ανεφοδιασμό και στη συγκροτημένη κίνηση των μονάδων μέσα από τα στενά περάσματα των βουνών και τους ανεπαρκείς δρόμους.
Oι Oθωμανοί εγκατέλειψαν χωρίς μάχη την προσφερόμενη για άμυνα γραμμή του Αλιάκμονα, καθώς δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν αρκετές δυνάμεις για να υπερασπίσουν τα περάσματα του ποταμού. Ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους υποχώρησε προς τον Αξιό και τα έλη της Κεντρικής Mακεδονίας. Στις 19 Oκτωβρίου, καθώς η ελληνική προέλαση άρχισε να απειλεί τη Θεσσαλονίκη, αλλά και την υποχώρηση των οθωμανικών μονάδων του που πολεμούσαν τους Σέρβους βορειότερα, το οθωμανικό στρατηγείο προσπάθησε να οργανώσει αμυντική γραμμή στα Γιαννιτσά, στα βόρεια της ελώδους έκτασης. Γύρω από την πόλη -που είχε ιερή και συμβολική σημασία για την οθωμανική παρουσία στα Βαλκάνια- αναπτύχθηκαν τα Συντάγματα της 14ης οθωμανικής Μεραρχίας, ενώ αναμενόταν ως ενίσχυση η εφεδρική Μεραρχία της Δράμας. Η τελευταία καθυστέρησε και δεν πρόλαβε να πάρει μέρος στη μάχη. Αντίθετα, στην περιοχή έφθασε ο όγκος του ελληνικού στρατού που ακολουθούσε δρομολόγιο βόρεια των ελών
Η ζεύξη της γέφυρας του Αξιού, που είχε καταστραφεί από τους Τούρκους, διευκόλυνε την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
65
και της λίμνης των Γιαννιτσών, δηλαδή οι ΙΙ, ΙΙΙ, IV και VI ελληνικές Μεραρχίες. Ο συσχετισμός μεταξύ επιτιθέμενων και αμυνόμενων ανήλθε σε τέσσερα προς ένα, γεγονός που ακύρωσε το οθωμανικό σχέδιο για αναχαίτιση της ελληνικής προέλασης. Το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν διήμερη σχεδόν καθυστέρηση του ελληνικού στρατού στο δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Οι απώλειες των αντιμαχομένων στη μάχη των Γιαννιτσών ήταν 260 νεκροί, 1.000 τραυματίες και 200 αιχμάλωτοι για τους Οθωμανούς και 188 νεκροί και 785 τραυματίες για τους Ελληνες. Οι πρώτοι εγκατέλειψαν και πάλι σημαντικό στρατιωτικό υλικό το οποίο ήταν αδύνατον να μεταφερθεί στους λασπωμένους δρόμους. Σε τελευταία ανάλυση οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες όλων των αποσπασμάτων του οθωμανικού στρατού στα Βαλκάνια είχαν πλέον εμφανώς αποθαρρύνει τόσο τα οθωμανικά επιτελεία όσο και τους στρατιώτες της πρώτης γραμμής. Η προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον επιτακτική ανάγκη όχι μόνο για προφανείς πολιτικούς λόγους, αλλά και για πρακτικά στρατιωτικούς. Ο ανεφοδιασμός του στρατού είχε πλέον φθάσει στα όριά του, καθώς οι αποστάσεις είχαν μεγαλώσει και οι χερσαίοι δρόμοι βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Μόνο η κατάκτηση του μεγάλου λιμανιού μπορούσε να λύσει το ασφυκτικό πρόβλημα. Δύο εμπόδια καθυστέρησαν για λίγο αυτή την προέλαση. Το πρώτο ήταν η ζεύξη του Αξιού, εγχείρημα δύσκολο καθώς καθυστέρησαν τα αναγκαία υλικά αλλά και η κίνηση μερικών από τις Μονάδες. Το δεύτερο αφορούσε την απειλή που εκδηλώθηκε στο αριστερό της ελληνικής παράταξης, στην περιοχή του σημερινού Αμύνταιου, στα Καϊλάρια. Το επεισόδιο, που καταγράφηκε ως ο αιφνιδιασμός του Σόροβιτς (Αμύνταιο), ξεκίνησε με μία τολμηρή διείσδυση οθωμανικού αποσπάσματος στη διάταξη της V Μεραρχίας στις 24 Οκτωβρίου. Προκλήθηκε πανικός που ενισχύθηκε από την επιθετική στάση των μουσουλμάνων χωρικών της περιοχής. Η υποχώρηση έγινε μάλλον άτακτα ως τα περίχωρα της Κοζάνης, όπου όμως διαπιστώθηκε ότι ο τουρ66
κικός στρατός -αναγκασμένος να συνεχίσει την υποχώρησή του προς τα Ιωάννινα- δεν ακολουθούσε και ότι απέναντι βρίσκονταν μόνο ένοπλοι χωρικοί. Παρά τις ανησυχίες που προκλήθηκαν, το σοβαρό αυτό επεισόδιο δεν είχε επιπτώσεις στην έκβαση του πολέμου. Μόνο οι χωρικοί πλήρωσαν με τα αυστηρά αντίποινα του ελληνικού στρατού την ανάμιξή τους στα πολεμικά γεγονότα.
Η Θεσσαλονίκη Στο μεταξύ, όμως, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ανοιχτός. Tο πέρασμα του Aξιού αποδείχθηκε πιο εύκολο απ’ ό,τι αναμενόταν, καθώς δεν υπήρξε οθωμανική αντίσταση στις όχθες του. Στις 26 Oκτωβρίου ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού βρισκόταν έξω από την πόλη. Oι δυνάμεις που υπήρχαν εκεί ανήκαν σε σημαντικό ποσοστό σε βοηθητικούς σχηματισμούς, ενώ η πόλη δεν είχε προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει επίθεση από την ξηρά. O στρατιωτικός διοικητής της πόλης, Xασάν Tαξίν Πασάς, συνθηκολόγησε την ίδια μέρα και παρέδωσε την πόλη μαζί με 25.000 αιχμαλώτους. Οι στρατιωτικές αποθήκες, που παραδόθηκαν ανέπαφες, και το υλικό που βρισκόταν μέσα σε αυτές αποτελούσαν πιο ενδιαφέρον λάφυρο για τον ελληνικό στρατό. Η πολιτική σημασία της κατάκτησης ήταν, φυσικά, το πιο σημαντικό. H κατάληψη της μεγαλύτερης πόλης και πρωτεύουσας της Mακεδονίας και «μήλον της Εριδος» ανάμεσα στα φιλόδοξα βαλκανικά κράτη καθιστούσε την Eλλάδα τον μεγάλο κερδισμένο αυτής της φάσης του πολέμου. H γρήγορη και εύκολη προέλαση του στρατού της, με ελάχιστες αναλογικά απώλειες, και η κατάκτηση μεγάλου τμήματος των διαφιλονικούμενων εδαφών προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια και την ανησυχία των άλλων συμμάχων, ιδιαίτερα της Bουλγαρίας, η οποία είχε παγιδευτεί στο σκληρό και αιματηρό μέτωπο της Θράκης. Πολλοί στη Σόφια ένιωθαν ότι πολεμούσαν για λογαριασμό των Eλλήνων, στα χέρια των οποίων περνούσε το μεγαλύτερο τμήμα της σκληρά διεκδικούμενης μακεδονικής περιοχής. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Επειτα από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, τον Nοέμβριο ο ελληνικός στρατός στράφηκε προς τη Δυτική Mακεδονία. Ο κλονισμός του Σόροβιτς καθυστέρησε την ελληνική προέλαση με αποτέλεσμα ο σερβικός στρατός να μπει πρώτος στο Μοναστήρι (Bitola), που αποτελούσε έναν από τους βασικούς στόχους στα σχέδια του ελληνικού στρατηγείου. Οι στρατιωτικές συνέπειες, πάντως, αποκαταστάθηκαν, η V Μεραρχία επανηύρε το μαχητικό της πνεύμα και οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις προχώρησαν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα ως τη Φλώρινα και την Kορυτσά. Καθώς δεν υπήρχε πλέον οργανωμένος αντίπαλος απέναντί τους, ισχυρά αποσπάσματα ή και μονάδες ολόκληρες αποσπάστηκαν για να ενισχύσουν το μέτωπο
της Ηπείρου ή να επισπεύσουν την κατάληψη των νησιών του Αιγαίου, δεύτερη, μετά τη Μακεδονία, προτεραιότητα στα ελληνικά σχέδια. Η επιβράδυνση των επιχειρήσεων οφειλόταν ίσως και σε γενικότερες πολιτικές εκτιμήσεις. Τυχόν υπερβολική επέκταση των ελληνικών κατακτήσεων προς το Μοναστήρι και τα βόρεια κινδύνευε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια και της Σερβίας ύστερα από εκείνη της Βουλγαρίας. Στις 20 Nοεμβρίου, η Σερβία, η Bουλγαρία και το Mαυροβούνιο συμφώνησαν ανακωχή με την οθωμανική πλευρά ώστε να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ειρήνης. H Eλλάδα δεν πήρε μέρος στη συμφωνία αυτή, καθώς ήθελε χρόνο για να
Το κτίριο όπου έγιναν οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Χασάν Ταξίν Πασά στις ελληνικές δυνάμεις. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
67
Το ελληνικό Iππικό κατά τη διάβαση των τρομερών στενών της Κρέσνας.
Το ελληνικό Iππικό προωθείται προς τη Φλώρινα. 68
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ολοκληρώσει τις κατακτήσεις της στην Ηπειρο και τα νησιά. H ανακωχή κράτησε λίγο, έως τις πρώτες μέρες του 1913, καθώς δεν οδήγησε σε γενική συμφωνία και στην παράδοση των οθωμανικών οχυρών-πόλεων της Σκόδρας και της Aδριανούπολης. Στρατιωτικό κίνημα, εξάλλου, στην Κωνσταντινούπολη επιβεβαίωσε την πρόθεση της οθωμανικής κυβέρνησης να μη δεχτεί τα τετελεσμένα.
Στην Ηπειρο Στο ξεκίνημα του πολέμου, το μέτωπο της Ηπείρου αντιμετωπιζόταν σχεδόν με αδιαφορία από τους αντιπάλους. Στην περιοχή παρατάχθηκαν από τη μία και την άλλη πλευρά του μετώπου στρατεύματα δεύτερης σειράς, αποτελούμενα σε μεγάλο ποσοστό από σχηματισμούς εθελοντών και άτακτα Σώματα, γεγονός που δεν επέτρεπε επιχειρήσεις μεγάλης έκτασης. Οι επιχειρήσεις πήραν τη μορφή επιδρομών που ταλαιπώρησαν τους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής. Η κατάληψη της Πρέβεζας έγινε εύκολα, καθώς όλες οι πλευρές, ειδικά οι αστοί της πόλης, φοβόντουσαν περισσότερο τους ανεξέλεγκτους ατάκτους παρά τον αντίπαλο. Κατόπιν, όμως, οι ελληνικές δυνάμεις σταμάτησαν στην οχυρωμένη περίμετρο των Iωαννίνων και ο πόλεμος μεταβλήθηκε σε σειρά αψιμαχιών. Το ζήτημα της αλβανικής ανεξαρτησίας που ανέκυψε, κυρίως μετά την αποκοπή της περιοχής από το οθωμανικό κέντρο, έγινε βασικός παρονομαστής των εξελίξεων. Οι κίνδυνοι που εκπορεύονταν από αυτές τις πολιτικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της εκστρατείας στα ανατολικά, έβγαλαν το μέτωπο της Ηπείρου από την ανυπαρξία. Με βάση το λιμάνι της Πρέβεζας άρχισε διά θαλάσσης η επείγουσα μεταφορά ισχυρών ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή με τρόπο ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα πριν δημιουργηθούν περίπλοκα τετελεσμένα. Πραγματικά, στις αρχές του 1913, μέσα σε λίγες εβδομάδες, μεταφέρθηκαν στο ηπειρωτικό μέτωπο τέσσερις πρόσθετες Μεραρχίες και ισχυρό Πυροβολικό υπό τη διοίκηση του ίδιου του αρχιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
στράτηγου, διαδόχου Kωνσταντίνου. H Πρέβεζα μεταβλήθηκε για το σκοπό αυτό σε μεγάλη βάση ανεφοδιασμού και υποστήριξης. Oι συσχετισμοί δυνάμεων έγειραν πλέον αποφασιστικά υπέρ της ελληνικής πλευράς και στις 20 Φεβρουαρίου η γενική επίθεση έκρινε γρήγορα το αποτέλεσμα. Tην επόμενη κιόλας ημέρα, μετά τις ελληνικές προόδους ενάντια στο οχυρό ύψωμα Μπιζάνι, ο στρατιωτικός διοικητής των Ιωαννίνων, Eσάτ Πασάς, συνθηκολόγησε παραδίδοντας την πόλη. Οι απώλειες αυτού, που στα επίσημα τουρκικά στρατιωτικά αρχεία καταγράφεται ως η «τρίτη μάχη των Ιωαννίνων», παρουσιάζονται ιδιαίτερα περιορισμένες από την ελληνική πλευρά, ενώ για την οθωμανική υπολογίζονται σε 2.800 άνδρες εκτός μάχης και σε 8.600 αιχμαλωτισθέντες. Οι ελληνικές πηγές κάνουν λόγο για 30.000 αιχμαλώτους, η συνολική όμως δύναμη των υπερασπιστών δεν υπερέβαινε τις 26.000 στην τελική φάση της πολιορκίας, ενώ ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών και βαθμοφόρων διέρρευσε προς την Αλβανία. Η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε για λίγο καιρό προς τα βόρεια, χωρίς όμως θεαματικές προόδους. Η ιδέα διανομής των αλβανικών εδαφών μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας κινδύνευε να τις φέρει αντιμέτωπες με ζητήματα διατήρησης της τάξης αλλά και με τη δυσαρέσκεια των μεγάλων δυνάμεων. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επικίνδυνο την παραμονή νέων εμπλοκών με τη Βουλγαρία. Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα της Αλβανίας και των συνόρων με αυτή ήταν ήδη αντικείμενο διεθνών διαβουλεύσεων, τις αποφάσεις των οποίων δύσκολα μπορούσε να αγνοήσει η Ελλάδα. Αντίθετα, στη Μακεδονία, τα πράγματα περιπλέκονταν. Ο ισχυρός βουλγαρικός στρατός που βρισκόταν καθηλωμένος στην πολιορκία της Αδριανούπολης ή στο μέτωπο της Τσατάλτζας, μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, μπορούσε να αποδεσμευτεί από μέρα σε μέρα και να αμφισβητήσει έμπρακτα τη διανομή της οθωμανικής κληρονομιάς που είχε οπωσδήποτε γίνει με άνισους όρους. H γενική κατάσταση επέβαλε τη γρήγορη επιστροφή του ελληνικού στρατού στη Mακεδονία, ώστε να διασφαλιστούν οι εκεί επιτυχίες του προηγούμενου φθινοπώρου. 69
Το τουρκικό οχυρό ύψωμα Μπιζάνι γίνεται στόχος του ελληνικού Πυροβολικού. Η κατάληψή του αναγκάζει τον Εσάτ Πασά να παραδώσει την πόλη των Ιωαννίνων.
Ο πόλεμος στη θάλασσα Οι ελληνικές επιτυχίες στην ξηρά υπήρξαν απρόσμενα εντυπωσιακές, η ουσιαστική όμως συμβολή της χώρας στη γενική έκβαση του πολέμου βρισκόταν στη θάλασσα. Εκτός από το μέτωπο της Θράκης, η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο εμπόδισε τη μεταφορά ενισχύσεων σε όλα τα υπόλοιπα θέατρα του πολέμου. Διακόσιες έως και τριακόσιες χιλιάδες επίστρατοι του οθωμανικού στρατού υποχρεώθηκαν να παρακολουθούν το τέλος της αυτοκρατορικής παρουσίας στα Βαλκάνια, χωρίς να μπορούν να επέμβουν. Ειδικά στη θάλασσα, η συγκυρία ευνόησε τα ελληνικά 70
σχέδια. Το οθωμανικό Ναυτικό είχε εξαιρετικά καταπονηθεί από τον πολύμηνο πόλεμο εναντίον της Ιταλίας αλλά και από το συνεπακόλουθο «πάγωμα» των παραγγελιών του στο εξωτερικό στο όνομα της ουδετερότητας των προμηθευτών. Η απειλητική προέλαση των Βουλγάρων στην Ανατολική Θράκη έστρεψε προς τα εκεί όλη την προσοχή της οθωμανικής στρατιωτικής ηγεσίας και όλες οι διαθέσιμες ναυτικές της δυνάμεις ανέλαβαν να υποστηρίξουν τις τουρκικές αμυντικές θέσεις στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη. Το ελληνικό Ναυτικό είχε με τον τρόπο αυτόν όλο τον καιρό για να εδραιώσει τη θέση του στο Βόρειο Αιγαίο. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι ναυτικοί στόλοι Ελληνικός στόλoς ▶ «Γ. Aβέρωφ», θωρηκτό εύδρομο (ναυπήγηση 1905 -1910, Iταλία, αρχικά για το ιταλικό Ναυτικό) ● Εκτόπισμα: 9.960 τόνοι, πλήρωμα 550, ταχύτητα 22,5 κόμβοι ● Θωράκιση: πλευρική ζώνη 90 ως 200 χλστ., κατάστρωμα 50 χλστ., πυργίσκοι κύριων πυροβόλων 200 χλστ., γέφυρα 175 χλστ. ● Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 254/45 χλστ. (βρετανικά Armstrong), 8 πυροβόλα των 190/45 χλστ., 16 πυροβόλα των 76 χλστ., πολυβόλα ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (458 χλστ.) στα πλευρά και ένας στην πρύμνη ● Κόστος αγοράς: 950.750 £ (το κληροδότημα του Aβέρωφ ανερχόταν σε 300.000 £) ▶ «Υδρα», «Σπέτσαι», «Ψαρά», παλαιά θωρηκτά (καθέλκυση 1889-1890, Γαλλία, μερική ανακατασκευή 1897-1900) ● Εκτόπισμα: 4.810 τόνοι, πλήρωμα 440, ταχύτητα 17 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 12 κόμβους) ● Θωράκιση: πλευρική ζώνη 75 ως 300 χλστ., κατάστρωμα 60 χλστ., κεντρική θέση πυροβόλων 310 χλστ. ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 270/36 χλστ. (γαλλικά Canet), 1 πυροβόλο των 270/30 χλστ., 3 πυροβόλα των 150/45 χλστ., 8 πυροβόλα των 65 χλστ., πολυβόλα ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 305 χλστ. και ένας των 380 χλστ. Στα όρια της παραγωγικής ζωής τους. Το 1912 είχε ήδη αποφασιστεί ο παροπλισμός του «Υδρα» και το πλοίο ουσιαστικά διαλυόταν στο Nαύσταθμο της Σαλαμίνας. Xρειάστηκαν δύο μήνες έντονης προσπάθειας για να συναρμολογηθεί και να γίνει και πάλι αξιόπλοο. ▶ «Λέων», «Πάνθηρ», «Aετός», «Iέραξ», αντιτορπιλικά, ανιχνευτικά ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
(καθέλκυση 1912, Aγγλία, Ναυπηγήθηκαν για λογαριασμό της Aργεντινής, αγοράστηκαν τον Σεπτέμβριο του 1912 από την Eλλάδα και μεταφέρθηκαν στην Aλγερία για να προλάβουν το «εμπάργκο» της ουδετερότητας. Eντάχθηκαν στον ελληνικό στόλο στα μέσα Oκτωβρίου, παρέμειναν όμως χωρίς τορπίλες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου) ● Εκτόπισμα: 980 τόνοι, πλήρωμα 120, ταχύτητα 30 κόμβοι ● Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 102 χλστ. (Bethlehem), 1 πυροβόλο των 37 χλστ. ● 4 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 450 χλστ. ▶ «Kεραυνός», «Nέα Γενεά», αντιτορπιλικά (καθέλκυση 1912, Γερμανία. Παραλήφθηκαν λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου στην Oλλανδία και εντάχθηκαν στο στόλο στη διάρκεια του Oκτωβρίου) ● Εκτόπισμα: 560 τόνοι, πλήρωμα 90, ταχύτητα 31 κόμβοι ● Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 88 χλστ. ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 450 χλστ. ▶ «Θύελλα, «Σφενδόνη», «Nαυκρατούσσα», «Λόγχη», αντιτορπιλικά (καθέλκυση 1907, Aγγλία) ● Εκτόπισμα: 350 τόνοι, πλήρωμα 70, ταχύτητα 30 κόμβοι ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 76 χλστ., 4 πυροβόλα των 57 χλστ. ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 450 χλστ. ▶ «Aσπίς», «Nίκη», «Δόξα», «Bέλος», αντιτορπιλικά (καθέλκυση 1906, Γερμανία) ● Εκτόπισμα: 350 τόνοι, πλήρωμα 70 , ταχύτητα 30 κόμβοι ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 76 χλστ., 4 πυροβόλα των 57 χλστ. ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 450 χλστ. ▶ «11», «12», «14», «15», «16», τορπιλοβόλα (καθέλκυση 1885, Γερμανία, ανακαίνιση 1905) 71
● Εκτόπισμα: 85 τόνοι, πλήρωμα 70, ταχύτητα 30 κόμβοι ● Οπλισμός: 1 μικρό πυροβόλο ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες των 350 χλστ.
▶ «Δελφίν», υποβρύχιο (καθέλκυση 1912, Γαλλία) ● Εκτόπισμα: 295/450 τόνοι, πλήρωμα 70, ταχύτητα 12/8 κόμβοι ● 1 τορπιλοβλητικός σωλήνας των 450 χλστ. και 4 τορπίλες με μηχανισμό άφεσης «Ακτιον», «Aμβρακία», κανονιοφόροι του 1881 Παλαιά σκάφη με περιορισμένες δυνατότητες. Aντικαταστάθηκαν από εξοπλισμένα εμπορικά της «Mοίρας Eυδρόμων». «Aχελώος», «Aλφειός», «Eυρώτας», «Πηνειός», κανονιοφόροι του 1884 Παλαιά σκάφη με περιορισμένες δυνατότητες. Aντικαταστάθηκαν από εξοπλισμένα εμπορικά της «Mοίρας Eυδρόμων».
Οθωμανικός στόλος ▶ «Turgut Reis», «Hairedin Barbarossa», θωρηκτά (ναυπήγηση 1891, Γερμανία, ανακαίνιση 1903. Παραδόθηκαν στον οθωμανικό στόλο το 1910) ● Εκτόπισμα: 9.900 τόνοι, πλήρωμα 580, ταχύτητα 17 κόμβοι (μειωμένη στα 1912 σε περίπου 13 -14 κόμβους) ● Θωράκιση: (χάλυβας) πλευρική ζώνη 300 ως 390 χλστ., κατάστρωμα 55 χλστ., πυργίσκοι κυρίων πυροβόλων 320 χλστ. ● Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 281/40 χλστ., 2 πυροβόλα των 281/35 χλστ., 8 πυροβόλα των 105/35 χλστ., 8 πυροβόλα των 88 χλστ., πολυβόλα ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) ▶ «Messudieh», θωρηκτό (ναυπήγηση 1874, Aγγλία, ανακαίνιση 1902) ● Εκτόπισμα: 9.140 τόνοι, πλήρωμα 600, ταχύτητα 16 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 72
13 - 14 κόμβους) ● Θωράκιση: πλευρική ζώνη 170-300 χλστ., κατάστρωμα 35 χλστ., πυργίσκοι κυρίων πυροβόλων 300 χλστ. (θωράκιση σιδερένια, όχι χάλυβας) ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 234/40 χλστ., 12 πυροβόλα των 152/45 χλστ., 14 πυροβόλα των 76 χλστ., 10 πυροβόλα των 57 χλστ., πολυβόλα ▶ «Assar-i-Tevfik», θωρηκτό (ναυπήγηση 1868, Γαλλία, ανακαίνιση 1906) ● Εκτόπισμα: 4.690 τόνοι, πλήρωμα 350, ταχύτητα 15 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 9 κόμβους) ● Οπλισμός: 3 πυροβόλα των 150/40 χλστ., 7 πυροβόλα των 120/40 χλστ., 6 πυροβόλα των 57 χλστ., πολυβόλα Nαυάγησε τον Φεβρουάριο του 1913. ▶ «Muin-i-Zaffer», παροπλισμένο θωρηκτό (ναυπήγηση 1869, ανακαίνιση 1904) ● Εκτόπισμα: 2.360 τόνοι, πλήρωμα 220, ταχύτητα 15 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 12 κόμβους) ● Θωράκιση: (σίδερο) θέσεις πυροβόλων 75-150 χλστ. ● Οπλισμός: 4 πυροβόλα των 150/40 χλστ., 6 πυροβόλα των 76 χλστ., πολυβόλα ● 1 τορπιλοβλητικός σωλήνας (350 χλστ.) Παρέμεινε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στη Σμύρνη παροπλισμένο. ▶ Tο μικρό θωρηκτό «Feth-i-Bülend», πλοίο του 1879, παρέμεινε παροπλισμένο -χωρίς τα πυροβόλα του- στη Θεσσαλονίκη, όπου και τορπιλίστηκε στις 18 Oκτωβρίου 1912 από το ελληνικό τορπιλοβόλο «11». ▶ «Mecidiye», καταδρομικό (ναυπήγηση 1903, HΠA) ● Εκτόπισμα: 3.480 τόνοι, πλήρωμα 300, ταχύτητα 22 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 20 κόμβους) ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 152/45 χλστ., 8 πυροβόλα των 120/45 χλστ., 6 πυροβόλα των 47 χλστ., 6 πυροβόλα των 37 χλστ., πολυβόλα ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (457 χλστ.) ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
▶ «Hamidiye», καταδρομικό (ναυπήγηση 1903, Aγγλία) ● Εκτόπισμα: 3.900 τόνοι, πλήρωμα 400, ταχύτητα 22 κόμβοι (μειωμένη το1912 σε περίπου 20 κόμβους) ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 152/45 χλστ., 8 πυροβόλα των 120/50 χλστ., 6 πυροβόλα των 47 χλστ., 6 πυροβόλα των 37 χλστ., πολυβόλα ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (457 χλστ.) ▶ «Peyk-i Sevket», «Berk-i Satvet», ανιχνευτικά (ναυπήγηση 1906-1907, Γερμανία) ● Εκτόπισμα: 775 τόνοι, πλήρωμα 125, ταχύτητα 22 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 20 κόμβους) ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 105/40 χλστ., 6 πυροβόλα των 47 χλστ., 6 πυροβόλα των 57/40 χλστ., 2 πυροβόλα των 37 χλστ., πολυβόλα ● 3 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) ▶ «Muavenet-i Milliye», «Yadigar-i Millet», «Nümune-Hamiyet», «Gayret-i Vataniye», αντιτορπιλικά (ναυπήγηση 1908, Γερμανία) ● Εκτόπισμα: 765 τόνοι, πλήρωμα 90, ταχύτητα 30 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 26 κόμβους) ● Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 75/50 χλστ., 2 πυροβόλα των 57 χλστ. ● 3 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) ▶ «Samsun», «Yarhisar», «Tasoz», «Basra», αντιτορπιλικά (ναυπήγηση 1907, Γαλλία) ● Εκτόπισμα: 285 τόνοι, πλήρωμα 70, ταχύτητα 28 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 20 κόμβους) ● Οπλισμός: 1 πυροβόλο των 65/50 χλστ., 1 πυροβόλο των 47/50 χλστ. ● 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) ▶ «Antalya», «Akhisar», «Kütahya», «Musul», «Drac», «Yunnuz», τορπιλοβόλα (ναυπήγηση 1904 - 1906, Iταλία) Εκτόπισμα: 165 τόνοι, πλήρωμα 30, ταχύτητα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
24 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 20 κόμβους) Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 37 χλστ. (ή ποικιλία άλλων όπλων) 2 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) To «Antalya» κυριεύθηκε από τους Ελληνες στην Πρέβεζα και μετονομάστηκε σε «Nικόπολις». ▶ «Demirhisar», «Sultanhisar», «Hamidabad», τορπιλοβόλα (ναυπήγηση 1906, Γαλλία) Εκτόπισμα: 95 τόνοι, πλήρωμα 20, ταχύτητα 26 κόμβοι (μειωμένη το 1912 σε περίπου 22 κόμβους) Οπλισμός: 2 πυροβόλα των 37 χλστ. 3 τορπιλοβλητικοί σωλήνες (450 χλστ.) Tο οθωμανικό Ναυτικό χρησιμοποίησε ως βοηθητικά πολλά από τα ελληνικά εμπορικά πλοία που κατασχέθηκαν με την έναρξη του πολέμου στα οθωμανικά λιμάνια και κυρίως στα στενά του Bοσπόρου. *** Οι συγκυρίες δεν θα βοηθούσαν πολύ αν απουσίαζε από την ελληνική πλευρά ο άνθρωπος που θα τις αναγνώριζε και θα τις αξιοποιούσε. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης έδειξε να διαθέτει και τη γνώση και την τόλμη που οι καιροί απαιτούσαν. Με μία τολμηρή και επιδέξια απόφαση αξιοποίησε στο έπακρο τις ευκαιρίες. Σύμφωνα με το σχέδιό του, ο ελληνικός στόλος κινήθηκε αστραπιαία, από τις πρώτες κιόλας ώρες του πολέμου, και κατέλαβε το στρατηγικό νησί της Λήμνου. Το νησί διέθετε, στον κόλπο του Μούδρου, ένα άριστο φυσικό αγκυροβόλιο, δεν διέθετε όμως καμία τεχνική υποδομή ούτε την ελάχιστη προκυμαία ούτε ακόμα πόσιμο νερό. Η μετατροπή της θέσης σε ναυτική βάση απαίτησε σκληρότατες προσπάθειες από την πλευρά των πληρωμάτων του στόλου. Η σκληρή τους εργασία -ακόμα και ο εφοδιασμός των πλοίων με άνθρακα γινόταν με τα χέρια- επέτρεψε την αξιοποίηση της στρατηγικής θέσης του νησιού. Από αυτό το ελληνικό Ναυτικό μπορούσε να ελέγχει ολόκληρο το Βόρειο Αιγαίο και να επι73
τηρεί τις εξόδους των Δαρδανελίων. Ηταν ένας άθλος πρώτου μεγέθους για το μικρό και άπειρο σε τέτοια ζητήματα ελληνικό Ναυτικό.
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης κηρύσσει τον Σεπτέμβριο του 1912 την επανάσταση κατά των Οθωμανών στη Σάμο, αναγκάζοντάς τους σε συνθηκολόγηση.
Ξεκινώντας πλέον από σταθερή αφετηρία, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις άρχισαν τις πρώτες τους εξορμήσεις ενάντια στα μικρά νησιά της περιοχής, εκεί όπου δεν υπήρχαν παρά ασθενείς φρουρές. Η Θάσος, η Σαμοθράκη, τα Ψαρά, η Ικαρία, ο Αγιος Ευστράτιος καθώς και η Ιμβρος και η Τένεδος καταλήφθηκαν, βελτιώνοντας την επιτήρηση των Δαρδανελίων. Λίγο αργότερα οι ελληνικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στη Σάμο -το νησί ήταν ουσιαστικά ελεύθερο μετά την απόβαση ένοπλων Κρητών και τις πολιτικές πρωτοβουλίες του Σοφούλη τον Σεπτέμβριο του 1912- και αποβιβάστηκαν στη Λέσβο και τη Χίο, όπου και κατέλαβαν τις πρωτεύουσες, υποχρεώνοντας τις οθωμανικές φρουρές να αναδιπλωθούν στο εσωτερικό. Σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις διαδραμάτησε ο στόλος των «βοηθητικών ευδρόμων», εξοπλισμένων δηλαδή εμπορικών πλοίων που αντικαθιστούσαν σε αποβατικές επιχειρήσεις τα
Tο διαμάντι του ελληνικού στόλου, «Γ. Αβέρωφ», κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων στη Λήμνο. 74
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πολύτιμα σκάφη του στόλου. Από την πλευρά του το οθωμανικό Ναυτικό μπόρεσε να οργανώσει την αντίδρασή του μετά τις 20 Νοεμβρίου του 1912, όταν η ανακωχή με τη Βουλγαρία εξασφάλισε την Κωνσταντινούπολη. Αποδείχθηκε όμως πως ήταν ήδη αργά.
Η ναυμαχία της Ελλης Στις 3 Δεκεμβρίου, ο οθωμανικός στόλος μάχης (τα θωρηκτά «Xαϊρεντίν Mπαρμπαρόσα», «Tουργκούτ Pεΐς», «Mεσουδιέ» και «Aσάρ-Tεφίκ») έπλευσε, μάλλον διερευνητικά, βόρεια του ακρωτηρίου της Ελλης, κατά μήκος των ακτών της Kαλλίπολης υπολογίζοντας στην κάλυψη των επάκτιων φρουρίων. Επρόκειτο μάλλον για ένας είδος δοκιμαστικής ενέργειας με στόχο τη διαπίστωση τόσο των πραγματικών δυνατοτήτων των οθωμανικών πλοίων -που υπέφεραν από έλλειψη μηχανικών ανταλλακτικών- όσο και της ελληνικής αποφασιστικότητας. O ελληνικός αντίστοιχος, με επικεφαλής το «Γ. Aβέρωφ» και τα «Υδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά» να ακολουθούν, δέχθηκε την πρόκληση και οι δύο στόλοι άρχισαν να ανταλλάσσουν πυρά από απόσταση χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Tη διαφορά έκανε και πάλι η πρωτοβουλία του ναυάρχου Kουντουριώτη που ανεξαρτητοποίησε την κίνηση του «Aβέρωφ», βγήκε από τη γραμμή και, εκμεταλλευόμενος την ταχύτητα του πλοίου του, έκλεισε το δρόμο στα οθωμανικά πλοία. Tα τελευταία βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αναγκάστηκαν να αναστρέψουν την πορεία τους κατευθυνόμενα προς τα Στενά κάτω από την κάλυψη των φρουρίων. Eπακολούθησε αταξία και τολμηρή καταδίωξη. Oι ζημιές που προκλήθηκαν εκατέρωθεν ήταν μικρές, η επίδειξη όμως της ανωτερότητας της ελληνικής ναυαρχίδας κέρδισε τις εντυπώσεις και ανάγκασε την οθωμανική ναυτική ηγεσία να σκεφθεί πιο πολύπλοκα σχέδια. Ο χρόνος πίεζε τους πολιτικούς ιθύνοντες της Κωνσταντινούπολης και τα ναυτικά τους επιτελεία. Η ανακωχή ελάχιστη σημασία θα είχε αν δεν κατάφερναν να ανατρέψουν το θαλάσσιο αποκλεισμό που τους επέβαλε το ελληνικό Ναυτικό. Mόνο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Οι επιτυχημένοι χειρισμοί του στο Αιγαίο με το θωρηκτό «Αβέρωφ» ανάγκασαν τους Τούρκους να περιοριστούν στα Δαρδανέλια. 75
Ναύτες του «Αβέρωφ» βάλλουν κατά του τουρκικού θωρηκτού «Μπαρμπαρόσα».
έτσι θα μπορούσαν να ανοίξουν τους δρόμους προς τη Δύση, να ενεργοποιήσουν τις στρατιωτικές και ναυτικές παραγγελίες τους, να ενισχύσουν το στόλο, το στρατό και την οικονομία τους και να ανατρέψουν τους δυσμενείς συσχετισμούς. Επιπλέον, η απώλεια των νησιών του Βόρειου Aιγαίου ήταν κάτι που η Oθωμανική Aυτοκρατορία δεν είχε ακόμα αποδεχθεί. Για τους λόγους αυτούς υιοθετήθηκε μία πιο ριψοκίνδυνη στρατηγική, παρά τις ανησυχίες για την όλη κατάσταση των οθωμανικών πλοίων και για τις σοβαρές επιπτώσεις που θα είχε μια ολοκληρωτική ναυτική καταστροφή. Aπό την ελληνική πλευρά, οι εύλογες ανησυχίες για τις επιπτώσεις που θα είχε ένα εχθρικό πλήγμα στο «Αβέρωφ» λόγου χάρη δεν περιόριζαν τις επιθετικές 76
διαθέσεις. Καθώς ήταν γνωστή η προθυμία της Κωνσταντινούπολης να ξεκινήσει ένα επικίνδυνο πρόγραμμα ναυτικών παραγγελιών, κρινόταν ότι ένα αποφασιστικό πλήγμα εκείνη τη στιγμή κατά του οθωμανικού στόλου θα περιόριζε τον εφιάλτη της ανατροπής των δεδομένων με την άφιξη των νέων οθωμανικών πολεμικών. H σύγκρουση, κάτω από αυτές τις συνθήκες, γινόταν αναγκαστική.
Η ναυμαχία της Λήμνου Ακολούθησε ένας μήνας χαμηλής δραστηριότητας με αψιμαχίες στην είσοδο των Στενών, όπου και έγινε ανταλλαγή πλήθους βλημάτων αλλά και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο ναύαρχος Κουντουριώτης στέφεται μετά τη ναυμαχία της Λήμνου από τη Δόξα και τον ναυμάχο της Σαλαμίνας, Θεμιστοκλή.
σημειώθηκε η πρώτη ίσως τορπιλική επίθεση από υποβρύχιο σε κατάδυση, από το ελληνικό σκάφος «Δελφίν». Δεν υπήρξαν αποτελέσματα. Οι πιο αποφασιστικές κινήσεις των αντιπάλων εφαρμόστηκαν αργότερα. Tην Πρωτοχρονιά του 1913 το οθωμανικό καταδρομικό «Xαμιδιέ» -το οποίο μόλις είχε επισκευαστεί από το πλήγμα που δέχθηκε από βουλγαρικά τορπιλοβόλα στη Βάρνα- διέσπασε, μέσα σε κακοκαιρία, τον ελληνικό αποκλεισμό στα Στενά και βρέθηκε στο Aιγαίο, όπου και βύθισε στη Σύρο το ελληνικό βοηθητικό εύδρομο «Mακεδονία». H οθωμανική διοίκηση υπολόγισε ότι η απειλή που θα προκαλούσε η τολμηρή αυτή κίνηση θα αποσπούσε, για την αντιμετώπισή της, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
μέρος των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στον Mούδρο. O Kουντουριώτης δεν υπέκυψε στο γενικό πανικό και ο στόλος δεν διαιρέθηκε, ως προς τις κύριες δυνάμεις του τουλάχιστον. Ετσι, όταν στις 5 Iανουαρίου ο οθωμανικός στόλος με τρία θωρηκτά, το καταδρομικό «Mετζιντιέ» και 8 αντιτορπιλικά κατευθύνθηκε με πρωτοφανή για τα δεδομένα του πολέμου αυτού τόλμη προς τη Λήμνο και τη βάση του ελληνικού στόλου, το σύνολο των ελληνικών πλοίων μάχης βρισκόταν εκεί για να τον αντιμετωπίσει. Το «Αβέρωφ», τα τρία παλαιά θωρηκτά, τα τρία ανιχνευτικά και τέσσερα αντιτορπιλικά απέπλευσαν αμέσως προς συνάντηση του εχθρού. 77
Η θριαμβευτική είσοδος του ελληνικού στρατού στα Ιωάννινα με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. 78
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
O τελευταίος στράφηκε προς Νότο και η ανταλλαγή πυρών άρχισε από απόσταση οκτώ περίπου χιλιομέτρων. Aυτή τη φορά η κατεύθυνση και η πειθαρχία των βολών ήταν σαφώς βελτιωμένες σε σχέση με την προηγούμενη ναυμαχία, γεγονός που έφερε γρήγορα αποτελέσματα. Mετά από είκοσι λεπτά εμπλοκής, το αρχαίο θωρηκτό «Mεσουδιέ» δέχτηκε σοβαρά πλήγματα, εγκατέλειψε τη γραμμή μάχης και στράφηκε προς τα στενά των Δαρδανελίων. Tα δύο νεότερα οθωμανικά θωρηκτά επιχείρησαν να κρατήσουν μόνα τους το βάρος της μάχης, πέντε όμως λεπτά αργότερα τα πυρά
του «Aβέρωφ» προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στη ναυαρχίδα «Mπαρμπαρόσα». Tο σύνολο πλέον του οθωμανικού στόλου στράφηκε προς τα Δαρδανέλια, καταδιωκόμενο από τον ελληνικό στόλο. H καταδίωξη κράτησε δυόμισι περίπου ώρες. Tα παλαιά ελληνικά θωρηκτά, παρόλο που ξεπέρασαν τις δυνατότητές τους αναπτύσσοντας ταχύτητα 15 κόμβων -έναντι 13,5 που κατάφερε να αναπτύξει ο οθωμανικός στόλος- δεν κατάφεραν εξαιτίας κακών ελιγμών να μειώσουν αποφασιστικά την απόσταση από τα φεύγοντα εχθρικά πλοία. H κα-
Yπαξιωματικοί και ναύτες του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» σε αναμνηστική φωτογραφία πάνω στο κατάστρωμα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
79
ταδίωξη έγινε έτσι αποκλειστική υπόθεση του «Aβέρωφ», που πλησίασε τον εχθρό έως τα 7.000 μέτρα. O πειθαρχημένος πλους των «Mπαρμπαρόσα» και «Tουργκούτ Pεΐς», που εναλλάσσονταν στην ουρά του οθωμανικού σχηματισμού ώστε να μοιράζονται τα πλήγματα, συγκράτησε ίσως -μαζί με το φόβο τορπιλικής επίθεσης- το «Aβέρωφ» από μια πιο παράτολμη καταδίωξη. H ναυμαχία έληξε αργά το μεσημέρι και ο οθωμανικός στόλος, σε πραγματικά κακή κατάσταση, γύρισε στις βάσεις του στα Δαρδανέλια. Το «Aβέρωφ», αν και δέχτηκε αρκετά πλήγματα από οβίδες μεγάλου διαμετρήματος, δεν έπαθε σοβαρές ζημιές, καθώς η θωράκισή του αποδείχθηκε αποτελεσματική. Στην αντιπέρα όχθη, το «Mπαρμπαρόσα» είχε 32 νεκρούς και 55 τραυματίες, ενώ σημαντικό μέρος του Πυροβολικού του αχρηστεύθηκε. Tο «Tουργκούτ Pεΐς» είχε 9 νεκρούς και 49 τραυματίες και ελαφρότερες ζημιές. Παραδόξως, οι τουρκικές πηγές δεν αναφέρουν θύματα στο «Mεσουδιέ», παρά το γεγονός ότι αχρηστεύθηκε σημαντικό ποσοστό του Πυροβολικού του από τα πλήγματα που δέχτηκε. Oπωσδήποτε το οθωμανικό Ναυτικό δεν ήταν πλέον, για αρκετό καιρό, σε θέση να επαναλάβει τις αναμετρήσεις του με τον ελληνικό στόλο. H κυριαρχία στα νησιά του Βόρειου Aιγαίου δεν βρισκόταν, για λίγο, υπό αμφισβήτηση.
Το τέλος του πολέμου H πτώση των Iωαννίνων, της Σκόδρας και της Aδριανούπολης κατέλυσε πλήρως την οθωμανική παρουσία στα Bαλκάνια και η Συμφωνία στο Λονδίνο, στις 18 Mαΐου 1913, επικύρωσε αυτήν τη νέα πραγματικότητα. Φυσικά, κανένας από τους εμπλεκομένους δεν θεώρησε το αποτέλεσμα ως τελικό. Ενας ακόμα πόλεμος ακολούθησε, σχεδόν αμέσως, για να επιλυθούν οι διαφορές, ενώ, ένα χρόνο μετά, το 1914, στο ξεκίνημα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, τα μικρά κράτη των Bαλκανίων και η Oθωμανική Αυτοκρατορία επέλεξαν τα στρατόπεδα της συμμετοχής με γνώμονα τις βαλκανικές εκκρεμότητες. 80
Απώλειες των εμπολέμων στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο Βουλγαρία
Νεκροί Θανόντες (ασθένειες) Τραυματίες Σύνολο
14.000 20.000 50.000 84.000
Σερβία
Νεκροί και θανόντες Τραυματίες Σύνολο
18.000 25.000 43.000
Ελλάδα
Νεκροί και θανόντες Τραυματίες Σύνολο
5.000 23.000 28.000
Μαυροβούνιο
Νεκροί και θανόντες Τραυματίες Σύνολο
3.000 7.000 10.000
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Νεκροί Θανόντες (ασθένειες) Τραυματίες Αιχμαλωτισθέντες
50.000 75.000 100.000 115.000
(από τους οποίους περίπου 30.000 πέθαναν στην αιχμαλωσία, οι 10.000 από αυτούς σε ελληνικά στρατόπεδα αιχμαλώτων).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε περίπου 340.000 στρατιώτες εκτός μάχης. Ηταν το σκληρό προοίμιο για τα ίσως 2.500.000 απωλειών που είχε συνολικά η Αυτοκρατορία στην τελευταία φάση της Ιστορίας της, από το 1911 έως το 1922. Το κόστος των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13 Ελλάδα
470.000.000 φράγκα
Μαυροβούνιο
100.000.000 φράγκα
Σερβία
590.000.000 φράγκα
Βουλγαρία
1.300.000.000 φράγκα
Τα μικρά βαλκανικά κράτη και ειδικά η Βουλγαρία δεν συνήλθαν ποτέ από την οικονομική αιμορραγία του πολέμου αυτού. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
«Δεξίωσις του νικητού υπό του οθωμανικού κλήρου εις το τουρκικόν τέμενος εν Ιωαννίνοις», σύμφωνα με λεζάντα εποχής.
υποσημειωσeiσ 1. Tα θωρηκτά τύπου «Δρεδνώτ» πήραν την ονομασία τους από το βρετανικό πλοίο Dreadnought, που καθελκύστηκε το 1906. O οπλισμός του αποτελείτο από πυροβόλα μεγάλης διαμέτρου τοποθετημένων σε πύργους που μπορούσαν να στραφούν προς την κάθε πλευρά του πλοίου. Mπορούσε λοιπόν να παρατάξει 8 ή 12 πυροβόλα έναντι
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
4 των παλαιότερων θωρηκτών (προ-δρεδνώτ). O τύπος αυτός πλοίου έγινε η αιχμή του ναυτικού ανταγωνισμού που προηγήθηκε του A' Παγκοσμίου Πολέμου. 2. Εφεδρικές στρατιωτικές μονάδες που συγκροτούνται σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης.
81
Ο Λευκός Πύργος ή «Πύργος του Αίματος» κατά την Τουρκοκρατία σε πίνακα του Edward Lear στα μέσα του 19ου αιώνα. 82
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ευάγγελος Χεκίμογλου Δρ οικονομολόγος
Η Θεσσαλονίκη πριν από το 1912. Οικονομία και κοινωνία Η ταυτότητα της πολύγλωσσης και πολυεθνικής πόλης στην οποία μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1912. Η εβραϊκή, μουσουλμανική και ελληνορθόδοξη κοινότητα. Τα εκπαιδευτικά και κοινωφελή τους ιδρύματα. Πνευματική ζωή και Τύπος. Η παραγωγή, η βιομηχανία και οι συντεχνίες.
Η
1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ Τα γεωγραφικά και τα δημογραφικά δεδομένα απαντούν στο ερώτημα πώς ήταν η πόλη και ποιος πληθυσμός την κατοικούσε.
Η γεωγραφία της πόλης Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη διατήρησε στενή σχέση με την ύπαιθρο. Πολλοί κάτοικοί της έβγαιναν καθημερινά από τις πύλες του τείχους και καλλιεργούσαν τα πέριξ αμπέλια ή και χωράφια. Τα σημεία πώλησης των δημητριακών και των άλλων γεωργικών προϊόντων ήταν τα κεντρικά σημεία της Θεσσαλονίκης. Ενα άλλο επίκεντρο της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής της ήταν το λιμάνι της. Λιμάνι κατ’ ευφημισμόν: Μέχρι το 1870 ήταν απλώς ένας φυσικός όρμος, μοναδική «υποδομή» του οποίου ήταν μια ξύλινη σκάλα για να δένουν τα λίγα ιστιοφόρα που έπιαναν το λιμάνι. Στη δεκαετία του 1870 το θαλασσινό τείχος της πόλης κατεδαφίστηκε, η προκυμαία επεκτάθηκε με έμπληση της θάλασσας και δημιουργήθηκαν νέα οικόπεδα. Τότε δημιουργήθηκαν υποτυπώδεις λιμενικές εγκαταστάσεις που γρήγορα αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Επακολούθησε η κατασκευή δύο προβλητών έπειτα από έμπληση (1900).
οθωμανική περίοδος διήρκεσε για τη Θεσσαλονίκη πέντε πλήρεις αιώνες. Κανένας από αυτούς δεν ήταν όμοιος με κάποιον άλλο. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επικεντρώσουμε στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Σε ποια πόλη εισήλθε ο ελληνικός στρατός στις 27 Οκτωβρίου 1912;
Από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η Θεσσαλονίκη χωριζόταν σε δύο τομείς εκατέρωθεν της σημερινής οδού Βενιζέλου. Από τη δυτική πλευρά, η γη ανήκε σε βακούφια, δηλαδή σε κοινωφελή ιδρύματα που είχαν ιδρύσει ανώτατοι αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Αλωση της πόλης (1430). Από την ανατολική πλευρά, η βακουφική ιδιοκτησία συνυπήρχε με την ατομική.
Για το σκοπό αυτόν θα εξετάσουμε τέσσερις πτυχές: Πρώτα τα γεωγραφικά και δημογραφικά δεδομένα, έπειτα την κοινωνία της πόλης, στη συνέχεια την πολιτική κατάσταση και, τέλος, την οικονομία.
Στα βακουφικά οικόπεδα η ψιλή κυριότητα του βακουφίου ήταν αναπαλλοτρίωτη. Ο κάτοχος του οικοπέδου αγόραζε από το βακούφιο το δικαίωμα της διηνεκούς χρήσης του. Το δικαίωμα αυτό μπορούσε να πουλήσει εν ζωή με την άδεια του
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
83
Πανοραμική άποψη της Θεσσαλονίκης από τη Μονή Βλατάδων. Λεπτομέρεια από πίνακα του Edward Lear.
βακουφίου ή να κληροδοτήσει σε απευθείας απογόνους του. Οταν εξέλιπαν οι απόγονοι, η χρήση επανερχόταν στο βακούφιο, που γινόταν και πάλι πλήρης ιδιοκτήτης. Το ίδιο συνέβαινε όταν κατέρρεε ή καιγόταν το κτίριο που υπήρχε στο οικόπεδο. Μετά το 1905 τα δικαιώματα των βακουφίων είχαν αρχίσει να ατονούν -με αντίστοιχη ενδυνάμωση των δικαιωμάτων των χρηστών-, χωρίς όμως να θιχτεί η ψιλή κυριότητα. Σύμφωνα με τα κληρονομικά ήθη μουσουλμάνων και χριστιανών, τα οικόπεδα μοιράζονταν εξίσου σε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Επειτα από αιώνες εφαρμογής αυτού του κανόνα, τα μεν ιδιόκτητα οικόπεδα ήταν πολύ μικρά, ενώ 84
σε κάθε βακουφικό οικόπεδο -που δεν μπορούσε να μοιραστεί σε κληρονόμους- υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες.
Ο κοινόχρηστος τόπος γύρω από τη Θεσσαλονίκη Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι Θεσσαλονικείς εξακολουθούσαν να κατοικούν μέσα στην περιτείχιστη πόλη. Γύρω από τα τείχη απλωνόταν μια μεγάλη κοινόχρηστη έκταση που χωριζόταν σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιλάμβανε τα νεκροταφεία των έξι αναγνωρισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων της πόλης, δηλαδή της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ορθόδοξης χριστιανικής, της ρωμαιοκαθολικής χριστιανικής, της προτεσταντικής, της αρμενικής, της μουσουλμανικής και της εβραϊκής. Το δεύτερο τμήμα περιλάμβανε τα δημόσια λιβάδια. Τα έσοδα από τη διαχείριση των λιβαδιών ήταν αφιερωμένα στις τρεις βασικές κοινότητες (εβραϊκή, μουσουλμανική, ελληνορθόδοξη), που με κοινή απόφασή τους τα διέθεταν στο διηνεκές υπέρ των σχολείων της πόλης.
Τα νεκροταφεία Με βάση το Δίκαιο που εφαρμοζόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και σε κάθε άλλη μουσουλμανική χώρα, ο τόπος της ταφής είχε μεγάλη σημασία, διότι καθόριζε την κληρονομική διαδοχή του θανόντος. Γι’ αυτό και τα όρια ανάμεσα στα νεκροταφεία ήταν σαφή, συνήθως δρόμοι ή ποτάμια, ώστε να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Υπήρχαν, βέβαια, νεκροταφεία και μέσα στην περιτείχιστη πόλη, αλλά η χρήση τους είχε σταματήσει πολύ πριν από την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Βρίσκονταν στα προαύλια εκκλησιών, τεμενών, καθώς και χριστιανικών και μουσουλμανικών μονών (τεκέδων). Η εβραϊκή κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη επί σειρά αιώνων, γι’ αυτό και το νεκροταφείο της ήταν το μεγαλύτερο. Ξεκινούσε από το σημερινό κτίριο του Χημείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιούπολης. Το νότιο όριό του ήταν ένας δρόμος που δεν υπάρχει πλέον, η προέκταση της οδού Εγνατίας μέχρι τη σημερινή οδό Λαμπράκη (τότε Νοσοκομείων). Αυτός ο δρόμος συνέχιζε μέχρι τους Καπουτζήδες (Πυλαία), διασχίζοντας τις ακατοίκητες τότε, και πυκνοκατοικημένες σήμερα, συνοικίες της (προϊστορικής) Τούμπας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η μουσουλμανική κοινότητα διέθετε δύο κύρια νεκροταφεία. Το πρώτο κάλυπτε το χώρο της σημερινής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (βρισκόταν, δηλαδή, νοτιοανατολικά από το εβραϊκό). Το δεύτερο απλωνόταν έξω από τη λεγόμενη Νέα Πύλη (Γενί Καπού) του δυτικού τείχους, στο ύψος των σημερινών οδών Αγίου Δημητρίου και Λαγκαδά. Δίπλα σε αυτό υπήρχε ένα τρίτο μουσουλμανικό νεκροταφείο, προσαρτημένο στο μεγαλύτερο μουσουλμανικό μοναστήρι της πόλης, τον «τεκέ» των Μεβλεβήδων δερβίσηδων. Μέχρι το 1874 όλοι οι χριστιανοί έθαβαν τους νεκρούς τους στον τόπο ανάμεσα στα ανατολικά τείχη της πόλης (κατά μήκος της σημερινής οδού Κωνσταντίνου Μελενίκου) και στο εβραϊκό νεκροταφείο. Χριστιανικοί και εβραϊκοί τάφοι χωρίζονταν από ένα ποτάμι, που σήμερα έχει εγκιβωτισθεί. Το παλαιό αυτό χριστιανικό νεκροταφείο δεν ήταν περιφραγμένο και δεν υπήρχαν ιδιαίτερα όρια ανάμεσα στις επιμέρους χριστιανικές κοινότητες. Το 1874 εφαρμόστηκε ο πρόσφατος τότε οθωμανικός νόμος «Περί Νεκροταφείων». Ετσι, τα κοιμητήρια των χριστιανικών κοινοτήτων χωρίστηκαν και οριοθετήθηκαν.
Ο χώρος του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου, πάνω στο οποίο χτίστηκε η σημερινή πανεπιστημιούπολη. 85
Η ρωμαιοκαθολική κοινότητα μετέφερε το κοιμητήριό της έξω από το δυτικό τείχος, κοντά στο μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα των Λαζαριστών μοναχών. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα ανέθεσε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών, σωματείο τότε νεοσύστατο, να δημιουργήσει το περιφραγμένο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας. Νότιο όριό του ήταν η οδός που ονομάζεται σήμερα Αγίου Δημητρίου (τότε Μιντχάντ πασά) και δυτικό όριο ο δρόμος που ανηφορίζει προς το Νοσοκομείο «Αγιος Δημήτριος». Καθώς το κοιμητήριο ήταν περιφραγμένο, και άρα ο τόπος περιορισμένος, εφαρμόστηκε το σύστημα της ανακομιδής, που προκάλεσε διαμαρτυρίες στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους. Η βουλγαρορθόδοξη κοινότητα έλαβε το δικαίωμα να θάβει ανατολικώς της ελληνορθόδοξης (από το 1913 το βουλγαρικό νεκροταφείο ενσωματώθηκε στην Ευαγγελίστρια).
Το 1900 άρχισε να λειτουργεί και δεύτερο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο που βρισκόταν έξω από τα δυτικά τείχη, κοντά στο ρωμαιοκαθολικό, και ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, στο όνομα της οποίας οι παλαιότερες πηγές μαρτυρούν αγίασμα σε εκείνη την περιοχή. Ανεπίσημο κοιμητήριο οργάνωσαν κοντά στην Αγία Παρασκευή και οι Βουλγαρορθόδοξοι (δίπλα στο σημερινό ναό Αγίου Παντελεήμονα Αμπελοκήπων). Η αρμενική και η προτεσταντική κοινότητα δημιούργησαν συνεχόμενα περιφραγμένα νεκροταφεία στο στενό τόπο ανάμεσα στο δυτικό τείχος και στο δρόμο που ανηφορίζει προς το δημοτικό νοσοκομείο, δηλαδή δυτικά της Ευαγγελιστρίας. Τέλος, η ρουμανική κοινότητα έλαβε άδεια στις αρχές του 20ού αιώνα και δημιούργησε ένα μικρό νεκροταφείο έξω από το δυτικό τείχος, το οποίο εδώ και πολλά χρόνια μετατράπηκε σε παιδική χαρά. Η σερβική κοινότητα, παρά
Ο Λευκός Πύργος όπως ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεξιά, τμήμα της ξύλινης αποβάθρας με την περίτεχνη είσοδο και αριστερά ο οχυρωματικός περίβολος. 86
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τις προσπάθειές της, δεν κατόρθωσε να λάβει άδεια δημιουργίας ιδιαίτερου νεκροταφείου και εξυπηρετείτο είτε στο ελληνορθόδοξο είτε στο βουλγαρορθόδοξο.
Τα λιβάδια Το κοινόχρηστο λιβάδι, ο λεγόμενος κισλάς, βρισκόταν ανάμεσα στα όρια των χωριών Καπουτζήδες (Πυλαίας), Γενί Κιοΐ (Ασβεστοχωρίου) και της Θεσσαλονίκης. Το λιβάδι περιλάμβανε τη χειμερινή βοσκή και τη θερινή βοσκή. Η χειμερινή βοσκή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού περιαστικού δάσους Σέιχ Σου (= νερό του σεΐχη), αλλά αργότερα επεκτάθηκε μέχρι το δρόμο για το χωριό Ακσακλή (σημερινό Πανόραμα) και το δρόμο για τον Χορτιάτη. Η θερινή βοσκή ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από τη χειμερινή και καταλάμβανε τόπους στα ανατολικά της πόλης.
Επίσης, κοινόχρηστα λιβάδια απλώνονταν έξω από τη δυτική πλευρά της πόλης, αλλά οι μαρτυρίες που έχουμε για τη χρήση τους είναι παλαιότερες από την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Λόγω της εγκατάστασης σιδηροδρομικών γραμμών, η περιοχή δεν ήταν πλέον τόσο πρόσφορη για βοσκή όσο στο παρελθόν.
Οικολογικές μεταβολές Οι χαλκογραφίες του 18ου και του 19ου αιώνα αναπαριστούν τους λόφους γύρω από τη Θεσσαλονίκη γυμνούς. Η αποψίλωση ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς χρήσης των λόφων για βοσκή, αφενός λόγω της αύξησης του πληθυσμού, αφετέρου εξαιτίας της επέκτασης των νεκροταφειακών χώρων. Η αποψίλωση των λόφων είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα: Καθώς δεν υπήρχαν δέντρα να συγκρατούν τα χώματα που κατέβαζαν οι βρο-
Η «Ληταία Πύλη» (Γενί Καπού ή Νέα Πύλη της Τουρκοκρατίας), που βρισκόταν στο δυτικό άκρο της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
87
χές, η στάθμη του εδάφους της Θεσσαλονίκης ανήλθε στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καλυφθούν οι χείμαρροι που άλλοτε διέσχιζαν την πόλη και κινούσαν με τα νερά τους νερόμυλους. Η τελευταία μαρτυρία που διαθέτουμε για την ύπαρξη νερόμυλων εντός των τειχών χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Η τελευταία μαρτυρία για την ύπαρξη χειμάρρου μέσα στην πόλη ανάγεται στο έτος 1864. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο νότιο μέρος της Αρχαίας Αγοράς, βορείως της Εγνατίας. Στο σημείο εκείνο βρισκόταν ήδη από το έτος 1500 η Αλευραγορά και εκεί λειτουργούσαν ακόμη το 1800 οι περισσότεροι μύλοι. Ηταν το κεντρικό μέρος της πόλης, το «Ουν-Καπάνι» (Αλευραγορά).
Εξω από τα δυτικά τείχη Δύο βασικοί δρόμοι οδηγούσαν από τη Θεσσαλονίκη προς τις εκτάσεις έξω από τα δυτικά τείχη
της. Ο πρώτος ξεκινούσε από την Πύλη του Βαρδάρη (Βαρντάρ Καπού). Μπορεί να ταυτιστεί με τη σημερινή οδό Γιαννιτσών και οδηγούσε προς το χωριό Ντούντουλαρ (Διαβατά). Ο δεύτερος δρόμος ξεκινούσε από τη Νέα Πύλη (Γενί Καπού) και μπορεί να ταυτιστεί με τη σημερινή λεωφόρο Καλλιθέας, που διασχίζει την Ξηροκρήνη και φτάνει μέχρι τους Αμπελοκήπους. Αμφότεροι οι δρόμοι διασταυρώνονταν με δύο καθέτους. Ο πρώτος κάθετος ήταν πρόδρομος της σημερινής λεωφόρου Λαγκαδά και οδηγούσε προς την Ανατολική Μακεδονία. Ο δεύτερος ήταν ένας πολύ παλιός αγροτικός δρόμος, που οδηγούσε από τη θάλασσα προς τον Ζέιτενλουκ, τοποθεσία που είχε πάρει το όνομά της από τους ελαιώνες της (σημερινή Σταυρούπολη). Στο ύψος του αγροτικού αυτού δρόμου εγκαταστάθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης, ενώ μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα βρισκόταν ο εμπορικός σταθμός της γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου. Η εγκατάσταση των σιδηροδρόμων σήμαινε σοβαρές
Ο τάφος του Τούρκου αγίου Μουσάτ Μπαμπά, οκταγωνικό κτίσμα με τρούλο που βρισκόταν στο κέντρο της ομώνυμης τουρκικής συνοικίας (πλατεία Τερψιθέας, Ανω Πόλη). 88
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αλλαγές στην περιοχή, με περιορισμό των καλλιεργειών και διευθέτηση των χειμάρρων, οι οποίοι πλημμύριζαν και κατέστρεφαν τις γραμμές. Πολύ κοντά στην Πύλη του Βαρδάρη (η οποία είχε κατεδαφιστεί το 1874, όχι όμως και τα περιβάλλοντα τείχη) δημιουργήθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός «πόλεως». Καθώς από το 1900 είχε οικοδομηθεί το νέο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως θα δούμε, η περιοχή ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στο λιμάνι θεωρήθηκε ιδανικός τόπος για την εγκατάσταση των λίγων βιομηχανιών και αποθηκών της πόλης.
Η φυλακή Τα ανατολικά τείχη κατεδαφίστηκαν σταδιακώς από το 1874 έως το 1900. Απέμεινε, ωστόσο, ο Πύργος του Αίματος (Κανλί Κουλέ), ο κατ’ ευφημισμόν Λευκός Πύργος, να σημαδεύει τη θέση τους. Ο πύργος αυτός χρησίμευε ως φυλακή. Πε-
ριγράφεται από τον περιηγητή James Minchin, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884: «Την ημέρα της επίσκεψής μου υπήρχαν 380 κρατούμενοι, που όλοι σχεδόν -κατά την αναφοράήταν ληστές και δολοφόνοι. (…) Οταν κατέβηκα από την άμαξά μας, είχα μία πολύ αόριστη ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο οι κρατούμενοι τελούσαν υπό περιορισμό. Πίστευα ότι θα τους έβλεπα πίσω από τα κάγκελα. Μόλις μπήκαμε στο χώρο της φυλακής, μας έψαξαν μήπως κρύβαμε όπλα. Από τον αξιωματικό που μας συνόδευε αφαιρέθηκε το ξίφος. Αυτή η απλοϊκή μέριμνα μάλλον μας διασκέδασε. Επειτα ακολουθήσαμε τον αξιωματικό, ενώ πίσω μας βάδιζε ένας δεσμοφύλακας. Ανηφορίσαμε τον πύργο, ανεβαίνοντας από το ένα πάτωμα στο άλλο και μερικές φορές κινούμενοι αργά μέσα σε κάποιο κελί. Οταν είχαμε φτάσει στη μέση της ανόδου, ρώτησα αν οι άνδρες γύρω μας (οι οποίοι δεν ήταν αλυσοδεμένοι) ήταν κατάδικοι που επεδείκνυαν καλή συμπεριφορά και
Η ηλεκτρική εταιρία της Θεσσαλονίκης, στο ύψος της σημερινής οδού Εδισον (Συλλογή Αγγ. Παπαϊωάννου). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
89
-σε καταφατική περίπτωση- πού βρίσκονταν οι εγκληματίες. Τότε πληροφορήθηκα ότι ήμασταν ανάμεσα στους δολοφόνους και ότι όσοι ήταν κλεισμένοι στην κορυφή του πύργου είχαν καταδικαστεί για λιγότερο σοβαρά αδικήματα. (…) Είναι αλήθεια ότι μερικά πρόσωπα ήταν τρομερά. Αλλά εν γένει διακρίναμε καθαριότητα, κοσμιότητα και ένα πνεύμα ευγένειας. Σε κάθε πάτωμα που μπαίναμε οι φυλακισμένοι σηκώνονταν και μας χαιρετούσαν. Η αβρότητα αυτή δεν προερχόταν από την επιβαλλόμενη πειθαρχία της φυλακής. Το σιτηρέσιο που παρέχει η κυβέρνηση είναι φτωχό: μόνο ψωμί και νερό. Αλλά οι φτωχοί κρατούμενοι -Εβραίοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι και Ελληνες- βοηθούνται από τις κοινότητές τους, οι οποίες τους προμηθεύουν κρέας και καφέ. Κύπελλα και σκεύη υπήρχαν άφθονα και κάθε φυλακισμένος είχε το στρώμα ή την κουβέρτα του. Λαμβάνοντας υπόψη από τι είδους σπίτια προέρχονταν αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ασφαλώς καλύτερα στη φυλακή του σουλτάνου παρά στα χωριά τους». [Α. Γρηγορίου & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών]. Από το 1900 οι φυλακές μεταφέρθηκαν στο Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο), στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, και εκεί λειτούργησαν μέχρι τις μέρες μας.
Εξω από τα ανατολικά τείχη Εξω από τα ανατολικά τείχη υπήρχαν επίσης χείμαρροι και αποθήκες. Μόλις σε απόσταση 500 μέτρων από το Λευκό Πύργο εγκαταστάθηκε στις αρχές του αιώνα η ηλεκτρική εταιρία. Βορειότερα, απλώνονταν οι στρατώνες και το Πεδίον του Αρεως. Κατά μήκος της ακτής είχαν οικοδομηθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πολυτελείς εξοχικές κατοικίες των πλούσιων Θεσσαλονικέων, οι λεγόμενοι «Πύργοι». Οι πιο εντυπωσιακές ήταν των Σαρνό, Ασλάν, Ντιρχάν Αμπντουλάχ, Αμποτ, Χαμντή μπέη, Αλλατίνι, Μοδιάνο και Αχμέτ Κερίμ. Οι νέοι των οικογενειών αυτών συνήθιζαν να γλεντούν τα βράδια μέσα σε πλοιάρια, που ήταν αγκυροβολημένα σε ορμίσκους, μπροστά στις κατοικίες τους. 90
To 1898 πραγματοποιήθηκε χαρτογράφηση των οικοπέδων εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται η ακτή, τα παραθαλάσσια οικόπεδα και η σημερινή λεωφόρος Β. Ολγας. Τα δύο παραθαλάσσια οικόπεδα στο μέσον είναι του Α. Καπαντζή (διακρίνεται η έπαυλη) και της έπαυλης Château mon bonheur.
Ενδιαφέρουσες είναι οι εντυπώσεις του Αργείου λόγιου Δ. Βαρδουνιώτη (1847-1924) από επίσκεψή του στη συνοικία αυτή το 1890: «Οι Πύργοι, οίτινες φαίνονται μεν προάστειον, χωριζόμενον από της πόλεως διά του εβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όμως μέρος αυτής ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι ο προσφιλέστερος περίπατος των Θεσσαλονικέων. Είναι τα Πατήσια ή το Φάληρον των Αθηνών, το προάστειον εκείνον το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν. Κατά τας θερινάς ημέρας φλέγων ο καύσων προκαλεί ακατανίκητον δίψαν της δρόσου και της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Στη Συνοικία των Εξοχών χτίστηκαν μετά την πυρκαγιά του 1890 περίπου 200 μεσοαστικές και μικροαστικές κατοικίες.
εξοχής. Η μεγάλη αυτή πόλις μηδεμίαν δυστυχώς έχουσα πλατείαν, καθίσταται κατά τινάς ώρας πληκτική και αφόρητος με τας πυκνάς και τας υψηλάς αυτής οικοδομάς και τας ζεούσας και τας πλείστας στενάς πλακοστρώτους οδούς της. Ολοι δε τότε αισθάνονται την ανάγκην να αναπνεύσωσιν ολίγον αέρα εξοχής και ροφήσωσιν ολίγην δρόσον (...) Υπάρχουν λεωφορεία (omnibus) κυκλοφορούντα μέχρι της μιας μετά το μεσονύκτιον από της προκυμαίας μέχρι του Παραδείσου των Πύργων. Εισήχθησαν προ τινών ετών και εργάζονται επικερδέστατα. Δεν έχουν βεβαίως την κομψότητα και πολυτέλειαν των αθηναϊκών τράμβαϊ, δυστυχώς δε ούτε σιδηράν γραμμήν, και διά τούτο τρέχοντα παταγωδέστατα επί των λιθοστρώτων, είναι αληθείς αντεροβγάλται (...) Διά τους μάλλον νωχελείς υπάρχουν αι άμαξαι και αι λέμβοι, ή εν τη γλώσση του τόπου, οι αραμπάδες και τα καΐκια». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης (1890) και την εγκατάσταση ιπποκίνητου τροχιόδρομου (1893), δημιουργήθηκε η Συνοικία των Εξοχών, που ονομαζόταν και Χαμιντιέ, από το όνομα του σουλτάνου Χαμίντ Β΄. Στη Συνοικία των Εξοχών ανεγέρθηκαν περίπου 200 μεγαλοαστικές και μεσοαστικές κατοικίες, καθώς και πλήθος μικροαστικών κατοικιών. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο μεγάλες συνοικίες, της Αγίας Τριάδας και της Αναλήψεως κατά τους ελληνόφωνους, του Κερίμ εφέντη και του Κάραγατς (=λεύκα) κατά τους λοιπούς, στις οποίες το 1912 κατοικούσε σχεδόν ένας στους πέντε Θεσσαλονικείς. Στην προς Ανατολάς επέκταση της πόλης συνέβαλε η εγκατάσταση νοσοκομείων (ιταλικού, ρωσικού, ελληνικού, εβραϊκού) και ορφανοτροφείων (ελληνορθόδοξου και εβραϊκού). 91
Τόποι διασκέδασης. Κήποι, μπόουλινγκ και τζέντλεμεν Το 1902, ο Γάλλος συγγραφέας Maurice Pottecher επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και εντυπωσιάσθηκε από την παραλία της με τα κέντρα διασκέδασης: «Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν διάσπαρτα καινούρια οικοδομήματα, ξενοδοχεία που περιβάλλονται από πράσινο και όπου κυματίζει η σημαία κάποιου προξενείου, εξοχικά σπίτια των οποίων ο ρυθμός είναι ίδιος με εκείνον των προαστείων, εργοστάσια, ταβερνούλες απ’ όπου προέρχεται ένας θόρυβος μπουκαλιών, μπόουλινγκ και έντονου γέλιου. Μπροστά στην πόρτα ένας γάιδαρος σέρνει ένα κάρο και περιμένει επί πολλή ώρα, ρίχνει τα κοντά αυτιά του πάνω στα καρτερικά μάτια του. Και ακολουθεί ο συνηθισμένος θόρυ-
βος που προέρχεται από τη λήξη μιας αστικής γιορτής. Αναμιγνύεται με το βαρύ θόρυβο που προκαλούν οι κροτίδες και οι μπάντες που παίζουν ερωτικά τραγούδια, άσεμνα ρεφρέν και οι μονόλογοι που προφέρονται με δυσκολία σε 4 ή 5 καφέ – κονσέρ, κρυμμένα μέσα στην αυλή μιας μεγάλης μπυραρίας, παρόμοιας με τις γερμανικές… (…) Ενας βιεννέζικος θίασος, Γαλλίδες τραγουδίστριες, Ισπανίδες χορεύτριες. (…) Οι αφίσες που ήταν αναρτημένες στις βιτρίνες ανήγγειλαν τα ονόματά τους και οι περαστικοί θαύμαζαν στις φωτογραφίες τα κομψά εσώρουχα της χορεύτριας, ακίνητης σε μια τολμηρή πιρουέτα, ή το υπέροχο χαμόγελο και το βαμμένο μουστάκι ενός τενόρου με ουγγρικό όνομα». [Α. Γρηγορίου & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών, από όπου και όλα τα περιηγητικά κείμενα].
Το ξενοδοχείο «Oλυμπος», ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία της πόλης. Καταστράφηκε με την πυρκαγιά του 1917. 92
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Πιο σεμνά, η επετηρίδα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης σημειώνει για την ίδια περιοχή το 1890: «Υπάρχουν διάφορα δημοφιλή σημεία που συχνάζονται στη Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπος, η Αμερική, η Belle Vie, κήποι και καφετερίες γύρω από τον Λευκό Πύργο (που είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης) απλώνονται κατά μήκος της ακτής μαζί με άλλα είκοσι καφέ κι έτσι η περιοχή φωτίζεται από χιλιάδες φώτα τις νύχτες του καλοκαιριού. Σε μερικά από αυτά τα καταστήματα παρουσιάζονται ευρωπαϊκές και ανατολικές ορχήστρες, αρκετές νύχτες την εβδομάδα. Υπάρχει ακόμη ένα εξαιρετικό θερινό θέατρο σ' αυτήν την περιοχή. Η τάξη, η ομορφιά και η νυχτερινή διασκέδαση αυτού του τμήματος της Θεσσαλονίκης σπάνια μπορούν να βρεθούν σε παρόμοιες πόλεις». Και συνεχίζει το ημιεπίσημο αυτό κείμενο -πρόγονος κρατικού τουριστικού φυλλαδίου- για τους τόπους αναψυχής πέριξ της πόλεως: «Ο Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί [δηλαδή ο «δημόσιος κήπος», γνωστός ως Μπες Τσινάρ = Πέντε Πλατάνια] βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, με ένα όμορφο δάσος από μεγάλα δέντρα. Σ’ αυτόν τον κήπο, από την πλευρά της ακτής, απλώνονται θαυμάσια λιβάδια και υπάρχουν δύο υπέροχα κιόσκια. Μία ώρα απόσταση ολόγυρα από τον Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί, λαχανόκηποι διακοσμούν το πανόραμα. Στα ανατολικά, όταν τελειώνουν οι παραθαλάσσιες κατοικίες, απλώνονται τρεις υπέροχοι κήποι για το κοινό, που ονομάζονται Cennet [=Παράδεισος], Buyukdere [=Μεγάλο Ρέμα] και Iskenderiye [=Αλεξάνδρεια]». Η ίδια πηγή αναφέρει με υπερηφάνεια και τόπους που συχνάζονταν αποκλειστικώς από εύπορους: «Οι λέσχες Κύκλος της Θεσσαλονίκης στον Φραγκομαχαλά, με μέλη προξένους και ξένους τζέντλεμεν, ο Μεγάλος Κύκλος της Θεσσαλονίκης και η Αvenir στο λιμάνι, για Εβραίους τζέντλεμεν, περιλαμβάνονται μεταξύ των πιο σημαντικών κοινωνικών καθιδρυμάτων. Οι εγκαταστάσεις τους είναι εξαιρετικά επιπλωμένες και οι βιβλιοθήκες τους περιλαμβάνουν χιλιάδες βιβλία και μεγάλη ποικιλία ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εφημερίδων». [Ε. Χεκίμογλου & Ε. Ντανατζίογλου, Η Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια].
Δημογραφικά στοιχεία Πριν αναφερθούμε σε αριθμούς, παραθέτουμε τη μαρτυρία του Βρετανού διπλωμάτη Albert Charles Wratislaw (1862-1938), που επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη το 1885: «Ο πληθυσμός της πόλης εκτιμάτο [το 1885] ως τάξη μεγέθους σε 120.000. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν γινόταν κανονική απογραφή. Οχι ότι πίστευαν ότι ο Αλλάχ θα είχε καμία αντίρρηση για να καταμετρηθούν οι άνθρωποι που πίστευαν στο Γιαχβέ, αλλά με τον ανάμικτο χαρακτήρα του πληθυσμού και την ύπαρξη τεράστιων περιοχών με χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, το έργο θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο και δαπανηρό, με τα περιορισμένα μέσα που διέθετε η διοίκηση, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που μπορούσε να εγγυηθεί. Το περισσότερο που έγινε ποτέ ήταν να μετρούν τα σπίτια σε μία πόλη ή περιοχή και να εξάγουν μία κατά προσέγγιση εκτίμηση του πληθυσμού, υπολογίζοντας ένα μέσο αριθμό ενοίκων σε κάθε σπίτι, γενικώς πέντε ή έξι. Οι διάφορες μη μουσουλμανικές κοινότητες είχαν μία σχεδόν ακριβή ιδέα για τον πληθυσμό τους, τον οποίο έτειναν να περιορίζουν στο μισό οσάκις επρόκειτο να υπολογιστούν φόροι, και να τον διπλασιάζουν οσάκις διεκδικούσαν εθνικά δίκαια». Η έλλειψη οθωμανικών δημογραφικών πηγών αποτελεί ένα ακόμη δυτικό στερεότυπο, όπως σημειώνει ο ιστορικός Stanford Shaw, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι διπλωμάτες ή εθνικιστές ηγέτες να προβαίνουν «σε ιδιοτελείς εκτιμήσεις του πληθυσμού, οι οποίες υποστήριζαν τους δικούς τους πολιτικούς ή διπλωματικούς στόχους». Στην πραγματικότητα, οι οθωμανικές αρχές εκπονούσαν ξεχωριστούς καταλόγους για μουσουλμάνους και μη. Κάθε πρόσωπο που καταγραφόταν εφοδιαζόταν με ένα υπογεγραμμένο και σφραγισμένο πιστοποιητικό («νουφούς τεζκερέ»), το οποίο πιστοποιούσε την εγγραφή στους καταλόγους και 93
περιελάμβανε τα ίδια στοιχεία με την εγγραφή. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν απαραίτητο για οποιαδήποτε συναλλαγή με τις Αρχές, επέχοντας θέση ταυτότητας και πιστοποιητικού γεννήσεως. Χωρίς αυτό δεν γίνονταν μεταβιβάσεις ακινήτων, παραστάσεις στο δικαστήριο ή οποιαδήποτε επαφή με τις Αρχές. Οι άντρες στρατεύσιμης ηλικίας που στερούνταν «νουφούς τεζκερέ» στρατολογούνταν χωρίς άλλη διατύπωση, για να μην αναφέρουμε τα πρόστιμα που επιβάλλονταν. Στα ίδια κατάστιχα εγγράφονταν γεννήσεις και θάνατοι, ώστε οι Αρχές είχαν μια γενική εικόνα του αριθμού των κατοίκων κάθε δήμου, επαρχίας και νομού. Το 1903/1904 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η διαδικασία έκδοσης «νουφούς τεζκερέ» (τους σχετικούς πίνακες δημοσίευσε ο M. Sasmaz), οπότε και καταγράφτηκε μόνιμος πληθυσμός 83.430 προσώπων, εκ των οποίων 43.254 άρρενες και 41.107 θήλεις. Ο αριθμός των θηλέων ήταν χαμηλότερος σε όλες τις οθωμανικές απογραφές και η ερμηνεία των ειδικών ήταν ότι οι γυναίκες απέφευγαν την εγγραφή. Αλλωστε, το κράτος ενδιαφερόταν για τους άντρες, αφού εκείνοι πλήρωναν φόρους και υπόκεινταν σε στρατιωτική θητεία. Οπως θα δούμε, η εκτίμηση αυτή οφείλεται σε βιαστική ανάγνωση των πινάκων.
Ο μόνιμος πληθυσμός Με αυτές τις επιφυλάξεις, θα πρέπει να διαβάσουμε τον πίνακα 1, ο οποίος καταγράφει το μόνιμο πληθυσμό της πόλης σε απόλυτους αριθμούς. Η αναλογία των θρησκευτικών ομάδων ήταν η εξής: Εβραίοι 55,5%, μουσουλμάνοι 30% και χριστιανοί (εν συνόλω) 14,5% αντιστοίχως. Οπως συνέβαινε σε όλες τις οθωμανικές απογραφές, η καταγραφή των χριστιανικών ομολογιών ήταν σχοινοτενής, ενώ των μουσουλμάνων ενιαία. Ωστόσο, στους μουσουλμάνους -πέραν της διακρίσεως σε σουνίτες και σιίτες- περιλαμβάνονταν και οι ομολογίες των «ντονμέδων», δηλαδή των απογόνων των Εβραίων οπαδών του Σαμπετάι Σεβή, οι οποίοι είχαν εξισλαμιστεί μαζικά στα τέλη του 17ου αιώνα και οι οποίοι τηρούσαν τους τύπους της 94
μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά επί της ουσίας πίστευαν σε ένα κράμα ισλαμισμού και εβραϊκού μυστικισμού. Αλλά και αυτοί οι «ντονμέδες» ήταν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, που δεν παντρεύονταν καν μεταξύ τους. Επίσης, στους μουσουλμάνους περιλαμβάνονται εθνικές ομάδες που ήταν ήδη διακριτές, όπως οι Αλβανοί, οι Κούρδοι και, βέβαια, οι Τούρκοι. Πίνακας 1 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, έτος Εγίρας 1321 (1903/1904). Μόνιμοι κάτοικοι Θρήσκευμα
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
Γενικό σύνολο
43.254
41.107
83.430
Εβραίοι
23.583
23.215
46.798
Μουσουλμάνοι
13.452
11.677
25.129
6.219
6.215
12.434
Βούλγαροι προτεστάντες
6
7
13
Αρμένιοι προτεστάντες
0
0
0
Προτεστάντες
1
2
3
Ρωμαιοκαθολικοί (Latin)
5
10
15
Βούλγαροι καθολικοί
11
13
24
Ρωμιοί καθολικοί
0
0
0
Καθολικοί
16
12
28
Αρμένιοι καθολικοί
9
7
16
Αρμένιοι
66
72
138
Εξαρχικοί ορθόδοξοι
700
752
1.452
Πατριαρχικοί Βλάχοι
92
40
132
5.313
5.300
10.613
Χριστιανοί εν συνόλω, ως εξής:
Πατριαρχικοί ορθόδοξοι
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η κυριότερη χριστιανική κοινότητα ήταν οι πατριαρχικοί ορθόδοξοι που αποκαλούσαν εαυτούς «Ελληνες Ορθοδόξους». Αυτή η κοινότητα συνιστούσε το 12,5% των κατοίκων. Η επόμενη σε μέγεθος χριστιανική κοινότητα ήταν οι εξαρχικοί ορθόδοξοι, η ταυτότητα της οποίας αποδίδεται συνήθως ως «βουλγαρική» και η οποία περιλάμβανε ποσοστό 1,7% των κατοίκων.
Πίνακας 2 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, έτος Εγίρας 1321 (1903/1904). Προσωρινοί κάτοικοι Θρήσκευμα Γενικό σύνολο
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
5.096
10.193
15.289
249
275
524
Οι νεότεροι κάτοικοι
Εβραίοι
Εκτός από το μόνιμο πληθυσμό («yerli»), στο Κάστρο της Θεσσαλονίκης καταγράφηκαν και παρεπιδημούντες («yabanci»), δηλαδή νέοι ή προσωρινοί κάτοικοι, εν συνόλω 15.289. Αναλύονται, κατά κατηγορίες, στον πίνακα 2.
Μουσουλμάνοι
2.655
4.919
7.574
Χριστιανοί εν συνόλω, ως εξής:
2.192
4.999
7.191
Βούλγαροι προτεστάντες
6
22
28
Αρμένιοι προτεστάντες
0
2
2
Προτεστάντες
2
7
9
Ρωμαιοκαθολικοί (Latin)
7
4
11
Βούλγαροι καθολικοί
13
24
37
Ρωμιοί καθολικοί
0
1
1
Καθολικοί
6
74
80
Αρμένιοι καθολικοί
15
19
34
Αρμένιοι
75
171
246
Εξαρχικοί ορθόδοξοι
576
1669
2.245
Πατριαρχικοί Βλάχοι
24
75
99
1.468
2.931
4.399
Οπως φαίνεται από τον πίνακα, στη Θεσσαλονίκη καταγράφηκαν τη συγκεκριμένη χρονιά πολλοί νέοι ή προσωρινοί κάτοικοι, οι οποίοι ήταν κυρίως μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Η εσωτερική μετανάστευση -από τα χωριά στη Θεσσαλονίκηοδηγούσε σε δημογραφικές αλλαγές υπέρ του μουσουλμανικού και του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου. Οι νεοφερμένοι χριστιανοί ήταν στην πλειονότητά τους πατριαρχικοί ορθόδοξοι, αλλά καταγράφηκε και ένας σημαντικός αριθμός εξαρχικών, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των μόνιμων εξαρχικών κατοίκων. Η εξαρχική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν, δηλαδή, προϊόν μάλλον της εσωτερικής μετανάστευσης και λιγότερο προϊόν των αστικών δομών. Ο πίνακας 2 είναι σημαντικός και διότι δείχνει τις δημογραφικές αλλαγές που προκαλούσε η εσωτερική μετανάστευση. Πρώτα από όλα, δύο στους τρεις νέους ή προσωρινούς κατοίκους ήταν γυναίκες. Αν δεν πρόκειται για στατιστικό λάθος, έχουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι το ισοζύγιο ανάμεσα στα δύο φύλα, που ήταν ελλειμματικό για το γυναικείο φύλο μεταξύ των μουσουλμάνων, αποκαθιστούσε η μετανάστευση από το εσωτερικό της Μακεδονίας, από όπου προέρχονταν οι νέοι κάτοικοι. Συνυπολογιζομένης και της μεταναστεύσεως, ο γυναικείος ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Πατριαρχικοί ορθόδοξοι
πληθυσμός της Θεσσαλονίκης φαίνεται να ήταν ανώτερος από τον ανδρικό (βλ. πίνακα 3). 95
2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Πίνακας 3 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης κατά φύλο, 1903/1904 Κάτοικοι Παλαιοί Νέοι ή προσωρινοί Σύνολο κατοίκων
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
43.254
41.107
84.361
5.096
10.193
15.289
48.350
51.300
99.650
Ο συνολικός πληθυσμός Ο πίνακας 4 αποδίδει το σύνολο του καταγεγραμμένου πληθυσμού, μόνιμων και προσωρινών κατοίκων. Υπενθυμίζεται ότι περιλαμβάνει μόνον τους Οθωμανούς υπηκόους, και όχι τους υπηκόους άλλων χωρών, ο αριθμός των οποίων ήταν σημαντικός. Οπως φαίνεται, ποσοστό 47,5% ήταν Εβραίοι, 32,8% μουσουλμάνοι και 19,7% χριστιανοί, εκ των οποίων 15% πατριαρχικοί, 3,7% εξαρχικοί και 1% όλες οι άλλες ομολογίες. Πίνακας 4 Σύνολο Οθωμανών κατοίκων του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, κατά θρήσκευμα Εβραίοι 47,49% Μουσουλμάνοι 32,82% Βούλγαροι προτεστάντες 0,04% Αρμένιοι προτεστάντες 0,00% Προτεστάντες 0,01% Ρωμαιοκαθολικοί (Latin) 0,03% Βούλγαροι καθολικοί 0,06% Ρωμιοί καθολικοί 0,00% Καθολικοί 0,11% Αρμένιοι καθολικοί 0,05% Αρμένιοι 0,39% Εξαρχικοί ορθόδοξοι 3,71% Πατριαρχικοί Βλάχοι 0,23% Πατριαρχικοί ορθόδοξοι 15,06% 96
Αυτά λένε οι αριθμοί. Πιο ζωηρές, αν και όχι πάντοτε ακριβείς, είναι οι διηγήσεις των περιηγητών, οι οποίοι έβλεπαν μια πολύχρωμη πόλη. Στην πλειονότητά τους έρχονταν στην Ανατολή για να επαληθεύσουν τα στερεότυπα με τα οποία ήταν διαποτισμένοι. Ας δούμε τι λέει ο John Foster Fraser (1860-1936), Σκοτσέζος δημοσιογράφος, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1907: «Ο πληθυσμός είναι ανάμικτος. Οταν ξεπεράσεις τις πτωχότερες τάξεις, η περιβολή από μόνη της δεν σε βοηθά να καταλάβεις την εθνικότητα. Ολοι μιλούν ελληνικά και οι περισσότεροι γνωρίζουν τουρκικά. Πρέπει όμως να προσέξεις τα χαρακτηριστικά, το μάτι, το περπάτημα, τους τρόπους εν γένει, για να ξεχωρίσεις κατά πόσον ο άνθρωπος που κοιτάζεις είναι Τούρκος, Ελληνας, Αρμένιος, Βούλγαρος ή Εβραίος. Το πονηρό μάτι προδίδει τον Αρμένιο, το κόρδωμα ή το ταπεινό ύφος δείχνει τον Ελληνα, η ήρεμη εγρήγορση αποκαλύπτει τον Εβραίο. Είναι όλοι Τούρκοι υπήκοοι και όλοι υποχρεωμένοι να φορούν το φέσι. Υπάρχουν όμως άντρες που ξεχωρίζουν, ψηλοί, μελαχρινοί με υπερήφανο παράστημα. Είναι Αλβανοί, με άσπρη φουστανέλα, μαύρο σκούφο, πανωφόρι στολισμένο με ασημένια κλωστή και με ένα ζεύγος ρεβόλβερ περασμένα στο ζωνάρι. Είναι ο τρόμος των Τούρκων. Ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά δεν αναγνωρίζουν την οθωμανική εξουσία. Κάνουν ό,τι τους αρέσει. Πληρώνουν τους φόρους που διαλέγουν εκείνοι. Αν Αλβανός σκοτώσει Τούρκο, ο Τούρκος τον προκάλεσε. Οι τουρκικές αρχές θα κάνουν το παν για να κατευνάσουν τους Αλβανούς».
Ο γυναικείος πληθυσμός Και συνεχίζει ο Σκοτσέζος δημοσιογράφος: «Οι όμορφες γυναίκες είναι Ελληνίδες. Είναι ψηλές, περπατούν με χάρη όταν είναι νέες, ντύνονται άψογα σύμφωνα με την παριζιάνικη μόδα και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
είναι γοητευτικές και διασκεδαστικές την ώρα του δειλινού, όταν μαζεύονται όλοι στους μικρούς παραθαλάσσιους κήπους για να ακούσουν αδιάφορη μουσική και να πιούνε άνοστη μπύρα. Οι γεροδεμένες γυναίκες με τα μεγάλα κόκαλα, τα αδρά χαρακτηριστικά και τα κόκκινα πουκάμισα είναι Βουλγάρες. Αλλά τα πιο εντυπωσιακά κοστούμια είναι εκείνα που φορούν οι μεσήλικες και ηλικιωμένες Εβραίες και όχι οι νεαρές που -ακολουθώντας τις Ελληνίδες αδελφές τους- προτιμούν την τελευταία παριζιάνικη μόδα. Η ενδυμασία που φορούν οι Εβραίες είναι χαρακτηριστική της Θεσσαλονίκης. Πριν από τρεις ή τέσσερις αιώνες μεγάλα πλήθη Εβραίων διώχτηκαν από την Ισπανία. Πολλοί ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Τώρα, ενώ η μόδα των ενδυμάτων έχει αλλάξει σε ολόκληρη την Ευρώπη,
οι Εβραίες της Θεσσαλονίκης -όταν περνούν την ηλικία που ο συρμός προσελκύει- φορούν ακριβώς το ίδιο φόρεμα που φοριόταν στην Ισπανία πριν από την εκδίωξη. Από μητέρα σε κόρη, μέσω πολλών γενεών, έχει μεταβιβαστεί το ύφος αυτής της γραφικής ενδυμασίας, σύμβολο και αναμνηστικό για το πώς οι Εβραίοι κυνηγήθηκαν από τους χριστιανούς, πριν βρουν καταφύγιο σε μουσουλμανική χώρα. […] Μια άλλη τάξη γυναικών, που διαφέρουν όχι μόνο ως προς την ενδυμασία, αλλά και την κάστα και συνιστούν ιδιοτυπία της Θεσσαλονίκης, είναι οι γυναίκες των ντονμέδων […]. Εχουν πρόσωπο ωχρό και στοχαστικό, λεπτό σαν αλάβαστρο. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, σκοτεινά και ονειροπόλα. Είναι ψηλές, όμορφες και νωθρές. Ο τρόπος με τον όποιον συμβιβάζουν την ενδυματολογική
Τελειόφοιτες του ελληνορθόδοξου παρθεναγωγείου με τους δασκάλους τους (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
97
Οθωμανή της Θεσσαλονίκης με την τυπική ενδυμασία.
Ελληνίδα της Θεσσαλονίκης με παραδοσιακή φορεσιά. «Οι όμορφες γυναίκες είναι Ελληνίδες», παρατηρεί ο Σκοτσέζος δημοσιογράφος John Foster Fraser.
Εκδρομή των μελών του Συνδέσμου των Εμποροϋπαλλήλων Θεσσαλονίκης το 1905. 98
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αυστηρότητα, στην οποία είναι υποχρεωμένες ως μουσουλμάνες, με τη χαρακτηριστική αγάπη των Εβραίων γυναικών για το περίτεχνο, είναι επινοητικός. Πάντοτε φορούν μαύρα και το κάλυμμα της κεφαλής τους είναι ένα λεπτό σάλι. Αλλά η γραμμή και ο στολισμός των ενδυμάτων είναι εξαίσιος, το κάλυμμα της κεφαλής τακτοποιημένο με καλαισθησία, τα μπράτσα γυμνά. Μαύρες βεντάλιες αναδύονται και κρατιούνται ψηλά -όχι τόσο σχολαστικά όταν η κυρία είναι όμορφη και το γνωρίζει, όπως συμβαίνει κατά κανόνα- έτσι ώστε το πρόσωπο να κρύβεται από τα μάτια των ανδρών. Στα φορέματα των ντονμέδων υπάρχει μόνο μαύρο χρώμα, αλλά η χάρη και η εφευρετικότητά τους τα κάνουν να ξεχωρίζουν.
περίεργος. Μόλις εκάθισα και έρριψα όπισθέν μου εν βλέμμα, ακούω αίφνης γλυκυτάτην, αλλά τρομώδη φωνήν. -Αράμπατζη, χερκέκ! Και εν ακαρεί αισθάνομαι θρουν τινά, ωσεί στρουθών πτερυγίσματα. Ησαν πέντε έως εξ Οθωμανίδες, χαρέμια καλής περιωπής, ως εφαίνετο εκ
Επειτα υπάρχουν οι Τουρκομουσουλμάνες κυρίες, οι οποίες ποτέ δεν εμφανίζονται στο δρόμο, εκτός αν είναι τυλιγμένες σε απλές μαύρες ή γαλάζιες ρόμπες κι έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα. Ποτέ δεν περπατούν με τους συζύγους τους, ποτέ δεν κάθονται στους κήπους να ακούσουν κάποια ορχήστρα. Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανένα άντρα να μιλήσουν, εκτός από το σύζυγό τους. Μου είπαν ότι οι μουσουλμάνες κυρίες ζηλεύουν λυσσαλέα τις χριστιανές και τις Εβραίες αδελφές τους, οι οποίες μπορούν να γευματίζουν με φίλους του άλλου φύλου, να πηγαίνουν βόλτα με την άμαξα και να επισκέπτονται τα café chantant το βράδυ. Βλέπουν ότι ο άπιστος μεταχειρίζεται τη γυναίκα του με ευαισθησία».
Μια σκηνή στο λεωφορείο Ανάλογη αίσθηση για τις μουσουλμάνες αποκόμισε ο Βαρδουνιώτης, στην επίσκεψη του οποίου στη Θεσσαλονίκη έχουμε ήδη αναφερθεί. Μαζί με έναν Εβραίο φίλο του, τον Αβραμίκο, πήγαν μέχρι το τέρμα της Συνοικίας των Εξοχών, στον κήπο που λεγόταν «Παράδεισος», και όταν η αναψυχή τους τελείωσε αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πόλη. «Κουρασμένοι οποσούν, ανήλθομεν εις λεωφορείον διερχόμενον. Εκεί όμως συνέβη σκηνή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Mehmed Kapandji, επιχειρηματίας, κτηματίας, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης. Επισήμως μουσουλμάνος, ουσιαστικώς επιφανές μέλος της «αίρεσης» των ντονμέδων. 99
της περιβολής και των αβροτάτων χειρών των (αι δύο ιδίως εξ αυτών, διότι αι λοιπαί ήσαν ακόλουθοι), νεαραί, εύσωμοι και ωραίαι, αίτινες κατήλθον της αμάξης, διότι ανήλθομεν ημείς και επειδή, ως λέγουν, δεν ταις επιτρέπεται να συνταξειδεύσωσι μετ’ ανδρών και δη απίστων, εφώναξαν, περίτρομοι, “αμαξηλάτα, άνδρες” και κατήλθον εις την οδόν. Μόλις όμως ο αμαξηλάτης μας εξήγησε την σκηνήν, προσθείς ότι αι Οθωμανίδες ηδύναντο να πληρώσωσι και τας κενάς θέσεις του λεωφορείου, ημείς, μη έχοντες άλλως τε παρομοίαν όρεξιν, κατήλθομεν επίσης. Αλλά το παράδοξον ήτο ότι αι Οθωμανίδες δεν επείσθησαν να ανέλθωσιν εκ νέου, λόγω ότι το λεωφορείον είχε “μολυνθή” υπό των απίστων. Ο Αβραμίκος εν τούτοις μοι εξήγησεν ότι δεν είναι τόσον άγρια πτηνά αι θελκτικαί Οθωμανίδες, αλλά ο φόβος των προήρχετο μη συναντηθώσι υπό Τούρκων, συνταξιδεύσουσαι μετ’ ανδρών, ότε βαρείαι ποιναί ανέμενον αυτάς. Είναι παροιμιώδης η δουλική ζωή των Οθωμανίδων, αίτινες ζώσι μεμονωμένως και φυλασσόμεναι ως εν κλωβώ».
στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ανώτερο σχολείο για κοπέλες), αλλά και για το φεμινισμό και τις επιθέσεις εναντίον των γυναικών μέσα στο δρόμο. Πολιτικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες έγραψαν στην «Καντίν» στη διετία που κυκλοφόρησε (1908-1909). Ας σημειωθεί ότι το 1908 εμφανίζεται η πρώτη γυναίκα διπλωματούχος ιατρός της Θεσσαλονίκης, η δεσποινίς Ντερβέτογλου, μουσουλμάνα που είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, με ειδικότητα στη Γυναικολογία. Μαθαίνουμε γι’ αυτήν από μια καταχώριση σε μια τοπική γαλλόγλωσση εφημερίδα, τη «Journal de Salonique». Τέσσερα χρόνια αργότερα θα εμφανιστεί και η
Αλλά και το πρώτο γυναικείο περιοδικό Αν αυτό ήταν η επιφάνεια που έβλεπαν όλοι, στο βάθος εξελίσσονταν αλλαγές που δεν ήταν πάντοτε ορατές. Στη δεκαετία του 1870 στη Θεσσαλονίκη είχαν ιδρυθεί ιδιωτικά μουσουλμανικά σχολεία, τα πρώτα στην αυτοκρατορία, που έφεραν νέο άνεμο στη μουσουλμανική εκπαίδευση. Μόλις 18 χρόνια μετά τη σκηνή με το λεωφορείο, στο πολιτικό πλαίσιο της νεοτουρκικής επανάστασης, στη Θεσσαλονίκη θα δραστηριοποιηθούν γυναικείες μορφωτικές οργανώσεις και θα εκδοθεί ένα από τα τρία γυναικεία περιοδικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η «Καντίν» (= γυναίκα). Αν και ο εκδότης ήταν άντρας, πολλά από τα κείμενα του περιοδικού γράφτηκαν από γυναίκες και αφορούσαν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των γυναικών, το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν για το σκοπό αυτόν οι γυναικείες οργανώσεις, την ανάγκη να επεκταθεί η ανώτατη εκπαίδευση για τις γυναίκες (μόνον 100
Μία Τουρκάλα στο ιδιαίτερο δωμάτιό της. «Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανέναν άντρα να μιλήσουν εκτός από το σύζυγό τους», καταγράφει το ρεπορτάζ της εποχής. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πρώτη χριστιανή ιατρός, η κυρία Σμαράγδα, που ήταν οδοντίατρος, είχε ιατρείο στην Εγνατία και προτιμούσε να διαφημίζεται στην ελληνόγλωσση «Νέα Αλήθεια».
Σχολεία Κάθε θρησκευτική κοινότητα φρόντιζε και χρηματοδοτούσε τα σχολεία της. Για το σκοπό αυτό κάθε κοινότητα μεριμνούσε να σχηματίσει ακίνητη περιουσία, με τις προσόδους της οποίας συντηρούσε δασκάλους και λοιπό προσωπικό και επισκεύαζε τα σχολικά κτίρια. Επίσης, υπέρ των σχολείων διετίθεντο και οι εισπράξεις από τα
Ενας Τούρκος με την καλή αστική φορεσιά του. Το φέσι ήταν απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας των ανδρών ανεξαρτήτως θρησκεύματος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
λιβάδια της πόλης. Ταυτόχρονα με τις θρησκευτικές κοινότητες, και οι ξένες παροικίες ανέπτυξαν εκπαιδευτικές δραστηριότητες, συχνά για λόγους προπαγάνδας. Εκτός από εβραϊκά, ελληνικά, τουρκικά, βουλγαρικά, σερβικά και ρουμανικά σχολεία, λειτουργούσαν γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά εκπαιδευτήρια υψηλής στάθμης, με μεγάλη συμμετοχή μαθητών κυρίως από την εβραϊκή, αλλά και από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διατηρούσε ένα γυμνάσιο αρρένων, ένα παρθεναγωγείο, ένα διδασκαλείο και αριθμό δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων. Καθώς από τα τέλη του 19ου αιώνα έγινε εμφανής η έλλειψη ειδικευμένου υπαλληλικού προσωπικού, το 1895 ιδρύθηκε μια μέση εμπορική σχολή από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, χάρη στις ακάματες προσπάθειες του μοναχού Στέφανου Νούκα, ο οποίος εξασφάλισε με δωρεές τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους. Το 1907 ένας βασικός συνεργάτης του Νούκα, ο Αθανάσιος Κωνσταντινίδης, ίδρυσε μια δεύτερη μέση εμπορική σχολή. Μέσες εμπορικές σχολές λειτούργησαν την ίδια εποχή και από τις άλλες κοινότητες: Βρίσκουμε δύο εβραϊκές, μία μουσουλμανική, αλλά και μερικές ιδιωτικές, από τις οποίες μία ιταλική και μία γαλλική. Οπως συνέβαινε και με το γυμνάσιο αρρένων της ελληνορθόδοξης κοινότητας, οι περισσότεροι μαθητές των ελληνικών εμπορικών σχολών προέρχονταν από τις πόλεις της Μακεδονίας και μόνον το ένα πέμπτο από τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από τους μαθητές είχαν αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, εγγράφονταν όμως στις τελευταίες τάξεις των εμπορικών σχολών για να μάθουν λογιστική, εμπορική αλληλογραφία και γαλλικά, που ήταν η γλώσσα των συναλλαγών στη Θεσσαλονίκη. Ταυτοχρόνως, λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη μια μέση σχολή που παρήγε διοικητικά στελέχη, με καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας. Η σχολή αυτή λεγόταν Idadiye και στεγαζόταν στο κτίριο όπου το 1927 στεγάστηκε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (η λεγόμενη «Παλαιά Φιλοσοφική»). Επίσης, από το 1909 στη Θεσσαλονίκη λειτούργησε κρατική πα101
Εσωτερικό τουρκικού σπιτιού. Ο άνδρας μισοξαπλωμένος αριστερά με τον υπηρέτη του στην άκρη και τις γυναίκες δεξιά με σκεπασμένο το πρόσωπο.
Δερβίσηδες ενός τουρκικού τεκέ (μουσουλμανικού μοναστηριού) στη Θεσσαλονίκη. Στη μέση ο ηγούμενος του τεκέ. 102
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
νεπιστημιακή Νομική Σχολή, η οποία στεγάστηκε σε ένα αρχοντικό πίσω από το Διοικητήριο.
Τα επιστημονικά επαγγέλματα και οι αμοιβές τους Το 1912 υπήρχαν αρκετοί μορφωμένοι νέοι στη Θεσσαλονίκη, με προϋπηρεσία σε εμπορικά καταστήματα, οι οποίοι μπορούσαν να διεκπεραιώσουν εμπορική αλληλογραφία και είχαν γνώσεις διπλογραφικού συστήματος. Ελειπαν, όμως, πεπειραμένοι λογιστές και συχνά χρειαζόταν να προσφερθεί υψηλός μισθός, ώστε να προσελκυσθούν λογιστές από τη Σμύρνη. Ενας έμπειρος λογιστής μπορούσε να κερδίσει 10 ή και 12 οθωμανικές χρυσές λίρες το μήνα, έναντι 5 ενός ειδικευμένου εργάτη (η σημερινή αξία μιας λίρας είναι περίπου 300 ευρώ). Ετσι εξηγείται και η προτίμηση των νέων στις εμπορικές σχολές και η πληθώρα των σχολών αυτών στη Θεσσαλονίκη. Ο εμπορικός οδηγός της Θεσσαλονίκης του 1910
μνημονεύει 33 δικηγόρους και 83 ιατρούς. Ο αριθμός ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα του 19ου αιώνα και ο ανταγωνισμός άρχισε να κάνει την εμφάνισή του. Γι’ αυτό, τη χρονιά εκείνη, γιατροί και δικηγόροι ανακοίνωσαν τα τιμολόγια των εργασιών τους σε προκηρύξεις γραμμένες στα ελληνικά, στα τουρκικά, στα εβραϊκά και τα γαλλικά. Σκοπός τους ήταν η περιφρούρηση των συμφερόντων των νεότερων κυρίως επιστημόνων, οι οποίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των παλαιοτέρων και να αποκτήσουν πελατεία, ήταν διατεθειμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με δυσμενείς όρους. Ετσι, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Θεσσαλονίκης απαγόρευσε στα μέλη του να δίδουν γνωμοδοτήσεις δωρεάν, με εξαίρεση τους συγγενείς τους και τους απόρους. Για τις προφορικές γνωμοδοτήσεις καθορίσθηκε ελάχιστο όριο αμοιβής ένα πέμπτο της χρυσής λίρας. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε ένα ανδρικό εργατικό ημερομίσθιο. Αν για να κάνει την προφορική γνωμοδότηση ο δικηγόρος έπρεπε να μελετήσει έγγραφα, η ελάχιστη αμοιβή
Εβραίοι της Θεσσαλονίκης συγκεντρωμένοι στο προαύλιο μιας συναγωγής για να γιορτάσουν το εβραϊκό Πάσχα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
103
ήταν μισή χρυσή λίρα. Το ίδιο ίσχυε και για τις γραπτές γνωμοδοτήσεις, όπως και για τις προτάσεις. Η συμμετοχή σε συμβούλιο, με άλλους δικηγόρους, ορίσθηκε σε μια χρυσή λίρα, όσο δηλαδή ένα εργατικό βδομαδιάτικο. Για την παράσταση σε δίκη δεν υπήρχε ελάχιστο όριο. Το 10% κάθε αμοιβής περιερχόταν στο ταμείο του συλλόγου. Ανάλογο τιμολόγιο εξέδωσαν και οι Ελληνες γιατροί. Η απλή επίσκεψη στο ιατρείο καθορίσθηκε στο ένα δέκατο της λίρας, η επείγουσα επίσκεψη στο σπίτι του ασθενούς στο ένα πέμπτο της λίρας, ενώ η νυχτερινή επίσκεψη σε μισή λίρα. Η συμμετοχή σε ιατρικό συμβούλιο επίσης σε μισή λίρα. Ο τοκετός έφτανε τις τρεις λίρες.
Φαίνεται ότι οι γιατροί είχαν αντιμετωπίσει καθυστερήσεις στις πληρωμές από τους ασθενείς, διότι προέβλεψαν και πότε θα έπρεπε να πληρώνονται (κάτι που δεν έκαναν οι δικηγόροι). Αν λοιπόν η επίσκεψη δεν πληρωνόταν αμέσως, στα μεν βραχυχρόνια νοσήματα η αμοιβή του γιατρού θα έπρεπε να εξοφλείται μετά τη θεραπεία του νοσήματος, στα δε μακροχρόνια στο τέλος κάθε μήνα. Ενδειξη ότι υπήρχαν αφερέγγυοι ασθενείς αποτελούσε η πρόβλεψη ότι «πας ασθενής αλλάσσων τον ιατρόν του, οφείλει να ειδοποιεί αυτόν εγκαίρως, εξοφλών συνάμα και τον λογαριασμόν του». Ας σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τους δικηγόρους, οι γιατροί δεν είχαν σχηματίσει ακόμη σύλλογο. Μία σύγκριση των αμοιβών γιατρών και δικηγόρων του 1911 μάς δείχνει ότι οι γιατροί ήταν μετριοπαθέστεροι στις απαιτήσεις τους. Η απλή ιατρική επίσκεψη κόστιζε τα μισά από μια προφορική νομική γνωμοδότηση. Η συμμετοχή σε συμβούλιο αμειβόταν καλύτερα για τους δικηγόρους παρά για τους γιατρούς, αλλά οι γιατροί ήταν περισσότεροι από τους δικηγόρους. Η κατεξοχήν ιατρική «πιάτσα» της Θεσσαλονίκης ήταν η σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης. Πρώτον, διότι διέθετε νεόδμητα πολυτελή κτίρια, δεύτερον, διότι βρισκόταν κοντά στα νοσοκομεία και την τροχιοδρομική γραμμή.
Τα νοσοκομεία
Ο Περικλής Χατζηλαζάρου, επιχειρηματίας, κτηματίας και ηγέτης της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, με τη σύζυγό του Ευφροσύνη. 104
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάθε κοινότητα φρόντιζε για τους ασθενείς της. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διέθετε νοσοκομείο ήδη από το 17ο αιώνα, αν και ήταν πολύ φτωχό σε σύγκριση με τα σύγχρονα δεδομένα. Το νοσοκομείο αυτό βρισκόταν δίπλα στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, αλλά μεταφέρθηκε εκτός πόλεως μετά την πυρκαγιά του 1890, στη θέση του σημερινού «Θεαγενείου». Λειτουργούσε, επίσης, ένα δημοτικό νοσοκομείο, το οποίο ονομαζόταν «Γκουραμπά» και βρισκόταν απέναντι από το Λευκό Πύργο. Αυτό ανήκε στο δήμο, αλλά τελούσε υπό στρατιωτική διαχείριση. Η εβραϊκή κοινότητα διέθετε μικρή κλινική, αλλά ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
από το 1904 ξεκίνησε η οικοδόμηση του Νοσοκομείου «Χιρς», που αποτελεί την κεντρική πτέρυγα του σημερινού «Ιπποκράτειου Νοσοκομείου». Την ίδια εποχή ολοκληρώθηκαν το «Δημαρχιακό Νοσοκομείο» βορείως του ελληνικού νεκροταφείου, που λειτουργεί σήμερα με την ονομασία «Αγιος Δημήτριος», καθώς και το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», γνωστό στους νεότερους ως «ΓΣΝ 424». Το «Ιταλικό Νοσοκομείο» (σημερινό «Λοιμωδών») λειτουργούσε ήδη, σε μικρή απόσταση από το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», αλλά και το Παπάφειο Ορφανοτροφείο. Οχι μακριά από το σημείο εκείνο οικοδομήθηκε το «Ρωσικό Νοσοκομείο» (σήμερα Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας). Από την άλλη πλευρά της πόλης, στην οδό Φράγκων, λειτούργησε το «Ρωμαιοκαθολικό Νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους», ενώ, πέρα από τον Βαρδάρη, στην περιοχή Χατζή Μπαξέ, λειτούργησε νοσοκομείο λοιμωδών νόσων. Μέσα σε είκοσι χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε γεμίσει νοσοκομεία. Το 1908 η ισραηλιτική κοινότητα δημιούργησε το πρώτο άσυλο ψυχοπαθών στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βουτυρά, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου.
Η χολέρα Τον Σεπτέμβριο του 1911 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη η τελευταία επιδημία της οθωμανικής περιόδου. Τα θύματα ήταν περίπου 300. Ο αριθμός δεν ήταν εντυπωσιακός σε σύγκριση με τα θύματα που είχαν παλαιότερα οι επιδημίες χολέρας και γρίπης. Ο πληθυσμός όμως πανικοβλήθηκε, διότι εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά «υγειονομικά» μέτρα από τις Αρχές. Δηλαδή, όσοι κάτοικοι ήταν ύποπτοι για προσβολή από την ασθένεια, αντί να αφεθούν στην τύχη τους, απομονώνονταν διά της βίας σε δύο «οικίες απολυμάνσεως» που βρίσκονταν στη συνοικία της Μπάρας (σημερινή Ξηροκρήνη) και στο Σέδες. Από τις «οικίες» αυτές, σχεδόν κανείς δεν επέζησε. Αν και η Θεσσαλονίκη διέθετε πολλούς διπλωματούχους ιατρούς, οι προκαταλήψεις για την ιατρική επιστήμη ήταν διάχυτες. Εγκυρη εφημερίδα αισθάνθηκε υποχρεωμένη να τονίσει ότι «οι ιατροί δεν δηλητηριάζουν τους ασθενείς τους». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Δεν αναφέρονται παιδιά ως θύματα της χολέρας του 1911. Τα κρούσματα σημειώθηκαν κυρίως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους, που κατοικούσαν στις φτωχές εβραϊκές συνοικίες του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη. Εχει υπολογιστεί ότι οι μισοί από τους τάφους του αχανούς εβραϊκού νεκροταφείου ήταν παιδικοί τάφοι.
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης το 1912 Σύμφωνα με την προαναφερθείσα οθωμανική απογραφή του 1903, η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης περιλάμβανε 22.000 πρόσωπα, δηλαδή είχε τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1880. Παρόμοιους αριθμούς, αν και με κάποιες διαφορές, μας δίνουν και άλλες πηγές: 19.121 πρόσωπα είχε καταγράψει η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, 27.000 εκτιμούσε το ελληνικό προξενείο (1911), ενώ και 23.540 απέδωσε η πρώτη ελληνική απογραφή (1913). Η ανάλυση των δημογραφικών δεδομένων δείχνει ότι η ελληνική κοινότητα αποτελείτο, ως επί το πλείστον, από νεοφερμένους πρώτης ή δεύτερης γενεάς, δηλαδή από οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη προερχόμενες από τις μακεδονικές (κυρίως τις δυτικομακεδονικές) πόλεις και την ύπαιθρο. Η συμμετοχή των Ελληνορθόδοξων στις διαδικασίες της κοινότητάς τους ήταν περιορισμένη. Στις κοινοτικές εκλογές δεν ψήφιζε ούτε το 20% όσων είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν, που με τη σειρά τους δεν ήταν ούτε το ένα τέταρτο των ελληνορθόδοξων κατοίκων. Ο σκληρός οργανωτικός πυρήνας της κοινότητας περιλάμβανε δεκαπέντε συντεχνίες, οι οποίες κάλυπταν τα παραδοσιακά επαγγέλματα, μερικά από τα οποία έφθιναν λόγω της αδυναμίας τους να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα. Ανώτατη αρχή της κοινότητας ήταν η Αντιπροσω105
πία, η οποία εκλεγόταν από όσους είχαν δικαίωμα ψήφου ανά διετία. Η Αντιπροσωπία εξέλεγε από τα μέλη της τις Εφορείες των εκπαιδευτηρίων, του νοσοκομείου, του ορφανοτροφείου και του γηροκομείου. Στην Αντιπροσωπία συμμετείχαν και έξι δημογέροντες, οι οποίοι εκλέγονταν ξεχωριστά και οι οποίοι είχαν κυρίως δικαστικά καθήκοντα. Εκπρόσωπος της κοινότητας ήταν ex officio ο εκάστοτε μητροπολίτης. Από τη δεκαετία του 1880 είχαν σχηματισθεί στην ελληνική κοινότητα δύο αντίπαλες παρατάξεις που συγκρούονταν στην Αντιπροσωπία και στις Εφορείες. Η πρώτη εξέφραζε τις φθίνουσες συντεχνίες και η δεύτερη τα ανερχόμενα «επιστημονικά» επαγγέλματα και τις νέες εμπορικές οικογένειες. Οι παρατάξεις αυτές (αμφότερες συντηρητικές) πολέμησαν σκληρά μεταξύ τους έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε και η αντιπαλότητα άρχισε να ατονεί. Τότε νέοι και μορφωμένοι επιχειρηματίες άρχισαν να συμμετέχουν στις κοινοτικές διαδικασίες, σχηματίζοντας μια τρίτη παράταξη. Η σταδιακή ανάδειξη επιχειρηματιών στην ηγεσία της κοινότητας συνδέθηκε με εμφανείς βελτιώσεις στις
διαχειριστικές λειτουργίες. Δημιουργήθηκαν έτσι πόροι που επέτρεψαν την οικοδόμηση κοινοτικών σχολείων και τη βελτίωση της λειτουργίας του «Θεαγενείου Νοσοκομείου». Η συνετή διαχείριση των τόκων του μεγάλου κληροδοτήματος του Ιωάννη Παπάφη (Θεσσαλονικιού που πλούτισε στην Αίγυπτο και τη Μάλτα) επέτρεψε όχι μόνον την ανέγερση του λαμπρού Παπάφειου Ορφανοτροφείου, αλλά και την αποδοτική λειτουργία του. Οι τρόφιμοί του μάθαιναν ξυλουργική και σιδηρουργία και άρχιζαν να εργάζονται αμέσως μετά την αποφοίτησή τους. Η δωρεά οικοπέδου της οικογένειας Χαρίση στην κοινότητα (1893) αξιοποιήθηκε με την οικοδόμηση του Χαρίσειου Γηροκομείου, κοντά στη Μητρόπολη. Οι φιλόπτωχοι αδελφότητες, οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, η αθλητική δραστηριότητα (με τον «Ηρακλή», που ιδρύθηκε το 1908), οι «φιλόμουσες» πολιτιστικές επιδόσεις αποτυπώνουν μια καθημερινότητα με ανώτερη ποιότητα, σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενεές. Τον Μάιο του 1912 πέθανε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, αφήνοντας ακέφαλη την κοινότητα και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο
Το Παπάφειο Ορφανοτροφείο από κληροδότημα του ευεργέτη Ι. Παπάφη προς την ελληνική κοινότητα της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Εγκαινιάστηκε το 1903. Εργο του αρχιτέκτονα Ξ. Παιονίδη. 106
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και εν όψει αναθεώρησης του κοινοτικού κανονισμού. Στη Μητρόπολη μετέβησαν και εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους εκπρόσωπος του νομάρχη, οι πρόξενοι, οι πρωθιερείς της σερβικής και της αρμενικής κοινότητος και οι αντιπρόσωποι των ισραηλιτικών λεσχών των Επιστηθίων και της Νέας Λέσχης. «Ο αρχιραβίνος δεν ηδυνήθη να μεταβή εις την Ι. Μητρόπολιν και να εκφράση τα συλληπητήριά του διότι ένεκα του Σαββάτου δεν τω ήτο δυνατόν να επιβή αμάξης» («Μακεδονία», 13.05.12). Στην κηδεία συμμετείχαν όλες οι ελληνικές «φανφάρ» (μπάντες). «Τα ισραηλιτικά σωματεία εζήτησαν την άδειαν, η οποία μετ' ευχαριστιών τοις εδόθη, όπως παιανίσουν και αι ιδικαί των φανφάρ τοποθετημέναι εις σημεία εκ των οποίων θα διέλθη η πένθιμος πομπή. Λέγεται ότι και η βουλγαρική φανφάρ θα παιανίση». Η νεκρώσιμη πομπή κατευθύνθηκε από το Μητροπολιτικό Μέγαρο στο Ναό του Αγίου Μηνά, όπου και εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία (ο μητροπολιτικός ναός δεν είχε αποπερατωθεί ακόμη) και από εκεί «διά των οδών Σαβρή πασά και Καλαμαριάς» (δηλαδή Βενιζέλου και Εγνατίας) κατευθύνθηκε προς το Νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας.
Το Πατριαρχείο εξέλεξε τον Γεννάδιο μητροπολίτη Λήμνου, ως αντικαταστάτη του Ιωακείμ. Λέγεται πως βασικό κριτήριο της επιλογής του ήταν ότι υπήρξε φιλάσθενος και η θητεία του δεν προβλεπόταν μακρά. Ουδέποτε πρόβλεψη διαψεύσθηκε κατά τόσο αστείο τρόπο. Ο Γεννάδιος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και ποίμανε τους Θεσσαλονικείς επί 39 συναπτά έτη, ήτοι από το 1912 έως το 1951. Τάφηκε στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού. Ηταν ο μόνος στον οποίο δόθηκε αυτό το προνόμιο, από τη δημιουργία του Νεκροταφείου της Ευαγγελιστρίας (1874) και μετά. Από τους πρώτους μήνες της θητείας του, ο Γεννάδιος κατόρθωσε να φέρει μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο κοινοτικές παρατάξεις και πέτυχε να ψηφιστεί νέος κοινοτικός κανονισμός, έπειτα από διαδικασία έξι μηνών (ο προηγούμενος κανονισμός είχε εγκριθεί το 1904). Αμέσως εκδηλώθηκαν αντιδράσεις, διότι οι οικείες διατάξεις περιόριζαν το εκλογικό δικαίωμα ακόμη περισσότερο, αποκλείοντας εκ των πραγμάτων τους περισσότερους μισθωτούς. Οι κατακλυσμιαίες μεταβολές που επακολούθησαν έθεσαν το ζήτημα αυτό στο
Ο μύλος Αλλατίνι, «ο πιο μεγάλος της Μακεδονίας», ιδιοκτησίας των αδελφών Αλλατίνι σε σχέδια του αρχιτέκτονα Β. Ποζέλι. Εγκαινιάστηκε το 1900. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
107
περιθώριο, αν και η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης λειτούργησε μέχρι το 1926.
Η μουσουλμανική κοινότητα Οι γνώσεις μας για τη μουσουλμανική κοινότητα είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε ότι επικεφαλής της ήταν ο μουφτής, ο οποίος ονομαζόταν Καρά Αλή Ζαντέ Χαφούζ Μεχμέτ και ήταν απόγονος παλιάς οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε τα καθήκοντά του από το 1901 και παρέμεινε στη θέση του και μετά την ένταξη της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα. Εμπορικός οδηγός της εποχής τον παρουσιάζει ως εξής: «Ανθρωπος προσυνέστατος και οξυτάτης αντιλήψεως, εγκρατής της αραβικής και περσικής γλώσσης και διδάκτωρ της τουρκικής φιλολογίας. Επίσης, πτυχιούχος της εν Κωνσταντινουπόλει ιεροδικαστικής σχολής, γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου, και περί την φιλοσοφίαν
εγκύψας. Είναι ανήρ τελείας μορφώσεως και απολαμβάνει δικαίως τον σεβασμόν του ποιμνίου του και των τοπικών αρχών την βαθείαν εκτίμησιν. Ο Μουφτής προεδρεύει της Αντιπροσωπίας της [μουσουλμανικής] κοινότητος…». Την Αντιπροσωπία αυτή αποτελούσαν 24 μέλη «εκλεγόμενα εκ της τάξεως των προκρίτων». Εχοντας τα καθήκοντα που στην ελληνορθόδοξη κοινότητα εκτελούσε η Δημογεροντία, στη μουσουλμανική λειτουργούσε το «Πνευματικό Δικαστήριο» που είχε δικαιοδοσία στους γάμους, στα διαζύγια, στην προίκα, στις κληρονομιές κ.λπ. Επίσης, λειτουργούσε το ταμείο των ορφανικών περιουσιών, το οποίο επόπτευε τα καταπιστεύματα υπέρ των ανηλίκων. Στην ηγεσία της κοινότητας συμμετείχαν τρεις πολιτευτές, όλοι τους δικηγόροι, ο Μουσταφά Αρίφ, ο Ισχάκ Τεβφίκ και ο Μουσταφά Τζεβντέτ. Σημαντικό ρόλο έπαιζε κάποιος Σουλεϊμάν εφέντης που ήταν διευθυντής του ταμείου των ορφανικών περιουσιών και πρόεδρος του «Πνευματικού Δικαστηρίου».
Η βίλα Καπαντζή που χτίστηκε ως εξοχική κατοικία του πλούσιου «ντονμέ» της Θεσσαλονίκης Αχμέτ Καπαντζή στα τέλη του 19ου αιώνα. 108
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η μουσουλμανική κοινότητα διατηρούσε το Γυμνάσιο Φεϊζιέ, το κεντρικό Παρθεναγωγείο Χασάν Φεχμί πασά, με διευθύντρια τη Φαϊζί χανούμ, έναν αριθμό δημοτικών σχολείων και το μουσουλμανικό ορφανοτροφείο. Επίσης, με πολλούς μουσουλμάνους μαθητές λειτουργούσε ένα μέσο τεχνικό σχολείο, που απαντά λανθασμένα στις πηγές ως «Πολυτεχνείο». Πάνω από 50 τεμένη και 30 βακούφια ολοκλήρωναν την πολύπλοκη δομή της μουσουλμανικής κοινότητας.
Η εβραϊκή κοινότητα Ανώτερο όργανο της εβραϊκής κοινότητας ήταν η Γενική Κοινοτική Συνέλευση, αποτελούμενη από 84 μέλη, ενώ τις τρέχουσες υποθέσεις καθόριζε το 11μελές Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Σαμουήλ Μοδιάνο. Η ανώτερη πνευματική προσωπικότητα της κοινότητας αυτής ήταν ο αρχιραββίνος Γιακόβ Μεΐρ (1856-1939), από την Παλαιστίνη, ο οποίος υπηρέτησε στη θέση αυτή από το 1908 έως το 1919. Δύο προσωπικότητες χαρακτηριστικές για την ακτινοβολία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη εποχή ήταν οι Εμμανουήλ Σαλέμ (1859-1940) και Εμμανουήλ Καράσσο (1862-1934), αμφότεροι δικηγόροι διεθνούς εμβέλειας, οι οποίοι χρησίμευσαν και ως σύμβουλοι των οθωμανικών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα στη διένεξη με την Ιταλία. Ο Σαλέμ ήταν κορυφή στο Διεθνές Δίκαιο, ενώ ο Καράσσο δίδαξε και στην οθωμανική Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και εκλέχθηκε βουλευτής στο οθωμανικό Κοινοβούλιο. Η εβραϊκή κοινότητα διατηρούσε μεγάλο αριθμό σχολείων, από τα οποία τα γνωστότερα ήταν το Ταλμούδ Τορά, που βρισκόταν στο ταυτώνυμο κτιριακό συγκρότημα γύρω από τη σημερινή Αγορά Μοδιάνο, η Σχολή Αλλατίνι, η Σχολή της Αλιάνς Ουνιβερσέλ και το παρθεναγωγείο, με διευθύντρια την κυρία Τζέλτμαν. Πενήντα περίπου συναγωγές λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, οι περισσότερες στο Ιστορικό Κέντρο της. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι πλούσιοι και οι περιουσίες τους Το στοιχείο που έδινε τον τόνο στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης ήταν η μεγαλοαστική τάξη της. Η πιο σημαντική μεγαλοαστική οντότητα ήταν οι Αλλατίνι – Μορπούργο – Φερνάντεζ, που με τις αλλεπάλληλες επιγαμίες είχαν γίνει μια ενιαία οικογένεια. Μερικές από τις κατοικίες τους (π.χ. η οικία Αλλατίνι -σημερινή έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας-, η βίλα του Μωυσή Μορπούργο, η «Κάζα Μπιάνκα» των Φερνάντεζ, ακόμη και τα ερείπια της αρχικής κατοικίας Αλλατίνι, στην οδό Συγγρού) διατηρούνται και δείχνουν τον πλούτο και το γούστο των παλαιών ιδιοκτητών τους. Οι Αλλατίνι ήταν στην κυριολεξία μια διεθνής οικογένεια, ένας κλάδος της οποίας κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι λοιποί δραστηριοποιούνταν στο Λονδίνο, στο Παρίσι και τη Μασσαλία. Κατείχαν μύλο, κεραμοποιείο, τράπεζες, μεταλλεία, δάση, ασφαλιστικές εταιρίες. Τα περιουσιακά στοιχεία αυτής της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τα παρακλάδια της, υπερέβαιναν σε αξία τις 700.000 λίρες. Η επόμενη σημαντική, μακράν πάσης άλλης, οικογένεια ήταν εκείνη του Σαούλ Μοδιάνο. Οι γιοι του -κυρίως ο Ιακώβ- ήταν ιδιοκτήτες μεγάλων αστικών και περιαστικών εκτάσεων και δύο τραπεζών. Η κατοικία του Ιακώβ είναι σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η περιουσία τους λογιζόταν συγκρίσιμη προς εκείνη των Αλλατίνι, αλλά είχαν περισσότερα χρέη. Οι οικογένειες που ακολουθούν στον κατάλογο -Μπενρουμπή και Κονφίνο- ήταν πλούσιες, αλλά όχι όσο οι Μοδιάνο και οι Αλλατίνι. Η κτηματική περιουσία του Ιωσήφ Μπενρουμπή έφτανε τις 73.000 λίρες, αποτελούμενη κυρίως από εμπορικά ακίνητα στο κέντρο της πόλης, αλλά και εξοχικά κτήματα. Οι Κονφίνο, τραπεζίτες, είχαν περιουσία 85.000 λιρών. Ενα μέτρο πλούτου δίνει η οικογένεια Καπαντζή. Ο Αχμέτ και ο Μεχμέτ Καπαντζή είχαν ο καθένας περιουσία περί τις 60.000 λίρες. Καθώς διασώζονται οι πολυτελείς βίλες τους στην οδό Βασιλίσσης 109
Ολγας (η μία στεγάζει το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας), μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο πλούσιες ήταν οικογένειες με περιουσία αυτού του ύψους. Στην ίδια περίπου μοίρα (με περιουσία 50.000 λιρών) ήταν και ο Ισαάκ Μπενσουσάν, ο Ν. Α. Μαλλάχ και οι βιομήχανοι Σίδες, όλοι Εβραίοι επιχειρηματίες, ενώ ισάξια ήταν η πλουσιότερη χριστιανική οικογένεια των Κύρτση, που ήταν έμποροι, βιομήχανοι και ιδιοκτήτες γης από τη Νάουσα. Στον κατάλογο που προαναφέρθηκε συναντήσαμε τους επιχειρηματίες, αλλά όχι και τους μεγάλους κτηματίες της πόλης. Σημαντικός ιδιοκτήτης αστικής γης ήταν ο Χατζή Οσμάν, η ακίνητη περιουσία του οποίου μέσα στην πόλη έφτανε τις 100.000 λίρες. Στην ίδια κλίμακα κατατάσσεται και ο Ριφάτ, ανώτερος αξιωματούχος και γιος του άλλοτε δημάρχου Χαμντή μπέη. Αυτός, εκτός από ιδιοκτησίες στις Εξοχές, κατείχε και δύο μεγάλα οικόπεδα κοντά στο λιμάνι. Δεν υπολείπονταν σε πλούτο τρεις άγνωστοι από άλλες πηγές μπέηδες, ο Χασάν, ο Ιμπραήμ και ο Μεχμέτ, που κατείχαν και εκείνοι μεγάλα οικόπεδα στην πιο εμπορική περιοχή της Θεσσαλονίκης, κοντά στο λιμάνι. Αξιόλογες κτηματικές περιουσίες στην ίδια περιοχή είχαν οι γιοι του Ααρών Μαλλάχ, οι Καλλιδόπουλοι, οι Χουλουσή και οι Νισίμ. Ενας απροσδιόριστος αριθμός μουσουλμάνων κτηματιών ζούσε πολυτελή ζωή, εισπράττοντας εισοδήματα από μακεδονικά τσιφλίκια, τα οποία ενδεχομένως δεν είχε επισκεφθεί ποτέ. Στις αρχές του αιώνα τα διαθέσιμα κεφάλαια τοποθετούνταν σε ακίνητα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε μια πόλη όπου -λόγω της κατάτμησης των ιδιοκτησιών- οικόπεδα με έκταση 20 τετραγωνικών μέτρων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο, ένα κεντρικό οικόπεδο 300 τ.μ. άξιζε από τέσσερις ως δέκα χιλιάδες λίρες και η ανέγερση μιας τριώροφης οικοδομής περί τις τέσσερις χιλιάδες λίρες. Τα ενοίκια αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 8-10% επί του κεφαλαίου και ο ιδιοκτήτης (με επένδυση οκτώ έως δεκατεσσάρων χιλιάδων λιρών) απολάμβανε εισόδημα 700 ως 1.500 λιρών ετησίως. Προς σύγκριση, ο ετήσιος μισθός ενός ανώτερου 110
τραπεζικού υπαλλήλου ήταν γύρω στις 150 -200 λίρες, ενώ οι εργάτες δεν κέρδιζαν πάνω από 4050 λίρες το χρόνο.
Η Φεντερασιόν Στον κόσμο των εργατών, ο πιο οργανωμένος πυρήνας ήταν οι καπνεργάτες. Αμέσως μετά τη νεοτουρκική επανάσταση οι καπνεργάτες δημιούργησαν ένα ισχυρό σωματείο, το οποίο οργάνωσε 3.200 εργάτες στη Θεσσαλονίκη, στη Γευγελή και το Κιλκίς. Τα δύο τρίτα των εργατών αυτών ήταν Εβραίοι και οι λοιποί χριστιανοί, πατριαρχικοί ή εξαρχικοί.
Η «Αβάντι», πολύγλωσση εφημερίδα της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι καπνεργάτες αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα για τη δημιουργία της σημαντικότερης σοσιαλιστικής εργατικής οργάνωσης της Θεσσαλονίκης, της Fédération Socialiste Ouvrière de Salonique, της περίφημης Φεντερασιόν, η οποία ιδρύθηκε τον Μάιο του 1909. Η αρχική δύναμή της ήταν 100 μέλη και εξέδιδε μια εφημερίδα σε τέσσερις γλώσσες, για το πολύγλωσσο κοινό της. Τάχθηκε με τους Νεότουρκους, με την έννοια της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών απέναντι στα κινήματα παλινόρθωσης της απόλυτης μοναρχίας, στη διάρκεια του 1909. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, στη Φεντερασιόν συσπειρώθηκαν δώδεκα συνδικάτα. Στις διαδηλώσεις που πραγματοποίησε το 1912 συγκέντρωσε την πλειονότητα των εργατών της πόλης. Με δεδομένη και τη δραστηριότητα εξαρχικών εργατών στους κόλπους της, οι Ελληνορθόδοξοι κράτησαν αποστάσεις από τη Φεντερασιόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ισχυρότερος σύλλογος Ελλη-
νορθόδοξων μισθωτών, ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων, εντάχθηκε στο «Σύνδεσμο των Συντεχνιών», που περιλάμβανε ομόθρησκους εργοδότες, και όχι στη Φεντερασιόν.
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Το κορυφαίο γεγονός στην πολιτική ζωή της Θεσσαλονίκης στα χρόνια πριν από το 1912 ήταν η νεοτουρκική επανάσταση και οι συνέπειές της. Η τοπική οργάνωση της Ittihat ve Terakki Cemiyeti (Οργάνωση Ενωση και Πρόοδος) ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από την αυγή του 20ού αιώνα, αλλά σύντομα εξαρθρώθηκε από την Αστυνομία. Επανιδρύθηκε το 1906 από αξιωματικούς του στρατού και άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Προσχώρησε μάλιστα σε αυτήν και ένας από τους λίγους καθηγητές της Νομικής Σχολής, όπως και ο γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων, το μοναδικό μέλος -στη φάση εκείνη- που ήταν
Η τοπική οργάνωση της Ενωσης και Προόδου ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Νεότουρκους στις αρχές του 20ού αιώνα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
111
χριστιανός. Η μυστικότητα στη δράση της οργάνωσης άρχισε να ατονεί την άνοιξη του 1908. Τον Απρίλιο του έτους εκείνου, εκπρόσωπος των επαναστατών ήρθε σε επαφή με το ελληνικό προξενείο και στη συνέχεια με την ελληνορθόδοξη κοινότητα και ζήτησε τη συνεργασία τους. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, αποφάσισε να τηρήσει απόσταση από τους επαναστάτες. Την ίδια επιφυλακτική στάση τήρησε και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ στην Κωνσταντινούπολη. Ετσι δεν είναι τυχαίο ότι στις συναντήσεις των παράνομων αντιπολιτευόμενων ομάδων δεν καλούνταν Ελληνες αντιπρόσωποι.
Το Κίνημα Στις 10 Ιουλίου 1908 εκδηλώθηκε το Κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη λαϊκή συμμετοχή. Η επιτυχία του ήταν ανέλπιστη. Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε στη συνέχεια την ντε φάκτο έδρα της επανάστασης. Οι ελληνικές εφημερίδες της πόλης έσπευσαν να υποστηρίξουν την επανάσταση, σε αντίθεση με τον Τύπο του Πατριαρχείου που τήρησε αποστάσεις. Η νεοτουρκική ηγεσία κάλεσε αμέσως την ελληνορθόδοξη κοινότητα σε συνεννοήσεις. Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε μόλις στις 17 Ιουλίου 1908 στο πολυτελές ξενοδοχείο «Σπλέντιτ». Η νεοτουρκική αντιπροσωπία περιλάμβανε κορυφαίους ηγέτες των Νεότουρκων, οι οποίοι απαίτησαν την υποστήριξη των Ελλήνων Οθωμανών πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές βάσεις. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει μια τέτοια σοβαρή πρόκληση. Οι παλαιοί έμπειροι εκπρόσωποί της, που είχαν συμμετάσχει και στο βραχύβιο οθωμανικό Κοινοβούλιο το 1877, είχαν εκλείψει. Ετσι, οι ηγέτες της προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο για να επικοινωνήσουν με το Πατριαρχείο και με την Αθήνα, από όπου περίμεναν οδηγίες. Στις 27 Ιουλίου 1908, καθώς η επανάσταση βρισκόταν στο ιδεολογικό ζενίθ της, η γενική συνέλευση των Ελληνορθόδοξων εξέλεξε δύο επιτροπές, μία για να διαπραγματευτεί με τους Νεότουρκους και μία για να εκπονήσει το σχέδιο της συνεργασί112
ας. Το σχέδιο αυτό επιδόθηκε στους Νεότουρκους στις 7 Αυγούστου και περιλάμβανε τα εξής κυριότερα αιτήματα, ως προϋποθέσεις συνεργασίας: αναλογική συμμετοχή κάθε εθνότητας στο Κοινοβούλιο σε τοπική βάση, διοικητική αποκέντρωση, διατήρηση των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών προνομίων. Επακολούθησαν αμήχανες διαπραγματεύσεις. Σύντομα, οι γενικότητες έδωσαν τη θέση τους στις σκοπιμότητες μπροστά στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Οι Ελληνορθόδοξοι ζητούσαν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων ο αριθμός των βουλευτών που θα εξέλεγαν και οι Νεότουρκοι απαιτούσαν να προηγηθεί η αποδοχή του προγράμματος της Ittihat. Καθώς κινδύνευαν τελικώς να μείνουν έξω από τα ψηφοδέλτια, οι Ελληνορθόδοξοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ηταν όμως μια απρόθυμη συνεργασία.
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 1908 Οι εκλογές που επακολούθησαν έγιναν με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που προέβλεπε ο νόμος του 1876. Η Θεσσαλονίκη χωρίστηκε σε 19 εκλογικά τμήματα, με 20.700 εγγεγραμμένους εκλογείς (δικαίωμα του εκλέγεσθαι είχαν Οθωμανοί υπήκοοι, άρρενες, άνω των 25 ετών, οι οποίοι πλήρωναν κάποιο κτηματικό φόρο ή είχαν κάποιο αξιόλογο εισόδημα). Κάθε εκλογικό τμήμα εξέλεξε τους εκλέκτορές του, με αναλογία έναν εκλέκτορα ανά 500 εγγεγραμμένους. Οι 41 εκλέκτορες της Θεσσαλονίκης, μαζί με 22 που ανέδειξαν τα γύρω χωριά, εξέλεξαν στη συνέχεια έξι βουλευτές: δύο Ελληνορθόδοξους, δύο μουσουλμάνους, έναν Εβραίο και έναν εξαρχικό. Από τους δύο Ελληνορθόδοξους, ο ένας πέρασε το 1911 στην αντιπολίτευση, μαζί με τους περισσότερους Ελληνορθόδοξους βουλευτές, ενώ ο δεύτερος παρέμεινε με τους Νεότουρκους.
Οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις Στο εσωτερικό της κοινότητας των Ελληνορθόδόξων σημειώθηκαν έντονες μεταβολές, λόγω ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
της διαφορετικής στάσης που διαμόρφωσαν οι ποικίλες κοινωνικές συνιστώσες της απέναντι στη νεοτουρκική πολιτική και την οικονομική συγκυρία. Η τελευταία ήταν πολύ κακή και έγινε χειρότερη από τις συχνές και συνεχείς απεργίες των εργατών και υπαλλήλων, οι οποίοι πέτυχαν μεγάλες αυξήσεις ημερομισθίων και μισθών. Το 1910 η διοικούσα παράταξη της ελληνορθόδοξης κοινότητας συντρίφτηκε στις κοινοτικές εκλογές και αναδείχθηκε μια νέα ομάδα επιχειρηματιών, με τον Κράλλη και τον Καλλιδόπουλο, οι οποίοι συγκέντρωσαν νεότερους και μικρότερους επιχειρηματίες και διατήρησαν τη διοίκηση της κοινότητας. Ο Κράλλης ήταν ο ηγέτης του Συνδέσμου των Συντεχνιών, που περιλάμβανε όλες τις οργανώσεις εμπόρων και επαγγελματιών και μία υπαλληλική, των εμποροϋπαλλήλων. Η αύξηση των εισαγωγών ανέδειξε νέα μεσολαβητικά επαγγέλματα, όπως του
παραγγελιοδόχου και του ασφαλιστικού πράκτορα, βασικό προσόν των οποίων ήταν οι γνωριμίες τους στις πόλεις και τα χωριά της ενδοχώρας. Αυτές τις επαγγελματικές ομάδες εκπροσώπησε η νέα κοινοτική ηγεσία, η οποία από το 1911 τάχθηκε σθεναρά στην αντιπολίτευση, κατά των Νεότουρκων. Την ίδια στάση τήρησαν και οι περισσότερες ελληνόφωνες εφημερίδες. Στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας σημειώθηκαν δύο διακριτά ρεύματα που υποστήριζαν τους Νεότουρκους. Το πρώτο φρονούσε ότι η ιδέα του οθωμανισμού ήταν η βάση για τη δημιουργία ενός ισχυρού έθνους-κράτους, με το οποίο οι Εβραίοι έπρεπε να ταυτιστούν πλήρως. Ο οθωμανισμός, όπως αποκλήθηκε το ρεύμα αυτό, πρέσβευε ότι οι Εβραίοι θα έπρεπε να αποτελέσουν ένα από τα ιδρυτικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
Το πολυτελές ξενοδοχείο της παραλίας «Splendid» στο οποίο τον Ιούλιο του 1908 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Ελληνορθόδοξων και Νεότουρκων. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
113
όπως οι Τούρκοι, οι Ελληνες, οι Βούλγαροι κ.λπ. Το δεύτερο ρεύμα, ο σιωνισμός, αποσκοπούσε στην οικοδόμηση ενός πρότυπου εβραϊκού πολιτικού οργανισμού στην Παλαιστίνη, με προϋπόθεση την αποδοχή και τη βοήθεια της οθωμανικής κυβέρνησης. Η σχετική ελευθερία στη διακίνηση προσώπων και εντύπων, μετά το 1908, επέτρεψε στους σιωνιστές της Θεσσαλονίκης να έλθουν σε επαφή με τα διεθνή σιωνιστικά ρεύματα και να ενισχυθούν ιδεολογικά. Αν και αμφότερες φιλικές προς τους Νεότουρκους, οι δύο αυτές τάσεις, ο οθωμανισμός και ο σιωνισμός, δημιούργησαν εσωτερική πόλωση στην εβραϊκή κοινότητα. Ο Σααδή Λεβή, εκδότης της εφημερίδας «Ζουρνάλ ντε Σαλονίκ», εξέφρασε ανοιχτά την άποψη ότι υπό την ηγεσία της Ittihad και με την επιτυχή πορεία της επανάστασης, ο σιωνισμός δεν είχε λόγο ύπαρξης για τους Εβραίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο δικηγόρος και βουλευτής Εμμανουήλ Καράσσο θεωρούσε το σιωνισμό ως «επικίνδυνη πολιτική εναντίον της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο εποικισμός οιασδήποτε περιφέρειάς μας από οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι δυνατόν να ενθαρρύνεται», σύμφωνα με τον ίδιο.
βλήματα (όπως η διανομή εκκλησιών και σχολείων με τους εξαρχικούς στη Μακεδονία, η καθημερινή αιματηρή βία στην ύπαιθρο κ.λπ.), προβλήματα που όχι μόνον δεν λύθηκαν, αλλά επιδεινώθηκαν λόγω της πολιτικής των Νεότουρκων.
Οι δημοτικές εκλογές του 1910 Στις δημοτικές εκλογές του 1910 οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να κατεβάσουν μονομερές ψηφοδέλτιο στη Θεσσαλονίκη με πρόσωπα της αρεσκείας τους, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στο ενιαίο ψηφοδέλτιο που κατάρτισαν οι κοινότητες της πόλης. Από τους δώδεκα συμβούλους που εκλέχθηκαν, 4 ήταν Εβραίοι, 3 Ελληνορθόδοξοι και 5 μουσουλμάνοι, από τους οποίους οι 3 φέρονται ως ντονμέδες. Ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν περιορισμένος, αφού ο πλειοψηφήσας σύμβουλος, ο επιχειρηματίας Ισαάκ Φλωρεντίν, πήρε μόλις 1.871 ψήφους, ενώ ο τελευταίος εκλεγείς, ο Γεώργιος Πουρασλής, μόλις 559 ψήφους.
Από την άλλη πλευρά, ο δρ Ριζά Τεφίκ, ένα από τα ηγετικά στελέχη των Νεότουρκων, σε μια ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, σε εβραϊκό ακροατήριο, απάντησε ως εξής στην ερώτηση αν κάποιος μπορούσε να είναι καλός Οθωμανός και σιωνιστής ταυτοχρόνως: «Η Παλαιστίνη είναι δική σας χώρα περισσότερο από ό,τι είναι δική μας. Γίναμε κύριοί της πολλούς αιώνες μετά από εσάς. Το να την εποικίσετε συνιστά υπηρεσία προς την πατρίδα μας. Το έθνος σας έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα στο εμπόριο (...) οι Εβραίοι άποικοι θα θέσουν [τα πλεονεκτήματα αυτά] στην υπηρεσία της αγαπητής πατρίδας μας και σας υπόσχομαι ότι εσείς, με τη δική μου βοήθεια, δεν θα αποτύχετε στην επίτευξη του σκοπού σας». Η διγλωσσία αυτή ήταν χαρακτηριστικό σημείο των καιρών και απογοήτευσε ταχύτερα τους χριστιανούς, οι οποίοι είχαν άμεσα και ζέοντα προ114
Σααδή Λεβή. Εκδότης της εφημερίδας «Ζουρνάλ ντε Σαλονίκ». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι δημοτικές εκλογές του 1911 Το 1911 πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές δημοτικές εκλογές, στις οποίες οι Νεότουρκοι διεκδίκησαν την πλειοψηφία. Η νέα ελληνορθόδοξη κοινοτική ηγεσία συνεργάσθηκε με το λεγόμενο Φιλελεύθερο Οθωμανικό Κόμμα και με τους εξαρχικούς συμμάχους του. Δεν τήρησε όμως τη γραμμή σταυροδοσίας που είχε συμφωνηθεί, με αποτέλεσμα -καθώς η αντιπολίτευση επικράτησε- ο εκπρόσωπος των Ελληνορθόδοξων Κ. Χονδροδήμος να λάβει τους περισσότερους σταυρούς. Βάσει της νομοθεσίας, ο πλειοψηφήσας θα έπρεπε να διοριστεί δήμαρχος. Πράγματι, ο νομάρχης Κιαζίμ, εκ των ηγετών των Νεότουρκων, διόρισε δήμαρχο τον Χονδροδήμο. Αλλά ο διορισμός αυτός ήταν σκόπιμος. Ξεσήκωσε σφοδρές διαμαρτυρίες της μουσουλμανικής κοινότητας, που στην πλειοψηφία της είχε ταχθεί με τους Νεότουρκους. Οι τελευταίοι κατηγόρησαν τους Φιλελεύθερους μουσουλμάνους ως υπεύθυνους για την ανάδειξη ενός «απίστου»
και αντιπάλου της επανάστασης -επιπλέον πλούσιου επιχειρηματία- στο δημαρχιακό θώκο. Με άλλα λόγια, οι Φιλελεύθεροι μουσουλμάνοι είχαν «προδώσει» την επανάσταση και τη θρησκεία τους. Πανικόβλητοι οι Φιλελεύθεροι απαίτησαν από τον Χονδροδήμο να παραιτηθεί και εκείνος δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί. Το ίδιο δράμα παίχθηκε με το δεύτερο επιλαχόντα, έναν Εβραίο τραπεζίτη με γαλλική παιδεία, τον Μ. Ασσαέλ, που και εκείνος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί για τον ίδιο λόγο. Ετσι, διορίστηκε δήμαρχος ο υποψήφιος των Νεότουρκων, ο Ισμαήλ μπέης. Αυτός άσκησε τα καθήκοντά του μόνον μερικούς μήνες. Παραιτήθηκε -άγνωστο γιατί- τον Ιούνιο του 1912 και ο νομάρχης διόρισε στη θέση του έναν από τους τρεις ντονμέδες που είχαν εκλεγεί το 1910, τον Οσμάν Σαΐτ μπέη (22.6.1912). Γνώστης της τουρκικής και της γαλλικής, άνθρωπος πράος και μετρημένος, ο Οσμάν Σαΐτ ιμπν Χακί Μαχζενί, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, επρόκειτο να διατηρηθεί στη θέση του δημάρχου και από τις ελληνικές αρχές (1912-1916, 1920-1922).
Η παραλία της Θεσσαλονίκης όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα μετά την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους και την πρώτη διαμόρφωση της προκυμαίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
115
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 1912 Επακολούθησαν οι κοινοβουλευτικές εκλογές του Απριλίου 1912. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα τάχθηκε με τους Φιλελεύθερους, αλλά οι Νεότουρκοι πλειοψήφησαν -στηριγμένοι στις μουσουλμανικές και εβραϊκές ψήφους- και εξέλεξαν όλους τους υποψηφίους τους, μεταξύ των οποίων και τον ιατρό Κύρκο Κότσανο ως εκπρόσωπο των Ελληνορθόδοξων. Οι τελευταίοι κατηγόρησαν τις Αρχές για εκτεταμένη νοθεία και βιαιοπραγίες σε βάρος των Φιλελευθέρων.
4. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Μαζί με τον 20ό αιώνα, η Θεσσαλονίκη υποδέχθηκε το νέο λιμάνι της. Ηταν η μεγαλύτερη επένδυση σε έργα υποδομής που είχε γίνει μέχρι τότε στην πόλη. Αναλήφθηκε από βελγική εταιρία, αλλά
στους μετόχους συμπεριλαμβάνονταν και Οθωμανοί υπήκοοι. Η νηοδόχη που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1870 επεκτάθηκε σε μήκος 750 και πλάτος 120 μέτρων. Κατασκευάστηκαν δύο προβλήτες και ένας κυματοθραύστης. Οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηκαν το 1902. Για την εκτέλεσή τους χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από τα λιθωρυχεία που βρίσκονταν στο σημερινό Συνοικισμό της Ευαγγελίστριας. Οι πέτρες μεταφέρθηκαν με ειδική σιδηροδρομική γραμμή, η οποία ξεκινούσε από το Κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας, κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα και έπειτα γύριζε δυτικά, προς το λιμάνι. Στο μεταξύ, η προκυμαία που είχε κατασκευαστεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1870, μετά την κατεδάφιση του παραθαλάσσιου τείχους, κρίθηκε πολύ στενή και μειωμένης αντοχής, διότι είχε διαβρωθεί από το θαλασσινό νερό. Ετσι, το 19061907 η προκυμαία ενισχύθηκε, επεκτάθηκε κατά 8 μέτρα και απέκτησε το σημερινό πλάτος της.
Τούρκοι και Εβραίοι στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης λίγο μετά το 1900. 116
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το 1907, σε ένα παραθαλάσσιο εργοστάσιο, στην άκρη ενός ακρωτηρίου, στο ύψος της οδού Λύτρα, θα αρχίσει τις εργασίες της η ηλεκτρική εταιρία, η οποία θα ηλεκτροδοτήσει μερικές επιχειρήσεις και λίγες εύπορες οικογένειες, ενώ την επόμενη χρονιά το ιππήλατο τραμ θα κινηθεί με ηλεκτρισμό. Η πόλη αποκτά έτσι συγκοινωνία, που θα βοηθήσει στην επέκτασή της. Η επιδείνωση της κατάστασης στην ύπαιθρο ώθησε, όπως είδαμε, χιλιάδες κατοίκους της Μακεδονίας να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Δημιουργήθηκε έτσι σημαντική εσωτερική ζήτηση κατοικίας, προϊόντων οικοδομικής και ειδών διατροφής. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη ήταν η σημαντικότερη εμπορική πύλη της Νότιας Βαλκανικής. Από το λιμάνι και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της μεταφέρονταν εμπορεύματα με προορισμό ένα αγοραστικό κοινό που ήταν δέκα φορές μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της πόλης. Ωστόσο, τη λεόντειο μερίδα από τα κέρδη που δημιουρ-
γούσε η εμπορική, μεταφορική και ασφαλιστική διαμεσολάβηση καρπώνονταν οι Θεσσαλονικείς. Η οικονομική συγκυρία, όμως, από το 1906 και έπειτα ήταν αρνητική. Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας η Θεσσαλονίκη γινόταν ολοένα και φτωχότερη, με ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα.
Το εμπόριο Το εισαγωγικό εμπόριο μέσω λιμένος κυμάνθηκε από 3 εκατομμύρια χρυσές οθωμανικές λίρες (1906) σε 4 εκατομμύρια το 1911. Εισάγονταν πρώτες ύλες, μηχανολογικός εξοπλισμός, υφάσματα και τα τρόφιμα. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας ξόδευαν 60.000 λίρες το χρόνο για μπίρα και οινοπνευματώδη ποτά (αν και λειτουργούσαν ήδη ζυθοποιίες και υπήρχε άφθονη τοπική παραγωγή οίνων), 50.000 για χαλιά (έστω και αν κάποτε τα χαλιά της Θεσσαλονίκης θεωρούνταν
Ενα βαφείο υφασμάτων στην παλιά Θεσσαλονίκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
117
τα καλύτερα της Ανατολής), 200.000 λίρες για σιτηρά και 350.000 για άλευρα (διότι η τοπική παραγωγή δεν επαρκούσε είτε ήταν ακριβότερη από τα εισαγόμενα), 180.000 λίρες για φάρμακα και χημικά. Επίσης, δαπανούσαν πολλά χρήματα για πρώτες ύλες, όπως 620.000 λίρες για βαμβάκια και 175.000 για δέρματα. Επειδή τα ποσά αυτά ήταν δυσανάλογα μεγάλα προς την τοπική παραγωγή της νηματουργίας και της βυρσοδεψίας, φαίνεται ότι διοχετεύονταν σε άλλες οθωμανικές και βαλκανικές αγορές. Ο καφές εισαγόταν απευθείας από τη Βραζιλία, περίπου 2.000-2.500 τόνοι το χρόνο. Ωστόσο, στην περίοδο που αναφερόμαστε η τιμή του είχε διεθνώς ανέλθει και οι Θεσσαλονικείς άρχισαν να τον στερούνται. Ακόμη εισήγαν περί τους 150.000200.000 τόνους ζάχαρη από την Αυστροουγγαρία, με την οποία εφοδιαζόταν βέβαια και η ενδοχώρα, με τα χιλιάδες μικρά ζαχαροπλαστεία και αρτοποιεία της. Οι εξαγωγές από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχαν ετήσια αξία περίπου 1,5 εκατομμύριο λίρες. Περιλάμβαναν βαμβάκι, κουκούλι, μεταλλεύματα, όπιο και καπνό, αλλά και νήματα που παράγονταν στη Βέροια και τη Νάουσα. Ο μακεδονικός και θρακικός καπνός εξαγόταν κυρίως από την Καβάλα, αλλά κάποιες ποσότητες αξίας 240.000400.000 λιρών περνούσαν από τη Θεσσαλονίκη, με κατεύθυνση την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία. Τα κουκούλια ήταν το επόμενο σε σημασία είδος (300.000 λίρες) και εξαγόταν αποκλειστικά στην Ιταλία. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 1912 δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές στην Ιταλία λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου, μπορούμε να υποψιαστούμε τις δυσμενείς συνέπειες στην εσωτερική αγορά, αφού καπνός και κουκούλια έμειναν απούλητα.
Η παραγωγή Η μεταποίηση στη Θεσσαλονίκη ήταν περιορισμένη στην αλευροβιομηχανία και την κλωστοϋφαντουργία. Οι δέκα νηματουργίες και οι τρεις 118
υφαντουργίες της πόλης πραγματοποιούσαν αθροιστικό κύκλο εργασιών περί τις 520.000 λίρες ετησίως. Σε καθεμία από αυτές είχε προηγηθεί επένδυση 4.000-10.000 λιρών, δηλαδή όλες μαζί απασχολούσαν κεφάλαιο λιγότερο από 100.000 λίρες. Ο «μέσος» βιομήχανος του κλάδου είχε καθαρά ετήσια κέρδη 2.000-5.000 λίρες, αν και μερικοί στάθηκαν άτυχοι και υπέστησαν ζημίες. Μεγάλο πρόβλημα ήταν η διάθεση του προϊόντος. Για το σκοπό αυτόν είχε συσταθεί το 1906 το Συνδικάτο του Ελληνικού Νηματουργείου Μακεδονίας, μία συλλογική οργάνωση των νηματουργών που είχε στόχο την προώθηση του νήματος. Η εργασία αυτή γινόταν μέσω του δικτύου της Τράπεζας Μυτιλήνης. Η μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση της Θεσσαλονίκης ήταν η Ανώνυμη Οθωμανική Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία, η οποία ανήκε στην οικογένεια Αλλατίνι. Η εταιρία διατηρούσε ένα μύλο -το μεγαλύτερο στη Νότια Βαλκανική- και ένα κεραμοποιείο. Το επενδυμένο κεφάλαιο έφτανε τις 150.000 λίρες και τα μικτά ετήσια κέρδη ξεπερνούσαν τις 30.000 λίρες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονταν από το εμπόριο αλεύρων και όχι από την παραγωγή. Στην τριετία 1909-1911 δαπανήθηκαν 170.000 λίρες για να εισαχθούν φέσια από την Αυστροουγγαρία. Μάλιστα, η τουρκόφωνη εφημερίδα «Ζαμάν» διαμαρτυρόταν το 1909 για ποιο λόγο δεν είναι δυνατόν οι τοπικοί κεφαλαιούχοι να ιδρύσουν μια βιομηχανία κατασκευής του είδους, το οποίο είχε ευρύτατη χρήση. Ωστόσο, η Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρεία Φεσίων, που ένας μουσουλμάνος και ένας χριστιανός επιχειρηματίας ίδρυσαν το επόμενο έτος στο οικόπεδο της μετέπειτα ΥΦΑΝΕΤ, με κεφάλαιο 20.000 λιρών, αν και κερδοφόρα, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ελλείψει κεφαλαίου κινήσεως. Πάντως, στην ίδια τριετία, 1909-1911, δαπανήθηκαν 260.000 λίρες για την εισαγωγή μηχανημάτων, κυρίως από την Αγγλία, ένδειξη ότι γινόταν κάποια συσσώρευση κεφαλαίου στη βιομηχανία στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αν εξαιρέσουμε τους μεγάλους εμπόρους που προαναφέραμε, στη Θεσσαλονίκη ήταν δραστηριοποιημένες περίπου 500 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με κεφάλαια 1.000-10.000 λιρών. Η εμπορική πίστη αποτελούσε το κυριότερο μέσο διεξαγωγής του εμπορίου. Ολα τα χρέη πληρώνονταν μέχρι το πρωί της Παρασκευής. Η Παρασκευή ήταν αργία για τους μουσουλμάνους, ενώ το μεσημέρι της ίδιας μέρας άρχιζε το εβραϊκό Σάββατο. Ετσι, η κίνηση στην αγορά ήταν υποτονική μέχρι το πρωί της Κυριακής, οπότε άνοιγαν τα εβραϊκά, αλλά έμεναν κλειστά τα χριστιανικά καταστήματα.
λετήσει τις συνέπειες. Οι παμπάλαιες συνήθειες των Εβραίων εμπόρων προέβλεπαν όχι την αναλογική αποζημίωση όλων των πιστωτών από το ενεργητικό του πτωχεύσαντος, αλλά μεγαλύτερη κάλυψη των μικρών πιστωτών εις βάρος των μεγαλύτερων. Συνήθως αυτές οι ρυθμίσεις γίνονταν με τη μεσολάβηση των ραββίνων, μερικοί από τους οποίους ήταν εύποροι και διέθεταν μεγάλη επιχειρηματική εμπειρία.
Οι δόλιες πτωχεύσεις αποτελούσαν σπανιότατο φαινόμενο. Οι παύσεις πληρωμών γίνονταν με τάξη και διαφάνεια. Η διαδικασία συμβιβασμού των πιστωτών δεν εθεωρείτο ιδιωτικό, αλλά δημόσιο γεγονός, το οποίο κάθε εμπορικός οίκος παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή, για να με-
Οι ελληνόκτητες τράπεζες, η Τράπεζα Μυτιλήνης, η Τράπεζα της Ανατολής και η Τράπεζα Αθηνών, που δούλευαν με κεφάλαια του παροικιακού Ελληνισμού, είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη ύστερα από παρακλήσεις του υπουργείου Εξωτερικών για να χρηματοδοτούν τους «ομογενείς».
Οι τράπεζες
Η αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) με τις γραμμές του τραμ γύρω στο 1903. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
119
Σύντομα, όμως, αναγκάστηκαν να στραφούν προς τους Εβραίους επιχειρηματίες, λόγω του τεράστιου ειδικού βάρους των τελευταίων στην αγορά της πόλης και των δυσχερειών που προκαλούσε στη χρηματοδότηση η έλλειψη νομικού πλαισίου σε ό,τι αφορούσε τις εγγυήσεις. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν και δύο ευρωπαϊκές τράπεζες με έδρα την Κωνσταντινούπολη, η Οθωμανική Τράπεζα και η Τράπεζα Θεσσαλονίκης. Δίπλα τους λειτουργούσε ένας σημαντικός αριθμός τοπικών τραπεζικών γραφείων, όπως των Μοδιάνο, των Αλλατίνι, των Αμάρ, των Μπενβενίστε, των Υιών Μουφτεζά Εχάτ και Χινταγιέτ και του Δημοσθένη Αγγελάκη. Ειδικά οι Μοδιάνο χρηματοδοτούσαν συστηματικά ασθενείς εμπορικές επιχειρήσεις, με απώτερο σκοπό να συγκεντρώσουν κτηματική περιουσία μέσω του συστήματος της πωλήσεως επί εξωνήσει. Με το σύστημα αυτό, ο δανειολήπτης εκχωρούσε
με κανονική πώληση ένα ακίνητο στο δανειστή, με τίμημα ισόποσο προς το δάνειο που είχε λάβει. Ορος του συμβολαίου ήταν ο δανειστής-αγοραστής να επιστρέψει το ακίνητο, αν το δάνειο εξοφλείτο. Αν ο δανειολήπτης δεν μπορούσε να πληρώσει το δάνειο, έχανε το ακίνητο χωρίς άλλη διαδικασία. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν αντί της υποθήκης, διότι η οθωμανική νομοθεσία δεν αναγνώριζε το θεσμό της υποθήκης (ο σχετικός νόμος θεσπίσθηκε μόλις το 1913). Επιπλέον, στη συντριπτική πλειονότητα των μη αστικών ακινήτων, αλλά και σε πολλά αστικά, ο δανειολήπτης ήταν απλώς ο νομέας του ακινήτου, ενώ την ψιλή κυριότητα είχαν τα βακούφια ή το οθωμανικό δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα που πωλείτο επί εξωνήσει δεν ήταν η κυριότητα, αλλά η νομή, και μάλιστα με τους περιορισμούς που τη χαρακτήριζαν. Επί παραδείγματι, ο νομέας του αγροτικού ακινήτου έχανε τα δικαιώματά του αν άφηνε το κτήμα ακαλλιέργητο επί τριετία. Επίσης, υπήρχαν σοβαροί περιορισμοί στην κληρονομική διαδοχή
Οι φτωχοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά το επάγγελμα του αχθοφόρου (χαμάλη). 120
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
της νομής. Τα εμπόδια αυτά ήταν αξεπέραστα για τις τράπεζες, που δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν το έδαφος ούτε είχαν «απογόνους».
κή τράπεζα, την Zirat Bankasi, την οποία όμως δεν προίκισε με επαρκή κεφάλαια ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Με χρήση αυτής της πρακτικής, οι Μοδιάνο απέκτησαν τη νομή σε τεράστιες εκτάσεις γης γύρω από την πόλη. Θεωρώντας ως εμπράγματη εξασφάλιση τις εκτάσεις αυτές, οι ελληνικές τράπεζες προεξοφλούσαν χωρίς επιφυλάξεις τα γραμμάτια που προσκόμιζαν οι Μοδιάνο ή εκείνα για τα οποία παρείχαν την εγγύησή τους. Επρόκειτο για γραμμάτια εμπόρων, τα οποία προεξοφλούνταν σε μικρότερα τραπεζικά γραφεία και εν συνεχεία αναπροεξοφλούνταν από τους Μοδιάνο, για να καταλήξουν στις ελληνικές και τις ευρωπαϊκές τράπεζες για νέα προεξόφληση. Το πυραμιδικό αυτό σύστημα, το οποίο απαιτούσε ιδιαίτερες τεχνικές και βαθιά λογιστική γνώση για να μην καταρρεύσει, εξασφάλιζε ρευστότητα στον εμπορικό κόσμο της Θεσσαλονίκης. Οταν όμως οι Μοδιάνο αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από την πόλη τον Οκτώβριο του 1911 λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου, διότι ήταν Ιταλοί υπήκοοι, το σύστημα κατέρρευσε. Οι ελληνικές τράπεζες και η οθωμανική βρέθηκαν με πολλά χρεόγραφα εγγυημένα από τους Μοδιάνο και η μοναδική ελπίδα για να πληρωθούν ήταν να εκποιηθεί η ακίνητη περιουσία των τελευταίων, κάτι πολύ δύσκολο λόγω του μεγάλου μεγέθους της αλλά και των ιδιορρυθμιών του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την κακή συγκυρία. Το 1906 ήταν έτος διεθνούς οικονομικής κρίσης, με συνέπεια να σημειωθούν πολλές πτωχεύσεις σε εμπορικούς οίκους της Θεσσαλονίκης. Οι επιπτώσεις της κρίσης επεκτάθηκαν και στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, όπου σημειώθηκαν μεγάλες απώλειες σε βάρος Θεσσαλονικέων εμπόρων, οι οποίοι είχαν προβεί σε κερδοσκοπικές πράξεις με τραπεζική χρηματοδότηση. Οι χρηματιστηριακές απώλειες των Θεσσαλονικέων υπολογίστηκαν σε 70.000 λίρες, ποσόν συγκρίσιμο με το κεφάλαιο που απασχολούσε η νηματουργία στη Θεσσαλονίκη. Ολοι περίμεναν τη νέα αγροτική εσοδεία για να αναπνεύσει το εμπόριο.
Σειρά κακών συγκυριών Ο καθοριστικός παράγοντας για την εμπορική κίνηση στη Θεσσαλονίκη ήταν η αγροτική παραγωγή, η οποία διαμόρφωνε τόσο την εξαγωγική προσφορά όσο και την εισαγωγική ζήτηση. Το μεγάλο εμπόδιο για την αύξηση της παραγωγής ήταν η υπανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Μόνον 6% της γης καλλιεργείτο, αλλά με τρόπο πρωτόγονο. Η απουσία εγγειοβελτιωτικών έργων έκανε τα χωράφια και τους δρόμους να πλημμυρίζουν στην περίοδο των βροχών, αποκόπτοντας έτσι την ύπαιθρο και την παραγωγή της από τις πόλεις. Το οθωμανικό κράτος είχε δημιουργήσει μια αγροτιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ομως την άνοιξη του 1907 μεγάλες πλημμύρες διέκοψαν τις συγκοινωνίες, ενώ η εσοδεία αποδείχθηκε μέτρια. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν πείνα στην ύπαιθρο και οδήγησαν σε διόγκωση της μετανάστευσης στις ΗΠΑ και την Αίγυπτο. Η ύφεση στην αγορά της Θεσσαλονίκης διατηρήθηκε και τον επόμενο χρόνο, το 1908, διότι οι εσοδείες παρέμειναν μικρές λόγω της ξηρασίας. Το μποϊκοτάζ που κηρύχτηκε σε βάρος των αυστριακών προϊόντων -λόγω της προσάρτησης της ΒοσνίαςΕρζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία- επιδείνωσε την κατάσταση. Αλλά και την επόμενη χρονιά, το 1909, οι αγροτικές εσοδείες ήταν μικρές. Επίσης, εκδηλώθηκε μεγάλη χρηματική στενότητα. Το 1910 όλοι ήλπιζαν σε κάποια βελτίωση, αλλά το μποϊκοτάζ σε βάρος των ελληνικών προϊόντων και τραπεζών, λόγω του κρητικού ζητήματος, έπληξε ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη, διότι μεγάλο μέρος των ιστιοφόρων που έπιαναν στο λιμάνι είχαν ελληνική σημαία. Στο μεταξύ, οι συνεχείς απεργίες είχαν απορρυθμίσει την αγορά της Θεσσαλονίκης. Ο Βρετανός πρόξενος τόνιζε στις αναφορές του ότι οι αμοιβές των Θεσσαλονικιών εργατών ήταν υψηλότερες από τις αντίστοιχες των Βρετανών συναδέλφων τους. 121
Πλανόδιος Εβραίος υφασματοπώλης με την πραμάτεια του πάνω στον πάγκο του.
Το 1911 η αγορά παρέμενε εξουθενωμένη ύστερα από τρία χρόνια μικρών εσοδειών. Επακολούθησε ο ιταλοτουρκικός πόλεμος. Εκτός από τη στρατολόγηση και τις συνέπειές της στις εσοδείες, πολλές επιχειρήσεις ανέστειλαν τις πληρωμές τους, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα Μυτιλήνης, ο οίκος Ζερβουδάκη, οι τρεις οίκοι Μοδιάνο και ο οίκος Αγγελάκη. Ακολούθησαν πολλές πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Στις αρχές του 1912 ο διευθυντής της Τράπεζας της Ανατολής έγραψε στην αναφορά του ότι «η γνώμη των πλείστων είναι ότι οποιαδήποτε αλλαγή και οσονδήποτε ακριβά και αν μας εστοίχιζεν, αύτη θα ήτο προτιμωτέρα της νυν κρατούσης εκρύθμου καταστάσεως».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Σε ποια πόλη, λοιπόν, εισήλθε ο ελληνικός στρατός στις 27 Οκτωβρίου 1912; Η Θεσσαλονίκη του 1912 ήταν πρώτα από όλα μια πόλη απελπισμένη από την ανέχεια που είχε προκαλέσει ο ιταλοτουρκικός πόλεμος. Χιλιάδες κάτοικοι των γύρω χωριών κατέφευγαν σε τεμένη και αντίσκηνα στη Θεσσαλονίκη και ο αριθμός τους μεγάλωσε όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες. Ηταν μια πόλη με γεωγραφική ρευστότητα, που 122
άλλαζε συνεχώς όρια καθώς επεκτεινόταν. Μια πόλη με ιδιόρρυθμη δημογραφική σύνθεση και αναμφισβήτητη εβραϊκή πλειοψηφική παρουσία. Μια πόλη πολύγλωσση, με πολιτιστική παράδοση άνισα μοιρασμένη ανάμεσα στις θρησκευτικές και τις γλωσσικές ομάδες που την απάρτιζαν. Μια πόλη συντηρητική, αλλά ταυτόχρονα επαναστατική. Μια πόλη πλούσια, γιατί συγκέντρωνε μεγάλους επιχειρηματίες και κτηματίες, αλλά και πόλη φτωχή, γιατί συγκέντρωνε προλετάριους, άσχημα στεγασμένους και υποσιτιζόμενους. Μια πόλη με αστικές λέσχες και ακριβές βιβλιοθήκες, αλλά και μια πόλη των πληβείων, των επαναστατών. Μια πόλη που πολώθηκε μέσα από τη νεοτουρκική επανάσταση, όταν οι κάτοικοί της -με την εμπειρία μόνον των κοινοτικών διαδικασιών τους- βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα τεράστια ερωτήματα του οθωμανισμού, της ομοσπονδιακής συγκρότησης ενός μεγάλου, πολυεθνικού κράτους. Αλλά ήταν πια πολύ αργά για το όραμα μιας πολυεθνικής δημοκρατίας και οι Νεότουρκοι ηγέτες σίγουρα δεν ήταν τα κατάλληλα πρόσωπα για να το υλοποιήσουν. Τέλος, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πύλη, ένα βαλκανικό παράθυρο ανοιχτό στην Ευρώπη, ο τόπος μέσα από τον οποίο οι Βαλκάνιοι έβλεπαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ηταν, όμως, και το παράθυρο μέσα από το οποίο οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τα βαλκανικά πλούτη και τα εποφθαλμιούσαν. Γι’ αυτό και ήταν «μια πόλη διεκδικούμενη» (όπως έγραψε πριν από 100 χρόνια ο μεγάλος ιστορικός της Ζ. Νεχαμά) και ίσως γι’ αυτό παραμένει μια πόλη αβέβαιη για την ταυτότητά της. Εκατό χρόνια μετά την ανάρτηση της ελληνικής σημαίας στη Μητρόπολη από Ελληνες στρατιώτες, πολλά από τα ερωτήματα του 1912 διατηρούν στην ιστοριογραφία την επικαιρότητά τους.
ΠΗΓΕΣ Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας: Αρχείο Τραπέζης Ανατολής. Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» (1910-1912) Εφημερίδα «Μακεδονία» (1911-1912) ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Βιβλιογραφία E. A Cooperman, Turco-Jewish relations in the Ottoman city of Salonica, 18891912: two communities in support of the Ottoman Empire, unpublished Thesis (Ph. D.), New York University, 1991. B. Gounaris, Steam over Macedonia; Socio-economic Change and the Railway Factor, Boulder, New York, 1993. A. Kansu, The revolution of 1908 in Turkey, Brill, Leiden, 1997. A. J. Panayotopoulos, «Early relations between the Greeks and the Young Turks», Balkan Studies, vol. 21, no. 1, 1980, pp. 87-95. E. E. Ramsaur, The Young Turks: Prelude to the Revolution of 1908, Russell & Russell, London, 1970. M Şükrü Hanioğlu, The Young Turks in Opposition, Oxford University Press, New York, 1995, pp. 33-167. M. Şükrü Hanioğlu, Preparation for a Revolution; the Young Turks, 1902-1908, Oxford University Press, New York, 2001. E. Hekimoglou, «The Jewish Bourgeoisie in Thessaloniki, 1906-1911: Assets and Bankruptcies», Διεθνές συνέδριο Jewish Communities of S.E. Europe, Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 175-183.
Turkey. Report for the Year 1910 on the Trade of the Consular District of Salonica. No. 4797 Annual Series. Diplomatic and Consular Reports, London 1911. Esra Danacioĝlu & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη πριν από 100 χρόνια: Το μετέωρο βήμα προς τη Δύση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998. Α. Γρηγορίου- Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών & Αθήνα: Εκδόσεις Μίλητος 2008. Χ. Παπαστάθης & Ε. Χεκίμογλου, Η ιστορία της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη: Οθωμανική περίοδος, τόμος Β1 στη σειρά Η Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2004. Ευφροσύνη Ρούπα & Ε. Χεκίμογλου, Η επιχειρηματικότητα στην περίοδο 1900-1940. Μεγάλες επιχειρήσεις και επιχειρηματικές οικογένειες, τόμος Γ΄ στη σειρά Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2004. Ε. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1996.
M şaşmaz, «Analysis of the Population Table of the Census of Salonica of 19034», OTAM, 5 (1994), pp. 349-377.
Ε. Χεκίμογλου, Υπόθεση Μοδιάνο: Τραπεζικό κραχ στη Θεσσαλονίκη το 1911, Θεσσαλονίκη: 1991.
Turkey. No. 1 (1909). Correspondence respecting the constitutional movement in Turkey, 1908. Presented to both Houses by Command of His Majesty, March 1909, London,1909.
Ε. Χεκίμογλου, «Ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στη Μακεδονία, 1905-1912», Θεσσαλονικέων Πόλις 6 (Οκτώβριος 2001), σ. 123-140.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
123
Πρόσφυγες από τη Στρέντζα (κοντά στο Μοναστήρι) μετά την πυρπόληση του χωριού τους από Βούλγαρους κομιτατζήδες (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Βούλγαροι άτακτοι κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. 124
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ Τ. ΤΣΕΡΕΒΕΛΑΚΗΣ Yποψήφιος διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
Το καθεστώς των Νέων Χωρών και η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος Οι «Νέες Χώρες» στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των ελληνικών αρχών. Η πυρκαγιά του 1917. Οι πρώτες εκλογές. Οι αμφιλεγόμενες στατιστικές για τη σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και οι «βουλγαρίζοντες».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν είχαν ως σκοπό μόνο την προσάρτηση εδαφών, αλλά παράλληλα στόχευαν και στην «εθνική εκκαθάριση και ολοκλήρωση», υιοθετώντας πρακτικές αντεκδίκησης εις βάρος «εχθρικών» ή αλλογενών πληθυσμών. Επρόκειτο για συγκρούσεις φονικές, οι οποίες αποδείκνυαν το ενδόμυχο «φυλετικό» μίσος που εκτρεφόταν τα προηγούμενα χρόνια και καλλιεργείτο με τη συστηματική προπαγάνδα των κυβερνήσεων. Ολες οι αντιμαχόμενες παρατάξεις κατέστρεψαν χωριά ή συνοικίες, σκότωσαν ή τρομοκράτησαν άμαχο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πληθυσμό και επιδίωξαν τη βίαιη αφομοίωσή του με οποιονδήποτε τρόπο θα ήταν αυτό εφικτό. Στην ύπαιθρο χώρα ο χριστιανικός αγροτικός πληθυσμός επαναστάτησε εναντίον της εντόπιας μουσουλμανικής αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα, άτακτοι μουσουλμάνοι εξαπέλυσαν άγριες επιθέσεις κατά χριστιανικών κοινοτήτων σε περιοχές όπως τα Γρεβενά και η Κοζάνη. Στα αστικά κέντρα η κατάσταση διαφοροποιείτο, γιατί οι νέες αρχές αποκατέστησαν συντόμως τη διαταραχθείσα τάξη και έθεσαν τέρμα στα έκτροπα με σύντονες κινήσεις. Η κατάσταση στο σερβικό και το βουλγαρικό τομέα επιχειρήσεων είχε άκρως εκτραχυνθεί, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι από τους 140.000 μουσουλμάνους, που έφυγαν από την περιοχή της Μακεδονίας μέχρι την άνοιξη του 1914, μόνον 24.000 προέρχονταν από τις ελληνικές Νέες Χώρες. Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε, όμως, την παραμονή των μουσουλμανικών πληθυσμών, γιατί δεν ήθελε να τροποποιηθεί άρδην η εθνογραφική σύσταση των Νέων Χωρών, που θα επέφερε τη διατάραξη στην καλλιέργεια της γης, και επειδή προσδοκούσε ότι έτσι θα προστάτευε τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς που διαβιούσαν στην Τουρκία. Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πιο σκληρός από τον πρώτο και σε πολλές περιπτώσεις φονικότερος. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν πολλαπλάσιες, γεγονός που αποδεικνύει τη σφοδρότητα της σύγκρουσης. Τη βιαιότητα της συγκρούσεως των αντίπαλων στρατευμάτων ακολουθούσε η επίθεση εναντίον αμάχων· ο φανατισμός της σύγκρουσης μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών στρατευμάτων αποτυπώνεται εναργώς στις λιθογραφίες της εποχής. Ενας Ελληνας αξιωματικός έγραφε στη σύζυγό του σχετικά: «Κρίμα ποὺ δὲν ἐξηκολούθησε ὁ πόλεμος διὰ νὰ τοὺς ἐξαλείψωμεν τελείως ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς· αὐτοὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν εις τὸν γεωγραφικὸν χάρτην». Οταν ο βουλγαρικός στρατός άρχισε να υποχωρεί, προχώρησε σε πράξεις αντεκδικήσεως καίγοντας και λεηλατώντας χωριά και κωμοπόλεις· βέβαια, το ίδιο συνέβη όταν προήλαυναν τα ελληνικά και τα σερβικά στρατεύματα. Οι κάτοικοι, τρομοκρατημένοι από τις καταστροφές, εξωθούνταν 125
στο να εγκαταλείψουν τους οικισμούς τους και πυρπολούσαν τα σπίτια τους για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού.
της πολιτικής των βαλκανικών δυναστειών, της ευρωπαϊκής διπλωματίας και της σλαβόφιλης προπαγάνδας…».
Την τιτάνια σύγκρουση των βαλκανικών κρατών σχολίασε με δηκτικό τρόπο σε ανταπόκρισή του από τα Βαλκάνια ο τότε δημοσιογράφος, Λέων Τρότσκι:
Τα έκτροπα που διεπράχθησαν από τους αντιπάλους στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους αποτέλεσαν μεταπολεμικά αντικείμενο έρευνας από τη Διεθνή Επιτροπή του ιδρύματος Carnegie Endowment for International Peace των ΗΠΑ. Μέλη της Επιτροπής περιόδευσαν στη Μακεδονία μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και το 1914 δημοσίευσαν τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά από την Ελλάδα και τη Σερβία, γιατί θεωρήθηκε ότι τα μέλη της Επιτροπής επέδειξαν ακραιφνή φιλοβουλγαρική στάση.
«Τελωνειακή ένωση, ομοσπονδία, δημοκρατία, ενιαία Βουλή για όλη τη χερσόνησο - τι ήταν όλες αυτές οι δύσμοιρες λέξεις μπροστά στο αποστομωτικό επιχείρημα της λόγχης; Πολεμήσανε τους Τούρκους για να “απελευθερώσουν” τους χριστιανούς, σφάξανε άμαχους Τούρκους και Αλβανούς για να διορθώσουν τις εθνογραφικές πληθυσμιακές στατιστικές, τώρα αρχίζουν να σφάζονται μεταξύ τους για να “αποτελειώσουν τη δουλειά”…, αυτό που έχουμε εδώ δεν είναι τυχαίο, κάποια παρεξήγηση, ούτε το αποτέλεσμα προσωπικών ιντριγκών, αλλά η φυσική κατάληξη ολόκληρης
Το οξύ Μακεδονικό Ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Το διακύβευμα δεν σχετιζόταν μόνο με τις σερβικές διεκδικήσεις αλλά και με τις ελληνικές
Αποψη της καταστροφής των Σερρών. Τα ερείπια του αυστροουγγρικού προξενείου επιθεωρεί ο γενικός πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη, κ. Κρος. 126
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
βλέψεις στη Μακεδονία. Η μυστική διπλωματία που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω του πολέμου και η παρουσία ξένων στρατευμάτων στην περιοχή αναθέρμαναν την προπαγανδιστική δράση εκατέρωθεν για το μελλοντικό καθεστώς που θα διείπε την ελληνική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Η προπαγανδιστική δραστηριότητα δεν αφορμάτο μόνο από τη Βουλγαρία, που αποσκοπούσε στην προσάρτηση της Μακεδονίας για γεωπολιτικούς λόγους, η οποία από τη στιγμή που συμμάχησε με τις Κεντρικές Δυνάμεις απώλεσε τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως ή επηρεασμού με τις κυβερνήσεις της Αντάντ. Η προπαγάνδα, την περίοδο 1915-1918, εκπορεύθηκε από πολιτικούς παράγοντες της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σερβίας, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του ελληνικού κράτους από τη Μακεδονία, προώθησαν τους δικούς τους στόχους και βλέψεις στην περιοχή. Η γαλλική ή η ιταλική προπαγάνδα έλαβε τη μορ-
φή επέκτασης των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων των δύο κρατών· δεν επεκτάθηκε σε πολιτικούς σχεδιασμούς. Απέβλεπε στην εδραίωση της οικονομικής παρουσίας των Ευρωπαίων σε μια περιοχή που ήταν ακόμα ακαθόριστο στο πού θα ενσωματωνόταν. Κάποιοι Γάλλοι πολιτικοί και στρατιωτικοί προωθούσαν την ιδέα να μετατραπεί μεταπολεμικά η Θεσσαλονίκη και κατ’ επέκταση η Μακεδονία σε γαλλικό προτεκτοράτο, καθώς αυτό θα διαφύλαττε τα συμφέροντά τους και θα το διασφάλιζε η παρουσία του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που παρέμενε στη Μακεδονία. Η σερβική περίπτωση ήταν βέβαια διαφορετική, αφού η Σερβία συνόρευε με την Ελλάδα και είχε στην κατοχή της μακεδονικά εδάφη. Η επίσημη Σερβία είχε ικανοποιηθεί με την κατάληψη μεγάλου μέρους της οθωμανικής Μακεδονίας το 1912. Κάποια όμως μερίδα στρατιωτικών και πολιτικών απέβλεπε στην προσάρτηση ελληνικών εδαφών. Οι Σέρβοι είχαν στοχοποιήσει τη Δυτική Μακεδονία,
Γαλλικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι προωθούσαν την ιδέα μετατροπής της Μακεδονίας σε γαλλικό προτεκτοράτο. Φωτογραφία από την αποβίβαση γαλλικών και βρετανικών στρατευμάτων στην αποβάθρα της Θεσσαλονίκης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
127
Παρέλαση ιταλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη.
Η γαλλική και η ιταλική προπαγάνδα απέβλεπαν στην εδραίωση της οικονομικής τους παρουσίας στη διεκδικούμενη ακόμα Θεσσαλονίκη. Η επίσκεψη του Ιταλού βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε στον Ελληνα βασιλιά Γεώργιο Α’. 128
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
όπου αφθονούσε το σλαβικό στοιχείο. Κάποιοι σλαβικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας προτιμούσαν να υπαχθεί σε κάποιο σλαβικό κράτος και η Θεσσαλονίκη, η οποία εθεωρείτο φυσική κατάληξη της κοιλάδας του Μοράβα και του Αξιού και το λιμάνι της αναγκαίο για το σερβικό εμπόριο. Μάλιστα, οι ελληνοσερβικές σχέσεις είχαν κλονιστεί ιδιαίτερα, αφού ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν δέχθηκε να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στη Σερβία. Το πρόβλημα επιτάθηκε περισσότερο, γιατί οι Σύμμαχοι προχώρησαν στην κατάλυση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μακεδονία και, ειδικά, οι Γάλλοι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τη Σερβία ως προφύλακα για την εδραίωση της θέσεώς τους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ωστόσο, αφού επέστρεψε ο Βενιζέλος στην εξουσία και η Ελλάδα εισήλθε επισήμως στον πόλεμο, η Σερβία απομακρύνθηκε από την προπαγανδιστική δράση. Η ξενική προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη τον καιρό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως αρωγό
τους Εβραίους που κατοικούσαν στην πόλη και κυρίως αυτούς που ασκούσαν τη δραστηριότητα του εμπόρου. Η αντίδρασή τους στην ενδεχόμενη προσάρτηση της πόλης στην Ελλάδα εκπορευόταν από το φόβο ότι η Θεσσαλονίκη θα αποκοπτόταν από την ενδοχώρα της και θα μετατρεπόταν σε μια συνοριακή πόλη από εμπορικό κέντρο της Βαλκανικής που ήταν μέχρι τότε. Ο Βενιζέλος, όμως, για να καθησυχάσει την εβραϊκή κοινότητα, δεσμεύθηκε να παράσχει ειδικά προνόμια. Αυτό λειτούργησε θετικά αναφορικά με τις έντονες αυτές ανησυχίες. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι Εβραίοι διατηρούσαν καχύποπτη στάση έναντι της ελληνικής διοικήσεως και υποστήριζαν τις θέσεις που πρόβαλλαν οι Σύμμαχοι για ένα διεθνές καθεστώς στην πόλη. Οσο μαινόταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενισχύθηκε ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Θεσσαλονίκης ως πολυεθνικής πόλης. Σε αυτό συνέβαλαν οι πρόσφυγες και οι χιλιάδες των ξένων στρατιω-
Γάλλοι και Αγγλοι πεζοναύτες έξω από τα παλιά τείχη της Θεσσαλονίκης το 1916. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
129
τών, που εγκαταστάθηκαν στο κέντρο και τα περίχωρά της. Με την παρουσία τους εκεί τονώθηκε η οικονομική δραστηριότητα: Κατασκευάσθηκαν στρατιωτικά έργα και οχυρώσεις, τα οποία προσέφεραν απασχόληση στους ανέργους και τους πρόσφυγες από την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Οι εμπορικές συναλλαγές ενίσχυσαν τις επιχειρήσεις που είχαν πληγεί από τους προηγηθέντες πολέμους και οδήγησαν στην αύξηση των τιμών των αγαθών και της στέγης. Επειδή οι Σύμμαχοι και η ελληνική κυβέρνηση διοχέτευσαν μεγάλες ποσότητες χρημάτων στην εντόπια αγορά, δημιουργήθηκαν συνθήκες νομισματικής υπερπροσφοράς και έτσι ο νομισματικός αυτός όγκος υπερέβη την αξία των εισαγωγών μέσω του λιμανιού. Την εποχή εκείνη η πρώην «τουρκόπολη», όπως συχνά τη χαρακτήριζαν με υποτιμητικό τρόπο,
έλαβε ευρωπαϊκή όψη με τη λειτουργία caféchantants, κινηματογράφων, ορχηστρών, καμπαρέ, πορνείων κ.λπ. Γενικά, απέκτησε μια πρωτοφανή κοσμική και κοινωνική ζωή, που είχε έντονο χαρακτήρα. Οι στρατιώτες των Συμμάχων συμβίωναν με τον ντόπιο πληθυσμό, τους υπαλλήλους της ελληνικής διοίκησης και τους κατασκόπους των Κεντρικών Δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι επιβλήθηκε λογοκρισία για ευνόητους λόγους, ο Τύπος γνώρισε μεγάλη άνοδο, καθώς στην πόλη εξεδίδοντο 20 εφημερίδες, γραμμένες σε επτά διαφορετικές γλώσσες. Ταυτοχρόνως οι Ευρωπαίοι στρατιώτες φωτογράφιζαν και κινηματογραφούσαν τα πάντα, διασώζοντας την πολεοδομική εικόνα της πόλης. Εκτός από τα δεινά που επισώρευσε ο πόλεμος στη Θεσσαλονίκη, το πλέον δραματικό γεγονός την περίοδο αυτή υπήρξε η πυρκαγιά του Αυγούστου
Πυρόπληκτοι με τα υπάρχοντά τους στην πλατεία Τερψιθέας. Στο βάθος πυκνοί καπνοί από την πυρκαγιά του Αυγούστου 1917, ενώ αριστερά διακρίνονται ο Αγιος Δημήτριος, το Αλατζά Τζαμί και στην άκρη ο Λευκός Πύργος (στο: Elias Petropoulos, «Salonique. L’incendie de 1917», Thessalonique 1980). 130
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
του 1917, που κατέστρεψε τα 2/3 του κέντρου της πόλεως. Η καταστροφή ήταν πραγματικά βιβλική, εάν κρίνει κανείς από τις μαρτυρίες που σώζονται. Εξαιτίας της φωτιάς η παραδοσιακή όψη, καθώς και η πολεοδομική διάρθρωση εξαλείφθηκαν ολοκληρωτικά. Προκλήθηκε όμως πρόβλημα εξεύρεσης στέγης, αφού στην πόλη έδρευαν τα συμμαχικά στρατεύματα και υπήρχαν και οι πρόσφυγες από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η φωτιά όμως έδωσε παράλληλα το έναυσμα για μια γενικότερη αναδιαμόρφωση του οικιστικού ιστού. Οι προσπάθειες της ελληνικής διοίκησης κατευθύνθηκαν προς τα εκεί, γιατί έτσι θα εξαλειφόταν ο χαρακτήρας της οθωμανικής πόλης και θα επερχόταν ο εκσυγχρονισμός. Συστάθηκε Επιτροπή Ανοικοδόμησης, αλλά το σχέδιο σταμάτησε, κυρίως, με την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων μετά το 1922.
Γενικά, πολλά στοιχεία που χαρακτήριζαν την πολιτισμική ταυτότητα της πόλης έμελλε να αλλάξουν ριζικά, μετά την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό. Η πρώην «τουρκόπολη» θα μεταλλασσόταν σε μια μοντέρνα ευρωπαϊκή πόλη, με πολλές προοπτικές ανάπτυξης. Η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο ελλαδικό κράτος επρόκειτο να καταστεί μια υπόθεση σημαντική για την εθνική ολοκλήρωση.
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Οταν ο τερματίσθηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, υπεγράφησαν συνθήκες ειρήνης, τις οποίες υπαγόρευσαν οι νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις. Στα Βαλκάνια, η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (27-11-1919) έχασε οριστικά την πρόσβαση στο
Στη Θεσσαλονίκη εξεδίδοντο 20 εφημερίδες σε 7 διαφορετικές γλώσσες. Στην αφίσα που κρατά ο μικρός εφημεριδοπώλης (δεξιά) διαφημίζεται η γαλλόφωνη εβραϊκή εφημερίδα «L’ Independent» (στο: Λάμπρος Τσακτσίρας, «Στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μια περιδιάβαση με λόγο και εικόνα», Αθήνα 1997). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
131
«Γάλλος λεβέντης, αποτίων θαυμασμόν προς την μαντευομένην καλλονήν χανουμισσών εις την Θεσσαλονίκην» (από το περιοδικό «Εσπερία», 1916).
Αιγαίο και απώλεσε επιπλέον μακεδονικά εδάφη. Παράλληλα, η ίδια συνθήκη προέβλεπε την εθελοντική και την αμοιβαία μετανάστευση όλων των ειδών μειονοτήτων ανάμεσα στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι περίπου 60.000 σλαβικής καταγωγής κάτοικοι της ελληνικής επικράτειας εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, για να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία· σ' αυτούς προστίθενται και άλλοι 40.000 Σλάβοι της ελληνικής Μακεδονίας που ακολούθησαν τον ηττημένο βουλγαρικό στρατό κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Από την άλλη πλευρά, περίπου 45.000 Ελληνες μετανάστευσαν στην ελληνική επικράτεια, κατά τη χρονική περίοδο 1913-1923. 132
Αυτές οι μετακινήσεις πληθυσμών περιόρισαν τον πολυεθνικό χαρακτήρα της ελληνικής Μακεδονίας και επέτυχαν σχετική ομοιογένεια. Ενδεικτικά εδώ μπορεί να αναφερθεί η εθνολογική σύνθεση της Θεσσαλονίκης: Σύμφωνα με την απογραφή του 1913, η πόλη είχε 157.889 κατοίκους, εκ των οποίων 61.439 Ισραηλίτες (38,9%), 45.867 μουσουλμάνοι (29%), 39.956 Ελληνες (25,3%), 6.262 Βούλγαροι (3,9%) και 4.364 ξένοι (2,7%). Η γενικευμένη όμως μετανάστευση μουσουλμάνων, Σλάβων και Εβραίων και η άφιξη χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων μετέβαλαν ριζικά τους παραπάνω συσχετισμούς. Οι Ελληνες που κατοικούσαν στη Θεσσαλονίκη το 1916, σε σύνολο 165.704 κατοίκων, ανήλθαν σε 68.205 άτομα (41,16%), οι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ελληνες εθελοντές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Ισραηλίτες έπεσαν στη δεύτερη θέση με 61.400 (37%), ενώ οι μουσουλμάνοι πέρασαν τρίτοι με 30.000 (18,10%)· οι ξένοι διατηρήθηκαν στους ίδιους αριθμούς (4.300, ποσοστό 2,59%), ενώ οι Βούλγαροι μειώθηκαν στα 1.800 άτομα (1,08%). Παρόμοιες αλλαγές σημειώθηκαν και στη μακεδονική ενδοχώρα. Για τον πολυεθνικό χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης υπάρχει η μαρτυρία του Γάλλου περιηγητή Gaston Nitzer, ο οποίος είχε ταξιδέψει στην πόλη το 1915. Παραθέτουμε απόσπασμα: «[...] 13 Οκτωβρίου 1915. Θεσσαλονίκη. Φθάνουμε. Υπέροχη θέα της πόλης που είναι αμφιθεατρικά κτισμένη μπροστά στην παραλία. Πανέμορφα σπίτια κατά μήκος της αποβάθρας, όπου κυκλοφορούν ηλεκτρικά τραμ. Μία ακρόπολη με οδοντωτές επάλξεις δεσπόζει της πόλης. Μιναρέδες ξεπετιούνται μέσα από το πλήθος των σπιτιών. Οι τρούλοι των τεμενών λάμπουν κάτω από τον ήλιο. Στον όρμο είναι αγκυροβολημένα τουλάχιστον πενήντα πλοία, βαπόρια, φορτηγά, θωρηκτά ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και τορπιλάκατοι. Εμποροι κυκλοφορούν μέσα σε μικρές βάρκες γύρω από τα πλοία. Πωλούν λεμόνια, σύκα, κρασί, καπνό που εξ άλλου είναι πολύ ακριβός. Είναι Ελληνες. Μας παίρνουν ρυμουλκά (διότι τα πλοία δεν είναι στην αποβάθρα, έχουν μεγάλο βύθισμα) και μας αποβιβάζουν σ’ ένα όμορφο λιμάνι παραγεμισμένο με μαούνες και φορτηγίδες τόσο φορτωμένες που είναι έτοιμες να βουλιάξουν. Παράξενες οι ενδυμασίες των λιμενεργατών: πέτσινο καπέλο όπως αυτό που φορούν οι ψαράδες της Ισλανδίας, ένα είδος πουκαμίσας, ξυπόλητοι με δερμάτινες περικνημίδες που έφθαναν μέχρι τα γόνατα, στην πλάτη ένα είδος σαμαριού με τιράντες και με μαξιλαράκι στα νεφρά. Ενδυμασία λαϊκής μουσουλμάνας γυναίκας: σαλβάρι πολύχρωμο υφασμάτινο σε σχήμα ανδρικού παντελονιού, από πάνω δύο φουστίτσες, πουκαμίσα, αντί για κόμμωση ένα μεταξοβάμβακο μαντήλι, ξυπόλητες και με δέρμα σκουρόχρωμο. 133
Τις παράξενες ενδυμασίες των λιμενεργατών σχολιάζει ο Γάλλος περιηγητής Gaston Nitzer. Στη φωτογραφία χαμάληδες ξεφορτώνουν ένα καΐκι στην παραλία της Θεσσαλονίκης (στο: Λάμπρος Τσακτσίρας, «Στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μια περιδιάβαση με λόγο και εικόνα», Αθήνα 1997).
Παράξενα τα τούρκικα γαϊδούρια πολύ χαμηλόσωμα, 1,10 εκ. περίπου, σαμάρι που καλύπτει το σώμα από τον λαιμό μέχρι τα νεφρά. Τα ινδικά είναι και αυτά μικρά, τα άλογα που χρησιμεύουν ως υποζύγια είναι υψηλότερα. Αγγλικός στρατός, ζουάβοι (Αλγερινοί στρατιώτες) στο χακί, πυροβολητές του Μηχανικού, στρατιώτες του Πεζικού στα γαλάζια, Ελληνες στρατιώτες στο χακί, πηλήκια με βασιλική κορώνα κεντημένη με κίτρινη κλωστή. Εύζωνας με εφαρμοστό παντελόνι με περικνημίδες κάτω απ’ το γόνατο, τσαρούχια χωρίς τακούνι, μυτερά, που καταλήγουν σε μια χοντρή μαύρη φούντα, μακρύ σακάκι χακί, στρογγυλό φέσι με μακριά φούντα που πέφτει στον ώμο. Το 371ο τάγμα παρελαύνει στην πόλη, με επικεφαλής τη μουσική, και το 372ο ακολουθεί. Περνάμε μπροστά από τον ελληνικό στρατώνα. Το αστυνομικό τμήμα βγαίνει και αποδίδει 134
τιμές. Υπάρχουν πολυάριθμοι Ελληνες έφεδροι. Οταν περνάει η σημαία στοιχίζονται καλύτερα αλλά πάντοτε νωχελικά κατά την προσφιλή τους συνήθεια. Ελληνικές επιτάξεις, γαϊδουράκια που εξαφανίζονται κάτω από όγκους σανού και άχυρου. Μόνο τα αυτιά τους, τα πόδια και η ουρά τους διακρίνονται. Τρέχουν ασταμάτητα. Κάρα που σέρνονται από γκρίζα ή μαύρα βόδια με μεγάλα στριφτά κέρατα, υποζύγια αποτελούμενα από τέσσερα συναρμολογημένα κομμάτια ξύλου που περιβάλλουν το σβέρκο τους. Κοσμοσυρροή στο πέρασμά μας. Ποικίλες και πολυάριθμες φορεσιές. Δίπλα σε γυναίκες ντυμένες ευρωπαϊκά, σχεδόν με την τελευταία λέξη της μόδας, γυναίκες λαϊκές καλυμμένες με πολύχρωμα ράκη. Μαργαριτάρια στα μαλλιά ή στον λαιμό, μαντήλια χρωματιστά στο κεφάλι, ξυπόλητες ή φορώντας σαντάλια. Αχθοφόροι καθισμένοι στα πεζοδρόμια κάπνιζαν τσιγάρο. Βιοτέχνες, σιδεράδες, ξυλουργοί κ.λπ. δουλεύουν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αποψη της αψίδας του Γαλερίου από την πλευρά του Συντριβανιού (στο: Λάμπρος Τσακτσίρας, «Στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μια περιδιάβαση με λόγο και εικόνα», Αθήνα 1997).
μέσα σε μαγαζιά ετοιμόρροπα, δίπλα σε σπίτια σχεδόν σύγχρονα. Κάποιοι απατεωνίσκοι κοντά στο λιμάνι και κατά μήκος του δρόμου μάς πουλάνε γλυκά, φρούτα ή ποτά, μιλάνε όλοι λίγα γαλλικά αλλά είναι όλοι πραγματικοί κλέφτες […]».1 Από τον περιηγητή, αξιωματικό του αγγλικού στρατού, Harry Charles Luke, διαβάζουμε τι έγραψε το 1915 για τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης: «[...] Οταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη από τον Μούδρο το πρωί της 11ης Οκτωβρίου, οι αποβάθρες και η προκυμαία παρουσίαζαν ένα ασυνήθιστο θέαμα. Τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα με Βρετανούς και Γάλλους αξιωματικούς εν στολή, ενώ οι ορντινάντσες γέμιζαν τους διαδρόμους. Σηματωροί του στρατού είχαν τοποθετηθεί στις στέγες. Τα μεγάλα κτίρια είχαν μισθωθεί ως γραφεία των ναυτικών ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και στρατιωτικών επιτελείων. Οι εφημερίδες της Θεσσαλονίκης έβριθαν αγγελιών για άνδρες και γυναίκες εμποροϋπαλλήλους με γνώση της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας και οι αναρίθμητοι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες και λούστροι της πόλης διαλαλούσαν τώρα (τα εμπορεύματά τους) στις γλώσσες της Αντάντ [...]. Κατά την εποχή για την οποία γράφω, η Θεσσαλονίκη φιλοξενούσε ανθρώπους άλλων εθνικοτήτων, πέραν εκείνων που απάρτιζαν υπό κανονικές συνθήκες τον πολύγλωσσο πληθυσμό της. Ουδέποτε άλλοτε η πόλη υπήρξε τόσο πλήρης όσο εκείνη τη στιγμή. Υπερατλαντικά πλοία, φορτωμένα με βρετανικά και γαλλικά στρατεύματα, και μικρά ελληνικά ακτοπλοϊκά, γεμάτα μέχρι βυθίσεως με Ελληνες επιστράτους έφταναν κάθε στιγμή. Νύχτα και μέρα τα σκάφη αποβίβαζαν στρατιώτες σε κοσμοβριθείς αποβάθρες, σε μια πόλη που είχε 135
Οι εκκλησίες είχαν μετατραπεί είτε σε στρατόπεδα είτε σε καταφύγια προσφύγων. Φωτογραφία από την προσωρινή εγκατάσταση προσφύγων στην Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης (στο: Elias Petropoulos, «Salonique. L’incendie de 1917», Thessalonique 1980). 136
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Στρατιώτες της Αντάντ έχουν εγκατασταθεί στην οροφή του Λευκού Πύργου και στέλνουν σήματα προς το στόλο τους.
αρχίσει να αναρωτιέται πού θα έβρισκαν οι πολίτες της ψωμί, όταν θα άρχιζαν να εφαρμόζονται στρατιωτικές επιτάξεις. Οι ορδές που εισέβαλαν περιλάμβαναν όχι μόνον άντρες, αλλά και αναρίθμητα μεταφορικά ζώα, τα οποία ποίκιλλαν από τα γερά μουλάρια των Συμμάχων, αγορασμένα στην Κύπρο ή τη Νέα Ορλεάνη, μέχρι τα μικροσκοπικά ιππάρια και γαϊδούρια των ελληνικών μεταγωγικών. Τα συμμαχικά στρατόπεδα βρίσκονταν έξω από την πόλη, περίπου πέντε μίλια στα δυτικά, αλλά ακόμη και έτσι οι δρόμοι ήταν κοσμοπλημμυρισμένοι, σε σημείο που δύσκολα μπορούσε κανείς να κινηθεί ελεύθερα. Το πρόβλημα της εξεύρεσης στέγης για τέτοιους ασυνήθιστους αριθμούς ανθρώπων έθετε σε εμφανή δοκιμασία τις Αρχές. Τα τοπικά στρατόπεδα γρήγορα καταλήφθηκαν. Ο στρατωνισμός σε ιδιωτικές ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
κατοικίες μετρίασε, αλλά δεν εξάλειψε την πίεση. Τελικά, οι διαθέσιμες εκκλησίες παραδόθηκαν στην αλλότρια χρήση της στέγασης στρατιωτών. Η μικρή βασιλική της Υπαπαντής, που βρίσκεται μερικά μέτρα νοτίως της Αψίδας του Γαλερίου, ήταν πλήρης μέχρι κορεσμού από στρατιώτες. Μπήκα μέσα στη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα -το εσωτερικό της οποίας εκσυγχρονίσθηκε και ευτελίσθηκε κατά τρόπο λυπηρό- και βρήκα μία αποθήκη του ελληνικού στρατιωτικού υγειονομικού σώματος. Λέγοντας ότι όλες οι διαθέσιμες εκκλησίες μετατράπηκαν σε στρατόπεδα, δεν εννοώ ότι εκείνες που δεν επιτάχθηκαν από τις στρατιωτικές αρχές χρησιμοποιούνταν, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, για τους σκοπούς της θείας λατρείας. Η Θεσσαλονίκη κατατάσσεται δεύτερη μετά τη Ραβέννα ως προς τον αριθμό και τη σημασία των βυζαντινών εκκλησιαστικών μνημείων. Ωστόσο, 137
Το Μπουρμαλί Τζαμί (στριφτό τζαμί), που βρισκόταν στο δυτικό άκρο της Εγνατίας κοντά στη Χρυσή Πύλη. Η φωτογραφία τραβήχθηκε αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917 (στο: Λάμπρος Τσακτσίρας, «Στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μια περιδιάβαση με λόγο και εικόνα», Αθήνα 1997). 138
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πολύ λίγες από τις πολυάριθμες εκκλησίες της βρίσκονταν τότε στη διάθεση του Κλήρου και του ποιμνίου. Μερικές από τις μεγαλύτερες βασιλικές της, μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες τρουλωτές εκκλησίες της -κατασκευασμένες από λεπτούς πλίνθους που είχε αλλοιώσει ο χρόνος- είχαν τώρα αφιερωθεί σε ένα σκοπό που, αν και δεν μπορούσε να θεωρηθεί απρεπής, απείχε ωστόσο από το φυσιολογικό. Ηταν οι κατοικίες εκατοντάδων ελληνικών οικογενειών από την Τουρκία, τις οποίες είχαν εκδιώξει οι νεότουρκοι από τη Θράκη, την Καλλίπολη ή τη Δυτική Μικρά Ασία. Από τα μέσα του 1914 οι πρόσφυγες εκείνοι είχαν βρει καταφύγιο στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης και ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο δεν έμεινε αναξιοποίητο. Κάθε οικογένεια οριοθέτησε το έδαφος στο οποίο διέμεινε στο κεντρικό κλίτος, στην αψίδα, στο νάρθηκα ή στο υπερώο και μέσα σε αυτά τα πολύ περιορισμένα όρια προσπάθησε, όσο ήταν δυνατόν, να έχει μια κανονική ζωή, μέχρι την ώρα που η έκβαση του πολέμου θα της επέτρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της. Οι γυναίκες εξακολούθησαν να πλένουν, να ράβουν και να κάνουν όλες τις οικιακές εργασίες, σαν να ζούσαν στα σπίτια τους και όχι στα πόδια της Αγίας Τράπεζας ή πίσω από μια κολυμπήθρα. Το φαγητό μαγειρευόταν σε αναρίθμητες μικρές φωτιές και ο ναός γέμιζε με την ευωδιά όχι του θυμιάματος αλλά με εκείνη που ανέδιδαν τα κρεμμύδια και οι τηγανητές τομάτες. Στο κεντρικό κλίτος της κραταιάς βασιλικής της Αγίας Παρασκευής, που ήταν ιδανική λόγω του μεγέθους της να φιλοξενήσει αστέγους, μερικές πολυμήχανες οικογένειες είχαν στήσει μικρούς πάγκους και πουλούσαν στις άλλες φρούτα και λαχανικά. Συνήθως οι άτυχοι αυτοί άνθρωποι οριοθετούσαν τα σύνορα του χώρου που διεκδικούσαν με τενεκεδένια κουτιά από μπισκότα, τοποθετημένα κατά μήκος του δαπέδου της εκκλησίας. Μερικές φορές -όπως στην περίπτωση της εκκλησίας των Ταξιαρχών, ένα ελκυστικό μικρό οικοδόμημα με ενδιαφέρουσα κρύπτη- χώριζαν τους διαδρόμους κρεμώντας μικρασιατικά χαλιά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί κατά τη φυγή τους. Ολοι ανέδυαν μια συγκινητική προθυμία να επιστρέψουν στα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν, τον οποίο ο Βενιζέλος διόρισε προσωρινό διοικητή των μακεδονικών επαρχιών προλαβαίνοντας τον Γεώργιο, ο οποίος ήθελε να διορίσει τον Κωνσταντίνο.
εγκαταλειμμένα σπίτια τους. “Να περάσετε γρήγορα από τα στενά για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας”. Αυτή ήταν η μελαγχολική επωδός καθώς γυρνούσα ανάμεσά τους, στους παράξενους ξενώνες τους. Αλλά σύντομα επρόκειτο να αναδυθεί και η άλλη πλευρά του πίνακα. Αφού θαύμασα την τέχνη της πλινθοδομής και την επινοητική κατασκευή της εκκλησίας των Δώδεκα Αποστόλων, η οποία την τελευταία φορά που είδα, το 1907, ήταν τζαμί, αλλά τώρα την κατέκλυζαν 139
Είσοδος της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη.
ελληνικές οικογένειες από το Αϊδίνι, ανηφόρισα ως την Αγία Αικατερίνη, ένα άλλο μικρό βυζαντινό έργο τέχνης, αξιοσημείωτο για τα ασυνήθιστα ογκώδη αντερείσματα, που δημιουργούν την αίσθηση της στήριξης σε μια βάση συμπαγούς βράχου. Εκεί, επίσης, είχαν βρει καταφύγιο περίπου δέκα οικογένειες από τη Μικρά Ασία και οι γυναίκες, πιο ομιλητικές από τους άντρες, διηγήθηκαν τις συνήθεις θλιβερές ιστορίες καταπίεσης, λεηλασίας και φυγής. Επειτα βγήκα από την πόλη από μια μικρή πύλη και προχωρούσα κατηφορίζοντας ανάμεσα στο δυτικό τείχος και το τουρκικό κοιμητήριο, όταν πρόσεξα στα δεξιά μου, στη μέση ενός κήπου, ένα κτίριο του τύπου που σύντομα θα έχει εξαφανιστεί από την Ευρώπη. Ηταν ένα ορθογώνιο τουρκικό 140
οικοδόμημα, η ηλικία του οποίου ήταν εμφανώς διακοσίων ή τριακοσίων χρόνων. Πάνω από την αυλή του υψωνόταν ένας μιναρές, δίπλα σε ένα κτίσμα που έμοιαζε με τέμενος. Στο δυτικό άκρο του κτιρίου, με θέα στον κόλπο, υπήρχε ένα μεγάλο περίπτερο με πλατιά πρόστεγα και οροφή, πλούσια διακοσμημένη και λαξευμένη, με μικρούς ξύλινους εξώστες και κόγχες, ένα περίπτερο πολύ όμορφο παρά τη φθορά του, που θύμιζε τα υποστατικά μερικών μεγάλων τουρκικών “Derebeyi”, μερικών “αρχόντων της πεδιάδας” του παρελθόντος. Η όλη τοποθεσία, παρά την ατμόσφαιρα της εγκατάλειψης, ήταν κατακλυσμένη από γυναίκες και παιδιά και βλοσυρούς άντρες, με ρούχα που θα μπορούσαν να είναι γραφικά αν δεν ήταν τόσο πολύ σχισμένα. Eνα μικρό περιφραγμένο νεκροΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ταφείο με μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, επιστεγασμένες με τους υψηλούς σκούφους των Μεβλεβήδων δερβίσηδων, μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για τεκέ αυτού του τάγματος. Ωστόσο ήμουν ακόμη μπερδεμένος, λόγω του πλήθους των γυναικών και των παιδιών που συνάντησα στην είσοδο. Δύο-τρεις δερβίσηδες και ένας κύριος με ράσο τύπου Κωνσταντινούπολης, που συστήθηκε ως γιος του σεΐχη, ήταν καθισμένοι στο “σελαμλίκ” όταν μπήκα μέσα. Και αφού τους είπα ότι είχα επισκεφθεί την έδρα του τάγματός τους στο Ικόνιο και ότι ήμουν φιλοξενούμενος του κληρονομικού αρχηγού του, του Τσελεμπή Κόνιαλη, στην εξοχική κατοικία του στη Μιράμ, τότε μου εξήγησαν το μυστήριο της παρουσίας των ανδρών, γυναικών και παιδιών που κατέκλυζαν την αυλή του μοναστικού ενδιαιτήματός τους. Ηταν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Νέα Σερβία, για τους οποίους η ζωή στις πατρίδες τους είχε γίνει τόσο αδύνατη όσο και για τους Ελληνες πρόσφυγες από την Τουρκία. Ετσι, πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν από την κινητή περιουσία τους και, μέχρι να έρθει η ώρα να βρουν νέα πατρίδα στην Τουρκία, τους παραχωρήθηκε καταφύγιο σε αυτή τη μονή των περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Το θολωτό κτίσμα στην αυλή δεν ήταν τέμενος, αλλά “σεμά χανέ” (χώρος χορού). Στα μαλακά και γυαλισμένα δάπεδά του κατασκήνωσαν οι ατυχείς αυτές οικογένειες, όπως έκαναν οι δυστυχισμένοι χριστιανοί σύντροφοί τους στα λίθινα δάπεδα των ορθόδοξων εκκλησιών. Ηταν πράγματι μια εντυπωσιακή αντιστοιχία, της οποίας υπήρξα μάρτυρας μέσα στα τείχη και ένα οδυνηρό υπόμνημα στην πολιτική για την Εγγύς Ανατολή [...]».2 Ωστόσο, η μεγάλη ανατροπή προήλθε από την αποτυχημένη ελληνική Εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία προέβλεπε την αναγκαστική μετανάστευση ορθόδοξων χριστιανών από την Τουρκία και μουσουλμάνων από την Ελλάδα. Με τις μετατροπές αυτές, ο ελληνικός πληθυσμός στην ελληνική Μακεδονία ανήλθε από 42,6% το 1912 σε 88,8% το 1926. Η ισραηλιτική κοινότητα βρισκόταν κυρίως στη Θεσσαλονίκη και δευτερευόντως σε άλλα μικρότεΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ρα αστικά κέντρα· συνολικά δεν ξεπερνούσε τους 70.000 ανθρώπους. Ο αριθμός του σλαβόφωνου στοιχείου δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια: σύμφωνα με τη στατιστική του 1925, έφτανε περίπου τα 160.000 άτομα, ενώ η αντίστοιχη του 1928 έκανε λόγο για 80.000 άτομα με μητρική γλώσσα τη βουλγαρική, όταν το σύνολο του πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας προσέγγιζε πια το ενάμισι εκατομμύριο.
Η ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο Ελληνικό Βασίλειο Το πρώτο μέλημα της ελληνικής κυβέρνησης ήταν η μορφή και η στελέχωση της διοίκησης στις νέες εδαφικές κτήσεις. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ζήτησε να συσταθεί δικό του πολιτικό γραφείο υπό τον προσωπικό του έλεγχο και η διοίκηση να ασκείται από τις στρατιωτικές αρχές, με προφανή στόχο να περάσει η διοίκηση των Νέων Χωρών σταδιακά στον ίδιο. Η κυβέρνηση όμως έπραξε διαφορετικά: αποφάσισε να αναθέσει την προσωρινή διοίκηση των μακεδονικών επαρχιών στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνο Ρακτιβάν. Ο Ρακτιβάν έφτασε στη Θεσσαλονίκη ατμοπλοϊκώς στις 11 Νοεμβρίου 1912. Την επόμενη μέρα, ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, που βρισκόταν ήδη στη Θεσσαλονίκη, υπέγραψε το Διάταγμα διορισμού, χωρίς να κρύψει τη δυσαρέσκειά του για τον παραγκωνισμό του γιου και διαδόχου του, τον οποίο θεωρούσε πραγματικό κύριο των καταληφθεισών περιοχών. Μόλις έφτασε ο νέος διοικητής στη Θεσσαλονίκη, απευθύνθηκε με προκήρυξη στο λαό της Μακεδονίας υποσχόμενος ισονομία και ισοπολιτεία, ανεξάρτητα από εθνικότητα και θρησκεία, γιατί αυτό προσιδίαζε σε ένα «πεπολιτισμένο κράτος». Ζητούσε, επίσης, αυστηρή τήρηση των νόμων από τις Αρχές και τους πολίτες. Η διοίκηση ακολούθησε τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου, που προέβλεπαν τη διατήρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας στις κατεχόμενες χώρες. Διατηρήθηκαν έτσι οι οθωμανικοί νόμοι για τη διοικητική διαίρεση, τους δήμους και τις κοινότητες, καθώς επίσης και το οθωμανικό Αστικό και Εμπορικό Δίκαιο. Ταυ141
τόχρονα όμως εκδόθηκαν Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου για την κάλυψη των νέων αναγκών, ανάμεσά τους και ο Νόμος «Περί διοικήσεως των στρατιωτικώς κατεχομένων χωρών», ο οποίος προέβλεπε τη δημιουργία της θέσεως του γενικού διοικητή, θεσμός που θα επιβίωνε για αρκετές δεκαετίες. Ο γενικός διοικητής αντιπροσώπευε την κυβέρνηση σε μια ευρεία γεωγραφική ή διοικητική μονάδα, αναλάμβανε τα καθήκοντα της οργανώσεως και της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, του διορισμού και της απόλυσης υπαλλήλων, των δαπανών διοίκησης, της μισθοδοσίας, της συντήρησης και της διαχείρισης των δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ. Επρόκειτο για ένα σύστημα αποκέντρωσης από την κεντρική κυβέρνηση και ταυτόχρονα συγκέντρωσης των εξουσιών στα χέρια της γενικής διοίκησης. Το σύστημα αυτό βαθμιαία υποχώρησε και καταργήθηκε πλήρως το 1915 από την κυβέρνηση Γούναρη, οπότε παγιώθηκε η πλήρης διοικητική εξάρτηση της Μακεδονίας από την Αθήνα.
Τον ελληνικό στρατό στη Μακεδονία συνόδευσε μεγάλος αριθμός διοικητικών, αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων, διπλωματών, δικηγόρων και μηχανικών από την παλαιά Ελλάδα και την Κρήτη. Ολοι αυτοί βοήθησαν στην ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο Ελληνικό Βασίλειο. Παράλληλα, όμως δημιουργήθηκαν προβλήματα και εντάσεις με τους ντόπιους κατοίκους, γιατί ένιωθαν ότι παραγκωνίζονταν και ότι αποκλείονταν από τις κρατικές θέσεις. Εξάλλου, πολλοί Ελληνες από τις νότιες περιοχές θεωρούσαν το διορισμό τους στις Νέες Χώρες ως δυσμενή μετάθεση, με αποτέλεσμα ο κρατικός μηχανισμός στην περιοχή να στελεχώνεται με στελέχη αμφιβόλου ποιότητας και αξίας. Στα απομνημονεύματά του ο Γεώργιος Μόδης εκφράζει τη δυσφορία του για το χαμηλό επίπεδο διοικητικών υπαλλήλων από τη Νότια Ελλάδα, που τους θεωρούσε «ανορθόγραφους» και υποστήριζε ότι οι ίδιοι «φαντάστηκαν ότι κυριώτερη αποστολή στις Νέες Χώρες είχαν να πλουτίσουν…».
Προσωρινά οι Οθωμανοί υπάλληλοι και αστυνομικοί διατήρησαν τις θέσεις τους, σύντομα όμως απαγορεύθηκε η δημόσια χρήση του φεσιού και απολύθηκαν αμέσως όσοι αρνήθηκαν να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα. Δήμαρχος Θεσσαλονίκης παρέμεινε, ωστόσο, ο Οσμάν Σαΐντ Μπέη μέχρι το 1916 και από το 1920 έως το 1922. Η ελληνική επιβλήθηκε ως γλώσσα διοίκησης σε όλες τις Νέες Χώρες, εφαρμόστηκαν οι ελληνικοί τελωνειακοί δασμοί και καταργήθηκαν οι διομολογήσεις. Τα υφιστάμενα δικαιώματα διεθνούς διαχειρίσεως του Δημόσιου Οθωμανικού Χρέους και του Οθωμανικού Μονοπωλίου Καπνού λειτούργησαν ομαλά μέχρι τα μέσα του 1914. Το οθωμανικό νόμισμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί μέχρι το 1915, οπότε και ο Διεθνής Δημοσιονομικός Ελεγχος επέτρεψε την κυκλοφορία της δραχμής στις Νέες Χώρες. Οι κινήσεις για την εκκλησιαστική ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος, αν και ξεκίνησαν από την επομένη των Βαλκανικών Πολέμων, ολοκληρώθηκαν (υπό ιδιόμορφο καθεστώς δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου) μόλις το 1928.
Προβλήματα παρουσιάστηκαν και με την πολιτική που εφήρμοσε το κράτος απέναντι στις αλλοεθνείς ή αλλόγλωσσες ομάδες της Μακεδονίας. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της περιοχής αποτελούσε για τους περισσότερους κρατικούς υπαλλήλους πρωτόγνωρο φαινόμενο, ενώ οι φόβοι για το φρόνημα και τη συμμόρφωση μουσουλμάνων, Εβραίων και σλαβοφώνων στην κρατική πολιτική οδηγούσαν συχνά σε αυθαιρεσίες ή σε αδιαφορία για τα προβλήματα των νέων πολιτών του κράτους, γεγονός που δυσχέραινε τις προσπάθειες αφομοίωσής τους στον εθνικό κορμό.
142
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική δράση, κατά το πρόσφατο οθωμανικό παρελθόν, της περιοχής είχε ταυτισθεί με τη συμπαράταξη με τα επιμέρους εθνικά στρατόπεδα. Το χαρακτηριστικό αυτό κληροδοτήθηκε στην πολιτική ζωή της ελληνικής Μακεδονίας, ενταγμένο ωστόσο στη γενικότερη κρίση του Εθνικού Διχασμού. Αναπόφευκτα, η επιρροή της ΕΜΕΟ στο σλαβικό στοιχείο και των νεοτούρκων στο μουσουλμανικό περιορίσθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Από την πλευρά τους οι Ισραηλίτες, παρά την καχυποψία τους ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
απέναντι στην ελληνική διοίκηση, εντάχθηκαν στα ελληνικά πολιτικά στρατόπεδα. Αυτό συνέβη άλλωστε και με την εβραϊκή σοσιαλιστική οργάνωση της Φεντερασιόν (Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης), που είχε δημιουργηθεί το 1909 και είχε συνταχθεί προγραμματικά με τη Β’ Διεθνή. Αν και αρχικά η Φεντερασιόν είχε ταχθεί υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας, με το επιχείρημα ότι ο χωρισμός της περιοχής με βάση εθνικά κριτήρια ήταν αδύνατος, μετά το 1914 δεν ανακίνησε το ζήτημα. Την άνοιξη του 1914 στήριξε την απεργία των καπνεργατών στην Καβάλα, στη Δράμα και τη Θεσσαλονίκη, την πρώτη συνεργασία Εβραίων
και Ελλήνων εργατών, που έληξε νικηφόρα. Στην Α’ Πανελλαδική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1915 με τη συμμετοχή της Φεντερασιόν, αποφασίσθηκε η συμμετοχή των σοσιαλιστών στις εκλογές, με προγραμματικούς στόχους τη διατήρηση της ουδετερότητας της χώρας, τη μείωση της φορολογίας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, την προώθηση της ιδέας της βαλκανικής ομοσπονδίας και την απελευθέρωση των σοσιαλιστών πολιτικών κρατουμένων, ανάμεσά τους και του ηγέτη της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια. Στην ίδια συνδιάσκεψη αποφασίσθηκε η εκλογική συνεργασία με τη φιλοβασιλική Ηνωμένη Αντιπολίτευση του Δημητρίου Γούναρη.
Κομιτατζήδες συλληφθέντες στη Θεσσαλονίκη από την Κρητική Χωροφυλακή. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
143
Ο Γεώργιος Μόδης ανάμεσα σε ντόπιους στην αγορά της Φλώρινας.
Πόντιοι πρόσφυγες στην Πτολεμαΐδα το 1923. 144
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι πρώτες εθνικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχαν και οι κάτοικοι των Νέων Χωρών, πραγματοποιήθηκαν στις 31 Μαΐου του 1915. Στις εκλογές κατέβηκαν τρεις βασικοί συνδυασμοί: η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, το Κόμμα των Φιλελευθέρων και οι Λαϊκοί-Ανεξάρτητοι. Αν και στο σύνολο της επικρατείας οι Φιλελεύθεροι πέτυχαν συντριπτική νίκη συγκεντρώνοντας το 59% των ψήφων, στη Μακεδονία κερδισμένη βγήκε η φιλοβασιλική αντιπολίτευση για μια σειρά από λόγους: τα φιλοβασιλικά αισθήματα μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, ελληνοφώνου και σλαβοφώνου, τη δυσαρέσκεια Ελλήνων κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας για τον Βενιζέλο όταν έγινε γνωστό ότι είχε διαπραγματευτεί την παραχώρησή της στη Βουλγαρία με εδαφικά ανταλλάγματα στη Μικρά Ασία, την αντιπολεμική στάση της Φεντερασιόν που επηρέαζε μεγάλο μέρος των Εβραίων προλεταρίων της Θεσσαλονίκης, την άρνηση των ντόπιων μουσουλμάνων και Σλάβων να πολεμήσουν για την εξυπηρέτηση των εθνικών στόχων της Ελλάδας κ.λπ. Η σημασία της συμμετοχής των Νέων Χωρών στις εκλογικές αναμετρήσεις αναδείχθηκε ξανά όχι στις αμέσως επόμενες εκλογές (Δεκέμβριος 1915), που δεν ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό λόγω της αποχής των Φιλελευθέρων, αλλά στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Αντιμέτωποι τέθηκαν το κυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων, η αντιβενιζελική αντιπολίτευση των Ηνωμένων Κομμάτων -με ηγέτη και πάλι τον Γούναρη- και, για πρώτη φορά, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδος (ΣΕΚΕ), ο πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Οι εκλογές αποδείχθηκαν σημαντικές όχι μονάχα για το αποτέλεσμά τους (την ήττα του Βενιζέλου, την επιστροφή του Κωνσταντίνου και τη δρομολόγηση των εξελίξεων που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή) αλλά και για τη στάση που κράτησαν οι εθνικές μειονότητες των Νέων Χωρών εναντίον του Βενιζέλου, η οποία θεωρήθηκε ως αντεθνική. Οι Φιλελεύθεροι υπέστησαν πανωλεθρία στη Μακεδονία, κερδίζοντας μονάχα 3 από τις 74 έδρες της εκλογικής περιφέρειας. Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη η αντιβενιζελική αντιπολίτευση ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο ηγέτης της Εβραϊκής Σοσιαλιστικής Οργάνωσης Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια.
κέρδισε επί συνόλου 52.487 εκλογέων 24.332 ψήφους, οι Φιλελεύθεροι 15.236 και το ΣΕΚΕ 12.919 ψήφους. Αυτή η τραυματική εμπειρία των βενιζελικών, ορισμένοι εκ των οποίων ισχυρίστηκαν ότι «οι Τούρκοι και οι Εβραίοι έριξαν τον Βενιζέλο», ενίσχυσε την αντίληψη περί αντεθνικής ψήφου των μειονοτήτων, αντίληψη πάντως που δεν μοιράζονταν αναγκαστικά οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Ωστόσο, η επικράτηση των βενιζελικών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων οδήγησε στη δημιουργία διακριτών εκλογικών συλλόγων για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Το σύστημα αυτό, αν και δεν νομιμοποιήθηκε ποτέ από το ελληνικό Σύνταγμα, 145
εφαρμόστηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις του 1923, του 1928, του 1932 και του 1933.
Τούρκοι στο υπαίθριο παζάρι στο Μοναστήρι το 1924.
Η στατιστική των πληθυσμών στην περιοχή της Μακεδονίας Οι πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα σηματοδότησαν μια μακρά περίοδο ανακατατάξεων για την ελληνική επικράτεια. Ειδικότερα, η εικόνα της ελληνικής Μακεδονίας στα τέλη της δεκαετίας του 1920 διέφερε εντελώς από εκείνη που παρουσίαζε την εποχή της απελευθέρωσης, αμέσως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Το γεγονός αυτό οφειλόταν αφενός στις βαθύτατες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που ακολούθησαν την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα και αφετέρου στις διαρκείς και εκτεταμένες πληθυσμιακές ανακατατάξεις που σημειώθηκαν την ίδια χρονική περίοδο. Οπως έχει παρατηρηθεί, συνολικά 17 πληθυσμιακά ρεύματα έλαβαν χώρα στη Μακεδονία κατά το χρονικό διάστημα 1913-1925. Ανάμεσά τους, ασφαλώς, δεσπόζουσα θέση κατέχουν η ελληνοβουλγαρική και η ελληνοτουρκική ανταλλαγή των πληθυσμών, που προβλεπόταν από τις διατάξεις της Συνθήκης του Νεϊγύ το 1919 και της Λωζάννης το 1923 αντίστοιχα. Καρπός των παραπάνω πληθυσμιακών ανακατατάξεων υπήρξε η ριζική μεταβολή της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας. Το 1930 οι κυριότερες γλωσσικές ομάδες που κατοικούσαν στη Μακεδονία ήταν οι ελληνόφωνοι, οι σλαβόφωνοι, οι τουρκόφωνοι, οι Ισραηλίτες και οι Αρμένιοι. Η εργασία αυτή δεν πρόκειται να ασχοληθεί με το σύνολο των ομάδων αυτών, αλλά θα περιορισθεί αποκλειστικά στο ζήτημα των σλαβόφωνων πληθυσμών. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό ερώτημα, στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει, είναι το εξής: Πόσος ήταν ο αριθμητικός όγκος του σλαβόφωνου πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας μετά την ολοκλήρωση των ανταλλαγών των πληθυσμών, στα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του 1920; Το συγκεκριμένο ερώτημα καθίσταται περισσότερο ισχυρό, αν αναλογισθεί κανείς πως από τη μια οι απαντήσεις που δίνουν η ελληνική και η σλαβική ιστοριογραφία διαφέρουν 146
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
σημαντικά μεταξύ τους και από την άλλη ότι το ζήτημα του αριθμού των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας υπήρξε αντικείμενο ιδιαίτερα οξυμμένων εθνικών αντιπαραθέσεων και αλυτρωτικών διεκδικήσεων. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημανθούν τρία πράγματα: Κατ’ αρχάς, ότι οι στατιστικές των αρχών του αιώνα δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου, το κύρος τους είναι εξ ορισμού ελεγχόμενο, δεύτερον, ότι οι στατιστικές αποτυπώνουν περισσότερο την εικόνα που είχαν οι συντάκτες τους για τους εξεταζομένους και λιγότερο την άποψη των ίδιων των εξεταζομένων και, τρίτον, ότι η χρησιμοποίηση του όρου «στατιστική» δηλώνει ότι τα εξαγόμενα πληθυσμιακά στοιχεία προέρχονταν από πληροφορίες που συγκέντρωναν συνήθως οι κατά τόπους κυβερνητικοί υπάλληλοι ή οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Δεν επρόκειτο δηλαδή για απογραφή του πληθυσμού, για συστηματική καταμέτρηση των μόνιμων κατοίκων, αλλά για υπολογισμό -άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αξιόπιστο- του αριθμητικού τους όγκου. Περιγράφοντας αυτές ακριβώς τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες των στατιστικών αναλύσεων, ο πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι στις αρχές του 20ού αιώνα, Μ. Μπέτος, με επιστολή του προς τον υπουργό των Εξωτερικών Αθω Ρωμάνο, παρατηρούσε τα εξής: «Κατανοών την μεγάλην χρησιμότητα στατιστικής της όλης Μακεδονίας όσον ένεστιν ακριβούς, δεν έπαυσα από ετών και εξ ιδίας πρωτοβουλίας να φροντίζω, εφ’ όσον επέτρεπον αι άλλαι εργασίαι, προς συλλογήν τής διά την στατιστικήν του Βιλαετίου Βιτωλίων ύλης. Ατυχώς δεν ηδυνήθην να φέρω εις πέρας το πολλής σημασίας έργον τούτο, ως εκ των μεγάλων και έστιν ότε ανυπερβλήτων δυσχερειών, ας εν τη εκτελέσει παρουσιάζει. Αι επίσημοι τουρκικαί πληροφορίαι των ημερολογίων (σαλναμέ) είνε ατελέσταται και πολλήν ενέχουσι την διαστροφήν των ονομάτων και την σύγχυσιν των πληροφοριών. Αι των Μητροπόλεων είνε πενιχραί και αναξιόπιστοι, διότι μετά ραθυμίας πάντοτε συλλεγόμεναι διαλαμβάνουσι ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
147
Ο Αλέξανδρος Πάλλης (δεύτερος από δεξιά), μέλος της μικτής Ελληνοβουλγαρικής Επιτροπής στη δεκαετία του 1920 στην Κωνσταντινούπολη, το 1923. 148
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
μόνον περί των εις αυτάς υπαγομένων Oρθοδόξων και τούτο άνευ ουδεμίας τάξεως και διακρίσεως των διοικητικών διαιρέσεων. Οι δυνάμενοι δε να χρησιμεύσωσιν εις την συλλογήν της ύλης, ομογενείς και διδάσκαλοι των μεμακρυνομένων μερών, δυσκόλως αναλαμβάνουσι τοιούτου είδους εντολάς εκ φόβου μη εν τη ερεύνη και τη διεξαγωγή παρεξηγηθώσιν υπό των τουρκικών αρχών ή διαβληθώσι προς αυτάς, και αναλαμβάνοντες σπανίως φέρουσιν εις πέρας την εργασίαν ακριβώς κατά τα διδόμενα υποδείγματα και τας οδηγίας, ότε χρεία νέων διασαφήσεων. Πανταχού το στατιστικόν έργον είνε δύσκολον, εν Τουρκία δε διά τους εκτεθέντας λόγους αποβαίνει δυσκολώτατον και χρήζει χρόνου μακρού και επιμονής πολλής. Aι στατιστικαί δε αι διά των Μητροπόλεων και διά πληροφοριών ανακριβών και αβασανίστων ουδεμίαν έχουσιν αξίαν και εις πλημμελή συμπεράσματα δύνανται να οδηγήσωσι τον εις αυτάς στηριζόμενον». Η άποψη που κυριαρχεί στην ελληνική ιστοριογραφία επί του ζητήματος της πληθυσμιακής δύναμης των σλαβοφώνων εκφράσθηκε από τον Αλέξανδρο Πάλλη, μέλος της μικτής Ελληνοβουλγαρικής Επιτροπής στη διάρκεια της κρίσιμης δεκαετίας του 1920. Ο Πάλλης υποστήριξε πως στις αρχές του 1925 κι ενώ ακόμη η ελληνοβουλγαρική μετανάστευση βρισκόταν σε εξέλιξη, οι «βουλγαρίζοντες», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, ανέρχονταν σε περίπου 77.000 άτομα, ποσοστό 5,3% του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε αφαιρώντας από τον αριθμό των 104.000 «βουλγαριζόντων» του 1920 27.000 Βουλγάρους που μετανάστευσαν στη Βουλγαρία μέχρι τα τέλη του 1924, βάσει της Συνθήκης του Νεϊγύ. Σε αντίθεση με τη σημαντική συρρίκνωση του αριθμού των «βουλγαριζόντων», ο αριθμός των Ελλήνων εκτινάχθηκε την ίδια εποχή σε 1.277.000 άτομα, ποσοστό 88,3% επί του συνολικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Σε μεταγενέστερη μελέτη του το 1929, όταν δηλαδή είχε ολοκληρωθεί η ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή των πληθυσμών και είχε αποκρυσταλλωθεί η εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας, ο Πάλλης ανέβασε τον αριθμό των «Βουλγάρων» της ΜαΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
κεδονίας σε 82.000 άτομα. Αλλά και η επίσημη ελληνική απογραφή του 1928, η οποία πιθανώς στηρίχθηκε στους στατιστικούς υπολογισμούς του Πάλλη, ανέφερε την ύπαρξη 81.984 ατόμων, εκ των οποίων τα 80.789 ζούσαν στη Μακεδονία και μιλούσαν τη «μακεδονοσλαβική». Οι ισχυρισμοί του Πάλλη για την ύπαρξη 104.000 «βουλγαριζόντων» στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην ελληνική Μακεδονία βασιζόταν σε μια στατιστική που είχε δημοσιευθεί το 1904 στο περιοδικό «Bulletin d' Orient», το οποίο απηχούσε τις επίσημες ελληνικές απόψεις. Η στατιστική της «Bulletin d' Orient» αποτύπωνε την εθνολογική σύνθεση των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου στις αρχές του αιώνα ως εξής: α) 652.795 Ελληνες και β) 332.162 Βούλγαροι. Η στατιστική της «Bulletin d' Orient» χρησιμοποιήθηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα από τον Βλαδίμηρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος στην κλασική του μελέτη «La Macédoine et l' Hellénisme. Étude historique et ethnologique» προσπάθησε να προσαρμόσει τα αριθμητικά στοιχεία της παραπάνω στατιστικής στα γεωγραφικά όρια της ελληνικής Μακεδονίας. Ετσι, κατέληξε στο συμπέρασμα πως την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων ζούσαν στην ελληνική Μακεδονία 488.484 «Ελληνες πατριαρχικοί» και 115.909 «Σλάβοι εξαρχικοί», δηλαδή «Βούλγαροι», όπως χαρακτηριστικά τους ονόμαζε. Κατά τους υπολογισμούς του Κολοκοτρώνη, δεν υπήρχαν καθόλου Βούλγαροι στους καζάδες Κασσάνδρας, Κατερίνης, Βεροίας, Καβάλας, Χρυσούπολης (Σαρή Σαμπάν), Ελευθερούπολης (Πραβίου), Κοζάνης, Σερβίων, Γρεβενών, Ανασελίτσας και στο νησί της Θάσου. Αντιθέτως, οι Βούλγαροι υπερτερούσαν στους καζάδες Κιλκίς, Γευγελής, Δοϊράνης, Σιδηροκάστρου και Νευροκοπίου. Επίσης, σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, το 4% των Βουλγάρων διαβιούσε στον καζά Θεσσαλονίκης, το 15% στον καζά Κιλκίς, το 5% στην Εδεσσα, το 2% στα Γιαννιτσά, το 3% στη Γευγελή, το 1% στη Δοϊράνη, το 9% στις Σέρρες, το 3% στη Ζίχνα, το 14% στο Σιδηρόκαστρο, το 10% στο Νευροκόπι, το 3% στη Δράμα, το 14% στη Φλώρινα, το 2% 149
στο Μοναστήρι, το 1% στην Πτολεμαΐδα και το 14% στην Καστοριά. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι ισχυρισμοί του Πάλλη επηρέασαν αποφασιστικά και τις θέσεις της διεθνούς κοινότητας, αφού πολλά στελέχη της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) ασπάσθηκαν τις απόψεις του. Ο Τζ. Αμπραχαμ (Abraham) έγραφε το 1925 στο μέλος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, Τζον Κάμπελ (Campbell), ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, ο αριθμός των σλαβόφωνων κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας κυμαινόταν μεταξύ 80.000 και 100.000. Ο Κάμπελ, από την πλευρά του, πίστευε πως οι σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας δεν έπρεπε να υπερβαίνουν ούτε καν τις 70.000, ενώ θαύμαζε τον Πάλλη χαρακτηρίζοντάς τον «ιδιαιτέρως καλά πληροφορημένο». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως οι αξιωματούχοι της ΚτΕ χρησιμοποιούσαν την εποχή αυτή τους όρους «Βούλγαροι» και «βουλγαρόφωνοι», διευκρινίζοντας πως οι δεύτεροι δεν ήταν εχθρικοί απέναντι στο ελληνικό κράτος. Η παραπάνω ανάλυση αποπειράθηκε να υιοθετήσει μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της εθνολογικής σύνθεσης της μεσοπολεμικής Μακεδονίας. Προσπάθησε να αποδείξει κατ’ αρχάς πως η διαδικασία συγκροτήσεως μιας νέας εθνότητας και πολύ περισσότερο μιας αλύτρωτης μειονότητας, στη συγκεκριμένη περίπτωση της «μακεδονικής», στηρίχθηκε σε μια απλή λογιστική αυθαιρεσία που αναβάπτισε τους «Βουλγάρους» του καθηγητή Ιβανόφ. Επιπλέον, επισήμανε πως η ανασφάλεια της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε σε αμυντική και απολογητική των εθνικών συμφερόντων στάση την ελληνική ιστοριογραφία, μια στάση που προκάλεσε εμφανείς για τους μελετητές αντιφάσεις. Η πραγματικότητα είναι πως ο πληθυσμιακός όγκος των σλαβοφώνων της Μακεδονίας (πρώην πατριαρχικών και εξαρχικών) ανερχόταν το 1930 στα 160.000 άτομα περίπου. Ομως, παρά την αριθμητική ευημερία του σλαβόφωνου στοιχείου, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός πως η στρατηγική του σημασία είχε σημαντικά εξασθενήσει, καθώς 150
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο δολοφόνος του βασιλιά Γεωργίου Α’ Αλέξανδρος Σχινάς ανάμεσα σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
151
το ποσοστό του δεν υπερέβαινε το 11% του συνολικού πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας.
Επίλογος
Ο Αλέξανδρος Πάλλης εκτιμούσε τους «βουλγαρίζοντες» σε 77.000, αριθμός που υιοθετήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών. Πάνω, το βιβλίο του «Περί ανταλλαγής πληθυσμών και εποικισμού εν τη Βαλκανική κατά τα έτη 1912-1920». 152
Η απελευθέρωση της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων αφενός τερμάτισε τη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία -και παρουσία ταυτοχρόνως- και αφετέρου σηματοδότησε τη χρονική αφετηρία του επίσημου ελληνικού «βίου» της, με την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό βασίλειο. Για την Ελλάδα, η Μακεδονία αποτέλεσε το διακαή πόθο που είχε γίνει πλέον πραγματικότητα, προσφέροντας την -έστω και τελικά ακρωτηριασμένη- ενδοχώρα με την αναμφισβήτητη πρωτεύουσα Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος δεν τερμάτισε και την περίοδο των βαλκανικών ανταγωνισμών· έκτοτε ο μακεδονικός χώρος βρέθηκε στο επίκεντρο νέων κυκλώνων και αποτέλεσε στη διαχρονία του το «μήλον της Εριδος», καθώς και το πεδίο περιφερειακών συγκρούσεων ακόμα και στην πανευρωπαϊκή διάστασή τους. Από την άλλη, η διαδικασία ενσωμάτωσης των Νέων Χωρών δεν ήταν εύκολη και ανώδυνη· ό,τι καθιστούσε «ιδιαίτερες» τις περιοχές των βόρειων συνόρων και επομένως σταθερά ευρισκόμενες υπό την προστασία του κέντρου, τις καθιστούσε ταυτόχρονα και ευάλωτες λόγω ακριβώς της απόστασης από το κέντρο αλλά εν τέλει και της αδυναμίας του τελευταίου να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά αυτών των «ιδιαιτεροτήτων». Σε μια αμφίδρομη διαδρομή, επομένως, οι νέες περιοχές πάσχιζαν να ενσωματωθούν αρμονικά και οργανικά στο κράτος, όταν το ίδιο το κράτος χρειαζόταν να τις διαφυλάξει από τις ξένες επιβουλές, ιδίως σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων τοπικής-περιφερειακής και παγκόσμιας εμβέλειας και κάποτε από τα ελλείμματα που παρουσίαζε η δική του αφομοιωτική πολιτική. Τη δεκαετία του ’40 η Μακεδονία βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρών συγκρούσεων, ενώ από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια εισήλθε σε τροχιά ανασυγκρότησης, διαμορφώνοντας εν τέλει τη σύγχρονη ανθρωπογενή, περιβαλλοντική και αναπτυξιακή φυσιογνωμία της. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
βιβλιογραφια Α. Πάλλης, «Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 19121924», Αθήνα 1925, σ.σ. 5-9. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, «Λεηλασία φρονημάτων. Το μακεδονικό ζήτημα στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία», Θεσσαλονίκη 1994, σ. 40.
στο Société des Nations, L' Établissement des Réfugiés en Gréce, Γενεύη 1926 Η. R. - Wilkinson, «Maps and Politis», Λίβερπουλ 1951, σ.σ. 264-268. Μάλιστα, ο Wilkinson επεκτείνει σημαντικά τη σκέψη του και ισχυρίζεται πως ο εθνογραφικός χάρτης της ΚτΕ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ελληνική άποψη για την πληθυσμιακή δομή της Μακεδονίας.
Αρχείο Υπουργείου των Εξωτερικών (στο εξής ΙΑΥΕ)/1900/ΑΑΚ/Δ, «Αναφοραί και εκθέσεις προξενικών αρχών περί των εν τη περιφερεία των Μητροπολιτών και Επισκόπων Οικουμενικού Θρόνου και βουλγαρικής Εξαρχίας», Μ. Μπέτος προς τον Αθω Ρωμάνο, Μοναστήρι, 27 Μαρτίου 1900, αρ. πρωτ. 70.
Ευάγγελος Κωφός, «Η Μακεδονία στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία», Θεσσαλονίκη 1974.
Α. Α. Πάλλης, «Συλλογή των κυριωτέρων στατιστικών των αφορωσών την ανταλλαγήν των πληθυσμών και προσφυγικήν αποκατάστασιν μετά αναλύσεως και επεξηγήσεως», Αθήνα 1929, σ. 10.
A. A. Pallis, «Macedonia and the Macedonians. A Historical Study», Λονδίνο 1949.
Giovanni Amadori-Virgilj, «La Questione Rumeliota e la Politica Italiana», Μπιτόντο 1908. Archives de la Societe des Nations 19191946/ Office Autonome pour l' Etablissement des Refugies Grecs: Files of Mr. Charles B. Eddy/ C.129, No 1, Αμπραχαμ (Abraham) στον Κάμπελ (Campbell), Γενεύη, 8 Απριλίου 1925. Offfice Autonome pour l' Etablissement des Refugies Grecs: Files of Mr. Charles B. Eddy/C.129, No 1, Κάμπελ στον Αμπραχαμ, Γενεύη (;) 11 Μαΐου και 29 Απριλίου 1925. Commission d' Etablissement des Refugies, Athenes, «Carte Ethnographique de la Macedoine hellenique indiquant la proportion entre les divers elements ethniques en 1912 (ayant les guerres balkaniques) et 1926 (apres Installation des refuges)», ο οποίος περιέχεται ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Τόσο Πόποφσκι, «Η μακεδονική εθνική μειονότητα στη Βουλγαρία, Ελλάδα και Αλβαvία», Σκόπια 1981.
V. Colocotronis, «La Macédoine et L' Hellénisme. Étude Historique et Ethnologique», Παρίσι 1919. Δ. Βλαχώφ, «Μακεδονία. Στιγμιότυπα εκ της ιστορίας του μακεδονικού λαού», Σκόπια 1950. Αρχείο Παύλου Καλλιγά, Εκθεση Καλλιγά 3394, 26 Φεβρουαρίου 1930, φ. 3. E. Chr. Helmreich, «The Diplomacy of the Balkan Wars, 1912-1913», Κέιμπριτζ Μασαχουσέτη 1938, σ.σ. 36-81. Ν. Βλάχος, «Ιστορία των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου, 1908-1914», τόμος Α’, Αθήνα 1954, σ.σ. 452-471. Ν. Οικονόμου, «Ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος», «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους», τόμος ΙΔ’, Αθήνα 1977, σ.σ. 290-292. B. Νικόλτσιος - Β. Γούναρης, «Από 153
βιβλιογραφια τον Σαραντάπορο στη Θεσσαλονίκη. Η ελληνοτουρκική αναμέτρηση του 1912 μέσα από τις αναμνήσεις του Στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά», Θεσσαλονίκη 2002, σ.σ. 33-35. Γ. Μαργαρίτης, «Οι πόλεμοι», «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», τόμος Α2: «1900-1922: Οι απαρχές» (επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ), Αθήνα 1999, σ.σ. 165-167. Λ. Τρίχα (επιμ.), «Ημερολόγια και γράμματα από το μέτωπο. Βαλκανικοί Πόλεμοι, 1912-1913», Αθήνα 1993.
Βενιζέλος», «The Salonica Theater of Operations and the Outcome of the Great War», Θεσσαλονίκη 2005. Π. Πετρίδης, «Η προσωρινή κυβέρνηση Θεσσαλονίκης απέναντι στο αίτημα για ριζικές πολιτειακές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», «Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912», Θεσσαλονίκη 1986, 131-140. Γ. Μουρέλος, «Η προσωρινή κυβέρνηση Θεσσαλονίκης και οι σχέσεις της με τους Συμμάχους», «Μνήμων», 8 (1980-82), 150-188.
D. Dakin, «The Greek Struggle for Macedonia, 1897-1913», Θεσσαλονίκη 1993, σ.σ. 472, 476, 477.
Για τη στάση της εβραϊκής κοινότητας από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου:
St. K. Pavlowitch, «Ιστορία των Βαλκανίων, 1804-1945» (μτφρ. Λ. Χασιώτης), Θεσσαλονίκη 2005.
Ρ. Μόλχο, «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919: μια ιδιαίτερη κοινότητα», Αθήνα 2001, σ.σ. 265-279.
Μ. Mazower, «Salonica, City of Ghosts. Christians, Muslims and Jews, 14301950», σ.σ. Λονδίνο 2004, 334-337.
Τη διεθνοποίηση της πόλης υποστήριζε και ο Εβραίος Θεσσαλονικιός ιστορικός Νεχαμά, πρβλ. Π. Ριζάλ (Ι. Νεχαμά), «Θεσσαλονίκη, η περιπόθητη πόλη» (μτφρ. Β. Τομανάς), Θεσσαλονίκη 1997, σ.σ. 359-366.
D. Djordjević, «Η ιστορία της Σερβίας, 1800-1918» (μτφρ. Ν. Παπαρρόδου), Θεσσαλονίκη 2001, σ.σ. 397-402. Για την ιστοριογραφία του Μακεδονικού Μετώπου βλέπε: Λ. Ι. Χασιώτης, «Μακεδονικό Μέτωπο, 1915-1918. Μια πρώτη ιστοριογραφική προσέγγιση», «Βαλκανικά Σύμμεικτα», 8 (1996), 165-180. Στη σημασία του Μακεδονικού Μετώπου στην έκβαση του πολέμου είναι αφιερωμένα τα Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου: Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος 154
Ε. Α. Χεκίμογλου, «Θεσσαλονίκη, 1912-1940: Οικονομικές εξελίξεις», στο: «Θεσσαλονίκη. Ιστορία και πολιτισμός» (επιμ. Ι. Κ. Χασιώτης), τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 1997, σ.σ. 199-200. Κ. Τομανάς, «Χρονικό της Θεσσαλονίκης, 18751920», Θεσσαλονίκη 1995, σ.σ. 189-247. V. S. Colonas, «Salonique pendant la Première Guerre mondiale», «The Salonica Theater of Operations», σ.σ. 237-250. A. Palmer, «The Gardeners of Salonika», Λονδίνο 1965, σ.σ. 150-151. Α. Καραδήμου-Γερολύμπου, «Πόλεις ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και πολεοδομία», στο: «Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα», τόμος Α1, «1900-1922: Οι απαρχές (επιμ. Χ. Χατζηιωσήφ), Αθήνα 1999, σ.σ. 249-253, και Mazower, ό.π., σ.σ. 318-331. Γ. Β. Λεονταρίτης, «Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, 19171918», Αθήνα 2000, σ.σ. 185-237. B. Hammard, «Le rôle des troupes de Salonique dans la victoire alliée de 1918, The Salonica Theater of Operations», σ.σ. 309-319, A. Mitrović, «Political Consequences of the Break Up of the Salonica Front», στο ίδιο, σ.σ. 321-342. N. Petsalis-Diomidis, «Greece at the Paris Peace Conference (1919)», Θεσσαλονίκη 1978, σ.σ. 286-288· St. P. Ladas, «The Exchange of Minorities. Bulgaria, Greece and Turkey», Νέα Υόρκη 1932, σ.σ. 122-123. Ι. Δ. Μιχαηλίδης, «Μετακινήσεις σλαβόφωνων πληθυσμών (1912-1930). Ο πόλεμος των στατιστικών», Αθήνα 2003, σ.σ. 67-89, 144, 160.
πολιτισμός» (επιμ. Ι. Κολιόπουλος - Ι. Χασιώτης), τόμος Β’, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 78. Χ. Κ. Παπαστάθης, «Η ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο Ελληνικό Κράτος», «Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία», σ.σ. 24-27. Γ. Δ. Δημακόπουλος, «Η διοικητική οργάνωσις των καταληφθέντων εδαφών (19121914). Γενική επισκόπησις», «Η Ελλάδα των Βαλκανικών Πολέμων», σ.σ. 212, 223. G. The. Mavrogordatos, «Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936», Μπέρκλεϊ-Λος ΑντζελεςΛονδίνο 1983, σ.σ. 280-282, 286-288. Β. Κ. Γούναρης, «Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας. Η πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 18701940», «Μακεδονικά», 29 (1994), 220-226. Β. Κ. Γούναρης, «Βουλευτές και καπεταναίοι: Πελατειακές σχέσεις στη Μεσοπολεμική Μακεδονία», «Ελληνικά», 41 (1990), 315-335.
Κ. Δ. Ρακτιβάν, «Εγγραφα και σημειώσεις εκ της πρώτης ελληνικής διοικήσεως της Μακεδονίας (1912-1913)», Θεσσαλονίκη 1951, σ. 51.
Α. Αποστολίδης - Α. Δάγκας, «Η σοσιαλιστική οργάνωση “Φεντερασιόν” Θεσσαλονίκης, 1909-1918. Ζητήματα γύρω από τη δράση της», Αθήνα 1989, σ.σ. 132-186.
Α. Α. Πάλλης, «Στατιστική μελέτη περί φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924», Αθήνα 1925, σ.σ. 5-16.
Γ. Β. Λεονταρίτης, «Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», Αθήνα 1978, σ.σ. 61-78.
Σπ. Δ. Λουκάτος, «Πολιτειογραφικά Θεσσαλονίκης, Νομού και πόλης, στα μέσα της δεκαετίας του 1910», «Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912», Θεσσαλονίκη 1986, σ.σ. 107-112.
Δ. Δώδος, «Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης στις βουλευτικές εκλογές (1915-1936)», «Θεσσαλονικέων Πόλις», 2 (2000), 177-191.
Γ. Στεφανίδης, «Η Μακεδονία του Μεσοπολέμου», «Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία. Ιστορία, οικονομία, κοινωνία,
J. R. Lampe, Yugoslavia as History. «Twice there was a Country», Κέιμπριτζ 2000, σ.σ. 96-97.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
155
βιβλιογραφια I. Banac, «The National Question in Yugoslavia. Origins, History, Politics», Ιθάκα-Λονδίνο 1984, σ.σ. 318-320. J. D. Bell, «Peasants in Power. Alexander Stamboliiski and the Bulgarian Agrarian National Union, 1899-1923», Πρίνστον 1977, σ.σ. 203-204. Βλ. Βλασίδης, «Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση και η δράση της στην ελληνική Μακεδονία στον Μεσοπόλεμο (19191928)», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1996, σ.σ. 168-175. R. J. Crampton, «A Concise History of Bulgaria», ΚέιμπριτζΝέα Υόρκη 1997, σ.σ. 143-146. A. Kalionski - V. Kolev, «Οι πρόσφυγες στη Βουλγαρία την εποχή του Μεσοπολέμου: Προβλήματα ένταξης», «Πρόσφυγες στα Βαλκάνια. Μνήμη και ενσωμάτωση» (επιμ. Β. Κ. Γούναρης, Ι. Δ. Μιχαηλίδης), Αθήνα 2004, σ.σ. 290-292.
Υποσημειωσεισ 1. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου και Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου (επιμ.), Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930. Επιλογή κειμένων και μαρτυριών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Αθήνα 2008, 203-204. 2. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου και Ευάγγελος Α. Χεκίμογλου (επιμ.), Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930. Επιλογή κειμένων και μαρτυριών, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Αθήνα 2008, 205-209. 156
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Κατεστραμμένος δρόμος της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της μεγάλης πυρκαγιάς. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
157