ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ν. ΣΤΑΒΕΛΑΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ (1650-1821) ΠΑΛΑΣΙΟΣ, ΚΟΡΑΗΣ, ΚΟΥΜΑΣ
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑ ΥΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ TOT ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΓ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
'Αθήνα 2000
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ν. ΣΤΑΒΕΛΑΣ
Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ „ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ (1700-1820)
ΠΑΛΑΣΙΟΣ, ΚΟΡΑΗΣ, ΚΟΤΜΑΣ
ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΠΙ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΑι ΪΠΟΒΑΛΟΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ TOT ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΘΗΝΑ 2001
2
ΠΙΝΑΚΑΣ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν Πρόλογος
5
Εισαγωγή
8 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Η ΝΕΟ-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΠΑΛΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ α ' . Περί τοΰ προσώπου καί τοΰ έργου τοΰ Παλασίου
19
β'. Το θεωρητικά πλαίσιο της γραμματικής τοΰ Παλασίου
23
γ ' . Ή μεθοδολογία της γραμματικής τοϋ Παλασίου
26
δ ' . Ή ονοματολογία τής γραμματικής ως υποκειμένου
30
ε'. Ό αιτιοκρατικός προσδιορισμός τής γραμματικής
34
σ τ ' . 'Οντολογική και υπερβατική διερεύνηση τής γραμματικής
41
ζ ' . Ή σημασιολογία τοΰ ονόματος καΐ τοΰ ρήματος
58
η ' . Πού καταλήγει ή νεο-αριστοτελική γραμματική
65
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ Η ΣΤΩΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ α ' . Ό Αδαμάντιος Κοραής, ή μεθοδολογία και το θεωρητικό πλαίσιο τής γραμμα τικής του
69
β'. Κωδικοποίηση και ανάλυση τής γραμματικής τοΰ Κοραή
78
β . Το όνομα
78
' β . Το άρθρο
85
β . Το επίρρημα
88
β . Ή συνδεσμική λειτουργία
92
β . Οι σολοικισμοί και τα ασύνδετα σχήματα
94
γ . Ή ρητορική ως πρωτογενές πεδίο αξιοποίησης τής γραμματικής
103
δ . Οι φιλοσοφικές διαστάσεις τής γραμματικής
112
ε'. Ή κοραϊκή γραμματική ως βάση επιστημονικής εγκυρότητας
128
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ α ' . Ό Κωνσταντίνος Κούμας και ή μεθοδολογία τής γραμματικής του
133
β '. Το θεωρητικό πλαίσιο τής γραμματικής τοΰ Κούμα
136
γ ' . Μία γραμματική των συγκατηγορηματικών ορών
143
3
γ . Οί συγκατηγορηματικές εκφάνσεις τοϋ επιθέτου
14α
γ . Οι υποκοριστικοί και οί παραθετικοί τύποι ώς συγκατηγορήματα
146
•γ . Ίο αφηρημένο όνομα ως συγκατηγόρημα
,
146
γ . Τα συγκατηγορήματα τοϋ γένους, τοϋ αριθμού, και της πτώσεως
147
γ . Οι συγκατηγορηματικές λειτουργίες τοϋ άρθρου
148
' γ . Το άρθρο ώς μέρος τοϋ λόγου
165
γ . Οί συγκατηγορηματικές δυνατότητες της αντωνυμίας
171
γ . Οί συγκατηγορηματικές διαστάσεις των αριθμητικών ονομάτων
174
γ . Οί συνδεσμικές σχέσεις
177
10
γ . Ή συγκατηγορηματική λειτουργία τοϋ ρηματικού παρεπομένου τοϋ χρόνου
178
γ " . Οί συγκατηγορηματικές λειτουργίες των ρηματικών εγκλίσεων
181
12
γ . Οί συγκατηγορηματικές λειτουργίες τοϋ επιρρήματος
183
γ 1 3 . Οί συγκατηγορηματικές λειτουργίες της προθέσεως
185
δ'. Πού δδηγεΐή καθολική γραμματική
186
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΜΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ
190
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
204
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΛΑΣΙΟΓ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΓ Εισαγωγικό σημείωμα
219
ΪΙιχλα,σίου τοϋ Πελοποννησίου Περί θεωρητικής γραμματικής [προοίμιο]
α —β
[εισαγωγή]
γ —γ
ει εστί γραμματική
δ~
τι εστί άραγε ή γραμματική περί ποιητικού αιτίου γραμματικής
ε1 -ζν·8 η -θ ι1-5
περί υλικού αιτίου γραμματικής και υποκειμένου περί ειδικού αιτίου
ια ~
περί τελικού αιτίου \ 1
-*
-
W
ιβ -ty -
-
περί εντελούς ορού της γραμματικής [άπορίαι και λύσεις] διάλεΕκ:
t>!-10
ιό ιε'-ιη2 θ1-*"
4
[απορία και λύσις]
κα "
[αναίρεσις οτι σοφία ή γραμματική]
κβ ~
[άναίρεσις οτι επιστήμη ή γραμματική]
κγ ~
[αναίρεσις οτι ςρρόνησις ή γραμματική]
κγ
[άναίρεσις οτι εμπειρία ή γραμματική] r
Γ·>
- e
ι
er
κγ —κε 'ι
28 -\ 3
[αναιρεσις οτι τέχνη τεχνών ή γραμματική] y
ι î* r
«
'
c
κε —Λ
'
1-30
"\
αποοειςις οτι τέχνη η γραμματική
Λα
περί γράμματος
λβ —λγ
[άπορίαι κα! λύσεις]
λδ ~
άντίστασις [και άπάντησις]
λε —λη
ζήτησις
λθ —μβ
διάλεξις
μ γ —μζ
'
'
Γ
Ί
'
'
Παλασίου
Ο32
'
αντιστασις [και] απαντησις περί γραμμάτων αριθμού
μη —μσ ν —νβ
τού Πελοποννησίου
Ο [ανασκόπηση θέσεων του Περί γραμματικής Ο το περί ου [της γραμματικής]
Τραμ.μ.ιχτίχ·η προς Πολύδωρον
θεωρητικής]
νγ —νε νστ'-ξδ 3 4
Ο περί ρήματος
ξε1—ξζ9
Ο περί μετοχής
ξη 1 " 1 8
Ο περί άρθρου
ξθ
Ο περί αντωνυμίας
ο
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ό κύριος στόχος αυτής της διατριβής είναι ή ανάδειξη της σχέσεως
της
ελληνικής
γραμματικής προς την κλασσική ελληνική φιλοσοφική διανόηση. Παρ' ολο πού οχι μόνο έ'νας εξειδικευμένος ερευνητής, άλλα σχεδόν κάθε μελετητής τής ελληνικής γλώσσας άμεσα θα κατεφασκε αυτή τή σχέση ώς υπάρχουσα, δεν υφίσταται μέχρι τώρα κάποια σχετική συστηματική μελέτη στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία. Προσπαθώντας να καλύψω το κενό αυτό, θα επιχειρήσω
με τήν άνά χείρας μελέτη να ανασύρω από τή λήθη
φιλοσοφικές καταβολές τής ελληνικής
γραμματικής και να παρουσιάσω τή
τις
φιλοσοφική
κατατομή της στα επίπεδα τής [LE^oBokoyioLC, και της ορολογίας. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουμε, στηριγμένοι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση, να
συγκεντρώσουμε
και να συγκροτήσουμε έ'να προκαταρκτικό πλαίσιο ορολογίας για τή φιλοσοφική οργάνωση τής ελληνικής γραμματικής. Παράλληλα οι τρεις διαφορετικές περιπτώσεις φιλοσοφικής οργάνωσης τής ελληνικής γραμματικής, πού θα παρουσιάσω στην ανά χείρας διατριβή, συγκροτούν τήν ικανή και ctva-γχαια συνθήκη προς τήν επίτευξη ενός απωτέρου στόχου. Συγκεκριμένα ή συμπίληση ενός θεωρητικού πλαισίου φιλοσοφικής τεκμηρίωσης
τής ελληνικής
γραμματικής και ή
συλλογή τής εφαρμοσμένης φιλοσοφικής ορολογίας πού εφαρμόσθηκε στή γραμματική σπουδή αναμένεται να αξιοποιηθούν στό μέλλον με τή συγγραφή μίας φιλοσοφικής γραμματικής τής νέας ελληνικής
γλώσσας, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται
και τα πορίσματα
τής
σύγχρονης φιλοσοφίας τής γλώσσας και τής γραμματικής. Τό έναυσμα για τή συγγραφή της παρούσας διατριβής — κατ' ούσίαν για τήν επιλογή του συγκεκριμένου ϋί\χα.τος — ήταν πολλαπλό. 'Από τή μία πλευρά ό διττός χαρακτήρας των σπουδών μου στή φιλοσοφία και τή διδακτική παρέπεμπε στην παιδευτική αξιοποίηση τής φιλοσοφίας· άπό τήν άλλη δε τό ιδιαίτερο ενδιαφέρον γραμματική με οδΫ^σαν
μου για τή φιλοσοφία και
τή
να διερευνήσω τον τρόπο με τον όποιο αυτές συνδιαλέγονται.
Ή διαμάχη μεταξύ τών αρχαϊζόντων και τών νεωτεριστών νεοελλήνων στοχαστών και λογίων ώς προς τή διδασκαλία τής γραμματικής, ή οποία εντοπίζεται χρονικά στό τελευταίο τέταρτο τού 18ου αιώνα, απετέλεσε τό σημείο αφετηρίας για τήν βιβλιογραφική έρευνα τού θέματος. Ά π ό τό πλούσιο υλικό τής περιόδου αυτής επέλεξα τις τρεις χαρακτηριστικότερες εκδοχές φιλοσοφικής συγκρότησης τής ελληνικής γραμματικής, όπως αυτές προκύπτουν άπό τις μελέτες και τις παρατηρήσεις τριών λογίων ανδρών: τού Παλασίου τού Πελοποννησίου (μαθητή τού Qzo
θεωρητικής
και Γραμματική
προς Πολύδωρον τού αγνώστου στα
φιλοσοφικά πεπραγμένα άλλα σημαντικού \ογίου και εκκλησιαστικού ανδρός τού 17ου αιώνα, ιερέως Παλασίου τού Πελοποννησίου. Θεώρησα αναγκαίο τα κείμενα τών δύο γραμματικών μελετών τού Παλασίου, καθώς διασώζονται μόνον σε δύο ανέκδοτα χειρόγραφα και δεν είναι
6
γνωστά στο ευρύ κοινό, να εκδοθούν ώς επίμετρο της διατριβής αυτής, στο οποίο και αναφέρονται οι σχετικές παραπομπές του πρώτου κεφαλαίου. Στο δεύτερο κεφάλαιο τής ανά χείρας διατριβής θα αναδείξουμε τις φιλοσοφικές — ιδιαίτερα τις στωικές — καταβολές, το θεωρητικά πλαίσιο, τις γνωσιολογικές διαστάσεις και τήν επιστημολογική προοπτική των γραμματικών παρατηρήσεων τοΰ Αδαμαντίου Κοραή, όπως αυτές εντοπίζονται σε δύο έργα του: στα Προλεγόμενα 'Ελληνική 2
γλώσσης ,
των αρχαιοελληνικών κείμενων 1 , τα οποία ο ιοιος εςεοωσε στη σειρά
6ι£λιοθηκη, και στην ανέκδοτη άπα τον Γδιο Γραμματική
τής κοινής
ελληνικής
τήν έκδοση τής οποίας επιμελήθηκε δ Ν. Μ. Δαμαλάς. Στο τρίτο κεφάλαιο θα
προσεγίσουμε τή μεθοδολογία και τις αρχές τής καθολικής γραμματικής
του Κωνσταντίνου
Κούμα, δπως παρουσιάζονται στο ομώνυμο επίμετρο τής Λογικής, ή οποία, περιέχεται στο β ' τόμο τοϋ έργου του -Σύντα^/χα Φιλοσοφίας3. Ειδικά στο θέμα αυτό, θα προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τις γραμματικές επισημάνσεις τοϋ Κούμα και να τις συμπληρο^σουμε, αποκαθιστώντας
τήν — εξ αιτίας τής
εκ
μέρους του πρόχειρης, βιαστικής
και
μή
οργανωμένης επεξεργασίας των θεμάτων — διασπασμένη ενότητα τους. Παράλληλα δε θα αναδείξουμε
τις
λανθάνουσες
νεοπλατωνικές
διαστάσεις
αυτής
τής
εκδοχής
τής
γραμματικής. Στην ολοκλήρωση τής έρευνας και τή συγγραφή τής παρούσας διατριβής ουσιαστική βοήθεια προσέφερε ή αναπληρώτρια καθηγήτρια φιλοσοφίας τοϋ Πανεπιστημίου 'Αθηνών κ. 'Αθανασία Γλυκοφρύδη—Λεοντσίνη. Ή επιστημονική της κατάρτιση και οι μεθοδολογικές οδηγίες της δχι μόνο συνέβαλαν στην ολοκλήρωση τής διατριβής αυτής, άλλα συνέστησαν πρότυπο επιστημονικής δράσης. Εποικοδομητική και επωφελής υπήρξε ή συνεργασία μου με τον καθηγητή φιλοσοφίας τοϋ Πανεπιστημίου 'Αθηνών κ. Λεωνίδα Μπαρτζελιώτη, ό οποίος ώς μέλος τής συμβουλευτικής μου επιτροπής δχι μόνο προέβη σέ εύστοχες παρατηρήσεις, άλλα ενεθάρρυνε τήν ανάπτυξη τοϋ ερευνητικού πεδίου πού ή παρούσα διατριβή θεραπεύει. Θερμότατες ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στον
ακαδημαϊκό και φιλόσοφο κ.
Ευάγγελο
Μουτσοπουλο, δχι μόνον για τις επισημάνσεις
του ώς προς επιμέρους ζητήματα πού
διερευνώνται στή διατριβή αυτή, άλλα και για τήν εμπιστοσύνη με τήν οποία περιέβαλε τήν σύνολη εργασία. 1
Κοραή, 'Αδαμαντίου, Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης, Paris 1804—1814. Ή πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των Προλεγομένων κυκλοφορήθηκε στή Vienna το 1815, υπό τον τίτλο Τά είς διάφορους συγγραφείς εκδοθέντα άπα τον Κοραην προλεγόμενα. Ύπο τον τίτλο Συλλογή των είς την Έλληνιχήν Βι6λιοθηχην, και τα πάρεργα προλεγομένων, και τινών συγγραμματίων τοϋ Αδαμαντίου Κοραή, επανεκδόθηκε στο Paris το 1833. Φωτομηχανική επανέκδοση της εκδόσεως τοϋ έτους 1833, υπό τον τίτλο 'Αδαμαντίου Κοραή: Προλεγόμενα στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς και η αυτοβιογραφία του κυκλοφορήθηκε άπό τις εκδόσεις Μ. Ι. Ε. Τ (α' τ., Αθήνα 1986, πρόλογος Κ. Θ. Δημαρά- β' τ. 1988, πρόλογος Έμμ. Φραγκίσκουγ ' τ. 1990, πρόλογος, Λουκίας Δρούλια, και δ' τ. 1995, άνευ προλόγου. Οί παραπομπές στην παρούσα διατριβή αναφέρονται στην τελευταία έκδοση. 2
Δαμαλα, Ν. Μ., 'Αδαμαντίου Κοραή: Τα Μετά Θάνατον Ευρεθέντα, 'Αθήνα 1888, τ. 6.
3
Κούμα, Κων., Σύνταγμα Φιλοσοφίας, Βιέννη 1818-1820, τ. β', σσ. 223-296.
7
Το ερευνητικό τμήμα της διατριβής αυτής δεν θα ήταν δυνατά να περατωθεί επιτυχώς χωρίς την εποικοδομητική συνεργασία και τή βοήθεια τής Διευθύντριας Ερευνών του Κέντρου Νεοελληνικών
Ερευνών
του 'Εθνικού 'Ιδρύματος Ερευνών
Αργυροπούλου, τής δρ. "Αννας Ταμπάκη, κυρίας ερευνήτριας
δρ. Ρωξάνης
τοΰ ιδίου ιδρύματος και
αναπληρώτριας καθηγήτριας τοΰ Πανεπιστημίου 'Αθηνών, τοΰ Προϊσταμένου τοΰ 'Ιστορικού και Παλαιογραφικοϋ 'Αρχείου τοΰ Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής
Τράπεζας δρ.
'Αγαμέμνονα Τσελίκα και τής παλαιογράφου και συνεργάτιδος τοΰ ιδίου φορέα κ. Μαρίας Πολίτη. Για το λόγο αύτο τους ευχαριστώ θερμά. Ευχαριστώ επίσης το προσωπικό τής 'Εθνικής Βιβλιοθήκης τής Ελλάδας και τής Βιβλιοθήκης
Μηλεών
Πηλίου, για την
ταχύτητα και την
προθυμία, με
τήν
οποία
επανειλημμένα ανταποκρίθηκαν στην ικανοποίηση τών ερευνητικών μου αναγκών. 'Ακόμη ευχαριστώ τήν εξαίρετη κλασσική φιλόλογο κ. Μαίρη Καρουκανίδου για τήν επισήμανση ορισμένων γραμματικών και συντακτικών ατελειών τοϋ κειμένου τής διατριβής. Τέλος, επιθυμώ να ευχαριστήσω τους γονείς μου, χωρίς τη συμπαράσταση τών οποίων ή ολοκλήρωση τής διατρβής αυτής θα ήταν αδύνατη.
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το να δεχθεί κάποιος πώς ή γραμματική ως πεδίο έρευνας εμπίπτει στην αρμοδιότητα μόνον της γλωσσολογίας είναι τουλάχιστον ανακριβές καί, δσον άφορα τή διασφάλιση της εγκυρότητας των πορισμάτων του, σίγουρα επισφαλές. Το ίδιο επισφαλές είναι να αποκόπτει κανείς τή μελέτη της γραμματικής από εκείνη της λογικής και τής ρητορικής — τής λόγο—τεχνικής, δηλαδή, εκφοράς τοΰ νοήματος. Δέν θα ήταν, βέβαια, επιθυμητή, δόκιμη, άρα και δέουσα ή επαναφορά στα εκπαιδευτικά προγράμματα τής διάκρισης μεταξύ τής
Τριττύος
(Trivium) καί τής Ύετρακτύος (Quantrivium) — δηλαδή, μεταξύ τής γραμματικής, τής ρητορικής καί τής διαλεκτικής από τή μία πλευρά, καί τής αριθμητικής, τής γεωμετρίας,
τής
αρμονικής καί τής αστρονομίας άπό τήν άλλη. Άλλα δέν μπορούμε νά αρνηθούμε, πώς μία μελέτη των λεγόμενων γραμματικών
φαινομένων μπορεί νά είναι ορθή, αποτελεσματική, καί
πλήρης, δντας αποφλοιωμένη άπό τό θεωρητικό καί τό φιλοσοφικό ιστορικό της πλαίσιο. Δεδομένης τής άρρηκτης σχέσεως γεγονότος
μεταξύ τής γλώσσας
καί τής νόησης
καί τοΰ
πώς στην αρχαιότητα ή σπουδή τής γραμματικής ανήκε, ό'πως θα δοϋμε
παρακάτω, στο πεδίο τής φιλοσοφικής διερεύνησης τοΰ λόγου, πιστεύω πώς, αν κάποιος επιθυμεί νά προσεγγίσει τήν ελληνική γραμματική άπό τήν πλευρά τής φιλοσοφίας, δέν θα ήταν δόκιμο νά ανατρέξει στα φιλοσοφικά ρεύματα τοΰ καιρού μας καί νά αρκεσθεί στή μεταφορά άπό αυτά κάποιων θεωρητικών σχημάτων καί τής αντίστοιχης ορολογίας τους. 'Αντιθέτως πιστεύω πώς πρέπει πρώτα νά ανατρέξει στα φιλοσοφικά κείμενα τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας καί νά αναζητήσει σέ αυτά τα χωρία εκείνα πού θά συγκροτούσαν τήν κλασσική φιλοσοφία τής γλώσσας καί θά προσέφεραν ικανοποιητικές απαντήσεις για τή συγκρότηση τής γραμματικής τών πρηγουμένων μορφών τής ελληνικής
γλώσσας.
"Αν
παραγνωρίζαμε τό υπόβαθρο αυτό ή αν αυτό έξέλειπε, οποιαδήποτε δική μας απόπειρα νά οργανώσουμε φιλοσοφικά τήν ελληνική γραμματική τοΰ καιρού μας θά είχε μειωμένη ισχύ καί θα ομοίαζε ή Ί'δια μέ τις επινοήσεις τών λεγόμενων τεχνητών
γλωσσών4.
'Αλλά οι τεχνητές
γλίοσσες εξυπηρετούν μέν ώς εφευρήματα κάποιες άπό τις ανάγκες τής επικοινωνίας μας και ακολουθούν πιθανώς στους συμβολισμούς κανόνες,
ό'μως, καθώς δέν
θεμελιώνονται
τους κάποιους οργανωτικούς κώδικες καί σέ
συγκεκριμένη
γλωσσική
παράδοση, ή
ερμηνευτική τους προσπέλαση δέν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον: κανείς δέν χρειάζεται νά ερμηνεύσει ή νά εξηγήσει στον εαυτό του τους κανόνες ή τους κώδικες πού ο ί'διος επέλεξε νά θέσει. 'Ακόμη περισσότερο χρειαζόμαστε μία ενδελεχή επισκόπηση τής αριστοτελικής,
τής
στωικής, καί τής νεοπλατωνικής μεθοδολογικής προσέγγισης τής ελληνικής γραμματικής, τόσο εξ
αιτίας τής
ιδιαίτερης πολιτισμικής
βαρύτητας τής ελληνικής
διανόησης — εξ αίτιας, δηλαδή, του γεγονότος πώς ή ελληνική γλώσσα
γλώσσας
καί
ήταν καί παραμένει
μία άπό τις κλασσικές γλώσσες τοΰ κόσμου, άλλα καί διότι οι τρεΤς προαναφερόμενες 4
Π.χ. ή esperanto.
9
εκφάνσεις τ η ς ελληνικής διανόησης συνιστούν τον πυρήνα τ ή ς φιλοσοφικής διανόησης και ή φιλοσοφία συνιστά το πλαίσιο τ ή ς γραμματικής. Γ ι ' αυτό και στις γραμματικές εργασίες του Παλασίου, του 'Αδαμαντίου
Κοραή, και τοϋ
Κωνσταντίνου
Κούμα, που επέλεξα
προς
εξέταση στην ανά χείρας διατριβή, θα προσπαθήσω να καταδείξω π ώ ς οι μέθοδοι και οι γραμματικοί δροι έχουν σαφώς φιλοσοφική προέλευση. Για το λόγο αυτό τό θέμα τ ή ς ανά χείρας
διατριβής
πρέπει
να
εκληφθεί"
ώς
απαραίτητη
διεύρυνση
τοϋ
φάσματος
τής
γραμματικής έρευνας και ώς α π ο κ α τ ά σ τ α σ η τ ή ς ακεραιότητας τής γραμματικής σπουδής. Σ τ η ν παράδοση τ ώ ν κλασσικών κειμένων ή σχέση μεταξύ τ ή ς γραμματικής και τ ή ς φιλοσοφίας
δεν
χρειάσθηκε
ποτέ
να
τεθεΐ
ώς
αντικείμενο
ιδιαίτερης
αποδεικτικής
διαδικασίας. Ή σχέση α ύ τ η , δ π ω ς θα δούμε, εκδηλώθηκε κυρίως κ α τ ά την πρόσληψη
τής
αριστοτελικής φιλοσοφίας και τ ώ ν γραμματικών παρατηρήσε(υν τ ώ ν φιλοσόφων τ ή ς Σ τ ο ά ς από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. "Αν διαφορά μεταξύ
τής
τέχνης
και τ ή ς
ό Χρύσιππος
επιστήμης5,
προσδιόρισε
ό 'Αμμώνιος
τ η σχέση αυτή ώς
Έ ρ μ ε ί ο υ επανέφερε
τη
6
γραμματική σπουδή εντός τοϋ πεδίου έρευνας τ ή ς φιλοσοφίας , και την προσδιόρισε ώς μία από τις λογικές
τέχνες
και ώς επιμέρους θεματική τ ή ς φιλοσοφικής διεκπεραίωσης
7
μουσικής θεωρίας . Τή θέση τ ή ς γραμματικής εντός προσδιόρισε σαφέστερα έ'νας ανώνυμος
τοϋ πλαισίου τ ώ ν λογικών
τής
τεχνών
γραμματικός τ ή ς αρχαιότητας: « τ έ χ ν η εστί σύστημα
εκ κ α τ α λ ή ψ ε ω ν εγγεγυμνασμένων προς τι τέλος ευχρηστον τών εν τ ω βίω. τών δε τ ε χ ν ώ ν διαφοραί εισι δύο. αί μεν γαρ αυτών εισι λογικαί, αί δε πρακτικαί. και λογικαί μεν είσι οίον γ ρ α μ μ α τ ι κ ή , ρητορική, φιλοσοφική" πρακτικαί δε οίον τεκτονική, χαλκευτική και αί τούτοις παραπλήσιοι». Προσδιορίζεται κ α τ ' αυτόν τον τρόπο ή γραμματική ώς σύστημα, ευχρηστον8.
*Αν τό τέλος
τ ή ς γραμματικής εντοπίζεται
στη χρήση
και μάλιστα
τ η ς — δηλαδή, σ τ η
χρησιμότητα τ η ς , τ ό τ ε αυτή δεν συνιστά α ν α γ κ α ι ό τ η τ α , αφού «αί μέν χρήσιμοι [τέχναι] μεν, ουκ άναγκαΐαι δε, οίον γραμματική, χρήσιμος μεν γάρ εστίν ή τ έ χ ν η , συσταίη δ' άν ό βίος χωρίς γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς » 9 . Αυτό σημαίνει π ώ ς ή γραμματική οφείλεται να αντιμετωπισθεί δχι ώς
5
«... μουσικήν μεν ούν και γραμματικήν και τας συγγενείς καλοϋμεν τέχνας· φιλοσοφίαν δε και τάς αλλάς
άρετάς έπιστήμας και τους έχοντας αύτας επιστήμονας»· Arnim, J. von, Chrysippi: Fragmenta logica et physica, Stoicorum Veterum Fragmenta, Teubner, Leipzig 1903, τ. 2, απόσπασμα 95, στίχ. 5—6. 6
«[ή γραμματική] περί γαρ τόνους και χρόνους καταγίνεται, απερ εστί μουσικής, ή δε μουσική φιλοσοφίας εστί
μέρος»- 'Αμμωνίου, Έξηγησις τών πέντε φωνών: Busse, Α.(έκδ.), In Porphym isagogen sive quinque voces, Commentaria Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1891. 8,23-25. 7
Παράβαλε και τήν άποψη τοϋ Πλουτάρχου, σύμφωνα με τήν οποία, ά άνθρωποι θεωρούσαν «Έρμήν δε
γραμματικής και μουσικής εύρετήν»ίΙερί "ΙσιΒος ΧΜ Όσίριδος: Sieveking, W. (έκδ.), De Iside et Osinde, PlutarcW moralia, Teubner, Leipzig 1935 (ανατύπωση: Teubner, Leipzig 1971), τ. 2.3, 352A,11-12 8
UhHg, G. (έκδ.), Supplementa arts Dionysianae vetusta, Grammatici Graeti, τ. 1.1, Teubner, Leipzig 1883
(ανατύπωση: Olms, Hildesheim 1965),τμήμα 1, 115,2-117,1. 9
Σο^πάτρου, Υπόμνημα εις τήν 'Ερμογένους τέχνην. Walz, C. (έκδ.), Scholia ad Hermogenis status seu artem
ihetoricam, Rhetores Graeci, Cotta, Stuttgart 1833 (ανατύπωση: Zeller, Osnabrück 1968) τ. 5, 20,12-14.
10
γνώση, άλλα ως μάθηση, χρήσιμη για τη γνώση άλλων
πεδίων 1 0 — ορθότερα δε, ως
μεθοδολογικό εργαλείο χρήσεως του λόγου, της πληροφορίας και της επικοινωνίας — της ανταλλαγής, δηλαδή, πληροφοριών. Αυτή ή ανάδειξη της γραμματικής σε εργαλείο — δηλαδή, σε μία σφικτή δομική σύνθεση (σύστημα)
κάποιων
μεθοδολογικών
αφετηριακών
αρχών
και
τής
τεχνολογικής
εφαρμοσιμότητάς τους — προέκυψε μεν από τή ένταξη τής γραμματικής στ'ις λογικές άλλα εξελίχθηκε μονομερώς, ώς αφομοίωση τής θεωρητικής άπό τήν τεχνολογική
διατύπωση
τέχνες,
μεθοδολογίας τής γραμματικής
της, θεωρούμενης τής τελευταίας ώς τυπολογίας
διατυπώσεως. Σε τί συνίσταται, λοιπόν, το θεωρητικό
αυτό μέρος
τής
τής
γραμματικής;
Πρόκειται για μία προβληματική, ή θεματική τής οποίας παρουσιάζει πολλές διακλαδώσεις. "Ενα βασικό χαρακτηριστικό τής θεοιρητικής γραμματικής είναι ή αποδέσμευση της άπό τή γραμματική εφαρμογή. Στο πνεύμα αυτό, ό Σώπατρος επισημαίνει τή θεωρητική υφή τής γραμματικής ώς ακολούθως: «τεχνών
δε είδη τρία, θεωρητική, πρακτική, μικτή - και
θεο^ρητική μεν έστιν, ης το πέρας ου βεβαιούται πράξει τινί, οίον γραμματική" εθεώρησε γαρ, οτι τα εις <ευς> οξύνεται, και απέδειξε, και το πάν αυτής πεπέρανται. Και οι Στωικοί δε, και ούτοι γαρ κράσεις στοιχείων τινάς θεωρησαντες, η τίνος τών τοιούτων εστίν αύτοΤς άεί ζήτησις, πλέον μεν ουδέν προσέθεσαν» 11 . "Ενας βασικός θεματικός κλάδος τής θεωρητικής γραμματικής άφορα τον Γδιο τόν προσδιορισμό της. Μία τέτοια διερεύνηση λαμβάνει αρχικά τή μορφή εξέτασης τού ονόματος γραμματική
και συνίσταται στον έλεγχο τών παρο,τνυμικών σχέσεων
του: «παρώνυμα δε
μόνα τα άπό τίνος παρωνομασμένα έκείνω λέγουσιν ω παρωνόμασται, άλλ' ουκ άλλήλοις, ουδέ εκείνο τούτοις·
τή γαρ γραμματική ό γραμματικός, ούκέτι δε και ή γραμματική τ ώ
γραμματικώ. πτώσεις δε ιδίως τα ούτως παρά τίνα έσχηματισμένα ώς το γραμματικώς" πτώσις γαρ τούτο
του γραμματικόν ομοίως το δικαίως, μουσικώς, φρονίμως, ανδρείως"
πτώσεις γαρ ταύτα τού δίκαιον, <μουσικόν>, φρόνιμον, άνδρεΤον12- ... και λέγοιτ' αν σύστοιχα ταύτα, οσα πράγματα τίνα όντα άπό τίνος παρωνόμασται, άλλήλοις τε και ω παρ(ονόμασται, οίον γραμματική, γραμματικόν, γραμματικός, ιατρική, ίατρικόν, ιατρικός, μουσική, μουσικόν, μουσικός» 13 . Κ α τ ' αυτόν τόν τρόπο, ή μελέτη τών παρωνυμικών σχέσεων θείορητικη γραμματική να συμπεριλάβει στή θεματική της γραμματικές πτώση
και
να τις
μελετήσει
συστηματικότερα,
οδηγώντας
τή
οδήγησε
τή
κατηγορίες, όπως ή γραμματική
σε
μία
0
Πρώτος ο 'Αριστοτέλης χαρακτήρισε τή γραμματική ώς «χρήσιμη προς τον βίον»· 'Αριστοτέλους, Πολιτικά: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: Politics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1932, 1337b25. Π Σωπάτρου, ενθ'άν.,τ. 5, 5,12-18. 12
'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Εις το πρώτον της Τοπικής 'Αριστοτέλους πραγματείας: Wallies, Μ. (έκδ.), Alexandri Aphmdisiensis in Anstotelis topicorum libros octo commentma, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin, 1891, τ. 2.2, 104,10-16. 13
Αυτόθι, 197, 4-7.
11 σημασιολογία του νοήματος. "Ετσι, ενώ ό 'Αμμώνιος Έρμείου επισημαίνει πώς «πτώσιν γαρ ό φιλόσοφος καλεί την άναλογίαν της τελευταίας συλλαβής και ουχ, ώς οι γραμματικοί, την από της ορθής επί την γενικήν και δοτικήν ετερότητα» 1 4 . Ό Στέφανος μας δίνει μία πληρέστερη εικόνα τής διαφοροποιήσεως μεταξύ της Περιπατητικής και τής Στωικής σχολής στο ϊ'διο θέμα: Εί'ωθεν ζητεΤσθαι τοις έξηγηταϊς ενταύθα περί τών καλουμένων παρά τοις γραμματικοίς πτώσεων, πότερον <δ> εισίν ή πέντε, και οι μεν από τής Στοάς και πάντες σχεδόν οι μετιόντες τήν γραμματικήν τέχνην <ε> δοξάζουσιν είναι τάς πτώσεις, και άρα και την καλουμένην ευθείαν πτώσιν όνομάζουσιν. ει δέ τις αυτούς έ'ροιτο και πώς ή ευθεία λέγεται πτώσις, αποκρίνονται λέγοντες οτι ευθεία μεν δια -τούτο, διότι τόν λόγον εύθύν και ορθόν αποτελεί οίον 'Σωκράτης βαδίζει', πτώσις δέ διότι πέπτωκεν από του νοήματος, όπερ συμβέβηκεν επί του γραφείου τοΰ πεπτωκότος από τής χειρός και σταθέντος ορθώς" και γαρ πεπτωκέναι λέγεται και ορθώς ΐστασθαι. άλλα προς αυτό λέγουσιν οι εκ τοΰ Περιπάτου οτι 'τούτω τω λόγω ου μόνον τα ονόματα πεπτώκασιν εκ τοΰ απλώς νοήματος, άλλα και τα ρήματα και πάντα τα μέρη τοΰ λόγου' έσονται ούν πάντα τα μέρη τοΰ λόγου πτώσεις, ό'περ και γελοΤόν εστίν και ταίς ύμετέραις μαχόμενον ύποθέσεσιν'» 15 . Έκεΐνο το οποίο καθίσταται
προφανές στα προαναφερθέντα ώς το σημείο τριβής μεταξύ
των Στωικών και τών Περιπατητικών φιλοσόφων είναι στην πραγματικότητα δχι το αν ή ονομαστική μπορεί να θεωρηθεί ώς πτώση, άλλα τό αν ή πτώση σημασιολογική
κατηγορία.
Στο
προπαρατιθέμενο
απόσπασμα
συνιστά μορφολογική ή ή
επίλυση
παρόμοιων
προβλημάτων εμπίπτει στην αρμοδιότητα τών φιλοσόφων και όχι απλώς τών γραμματικών οι φιλόσοφοι φέρονται κατ' αυτόν τόν τρόπο ώς οι εζτηγηταί
τών γραμματικών κειμένων —
έργο εντελώς διαφορετικό άπό τή λεγόμενη λογοτεχνική κριτική: «εάν δέ θαυμάσω τόν εξηγούμενον, οτι καλώς εξηγείται, και νοήσαι δύνωμαι, και αυτός έξηγεΐσθαι, και πάντα απλώς τα άλλα μοι παραγίνεται, πλην τοΰ χρήσασθαι τοΐς γεγραμμένοις • τι άλλο ή γραμματικός εξετελέσθην, αντί φιλοσόφου; μέρος γαρ εν τής γραμματικής τό έξηγητικόν έστι. Διαφέρω δέ τοΰ γραμματικού, οτι Χρύσιππον αντί Όμηρου εξηγούμαι» 16 . Τι αναδεικνύει ή παρατήρηση αυτή; Μα τη θεωρητική γραμματική ώς ερμηνευτική, ώς τέχνη τοΰ κατανοεϊν — άρα αναδεικνύει και τό λόγο ώς κατασκευαστικό τής διατυπώσεως και τη φιλοσοφία ώς κανονιστική τής σχεσεο!)ς τους. Άπό τή στιγμή πού τό ολο θέμα τίθεται
σε
τέτοια
βάση, εγκαταλείπεται
ή τυπική στωική
διάκριση μεταξύ α) τής
γραμματικής ώς εφαρμοσμένης τεχνολογίας, ή οποία έ'χει ώς θέμα τήν ορθή ελληνική διατύπωση
και
τήν
αποφυγή
τοΰ
βαρβαρισμού
και
τοΰ
σολοικισμού,
και
β)
τής
14
'Αμμωνίου, Προλεγόμενα τών δεχα. κατηγοριών: Busse, Α. (έκδ\), Ammonius in Aristotelis categories commentarius, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1895, τ. 4.4, 23,23-25. 15
Στεφάνου, Σχόλια εις το Περί ερμηνείας 'Αριστοτέλους: Hayduck, Μ. (έκδ\), Stephani in libnim Aristotelis de interpretatione commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1885, τ. 18.3, 10, 23-34. 16
Σιμπλικίου, Έξηγησις εις τα Επίκτητου εγχεφίδιον: Dilbner, Ρ.(έκδ.), Commentarius in Epicteti enchiridion, Theophrasti characteres, Didot, Paris 1842, 134,17-24.
12
πιθανολογούμενης
ως αρχαιότερης και φυσικής στην
και τ ω ν στοιχείων
χαρακτήρων
17
Υποχωρεί
έκφωνησεως .
γραμματικής ω ς προγυμνασματος τ η ς φιλοσοφίας
προέλευση
18
τ η ς γραμματικής τ ω ν
ή πλατωνική
αντίληψη τ ή ς
και επανέρχεται η οεωρηση τ η ς ω ς μέρος
τ ή ς φιλοσοφίας, ή κατηγορική διάσταση του οποίου οφείλεται να διευκρινιστεί. Ε μ φ α ν ί ζ ο ν τ α ι έτσι στο προσκήνιο οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί γ ι α τ ή γραμματική και τίθεται προς διερεύνηση ή γραμματική ω ς κ α θ ' αυτόν και ώ ς άναφορικότητα {προς Συμπληρώνοντας τήν παρατήρηση τοΰ 'Αριστοτέλους
π ώ ς «ή γ α ρ τις γραμματική τ ω ν
19
εν υποκειμένω ε σ τ ί ν » , ό 'Ιωάννης δ Γραμματικός (Φιλόπονος) γ ρ α μ μ α τ ι κ ή τ ω ν εν υποκειμένω
μέν έστι,
τι).
επισημαίνει π ώ ς «ή γ α ρ
κ α θ ' υποκειμένου δε ούδενός λ έ γ ε τ α ι » 2 0 .
Ό
Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η ς διευκρίνισε τ ή θέση του χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του χ ρ ώ μ α τ ο ς : « ά π α ν γαρ χ ρ ώ μ α εν σώματι, κ α θ ' υποκειμένου δε ούδενός λέγεται·
τ α δε κ α θ ' υποκειμένου τ ε
λέγεται και εν υποκειμένω εστίν, οίον ή ε π ι σ τ ή μ η εν υποκειμένω μέν εστί τ ή ψυχή, κ α θ ' υποκειμένου δε λέγεται εστιν» Ζ 1 .
τ η ς γραμματικής. [...] ή γ α ρ τις γραμματική τ ω ν εν υποκειμένω
ϋ ς η γ η σ ε οε ο ιοιος τήν προσέγγιση αυτή ως έξης: «ή γραμματική ου λ έ γ ε τ α ι
τινός γραμματική ούδ' ή μουσική τινός μουσική, α λ λ ' ει άρα κ α τ ά τό γένος και αύται προς τι λ έ γ ε τ α ι - οίον ή γραμματική λέγεται τινός ε π ι σ τ ή μ η , ου τινός γραμματική, και ή μουσική τινός ε π ι σ τ ή μ η , ου τινός μουσική - ώστε αί κ α θ ' έ'καστα ουκ είσι τ ώ ν προς τ ι » 2 2 . Προσδιόρισε κ α τ ' αυτόν τον τρόπο Ό 'Αριστοτέλης προς τό γένος τ η ς επιστήμη.
τ ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή με βάση τήν αναφορική τ η ς σχέση
Ή θέση αυτή του 'Αριστοτέλους οδήγησε τους νεοπλατωνικούς
στή μελέτη τριών θεμάτο:>ν: τ ή ς άναφορικότητας τ ή ς γραμματικής (προς
τι), τ ή ς σχέσης
της
τοΰ είδους
προς
τό γενικό
ορο επιστήμη
και τ ή ς
ανάγκης
προσδιορισμού
τής
γραμματικής. Για τον 'Αριστοτέλη ή άναφορικότητα είναι χαρακτηριστικό όχι τ ή ς γραμματικής, άλλα τού
17
γένους
τ η ς , πού είναι ή επιστήμη'
γ ι α τό λόγο
αυτό και δεν αναγνωρίζει
στή
Παράβαλε τήν παρατήρηση πώς «διττή δε έστιν ή γραμματική· ή [λεν γαρ περί τους χαρακτήρας και τάς τών
στοιχείων έκφο.)νήσεις καταγίνεται, ήτις και γραμματική λέγεται παλαιά ούσα και προ τών Τρωικών, σχεδόν δε και αμα τή φύσει προελθοΰσα· ή δε περ'ι τον έλληνισμόν, ήτις και νεωτέρα εστίν, άρξαμένη μεν άπο θεαγένους, τελεσθεΐσα <δέ> παρά τών Περιπατητικών Πραξιφάνους τε και 'Αριστοτέλους»- Hilgard, Alfr. (έκδ.), Scholia in Dionysii Thracis Altem Grammaticam, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1901, 164,23-29. 18
«και γαρ ούτος [ενν. ο Πλάτων] το μαθηματικον ου δοξάζει μέρος της φιλοσοφίας άλλα προγόμνασμά τι,
ώσπερ τήν γραμματικήν και τή ρητορικήν»· Δαβίδ, Προλεγόμενα
φιλοσοφίας: Busse, Α.(έκδ.), Davidis
prolegomena philosophiae, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1904, τ. 18.2, 5, 10-14. 19
'Αριστοτέλους, Κατηγορίαι: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Categories, Loeb Classical Library, Harvard
University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936, l a 2 0 - l b 8-9. 20
'Ιωάννου τοΰ Φιλόπονου, Σχόλια εις τάς Κατηγορίας: Busse, Α. (έκδ.), ΡΜΙοροαί (olim Ammonii) in Aristotelis
categories commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1898, τ. 13.1, 37, 3-4. 21
'Αριστοτέλους, Κατηγορίαι, έ'νθ'άν., Ia28— lb9.
22
Αυτόθι, 1 U 2 7 - 3 2 .
13
γραμματική
τή
δυνατότητα
συστάσεως
είδους23.
γραμματικού
παρατηρήσεων του 'Αριστοτέλους ήταν ή τις γραμματική ανάμεσα στους δύο ό'ρους διευκρίνισε δ Πλωτίνος
Το θέμα, ωστόσο,
και οχι ή γραμματική.
των
Τή διαφορά
ως έξης: «Το δε πρώτος και δευτέρας
λέγειν 'τάδε το πΰρ' και 'πϋρ' άλλως μεν εχειν διαφοράν, οτι το μεν καθέκαστον, το δε καθόλου, ου μέντοι ουσίας διαφοράν και γαρ και εν ποιώ 'τι λευκόν' και 'λευκόν' και 'τις γραμματική'
και
'γραμματική'.
"Επειτα
τί
ελαττον
έχει
ή
γραμματική
προς
τινά
γραμματικήν και όλως επιστήμη προς τινά έπιστήμην; Ου γαρ ή γραμματική ύστερον
της
τίνος γραμματικής, άλλα μάλλον ούσης γραμματικής και ή εν σοί" έπεΐ και ή εν σοί τίς έστι τω
εν
σοί,
αυτή δε
ταύτόν
τή
καθόλου» 24 .
άναφορικότητα ή άναγωγιμότητα μεταξύ θεωρητικής
γραμματικής,
ενώ
της
παράλληλα
Με
τον
τρόπο
αυτό
καταφάσκεται
καθόλου γραμματικής και τής έπανατίθενται
προς
ή
μερικής
διερεύνηση
τόσο
ή ή
άναφορικότητα τής μερικής γραμματικής προς τήν καθόλου έκφανση της ό'σο και ή υφή τής καθόλου γραμματικής. Ή διερεύνηση τής άναφορικότητας τής γραμματικής είναι ή διερεύνηση τής
θέσεως,
σύμφωνα με τήν οποία «ή γραμματική, κατά το γένος προς τι» 2 5 . "Ενας μή αναγωγικός στο γένος προσδιορισμός τής γραμματικής είναι προσδιορισμός της ώς καθ' αυτόν και οφείλει να συμπεριλαμβάνει τήν άναφορικότητα τών αντικειμένων τής γραμματικής έρευνας 26 — τήν ορθότητα
δηλαδή
της
αναγνώσεως
γραμματικής του Θράκας θεώρησε χαρακτήρες,
23
και
τής
γραφής 2 7 . Αυτό
ώς πιθανή φυσική προέλευση
πού τής
ό
σχολιαστής
τής
γραμματικής — οι
δηλαδή, και ή στοιχειακή υφή τών εκφωνήσεων — πρέπει να αποσαφηνισθεί και
«εάν δ' η προς τι το είδος, σκοπεϊν ει καί το γένος προς τι- ει γάρ το είδος τών προς τι, και το γένος, καθάπερ
επι του διπλασίου και πολλαπλασίου· έκάτερον γαρ τών προς τι. ει δε το γένος τών προς τι, ουκ ανάγκη και το είδος- ή μεν γαρ επιστήμη τών προς τι, ή δε γραμματική ου»· Αριστοτέλους, Τοπικά: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: Topica, Loeb Gassical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1960, 124bl5—20.Ό 'Αλέξανδρος Άφριδοσιέας, επεξηγώντας τη θέση αυτή, σημειώνει τα ακόλουθα: «λέγει δε οτι, ει μεν το είδος προς τι, και το γένος δει προς τι είναι, ει δε το γένος προς τι, ουκ ανάγκη και τό είδος προς τι είναι- η γαρ επιστήμη προς τι ούσα γένος εστί γραμματικής, γεωμετρίας, μουσικής, ων ουδεμία προς τι»1 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Εις το πρώτον της Τοπικής 'Αριστοτέλους πραγματείας, έ'νθ' av., 337, 3—7. 24
Πλωτίνου, Έννεάδοα: Henry, Ρ. και Schwyzer, H.-R. (έκδ.), Plotini: Enneades, Plotini opera, Brill, Leiden
1951-1973, τ. 2, Έννεάδα 6, κεφ. 3, τμήμα 9, 19-27. 25
'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Εις το πρώτον της Τοπικής "Αριστοτέλους πραγματείας, ενο'άν., 465,8—9.
^° «εστί τίνα α κατά την επ άλλο τι αναφοραν εστί προς τι αλλ ου καθ αυτά, ως ιατρική και γραμματική και έκαστη τών επιστημών αύται μεν γαρ κατά τον οικεΐον λόγον ουκ είσι τών προς τι, κατά δε την προς το γένος αναφοραν προς τι. δ» τούτων μεν ούχ οιόν τε τον ορισμον χωρίς αποδοϋναι τών αντικειμένων αύτοΐς· έ'στι γαρ εν τη προς εκείνα σχέσει το είναι αυτοίς»· 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, αυτόθι, 4 4 1 , 9 — 1 4 . 27
«ει μεν γαρ το δριστον εκείνο προς δύο πέφυκεν εχειν κυρίως τήν σχέσιν, ώς ή γραμματική οριστόν ούσα και
αυτή τών προς τι, καθο τω γενικωτέρω αυτής ονόματι επιστήμη λέγεται, προς δύο πέφυκεν εχειν τήν σχέσιν, προς τε το ευ γράφειν και το ευ αναγινωσκειν, και αμφοτέρων χρή τον δριζόμενον εν τω αυτής όρισμώ μνημονευειν λέγοντα 'γραμματική έστι τέχνη του ευ γράφειν και του ευ αναγινωσκειν'»· 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, αυτόθι, 456,13—18.
14
να διακριθούν οι ρόλοι και τα αντικείμενα της φιλοσοφίας άπο αυτά της γραμματικής. "Ετσι, δ 'Αλέξανδρος Άφροδισιεύς σημειώνει πώς «ή γραμματική ου τήσδε τής φωνής, φέρε ειπείν τής οξείας, εστί θεωρητική μόνης, άλλα και πάσης φωνής καθό φωνή. έπεί τοίνυν και το ον μιας φύσεως κεκοινώνηκε καθό ον [...], ου το θεωρεΐν περί τής ουσίας, τούτου και περί παντός του οντος η ον εσται το σεωρειν» 28 . Σαφέστερος ο Ασκληπιός επισημαίνει πως «η γραμματική ου τήσδε τής φωνής, φέρε ειπείν τής οξείας, εστί θεωρητική, άλλ' απλώς πάσης φωνής καθό φωνή» 2 9 . Μετατρέπεται κατ' αυτόν τον τρόπο ή μελέτη τής γραμματικής σε μελέτη μίας οιονεί οντολογίας — για να αποφύγουμε τή θεώρηση τής σχέσεως
μεταξύ
γραμματικής και οντολογίας ώς αναλογική. Ή άποψη τοΰ Δαβίδ πώς «ή φιλοσοφία γινώσκει τήν φύσιν τής φωνής, τα δε παρεπόμενα δίδωσι τή γραμματική, τοϋτ' εστί τους τόνους και τα πνεύματα» 3 0 δεν αποδίδει αρκούντως τήν εσωτερική σχέση τής γραμματικής με το φιλοσοφικό λόγο - αντιθέτως αυτό γίνεται καταφανές στο Ασκληπιό, όταν αυτός σημειώνει πώς «άπαντος δε γένους και α'ι'σθησις μία ενός και επιστήμη, οίον γραμματική» 3 1 . Άλλα τί είναι ή φωνή ώς καθόλου θέμα τής γραμματικής; Είναι το καθόλου σημαίνον, ή εκάστοτε γραμματική
κατηγορία
χωρίς τους μορφολογικούς της τύπους. Αυτό είναι και το
βασικό θέμα τής θεωρητικής, φιλοσοφικής προσέγγισης
τής γραμματικής, αλλά και τό
καΆο'Κου χαρακτηριστικό της ώς τέχνης. Γι' αυτό τό λόγο ώς προς τήν υφή της ώς καθόλου τέχνη, η γραμματική εμπίπτει στην αριστοτελική κατηγορία τής ποιότητας3,2. αποκαλεί τή γραμματική ποιότητα
και κατά
το συμ&εζηκός33.
Για τον Όλυμπιόδωρο, ή
γραμματική, θεοορημένη δχι ώς άναφορικότητα άλλα ώς καθ" εαυτόν 34
ψυχής , επιστήμη
28
μερικώς
επιστημονική, και γι'
και γνοόση,
άλλα
αυτό μή άναγώγιμη
άντιδιαστελλόμενη
προς
τήν
Ό 'Αμμώνιος
σε
είναι μία καθολική
καθόλου
ποιότητα θεωρητική
επιστήμη
τής
'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, αυτόθι, 245,10.
'Ασκληπιού, Σχόλια εις το Β της Μετά τά Φυσικά "Αριστοτέλους γενόμενα, άπο φωνής 'Αμμωνίου τοΰ Έρμείου: Hayduck, Μ. (έκδ.), Asclepii in Aristotelis metaphysicorum libros A-Z commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeaca, G. Reimer, Berlin 1888, τ. 6.2, 235, 3-5. 30
Δαβίδ, Προλεγόμενα, φιλοσοφίας, ενθ' av., 40,21—23.
31
'Ασκληπιού, Σχόλια εις τό Β της Μετά τα Φυσικά 'Αριστοτέλους γενόμενα, άπό φωνής 'Αμμωνίου του Έρμείου, ενθ'άν., 232,12-13.
32
«τα δε καθ' αυτά μεν ουκ εστί προς τι κατά δε το γένος, ώς γεωμετρία, γραμματική- ταϋτα γαρ κατά το γένος, την επιστημην, προς τί εστί, καθ' αυτά δε ποιότητες ως εν Κατηγοριαις δέδεικται»' 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, ενθ'άν., 463,20-23. 33
«και γαρ ό γραμματικός ουσία εστίν, ή δε γραμιματική επιστήμη τις ήγουν ποιότητα και κατά συμβεβηκός»· 'Αμμωνίου, Προλεγόμενα των §εκα κατηγοριών, ενθ'άν., 23,2—3. 34
«η μεν γραμματική αύτη καθ' έαυτην ουκ εστί των προς τι, άλλα ποιότης ψυχής, προς δε την έπιστήμην, τοΰτ' εστί το γένος αυτής, παραβαλλομενη των προς τι έστιν η γάρ γραμματική επιστήμης εστίν γραμματική»· Όλυμπιοδώρου φιλοσόφου, Σχόλια εις τάς 'Αριστοτέλους Κατηγορίας: Busse, Α. (έκδ.), Olympiodon prolegomena et in categories commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1902, τ. 12.1, 99,35-38.
15
μεταφυσικής 3 5 . Ό Δαβίδ, διακρίνει τήν ποιότητα γραμματική
από τις υπόλοιπες κατηγορίες
και οριοθετεί αυτήν ώς έξης: «η δε γραμματική ουκ ανάγεται ύπό το ποσόν, αλλ'
υπό
τήν
καθόλου τέχνην, ή δε τέχνη ύπό τήν έπιστήμην, ή δε επιστήμη υπό τήν εξιν, ή δε έξις υπό τήν ποιότητα» 3 6 . "Αν δεν μπορεΐ να παραβλεφθεί αυτή ή συμβολή των φιλοσόφων στή γραμματική σπουδή, το Γδιο ισχύει και για τή συνεισφορά στο τελευταίοι, θεωρώντας πώς αναδεικνύουν
τήν
αξιοποίησης τ η ς γραμματική
38
από
ίδιο θέμα των
τα μέρη του λόγου
αξιολογική προτεραιότητα και
μεταποιούν
απαραίτητο
τή
συνιστούν τήν
της
θεώρηση
θεωρητικών της
γραματικής της.
προπαρασκευαστικό
Κατ'
στάδιο
της
υλη έναντι
αυτήν τών
ρητορικής. Οι γραμματικής 3 7 ,
τών τήν
πεδίων προσέγγιση
διαφόρων
της ή
μαθήσεων
αναδεικνύεται σε μητέρα της φιλοσοφίας, τών επιστημών, και τών τεχνών, ενώ, παράλληλα, ή διδασκαλία της και ευρύτερα ή γραμματική δράση (τό «γραμματικώς ένεργεΐν»)
αποκτά
39
ηθική χροιά . Αν ή θεωρητική γραμματική — ή, αλλιώς, ή γραμματική ώς καθόλου — προκύπτει ως μία οιονεί οντολογική μεθοδολογία, ή γραμματική δράση, με αφετηρία τήν 40
ορολογία, έκδιπλώνεται ώς μετάβαση από τό δυνάμει στο ενεργεία . 35
αριστοτελική
ΜπορεΤ ή παρατήρηση
«ή επιστήμη διττή έστιν, ή μεν καθόλου ή δέ μερική, και ή μεν καθόλου υπό τα προς τι ανάγεται, ή δε μερική
ύπο την ποιότητα, και εστί μερική μεν οίον γραμματική, ρητορική, ιατρική, γεωμετρία, καθόλου δε εστίν επιστήμη ή κοινώς κατά τούτων κατηγορουμένη, ώς ή πρώτη φιλοσοφία»· αυτόθι, 129,18—22. 36
Δαβίδ, Προλεγόμενα φιλοσοφία·;, ί'νθ' άν., 10,21—23. «ώς γαρ υλη γραμματικής του λόγου μέρη, ούτως τών ζητημάτοίν τα πρόσωπα και τα πράγματα»·
Συριανού και Σωπάτρου και Μαρκελίνου, Εις Στάσεις τού 'Ερμογένους: Walz, C. (εκδ.), Syriani, Sopatri et Marcellini Scholia ad Hermogems librum περί στάσεων, Rhetores Graeci, τ. 4. Cotta, Stuttgart 1833 (ανατύπωση: Zeller, Osnabrück 1968, 8 2 , 1 8 - 1 9 . 38
«και τό ήττον προσδεόμενον θατέρου κρεΐττον του προσδεομένου αυτού, οίον ή γραμματική κρείττων της
ρητορικής- ου γαρ προσδέεται αυτής, ή μέντοι ρητορική δέεται αυτής, πάλιν ή φιλοσοφία δέεται ετέρων, ρητορικής φημι και γραμματικής, ή μέντοι γραμματική ουκ αυτών, και εντεύθεν κρειττο^ν αυτών η γραμματική έλαττόνων προσδεομένη ή ραόνων»· Rabe, Η. (εκδ.), Anonymi et Stephani in artem metoricam commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1896, τ. 21.2, 31,1-6. 39
«μήτηρ γαρ φιλοσοφίας και ρητορικής γέγονε γραμματική και πάσης καλώς λεγομένης επιστήμης τε και
τέχνης ρίζα και γένεσις πέφυκεν αυτή, θρέψαι δυναμένη παιδός άρετήν, άκριβουμένη δια τεχνικής εμπειρίας εις την αναμαρτητον τής λέξεως έμπειριαν, εξ ης πάς έπαινος υψοΰται»· Ήρωδιανοΰ, Περί σολοικισμού και βαρβαρισμού: Lentz, Α. (εκδ.), Aelii et Herodiani et Pseudo-Herodiani: Περί σολοικισμού και βαρβαρισμού, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1867 (άνατύποκτη. Olms, Hildesheim 1965, τ. 3.1, 294,4-295-1. 40
«δυνάμει μέν γαρ λέγεται το ατελές και μή προαχθέν εις ένέργειαν, δυνάμενον μέντοι και έπιτηδείως έ'χον
ενεχθήναι έπΐ τό ενεργεία- οίον τό παιδίον δυνάμει μέν γραμματικόν έστι (δύναται γαρ γενέσθαι γραμματικόν) και το ψυχρον ύδωρ λέγεται δυνάμει θερμόν. τούτο ουν έστι τό δυνάμει, ενεργεία δε λέγεται γραμματικός ό ήδη τήν γραμματικην επιστημην κατά τήν εξιν τελειωθείς και παραδιδους τους γραμματικούς λόγους»-
'Αμμωνίου,
Έςηγησις τών πέντε φωνών: Busse, Α.(εκδ.), In Porphym isagogen sive quinque voces, Commentaria Aristotelem Graeca, υ. Reimer, Berlin 1891, 102, 7—12. «Διττώς δε λέγεται και τό δυνάμει και τό ενεργεία. Λέγομεν γαρ τον παιοα τον θηλάζοντα δυνάμει γραμματικόν. έχει γαρ επιτηδειοτητα δια μαθήσεως γενέσθαι γραμματικός.
16
τού Ίωάνου τού Γραμματικού πώς «δ κατά την γραμματικήν ενεργών» είναι «ο λέγων ή γράφων το άλφα» 4 1 να απλοποιεί τη σημασιολογικά πτωτική διάταξη πού αναγνώρισε 6 'Αριστοτέλης
στους
παρωνυμικούς
ορούς,
δταν
επεσήμαινε
πώς
«τότε
ουν
εσται
42
γραμματικός, εάν και γραμματικόν τι ποίηση καί γραμ4χατικώς» . Ωστόσο ό 'Ιωάννης αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα πώς ή σχέση
'δυνάμει—ενεργείς'
είναι στην
περίπτωση
της
43
γραμματικής μία εκδοχή τοϋ ζεύγους διαστοχαστικών εννοιών 'ύλη—είδος' . Ή αντιμετώπιση τής ελληνικής γραμματικής ώς πεδίου εντασσόμενου στη θεματική τής φιλοσοφίας παρέμενε σε λανθάνουσα μορφή για ποΧΚους αιώνες — εν μέρει δε παραμένει λανθάνουσα ακόμα καί σήμερα. Το δλο ζήτημα κ α τ ' ούσίαν ποτέ δεν τονίσθηκε ιδιαίτερα και δεν έγινε αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας πέρα από ορισμένες παρατηρήσεις κάποιων γραμματικών, οι όποΓες, ωστόσο, καί αυτές έλαθαν τής προσοχής τών πολλών. Π.χ., ή φιλοσοφικότητα τών αναφορών πού εντοπίζονται σε πολλά σημεία τοϋ έργου ΤΤερί συντάξεως τοΰ Θεοδώρου Γαζή θυσιάσθηκε από τόν ι'διο στο βωμό τής χρηστικότητας τού έργου του ώς εγχειριδίου
γραμματικής
μορφολογίας.
Κατά
συνέπειαν
συγκεκριμένου κειμένου δύσκολα μπόρεσε να εντοπίσει
ό
μέσος
αναγνώστης
τοΰ
τις φιλοσοφικές του δυνατότητες,
παρ' δτι ή ί'δια ή φιλοσοφική άναγωγιμότητά του συνέστησε μία από τους βασικές αιτίες συγγραφής ερμηνευτικών
καί εξηγητικών
εργασιών
καί σχολίων.
"Όμοια με
το
ΖΤερι
συντάξεως τού Θεοδώρου Γαζή, σαφώς τεχνολογικό καί χρηστικό προσανατολισμό είχε καί ή Γραμματική
τών οκτώ τοΰ λόγου μερών τού Κωνσταντίνου Λασκάρεως. Μπορεί ό Γδιος ό
Λεγομεν πάλιν τον γραμματικόν καί δυνάμει γραμματικόν και ενεργεία· ενεργεία [λεν, era έχει την γνώσιν τής γραμματικής, δυνάμει δε, οτι δύναται έξηγεΐσθαι, ουκ ενεργεί δε την έξήγησιν. Λεγομεν πάλιν ενεργεία γραμματικόν, οτε ενεργεί ήγουν εξηγείται»' Τοϋ οσίου αββα 'Ιωάννου πρεσβυτέρου Δαμάσκηνου,
Εκδοσις ακριβής τής ορθοδόξου πίστεως: Kotter, Β.
(έκδ.), Joannes Damascenus: Expositiofidei,Die Schriften des Johannes von Damaskus, De Gruyten Patristische Texte und Studien 12, Berlin 1973, τ. 2, απόσπασμα 37, στίχ. 18—23. «Τον μεν γαρ ετοιμον οντά. εν ρητορική ή γραμματική άποκρίνεσθαι, περί ων αν ερωτάται θεωρημάτων ρητορικής ή γραμματικής, καί λόγον υπέχοντα τούτων και τα υποπίπτοντα άπορα εξ έτοιμου επιλυομενον τοντον ψασιν εξιν έ'χειν ρητορικής η γραμματικής· εαν δε άλλος τις πεποίωται κατά ταύτας μετρίως, ούτος, εξιν μεν τούτων ου λέγεται εχειν, διακεΐσθαι δέ πως κατ' αυτός.»· Ιωάννου τοϋ Φιλόπονου, Σχόλια εις τάς Κατηγορίας, τ. 13,1, 142,21—26. Βλέπε, επίσης, στην ανά χείρας διατριβή, Παλασίου τού Πελοποννησίου, Περί γραμματικής θεωρητικής, ιζ' " . Ιωάννου Άλεξανδρέως, Εις την Περί ψυχής 'Αριστοτέλους σχολικαί άποσημειώσεις εκ τών συνουσιών 'Αμμωνίου τοϋ Έρμείου μετά τινών ιδίων επιστασιών: Hayduck, Μ. (έκδ.), loannis Ptuloponi in Anstotelis de anima libros commentana, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1897, τ. 15, 300,4-5. 42
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια: Goold, G. P. (έκδ.), Aristotle: Niœmachean Ethics, Lœb Qassical Library,
Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926, 110a23-26. 43
«και την γραμματικήν δε τέχνην άπειληφέναι λέγεται ούχ δ δυνάμει γραμματικός ών, αλλ' δ ενεργεία, ώσπερ
ουν έπί τών τεχνητών ου τής ύλης κατηγορείται ή τέχνη (το γαρ δυνάμει ύλη εστί τοϋ ενεργεία), άλλα τού ειοους»· Ίίυάνου τού Φιλόπονου, Εις το S τής Αριστοτέλους Φυσικής ακροάσεως: VitelK, Η. (έκδ.), loannis Philoponi in Anstotelis physicorum libros octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1887, τ. 16, 209, 8 - 1 1 .
17
Λάσκαρις να παραδέχεται πώς ο τύπος της γραμματικής που θεραπεύει δεν είναι άλλα πρακτικός,
εκλαμβάνει όμως ως θεωρητικά
θεωρητικός
κείμενα τα έργα του Απολλώνιου
τοΰ
44
Δύσκολου . Ή φιλοσοφική θεμελίωση τής γραμματικής λανθάνει τόσο πολύ τής προσοχής, πού
μόνον σε ορισμένες
υπομνήματα
χειρόγραφες
γραμματικές
και σε
έ'να
από τά
ερμηνευτικά
του Περί συντάξεως τοΰ Γαζή ξανασυναντούμε τήν αριστοτελικής προελεύσεως
θεώρηση τής γραμματικής ως εξεως νοος ή νοεράς εξεως45. Με τις γραμματικές εργασίες, πού ή φιλοσοφική τους αφετηρία εντοπίζεται στις θέσεις τού 'Αριστοτέλους, των φιλοσόφων τής Στοάς, και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων και τις όποιες θα εξετάσουμε στή διατριβή αυτή αναμένεται να τεθεΐ ως δεσπόζον θέμα ή σχέση τής ελληνικής γραμματικής με τη φιλοσοφία και νά επιτευχθεί ή συγκρότηση ενός πλαισίου ορολογίας, το οποίο άφορα στή σχέση τής ελληνικής γραμματικής με τήν ελληνική φιλοσοφία και το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για τήν περαιτέρω οίκονόμηση μίας φιλοσοφικής γραμματικής τής ελληνικής γλώσσας.
44
Λασκάρεως Κων., "Επιστολή προς Ίακώ6ω Ξυμένη: Migne, J.-Ρ. (έκδ.), Patrologia Graeca, Gamier Fratres, Paris 1885, τ. 161, σσ. 938-940. 45
«...γραμματική εστί, νοός έξις, τουτ' εστί γνώσις, ην ό Θεόδωρος θεωρίαν έκάλεσε, περί εκάστου των οκτώ τοϋ \oyo\j μερών σκεπτόμενη, της προς άλληλα τούτων καταλλήλου επιπλοκής και απαγγελίας στοχαστική»' Καυσοκαλυβίτη, Ν., Θεοδώρου Γραμματικής εισαγωγής των εις τέσσαρα εις τό τέταρτον υπόμνημα, Bucarest 1768, 1, 20-25.
ΟΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ TOT ΠΑΑΑΣΙΟΓ TOT ΠΕΑΟΠΟΝΝΗΣΙΟΤ, ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ, ΚΑΙ TOT ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΤΜΑ
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Η ΝΕΟ-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΣΙΟΓ TOT ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΤ α ' . Περί τοΰ προσώπου και τοΰ έργου τού Παλασίου Ό ιερέας Παλάσιος, Πελοποννήσιος στην καταγωγή, έζησε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τοΰ δευτέρου ημίσεως τοΰ 17ου αιώνα. Ή τ α ν μαθητής τοΰ αρχιεπισκόπου Νέων Πατρών Γερμανού και σύγχρονος τοΰ Μανουήλ Χρυσαφή 46 . Το δνομα τοΰ Παλασίου, έκτος
από
τήν
εκδοχή
Παλάσιος
[6]
Πελοποννήσιος,
τήν
οποία
εδώ
υιοθετούμε
ακολουθώντας το πρότυπο τών γραμματικών εργασιών του που θα εξετάσουμε, συναντάται επίσης
στην
εκκλησιαστική
βιβλιογραφία
στους
μορφολογικούς
τύπους
Βαλ(λ)άσιος,
Βαλ(λ)άσης, Παλλάσιος, Παλ(λ)άσης, Μπαλάσης, ή Μπαλάσιος, ακολουθούμενο συνήθως από τον προσδιορισμό ιερεύς. Εργαζόμενος στους κόλπους τοΰ Οικουμενικού Πατριαρχείου, ό Παλάσιος αναδείχθηκε διαδοχικά στα αξιώματα τοΰ Μεγάλου
Χαρτοφύλακος 47 , τοΰ Νομοφύλακος48 και τοΰ
Σκευοφύλακος της 'Αγίας τοΰ Χρίστου Εκκλησίας. Είναι μάλιστα ό συγγραφέας τοΰ έργου Άπόκρισις έρωτήσαντας
μικρά τοΰ Μεγάλου
'Ρήτορος της Μεγάλης
που δει τίθεσθαι τήν μερίδα της Παναγίας
Εκκλησίας
Μπαλασίου
προς τους
εν τη ιερά προσκομιδή*9.
Ό Παλάσιος, με το γραμματικό έργο τοΰ όποιου θα ασχοληθούμε στό παρόν τμήμα της διατριβής, είναι κυρίως γνωστός
ως ποιητής και μελιστής
χερουβικών ύμνων, οι όποιοι ψάλλονται λειτουργιών
της ορθόδοξης εκκλησίας. Ώ ς
θεωρούνται ό Πολυέλαιος
εις τον Πατριάρχην
εις Οικουμενικόν Πατριάρχην,
46
έως
άσματικών κανόνων και
και σήμερα κατά τή διάρκεια διαφόρων τα γνωστότερα
ποιήματα και μέλη
του
"Ιεροσολύμων Δοσίθεον και ό Πολυχρονισμος
έ'ργο πού έψάλη και κατά τήν ενθρόνιση τοΰ νΰν Οικουμενικού
Παπαδοπούλου, Γ., Συμζόλαι εις την παρ* ήμιν εκκλησιαστική μουσική, 'Αθήνα 1890, σ. 303 .
47
'Αξίωμα που δίνονταν στον εκάστοτε προσωπικό γραμματέα τοΰ Οικουμενικού Πατριάρχου, ο οιτοϊος είχε το βαθμό τοΰ διακόνου- ήταν δ φύλακας τών επίσημων εγγράφων και τών άλλων προνομιακών στοιχείων τών εποπτευομένου εκκλησιών, μεταξύ οϊΚΚων δε και τών αρχείων της Άγιας Σο<ρίας. 'Από τήν Σ Τ ' Οικουμενική Συνοδό και εντεύθεν, καί κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ ' τοΰ Πθ)γωνάτου, ό Χαρτοφύλαξ παρουσίαζε κατά τήν έναρξη κάθε Συνόδου τα βιβλία με τις αποφάσεις και τους Κανόνες τών προηγουμένων Συνοδών. Είχε το προνόμιο να κάθεται δίπλα στους μητροπολίτες. Τίτλος πού απονεμήθηκε για πρώτη φορά άπο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο θ % τον Μονομάχο, ο σκοίος επανίδρυσε το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, στον 'Ιωάννη Ψιφιλΐνο, επικεφαλής τής Νομικής Σχολής. 49
Σακκελίωνος Ί . , Πατμιαχή Βιβλιοθήκη, ήτοι αναγραφή τών εν τή Βιβλιοθήκγ] της κατά τήν νήσον Πάτμον γεραρας καάβασιλικής Μονής τοΰ άγιου ''Αποστόλου και Έυαγγελιστοϋ Ιωάννου του Θεολόγου, 'Αθήνα, 1890, άρ. κατ. 650.
20
Πατριάρχου Βαρθολομαίου50. Ανάμεσα
στα
συγκαταλέγονται τα ποιήματα Γεύσασθε 51
Δαμάσκηνου ,
τα
ένδεκα
γνωστότερα
όποια
έμέλισε
και Νυν αϊ δυνάμεις του 'Ιωάννου
και ΐδετε
'Αναστάσιμα
ποιήματα τα του
εζαποστειλάρια
52
Πορφυρογέννητου , τα ένδεκα αργά Έωθινά και το Αλληλουάριον
τοΰ
Κωνσταντίνου
'Αποστόλου.
Ή κυριότερη ωστόσο προσφορά τοΰ Παλασίου στην εκκλησιαστική στιχουργική και μουσική εντοπίζεται στο σημειογραφικό πεδίο, καθώς θεωρείται ώς ό «πρώτος της εκκλησιαστικής μουσικής στενογραφίας. Συγκεκριμένα, εισήγαγε
εξηγητής» 5 3
τή χρήση
πολλών
μουσικών φωνητικών χαρακτήρων και άφωνων σημαδιών, τα όποια δημιούργησε με σκοπό τόσο τή διευκόλυνση τών ψαλτών κατά τήν εκμάθηση της μουσικής στενογραφίας και την εκτέλεση
τών
μουσικών γραμμών 5 4
όσο
και
τήν
αποφυγή εισαγωγής
ξενισμών
νεωτερισμών στή σημειογραφία και τήν έμηνεία τής ορθόδοξης εκκλησιαστικής Τήν
εξήγησιν
τοΰ
Παλασίου,
εκκλησιαστικής μουσικής, συνεγισε
τή
διευρυμένη
και
αναλυτική
δηλαδή
και
μουσικής.
γραφή
της
ο 'Ιωάννης Τραπεζούντιος 55 , ενώ ή μεθοδολογία αυτή
ακολουθείται έ'ως και σήμερα στην εκκλησιαστική ψαλτική τέχνη. Δεν είναι τυχαίο το γενονός
πώς οι σύγχρονοι
σημειογράφοι
τής
εκκλησιαστικής
μουσικής καταχα>ροΰν τήν προαναφερόμενη δραστηριότητα τοΰ Παλασίου ώς ενασχόληση με τή «γραμματική τής μουσικής» 56 . Ώ ς γραμματικός άλλα καί — κυρίως — ώς άριστοτελιστής φιλόσοφος, ό Παλάσιος αποτελεί μία άπό τις πλέον άγνωστες πνευματικές μορφές τοΰ β ' ήμίσεος τοΰ 17ου αιώνα. Ή
πλευρά αυτή τής δράσης του αποκαλύπτεται άπό τρεις
εργασίες, οι οποίες παραδίδονται σε χειρόγραφη [χορψΎ\, καί τών οποίων φέρεται ώς ό συγγραφέας. Πρόκειται για έ'να χειρόγραφο μεταφυσικής τό οποίο διασώθηκε στή Βιβλιοθήκη τής Μονής 'Αγίου 'Ιωάννου τοϋ θεο\6γου
στην
Πάτμο 5 7 , καί δύο χειρόγραφα γραμματικής
θεωρίας, τα όποια διασώζονται στή Βιβλιοθήκη τής Σχολής Μηλεών, στό Πήλιο. Πρόκειται για τό έ'ργο Περί γραμματικής
θεωρητικής, εκ 34 χαρτωων φύλλων, τοΰ κώδικα αριθμ. 89
(φύλλα 45 εως 79), καί για τό έργο Γραμματική 0
προς Πολύαωρον, εκ 12 χαρτωοον φύλλων,
Ή ενθρόνιση τοϋ νυν Οικουμενικού Πατριάρχου έλαβε χώρα στις 2/11/91.
απο τήν Ελληνική Βυζαντινή Χορο>δία ύπο τή διεύθυνση τοϋ Auxoùpyou
Ή εκτέλεση του
'Αγγελοπούλου
Πολυχρονισμοϋ
ηχογραφήθηκε στις
10/12/1996 και κυκλοφορήθηκε σέ περιορισμένο αριθμό αντιτύπων ψηφιακού δκτκου (cd-rom) ύπο τον τίτλο Μτΐαλασίου
Ιερέως, Πολυχρονισμος εις ΟίκουμετΆκον Πατριάρχην,
51
Παπαδοπούλου Γ., ενθ' av., σ. 2 1 9 .
52
Αυτόθι, σ. 2 5 7 .
53
Ψάχου Κ. Α., Ή παρασημαντική
ΕΛΒΥΧ 3 3 .
της Βυζαντινής μουσικής, Διόνυσος, 'Αθήνα 1978, σ. 65 κ.έξ.
Πριν από τον Παλάσιο ή γραφή τών μουσικών γραμμών τών εκκλησιαστικών ύμνων ήταν μονοτονική. Ό μονοτονισμός αυτός ακολουθούνταν καί κατά τήν εκτέλεση τών ύμνων. 55
Ψάχου Κ. Α., ενθ'av.,
56
Αυτόθι, πίνακες ευρετηρίων θεμάτων.
5 7
Πρόκειται για τό έργο Μεταφυσική
σ. 7 4 .
Παλλχσίου
τοΰ Πελοπονησίου
Προς Πολύδωρον, τό όποιο διασώζεται σε
6 5 0 χαρτώα φύλλα. Για τήν καταλογογράφηση τοϋ έργου βλέπε, Σακκελίωνος, ενθ' άν., άρ. κατ. 4 1 2 .
Ή
αποκατάσταση, διόρθωση και έκδοση τοϋ χειρογράφου αυτοϋ έπεται της ολοκληρώσεως της παρούσας διατριβής.
21
τοϋ κώδικα αρ. 44 (φύλλα 1 έ'ως 12) 5 8 . Με τά δύο αύτα έργα θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στην ανά χείρας διατριβή. Ό συγγραφέας των τριών αυτών κειμένων κατονομάζεται είτε άπλα ως Παλάσιος, είτε ως Παλάσιος δ Πελοποννήσιος. Ή παλαιότερη βιβλιογραφική αναφορά στον Παλάσιο και το έ'ργο του γίνεται άπο τόν J. Fabricius 59 .
Albertus
Ό
Κωνσταντίνος
Σάθας
αναφέρεται
επίσης
στον
Παλάσιο,
60
τοποθετώντας τον στη χωρία τών λογίων ανδρών τοϋ 17ου αιώνα . Ό Ίδιος θεωρεί απλώς πιθανόν νά δίδαξε ό Παλάσιος στην Πατριαρχική 'Ακαδημία - ωστόσο ό Ματθαίος Παρανίκας εικάζει πώς ό Παλάσιος ίσως δίδαξε στην Πατραρχική Σχολή της
58
Για την καταλογογράφηση τών δύο έργων βλέπε,
Κωνσταντινουπόλεως
Παπαδοπούλου—Κεραμέως, Ά . ,
Κατάλογος
τών
Κωδίκων της εν Μηλεαϊς Βιέλιοθηκης, 'Αθήνα, Εστία 1 9 1 0 .
'Ελληνικών 5 9
«Palases Byzaiitius, magnus vasorum sacrorum custos in magna Ecclesia Constantinopolitana. Vir caetera doctissimus, Ecclestiastiquae disciplinae exemplum ac rypus boni ordinis in sacra Constantinopolitana Ecclesia fagacissimus pulcherimusquae, veri amans, et aBis multis omatus virtutibus, scripta quidem nulla post se reliquit silentii ductus amore, sed Silentium ejus multis scriptis anteferendum plurisquae aestimandum est»· Fabricii, J. Albertii, Bibhotheca Graeca, τ . χ ί , Hamburg 1722, σ. 7 8 2 . Βλέπε καί τή μετάφραση τοϋ χωρίου: «Παλάσης Βυζάντιος, ο μέγας σκευοφύλαξ της εν Κωνσταντινουπόλει μεγάλης εκκλησίας' άνήρ τά τε άλλα πεπαιδευμένος, και τύπος της εκκλησιαστικής παιδείας καί τάξεως εν τ η αγία εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, άγχινουστατος, και γλαφυρωτατος, φιλαλήθης, και άλλαις πολλαΐς κεκοσμημένος άρεταΐς- συγγράμματα μεν ου κατέλιπεν, εραστής ών της σιο>πής· άλλ' ή σιο^πή αύτοϋ προτιμητέα
εστί
Έπιτετμημένη άνθουντων,
πολλών
Απαρίθμησις
συγγράμματος»"
Προκοπίου
τών κατά τον πχρελθώντα
ή , Demetrii Procopii, Moschopolitae,
[Παμπερη],
Δημητρίου,
του
Μοσχοπολιτου
αιώνα λογίων Γραικών, καί περί τίνων εν τω νυν αίώνι
Bœvis
Recensio
Emutorum
Graecorum Supenoris Saeculi,
Nonnullorum etiam Praesenti hoc Nostro Florentium, Hamburg 1712. Τμήμα τοϋ έργου επανεκδόθηκε με τή μέθοδο της φωτοτυπικής άνατύποκτη από τό Βιβλιοπωλείο Νότη Καράβια καί κυκλοφορήθηκε στη σειρά Βϋολιοθ-ήκη 'Ιστορικών 6 0
Μελετών
(άρ. 16, 'Αθήνα 1 9 6 4 ) .
«Μπαλάσιος χαρτοφύλαξ, καί μετά ταύτα
σκευοφύλαξ,
αναφέρεται καί αυτός
ώς
διδάσκαλος
Πατριαρχικής 'Ακαδημίας, καί ταύτης έγένετο μαθητής υπό τόν πολύν Κορυδαλέα (προ τοϋ 1640). 'Απορρήτων 'Αλέξανδρος έγραψε συχνάκις εις τόν Μπαλάσίον ώς σκευοφύλακα μετά τό 1691 κατά ιανουαρων τοϋ έτους
τούτου
της
Ό εξ
βεβαίως, διότι
φέρεται η υπογραφή τοϋ Μπαλάση μετά τόν λογοθετην
Ίωαννην
Καρυοφυλλην, ώς μεγάλου χαρτοφύλακος εις συνοδικήν πράξιν τοϋ πατριάρχου Καλλινίκου Β ' τοϋ Άκαρνάνος, Άνανιου τοϋ φοβερού αρχιεπισκόπου Σιναίου. Λόγιοι δε διαπρεπείς, πατριαρχικοί γραμματείς, είσί χ ω σ τ ο ί , σύγχρονοι τ ω Βαλασίω, Γεωργάκης (ώς εαυτόν γράφει) Μουσελίμης, ό εκ τής επιφανούς ταύτης οικογενείας, ο πρωτονοτάριος, καί τα ύποβεβηκότα φέροντες οφφικια, ο πρωτεκδικος 'Ανδρόνικος 'Ραγκαβής, ό δικαιοφύλαξ Σπανδωνής, καί Χουρμούζιος ό λογοθέτης, όχι γενικού, διότι «γενικού λογοθέτης» υπογράφει Θεοδωράκης τις. Τον Μπαλάσιον εις τά αξίωμα διεδέξατο ό 'Ράλλης Καρυοφύλλης, δν έταξα μετά τών αδελφών αυτοϋ και Ανδρόνικου»· Σάθα, Κων., Βιογραφίαι τών εν τοις γράμμασι
διαλαμφάντων
'Ελλήνων,
Μανουήλ
'Αθήνα 1868,
σ.
416. Δυο απο τις επιστολές τοϋ 'Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου τοϋ εξ 'Απορρήτων προς τόν Παλάσιο, στις όποιες αναφέρεται ό Κωνσταντίνος Σάθας, έχουν ήδη εκδοθεί· βλέπε, Λιβαδα, Θ., ''Αλεξάνδρου 'Απορρήτων
Έπιστολαί
Ρ ' , Τεργέστη 1879, σσ. 4 5 καί 7 7 .
Μαυροκορδάτου
τοϋ εξ
22
κατά το διάστημα 1671—169161" δμως κανείς άπα τους βιβλιογράφους αυτούς δεν αναφέρεται στο τί δίδαξε ό Παλάσιος στή σχολή αύτη. Τέλος, ό Ί . Σακκελίων συνοψίζει Πατμιακή
στην
τις παραπάνω αναφορές, παραδίδοντας επιπλέον στοιχεία για την
Βιβλιοθήκη
τύχη των μουσικών χειρογράφων του Παλασίου 6 2 . Ή μαρτυρία του Κωνσταντίνου Σάθα προσελκύει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μας καθώς αναφέρεται στο γραμματικό έργο του Παλασίου και στή σχέση του με τον 'Ιωάννη Καρυοφύλλη, συγγραφέα ερμηνευτικών σχολίων στο 77ερί συντάξεως τοϋ Θεοδώρου Γαζή 6 3 άλλα το σημαντικότερο στοιχείο που προκύπτει απο τον ιοιο 6ι6λιογραφο άφορα στη μαθητεία του Παλασίου (πιθανώς προ τοΰ 1640) κοντά στον Θεόφιλο Κορυδαλέα, πού εισηγήθηκε το νεο—άριστοτελισμο στην ελληνική διανόηση 64 . Με βάση τή μαρτυρία αυτή, μπορούμε να συνδέσουμε τον Παλάσιο με τήν πνευματική κίνηση τού νεο—άριστοτελισμοϋ65 61
Παρανίκα Ματθαίου, Σχεδίασμα
αλώσεως
Κωνσταντινουπόλεως
Περί της εν τ ώ 'ΈΧληνιχώ (1453
Μ.Χ.
μέχρι
των
"Εθνει Καταστάσεως
άρχων
της
ένεστώσης
των Γραμμάτων (<#')
απο
Έκατονταετηρίδος,
Κωνσταντινούπολη 1 8 6 7 . 62
«Τούτον οί μεν Παλάσην, οι δε Βαλάσιον ή Μπαλάσιον γράφουσιν. Ην δε ιερεύς, νομοφύλαξ τό πρώτον, είτα
δε μέγας σκευοφύλαξ της Μ. Εκκλησίας, άκμάσας περί τελευτώσαν την ΙΖ ' εκατονταετηρίδα. Ό γε μην Προκοπίου Δημήτριος Βυζάντιον λέγει αυτόν, προστιθείς και οτι ου κατέλιπε συγγράμματα, εραστής ών της σιωπής [βλ. Φαβρ. 'Ελλην.
Βι§λ. τόμ. ΙΑ ', σελ. 7 8 2 ]
'Αλλά και μουσ'.κώτατος ην ό άνήρ, ώς αναφέρεται εν
τ ω πάρα τοϋ αγαπητού φίλου Κωνστ. Σάθα δημοσιευθεντι κώδικι της μητροπόλεως Ν . Πατρών, μαθητής γενόμενος τού Ν . Πατρών Γερμανού τοϋ περίφημου
και μελιυδοϋ
τοϋ πολυθαυμάστου
1 8 6 8 , σελ. 2 0 1 . — Π ρ β λ . καί Χρύσανθου αρχιεπισκ. Δυρραχίου θεωρητικόν
Μέγα
[Γδε 'Άττ.
Ήμερολ.
έ'τ.
της Μουσικής, μέρ. Β ' ,
σελ. xxxiv]. Έμέλισε δε και Είρμολόγιον των Καταβασιών και έγραψε μέλη Δοξολογιών, Ειρμών καλοφωνικών και άλλα πολλά [Θεωρητ.
Μέγ.
αύτόθ.], ων τινά περιέχονται εν τοΐ; υ π ' αριθμ. cxxxii, cxxxiii, καί cxxxiv
ασματικοΐς χειρογράφοις της εν Πετρουπόλει αυτοκρατορικής δημοσίας βιβλιοθήκης [βλ. Ε . de Muralt, Catalog, des manuscr. grec. etc. St. Petersbourg, 1864,
σελ. 76—77]. Προς τούτον επιγράφονται καί τρεις έπιστολαί τού
περιφανέστατου Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου τοϋ Έ ξ απορρήτων, εξ ων καταφαίνεται εν ήλίκη τιμή ηγεν εκείνος τον άνδρα»· βλέπε, Σακκελίωνος, έ'νθ'άν., αρ. κ α τ . 4 1 2 . 63
Τό κείμενο ευρίσκεται υπό εκδοσιν άπό τον συγγραφέα της άνά χείρας διατριβής.
64
Ό Θεόφιλος Σκορδαλός, γνωστός καί ώς Κορυδαλέας ( 1 5 7 0 — 1 6 4 6 ) , ήταν μαθητής τοϋ νεο-άριστοτελικοϋ
φιλοσόφου Cesare Cremonini (1550—1631). Ό Cremonini ύπεστήριζε τήν εμπειρική προέλευση τής άνθρο>πινης •γνώσεως και αμφέβαλε για τή δυνατότητα γνώσεως τού υπέρ—αισθητού κόσμου. Στηριζόμενοι στις αρχές τοϋ νεο—άριστοτελισμοϋ, τόσο ό Cremonini όσο καί ο Κορυδαλέας χρησιμοποίησαν ώς φιλοσοφική μέθοδο άλλα καί ώς τρόπο μελέτης τής φύσεως κυρίως τήν ε π α γ ω γ ή . 65
Ό νεο-άριστοτελισμός πρωτοεμφανίστηκε τόν 16ο αιώνα στην Padova με στοχαστές όπως ό Tomitanus καί ό
Zabarela και παρουσιάστηκε ώς κριτική τού σχολαστικού άριστοτελισμοϋ τού Μεσαίωνα, καί συγκεκριμένα ώς κριτική τού σχολαστικού θωμισμοΰ και τών μυστικιστικών χαρακτηριστικά τού θωμισμοΰ, ο οποίος, ως
προεκτάσεων τοϋ άβερρόισμοϋ. Σ τ α βασικά
-γνωστόν, οφείλει τό δνομά του
στον
Thomas
d'
Aquin,
συμπεριλαμβάνονταν α) ή γεφύροκτη τής γνώσεως με τήν πίστη βάσει τής κοινής καταγωγής άπό τό θ ε ό τού Λογού καί τής Άποκαλύψεως, β) ή πραγματική διάκριση μεταξύ τής υπάρξεως (existentia) και τής ουσίας (essentia), γ ) ή δυνάμει
(potentia) καί ενεργεία (actu) θεώρηση τών όντων, δ) ή a posteriori απόδειξη τής
υπάρξεως τοϋ θεού μέσω τών έργων του, ε) ή θεώρηση τοϋ άνθρο^που ώς όλου καί ώς ουσιώδους μορφής ενοποιημένης υποστάσεως, καί στ) ή συμφιλίωση τής θεολογίας με τήν επιστήμη. Στις κύριες θέσεις τού
23
καί να εξετάσουμε τό γραμματικό του έργο, το όποιο έχει διασωθεί σε δύο χειρόγραφα με τους τίτλους Περί γραμματικής
θεωρητικής
και Γραμματική
προς Πολύδωρον, στο πλαίσιο
αυτής της φιλοσοφικής παράδοσης.
β ' . Το θεωρητικό πλαίσιο τής γραμματικής του Παλασίου Όφείλουμε να θεωρήσουμε δεδομένο πώς ό Παλάσιος γνώριζε τις δύο κυρίαρχες κατά τήν εποχή του μεθόδους πραγμάτευσης και διδασκαλίας τής γραμματικής: τήν τεχνολογική, δηλαδή, γραμματική τοΰ Κωνσταντίνου Λασκάρεως, και τή συντακτικά εμπεριστατωμένη γραμματική τοΰ Θεοδώρου Γαζή.
"Αλλωστε, ή έκ μέρους του επιλογή
γραμματική τοΰ
στόχων
υποδηλώνει
Λασκάρεως
ώς
πώς ή εφαρμοσμένη
τής
γραμματική
αναιρετικής δεν
κριτικής
χωρίων
πού
μπορεί να υφίσταται
άπό τή
αυτός ώς
ασκεί,
θεωρητικά
αυτόνομη και φιλοσοφικά ατεκμηρίωτη γραμματική πρακτική. Ό κύριος άξονας γύρω άπό τον οποίο έκδιπλώνεται ή προσέγγιση τοΰ Παλασίου στή γραμματική τέχνη είναι ή διακριτική σχέση μεταξύ των εννοιών
γραμματική
θεωρία και
πράξη. Ή διάκριση αυτή αντιστοιχεί στή διαφοροποίηση ανάμεσα στο θεωρητικό
γραμματική
πλαίσιο τής γραμματικής και τήν καθημερινή εφαρμογή της, εννοούμενη ώς χρήση. Με βάση τις θέσεις πού εκφράζονται άπό τον Παλάσιο στην εισαγωγική παράγραφο τοΰ προοιμίου τοΰ έργου Περί γραμματικής
θεωρητικής, οι άρχες τής θεωρητικής γραμματικής εμπεριέχουν και
συναπαρτίζουν το γραμματικό 66
γραμματικού .
λόγο, ενώ ή γραμματική
Κ α τ ' αυτόν τόν
πράξη συσχετίζεται με το έργο
τρόπο, ό θεωρητικός
γραμματικός
λόγος
φέρεται
υπέρτερος τόσο τής έμπρακτης γνώσεως τοΰ γραμματιστή 6 7 , όσο και τής εν γένει
του ώς
χρήσεως
68
τής γραμματικής , άφοΰ συνιστά το πεδίο τεκμηρίωσης και τόν ό'ρο κατηγόρησης αυτών. αβερρόισμοΰ, ό οποίος έλκει τήν ονομασία του άπό τον άραβο—ισπανικής καταγο.>γης φιλόσοφο και επιστήμονα Muhammad itm Ahmad Muhammad ibn Rushd, συγκαταλέγονται: α) ή υποταγή τής πίστεως στις αλήθειες τής λογικής, β) ή αίο>νιότητα τής ΰλης και τοΰ κόσμου, και γ) ο λεγόμενος μονοφυχισμός, ή μοναδικότητα, δηλαδή, του δυνάμει οντος για όλους τους ανθρώπους. Οι θέσεις αυτές συνάντησαν απήχηση ανάμεσα σε πολλούς Εβραίους και Λατίνους διανοουμένους (averroistae), ό'πο^ς ό Siger de Brabante και ο Βοηθός έκ Δακίας. Σέ αντίθεση με αυτές τις δύο φιλοσοφικές θείυρήσεις, οι νεο—αριστοτελιστές πρεσβεύουν πώς ό θεός συνιστά οχι το ποιητικό, άλλο το τελικό αίτιο τοΰ κόσμου, ενώ ή ψυχή έχει υλική βάση καί, άρα, είναι φθαρτή. Χαρακτηριστικό στοιχείο τοΰ νεο-άριστοτελισμοΰ είναι ή εγκατάλειψη τής μελέτης της 'Αριστοτελικής σκέψης μέσα άπό τό πρίσμα τών σχολιαστών του και ή επιστροφή προς τη μελάτη τών κείμενο« τοΰ ίδιου τοΰ 'Αριστοτέλους και τοΰ θεωρουμένου ώς γνωσιότερου ερμηνευτή του, τοΰ 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πνευματική κίνηση τοΰ νεο-άριστοτελισμοΰ, βλέπε τήν καταχώρηση «άριστοτελισμος» τοΰ Βασιλείου Κύρκου στό έργο Καπόπουλου Κ.(έκδ,), Φιλοσοφικό και κοινωνικά λεξικό, 'Αθήνα 1994, τ. α ', σσ. 164-169. 66 67
Παλασίου, Περί γραμματικής θεωρητικής, α -β . Για να άναφερθοΰμε στον διδάσκαλο τής γραμματικής τέχνης, προσφεύγουμε άπό τοΰδε καί στό έξης στή
χρήση του Βυζαντινού ορού γραμμχτιστής,
ουτο^ς ώστε να αποφύγουμε τή σύγχυση τοΰ επιθέτου γραμματικός
με το ουσιαστικό όνομα γραμματικός που κανονικά προσδιόριζε τόν διδάσκοντα τήν γραμματική. 68
: τό «κατά γραμματικούς ενεργειν»1 Παλασίου, Περί γραμματικής θεωρητικής, ε καί σ .
24
Είναι
θεμιτό, συνεπώς,
να
δεχθούμε
πώς
τό
εννοιολογικό
εύρος
της
γραμματικής
προσδιορίζεται κατά συνέπεια με βάση τα ζεύγη διαστοχαστικών εννοιών 'θεωρία—πράξη' και 'λόγος—έργο'. Είναι ζύχοΤ,ο να αναγνωρισθεί στα ζεύγη αυτά, αν δχι ή
πλήρης
σύμπτωση, τουλάχιστον ή σημασιολογική συνάφεια μεταξύ τών ορών θεωρία και λόγος, δπίυς άλλωστε και μεταξύ τών δρων πράξη και ερ7°· *Αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν το συνδετικό κρίκο μεταξύ τών πρώτων και τών δεύτερων μελών τών παραπάνω ζευγών, ο όποιος αποκαλείται άπα τον Παλάσιο ως ό Βίος λόγος του γραμματικού, της έννοιας
γραμματική
ως
άλληλεπιδράσεως
τριών
οδηγούμαστε στή σύλληψη
πεδίων
κατά το
πρότυπο
τοΰ
διαγράμματος πού ακολουθεί.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΌΣ"1 \ ΘΕΩΡΗΉΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
r
]
/ 'ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΉ "
(
)
\
ΠΡΑΞΗ & ΕΡΓΟ
Λ
ΙΔΙΟΣ ΛΟΓΟΣ V ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ J
(
1
Ή θέση πώς τό σύνολο τών γραμματικών εφαρμογών υπόκειται αναγκαστικά σε αυτό το φιλοσοφικό πλαίσιο θεμελιώνεται στην αξιολογική κρίση τοΰ Παλασίου σύμφωνα με τήν οποία «ο "λόγος τοΰ έργου προτετίμηται» 6 9 . Ή διαζευκτική σχέση μεταξύ λόγου και έργου είναι επίπλαστο, άριστοτελίζων, λεκτικό εφεύρημα τοΰ Παλασίου, άφοΰ δεν απαντάται στα αριστοτελικά κείμενα ως αυτούσια διατύπωση. Ό αξιολογικός χαρακτήρας της αυτής φέρεται να στηρίζεται στα ηθικά έργα τοΰ 'Αριστοτέλους, Ευδημεια,
τα Ηθικά Νικομάχεια, και τα Ηθικά
Μεγάλα70.
κρίσεως
δηλαδή, τα
Ηθικά
Με βάση τή συσχέτιση αυτή
μπορούμε να δεχθούμε πώς ό λόγος τοΰ Παλασίου ταυτίζεται σημασιολογικά με τον ορθό λόγο τοΰ 'Αριστοτέλους. Ό τελευταίος είναι τό αποτέλεσμα ορθής, ελλογης κρίσης επί τών 11
προβλημάτων ως διανόημα, περιλαμβάνει τόσο τήν έννοια τοΰ κανόνος , οσο και τήν έννοια της διανοητικής ποιότητας, ή οποία στηρίζεται
σε έ'ναν έμφυτο στοιχειώδη χαρακτήρα και
μπορεί να καλλιεργηθεί δια της αγωγής. Ό ορθός λόγος στην ηθική τοΰ
'Αριστοτέλους 72
φέρεται να «έχει τήν ίδια λειτουργία με τή γνώση τών πλατωνικών ιδεών» . Παρ' δλα αυτά, θα ήταν υπερβολικό να θεωρήσουμε τον αξιολογικό χαρακτήρα τής παραπάνω κρίσεως καί 69
τή
σημασιολογική
αλληλοεπικάλυψη
μεταξύ
τοΰ
παλασιακοΰ
λόγου
και
τής
Παλασίου, ενθ' av., α .
70
Τα γωρία τών παραπάνω έργων στα οποία, ο 'Αριστοτέλης αναπτύσσει τήν έννοια τοΰ ορθού λόγου είναι τα έξης: α) Ηθικά Μεγάλα, U 9 6 b 4 - U ; Ηθικά Ευδημεια, 1231b32; Ηθικά Νικομάχεια, Ζ1. 71 Παράβολε τήν απόδοση του ορθοΰ λόγου ώς right rule άπό τους Bumet [Bumet, J. The Ethics of Aristotle, London 1900], Joachim, [Aristotle. The Nicom&chean Ethics. A commentany by the late H. H. Joachim, Η. H., εκδοθέν υπό D. A. Ress] και Ross [J. A. Smith & W. D. Ross, The WorL· ofAristotie, Oxford 1908-13]. 72
During, Ingemar, Ό ^Αριστοτέλης: παρουσίαση καί ερμηνεία της Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ.Ι.Ε.Τ., 'Αθήνα 1994, τ. Β', σ. 2 5 3 .
σκέψης του, μετάφραση
Ά.
25
αριστοτελικής αρχής13 ως βάσιμα στοιχεία μιίας πλατωνίζουσας πραγμάτευσης εκ μέρους του Παλασίου
τού θεωρητικού
γραμματικού λόγου -
όπως
επίσης
θα ήταν
αδόκιμο να
αναζητήσουμε το αυθύπαρκτο της θεωρητικής γραμματικής. 'Αντιθέτως μάλιστα καθώς στο κείμενο τοϋ Παλασίου είναι έκδηλη ή συσχέτιση τοϋ γραμματικού θεωρία, οφείλουμε να σηματοδοτήσουμε τον ορο γραμματικός
λόγου με τη
γραμματική
λόγος εγγύτερα στη στωική
-
εκδοχή μίας πιθανώς παραδειγματικής ratio recta αυτό επιβάλλεται να νοηθεί προ πάντων στο αριστοτελικό πλαίσιο μίας διανοητικής δράσης, τής οποίας ό ύψιστος σκοπός είναι ή άσκηση από τον γραμματιστή ενός βίου θεωρητικού. Στην πλέον αυστηρά λογική εκδοχή του, ό θεωρητικός βίος τοϋ γραμματιστή συνιστά μία άσκηση μεθοδολογίας: τήν επιλογή των γραμματικών στοιχείων τα όποια συντείνουν προς τήν έκδίπλωση ενός ενιαίου φιλοσοφικά κεντρικού γραμματικού λόγου (συντείνοντα)
και στην απόρριψη των αποκλινόντων από αυτόν
74
(περιττά) . Για τον Παλάσιο, λοιπόν, ή μελέτη τής θείυρητικής γραμματικής συνιστά ενεργό δράση τού φιλοσοφικού πνεύματος, φιλοσοφική γνώση, σύζευξη γνώσεως και ενορατικής διανοίας. Ό γραμματικός λόγος κατ' αυτήν τήν έννοια δεν υποδηλώνεται ως αυτοσκοπός ή τελικός σκοπός, άλλα συνιστά υπέρτερο επίπεδο γραμματικής γνώσεως και μεταβατικό στάδιο μίας επαγωγικής διαδικασίας, θεωρημένης σε ένα πλαίσιο τελεολογικό. Ή πρόταση «ό λόγος τού έργου προτετίμηται» φαίνεται να αποτελεί συμπεριληπτική διατύπωση μίας εννοούμενης κρίσεως, ή οποία θα μπορούσε να άνασυντεθεί υπό τήν εξής μορφή: 'ή γραμματική θεωρία τών έργων [αυτής] προτιμωτέρα εστίν, άρχη ούσα αυτών'. Στην πρόταση αυτή ως έργα πρέπει να ύποληφθούν τόσο τα τυπικά γραμματικά εγχειρίδια τού 15ου και 16ου αιώνος, τα όποια και επικρίνει ό Παλάσιος, δσο και ή γραμματική πράξη καθ' εαυτή. To zu\oyo ερώτημα 'ποια ή ανάγκη για μια θεωρία τής γραμματικής;' εύκολα, βέβαια, αναδιατυπώνεται στην καθομιλουμένη γλώσσα θεωρητική τεκμηρίωση
υπό τή μορφή 'ποια ή ανάγκη για μια
τής γραμματικής πράξης'. Σ τ ή μεθοδολογική προσέγγιση
τής
75
γραμματικής πού επιχειρεί ό Παλάσιος , το ερώτημα αυτό φαίνεται αρχικά να λαμβάνει τή μορφή 'ή γραμματική πράξη είναι υποκείμενο ή κατηγορούμενο τής σχέσης στην οποία μετέχει;'.
73
Ή
παράθεση άλλωστε
τεκμηρίωσης
από μέρους τού Παλασίου χωρίου τού
Ή συνάφεια τοϋ ορού λόγος με τον ορο άρχη καθίσταται εμφανής, αν δεχτούμε πώς ο Παλάσιος διατύπωσε
την προαναφερθείσα κρίση κ α τ ' άναλογίαν προς το παρακάτω χωρίο: « Ά λ λ α πότερος διάκειται χείρον, ω μηδέν αγαθόν τι υπάρχει, <ή ω αγαθόν τέ τι ύπάρχει> και τ α κακά ταύτα; ή δήλον οτι εκείνος, και οσω γε ο τιμιώτερον κακώς διάκειται, εστί τοίνυν ο μεν ακροατής αγαθόν έχων τον λόγον ορθόν ό'ντα- ό δε ακόλαστος ουκ έχει. ετι εστίν ο λόγος εκάστου αρχή· τοϋ μεν ουν άκρατους ή αρχή τιμιώτατον 3ν ευ διάκειται, τοϋ δέ ακολάστου κακώς ώστε χείρων αν ετη ό ακόλαστος τοϋ άκρατους» - 'Αριστοτέλους, Ηθικά Μεγάλα, 4
Ή διάκριση μεταξύ συντεινόντων
1203al2—18.
και περιττών σχετίζεται μέ τή διάκριση συντεινόντων
προς ευ&ζιμονίαν και
ενάντιων αυτής στην οποία ό 'Αριστοτέλης αναφέρεται στό 1360b5—16 της Τέχνης ρητορικής. Εσφαλμένα ό Παλασιος θεωρεί ώς πηγή τό ψευδο-άριστοτελακό έργο 'Ρητορική προς 75
Παλασίου, Περί γραμματικής
θεωρητικής, β —γ .
Άλεξανδρον.
26
αριστοτελικού έργου Μετά
τά Φυσικά16
αποδίδει σε υπολανθάνουσα μορφή την ανάγκη να
θεωρηθεί ή γραμματική σπουδή, πρακτική και θεωρητική, ως προοδευτική βαθμίδα μίας πορείας ή οποία οδηγεί προς μία κατάσταση γνωσιολογικής ενδελέχειας.
Με αφετηρία το
γραμματικό έργο τόσο ώς αντικείμενο, δπως, φέρ' ειπείν, το εγχειρίδιο του Λασκάρεως, δσο και ώς δράση, όπως είναι ή «κατά πράξιν γραμματική» 7 7 , ή θεωρητική αναζήτηση ένας τέλους της γραμματικής εδράζεται στή διερεύνηση του λόγου αυτής. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, ή εκάστοτε «κατά πράξιν γραμματική» θα τεκμηριώνεται και θα καθίσταται ελέγξιμη με κριτήριο τήν «κατά λόγον γραμματική», μία κανονιστική, δηλαδή, θεωρία τοϋ 'πώς δεΤ γραμματικώς ένεργεϊν'. Μπορούμε να υποστηρίξουμε πώς ή παλασιακή γραμματική, ώς προς το θεωρητικό της πλαίσιο, προσδιορίζεται ώς
μελέτη ένος
υπο διερεύνησιν
λόγου,
ό οποίος
δεν
είναι
αυθύπαρκτος, ενώ ή λειτουργία της γραμματικής ώς λόγου εντάσσεται σε έ'να σύστημα τελεολογικό και ικανοποιεί έναν ένδελεχειακό προορισμό. γ ' . Ή μεθοδολογία της γραμματικής τοϋ Παλασίου Το ζήτημα της οριοθέτησης τής θεωρητικής γραμματικής και της μετάβασης από τό πρακτικό στό θεωρητικό της μέρος δεν είναι δυνατόν νά απαντηθεί επαρκώς, αν πρώτα δεν καθοριστεί ό κοινός παρονομαστής τών δύο τύπων, τοϋ θεωρητικού και τοϋ πρακτικού, ο ορός, δηλαδή, γραμματική.
Τό γεγονός πώς ό Παλάσιος επιλέγει τα Αναλυτικά
υστέρα και
όχι κάποιο άλλο έ'ργο τοϋ 'Αριστοτέλους ώς τό μεθοδολογικό πρότυπο βάσει τοϋ οποίου θα αναπτύξει τις θέσεις του, φανερώνει τήν προσπάθεια του άφ' ενός να διασφαλίσει τον αποδεικτικό χαρακτήρα τής συλλογιστικής
του και αφ' ετέρου νά χρησιμοποιήσει
ώς
προκείμενες τών συλλογισμών του προτάσεις, ή υφή τών οποίων δεν θα είναι διαλεκτική 7 8 . "Ετσι, ώς εφαλτήρια βάση τής θεωρητικής γραμματικής τοϋ Παλασίου αναδεικνύεται ή αναζήτηση εκείνων τών συλλογιστικών
διαδικασιών, οί όποιες θα απαντούν κατά τρόπο
αναγκαστικό και αληθή στα παρακάτω ζητήματα, καθένα από τα όποια είναι άναγώγιμο στον παρατιθέμενο ερωτηματικό του τύπο, και με τα όποια θα ασχοληθούμε στό κεφάλαιο αυτό:
76
Αυτόθι, β6.
77
Αυτόθι, α .
Στη διαλεκτική εκφορά τοΰ προτασιακοΰ λόγου μπορούμε να δεχτούμε πώς Ά δεν είναι Β' κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο καταψάσκουμε πώς Ά είναι Β'' παραβαλε έπ' αύτοϋ και τον ορισμό της διαλεκτικής προτάσεως απο τον 'Αριστοτέλη ώς «ομοίϋκ, λαμβάνουσα οποτεροϋν»· 'Αριστοτέλους, Αναλυτικά υστέρα, 72a9-10.
27
ζητήματα α '. οτι εστί ή γραμματική β '. διότι εστίν ή γραμματική γ '. ει εστί ή γραμματική δ '. τί εστί ή γραμματική
ερωτηματικός τύπος α', είναιτό Χ Ψ * β '. Γιατί Χ είναι Ψ; γ ' . Υπάρχει το Χ; δ'. Τι είναι Χ; * οπού Χ είναι ή θεωρητική γραμματική και Ψ ή εκάστοτε πρακτική της μορφή.
Ή σειρά με τήν οποία τα παραπάνω ερωτήματα διατυπώθηκαν άπα τον 'Αριστοτέλη 7 9 , και ή οποία ακολουθείται τόσο άπα τον Παλάσιο, ό'σο και στη συνέχεια στη δική μας ερμηνευτική προσέγγιση, είναι δηλωτική μιας λανθάνουσας εξέλιξης τοΰ τρόπου διεξαγωγής της επιστημονικής έρευνας και απόδοσης όρισμοϋ σε ένα αντικείμενο γνώσεως (κατά τήν προκειμένη περίπτωση στή γραμματική). ""Αν τα παραπάνω τέσσερα ερωτήματα αποτελούν τυποποιητική διατύπωση των μεθοδολογικών κριτηρίων βάσει τών οποίων ή γραμματική καθίσταται φιλοσοφικά διερευνήσιμη, μπορούμε να τα άναδιατυπώσουμε, να τα αναλύσουμε περαιτέρω σε μία ανεπτυγμένη σημασιολογική μορφή, και να εξετάσουμε τήν ανεπτυγμένη τους σημασιολογική εκδοχή στην περίπτωση τής γραμματικής. Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση τό πρώτο ζήτημα, τό «οτι εστί ή γραμματική», μπορεί κάλλιστα να άναδιατυπωθεΐ υπό τήν ερωτηματική μορφή 'καταφάσκεται ή γραμματική ως γεγονός;'
Με
γνώμονα τήν
αριστοτελική
ορολογία, ή γνωσιολογική
προσπέλαση
τοϋ
αντικειμένου έρευνας (στην προκειμένη περίπτωση, τής γραμματικής) πραγματώνεται με βάση τή σημασιολογικής υφής διαζευκτική σχέση 'υποκείμενο—κατηγορούμενο'. Τό ζητούμενο δηλαδή στο ερώτημα αυτό είναι τό αν καταφάσκεται ή γραμματική ως
υποκείμενο
συγκεκριμένων γραμματικών μορφών, οπότε και αυτές αναγνωρίζονται ως τα κατηγορήματα της. Δεν μπορούμε βέβαια να απορρίψουμε τό γεγονός πώς ή γνώση τής γραμματικής κατοχυρώνεται άπό τήν αναγνώριση της ως συμβαίνον γεγονός. Ή πρακτική γραματική, θεωρούμενη
ως
άσκηση
και
εφαρμογή,
συνιστά
τό
αποδεικτικό
στοιχείο
της
ύποστασιοποίησής της. Ή γνώση τοΰ θεωρητικού γραμματικού λόγου εύκολα προκύπτει ώς τέλος
της γνωσιολογικής
απόπειρας τού γραμματιστού, καθώς ο γραμματικός
συσχετίζεται με τή γραμματική
θεωρία, και τό γραμματικό
έργο με τή γραμματική
Δυο είναι οί συμβεβηκυίες εκφάνσεις τού γραμματικού λόγου βάσει τών οποίων πιστοποιείται: ανθρωπον,
79 0
λόγος πράξη. αυτός
α) «το ποιέΐν τον ατελή γραμματικόν, εντελή», και β) «τό ποιεϊν τόν ατελή γραμματικώς
εντελή» 8 0 .
Κατά
τήν
προσέγγιση
αυτή
ή
γραμματική
Αριστοτέλους, αυτόθι, 89t>23.
Παραθέτουμε στο σημείο αυτό συστηματοποιημένη τή συλλογιστική βάσει της οποίας πιστοποιείται σύμφωνα με τον Παλάσιο ή γραμματική:
28
τεκμηριώνεται ώς «δν τε καί πράγμα υπαρκτό» 8 1 , ή αλήθεια τοΰ οποίου προκύπτει άπα προτάσεις δχι ενδεχόμενες άλλα αναγκαίες. Είμαστε εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να απεμπολήσουμε κάθε πιθανή απόπειρα προσδιορισμού της γραμματικής ώς γνώμης*2 — ώς κάτι, δηλαδή, το οποίο μπορεί να είναι κα! αλλιώς, ή ώς όντως ον, το οποίο δέν είναι αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, άλλα μεταφυσικής σπουδής 83 , και το οποίο καθίσταται εφικτό αντικείμενο τής επιστημονικής γνώσεως και τής διανοητικής μελέτης. Το δεύτερο ζήτημα, το «διότι εστίν ή γραμματική», αναπτύσσεται στην ερωτηματική του εκδοχή ώς εξής: υφίσταται κάποιος αιτιακός θεωρητικός λόγος, στον όποιο στηρίζεται ή γραμματική ώς συμβεβηκός — δηλαδή ώς γραμματικές εφαρμογές — καί, αν ναί, ποιος είναι αυτός; Τί καθιστά, δηλαδή, εφικτή τή γραμματική πράξη; Το ερώτΎ\\υχ αυτό αντιπροσωπεύει τη
διερεύνηση
ενός
αντικειμένου
έρευνας
στή
βάση
τοϋ
διπολικού
σχήματος
'αίτίου-αίτιατοΰ'. Στή βάση τοϋ σχήματος αύτοΰ ρυθμίζεται καί ή σχέση μεταξύ τοΰ γραμματικού λόγου καί τής γραμματικής πράξεως, καί ή τεκμηρίωση τού γραμματικού λόγου άπο τή γραμματική πράξη προκύπτει, σύμφωνα με τον Παλάσιο, άπο το χαρακτηρισμό τής γραμματικής ώς οντος διδακτού, νοτίου, καί κατά προαίρεσιν 84 . Ή ανεπτυγμένη ερωτηματική μορφή τού τρίτου παλασιακού ζητήματος, τοΰ «ει έστι ή γραμματική», είναι ή εξής: ή γραμματική υφίσταται ώς αληθές υπάρχον ή αποτελεί νόθα δήλωση;
Ποια,
δηλαδή,
είναι
ή
φύση
της
ώς
γνωσιολογικού
αντικειμένου;
αποστασιοποιείται ώς πραγματικότητα ή συνιστά απλώς μία νοητική σύλληψη, ό'πως για παράδειγμα ή έννοια κένταυρος, ή οποία δηλώνει έ'να πλάσμα τό όποιο είναι μή ον; Ή τελική διατύπωση τού έρο.)τήματος αύτοΰ καταλήγει, ωστόσο, στην εξής μορφή: υφίσταται 1 ) απόδειξη δτι ή γραμματική εστί ον: α) πάν τό τελειοϋν ατελές τι, πάντως γε ον τελειωτικον ή γραμματική γραμματική
ποιεί τον ατελή
γραμματικό
εστί όντως γε ον και ταΰτα
εντελή~·βΟ ή γραμματική
ποιεί τον ανθρωπον εντελή
εστι'-β )
νοεΓναρα γ ) ή
τελειωτικον.
2) απόδειξη οτι ή γραμματική εστί τελειωτικον δν: α) ή γραμματική, ον β ) ή γραμματική ποιεί τον ατελή γραμματικό εντελή· β ) ή γραμματική ποιεί τόν ανθρωπον εντελή νοεΐν αρα γ ) ή γραμματική, ον τελειωτικον. 81
Παλασίου, ενθ'αν., β
82
Μία τέτοια εκδοχή θα συμπεριλάμβανε καί τόν ορισμό τής γραμματικής ώς μή όντος. Στό σημείο αυτό, ή
κ.έξ.
γνώμη είναι συναφής προς τους αριστοτελικούς δρους δόξα καί ενδοξον για τό νόημα των δυο αυτών
ορών,
βλέπε, 'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά 1 0 3 9 b . 83
Παράβαλε, 'Αριστοτέλους, αυτόθι, 1 0 0 3 a .
84
Παλασίου, ενθ' «v., γ . Παραθέτουμε στό σημείο αυτό συστηματοποιημένη τή συλλογιστική με τήν όποια ό
Παλασιος τεκμηριώνει τήν παραπάνω θέση του: 1) απόδειξη δτι δν διδακτόν ή γραμματική: α ) ή γραμματική ουκ εστί εκ φύσεως· α ^ ή γραμματική ουκ έ'στι εκ τύχης· β) ή γραμματική έκ διδασκαλίας καί μαθήσεως· άρα, γ ) ή γραμματική εστί δν διδακτόν. 2) απόδειξη δτι δν νοητόν καί κατά προαίρεσιν ή γραμματική: α) ή αίσθησις καί ή αισθητική δύναμις καί υπο των λοιπών ζώων εχεται - β) ταΰτα ουκ έ'χουσιν γραμματική· αρα, γ ) ή γραμματική ουκ έκ της αίσθήσεως και της αισθητικής δυνάμεως· δ) ή γραμματική έκ τής νοητικής δυνάμεως· αρα, ή γραμματική εστί δν νοητόν και κατά προαίρεσιν.
29
αυτούσιος δ θεωρητικός γραμματικός λόγος — ανεξάρτητα δηλαδή άπδ τήν
πρακτική
εφαρμογή και άσκηση της γραμματικής, ή δποία μπορεί να έχει το χαρακτήρα τυχαίου συμβεβηκότος,
καθώς άλλοτε
μπορεί πραγματικά να υφίσταται και άλλοτε
διαζευκτική σχέση ή δποία υπολανθάνει στο ερώτημα γραμματικής ώς εννοίας και ώς αισθητής
αύτδ άφορα τήν
ερμηνεία
Με βάση τήν
πραγματικότητας.
δχι;
Ή της
αριστοτελική
μεθοδολογία ή άμεση συνέπεια τής αναλύσεως τοϋ τρίτου ερωτήματος είναι ή εγκατάλειψη της διερεύνησης τοϋ αντικειμένου τής γνώσεως με βάση το σημασιολογικό πεδίο του ορού ουσία, — καθώς αυτός μπορεί να αποδοθεί άδιαφόρητα ε'ι'τε στό ον ε'ι'τε στο μή ον, δπότε ή θεώρηση τοϋ γραμματικού λόγου ώς ουσίας είναι ανεπαρκής — και ή αντικατάσταση του με τή σημασιολογικό
πεδίο του είναι. Ώ ς προς τό ζήτημα λοιπόν
αυτό ή γραμματική
πιστοποιείται, σύμφωνα με τον Παλάσιο, α) ώς εζις από τα γραμματικά έργα και β) ώς δύναμις από τις «κατά γραμματικήν ενέργειες» 85 . Τό τέταρτο ζήτημα, τό «τί εστί ή γραμματική», μπορεί να αναπτυχθεί σημασιολογικά στην ακόλουθη ερωτηματική μορφή: πώς ορίζεται ή γραμματική ώς υπάρχον; — δηλαδή, ποια τα
σταθερά
χαρακτηριστικά
γνωρίσματα
τοΰ
ενιαίου,
θεωρητικού
και
πρακτικού,
γραμματικού λόγου, και πώς αυτά συστηματοποιούνται ώς ουσιαστικά μέρη τού ορισμού της; Στή \χορψτ\ αυτή ή διάκριση τής εννοίας από τήν αισθητή
πραγματικότητα
εξελίσσεται
στή
διαμόρφωση τής διαζευκτικής σχέσεως 'θεωρία τού καθόλου ειναι-ένεργεία αίσθησις', δπου τό ποιητικό αίτιο τής πρώτης είναι εσωτερικό και υπερβαίνει τα δεδομένα τών αισθήσεων, ενώ τής δεύτερης έξοττερικό. Τις θέσεις τού Παλασίου για τό ζήτημα αυτό θα εξετάσουμε στό επόμενο κεφάλαιο. Ωστόσο, εκτός τών τεσσάρων θεμελιωδών ερωτημάτων περί τής γραμματικής τά δποία αναπτύξαμε εδώ, οφείλουμε να επισημάνουμε, πώς στην επιλογή άπό τον Παλάσιο τού Β ' βιβλίου τών
Ύστερων
ώς
αναλυτικών
μεθοδολογικού
διερευνήσεως τής γραμματικής υπολανθάνει ή παραδοχή πώς δ θεωρητικός είναι
λόγος
δ μέσος
προαναφερθείσες
ορός τών
περιπτώσεις
86
γραμματικών εφαρμογών . Πράγματι διαζευτικών
σχημάτων
—
δηλαδή
προτύπου γραμματικός
στις
τέσσερεις
στα
σχήματα
'υποκείμενο—κατηγορούμενο', 'αίτιο—αιτιατό', 'έννοια—αισθητή πραγματικότητα' και 'θεωρία τού
καθόλου
είναι—ενεργεία
αίσθησις',
τά
δποϊα
και
αποτελούν
παράλληλες
επαναδιατυπώσεις τής διαζευκτικής σχέσεως 'μορφή—ύλη' τής αριστοτελικής Φυσικής — δ πρώτος
ορός κάθε ίπουλνου
σχήματος
προκύπτει
άπό
άποψη
μεθοδολογική
ώς
δ
αναζητούμενος μέσος ορός τού προηγουμένου δίπολου.
85
Ή συλλογιστική τοϋ Παλασίου στο θέμα αυτό όργανο^νεται ώς έξης: απόδειξη οτι υφίσταται ή γραμματική, ώς υπάρχουσα έξις και δύναμις α) εστί τα έργα της γραμματικής καί αί κατά γραμματικήν ένέργειαι- β ) τα έργα και αί ενέργεια, τα ών χάριν και τα παρεπόμενα εστί τών έ'ξεων και τών δυνάμεων ώς άφ' ων και ηγουμένων &} ει τα παρεπόμενα υπαρχουσι, άναμφιλέκτως καί τά προηγούμενα τούτο^ν οίρα, γ) έ'στι ή γραμματική έξις καί δύναμις. 86
Ό Ross αποδίδει τον αριστοτελικό μέσο ορο ώς «ουσιαστικό αίτιο»· Ross, W. D., Aristotle, Methuen & Co Ltd 1923, μτφρσ. Mop. Μήτσου, M.I.E.T., 'Αθήνα 1991, σ. 7 7 .
30
δ ' . Ή ονοματολογία τής γραμματικής ώς υποκειμένου Ή πρώτη μορφή τήν οποία μπορεί να λάβει ή διερεύνηση τοϋ ερωτήματος 'τί είναι γραμματική' είναι ή μορφή της ερωτήσεως 'τί σημαίνει το όνομα γραμματική εύκαιρη απάντηση
πού μπορούμε
να δώσουμε
σημασιολογική διαφορά μεταξύ των
είναι
αυτή ή
όμόρριζων ονο[χάτων
. Ή πλέον
οποία εστιάζεται
γραμματική
και γράμμα.
στή Ή
απάντηση, ωστόσο, αυτή, ή οποία στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ των ονοματικών ορισμών τών δύο ορών 87 πραγματεύεται μία σχέση σημαίνοντος ονόματος, χωρίς να διεισδύει στο περιεχόμενο
τών
ορών, να συγκρίνει
τα σημαινόμενα τους, και να στοιχειοθετεί
τή
γραμματική εννοιολογικά, ανεξάρτητα δηλαδή από τις τυχόν εκφάνσεις της. Για τό λόγο αυτό, τό 'τί είναι γραμματική', ώς πρόβλημα μεθοδολογικό πιά, μπορεί να αναπτυχθεί στή μορφή 'πώς και με ποιους τρόπους μπορεί να οριστεί ή γραμματική'. Τό
«ποσαχώς
ή γραμμματική», εναλλακτική
μορφή
τού
ερωτήματος
'τί
είναι
88
γραμματική' τήν οποία συναντούμε στον Παλάσιο , αποτελεί με τή σειρά του κατ' αναλογία διατύπωση τού «ποσαχώς τό ον», ή υπερβατική διάσταση τού οποίου αναλύεται στή μορφή 'ποσαχώς [είναι ή λέγεται] τό εν'. Σ τ α κείμενα τού 'Αριστοτέλους, στα όποια είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε και τα όποια μπορούμε να προσαρμόσουμε και στή δική μας διερεύνηση τής γραμματικής, τό θέμα αυτό εισάγεται προς εξέταση στο 10818ar-37 τών Τοπικών, ενώ πλήρως αναπτύσσεται στό 5.7.1017alO-blO τών Μετά
τα
Φυσικά.
Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις τού Αριστοτέλους στό έργο Μετά τά Φυσικά, το ον Χ (όπου Χ στην περίπτωση μας είναι ή φυσική γραμματική) μπορεί να περιγραφεί κατά τέσσερεις τρόπους: α) κατά συμβεβηκός, β) καθ' αυτό, γ) ώς αληθές υπάρχον, και δ) ώς δύναμις και ενέργεια. 'Από αυτές τις τέσσερεις περιπτώσεις οι δύο πρώτες συνιστούν μεθόδους κατά τις οιζόϊες τό όν μπορεί να λεχθεί, ενώ ή προσοχή μας στρέφεται στα αντικείμενα ή τις ιδιότητες Ψ 8 9 τά όποια εκάστοτε αποδίδονται στό ον Χ. Οι δύο εναπομείναντες τρόποι συνιστούν μεθόδους κατά τις οποίες τό ον μπορεί νά σημανθεί, και ή προσοχή μας εστιάζεται σε αυτό πού σήμερα θα αποκαλούσαμε υφή τού είναι τοϋ όντος. Στή συνέχεια θα αναφερθούμε αναλυτικά στις μεθοδολογικές αυτές τακτικές διερεύνησης τού όντος καί, στην προκειμένη περίπτωση, τής γραμματικής. Ή πρώτη περίπτωση, αυτή τού κατά συμβεβηκός
οντος, άφορα προτάσεις τού τύπου
'Χ εστί Ψ ' . Ό τύπος τών προτάσεων αυτών συνδέεται μέ τό πρώτο από τά τέσσερα ερωτήματα που οεσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο*", το «οτι εστί η γραμματική», ϋιΐναι η περίπτωση προτάσεων, ol όποιες εκφέρονται, χωρίς να μπορεΐ να ελεγχθεί αν ή αλήθεια τους Ό 'Αριστοτέλης αποκαλεί τον ορισμό αυτό όνοματώδη· 'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά υστέρα, 93b29—32. 88
Παλασίου, ενθ' av., ζ.
89
Όπου ψ για εμάς είναι ή πρακτική γραμματική.
οπού «το γαρ τόδε είναι τόδε σημαίνει το συμβεβηκέναι τφδε τόδε»' 'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, 1017al6-17.
31
υφίσταται τυχαία και κατ' έξαίρεσιν — χωρίς, δηλαδή, να γίνεται γνωστό, πόσα άλλα παρόμοια Ψ μπορεί να υφίστανται, και αν αυτά συνάπτουν εν δυνάμει ή κατά τύχης συγκυρία την ίδια σχέση με το Χ. Κατά συνέπεια είναι πιθανόν να υφίστανται άπειρα Ψ και για το λόγο αυτό ή πρόταση ' Ψ είναι Χ ' δεν μπορεί να δοκιμαστεί ώς ορθή. Είναι φανερό, πώς ή σχέση θεωρητικής—πρακτικής γραμματικής ώς κατά τό συμεβηκός σύμπτωση υποκειμένου και κατηγορουμένου είναι εντελώς έκτος τών πλαισίων τής θεωρήσεως τήν οποία εισηγείται ό Παλάσιος. Ή δεύτερη περίπτωση, αυτή τοΰ όντος ώς καθ' αυτό, αφορά προτάσεις
οπού το
υποκείμενο Χ καθίσταται διακριτό άπό τό Ψ , καθώς έκεΤνο κατηγορείται ώς ενυπάρχον στο Χ. Ή περίπτωση αυτή αποκαλύπτει μία ιδιότητα τοΰ Χ, ή οποία θα αφορά σε μία άπό τις δέκα αριστοτελικές κατηγορίες. Στην τρίτη περίπτωση, οπού τό είναι του δντος μπορεί να οδηγήσει στον προσδιορισμό αυτού ώς αληθούς υπάρχοντος,
συμπεριλαμβάνεται
τόσο ή
καταφατική δήλωση τοΰ όντος ώς υπάρχοντος, δσο και ή άποφατική του ώς μή υπάρχοντος. Είναι ή περίπτωση τής ύπαρκτικής χρήσεως τοΰ βοηθητικού ρήματος σε προτάσεις τοΰ τύπου 'Χ (ουκ) εστί', οι οποίες απαντούν στο τρίτο ερώτημα ('ει εστί') στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Ή τέταρτη και τελευταία εκδοχή τής περιγραφής τού όντος περιλαμβάνει τόν προσδιορισμό αυτού α) ώς δυνάμει, και β) ώς ενεργεία όντος 9 1 . Στην περίπτωση αυτή τό όν ή ή ουσία γραμματική
καταφάσκεται με βάση τήν αριστοτελική συλλογιστική στους δύο
τύπους τής δυνάμει και τής ενεργεία γραμματικής. Ή διατύπωση «ή παρούσα γραμματική ... απλώς διττή πάντως πέλει» 9 2 συνιστά τή δομική απάντηση τού Παλασίου στο ερώτημα 'τι είναι γραμματική'. Τό απλώς
προσδιορίζει τό όν γραμματική
ώς ουσία, ώς
αντικείμενο
οντολογικής αναζητήσεως, καί ώς αρχή τών εκάστοτε περιγραφικών ορισμών τού όρου γραμματική.
Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση ή απάντηση τού προαναφερομένου ερωτήματος
εντοπίζεται
στην
ιδιόμορφη κατάφαση τής
γραμματικής
ώς
απλώς
ουσίας, ενώ
ή
ανεπτυγμένη μορφή τής παραπάνω θέσεως μπορεί να άναδιατυπωθεί, με βάση τα οσα μαρτυρεί ό Παλάσιος, ώς εξής: 'γραμματική έστιν απλώς ουσία, η πάντως διττή πέλει'. Τό νόημα αυτής τής προτάσεως έχει ώς εξής: ή γραμματική ουσία κατηγορείται σε κάθε προσδιορισμό τής γραμματικής ώς υπάρχον έ'ν, ή φύση τού οποίου σε κάθε περίπτωση είναι διττή. Πώς όμως επιτυγχάνεται να συνδυαστεί τό άπλόν τής ουσίας με τό διττον αριστοτελικούς
όρους τό απλώς
αυτής; Σε
είναι τής γραμματικής δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή
γραμματική στην ύπαρκτική της διάσταση. Ή υποκατάσταση στή διατύπωση τού Παλασίου τού ρήματος εστί άπό τό ρήμα πέλει, το οποίο έχει τή σημασία τού καθίσταμαι, 1
συνιστά
Ό 'Αριστοτέλης αναπτύσσει τή διάσταση μεταξύ τοΰ δυνάμει καί του εντελέχεια οντος στη διάκριση μεταξύ τοΰ δυνάμει και τοΰ ενεργεία οντος στο 9.9. τοΰ έργου του Μετά τά Φυσικά. Οί βασικές θέσεις τοΰ κεφαλαίου αυτοϋ είναι οι έξης δύο: α) το ενεργεία καλόν είναι προτιμότερο και το ενεργεία κακόν χειρότερο άπό τα δυνάμει αντίστοιχα τους· β) ή ενέργεια είναι νόηση. 92 Παλασίου, ενθ' άν., ε8.
32
σημασιολογική απορρόφηση της ύπαρκτικής διαστάσεως της ουσίας γραμματική
άπο τή
συνδετική κατηγορική της, και μάλιστα, εναργέστερα σε σύγκριση προς τήν αντίστοιχη αναφορά τοϋ 'Αριστοτέλους 93 . Κατά συνέπεια, το αρχικό ερώτημα 'τί είναι Χ ' , ή απάντηση στο οποίο μπορεί να συμπεριλάβει ολα τα Ψ τα οποία κατηγορούνται στη γραμματική κατά τους διαφόρους ορισμούς της, και τα οποία διακρίνονται από τήν αμιγώς γραμματική ουσία, μετεξελίσσεται
στή μορφή 'Τί κάνει το Χ να είναι Χ, και ποια ή ιδιότητα Ψ χωρίς τήν
οποία το Χ δεν μπορεί να είναι Χ ' 9 4 — δηλαδή: τί κάνει τήν ουσία της γραμματικής να είναι αυτή πού είναι και ποια είναι ή πρακτική ιδιότητα της γραμματικής, χωρίς τήν οποία ή ουσία της γραμματικής δεν μπορεί να είναι τέτοια; Στον 'Αριστοτέλη ή απάντηση στην ερώτηση αυτή δημιουργεί έ'να νέο τύπο, αυτόν της μορφής 'Χ είναι Χ + Ζ', όπου Ζ είναι ή διττή ύφη κατά τήν οποία το Χ υφίσταται, και ή οποία περικλείει τόσο τή δυνατότητα {δυνάμει) δσο και τή δράση (ενεργεία)
ως εκφάνσεις
τοϋ είναι (Ζ) τής ουσίας. Δηλχδή, ή ουσία της γραμματικής — σε παλασιακούς δρους ή φυσική γραμματική
— είναι αυτό πού έμπεριστατώνεται ώς γραμματική κατά συγκεκριμένο
τρόπο. Αυτό σημαίνει πώς ή φυσική γραμματική προσδιορίζεται ώς δυνάμει γραμματική, επίκτητος.
δεν είναι άμετάέλητον
ενώ στην ενεργεία
ή χωριστόν, πώς
εκδοχή της εμφανίζεται ώς
Ή τελευταία, σύμφωνα με τόνΠαλάσιο 9 5 , υφίσταται υπό δύο μορφές, μία
αναγνωριζόμενη στή γραμματική τής ελληνικής δημοτικής, και μία εντελή.
Ή
ατελή, εντελής
γραμματική, πού προφανώς
ταυτίζεται με το Ίδιο το γλωσσικό
ιδίωμα τοϋ Παλασίου,
υφίσταται ώς ενδελεχειακός
προορισμός και τελικό αίτιο τής φυσικής γραμματικής, και
αναλύεται σε τρεΤς συνιστώσες, ώς δύναμις, ώς εζις, και ώς ενέργεια.
Ό αναγκαστικός
χαρακτήρας και τό τελικό αίτιο (ου ένεκα) τής φυσικής γραμματικής, ή οποία, περιλαμβάνει τό δυνάμει και τό ενεργεία
ώς ιδιότητες
της συναποτελούν
τό υλικό υποκείμενο
της
επικτήτου, και ή προέλευση τους εκλαμβάνεται ώς φυσική. Πέραν οποιασδήποτε τάσεως να θεωρήσουμε τή σχέση δυνάμει—ενεργεία
ώς συνόλο96 ή
ως όιαφορα" ιόιοτητων, αυτό που καταφανώς προκύπτει απο τήν παραπάνω προσέγγιση
93
Για τή διάκριση άπο τον 'Αριστοτέλη μεταξύ της απόλυτης ύπαρκτικής χρήσεως των λέξεων και τής επαυξημένης κατηγορικά, παράβαλε το εξής χωρίο: «οι δε παρά τό απλώς τόδε ή πη λέγεσθαι και μη κυρίως, όταν το εν μέρει λεγόμενον ως απλώς ειρημένον ληφθή ...ου γαρ ταύτον ειναί τέ τι και είναι απλώς. ... ου γαρ ταυτο μη ειναί τι και απλώς μη είναι»· 'Αριστοτέλους, Περί σοφιστικών ελέγχων, 166b38— 167a5 . Παράβαλε και τίς σχετικές παρατηρήσεις τοΰ DUring ώς προς το τρόπο με τον οποίο ό 'Αριστοτέλης αναπτύσσει την ουσία· DUring, Ingemar, Ό 'Αριστοτέλης: ποφουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του, έ'νθ' av., τ. Β',σ. 4 4 8 . 95
Παλασίου, ενθ'άν., ε12"15.
96
Για την αριστοτελική σήμανση τοϋ συνόλου, βλέπε, 'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, 1037a8.
97
« ... φανερών οτι ή τελευταία διαφορά ή ουσία τοΰ πράγματος εσται καί ό ορισμός»1 'Αριστοτέλους, αυτόθι, 1038al9-21.
33
είναι ή τροπή τοϋ αντικειμένου διερεύνησης (στην προκειμένη περίπτωση της γραμματικής) από στατική ουσία σε μεταβλητό είναι. Στο πλαίσιο αυτό ή γραμματική ουσία μπορεΤ να ερμηνευθεί
ως
ή
διαδικασία
κατά
τήν
δποία
έμφυτες
γραμματικές
δυνατότητες
τελειοποιούνται υπό τή μορφή γραμματικών ενεργειών και έ'ργων. Για το λόγο αυτόν ή διερεύνηση της φυσικής
δέν δύναται να λαμβάνει αποδεικτικό χαρακτήρα 9 8 ,
γραμματικής
καθώς είναι αδύνατον να αποδοθεί σέ αυτήν κάποιος, ορισμός· μπορεΐ όμως να προσδιοριστεί μέ τή χρήση παραδειγμάτων", αναλογικών συσχετισμών 1 0 0 , άλλα και μέ τή διερεύνηση τοϋ αιτιακοϋ της λόγου. Μέ γραμματικό
βάση τήν
έργο χ.α.1 γραμματική
ορολογία τοϋ 'Αριστοτέλους,
ενέργεια
οι παλασιακοί οροί
υποδηλώνουν αντίστοιχα τή γραμματική ως
ποίηση και ώς πράξη — ως παραγωγική, δηλαδή, διαδικασία πού εμπίπτει στο πλαίσιο της τέχνης και ώς πρακτική δραστηριότητα. Το αίτιακό υποκείμενο και τών δύο είναι στην πραγματικότητα το δίπο\ο 'δυνάμει—ενεργείς*', θέση πού προκύπτει άπό τή σημασιολογική ισοτιμία τοϋ ορού γραμματική
με τή συμπλοκή τών δρων γραμματική
κατηγορικό
τον
συλλογισμό
με
όποιον
ο Παλάσιος
προσδιορίζει
δύναμις και έξις στον τό
«ει
εστί»
της
101
γραμματικής : α)
εστί τα έργα της γραμματικής
και αϊ κατά γραμματικής
β ΐ ) τα έργα και αϊ ένέργειαι, τα ων χάριν και τα παρεπόμενα ων και τών δυνάμεων ώς αφ ' ων και β2) ει τα παρεπόμενα
ΰπάργρυσι, άναμφιλέκτως
άρα, γ) εστί ή γραμματική
ενέργειαν εστί τών έξε
ηγουμένων και τα προηγούμενα
τούτων
έξις και δύναμις.
Τό νόημα αύτοϋ τοϋ συλλογισμού είναι τό έξης: — επειδή ή γραμματικά ορθή διατύπωση, ώς συγκεκριμένο παραγόμενο αποτέλε σμα και ώς πράξη αναγνωρίζεται ώς υφισταμένη· — και επειδή κάθε αποτέλεσμα και κάθε πράξη προϋποθέτουν και άκο\ου%οϋν τήν ικανότητα και τή δυνατότητα πραγματοποίησης τους· — και επειδή σέ κάθε σχέση μεταξύ μίας προϋπόθεσης και ενός επακόλουθου κατ' ανάγκη ή προϋπόθεση αναφέρει τό ποιητικό αίτιο και τό επακόλουθο δηλώνει τό τελικό — έπεται ό'τι θά υφίσταται και ή ικανότητα και ή δυνατότητα της γραμματικά ορθής διατύπωσης.
Παράβαλε τήν αριστοτελική θέση, σύμφωνα με τήν οποία, «εστίν άρα ορισμός εις μεν λόγος τοϋ τί έστιν αναπόδεικτος»- 'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά 9 9
100
94α11—12.
Παράβαλε το παράδειγμα τοϋ κεριοϋ ώς φυσικής ΰλης· Παλασίου, ενθ' av., στ
.
Παράβαλε τήν αναλογία μεταξύ υφασμένου, ύφάνσεως, υφαντικής εξεως, και υφαντικής δυνάμεως προς
τους ορούς αντίστοιχα γραμματικά
101
υστέρα,
Παλασίου, έ'νθ'άν., 8,7-25
έργο, γραμματική
ενέργεια, γραμματική
έξις και γραμματική
δύναμις·
αυτόθι,
34
Το κύριο χαρακτηριστικά του συλλογισμού αυτού" δεν είναι ή κατάφαση της γραμματικής ως έ'ξεως και δυνάμεως, άλλα ή υπαγωγή της στο πλαίσιο τής σχέσης αίτίου-αιτιατού την οποία εισάγει ή bz προκείμενη, και η σεωρηση αυτής της σχέσεως ως μέσου ορουιυζ κατά τη διαδικασία εφαρμογής τοΰ θεωρητικού σχήματος 'δυνάμει—ενεργεία'. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο δ Παλάσιος καταλήγει να μελετά με το συλλογισμό αυτά δχι το τί είναι ή φυσική ουσία, αλλά το τί είναι ή γραμματική
γραμματική
ιδιότητα. Αυτό άλλωστε ήδη υποδεικνύεται από τις βΐ
και β2 προκείμενες προτάσεις: ή χρήση, το έ^γο δηλαδή και ή ενέργεια ενός πράγματος είναι ιδιότητα τοΰ πράγματος αυτού, και ένας
τρόπος
καθορισμού τού πράγματος είναι η
κατονομασία τής χρήσης του. ε ' . Ό αιτιοκρατικός προσδιορισμός τής γραμματικής Ή αναζήτηση ενός αιτιοκρατικού ορισμού τής γραμματικής μας υποχρεώνει αρχικά να εξηγήσουμε τον δρο θεωρητικός ορισμός, τον οποίο ό Παλάσιος θέτει στον τίτλο τού έργου του 17ερί γραμματικής
θεωρητικής. Ό Γδιος ό Παλάσιος δεν χρησιμοποιεί ως πηγές χωρία
από τα έργα τού Σέξτου τού Εμπειρικού" ωστόσο, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στο έ'ργο ΤΤρος γραμματικούς του τελευταίου, καθώς παρέχονται πλήθος πληροφοριών για τή διάκριση μεταξύ τών ορισμών τής γραμματικής. Στή μετά—αριστοτελική φιλοσοφική παράδοση, με βάση τά δσα αναφέρει ό Σέξτος Εμπειρικός στο 1.44 τού έ'ργου του ϋρός Γραμματικούς,
δύο θεωρούνται ώς οι μοναδικοί
τρόποι ορισμού τής γραμματικής: τό κοινή καί τό ιδία. 'Από τή μεθοδολογική αυτή διάκριση προέρχεται ή διαφοροποίηση μεταξύ δύο τύπων ορισμού τής γραμματικής, τού νομιναλιστικού καί τού θεωρητικού. Βάσει τού νομιναλιστικού ορισμού της, ή γραμματική προσδιορίζεται σε σχέση προς τή διαφορική σημαντική χρήση
τών
γραμμάτων, θεωρουμένων
ώς
τών
σημαινόντων τών φωνών τις οποίες καί σηματοδοτούν. Σύμφωνα με τό Σέξτο, αυτός είναι ό κοινή ορισμός τής γραμματικής. Φιλοσοφικά ωστόσο ό ορισμός αυτός θεωρείται ατελής καί μονομερής, καθώς προσδιορίζει τή γραμματική λαμβάνοντας ύπόψιν έ'να μόνο αίτιο της, τό υλικό. 'Αντίθετα ό θεωρητικός ορισμός 103 περιγράφει τό είναι τής γραμματικής, τήν ουσία δηλαδή αυτής καί περιλαμβάνει τον προσδιορισμό τόσο τών συστατικών στοιχείων της, δσο καί τών αναγωγικών δυνατοτήτων της. 'Από τις δύο αυτές διαστάσεις τού θεωρητικού ορισμού, ή δεύτερη συνιστά τον μεταφυσικό
ορισμό μιας έννοιας (εδώ τής γραμματικής),
σύμφωνα με τον οποίο τό όριστόν προσδιορίζεται με βάση τήν περιγραφή τού γένους στο όποιο ανήκει καί της διαφοράς πού τό χαρακτηρίζει. Ό προσδιορισμός τών στοιχείων τής γραμματικής είναι ο αιτιοκρατικός μια απόπειρα προσδιορισμού
102
ορισμός αυτής. Ό ορισμός αυτός αποτελεί
τής γραμματικής με βάση τήν
ανίχνευση
τών
σχέσεων
"Οπως ήδη επισημάναμε, ορθά ό W. D. Ross παρατηρεί πώς «ή έκφραση μέσος ορός •χρησιμοποιείται κατά
μια διευρυμένη σημασία, προς οηλωσιν τοΰ ουσιαστικού αιτίου»· Ross, ενθ'άν., σ. 77. 103
συστατικών
21
Παράβολε,, Ιν0'ÄV., Öa 2
9
-κ .
35
αιτιότητας
και
τον
προσδιορισμό
των
γραμματικών
αιτίων
πού
εντοπίζονται
στη
γραμματική. Ό αιτιοκρατικός ορισμός θεωρείται ως δ πλήρης ορισμός μίας εννοίας,, ενώ ή διαφορά μεταξύ τών ονοματικού (αλλιώς νομιναλιστικού) και τού θεωρητικού γραμματικού ορισμού έγκειται στο γεγονός πώς ό πρώτος συνιστά ορισμό τού ονόματος της εννοίας, ενώ ο δεύτερος προσδιορίζει το σημαινόμενο τού ό ν ό ^ τ ο ς αυτής. Το προηγούμενο κεφάλαιο, το οποίο αφορούσε στη διερεύνηση τού οτι της γραμματικής και συνίστατο στην διερεύνηση αυτής με άξονα τη σχέση υποκειμένου—κατηγορουμένου. Στην προσέγγιση
εκείνη, την οποία επιχειρήσαμε στο πλαίσιο ερμηνείας τών
Παλασίου για τή γραμματική, ή σχέση μεταξύ της θεωρητικής
επόψεων
τού
και τής πρακτικής
γραμματικής επιχειρούνταν να διαλευκανθεί δια τής ερμηνείας τής πρώτης σημασιολογικής εκδοχής τών ορών της, δια τής σχέσεως, δηλαδή, μεταξύ τής ουσίας και τής ιδιότητας
της.
Ή μεθοδολογική πρόταση τού Παλασίου την οποία θα εξετάσουμε εδώ έχει ως αντικείμενο διερευνήσεως
το
διότι
τής
γραμματικής. Ί ο σημείο
αναφοράς γύρ(υ από το Όποιο
έκδιπλώνεται είναι οι τέσσερεις μορφές της σχέσεως αιτίου—αιτιατού, δηλαδή ή ποιητική, ή υλική, ή ειδική και ή τελική εκδοχή τής αιτιότητας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, προσδιορισμός
τής
σχέσεως
μεταξύ
ενός
δντος
και τού συμβεβηκότος
ό
αυτού
είναι
πληρέστερος τού ορισμού ό όποιος περιγράφει τή σχέση 'ύποκειμένου-αντικειμένου'.
Στο
κεφάλαιο αυτό, θα παρουσιάσουμε τα στοιχεία τα οποία σύμφο.>να με τόν Παλάσιο συνθέτουν τις τέσσερεις εκφάνσεις τής γραμματικής αιτιότητας και θα προσδιορίσουμε τήν πραγματική τους υπόσταση και λειτουργία. Σύμφωνα με τόν Παλάσιο 1 0 4 ή διάνοια θεωρείται ώς το πόρρω ποιητικό αίτιο (άψ' ου) τής γραμματικής. Ή
διδασκαλία τής γραμματικής, όπως αυτή έμπεριστατώνεται
στο
πλαίσιο τής εγκυκλίου παιδείας, θεο>ρεΤται ώς το προσεχές ποιητικό αιτιό της (κίνησαν). Οι λέξεις, οι συλλαβές και εν τέλει τα γράμματα τής αλφαβήτου θεωρούνται ώς τό πόρρω υλικό αί'τιο (εν ω) τής γραμματικής. "Αλλωστε, στην κατηγορική διάσταση τών εννοιών
στοιχείο
και αρχή, τα γράμματα τής αλφαβήτου είναι οι στοιχειώδεις αρχές τής γραμματικής, καθώς προσδιορίζονται ώς τό υλικό υποκείμενο τού προσεχούς υλικού αιτίου της, δηλαδή τών οκτώ μερών τού ομιλουμένου λόγου. Τό τελικό
αί'τιο (ου ένεκα)
τής γραμματικής είναι
ή
γραμματικά ορθή έκφραση, τό «ευ "λέγειν και γράφειν» — διατύπωση στην οποία συναιρούνται ή γραμματική ορθότητα με τήν αισθητική αξία τής ορθής εκφράσεως. Τέλος, ώς ειδικό αίτιο (ω, ή ω ένεκα) τής γραμματικής προσδιορίζεται από τόν Παλάσιο «ή ειδησις τού δρου και τού κανόνος τών οκτώ τού λόγου μερών» 1 0 5 , ή γνώση δηλαδή τόσο τού ονόματος καθενός από τα μέρη τού λόγου, δσο και τών γενικών αρχών πού διέπουν τή γραμματική του
104
'
Παλασίου, έ'νθ' άν., κεφ: περ/ ποιητικού αιτίου γραμματικής, η -θ · περί υλικού αιτίου γραμματικής και '
1-5
! > ! > - > /
1-21
υποκείμενου, ι • περί εάίοίΟί; αίτιου, m 105
Afeo'ft, ν?~\
'
->
> ι
fil
1
· περί τελικού αίτιου: ι6 —<γ .
36
συμπεριφορά. To κριτήριο προσδιορισμού τής γραμματικής στην περίπτωση του ειδικού αιτίου είναι το ίδιο το γνωστικό γραμματικού
της
πεδίο. Πρόκειται κατ' ούσίαν για
ως διαφοράς είδους (ειδοποιός
λόγου
προκύπτει από τή σύγκριση τοΰ γραμματικού επιτεύγματος
(εξεως)
διαφορά).
Ό
χαρακτηρισμός
τοΰ αυτός
με τό λόγο κάθε άλλου διανοητικού
λόγου
τό όποιο, στο πλαίσιο τής αριστοτελικής
κατοχυρωθεί ώς τέχνη ή ώς
προσδιορισμό
ορολογίας, μπορεί να
επιστήμη.
'Από την αθροιστική περιγραφή των
τεσσάρων
αιτίων τής γραμματικής, και σε
συνδυασμό με τό χαρακτήρα αυτής ώς εξεως, προκύπτει ό ακόλουθος ορισμός: «γραμματική εστί έξις επίκτητος διανοητική, περί τα οκτώ μέρη τού προφορικού λόγου καταγινομένη, τόν όρον
και
τόν
κανόνα
τούτων
διδάσκουσα,
και
εν
μηδενί
μέρει
μηδαμή
μηδαμώς
106
ατακτουσα» Ό επίκτητος χαρακτήρας τής γραμματικής, θεωρούμενης ώς εξεως, προσδιορίζεται από τόν Παλάσιο με βάση τις τρεις πιθανές σημασολογικές επίκτητος:
αυτές τής τελειότητας,
εκδοχές τής έννοιας
τής εξεως, και τού φωτός εν τη ψυχή
Ι08
ΰφους 107
. Ώ ς προς τή
διάσταση τής τελειότητος, ό Παλάσιος προσδιορίζει τή γραμματική μέ βάση τόν αςΌνα. μετάβασης από τό δυνάμει στο ενεργεία του τρόπου κατά τόν
. Αυτό βέβαια αποτελεί εναλλακτική διατύπωση
οποίο ή υπόσταση
περιγραφής τού γραμματικού γεγονότος εςετασης
109
τής
γραμματικής καταφάσκεται βάσει
τής
— ακολουθείται δηλαδή και εδώ ή [i£.Qo8o\oyia
11
του οτι της γραμματικής " — οπού
πια. ή τροπή του όυναμει σε
ενεργεία
αναφέρεται στην πραγματικότητα στη μετάβαση από τήν έ'μφυτη γραμματική ικανότητα στη γραμματική πράξη και ενέργεια.
Ή
φυσική
γραμματική
είναι έ'να είδος
έμφυτης
γραμματικής διάνοιας, τό όποΤο προϋπάρχει στον άνθρωπο ώς δυνάμει γραμματική γνώση. Ώ ς κατά φύσιν προδιάθεση για γραμματική γνώση, εντοπίζεται στο διανοητικό μόριο τής ψυχής τοΰ ανθρώπου, έχει τό χαρακτήρα δυνάμεως, και μεταβάλλεται σέ εξιν, αφού ό άνθρωπος διδαχθεί τήν επίκτητο
γραμματική.
Στην τελευταία αυτή κατάσταση, ή δυνάμει
φυσική προδιάθεση τής γραμματικής αποστασιοποιείται ώς υπάρχον. Ή επίκτητος
γραμματική
αναλύεται σέ δύο μορφές: τήν ατελή
γραμματική
σχετίζεται μέ τό γνωσιολογικό επίπεδο τής κοινής δημοτικής και τήν εντελή
εξι, ή οποία γραμματική
εξιν, ή οποία είναι τό κατεξοχήν αποτέλεσμα τής εγκυκλίου (θύραθεν) παιδείας και άψορά τή
106
Αυτόθι, ί δ "
Αποοιοουμε τις έννοιες αυτές ως εννοιεζ ύφους, παρότι ο χαρακτηρισμός ενέχει την ιόια σημασία με αυτή τοΰ ορού ποιότητα, ακριβώς για να διακρίνουμε την περίπτωση απο τήν αριστοτελική κατηγορία της ποιότητας. 108 Παλασίου, ενθ' av., ιζ . Ή παρομοίωση τής γραμματικής μέ ψώς εν τγι φυχγ] προέρχεται άπο τα ιερά κείμενα και δηλώνει τή διαπιστευμένη γνώση· παράβαλε τή γνωστή φράση τής 'Αγίας Γραφής «εγώ ειμί το φως τοΰ κόσμου» (Ίωάνν. 8, 12). «[η γραμματική] ώς τελεκίτης μέν, ... τον δυνάμει και ατελή γραμματικόν, ενεργεία τε και εντελή αποτελεί»- αυτόθι, ιζ14"15. 110 Για τή συλλογιστική τοΰ Παλασίου στο θέμα αυτό, βλέπε σημ. 85.
37
λόγια
γραμματική διατύπωση. Συγχρόνως
γραμματικής ατέλειας:
ό Παλάσιος
α) της γραμματικά ατελούς
διακρίνει
γνώσεως
μεταξύ
δύο
και πράξεως
τύπων
ή
οποία
περιορίζεται στην εκμάθηση και αναπαραγωγή τού λόγου της κοινής δημοτικής διαλέκτου, και β) τής γραμματικά ατελούς εμπειρικής γνώσεως και πράξεως, άπό τις όποιες απουσιάζει ή θεωρητική τεκμηρίωση τής γραμματικής. Κατά τήν διαστρωμάτωση αύτη, οι τύποι τής επικτήτου
γραμματικής
συνιστούν διαφορετικές διαβαθμίσεις τού ένδελεχειακού χαρακτήρα
τής γραμματικής γνώσης. Ή επίκτητος,
τέλος, και εντελής
οντάς το κατεξοχήν πεδίο δράσης τού
γραμματική,
γραμματιστού, ύποστασιοποιεϊται σύμφωνα με τον Παλάσιο ως δύναμις, ενέργεια, εζις ψυχής, και ώς οιονεί φύσις (δεύτερη, δηλαδή ώς αποτέλεσμα πεφυσιώσεως) τού γραμματιστή
Π1
.
Και αυτό, γιατί μόνον αυτό το επίπεδο γραμματικής γνώσης παρέχει πλήρως τή δυνατότητα αναγωγής και τεκμηρίωσης των γραμματικών φαινομένων στους γραμματικούς λόγους 1 1 2 . Ώ ς δύναμις ή εντελής επίκτητος γραμματική παρέχει στο γραμματιστή τή δυνατότητα τής άναγωγιμότητας τών γραμματικών φαινομένων στή γραμματική θεωρία, ενώ ώς εντελής ενέργεια κατοχυρώνεται από τήν
παρουσία της
στή γραμματική πράξη τών
θύραθεν
κειμένων. Στή συνέχεια θά αναλύσουμε τήν αιτιοκρατική προσέγγιση τού Παλασίου, τήν οποία μόλις εκθέσαμε. Ό αιτιοκρατικός ορισμός τής γραμματικής, όπως αυτός διατυπώνεται από τον Παλάσιο και ο οποίος παρουσιάζεται στή στήλη Α τού κατωτέρω σχήματος, μπορεί να αναλυθεί στα επιμέρους συστατικά του στοιχεία, ούτως ώστε να εντοπισθεί ή υφή Β καθενός
άπό αυτά: Α γραμματική εστί έξις επίκτητος διανοητική περί τα οκτώ μέρη του προφορικού λόγου καταγινομενη τον ορον και τον κανόνα τούτων διδάσκουσα και εν μηδενί μέρει μηδαμή μηδαμώς άτακτοϋσα
Β : έννοια : συνδετικό ρήμα : αισθητή* πραγματικότητα : ειδοποιός διαφορά : πόρρω ποιητικό αίτιο : προσεχές υλικό αίτιο 5Λ
Ι
V
: ειοικο αίτιο : προσεχές ποιητικό αίτιο : τελικό αίτιο
*Στο ρηματικό επίθετο αίσϋητη συνοψίζονται το δυνάμει και τό ενεργεία τής πραγματικότητας, υφίσταται, δηλαδή, η εζις τόσο ως κατεχόμενη ικανότητα όσο και ώς κατοχή τής ικανότητας αυτής.
111
Παλασίου, ενθ'άν.,ιζ 2 0 .
112
: τα «γραμματικά θεωρήματα», σύμφωνα με τή διατύπωση τοϋ Παλασίου - αυτόθι, ιστ και ιη .
38
'Εκείνο τό όποιο απουσιάζει από τον προαναφερόμενο ορισμό της γραμματικής είναι η αναφορά του πόρρω υλικού υποκειμένου αυτής, δηλαδή τοΰ γράμματος — θέμα το οποίο θα μας άποσχολήσει
στο
επόμενο
κεφάλαιο. 'Αρχικά
ωστόσο
μπορεί να λεχθεί
πως
η
προβληματικότητα τοΰ παραπάνω όρισμοΰ έγκειται στην ανάγκη να διευκρινιστεί περαιτέρω ή φύση τής γραμματικής ώς εξεως, παρατήρηση πού με τη σειρά της υποβάλλει την ανάγκη διερεύνησης τοΰ επιθέτου διανοητική. Ό ασαφής χαρακτηρισμός τής γραμματικής ώς εζεως
113
εντάσσεται αναγκαστικά στην
περίπτωση τοΰ όρισμοΰ μίας ουσίας ή ενός πράγματος, με βάση το υπερκείμενο γένος, και συνιστά υπερβατικό τύπο όρισμοΰ τής μορφής S c Ρ, ό οποίος άφορα το πεδίο έρευνας τής αριστοτελικής
μεταφυσικής. Άλλα στο σημείο αυτό ό προσδιορισμός
συγκεκριμένα ώς εξεως
τής
γραμματικής
αποδίδει τη γραμματική με βάση το είδος αυτής.
διανοητικής
Πράγματι ό ορισμός τής γραμματικής ώς διανοητικής έ'ξεως είναι ειδικός και όχι γενικός. Οί έννοιες γραμματική
και διανοητική
έξις δεν είναι ισοπλατεΤς, άφοΰ ώς έξεις
διανοητικές
κάλλιστα μπορούν να αναγνωρισθούν και ή ρητορική, ή διαλεκτική, ή λογική, και εν γένει κάθε νοητική, επιστημονική και τεχνική ικανότητα. Ή γραμματική είναι έ'ξις διανοητική επειδή έχει την Γδια με τις προαναφερόμενες έ'ξεις υπερκείμενη, την υφολογική έννοια έξις διανοητική — τή διανοητική δηλαδή υφή τής εξεως, θεωρούμενης ώς ικανότητας. Κ α τ ' αύτη τη σημασία, ή γραμματική μπορεί να κατηγορηθεί ώς έννοια όμοταγής 1 1 4 τής ρητορικής και τής λογικής, καθώς ή σχέση όλων αυτών προς τήν έννοια έξις διανοητική είναι αντίστοιχη προς τή σχέση των υποκειμένων ειδικών προς το γενικό ορο. "Οπως
παρατηρούμε, επίσης,
στον
προαναφερόμενο
ορισμό
τής
γραμματικής,
το
ποιητικό α'ι'τιο και το υλικό υποκείμενο τής γραμματικής διακρίνονται από τον Παλάσιο σε πόρρω
και
σε
προσεχές.
Ποιο
είναι
το
ιδιαίτερο
βάρος
αυτής
τής
διακρίσεως;
'Αναμφισβήτητα, ούτε τα πόρρω ούτε τα προσεχή
αίτια υφίστανται ώς άμεσα αντικείμενα
των
εντοπίζεται
αισθήσεων.
μεταγενεστέρων μ.χ.)
115
Ή
διάκριση
τών
τού νεοπλατωνίσμού
δύο ορών
αύτολεξει
στα
έργα
συγγραφέων, τοΰ Ευσταθίου Θεσσαλονίκης
δύο (1160
116
και τού Θεοφίλου Πρωτοσπαθαρίου (περ. 640 μ.χ.) , άλλα τα σχετικά χωρία δεν
παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη συνάφεια με τό υπό διερεύνηση θέμα τής γραμματικής. Παρά το γεγονός αυτό, είναι ορθό να αποδεχτούμε πώς ό Παλάσιος δανείζεται τήν ορολογία πού χοησιμοποιεΐ άπό εκείνη τών νεοπλατωνικών φιλοσόφων, καθώς ή εννοιολογική τοΰ πόρρω με τό προσεχές αίτιο αποτελεί
συσχέτιση
στοιχείο τής δικής τους κυρίως ερμηνευτικής
113
Για την ανάλυση άπο τον Παλάσιο της γραμματικής ώς εξεως βλέπε, αυτόθι, (ζ9-»]18.
114
: «ταυτότης και ένότης», σύμφοινα με τον Παλάσιο· αυτόθι, κ .
115
Stallbaum, G. (έκδ.), EustaM archiepiscopi Thessalonicensis, Commentant ad Hörnen Odysseam, Leipzig 1825-26, τ. 1, 15,22.
Θεοφίλου, Περί της τοΰ άνθρωπου κατασκευής: Greenhill. G. Α. (έκδ.), Theophili Protospatharii de corporis humani fabrica libri v, Oxford: Oxford University Press, 1842, τ. 3, 12,7.
39
προσέγγισης
σ τ α κείμενα τοϋ Α ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς 1 1 7 ,
παρότι δεν συναντάται σ' αυτά υπο
το
σ χ ή μ α το όποιο εισηγείται ό Παλάσιος. Πέραν τ η ς τ υ π ι κ ά νεοπλατωνικής
προελεύσεως
τ ή ς ορολογίας, είναι βέβαιο π ώ ς ό
Παλάσιος αναπτύσσει τις απόψεις του γ ι α την γ ρ α μ μ α τ ι κ ή αιτιότητα σε έ'να πλαίσιο καθαρά αριστοτελικό. Σ τ ο ν Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η ή διάκριση πόρρω-προσεχούς ανάμεσα στο πόρρω και στο εγγύς καθόλου αρχές
εντοπίζεται ως διαφοροποίηση
τ ή ς αίσθήσεως, ενώ ώς πορροτάτω
που διέπουν τ η συμπεριφορά τ ώ ν α ι σ θ η τ ώ ν
118
προσδιορίζονται οι
. 'Αποδεχόμενοι τ η θέση α ύ τ η ,
οφείλουμε να θεωρήσουμε π ώ ς ή παλασιακή διάκριση πόρρω—προσεχούς τ ή διαφορά ανάμεσα στή γνώση
τών
νοητικών
αρχών και σε
αιτίου σηματοδοτεί
εκείνη
τών
Μπορούμε επίσης να δεχθούμε ώς έγκυρη ερμηνευτική διεύρυνση τ ή ς θέσεως προσέγγιση ενός ανώνυμου σχολιαστή τ ώ ν
'Αναλυτικών
« τ α προσεχή γαρ α'ι'τια δει λαμβάνειν, αλλ' ούχ α π λ ώ ς α ί τ ι α » νοητικές αρχές (πόρρω) ως το εν, το απλώς
αυτής την
σύμφωνα με τον όποιο
Ύστερων, 119
εμπειρικών.
. Αυτό σημαίνει π ώ ς οι
τ ή ς γ ν ώ σ ε ω ς υφίστανται σε σχέση προς τις εμπειρικές
(προσεχές)
είναι, προς τ α ενδεχόμενα πολλά. Το οτι ή σχέση αυτή παραμένει έ'να
καθαρά νοητικό σχήμα πιστοποιείται από τό πορροτάτω
υλικό αίτιο τ ή ς γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς , τ α
γ ρ ά μ μ α τ α , τ α όποια ό Παλάσιος αναγνωρίζει ώς « ά π λ α και τί έ σ τ ι » 1 2 0 , ώς καθόλου δηλαδή α ρ χ ή , νοητική μέν, αλλά στην κατηγορική υπόσταση τ ή ς α π ώ τ ε ρ η ς
στοιχειώδους
ύλης
θεωρούμενης ώς υποκειμένου. Ή παλασιακή διάνοια
δεν είναι τό αριστοτελικό πρώτο
κινούν, καθώς μπορεί μεν να
είναι τό απώτερο ποιητικό αίτιο πού προκύπτει από αλλεπάλληλες
αφαιρέσεις, άλλα δεν
δύναται
από
να
δημιουργήσει
από
μόνη
της
— ανεξάρτητα
δηλαδή
τις
γραμματικές εμπειρίες — τήν αντίστροφη π α ρ α γ ω γ ι κ ή διαδικασία προς τις εμπειρίες και παρατηρήσεις. " Α λ λ ω σ τ ε και ό δρος γραμματικός
117
λόγος
αισθητικές γραμματικές
συνιστά μέν έ'ννοιαν
Παράβαλε τις αναφορές στο προσεχές αίτιον στα έξης έ'ργα: Αλεξάνδρου ΆφριδΊσιεως, Υπόμνημα
μείζον Α τών Μετά τά Φυσικά Αριστοτέλους, 353,3
[: Hayduck., Μ., (έκδ), In Aristotelis metaphysics
commentaria, Commentaria in Axistotelem Graeca, Reimer, Berln, 1891, τ. 1, σσ. 440-837.]· Παράφρασις ''Αναλυτικών Ύστερων, 28,2
εις τό
Θεμίστιου,
[: Wallies, Μ., Themistii in Analyticorum posteriorum paraphrasis,
Commentaria in Aristotelem Graeca Reimer, Berlin 1900,
τ. 5.1.]· 'Ιωάννη τοϋ Γραμματικού (Φιλόπονου),
Σχολικαι υποσημειώσεις εκ τών συνουσιών Αμμωνίου
τοϋ Έρμείου μετά τινών ιδίων επιστασιών εις τό
Πρώτον τών Ύστερων
'Αναλυτικών
"Αριστοτέλους, 432,3 & 432,5 [:Wallies, Μ., Ioannis PMloponi In
Aristotelis analytica priora commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer, Berlin 1905, τ. 13.2]. 118
«Πρότερα δ' εστί και γνωριμώτερα δίχως' ου γαρ ταύτόν πρότερον τη φύσει και προς ημάς πρότερον, ουδέ
γνο^ριμωτερον και ήμΓν γνωριμώτερον. λέγο> δέ προς ημάς μέν πρότερα και γνωριμώτερα τα έγγύτερον της αισθησεως, απλώς δε πρότερα και γνωριμώτερα τα πορρώτερον. έστι δέ πορρωτάτω μέν τά καθόλου μάλιστα, εγγύτατοι δε τα καθ' έκαστα' και αντίκειται ταϋτ' αλλήλων»·
'Αριστοτέλους,
Αναλυτικά
υστέρα,
71b35-72a6. 119
Wallies, Μ, (έκδ), Anonymi in analyticorum posteriorum iibnim alterum commentarium, Aristotelem Graeca, τ.
13.3. Berlin: Reimer, 1909, 120
17,40-18,1.
Παλασίου, έ'νθ' «v., ι" και νζ5.
40
είδους, καθώς μάλιστα εκφράζει τό είδος είδικότατον
τοΰ γένους λόγος, αλλά, ώς όριστόν,
προκύπτει άπο διαδικασίες διαιρετικές (δηλαδή ώς διαφορά), των οποίων ή ισχύς δεν είναι βέβαια
αποδεικτικής
υφής.
Επιπλέον,
ή
θεώρηση
άπο τον
Παλάσιο
τής
φυσικής
γραμματικής ώς «δώρου τής φύσεως», και της πρακτικής γραμματικής ώς «δώρου τής εγκυκλίου διδασκαλίας» 1 2 1 , συνδέεται κατ' άντιδιαστολήν με τη θέση τής Καινής Διαθήκης σύμφωνα με την οποία, ή γνώση είναι δωρεά τοϋ θείου πνεύματος, χάρη στην οποία ο πιστός συλλαμβάνει ενορατικά το έσχατο νόημα των θρησκευτικών φαινομένων 122 . Για τους λόγους αυτούς ή κινητική
διάσταση τοΰ ποιητικού αιτίου τής γραμματικής αποδίδεται μόνον — καί
όχι ώς πρώτο αλλά ώς απλώς κινούν — στή διδασκαλία, καθώς αύτη μπορεί να προσφέρει στη γραμματική ώς εζιν τήν (άνα)παραγωγική της ικανότητα. Είναι σημαντικό δε να επισημάνουμε πώς ή διδασκαλία δεν θα μπορούσε να αποκληθεί ποιητικό υποκείμενο, επειδή δεν μπορεί να λάβει νομοτελειακή υπόσταση στην παραγωγική συλλογιστική πορεία από το α'ι'τιο προς
τό αιτιατό, καθώς
δεν
ικανοποιεί
στην
πραγματικότητα
τήν
αρχή
τοϋ
123
άποχρώντος λόγου . Ή διάκριση ανάμεσα στή διάνοια και τή διδασκαλία — ή ανάμεσα στα γράμματα και τα οκτώ μέρη του λόγου — ώς διαφοροποίηση ανάμεσα στο πόρρω και τό προσεχές αίτιο, είναι διάκριση ανάμεσα στο καθόλου και τό επιμέρους αντικείμενο τής γνώσεως. Τό αίτιο
είναι ή εμπειρική
αρχή ή
οποία προκύπτει,
όταν
ή
κατ'
αίσθηση
προσεχές αντίληψη
επαναλαμβανόμενων γραμματικών περιπτώσεων παρέρχεται, Βίνοντας τή θέση της
στή
θεματική ομαδοποίηση τών περιπτώσεων αυτών. Στο επίπεδο αυτό, ή γνώση τών προσεχών αιτίων προσδιορίζεται ώς γνώση τεχνική' μπορεί ωστόσο να λάβει διαστάσεις επιστημονικές, αν θεωρηθεΤ ώς τό ενδιάμεσο στάδιο μίας επαγωγικής διαδικασίας, ή οποία καταλήγει στή γνώση τοΰ πόρρω αιτίου τής γραμματικής, στή σύλληψη τοΰ γραμματικού
λόγου ώς καθόλου.
Ή διαδικασία αυτή, δπως είδαμε, λαμβάνει έναν εμφανώς κατηγορικό χαρακτήρα στην περίπτωση τοΰ υλικού αιτίου τής γραμματικής, γι' αυτό και τά γράμματα, τα οποία στοιχειοθετούνται ώς οι πλέον γενικές και αδιαίρετες υλικές άρχες τοΰ λόγου καταχωρούνται απο τον Παλάσιο ώς τό υλικό υποκείμενο του. Γιά κάθε δρο ό οποίος μπορεί να εκληφθεί ώς γενικός, όπως π.χ. ό ορός διάνοια, είναι αποδεκτό να υποστηρίξουμε πώς μπορεί να υφίστανται περισσότερες τής μίας σημασίες και περισσότεροι τοΰ ενός ορισμοί
124
. Ωστόσο, καθώς δεν διευκρινίζεται περαιτέρω ή σημασία
τοΰ συγκεκριμένου ορού άπο τον Παλάσιο, οφείλουμε να παραμείνουμε πιστοί στην βασική πηγή του πού είναι τά 'Αναλυτικά
υστέρα τοϋ "'Αριστοτέλους, και να έμηνεύσουμε τή διάνοια
121
Αυτόθι, ε".
122
Ντόκα, 'Αγησιλάου, Λεξικό φιλοσοφικών ορών, 'Αστήρ, 'Αθήνα 1987, σ. 40.
12
- Το να διδάκεται κάποιος τή γραμματική δε συνεπάγεται πώς αποκτά και πλήρη γνοιση αύτης, καθώς τοΰτο
εξαρτάται όχι μόνο άπο τή διδασκαλία, άλλα και άπο τή μάθηση. 124
Παράβαλε και τη σχετική παρατήρηση τοϋ W. D. Ross, ενθ' av., σ. 82.
41
ώς διανοητική λειτουργία 1 2 5 ή , σωστότερα, ώς διαισθητική σκέψη (νους)126 συλλογιστική διαδικασία
127-
αυτή επιμερίζεται στην επιστήμη,
και έ'λλογη
ή οποία είναι ή Θεωρητική
γνώση ώς αυτοσκοπός, στην τέχνη, ή οποία είναι ή γνώση πού έ'χει ώς πεδίο εφαρμογής της τήν παραγωγή, και στή φρόνηση, ή οποία είναι γνώση ηθικά προσανατολισμένη. Ή ερμηνεία της διανοίας ώς διανοητικής λειτουργίας, διαισθητικής σκέψεως, ή ελλογης συλλογιστικής διαδικασίας είναι στην πραγματικότητα ή αριστοτελική γνωρίζουσα τοϋ ανθρώπου. Συμπερασματικά, λοιπόν, η διάνοια, ώς τό γραμματικής συγκεκριμένα
εξεως, ώς
τεκμηριώνει
το
«γνωρίζουσας
χαρακτήρα αυτής
εξεως».
Ό
τελευταίος
έξις12*
πόρρω ποιητικό αίτιο
ώς
έ'ξεως
αυτός
διανοητικής,
χαρακτηρισμός
τής και τής
γραμματικής συνιστά τήν καλύτερη δυνατή περιγραφή της ώς υποκείμενης αιτίας τής πρακτικής γραμματικής με βάση το πλαίσιο τό οποϊο θέτει ή σχέση αιτίου—αιτιατού.
στ ' . 'Οντολογική και υπερβατική διερεύνηση τής γραμματικής "Αν ή διάνοια είναι ή υποκείμενη αιτία τής έκδιπλώσεως των γραμματικών φαινομένων, και αν ή γραμματική ορθά προσδιορίζεται ώς έξις γνωρίζουσα
τήν έκδίπλωση
αυτή, ο
προσδιορισμός τής οντικής υφής τής γραμματικής, θεωρούμενης ώς διανοητικού λόγου, θα καταστεί εφικτός, αν καταφέρουμε να άπα.ντΎ]σοι>\χε στο ερώτημα 'ποια ή κατηγορική σχέση τής γραμματικής με τις υπόλοιπες γνωστικές διαδικασίες τις όποιες χαρακτηρίζουμε ώς τέχνη ή επιστήμη, όπως ή ρητορική και ή λογική;'. Μία τέτοια διερεύνηση στρέφει τήν αναζήτηση ενός εναλλακτικού ορισμού τής γραμματικής 1 2 9 στο ποιόν τής γραμματικής ύλης, δηλαδή στο γράμμα, τό οποίο και διερευνάται πλέον ώς τό καθόλου τής γραμματικής. Ό έλεγχος εγκυρότητας τής θέσεως σύμφωνα με τήν οποία τα γράμματα είναι τό πόρρω υλικό α'ι'τιο τής γραμματικής θέτει ώς πρώτο ζητούμενο δχι τήν κατηγορική διάσταση 130
τού υλικού αιτίου ώς υποκειμένου , άλλα τήν ακύρωση υφιστάμενων όμωνυμικών σχέσεων.
125
Αυτό είναι το νόημα τοϋ ορού διάνοια στο 100b των Ύστερων
126
Brun, Jean, Ό 'Αριστοτέλης
127
Παράβαλε τή χρήση του ορού διάνοια στο 89b των Ύστερων
128
Για τή χρήση τοϋ ορού στον 'Αριστοτέλη, βλέπε, 'Αριστοτέλους, αυτόθι, 8 8 b l 8 .
'Αναλυτικών.
και το Λύκειο, μετάφραση. Ή . Π. Νικολούδη, Ζαχαρόπουλος, αν. χρον., σ. 5 8 . 'Αναλυτικών.
Κλασσικό παράδειγμα εναλλακτικών ορισμών είναι αυτός της φιλοσοφίας, όπως διατυπώθηκε από τον Δαβίδ στο έργο του Προλεγόμενα
φιλοσοφίας: «Μεμαθηκότες το πέμπτον κεφάλαιον ζητήσωμεν και το έκτον, εν ω
λέγομεν πόσοι καϊ ποίοι της φιλοσοφίας εκτίν ορισμοί, είσί δε ούτοι- πρώτος μεν ό λέγων 'φιλοσοφία εστί γνώσις τών όντων η δντα εστί', δεύτερος δε 'γνώσις θείων τε και ανθρωπίνων πραγμάτων', τρίτος
'μελέτη θανάτου',
τέταρτος 'όμ,οίωσις θεώ κατά τό δυνατόν άνθρώπω', πέμπτος 'τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών', έκτος 'φιλοσοφία εστί φιλία σο^ν^"1 και ταύτα
μεν τό έκτον κεφάλχιον»· Busse, Α. (εκδ.), Δαβίδ,
φιλοσοφίας, Commentaria in Aristotelem Graeca 18.2. Berlin: Reimer, 1904, 130
Προλεγόμενα
20,25-31.
Τήν κατηγορική διάσταση της ομωνυμίας άναπτύσει ο 'Αριστοτέλης στό 1 a τών Κατηγοριών.
Για τό θέμα
αυτό και τις προσεγγίσεις που επεχείρησαν οι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, παράβολε και Anton, John P., Ancient
42
Τα προβλήματα ομωνυμίας ανακύπτουν, σύμφωνα με τον Παλάσιο 1 3 1 , καθώς ώς μπορεί κατά περίπτωση
λόγου
να
σηματοδούνται
γράμμα
διαφορετικά όμόγραφα και όμόηχα
σημαινόμενα, όπως τό γραπτό κείμενο του έργου ενός συγγραφέα, ή επιστολή, το είδος και ή ΰλη άποτυπώσεως μίας παράστασης, ή ζωγραφική απεικόνιση, καί, τέλος, τα 1
προσωόιας ·".
σημεία
Ομως κανένα απο αυτά τα σημαινόμενα οεν έχει τη ουνατοτητα \όυναμει)
των είκοσιτεσσάρων γραμμάτων της αΚ<^α&Ύ\του να συστήσουν ενεργείς
έναρθρο λόγο. Κι
αυτό, διότι καμμία άλλη σημασία τοΰ ορού γράμμα πέρα. από αυτή τοΰ αλφαβητικού σήματος δεν συνιστά στοιχειώδη 1 3 3 βασική ΰλη 1 3 4
είτε
τού μορφοποιημένου λόγου 1 3 5 , ο όποιος
σχετίζεται με τή συνθετική διατύπωση λέξεων καί φράσεων με βάση τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφάβητου, είτε ως έσχατη
υληίΛ0
όιαιρεσεως και ενυπαρχον ατομον ειοος
137
συστατού νοήματος , τό όποιο προκύπτει με βάση τους είκοσιτέσσερεις διαφορετικούς τύπους
της
αλφαβητικής σημασίας
τού
είδους
γράμμα.
Ή
δυνατότητα αυτή
είναι
αναγνωρίσιμη μόνο στό σημείο τού αλφαβητικού γράμματος — αποτελεί δηλαδή ι&ον αυτού. Βάσει
αυτής της
ειδοποιού διαφοράς, λοιπόν, ακυρώνονται ώς
υλικά υποκείμενα
της
γραμματικής δλα τα καθ' όμωνυμίαν προς τό αλφαβητικό γράμμα σημαινόμενα. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, ο Παλάσιος οδηγείται στή διάκριση μεταξύ τού γράμματος γ] γράμμα, τό οπόϊο thai διανόημα καί αντικείμενο της διανοητικής γραμματικής πράξης, καί τού γράμματος ώς συμβεβηκυίας, κατά συνθήκη, καί αισθητής παραστάσεως, τό οποίο συνιστά τό αντικείμενο μελέτης τής εμπειρικής γραμματικής. Σύμφωνα με τον Παλάσιο τα γράμματα, όντας δυνάμει λόγος, υφίστανται προ τής 138
θεωρήματα ,
γραπτής διατυπώσεως
τους
ώς
δηλαδή ώς θεωρητικές νοητικές κατασκευές. Τό γεγονός πώς οι αισθήσεις
αντιλαμβάνονται τα γράμματα ώς δεδομένες διατυποΟσεις139, χωρίς δηλαδή να καταγίνονται
Interpetations of Aristotie's Doctdae of Homonyma: Anton, John P. & George L. Custas (έκδ.), Essays in Ancient Greek Philosophy, State University of New York Press, Albany 1971, σσ. .576-592. 131
Παλασίου, ενθ' av., ιε .
132
Αυτές είναι οί όμωνυμικές σημασίες που μαρτυρεί ό Παλάσιος. Ό ορός γράμμα συναντάται καί μέ πολλές άλλες σημασίες, μερικές από τις όποιες είναι οι εξής: αποδεικτικά έγγραφα παντός είδους, κατάλογος, χειρόγραφο, οι Δέκα Εντολές τοΰ Μωϋσέως, ή 'Αγία Γραφή, οί νόμοι καί οι κανόνες δικαίου, ή μόρφωση, και ή ανάγνωση. 133
«στοιχεϊον δ' εστίν εις δ διαιρείται ένυπάρχον ώς υλην, οίον της συλλαβής το <α> καί τό <β>· 'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, 104 lb3 1-33. 134
πρώτη JAjj-materia prima.
135
materia ultima.
" ° «εστί ο , ωσπερ αρηται, η έσχατη υλη και ή μορφή ταυτο και εν, <το μεν> ουναμει, το δε ενέργεια»· 'Αριστοτέλους, ενθ'av., 1045bl8-20. 137
Ώ ς συστατό νόημα hnooû\xz εδώ αυτό πού στην κλασσική ορολογία τής φιλοσοφίας αποκαλείται ενδιάθετος λόγος. 138
«θεώρημα διανοίας»- Παλασίου, ενθ' άν., ιστ .
139
«τα έσχηματισμένα»- αύτόθί, ιστ .
43 με τήν Γδια την ενέργεια, τη δράση, καί το γεγονός της διατύπωσης τους 1 4 0 — θέματα πού ούτε καν ώς ενδεχόμενα κατηγορήματα τοΰ αισθητηριακού λόγου δεν μπορούν να εκληφθούν — το γεγονός, λοιπόν, αυτό είναι ή απόδειξη πώς το γράμμα συνιστά κατ' ούσίαν διανοητικό καί όχι αισθητηριακό σχηματισμό. Έ ά ν ή αισθητηριακή δυνατότητα κατηγορείται σε κάθε ζωική μορφή (όπως π.χ. ή όραση), τα γράμματα κατηγορούνται μόνο στή διανοητική δύναμη τού ανθρώπου, πράγμα πού συνηγορεί ύπερ της θεωρήσεως της διάνοιας ώς το ουσιαστικό ποιητικό αίτιο της γραμματικής διατύπωσης. Αναμφισβήτητα ή γνωσιολογική
αυτή προσέγγιση
εφαρμόζει ό Παλάσιος, παρακολουθεί τήν
της
αριστοτελική
γραμματικής, τήν
οποία
διερεύνησης
μεΰο86λο·γία
141
τού
όντος : σε κάποια σημεία της à.y.okouQzî τήν αριστοτελική μεταφυσική
142-
κύριο άξονα
των
Ύστερων
Στο πλαίσιο αυτό ή διερεύνηση τών όμωνυμικών σχέσεων
μπορεί να
της 143
Αναλυτικών .
παραμένει
πιστή
στο
πλαίσιο
της
μεθοδολογίας
επεκτααει ακόμα και εντός του ιοιου του αλφαβητικού σήματος γράμμα,
ωστόσο στον
κασως, λόγο.}
ακριβώς της σημειακής του υφής, αυτό αναλύεται σε σημαινόμενο καί σημαίνον ή, με βάση τήν αριστοτελική ορολογία, σε α) νοητικό σχήμα και β) αισθητή εικόνα, όπου στην τελευταία συμπεριλαμβάνονται τόσο ή ακουστική (βΐ) όσο καί ή γραπτή (β2) μορφή της. Αυτό βέβαια εξυπηρετεί τήν αποδοχή τού γράμματος
ώς νοητικού σχήματος καί τήν
απόρριψη της αισθητής του εικόνας ώς υλικής αρχής τής γραμματικής. Ό
στοιχειακός
χαρακτήρας τής έννοιας γράμμα εντοπίζεται στο νοητικό σχήμα γράμμα — πέραν
δηλαδή
τών προσθέτων διακριτικών γνωρισμάτων τών είκοσιτεσσάρων αλφαβητικών τύπων, ενώ ή διάκριση μεταξύ αισθητής εικόνας καί νοητικού σχήματος καί ή προτεραιότητα τελευταίου, ευρίσκεται σε αναλογία προς τήν αντίστοιχη διχοτομία μεταξύ τού (marked) καί τού άσημαδεότου
144
(unmarked) τής δομικής γλωσσολογίας , όπου το
τού
σημαδεμένου άσημάδευτο
είναι κριτήριο οικονομίας τής γλώσσας καί εκφράζει κατά τη γενετική—μετασχηματιστική
140
«σχηματισμός»· αυτόθι, ίστ .
141
Παράβαλε τη διερεύνηση άπό τον Παλάσιο τοΰ ορού γράμμα
ώς γράμμα
Ύ\ γράμμα,
κ α τ ' αναλογία προς το
αριστοτελικό ο"ν ^ ον. 142
« Έ π ε ί δ' εστίν ή του φιλοσόφου επιστήμη του ό'ντος η 3ν καθόλου καί ου κατά μέρος, το δ' ον πολλαχώς καί
ου καθ' έ'να λέγεται τρόπον ει μεν ουν ομωνύμως κατά δε κοινόν μηδέν, ουκ εστίν υπό μίαν έπιστημην (ου γαρ εν γένος τών τοιούτων), ει δε κατά κοινόν, είή αν υπό μίαν έπιστημην»· 'Αριστοτέλους, ενθ'άν., 1060b31— 3 6 . 143
«και γάρ ω, όμωνυμίαι λανθάνουσι μάλλον εν τοις καθόλου ή εν τοις άδιαφόροις. ώσπερ δε έν ταΐς άποδείξεσι
δεϊτό γε συλλελογίσθαι ύπάρχειν, οΰτω καί έν τοις οροις το σαφές, τοϋτο δ' έ'σται, έάν, δια τών καθ' έ'καστον είλημμένων η το έν έκάστω γένει όρίζεσθαι χωρίς, οίον το ομοιον μη παν άλλα το έν χρώμασι καί σχήμασι, καί οξυ το εν φωνή, καί οΰτως επί τό κοινον βαδιζειν, ευλαβουμενον 'Αναλυτικά
μή ομωνυμία
έντύχη»·'Αριστοτέλους,
υστέρα, 97b30—37.
Για τους ορούς αυτούς, παράβαλε, Δημητρίου, Σ ω τ . , Λεξικά ορών γλωσσολογίας, 1994, τ . β ' , σ .
112.
Καστανιώτης,
'Αθήνα
44
γραμματική τήν τάση των γλωσσών για φυσικότητα, ενώ το σημαδεμένο εμπεριέχει τα πρόσθετα χαρακτηριστικά τοϋ νοήματος 1 4 5 . Με γνώμονα τήν αριστοτελική μεθοδολογία, τα κριτήρια βάσει τών οποίων μπορεί να κατοχυρωθεί ή να ακυρωθεί ή λειτουργικότητα ενός πεδίου Χ (εδώ της γραμματικής ΰλης γράμμα) στην υπερβατική της διάσταση είναι δύο: α ': ή αποδοχή ή μή τοϋ πεδίου Χ ώς βασικού κορμοΰ τών αρχών οι οποίες διέπουν τά συναφή προς το Χ γνωστικά πεδία και δράσεις' β ': το είδος της γνωσιολογικής υφής πού προσδίδει ή γνώση τοϋ Χ (εδώ ή γραμματική γνώση) στις άλλες επιστήμες, δηλαδή το εάν ή γραμματική τάξη τοϋ όρισμοΰ τους αποτελεί το κύριο στοιχείο τοϋ βάθους έπιδιορισμοϋ κάθε μιας από αυτές. Ή υφή και τών δύο αυτών κριτηρίων δεν είναι αποδεικτική, άλλα απλώς δεικτική 1 4 6 . Στην πρώτη περίπτωση τό Χ εκλαμβάνεται ώς δλον, ενώ στή δεύτερη ώς απώτατο είδος και εποπτεύουσα αρχή τών συναφών προς τό Χ γνωστικών πεδίων, άλλα και ώς τό εν εν τοις πολλοίς. Τό βασικό χαρακτηριστικό τοϋ α ' κριτηρίου είναι πώς ή ύποστασιοποίηση τοϋ Χ εισάγει, έστω και καθ' ύπαινιγμόν, τήν έννοια τοϋ θεωρητικού
χώρου, καθώς τό
Χ
ελέγχεται δχι ώς κοινή αρχή άλλων γνωστικών πεδίων (άφοϋ δεν είναι σόνθετον), ούτε ώς συνισταμένη αυτών, άλλα αποτελεί τόπο νοητό τών άρχων. Τί δμως μπορούμε να εννοήσουμε εδώ με τον δρο θεωρητικός χώρος; Πρόκειται για τό χώρο μίας ΰλης νοητής — για τό χώρο δηλαδή σημασιολογικής συμπτώσεως τών αριστοτελικών δρων ΰλη και είδος, θέμα πού παρουσιάζει τις αναγωγικές δυνατότητες τής όλης, και τό οποίο στή διευρυμένη του — άλλα και πλέον άκυρη λογικά — εκδοχή του θα ταυτίζονταν με τό χώρο τοϋ 52a τοϋ Τιμαίου τοϋ Πλάτωνος 1 4 7 . 'Αλλά ή γραμματική δεν πληρεί αυτό τό πρώτο κριτήριο, καθώς δεν εμπεριέχει τις βασικές έστω αρχές τών πλέον συναφών προς αυτήν γνωστικών πεδίων, τής λογικής, τής ρητορικής ή τής διαλεκτικής. Κατά συνέπειαν ό κοινός θεωρητικός λόγος τών γνωστικών
αυτών πεδίων, ή εσχάτη
τους
ΰλη,
οφείλεται
να αναζητηθεί εκτός
τής
γραμματικής. Ή ανάγκη υπερβατικής διερεύνησης τής γραμματικής προκύπτει άπό τήν ànoSoyi] μιας πυραμιδοειδούς ιεραρχικής διάταξης εκείνων αναδεικνύουν τις γνωστικές έξεις
τών συλλογιστικών
διαδικασιών, οι όποιες
και τό απώτερο υποκείμενο αυτών, τον απλούστατο
δηλαδή και συνεπώς δυσαπόδεικτο θεωρητικό λόγο τής μεταφυσικής. Ό λόγος κατηγορείται ώς φιλοσοφικός βάσει τών σχέσεων αιτιότητας τις οποίες συνάπτει
Για παράδειγμα τό
[ντ]
είναι σημαδεμένο
φώνημα
ώς προς τό
[τ], καθώς περιέχει
τό
αυτός με τις
πρόσθετο
χαρακτηριστικό της ηχηρότητας, και κατά συνέπεια συναντάται λιγότερες φορές άπό τό [τ]. Περνώντας άπο τη φωνηματικη στή γραμματική, ή υποτακτική έγκλιση και σχέση μπορεί να δηλωθεί ώς σημαδεμένη οριστική. 146
Παλασίου, ενθ'άν., κε —κστ .
147
«τρίτον δε αυ γένος Sv τό της χώρας άεί, φθοραν ου προσδεχόμενον, εδραν δε παρέχον όσα έχει γένεσιν πάσιν,
αυτό δε μ ε τ ' αναισθησίας άπτόν λογισμω τινί νόθω»· Πλάτωνος, ΤίΐΜζιος, 52a8—52bl. Ή άκυρολογία αυτής της προσέγγισης στηρίζεται στο νόθο χαρακτήρα της συλλογιστικής της.
45
άλλες γνωστικές έξεις. Το οτι δ Παλάσιος εγκαταλείπει τη διερεύνηση της γραμματικής ώς «επιστήμης (των) επιστημών» 1 4 8 υποδηλώνει τόσο τή διάκριση του υπερβατικού έλεγχου τής γραμματικής άπα τή θεματική τής λεγόμενης θεολογικής μεταφυσικής, όσο και τον περιορισμό τοΰ υπό έξέτασιν θέματος στο πλαίσιο τής θεωρίας εννοούμενης ώς υπερβατικής λογικής και λόγου. Ή περιχαράκωση τοΰ θεωρητικού λόγου τής γραμματικής ώς προς τή λεγόμενη θεολογική μεταφυσική κατοχυρώνεται από το γεγονός πώς ό γραμματικός λόγος δεν μπορεί να κατηγορηθεί ώς ή δημιουργός αρχή κάθε είδους επιστημονικής γνώσης. Τα γραμματικά είδη δέν συνιστούν μεταφυσικά όντα, κι αυτό γιατί, ενώ είναι δυνατόν να συμπέσουν στή βαθμίδα τοΰ γένους συγκροτώντας καθολικές κατηγορικές προτάσεις (όπως π.χ. ή πρόταση 'όλα τα γραμματικά είδη κατηγορούνται ώς επιμέρους είδη τοΰ γένους δέν καταφάσκονται ώς γενικότερα είδη κάθε διανοητικής
γραμματική'),
επιστημονικής
ενασχόλησης. Ή γραμματική συνιστά βέβαια νόησιν και τα είδη τοΰ γραμματικοΰ λόγου είναι νοήματα'
όμως ό γραμματικός λόγος δέν αποτελεί
νόημα τοΰ άναδιπλασιασμένου ορού τέχνη οποίος, ταυτίζεται
με
τα
αντικείμενα
149
τεχνών τής
νόησιν νοήσεως πού είναι και το
— δέν αποτελεί δηλαδή υπέρτατο νοϋ, ό
γνώσης
του
και
αποκτά γνώση
αύτοεποπτείας και αυτοπαρατήρησης. Κ α τ ' αυτή τήν έννοια, ή γραμματική
μέσω
τέχνη ώς γένος
δέν αποδίδει στις άλλες γνωστικές έ'ξεις παρά έ'να μέρος μόνο τής ειδοποιού διαφοράς τους· το είδος της κατηγορείται ώς υποκείμενη και όχι υπερκείμενη έννοια τοΰ ειδοποιητικοΰ αυτών, ύποτασσόμενη 1 5 0 και όχι ύπερτασσόμενη 1 5 1 . Ειδάλλως τό πρόβλημα τό όποιο θα έθετε ή διερεύνηση τής γραμματικής ώς «τέχνης (τών) τεχνών» είναι τό εξής: μπορεί έ'να Χ να είναι υπερκείμενο τών Ψ και Φ και συγχρόνως ομοειδές αυτών; Κατά συνέπειαν ή γραμματική ώς νόησις παραμένει είδος μερικό, στοιχείο τής επαγωγικής έκδίπλωσης τών επστημονικών έξεων θεωρουμένων ώς artes discursivae, και δέν συνιστά αρχή' αποτελεί τό SC ου, και οχι τό εκ τίνος αυτών, μιας και ο λόγος της δέν προκύπτει από αύτοεποπτεία. Τα δέ γραμματικά είδη παραμένουν προσεχή
και δέν συστηματοποιούν στην κορυφή τής λογικής
κλίμακας κάποιο απώτατο είδος, ένα είδος είδικότατον, μία γενική δηλαδή και απλή έννοια. Το πλαίσιο αναφοράς τής β ' περιπτώσεως είναι στην πραγματικότητα τα πεδία τοΰ γραμ[χατικώς ενεργεϊν Παλασιος
152
και τοΰ γραμματικώς
πράττει.
Εκείνο πού κατ' ούσίαν εννοεί ό
, είναι πώς ή γραμματική, και κατά συνέπειαν το γράμμα, δέν μπορεί να είναι τό
απλό έ'ν, ή πλέον βασική δομική μονάοα του εν γένει λόγου, γιατί ή γνώση αυτού θα σήμαινε κατ' ούσίαν και κατοχή όλων τών επιστημονικών γνώσεων. Γι' αυτό και αναιρεί τήν καθ' υπεροχήν
κατηγόρηση τοΰ γραμματικού λόγου και τού γράμματος ώς summus genus τοΰ
148
Παλασίου, ενθ'«v., κε —κστ .
14
149
Για την προέλευση τοΰ άναδιπλασιασμοϋ, παράβαλε 'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, 1074b35.
150
«υπηρετική αυτών»· Παλασίου, ενθ'άν., κβ .
131
«άρχικοτάτη»· αυτόθι, κβ . Παράβαλε, επίσης, 'Αριστοτέλους, ενθ'av., 982al7—18.
152
Παλασίου, ενθ' av., κστ
46
επιστημονικού, και τάσσεται ύπερ της καθ' υπουργίαν κατηγόρησής του, ή οποία συνιστά και την παιδευτική διάσταση της χρήσεως της γραμματικής θεωρούμενης ώς οργάνου (Si ' ου). Ή γραμματική, ή οποία στο κεφάλαιο αυτό διερευνάται ώς γραμματική
ΰλη, δεν μπορεί
να θεωρηθεί ώς «καθ' ύπεροχήν τέχνη τεχνών», γιατί τότε θα συνιστούσε ώς προς τήν κατηγορική της διάσταση το πόρρω υποκείμενο των άλλων γνωστικών πεδίων, και κυρίως —- ώς προς τήν υπερβατική της υπόσταση —
τήν έσχατη
διεκπεραίωση της γραμματικής έλκει τήν προέλευση
αρχή αυτών. Ή κατηγορική
της άπό τις
Κατηγορίες153
τοΰ
'Αριστοτέλους, ενώ ή υπερβατική της υπόσταση, πού είναι και το βασικό μας θέμα στο σημείο αυτό, σχετίζεται με τήν προσέγγιση τοΰ θέματος τήν οποία δ 'Αριστοτέλης ακολουθεί στα Μετά
τα Φυσικά154.
Το σημείο τομής τοΰ υπερβατικού ελέγχου της γραμματικής ώς
ύλης με τήν κατηγορική της λειτουργία, σημείο ή υφή τοΰ οποίου είναι γνωσιολογική και προέρχεται απο τήν παραοοση των συναναιρεΐσθαι156)
153
Ιοπίκων 1 3 3 , είναι η αουναμια ακυρώσεως
ντο μη
τών άλλων γνο_>στικών πεδίον, στην περίπτωση κατά τήν οποία αίρεται
«Δοκεϊ δε τά προς τι άμα τη φύσει είναι, και επί μεν τών πλείστων αληθές έστιν. άμα γαρ διπλάσιόν τέ έστι,
και ήμισυ, και ημίσεος οντος διπλάσιόν εστί' και ζεσποτου
οντος δούλος έστι, και 8ού\ου οντος δεσπότης εστίν
ομοίως δε τούτοις και τα άλλα. καί συναναιρεϊ δε ταϋτα άλληλα - μη γαρ οντος διπλασίου ουκ εστίν ήμισυ, και ημισεος μη οντος ουκ εστί διπλάσων ωσαύτως δε και επι τών άλλοΛ» οσα τοιαύτα, ουκ επί πάντων δε τών προς τι αληθές δοκεϊ το άμα τη φύσει είναι' τό γαρ επιστητον προτερον αν δόξειε της επιστήμης είναι, ως γαρ επι τών πολύ προϋπαρχόντων τών πραγμάτων τάς επιστημας λαμβανομεν έπ' ολίγο^ν γαρ αν ή έ π ' ουΒενος Ίδοι τις αν αμα τ ω επιστητώ την έπιστημην γινομένην. § Ε τ ι το μεν επιστητον άναιρεθέν συναναιρεϊ την έπιστήμην, ή δε επιστήμη το επιστητον ου συναναιρεϊ- επιστητού μεν γαρ μη οντος ουκ εστίν επιστήμη (ούδενός γαρ εσται επιστήμη), επιστήμης δε μή ούσης ουδέν κωλύει επιστητών είναι, οίον και Ό τοΰ κύκλου τετραγωνισμός είγε εστίν επιστητον, επιστήμη μεν αύτοΰ ουκ εστίν ουδεπω, αυτός δε επιστητον έστιν. έτι ζώου μέν άναιρεθέντος ουκ έσται επιστήμη, τών δ' επιστητών πολλά ενδέχεται είναι. § Όμοίως δε τούτοις καί τα έπί της αισθήσεως έχει» - 'Αριστοτέλους, Κατηγορίαι, 154
7al5—7b36.
«Διαπορήσειε δ' αν τις ει δει θεϊναι τήν ζητουμένην έπιστήμην περί τάς αργός, τ ά καλούμενα υπό τίνων
στοιχεία - ταϋτα δε πάντες ένυπάρχοντα τοις συνθετοις τιθεασιν. [/άλλον δ' αν δόξειε τών καθόλου δεϊν είναι την ζητουμένην έπιστήμην πάς γαρ λόγος καί πάσα επιστήμη τών καθόλου καί ου τών εσχάτων, ώστ' ειή αν ούτω τών πρώτων γενών, ταύτα δε γίγνοιτ' αν τό τε ον και ε ν ταϋτα. yap μάλιστ' αν ύποληφθείη περιέχειν τα όντα ιταντα καί μάλιστα αργούς έοικέναι δια τό είναι πρώτα τη φύσει- φθαρέντων γαρ αυτών συναναιρεϊται καί τά οιπα - παν γαρ ον και εν. η οε τας οιαφορας αυτών ανάγκη μετεχειν ει σησει τις αυτά γένη, οιαφορα ο ουοεμια τού γένους μετέχει, ταύτη δ' ουκ αν δόξειε δεϊν αυτά τιθέναι γένη ούδ' αρχάς, έτι δ' ει μάλλον αρχή τό άπλούστερον τοϋ ήττον τοιούτου, τά δ' έσχατα τών εκ τοϋ γένους απλούστερα τών γενών (άτομα γάρ), τά γένη δ' εις είδη πλείω καί διαφέροντα διαιρείται, μάλλον αν αρχή δόξειεν είναι τά είδη τών γενών, η δε συναναιρεϊται τοις γένεσι τά είδη, τά γένη ταϊς άρχαϊς έοικε μάλλον αρχή γαρ τό συναναφοϋν» Μετά τά Φυσικά, 155
'Αριστοτέλους,
1059b23-1060al.
«έτι [ενν. δει σκοπεϊν] ει προτερον φύσει το είδος καί συναναιρεϊ τό γένος» -
'Αριστοτέλους,
Τοπικά,
1 2 3 a l 4 — 1 5 . «συναναιρεϊ γαρ τό γένος καί ή διαφορά τό είδος, ώστε πρότερα ταύτα τοϋ είδους, έστι δέ καί γνωριμότερα» - αυτόθι, 1 4 1 b 2 8 - 3 0 . «αλλαμην ή γραμματική ουκ εστίν οικεία αρχή έκαστης επιστήμης η τέχνης - αναιρουμένης γαρ της γραμματικής, εκεϊναι ου συναναιροϋνται, ό'περ οικείας άρχης ίδιαίτατον ιδίωμα - ή γραμματική άρα, ουκ έστιν άρχη
47
ή γραμματική τους διατύπωση. Αυτή ή ακύρωση
του
συνδυασμού
της
υπερβατικής
διαστάσεως τής γραμματικής με τήν κατηγορική οδηγεί τον Παλάσιο στή μετάθεση τοϋ πεδίου έρευνας άπο τήν γραμματική ώς αρχή στην γραμματική ύλη ώς στοιχείο, ανάγκη περαιτέρω προσδιορισμού τοϋ γράμματος, κριτηρίων βάσει των οποίων ή γραμματική
στην
και στην αναζήτηση καθαρά θεωρητικών
ύλη θα καθίσταται αποδεικτικά διερευνήσιμη, και
αντικείμενο προσέγγισης γνωσιολογικής. Ή αντιμετώπιση βέβαια τής γραμματικής ΰλης ως απλώς στοιχείου υποβάλλει τή θεώρηση τών γνωστικών πεδίων ή επιστημών ώς
σύνθετα.
Κυρίως δμως επιβάλλει τήν ανάγκη προσδιορισμού τής στοιχειακής υφής τής γραμματικής, δηλαδή του γράμματος, και τής συστάσεως ενός αιτιοκρατικού όρισμοΰ αύτοΰ, δ οποίος θα περιγράφει τον εντελεχειακό του ρόλο. 'Ορίζοντας α) τον ανθρώπινο νουν ώς το ποιητικό αίτιο διατυπώσεως τοϋ γράμματος, β) τις γραμμές τοϋ γράμματος ώς το ύλικόν αίτιο και υποκείμενο του, γ) τή διαφορική ανά γλώσσα διατύπωση του, προφορική και γραπτή, ώς το ειδικά αιτιό του, και δ) τήν έκφανση νοήματος ώς το τελικά αίτιο του, το γράμμα προσδιορίζεται άπο τον Παλάσιο ώς «διατύπωσις διάφορος γραμμών προφέρειν δυναμένη τους δια γλωττης
και τών
λοιπών
ανθρωπίνων
οργάνων, αναπνευστικών, και φωνητικών,
σχηματισμούς έναρθρους, και τα διανοηθεντα δια τής διανοίας» 157 . Το βασικό χαρακτηριστικό τοϋ ορισμού αυτού είναι οτι απαλλάσσεται άπο τήν ανάγκη προσδιορισμού τοϋ γράμματος πρώτης αρχής.
Σημειωτέον,
πώς
μία τέτοια
θεώρηση θα συνέστηνε
ώς
το γράμμα ώς
αξιολογική έννοια, ή οποία θα εξέφραζε μεν το κρεΐττον επί συγκρίσεως {καθ'
ΰπεροχήν),
άλλα, λόγω ακριβώς τοϋ αξιολογικού της χαρακτήρα, ή εννοούμενη κρίση 'το γράμμα εστί αρχή τής γραμματικής' θα ήταν μή αναστρέψιμη και άρα διόλου ελέγξιμη. Ή αναγκαστική μετάβαση άπο τή γραμματική αρχή στο γραμματικό στοιχείο συνιστά, Ισως, τήν πεμπτουσία τοϋ παλασιακού άριστοτελισμού, καθώς το αντικείμενο έ'ρευνας μετατίθεται άπο τον ορο πού δηλώνει τή διερευνούμενη σημασία (γραμματική) τής σημασίας (το γράμμα
στον ορο ό οποίος δηλο'ινει τήν ύλη αυτής
ώς γραμματική ύλη), και εν τέλει στην ερμηνεία αυτής τής
σημασιολογικής ύλης ώς στοιχειώδους μορφής (τό γράμμα ώς στοιχείο). Ά ν το πραγματικό αντικείμενο τής διερευνήσεως αυτής είναι τό γράμμα ώς τό καθόλου τής γραμματικής, αυτό δεν μπορεΤ νά συμπίπτει με ο,τι ό Πλάτων θα αποκαλούσε στην προκειμένη περίπτωση γραμματική πρώτης
ιδέα, καθώς ο στοιχειώδης χαρακτήρας τοΰ γράμματος έχει τήν έννοια όχι τής
αρχής, άλλα τής ενυπαρχούσης
μορφής, ή οποία διατηρείται στις επιμέρους άνά
γνωστικό πεδίο διατυπώσεις της, και ή οποία σχετίζεται με τήν αριστοτελική έμμενή Κατ
αυτήν την ερμηνεία ή στοιχειωόης υφη
136
ύλη.
του νοητικού σχήματος γράμμα εντοπίζεται
τών επιστημών, αρχή δέ μή ούσα, φανερον ώς ουδέ βάσις, ούτε στηριγμος τούτων πέλει ώς εΓρηται»· Παλασίου, ενσ αν., κζ 157
Μ
Aùroft, λ β .
Ώς ύ^ή αποδίδουμε το φύσει τοΰ χωρίου: «εν μεν ουν τοις άνθρώποις πασι φύσει διάκεινται, κατά τήν προβλητικήν έμμενουσαν δύναμιν. φύσει γαρ πας άνθρωπος έχει τούτους, ομοίως και προβάλειν δύναται, κατά δέ
48
στο χαρακτηρισμό του από τον Παλάσιο ως «προβλητικής έμμενοΰς δυνάμεως», ως δηλαδή έμφυτης δυνατότητας, ή οποία υποδεικνύει τη γραμματική διατύπωση και προεκτείνεται προς αυτήν. Ή προβολική 1 5 9 αυτή σχέση μεταξύ γράμματος και διατυπώσεως εκφράζει τήν ουσία της εξυπηρετικής (καθ' ΰπουργίαν) σχέσεως του γραμματικού
λόγου προς τις άλλες
160
επιστήμες και μαθήσεις , σχετίζεται δε με τή διερεύνηση της ετυμολογίας του γράμματος. Ή εξέταση άπό τον Παλάσιο τής ετυμολογίας του γράμματος θεωρουμένου ως στοιχειώδους υλικής μορφής 161 , ακολουθεί τή μεθοδολογική διερεύνηση τής ύλης τήν οποία ακολουθεί ό 'Αριστοτέλης
στο Περί γενέσεως
και φθοράς. Κ α τ ' αυτήν τήν έννοια, ή εκ μέρους τοΰ
Παλασίου αποδοχή τοΰ γράμματος συγχρόνως 162
συνθήκη
και ως φύσει και ώς κτησει
και
κατά
φέρνει στο προσκήνιο τή διερεύνηση τής σχέσεως ανάμεσα α) στον έκφερόμενο
λόγο ώς μεταβολή κατά τήν οποία ή δυνατότητα εγγράμματης διατυπώσεως διατηρείται ώς φυσικό υπόβαθρο 163 , και β) στην ανά γλώσσα δημιουργία λόγου ώς μεταβολή κατά τήν οποία δεν διατηρείται κάποιο φυσικό υπόβαθρο ώς ταυτόσημο με τον εαυτό του 1 6 4 . Τό και
κατά
συνθήκη
είναι
βέβαια
διαστοχαστική,
συσχετιστική
έννοια
φύσει—κτησει τοΰ
τύπου
αμετάβλητο—μεταβλητό, ή όποια μπορεί μεν να θεωρηθεί πώς σχετίζεται με τον άξονα δυνάμει—ενεργεία, είδος—μορφή —
στοιχίζεται
ωστόσο
θεμελιακή έναντίωση
γραμματικής. 'Ενώ τό κτησει
ορθότερα στην
κατά
μήκος
οποία στηρίζεται
τής
διπολικής
οικοδόμημα
της
τοΰ γράμματος αναφέρεται προφανώς στή θεώρηση
της
γραμματικής ώς εξεως και σχετίζεται ασφαλώς με τό επίκτητο
τό όλο
σχέσεο^ς
τοΰ χαρακτήρα της, τό
φύσει αύτοΰ είναι τό σημείο ακύρωσης οποιασδήποτε μεταφυσικής υποστάσεως τοΰ ύλικοΰ αιτίου τής γραμματικής. Κ α τ ' αυτόν τόν τρόπο, ο προσδιορισμός τοΰ γράμματος ώς εντάσσεται
στο πεδίο τής
αριστοτελικής
φυσικής, και ή μελέτη τής
φύσεως
υλη
αύτοΰ
αναδεικνύεται σε μελέτη εκείνου τοΰ σημείου, τό όποιο φέρεται ώς τό μοναδικό σταθερό υποκείμενο τής διαιρετικής αναλύσεως τοΰ ορού γραμματική.
Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση τό
φύσει τοΰ γράμματος εκφράζει τήν εγγενή στους ανθρώπους δυνατότητα διατυπώσεως, για την ιούσαν θύραθεν, έντεχνους αποτελείται, δια τής κτησει και θύραθεν διδασκαλίας αυτών και μαθήσε6.>ς>>· αυτόθι, λβ Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε, πως μία χαρακτηριστική σημασιολογική σύμπτωση με την παλασίακη χσηση του προκλητικού" ώς εξυπηρετικού, εντοπίζεται στον ορο προζολάριος, υπό την έννοια τοΰ υπηρέτη- παράβαλε το σχετικό λήμμα στο, Δημητράκου, Δ. Μέγα λεξιχόν της ελληνικής γλώσσης, ΔομήΤΑθήνα 1964, τ. ιβ'. 160 @£ η τ α ν παρακινδυνευμένο να μεταφέρουμε στη νεοελληνική γλώσσα τό νοητικό σχήμα γράμμα ώς συσκευή, παρότι αυτό θα ευνοούσε κάλλιστα τήν περιγραφή τής εξυπηρετικής σχέσης μεταξύ τής γραμματικής και τών άλλων γνωστικών πεδίων, ή οποία είναι και τό νόημα τού καθ' ΰπουργίαν. 161
Παλασίου, ενθ'άν.,λδ 1 " 11 .
162
«Κατά μεν τό τους ανθρώπειους έμφύτως προφέρειν δυνάμενους σχηματισμούς, φύσει πάντως' κατά δε τήν
θύραθεν διδακτην διατύπωσιν τών γραμμών, κτησει, και κατά συνθήκην»· αυτόθι, λδ 163
Τό υπόμεναν υποκείμενον τού χωρίου 3 19b 10 τού αριστοτελικού έργου Περί γενέσεως και φθοράς.
164
Τό «μή (mo\iÀ.vo%> αισθητό τίνος ώς υποκειμένου τού αυτού»· αυτόθι, 3 19b 15.
49
την οποία ό Παλάσιος προσπαθεί να απεμπολήσει κάθε πιθανότητα ταύτισης της με το μη δν 1 6 5 , ενώ το κτήσει
συνθήκη
αύτοΰ, το οποίο διαφοροποιείται ανά γλώσσα,
συμπίπτει με την αριστοτελική αλλοίωση
του σταθερού υποκειμένου. Κατά συνέπεια το
και κατά
γράμμα υφίσταται ως φυσική αναγκαστική βάση και μέσο έκδιπλώσεως τοΰ γίγνεσθαι τών διαφόρων γνωστικών πεδίων. Ποια είναι ωστόσο ή ύφή τοΰ γράμματος ως εσχάτη ΰλη διαιρετικής αναλύσεως τοΰ λόγου; Στό α ' κεφάλαιο (Περί διαιρέσεως τών γραμμάτων) Επίτομη
τών οκτώ του λόγου
της γραμματικής του διατριβής
μερών, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ορίζει το γράμμα ώς
«μέρος ελάχιστον φωνής άδιαίρετον» 1 6 6 . Ή κρίση «γράμμα εστί μέρος ελάχιστον φωνής αδιαιρετον», δηλώνει,
βέβαια, το γράμμα ώς
fundaraentum divisionis τής
γραμματικής.
Υποδηλώνει, ωστόσο, αυτό κυρίως ώς έσχατο μέλος μίας ποσοτικής διαιρέσεως, τής οποίας τα άντιδιαιρετικά μέλη δεν είναι γνωστά, και τής οποίας ή βάση (φωνή) προσφέρεται
προς
περαιτέρω διερεύνηση. Συγχρόνως
αύτη
το
ίδιο
το
γράμμα σημαίνεται
στην
κρίση
καταφανώς πραγματιστικά. Ό Παλάσιος θεωρεί τον αποδιδόμενο ορισμό του γράμματος ώς καταχρηστικό, διότι κατά τή γνώμη του το γράμμα προσδιορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο «ου κατά τό σημαντικόν είναι, άλλα κατά τό σημαινόμενόν» του 1 6 7 . Ή θέση αυτή αφ' ενός καταδεικνύει τήν ανάγκη περαιτέρω φιλοσοφικής διερευνήσεως τοϋ δρου γράμμα, ετέρου εγείρει τρεις προς διερεύνησιν σχέσεις
εννοιών δρου, βάσει τών οποίων ό έλεγχος
εγκυρότητας τής προαναφερθείσης κρίσεως μπορεί να κατασταθεί εφικτός: γράμματος—φωνής,
2)
τή
σχέση
και αφ'
όλου—μέρους, και 3)
τήν
σχέση
1) τή σχέση
γράμματος—ποσοϋ.
Σημειωτέον, πώς ό πραγματιστικός προσανατολισμός τοϋ ορισμού τού γράμματος, δπως αυτός
διατυπώνεται από τόν Κωνσταντίνο
Λάσκαρη, άλλα και συνολικά ή ταξινομική
μέθοδος πού ακολουθεί ό τελευταίος ώς προς τήν οργάνωση τών θεμάτων τής γραμματικής του — ή οποία εινα διατακτική 1 6 8 και δχι σαφώς διαιρετική 1 6 9 — υποβάλλουν τήν ανάγκη
Ή προσπάθεια θεώρησης τοϋ φύσει γράμματος λε —λστ 166
τοϋ Περί γραμματικής
ώς μή οντος είναι τό πραγματικό θέμα τοϋ τμήματος
θεοψητικης.
Βλέπε το εκταγωγικό κεφάλαιο οποιασδήποτε εκδόσεως της Επιτομή
τών οκτώ τού λόγου μερών τοϋ KOJV.
Λασκάρεως. Παλασίου, ενθ' άν., νζ
. Καταχρηστικό, επίσης, θεωρεί ο Παλάσιος τόν ορισμό τοϋ ονόματος άπό τόν
Λάσκαρη ώς «μέρος λόγου κλιτόν, ούσίαν ιδίαν ή κοινήν σημαίνον» {αυτόθι, νθ ). θεωρεί τόν ορισμό αυτόν ορισμό τοϋ σημαίνοντος και όχι τοϋ σημαινόμενου, και αντιπροτείνει τόν ορισμό τοϋ ονόματος ώς «φωνής σημαντικής κατά συνθήκη» (αυτόθι, ξ Διάταξη
).
(partitio) είναι ή παραπλήσια τής λογικής διαιρέσεως μέθοδος, κατά τήν οποία διακρίνονται και
ορίζονται εκ τών προτέρου τα μέρη ενός δλου πραγματικοϋ' π.χ. ή διάταξη τών κεφαλαίων ενός εγχειριδίου. Ενα απο τα λάθη στην καθημερινή χρήση της γλώσσας
είναι ή ταύτιση τής διατάξεως με τή διαίρεση·
παραβαλε έ π ' αύτοϋ τις παρατηρήσεις τοϋ θ . Βορέα στό έ'ργο του Λογική, 'Αθήνα 1932, σ. 1 8 8 . Διαίρεση είναι ή πράξη κατάτμησης μίας ολότητας σε ένα σύνο7>ο μερών, τά όποια συνιστοϋν τα στοιχεία. αυτής. Ή διαιρετική διάρθρωση τοϋ ύλικοϋ θα συνδέονταν περισσότερο με μία απόπειρα συνθέσεως εκ μέρους τοϋ Λασκαρεως ενός εγχειριδίου συντάξεως τής ελληνικής, παρά θα αποκαλύπτονταν στα στενά πλαίσια τής
50
διευκρινίσεως ως διαιρετικής της υφής τής παραπάνω προτάσεως. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει το ταξινομικά σχήμα τής κρίσεως να αναχθεί άπό εμπειρικό σε θεωρητικό. Αυτό θα καταστεί δυνατό, αν ή σήμανση των δρων γράμμα και φωνή μεταβληθεί άπό φυσική σε τεχνική 1 7 0 , και σταθεροποιηθεί το πλάτος εννοίας των. Στην συνέχεια θα εξετάσουμε κάθε μία άπό τις προαναφερόμενες σχέσεις εννοιών δρου, αρχίζοντας άπό το δρο φωνή. 1). Τό πρωταρχικό ερώτημα που μπορούμε να θέσουμε άφορα στό τί ακριβώς μπορεί να έννοεϊ ο Παλάσιος με τόν δρο φ(ονή; Ό 'Αριστοτέλης αναφέρεται διεξοδικά στό θέμα αυτό στό έργο του Περί ψυχής' έκεϊ προσδιορίζει τη φωνή ώς «ψόφον σημαντικόν τινά, ζώου εμψύχου και μετά φαντασίας» 1 7 1 και εντάσσει
τήν πραγμάτευσή της στό πλαίσιο τής
σημασιολογίας τής διαΤ^κτου, ή όποια θεωρείται ώς ό φυσικός διερμηνευτής του νοήματος 1 7 2 . Τη θεώρηση δε αυτή ακολουθεί ό 'Αριστοτέλης και στό περίφημο χωρίο 16a4—13 του έργου του Περί ερμηνείας113.
Συγχρόνα>ς εξαίρεσε άπό τή σημασιολογία τής φωνής ώς μεταφορά
τους μουσικούς ήχους και τους ήχους τών ζώων, θεωρώντας πώς αυτοί συνιστούν άπλα ψόφον, κίνηση δηλαδή τού αέρα. Ό Παλάσιος διακρίνει τις εξής τρεις
σημασιολογικές
114
εκδοχές του δρου φωνή : α) τήν άλογη και άνευ φαντασίας φωνή τών άψυχων, δπως π.χ. ή βροντή ώς σημαίνον κάποιας δραστηριότητας τών νεφών ή ό ήχος τής θάλασσας ή τών δένδρων ώς σημαίνον κάποιας κινήσεως άνεμου" β) τήν μετά φαντασίας και εν μέρει έλλογη φωνή τών έμψυχων όντο.>ν δπως π.χ. τών ζ ώ ω ν γ) τή μετά διανοίας φωνή, ή οποία ταυτίζεται με τήν ανθρώπινη ομιλία. Στην πρώτη άπό τις παραπάνω σημασιολογικές εκδοχές τού δρου φωνή, ό χαρακτήρας τής δηλώσεως είναι εξωλογικός. Ό έλεγχος τής σχέσεως μεταξύ τού σημαίνοντος και τού σημαινόμενου αναλύεται στην περίπτωση αυτή με άξονα, τις τέσσερεις σχέσεις αιτιότητας:
τυπικής γραμματικής θεοιρίας. Ό ίδιος b Παλάσιος φαίνεται να ορίζει τή διαίρεση ώς πράξη διάσπασης: «—ει τό γράμμα διαιρετών εστί εις τάς εξ ων συνετέθη γραμμάς, πώς άδιαίρετον καλεί; — τ ό άδιαίρετον επί τοϋ παρόντος, τό άδιάσπαστον δηλοϊ της φωνής»- Παλασίου, Γραμματική προς Πολύδοψον, νζ —νη . 170
Στην παρατήρηση μας αύτη, μεταφέρουμε στό επίπεδο τής σημασιολογίας τη διάκριση και τήν ορολογία, τήν οποία χρησιμοποιεί ό Θ. Βορέας στην περιγραφή τών ταξινομικών τύπων Βορέα, θ.,, ενθ' av., σ. 187—88. 171
'Αριστοτέλους, Περί ψυχής, 420b6-421a7.
172
«... ήδη γαρ τώ άναπνεομένω καταχρήται ή φύσις, επί δύο έ'ργα, καθάπερ τη γλώττη επί τε την γεϋσιν καί τήν διάλεκτον, ών ή μεν γεϋσις άναγκαΐον (διό καί πλείοσιν υπάρχει), ή δ' ερμηνεία ένεκα τοϋ ευ»· Αριστοτέλους, ενθ' av., 420b 17-20. 173
«"Εστί μεν ούν τα εν τη φωνή τών εν τη ψυχή παθημάτων σύμ£ο~Κα, καί τα γραφόμενα τών εν τη φωνή. καί ώσπερ ουδέ γράμματα πασι τα αυτά, ουδέ φωναί αϊ αύται' ων μέντοι ταΰτα σημεία πρώτως, ταύτα πασι παθήματα τής ψυχής, καί ων ταΰτα ομοιώματα, πράγματα ήδη ταύτα. ... § "Εστί δ', ώσπερ εν τή ψυχή ότέ μεν νόημα άνευ τοϋ άληθεύειν ή ψεύδεσθαι, ότέ δέ ήδη ω ανάγκη τούτων υπάρχει θάτερον, ούτω καί εν τή φωνή" περί γαρ σύνθεσιν καί διαίρεσίν έστι τί ψεϋδος και το αληθές».'Αριστοτέλους, Περί ερμηνείας, 16a4—13. 174
Παλασίου, Περί γραμματικής θεωρητικής, με —μζ .
51
ενώ εύκολα μπορούν να αναγνωρισθούν, αν και δεν καταμαρτυρούνται από τον Παλάσιο, ή ύλη, το ποιόν, και το είδος (υφή) τοϋ παραγομένου ήχου, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί κάποιο τελικό αποτελεσματική.
αίτιο, και κατά συνέπειαν
ή
σήμανση
δεν
μπορεί
να θεωρηθεί
ως
Στή δεύτερη περίπτωση σημάνσεως αναγνωρίζεται ή υπόσταση τελικού
αιτίου, καθώς ή εκφορά ήχου έχει τή έννοια εκφράσεως επιθυμίας ή αποστροφής.
Ή
τελευταία περίπτωση, αυτή της ανθρώπινης ομιλίας, διακρίνεται άπό τον Παλάσιο σε άναρθρη και έναρθρη, διάκριση που αντιστοιχεί στή διαφοροποίηση μεταξύ της φυσικής και της επίκτητης
μορφής λόγου. Ή λεγόμενη «φυσική φωνή», δηλαδή ή άναρθρη, στοιχίζεται
με τήν έμφυτη δυνατότητα του ανθρώπου να μεταβάλλει τήν εκφορά ήχων σε έναρθρο λόγο, μέρος τοΰ οποίου είναι ή επίκτητη. Ό έναρθρος λόγος τοϋ ανθρώπου διαφοροποιείται με τή σειρά του σε άσημη ομιλία, όπως π.χ. ή λέξη βλίτυρι, και σε σημαντική,
όπως π.χ. ή λέξη
θάλασσα. Ή τελευταία επιμερίζεται στην κοινή εκφορά λόγου, ή οποία περιλαμβάνει τους ειδικούς και γενικούς ορούς και στή μερική, (κύρια ονόματα). Ή επίκτητη
ή οποία περιλαμβάνει τους ατομικούς ορούς
φωνή προφανώς ταυτίζεται με τήν κοινή, καθώς προκύπτει
ως αποτέλεσμα διδασκαλίας, μαθήσεως και εθους. Οι τρεις τρόποι σημάνσεως τοϋ δρου φωνή τους οποίους θέτει ό Παλάσιος αντιστοιχούν ώς μέθοδοι καθορισμού της σχέσεως μεταξύ τού σημαίνοντος και τού σημαινόμενου στους τρεις μή αποδεικτικούς τρόπους ορισμού τής ουσίας, όπως τους αναγνώρισε ό 'Αριστοτέλης, v
r
e
-
Τ
και οι οποίοι είναι: α) ή απλή συνδεσμική σχέση, κατά τήν οποία αντιλαμβανόμαστε τήν ουσία (εδώ το νόημα τοϋ δρου φωνή) ώς συνδυασμό δεδομένων• πρόκειται για άναπόδεικτο ορισμό τοϋ σημαινόμενου, θεωρουμένου ψευδώς ώς πρώτου δρου μίας συλλογιστικής διαδικασίαςβ) ό ορισμός τοϋ εννοουμένου με βάση τήν περιγραφή τής μίας και δομικής αιτιώδους σγεσεως, όπως π.χ. ή φωνή τοϋ ζώου δταν πεινά" ό ορισμός αυτό είναι μερικά αποδεκτός' γ) ό προσδιορισμός της ουσίας (εδώ τοϋ δρου φωνή) με βάση τον ονοματικό ορισμό της ιδιότητας της (εδώ τής ανθρώπινης φωνής)' μία τέτοια σήμανση παραμένει βέβαια άναπόδεικτη, καθώς ή πρόταση ορισμού παρουσιάζεται ώς συμπέρασμα τού οποίου οι προκείμενες
προτάσεις
δεν αναφέρονται' είναι
ωστόσο καθ' δλα αποδεκτή, καθώς στηρίζεται στον κατά συνθήκη χαρακτήρα τής σημάνσεως. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, ή τριπλή διάταξη της σημασιολογίας τοϋ δρου φωνή τήν οποία παραθέτει ό Παλάσιος φέρεται στην πραγματικότητα να ακολουθεί τήν μεθοδολογία τού 93b29—94al0 τών Ύστερων
"Αναλυτικών.
Ή σύμπτωση τής τριπλής μεθοδολογίας, πού
χρησιμοποιεί ό Παλάσιος για τήν κατονομασία τού δρου φωνή με τή τριπλή μεθοδολογία, βάσει τής οποίας ό 'Αριστοτέλης προσδιορίζει κατά τρόπο μή αποδεικτικό μία ουσία, όδηγεΐ
52
στην περίπτωση αύτη στην εννοιολογική ταύτιση τόσο της σημάνσεως και της σημασιολογίας ενός ορού με την τροπικότητα 2).
Ή
συλλογιστική
διαστάσεις
του
δέματος
μεθοδολογία φωνή
δια
του της
με τον ορισμό, οσο
ορισμού της σημασίας του.
Παλασίου εισαγωγής
αναδεικνύει μίας
σειράς
τις
γνωσιολογικές
άπο
παράλληλες
διαστοχαστικές έννοιες. Ή διακριτική σχέση μεταξύ της φυσικής και τής επικτήτου φωνής τίθεται εκ παραλλήλου προς το διαζευκτικό ΒίποΧο απλώς μορφή τής
φωνής
εντοπίζονται
επιπλέον
οι
σχετικές
στή
ον—σύνθετο ον
έννοιες
'έ'κ
σύνθετη
τίνος—υπό
τίνος',
'υλη—είδος', και 'κατά διδασκαλίαν εθος-θύραθεν ήθος'. 'Οφείλουμε βέβαια νά λάβουμε υπ' όψιν, πώς ο ορός απλώς φωνή είναι μετά—αριστοτελικός, καθώς εισήχθηκε στή μελέτη τής •γλωσσάς άπο τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, για να διακριθεί ο γενικός δρος φωνή άπό τις επιμέρους ειδικές αναπτύξεις αύτοΰ, τις άσημες και τις σημαντικές φωνές 1 7 5 . Το τι εννοεί ό Παλασιος ώς απλώς φωνή, καθίσταται εμφανές στο δεύτερο έ'ργο του, τή Γραμματική 116
Πολύδωρον' , τής φωνής»
177
προς
όπου διευκρινίζεται πώς το θέμα άφορα οχι τήν Γδια τή φωνή, άλλα το «λόγο . Ώ ς προς τις διαστοχαστικές έννοιες 'εκ τίνος—υπό τίνος', 'υλη—είδος', και
'κατά διδασκαλίαν έ'θος—θύραθεν ήθος', πρέπει να σημειώσουμε πώς τα πρώτα μέλη τους αποκτούν λειτουργικές
διατάσεις εντός τού πεδίου τών
δευτέρων
μελών
τους, ενώ
τα
δευτέρα μέλη τους φέρονται σέ σχέση προς τα πρώτα ώς έννοιες περιεχομένου. Ειδικά το ζεϋγος κατά διδασκαλίαν εθος-ϋύραθεν
ήθος είναι οιονεί μόνον αναλογικό προς τα υπόλοιπα
ζεύγη διαστοχαστικών εννοιών, καθώς στην πραγματικότητα εισάγει τήν διάσταση μεταξύ
175
Για τή Νεοπλατωνική χρήση τοϋ ορού απλώς φωνή, παράβαλε: 'Αμμωνίου του Έρμείου, Υπόμνημα εις το
Περί ερμηνείας [: Busse Α.(έκδ.), Jn Aristotelis librum de interpretatione commentarius, Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer, Berlin 1897, τ. 4.5, 31,3- Ασκληπιού, Σχόλια εις τό Β της Μετά τα Φυσικά 'Αριστοτέλους γενόμενα, άπό φωνής Άμμχονίου τοϋ Έρμείου [: Hayduck, Μ.(έκδ,), Asclepii in Aristotelis metaphysicorum libros Α—Ζ commentana, Commentaria in Aristotelem Graeac, Reimer, Berlin 1888, τ. 6.2, 174,8· Δαβίδ, Προλεγόμενα συν θεώ της Πορψυρίου Εισαγωγής, [Busse Α.(έκδ.), hi Porphyrii isagogen commentarium Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer, Berti, 1904, τ. 18.2., 142,19· Στεφάνου φιλοσόφου, Σχόλια συν θεώ εις το Περί ερμηνείας, [: Hayduck, Μ.(έκό\), In Aristotelis librum de interpretatione commentarium, Commentaria in Aristotelem Graecac, Reimer, Berti 1885, τ. 18.3, 4,37]. Σέ ορισμένες περιπτώσεις τής χριστιανικής γραμματείας, ο ορός απλώς φωνή ταυτίζεται σημασιολογικά μέ τήν άσημο φωνή [: 'Ιωάννου τοϋ Χρυσοστόμου, 'Αρχιεπισκόπου Κων/λεως, Εις την Προς 'Εβραίους επιστολην, Άπαντα
τά ευρισκόμενα, Καρυοφύλλης, 'Αθήνα 1873, ομιλία
ΞΓ ']. Άξιζει, επίσης, να αναφερθεί και ή περίπτωση σημασιολογικής ταύτισης τών ορών απλώς φωνή και λαλιά: Koster, W. J. W (έκδ.), Scholia In Anstophanem & Scholia in nubes (scholia anonyma recentiom), Groningen, Bouma 1974, 9 3 1 b l . 176
«φωνή δ' απλώς, δ ψόφον δι' ακοής ποιεί»· Παλασίου, Γραμματική προς Πολύδωρον, νη ~ .
177
«ό λόγος, περί φωνής, ης τουλάχιστον τό γράμμα- άνευ γάρ τούτου, φωνή ου κατορθοϋται, οά δε γραμμαί και
τα σημεία ου φωναι. ... εστί γοϋν απλώς ή φωνή, πλήξις αέρος, και ή ατερ φαντασίας, ή μετά φαντασίας, η και μετά διαννοίας, περί ης ό λόγος, έναρθρος γάρ μόνη, ή παρούσα καί τεχνική· ήτις ή σημαντική, οίον θάλασσα- ή άσημος, οίον βλίτυρι- φωνή δ' ένταϋθα ή λέξις εστί»- αυτόθι, νζ
53
σχέση ομοιότητας 1 ' 8 , αποστασιοποιείται απο οποιαοηποτε
φύσεως και οιοασκαλιας ως
φυσική γραμιματική δυνατότητα και προβάλλει σε υπολανθάνουσα μορφή τήν άρετολογική και ηθική διάσταση της διδασκαλίας της γραμματικής 1 7 9 . Ή
διάσταση αυτή συνδέεται
με
πλήθος αναφορών πού εντοπίζονται στις ηθικές πραγματείες του 'Αριστοτέλους, απο τις όποιες ή σημαντικότερη, δσον άφορα τή σχέση τοΰ γραμματικού ήθους με τή φωνή, εντοπίζεται στην κοινή τους υφή ως μή αποδεικτικών όρων 1 8 0 . "Οπως αντιλαμβανόμαστε, το αληθινό αντικείμενο μελέτης
δεν είναι ή
φωνή
ως
θεματική της φυσιολογίας ή τής γλωσσολογίας, άλλα ή έννοια φωνή και ή σημασιολογία της ως δρου. Το δτι καμία από τις τρεις σημασιολογήσεις
τοΰ δρου, τις οποίες παραθέτει ό
Παλάσιος, δεν υφίσταται αποδεικτικά, συνιστά τήν άποχρώσα αιτία, λόγω της οποίας οφείλουμε νά διακρίνουμε τή γνωσιολογική διερεύνηση της φωνής άπό οποιαδήποτε λογική 1 8 1 ιεκπεραιωση της — ιοιαιτερα τήν κατηγορική 1 8 2 — και να την επικεντρώσουμε στο πεοιο σημαντικής 1 8 3 .
τής
178
τήν
επιστημολογική
σκοπιά
τής
σημαντικής,
οι
Παράβολε τήν παρατήρηση του Αριστοτέλους πώς «ομοιον γαρ τι το έθος τη φύσει»- 'Αριστοτέλους,
ρητορική, 179
Άπό
τρεις
Τέχνη
1370a7—8.
Το ήθος είναι ποιον τοΰ πράττοντος, όπως τονίζει ό 'Αριστοτέλης στο 1450a5—6 τοΰ Περί ποιητικής: «τα δε
ήθη, [ενν. λέγω] καθ' ο ποιους τινας ειναί φαμεν τους πράττοντας». 180
Παράβολε τη διάσταση μεταξύ τοϋ ηθικώς λέγειν και τοΰ άποδεικτικώς
λέγειν στο χωρίο 1418a38—39 της
Τέχνης ρητορικής τοϋ 'Αριστοτέλους. 181
Ή
κλασσική φιλοσοφική πραγμάτευση των εναλλακτικών σημασιών τοϋ ορού φωνή εξαντλείται στή
διάκριση γενικών— ειδικών ορών. 'Αλλά, μέ βάση τήν ορολογία της σημαντικής, μπορούμε να δεχθοϋμε πώς άπό τις τρεις σημασίες της φωνής τις όποιες παράθετα δ Παλάσιος, οί πρώτοι δύο χαρακτηρισμοί περιθωριακές σημασίες, ενώ ή τρίτη και τελευταία κατά σειρά διατυπώσεως είναι ή κεντρική
σημασία.
συνιστοϋν Αν δεν
αποδεχόμασταν τη διάκριση τών σημασιών τής φωνής σε, περιθωριακές καί σε κεντρική, θα αναγκαζόμασταν νά υποπέσουμε στή λανθασμένη θεώρηση τών τριών προτάσεοίν πού ορίζουν τή σημασία φωνή ως αξιωματικών κρίσεων. 182
Ή κατηγορική διάσταση τοϋ %έ\ια.τος θα ένέγειρε εκ νέου θέματα εγκυρότητας. Ώ ς προς τήν κατηγορική
διάσταση τοϋ ορού φωνή, παράζαλε
το έξης χωρίο: «δια τί δε είπε [ενν. ό 'Αριστοτέλης] τών κατά μηδεμίαν
συμπλοκήν; τί γάρ; είσί πλείους συμπλοκαί; λέγομ^ν ναί - ή γαρ ή μέν φωνή απλή έστι τό δε σημαινόμενον συνθετον, ώς τό τρέχω, ή τό μέν σημαινόμενον άπλοϋν ή δε φωνή σύνθετος, ώς τό "Αρειος Πάγος καί Κόρακος πέτρα καί ώς οί ορισμοί καί τα όριστά, ή καί τό σημαινόμενον καί ή φωνή σύνθετα, ώς δταν ειπώ 'Σωκράτης περιπατεί', ή αμφότερα άπλα, ώς αί κατηγορίαι. ένταϋθα ουν τών κατά μηδεμίαν συμπλοκήν λεγομένων τήν διαίρεση; ποιείται τών μήτε κατά φωνήν μήτε κατά τό σημαινόμενον
συμπεπλεγμένων.
καλώς δε είπε
λεγομένων δια τους συνδέσμους καί τα άρθρα καί τάς προθέσεις, ατινα καθ' αυτά ου λέγεται ουδέ σημαίνει τι, αλλ' απλώς φωναί είσι συνεκφωνούμεναι μετά άλλων καί ούτως συσσημαίνουσαι έκείναις πράγματα, καί εντεϋθεν δε πάλιν πρόδηλος ό σκοπός τοϋ βιβλίου' τών γαρ κατά μηδεμίαν, φησί, συμπλοκήν λεγομένων εκαστον ήτοι ούσίαν σημαίνει· ώστε περί φωνών σημοινουσών πράγματα διαλαμβάνει· δήλον ουν οτι καί τών μεταξύ νοημάτων, οτι δε καί περί απλών τούτων, προφανές, τών κατά μηδεμίαν γάρ φησι συμπλοκήν λεγομένων»· 'Ιωάννου Άλεξανδρέως, Σχόλια εις τοις Κατηγορίας
'Αριστοτέλους,
43,9—44,2.
Ή ανάγκη νά καταφύγουμε για τήν ερμηνεία τής φωνής στή σημαντική καθίσταται προφανής, αν λάβουμε ύπόψιν π ώ ς πεδίο π.χ. της ιστορικής σημαντικής (historical semantics) αναι οί μεταβολές της σημασίας τών
54
σημασιολογήσεις
τοΰ ορού φωνή συνιστούν
λειτουργικότητας — της σημειώσεως
184
ιεραρχικές βαθμίδες —
αυξητικής
μάλιστα
φωνή, ενώ αξίζει να επισημανθεί πώς ή τρισημία
τοϋ ορού δεν ακυρώνει στην περίπτωση αύτη τή λειτουργικότητα του. Με βάση ωστόσο τη γνωσιολογική
διάσταση
τής
φιλοσοφικής
σημαντικής, τήν
πλέον
διευκρινιστική
τής
παλασιακής χρήσης τής φωνής, μπορούμε να διευρύνουμε τή στενά φιλοσοφική θεώρηση τής φο^νης ως έννοιας, και να τήν θεωρήσουμε έννοια ορού1™. Το ιστορικό πλαίσιο τής διακρίσεως μεταξύ εννοίας και εννοίας ορού οφείλουμε να τα αναζητήσουμε δσον άφορα τή γραμματική θεωρία τοϋ Παλασίου στην διάσταση μεταξύ τής Νεοπλατωνικής και τής αριστοτελικής φιλοσοφικής ορολογίας. Πραγματικά Ό συνομιλητής τοΰ Παλασίου, αδιάφορα ως προς το αν ύφίστατο ποτέ ώς υπαρκτό πρόσωπο ή οχι, φέρεται α>ς ό αμφισβητίας τής αριστοτελικής
φιλοσοφίας και ώς κεκαλυμμένος
θιασώτης
τοΰ
Νεοπλατωνισμοΰ. Ή πλέον εμφανώς Νεοπλατωνίζουσα θέση του αποκαλύπτεται σ' εκείνο τό τμήμα τοΰ έργου Περί συζητήσεως
γραμματικής
θεωρητικής,
οπού
το
είναι ή διερεύνηση τοΰ γράμματος ώς υποστάσεως
πραγματικό θέμα τής ή ώς
ανυπόστατου166.
Βέβαια τό ερώτημα αυτό δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μία καλή ευκαιρία για να απορρίψει b Παλάσιος τήν Νεοπλατωνίζουσα συγκρητιστική ορολογία ώς περιστασιακή 1 8 7 , και να λέξεων, ή ταξινόμηση των μεταβολών αυτών και τών αιτιών τους, και π ώ ς ά ρητορικοί τρόποι είναι οι πρώτες μεταβολές που απετέλεσαν αντικείμενο τοϋ κλάδου αυτοϋ. 184
Σημείωση
είναι ή διαδικασία κατά τήν οποία πραγματικά αντικείμενα μεταλλάσσονται σε σημεία, δηλαδή
στα υποκατάστατα τους. Κ α τ ά τον Pierce, ή σημείωση
προκύπτει από τή συνεργασία τοΰ σημείου, τοϋ
αντικειμένου αναφοράς, και της διαθεσιμότητας απαντήσεως. Σύμφωνα με τον Morris [Morris, G, Signification and Significance, MJ.T. Press, Mussachusetts 1976], σημείοχτη είναι ή σχέση μεταξύ πέντε ορών: τών σημείων (1) τα όποια επιτρέπουν στους ερμηνευτές—δέκτες ορισμένα ε'ι'δη, τις σημάνσεις
(2) να αντιδρούν με ορισμένη διαθεσιμότητα. (3) απάντησης προς
(4), υπό καθορισμένες συνθήκες και συμπεριέχον (5). Βλέπε, επίσης, και τήν
καταχώρηση τοϋ λή[αματος σημείωση
στα έ'ργα: Δημητρίου, Σ ω τ . , Λεξικό
όρων σημαντικής:
Λεξικό ορών,
Καστανιώτης, 'Αθήνα 1986, τ . 4., σ. 2 7 4 · Καπόπουλχις, Κ. (έκδ.), Φιλοσοφικό κοινωνιολογικό λεξικό,
'Αθήνα
1995, τ . 4, σ. 3 1 0 . 185
Έ ν ώ ή έννοια, δηλώνει συγχρόνως τή διανοητική δραστηριότητα ώς θεωρητική κατασκευή (concept) μαζί με
το αντικείμενο της νόησης, ή έννοια ορού δηλώνει τό αντικείμενο της γνώσεως ώς προσδιορισμένο στόχο τής διανοητικής δραστηριότητας. Στην πράξη, ή διάκριση αύτη
συνιστά
τό
σημείο
διαφοροποίησης
μεταξύ
ονοματοκρατίας και έμπειριοκρατίας άπό τή μία, και νοησιαρχίας από τήν άλλη. Για τή διάκριση αυτή, βλέπε Δημητρίου, Σ ω τ . , Λεξικό όρων σημαντικής, 186
Παλασίου, Περί γραμματικής
ενθ. άν., τ . 4, σ. 1 3 2 .
θεωρητικής, μ γ —μζ .
«... Ό Λάσκαρης ού κατά τό συστατικόν είναι αυτού ορίζει τό γράμμα και κατά τό αίτιον αυτού, αλλ' υπογραφικώς (ή γαρ δήλωσις εκάστου πράγματος, ή εξ ετυμολογίας, ή εξ υπογραφής, ή εξ ορισμού κυρίου), τουτεστι κατά τας εαυτού περιστάσεις· όθεν τα λεγόμενα άπαντα περί γράμματος εν τη τοϋ υπογραφή, ου την φυσιν του γράμματος οηλοι, άλλα τα περιστατικά αυτού, ήμεις ο
Λασκάρεως
εμπης ου κατά τας
περιστάσεις, άλλα κατά τό είναι και τα αίτια αυτοϋ λαμπρώς τον λόγον άποδεδωκαμεν»" .αυτόθι,
μγ
.
Παραβαλε, επίσης, και τήν παρατήρηση τοϋ Σωπάτρου π ώ ς «η περίστασις τήν σύστασιν κατασκευάζει»· Walz, C. (έκδ.), Σωπάτρου, Εις την 'Ερμογένους
τεχνην,
Rhetores Graeci, τ . 5 . Stuttgart: Cotta, 1833, 2 0 1 , 2 9 .
περιστασις στο σημείο αυτό έχει τήν έννοια όχι τοϋ τυγαίου,
Ή
άλλα της ιδιαίτερης, υποκειμενικής, διαθέσεως και
55
αντιπροτείνει το χαρακτηρισμό του γράμματος ως τεχνητού οντος, του οποίου ή συστατική αρχή είναι ή γραμματική πράξη. 3). "Αν για τον Λάσκαρη το γράμμα είναι τό ελάχιστο μέρος τοϋ έκφερομένου λόγου (φωνής),
για τον Παλάσιο συνιστά το επιπλέον
σημαίνοντος
(φωνής)
είναι
και
φορέας
αυτού, καθώς εκτός από φορέας τοϋ
σημασίας
(νοήματος)™.
Τό
ζεύγος
ορών
'ελάχιστο—επιπλέον', τό οποίο προκύπτει από τή σύνθεση των θέσεων του Λασκάρεως με αυτές τοΰ Παλασίου, αντιστοιχεί στην πραγματικότητα στή διαζευκτική σχέση 'κτήσει και κατά συνθήκη—φύσει'189, ή οποία αφορά τό γράμμα, και ή οποία με τή σειρά της συνιστά αναλογική διατύπωση της διακρίσεως 'επίκτητη—ε'μφυτη ', ή οποία αναφέρεται στή φωνή 1 9 0 . Τό γράμμα ώς καθ' εαυτό συνιστά δλον, ενώ ως προς τι συνιστά
το ελάχιστο \υερος της
διαδικασίας μερισμού της φωνής. Ώ ς καθ' εαυτό όλον, το γράμμα θα μπορούσε να θεωρηθεί εϊ'τε ώς καθόλου είτε ώς συνεχές είτε ώς σύνθετον. Στον χαρακτηρισμό από τον Λάσκαρη τοϋ γράμματος ώς ελαχίστου
μέρους της φωνής, ο Παλάσιος μεταγράφει τον ό'ρο 191
μέρος σε απλό στοιχείο τοϋ λόγου, αδιάσπαστο
και αχώριστο ,
διερεύνηση τοϋ γράμματος ώς ενός και ώς
αρχής.
διάσταση της προσεγγίσεως τοΰ γράμματος είδους γράμμα
192
ελάχιστο
εγκαταλείποντας έ'τσι τή
Επικεντρώνεται
στή
μαθηματική
, άπεμπολεΐ τή διερεύνηση τοϋ γραμματικού
ώς ενός, καί, με λανθάνουσα αφετηρία τήν αριστοτελική
θεωρία
τών
αριθμών, άναπτύσει τήν είκοσιτετραδική συστηματοποίηση τών γραμμάτων,
μαθηματικών
κατά αναλογία («μίμησις») προς τό αντίστοιχο είκοσιτετραδικό σύστημα τών ωρών τοϋ ημερονυκτίου 193 . προτιμήσεως. Ώ ς ορός, ή περίστασις
συνδέεται σαφέστατα με τη μετά—αριστοτελική θεωρία της ρητορικής,
καθώς συνιστά είδος της ρητορικής εκφοράς τοϋ λόγου, το όποιο φέρεται κ α τ ' άντιδιαστολήν προς τό αίτιον, πρακτική που ακολουθεί εδώ καί ό Παλάσιος. Σύμφο^να μέ τόν Κοιντιλιανό, στον περιεκτικό χαρακτήρα της περιστάσεως συμπεριλαμβάνονται οι συνθήκες τοϋ χρόνου, τοϋ τόπου, τών κινήτρων, τών μέσων, τών τυχαίων συμβεβηκότων, τών πράξεων, τών οργάνων, τών λόγων, καί, τέλος, τοϋ γράμματος καί τοϋ πνεύματος τοϋ νόμου (Quintiliani, M. Fatrii, Institutionis Oratonae, ΠΙ.v. 17—18). Κατά τόν Ερμογένη, «περίστασις δε έστι τό πάν εν ήμΐν καί λόγοις καί πράγμασι καί δίκαις καί υποθέσεσι καί βίω, τόπος, χρόνος, τρόπος, πρόσωπον, αιτία, πράγμα - προστιθέασι δε οι φιλόσοφοι καί εβδομόν τι, τήν ΰλην, ην ο ρήτωρ ουκ ιδία χωρίσας έχει, πιθανώς δε επιμερίζει τών άλλων εκάστω, οτω αν καί δύνηται»· Ερμογένους, Περί ευρέσεως, 188
Παλασίου, έ'νθ'άν., μδ
189
Αυτού,
™
Αυτόθι,
3,5,7—13.
λδ1"5. μο™^.
191
Αυτόθι, μθ 2 6 .
192
Σ τ ή μαθηματική του διάσταση, τό γράμμα θεωρείται ώς μαθηματικός
αριθμός σε παραδείγματα τοϋ τύπου
δυο ανθρο)ποι, τρεις φιλόσοφοι. 193
Ή προέλευση της αναλογίας αυτής εντοπίζεται στους σχολιαστές της γραμματικής τοϋ Διονυσίου τοϋ
θρακος, καί συγκεκριμένα στον
'Ηλιόδωρο: «Δια
τι εισιν είκοσιτέσσαρα γράμματα; Κατά μίμησιν
τών
εικοσιτεσσάρων ωρών τοϋ νυχθημέρου' τα γαρ φωνήεντα τήν ήμέραν μιμούνται, τα δε σύμφωνα τήν νύκτα» Hilgard, Alfr. (έκδ.), Scholia in Dionysii Thracis Artem Grammaticam: Grammatid Graeci, Leipzig 1 9 0 1 ,
τ. 3,
323,16—1- όμοια είναι καί ή προσέγγιση τοϋ Στεφάνου, αυτόθι, 196, 14—15. Σε έτερο κώδικα, Ό 'Ηλιόδωρος
56
Πέραν της πλατωνικής προελεύσεως της μιμήσεως194, συγκεκριμένης προσεγγίσεως
είναι ή τάση συσχέτισης
το βασικό χαρακτηριστικό της
της γραμματικής με τη
μετρική
θεωρία τής μουσικής 195 και με τή φιλοσοφία 196 . Ή συσχέτιση αυτή δεν είναι άμεσα εμφανής στα κείμενα του Παλασίου, άλλα εντοπίζεται
αν λάβουμε ύπόψιν τήν ομοιότητα
τοϋ
χαρακτηρισμού των φωνηέντων ως καθ' εαυτών φωνών197 με σχετική αναφορά στο Ιδιο θέμα
αναφέρεται εκτενέστερα στη θέση αυτή: «ουκ άλόγως δε τούτω τ ω αριθμώ οι παλαιοί έχρήσαντο· αλλ' άπό των νυκτός και ημέρας ωρών μετέθεσαν αυτά επί τήν τών στοιχείων τάξιν, δια τό τήν δύναμιν τών στοιχείων πάνυ τ ω σεληνιακώ έοικέναι δρόμω, φωτίζουσάν τε τα πράγματα και φωτιζομένην ύ π ' αυτών, και ουσαν σχήμα τοϋ δρόμου τής σελήνης, ότέ μεν αυξανομένης ότέ δε μειούμενης δια τής οικείας δυνάμεως- και πανσέληνον μεν μιμείται δια της τών φωνηέντων φύσεως, διχοτομον δε δια τών ημιφώνων, αμφίκυρτον δε δια της τών άφωνων του φθόγγου μειώσεως. Είτα ώσπερ αί θεσσαλαί, φασί, γοητεύουσαι δια τών μαγγανειών βούλονται κατάγειν τήν σελήνην, ούτω κα'ι ή γραμματική μαγεία τήν φωνήν τοϋ αέρος χορηγούσαν, είσιοϋσάν τε εις το νοερόν ημών και αύθις έξιοϋσαν, έπισκοπουμένη και εις τους εαυτής τύπους κατακλείουσα διά τής άνακυκλησεως τοϋ κδ αριθμού περί τήν τών γραμμάτων παγιδεύεται διαφοραν. Ωσπερ δε εν τοις μετεώροις οι επτά πλανήται το χϋρος τής διοικήσεως τών φαινομένων έχοντες και τών ζωδιακών ουκ έκκλίνοντες, αλλ' επί τούτων μένοντες και στρεφόμενοι διοικοϋσι τό φαινόμενον, ούτωσί και τα φωνήεντα τό κϋρος της εγγραμμάτου φωνής κεκτημένα δια τοϋ σχηματίζεσθαι και συμπλέκεσθαι τοις συμφώνοις ούχ υπερβαίνει τους τύπους τών κδ ' γραμμάτο^ν, άλλ' εν τούτοις αεί και διά τούτων τήν αυτήν άνακυκλούντα πάσαν αποτελεί φωνήν έγγράμματον, μηδενός εις τούτο προφερομένου έτερου μήτε φθόγγων μήτε γραμμάτων, ωσπερ ουδέ νύξ ουδέ ήμερα παρά τάς κ δ ' ώρας εις άνακύκλησιν προσδεϊταί τίνος, άλλα δώ τούτων τόν κύκλον και τους ελιγμούς ποιείται τής οικείας περιφοράς. Και τα μεν γράμματα διά τούτο και ούτω πως περάσματος και αριθμού ώρισμένου
τετύχηκεν»·
αυτόθι,
491,18—492,9. Για τή Νεοπλατωνική υφή τής αναλογίας, παράβαλε τις εξής παρατηρήσεις τοϋ Φιλόπονου: «ο*τπερ γαρ και παντός λόγου κοιναί εισιν αί άρχαί και διά τούτο και αριθμώ ώρισμέναι, λ έ γ ω
δή τα
είκοσιτέσσαρα στοιχεία, και παντός σώματος κοιναί αί άρχαί, αι τε προσεχείς, τ α τέσσαρα στοιχεία, αϊ τε πρώται, υλη και είδος, οΰτω δήπου ανάγκη, και ει τών επιστημών κοιναί ήσαν αί άρχαί, αριθμώ ταύτας ώρίσθαι»· 'Ιωάννη τοϋ Γραμματικού (Φιλόπονου), Σχολικαί μετά
τινών Ιδίων επιστασιών
εις τό Πρώτον
τών
υποσημειώσεις εκ τών συνουσιών Ύστερων
'Αναλυτικών
'Αμμωνίου
τοϋ
Έρμείου
'Αριστοτέλους, 1 3 , 3 1 6 , 3 2 — 3 1 7 , 2
[Wallies, Μ. (έκδ.), loannis PMloponi in Aristotelis analytica postenom commentma,
Commentaria in Aristotelem
Graeca, Reimer ,Beriin 1909, τ . 1 3 . 3 ] . 194
Σ τ ο yjsipia 132c—133a τοϋ πλατωνικού Παρμενίδη ή απεικόνιση της σχέσεως τών ειδών με τις αισθητές
πραγματικότητες επιτυγχάνεται διά τής μιμήσεως.
Ή μίμησις ωστόσο καθώς στοιχειοθετεί τή διάκριση μεταξύ
της αληθούς και της μιμητικής—εικονικής πραγματικότητας, καθίσταται ή αιτία διαφόρων επιστημολογικών επιπλοκών. 195
Ό αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου Χρύσανθος ό εκ Μαδύτων, παρουσιάζοντας τις σημασιολογικές εκφάνσεις τοϋ
ήχου ηχώ, κέλαδος, βόμβος, χτύπος, όγκυθμός, φλοίσβος, ροϊζος, πάταγος κ.τ.λ,., σημειώνει πώς «τους τρό-κουι; τής πτώσεως τοιούτων τών ειδικών ήχων παρατηροϋντες οι μουσικοί, άπομιμούμενοι αυτούς έν τοις καιρόΐς, επιβαλλουσι
μεγάλους»·Πελοπίδου,
Π.
Γ.
τοϋ
Πελοποννησίου,
Χρύσανθου
Αρχιεπισκόπου
Δυρραχίου:
θεοφ-ητικόν μέγα της μουσικής, Michèle Weis, , Τεργέστη 1832, σ. 123—124. 196
«ή μεν ουν υπέρ τούτων [ενν. τών είκοσιτεσσάρων γραμμάτων] θεωρία γραμματικής τε και μετρικής, ει δε
βούλεταί τις, και φιλοσοφίας οίκειοτέρα»· Διονυσίου 'Αλικαρνασσέως, Περί συνθέσεως
ονομάτων,
14,33—34.
Αυτό που εννοείται είναι ή άναπαραστατική δυνατότητα τοϋ αλφαβητικού συστήματος και ή αξιοποίηση του τόσο στη μουσική, οσο και στή φιλοσοφία. 197
Παλασίου, ενθ' αν., νη .
57
τοΰ Διονυσίου Άλικαρνασσέως 1 9 8 . Αυτά συνδέεται βέβαια με το γεγονός πώς ο θεωρητικός χαρακτήρας της μουσικής, δπως αυτός καλλιεργήθηκε
στα πλαίσια της
ΤετραχτίΒος
199
(Quantrivium), αποτέλεσε επιγενόμενο της μαθηματικής της υφής . Ό χαρακτηρισμός άπα τον Παλάσιο του είδους
γράμμα
ώς τεχνικού οντος200
υποθάλπει την απόρριψη τής
πλατωνικής θεωρήσεως τοΰ γράμματος ώς πρώτου άριθμοΰ, τής θεωρήσεως δηλαδή των φυσικών αριθμών ώς Ιδεών (είδητικών αριθμών) και κατά συνέπειαν ώς άσνμ^λήτων201
—
ορός πού για τήν αριστοτελική συλλογιστική προσομοιάζει, αν δεν ταυτίζεται πλήρως, με τή λειτουργία τοΰ χωριστού102. γράμματος ώς ποσού
Ή απεμπόληση εκ μέρους του Παλασίου τής θεωρήσεως τοΰ
συντάσσεται
ασφαλώς
με τήν πρόταση τοΰ 'Αριστοτέλους
εγκατάλειψη τής διαιρέσεως ώς μεθόδου όρισμοΰ και γνωσιολογικής
για
προσέγγισης
τοΰ
δντος 2 0 3 . Αυτό πού καταλήγει να προτείνει ό Παλάσιος είναι ή εγκατάλειψη τής διερευνήσεως τοΰ γράμματος ώς εννοιολογικής μονάΒος, και ή στροφή προς τή διερεύνηση τοΰ ζεύγους διαστοχαστικών εννοιών 'γράμμα-<ρωνή '. Άλλα, στην πραγματικότητα, αυτό το ζεύγος εννοιών
ορών
δεν
είναι
τίποτε
άλλο
παρά
τό
ζεύγος
διαστοχαστικών
'χαρακτήρ—εκφώνηση' τής παραδοσιακής γραμματικής θε^ορίας204. Ή
εννοιών
αντιστοιχία
αυτή
οδηγεί στή μετατροπή τής φιλοσοφικής διεκπεραίωσης τής μελέτης τής γραμματικής σε μία σπουδή σημασιολογίας τών opcov της, θέμα πού θα μας άποσχολήσει στο επόμενα τμήμα.
198
«α δε τριχη νείμαντες τάς πρώτας τε και στοιχειώδεις τής φωνής δυνάμεις φωνήεντα μεν έκάλεσαν, οσα και
καθ' εαυτά φωνεΐται και μεθ' έτερων και εστίν αυτοτελή»· Διονυσίου Άλικαρνασσέοις, ενθ'άν., 14,19—22. 199
Abelson, Paul, l i e Seven Liberal Arts, Russell & Russell, New York 1965, σ. 1 2 8 .
2 0 0
Παλασίου, Περί γραμματικής
201
«οί μεν ουν τρόποι καθ' ους ενδέχεται αυτούς είναι ουτοί είσιν εξ ανάγκης μόνοι, σχεδόν δε και οί λέγοντες το
ϋεωρ-ητιχής, μ γ .
εν αρχήν είναι και οΰσίαν και στοιχείον πάντων, και εκ τούτου και άλλου τινός είναι τον αριθμόν, έκαστος τούτων τινά τών τρόπων είρηκε, πλην τοΰ πάσας τάς μονάδας είναι άσυμβλήτους»· 'Αριστοτέλους, Μετά τά
Φυσικά,
108(Μ-9. 2 0 2
«και δήλον ότι ου κεχώρισται τ ά μαθηματικά - ου γαρ αν κεχωρισμένων τά πάθη ύπήρχεν εν τοΐς σώμασιν»-
αυτόθι, 1090a29—30. Πρέπει στο θέμα αυτό να σημειώσουμε πώς για την βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική σημειογραφία ό αριθμός τών συλλαβών κάθε στίχου δηλώνει μία ποικιλία πραγμάτων: π.χ. ό αριθμός 4 συμβόλιζε τήν τετραμερή διαίρεση τοΰ κόσμου ή της γης και τους ευαγγελιστές, ενώ οί αριθμοί άπό τό 72 μέχρι το 76 συμβόλιζαν τόν αριθμό τών εθνών ή τόν αριθμό τών γήινων προγόνων τοΰ Χρίστου. «'Αλλά μήν ούδ' ή δια τών διαιρέσεων οδός συλλογίζεται, καθάπερ εν τή αναλώσει τή περί τα σχήματα ειρηται. ούδαμοϋ γαρ ανάγκη γίνεται τό πράγμα εκείνο είναι τωνδΐ όντων, αλλ'
ώσπερ
οΰδ' ο έπάγων
αποδεικνυσιν. ου γαρ δει τό συμπέρασμα έρωτάν, ουδέ τ ώ δοϋναι είναι, άλλ' ανάγκη είναι εκείνων όντων, καν μή φη ο αποκρινόμενος»· 'Αριστοτέλους, Αναλυτικά υστέρα, 9 l b l 2 — 1 6 . 2 0 4
• Hilgard, Alfr., ένο'άν., τ . 3, 32,14—23. Στην προσέγγιση τών σχολιαστών τής γραμματικής τοΰ Θρακός
οι εκφωνήσεις, καθώς συμπεριλαμβάνουν τά παρασηματα τους χαρακτήρες,
δηλαδή τά σημεία προσωδίας, υπερβαίνουν σε αριθμό
δηλαδή τά εικοσιτέσσερα γραπτά σημεία τών γραμμάτων.
58
ζ ' . Ή σημασιολογία τοϋ ονόματος και τοϋ ρήματος Ό κύριος άξονας και το βασικό σημείο της Γραμματικής
προς Γίολύδωρον είναι το
έρό>τημα 'ποσα,γως ή σημασία'. Είναι, ασφαλώς, θεμιτό να θεωρήσουμε πώς μία τριπλή διαστρωμάτωση της έννοιολογίας
τοΰ ονόματος θα ακολουθεί λογικά τήν έξης
σειρά
διαδοχής: α) άνευ σημασίας, β) αόριστη σημασία, γ) προσδιορισμένη σημασία. Πράγματι, όπως και στην περίπτωση τοΰ δρου φωνή, μπορούμε να όργανο>σουμε τις εφαρμογές τοΰ λεξικού τύπου όνομα, τις όποιες αναφέρει ό Παλάσιος, σε τρεις θέσεις: α) τή γενική, καθολική εφαρμογή τοΰ ορού όνομα, στην οποία συμπεριλαμβάνονται άδιαφόρητα τόσο η άσημη λέξη (όπως π.χ. ή λέξη βλίτυρι) όσο και ή σεσημασμένη
κατονομασία κάποιου
2 3
πράγματος- " · b J την ειοικη εφαρμογή του ορού, η οποία, αναλύεται σε ουο τύπους: στο κλίτόν τε κα« ασημον (όπως π.χ. ή λέξη τραγέλαφος) και το σημαντικόν (όπως το όνομα π.χ. Ί ώ β )
206
τε και
ακλιτον
' καί, τέλος, γ) τή συγκεκριμένη χρήση τοΰ όρου, κατά τήν
οποία τό όνομα προσδιορίζεται ως «μέρος λόγου», μέρος δηλαδή της λεκτικής διατυπώσεως, «κλιτον, ουσία,ν ιδίαν, ή κοινήν σημαίνον» 207 . Είναι εμφανές πώς ή διαδικασία μετάβασης άπό τήν πρώτη θέση στή δεύτερη και κατόπιν στην τρίτη επιτυγχάνεται διαιρετικά, με τήν απόρριψη σε κάθε ζεύγος εννοιών τοΰ πρώτου μέλους και τήν ανάπτυξη σε διπολικό σχήμα τοϋ δευτέρου. Στην τρίτη θέση, τό όνομα φέρεται ώς τεχνική σύνθεση, ή οποία προκύπτει άπό τή σύζευξη της φυσικής δυνατότητας κατονομασίας {φύσει υλή) με τήν κατά συνθήκη {θέσει) σημασία- τό όνομα στοιχειοθετείται
δηλαδή στό πλαίσιο τοϋ δευτέρου μέλους της διαστοχαστικής έννοιας
208
άπλό-συνθετο , ενώ ώς μέρος λόγου συνιστά δομικό τμήμα της πληρότητας νοήματος μίας προτασε^υς^"*. ri πρώτη σεση συνιστά την πλέον απροσδιόριστη εκφορά ενός ονόματος, υπο τήν έννοια πώς δεν αναγνωρίζεται ώς υφισταμένη ή διάκριση μεταξύ σεσημασμένων και άσημων ονομάτων, ούτε και καταφάσκεται κάποιο σημαινόμενο ώς υπάρχον ή ώς υπάρχον. Είναι τό απλώς
όνομα, τό όποιο στην πραγματικότητα ταυτίζεται με τήν
μή
απλώς
φωνή.
2 0 5
Παλασίου, Γραμματική
206
Αυτόθι, ξα™
207
Αυτόθι, νθ 2 6 .
2 0 8
«[Το όνομα] ώς (Λεν έξ οδ, φύσει- ώς δε άφ' ou, θέσει· καθάπερ ει καί ή ναυς. κάκείνη γάρ, ηπερ ξύλα φύσει,
προς Πολύδωρον, ξ
η δε ναϋς θέσει εστί. ... σύνθετον πάντως, τεχνικών γάρ τί ον τουνομα καί σύνθετον έξ ύλης καί είδους, καί της τε σημασίας, πρακτικών μέντοι δν, κατά τό σχήμα, φυσικόν δε τι κατά τήν υλην, καί σωματικόν. κατά γάρ τό σχήμα, ποιότις ώς ή θύρα· κατά δέ τήν υλην, σωματικόν τι ώς τά ξύλα»' αυτόθι, νθ —ξ1 . 2 0 9
«Μέρος», δηλαδή, «του διάνοιαν αυτοτελή δηλούντος» λόγου - αυτόθι, ξ .
59
Ή δεύτερη άπό τις παραπάνω θέσεις παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. "Αν αποδεχθούμε
πώς
οι
κλίσεις
των
ονομάτων
είναι
συστηματοποιήσεις της πτωτικής συμπεριφοράς αυτών 212
συνάφεια μεταξύ τής πτώσεως ή πτώση
211
ώς
ένα
βαθμό 2 1 0
ταξινομικές
, και αν λάβουμε ύπόψιν τή μεγάλη
και τής κλίσεως αύτοϋ, οδηγούμαστε στη διαπίστωση πώς
ώς παρεπόμενο τών αορίστων ονο^των
(π.χ. τοΰ ονόματος Ί ώ β ώς ονόματος τής
τάξεως τών ανθρώπων πού φέρουν τό δνομα Ί ώ β ) δέν ενέχει κάποια συγκατηγορηματική λειτουργία. Αυτό βέβαια είναι καθ' δλα αποδεκτό, καθώς τό κύριο όνομα δέν υφίσταται ώς χωροχρονική μοναδικότητα. Σ τ η δεύτερη θέση, ή επιλογή άπο τον Παλάσιο ενός κυρίου ονόματος ( Ί ώ β ) ώς παραδείγματος φαίνεται επίσης να συνδέεται με τήν άποψη πώς τα σεσημασμένα ονόματα στην αρχική τους εφαρμογή ήταν ονόματα ατομικών ουσιών, καθώς τό σημαινόμενο
τους αποτελούσε
προσέγγιση
οδηγεί στην
ίδιον ενός
μόνον ανθρώπου ή πράγματος. Μία
πιθανή παραδοχή πώς
ό ειδικός τύπος
τοϋ
τέτοια
ονόματος
μίας
συγκεκριμένης ατομικής ουσίας, δεν είναι άλλος άπό τήν απροσδιόριστη εκδοχή της σημασίας της. Ή εκδοχή αυτή είναι μερικώς μόνον αόριστη, καθώς π.χ. τό όνομα Ί ώ β αποκλείει τήν εφαρμογή του στα πρόσωπα τα όποια φέρουν κάποιο διαφορετικό όνομα και τό οποίο μάς είναι γνωστό. Τό όνομα Ί ώ β δέν χρησιμοποιείται άπό τον Παλάσιο ώς κύριο δνομα, άλλα ώς σημαίνον τύπος κυρίου ονόματος. Γι' αυτό μπορούμε να δεχθούμε πώς δ ειδικός τύπος ενός κυρίου ονόματος 213 είναι σημαίνον
214
τμήμα
μίας
σημασίας, και πιο
συγκεκριμένα,
έ'να
καθόλου
συμβατικού πάντοτε χαρακτήρα. Ή διαπίστωση αυτή τεκμηριώνεται έμμεσα
άπό τον ίδιο τον Παλάσιο, καθώς αυτός θεωρεί καταχρηστικό προσδιορισμό τής έ'ννοιας όνομα τον δρισμό τοΰ σημαινόμενου τού δρου όνομα215 216
γράμμα )
(δπως άλλωστε
και τής έννοιας
217
και αντιπροτείνει ώς γνήσιο δρισμό εχείνον τοϋ σημαίνοντος .
"Οπως παρατηρούμε, τό κύριο χαρακτηριστικό τής δεύτερης θέσεως είναι δ επιμερισμός τής αόριστης εκφοράς τοΰ ονόματος σε δύο μέρη ή στοιχειώδεις τύπους, διττής υποστάσεως
Σε κάποιο βαθμό, υπό τήν έννοια δηλαδή π ώ ς στοιχεία κλίσε<υς τής τάξεως τοϋ ονόματος είναι έκτος άπό την πτώση τό γραμματικό γένος και 6 αριθμός. 211
: αυτό πού ο 'Αριστοτέλης, κατά διάκριση προς τήν υπέρτερη θεωρητική επιστήμη, θα αποκαλούσε τεχνική
κατασκευή εμπειρικών δεδομένων. •"•^ : κατηγορία την οποία ο Διονύσιος ο οράς καταχωρεί ως παρεπόμενο του ονόματος. 2 1 3
: αυτό πού στην ορολογία τοΰ .Περί γραμματικής Ό
θεΐορητιχης ό Παλάσιος θα αποκαλούσε λόγον ονόματος.
ορός σημαίνον, τόν όποιο και χρησιμοποιούμε εδώ, αντιστοιχεί στον Παλασιοκό ορο
«σημαντικόν»·
14 16
Παλασΐου, έ'νθ' άν., νζ " . - 1 5 Ώ ς τέτοιο θεωρεί ό Παλάσιος τόν ορισμό τοϋ ονόματος τόν όποιο διετύπωσε ό Κωνσταντίνος Λάσκαρης. 2 1 6
«—ει τό γράμμα διατύπωσις γραμμών εστί, πώς λάσκαρης [ΐίοος ελάχιστον, φωνής άδιαίρετον καλεί;
—διότι τοϋτο ορίζεται, ου κατά τό σημαντικόν είναι, αλλά κατά τό σημαινόμενον ήμεις δέ κατά τό άντίξοον.»· Παλασΐου, ενθ'άν.,νζ 1 2 " 1 9 . - 1 7 «—ει τό δνομα μή ον εστί, θέσει γάρ ημείς τιθέμεθα. π ώ ς εστί φαμέν, και μέρος, καί τά εξής λέγομεν; —ερρανηστικώς
πάντως, καί καταχρηστικώς λέγομεν
σημαντικόν»- αυτόθι, νθ
κατά
τό
σημαινόμενον
είναι, καί ου
κατά
τό
60
δ καθένας: στο «κλιτόν τε και άσημον» (π.χ. τραγέλαφος) και στο «σημαντικόν τε και ακλιτον» (π.χ. Ί ώ β ) 2 1 8 . Οι δύο οροί δηλώνονται δ έ'νας ώς προς τον άλλο ώς χωριστά.
Ό
επιμερισμός συνίσταται στή διαίρεση τοϋ σημαίνοντος του ονόματος σε δυο εκδοχές του, μία στερητική σημασίας και μία σημασία θετική, αλλά δχι επακριβώς καθορισμένη: το κλιτόν
τε
και ασημον στοιχειοθετεί τήν άρνηση σημασίας, την δποία δηλώνει ώς μη ον, ώς μορφή άνευ είδους, ενώ το σημαντικόν τε και ακλιτον δηλώνει τή σημασία ώς ον και ξέχωρα άπδ τις οποιεσδήποτε μορφολογικές της εκφάνσεις. Στην πραγματικότητα, το σημαντικόν
τε και
ακλιτον είναι το υπάρχον και είναι της σημασίας, το είδος της, ξέχωρα άπα τα παρεπόμενα της μορφής της. Καταλαμβάνει μία σημασιολογική θέση ή δποία ταυτίζεται με τήν προ—αριστοτελική
θεώρηση
της
κατονομασίας 2 1 9 και ή
δποία προηγείται
τόσο
της
επερχόμενης διακρίσεως μεταξύ του ονόματος και τοΰ ρήματος, οσο και της διαφοροποιήσεως ανάμεσα στο σημασιολογικό
παρεπόμενο,
το δποΐο είναι ή διαίρεση της ονοματικής φύσεως
(κατονομασία) σε όνομα και ρήμα, και το γραμματικό
συμ£ε6ηκός, πού είναι οι γραμματικές
μορφολογικές παραλλαγές (κλιτικές, πτωτικές κ.λ.π.) τοϋ ονόματος ουσίας 220 . Μέ τον ορο σημασιολογικό
παρεπόμενο,
τον οποίο εισάγουμε εδώ, αποδίδουμε τήν αναγκαστική πορεία
διάσπασης τοϋ σημαινόμενου ενός σημαίνοντος ώς ίδιον καΐ άχώριστον φυσεώς του, ενώ δ δρος γραμματικό
συμβεοηκός
της ονοματικής
χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση τοϋ
παρεπομένου της Στωικής γραμματικής θε(υρίας, ορο τον οποίο υιοθετεί και δ Παλάσιος. Τό "Ίδιον τοϋ ονόματος είναι ή έλλειψη προσημάνσεο^ς jpôvou κατά τή διαδικασία πτωτικής κλιτότητάς του, ενώ τό ίδιον τοϋ ρήματος είναι ή προσσήμανση χρόνου και ή μορφολογική προσαρμογή τής έγκλιτικότητάς του στό χρόνο ενέργειας και στα πρόσωπα πού εμπλέκονται στην ενέργεια
αυτή 2 2 1 .
Γραμματικά συμβεβηκότα
αποκαλούμε εδώ
τις
μορφολογικές
παραλλαγές υπό τις δποΤες εμφανίζεται το δνομα, και οι όποιες φαίνεται να προσιδιάζουν, τουλάχιστον από τή στενά γραμματική ή τή συντακτική πλευρά, τή λειτουργία χωριστού.
i l Q
τοϋ
Τα πλέον διαφωτιστικά αποσπάσματα ώς προς τή διάκριση πού επιχειρούμε εδώ
«τουνομα απλώς, η κλιτόν τε και ασημιον, ως τραγέλαφος, η σημαντικόν τε και ακλιτον, οίον ιωο, η
σημαντικόν τε καί κλιτόν, περί ου ό λόγος»· αυτόθι, ξα "" . 2 1 9
'Αναφερόμαστε
στην περιεκτική περιγραφή τοϋ ονόματος
Πλάτωνος, Σοφιστής, 261e5 κ.έξ. Ά π ό αυτό τό δηλωμα
ώς «δηλωμα
τη φωνή περί την
ούσίαν»-
προκύπτει κατά τον Πλάτωνα τό διττό γένος τοϋ
ονόματος και τοϋ ρήματος, έκφαίνοντας τη διάσταση μεταξύ τοΰ πράγματος καί της πράξεως. Για τη μετάβαση απο την ενιαία γραμματική τάξη στή διάκριση τοϋ ονόματος και τοϋ ρήματος, παράβολε καί τό β ' κεφάλαιο, μέ τόν τίτλο Ή γραμματική
και ή ετυμολογία
της λέξεως Είναι, τοϋ έργου, Martin Heidegger, Τι είναι
είσαγοχγή, μετάφραση καί επιλεγόμενα τοϋ 'Κρψτου -20 Ό
'Αριστοτέλης,
Μαλεβίτση,. Δωδώνη/'Αθήνα
αναφερόμενος στή διάκριση παρεπομένου—συμ&ε&ηκότος
μεταφυσική,
1990. σημειώνει:
«οι δε παρά το
ζπομ,ενον μέρος είσί τοϋ συμβεβηκότος- τό γαρ έπόμενον συμβέβηκε, διαφέρει δε τοϋ συμβεβηκότος, δτι τό μεν συμβεβηκος εστίν εφ' ενός μόνου λχβείν, οίον ταύτό είναι τό ξανθόν καί μέλι καί τό λευκόν καί κύκνον, τό δε παρεπόμενον αεί εν πλείοσιν τα γαρ ένί ταύτω ταύτα καί άλλήλοις άξιούμεν είναι ταύτα - διό γίνεται παρά τό έπόμενον έλεγχος»· 'Αριστοτέλους, Περί σοφιστικών έλεγχων, 221
19
Παλασίου,έν0'άν.,ξδ^ .
168b 27—33.
61
εντοπίζονται στους σχολιαστές της γραμματικής τοϋ Διονυσίου τοϋ Θρακός 2 2 2 . Είναι αυτά τα χωρία πού υποδεικνύουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ορολογίας 223 , όπως επίσης, είναι ή Γδια ή αναδιοργάνωση της ορολογίας ή οποία συνδράμει στη
έκδίπλωση
της
παλασιακής θεωρίας της κατονομασίας ως μίας οιονεί οντολογίας της σημασίας. Το ερώτημα τοϋ «ποσαχώς ή σημασία» 2 2 4
περί
συνιστά
ερωτήσεων, αυτής περί τοϋ ποσαχώς
το σημασιολογικά γένος
των
δύο ειδών
τό όνομα και εκείνης περί τοΰ ποσαχώς
'Οφείλουμε να δεχθούμε πώς το «ποσαχώς ή σημασία»
του
έργου
το ρήμα.
Γραμματική
προς
Ιίολυόωρον, και κατά συνέπεια η ιοια η σημασία ως έννοια συνιστά τή φυσιογνωστικη^-* και επιστημολογική πραγματείας
μεταγραφή τού ορού γραμματικός
τού Παλασίου ϋερι
γραμματικής
λόγος,
πού είναι και το θέμα τής
θεωρητικής.
Ή
οιονεί
οντολογία
τής
σημασίας δεν είναι στον Παλάσιο τίποτε άλλο, παρά ό κατάλογος όλων τών δυνατών τροπών
με τους οποίους καθίστανται δυνατά ή
δΓ ενός
ονόματος
παράσταση ένας
αντικειμένου τής γνώσε(υς, και δ προσδιορισμός τής ενέργειας του, ή αλλιώς το τού ονόματος
226
ποσαχώς
και το ποσαχώς τής ενέργειας. Ό Παλάσιος διακρίνει είκοσιτρεΐς δυνατές
εκφάνσεις υπό τις οποίες μορφοποιείται ή σημασία ενός ονόματος221, και τρεις εκφάνσεις υπό τις οποίες μορφοποιείται ή ενέργεια, μέ τις όποιες και θα ασχοληθούμε στή συνέχεια. Στο
2 2 2
«Stephani — Παρεπόμενόν δέ έστι συμβεβηκός, ο συμβέβηκεν άχώριστον ή χωριστόν, άχώριστον μέν, ώς
Αιθίοπι το μέλαν, χωριστόν δέ, ώς έμοί το καθέζεσθαι- τοΰτο
δε ούχ ενός έστι μόνου [παρεπόμενόν], οίον το
μελαν Αιθίοπι κόρακι πίσση <παρέπεται>· ούτω και γένος και είδος και τα λοιπά où μόνου τοϋ ονόματος. § Εις το αυτό. — Πορφυρίου. — Παρεπόμενόν έστι ο ουκ άπό σκοπού γίνεται ουδέ από πρόνοιαν τοΰ ποιοϋντος, άλλ' έ'κ τίνος παρεπομένου, ώς τοις ξέουσι τα ξύλα συμβαίνει ελικοειδείς επαναστάσεις γίνεσθαι, ουχί ταϋτα του τέκτονος έπιτηδεύοντος· ούτως ουν και επί τοϋ ονόματος· ου δια τοϋτο όνομα γεγένηται, Ίνα ταϋτα αύτω παρέπηται — εν γαρ και μόνον ίδιον τοϋ ονόματος, το σώμα ή πράγμα σημαίνειν — άμα δέ τ ω γενέσθαι αυτό προσηρμόσθησαν αύτω γένη, είδη και τα λοιπά»· Hilgard, Alfr., ενθ' av., τ . 3, 217,31—218,7· «
—
Παρεπεται τ ω ονόματι πέντε, γένη, είδη, σχήματα, αριθμοί, πτώσεις] ... Αξιον ουν ένταϋθα ζητησαι, δια τι μη ίδια ταϋτα λέγει είναι τοϋ ονόματος τα πέντε, άλλα παρεπόμενα, και τί διαφέρει ίδιον παρεπομένου. Και έστιν ειπείν ίδιον μέν λέγεται τό άναστρεφόμενον και τοϋ αύτοϋ γένους και αύτοϋ μόνου υπάρχον, ώς ίδιον φαμεν τοΰ άνθρο)που το γελαστικόν, οωτοϋ γαρ μόνου, και ει τι γελαστικον, τοΰτο άνθρωπος, και ίππου τό χρεμετιστικόν, και ει τι χρεμετιστικόν, τούτο ταττεσθαι, τούτο
ίππος' ούτως ονόματος ίδιον λεγομεν τό καθ' υποκείμενου και ουσιώδους
γαρ αύτω μόνω παρεπεται πάρα τας αλλάς λέξεις· παρεπόμενόν δε εκείνο το φύσει
συμβεβηκός άχώριστον ή χωρισθηναι δυνάμενον, άχώριστον μέν, ώς Αιθίοπι τό μέλαν, χωρισθηναι δέ δυνάμενον, ως
το
καθεζεσθαι τ ω
άνθρο'^πω, όπερ ούχ ενός
μ«νου,
αλλά
και άλλου
γένους
φαίνεται»'
αυτόθι,
360,45-361,11. 223
'Ατυχής κρίνεται ή ànoSo^i] άπό τον R. Η. Robins τοΰ παρεπομένου
σημασιολογικά άλληλοεπικαλυπτομένων (: Robins, R. Η., Σύντομη
και τοΰ συμβεβηχότος
Ιστορία της
γλωσσολογίας,
'Αθηνάς Μουδοπούλου, Νεφέλη/Γλωσσολογία 3, 'Αθήνα 1 9 8 9 , σ. 5 7 ) . 2 2 4
Παλασίου, ενίΓ av., ξα .
225
Κατά τό πρότυπο τοΰ χαρακτηρισμού της αριστοτελικής φιλοσοφίας ώς φυσιογνωσίας.
2 2 6
Βλέπε τό σχετικό σχεδιάγραμμα που ακολουθεί.
2 2 7
Βλέπε τό διάγραμμα.στην ττροτξγού[κεντι σελίδα.
ώς ορών μετάφραση.
ΤΟ Π Ο Σ Α Χ Ω Σ ΤΗΣ Σ Η Μ Α Σ Ι Α Σ ΚΑΤΑ Τ Ο Ν ΠΑΛΑΣΙΟ
ΣΗΜΑΣΙΑ
4
Η ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ TOT ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΛΑΣΙΟ
ΣΗΜΑΔΙΑ ΜΕΤΑ «ΡΝΗΣ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΜΕ ι'ΦΩΝΗΣ
.ΆΝΑΡΘΡΟΣ
ΤΥΠΟΙ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ουσιώδες
ΦΙ'ΣΙΚΗ (ώχρίααις φϋίου)
επίθετο προσηγορικό
ΚΑΤΑ ΣΤΝΘΗΚΗ Φϊ'ΣΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ (ίή3
ΒΙΑι ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ (κρότος)
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ διων σοφός άνθρωπος
(οραβέαιον)
ερωτηματικό
τι; ποίος; πόσος;
ΝΟΗΤΙΚΗ
συγκριτικό πατρωνυμικό ΑΣΗΜΟΣ
ΣΠΜΑΝΤΙΚΗ
(βλήτηρη)
ΝΟΗΤΩΣ (τόν 'Αριαταρχονί
ΚΑΤΑ ΣΓΝΘΗΚΗ
ΣΓΝΘΕΤΟΣ ΑΠΛΟΪ (ακρόπολις)
ΣΓΝΘΕΤΟΣ ΣΓΝΘΕΤΟΓ (φιλοσοφώ)
οίος
ρηματικό
ψιλημων
υπερθετικό
σοφώτατος
παρώνυμ-ο
τρίιφων
ομώνυμο
ΑΠΛΗ ΑΠΛΟΪ
κρονίδης
αναφορικό
κτητικό ΑΠΛΗ ΣΥΝΘΕΤΟΤ (•βάψύ)
σοφώτερος
ιατρός, [χουσικος χόραξ
(Σωκρβττχ)
υποκοριστικό ΙΔΙΑΙ
αόριστο
ΚΟΙΝΗι
α) Σωκράτης
περιληπτικό
6) τι λει^κόν
ΟΝΟΜΑ
ΟΝΟΜΛ
ΟΝΟΜΑ
ΟΝΟΜΑ
ΟΝΟΜΑ
ΓΕΝΟΙ'Σ
ΕΙΔΟΐΣ
ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΙΔΙΟ Γ
ΣΠΙΒΕΒΗΚΟΤΟΣ
όστις, όποϊος, Όποσος ^ψβζ,
χορός
φερώνυμο*
μεγαπενθης
αριθμητικό
εν, εις
προς τι εθνικά
*Φερωνυμία
κρεάδιου
πατήρ, υιός ψρύξ, πέρσης
είναι ή οικειοποίηση άπα ενα σημαινόμενο του ονόματος ένος άλλου πράγματος, γεγονότος ή ενέργειας· π.χ.
οί φερο«υμες του ΡαΤντγκεν ακτίνες. Ή φερωνυμία εντάσσεται στην τάξη της ομοιωσεως, ενώ συχνά συμπίπτει σημασιολογικά
μέ την
έμφερεια'
παράβαλε Σέξτου
Εμπειρίκου,
Προς μαθηματικούς,
1.40,2
&
5.97,5.
Ή
κατηγοριοποίηση τοϋ ονόματος την οποία ακολουθεί εδώ ό Παλάσιος είναι τα γραμματικά είδη στα οποία «υποπέπτωκε» τό όνομα σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο τόν Θράκα· Hilgard, Alfred (έκδ.), Scholia in Dionysii Thracis Artem Grammaticam, Grammatici Graeci, Leipzig 1901, τ . 3 , σ. 32—45.
62
διάγραμμα και τον πίνακα πού εσωκλείουμε
οργανώνονται αντίστοιχα το «ποσαχώς
ή
σημασία» και ή σημασιολογία του ονόματος σύμφωνα με τις θέσεις τού Παλασίου. Κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν τοΰ ονόματος, ή σημασιολογία
του δρου
ενέργεια,
αναλύεται άπο τον Παλάσιο, λαμβάνοντας ώς κριτήριο διάκρισης την προσσήμανση χρόνου και στα πλαίσια πάντα των διαστοχαστικών εννοιών δύναμις—ενέργεια, στις
έξης
τρεις
ομωνυμικές εκδοχές 2 2 8 : 1) στην απροσδιόριστη νοητική ενέργεια, ή οποία ταυτίζεται μέ το Θεό ή τή διάνοια, και ή οποία καταχωρείται από τόν Παλάσιο ώς «αφηρημένη και προς της δυνάμεο^ς»" 2) στή «μετά της δυνάμεως ενέργεια»'
είναι ή καθ' εαυτό (per se) μορφή
ενέργειας, ή οποία, ενέχει θέση εί'δους, και στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι δύο τρόποι εκφοράς της, ό ενεργητικός
και ό παθητικός τρόπος τοϋ
ένεργεΐν και 3) στή «μετά τήν δύναμιν ενέργεια»· πρόκειται για τήν ενέργεια ή οποία εντοπίζεται στο αντικείμενο προς τό οποίο κατευθύνεται τό ένεργεΐν, τήν ενέργεια έργου κατά τα πρότυπα της αριστοτελικής υφανσις τοϋ υφαντού), περίπτωση
στην
ορολογίας
οποία εντάσσεται
(π.χ. ή
αναλογικά ή
ρηματική συμπεριφορά και ή οποία έχει τήν έννοια της πράξεως. Στην πραγματικότητα, οι τρεις παραπάνω σημασίες τού δρου ενέργεια στάδια
σημασιολογικής
εξέλιξης
παρακολουθεί ώς διάκριση
τού
ρήματος.
γνωσιολογικής
Ή
υφής τή
τριμερής
δηλώνουν τα τρία
αυτή
διαφοροποίηση
σημασιολόγηση
της
αριστοτελικής
σε θεωρητική, ποιητική και πρακτική, σηματοδοτώντας αντίστοιχα τό νοεϊν, τό
επιστήμης
ποιειν και τό πράττειν.
Τόσο τό δτι ό Παλάσιος τοποθετεί τή γραμματική λειτουργία τού
ρήματος στην δεύτερη από τις παραπάνω σημασιολογικές εκδοχές τήν τρίτη σημασία τού δρου ενέργεια
ώς
229
δσο και τό δτι θεωρεί
κατ' άναλογίαν ληφθείσα
τής
230
δευτέρας , 231
προκύπτουν στην πραγματικότητα από τή θεώρηση τής γραμματικής ώς τέχνης σχετίζονται με τήν αριστοτελική συνάρτηση τής τέχνης
με τήν ποιητική
και
διάσταση τής
επιστήμης. Επιπλέον οφείλουμε να δεχθούμε πώς ή δεύτερη, ή ειδική σημασία τού δρου ενέργεια,
ανταποκρίνεται
στην περιεκτική γραμματική έννοια τής διαθέσεως, ή οποία στην
2 2 8
Παλασίου, ενθ'αν., ξε 1 1 " 1 5 .
2 2 9
«το δεϋρο είδος»· αυτόθι, ξε .
2 3 0
Αυτόθι, ξε 1 4 . «η τέχνη των ουχ απλώς εστίν η τε γαρ ποιητική εστίν, ήτις οι οργάνων τεχνητών ενεργεί προς έτερον και
μετά την ποίησιν μένει το ποίημα, καθάπερ ή οικία μετά τήν οίκοοομησιν εστί δ' αύθις και πρακτική, ή προς εαυτόν ενεργούσα δι' οργάνων φυσικών και ου προς έτερον, ης τίνος μετά τήν πραξιν ού μένει το πραττόμενον, '
\
ι
ι
<•
ι
•> ir,
ως μετά την χορευσιν ο χορός»· αυτόθι, νε
5-9
.
63
τρίτη σημασιολογική εκδοχή αναλύεται στις τρεΤς γραμματικές φωνές, την ενεργητική, τήν παθητική, και τήν ουδέτερη.
Το ερώτημα το οποίο προκύπτει, και το όποιο εδώ αποκαλούμε 'ερώτημα της δευτέρας θέσεως', το αν υφίσταται δηλαδή κάποια σύμπτωση μεταξύ του ονόματος και τοΰ ρήματος ώς προς το είδος της σημασίας τους, άφορα τή σχέση μεταξύ τοΰ καθόλου σημαίνοντος κατά τον τρόπο κατά τον όποιο το προσδιορίσαμε παραπάνω, και της διαθέσεως τοϋ ρήματος ώς γραμματικού είδους. Το ερώτημα αυτό αναπόφευκτα ανακαλεί στή μνήμη μας τήν «διάθεσιν τοϋ ονόματος», δρο πού στή γραμματική θεωρία τού Διονυσίου τού θρακός αποδίδει τό είδος εκφοράς τού ονόματος 232 , και τό οποίο αντιστοιχεί γραμματικά στην τάξη εκείνη τού ρηματικού ονόματος τό οποίο μας είναι γνωστό
ώς
απαρέμφατο.
Οι σχολιαστές
της
γραμματικής τού Διονυσίου τού Θρακός αναφέρθηκαν στή διάθεση ώς «δίαιτα ψυχής και διοίκησιν» 233 , «σώματος μετάθεσιν, ... δράσιν ή πεΤσιν εν αις καταγίνεται ή ψυχή ώς ενεργούσα τι ή ώς πάσχουσα» 2 3 4 ' ανώνυμος δε βυζαντινός σχολιαστής διάκριση μεταξύ της εγκλίσεως
και της διαθέσεως
θεωρεί πώς
ή
ευρίσκεται σε αντιστοιχία προς τή
διάκριση μεταξύ τής ψυχικής και της σωματικής διαθέσεως 2 3 5 . Στην πραγματικότητα τό είδος διάθεση στο οποίο συμπτύσσονται οι διαθέσεις τού ονόματος και τού ρήματος είναι ή αριστοτελική έννοια της διαθέσεως, ή οποία συλλογιστικά
συνδέεται
με τή διαδικασία
διερευνήσεως τοϋ ει εστί της γραμματικής και ή οποία υποδεικνύει τήν τρίτη σημασιολογική θέση τόσο τού ονόματος οσο και τού ρήματος ώς σημασιολογήσεις γνωρίζουσας
εξεως.
Κατά
συνέπεια
οφείλουμε
να
συσχετίσουμε
εξατομικεύσεως τής έννοιας διάθεση με τή λεγόμενη εντελή γνώσεως
236
στο επίπεδο τή
τής
διαδικασία
εκδοχή της γραμματικής
, και να ταυτίσουμε τή διαδικασία αυτή με τήν ένδελεχειακή προοπτική τής
γραμματικής. Στή δεύτερη θέση, και με βάση τήν ορολογία τοϋ 'Αριστοτέλους 2 3 7 ,
μπορου^
232
«Τοϋ δε ονόματος διαθέσεις είσί δύο, ενέργεια και πάθος, ενέργεια μεν ώς κριτής ό κρίνων, πάθος δε ώς κριτός ο κρινόμενος»· Hilgani, Alfr., ενθ* av., 46,1—2. Ή άναγνάφιση της διοώέσειος τοϋ ονόματος θεωρήθηκε άπο τους σχολιαστές τοΰ θράκας ώς καταχρηστική, κυρίιος επειδή στή γραμματική πράξη ή ενοποιημένη διάθεση ονόματος και ρήματος καταδεικνύεται μόνον στη |λορφη τοΰ απαρεμφάτου, θέση ή όποια θεωρήθηκε πο>ς αντιστρατεύεται τήν πρωτοκαθεδρία τής οριστικής μεταξύ των εγκλίσεων. 233
ffllgai^Alfr., ενθ'άν., 245,26-27.
234
Αυτόθι, 400,31-32.
235
«Ίστέον δε ότι τάς εγκλίσεις και τας διαθέσεις οι παλαιοί κοινώς διαθέσεις έκάλουν και λοιπόν ύστερον
διεμέρισαν αύτάς, και τας μεν ψυχικάς καλοΰσιν εγκλίσεις, τας δε σωματικός διαθέσεις, οίον το ένθυμυθήναι τύψαι έ'γκλισιν καλοΰσιν, εις δ ένέκλινεν ή ψυχή' τό δε ένεργήσαι και τύψαι διάθεσιν»· Hügard, Alfr., ενίΓ av., τ. 3, Leipzig 1901, 578,18-21. 236
Παράβαλε τό απόσπασμα ίς—α]
του έργου Περί γραμματικής θεωριγπχ-ης, στο όποιο ό Παλάσιος αναλύει
τή γραμματική ώς γνωρίζουσα έ'ξιν. 237
«Ποιότητα δε λέγω καθ' ην ποιοί τίνες είναι λέγονται, έ'στι δέ ή ποιότης των πλεοναχώς λεγομένων, εν μεν ουν είδος ποιότητος έςΊς και διάθεσις λεγέσθωσαν. διαφέρει δε έςΊς διαθέσεως τω πολύ -χρονιώτερον είναι και
64
να προσδιορίσουμε το σημασιολογικά είδος διάθεση ώς ποιον σημασίας — ακριβέστερα ώς την ποιότητα μεταβολής της σημασίας ή οποία τείνει προς συγκεκριμένες σχηματοποιήσεις της, τις διαφορικές σηματοδοτήσεις τόσο στο επίπεδο του τύπου της ουσίας (βλέπε τον κατάλογο σημασιών τοϋ ονόματος) και της ενέργειας της (δηλαδή τήν ενεργητική, την παθητική, και τήν μέση εκδοχή της διαθέσεως του ρήματος), όσο και στο επίπεδο της μορφής (κλίσεως), στο
όποιο εντοπίζεται
ή διαφοροποίηση μεταξύ της
πτώσεως
καΐ της
έγκλίσεως.
Ό
γραμματικός τύπος τοΰ είδους αύτοΰ είναι ή τάξη τοϋ σημαίνοντος απαρεμφάτου, τοϋ modus infinitivus ώς τρόπου του απροσδιορίστου, ή υφή τοΰ οποίου εντοπίζεται στή νοηματική του ροπή και κατεύθυνση 2 3 8 προς τις σημασιολογικές διευθετήσεις τοΰ ονό\χατος και τοΰ ρήματος θεωρουμένων ώς modi finiti. Στο πλαίσιο της τυπικής γραμματικής παράδοσης, ή ποιότητα και ή ροπή αυτή είναι ή τάση μετασχηματισμού τοΰ απαρεμφάτου σε παρεμφατικούς τύπους σημαινόντων, σε τύπους δηλαδή ol όποΐοι θά αποδίδουν τήν ψυχική διάθεση κατά τή σύνθεση λόγου ώς συνεμφαίνοντα239. έλλειψη
240
Αυτή ή ροπή τοΰ άπαρεμφατικοΰ τύπου ώς σημαίνοντος δεν είναι
ούτε βέβαια και ύπερβατικότητα, αλλά μία αριστοτελική ένυπάρχουσα 241
δύναμις, μία θεωρητική εκδοχή, και γι' αυτό έννοια, τής ΰλης , σημασιολογικά με αυτό πού ό Αριστοτέλης
θεο^ροΰσε εμμενη
μορφή και
ή οποία μάλιστα εμπίπτει
δύναμιν. Καθής ωστόσο στον
μονιμωτερον. ... ώστε διαφέρει έξις διαθέσεως τω την μέν εύκίνητον είναι, τήν δε πολυχονιωτέραν τε και δυσκινητοτέραν. εΐσί δε αί μεν έξεις και διαθέσεις, αί δε διαθέσεις ουκ εξ ανάγκης έξεις- οί μεν γαρ έξεις έχοντες και διάκεινται γέ πως κατ' αύτάς, οί δε διακείμενοι ου πάντως και εξιν έχουσιν»- 'Αριστοτέλους, Κατηγορίαι, 8b25-9al3. 238
Παράβαλε Martin Heidegger, ενθ' av., σ. 8 7 .
239
"Οπως σημειώνουν οί σχολιαστές τοϋ Διονυσίου τοΰ θρακός, το βασικό χαρακτηριστικό τοϋ απαρεμφάτου
είναι η δήλωση τοϋ πράγματος χωρίς να υφίσταται καταδηλωση ψυχικής βουλήσεως. Το χαρακτηριστικό αυτό καταχωρήθηκε άπό τους σχολιαστές αυτούς ως στοιχείο ελλειπτικής σημαντικής τοϋ απαρεμφάτου: «τό άπαρέμφατον ... σημαίνει το πράγμα το μήπω εμπεσόν εις ψυχήν»· Hilgard, Alfr., ενθ' άν., τ. 3, 72,30· βλέπε, επίσης, αυτόθι, 245,19. 240
Παράβαλε και τή μνεία τοϋ χαρακτηρισμού τοϋ απαρεμφάτου ώς ελλείψεως στο Martin Heidegger: «Στο
λεκτικό τύπο και στο νόημα τοϋ απαρεμφάτου υπάρχει μια έλλειψη»· Heidegger, Μ, ενθ' αν., σ. 98. Ό Heidegger φαίνεται αρχικά να ακολουθεί στό θέμα αυτό τους σχολιαστές τοϋ Διονυσίου τοϋ θρακός· 'Αλλά, αν οί δύο πλευρές φαίνονται αρχικά νά συγκλίνουν ώς προς το θέμα τής άπαρεμφατικής λειτουργίας, δ Heidegger διορθώνει αμέσως αύτη τη γραμματικά ορθή άλλα λογικά καταχρηστική θεώρηση τοϋ απαρεμφάτου, σημειώνοντας: «Τό απαρέμφατο δέν φέρνει πλέον στο φως αυτό πού άλλως φανερ(ί>νει τό ρήμα». Αυτό προφανώς σημαίνει πώς θεωρούμενο σέ μία αυτόνομη μορφή τής λειτουργίας του, τό απαρέμφατο δέν συνιστά επιγενόμενο ρηματικό τύπο, ό όποιος προκύπτει άπό τό ρήμα ώς κάποια στερητική εκδοχή τών παρεπομένο>ν του. Κατά συνέπεια, μία τέτοια σημασιολογική θεώρηση ανατρέπει τή γραμματική πρωτοκαθεδρία της οριστικής έγκλίσε6)ς και την αποδίδει στό απαρέμφατο ώς σημαίνον προϋφισταμενο τοϋ ρήματος. Σέ αυτό τό τμήμα τής μελέτης μας, ακολουθούμε αυτήν τήν άντιπραγματιστική σημασιολογική θεώρηση τοΰ απαρεμφάτου, τήν οποία και συνδέουμε
με τή λειτουργία τής δευτέρας θέσεως, ούτως ώστε να διερευνήσουμε
περισσότερο τήν
προαναφερθείσα έννοια τοϋ καθόλου σημαίνοντος. Ή δλη στον 'Αριστοτέλη είναι κυρίως έννοια θεωρητική, και όχι materia" βλέπε και τήν παρατήρηση έπ' αυτής της θέσεως τοϋ During, ενθ' άν., τ. β ', σ. 3 2 2 .
65
τύπο της δευτέρας θέσεως συμπτύσσονται το καθόλου σημαίνον τοΰ ονόματος και ή έννοια της ενέργειας ώς το είνα* τοΰ σημαίνοντος καΐ καθώς θεωρούμε αυτό το είδος της δευτέρας θέσεως ώς έμμενή 2 4 2 και δυνάμει παρεμφατική ύλη 2 4 3 , προσανατολιζόμαστε στην θεώρηση του πεδίου αύτοΰ ώς κατά συνθήκη τόπου
εκκίνησης
τοΰ σημαίνοντος θεωρουμένου
ώς
καθόλου όντος — ώς μία κατάσταση δηλαδή πού συνιστά το σημείο αφετηρίας των επιμέρους μορφοποιήσεο,ίν244 μίας σημασίας και ή οποία ώς καθ' εαυτό δεν αποτελεί πραγματικότητα. Αυτή ή θεμελιώδης
διαφορά μεταξύ της
ονόματος
ρήματος
και
τοΰ
και
τής
παραδοσιακής γραμματικής προσέγγισης
σημασιολογικής
προσεγγίσεως
τοΰ
τοΰ
Παλασίου
συμπυκνώνεται στή θέση με τήν οποία ολοκληρώνεται εκ μέρους τοΰ Παλασίου ή μελέτη τοΰ ρήματος: «έκεΐσε μέν, όρικώς ή σημασία, επί τοΰ παρόντος δε, καθ' εννοιαν, τουτέστι κατά συμπλοκήν οίον γράφει ό γράφων ή γάρ έννοια, ή κατάφασιν, ή άπόφασιν» 2 4 5 . η ' . Πού καταλήγει ή νεο—αριστοτελική γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ; Ό δάσκαλος τοΰ Παλασίου Θεόφιλος Κορυδαλέας διετύπωσε
τή θεωρία των
δύο
αληθειών — αποδέχθηκε, δηλαδή, τόσο τήν εξ άποκαλύψεως αλήθεια δσο και τήν αλήθεια ώς καρπό τής φιλοσοφικής αναζήτησης — για να αποφύγει κατ' αυτόν τον τρόπο τις κατηγορίες για υλισμό κα'ι άθέία και να συμβιβάσει τή φιλοσοφία του με τις αρχές και το πνεύμα της 'Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ό Παλάσιος, χρησιμοποιώντας τις αρχές τής αντιφάσεως και τοΰ αποκλειομένου μέσου ή τρίτου δεν ακολουθεί βεβαίως τον άντισυμβατικό χαρακτήρα της Κορυδαλικής προσεγγίσεως
τοΰ Αριστοτέλους" καταφέρνει, ωστόσο, να αποφύγει
τους
σκοπέλους τής ασάφειας και τής αντιφατικότητας στους οποίους ο δάσκαλος του είχε υποπέσει, και να καταδείξει πώς ή εξέταση τής γραμματικής στή φιλοσοφική διάσταση της — και συγκεκριμένα διερευνούμενη ώς αλήθεια — λαμβάνει τή μορφή μίας σημασιολογίας των λεκτικών τύπων. Ή γνώσ~η τής γραμματικής εξετάζεται από τόν Παλάσιο ώς μάθηση: οι διαφορετικές μεταπλάσεις τοΰ έρο>τήματος 'τί είναι γραμματική' έχουν ώς αφετηρία τήν αποδοχή εκ μέρους τοΰ Παλασίου τής αριστοτελικής
αρχής «πάσα διδασκαλία και πάσα μάθησις
διανοητική εκ προϋπαρχούσης γίγνεται γνώσεως» 2 4 6 . Ό τρόπος μέ τον
οποίο ο Γδιος
242
Παράβαλε και τις αναφορές τοΰ During στην εμμενή μορφή-αυτόθι, τ. Β', σ. 451. Προφανώς δεν είναι τυχαίο το οτι στή λεσβιακή διάλεκτο το είναι, δηλαδή τό απαρέμφατο του ειμί της αττικής διαλέκτου συναντάται με τη μορφή τοΰ λεκτικού τύπου εμμεναι. 243
Το παρεμφαίνεσθαι συνιστά πόλο διαμάχης μεταξύ τοΰ πλατωνικού Τιμαίου 50e και της αριστοτελικής κριτικής στην πλχτωνική έννοια τοΰ χώρου, όπως διατυπο'ίθηκε στα Φυσικά.
*-44 Ή μορφοποίηση εδώ δέν αποδίδει τίποτε άλλο παρά το «εν άλλω ειναι».τοΰ 145e3 τοΰ πλατωνικοΰ διαλόγου Παρμενίδης, όπως αυτό αναλύεται στό 2 10b24—25 τοΰ έργου Φυσικά του "Αριστοτέλους: «ουδέν γαρ κωλύει εν αλλω είναι τον πρώτον τόπον, μή μέντοι εν τόπω έκείνω». 245 Παλασίου, , ενθ' av., ξζ9. 246
'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά υστέρα, 7 lai—2.
66 επεμβαίνει σε χωρία της γραμματικής τοΰ Λασκάρεως, δείχνει ξεκάθαρα τον άντιδιαλεκτικό χαρακτήρα τής
\)^οδ6λογίας,
του:
οι τόσο
δημοφιλείς
στην
προ—επαναστατική
μετά—επαναστατική Ελλάδα ορισμοί τής γραμματικής τοΰ Λασκάρεως
και
αντιμετωπίζονται
απ' αυτόν ως χοιναί δόζαι — ώς κοινές δηλαδή αντιλήψεις. Ή
προτεραιότητα τής
είναι αξιολογική. Ή
γραμματικής
θεωρίας έναντι
γραμματική θεωρία είναι το αληθές,
προσανατολίζονται και από το οποίο οφείλουν εφαρμογές
τής
τής γραμματικής
γραμματικής.
Για
το
λόγο
προς το οποίο οφείλουν
να τεκμηριώνονται αυτό
εφαρμογής
το
έργο
δλες
να
οι πρακτικές
τεκμηρίωσης
και
αναπροσανατολισμού τής γραμματικής διατύπωσης — συστατικό στοιχείο τοΰ θεωρητικού βίου ενός γραμματικού — πόρρω απέχει άπό τό να έχει διαλεκτικό χαρακτήρα. Στην πράξη αυτό δεικνύει προς τήν κατεύθυνση τής αναγκαστικής και πλήρους ταύτισης των διαφόρων γραμματικών εγχειριδίων, ενώ αποδίδει τή γραμματική, άρα και τή γλώσσα, ώς μή έξελίξιμα μεγέθη.
Για τον Παλάσιο ή σπουδή τής γραμματικής είναι μία εργασία μεθοδολογίας και συγκεκριμένα μία σημασιολογική ανάλυση τοΰ ορού γραμματική-
συνίσταται
δε σε διαδοχικές
μεταπλάσεις τοΰ ερωτήματος 'τί είναι ή γραμματική;'. Ή γραμματική ώς υποκείμενο, σέ μία προσπάθεια εντοπισμού εκείνων τών κατηγορημάτων πού θα bBrpfoîiv στην τελείωση τής περιγραφής
της, αναζητά
αρχικά τα
πραγματικά της
κατηγορήματα ανάμεσα
στις
περιστάσεις τοΰ λόγου και στις γνώμες για τήν ορθή διατύπωση. Στην αναζήτηση αυτή ό λόγος ώς αίτιο τοΰ εκάστοτε κατηγορήματος τής γραμματικής — δηλαδή τών εκάστοτε περιστασιακών
εκφάνσεων
της — αναδεικνύεται
ώς
τό
πρώτο
δυνατό κριτήριο
τής
περιγραφής της. Άλλα κανένα περιστασιακό κατηγόρημα τής γραμματικής δεν θα μπορούσε να ταυτισθεί μέ τήν Γδια τή γραμματική — δέν θα μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί ώς ή υποκείμενη αιτία όλων τών άλλων
κατηγορημάτων της. Για τό λόγο αυτό πρέπει
ή
γραμματική να εξετασθεί και να σημανθεί ώς έννοια, μέ βάση τα σταθερά, μόνιμα και χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, άντιδιαστελλόμενη
κατ' αυτόν τον τρόπο προς
τις
αισθητές περιπτωσιακές εκφάνσεις της. Αυτή ή έννοια δέν είναι παρά μία καθολική θεωρητική σύλληψη τής γραμματικής ώς όριστού. Τό ερώτημα 'τί είναι γραμματική;' αναβαθμίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο στή μορφή 'τί σημαίνει τό όνομα γραμματική; ', πού και αυτό μέ τή σειρά του εξελίσσεται
στή μορφή
'ποσαχώς ή γραμματική'. Ή ερωτηματική αυτή εκδοχή εμπίπτει νοηματικά εντός
τοΰ
πλαισίου μίας άπό τις τρεις θεματικές τής αριστοτελικής γνωσιοθεωρίας 247 : τής αλήθειας
*"'
ίο πρόβλημα των πηγών και ή εγκυρότητα της γνώσεως, η εγκυρότητα των αποδεικτικών άρχων και η
έννοια τής αλήθειας, είναι τα τρία βασικά προβλήματα πού περιλαμβάνει, σύμφωνα με τον 'Αριστοτέλη, ή θεωρητική φιλοσοφία ή γνωσιοθεωρία.
67 λ
~
'S
/
—
f\
·>
C
—
ΟΛΟ
-V
(TT
«ft
ί
t
~
r
·>
~
\
0
και της ανάγκης καθορισμού αυτής ως έννοιας^ . Μ ιοια η φύση του ερωτήματος περί του ποσαχώς δεικνύει τη γραμματική ως μη μονοσήμαντο ορο. ΙΥ αυτό και ο ερωτηματικός τύπος
'ποσαχώς
λέγεται
ή
γραμματική'
ακυρώνεται,
καθώς
υπόκειται
στην
περιπτωσιολογία τόσο των περιστασιακών μορφοποιήσεων της γραμματικής, δσο και τών λεκτικών περιορισμών πού ή γλώσσα επιβάλλει στο προς διατύπωση νόημα. Κατά συνέπειαν ό αντικειμενικός
προσδιορισμός
της γραμματικής — ή γραμματική
δηλαδή ως αληθής — εντοπίζεται στή δυνατότητα της να μορφοποιείται ως γραμματική και να κατέχεται ως εφαρμόσιμη γνωστική ικανότητα — στον προσδιορισμό της δηλαδή ως μεταβλητού είναι. Ό προσδιορισμός αυτός — δυϊστικής υφής, καθώς εμπεριέχει δυνάμει οσο και τό ενεργεία
τόσο τό
— διατηρεί τον αιτιακό χαρακτήρα τής σχέσεως μεταξύ της
γραμματικής θεωρίας και τής γραμματικής εφαρμογής. Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση ορισμός τής έννοιας γραμματική μορφοποίησης τής έννοιας Αυτή ή
ό
καταλήγει στον ορισμό τής γραμματικής ώς δυνατότητας
γραμματική.
δυνατότητα
αποδίδει
τήν
υποκείμενη
υλη
ολόκληρης
τής
γραμματικής
λειτουργίας, πού είναι τό γράμμα, ώς νοητικό σχήμα, και μάλιστα ώς διανοητικό στοιχείο. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, τό αρχικό ερώτημα 'τί είναι γραμματική;' μεταπλάθετται στή μορφή 'ποιος ό στοιχειακός χαρακτήρας τού γράμματος ώς θεμελιώδους διανοητικού σχήματος τής γραμματικής' και τελικά στή μορφή 'τί είναι γράμμα'. Παράλληλα, τό εννοιολογικό ζεύγος 'δυνάμει—ενεργεία' μεταφέρεται προς περαιτέρω διερεύνηση και τοποθετείται εντός στοιχειακού χαρακτήρα τού γράμματος. 'Αποτελέσματα
τού
τής διαδικασίας αυτής είναι ή
ανακύκλωση τής όλης συλλογιστικής και ή ακύρωση τής διαρετικής μεθόδου, ή αναγνώριση τού γράμματος ώς έμφυτης δυνατότητας και ώς στοιχείου εξυπηρετικού τής γραμματικής διατυπώσεως, άρα ώς
μεταβλητού
είναι. Τό αρχικό ερώτημα
'τί
είναι
γραμματική'
υποκαθίσταται κατ' αυτήν τήν πορεία άπό τή διερεύνηση τής υφής τής μεταβλητότητας τού γράμματος. Ή μεταβλητότητα αυτή τού γράμματος — δηλαδή τό δυνάμει και τό
ενεργεία
249
αυτού — δεν μπορούν να εξετασθούν παρά αναλογικά , ώς σημασιολογία τού ονόματος ουσίας και τής ρηματικής ενέργειας.
Ό Αριστοτέλης είχε έπεσημάνει τέσσερεις διαφορετικούς τρόπους καθορισμού τής έννοιας αλήθεια: α) τήν αντικειμενική, πραγματική σήμανση τοϋ ορού, ανεξάρτητη άπό το γνο>ρίζον υποκείμενο και ταυτιζόμενη με το όντως ον τοϋ Πλάτωνος και το ετεόν του Δημοκρίτου- β) τή σήμανση τοϋ ορού όπως αυτή προκύπτει άπό τή συμφωνία μεταξύ της νοήσεως και της πραγματικότητας — από τή σύμπτωση δηλαδή της γνώσεως ή γνώμης με το αντικειμενικό σημχντικο περιεχόμενο τοϋ δρου· γ) τή διασκεπτική ή διαισθητική νόηση τής σημασίας ενός ορού- καί, δ) τή λογική ή τυπική σήμανση ενός ό'ρου, ή οποία προκύπτει άπό τή διαπλοκή τών ορο« μίας προτάσεως ή ενός συλλογισμού. 249
Στα 'Αναλυτικά υστέρα τοϋ Αριστοτέλους το μεθοδολογικό πρότυπο τής εργασίας τοϋ Παλασίου, ή απόδειξη, ο ορισμός, ή διαίρεση, ή επαγωγή, καί ή αναλογία συνιστούν τις διαδοχικές μεθόδους δια τών οποίων επιχειρείται ή συγκρότηση τής επιστημονικής γνώσεως.
68
Ή σημασιολογία αυτή καταλήγει στα κείμενα τοΰ Ιϊαλασίου ώς ή τελική μορφή της σχέσεως της γραμματικής με τή φιλοσοφία. Το καθόλου στοιχείο αναγνωρίζεται στο επίπεδο τοΰ σημαίνοντος. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, στή θεμελιακή ερωτηματική μορφή 'τι είναι η γραμματική;' το καθόλου στοιχείο δεν είναι παρά ή εφαρμογή του σημαίνοντος ονόματος γραμματική
— έκλαμβανομένου ώς σημαίνοντος τοΰ είδους των εκάστοτε γραμματικών
εφαρμογών — καΐ όχι οι σημασίες πού κατά περίπτωση και χρήση αποδίδονται στον ορο. Αυτό το καθόλου σημαίνον είναι καθολικό στοιχείο, καθώς δεν ταυτίζεται με άσημες εκφορές λέξεων (π.χ. τραγέλαφος), και έτσι διαφέρει από το μη ον. Ώ ς είδος σημαίνοντος, το καθόλου σημαίνον είναι δεκτικό τόσο τών σημασιολογικών
παρεπομένων — επιδέχεται δηλαδή
τη διάκριση του σε ονοματικό και ρηματικό τύπο εκφοράς — οσο και τών γραμματικών συμβεβηκότων — τών μορφολογικών δηλαδή παραλλαγών, πού μεταποιούν και καθιστούν διακριτή τήν ειδική σημασία. "Οταν λοιπόν ορίζουμε, ώς συνήθως, τή γραμματική ώς ή άσκηση της
τέχνης
αυτής συνίσταται
στην
τέχνη,
επαγωγική διαδικασία αφαίρεσης τών
διακεκριμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών μίας σημασίας με στόχο τον προσδιορισμό άνά λεκτικό
τύπο
τού
καθόλου
σημαίνοντος
του.
Πρόκειται
δηλαδή για
μία διαδικασία
άποψιλώσεως τών σημασιολογικών ή σημαντικών διαθέσεων ενός λεκτικού τύπου και για μια πορεία όχι άπό το διευθετημένο στο άδιευθέτητο, αλλά από τις διευθετημένες κατά περίπτωση
σημασίες
ενός
ορού στην
ενιαία
αρχική και στοιχειώδη
περιεχομένου του, ή οποία εντοπίζεται στή χωρία τού σημαίνοντος του.
διευθέτηση
τού
69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΔΕΓΤΕΡΟ
Η ΣΤΩΙΚΗ ΚΑΤΑΤΟΜΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ α ' . Ό 'Αδαμάντιος Κοραής, ή μεθοδολογία και το θεωρητικό πλαίσιο της γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς του Ό
Αδαμάντιος
Κοραής
250
είναι
ένας
άπα
τους
κορυφαίους
εκπροσώπους
τού
Νεοελληνικού Διαφωτισμού — τ η ς πνευματικής κίνησης πού σημάδεψε τόσο το πέρασμα του ελληνισμού από το 18ο στον 19ο αιώνα, οσο και τ α π ρ ώ τ α εκπαιδευτικά προγράμματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Είναι γνωστός για την με πάθος ενασχόληση του με την ελληνική γλώσσα, γ ι α τους αγώνες του εναντίον τών υποστηρικτών τ ή ς αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τ ή ς σχολαστικής προσκόλλησης σ τ η μελέτη τών γραμματικών τού Θεοδώρου Γ α ζ ή και τού Κωνσταντίνου Λασκάρεως, και γ ι α τήν εισαγωγή τ ή ς καθαρεύουσας μορφής ως μέσης
γλωσσικής οδοϋ δια τ ή ς οποίας αναμένονταν να ξεπερασθεί το χάσμα μεταξύ τ ή ς
καθομιλουμένης και τ ή ς άχαίας ελληνικής. Ό ίδιος δεν ολοκλήρωσε ποτέ τ ή συγγραφή ενός συγκροτημένου εγχειριδίου γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς · ωστόσο ol παρατηρήσεις και οι επισημάνσεις του για διάφορα γραμματικά ζ η τ ή μ α τ α , οι όποιες εντοπίζονται διάσπαρτες στα κείμενα του, καθώς
αντανακλούν
μία
ενιαία
θεώρηση
τής
γραμματικής,
είναι
δυνατόν
να
συστηματοποιηθούν και να αποτελέσουν έ'να αυτοδύναμο πρότυπο γραμματικής σπουδής. Οι γραμματικές παρατηρήσεις τού 'Αδαμαντίου Κοραή μπορούν να συσχετισθούν με τ ή θεωρία τ ή ς γενικής
ή λογικής
γραμματικής. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και να αναδείξουμε
τ η σχέση α ύ τ η , πρέπει π ρ ώ τ α να αναφερθούμε σ τ α βασικά χαρακτηριστικά τού γραμματικού αυτού προτύπου. Ό δρος γενική
και λογική
γραμματική
παρουσιάστηκε για π ρ ώ τ η φορά το 1660 στο
σχολικό πρόγραμμα τών Σ χ ο λ ώ ν τής Μονής τού Port Royal 2 5 1 ως μεθοδολογική και τρόπος διδασκαλίας τ ή ς γραμματικής. Σ κ ο π ό ς τ ή ς
προσέγγιση
μεθόδου αυτής, κυρίαρχης
στην
Για τα βιογραφικά στοιχεία του Αδαμαντίου Κοραή βλέπε τον τόμο Έρανος εις Άδαμάντιον Κοραή, τεύχος Α , Αθήνα 1956, σσ., 77—78, όπως επίσης Γκίνη, Δημ., Το χειρόγραφο τής αυτοβιογραφίας του Κοραή, Ελληνικά, Θεσσαλονίκη 1952, τ. 12, σσ. 146—147· για τή θέση του 'Αδαμαντίου Κοραή στα τεκταινόμενα τοϋ Νεοελληνικού Διαφωτισμού βλέπε τό κεφάλαιο Ό Κοραής και η εποχή του και στο έργο Δημαρά, Κ. Θ., ./νεοελληνικός Διαφωτισμός, Έρμης: Νεοελληνικά Μελετήματα 2, 5η έκδοση, 'Αθήνα 1989, σσ. 301—389 και Papaderos, Alex Metakenosis. Das Kulturelle Zentralproblem des neuen Griechenland bei Korais und Oikonomos, Mainz, 1962. 251
Arnault, Α., και Lancelot, C, Grammaire Générale et Raisonée. Contenant le fondemens de Γ ait de parler,
expliques d'une manière claire et naturelle; les raisons de ce qui est commun à toutes les langues, et des principales différences qui s'y rencontrent; Paris, 1660· ανατύπωση τοϋ έργου κυκλοφορήθηκε άπο τον αγγλικό εκδοτικό οίκο Menston, τό έτος 1967.
70
ευρωπαϊκή γραμματική θεωρία τοΰ 18ου αιώνα, ήταν ή αποκάλυψη της λογικής ενότητας ή οποία συνδέει τή γραμματική διαφορετικών γλωσσών και ή συνεπακόλουθη αποδέσμευση της γραμματικής από τις περιοριστικές για τή σπουδή της συνιστώσες τοΰ τόπου και τοΰ χρόνου. Ή θεο.>ρητική αφετηρία τής μεθοδολογίας εντοπίζεται στον καρτεσιανό ορθολογισμό και συγκεκριμένα στή θέση πώς ή βεβαιότητα τής αληθούς γνώσης επιβάλλεται να αναζητηθεί στην εγκυρότητα λογικών αποδείξεων. Ωστόσο, για να αναδειχθεί ή εγκυρότητα και ή σταθερότητα τών θέσεων τής γενικής γραμματικής, ήταν απαραίτητη ή χρήση εμπειρικών δεδομένουν από τή γραμματική διαφορετικών γλωσσών. Για το λόγο αυτό οί γραμματικές εφαρμογές
(χρήση—usage)
διαφορετικών γλωσσών
και διαλέκτων
χρησιμοποιήθηκαν
ως
παραδείγματα. Ή προσέγγιση αυτή στηρίχθηκε έτσι τόσο στην επίγνωση τών ιστορικών μεταβολών μίας γλώσσας, δσο και στή δυνατότητα συγχρονικής παραβολής της με άλλες γλώσσες
ή ιδιώματα και κατά
διαφόρους χρονικές
περιόδους
τής
εξελικτικής
τους
διαδικασίας. Καθώς λοιπόν ή γνώση τής γλώσσας στα επίπεδα τής διαχρονίας και τής συγχρονίας τέθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση τής γενικής γραμματικής, ή iiÂQo8oç αυτή επέτυχε να συνδυάσει τόν καρτεσιανό ορθολογιστικό χαρακτήρα τής grammatica philosophica — δηλαδή τής καθολικά αποδεκτής ώς έγκυρης γραμματικής, τής οποίας ή
γνο.>σιολογική
υπόσταση επιδέχεται έ'ως έ'να βαθμό έ'να μεταφυσικό χαρακτήρα — με τή εμπειριοκρατική βάση μιας grammatica civilis252 — θεώρηση στην οποία ό λόγος ώς αντικείμενο
διερευνήσεως
μετατίθεται από τό πεδίο τής μεταφυσικής σε αυτό τής χρήσης. Κ α τ ' αυτόν τόν τρόπο υπερκεράστηκε τόσο ή δυϊστική αντίληψη τοΰ Descartes ώς προς τή σχέση μεταξύ ύλης και είδους, όσο και ή συνεπακόλουθη διάκριση τής φυσικής από τή μεταφυσική επιστήμη.
Τό θεωρητικό πλαίσιο τής γενικής και λογικής γραμματικής στηρίχθηκε στις ακόλουθες δύο θέσεις: α) ή συγκριτική ανάλυση τών γραμματικών μορφών στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους
καταδεικνύει
γραμματική ενότητα
πώς
στον
άξονα
και ομοιογένεια
μεταξύ
'αντίληψη—κρίση—λογισμός' τών
γλωσσών
υφίσταται
μια
β) ή διεκπεραίωση
τής
γραμματικής υπάγεται — τόσο ώς προς τό πρωτογενές στάδιο τής δημιουργίας λεκτικών τύπων, όσο και ώς προς τό δευτερογενές τής γραμματικής και γλωσσικής μελέτης —
σε
ένιαΐες λογικές αρχές. Οί αρχές αυτές καθόρισαν αντίστοιχα τις δύο μεθόδους διεκπεραίο.>σης τής γενικής γραμματικής: τόν αναλογικό έλεγχο καί τήν ετυμολογία. Στο πλαίσιο αυτό διατηρήθηκε μεν ή τυπική διάκριση ανάμεσα στους ονοματικούς καί τους ρηματικούς τύπους αλλά οί γραμματικές κατηγορίες (τάζεις)
στο σύνολο τους άναδιανεμήθηκαν: τό όνομα, τό
άρθρο, ή αντωνυμία, ή μετοχή, ή πρόθεση καί τό επίρρημα συσχετίσθηκαν με τα αντικείμενα τής
νόησης,
ενώ
οί
τάξεις
τοΰ
ρήματος,
τοΰ
συνδέσμου
και
τοΰ
επιφωνήματος,
οροί πού χρησιμοποίησε τόν 17ο αΙωνα, ό Tomaso Campanella για τή διάκριση τών δύο τύπων
γραμματικής.
τής
71
συσχετίσθηκαν με τ η μορφή
ή τον
τ η ς νόησης 2 5 3 .
τρόπο
προθέσεις, παρότι διακρίθηκαν ως ιδιαίτερα μέρη τοΰ λόγου, εκφράζουν
σχέσεις
254
,
ενώ
έγινε
αποδεκτό
πώς
'Επιπλέον,
οι π τ ώ σ ε ι ς
και οι
θεωρήθηκε π ώ ς στο σύνολο τους
τα
επιρρήματα
ταυτίζονται
στην
π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α με τους εμπρόθετους προσδιορισμούς. Σύμφωνα με τ η γενική ανάλυση τ ω ν παραπάνω
τάξεων,
οποιαδήποτε
ρηματοποιηθεΐ. Αυτό 'υποκείμενο
+
γραμματική
ρίζα
μπορεί
καταδεικνύεται με δύο τρόπους:
κατηγόρημα'
στον
ισοδύναμο
να
α) με
τύπο
όνοματοποιηθεΐ
τήν
ανάλυση
'υποκείμενο
+
η
τοΰ
να
τύπου
σύνδεσμος
+
κατηγορούμενο', και β) με τήν α ν τ ι κ α τ ά σ τ α σ η κάποιων άπό τους δρους μιας πρότασης με περιφράσεις ή προτάσεις. Με τήν π ρ ώ τ η \)ÀQoSo επιχειρήθηκε να καταδειχτεΐ ή υπόσταση τοΰ συνδετικού ρήματος καί, μέσω α υ τ ή ς , να αποκαλυφθεί ό λόγος ώς σύνδεση εννοιών προέλευση
αυτής
της
παρατήρησης
εντοπίζεται
βέβαια
στον
καταχώρισε τον τύπο είναι στους συνδέσμους καί όχι στα ρ ή μ α τ α
Αριστοτέλη, 255
ό
ή
οποίος
. Με τ η δεύτερη ]JÀQO8O
επιχειρήθηκε τόσο να διασαφηνιστούν οι σχέσεις υπόταξης μεταξύ τών εννοιών, δσο καί να αποκαλυφθεί ή κύρια πρόταση ώς ή μητρική
νοηματική μονάδα τοΰ περιοδικού λόγου. Αυτό
θεωρήθηκε εφικτό εί'τε μέσω τ η ς ανάλυσης τ η ς άναφορικότητας ορισμένων ορών, κ α τ ά το πρότυπο
τών
παρεμβολή
αναφορικών
στον
αντωνυμιών,
περιοδικό λόγο
είτε
με
λειτουργίες
μίας υ π ο τ α κ τ ι κ ή ς
επένθεσης,
προτάσεως
σε
όπως
π.χ.
υποκατάσταση
ή
ενός
ονοματικού τύπου. Ή αναγωγή τ ώ ν συντακτικών τ ύ π ω ν στην αναλυτική τους εκδοχή καί ή εφαρμογή τοΰ αναλογικού ελέγχου στή μορφολογική εξέλιξη τ ώ ν λεκτικών τ ύ π ω ν είναι μέθοδοι οι όποιες κυριάρχησαν σ τ α φιλοσοφικά γραμματικά εγχειρίδια τού 18ου αιώνα, είτε αυτά τ η ς λογικής
προσέγγισης
256
,
είτε
αυτά
της
257
καθολικής .
Είναι
ωστόσο
γενικής
αναγκαίο
να
προσθέσουμε στο σημείο αυτό ορισμένα ιστορικά στοιχεία γιά τήν ετυμολογία καί κυρίως για την αναλογία, τόσο για να λάβουμε υ π ' όψιν τό ιστορικό πλαίσιο τ ή ς κοραϊκής μεθοδολογίας, οσο και για να μπορέσουμε νά αντιληφθούμε τ ή σημασία τών δύο αυτών μεθόδων γ ι α τήν κοράική γραμματική. 253
Αυτό το τελευταίο είναι εντελώς διαφορετικό άπό τήν αριστοτελικής προέλευσης γραμματική τών τροπιστών
(modistae) τοϋ Μεσαίωνα.Ή τροπιστική γραμματική εστίαζε στους τρόπους σημάνσεως (modi significandi) τών φιλοσοφικών καί τών θεολογικών εννοιών μέσω τής γνώσης τών τρόπων αυτών αναμένονταν πώς θά επιτυγχάνονταν ή αναγωγή άπό τό επίπεδο τών τρόπων κατανόησης τών εννοιών (modi intelligent!) στους τρόπους υπάρξεως τοϋ δντος (modi essendi). 254 255
Arnault, Α., και Lancelot, C , ενθ' άν. σ. 8 3 . 'Αριστοτέλους, Περί 'Ερμηνείας, 12 [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotie: The Categories, On Interpetation, Prior
Analytics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts καί London 1936].
Βλέπε
επίσης Άρισοτέλους, Μετά τα Φυσικά, 1017α29 [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotie: The Metaphysics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts καί London 1936]. 256
Παράβολε Harris, J., Hermes, or A Philosophical Inquiry Concerning Language and Universal Grammar, London
1751. 257
Παράβαλε Κούμα, Κ., Σύνταγμα Φιλοσοφίας, Vienna 1818-1820, σσ. 223-296.
72
Είναι γνο^στή τόσο ή στωϊκή κ α τ α γ ω γ ή των ετυμολογικών μ ε λ ε τ ώ ν 2 5 8 , οσο
και το
•γεγονός π ώ ς οι ετυμολογικές αναζητήσεις τ ώ ν φιλοσόφων τ η ς Σ τ ο ά ς συνδέονται μέ τ ή θέση τους π ω ς ή φύση πρέπει να θεωρείται ως ο oàrpfoç στην ανθρωπινή ζ ω η ζ : , ! \ 1 ο ετυμολογικό ή τ α ν ένα ά π ο τ α τρία θέματα (μαζί μέ το τυπολογικό και τ ή σύνταξη) σ τ α όποια ό Marcus Terentius Varro (116—27 π . χ . ) διαίρεσε τ ή μελέτη τ η ς γλίόσσας, διατυπώνοντας παράλληλα τ ή θέση π ώ ς
το λεξιλόγιο
μίας γλώσσας
διαμορφώνεται από τ ή
μεταβολή
πρωτογενών
λ ε κ τ ι κ ώ ν τ ύ π ω ν 2 6 0 Κ α τ ά τ ή διάρκεια τοΰ Μεσαίωνα και της Αναγέννησης ή μελέτη
της
ετυμολογίας
τοΰ
δεν σημείο.>σε
Ισιδώρου τ η ς Σεβίλλης
ιδιαίτερη πρόοδο, αν εξαιρέσει
κανείς
τις
(7ος α ι ώ ν α ς ) 2 6 1 και τοΰ Goropius Beganus 2 6 2 .
πραγματείες Στους
χρόνους ό D. W. Leibniz έ'δειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γ ι α τήν λεγόμενη ιστορική τήν
ανάδειξη δηλαδή
μέσω
της
πληθυσμιακή ομάδα ή ε'ναν τ ό π ο
263
ετυμολογίας
ιστορικών
στοιχείων
που
νεώτερους ετυμολογία,
αφορούν
μία
. Μ ε τ ά α π ό αυτόν ή σπουδή τ η ς ετυμολογίας επανέκαμψε
μόλις στα τέλη τού 18ου αιώνα μέ τ α έργα English Grammar τοΰ Lindley Murray 264 και Epea pleroenla, or The diversions of Purley τοΰ Home Tooke 2 6 5 . Ώ ς μεθοδολογία εφαρμοζόμενη σ τ ή μελέτη τ η ς γλώσσας ή αναλογία.266
στηρίζεται στην
κ α τ ά συνθήκη σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου και αναδεικνύει τ ή γλωσσική ανάλυση σέ εργαλείο φιλοσοφικής έρευνας. Σύμφωνα μέ τις αρχές τ η ς παραδοσιακής γραμματικής, ό έλεγχος τ η ς συστηματικότητας και τ η ς κανονικότητας τ η ς γλώσσας ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι κάθε φορά δια τοΰ έλεγχου τ η ς αναλογικότητας τ ώ ν σημείουν. Οί αναλογίες πού επισημαίνονται τόσο μεταξύ τ ώ ν μορφολογικών χαρακτηριστικών τ ώ ν λέξεων, ό'πως οι καταλήξεις και ή τονική
δομή, οσο
σημασιολογική 8
και
μεταξύ
ταξινόμηση
της
της
μορφής
και
τοΰ
γραμματικής ύλης
περιεχομένου,
και στο
αξιοποιούνται
σχηματισμό
εκείνων
στή τών
Ή μελέτη της ετυμολογίας ορίζεται άπο το Διονύσιο το Θράκα ώς μέρος της γραμματικής, Διονυσίου τοΰ
Θρακός, Τέχνη γραμματική [Uhlig, G., Dionysii Thiücis Ars Grammatica, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig
1883, τ. 1.1], 6,2. Robins, R. Η., Σύντομη 'Ιστορία της Γλωσσολογίας, μτφρ. 'Αθηνάς Μουδοπούλου, Νεφέλη/Γλωσσολογία 3, Αθήνα 1989, σ. 37-38. 260
Goold, G. Ρ. (έκδ.), Varro, Marcus T.: De Lingua Latina, 8.1, Loeb Classical Library, Harvard University Press,
Cambridge/Massachusetts και London 1938. 261
Isidori Ispaniensis Episcopi, Etymologieuvm, sive oiiginum libri XX,
: Scriptorum Classicorum Bibliotheca
Oxoniensis, Clarendon Press, Oxford 1962. 262
Beganus G., Origines Antwerbianae, Antwerp, 1569. Στο έργο του αυτό, ό Beganus ύπεστήριζε μέσω τών
ετυμολογιών πώς ή θεωρούμενη ώς αρχική κιμμερ(κη γλώσσα διατηρούνταν στη φλαμανδική διάλεκτο. 263
Gerhard, C. Ι. (έκδ.), Die philosophischen Schriften von G. F. Leibniz, Berlin 1882, τ. 5, σσ. 263-264 και
Schulenburg, S. von der, Leibniz als Sprachforscher, Frankfurt 1973. 264
Murray, L., English grammar, Wilson, Spence and Mawman, York, 1795. 'Ανατυπώθηκε στη σειρά English
Linguistics 1500-1800,αριθμ. 106, Menston: Scolar Press, Liverpool 1968. 265
Tooke, J. H , Epea pteroenta Or the diversions of Purley , τ. α ': London 1786, τ. β ': Edinburgh 1805.
266
Π.χ. ή επιλογή τών τύπων αλλάζω και χαράζω αντί τών τύπων άλλάσσω και χαράσσω, κατ' χναίλογία,ν
προς τους τύπους κράζω, σφάζω, κ.λ.π.
73
γραμματικών τάξεων, τις οποίες αποκαλούμε μέρη τοϋ λόγου. Στη σύγχρονη σημειωτική τα αναλογικά
σημεία261
φυσικότητα
της
συνιστούν σχέσεως
τον κύριο τύπο των
σημαίνοντος—σημαινόμενου
αντιγραφής), τοποθετούνται ανάμεσα στους ενδείκτες
καί, ως
απεικονίσεων (δηλαδή
τήν
προς
πιστότητα
τη της
268
καί τα σύμβολα . Στην εποχή μας
τα αναλογικά σημεία απαντώνται ιδιαίτερα στή ζωγραφική, τον κινηματογράφο καί τη λογοτεχνία 2 6 9 . Ή αναλογία έλκει τήν προέλευση της άπο τήν κλασσική θεωρία της γλώσσας, και συγκεκριμένα άπο τήν αριστοτελική φιλοσοφία 270 . Ό Αριστοτέλης προσδιόρισε με τους δρους το άνάλογον καί η αναλογία
τήν κατευθυντήρια αρχή τόσο της γλωσσικής συμπεριφοράς 271 ,
δσο καί της συλλογιστικής διαδικασίας 272 . Ό Διονύσιος ό Θραξ πρώτος αναφέρθηκε στην εκλογισμο» Ζ/:ί .
κατηγοριοποίηση του koyou σε μέρη χρησιμοποιώντας τον ορο «αναλογίας Ά π ο τού σχολιαστές του 'Αριστοτέλους χωρίο 16alO-20 τοϋ /Τερι Έμηνείας,
ό 'Αμμώνιος (τέλος 4ου αιώνα), σχολιάζοντας το αναφέρθηκε στις αναλογικές σχέσεις
μεταξύ των
274
φωνών καί τών νοημάτων , ενώ ό Θεόφραστος, αναπτύσσοντας τις απόψεις του για τους υποθετικούς συλλογισμούς,
θεώρησε
ώς
αναλογική τή σχέση ομοιότητας μεταξύ
τών
275
προκειμένων καί τού συμπεράσματος ενός υποθετικού συλλογισμού . Στή στωϊκή φιλοσοφία η αναλογία, απότοκος τού αριστοτελικού
λόγου276
υπό τήν έννοια
της
μαθηματικής
- 6 7 Π.χ. τά ιδεογράμματα, τα σύμβολα των καταστημάτων, τα οδικά σήματα και τα οΐκόσημα. i u o
Η απεικόνιση, π.χ. η ονοματοποιία,' είναι ένας απο τους τρεις τύπους με τους οποίους ο Parce κατέταξε τα
σημεία. Έ κ τ ο ς άπο τήν απεικόνιση, αναγνωρίζονται επίσης οι ενδείκτες,
οπού ή σχέση μεταξύ τοϋ σημαίνοντος
και τοϋ σημαινόμενου είναι φυσική (π.χ. ό καπνός είναι ένδείκτης φωτιάς, ο πυρετός), καί τα σύμβολα,
οπού ή
σχέση μεταξύ τοϋ σημαίνοντος καί τού σημαινόμενου είναι νοητική καί συνδέεται με κοινωνικά στερεότυπα καί αφηρημένες ιδέες (π.χ. ή ημισέληνος ώς σύ\χζο\ο τού Ι σ λ ά μ ) . 2 6 9
Σ τ ή ζωγραφική οι διαστάσεις τοϋ μήκους καί τοϋ πλάτους, ή προοπτική, ή προβολική γεωμετρία καί ή
αξονική σχεδίαση είναι σημεία αναλογικά. Στον κινηματογράφο ή ασπρόμαυρη ταινία θεωρείται ώς αναλογική απόδοση της πραγματικότητας. Σ τ ή λογοτεχνία η μεταφορά, η μετο^νυμία, ή συνάφεια στο ~/ώρο καί το χρόνο ctvai επίσης αναλογικά σημεία. Στους πολιτισμικούς κώδικες τέλος αναλογικό σημείο είναι το στυλιζάρισμα. Για τή διαφορά μεταξύ της αριστοτελικής αναλογίας
καί της υποστηριζόμενης άπο τους Στωικούς
ανωμαλίας κατά τή δημιουργία τών γλωσσικών τύπων βλέπε Robins, R. Η., ενθ' av., σ. 37 κ.έξ. - 7 1 Παράβαλε το απόσπασμα 16a τοϋ ίΖερ! 'Ερμηνείας
τοϋ 'Αριστοτέλους, οπού με τή χρήση τοϋ τροπικού
επιρρήματος ωσπερ διατυπώνεται τόσο η αναλογία μεταξύ γλωσσάς και σκέψης, οσο καί ή κατηγοριοποίηση τών λεκτικών ορών στις αριστοτελικές κατηγορίες της λεκτικής έκφρασης. 2 7 2
Παράβαλε τις αριστοτελικές Κατηγορίες
273
Διονυσίου τοϋ θρακός, ενθ' av., 6,2.
274
Άμμωνείου τού Έρμείου, Υπόμνημα
ώς τρόπους κατηγόρησης.
εις το Περί 'Ερμηνείας
[Busse Α, (.έκδ.), In Aristotelis ïïbnsm de
interpretatione commentarius: Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer Berlin 1897],τ 2 7 5
'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Εις το Α'
τών 'Αριστοτέλους
(έκδ.), In Anstotelis analytiœwm pnorum lïbrum i œmmentanum:
ΒόΓαο 1883, τ.5, 326,9.πρβλ. καίαύτόώ, 397.27-28]. 2 7 6
'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, έ'νθ' άν., 9 9 lb.
Αναλυτικών
Προτέρων
. 4.5,
26,16-22].
Υπόμνημα
[Wallies, Μ.,
Commentaria in Aristotelem Graeca 2 . 1 . Reimer,
74 αναλογίας, απετέλεσε έναν απο τους τρόπους σύλληψης των αντικειμένων της νοησης ζ / \ Στην
παράδοση των
σχολιαστών
του
Διονυσίου
τοΰ
Θρακός, ταυτίστηκε
με
την
ομοιότητα 2 ' 8 , έλκοντας ίσως απο τη σχέση αυτή κάποια μορφή αποδεικτικού χαρακτήρα 2 / y . Την ίδια γραμμή φαίνεται πώς ακολούθησε και ό Ηλιόδωρος. Ή αναλογία
και ή χρήστη
συνιστούν κατ' αυτόν τα δύο κριτήρια (κανόνες) βάσει των δποίων ελέγχεται ή δοκιμότητα των
λεκτικών
{συνήθεια).
τύπων
πού
χρησιμοποιούμε
στην
Σύμφωνα με τον ίδιο, ό αναλογικός
καθημερινή
έλεγχος
εκφορά
μίας
διαλέκτου
συνίσταται στον έλεγχο
τών
μορφολογικών τύπων ώς προς τή γραμματικότητα και τήν αποφυγή τών βαρβαρισμών, ενώ ή χρήστη άφορα τή συντακτική συμπεριφορά τών λεκτικών δρων μιας έκφρασης ή πρότασης με βάση τή σημασία τους και σχετίζεται με τήν άπαλειφή τών άντισυντακτικών εκφράσεων, τήν αποφυγή δηλαδή τοΰ σολοικισμού280. Στον αντίποδα τών υποστηρικτών της αναλογικής μεθόδου, ή πλέον σφοδρή κριτική τών αναλογικών γραμματικών σχέσεων εντοπίζεται στο Περί Έλληνισμόν Προς Γραμματικούς
κεφάλαιο τοΰ έργου
τοΰ Σέξτου Εμπειρικού (160-210 μ.χ.). Ή κριτική τού σκεπτικού
φιλοσόφου επικεντρώθηκε στο ρόλο πού ή αναλογία, το «ως επί το πολύ [τών] λεγομένων»
277
«τών γαρ νοουμένων τα μεν κατά περίπτωσιν ένσήθη, τα δε καθ' ομοιότητα, τα δε κ α τ ' άναλογίαν, τα δέ
κατά μετάθεσιν, τα δέ κατά σύνθεσιν, τα δε κ α τ ' εναντιωσιν. κατά περίπτιυσιν μέν ουν ένοήθη τα αισθητά· καθ' ομοιότητα δε τα από τίνος παρακειμένου, ώς Σωκράτης απο της εικόνος· κ α τ ' άναλογίαν δέ αύξητικώς μεν, ως ο Τϊτυος και Κύκλο)ψ· μειωτικώς δέ, ώς ό Πυγμαίος, και το κέντρον δε της γης κ α τ ' άναλογίαν ένοήθη άπο τών μικρότερων
σφαιρών, κατά
μετάθεσιν
δέ, οίον οφθαλμοί
επί
τοΰ
στήθους·
κατά
σύνθεσιν
δέ
ένοήθη
Ίπποκενταυρος· και κ α τ ' εναντιωσιν θάνατος, νοείται δε και κατά μετάβασίν τίνα, ώς τα λεκτά και ο τόπος, φυσικώς δε νοείται δίκαιον τι και αγαθόν και κατά στερησιν, οίον άχειρ.», Διογένους Λαέρτιου, Βίων και τών εν Φιλοσοφία Ευδόχιμησάντων,
Γνωμών
[Long, Η. S. (έκδ.), Diogenis Laertii vitae philosophorum, Clarendon Press
Oxford, 1964, Vn.52-53, και Arnim, J. von, Stoicorum Veterum Fragmenta, Teubner Leipzig, 1 9 0 3 ,
11.29.13.
Βλέπε επίσης Goold, G. P. (έκδ.), Cicero M. T.: De Fmibus Bonorum et Malorum, The Loeb Classical Library, 1914, 111.33. 278
«"αναλογία" λέγεται ή τών ομοίων παράθεσις· "έκλογισμός" ή ακρίβεια. Το ουν πέμπτον μέρος [ενν. τοΰ
ορισμού της γραμματικής κατά τον θράκα] εστίν ή ακριβής τών ομοίων παράθεσις», Μελάμποδος Γραμματικού (Διομήδους), 'Ερμηνεία
της Τέχνης Διονυσίου του Θρακός [HiJgard, Alfr. (έκδ.), Scholia in Dionysii Thracis Artem
Grammaücam:Grammatici Graeci, Leipzig 1 9 0 1 , τ . 3],.σ. 1 5 . ~ 9 Σύμφωνα με τον Στέφανο τον γραμματικό, «αναλογία δέ έστι λόγος αποδεικτικός καθ' ομα'ιου παράθεσιν τής εν εκαστω μέρει λόγου φυσικής ακολουθίας· ε'ιρηται δε αναλογία ή τόν λόγον τον αυτόν συλλέγουσα και τας λέξεις, και ίδίω κανόνι απονέμουσα», αυτόθι, τ . 3, σ. 169 . 2 8 0
«"Εστι δε ελληνισμός λέξις υγιής και άδιάστροφος λόγου μερών πλοκή κατάλληλος κατά τήν παρ' έκάστοις
υγιή και γνησίαν διάλεκτον "λέξις" μέν ουν " υ γ ι ή ς " κατά τήν προς τόν βαρβαρισμόν αντίθεσιν, "λόγου" δε "μερών πλοκή" κατά τήν προς τόν σολοικισμόν το δέ " κ α τ ά την παρ' έκάστοις υγιή και γνησίαν <διάλεκτον>" προς το την παρ' έκάστοις άκολουθίαν τής έπιχωριαζούσης συνήθειας. Δύο δέ αυτού κανόνες· αναλογία τε, ήνίκ' αν ζητώμεν περί τής αυτής φίονής, πότερον ούτως ή ούτως ρητέον ... και ή χρήσις, ήνίκ' αν περί σημαινόμενου ζητώμεν...»,αύτό0!, τ. 3, σ. 4 4 6 .
75 τοϋ Διονυσίου τοΰ Θρακός 2 8 1 , απέκτησε στους επιγόνους αύτοϋ. Ό Σέξτος
'Εμπειρίκος
θεώρησε πώς ή γνώση των αναλογικών γραμματικών σχέσεο/ν δεν είναι ασφαλής οδηγός για μία δόκιμη εκφορά τοϋ λόγου — την επίτευξη, δηλαδή, τοϋ ελληνισμού
— και συνεπώς η
τέχνη της γραμματικής, στο βαθμό κατά τον όποιο ή γραμματική γνώση στηρίζεται στή μελέτη των αναλογίων, είναι ασυσταττ^1.
].ην σεση του αυτή τεκμηριώνει σε ουο στοιχεία:
α) στην κατά συνθήκη σχέση μεταξύ τοϋ σημαίνοντος και τοϋ σημαινόμενου, και β) στην αδυναμία της αναλογίας να διατυπώσει αποδεικτικές σχέσεις καθολικής ισχύος. Ώ ς προς την κατά συνθήκη σχέση σημαίνοντος-ση μαινόμενου 283 , θεώρησε πώς, όπως ακριβώς οι λέξεις είναι θέσει και οχι φύσει σημαντικές και ή διατύπωση τους ποικίλει ανά γλώσσα, έτσι και ό εκάστοτε θεωρούμενος ώς δόκιμος τύπος εκφοράς τοϋ ελληνικού λόγου δεν είναι παρά άλλη μία από τις γλωσσικές
μας συμβάσεις {θέσεις).
Ώ ς απόδειξη τούτου
επικαλέσθηκε
το
γεγονός πώς ό ίδιος γραμματικός ή συντακτικός τύπος για άλλους θεωρείται δόκιμος και για άλλους δχι 2 8 4 . Βάσει τοϋ σκεπτικού αύτοϋ, ή χρήση (συνήθεια)
είναι ό τρόπος μέσω τοϋ
οποίου αναδεικνύονται κατά περίπτωση οι δοκιμότεροι τύποι εκφοράς τοϋ λόγου. Ώ ς προς τήν αδυναμία δε της αναλογίας να διατυπώσει αποδεικτικές σχέσεις καθολικής θεώρησε πώς, αν και ή γραμματική συμπεριλαμβάνει εξαιρέσεις
αυτών (τις ανωμαλίες
αποδώσουν το σύνολο
τών
των
ισχύος 285 ,
τόσο τους κανόνες, οσο και τις
Στωικών), οι αναλογικές σχέσεις αδυνατούν να
γραμματικών και συντακτικών
περιπτώσεων
ώς
αληθείς
διατάξεις γραμματικών σχέσεων, γιατί α) ώς προς το περιεχόμενο αυτό πού ώς επί το πλείστον πιστοποιείται από τήν αναλογία ώς αληθές, αποδεικνύεται ψευδές κατά συγκυρία χρόνου και κατά περίπτωση τόπου - και β) ώς προς τη μορφολογία οι αναλογικές σχέσεις δέν συνιστούν σχέσεις εί'δους, άλλα περιορίζονται στην απόδοση τών σγβσεων ομοιότητας. « Γραμματική έστιν εμπειρία τών παρά ποιηταις τε και συγγραφεϋσιν ώς επί το πολύ λεγομένων»· Διονυσίου τοΰ Θρακός, έ'νθ' άν., 1,3 . 282
«... ει οι γραμματικοί υπισχνοϋνται τέχνην τινά τήν καλουμένην άναλογίαν παραδώσειν, ... ύποδεικτέον δτι ασυστατος εστίν αύτη ή τέχνη, δει δε τους ορθώς (ίοι>\ο\λενοΐ)ς διαλεγεσθαι τη άτέχνω και άφελεΐ κατά τον βίον και τη κατά τήν κοινήν τών πολλών συνηθειαν παρατηρήσει προσανέχειν», Σέξτου Εμπειρίκου, /Ιρός Γραμματικούς, [ Goold, G. Ρ. (έκδ.), Sextos Empincus: Against the Professors, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1949], 1.179. «ειπερ γαρ φύσει τα ονόματα ήν και μη τη καο εχαιστον σεσει σημαίνει, εχρην παντας πάντων ακουειν, Ελληνας βαρβάρων και βαρβάρους Ελλήνων και βάρβαρους βαρβάρων, ουχί δε γε τοϋτο- ούκ άρα φύσει σημαίνει τα ονόματα», Σέξτου Εμπειρίκου, αυτόθι, 1.145. •"" «το γε μην ελληνικον, ήτοι φύσει εστίν η θέσει, και φύσει μεν ουκ εστίν, επει ουκ αν ποτέ ταυτον τοις μεν ελληνικον έδόκει τυγχάνειν τοις δε ουχ έλληνικόν θέσει δε ειπερ ε'στι και νόμω τών ανθρώπων, ο συνασκηθείς μάλιστα και τριβείς εν τη συνήθεια, ούτος έλληνίζει, και ούχ ό τήν άναλογίαν επισταμένος», Σέξτου Εμπειρίκου, αυτόθι, 1.189-90. 285
«...πρώτον μεν άλλο τί έστι το καθολικόν και άλλο το ώς επί τό πολύ, και τό μεν καθολικόν ουδέποτε υμάς διαψεύδεται, το δ' ώς τό πολύ κατά τό σπάνιον ειθ' οτι και ει εκ πολλών εστί τό καθολικόν, ου πάντως τό τοις ποΚλοϊς ονόμασι συμβεβηκός, τοϋτο εξ ανάγκης και πάσι τοις όμοειδέσι συμβέβηκεν, αλλ' δν τρόιιον εν πολλοίς και άλλοις φέρει τινά κατά μονοείδειαν ή φύσις...», Σέξτου Εμπειρικού, αυτόθι, 1.225-26.
76
Σ τ η λατινική γραμματική θεωρία, ή διεξοδικότερη μελέτη
των αναλογικών
σχέσεων
περιλαμβάνεται στο έργο De Lingua Laiina τοΰ Marcus Terrentius Varna (γεν. 116-27 π . χ . ) . Ό ορισμός τ η ς γραμματικής του Varro ξεφεύγει ά π ο το εμπειρικά πλαίσιο τ η ς διδασκαλίας τ η ς γραμματικής και αναβιβάζει τ ή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή π ρ α κ τ ι κ ή άπο το επίπεδο τ ή ς τέχνης τ ή ς επιστήμης,
σ' αυτό
χωρίς ωστόσο να αντικαθιστά το πρότυπο των δοκίμων σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν 2 8 6 .
Σύμφωνα με το Varro, «...εάν υπάρχουν δύο αντικείμενα τ ή ς Γδιας τάξης, τ α όποια, παρότι είναι ως έναν βαθμό ανόμοια μεταξύ τους, συνιστούν κάποια σχέση·
και εάν δύο έ'τερα
αντικείμενα, τ α όποΤα έχουν μεταξύ τους τ ή ν Γδια σχέση, τοποθετούνται παράπλευρα με αυτά, τ ό τ ε , επειδή τ α δύο ζεύγη τ ω ν λέξεων ανήκουν στον ίδιο λόγο, καθένα άπο αυτά, δταν λαμβάνεται ξεχωριστά, ονομάζεται ανάλογο, αναλογία"
287
και ή σύγκριση τ ω ν τεσσάρων συνιστά τ ή ν
.
Λίγο πριν τήν εμφάνιση τ ή ς γενικής γραμματικής του Port Royal (1660), στο τ ε τ ρ α π λ ό σχήμα
'όρθοέπεια—προσωδία-ετυμολογία—σύνταξη'
ανάλυσης
288
τής
αναγεννησιακής
γραμματικής
, οι αναλογικές μελέτες για τ ή γ λ ώ σ σ α και τ ή γραμματική αντικατέστησαν τις
στωικής προελεύσεως ετυμολογικές αναζητήσεις. Κλασσικό παράδειγμα αυτού τού τύπου αναλογικής μελέτης αποτελεί τό κεφάλαιο Analogia, τού έ'ργου De Arie Grammalica τοΰ Gerard Johann Voss 289 , έργο κυρίαρχο ανάμεσα στις αναλογικές μελέτες, άλλα και γενικότερα στή ευρωπαϊκή γραμματική θεωρία τού 17ου και τού 18ου α ι ώ ν α 2 9 0 . Σ τ ο 18ο αιώνα ό Condillac τόνισε τήν αξία τ ή ς αναλογικής μεθόδου ως τρόπου εμπλουτισμού τ ώ ν γλωσσικών σημείων και τ ή ς επέκτασης τοϋ γνωσιολογικού μας πεδίου και θεώρησε π ώ ς ή εύρεση και δημιουργία νέων τ ε χ ν η τ ώ ν σημείων (artificial signs) ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι κ α τ ' αναλογία προς τ α δεδομένα σημεία τών φυσικών εννοιών 2 9 1 .
286
«Ars grammatica scientia est eorum quae a poetis historicis oratiorribusque dicuntur ex parte maiore»· Funaiolo, H.,
Grammaticorum Romanorum Fragmenta, Leipzig 1907, σ. 265. 287
«... quae sit raüo pro portione; a Graece vocatur άνα λόγον ; ab analogo dicta analogia. Ex eodem genere
quae res inter se aliqua parte dissimiles rationem habent aliquam, si ad easduas alterae duae allatae sunt, quae rationem habeant eandem, quod ea verba bina habent eundem λόγον, dicitur utrumque separatim άναλογον, simul collata quattor άναλογ<ί>α· Goold, G. Ρ. (έκό\), Varro, Marcus T.: De Lingua Latina, ενθ'άν.,.Χ.ΙΠ. 288 p a£ j le y ) G. Α., Grammatical Theory in Western Europe 1500-1700: The Latin Tradition, Cambridge University Press, Cambridge/New York/New Rochelle/Melbourne/Sydney 1988, σ. 121. 289
Gerard(us) Johann(es) VossGus), De Arte Grammatica Libri Septem, Amsterdam 1635.
290
Vio, Tomaso de (1469—1534), De nominum analogia: Scripta prdlosoprdca αν. χρ. [The Analogy of Names; and
the Concept of Being, Duquesne Studies: Philosophical Series 4, Duquesne University, Pittsburgh 1953 Baxter, W., De analogiam sive, arte Latinae linguae, London 1679· Moor, J., De analogia contractionum linguae Graecae regulae générales, R. et A. Foulis, Glasgow 1755· Lennep, J. D. van, In analogiam linguae Graecae, Glasgow 1779. 291
Σύμφωνα με τον Condillac, "ή φύση έδωσε σε μας τα πρώτα σημεία, άλλα, κατ' αυτόν τόν τρόπο, μας
υπέδειξε και τήν πορεία πού πρέπει να ακολουθούμε, ούτως ώστε να ανακαλύψουμε μόνοι μας νέα σημεία"· Condillac, Ε. Β. de, Cours d'étude pour V instruction du prince de Parme, Paris 1775, Grammaire, 1,1.
77
Ό Κοραής έλκει τή χρήση τής αναλογικής μεθόδου από το τελευταίο αυτό τμήμα τής δυτικοευρωπαϊκής γραμματικής παράδοσης που συνδέεται με το γαλλικά διαφωτισμό και την πνευματική μορφή τοϋ Condillac. Στην ανέκδοτη άπα τον Ί'διο τον Κοραή Γραμματική Κοινής
'Ελληνικής
Γλώσσης,
ετυμολογία, μεταβάλλοντας
ή
αναλογική
γλώσσας
το προαναφερόμενο σχήμα διαιρέσεως
'ορθογραφία—προσωδία—ετυμολογία—σύνταξη'. ετυμολογικής
σπουδή τής
Κατ'
αυτόν
τον
εντάσσεται
τρόπο, ως
σκοπός των
τύπων, άλλα ή δυνατότητα διάκρισης και ομαδοποίησης αυτών στις γνωστές των παρεπομένων τής παραδοσιακής γραμματικής
στην
τής γραμματικής
σπουδής προσδιορίζεται δχι ή διερεύνηση τής προέλευσης 292
τής σε τής
λεκτικών κατηγορίες
.
Ό Κοραής ενδιαφέρεται να εξετάσει τή γραμματική δχι ώς θεωρία ή ως τέχνη,
άλλα
ως γραμματική εθνικής γλώσσας. Χωρίς να διακρίνει μεταξύ τής γραμματικής θεωρίας και γραμματικής πράξης, ορίζει τήν γραμματική ώς μια συλλογή προτάσεων
κανονιστικού
χαρακτήρα, ή οποία χαρακτηρίζει γλωσσικά τήν προφορική και γραπτή επικοινωνία τών πλέον μορφωμένων ανθρώπων ενός έθνους (δηλαδή τών λογίων) και ή οποία διαμορφώνεται απο αυτους Ζ ^.
αχ
πρώτης
όψεως, αυτό φαίνεται
να
είναι
μια τυπικά
φιλολογική
προσέγγιση τής γραμματικής· φαίνεται μάλιστα να συνιστά μία έπαναδιατύπωση τού ορισμού τής γραμματικής άπό το Διονύσιο τον θράκα 2 9 4 . Διακρίνοντας μεταξύ ζωντανής και νεκρής γλώσσας
και αποδεχόμενος τήν έννοια
τής
-γλωσσικής
φθοράς, ή οποία ορίζεται
ώς
απομάκρυνση άπό τους γραμματικούς κανόνες, ό Κοραής θεωρεί πώς ή γραμματική οργανώνεται σε μεθοδολογικό εργαλείο και οι προτάσεις της επιβάλλεται
να
αποχτούν
θεωρητική υφή — να λαμβάνονται δηλαδή αξιωματικά τότε κυρίως, δταν ή απώλεια και ό έκβαρβαρισμός τής γλώσσας καθίστανται πιθανά επακόλουθα μίας γλωσσικής παρακμής. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, ώς άξονας γύρω άπό τόν όποιο έκδιπλώνεται ή προσέγγιση Κοραή, αναδεικνύεται ή γραμματική
τού
χρήση.
Βέβαια, ή αντίθεση ή οποία υπολανθάνει σε αυτήν τήν προσέγγιση εντοπίζεται ανάμεσα στο ρυθμιστικό χαρακτήρα τής γραμματικής και τή λειτουργία τής γλωσσικής
μεταβολής.
Έ ν ώ ό Κοραής πιστεύει πώς ό ρυθμιστικός χαρακτήρας τής γραμματικής ενεργοποιείται πάντοτε για να επαναφέρει τή γλωσσική χρήση σε κάποια προγενέστερη γραμματικότητα
μορφή της, ή
τών στοιχείων μιας μορφής τής γλώσσας (ενός ιδιώματος) θεωρείται πώς
εξαρτάται άπό τήν ευρύτητα ή μή τής άποΒογτις και τής χρήσης τής μορφής αυτής. Κατά συνέπεια ή γραμματικότητα είναι, όπως και η χρήση, έ'να στοιχείο μεταβλητό, άφοΰ ό 292
«ή ετυμολογία ή αναλογία διδάσκει τήν διάκρισιν τών λέξεων»· Δαμαλά, Ν. Μ., ενθ' άν., τ. 6., σ. 20.
293
Κοραή, Άδ., Προλεγόμενα στους αρχαίους έλληνες συγγραφείς και ή αυτοβιογραφία του, Μ. Ι. Ε. T., 'Αθήνα 1986, τ. α', σ. 67.
294
«...μέρος τοϋ έθνους, προθυμούμενοι να έμποδίσωσι το θάνατο τής γλώσσης, εις τήν οποίαν έγραψαν οί δοξασαντες το έθνος, συλλεγουσιν άπ' αυτών τα συγγράμματα δλας τάς χρήσεις, εις τάς οποίας εκείνοι ώς επί το πλείστον συμφωνούν ... Είναι λοιπόν η Γραμματική έμφραγμα τρόπον τινά και γης ανάστημα εναντίον τοΰ κατακλυσμού τής βαρβαρότητος»· αυτόθι, σ. 68.
78
κανονιστικός χαρακτήρας της γραμματικής θεσπίζει ως δόκιμα και αποδεκτά, διαφορετικά κατά περίπτωση και χρονική συγκυρία γραμματικά πρότυπα και σχήματα. Στο θέμα αυτό ή παραβολή από τον Κοραή 2 9 5 των γραμματικών—γλωσσικών μεταβολών με τις πολιτειακές μεταβολές, δπου το πολιτικά νόμιμο ανακαθορίζεται με γνώμονα το χαρακτήρα τοΰ εκάστοτε καθεστώτος, δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής, καθώς, ενώ οι μεταβολές
φαίνεται
εκβαρβαρισμό τής
νά όδηγοΰν, κατά τόν γλώσσας,
κανείς
γλωσσικές—γραμματικές
Τδιο, πάντα στην
έξαχρείωση
δέν θα μπορούσε να ισχυριστεί
και
τον
το Ίδιο για
τις
πολιτειακές αλλαγές, παρά μόνο εάν εκλάβει τόσο τα πολιτεύματα, οσο και τις γλωσσικές μορφές ως στατικές, διακριτέες, και άπό αξιολογικής
σκοπιάς
μή αξιολογήσιμες
και
συγκρίσιμες καταστάσεις. Τέλος, ό Κοραής αντιτίθεται στή διατύπ^οση τών γραμματικών κανόνων στην αρχαία μορφή τής ελληνικής,
επικρίνει
το γραμματικό σχολαστικισμό
— δηλαδή τήν
ογκώδη,
διεξοδική και λεπτολογική εξέταση τών γραμματικών φαινομένων — και θεωρεΐ πώς ή παραδοσιακή γραμματική στερείται μεθοδολογίας ως προς τόν τρόπο μέ τόν οποίο εισάγει το μελετητή
στή
γραμματική σπουδή. Ή
κριτική
παραδοσιακής γραμματικής έχει ως βασικό στόχο
του
στις
μεθοδολογικές
τις γραμματικές
αρχές
τής
παρατηρήσεις
τοΰ
Θεοδώρου Γαζή: εστιάζεται στην πολυπλοκότητα τοϋ κλιτικού συστήματος τών ρηματικών και ονοματικών τύπων, στον χαρακτήρα τής κλητικής πτώσης, στα μέσα ρήματα, και στην ανάγκη αναπροσδιορισμού τών μερών τοϋ λόγου, και αυξήσεως τοϋ αριθμού αυτών. 'Αλλά εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πώς ή διάσταση μεταξύ τών αρχαϊζόντων και τών κοραϊστών ή νεωτεριστών γραμματικής
εντοπίζεται κατ' ούσίαν στά θέματα τής γραμματικής
χρήσης
και τής
νομιμότητας, καθώς ή διαφωνία μεταξύ μεταξύ τών δύο πλευρών ως έ'να σημείο
δέν προέρχεται τόσο από τήν επιλογή τοϋ γλίυσσικού ιδιώματος, αλλά άπό τήν διαφορετική γραμματική ανάλυση ή άπό τήν υποστήριξη διαφορετικών γραμματικών δομών και προτύπων αναφορικά μέ το ιδίωμα τής αρχαίας ελληνικής. Στις επόμενες δύο ενότητες θα προσπαθήσουμε νά κωδικοποιήσουμε έ'να σημαντικό μέρος άπό τις γραμματικές και τις συντακτικές παρατηρήσεις τοϋ 'Αδαμαντίου Κοραή και νά αναλύσουμε τις ουσιαστικότερες άπό αυτές. β ' . Κωδικοποίηση και ανάλυση τής κοραϊκής γραμματικής . Ιο όνομα Στην εκδιδόμενη άπό τόν Ν. Μ. Δαμαλά Γραμματική
της Κοινής 'Ελληνικής
Γλώσσης
τοϋ 'Αδαμαντίου Κοραή, τό όνομα ορίζεται ώς «λέξις σημαίνουσα προηγουμένου πράγμα ή •πρόσωπον χωρίς χρόνον» 296 . Στον ορισμό αυτό, στον οποίο ή σημασία τοϋ δρου όνομα εκλαμβάνεται κατ' αξιολογική και ύπεργλωσσική
295
Αυτόθι, σ. 69.
296
Δαμαλά, Ν. Μ., ενθ' άν., τ. 6., σ. 26.
υπεροχή — ανεξάρτητα και αδιάφορα
79
δηλαδή άπο την ανά γλώσσα σήμανση των δρων — επιβάλλεται να ασχοληθούμε με δύο σημεΐα: α) με τον προσδιορισμό της σημασίας τοϋ δρου προηγουμένως και β) με την εξαίρεση απο την κατηγορία τοΰ δνό[χατος της τάξεως των επιθέτων. Το γεγονός δτι ό ορισμός τοΰ ονόματος εμπεριέχεται στο ετυμολογικό τμήμα τής προαναφερθείσης μελέτης επιτρέπει με ασφάλεια να δεχθούμε πώς ή προέλευση τοΰ δρου προηγουμένως εντοπίζεται στον προηγούμενον λόγον των φιλοσόφων τής πρώτης Στοάς και σχετίζεται προηγμένα
με τη συγκριτική αξιολόγηση 297
και άποπροηγμένα .
των
πραγμάτων και τή διάκριση τους
Στα πλαίσιο αυτό ό δρος προηγουμένως
σε
αποδίδει στην
παραπάνω διατύπωση τή βασική, ενιαία και κατά φύσει σημασία κάθε ονοματικού δρου και υποθάλπει τή διάκριση μεταξύ των
δύο υποστάσεων
των
σημαινόμενων:
αυτής
τοΰ
αντικειμένου τής νόησης, το όποιο αποστασιοποιείται στο επίπεδο των πραγμάτων και των εννοιών, και εκείνης τοΰ αντικειμένου αναφοράς, το οποϊο πραγματ(όνεται στό επίπεδο τών σημασιών θεωρουμένων ως λεκτών. Με βάση αυτή τήν ερμηνευτική προσέγγιση
τής
σημασιολογίας τοΰ ονόματος, μπορούμε να δεχθούμε πώς στή φιλοσοφική της διάσταση ή κοράική γραμματική προκρίνει τήν ενιαία, υπόσταση τών λεκτικών τύπων, τήν ταύτιση δηλαδή τών
αντικειμένων
αναφοράς και νοήσεως,
σε αντίθεση
προς
χαρακτήρα τον οποίο προωθεί ή γραμματική τών επιμέρους γλωσσών έννοια, τα άποπροηγμένα
τής στωικής
298
το
διαζευκτικό
. Κ α τ ' αυτήν τήν
ορολογίας ταυτίζονται προφανώς στην
κοράική
αντίληψη τής γραμματικής με τή διαφορική ανά γλώσσα σημασιολόγηση τών εννοιών και τών πραγμάτων. Οταν ό Κοραής δηλώνει πώς
«τό
όνομα σημαίνει
τήν
ούσίαν τών πραγμάτων
ατομικώς, ή τήν κοινήν αυτών φύσιν ειδικώς ή γενικώς, ή τήν ποιότητα τής φύσεως χωριστην απ αυτήν την φυσιν»Ζ*ν, εγκαταλείπει τη οιμερη οιαταςη των ονο\)ά.των ουσίας τής στωικής γραμματικής σε κύρια και προσηγορικά. προκρίνει ώς προς τή σημαντική λειτουργία
Ή
τριμερής διάταξη τήν όποια
τοΰ ονόματος καταλήγει στην
ακόλουθη
~9 «προηγμένον δ' είναι λέγουσιν, δ άδιάφορον <ον> έκλεγόμεθα κατά προηγούμενον λόγον. Στοβαίου, Έκλογαί: Arnim, J. von, ενθ'άν., i,. 192. Στον ύστερο στωικισμό, ο Επίκτητος διαχώρησε εντελώς το γραμματικό απο το φιλοσοφικό λόγο, αποστερώντας άπο τον πρώτο τή δυνατότητα θεωρητικής διατύπωσης και αποδίδοντας μόνο στο φιλοσοφικά τη δυνατότητα για θεωρητική τεκμηρίοκτη: «Πάσα τέχνη και δύναμις προηγουμένου τινών έστι θεθή3ητική. όταν μεν ουν ομοειδής τοις θεωρουμένοις και αύτη, άναγκαίως και αυτής γίνεται θεωρητική- δταν δε ανομογενής, ου δύναται θειυρεϊν έαυτήν. ... γραμματική πάλιν περί την έγγράμματον φο^νήν. μη τι ουν έστι και αυτή εγγράμματος φωνή; ουδαμώς, δια τούτων ου δύναται θεωρεΐν έαυτήν»· Αδριανού τών 'Επικτήτου διατριβών [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Epictetus: The discourses as reported by Arrian, the manual and fragments, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1925], I.XX, 1-5. 298
«ή φιλοσοφική γραμματική, έπρεπε να ηναι τοιαύτη, ώστε μήτε ετερόκλητα μήτε ανώμαλα όλως να έ'χη· και τοιαύτη γλώσσα έδύνατο ακολούθως να διδάσκεται και να μανθάνεται εις ολίγων μηνών διάστημα, και οχι να χρειάζεται τόσον κόπον και τόσον χρόνον, όσον απαιτεί τών γλίϋσσών ή μάθησις», Κοραή "Άδ., Γλιοσσογραφικης "Υλης Δοχίμιον,'Άτακτα: έ'νθ'άν. τ. δ', σ. 227. 299
Δαμαλα, Ν. Μ., ενθ'άν., τ. 6., σ. 4 5 .
80
οργάνωση: α) ονόματα των φυσικών ουσιών (π.χ. Γεώργιος), β) ονόματα τεχνητών
ουσιών
(π.χ. Κωνσταντινούπολις), και γ) αφηρημένα ονόματα (π.χ. λευκότητα). Ή διάταξη αύτη αντανακλά εν μέρει τη διαφοροποίηση μεταξύ τών φυσικών καί τών τεχνητών οποία επεσήμανε
ιδεών την
ό Condillac ώς διαφοροποίηση μεταξύ ονομάτων, στα. όποια η
σχέση
σημαίνοντος—σημαινόμενου είναι απεικονιστική, και ονομάτων, στα όποια ή Ί'δια σχέση είναι αντιπροσωπευτική
καί χαρακτηριστική τών αναπτυξιακών δυνατοτήτων πού προσφέρουν οι
γνωστικές ικανότητες τοϋ ανθρώπου 3 0 0 . Ή διάταξη αύτη αναδεικνύει ώς βασικό θέμα της γραμματικής σπουδής τήν εξελικτική διαδικασία από τα ήδη υπάρχοντα απεικονιστικά φυσικά σημεία, τα όπόΐα είναι αντικείμενα εμπειρικής γνωσιολογικής
προσέγγισης,
στή
θέσπιση (νομοθέτηση) νέων αυθαίρετων τεχνητών σημείων (institutional ή artificial signs), πού επινοούνται κατά τήν ιστορική εξέλιξη τών λαών καί τών πολιτισμών. Στην προαναφερθείσα κοραϊκή διάταξη ή απαλοιφή τοΰ προσηγορικού ονόματος μοιάζει να προκύπτει είτε ώς υποκατάσταση του από το όνομα της φυσικής ουσίας, είτε ώς απορρόφηση της λειτουργίας του από την τάξη τού αφηρημένου ονόματος. Πέραν τής φυσικής προτεραιότητας τήν οποία εκφράζει το όνομα φυσικής ουσίας έναντι αυτού
τής
τεχνητής, ή διάταξη αυτή στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τή λογική τής συντάξεως: το διαφαινόμενο νόημα τής διακρίσεως είναι ή θέση πώς τό αφηρημένο όνομα, το προέρχεται
άπό τό επίθετο, δεν
επιτρέπεται
να λαμβάνει
υποκειμένου μίας προτάσεως, αλλά ή σημασία του οφείλει
τή
συντακτική
να κατευθύνεται
οποίο
θέση τού προς
τή
λειτουργία τού κατηγορήματος. Κατά συνέπεια στην φράση τοΰ Κοραή πώς «τό όνομα σημαίνει τήν ούσίαν τών πραγμάτων ατομικώς, ή τήν κοινήν αυτών φύσιν ειδικώς ή γενικώς, ή τήν ποιότητα της φύσεως χωριστήν άπ' αυτήν τήν φύσιν», τό σημαίνει δεν έχει τήν έννοια τού συμβολίζει, αλλά τού αντιπροσωπεύει όνομα λευκότητα
αποτελεί
λογικά' στην τάξη δε τού αφηρημένου ονόματος τό
απλώς συγκεκαλυμμένη διατύπωση τού κατηγορήματος είναι
λευκό. Το οτι η ανάλυση τού ονόματος σε κύριο και προσηγορικό όνομα δεν ικανοποιεί τη συντακτική λογική τού προτασιακού προτύπου 'υποκείμενο + ποιότητα', δεν σημαίνει πώς ό Κοραής άντιπαρέρχεται τήν κλασσική διάκριση τών ουσιαστικών ονομΑτων σε κύρια και προσηγορικά. Αντιθέτως
τήν αποδέχεται ώς γραμματικά νομότυπη. Ή
διάκριση αυτή
ακολουθεί τή φυσική διαφοροποίηση μεταξύ τού ατόμου καί τού γένους δηλ(ί>νοντας επιπλέον κάποια προτεραιότητα: τα ονόματα τών άμεσο^ν καί κατ' αί'σθησιν πραγματικών φυσικών υποκειμένου, τα οποία καί ταυτίζονται μιε τις ατομικές ουσίες, είναι τα κυρίως ουσιαστικά,
300
Για τό θέμα αυτό, βλέπε επίσης Ricken, Ulr., Linguistics, Anthropology and Philosophy in the French
Enlightenment, Routledge, London & New York, 1994, σσ. 83-84. Oî γραμματικος μελέτες τοϋ Condillac απετέλεσαν re προπό μέρος τοϋοργον τον Cours d'étude pour Γ instruction du prince de Parme, Paris 1775. Πρόκειται yia <να σύνολο γενικ "ν παρατηρήσεων πάνω cric γλώσσα καά TC γραμματική, soie re ϊποοο Άστόσο απουσιάζει ™ μελέτη τΕς ΤαλλικΕς γλώσσας καά γραμματικές.
81
ενώ τόσο τα ονόματα των τεχνητών ουσιών (π.χ. Λαϋρα) 301 , δσο και τα αφηρημένα ονόματα, τα
όποια δηλώνουν
την
ποιότητα τών
κατ' αι'σθησιν υποκειμένων
(π.χ.
σμικρότης),
συμπεριλαμβάνονται στην τάξη τοΰ ουσιαστικού κατά σημασιολογική μόνο επέκταση του δρου οΰσιασικό· για το λόγο αυτό ή απόδοση σ' αυτά γραμματικού γένους Θεωρείται ώς γραμματικά καταχρηστική. Στην πράξη ή διάκριση μεταξύ τών δύο μοντέλων ανάλυσης της ονοματικής λειτουργίας καθίσταται
εμφανής
ώς
διαφορά μεταξύ
μίας
Συγκεκριμένα, ή πρόταση η Σμύρνη είναι μεγάλη,
και
διατυπώσεως
μίας
προτάσεως.
δηλαδή ό προτασιακός τύπος 'ατομικό
όνομα + συνδετικό + επίθετο ποιότητας' θεωρείται από τον Κοραή ώς ή ελλειπτική μορφή της προτάσεως ή Σμύρνη είναι πόλις μεγάλη,
δηλαδή τοΰ προτασιακοΰ τύπου 'ατομικό δνομα
+ συνδετικό + όνομα γένους + επίθετο ποιότητας' 3 0 2 . Ή πραγματική μορφή τοΰ δευτέρου προτασιακοΰ τύπου είναι 'ατομικό όνομα + συνδετικό + δνομα γένους + δνομα διαφοράς'. Στην πρόταση η Σμύρνη υποκατάσταση
επιτυγχάνεται δια τοΰ επιθέτου ή
είναι μεγάλη
τοΰ αντικειμενικού
συμβεβηκότα αυτού {μεγάλη).
Ή
κατηγορουμένου
(πόλις)
με
ενα
από
ονοματική τα
πιθανά
πρόταση αυτή θεωρείται πώς δεν εντάσσεται
στην
περίπτωση βραχυλογικής διατύπωσης λόγου — δπως για παράδειγμα ή πρόταση ό Γεώργιος είναι ψηλός, διότι τό υποκείμενο της είναι επαρκώς καθορισμένο. Είναι μία εμπειρική και βιωματική προσπέλαση της ατομικής ουσίας, γραμματικά και σημασιολογικά αποδεκτή, άλλα
φιλοσοφικά
ανεπαρκής, καθώς
δεν
αποτελεί
κρίση
ελέγξιμη
ώς
προς
τήν
άληθευτικότητά της, και γι' αυτό δεν μπορεί νά συμμετάσχει στην παραγωγή άληθευτικοΰ λόγου ώς μία από τις προκείμενες προτάσεις ενός συμπεράσματος. *Αν ό Κοραής απέρριπτε παντελώς τον τύπο η Σμύρνη είναι μεγάλη,
αυτό θα σήμαινε πώς θα απέρριπτε συλλήβδην
τήν εμπειρική γνώση. Ή γλώσσα εκτός άπό τους γενικούς λεκτικούς δρους εμπεριέχει βέβαια και τους ατομικούς, οι όποιοι στηρίζονται
στην
κατ' αΓσθησιν αντίληψη και
διευκολύνουν σε μεγάλο βαθμό τήν καθημερινή επικοινωνία τών ανθρώπων. Άλλα δταν ή γλωσσική διατύπωση βασίζεται στην κατ' αι'σθησιν αντίληψη, δηλαδή στην άμεση παρουσία τών αντικειμένων της νόησης, διαμορφώνει μια επίγνωση τών πραγμάτων μή επαρκώς προσδιορισμένη, εφήμερη, ασαφή και προσωρινή. Ώ ς αποτέλεσμα αύτοΰ τοΰ γεγονότος, οι ατομικοί λεκτικοί δροι δεν μπορούν άπό μόνοι τους νά συστήσουν επαρκώς τή βάση μιας επιστημονικής
συλλογιστικής,
άφοΰ ή
ακρίβεια
διατύπωσης, ή
σημασιολογική
τους
σταθερότητα και ή ισχύς τους είναι περιορισμένες. Κ α τ ' αυτήν τήν εννοιαν ή διατύπωση η Σμύρνη είναι μεγάλη δεν κρίνεται ώς επαρκής, ενώ ή πρόταση η Σμύρνη είναι πόλις
μεγάλη
είναι δυνάμει μέλος κατηγορικού σχήματος, καθώς τό επίθετο διαφοράς αποδίδεται στο « Ι ο ουσιαστικον ... σημαίνει τας ουσίας, ήγουν τα αληϋως ευρισκόμενα εις την φυσιν των πραγμάτων, υποκείμενα, καταληπτά με την αι'σθησιν, ή τας ποιότητας τών υποκειμένων θεο.»ρουμένας νοητώς ώς ουσίας», Δαμαλα, Ν . Μ., ενθ' άν., τ . 6., σ. 2 6 . j
" 2 Ό Κοραής διαμορφώνει τον κανόνα πώς «τό άφηρημένον δνομα σημαίνει την ποιότητα τοΰ προσηγορικού καί
οχι τοΰ κυρίου ονόματος», αυτόθι, τ . 6., σ. 2 9 .
82
υποκείμενο μέσα από ενα αναλογικό τρόπο: το Υ δεν είναι Κ Ι , άλλα είναι Κ Ι θεωρούμενο ώς ανήκον στην τάξη των Κ (όπου Κ είναι ή πόλις).
Ή διατύπωση αυτή δίνει στην
πρόταση το χαρακτήρα μιας συλλογιστικής προκειμένης, καθώς επιτρέπει την αναλογική εμπλοκή της σε διαδικασίες επαγωγικού συλλογισμού. Μπορούμε βέβαια να θεωρήσουμε ώς βάση αυτής τής αναλογικής δυνατότητας την αριστοτελική θεώρηση τής αναλογίας, σύμφωνα με τήν οποία «κατ' άναλογίαν δε [εν έστι] οσα έχει ώς άλλο προς άλλο» 3 0 3 . Ή επιλογή της προτάσεως η Σμύρνη είναι πόλις
μεγάλη
ώς πλήρους και ορθής υποδηλώνει πώς ή απόδοση τοϋ ατομικού δντος στο είδος ή το γένος αυτού, θεωρουμένου τούτου ώς καθ' Ολου σημασιολογικού πεδίου, αποδίδει τον ουσιαστικό ορισμό με τον οποίο το ατομικό τάδε τι (ή Σμύρνη) μπορεί να κατηγορηθεί. ^Υποδηλώνει ακόμα πώς ή σήμανση ενός κυρίου ονόματος δεν είναι αφ' εαυτής πλήρης, αλλά χρειάζεται τήν άναφορικότητα τής υπαγωγής της στο γένος μιας προσηγορίας, στην «κοινή φύση των ονομάτων» 3 0 4 . Κ α τ ' αυτή τήν έννοια, ή επιλογή κατά τον Κοραή τής προτάσεως η Σμύρνη είναι πόλις μεγάλη
ώς ορθής αντιτίθεται στη άποψη τού John Locke πώς ή ονοματική
αναγωγή των ουσιών στο επίπεδο τού γένους και τής διαφοράς δεν συνιστά ικανοποιητικό τρόπο ορισμού ενός οντος 3 0 5 . Ή
λεκτική
αναγωγή τών
ατομικών ουσιών
στο
γένος
θεραπεύει, κατά τόν Κοραή, τις αδυναμίες τής διατυπώσεως και άνεξαρτητοποιεϊ
τή
σήμανση τών πραγμάτων άπό τή λεκτική μορφή στην οποία καθένα άπό αυτά εκφράζεται χωριστά, καθώς ή γλώσσα μπορεί να επιτρέπει τή συμμετοχή τής προτάσεως σε διαδικασίες επαγωγικής συλλογιστικής. Πρέπει να σημειώσουμε πώς ή διάκριση τών δύο παραπάνω προτασιακών μορφών προσιδιάζει στή διαφοροποίηση τής ενθυμηματικού τύπου ρητορικής εκφοράς τού λόγου — ή οποία
άπό
άποψη
εγκυρότητας
παράγει
αυτό
πους
σε
αριστοτελικούς
χαρακτηρίζαμε ώς γνώμη ή δόξα, ή , σε ορούς Στωικούς, κοινό νού
306
ορούς
θα
(common sense, communis
ratio) — άπό τή λογική χρήση της προτάσεως ώς κρίσης, ή όποια διευκρινίζει περαιτέρω το υποκείμενο και προσιδιάζει στην επιστημονική εμπειρίας
και
τής
γλώσσας
δεν
γνώση αυτού. Καθώς ή ιδιωτική χρήση τής
συμπεριλαμβάνεται
στο
περιεχόμενο
τής
γενικής
προσέγγισης τής γραμματικής, ή διάκριση μεταξύ τού λογικού και τού ρητορικού τρόπου εκφοράς τού λόγου υποδηλώνει επιπλέον τή διαφοροποίηση ανάμεσα στή φιλοσοφική και τή λογοτεχνική διάσταση τής γλωσσικής διατύπωσης. Ή μεν ρητορική χρήση τού λόγου είναι ενα υφός έκφρασης κοινά αποδεκτό ώς ιδιωτικό (private language), ενώ ή φιλοσοφική χρήση του αποκαλύπτει τόν κανονιστικό χαρακτήρα τών
προτάσεων
έκλαμβανόμενο
ώς
τό
303
'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Metaphysics, Loeb Gassical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1936], 1016b34-35. 304
Δαμαλα, Ν. Μ., ενθ'άν., τ. 6., σ. 29.
303
Fraser, Α. C. (έκδ.), John Locke: An Essay Concerning Human Understanding, Oxford, 1894, III. III. 10.
306
Ώ ς κοΜ3ζ νους νοείται ό στοιχειώδης νοητικός έξοπλισμοος του άνθρωπου- βλέπε Επικτήτου, AwtrpiSai, έ'νο' αν., IILVL8, και Lewis, C. S., Studies in Words, Cambridge, 1960, σ. 146.
83
μεθοδολογικό εργαλείο διαλεκτικής διερεύνησης των εννοιών είδος και γένος. Οι έννοιες αυτές δεν θεωρούνται ως καθόλου, άλλα ως οι συγκεκριμένες ιδέες των ανθρώπων περί του γένους και τοΰ είδους, κατά το πρότυπο του μετριοπαθούς ρεαλισμού πού ανευρίσκεται στο 3ο και στο 5ο βιβλίο τών σχολίων τού Πρόκλου στον πλατωνικό
Παρμενίδη307.
Ό προτασιακός τύπος στον οποίο στηρίζεται ή γραμματική ανάλυση τού Κοραή ανήκει στή μορφή ' Γ είναι Κ', και αντιστοιχεί στο σχήμα Όύσία + ποιότητα', τό οποίο και ακολουθεί τήν αριστοτελική θεώρηση τής ουσίας ως «το μή καθ' υποκειμένου άλλα καθ" ου τα άλλα κατηγορείται» 3 0 8 . Ή
διάκριση μεταξύ
ουσίας και ποιότητας
αντιστοιχεί
σε
γραμματικό επίπεδο στην πλατωνικής προελεύσεως διάκριση ανάμεσα στους ονοματικούς και τους ρηματικούς λεκτικούς τύπους 3 0 9 . Ή διμερής αυτή θεώρηση τών λεκτικών δρων, ή οποία διατηρήθηκε άπό τον
Αριστοτέλη 3 1 0
και ακολουθείται εδώ από τον
Κοραή 3 1 1 ,
στοχεύει στον πλήρη καθορισμό τού άποφαντικού λόγου στό πλαίσιο τής λογικής και τής διαλεκτικής. Ή ένταξη τού επιθέτου στην τάξη τοΰ ονόματος θεωρείται λανθασμένη και γραμματικά καταχρηστική, εξαιτίας τής αδυναμίας τής επιθετικής φύσεως να συναρτηθεί με ρήμα υποκαθιστώντας τό ουσιαστικό στή θέση τού υποκειμένου προτάσεως. Πολλά άπό τα κύρια ονόματα αναπτύσσουν τή γραμματική τους συμπεριφορά στή βάση μιας καθαρά γραμματικής λειτουργίας, τής παράγωγης.
Σύμφωνα με αυτήν άπό τα κύρια
ονόματα τών ανθρώπων δημιουργούνται τα πατρωνυμικά (π.χ. Δημητριάδης),
ενώ κατά
τρόπο αναΚσγο άπό τα προσηγορικά ονόματα τα όποια δηλώνουν τόπο ή καταγωγή
(πόλη,
επαρχία, έθνος) σχηματίζονται τα πολιωνυμικά (π.χ. 'Αλεξανδρινός) ή εθνικά (π.χ. Γραικός). Πολλοί
έπιρρηματικοί τύποι (άνω,
εσω,
ονοματικών τύπων (οίνος, εσος, εγγυτερον,
ένδον κ.ά.) θεωρούνται
εγγύς,
3ϊ2
ενδος) ,
ώς κατάλοιπα
πράγμα πού σημαίνει πώς για τον
Κοραή τό επίρρημα δεν επιδέχεται συγκριτικού βαθμού και πώς ή λογική φύση τών επιρρημάτων αυτών είναι ονοματική. Τα κύρια ονόματα είναι βέβαια ονόματα συγκεκριμένων ατομικών ουσιών. Ή άναγ(υγή μιας ατομικής ουσίας σε έ'να είδος ή γένος
εκφράζεται στή
γλώσσα
συχνά με
αντικατάσταση ενός κυρίου ονόματος άπό έ'να προσηγορικό (π.χ. βασιλεύς, αντί του Ωστόσο άλλα
307
τα αφηρημένα ονόματα δεν ανταποκρίνονται σε κάποια συνιστούν
καθαρά τεχνητές
και
μεμονωμένα
τήν
Κάδμος).
φυσική τάξη τών όντων,
αντιλαμβανόμενες
συλλήψεις
τού
Πρόκλου διαδόχου, Τά εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην επτά 6ι£λία [Cousin, ν.(έκδ,), PMonici opem, Durand
Paris,, τ. 3. 1864 (ανατύπωση Hildesheim, Olms, 1961). 308 309
'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, ένθ'άν., 102&-1029b. Πλάτωνος, Σοφιστής, [Burnet J. (έκδ.), Piatonis opera, Clarendon Press Oxford 1967, τ. 1] 261c6—262a2. 'Αριστοτέλους, Περί Ερμηνείας, ενθ' av., II & III. 'Αντίθετα, στην Ποιητική του, ό 'Αριστοτέλης προτείνει
την τετραμερή ανάλυση τοΰ λόγου σε όνομα, ρήμα, άρθρο και σύνδεσμο- η διάταξη αυτή ακολουθήθηκε τόσο από τους στωικούς, δσο και άπό τους Λατίνους γραμματικούς. 311
^
2
Δαμαλα,Ν. Μ., ενβ'άν., τ. 6., α. 4 5 . Αυτόθι, τ. 6., σ. 53.
84 ανθρώπινου νου 3 1 3 . Ή μελέτη άπα τον Κοραή της τάξεως των επιθέτων ως ρηματικού ορού φέρνει
στο
προσκήνιο
ένα
χαρακτηριστικό (ποιότητα)
διαφορετικό
θέμα,
τους
τρόπους
με
τους
οποίους
ενα
μπορεί να κατηγορηθεί στο υποκείμενο τής προτασιακής μορφής
Ύ + Κ', και κατ' επέκταση σε μία ατομική ουσία. Ή ποιότητα μπορεί να δηλώνεται: α) ανεξάρτητα άπο κάποια ατομική ουσία (χωριστόν), οπότε και εκφέρεται γραμματικά με τη μορφή αφηρημένης έννοιας (π.χ. θερμότης)' β) στην εξάρτηση της άπο κάποια ατομική ουσία, οπότε και έ'χει τή μορφή τοϋ επιθέτου (π.χ. θερμός) το όπόϊο και κατηγορείται στην ουσία αυτή" γ) στην εξάρτηση της άπο κάποια ατομική ουσία, όπου ή εξάρτηση αυτή είναι χρονικά προσδιορισμένη (time reference) και δηλώνεται με τή μορφή μιας μετοχής (π.χ. θερμαινόμενος, θερμαίνων)· αυτή ή μορφή εκφοράς της ποιότητας ακολουθεί τον τυπικό αριστοτελικό ορισμό τοΰ ρήματος ως προσσημαΐνον χρόνον*14. Ώς
πρωτογενή
επίθετα, δηλαδή ως λογικά ρηματικές φύσεις οι όποιες
ωστόσο
διατυπώνονται γραμματικά ώς ονοματικές, θε(οροϋνται άπο τον Κοραή όλοι οι μονολεκτικοί τύποι οι οποίοι μπορούν να αναλυθούν σε επιπλέον πρόταση, και συγκεκριμένα οσα ονόματα δηλώνουν: α) συγγένεια (π.χ. πατήρ, υιός), β) αρχή ή υποταγί] (π.χ. διδάσκαλος, γ) επάγγελμα, επιστήμη, τέχνη ή επιτήδευμα (π.χ. ψάλτης,
δεσπότης),
ιερεύς), δ) εθνική καταγο^γή
(π.χ. Γραικός, Ρωμαίος), ε) τα προσηγορικά ονόματα ώς προσδιοριστικά κυρίων ονομάτων (π.χ. ό διδάσκαλος Γεώργιος), στ) τά ούσιαστικοποιημένα επίθετα ελλειπτικών ονοματικών φράσεων (π.χ. ο ψιλός ενν. άνθρωπος), ζ) τά επίθετα τών οποίων ή ουσιαστικοποίηση προέκυψε άπο μεταβίβαση τοΰ τόνου {Λάμπρος, Χρίστος),
και η) τά επίθετα ουδετέρου
γένους πού επέχουν θέση αφηρημένου ονόματος (π.χ. το λευκον αντί τοΰ η λευκότης).
Ώς
απόδειξη της μή ονοματικής, και άρα ρηματικής — δηλαδή κατηγορικής — φύσεως τοΰ επιθέτου, θεωρείται άπο τον
Κοραή τό γεγονός
πώς τά επίθετα
οικειοποιούνται
το
γραμματικό γένος τών ονομάτων εκείνων τών ατομικών ουσιών, τις όποιες προσδιορίζουν, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται γραμματικά ώς τριγενή, ενώ «ή φύσις τοΰ ονόματος ... ώς επί το πλείστον δεν είναι δεκτική ειμή μόνον ενός γένους, αρσενικού, θηλυκού ή ουδετέρου» 315 . Ή έννοια τής οϊκειώσεως
ευρίσκεται εδώ σε πλήρη αρμονία με τήν διαπίστωση τοΰ
Χρυσίππου πώς «ή οΐκείωσις αΐσθησις εοικε τοΰ οικείου και άντίληψις είναι» 3 1 6 . ΙΙρόκειται για τη διαδικασία δημιουργίας και άναγνωρίσεο,ις τεχνητών σημείων δια τής εζ—οίκειώσεώς
313
«... ήγουν χωρισμένα άπο τα υποκείμενα και θεωρούμενα με μόνον τον νουν, και δχι καθώς είναι εις την φυσιν επειδή εις τήν φύσιν δεν ευρίσκονται αυτά καθ' έαυτά διότι ποτέ κανένας δέν είδε φρόνησιν χωρίς ζρρόνιμον», αυτόθι, τ. 6., σ. 29. 314
'Αριστοτέλους, Περί Ερμηνείας, ενθ'av., III. 16b6.
315
Δαμαλα Ν. Μ., ενθ'av., τ. 6., σ. 4 8 .
316
Arnim, J. von, ενθ' av., απόσπασμα 724, στίχος 4.
85 τους με οεοομενα φυσικά σημαία-*1'. Στο
πλαίσιο αυτό, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός
βαθμός των επιθέτων προκύπτει ώς φυσική συνέπεια της θεωρήσεως της ποιότητας που αποδίδεται σε μια ατομική ουσία, ώς σχέσεως ή διαφοράς. Στή συνέχεια θα παρουσιάσουμε και θα σχολιάσουμε τις θέσεις του 'Αδαμαντίου Κοραή ώς προς τους συγκατηγορηματικούς δρους της προτάσεως, και συγκεκριμένα ώς προς τις τάξεις του άρθρου και του επιρρήματος. β . Το άρθρο Στα σχετικά με τή γλώσσα και τή γραμματική κείμενα τοΰ Κοραή είναι περίεργη ή έλλειψη έστω και μίας φράσης πού να συνδέει ρητά το θεωρητικά με το πρακτικό μέρος των απόψεων του και να δίνει μια αιτιολόγηση για τήν επιλογή των γραμματικών τάξεων τις όποιες αναλύει. Πράγματι ό Κοραής δεν αναφέρει αυτό πού φαίνεται να πρεσβεύει: πώς ή διεξαγωγή τής εξέτασης των συγκατηγορηματικών δρων ώς καθολικών στοιχείων
τής
προτασιακής συλλογιστικής και τής γλώσσας απορρέει, παρά τις γλωσσικές διαφορές τών ανθρώπων, από τόν ενιαίο χαρακτήρα τών γλωσσών. Αυτό αδρά μόνο ι'σως διαφαίνεται, δταν, υπαινισσόμενος τήν διατήρηση κάποιων σημασιολογικών ειδών, σημειώνει πώς «και εις τάς τελειώσεις και εις τάς διαστροφάς τών γλωσσών, τα έ'θνη έφύλαξαν εις πολλά έ'να τύπον τόν αυτόν, καθώς και εις τήν τελείωσιν ή εις τήν φθοράν τού λοιπού πολιτισμού των» 3 1 8 . Πράγματι, ενώ ορθά επικαλείται τή δυσχέρεια πού προκαλεί κατά τήν πρόσκτηση τής γραμματικής γνώσης ή μορφή τής διατύπωσης τών εγχειριδίων, ό όγκος τής γραμματικής ύλης και ή διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση κατά τήν παρουσίαση τών γραμματικών φαινομένων, ό Κοραής διαπράττει τό σφάλμα να θεωρεί τήν αρχαία και τήν καθομιλουμένη ώς καθ' όλα διακριτές καϊ ξένες μεταξύ τους γλώσσες, νά παραλληλίζει τή γραμματική μελέτη
τής
αρχαίας με
τή
σπουδή ξένης
γλώσσας
και νά φέρει
ώς παράδειγμα
σχολαστικισμού τή γραμματική λειτουργία τού άρθρου. Ό
Άδ.
Κοραής
δεν
επισημαίνει
ώς
ουσιαστική
τή
διαφορά
μεταξύ
τών
319
κατηγορηματικών και τών συγκατηγορηματικών δρων . Στην περίπτωση μάλιστα τών τελευταίων τα επιχειρήματα του είναι μάλλον ισχνά, καθώς χαρακτηρίζει τό άρθρο ώς Ή θεώρηση αυτή, γνωστή σήμερα ώς familiarity theory, συνδέεται με τήν αναλογική διάσταση τήν οποία επεσήμανε, όπως είδαμε, ό Condülac όσον άφορα στή μελέτη του άρθρου, ή προσέγγιση αυτή αναπτύχθηκε κατά τον 17ο αΙώνα άπο τον John Wilkins [Wilkins, J., An Essay towards a Real Character and a Philosophical Language, London 1668.] και ήταν δημοφιλής κατά τον 18ο και τον 19ο αίώνα:βλέπε το άρθρο Joly, Andr., The Study of tie Article in England from Wallis to Horn Tooke, 1653-1789, στη μελέτη Aarsleff, H., L. G. Kelly & E J . Niederehe (έκδ.), Papers in the Ehstory of Linguistics, Studies in the History of the Language Sciences, J. Benjamin, Anisterdam-Philadelphia, 1987, τ. 18], ενώ στη σύγχρονη εποχή ακολουθήθηκε άπο τον Bertrand Russell και τή θεοιρία της μοναδικότητας (uniqueness theory) [Russell, Β., On Denoting, Mind 14, 1905 σσ. 479-493]. 318 Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α ' σ. 464. Παράδειγμα μιας άμεσα συγκατιηγορηματικής λειτουργίας τοϋ άρθρου είναι ή σημασιολογική μετατροπή προσηγορικών ονομάτων σε κύριες σημασίες· π.χ. ο Φιλόσοφος αντί τοϋ ό 'Αριστοτέλης.
86 επουσιώδες μέρος του λόγου 3 2 0 και στηρίζει αυτή τή θέση του σε κριτήρια χρηστικά, ποσοτικά, και στο πόσο συχνή, άρα και απαραίτητη κατ' αυτόν, φαίνεται να είναι ή χρήση του αρσρου τόσο σε κάποιες γλώσσες^ 1 οσο και στα ομηρικά κείμενα, r i περίπτωση οε&αια τοΰ ομηρικού κειμένου πρέπει στην πραγματικότητα να εξαιρεθεί άπα μία κανονιστική εξέταση της γραμματικής λειτουργίας τοΰ άρθρου, καθώς ό ομηρικός λόγος είναι ποιητικός, άρα μη κανονιστικός τοΰ τρόπου
γραφής και ομιλίας μας. Ή παρατήρηση του για τόν
επουσιώδη χαρακτήρα τοΰ άρθρου, στενά γραμματική, άντισυντακτική και εξωλογική, δεν ευσταθεί στην περίπτωση τοΰ προτακτικού άρθρου, αν λάβουμε υπ' δψιν τις ακόλουθες παραμέτρους: α) τήν ικανότητα γενικής χρήσης τοΰ όριστικοΰ τύπου, καθώς αυτό μπορεί να καθορίζει ως διακριτή μια τάξη γένους, είτε κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό (π.χ. ό άνθρωπος), είτε προσδιορίζοντας μία κατηγορία συμπεριληπτικά (π.χ.
τους
στρατιώτας) · β) τή δυνατότητα τοΰ άρθρου να υποδεικνύει ως συνοδευτικό τών αριθμητικών σχέσεις δλου-μέρους, (π.χ. υπισχνεΐται
δώσειν τρία. ημιδαρεικα
τοΰ μηνός
τω
στρατιώτη)' γ)
τή
δυνατότητα
κατηγορηματικής
του
σχέσης
να (να
διακρίνει διακρίνει
μεταξύ δηλαδή
σταθερής τόν
και
επιθετικό
επικαιρικής από
τόν
κατηγορηματικό προσδιορισμό), και δ) τήν δυναμική ουσιαστικοποίησης από το άρθρο άλλων μερών τοΰ λόγου, όπως τοΰ επιθέτου, τής μετοχής, τοΰ απαρεμφάτου, τοΰ επιρρήματος, άλλα και τών εμπρόθετων προσδιορισμών (π.χ. οι εν τη αγορά), και τών πλαγίων πτώσεων (π,χ, τα τών
στρατιωτών).
Ό Κοραής αντιτίθεται στή θεώρηση τής αναφορικής αντωνυμίας ος, η, ο ως είδος άρθρου, θεώρηση προερχόμενη από τή γραμματική τοΰ Διονυσίου τοΰ Θρακός και κυρίαρχη στη γραμματική παράδοση τοΰ Θεοδώρου Γ α ζ ή 3 2 2 . Ό άρθρων τόσο τα άκλιτα προτακτικά
τών
Θράξ περιέλαβε
στην τάξη τών
όνομάτο^ν 6, ή, το, οσο και τήν αναφορική
άντο^νυμία ος, η, ο, θεωρώντας αυτήν άρθρο υποτακτικό
— εισαγωγική, δηλαδή, λέξη, πού
υποτάσσει τήν δευτερεύουσα πρόταση στο όνομα από τό όποΐο αυτή εξαρτάται. Βέβαια, έκτος από τήν οριζόντια κατάταξη τών λέξεων σε μέρη τοΰ λόγου με βάση τήν κύρια λειτουργία τους σ' αυτόν, στην παράδοση τής γραμματικής τοΰ Θρακός αναγνωρίζονταν και μ.ια δεύτερη, κάθετη κατηγοριοποίηση τών μερών τοΰ λόγου με γνώμονα τή μορφολογική 320
Κοραή, 'Ai., ενθ'άν., τ. α', σ. 74-77.
3-1
Προφανώς ο Κοραής έχει κατά νου τα λατινικά· παράβαλε στο θέμια αυτό και τή γνώμη του Quintilianus: «noster sermo articulos non desiderat; ideoque in alias paries orationes fraguntur» QuintiKwi: Insltiutionis Oratoriae [Goold, G. P. (έκδ.), The Institutio Oratona. of Quintilian, Loeb Qassical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1921, 1.4.19. 322
βλέπε και Γαζή, θεοδ., Γραμματικής Εισαγωγής Βι6λία δ': α' βιβλίο: Περί "Αρθρου.
87
τους
συμπεριφορά.
Αυτές
κατηγορίες
ol
μορφολογικών
ταυτίζονται έ'ως ε να βαθμό με τα συμ6εοηχότα
χαρακτηριστικών
της αριστοτελικής λογικής
τους, όπως είναι φυσικό, ποικίλει ανα μέρος του λογου-1^4.
323
(παρεπόμενα) και ο αριθμός
υταν ο Ινοραης αναφέρει πως «το
άρθρο έχει κοινόν με την ύπέρθεσιν (δηλ. τον υπερθετικά βαθμό τών επιθέτων) να σημαίνη διαστολήν
και διάκρισιν» 325 ,
αποσκοπεί στη
στεγανοποίηση
τής
λειτουργικής
διαφοράς
μεταξύ του άρθρου και τής αντωνυμίας και στην οριοθέτηση τών δύο αυτών μερών του λόγου. Ή καθ' όλα αποδεκτή μετάθεση του τύπου ος, ή', # 2 6 στην τάξη τής αντωνυμίας σχετίζεται
με τήν σημασιολογική
εξέλιξη
από τον
δια δείξεως
αναφορική διατύπωση, στο λόγο δηλαδή πού είναι εμπλουτισμένος
λόγο 3 2 7
στη
σύνθετη
με υποτακτικές σχέσεις.
Πρόκειται για τή μετάβαση από φραστικούς τύπους τής μορφής ecce homo ή Θούριου ήδ" ίστορίης άπόδειξις, τών οποίων τύπων ό δομικός λόγος στερείται
Ηροδότου
υποτακτικών
συνδέσμων στο περιοδικό υφός τοϋ λόγου, στη λεκτική δηλαδή περίοδο, οπού τό έ'να μέρος της υποτάσσεται σε κάποιο άλλο και όλα μαζί αναφέρονται σε μια κύρια ?δέα. Ή
εξέλιξη
αυτή είναι στην πραγματικότητα μετάβαση άπό τήν αξιωματική εκφορά τοΰ λόγου
στή
λογική, αναλυτική διατύπωση. Στο πλαίσιο τής φιλολογικής της θεώρησης, ή γραμματική αυτή εξέλιξη
συνίσταται
στή
μετατροπή
τής
παρατακτικής σχέσης
τών
ασύνδετων
σχημάτων τοϋ λόγου σε σχήματα υπόταξης, στα οποία τό κύριο μέρος φαίνεται να συνθλίβει τή ζωτικότητα τών (προηγουμένως παραθέσεων και τώρα) οργανικών μερών τοϋ λόγου 3 2 8 . Πρόκειται για τή διάκριση μεταξύ τής ειρημενης και τής κατεστραμμένης είχε έπεσημάνει ο Αριστοτέλης 323
329
λέξεως, τήν οποία
. Ά π ό φιλοσοφική ωστόσο άποψη ή διάκριση μεταξύ τών
Παράβολε 'Αριστοτέλους, Περί Σοφιστικών έλεγχων [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: On Sophistical
Refutations, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1955], 168b2831,
Τοπικά [: Goold, G. P. (έκδ.), Aristotle: Topica, Loeb Classical Library, Harvard University Press,
Cambridge/Massachusetts και London 1960], 117b7, 128a38 και 131a27- στή λατινική γραμματική θεωρία αποδόθηκαν με τον όρο accidentia. JiH
Ια παρεπόμενα π.χ. της αντωνυμίας είναι εςι (.το πρόσωπο, το γένος, ο αριθμός, η πτώση, το σχήμα, και το
είδος), ενώ τοϋ άρθρου τρία(τό γένος, δ αριθμός και ή πτώση). 325
Κοραή, Άδ., ενο'άν., τ . α ', σ. 76.
326 r Q Θεόδωρος Γαζής συμπεριλαμβάνει τον τύπο αυτόν τόσο στα άρθρα, οσο και στις αντωνυμίες, και υπό αυτή την έννοια ot θέσεις του στο ζήτημα αυτό συνιστούν έναν ενδιάμεσο σταθμό στην εξέλιξη τής γραμματικής θεωρίας. 327
'Αρχικά, το άρθρο της αρχαίας συναντάται στην δεικτική άντωνυμική χρήση του' τέτοια είναι ή χρήση του
κυρίως στο ομηρικό κείμενο- π.χ. «τήν δ' εγώ ου λύσοί»-Όμήρου, Ίλιάς,[Allen Τ. \ν.(έκδ.), Homeri Bias, Clarendon Press, Oxford 1931] α', 29. Σημειωτέον, πώς στην αρχαία ελληνική δεν υφίσταται δ τύπος τοϋ αορίστου άρθρου, άλλα ή αόριστη σχέση εκφράζονταν με τήν έλλειψη τοϋ οριστικού άρθρου. 328
Βλέπε σχετικά, Μανδηλαρά, Βασ., Ή Δομή της 'Αρχαίας 'Ελληνικής Γλώσσας, 'Αθήνα 1993, σ. 181.
329
: «Τήν δε λέξιν ανάγκη «vas ή εϊρομένην και τω συνδέσμω μίαν, ... ή κατεστραμμένην ... λέγω δε είρομένην,
η ουδέν έχει τέλος καθ' αυτήν, αν μή τό πράγμα λεγόμενον τελειωθη. εστί δέ αηδές δια τό άπειρον ...ή μεν ουν ειρομένη της λέξεως έστιν ήδε, κατεστραμμένη δε ή έν περιόδοις· λέγω δέ περίοδον λέξιν έχουσα αρχήν και τελευτήν αυτήν καθ' αυτήν και μέγεθος εύσύνοπτον. ηδεία δ' ή τοιαύτη και εύμαθής, ηδεία μεν δια τω έναντίως
88
δύο σχημάτων εκφοράς λόγου, δηλαδή μεταξύ της δείξεως και της αναφοράς, αντιστοιχεί γνωσιολογικά στή δυναμική διαφοροποίηση μεταξύ πρώτης και δευτέρας
δείξεως, καθώς ή
0
αναφορά είναι στην πραγματικότητα έμμεση οειςη'" . H οιαφοροποιηση αυτή, της οποίας και τα δύο μέλη εμπεριέχονται στή νομοθετική
(δηλαδή στην κατά συνθήκη, οχι στην κατά
φύση) σχέση σημαίνοντος-σημαινομένου, είναι στην πραγματικότητα διάκριση ανάμεσα στον κατ' άισθησιν δεικτικό ορισμό μιας έννοιας (με κύριο χαρακτηριστικό της ταχύτητα ορισμού" πρβλ. το ασύνδετο σχήμα 'ήλθον, ειδον, ένίκησα')
331
δείξης
και στον αναλυτικό
προσδιορισμό αυτής, ανάμεσα στην παράθεση των γνωρισμάτων μιας έννοιας απόλυτα στή
μέσω υποτακτικών
γνωρισμάτων τ η ς
332
συνδέσεων
επιδιοριστική
απόδοση τών
τήν και
σχετικών—αναφορικών
, με σκοπό αυτή να κατασταθεί σαφής και ευκρινής.
r> f β 3 . mΙ>ο επίρρημα
Στή συνέχεια, θά προβούμε σε μία κωδικοποίηση τών παρατηρήσεων τοΰ Κοραή πού σχετίζονται με τήν επιρρηματική λειτουργία, με σκοπό να καταδείξουμε σε πλήρη έκταση τή λειτουργικότητα της ετυμολογικής και τής αναλογικής αναλύσεως τής γλώσσας. Ώ ς προς τήν επιρρηματική λειτουργία, ό Κοραής αντιτίθεται στην μετατόπιση ορισμένων
τύπων
(άνευ, πλην, άτερ, πάρεξ, χωρίς, δίχα, κ.ά.) από τήν τάξη τών προθέσεων σε αυτή τών επιρρημάτων. Πιστεύει μάλιστα πώς πιθανώς αυτό συνέβη είτε για λόγους σημασιολογικής αντιδιαστολής κάποιων τύπων (δπως οι τύποι εις και εζ), είτε επειδή ορισμένες φορές κάποιες
προθέσεις
λαμβάνονται στο λόγο
έπιρρηματικά 3 3 3 . Όρθά επισημαίνει
πώς
ή
σημασιολογική αντίθεση τών λέξεων δεν αποτελεί κριτήριο κατάταξης τους σέ διαφορετικά μέρη τοΰ λόγου 3 3 4 . "Οπως παρατηρεί ό Γδιος, «τό επίρρημα περιέχει οχι μόνον προθέσεις, ... άλλα και άλλα διάφορα μέρη τοΰ λόγου, και ... λόγους ολόκληρους, ήγουν προτάσεις συγκειμένας εξ υποκειμένου και κατηγορουμένου. Είναι άραγε αύτη ή αιτία, δια τήν οποίαν οι Στωικοί ώνόμασαν το επίρρημα Ιΐανοεκτην; Δεν ηρκει τούτο'
άλλα και η οιαιρεσις αυτού εις ειοη
έγινεν τόσον άτέχνως, ώστε ήνώθησαν εις εν είδος επιρρήματα παντός ε'ι'δους, και
εχειν τώ άπεράντω, και δτι άεί τι οιεται εχειν δ ακροατής [και] πεπεράνθαι τι αύτώ' ... εύμαθής δε, δτι εύμνημόνευτος- 'Αριστοτέλους, Τέχνη ρητορική [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Art of Rhetoric, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926], 1409a31-I409b6. 330
Για τήν ψυχολογική διάσταση της δείξεως και της αναφοράς, βλέπε Cornish, Fr., Anaphora, Discourse, and Understanding: enidence from French and English, Clarendon Press, Oxford 1999.
331
Παπανούτσου, Ευ., Αογοαη, 'Αθήνα 1985, σ. 3 3 .
332
Βεικου θ . , Λογική, Αθήνα 1932, σ.43.
333
Κοραή, 'AS., ενθ'άν., τ. α', α. 90.
"Αλλωστε, τούτο Θα σήμαινε πώς τα επίθετα π.χ. ψηλος/κοντος θα έπρεπε να ανήκουν σέ διαφορετική γραμματική τάξη.
89
διηρέθησαν
εις διάφορα, πολλά
ταυτοειδή επιρρήματα. Εις
ολίγα
λόγια,
ό
Πανδέκτης ούτος είναι αληθινή Κόπρος του Αυγείου, τήν οποίαν να καθαρίση δεν έξαρκεΐ ενός μόνον Ηρακλέους δόναμις» 335 . Επανακαθορίζοντας τήν συντακτική έπιρρηματική λειτουργία, ό Κοραής εξαντλεί τις δυνατότητες πού του προσφέρει ή σημασιολογική ανάλυση, ανάγει τα επιρρήματα και τις έπιρρηματικές εκφράσεις στις άπλες λεκτικές επιρρήματος εκείνους
τους
έπιρρηματικούς
μονάδες και αποκλείει άπό τήν τάξη τοΰ τύπους, οι όποιοι
κατά
τή
σύνταξη
δεν
συνάπτονται με ρήματα ή μετοχές. Οι τύποι τους οποίους αποκλείει άπό τή τάξη τοΰ επιρρήματος είναι τα επιφωνήματα, οι διασαφητικοι τύποι, οι σύνδεσμοι
και οι λογικά
πλήρεις άλλα γραμματικά ελλείπεις προτάσεις, όπως ή πρόταση δήλα δή εστί τά Καθώς
ή γραμματική
τάξη
τοΰ
επιρρήματος
επαναπροσδιορίζεται
με
λεγόμενα.
γνώμονα
τήν
άναγωγιμότητα των λεκτικών τύπων στις βασικές έπιρρηματικές σχέσεις, ή διόρθωσις της γλώσσας
τήν οποία προτείνει
συνίσταται στην επαναφορά τών γραμματικών και των
συντακτικών σχέσεων στις βασικές κατηγορίες και λειτουργίες τοΰ λόγου. Σύμφωνα με τον Κοραή ο γραμματικός τύπος ενίοτε
δέν θεωρείται έπιρρηματικός, διότι εμπεριέχει
δύο
γραμματικές φύσεις, αυτές τοΰ ρήματος και τοΰ συνδέσμου, τών οποίων ή συγχώνευση σέ μία κρίνεται ώς αδόκιμη. Αυτό καθίσταται εμφανές, όταν αναλυθεί στην καθ' υπόταξη σύνδεση τών τύπων ενι και οτε, κατ' αναλογία, της ανάλυσης τοΰ ενιοι στους τύπους ενεστι
και οι.
Τά ρηματικά επίθετα σέ -τέος δέν έχουν έπιρρηματική χροιά, διότι είναι τύποι μεταβλητοί κατά πτώση, αριθμό, και γένος — στοιχεία πού είναι ασύμβατα μέ τήν έπιρρηματική φύση. Κατά τον Κοραή, ή αρχική, πρωτότυπη, άρα και δόκιμη, σύνταξη των ρηματικών επιθέτων είναι αυτή τοΰ τύπου 'ρηματικό επίθετο + ονομαστική' (π.χ. άναγνωστεα τύπος
'ρηματικό
επίθετο
+
αιτιατική'
(π.χ.
άναγνωστεα,
ή επιστολή),
-τεον
την
ενώ ό
επιστολήν)
καταχρηστικά λαμβάνεται ώς έπιρρηματικός, δια της προσομοιώσεως της ονομαστικής μέ τήν αιτιατική πτώση τών ουδετέρων ονομάτων. Οι τύποι της αρχαίας μικρού, ολίγου, ομού, άλλαχοϋ-^άλλαχή, παντού
ενιαχοΰ-ενιαχή,
και άλλου της
ετυμολογική
πανταχού—πανταχή,
κοινής, έχουν
ποΰ—πή—πω, άλλα και οί τύποι
όχι έπιρρηματική, άλλα
ονοματική
απόδειξη της ονοματικής τους φύσης θεωρείται άπό τον
ονομαστική τοΰ τύπου όμοϋ, πού εντοπίζεται στο ομηρικό κείμενο καταλήξεις τών τύπων άλλαχή,
ενιαχή,
336
φύση.
Κοραή τόσο
Ώς ή
όσο και οι πτωτικές
πανταχ-η και πή. Οι τύποι μικρού
και
ολίγου,
σημασιολογικά ισοδύναμοι αντίστοιχα μέ τους εμπρόθετους προσδιορισμούς παρά μικρόν και παρ' ολίγον, θεωρείται πώς προέκυψαν άπό τή σύνθεση τών αντίστοιχων επιθέτων μέ τή γενική πτώση τής αντωνυμίας ος, η, or ή τελευταία, στην περίπτωση αυτή, άπέβαλε τήν
335
Κοραή, Ά«., ενθ' «v., τ. α ', σ. 9 1 .
336
«ου γαρ πάντων ήεν όμος θρόος, ούδ' ία γήρυς», Όμηρου, Τλίάς, ενθ'άν., δ', 437.
90
αναφορική της λειτουργία και οικειοποιήθηκε τή σημασιολογία του τοπικού επιρρήματος θεωρείται δε πώς εκφράζει έννοια χώρου. Ή
αναλογική προσσέγγιση
υποστηρίζεται
άπδ τον
Κοραή
στή
δημιουργία
των
επιρρημάτων άπο τους αρχικούς ονοματικούς τύπους των επιθέτων. "Ετσι, σε συμφωνία προς τον εξελικτικό τύπο 'δμδς => ομοίως' δημιουργείται αναλογικά δ τύπος ' [ π δ ς ] 3 3 7 => ποιος' (!). Κ α τ ' αναλογία προς τον εξελικτικό τύπο 'άλλος => άλλοϊος => άλλου' εξελίχθηκε και δ τύπος 'παντός => παντοίος => παντού'. 'Ανάλογα
δε προς τον εξελικτικό
τύπο
'πολλάκις => πολαχώς => πολλαχοϋ' πιστεύεται πώς εξελίχθηκε και δ τύπος 'πλεονάκις => πλεοναχώς => [πλεοναχοϋ] '. Ή αναλογική σχέση κατά τήν παραγωγική διαδικασία των περισσοτέρων λεκτικών τύπων μπορεί να οργανωθεί σχηματικά ως ακολούθως:
ΑΡΧ. ΤΎΠΟΙ
ΠΑΡΑΓ. ΕΠΙΘΕΤΑ ο άμος:
αμα
6 ομάδος:
δ δμός:
ομοίως
ο δμός:
δμοϋ
[ή όμ,ή]:
δμά:
ΠΑΡ. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
ΠΑΡ. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
ή ομάς
το όμον:
το δμάδί(ο-ν)
Επιπλέον αναλογικοί θεωρούνται οί τύποι ό/τό γάμος, ό/τό σκότος καί ό/τό θρήνος. Ό τύπος της δοτικής γαμαϊ θεωρείται άπο τον Κοραή πώς δημιουργήθηκε άπδ τον άρχικδ τύπο τής δοτικής χάμη, κατ' αναλογία της καταχρηστικής χρήσης άπδ τήν αρχαία ελληνική τής δοτικής μόναί αντί τοΰ τύπου μόν^. Σχετικά με τήν επιρρηματική χρήση τών πλαγίων πτώσεων, ώς αρχικές μορφές τών λεκτικών τύπων χάμο καί χάμου τής καθομιλουμένης θεωρούνται
αντίστοιχα
ή
δοτική
χάμη/χαμη
καί
χαμού
τοΰ
ονόματος
ό/τό
χάμος.
Καταχρηστικά έπιρρηματικοί θεωρούνται οί τύποι τής αιτιατικής τού ενικού καί τού πληθυντικού τών επιθέτων ολίγον, &ραχύ, πολύ, πλέον, κρεϊσσον, ησσον, μικρόν, μέγα, μεϊον, πρώτον, πρότερον, ύστερον, τελευταΐον, συγκριτικού
πλησίον, εναντίον, οίον καί όσον, αλλά καί τού
καί υπερθετικού ^aQ[ioü αυτών
(τάχιστα,
βράχιστα),
καταχρηστικής έπιρρηματικής χρήσης τού ουσιαστικού
κατ' αναλογία
τής
αντί τού επιρρήματος
φεύματα
ψευδώς. "Οπως
παρατηρούμε,
ή
ετυμολογική
συσχέτιση
επιστρατεύονται με σκοπδ τή διάκριση τών λεκτικών καταχρηστικούς.
αναλογική
\μ.%ο?>ος
τύπων σε νομιμοποιημένους καί
καί φιλοσοφικοί, ενώ οί καταχρηστικοί τύποι, οί δποΐοι προφανώς θα
πρέπει να ακυρωθούν, ονομάζονται ατελείς.
337
ή
Οί τύποι πού νομιμοποιούνται άπο αυτές τις διαδικασίας ελέγχου καλούνται
απδ τδν Κοραή εντελείς ατελών
καί
Ή ανάγκη διακρίσεως μεταξύ εντελών
καί
συγκατηγορηματικών δ'ρων προέκυψε κατά τδν Κοραή άπδ τήν πολυσημαντότητα
Έντος των αγκυλών [ ] σημειώνουμε όσους τύπους δεν συναντώνται στα κείμενα, άλλα επινοούνται άπο
τον Κοραή με την αναλογική μέθοδο.
91
τής τάξεως των μορίων 338 . Παράδειγμα εντελούς
χρήσεως θεωρείται δ τύπος κατά χαμού —
ανάλογος τού τύπου κατά γης, και τοϋ τύπου κατάχαμα
— δ'πως και δ τύπος κατά
τον χρόνον — ανάλογος των τύπων κατά πάντα και πάντοτε.
Οι μή εντελείς
πάντα
χρήσεις των
γραμματικών τύπων χαρακτηρίζονται ως άντ^λοσοιρίκες. Ή καταχρηστικά έπιρρηματική χρήση των ονοματικών τύπων, τόσο στη δημώδη οσο και στην αρχαία ελληνική, θεωρείται ως ή βασικότερη μορφή άντιφιλοσοφικής χρήσης της γλώσσας. Ώ ς παραδείγματα αυτής της κατάχρησης φέρονται για τήν αρχαία ελληνική ή άνευ προθέσεως χρήση τύπων
όπως οι
άκμήν, δίκην, δωρεάν, πέραν, προίκα, χάριν, ακόμη, μακράν. Άπα αυτούς δ τύπος μακράν θεωρείται ατελής, επειδή στερείται κατά τήν εκφορά τόσο κάποιας προθέσεως (όπως οί εις, κατά,
προς, δια), οσο και τοϋ κύριου ονοματικού τύπου (δδόν, διάστασιν), στον
δποΐο
αναφέρεται. Ό τύπος πέραν θεωρείται με τη σειρά του ώς έπιρρηματική κατάχρηση τοΰ θηλυκού ουσιαστικού ή πέρα?39.
"Ομοια, δ τύπος άκμήν, πού υποκαθιστά στο λόγο τήν
έπιρρηματική σημασία τοϋ ετί, θεωρείται ατελής και χρησιμοποιείται αντί τής 340
μορφής κ α τ ' άκμήν .
εντελούς
Ό τύπος λ/αν λαμβάνεται ώς ατελές επίρρημα κατ' αναλογία τού
ayav, τού δποίου δ ονοματικός χαρακτήρας ταυτίζεται με τήν αιτιατική τοΰ δ(υρικοΰ ονοματικού τύπου ή ^•ΤΓρ
τ ο
^ ο π ο ' ο υ εντελής τύπος θεωρείται δ εμπρόθετος κ α τ ' «yav ή εις
άγαν. Το δνομα ή άγη θεωρείται δτι προκύπτει κατ' άναλογίαν προς τους τύπους 'ή άδη => το αδος', 'ή βλάβη => το βλάβος', 'ή μάθη => το μάθος', η νάπη => το νάπος', 'ή πάθη => το πάθος'. Κ α τ ' άναλογίαν προς το παραγωγικό σχήμα 'αιθρία => αιθρη' θεωρούνται πώς σχηματίστηκαν οί τύποι 'κακία => κάκη', '[ή ματία] => [ή μάτη] => μάτην'. Ό τύπος '[ή μάτη] => μάταιος' προκύπτει αναλογικά προς τα σχήματα παραγωγής 'ή ακμή => ακμαίος', 'ή δίκη => δίκαιος', 'ή άδη => άδαιος'. 'Αναλογικά τής καταχρηστικής μορφής πιστεύεται
πώς δημιουργήθηκαν και οί τύποι
διόλου, είσάπαν,
εξίσης,
επίσης,
εισμάτην κατά,
καταρχάς, κατόπιν, πάραυτα, πάραυτα, παραχρήμα και κατόπιν. 'Αποτέλεσμα της σύγχυσης κατά τδν τονισμό θεωρεΤται πώς είναι και ή έπιρρηματική χρήση τύπων όπως οί επέκεινα
επίπαν,
και εκποδών. Το παραγο^γικό σχήμα τού ονόματος ή ακμή είναι το σχήμα 'άκόω
338
«'Επειδή τά ελληνικά μόρια, είναι πολυσήμαντα (!), δεν είναι παράδοξον εάν το παρά τάλλα πολυσημαντότερον ώς, είχε και τήν ση|χασίαν τοϋ ε«', ή είθε, ή τοΰ ώφελλον εύκτικοϋ, με το όποιον παραλλήλως το συντάσσειν ό Όμηρος: "ώς πριν ώφελλον όλέσθαι"[: Όμηρου, ΎΚιάς, ε'νθ' αν., ω ' , 764]. ... οσάκις δεν εξευρομεν τον ακριβή των πραγμάτων ή προσο^πο/ν αριθμόν, μεταχειριζόμεθα το εν ή το άλλο μόριον»· Κοραή, Άδ., έ'νθ'άν., τ. α ' , σ . 4 5 2 - 5 3 . Το ουσιαστικό αυτό συναντάται σε πολλά σημεία τοΰ κειμένου των τραγωδιών τοϋ Αισχύλου-, όπως π.χ. στη φράση «Χαλκίδος πέραι» [Mette, Η. J. (έκδ.), Die Fragmente der Tragödien des Aischylos, Akademie—Vertag, Berlin 1959, 8A. 55,9]. " «το εντελές του είναι κατ ακμην, και η σημασία του ελαοε την αρχήν εκ τούτου, οτι οσα οεν επερασαν, οεν επαρήκμασαν, επομένως είναι εις τήν άκμήν αυτών, το οποίον θέλει νά εΓπη οτι είναι έτι ή γίνονται»- τ. Α', σ. 101. « Ή άγνοια της γενέσεως τών τοιούτων επιρρημάτων είναι το αίτιον της διαφόρου γραφής αυτών»' Κοραή, Άδ., έ'νθ'άν., τ. α', σ. 9 8 .
92
(δηλαδή, οξύνω) => [ή άκώμη] (: ή ακμή) => ακόμη και άκώμη'. Ή παραγωγή τού τύπου άκώμη
άπο τον
τύπο άκόω προκύπτει κατ' αναλογία προς τα
σχήματα
'βρόω =>
βρώμη','γνόω => γνώμη', 'ρόω => ρώμη' και 'τρόω => τρώμη'. β . Ή συνδεσμική λειτουργία Ή
κωδικοποίηση
των
γραμματικών
παρατηρήσεων
του
'Αδαμαντίου
Κοραή
ολοκληρώνεται στην ενότητα αυτή με τή συγκέντρωση τών στοιχείων πού αφορούν τη λειτουργία τών συνδέσμων. Οι λεγόμενοι παραπληρωματικοί
σύνδεσμοι — δηλαδή οι τύποι δη, πού, τοί, δητα,
πέρ,
πώ, μην, ουν, γέ — πού σήμερα όνομάζου|χε εμφατικά μόρια καί πού συνιστούσαν το βασικό κορμό της αρχαϊστικής γραμματικής τάξεως τών μορίων, δεν μπορούν σύμφωνα με τή γνώμη τού Κοραή να θεωρηθούν ώς συνδετικοί, γιατί ή παραπληρωματική λειτουργία τους, δηλαδή ή εμφατική, ώς εκ τού χαρακτήρα της δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί ώς μία από τις βασικές σημασίες πού εμπλέκονται στή σύνθεση προτασιακού λόγου: «φωναί ασήμαντοι, ήγουν αϊ όποϊαι είναι καί δεν είναι ένταυτώ σημεία τών εννοιών, ... [καί αί όποΐαι δεν έχουν] δύναμιν καί σημασίαν ιδίαν» 3 4 1 . Στην
δήλωση
αυτή τού Κοραή τα παραπληρώματα
συμπίπτουν μεταξύ τους ώς προς τήν εμφατική τους δράση, διαφοροποιούνται ωστόσο ώς ιζρος το σημαινόμενο τους. Επιπλέον, ώς δύναμις δηλώνεται ή αφ' εαυτού δυνατότητα ορισμένων λεκτικών
τύπων να σχηματίζουν σημασιολογικές
τάξεις (μέρη τού λόγου ή
υποκατηγορίες αυτών) με βάση τή σημασία τους. Ή δύναμις αυτή δεν είναι άλλη από τήν ιδίαν δύναμιν πού ό Άπολώνιος
ό Αύσ'αο'λος αναγνώριζε στους συναπτικούς καί τους
διαζευκτικούς συνδέσμους ώς ικανότητα συγκρότησης — με κριτήριο τήν αφ' εαυτού, μόνιμη καί σταθερή σημασιολογία τους — τών κατηγοριών αντίστοιχα τής σύζευξης 342
διάζευξης, υποτάξεων καί τών δύο τής ευρύτερης τάξεως του συνδέσμου .
καί τής
Κ α τ ' αυτόν τόν
τρόπον ή σημασιολογική λειτουργία τών συναπτικών καί τών διαζευκτικών αναγνωρίστηκε ως ενιαία κατά τάξη: ή συνάφεια, γι' αυτούς πού συνάπτουν μια πρόταση στό συμπέρασμα ενός συλλογισμού ώς προκειμένη του, ή διάζευξη για τους διαζευκτικούς. Μέ γνώμονα τόν εμφατικό χαρακτήρα τής λειτουργίας τους οι παραπληρωματικοί διακρίθηκαν από τα άλλα είδη τών συνδέσμων πριν από τήν εποχή τού Άπολλο^νίου τού Δύσκολου: ομαδοποιήθηκαν σε μια
ενιαία
(πλεονάσματα), 341 342
τάξη
ώς
συμπληρώματα
τής
έκφρασης,
καλλωπιστικής
κυρίως
υφής
καί αποδεσμεύθηκαν κατ' αυτόν τόν τρόπο από τό είδος τής σημασίας τους.
Αυτόθι, σ. 108-9.
«"Οτι δε καί έπ' άλλων μερών λόγου μερική διαφωνίχ αιτία γίνεται του εις κοινόν όνομα, άνάγεσοαι τήν θέσιν, σαφές εστί και εξ αυτών τών συνδέσμων, οι μεν γαρ άλλοι απ' ίδιας δυνάμεως άναδεχόμενοι τήν θέσιν εσχον τών ονομάτων, άπο τοΰ εν συνάφεια τους λόγους έπάγειν συναπτικοί, ή άπο του διαζευγνύειν διαζευκτικοί, καί άπαντες οι υπόλοιποι' ά' γε μην καλούμενοι παραπληρωματικοί ουκ άπο τοΰ δηλουμένου τήν θέσιν εσχον», 'Απολλώνιου τοΰ Δύσκολου, 77ερι Συντάξεως [lIWig, G. (έκδ.), ApoIIonii Dyscoli Quae Supesimt, Teubner, Leipzig 1910] III.266b5.
93
Ό 'Απολλώνιος, δεχόμενος τήν πλεοναστικη
χρήση για όλους τους συνδέσμους, όπως και για
πολλά άλλα μέρη τοϋ λόγου, οχι μόνο αναγνώρισε τη σημασιολογική έτεροείδεια
των
παραπληρωματικών συνδέσμων, άλλα και προσπάθησε να τήν προσδιορίσει- για παράδειγμα, επεσήμανε πώς οι τύποι γε καΐ πέρ είναι σημασιολογικά αντίθετοι, καθώς ό γε μείωση, ο π φ εναντιότατα και αύξηση έμφασης,
ενώ χαρακτήρισε το σύνδεσμο
34
λογού σημειον» ^ Λτην απλούστερη της έκφανση, ή παραγραφή
«παραγραφής
δηλώνει ω
ζ
ορίζεται ως
σημείο λογικής μετάβασης' είναι ωστόσο και ρητορικό σχήμα, σύμφο^να με το οποίο ή μεταβατικότητα αυτή προσδιορίζεται ώς παράφραση και βραχυλογική αναδιατύπωση της άμεσα προηγουμένης προτάσεως με σκοπό τή διεύρυνση μίας νοηματικής ενότητας 3 4 4 . Ό Κοραής
δεν
αρνείται
τή
συντακτική
— δηλαδή
τή
συνδετική
— λειτουργία
των
παραπληρωματικών μορίων, άλλα υποστηρίζει τή κατάργηση τής τάξης αυτής και τήν αναδιανομή
τους
σε
εκείνες
τις
κατηγορίες
συνδέσμων
σημασιολογικά, ούτως ώστε να άποφευγχθεΐ ή πλεοναστικη
με
τις
όποιες
συγκλίνουν
χρήση τοΰ λόγου.
Ή συνδεσμική λειτουργία εξετάζεται άπό τον Κοραή βάσει τών σχέσεων
πού οι
σύνδεσμοι μορφοποιούν μεταξύ τών προτάσεων κατά τή παραγωγή συλλογιστικού λόγου 3 4 5 . Ή
σύνδεση
τών
συμπλεκτικών
και
προτάσεων τών
με τους συνδέσμους
συναπτικών
συνδέσμων.
παραδείγματα δπως ό Πέτρος
είναι
υπάρχοντος
συνυπάρχον
(σοφός)
με έτερο
σοφός και
επιτυγχάνεται Οι
αγαθός
(αγαθός).
Ό
με
συμπλεκτικοί σηματοδοτούν συμπλεκτικός
τή
χρήση
τών
σύνδεσμοι,
σε
τή σχέση ενός σύνδεσμος
και
διακρίνεται στή λειτουργία του ώς συνδετικού απλών και ισοδύναμων συντακτικά μεταξύ τους προτάσεο^ν άπο το συνδετικό χαρακτήρα τοϋ ρηματικού τύπου είναι, ό οποϊος δηλώνει τή σχέση μεταξύ τοϋ υποκειμένου και τοϋ κατηγορουμένου μιας πρότασης. Δύο είναι οι "λειτουργίες τοϋ συμπλεκτικού συνδέσμου και: α) ή αθροιστική σε προτάσεις τοϋ τύπου ' ( Π και Υ2) + Κ ' : π.χ. ^ θεωρία και η πράζις κάμνουσι τον τέλειον
πολιτικόν
β) ή συνοδευτική τών συναπτικών συνδέσμων εάν, αν, άνίσως ή τοϋ παρασυναπτικοϋ επειδή, θεωρούμενη ώς σχέση αίτιας και αιτιατού (π.χ. εάν/επειδή πολυμαθης).
ησαι φιλομαθής, θέλεις
εισθαι
Ό Κοραής επισημαίνει βεβαίως τή διαφορά ανάμεσα στον υποθετικό χαρακτήρα
τών συναπτικών συνδέσμων, τον αιτιολογικό χαρακτήρα τοϋ παρασυναπτικοϋ συνδέσμου επειδή, και εκείνον τών συμπερασματικών αρα, λοιπόν και όθεν. Επικαλείται τήν αρχαία ελληνική γραμματική θεωρία, βάσει τής οποίας ό συναπτικός σύνδεσμος φανερ(όνει μόνο τήν ακολουθία και δεν δηλώνει τήν ύπαρξη τοϋ πράγματος,
ενώ ό παρασυναπτικός δηλώνει και
: «ουοε το άγαυος ων τω άγ#σός περ εων ουοε το αυτό εμφαίνει το οι μεν παρ οχεσφι τω οι μεν ση παρ οχεσφΓπαραγραψής γαρ λόγου σημεϊον έστι ό δη. », 'Απολλώνιου τοϋ Δύσκολου, αύτόοί, III.267b5. 344
Ευσταθίου, Παρεκβολαΐ εις την
Όμηρου
Ίλιάδχ
[Valk Μ. van der (έκδ.), Eustaûm archiepiscopi
Thessalonicensis: œmmentaru ad Homeri Madem pertinentes, Brin, Leiden 1971] τ. 1, 168,3 και τοϋ Ιδίου Παρεχβολχί εις την Όδυσσείας Ω Όμηρου ραψωδία [Stallbaum, G. (έκδ.), Eustathii arcHepiscopi Thessaionicensis
commentarü ad Homen Odysseam, Weigel, Leipzig 1826] τ. 2, 321,26. 345
Δαμαλα, Ν. M., ενθ'άν, τ. 6., σ. 108.
94
την ύπαρξη και την ακολουθία 346 . Ή βασική διάκριση σ' αυτά τό είδος συνδέσεως προτάσεων
υφίσταται στη
χρήση
των
συνδέσμων
τους
οποίους
σήμερα
των
αποκαλούμε
αιτιολογικούς. Ό Κοραής επιστρέφει στην αρχαιοελληνική γραμματική διάκριση ανάμεσα στην παρασυναπτική χρήση των αιτιολογικών συνδέσμων, ή οποία εισάγει το ποιητικό αίτιο (π.χ. είσαι πολυμαθης,
οτι/επειδή
είσαι
φιλομαθής),
και στή
χρήση του αιτιολογικού
συνδέσμου διά, ή οποία εισάγει το τελικό αίτιο και εκφέρεται συνήθως με υποτακτική (π.χ. γενοϋ φιλομαθής, δια να γένης πολυμαθης).
Στην πραγματικότητα ή διάκριση γίνεται μεταξύ
της συνδέσεως ενός προηγουμένου ορού προς τον επόμενο τοΰ και ενός υπάρχοντος δρου προς τό ενδεχόμενο αίτιο του. Ή γραμματική φύση των τύπων διότι και ουνεκα, οι οποίοι παραδοσιακά κατατάσσονται στους συνδέσμους, δεν θεωρείται από τον Κοραή ως συνδεσμική, καθώς στον πρώτο από αυτούς ενυπάρχει ό πτωτικός χαρακτήρας τών ονοματικών τύπων (τό άντωνυμικό
τι/οτι
στον τύπο διότι), ενώ ό πτωτικός χαρακτήρας της συντακτικής συμπεριφοράς τοΰ δευτέρου (ενεκα+γενική) καταδεικνύει ως αρχική φύση του αυτή της προθέσεως. Στή συνέχεια, θα εξετάσουμε
τις
παρατηρήσεις τοΰ Αδαμαντίου
Κοραή για τό
σολοικισμό καί τό ασύνδετο σχήμα. Με τήν ανάλυση τών παρεμβάσεων του στα δύο αυτά συντακτικά θέματα, θα μπορέσουμε νά προσδιορίσουμε τις επιστημολογικές διαστάσεις της κοράικής γραμματικής — τη μετατροπή, δηλαδή, της γραμματικής σε γνωσιολογική βάση σπουδής τών τομέων του επιστητού. β . Οι σολοικισμοί και τα ασύνδετα σχήματα Ή μελέτη τών ασύνδετων σχημάτων τοΰ λόγου είναι τό κύριο θέμα της συντακτικής διορθώσεως της γλώσσας τήν οποία προτείνει δ Κοραής. "Αξονας της κοράικής προσέγγισης στή σύνταξη είναι ό νομοθετικός, κανονιστικός χαρακτήρας με τον όποΤο αυτή καθορίζεται 347 . Ώ ς αρχικός νομοθέτης τών συντακτικών σχέσεων θεωρείται ή φύση, ή οποία υποβάλλει στή λεκτική
διατύπωση τους κανόνες
άρμωσης
τών
αντικειμένων
της
νόησης,
ενώ
ώς
επιγενόμενος νομοθέτης τών συντακτικών τύπων θεο.>ρεΐται ή συντακτική χρήση. Τό έργο της συντακτικής διορθώσεως, τό όποιο ανατίθεται στους "λογίους, είναι για τήν ακρίβεια έ'ργο 348
όχι νομοθετικό , αφού δεν επιχειρείται ή αναπροσαρμογή τών σχέσε^ον μεταξύ σημαινόντο_>ν καί σημαινόμενων, άλλα ελεγκτικό τής δοκιμότητας της συντακτικής χρήσης. Ή διάκριση μεταξύ τών δύο αυτών τρόπων διαμόρφωσης τών συντακτικών σχέσεων αποτελεί ασφαλώς μεταφορά στο επίπεδο τής συντακτικής ανάλυσης τής αρχαιότερης διαμάχης γύρω από τό 346
347
Αυτόθι, τ. 6 , σ. 109.
Κοραή, 'AS. ενθ'άν., τ. α', σ. 117. c
348 pj έννοια νομοθέτης της γλώσσας ήταν ευρέως διαδεδομένη στις γλωσικές θεωρίες τοΰ 18ου αιώνα· βλέπε και Rotolo, Vine, Ή Γλωσική θεωρία τοΰ Κοραή στο συλλογικό τόμιο Διήμερο Κοραή: Προσεγγίσεις στη
Γλωσσική θεωρία, τή Σκέψη καά τό "Εργο τοΰ Κοραή, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών: Ε. Ι. Ε, 'Αθήνα
1984, σ. 5 3 .
95
χαρακτήρα της σημάνσεως και τη μορφολογική εξέλιξη των λεκτικών τύπων — τής διαφοράς δηλαδή μεταξύ τής φυσικής προελεύσεως των λέξεων και τής κατά συνθήκη διαμόρφωσης τους. Στο πλαίσιο αυτά δ Κοραής
διακρίνει
μεταξύ
δύο σολοικισμών
{συντακτικών
άκαταλληλιών*49),
τής κατά φύσιν και τής κατά χρήση συντακτικής καταλληλότητας. Στή
φυσική σύνταξη
— πού θεωρείται ως ό αρχικός, σταθερός και μη δεκτικός περαιτέρω
βελτίο^σης τρόπος συντάξεως — ή συντακτική συμφωνία τών ορών μιας πρότασης ως προς το γένος, τον αριθμό και τήν πτώση, ανταποκρίνεται στις φυσικές σχέσεις με τις όποιες τα αντικείμενα τής νόησης (δηλαδή τα πράγματα Αντίθετα ή κατά
χρήση
ως σημαινόμενα) συνδέονται μεταξύ τους 3 5 0 .
σύνταξη τών λεκτικών όρων θεωρείται πώς έχει χαρακτήρα
εξελικτικό και πώς είναι εξαρτημένη και μεταβλητή, επειδή επηρεάζεται άπό τή φυσική ροπή τών ανθρώπων για μεταβολή και διαφοροποιείται συνεπώς κατά τήν πορεία τοΰ χρόνου. Ή προσέγγιση αυτή έχει ως αποτέλεσμα συντακτικοί τύποι πού θεωρούνται δόκιμοι σε μια χρονική περίοδο να ελέγχονται πιθανώς ως αδόκιμοι και ακατάλληλοι σε μια άλλη, και τό αντίστροφο 351 . Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει
τήν άποψη πώς ή σύνταξη την οποία
υποβάλλει ή χρήση τής γλώσσας είναι συμβατική, και πώς ή μεταβολή τών συμβάσεων σχημάτων
οδηγεί
352
στή
μετα^ολ^
τών
γραμματικών
τύπο^ν
και
τών
γλωσσικών συντακτικών
. Συνεπώς ό έλεγχος τοΰ σολοικισμού και κατ' επέκταση τής καταλληλότητας
τών συντακτικών σχημάτων πρέπει να έχει χαρακτήρα συγχρονικό και όχι διαχρονικό, και να λαμβάνει μάλιστα υπ' όψιν τις κατά τόπους ιδιαιτερότητες τοΰ κάθε ιδιώματος. Με βάση τό σκεπτικό αυτό ό Κοραής ανατρέπει τήν άπό τό Θεόδωρο Γαζή θεώρηση ώς σολοικισμών πολλών εκφραστικών σχημάτων πού απαντώνται στά ομηρικά κείμενα 3 5 3 , καθώς εκφράσεις οι όποιες μπορούν να θεωρηθούν ώς
ή νεολογισμοί
αρχαϊσμοί
δεν εκλαμβάνονται
ώς
354
σολοικισμοί .
3 4 9
Κοραή, Ά δ . ενθ' αν., τ . α ', σ. 1 1 7 .
3 5 0
«Οί πρώτοι και θεμελιώδεις [ενν. κανόνες τής γλώσσας] είναι κανόνες φυσικοί, ούτως όνομασθέντες, διότι ή
νομοθεσία των ήκολούθησε τρόπον τίνα τήν φυσιν αυτήν τών πραγμάτων. Κατά τους κανόνας τουτοι>ς, at δεκτικαί γενών,
αριθμών, και προσώπων
λέξεις
πρέπει
να συντάσσονται
προς
άλλήλας
ταυτογενώς,
ταυταρίθμως, και ταυτοπροσώπως• και ή τοιαύτη σύνταξις ονομάζεται Κατάλληλος, καθώς ή εναντία ταύτης λέγεται 'Ακατάλληλος, ήγουν Σολοικισμός», αυτόθι, τ . α ', σ. 1 1 7 . 351
Κατ'αυτήν τήν έννοια, ή συντακτική νομιμότητα καταδεικνύεται εξαιτίας του μεταβλητού χαρακτήρα της
ως παράλληλη τής πολιτικής νομιμότητας. 3 5 2
3 5 3
« Ή μεταβολή της γλώσσης εξ ανάγκης μετέβαλε τήν γραμματικήν», Κοραή, Ά δ . , έ'νθ' av., τ . α ', σ. 1 2 1 . «Οί σολοικισμοί
τοΰ Όμηρου, εάν αληθώς έσολοίκιζεν
ο Όμηρος, ούτε να φανερωθώσι,
ούτε
να
καταδικασθώσιν ώς τοιούτοι ητο δυνατόν, πλην από τήν συγκρισιν και παράθεσιν άλλων άσολοίκων ποιητών συγχρόνων και συμπολιτών αυτού», αυτόθι, τ . α ' , σ. 1 2 2 . 3 5 4
«"Ο,τι ασύνηθες και παράξενον μεταχειρισθή τις λέγων ή γράφων, εάν δεν ηναι σολοικισμός,
λέγεται
αρχαϊσμός, η νεολογία· ήγουν ξενίζει τήν άκοήν, η διότι έπαυσε πρό ποΚλοϋ να λέγεται, ή διότι δεν είναι ακόμη εις χρήσιν», αυτόθι, τ . α ' , σ. 1 2 2 .
96
Με τη μελέτη του ασύνδετου σχήματος δ Κοραής αποσκοπεί στην προώθηση
της
απόψεως πώς οι σημασιολογικές σχέσεις πού περιλαμβάνονται σε ενα πλήρες νόημα είναι ανεξάρτητες από την μορφή διατυπώσεως τους. Στό πλαίσιο αυτής τής αρχής, εφαρμόζει τις μεθόδους τής αναλογίας και τής αναζητήσεως των αρχικών τύπων, τις οποίες ακολούθησε και στη διερεύνηση τών επιρρημάτων και τών συνδέσμων. Ώ ς χαρακτηριστικό παράδειγμα ασύνδετου σχήματος
φέρει
τή γενική
απόλυτο τής
αρχαίας ελληνικής.
Συγκεκριμένα
υποστηρίζει την αναγωγή του ελλειπτικού σχήματος τής γενικής απολύτου στην αρχική του μορφή, άλλα και γενικότερα τήν αναλογική εξέταση τών ταυτόσημων ασύνδετων σχημάτων τής αρχαίας και τής κοινής ελληνικής. Ό Κοραής ενδιαφέρεται στο θέμα αυτό όχι για τή μελέτη τών συντακτικών σχέσεων που πιθανώς μπορεί να συνάπτει ή γενική πτώση, αλλά για τή συλλήβδην
άναίρεστ] τής
σημασιολογίας.
θέση αυτή υποκρύπτεται
Ή
πτώσεως ώς
«εύλογώτερον ήτο να όνομάσωσι τήν γενικήν
παράγοντα διαμόρφωσης τών πίσω
άπό τήν
παρατήρηση
ταύτην ελλειπτική
σχέσεων του 355
προθέσεως» .
πώς Στην
περίπτωση δε τής απόλυτης εκφοράς μετοχών το πρόβλημα εντοπίζεται στή ασυμφωνία κατά τή μορφή (πτώση)
τοΰ υποκειμένου τής μετοχής με το υποκείμενο τού ρήματος τής
κυρίας πρότασης: πρέπει αυτή ή μορφική σχέση να αποκατασταθεί
και ή πλάγια πτώση, ή
οποία μοιάζει να εκφέρεται
λύση
ανεξάρτητα, να αιτιολογηθεί.
Ή
εντοπίζεται
μετατροπή τών πτωτικών σχέσεων σε εμπρόθετες, καθώς οι προθέσεις
παρέχουν
στή τή
δυνατότητα μετατροπής του μορφολογικού σχήματος, δηλαδή τού τρόπου εκφοράς, χωρίς να μεταβάλλεται ταυτόχρονα και το ποών, δηλαδή το είδος, τών σχέσεων μεταξύ τών ορών (δηλαδή οι σχέσεις χρόνου, αιτίας κ.λ.π.). Κ α τ ' αυτήν τήν ανάλυση ώς αρχικό και ισοδύναμο σημασιολογικά μορφολογικό σχήμα356 σχήμα
358
,
το
οποίο
αιτιολογεί
μιας γενικής
συντακτικά
απολύτου 3 5 7 θεοίρεΐται
τήν
ύπαρξη
τής
το εμπρόθετο
πλάγιας
πτώσης 3 5 9 ,
απελευθερώνει το νόημα τού υποκειμένου τής απόλυτης μετοχής άπό τήν πτωτική του εξάρτηση και καθιστά εφικτή τήν υπόταξη τού απόλυτου σχήματος στό κύριο νόημα τής πρότασης, καθώς αποκαθιστά τις σχέσεις άναφορικότητάς του προς αυτό. Το δτι ή αρχική 355
Αυτόθι, τ. Α ', σ. 111.
" U ορός σχημ/χ έχει εοω την έννοια της μορφής, κατά τα πρότυπα της χρήσεως του στη γραμματική του Διονυσίου τοΰ θρακός: «σχήματα δε ονομΑτων εστί τρία.' απλούν, σύνθετον, παρασύνθετον άπλοΰν μεν οίον Μεμνων, σύνθετον δε οίον Αγαμέμνων, παρασύνθετον δε οίον Άγαμεμνονίδης...», Διονυσίου τοΰ Θρακός, ενθ' αν., σ. 29. 357
π.χ. της προτάσεως χρυσού λαλούντος άπας άπρακτος λόγος.
358
στην Ιδια πρόταση: επί χρυσού λαλοΰντος άπας άπρακτος λόγος.
359
Ώ ς αρχικό σχήμα τής φράσης Δαρείου βασιλεύοντος θεωρείται ο τύπος επί Δαρείου βασιλεύοντος. Ή επιλογή του γραμμικού ύφους (είρομενη λεξις) της έποχης τοΰ Ηροδότου, διευκολύνει εδώ τον Κοραή να δικαιολογήσει τήν ύπαρξη της γενικής πτώσης στη συμφωνία τών δύο ομοειδών (κατά τη γενική γραμματική) τύπων, τοΰ ονόματος και της μετοχής· αφήνει ωστόσο τή όλη έκφραση σε σχήμα ασύνδετο, αφού δεν παρουσιάζει τήν αναφορική της λειτουργία σέ σχέση με μία άλλη ουσιαστική λεκτική διατύπωση, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα πλήρες νόημα' κατά συνέπεια, το ελλειπτικό σχήμα εξακολουθεί να υφίσταται.
97
συντακτική χρήση της γενικής πτώσης ήταν ή εμπρόθετη, πιστοποιείται κατά τον Κοραή εκ παραλλήλου και άπο την αρχική εμπρόθετη εκφορά τοΰ β ' και τοΰ γ ' ορού συγκρίσεως 3 6 0 . Ή δοκιμότητα αυτών τών μορφολογικών αναγωγών φαίνεται να επικυρώνεται από το γεγονός πώς ή αφαίρεση τής προθέσεως 3 6 1 άπο τήν εμπρόθετη εκφορά μιας πλάγιας πτώσης δεν φαίνεται να μεταβάλλει τις σημασιολογικές σχέσεις 3 6 2 μεταξύ τών δρων. Ά π ο τήν πλευρά τής αναλογικής σπουδής ή μορφολογική μετατροπή τοΰ απόλυτου σχήματος σε αναφορικό υποτακτικό λογο^1" με την εμπροσετοποιηση του υποκειμένου του νομιμοποιείται στην αρχαία ελληνική, σύμφωνα με τον Κοραή άπο τήν ύπαρξη ισοδύναμων σημασιολογικά σχημάτων τοΰ κοινού ιδιώματος τής ελληνικής εμπρόθετων προσδιορισμών
364
(ει'τε
στή
μορφή τών
ει'τε στην αναλυτική μορφή εξαρτημένων προτάσεων 3 6 5 ) και
άπο τήν ύπαρξη λεκτικών τύπων, πού σημασιολογικά διατηρούν ακέραια τήν αναφορική σχέση τους ως προς τους δρους τής κύριας πρότασης, παρότι εκφέρονται ως ασύνδετα σχήματα (δεν παρουσιάζουν δηλαδή πτωτική
εξάρτηση
από το κύριο μέρος κάποιας
366
πρότασης) . Ή έ'ννοια σχήμα ταυτίζεται σχεδόν στον Κοραή με το λεγόμενο ποιητικό
τοϋ
σχήμα
λόγου, δηλαδή τήν αναδιάταξη τών δρων μιας φράσης, τή διατάραξη τής λογικής σειράς με τήν οποία εκφέρονται οι δροι ενός νοήματος και τή διάσπαση τού νοήματος σε γραμματικό και συντακτικό. Τα σχήματα
και οι σολοικισμοί κρίνονται από τόν Κοραή με βάση τή
δοκιμότητα τής χρήσης τους στα κείμενα τής κλασσικής φιλολογίας, πρότυπο πού δεν απέχει άπο το αντίστοιχο πού ό Διονύσιος ό Θράξ χρησιμοποίησε στον ορισμό του τής γραμματικής. "Ετσι, ενώ τα σχήματα θείυροΰνται αποδέκτες συντακτικές άκαταλληλίες τής ποιητικής
έκφρασης,
οι
σολοικισμοί
Παράβαλε τους τύπους εύειόεστάτην κείμενα τοϋ Ηροδότου
θεωρούνται
σημεία
εκ πασεων και καλλίστους
γλωσσικής
παρακμής
και
εκ τών πάντων, οι οποίοι απαντώνται στα
[Legrand, Ph.-Ε., Hérodote: Histoires, Les Belles Lettres, Paris, 1 9 3 0 - 5 4 , ] ,
1.196,8
&
111.38,4. Ό Κοραής παρατηρεί επίσης πώς οι σημασιολογικές σχέσεις που υποδηλώνονται από το β ' και το γ ' ορο συγκρίσεως παραμένουν άναλλοίοκτες ακόμη και σε περίπτωση εναλλαγήςτών προθετικών η τών π τ ω τ ι κ ώ ν τύπων: π.χ. «όσον εγώ μετά πλάσιν ατιμότατη θεός ειμί», 'Ιλιάς, ενθ' άν., α ', 5 1 6 . 361
"Οπως π.χ. ό τύπος χάριν, ο όποιος καταχρηστικά λαμβάνεται ώς πρόθεση (άφοΰ φέρεται να υποκαθιστά τον
προσδιορισμό πρός/Sià χάριν) στους στίχους όστις Se Τρώων κοίλες
επί νηυσί φεροιτο \σύν πυρι κηλείω,
χάριν
Εκτορος οτρι!ν«ντος(Όμήρου, 'Τλιάς, ενθ' αν., ο ' 7 4 3 ) . 3 6 2
Οι σημασιολογικές αυτές σχέσεις ταυτίζονται κατά τόν Κοραή μέ τη γραμματική φύση τών λέξεων, Κοραή,
"Αδ., ενθ'άν., τ . α ' , σ. 1 1 4 . JO
° η αναφορικοτητα οεν υφίσταται μονό στις αναφορικές προτάσεις, άλλα υπάρχει είτε π.χ. οι σχέσεις των
σημασιών
είναι σχέσεις
αιτίας, είτε
είναι χρόνου, είτε
τρόπου,
γιατί
αποτελεί
βασικό
στοιχείο
της
συνεκτικότηταςτοϋ λόγου. 3 6 4
Στό προαναφερόμενο παράδειγμα: Χάριν/ένεκα
3 6 5
Σ τ ό ίδιο παράδειγμα: "Οταν ο χρυσός λαλεί, άπας άπρακτος
3 6 6
τοΰ λαλοϋντος
Παράβαλε τή γενικής τής αιτίας στό παράδειγμα θαυμάζω
απόλυτη εχψορά τής γενικής στό παράδειγμα, άνβρος κακώς
χρυσού άπας άπρακτος
λόγος.
λόγος. σε της αρετής, πράσσοντος
τήν ισοδύναμη μέ διαιρετική,
εκποδών
φίλοι, καθώς και τήν
ισοδύναμη μέ εμπρόθετο προσδιορισμό, γενική διαιρετική τοΰ παραδείγματος οι ευ ψρονοϋντες τών
ανθρώπων.
98
έκβαρβαρισμού τοΰ πεζού λόγου 3 6 7 . Ό Κοραής ασκεί κριτική στην ανοχή πού επέδειξε
ό
368
Χρύσσιπος στους σολοικισμούς , θεωρώντας τήν στάση αυτή άντιλογική, ασύμβατη με τή φιλοσοφική θεώρηση της γραμματικής από τους Στωικούς, άρα και άντιφιλοσοφική 369 . Κατά το Χρύσιππο ό σολοικισμός είναι Ιδιον του ρητορικού λόγου — θέση πού προέρχεται πιθανώς άπο τή διάκριση τήν οποία επισημαίνει μεταξύ της ρητορικής και τής διαλεκτικής, και τήν οποία προσδιορίζει ως διαφορά μεταξύ του ευ λέγειν
και τοϋ διαλεγεσθαι370.
Ή άποψη αυτή
τοΰ Χρυσίππου προφανώς σχετίζεται με τήν αναγνώριση από τους Στωικούς τόσο τής ανωμαλίας
πού παρουσιάζει
ό σχηματισμός
τών
άμφισημικοΰ χαρακτήρα τών προς χρήση λεκτικών
γραμματικών τύπων
371
μορφών,
ό'σο
και
τοΰ
. Ώ ς προς το θέμα αυτό ή
κριτική τού Κοραή εστιάζεται στην πραγματικότητα στή διάκριση μεταξύ τών γραμματικών και τών λογικών προτάσεων: ή υποτιθέμενη ανοχή τοΰ σολοικισμού αντιπροσωπεύει
τήν
ανοχή τών γραμματικών και τών ψευδολογικών προτάσεων κατά τή ρητορική διευθέτηση τοΰ λόγου, στην αρμοδιότητα τής οποίας εμπίπτει και ό σολοικισμός. αδόκιμη τή χρήση σολοικισμών,
καθώς το αντίθετο θα σήμαινε
Ό Κοραής θεωρεί
πώς
ή σύνταξη
τοΰ
διαλεκτικού λόγου (χρήο-η) είναι δυνατό να αντιβαίνει στους κανόνες τής φυσικής συντάξεους τών εννοιών. Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο τής κοραϊκής κριτικής τών απόψεων περί σολοικισμού τοΰ Θεοδώρου Γαζή είναι ό αναπροσδιορισμός τής έννοιας σχήμα372.
Το πρόβλημα εντοπίζεται
στην διπλή χρήση τοΰ όρου άπό το Γαζή, ως παρεπομένου λεκτικής τάξης και ώς ποιητικού
367
«εις δλας ωσαύτως τάς γλώσσας ευρίσκονται καί σολοικισμοί, κατ' έκείνην μάλιστα τοϋ χρόνου τήν περίοδον,
οπόταν as γλώσσαι παρακμάζωσι, και γίνονται τρόπον τινά προοόοποίησις τής μελλούσης
τών εθνών
βαρβαρότητος»- Κοραή, Άδ., έ'νο'άν., τ. α', σ. 123. 368
«ου μόνον, φησί [ενν. ό Χρύσιππος], ταΰτα παρετέον τοϋ βελτίονος έχομένους, αλλ'και ποιας ασάφειας και
ελλείψεις και , νή Δία, σολοικισμούς, εφ' οις άλλοι αν αίσχυνθείησαν ουκ ολίγοι», Πλουτάρχου, Περί Στωικών Έναντιωμάτων, [Westman, Ι1.(έκδ.), Plutarchi: De Stoiœrum repugnanüis: Plutarchi moralia, Teubner, Leipzig 1959], 1047, B4-7, καί.Απώη, J. von, Ι'νθ'άν., Π.298. 369
«Είναι ταϋτα τοϋ Χρυσίππου τα λόγια τόσον παραδοξότερα, όσον οι φιλόσοφοι της αφέσεως αυτού ανέπτυξαν
οι πρώτοι σχεδόν τή άδιάσπαστον ενωσιν τής Γραμματικής με τήν Λογικήν. ... "Οταν ή φιλοσοφία άφήση τήν γλώσσαν εις τήν φαντασίαν τής άπαιδευσίας, εκδυνεται, χο^ρις να τό εξευρη, τό μέγα της όπλον, και παραδίδοται εκουσίως εις χείρας έχθροϋ, όστις δεν θέλει βραδύνειν να τήν πνίξη. Ποτέ ή 'Ελλάς δεν ειχεν ίδεΐν τόσον πλήθος ονομαζόμενων φιλοσόφων, οσο^ εις τήν αρχομενην παρακμην της γλοχτσης της· αλλά ποτέ έ'θνος δεν διαστρέφει τήν γλώσσαν του χωρίς να διαστρέψη ενταυτω και τήν παιδείαν του. Ή ασυνταξία τής γλώσσης, συνοδεύει πάντοτε την ασυνταξία τών εννοιών διότι όστις συνεθιζει να καταφροιή τους κανόνας της Γραμματικής, γρήγορα θέλει καταφρονήσει και τους κανόνας τής Λογικής· και άφοϋ μίαν φορά φθάση να έμβή εις τας κεφάλας ή ταραχή, το έθνος καταφέρεται ώς κύλινδρος από το υψος τής δόξης εις της άδοξίας τον βυθον»· Κοραή, Άδ., ενθ' «v., τ. α', σ. 125-126. 370
Πλουτάρχου, Περί Στωικών Ένχντιώσεων, ένθ' αν., και von Arnim, J. von, ενθ'άν., 11.298.
371
πρβλ. Gaelius, Noctae Atticae: & Arnim, J. von, ενο' av., 11.152.
372
Κοραή, Άδ., ενΟ'άν., τ. α', σ. 123.
99
τρόπου διατυπώσεως της έκφρασης (ώς μεταθέσεως δηλαδή λέξεων) 3 7 3 . υπόσταση της έννοιας σχήμα
Ή διπλή αυτή
δεν αποτελεί Γδιο της ανάλυσης τοΰ Θεοδώρου Γαζή, άλλα
προϋπήρχε ήδη από τήν εποχή των σχολιαστών της γραμματικής τοΰ θρακός, οι όποιοι αναγνώριζαν το σχήμα τόσο στή σημαντική λειτουργία της λεκτικής μονάδας, δσο και στή συντακτική λογική της φράσης 3 7 4 . Στή γραμματική παράδοση τοΰ Διονυσίου τοΰ θρακός σχήμα είναι το μορφολογικό παρεπόμενο τοΰ ποσοτικού προσδιορισμού μιας λεκτικής τάξης. Αυτό δεν είναι συμ£εβηκός
ή "ίδιον κατά τήν αριστοτελική έννοια τοΰ δρου 375 , άλλα φυσική —
δηλαδή υλική — ειδοποιός διαφορά τής γραμματικής ΰλης μεταξύ της απλής, της και τής παρασύνθετης
εκφοράς της. Παράλληλα μέσω τοΰ προσδιορισμού του ώς
σύνθετης χαρακτήρος
ή τύπου μιας λέξεως τό σχήμα εθεωρείτο πώς αποδίδει στή γραμματική μορφή (σημαίνον) έ'να συγκεκριμένο
και ειδικό νόημα (σημαινόμενο),
σήμανσης εθεωρείτο
ενώ με βάση τήν υλική
ώς τό κριτήριο διακρίσεως τών επιμέρους
φύση
τής
σημασιών άπό τό δλο
376
νόημα . Συγχρόνως με άξονα τό ρόλο του ώς διευκρινιστικού στοιχείου τής σχέσεο^ς μεταξύ μιας λεκτικής τάξης και τών παρεπομένων
αυτής, τό σχήμα, δπως και τα υπόλοιπα
παρεπόμενα τών τάξεων τοΰ λόγου, απετέλεσε τή βασική αναγωγική μεβο8ο τοΰ χαρακτήρα τής γλωσσικής σήμανσης άπό θέσει (κατά συνθήκη) σε φύσει, καθώς οριοθετούσε: α) τή μετάβαση άπό τήν αριστοτελική συνάφεια μεταξύ τής μορφής και τοΰ είδους στην στωική εκδοχή τής ποσοτικής συγκλίσεοος μεταξύ τής μορφής και τοΰ νοή(Μζτος και β) τή μετάβαση άπό τον — εν δυνάμει να συστήσει λόγο — χαρακτήρα τής αρι στοτελικά φυσικής γραμματικής ύλης (εκ τίνος)377
στή φυσική ύποστασιοποίηση
373
«Ταύτα γε μην πάντα, ει και τοις ποιηταις σχήματ' άττα εστίν, ήμιν μέν τοι ώς υποδείγματα κείσθω τοΰ περί τον πεζόν λόγον σολοικισμού», Γαζή, Θεοδώρου, Γραμματικής Εισαγωγής BiSkiov S': Μετάθεσις. J '^ « ... σχήμα δε εστί χαρακτηρ Λέξεως συντεταγμένης ή ασυντακτου- η Λέξεων ποσοτης υφ ενα τονον και εν Γ πνεϋμα άδιαστάτως αγομένη εν άπλότητι ή συνθέσει»· άπό τα σχόλια τοΰ Ηλιοδ(όρου, Hilgard, Alfr. (έκδ.), έ'νθ' av., τ. 3, 543,19-21· « .... διαφέρει δε σχήμα σολοικισμού, επειδή σχήμα μέν έστι ποιητοΰ ή συγγραφέως αμάρτημα έκούσιον δια τέχνην ή ξενοφωνίαν ή καλλωπισμόν, σολοικισμός δε αμάρτημα άκούσιον, ου δια τέχνην αλλά δι' άμάθιαν γινόμενον»· άπό τά σχόλια τοΰ Ηλιοδώρου, Hilgard, Alfr. (έκδ.), ένο'άν., τ. 3, σ. 456. 375 Παράβαλε και Robins, R. Η., ενθ' av., σ. 5 7 . -
«... σχήματα οε ειρηνται απο της σχέσεως του ονόματος ή εκαστον ονομάζεται και ωσπερ εν λόγω εστί σχήματα και παρεχόμεθα πτώσιν άντι πτο'ίσεως, οϋτω και εν τη λέξει εϊσί σχήματα- ή προς τον τών ανδριάντων τύπον ως γαρ εκείνων ά. μέν είσιν ορθοί, οι δε πλάγιοι, οι δε άλλως πως κείμενοι, ούτω και εν τοις ονομασι τα μεν εστί απλά, τα δε σύνθετα, και δια τοΰτο εκλήθησαν σχήματα. "Ωσπερ <δέ> επί τών ειδών εστί τίνα φωνή μονό», ου νοουμένω παράγωγα, ούτω και επί loûiou τό φιλάνθρωπος σύνθετον τω νοητώ, τό Φίλιππος συνθετον τή φωνή, ου τή σημασία»· άπό τα σχόλια τοΰ Ηλιοδώρου, Hilgard, Alfr. (έκδ.), ενθ' av., τ. 3, σ. 379, 21-29. 377 Παράβολε 'Αριστοτέλους, Μετά Τά Φυσικά, έ'νο' «v., 1039b Περί Ψυχής [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: On the Soul, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1936] 412a & 414a, και 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Περί Ψυχής [Bruns, Ιν. (έκδ.), Alexandn Aphroäsiensis De anima liber, cum mantissa, Alexandri Aphrodisiensis praeter commentaria scripta minora: Commentaria in Aristotelem Graeca: Supplementum Aristotelicum 2/1, Reimer, Berlin 1887] 107.15.
100
(Οεσιν)378 του νοήματος, με τήν ενσωμάτωση αύτοΰ στη συγκροτημένη μορφή (εν τινι)
είτε
της σημασίας (επίπεδο λέξης)
είτε
τοΰ λογικά
διατετταγμένου
νοήματος (επίπεδο συντάξεως). Στην πραγματικότητα το σχήμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ό τρόπος εκφοράς — ό τρόπος δηλαδή λεκτικής
ή φραστικής διατύπωσης) τοϋ
σημαινόμενου.
γραμματική θεωρία τα σχήματα χαρακτηρίζονται ως
ιδιαίτεροι
Σήμερα στην τρόποι
τυπική
διατυπώσεως,
παραβάσεις της (θεωρούμενης ώς ομαλής) συντάξεως, και διακρίνονται σε τέσσερα είδη με βάση α) τή γραμματική συμφωνία των ορών 3 7 9 , β) τή θέση των λέξεων 3 8 0 , γ) τό ποσό των λεςεων με τις οποίες εκφράζεται μια έννοια 3 5 1 η , τέλος ο; την κατά περίπτωση σημασία της λέξης ή τής φράσης 3 8 2 . Σ τ ή νε(ότερη ωστόσο μελέτη τής γλώσσας 3 8 3
ή έννοια
τοΰ
σχήματος είναι μία θεωρητική σύλληψη τής λειτουργικότητας τής γλώσσας στο πλαίσιο τής διάκρισης μεταξύ τοΰ λόγου και τής ομιλίας. Στην περίπτωση αυτή τό σχήμα
είναι ή
συστηματική, καθαρή μορφή τής γλώσσας (pure form, αυτό πού ό Saussure αποκαλούσε λόγο), έ'να σύστημα σχέσεων σε μια εκδοχή απαλλαγμένη από τήν κοινωνική και τήν
υλική
πραγμάτωση του, πού διακρίνεται τόσο από τήν υλική μορφή τής γλώσσας (material form), δηλαδή τήν εφαρμογή του ώς κανονιστικό πρότυπο χρήσης, οσο και από τή χρήση κατά τήν πράξη καθ' εαυτή (συνήθεια). Σύμφωνα με αυτήν τήν άποψη, τα γλωσσικά σχήματα είναι λειτουργικά ti8r\ ή τύποί λεκτικού περιεχομένου, βάσει των
όποί(υν επιτυγχάνεται
ή
γλωσσική έκφραση. Κ α τ ' αυτόν τον τρόπο, ή έννοια σχήμα εξισώνεται με τήν έννοια λόγος, οπού όμως λόγος είναι πια ή μορφή τής γλώσσας, καθώς ή γλωσσική χρήση ταυτίζεται με τή γλωσσική υλη 3 8 4 .
J
'° «2/χημα είρηται παρά την σχεσιν την προς το σημαινομενον απο γαρ του σχήματος νοουμεν, τι εστίν ο σελει σημαίνειν ή Τνεξις • ή παρά το σχήμα, τουτέστιν τήν θέσιν, ώσπερ σχήμα άνδριάντος δηλοί αυτήν τήν στάσιν και τον τύπον»· άπό τα σχόλια τοϋ Στεφάνου, Hilgard, Alfr. (έκδ.), ενθ'av., τ. 3, σ. 379, 21-29. 379
Οι τύποι των σχημάτων με βάση τή γραμματική συμφωνία των ορών είναι οί ακόλουθοι: α) κατά το νοούμζνο, β) συμφύρσεο*;, γ) ανακόλουθο, δ) Πινδαρικό, ε) καθ' okov καί μέρος, στ) ύπαλλαγής, και ζ) προλήψεως. 380
Οι τύποι των σχημάτων ώς προς τή θέση των λέξεων είναι οί έξης: α) ύπερβατό, β) πρωθύστερο, γ) χιαστό, δ) κύκλου, ε) παρηχήσεως ή παρονομασίας, στ) όμοιοτέλευτο. 381
Οί τύποι των σχημάτων ώς προς τήν εκφραζόμενη ποσότητα των εννοιών είναι είτε βραχυλογικά σχήματα, είτε πλεοναστικοί. Οί τύποι βραχυλογικοΰ σχήματος είναι δύο: α) ό έ'νας περιλαμβάνει τα σχήματα άπο κοινοΰ νου. τη ^ραχυλογία, ενώ ό Βεύτεροζ περιλαμβάνει τό σχήμα εξ αναλόγου. Πλεοναστικά σχήματα, είναι α) τό σχήμα εκ παραλλήλου, β) ή περίφραση, και γ) τό εν δια δυοϊν. 382
Τύποι σχημάτων: α) μεταφοράς, β) κατά συνεκδοχή, γ) μετωνυμία ή ύπαλλαγής, δ) υπερβολής, ε) αλληγορίας, στ)) άντιφράσεως. Ή αντίφαση στην πραγματικότητα είναι γενικός τύπος σήματος καί παρουσιάζεται με τή μορφή α) τοΰ σχήματος λιτότητας, β)) τοΰ σχήματος είρωνίας, καί γ) τοΰ σχήματος ευφημισμού. 383
Hjelmslev, L., Langue et Parole, Cahiers Ferdinand de Saussure 2,1943, σσ. 29-44.
384
Hjelmslev, L., Prolegomena to a Theory of Language, Madison, The University of Wisconsin Press, 1963.
101
Ή αντιπαραβολή τ η ς έννοιοκρατικής προσέγγισης που εκφράζει ή αριστοτελική και έν μέρει
ή
στωική
γλωσσολογία,
φιλοσοφία
δείχνει
με
καθαρά
τήν τή
πραγματοκρατική μετάπτωση
τοΰ
προσέγγιση από
είδους
μορφοκρατικο επίπεδο — καθώς το είδος μ ε τ α τ ρ έ π ε τ α ι σε τάζεις, μετάβαση άπα τήν ε μ π ρ ά γ μ α τ η έννοια τ η ς γραμματικής ύλης
πού το
επεχείρησε
εννοιολογικό
ή στο
όπως επίσης δείχνει
σ τ ή θεώρηση τ η ς ώς
τή
χρήση
καθ' εαυτή. Σ τ η ν προκειμένη ωστόσο π ε ρ ί π τ ω σ η είναι προφανής ή βαθειά δομική συνάφεια μεταξύ τοΰ τεχνικού χαρακτήρα τού σχήματος
και τ η ς π λ α τ ω ν ι κ ή ς π ρ ο ε λ ε ύ σ ε ω ς 3 8 5
έννοιας
τού είδους, δ π ω ς φαίνεται καί στο π α ρ α κ ά τ ω οργανόγραμμα:
ΕΞΕΛΙΞΗ ΔΙΠΟΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
'ειδος/ίίλη'
(: Αριστοτέλης)
'νοητον/σημαϊνον' [: 'περιεχόμιενο/εκφραση']
(Στωικοί)
'λόγος/όμιλία
(: Saussure)
'μορφή/υλη'
(: Hjelmslev)
'(Γχήμα/χρήση'
»
1
Είναι
φανερό, π ώ ς
προηγουμένου
στην
δίπολου
σημαίνοντος. Ά π α
εξέλιξη
τής
μετατοπίστηκε
τον ύπεργλωσσικο
διπολικής άπό
τή
αυτής
θέση
τοΰ
καθορισμό του στην
σχέσεως
α π έ κ τ η σ ε υλική υ π ό σ τ α σ η σε μια πολυσχιδή
θεωρητική
συμπεριλαμβάνοντας θεωρείται πλέον
α'
σημαινόμενου αριστοτελική
μορφή', μέσω μιας μακράς πορείας ή οποία αρχίζει με τις μελέτες 386
το
σε
σύλληψη
τ α αντικείμενα
(multiformity)
αναφοράς τ ω ν
τού ενιαίου λεκτών,
των
κάθε
αυτή
τοΰ
διάταξη ' είδος -
τ ή ς Σ τ ο ά ς , το
— άρα και διαιρετότητα — δια τ ή ς μετατροπής του σε Ήρακλείτιου οποίων
ή
είδος νόημα,
λόγου3*7, πρόσκτηση
ώς εμπειρικά προσπελάσιμη. Συγχρόνως, ή ίδια ή άναφορικότητα τής
σήμανσης α ν α π τ ύ χ θ η κ ε με δύο τρόπους, δηλαδή, σχήματα:
με τ ή δυνατότητα ύ π α λ λ α γ ή ς
μεταξύ σημασιών πού αποδίδονται στους ίδιους λεκτικούς δρους (άμφατημία3ΗΖ)
385
μέλος
καί με
τή
Παράβαλε τό απόσπασμα. lOOd-e άπό τόν πλατωνικό διάλογο Φαίδωνα, δποϋ, σύμφωνα με το Σωκράτη, δια
τοΰ είδους τα Χ πράγματα καθίστανται Χ [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Plato: Phaedo, Loeb Gassical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1914]. 386
Ώς αφετηρία αυτής της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ή θέση τοΰ Σωκράτη πώς ή μάθηση οφείλει να
άφορμάται άπό τά πράγματα, καί οχι άπό τα ονόματα αυτών, Πλάτωνος, Κρατύλος [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Plato: Cratylus, Loeb Gassical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts καί London 1926], 435b-439d. Ή διαμχχη αυτή κατά τή διάρκεια τοΰ Μεσαίωνα προσέλαβε τη μορφή τής αντιπαράθεσης περί τών καθόλου. 387
ώς τάξη λανθάνουσα στην εμφάνιση τών πραγμάτων [Diels Η. καί Kranz, Ψ.(έκδ.), Die Fragmente der
Vorsokratiker, Weidmann Berlin 1951, 6η έκδοση, τ. 1, απόσπασμα 5.1. Ή αμφισημία επισυμβαίνει όταν στον ίδιο λεκτικό τύπο μποροΰν να αποδοθούν δύο ή περισσότερες διαφορετικές σημασίες, οπότε μιλούμε για ίσομορφικές εκφράσεις: Guysippus ait, omne verbum ambiguum natura esse, quoniam ex eodem duo vel plura accipi possunt, Diodorus autem, cui Crono cognomentum fuit, "nullum", inquit, "verbum est ambiguum, nee qirisquam ambiguum dicit aut sentit, nee aKud diei videri debet, quam quod se tficere sentit is,
102
χαταδήλωσΎ]ς3Η9
διάκριση μεταξύ των δύο επιπέδων αναφοράς: της ταυτολογικής 390
νοήματος ,
της
συνεπτυγμένης
δηλαδή
σημασιολογικής
διάστασης,
ή
και
οποία
τοΰ είναι
παράλληλη με τή μετατόπιση των τύπων ποιότητας (επίθετα) άπό τήν τάξη τοΰ ρήματος — οπού τα κατατάσσει ή τυπική αριστοτελική λογική — στην αποτέλεσμα
μιας
τέτοιας
εξέλιξης
επιστημολογικό τοϋ τρόπου με τον
είναι
ή
μετατροπή
τάξη
από
τοϋ
ονόματος.
Ίο
γνωσιοθεωρητικό
σε
οποίο ερμηνεύεται ό ό'ρος ειϋος στο
αρχικό
δίπο\ο
'είδος—μορφή'. Είναι αυτή ή επιστημολογική χροιά της γραμματικής σπουδής ή οποία, στο χαρακτήρα πού ή γενική γραμματική έλαβε στή χωρία τοϋ ευρωπαϊκού διαφωτισμού και στον τρόπο πού ή νομοθετική διάσταση επισημάνθηκε στή γλώσσα, επιτρέπει τή συσχέτιση και συστοιχία τής γραμματικής διανόησης με τήν πολιτική φιλοσοφία 391 . Ή
επιστημονικότατα
τής γλωσσολογικής επιστήμης, ή οποία αναπτύχθηκε ως ξεχωριστός κλάδος άπό τα μέσα περίπου τοΰ 18ου αιώνα και μετά, αποτελεί εν τινι στοιχείο αυτής τής επιστημολογίας. Ό αναγωγικός λοιπόν χαρακτήρας
τοϋ
σχήματος
συνιστά
τή
συγκεκριμένη
μεθοδολογική
κληρονομιά τής γραμματικής προς τις επιστήμες. Ή αναγωγή άπό τή γραμματική στην επιστημολογία μέσω τοϋ σχήματος μια γεωγραφία των
σχέσεων
επιτεύχθηκε μέσω τής μετατροπής τής γραμματικής σε
και των
δομών τών
επιστημών 3 9 2 . Αυτή ή εξέλιξη
τής
qui (Seit etc.", Gaelius Noctae Atticae, [Rolfe John C. (έκ<5.), The Attic nights of Aulus Gellius, Loeb classical library, London, New York: Harvard Univ. Press, 1961], XI.12, και Arnim, J. von, ενθ'av., 11.152. 389
όπως ή ενιαία σημασία τοΰ λεκτοΰ Δίων περιπατεί- ή άποψη αυτή προσιδιάζει την θέση της Επικουρικής
σχολής για τον αισθητό χαρακτήρα τοΰ σημείου- πρβλ. Σέξτου Εμπειρίκου, Προς Μαθηματικούς, ε'νθ7 αν., VÏÏ.177. 390
Στον ορο νόημα περιλαμβάνεται τόσο ή κύρια, οσο και ή προσηγορική σημασία τοϋ ονόματος, Θεωρούμενες
ώς ά ποιοτικές διαφορές μεταξύ τοϋ δηλουμένου και τοϋ σημαινόμενου (παράβαλε. τή διαφορά μεταξύ δηλούντος και σημαίνοντος στο Διογένη Λαέρτιο, Βίων και Γνωμών τών εν Φιλοσοφία Ευδοκιμησάντων, έ'νο' άν., VH.58). Ή διαφοροποίηση αυτή αποτελεί εξέλιξη τής αριστοτελικής διάκρισης μεταξύ πρώτης και δευτέρας δείξεως, και καταλήγει σήμερα στην αναγνώριση τής διαφοράς μεταξύ επιφανειακής και βαθύτερης σημασιολογικής δομής (deep structure). Στηρίζεται στην αρχή τοϋ αυξανομένου λόγου (παράβαλε Φίλωνος 'Αλεξανδρέως, Περί αφθαρσίας κόσμου [Cohn, L., και Reiter 8.(εκδ.), De Aetemitate Mimdi: Philonis Alexandrini opera quae supersunt, Reimer, Berlin 1915], 48· Πλουτάρχου, Περί τών κοινών εννοιών προς τους Στωικούς [Westman R. και κατόπιν Pohlenz, Μ. (έκδ.), De communibus notitäs adversus Stoicos: Plutarchi moralia, 2η έκδοση, Teubner, Leipzig, 1959, τ. 6.2, 1083b] και ώς περίπτο>ση δύιστικής αντίληψης τοϋ υποκειμένου δέχτηκε τα πυρά τοϋ Πλουτάρχου (αυτόθι, 1083c-«). Ό Noam Chomsky με το πέρασμα του άπό τή γλωσσολογική μελέτη στην πολιτική θα μπορούσε να θεωρηθεί ώς ένας άπό τους επιγόνους τοϋ διαφωτισμού. 392
Παράβαλε τήν έννοια τοϋ ορού στον τίτλο τοϋ έ'ργου Γραμματική
τών Φιλοσοφικών Επιστημών
του
Άνθιμου Γαζή και τον όρο γραμματική της ηθικής τον οποίο ό Κοραής (Κοραή, 'Αδ., έ'νθ' άν., τ. α ', σ. 294 και τ. β', σ. 591-2) δανείζεται άπό τό έργο τοϋ Adam Smith, The Theory of Moral Sentiment [ Smith, Ad., The Theory of Moral Sentiments, Edinburgh 1759]. Ή κύρια θέση τοϋ Smith στό συγκεκριμένο εσγο είναι πώς ή φυσική προέλευση τής ανθρώπινης ηθικής προκύπτει απο τη φυσική προέλευση τής κοινωνικότητας
τον
συνεπώς, αν κάποιος αναπτύσσονταν μένοντας για καιρό μόνος του σε ένα νησί (βλέπε τήν περίπτωση τοΰ Robinson Crusoe), δεν θα ανέπτυσσε ηθική. Για τή σχέση μεταξύ τής ρητορικής και τής ηθικής στό συγκεκριμένο
103
γραμματικής σε επιστημολογικά
εργαλείο
απετέλεσε
και το συστατικό
στοιχείο
της
αναπροσαρμογής των σχέσεως ανάμεσα στις τέχνες τής τριττύοζ, οπού σε κύρια εφαρμογή τής επιστημολογικής γραμματικής αναδεικνύεται ή ρητορική. γ ' . Ή ρητορική ως πρωτογενές πεδίο αξιοποίησης τής κοραϊκής γραμματικής Οι σχέσεις τής γραμματικής με τή ρητορική είναι ουσιώδεις και φανερές. Σύμφωνα με τον Κοραή, «ή διαφορά [τής 'Ρητορικής] από τήν Γραμματικήν στέκει εις τοϋτο, δτι εκείνη διδάσκει το καταλλήλως λέγειν και γράφειν, ή δε 'Ρητορική το πιθανώς λέγειν και γράφειν. Μέγα μέρος τής πιθανότητος ταύτης προξενεΐται ... άπό τήν έκλογήν τών λέξεων και τήν τεχνικήν αυτών σύνθεσιν» 393 .
Ή
βούληση
τοϋ Κοραή να προωθήσει
στα παιδευτικά
τεκταινόμενα τοΰ άναγεννώμενου ελληνισμού μία νέα μορφή γραμματικής και ρητορικής είναι φανερή. Το φιλόσοφον ή άφιλόσοφον είναι κατά τον Κοραή το κριτήριο δοκιμότητας τόσο τής γραμματικής, οσο και τής ρητορικής' 3πο.>ς στοιχείο άφίλοσόφου γραμματικής θεωρείται ή γραμματική άσκηση στην αρχαία μορφή τής γλώσσας (τή στιγμή μάλιστα που ή γραμματική ορίζεται ως επιστήμη τού λέγειν και γράφειν και ώς βάση τής κατανόησης νοήματος), ως στοιχείο άφίλοσόφου ρητορικής και μη ορθού λόγου θεωρείται ή ρητορική άσκηση μέσω τών προγυμνασμάτων πού είναι διατυπωμένα στην αρχαΐζουσα 394 . Κι αυτό, γιατί ή ρητορική άσκηση θεωρείται άπό τον Αδαμάντιο Κοραή ώς το μέσο τελειοποιήσεως μιας γλώσσας 3 9 5 , ιδιαίτερα στις περιπτώσεις γλωσσών
οι όποιες πιστεύεται πώς έχουν εχβαρζαρωθέϊ.
Οι
μεταφράσεις στην ελληνική ξενόγλωσσων έργων θεωρούνται ώς το προσφορότερο πεδίο τόσο τής γραμματικής εκγύμνασης οσο και τής ρητορικής άσκησης. Το δτι οι θεωρούμενες ώς ατελείς
γλώσσες μπορούν να τελειοποιηθούν
μέσω τής ρητορικής άσκησης καθίσταται
εφικτό μέσω τού ρητορικού ενθυμήματος. Προϋπόθεση, ωστόσο, μιας τέτοιας εξέλιξης γλώσσας είναι ή πολιτική ελευθερία
396
τής
και ή συνεπακόλουθη ελευθερία τοϋ ρήτορος. Ώ ς
σκοπός, τέλος, τόσο τής ρητορικής τέχνης, όσο και τής βελτίωσης τής γλώσσας μέσω τής ρητορικής άσκησης προσδιορίζεται ή ευδαιμονία τοϋ έθνους 397 . Σε αντίθεση με δσα προτείνει
με τις γραμματικές του προτάσεις, ό Κοραής δεν
παρουσιάζει κάτι νέο στο γνωστικό αντικείμενο τής ρητορικής. Στην εξέταση τοϋ θέματος αύτοϋ στηρίζεται στην τυπική αριστοτελική ρητορική θεωρία και παρουσιάζει τή ρητορική
έργο τοϋ Adam Smith, βλέπε Griswold, Ch. L. Jr., Adam Smith and the Virtues of Enlightenment: Modern European Philosophy, Cambridge University Press, 1999. 393
Κοραή, Άδ\, έ'νθ'άν., τ. α', σ. 223.
394
Αυτόθι, σ. 232.
395
Αυτόθι, σ. 233.
396
Αυτόθι, σ. 234.
391
Αυτόθι, σ. 235.
104
ώς τέχνη της ευρέσεως τοΰ ενδεχομένως χρησίμου 398 . Ή σαφήνεια θεωρείται ώς ή βασική προϋπόθεση του ρητορικού λόγου 3 9 9 . Ό Κοραής αντιτίθεται στή θέση του Επικούρου πώς ή σαφήνεια αποτελεί τή μοναδική προϋπόθεση πού οφείλει να ακολουθεί ό ρητορικός λόγος 4 0 0 και τάσσεται υπέρ της αριστοτελικής εκδοχής τής σαφήνειας ώς βασικής μέν, άλλα οχι κα! μοναδικής αρετής τοΰ λόγου. Πιθανώς σε αυτό το θέμα ό Κοραής να λαμβάνει υπ' δψιν του το πολύ προσωπικό υφός τών σύγγραμμα του, έργο τεχνικής
"Επιστολών
τοΰ Επικούρου
και οχι το
Περί
φύσεως
υφής, άπο το οποίο απουσιάζει ή ρητορική χρήση
τής
γλώσσας 4 0 1 . Πρέπει
εδώ να θυμίσουμε πώς τόσο στην
ρητορική θεωρία ή σαφήνεια απετέλεσε
αριστοτελική
οσο και στην
το σημείο άφόρμησης για τή διάκριση μεταξύ τής
ρητορικής εκφοράς και τής ποιητικής διατύπωσης τοΰ λόγου. Σύμφωνα με τόν ή σαφήνεια ίίάνοίας
402
επικούρεια
Αριστοτέλη,
επιτελεί στο επίπεδο τοΰ ΰφους δ,τι και ή λογική απόδειξη στο επίπεδο τής
, τής διαμόρφωσης δηλαδή μιας τυπολογίας τών ειδών τοΰ αποδεικτικού λόγου και
τής επιχειρηματολογίας. Είναι το κύριο μέσο δια τοΰ οποίου ή ρητορική καθίσταται τέχνη πρακτική και ώς δυνάμει σχετίζεται
με την πολιτική επιστήμη και δράση 4 0 3 . Για τον
'Αριστοτέλη, ή σαφήνεια αποτελεί «αρετή λόγου, ... ση μείον δτι ό λόγος εάν μή δηλοί, ου ποιήσει το έαυτοΰ έργον» 4 0 4 . 'Από τήν άλλη πλευρά ό υπέρμετρος ζήλος τοΰ 'Επίκουρου για
398
Βλέπε 'Αριστοτέλους, Τέχνη 'Ρητορική, ε'νθ' άν., I.I. 1355bl6-20- Γοπαά, ενθ' όν., III.101b8-lO
Κοραή, Άδ., ενθ'αν., τ. α', σ. 2 2 8 . 399
Αύτο'0ι, σ. 2 3 5 .
400
: «σαφής δ' ην ούτως, ώς και εν τω Περί ρητορικής άξιοι μηδέν άλλο η σαφήνειαν άπαιτεΐν», Διογένους
Λαέρτιου, Βίων και Γνωμών τών εν Φιλοσοφία. Ευδοκιμησάντων, ε'νθ' av., Χ.13-15. Στο διό θέμα ό Κοραής σημειώνει: «σφάλμα προφανές, το όποιοι τον έ'καμε (ενν. τόν Επίκουρο) πολλάκις να πέση εις τον χυδα'ισμόν δια χάριν τής σαφήνειας»- Κοραή, Άδ., ενθ' av., τ. α', σ. 236. 1
Ή ανάγκη για σαφήνεια είχε επισημανθεί και άπο τους συγγραφείς τοΰ Port Royal: "οι ιδέες μας είναι τόσο
στενά δεμένες με τις λέξεις, ώστε συχνά σκεφτόμαστε περισσότερο τις λέξεις παρά τα πράγματα. Αυτό συνιστά μια απο τις πλέον συνήθεις αιτίες συγχύσεως τόσο τών ιδεών μας οσο και τής γλώσσας μας"· Amauld, Α., και Nicole, P., La Logique ou Γ au de penser, Paris 1662, XI. Στο πλαίσιο μάλιστα τής σχέσεο,ις μεταξύ τών πραγ^των
και τών
λέξεων, έκτος
απο τη
διάκριση μεταξύ
τών κατηγορηματικών
και τών
συγκατηγορηματικών λεκτικών σημείων οι διανοητές αυτοί επεσήμαναν και τή διάκριση μεταξύ τών πραγματικών και τών επικουρικών σημασιών ή ιδεών (idées accessoires), όπως δ τόνος απαγγελίας, οι χειρονομίες και οι εκφράσεις τοΰ προσώπου, οί οποίες συμμετέχουν ενεργά ως φυσικά σημεία στή εκφορά κρίσεως· αυτόθι, ΧΠ. 402
Ή διάνοια αποτελούσε αρχικά το πρώτο μέρος τών εγχειριδίων ρητορικής· στην μετα-άριστοτελική ρητορική,
το μέρος αυτό ταυτίστηκε μέ τήν εύρεση' παράβαλε. 'Αριστοτέλους, Τέχνη 'Ρητορική, ενθ' av., ILXXVI.5. 403
Παράβαλε 'Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: Nicomaehean Ethics, Loeb
Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926], I.II.1094b2-8, όπου ή δυνατότητα τής δημιουργίας ρητορικοΰ "koyou εντάσσεται στο πλαίσιο τής πολιτικής επιστήμης. 404
'Αριστοτέλους, Τέχνη 'Ρητορική, ε'νθ' αν., III.2.1404b.2-3• ό ορός σημείο ταυτίζεται εδώ με τήν έννοια
σημείο δείξεως και οχι με τήν έννοια με τήν οποία χρησιμοποιείται στην παραγωγή ρητορικής ένθυμηματικής
105
την
πλήρη υποταγή της
σχετίζονταν
με
την
εκφοράς τοϋ ρητορικού λόγου στο
αντίδραση
του
στο
φορμαλιστικό
κριτήριο της σαφήνειας
χαρακτήρα της
ελληνιστικής
405
ρητορικής . Ή πλατωνική διάζευξη μεταξύ τής διαλεκτικής και τής ρητορικής, σύμφωνα με τήν οποία ή διαλεκτική άναγν<ωρίζεται ώς ή γνήσια επιστήμη των πολιτικών πραγμάτων, ενώ ή ρητορική θεωρείται ψευδοεπιστήμη ή δποία παρέχει γνώση δχι τής αλήθειας, άλλα τής δόξας406, μετεξελίχθηκε άπα τον Επίκουρο στην διάζευξη μεταξύ τής επιστήμης τής τέχνης,
δπου ή πρώτη μπορεί να προσλαμβάνει
το χαρακτήρα ενός
και
κοινωνικού
λειτουργήματος ενώ ή δεύτερη παραμένει μια ιδιωτική δεξιότητα, μια δεξιοτεχνία, ή οποία στερείται λογικής εγκυρότητας, καθώς αναμειγνύει σε μια τεχνητή ενότητα τή λογική επιχειρηματολογία με ποιητικά στοιχεία συναισθηματικής διέγερσης 4 0 7 . Ίο δτι ό Κοραής προκρίνει με βάση το κριτήριο τής σαφήνειας τήν αριστοτελική και δχι τήν επικούρεια εκδοχή τής ρητορικής σημαίνει βέβαια δτι αποδοκιμάζει τή θέση
τοϋ
Επικούρου πώς ή ρητορική ικανότητα αποτελεί φύσει μόνον προνόμιο τοϋ άνθρωπου, δπως και δτι επικροτεί τόσο τή ρητορική ώς δόκιμη και ηθικά θετική μορφή τέχνης, δσο και τήν έντεχνη άσκηση της. Σημαίνει ωστόσο πώς προκρίνει παράλληλα μια ρητορική, ή οποία στην διεξαγωγή της εμπεριέχει δχι μόνο τα πραγματικά, άλλα και τα φαινομενικά μέσα τής πειθούς 4 0 8 , πράγμα περίεργο, αν αναλογισθεί κάποιος πώς στην πολιτική αξιοποίηση τής ρητορικής τά φαινομενικά μέσα πειθούς μπορεί να χρησιμεύουν αν δχι ξεκάθαρα στη δημαγωγική
εκφορά
τοϋ
ρητορικού
λόγου,
τουλάχιστον
στην
εξαπάτηση
τών
409
ακροατών—πολιτών . 'Ασφαλώς, πίσω από μια τέτοια προαίρεση λανθάνει το γεγονός πώς συλλογιστικής, συμπεριλαμβάνοντας τήν αποδεικτική του αποχροκτη ώς τεκμήριο' Τέχνη 'Ρητορική, ενθ'av., 4 0 5
παράβαλε. 'Αριστοτέλους,
L2.1357ai4-1357b.18).
«... όταν οι διάδοχοι τοΰ 'Αλεξάνδρου έπολέμουν τήν έλευθερίαν τής Ελλάδος, οι "Ελληνες διέστρεφαν καϊ
την ρητορικήν και τήν γραμματικήν, και τά ήθη το.>ν»- Κοραή, Ά δ . , ενθ' av., τ . α ', σ. 2 7 1 . Παράβαλε και τις παρατηρήσεις τοϋ Χ . Θεοδωρίδη σχετικά με το Θέμα στο έργο Θεοδωρίδη, θ.,Επίκουρος:
ή αληθινή οψη
του
'Αρχαίοι/ Κόσμου, 'Βιβλιοπωλεΐον τής Ε σ τ ί α ς , 'Αθήνα 1 9 8 1 . 4 0 6
Ή κατηγορία αυτή αποδίδεται στή ρητορική ήδη άπο τήν εποχή τοϋ Πλάτωνα· παράβαλε. Πλάτωνος
Σοφιστής, ενθ'άν., 233c. 4 0 7
Φιλοδήμου, Περί 'Ρητορικής, [Sudhaus, S. (έ'κδ.), Philodemi volimtina ihetonca, Teubner, Leipzig 1 8 9 2 - 9 6 , τ .
1], σσ. 1 4 9 - 5 3 . 4 0 8
« Ή 'Ρητορική δεν επαγγέλλεται να πείση, άλλα να εΰρη και νά μεταχειρισθή με τέχνην όσα είναι δυνατά να
πεισο^σι»· αυτόθι, σ. 2 2 8 . Παράβαλε και τήν άποψη τοϋ 'Αριστοτέλους:
«έ'στω δε ρητορική δύναμις περί
εκαστον τοϋ θεωρήσαι τό ένδεχόμενον πιθανόν», Αριστοτέλους, Τέχνη 'Ρητορική, ενθ' αν., Ι . Π . 1-2.
'Αναλόγως
ο Pierre Coste παρατήρησε πώς ό John Locke κατά τή σφοδρή του επίθεση προς τή ρητορική, δεν στάθηκε ικανός να διακρίνει μεταξύ τών καλλιτεχνικών παραπλανητικών τεχνασμάτων πού θεωρούνται υφολογικά προτερήματα τής ρητορικής εκφοράς λόγου καϊ τών κανόνων τής άληθοϋς ρητορείας-Locke J., An Essay Concerning Human Understanding, Oxford 1985, I I I . 1 0 , υποσημείωση. 4 0 9
« Ή ρητορική τότε αληθώς γίνεται αξία λογικών ανθρώπων τέχνη, όταν καταγίνεται εις τήν βελτίωσιν τών
ηθών και τής πολιτικής κοινωνίας»· Κοραή, Ά δ . , ενθ' αν., τ . α ' , σ. 268"
« ... τό λεκτικόν μέρος
[τής
ρητορικής] τότε θέλει προχωρήσειν εις τελείωσιν άφοϋ τό πραγματικόν της άρχίση νά καταγίνεται εις τα
106
δ σταγειρίτης φιλόσοφος ανέτρεψε την πλατωνική διάζευξη μεταξύ της ρητορικής και τής διαλεκτικής 4 1 0 , συνδέοντας στενά τή μία με τήν άλλη και θεωρώντας πώς καμμία τους δεν αποτελεί επιστήμη
με συγκεκριμένο αντικείμενο εφαρμογής, αλλά πώς και οι δύο εμπίπτουν
ως δυνατότητες προβολής επιχειρημάτων — αν και σε διαφορετικό επίπεδο ή κάθε μια 4 1 1 — στό εν γένει πλαίσιο μιας γνωσιοθεωρίας 4 1 2 λογικά αξιοποιήσιμης 413 . Ή
αντίδραση
τοΰ
Κοραή
στις
θέσεις
του
Επικούρου
φαίνεται
να
είναι
μόνο
λεξικογραφική. Κ α τ ' ούσίαν, ωστόσο, δ Κοραής επικρίνει τήν αναίρεση άπό τον Επίκουρο τής επικοινωνιακής διάστασης τοΰ φιλοσοφικού λόγου ως το όχημα έλλόγου και αληθούς νοήματος — αναίρεση που προέκυψε άπό τή συρρίκνωση τής ελληνιστικής
ρητορικής στό
εμπειριοκρατικό πλαίσιο μιας κακοτεχνίας, σύμφωνα με τα λόγια τού Επικούρου 4 1 4 . Για τον Κοραή ή σημασιολογία τής γλώσσας και ειδικώτερα τής ρητορικής πρέπει να απαλλαγεί άπό το στενά εμπειριοκρατικό πλαίσιο τής καθομιλουμένης 415 . Ή εκφορά τού λόγου πρέπει να αναπροσδιοριστεί με βάση τους κανόνες μιας γενικής λογικής, ούτως ώστε μέσω τής επιστημολογικής 416
γνώσης .
χρήσης τής γλώσσας
να καθίσταται εφικτή ή μετάδοση
φιλοσοφικής
Ή επικριτική αναφορά τού Κοραή στις απόψεις τού 'Επικούρου έ'χει ώς στόχο
τόσο τήν απαξίωση τής έντεχνης ρητορικής άπό τον τελευταίο 4 1 7 , οσο και τή ακύρωση τής
συμφέροντα εις τήν πολιτικήν κοινωνίαν»· αυτόθι, σ. 269. Ώ ς σκοπός τής ρητορικής προσδιορίζεται άπό τον Κοραή η πολιτική διδαχή τόσο τής προγονικής δόξας, οσο και των αίτιων και σφαλμάτων που οδήγησαν στην απώλεια της - αυτόθι, σ. 230. Το είδος τοΰ ρητορικού "λαγού που ενδείκνυται για το σκοπό αυτό, και το όποιο κατά τα πρότυπα τοΰ πλατωνικού Γοργία [Lamb, W. R. Μ.(έκδ.), Gorgias, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1983, §60] πρέπει πάντα να θεμελιώνεται στην Ηθική (Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α ', σ. 230), εΓναι τό συμβουλευτικό: « ... τα νοήματα, αξιόλογα δεν έμποροΰν νά ήναι, αν δεν καταγίνωνται περισσότερον εις τό συμβουλευτικόν παρά εις τό έγκωμιαστικόν τής ρητορικής μέρος»' (αυτόθι, σ. 240). 410
Στην πλατωνική της θεώρηση, ή διαλεκτική είναι μια διαδικασία ευρέσεως των αληθών ορισμών τοΰ τι είναι
τα πράγματα- τό ζητούμενο αυτό προσδιορίζεται με τή μέθοδο τών έρο^ταποκρίσεων. 411
πρακτικό για τή ρητορική, θεωρητικό για τη συλλογιστική.
412
Παράβαλε 'Αριστοτέλους, Τέχνη 'Ρητορική, ενο'άν., 1.1.1-14.
H1J
κάτι που κατέστη εφικτό με την κατάταξη της ρητορικής απο τους στωικούς ως μέρους της ευρύτερης
λογικής. 414
Usener, Η., Epicuœa, Teubner, Leipzig 1887, απόσπασμα 51.Παράβαλε, επίσης, τή μαρτυρία τοΰ Ammianus
Marcellinus [Rolfe, John G, (εκδ.), Ammianus Marcellinus: The history: Books XXVII-XXXI, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London, 1986, XXX.4.3], όπου ή πλατωνική αντίληψη τής ρητορικής ώς εΐδωλον μορίου πολιτικής συμπαρατίθεται με τόν επικούρειο χαρακτηρισμό της ώς κακοτεχνία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πώς ό Κοραής δεν αποδέχεται πώς ή παρατήρηση xnù. ή εμπειρία άποτελοΰν συστατικά στοιχεί» τής καλλιέργειας τοΰ ρητορικού λόγου1 Κοραή, Άδ., ενο'αν., τ. α', σ. 2 6 3 . 416
«τής 'Ρητορικής τα όπλα, ... άναγκαΐόν είναι να διευθύνωνται και νά κανονίζονται ... άπό τήν Φιλοσοφίαν»·
αυτόθι, σ. 224. Πρώτος ο Πλούταρχος μέμφθηκε τόν Επίκουρο για τη στάση του απέναντι στή ρητορική: «ό δε γε Επίκουρος εν τω Περί 'Ρητορικής αύθαδέστερον οιμαι λέγων φησίν αυτός μόνος ευρηκέναι τέχνην πολιτικών
107
θέσεως του πώς φιλοσοφική (δηλαδή λογική) γλώσσα είναι αδύνατον να υφίσταται κατά τή ρητορική εκφορά τοϋ λόγου, επειδή ή μείξη των γνωσιολογικών παραμέτρων με ποιητικά στοιχεία και με λεκτικά σχήματα πού εγείρουν τήν αισθητική φύση τοΰ ακροατηρίου 418 απαξιώνει τήν εγκυρότητα τών λεγομένων. Ό Κοραής επιθυμεί να επαναφέρει τήν πρακτική ρητορική άπό τήν άπαξιωτική θέση στην οποία τήν τοποθέτησε ό Επίκουρος πίσω στή σχέση της με τις άλλες τέχνες της Τριττύος, τή γραμματική και τήν λογική — ιδιαίτερα με τήν τελευταία. Ή επιστροφή της ρητορικής στο αριστοτελικό της πρότυπο συμπορεύεται κατ' αυτήν τήν έννοια με τήν υποταγή τού ρητορικού κανόνα στους κανόνες και τις αρχές της λογικής. Ή αποκατάσταση αυτή, ή οποία κατά τήν αρχαιότητα επιτεύχθηκε άπό τους φιλοσόφους της Στοάς 4 1 9 , είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τή διεύρυνση της ρητορικής άπό το επίπεδο της τέχνης παραλληλιστεί πολιτικής
420
με τή
σ' αυτό της επιστημολογίας
μετάβαση άπό τους
κανόνες
και θα μπορούσε της
λογικής
στους
μάλιστα
να
νόμους
της
. Ή μετάβαση αυτή πραγματώνεται κατ' αναλογία προς τήν εξέλιξη της
ρητορικής άπό τόν αριστοτελικό
της τύπο τών κλασσικών χρόνων στον τεχνογραφικό
χαρακτήρα πού εξέλαβε κατά τήν ύστερη αρχαιότητα και στή συνεπακόλουθη ανάγκη
λ ό γ ω ν τους δε άλλους άποσκορακίζων ρήτορας εαυτώ π ω ς μαχόμενα λέγει· φύσις γάρ έστιν ή κατορθοϋσα λόγους, τέχνη δε ουδεμία», Η. Usener, ενθ' av., 114, 2 0 . 4 1 8
Ή μέθοδος αυτή κυριαρχούσε στή ρητορική τών ελληνιστικών χρόνων.
4 1 9
Οι Στωικοί ενέταξαν συστηματικά δχι μόνο τή ρητορική στή λογική, άλλα και τή λογική —
τήν οποία
Θεωρούσαν ώς τήν επιστήμη τοϋ ορθώς διαλέγεσθαι — στή φιλοσοφία· παράβαλε τις παρατηρήσεις έ π ' αύτοϋ τοϋ Α. Α. Long, στο Long, Α. Α., Ή 'Ελληνιστική
Φιλοσοφία.: Στωικοί,
Επικούρειοι,
Σκεπτικοί,
μετάφραση
Σ τ . Δημοπούλου και Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Μ.Ι.Ε.Τ., 'Αθήνα 1990, σ. 2 0 0 . 4 2 0
"Αλλωστε ή επιλογή τοϋ Κοραή νά εξετάσει τήν ρητορική στά προλεγόμενα της έκδοσης τοϋ Ισοκράτους,
όπως και ή ίδια ή επιλογή τοϋ Ισοκράτους ανάμεσα στην πληθο>ρα τών αρχαίων ρητόρων, συνδέει τη ρητορική απευθείας με τήν πολιτική αξιοποίηση της. 'Ακριβώς ό'πως ο Διονύσιος Άλικαρνασσευς επεσήμανε, όταν ανέλυε τους λόγους τοϋ 'Ισοκράτους, πώς «χρήναι τους μέλλοντας ουχί μέρος τι της πολιτικής δυνάμεο>ς άλλ' δλην αυτήν κτήσασθαι τούτοι
[τόν Ίσοκράτην] εχειν τόν ρήτορα δ ά χειρός» [Διονυσίου 'Αλικαρνασσέως,
Ισοκράτης
"Αθηναίος: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Dionysius of Halicamassus: Cntical Essays 1, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1985, τ . 2 ] , 4, ο Κοραής επισημαίνει τα ακόλουθα: «... πρώτος ο 'Ισοκράτης έδιόρθωσε το πραγματικον μέρος τών ρητορικών λόγων, επειδή πρώτος ... ησχολήθη νά ρητορεύη τά αληθινά συμφέροντα εις τήν πατρίδα του. Οί πρό αύτοϋ σοφισταί, ... κατεγίνοντο με μεγαλωτάτην επιμελειαν εις το λεκτικόν, και εξαιρετως εις εκείνο τοϋ λεκτικοϋ το μέρος, τό οποίον αποβλέπει τήν συνθήκην και ταξιν τών λέξεων, και τήν συμμετρίαν τών κώλων και τών περιόδων, ήτις έγέννησε τά αντίθετα, τά πάρισα και τά όμοιοτέλευτα» (Κοραή, 'AS., ενθ' άν., τ . α ' , σ. 2 8 5 . ) · «... όστις τόν έξετάση καί γραμματικώς, θέλει πληροφορηθην, ότι πρώτος
ο 'Ισοκράτης έστησε τρόπον τίνα τα όρια της γλώσσης, καί έκυρωσε με
τό
παράδειγμα του τήν καταλληλίαν τής γραμματικής συντάξεως· ... ώστ' άπό μόνον αυτόν είναι δυνατόν νά σύνθεση τίς γραμματικήν [jÀBoSoy όλόκληρον, χωρίς νά εχη χρείαν άλλων παραδειγμάτων»· αυτόθι, σ. 2 8 7 .
108
άποασιανοποίησης421
καί επανασύνδεσης
της
με το ευρύτερο
φάσμα τοϋ
φιλοσοφικού
422
λόγου . Το δεύτερο ζήτημα πού θα εξετάσουμε στο πλαίσιο της ρητορικής αξιοποίησης τής κοράικής γραμματικής είναι ή διάκριση μεταξύ τού πραγματικού
και τού λεκτικού.
επιλογή τού Κοραή να χρησιμοποιήσει τη διάκριση μεταξύ τού πραγματικού λεκτικού
επιπέδου δόμησης τού ρητορικού λόγου
Άλικαρνασσέως
424
423
Ή
καί τού
στηρίζεται στα κείμενα τού Διονυσίου
και έρχεται νά διευκρινίσει περαιτέρω τήν αρετή τής σαφήνειας ως
ζήτημα οχι μόνον τού λεκτικού επιπέδου άλλα και αυτού των πραγμάτων 4 2 5 . Αυτή ή σημασιολογική επίταση τού ορού σαφήνεια εξυπηρετεί τή συνάρτηση τής ρητορικής με τον πολιτικό λόγο — αντίληψη κυρίαρχη τόσο στο Περί συνθέσεως των ονομάτων τού Διονυσίου Άλικαρνασσέο^ς 426
δσο και στα
Προλεγόμενα
τοϋ
Ισοκράτους
τού Κοραή 4 2 7 — ενώ
συγχρόνως άποστασιοποιεΤ τή ρητορική πρακτική από τή θεώρηση τής πειθούς ως τού μοναδικού κριτηρίου ρητορικής αποτελεσματικότητας 4 2 8 - ή πειθώ έ'τσι δεν εξαρτάται μόνον από τήν επιλογή τών λεκτικών σχημάτων αλλά επικεντρώνεται στο πραγματικό
νόημα πού
42
περιέχεται στα επιχειρήματα *. Ή
διάκριση
μεταξύ
τού
και τού
πραγματικού
λεκτικού
αποτελεί
εξέλιξη
τού
αριστοτελικού διαζευκτικού σχήματος 'διάνοια-λέξις', από το όποιο προέρχεται και ή διαφοροποίηση
μεταξύ
τών
σχημάτων
διανοίας
και
τών
λεκτικών
Στή
σχημάτων.
μετα-άριστοτελική ρητορική θεωρία ή διάζευξη αυτή απαντάται υπό τις μορφές 'ιδέα—λέξις' και 'χαρακτήρ—λέξις'. Σ τ ή λατινική ρητορική θεωρία πρωτοεμφανίστηκε με τή διάκριση
U χσκχνισμος εμφανίστηκε τον όο π.χ. αιώνα με
τον
Ηγησια το Μαγνητα, και είχε ως
οασικο
χαρακτηριστικό τήν κυριαρχία τοϋ στόμφου καί της επιτήδευσης επί της βαρύτητας τών επιχειρήματος. 4 2 2
Παράβαλε Διονυσίου Άλικαρνασσέως, Περί τών
[Goold, G. Ρ. (έκδ.), Cicero M.
T.:
De
"Αρχαίων 'Ρητόρων, ενθ" αν., 1, καί Cicero, De Oratore
Oratore, The Loeb Classical Library, Harvard University Press,
Cambridge/Massachusetts και London, 1 9 4 2 ] , 111.56. 423
Κοραή, Άδ\, ενθ' χν., τ . α ' , σ. 2 3 6 . «οιττης γαρ ούσης ασκήσεως περί παντας ως ειπείν τους λογούς, της περί τα νοήματα, και της περί τα
ονόματα, ων ή μεν τοϋ πραγματικού τόπου μάλλον έφάπτεσθαι δόξειεν αν, ή δε τοϋ λεκτικού, καί πάντων όσοι τοϋ λέγειν ευ στοχάζονται περί άμφοτέρας τας θεωρίας τοϋ λόγου ταύτας σπουδαζόντων εξ Ίσου», Διονυσίου Άλικαρνασσέως, Περί Συνθέσεως
'Ονομάτων, [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Dionysius of Halicamassus, ενο'άν.], 1.
4 2 5
To «εν τοις πράγμασι σαφές», αποδίδει σύμφωνα μέ το Διονύσιο τόν Άλικαρνασσέα τον όρισμα τού ύφους.
4 2 6
Παράβαλε Kennedy, George Α., A New History of Classical Rhetoric, Princeton, Princeton University Press,
1994, σ . 1 6 6 . 4 2 7
βλέπε Κοραή, 'AS., ενθ" άν., τ . α ' , σ. 236., σημ. 1. Ή θεώρηση τής πειθούς ως τού μοναδικού κριτηρίου τής ρητορικής αποτελεσματικότητας αφορούσε στή
σχέση τής ρητορικής τέχνης μέ τόν άσιανισμό καί απετέλεσε αίτιο τής κακοδαιμονίας της. 4 2 9
Παράβολε Διονυσίου Άλικαρνασσέως, Περί Συνθέσεως
"Ονομάτων, ενθ" χν., 3 .
109
'genera—res' της ρητορικής πραγματείας De Raiione Dicendi430, οπού genera είναι τα είδη και res οι υλικές ποιότητες
τού ρητορικού ύφους. Πέραν ωστόσο τοΰ διαζευκτικού χαρακτήρα τής
σχέσεως τους το πραγματικό
και το λεκτικό συναπαρτίζουν τους ρητορικούς
τόπους — τα
πεδία δηλαδή αναφοράς και άφόρμησης τής ρητορικής μεθοδολογίας. Ό Κοραής αναφέρεται στην έννοια του τόπου ηοη κατά τη γραμματική οιερευνηση του επιρρήματος 4 "", ενω κατά τή μελέτη των αντωνυμιών φαίνεται να αποδίδει στον τόπο τή σημασία τής θέσεως, καθώς ομιλεί για την αντωνυμία ως άναπληρούσα τον τόπον τοϋ ονόματος 432 . Ώ ς τεχνικός δρος τής αριστοτελικής ρητορικής ό τόπος εμπίπτει στο πλαίσιο τής ευρέσεως
τής επιχειρηματολογίας και συνιστά οχ: τή θέση από τήν οποία μπορούν να
αντληθούν επιχειρήματα υπέρ
ένας
ισχυρισμού,
άλλα
έναν
κωδικοποιημένο
κατάλογο
μεθόδων, ά π ' δπου 6 ρήτορας μπορεί κάθε φορά να επιλέγει εκείνες τις στρατηγικές με τις όποιες θα υποστηρίξει τα εκάστοτε επιχειρήματα του. Κ α τ ' ούσίαν, οί τόποι
είναι τα
μεθοδολογικά εργαλεία μέσω των οποίων καθίσταται εφικτή ή εύρεση, δηλαδή ή δημιουργία εκείνων τών ενθυμημάτων,
που στηρίζουν ή αναιρούν μια θέση. Διακρίνονται δε σε ίδιους και
σε κοινούς τόπους, δηλαδή σε \χε^οδο~λογίες συγκεκριμένης
ισχύος και σε
μεθοδολογίες
433
καθολικής εφαρμογής . Ύπό τήν έννοια αύτη ή αριστοτελική εκδοχή τών τόπων συνδέει τή ρητορική σπουδή κυρίως με τή γλώσσα, και τή λογική οργάνωση τής επιχειρηματολογίας, καθώς μέσω τής τυπολογίας τών τόπων καθίσταται εφικτή ή διεκπεραίωση τής ρητορικής συλλογιστικής προς τήν κατεύθυνση ενός τελικού συμπεράσματος — μίας θέσεως, στην οποία τα πράγματα
δεν υφίστανται ώς παρόντα.
Στα κείμενα τού Διονυσίου Άλικαρνασσέως
ή έννοια τού τόπου
αριστοτελική: ή διμερής διάταξη μεταξύ τών λεκτικών
και τών
διαφέρει άπό τήν
πραγματικών
τόπων
εκλαμβάνεται ώς καθαρά ρητορική και αντιπαραβάλλεται προς τή διαλεκτική διάσταση με
430
Το έ'ργο είναι επίσης γνωστό και υπό τον τίτλο Rhetorics Ad Gaiwn Hereniwrr κατά το Μεσαίωνα αποδίδονταν στον Κικέρωνα, ενώ ή σύγχρονη έρευνα ταυτίζει τό συγγραφέα του με τον Cornificius, μέλος της ανώτερης τάξης της Ρώμης. « ... Δεν άρνοϋμαι era είναι περιστάσεις, εις τας οποίας ό αυτός ορός, ή αυτή λέξις, ανήκει εις διάφορα μέρη \oyou κατά τον διάφορον τρόπον του νοεϊσθαι, ή τοϋ προφέρεσθαι, οπόταν μάλιστα, ... ήλλάχθη και ή γραφή και ό τόνος, της λέξεως ...· (Κοραή, Άδ., έ'νθ'άν., τ. α', σ. 92-93, σημείωση 1). «"Ολχ λοιπόν ταϋτα, [να] ... διωχθώσιν από τόν τόπον, εις τόν οποίον τα εβαλεν ή άλογος και άφιλόσοφος Γραμματική. "Ο,τι δεν κρατεί τόν οικεϊον εις αυτό και προσήκοντα Τ ΌΠΟΝ, είναι και λέγεται "ΑΤΟΠΟΝ και τά άτοπα τής γλώσσης zuy.o~hi γεννώσι τα άτοπα τοϋ συλλογίζεα-θαι, και τοϋτα πάλιν γίνονται γονείς τών άτόπο^ν τής διαγωγής. "Οστις έμαθε να ηναι άτοπος εις εν, δεν άργεΐ νά μεταφέρη τήν άτοπίαν και εις άλλα»· αυτόθι, σ. 104-105. 432 433
Δαμαλά, Ν. Μ.,ενθ'άν, τ. 6., σ. 104.
Ό 'Αριστοτέλης ανέλυσε τους τέσσερεις βασικούς κοινούς τόπους (του δυνατού ή αδυνάτου, τοϋ μέλλοντος γενέσθαι, τοϋ γεγενημένου, και τής μειώσεως ή αύξησεο^ς) σε εικοσιοκτο'ί, Τέχνη 'Ρητορική, ενθ' αν., 2.18-19, &2.23.
110
τήν οποία ό 'Αριστοτέλης Άλικαρνασσέα
στους
καί οι Στωικοί χρησιμοποίησαν τον ορο 4 3 4 . Σύμφωνα με τον
λεκτικούς
τόπους435
συμπεριλαμβάνονται
α)
ή
επιλογή
κατάλληλων εκφραστικών τύπων, β) ή αρμονική σύνθεση αυτών και γ) ή επιλογή αρμόδιων λεκτικών σχημάτων. Οι πραγματικοί εύρεση τών κατάλληλων
36
τόποα
των τών
περιλαμβάνουν κατά τον Γδιο α) τήν
ενθυμημάτων, β) τήν επιλογή τών θεμάτων προς ανάπτυξη (κρίσις
ή προαίρεσις τών λόγων), γ) τή διάταξη και τον επιμερισμό τών προς ανάπτυξη επιμέρους θεματικών ενοτήτων (τάξις και μερισμοί τών πραγμάτων),
δ) τήν επεξεργασία, καθενός από
τα επιχειρήματα πού πρόκειται να παρουσιαστούν (η κατ' επιχείρημα κατ' αναλογία συσχέτιση
της κρινόμενης
όμοείδειαν Ιδίαις μεταβολαϊς
και ξενοις επεισοδίοις). Καθ' όσον καιρό βάση της λατινόφωνης
ρητορικής θεωρίας πραγματικού
είναι ή θεώρηση
υπόθεσης με άλλες
εξεργασία) καί ε) τήν
της
ρητορικής
ως
(τό
τέχνης,
διαλαμβάνεσθαι
τα
θεωρήματα
τήν
του
τόπου προέρχονται από τήν πλατωνική ιδέα τού έ'ργου τέχνης και εμφανίζονται
ως τα πειστήρια στα όποια στηρίζεται ή αποτελεσματικότητα της λεκτικής διατύπωσης 4 3 7 . Στο
Διονύσιο
πραγματική
"Άλικαρνασσέα
αντίθετα
ή
αποτελεσματικότητα
αυτή
εκφράζεται
ως
σαφήνεια43* και ταυτίζεται με τό ΰφος τού ρητορικού λόγου.
Οι παρατηρήσεις αυτές συντείνουν προς έ'ναν αναπροσδιορισμό τού λεκτικού τό είδος τών πραγματικών νοημάτων καί ανακαθορίζουν τή σαφήνεια
με γνώμονα
της διατυπώσεως
λόγου με άξονα αναφοράς πια τις διακριτέες διαφορές τών πραγμάτων. Γίοθετώντας
τό
σκεπτικό αυτό ό Κοραής ακολουθεί τήν ίσοκρατική διάκριση τών λεκτικών
με
κριτήριο τήν πραγματική φύση της σημασίας τους
439
τύπων
— διάκριση πού άφορα τό είδος της
σημασίας — καί σημειώνει πώς «ή τεχνική θέσις τών λέξεων συνεργεί εις τήν σαφήνειαν τού λόγου» 4 4 0 . Ή προκαταρκτική διευθέτηση της ύλης (διοίκησις441)
ενός ρητορικού λόγου, κατ'
αναλογία προς τή θεματική του, αναπροσανατολίζεται έ'τσι με γνώμονα όχι τή διαλεκτική
434
Παράβαλε την κριτική του Άλικαρνασσέως στή διαλεκτική διεκπεραίωση τών ρητορικών τόπων άπο τους Στοκκούς, Διονυσίου Άλικαρνασσέως, Περί Συνθέσεως 'Ονομάτων, ενθ* av., 4. 435
Οι λεκτικοί τόποι καλούνταν επίσης θεωρήματα του λεκτικού τόπου, λέζις, ή Λεκτίκόν.
436
Οί πραγματικοί τόποι καλούνταν επίσης θεωρήματα του πραγματικού τόπου, πρακτικόν, ή ζητήματα της πραγματικής οικονομίας του λόγου. 3
Ό λατινικός ορός locus έχει τήν έννοια, μιας θέσεως στο νοΰ ή όποια λειτουργεί ώς παρακαταθήκη καί χώρος ανάσυσρσης τών ιδεών παράβαλε. τα σχόλια, του Quintilianus για τή Θεωρητική Θεμελίωση της ρητορικής παιδείας στή γνώση της φιλοσοφίας στο Quintiliani: Institotionis Omtonae [Goold, G. Ρ. (έκδ.), The Institutio Oratona of Quintilian, ενθ" av., XII.5 κ.έξ. 438
Διονυσίου 'Αλικαρνασσέως, Λυσίας Συρακούσιος Πατρόθεν [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Dionysius of HaRcamassus, ενθ'άν.], 4.
439
'Ισοκράτους, Ευαγόρας, [Mathieu, G. καί Brémond, É., Evagoras; Isocrate Discours, Les Belles Lettres, Paris
1938, τ. 2 ] , 3. 440 441
Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α', σ. 237.
Ή διοίκησις είναι τό προοίμιο τοϋ ρητορικού λόγου- ό συμπυκνωτικός χαρακτήρας τών νοημάτων τα όποια διατυπώνονται στή διοίκηση είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα τής οικονομίας τοϋ λόγου.
Ill
άλλα τήν πρακτικά φιλοσοφική διεκπεραίωση της ρητορικής 442 . Ή ρητορική θεωρείται πώς φέρνει στο βίο τή φιλοσοφία ακριβώς όπως ή συλλογιστική της λογικής μεταφέρεται στο λόγο υπό τή μορφή τοΰ ρητορικού ενθυμήματος 4 4 3 . Στή βάση αυτής τής ρητορικής
βρίσκεται ή συμφωνία τοΰ Κοραή με τον Διονύσιο
φιλοσοφικής
Άλικαρνασσέα
χοά τον
Ισοκράτη, ώς προς το οτι ή φιλοσοφία δεν αποτελεί θεωρητική ενατένιση άλλα τρόπο και γνώμονα τοΰ πρακτικού βίου και τής πολιτικής ζωής 4 4 4 . "Αλλωστε ή μέση κοραϊκή οδός δεν θα μποροΰσε να εκπέσει στή ρητορική σε μια παρουσίαση εννοιών με άξονα τους τρόπους και τα σχήματα
εκφοράς, άφοΰ αυτά τα θέματα άφοροΰν τή συντακτική μελέτη τής χρήσης, ενώ
εξ άλλου πολλά άπό αυτά θα ακυρώνονταν ώς ποιητικά. Για τό λόγο αυτό ό Κοραής επικεντρώνεται στή γενική διερεύνηση τής ρητορικής χρήσης τοΰ λόγου και προβάλλει ώς πρότυπο τό μέσο ύφος (aequabile, mediocre) τής ισοκρατικής ρητορικής, σύμφωνα με τό όποιο ol λεξιλογικές επιλογές προέρχονται μέν άπό τή συνήθη μορφή τής γλώσσας άλλα όχι και άπό τήν ταπεινότερη και έκχυδαϊσμένη εκδοχή της, ούτως ώστε ή εν χρήσει γλώσσα να καταστεί εργαλείο επιστημολογικής διατύπωσης. Οι συνιστώσες αύτοΰ τοΰ μέσου ύφους είναι κατά τον Κοραή δύο, ή σαφήνεια
και ή δύναμις της συνθέσεως. Ή ανάγκη για σαφήνεια
προκύπτει άπό τον κατά συνθήκη χαρακτήρα τής σήμανσης τών πραγμάτων και άφορα τή δοκιμότητα τοΰ ρητορικού ύλικοΰ κατά τήν διαδικασία επιλογής (εκλογή)
τών λεκτικών
τύπων: για παράδειγμα, ή συνωνυμική χρήση όρων τής αρχαίας ελληνικής, τών οποίων ή σημασία είναι άγνωστη
στους
περισσοτέρους,
θεωρείται
δόκιμη μόνον τότε,
όταν τα
συμφραζόμενα καθιστούν εφικτή τήν αναγωγή τοΰ σημαίνοντος στο σημαινόμενο. Ή δύναμις της συνθέσεως προκύπτει κυρίως άπό τή καλλιέργεια τοΰ γραπτού λόγου και αναφέρεται στή
δόμηση τοΰ ρητορικού υλικού, στον
τρόπο δηλαδή
με
τον
οποίο
συμπλέκονται
μορφολογικά οι λεκτικοί τύποι και καθορίζουν τό υφός εκφοράς. Τέλος, άπό τήν αξιοποίηση τής κοράικής γραμματικής στή ρητορική δέν μπορεί να απουσιάζει ή εξέταση ζητημάτων πού αφορούν τις έννοιες τής προφοράς και της
διαλέκτου.
Ό Κοραής θεωρεί πώς ή προφορά τής ελληνικής δέν έχει υποστεί ιδιαίτερες μεταβολές άπό τήν εποχή τών συγγραφέο^ν τής ύστερης αρχαιότητος και τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Στον ιωτακισμό, τό θεωρούμενο ώς άντεπιχείρημα αυτής τής θέσεως, αντιπαραθέτει τήν παρατήρηση πώς ό μονοφθογγισμός κατά τήν προφορά τών διφθόγγων ύφίστατο ήδη άπό τήν εποχή τοΰ Σέξτου τοΰ Εμπειρικού 4 4 5 . 'Ορισμένες επίσης ίδιορυθμίες τής νεώτερης γραφής κρίνονται με τή [i£Qo8o τής αναλογίας και δικαιολογούνται μέ βάση παλαιότερες εκφορές τής
442
« Ή αληθινή ρητορική τότε φθάνει εις τήν τελείαν της άκμήν, όταν τελειωθη και το πραγματικον και το
λεκτικον μέρος της γλώσσης»· Κοραή, Άδ., ενθ'άν. ', σ. 2 4 6 . 443
Αυτόθι, σ. 2 2 5 .
444
Παράβαλε 'Ισοκράτους Περί Άντιδόσεως, [Mathieu, G. και Brémond, É., ενθ' άν., τ.1], 184-5, Παναθηναόως [αυτόθι, τ. 4], 28-30, και 'Ελένη, [αυτόθι, τ. 3], 5.
445
Παράβαλε Σέξτου Εμπειρίκου, Προς Γραμματικούς, ενθ' άν., 1.117-118.
112
ε λ λ η ν ι κ ή ς 4 4 6 . Θέση τοϋ Κοραή είναι π ώ ς «αν ή προφορά τ ή ς γλώσσης ήλλοιώθη, να τ η ν ά π ο κ α τ α σ τ ή σ η εις τήν άρχαίαν αυτής φύσιν άλλος δεν είναι καλός, πάρα μόνοι οι οποίοι τ η ν έλάλουν
και την έγραφαν ω ς μητρικήν αυτών γλώσσαν» — δηλαδή
συγχρόνους τ ο υ
447
κανείς
ά π ο τους
. Ώ ς προς το θέμα τ ή ς διαλέκτου κατατάσσει τις αρχαίες διαλέκτους τ η ς
ελληνικής σε ένα εξελικτικό σχήμα, στο όποιο ή κάθε μία προκύπτει ώς αποτέλεσμα τ ώ ν διαδικασιών τελειοποίησης τ ή ς προηγουμένης. Με βάση τ η θεώρηση αυτή ή βελτίωση τ ή ς αιολικής τ ώ ν προ—ομηρικών χρόνων θεωρείται οτι οδήγησε στή δημιουργία τ ή ς ιωνικής, ε ν ώ παρόμοιες διαδικασίες βελτίωσης
είχαν μεταγενέστερα
ώς αποτέλεσμα τ η δημιουργία ά π ο
τήν ιωνική τ ή ς α τ τ ι κ ή ς διαλέκτου. Με αυτό τον τρόπο επιχειρεί να συστήσει μια επαρκή για τ α δεδομένα τ ή ς ε π ο χ ή ς του ετυμολογική εξήγηση τοϋ μεικτού ιδιώματος τ ώ ν ομηρικών κειμένων,
καθώς
πιστεύει
οτι ή
συγγραφή
τους
πραγματώθηκε
κατά
τους
χρόνους
μετάβασης από τήν κυριαρχία τ ή ς αιολικής α αυτήν τ ή ς ιωνικής διαλέκτου.
δ ' . Οι φιλοσοφικές διαστάσεις τής κοραϊκής γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς Ή φιλοσοφική
γραμματική
τοϋ Κοραή δεν παρακολουθεί βέβαια τις διάφορες απόπειρες
δημιουργίας τ ε χ ν η τ ώ ν γ λ ω σ σ ι κ ώ ν μορφωμάτων, όπως ή π α σ ι γ ρ α φ ί α 4 4 8 ή στον αιώνα μας ή esperanto 4 4 9 , αλλά τις μελέτες γενικής γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς , όπου οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ τ ώ ν διαφόρων γλωσσών συμπτύσσονται σέ λογικές γραμματικές δομές και σε κοινά είδη τ ή ς λ ε κ τ ι κ ή ς διατύπωσης. Σ τ ή Γραμματική
τής
Κοινής
'Ελληνικής
Γλώσσης450
— έργο στό
όποΤο στοιχεία τ ή ς παραδοσιακής γραμματικής συνδυάζονται με τ ή μεθοδολογία τ ή ς γενικής γραμματικής και όπου ή σύνταξη έχει περισσότερο τήν έννοια τ ή ς construction451 — ό Κοραής ορίζει τ ή γραμματική ώ ς « τ έ χ ν η τοϋ ορθώς λαλεΐν
π
και γράφειν». Ό χαρακτηρισμός τ ή ς
·Χ· ή Ύί^φή τ °ύ ονόματος 'Ισοκράτης ώς Είσοκράτης θεωρείται ανάλογη τής γραφής στα ομηρικά κείμενα
τοϋ ίσος ώς έκτος- πρβλ. Όμηρου, Ιλιάς, ενθ' άν., ε ' 300, α ' 468, και β ' 765 . 447
Κοραή, Άδ., ένθ' άν., τ. α ', σ. 3 0 5 .
448
Vater, Johann Severin, Versuch einer allegemeinen Sprachlehre: mit einer Einleitung über den Begriff und Ursprung der Sprache und einem Anhange uner die An Wendung der allgemeinen Sprachlehre auf die Grammatik einzelner Sprachen und auf die PasigrapMe, in derRengerschen Buchhandlung, Haue 1801. Βλέπε Επίσης Maiirrieux, J. de, Paägraphie: premiers elemens du nouvel art-science d'écrire et d'imprimer en une langue de manière a être lu et entendu dans toute autre langue sans traduction, Au Bureau de la Pasigraphie, Parie 1797. 449 Sullivan, J. H., Hartley, J., Creswell, J., Esperanto: Teach yourself, Hodder and Stoughton, [Sevenoaks] 1987. 450
Δαμαλα, Ν. Μ., ενο' άν., τ. 6. Το έ'ργο δεν είναι πλήρες, καθώς αρκετά κεφάλχια, όπως αυτό περί τών
ρημάτων, απουσιάζουν. Ή σύνταξη άφορα τις γραμματικές σχέσεις μεταξύ τών λέξεων ή τών λεκτικών μονάδων στο πλχίσιο μίας πάντοτε προτάσεως. Ή construction, την οποία μπορούμε να αποδώσουμε στην ελληνική γλώσσα ώς διάρθρωση, άφορα επιπλέον και τη μελέτη τών σχέσεων μεταξύ στοιχείων και δομών, που υπερβαίνουν τα opta της προτάσεως. Για παράδειγμα, ή φράση αυτά τά βιβλία αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης τών συντακτικών σχέσεων μεταξύ τών δύο ονοματικών τύπων αντίθετα, η πρόταση οι φίλοι του κυνηγούν προσφέρει ώς αντικείμενο μελέτης τις διορθωτικές συνδέσεις μεταξύ τών λεκτικών μονάδων φίλοι και του. Ό αναλυτικός χαρακτήρας της διορθώσεως αποτελεί ασφαλώς εξέλιξη της μεσαιωνικής constructio ad sensum.
113
γραμματικής ώς τέχνης τοΰ γράφειν ελάχιστα αναφέρεται στην ογκώδη παρακαταθήκη κειμένων τής κλασσικής ελληνικής γραμματείας· Τ π ' αυτήν τήν έννοια, το πρότυπο των δοκίμων συγγραφέων, πού εισήγαγε ό Διονύσιος ο Θραξ, εγκαταλείπεται προς χάριν τής προτεραιότητας, προτεραιότητα
πού
ή
γενική
γραμμματική
τοΰ γραπτού λόγου
των
προσέδωσε
κλασσικών
στην
κειμένων
ομιλία.
και
τήν
'Από
θεώρηση
τήν τής
προφορικής έκφρασης ώς εύκολα υποκείμενης σε διαδικασίες φθοράς — βασικές αρχές και οι δύο τής
παραδοσιακής γραμματικής — μεταβαίνουμε κατ' αυτόν τόν
τρόπο α) στην
προτεραιότητα τοΰ προφορικού λόγου, τήν κατάφαση δηλαδή τής γλώσσας πρωταρχικά ώς ήχου, β) στη θεώρηση τοΰ γραπτού λόγου ώς δευτερογενούς
φαινομένου, και γ) στην
πεποίθηση πώς ο! γλωσσικές μεταβολές αποτελούν φυσικό χαρακτηριστικό τής γλώσσας και κατά συνέπεια ή γραμματική προσπέλαση της οφείλει να συνεξετάζει τή διαχρονική εξέλιξη άλλα και τήν προέλευση των γραμματικών τύπων. Προφανώς αυτά πρέπει να είναι και τα χαρακτηριστικά με τα όποια ό Κοραής εννοεί
τόν δρο φιλοσοφική
όταν
γραμματική,
σημειώνει πώς «γραμματικήν όρθήν να σύνταξη τις δεν είναι δυνατόν, εάν δεν έξεύρη τήν φιλοσοφικήν γραμματικήν τού προφορικού λόγου, εάν δεν έξετάση
και μάθη
πρώτον τήν φύσιν τής γλώσσης, γενικώς θεωρούμενης, μηδ' εχη εννοίας ακριβείς εκάστου \ίΑρους τού λόγου, καί εάν με τήν αυτήν άκρίβειαν δεν διορίση πρώτον τήν περίοδον τού χρόνου, τήν οποίαν επιχειρεί νά προβάλη ώς κανόνα τής γλώσσης» 4 5 2 . 'Από τήν άλλη πλευρά, ό όρος φιλοσοφική γραμματική τήν
αξιολογική
γραμματικά,
προτεραιότητα
τήν
ασφαλώς πρέπει νά συνδέεται τόσο με
οποία ό Κοραής
αποδίδει
στα
λεγόμενα
καλά
όσο καί με τήν αναιρετική κριτική τού ιδίου προς τους υποστηρικτές
τής
αρχαΐζουσας γλώσσας καί γραμματικής, άλλα επιπλέον καί με τήν κριτική μεθοδολογία τήν οποία, ο ίδιος προτείνει. Τα %ί\υατα αυτά, τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω, αναμένεται νά διασαφηνίσουν τήν κοραϊκή αντίληψη τής σχέσεως τής γραμματικής με τή φιλοσοφία. Ό ορός καλά
γραμματικά
δεν αναφέρεται έν γένει στις σχέσεις μεταξύ τών τριών
τεχνών τής Τριττύος ή στις Ίδιες τις τέχνες καθ' εαυτές, αλλά αντιδιαστέλλεται άπό τόν Κοραή προς το γραμματικό έργο τού Θεοδώρου Γ α ζ ή 4 5 3 καί, ιδιαίτερα, προς τις ερμηνευτικές εργασίες τού Περί συντάξεως τ[Κΐ}μχχ.τος τού έργου του 4 5 4 . Ή σφοδρότερη κριτική τού Κοραή. προς τήν παραδοσιακή γραμματική εντοπίζεται στον α ' τόμο τών προλεγομένων του στην
4 5 2
Κοραή, Ά δ . , ενθ'άν., τ . α ' , σ. 1 1 8 .
4 5 3
Γαζή, θ . , Γραμματική
4 5 4
Για παράδειγμα, Καυσοκαλυβίτη, Ν., Θεοδώρου Γραμματικής
Υπόμνημα,
'Ελληνική,
Βενετία
Βουκουρέστι 1768, Βενετία 1 7 8 7 .
1495. Εισαγωγής
τών εις Τέσσαρα εις τό
Τέταρτον
114
έκδοση του 1809 των Βίων Παραλλήλων
του Πλουτάρχου 4 5 5 . Τις σκληρές θέσεις του θα
ανασκευάσει μερικώς λίγα χρόνια αργότερα, παραδεχόμενος οτι «τα γραμματικά ταϋτα, όσον μωρά και αν ήσαν, εμπόδισαν όμως τήν παντελή των Ελλήνων άπονέκρωσιν» 4 5 6 . Ό θετικός ορός καλά γραμματικά,
στον οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο ή γραμματική
οσο και ή σύνταξη, αναφέρεται στην τεχνικά άρτια γραμματική κατάρτιση και γνώση. Τα κλασσικά γραμματικά εγχειρίδια τοϋ Θεοδώρου Γαζή και του Κωνσταντίνου
Λάσκαρι
θεωρούνται άπό τον Κοραή κατάλληλα μόνο για μία περιορισμένη και εισαγωγική μελέτη της γλώσσας 4 5 7 . Καλά 458
φιλοσοφικά .
Ή
γραμματικά
είναι αδύνατον να υφίστανται κατά αυτόν χωρίς καλά
αναγωγή τής γραμματικής στή
φιλοσοφία, όπως και ή
διάσταση τής ρητορικής εκφοράς τοϋ λόγου, θεωρείται πώς επιτυγχάνεται 59
κριτικής* ,
φιλοσοφική μέσω
τής
τής συγκριτικής και αναλογικής δηλαδή μελέτης τόσο τών δύο βασικών μορφών
τής ελληνικής γλώσσας — τής αρχαίας και τής καθομιλουμένης — δσο και συλλήβδην τής ελληνικής με τή λατινική 4 6 0 . Ή συγκριτική μελέτη τών γλωσσών μπορεί κατά τόν Κοραή να επιτευχθεί δια τής συντάξεοχ
και τών
διαλέκτων
δύο τύπων εγχειριδίου, ενός
γενικού λεξικού, το οποίο θα περιλαμβάνει ολόκληρη τή λεξικογραφική ύλη, και ενός εγχειριδίου γενικής γραμματικής.
5 5
«Εξεύρεις τάχα ποία είναι τών κακοδαιμόνων τούτων τα καλά γραμματικά; Είναι, τα όποια έδιδάσκετο τό
γένος άπό τήν ήμέραν της δουλώσεως αύτοΰ μέχρι τής σήμερον, και δια τα όποια εις όλον το διάστημα τοϋτο ε'ζησεν εις έπονείδιστον βαρβαρότητα - είναι, τα όποια δια να μάθη ό υιός σου, έπρεπε να δαπανά το περισότερον μέρος της νεότητος, και να μένη τον έπίλοιπον γρόνσν της ζωής αύτοΰ εις τήν αυτήν άγνοιαν όλων
τών
-
βιωφελών μαθήσεων, εις τήν οποίαν αναστενάζεις ευρισκόμενος και σύ είναι, εις τα όποια χρεωστεΐ τό γένος και τήν δουλωσιν, και τάς εκ τής δουλωσεως πολυχρονίους αυτοϋ συμφοράς- είναι, τέλος πάντων, διά τ α όποια πολλοί του γένους ήναγκάσθησαν νά έξορισθώσιν εκουσίως άπό τάς άγκάλας τής αγαπητής αυτών πατρίδος, και να ζ ώ π ν ως φυγάδες εις τα ξένα, μην ευρίσκοντες πλέον εις αυτήν ο,τι άλλοτε έχώριζεν άπό τα άλλα έ'θνη, ώς εξαιρετον έθνος, τους "Ελληνας. Τοιαύτα είναι, και τοιαύτην εχουσι δύναμιν τών κακοδαιμόνων τούτων τής Φιλοσοφίας εχθρών τά καλά γραμματικά» - Κοραή, Ά δ . , ενθ" άν., τ . α ' σ. 3 2 1 . 456
Αυτόθι, σ. 5 1 4 .
451
Αυτόθι, σ. 300. Αυτόθι,
α. 2 5 4 - 5 . Σύμφωνα μέ τόν Κοραή, «ούδ' αυτή του θεοϋ ή παντοδυναμία έμπορεΐ νά κάμη καλά
γραμματικά χωρίς καλά φιλοσοφικά»- αυτόθι, σ. 3 2 5 . 9
Αυτόθι,
σ. 2 6 0 . «Τής γραμματικής τό λαμπρότερο μέρος είναι ή κριτική - και τό παλαιόν γραμματικός
κριτικός, ήσαν λέξεις συνώνυμοι»-αυτόθι,
σ. 4 0 6 .
και
Στηρίζει δε την άποψη του αύτη στον ορισμό
τής
γραμματικής άπό τόν Διονύσιο τόν Θράκα καϊ στην αναφορά του Δίωνος τοϋ Χρυσοστόμου για τις κριτικές και γραμματικές παρατηρήσεις τις όποιες ό 'Αριστοτέλης περιέλαβε στα έ'ργα του - Δίωνος Χρυσοστόμου,
Λόγοι,
[Arnim, J. von, Dionis Prusaensis quem vocant Chrysostomum quae exstant omnia, Weidmann, Berlin 1 8 9 3 - 9 6 , τ . 2], 5 3 . 1 , 8 . 460 r Q Κοραής θεωρεί τη λατινική ώς διάλεκτο τής ελληνικής - πιστεύει δέ πώς ή εκμάθηση τής μχας δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη άπό τή εκμάθηση τής άλλης - Κοραή, Ά δ . , ενθ' άν., τ . α ' , σ. 2 6 0
«άναγκαιον είναι νά
συνοδεύεται ή παράδοσις τής Ελληνικής μέ τής Λατινικής γλώσσης τήν παράδοσιν»- αυτόθι, σ. 3 2 6 .
115
Κάθε διάλεκτος, ιδίωμα και γλώσσα χαρακτήρα'
διαθέτει
κατά
τον
Κοραή έναν
ιδιαίτερο
οι χαρακτήρες αυτοί στοιχειοθετούν τα πραγ[χατικά αντικείμενα συγκρίσεως
κατά τη κριτική
μελέτη
και τής γραμματικής 4 6 1 . Ή
τής γλώσσας
κριτική [ΐΑ^οδος
συνίσταται στη διεξοδική διερεύνηση τής ετυμολογικής προέλευσης και τής παραγωγικής εξέλιξης λεκτικών
τών γραμματικών τύπων, όπως επίσης
και στη
μορφολογική αντιπαραβολή
τύπων τής αρχαίας με αντίστοιχους τής κοινής δημοτικής 4 6 2 . Ό
παραλαμβάνει τήν èvvota τοΰ χαρακτηρος
Κοραής
άπο την ορολογία τής ρητορικής θεωρίας,
επικαλούμενος έ'να χωρίο άπα τήν ι θ ' επιστολή (Προς Φιλόστρατον)
τοΰ 'Απολλώνιου 4 6 3 .
Σκοπός του είναι να αναδείξει τόσο τή φυσική προέλευση τοΰ διατυπούμενου λόγου οσο και τήν αξιολογική προτεραιότητα τής προελεύσεως αυτής 4 6 4 . Οι φυσικοί χαρακτήρες
τοΰ λόγου
προσωποποιούνται στα πρόσωπα εκείνων τών λογίων δασκάλων, οι όποιοι ακολουθούν τήν κριτική μέθοδο 465 . "Αν θεωρείται αληθής ή ρήση τού Αισώπου σύμφωνα με τήν οποία 'ανδρός χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται' 4 6 6 , τότε «τον αυτό τρόπον και ολοκλήρου τινός έθνους ό χαρακτήρ από τήν γλώσσαν του γνωρίζεται» 4 6 7 . Βάσει διδάσκαλοι πού ακολουθούν τήν κριτική
461
τής θέσεως
αυτής οι λόγιοι
μ£βο8ο αναβιβάζονται σε νομοθέτες
τής εθνικής
«Καθώς έχει προσώπου χαρακτήρα διάφορον εις άπο τον άλλον, ωσαύτως φυσικά και λόγου χαρακτήρα
διάφορον πρέπει να έ'χη. 'Αλλ' δ χαρακτήρ ούτος δεν εμπορεί να φανή τοιούτος, πάρεξ όταν γράφη τις εις τήν φυσικήν αύτοΰ διάλεκτον, ήγουν εις έκείνην, τήν οποίαν έθήλασε με το γάλα, και λαλεί καθ' ήμέραν, ή τουλάχιστον λαλεί συνεχέστερον παρά τάς επίκτητους γλ(όσσας»· αοτόοι, σ. 4 4 . 4 6 2
: «ή αδιάλειπτος παραβολή και παράθεσις τών δύο γλωσσών»· αυτόθι, α. 1 4 2 .
4 6 3
«Πέντε εϊσι σύμπαντες οί τοΰ λόγου χαρακτήρες, ό Φιλόσοφος, ο 'Ιστορικός, ό Δικανικός, ό Έπισταλτικός, ό
Ύπομνηματικός. Έγκειμένων δή τών γενικών χαρακτήρων τή τάξει, πάλιν γίνεται πρώτος μεν, ο κατά τήν εκάστου δΰναμιν ή φύσιν 'ίδιος ω ν δεύτερος δε, ό εν μιμήσει τοΰ αρίστου τών εκ φύσεο^ς, ην τις ενδεής ετη. Το δέ άριστον ουσευρετον τε και ουσεπικριτον ώστε οικειοτερος εκαστω χαρακτήρ ο ιοιος, επειπερ και βεβαιότερος»· Kayser, C. L. (έκδ.), Apollonii epistulae: Flavii Phüostrati opera ,Teubner, Leipzig 1 8 7 0 , τ. 1 επιστολή, ιθ', στίχ. 2—10, και Κοραή, Ά δ . , ενθ' άν., τ . α ', σ. 4 4 . 464
«ο καλός χαρακτήρ τοΰ λόγου, είναι Ό φυσικά Ίδιος εις καθένα, επειπερ
και βεβαιότερος, καθώς ο μόνος καλός
-
χαρακτήρ τοΰ προσώπου είναι, τον οποίον η φύσις εδωκεν εις καθένα δτι ή μίμησις κατηγορεί άδυναμίαν τής φύσεως, ην τις
ενδεής
εΐΎ], καθώς οι περίεργοι καλλωπισμοί
τοΰ προσώπου κατηγορούν άσχημιαν τοΰ
καλλωπιζομένου»· αυτόθι, σ. 4 4 . 465
Αυτόθι, σ. 3 7 .
4 6 6
Αισώπου, Λόγοι [Perry, Β. Ε.(έκδ,), Proverbia: Aesopica, University of Illinois Press, Urbana 1952,
λόγος 8 3 , στίχος 1. 4 6 7
Κοραή, Ά δ . , ενθ'άν., τ. α ' , σ. 5 2 .
τ. 1],
116
γλώσσας 4 6 8 με πρώτιστο έ'ργο τήν αποκάθαρση της γραμματικής και της εθνικής γλώσσας άπα τα άντι—αναλογικά και τα άνωμαλικα στοιχεία τοΰ λεγομένου μακαρονισμοΰ*69. 'Οφείλουμε να θεωρήσουμε τήν αποκάθαρση αυτή ώς το πρώτο στοιχείο τής παραγωγής και διατυπώσεως καλών γραμματικών,
δ'ρος πού προφανώς προκύπτει μετά άπο τη διόρθωση
τής γλώσσας. "Οπως διαπιστώσαμε στην προηγούμενη ενότητα τοΰ κεφαλαίου αυτού, ή γραμματική διόρθωσις τής γλώσσας συνίσταται στην ανάδειξη των εντελών τύπων
(πλήρεις
τύποι),
εργασία πού
έχει
ώς
συντακτικών τύπων, κατ' αντιστοιχία προς τις φωνών άπο τους Στωικούς λεκτικών τύπων
471
470
κριτήρια α)
τήν
εύρεση
γραμματικών τών
αρχικών
ετυμολογικές αναζητήσεις τών
πρώτων
και β) τή διαπίστωση αναλογιών κατά τή δημιουργία νέων
. Ή διαδικασία αυτή αρχίζει με τή εύρεση τής αρχικής σημασίας καθενός
ορού ή λεκτικού τύπου, συνεχίζεται με τον εντοπισμό τής
τρέχουσας σημασίας του,
τήν
οποία αποκτά κατά τήν χρήση τής γλώσσας, καί ολοκληρώνεται — λαμβάνοντας υπ' όψιν
8
-
•™ «Οιλόγιοι άνδρες τοϋ έθνους είναι φυσικά ά νομοθέται της γλώσσης, τήν οποίαν λαλεί το έθνος άλλ' είναι ... νομοθέται δημοκρατικού πράγματος. Εις αυτούς ανήκει ή διόρθωσις της γλώσσης, άλλ' ή γλώσσα είναι κτήμα δλου τοΰ έθνους, καί κτήμα ιερόν»· αυτόθι, σ. 52. 469
«Ποίησιν, ή χαρακτήρα λόγου Μακαρονικόν (Pœsia maccheronica) ονομάζουσιν οι Ιταλοί τήν γζΚοίαν σύμμιξιν
της Λατινικής με τήν Ίταλικήν γλώσσαν. Εύρετής τοΰ ονόματος τοϋ Μακαρονικοϋ τούτου χαρακτήρος έχρημάτισε κατά τήν δεκάτην εκτην εκατονταετηρίδα, Μοναχός τις εκ τοϋ τάγματος τών Βενεδικτείων, πολίτης της Μάντουας. Αυτός ώνομάζετο Θεόφιλος Φολέγγιος- άλλ' εις τό μακαρονιστί γραμμένον αύτοϋ Σατυρικόν ποίημα μετωνομάσθη (καί τούτο δια τό γελοιόν) Μερλΐνος Κοκάιος»- αυτόθι, σ. 148. Στό ερώτημα μήπως ή ποικιλία κατά κλίτη καί συζυγία τών μορφολογικών τύπων στα Όμηρικά κείμενα είναι δείγμα «μακαρονικής» έκφρασης, ό Κοραής σημειώνει: «Δέν είναι κάμμία γλώσσα ελευθέρα άπό τοιαύτας ποικιλίας, ή μάλλον ειπείν ανωμαλίας, όλιγωτέρας ή περισσοτέρας, καθόσον πλησιάζει εις τήν άκμήν αυτής ή μακρύνεται άπ' αυτήν. Φυσικά εις τοΰ Όμηρου τους χρόνους αί τοιαϋται άνωμαλίαι έπρεπε να ηναι περισσότεραι. Πρόσθες εις ταύτας καί τήν φύσιν αυτήν τής Ποεήσεως, εις την οποίαν δλα τα έθνη έσυγχώρησαν περισσοτέραν έλευθερίαν, και δια τήν ανάγκην τοϋ ρυθμού ή τοϋ μέτρου, και διότι πολλάκις ή εικονική τοϋ λεγομένου παράστασις γεννάται άπό τάς τοιαύτας ανωμαλίας, καί θέλεις εύρεΐν την λύσιν της απορίας σου»- αυτόθι, σ. 152. Ό μακαρονισμός βέβαια δεν είναι άπλα μακρηγορία- είναι ποιητική τεχνοτροπία ή οποία συνίσταται στην πραγματικότητα στην ανάμειξη λέξεων διαφόρων διαλέκτων καί γλωσσών μέ σκοπό τή σάτυρα. 'Απαντάται στον 'Αριστοφάνη, τόν Πλαύτο, τό Λούκιλο, τόν Αύσόνιο καί τόν Κόιντιλιανό, ό όποιος χρησιμοποιούσε τόν ορο χοινισμός. Ό Κοραής έπλασε τους τύπους μαχαρονίζω καί μαχαρονιστής, ενώ ο Δ. Βερναρδάκης έπλασε τόν ορο μαχαρονολογιώτατος. Στη σημερινή εποχή μαχαρονιστης αποκαλείται αυτός πού χρησιμοποιεί
ύπερκαθαρεύσουσα
γλώσσα,
εξεζητημένο καί σχοινοτενές υφός, άρχακς καί ασυνήθιστες λέξεις. Βλέπε καί Παπανικολάου, Κ. Ί . , Νεοελληνική καλολογία: αισθητική τοϋ λόγου, Βιβλιοπωλεΐόν τής Εστίας, 4η έκδοση, 'Αθήνα 1980,
σσ.
512-13. 470
«ώς νομίζουσι ά άπό τής Στοάς φύσει [εστί τά ονόματα] μιμούμενων τών πρώτων φωνών τα πράγματα» -
Ώριγένους, Προς τον έπιγεγραμμενον Κέλσου αλτβη λόγον [Borret, Μ. (έκδ.), Origène Contre Celse, Paris, 1967-69], 471
1.24.
«Διόρθωσιν ονομαζ,ω τής γλώσσης, όχι μόνον τόν μετασχηματισμών διαφόρων βαρβαρομόρφων λέξεων καί
συντάξεων, άλλα καί τήν φυλακήν πολλών άλλων, τάς όποιας ό>ς βαρβάρους σπουδάζουν να έξορίσωσιν άπό τήν γλώσσαν, όσοι μετά προσοχής δεν ερεύνησαν τήν φύσιν της γλώσσης».- Κοραή, Άδ., ενθ'av., τ. α', σ. 36.
117
ακόμα καί τις σημασιολογικές
συσχετίσεις
της ελληνικής
με τις άλλες
γλώσσες, και
πρώτιστα με τη λατινική — με την ανάδειξη μίας δεσπόζουσας σημασίας αυτού» 4 7 2 . 'Ακόμη ή διόρθωσις εκλαμβάνεται άπο τον Κοραή ώς διαδικασία τελειοποιήσεως ελληνικής γλώσσας. Διερευνώντας την έννοια τής γραμματικής
τής
παρατηρούμε
τελειώσεως
πώς ή κριτική διάσταση τής κοραϊκής γραμματικής σχετίζεται με τον τρόπο δια τοΰ οποίου επιτυγχάνεται ή αναγωγή άπο το γραμματικό επίπεδο τής γνώσης σ' αύτο τής εγκυκλίου ανθρωπιστικής παιδείας και τής ηθικής ευδαιμονίας 473 . Δηλαδή ή γραμματική
τελείωσις
καταφάσκεται ώς μέρος τής διαδικασίας ολοκλήρωσης τής ανθρώπινης προσωπικότητας και εμπίπτει στο πλαίσιο τής ανθρωπιστικής παιδείας. Ύ π ' αύτη τήν έννοια συνιστά ουσιώδες μέρος τής άνοικοδομητικής προσπάθειας τοΰ έθνους. Το ερώτημα αποκατάσταση
περί
τοΰ
αν
ή
κοράική
δωρθωσις
συμπίπτει
με
τή
φιλολογική
ή αν υφίσταται σ' αυτήν κάποιο περαιτέρω ιδεολογικό υπόβαθρο, οδηγεί στην
περαιτέρο.) διερεύνηση τής προελεύσεως τοΰ δρου — κι αυτό, παρότι ό Κοραής φέρεται για μία στιγμή να ταυτίζει τή διόρθωσιν υπό τήν έννοια τής ορθής γραμματικής μελέτης με τή «μεθοδική φιλολογία τής ελληνικής γλώσσης» 4 7 4 . "Αν ανατρέξουμε στα κλασσικά κείμενα τής ελληνικής αρχαιότητας, θά παρατηρήσουμε πώς ό δρος διόρθωσις προέρχεται
άπο τήν
ιατρική ορολογία και συναντάται αρχικά με τήν σημασία τής θεραπευτικής επανορθώσεως 4 7 5 — ή προέλευση αυτή συνάδει βέβαια με τήν έπαγελματική ιδιότητα τοΰ Κοραή. Ή διόρθωσις ενσωματώθηκε κατόπιν στην ορολογία τής ρητορικής, οπού απαντώνται προδιορθώσεως, τής επιδιορθώσεως
476
και τής άμφιδιορθώσεως ,
τα σχήματα τής
για να καταλήξει
πορεία τοΰ yjpôvou λήμμα τής πολιτικής ορολογίας τών σχέσεων
477
στην
δικαίου . Ωστόσο
ή
προέλευση τής κοράικής διορθώσεως είναι ξεκάθαρα στωική — δχι μόνον διότι πρώτος ό
472
Αυτόθι, τ. α ' σ . 497.
473
Αυτόθι, τ. α ' σ . 517.
474
Αυτόθι, τ. α ' σ. 514.
475
Ιπποκράτους, Μοχλικός [littré É. (έκδ.), Vectiarius: Oeuvres complètes d' Hüppocrate, Baillière, Paris 1844, τ. 4], 40,17 & 40,32. 476
«Προδιόρθωσίς έστιν, όταν μέλλωμεν τι τοιούτον λέγειν, δ δεϊταί τίνος θεραπείας, ώστε μη χαλεπώς αύτο προσδέξασθαι τόν άκροατην, και προθεραπεύωμεν αυτόν, ώς έχει το Δημοσθενικόν, βαδιοΰμαι δε επ' αυτά, α πέπρακταί μοι, καί με μηδείς άπαρτάν νομίση τον λόγον τής γραςής, αν εις Ελληνικός πράξεις και λόγους έμπέσω ... Έπιδιόρθωσις δε εστί τή μεν χρεία το αυτό τή προδιορθώσει, τή τάξει δε εκείνης διαφέρον ... [ή άμφιδωρθωσις] μικτόν έστι το σχήμα εκ τε τής προδιορθώσεως και τής έπιδιορθώσεως, όταν καί πριν ειπείν και ειπόντες άσφαλιζώμεθα τον λόγον. γίνεται δε τοΰιο ουκ επί τών τυχόντων, άλλ' επί τών μείζονος προμηθείας δεομένων»· Spengel, L. (έκδ.), 'Εκ τών Αλεξάνδρου Περί σχημάτων: Rhetores Graeci, Teubner, Leipzig 1856, τ. 3, σσ.14-15. 477
Heylbut, G. (έκδ), in etfa'ca Nicomadiea ü-v commentaria, commentaria: Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer Berlin, 1892, τ. 20, 219,21.
118
Χρύσιππος προέτεινε την ηθική διάσταση της διορθώσεως4™, άλλα κυρίως διότι άπο τις εργασίες των Στοχκών προέρχεται ο συνδυασμός της φιλολογικής γλωσσικής επεξεργασίας ένας γραπτού κειμένου
479
διορθώσεως — δηλαδή της
— με τήν εξήγηση
— τή λογική δηλαδή
αναθεώρηση και φιλοσοφική αποκατάσταση τοΰ νοήματος ενός κειμένου, και το οποίο ήταν έργο του εξηγητοϋ.
Στο πλαίσιο αυτό οφείλουμε
να συνδέσουμε το γραμματικό έργο τοΰ
'Αδαμαντίου Κοραή τόσο με τήν παράδοση εργίον, δπως τα Διορθωτικά
του Σέλευκου και
τοΰ Κράτητος, των οποίων το θέμα τους εστιάζεται στην κριτική κειμένων, οσο και με τή φιλοσοφική εξήγηση
τήν οποία φέρεται να επεχείρησε ό Άσκληπιάδης 4 8 0 . Σημειωτέον, πώς
κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ή ηθική διάσταση της διορθώσεως υιοθετήθηκε από τους Πατέρες της 'Εκκλησίας και ενσωματώθηκε στην θεολογική ορολογία υπό τή σημασία της διορθώσεως αμαρτημάτων4*1,
ενώ ή φιλολογική
καί λογική διόρθωσις απασχόλησε τήν elite
τών Βυζαντινών λογίων γραφέων τών επιστημονικών πεδίων τόσο της Τριττύος και
οσο
κειμένων
της 482
Τετρακτύος
(Quantrivium)
και
αφορούσε
τήν
κριτική
(Trivium)
επεξεργασία
τών
.
Πιθανώς το πλέον διαφωτιστικό χωρίο τών κειμένων τοΰ Κοραή, που με ασφάλεια αποδίδει τή συνθετική αυτή αντίληψη τόσο της διόρθωσες
— έστω και αν ό Γδιος ο ορός δεν
αναφέρεται ρητά — οσο και της σχέσεως μεταξύ της γραμματικής και της φιλοσοφίας, είναι το παρακάτω
478
απόσπασμα από τήν Ακολουθία
τών αυτοσχεδίου
στοχασμών:
«τήν δικαστικήν επιστήμη ν [εφασαν] ούσαν διορθωτικήν τών άμαρτανομένων ένεκεν τοΰ δίκαιου, σύστοιχος
δε αύτη ή κολαστική του κατά τας κολάσεις μέτρου επιστημονική τις ούσα. κόλασις δε ούσα διόρθωσίς έστι ψυχής»· Arnim, J. von, Stoicorum Vetemm Fragmenta, Teubner Leipzig, 1903, τ. 3, 332,5-8. 479
Για τη φιλολογική διόρθωση βλέπε Παπανικολάου, Κ. Ί . , ενθ' av., σσ. 160—162. C
480 Q Κράτης, στωικός φιλόσοφος, σύγχρονος τοϋ γραμματικού Άριστάρχου και γνωστός με τις προσωνυμίες ομηρικός και κριτικός, φέρεται στο λεξικό Σουίδα ως ο συντάκτης διορθώσεως της 'Ιλιάδος και της 'ΟδύσσειαςBekker Imm. (έκδ.), Suidae Lexicon, Reimer, Berlin 1854, τ. 2, σ. 624). Ό 'Αλεξανδρινός γραμματικός Σέλευκος, γνοχττός κι αυτός με το επίθετο ομηρικός, φέρεται ώς ό συγγραφέας εξηγητιχών έργων πολλών ποιητικών κειμένων («ύτο'θί, τ. 2, σ. 943). Ό Άσκληπιάδης, γραμματικός και μαθητής τοΰ 'Απολλώνιου τοΰ Άλεξανδρέως, φέρεται σύμφωνα με το Λεξικό Σουίδα οτι συνέγραψε «φιλοσόφων βιβλίων διορθωτικά»- αυτόθι, τ. 1, σ.182. Οι συγκεκριμένες αναφορές στα τρία αυτά πρόσωπα αποδίδουν κατά συγκερασμό τόσο τη μετάβαση από τή φιλολογική στή φιλοσοφική διάσταση της §ιορθώσεο)ς, όσο και τή σχέση μεταξύ της διορθώσεως και της εξηγησεως. Ή τελευταία καθίσταταο εμφανής και στα οσα παραδίδει ό Φώτιος για τό πρόσωπο τοΰ γραμματικού Άμμωνιανοΰ: «ό δε Άμμωνιανός ήγάπα τήν επί ποιητών εξηγήσει και διορθώσει της Ελληνικής λέξεως καθημένην τέχνην»- Φωτίου, ''Απογραφή και συναρ'βμησις τών άνεγνωσμένων ήμίν βιβλίων [Henry, R. Photius: Bibliothèque, Les Belles Lettres, Paris 1959-1977], κώδικας 242, 33 la31-33. 481
Migne J.-P. (έκδ.), BasM HornUia acta in Lacisis: Patrologia Graeca, Paris 1885, τ. 31, 1444, 4.
482
Για αυτή τήν τάξη τών λογίων γραφέων βλέπε Hunger, Η., Ό κόσμος τοϋ Βυζαντινού βιβλίου: γραφή και
ανάγνωση στο Βυζάντιο, μετάφραση Γ. Βασίλαρου, επιμέλεια: Ταξ. Κόλια, 'Ινστιτούτο τοΰ Βιβλίου—Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1985, σσ. 120-121.
119
«At έπιστήμαι χωρίς τήν φιλολογίαν καταντώσιν εις των βάναυσων τεχνών την ταπεινότητα -
και εις
του σοφού
την
κρίσιν
τόσον
ούτιδανός φαίνεται ό
αγράμματος φιλόσοφος, δσον και ό άφιλόσοφος γραμματικός. Εις τούτον λείπει το πραγματικόν, εις εκείνον τα βοηθήματα τοϋ λεκτικού" και επειδή άπό τών δύο τούτων τήν ενωσιν στερημένοι
γεννάται ή τέχνη τοϋ λαλεΤν
και οι δύο το άξιολογώτερον
και τοϋ γράφειν, είναι
τοϋ λογικού ζώου προτέρημα, να
φανερώνη δια τοϋ προφορικού τον ένδιάθετον λόγον της ψυχής αυτού με τρόπον ώστε να θέλγη και να ώφελή τους άκούοντας» 4 8 3 . 'Ανεξάρτητα από τη διαμάχη μεταξύ τών αρχαϊζόντων και τών νεωτεριστών και άπό το χαρακτηρισμό τών πρώτων εκ μέρους τοϋ Κοραή ως άντιφιλοσόφων4*4,
οϊ παρατηρήσεις
αυτές, με τις οποίες προβάλλεται ό ενιαίος χαρακτήρας τοϋ λόγου και κατά συνέπειαν της γνώσεως, μας b8y)yoü\ στή συσχέτιση α) της γραμματικότητας της διορθώσεως με τή φιλοσοφία και τον ενδιάθετο
με τή φίλοσοφικότητα
λόγο —
και β)
δύο έννοιες πού χρήζουν
περαιτέρω διευκρινίσεως. Ώ ς προς τή φιλοσοφία, τήν οποία ό Κοραής θέτει ως γνωσιολογική βάση και πλαίσιο της γραμματικής σπουδής, αυτή ρητά αναφέρεται σε έ'να μόνο σημείο τών χωρίων τα όποΐα φιλοσοφία4^5 —
αφορούν στή μελέτη τής γλώσσας: πρόκειται για τήν λεγόμενη πειραματική
δρος ο οποίος στα κείμενα τών νεωτεριστών συναντάται επίσης ώς υγιής, υγιαίνουσα486 &7
νεωτερική*
ή
φιλοσοφία.
Με σημείο τομής το ήλιοκεντρικό σύστημα τού Κοπέρνικου, ή πειραματική
φιλοσοφία
ανέδειξε τήν εμπειρικήςπειραματική τεχνική σε κύρια γνωσιολογική ιχέθοδο. Ή υπερβατική θεολογικοποιημένη φιλοσοφία εγκαταλείφθηκε προς χάριν τής φύσεως, ή οποία υποκατέστησε τό θείο στή θέση τής οντολογικής αρχής και τού απώτερου αντικειμένου φιλοσοφικής έρευνας· κατά συνέπεια ή φιλοσοφία συσχετίσθηκε με τή φυσική επιστήμη. εγκαταλείφθηκαν 483
ή
αριστοτελική
κοσμολογία
και
ό γεωκεντρισμός,
Παράλληλα
απορρίφθηκε ό
Κοραή, Άδ., ενθ'αν., τ. α' σ. 5 1 5 .
484
Βλέπε στο θέμα αυτό Δημαρά, Κ. θ . , Νεοελληνικός Διαφωτισμός, 5η έκδοση, Έρμης: Νεοελληνικά Μελετήματα 2, 'Αθήνα 1989, σσ. 76-80. 485
«Μόνη ή Γραμματική δεν ήρκεσεν εως τώρα να μας εύοδώση εις τα πρόσω, διότι ελειπεν απ'αυτήν τής Φιλοσοφίας ή χειραγωγία. Ουδ' αυτή, καθώς παρεδίδετο εις τα σχολεία τής 'Ελλάδος, ή Φιλοσοφία, τίποτε δεν μας ωφέλησε- διότι το περισσότερον αυτής μέρος έπεστηρίζετο εις ενός, θαυμαστού μεν, αλλ' ενός άνθρωπου μονού δόγματα, και οχι εις πολλών ανθρώπων και πολλών χρόνων πεϊραν, χωρίς τής οποίας να φιλοσοφήση τις δεν είναι δυνατόν. Ταύτην λοιπόν τήν πεφαμχτικήν Φιλοσοψύχν, ώς διδάσκεται τήν σήμερον, πρέπει να λάβωμεν εις τό εξής όδηγόν, εάν θέλωμεν να φθάσωμεν εις τήν λαμπράν κατάστασιν, οπού έφθασαν πολλά της Ευρώπης έθνη, τα όποια οί ημέτεροι πρόγονοι άπεστρέφοντο ώς βάρβαρα»· Κοραή, Άδ., ενθ' άν., τ. α ', σ. 193. 486 487
Βούλγαρι, Ευγ. Λογική, Leipzig 1766, σ. 210.
Δημαρά, Κ. θ . (εκδ.), Δημήτριος Καταρτζής: Τα ευρισκόμενα, Ερμής, 'Αθήνα 1970, σ. 7 βλέπε επίσης Μοισιόδακος, Ίωσ. θεωρία της γεωγραφίας, Vienna 1781, σ. xiv.
120
κορυδαλικός άριστοτελισμός, ενώ ή φιλοσοφική έρευνα ανέπτυξε κυρίως κοινωνικούς και ηθικούς προσανατολισμούς.
Ή
εξέλιξη αυτή πυροδότησε
μία κριτική αξιοποίηση
της
φιλοσοφίας και οδήγησε στή σύζευξη των θεωρητικών με τις θετικές επιστήμες. Στο πλαισο αυτό, εγκαταλείφθηκε ή διάκριση μεταξύ της
Τριττύος
και της
Τετρακτύος
και στά
εκπαιδευτικά προγράμματα τα πεδία της γνώσης αναδιοργανώθηκαν με βάση το γαλλικό εγκυκλοπαιδισμό,
τους
Γάλλους
φυσιοκράτες,
τους
"Αγγλους
εμπειριστές
και
το
488
επιστημονικό πνεύμα πού εισήγαγε ό Isaac Newton . Στο πλαίσιο αυτών τών αρχών, ή κοραϊκή προσέγγιση της γραμματικής προβάλλει σε δύο διαστάσεις: α) ώς αναγωγή τής γραμματικής σπουδής από τό επίπεδο τής τέχνης αυτό τής
λογικής
4
9
επιστήμης *
και
β)
ώς
γνωσιολογικό
τμήμα
ενός
ενοποιητικού
φιλοσοφικού λόγου και ενός ενιαίου επιστημολογικού σχήματος, στό οποίο εντάσσεται σύνολο τών γνωστικών πεδίων και μαθήσεων
490
σε τό 49
και τό οποίο κατηγορείται ώς φιλοσοφικό ^
καί θεωρείται πώς εκφράζει τήν προσαρμογή τού προφορικού λόγου (ομιλία) στό φυσικό ενδιάθετο λόγο. Ώ ς προς τήν πρώτη άπό αυτές τις διαστάσεις, ο επιστημονικός χαρακτήρας τής κοράικής γραμματικής προσδιορίζεται στή βάση τών πειραματικών εφαρ\ί.ο-γώΊ τής αναλογίας και τής ετυμολογίας, άποκαθαιρόμενος κατ' αυτόν τόν τρόπον άπό τή μεθοδολογία τού αριστοτελικού 'Οργάνου. Είναι δέ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς — προσαρμοσμένη στα δεδομένα
και τις
ανάγκες
υποκατάσταση τού ορού εγκύκλιος
τής
εποχής,
άλλα
και σε
αντιπαραβολή
παιδεία από τόν ορο εγκυκλοπαιδισμός
προς
τήν
— ή διττή φύση
τού γραμματικού εγχειρήματος τού Αδαμαντίου Κοραή, δηλαδή ή απόπειρα του να συντάξει
488
Γίά τις βασικές αρχές τής πειραματικής φιλοσοφίας βλέπε επιπλέον Κονδύλη, Παν., Ό Νεοελληνικός Διαφωτισμός: οι φιλοσοφικές ιδέες, Θεμέλιο: 'Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1988, σσ. 17—19. Για τή διαμάχη μεταξύ τών αρχαϊζόντων και τών Νεωτεριστών βλέπε Kitrotnüides, P., The last battle of the antients and modem: ancient Greece and modem Europe in the Neohellenic revival, Modern Greek Studies Yearbook 1 (1985), σσ. 79-91. « ... ούτ' επιστήμη, ούτε τέχνη ουδεμία δύναται, ή να παραδοθή με εύκολίαν, ή να ελθη εις τελειότητα, χωρίς την χειραγωγίαν τής Φιλοσοφίας. Μία τούτων είναι καί ή Γραμματική, αδιαίρετος τής Λογικής, επειδή καταγίνεται εις τα προφορικά καί γραπτά σημεία τών εννοιών. "Οταν τούτων τών σημείων ή συλλογή παριστάντ) εννοίας έθνους σοφού, ο δεσμός όστις συνδέει τήν Γραμματικήν με τήν Λογικήν είναι πλέον σφιγκτός, επειδή τοϋ σοφοϋ έθνους αί εννοιαι αποβλέπουν ώς επί τό πλείστον εις άλλην άξιολογωτέραν έπιστήμην, τήν επιστήμην τοϋ τρόπου, κατά τόν όποιον πρέπει να συζήση έκαστος με τους ομοίους του ... »· Κοραή, Άδ., ενθ' άν., τ. α', σ. 178. 490
« ... έλογίσθησαν δικαίως μέρη τής Φιλοσοφίας ή 'Ηθική, ή Πολιτική, καί ή Οικονομική. Ή Φιλοσοφία λοιπόν καταγίνεται εις τήν διόρθωσιν όχι μόνου τοϋ νοϋ, άλλα καί τής θελήσεως τοϋ άνθρωπου» αυτόθι, σ. 178. «η Φιλοσοφία, ... αδελφή καί συγγενής τής θρησκείας» . « ... καί αυτής τής Γραμματικής ή παράδοσις, όταν γίνεται με μέθοδον, επειδή καταγίνεται εις τα σημεία τών ημετέρων εννοιών, τι άλλο είναι πλην παράδοσις Φιλοσοφίας;»· αυτόθι, σ. 183. 491
«χωρίς τής Φιλοσοφίας κάνέν' επιστήμης ή τέχνης μέρος, καμμία πραξις ανθρώπινος δεν είναι δυνατόν να κατευθυνθή εις καλήν εκβασιν, ώστε οί πρόγονοι ημών ώνόμαζον Φίλοσοφίαν όλην τήν περωχήν τής ανθρωπινής παιδευσεως, ήγουν τήν θεωρίαν καί πράξιν όλων όμοΰ τών χρησίμων εις τόν άνθρώπινον βίον»· αυτόθι, σ. 179.
121
γενικό λεξικό και γενική
γραμματική,
αναπόφευκτα ανακαλεί στη μνήμη μας το εγχείρημα
τοΰ Πατριάρχου Φωτίου να συντάξει και εκείνος Λεξικό και Βι6λιοθήκη492. δεύτερη
άπό
τις
προαναφερόμενες
διαστάσεις
της
κοραϊκής
Ώ ς προς τή
γραμματικής,
για
να
αντιληφθούμε τον δρο ενδιάθετος λόγος, πρέπει άφ' ενός νά εκλάβουμε την ολη διαδικασία προσαρμογής φιλοσοφικής
τής προφορικής 493
τελειώσεως
ομιλίας
και
στον
ενδιάθετο
αφ' έτερου
να
λόγο
ώς ήθικοτεχνική
αντιληφθούμε
πώς
το
διαδικασία
σημασιολογικό
περιεχόμενο τοϋ ορού ενδιάθετος λόγος ταυτίζεται στην κοραϊκή αντίληψη με τό περιεχόμενο τοΰ ορού ιδέες. Ώ ς προς τον προσδιορισμό αυτών τών ιδεών, ο Κοραής δεν εισάγει κάποια καινοτόμο
4 9 2
θεώρηση·
αντίθετα
οικειοποιείται
Βλέπε σχετικά Lemexle, P., Ό πρώτος Βυζαντινός
τις
θέσεις
τοϋ
Johann
David Michaelis,
ουμανισμός, μετάφραση Μ. Νυσταζοπούλου—Πελεκίδου,
2η έκδοση, Μ.Ι.Ε.Τ., 'Αθήνα 1985, σ. 161 κ.έξ. Εύλογη είναι ωστόσο ή συσχέτιση τοϋ θέματος με το έργο τοϋ J. le Rond d' Alembert, Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des Sciences, des Artes et des Métiers, Paris
1751-80. 493
θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε κάποια άπο τα σχετικά χωρία: «Το τέλειον δεν είναι οΰτε το λαμπρόν,
ούτε το πολυτελές, αλλά το εύχρηστον και πρόσφορον εις την φύσιν τοϋ άνθρωπου, δια το όποιον γίνεται, εις ολίγα λόγια, το τεχνικών το οποίον, δεν αποκτάται πλην με πολυχρόνιον φιλοσοφικήν Ttpoaoyrp εις πολλάς ύλας και πολλά πράγματα ένταυτφ»' Κοραή, Ά δ . , ενθ' άν., τ . α ' , σ. 4 0 5 . « Η μ ε ί ς έ'χομεν χρείαν μεγάλην νά γράφωμεν εις την γλώσσαν, εις την οποίαν και νοοϋμεν, εάν θέλωμεν και τα νοήματα της ψυχής ημών νά κανονισωμεν και την γλώσσαν ίκανήν νά τά έκφραζη να καταστήσωμεν, ... τότε [LOVOV ονομάζονται τα έθνη φωτισμένα, δταν φέρωσι τήν γλώσσαν αυτών εις τελειότητα» - αυτόθι, σ. 4 1 . «Ίκανόν νά νά ηναι τοιαύτη ή Γραμματική και ή με&ο8ος αύτοϋ [τοϋ διδασκάλου], οποία νά εξάλειψη τάς προτέρας Γραμματικάς και μεθόδους, δείχνουσα τήν συντομωτέραν όδόν τήν φέρουσαν εις τήν έπιστήμην και γνώσιν και τοιαύτη βέβαια θέλει εισθαι, αν χειραγωγή τον κάλαμον αυτού ή φιλοσοφία. Ούδ' αυτών τών σοφών τής Ευρώπης εθνών αί Γραμματικαί ε'φθασαν ακόμη εις τό μή περαιτέρω τής τελειώσεως· και αν εις αυτούς ηναι ανόητος ό φόβος τοϋ συντάσσοντος Γραμματικήν, ή νέαν μέθοδον, μή σύνταξη άλλος τελειοτέραν μετ'αυτόν, εις ημάς είναι παντάπασι γελοίος, ά όποιοι είμεθα ετι γυμνοί άπα Γραμματικήν εύμέθοδον»- αυτόθι, σ. 177. «Είναι πράγμα πολλού γέλωτος άξιον, νά καταγινώμεθα εις τήν έ'ρευναν της παραγωγής, ετυμολογία/;,
γραφής και συντάξεως τών ελληνικών λέξεων,
και νά μήν γνωρίζωμεν τάς λέξεις, με τάς οποίας παριστάνομεν καθ' έκάστην τάς εννοίας τής ψυχής ημών, μηδέ τής συντάξεως αυτών τον τρόπον»· αυτόθι, σ. 142. « Ό σ ο ν ορθώς και αν σύνταξης, ποτέ δέν θέλεις γράψειν είς γλώσσαν, εις τήν οποίαν δεν συλλογίζεσαι, ήγουν δεν συμπλέκεις τους καθ' ήμέραν ένδιαθέτους λόγους, προτού να τους προφέρης, καθώς έ'γραφον εκείνοι, οι οποίοι τήν έλάλουν καθ' έκάστην, και ειχον τήν εξιν νά συλλογίζωνται εις αυτήν»· αυτόθι,
σ. 128.
« Ό προφορικός λόγος άλλο δεν αναι παρά άπεικόνισμα τοϋ
ένδιαθέτου τής ψυχής συλλογισμού, είναι τών αδυνάτων νά γραφθή ή νά λαληθή πιθανώς, εάν ό ένδιάθετος δέν ηναι τοιούτος· και τοιούτον νά τον κόμη παρά τής Φύλοσοφιας τήν δύναμιν άλλο τίποτε δεν εμπορεϊ. Ότινος ό νους είναι γυμνός άπό παιδείαν και πραγμάτων ειδησιν πολλών, εκείνος έχει ή ούδεμίαν, ή ατελείς και πολλά διεστραμμένας ιδέας τής ουσίας και τής φύσεως τών π ρ α γ μ ά τ ω ν και όστις συλλογίζεται τά τζράγ\υχτοι κακώς, κακώς έξανάγκης πρέπει νά γράφη και νά λαλή, και αν ολας τάς ρητορικάς τέχνας έξεύρη άπό στήθους»·
αυτόθι,
σ. 2 2 7 . «ά άνθρωποι έπενόησαν τάς λέξεις ώς σημεία τών εννοιών και τοϋ προφορικού λόγου τό έργον είναι νά εικονίζη τον ένδιάθετον. Ό , τ ι δεν σημαίνει τί ποτέ, ούτε χρείαν ούτε δύναμιν ειχον νά τό έπινοήσωσιν»· αυτόθι,
σ.
107. « Ή γλώσσα ειαι τό έργαλεΐον, μέ τό οποίαν ή ψυχή πλάττει πρώτον ένδιαθέτως, έπειτα προφέρει τους λογισμούς της. Ό τ α ν τό έργαλεΐον, ηναι άνακόνητον, ίωμένον, ή κακά κατασκευασμένον, ατελές εξ ανάγκης μένει και τό έργον τοϋ τεχνίτου»· αυτόθι, σ. 4 2 .
122
παραθέτοντας μάλιστα συχνά και σχετικά χωρία από το έργο του De Ι ' Influence des Opinions sur le Langage, et du Langage sur les Opinions494. Το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο πιστεύουμε πώς
αποδίδει
τη θεωρητική
βάση τοΰ όλου
γραμματικού
εγχειρήματος
του Κοραή,
αναφέρεται δχι ειδικά στην ελληνική γλώσσα, άλλα εν γένει στή γλώσσα ως καθολικό φαινόμενο:
«αί ιδέαι, είτε καλαι, ε'ι'τε κακαί, είναι ή βάσις, ή μάλλον αυτή ή ύλη τοϋ ενδιαθέτου λόγου. Όποιος, είναι αυτός, τοιαύτη πρέπει να ηναι και ή είκών αύτοϋ, ό προφορικός· και ούτος πάλιν, άντενεργών εις εκείνον, τον κάμνει εύμορφότερον ή άσχημότερον, πτωχότερον ή πλουσιώτερον. Ό κακά συλλογιζόμενος κακά λαλεί, καί ό κακά λαλών εμποδίζει τον νουν νά ανακάλυψη τας πηγάς της πλάνης, και τοΰ διαστρέφει όλονέν τήν δύναμιν τοΰ συλλογίζεσθαι, ή καί παντάπασι τήν καταργεί.
Ή
σφιγκτή
έ'νωσις
αυτή
της
γλώσσης
με
τάς
έννοιας
είναι
495
αναμφίβολος >> .
Τό χωρίο αυτό, καθώς παρουσιάζει τή σχέση μεταξύ των Ιδεών, τοΰ ενδιαθέτου
λόγου και
της εικόνος, μας διευκολύνει να αντιληφθούμε τί εννοεί ο Κοραής με τον ορο ίδέαι. "Οπως 494
Michaelis, J. D., Dissertation qui a remporté le prix proposé par I' Académie royale des sciences et belles lettres de
Pruse, sur Γ influence réciproque du langage sur les opinions, et des opinions sur le langage, avec des pièces qui ont concourou, Berlin 1760. Δύο χρόνια μετά τή δημοσίευση του το έργο μεταφράστηκε στή γαλλική μέ κάποιες προσθήκες1 μεταφράστηκε επίσης δύο φορές στην αγγλική γλώσσα (1769 και 1771) καί μία φορά στην 'Ολλανδική. Ό J. D. Michaelis (1717-1791), ^εοΚ&γος καί μελετητής της Βίβλου, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τή μελέτη των εσώτερων σχέσεων μεταξύ της γλωσσάς και της νοήσεως. Το δοκίμιο τοϋ Michaelis βραβεύτηκε άπο την 'Ακαδημία του Βερολίνου το 1759. Ό ίδιος απέρριψε τήν πρόταση τοϋ ιδίου Ιδρύματος να γίνει μέλος του, πρόταση ή όποια διατυπώθηκε μετά από σύσταση τοϋ d' Alemberf πρότεινε, ωστόσο, στα μέλη τηςς 'Ακαδημία το θέμα για τήν προκύρηξη τοϋ επομένου διαγωνισμού: τή μελέτη τοϋ τρόπου κατά τον οποίο ή γλώσσα αναπτύσσεται καί τελειοποιείται σε πληθυσμούς, α οποίοι στερούνταν προηγουμένως γλοχτσικής διατυπώσεως. Ό διαγωνισμός αυτός, νικητής τοϋ οποίοι) αναδείχθηκε ο J. G. Herder, ανέδειξε τή ψυχολογική διάσταση της γλωσσάς και της σχέσης της με τή νόηση. Οι απόψεις τοϋ Michaelis ξαναήρθαν στην επικαιρότητα στον αιώνα μας στις Η.Π.Α. από τόν Alfred Korzybski (1869-1950) στό πλαίσιο της γενικής σημαντικής (general semantics)· βλέπε σχετικά International Society for General Semantics (έκδ.), A Review of General Semantics, Bloomington, m.,1943 κ.εξ, Alston m, 2, σ. 8 3 7 . Βασική θέση τοϋ Michaelis είναι ή άποψη πώς ή γλωσσική αντίληψη τών ανθρώπων συνιστά ώς είδος (form) τή διαμορφοϋσα αρχή της γλίόσσας. Τή θέση του αυτή, ή οποία αντανακλά μία δημοκρατική αντίληψη τοϋ φαινομένου της γλώσσας, υιοθετεί εν μέρει μόνον ό Κοραής, καθώς στα προτεινόμενα ώς κριτήρια διορθώσεως άπό τόν Michaelis α) της γλωσσικής αυθεντίας τών άνθρ<ΰπων, β) τής ιδιαιτερότητας τής κάθε γλώσσας, καί γ) τής απαξίωσης της ετυμολογίας καί τών υποθετικά ορθών αναλογικών τύπων, ο Κοραής αντιπροτείνει τήν αυθεντία τών επαϊόντων λογίων και τήν ετυμολογική καί αναλογική μελέτη τής γλοισσας. Είναι πιθανόν ό Κοραής να υιοθέτησε τίς απόψεις περί τών ιδεών τοϋ J. D. Michaelis, οίίτως ώστε νά μή θεωρηθεί πως ακολουθεί τήν υλιστική προοπτική τοϋ ακτθησιοκρατισμοϋ τοϋ Condillac. 495
Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α ' σ. 4 9 2 .
123
παρατηρούμε, οι κοραϊκές ιδέαι δέν είναι αρχέτυπα 4 9 6 , λογικές αρχές γενικής ταξινόμησης (δηλαδή et'Srf97) ή ταξινομικές αρχές τοΰ ρητορικού ύφους 498 . Σημειωτέον επιπλέον πώς μόνο κοινό σημείο της κοραϊκής αντίληψης περί των 499
ιδεολογίας
ιδεών και τής πνευματικής κινήσεως
τής
είναι ή διαπίστωση τής ανάγκης για υπέρβαση τής αισθησιοκρατικής αποδοχής
των πραγμάτων μέσω τής βουλήσεως· ή τελευταία εκλαμβάνεται στην περίπτωση αύτη ώς βούληση για γλωσσική διόρθωση. Οι οροί Ιδέαι και εννοιαι στο
παραπάνω
απόσπασμα
ταυτίζονται σημασιολογικά ώς τα σαφώς και ευκρινώς διορισμένα αντικείμενα αναφοράς τών λεκτικών (σνλλήφεις,
τύπων.
Είναι
δηλαδή
συγκεκριμένες
σημασίες,
διευκρινισμένα
concepts), τών οποίων ή φύση δέν είναι αυτή τοΰ αύθυποστάτου
σημαινόμενα
(realia), άφοΰ ή
απογύμνωση τοϋ ανθρώπινου νοΰ από τις ιδέες αναγνωρίζεται ώς ενδεχόμενα πιθανή 5 0 0 . σημασιοδότηση αυτή τοΰ ορού ιδέαι βρίσκεται σε συμφωνία τόσο με τήν βάση τής γενικής γραμματικής, δσο και με τον
496
Ή
εμπειριοκρατική
όνοματοκρατικό και άντιμεταφυσικο
της
Πλάτωνος, Πολιτεία, [Bumet, J. (έκδ.), Respublica: Piatonis opera, Clarendon Press, Oxford 1968, τ. 4 ] ,
5 0 7 B καί 'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, ενθ' av., 990a34. 497
Πλάτωνος, Ευθύδημος [Bumet, J. (έκδ.), Euthydermis: Piatonis opera, Garendon Press, Oxford 1968, τ. 3 ]
60. 498
«ιδέα δε έστι ποιότης λόγου τοις υποκειμένοις αρμόδιος προσώποις τε και πράγμασι κατά τε εννοιαν και λέξιν
και τήν όλην αρμονίας διαπλοκήν»· ιδέας δε είδος διαφέρει ώσπερ γένος είδους και όλον μέρους· το μέν γαρ είδος περιληπτικόν έστι τών ιδεών, αί δε ιδέαι Οπό το είδος ανάγονται, αδύνατον γαρ δικανικόν ή συμβουλευτικών ή πανηγυρικον είδος λόγου συστήναι χωρίς πλειόνων ιδεών μίξεως»· Συριανού σοφιστοϋ, Εις το Περί ιδεών 'Ερμογένους υπόμνημα [Rabe, Η.(έκδ.), Sydani: Hermogeaem Commentaria, Teubner, Leipzig, 1892, 2,16-3,3. 499 r jj
θεολογία ή ίδεοκρατία προέκυψε μεν άπα τις επιστημολογικές
παρατηρήσεις τοΰ
Condillac,
απομακρύνθηκε, ωστόσο, από τον υλισμό, δ όποιος χαρακτήριζε τις αισθησιοκρατικες αντιλήψεις τοϋ γνωστού αυτοϋ εκπροσώπου τοϋ Διαφωτισμού. ΓΩς επιστήμη
τών ιδεών, ή ιδεολογία εξελίχθηκε σε έ'ναν τύπο
ψυχολογισμοϋ, υπό την έννοια περισσότερο της απαξίωσης τών μεταφυσικών αναζητήσεων. Οί Ideologues αμφισβήτησαν την αποστασιοποίηση τών καθολικών γλωσσικών σημείων, έδωσαν έμφαση στις εμπειρικές παρατηρήσεις και τήν αναλυτική μεθοδολογία πού ό Condillac εισήγαγε στη μελέτη της γλώσσας και τοποθετούνται στο μεταίχμιο ανάμεσα στο γαλλικό διαφωτισμό τοϋ 18ου αιώνα και τό θετικισμό τοϋ 19 ου αιώνα. Μία άπό τις σημαντικότερες επιτυχίες τους ήταν ή ψήφιση νόμου (1795), με τόν οποίο αποφασίζονταν ή διδασκαλία της γενικής γραμματικής καί της επιστημολογικής μεθοδολογίας της στα δημόσια σχολεία της Γαλλίας. Κύρια μορφή τοϋ κινήματος της ίδεοκρατίας είναι ό Α. L. C. Destutt de Tracy (1754—1836), συγγραφέας τοϋ έργου Eléments d'idéologie (Paris 1804—26), τό πρώτο βιβλίου τοϋ όποιου εξετάζει τή γενική γραμματική. Ό Tracy θεωρείται ως ό άμεσος συνεχιστής τών γλωσσικών αντιλήψεων τοϋ Condillac. Στις εξέχουσες προσωπικότητες τοϋ πνευματικού αύτοϋ κινήματος, τό οπό» συγκέντρωσε στις τάξεις του ψυχολόγους, φιλοσόφους, δικαστές καί παιδαγωγούς καί τό όποιο κυριάρχησε στην περίοδο τοϋ Γαλλικού Διευθυντηρίου, συμπεριλαμβάνονται οι Pierre Jean Georges Cabanis, Emmanuel Joseph Sieyès, Pierre Simon de Laplace, Dominic J. Garât, Roch Ambroise Sicard, François Thurot, Constantin François Volney, καί Joseph Marie Degérando. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τήν πνευματική κίνηση τών ιδεολόγων, βλέπε Ricken, Ulr., Linguistics, Anthropology and Philosophy in the French Enlightenment, ενθ. αν., σσ. 206-220. 500
Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α ' σ. 4 9 2 .
124
χαρακτήρα. "Αλλωστε είναι φανερό π ώ ς δ Κοραής έλκει τ η διατύπωση του άπό παρόμοια χωρία τοΰ An Essay Concerning Human Understanding τοΰ John Locke 5 0 1 . Α κ ό μ η , όπως παρατηρούμε στο π α ρ α π ά ν ω χωρίο, ο Κοραής ορίζει τις ιδέες μάλιστα ώς υλη του ενδιαθέτου
λόγου,
ώς ΰλη, και
κ α τ ' άντιπραβολή προς τον προφορικό λόγο, ό όποιος
προφανώς εννοείται ώς ή μορφή τ ή ς γλώσσας. Είναι φυσικό να δεχθούμε π ώ ς οι γραμματικές και γλωσσικές θέσεις τοΰ Κοραή διαμορφώνονται σέ σχέση μέ τ α τεκταινόμενα στη Γ α λ λ ί α κ α τ ά τήν ε π ο χ ή τοΰ Διαφωτισμού, καθώς ό ίδιος πέρασε μεγάλο μέρος τ ή ς ζ ω ή ς του στη χώρα α ύ τ η . Μπορούμε να δεχθούμε π ώ ς κάποιες άπό τις θέσεις του θα απηχούν το δλο κλίμα τ η γαλλικής διανόησης και τις συζητήσεις λογίων δπως οι Du Marsais, Voltaire, Condillac, Diderot, d' Alembert, Rousseau, Helvetius και Turgot. Με βάση τ η θεώρηση α υ τ ή , ό κοραϊκός ενδιάθετος
"λόγος
ταυτίζεται σημασιολογικά μέ τις έμφυτες
θέμα τ ώ ν φιλοσοφικών διενέξεων
ιδέες
(innate ideas) — προσφιλές
κ α τ ά τ ή διάρκεια τοΰ ευρωπαϊκού
18ου α ι ώ ν α 5 0 2 . Σ τ ο
σημείο αυτό, απλώς θα παρατηρήσουμε σέ σχέση μέ τήν αρχαία ελληνική φιλοσοφία π ώ ς ή αξιοποίηση τοΰ δρου στή θεωρία τ ή ς ρητορικής, για τήν οποία ό ενδιάθετος περισσότερο τ ή έννοια τ ή ς απροσποίητης και αυθόρμητης εκφοράς τοΰ λ ό γ ο υ λόγου
Σ τ ο πλαίσιο
διευκρίνισαν
ενδιαθέτου
λόγου,
λόγος
έχει
, στηρίχθηκε
δια τ ή ς αντιπαραβολής του προς τον προφορικό 5 0 4 .
στον προσδιορισμό τοΰ ενδιαθέτου αυτό, οι Στωικοί
503
περαιτέρω
τήν
φιλοσοφική
υπόσταση
ορίζοντας τον ώς το πεδίο τ ή ς διαλεκτικής δ ρ ά σ η ς 5 0 5 . Ό
τοΰ
Πλούταρχος,
υιοθετώντας τ ή διάκριση μεταξύ τοΰ προφορικού και τοΰ ενδιαθέτου λόγου, χαρακτήρισε τόν τελευταίο ώς φυσικό και έμφυτο506
501
μέ το σκεπτικό π ώ ς , επειδή αυτός προέρχεται άπό τήν
Παράβολε για παράδειγμα την παρατήρηση τοΰ Locke: «It may also lead us a little towards the Original of all
our Notions and Knowledge, if we remark, how great a dépendance our Words have on common sensible Ideas»· Nidditch, P. (έκδ.), John Locke: An Essay Concerning Human Understanding, Oxford 1985 σ. 4 0 3 . 502
Για το θέμα αυτό, βλέπε Ricken, Ulr., ενθ' όν., σ. 68 κ.ά· Chomsky, Ν., Cartesian Linguistics·, a chapter in the
History of Rationalistic Thought, Harper & Row, New York and London, 1966· Stich, St. P., Innate Ideas, Berkeley, University of California Press, London 1975. 503
Ερμογένους, Περί 'Ιδεών, [Rabe, Η.(έκδ,), Hetmogenis Opera, Teubner, Leipzig 1913], 2.7.
504
πρβλ. Πλουτάρχου, Περί τοϋ ort μάλιστα τοις ήγεμόσι δει τόν φιλόσοφον δκχλεγεσϋαι [Fowler, Η. Ν. (έκδ.),
Maxime cum principibus philosopho esse disserendum: Plutarch's moralia (776a-779c) Harvard University
Press,
Cambridge Mass., 1936, τ. 10], 777c3. « ... έπεϊ δε και τών κατά φωνην εστί τις λόγος, άφορίζοντες ουν τούτον τον προειρημένον λόγον
[...]
καλουσιν ένδιάθετον, ω λόγω τά τε ακόλουθα και τα μαχόμενα γιγνώσκομεν, οις εμπεριέχεται και διαίρεσις καί συνθεσις και ανάλυσις και απόδειξις»· Γαληνοΰ, Το 'Ιπποκράτους κατ' ίητρεΐον ëtêXiov και Γαληνού εις αυτό υπόμνημα: KUhn, C. G. (έκδ.), Qaudii Galeni: In Hippocratis librum de officina.medici commentarii iii, Oaudii Galeni opera omnia, τ. 18.2. Knobloch, Leipzig 1830 (ανατύπωση: Olms, Hildesheim 1965), ΧνΠΒ, σ. 649Κ, καί Σέξτου Εμπειρίκου, Προς Γραμματικούς, νΠ.275' τα δύο χωρία παρατίθενται επίσης στο Ι. von Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, Leipzig 1924, II. 43.11-22. 506
Πρβλ. Πλουτάρχου, Περί τοΰ άκούειν [Babbitt, F. C. (έκδ.), De recta ratione audendi: Plutarch's moralia (37b-
48d) Harvard University Press, Cambridge Mass. 1927, τ. 1], 44A.
125
νόηση (διάνοια) και εδράζεται σ' αύτην, βρίσκεται εγγύτερα στή φιλοσοφική αλήθεια άπό οποιαδήποτε άλλη εζιν, και διακρίνεται έτσι άπα τή σοφιστική 5 0 7 . Στο προαναφερόμενο απόσπασμα, ό προσδιορισμός από τόν Κοραή τού προφορικού λόγου ως εικόνος τοΰ ενδιαθέτου υποθάλπει τήν άποψη πώς ή αντιπροσωπευτική—συμβολική γνώση της θεότητας — ή γνώση δηλαδή τοϋ Θεοΰ δια σημείου, το σημαίνον τοΰ οποίου δεν είναι παρόν — υπολείπεται κατά πολύ της αυταπόδεικτης γνώσεως πού προσφέρει ή απεικονιστική λειτουργία. Στόχος της θέσεως αυτής είναι τόσο ή αναίρεση τοΰ αυθαιρέτου και συμβατικοΰ χαρακτήρα τοΰ γλωσσικού σημείου, οσο και ή προβολή τής προτεραιότητας εκείνων των σχέσεων
σημάνσεως,
οι
όποιες
εντοπίζονται
εγγύτερα
στή
φυσική
σχέση
σημαίνοντος—σημαινόμενου, άλλα και ή ακύρωση τής μηχανιστικής παραγωγής νέων σημείων ώς τρόπου εμπλουτισμού των γλωσσών. Αυτό βέβαια ήχεΐ κάπως παράξενα, αν λάβουμε υπ' όψιν πώς ο συνδυασμός τών αναλογικών και ετυμολογικών παραδειγμάτων πού χρησιμοποιεί ό Κοραής είναι εκτός άπό αναλυτικός σαφώς μηχανιστικού χαρακτήρα. Είναι δε χρήσιμο να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό το ιστορικό πλαίσιο τής μεταφοράς τοΰ λόγου ώς εικόνος. Ή μεταφορά τοΰ προφορικού λόγου ώς κατόπτρου προελεύσεως
περιγραφή τών σχέσεων
εννοιών προέρχεται άπό τήν πλατωνικής
μεταξύ τής γλώσσας
και τού αληθούς όντος 5 0 8 -
απαντάται δε υπό αυτό το νόημα στον 'Απόστολο Παύλο 5 0 9 και σε κείμενα τών Ά γ γ λ ω ν νεοπλατωνιστών 5 1 0 . Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, και συγκεκριμένα στο Υπόμνημα
εις
το Περί 'Ερμηνείας τού "Αμμωνίου Έρμείου (4ος αιώνας μ.χ.) σημειώνεται ή διάσπαση της μεταφορικής σχέσεως μεταξύ λόγου και εικόνος: ή απεικονιστική λειτουργία τής γλώσσας εγκαταλείπεται προς χάριν τής αντιπροσωπευτικής, καθώς οι αριστοτελικοί δροι σημείο και σύμβολο ταυτίζονται σημασιολογικά μεταξύ τους και διακρίνονται άπό το ομοίωμα, ενώ τα νοήματα προσδιορίζονται ώς ομοιώματα τών πραγμάτων και οι φωναι, δηλαδή οι λεκτικοί τύποι
τού προφορικού λόγου,
ώς
σύμβολα
ή
σημεία
τών
νοημάτων
αυτών.
Στή
δυτικο-εύρωπαϊκή μεσαιωνική γραμματική θεωρία τών Τροπιστών (Modistae) ή γλώσσα θεωρήθηκε ώς ο καθρέπτης τού σύμπαντος - στην αναγεννησιακή μεταγραφή αυτής τής εικονιστικής απόψεως, ό Scaliger θεώρησε τή "γλώσσα ώς καθρέπτη οποία στηρίχθηκε κατά τό ενδιαφέρουσες
τής φύσεως, άποψη στην
17ο αιώνα ή δημιουργία τεχνητών γλωσσών 5 1 1 .
για τό θέμα παρατηρήσεις διατυπώθηκαν άπό τόν Leibniz:
ανθρωπινό νου ώς καθρέφτη τού Θεού και τού σύμπαντος, στον
507
Οι θεωρεί
πλέον τόν
οποίο μπορούμε να
Πρβλ. Πλουτάρχου, αυτόθι, 48D.
508
Πλάτωνος, Θεαίτητος [Bumet, J. (έκδ\), Theaetetus: Piatonis opera, Clarendon Press, Oxford 1967, τ.1], 206d3, 239d7, κ.έξ. 509
Παύλου, Προς Κορινθίους [Testuz, Μ. (έκδ\), Pauli et Corinttnorum epistulae: Bibliotheca Bodmeriana, Geneva 1959], 1.13.12.
510
Harris, J., Harnes, ενθ' av., σ. 335-336.
511
Παράβαλε στο θέμα αυτό Padley, ενθ' av., σ. 58-77.
126
αντιληφθούμε τήν αλήθεια τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν μέσω τ η ς αλήθειας του Θ ε ο ύ 5 1 2 — ή άποψη αυτή συνάδει βέβαια με τ η ταύτιση άπό του εκκλησιαστικούς συγγραφείς τοΰ ενδιαθέτου θείο λ σ χ ο
513
με το
. Θεωρώντας π ώ ς ή πολυαριθμία τ ω ν γλωσσών δεικνύει κ α τ ' αναλογία προς τήν
π ο λ λ α π λ ό τ η τ α τ ω ν αριθμητικών μονάδων τ ο πολυσχιδές τοΰ τρόπου σκέψης μ α ς 5 1 4 , ό Leibniz προσπάθησε να συλλέξει δσο περισσότερα στοιχεία γραμματική διαφόρων γλωσσών,
ούτως ώστε
μπορούσε από το λεξιλόγιο
να κατανοήσει καλύτερα τ ή
και
τή
γνωσιολογική
προσέγγιση τ η ς π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς από τον άνθρωπο. Σ τ ο πλαίσιο τ η ς απόπειρας αυτής επεσήμανε π ώ ς «ή γλώσσα είναι ό καθρέπτης τ η ς κατανόησης· δταν ένας λαός ανυψώνει τήν κατανοητική του λειτουργία σε μεγαλύτερα υψη, αυτόματα χρησιμοποιεί τ ή γ λ ώ σ σ α του κ α τ ά τρόπο ορθό - τοϋιο
είναι ενα φαινόμενο γ ι α τό όποιο οι " Ε λ λ η ν ε ς ,
"Αραβες χρησιμοποίησαν αριθμητικά π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α »
515
οι Ρωμαίοι και οι
.
Ε π ι σ τ ρ έ φ ο ν τ α ς στα κείμενα τοΰ Ά δ α μ . Κ ο ρ α ή , πρέπει επιπλέον να επισημάνουμε π ώ ς ό Γδιος προσδιορίζει τόν ορο ISéai κ α τ ' άντιπαραβολήν προς τις κοινώς λεγόμενες τις αβασάνιστα, δηλαδή, παραδεδεγμένες α ν τ ι λ ή ψ ε ι ς για να προσδιορίσει τις μυστικιστικές
516-
προλήψεις,
χρησιμοποιεί δε αυτόν τόν ορο τόσο
προεκτάσεις τοΰ μέσου Νεοπλατωνισμοΰ ως αιτία
συγχύσεως τ ώ ν σχέσεων μεταξύ τ ώ ν σημαινόντων και τών σημαινόμενων 5 1 7 , οσο και για να αξιολογήσει τις απόψεις τ ώ ν αρχαϊζόντων ως φιλολογικές αυτήν
τή
σημασία 519
δεισιδαιμονία ,
βρίσκεται
οσο και με
ωστόσο ριζικά από τ ή 512
τή
στωική
σε
σχέση
έπαλλαγής
προλήψεις51*. τόσο
με
ρητορική απόχρωση τ η ς ως εκδοχή τ η ς
σημασίας τ η ς
τήν
Ή
πρόληψις
έννοια
τοΰ
520
προκατάληψη '
κατ' ορού
διαφέρει
ως έμφυτης αντίληψης
τοΰ
Leibniz, G. W., Μεταφυσική πραγματεία, εξαγωγή—μετάφραση—σχόλια Π. Καϊμάκη, Βάνιας, θεσσαλονίκη
1992, παράγρφος 9. 513
Παράβαλε Κλήμεντος Άλεξανδρέως, Στρωματεϊς,
[Stählin, Ο., Früchtel, L. και Treu, U., Clemens
Alexmdnnus: Stromata, Die griechischen christlichen Schriftsteller, Akademie-Verlag, Berlin 1960-70], 854.6. Ώ ς ενδιάθετοι StSÀoi χαρακτηρίζονται δε τα κανονικά βιβλία της 'Αγίας Γραφής. 514
Βλέπε Leibniz, G. W., Monadologie: ή μοναδολογία, δίγλωσση έκδοση, εισαγωγή Γ. Βώκου, μετάφραση
Στ.Λαζχρίδη, Ύπερίων: Φιλοσοφία, 'Αθήνα 1997. Για τή σχέση τοΰ έργου αυτοϋ με τη θεωρία της γλώσσας τοΰ Leibniz βλέπε Heinekamp, Α., Sprache und Wirklichkeit nach Leibniz : Parret, Η. (έκδ.), History of Linguistic Thought and Contemporary Linguistics, Berlin and New York 1976, σσ. 518-70- βλέπε, επίσης, και Verbürg, P. Α., The idea of linguistic system in Leibniz, αυτόθι, σσ. 593—615. 515
Leibniz, G. W., Unvorgreifäche Gedanken betreffend die Ausübung und Verbesserung der deutschen Sprache: G.
W. Leibniz: Deutsche Schriften, Leipzig 1916, σ. 2 5 . 516
Κοραή, Άδ., ενθ'άν., τ. α ' σ . 492.
517
«τοΰ Νεοπλατωνισμοΰ τάς αλλόκοτους προλήψεις»- αυτόθι, τ. β ' σ. 145 βλέπε, επίσης, και αυτόθι, τ. β ',
161 και τ. δ' σ. 229-30. 518
Αυτόθι, τ. β ' σ. 120.
519
Παράβαλε τή χρήση τοΰ ορού άπο το Σέργιο Μακρά»: «τών άλογων προλήψεων ολιγωρητής»· Σάθα Κων.,
Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1872, και φωτοτυπική ανατύπωση Β. Ν. Γρηγοριάδη Άθήνα1973, τ. 3, σ. 261. 520
Ερμογένους, Περί Μεθόδου δεινότητοζ, [Rabe, Η., Hermogenis opera, Teubner, Leipzig 1913], 10.
127 ανθρώπινου νου 5 2 1 , ενώ
συνδέεται
άμεσα με το ομώνυμο συντακτικά σχήμα και τήν
επιτελούμενη άπα αύτο διάσπαση ανάμεσα στη γραμματική διάταξη τών λεκτικών δρων μιας πρότασης και τη σημασιολογική οιαταςη των εννοιών που αυτοί αντιπροσωπεύουν 3 ^. Μέ βάση τις εως τώρα επισημάνσεις μας, 6 δρος φιλοσοφία στην κοραϊκή διάσταση της σημασίας του διαφοροποιείται τόσο άπα τήν ουδέτερη ήροδότεια εκδοχή του 5 2 3 , δσο και άπα τήν πυθαγορική 5 2 4 ή τή σωκρατική 5 2 5 θρησκευτική και ηθική διάσταση της σημασίας του, άλλα και από τήν επιστημονική χροιά τήν οποία προσέδωσε στή φιλοσοφία ή πλατωνική φρόνησις (εννοούμενη ώς θεωρία τών
ειδών) και ή αριστοτελική διάσταση ανάμεσα στή
μεταφυσική και τή φυσική (τήν πρώτη και τή δεύτερη φιλοσοφία αντίστοιχα). 'Αντιθέτως δ Κοραής χρησιμοποιεί τή στωική εκδοχή της φιλοσοφίας θεωρούμενης ώς are vitae526. Ύπο τήν έννοια αυτή ή φιλοσοφία συμπεριλαμβάνει σε ενα ενιαίο σύνολο και τή θεωρητική και τήν πρακτική της έκφανση — ή αλλιώς και τή φυσική και τή λογική άλλα και τήν ηθική διάσταση της ευδαιμονίας τών πολιτών. Στο πλαίσιο αύτο εντάσσεται ή κοραϊκή διαπίστωση πώς
«εάν ή βαρβάρωσις της γλώσσης, διαστρέφουσα τάς αληθείς εννοίας τών λέξεων,
καταντά και εις τήν διαστροφήν τών ηθών, ακολουθεί, δτι ή διόρθωσις αυτής διορθώνει και τα ήθη τοΰ ε'θνους, και τα κάνει ήμερώτερα» 5 2 7 . Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση τα φιλοσοφικά αντερείσματα τής κοραϊκής μεθοδολογίας εντοπίζονται στον πρακτικό προσανατολισμό, τον οτζοϊο ό ύστερος στωικισμός απέδωσε στή φιλοσοφία, ή χρήση τής ετυμολογίας και τοΰ αναλογικού ελέγχου, ή θεώρηση
τής
δημιουργίας τών
λεκτικών
τύπων
ώς
φυσικής
διαδικασίας, ό τρόπος πού ό Κοραής αντιλαμβάνεται τήν έννοια τής γραμματικής και γλωσσικής διορθώσεως και τέλος ή συνάφεια ορολογίας είναι τεκμήρια της
στωικής
κατατομής τής γραμματικής του. Στην κοραϊκή παραδοχή πώς «το άδιόριστον τών λέξεων γεννά το άκατάστατον τών ιδεών, καί τούτο πάλι τό ακατάστατο προφανής ή ταύτιση τής κοραϊκής διορθώσεως529 με τήν επίσκεφιν
τών πράξεων» 5 2 8 , είναι τών ονομάτων530
και τήν
521
Για τή στωική σημασιολογική εκδοχή της προλήψεως ώς έμφυτης αντίληψης βλέπε Ι. von Arnim, Stoicorum Veterwn Fragmenta, ενθ' av., III. 17. 522
Στό σχήμα προλήψεως το φυσικό υποκείμενο της εξαρτημένης πρότασης έλκεται άπό το ρήμα της κυρίας προτάσεως καί τίθεται ώς αντικείμενο της - π/χ. 'δημοκρατίαν γε οισθα τι εστί , αντί τοΰ Όκτθζ γε, τι εστί δημαχρατία . 523
Ηροδότου, Ίστορίζ, ενθ' αν., 1.30.
524
Πρβλ. Cicero, Ttecu/aziae Disputationes [Goold, G. P. (έκδ.), Cicero: Tuseulan Disputations, The Loeb Classical Library, 1927], V.3.8. 525 Πλάτωνος, Φαίδων, ενθ' av., 62(^-69e. 526
πρβλ. Cicero, De Finibus Bonorum et Malorum, ενθ' av., III.2.4. Κοραή, 'AS., ενθ'άν., τ. α.' α. 504. Για τό λόγο αυτό, ώς παράδειγμα διορθώσεως φέρεται από τον Κοραή ό
σημασιολογικός επαναπροσδιορισμός τών ομωνύμων με βάση τήν αναγωγική στις αρχικές σημασίες ετυμολογική έρευνα- αυτόθι, σ. 5 0 5 . 52
*> Αυτόθι, σ. 496.
529
Αυτόθι, σ. 4 9 5 .
128
παρακολούθτησιν
τών
του Ε π ι κ τ ή τ ο υ 5 3 1 . Ή σχέση αυτή υποδεικνύεται από το
ονομάτων
γεγονός π ώ ς ή ενσωμάτωση τ η ς παιδείας στή χωρία τ η ς φιλοσοφίας μέσω τ η ς
λογικής
διευθέτησης τ η ς σημασιολογίας τ ω ν λ ε κ τ ι κ ώ ν ορών εκκινεί άπο τ η διάκριση μεταξύ τ η ς αδιευκρίνιστης χρήσεως τ ώ ν λ ε κ τ ι κ ώ ν δρων και τ η ς επιλογής τους με βάση τήν κατανόηση της σημασίας τ ο υ ς 5 3 2 .
ε ' . Ή κοραϊκή γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ώς βάση επιστημονικής
εγκυρότητας
Κ α θ ώ ς άπο τ η μελέτη τοΰ 'Αλεξανδρινού γραμματικού προέρχεται το μεγαλύτερο μέρος τ η ς Γραμματικής μόνη
της
κοινής
ελληνικής,
μπορούμε με βεβαιότητα να αποδεχθούμε π ώ ς
γραμματική αυθεντία πού ό Κοραής
ανεπιφύλακτα αναγνώρισε
είναι
'Απολλώνιου τού Δύσκολου. Ω σ τ ό σ ο στην κριτική του προς τ α λεγόμενα ασύνδετα δηλαδή τις
απόλυτες
μετοχές,
ό Κοραής, διαπιστώνοντας
συμπεριφοράς τ ή ς ελληνικής γενικής άπο'Κύτου
τήν
αναλογία
αυτή
ή
τού
σχήματα, μεταξύ
της
ώς ελλειπτικού σχήματος και τ ή ς απόλυτης
αφαιρετικής τ ή ς Λατινικής, ε π ι κ α λ ε ί τ α ι 5 3 3 το έργο Minerva, seu De Causis Linguae Latinae τού Francisco Sanchez de las Brozas 5 3 4 . Ό Sanchez (Sanctius), το έργο τού οποίου στή διάρκεια τού 18ου α ι ώ ν α 5 3 5 , υπήρξε ό κ α τ ' εξοχήν ερμηνείας τ ή ς γραμματικής. Στηριζόμενος
στή
θέση
παράδοση, ή αυθεντία και το εθος (δηλαδή, ή χρήση), γλώσσας
536
, ανέπτυξε περαιτέρω τήν
θέση
τής
τού Quintillianus
ορθολογιστικής
π ώ ς ή λογική,
είναι τ α βασικά συστατικά
τού Julius Caesar Scaliger π ώ ς
γλωσσών υφίσταται μια κοινή λογική {communis ratio)537.
530
εισηγητής
ξαναμελετήθηκε
μεταξύ
ή
τής τών
Σύμφωνα με τον Sanctius
«αρχή παιδεύσεως ή τών ονομάτων επίσκεψις»· Άρριανοϋ, Τών Επικτήτου
Διατριβών, ενθ' άν., 1.17.12.
Ή επίσκεψις συνώνυμοι με τους ορούς παρατήρηση, ζήτησις, έρευνα- ώς εκ τούτου, είναι δεκτική μεθοδολογίας, δηλαδή τρόπου επισκέψεως • βλέπε Ξενοφώντος, ''Απομνημονεύματα, [Marchant Ε. θ(εκδ.), Memorabilia: Xenophontis opera omnia, 2η έκδοση, Garendon Press, Oxford 1921,
τ. 2], 4.6.1, και Ίποκράτους,
Προρρητικόν, [littré, É., Pronheticon: Oeuvres complètes d' Hippocrate, Baillière Paris 1846—1861], 2.4. Ό δρος σχετίζεται, επιπλέον, με την εξήγηση· ό 'Επίκτητος, διακρίνοντας μεταξύ επισκέψεως
και έζηγησεως,
σημείωνε: «έρχομαι επί ... τον φιλόσοφον, ουκ αυτόν θαυμάσας ενεκά γε της έξηγησεως, άλλα εκείνα α εξηγείται»- Άρριανοϋ, έ'νΟ' «v., 1.17.29. 'Ακόμη, ό Γαληνός άντιδιέστειλε τους ορούς εν επισκεψει και εν υποκειμένοις- Γαληνού, Περί διαφοράς πυρετών [Kühn, C. G., De differentia pulsuum libri iv: Claudii Galeni opera omnia, Knobloch Leipzig, 1824],
8.26.
531
Άρριανοϋ, Τών Επικτήτου Διατριβών, ενθ*av., uS': Προς Νασωνα, 2.14.14.
532
«[τά λογικά] τών άλλων εστί διακριτικά και έπισκεπτικά και ώς άν τις είποι μετρητικά και στατικά»·
Άρριανοϋ, αυτόθι, 1.17.10. 533
Κοραή, Άδ., ενθ'αν., τ. α', σ. 114.
534
Sanctius, Fr., Minerva, seu De Causis Linguae Latinae, Salamanca 1587.
535
Harris, J., ενθ'άν., σ. 2 9 1 .
536
«Sermo constat ratione vel vetustate, auctoritate, consuetudine», Quintiliani, ενθ' av., LJV.l.
537
Scaliger, J. C, De Causis Linguae Latinae, 1540.
Παρά την αναγνώριση της communis ratio, ο Scaliger
παρέμεινε πιστός στην μεσαιωνική θέση πώς ή γλώσσα είναι ό καθρέφτης της φύσης. Ή πεποίθηση αυτή
129
"όσοι ισχυρίζονται πώς τα ονόματα προκύπτουν κατά τύχη είναι πολύ βιαστικοί, ιδιαίτερα όσοι προσπαθούν να μας πείσουν πώς ή διάταξη και ό σχεδιασμός τοϋ σύμπαντος κόσμου προέκυψε κατά τύχη και χωρίς πρόγραμμα ... Άλλα ενώ δεν μπορώ να ισχυριστώ το Γδιο για τις άλλες γλώσσες μπορώ με ευκολία να πείσω τον εαυτό μου πώς σε δλα τα γλωσσικά ιδιώματα μπορεί να αποδοθεί για κάθε ονοματικό τύπο μια λογική εξήγηση ... "Επειτα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πώς μια λογική εξήγηση μπορεί να αποδοθεί σε κάθε τι, ακόμα καί στους φωνητικούς τύπους ... Επιπλέον ή χρήση δεν μεταβάλλεται ανεξάρτητα από μια λογική βάση — αλλιώς θα έπρεπε να αποκαλούνταν κατάχρηση, καί οχι χρήση — αλλά ή αυθεντία ένδυναμώνεται από τή χρήση· γιατί αν αποκλίνει άπό τή χρήση, καθόλου δεν αποτελεί αυθεντία» 5 3 8 .
Στις θέσεις αύτες τού Sanctius οφείλουμε να αναζητήσουμε τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στους
κλασσικούς
έλληνες
συγγραφείς
καί
τον
τρόπο
πού
ό αγγλικός
εμπειρισμός
αφομοιώθηκε άπό τους γάλλους αναλυτικούς αφ' ενός, καί στην κοραϊκή αντίληψη
της
γραμματικής αφ' έτερου. Ή
καί
ιδιαίτερη βέβαια σημασία τών
γραμματικών θέσεων
διαπιστώσεων τοϋ Αδαμαντίου Κοραή έγκειται ακριβώς στή δυνατότητα αναγωγής τους στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις επιδράσεις πού δέχθηκε άπό έργα, όπως αυτά τού John Locke καί τού Etienne Bonnot de Condilfac. Ό John Locke στο έργο του An Essay concerning Human Understanding, στο οποίο αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο {The abuse of words) στή εσφαλμένη χρήση τών λέξεων, διέκρινε μεταξύ τών ονοματικών καί τών πραγματικών ουσιών (nominal-real essences) καί καθόρισε ώς έργο τής Σημειωτικής
—
ελληνικό όρο τόν όποιο απέδωσε ώς Doctrine of Signs — τή λογική ερμηνεία τών φυσικών σημείων πού χρησιμοποιούμε κατά τήν επικοινωνία 5 3 9 . Ή θέση αυτή απετέλεσε τή βάση πάνω στην οποία ό Condillac ανέπτυξε τήν επιστημολογική του προσέγγιση στή
γλώσσα
άλλα καί τή μελέτη του τής σχέσεως μεταξύ τών σημείων καί τών ιδεών, υιοθετώντας τήν όνοματοκρατική οδό, δηλαδή τή θέση πώς οι γενικοί όροι δεν είναι παρά απλώς λέξεις, ανέπτυξε τήν αναλυτική \iidoBo, τή λεπτομερή δηλαδή εξέταση τών λέξεων στή μορφή κατά
διευκόλυνε τή δημιουργία φιλοσοφικών γραμματικών, ά όποιες αποτελούσαν απόπειρες κατασκευής τεχνητών σημασιολογικών σχέσεων. 538
«... Nam qui nomine câsu facta contendunt, audacissimi sunt, nimirum OH, qui universi mundi seriem et fabricam fortuito ac temere ortam persuadere conabantur ... Sed ut hoc in ceteris idiomatis asseverate non possum, ita mihi facile persuaderim, in omni idiomate cuiuslibet nomenclaturae redd posse rationem... Non igitur dubium est, quin rerum omnium, etiam vocum, reddenda sit ratio. ... Usus porro sine ratione non movetur; alioqui abusus, non usus, dicendus erit: auctoritas vero ab usu sumpsit incrementum. Nam si ab usu recédât, auctoritas nulla est», Sanctius, Fr., ενθ' av., I. 539
Nidditch, P., John Locke : An Essay Concerning Human Understanding, Oxford 1985, JV.XXI.
130
την οποία α π α ν τ ώ ν τ α ι σ τ ή χρήση τ η ς γ λ ώ σ σ α ς και πρότεινε τον επανακαθορισμέ τ η ς ιδέας540.
σχέσεως μιεταξύ τού σημαίνοντος λεκτικού τύπου και τ η ς σημαινομένης Ακολουθώντας
τις
αντιλήψεις
γραμματικές και γλωσσικές προναφέραμε
541
.
"Ετσι,
γραμματικές καταχρήσεις
αυτές
Κοραής
προσπάθησε
να
επισημάνει
κ α τ ' αντιστοιχία προς τις προλήψεις
καταχρήσεις,
ώς
ό
γ ρ α μ μ α τ ι κ ά ατελείς
εννοεί
χρήσεις,
τις
τις
τις
οποίες
γλωσσικές
και
ώς προς τήν περιγραφή και απόδοση τ ώ ν ιδεών και ώς προς τ ή ν
επακόλουθη διάσταση μεταξύ της λ ε κ τ ι κ ή ς διατυπώσεως και του πραγματικού νοήματος. Κατ'
αυτήν τήν προσέγγιση, ή πρόταση ή Σμύρνη
προληπτική,
ενώ ή διορθωμένη
εκφράζει πλήρως τον ένδιάθετο
είναι
μορφή τ η ς ή Σμύρνη λόγο
είναι
μεγάλη πόλις
(innate reason) με τον οποίο
θεωρείται
μεγάλη
πρόταση
θεωρείται π ώ ς
συνδέονται ol ιδέες
τών
τριών σημαινόμενων ουσιών. Ή διόρθωση τ ή ς συγκεκριμένης προτάσεως, οπού τ α ονόματα Σμύρνη
και
πόλις
αναφέρονται
σε
συμβατικά
γλωσσικά
σημεία,
αποσκοπεί
στην
α π ο κ α τ ά σ τ α σ η τ η ς λογικής τάξεως τ ώ ν μερών τοϋ προτασιακοΰ λόγου και στή απόδοση τών μεταξύ τους λογικών σχέσεων ώς φ υ σ ι κ ώ ν 5 4 2 . Βέβαια, καθώς οι έννοιες Σμύρνη πόλις είναι ιδέες τεχνητών
ουσιών και οχι φυσικών,
και
μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε
π ώ ς στο θέμα αυτό ό Κοραής ακολούθησε τις γναισιολογικές διαστάσεις τ ή ς γραμματικής τού
Condillac, το
αντικείμενο
μελέτης
τής
ανεπτυγμένη μορφή τ ή ς προτάσεως ή Σμύρνη κοράικής σαφήνειας,
οποίας ή τ α ν ή είναι
πόλις
μεγάλη
συνιστά
ιδεών.
Ή
ένα δείγμα τ ή ς
οπού ή ακρίβεια τ ή ς διατυπώσεως αναμένεται να αναπαραστήσει
επακριβώς τις σχέσεις μεταξύ τ ώ ν σημαινόμενων ιδεών
(association of ideas κ α τ ά τον Locke,
liaison des idées κ α τ ά τον Condillac), και τ ή ς εκφραστικής δυνάμεως πόλις εξυπηρετεί τ ή διαδικασία οϊκειώσεως
540
συνάφεια τ ώ ν
τ η ς ιδέας μεγάλη
τοϋ λόγου, ενώ το σημείο
από τήν ιδέα
Σμύρνη.
Σύμφωνα μιέ τον Condillac ή -{Κώσσα. είναι αναλυτική έκδίπλωση της σκέψης- συνεπώς, ή κυριαρχία πάνω
στη γλωσσική διατύπωση αντανακλά τή ορθή σχέση τών νοημάτων μας· βλέπε και Ricken, Ulr., ένθ' «v., σ. 102. 541
Ό ορός πρόληψη χρησιμοποιήθηκε επίσης από τον Descartes· Adam & Tannery (έκδ.), R. Descartes: Oeuvres
Complexes, Paris 1897—1908, τ. 9, 8 1 . Ό P. Gassendi Θεώρησε πώς ή γνωστή ρήση τοϋ Descartes «cogito, ergo sum» συνιστά προληπτική έκφραση, καθώς εξισώνει το διανοεϊσθαι με το υπάρχειν ο Descartes θεώρησε τήν ίδια τη θέση τοϋ Gassendi ώς πρόληψη· αυτόθι, τ. 9, σ. 205. Για τις σύγχρονες διαστάσεις της διαμάχης μεταξύ τών «les mots et les choses», βλέπε Foucault M., Les mots et les choses: Une archéologie des sciences humaines, Gallimard, Paris 1966 [Michel Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα:μία μετάφραση Κ. Παπαγιώργη, Γνώση, 'Αθήνα 1993].
αρχαιολογία τών επιστημών
Για τή σχέση μεταξύ της γλώσσας και της
πραγματικότητας ευρύτερα, βλέπε Μουτσοπούλου, Ε., Πραγματικότης πραγματικότητος:
τοϋ ανθρώπου,
της γλώσσας
και η γλακτσα της
Γλώσσα και πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία: Πρακτικά τοϋ β ' Διεθνούς
Συμποσίου της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (Μάιος 1984), 'Αθήνα 1985, σσ. 13-15. Ή αντίληψη αυτή έλκει βέβαια τήν καταγωγή της άπο τήν ordo naturalis της μεσαιωνικής γραμματικής θεωρίας· βλέπε σχετικά Ricken, U., Grammaire et philosophie au siècle des Lumières. Controverses sur Γ ordre naturel et la clarté du français, Lille 1978, κεφάλαιο 1· βλέπε επίσης Joly, Α., La linquistique cartésienne: un erreur mémorable: Joly, Α. και Stefanini J. (έκδ.), La Grammaire Générale: Des Modistes aux Idéologues, Lille 1977, σσ. 165-199.
131
Ό Κοραής δανείζεται βέβαια τη διάσταση μεταξύ του πραγματικού από το Διονύσιο τον Άλικαρνασσέα
-
και τοΰ
λεκτικού
κατά νου ωστόσο έχει την κυρίαρχη στή Γαλλία τοΰ
18ου αιώνος διαμάχη των les mots et les choses543. "Ηδη από τον προηγούμενο αιώνα οι συγγραφείς της Λογικής τοΰ Port Royal είχαν διακρίνει ανάμεσα στους ονοματικούς και τους πραγματικούς ορισμούς (définition des noms/définition des choses), όπως επίσης ανάμεσα στις ιδέες τών σημείων και τις ιδέες των πραγμάτων
(idées des signes/idées des choses)544. Σύμφωνα
με τους ίδιους εκείνο πού κάθε ψορά οφείλουμε να ελέγχουμε είναι το αν ή αλήθεια χρήσεως (vérité de la usage) και ή αλήθεια τών πραγμάτων μία στην άλλη
545
της
(vérité des choses) ανταποκρίνονται ή
. 'Ακολουθώντας τό επιστημολογικό αυτό πρότυπο ό Κοραής οδηγεί τη
γραμματική σε βάθος ανάλυσης και τεκμηρίωσης. Οι θέσεις του συμπίπτουν βέβαια με εκείνες τοΰ Michaelis546 στή στωική αντίληψη, σύμφωνα με τήν οποία ή σχέση μεταξύ τών αρχικών λεκτικών τύπων και τών σημασιών τους είναι φυσική. 'Άλλα επιπλέον τούτου
ή
μεθοδολογική προσέγγιση, τήν όποια επιχειρεί, αναδεικνύει τή γραμματική ώς τήν κρηπίδα μίας
αρχιτεκτονικής
τής
εκλαμβάνεται ως γεωγραφία
διατύπωσης 5 4 7 .
Ή
γραμματική
μέ^ο$ος
πού
εισηγείται,
διατυπώσεως τών επιστημών και έχει σαφώς επιστημολογικό
548
χαρακτήρα , καθώς ή θεώρηση από τον Κοραή τής γραμματικής ως μέρος τής φιλοσοφίας, κατ' αντιπαραβολή προς τον ορισμό τής άφιλοσοφίας από τόν Πλάτωνα ώς έξεως «καθ' ην ό έχων μισολόγος εστί» 5 4 9 , προέρχεται μεν από τήν προτεραιότητα πού απέδιδε ή γενική γραμματική στον προφορικό λόγο έναντι τοΰ γραπτού, οδηγεί, ωστόσο, τόσο τή γραμματική στογρυ
όσο και τή φιλοσοφική
φιλοσοφική
ρητορική, στή εκπαιδευτική αξιοποίηση τους με εύρος
τό σΰνο~Κο τών πολιτών. Σκοπός αυτής τής αξιοποίησης είναι ή δημιουργία ορθής
543
Στή Γαλλία ή διαμάχη τών les mots et les choses ανανεώθηκε κατά τον 18ο αιώνα με τη δημοσίευση κατά το έτος 1752 τόσο της νουβέλας Le mot et la chose [Campan, Le mot et la chose, Bibliothèque Universelle des Romans, Ιούνιος 1782, σ. 161], οσο καΐ τοϋ άρθρου Abuss des mots του Voltaire [Voltaire, Abuss des mots: Questiones sur Γ Encyclopédie (1770): Voltaire, Oeuvres Complètes, Molland, Paris 1877—85, τ. 17, σσ. 48—50]. Στη Γερμανία, ή 'Ακαδημία τοϋ Βερολίνου προκύρηξε το 1759 διαγωνισμό με θέμα τη γλωσσική κατάχρηση. 544
Arnault, Α., και Nicole, Β., La logique , ενθ'άν., κεφ. α', 12-14.
545
Αυτόθι, κεφ. α', 14.
546
Κοραή, Άδ., ενθ' av., τ. α ' σ. 509 .
547
αυτόθι, τ. β', σ. 421. Ή θεώρηση τών Στωικών ώς αρχιτεκτόνων του λόγου προέρχεται από τον Cicero [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Cicero M. T.: Brutus, The Loeb Classical Library, 1939, 31.118] και αναφέρεται στή συστηματοποίηση άπό τους έλληνες στωικούς της διαλεκτικής επιχειρηματολογίας ή οποία αντιδιαστέλλεται προς τη στατικότητα τής ρητορικής τους θεωρίας. 548
Τό πέρασμα αυτό στην επιστημολογία αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία τής αναμόρφωσης τών σχέσεων ανάμεσα στις τέχνες τής Τριττύος. 549
Burnet, J., Piatonis Defmitiones, Piatonis opera, Oxford, Clarendon Press, 1907, τ. 5, 415,4. Μία τέτοια θεώρηση απο τόν Κοραή της «φιλοσοφίας τοποθετείται ασφαλώς παράλληλα προς τήν παρατήρηση τοϋ Helvétius πως η «λανθασμένη φιλοσοφία τοΰ προηγουμένου αιώνα στάθηκε ή αιτία να απολέσουμε τήν αληθινή σημασία τών λέξεων Helvétius, C. Α., De l'espnt, ομιλία 1, κεφάλαιο 4: Helvétius, C. Α., Oeuvres, London 1781.
132 οοςης, οπού με αφετηρία τα πρότυπα της πλατωνικής επιστημολογίας 3 3 " και μυε όαση τη διχοτομία μεταξύ επιστήμης
και δόξης, ως φθϊ)
για ευθυκρισία. Ή εύθικρισία αύτη δεν είναι μία χαλαρή, θεωρητική, φιλοσοφική και επιστημονική γνώση, άλλα μία εμπειρικά ορθολογιστική διάκριση τοϋ αληθούς και του ορθώς πρακτέου άπο το ψεϋδος και το λάθος.
« Ή ουκ ήσθησαι, οτι εστί τι μεταξύ σοφίας και ά[Λ«0ίας; Τί τούτο; Το ορθά δοξάζειν, και άνευ τοϋ εχειν \oyo\ δούναι, ούκ οισθ', εφη, οτι ούτε έπίστασθαι εστίν {αλσγον γαρ πράγμα πώς αν εΓη επιστήμη;), ούτε άψχ%[α (το γαρ τοϋ δντος τυγχάνειν πώς αν αη άμαθία;). "Εστί δε δηπου τοιοϋτον ή ορθή δόξα μεταξύ φρονήσεως και άμαθίας», Πλάτωνος, Συμπασών [Bumet, J., Piatonis Symposium, Piatonis opera, Oxford, Clarendon Press, 1901, τ. 2], 202a2-9.
133
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΤΟΓ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΟΥΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ
α ' . Ό Κωνσταντίνος Κούμας και ή μεθοδολογία της γραμματικής Ό Κωνσταντίνος Κούμας (1777—1836) είναι ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές τοΰ νεότερου
ελληνισμού,
ιδιαίτερα ως προς τή
φιλοσοφική
πλευρά
του
έργου
του.
Διδάκτορας φιλοσοφίας τοΰ Πανεπιστημίου τοϋ Leipzig και αντεπιστέλλον
μέλος
των
Βασιλικών 'Ακαδημιών τοΰ Μονάχου και τοΰ Βερολίνου, πολυγράφος, οπαδός τών Θέσεων τοΰ Κοραή και σχεδόν πανεπιστήμων, προσπάθησε, μέσα άπό μία σειρά μεταφράσεων και συμπιλημάτων 5 5 1 , να μετοχετεύσει
τις νεώτερες επιστημονικές γνώσεις τής φωτισμένης
Ευρώπης στην εκπαιδευτική πραγματικότητα τής Ελλάδας. Συγγραφέας μεταξύ άλλων τής
δωδεκάτομης
στοιχειώδους
τών
'Ιστορίας
τών
μαθηματικών
ανθρωπίνων και
φυσικών
και
πράξεων
τής
(Βιέννη
πραγματειών
όκτάτομης
Σειράς
1807), ό Κούμας
επηρεάσθηκε άπό τή φιλοσοφία τοΰ Kant, τοΰ Fr. Aug. Wolf και τοΰ W. Τ. Krug και είναι ό εισηγητής τής λεγόμενης «διαβατικής φιλοσοφίας», σύμφωνα με τις αρχές τής όποιας ή δέουσα γνωσιολογική πορεία κατά τήν αναζήτηση τής αλήθειας βαίνει («διαβαίνει») άπό το καταληπτό προς τό άδυτο και τό ακατάληπτο. Στο κεφάλαιο αυτό θα επικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στή γραμματική συνεισφορά τοΰ Κωνσταντίνου Κοόμα και συγκεκριμένα στή μελέτη του υπό τάν τίτλο Καθολική
γραμματική,
ή οποία επισυνάφθηκε με τή μορφή
επιμέτρου στό έργο του Λογική, τό οποίο μέ τή σειρά του δημοσιεύθηκε στον δεύτερο τόμο τοΰ τετράτομου Συντάγματος "Οπως
διαπιστώσαμε
φιλοσοφίας. στό
προηγούμενο
κεφάλαιο,
Αδαμαντίου Κοραή εντάσσεται στό πλαίσιο τής Γενικής
ή
γραμματική
γραμματικής
ανάλυση
τοΰ
ν-αχ στοχεύει στην
ανάδειξη τών κοινών δομικών αρχών μεταξύ τών γλωσσικών ιδιωμάτων τής αρχαίας και τής δημώδους ελληνικής.
Ή
μεθοδολογία
τοΰ
Κωνσταντίνου
Κούμα κατατάσσεται
στις
απόπειρες Λογικής Γραμματικής, στηρίζεται μέν στή διάκριση τοΰ ενδιαθετου λόγου άπό τον προφορική διατύπωση — θέση πού συναντήσαμε και στον Αδαμάντιο Κοραή — θέτει ωστόσο ως στόχο τήν ανάδειξη τοΰ πρώτου και τήν ανάγκη προσαρμογής τοΰ δευτέρου προς αυτόν. Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγιση, ή διαφοροποίηση ανάμεσα στον ενδιαθέτο και τον προφορικό λόγο αναγνωρίζεται ως διαφορά μεταξύ μιας γενικής και καθολικής ισχύος τυπολογίας τών σημαινόμενων και μιας περιστασιακής κατά συνθήκτην (ad placitum) εκφοράς τοΰ λόγου άνά
551
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά τα έ'ργα: Χημείας επιτομή (Βιέννη 1808), Σύνοφις φυσικής (Βιέννη 1812), Σύνοφις ιστορίας της φιλοσοφίας (Βιέννη 1818), Σύνταγμα φιλοσοφίας (Βιέννη 1818—1820), Σύνοφις της παλαιάς γεωγραφίας (Βιέννη 1819) και Σύνοφις επιστημών (Βιέννη 1819).
134
γλωσσά
καί ιδίωμα. Ή
διάκριση μεταξύ τοΰ ευδιάθετου
και τοΰ
προφορικού
λόγου
αποστασιοποιείται έτσι ώς διαφοροποίηση μεταξύ της ουσίας και τοΰ συμ£ε6γ]χότος της τόσο στο επίπεδο της σημαντικής — δηλαδή τής σημασίας μίας λέξεως — δσο και σ εκείνο τής σημασιολογίας — δηλαδή της προτάσεως. Ή διάκριση αυτή οδηγεί στην οριοθέτηση δύο τύπων γραμματικής και συντακτικής ανάλυσης: μίας γραμματικής τοΰ ένδιαθέτου λόγου, με αντικείμενο σπουδής τους «καθαρούς, καθολικούς και εκ των προτέρων» γλωσσικούς τύπους, κοινούς για κάθε γλώσσα και ιδίωμα, και μίας γραμματικής ξεχωριστής (ιδίας) για κάθε γλωσσά, ή οποία περιλαμβάνει
τους «εμπειρικούς,
μερικούς και εκ των
υστέρων» 3 ^
γλωσσικούς κανόνες τής εκάστοτε γλώσσας. "Οπως αντιλαμβανόμαστε, ή σχέση τής a priori καθολικής γραμματικής με τους a posteriori εμπειρικούς γραμματικούς κανόνες τών διαφόρων γλωσσών είναι σχέση μεταξύ αναγκαστικού αίτιου και ενοεχομενων α ι τ ι α τ ώ ν 3 " , εκλαμβάνοντας τις γραμματικές και τις συντακτικές περιστασιακές
διαφορές
μεταξύ
τών
διαφοροποιήσεις τής
γλωσσών
και
διατυπώσεως,
τών
ιδιωμάτων
και στη
βάση
ως
τών
μερικές
και
αριστοτελικών
διαστοχαστικών εννοιών γένος—άτομο και είδος—μορφή, ό Κούμας επιχειρεί να άνάξει τους δρους, τους τρόπους και τά σχήματα διατυπώσεως στους μόνιμους και σταθερούς τους τύπους· στο πλαίσιο αυτό επισημαίνει πώς «οι γενικοί τύποι τής γλώσσης προσδιορίζονται από τους τύπους τοΰ νοός, ήγουν δτι γλώσσης τύποι δέν είναι πλειότεροι, ει μή δσοι χρειάζονται άναγκαίως δια να παραστήσωσιν εντελώς μέ φωνάς ο,τι έπαραστάθη άρχήτερα εις την ψυχήν και έ'γινε νοητόν» 5 5 4 . Βλέπουμε, λοιπόν, πώς αν ή γραμματική ανάλυση τοΰ 'Αδαμαντίου Κοραή συνίστατο στή μελέτη τών αναλογιών και τών ετυμολογιών, ή διευθέτηση τοΰ έκφερόμενου λόγου πού προτείνει ό Κούμας έχει από πλευράς μεθοδολογίας, χαρακτήρα αναγωγικό. Κι αυτό, γιατί οι γραμματικές και συντακτικές ιδιομορφίες, μέ τις οποίες κάθε γλώσσα
σχηματίζει τους
λεκτικούς της τύπους και τή συντακτική συμπεριφορά αυτών οφείλεται να αναχθούν, και κατ' αυτόν τον τρόπο να ελεγχθούν, μέ βάση τή διάρθρωση τών νοημάτων τής κοινής γλώσσας 552
του ένδιαθέτου λόγου. Για παράδειγμα, το λέξημα λόγος πρέπει να διευθετηθεί
Κούμα, Κων., Σύνταγμα Φιλοσοφίας, Βιέννη 1818-1820, τ. β', σ. 227.
553
Σύμφωνα με τον Κούμα «Καθολική Γραμματική είναι επιστήμη έκθέτουσα τους καθαρούς και αναγκαίους τύπους τών της γλώσσης μερών και τους απαραιτήτους κανόνας της αυτών συνεπιπλοκής προς φανέρωσιν τών τοΰ άνθρωπου διανοημάτων. Μερική δε είναι ή μιας τίνος γλώσσης γραμματική. Εί; έκείνην καθυπάγονται ολαι at μερικαί γραμματικαί, καθώς τα είδη εις το γένος· και πάσα μία μερική περιέχει εις έαυτήν κατά βάθος την καθολικήν, καθώς ή ειδικήν περιέχει την γενικήν ίδέαν. Και ή μεν καθολική είναι αναγκαία καί άμετάτρεπτος έχουσα το κΰρος πάντοτε και πανταχού, καθώς αναι και οί κανόνες της τοιούτοι· ή δε μερική μεταβάλλεται και γίνεται άλλη και κατά τόπον καί κατά γρόνον, ώς προς τό ενδεχόμενον μέρος αυτής»· αυτόθι, τ. β ', σ. 2 2 8 . 554
Αυτόθι, τ. β',σ. 230.
135
σημαντικά, καθώς περιλαμβάνει τόσο τήν έννοια της δυνάμεως τοΰ νοεϊν, τοΰ κρίνειν και τοΰ διανοεΐσθαι, ό'σο και τη έννοια της εκτέλεσης
λόγου, δηλαδή της προφορικής διατύπωσης και
έκφρασης. Άπα τις δυνατές αυτές σηματοδοτήσεις, ή θεώρηση τοΰ λόγου ώς αντιληπτικό υποκείμενο και γνωσιακή ιδιότητα τοΰ λογικοΰ ανθρώπου — δηλαδή ώς δύναμη τοΰ νοεϊν, τοΰ κρίνειν και τοΰ διανοεΐσθαι — χαρακτηρίζει τήν ένδιάθετη σημαντική εκδοχή τοΰ ορού. "Οταν ό Κούμας αποκαλεί
τον προφορικό λόγο «εξαγγελτικό
καθρέπτη, εικών και
555
άφομοίωμα τοΰ ένδιαθέτου λόγου» , θεωρεί τόν τελευταίο ώς λόγο εν ενεργεία 5 5 6 .
Ή
ενέργεια τήν οποία ο ένδιάθετος λόγος άσκεϊ στή γλωσσική διατύπωση συνίσταται στην αρμωση των εννοιών σε λογικά συντακτικά σχήματα. Το βασικότερο άπο αυτά είναι ή κρίση της μορφής Ύ + Κ'. Το συντακτικό αυτό σχήμα εμπίπτει στο πλαίσιο της εμπειρικής συντάξεως τοΰ λόγου και πρέπει να αναχθεί στην απλούστερη δομική μονάδα φιλοσοφικής διεκπεραίωσης τοΰ λόγου, στή μορφή 'δνομα ουσίας + ιδιότητα ουσίας' (οπού το σημείο + αντιστοιχεί στή λειτουργία τοΰ συνδέσμου). Ή εφαλτήρια θέση κάθε παρόμοιας συντακτικής αναγωγής είναι, σύμφωνα με τόν Κούμα, ή διάκριση μεταξύ τών αμέσως συντασσομένων μερών τής προτάσεως — δηλαδή τοΰ υποκειμένου και τοΰ κατηγορουμένου — και τών εμμέσως συντασσομένων μερών αυτής — τών συγκατηγορηματικών δηλαδή ορών. Το κριτήριο φιλοσοφικά δόκιμης εκφοράς μίας προτάσεως — ή δομική δηλαδή λογική αναγκαιότητα πού υφίσταται κατά τήν εκφορά προτασιακοΰ λόγου — είναι ή συμφωνία ώς προς τα παρεπόμενα (γένος, αριθμός, πτώση, κ.τ.λ.) μεταξύ τών κατηγορηματικών
ορών 5 5 7 .
Τα
έμμεσα
ή
δευτερεύοντα
συγκατηγορηματικά
στοιχεία
συμπληρώνουν το νόημα μίας προτάσεως και αποδίδουν κατά τόν Κούμα τις περιστάσεις
τοΰ
λόγου — παρέχουν δηλαδή τις απαντήσεις τών ερωτημάτων τίνα, τι, πότε, που, πώς, και Sià τι, δηλώνοντας έτσι το πρόσωπο, το πράγμα, το χρόνο, τόν τόπο, τόν τρόπο, και τήν αιτία μίας κατηγορικής σχέσεως. Για παράδειγμα, ή πρόταση διδάσκω τους μαθητάς, για να μήν θεωρηθεί, εξαιτίας τής απροσδιοριστίας πού προκύπτει από τη μή αναφορά τών
περιστάσεων
της, ώς εμπειρικό κατασκεύασμα, χρειάζεται μία κύρια πρόταση τής μορφής 'Τ + Κ', ή όποια θα έ'χει τή θέση τελείας
προτάσεως
και τής οποίας τό υποκείμενο θά φέρεται ώς ή
ζάσις τής συνθέσεως λόγου. Αντιθέτως ή πρόταση 6 χρηστός άνηρ φιλοσοφεί, θεωρείται ώς δόκιμος τρόπος εκφοράς νοήματος, καθώς, σύμφωνα με τα πρότυπα διατυπώσεως
τής
καθολικής γραμματικής, μπορεί να αναλυθεί στή μορφή ό άνηρ όστις εστί χρηστός, φιλοσοφεί. Αυτή ή αντίληψη περί γραμματικότητας
— περί τής γραμματικής δηλαδή ορθότητας —
σχετίζεται με τήν εκ μέρους τοΰ Κούμα θεώρηση τής γερμανικής γλώσσας ώς πρότυπο γλωσσικής διατύπωσης. "Οπως είναι γνωστό, ή τελευταία ενδείκνυται για τήν επιστημονική 555
Αυτόθι, τ. β', σ. 224.
556
«Προστάζεται λοιπόν ό προφορικός άπό τον ενδιάθετον λόγον, επειδή, οσαα. είναι αϊ ένεργειαι εκείνου, τόσαι πρέπει να είναι και αϊ τούτου εις έκεινας άντιστιχοι άγγελίαι»· αυτόθι, τ. β ', σ. 224. 557
«"Οταν τα αμέσως συντασσόμενα μέρη τοΰ λόγου εχωσι κοινά παρεπόμενα, θές συμφώνως τά παρεπόμενα»· αυτόθι, τ. β', σ. 2 7 5 .
136
διατύπωση του λόγου, εξαιτίας κυρίως της ακρίβειας διατυπώσεως και της δυνατότητας για κυριολεκτική έκφραση που προσφέρει. Τα κριτήρια αυτά επιδιώκει να εισαγάγει ό Κούμας στην ελληνική γλώσσα [χέσω της καθολικής του γραμματικής
558
.
β ' . Το θεωρητικό πλαίσιο της γραμματικής τού Κωνσταντίνου Κούμα. "Οπως γνωρίζουμε, ή προβληματική τοϋ ορού ιδέα αποτέλεσε ένα από τα προσφιλέστερα θέματα τής
νεώτερης
φιλοσοφίας. Στην περίπτωση
ωστόσο
τοϋ
Κούμα, ή
έλλειψη
εκτενέστερων αναφορών στην προβληματική αυτή δημιουργεί έ'να κενό ως προς τήν ανάλυση της λειτουργίας τών ιδεών. "Αν αναζητήσουμε στο Σύνταγμα
φιλοσοφίας τον ορισμό τής
ιδέας, θα δούμε πώς ό δρος αυτός εξετάζεται στον πρώτο τόμο τού έ'ργου αυτού και στό πλαίσιο
εξέτασης τής εμπειρικής
ψυχολογίας:
ιδέα είναι αυτό το οποίο «γεννά ό νους
βοηθούμενος υπό τής φαντασίας, δια τής οποίας, άφαιρών και άποβάλλων τάλλα, κρατεί" όσα είναι ικανά προς τόν σκοπόν του» 5 5 9 . Θεωρεί δηλαδή ό Κούμας τήν ιδέα κυρίως ώς απόρροια νοητικής αφαιρετικής πράξης, και τήν ταυτίζει με τα έ'μμεσα αντικείμενα τής γνώσης — μαρτυρεί δε παράλληλα πώς για τόν όρο αυτό αν.ο~Κου%ζΊ. τή λεγόμενη νεωτεριστική σκέψη. Το οτι ό Κούμας αναφέρεται στή φαντασία στό πλαίσιο εξέτασης
τής
εμπειρικής
ψυχολογίας συνδέει αυτόν με τόν ψυχολογικό ιδεαλισμό τού Descartes, τού Locke και τού Hume, για τους οποίους ιδέα είναι ή εικόνα τών αισθητών πραγμάτων, ή οποία σχηματίζεται από τή φαντασία μας. 'Από τήν άλλη όμως πλευρά, σε χωρία τής Κρτηπΐδος φιλοσοφίας — ïpyo που
συμπεριλαμβάνεται
στό
Σύνταγμα
φιλοσοφίας
— παρατηρούμε
πώς
ό
Κούμας,
αποδεχόμενος τή διάκριση μεταξύ τού θεωρητικού και τού πρακτικού λόγου, θεωρεί τις ιδέες
558
Στην ελληνική γλώσσα, όπως ανάφερα ό ίδιος, και σε αντίθεση με τή γερμανική, «ή αύτη λέξις τώρα μέν 1 σημαίνει τήν αίτίαν, τώρα δε το αποτέλεσμα άλλου μέν καθολικεύεται, άλλου δε μερικευομένη εκφράζει άλλο και άλλο γνώσεως αντικείμενο»' αυτόθι, 'Επιστολή προς Φραγχισχον Μαύρον, τ. α', σ. λε'. Ή αντίληψη του περί της γραμματικότητας συνάδει, ακόμη, και με την γενικότερη θεώρηση του τοϋ ζητήματος της γλώσσας: «οποιονδήποτε και άν είναι το φιλοπόνημά μου, εξεύρω με βεβαιότητα, οτι πρέπει να έξετάσωμεν τους xocvovaç της γλώσσης και γενικώς, ήγουν κατά λογικούς κανόνας, και μερικώς, ήγουν καθώς απαντάται ή γλώσσα μας εις τε τους χρόνους τών προγόνων μας, και εις τουτουζ τους ιδικούς μας. Το κυριώτατον, το άναγκαιότατον, το ούσιοδέστατον μέρος, της ανθρωπινής φύσεως, χωρίς τοϋ οποίου δεν ήθέλαμεν εχειν καμμίαν άπα τα άλλα ζώα διαφοραν ούδ' ήθελαν φανην όλα ταύτα τα εξαίσια έργα τού άνθρωπου, τά όποια τού έπιβεβαιόνουσι δικαίως την υπέρ όλην τήν αίσθητήν κτίσιν ύπεροχήν, είναι ή Γλώσσα- δια τούτο άποφασίσαντες ή νέα Ελλάς θά έξετάσωμεν κατ' ολίγον τήν μερικωτέραν ημών γλώσσαν, τήν συγγενειαν αυτής προς τήν πάλαιαν, και τήν κάθαρσιν καί διόρθωσιν της ομιλούμενης • είναι άναγκαϊον να έρευνήσωμεν και τήν καθολικωτέραν, άπα τήν σποΰχν έκπηγάζει πάσα μερική παντός τής γης έθνους γλώσσα. Εκείνοι μόνον ας άμελώσι τήν τοιαύτην έξέτασιν — όσοι δεν νομ,ίζ,ουν τίποτε το θείον της γλώσσης χάρισμα· ή δσοι παραπονούνται εις τόν ευσπλαχνον δημιουργόν μας — διότι τους έπλασε λογικούς» (αυτόθι, Επιστολή προς Φραγχϊσχον Μαϋρον, ενθ' άν., τ. α ', σσ. λθ '—μ ')• 559
Αυτόθι, τ. β', σ. 23-24.
137
ιδιόκτητες
έννοιες
και αργές, πού εκπορεύονται από το λόγο, θεωρουμένου αυτού 560
δυνάμεως κατανοήσεως του απολύτου απείρου . Για να αντιληφθούμε τις δυνατότητες
πού
προσφέρει
ή
καθολική
γραμματική, είμαστε
εκ
ώς
γνωσιολογικές
των
πραγμάτων
υποχρεωμένοι να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στή μοναδική σχετική αναφορά πού εντοπίζεται στο επίμετρο της καθολικής γραμματικής, οπού σαφώς αναφέρεται άπο τον Κούμα πώς, «πάσα ιδέα περιέχει εις έαυτήν πολλάς αλλάς, αί'τινες είναι οι χαρακτήρες της, ή ουσιώδεις, ή επουσιώδεις- οίον, είς τήν ιδέαν άνθρωπος ένυπάρχουσιν ιδέαι άλλαι, ουσιώδεις μεν ζώον, λογικόν, ουσία κτλ. 'Επουσιώδεις δε, μέγα, μικρόν, λευκον, φιλόσοφον κτλ. ή δε άνάλυσις τής ιδέας εις τους χαρακτήρες της γίνεται δια κρίσεως· οίον, Ό άνθρωπος είναι ζώον, λογικόν, ουσία, ενεργός, κτλ. λευκον φιλόσοφον κτλ. οπού ώς δια χαρακτηριστικού ή ύπογραφικού ορισμού σαφηνίζομεν τήν
ιδέαν του
αποδίδοντες
ανθρώπου άναλύοντες
τα
πάλιν
εις
παρεντιθέμενος σύνδεσμος
αυτήν.
α π ' αυτής τα γνωρίσματα Τας
αποδίδει
δε
πάντοτε
είναι, ος τις είναι ή ψυχή του
λόγου
της, και ό
-
μεταξύ ... οι δε
χαρακτήρες λέγονται τότε κατηγορίαι ή κατηγορήματα τής ιδέας, ώς κατ' αυτής λεγόμεναι, ή εις αυτήν άποδιδόμεναι. Είναι δε κατηγορήματα πάμπολλα, οπού ο σύνδεσμος και το κατηγόρημα είναι συγχωνευμένα εις τήν αυτήν λέξιν οίον Ό άνθρωπος
φιλοσοφεί,
το
οποίον
είναι
το
αυτό
και
Ό
άνθρωπος
είναι
561
φιλοσόφων» . "Οπως αντιλαμβανόμαστε, ό Κούμας εισηγείται τήν απομάκρυνση τής γραμματικής σπουδής
από
τή
φαινομενολογικού
τύπου
ονοματική
διεκπεραίωση
τών
γλωσσικών
φαινομένων. Σημειωτέον, πώς ή ονοματική διεκπεραίωση τών γλωσσικών
φαινομένων
χαρακτηρίζει τους περιβαντολογικούς 562 , και ιδιαίτερα τους λεξικογραφικούς ορισμούς. Ή απομάκρυνση από τήν τυπολογία τών ονοματικών ορισμών πρέπει να ακολουθηθεί, κατά τήν εισήγηση τού Κούμα, άπό τή χαρακτηριστικών οι έννοιες
συντακτική
σπουδή και τή
μελέτη
λεγομένων
και τών υπογραφικών ορισμών του υποκειμένου μίας προτάσεως. Οι ιδέες,
δηλαδή πού εμπλέκονται σε μία πρόταση, αναλύονται σε ουσιώδεις και σε
επουσιώδεις χαρακτήρες,
ενώ ή ανάλυση μίας ιδέας στους περιεχόμενους της χαρακτήρες
επιτυγχάνεται με κρίσεις, οι οποίες έχουν τή μορφή του χαρακτηριστικού
560
Αυτόθι, τ. α',σ.168.
561
Αυτόθι, σ. 25 i .
562
τών
όρισμοϋ (π.χ. ό
Στον περιβαντολογικό ορισμό ή σημασία, μίας λέξης προσδιορίζεται άπο το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο αυτή χρησιμοποιείται. Ή βασική προσφορά του περιβαντολογικοΰ όρισμοϋ έγκειται στην δυνατότητα κατανόησης τών γενικών εννοιών διαμέσου εννοιών μικρότερου πλάτους.
138
άνθρωπος είναι ζώον λογικόν) ή τού απογραφικού ορισμού (π .χ. ό Γεώργιος είναι ό καθήμενος εκ των μαθητών). Ή διαφορά μεταξύ τοϋ χαρακτηριστικού
και τοϋ απογραφικού
ορισμού δεν είναι παρά
διαφορά μεταξύ της απόδοσης σ' ένα προτασιακό υποκείμενο τών ουσιωδών χαρακτηριστικών του και της απόδοσης στο ίδιο τών επουσιωδών γνωρισμάτων και ιδιοτήτων του. Οι δύο αυτοί τύποι ορισμού, οι όποιοι μπορούν να αποκληθούν αντιστοίχως ουσιώδης και επουσιώδης ορισμός — ανήκουν στον τύπο τού πραγματικού
ορισμού μίας ουσίας, εντοπίζονται
στον
αντίποδα τού ονοματικού ορισμού — ο οποίος ερμηνεύει μόνον το όνομα τού προσδιοριζόμενου (π.χ., ψυχολογία είναι ό λόγος περί της ψυχής) — και προσφέρουν αντιστοίχως τη λογική ή τη φυσική ευκρίνεια τού οριζομένου. Ό ουσιώδης ορισμός μιας ουσίας χαρακτηρίζεται από τή σαφήνεια και τή δυνατότητα αντιστροφής τών
δρων του — τή
δυνατότητα, δηλαδή,
-
αναλυτικής ή συνθετικής εκφοράς του γι' αυτό και αποκαλείται συχνά λογικός
ορισμός.
'Αντιθέτως ό ύπογραφικός ορισμός μιας ουσίας συγκεντρώνει τα έμπειρικώς προσπελάσιμα χαρακτηριστικά της και αποδίδει στο λόγο τό υποκείμενο μιας προτάσεως παραθέτοντας τα εξωτερικά συμβεβηκότα γνωρίσματα τής ουσίας του. "Αν
θελήσουμε
νά διερευνήσουμε
τήν
προέλευση
τών
ορών
χαρακτηριστικός
ΰπογραφικός ορισμός, θα παρατηρήσουμε πώς οι πρώτες αναφορές περί τού ορισμού — ή σημασιολογία τού οποίου προέκυψε από τήν έννοια
τής
και
απογραφικού
υπογραφής563
—
εντοπίζονται στην περιοχή τής νεοπλατωνικής φιλοσοφίας καί, συγκεκριμένα, στα σχόλια τών αριστοτελικών Κατηγοριών. σημασιολογική
χωρία τής
Ό Πορφύριος ενέταξε
εξήγησης
τους απογραφικούς
— παρατήρηση πού εντάσσει
απογραφικών λόγων στο πλαίσιο τής ρητορικής εκφοράς τού λόγου οι απογραφικοί αριστοτελική 565
υποκειμενω .
564
τήν
λόγους
στη
εξέταση
τών
— καί διευκρίνισε πώς
λόγοι συνιστούν τό πρώτο σκέλος τής διακρίσεως μεταξύ όσων κατά τήν ορολογία
κατηγορούνται
καθ' υποκειμένου
καί όσων
κατηγορούνται
εν
Ό Σιμπλίκιος διευκρίνισε πώς ο απογραφικός λόγος αν καί εντάσσεται στους
563
Σύμφωνα με το Χρύσιππο «υπογραφή έστι λόγος τυπωδώς εισάγων εις τήν δηλουμένην τοϋ πράγματος γνώσιν» Arnim, J. von, Quysippi Fragmenta logiea et Physica, Stoicorum Veterum Fragmenta, Teubner, Leipzig 1903, 227,3—4. Ό ορισμός αυτός τής υπογραφής ακολουθείται και άπο το Διογένη Λαέρτιο με τή διευκρίνιση πως η υπογραφή αποτελεί απλουστευτικό ορισμό. Βίων και γνωμών τών εν φιλόσοφοι ευδοκιμησάντων [Long, Η. S. (έκδ.), Diogenis Laertä vitae philosophorum, Clarendon Press, Oxford 1964], VŒ.60,9. 564
Παράβαλε τήν παρατήρηση τοϋ 'Αριστοτέλους πώς ή εζηγησις θεωρούμενη ώς διηγηματική εκφορά τοϋ λογού αποτελεί στοιχείο ρητορικής πειθούς· 'Αριστοτέλους, 'Ρητορική προς 'Αλεξανδρον [Goold, G. P., Aristotle: Rhetorica ad Alexandrum, The Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1937], 1438al7-28. 565
Πορφυρίου, Ει; τάς 'Αριστοτέλους Κατηγορίας κατά πεΰσιν και απόκρισιν [Busse, Α.(έκδ.), Porphyiii: In Aüstotelis categories expositio per intermgaüonem et responsionem, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1887, τ. 4.1], 72,35.
139 λόγους, ωστόσο δεν συνιστά ορισμό 566 και χρησιμοποίησε τον δρο υπογραφική
απόδοση,
567
ερμηνεύοντας την ώς απόδοση της ιδιότητας της ουσίας . Ό Δαβίδ, σχολιάζοντας τήν Εισαγωγή
τοϋ Πορφυρίου, διευκρίνισε πλήρως τις διαφορές μεταξύ τοΰ ορισμού και της
υπογραφής'
σύμφωνα με τον Γδιο
α) ό ορισμός έχει ώς πεδίο εφαρμογής τη σχέση μεταξύ των
πέντε
(δηλαδή, τοϋ γένους, τοϋ είδους, της διαφοράς, τοϋ κ&Όυ και τοϋ
συμ&εβηκ,ότος),
ενώ ή υπογραφή προσανατολίζεται προς τα πράγματα
568
φωνών
και συνιστά εικόνα τοϋ
569-
ορισμού
β) ό ορισμός συνίσταται στην εκφορά των ουσιωδών χαρακτηριστικών μίας ουσίας ενω κάποια, αν οχι ολα, απο τα στοιχεία της υπογραφής είναι επουσιωοη 3 / υ · και γ) ό ορισμός περιορίζεται στον προσδιορισμό τών δντων, ενώ ή υπογραφή μπορεί να αναφέρεται τόσο στα οντά δσο και σέ μη δντα, δπως π.χ. στο κενό 5 7 1 . Επισημαίνοντας
τις
διαφορές
ανάμεσα
στις
έννοιες
ορισμός,
ορός, υπογραφή,
και
υπογραφικός ορισμός, b Δαβίδ προσδιόρισε τον ορο ώς καθολικότερη έννοια σέ σχέση μέ τον ορισμό: ό πρώτος δηλώνει συνοπτικά τόσο τον ορισμό — καθώς συνιστά μία σύντομη λεκτική διατύπωση, δηλωτική της φύσεως της ουσίας ενός πράγματος — δσο και το όροθέσιον — τή συντακτική δηλαδή θέση τοϋ ορού ώς υποκειμένου ή κατηγορουμένου μίας προτάσεως. Σύμφωνα μέ τον Γδιο, δπως ό ορισμός είναι μέρος τοϋ ορού, έτσι και ή υπογραφή μέρος τοϋ υπογραφικοϋ
όρισμοϋ. Ό
τελευταίος
αποτελεί
είναι κατά τον Δαβίδ μεικτός, άφοϋ
περιλαμβάνει τόσο τους λεκτικούς τύπους πού περιγράφουν τα συμβεβηκότα, δσο και τις ουσιώδεις φωνές — τις λέξεις, δηλαδή, πού αποδίδουν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός οντος. Ό ορισμός, σέ αντίθεση μέ τήν ύπογραφική εκδοχή του, είναι μονοειδής,
υπό
τήν
έννοια
πώς
περιορίζεται
στην
απόδοση
μόνον
τών
ουσιωδών
572
χαρακτηριστικών τοϋ περιγραφομένου . Παράδειγμα ορισμού, σύμφωνα μέ τόν Δαβίδ, συνιστά ή πρόταση άνθρωπος έστι
ζώον λογικόν
θνητόν
νου και επιστήμης
δεκτικόν.
566
«Ό δε λόγος σημαίνει μεν και τον έν τοις ψήφοις λογισμόν, σημαίνει δε και τον ένδιάθετον κατά τήν εννοιαν, σημαίνει δε και τον προφορικον και τόν σπερματικόν, σημαίνει δε καί τον εκάστου περιηγητικον και όριστικόν. λογον δε αυτόν ειπεν [ενν. ό Αριστοτέλης] και ουχί όρισμόν, ίνα καί τήν υπογραφικήν άπόδοσιν περιλάβη»· Σιμπλικίου, Υπόμνημα εις τας Κατηγορίας τοϋ "Αριστοτέλους [Kalbfleisch, Κ. (έκδ.), Simpticii in Aristotelis categories commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1907, τ. 8], 29,14-17. 567 Αυτόθι, τ. 8, 29,21-22. 568
Δαβίδ, Προλεγόμενα συν θεώ της Πορφυρίου Εισαγωγής, [Busse, Α.(έκδ.), Davidis prolegomena et in Porphyrä isagogen commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1904], τ. 18.2, 192,24-25. 569
Αυτόθι, τ. 8, 93,31 & 131,28-29.
-"" «οτι ο μεν ορισμός ες ουσιωόων φωνών συνίσταται πάντως, η οε υπογραφή η ες όλων επουσιωοων η τίνων»· αυτόθι, τ. 8, 130,27-28. 571 Αυτόθι, τ. 8, 131,1. 572
Αυτόθι, τ. 8, 13,7-14,10.
140
'Αντιθέτως ή πρόταση άνθρωπος εστί
ζώον ορθοπεριπατητικόν
γελαστικόν
πλατυώνυχον
συνιστά υπογραφή, ενώ ή πρόταση άνθρωπος εστί ζώον λογικόν θνητόν νοϋ και δεκτικόν ορθοπεριπατητικόν
επιστήμης
συνιστά υπογραφικό ορισμό.
Ή συσχέτιση από τον Δαβίδ της υπογραφής με την έννοια του παρεπομένου573 να εκληφθεί
ώς
το
κοινό
σημείο
πού συνδέει
την
ορολογία
των
σχολιαστών
'Αριστοτέλους με αυτήν τοΰ Κούμα. 'Από σημασιολογική σκοπιά ό ΰπογραφικός συμπίπτει βέβαια με αυτό πού σήμερα είναι γνωστό ως περιγραφικός
μπορεί τοΰ
ορισμός
ορισμός (descriptive
374
definition) . Αντιλαμβανόμαστε επίσης πώς ό ορός ιδέα, στον οποίο ήδη αναφερθήκαμε, αντιστοιχεί στον ορο τοΰ Δαβίδ. Ποια δμως είναι ή ακριβής προέλευση της διακρίσεως, πού κάνει ο Κούμας μεταξύ τοΰ χαρακτηριστικού
και τοΰ υπογραφικοΰ ορισμού; Ό Ιδιος, δπως
προαναφέραμε, δεν διευκρινίζει τις πηγές άπό τις όποιες έλκει τις βασικές θέσεις
της
καθολικής του γραμματικής. Ωστόσο οι επόψεις του στο θέμα αυτό διατυπώνονται υπό τή μορφή
'Επιμέτρου,
Συντάγματος
το όποιο έπεται
της Λογικής,
που
είναι δ τέταρτος
φιλοσοφίας· ό Κούμας δηλώνει πώς στή συγγραφή της Λογικής
σχετικά παραδείγματα της Λογικής
τόμος
τοΰ
ακολούθησε
575
τοΰ Ευγενίου Βουλγάρεως . "Αν ανατρέξουμε στο
τελευταίο αυτό έργο, θά παρατηρήσουμε πώς ό Βούλγαρις αναφερόμενος στό κεφάλαιο Περί ορισμού στους υπογραφικους
ορισμούς παραπέμπει ευθέως στα σχόλια της Εισαγωγής
του
576
Πορφυρίου άπό τον Νικηφόρο Βλεμμύδη , χαρακτηριστικόν εκπρόσωπο της Βυζαντινής νεοπλατωνίζουσας φιλοσοφίας 577 . Σύμφωνα με τό Βλεμμύδη, «παραλαμβάνονται δε και τα ίδια εν τοις όρισμοΐς, χαρακτηριστικά τυγχάνοντα των ειδών. Και δπου μεν ε'στιν ουσιώδες Ίδιον, τοΰ επουσιώδους προκρίνεται (χαρακτηρίζει γαρ μάλλον δύναται), και εις τον όρισμόν τοϋτον
παραλαμβάνεται" ώσπερ επί τοΰ ανθρώπου. Λέγομεν γαρ, "Ανθρωπος έστι ζώον
«αύται γαρ» [ενν. αι υπογραφαι] «ου οηλουσι την φυσιν του υποκείμενου πράγματος αλΑα τα περί την φυσιν και τα παρεπόμενα αύτη»· αυτόθι, τ. 8, 12,14—16. 574
Ό περιγραφικός ορισμός «δεν περιορίζεται στα ουσιώδη γνωρίσματα, οπότε χάνεται ή ολότητα των πολλαπλών δεσμών του φαινομένου, άλλα επεκτείνεται και στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα»" Δημητρίου, Σωτ., Λεξικό ορών Σημαντικής, Καστανιώτης, 'Αθήνα 1986, τ. 4, σ. 213, Ό Κούμας επισημαίνει στην Επιστολή προς Φριχγκϊτκον Μαϋρον τά έξης : «εις την Λογικήν έμεταχειρίσθην πανταχού παραδείγματα τα αυτά, τα όποια έμεταχειρίσθη ό Ευγένιος. Τα παραδείγματα δεν είναι άλλο, ειμή τύποι γενικοί ένδεδυμένοι την μερικότητα δια να γίνονται εύληπτότεροι εις τους πρωτόπειρους. Τοιούτοι τύποι ευρέθησαν πολλοί ευτυχώς άπό τόν μακαρίτην Εύγένιον, πολλοί δε και έμεταφράσθησαν άπό τών Λατίνων την γλώσσαν»· Κούμα Κ., ενο'άν., τ. α', σ. λη . 576 « Ό ύπογραφικός, έκτε ορισμού τού ουσιώδους, και υπογραφής της επουσιώδους, κατ' έπιπλοκήν λέγεται συγκροτέϊσθαι»· Νικηφόρου Βλεμμύδου: 'Επίτομη λογικής [Migne, J.-P., Patrologia Graeca, Gamier Fratres, Paris 1885, τ.142], Κ. α' και Βουλγάρεως, Ευγενίου, Ή Λογική, Λειψία 1766, σ. 208. 577
Στις επιτομές της αριστοτελικής λογικής και φυσικής ό Νικηφόρος Βλεμμύδης ακολούθησε την ερμηνεία της αριστοτελικής λογικής άπό τόν Πορφύριο και την ερμηνεία τής αριστοτελικής φυσικής άπό τόν Όλυμπιόδωρο, τό Σιμπλικιο και τον 'Ιωάννη Φιλόπονο.
141
λογικόν, θνητόν, νοϋ και επιστήμης δεκτικόν και ου λέγομεν γελαστικόν» 5 7 8 . Συνεπώς ό χαρακτηριστικός
ορισμός μίας εννοίας πού φέρεται ώς το συντακτικό υποκείμενο προτάσεως,
είναι ή απόδοση στο λόγο του ιδίου χαρακτηρος
της εννοίας αυτής — των ιδιαίτερων δηλαδή
χαρακτηριστικών της. Ό Κούμας, αναφερόμενος στη Λογική
του στή διάκριση μεταξύ τών απλών και τών
συνθέτων εννοιών, περιόρισε τήν έννοια τοΰ χαρακτηρος 579
αντίληψης . Θεώρησε τους χαρακτήρες απέδωσε
σε
αυτούς κάποια οντολογική
απλώς
στο πλαίσιο τής διαδικασίας τής
ώς αντιληπτικά
υπόσταση ή
μεταφυσική
υποκείμενα
και δεν
διάσταση, ή
οποία
τουλάχιστον θα διεύρυνε το υποκείμενο τής κατηγορικής διαδικασίας. Στο επίμετρο τής Λογικής υπό τον τίτλο Καθολική τών ουσιωδών χαρακτήρων
γραμματική
απέφυγε να αναπτύξει τη διάσταση μεταξύ
και τής επουσιώδους υπογραφής
ώς διαφορά μεταξύ τοΰ είδους
-
και τής υλ^ς , ούτως ώστε να καταδείξει το είδος, έ'στω και στην υλική του υπόσταση, ώς εμπεριέχον τα καθολικά στοιχεία τής -γλώσσας. Δεν ανέφερε μάλιστα ούτε καν το απολύτως προφανές, οτι δηλαδή ή διαφορά τών προτάσεων 6 άνθρωπος φιλοσοφεί και ό άνθρωπος είναι φιλοσόφων είναι διαφορά μεταξύ ύπογραφικοΰ και χαρακτηριστικού ορισμού. Πέρα από αυτή τη βασική αυτή παρατήρηση, αντιλαμβανόμαστε πώς το κατηγόρημα τής προτάσεως 6 άνθρωπος φιλοσοφεί εκλαμβάνεται από τον Κούμα ώς ή συνεπτυγμένη μιορφή τού κατηγορήματος τής προτάσεως ο άνθρωπος είναι φιλοσόφων. Αυτό μαρτυρεί πώς το κατηγόρημα μίας προτάσεως ή οποία, περιέχει μεταβατικό ρήμα, μπορεί νά θεωρηθεί ώς σύνθεση δύο μερών: μίας κατάφασης 5 8 0 και τοΰ γνωρίσματος πού αποδίδεται στό προτασιακό υποκείμενο- ή γραμματική μορφή τοϋ δευτέρου μπορεί νά διαφοροποιείται κατά περίπτωση διατύπωσης. Πρωταρχική πηγή τής παρατήρησης αυτής είναι τα χωρία 5.7.1017a8—9 και 5.7.1017a27—30 τών Μετά
τα φυσικά τοϋ "Αριστοτέλους,
οπού ο 'Αριστοτέλης
επισημαίνει
πώς «τό ον λέγεται το μεν κατά συμβεβηκός, το δε καθ' αυτό ... ούθέν γαρ διαφέρει τό άνθρωπος ύγιαίνων εστίν ή τό άνθρωπος υγιαίνει, ουδέ τό άνθρωπος βαδίζων έστιν ή τέμνων τού άνθρωπος βαδίζει ή τέμνει». Ή δομική διαφορά τών δύο τρόπων εκφοράς — εδώ τής προτάσεως ό άνθρωπος φιλοσοφεί και τής προτάσεως ό άνθρωπος είναι φιλοσόφων — είναι διαφορά μεταξύ απλής καταφάσεως και κατηγορικής διατύπωσης τού λόγου. Ή τελευταία μπορεΐ νά αναλυθεί με βάση τις αριστοτελικές κατηγορίες, Ινώ αναδεικνύει τό κατηγόρημα ώς σύνθεση τής ενέργειας πού δηλώνεται άπό τό συνδετικό ρήμα και τού περιστασιακού γνωρίσματος πού κατηγορείται στην ουσία τοΰ υποκειμένου. Επιπλέον, στην αναλυτική
578
Βλεμμύδου, Νικ., ενθ'αν., τ. 142, σ. 749.
«Λαρακτηρ αντικείμενου ονομάζεται ο,τι ευρίσκεται αναποσπαστον απ αυτού- εις ταυτην, φερ ειπείν, την τραπεζαν, το τετράπλευρον σχήμα, ή ξυλίνη υλη, το στερρον, τό μελανωπον χρώμα, το τετράπουν αυτής, είναι ολα χαρακτήρες του αντικειμένου»· Κούμα, Κ., ενθ' av., τ. β ', σ. 16. 580
Παράβαλε επίσης 'Αμμωνίου τοϋ Έρμείου, Υπόμνημα εις το Περί ερμηνείας [Busse, Α. (έκδ.), Ammonius in Aristotelis tfc interpretatione commentmus, Commentaria in Aristotelem Graeca, G.Reimer, Berlin 1897, τ. 4.5], 177,12-18.
142
πρόταση
ο
άνθρωπος
είναι
ή
φιλοσόφων,
διάκριση
μεταξύ
τοΰ
ρήματος
και
τοΰ
κατηγορουμένου — ή , αλλιώς, μεταξύ της ενεργείας και του γνωρίσματος της υποκείμενης ουσίας — αποκαλύπτει δυνητικά σε ποιο άπα τα μέλη της προτάσεως ή εφαρμογή τοΰ αρνητικού μορίου μετατρέπει την κατάφαση σε απόφανση, χωρίς ωστόσο να ακυρώνεται ή •ν
\
Λ
\
\
C
C
/
—
~
/
CO,
r
V
C
/
r\
381
λογική ào\u] και η ενότητα του προτασιακου νοήματος ' σημειωτέον, πως ή σχέση μεταςυ της καταφάσεως και της αποφάνσεως αναφέρεται στον τρόπο κατηγόρησης τοΰ δντος ως συντακτικού υποκειμένου 582 . "Αν
βέβαια θελήσουμε να λάβουμε υπ' όψιν τα δσα ό Κούμας καθόρισε για
τη
συγκατηγορηματική λειτουργία τοΰ όριστικοΰ άρθρου και τα όποια θα εξετάσουμε σε επόμενη ενότητα, οφείλουμε να δεχθούμε πώς αυτό πού καταφάσκεται και στους δύο προτασιακούς τύπους — δηλαδή στις προτάσεις 6 άνθρωπος φιλοσοφεί και ό άνθρωπος είναι φιλοσόφων — είναι ή ουνατοτητα του φιλοσοφείν και οχι ή πραςη εφ εαυτή 5 *". Δηλαοή, σε καμία απο τις δύο προτασιακές μορφές δέν διευκρινίζεται εάν το περιστασιακό γνώρισμα αποδίδεται στην υποκείμενη ουσία αναγκαστικά ή ώς δυνατό ενδεχόμενο. Με άλλα λόγια, ακόμη και στην περίπτωση της προτάσεως 6 άνθρωπος είναι φιλοσόφων το υποκείμενο παραμένει αόριστο, άφοΰ δέν προσδιορίζεται από συγκατηγορηματικό δρο — έμμεσο στοιχείο, σύμφωνα με τον Κούμα — τοΰ τύπου πάς ή τις, ούτως ώστε ή κατάφαση να προσδιοριστεί ώς μερική ή καθολική. Για το λόγο αυτό ή συγκεκριμένη πρόταση θα γίνονταν δεκτή ώς ελέγξιμη κατηγορική κρίση μόνον ώς μέλος ευρύτερης συνθέσεως λόγου. Στις ενότητες πού ακολουθούν θά ασχοληθούμε με μία σειρά άπό έμμεσους, δπως τους χαρακτηρίζει ό Κούμας, δρους και θά οργανώσουμε και συμπληρώσουμε τις πληροφορίες πού ό ίδιος παραδίδει για καθέναν άπό αυτούς. Ό συγκατηγορηματικός χαρακτήρας αρκετών άπό τους έ'μμεσους αυτούς δρου αποκαλύπτεται κατά τήν ανάλυση μίας προτάσεως σε σύνθετη 581
Παράβαλε το σχετικό χωρίο: «του άνθρωπος βαδίζει ου το ουκ άνθρωπος βαδίζει άπόφασις, άλλα το ου βαδίζει άνθρωπος· ούδεν γαρ διαφέρει ειπείν άνθρωπον βαδίζειν ή άνθρωπον βαδίζοντα είναι· ώστε ει ούτω πανταχού, και τοϋ δυνατού είναι άπόφασις το δυνατόν μη είναι, αλλ' ου το μη δυνατόν είναι»' 'Αριστοτέλους, ΙΤερί ερμηνείας [[Goold, G. Ρ. (εκδ.), Aristotle., On mterpetation, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936], 216,7-11. 582
Παράβαλε το σχόλιο τοϋ Όλυμπιοδώρου: «δεύτερον ην των ζητουμένων ποσαχώς λέγεται τα αντικείμενα αντικεισθαι. φαμεν τοίνυν δτι τετραχώς" τα γαρ αντικείμενα αντίκειται η ώς τα προς τι ή ώς τα ενάντια ή ως έξις και στέρησις ή ώς κατάφασις και άπόφασις. ώς προς τι μεν, ώς το διπλάσιον ήμκτεος έστι διπλάσων, ώς τα ενάντια δε, ώς το λευκον τω μέλανι, ώς δε έξις και στερησις, ώς οψις τυφλότητι, ώς δέ κατάφασις και άπόφασις, ώς άνθρωπος βαδίζει άνθρωπος ου βαδίζει»· Όλυμπιοδώρου φιλοσόφου, Σχόλια εις τάς 'Αριστοτέλους Κατηγορίας [Busse, Α. (έκδ.), Olympiodori prolegomena et in categonas commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G.Reimer, Berlin 1902, τ. 12.1],134,33-135,1. 583
Παράβαλε το σγολιο τοΰ Στεφάνου: «έστω το μεν εξ αυτών ουσία, το δε συμβεβηκός· επειδή έτερος λόγος εστίν ουσίας τε καί συμβεβηκότος. οίον εν τω λέγειν 'άνθρωπος βαδίζει' άλλος λόγος εστί τοϋ ά^ρώπου και άλλος λόγος τοϋ βαδίζοντος, δια τοϋτο ου μίας πρότασις ενδέχεται γαρ το βαδίζειν χωρισθηναι τοϋ άνθρωπου» Στεφάνου Σχόλια είς το Περί ερμηνείας 'Αριστοτέλους [Hayduck, Μ. (έκδ.), Stephani in Iibrum Atistotelis de interpretatione commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1885, τ. 18.3], 51,15-19.
143
μορφή λόγου. Συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε κατά την ακόλουθη σειρά τή συγκατηγορηματική λειτουργία α) του επιθέτου, β) των υποκοριστικών και παραθετικών ονοματικών τύπων, γ) τών ονοματικών παρεπομένων του γένους, τοΰ άριθμοϋ και της πτώσεως, δ) της εκφοράς τοϋ ονόματος μίας ουσίας με αφηρημένο δνομα, ε) τοϋ άρθρου, στ) της αντωνυμίας, ζ) τών αριθμητικών ονομάτων, η) τοϋ ρηματικού παρεπομένου τοϋ χρόνου, θ) τοϋ ρηματικοϋ παρεπομένου της έγκλίσεως, ι) τοϋ επιρρήματος, και κ) της προθέσεως. Οι επόμενες ενότητες συνιστούν στην πραγματικότητα μία ανασυγκροτημένη και εμπλουτισμένη \ίορψ)) της εκδοχής τής καθολικής γραμματικής πού προτείνει για την ελληνική γλώσσα ό Κούμας — πρόκειται κατ' ούσίαν για μία μελέτη τών συγκατηγορημάτων. Παράλληλα θα αναδείξουμε τα δσα στοιχεία τής νεοπλατωνικής φιλοσοφίας τής γλώσσας λανθάνουν στο ολο εγχείρημα τοϋ Κούμα.
γ ' . Μία γραμματική τών συγκατηγορηματικών ορών. γ . Οι συγκατηγορηματικες εκφάνσεις τού επιθέτου. Ό Κούμας προσδιορίζει το όνομα ώς μέρος τού λόγου με πεδίο αναφοράς είτε τήν ουσία είτε τήν ιδιότητα της. Σύμφωνα με τον ίδιο «το δνομα φανερόνει ούσίαν πρώτην ή δευτέραν, ή τι τών περί τήν ούσίαν ουσιωδώς, ή έπουσιωδώς και κατά συμβεβηκός λεγομένων» 5 8 4 . Στή διατύπωση αυτή ή διάκριση μεταξύ τής πρώτης καί τής δευτέρας δείξεως τής ουσίας στην περίπτωση τών ουσιαστικών ονομάτων αντιστοιχεί, δπως αντιλαμβανόμαστε,
στή
διαφοροποίηση τών ονο\ίΑτων σε κύρια καί προσηγορικά. 'Ενδιαφέρον βέβαια παρουσιάζει το γεγονός πώς ό Κούμας διαιρεί τα ουσιαστικά ονόματα σε δύο τάξεις: σε δσα δηλώνουν πρώτες
ουσίες, δπως π.χ. "Ομηρος καί σε δσα αναφέρονται σε ίδιες ουσίες, δπως π.χ.
Σμύρνη. Τή διάκριση αυτή ήδη τήν επεσημάναμε στή γραμματική ανάλυση τής ελληνικής •γλώσσας πού επιχείρησε ο 'Αδαμάντιος Κοραής ώς διαφοροποίηση μεταξύ ονομάτων φυσικών ουσιών καί ονο^ίΑτων τεχνητών ουσιών καί ώς διάκριση μεταξύ τής απεικονιστικής καί τής αντιπροσωπευτικής σημάνσεως. Άλλα δ Κούμας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τήν εσωτερική διάκριση τοϋ ουσιαστικού ονόματος. Στο παραπάνω απόσπασμα τής μελέτης του, τα ονόματα πού φανερώνουν, δπως αναφέρει ό ίδιος, «τι τών περί τήν ούσίαν ουσιωδώς, ή έπουσιωδώς καί κατά συμβεβηκός λεγομένων» αντιστοιχούν προφανώς στην ονοματική λειτουργία τοϋ επιθέτου: τα «περί τήν ούσίαν ουσιωδώς» ονόματα είναι δσα επίθετα δεν δηλώνουν απευθείας τήν ουσία, αλλά παρέχουν επιπλέον πληροφοριακό υλικό γι' αυτήν, παρουσιάζοντας την ώς διαφορά ή ώς ίδιον, ενώ τα «περί τήν ούσίαν επουσιωδώς» ταυτίζονται με τα συμ£ε$ηχότ<ζ. 'Αντιθέτως, εκείνο πού επιχειρεί να διευκρινίσει 584
Κούμα, Κων., ενο' αν., τ. β ', σ. 233 .
— ανεπιτυχώς, λόγω τής προχειρότητας
καί τής
144
βιασύνης με την οποία συνέγραψε το επίμετρο Καθολική
γραμματική
— είναι ή διάκριση
ανάμεσα στα ονόματα ουσίας και στα προσηγορικά ονόματα, δπως π.χ. οί τύποι άνθρωπος και ζωον, που αποοιοουν τις ατομικές ουσίες στο επιπεοο του ειοους η του γένους 3 8 3 . Ακριβώς λόγω
της προχειρότητας στη διατύπωση και της αποσπασματικότητας των
παρατηρήσεων του, δεν αναφέρει ρητά αυτό πού φαίνεται να υπαινίσσεται:
πώς
τα
προσηγορικά ονόματα έχουν μεγαλύτερη συνάφεια με τη γραμματική τάξη τοΰ επιθέτου παρά με έκείνην τοΰ ουσιαστικού και πώς ή γραμματική τάξη του επιθέτου συμπίπτει με τή νοηματική τάξη τοΰ ιδιότητας της ουσίας, ή οποία φέρεται ως το υποκείμενο της προτάσεως ' Γ + Κ'. "Ισως να μήν επιθυμεί απλώς να παραβεί το βασικό κανόνα της παραδοσιακής γραμματικής, σύμφωνα με τον οποίο ή ονοματική τάξη περιλαμβάνει μαζί με τά ουσιαστικά και τα επίθετα ονόματα. Προτείνει μάλιστα να αναγνωρισθεί ή προσηγορία και στην τάξη τοΰ επιθέτου - δηλαδή, δπως ακριβώς διακρίνουμε τα ουσιαστικά ονόματα σε κύρια και σε προσηγορικά, θεωρεί δόκιμο να διακρίνουμε και τα επίθετα σε ατομικά, ειδικά και γενικά. Αιτιολογεί τήν πρόταση του αυτή ως ακολούθως: «επειδή και το συμβεβηκος έμπορεΐ να είναι ή άτομικον ή είδικόν ή γενικόν, καθώς ήθελε κατηγορείσθαι ή καθ' ενός ατόμου, π.χ. Σωκράτης, ή ολοκλήρου είδους, οίον τοΰ ανθρώπου, ή δλου γένους, φερ' ειπείν του ζώου' ή εμπορει να κατηγορείται κατά πολλών ατόμων τοΰ αυτοΰ είδους, εάν δχι κατά π ά ν τ ω ν δια τούτο εμποροΰν και τά επίθετα νά όνομάζωνται προσηγορικά, δταν ούτω καθολικεύωνται οίον, σοφός, λογικός,
αΙσθητικός»5Η6.
Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση,
ή δυνατότητα τοΰ
ονόματος μιας ιδιότητας νά διευρύνει το σημαντικό του πεδίο από προσδιοριστικό δνομα ατομικής ουσίας σε προσδιοριστικό πού δηλώνει το είδος ή το γένος τής ουσίας, συνηγορεί υπέρ τής κατάταξης του στην τάξη τοΰ ονόματος. Τό δεύτερο πρόβλημα πού προκύπτει από τήν επιπολαιότητα συντάξεως τής καθολικής γραμματικής είναι ή διαφορετική χρήση τοΰ δρου συμ£εζ·ηκός στα δύο αποσπάσματα πού παραθέσαμε: ο δρος συμ6εβηκός έχει στο δεύτερο
απόσπασμα
μεγαλύτερο
σημασιολογικό
εύρος α π ' δ,τι στό πρώτο. Στο δεύτερο απόσπασμα, ή εν γένει αντίληψη τοΰ συμβεβηκότος έχει ως κύριο φορέα γραμματικής εκφοράς τό επίθετο και μάλλον θα έπρεπε νά αποδοθεί με τόν δρο ιδιότητα ή γνώρισμα. Ή ιδιότητα αυτή ενέχει συντακτικά θέση κατηγορουμένου και μπορεί νά ταυτισθεί άδιαφόρητα με τις εννέα — πλην τής ουσίας — αριστοτελικές κατηγορίες. Τό δτι δ Κούμας χρησιμοποιεί στην περίπτωση αυτή τόν δρο συμ6ε6τηκός ανακαλεί στή μνήμη μας τόν τρόπο κατά τόν οποίο ο Πορφύριος καθόρισε τό συμβεβηκός ώς «ο ούτε γένος
585
Σύμφωνα με τον 'Αριστοτέλη «ουσία δε έστιν ή κυριώτατά τε και πρώτως και μάλιστα λεγομένη, ή μήτε καθ' υποκειμένου τίνος λέγεται μήτ' έν υποκειμένω τινί έστιν, οίον ο τις άνθρωπος ή 6 τις ίππος, δεύτεραι οε ουσιαι λέγονται, έν ας ειδεσιν αί πρώτως ούσίαι λεγόμεναι ύπάρχουσι, ταϋτά τε και τα των ειδών τούτων γένη, οίον ο τις άνθρωπος έν ειοει μεν υπάρχει τω άνθρωπω, γένος δε τοϋ είδους εστί το ζωον»- 'Αριστοτέλους, Κατηγορίχι [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Categories, Loeb Gassical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936],V.2al 1-17. 586
Κούμα, Κων., ενο'άν., τ. β ', σ. 2 3 5 .
145
εστίν ούτε οιαφορα ούτε ειόος ούτε totov, αει οε εστίν εν υποκειμενω υφισταμενον» 38 '. Δεν είναι μάλιστα τυχαία ή σύμπτωση μεταξύ αυτής της θέσης τοϋ Πορφυρίου και της διατήρησης από τον Κούμα του επιθέτου στην ονοματική τάξη. Στο ίδιο απόσπασμα ή σειρά των τύπων σοφός, λογικός, και αισθητικός, που αντιστοιχούν στο ατομικό, το ειδικό καί τό γενικό επίθετο και φέρονται ως στάδια της έκκαθολικεύσεως τοΰ ονόματος ιδιότητας μίας ουσίας, ανακαλεί στη μνήμη μας τή θέση τοϋ Πορφυρίου πως από τις πέντε φωνές τό γένος και τό είδος εκφέρονται με όνομα ουσιαστικό — και μάλιστα προσηγορικό — ενώ ή διαφορά, τό ίδιον και τό συμβε6ηκός
εκφέρονται με δνομα επίθετο. Για να εξηγήσουμε τι εννοούμε, άς
εξετάσουμε τον προτασιακό τύπο Σωκράτης
εστί Χ, οπού Χ μπορεί να είναι εναλλακτικά
είτε τό επίθετο λογικός είτε τό επίθετο γελαστικός
είτε τό επίθετο λευκός. Στον τύπο
αυτόν α) τό επίθετο λοχίκός εκφράζει τήν ουσία Σωκράτης αναλυτική εκδοχή της προτάσεως Σωκράτης β) τό επίθετο Σωκράτης γελαστικός·
χελαστίκσς
ως διαφορά είδους, στην
εστί άνθρωπος λογικός'
καταχωρείται ως
φυσικό
ίδιον τοϋ
στην αναλυτική εκδοχή της προτάσεως Σωκράτης προκύπτει
εστί
υποκειμένου άνθρωπος
δε ως παρεπόμενο της διαφοράς είδους τήν οποία εισάγει
ό ορός άνθρωπος' γ) τό επίθετο λευκός στην πρόταση Σωκράτης
εστί λευκός
καταφάσκεται ως
τυπικό συμ&ε&ηκός — ως επουσιώδης δηλαδή ιδιότητα της ουσίας Σωκράτης
—
588
και ως «ενδεχόμενος τρόπος» αυτής «εις τό είναι» , καθώς δεν εισάγει για τό σημαινόμενο τοϋ υποκειμένου κάποια διαφορά είδους. 'Από αυτές τις συσχετίσεις
εξάγουμε τό συμπέρασμα πώς τα προσηγορικά επίθετα
μπορούν να αντιστοιχούν στις σημασιολογικές τάξεις της ειδοποιού διαφοράς ή τοϋ ί'ά'ου χαρακτηριστικού, ενώ τά επίθετα ατομικών ουσιών αντιστοιχούν στή σημασιολογική τάξη τοϋ ενδεχομένου
συμβεβηκότος.
Ή
διαδικασία λοιπόν
εκκαθολικεύσεως
ενός
επιθέτου
ονόματος μοιάζει, λοιπόν, να είναι ή σημαντική μετατροπή τοϋ ονόματος μίας ιδιότητας άπό σημαίνον ενός ενδεχομένου χαρακτηριστικού. Στην
συμβεβηκότος
σε σημαίνον μίας ειδοποιού διαφοράς ή ενός ιδίου
πραγματικότητα
ωστόσο
δεν
πρόκειται
για
μία
διαδικασία, αλλά για τρείς διαφορετικές βαθμίδες επικύρωσης της σχέσης
εξελικτική μεταξύ ενός
επιθέτου και τοϋ προσδιοριζόμενου του ουσιαστικού σε ονοματικές φράσεις τού τύπου 'επίθετο + ουσιαστικό'. Ή
συγκατηγορηματική λειτουργία τοϋ επιθέτου έγκειται ακριβώς στον
προσδιορισμό της σημασιολογικής του σχέσεως με τό ουσιαστικό ως προς μία άπό τις τρεις αυτές βαθμίδες. Δηλαδή, ή εγκυρότητα μίας προτάσεως της μορφής 'Τ + Κ', οπού τό
587
Βλέπε Πορφυρίου, Εισαγωγή [Busse, Α. (έκδ.), Porphyrä: Isagoge, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1887, τ. 4.1: Περί συμ6ε€ηκότος, 13,4-5]. 588
Βλέπε σχετικά στο Σύνταγμα φιλοσοφίας τοϋ Κ. Κούμα το κεφάλαιο Περί των κατ' 'Αριστοτέλην Δέκα Κατηγοριών τ. β ', σ. 36 & 37:.
146
υποκείμενο της είναι μία ονοματική φράση τοϋ τύπου 'επίθετο + ουσιαστικό', εξαρτάται, ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, και άπό την υφή της σχέσεως μεταξύ τοϋ επιθέτου και τοΰ ουσιαστικού. Ό έλεγχος της υφής αυτής επιτυγχάνεται με τήν πλήρη ανάπτυξη τής προτάσεως Ύ + Κ ' σε αναλυτική διατύπωση, οΰτως ώστε να καταδειχθούν επακριβώς οι Spot πού συνάπτουν σημασιολογικά τή σχέση 'ουσία + ιδιότητα'. γ · Ot υποκοριστικοί και οί παραθετικοΐ τύποι ώς συγκατηγορήματα. Ή δεύτερη συγκατηγορηματική λειτουργία πού αναφέρεται 5 8 9 άπό τον Κούμα εντός τοΰ πλαισίου μίας ονοματικής φράσης είναι αυτή τής αυξήσεως (π.χ., λίαν σοφός) ή μειώσεως (π.χ., ολίγον γλυκύς) πού επιδέχεται το δνομα ουσίας. Ή
αύξηση ή ή μείωση πού
συγκατηγορέϊται σε μια ουσία, επιτυγχάνεται μορφολογικά με τή διαδικασία τοϋ υποκορισμού και τή χρήση παραθετικών τύπων και άφορα τις υποκοριστικές και παραθετικές μορφές υπό τις όποιες απαντάται το όνομα ουσίας ή το συνοδευτικό του επίθετο. Σημειωτέον, πώς, εκτός άπό τα επίθετα πού συνοδεύουν ενα όνομα ουσίας, δεκτικά υποκορισμού είναι, επίσης, πολλά κύρια και προσηγορικά ουσιαστικά, όπως π.χ. οι τύποι Φειδιππίδιον και παιδίσχ-η. Ή συγκατηγορηματική αυτή λειτουργία εμπίπτει σημασιολογικά στην κατηγορία τής κατά συμβεβηκός — δηλαδή τής περιστασιακής — εμφανίσεως στό λόγο τής ουσίας ως και συμπίπτει με τήν αριστοτελική κατηγορία τού
μεγέθους
590
ποσού .
γ . Το αφηρημένο όνομα ως συγκατηγόρημα. Πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν, πώς ή ουσία μπορεί να σημανθεί διαφορικά με τή χρήση εί'τε ενός συγκεκριμένου συγκεκριμένο
εί'τε ενός
αφηρημένου ονόματος, ουσιαστικού ή επιθέτου.
Το
όνομα αποδίδει, όπως σημειώνει ό Κούμας, «τήν ιδιότητα ομού και τό
πράγμα» 5 9 1 — πρόκειται στην πραγματοκότητα για εκείνα τα ουσιαστικά ή επίθετα πού μπορούν να αναπτυχθούν σε υποκοριστική και παραθετική μορφή, εμπίπτοντας έτσι στή συγκατηγορηματική λειτουργία τού μεγέθους ή τού ποσού. 'Αντιθέτως, τό αφηρημένο όνομα αποτελεί συμπύκνωση κατηγορικού λόγου, εκφράζει κάποια αφηρημένη έννοια, και ώς επισήμανση μπορεί να δηλώνει μία άπο τις παρακάτω περιπτώσεις: α) τό άθροισμα όλων τών ούσιο>δών χαρακτηριστικών μίας ουσίας ώς όλον χωριστον άπό αυτήν, όπως π.χ., ό τύπος
ανθρωπότητα'
5 9
* Αυτόθι., τ. β',σ. 236.
590
Με αυτό το σκεπτικό ή διατύπωση χθες ημην ασθενής, σήμερον είμαι υγιέστερος θεωρείται σύμφωνα με τον Κούμα ώς εσφαλμένη, ενώ ή διατύπωση χθες ημην ασθενής, σήμερον είμαι όπωσουν υγιής θεωρείται ώς ακριβής. 591
Κούμα, Κων., ενθ'av., τ. β', σ. 237. Για τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και της πραγματικότητας στο έργο τοϋ Κούμα βλέπε 'Αργυροπούλου, P., Γλώσσα, και πραγματικότητα στον Κ. Μ. Κούμα: Γλώσσα καϊ πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία: Πρακτικά τοϋ β' Διεθνούς Συμποσίου της 'Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (Μά'ώς 1984), Αθήνα 1985, σσ. 13-15.
147
β) κάποιο άπο τα ουσιώδη χαρακτηριστικά μίας ουσίας, όπως π.χ., δ τύπος λευκο'τ^τα· γ) κάποιο άπα τα επουσιώδη χαρακτηριστικά της ουσίας, όπως π.χ., δ τύπος κακία. Οι τρεις αυτές περιπτώσεις είναι οι πιθανές συγκατηγορηματικές εκφάνσεις της εμφανίσεως στο λόγο μίας ουσίας με αφηρημένο όνομα. γ . Τα συγκατηγορήματα τού γένους, τοΰ αριθμού, και της πτώσεως. Ή τέταρτη συγκατηγορηματική επίδραση που επιδέχεται ή σημαντική τοϋ ονόματος ουσίας είναι αυτή της σχέσεως ή της διαφοράς μεταξύ της ουσίας και της ιδιότητας της. Ή λειτουργία αυτή αναγνωρίζεται γραμματικά ώς κλιτικότητα
τοϋ ονόματος και προκύπτει άπο
τα γραμματικά παρεπόμενα τοϋ γένους, τοϋ άριθμοϋ και της πτώσεως. 'Ενώ ή τυπική γραμματική θεωρία αποδέχεται τήν ύπαρξη τριών γενών, δ Κούμας ακυρώνει στην καθολική γραμματική του τήν ύποστασιοποίηση τοΰ ουδετέρου γένους και το καταχωρεί ώς απουσία γένους 5 9 2 . Προφανώς, δ λόγος γι' αύτο είναι πώς το ουδέτερο γένος δεν ανταποκρίνεται στις λογικές διαφορές μεταξύ τών πραγματικών γενών τών ουσιών. Έκεΐνο πού λανθάνει της προσοχής τοϋ Κούμα είναι ή διάσπαση τοϋ τυπικά ουδετέρου γένους σε δύο διακριτές μεταξύ τους σημασιολογικές τάξεις: α) στο ουδέτερο γένος τών ονομάτων πού δηλώνουν αφηρημένες έννοιες και β) στο ουδέτερο γένος τών ονομάτων πού δηλώνουν άψυχα αντικείμενα. Ή απόδοση γραμματικού γένους σε άψυχα αντικείμενα, όπως π.χ. στο
6 ήλιος, είναι μετωνυμική
OVOJJUX
— άρα σημειολογικά
άποδιαρθρωτική και
προσιδιάζει κυρίως σέ μία οιονεί ρητορική εκφορά τοϋ λόγου. 'Αντιθέτως δπως διαπιστώσαμε στην προηγούμενη ενότητα, ή απόδοση στο λόγο μίας έννοιας με ενα αφηρημένο όνομα, όπως π.χ. Ϊ; λευκότητα,
εμπίπτει στή περίπτωση οπού ή σημασία τοϋ ονόματος ουσίας και ή
σημασία τοϋ ονόματος της ιδιότητας της εκφέρονται συνθετικά.
Ό συγκατηγορηματικός χαρακτήρας τοϋ άριθμοϋ με τον οποίο έ'να όνομα εκφέρεται στο λόγο, διαφοροποιείται ανάλογα
με τον τρόπο μέ τον όποιο επιθυμούμε να δηλώσουμε μια
ουσία. Στον ενικό αριθμό ή συγκατηγόρηση συνίσταται στον προσδιορισμό της ουσίας ώς δλον στό επίπεδο είτε τοϋ άτομου είτε τοϋ είδους είτε τοϋ γένους. 'Αντιθέτους
δ πληθυντικός
αριθμός, πού χρησιμοποιείται για τήν δήλωση κάποιων ατόμων ή ειδών, διακρίνεται σέ δύο σημασιολογικές
περιπτώσεις:
στή μία περίπτωση, όπως π.χ. στην
ασύνδετη
έκφραση
άνδρες, ή πράξη συγκατηγόρησης εντοπίζεται στον αόριστο τρόπο σημάνσεως της ουσίας, επιτυγχάνεται γραμματικά άπο τήν κατάληξη τοϋ ειδικού ή τοϋ γενικού ονόματος και συνίσταται στην μή συγκεκριμένη συνδήλωση της πληθύος' στή δεύτερη περίπτωση, όπως π.χ. στην ονοματική φράση δέκα άνδρες, ή συγκατηγόρηση συνίσταται στην δριστικότητα
^
Αυτόθι, τ. β', σ. 238.
148
τής δηλώσεως
τοΰ ονόματος ουσίας και επιτυγχάνεται με την εφαρμογή αριθμητικών
επιθέτων 5 9 3 . Τό πτωτικό σύστημα πού εισηγείται ό Κούμας έχει ώς ακολούθως: ονομαστική, δοτική, κλητική.
αιτιατική
ή ενδεικτική,
ληπτική,
οργανική,
τοπική,
Στό σύστημα αυτό, ή επισήμανση της ενδεικτικής
χρονική,
ή αιτιατικής
κτητική,
αιτιολογική,
και
συνίσταται
στή
δήλωση της σχέσεως μεταξύ τοΰ ενεργούντος και τού αποδέκτη ενέργειας. Επιπλέον ή συγκατηγορηματική δυνατότητα της χρονικής πτώσεως — της δοτικής δηλαδή τού χρόνου — προσλαμβάνεται υπό δύο πιθανές εκδοχές, καθώς κατά περίπτωση μπορεί να δηλώνει α) είτε τή σχέση συγχρονίας μεταξύ δύο ονομάτων ουσίας β) είτε τή σχέση χρονικής διαδοχής και εξάρτησης. 'Από το συγκατηγορηματικό χαρακτήρα τής πτώσεως
ώς στοιχείου τής κατά σύνθεσιν
εκφοράς τού ονόματος ουσίας με αυτό τής ιδιότητας της, πρέπει σύμφωνα με τον Κούμα να εξαιρεθεί ή ονομαστική (ορθή), καθ' δτι συνιστά το συντακτικό υποκείμενο τού άποφαντικού λόγου — άρα και τό υποκείμενο τής προτάσεως, στην οποία ή ιδιότητα κατηγορείται στην ουσία. Ή βάση αυτής τής θέσεως πρέπει να αναζητηθεί στό γεγονός πώς ή ονομαστική εμπλέκεται απευθείας στή κατηγορική διαδικασία — αρα προσδιοριστικά της στοιχεία, δπως αυτά τού άρθρου, τής καταλήξείυς, τού γένους και τού αριθμού συνιστούν απευθείας στοιχεία τής κατηγορηματικής πράξης και δεν είναι συγκατηγορηματικοί δροι. Δηλαδή ενώ ονομαστική άφορα τή σχέση μεταξύ
τού υποκειμένου
και τού
κατηγορουμένου
ή
μίας
προτάσεως, ή πλάγια πτώση άφορα τις δυνατές σχέσεις μεταξύ εκείνων τών ονομάτων πού ανήκουν
στην
Ίδια
ονοματική φράση ή
αλλιώς
στό
Ίδιο σκέλος
μίας
κατηγορικής
διατυπώσεως. Ό Κούμας θεωρεί πώς τό σύστημα τών δέκα πτώσεων πού εισηγείται μπορεί να καλύψει δλες τις πιθανές σημαντικές σχέσεις μεταξύ δύο ονομάτων ουσίας- για τό λόγο αυτό οι έπιρρηματικοί και οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί τού χρόνου — ή συγκατηγορηματική λειτουργία τών οποίων συμπίπτει με εκείνη τής χρονικής πτώσεως
— πρέπει να εκληφθούν
ώς μορφολογικά καταχρηστικοί και σημαντικά περιττοί τύποι. γ . ΟΙ συγκατηγορηματικές λ«ιτουργίες τού άρθρου. Ή παρουσίαση άπό τον Κούμα τής συγκατηγορηματικής λειτουργίας τοΰ άρθρου κατά την περιστασιακή εκφορά ενός ονόματος ώς συντακτικού υποκειμένου 594 εμπίπτει
στην
αριστοτελική κατηγορία τής σχέσεως. Σύμφωνα μέ τον Ίδιο
jyo
Λτην περίπτωση αυτή εντάσσεται επίσης ο ουικος άριυίΛΛς της αρχαίας, οπού η επισημασια ασκείται απο την
κατάληξη τοΰ ονόματος ουσίας. 594
Κού[Λα, Κων., ενθ'άν., τ. β ', σ. 2 3 3 .
149
«Τά ονόματα εκφέρονται ή άδιορίστως" οίον, άνθρωπος, φιλόσοφος, ζωγράφος, ήγουν εις τις των ανθρώπων, των φιλοσόφων των ζωγράφων ή ώρισμένως' οΰτω δε πάλιν ή διορίζεται δλον τι είδος, ή διακρίνεται εξοχός τις ιδιότης του είδους, ή σημαίνεται τι, το οποίον μας είναι εγνωσμένον
και τότε
προτάττεται
το
λεγόμενον άρθρον otov, Ό άνθρωπος υπερβαίνει ολα τα ζώα κατά το λογικόν Ό κύων είναι φιλοδέσποτον ζώον. Ό ζωγράφος ήλθε να σχεδίαση την εικόνα. Σημαίνεται δε yjoaioiz με το άρθρον και το εξέχον τα άλλα εις το είδος του· οίον ό ποιητής, 6 φιλόσοφος, αντί τοΰ ό "Ομηρος, ό 'Αριστοτέλης. Τα δε κύρια ονόματα, ώς οίκοθεν ώρισμένα και γνωστά, δύνανται να εκτεθώσι και άνάρθρως· οίον Σωκράτης, Π λ ά τ ω ν ούτω φέρονται πολλάκις εις την πάλαιαν γλώσσαν μας» 5 9 5 . Το απόσπασμα αυτό μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη λειτουργία τοΰ προτακτικού άρθρου, ιδιαίτερα ώς προσδιοριστικού τών προσηγορικών ονομάτων. "Οπως παρατηρούμε, ό Κούμας διακρίνει πέντε πιθανούς τρόπους σημειακής παρέμβασης τού προτακτικού άρθρου στον προσδιορισμό ενός ονόματος κατά τον καθορισμό τής ουσίας στο επίπεδο τού είδους: 1) τη μή παρέμβαση, ζ) τη συγκατηγορηση μιας ουσίας ως όλον ειοος, 3) τή συγκατηγορηση μίας ουσίας δια τής αναφοράς κάποιας διακριτής ιδιότητας τού είδους της, 4) τή συγκατηγορηση επιπλέον νοήμιατος επί δεδηλωμένης ουσίας και 5) τή σήμανση μίας ατομικής ουσίας με προσηγορικό ονοματικό τύπο. Στή συνέχεια
θα εξετάσουμε
αναλυτικά και κατά τήν Ίδια σειρά τις
πέντε
αυτές
περιπτώσεις, στις όποιες αναφέρεται ό Κούμας, στηρίζοντας τήν ανάλυση αυτή σε πηγές τής αρχαιότητας. 1. Ή απουσία άρθρου στην περίπτωση τής απλής δηλώσεως τού είδους τής ουσίας, άφορα τήν ασύνδετη εκφορά προσηγοριών, όπως π.χ. οι λεκτικοί τύποι άνθρωπος, φιλόσοφος, ζωγράφος. Ή περίπτωση αυτή καταχωρείται άπό τον Κούμα ώς τύπος αδιόριστης εκφοράς τού ονόματος και θεωρείται ισοδύναμη με τήν καταδήλωση τής ουσίας ώς έ'να άπό τά μέλη κάποιου είδους. Στην
πραγματικότητα, πρόκειται για ελλειπτικές
διατυπώσεις τής
ανεπτυγμένης
προτασιακής μορφής Χ είναι Ψ, οπού Χ είναι ατομικό όνομα και Ψ είναι τό κατηγορούμενο όνομα τού είδους του, και οπού π.χ. ή εκφορά άνθρωπος συνιστά συντόμευση τής προτάσεως Χ είναι άνθρωπος. Οι προτάσεις αυτές δεν κατηγορούν επαρκώς τό συντακτικό υποκείμενο τού εννοουμένου τύπου ερωτήσεως
^Αυτόθι, τ. β', σ. 244.
τι εστί
Χ;
και δεν προσφέρουν πλήρη ορισμό αυτού,
150
καθώς ή απλή δήλωση τού είδους μίας ουσίας — δηλαδή ή ασύνδετη εκφορά μίας προσηγορίας — οεν ισοδυναμεί με την καταοηλωση της ως ενα απο τα μέλη κάποιου ειοους. Στην προέλευση της ή γνώση της ουσίας με βάση μόνο τή δήλωση τοΰ είδους της στηρίζεται περισσότερο στην πλατωνικού τύπου αναμνηστική
λειτουργία της ψυχής 5 9 6 . Αντίθετα ή
δήλωση της ουσίας ώς ενα άπό τα μέλη κάποιου είδους εμπεριέχει τόσο τις έννοιες υπόταξης μεθεζεως
της
και της διαιρέσεως — έννοιες, οι όποιες διατηρούν το πλατωνικό πλαίσιο της μεταξύ
των
αισθητών
ουσιών
και
τών
ειδών
τους 5 9 7
— δσο
και
τήν
598
προ—αριστοτελική εκδοχή της διαφοράς ώς διαιρέσεως . Και στις δύο περιπτώσεις αυτό το όποιο προσφέρει ή απουσία άρθρου είναι ή έλλειπής και ή μή κατά τα αριστοτελικά πρότυπα επιστημονικά τεκμηριωμένη κατηγόρηση της ουσίας. Κατά τήν αριστοτελική ορολογία στην περίπτωση απροσδιόριστης εκφοράς μίας προσηγορίας, όπως αυτή τοϋ τύπου άνθρωπος, ο ορός εκφέρεται «άνευ συμπλοκής» 5 9 9 και δηλώνει το υποκείμενο χωρίς να σημαίνεται κάποια κατηγορική δράση έπ' αυτού 6 0 0 - κατά συνέπεια, δεν μπορεί να ελεγχθεί ή αλήθεια ή το ψεύδος τών όσων δηλώνονται. Σημειωτέον, πώς στην ορολογία τοϋ Πορφυρίου ή απουσία ή ή παρουσία τού άρθρου ώς προσδιοριστικού τοϋ ονόματος συνιστά το σημείο διακρίσεως μεταξύ τών δύο ειδών εκφοράς τοϋ λόγου: τού δηλωτικού τής ουσίας και τού οριστικού λόγου 6 0 1 . Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει και ή περίπτωση τής απουσίας άρθρου με τον τρόπο κατά τόν όποιον τήν καταχωρεί ό Κούμας.
2. Ό ονοματικός καθορισμός τής ουσίας ώς δλον και σε επίπεδο εΓδους αφορά κρίσεις, όπως π.χ. ό άνθρωπος υπερβαίνει ολα τα ζώα κατά το ?κογικόν602, ol όποιες ανήκουν στον προτασιακό τύπο [άρθρο + α' όνομα εΐδους]+[συγκριτικό μόριο603+ μεταβατικό ρήμα]+[β ' όνομα ειδους]+[όνομα διαφοράς].
596
Πλάτωνος, Μένων [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Plato: Meno, Loeb Classical library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London, 1924], 80*-85b και Φαίδων [Goold, G. P. (έκδ.), Plato: Phaedo, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1914],72c-77d. 597 Πλάτωνος, Φαίδων, ενθ' av., lOOd και Παρμενίδης [Goold, G. P. (έκδ.), Plato: Paimertides, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1926], 130c-13 la. 598 'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά Ύστερα [Goold, G. P. (έκδ.), Aristotle: Postenor Analytics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1960], II. 96b-97b. 599
'Αριστοτέλους, Κ/χτηγορίαι, ενθ'av., lai6—19.
600
«Τών όντων τα μεν καθ' υποκειμένου τινός λέγεται, εν υποκειμένω δε ουδενί έστιν, οίον άνθρωπος καθ' υποκειμένου μεν λέγεται τοϋ τινός ανθρώπου, εν υποκειμένω δε ουδενί έστι»· 'Αριστοτέλους, Κατηγορίαι, ενθ' av., la20-23. 601 «... πάν πράγμα ή δώ ονομάτων σημαίνεται ή δια λόγου οριστικού»· Πορφυρίου, Εις τάς 'Αριστοτέλους Κατηγορίας κατά πεΰσιν και άπόκρισιν, [Busse, Α.(έκδ.), έ'νθ'άν., τ. 41], 63,6. 602
Τα παραδείγματα που παρατίθενται και αναλύονται για κάθε τύπο είναι αυτά πού παραθέτει ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Κούμας.
151
Στην πρόταση 6 άνθρωπος υπερβαίνει
ολα τα ζώα κατά τό λογικόν ή αναφορική σχέση
μεταξύ των σημασιών άνθρωπος και ζώον και ο τρόπος συγκατηγόρησης δεν έχουν τη μορφή λογικής
διαιρέσεως
τοΰ
γένους
στα
είδη
του.
Κάτι
τέτοιο
θα
καταδείκνυε
τή
συγκατηγορηματική ποιότητα της αναφοράς ώς διαφορά υπαλλήλων προς γένος ειδών, κατά τήν έννοια πού ή αριστοτελική διαφορά προκύπτει ώς αποτέλεσμα της διαιρέσεως τοΰ γένους και της μεταβάσεως από τό γένος στα επιμέρους του είδη. Ή πρόταση πού θα ακολουθούσε αυτή τήν εκδοχή της αναφοράς θα ήταν της μορφής: από όλα τα ζώα 6 άνθρωπος
έχει
περισσότερον τό λογικόν. Κατά τα πρότυπα της ορολογίας τοΰ Πορφυρίου μία τέτοια εκφορά τοΰ σύναρθου δρου θα συνιστούσε τήν αναφορική σχέση τών ορών άνθρωπος και ζώον ώς πράξη αλλοίωσης τοΰ δευτέρου, και όχι ώς έτεροίωση, καθώς θα συνεδήλωνε τό λογικόν ώς ουσιαστικό (καθ' αυτό) στοιχείο τοΰ είδους ζώον. Ή κατηγορική διατύπωση τού νοήματος δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη διαφορά στην κατάληξη της μεταξύ της μορφής δ άνθρωπος υπερβαίνει
ολα τά ζώα κατά τό λογικόν και τής μορφής από όλα τά ζώα ο άνθρωπος
έχει
περισσότερον τό λογικόν. Στην αφετηρία της ωστόσο — πριν δηλαδή από τήν επενέργεια τοΰ συγκριτικού ορού (υπέρ, περισσότερον) και τήν ενεργοποίηση τού μεταβατικού ρήματος — ή σημασιολογική κατατομή τής σχέσεως αναφοράς μεταξύ τών ορών άνθρωπος και ζώον είναι διαφορετική. Συγκεκριμένα στή πρόταση από ολα τά ζώα ό άνθρωπος έχει περισσότερον
τό
λογικόν, ή εφαρμογή τού άρθρου στον ειδικό όρο άνθρωπος συνιστά αλλοίωση του γενικού δρου ζώον. Ή σχέση αναφοράς παρουσιάζεται σε μία καθοδική διάταξη ορών, ή οποία δηλώνεται ώς σχέση μεταξύ ενός περιέχοντος και ενός περιεχομένου και ή οποία τείνει να διευκρινιστεί.
Ή
σχέση αυτή συνάπτεται περισσότερο
με τή δεύτερη περίπτωση
της
λειτουργικής απουσίας τού άρθρου, δπου ή ουσία δηλώνεται ώς ένα από τά μέλη κάποιου είδους. 'Αντιθέτως στην πρόταση ό άνθρωπος υπερβαίνει
ολα τά ζώα κατά τό λογικόν, ή
εφαρμογή τού άρθρου στον ειδικό δρο άνθρωπος συνιστά, πράξη ετεροίωσης τοΰ ορού ζώον. Σ ' αυτήν τή σχέση ετερότητας ή αρχική διάταξη τών δρων άνθρωπος και ζώον δηλώνεται ώς παράλληλη, ενώ κατά τήν ανάπτυξη τής κατηγορικής δράσης ό σύναρθρος δρος άνθρωπος διευρύνεται, καθώς δέχεται ώς επιπλέον σημαντικό φορτίο αυτό τού ονόματος διαφοράς (λογικόν). Ό συγκριτικός χαρακτήρας τής αναφορικής σχέσης μεταξύ τών ονομαζόμενων είδών άνθρωπος και ζώον καθίσταται εμφανέστερος στην αρχική μορφή της προτάσεως, ή οποία 604
εντοπίζεται στάν Πορφύριο: «ό γάρ άνθρωπος τού ζώου πλέον έχει τό λογικόν» . Σύμφωνα με τον Πορφύριο τό λογικόν, θεωρούμενο ώς ιδιότητα τού ανθρώπου, υφίσταται ώς
άχώριστον
και καθ" αυτό: δεν δύναται δηλαδή να ύποστασιοποιειται ώς αυθύπαρκτο ανεξάρτητα από κάποια ουσία και αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό — και δχι συμβεβηκός γνώρισμα — τής
603
Κατά τήν απόδοση της πρόθεσης ΰπερ χρησιμοποιούμε τον ορο συγκριτικό μόριο, για να δείξουμε τή
συγκατηγορηματική λειτουργία της αποφεύγοντας τή σύγχυση με τους κοινά γνωστούς ορούς της συγκρίσεως. 604
Πορφυρίου, Εισαγωγή [Busse, Α. (έκδ.), έ'νο'άν., τ. 4.1], 11,1.
152
προσδιοριζόμενης ουσίας άνθρωπος605.
Άν
δεχτούμε πώς δ Κούμιας ακολουθεί αυτήν τή
διευθέτηση των ορών, και δεδομένου τοΰ γεγονότος πώς μόνον το συμ€ε6ηκός αύξηση 6 0 6 (μάλλον) ή μείωση (τ^ττον), ή πρόταση ό άνθρωπος υπερβαίνει το λογικόν
δηλώνει τή διαφορά ως ειδοποιό. Αυτό χρεώνεται
επιδέχεται
ολα τα ζώα
κατά
στή δήλωση της ουσίας
άνθρωπος ως δλον — κάτι πού επιτυγχάνεται με τήν εφαρμογή τού άρθρου στον ονοματικά τύπο άνθρωπος και με τή χρήοη του ως δνομα ατομικής ουσίας. Ή αναφορική λειτουργία τού άρθρου έχει ώς συγκατηγορηματική δράση στην πρόταση αυτή τό χαρακτήρα της ειδοποιού διαφοράς601, και πιο συγκεκριμένα της έτεροίωσης κάποιο άλλο (ολα τα ζώα). Ή εννοίας
κατηγορική διάσταση μεταξύ της αλλοιώσεως
είναι διαφορά μεταξύ της διαιρετότητας
ετεροιώσεως μιας
ειδικής
ουσίας.
ένος είδους (άνθρωπος) σε σχέση με
Ή
πρώτη
είναι
καί της συμπλήρωσης απλώς
60
διαφορά *
τού
τοΰ πλάτους αριθμού
χαρακτηριστικών γ υ ρ ι σ μ ά τ ω ν , ενώ τό ονοψχ διαφοράς λαμβάνει διαστάσεις συμβε^-ηκότος. Ή δεύτερη προσφέρει διευρυμένες κατηγορικές δυνατότητες στή λόγου, καθώς στην αρχική ερώτηση τι εστί γενικότερο
609
όνομα ζώον
— προστίθενται
καί της των
αχώριστου σύνθεση
άνθρωπος — ή απάντηση της οποίας είναι τό περαιτέρω διευκρινιστικά στοιχεία, τα όποια
ωστόσο αν παρουσιάζονταν στην πρόταση ό άνθρωπος υπερβαίνει
ολα τά ζώα κατά
τό
λογικόν ώς ποιοτικά, θα καταδείκνυαν τό δνομα διαφοράς (λογικόν) ώς στοιχείο διάστασης μεταξύ ύλης καί είδους καί θα επεδείκνυαν
σαφέστερα
τόν
καθολικό χαρακτήρα της
γραμματικής λειτουργίας τοΰ άρθρου. Συμπερασματικά λοιπόν ή περίπτωση οπού τό άρθρο επισημαίνει τό ειδικό δνομα ουσίας ώς δλον είδος εντάσσεται στή χωρία τής σημασιολογικής έτεροιώσεως. 3. Ό ονοματικός προσδιορισμός
της ουσίας ώς είδος πού κατέχει κάποια διακριτή
ισότητα σε σχέση με άλλα ειοη του γένους του άφορα προτάσεις όπως π.χ. ο κυων είναι φιλοδεσποτον ζώον. Ό τύπος τού παραδείγματος αυτού είναι [άρθρο + όνομα εΐδους]+συνδετικό+[{απουσία άρθρου + όνομα ποιότητας }+ονομα γένους] 'Εκείνο πού αναμένεται να καταδειχτεΐ στην περίπτωση
αυτή είναι ή εφαρμογή τοΰ
οριστικού άρθρου στον ονοματικό τύπο κυων ώς μέσο εκκαθολικεύσεως τού σημαινόμενου του. Αυτό βέβαια καθίσταται προφανές, αν δεχτούμε τόν τύπο φιλοδεσποτον ώς ονοψχ διαφοράς, οπότε καί εύκολα μπορεί να εκληφθεί ή σχέση τών τύπων κυων καί ζώον ώς πρωτεύουσα στην πρόταση' στην περίπτωση αυτή ή πράξη τής διαιρέσεως προσυπογράφεται στον αΕ,ονα
605
π.χ. το λογικόν θεωρείται ώς καθ' αυτό στοιχείο τοΰ άνθρωπου, ενώ το σφιόν ώς συμβεβηκός.
606
Το περισσότεροι της πρότασης από όλα τά ζώα 6 άνθρωπος έχει περισσότερον το λογικόν.
607
«Διαφορά έστιν η περισσεύει τό είδος του γένους»- Πορφυρίου, .Eibaywyrç [Busse, Α. (έκδ\), ενο'άν., τ. 4.1], 10,22, άπα οπού καί τό προαναφερθέν παράδειγμα.
608 609
Αυτόθι, 8,21.
«τό γαρ λογικόν καί τό θνητόν του ανθρώπου κατηγορούμενον έν τω ποίον τι εστίν ο άνθρωπος λέγεται, άλλ' ουκ εν τω τί έστιν. τί μεν γαρ έστιν ό άνθρωπος ερωτώμενων ημών οικεΐον ειπείν ζώον οίον δε ζώον πυνθανομένων, ότι λογικόν καί θνητόν, οικείως άποδώσομεν»· Πορφυρίου, ενθ' av., 11,8—12.
153
'ειδος-γένος' και ή έκκαθολίκευση τοΰ ονοματικού τύπου κύων φαίνεται να προκύπτει άπό τήν καθ' ενταξιν σύνδεση των δύο ονοματικών ορών. "Ομως το να θεωρήσουμε στην πρόταση αύτη τή σχέση των τύπων κύων και ζώον ώς σχέση μεταξύ ένας είδους και τοΰ γένους του δεν διευκολύνει ιδιαίτερα τη διερεύνηση της. "Αλλωστε υπάρχει βασική διαφορά ανάμεσα στην πρόταση 6 κύων είναι φιλοδέσποτον και στην προτασιακή μορφή π.χ. ό κύων είναι ζώον φιλοδέσποτον. γραμματικά
το
βεβαιωτικό
χαρακτήρα της
φερομένης
Ή τελευταία
κρίσεως,
ισοδυναμεί
λεξηλημματική έκφραση (άρα οχι και κρίση) κύων: ζώον φιλοδέσποτον
ζώον
μειώνει με
τήν
και κατά συνέπεια
δεν προσφέρει κάποια διαδικασία έκκαθολικεύσεως πού να άφορμάται από τήν εφαρμογή τοΰ άρθρου. "Αλλωστε στην προτασιακή μορφή ό κύων είναι φιλοδέσποτον
ζώον εκείνο πού
πρωτίστως κατηγορείται στην ειδική ουσία κύων είναι όχι ή σημασία ζώον, άλλα ή σΊψ/χ,σία. φιλοδέσποτον. Θα ήταν επίσης λανθασμένο να θεωρήσουμε ώς αρχικό τύπο εμπλοκής τών δύο παραπάνω σημασιών τήν πρόταση το ζώον κύων είναι φιλοδέσποτον, ό'που ό τύπος ζώον λαμβάνεται ώς επίθετο τοΰ τύπου κύων. Αυτό θα απεκάλυπτε μεν τή σχέση διαιρετότητας μεταξύ τών μελών τοΰ ονοματικού δίπολου 'ζώον—κύων' — σε συνδυασμό ωστόσο με τή υπό εξέταση αρχική πρόταση, θα απεκάλυπτε τήν αναφορική σχέση μεταξύ τών δύο δρων ώς επιγενόμενη μίας άλλης αρχικής προτασιακής μορφής, της προτάσεως ό κύων είναι ζώον, το όποιο είναι φιλοδέσποτον. Στην πρόταση 6 κύων είναι φιλοδέσποτον
ζώον, ή ονοματική φράση φιλοδέσποτον
ζώον
αποδίδει το ποιόν τοΰ υποκειμένου 6 κύων, καθώς ό πραγματικός τύπος της πρότασης είναι της μορφής ' Χ είναι Ψ ' (όπου Ψ είναι το σημαινόμενο της ονοματικής φράσης φιλοδέσποτον ζώον), ενώ ό γραμματικο-συντακτικός της τύπος είναι της μορφής 'σύναρθρο υποκείμενο + συνδετικό + ονοματική φράση'. Υπέρ τής ερμηνείας αυτής συνηγορεί καί τό γεγονός πώς ή προέλευση τοΰ συγκεκριμένου παραδείγματος πού θέτει ό Κούμας εντοπίζεται στα σχόλια τοΰ Πορφυρίου στην αριστοτελική κατηγορία τής ποιότητας. Σύμφωνα με τον τελευταίο, «έπεΐ δε τα πολλά είδη πολλάκις τα αυτά όντα κατά γένος διαφοραΐς χωρίζεται, ώσπερ ό άνθρωπος και ό βοΰς και ό κύων τα αυτά όντα κατά γένος (ζώα γαρ πάντα) διαφοραΐς αλλήλων χωρίζεται, ή δε διαφορά ποίον τι εκαστον τών ειδών έστιν παρίστησιν (ότι γαρ ό άνθρωπος ζωόν έστι λογικόν θνητόν κα'ι ό κύων ζώον aikojov ύλακτικόν, αί διαφοραί παριστάσιν), είή άν ή διαφορά τό κατά πλειόνων διαφερόντων αλλήλων εν τ ώ ποίον έστι κατηγορούμενον» 610 . 'Ακολουθώντας λοιπόν αυτό τό σκεπτικό μπορου[>£ να δεχθούμε πώς στην πρόταση ό κύων είναι φιλοδέσποτον ζώον τό φιλοδέσποτον κατηγορείται ώς διαφορά είδους κατά τό ποών τοΰ ονοματικού τύπου κύων, σε σχέση με τό διευρυμένο ορο ζώον.
610
Πορφυρίου, Εις τάς ''Αριστοτέλους Κατηγορίας κατά πεΰσιν και άπόχρκπ», ενθ'av., 82,16.
154
4. Ή επόμενη δυνατή μορφή συγκατηγορηματικής επενέργειας
τοϋ άρθρου επί του
ονόματος ουσίας άφορα τήν περίπτωση συνθέτων προτάσεων, δπως π.χ. 6 ζωγράφος ήλθε να σχεδιάσγ] την εικόνα. Στις προτάσεις αυτές παρατηρούμε πώς 6 αρχικός τύπος ' Γ + Κ' εξειδικεύεται στή μορφή 'υποκείμενο + μεταβατικό ρήμα + αντικειμενική τελική πρόταση'. Στην προτασιακή μορφή ό ζωγράφος ήλθε να σχεδίαση
την εικόνα, το κατηγόρημα είναι
δευτερεύουσα πρόταση, εξαρτημένη άπό το ρήμα, σηματοδοτεί τελικό ή άλλο αίτιο και έχει χαρακτήρα συμπληρωματικό. "Οπως αναφέραμε, ό Κούμας υποστηρίζει πώς ή πρόταση αυτή σημαίνει «τι έγνωσμένον». Δηλαδή ό προτασιακός αυτός τύπος προσιδιάζει στή σήμανση ενός ονόματος με βάση τα εμπειρικά δεδομένα που μπορούν να προσαχθούν ως πληροφορίες για αυτό. "Αν συγκρίνουμε τις περιπτώσεις καθορισμένης σημασιολογικής δράσης τού προτακτικού άρθρου, θα παρατηρήσουμε πώς μεταβατικό ρήμα χρησιμοποιείται και στην περίπτωση τού παραδείγματος ό άνθρωπος υπερβαίνει ολα τα ζώα κατά τό λογικόν. Ή διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους προτάσεως εντοπίζεται στην επίδραση πού ασκεί αρχικά τό προτακτικό άρθρο στο όνομα. Και στους δύο τύπους απόφανσης, τό καθ' εαυτό όνομα τού υποκειμένου — χωρίς δηλαδή τό άρθρο — δηλώνεται άπό ένα γενικό ορο {άνθρωπος, ζωγράφος). Τό διακριτό στοιχείο ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις βρίσκεται στό γεγονός πώς στην περίπτωση τού παραδείγματος ό άνθρωπος υπερβαίνει ολα τα ζώα κατά το λογικόν ο γενικός ορός σημαίνει γενική έννοια, καθώς έχει περιεκτικό χαρακτήρα, ενώ στην περίπτωση τού παραδείγματος ο ζωγράφος -ήλθε να σχεδιάσγ] τήν εικόνα ο "γενικός ορός σηματοδοτεί μία ατομική υπόσταση, καθώς υπονοεί κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο ή ουσία ως μόνο υποκείμενο τής προτάσεως. Με άλλα λόγια ή διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους λειτουργίας τού προτακτικού άρθρου εντοπίζεται στην παραμετροποίηση ή μή πού άσκεϊ τό άρθρο στον υποκείμενο ορο και κατά συνέπεια στό είδος και τήν υφή τής παραγόμενης αλήθειας. Ή πρόταση ό ζωγράφος ήλθε να σχεδιάσγ] την εικόνα προέρχεται
άπό εμπειρικά δεδομένα αισθητηριακής υφής και είναι
εμπειρικά προσπελάσιμη. Ή αλήθεια της υφίσταται οχι καθ' έαυτήν, άλλα στην αναφορική βάση τών παραμέτρων τού χρόνου και τού τόπου - πέραν αυτών τών δεδομένων, ή ισχύς της παύει, ακριβώς όπως συγχρόνως ακυρώνονται τόσο τα κατηγορήματα πού αποδίδονται στην υποκείμενη ατομική ουσία, δσο και ή δυνατότητα αξιοποίησης τής προτάσεως κατά τή σύνθεση "λόγου. Για τό λόγο αυτό οι προτάσεις τού ιδίου τύπου μπορούν να χαρακτηριστούν ως προτάσεις κατά τό συμβεβηκός και a posteriori. 'Ακριβώς τα αντίθετα ισχύουν για τήν πρόταση ο άνθρωπος υπερβαίνει
ολα τα
ζώα κατά
τό λογικόν:
τό
σημαινόμενο πού
προκύπτει άπό τήν εφαρμογή τού άρθρου στό όνομα αναδεικνύει τή θεωρητική διάσταση τών ονοματικών ορών, ή εγκυρότητα αλήθειας τών οποίων επιτρέπει τήν εμπλοκή τους στή
155
σύνθεση άσφαλοΰς λόγου, στη
συλλογιστική
δηλαδή διαδικασία παραγωγής καθολικά
611
αποδεκτών γενικών κρίσεων . 5. Ή τελευταία συγκατηγορηματική λειτουργία τοϋ προτακτικού άρθρου, τήν οποία και καταχωρεί δ Κούμας, συνίσταται στην εκφορά ειδικών ονοματικών ορών, όπως π.χ. 6 φιλόσοφος ή ο ποιητής.
Ή εφαρμογή τοϋ προτακτικού άρθρου στους δρους αυτούς δδηγεΐ
στην υποκατάσταση του προσηγορικού τους σημαινόμενου με σημαινόμενο κυρίου ονόματος ατομικής ουσίας. "Ετσι το σημαίνον 6 φιλόσοφος αποδίδει στο λόγο το σημαινόμενο 6 'Αριστοτέλης,
ενώ το σημαίνον ό ποιητής φέρει ως σημαινόμενο τον "Ομηρο.
'Αναμφισβήτητα ή λειτουργία αυτή τοϋ προτακτικού άρθρου εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομίας τοϋ λόγου και αποτελεί το εμφανέστερο δείγμα της κατά συνθήκην προέλευσης, της a posteriori, και τής εν τοις πράγμασι διαμορφώσεως τοϋ φαινομένου τής γλώσσας. Ό Κούμας απλώς επισημαίνει, δπως διαπιστώσαμε, πώς με τη διαδικασία αυτή «σημαίνεται κάποτε με το άρθρον και το εξέχον τα άλλα εις το είδος του». 'Οφείλουμε κατ' αρχήν να επισημάνουμε απλώς, πώς ή προκειμένη ταύτιση σημαινόμενων τών τύπων ό φιλόσοφος και 'Αριστοτέλης
είναι επίπλαστη. Καθώς ό Κούμας συναρτά το θέμα με τή λειτουργία τοϋ
οριστικού άρθρου, αντιλαμβανόμαστε πώς ό τύπος ό φιλόσοφος δεν εκλαμβάνεται εδώ ώς ούσιαστικοποιημένο επίθετο. Το πλήρες, ακριβές και επαρκές σημαινόμενο τοϋ δρου δεν είναι ο τύπος ό φιλόσοφος Αριστοτέλης,
ούτως ώστε ή περίπτωση να θεωρηθεί απλώς ώς δείγμα
ελλειπτικής εκφοράς τοϋ λόγου' και αυτό, διότι ή έλλειψη δεν συνιστά εδώ πλήρη απόδοση σημασίας στο σημαινόμενο, καθώς κατά μία έννοια μπορεί με τον δρο ό φιλόσοφος να υπονοηθεί οποιοδήποτε φιλόσοφος. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις απόδοσης τοϋ σημαίνοντος ό φιλόσοφος στο σημαινόμενο
Αριστοτέλης.
Και οι δύο περιπτώσεις
επιτείνουν
τή συμβατικότητα τού
γλωσσικού σημείου, καθώς ή τυπική σχέση μεταξύ τοϋ σημαίνοντος και τοϋ σημαινόμενου μεταβάλλεται άπο τή μορφή τής κατά σύμβασιν δηλώσεως στή μορφή τής κατά σύμβασιν δηλώσεως ώς προς ενδιάμεση σημασία αναφοράς: α) το στ}ΐ>Μνον /ο filosofos/, στην περίπτωση πού αποδίδει τή σημασία πιθανώς να αποτΰ·£Ϊ
ελλειπτική μορφή τής έκφρασης Αριστοτέλης,
ό φιλόσοφος — εύλογη
εξήγηση, αν αναλογιστεί κανείς τή συχνότητα τών αναφορών τοϋ ονόματος
611
Αριστοτέλης, Αριστοτέλης
Σύμφωνα με τον Κάντ ή λογική αναγκαιότητα — ή δυναμική, δηλαδή, αιτιότητα μεταξύ φαινομενικών σχέσε&>ν — και ή αυστηρά καθολική ισχύς — ή δυνατότητα, δηλαδή, μεταβολής μίας αιτιοκρατικής θέσης σε γενικό κανόνα και φυσικό νόμο — είναι τα δύο ασφαλή κριτήρια τής a priori γνώσεως και είναι μεταξύ τους αχώριστα Kant, taim., Κριτιχη τοϋ Καθαφοϋ Λόγου, εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Άναστ. Γιανναρά, Παπαζήσης, 'Αθήνα 1979, τ. 2, σ. 267. Τό γεγονός πώς ο Κούμας συμπεριλαμβάνει στο πλαίσιο μιας καθολικής γραμματικής και τις δύο περιπτώσεις συγκατηγορηματικής λειτουργίας τοϋ άρθρου, δηλαδή τό δτι συμπεριλαμβάνει και εμπειρικές κρίσεις στην καθολική προσέγγιση τής γραμματικής, τοποθετεί αυτόν εγγύτερα στην κριτική στάση και τόν μετριοπαθή ορθολογισμό τοϋ Imannuel Kant.
156
στα φιλοσοφικά κείμενα των διαφόρων περιόδων. Στην περίπτωση αύτη έχουμε σύζευξη ενός κυρίου ovô\m.ioc, ατομικής ουσίας με το δνομα μίας γενικής έννοιας, ή οποία εκφέρεται γραμματικά ώς παράθεση τοΰ κυρίου ονόματος και συγχρόνως αποτελεί το σημαινόμενο της παραθέσεως. Στην ίδια περίπτωση ή σχέση δηλώσεως μεταξύ της σημασίας
Αριστοτέλης
και τοΰ σημαίνοντος /ο fîlosofos/ επιτυγχάνεται δια της αναφορικής σχέσης των σημασιών Αριστοτέλης
και ό φιλόσοφος. Ή διαιρετική ύφη αυτής τής αναφοράς αναδεικνύεται άπα την
αναλυτική εκδοχή τής αρχικής και πλήρους φράσεως: ή φράση Αριστοτέλης, ισοδυναμεί με τήν φράση οχι οποιοσδήποτε
άλλος
Αριστοτέλης,
άλλα
6 φιλόσοφος
ό φιλόσοφος. Αυτό
όμως δεν μπορεΐ να είναι το νόημα τοΰ ορού σε χρήσεις τής μορφής ό φιλόσοφος εφα~ άρα ή πιθανότητα προελεύσεως τής υπό έξέτασιν σημασιολογικής πράξης οφείλεται να αναζητηθεί
άλλου. β) Σε φράσεις δπως ό φιλόσοφος εφα, ό 'Αριστοτέλης δεν καταφάσκεται ώς απλώς ένας άπό τους φιλοσόφους, άλλα ώς ό κύριος φιλόσοφος· θεωρείται δε πώς αποδίδει στο σημαίνον τήν καθ' εαυτή ανάμεσα στις οποιεσδήποτε δυνατές σημασίες του — στους διαφόρους δηλαδή φιλοσόφους. "Αλλωστε ό γενικός τύπος ό φιλόσοφος, στην περίπτωση πού αναφέρεται στον 'Αριστοτέλη, δεν προέρχεται άπό τήν έκφραση φιλόσοφος φιλοσόφων — δεν δημιουργήθηκε δηλαδή αναλογικά προς τον αριστοτελικό δρο νόησις νοήσεως τοΰ λ τών Μεταφυσικών612,
ο
όποιος αναφέρεται στή θεϊκή διάνοια καΐ ταυτίζει αυτήν με τα αντικείμενα τής γνώσης της, οπότε ή γνώση σημαίνεται ώς αύτοεπισκόπηση. Προφανώς το πλήρες σημαινόμενο τοΰ δρου ό φιλόσοφος ανταποκρίνεται σε λεκτικούς τύπους τής ανεπτυγμένης μορφής 'Αριστοτέλης, μέγιστος
φιλόσοφος ή Αριστοτέλης,
ο
6 πλέον φιλόσοφος: αποτελείται, δηλαδή, άπό τό κύριο
δνομα και μία παράθεση γενικής εννοίας, δπου ή σχέση αναφοράς μεταφέρεται εντός τοΰ πλάτους εννοίας τοΰ γενικού δρου και μεταβάλλει τήν υφή της άπό διαιρετική σε αξιολογική, καθώς εκφράσεις τοΰ τύπου ό μέγιστος
φιλόσοφος, 6 κυρίως φιλόσοφος ή ο πλέον φιλόσοφος
είναι σημασιολογικές αποκλίσεις τοΰ τύπου 6 όντως φιλόσοφος. Πράγματι αυτό πού συγκαταφάσκεται στο σημαίνον 6 φιλόσοφος κατά τήν απόδοση σε αυτό τοΰ σημαινόμενου Αριστοτέλης
είναι πώς ό 'Αριστοτέλης συνιστά το μόνο ουσιώδες
συστατικό πού είναι κοινό ανάμεσα στα
στοιχεία
σημασιολογικού
σημαίνοντος /ο fîlosofos/, τα οποία με τη σειρά τους συνιστούν
προσδιορισμού
τοΰ
συμπεριληπτικά
τήν
απροσδιόριστη γενική εκφορά τοΰ ονόματος ώς ενδεχόμενα σημαινόμενα. Υφίσταται δηλαδή ανάμεσα στα σημαινόμενα τοΰ δρου μία διάκριση ανάμεσα στις
δυνατές, κοινές
και
περιστασιακές σημασίες άπό τή μία, και στην ουσιώδη σημασία άπό τήν άλλη. Ή διάκριση αυτή σηματοδοτεί τή διαφοροποίηση μεταξύ δύο επιπέδων
χρήσης ή
λειτουργίας
προσδιορισμένης
τοΰ
γλωσσικού
γενικού
δρου:
μίας
σαφώς
σημασιολογικής και
μίας
απροσδιόριστης. Ή απροσδιόριστη γενική σήμανση τοΰ δρου είναι μια κατά τό συμβεβηκός
612
Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Metaphysics, Loeb Gassical Library,
Harvard University Press, Carribridge/Massadvusetts και London 1936],1074b34.
157
σημαντική εκδοχή, ό τύπος της οποίας δεν μπορεί να πάρει ουσιαστικότερο περιεχόμενο άπό αυτό πού θά τοΰ προσέδιδε ή καταληπτικη
φαντασία
των Σ τ ω ι κ ώ ν 6 1 3 , ενώ ό ό'ρος στην
πρσδιορισμένη σήμανση του συνιστά δυνάμει υποκείμενο συστατικό στοιχείο της προτασιακής διατύπωσης λόγου 'ό φιλόσοφος εφη + εξαρτημένη πρόταση' και κατά συνέπεια μέρος της διαδικασίας πού οδηγεί στην Ή
επιστήμη.
δυνατότητα βέβαια άπό το ίδιο σημαίνον να σημαίνεται ένα αφηρημένο γενικό
περιεχόμενο γλωσσικό
και μία ατομική ουσία αποτελεί
στοιχεΤο
γλωσσικού
συγκρητισμό δε κατηγορήθηκε άπό τόν Αλέξανδρο
Έρμείου, τόν οποίο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ως
συγκρητισμού.
Άφροδισιέα
ό
τήν αρχική πηγή της
Για
Αμμώνιος παραπάνω
παρατηρήσεως τοΰ Κούμα 6 1 4 . Ό ίδιος ο Κούμας αρκείται νά σημειώσει απλώς πώς «σημαίνεται δε κάποτε με τό άρθρον και το εξέχον τα άλλα εις το είδος του" οίον ο ποιητής, ό φιλόσοφος, αντί τοϋ ό "Ομηρος, ό Αριστοτέλης. Τα δε κύρια ονόματα, ως οίκοθεν ώρισμένα και γνωστά, δύνανται νά έκτεθώσι και άνάρθρως» 6 1 5 . "Ηδη έπεσημάναμε τή διάκριση ανάμεσα στα δύο σημαινόμενα τοΰ σημαίνοντος /ο filosofos/: τή γενική έννοια (ό φιλόσοφος) και τό κύριο όνομα (Αριστοτέλης).
Ωστόσο
στην
παραπάνω διατύπωση τοΰ Κούμα παρατηρούμε μία νέα διαβάθμιση στον τρόπο κατονομασίας
13
Παράβαλε σχετικά τό ακόλουθο χωρίο: «Χρύσιππος ... τήν τύπωσιν είρησθαι υπό του Ζήνωνος ύπενόει αντί
της έτεροιώσεως, ώστ' είναι τοιούτον τον λόγον "φαντασία εστίν έτεροίωσις ψυχής" μηκέτι ατόπου οντος (του) το αυτό σώμα ύφ' ένα και τόν αυτόν χρόνον, πολλών περί ημάς συνισταμένων φαντασιών, παμπληθεΐς άναδεχεσθαι έτεροιώσεις· ώσπερ γαρ Ό αήρ, όταν αμα ποΚΚοϊ φωνώσιν, αμύθητους ύπό εν και διαφέρουσας αναδεχόμενος πληγάς ευθύς πολλας ισχει και τας έτεροιώσεις, ούτω και τό ήγεμονικόν ποικίλως φαντασιούμενον ανάλογον τι τούτω πείσεται»- Σέξτου Εμπειρικού, Προς Μαθηματικούς
[Σέξτου
Εμπειρικού, Προς
Γραμματικούς, [Goold, G. Ρ. (έκδ.), 5exius Empincus: Against the Professors, Loeb Gassical library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1949], VÏÏ, 227 και Arnim, J. von, Stoicorum Veterum Fragmenta, τ. Π, σ. 22, απόσπασμα 5 6 . 614
«Εισαγωγή δε έπιγεγραπται και άπορούσί τίνες, δια τί άπροσδιορίστως έπέγραψεν [ενν. ό Πορφύριος]
Εισαγωγή' αδηλον γαρ πότερον ρητορική ή λογική ή γραμματική, φαμέν ουν προς αυτούς δτι τα υπερέχοντα τών πραγμάτων αορίστως είώθαμεν σημαίνειν, ωσπερ οτε τον Όμηρον βουλόμεθα σημαναι, ο ποιητής λεγομεν κατ' εξοχήν, τί ουν έκώλυε τόν βουλόμενον τήν φιλοσοφίαν σημαναι αορίστως ειπείν κατ' εξοχήν; έπειτα δε και τούτο φαμεν, δτι ή εισαγωγή τέχνης ή επιστήμης εστίν εισαγωγή άναμφισβήτως, ή δε φιλοσοφία τέχνη εστί τεχνών και επιστήμη επιστημών πώς ουν εις ταύτην ημάς μέλλων είσάγειν, δώ μέσης δε ταύτης εις άπάσας τας τέχνας, εΓπερ αληθώς ό δρος έχει, ήμελλε μιας τέχνης είσαγωγήν τό βιβλίον έπιγράφειν;»· 'Αμμωνίου Έρμείου, Έξηγησις τών πέντε φωνών [Busse, Α.(έκδ,), In Porphyrri isagogen sive quoique voces, Commentana Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1891, τ. 4.3, 23,5. 'Ακολουθώντας τό ίδιο σκεπτικό, h Φίλων ό 'Ιουδαίος επισημαίνει πως «καθάπερ Όμηρος, μυρίων ποιητών όντων, κατ' εξοχήν λέγεται»· Φίλωνος Άλεξανδρέως, Βίος σοψοϋ του κατά διδασκαλίαν τελειωθέντος ή νόμων άγραφων (τό πρώτον), ο εστί περί 'Αβραάμ [Cohn, L. (έκδ.), PhUonis Alexandrini opera quae supersimt, G. Reimer, Berlin 1902 (άνατυπ. De Gruyter, 1962), τ.. 4: De Abrahame (σσ. 61-118)], 10,2. 615
Κούμα, Κων., evT αν., τ. β ', σ. 2 4 4 .
158
τ η ς ατομικής ουσίας. Ή διάκριση επισημαίνεται ανάμεσα σε δύο επίπεδα
σημασιολογικής
οριοθέτησης — άρα και συμμετοχής σ τ ή διαδικασία κατάφασης ή κατηγόρησης μιας ατομικής ουσίας
— και έχει
ονοματοθεσίας
616
ώς
γνώμονα
το
ποιητικό
αίτιο
ή
την
προέλευση
τής
πράξης
. Κ α τ ' αυτήν τ η ν προσέγγιση μία ατομική ουσία μπορεί νά εκφέρεται είτε
α) ώ ς σύναρθρο ή μη σύναρθρο κύριο όνομα, είτε
β) ώς γενικές
τύπος. Σ τ η ν
πρώτη
π ε ρ ί π τ ω σ η ή δήλωση τοΰ αντικειμένου αναφοράς παρουσιάζεται επαρκώς στο λόγο, καθώς ή σημαινόμενη ουσία δηλώνεται π λ ή ρ ω ς ώς αισθητή γ λ ω σ σ ι κ ή ύ λ η - π . χ . "Ομηρος ή 6
"Ομηρος,
οπού και στις δύο εκδοχές δηλώνεται μέν τ ο πρόσωπο τοΰ Όμηρου, δεν ακολουθείται δε ή δήλωση
από μία έμμεση
αναγνώριση
τής
αυθεντίας
του. Ή
περίπτωση
στερείται
-
εγκυρότητας και προσιδιάζει στην α π λ ή αναφορά σ τ ή δε γ ρ α π τ ή τ η ς εκδοχή δεν απέχει από τήν
αναφορά στους
περίπτωση
ένας
συγκεκριμένο
θεατρικούς
γενικός
τύπος
σημασιολογικό
διάλογους
τοΰ ονόματος
— π . χ . 6 ποιητής,
δταν
τοΰ ομιλούντος. εννοείται
Στή
ό "Ομηρος
δεύτερη — υπό
κ α θ ε σ τ ώ ς , δηλαδή με τήν προσθήκη τοΰ οριστικού άρθρου,
μπορεί να αποοωσει τ η ν ατομική ουσία με μεγαλύτερη ε γ κ υ ρ ό τ η τ α 0 1 ' και να επιοληοει ως καθολική σημαντική εκδοχή ενός ονόματος. Σ τ η ν π ε ρ ί π τ ω σ η α υ τ ή , ή α ν τ ι λ η π τ ι κ ή πρόσβαση μας επί τ ω ν δευτέρων
ουσιών τοΰ είδους και τοΰ γένους ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι
με τ ή
λεκτική
ύποστασιοποίηση αυτών ώ ς σημαινόμενων ατομικής ουσίας. Μ ί α τέτοια καθολική χρήση τοΰ ορού ο φιλόσοφος
τοποθετείται εντός τού πλαισίου περιγραφής τ ή ς γραμματικής από τον
618
Roger Bacon , ενώ σχετίζεται με τις inlenliones secundae τοΰ Boethius 6 1 9 η τις second intentions τοΰ Noam Chomsky 6 2 0 ' βέβαια, ή αρχική π η γ ή τ ή ς διακρίσεως αυτής πρέπει νά αναζητηθεί στον Ή
'Αριστοτέλη621. διάκριση υφής ανάμεσα στο γενικό σημαινόμενο
'Αριστοτέλης,
616 617
6 φιλόσοφος
και στο σημαινόμενο
ώς σημαίνοντα τού λεκτικού τύπου /ο filosofos/, είναι διάκριση ανάμεσα στην
Παράβαλε το χαρακτηρισμό οίκοθεν στο παραπάνω χωρίο. : εγκυρότητα μεγαλύτερη ώς προς τις συνιστώσες τοΰ χρόνου και τοΰ τόπου άλλα και επιπλέον της
γλώσσας διατύπωσης: παράβαλε τόν τύπο the philosopher της αγγλικής γλώσσας, με εννοούμενη τήν σημασία 6 'Αριστοτέλης. 618
«grammatica una et eadem est secundum substantiam in omnibus Unguis, licet accidentaliter varietur»· Edmont N. &
Hirsch, S. Α. (έκδ), Roger Bacon: Greek Grammar, Cambridge 1902, σ. 27. 619
Meiser, Car.^S), Articii Manlii Severini Boetii Commentarii in librum Aristotelis Περί Έρμψείας, Teubner
Leipzig 1877 (α' μέρος) και 1880 (β ' μέρος). Παράβαλλε συγκεκριμένα, Migne, J.-Ρ.(έκδ), Boethii Commentarii L· Categories, Patrdogia Latina, Gamier Fratres, Paris, τ. 64, 159E-D. 620
Chomsky, N., Cartesian Linguistics: a chapter in the history of rationalistic thought, Harper & Row, New York &
London, 1966. 621
«πρότερα δ' εστί και γνωριμότερα διχώς. ου γαρ ταύτόν πρότερον τη φύσει και προς ημάς πρότερον, ουδέ
γνωριμωτερον και ήμΐν γνωριμώτερον. λέγω δε προς ημάς μεν πρότερα και γνωριμώτερα τα έγγύτερον της αισθησεως, απλώς δε πρότερα και γνωριμώτερα τα πορρωτερον. εστί δε πορρωτάτω [Λεν τα καθόλου μάλιστα, εγγύτατοι δε τα καθ' έκαστα· και αντίκειται ταΰτ' άλλήλοις»· 'Αριστοτέλους, "Αναλυτικά Ύστερα, έ'νθ' αν., 1.2.71b35-72a6.
159 οιονεί φυσική ή φυσιολογική όνοματοθετική διαδικασία και στην κατά σύμβαση διαδικασία ονοματοθεσίας· αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε τυπικά το συλλογισμό: ο 'Αριστοτέλης είναι φιλόσοφος, ό φιλόσοφος είναι έννοια είδους, άρα, ο 'Αριστοτέλης είναι έννοια είδους. Ή διάκριση ανάμεσα στο γενικό και στο ειδικό σημαινόμενο μας οδηγεί στή θεώρηση αυτών κατά τα πρότυπα της ορολογίας τοΰ Μέσου Πλατωνισμοϋ ως νοητά, καί μάλιστα ώς εϊ$ιη νοητά622,
κατά τήν Πλωτίνεια εκδοχή τοΰ ορού κόσμος νοητός: το πρώτο από τα δύο
σημαινόμενα αποδίδει το ειδικό αίτιο της κατονομασίας, ενώ το δεύτερο αποδίδει τήν παραδειγματική μορφή σημασιολόγησης κατά το ακό"Κου%ο σχήμα:
β tilosotos Λ -απλώς σημαίνον
S
ο
οιονεί φύσει σχέση : χίτικτον
tilosotos -μεΐξις
ΤΟΠΟΣ ΑΙΣΘΗΤΌΣ
θέσει σχέση: δυνάμιει μέσον
ΤΟΠΟΣ ΝΟΗΤΌΣ -αόριστος χώρος —ίίλη νοητή
β Ά/5£ι7τοτελ>;ς —οριστον V —παράδειγμα
3 φύσει σχέση
Πράγματι θα έπρεπε να ομιλούμε οχι για διαφορετική σήμανση, άλλα για διαφορά μεταξύ σημάνσεως ώς ενδιαίσθητης νοήσεως καί νοήσεως ώς λογισμού, καί νά διακρίνουμε ανάμεσα: α) στο γενικό σημαινόμενο 6 φιλόσοφος λαμβάνοντας το ώς το αντικείμενο της ένδιαίσθητης νόησης καί β) στο γενικό σημαινόμενο ό φιλόσοφος ώς αντικείμενο της διανοητικής πράξεως {λογισμού). Στην πρώτη περίπτωση — δηλαδή στην περίπτωση της πράξης σημάνσεως ώς ενδιαίσθητης νοήσεως — ή ένδιαίσθητη νόηση φέρεται ώς ένωση ενός υποκειμένου (δηλαδή τοϋ λεκτικού τύπου /ο filosofos/ ώς σημαίνοντος) καί ενός αντικειμένου (δηλαδή τοΰ γενικού -
δρου ώς σημαινόμενου) αυτής μία τέτοια αντίληψη είναι δύιστικής υφής, καθώς εισάγει τό μιμητικό πρότυπο στή σχέση μεταξύ του σημαίνοντος καί τοΰ σημαινόμενου, καί για τό λόγο αυτό καταστρέφει οποιαδήποτε δυνατότητα ορθολογικής επικύρωσης τοΰ όντος εκ μέρους τοΰ όνοματοθέτη 6 2 3 . Σ τ ή δεύτερη περίπτωση
μπορεί
μεν
νά
μήν καταφάσκεται κάποιος
συγκεκριμένος όνοματοθέτης, τό αντικείμενο αναφοράς τοΰ σημαίνοντος παρουσιάζει όμως
622
'Οφείλουμε νά παρατηρήσουμε τήν ομοιότητα ανάμεσα στή σημασιολογική εκδοχή 'Αριστοτέλης του σημαίνοντος ο φιλόσοφος και στην Ήρακλείτια θεώρηση της αληθοΰς γνώσης ώς γνώσης περί της φύσεως των πραγμάτων, ή οποία αρέσκεται νά παραμένει κρυφή· Diels, Η. καί Kranz, W. (έκδ.), Die Fragmente der Vorsokraliker, 6η έκδοση, Weidmann, Berlin 1951, τ. 1,αποσπάσματα 123 καί 107. 623
Π.χ. προτάσεις τοΰ τύπου 6 φιλόσοφος λέγει πώς ..., δπου το όνομα λαμβάνεται με τήν γενική του έννοια, δεν μπορούν να σταθούν στον κατηγορικό λόγο ώς έ'γκυρες.
160
μεγαλύτερη εγκυρότητα, καθώς ύπολαμβάνεται ώς όνοματοθέτης κάποιος δημιουργός νους· γιά το λόγο αυτό ό γενικός τύπος τοϋ ονόματος μίας ατομικής ουσίας μπορεΤ να συμμετάσχει στή διαδικασία παραγωγής κατηγορικού προτασιακοΰ λόγου. Ή υποκατάσταση τοϋ ειδικού σημαινόμενου 6 φιλόσοφος άπό το ατομικό σημαινόμενο 6 'Αριστοτέλης
σέ διατυπώσεις τοΰ τύπου 'ό φιλόσοφος εφη + εξαρτημένη πρόταση' συνδέεται
με τον ορισμό τής διαλεκτικής πρότασης άπό τον 'Αριστοτέλη 6 2 4 .
Τα δύο σημαινόμενα
οριοθετούν μεταξύ τους μία διαιρετική σχέση αφαίρεσης (reductio), ή οποία προαναγγέλει μία εν εξελίξει διαλεκτική πράξη — δηλαδή μία εξέταση ενός διαλεκτικού αναφορά προς δεδομένη αριστοτελική διαλεκτική
626
θέση .
προβλήματος625
— σέ
Παρά το συμβατικό χαρακτήρα
δημιουργίας τοΰ σημαίνοντος /ο filosofos/ και στις δύο περιπτώσεις σήμανσης, ο γενικός δρος ώς σημαινόμενο στερείται κατά τήν απόπειρα επιχειρηματολόγησης άφ' εαυτού διαλεκτικής εγκυρότητας 6 2 7 - προσφέρει ωστόσο αυτή τή δυνατότητα στο ατομικό σημαινόμενο, καθώς μετατρέπεται σέ οιονεί φύσει σημαίνον (οιονεί σύμβολο) αυτού 6 2 8 . Ή μεταβολή αυτή του γενικού ορού, ή οποία συνιστά και το περιεχόμενο τής απόδοσης σημασίας έκ μέρους τού όνοματοθέτη, υπερβαίνει τήν έννοια τής μεταθεσεως Έρμείου
629
στην οποία αναφέρθηκε ό 'Αμμώνιος
, καθώς, ενώ μέν — όπως και ή μετάθεση — κινείται στο πλαίσιο τού δίπολου
ουσία-μορφή, χρησιμοποιεί τό γενικό σημαίνον 6 φιλόσοφος ώς άξονα αναφοράς.
0
** «εστί οέ προτασις οιαλεκτικη ερωτησις ένδοξος η πασιν η τοις πλειστοις η τοις σοφοις, και τούτοις η πασιν ή
τοις πλείστοις ή τοις μάλιστα γνωρίμοις, μή παράδοξος»· 'Αριστοτέλους, Τοπικά [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: Topica, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Quribridge/Massachusetts και London 1960], 104a8-l 1. 625
«Πρόβλημα δ' εστί διαλεκτικόν θειόρημα το συντεΐνον ή προς αίρεσιν καί φυγήν ή προς, άλήθειαν και γνώσιν,
ή αυτό ή ώς συνεργόν προς τι έτερον τών τοιούτων περί ου ή ούδετέρως δοξάζουσιν ή έναντίως ά πολλοί τοις σοφοϊς ή ο\ σοφοί τοις πολλοίς ή έκάτεροι αυτοί έαυτοΐς. ένια μεν γαρ τών προβλημάτο>ν χρήσιμον ειδεναι προς το έλέσθαι ή φυγείν, ... ενια δε προς το ειδεναι μόνον, ενια δε αυτά μεν καθ' αυτά προς ουδέτερον τούτων, σύνεργα δε έστι nçôc, τίνα τών τοιούτων ... εστί δε προβλήματα καί ων ενάντιοι είσί συλλογισμοί»·
Αριστοτέλους,
αυτόθι, 104bl-14. 626
«θέσις δε έστιν ύπόληψις παράδοξος τών γνωρίμων τινός κατά φίλοσοφίαν, ... ή περί ων λόγον εχομεν
εναντίον ταΐς δόξαις»· 'Αριστοτέλους, αυτόθι, 104bl9-25. 627 628
Στην αόριστη εκφορά της ή πρόταση ο φιλόσοφος είπε δεν είναι λογικά ελέγξιμη. Συνήθως, καί πάντα γιά τα σύναρθρα ουσιαστικά, τό ατομικό σημαινόμενο δεν είναι περισσότερο
συγκεκριμένο άπό τό γενικό σημαινόμενο- Δεν αναφερόμαστε βέβαια εδώ στην περίπτωση τοϋ γενικού ορού, οπού λέγοντας ό φιλόσοφος hv^oou\t£. τόν 'Αριστοτέλη, έχοντας τον, ωστόσο, ήδη κατονομάσει σέ προγενέστερη φάση τοΰ λόγου μας. 629
« Ει δέ τις οίοιτο δεικνύναι μηδέ κατά τούτοι τόν τρόπον όφείλοντα φύσει τα ονόματα λέγεσθαι, άπό της
γενομένης μεταθέσεως τών ονομάτων επιχειρών και απο τοϋ το αυτό πράγμα πλειοσι πολλάκις όνόμασιν ονομαζεσθαι, τήν μεν μετάθεσιν έροΰμεν καί μάλα έναργώς δεικνύναι τό φύσει τών ονομάτων δηλον γαρ ότι ώς επι τίνα οικειότερα τοϊς πράγμασιν ονόματα μεταβαίνοντες κεχρήμεθα τη μεταθέσει, τό δέ πλήθος τών ονομάτο>ν ουδαμώς φήσομεν κωλύειν έ'καστον αυτών οικεΐον είναι τη φύσει τοϋ ονομαζόμενου- καθάπερ γαρ εικόνας ενδέχεται πλείονας είναι τοϋ αυτού άνθρωπου, ύλης μέν ούσης διαφόρου, χαλκής, ει τύχοι, ή ξυλήης ή λιθίνης, πάσας δε έχουσας τήν προς αυτόν ομοιότητα- τόν αυτόν καί ένταϋθα τρόπον ουδέν κωλύει τήν αυτήν φύσιν δι'
161
"Οπως καθίσταται αντιληπτό, όταν αναφερόμαστε σε σημασιολογική
ή
διαλεκτική
πράξη, υπαινισσόμαστε κάποιον όνοματοθέτη ή εκφωνητή τοΰ υπό διερεύνησιν προβλήματος. "Εργο του δεν είναι απλώς ή ονοματοθεσία αλλά ή απόδοση σημασίας στο λόγο, θεωρούμενη ώς ενέργεια νοΰ κατά τα αριστοτελικά πρότυπα της ενέργειας 6 3 0 . Πρέπει ωστόσο να αναγνωρίσουμε πώς ή παρουσία του όνοματοθέτη υποβάλλει διαφορετική πορεία έρευνας του θέματος, καθώς ώς Αριστοτέλης
σημείο
αφετηρίας
της
έρευνας
καταδεικνύεται
το
σημαινόμενο
και όχι το σημαίνον 6 φιλόσοφος. "Αν αυτή ή αφετηρία υποβάλλει
αναγνώριση τών λεκτικών τύπων 'Αριστοτέλης οδηγούμαστε στην άπο8ογΎ\ της
τήν
και ο φιλόσοφος ώς ταυτόσημων λέξεων,
ταυτοσημίας αυτής ώς ιδιωματισμού. 'Ορθότερο ωστόσο
είναι να θεωρήσουμε τήν δλη σχέση ώς
συνωνυμική, καθώς ή διαφορά μεταξύ
τών
σημαινόμενων είναι ουσιαστική. Αυτό καθίσταται εμφανές, αν λάβουμε υπ' δψιν πώς οι δύο σημασιολογήσεις δηλώνουν διαφορετικούς τύπους γλωσσικής εκφοράς: ή μία ανήκει στον απλό λόγο, ή άλλη στο φιλοσοφικό λόγο, ακριβώς όπως διακρίνουμε τήν απλή από τήν ποιτητιχη γλώσσα. Βέβαια δεν μπορούμε να αρνηθούμε πώς ή σήμανση πού εξετάζουμε επιδιώκει να επιδείξει
τον 'Αριστοτέλη οχι άπλα ώς πρόσωπο, αλλά ώς τό αληθές πρότυπο, τήν
αυθεντική, οιονεί άρχετυπική, πηγή τής
φιλοσοφικής εγκυρότητας. Στην πράξη αυτό
καθίσταται εμφανές από τό γεγονός πώς ή πρόταση 6 φιλόσοφος εφη, καθώς ακολουθείται από άλλη πρόταση, εκφράζει κάποια εγγύηση αλήθειας για δ,τι έπεται: υφίσταται δηλαδή ώς συνθήκη λόγου, ή οποία φέρεται να ικανοποιεί, ε'στω και αξιωματικά, τήν αρχή ενός άποχρώντος λόγου. 'Οφείλουμε επίσης νά λάβουμε υπ δψιν πώς τό σημαινόμενο
'Αριστοτέλης
φαίνεται να καλύπτει τό ουσιαστικότερο και μεγαλύτερο μέρος τού πλάτους τής εννοίας ό φιλόσοφος. 'Επιπλέον, όταν λέμε ό φιλόσοφος και εννοούμε 6 'Αριστοτέλης τον
τελευταίο
ώς
παραδειγματική μορφή κατά τήν
πλατωνική
χρησιμοποιούμε
σημασία
τού
δρου
παράδειγμα· συγχρόνως δμως τον θέτουμε, δπως παρατηρήσαμε, και ώς άξονα αναφοράς μιας διαλεκτικής διαδικασίας. Ή εναλλακτική διατύπωση τού παραδείγματος
είναι ό δρος κ α τ '
εξοχήν. Είναι ενδιαφέρον δε να παρατηρήσουμε πώς ο ορός κατ' εξοχήν συνιστά, σύμφωνα με τό Ήρωδιανό, ένα από τα σχήματα της ρητορικής εκφοράς τού λόγου 6 3 1 . Στην αρχαία άλλων και άλλων όνομάζεσθαι συλλαβών, μιας και τής αυτής ουσίας κατ' άλλην και άλλην έννοιαν εκ πασών σημαινομένης»· 'Αμμωνίου του Έρμείου, Υπόμνημα εις το Περί ερμηνείας, ενθ'άν., 37,28-38,11. 630 631
'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, ενθ'άν., 1072b.
«Σχήμα έστι λόγου ή λέξεως οικονομία μετ' εύκοσμίας έκπεφευγυΐα τήν ιδιωτικήν απλότητα της απαγγελίας, έ'στι δε τά τω λόγω παρακολουθοϋντα σχήματα τάδε1 άπό κοινοΰ, μερισμός, άπολελυμένον, παρονομασία, άποσιώπησις, δια μέσου, διορθωσις, προδιορθωσις, επιδιόρθωσις, αποστροφή, διαβεβαιωσις, ερωτησις, άντεστραμμένον, επαναφορά, πολύπτωτον, όμοιόπτωτον, όμοιοκατάληκτον, ορισμός, άστέισμός, επιτροπή, άντίθεσις, διάλυσις, έπίζευξις, κλΐμαξ, σύλληψις, κατ' εξοχήν, Πινδαρικόν, Ίβύκειον, 'Αλκμανικόν, έκ παραλλήλου, καταρίθμησις, άσύνδετον, εξ αντιστρόφου, τάς γαρ κατασκευας τοΰ λόγου ου συναριθμητέον τοις σχήμασιν, owv τήν τε προοικονομίαν και προαναφώνησιν και παραβολήν καΐ όμοίωσιν και άνταπόδοσιν και παράδειγμα και εικόνα»- Αιλίου Ήρωδιανοϋ καί Ψευδό—Ήρωδιανοΰ, Περί σχημάτων λόγου [Spengel, L., Rhetows
162
ελληνική γραμματεία ό ορός κατ'' 632
ορούς ιδία και ιδίως
εξοχήν διατυπώθηκε είτε σε συνωνυμική σχέση με τους
— υπό τήν έννοια τοϋ ιδιαζόντως και αρα αντίθετος στή σημαντική
των δρων κ α τ ' ελλειφιν και κοινόν633 — είτε με τήν έννοια του καθ' ύπεροχήν634.
Επιπλέον,
ή διαφορά ανάμεσα στις δύο σημασιολογησεις της λέξεως 6 φιλόσοφος δεν είναι παρά διαφορά μεταξύ τοΰ Αριστοτέλους και των υπολοίπων φιλοσόφων ως προς το φιλοσοφείν. Ή έννοια φιλοσοφείν
μπορεί βέβαια να αποδοθεί σε
κατηγορηθεί
με
το
γενικό
σημαινόμενο
κάθε υποκείμενο πρόσωπο ό
φιλόσοφος'
κατά
τήν
πού
δύναται
ορολογία
δε
να τοϋ
Graeci, TeUbner, Leipzig 1856, τ. 3], 94,1—16· «κατ' εξοχήν δε γίνεται όταν τών εν τώ κοινφ ρηθέντων ιδίχ καθ' ύπεροχήν μνησθώμεν τινών»· αυτόθι, 100,17. 632
«Τήν μουσικήν σύμπασαν διαιρείν είώθασιν εις τε τήν άρμονικήν καλουμένην πραγματείαν, ει τε τήν
ρυθμικήν και τήν μετρικήν, εις τε τήν οργανικήν και τήν ιδίως κατ' εξοχήν ποιητικήν καλουμένην και τήν ταύτης ύποκριτικήν»· Πορφυρίου, Ε ς τά 'Αρμονικά Πτολεμαίου υπόμνημα [During, Ing., Porphyrios kommentar zur Harmonielehre des Ptolemaios, Elanders Boktryckeri Aktiebolag, Göteborg 1932], 5 , 2 1 - 2 4 . 633
«...δηλών ου τον κοινόν άλλα τον Ίδιον καί κατ' εξοχήν θάνατον»· Φίλωνος 'Ιουδαίου, Νόμων ιερών
αλληγορίας τών μετά την έξαήμερον το τρίτον [Cohn, L. (έκδ.), ΡΜΙο: Legum allegorium Libri Ι—Μ, Philonis Alexandrini opera quae supersunt, G. Reimer, Berlin 1896, τ. 1], 106, 3. 634
«ή γαρ τοϋ άρθρου πρόσθεσις ή το καθ' ύπεροχήν δηλοΐ μόνον (ως όταν λέγωμεν ό ποιητής ειπεν, τω
άκροτάτω τούτο έξαίρετον απονέμοντες), ή το δλον πλήθος, ώς όταν λέγωμεν- ο άνθρωπος λογικός, αντί του παντός το άρθρον προσάπτοντες»- Πρόκλου Φιλοσόφου Λυκίου πλατωνικού Διαδόχου, Εις τα Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα [Kroll, W. (έκδ.), Prodi Diadodü in Piatonis rem püblicam commentarn, Teubner, Leipzig 1899-1901,
ανατύπωση: Hakkert Amsterdam 1965], τ. 1, 27,15-18· «ώς όταν λέγωμεν Ό άνθρωπος
λογικός, αντί τοϋ παντός τό άρθρον προσάπτοντες»- αυτόθι, 27,18—19. Ό Γαληνός διασαφήνισε τή λειτουργία αύτοϋ τοϋ σχήματος σημειώνοντας πώς «εστί δ' δτε καί εξόχως καθ' ύπεροχήν ενια τήν τοϋ γένους όλου προσηγορίαν σφετερίζεται, ώσπερ καί παρά τω ποιητή λέγεσθαί φαμεν τόδε τι, ουκ άν ούδενός άλλου παρά τον "Ομηρον Λ-Λουο\>£Μοΐ)»· Γαληνοϋ, Περί κρισίμων ημερών [Kühn, C. G. (έκδ.), Galeni: De diebus decretoriis libri in, Qaudii Galeni opera omnia, Knobloch, Leipzig 1825 (ανατύπωση: Hildesheim, Olms 1965], τ. 9, 814,15-18. Για τον ίδιο, «<εί> καί λόγου μέτεστι τοις άλλοις ζώοις, κατ' εξοχήν αύθις πάλιν ό άνθρωπος μόνος ονομάζεται λογικός»· Γαληνού, Προτρεπτικός επί Ίατρικην [Wenkebach, Ε. (έκδ.), Galens Protreptikosfragment, Quellen und Studien zur Geschichte der Naturwissenschaften und Medizin, 4.3 (1935), σσ. 90-120], απόσπασμα 1, στίχ. 19. Σύμφωνα μέ τόν Ποσειδώνιο «τό κοινόν [ενν. δνομα] επί τών κατ' εξοχήν ίδιον γίνεται»· Tbeiler, W. (έκδ.), Posidonios: Die Fragmente, De Gruyter, Berlin 1982, τ. 1], απόσπασμα 6, στίχος 3. Τήν ίδια επισήμανση συναντούμε καί στον Στράβο>να: Στράβωνος, Γεωγραφικά [Meineke, Α.(έκδ,), Strabonis geographica, Teubner, Leipzig 1877, ανατύπωση: Akademische Druck und Verlagsanstalt, Graz 1969],
1, 2, 30,13.
Ό Σέξτος
Εμπειρικός, αναφερόμενος σε θέσεις τοϋ Κλεάνθους, επισημαίνει πώς «ει γαρ τύπίυσίς έστιν έν ψυχή ή φαντασία, ήτοι κατ' εξοχήν καί έσοχήν τύπωσίς έστιν, ώς οι περί τόν Κλεάνθην νομίζουσιν, ή κατά ψιλήν ετεροίωσιν γίνεται, καθάπερ οι περί τόν Χρύσιππον έδόξασαν»- Σέξτου Εμπειρικού, Προς Μαθηματικούς, ένθ' αν., VII.372,6. Σύμφωνα με τόν Φίλωνα τόν 'Ιουδαίο τό λογικό είναι τό κατ' εξοχήν μέρος της ψυχής: «έοικε δε ... δτι ψυχής ουσία αιμά εστί- ψυχής μέντοι τής αισθητικής, ουχί τής κατ' εξοχήν λεγομένης ήτις εστί λογική τε καί νοερά. Τρία γαρ μέρη ψυχής- τό μεν θρεπτικόν, τό δε αίσθητικόν, τό δε λογικόν»- Petit, F. (έκδ.), Quaestiones in Genesim et in Exodum, Fragmenta Graeca (: Les oeuvres de Philon d' Alexandrie 33), Cerf, Paris 1978], τ. 2, απόσπασμα 29, στίχ. 3.
163
'Αριστοτέλους, καταχαίρεΐται ως ποιότητα, καθώς επιδέχεται το μάλλον και ή τ τ ο ν 6 3 5 . ποιότητα αύτη δηλώνεται σε αριστοτελικούς δρους ώς απλώς τύπος ό φιλόσοφος με τ η ν
συμπίπτει
ποιότητα, 631
κατηγορία τ η ς ποιότητας .
κ α τ ά τους Νεοπλατωνικούς
με
τή
στωική
Ή διαφορά μεταξύ του γενικού και τοΰ ατομικού σημαινόμενου
φέρεται έτσι ώς διαφορά μεταξύ τού κοινού ποιοΰντος
ενώ Ό ονοματικός
αποτελεί διαφορική έκφανση του τύπου ό ποιος — τύπος πού, σε αντίθεση
αριστοτελική
638
υπάρχου36,
Ή
ποιοΰντος
και τοϋ ιδίως (δηλαδή δεσπόζοντος)
ή αλλιώς ώς διαφορά υποκειμένων με βάση τήν τ έ τ α ρ τ η κατηγορία «προς τι
π ώ ς έχοντα» τ ώ ν Σ τ ω ι κ ώ ν 6 3 9 . Με
αυτό
το
σκεπτικό
σημαινόμενου ό (φιλόσοφος)
ώς
προπαρασκευαστικό
στάδιο
της
σηματοδότησης
από τό
'Αριστοτέλης
Νεοπλατωνική θεώρηση τ ώ ν αριστοτελικών Κατηγοριών
τοΰ
οδηγούμαστε σ τ ή
ώς σημάνσεις. Σύμφωνα με τον
Πορφύριο τό υπό εξέταση θέμα σημασιολογίας αντιστοιχεί στή διάκριση μεταξύ τ η ς π ρ ώ τ η ς και τ η ς δεύτερης κ α τ ά συνθήκη σημάνσεως φιλόσοφος h/τάσσεται
τού ονόματος. Τό σημαίνον
αποδίδει συμβολικά τήν καθόλου έννοια φιλόσοφος στο πεδίο έρευνας τού Περί
σημαίνεται ό 'Αριστοτέλης Κατηγοριών
(επιβολής640)
'Ερμηνείας.
(β ' θέσις), καΐ ώς εκ
'Αντιθέτως
στην
( α ' θέσις) — π ε ρ ί π τ ω σ η πού επαναφέρει
από τους Νεοπλατωνικούς στό
πεδίο έ'ρευνας
σημαίνοντος ό φιλόσοφος νεοπλατωνικής 635
ερμηνείας
πού
τό σχολιασμό
τών
τοΰ Περί
Ερμηνείας μέσω
τού
του π ρ ά γ μ α τ ο ς . Κ α τ ά συνέπεια σ τ ή π ε ρ ί π τ ω σ η
ό γλωσσικός τών
τούτου
περίπτωση
σημαίνον αποδίδει τό π ρ ά γ μ α (δηλαδή τό πρόσωπο τοΰ Α ρ ι σ τ ο τ έ λ η ) (δηλαδή τοΰ ονόματος ό φιλόσοφος)
συγκρητισμός
αριστοτελικών
— στοιχείο, δπως
Κατηγοριών
ό
— τό τόπου τοΰ
αναφέραμε, τ η ς
— καθίσταται εμφανής
στή
«Επιδέχεται δε και το μάλλον και το ήττον τα ποια· λευκον γαρ μάλλον και ήττον έτερον έτερου λέγεται,
και δίκαιον έτερον έτερου μάλλον, και αυτέ δε έπίδοσιν λαμβάνει, 'λευκόν γαρ ον έ'τι ενδέχεται λευκότερον γενέσθαι'· ου πάντα δε, άλλα τά πλείστα»· 'Αριστοτέλους, Κατηγορίζι, ενθ' av., 10b26—30. 6
«ει γαρ υπάρχει τινί γραμματικής δεκτικώ είναι, γραμματικής δεκτικόν εσται. ούδεν γαρ τούτων ενδέχεται
κατά τι ύπάρχειν ή μή υπάρχειν, αλλ' απλώς υπάρχειν ή μή υπάρχειν. επί δε τών συμβεβηκότων ουδέν κωλύει κατά τι υπάρχειν, οίον λευκότητα ή δικαιοσύνην, ώστε ουκ άπόχρη το δεΐξαι ότι υπάρχει λευκότης ή δικαιοσύνη προς το δεΐξαι οτι λευκός ή δίκαιος έστιν έχει γαρ άμφισβήτησιν οτι κατά τι λευκός ή δίκαιος έστιν. ώστ' ουκ αναγκαϊόν επί τών συμβεβηκότων τό άντιστρέφειν»-'Αριστοτελους, Τοπικά, ενθ' av., 109a3— 25. 637
Για τό Θέμα αυτό βλέπε Lloyd, Α. C, The Anatomy of Neoplatonism, Clarendon Press, Oxford 1990, σ. 62.
638
«... και οι Στωικοί δε τους κοινώς προς τών ιδίως ποιών άποτίθενται»· Συριανού, Εις τά Μετά τα φυσικά
'Αριστοτέλους [Kroll, W. (έκδ), Syriani in metaphysica commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer Beilin 1902, τ. 6.1], 28, 18-19 και Arnim, J. von, Steicorton Veterum Fragmenta, ενθ' άν., τ. 2, απόσπασμα. 398. 639
Σιμπλικίου, Υπόμνημα
εις τάς Κατηγορίας τοϋ 'Αριστοτέλους [Kalbfleisch, Κ. (έκδ.), SimpUcn in Aristotelis
categonas œmmentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1907, τ. 8], 67,1 και Arnim, J. von, Stoicorum Veterum Fragmenta, ενθ' άν., τ. 2, απόσπασμα 3 6 9 . 640
«... πάλιν ό άνθρωπος κατά δευτέραν επιβολήν έπανελθών αύτάς τάς τεθείσας λέξεις θεωρησας τάς μεν
τοιούτον φέρε τύπον έχουσας, ώστε άρθροις συνάπτεσθαι τοιοϊσδε, ονόματα κέκληκε»· Πορφυρίου, Έχς τάς 'Αριστοτέλους Κατηγορίας χατά πεϋσιν καίάπόχρκπν [Busse, Α.(έκδ,), ενθ"άν., 4, 57,32 ή 62,3.
164
συνάφεια των δύο πεδίων έρευνας, του Περί
'Ερμηνείας
και των Κατηγοριών,
και στή
μετάβαση άπο τήν έρευνα της σήμανσης ενός ορού στή διερεύνηση της επιστημολογικής του χρήσης ώς άφετήριο υποκείμενο διαλεκτικής συλλογιστικής. Ό αναγωγικός προσδιορισμός της κατηγορήσεως
ώς σημάνσεως εμπίπτει στή χωρία τοΰ 77ερ{ 'Ερμηνείας
και θεωρείται
πώς συνιστά τήν ονοματοκρατική υφή της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας 641 . Στο πλαίσιο αυτό ή διαφορά μεταξύ τοΰ γενικού και τού ατομικού σημαινόμενου τής λέξεως
ο φιλόσοφος
συμπίπτει με τή διαφορά πού οι Νεοπλατωνικοί αναγνώρισαν αντίστοιχα μεταξύ τού κοινού ή άκατάτακτου
και τού κατατεταγμένου
ή ί'&ως σημαίνοντος:
« ... τού δε και χαρακτήρα έχοντος όνοματικόν και κατατεταγμένου, ώς το Σωκράτης και Πλάτων και τά άλλα τα ονόματα λεγόμενα, τί κωλύει
το
όμώνυμον άκατάτακτον είναι, χαρακτήρα έχον ονόματος; δύναται γαρ κοινόν είναι χωρίς τής κατατάξεως λαμβανόμενον. αλλ' αδύνατον, φαΐεν αν, τοιούτον είναι το εν τω ορω των ομωνύμων παρειλημμένον όνομα- το γαρ ων ρηθέν αφορίζει τινάς εις ους κατετάχθη, το δε τ ω χαρακτήρι μόνον δνομα ου κατατέτακται. ει ουν ίκατάταχτον,
ουκ αν ύπάγοιτο τ ω όρισμώ, ή ει κατατεταγμένον ειή, ουκ αν ε'ιή
κοινόν ουδέ γαρ κοινή είναι ή κατάταξις δύναται, άλλα και δέ κατά τουνομα. λόγος έτερος
ώς κατατεταγμένου πάντως εστίν το γαρ τον χαρακτήρα μόνον
έχον ουδέ λόγον έ'χει τινά» 6 4 2 . Ή κατάταξις
— ή δυνατότητα, δηλαδή, ορισμού θεωρούμενη ώς δυνατότητα αποδόσεως ενός
ονόματος στο υποκείμενο ή το αντικείμενο τού λόγου — δεν απέχει πολύ άπο τή λειτουργία τού ρητορικού σχήματος κ α τ ' εξοχήν. Και στις δύο περιπτώσεις επιχειρείται ή απόδοση συγκεκριμένης μορφής στο υλικό περιεχόμενο μιας διευρυμένης και αόριστης σημασιολογικής ύλης. Σ τ ή .διάκριση μεταξύ των δύο σημαινόμενων ή απροσδιόριστη εκφορά τής λέξεως ό φιλόσοφος μας παραδίδει αυτό πού ό Σιμπλίκιος αποκάλεσε χαρακτήρα
τοΰ ονόματος, ενώ τό
ατομικό σημαινόμενο εκφέρεται άπο τό σημαίνον λαμβάνοντας τό γενικό σημαινόμενο ώς κατηγόρημα - τό τελευταίο αποκτά τή δυνατότητα έκκαθολικεύσεως ύστερογενώς — και σε αυτό προφανώς τό
σημείο
υφίσταται ή
πιθανολογούμενη
ονοματοκρατική χροιά
τής
φιλοσοφίας τών Νεοπλατωνικών.
641
Σχετικά με τό θέμα αυτέ βλέπε Lloyd, Α. C , Neoplatoaic Logic and Aristotelian Logic, Phrmesis, τ. 1, 2(1955—56), σσ. 58-72 και 146—59- ποφάβαλε επίσης Evangeliou, Chr., Aristotle's Doctrine of Predicaments and Porphyry's Lsagoge, Journal of the History of Philosophy, 23(1985), σ. 16. 642
Σιμπλικίου, Υπόμνημα εις τάς Κατηγορίας τοΰ 'Αριστοτέλους,[Kalbfleisch, Κ. (έκδ.), ενθ' αν.], 27, 21-31.
165
γ . Το άρθρο ώς μέρος του λόγου 'Ολοκληρώνοντας
τις
περιπτώσεις
συγκατηγορηματικής
λειτουργίας
τοΰ
άρθρου, θα
εξετάσουμε στή συνέχεια τήν προσέγγιση τοΰ Κούμα στό άρθρο ώς μέρος τοΰ λόγου. "Οπως διαπιστώσαμε, ή ανάλυση της λειτουργίας τοΰ προτακτικού άρθρου από τον Κούμα συνιστά κυρίως μελέτη των συγκατηγορηματικών λειτουργιών του. Μία τέτοια προσέγγιση δεν ξεκαθαρίζει τον τρόπο και το βαθμό κατά τον οποίο το άρθρο συνιστά διακριτό μέρος τοΰ λόγου. Ό Κούμας, έχοντας γνώση της διακρίσεως μεταξύ της πρώτης και της δευτέρας δείξεως — ή αλλιώς μεταξύ της δείξεως και της αναφοράς — αναφέρεται στό προτακτικό άρθρο ώς μόριο λόγου, δηλαδή ώς συγκατηγορηματικο στοιχείο τοΰ προτασιακοΰ λόγου, τό όποιο ώς λεκτική διατύπωση αντιστοιχεί στην πράξη δείξεως τοΰ κατ" αίσθησιν επιπέδου εκφράσεως : «Πιθανώς τό άρθρον επαραλαμβάνετο κατ' αρχάς εις δείξιν τών εις τήν αΓσθησιν πιπτόντων αντικειμένων
οίον, Ό ποταμός, αντί τοΰ Ούτος ό ποταμός, τόν
-
οποίον βλέπω και με τοιαύτη ν δύναμιν τό άπαντώμεν εις τους παλαιούς ποιητάς, και μάλιστα εις τόν "Ομηρον. Κ α τ ' ολίγον δε μετέπεσεν εις τό να σημαίνη τόν είρημένον προσδιορισμόν, και μάλιστα να παραληφθή ώς μόριον διακριτικόν τών γενών, και Ίσως από πρώτους τους Στωικούς (Διογ. Λαέρτ. Βιβλ IB ', Κεφ. Ι, λθ ' ) ' τότε
πιθανόν είναι Οτι έμβήκαν
εις
χρήσιν
αί δεικτικαΐ
λεγόμεναι
643
άντωνυμίαι αντί τών τήν δείξιν πρότερον σημαινόντων άρθρων» . Στό χ(ορίο αυτό ή έννοια της μεταπτώσεως συμπεριλαμβάνει τόσο τή στενά γραμματική έννοια της διφθόγγων
644
μεταβολής
ώς
κατά ποιόν
ή
ποσόν
μεταβολής
κάποιων φωνηέντων
— καθώς πρόκειται για μετάπτωση σε αριθμό, πτώση και γένος
645
ή
— όσο και τή
σημασιολογική μεταβολή ώς «μεταβολή εννοίας λέξεως», μεταβολή δηλαδή της σημασίας, «ην σύν τ ώ χρόνω υφίσταται λέξις τις ή επίθημα ή πρόθεμα ή φράσις ένεκα ψυχολογικών αίτίανν» 646 . Κατά τή διερεύνηση της προελεύσεως τοΰ δρου, δέν θα ήταν ορθό να συνδέσουμε τις έννοιες της μεταπτώσεως
και τοΰ μεταπίπτοντος
με τή στωική εκδοχή της χρήσης τών
όρων αυτών. Για τους φιλοσόφους της πρώτης και της μέσης Στοάς, ή
μετάπτωσις
αξιώματος, δηλαδή ή μ^τα^οΧ-)] της εγκυρότητας μίας εμπειρικής παρατήρησης — ή αλλιώς
643
Κούμα, Κ., ενθ'άν. τ. β', σ. 2 4 5 .
" ^ Ui μεταπτώσεις των φωνηέντων και των όκραόγγων είναι η ετεροιωση, η επαύξηση, η αποβολή και η συστολή. 645
Παράβολε τήν «μετάπτωσην εις αριθμών ή πτώσιν», στην οποία αναφέρεται ο 'Απολλώνιος ό Άλεξανδρεύς· Απολλώνιου τοΰ Δύσκολου, Περί Επιρρημάτων [EBlgard, Alfr. (έκδ.), Apollonii Dyscoli: Quae Supersunt, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1878, τ. 2.1], 181,2. 646
Δημητράκου, Δ., Μέγα λεξιχόν τηζ έλλψνιης γλώσσης, Ν. Άσημακόπουλος & Σ. Ι. Α., 'Αθήνα 1964, τ. θ', σ. 4 6 2 6 .
166
ή έκπτωση μίας προτάσεως
άπα αληθή σε
ψευδή — προκύπτει άπό τήν
αλλαγή
των
πραγματικών συνθηκών πού ή πρόταση περιγράφει — άπο τήν αόριστη δηλαδή δήλωση τοΰ χρόνου περιγραφής 6 4 7 . Αντιθέτως πρέπει να συνδέσουμε το νόημα τών παραπάνω δρων με τήν αναφορά τοΰ Ε π ι κ τ ή τ ο υ στους μεταπίπτοντες διαψεύδεται εξαιτίας προτάσεως
648
τής
μεταβολής
τής
λόγους — στή συλλογιστική δηλαδή πού
σημασίας ενός
άπο τους ορούς
της
αρχικής
.
Τό δτι ό Κούμας στηρίζει τις απόψεις του σε σχετική μαρτυρία τοΰ Διογένους Λαέρτιου μας επιτρέπει να προβούμε σε μία επισκόπηση τών αναφορών στο άρθρο πού εντοπίζονται στα αρχαία ελληνικά κείμενα. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Διογένους Λαέρτιου, ή οποία και παρατίθεται άπο τον Κούμα στο παραπάνω απόσπασμα, ό Χρύσιππος αναγνώρισε τό άρθρο ως μέρος τοϋ λόγου 6 4 9 . Είναι σημαντικό να λάβουμε υπ' δψιν πώς ή μαρτυρία τοΰ Λαέρτιου για τον Χρύσιππο εντάσσεται στην στωική εκδοχή της διαλεκτικής, θεωρούμενης δχι ως σπουδής τών ειδών, άλλα ως λογικής μελέτης τών σχέσεων τών φωνών με τα
σημαινόμενα.
Σύμφωνα ωστόσο με μαρτυρία τοϋ Γαληνού ο Χρύσιππος καταχώρησε τό άρθρο δχι ως μέρος άλλα ως στοιχείο τοΰ λόγου 6 5 0 — προσέγγιση κατά τήν οποία διαφοροποιείται ή έννοια τού στοιχείου ως άδιαίρετον φθεγγόμενον ηχο, όπως τό είχε προσδιορίσει στην περίπτωση τής ρητορικής ο Αριστοτέλης 6 5 1 . Προς επίρρωση τής θέσεως
647
τού Χρυσίππου
ό Διογένης
ό
"Οπως φέρεται να αποδεικνύει ό 'Αλέξανδρος Άφροδισιεύς, ή έννοια της μετάπτωσης δεν υφίσταται στή
Στωική της εκδοχή, γιατί ή πρόταση πού θεωρείται ώς μεταπίπτουσα στερείται της εγκυρότητας περιγραφής, καθώς ή δήλωση τοϋ χρόνου περιγραφής είναι ακαθόριστη: «εν άπεριγράφω και αορίστω χρόνω λέγουσι [ενν. ά Στωικοί] γίνεσθαι την τών τοωύτων άξωμάτων μετάπτωσιν»· Σιμπλικίου, Φυσικής χκροάσζως Υπόμνημα, [Diels, Η. (έκδ.), Simplicii in Aiistotelis physiconim lîbros octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reamer, Berlin 1882—1895, τ. 10], 1300,10. Σύμφωνα με τον Διοκλή το Μάγνητα ή μετάπτωση είναι μία άπο τις δυνατές σχέσεις διαφοράς δύο αξιωμάτων, ανάμεσα σε αύτες τοϋ πιθανού, τοϋ δυνατού, τοϋ αδυνάτου, τού αναγκαίου, τοϋ μή αναγκαίου και τοϋ ευλόγου· Διογένους Λαέρτιου, Βίων και γνωμών τών εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων [Long, Η. S. (έκδ.), Diogenis Laertü vitae philosophomm, Garendon Press, Oxford 1964], VU.75, και Arnim, J. von, Stoicomm Vetemm Fragmenta, ενθ' άν., τ. 2, απόσπασμα 2 0 1 . 648
Παράβαλε τό κεφάλαιο Περί της γρείας τών μεταπιπτόντων και υποθετικών και τών όμοιων τοϋ έργου
Άρριανοϋ, Τών Επικτήτου
διατριβών [Schenk.1, Η. (έκδ.), Epicteti dissertationes ab Arriano dïgestae, Teubner,
Leipzig 1916 (ανατύπωση: Stuttgart 1965], βιβλίο 1, κεφάλαιο 7. 649
«τού δε λόγου εστί μέρη πέντε, ως φησι Διογένης τ ' έν τω Περί φωνής και Χρύσιππος, όνομα προσηγορία,
ρήμα, σύνδεσμος, άρθρον»· Διογένους Λαέρτιου, Βίων και γνωμών τών έν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, ενθ' αν., VH.57, και Arnim, J. von, Stoicomm Vetemm Fragmenta, ενθ'' αν., τ. 2, απόσπασμα 147. 650
Σύμφωνα μέ τή μχρτυρία τοϋ Γαληνού «τα της φωνής στοιχεία γεννάν πρώτον μεν τάς συλλαβάς, είτα εξ
αυτών γεννάσθαι τό τε όνομα και τό ρήμα και τήν πρόθεσιν άρθρον τε και σύνδεσμον, α πάλιν ό Χρύσιππος ονομάζει τοϋ λόγου στοιχεία»· Arnim, J. von, Stoicomm Vetemm Fragmenta, ενθ' αν., τ. 2, απόσπασμα 148,6-9. 651
Ό 'Αριστοτέλης αναγνώρισε τό στοιχείο ώς ένα άπό τά μέρη τού λεκτικού (λέξεως)- στο πλαίσιο αυτό ώς
μέρη τοϋ στοιχείου φωνή ύπέλαβε τό φωνήεν, τό ήμίφωνο και τό άφωνο· προσδιόρισε δε τη σημασία τού ορού στοιχείο ώς ακολούθως: «στοιχεΐον μέν ουν έστιν φωνή αδιαίρετος, ου πάσα δε αλλ' εξ ης πέφυκε συνθέτη
167
Βαβυλώνιος
έθεσε την απαρχή τοΰ προβλήματος σχετικά με τή διάσταση μεταξύ τοΰ
γραμματικού και τοΰ λογικού γένους
τοΰ άρθρου 652 . Ή
κράτησε στή θεώρηση τοΰ άρθρου μία στάση 53
τεχνική
654
αναγνωρίσθηκε ώς μέρος? , έστω και τελειωτικόν , ώς
ίδιον τοΰ άρθρου θεωρήθηκε το δευτέραν
και άντιφιλοσοφική:
το άρθρο
άλλα δχι ως στοιχεΐον τοΰ λόγου, ενώ
γνώσιν
ύστερογενοΰς αναφοράς (της γνωστής άναπολησεως
τυπική γραμματική παράδοση
σημαίνειν655
προεγνωσμένοιΡ56),
υπό τήν έννοια
της
και όχι τοΰ τύπου ή
τοΰ χαρακτηρος, δπως θα προτιμούσαν οι Νεοπλατωνικοί. Ό 'Αριστοτέλης αναγνώρισε τό άρθρο ώς ένα άπό τα οκτώ μέρη στα οποία αναλύεται δχι γενικά ή γλώσσα, συγκεκριμένα ή ρητορική διατύπωση
657
— το υφός δηλαδή της διατυπώσεως λόγου
'Αμμώνιος αποδέχθηκε τήν αυτόνομη λειτουργία (λέξις),
αλλά 658
.
Ό
τοΰ άρθρου μόνο κατά τήν απαγγελία
διακρίνοντας συγχρόνως τήν τελευταία άπό τό λόγο ώς διάνοια?59· στα σχόλια του
δε στην Εισαγωγή
τοΰ Πορφυρίου περιέγραψε ευκρινέστατα τή συμμετοχή τοΰ άρθρου στην
κατηγορική διαδικασία:
«ποίον δε έστι κατηγορούμενον και ποίον ύποκείμενον; ύποκείμενον μέν, εν ω τό άρθρον πρόσκειται, κατηγορούμενον δέ, εν ω τό εστίν συνέζευκται 6 6 0 -
ή δυνάμει ή
ενεργεία
... και γαρ 'ό άνθρωπος ζώον' ε'ι'ποις αν και 'πάς άνθρωπος
ζώον'· τό γαρ άρθρον τήν δύναμιν έχει τοΰ καθόλου προσδιορισμού, ... τό μεν άρθρον τή ενώσει προσήκει τοΰ καθόλου υποκειμένου, ... τό δέ παζ τ ω πλήθει τών υπ' αυτό αναφερομένων 661 " ... τό μεν πάς εμφαίνει τό πλήθος τών υπό τό γίγνεσθαι φωνή»- 'Αριστοτέλους, Περί ποιητικής [Kassel, R. (έκδ*.), Aristotelis de arte poetica liber, Clarendon Press, Oxford 1965], 1456b21. 652
«άρθρον δε έ'τι στοιχεΐον λόγου πτωτικόν, διορίζον τα γένη τών ονομάτων κοκ τους αριθμούς»· Διογένους
Λαέρτιου, Βίων και γνωμών τών εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων, ενθ' άν., VII.58. 653
«"Αρθρον έστι μέρος λόγου πτωτικόν, προτασσόμενον και ύποτασσόμενον της κλίσεως τών ονομάτων. ...
Γένη μεν ουν είσι τρία· ό ποιητής, ή ποίησις, το ποίημα»· Διονυσίου τοϋ θρακός, Τέχνη γραμματική [Uhlig, G-, Dionysä Thmcis Ars Grammatica, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1883, τ. 1.1], § 16. 654
Χαρακτηρισμός πού από τους σχολιαστές της γραμματικής τοϋ θρακός αποδίδεται στό Στέφανο· Hilgard,
Alfr. (έκδ.), Scholia in Dionysä Thracis Altem Grammaticam (Scholia Vaticana: κώδικας c), Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1901, τ. 3 , 256, 3 0 . 655 656
Χαρακτηρισμός πού αποδίδεται στον Ήλιόδωρο-αύτάθΐ, Scholia Marciana (κώδικας VN), 418,3. Χαρακτηρισμός πού πιθανώς διατυπώθηκε για πρώτη φορά άπό τό Στέφανο· αυτόθι, Scholia Vaticana
(κώδικας c), 256,21-23. 657
«Της δε λέξεως άπάσης τάδ' έστι τα μέρη, στοιχεΐον συλλαβή σύνδεσμος όνομα ρήμα άρθρον πτώσις λόγος»·
'Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, ενθ' άν., 1456b20—21* «άρθρον δ' εστί φωνή άσημος ή λόγου αρχήν ή τέλος ή διορισμον δηλοΐ. αον τό άμφί και τό περί και τα άλλα»· αυτόθι, 1457a3 . 658
'Αριστοτέλους, Ποιητική, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Σ. Ί . Δρομάζου, Κέδρος 1982, σ. 3 0 1 .
659
'Αμμωνίου τοϋ 'Έρμείου, Υπόμνημα εις τό Περί ερμηνείας, ενθ' αν., 13,7—18.
660
Αυτόθι, 27,6.
661
Αυτόθι, 97,9-16.
168
καθόλου ύποκείμενον αναφερομένων, το δε ένικόν άρθρον τήν προ τοΰ πλήθους μίαν αύτοΰ φύσιν» 6 6 2 . Μέ τήν προσέγιση αυτή συντάχθηκε ό Η λ ί α ς 6 6 3 , ενώ σύμφωνα με σχετική μαρτυρία τοΰ 'Απολλώνιου τοΰ Δύσκολου ταυτόσημη επίσης φαίνεται και ή θεώρηση τοΰ άρθρου άπό τον Τρύφωνα το Γραμματικό 6 6 4 . Σημειωτέον τέλος πώς στή χριστιανική βιβλιογραφία το άρθρο παρουσιάζεται συχνά ως προσδιοριστικό της ενιαίας φύσης τοΰ θεοΰ 6 6 5 . Ή προσέγγιση τοΰ Κούμα στο θέμα κυοφορεί ακριβώς αυτήν τήν εξέλιξη τοΰ άρθρου άπό επισημαντική μονάδα σε συγκατηγορηματικό δρο. "Αν
ο έπισημαντικός χαρακτήρας
τοΰ
άρθρου είναι αυτός τοΰ προσδιοριστικού, ή συγκατηγορηματική του λειτουργία είναι αυτή τοΰ συνδετικού. Ό προτακτικός τύπος τού άρθρου, Ό οποίος συναντάται γραμματικά σε μορφές — εΐ'τε ως πρώτη δείξη, ή οποία παρέχει αυτό πού στή δεικτικό
προσδιορισμό
666
όποιος χρησιμοποιεί τήν τελεστή)
δύο
σημαντική θα ονομάζαμε
, είτε ως αύτοματικός συνειρμός (δηλαδή ως δεύτερη δείξη), ο πρώτη δείξη ως
μέσο επίτευξης
της
αναφοράς
(επικοινωνιακό
— θεωρείται σύμφωνα με τον Κούμα ως ατελής. Ή δείξη συνεχίζει να υφίσταται
κατά τή συνδετική λειτουργία ως σημεΐο της οικειοποιήσεώς μας με τα φυσικά αντικείμενα της
νοήσεως, ενώ ή αναφορά
μετατοπίζεται
άπό το λεκτικό τύπο τοΰ
δευτερεύουσες προτάσεις μιας πλήρους ζν,φοράς. Ώ ς προς τον πραγματικό δεδομένων, ή ατέλεια τοΰ "λόγου θεραπεύεται
662
ονόματος
στις
προσδιορισμό τών
κατά τήν έννοια μόνον της
αποφυγής
της
Αυτόθι, 269,13—14. Παράβολε και τή μαρτυρία τοΰ Στεφάνου για τον 'Αμμώνιο: «'Αμμώνιος δε φησιν ότί
ού πάντως το άρθρον τήν δύναμιν έχει τοΰ προσδιορισμού του καθόλου»- Στεφάνου Σχόλια εις το Περί ερμηνείας 'Αριστοτέλους [Hayduck., Μ. (έκδ.), ενθ' άν.], 67,17. 663
«τα γαρ άρθρα τοις καθόλου προσδιορισμού; ισοδυναμεί, ει μή αναφορικά ειη, οίον 'ό άνθρωπος ήλθε' - τοϋτο
γαρ ώς επί εγνωσμένου λέγεται άνθρωπου»· 'Ηλία, Προλεγόμενα της Εισαγωγής Πορφυρίου [Busse, Α., (έκδ.), Eliae in Porphyrii isagogen et Aristotelis categories commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1900, τ. 18.1], 11,1-2. 664
«προς τήν συνέμπτωσιν τών γενών, φησί Τρύφων, μηδέ το τών άρθρον χρή παραδέχεσθαι, οτι τρίγενές· ει δε
το τών άρθρον, και το ω άρθρον, τήν αυτήν συνέμπτωσιν παραδεξάμενον»· Τρύφωνος, Περί Πνευμάτων [Velsen, Α. von (έκδ.), Tryphonis grammaüd Alexandria! fragmenta, Nikolaus, Berlin 1853
(ανατύπωση: Hakkert,
Amsterdam 1965)], έ'ργο 1, απόσπασμα 6, στ. 2. 665
«"Ει γαρ τώ τοϋ ενός παραπτώματι οι ποΤλοί άπέθανον, πολλώ μάλλον τη χάριτι τοΰ θεοΰ και τη δωρεορ εν
χοφντι τοϋ ένας άνθρωπου Ίησοϋ Χρίστου εις τους πολλούς περιέσσευσεν". Έ ν γάρ τούτοις άπασιν ή τοϋ άνθρωπου μνήμη μετά τοϋ γενικοϋ προαγόμενη άρθρου ουδαμώς διεϊλε τον έναν Κΰριον ημών Ίησοϋν Χριστόν εις διαφοράν υποστάσεων»- Φωτίου, Απογραφή και σνναρίθμησις τών απεγνωσμένων ημϊν βιβλίων [Bekker Imm., PhocäBibliotheca(κώδικας 229), G.Reimer, Berlin 1825], 258a8. 666
Ό δεικτικός ορισμός (ostensive definition) στηρίζεται στην εμπειρική και άμεση εξοικείωση μέ το οριζόμενο.
Αυτό συγχρόνως θεωρείται ώς τό βασικό στοιχείο της ατέλειας του. 'Επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε τόν ορο προσδιορισμός αντί τοϋ ορισμός, άφ' ενός επειδή δεν πρόκειται για οριστική άλλα για προσδιοριστική λειτουργία, και αφ έτερου επειδή η έννοια τοϋ προσδιορισμού δεν έχει το πλάτος εννοίας τοϋ ορού περιγραφή, ο οποίος συμπεριλαμβάνει άδιαφόρητα τα ουσιώδη και τα επουσιώδη γνωρίσματα τοϋ περιεχομένου μιας πρότασης.
169
αμφισημίας 667 .
Ώς
προς
το
συντακτικό 6 6 8
και το
σημασιολογικό 669
προσδιορισμό
των
δεδομένων, ή ατέλεια λόγου θεραπεύεται στο σημείο σύμπτωσης μεταξύ τοϋ πραγματικού, προσδιορισμού670. Ό κοινός αύτο τόπος είναι ή
τού συντακτικού και τού σημασιολογικού
διάσταση ή το εύρος τού χρόνου στον οποίο επαληθεύονται τα δσα καταμαρτυρούνται σε μία πρόταση τζίρους, ανάπτυξης. Πρόκειται συνεπώς για συνδετική λειτουργία πού επιβεβαιώνει μία αλήθεια κατά το συμβεβηκός. Ή σύνδεση υφίσταται στην πραγματικότητα μεταξύ της προτάξεως και της αναφοράς. Ό Κούμας αποκαλεί τον προτακτικό τύπο ανταποδοτικό671
—
σύστοιχο δηλαδή τού ονόματος πού προς στιγμήν υποκαθιστά. Ή αδυναμία του να εξηγήσει πώς μπορεί να συσχετιστεί μορφολογικά ή περίοδος κείται Αχαιών
άνηρ, δς πρώτος ειο~ηλατο τείχος
με τήν περίοδο εκείνος 6 άνθρωπος, 6 οποίος ... εντοπίζεται ακριβώς στο σημείο
τομής της γραμματικής τού Κούμα με τήν παραδοσιακή γραμματική, καθώς άπό τήν τυπική διαφοροποίηση μεταξύ της γραμματικής και τής συντακτικής λειτουργίας, οπού ή τελευταία παραμένει
ονοματοκεντρική,
λειτουργίας και τής λογικής επέμεινε
οδηγούμαστε σύνταξης
στή
διαφοροποίηση μεταξύ
τής
συντακτικής
τού λόγου. Έ ν ώ ή τυπική γραμματική θεωρία
στή διάκριση μεταξύ τού οριστικού
και τού υποτακτικού άρθρου, ή
καθολική
γραμματική ανέδειξε τή συνδετική λειτουργία ώς το πάγιο και βασικό χαρακτηριστικό τών
6 6 7
Ό πραγματικός ορισμός (real definition) οφείλει α) να αποφεύγει τήν αμφισημία και β) να αποδίδει τήν ουσία
τοΰ προσδιοριζόμενου παρουσιάζοντας κάποια απο τα ουσιαστικά στοιχεία που άφοροϋν στις αίτιες, τον τρόπο σχηματισμού καί τή δομή τοϋ προσδιοριζόμενου. Το παράδειγμα τοϋ Κούμα «εκείνος ο άνθρωπος, ο όποιος ... » ικανοποιεί τήν πρώτη μόνο άπό τις δύο παραπάνω συνθήκες. 668
Ό συντακτικός ορισμός (syntactic definition) παριστάνεται άπό τή σχέση ισοδυναμίας Definiendum «• Definiens
καί έχει ώς βασικό χαρακτηριστικό τόν κανόνα της ανταλλαξιμότητας μεταξύ τοϋ οριζομένου και τού ορίζοντος. Χρησιμοποιείται στα τυπικά συστήματα για τήν εισαγωγή νέου ορού — πράξη πού έρχεται σε συσχέτιση με τή διαδικασία πρά>της δείξεως — καί για τήν αντικατάσταση άλλου συμβόλου ή συνδυασμού συμβόλων, δπως στην περίπτωση της προτάσεως «ορθογώνιο λέγεται τό τρίγο>νο πού έχει μία γωνία όρθη». 669
Σε αντίθεση προς τόν συντακτικό ό σημασιολογικός ορισμός (semantic definition) δεν χαρακτηρίζεται άπό την
άνταλλαξιμότητα οριζομένου—ορίζοντος, άλλα αναφέρεται στην περιγραφή τών χαρακτηριστικών τοϋ οριζομένου. Ώς περιγραφική πρόταση ή εκφώνηση (descriptive affirmation/uîterance/sentence), δ σημασιολογικός ορισμός είναι τύπος της αναφορικής δηλώσεως τού οριζομένου, όπως και ή αναφορά. 'Ένα παράδειγμα σημασιολογικού ορισμού είναι ή πρόταση «g δηλώνει την επιτάχυνση». 670
Ή ταύτιση τοϋ συντακτικού με τό σημασιολογικό ορισμό επιτυγχάνεται σε προτάσεις τοϋ τύπου «τρελός
είναι τό πιόνι πού κινείται στή σκακιέρα διαγώνια». Στή μορφή αύτη, ό ορισμός αποδίδει τις διαδικασίες πού εκτελούμε πάνω στό οριζόμενο αντικείμενο. 671
Ό χαρακτηρισμός τού προτακτικού άρθρου ώς ανταποδοτικού
δηλώνει πώς τό κύριο μέρος ενός
προσδιορισμού εντοπίζεται στή δευτερεύουσα πρόταση πού ακολουθεί τό οριζόμενο, και ή οποία χαρακτηρίστηκε άπό τόν 'Αλέξανδρο Άφροδισιέα ώς απόδοση («άποδεδομένος λόγος»), ό όποιος έχει
άναφορικότητα (προς τι)
•προς τό εκάστοτε οριζόμενο καί συνοδευόμενο άπό τό προτακτικό άρθρο· παράβαλε, 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, «Εις τό έκτον της Τοπικής 'Αριστοτέλους πραγματείας: Wallies, Μ. (έκδ.), Alexandri AphmdisiensL·; in Aristotelis topcoium tibms octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin, 1891, τ. 2.2, 4 6 2 , 1 .
170
άρθρων 6 7 2 . Καθώς τό σχήμα σύνδεσης των προτάσεων στο συνεχή λόγο στηρίζεται
στη
αναφορά τοΰ υποτακτικού άρθρου [Αίας δευτερεύουσας πρότασης προς το — θεωρούμενο ώς αρθρικό — προτακτικό τύπο μίας κύριας πρότασης άπό την οποία και εξαρτάται, ό συνδετικός αυτός χαρακτήρας συμπεριλαμβάνει τήν περίπτωση τοΰ υποτακτικού άρθρου. Γ Γ αυτό και ή μετάπτωσις,
στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, έχει στον Κούμα τήν έννοια της
γενικότερης μεταβολής τής γραμματικής συμπεριφοράς. Ή θεώρηση των αντωνυμιών ώς άρθρα συμπεριλαμβάνεται στο πλαίσιο αυτής τής προσέγγισης, καθώς ή συνάφεια μεταξύ τών άρθρων και τών αντωνυμιών 6 7 3 έχει ώς άξονα τον κοινό αναφορικό τους χαρακτήρα 6 7 4 .
'Ολοκληρώνοντας
τη
μελέτη
τοΰ
άρθρου,
συγκατηγορηματικές εφαρμογές του επί τών
μπορούμε
να
συνοψίσουμε
ονομάτων τού εί'δους τών
ουσιών.
τις "Οπως
διαπιστώσαμε, τό άρθρο μπορεί να συγκατηγορεϊται σε έναν ειδικό ορο α) κατά τήν
περίπτωση
απουσίας, του
ώς
δήλωση
μίας
ουσίας
άνευ
τής
δυνατότητας ορισμού της • β) ώς ειδοποιός διαφορά ενός ονόματος είδους άπό ενα γενικό όνομα* γ) ώς διαφορά είδους κατά το ποιόν* δ) ώς μέσο παραμετροποίησης ενός ειδικού όρου, όταν αυτός
φέρεται ώς
τό
υποκείμενο εμπειρικών κρίσεων καί, τέλος, 672
«'Αλλά δίά τι άραγε ώνομάσθη άρθρον; "Αρθρον εις τα ζωικά σώματα λέγεται ή δύω κώλων ενωσις ώς είναι
ό άγκών της χειρός. Τονομα 'τούτο με βάλλει εις υπο<\>ίαν μήπως δεν είναι μόνον τό άρθρον, αλλ' έχει καί άντίστοιχον άλλο το λεγόμενον υποτακτικόν, δς, ή, δ. Τό δεύτερον τούτο διαρθρόνει λόγον ατελή με τον προηγούμενον εντελή, τοΰ όποιου βάσις είναι τό υπό τοΰ προτακτικού άρθρου προσδιοριζόμενον όνομα, ή και άνάρθρως μεν φερόμενον, άλλ' υπό τοΰ μορίου τούτου δυνάμει διατιθέμενον οίον, Κείται άνήρ, 2ς πρώτος εϊσηλατο τείχος 'Αχαιών. Τό υποτακτικόν τόσον αναγκαίο*; απαιτεί τήν τοΰ προτακτικού πρΰπόθεσιν κατά τήν άρχαιαν δεικτικήν σημασίαν του, ώστ', επειδή έλησμονήθη αΰτη παντάπασίν, άναγκαζόμεθα υπό τής φύσεως αυτών τών πραγμάτων να παραλαμβάνωμεν επί τής ομιλούμενης γλώσσης δεικτικήν άλλην λέξιν τήν εκείνος λέγοντες, φέρ' ειπείν, εκείνος ό άνθρωπος, ο όποιος κ.τ.λ. Έχει λοιπόν τό άρθρον, εάν δεν άπατώμαι, δύω μέρη, ή δύω κώλα, προτακτικόν καί υποτακτικόν, ή ήγούμενον καί έπόμενον, ή άνταποδοτικόν καί άναφορικόν»· Κούμα, Κ., ένο'άν. τ. β ', σσ. 2 4 5 - 2 4 6 . 673
«... άρθρα είναι όλα τα άναγκαίως συναρμολογούμενα μόρια εις τάς αναφορικός λεγόμενος προτάσεις.
Δυνάμεθα λοιπόν να είπωμεν άρθρα ουσιαστικά, όποια avat τά κατ' εξοχήν ονομαζόμενα άρθρα· οίον, Ό , ός, ή, ή, υπό τών όποιων σημαίνονται ώρισμέναι καί δακτυλοδεικτημέναι τρόπον τινά ούσίαι· καί άρθρα ποσότητος, οίον, τόσος, όσος- καί ποιότητος, τοιούτος, οίος ... 'Αλλά και χρονικά άρθρα, τότε, δτε· καί τοπικά, εκεί, όπου· καί ολα τά σχετικά μόρια τά κατ' άναφοράν καί άνταπόδοσιν διαρθρούμενα, τών οποίων ή δύναμις είναι συνδεσμική, ώς άριστα μεν ό Βουτμάνος έπαρατήρησε επί τών μορίων οτε, οπότε»· Κούμα, Κ., ενθ' άν., τ. β ', σ. 2 4 6 . 674
Ή παρατήρηση αυτή έλκει τήν προέλευση της άπό τους Στωικούς γραμματικούς: «οι άπό της Στοάς άρθρα
καλούσι καί τάς αντωνυμίας, διαφέροντα δε τών παρ' ήμΐν άρθρων, η ταύτα μεν ώρισμένα, εκείνα δε άοριστώδη. και ον τρόπον, φασί, τό άρθρον &χώς νοείται ... ούτω xai τό εν τω λόγω άρθρον τον αυτόν τρόπον, καί 'Απολλόδωρος ό 'Αθηναίος καί ό θράξ Διονύσιος καί άρθρα δεικτικά τάς αντωνυμίας έκάλεσαν. § <Συν>ηγορεΐ δε αύτόΐς ό λόγος, καθό αί άντωνυμίαι καί άναφορικώς λαμβάνονται, καί τά άρθρα δε άναφοράν δηλοϊ.»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί αντωνυμίας [Hilgard, Alfr. (έκδ.), Apollonii Dyscoli: Quae Supersunt, ενθ' av., 5 , 1 3 - 2 1 .
171
ε) ως μέσο αναδείξεως της άντιπροσο.)πευτικότερης και εγκυρότερης σημασίας ενός ειδικού δρου μεταξύ των ενδεχομένων σημασιών του. Ή εξέταση του άρθρου άπα τον Κούμα αναπτύσσεται γύρω από τον προσδιορισμό των δυνατών σχέσεων μεταξύ του προτακτικού άρθρου και τοΰ ονόματος. Ό συγκατηγορηματικός ρόλος τού άρθρου είναι αυτός τοΰ οριστικού σημείου, ενώ ή πρόσκτηση τών παρεπομένων τού γένους, τού αριθμού και της πτώσεως είναι αποτέλεσμα της γραμματικής έλξης την οποία το άρθρο υφίσταται από το όνομα. Ή συγκατηγορηματική λειτουργία τού άρθρου ως σημείου ορισμού έγκειται στη γλωσσική εκφορά τής κατ' αίσθηση δείξεως — τής επίδειξης μέσω τής γλωσσικής περιγραφής δηλαδή μιας πρωτογενούς αντίληψης ενός αντικειμένου, το όποΓο είτε στερείται κυρίου ονόματος είτε εμείς δεν γνωρίζουμε το ονομά του είτε απλώς δεν είναι παρόν γι' αυτό και το άρθρο εφαρμόζεται πάνω σ' εκείνον τον ορο πού δηλώνει το είδος ή το γένος τού αντικειμένου δείξεως. Ή σημασιολογική εξέλιξη άπό τή μετά δείξεως εκφώνηση ούτος 6 ποταμός στην εκφώνηση ο ποταμός δηλώνει τή διαδικασία ορισμού τού αντικειμένου (έν προκειμένω τού συγκεκριμένου ποταμού) ώς διαδιακασία αναγωγής τού ονόματος που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του άπό τό επίπεδο τού γένους ή τού είδους σ' αυτό τής ατομικής ουσίας. Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση στην πρώτη εκφώνηση ο ποταμός είναι αντικείμενο πρώτης δείξεως
και άμεσης γνώσης, ενώ
στή δεύτερη
είναι
αντικείμενο
δεύτερης δείξεως και επαναφέρεται ώς ήδη γνωστό και με περιορισμένο τό εύρος σημάνσεως του. Κατά τήν εξέλιξη τών γλωσσών, ή λειτουργία τής δεύτερης δείξεως μετατέθηκε στις δεικτικές αντωνυμίες· γι' αυτό και ή λειτουργία τού άρθρου ώς πρσδιοριστικού (determiner) θεωρήθηκε άπό τόν Κούμα πώς επιμερίστηκε στην οριστική και στην απροσδιόριστη μορφή εκφοράς τού σημαινόμενου τού ονόματος. Συμπερασματικά λοιπόν τό προτακτικό άρθρο θεωρούμενο ώς καθ' εαυτό δεν
έχει
αναφορικό χαρακτήρα, καθώς δεν φαίνεται ικανό να συνάψει αναφορικές σχέσεις· όταν ωστόσο προσφέρει συμπληρωματικές πληροφορίες σε Ινα όνομα ουσίας — όταν δηλαδή τού προσφέρει τήν αναφορική του όυνατοτητα 0 ' 3 — επηρεάζει τον (ίαυμο ακριοειας με τον οποίο τό όνομα αυτό προσδιορίζει τό σημαινόμενο του - ώς προς αυτό λοιπόν τό στοιχείο υφίσταται ή συγκατηγορηματική λειτουργία τού άρθρου ώς προσδιοριστικού τού ονόματος ουσίας. γ . Οι συγκατηγορηματικές δυνατότητες τής αντωνυμίας. Τό Περί συντάξεως τοΰ 'Απολλώνιου τού Δύσκολου — ε'ργο όχι συντακτικής περιγραφής αλλά εξήγησης τών επιμέρους χαρακτηριστικών πού υφίστανται στις συντακτικές δομές τής ελληνικής
γλώσσας 6 7 6 — συνιστά
τό σημείο
καμπής στην
εξέλιξη
τής
μελέτης
τής
Παράβολε τή διατύπωση του 'Απολλώνιου του Δύσκολου: «ου γαρ δήγε τα δνόμιατα εξ αυτών άναφοράν παρίστησιν, ει μη συμπαραλάβοιεν το άρθρον, ου εξαίρετος έστιν ή αναφορά»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί συντάξε<ος [Hilgard, Alfr. (έκδ.), Apollonii Dyscoli: Que Supersunt, ενθ' av., τ. 2.2], 25,11-12. 676 Robins, R. H., Σύντομη 'Ιστορία τηζ Γλωσσολογίας, μτφρ. 'Αθηνάς Μουδοπούλου, Νεφέλη/Γλωσσολογία 3, Ά&ηνα 1989, σ. 6 1 .
172
άντωνυμικής λειτουργίας, καθώς έκτος από τή λειτουργία της υποκατάστασης ονόματος (το άνθυπάγεσθαι) αναγνωρίζεται επίσης στις αντωνυμίες ή διαφορική λειτουργία της απόδοσης επιπλέον σημασιών — ή λειτουργία δηλαδή τοΰ συμπεριλαμ(>άνεσϋα£ΊΊ.
Στο
πλαίσιο της
λατινικής γραμματικής παράδοσης βαρύνουσα είναι ή παρατήρηση τοΰ Priscianus πώς ή αντωνυμία έχει τήν χαρακτηριστική ιδιότητα να δηλώνει τήν ουσία χωρίς ταυτόχρονη δήλωση ποιότητας 6 7 8 , έποψη πού προέρχεται από τήν παρατήρηση τοΰ Απολλώνιου τοΰ Δύσκολου πώς ή αντωνυμία λειτουργεί οχι μόνο ως υποκατάστατο τοΰ ονόματος, άλλα και ώς λέξη πού δηλώνει μία ουσία χωρίς να δηλώνει κάποια ιδιότητα τ η ς 6 7 9 . Αυτές οι δύο επισημάνσεις αντιπροσωπεύουν το βάθος τής φιλοσοφικής θεώρησης στο όποιο έφθασε ή μελέτη των αντωνυμιών από τους γραμματικούς. Στην ενότητα αυτή θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στα σχόλια
τοΰ Κωνσταντίνου
Κούμα ώς προς τή
λειτουργία
τών
αντωνυμιών. Οι αντωνυμίες διακρίνονται από τον Κούμα στις πρωτότυπες ονομάζονται ουσιαστικές ή προσωπικές, και στις παράγωγες,
εγώ,
αν, ος, οι όποιες
πού μπορούν να οργανωθούν
κατά το ακόλουθο σχήμα: ΑΝΤΩΝΥΜΊΕΣ δεικτικές τοϋ εγγύς :
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ούτος
δεικτικές τοΰ πόρρω : εκείνος αναφορικές :
αυτός
αόριστες :
τίς, ποιος, ποσός
ερωτηματικές :
τίς, ποίος, πόσος
κτητικές : εμάς, σός, έός σύνθετες : έμαυτόν αμοιβαίες : αλλήλων, άλλήλοις, αλλήλους
Ό Κούμας δεν διευκρινίζει σε τί ακριβώς έγκειται ό συγκατηγορηματικός χαρακτήρας τών προαναφερομένων αντωνυμιών αρκείται μόνο να τονίσει πώς οι αντωνυμίες τών τάξεων τίθενται «παρά τάς πρωτοτύπους»
680
παραγώγων
, πώς συνιστούν δηλαδή προσδιοριστικά τών
677
«Έπεί ουν τα υπόλοιπα τών μερών τοϋ λόγου ανάγεται προς τήν τοΰ ρήματος και τοϋ ονόματος σύνταξιν, εξ ης και τήν τοϋ ονόματος έ'σχεν θεσιν, διαλαβεϊν περί εκάστου τοϋ τε συμπεριλαμβανομένου και τοΰ άνθυπαγομένου ή και συμπαραλαμβανομένου, ώς αί άντωνυμίαι αντί τών ονομάτων και μετά τών ονομάτων, και ετι αί μετογαι αντί τών ρημάτων και μετά τών ρημάτων, και επί τών έξης μερών τοϋ λόγου»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί συντάξεως, έ'νο'άν., τ. 2.2], 33,9—34,2. 678
«Substantiam significat sine aliqua certa qualitate»· Keil, Η., (έκδ), Prisdam Grammatid Caesmensis: Institutionum Gramamticanim Uan XVm, Grammatici Latini, Leipzig 1855-1923, τ. 2, βιβλίο 13, σ. 19 (VI.29) και σ. 20(VI.31). Ή προέλευση της παρατηρήσεως τοϋ Priscianus εντοπίζεται στο έργο 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί αντωνυμίας [Hilgard, Alfr. (έκδ.), ενθ'av.], 33b.
679
«... δια μέντοι της άντωνυμικής συντάξεως της μεν ουσίας έπιλαμβανόμεθα, της δε έπιτρεχούσης ιδιότητος κατά τήν τοϋ ονόματος θέσιν ούκέτι»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί συντάξεως, ενθ' άν., 102, 1—3. 680
Κούμα, Κων., ενβ'άν., τ. β ', σ. 248.
173
ονομάτων — κάποια άπό αυτά προθετικά — ακόμα και κατά τή σύναρθρη εκφορά τοΰ ονόματος, όπως π.χ. στην περίπτωση της έκφωνήσεως ούτος 6 άνθρωπος. Βασική θεωρεί τη διάκριση μεταξύ της αναφορικής λειτουργίας των αναφορικών κυρίως αντωνυμιών και τής εν γένει συντακτικής λειτουργίας των αντωνυμιών. Πιστεύει πώς ή συντακτική λειτουργία τών αντωνυμιών προ'ύφίστατο τής αναφορικής, καθώς οι τύποι εγώ
και αν συνιστούν
τα
υποκείμενα ή κατηγορούμενα τών κυρίων προτάσεων. Ή διάκριση ανάμεσα στην αναφορική και τή συντακτική λειτουργία τών αντωνυμιών είναι στην πραγματικότητα διάκριση μεταξύ opcov δευτέρας και πρώτης δείξείυς — ή , αλλιώς, μεταξύ ορών αναφορικών και οριστικών — ή πάλι μεταξύ ορών προθετικών και υποτακτικών. Στην πραγματικότητα ή φύση τών τελευταίων αποτελεί και το σημείο στο οποίο ο Κούμας εστιάζει τήν εξέταση τών αντωνυμιών. Ot αντωνυμίες τών παραγώγων στή
χρήση
τους
ως
προθετικά
ή
υποτακτικά
στοιχεία
τοΰ
τάξεων
άποτεΚουΊ
λόγου
δυνάμει
συγκατηγορηματικούς ορούς. Οι παράγωγες αντωνυμίες μπορούν επίσης να θεωρηθούν κατ' αυτήν τή διάσταση τους ως έντάξιμες στα καθολικά στοιχεία τής γλώσσας. Για παράδειγμα τύποι όπως ούτος, εκείνος, και αυτός
συνυποδηλώνουν
έκτος τής σημάνσεως
κάποιου
681
συγκεκριμένου προσώπου συγχρόνους μία παράμετρο χώρου (απόσταση) , μία νοητική πράξη μειώσεως (reductio) του πλάτους εννοίας ενός γενικού ορού με σκοπό τή δήλωση
μιας
ατομικής ουσίας, άλλα και μία δήλωση τού σημαινόμενου τού ονόματος ως όλου. Κατά παρόμοιο τρόπο οι τύποι τής αόριστης αντωνυμίας τις, ποιος, και ποσός, πέραν τής αναφοράς προς το όνομα πού υποκαθιστούν, συνυποδηλώνουν και έ'ναν βαθμό όριστικότητας. Στην πραγματικότητα ή βασική διαφορά μεταξύ τής τυπικής γραμματικό—συντακτικής θεωρήσεως τών αντωνυμιών και της εξέτασης τους στό πλαίσιο τής καθολικής γραμματικής εντοπίζεται στή σχέση πού ένας άντωνυμικάς τύπος μπορεΐ να συνάπτει με τό οριστικό άρθρο ενός ονόματος. Για τήν τυπική γραμματική άρθρο και αντωνυμία αποτελούν διακριτά 682
μέρη τού λόγου . Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, είναι ανάγκη νά διευκρινιστεί πώς
OXOLV
λέμε δτι
ή αντωνυμία χρησιμοποιείται ώς υποκατάστατος τύπος τού ονόματος, εννοούμε απλώς πώς υπό ορισμένες περιστάσεις
χρησιμοποιείται στή θέση ονόματος — σε καμία περίπτωση, φερ'
ειπείν, ή αντωνυμία σέ στην πρόταση σε βλέπω δεν μπορεί νά υποκαταστήσει τό υποκείμενο όνομα π.χ. τής προτάσεως 6 Γεώργιος
Αθανασίου
βλέπει
τό Νικόλαο
683
Παπαδημητρίου .
Κατά συνέπεια ή απροσδιοριστία παραμένει ουσιαστικό χαρακτηριστικό τών αντωνυμιών. Για τήν καθολική γραμματική αντιθέτως, συγκεκριμένοι τύποι αντωνυμιών μοιράζονται με τό 81
Ό John Lyons, θεωρώντας ώς άξονα έκδίπλωσης τής δείξεως το εδώ και τώρα, διακρίνει ανάμεσα στή λεκτική δείζη, οπού ή δήλωση άφορα τον τόπο και το χρόνο τής εκφώνησης, και τή γνωστική δείξη, που άφορα στον τόπο και στό ·χρόνο τής νοητικής πράξεως· Lyons, J., Γλωσσολογική σημασιολογία, μετάφραση Γ. 'Ανδρουλάκη, επιμέλεια Γ. Καρανάσιου, Πατάκης, "Αθήνα 1999, σ. 334. «εκείνο ουν αντωνυμία, τό μετά δείξεως ή αναφοράς άντονομαζόμενον, ω ου σΰνεστι τό άρθρον»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί Συντάξεως, ενθ' av., 138,10-11. 683 Παράβολε και Jespersen Ott., The Philosophy of Grammar, The Chicago Univeisity Press 1992, σ. 82.
174
οριστικό άρθρο τη φύση [Αίας συγκατηγορηματικής λειτουργίας. Συνοψίζοντας οι αντωνυμίες σύμφωνα με τον Κούμα έχουν άντωνυμικο χαρακτήρα υπό τη στενά γραμματική έννοια τοΰ ορού, μόνο όταν λειτουργούν ως υποκατάστατα ονόματος, και οχι δταν βρίσκονται πριν από το δνομα ουσίας. Σ τ ή δεύτερη περίπτωση
υιοθετούν
α) γραμματικά έναν
επιθετικό
684
χαρακτήρα ό οποίος, όπως και ό χαρακτήρας τού άρθρου , ταυτίζεται με τή λειτουργία τού προσδιοριστικού και β)
συντακτικά έναν
συγκατηγορηματικό χαρακτήρα, καθώς μας
παρέχουν επιπλέον πληροφορίες για την ουσία πού δηλώνεται άπο το δνομα. γ . Οί συγκατηγορηματικες διαστάσεις τών αριθμητικών ονομάτων. Στην περίπτωση τών αριθμητικών, το αναπάντητο άπο τόν Κούμα ερώτημα σχετικά με το λόγο για τόν όποιο αυτά συνεξετάζονται
μαζί με τις αντωνυμίες, μας θυμίζει την
προτροπή τού Jespersen νά θεωρηθούν τα αριθμητικά ως ύποτάξη τών αντωνυμιών 6 8 5 . Σ τ ή βάση τής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό βρίσκεται ή τυπικά φιλοσοφική διάκριση μεταξύ τών πρωταρχικών και τών δευτερευόντων μελών μιας ονοματικής φράσης 6 8 6 · Σ τ ή συνέχεια θα προσπαθήσουμε νά αναπτύξουμε αυτή τή φιλοσοφική διάσταση
τών
αριθμητικών,
παραθέτοντας και αναδιοργανώνοντας τις σχετικές παρατηρήσεις τού Κούμα. 'Οφείλουμε ωστόσο εκ τών προτέρων νά σημειώσουμε πώς ό συγκατηγορηματικός χαρακτήρας τών αριθμητικών καθίσταται εμφανής, αν λάβουμε υπ' όψιν πώς ή αρίθμηση (enumeratio) συνιστά πράξη ατελούς ορισμού μίας έννοιας, ή οποία παρουσιάζει μέρος τών υπαγομένων της εννοιών 6 8 7 . Ό
Κούμας συμπεριλαμβάνει στην τάξη τών αριθμητικών τους λεκτικούς
εκείνους
τύπους, οι όποιοι συγκατηγορούν κάποιες αριθμητικές πληροφορίες σε ένα όνομα ουσίοις. Οι αριθμητικές αυτές πληροφορίες αφορούν οχι τό εκάστοτε προσδιοριζόμενο όνομα εφ' εαυτό, αλλά τήν περιστασιακή έκφανση του στις συγκεκριμένες περιστάσεις τού χρόνου και τού τόπου, κατά τις όποιες ή ουσία πού δηλώνεται από ένα όνομα υποπίπτει στην αντίληψη 684
Παράβαλε τή διάκριση του 'Απολλώνιου του Δύσκολου, σύμφωνα με τήν οποία «το άρθρον μετ' ονόματος, και ή αντωνυμία άντ' ονόματος»· 'Απολλώνιου Άλεξανδρέως, Περί αντωνυμίας [HJlgard, Alfr. (έκδ.), ενθ' av., 8,12-13. «Τα αριθμητικά Θεωρούνται συχνά ώς ξεχωριστό μέρος τοΰ λόγου· θα ήταν, πιθανώς, ορθότερο νά τα εξετάζουμε ώς ξεχωριστή ύπο-τάξη τών αντωνυμιών, με τις όποιες παρουσιάζουν κοινά στοιχεία»· Jespersen Ott., ενθ'άν., σ. 85. Ό Jespersen στηρίζει τήν έποψη αύτη στον αόριστο χαρακτήρα της άντωνυμχκής φύσεως, στή χρήση δηλαδή τών αντωνυμιών ώς αόριστων άρθρων, όπως ό αγγλικός τύπος one σε φράσεις τής μορφής one never knows. Με αφετηρία τή θέση αυτή, μπορεί κανείς νά θεωρήσει ώς άντ&>νυμίες α) τα αόριστα αριθμητικά many και few — καθώς από λογικής πλευράς αυτά συγκατατάσσονται με τους τύπους all καΐ some, β) τα αρνητικά μόρια none και no — τα οποία συνήθως Θεωρούνται ώς αόριστες αντωνυμίες, και γ) τους επιρρηματικής φύσεως ποσοτικούς τύπους much και little. 686
Παραδείγματος χάριν, στην φράση πολύ ζεστός καψός ό λεκτικός τύπος καιρός είναι ό πρωταρχικός δρος, ενώ οί τύποι πολύ και ζεστός είναι οί δευτερεύοντες εξαρτώμενοι. 687
Βορέα, Θ., Λόγχη, 'Αθήνα 1932, σ.180.
175
μας 6 8 8 . Κ α τ ' αυτήν την έννοια τα απλώς τριάκοντα
αριθμητικά
δεν αποδίδουν άπλα έ'να ορισμένο
όπως π .χ. οι τύποι πέντε
αριθμό δντων
ή
689
αντικειμένων ,
και αλλά
συγκατηγορούν τις άπαριθμούμενες ουσίες ώς ταυτότητες στην προσετ^ βαθμίδα τοΰ είδους η τοΰ γένους στην οποία εμπεριέχονται. Ό τύπος π.χ. τριάκοντα
σώματα είναι δυνατόν να
συμπεριλαμβάνει δέκα ζώα, δέκα φυτά και δέκα λίθους. Ή αριθμητική περιγραφή
πέντε
άνθρωποι δεν δηλώνει το πλήθος πέντε ειδών ώς μονάδων, καθώς τότε ή αντίληψη της αριθμητικής περιγραφής θα λάμβανε ώς βάση τήν μονάδα τοΰ ενός ατόμου και θα προέκυπτε από διαδικασίες παραγωγής και πολλαπλασιασμού 6 9 0 . 'Αντιθέτως αυτό πού δηλώνεται με τή συγκεκριμένη έκφραση, είναι τα πέντε μέλη τού ιδίου εΓδους, θεωρουμένου αυτού ώς ενός 6 9 1 . Ή
αριθμητική περιγραφή πέντε
ένα
διάκρισης
(χωριστόν), που εκπροσωπείται από τό αριθμητικό σκέλος τής εκφράσεως (πέντε
από τους
άνθρωποι περιλαμβάνει
δύο στοιχεία:
ανθρώπους), καί έ'να στοιχείο αναγωγικής ταυτοποίησης στο συμπαγή και ενιαίο χαρακτήρα τού είδους, θεωρουμένου ώς ενός. Εύκολα αντιλαμβανόμαστε πώς τόσο τα δύο σκέλη τής παραπάνω αριθμητικής περιγραφής — δηλαδή οι λεκτικοί τύποι πέντε και άνθρωποι — άλλα και ευρύτερα ή παραδοσιακή σε σύγκριση με τήν καθολική γραμματική προτείνουν δύο διαφορετικές εκφορές τής σχέσεως μεταξύ τών τύπων πολλά
και έ'ν. Ή διάσταση είναι
σαφώς επιστημολογικής υφής: όταν ό Κούμας σημειώνει πώς «τα μέν απλώς αριθμητικά φανερόνουν ή ομοειδή άτομα, ή ομογενή είδη» 6 9 2 , υπερβαίνει τήν έννοια τού αριθμού ώς ποσότητας, δπως τήν όρισε b Immanuel Kant 6 9 3 . 'Αντίθετα άπό αυτόν ό Κούμας εξετάζει τα αριθμητικά σε σχέση προς τον τρόπο κατηγόρησης τού όντος πού εκφράζεται άπό τό όνομα τής αριθμητικής περιγραφής. Δηλαδή, τό ολο θέμα άφορα τήν απόδοση ενός αριθμού στην οντολογική υπόσταση τού είδους ή τού γένους μίας ουσίας. Όδηγούμαστε κατ' αυτόν τον τρόπο στή θεώρηση τού αριθμητικού ώς προσδιοριστικού (προς τι) ενός ονόματος είδους ή
688
Αυτό είναι και το νόημα τών αριθμητικών κατά τον τρόπο μέ τον όποιο ορίζονται άπό τόν Κούμα: «άριθμητικόν όνομα είναι τό σημαίνον τήν έ'κτασιν και τό πλάτος ιδέας τίνος προσδιοριζόμενης άπό περιστάσεις»Κούμα, Κων., ενθ'av., τ. β ', σ. 249. 689 Αύτη είναι ή θέση της παραδοσιακής γραμματικής. Παράβολε σχετικά Οικονόμου Μιχ., Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, θεσσαλονίκη 1974, σ. 112. 690
Αύτη είναι ή συνήθης ερμηνεία τών απολύτων αριθμητικών στην παραδοσιακή γραμματική. Ή προσέγγιση αυτή υπάγεται στην εμπειρική διαχείρηση του θέματος τών αριθμητικών. 691
Γιά τό εν εν τάς πολλοίς παράβαλε Γεωργούλη, Κ. Δ., Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Παπαδήμας, 'Αθήνα 1994, σ. 200. 692
693
Κούμα, Κων., ένθ'άν., τ. β ', σ. 249.
«'Αλλά τό καθαρό σχήμα τοΰ μεγέθους (quantitatis = ποσότητας) ώς έννοιας τοΰ νοϋ είναι ό αριθμός ((fie Zahl), ό οτνϊνας είναι μία παράσταση πού συμπεριλαμβάνει τη διαδοχική πρόσθεση τής μονάδας στή μονάδα (ποΰ είναι ομοειδείς). "Αρα ό αριθμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή ενότητα τής συνθέσεως τοΰ πολλαπλού μιας ομοειδούς εποπτείας έν γένει άπό τό γεγονός ότι γεννώ τό χρόνο τόν ίδιο στην πρόσληψη τής εποπτείας»· Kant, faim., Κριτική του καθαρού λόγοι), εισαγωγή-μετάφραση—σχόλια 'Αν. Γιανναρά, Παπαζήσης 1979, τ. 2, σσ. 162-163.
176
γένους, το οποίο μας δίνει επιπλέον πληροφοριακά στοιχεία για το μέτρο αυτού τοϋ είδους ή τοϋ γένους. Συνεπώς οϊ λεκτικοί τύποι πού απαρτίζουν την αριθμητική περιγραφή
πέντε
άνθρωποι πρέπει να θεωρηθούν συνολικά ως απλώς φωνή, στην οποία το καθ' εκαστον άπα τα πέντε μέρη της πρέπει να αναχθεί στο δλον είδος άνθρωπος. Ίο ότι ό Κούμας αποκαλεί τα απόλυτα αριθμητικά άπλα και όχι — δπως ή τυπική γραμματική — απόλυτα, στο νού μας τη μελέτη των αριστοτελικών Κατηγοριών
επαναφέρει
άπα τον Πορφύριο. Ή θέση τού
Κούμα, σύμφωνα με τήν οποία τα αριθμητικά δέν δηλώνουν τα άτομα — δηλαδή τις μονάδες — ως ειδοποιό διαφορά ή ώς διαφορά γένους, φαίνεται να σχετίζεται με τήν παρατήρηση τού Πορφυρίου, πώς «τα μεν είδη ει και κατά πλειόνων κατηγορείται άλλ' ου διαφερόντων τ ω εΓδει άλλα τ ω αριθμώ- ό γαρ άνθρωπος είδος ων Σωκράτους και Πλάτωνος κατηγορείται, οι ου τω ειδει διαφέρουσιν αλλήλων
άλλα τ ω αριθμώ, ... το δε γένος
ούχ ενός
είδους
694
κατηγορείται άλλα πλειόνων τε και διαφερόντων» . Οι αριθμητικές πληροφορίες λοιπόν οι όποιες συνδηλώνονται άπο το αριθμητικό σκέλος τών απλώς αριθμητικών, αφορούν τα μέλη μίας τάξεως ατόμων ή ειδών
ωστόσο δεν παρουσιάζουν αυτομάτως τα μέλη αυτά ώς
ομοειδή άτομα ή ώς ομογενή είδη, ό'πως πρεσβεύει ή παραδοσιακή γραμματική. Ό σκοπός άρα της χρήσης τών απλών αριθμητικών φαίνεται να είναι κατά τον Κούμα όχι απλώς ή περιγραφή, άλλα ή κατονομασία υπό τό αυτό όνομα διαφορετικών μελών της ίδιας τάξεως. Ποια είναι όμως ή ανάγκη ανάδειξης τού είδους ή τού γένους στα απλώς αριθμητικά; — ή αλλιώς ποιες είναι ακριβώς οϊ συγκατηγορηματικές λειτουργίες
τών αριθμητικών αυτών
τύπων; Σίγουρα εκείνο τό οποίο ό Κούμας υπαινίσσεται, άλλα δέν καταδεικνύει επαρκώς, είναι πώς ή ουσία πού δηλώνει τό όνομα μίας αριθμητικής περιγραφής είναι άμερές, πώς πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ τής αριθμητικής μονάδος και τοϋ ενός και πώς ή δυνατότητα μερισμού τού ένος υφίσταται μόνον στο πλαίσιο κατονομασίας και όχι στην πραγματικότητα, καθώς ένα είδος ή γένος δέν απαρτίζεται ώς εν άπο όλα τα μέλη τής υπαγόμενης τάξης του, άλλα είναι όλα αυτά τα μέλη ώς λόγος και αρχή. 'Άπο τακτικά
τις υπόλοιπες τάξεις τών αριθμητικών, τις οποίες κατονομάζει ο Κούμας, τα (π.χ.
αριθμητικά
δηλώνουν
πέμπτος)
τήν
ουσία ενός
εκφέροντας
ονόματος
συγχρόνως στοιχεία πού αφορούν τον «τόπο» (δηλαδή τη σειροθέτηση) μίας ουσίας αλλά και «τήν πληθύν τών προηγουμένων τόπου τινός» 6 9 5 αναλογικά αριθμητικά χρονικά αριθμητικά
(π.χ. τριπλάσιος)
(π.χ. δεκατάϊος)
μεταξύ άλλων
ομοειδών
ουσιών.
Τα
δηλώνουν τις σχέσεις ποσού μεταξύ δύο ουσιών. Τα
δηλώνουν χρονική τάξη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο
παρουσιάζει ή τάξη τών απροσδιορίστων — όπως τήν αποκαλεί ό Κούμας — αριθμητικών, ή τάξη
δηλαδή
τών
αριθμητικών
προσδιοριστικών
πού συγκατηγορούν
στην
επονομαζόμενη ουσία κάποια αριθμητική ποσότητα, ή οποία ωστόσο δέν
694
Πορφυρίου, Εισαγωγή, ενθ' άν., 2,25-3,5.
695
Κούμα, Κων., ενθ'άν., τ. β \ σ. 249.
εκάστοτε
διευκρινίζεται
177
πλήρως. Πρόκειται για τήν πλέον χαρακτηριστική τάξη των συγκατηγορημάτων, στην οποία εντάσσονται: α) οι τύποι της αόριστης αντωνυμίας πολλοί, ολίγοι, πάντες, τινές, και κάποιοι· β) οι επιμεριστικοί τύποι της αόριστης αντωνυμίας πάς, ου πάς, ουδείς, και τις, όταν προσδιορίζουν κατά τή σύνθεση λόγου το υποκείμενο μίας προτάσεως και γ ) οι επιμεριστικοί
τύποι της
αόριστης
αντωνυμίας
έκαστος,
και έτερος.
εκάτερος,
Στην
τελευταία περίπτωση ή συμπερίληψη μαζί με τον τύπο πάς των αρνήσεων ου πάς και ουδείς696 προέρχεται φυσικά από τή μελέτη του Ι7ερ« 'Ερμηνείας του 'Αριστοτέλους και τους τρεις συγκατηγορηματικούς ορούς (πας, άπας, ου) που αυτός αναγνώρισε. γ . Οΐ συνδεσμικές σχέσεις. Προτού περάσουμε στή εξέταση της συγκατηγορηματικής λειτουργίας τοϋ χρόνου και της έγκλίσεως ενός ρήματος, πρέπει να αναφερθούμε εν ολίγοις στή συνδεσμική λειτουργία, ούτως ώστε νά διακρίνουμε ανάμεσα στή καθαρή ρηματική φύση, πού είναι ή συνδετική, και στα συγκατηγορηματικά στοιχεία πού συμπληρώνουν τήν κατηγορική λειτουργία. Κ α τ ' αρχήν πρέπει να επισημάνουμε πώς αν ανατρέξουμε στις διαφοροποιήσεις πού ή γραμματική τάξη τοϋ συνδέσμου δέχθηκε κατά τήν εξέλιξη της ελληνικής θεωρίας της γλώσσας, θα αντιληφθούμε πόσο ρευστή ώς προς το περιεχόμενο της είναι ή γραμματική αυτή τάξη. Άρκεϊ νά αναφέρουμε πώς ό 'Αριστοτέλης
συμπεριέλαβε
στην τάξη
των
697
συνδετικών στοιχείων του λόγου τις αντωνυμίες, τα άρθρα και πιθανώς τις προθέσεις , ενώ οι Στωικοί περιόρισαν σημασιολογικά τον σύνδεσμο στην περιγραφή μόνο τών άκλιτων μερών τοΰ λόγου, δηλαδή τοϋ συνδέσμου και της προθέσεως, και ενέταξαν τα κλιτά μεταβλητά συνδετικά στοιχεία τοϋ άρθρου και της αντωνυμίας στην τάξη τών άρθρων. Για τόν Κούμα, αν τό όνομα και το ρήμα αποτελούν τήν υλη τοϋ προτασιακοϋ λόγου, ή λειτουργία τοϋ συνδέσμου — τοϋ συνδετικού δηλαδή ρήματος - συνιστά τήν ψυχή λόγου
698
του
. Ή ανάπτυξη της προτάσεως 6 άνθρωπος φιλοσοφεί στή μορφή 6 άνθρωπος είναι
φιλοσόφων, υποθάλπει τή θέση πώς ή λειτουργία κάθε μεταβατικού ρήματος μπορεί νά αναλυθεί στή συνδεσμική λειτουργία (εστί) (φιλοσόφων).
και στον τύπο εκφοράς της ιδιότητας της
Στον ορισμό τοϋ ρήματος πού παραθέτει ό Κούμας
699
και στον όποιο ή
ακολουθία 'υποκείμενο + ιδιότητα' αναδεικνύεται ώς ή δομική προτασιακή μορφή τοϋ λόγου, ώς σύνδεσμος μπορεί νά εκληφθεί εί'τε το μόριο καταφάσεως, δηλαδή τό έννούμενο ναι, εΓτε το μόριο αποφάνσεως, δηλαδή τό αρνητικό ου. Σύμφωνα με τόν Κούμα, «σύνδεσμος είναι 696
Αυτόθι, σ. 250.
697
Παράβολε 'Αριστοτέλους, Τέχνη ρητορική [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle: The Art of Rhetoric, Loeb Classical library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926], 3.5. 698 Κούμα, Κων., εν0'«ν., τ. β ', σ. 2 3 1 . ° " « Ιτημα είναι μέρος λογού, το οποίον φανερονει ιοεας χαρακτήρα αναγκαιον η ενοεχομενον, ω< κατηγόρημα υποκείμενου ορού προτάσεως, περιέχον συνεπτυγμένο^ς και τόν σύνδεσμον, δςτις το συνάπτει με το υποκείμενον»- Κούμα, Κ., έ'νο'άν., τ. β ', σ. 251—2.
178
λόγου μέρος, δια τοΰ όποιου συνδέονται πολλαί προτάσεις προς άλλήλας, και άποτελοΰσιν όλον τι περιεκτικόν συλλογισμών, περιόδου, και ολοκλήρων συνθέτων λόγων. Είναι λοιπόν λογική τις ενωσις των άλληλοδιαδόχως προβαινουσών ιδεών κατά τον χαρακτήρα της αυτών καθολικότητος και ύπαλληλίας και συναλληλίας έπαισθητώς έκτεθιμένη δια τοΰ προφορικού λόγου» 7 0 0 . 'Από το απόσπασμα αύτο καθίσταται εμφανές πώς ή λετουργία τών συνδέσμων εντοπίζεται
οχι
άπλα
ως
γραμματική συσχέτιση
μεταξύ
τοΰ
υποκειμένου
και
τοΰ
κατηγορουμένου μίας προτάσεως, άλλα στην ευρύτερη σύνθεση κατηγορικού λόγου, δπου οι προτάσεις φέρονται ώς μέλη τών σύνθετων κατηγορικών κρίσεων. 'Από τις παρατιθέμενες στον επόμενο πίνακα πιθανές σχέσεις μεταξύ συνδεομένων προτάσεων αξίζει να σημειωθεί πώς ή λογική συμφωνία ώς συνδεσμική σχέση δύο προτάσεων μπορεί να αναλύεται είτε ώς απλή συμπλοκή λόγου είτε ώς σχέση όμοιώσεως είτε τέλος ώς σχέση αναλογίας. ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ιπιμφωνία
συμπεπλεγμένες
» »
όμοιωματικές
άντίφασις
αντιφατικές
κατ' ενδοσιν & έναντίωσιν
ένδοτ/κές-έναντ/κές
διάζευξη
διαζευκτικές
αιτιολόγηση
αιτιολογικές
υπόθεση
υποθετικές
χρονική
χρονικές
αναλογικές
"Οπως αντιλαμβανόμαστε, μία τέτοια προσέγγιση τοΰ συνδέσμου ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο διερεύνησης τών συγκατηγορηματικών ορών αν μάλιστα λάβουμε υπ' όψιν τα δσα ό Κούμας τονίζει στο παραπάνω απόσπασμα, ή λειτουργία τοΰ συνδέσμου έχει ώς πεδίο εφαρμογής της τή διευκρίνιση της σχέσεως μεταξύ τών ουσιών πού σε κάθε μία άπό τις συνδεόμενες προτάσεις εντοπίζονται στή θέση τοΰ υποκειμένου. γ . H συγκατηγορηματική λειτουργία του ρηματικού παρεπομένου του χρόνου. Λαμβάνοντας ώς αφετηρία τις σχετικές παρατηρήσεις τοΰ Κούμα 7 0 1 , προσπαθήσαμε να οργανώσουμε τις συγκατηγορηματικές δυνατότητες πού παρουσιάζουν οι ρηματικοί χρόνοι στό διάγραμμα πού ακολουθεί. Στον πίνακα αυτόν ή στήλη 'τυπικοί χρόνοι' αναφέρεται στή διάκριση τών χρόνων τοΰ ρήματος στό πλαίσιο της τυπικής γραμματικής παράδοσης, ενώ ή στήλη 'καθολική διάταξη' αντιπροσωπεύει τις καινοτόμες για τα ελληνικά γραμματικά δεδομένα προτάσεις τοΰ Κωνσταντίνου Κούμα:
700
Αυτόθι, σσ. 268-69.
701
Αυτόθι, ασ. 254-257.
179
ΒΑΣΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Ένεστώς
» »
ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΪΤΙΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
αόριστος ένεστώς
απόλυτη
—
—
τέλειος ένεστώς
σχετική
γέγραφα
παρακείμενος
παρατατικός ένεστώς
σχετική
γράφω
ένεστώς
αόριστος παρελθών
απόλυτη
έγραψα
αόριστος
» »
τέλειος παρελθών
σχετική
είχα γράψειν
υπερσυντέλικος
παρατατικός
σχετική
έγραφα
παρατατικός
Μέλλων
αόριστος μέλλων
απόλυτη
θέλω γράψειν
μέλλων
»
παρατατικός μέλλων
σχετική
θέλω γράφειν
έξακολ. μέλλων
»
τέλειος μέλλων
σχετική
γεγραφώς έσομαι
συντ. μέλλων
Παρελθών
Το πρώτο στιοιχεΐο πού πρέπει να επισημάνουμε στο παραπάνω διάγραμμα, είναι πώς δ Κούμας θέτει ώς εφαλτήριο μέσο της οργάνωσης των ρηματικών χρόνων την αναγωγή τους στις τρεις βασικές διαστάσεις τοϋ χρόνου - δηλαδή στο παρόν, το παρελθόν, και το μέλλον και πώς προκρίνει τη χρονική σειρά 'παρόν—παρελθόν—μέλλον', σε αντίθεση με τήν κοινά αποδεκτή ' παρελθόν—παρόν—μέλλον '. Για να αντιληφθούμε τη σημασία της διαφοροποίησης αυτής, πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν, πώς
στην
κοινή αντίληψη
χρονικής διαδοχής ή προσσήμανση
τοΰ
ρηματικού χρόνου
σχετίζεται μόνο με τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά τήν οποία τό ρήμα εκφέρεται ή αναγιγνώσκεται. Δηλαδή, αν χθες είπα πώς χθες πήγα
μία βόλτα
ή προσσήμανση τοΰ
χρόνου εξαρτάται άπό τό χρόνο τής χθεσινής έκφωνήσεως τής παραπάνω προτάσεως, ενώ ή σημερινή ανάγνωση τής έκφωνήσεως είναι τώρα λανθασμένη ώς προς τό χρονικό της προσδιορισμό. Κατά συνέπεια ή κοινή αντίληψη χρονικής διαδοχής προσιδιάζει σε προτάσεις, όπου ή κατηγορική πράξη μπορεί να θεωρηθεί ώς έγκυρη και τό περιεχόμενο τών προτάσεων ώς αληθές, μόνο κατά τή χρονική βαθμίδα σύμπτωσης τής προσσήμανσης χρόνου με αυτό πού ουσιαστικά κατηγορείται σε ενα υποκείμενο. 'Αντιθέτως ή χρονική διαδοχή 'παρόν—παρελθόν—μέλλον', τήν οποία προκρίνει ό Κούμας, αναδεικνύει τήν επιστημολογική υφή τής προσσήμανσης χρόνου, καθώς ή
συγκεκριμένη
χρονική σειροθέτηση ανταποκρίνεται στή σειρά με τήν οποία πραγματοποιείται ή πρόσκτηση τών αντικειμένων της γνώσεως:
εμπειρία και παρατήρηση τοΰ παρόντος, μνήμη τοΰ
παρελθόντος, και αναλογική προσέγγιση τοΰ μέλλοντος. Στην πράξη ή διαφοροποίηση αυτή στή διάταξη τών ρηματικών χρόνων σημαίνει πώς ή πρόταση π.χ. ό Γιώργος έγραφε
τα
μαθήματα
του είναι επισφαλής και πρέπει να αντικατασταθεί άπό τήν περίοδο γνωρίζω (ή
πιστεύω)
πώς 6 Γιώργος έγραφε τα μαθήματα
σαφώς επιστημολογική χρόνου
702
-
του. Ή γραμματική αυτή προσέγγιση είναι
ή διάκριση μάλιστα μεταξύ τοΰ γραμματικού και τοΰ αληθούς
είχε ήδη επισημανθεί άπό τους γραμματικούς τής Στοάς 7 0 3 .
Διάκριση υφίσταται επίσης και μεταξύ τών παραπάνω και τοΰ λεγόμενου ποιητικού, όπως και τοϋ μυθολογικού γρόνου.
180
Το δεύτερο στοιχείο που μπορούμε να επισημάνουμε στο παραπάνω διάγραμμα είναι ή διάκριση ανάμεσα στους χρόνους πού λαμβάνονται κατ' απόλυτη σημασία - και αύτοΐ είναι οι τρεις τύποι τοϋ αορίστου (ενεστώς,
παρελθών, και μέλλων
αόριστος) - καί στους χρόνους
πού λαμβάνονται κατά σημασία σχετική - τους υπόλοιπους έ'ξι τύπους. Οι λεγόμενοι
αόριστοι
τύποι των χρόνων εκφέρουν κατ' απόλυτη σημασία τήν ενέργεια πού δηλώνει το ρήμα, ενώ οι τέλειοι και οι παρατατικοι
χρόνοι εκφέρουν αυτήν κατά σημασία σχετική: π.χ. ό τύπος
γράψω καταχωρείται από τον Κούμα ώς παρατατικός ενεστώς
- προσέγγιση κατά τήν
οποία ό ρηματικός τύπος δεν εξετάζεται κ α τ ' αύτονομίαν και μεμονωμένα, άλλα σε αναφορά προς τή συστηματική σχέση προτάσεων πού δύνανται να συνθέσουν λόγο. Π.χ. ή έννοια τής διάρκειας πού εκφράζει ό τύπος γράφω εκλαμβάνεται ώς παράταση της ενέργειας
τοϋ
γράφειν ενός υποκειμένου, κατά το χρόνο πού έ'να άλλο υποκείμενο κάνει κάτι άλλο" ή πρόταση εγώ γράφω λαμβάνεται ώς συνεπτυγμένη εκφορά τοϋ νοήματος εγώ γράφω, ενώ συ αναγιγνώσκεις,
-η περιπατείς,
κ.τ.λ.
Στην
πραγματικότητα ή
διάκριση
μεταξύ
τών
απολύτων και τών σχετικών χρόνων έγκειται στή διαφοροποίηση μεταξύ της μονοσήμαντης υποδήλωσης τοϋ ρηματικού χρόνου - στή δήλωση δηλαδή τοϋ χρόνου μίας πράξης ώς εφ' εαυτού - και τής συσχέτισης τοϋ ρηματικού χρόνου με το χοόνο μίας άλλης προτάσε(ος. Είναι φανερό, πώς ή συσχέτιση αυτή τών χρόνων - ή οποία αναφέρεται δχι στή σύνταξη τών μερών μίας προτάσεως, άλλα στή σύνθεση ευρύτερου προτασιακοΰ λόγου, είτε νοητικής είτε
λεκτικής
υφής - οδηγεί στή
θεώρηση
αριστοτελικής κατηγορίας τής σχέσεως (προς
τοϋ ρηματικού χρόνου στο
πλαίσιο
τής
704
τι) .
Μία δεύτερη ανάγνωση τής διάταξης τών χρόνων πού προκρίνει ό Κούμας σχετίζεται με τήν
οργάνωση
τών
εννέα
χρόνων
τοϋ
ρήματος
στή
βάση
τοϋ
τριμερούς
σχήματος
'αόριστος—παρατατικός—τέλειος' χρόνος. Ή διάταξη αυτή άφορα στον τύπο υπό τον όποιο ένα κατηγόρημα αποδίδεται στο υποκείμενο μίας προτάσεως. Στους μεν αόριστους τύπους ή προσσήμανση τοϋ χρόνου, δηλαδή ό χρόνος ενέργειας ενός ρήματος, υποδηλώνεται ώς μή επαρκώς προσδιορισμένη χρονική στιγμή τοϋ παρελθόντος, τοϋ παρόντος ή τοϋ μέλλοντος. Στον απροσδιόριστο χαρακτήρα τών αόριστων τύπων εντάσσεται και ή δυνατότητα αυτών να χρησιμοποιούνται σε γνωμικές
προτάσεις καθολικής ισχύος. Στους δε
παρατατικούς
«Εκπ δε τρεις [οι χρόνοι], κατά δέ τον αληθή λόγον δύω, ο τε παρεληλυθώς καί ό μέλλων το γαρ πραττόμενον ή πέπρακταί, οί>8ζποτζ δέ ένίσταται· και γαρ ο? φιλόσοφοι δύο ορίζονται- φασί γάρ, ει δ πόλος κινούμενος τον χρόνον απεργάζεται, έν κινήσει δε ούτος αει και ενισταται ουδέποτε, ουκ εστίν άρα ενεστώς. Ή δέ εκ τής γραμματικής ακριβέστατη κρισις ορίζεται τίνα ακαριαϊον χρόνον καί ονομάζει ενεστώτα, ινα τας κλίσεις τάς ρηματικός ακολούθως δυνηθή μετά τής έχούσης ακριβείας παραδιδόναι ον γαρ τρόπον επί τών όνομάτο>ν άπό τοΰ ένικοϋ άριθμοϋ την αρχήν τής κλίσεως παραδίδωσι καί τής ορθής λεγομένης πτώσεως, ούτω καί επί τοΰ ρήματος άπό τοϋ ένεστώτος, φημι τοϋ έπινενοημενου, τήν αρχήν τής κινήσεως ποιεΐσθαι επιχειρεί, ώς τρεις γίγνεσθαι χρόνους»· Hîlgard, AJfr. (έκδ.), Scholia in Dionysü Ihrads Artem Grammaticam, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1901, τ. ΠΙ, 248,16-27. 04
"Απειρες αναφορές στο θέμα αυτό μπορούν να εντοπιστούν στα σχόλια τοϋ 'Αμμωνίου, τοϋ Σιμπλικίου καί τοϋ Θεμίστιου στις Κατηγορίες τοϋ 'Αριστοτέλους.
181
τύπους τοΰ παρελθόντος,
τοΰ παρόντος
ή του μέλλοντος
υποδηλώνει το χρόνο ενέργειας του ρήματος ώς συνεχές
ή προσσήμανη
τοϋ χρόνου
(continuum), και ή ενέργεια αύτη
υπερισχύει ώς προς ενέργειες πού μπορεί να μαρτυροΰνται άπα συνοδευτικές προτάσεις του λόγου. Τέλος στους τελείους τύπους ή προσσήμανη χρόνου υποδηλώνει συνεχή ενέργεια, τής οποίας το πέρας συμπίτει με δεδομένη χρονική στιγμή τοΰ παρελθόντος, τοΰ παρόντος ή τοΰ μέλλοντος. Ή οργάνωση τοϋ ρηματικού χρόνου πού προτείνει ό Κούμας ασφαλώς και δεν συνιστά δική του επινόηση. Αυτό καθίσταται πλέον εμφανές άπό τήν αδυναμία του να παρουσιάσει στην ελληνική γλώσσα γραπτό δείγμα τοΰ αορίστου ενεστώτας
χρόνου, πού στή τυπική
γραμματική συναντάται μόνον στην περίπτωση της εβραϊκής γλώσσας. Ή οργάνωση τοΰ ρηματικού χρόνου είναι άπό τα ελάχιστα θέματα της γραμματικής τοΰ Κούμα των οποίων μπορούμε με ασφάλεια να εντοπίσουμε τήν ακριβή πηγή. Για πρώτη φορά ή διάταξη αυτή χρησιμοποιήθηκε για τή γερμανική γλώσσα άπό τον Johann Daniel Hensel στο έ'ργο του Allgemeine Sprachlehre. Ό Hensel, ωστόσο, δπως μαρτυρεί ό ίδιος 7 0 5 , έχει υιοθετήσει
τή
συγκεκριμένη διάταξη των ρηματικών χρόνων άπό το ε'ργο Hermes, or A Philosophical Inquiry Concerning Language and Universal Grammar τοϋ άγγλου νεοπλατωνιστή Harris
706
στοχαστή
James
— γεγονός πού συνιστά τήν — ενδεχόμενη πάντως — απόδειξη τοΰ λανθάνοντος
νεοπλατωνισμοΰ τοΰ Κωνσταντίνου Κούμα. γ . Οι συγκατηγορηματικές λειτουργίες των ρηματικών εγκλίσεων. Στην αρχαία ελληνική γραμματική παράδοση ή έγκλιση προσδιορίζεται είτε ώς «σχήμα φωνής ποιάν κίνησιν τής ψυχής άναφαΐνον επί τι τρεπομένης», είτε ώς «βούλημα ψυχής δια φωνής σημαινόμενον» 707 . Σχολιάζοντας τις εγκλίσεις τοϋ ρήματος ή αλλιώς τους τρόπους κατά τους οποίους επιτυγχάνεται ή απόδοση ενός κατηγορήματος στό υποκείμενο μιας πρότασης,
ό
Κούμας
διακρίνει
μεταξύ
τοϋ
ασφαλούς
και
κατηγόρησης. Ή οριστική έγκλιση θεωρείται μέν ώς ασφαλής
τών
επισφαλών
τρόπων
και αναμφίβολη, υπόκειται
ωστόσο στους περιορισμούς πού τής επιβάλλονται άπό τήν προσσήμανση τοΰ γραμματικού χρόνου. Μπορούμε να οργανώσουμε τα οσα μαρτυρεί ο Κούμας στό θέμα τών εγκλίσεων και τών τρόπων κατηγόρησης ώς ακολούθως:
705
Hensel, J. D., èvfl'ôv., σ. 87.
706
Harris, J., Hermes, or A Philosophical Inquiry Concerning Language and Universal Grammar, London 1751. Γιά τή γερμανική μετάφραση τοϋ έργου, βλέπε Harris, J.: Hermes, oder philosophische Untersuchung über die allgemeine Grammatik, J. J. Gebauer, μετάφραση: Chr. Got. Ewerbeck και Fr. Aug. Wolf, Halle 1788- για τή γαλλική μετάφραση τοΰ ιδίου, βλέπε Harris, J., Hermes: ou, Recherches philosophiques sur la grammaire universelle, μετάφραση: F. Thurot, De L'imprimerie de la Republique, Paris 1796. 707
'Απολλώνιου τοϋ Άλεξανδρέως, Περί του ρήματος, ήτοι ρηματιχόν [Hügard, Alfr. (έκδ.), Apollonii Dyscoli: Quae Superswt, ενθ'άν., τ. 2.4], 84,36-85,10.
182
ΕΓΚΛΕΕΙΣ
ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
βέβαιος & άποφαντικός άποφαντική & οριστική προστακτική
προστακτικός υποθετικός
"Εγραψα. Φέρε ΰδωρ.
υποτακτική υποθετική
'Εάν ης φιλομαθής, εσγ] και πολυμαθής.
»
υποτακτική τελική
Ώκονόμησε τήν περιουσία του, δια να ζή
»
υποτακτική αφηγηματική
εύκτικός
ευκτική
"Αμποτε να σας δώσωσιν οί θεοί.
δυνητική
'Ενδέχεται να γεινη.
δυνητικός άπαρεμφατικός μετοχικός
Είπαν, ό'τι ηλθεν ό βασιλεύς.
απαρέμφατος
—
μετοχική
—
Στο διάγραμμα αυτό, το οποίο προκύπτει απ' όσα δ Κούμας αναφέρει στο επίμετρο είναι φανερό, πώς ώς προς τον τρόπο κατηγόρησης διακρίνουμε δύο
Καθολική
γραμματική,
βασικούς
προτασιακούς
τύπους:
τις
περιγραφικές
ή
διαβεβαιωτικές
προτάσεις,
πού
χρησιμοποιούν τήν οριστική έγκλιση, καί τις προτάσεις δπου χρησιμοποιούνται οί υπόλοιπες εγκλίσεις,
οί θεωρούμενες
περιγραφή
εκφράζονται
μέ
ώς επισφαλείς. "Οπως είναι γνωστό, ή διαβεβαίωση τήν
οριστική
έγκλιση
των
κυρίων
προτάσεων.
καί ή
Ό
δρος
οριστική—άποφαντική έγκλιση, τον οποίον χρησιμοποιεί ο Κούμας, έχει σαφή προέλευση από τήν ερμηνευτική προσπέλαση τού ρήματος πού επιχείρησε ο 'Απολλώνιος
ό Δύσκολος 7 0 8 .
Ωστόσο οφείλουμε να διακρίνουμε μεταξύ τού οριστικού καί τού άποφαντικού χαρακτήρα της έγκλίσεως, καθώς ή πρόταση "Εγραφα
εκφράζεται μέ έγκλιση οριστική—άποφαντική, ενώ,
κατά τα πρότυπα της προσεγγίσεως τού Κούμα, ή έγκλιση της δευτερεύουσας προτάσεως στή διατύπωση Λέγω οτι έγραφα είναι υποτακτική
αφηγηματική.
Στο παράδειγμα
"Εγραφα
είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσον ή διαβεβαίωση αποτελεί κρίση ή απλώς ατομική δήλωση, καθώς πέρα από τήν κατάφαση τό αντικείμενο κατηγορίας παραμένει απροσδιόριστο. Παρ' όλ' αυτά είμαστε
υποχρεωμένοι
να λάβουμε
υπ' όψιν τήν
δήλωση
π.χ. έγραφα
ώς
βραχυλογική διατύπωση της άναλελυμμένης προτάσεως εγώ ειμί γράφας, κατά τα πρότυπα θεώρησης της προτάσεως ό άνθρωπος φιλοσοφεί ώς συνθετικής εκφοράς της προτάσεως ό άνθρωπος εστί φιλοσόφων. Έκλαμβανόμενο ώς ατομική δήλωση τό παράδειγμα τού Κούμα στερείται αποδεικτικής ικανότητας καί αναδεικνύει ώς άξονα αναφοράς τή σχέση μεταξύ της διατυπώσεως καί τής περιγραφόμενης πράξης, τήν οποία καί περιορίζει στό πλαίσιο τής επίδειξης—περιγραφής. 'Από τις θεωρούμενες ώς επισφαλείς κρίσεις ή εγκλίσεις, ή υποτακτική σηματοδοτεί μεταξύ τών κατηγοριών μία σχέση ηγουμένης—επομένης, ή οποία μπορεί να λαμβάνει τρεις μορφές: της υπόθεσης, τής δήλωσης τού τελικού αίτιου, καί της αφήγησης. 'Αξίζει να παρατηρήσουμε πώς στην πραγματικότητα ή διαφορά τής υποθετικής υποτακτικής
από τήν αφηγηματική
υποτακτική
τής διαβεβαιώσεως καί τής πληροφορίας.
708
Αυτόθι, τ. 2.4, σ. 86.
συνιστά
καί της
τελικής
τή σημασιολογική διαφορά μεταξύ
183
Ά π ό τα παραδείγματα προτάσεων πού παραθέτει ο Κούμας απουσιάζουν εντελώς ορισμοί εννοιών. Τό κύριο ωστόσο
οι
ερώτημα, πού εύλογα ανακύπτει άπο το παραπάνω
διάγραμμα ως προς τή λειτουργία τών εγκλίσεων, είναι το κατά πόσον 6 τρόπος
κλίσεως
του ρήματος και ο τρόπος απόδοσης σε ένα υποκείμενο τοΰ κατηγορήματος συμπίπτουν με τήν έννοια της έγκλίσεως. υποκείμενο
γνωρίζουμε 709 ,
Ώ ς προς τους τρόπους απόδοσης κατηγορήματος σε πώς
οι νεοπλατωνικοί
ύπομνηματιστες
τοΰ
έ'να
'Αριστοτέλους
χαρακτήρισαν ως τρόπους τους τρεϊς προτασιακούς τύπους τοΰ ΰπάρχειν, τοΰ ε£ ανάγκης ΰπάρχειν, και τοΰ ένδέχεσθαι
ΰπάρχειν110
διακρίνοτας αντίστοιχα μεταξύ τών βεβαιωτικών,
τών αποδεικτικών και τών προβληματικών προτάσεων 7 1 1 . Στο πλαίσιο της παραδόσεως αυτής, αν θεωρήσουμε τα παρεπόμενα τοΰ ρήματος ώς περιστασιακά προσδιοριστικά της ιδιότητας ή τοΰ γνωρίσματος πού κατηγορείται σε μία πρόταση, αντιλαμβανόμαστε πώς ό τρόπος κλίσεως (έγκλιση) και ό τρόπος κατηγόρησης
συμπίπτουν πιθανώς σε αυτό πού ό
'Αλέξαδρος Άφροδισιεύς αποκαλούσε τρόπο της τοΰ συμ£εο*·ηκότος υπάρξεως112.
Σύμφωνα
λοιπόν με τον Κούμα οι τρόποι της περιστασιακής κατηγόρησης μιας ουσίας είναι ή απόφανση, ή προσταγή, το καθ' ύπόθεσιν, ή ευχή, τό ένδεχόμενον και τέλος ή άπαρεμφατική και ή μετοχική εκφορά τοΰ λόγου. Στον πίνακα πού παραθέσαμε ή συμπερίληψη
τοΰ
απαρεμφάτου και της μετοχής δεν συνοδεύεται Ίσως άπό σχετικό παράδειγμα, ακριβώς γιατί οι δύο αυτοί τύποι συνιστούν τρόπους κατηγόρησης δχι κατά τήν εκδήλωση της ονοματικής γραμματικής τους φύσεως, άλλα κατά τήν εκδήλωση της ρηματικής.
γ . ΟΙ συγκατηγορηματικες λειτουργίες τοΰ επιρρήματος. Ή τάξη τοΰ επιρρήματος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκατηγορηματικοΰ δρου και εκφράσεως τοΰ γραμματικού συμβεβηκότος. Στό ακόλουθο διάγραμμα διατάξαμε τις πέντε συγκατηγορηματικές λειτουργίες πού ό Κούμας αναγνωρίζει στό επίρρημα και τις όποιες διακρίνει άπό τή συνδετική λειτοργία αύτοΰ:
709
Βορέα,θ., ενθ'άν., σ.69.
710
'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά πρότερα [Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle:, Prior Analytics, Lœb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936], , 25al. 711
«Τρόπος μέν ουν έστι φωνή σημαίνουσα όπως υπάρχει το κατηγορούμενον τω υποκειμένω, οίον το ταχέως, όταν λέγωμεν 'ή σελήνη ταχέως αποκαθίσταται', ή το καλώς εν τω 'Σωκράτης καλώς διαλέγεται', η το πάνυ εν τω 'Πλάτων Δίωνα πάνυ φιλεΓ, ή το άεί εν τω 'ο ήλιος άεί κινείται', αριθμός δε αυτών φύσει μεν ουκ εστίν άπειρος, ου μην περίληπτός γε ήμΐν, ώσπερ ουδέ ό τών καθόλου υποκειμένων ή κατηγορουμένων, αναρίθμητων δε αυτών όντων, τέτταρας δε μόνους ό 'Αριστοτέλης παραλαμβάνει προς την θεωρίαν τών μετά τρόπου προτάσεων, τον άναγκάΐον τον δυνατόν τον ένδεχόμενον και επί τούτοις τον αδύνατον, ώς δντας καθολικωτάτους τε και αύτη τη φύσει τών πραγμάτων οίκειοτάτους»· 'Αμμωνίου τοΰ Έρμείου, Υπόμνημα είς το Περί ερμηνείας, ενθ'αν., 214,25-215,3. 712 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Εις τό πρώτον της Τοπικής 'Αριστοτέλους πραγματείας [Wallies, Μ. (έκδ.), Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis topicorum libros octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin, 1891, τ. 2.2], 55,12
184
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΑ
ΣΪΓΚΑΤΗΓ. ΛΗΛΩΣΗ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
ποτέ
χρονικά
χθες, νυν
που
τοπικά
άνω, ενταύθα
ποιότητα
τροπικά
καλώς, ήδεως
» » »
εθνικά
'Ελληνηστί, 'Ρωμαϊστί
όμοιώσεως
ομοίως, ωσαύτως, άπαραλλάκτως
επιτάσεως & άνέσεως
λίαν, άγαν, σφόδρα, ήρεμα, ήσυχη
» »
εικασμοΰ
ίσως, τάχα
βιασμού
μόλις, μόγις
κυρίως ποσότητος
άπαξ, δις, πολλάκις
διαιρέσεως
&Xri> τ Ρ ι λή. τετραχθά
αθροίσεως
άμα, όμοΰ, συλλήβδην, άθρόαν
προς τι
συγκρίσεως κατά τόπον
εγγύτερα, υψηλότερα
» » » » »
συγκρίσεως κατά χρόνον
άρχήτερα, υστερώτερα
ποσότητα
» »
σύνδεσις
»
Διαπιστώνουμε
συγκρίσεως κατά ποιότητα
μάλλον, ήττον
συγκρίσεως κατά ποσότητα
πλέον, ελαΊΊον
συγκρίσεως κατά τρόπον
καλήτερα, χειρότερα
υπερθετικού βαθμοϋ
μάλιστα, ελάχιστα, άριστα
καταφάσεως & αποφάνσεως
ναί, ου
βεβαιώσεως & αρνήσεως
πάντως, όντως, δήπου, ουδαμώς, ουδόλως,
συνεπώς
πώς βασική διάκριση ως προς τη γραμματική φύση τών
επιρρημάτων έγκειται στή διαφοροποίηση μεταξύ αυτών πού αποδίδονται στο ρηματικό μέρος της κατηγορίας και εκείνων πού αποδίδονται στο συνδετικό της μέρος. Στο παραπάνω διάγραμμα, οι βασικές συγκατηγορηματικές λειτουργίες του επιρρήματος προέρχονται άπα πέντε αριστοτελικές κατηγορίες, και συγκεκριμένα άπό τις κατηγορίες του ποτέ, τοΰ που, τοΰ ποιου, της ποσότητας,
και τοΰ προς τι713.
Αυτό μας οδηγεί στην
άποΒο-χτι τοΰ
επιρρήματος ώς αποδίδοντος παραπληρωματικά στοιχεία της περιστασιακής κατηγορήσεως μίας φυσικής ουσίας. Έ ν ώ για τήν τυπική γραμματική θεωρία ό χαρακτήρας τοΰ επιρρήματος είναι αυτός της επιπλέον σημασίας πού προσμετράται στή σημασία τοΰ ρήματος, στην φιλοσοφική εκδοχή της γραμματικής το επίρρημα συνιστά συγκατηγορηματικό όρο, ή σημασία τοΰ οποίου έχει ώς πεδίο αναφοράς τη σημασία τοΰ ονόματος ιδιότητας τής υποκείμενης ουσίας — δηλαδή τοΰ κατηγορουμένου. Ό Κούμας φαίνεται πώς εγκρίνει τόσο τή γραμματική οσο και τή λογική εκδοχή της έπιρρηματικής δράσης' γι' αυτό και χαρακτηρίζει το επίρρημα ώς «μόριόν τι τής τοΰ ρήματος διαθέσεως, ή τής τοΰ επιθέτου σημασίας» 7 1 4 — παρατήρηση, πού σχετίζεται με
,XJ
Εξαιρούνται στο σημείο αυτό απο τ η γραμματική φύση του επιρρήματος οι κατηγορίες της ουσίας, του
ποιεϊν, του πάσχεκ, 7 1 4
τοΰ εχειν, και τοΰ χεϊσθου,.
Κούμα, Κ ω ν . , ενθ'άν., τ . β ', σ. 2 6 4 .
185 τήν αριστοτελική θεώρηση τοΰ επιθέτου ως ρήματος 7 1 5 και οδηγεί στην κατανόηση της διακρίσεως
μεταξύ
τοΰ
υποκειμένου
και
τοΰ
κατηγορουμένου
μίας
προτάσεως
ώς
διαφοροποίησης ανάμεσα στην ουσία και τήν ιδιότητα της. Ό λόγος για τον όποιο προφανώς το επίθετο δεν μπορεί να ενταχθεί στην τάξη τοΰ ονόματος ουσίας — ή με άλλα λόγια ή αιτία για τήν οποία δύο ονοματικοί δροι δεν μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους κατηγορικά μέσω κάποιου συνδετικού — εντοπίζεται
στο γεγονός
πώς, αν ή ουσία και το περιστασιακό
γνώρισμα της εκφρασθούν από το ίδιο υποκείμενο κατηγορικού λόγου, τότε ακυρώνεται ή κατηγορική πράξη. 'Από γραμματική σκοπιά, ή έποψη αυτή έλκει τήν προέλευση της από τήν παρατήρηση τοΰ Julius Scaliger πώς τό δνομα ουσίας και το δνομα τοΰ γνωρίσματος της δεν μπορεί να ενοποιούνται σε έναν
δρο 7 1 6 . 'Από
φιλοσοφική σκοπιά, ή έποψη
αυτή
στηρίζεται στις κατηγορικές δυνατότητες της αριστοτελικής φυσικής, δπου τό σημαινόμενο ενός ονόματος ουσίας περιορίζεται στην υποκείμενη υφή των φυσικών σωμάτων, τα όποια, για να έλθουν σε συνάφεια όντας διακριτά μεταξύ τους, χρησιμοποιούν αναγκαστικά τή ρηματική ενέργεια. Σημειωτέον δέ, πώς με τήν παραπάνω τοποθέτηση του, ό Κούμας φέρεται να αντιτίθεται στή θεώρηση τοΰ επιθέτου ώς τύπου τοΰ ονόματος ουσίας, έποψη που εισήγαγαν οι Στωικοί 7 1 7 . γ . Οι συγκατηγορηματικές δυνατότητες της προθέσεως. Με
βάση τα δσα επισημαίνει
ό Κούμας, οι συγκατηγορηματικές
εκφάνσεις
πού
προσφέρονται από τις προθέσεις μπορούν να οργανωθούν κατά τον ακόλουθο τρόπο:
715
Ό 'Αριστοτέλης στο έργο του Περί ερμηνείας εξέλαβε τους τύπους λευχος και &κααος ώς ρήμιατα.
716
«Causa, propter quam duo substantiva sine copula, e pMlosophia petenda est: neque enim duo substantialiter unum esse potest, sicut substantia et accidens»· Scaliger, J. C , De causis linguae Latinae, Apud Petrum Santandreanum, Geneva 1580, σ. 177 και Harris, J., ενθ'av., σ. 264. 717
Παράβαλε τήν σύγχρονη αναφορά σε ονομια ουσιαστικό και δνομα επίθετο.
186
προβκχκτΣ
ΊΤΠΟΣ ΣΧΕΣΕΩΣ
ΣΊΤΚΑΤ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
από, εκ
ληπτική
κίνηση αφ' ου, κατά τόπο ή χρόνο
διά, εν, μέ
οργανική
κίνηση άφ' ου, κατά τόπο ή χρόνο
έν
τοπική καί/η
(δέν διεκρινίζεται)
είς
»
κίνηση κατά τόπο προς τι κίνηση κατά χρόνο προς τι
εις
»
εντός
»
έκτος
»
(δεν διεκρινίζεται)
προς
»
κίνηση κατά τόπο προς δν
μέχρι
χρονική
κίνηση κατά χρόνο
εως
»
κίνηση κατά χρόνο
υπό, πάρα
αιτιολογική
ποιητικό αΤτιο
εκ, από
»
υλικό αίτιο
(δεν διεκρινίζεται)
διά, προς, εις
»
τελικό attto
μετά, συν
[συγχρονική]
συμφωνία κατά τόπο ή χρόνο
άνευ, χωρίς
ασύγχρονη
ασυμφωνία κατά τόπο ή χρόνο
'Από γραμματική σκοπιά, τό βασικό χαρακτηριστικό της προθέσεως είναι το άκλιτο της μορψης της κατά γένος, αριθμό και πτώση. Ά ν
γραμματικά ή πρόθεση
μπορεί να
προσδιοριστεί ως [ά%ο8ος συσχέτισης των ονομάτων, σημασιολογικά ωστόσο προσδιορίζεται ως ι>ζ%ο8ος συσχέτισης ουσιών, από τις όποιες μία τουλάχιστον συνιστά τό υποκείμενο προτασιακοΰ λόγου. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και ό ορισμός της προθέσεως από τον Κούμα, σύμφωνα μέ τον οποίο «πρόθεσις είναι μέρος λόγου παραλαμβανόμενον εις τό να εξήγηση την σχεσιν του ονόματος προς άλλο όνομα κοινωνουμενην όια μεσιτευοντος ρήματος»' 1 8 . Κ α τ αυτήν τήν προσέγγιση οι προθέσεις
εμπίπτουν σημασιολογικά
στή συγκατηγορία της
σχέσεως. Κατά συνέπεια ή γραμματική τους συμπεριφορά μπορεί να συνδεθεί με εκείνη των πτώσεων τοΰ ονόματος· και αυτό, παρ' οτι ή μορφολογία της συντακτικής του συμπεριφοράς μπορεί να ποικίλει, καθώς αυτές εμφανίζονται εί'τε κατά παράθεση εϊτε κατά σύνθεση εΐ'τε επιρρηματικά. "Ετσι π.χ. οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί τοΰ χρόνου (π.χ. εις την Αθήνα) δεν συνιστούν σύμφωνα με τον Κούμα παρά μορφολογικά υποκατάστατα τής χρονικής πτώσεως (π.χ.
Άθήναζε).
δ ' . Πού οδηγεί ή καθολική γραμματική; Γιατί ό Κούμας χαρακτηρίζει τό σύγγραμμα του καθολική και δχι λογική γραμματική;
Ό
ίδιος δεν αναφέρει ρητά τις βασικές πηγές, στις όποιες στηρίχθηκε κατά τήν συγγραφή τής Καθολικής 718
γραμματικής719.
Περιστασιακά μόνον και σε δευτερεύουσες παρατηρήσεις του
Κούμας, Κ., Σύνταγμα φιλοσοφίαζ, σ. 266.
'" Ό Κούμας σημειώνει στην 'Επιστολή ττρος Φραγχ.ντχ.ον Μαυρον: « Ή καθολική Γραμματική έπροσετέθη ως επιμετρον της Λογικής, επειδή οί κανόνες της είναι συμφωνότατοι με τους κανόνας ταύτης, ή, να ειπώ κάλλιον, ταυτίζονται απολύτως- και ούτε Γραμματική δύναται να ύπαρξη ποτέ χωρίς Λογικήν, οΰτε Λογική χωρίς
187
η
\
\
Γ
παραπέμπει σε μια σειρά έργων, κάποια απο τ α οποία οεν ήταν στην ε π ο χ ή τους και τ α πλέον δημοφιλή ώ ς προς τ ο εξεταζόμενο
θ έ μ α 7 2 0 . 'Αναμφισβήτητα τ ο κείμενο
σχετίζεται άμεσα μέ τ η ν παράδοση τ η ς λογικής
γραμματικής
του δεν
του Port Royal, παρά μόνον
κ α τ ά τον ελάχιστο βαθμό πού το άρχετυπικό εγχειρίδιο καθολικής γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς , αυτό τοΰ James Harris, σχετίζεται με τ ή Grammaire Générale et Raisonèe τ ω ν A. Arnault και C. Lancelot. Γεγονός είναι βέβαια π ώ ς με τις παραπομπές του αυτές ό Κούμας δηλώνει
έμμεσα τ ή ν
προέλευση τ ω ν θέσεων του άπό τήν ευρύτερη ευρωπαϊκή γραμματική παράδοση τ ή ς εποχής τ ο υ 7 2 1 . Δεν θα ή τ α ν ωστόσο άτοπο να υποστηρίξουμε π ώ ς σε γενικές γραμμές ακολουθεί στό ε'ργο του τ α δύο π ρ ώ τ α βιβλία τ ή ς μελέτης 722
Language and Universal Grammar .
Ή
Hermes, or A Philosophical Inquiry Concerning
συνάφεια μεταξύ τ ή ς Καθολικής
γραμματικής
τοΰ
Κωνσταντίνου Κούμα και τοΰ έργου αυτού ευρίσκεται βέβαια σε λανθάνουσα μορφή, τόσο εξ αιτίας τ ή ς προχειρότητας συγγραφής και τ ή ς α π ο σ π α σ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς τ ή ς απόπειρας τοΰ Κούμα, δσο και εξ αιτίας τ ή ς ανάπτυξης τ ή ς γραμματικής ώς επιστημονικού κλάδου τ ή ς γλωσσολογίας — εξέλιξη π ο ύ επισυνέβη κ α τ ά το χρονικό διάστημα εκατό περίπου χρόνων πού μεσολάβησε
τ ή ς δημοσιεύσεως
τ ώ ν δύο κειμένων.
Ή
ανάδυση τ ή ς επιστήμης
τής
γλωσσολογίας συνέβαλε τ α μάλα, όχι μόνο ώς προς τ ή συρρίκνωση και τήν απαλοιφή ά π ό τ ή Γραμματικήν, εν οσω συγκείμεθα εκ ψυχής και σώματος, και τα εκείνης διανοήματα έχομεν χρειαν να σημαίνωμεν δια σωματικών κινημάτων. Το μελέτημα τούτον αναι αυτοσχεδιαστον, επειδή κατά συμβουλήν φίλου, τοΰ οποίου τιμώ τήν σοφίαν, έγράφθη ένταΰθα εις πολλά ολίγου χρόνου διάστημα' και ώς τοιούτον πρέπει να το κρίνη πάς ομογενής καί ευμενής αναγνώστης»' αυτόθι, τ. α ', σ. λθ'. 720
Συγκεκριμένα, στο επίμετρο καθολικής γραμματικής εντοπίζονται σε διάφορα σημεία αναφορές στα έξης
έργα: Vater, J. S., Versuch einer allgemeinen Sprachlehre, Halle, 1801· Politz, K. H. L, Encyclopädie der philosophischen Wissenschaften, Leipzig 1813, Allgemeinene Sprachlehre: σσ. 92—101- Hensel, J. D., Allgemeinene Sprachlehre, Leipzig 1807· Sacy, A. I. S. de, Principesde Grammaire Générale, Paris 1815· Ζαλίκογλου, Γρηγ. Γ., Λεξικόν της Γαλλικής γλώσσης, Paris 1809' Buttman, Philipp Kail, Griechische Grammatik, Beriin 1817. Για τήν ελληνική μετάφραση τοΰ έργου απο το Στέφανο Κομμητά βλέπε: Βουττμάννου Φιλίππου,
'Ελληνική
γραμματική, Κέρκυρα 1829. Για τις πήγες τοΰ ευρύτερου φιλοσοφικού έργου τοΰ Κοινσταντίνου Κουμα, βλέπε 'Αργυροπούλου, P., Ό ψ. Τ. Krug και οι "Ελληνες, Ερανιστής Γ (1973), σσ. 276—273 και τής ιδίας, Ό Κων/νος Μιχαήλ Κούμας
ώς φιλόσοφος, αυτόθι, σ.
231 -
παράβαλε επίσης
Γλυκοφρύδη—Λεοντσίνη,
Νεοελληνική φιλοσοφία: πρόσωπα και θέματα, Άφοι Τολίδη, 'Αθήνα 1993, σ. 8 3 . 721
'Εκτός άπό τα προαναφερθέντα έργα, παραθέτουμε ενδεικτικά τα ακόλουθα έργα, τα οποία, και
χαρακτηρίζουν τήν προσέγγιση άπό τή γερμανική διανόση τών άρχων τοΰ 19ου αιώνα τής καθολικής γραμματικής και έν γένει τής φιλοσοφικής προσπέλασης τής γραμματικής: Roth, G. Μ., Antihermes, oder philosophische Untersichung ueber den reinen Begriff der menschlichen Sprache und die allgemeine Sprache, άνευ αναφορά εκδότου, Frankfurt am Main, 1795· Meyer, J. H., Grammaticae Universalis Elementa, In Bibliopolio Scholis Dicato, Brunssvigae 1796· Vater, J. S., Uebersicht des Neuesten, was fur Philosophie der Sprache in Teutschlandgethan worden ist, Rengerschen, Halle 1805- Meiner, J. W., Versuch einer an der menschlichen Sprache abgebildeten Vemunftlehre oder, Pliilosophische und allgemeine Sprachlehre, Leipzig, 1781- Brekle, H. E., Grammaticae universalis temtia rudimenta, Tubingen 1737. 722
Τα πρώτα δύο βιβλία αύτοΰ τοΰ έργου έχουν ώς
θέμα
τους
κατηγορηματικούς
και τους
συγκατηγορηματικούς ορούς, ενώ το τρίτο και τελευταίο βιβλίο εξετάζει τήν υλη και το είδος τής γλώσσας.
188
καθολική γραμματική πολλών νεοπλατωνική
φιλοσοφία της
στοιχείων γλώσσας,
που έλκουν άλλα
τήν
προέλευση
και γενικότερα
στην
τους
άπό
αποξένωση
τή της
γραμματικής σπουδής από τή φιλοσοφία. Σε κάθε πάντως περίπτωση ή ιδιαίτερη σημασία της, έστω και άτελοϋς, Καθολικής
γραμματικής
τοΰ Κωνσταντίνου Κούμα έγκειται
στή
νεοπλατωνική υφή αρκετών άπο τα θέματα της. Ή οργάνωση της γραμματικής που αυτός προτείνει δεν έχει ως στόχο τήν γραμματική αναδιανομή τών μερών του λόγου ή τήν τροποποίηση του άριθμοΰ τους. Αυτό, παραδείγματος χάριν, καθίσταται πασιφανές στην περίπτωση τής διατηρήσεως τοΰ επιθέτου στή γραμματική τάξη του ονόματος. Μπορούμε να ποΰμε με βεβαιότητα, πώς, δπως διαφαίνεται στο έργο τοΰ Κούμα, ό γενικός στόχος της καθολικής γραμματικής
είναι ό έλεγχος εγκυρότητας τοΰ έκφερομένου λόγου. Ό έλεγχος
αύτος συνίσταται στην αποκατάσταση τών σημαντικών σχέσεων μεταξύ τών στοιχείων πού εμπλέκονται σέ μία διατύπωση, στην ανάδειξη όλων τών επιμέρους σημασιών πού συνθέτουν μία κατηγορική διαδικασία, και στον εντοπισμό τών σχέσεων σημαντικής βαρύτητας μεταξύ τών κυρίων και τών δευτερευόντων ή επιμέρους ορών μία προτάσεως. Στο διάγραμμα πού ακολουθεί, μέ τό οποίο ολοκληρώνεται συνεισφοράς
τοΰ
συγκεντρώσαμε
Κωνσταντίνου έξηνταπέντε
έν ειδει άνακεφαλαιώσεως ή μελέτη
Κούμα
περιπτώσεις
στην
ελληνική
μας τής
γραμματική, διακρίναμε
συγκατηγορηματικής
λειτουργίας,
οι
και
οποίες
αποκαλύπτονται άμεσα ή έμμεσα στή γραμματική μελέτη τοΰ Κούμα. Τό να αποκαλέσουμε τους ορούς αυτούς σνγκατηγορήματα723
ή επισημασίες
δεν έχει
πρωτεύουσα σημασία. Τό κύριο χαρακτηριστικό της καθολικής γραμματικής είναι ή διάσταση μεταξύ τής γραμματικής ύλης (matter) και τοΰ γραμματικού είδους (form). Ή διάσταση αυτή λανθάνει της προσοχής τοΰ Κούμα — συνιστά όμως τό κυριώτερο στοιχείο έκδίπλωσης τοΰ Νεοπλατο^νικοΰ υπο^άϋρου της γραμματικής του. Ή γραμματική ύλη δέν είναι παρά τα γλωσσικά στοιχεία της περιστασιακής εκφοράς ενός νοήματος, ενώ τά γραμματικά είδη ειναί οι σταθερές σημασίες, αναλλοίωτες για κάθε γλώσσα, πού άμεσα ol έμμεσα εμπλέκονται στην κατηγορική διαδικασία. Ή
διάκριση τών
γραμματικών ειδών
πού συνθέτουν
τό
διατυπούμενο λόγο αναφέρεται στή διαφοροποίηση τους σέ άμεσους και σέ έμμεσους ορούς, όπως τους χαρακτήρισε ό Κούμας: οι άμεσοι συντακτικές έννοιες
δροι είναι οι σημαντικά
τοΰ υποκειμένου και τοΰ κατηγορήματος, ένώ
όριοθετημένες
οι έμμεσοι οροί —
λανθάνοντες και για τό λόγο αυτό πλέον ενδιαφέροντες — είναι οι συγκατηγορηματικοί δροι. Έ ξ αιτίας τής ποικιλομορφίας υπό τήν οποία οι συγκατηγορηματικοί δροι απαντώνται στον έκφερόμενο λόγο, αντιλαμβανόμαστε πώς απώτερος σκοπός και δυνατότητα — όχι τοΰ έργου τοΰ Κούμα, άλλα έν γένει — τοΰ καθολικού τύπου της γραμματικής, είναι ή σύνταξη 723
Ό όρος συγχατηγορηματχ προέρχεται άπο τή δυτικοευρωπαϊκή γραμιματική παράδοση τών Μέσων αιώνων. Παράβαλε τις σχετικές εργασίες: Shirwood, W., William of Sherwood's Treatise on syncaîegorematic words, University of Minnesota Press, Minneapolis 1968]- Hispanus, P., Copulata omnium Petri Hispani etiam sinaœuiegoreumatum Parvorum logicalium cum textu secundum doctrinam tfiw Thome Aquinatis juxta processum magjstrorum, in bursa Montis regenrium, Colonie 1490].
ΣΥΓΚΑΤΗΓΟΡ. ΟΡΟΙ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΥΓΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΩΣ
μή σύναρθρη προσηγορία : απροσδιόριστη σήμανση του ονόματος υποκείμενης ουσίας επίθετα : σήμανση α) ειδοποιού διαφοράς β) ενδεχομένου ή γ) ιδίου γνωρίσματος υποκείμενης υποκοριστικά & παραθετικά : αύξηση ή μείωση υποκείμενης ουσίας κατά μέγεθος ή ποσόν γένος ονόματος : σήμανση αρσενικού ή θηλυκού φυσικού γένους ατομικών ουσιών ενικός αριθμός ονόματος : σήμανση της ουσίας ώς όλον άτομο, είδος ή γένος πληθυντικός αριθμός ονόματος : α) αόριστη σήμανση της ουσίας ώς όλον ή β) ακριβής σήμανση της ώς πληθύος πλάγιες πτώσεις & προθέσεις : σήμανση κατ. σχέσεως ώς κτήση, ενέργεια, επίδοση, λήψη, οργανική, τοπική, αιτιολογική χρονική πτώση & χρον. προθέσεις : συγχρονία ή ακολουθία κατηγορικών σχέσεων αφηρημένο όνομα ουσίας : α) σήμανση της ουσίας ώς όλον χωριστόν : β) σήμανση ενός από τα ουσιώδη γνωρίσματα της υποκείμενης ουσίας : γ) σήμανση ενός άπό τά επουσιώδη γνωρίσματα της υποκείμενης ουσίας προτακτικό άρθρο προσηγοριών : α) σήμανση της υποκείμενης ουσίας ώς όλον είδος : β) σήμανση της υποκείμενης ουσίας δι' αναφοράς διακριτής ιδιότητας τοΰ είδους της : γ) σήμανση επιπλέον πληροφοριών επί δεδηλωμένης υποκείμενης ουσίας : δ) προσηγορική σήμανση της υποκείμενης ουσίας αντωνυμίες : α) σήμανση ατομικής ουσίας δια μειώσεως τού πλάτους εννοίας τού γενικού της όρου : β) σήμανση της υποκείμενης ουσίας ώς όλον : γ) βαθμός προσδιοριστικότητας της υποκείμενης ουσίας : δ) παράμετροι τοπικής σχέσεως απόλυτα αριθμητικά : ταυτοποίηση ατομικών ουσιών στο υπερκείμενο επίπεδο τού είδους ή γένους των τακτικά αριθμητικά : σήμανση τού αριθμού ομοειδών ουσιών πού προηγούνται της υποκείμενης ουσίας αναλογικά αριθμητικά : σχέση ποσού μεταξύ της υποκείμενης και ετέρας ουσίας απροσδιόριστα αριθμητικά : μή ακριβής σχέση ποσού μεταξύ της υποκείμενης και ετέρας ουσίας χρόνος ρήματος : α) μή επαρκώς προσδιορισμένη σήμανση τού χρόνου ενέργειας μίας υποκείμενης ουσίας : β) σήμανση του χρόνου ενέργειας μίας υποκείμενης ουσίας ώς συνεχούς : γ) οριοθέτηση της ενάρξεως ή λήξεως τού χρόνου ενέργειας μίας υποκείμενης ουσίας : δ) χρονική σχέση ενεργειών διαφορετικών προτασιακών υποκειμένων οριστική έγκλιση : διαβεβαίωση ή περιγραφή ενέργειας με μεταβλητή τήν περίσταση τού χρόνου ενέργειας προστακτική έγκλιση : επιτακτική σχέση μεταξύ λεκτικής εκφοράς και πιθανά επιγενόμενης πράξης ευκτική έγκλιση : ευκτική σχέση μεταξύ λεκτικής εκφοράς και πράξης δυνητική έγκλιση : πιθανότητα πραγματοποίησης μίας ενέργειας άπαρεμφατική έγκλιση και μετοχή : προσσήμανση τού χρόνου ενέργειας της ουσίας υποτακτική υποθετική έγκλιση : αναγκαστική σχέση ενδεχομένων ενεργειών υποθετική τελική έγκλιση : σχέση σκοπού μεταξύ δύο ενεργειών της αυτής ή ετέρων υποκειμένων ουσιούν υποτακτική αφηγηματική έγκλιση : περιγραφική απόδοση της ενέργειας μίας ουσίας χρονικά επιρρήματα : σήμανση τού χρόνου κατηγόρησης μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία τοπικά επιρρήματα : σήμανση τού τόπου κατηγόρησης μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία ποσοτικά επιρρήματα : α) απόλυτη αριθμητικά σήμανση της κατηγόρησης ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία : β) διαιρετική σήμανση των κατηγορήσεων μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία : γ) αθροιστική ή συγχρονική κατηγόρηση διάφορων ιδιοτήτων σέ υποκείμενη ουσία συσχετικά επιρρήματα : α) σύγκριση κατηγόρησης ιδιοτήτων κατά τόπο, χρόνο, ποιότητα, ποσότητα ή τρόπο : β) υπερθετική σήμανση της κατηγόρησης μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία ποιοτικά επιρρήματα : α) σήμανση τού τρόπου κατηγόρησης μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία : β) ομοίωση τού τρόπου κατηγόρησης ιδιοτήτων σέ υποκείμενη ουσία : γ) έπιτατική ή κατατονική σήμανση της κατηγόρησης μίας ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία : δ) σήμανση της κατηγόρησης ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία ώς πιθανής : ε) χρονική σήμανση τού τρόπου κατηγόρησης μίας Ιδιότητας σέ υποκείμενη ουσία
189
ενός εγχειριδίου, ή θεματική κατάταξη τοΰ όποιου δεν θα ακολουθεί αυτήν των μερών του λόγου, όπως τή συναντούμε στην τυπική γραμματική, άλλα αυτή των σημασιών. Σε ένα τέτοιο έ'ργο οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί, παραδείγματος χάριν, τοΰ χρόνου θα συνεξετάζονται με τή χρονική πτώση ώς γραμματικές μορφές τοΰ ιδίου θέματος, τοΰ 'συγκατηγορήματος τοΰ χρόνου', ενώ ή έλλειψη τοΰ προτακτικού άρθρου ένος προσηγορικού ονόματος και ό ενικός αριθμός τών ονομάτων θα συναπαρτίζουν το θέμα 'συγκατηγόρημα της ουσίας ώς όλον'. 'Αντιλαμβανόμαστε πώς ή αναλογική μέθοδος με τήν οποία ό Κοραής προσέγγισε τους λεκτικούς τύπους μεταβάλλεται εν μέρει στο έργο τοΰ Κούμα σε αναλογική μελέτη τών σημασιών. Το γεγονός πώς ό Κούμας δέν επέμεινε να κατευθύνει περισσότερο τή μελέτη του προς το στόχο αυτόν, όπως επίσης και ή λανθάνουσα μορφή της νεοπλατωνικής βάσης τοΰ εγχειρήματος του, περιόρισαν το έργο του στο πλαίσιο μίας σημαντικής ή σημασιολογικής γραμματικής. Παρά ταύτα δέν είναι ορθό να μειώσει κανείς τήν αξία τοΰ εγχειρήματος του. Τουναντίον, ακριβώς λόγω τής ιδιαιτερότητας της ή εργασία του και ιδιαίτερα ή λανθάνουσα Νεοπλατωνική της βάση, θέτει στην προοπτική τοΰ χρόνου τή βάση, πάνω στην οποία θα μπορέσουμε να συντάξουμε μία νέα ελληνική γραμματική. Στους άξονες διαμόρφωσης αυτής θα συμπεριλαμβάνονται τόσο οι έως σήμερα εξελίξεις και ο εμπλουτισμός τής ελληνικής γλώσσας σέ λεκτικούς τύπους και σχήματα, δσο και ή μεθοδολογία πού εισηγείται ό Κούμας, άλλα επιπλέον και ορισμένοι δροι και στοιχεία της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας τής γλώσσας.
190
Δ Ι Α Π Ι Σ Τ Ω Σ Ε Ι Σ ΚΑΙ Ε Ρ Ω Τ Η Μ Α Τ Α ΓΙΑ Τ Η Ν Ο Ρ Ι Ο Θ Ε Τ Η Σ Η ΜΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ι Κ Η Σ Ά ν τα στωικά στοιχεία της γραμματικής του Κοραή συνδυάζονται με την ιατρική του ιδιότητα σ' αυτό που θα αποκαλούσαμε πρακτική
αποτελεσματικότητα
τής γραμματικής
παιδείας στον ανθρώπινο βίο, ή αριστοτελική κατατομή τοϋ έργου του Παλασίου συνάπτεται με τις μουσικοσημειογραφικές του ενασχολήσεις στή θέσπιση ενός προτύπου θεωρητικού βίου. Το πρότυπο αυτό, το όποιο ακολουθεί ό ίδιος ό Παλάσιος με τή συγγραφή των δύο κειμένων του,
συνίσταται
στην
αυστηρή
παρακολούθηση
των
μεθοδολογικών
κριτηρίων
μίας
γραμματικότητας. Ό Παλάσιος ώς μουσικός σημειογράφος είναι ό γραμματικός
της βυζαντινής μουσικής.
Ή ακριβής φύση τής σημειογραφικής εργασίας του συνίστατο στή διαμεσολαβητική του παρέμβαση ανάμεσα στο έργο τής (λατρευτικής) μουσικής τέχνης και τις ερμηνείες του. Ή παρέμβαση
αυτή είναι
αποκλήθηκε εξηγητής
σαφώς
κανονιστική,
και δχι ερμηνευτής
ρυθμιστική
και
ύποδηλώνειει
ερμηνειών στή θεωρούμενη ώς αυθεντική εκδοχή ανάγνωσης
κωδικοποιητική.
τήν
Το
ανάγκη υποταγής
οτι τών
τοϋ έργου τέχνης. Για να
αντιληφθούμε σε τί συνίσταται ή αυθεντικότητα αυτή, είναι χρήσιμο να λάβουμε υπ' όψιν πώς ή βυζαντινή μουσική σημειογραφία δεν είναι παρά ή λεπτομερής συνδυαστικών ποικιλμάτων πού συναπαρτίζουν τήν απόδοση ενός έργου
καταγραφή τών εκκλησιαστικής
μουσικής. Είναι κοινά αποδεκτό, πώς ή συνδυαστική αυτή ποικιλία στή βυζαντινή μουσική «εκφράζει το πολυσύνθετο οικοδόμημα τοϋ Είναι τής Δημιουργίας, τό οποίο έκδηλοΟνεται ώς μία προσπάθεια σταθεροποίησης τής διαμάχης μεταξύ τής ανθρώπινης και τής θείας φύσεως»724.
'Από τί θεωρούσε, λοιπόν, ό Παλάσιος πώς προστάτευε τή μουσική ερμηνεία με
τήν καταγραφή αυτή; — και άρα γιατί και από τί χρειάζονταν ό ίδιος να προστατεύσει τή γραμματική
ερμηνεία — τή θεωρία δηλαδή τής γραμματικής;
Όπωσδήποτε ή σημειογραφική κωδικοποίηση τοϋ Παλασίου δεν αποσκοπούσε
στή
διαφύλαξη αυτού πού σε όρους νεοπλατωνικούς θα αποκαλούσαμε τύπο τής ορθής ερμηνείας. 'Αντιθέτως, σκοπός τής κωδικοποίησης αυτής ήταν ή προστασία, τής μουσικής ερμηνείας άπό τις επιπτώσεις τής διαδικασίας επιπολιτισμοϋ
— τής μεταφοράς δηλαδή πολιτισμικών
αγαθών άπό και προς άλλες πολιτισμικές ομάδες και τή συνεπακόλουθη αλλοίωση
τού
τρόπου ερμηνείας. Κατά συνέπεια μπορούμε να δεχθούμε πώς οι παλασιακές μελέτες και παρεμβάσεις στή μουσική και τή γραμματική στοχεύουν στην προστασία τής ερμηνείας. Ή αυθεντική αυτή ερμηνεία δεν είναι παρά ή υποταγή
αυθεντικής
στή δύναμη και τή φύση
τών πηγών και ή αποκάλυψη αυτών τών πηγών — κάτι πού μας θυμίζει τή θεώρηση τού
2
Φλώρου, Κων., Ή ελληνική παράδοση στις μουσικές γραφές τοϋ μεσαίωνα: εισαγωγή στή
επιστήμη, μ,ετάφραση και επιμέλεια κ. Κακαβελάκη, εκδόσεις Ζήτη, θεσσαλονίκη 1998, σ. 3 5 .
νευματική
191
'Αλεξάνδρου
Άφροδισιέως
ως
μοναδικού
αυθεντικού
ερμηνευτή
της
φιλοσοφίας
του
'Αριστοτέλους. Για να αντιληφθούμε ποιες ακριβώς είναι αυτές οι πηγές·, πρέπει να λάβουμε ύπ όψιν, πώς ή σχέση μεταξύ τοΰ λόγου και της μουσικής υπερβαίνει τήν άπα τήν εποχή του Πυθαγόρα χρήση τών εικοσιτεσσάρων γραμμάτων της αλφαβήτου στή γραπτή απόδοση τών διαστηματικών φωνητικών σχέσεων και πώς σχετίζεται με τή μουσική τών σφαιρών, τήν έναρμόνιο φωνή τών πλανητών, τή θεώρηση τοΰ ενός ως ενότητας της ψυχής και τοΰ νοϋ και τή σχέση μεταξύ ρυθμιζόμενου και ρυθμίζοντος. Μπορούμε να δεχθούμε πώς ό Παλάσιος προσέφερε στή γλώσσα της βυζαντινής μουσικής δ,τι περίπου προσέφεραν οι 'Αλεξανδρινοί φιλόλογοι στον προφορικό λόγο: τή δυνατότητα για λεπτομερή περιγραφή και απόδοση τοΰ μουσικού γλωσσικού συστήματος και τών σημείων του, εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο της μουσικότητας κατά τήν αναπαραγωγή τοΰ μουσικού έργου, κατ' αντιστοιχία προς τον έλεγχο της γραμματικότητας τοΰ γραπτά ή προφορικά διατυπούμενου λόγου.
"Αν
για
τους
ιεροψάλτες—ερμηνευτές της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής ή μουσικότητα ενός ύμνου συνιστά το μέσο δια τοΰ οποίου προσδοκάται ή ανάκτηση άπό τους ανθρώπους της φύσεως τών αγγέλων, ή οποία πιστεύεται πώς χάθηκε κατά τήν πτώση τους, ή γραμματικότητα, δπως διαφαίνεται στα κείμενα τοΰ Παλασίου, συνιστά το μέσο για τήν ανάκτηση τοΰ bpdou λόγου και της φιλοσοφικής αλήθειας. Το κοινό στοιχείο μεταξύ τής μουσικής σημειογραφίας τοΰ Παλασίου και τής γραμματικής σημειογραφικής του παρέμβασης είναι ό μή γραμμικός, άλλα δομικός και συνδυαστικός τρόπος προσέγγισης τής μουσικής και της γραμματικής, θεωρουμένων αυτών ως εφαρμογών 725 . Το αισθητικό αποτέλεσμα τής άρθώσεως ε'ι'τε τής μουσικής ερμηνείας είτε τοΰ φιλοσοφικού λόγου υστερεί μπροστά στο ηθικό βάρος τοΰ όλου εγχειρήματος: τόσο ή μουσική εφαρμογή, οσο και ή άρθρωση φιλοσοφικού λόγο τείνουν προς μία υψηλότερη επικοινωνιακή πράξη: τήν αποκατάσταση τής ενότητας μεταξύ τοΰ λόγου και τής τονικής εκφοράς του 7 2 6 . Δεν είναι μάλιστα τυχαίο πώς το ερώτημα 'ποσαχώς ή σημασία' ενέχει σημασιολογικά κάποια ύπερβατικότητα, καθώς ή σημασία δηλώνεται ως εν και ζητούνται όχι οι εκφάνσεις της — δηλαδή, τα σημαινόμενα — άλλα οι τρόποι της έκφάνσεως αυτής. Οι διαφορετικές σημασιολογήσεις τοΰ ορού σημασία, ol οποίες εκφράζουν τήν χ-ορύφωση τής αριστοτελικής μεθοδολογίας τών αναλογικές
περιπτώσεις
σηματοδοτήσεως
'Αναλυτικών
ύστερων, συνιστούν
τοΰ ορού και κατ' αυτήν
τήν
έννοια
τις τήν
καταληκτική βαθμίδα της αριστοτελικής ερευνητικής μεθοδολογίας. Δεν είναι τυχαίο πού τό ερο>τημα αυτό είναι ή μόνη διατύπωση στα κείμενα τοΰ Παλασίου πού ενέχει, άπορρητικά
725
"Ας θυμηθούμε τήν κατάληξη του αρχικού ερωτήματος 'τί είναι γραμματική' στο ερώτημα 'ποσαχώς ή σημασία'. 726
Οι μουσικολόγοι συχνά περιγράφουν τήν τονικότητα ως γλώσσα, ή οποία ακολουθεί τή δική της γραμματική, τή δική της σύνταξη, καί τό δικό της λεξιλόγιο- βλέπε σχετικά, Scruton, R., The Aesthetics of Music, Oxford University Press, Oxford 1997, σ. 171. Στο tSio θέμα, βλέπε καί τή μελέτη: Τόμπρα, Σπ., Μουσική και σημειολογία: μία μέθοδος ερμηνευτικής προστΐέλασης τοΰ μουσικού έργου, Γκοβόστης, 'Αθήνα 1998.
192
έστω, κάποιο αισθητικά περιεχόμενο, καθώς συνιστά από έποψη ύφους μία οιονεί δραματική κορύφωση της διαδικασίας αναζητήσεως του άληθοΰς. Το κοινό στοιχείο μεταξύ της μουσικής ερμηνείας και της διατυπώσεως λόγου είναι το γεγονός πώς και οι δύο συνιστούν τρόπους έκφρασης αντίστοιχα τού μουσικού και τού γλωσσικού
συστήματος σημείων 7 2 7 . Ή
παραδειγματική,
σχέση μεταξύ των
δύο συστημάτων
άλλα αναλογική: πρόκειται για δύο είδη τού γένους σύστημα
δεν
είναι
σημείων, το
όποιο συνιστά τό αντικείμενο μελέτης της σημειωτικής. "Οπως είναι γνωστό, τα βασικά χαρακτηριστικά
κάθε συστήματος
είναι
ή
σχέση
μεταξύ
τού σημαίνοντος
και
τού
σημαινόμενου και ή συντακτική δομή. Βέβαια πρέπει να επισημάνουμε τό διαφορετικό τρόπο σημάνσεως μεταξύ της δυτικό—ευρωπαϊκής και της βυζαντινής εκκλησιαστικής
μουσικής,
οπού στη δεύτερη περίπτωση ή αποφυγή χρήσεως μουσικών οργάνων δίνει σαφή και σταθερή προτεραιότητα στή λεκτική προσέγγιση τού νοήματος υποτάσσοντας τα μουσικά σημεία σε αυτήν. Πρέπει νά συνδέσουμε αυτή τή διαφορά με τό γεγονός πώς στή δυτική μουσική έκεΐνο πού κυριαρχεί ή τουλάχιστον είναι πάντα παρόν κατά τήν εκτέλεση, τήν ερμηνεία ή τήν ανάλυση ενός μουσικού έργου είναι τό πρόσωπο, ή βιοθεοορία, και ή στάση ζωής τού συνθέτη αντιθέτως ή αναγνώριση τού δημιουργού ως μεγαλοφυίας κατευθύνεται στή
βυζαντινή
εκκλησιαστική μουσική παράδοση προς τό θείο. Για να αντιληφθούμε τον τρόπο με τον οποίο συνδυάζεται άπό τον
Παλάσιο ή
φιλοσοφική διερεύνηση τής γραμματικής με τις μουσικές του ενασχολήσεις, πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν πώς τό κοινό στοιχείο τής μουσικής και τής φιλοσοφικής παρεμβάσεως του εντοπίζεται στό γεγονός πώς και στις δύο περιπτώσεις ή παρέμβαση του απευθύνεται στην κατανοητική μας λειτουργία. Αυτό βέβαια οδηγεί στή θεώρηση τού αρχικού κείμενου, αυτό είναι
μουσικό κομμάτι είτε
κείμενο
λόγου, ως
κώδικα,
ο οποίος
πρέπει
εϊ'τε να
αποκωδικοποιηθεί, ενώ επιπλέον οδηγεί στην κοινή διαπίστωση πώς είναι δοκιμότερο να χρησιμοποιώ κάτι, δταν τό έχω κατανοήσει, παρά δταν στηρίζομαι στή στιγμιαία αντίληψη του. Αυτό σημαίνει πώς ό χρηστικός προσανατολισμός μίας φιλοσοφικής γραμματικής είναι σαφώς μεθοδολογικής υφής: σκοπός είναι νά κατανοήσουμε τις γραμματικές δυνατότητες ενός σημείου — συγκεκριμένα τους φορείς τής εκάστοτε σημασίας12*, ούτως ώστε νά έχουμε επίγνωση τών τρόπων χρήσεως τής γλώσσας. Αυτή ή ανάγκη για συνειδητή γνώση τών χαρακτηριστικών τού έκφερόμενου λόγου — ή ανάγκη δηλαδή νά γν(ορίζουμε αυτό πού χρησιμοποιούμε — καταδεικνύει τή χρήση ώς περιεχόμενη στους τρόπους αυτής - άλλα επίσης αναδεικνύει και τον έργαλειακό χαρακτήρα τής γλώσσας. Ή ερμηνεία είναι χρήση — ή εξήγηση είναι επιπλέον
προσέγγιση τού τρόπου χρήσεως. Ή
ερμηνεία υπόσχεται τήν
727
Για τή σχέση τής μουσικής με τή γλώσσα, βλέπε τό κεφαλαίο Μουσική και γλώσσα: ενα απόσπασμα στή μελέτη Adorno, T. W., Ή κοινωνιολογία της μουσικής, μετάφραση θ . Λουπασάκη—Γ. Σαγκριώτη—Φ. Τερζάκη, Νεφέλη: Μουσική, Ά&ήνα 1997, σσ. 13-21. 728
Wittgenstein, L., Φιλοσοφική γραμματική, εισαγωγή—μετάφραση-σχόλκχ Κ. Κωβαίου, Μ. Ι. Ε. T., Ά&ήνα 1994, σσ. 8 3 — 85.
193
αποκατάσταση της συνδέσεως μεταξύ της γλωσσικής διατύπωσης ενός κειμένου και τοΰ πνεύματος τοΰ συγγραφέα. Ή εξήγηση αφ' ένας εμπλέκει στην δλη διαδικασία τήν ύπαρξη ενός αποδέκτη — δηλαδή ενός ακροατή ή ενός αναγνώστη — και αφ' έτερου υπόσχεται τή σύνδεση της γλώσσας με τήν πραγματικότητα. ΙΥ αυτό είναι ασφαλές να δεχθούμε πώς τα γραμματικά κείμενα τοΰ Παλασίου είναι εζηγητικά
— και μάλιστα έξηγητικά των σημασιών.
Ή σημασία δέν είναι συστατικό της δείξεως, άλλα της αναφοράς. Ή δείξη εμπεριέχει τήν έκφραση τοΰ αντικειμένου της δείξεως, δηλαδή τό σημαίνον ενώ ή αναφορά δέν είναι παρά ή χρήση τών λεκτικών τύπων. "Ενας από τους στόχους της φιλοσοφικής γραμματικής είναι αναμφισβήτητα ή επεξήγηση οχι τοΰ εκάστοτε σημαίνοντος, άλλα της
εκάστοτε
σημασίας κάθε σημαίνοντος. Σ τ ή βάση αυτή ή φιλοσοφική γραμματική δέν μπορεί να εκλάβει ποτέ μηχανιστικό χαρακτήρα, καθώς δέν μπορεί να έμπεριστατώνεται στατικά — να αποδίδει δηλαδή τή συμβολική μόνο πλευρά της απεικονιστικής σχέσεως μεταξύ ενός σημαίνοντος και τοΰ σημαινόμενου του, χωρίς να συμπεριλαμβάνει τόσο τις συνιστώσες (π.χ. τον τόπο κα'ι τό χρόνο), οσο και τις διαδικασίες της σημασιοδότησης (μέ άλλα λόγια, τις διαφορετικές χρήσεις μιας σημασίας). Μπορεϊ ωστόσο
να
δρα υπολογιστικά.
γραμματική μπορεί να είναι κατανοητική
Μόνον
έτσι
μία
φιλοσοφική
"% οποτζ και υα ουναται να μας προσφέρει τη
συνέπεια τοΰ λόγου μας. Μία τέτοια γραμματική, σε αντίθεση μέ τα κοινά εγχειρίδια γραμματικής που είναι κατατακτικά
τών σημασιών και τών χρήσεων, είναι συστηματική και
συστημική: συνιστά δηλαδή μία γενική — και κατ' αυτό μόνον απλουστευτική — θεωρία της γλωσσικής διατύπωσης ως συστήματος. Ή διαφορά της ερμηνείας άπό τήν εξήγηση
είναι διαφορά μεταξύ μίας μεταγραφής άπό
τήν επίδραση της. Ή ερμηνεία δέν συμπεριλαμβάνει τήν κατανόηση· ή εξήγηση στρέφεται προς τήν κατανόηση — ενέχει δηλαδή τό στοιχείο τής προθετικότητας
(intentionality)730. Αυτό
σημαίνει πώς ή ερμηνεία μπορεί να είναι πιο ελεύθερη άπό τήν εξήγηση κατά τήν απόδοση ενός νοήματος, ενώ ή εξήγηση οφείλει να περιστρέφεται γύρω άπό τή μέθοδο ερμηνείας πού κάθε φορά έχει
επιλεγεί
— υπόκειται
δηλαδή σε
επιλεγμένο
μεθοδολογικό
πρότυπο
ερμηνευτικής προσέγγισης, τό οποίο τίθεται ως κανόνας. Ή διαφορά μεταξύ τοΰ έργου τοΰ Κοραή άπό τή μία μέ τα έ'ργα τοΰ Παλασίου και τοΰ Κούμα άπό τήν άλλη συνίσταται στο γεγονός πώς ενώ στο πρώτο ή μεθοδολογία συνιστά άπλα τό κανονιστικό πρότυπο μέσω τοΰ οποίου μελετάται ή γλώσσα, στην δεύτερη περίπτωση συνιστά τό θέμα και τον αυτοσκοπό τής Γδιας τής μελέτης. Στον Παλάσιο άλλωστε, όπως και στον Κούμα, οι μεθοδολογικές αρχές βρίσκουν τήν εφαρμογή τους στό ίδιο τό κείμενο τους. Στον Κοραή αντιθέτως ή εφαρμογή τών άρχων τής γενικής γραμματικής πραγματοποιείται εντός τοΰ πεδίου όχι της 729
Για τήν κατανοητική φιλοσοφία, βλέπε Καρπούζου, 'Αλ. Εισαγωγή στην κατανοητική φιλοσοφία: η περιπέτεια της ανθρώπινης χειραφέτησης, 'Ελεύθερος Τύπος, 'Αθήνα 1997.
730
Για τήν προθετικότητα στο μουσικό έργο, όπως επίσης και για μία γενική γραμματική τοϋ μουσικού λόγου, βλέπε Δεμερτζή, Κ., Ή μουσικολογία ως γλωσσολογία: το ζήτημα της μουσικής υφής και τοϋ μουσικού ύφους στο πλαίσιο μίας γενικής γραμματικής τοϋ μουσικού λόγου, Παπαζήσης, 'Αθήνα 1998, σ. 167.
194
γραμματικής, άλλα της γλώσσας — για το λόγο αυτό και ή μεθοδολογία του μπορεΐ να χρησιμοποιηθεί εκ παραλλήλου σέ διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, δπως ή ρητορική. Ό Κοραής
σημειογραφεΐ
τη
λέξη
και
δχι
τη
σημασία:
το
εγχείρημα
του
παραμένει
προσκολλημένο στις ετυμολογικές αναλογίες κατά τρόπο συμπεριφοριστικό, αδιαφορώντας για το νόημα και εμμένοντας στην εξελικτική της μορφής τών σημασιών. Για το λόγο αυτό και ή ενοποίηση τών περιπτώσεων διατυπώσεως που προσφέρει είναι μάλλον απλοϊκή — καθώς προσομοιάζει στον κατατακτικο
χαρακτήρα τών τυπικών γραμματικών — παρά
απλουστευτική. Κ α τ ' ούσίαν ό Κοραής δέν θέτει προβλήματα για το φιλόσοφο, παρά θέματα για τον τεχνοκράτη. 'Αντιθέτως μεταξύ τών τριών περιπτώσεων φιλοσοφικής άρθρωσης τής γραμματικής που εξετάζουμε στή διατριβή αυτή, ή γραμματική τάση που εκπροσωπεί ο Κούμας είναι ή πλέον υποσχόμενη φιλοσοφικά, καθώς είναι αποδεσμευμένη τόσο άπό τον κάποτε άσφικτικό εναγκαλισμό τής γραμματικής τοΰ Παλασίου άπό τη
συρρικνωτικά
731
θεωρητική ορολογία, τοΰ 'Αριστοτέλους , δσο και άπό τήν κάποτε ενοχλητικά θετικιστική υφή τής επιστημοσύνης τοΰ γραμματικού εγχειρήματος τού Κοραή 7 3 2 . "Οπως εΓδαμε, ό Κούμας προτείνει την απαλοιφή τών εμπρόθετων προσδιορισμών και τή σημασιολογική τους αντικατάσταση στή γλωσσική χρήση άπό τις πτοόσεις. Το ακριβώς αντίθετο προτείνει ό Κοραής. Θα ήταν αδόκιμο να ταχθούμε υπέρ τού ενός ή τού άλλου, καθώς αυτό πού μας ενδιαφέρει δέν είναι ή πτώση ή ή πρόθεση εφ' εαυτές, άλλα ή σημαντική και σημασιολογική σύμπτωση
τους — ή συμφωνία δηλαδή τών διαφορετικών μορφών και ή τα.ντοπονϊ}σΎΐ τους υπό
το αυτό σημασιολογικό είδος, άρα και ή κατανόηση τού συστήματος σημασιοδότησης. φιλοσοφική γραμματική είναι συστημική, επειδή είναι οργανωτική τής
Ή
ενδεχομενιχότητας733
τής διατυπώσεως τού νοήματος: οργανώνει δηλαδή τις ενδεχόμενες περιπτώσεις διατύπωσης σέ έ'να συνεκτικό έξηγητικό πρότυπο, φιλοδοξώντας να προσφέρει ασφάλεια διατυπώσεως. Το δτι
ή
Καθολική
γραμματική
του
Κούμα
συνιστά
κατ'
ούσίαν
μία
μελέτη
τών
συγκατηγορηματικών ορών, ή οποία διόλου δέν ασχολείται με τους κατηγορηματικούς, φανερσ>νει ακριβώς πώς αυτοί οι έμμεσοι ή συγκατηγορηματικοί δροι συνιστούν τα πλέον
731
Μπορούμε νά πούμε πώς τα κείμενα τοΰ Παλασίου μειονεκτούν στο βαθμό που άνασυστήνουν τήν αριστοτελική ορολογία και δέν εκλαμβάνονται ως μετά—νεο-άριστοτελική θεώρηση της φιλοσοφίας τοΰ 'Αριστοτέλους. 732
'Ενοχλητικά θετικιστική είναι ή προσκόλληση τοΰ φιλοσοφικού στοχασμού στο γλωσσολογικό πραγματισμό — κάτι εμφανές στην περίπτωση της γραμματικής τοϋ Κοραή. 733
Για τή χρήση τοϋ ορού ένδεχομενιχότητα, την προέλευση του άπό τό 13ο κεφάλαιο τών 'Αναλυτικών προτέρων τοϋ 'Αριστοτέλους, και για περαιτέρω βιβλιογραφία, βλέπε Willke, Η., Εισαγωγή στη συστημ,ιχή θεωρία μετάφραση Ν. Λίβου, Κριτική: Γλώσσα—Θεωρία—Πράξη 4, 'Αθήνα 1996, σ. 14. Ό νεολογισμός άναδυτιχότητα πού προτείνει ο μεταφραστής τοϋ έργου προς απόδοση τοϋ γερμανικού ορού Erœrgenz είναι πολύ επιτυχής στην περίπτωση που κάποιος αποπειράται να περιγράψει τις αριστοτελικές αργές πού προκύπτουν από τα πράγματα (τό ρήμα -προκύπτω δέν σχηματίζει στή νέα ελληνική ουσιαστικό δνομα για τό παράγωγο τής δράσης, παρά αποδίδεται περιφραστικά ως «αυτό πού προκύπτει»).
195
ρευστά στοιχεία στην κίνηση μιας προτάσεως 7 3 4 και πώς είναι τα πλέον έκθετα στοιχεία μπροστά στον κίνδυνο μίας πιθανής παρερμηνείας κατά την κατανόηση τοΰ λόγου. Για το λόγο αυτό οι συγκατηγορηματικοί οροί δεν συνιστούν τυπικά γραμματικό, αλλά φιλοσοφικό πρόβλημα και θέμα της φιλοσοφικής γραμματικής. Σχετικά με τις διάφορες μεταξύ των τριών περιπτώσεων φιλοσοφικής κατατομής της ελληνικής γραμματικής που αναλύσαμε στη διατριβή αυτή, πρέπει να επισημάνουμε πώς ό αριστοτελικός εμπειρισμό
«εμπειρισμός» τοΰ Παλασίου είναι
τής
αναλυτικής
τοΰ
Κοραή.
Και
προτιμότερος αυτό,
διότι
ή
άπό τον
φυσιοκρατικό
διαστοχαστική
σχέση
ύλης—μορφής, ή οποία άδρομερώς διαφαίνεται στο έργο τοΰ Παλασίου και απλώς υπολανθάνει κάποιας ιδιαίτερης ανάπτυξης στο έργο τοΰ Κούμα, και ή οποία στηρίζει την καθολικότητα τής γλώσσας
και την
περιπλοχότητά135
της, συρρικνώνεται
στον
Κοραή στη
σχέση
ενδιαθέτου—προφορικού λόγου. Ή συρρίκνωση αυτή προκύτει α) άπό τήν εξαίρεση άπό το πεδίο τής γραμματικής έρευνας τής σχεσιοκρατίας
τής
συγκατηγορηματικότητας τών ορών β) άπό τήν υποταγή αξιολογική
της
ύφη ως
— δηλαδή
τής
τής γραμματικότητας στην κατ'
επίφασιν επιστημονικότατα τών επισφαλών ετυμολογιών γραμματικότητα άπό τήν
σημασιολογίας
γ) άπό τήν απογύμνωση
προτεραιότητα
-
και δ) άπό
περιοριστικό εγκλεισμό τής γραμματικότητας στό πλαίσιο τής χρήσης.
τής τον
"Ολα αυτά τα
στοιχεία αντιβαίνουν τήν αξιολογική προτεραιότητα τής σημασιολογικής δομής 7 3 6 έναντι τής λειτουργίας παρουσιάζουν
— έναντι δηλαδή τών λειτουργικών οι
μορφολογικές
παραλλαγές
τής
επιδόσεων
και προσανατολισμών,
γραμματικής
ύλης
άνά
πού
γλωσσικό
υποσύστημα 737 . Αυτό πού ξεκαθαρίζει ο Παλάσιος είναι πώς τό σταθερό είδος τοΰ δίπολου ί
υίλτη—είδος'' είναι τό δυνάμει τής γραμματικής να έμπεριστατώνεται ώς γραμματική κατά τις
734
Ή πρόταση δεν είναι ή ελάχιστη νοηματική μονάδα πλήρους διατυπώσεως — είναι μία κίνηση με αφετηρία το υποκείμενο της και θέμα την έκ μιερους του προσπάθεια οίκειοποήσεως και υπολογισμού τών κατηγορημάτων του. 735
Στη γλώσσα ή περιπλοκότατα εκδηλώνεται ώς πολυμορφική διαπλοκή τών σημασιών. Διαπλοκή είναι το είδος και δ βαθμός της αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ τών σημασιών, άλλα και ή σχέση τους προς τη γραμματική ως σύστημα. Ή πολυμορφία εκδηλώνεται ως ο βαθμός λειτουργικής διαφοροποίησης μίας σημασίας στο λόγο, σχετίζεται με τον αριθμό τών σημαντικών επιπέδων τής αναφοράς (οπού ή διάκριση τής αναλυτικής μεθόδου άπό τήν εμπειρική παρατήρηση ίχνηλατεΐται ώς διάσταση μεταξύ του γένους καί τοΰ είδους) και προκύπτει άπό τη θεώρηση της γραμματικής ώς συστήματος. Στη σχέση μεταξύ της πολυμορφίας καί τής γραμματικής ώς συστήματος περιλαμβάνονται ά σχέσεις αίτιατοΰ-αίτίου, μέρους—όλου, και πεδίου εφαρμογών—προβλήματος. Για τα θέματα αυτά, βλέπε σχετικά Thomson, J., Organizations in Action, New York 1967, σσ. 54 κ.έξ. Στην απλούστερη της περιγραφή, ή περιπλοκότητα μπορεί να προσδιοριστεί ώς 'τό σύνολο τών δυνατών συμβάντων', χαρακτηρίζοντας τή σχέση μεταξύ τοΰ συστήματος καί τοΰ κόσμου- Luhmann, Ν., Soziologische Aufklärung 1, Opladen 1971, σ. 115. Για τήν πολυμορφία τής ελληνικής δημοτικής, βλέπε Τσολάκη, Χρ., Άπό το λόγο στη συνείδηση τοΰ λόγου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 169—178. 736 737
: δηλαδή τοΰ σημασιολογικού είδους.
: άνά διάλεκτο δηλαδή ή ιδίωμα — αλλιώς, κατά τις περιβαλλοντικές συνθήκες καί τις συνιστώσες τοΰ •χρόνου, του τόπου, καί άλλων παραγόντων.
196
εκάστοτε μορφοποιήσεις του* σε σύγχρονους ορούς αυτό το δυνάμει, το δομικό στοιχείο της έννοιας γραμματική, διάφορες
μπορεΤ νά αποδοθεί ώς προσαρμοστικότητα
περιβαλλοντικές
συνθήκες. Αυτό
ορίσουμε
τή
γραμματική και τή γραμματικότητα ώς μεταβλητές διαδικασίες, πού δέν τελειοποιούνται
—
όπως ήθελε να πιστεύει ο Παλάσιος
738
σημαίνει
της γραμματικής κατά τις
πώς
μπορούμε
να
— άλλα πού σταθεροποιούνται υπό συγκεκριμένες
δομικές εκφάνσεις. Μπορούμε, δηλαδή, να δούμε τή σχέση μεταξύ της γραμματικής και τής γλώσσας ώς σχέση μεταξύ συστήματος και περιβάλλοντος, οπού το γραμματικό σύστημα ανασυγκροτείται και επαναπροσδιορίζεται ανά γλωσσικό περιβάλλον. Μία τέτοια προσέγγιση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς κατ' αυτόν τον τρόπο μπορούμε να οριοθετήσουμε τή γραμματική και τή γλώσσα ώς διακριτά πεδία μελέτης. Ή διάκριση τους προκύπτει από τή στεγανοποίηση της διαφοράς μεταξύ της γραμματικής τής γλωσσικής
ανάλυσης και
ανάλυσης: ή γλωσσική ανάλυση έχει ώς σημείο αναφοράς τή γραμματική,
ενώ τό σημείο αναφοράς τής
γραμματικής είναι εσωτερικό 739
σημασιολογικές κατηγορίες ή αλλιώς στα σημασιολογικά
είδη .
ορίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο ώς
της
μία
συστημικη
της και συνίσταται
στις
Ή φιλοσοφική γραμματική σημασιολογίας.
Ή
γλώσσα
-
μεταβάλλεται ή γραμματική μορφοποιείται. Ή γλώσσα προσλαμβάνει τή γραμματική (έχει δηλαδή γραμματική
προσληφιμότητα)·
ή γραμματική δέν προσλαμβάνει τή γλώσσα, αλλά
τις (ή κάποιες από τις) διαφοροποιήσεις τού εαυτού της καθ' όσον διαχέεται στή «βλέπει» προς τή γλώσσα
γλώσσα,
και σχηματοποιείται μέσα σ' αυτήν. Αυτό τό μέσα δείχνει πώς ή
σχέση μεταξύ της γραμματικής και της -γλώσσας είναι σχέση τού εντός προς τό έκτος.
Ό
ρυθμιστικός χαρακτήρας τής γραμματικής συνίσταται στή διευθέτηση τής σχέσεως μεταξύ τής γλο^σσας και τού νοήματος. Για νά πετύχει στο ρυθμιστικό αυτό ρόλο της ή φιλοσοφική ή συστημικη γραμματική, οφείλει νά είναι από τήν πλευρά τής μεθοδολογίας αναλυτική, καθώς μόνον έτσι μπορεί νά επιτυγχάνεται ή επεξεργασία τής γλώσσας. Κ α τ ' αυτήν τήν προσέγγιση, όπως είναι εμφανές, ή -γλώσσα προσδιορίζεται ώς γραμματικό οποίου ή έννοιολογία
έμπεριστατώνεται
μέσω
τής
γραμματικής
ώς
περιβάλλον, τού συστήματος
και
εξαρτάται από αυτήν. Αυτό σημαίνει πώς, τουλάχιστον στο επίπεδο της ορολογίας, πρέπει νά ξεπεράσουμε τή διάσταση μεταξύ τής όνοματοκρατίας και τής πραγματοκρατίας, καθώς ή 738
Ίο νά θέτει ό Παλάσιος ώς σκοπό τής γραμματικής το «εντελή ποιεϊν τον γραμματικόν» ακολουθεί τήν θέση του Κορυδαλέα πώς ο σκοπός κάθε επιστήμης είναι ή ευδαιμονία τοΰ ανθρώπου, χωρίς νά ταυτίζεται με τή θέση αυτή. Ή θέση αυτή δεικνύει προς τήν αποδέσμευση τής φυσικής επιστήμης και τής φιλοσοφίας άπο τή θεολογία και εμπίπτει εντός των ορίων τοΰ λεγόμενου φιλοσοφικού αθεϊσμού. "Οπως επισημαίνει δ Λ. Κ. Μπαρτζελιώτης, σύμφωνα με τό Κορυδαλέα τό τέλος κάθε επιστήμης είναι να τελειοποιήσει τόν άνθρωπο και νά τον καταστήσει ίκανόν προς επίτευξη τής ευδαιμονίας στον μετά σώματος βίον του.»· Μπαρτζελιώτη, Λ. Κ., Φιλοσοφία και επιστήμη: η αντιπαράθεση φυσικής φιλοσοφίας και μαθηματικής επιστήμης κατά τους χρόνους της «αιχμαλωσίας», 2η έκδοση, Καρδαμίτσας, 'Αθήνα 1992, σ. 6 9 . 739 Στην ίδια προοπτική, εντοπίζονται δ Ί . Ν. Γαβριηλίδης αναφέρεται σε γραμματικές you. συντακτικές κατηγορίες· βλέπε, Γαβριηλίδη, Ί . Ν., Ή ανεπάρκεια της ελληνικής γλωσσικής επιστήμης, EL-RO, 'Αθήνα 1997, σσ. 47-54.
197
γραμματική, ώς δυνάμει ή μεταβλητή διαδικασία, μπορεί πια να προσδιοριστεί ώς 'δομημένος μετασχηματισμός νοηματικών περιπλοκοτήτων' 7 4 0 στο περιβάλλον της γλώσσας. Με τον προσδιορισμό αυτόν, δ οποίος δεν εγκλωβίζεται στο πρόβλημα προσδιορισμού τοΰ χρόνου δημιουργίας τοΰ γραμματικού συστήματος, μεταφερόμαστε σε ένα επίπεδο υπερκείμενο και γενικότερο άπα εκείνα της σημαντικής και της σημασιολογίας, και ό όποιος. Αυτό συνιστά μία εξέλιξη τοϋ θέματος και της προβληματικής τής φιλοσοφικής γραμματικής, καθώς από την κλασσική σχέση 'είδος—μορφή', μέσω τής σχέσεως 'σύστημα—περιβάλλον' καταλήγουμε στο περιγραφικά ακριβέστερο ζεύγος διαστοχαστικών εννοιών 'σταθεροποίηση—μεταβολή' ή ορθότερα 'σταθεροποιητικός τελεστής—μεταβλητότητα'. Το ζεύγος αυτό εμπεριέχεται, δπως θα έλεγε ό 'Αριστοτέλης στην απλώς φωνή μεταλλαζιμότητα
— δρος πού αναφέρεται στους
ρόλους τών σημασιών μέσα στή γλώσσα. 'Αξίζει δε να λάβουμε υπ' όψιν τή σχέση αυτής τής ώς θέματος τής συστημικής γραμματικής με τήν πλαστικότητα
μεταλλαξιμότητας
διατυπούμενου λόγου
και
τήν
ένδεχομενικότητα
διατυπώσεως
τοϋ
νοηματικού.
τοϋ Μία
φιλοσοφική γραμματική πού έχει ώς άξονα αυτήν τή θεματική, δεν αποκλείει τά φαινόμενα τής γλωσσικής επιλεκτικότητας"741,
άλλα τά συμπεριλαμβάνει στο πεδίο τής ερευνάς της ώς
αναγκαστικούς σημασιολογικούς τύπους· το να ομιλούμε δε γι' αυτήν τή συμπερίληψη ώς αναγκαιότητα
ήδη μας απελευθερώνει
ιδιοσυστάτου. Αυτό πού αναδύεται
άπό τήν
προσέγγιση
γραμματικής
ευρισκόμαστε
τοΰ Κούμα
742
ορολογία τοΰ ιδίου ή
τοΰ
έτσι ώς το κύριο συστατικό περιεχόμενο τής φιλοσοφικής
γραμματικής είναι ή παραδειγματικότητα τήν
κλασσική
τών σημασιολογικών σχέσεων — και κ α τ ' αυτήν
εγγύτερα
στή
νεοπλατωνική
βάση
τής
. Μία τέτοια γραμματική δεν συστήνει πρότυπο,
κώδικα, ό όποιος προκύπτει άπό εποπτεία'
Καθολικής
άλλα συνιστά
είναι κατ' αυτό επιστημονική, χωρίς ωστόσο να
είναι νομοτελειακή, άφοΰ δεν επιβάλλει συγκεκριμένες χρήσεις- σε σχέση δε προς τή συνήθη γραμματική θα μπορούσαμε
να
τήν
προσδιορίσουμε
ώς
δια—γραμματική.
Πέραν
τοΰ
χαρακτήρα της αύτοΰ τά βασικά ζητούμενα είναι α) ό τρόπος με τον οποίο μπορούμε νά
740
Για τήν προέλευση της φράσης ώς ορού, βλέπε Willke, Η., Εισαγωγή στη συστημική θεωρία μετάφραση Ν.
Λίβου, Κριτική: Γλώσσα-Θεωρία—Πράξη 4, 'Αθήνα 1996, σ. 24. 741
'Επιλεκτικότητα
είναι π.χ. ά σημασιολογικές αποκλίσεις της έννοιας λευκό, ή οποία παρατηρείται σε
ποΚΚους βόρειους λαούς. 742
Αυτό το νεοπλατωνικό υπόβαθρο της γραμματικής τοϋ Κούμα αποτελεί συνέχεια τοϋ Νεοπλατωνικής
χροιάς ερωτήματος τοϋ Παλασίου περί τοϋ 'ποσατ^ώς ή σημασία'. Σχετικά με τή διατύπωση τοϋ ερωτήματος αύτοϋ, πρέπει να επισημάνουμε πώς ό ορός σημασία απαντάται μαζικά πρώτα στά κείμενα τών νεοπλατωνικών. Πιθανώς, ή ]>Λ?ψ] τοϋ παραπάνω ερωτήματος στον Παλάσιο προέκυψε ώς απόδοση στην ελληνική τοϋ λατινικοϋ δρου modi significandi· βλέπε σχετικά τά έ'ργα: Pseudo-Alberti Magni, De modis significandi, (Kelly, L. G., Quaestiones Alberti De modis significandi, Amsterdam studies in the theory and history of linguistic science, σειρά 3, Studies intiiehistory of linguistics, τ. 15, John Benjamins, Amsterdam 1977)· Thomas von Erfurt, Tractates de modis signitïcandi, Bochumer Studien zur Philosophie Bd. 27, B. R. Grüner, Amsterdam και Philadelphia 1998- Martinus de Dacia, Mod significané (Roos, H., Die Mod signMcandi des Martinas de Dada, Forschungen zur Geschichte der Sprachlogik im Mittelalter, Aschendorff, Munster 1952).
198
προσδιορίσουμε ακριβέστερα τη γραμματική ανάλυση της φιλοσοφικής γραμματικής και β) ή θέση
τής
αναλογίας
ανάμεσα
σε
κριτήρια
επιλεκτικότητα και ή παραδειγματικότητα Μπορούμε
να
δεχθούμε
πώς
ή
γραμματικότητας
όπως
ή
γλωσσική
των σημασιολογικών σχέσεων. αναλογική
γραμματικής
\»£%οοος
ανάλυσης
που
χρησιμοποίησε ό Κοραής προέκυψε ώς φυσική εξέλιξη τοϋ αναλογικού τρόπου με τον οποίο ο Παλάσιος μετέβαλε το ζήτημα προσδιορισμού τής γραμματικής σε ζήτημα προσδιορισμού του γράμματος
αξιοποιώντας
ε'τσι
τήν
αριστοτελική
αναλογία.
Σημειωτέον
δέ,
πώς
ή
γραμματική θεωρία καταδεικνύεται στο έργο τοϋ Παλασίου ώς γραμματική τοΰ λόγου, κ α τ ' άναλογίαν γραμματική
προς τή σημειογραφική του μουσική παρέμβαση, ή οποία εκλαμβάνεται τής μουσικής.
Ωστόσο ή αναλογία συνεπικουρείται
επισφαλείς και μή αποδεικτικού χαρακτήρα ετυμολογικές
ώς
στον Κοραή άπό τις
αναζητήσεις ενώ
παράλληλα
προσανατολίζεται οχι προς τα σημαίνοντα ή τις σχέσεις τών σημασιών τους, άλλα προς τήν ποικιλία τών σημαινόντων, δηλαδή τή χρήση (usage) τής γλώσσας. Ή άποδεικτικότητα τής αναλογίας εκλαμβάνεται στο εγχείρημα γενικής γραμματικής του ώς άποδεικτικότητα τής ομοιότητας. Αυτό πού με βάση τα δεδομένα τής κοράικής προσέγγισης κάποιος φυσικό γραμματικό
θα άποΥ,αΧοϋσζ
λόγο αποκαλύπτεται στον Κοραή περισσότερο ώς φυσική σχέση
μεταξύ σημαινόντων και σημαινόμενων, ή οποία χρησιμεύει μόνον στην αναλογική κατασκευή νέων σημείων.
"Ετσι, αν στον Παλάσιο ή γραμματικότητα τοΰ διατυπουμένου
λόγου
προσανατολίζεται στή φιλοσοφικοποίηση τής γραμματικής, στον Κοραή ή γραμματικότητα είναι ή υποταγή τής χρήσεως ή τών χρήσεων τής γλώσσας σε έ'να κανονιστικό
πρότυπο
δοκιμότητας τής διατυπώσεως, το οποίο άφορα οχι πια τήν ίδια τή γραμματική, αλλά τή γλώσσα. Κ α τ ' αυτόν τόν τρόπο ή γραμματικότητα μετατρέπεται άπό φιλοσοφικότητα σε νομιμότητα — και μάλιστα συντακτική — ή οποία πρέπει να επιβληθεί: με τις προτάσεις του για απλοποίηση του κλιτικού συστήματος και για συνεξέταση τών αντικειμένων τής νόησης με τα αντικείμενα αναφοράς ο
Κοραής αποσκοπεί στο να κατασταθεί ή διατύπωση λόγου
περισσότερο ελέγξιμη. Αυτό είναι και το πλαίσιο εντός τοϋ οποίου εγκαταλείπει ο ίδιος τή διμερή διάκριση τών ονο\ιΑτων σε κύρια και προσηγορικά και προτείνει τήν αντικατάσταση της άπό τήν τριμερή διάταξη τών όνο[>Ατων φυσικών ουσιών, τών όνο^των
τεχνητών
ουσιών και τών αφηρημένων ονομάτων. Αυτό είναι επίσης και το πλαίσιο εντός τοΰ οποίου το αντικείμενο τής γραμματικής έρευνας μετατίθεται άπό τή σήμανση ή τή σημαντική στή λογική
αντιπροσώπευση,
μετατοπίζοντας τό πεδίο έρευνας άπό τή σημασία ενός ορού στην
εμπλοκή τών σημασιών στό λόγο και αναδεικνύοντας ώς μονάδα τοϋ λόγου τήν πρόταση. "Ετσι, ή δοκιμότητα τής εκάστοτε προτάσεως — δηλαδή, τό αν αυτή συνιστά κρίση — προσδιορίζεται
ώς
κριτήριο
αξιοποίησης
τής
προτάσεως
σε
διαδικασίες
επαγωγικής
συλλογιστικής. Πρόκειται για έ'να διαφορετικό πλαίσιο εφαρμογής τής επαγωγικής μεθόδου, ή οποία συντάσσεται με τήν επιστημολογική
αξιοποίηση τής γραμματικής και δπου τό
ζητούμενο δεν είναι πια ή γνώση τοΰ αληθούς, αλλά ή αληθής, σαφής και ευκρινής επίγνωση τοϋ εκάστοτε διερευνουμένου θέματος. Για τό λόγο αυτό ή κάθε λέξη διερευνάται άπό τόν
199
Κοραή στο πλαίσιο του σχήματος λόγου στο οποίο μετέχει και στή λογική υφή τής συντακτικής της συμπεριφοράς. Διευρύνοτας το αντικείμενο τής y.oç>àiy.r\q γραμματικής έρευνας άπα τα περιχαρακωμένα δρια τής λέξεως προσδιορίσουμε ώς γραμματική
ή
τής
προτάσεως,
μπορούμε να
μονάδα τής φιλοσοφικής γραμματικής ανάλυσης τό μέτρο
λογικής αντιπροσώπευσης τής πραγματικότητας. Τό πλεονέκτημα τοΰ προσδιορισμού αύτοΰ είναι
πώς
επιτρέπει
στή
γραμματική ανάλυση να
συμπεριλαμβάνει
τήν
αναλογική
καταχώρηση των σημασιολογικών λειτουργιών στή θεματική της και να συνεξετάζει αυτήν μαζί με τα φαινόμενα γλωσσικής σημασιολογικών
σχέσεων,
και τήν
επιλεκτικότητας
ολοκληρώνοντας
τό
τών
παραδειγματιχότητα
μεθοδολογικό
φάσμα τής
φιλοσοφικής
γραμματικής ανάλυσης. Έ κ τ ο ς άπό τήν αναλογική αντιμετώπιση κάποιων σημασιολογικών λειτουργιών, τή γλωσσική επιλεκτικότητα και τήν παραδειγματικότητα τών σημασιολογικών υφίσταται ένα επιπλέον
στοιχείο συγκρότησης τής γραμματικότητας στή
σχέσεων, φιλοσοφική
γραμματική. Ή απουσία τοΰ στοιχείου αύτοΰ συνιστά χαρακτηριστικό μειονέκτημα τής κριτικής προσέγγισης τοΰ Κοραή στή σημαντική και τή σημασιολογία τής λέξεως, καθώς επιφέρει τήν ακύρωση τής δυναμικής πολυσημίας τοΰ λεκτικού τής ελληνικής γλώσσας προς χάριν,
δυστυχώς,
μίας
έπιστημολογίζουσας
σαφήνειας
τοΰ
διατυπουμένου
νοήματος.
Συγκεκριμένα, αν ή διατύπωση λόγου ακολουθώντας τις υποδείξεις και τις επιταγές τοΰ Κοραή στοχεύει στή διαμόρφωση ενός τρόπου διατυπώσεως πρόσφορου για τήν επιστημονική διατύπωση, τήν πρακτική γλώσσα και τή γλώσσα τής διοίκησης, τό βασικό χάρισμα τών οποίων θα είναι ή μή πολυσημική και άρα αποστειρωμένη κυριολεξία τής έκφρασης, στην καθημερινή του χρήση ό λόγος αυτός θα είναι μέν έγκυρος, αλλά θα καταντά μονοσήμαντος και αρνητικά άντιποιητικός, καθώς θα στερείται «αδιαίρετης πολυσημίας τών λέξεων»
743
τή δυναμική και τήν
ένταση
τής
— θα στερείται δηλαδή άπό τή δυνατότητα τών
γραμματικών μονάδων να συνεισφέρουν στο νόημα οχι μόνο τή δεσπόζουσα στ^σία
τους
αλλά πλήρες ή σχεδόν πλήρες τό σημασιολογικό τους εύρος και φάσμα, χο)ρίς να άπωλέσουν τό παραμικρό άπό τή σαφήνεια, τήν καθαρότητα και τήν ευκρίνεια, τις οποϊζς απλώς αναδιοργανώνουν σε
σημασιολογικούς
αναβαθμούς. Αυτή ή
αδιαίρετη πολυσημία
τών
γραμματικών μονάδων συνιστά τό τέταρτο στοιχείο γραμματικότητας τής φιλοσοφικής γραμματικής· ή δε υφή τοΰ στοιχείου αύτοΰ είναι ξεκάθαρα αξιολογική και γι' αυτό τό λόγο υπέρτερη τών άλλων τριών κριτηρίων. Στην πράξη, και μέ αφορμή τα κείμενα πού μελετήσαμε,
τό
κριτήριο
τής
αδιαίρετης
πολυσημίας
τών
γραμματικών
αποκαλύπτει πώς ή διόρΟωσις τοΰ Κοραή υπολείπεται τής εξηγήσεως
μονάδων
τοΰ Παλασίου: ή
όιόρθωσις συρρικνώνει μία λέξη, μία φράση ή ενα κείμενο σε μία μόνον ερμηνευτική οδό, ενώ
743
Καστοριάοη, Κ. 'Εκφραστικά μέσα της ποιήσεως. Μερικές σημειώσεις, μετάφραση Κων. Σπαντιοακη, Νέα
Εστία, τ. 147, τεΰχ. 1722 ('Απρίλιος 2000), σ. 558. Βλέπε, επίσης, Γλέζου, Μ., Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα, Βέγας, 'Αθήνα 1977, σ. 4 9 .
200
ή έξηγησις
αθροίζει πλάι στην ήδη υπάρχουσα λέξη, φράση ή κείμενο μια τουλάχιστον
επιπλέον 'ανάγνωση' της. Ή 'ανάγνωση' αύτη συχνά αποκαλείται ερμηνεία
(interpetatio)744,
εκλαμβάνεται ως αποσαφήνιση και κατανόηση — ή τουλάχιστον ως εκδήλωση, έκφραση και αποκάλυψη αΧ-φοϋς εννοίας· ποτέ δεν αναιρεί την αναφορά της στο αρχικό σημείο, άλλα αντιθέτως προσπαθεί να αυξήσει την εκφραστική του δύναμη και αποτελεσματικότητα 7 4 5 μέσω της επιλογής εναλλακτικών μέσων απόδοσης του 7 4 6 . 'Αναμφισβήτητα μία φιλοσοφική γραμματική πρέπει να υπερβαίνει το επίπεδο μίας σημαντικής ή σημασιολογικής γραμματικής. Ποια είναι λοιπόν ή διαφορά της με αυτές τις επιστημονικές πρακτικές; Πρόκειται για διαφορά μόνο στην ορολογία ή στην οργάνωση τοΰ θεματικού υλικού; 'Αναμφισβήτητα, ή σημαντική και ή σημασιολογία εμπεριέχεται σε μία φιλοσοφική διεκπεραίωση τής
γραμματικής. Επιπλέον
σέ
κάθε απόπειρα
φιλοσοφικής
γραμματικής πρέπει να διευκρινίζονται και να προσδιορίζονται εκ των προτέρων ζητήματα, δπως αυτό τής διάστασης τού χρόνου, των τρόπων ή των χρόνων πού ή Ίδια ή φιλοσοφική γραμματική ορίζει ώς πεδίο της. Πρέπει π.χ. σέ μία απόπειρα φιλοσοφικής διεκπεραίωσης τής γραμματικής να διευκρινίζεται προκαταβολικά, αν ό χρόνος εξετάζεται ώς αληθής — κάτι παρόμοιο με
τόν
παρατατικό
ενεστώτα
τού
Κούμα
και
τον
ενεστώτα
τού
ιερού
Αυγουστίνου 747 ή ως πεπερασμένος, οπότε θα ομιλούμε για το χρόνο περιγραφής ή το χρόνο έκφωνήσεο^ς αυτής τής περιγραφής ή ενός ορισμού. Στην πραγματικότητα ή εκπόνηση μιας φιλοσοφικής γραμματικής προϋποθέτει μία σειρά διευκρινίσεων σέ ζητήματα δπως τα ακόλουθα: α) σέ ποιο βαθμό μία φιλοσοφική γραμματική συνιστάται ώς γραμματική κάποιας συγκεκριμένης γλώσσας; β) τί σκοπό εξυπηρετεί ή φιλοσοφική γραμματική; γ) σέ ποια φιλοσοφική τάση θα υπακούει μία τέτοια γραμματική; Τήν έμπειριστική; Τήν ορθολογιστική; Θα έ'χει χαρακτήρα ενοποιητικό; Θα φέρεται ώς σύστημα αυτεξούσιο ή θα υπόκειται στις αρχές τής σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας; δ) επιπλέον στή βάση ποίων μεοδολογικών αρχών θα αναπτύσσεται; Θα ακολουθεί μήπως τήν
αναλογική—ετυμολογική
\JAQOSO
τού Κοραή, αλλά θα προτείνει τήν αναλογική
'Ορθότερα πρέπει να αποκαλείται έρμηνευσις. 745
Με βάση τήν αποτελεσματικότητα της χαρακτηρίζουμε: μία ερμηνεία ώς ορθή, αποδεκτή, αμφισβητούμενη, διάφορη ή εσφαλμένη. 746
Χαρακτηριστικές είναι τόσο οι σημασιολογικές εκφάνσεις του δρου ερμηνεία όπως απαντώνται στή νομική ορολογία (: αυθεντική, διασταλτική, συσταλτική, κατ' άναλογίαν, εξ αντιδιαστολής), όσο και ή πρόσληψη κάποτε της ερμηνείας ώς ανάπτυξης ενός θέματος. 747
Σύμφωνα με τόν Αυγουστίνο, καθώς ό θεός είναι έ'να αιώνιο παρόν — ένα ύπεργήινο παραλθόν, παρόν, και μέλλον — και καθώς δεν υφίσταται παρελθόν πρό της Δημιουργίας, 'ο μόνος υπάρχων χρόνος είναι ο ενεστώτας'· Augustine, Saint, Bishop of Hippo: The confessions, London, Hodder & Stoughton, London 1997.
201
πια συσχέτιση των σημασιών; Θα εισηγείται τη διάλυση των σχημάτων λόγου — περίπτωση πού υπολανθάνει στον Κοραή ώς τάση ακύρωσης της εξωτερικής εκφοράς τοΰ λόγου; Ή θά προτείνει την ακύρωση τής ίδιας τής ενέργειας τοΰ υποκειμένου — πράγμα πού πιθανώς υπολανθάνει στη
συρρίκνωση
τής
ρηματικής ενέργειας
στο
πλαίσιο
τής
συνδετικής
λειτουργίας στη γραμματική τοΰ Κούμα; ε) διατί τελικά στρεφόμαστε στη μελέτη τών συγκατηγορηματικών ορών, αφήνοντας την κυρίως σημασία μίας υποκείμενης ουσίας έκτος τοΰ πεδίου έρευνας και πώς συμβιβάζεται αυτό με τη θεώρηση τη σημασίας αυτής ώς βάσεως τοΰ λόγου; 'Οπωσδήποτε μία φιλοσοφική γραμματική δεν μπορεί να περιοριστεί σε αναιρετικές και ακυρωτικές προτάσεις, δπως π.χ. τήν ακύρωση τών σχημάτων του λόγου - αντιθέτως θά πρέπει να έ'χει θετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα. Προφανώς ώς προς τη φύση της θά συνιστά μία γραμματική τοΰ νοήματος
και θά έχει ώς βάση όχι τήν
ακύρωση τής
διατύπωσης, άλλα τήν απομάκρυνση άπό αυτήν. Σίγουρα σε ένα βαθμό μία γραμματική του νοήματος μπορεί νά έ'χει ώς προς τά επιμέρους στοιχεία της κάποιο σαφή προσανατολισμό προς μία συγκεκριμένη γλώσσα. Κυρίως ωστόσο ή σχέση μίας φιλοσοφικής γραμματικής με μία γλώσσα
δεν είναι παρά ή χρήση τής γλώσσας
αυτής ώς μέσου διατυπώσεως —
περίπτωση στην οποία το περιεχόμενο ενός τέτοιου έ'ργου ακυρώνει τήν εγκυρότητα τής διατυπώσε(ός του. Όπωσδήποτε ένα τέτοιο έ'ργο θά έ'χει χαρακτήρα κριτικό. Πολύ πιθανόν νά κινείται μάλιστα στό πλαίσιο ενός μετριοπαθούς εμπειρισμού. Φαίνεται πώς μία τέτοια γραμματική μπορεί πιθανώς νά στοχεύει στην αναίρεση ή τήν ακύρωση τής διατυπώσεως — ή ορθότερα στην αύτοαναίρεση τής διατυπώσεως της. ""Αν θέλουμε
νά
προσδιορίσουμε
αναλογιστούμε πώς
τό
περιεχόμενο
αυτής
τής
αύτοαναίρεσης,
πρέπει
νά
τά συγκατηγορήματα δέν χρησιμεύουν σέ κάτι άλλο, παρά στό νά
αναδεικνύουν τό υποκείμενο τής πρωταρχικής ενέργειας — τό υποκείμενο ή τή σημασία πού κατά 6άση ενεργεί — ή οποία δηλώνεται σέ μία περίοδο λόγου ή στην αναλυτική [>·ορψ}] μίας διατυπώσεο^ς "Ολη αυτή ή περιπλοκή τών συγκατηγορηματικών ορών, όπως και ή ανάγκη νά υπερβούμε τό επίπεδο τής σημαντικής ή σημασιολογικής μελέτης και νά βρούμε τί υφίσταται πίσω και πέραν αυτού, μοιάζει κάποτε νά υποδεικνύει τήν ανάγκη καταστροφής τοΰ πρωταρχικά ενεργούντος
υποκειμένου. "Αν
αυτός είναι ό στόχος, τότε
καταστροφής τοΰ πρωταρχικού (ή κυρίως) ενεργούντος
ή ανάγκη
υποκειμένου φαίνεται αρχικά νά
υποδεικνύει τήν ακύρωση εγκυρότητας τής Ίδιας τής διατύπωσης λόγου 7 4 8 . Σίγουρα μία φιλοσοφική γραμματική πού εστιάζεται στή διατύπωση κινδυνεύει νά εκληφθεί ώς φαινομενολογική γραμματική. Για τό λόγο αυτό ή φιλοσοφική γραμματική δέν πρέπει απλώς νά εστιάζεται στή διατύπωση, άλλα νά τήν περικλείει. Καθώς δε οι σημασίες 748
Ή καταστροφή τοΰ ενεργούντος υποκειμένου θά επιτυγχάνονταν π.χ. δταν θά συνέπιπταν ό αληθής και ο πεπερασμένος χρόνος, στους οποίους άναφερθήκαμ.ε παραπάνω. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο δεν είναι παρά μία απάτη στην οποία μπορεί νά υποπέσει ή φιλοσοφική γραμματική, εξ αιτίας της τάσεως της για ενοποίηση της θεματικής της.
202
και οι σημασιολογικές σχέσεις δεν ταυτίζονται στο σύνολο τους άπα γλώσσα σέ γλώσσα, μία φιλοσοφική γραμματική π.χ. της ελληνικής
γλώσσας
είναι δόκιμο να συνεξετάζει
τις
ιδιαιτερότητες τοΰ νοήματος και της διατυπώσεως του νοήματος, άλλα και τών σημασιών και της διατυπώσεως τών σημασιών, όπως δλα αυτά απαντώνται στην ελληνική γλώσσα. Γενικότερα δεν θα ήταν ορθό να ισχυρισθούμε πώς ή φιλοσοφική γραμματική τείνει να ακυρώνει τήν έκφραση, τη διατύπωση ή κάποια από τα επιμέρους χαρακτηριστικά της διατυπώσεως. "Αν ακύρωνε συλλήβδην τήν έκφραση τότε τα ερωτήματα π.χ. περί της [Μεθοδολογίας της φιλοσοφικής γραμματικής ίσως δεν ήταν παρά μία σειρά ερωτημάτων.
'Αλλά
τά
ρητορικά
ερωτήματα
δεν
τίθενται
μόνον
ώς
ρητορικών
αφορμή για
αναδιατύπωση μίας δεδομένης απάντησης, μίας ήδη εγνωσμένης αλήθειας. Είναι ερωτήσεις πού αναφέρονται, για να τεθούν ώς διαλεκτικά προβλήματα — ώς βάση δηλαδή επιγενόμενης συλλογιστικής. Και αυτό — δηλαδή ή χρήση τοΰ ρητορικού ερωτήματος ώς βάση της διαλεκτικής αναζήτησης κάποιας αλήθειας — συνιστά μία οιονεί συγκατηγορηματική υφή τών ρητορικών ερωτήσεων και τις εντάσσει στή θεματική της φιλοσοφικής γραμματικής. Κατά
συνέπεια
έργο
τής
φιλοσοφικής
γραμματικής είναι
ή
αποκατάσταση τού
νοήματος: ή παρουσίαση δηλαδή λέξεων, σημασιών, εκφράσεων ή ευρύτερων
σχημάτων
λόγου, ή ανάλυση τους, και ή ανασύνθεση τών νοηματικών τάξεων (τών τάξεων τοΰ νοήματος), ανεξάρτητα από τον τύπο (λέξη, φράση, πρόταση, κεφάλαιο) και τον τρόπο εκφοράς. "Ετσι, αν ή τυπική γραμματική είναι ένας «περίπατος» στή
διατύπωση, ή
φιλοσοφική γραμματική θα πρέπει να είναι ένας «περίπατος» πάνω στο νόημα, μονάδα υπέρτερη τής σημασίας. Είναι, έτσι, ορθό να ομιλούμε για νοηματικό
είδος και για
•γραμματική ΰλη. Το νοηματικό είδος θα συμπίπτει με το θέμα ενός κεφαλαίου τοϋ εγχειριδίου φιλοσοφικής γραμματικής (π.χ. χρόνος). Ή
γραμματική
υλη
θα είναι
οι διαφορετικές
μορφολογικές περιπτώσεις εκφράσεως τοϋ νοηματικού εί'δους ώς θ έ ^ τ ο ς (π.χ. τοΰ γρόνου). Στην
κατατομή
αυτή
τοΰ
εγχειριδίου
φιλοσοφικής
γραμματικής
οι
μορφολογικές
παρατηρήσεις θα έπονται τών θεωρητικών παρατηρήσεως. Ή μορφολογία θα ακολουθεί δηλαδή τη διάταξη μίας τυπολογίας τοϋ νοήματος. "Οπως αντιλαμβανόμαστε, ή ίδια ή μορφή ενός εγχειριδίου φιλοσοφικής γραμματικής συνιστά
αφ' εαυτής μία προβληματικότητα, καθώς εισάγει
έ'ναν
δυϊσμό
μεταξύ
τοΰ
περιεχομένου θέματος και τής εκφοράς ή διατυπώσεως του, ή οποία δεν μπορεί να ακολουθεί νοητή μορφή, θ ά υποστήριζε ίσως κάποιος πώς ή πλέον
καθαρή μορφή φιλοσοφικής
γραμματικής θά ήταν μία νοηματική γραμματική — κάτι διαφορετικό, βέβαια, από τό νοηματικό κώδικα επικοινωνίας τών κωφαλάλων, πού σχετίζεται
περισσότερο
με τήν
πασιγραφία. 'Αλλά, μία φιλοσοφική γραμματική δεν μπορεί νά προσφερθεί ώς νόησις νοήσεως, γιατί αν αυτό ήταν δυνατόν, τότε θα είχαμε τήν σύμπτωση μεταξύ τοΰ περιεχομένου και τής μορφής. Πρέπει δε νά λάβουμε υπ' όψιν, πώς οι μορφολογικές περιπτώσεις συνιστούν τις δυνατές μορφές ενός περιεχομένου, τό οποίο εντοπίζεται στον πυρήνα τής φιλοσοφικής γραμματικής. Είναι, λοιπόν, λανθασμένο νά ερωτούμε 'ποιο είναι τό περιεχόμενο νόημα μίας
203
φράσης', καθώς στην πραγματικότητα είναι ή μορφολογία πού περικλείεται από το νόημα ώς περιέχων. Ή φυσική συνέχεια της μελέτης ενός θέματος, όπως αυτό της παρούσας διατριβής, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη σύνταξη στην ελληνική γλώσσα μίας φιλοσοφικής γραμματικής. Κ α τ ' αναγκαστική προτεραιότητα ωστόσο ή συγκέντρωση
τοΰ πρωτογενούς
υλικού —
δηλαδή των θεωρητικών θέσεων και τής έφαρμοσθείσης ορολογίας — από τα προγενέστερα ανάΤ&γα
εγχειρήματα
τού
παρελθόντος,
τέθηκε
ώς
ή
απαραίτητη προϋπόθεση
τής
προσπάθειας οικονομήσεως και συντάξεως στην ελληνική μίας φιλοσοφικής γραμματικής. Αυτός ήταν και ό βασικός στόχος τής παρούσας διατριβής, τόν όποιο προσπαθήσαμε να ικανοποιήσουμε. *Αν σε μία φιλοσοφική γραμματική απαξιώναμε ή ακυρώναμε τή διατύπωση λόγου, αυτό θα σήμαινε πώς και ή παρούσα διατριβή, έκλαμβανόμενη
ώς μελέτη των
τρόπων, των τύπων, και των μέσων διατύπωσης, επίσης θα ακυρώνονταν. Θα ακυρώνονταν π.χ. ό πίνακας τών συγκατηγορηματικών λειτουργιών τής καθολικής γραμματικής — κάτι πού θα επέφερε αντίστοιχα το ανάλογο νοηματικό κόστος. Αυτό σημαίνει πώς μία φιλοσοφική γραμματική δεν μπορεί να είναι αέναα άναγο>γική, άλλα
οφείλει
ώς γραμματική τού
νοήματος να έχει σαφώς αξιολογική υφή και να θέτει αξιολογικές προτεραιότητες. Και ίσως αυτή ή αξιολογική προτεραιότητα να είναι ή ουσία της κατά τήν υπέρβαση τής σημαντικής και τής σημασιολογίας. "Αν ή φιλοσοφική γραμματική προκύπτει εν τέλει και ώς αξιολογική γραμματική, τότε ό αξιολογικός της χαρακτήρας θα ενέχει και κάποια αισθητική υφή, καθώς ή γραμματική θα προκύπτει στην περίπτωση αυτή και ώς μελέτη τής αισθητικής υφής τού ^ΟΎΐματος.
204
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αιλίου Ήρωδιανού και Ψευδό—Ήρωδιανού, Περί σχημάτων
λόγου: Spengel, L. (έκδ.), Rhetcres
Graeci, Teubner, Leipzig 1856, τ . 3. Αισώπου, Λόγοι: Peny, Β. Ε.(έκδ.), Proverbia: Aesopica, University of Illinois Press, Urbana 1952. 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Περί Ψυχής: Bruns, Ιν. (έκδ.), Alexandri Aphrodisiensis De anima liber, cum mantissa, Alexandri Aphrodisiensis
praeter commentaria scripta minora: Comtnentaria in
Aristotelem Graeca: Supplementum Aristotebcum 2/1, Reimer, Berlin 1887. —
Εις το πρώτον της Τοπικής 'Αριστοτέλους
πραγματείας
: Wallies, Μ. (έκδ.), Alexandri Aphrodinensis in Arislolelis lopicorum libros octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin, 1891, τ . 2.2. — Υπόμνημα
εις το μείζον Α των Μετά τα Φυσικά
Αριστοτέλους
: Hayduck, Μ., (έκδ), In Aristotelis metaphysica commeniaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berln 1891, τ. 1. 'Αμμωνίου τοΰ Έρμείου, Υπόμνημα
εις το Περί ερμηνείας:
Busse, Α. (έκδ.), Ammonius in
Aristotelis de inlerprelatione commenlarius, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1897, τ . 4. —
Εζηγησις
των
φωνών: Busse, Α.(έκδ.), In Porphyrri isagogen sive quinque voces,
πέντε
Commentaria Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1891. — 'Αμμωνίου, Προλεγόμενα
τών δέκα κατηγοριών:
Busse, Α. (έκδ.), Ammonius in Aristotelis
categories commenlarius, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1895, τ . 4.4. Άπολλωνίου Άλεξανδρέως, Περί επιρρημάτων:
Hilgard, Alfr. (έκδ.), Apollonii Dyscoli: Quae
Supersunl, Grammatici Graeci, Teubner, Leipzig 1878, τ. 2,1. — Περί συντάξεως:
Uhlig, G. (έκδ.), Apollonii Dyscoli Quae Supesunt, Teubner, Leipzig 1910, τ.
2.2. Άρριανού, Τών "Επίκτητου
διατριβών:
Schenkl, Η. (έκδ.), Epicteti dissertaliones ab Arriano
digeslae, Teubner, Leipzig 1916 (ανατύπωση: Stuttgart 1965). 'Αργυροπούλου, P., Ό W. T. Krug και οι "Ελληνες,
Ό 'Ερανιστής 10 (1972—73), σσ.
267-273. —
Ό Kojv/νος
Μιχαήλ
Κούμας
ως
φιλόσοφος:
Κέντρο
Έρεύνης της
Ελληνικής
Φιλοσοφίας της 'Ακαδημίας 'Αθηνών (έκδ.), Tennemann, W. G., Σύνοψις τής ιστορίας της φιλοσοφίας, μετάφρασις Κ. Μ. Κούμα, 'Αθανασόπουλος, 'Αθήνα 1973, σ. 225—243. — Γλώσσα
και πραγματικότητα
στον Κ. Μ. Κούμα:
Γλώσσα καί πραγματικότητα στην
ελληνική φιλοσοφία: Πρακτικά τοϋ β ' Διεθνούς Συμποσίου τής 'Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (Μάϊος 1984), 'Αθήνα 1985, σσ. 270-274. 'Αριστοτέλους, Αναλυτικά
πρότερα: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Aristotle:, Prior Analytics, Loeb Classical
Library, Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936. —
"Αναλυτικά υστέρα: Goold, G. P. (έκδ.), Aristotle: Posterior Analytics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1960.
205 —
'Ηθικά Νικομάχεια: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Arislolle: Nicomachean Ethics, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926.
— Κατηγορίαι:
Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: The Categories, Loeb Classical Library, Harvard
University Press, Cambridge, Massachusetts και London 1936. — Μετά
τά Φυσικά: Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: The Melaphyncs, Loeb Classical Library,
Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1936. — Περί γενέσεως και φθοράς: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Arislolle: On coming lo be and passing away, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1955. — Περί ερμηνείας: Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: On Inierpelalion, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge, Massachusetts και London 1936. — Περί ποιητικής:
Kassel, R. (έκδ.), Arislolelis de œne poelica liber, Clarendon Press, Oxford
1965. — Περί Σοφιστικών
έλεγχων:
Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: On Sophistical Refutations, Loeb
Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1955. — Περί ψυχής'· Goold, G. Ρ. (έκδ.), Arislolle: On the Soul, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1936. —
'Ρητορική
προς Αλέξανδρον:
Goold, G. P., Aristotle: Rhelorica ad Alexandrum, The Loeb
Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1937. —
Τέχνη ρητορική:
Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: The Art of Rhetoric, Loeb Classical Library,
Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1926. —
Τοπικά: Goold, G. P. (έκδ.), Arislolle: Topica, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1960.
'Ασκληπιού, Σχόλια
εις το Β της Μετά
τά Φυσικά 'Αριστοτέλους
γενόμενα,
από φωνής
Αμμωνίου του Έρμείου: Hayduck, Μ. (έκδ.), Asclepii in Arislolelis melaphysicorum libros A-Z commenlaria, Commentaria in Aristotelem Graeaca, G. Reimer, Berlin 1888, τ . 6.2. Abelson, Paul, The Seven Liberal Arts, Russell & Russell, New York 1965. Adorno, T. W., Ή κοινωνιολογία
τής μουσικής, μεταφραστή Θ. Λουπασάκη—Γ. Σαγκριώτη—Φ.
Τερζάκη, Νεφέλη: Μουσική, 'Αθήνα 1997. Anton, J. P., Ancient Inlerpelalions of Aristotle's Doctrine of Homonyma: Anton, J. P. & Custas, G. L. (έκδ.), Essays in Ancient Greek Philosophy, State University of New York Press, Albany 1971, σσ.
576-592. Adam & Tannery (έκδ.), R. Descartes: Oeuvres Complètes, Paris 1897—1908. Alembert, J. le Rond d', Encyclopédie ou Dictionnaire raisonné des Sciences, des Arles et des Métiers, Paris 1751-80. Arnault, A. & Lancelot, C , Grammaire Générale et Raisonèe. Contenant le fondemens de l' art de parler; expliques d'une manière claire et naturelle; les raisons de ce qui est commun à toutes les langues, et des principales différences qui s'y rencontrent; Paris, 1660. Arnauld, Α., και Nicole, P., La Logique ou V art de penser, Paris 1662.
206
Arnim, J. von, Sloicorum Veterum Fragmenta, Teubner, Leipzig 1903. Βλεμμύδου Ν., 'Επίτομη
λογικής: Migne, J.-P., Patrologia Graeca, Gamier Fratres, Paris 1885, τ.
142. Βουλγάρεως, Ευγενίου, Ή Λογική, Leipzig 1766. Βορέα, Θ. Λογική, Αθήνα 1932. Baxter, W., De analogia; sive, arte Laiinae linguae, London 1679. Beganus, G., Origines Antwerbianae, Antwerp, 1569. Bekker, hnm. (έκδ.), Suidae Lexicon, Reimer, Berlin 1854. Brekle, H. E., Grammalicae universalis tenuia rudimenla, Tubingen 1737. Brun, Jean, Ό 'Αριστοτέλης
και το Λύκειο, μετάφραση. Ή . Π. Νικολούδη, Ζαχαρόπουλος,
'Αθήνα αν. χρον. Burnet, J., Piatonis Definüiones, Piatonis opera, Oxford, Clarendon Press 1907, τ . 5. — The Ethics of Aristotle, London 1900. Butönan, Phil. Karl, Griechische Gratnmatik, Berlin 1817. Για τήν ελληνική μετάφραση τοΰ έργου, βλέπε Βουττμάννου Φιλίππου, Ελληνική
γραμματική,
μετάφραση Στεφ. Κομμητα,
Κέρκυρα 1829. Γαζή, Θεοδ., Γραμματικής
6ι6λία δ ', Venezia 1495.
εισαγωγής
Γαβριηλίδη, Ί . Ν., Ή ανεπάρκεια
τής ελληνικής
γλωσσικής
επιστήμης,
EL-RO, 'Αθήνα
1997. Γαληνού, Περί κρισίμων ημερών: Kühn, C. G. (έκδ.), Galeni: De diebus decretoriis libri Hi, Claudii Galeni opera omnia, Knobloch, Leipzig 1825 (ανατύπωση: Hildesheim, Olms 1965). — Προτρεπτικός
επί Ίατρικήν:
Wenkebach, Ε. (έκδ.), Galens Prolreptikosfragmeni, Quellen und
Studien zur Geschichte der Naturwissenschaften und Medizin, 4.3 (1935), σσ. 90-120. -— Το 'Ιπποκράτους
κατ'
Ίητρεϊον 6ι6λιον και Γαληνού
εις αυτό υπόμνημα: Kühn, C. G.
(έκδ.), Claudii Galeni: In Hippocratis librum de officina medici commentarii iii, Claudii Galeni opera omnia, τ. 18.2. Knobloch, Leipzig 1830 (ανατύπωση: Olms, Hildesheim 1965). — Περί διαφοράς πυρετών:
Kühn, C. G., De differentia pulsuum libri iv, Claudii Galeni opera
omnia, Knobloch Leipzig 1824, τ. 8. Γεωργούλη, Κ. Δ., Ιστορία
τής ελληνικής
φιλοσοφίας, Παπαδήμας, 'Αθήνα 1994.
Γλέζου, Μ., Τό φαινόμενο τής αλλοτρίωσης
στη γλώσσα, Βέγας, 'Αθήνα 1977.
Γλυκοφρύδη—Λεοντσίνη, Άθ., Νεοελληνική
φιλοσοφία:
πρόσωπα
και θέματα, Άφοί Τολίδη,
'Αθήνα 1993, σ. 83. Chomsky, Ν., Cartesian Linguistics: a chapter in the history of rationalistic thought, Harper & Row, New York & London, 1966. Cicero M. T.: De Finibus Bonorum et Malorum, The Loeb Classical Library, 1914. —
De Oratore: Goold, G. P. (έκδ.), Cicero, M. T.: De Oratore, The Loeb Classical Library,Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London, 1942.
207
—
Tusculanae Disputationes: Goold, G. P. (έκδ.), Cicero: Tusculan Disputations, The Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1927.
—
Brutus, The Loeb Classical Library, Harvard University Press, 1939.
Condillac, E. B. de, Cours d' étude pour Γ instruction du prince de Parme, Paris 1775. Gerhard, C. Ι. (έκδ.), Die philosophischen Schrtflen von G. F. Leibniz, Berlin 1882. Gerard(us) Johann(es) Voss(ius), De Arte Grammalica Libri Septem, Amsterdam 1635. Θεοφίλου, Περί της του άνθρωπου κατασκευής:
Greenhill, G. Α. (έκδ.), Theophili Prolospalharii
de corporis humani fabrica libri v, : Oxford University Press, Oxford 1842. Jespersen, O., The Philosophy of Grammar, The Chicago University Press 1992. Δαβίδ, Προλεγόμενα
συν Θεώ της Πορφυρίου Εισαγωγής:
Busse, Α.(έκδ,), Davidis prolegomena
et in Porphyrii isagogen commenlarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1904. — Προλεγόμενα
φιλοσοφίας: Busse, Α.(έκδ.), Davidis prolegomena philosophiae, Commentaria in
Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1904, τ . 18.2. Δαμαλα, Ν. Μ., 'Αδαμαντίου Κοραή: Ta μετά θάνατον ευρεθέντα, 'Αθήνα 1888, τ . 6. Δεμερτζή, Κ., Ή μουσικολογία
ως γλωσσολογία:
το ζήτημα
μουσικού ύφους στο πλαίσιο μίας γενικής γραμματικής
της μουσικής
υφής και του
του μουσικού λόγου, Παπαζήσης,
Αθήνα 1998. Δημαρά, Κ. Θ. (έκδ.), Δημήτριος — Νεοελληνικός
Διαφωτισμός,
Τα ευρισκόμενα, Έρμης, Αθήνα 1970.
Καταρτζής:
Έρμης: Νεοελληνικά Μελετήματα 2, 5η έκδοση, 'Αθήνα
1989. Δημητράκου, Δ., Μέγα λεξικόν της ελληνικής
γλώσσης,
Ν. Άσημακόπουλος & Σ. Ι. Α.,
'Αθήνα 1964. Δημητρίου, Σωτ., Λεξικό ορών Σημαντικής, — Λεξικό ορών γλωσσολογίας,
Καστανιώτης, 'Αθήνα 1986.
Καστανιώτης, 'Αθήνα 1994.
Διογένους, Λαέρτιου, Βίων και γνωμών τών εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων:
Long, Η. S, (έκδ.),
Diogenis Laerlii vitae philosophorum, Clarendon Press, Oxford 1964. Διονυσίου Άλικαρνασσέως, Τσοκράτης Συρακούσιος Πατρόθεν
Αθηναίος'
Περί Συνθέσεως
Περί τών
Αρχαίων
'Ρητόρων
Λυσίας
'Ονομάτων: Goold, G. Ρ. (έκδ.), Dionysius of
Halicarnassus: Critical Essays 1 and Π, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge και Massachusetts και London 1985. Διονυσίου τοϋ Θρακός, Τέχνη γραμματική:
Uhlig, G., Dionysii Thracis Ars Grammalica, Grammatici
Graeci, Teubner, Leipzig 1883. Δίωνος Χρυσοστόμου, Λόγοι: Arnim, J. von (έκδ.), Dionis Prusaensis quem vocant Chrysostomum quae exstant omnia, Weidmann, Berlin 1893—96. Δρομάζου, Σ τ . , 'Αριστοτέλους: Ποιητική, είσαγGJγή—μετάφραση—σχόλια Σ τ . Ί . Δρομάζου, 2η έκδοση, Κέδρος, 'Αθήνα 1982.
208
Destutt de Tracy, A. L. C , Eléments d' idéologie, Paris 1804-26.Diels, Η. και Kranz, W. (έκδ.), Die Fragmente der Vorsokraliker, 6η έκδοση, Weidmann, Berlin 1951. During, Ι., Ό Αριστοτέλης:
παρουσίαση
και ερμηνεία
της
σκέψης
του, μετάφραση Ά .
Γεωργίου-Κατσιβέλα, Μ. Ι. Ε. T., 'Αθήνα 1994. Ευσταθίου, ΪΙαρεκ&ολαι εις την 'Ομηρου Ίλιάδα: Valk Μ. van der (έκδ.), Euslathii archiepiscopi Thessalonicensis: commentant ad Homeri Iliadem pertinentes, Brill, Leiden 1971. — Παρεκβολαί
εις την
"Οδύσσειας Ω
Όμηρου ραψωδία: Stallbaum, G. (έκδ.), Euslathii
archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, Weigel, Leipzig 1826. "Ερανος εις "Αδαμάντων Κοραή, τεΰχος Α ', Αθήνα 1956 Γκίνη, Δ., Το χειρόγραφο της αυτοβιογραφίας τοϋ Κοραή, Ελληνικά
12 (1952), σσ.
146-147. Evangeliou, Chr., Aristotle's Doctrine of Predicaments and Porphyry's Isagoge, Journal of the History of Philosophy, 23(1985), σσ. 15-34. Edmont N. & Hirsch, S. Α. (έκδ), Roger Bacon: Greek Grammar, Cambridge 1902. Ζαλίκογλου, Γρηγ. Γ., Λεξικόν της Γαλλικής Η λ ί α , Προλεγόμενα
της Εισαγωγής
γλώσσης, Paris 1809.
Πορφυρίου: Busse, Α., (έκδ.), Eliae in Porphyrii isagogen et
Arislolelis categorias commentaria, Commenlaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1900, τ. 18.1. Harris, J., Hermes, or A Philosophical Inquiry Concerning Language and Universal Grammar, London 1751. Για τή γερμιανική μετάφραση τοϋ έργου, βλέπε Harris, J. Hermes, oder philosophische Untersuchung über die allgemeine Grammatik, J. J. Gebauer, μετάφραση: Chr. Got. Ewerbeck και Fr. Aug. Wolf, Halle 1788' για τή γαλλική μετάφραση τοΰ έργου, βλέπε Harris, J., Hermes, ou, Recherches philosophiques sur la grammaire universelle, μετάφραση: F. Thurot, De L'imprimerie de la Republique, Paris 1796. Heidegger, M., Τι είναι μεταφυσική,
εισαγοογή, μετάφραση και επιλεγόμενα τοΰ Χρήστου
Μαλεβίτση,. Δωδώνη/Άθήνα 1990. Heinekamp, Α., Sprache und Wirklichkeit nach Leibniz: Parret, Η. (έκδ.), History of Linguistic Thought and Contemporary Linguistics, Berlin and New York 1976, σσ. 518—70. Helvétius, C A . , Oeuvres, London 1781. Henry, R. Pholius: Bibliothèque, Les Belles Lettres, Paris 1959-1977. Hensel, J. D., Allgemeinene Sprachlehre, Leipzig 1807. Heylbut, G. (έκδ), In ethica Nicomachea ii-v commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, Reimer Berlin, 1892, τ. 20. Hilgard, Alfr. (έκδ.), Scholia in Dionysii Thracis Ariern Grammaticam, Grammattci Graeci, Teubner, Leipzig 1901. Hispanus, P., Copulala omnium traclalum Petri Hyspani elian Sincathegereumalum Parvorum logicalium cum texlu secundum doclrinam divi Thome Aquinalis juxla processum magistrorum, in bursa Montis regentium, Colonie 1490.
209
Hjelmslev, L., Langue et Parole, Cahiers Ferdinand de Saussure 2, Société genevoise de linguistique, Geneve 1943. — Prolegomena to a Theory of Language, Madison, The University of Wisconsin Press, 1963. Hunger, Η., Ό κόσμος μετάφραση
Γ.
του Βυζαντινού
βιβλίου:
Βασίλαρου, επιμέλεια:
γραφή
και ανάγνωση
Ταξ. Κόλια, 'Ινστιτούτο
στο
Βυζάντιο,
του Βιβλίου—Μ.
Καρδαμίτσα, 'Αθήνα 1985. Θεμίστιου, Παράφρασις
'Αναλυτικών
Ύστερων:
Wallies,
Μ., Themistii in Analyticorum
posleriorum paraphrasis, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1900, τ . 5.1. Θεοδωρίδη, θ./Επίκουρος:
η αληθινή δφη τοϋ αρχαίου κόσμου, Βιβλιοπωλεΐον της Ε σ τ ί α ς ,
'Αθήνα 1981. 'Ιπποκράτους, Μοχλικός:
Littré, É. (έκδ.), Vecliarius: Oeuvres complètes d' Hippocrate, Baillière,
Paris 1844, τ. 4. — Προρρητικόν: Littré, É., Prorrhelicon: Oeuvres complètes d' Hippocrate, Baillière Paris 18461861, τ . 2.4. 'Ισοκράτους, Ευαγόρας' Mathieu, G. και Brémond, É. (έκδ.), Evagoras: Isocrate Discours, Les Belles Lettres, Paris 1938, τ. 2. — Περί Άντιδόσεως, Mathieu, G. και Brémond, É. (έκδ.), Evagoras: Isocrate Discours, Les Belles Lettres, Paris 1938, τ . 1. — Παναθηναϊκός, Mathieu, G. και Brémond, É. (έκδ.), Evagoras: Isocrate Discours, Les Belles Lettres, Paris 1938, τ . 4. —
'Ελένη, Mathieu, G. και Brémond, É. (έκδ.), Evagoras: Isocrate Discours, Les Belles Lettres, Paris 1938, τ. 3.
'Ιωάννου
τοϋ Γραμματικού
(Φιλόπονου), Σχολικαί
'Αμμωνίου τοϋ Έρμείου μετά Αναλυτικών
Αριστοτέλους:
υποσημειώσεις
τινών ιδίων επιστασιών
εκ
τών
εις το Πρώτον τών
συνουσιών Ύστερων
Wallies, Μ. (έκδ.), loannis Phüoponi In Arislotelis analylica
priora commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1905, τ . 13.2. — Εις
την
Περί
Αμμωνίου
φνχηζ
τοϋ Έρμείου
Αριστοτέλους μετά
τινών
σχολικαί
άποσημειώσεις
ιδίων επιστασιών:
εκ
τών
συνουσιών
Hayduck, Μ. (έκδ.), loannis
Phüoponi in Aristolelis de anima libros commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1897, τ. 15. — Εις το β της 'Αριστοτέλους
Φυσικής ακροάσεως: Vitelli, Η. (έκδ.), loannis Phüoponi in
Arislotelis physicorum libros oclo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1887, τ . 16. — Σχόλια
εις τάς Κατηγορίας:
Busse, Α. (έκδ.), Phüoponi (olim Ammoniï) in Arislotelis
categorias commenlarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1898, τ . 13.1. 'Ιωάννου τοϋ Χρυσοστόμου, 'Αρχιεπισκόπου ΚωνΑεως, Εις την Προς 'Εβραίους
έπιστολην,
"Απαντα τα ευρισκόμενα, Καρυοφύλλης, 'Αθήνα 1873. International Society for General Semantics (έκδ.), A Review of General Semantics, Bloomington 1943.
210
Isidori Ispaniensis Episcopi, Elymologiarum, sive originum libri XX, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Clarendon Press, Oxford 1962. Καρπούζου, Άλ.
Εισαγωγή
χειραφέτησης,
στην
κατανοητικη
φιλοσοφία:
η περιπέτεια
της
ανθρώπινης
'Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1997.
Καπόπουλος, Κ. (έκδ.), Φιλοσοφικό κοινωνιολογικό λεξικό, Αθήνα 1995. Καστοριάδη, Κ. Εκφραστικά
σημειώσεις, μετάφραση Kcov.
μέσα της ποιησεως. Μερικές
Σπαντιδάκη, Νέα Ε σ τ ί α , τ. 147, τεύχ. 1722 ('Απρίλιος 2000), σσ. 527-559. Καυσοκαλυβίτης, Ν., Θεοδώρου Γραμματικής Υπόμνημα, Κλήμεντος
Εισαγωγής
των εις Τέσσαρα εις τό
Τέταρτον
Bucarest 1768.
Άλεξανδρέως,
Στρωματεϊς:
Alexandririüs: Stromata, Die
Stählin, Ο., Früchtel, L. και Treu, U., Clemens
griechischen
christlichen
Schriftsteller,
Akademie-Verlag, Berlin
1960-70. Κονδύλη, Παν., Ό Νεοελληνικός
Διαφωτισμός:
οι φιλοσοφικές
ιδέες, Θεμέλιο: 'Ιστορική
Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1988. Κοραή Άδ., Προλεγόμενα
στους αρχαίους έλληνες
συγγραφείς
και η αυτοβιογραφία
του, Μ.
-
Ι. Ε. Τ ( α ' τ., Αθήνα 1986, Tzpokojoç Κ. Θ. Δημαρά β ' τ. 1988, πρόλογος Έ μ μ . Φραγκίσκου- γ ' τ. 1990, πρόλογος Λουκία Δρούλια, και δ ' τ. 1995, άνευ προλόγου. Κούμα, Κων., Σύνταγμα Kant, Imm., Κριτική
Φιλοσοφίας, Βιέννη 1818-1820.
του Καθαρού Λόγου, εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια Άναστ. Γιανναρά,
Παπαζήσης, 'Αθήνα 1979. Kayser, C. L. (έκδ.), Apollonii epislulae: Flavii Philostrati opera ,Teubner, Leipzig 1870. Kennedy, G. Α., A New History of Classical Rhetoric, Princeton, Princeton University Press, 1994. Kitromilides, P., The last battle of the ancients and moderns: ancient Greece and modern Europe in the Neohellenic revival, Modern Greek Studies Yearbook 1 (1985), σσ. 79-91. Koster, W. J. W (έκδ.), Scholia In Arislophanem & Scholia in nubes (scholia anonyma recenliora), Groningen, Bouma 1974. Λασκάρεως, Κ., 'Επίτομη
των οκτώ τοϋ λόγου μερών, Venezia 1494.
Λιβαδά, Θ., 'Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου τοϋ εξ 'Απορρήτων
Έπιστο)ύά
Ρ', Τεργέστη 1879.
Legrand, Ph.-E., Hérodote: Histoires, Les Belles Lettres, Paris, 1930-54. Leibniz, G. W., Μεταφυσική
πραγματεία,
εισαγωγή—μετάφραση—σχόλια Π. Καϊμάκη, Βάνιας,
Θεσσαλονίκη 1992. — Monadologie: η μοναδολογία, δίγλωσση έκδοση, εισαγωγή Γ. Βώκου, μετάφραση Σ τ . Λαζαρίδη, Τπερίων: Φιλοσοφία, 'Αθήνα 1997. — Unvorgreifliche Gedanken betreffend die Ausübung und Verbesserung der deutschen Sprache: G. W. Leibniz: Deutsche Schriflen, Leipzig 1916. Lemerle, P., Ό πρώτος Βυζαντινός
ουμανισμός, μετάφραση Μ. Νυσταζοπούλου—Πελεκίδου, 2η
έκδοση, Μ.Ι.Ε.Τ., 'Αθήνα 1985. Lennep, J. D. van, In analogiam linguae Graecae, Glasgow 1779.
211
Lewis, C S . , Studies in words, Cambridge, 1960. Lloyd, A. C , The Anatomy of Neoplalonism, Clarendon Press, Oxford 1990. — Neopfaonic Logic and Aristotelian Logic, Phronesis, τ. 1, 2(1955-56), σσ. 58-72 και 146-59. Locke, J., An Essay Concerning Human Understanding, Oxford 1985. Long, Α. Α., Ή 'Ελληνιστική
Φιλοσοφία: Στωικοί, 'Επικούρειοι, Σκεπτικοί, μετάφραση Σ τ .
Δημιοπούλου και Μ. Δραγώνα—Μονάχου, Μ.Ι.Ε.Τ., 'Αθήνα 1990. Lyons, J.,
Γλωσσολογική
σημασιολογία,
μετάφραση
Γ.
Ανδρουλάκη,
επιμέλεια
Γ.
Καρανάσιου, Πατάκης, Αθήνα 1999. Luhmann, Ν., Soziologische Aufklärung 1, Opladen 1971. Μανδηλαρά, Βασ., Ή Δομή της "Αρχαίας 'Ελληνικής
Γλώσσας, Άθηνα 1993.
Μοισιόδακος, Ί . Θεωρία της γεωγραφίας, Vienna 1781. Μπαλασίου ιερέως, Πολυχρονισμός εις Οικουμενικοί Πατριάρχην, Ε Λ Β Τ Χ 33. Μπαρτζελιώτη Λ. Κ., Φιλοσοφία και επιστήμη: μαθηματικής
επιστήμης
κατά
τους
η αντιπαράθεση
χρόνους
της
φυσικής
φιλοσοφίας και
«αίχμαλο^σίας»,
2η
έκδοση,
Καρδαμίτσας, Άθηνα 1992. Μουτσόπουλος, Ε. Πραγματικότης
της γλώσσας
και η γλώσσα
της
πραγματικότητος:
Γλώσσα και πραγματικότητα στην ελληνική φιλοσοφία: Πρακτικά του β ' Διεθνούς Συμποσίου της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας (Μάιος 1984), Άθηνα 1985, σσ. 13-15. Maimieux, J. de, Pasigraphie: premiers elemensdu nouvel art-science d'écrire et d' imprimer en une langue de manière a être lu et entendu dans toute autre langue sans traduction, Au Bureau de la Pasigraphie, Paris 1797. Matthews, P. H., The Concise Oxford Dictionary of Linguistics, Oxford University Press, Oxford και New York, 1997. Meiner, J. W., Versuch einer an der menschlichen Sprache abgebildeten Vernunftlehre oder, Philosophische und allgemeine Sprachlehre, Leipzig 1781. Meiser, Car. (έκδ), Anicii Manlii Severini Boetii Commenlarii in librum Aristolelis Περί
'Ερμηνείας,
Teubner Leipzig 1877 (α ' μέρος) και 1880 (β ' μέρος). Mette, Η. J. (έκδ.), Die Fragmente der Tragödien des Aischylos, Akademie-Verlag, Berlin 1959. Meyer, J. H., Grammalicae Universalis Elementa, In Bibliopolio Scholis Dicato, Brunssvigae 1796. Michaelis, J. D., Dissertation qui a remporté le prix proposé par Γ Académie royale des sciences et belles lettres de Pruse, sur V influence réciproque du langage sur les opinions, et des opinions sur le langage, avec des pièces qui ont concourou, Berlin 1760. Migne, Ι.-Ρ.(εκδ), Boethii Commenlarii In Calegorias, Patrologia Latina, Gamier Fratres, Paris, τ. 64. — Basilii Homilia dicta in Lacisis: Patrologia Graeca, Paris 1885, τ. 31. Moor, J., De analogia contractionum linguae Graecae regulae générales, R. et A. Foulis, Glasgow 1755. Morris, C , Signification and Significance, M. I. T. Press, Mussachusetts 1976.
212
Murray, L., English grammar, Wilson, Spence and Mawman, York, 1795 (ανατύπωση στη σειρά English Linguistics 1500-1800, αριθμ. 106, Menston: Scolar Press, Liverpool 1968). Ντόκα, 'Αγησιλάου, Λεξικό φιλοσοφικών ορών, Αστήρ, 'Αθήνα 1987. Ξενοφώντος, 'Απομνημονεύματα:
Marchant, Ε. C.(èx8.), Memorabilia, Xenophontis opera omnia, 2η
έκδοση, Clarendon Press, Oxford 1921, τ. 2. Οικονόμου Μιχ. Γραμματική
της αρχαίας ελληνικής,
Όλυμπιοδώρου φιλοσόφου, Σχόλια
εις τάς
Θεσσαλονίκη 1974.
'Αριστοτέλους
Κατηγορίας:
Busse, Α. (έκδ.),
Olympiodori prolegomena ei in calegorias commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1902, τ. 12.1. r
O\j.y\pou, Ίλιάς: Allen Τ. λ¥.(έκδ.), Homeri Mas, Clarendon Press, Oxford 1931.
Παπαδοπούλου, Γ., Συμβολαί εις τήν παρ' ήμίν εκκλησιαστική μουσική, 'Αθήνα 1890. Παπαδοπούλου—Κεραμεοος, Ά . , Κατάλογος Βιβλιοθήκης,
των
'Ελληνικών
Κωδίκων
της
εν
Μηλεαΐς
'Αθήνα, Εστία 1910.
Παπανικολάου, Κ. Ί . , Νεοελληνική
καλολογία:
αισθητική
τοΰ λόγου, Βιβλιοπωλεΐον της
Ε σ τ ί α ς , 4η έκδοση, 'Αθήνα 1980. Παρανίκα Ματθαίου, Σχεδίασμα Γραμμάτων
από αλώσεως
ενεστώσης
(ιθ)
Περί της εν τω Κωνσταντινουπόλεως
Έκατονταετηρίδος,
Έλληνικώ (1453
'Έθνει Καταστάσεως Μ.Χ.
μέχρι
τών αρχών
τών της
Κωνσταντινούπολη 1867.
Παπανούτσου, Ε. Π., Λογική, Δωδώνη, 'Αθήνα και 'Ιωάννινα 1985. Παύλου, Προς
Κορινθίους:
Testuz, Μ. (έκδ.), Pauli ei Corinthiorum epistulae: Bibliotheca
Bodmeriana, Geneva 1959. Πλάτωνος, Μένων:
Goold, G. Ρ. (έκδ.), Plato: Meno, Loeb Classical Library, Harvard University
Press, Cambridge, Massachusetts και London 1924. — Γοργίας: Lamb, W. R. Μ.(έκδ,), Plato: Gorgias, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1983. — Ευθύδημος: Burnet, J. (έκδ.), Plalo: Euthydemus, Platonis opera, Clarendon Press, Oxford 1968,
τ. 3. —
Burnet, J. (έκδ.), Plalo: Theaeieius, Platonis opera, Clarendon Press, Oxford 1967, τ.
Θεαίτητος: 1.
— Φαίδων: Goold, G. P. (έκδ.), Plalo: Phaedo, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1914. — Παρμενίδης:
Goold, G. P. (έκδ.), Plato: Parmenides, Loeb Classical Library, Harvard University
Press, Cambridge/Massachusetts και London 1926. — Πολιτεία:
Burnet, J. (έκδ.), Plato: Respublica, Platonis opera, Clarendon Press, Oxford 1968, τ.
4. — Σοφιστής:
Burnet, J. (έκδ.), Plalo: Sophista, Platonis opera, Clarendon Press, Oxford 1967, τ. 1.
— Συμπόσιον: Burnet, J. (έκδ.), Platonis Symposium, Platonis opera, Oxford, Clarendon Press, 1901,
τ. 2.
213
—
Τίμαιος: Burnet, J. (έκδ.), Plato: Timaeus, Piatonis opera, Oxford, Clarendon Press, 1902, τ. 4.
— Κρατύλος:
Goold, G. P. (έκδ.), Plato: Craiylus, Loeb Classical library, Harvard University Press,
Cambridge/Massachusetts και London 1926. Πλουτάρχου, Περί
Στωικών
Westman, ϊΐ.(έκδ.) Plularchi: De Sioicorum
Έναντιωμάτων:
repugnantiis: Plutarchi moralia, Teubner, Leipzig 1959. — Περί τοΰ οτι μάλιστα
τοις ήγεμόσι δεΐ τον φιλόσοφον διαλέγεσθαι:
Fowler, Η. Ν. (έκδ.),
Maxime cum principibus philosopho esse disserendum, Plutarch's moralia (776a-779c) Harvard University Press, Cambridge Massachusetts 1936, τ. 10. — Περί των κοινών εννοιών προς τους Στωικούς:
Westman, R. και κατόπιν Pohlenz, Μ.
(έκδ.), De communibus notiliis adversus Sloicos, Plutarchi moralia, 2η έκδοση, Teubner, Leipzig
1959. — Περί του άκούειν: Babbitt, F. C. (έκδ.), De recta raüone audiendi, Plutarch's moralia (37b-48d) Harvard University Press, Cambridge Massachusetts 1927, τ. 1. Πορφυρίου, Εις
τα 'Αρμονικά
Πτολεμαίου
υπόμνημα:
During, Ι., Porphyrios kommenlar zur
Harmonielehre des Piolemaios, Banders Boktryckeri Aktiebolag, Göteborg 1932. — Εις
τάς
'Αριστοτέλους
Κατηγορίας
κατά
πεϋσιν
Busse, Α. (έκδ.),
και άπόκρισιν:
Porphyrin In Arislolelis categorias expositio per interrogationem el responsionem, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1887, τ . 4.1. — Είσαγο^γη:
Busse, Α. (έκδ.), Porphyria Isagoge, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer,
Berlin 1887, τ. 4.1. Πρόκλου, Εις τα Πολιτείας
Πλάτωνος
υπόμνημα: Kroll, W. (έκδ.), Prodi Diadochi in Platonis
rem publicam commenlarii, Teubner, Leipzig 1899—1901 ( ανατύπωση: Hakkert, Amsterdam
1965). —
Τα εις τον Πλάτωνος
Παρμενίδην επτά
£ι£λία: Cousin, ν.(έκδ.), Plalonici opera, Durand
Paris,, τ. 3. 1864 (ανατύπωση: Hildesheim, Olms 1961). Προκοπίου [Παμπέρη], Δημητρίου, τοΰ Μοσχοπολίτου Έπιτετμημένη κατά
τον παρελθώντα
αιώνα λογίων
Άπαρίϋμησις
Γραικών, και περί τίνων
εν
τω
τών
νυν αϊώνι
ανθούντων [Demetrii Procopii, Moschopolitae, Brevis Recensio Eruditorum Garecorum Superioris Saeculi, Nonnullorum eliam Praesenti hoc Nostro Florenlium], Hamburg 1712. Padley, G. Α., Grammatical Theory in Western Europe 1500-1700: The Latin Tradition, Cambridge University Press, Cambridge/New York/New Rochelle/Melbourne/Sydney 1988. Petit, F. (έκδ.), Quaestiones in Genesim et in Exodum, Fragmenta Graeca: Les oeuvres de Philon d' Alexandrie 33, Cerf, Paris 1978. Politz, Κ. Η. L., Encyclopädie der philosophischen Wissenschafien, Leipzig 1813. Rabe, Η.(έκδ,), Ερμογένους: Περί
'Ιδεών λόγου, Hermogenis Opera, Teubner, Leipzig
1913
(ανατύπωση: Stuttgart: 1969): σσ. 213-413. —
'Ερμογένους: Περί
ευρέσεως,
Stuttgart: 1969), σσ. 93-212.
Hermogenis Opera, Teubner, Leipzig
1913 (άνατύπο^ση:
214
Ricken, Ulr., Linguistics, Anthropology and Philosophy in the French Enlightenment, Routledge, London & New York, 1994. — Grammaire et philosophie au siècle des Lumières. Controverses sur Γ ordre naturel et la clarté du français, Lille 1978. Robins, R. H., Σύντομη
'Ιστορία
της
μετάφραση 'Αθηνάς Μουδοπούλου,
Γλωσσολογίας,
Νεφέλη: Γλωσσολογία 3, Αθήνα 1989. Rolfe, J. C , (έκδ.), Ammianus Marcellimts: The history: Books XXVII-XXKI, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London, 1986. Ross, W. D., Aristotle, Methuen & Co Ltd 1923. Για την ελληνική μετάφραση τοϋ έργου βλέπε Ross, W. D., Ό 'Αριστοτέλης,
μετάφραση Μαρ. Μήτσου, Μ. Ι. Ε. T., 'Αθήνα 1991.
Roth, G. Μ., Antihermes, oder philosophische Untersuchung ueber den reinen Begriff der menschlichen Sprache und die allgemeine Sprache, άνευ αναφοράς εκδότου, Frankfurt am Main, 1795. Rotolo, Vine., Ή γλωσική θεωρία του Κοραή, Διήμερο Κοραή: Προσεγγίσεις
στη
Γλωσσική
Θεωρία, τη Σκέψη και το "Εργο τοϋ Κοραή, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών: Ε. Ι. Ε, 'Αθήνα 1984. Russell, Β., On Denoting, Mind 14(1905): βλέπε Russell, Β., Logic and Knowledge, Routledge & Kegan Paul, London 1956, σσ. 41-56. Σακκελίωνος, Ί . , Πατμιακή τήν
νήσον
Πάτμον
Βιβλιοθήκη, γεραράς
και
ήτοι αναγραφή των εν τη Βιβλιοθήκη βασιλικής
Μονής
τοΰ
άγιου
της
κατά
'Αποστόλου
και
Ιωάννου τοΰ Θεολόγου, 'Αθήνα, 1890.
Ευαγγελιστοϋ
Σάθα Κων., Μεσαιωνική
Βιβλιοθήκη,
Venezia
1872 (φωτοτυπική ανατύπωση:
Β. Ν.
Γρηγοριάδη, 'Αθήνα 1973). — Βιογραψίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Σακελλαρίου, Χ., Σημειολογία
και γλωσσολογία,
'Ελλήνων, 'Αθήνα 1868. με λεξικό ορών, Ελληνικά Γράμματα,
'Αθήνα 1995. Σέξτου Εμπειρίκου, Προς Γραμματικούς:
Goold, G. Ρ. (έκδ.), Sextus Empiricus: Against the
Professors, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambridge/Massachusetts και London 1949. Σιμπλικίου, Φυσικής ακροάσεως υπόμνημα:
Diels, Η. (έκδ.), Simplicii in Arisiotelis physicorum
libros octo commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1882—1895, τ . 10. Στεφάνου, Σχόλια εις το Περί ερμηνείας Αριστοτέλους:
Hayduck, Μ. (έκδ.), Slephani in librum
Arisiotelis de inlerprelatione commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1885, τ . 18.3. —
Υπόμνημα
εις τάς Κατηγορίας
τοϋ Αριστοτέλους:
Kalbfleisch, Κ. (έκδ.), Simplicii in
Arisiotelis categorias commentarium, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1907, τ . 8. Στράβωνος, Γεωγραφικά:
Meineke, Α.(έκδ,), Strabonis geographica, Teubner, Leipzig
(ανατύπωση: Akademische Druck und Verlagsanstalt, Graz 1969).
1877
215
Συριανού, Εις τά Μετά
τά Φυσικά 'Αριστοτέλους:
Kroll, W. (έκδ), Syriani in melaphynca
commentaria, Commentaria in Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1902, τ . 6.1. — Εις το Περί ιδεών "Ερμογένους υπόμνημα: Rabe, Η.(έκδ.), Syriani: Hermogenem Commentaria, Teubner, Leipzig 1892. Walz, C. (έκδ.), Σωπάτρου: Εις τήν 'Ερμογένους τέχνην, Rheiores Graeci, Stuttgart, Cotta, 1833,
τ. 5. Sacy, Α. I. S. de, Principes de Grammaire Générale, Paris 1815. Brozas, Fr. S. de las (Sanctius), Minerva, seu De Causis Linguae Latinae, Salamanca 1587. Scaliger, J. C, De causis linguae Latinae, Apud Petrum Santandreanum, Geneva 1580. Schulenburg, S. von der, Leibniz als Sprachforscher, Frankfurt 1973. Scruton, R., The Aesthetics of Musik, Oxford University Press, Oxford 1997. Shirwood, W., William of Sherwood's Treatise on syncategoremalic words, University of Minnesota Press, Minneapolis 1968. Smith, Ad., The Theory of Moral Sentiments, Edinburgh 1759. Smith, J. A. & Ross, W. D., The Works of Aristotle, Oxford 1908-13. Spengel, L. (έκδ.), Έκ των 'Αλεξάνδρου Περί σχημάτων. Rhetores Graeci, Teubner, Leipzig 1856,
τ. 3. Stallbaum, G. (έκδ.), Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis, Commentarii ad Homeri Odysseam, Leipzig
1825-26. Stich, St. P., Innate Ideas, Berkeley, University of California Press, London 1975. Sullivan, J. H., Hartley, J., Creswell, J., Esperanto: Teach yourself, Hodder and Stoughton, [Sevenoaks] 1987. Τόμπρα, Σ π . , Μουσική
και σημειολογία:
μία μέθοδος ερμηνευτικής
προσπέλασης
του
μουσικού έργου, Γκοβόστης, 'Αθήνα 1998. Τρύφωνος, Περί Πνευμάτων:
Velsen, Α. von (έκδ.), Tryphonis grammalici Alexandrini fragmenta,
Nikolaus, Berlin 1853 (ανατύπωση: Hakkert, Amsterdam 1965. Τσολάκη, Xp., Από το λόγο στή συνείδηση τοϋ λόγου, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995. Theiler, W. (έκδ.), Posidonios: Die Fragmente, De Gruyter, Berlin 1982. Thomson, J., Organizations in Action, New York 1967. Tooke, J. H., Epea pleroenla Or the diversions of Purley τ . α ': London 1786, τ . β ': Edinburgh 1805. Φιλοδήμου, Περί
'Ρητορικής:
Sudhaus, S. (έκδ.), Philodemi volumina rhelorica, Teubner, Leipzig
1892-96. Φίλωνος 'Αλεξανδρ., Βίος σοφοΰ του κατά διδασκαλίαν τελειωθέντος ή νόμων άγραφων (το πρώτον), ο εστί περί Αβραάμ: Conn, L. (έκδ.), Phüonis Alexandrini opera quae supersunl, G. Reimer, Berlin 1902 (ανατύπωση: De Gruyter, 1962). — Νόμων ιερών ά7<ληγορίας τών μετά
τήν εξαήμερον τα τρίτον: Conn, L. (έκδ.), Philo:
Legum allegorium Libri I-III, Philonis Alexandrini opera quae supersunt, G. Reimer, Berlin 1896, τ . 1.
216 — Άλεξανδρέως, Περί αφθαρσίας κόσμου: Cohn, L. και Reiter S. (έκδ.), De Aelernilale Mundi: Philonis Alexandrini opera quae supersunt, Reimer, Berlin 1915. Φλώρου, Κων., Ή ελληνική νευματική
επιστήμη,
παράδοση στις μουσικές γραφές τοϋ μεσαίωνα: μετάφραση και επιμέλεια
εισαγωγή
κ. Κακαβελάκη, εκδόσεις
στη Ζήτη,
θεσσαλονίκη 1998. Φωτίου, 'Απογραφή και συναρίθμησις
των άνεγνωσμενων
ήμΐν βιβλίων: Bekker Imm. (έκδ.),
Photii Bibliotheca , G. Reimer, Berlin 1825. Fabricii, J. Alb., Bibliotheca Graeca, Hamburg 1722. Finish, G., Linguistic Terms and Concepts, Macmillan Press, New York 2000. Foucault M., Les mots et les choses: Une archéologie des sciences humaines, Gallimard, Paris 1966. Για την ελληνική μετάφραση του έργου, βλέπε Michel Foucault, Ol "λέξεις και τα μία. αρχαιολογία
των επιστημών
πράγματα:
του άνθρωπου, μετάφραση Κ. Παπαγιώργη, Γνώση,
'Αθήνα 1993. Fraser, Α. C. (έκδ.), John Locke: An Essay Concerning Human Understanding, Oxford, 1894. Funaiolo, H., Grammaticorum Romanorum Fragmenta, Leipzig 1907. Varro, Marcus T.: De Lingua Latina: Goold, G. P. (έκδ.), Varro, Marcus T.: De Lingua Latina, 8.1, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1938. Vater, J. S., Versuch einer allgemeinen Sprachlehre: mit einer Einleitung über den Begriff und Ursprung der Sprache und einem Anhange uner die Anwendung der allgemeinen Sprachlehre auf die Grammatik einzelner Sprachen und auf die Pasigraphie, in der Rengerschen Buchhandlung, Halle 1801. — Uebersicht des Neuesten, was fur Philosophie der Sprache in Teutschland gethan worden ist, Rengerschen, Haue 1805. Verbürg, P. Α., The idea of linguistic system in Leibniz: Parret, Η. (έκδ.), History of Linguistic Thought and Contemporary Linguistics, Berlin and New York 1976, σσ. 593-615. Vio, Tomaso de, De nominum analogia: (The Analogy of Names; and the Concept of Being), Duquesne Studies: Philosophical Series 4, Duquesne University, Pittsburgh 1953. Voltaire, Abuss des mots: Questiones sur Γ Encyclopédie (1770): Voltaire, Œvres Completes, Molland, Paris 1877-85, τ. 17, σσ. 48-50. Molland, Paris 1877—85, τ . 17, σσ. 48-50.Wilkins, J., An Essay towards a Real Character and a Philosophical Language, London 1668. My, Andr., The Study of the Article in England from Wallis to Horn Tooke, 1653-1789: Aarsleff, H., L. G. Kelly & H. J. Niederehe (έκδ.), Papers in the History of Linguistics, Studies in the History of the Language Sciences, J. Benjamin, Amsterdam-Philadelphia, 1987, τ. 18. — La linquistique cartésienne: un erreur ménorable: Joly, Α. και Stefanini J. (έκδ.), La Grammaire Générale: Des Modistes aux Idéologues, Lille 1977, σσ. 165—199. Quintiliani, Instilutionis Oraloriae: Goold, G. P. (έκδ.), The Instilulio Oraloria of Quinlilian, Loeb Classical Library, Harvard University Press, Cambrisge/Massachusetts και London 1921.
217 Gaelius, Noctae Aliicae: Rolfe, J. C. (έκδ.), The Attic nights of Aulus Gellius, Loeb classical library, London, New York: Harvard Univ. Press, 1961. Griswold, Ch. L. Jr., Adeem Smith and the Virtues of Enlightenment: Modern European Philosophy, Cambridge University Press, 1999. Urmson, J. O., The Greek Philosophical Vocabulary, Duckworth, London 1990. Usener, H., Epicurea, Teubner, Leipzig 1887. Ώριγένους, Προς τον έπιγεγραμμένον
Κέλσου
άληθη λόγον: Borret, Μ. (έκδ.), Origène Contre
Celse, Paris 1967-69. Ψάχου, Κ. Α., Ή παρασημαντική
της Βυζαντινής
μουσικής, Διόνυσος, 'Αθήνα 1978.
Wallies, Μ. (έκδ), Anonymi in analylicorum posteriorum librum allerum commentarium, Aristotelem Graeca, G. Reimer, Berlin 1909, τ. 13.3. Willke, Η., Εισαγωγή
στη συστημική
θεωρία, μετάφραση Ν. Λίβου, Κριτική: Γλώσσα —
Θεωρία - Πράξη 4, Αθήνα 1996. Wittgenstein, L., Φιλοσοφική γραμματική, T., Αθήνα 1994.
εισαγωγή—μετάφραση—σχόλια Κ. Κωβαίου, Μ. Ι. Ε.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ
ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΑΑΣΙΟΤ TOT ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΓ
219
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Τόσο τό κείμενο Περί γραμματικής
οσο και αυτό της Γραμματικής
θεωρητικής
Πόλύδωρον παραδίδονται στη μορφή των έρωταποκρίσεων. Ή γραμματική Προς Παλαιολόγον
προς
Άντώνιον
παρουσιάζει τα επιχειρήματα και το θεωρητικά πλαίσιο, βάσει των δποίων
έμπεριστατώνεται φιλοσοφικά ή γραμματική πρακτική. Σε σχέση με το έ'ργο του Παλασίου Γραμματική
προς Πόλύδωρον χαρακτηρίζεται ώς κείμενο αναφοράς και ως κυρίως έργο,
καθώς σ' αυτό εκτίθενται Γραμματική
διεξοδικά και
συστηματικά
οι θέσεις
τοϋ
Παλασίου.
Ή
Προς Πόλύδωρον αποτελεί κατά έ'να μέρος της μια κωδικοποιημένη επιτομή
διδακτικού χαρακτήρα τοΰ έ'ργου Περί Γραμματικής
επεκτεινόμενη περαιτέρω
θεωρητικής,
στην πραγμάτευση ορισμένων μερών του λόγου. Κ α τ ' αυτήν τήν έννοια, τα δύο έργα συνιστούν στή σύνθεση τους ενα χαρακτηριστικό δείγμα μεθοδολογικής
συστηματοποίησης
και εκπαιδευτικής αξιοποίησης τής γραμματικής θεωρίας. Επισταμένη
έρευνα
στους
βιβλιογραφικούς
καταλόγους
τών
βιβλιοθηκών
τής
Ελλάδας και τοΰ εξωτερικού με οδήγησε στή διαπίστωση πώς δεν διασώζονται άλλα αντίγραφα τών δύο κειμένων τοϋ Παλασίου. Τα χειρόγραφα τών δύο έργων πού εκδίδονται στο επίμετρο τής διατριβής αυτής διασώζονται στή Βιβλιοθήκη Μηλεών
τοΰ Πηλίου.
"Εχουν καταλογογραφηθεΐ άπό τον Ά . Παπαδόπουλο—Κεραμέα και καταχωρήθηκαν άπό τον ίδιο στον Κατάλογο
τών
'Ελληνικών
Κωδίκων
τής εν Μηλεαϊς
εκδόθηκε κατά το έ'τος 1910 και κυκλοφορήθηκε άπο τις αθηναϊκές εκδόσεις κείμενο τοΰ Περί γραμματικής
θεωρητικής
ο οποίος
Βιβλιοθήκης,
'Εστία.
Το
παραδίδεται σέ 34 φύλλα χάρτου, διαστάσεων
0,212 Χ 0,15, και αποτελεί τό τελευταίο άπό τα τρία τμήματα τοΰ φακέλου χειρογράφων αριθμ. 89 (: φύλλα 45 εως 79) τοΰ καταλόγου τοΰ Παπαδοπούλου-Κεραμέως. Πολλά σημεϊα τοΰ χειρογράφου αύτοΰ είναι κατεστραμμένα άπο τήν υγρασία. Ή Πόλύδωρον παραδίδεται άπό τα οκτώ
Γραμματική
προς
σέ 12 φύλλα χάρτου, διαστάσεων 0,225 Χ 0,157, και είναι τό πρώτο
τμήματα τοΰ φακέλου χειρογράφων
άρ. 44
(φύλλ.
1 έ'ως
12)
τοΰ
προαναφερθέντος καταλόγου. Τό χειρόγραφο τοΰ έργου Περί γραμματικής
θεωρητικής
θεωρήθηκε άπό τον
Παπαδόπουλο—Κεραμέα ώς έ'ργο τών τελών τοΰ 17ου αιώνα, ενώ εκείνο τής
Ά.
Γραμματικής
προς Πόλύδωρον θεωρήθηκε άπό τον ίδιο ώς έ'ργο τοΰ 18ου αιώνα. "Αν ό'μως εξετάσουμε τα ύδατόσημα χάρτου τών δύο χειρογράφων μας οδηγεί στην κατά προσέγγιση
χρονολόγηση
αυτών περί τό τέλος τοΰ α ' τετάρτου τοΰ 18ου αιώνα, και συγκεκριμένα περί τό έ'τος 1725 7 4 9 . Ή χρονολογία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς δεικνύει πώς ή συγγραφή τών
749
Τα ύδατόσημα και τών δύο χειρογράφων αποτελούν εγγύτατες παραλλαγές: α) τού τύπου balance 3 8 8 [1725] τοϋ καταλόγου Vsevolod, Nikolaev, Watennaris ο/ the Medeval Ottoman Documents in Bulgarian Libraries, Sofia 1954, τ. 1· β) τού τύπου κύκλοι 250-255 [1725] τοϋ καταλόγου Heawood, Ε., Watennarks mainly of the Seventeenth and eighteenth centuries, The Paper Publications Society, Holland 1950, τ. 1· γ) τού τύπου Νάξος
220
χειρογράφων τού Παλασίου έπεται χρονολογικά της καταδίκης του Μεθοδίου 'Ανθρακίτη (1723) 7 5 0 , δεδηλωμένου, αν και μη ριζοσπαστικού, άντι-άριστοτελιστοϋ και εισηγητού της νεωτερικής φιλοσοφίας, ό οποίος συγκέντρωσε τα πυρά των υποστηρικτών της Κορυδαλικής αυθεντίας 7 5 1 . Σχετικά με το πρόσωπο του Αντωνίου
Παλαιολόγου και του Πολυδώρου, στους
οποίους αντίστοιχα αφιερώνονται ή απευθύνονται τα κείμενα τών δύο χειρογράφων, δεν κατέστη εως τώρα δυνατή ή εύρεση περισσοτέρων στοιχείων. Προφανώς και τά δύο ονόματα αφορούν μαθητές ή συνεργάτες
τοΰ Παλασίου. Το όνομα Παλαιολόγος συναντάται
ώς
επώνυμο ή προσωνύμιο σε ευρεία χρήση κατά τους μετά τήν άλωση αιώνες, και μάλλον χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν. Για παράδειγμα, ό Μακάριος ό Πάτμιος ήταν γνωστός καί ώς Μακάριος Παλαιολόγος ό Πάτμιος 7 5 2 , ενώ κάποιος Παλαιολόγος φέρεται ώς ό γραφέας του κώδικα 2252 (239), του έτους 1780, της ^Ιεράς Μονής Έσφιγμένου 7 5 3 . Καί τά δύο χειρόγραφα παρουσιάζουν κενά στή διάταξη της γραμματικής ύλης, τά όποια πιθανόν να συμπληρώνονταν εκ τών υστέρων 7 5 4 . Πιθανόν δμως νά πρόκειται για χωρία γραμματικής ύλης πού αποφεύχθηκε νά αντιγραφούν είτε εξ αιτίας ελλείψεως χρόνου, εΓτε διότι δεν παρουσίαζαν κατά τήν
κρίση τού αντιγραφέα ιδιαίτερο ενδιαφέρον —
δεν
πρωτοτυπούσαν δηλαδή, καθώς τά οσα αναφέρονταν στα εν λόγω σημεία καλύπτονταν ώς γραμματική ύλη άπό άλλα γραμματικά εγχειρίδια, ήδη υφιστάμενα στή
διάθεση
τής
παραγγελιοδόχου Βιβλιοθήκης. Πέραν τών κενών πού υφίστανται ώς προς τή συνέχεια τού κείμενου, παρατηρείται πώς τά κείμενα τών δύο χειρογράφων τής Βιβλιοθήκης Μηλεών δεν είναι πλήρη. Τά δύο χειρόγραφα, παρ' ότι δεν φέρουν πίνακα περιεχομένων, ouaokouQoiJv όμως μία υποτυπώδη οργάνωση τής ύλης κατά θεματικές
[1725],
ενότητες,
τους τίτλους
τών
οτιοίω\
τοΰ ανέκδοτου κατάλογου υδατοσημο/ν δικαιοπρακτικών εγγράφων Νάξου τοΰ Μ. Ι. Ε . Τ.' το
υδατόσημο αυτό αποτελεί παραλλαγή τοΰ τύπου κορώνα 1050 [ 1 7 2 5 ] του καταλόγου Heawood. 750
Για το κείμενο τής καταδίκης τοΰ 'Ανθρακίτη βλέπε,'Αγγέλου,
Ά.
Ή δίκη του Μεθοδίου
'Ανθρακίτη,
:
'Αφιέρωμα εις Ήπειρον, 'Αθήνα 1 9 5 6 , σσ. 168—182. 751
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τίς θέσεις τοΰ Μεθοδίου 'Ανθρακίτη παρέχει ο Π. Κονδύλης: Κονδύλη,
Π., Ό Νεοελληνικός διαφωτισμός, θεμέλιο: Ιστορική βιβλιοθήκη, 'Αθήνα 1988, σσ.112—113 καί 1 7 8 — 1 8 1 . 752
Αυτό τό δνομα φέρει ο γραφέας τοϋ κώδικα 4 8 7
τοϋ έτους 1772
της Βιβλιοθήκης της Μονής 'Αγίου
'Ιωάννου τοΰ Θεολόγου στην Πάτμο (: είναι ό υ π ' αριθμ. 158 κώδικας σύμφωνα με τήν κατάταξη τοϋ Άθαν. Κομίνη:Κομίνη, Ά θ . , Πίνακες Χρονολογημένων 753
Πρβλ. Κομίνη, Ά θ . , Πίνακες
Σ π . , Κατάλογος
Πατμιακών
Χρονολογημένων
τών εν ταΐς Βι6λισθήκαις τοΰ Άγιου
σελ. 193;. Σακκελίωνος, Ί . , Πατμιακη
Β£λιοθήκη,
Κωδίκων, 'Αθήνα 1968, σελ.7 1-72).
Πχτμιακών
Κωδίκων,
^Ορους 'Ελληνικών
Αθήνα 1968,
σελ.72; Λάμπρου,
Κωδίκων, τόμ α ' , Cambridge,
1895,
ήτοι αναγραφή τών έν τη Βιβλιοθήκη τής κατά τήν νήσον
Πάτμον γεραράς καί βασιλικής Μονής τοΰ άγιου Αποστόλου και Εύαγγελιστοΰ 'Ιωάννου τοΰ θεο\ο-γοΐ)
Άθηνα
Αθήνα 1 8 9 0 . σελ. 2 4 1 . '-" r i εικασία αυτή σχετίζεται με το γεγονός πως για λογούς οικονομίας χαρτιού αντιγράφονταν στο ιοιο τετραοιο χειρογράφων περισσότερα τοΰ ενός καί διαφορετικής θεματικής έ'ργα.
221
παραθέτει ο γραφέας ορισμένες
μόνο φορές. Ή
αρίθμηση των συλλογισμών,
υποστηρίζουν τις θέσεις τοΰ Παλασίου, είναι συχνά λανθασμένη. θεματικού υλικού είναι αντιγράφων
συστηματική,
Γ
πράγμα πού καταδεικνύει
τα οποία, μας παραδίδονται ως
προς
το
οι οποίοι
Ωστόσο ή άρμωση τοϋ την
περιεχόμενο
πιστότητα των
των
πρωτοτύπων
σημειώσεων. Για το λόγο αυτό, μπορούμε έκ τού ασφαλούς να θεωρήσουμε πώς έχουμε επακριβή εποπτεία τών απόψεων τού Παλασίου. Ή διόρθωση της στίξεως τών κειμένων βασίστηκε, εν μέρει μόνο, στή Γραμματική αρχαίας ελληνικής
τοϋ Μιχαήλ Οικονόμου
755,
της
πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε πώς κατά τή
μεταγραφή τών κειμένων προτιμήσαμε να μήν θίξουμε τήν
ιδιαιτερότητα γραφής τού
άντιγραφέως. 'Ιδιαίτερα αυτό καθίσταται εμφανές στον τονισμό τών εγκλιτικών λέξεων και σέ τύπους δπως οι λέξεις «έρρέθη» και «τελοιεϊ». Για τήν καλύτερη θεματική οργάνωση τών κειμένων, θεωρήσαμε κατά περίπτωση δόκιμο να συμπεριλάβουμε
σε
μία, ενιαία
επικεφαλίδα όσους επιμέρους τίτλους αφορούν στο ΐδο θέμα, χωρίς όμως να μεταβάλλουμε τόσο τή σειρά τών παραγράφων οσο καΐ τή ροή τού χειρόγραφου κειμένου. Για παράδειγμα, το τμήμα κειμένου πού φέρει τήν επικεφαλίδα απορία και το ακολουθούμενο τμήμα κειμένου υπό τον τίτλο λόσις συναπαρτίζουν υπό τον τίτλο απορία και λυσις τήν Ιδια θεματική ενότητα. Στην περίπτωση αυτή, δπως και σέ περιπτώσεις
συντομογραφιών τις
οποίες
μεταγράφουμε στην ανεπτυγμένη τους μορφή, ή δική μας επέμβαση υποδηλώνεται άπο τή χρήση αγκίστρων. Επισημαίνουμε,
επίσης, πώς
κατά τή διαδικασία μεταγραφής και
διορθώσεως τών δύο κειμένων αφαιρέθηκε πλήθος υποδιαστολών, στοιχείο πού πιθανώς δεικνύει πώς τα κείμενα δεν προήλθαν άπο αντιγραφή γραπτών κειμένων, ούτε γράφτηκαν καθ' ύπαγόρευσιν, άλλα αποτελούν καταγραφή προφορικής διδασκαλίας, πιθανώς τού Γδιου τού Παλασίου, κατά τους χρόνους κατά τους οποίους αυτός έδίδασκε στην Πατριαρχική Ακαδημία (γύρω στο έτος 1660). "Αλλωστε ή άποψη πώς τα χειρόγραφα τών
Μηλεών
συνεγράφησαν ως καταγραφή προφορικής διδασκαλίας ενισχύεται και άπο τήν εναρκτήρια κλητική προσφώνηση τού Περί
γραμματικής
θεωρητικής.
Τέλος
αποφύγαμε τή
χρήση
κεφαλαίων γραμμάτων, τόσο στους τίτλους, δσο και στην αρχή τών παραγράφων και τών προτάσεων, καθώς θεωρήσαμε πώς αυτό ανταποκρίνεται περισσότερο στό κωδικοποιητικό υφός γραφής τών χειρογράφων.
755
Οικονόμου, Μιχαήλ Χ., Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, Α.Π.Θ.: Ινστιτούτο Νεοελληνικών σπουδών,
θεσσαλονίκη 1974
a
f. l r
ΠΕΡΙ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ Παλχσίου
προς Άντώνιον Παλχιολόγον
εξ 'Αθηνών
[προοίμιον]
Μέλλοντες ουν επί τοΰ παρόντος, ω φιλοθεάμον άκροατήριον, περί τε τήν τής γραμματικής θεωρίαν ου μην δ' ε'μπης πραξιν διδάξαι. περί τε γαρ της κατά πραξιν γραμματικής ο τε σοφός Λάσκαρης εν τη αύτοΰ γραμματική αύτάρκως δι ερμηνεύει, προσέτι και οι λοποί των γραμματικών δθεν περί εκείνης ουδείς λόγος ενταύθα, ε? τις γαρ έκείνην καταμαθεΐν βούλεται τα εν αύτη γυμναζέτω, απερ α-
5
πάντα εν τρισί βιβλίοις διεξοδικώς έγκατέστρωται ώς έκείσε φαίνεται 1 , ήντινα ώς εφην ουκ ολίγοι διδάσκουσιν. εγωγε μέντοι έκθέσθαι τήν θεωρητικήν ενταύθα πειράσομαι, περί ης ήδη ουδείς π ω τολμώ ειπείν μέχρι τού νύν είρηκέ τι, και ού ψεύ δομαι, αλλ' εν παρόδω μονονουχί και άσκέπτως τήν πραξιν ταύτη διερμηνεύουσιν. επεί δε και κατά τόν φιλόσοφον ό λόγος του έργου προτετίμηται, ώς εν τοις ήθι-
10
2
κοΐς διδάσκει , ανάγκη πάντη γε πάντως και τήν θεωρίαν ταύτης διδάξαι. λόγον γαρ λαμπρώς ό φιλόσοφος τήν θεωρίαν καλεί, έργον δε τήν πραξιν άναμφιλέκτως κηρύττει..ήμεϊς δε τήν κατά πραξιν γραμματικήν τοσουτω \Kovovouyj. χρώμεθα, εφ' δσον αν ήκει προς τε τήν τής λογικής και τής φιλοσοφίας άπόκτησιν 3 . τούτων γαρ ή κτήσις εστίν ό ημέτερος σκοπός και τό έφετόν τέλος, περί ων και πάντα f.lv
15
-
τα λοιπά Ι άσκούμεθα δθεν τοσαύτα μονονουχί διαλεξόμεθα δσαπερ προς τον εί-
Προκειται για τα τρία μέρη τού έργου Περί τών οκτώ του λογού μέρων τοΰ Κωνσταντίνου Λασκάρεως. Ή γραμματική αύτη κυκλοφορήθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το έτος 1494 Στα χωρία των αριστοτελικών κειμένων στα οποϊα υφίσταται ή διαζευκτική σχέση τών δρων λόγος και έργον (Πολιτικά, 1340b7, 1323b6, 1326a29, 1333bl5; Μετά τα Φυσικά, 1072a22; Περί ζφων γενέσεως, 729b8; Οικονομικά, 1344b9; Τέχνη ρητορική, 1374bl9) δεν εντοπίζεται σαφής αναφορά στην οποία να στηρίζεται ή παραπάνω θέση τοΰ Παλασιου. 'Αντίθετα, ό Παλάσιος φαίνεται να υπονοεί ώς λόγο τη θεωρία, σύζευξη πού όντως σχετίζεται με σχετική παρατήρηση τοΰ 'Αριστοτέλους: «τφ βουλομενω τεχνικώ γενέσθαι και θεωρητικώ επί τω καθόλου βαδιστέον»- 'Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1180b21 - στο 1095b 19 τοΰ ιδίου έργου εντοπίζεται και ή διάκριση μεταξύ τοΰ θεωρητικού βίου άπο τή μία, και τοΰ απολαυστικού, τοΰ πολιτικού και τοΰ πρακτικού βίου άπα τήν άλλη (Ηθικά Νικομάχεια,). Ή θέση αυτή τού Παλασίου όσον αφορά τη σχέση της γραμματικής με τα γνωστικά αντικείμενα τών δύο υπολοίπων τεχνών τοΰ τριοδίου (της λογικής και της ρητορικής), πιθανώς διατυπώνεται κατ' αναλογία της αριστοτελικής θέσεως πώς ή πρακτική εμπειρία τών πολιτών ενισχυμένη άπο τή γνώση τοΰ θεωρητικού πλαισίου τής πολιτείας τους (αυτό πού σήμερα αποκαλούμε σύνταγμα) «τελειεϊ εις δύναμιν τήν περί τα ανθρώπινα φιλοσοφία»-'Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1181bl5.
β'
ρημένον σκοπόν ανήκει, άσκεΐν γάρ φησίν ο φιλόσοφος και παιδεύεσθαι δει ου τα περιττά άλλα τα συντείνοντα4- δθεν και ημείς τα περιττά, άπερ είσι τα ανοίκεια τοϋ είρημένου σκοποϋ, παραλιμπάνομεν. έοίκασι γαρ τα περιττά, καθάπερ ό φιλό σοφος εν τη προς Άλέξανδρον ρητορική διδάσκει, οιόν τίνα μύθον άκέφαλον5- διόπερ εφην τά συντείνοντα και ου τά περιττά, τα δε λυσιτελούντα 0 διδάσκομεν. ά-
5
γαπητόν γάρ φησίν εν τε τ ω της μεταφυσικής ό φιλόσοφος ει τις τά μεν καλλίω λέγειν, τά δε χείρω ου 7 , επόμενοι ούν και ημείς τ ω φιλοσοφώ τά καλλίω λέξομεν, τά δε χείρω ου. καλλίω δε τά συμφέροντα τω σκοπώ, τά δ' ασύμφορα χείρω. Είρηκότες ουν, οτι περί θεωρητικής γραμματικής ζνταώ^α ο λόγος, νυνί δε παρομαρτεΐ και περί την ύπαρξιν ταύτης διερμηνεϋσαι κατά την άριστοτελικήν
10
διδασκαλίαν. τέτταρα γάρ ά δει ζητεΐν απλώς εφ' εκάστου θεωρήματος ό φιλόσο φος διδάσκει εν τη ένάρξει των υστέρων αναλυτικών 8- και ει εφ' εκάστου, καπί τής γραμματικής άρα ταυταί πάντα άναμφιλέκτως δει ζητεΐν πάντως, εφη τις τών άντιδοξούντων:
ταυταί πάντα επί τής γραμματικής ου δει ζητεΐν και
γάρ ό φιλόσοφος εν τοις άναλυτικοΐς εφη οτι τέτταρα α δει ζητεΐν εφ' εκάστου,
15
δηλ. οντος τε και πράγματος - άλλαμήν ή γραμματική ουκ εστίν ον τε και πρά γμα, άρ' ου δει ζητεΐν ταϋτα περί αυτής. f.2r
ην δ' εγώ: II οτι μεν ή γραμματική ουκ εστίν ον τε και πράγμα άντικρυς ψεύδος ε στίν, ον γάρ εστί και ταύτα τελειωτικόν ον, ώς και δια λόγου δειχθήσεται - δεικνύεται δ' ούτως:
20
πάν το τελειούν ατελές τι, εκείνο γε πάντως ον τελειωτικόν εστίν άλλα μήν ή γραμματική τέλειοι τον γραμματικόν, και εξ ατελούς εντελή αύτον αποτε λεί- άρ' ή γραμματική όντως γε δν εστίν και ταύτα τελειωτικόν οτι δε τελειωτικόν ον και τούτο ουκ αφανές- ό γάρ άνθρωπος πριν διδαχθή ταύτην ατελής πάντως υπάρχει - δια δε τής διδάξεως αυτής και τής ταύτης μα-
25
«εκ τε τής έμποδών παιδείας ταραχώδης ή σκέψις, και δήλον ουδέν πότερον άσκείν δει τά χρήσιμα προς τον βίον ή τα τείνοντα προς αρετήν ή τα περιττά»· 'Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1337a39—42. Λανθασμένα αποδίδεται ή αναφορά στή 'Ρητορική προς 'Αλέξανδρον ο Παλάσιος υπαινίσσεται μάλλον το έξης χωρίο: «ΔεΤ δέ μη λανθάνειν οτι πάντα έ'ξω του λογού τά τοιαύτα· προς φαΰλον γάρ άκροατήν και τά έ'ξω τοϋ πράγματος ακούοντα, έπεί αν μη τοιούτος η, ουθέν δει προοιμίου, άλλ* ή όσον το πράγμα ειπείν κεφαλαιωδώς, ίνα έ'χη ώσπερ σώμα κεφαλήν»· 'Αριστοτέλους, Τέχνη ρητορική, 1415b6—10. «... πειρώ δε άποφαίνειν και ώς λυσιτελές ην αύτω ταϋτα ποιείν- οί γάρ πλείστοι τών ανθρώπων αυτοί το λυσιτελές μάλιστα προτιμώντες και τους άλλους νομίζουσιν ένεκα τούτου πάντα πράττειν»- 'Αριστοτέλους, 'Ρητορική προς 'Αλέξανδον, 1428b20-23. «άγαπητον γάρ ει τις τά μέν κάλλιον λέγοι τά δέ μη χείρον»· 'Αριστοτέλους, Μετά τα Φασικά, 1076al5—16. «τα ζητούμενα εστίν ισα τον αριθμόν οσαπερ επισταμεθα. ζητουμεν δέ τέτταρα, το οτι, τό διότι, ει έστι, τί έστιν»· 'Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά υστέρα, 2.89b23.
Θησέως εντελής δήπουθεν αποτελείται, το δε γε τελειοϋν το ατελές, δν, δήπουθεν υπάρχει, και ουκ εστί μή δν. το γαρ μή δν, ού δύναται ποτέ τελειώσαι το δν. ή γραμματική τελειοΓ τον γραμματικόν ή γραμματική άρα άναμφιλέκτως δν τελειωτικον υπάρχει, εφη τις: ει ον, τι αρ ον εστίν; ην δ' εγώ:
Ο
δν διδακτόν τε και νοητδν και κατά προαίρεσιν και διδακτον μεν, οτι
ουκ εκ φύσεως, οίον το κάλλος και ή ισχύς" ον τ ' αύθις εκ τύχης, οίον πλοϋιος και ευγένεια- αλλ' εκ τε της διδασκαλίας και της μαθήσεως κτητδν γίγνεται. νο ητδν δέ, οτι ουκ εκ της αισθητικής δυνάμεως και αισθήσεως τίκτεται - και γαρ ταύτην και τά λοιπά των ζώων εχουσιν αλλ' εκ τε τοΰ νοός και της νοητικής
10
δυνάμεως, ήντινα μόνον δ άνθρωπος έχει. τοιγαροϋν ή γραμματική λαμπρώς ον f.2v
κατά προαίρεσιν διδακτον τε και νοητόν Ι υπάρχει' δθεν ουκ οίδασι τί φάσκουσιν οι άντιδοξοΰντες πάντως λέγοντες ταύτα πάντα, ού δει επί τής γραμματικής ζητεΐν αλλ' ωσπερ εφ' εκάστου ζητείται, καπί τής παρούσης παραπλησίως δεί ζητεΐν.
15
δ'
ει εστί γραμματική εφη τίς: τούτο ου δεϊται λόγου, εναργές γαρ τοις πάσιν δτι υπάρχει. ην δ' εγώ:
ουκ αΰταρκες το παρά σοΰ είρημένον προς τε την της γραμψιατικής υ
πάρξεως δεΐξίν τε και εμπέδοσιν. καγώ γάρ σοι αντιλέγω δτι ουκ εστίν. 6 γαρ λό γος ου των λεγόντων, αλλά γε των άποδεικνυόντων, και μιάλιστα των και τα άντιπίπτοντα εύφυώς άποκρινομένων.
5
εφη δ' δς: δεΐξον σύ δια λόγου δτι εστί γραμματική, ως φάσκεις. ην δ' εγώ:
ασμένως, ω άντίδοξε- πρόσεχε δ' έ'μπης κατά άκρίβειαν. ων γαρ αί ένέρ-
γειαι και τα αποτελέσματα λαμπρώς πεφύκασι, και τούτων γε πάντως αί' τε δυ νάμεις και έξεις, δΓ ων τάς ενέργειας και αποτελέσματα άποτελοΰμεν, λαμπρώς υπάρχουσιν. ώς επί παραδείγματος ειπείν, επί τίνος τών τεχνών τουτέστιν, ει ε-
10
στιν ύφασμένον και ΰφανσις, πάντη γε πάντως εστί και υφαντική έ'ξις και δύνα μις, δι' ων τάς υφάνσεις και τα υφασμένα άποτελοΰμεν. ει γάρ μή ην υφαντική, ούδ' δλως ύφασμένον. ωσαύτως ουν κάπί της γραμματικής λεκτέον. ει εστί τα έρ γα τής γραμματικής και αί κατά γραμματικήν ένέργειαι, αναντιρρήτως εστί και ή κατά γραμματικήν έξις τε και δύναμις, δΓ ης τα έργα και τάς κατ' II αυτήν ένερ-
15
γείας άποτελοΰμεν και άποδίδομεν άλλαμήν τα ταύτης έργα και αί κατά γραμ ματικήν ένέργειαι λαμπρώς εισίν, ώς παρακατιών ρηθήσεται' άρα και ή γραμ ματική έ'ξις και δύναμις καλούμενη άναμφιλέκτως υπάρχει, προηγείται γάρ άεί ή έ'ξις τε και δύναμις τών ενεργειών και τών έργων ή γάρ δύναμις και έ'ξις τα άφ' ων εστίν ύπάρχουσι, και τά προηγούμενα, τα δ' έργα και αί ένέργειαι τα ων χάριν
!20
και τά παρεπόμενα, ει ουν τά παρεπόμενα άναμφιλέκτως υπάρχουσιν, άναμφιλέ κτως άρα και τά προηγούμενα τούτων, το γάρ παρεπόμενον άεί προηγουμένου ε στί παρεπόμενον και ου δύναται λεχθήναι παρεπόμενον τι, εάν μή έ'χη και ήγούμενον. τίνος γάρ λεχθήσεται παρεπόμενον; και ούτωσί πως δείκνυται δτι εστί γραμματική.
25
ε
τι εστίν άραγε ή γραμματική ην δ' εγώ:
τό τί εστίν, απλώς τετραχώς λέγεται - φέρ' ειπείν, ή κατά το ποιητικόν
αίτιον, ή κατά το ύλικόν, ή κατά το είδικόν, ή κατά τό τελικόν. προ τοϋ δ' εμπης ειπείν περί του τί εστίν αυτής λεκτέον ποσαχώς ή γραμματική, δι' ου δειχθήσεται και το τί σημαίνει τουνομα τοΰ προκειμένου, οι νεώτεροι γαρ προπάντων τουτόί προτεθήκασιν, ίνα το διάφορον της φωνής σημαινόμενον διακρίνουσιν επί
5
τής ομωνυμίας τών γραμμάτων, ινα μή περί άλλου δ εις διδάσκει καί περί ετέρου ο έτερος ύπολαμβάνει- γραμματική γαρ λέγεται καί γ ' εστί τίς· γραμματική δ' εf.3v
τι καί ή παρούσα Ι περί ης δ λόγος, ήτις απλώς διττή πάντως πέλει - ή γαρ φυσι κή, ή επίκτητος· καί φυσική μεν ή εκ τής φύσεως δεδημιουργημένη χάριν τής επικτήτου* επίκτητος δε ή θύραθεν κεκτημένη διά τε διδασκαλίας καί μαθήσεως·
10
καί ή μεν φυσική δώρον φύσεως· ή δ' επίκτητος δώρον διδασκαλίας τε καί μαθή σεως, περί ης ένταΰθα δ λόγος - καί αύθις ή επίκτητος ή εντελής, ή ατελής· καί ατελής μέν, οίον ή δημοτική καί κοινή, δι' ης οι πλείστοι γράφουσι καί άναγινώσκουσιν, ατελώς μέντοι καί ατάκτως· εντελής δε ή τών μεμνημένων καί εν τελώς δεδιδαγμένων καί μεμαθηκότων, περί ης ήμιν μάλιστα δ λόγος, αυτή δ' αυ-
15
-
θις ή εντελής καί επίκτητος τρισαχώς θεωρείται φέρ' ειπείν, ή κατά δύναμιν, ή καθ' έ'ξιν, ή καθ' ένέργειαν δθεν καί δύναμις, καί έξις, καί ενέργεια ή γραμματική. δύναμις μέν, καθό δύναται δ γραμματικός εξ αυτής ένεργεΐν κατά γραμματικούς, -
αλλ' ουκ ενεργεί, έξις δε ηπερ έ'χεται εξ αύτοϋ καί ενέργεια ετι ηπερ ενεργεί δ γραμματικός καί τό έργον ταύτης αποτελεί, εκ γαρ τής ενεργείας τό έργον παρά-
20
-
γεται, οίον εκ τής ύφάνσεως τό ύφασμένον καί ή μεν υφανσις, ή ενέργεια τό δε ύφασμένον, τό έργον καί ιδού ποσαχώς λέγεται ή γραμματική. έ'φη τίς: δεΐξον δτι εστί φυσική γραμματική. ην δ' εγώ:
πρόσεχε γοΰν Οτι μέν εστί φυσική γραμματική εκ τώνδε δήλον. ή γαρ
φύσις προνοητική ούσα, καί πάνυ γνωρίζουσα (ως εν τ(ϋ α ' κεφαλαίω περί ούρα-
25
στ'
f.4r
νοϋ9, και α ' κεφαλαίω περί ζώων γενέσεως 10 , II και β ' κεφαλαίω φυσικής11, και έν άλλοις δ φιλόσοφος διδάσκει) ώς άει το ένεκα του ποιεί και το άναγκάϊον, και ου δέν μάτην ποιεί, δεδημιούργηκεν έν τω άνθρώπω τήν κατά φύσιν γραμματικήν, ί να δι' αυτής και τήν έπίκτητον απόκτηση· δίχα γαρ της κατά φύσιν ούδ' ή επί κτητος κτηθήναι ενδέχεται - ώς έπί παραδείγματος ειπείν, ό κηρός, ει μή είχε την
5
φυσικήν διάθεσιν τοΰ μαλάσδεσθαι, ούδ' αν τήν έπίκτητον οίος τ ' ην ποτέ δεχθήναι· οίον δ λίθος, ή δ κέραμος· ει γαρ μυριάκις αυτούς τις μαλάξη, ουδέποτε μαλαχθήσονται- άμοιροΰσι γαρ όλως τής έμφυτου μαλακότητος, και δεκτικής τής θύραθεν και επικτήτου μαλακότητος. άπαραλλάκτως ουν και δ άνθρο>πος, ει μή ειχεν έν αύτω τήν κατά φύσιν γραμματικήν, τήν δεκτικήν λέγω τής επικτήτου,
10
ουκ αν εϊή δυνατός ποτέ δεχθήναι και τήν έπίκτητον άλλα φύσει ων δυνατός, εχων έν έαυτω τήν κατά φύσιν γραμματικήν ήτις δύναμις τις υπάρχει, δι' αυτής δέχεται και τήν έπίκτητον. δεχόμενος δέ, μεταβάλλεται έκ τής δυνάμεως εις τήν εξιν. και έκ τοΰ δυνάμει είναι γραμματικός ενεργεία γίγνεται γραμματικός, δια φέρει ουν ετέρα τής ετέρας, δτι ή μεν δύναμις και έξις φυσική, ή δέ δύναμις και έ-
15
ξις επίκτητος· έτι και κατά το τελειοϋν και το τελειούμενον ή μέν γαρ φυσική τελειούμενον πάντως - τελειοϋντος γαρ έκ τής επικτήτου και έκ τής ατέλειας εις τελειότητα άγεται κατά τήν έπί το κρεΤσσον στροφήν. ή δ' επίκτητος τελειοϋν τέλειοι γαρ τήν κατά δύναμιν και έμφυτον γραμματικήν, και το προσλεΐπον ταύf.4v
της άναπληροί, και έκ τής ατέλειας εις τήν τελειότητα άγει. Ι και δτι μέν δυνά-
20
μεις αμφότερα, φανερόν ή μέν γαρ φυσική, δύναμις πάντως λέγεται, διότι δι' αυ τής δυνάμεθα δεχθήναι και τήν έπίκτητον. ή δ' αύθις επίκτητος, δύναμις λέγεται, διότι δι αυτής δυνάμεθα κατά γραμματικούς ένεργεϊν. βελτίω μέντοι και τιμιωτέρα τής φυσικής ή επίκτητος - το γαρ τελειοϋν πάντως γε βέλτιον και τιμιώτερον του τελειουμένου- και το ποριστικον τοΰ λαμβάνοντος- και το ένεργητικόν του παθητικού" άλλαμήν ή επίκτητος τελειοϋν ή δέ φυσική τελειούμενον
25
ή έπί-
«ωσπερ το μάλλον εσεσθαι προνοούσης τής φύσεως»· 'Αριστοτέλους, Περί oùpavoû, 291a25. Σ τ α πλαίσια τής κριτικής του προς τήν Πυθαγορική θεωρία των σφαιρών, ο 'Αριστοτέλης θεωρεί στο χωοίο αυτό ώς ένδειξη φυσικής προνοίας την απουσία ισχυρού ήχου κατά την κίνηση των άστρων. Με την αναφορά στο α του Περί ζωών γενέσεως, ο Ιίαλάσιος εισάγει την αιτιοκρατική σχέση μεταςυ φυσικού, η σύμφυτου, και επικτήτου δντος (εδώ τής γραμματικής), ή οποία και προκύπτει κ α τ ' άναλογίαν και ομοιότητα προς τη φυσική γραμματική. Ό πυρήνας τοΰ α κεφαλαίου τοΰ Περί ζώων γενέσεως εντοπίζεται στο χωρίο 715bl5—16: «η δε φύσις φεύγει το άπειρον», δηλαδή, τις διαφορετικές μορφές υπό τις οποίες παρουσιάζεται το όν «το μεν γαρ άπειρον ατελές, ή δε φύσις άει ζητεί τέλος». Επικαλούμενος το β ' κεφάλαιο τής 'Αριστοτελικής Φυσικής, ό Παλάσιος ιιπονοεί τήν κατάδειξη τής σχέσεως μεταξύ τής κατά φύσει γραμματικής και τών επίκτητων μορφών της ώς σχέση μεταξύ τοΰ ενός και τών πολλών, τής ενότητας δηλαδή πού αποκαθιστά η φυσική γραμματική ώς προς την πολλαπλότητα τών επίκτητων.
ζ' κτητος ποριστική - ή δε ληπτική. ή επίκτητος ενεργητική" ή δε παθητική - ή επί κτητος άρα βελτίων και τιμιωτέρα της κατά φύσιν. Δέδεικται λοιπόν ποσαχώς ή γραμματική και περί τίνος δ λόγος, νυνί δε λεκτέον και περί τοΰ τί εστίν αυτής, όπερ τετραχώς λέγεται, ως ανωτέρω είρηται, τουτέστι κατά τέτταρα αίτια: ή ποιητικώς, ή ύλικώς, ή ειδικώς, ή τελικώς - και άλλως: το τί εστίν ή κατά το αφ' ou, ή κατά το εν ω, ή κατά το ω, ή κατά τό ου- ετι δε και άλλως: ή κατά το κίνησαν, ή κατά το πανδεχές, ή κατά το α> ένε κα, ή κατά το ου ένεκα.
5
t
περί ποιητικού αίτιου γραμματικής εφη τίς:
τζόϊον αρα γε το ποιητικον αίτιον της γραμματικής;
ην δ' εγώ: το ποιητικον αίτιον διττόν εστί, πόρρω δηλαδή και προσεχές. [.εφη ο ος\: f.5r
τερι τίνος αρα αιτείς; II
[ην δ' εγώ:] και πότε των άμφω. η δε τίς: το πόρρω ποιητικον αίτιον της γραμματικής, το αφ' ου, εστίν ή αισθητική
5
δύναμις· έτερος δ' εφη τήν φανταστικήν δύναμιν. ην δ' εγώ:
ούδέτερον τούτων υπάρχει ποιητικον αίτιον τής γραμματικής αφ' ου ε
-
στί και γαρ τήν τε αίσθητικήν δύναμιν, και τήν φανταστικήν, και πάντα τα λοι πά των ζώων πλουτοΰσιν, αλλ' ουδέν τούτων γραμματικήν έπίσταται - όθεν ουδέν ποιητικον ταύτης ρηθήναι ενδέχεται, ει γαρ ήν, έδει και πάντα τα λοιπά ζώα, α-
10
πλώς λέγω και τα όστρακοδέρματα, γραμματικά είναι και γραμματικής ποιητικά, έτερος εφη τήν μνήμην είναι το ποιητικον αίτιον ταύτης, ή γαρ μνήμη, ταμεΐον παιδείας, και μουσάων μήτηρ. ην δ' εγώ:
ουδαμώς τήν μέν γαρ μνήμην, [ην] και τα λοιπά τών ζψων έχουσιν. ει
ουν ή μνήμη το ποιητικον τής γραμματικής ύπήρχεν αίτιον, έδει και πάντα τα λοιπά τών ζώων, τα μνήμης πλουτώντα, γραμματικής είναι ποιητικά" άλλαμήν ουδέν τούτων πλην ανθρώπου γραμματικήν ενδέχεται ποιήσαι, προφανώς άρα ή
15
μνήμη ουκ έ'στι ποιητικον αίτιον τής γραμματικής, δτι δέ μετά μνήμης ουδείς άνf.5v
τερεΐ" δίχα γαρ ταύτης φρούδα Ι τα πάντα, συνεργός μέντοι ή μνήμη, αλλ' ου ποι ητικον και δραστικόν αίτιον ως και το όργανον τής αίσθήσεως συνεργόν μέν λέ γεται, ποιητικον δ' ου, ωσαύτως ουν και ή μνήμη συνεργός μέν υπάρχει και λέγε ται, ώς έφημεν, ποιητικον δ' ούχ υπάρχει αίτιον.
20
εφη δ' δς: σύ δέ ποίον φάσκεις τό τής γραμματικής ποιητικον αίτιον είναι; ην δ' εγώ:
πόρρω μέν τήν διάνοιαν, καθ' ήν και ή ανθρώπειος ψυχή διανοητική λέ
γεται, ου μήν δ' έμπης ώς τό κίνησαν, άλλ' ώς τό αφ' ου εστίν, εν αύτη γαρ ή τής γραμματικής έ'ξις έγγίνεται και αφ' ης πρόίεται. προσεχές δέ τήν θύραθεν κα τά γραμματικούς δίδαξιν, τήν γεννώσαν οίον αυτό. τό γαρ προσεχές, παρακτικόν δμοιον παράγει, οίον άνθρωπος άνθρωπον γεννά, και ίππος ί,'ππον. λέγεται γαρ αύ τη ή δίδαξις ώς κίνησαν αίτιον, διότι αύτη εκίνησε τήν άνθρώπειον διάνοιαν και
25
θ' την θεωρίαν ταύτης εν αύτη διετύπωσεν ή δ' αύθις διάνοια, εξ αυτής κινούμενη, οίον αυτήν αποτελεί και άλλοις διδάσκει, τοιγαρούν ποιητικον αίτιον τής γραμ ματικής πόρρω μεν ή διάνοια, προσεχές δε ή θύραθεν διδασκαλία, ήτις εστί νοερόν τι φως, φωτίζον και λαμπρύνον τήν εμφυτον γραμματικήν, ην ανωτέρω ε'φημεν, και τήν άνθρώπειον διάνοιαν ορίζεται ουν ή γραμματική κατά το ποιητικον αίτιον αυτής έ'ξις διανοητική" και περί μέν ποιητικού αιτίου II αυτής αρκεί τα ειρημένα.
περί υλικού αιτίου γραμματικής και υποκειμένου : περί ύλικοΰ αιτίου γραμματικής και ταϋτα συνεκτικού οτι εισΐ τα δκτώ μέρη προσεγες
μεν ουν ύποκείμενον της γραμματικής και ταϋτα συνεκτικον εισί
τα οκτώ μέρη του λόγου του προφορικού, περί ων αμέσως δ λόγος δεδημιούργηται - πόρρω δε αι λέξεις και αί συλλαβαί, αφ' ων τα μέρη του λόγου - πορρώτερα δε τά γράμματα τα και στοιχεία καλούμενα, άπερ ως άπλα και τί εστί των οκτώ μερών τοΰ λόγου του προφορικού πεφύκασι, και ως άρχαι λέγω μη εκ τίνος.
0
ια'
περί ειδικού αιτίου είδικόν ουν αίτιον ταύτης, δπερ και ω ένεκα και διαφορά καλείται, εστίν ή εί'δησις τοΰ τε ορού και του κανόνος των οκτώ μερών τοΰ λόγου, δι' ης τών άλ λων έξεων τών περί λόγου καταγινομένων αντιδιαστέλλεται, τούτο
γαρ μόνον
γραμματικής δίδοται, ώς και άνθρώποις το λογικόν μόνον προσήκει και ούδενί τών λοιπών ζώων άρμόττει, αλλ' ειδοποιός μορφή τε και διαφορά πέλει χωρίζων αυτόν
5
και οιακρινων των λοιπών ζωών. απαραλλακτως και ή ειοησις του τε ορού και τοΰ κανόνος τών οκτώ μερών τοΰ λόγου διακρίνει την γραμματικήν τών άλλων έ ξεων τών διανοητικών, ουδεμία γαρ άλλη ούτε τέχνη οΰτε επιστήμη την ειδησιν τοΰ δρου και τοΰ κανόνος τών οκτώ μερών τοΰ λόγου αποδίδει, ευλόγως ουν τοΰτο ί'.όν
λέγεται ιδία και συστατική ειδοποιός Ι διαφορά της γραμματικής, ιδία μεν οτι μό-
10
νη μόνως γραμματική τούτο προσήκει και ουδεμία άλλη τέχνη τε ή επιστήμη αρ μόζει- τό ουν ένί μόνον άρμόζον, εκείνο πάντως ίδιον λέγεται, ώς εν τη λογική διδάσκεται, συστατική δέ, διότι δι' αύτοΰ τό είναι και τήν σύστασιν έχει - ούτινος άναιρεθέντος, και ή γραμματική συναναιρεΐται- αναιρεθείσης γαρ τής είδήσεως τοΰ δρου και τοΰ κανόνος τών οκτώ μερών τοΰ λόγου, ουδέ γραμματική δλως ετι
15
αν ειη. ωσπερ ει μεν αναίρεση όλως η ειοησις της υφανσεως, πάντως ουο υφαντι κή τέχνη όλως ετι υπάρξει, ειδοποιός δέ, διότι ειδοποιεί τήν διάνοιαν και τοιάδ' έ'ξιν αποτελεί, διαφορά δέ, διότι δΓ αυτής τών άλλων διανοητικών έ'ξεων διαφέρει. ω ένεκα οε, οιοτι ot άλλο και ου οι αυτό* οια γαρ το τέλος υπάρχει, όπερ εστί το έργον αυτής και ή ενέργεια· έ'καστον γαρ ων εστίν έ'ργον, ένεκα τοΰ έ'ργου πάντως υπάρχει' έργον δ' αυτής τό τέλος και ου ένεκα καλουμενον.
20
lg'
περί τελικού αιτίου τελικόν αίτιον της γραμματικής, όπερ και ου ένεκα αυτής λέγεται, ο γε μεν αυτής πέλει το εφετον και το βέλτιστον, δι' ο τάλλα πάντα ασκείται, δι' ο πόνος πολύς πειράται, δι' ο χρόνος μακρύς διέρχεται, δι' ο δε δαπάνη ου μικρά αναλίσκε ται, εστί τα μη σολοικίζειν ή βαρβαρίζειν, άλλ' ευ λέγειν και ευ γράφειν. περί γαρ τούτου, άπαξάπασα πέλει ή τής γραμματικής άσκησις. δτι μεν ουν τούτο πάντως
5
υπάρχει το εφετον καί βέλτιστον τής γραμματικής τέλος τε και ου ένεκα ουκ άf.7r
φανές' πάν γαρ το δΓ δ ταλλα πέλει καί γίγνεται, II εκείνο πάντως γε τέλος τούτων υπάρχει βέλτιστον άλλαμήν δια το μη σολοικίζειν ή βαρβαρίζειν αλλ' ευ γε λέγειν καί γράφειν πάντα τάλλα πέλει καί γίγνεται - άρα το μη σολοικίζειν καί μη βαρβαρίζειν αλλ' ευ λέγειν καί γράφειν εστί το τής γραμματικής βέλτιστον
10
τέλος. εφη τίς: τί άρα εστί βαρβαρισμός; καί τί σολοικισμός; καί τί αλλήλων διαφέρει; ην δ' εγώ:
αμφότεροι, δ τε λέγω βαρβαρισμός τε καί σολοικισμός αταξία τίς υ
πάρχει' δθεν αμφότεροι ψεκτοί. κατά γαρ το είδος καί την ποιότητα όλως ου διαφέρουσι.
15
|εφη τίς: J αταξία γαρ αταξίας η αταξία, τί διαφέρει; [ην δ' έγώ]: ουδέν οιμαι πάντως, ως καί άνθρωπος ανθρώπου καί ίππος ίππου, ό μεν γαρ
μάλλον νοεί ό δε ήττον, αλλά το μάλλον καί ήττον ου ποέϊ είδους διαφοράν.
τούτο άρα το τέλος τής γραμματικής, το μηδέποτε άμαρτάνειν μήτε περί μίαν λέξιν μήτε περί πλείονας, δπερ εστί ευταξία τίς. το γαρ άμαρτάνειν περί μίαν λέ-
20
-
ξιν βαρβαρισμός εστί το δε περί πλείονας, σολοικισμός, ιδίως δε έκαστος ούτως ορίζεται: βαρβαρισμός μέν εστί λέξις τίς ήμαρτημένη περί ενός μόνου: ή περί ενός στοιχείου δηλ. μόνου οίον άνθροπος τρέχει - ή περί μιας προσωδίας, οίον άνθρωπος τρέχει, βουλόμενος γαρ τον άνθρωπον δια ψιλού πνεύματος γράψαι, δια δασέως έ γραψε, καί αντί τού ω τό ο προσέθηκε. καί τοιούτος πέλει ό βαρβαρισμός καί ουf.7v
τωσί πως ορίζεται. Ι ό δέ, σολοικισμός εστίν ό τού σώου λόγου αίκισμός, οίον έλα πά, άητε, μπρί, αντί τού έ'ρχου ωδε καί τα τοιαύτα, όλος γαρ ό λόγος διεφθαρμέ νος καί άτακτος, καί ουδέν μέτρον ούτε κανόνα έ χ ω ν δθεν έπίψογοι παντελώς οι τοιούτοι, τοιγαρούν ό μεν βαρβαρισμός εν λέξει γίγνεται - δ δέ σολοικισμός εν λό-
25
τ' γω και κατά τοϋτο ετι διαφέρουσιν αλλήλων.
ιδ'
περί εντελούς ορού της γραμματικής εντελής ουν δρος τής γραμματικής εστίν δ εκ των τεσσάρων αιτιών άποδεδομένος· δός ειπείν ούτως: γραμματική εστί έ'ξις επίκτητος διανοητική, περί τα οκτώ μέρη τοΰ προφορικού λόγου καταγινομένη, τον δρον και τον κανόνα τούτων διδάσκουσα, και έν μηδενί μέρει μηδαμή μηδαμώς άτακτούσα. εντελής ουν δ πα ρών λέγεται, διότι ούδεν παρέα, άπαν το είναι αυτής συντόμως δτι εμφαίνει, έρρήθη δε γραμματική, διότι μόνη μόνως ή παρούσα έ'ξις τε και διδασκαλία τήν φύσιν τών γραμμάτων διδάσκει και ουδεμία άλλη έξις ούτε τέχνη οΰτε επιστήμη περί τοΰ είναι και τής φύσεως τών γραμμάτων φροντίζει- όθεν και δια τοϋτο μόνη μόνως αυτή τήν τών γραμμάτων θεωρίαν άσκεϊσθαι και τήν εκείνων διδασκαλίαν ποιεΐσθαι ιδίως γραμματική ήκουσεν και εξ αυτών τήν έπωνυμίαν έ'σνηκεν.
ιε
[άπορίαι και λύσεις] [εφη τίς:]
ειπερ τό γράμμα ομώνυμος τις φωνή εστί διαφόρων δηλωτική
(γράμμα
γαρ λέγεται και το σύγγραμμα, ήτοι βιβλίον φέρ' ειπείν, το γράμμα του 'Αριστο τέλους, το γράμμα τοΰ Πλάτωνος· γράμμα δ' ετι λέγεται και ή επιστολή, οίον 'έδέχθην σου το γράμμα', II ήτοι τήν έπιστολήν σου- γράμμα προσέτι λέγεται και ή σφραγίς, και ό χαρακτήρ - ετι δε και το ζωγράφισμα, προς τούτοις και οι τόνοι), ποίων αρα γε γραμμάτων τήν φύσιν και το είναι διδάσκει, και εκ ποίων τήν έπωνυμίαν εσχηκεν; έ'φης γαρ δτι γραμματική ιδίως ήκουσεν εκ των γραμμάτων άλλαμήν ταΰτα πάντα, γράμματα λέγεται - άρα εξ αυτών πάντων ή γραμματική τήν επωνυμίαν έ'σχηκεν. |ην δ' εγώ]: άντικρυς ή γραμματική εξ ούδενός η γε των είρημένων γραμματική ειρηται, αλλ' εκ των είκοσιτεσσάρων στοιχείων και άρθρων καλουμένων, οίον α, β, γ, δ, και τα εξής, γραμματική είρηται. τούτων γαρ των είκοσιτεσσάρων το είναι και τήν θεωρίαν ή γραμματική αποδίδει' διο και κυρίως μόνη γραμματική ήκουσεν. εστί δ' εφην ή γραμματική ουκ αισθητώς άλλα νοητώς. το γαρ είναι αυτής ουκ αίσθητόν αλλά νοητόν, όθεν ουκ εν τη αίσθήσει, άλλα εν τη διάνοια. εφη τίς:
ει τα γράμματα και τη αίσθήσει δήλα, (και μάλιστα εκ της αισθητικής ό-
ρατικής δυνάμεως ταϋτα κτώμεθα, δίχα δε ταύτης παγχάλεπος ή τούτων κτήσις) πώς εφης τήν γραμματικήν και το είναι αυτής (δπερ εκ τών γραμμάτων το είναι έχει) ουκ αισθητώς πέλει άλλα νοητώς, και εν τη αίσθήσει ουκ εστίν άλλα τη δι άνοια; ην δ' εγώ: τά γράμματα η γράμματα, άπερ εστί ό τοιόσδε σχηματισμός και ή τοιάδε διατύπωσις τών γραμμών, κυρίως της διανοίας και ου της αισθήσεως. ή γαρ διά νοια και ό ανθρώπειος ακρότατος νους τε και λόγος, Ι δι' ου ο άνθρωπος μόνος λο γικός λέγεται, και νοερόν ζώον προονομάζεται, δι' ου και τό είναι ετι τών πάν των, προς τι και τό είναι τοΰ ακατάληπτου θεοϋ άνίχνευσεν, άκρώτατος και θεωρητικώτατος ων, έπενόησε τήν κατασκευήν τής φύσεως τών γραμμάτων και εκ τών διαφόρων σχημάτων τών όντων ταυτάί" πεπλαστούργηκε, και τό προσλεϊπον -
της φύσεως πεπλήρωκε πας γαρ λόγος και πάσα παιδεία, τό προσλεϊπον τής φύ-
ιστ'
σεως άναπληροϊ, ως εν τοις ήθικοϊς δ φιλόσοφος διδάσκει12- και τα γράμματα δια τής νοητικής αυτού θαυμάσιου δυνάμεως εν έαυτώ διετύπωσε προς εμφασιν των έαυτοΰ νοημάτων και προς φανέρωσιν, ετι και άνάμνησιν, των ανθρώπειων κατά συνθήκην σημαντικών φωνών είτα εις πλάκας και πίνακας τους τοιώσδε έπινενοημένους δια της νοητικής δυνάμεως σχηματισμούς προς εμφασιν τών νοημάτων και τών φωνών έγχάραξεν. ειστήκει γαρ κατ' αρχάς τα σχήματα εν τοις ούσι
5
-
νους δε ανθρώπειος διεκόσμησε ταΰτα και διέταξε, και τα γράμματα εξ αυτών δεδημιούργηκεν ώστε τα γράμματα προηγουμένως και δραστικώς τοΰ νοός και της διανοίας υπάρχει θεωρήματα, ει δε και τη αισθήσει δήλα ουδέν άτοπον
α γαρ δ
νους προηγουμένως πεπλαστούργηκε, νοητώς εκ τών αισθητών και σωματικών
10
σχημάτων, ταΰτα πάντως τα έσχηματισμένα και αυτή αισθάνεται ή αισθησις, τον δε σχηματισμον ψιλόν και γυμνον μόνον όλως ουκ αισθάνεται- ο γαρ σχηματισμός η ψιλός σχηματισμός, διηρημένος τοΰ σχηματιζόμενου εύρεθήναι ουκ ενδέχεται αιf.9r
σθανθήναι. ούτε γαρ εισίν αισθητώς ψιλοί II σχηματισμοί ούτ' ενδέχεται αίσθανθήvat τούτους'
ώστε ή αί'σθησις ου τόν νοητόν σχηματισμον τον προηγουμένως εκ
15
τής διανοίας δεδημιουργημένον αισθάνεται, άλλα τα εκ τοΰ σχηματισμού τοΰ νοός δια τής αίσθήσεως εν τοις αίσθητοϊς έσχηματισμένα αισθάνεται, οίον τα εις τάς πλάκας ή πίνακας. δτι δε εκ τής αισθητικής δρατικής δυνάμεως ταΰτα κτάιμεθα άντικρυς ψευ δός εστίν, ει γαρ και ή δρατική αισθητική δύναμις μόνη αίτιον γε υπήρχε τής τών
20
γραμμάτων κτήσεως, έ'πετο αν καί πάντα τα ταύτης πλουτώντα, όνοι τε φημί και χοίροι, μύες τε καί κάνθαροι, καί ετι τα εξής, κτασθαι τε καί μανθάνειν ώσπερ καί οι άνθρωποι τα γράμματα - νύν δε ημείς δρώμεν πλην ανθρώπων ουδέν τών ζώων δύναται μαθεϊν τούτων τα γράμματα άρα ουκ εκ τής αισθητικής δρα τικής δυνάμε(υς ταΰτα κτώμεθα.
25
ει δε είπης δτι καί δια τής δράσεως ταΰτα κτώμεθα, ουδέν άτοπον αλλ' ου χί μόνον εκ τής δράσεως, ήτοι τής δρατικής αισθητικής δυνάμεως. προς δε το δίχα δε ταύτης παγχάλεπος ή τούτων κτήσις, λέγομεν ει μεν το παγχάλεπον δια το δύστίοΧον εννοείται, ουδέν άτοπον
ει δε δια το αδύνατον, καί
τούτο πάντως ψεύδος δλως υπάρχει, ενδέχεται γαρ καί τυφλός τις δια διανοητι-
30
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται εκούσια υποκατάσταση του ορού -τέχνη άπό τόν ορο λόγος. Ή βάση της παραπάνω διατύπωσης είναι ή παρατήρηση τοΰ 'Αριστοτέλους πώς «πάσα γαρ τέχνη και παιδεία το προσλεϊπον βούλεται της φύσεως άναπληροϋν»- 'Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1337al—3. Ό λόγος για τον όποκ> δ Παλάσιος συνδέει την παραπάνω φράση με τα Ηθικά Νικομάχεια μάλλον σχετίζεται με το γεγονός πώς στο έργο αυτό εντοπίζονται διεξοδικές αναφορές στην έννοια της αναπληρώσεως.
ιζ'
κής διδάξεως του διδάσκοντος ταΰτα προσκαταμαθείν διδάσκων γαρ αυτόν οτι διf.9v
α τοιώνδε και δια τοιώνδε γραμμών, κυκλικών δηλ. ή Ι ευθυγράμμων, τοιώσδε διατυποΰται τα γράμματα, δια της συνεχούς μελέτης ενδέχεται μαθεϊν ταΰτα* καί τοι ου ράδιος ούτωσί πως κάγώ λέγω ή τούτων άπόκτησις, ου μέντοι και αδύνα τος - ώστε ή αισθητική όρατική δύναμις εν τοις γράμμασιν δια το ευ τε και ράον
5
χρήσιμος, τοιγαροϋν τα γράμματα τη διάνοια μάλλον ώς δέδεικται, ή τη αισθήσειδια δε τοϋ νοός δευτέρως και ή αίσθησις ταΰτα αισθάνεται, ου μέντοι τον σχημα τισμών, ώς έ'φημεν, αλλά τα έσχηματισμένα. έ'ξις δε έρρέθη εκ τε τοϋ εγρντος
και τοΰ εχομένου- δ γαρ άνθρωπος εστί δ
έχων, ή δε γραμματική το έχόμενον.
10
επίκτητος δε ειρηται, διότι ουχί οίκοθεν ώσπερ τήν φύσιν λεγομένην, άλλα θύραθεν δια διδασκαλίας και μαθήσεως και δι' ασκήσεως και χρόνου παρατάσεως τοις άνθρώποις έγγίνεταί τε και κτάται, κτάται δε ούχ ώς χωρίον ή ώς άνδράno8oviS, αλλ' ώς τελεστής και έ'ξις και φώς εν τή ψυχή. ώς τελειότης μέν, διότι τον δυνάμει και ατελή γραμματικόν ενεργεία τε και εντελή αποτελεί" ώς έξις δε,
15
διότι εκ τής διδασκαλίας τοΰ διδάσκοντος και εκ τής ασκήσεως και μαθήσεως τοΰ μανθάνοντος κτάται και έ'χεται παγίως τε και μονίμως και έξις λέγεται, τότε γαρ λέγεται έ'ξις, επειδάνπερ παγιωθή εν τή ψυχή και μόνιμος γένηται. γίγνεται δε μόνιμος δια πλήθος χρόνου και συνεχούς ασκήσεως τε και διδάξεως, και ούτωσί f. lOr
πως πεφυσιοΰται και αμετάβλητος ή πάνυ δυσμετάβλητος γίγνεται. II οιονεί γαρ τίς φύσις τότε πέλει έ'κ τε τής συνεχούς ασκήσεως τοΰ ασκούντος, τούτοι
20
γάρ
φαμεν εχειν τήν εξιν τής γραμματικής, τον και λόγον υπέχοντα τούτων και τα ύποπίπτοντα άπορα εξ ετοίμου έπιλυόμενον και τά άντιπίπτοντα εύφυώς άποκρουόμενον. ει δ' άλλως, ου λέγεται τήν τής γραμματικής εξιν έ'χειν ώστε ανάγκη τον αληθή και εντελή γραμματικόν είδέναι άπαντα τα τής γραμματικής θεώρημα-
25
-
τα και δια λόγου δεικνύναι τά άξια λόγου και μή εν παρόδω διέρχεσθαι, καθάπερ τά νΰν άπαντες οι έμπειροι λεγόμενοι των γραμματικών ποιοΰσιν, οι'τινες πόρρω πή πάμπαν τής γραμματικής τέχνης τε και θεωρίας καθεκαστήκασιν, ώστε ουδέ 0
«Τέλος δε του ανθρώπου το σπουδαϊον άνθρωπον γενέσθαι, τσίηου χάριν ο άνθρωπος, το δε σπουδαϊον γενέσθαι εστί το έ'χειν τάς άνθρωπου άρετάς. αλλά μήν ούχ οιόν τε σχείν τ ω άνθρώπω τάς άρετάς, ει μή πρώτον άνθρωπος γένοιτο, ο άνθρωπος άρα της των αρετών κτήσεως χάριν, αλλ' ούχ αι άρεταί του άνθρωπου, δια και άμείνων ο κεκτημένος τάς άρετάς άνθρωπος τοΰ χωρίς τούτων άνθρωπου, ού γάρ αι άρεταί γίνονται, ού γάρ ημείς αύτας κτωμεθα ως χωρίον ή ανδραποδον η οικιαν, αλλ' η τών έκαστου αρετών γένεσις εν τη κτήσει αυτών, ει δε ή γένεσις αυτών εν τη κτήσει, και τό είναι αυταΐς εν τούτω, εστί δε το τέλος ήμϊν ή κτησις αυτών, είεν αν και αϊ άρεταί τέλη ημών και τούτων χάριν ημείς, διό και άμεινους ημών αί άρεταί, διότι και τό τέλος ημών εν τη τών αρετών παρουσία τε και κτήσει»" 'Αλεξάνδρου Άφροδισιέως, Ηθικά προβλήματα, 1 3 1 , 5—16.
ιη'
γραμματικοί έντέχνως οι τοιούτοι άξιοι ρηθήναι- αίτιον δ' δτι ουκ εισί γραμματικοί οϊ μή έχοντες την εξιν τής γραμματικής, οι ταύτην έχοντες πάντα τα της γραμ ματικής θεωρήματα λαμπρώς έπίστανται και ορθώς άποδίδουσιν οι δε μή γε δήλον πάντως πάσι γε τοις μή πεπειρωμένοις το όμμα τής ψυχής ως την τής γραμ ματικής εξιν ουκ εχουσι- μή έχοντες δε φανερόν γε ώς ούδε γραμματικοί, γράμμα-
5
τικός γάρ εστίν ούχ ος γράφει ή άναγινώσκει απλώς, ή και τα τής γραμματικής, αλλ' ο τον δρον και τον κανόνα τών οκτώ μερών τοϋ λόγου ορθώς άποδιδούς, και οΰτε περί μίαν λέξιν βαρβαρίζων, ούτε περί πλείονας σολοικίζων. ώστε και ό πα ρών αποδοθείς τοϋ γραμματικού λόγος συμφωνεί τω ανωτέρω ειρημένω, έ'νθα φάf.lOv
σκει, τοΰτον φαμεν εχειν τήν Ι εξιν τής γραμματικής (τουτέστι γραμματικόν ει-
10
ναι) τον εντελή δντα και ευθύς άποκρινόμενον περί ών αν ερωτάται θεωρημάτων γραμματικής και τα εξής. ώς φώς δε ει'ρηται εν τή ψυχή, διότι καθάπερ τουτί το αίσθητον φώς τα δυ νάμει οντά χρώματα φωτίζον αυτά αισθητώς και λαμπρύνον ενεργεία χρώματα α ποτελεί", ούτωσί πως και αυτή ή επίκτητος και θύραθεν διδασκόμενη γραμματική,
15
οιόν τι φώς (νοερόν μέντοι και ουκ αίσθητον) τήν κατά δύναμιν και έ'μφυτον γραμματικήν λαμπρύνει και φωτίζει νοητώς και εντελή και ενεργεία γραμματικήν αυ τήν αποτελεί. διανοητική δε, διότι αυτή ή έξις τής γραμματικής ουκ εκ τής αίσθήσεως και τοϋ αισθητικού καλουμένου λόγου (ου γάρ εν τω αίσθητικώ μορίω τής ψυχής έγ-
20
-
γίνεται ει γαρ ούτως, εδε-χρντο άν ταύτην και τ ' άλλα ζώα, ώσπερ εφημεν ανω τέρω), αλλ' έ'κ τε τής νοήσεως και τοϋ διανοητικού λεγομένου λόγου' δθεν και εν τ ω διανοητικώ μορίω τής ψυχής εγγίνεται, εν ω ή κατά δύναμιν γραμματική έμφύτως πέλει, αλλ ελλειπώς μέντοι και ατελώς, δεομένη τής τελειώσεως τής θύ ραθεν και ενεργεία γραμματικής· έγγινομένη δε θύραθεν διά τε διδασκαλίας και μαθήσεως, ενεργεία γραμματική αποτελείται, και δι' αυτής το προσλεΐπον τής εμφύτου διανοίας άναπληροϋται.
25
ιθ'
διάλεξις II f.llr
άμφισβητώσι δε, ουκ ολίγοι εϊ άποχρώσα εστίν ή της γραμματικής ένταϋθα υπογραφή, ων οι μέν πλεονασμόν έγκαλούσιν, οι δε ώς έλλειπή καταμέμφονται, ενιοι δε και ένάλλαξιν αυτής ένόμισαν, και περί γραμματικής πολύς γίγνεται λόγος τοις τε πάλαι και νύν γραμματικευομένοις. και οι μεν εγκαλούντες πλεονασμόν ούτωσί πως διίσχυρίζονται, λέγοντες ου μόνη ή γραμματική έξις διανοητική, άλλα
5
γε και ή ρητορική, ήτε διαλεκτική, και προσέτι ή λογική, και απλώς ειπείν πάσα τε έ'ξις άληθευτική, οίον νους τε και επιστήμη, σοφία τε και φρόνησις, και ετι προς τούτοις και ή τέχνη, άί'τινες έξεις εισί διανοητικαί· και ταύτό κατά τούτο ol δε καταμεμφόμενοι ώς έλλειπή, φασίν ό λόγος ου των λεγόντων άλλα τών άποδεικνυόντων και ταύτα τών εύφυώς άποκρουομένων τα άντιπίπτοντα, ώσπερ ει-
10
ρηται. έντελοΐς γαρ διδασκάλοις εστί κατά τον φιλόσοφον, ου μόνον το οίκεϊον δό γμα κρατύνειν, αλλά γε και τα άντιπίπτοντα εύφυώς άποκρούεσθαι14. οι δ' δλως ενάλλαξα εκείνης νομίζοντες, οι μεν έ'ξιν αίσθητικήν λέγουσιν, άλλοι δ' έπιστήμην και σοφίαν ταύτην κηρύττουσιν έτεροι δε φρόνησιν αυτήν ύπογράφουσιν. οι μέντοι δοκούντες είλικρινώς προς ταύτην ένασχολούντες έμπειρίαν ταύτην άποκαλούσιν άλλ' άπαντες οιμαι κατά άλήθειαν πόρρω πή τής αληθείας καθεστήκασι. και άf.llv
15
-
ψευδώς ήμαρτημένως τα τοιαύτα δόγματα τυγχάνουσι Ι δόγμα γαρ αληθές πέλει τό τι υπάρχον ώς υπάρχον κηρΰττον, και ετι το μή υπάρχον ώς μή υπάρχον ύπολαμβάνον και τούτο ή αλήθεια. ήμεΤς δε τή άληθεία επόμενοι τους το ψεύδος λέ γοντας άνατρέψομεν και τους ψευδείς αυτών λόγους έλέγξομεν τήν δ' έ'μπης ά λήθειαν έμπεδώσομεν.
20
ανατροπή: προς μέν ουν τους πλεονασμόν εγκαλούντος ρητέον δτι ό ορισμός ή εντελής ή ατελής ώς εν τή λογική διδάσκεται, έ'νθα και τό τί εστίν αυτού και το ποσαχώς δηλούται- ενταύθα δε αλλότριος ή τούτων θεωρία, και εντελής μέν ό εκ τών συστατικών αιτιών τού πράγματος εκάστου αποδιδόμενος, άπερ εισί φυσι κώς ή ύλη και τό είδος εκάστου" μεταφυσικώς δε τα γένη και αϊ διαφοραί- ατελής δε ό εξ ενός αιτίου άποδεδομένος· λέγομεν δτι ή γραμματική είρηται έξις διανοη τική ούχ όλοκλήρως γε και ταύτα γε ειδικώς, άλλα γε [hovovovyi γενικώς πάν τως· καθάπερ ει και άνθρωπος ορίζεται δτι εστί ζώον δθεν ου πλεονασμός, άλλα Αριστοτέλους, 'Αναλυτικά Ύστερα, 71a και b.
25
κ
μάλιστα ταυτότης τε και ένότης, ήτις τ ω γενικώ ορω άρμόττει. ο γαρ γενικός ο ρός τα διάφορα ταυτίζει - καθάπερ και δ ειδικός διαχωρίζει, ταυτότης δε, διότι δι' αυτών ή γραμματική έξις ταϊς άλλαις τέχναις τε και επιστήμαις ένοϋται και ταυ τίζεται, και ούδεν αυτών διαφέρει, λέγω δε ρητορική τε και διαλεκτική, λογική τε f.l2r
και II φυσική και αστρονομική, γεωμετρία τε και ιατρική, και ετι πάσαις ταίς λοι-
5
παις ποιητικαϊς τέχναις· εκάστη γαρ τούτων έ'ξις επίκτητος υπάρχει διανοητική, καθάπερ ει και την γραμματικήν. πλην ούτος ο λόγος ατελής όντως υπάρχει - επείπερ το εκάστου όλόκληρον είναι, ουπερ εμφαίνει, δπερ του εντελούς όρισμοϋ α ρετή πέλει. προς δε τους ως ελλειψιν μεμφομένους, λέγομεν οτι ουκ οΓδατε τί λέγετε, ώ
10
άντίδοξοι- έλλειπες γάρ εστίν δ γε μή τέλειον αλλ' ατελές, και ούτινος τί ελλεί πει, άλλαμήν ο αποδοθείς καθ' ημάς τής γραμματικής λόγος τέλειος πέλει και ούοεν αυτού όλως ελλείπει- αρα, οτι όε ο αποοοσεις λόγος της γραμματικής ιοιος, ου δεϊται λόγου- μόνη γάρ ταύτη προσήκει, και ουδεμία άλλη τέχνη τε ή επιστήμη καί έ'τι το είναι ταύτης συντόμως εμφαίνει, και οΰτε πλεονεκτεί ούθ' όλως μειονε-
κτει όπερ αρετή, και ιοιον του εντελούς λογού.τοιγαρουν ο αποσοβείς λαγός εντε λής και ουκ ατελής κα'ι Γδιος λόγος τής γραμματικής πέλει.
15
κα'
[απορία και λύσις] εφη τίς: ει έξις ή γραμματική, επίκτητος, διανοητική και ου φυσική και αισθητική, οίον ή πέψις, και ai λοιπαί, ώσπερ ανωτέρω έδείχθη, ή διανοητική έξις πενταχ ώ ς ' φέρ' ειπείν, ή ή καθ' ην τους ατϊλους ορούς γινώσκομεν, οίον, μέλι, ουσία, ποιότης· ή τόδε εν τ ώδε- ή άνευ τοϋδε τόδε. και ή τοιαύτη έξις λέγεται νους· ή ή f.l2v
καθ' ην τα αιτιατά και πάθη δια των οικείων αιτίων Ι γινώσκομεν προς το ύπο-
5
κείμενον και ή τοιαύτη έξις λέγεται επιστήμη και έ'ξις επιστημονική και αποδει κτική - ή ή καθ' ην αμέσως τάς άναρχους αρχάς και τά πρώτα αίτια των όντων γινώσκομεν, τά ακρότατα λέγω και μή εκ τίνος, ήτις σοφία λέγεται - ή ή καθ' ην το ο και δτε και όσον δει γινώσκομεν εν πάσαις ταϊς ήμετέραις πράξεσιν, ου μήν αλλά και πράττομεν, και ουδέν παρ' ο δεϊ. και ή τοιαύτη λέγεται έ'ξις της φρονήσεως - ή ή καθ' ην έργασίαν τινά ποιοΰμεν, οίον οικοδομούμεν ή πράττομεν, οίον
10
-
ορχίζομεν και ή τοιαύτη λέγεται έ'ξις τεχνική, ή γραμματική άρα, εν ποία διανο ητική εξει τάττεται; ην δ' εγώ: εν τη τέχνη πάντως - ή δε τέχνη διττή - ή πρακτική, ή ποιητική, και πρακτική μεν τέχνη εστίν, ή προς έαυτήν ενεργούσα, δι' οργάνων φυσικών, και μετά τήν πράξιν, ου μένει το πραττόμενον. ποιητική δε ή δι' οργάνων τέχνη των ενεργούσα προς έ'τερον, καΐ μετά τήν ποίησιν μένει το ποίημα, ή δε γραμματική η προς έαυτήν ενεργεί δι' οργάνων φυσικών, τέχνη πρακτική εστίν, η δέ διατυποϋται και μένει το αυτής πραχθέν, ποιητική πάντως - ώστε καθ' άλλο και άλλο, ή γραμματική και πρακτική και ποιητική τέχνη εστίν.
15
κβ'
[άναίρεσις δτι σοφία., επιστήμη, φρόνησις ή εμπειρία ή γραμματική] έ'φη τίς: δεϊξον δτι εστί τέχνη ή γραμματική, ενδέχεται γαρ τίς ειπείν, δτι εστί σο φία, ή επιστήμη, ή φρόνησις, ή εμπειρία ώς οι πλείστοι δοξάζουσι, και άλλως ταύτην ύπογράφουσιν. [α ': άναίρεσις δτι σοφία εστί ή γραμματική] f.l3r
ην δ' εγώ:
II δτι μεν ή γραμματική, ουκ έ'στι σοφία, εκ τώνδε δήλον ή γαρ σοφία
εστίν ή άρχικοτάτη και ήγεμονικωτάτη έξις τοΰ νοός· εν η ούδ' ώσπερ δούκας
5
άντειπεϊν τάς άλλας έξεις δίκαιον εστίν δ φιλόσοφος φησίν15. άλλαμήν ή γραμ ματική ουκ έστι τοιαύτη, άλλα και μάλιστα πασών τών άλλων επιστημών και τινών τεχνών, οίον ρητορικής, διαλεκτικής, και λογικής, δούλη και θεραπαινίς. δι' αυτής γάρ υπηρετούνται και δουλεύονται, αυτή δε υπουργός και τούτων υπηρέ της· ή γραμματική άρα, ουκ εν τη έξει τής σοφίας· όθεν ουκ έ'στι σοφία ή γραμ-
10
ματική. ή σοφία τάς πρώτας, άκροτάτας και άναρχους αρχάς θεωρεί, τάς μή εκ τί νος λέγω τών δντων, και το δν η δν, και τήν πολύτιμον και άίδιον και θείαν ούσίαν, λέγω τον πρώτον νουν, τον τών πάντων ποιητήν1" και δημιουργον θεόν. ή γραμματική περί τών τοιούτων δλως ουδέν φροντίζει, ή γραμματική άρα ουκ έ'στι
15
σοφία. ή σοφία, βασιλίς και κυρία πασών τών επιστημών υπάρχει, πάσας τάς άλ λος ηγεμονεύουσα, και έπιστάττουσα, και δλως άνενδεής εκ πάντων τών άλλων ούδενδς γάρ δεϊται αυτή, υπερπλήρης γάρ τών εαυτής αγαθών, άλλαμήν ή γραμ ματική όλως ού τοιαύτη, αλλά μάλιστα το άνάπαλιν πέλει, δούλη και θεραπαινίς
20
ούσα τών άλλων, δι' ης ύπηρετώνται και αναπαύονται άπασαι ώς οι δεσπόται δια τών δούλων ή γραμματική άρα ού σοφία- και ούτωσί πως λαμπρώς δεικνύεται.
Πουθενά στα 'Αριστοτελικά κείμενα ή σοφία δεν κατατάσσεται μεταξύ τών έξεων. Στα Ηθικά Μεγάλα ό 'Αριστοτέλης κατατάσσει τήν σοφία ώς αρετή (Ηθικά μεγάλα, 1197b3—11), ενώ στα Ηθικά Νικομάχεια διευκρινίζεται πώς πρόκειται για αρετή τέχνης (1141al2), θεωρούμενη συγχρόνως «και επιστήμη και νους τών τιμιωαάτων τη φύσει»· Ηθικά Νικομάχεια 1141b2—3. Ό Παλάσιος στηρίζεται στο σΎ^κείο αυτό στην 'Αριστοτελική παρατήρηση «τήν δε σοφίαν εν τε ταϊς τεχναις του; άκριβεστάτοις τάς τεχνας άποδίδομεν»· Ηθικά Νικομάχεια, 1141a9-10. Ι 6 Ή λέξη αντικατέστησε τή λέξη πατήρ, ή οποία και σβήστηκε, πιθανώς από τό συγγραφέα.
κγ' [β': άναιρεσις ότι επιστήμη ή γραμματική] Ι f.l3v
αλλ' ούτε επιστήμη πέλει ή γραμματική, ή γαρ επιστήμη περί των επιστη τών όντων καταγίγνεται - επιστητά δ' εστί τα άποδεικτικώς δεικνυόμενα και γνωριζόμενα- άλλαμήν ή γραμματική ου περί των τοιούτων, άρα ή γραμματική ουκ εστίν επιστήμη. ή επιστήμη περί ουσιών ά'ιδίων και αύτοκρατή όντων ή δε γραμματική ου περί ουσιών και αύτοκρατή όντων, άλλα περί ονομάτων μόνον και έτεροκρατή όν τ ω ν ή γραμματική άρα ουκ εστίν επιστήμη. ουδε\ιία επιστήμη επιμελής περί συμβεβηκότων ή δέ γραμματική περί συμβεβηκότων άρα, ουδέ περί ονομάτων ή επιστήμη ποτέ, άλλ' αεί περί ύπαρκτικών όντων διαλέγεται, και δια τοιούτων επιχειρημάτων δεικνύεται, ότι ή γραμματική ουκ έ'στιν επιστήμη. γ ' : άναίρεσις ότι φρόνησις ή γραμματική αλλ' ούτε φρόνησις ή γραμματική ενδέχεται ρηθήναι- ή γαρ φρόνησις αιτία του ζην καλώς πέλει και μόριον της ανθρωπείου ψυχής, δι' ου φρονεί και λογίζε ται, και το ο δει, και ότε δει, και όσον δει, και μή παρ' δ δει πράττει, συμμετριάζουσα τ ' άλογα πάθη, και ταϋτα σωφρονίζουσα. άλλαμήν ή γραμματική όλως ου τοιαύτη, άλλα πόρρω πή τούτων καθέστηκε, και ούδ' όλως περί τοιούτων επιμε λείται - ή γραμματική άρα ουκ εστί φρόνησις. έτερος έ'φη ότι ή γραμματική εστίν εμπειρία, ως οι ποΧΚοι τών ποιητών και
fl4r
συγγραφέων ως επί το πολύ λέγουσι. ταύτην δε τήν δόξαν II οι πλείστοι τών νϋν γραμματικών δοξάζουσιν ημείς δε λέγομεν, ουκ αληθής, άλλα ψευδής ή τοιαύτη δόξα υπάρχει.
δ ' : άναίρεσις ότι εστίν εμπειρία ή γραμματική [ην δ' έγοό:]
δ α ' : προς δέ τους έμπειρίαν υπογράφοντας άνυποστόλως έροΰμεν
ουδέν μάλλον εστίν εμπειρία ή γραμματική· αίτιον δ' ότι περί μερικών άεί ή εμ πειρία" ή δέ γραμματική τέχνη ούσα και περί καθόλου καταγίγνεται. ή γραμματι κή ουν καταγινομένη περί καθόλου ουκ εστίν εμπειρία. δβ ': ή εμπειρία της αίσθήσεως μάλλον, ή της διανοίας· ή γραμματι κή ουκ έ'στιν έ'ξις της αίσθήσεως, άλλα τής διανοίας· ή γραμματική άρα ουκ έ'στιν
1
3 '
κο εμπειρία. δ γ ' : ή εμπειρία γνώσις άεί των καθ' έκαστα πέλει ( ζ ' Νικομαχείων, δ φιλόσοφος φησί 17 )' τα γαρ καθ' έκαστα γνωριμία γίγνεται εξ εμπειρίας, ή δε γραμματική γνώσις πέλει των γ.αΒ67&υ· ου γαρ περί μιερικών γραμμάτων, η περί μερικών ονομάτων, ή ρημάτων και των εξής διδάσκει- άλλα απλώς περί καθόλου γραμμάτων, ονομάτων τε και ρημάτων όνομα γαρ διδάσκει και ρήμα, αλλ' ουχί τουτί τα δνομα ή τουτί το ρήμα ομοίως και περί τών εξής λέγω. ή γραμματική ά ρα ούκ εστίν εμπειρία. δδ ': ή γραμματική ούκ εστίν εμπειρία- και γαρ ή εμπειρία κατά τον φιλόσοφον τοις νέοις ού πέλει (δθεν, ζ ' Νικομαχείων φησί, νέος δ' έ'μπειρος ουκ ε στί), πλήθος γαρ χρόνου ποιήσει τήν έμπειρίαν περί μερικών γαρ, α σχεδόν άπειf.l4v
ρα- Ι άλλαμήν ή γραμματική, και νέοις και παισί έγγίνεται - ή γραμματική άρα ούκ έ'στιν εμπειρία. δε': ή εμπειρία και τοις ζωοις υπάρχει, ως ή αί'σθησις- και έτι ό φι λόσοφος μαρτυρεί (: α ' Μεταφυσικών), λέγων, και τα ζώα μετέχει μικρόν εμπει ρίας- ό δ' άνθρωπος εμπειρία ζή και τέχνη και λογισμοΐς18- ει ουν ή γραμματική έμπειρίαν ύπήρχεν, έδει πάντως και τοις ζωοις ύπάρχειν και έγγίνεσθαι. άλλαμήν τοις ζωοις ούκ έ'στιν, αρα ούτ' εμπειρία εστί. δζ': ή τέχνη εκ τής εμπειρίας αποβαίνει τοις άνθρώποις, ό φιλόσο φος εν τ ω α ' τής Μεταφυσικής διδάσκει19- άλλαμήν ή γραμματική εστί τέχνη, ώς παρακατιών δειχθήσεται, λαμπρώς άρ' ή γραμματική ούκ έ'στιν εμπειρία, αλλ' εξ εμπειρίας. δη ': οι έ'μπειροι το οτι μόνον ισασιν, άλλ' οι τεχνικοί και τήν αίτίαν πάντως, τουτέστι το διατί - οίον οι καθ' έμπειρίαν ιατροί ισασιν, οτι ή κριθή δροσίζει και Λεπτυνει. οιατι όλως ουκ οιοασιν, αλλ οι τεχνικοί των ιατρών και το οιατι
«... και διότι γεωμετρικοί μεν νέοι και μαθηματικοί γίνονται και σοφοί τα τοιαύτα, φρόνιμος δε ου δοκεϊ γίνεται, αίτιον δ' οτι και τών καθ' έκαστα έστιν ή φρόνησις, α γίνεται γνώριμα εξ εμπειρίας, νέος δ' έμπειρος ουκ έ'στιν πλήθος γαρ χρόνου ποιεί την έμπειρίαν επει και τοϋτ' αν τις σκεψαιτο, δια τί δη μαθηματικός μεν παις γένοιτ' αν, σοψοζ δ' η φυσικός ου. η οτι τα μεν δι' αφαιρέσεως εστίν, τών δ' αι αρχαί εξ εμπειρίας»· 'Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, 1 1 4 2 a l 3 - 1 9 . «Φύσει μεν ουν αισσησιν έχοντα γίγνεται τα ζωα, εκ δε ταύτης τοις μεν αυτών ουκ εγγιγνεται μνήμη τοις ο εγγιγνεται. και δια τούτο ταύτα φρονιμώτερα και μαθητικώτερα τών μη δυναμένων μνημονεΰειν εστί, φρόνιμα μεν άνευ τοΰ μανθάνειν όσα μη δύναται τών ψόφων ακούειν, οίον μέλιττα, και ει τι τοιούτον άλλο γένος ζώων εστί 1 μανθάνει δ' δσα προς τη μνήμη και ταύτην έχει τήν αΐ'σθησιν. Τα μεν ουν άλλα ταΐς φαντασίαις ζή και ταϊς μνήμαις, εμπεφιας δε μετέχει μικρόν τό δε τών ανθρώπων γένος και τέχνη και λογισμοΐς»· 'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, 980a8-980b28. «αποβαίνει δε επιστήμη και τέχνη διά της εμπειρίας τοις άνθρώποις»- 'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, 981a4.
κε'
ούκ άγνοοϋσιν. άλλαμήν ή γραμματική και το διατί γνωρίζει, γνωρίζει γαρ φέρ' ει πείν, ότι δ υιός μετά υ ψιλοΰ και της προγεγραμμένης γράφεται - διατί δέ; διότι άλλως ού τον υίόν αλλ' άλλα δηλοϊ. ομοίως και περί των εξής: φέρ' ειπείν, εν τή συντάξει γινώσκει οτι πρώτον τοΰνομα είτα το ρήμα δπερ συντάττει - διατί δέ; δι ότι τούνομα αναλογεί το ύποκείμενον, το δε ρήμα το κατηγορούμενον, το δε ύπο-
5
κείμενον προηγείται τοϋ κατηγορουμένου, ώς εν τή λογική διδάσκεται, και περί f.l5r
των εξής, ώς ύστερον έροϋμεν. II ή γραμματική άρα ούκ έ'στιν εμπειρία. Ίσως μέντοι ή εκείνων γραμματική, εμπειρία· άναγινώσκουσι γαρ μόνον τα εν ταΐς γραμματικαΐς γεγραμμένα, άλλα το διατί και την θεωρίαν των γεγραμμένων όλως ουκ οΓδασιν όθεν ευλόγως λέγουσι τήν εαυτών γραμματικήν έμπειρίαν. παραπλήσιοι
10
μέντοι οι τοιούτοι τοϊς άψύχοις και τοϊς δλως άλόγοις, ένεργοΰσι γάρ, κακεΤνα δι ατί δέ ένεργούσιν ούκ οιδασί' δος ειπείν το πϋρ καίει τα ξύλα, διατί δέ καίει τα ξύλα ούκ οιδεν. ουδέν ήττον ούν τούτων διαφέρουσα οι τήν θεωρητικήν γραμματι κήν μή είδότες. ινα ουν ημείς εκείνων διαφέρωμεν, ταύτην τήν μέθοδον έτεχνεύσαμεν. και δσαπερ οι άλλοι των πάλαι και τών νυν γραμματικών ούκ εφησαν, νυνί
15
ήμεΤς ενταύθα έκθέσθαι πειρώμεθα, και διδάξαι υμάς, φίλτατοι άκροαταί, διδασκαλίαν γραμματικής καινήν, ινα τών άλλων διαφέρητε. δσα δ' έκεΐσε διδάσκεται, εν ταύθα καταλιμπάνεται - ει δέ γε και τα περί εκείνων βούλεσθε, σκέψασθε τα ε κείνων και εύπορήσετε' έκεΐσε γαρ άπαντα γέγραπται. ή ουν γραμματική όλως ούκ έ'στιν εμπειρία καθάπερ λαμπρώς άποδέδεικται, αλλ' έστι τέχνη ώς ενταύθα
20
δηλώσομεν, και έξις διανοητική, ώς έδείχθη. ει και ή έ'ξις ή διανοητική (: ζ Νικομαχείων) τριττή πέλει - ή γαρ θεωρητική, ή πρακτική, ή ποιητική πέλεΐ" ή ουν -
γραμματική ηπερ θεωρεί καθόλου, θεωρητική έρρέθη η δέ δι' οργάνων φυσικών έf.l5v
νεργεϊ και πράττει και μετά τήν πράξιν ού μένει το πραττόμενον, έ'ξις Ι λέγεται πρακτική" η δέ διατυπούται και μένει το πραττόμενον αυτής, ποιητική πέλει - δ-
25
θεν ή γραμματική, κατ' άλλο και άλλο, και θεωρητική, και πρακτική, και ποιητι κή διανοητική έ'ξις λέγεται, και ουδέν άτοπον. [δ': άναίρεσις οτι εστίν τέχνη τεχνών ή γραμματική] έτερος έφη οτι ή γραμματική εστί τέχνη τών τεχνών και επιστήμη τών ε πιστημών. ην δ' έγώ:
Ι α : J ή γραμματική αδύνατον λεχθήναι τέχνη τών τεχνών και έπι-
στήμη τών επιστημών, τοϋτο γαρ το γέρας μόνως τή ακρότατη και άρχικοτάτη
30
κστ'
επιστήμη και πρώτη φιλοσοφία προσήκει, εκείνη γαρ ουκ ευλόγως λέγεται ούτως, τέχνη γαρ εκείνη λέγεται των τεχνών, ούχ οτι τέχνη, αλλ' ώς τάς τέχνας έπιτάττουσα, έρανίζουσα πασών τάς αρχάς, ταύτης γαρ οιχ.εϊο\ έργον μόνης το θεωρείν απλώς τάς αρχάς, εξ ης αί άλλαι τάς οικείας αρχάς θεωρώσι* δθεν και αΰτη επιτάττειν πάσας τάς αλλάς λέγεται ώς αρχή απάντων, άλλαμήν ή γραμματική
5
ου τοιαύτη, ου γαρ τάς τέχνας έπιττάτει απλώς, άλλα μάλιστα τινών υπηρετεί, δός ειπείν ρητορικής, διαλεκτικής, και λογικής, και ίνα κάλλιον είπω πασών των άλλων επιστημών ώς ανωτέρω εΐρηται. τοιγαροΰν ή γραμματι-κή ουκ εστί τέχνη τών τεχνών. β ': ό επισταμένος την τέχνην τών τεχνών οιδεν απλώς και λαμ-
10
πρώς και πάσαν τέχνην ώστε ό επισταμένος το α τών α ειδεν απλώς και πάσαν α. άλλαμήν ό επισταμένος την γραμματικήν ουκ οιδε πάσαν τέχνην απλώς, ή γραμματική άρα ουκ εστί τέχνη τών τεχνών τέχνη μέντοι τεχνών λεχθήναι ου δέν κωλύει. II ΙΜΟΓεφη τίς:
ειπερ εφης ανωτέρω, δτι ή γραμματική αδύνατον λεχθήναι τέχνη τών τε-
15
χνών, πώς άρ' αύθις ενταύθα έναντίως φάσκεις τέχνη τεχνών λεχθήναι ουδέν κω λύει, ή αυτός εαυτόν αναιρείς; τό μέντοι αυτός εαυτόν άναιρεϊν μεγίστης άμαθείας άσφαλέστατον σημεΐον. άπερ γαρ ώς ψευδή τό πρότερον αναιρείς, ταύτα γε ώς α ληθή ύστερον κρατύνεις' και ούτωσί πως κατά σε ή αλήθεια, ούδ' όλως τοϋ ψεύ δους διαφωνεί, ή γαρ τό πρότερον αληθές, ή τό ύστερον αμφότερα γαρ αδύνατον αληοη είναι, τα γαρ αντιφατικά ου συναλησευουσι
20
ποτέ κατά το αυτό, οίον ορα,
ούχ ορά. ην δ' εγώ:
άλλο πάντως εστί τό ειπείν τέχνη τεχνών, και άλλο τέχνη τών τεχνών,
ου πασών δηλ. αλλά τινών κατά δε τοϋτο εφην, οτι ή γραμματική ουδέν κωλύει λεχθήναι τέχνη τεχνών καθ' ο και δι' αυτής κτώνται και ταύτην ερανίζονται, οι-
25
ον ή ρητορική, και άλλαι ίσως. εφη τίς:
τό τέχνη τεχνών επί τής γραμματικής τίνι άρα γε τρόπω εκλαμβάνεται;
καθ' ύπεροχήν, ή καθ' ύπουργίαν; ην ο εγω: καν) υπουργιαν πάντως, ου γαρ το επιτάττειν ένεκα η γραμματική, άλλα πάντως τό ύπουργεΐν χάριν, τό γαρ απλώς επιτάττειν μιας μόνης προσήκει, τής ήγεμονικωτάτης δηλ. και ου τής δούλης, ου μήν γαρ δούλη αυτή ταύτης, άλλα και δούλη τών δούλων, τής ούν δούλης τό άρχεσθαι και ύπηρετεΤν πάντως, τής δε f.lov
δούλης τών δούλων τό άρχεσθαι ίδιον και απλώς πάντας ύπηρετεϊν. ώστε Ι ή
'Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, 1012bl0.
30
κζ'
γραμματική δούλων μεν δούλη ούσα., το άρχεσθαι Γδιον ταύτης υπάρχει και πάντας ύπηρετείν ώς θεραπαινίς. τοίγαροϋν το τέχνη τεχνών ενταύθα ου καθ' ύπεροχήν, άλλα καθ' ύπουργίαν. έτερος φησί:
ου καθ' ύπουργίαν, άλλα καθ' ύπεροχήν. ή γαρ γραμματική εστί βάσις
και κρηπίς, αρχή και θεμέλιον πασών τών επιστημών, και δτι μεν βάσις, φανερόν ή γαρ βάσις ενταύθα δηλοΓ τό στήριγμα* δι' αυτής γάρ στηρίζονται άπασαι - δίχα δε ταύτης ουκ ενδέχεται ουδεμία στηριχθήναι - δι' ης δ' εκάστη τών επιστημών στηρίζεται, αυτή γε πάντως βάσις και στήριγμα υπάρχει, άλλαμήν δια της γραμ ματικής άπασαι στηρίζονται, ή γραμματική άρα βάσις και στήριγμα πασών ύπάρ10
λεί· δτι δε θεμέλιον και κρηπίς πασών, φανερόν εντεύθεν θεμέλιον δε και κρηπίς τό αυτό δηλοϊ. δι' αύτης γαρ άπασαι και εξ αυτής στηρίζονται ώς εφημεν. δι' ου δε θεμελιούνται εκείνο τούτων θεμέλιον. άλλαμήν δια τής γραμματικής θεμελιούνται - άρα, οτι δε και αρχή πασών, φανερόν δι' ων γάρ εκαστον γνωρίζομεν, ταύτα πρώτα στοιχεία και άρχαί αυτού είσίν. άλλαμήν δια τής γραμματικής γνο^ίζομεν
15
πάσα έπιστήμην, δΓ αυτής γαρ γινώσκομεν άναγινώσκειν άπαντα τά περί επι στήμης, ή γραμματική άρα αρχή πασών τών επιστημών εστί. και δια τοιούτων ε πιχειρημάτων οι άντιδοξούντες δεικνύουσιν, οτι ου καθ' ύπουργίαν, άλλα καθ' ύπε ροχήν πέλει τέχνη τεχνών. II ίΜ7ΐ"ην δ' εγώ:
L* :J °ύ καθ' ύπεροχήν, άλλα καθ' ύπουργίαν πάντως ώς εφηται. τά δε
20
παρ' αυτών λεχθέντα ούτωσί πως άνατρέψομεν και προς μεν το πρώτον λέγομεν, οτι ψευδής άντικρυς δ παραλογισμός ον δοξάζουσι1 και δτι μεν ψευδής, φανε ρον. λέγουσι γαρ δτι δια τής γραμματικής στηρίζονται άπασαι, άνευ δε ταύτης ουδεμία στηρίζεται, δθεν και βάσιν αυτήν προσονομάζουσι. τοϋτο δ' εμπης άμαθίας μεγίστης και άνεπιστημοσύνης τεκμήριον. εκάστη γάρ απλώς επιστήμη ή τέχνη
25
εκ τών οικείων άρχων στηρίζεται και τήν ύπαρξιν εχειν οικεία δ' αρχή εκάστης ή συναιρούσα ταύτην δός ειπείν, οικεία αρχή άνθρωπου ή εξ ης συντίθεται, ης τί νος αναιρουμένης και δ άνθρωπος πάντως συναναιρεϊται. άλλαμήν ή γραμματική ουκ έ'στιν οικεία αρχή εκάστης επιστήμης ή τέχνης· αναιρουμένης γάρ τής γραμ ματικής, έκεϊναι ού συναναιρούνται, δπερ οικείας αρχής ιδιαίτατον ιδίωμα, ή γραμματική άρα, ούκ εστίν αρχή τών επιστημών, αρχή δε μή ούσα, φανερόν ώς ουδέ βάσις, ούτε στηριγμός τούτων πέλει ώς εφηται. προς δε τό δεύτερον, λέγομεν κάκεϊνο άντικρυς ψεύδος υπάρχει - λέ-
30
κη' γουσι γαρ, ότι διά της γραμματικής θεμελιοΰται πάσα επιστήμη και στηρίζεται. ούτως δ' υποτιθέμενοι και παραλογισμών ποιοΰσι και θεμέλιον την γραμματικήν της επιστήμης οι άφρονες ύπολαμβάνουσι, δΥ ης στηρίζεται, αλλ' ω πάσης έ'χεται f.l7v
της οϊΚογίας' θεμέλιον γαρ απλώς δι' ου θεμελιοΰται Ι έ'καστον εστίν ή υλη και το ύποκείμενον εκάστης, ήτις και υλική αρχή και θεμέλιον, και κρηπίς και βάσις και
5
-
υποβάθρον εκάστης προσονομάζεται άλλαμήν ή γραμματική ουκ έ'στιν υλη και ύ ποκείμενον εκάστης' ή γραμματική άρα ουκ εστί θεμέλιον των επιστημών. β ': θεμελίου άναιρεθέντος κάκεΐνο πάντως ούτινος θεμέλιον άλλα μήν γραμματικής αναιρουμένης ουδεμία επιστήμη αναιρείται" ή γραμματική άρα ουκ εστί θεμέλιον ουδεμιάς επιστήμης. γ ' : άνευ θεμελίου το ου θεμέλιον
10 CLSWOLTOV
κτισθήναι και δημιουργη-
-
θήναι άλλαμήν δίχα της γραμματικής αί έπιστήμαι κτώνται και εν τ ω νώ δημι ουργούνται, προς γαρ τήν της επιστήμης κτήσιν και δημιουργίαν αύταρκεστάτη πέλει ή θύραθεν μονονουγι διδασκαλία του διδάσκοντος, καθάπερ και οι πάλαι τών φιλοσόφων επολιτεύοντο' θύραθεν γαρ δια μόνης διδαχής τα της επιστήμης άπαν-
15
τα έδίδασκον. ή γαρ κτήσις πασών τών επιστημών κυρίως ουκ εκ τών γραμμά των, αλλ' εκ τε τής ασκήσεως τής βέλτιστης και μαθήσεως της τιμιωτάτης έγγίνεται άνθρώποις. νοήματα γαρ τα τής επιστήμης άπαντα και ου γράμματα" άλ λαμήν τα νοήματα ό νους αμέσως νοε? και ου διά τών γραμμάτων ή της γραμμα τικής κτώνται' ή γραμματική άρ' ουκ εστί θεμέλιον τών επιστημών, δύναται γαρ
20
ό άνθρωπος, ως εν άλλοις εφημεν, άνευ της γραμματικής τέχνης όλως και τήν f,18r
βασιλίδα τών επιστημών, τήν μεταφυσικήν λέγω II και ήγεμονικωτάτην σοψίαν, διά τε μ,ονο^ουγΐ τής θύραθεν μαθήσεως και τιμιωτάτης διδασκαλίας καταμαθείν ταύτην, ει και ου ραδίως πλην ουκ άδυνάτως, αλλά δυνατώς πάντως. δ ': το θεμέλιον άναγκαϊον υπάρχει τοΰ ουπερ θεμέλιον άλλαμήν ή
25
γραμματική ουκ αναγκαία ώσπερ έδείχθη. άναγκαϊον γάρ εστίν ου άνευ αδύνατον άλλως γενέσθαι, ή δ' επιστήμη και άνευ γραμματικής ωσπερ εί'ρηται δυνατόν γε νέσθαι' ή γραμματική άρα ουκ εστί θεμέλιον τών επιστημών. ε': το θεμέλιον τελεώτερον τών διά τοϋ θεμελίου το είναι εχόντων άλλαμήν ή γραμματική ουκ έ'στι τελεωτέρα τών επιστημών ή γραμματική άρα ουκ έ'στι θεμέλιον τών επιστημών ώς δούλη γάρ και θεραπαινίς τούτων υπάρχει, τοιγαροΰν ή γραμματική ουκ εστί θεμέλιον τών επιστημών, ώς κατά λόγον έδεί χθη, δθεν ουκ οίδασι τί λέγουσιν οι ούτωσί πως δοξάζοντες.
30
κθ' προς δε το τρίτον, λέγομεν κάκεΐνο πόρρω πή της αληθείας τυγχάνει και δόγμα οτι άνόητον. ει γαρ και αρχή λέγεται ή γραμματική κατά τι, ούχ ως μέντοι εκείνοι ύπολαμβάνουσιν, αλλ' ώς τ ' άφ' ων ραον μανθάνομεν, ως εν τω δ ' της με ταφυσικής δ φιλόσοφος κηρύττει, ένθα τα της διαφοράς σημαινόμενα διδάσκει, ου γαρ ώς συντιθεϊσα και συστατική αρχή αυτής πέλει- φέρ' ειπείν, ποιητική, υλική, ειδική τε και τελική· άλλαμήν ή γραμματική ούτε ποιητική, ούτε υλική, ούτε ειf.l8v
δική, ούτε τελική αρχή της επιστήμης - ή γραμματική άρα ουκ εστίν αρχή Ι πα-
5
σων των επιστημών, και τα έξης, ώσπερ εν τω τρίτω περί θεμελίου επιχειρήμα τος έδείχθη. προς δε το λεχθεν δι' ων έ'καστον γνωρίζομεν ταΰτα πρώτα στοιχεία και άρχαί αύτοΰ είσίν, έκεΐσε ό λόγος περί τών συστατικών αρχών εκάστου, συστατικαί δε άρχαί εκάστου τα άφ' ων εστί και δι' ων γνωρίζεται, τουτέστιν ορίζεται,
10
οίον το β και α τοϋ βα. ό γαρ ορισμός, δήλωσις και γνωρισμός εκάστου πράγμα τος· άλλαμήν ή γραμματική ουκ εστί συστατική αρχή τών άπασών επιστημών, της γαρ συστατικής αρχής αναιρουμένης και απασαι άναιρεθήσονται. νϋν δε της γραμματικής αναιρουμένης, αί λοιπαί τών επιστημών ουκ αναιρούνται, ώς ανωτέ ρω λαμπρώς άποδέδεικται - ή γραμματική άρα ουκ έ'στι συστατική αρχή τών έπι-
15
στημών, ούτε ώς τα άφ' ων εστίν, ου γαρ εκ τής γραμματικής το είναι τών επι στημών, και δίχα γαρ ταύτης κτώνται, ώσπερ έ'φημεν ανωτέρω, ούτε ώς τα δι' ων γνωρίζεται, τουτέστιν ορίζεται, ού γαρ δια τής γραμματικής αί έπιστήμαι ορί ζονται, έπείπερ ή γραμματική ουκ εστί μέρος συστατικόν και όριστικόν τών επι στημών.
20
προς δε το ρηθέν δτι δια τής γραμματικής γνωρίζομεν πάσαν έπιστήμην, άντικρυς ψεύδος· δια γαρ τής γραμματικής ούδεμίαν έπιστήμην γνωρίζομεν. και γαρ επιστήμη πάσα περί άιδίων δντων καταγίγνεται. ή γραμματική ού περί δνf.l9r
των, άλλα περί γραμμάτων \i.ovo\/ouyl διδάσκει- δια τής γραμματικής II άρα ούδε μίαν έπιστήμην γνωρίζομεν.
25
προς δε το άλόγως ρηθέν δτι δι' αυτής γινώσκομεν άναγινώσκειν άπαντα τα περί επιστήμης άπάσης, δθεν και πάσαν έπιστήμην οίδαμεν, λέγομεν: ώ άλογώτατοι και άφρονέστατοι, αρα γε γινώσκετε άπερ άναγινώσκετε; τό γαρ άναγινώ σκειν και μή γινώσκειν τα άναγινωσκόμενα, ώσπερ και το μή άναγινώσκειν. και γαρ ή γνώρισις τής επιστήμης, άλλ' ή είδησις ταύτης, δθεν το γινώσκειν τό τε άναγινώσκειν, πάντη πάντως έτερα, γνωρίζετε δ' άναγινώσκειν τα γεγραμμένα
30
λ' περί επιστήμης, άλλα τήν φύσιν και την ούσίαν των άναγινωσκομένων δλως ουκ οιδατε. ουδέν ουν των της επιστήμης δια της γραμματικής έπίστασθε" ή γραμμα τική αρα ουκ εστίν αρχή πασών των επιστημών, ώσπερ άλόγως φλυαρείτε.
λα'
[άπόδειξις δτι τέχνη ή γραμματική] εφη τίς: τί άρα γε εστίν ή γραμματική; έμοί γε μέντοι δοκεΐ, ως ανωτέρω εφης, τέχνην ταύτην είναι. δείξον ούν συ δια λόγου, δτι εστί τέχνη ή γραμματική· δ γαρ λόγος ου των λεγόντων, άλλα των άποδεικνυόντων εφης. ην ο εγω:
ασμένως, ω αντιοοςε" πρόσεχε μεντοι ακριοως του Aoyou την επιοειςιν
δτι δε τέχνη ή γραμματική, λαμπρώς εκ τώνδε δηλούται:
5
α ' : πάσα έ'ξις διανοητική ανθρώπειος ή νους εστίν, ή επιστήμη, ή σοφία, ή φρόνησις, ή τέχνη - άλλαμήν ή γραμματική έ'ξις διανοητική, ως ανωτέρω f. 19ν
έδείχθη, και ούτε νους, ούτε επιστήμη, Ι οΰτε σοφία, οΰτε φρόνησις. λείπετ' άρ' αυτήν τέχνην άναμφιλέκτως είναι.
10
β': πάσα γνώσις διανοητική διδάσκουσα ημάς έργασίαν και κατα σκευήν τινός εκείνη γε πάντως τέχνη εστίν άλλαμήν ή γραμματική τήν έργασί αν και κατασκευήν τοΰ προφορικού λόγου ημάς διδάσκει' ή γραμματική άρα τέχνη πάντως εστί. γ ' : πάσα γνώσις ή ου μόνον φυσικόίς άλλα και οργάνοις τεχνικοΐς
15
χρωμένη (οίον γραφίδος [/ΑΤ,ανος) εκείνη πάντως τέχνη εστίν άλλαμήν ή γραμμα τική τούτοις χρώται* ή γραμματική άρα τέχνη πάντως εστί. δ ': πάσα γνώσις άρχουσα εκ τών απλών και προβαίνουσα επί τών συνθέτων κατασκευήν τινός, και εκ τών συνθέτων επί τών συνθετωτέρων, τέχνη πάντως εστίν άλλαμήν ή γραμματική άρχεται εκ τών απλών και επί τών συνθέf.20r
των προβαίνει. [...]
21
20
II εκ τών γραμμάτων εις τον λόγον, έκεΐσε δε λήγει, τό γαρ
τέλος της θεωρίας εστίν ή της πράξεως αρχή' και αύθις το τέλος της πράξεως εστί ή αρχή της θεωρίας, καθάπερ ει λαμπρώς άποδέδεικταΓ ή γραμματική άρα τέχνη πάντως εστί - και ούτωσί πως λαμπρώς και δια λόγου άποδέδεικται, δτι τέχνη ή γραμματική' οποία δε τέχνη πέλει ανωτέρω είρηται και ου δει παλιλο-
25
γεΐν. ψεκτό περί μεν ούν τοΰ είναι της γραμματικής άρα τα είρημένα. νυνί δέ, και f.20v
περί γράμματος Ι έπεται ειπείν, εξ ουπερ ή γραμματική προσονομάζεται' καθάπερ ούν εκ τών γραμμάτων ή γραμματική, ούτωσί πως και τα γράμματα εκ τών γραμμών λέγεται' και δτι μέν εστί τα γράμματα ου δεϊται λόγου, τί δέ εστί το γράμμα σκεπτέον.
Στο σημείο αυτό αχολοιβζϊ κενό 23 σειρών, τό οποίο και αντιστοιχεί σε κείμενο εκτάσεως μιας σελίδας.
30
λβ'
[περί γράμματος] εστί γοϋν τό γράμμα, διατύπωσις διάφορος γραμμών προφέρειν δυναμένη τους δια γλώττης και των λοιπών ανθρωπίνων οργάνων, αναπνευστικών, και φω νητικών, σχηματισμούς έναρθρους, και τα διανοηθέντα δια της διανοίας. έ'φην δε διάφορος, διότι ου δύναται είναι μονοειδές αίτιον, διότι και τα σχή ματα εν τοις ουσι διάφορα πέλει, έτι και τα παρ' αυτών σημαινόμενα καΐ τα δι'
5
αυτών δηλούμενα, άπερ εστίν ύλικώς ό έ'μφυτος σχηματισμός, και τελικώς ή άνάμνησις τών πολυειδών φωνών και πολυειδών νοημάτων. έ'φην δε δυναμένη, ούχ δτι δήλα ποιεΐν ή διατύπωσις ψιλή η διατύπωσις δύ ναται, άλλα καθό δια τής τοιάδε διατυπώσεως ό γραμματικός δύναται, ή γαρ δύναμις ου δύναται, άλλ' οι έχοντες αυτήν δύνανται" και εξ αυτής δυνατοί λέγονται.
10
έ'φην δε προφέρειν δυναμένη τους δια γλώττης και τών λοιπών ανθρώπειων οργάνων σχηματισμούς, διότι δι' αυτής τής διατυπώσεως δυνάμεθα προφέρειν και έμφανίσαι πάντας τους έναρθρους ανθρώπειους φωνητικούς σχηματισμούς, έμφύτως κατά τήν άρθρω θαυμασιον φύσιν και δύναμιν έν τω άρθρω διακειμένους, και έξ αυτής τής θαυμάσιου δυνάμεως αποτελούμενους· ει και ευθύς του γενέσθαι ή f.21r
15
μας, ουκ II άποτελοϋμεν, δια τήν άτέλειαν τών ημετέρων οργάνων άλλ' ουν δυ νάμεθα, όθεν μετά χρόνον, ορθώς άποτελοϋμεν- ει γαρ ουκ αν ήμεν δυνατοί φύσει, ουκ αν έδυνάμεθα όλως προβάλειν τούτους, ώσπερ και τα λοιπά τών ζώων. έν μεν ουν τοις άνθρώποις πασι φύσει διάκεινται κατά τήν προβλητικήν έμμένουσαν δύναμιν. φύσει γαρ πάς άνθρωπος έχει τούτους, ομοίως και προβάλειν δύναται,
20
κατά δε τήν ιοϋσαν θύραθεν έντέχνως αποτελείται δια τής κτήσει και θύραθεν δι δασκαλίας αυτών και μαθήσεως. έ'φην δε τους δια γλώττης και τών λοιπών ανθρώπειων οργάνων τών ανα πνευστικών και φωνητικών, διότι γίγνονται και άλλοι σχηματισμοί δι' άλλων ορ γάνων, οίον τών άλλων σχημάτων και κινήσεων. έ'φην δε και τών λοιπών, διότι ου δια μόνης τής γλώττης, άλλα και δια του λάρυγγος και πνεύμονος, και χείλους έτι αποτελείται. έφην δε ανθρώπειων, διότι και άλλα ζώα πλουτοϋσι τοιούτων οργάνων, άλλ' ου δύναται ταύτα άποτελεϊν δια το άμοιρεΤν τής ανθρωπείου δυνάμεως.
25
λγ' εφην δ' έναρθρους φωνητικούς σχηματισμούς, διότι και άλλα ζώα ποιοϋσι δι αφόρους φωνητικούς σχηματισμούς, ου μέντοι έναρθρους, αλλ' όλως άναρθρους- ό θεν και τα νοηθέντα της διανοίας εφην, Ινα δηλώσω οτι μόνως ανθρώπεια υπάρχει
5
τα γράμματα, μόνος γαρ ό άνθρωπος διανοίας πλουτεΐ, και ουδέν τών λοιπών ζώ ων, ή μεν ουν διατύπωσις κατά το ποιητικον αίτιον λέγεται· νους γάρ εστί το διf.21v
ατυποΰν. αί δε γραμμαί ύλικον αΊ'τιον και Ι ύποκείμενον της τοιασδε τοΰ νοος δια τυπώσεως πέλει. ώστε εκ τών γραμμών ώς εξ ύλης και τοιασδε διατυπώσεως του νοος ως ες ειοους τα γράμματα γιγνεται. ειοικον © αίτιον των γραμμάτων ή
IU
τοιάδε διάφορος διατύπωσις τών γραμμών, τελικόν δ' αίτιον τούτων ή έ'μφασις τών νοουμένων (δια γαρ τούτων τα -ημέτερα νοήματα εμφαίνεται εγγράφως) και ή άνάμνησις τών φωνουμένων (δια γάρ τών εγγράφουν πεφυκότων και τα παρεληλυθότα πάντα άναμιμνησκόμεθα, άπερ ποτέ εφημεν.) διατύπωσις δε γραμμών εστί το γράμμα, οίον εκ μιας ορθής και άλλης πλαγίας το τ και αύθις έκ δύο ορθών και μιας εγκαρσίου το π.
*ΰ
λδ'
[άπορίαι και λύσεις] εφη τίς: πόθεν άρα έρρέθη γράμμα; ην δ' εγώ:
πάντη γε πάντως έτυμολογεϊται παρά τό γράπτω, ο δηλοί τί κοιλαίνω"
και γαρ οι πάλαι τα γράμματα τοις λίθοις έκοίλαινον, τουτέστιν έκκόλαπτον, ο δηλοί το εγλυφον. εκ γαρ των φύσει σχημάτων των διαφόρων ειδών, απερ εν τοις ουσιν εώρων, κατά συνθήκην τα γράμματα διαφόρως εσχημάτισαν έν τ£> δεκτικώ
5
τούτα>ν νώ και τον διάφορον και πολυειδή των γραμμάτων σχηματισμόν έντέχνως έπενόησαν. είτα τους τοιώσδε επινενοημένους και νοητώς πεπλαστουργημένους σχηματισμούς εκ του νοος εις πλάκας έχάραξαν και τήν τοιάνδε διατύπωσιν τοΰ εικοσιτετραδικοϋ αριθμού απετέλεσαν, μετέπειτα δε οι τών γραμματικών μεταγεf.22r
νέστεροι II δια μέλανος, ή άλλοίου χρώματος εν βίβλοις ταύτα εγραφον, καθάπερ
10
ει και μέχρι τού νύν πολιτευόμεθα. εφη τίς: μών τα γράμματα φύσει, ή κτήσει; ην δ' έγώ:
κατά μεν το τους ανθρώπειους εμφύτως προφέρειν δυνάμενους σχηματι
σμούς φύσει πάντως - κατά δε τήν θύραθεν διδακτην διατύπωσιν τών γραμμών κτήσει και κατά συνθήκην.
15
λε
άντίστασις [και] άπάντησις [έφη τίς:]
α ' : ειπερ δ φιλόσοφος, ως εν τη λογική δηλοΰται, τέτταρα έρμηνεύ-
ει, πράγματα, νοήματα, φωνας, γράμματα • κατά μεν τα πράγματα και νοήματα φύσει είσί φησίν, αί δε φωναί και τα γράμματα κτήσει - πώς ουν και κατά τοΰ φι λοσόφου αντιφάσκεις, δτι τα γράμματα και φύσει εισί; έπεται ουν ή το τοΰ φιλο σόφου ρηθέν ψευσθηναι ή αυτός ουκ οιδας τί λέγεις.
5
β ': το φύσει αεί πάσιν άνθρώποις πέλει. το γαρ φύσει των αεί ω σαύτως εχόντων υπάρχει, ει ουν τα γράμματα φύσει ύπήρχον, έπετο αν πάσιν άνθρώποις είναι και πάντας ανθρώπους είδέναι γράμματα" νυν δε ημείς λαμπρώς όρώμεν, ως ουκ αεί πάσιν άνθρώποις τα γράμματα πέλει, άλλα μάλιστα οι πλεΤστοι των ανθρώπων γράμματα όλως ουκ οιόασιν, ούτε μην τουνομα των γράμμα-
ll
J
των οίδασιν ουκ άρα τα γράμματα, φύσει είσί. Ι f.22v
γ ' : ει φύσει τα γράμματα, ουκ αν έδεόμεθα όλως τοΰ διδάσκοντος ούτε της τούτων παιδείας, αλλά μάτην και την παιδείαν είναι όμόσε και τον διδά σκοντα' άλλαμήν δίχα τοΰ διδάσκοντος και της επιπόνου εκείνων παιδείας ουδείς αν γράμματα κτήσαιτο· ή γαρ τούτων κτησις άμήχανον άλλως κεκτήσθαι - ουκ ά ρα φύσει τα γράμματα, έτι ει φύσει τα γράμματα, ομοίως άν είη τοΓς πάσιν άνθρώποις και ουκ άν άλλοι άλλως και άλλοι άλλως τα γράμματα εγραφον τό γαρ
15
φύσει αεί ομοίως τοΤς πάσιν υπάρχει φησίν ό φιλόσοφος, ως επί παραδείγματος ει πείν τό πΰρ, ό'περ φύσει καυστικόν δν, ομοίως, καίει και ξύλα, και λίθους, και σίδηρον, και πανταχού παραπλησίως, και ουδέ ποτέ άλλως και άλλως' άλλαμήν τα -
γράμματα ούχ ομοίως τοις πάσιν υπάρχει άλλως γαρ έλληνες, και άλλως ιταλοί, άλλως ινδοί, και άλλως ιουδαίοι, και έτι και πάν άλλο έθνος άλλως τα γράμματα -
διατυποΓ' ουκ άρα φύσει ει γαρ φύσει ύπήρχεν, ομοίως άν είη τοις πάσιν άνθρώ-
20
Ή παρατήρηση αυτή του Παλασιου παραπέμπει στο 16a τοΰ Περί ερμηνείας τοΰ 'Αριστοτέλους, προέρχεται δέ απο παρατηρήσεις τοϋ 'Αμμωνίου τοΰ Έρμειου στο ίδιο έργο: «Τούτων ούτως εχόντων διαρθροΰντες ημείς τα υπό τοΰ φιλοσόφου παραδιδόμενα λεγομιεν οτι τετταρα ταΰτα παραλαμβάνει δια τούτων ώς χρήσιμα προς την προκειμένην θεωρίαν, πράγματα τε και νσήματα και ετι φωνας και γράμματα, εν οις πρώτην μεν έχει τάξιν τα πράγματα δευτέραν δέ τα νοήματα τρίτην αί φωναί και τελευταίαν τα γράμματα»·, 'Αμμωνίου τοΰ Έρμείου, Υπόμνημα εις το Περί ερμηνείας, 18, 23—27. Ή προβληματική ώς προς το ποιο είναι το πραγματικό θέμα τοΰ Περί ερμηνείας απετέλεσε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους τό θεματικό άξονα διερευνήσεως των καθόλου με επίκεντρο τήν Εισαγωγή τοΰ Πορφυρίου.
λστ' ποις και ουκ άν ε'ιήσαν πάντη πάντως διάφορα ώσπερ εισί. δ ' : ετι το φύσει ου διδάσκεται- τά γράμματα διδάσκεται, ου φύσει άρα. ετι το φύσει, ου θύραθεν, τα γράμματα θύραθεν άρα.
5
ε ' : άλλο: τα γράμματα παιδεία τίς ούσα δεΐται φύσεως κατά τον φιλόσοφον
23-
τριών γαρ έ'φη δεΐν παιδείαν, φύσεως, μαθήσεως, και ασκήσεως, άλ-
λαμήν το φύσει ου δεΐται φύσεως· ει γαρ φύσεως δεΐται προς το κτηθηναι, ουκ είη φύσει- ουκ άρα φύσει τα γράμματα. II f.23r
σ τ ' : άλλο: τά γράμματα δεΐται μαθήσεως, τα φύσει ου δεΐται μαθή-
10
σεως. ου γαρ έμαθήτευσέ τις το πϋρ καίειν, φύσει ον καυστικόν τά γράμματα άρα ου φύσει. ζ ' : άλλο: τά γράμματα δεΐται και ασκήσεως, δια γαρ πόνου πόΧΚοϋ κτάται, τά δε φύσει ούτε πόνου ούτε ασκήσεως δεΐται- ως επί παραδείγματος ει πείν, φύσει οντες όρατικοί, ου δι' ασκήσεως ή πόνου όρώμεν και τά ορατά κτώμε-
15
-
θα λαμπρώς άρα και εκ τών τοιούτων, οτι ου φύσει τά γράμματα και άντιφατικώς τούτο λέγεται: το γαρ φύσει και μη φύσει τών αντιφατικών υπάρχει, δθεν κατά του φιλοσόφου δοξάζεται- τά γαρ αντιφατικά κατά τον φιλόσοφον ουκ ύπάρχουσι24. δτι δε παιδεία τίς τά γράμματα υπάρχει, ουκ αφανές, παιδεία γαρ εκείνη πάντως υπάρχει ή τον άπαίδευτον πεπαιδευμένον αποτελούσα - άλλαμήν τά γράμ-
20
ματα κεκτημένα τον άπαίδευτον άνθρωπον πεπαιδευμένον ποιεί' τά γράμματα ά ρα δήλον δτι παιδεία τίς πέλει, ώσπερ και την γραμματικήν τεχνικήν το είναι τούτων διδάσκουσα. ην δ' εγώ: εφημεν οτι τά γράμματα κατά τους ανθρώπειους διαφόρους σχηματισμούς προφέρειν δυναμένους, κατ' εκείνο το ύλικόν αϊ'τιον φύσει λέγεται - φύσει γαρ όμοίως εν πάσιν και οι τοιούτοι διάφοροι προφέρειν δυνάμενοι σχηματισμοί
-
2ö
δια τούτο
και πάντες οι άνθρωποι είσίν μαθηματικοί τών γραμμάτων τών δια τών καταf.23v
σκευών έγγραφων σχηματισμών τεχνικώς γιγνομένων κατά δε τους κατά Ι συνθήκην ου φύσει, αλλά θύραθεν ως εφημεν. προς οε το τρίτον ρητον του φιλοσόφου Λεγομεν οτι φωναι και γράμματα ε-
ον
«Ιις ο άριστη πολιτεία και τις άριστος 6ιος ταις πλεισταις πολεσι και τοις πλειστοις των ανσρωπων, μήτε προς αρετην συγκρίνουσι την υπέρ τους ιδιώτας μ,ήτε προς παιδείαν η φύσεως δεΐται και χορηγίας τυχηράς μήτε προς πολιτείαν την κατ' εύχήν γενομένην, άλλα βίον τε τον τοις πλείστοις κοινωνησαι δυνατόν και πολιτείαν ης τάς πλείστας πόλεις ενδέχεται μετασχείν;», 'Αριστοτέλους, Πολιτικά, 1295a25—32. Βάση της παραπάνω παρατηρήσεως είναι ή διαπραγμάτευση άπο τον 'Αριστοτέλη της σχέσεως μεταξύ χαταφασεως και αποφάνσεως· παραβαλε'Αριστοτέλους, Περί ερμηνείας, κεφ. χ κ.έξ.
λζ' κεϊσε 25 ου τα έμφύτως Ιννοεϊ, άλλα τα έπικτήτως και κατά συνθήκην. ή γαρ φωνή η έμφυτος η επίκτητος, ως εν τ ω περί φωνής λεςομεν . προς οε το τρίτον λεγομεν, οτι τα έμφύτως και δυνάμει γράμματα πάντη γε πάντως εν πάσιν άνθρώποις υπάρχει, δι' ων και τα θύραθεν κτώνται και πάντες δυνάμει γνωστικοί είσί των επίκτητων γραμμάτων, τοιγαροϋν τα τοιαύτα γράμματα φύσει υπάρχει και
5
τα τοιαύτα πάντως ομοίως τοις πάσι πέφυκε, περί ων και ήμϊν δ λόγος ενταύθα, οτι τα γράμματα φύσει είσί, και ου περί των επίκτητων και των κατά διαδοχήν κεκτημένων εκείνα γαρ μονονουγΐ οί μεμνημένοι γιγνώσκουσι και ούχ άπαντες 1 και ουκ εκ φύσεως τα τοιαύτα, άλλ' εκ διδαχής και μαθήσεως, τοιγαρούν το ου φύσει έκέϊσε κατά τον φιλόσοφον περί των τοιούτων εννοείται, το δε καθ' ημάς
10
ρηθέν οτι και φύσει ου περί των τοιούτων, άλλα περί ων έφημεν δθεν ου κατά τοϋ φιλοσόφου άντιλέγομεν, άλλα τήν άλήθειαν κηρύττομεν. προς δέ το ει φύσει, ομοίως αν είή τοϊς πάσιν άνθρώποις και ουκ άλλοι άλ λως έγραφον, λέγομεν οτι τοϋτο, δηλαδή το άλλοίως γράφειν, ουκ εκ της φύσεως, αλλ' εκ του διαφόρου εγγράφου σχηματισμού και εκ τής διαφόρου κατά συνθήκην f.24r
τεχνικής αρμονίας των ονομασιών εκάστης διαλέκτου προέρχεται - όθεν II άλλως έλληνες και άλλως άραβες ονομαζουσι και γράφουσι τα γράμματα' ούτωσί πως
15
γαρ έσυμφώνησαν. ό δέ ανθρώπειος έμφύτως προφερόμενος σχηματισμός ουκ άλ λοις, άλλ' ό αυτός, έχομεν δέ παράδειγμα σαφέστατον και τινά των φωνηέντων εν διαφόροις διαλέκτοις ομοίως λεγομένων ή, τολμώ ειπείν, εν πλείστοις μάλιστα' οίον το, α, ε, υ, ο, ω, μονονουχί κατά τον διάφορον σχηματισμόν τών γραμμών διαφέρουσιν. έ'τι δέ και τα σύμφωνα κατά το διάφορον σχήμα τών γραμμών και κα-
20
-
τα τους διαφόρους τρόπους τών ονομάτων αυτών διαφέρουσι φέρ' ειπείν, σίγμα ελληνιστί, έ'σσε λατινιστί, σήν οτμανιστί, και αί άλλαι. ομοίως και τα λοιπά τών γραμμάτων διενηνόχασι μονονουγί ως έ'φην κατά τον διάφορον σχηματισμόν τών γραμμών, οίον το π οΰτως ελληνιστί' ούτως λατινιστί' ούτως δέ οτμανιστί' ετι δέ και κατά τήν διάφορον ονομασίαν, οίον πι ελληνιστί: πε ίταλιστί, άλλως δέ πο
25
άκούη. ό δ' έμφυτος ανθρώπειος προφερόμενος σχηματισμός και το σημαινόμενον είναι τών διαφόρως γραφομένων και φωνουμένων σημαντικών γραμμάτο^ν έ'ν και το αυτό εστίν, άδιάφορον και δλως άπαράλλακτον. άπαντα γαρ τήν φύσιν τού π δηλούσι. προς δέ τα λοιπά πέντε επιχειρήματα δια μιας απολογίας ταύτα λύομεν « Εστί μέν ουν τα εν τη φωνή των εν τη ψυχή παθημάτων σύμβολα, και τα γραφόμενα τών εν τη φωνή. και ωσπερ ουδέ γράμματα πασι τά αυτά, ουδέ φωναι ου. αύται»· 'Αριστοτέλους, Περί ερμηνείας, 16a4—7. Πρόκειται για το απόσπασμα «η φωνή τών πλεοναχώς ... ή τούτων σκέψις».
λη λέγοντες οτι ταύτα πάντα περί των επίκτητων γραμμάτων, και ου περί των εμ φύτων των δυνάμει και δεκτικών των επίκτητων. εφη τις των άντιδοξούντων: f.24v
ει'περ το γράμμα, ως ανωτέρω εφης, εστί δια τύπων
γραμμών, Ι και το μεν διατυποΰν έ'στι το ποιητικον αίτιον, αί δε γραμμαί το ύλικον αίτιον αυτών, αι'περ ου φύσει, πώς αρ' αύθις ανωτέρω εφης οτι το ύλικον αί τιον τών γραμμάτων εστίν η γε οι ανθρώπειοι έμφύτως προσφερόμενοι σχηματι σμοί; ην δ' εγώ:
τών μεν ουν επίκτητων εστίν αι γραμμαί, τών δ' εμφύτων εστίν οι εμφ-
τοι διάφοροι σχηματισμοί και τα εξής ώς ανωτέρω άριδήλως δεδήλωται.
λθ'
ζήτησις [εφη τις:] μών τα γράμματα αναγκαία εν τη φύσει των ανθρώπων; ην δ' εγώ: πάντως, δι' αυτών γαρ τα προς αλλήλων παθήματα και μακράν απόντος δ εις περ τ ώ έτέρω έπιστέλλει και τα αναγκαία περί ων δ εις περ του έτερου δέ εται μηνύει, δια τών γραμμάτων οι νόμοι σώζονται, αϊ συνθήκαι τηρούνται, αϊ έπιστήμαι διδάσκονται- δΓ αυτών γαρ τα νοούμενα γράφομεν, τα ειρημένα άναμιμνή-
5
σκομεν καν χρόνοι ουκ ολίγοι διέλθωσιν. έμοί γε μέντοι δοκεϊ, ει και αναγκαία λέ γεται, πλην ου κατά το άμήχανον άλλως έ'χειν, αλλά προς το ευ τε και pçcov, ο και χρήσιμον προσονομάζεται. ου γαρ τών γραμμάτων χωρίς ή ανθρώπειος φύσις αδυνατεί είναι, ταύτα δε πάντα περί τών επίκτητων γραμμάτων λέγεται, τα δε κατά φύσιν αναγκαία συνυπάρχουσιν εν τη φύσει αυτού και άμήχανον άνθρωπος
10
ευρεθήναι ποτέ δίχα τών εμφύτων γραμμάτων. εφη τίς: ει αϊ φωναί και φύσει ύπάρχουσι, πώς εφης ανωτέρω κατά τον φιλόσοφον il f.25r
φωναί δε και τά γράμματα κτήσει; αϊ γαρ φύσει τινές φωναί τα πάθη τού ζώου δηλούσιν, οίον αναστεναγμός, κλαυθμός. ην δ' εγώ:
Ό λόγος έκεϊσε27 περί τών κατά συνθήκην ανθρώπειων σημαντικών φω-
15
νών πέλει, και ούχ απλώς περί φωνών. εφη τίς:
μών ή γραμματική και τήν ύλη ν τών γραμμάτων κατασκοπεϊ ή \ΐΛ^ονουγι
τον σχηματισμόν; ην δ' εγώ: τ ' αμφότερα" εις γαρ κατασκευήν γραμμάτων και τ ' αμφω αναγκαία" αλ λά τον μέν σχηματισμόν τούτων κυρίως και προηγουμένως κατασκοπεϊ, δι' αυτού
20
γαρ τάς γραμμάς διατυποϊ και τά γράμματα αποτελεί, τάς δε γραμμάς ούχ απλώς και κυρίως το είναι τούτων κατασκοπεϊ, καθό γραμμάς δηλαδή (ή γαρ τοιαύτη σκέψις άλλης θεωρίας υπάρχει), αλλ 5 εφ' δσον μονονουχί άρκούσι και συντείνουσι προς κατασκευήν γραμμάτων, τούτων γαρ χάριν ταύτης χρώμεθα, έπείπερ δίχα γραμμών ενταύθα το έφετόν εστίν ή κατασκευήν τών γραμμάτων, δια γαρ ταύτην
25
τε τήν κατασκευήν τάς γραμμάς έρανιζόμεθα" τοιγαροϋν ή γραμματική αμφω κα τασκοπεϊ. « Εστί μεν ουν τά έν τη φωνή τών εν τη ψυχή παθημάτων σύμβολα, και τά γραψόμενα τών εν τη φωνή. και ωσπερ ουδέ γράμματα πασι τα αυτά, ούτως ούδε φωναί αι αύται" ων μέντοι ταύτα σημεία πρώτως, ταύτα πασι παθήματα της ψυχής, και ων ταύτα ομοιώματα, πράγματα ήδη ταύτα»' 'Αριστοτέλους, Περί ερμηνείας, 16a4—9.
μ' έ'φη τίς: τί τ ώ είδότι την γραμματικήν ώφέλιμον ξυμβαίνει; f.25v7]v δ' εγώ: ή γραμματκή, παιδεία τίς ούσα, πάντως και ωφέλιμος πέλει. II αποτελεί γαρ τον ταύτην έχοντα των μή εχόντων αυτήν διαφέρειν και μη άτακτεΤν όλως εν τε τ ω λέγειν και γράφειν, άλλα κατά τάξιν λέγειν και γράφειν. ει ουν δια το ευτακτον πέλει, τα μέγιστα ωφελεί- τάξεως γαρ επικρατούσης κατά τον φιλόσο-
5
φον κόσμος το παν · ωσπερ και η αταξία ψεκτον τι υπάρχει, η όε γ ευταξία πέ λει το λέγειν και γράφειν κατά τάς πέντε άρετάς τοΰ λόγου, αιτινες είσίν ελληνι σμός, σαφήνεια, συντομία, πρέπον, και ή αποσκευή των επιτηδείων και δια μεν τοϋ ελληνισμού έλληνίζειν, τουτέστι καθ' έλληνας γράφειν και διαλέγεσθαι- καθ' έλληνας δε λέγω, ήτοι πεπαιδευμένως και μή βαρβαρικώς, οίον γάρ τι αξίωμα
10
τοις σοψοϊς πέλει, δτι πάς μή έλλην βάρβαρος, ό γοϋν μή ελληνισμός αλλ' αταξία τριχώς γίγνεται - ή κατά τον ρυθμόν, ή κατά τήν άρμονίαν, ή κατά τήν λέξιν. κα τά μεν ουν τον ρυθμον αταξία πέλει έπειδάν κατά τους τόνους άτακτεί. ή γαρ α ταξία τοϋ τόνου πολλάκις και φθοράν τοΰ λόγου εργάζεται - φέρ' ειπείν επί παρα δείγματος τίνος, είπε και είπε. ταϋτα γαρ τίνι γε τρόπω συσταθήναι ενδέχεται; ή
15
πώς αν οιόν τε αλλήλων διακριθηναι, ει μή δια τοϋ τόνου; αναιρουμένου γαρ τοϋ τόνου ουδεμίαν διαφοράν αν ειχον όθεν έντεϋθεν δηλοϋται, δτι μεγίστη ί'σοχ κατά γραμματικούς αμαρτία ή γε τοϋ τόνου αταξία" οίον γάρ τι φθοροποιών και όλέθριον f.26r
|| νόσημα υπάρχει - ώσπερ γαρ εκείνο φθείρει τον νοσούντα, ούτωσί πως και ή α ταξία τοϋ τόνου φθείρει παντελώς τον λόγον. ή δ' έ'μπης κατά τόνον ευταξία συ-
20
στατική και τοϋ είναι τών λόγων και παραστατική και διακριτική" ου μόνον γαρ δια τοϋ τόνου συσταίνονται, αλλ' έ'τι γε και διακρίνονται αλλήλων, ως επί παρα δείγματος έφημεν το είπε και είπε - το μεν γάρ άλλο δηλοΐ, το δέ, έτερον ή κα λόν και κάλον, φως και φώς' ταϋτα και ταύτα, παραπλησίως λέγω και περί τών έξης. ει ουν ού καθ' εύταξίαν τήν πρέπουσαν ειη ό τόνος άλλα γε ατάκτως τεθή,
25
πώς αν οιόν τε συσταθήναι, διακριθηναι και δηλοποιηθηναι ταϋτα; άμήχανον δλως δοκεΐ. ώστε άναγκαίως δοκεΐ εν τοις λόγοις και εν τοίς γράμμασιν ή τοϋ ρυθμού ευταξία, ως καί ή αταξία τούτου φθαρτική δλως τυγχάνει τοϋ λόγου. κατά δε τήν άρμονίαν αταξία εστίν ή κατά χασμωδίαν γιγνομένη, ήτις αηδή καί γελοιώδη ποιεί τον λόγον φέρ' ειπείν, αντί τοϋ ειπείν καθ' έκαστα λέγειν κα-
30
θα έκαστα, αντί τοϋ μετέπειτα μετά έ'πειτα, αντί τοϋ κατέφαγον κατά ε'φαγον, «Κόσμιος μεν ουν έστι σύστημα εξ ουρανού καί γης καί τών εν τούτοις περιεχομένων φύσεων, λέγεται δε καί ετερως κόσμιος ή τών όλων τάξις τε καί διακόσμησις ύπο θεοϋ τε καί δια θεον φυλαττομένη»· 'Αριστοτέλους, Περί κόσμου, 391b9-13.
μα '
επ έβόησαν επί έβόησαν, παρήλθεν παρά ηλθεν, και τα παρόμοια, ή δ' εμπης κα τά τάξιν αρμονία φεύγει τάς χασμωδίας και μεθηρμοσμένως λέγει τον λόγον και f.26v
ούδε συγχέει αυτόν, Ι άλλα συστέλλει τάς χασμωδίας, ώσπερ έ'φημεν. ή γαρ τοι αύτη αταξία φευκτή υπάρχει, έπείπερ ψεκτή και γελοιώδης - δθεν τήν τοιαύτην άταξίαν φευκτέον εν τοις λόγοις και εν τοις γράμμασι προσήκει, Ινα μη ψεκτούς
5
και γελοιώδεις τους λόγους ποιώμεν. κατά δε την λέξιν αταξία εστίν ή έπειδάν τις τάς προφερομένας ή γραφομένας λέξεις ατάκτως λέγει ή γράφει- έπείπερ και ή τοιαύτη αταξία μεγίστη πάν τως υπάρχει, φθείρει γαρ δλως τους λόγους και παντελώς άλλοιεΐ τάς εννοίαςφέρ' ειπείν, έλα πά, άητε, μπρί, κατά το λέγειν, κατά δε το γράφειν, ιός, και υιός,
10
το μέν γαρ βέλος δήλοι, το δε το τοϋ πατρός τέκνον όθεν οιά τις φθοροποιός νό σος υπάρχει, δια δε της παρούσης παιδείας τάς τοιαύτας αταξίας τε και άπαιδευσίας ό κατά γραμματικήν πεπαιδευμένος αποστρέφεται, παιδεία δ' απασα τριών πάντως δεΐται, φύσεως, φημί, μαθήσεως τε και ασκήσεως, φύσεους δ' έ'φην. οι γαρ μη έχοντες τήν φύσει παιδείαν της γραμματικής, ώς εν τοις άνθρώποις εφημεν,
15
ούδε τήν έπίκτητον παιδείαν δύνανται καταμαθεϊν ή φύσει ενταύθα τήν εύφύίάν δηλοϊ και το εύδίδακτον τοϋ μανθάνοντος- ή γαρ άφυία δυσκαταλήπτους ποιεί τους άκροατάς - προς ουν τό ραδιοδίδακτον ου μετρίως υπάρχει, ούτως αναγκαία ή ευφυΐα. II f.27r
ετι και μαθήσεως έ'φην προσδείται, δηλ. εντελώς μεμαθηκότα και σοφόν ε-
χειν τον διδάσκοντα δίχα γαρ τούτου, ει και ευφυής ό ακροατής, ουδέν ωφελείται
20
-
ο γαρ παρά τοϋ διδάσκοντος διδάσκεται, εκείνο γε πάντως παραπλησίως μανθάνει- ει μεν ουν ορθώς και σοφώς διδάσκεται, ορθώς και σοφώς ό ακροατής μανθάνει και έπίσταται - ει δε μή, τό άντίξοον δια τούτο ουν εφην και μαθήσεως προσδεΐται.
25
προς τούτοις δ' έφην και ασκήσεως δέεται ή παιδεία- τουτέστιν άσκεΐν και γυμνάζεσθαι δει τον ακροατή ν δια πόνου ποΤλοΰ και yjpôvou μακρού, τα γαρ αγαθά πόνω κτώνται. ει δ' έ'ν τούτων άπή, ου ραδίως ή της παιδείας άπάσης κτήσις. ώ στε και ή κατά γραμματικήν παιδεία τούτων απάντων δέεται και δια τούτων πάντως κτητή τοις άνθρώποις γίγνεται. δέδεικται ουν δια τών άνω είρημένων, οτι ή γραμματική, παιδεία τις ούσα., ωφελεί τον γραμματικόν προς τό πεπαιδευμένον είναι και τών απαίδευτων διαφέρειν και φεύγειν τάς είρημένας αταξίας ετι δε και τάς τών γραμμάτων αταξίας,
30
μβ' ώς εφημεν, ετι δε και δια την ορθώς κατασκευήν και χρήσιν αυτών εν οις δει και οτε και όσον δει και μή παρ' δ δεί χρήσθαι τούτοις δηλαδή. καθ' ημάς ουν το γράμμα ορίσθη ώσπερ εφημεν. κατά δε τον Λάσκαρην ού τως: 'γράμμα εστί μέρος ελάχιστον φωνής άδιαίρετον'. περί ου ένταΰθα σκεπτέον.
5
μγ'
διάλεξις Ι ί.27ν[εφη τις:]
εΓπερ το γράμμα εφη τίς διατύπωσις γραμμών εστίν, ώς ανωτέρω όρίσθη
και λαμπρώς δια λόγου έδείχθη, πώς ούν δ Λάσκαρης μέρος ελάχιστον φωνής άδιαίρετον τούτ' ορίζει; ην δ' εγώ:
διότι ο Λάσκαρης ού κατά το συστατικόν είναι αύτοΰ ορίζει το γράμμα
και κατά το αίτιον αυτού, αλλ' ύπογραφικώς (ή γαρ δήλωσις εκάστου πράγματος ή εξ ετυμολογίας ή εξ υπογραφής ή εξ όρισμοΰ κυρίου), τουτέστι κατά τάς έαυτοϋ
5
περιστάσεις' όθεν τα λεγόμενα άπαντα περί γράμματος εν τή τοΰ Λασκάρεως υ πογραφή ού την φύσιν τοΰ γράμματος δηλοΐ, αλλά τα περιστατικά αύτοΰ. ημείς δ' εμπης ου κατά τάς περιστάσεις, αλλά κατά το είναι και τα αίτια αυτοϋ λαμπρώς τον λόγον άποδεδώκαμεν. τότε γαρ (φησίν ό φιλόσοφος εν τή πρώτη φιλοσοφία) οίόμεθα είδέναι έ'καστον, δταν τα αίτια οώτοϋ γνωρίσωμεν39. έ'φη τίς:
10
ει το γράμμα λέξις τίς και τών εφ' ήμϊν, πώς γοϋν ορίζεται; άνυπόστατον
γαρ όλως υπάρχει, ό δ' ορισμός ού τών ανυπόστατων, αλλά τών όντων. ην δ' εγώ:
το γράμμα εκ τών άνω είρημένων δηλοϋται, δτι ουκ εστίν δλως άνυπό
στατον. το γαρ άνυπόστατον όλως και μη ον και ουκ έχει αι'τια και αρχάς συστατικάς, ούτε μήν δηλωτικόν τινός, άλλαμήν τά γράμματα άρχαί και αι'τια συστατι-
15
κά έ'χουσιν, ώς ανωτέρω έδείχθη, άρα ούκ εστί μή δν. ει δε και φυσικόν όν ούκ εf.28r
στιν, οίον λίθος, εστί δ' εμπης τεχνικόν ον. και ταΰτα κατά II τέχνην πρακτικήν, άλλ' ού ποιητικήν, καθάπερ πέλει και το άσμα της μουσικής και ό χορός τής χο ρευτικής, άπερ τεχνητά πρακτικά δντα είσί. τοιγαροϋν ψεύδος είρηται δτι το γράμμα όλως μή δν εστίν. εφη τίς:
20
ει το γράμμα δλον τί εστί, φέρ' είπεϊν, α, τούτο γαρ πάντως όλον υπάρχει
και ουδέν αύτοΰ ελλείπει* το δε μέρος δλον ούκ έ'στι. πώς ούν ό Λάσκαρης το γράμμα δλον δν μέρος ενταύθα αποκαλεί; ην δ' εγώ:
το γράμμα και δλον λέγεται και μέρος, κατ' άλλο και άλλο και ουδέν ά
τοπον οίον ό αυτός Σωκράτης, και υιός και πατήρ κατ' άλλο και άλλο. πατήρ
25
μεν προς τον εαυτού υίόν, υιός δε προς τον εαυτού πατέρα, ούτωσί πως και το γράμμα προς εαυτό και καθ' αυτό θεωρούμενον δλον πάντως εστί - προς δε τήν «Έπεί δε φανερον οτι τών εξ αρχής αιτίων δει λαβείν έπιστήμην (τότε γαρ είδέναι φαμιεν εκαστον, όταν τήν πρώτην αιτίαν οίώμεθα γνωρίζειν) ...»· 'Αριστοτέλους, Μετά τά Φυσικά, 983a24—26.
μ*' φωνήν θεωρούμενον μέρος πάντως εστίν, ό γοΰν Λάσκαρης προς την φωνήν τού του αφορών μέρος τουτοΤ προσονομάζεται. εφη τίς: ει το γράμμα και όλον πέλει - το δ' δλον ή ώς καθ' δλου, οίον ζωον απλώς, όπερ δλον τί εστί, πάντα γαρ τα διάφορα είδη τών ζώων εμπεριέχει· ή ώς συνε χές δλον (συνεχές δε λέγει το άδιάκοπον), οίον τίς λίθος, ήτις καθ' αύτη δλον λέ-
5
-
γεται ή ώς σύνθετον δλον, οίον άνθρωπος, ίππος, και τα τοιαύτα (σύνθετον δέ λέγεται διότι εξ ύλης και είδους και εκ διαφόρων μερών, όμοιομερών τε και άνομοιομερών σύγγειται)· το γράμμα άρα οποίον δλον πέλει; ί\28νην δ' εγώ: Ι ει μεν και ώς καθόλου δλον εί'πης το γράμμα, ούκ αν άμάρτης· υπάρχει γαρ" έπείπερ το γράμμα απλώς όλον τί λέγεται και πάντα τα διάφορα εί'δη τών
10
γραμμωτών εμφαίνει, δθεν κατά τούτο ώς καθόλου δλον λέγεται, ει δ' αύθις και ώς συνεχές δλον πάλιν εί'πης, ούκ αν άμάρτης· έ'τι δέ και ώς σύνθετον, σύνθετον γάρ, καί εκ τών τεσσάρων αίτιων συνεζευγμένον, καθάπερ εν τ ω τί εστί γράμμα λαμπρώς άποδέδεικται. τοιγαρούν το γράμμα καί ώς καθόλου καί ώς συνεχές καί ώς σύνθετον δλον λέγεται. έ'φη τίς:
15
ει το γράμμα μέρος υπάρχει, ώσπερ εί'ρηταΐ" το δέ μέρος ή επιπλέον, οίον
το ζωον ανθρώπου (επιπλέον δε λέγεται, διότι ού μόνον άνθρώπω, αλλά καί ι'ππω καί χοίρω καί τοις λοιποίς είδεσιν), ή επίσης μέρος, οίον το λογικον άνθρώπω (ε πίσης δέ λέγεται διότι ίσοστροφεί, οίον παν λογικον άνθρωπος καί πάς άνθρωπος λογικον), ή έπέλαττον, οίον μήτρα άνθρώπω (έπέλαττον δέ λέγεται διότι τούτο
20
το μέρος ού πάσιν άνθρώποις· οι γάρ άνδρες μήτραν ούκ έχουσιν)· οποίον άρα τών μερών το γράμμα μέρος είρηται; ην δ' εγώ:
ώς επιπλέον πάντως· τα γάρ γράμματα ού μόνον τάς φωνάς δηλούσιν,
άλλα καί τα νοήματα. εφη τίς: εί τούτο, διατί ανωτέρω εφης προς την φωνήν θεωρούμενον μέρος το γράμ-
25
μα λέγεται καί ο Λάσκαρης έ'τι φωνής άδιαίρετον το γράμμα φησί; II ί.29τήν δ' εγώ:
τούτο ού κωλύει το γράμμα ώς επιπλέον μέρος ρηθήναι. καί γαρ καί το
ζωον τού άνθρωπου μέρος λέγεται καί άδιαίρετον τούτου καθέστηκεν, άλλ' ούν ε πιπλέον μέρος τού άνθρωπου υπάρχει, ωσαύτως νύν καί το γράμμα, εί καί έ'φημεν προς την φωνήν θεωρούμενον μέρος λέγεσθαι, ούκ έψεύσθημεν. ούκ έ'φημεν γάρ δτι τών φωνών μόνον είσί δηλωτικά, τά γάρ γράμματα καί τών φωνών καί τών νοη μάτων είσί δηλωτικά, καθάπερ ανωτέρω εν τ ω παραδείγματι είρηται. εφη τίς: εί τού γράμματος ή γραμμή ελάχιστον τί - της δ' αύθις γραμμής τά σημεία
30
με'
εξ ων αί γραμμαί' εκ δε των γραμμών τα γράμματα, το δε ελάχιστον ουκ έχει τί ύφ' αυτό - ύπερθετικόν γαρ υπάρχει τ ω δε ύπερθετικώ ούκ ετι δίδοται έτερον, ύστατον γαρ πέλει- πώς άρα το γράμμα δ Λάσκαρης ελάχιστον μέρος καλεί; ήν δ' εγώ: διότι κατά γραμματικούς δ λόγος αύτοΰ και ου κατά μαθηματικούς, δ γαρ
5
μαθηματικός μόνον τάς γραμμάς η γραμμάς και τα σημεία η σημεία κατασκοπεϊ. δ δε γραμματικός τα γράμματα ηπερ άπλα και στοιχεία δήπουθεν θεωρεί, λέγεται ουν ελάχιστον προς την φωνην θεωρούμενα, ης τουλάχιστον εστί το γράμμα' τού του γαρ χωρίς ουκ αποτελείται φωνή. ί.29νεφη τίς: Ι πώς εφη δ Λάσκαρης δτι τό γράμμα μέρος είναι της φωνής, δπερ καυτός
10
συνομολογείς; πολλαί γαρ φωναί ου γράφονται, οίον βήξ, καγχασμός, και άλλαι πλεϊσται. ει ουν τα γράμματα τα μέρη ύπήρχον τής φωνής, αδύνατον αν ειη τού των χωρίς άποτελεΐσθαι φωνην ώσπερ και τό ζώον μέρος ον τοΰ ανθρώπου αδύ νατον πάντως πέλει εύρεθήναι άνθρωπον δίχα ζώου. άλλαμήν ποΤλοά δίχα γραμ μάτων άποτελοίωται ως εφημεν, άρα ούκ ορθώς είρηται μέρος είναι τό γράμμα
15
τής φωνής, ην δ' εγώ:
ή φωνή τών πλεοναχώς λεγομένων υπάρχει - δθεν εις σαφήνειαν τούτου
ανάγκη περί φωνής ολίγα, τινά διδαξαι. ομωνύμου ουν τής φωνής ούσης διαφόρων τε σημαινόμενων δηλωτικής, ανάγκη γε πάντως απλώς περί πάντα>ν τών ταύτης σημαινόμενων διδαξαι, ίνα γνώμιν περί τίνος φωνής ενταύθα δ λόγος υπάρχει, δη-
20
-
λοΐ ουν τήν τής φαντασίας χωρίς, ήτις δλως άλογος υπάρχει φέρ' ειπείν ανέμου τε και βροντής, ήτις και κρότος κυρίως προσονομάζεται. εστί μέντοι σημαντική οταν γαρ βροντή γίγνεται, δια τής άκουομένης φωνής γινώσκεται δτι ψόφος εν τοις νέφεσι γίγνεται. ομοίως και αί φωναί και οι ήχοι τής θαλάσσης ή τών δέν δρων δηλούσιν άνεμον μέγαν ύπάρχειν. δήλον ουν μέν η γε ώς σημαντική μέν, α-
25
λόγος δε ή τοιαύτη πάμπαν δθεν αί τοιαϋται φωναί έ'νεκά του ου γίγνονται. ου f.30r
γαρ Ολως προς τί τέλος άφορώσιν, άλλα μάτην βιαίως τε αποτελούνται. II δηλοΐ γ ' ετι τήν τε μονο^ου·/) μετά φαντασίας γιγνομένην, ήτις ούχ όλως άλογος υπάρ χει ώς ή τών ζώων, οίον, Ίππου τε και κυνός και τών εξής. εφην δέ ούχ δλως ύ πάρχειν αλογον, διότι ούκ εστίν ώς ή τών αψύχων βιαίως τε και μάτην γιγνομέ-
30
νων, αλλ' έ'νεκά του υπάρχει και δια λόγου κατά τι αποτελείται, τά γαρ ζώα ούκ έ'στιν δλως άλογα, ώς τά φυτά - εύμοιροϋσι γαρ τα ζώα φαντασίας, ήντινα ώς εν τω περί ψυχής δ φιλόσοφος διδάσκει30 λόγον πάντως λέγεσθαι, SC ουπερ τά ζώα «φαντασία δέ πάσα ή λογιστική ή αισθητική, ταύτης μεν ουν και τά άλλα ζώα μετέχει»' 'Αριστοτέλους, Περί ψυχής, 43 3 b3 0 - 3 1 .
μστ' το ώφέλιμον καί το βλαβερόν αυτών διακρίνουσι- και των μεν ωφελίμων έφίενται, των βλαβερών δ' αποστρέφονται, τούτου ουν χάριν έφην, ως ούχ όλως υπάχειν ά"Κσγον άλογα γαρ ζώα ε'ι'ρηται τοις άνθρώποις παραβαλλόμενα' η δηλ. όλως αν θρωπείου τε νοερού λόγου υπάρχει άμοιρα- μόνος γαρ ό άνθρωπος νοερού λόγου 5
μετογρς. προς τούτοις δ' έτι δηλοΤ και την μετά διανοίας, φέρ' ειπείν την άνθρώπειον. ή δ' αυτή ανθρώπειος φωνή, ήτις και μόνη έναρθρος εστίν ως δι' άρθρων αποτε λούμενη, διττή πάντως καθέστηκε' ή γαρ τών σημαντικών υπάρχει, ή τών άση μων, ή μεν τών σημαντικών καλείται, άεί γάρ τι σημαινόμενον δηλοΐ' δός ειπείν, θάλαττα και τα λοιπά, ή δε τών άσημων προσονομάζεται, ουδέ πω γάρ τι σημαι-
10
-
νόμενον παρεμφαίνει φέρ' ειπείν βλίτυρι, σύνδαχος. ή δ' αύθις τών σημαινόμενων φοονή ή κοινή ή μερική πέλει- κοινή μεν ή έμφαίνουσα πάντως σέ τε κάμε και άf.30v
πλώς ετι πάντας τους εν τω κόσμω ανθρώπους, ου μήν τους ενεστώτας Ι άλλα και τους παραληλυθότας, ετι δε καί τους μέλλοντας. άπαραλλάκτως γάρ άπαντες οι ειρημένοι άνθρωποι εισίν δθεν καί κοινή ή τοιαύτη φωνή καλείται, μερική δε ή
15
σέ μεν έμφαίνουσα, έμέ δ'ού' οίον ό Γεώργιος* ή γάρ Γεώργιος ουκ εστίν ή Πολύ δωρος, ου δε τ ' άνάπαλιν. απλώς δ' έ'μπης ή ανθρώπειος φωνή ή εστί φυσική ή ε πίκτητος· φυσική μεν ή διά τών άνθρ&υπείων αναπνευστικών οργάνων αποτελού μενη, ή φυσικώς δυναμένη έναρθρος γενέσθαι, ή ώς ξύλα καί πηλόν συντρέχουσα προς τε τήν φωνήν τήν σύνθετον καί έπίκτητον καθάπερ γάρ τα ξύλα καί ό π η -
20
λός συντρέχουσι προς τήν της θύρας καί τοΰ κεραμείου κατασκευήν, ούτωσί πως καί ή φυσική συντρέχει προς τε τήν της επικτήτου φωνής κατασκευήν, επίκτη τος δε ή κατά διδασκαλίαν κεκτημένη, καί έθος καί μάθησιν καθ' ην άλλήλοις διαλεγόμεθα, ήτις καί σύνθετος πάντως υπάρχει, εκ τίνος γάρ ώς εξ ύλης, καί υπό τίνος ώς έκ του είδοποιητικού αιτίου ή φο^νή καί ή θύρα καί το κεράμειον καί πάν
25
έ'τι γινόμενον. κατά διδασκαλίαν δ' έ'φην καί γάρ εάν μή γε ταύτην έκ τών προ ημών διδαχθώμεν, ούδ' Ολως έδυνάμεθα ταύτην έπίστασθαι καί διαλέγεσθαι. δτι μεν τούτο ούτωσί πως υπάρχει, φανερόν ει γάρ τι εύθυς τοϋ γενέσθαι έ'μβρυον ληφυειη αν, και εν ειρκτη προστευειη τινι, και ανσρωπον τίνα μή ειόη, ει και 1.3 lr
μέχρι του έκατών ένενήκοντα ετών γενέσθαι, εκείνο πάντως άμήχανον τήν II επίκτητον καί μετ' αλλήλων διαλεγομένην φωνήν διαλεχθήναι
1
άλλα προσδεΐται
πάντως καί τοΰ θύραθεν ήθους, τοϋ έκ της μετ' αλλήλων ήμϊν έγγινομένης ομιλί ας κεκτημένον όθεν κατά διδασκαλίαν, καί έθος έφην καί ταυταΐ πάντως πέλει
30
μί' τα διάφορα της φωνής σημαινόμενα- περί δε των λοιπών θεωρημάτων της φωνής ουδείς λόγος ένταϋθα- άλλης γαρ διδασκαλίας εστίν ή τούτων σκέψις. έ'φη τίς:
είπερ ή φωνή των πλεοναχώς λεγομένων υπάρχει, ώς ανωτέρω εί'ρηται-
περί τίνος άρα γε φωνής ένταΰθα ό Λάσκαρης διαλέγεται; φωνής γαρ άδιαίρετον φησίν. ην δ' εγώ:
Ου περί άλλης, ει μή περί τής επικτήτου ανθρωπείου" και γαρ ή γραμ
ματική έξις και αυτή επίκτητος και ανθρώπειος υπάρχει - ή ουν ανθρώπειος έξις περί ανθρωπείου ένασχολεΐται.
Fl'
άντίστασις [και] άπάντησις |εφη τίς:]
τί γ ' ουν; δ άνθρωπος κατά σε περί ανθρώπειων διαλέγεται; διαλέγεται
δε και άπερ ουκ ανθρώπεια- άρα ή ανθρώπειος έξις ουκ αεί περί ανθρώπειων ένασχολεϊται. Ιην δ' εγώ:]
ο άνθρωπος η γε περί πάντων διαλέγεται - πλην άπαντα α διαλέγεται
ανθρώπεια πέλει - ή γαρ θεωρία των πάντων περί ης διαλέγεται ανθρώπειος πάν-
5
τως υπάρχει, τα γαρ δντα καθό δντα αυτά καθ' έαυτά αδύνατον άχθηναι εις διάλεξιν, ως δ φιλόσοφος φησίν31, αλλά τα ονόματα και τάς θεωρίας των δντων φέρει f.31v
εις διάλεξιν, άπερ πάντως ανθρώπεια τυγχάνει. Ι τοιγαροΰν ή ανθρώπειος έξις και περί ανθρώπειων ένασχολεϊται. εφη τίς:
[α ':J ει το γράμμα διαιρετόν εις τάς εξ ων συνετέθη γραμμάς - ου
10
μην, άλλα και αύθις αί γραμμαί διαιρούνται εις τα αυτών συντιθέντα σημεία- το δ' άδιαίρετον άνεπίδεκτον πάντως διαιρέσεως, διόπερ και άδιαίρετον εί'ρηται. πώς ά ρα το γράμμα άδιαίρετον δ Λάσκαρης κηρύττει; β ': ει τό γράμμα κατά τον Λάσκαρην εστίν άδιαίρετον το δ' άδιαί ρετον λέγεται εκ τε του στερητικού μορίου και της διαιρέσεως, ήτις δήλοι την δι-
15
ανομήν τοΰ πράγματος τοΰ εγρντος μέρη, ηστινος τό γράμμα καθ' αυτόν άνεπίδε κ τ ο ν ει γαρ έπιδέχετο, ουκ αν εφασκεν αυτό άδιαίρετον άλλα τό άδιαίρετον πάν τως εστί και α,ποσον πάν γαρ ποσόν εστί διαιρετόν και εις άεί διαιρετόν κατά τον φιλοσοφον
-
ει ουν υπάρχει ποσόν, ουκ αν ειη ποτέ αόιαιρετον. αλΑαμην το
γράμμα εστί πεποσομένον, εκ γραμμών γαρ σύγκειται, άπερ ποσά και εΓδη ποσού
20
-
πέλει τό γράμμα άρα ουκ έ'στιν άδιαίρετον, άλλα διαιρετόν άλλα τό διαιρετόν ε«ο μεν γαρ συλλογισμός εκ τινών εστί τεθέντων ώστε λέγειν έ'τερόν τι εξ ανάγκης τών κειμένων δια των κειμένων, έλεγχος δε συλλογισμός μετ' αντιφάσεως τοΰ συμπεράσματος, οί δε τοΰτο ποιοϋσι μεν ου, δοκοΰσι δε δια πολλάς αιτίας, ων εις τόπος ευφυέστατος έστι και δημοσιώτατος δ διά τών ονομάτων, έπεί γαρ ουκ έ'στιν αυτά τα πράγματα διαλέγεσθαι φέροντας, άλλα τοΰ; ονόμασιν αντί τών πραγμάτων χρώμεθα συμβόλοις, το συμβαίνον επί τών ονομάτων και επί τών πραγμάτων ηγούμεθα συμβαίνειν, καθάπερ επί τών ψήφων τοις λογιζομένοις. το δ' ουκ έστιν δμοιον. τά μεν γαρ ονόματα πεπέρανται και τό τών λόγων πλήθος, τα δε πράγματα τον αριθμόν απειρά έστιν»· 'Αριστοτέλους, Περί σοφιστικών ελέγχων, 165al—12. ° Στην Παλασιακή προσέγγιση της έννοιας τοΰ ποσοΰ συγχωνεύονται δύο έννοιες: αυτή της 'Αριστοτελικής κατηγορίας ποσόν (παράβαλε 'Αριστοτέλους, Κατηγορίες, vi και Μετά. τα. Φυσικά, 102CW7 κ.εξ) με εκείνη τοΰ συνεχούς. Συνδυάζονται επίσης ή προσέγγιση τής συνέχειας τήν οποία ο 'Αριστοτέλης επεχείρησε στο Περί Ουρανού («συνεχές μεν ουν έστι τό διαιρετόν εις άεί διαιρετά, σώμα δε τό πάντη διαιρετόν»· 'Αριστοτέλους, Περί ουρανού, 268a7) με τήν προσέγγιση τών δύο πρώτων παραγράφων τοΰ 6ου κεφαλαίου τών Κατηγοριών.
μβ' στί σώμα - και γάρ τό άπαν σώμα απλώς εστίν διαιρετόν. το δ' άσώματον εστίν άνεπίδεκτον διαιρέσεως· πάθος Γδιον πέλει το διαιρετόν του πεποσομένου σώμα τος* όθεν το διαιρεϊσθαι άλλότριον τοϋ ασωμάτου πέλει - αλλά γε το άσώματον α πλούν τί εστί και αύλον, ώς το σώμα σύνθετον και ενυλον το δ' άύλον εστίν άνεf.32r
παίσθητον άλλα το γράμμα II εστίν αισθητόν, και μάλιστα σύνθετον σύγκειται
5
γαρ και τοΰτο εξ ΰλης και είδους" άντικρυς πώς ούν άδιαίρετον καλεί; γ ': ει το άδιαίρετον, και άμερές πάντως υπάρχει - ει γαρ είχε μέρη, ουκ αν έδέετο είναι άδιαίρετον, έπεί τότε εις τα έαυτοΰ μέρη έδιαιρεΐτο, δθεν ουκ αν ειη άδιαίρετον άλλαμήν το γράμμα ουκ έ'στιν άμερές. έχει γαρ μέρη τάς γραμμάς εξ ων σύγκειται, δθεν αύθις εις αύτάς διαιρεϊσθαι δύναται" το γράμμα άρα ουκ
10
άδιαίρετον. πώς ουν το γράμμα άδιαίρετον καλεί; δ ': ει το άδιαίρετον εστίν άπλοΰν και άσύνθετον το γαρ σύνθετον διαιρείται εις τα εξ ων συνετέθη- το δε γράμμα ουκ εστίν απλούν και άσύνθετον, αλλά μάλιστα σύνθετον, ώσπερ εί'ρηται, γινόμενον γάρ - το δε γινόμενον άπαν εξ ΰλης πάντως και είδους γίνεται και εξ αυτών συνθέττεται - πώς ούν το γράμμα ά-
15
διαίρετον έ'φη; ε': ει το γράμμα άδιαίρετον εΓη, πάντως και άπλοΰν, ώσπερ ειρηται, και άσώματον και άύλον το γάρ διαιρετον άπαν σύνθετον σώμα και ενυλον ει δ' άπλοΰν και άσώματον και άύλον πάντως, και γινόμενον ουκ αν ειη' το γάρ γινό μενον, ώς εφημεν, εξ ύλης και είδους πέλει- άλλαμήν το γράμμα γινόμενον και εξ
20
ύλης και είδους συγκείμενον, ούκ έστιν άρα απλούν άσώματον τε και άύλον ει ουκ ε'στιν απλούν, άλλα γινόμενον σύνθετον, πάντως άρα ούτε άδιαίρετον ψευδώς ουν το γράμμα κατά τον Λάσκαρην ειρηται. Ι Γ.32νην δ' εγώ:
το άδιαίρετον απλώς δύο πάντως δηλοί- τό τε άτμητον, δπερ εστί το μη
δυνάμενον τμηθήναι, και διαίρεσιν κατά μέρος δεχθηναι, δπερ και κυρίως άμερές
25
λέγεται - περί ου ουδείς λόγος, δηλοί δ' έτι και το άδιάσπαστον και άχώριστον. ό δε τοϋ γραμματικού λόγος ού περί τοΰ άτμητου, άλλ' η γε περί τοΰ αδιάσπαστου δθεν φησί το γράμμα άδιαίρετον και ού λέγει δτι τό γράμμα εστί καθ' αυτό άδιαί ρετον. δτι μεν ουν τό γράμμα άδιάσπαστον μέρος της επικτήτου ανθρωπείου έναρ θρου φωνής, δήλον υπάρχει - ει γάρ άφέλης εκ της γεωργίου φωνής τό γ, άμήχανος ή γεώργιος φωνή άποτελεσθήναι, δθεν είκότως άδιάσπαστον ταύτης υπάρχει, δια τούτο ούν τό γράμμα άδιαίρετον κατά τον γραμματικόν ειρηται.
30
ν'
περί γραμμάτων αριθμού εικοσιτέσσαρα δε γράμματα εν τη των ελλήνων διαλέκτω υπάρχει, άπερ και στοιχεία προσαγορεύεται. διατί είσίν εικοσιτέσσαρα τα γράμματα, οι μεν πολλοί πολλά, ημείς δ' ίσως φαμέν κατά μίμησιν των εικοσιτεσσάρων ωρών τοΰ νυχθημέρου είκοσιττέσαρα πέλει και τα γράμματα - και γαρ τά μέν φωνήεντα τήν ήμέραν μιμείται, τ α δε σύμφωνα τήν νύκτα, λέγεται δε γράμματα έπειδάν γράφωνται, στοιχεία δε ήνίκα άναγινώσκονται. στοιχεία δε λέγεται, διότι καθάπερ ει
5
τα τέσσαρα στοιχεία, οίον πυρ, γη, ΰδωρ, και αήρ, συσταίνει τά σώματα, ούτωσί πως και τα γράμματα τους έναρθρους λόγους συσταίνει. τα μέν ου ν φωνήεντα τήν f.33r
ήμέραν II μιμεϊσθαι είρηται, οίον το ήλιακόν φώς τοΰ ηλίου, καθάπερ γαρ ή ημέρα αυτή καθ' αυτή φωτίζει, ούτωσί πως και τά φωνήεντα αυτά καθ' έαυτά φωνήν άποτελοΰσι, και ουκ άλλου τινός προς τό φωνεΐσθαι δεΐται. τά δε σύμφωνα τήν νύ-
10
κτα μιμεϊσθαι είρηται, οίον τό νυκτικόν σεληνιακόν φώς. ως γαρ ή σελήνη καθό σελήνη μόνη δίχα τοΰ ήλιακοΰ φωτός ου πέφυκε τήν νύκτα φωτίζειν, αλλά γε συν τ ω ήλιακω φωτί φωτίζει, τό δέ γε φωτίζειν προς τε τοΰ ηλίου λαμβάνει, ούτωσί πως και τά σύμφωνα μόνα δίχα γε τών φωνηέντων ου πέφυκεν καθεαυτά φωνήν άποτελεϊν, αλλά γε ξύν τοις φωνηέντοις φωνεϊται. ώσπερ δέ αί είκοσιτέσσαραι ώ-
15
ραι τοΰ νυχθημέρου και πάσας τάς ημέρας τών ετών άποτελοΰσι και εξ αυτών αί έβδομάδαι, μήνες τε και ένιαυτοί αποτελούνται, ούτωσί πως και τα εικοσιτέσσαρα γράμματα πάσας απλώς τάς συλλαβάς ποιεϊ και εξ αυτών αί λέξεις και οι λόγοι κατασκευάζονται - όθεν κατά μίμησιν τών είκοσιτεσσάρο>ν ωρών τοΰ νυχθημέρου τά εικοσιτέσσαρα γράμματα είρηται. πλείω δέ ή έλάττω ουκ ε'στι, διότι και τοΰ
20
νυχθημέρου ούτε πλείω ούτε έλάττω τών είκοσιτεσσάρα>ν ωρών πλουτεΐ. έφη τίς:
ει μάταιον τό δια πλειόνων δυνάμενον γενέσθαι δι' έλαττόνων, τίνος γοΰν
ένεκεν δια τών εικοσιτεσσάρων γραμμάτων πολιτευόμεθα; αύταρκέστατα γάρ οί άνθρωποι διά τε τών δεκαεπτά έπολιτεύοντο, οίον β, γ, δ, ζ, θ, ι, κ, λ μ, Ι ν, ο, π, ρ, σ, τ, φ, χ, τά δέ άλλα ούτωσί πως φθεγξόμεθα, δός ειπείν αντί τοΰ ε, α - αντί f.33v
τοΰ η και υ, τό ι' αντί τοΰ ξ τό κσ, και αντί τοΰ ψ τό πσ" και έ'τι αντί τοΰ ω τό ο. ήν δ' εγώ:
ταύτα μέν, τουτέστι τά έγκαταλειπόμενα, ει και ούκ αναγκαία, δυνατόν
γαρ και τούτων χωρίς πολιτεύεσθαι, χρήσιμα μέντοι, και της εύκοσμίας χάριν και
25
να'
καλλονής και διαφόρου σημασίας ευρέθη παρ' ελλησι. και γαρ η γε και ό μικρός κόσμος, ήτοι δ άνθρωπος, και πάντα μέντοι γε τα λοιπά των ζώων, άτερ δράσεως τε και ακοής και οσφρήσεως έδύνατ' είναι, ώσπερ και πολλά τούτων χωρίς ζώσιν ή τε γαρ γεύσις και ή αφή μόνως τούτοις αναγκαία, αι δε άλλαι αισθήσεις ουκ αναγκαία, ούχ οΰτως δ' εμπης υπό τής φύσεως δεδημιούργειται, αλλ' ετι και
5
δια των λοιπών, ινα κοσμίως τε και μεγαλοπρεπώς διοικεϊσθαι, ίνα γ ' ετι και τα λοιπά θαυμάσια τών ανθρώπων αποτελούμενα έργα άποτελεΐσθαι, ων άνευ τού των άποτελεΐν έδύνατο ουδέν ωσαύτως ουν καΐ τα λοιπά έγκαταλειπόμενα, α γ ' έ'φης γράμματα, ει και μή αναγκαία κατά το άμήχανον άλλως εχειν, χρήσιμα μέν τοι γε πάντγ] πάντως ύπάρχουσι προς τε τήν καλλονήν και το pçcov δ'θεν και δια
10
τοϋτο δ εικοστοτετραταϊος κοσμίως τών γραμμάτων αριθμός σοφώς άναπληροΰται, ινα τήν ύπέρπλουτον τών άξιαγάστων ελλήνων διάλεκτον εμφάνιση και το f.34r
πολυώνυμον ετι διασάφηση. II άλλως γαρ πώς αν οιόν τε γενέσθαι ή τοιώσδε πο λυποίκιλος και πολύσημος διαφορά; ή πώς διενήνοχεν ή δμοιόφωνος, αλλ' έτερόσημος φράσις; και δια τίνων το έτερόσημον τής ταυτονομασίας έδηλοποεΐτο; ου
15
γαρ δι' άλλοον, αλλά γε δια τών παρά σου εγκαταλελειμμένων πάντως ταυτάΐ πάντα ατάκτως αποτελείται - δίχα δε τούτων άναπληρωθήναι αδύνατον, ώστε κατά τοϋτο και κατά το άΐί,-ηγοΜον άλλως εχειν άναγκαϊον και ταυτάΐ δοκεΐ λέγεσθαι κατά τινας. τούτων γαρ απόντων ούδ' δλως αν έδυνάμεθα τήν δμοιόφωνον, έτερόσημον δε, δνομασίαν διαχαράξαι, οίον υίον και ιόν και τά παρόμοια, προς ουν
20
τήν τούτων εμφασιν αναγκαία και ταύτα ύπάρχουσι. δίχα γαρ τούτων άμήχανον ταύτα εμφανισθήναι, ως εφημεν τούτων γαρ άναιρεθέντων πάντη γε πάντως και ή ταυτοφωνία και έτεροσημία αναιρείται- δια γαρ τής τών τοιώνδε φωνηέντων έτερότητος στήσεται και ή έτεροσημασία τής ταυτονομασίας, ινα γ ' ετι και αί δί φθογγοι δημιουργησθήναι- δίχα γαρ τούτοον άμήχανον κατασκευασθήναι. εφη τίς:
25
ει'περ το η , ι, υ, ταυτόσημα πάντα τήν υ γαρ φωνήν πάντα απλώς σημαί-
νουσι, πώς ουν έτερόσημα ταύτα έ'φης; ην ο εγω: f.34v
το ταυτοσημον οιχως θεωρείται ενταυοα- η κατά τήν φωνήν, η κατά το
σημαινόμενον τής τοιώσδε γεγραμμένης Ι φωνής, κατά μεν τήν φωνήν ούδ' όλως δοκεΤ διαφερειν άπαραλλάκτως τήν αυτήν φωνήν τε και προφοράν δηλούσιν, οίον ήός, ιός, υιός- όθεν και δμοιόφωνα λέγεται, και ταυτόνυμα δοκεΐ είναι, είσί δε και -
ταυτόσημα κατά τήν υ μόνο φωνήν ταυτόσημα λέγεται, κατά δ' Ιμπης το σημαι νόμενον τής τοιώσδε γεγραμμένης φωνής δλως γ' δντως ου κοινωνεί, άλλ' δλως
30
νβ'
έτερα πέλει. έπείπερ ούδεμίαν ποτέ κοινωνίαν των δια των τοιώσδε έτερογεγραμμένων φωνηέντων τοις παρ' αυτών σημαινομένοις πράγμασι πορίζεται, αλλ' δλως ετερότητα και παντελή άμεθεξίαν. τα γαρ άμεθέκτως σημαινόμενα δι' άμεθέκτων πάντως σημαντικών δηλοϋται- άλλαμήν τα ειρημένα της τοιώσδε φο^νής σημαινό μενα άμέθεκτα πάντως· άρα και τα τούτων σημαντικά άμέθεκτα η γε κατά την
5
-
σημασίαν, ταυτόσημα δε μόνον κατά την προφοράν της υ φωνής είτε γαρ ούτως υ, είτε ούτως η . είτε οΰτως ι γραφθώσιν, ιόν φωνην σημαίνουσιν. εφη τίς:
και ει'περ τα σημαντικά τών διαφόρων σημαινόμενων πραγμάτων μεθ' έαυ-
τά πάντως κατά τοΰνομα ύπάρχουσιν, οίον υιός, ιός, ήός, κατά δε τα σημαινόμενα πράγματα όλως άμέθεκτα, πώς άρ' έ'φης οτι τα άμεθέκτως σημαινόμενα δι' άμε-
10
θέκτων πάντως σημαντικών δηλοϋται; f35r ην δ' εγώ: II ει και ταΰτα μεθεκτά κατά την προφοράν του προφορικού λόγου, και μάλιστα κατά το φαινόμενον εν τή ακοή, κατά δ' έ'μπης τον εγγραφον λόγον και κατά τον έννοηματικον λόγον και κατά την ορασιν πάντη πάντως άμέθεκτα και άμεθέκτως σημαντικά λέγεται, κατά μεν ουν τον εγγραφον λόγον το υιός και ιός -
15
-
άμέθεκτον πάντως υπάρχει τό μεν γαρ διά του υι γράφεται, το δε ι το δε υι και το ι έτερα πάντως και άμέθεκτα πέλει - τό γαρ υι διά τριών γραμμών τοιώσδε διατυπουμένων διατυποϋται
-
διατυποϋται, αλλά τό ι διά μιας μονονουγΐ
ορθής
γραμμής
τό ούν διά τριών γραμμών διατυπούμενον τοϋ εκ μιας και μόνης
πάντως διάφορον, και μάλιστα γ ' ετι και κατά την ετερότητα του σχηματισμού
20
και τής διατυπώσεως τών σχημάτων, έτερον γαρ σχήμα το ι ευθύγραμμον, τό δε υ ουκ ευθύγραμμον. κατά δε τό έννοηματικον ετι - και γαρ άλλο διά τοϋ ι εννοείται και έ'τερον γε διά τοϋ υ ως ει'ρηται. ετι δ' εφην και κατά τήν ορασιν όρώμεν γαρ λαμπρώς έτέρως διατυποϋται τό ι, και έτέρως τό υ, και έτέρως τό η - δθεν ει και φαίνεται μεθεκτά κατά τήν άκοήν, λαμπρότερον δ' εμπης κατά τήν ορασιν (ήτις και μάλλον τών άλλων αισθήσεων άριδηλοτέρα) φαίνεται οτι άμέθεκτα όλως και ετεροειδή πέλει, και μάλιστα γ ' ετι και κατά τον νουν άλλο γαρ εννοεί ό νους διά f.35v
τοϋ ι Ι και άλλο διά τοϋ η και άλλο διά τοϋ υ.
25
νγ' 11ΑΛΑΣ10Ϊ TOT ΠΕΛΟΙΙΟ,ΝιΝΗΣίΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ 11ΡΟΣ ΙΙΟΛΓΔΩΡΟΝ κομφώς εν άπλότητι
κατά την πεϋσιν τε και άπόκρισιν κατά τον ορον [κύριαι θέσεις]
Πολύδωρος: τέτταρα τα ζητούμενα εφ' εκάστου δ φιλόσοφος διδάσκει εν αρχή των ύστερων αναλυτικών εΐ εστί, τί εστί, δποΓον τί εστί, και διατί εστί - και ει εφ' ε κάστου, κάπί της γραμματικής άρα. Παλάσιος:
ζητητέον άρα ει εστί γραμματική, δτι μεν εστίν, ουδείς άντερεί- χρή δ'
έμπης ζητείν το τί εστίν.
5
η δ' δς: δ λόγος ου των λεγόντων, άλλα των άποδεικνυόντων και ταΰτα των εύφυώς άποκρουομένων τα άντιπίπτοντα. ην δ' εγώ: ου πάς λόγος δι' αποδείξεως- εστί γαρ και δι' επαγωγής, και δια ορού τε και υπογραφής και δια συλλογισμού, και εξ άλλων πολλών. η δ' δς: ει τούτο, δι' αποδείξεως ήμϊν σαφήνισον. ην δ' εγώ:
10
πρόσεχε γούν ει εστί φύσει γραμματική, και κτήσει πάντως, απερ γαρ
τής φύσει, ή κτήσει ου γίγνεται - άλλαμήν τής φύσει πάντες εύπορούσι και δι' αυ τής φέρονται τή έπικτήτω - άρ' έ'στι γραμματική. ή δ' δς: ει τοϋτο, πολλαχώς άρα ή γραμματική· και έδει πρώτως έρρεβοδιφ^ν, το τί σημαίνει τούνομα τοΰ προκειμένου.
15
ήν δ' εγώ: απλώς ή γραμματική ή φύσει, ης πλουτούσιν οι πάντες κατά το δυνάμει, δηλαδή εξ ης ως εξ ου ή επίκτητος, ήτις βρύει και τοις εν μήτρα - ή κτήσει, ης οι μεμυημένοι πλουτούσιν, ης τίνος ώς αφ' ου ή θύραθεν διδασκαλία, εστί δ' εμπης ή επίκτητος, ή έντεχνος ή άτεχνος - και έντεχνος μεν ή δδώ και τάξει βαδίζουσα και εν ούδενί άτακτούσα - ή δ' άτεχνος και δημοτική, το άντίξοον. Ι
20
η δ' δς: αύτη γούν ή έντεχνος πόθεν φερωνυμούται; ην δ' εγώ: προς τοΰ γράμματος πάντως. η δ' δς:
ει γράμμα δ τόνος, ή σφραγίς, ή επιστολή, τό σύγγραμμα, το ζωγράφημα,
εκ τίνος άρα; ην δ' εγώ:
εκ μηδενός η γε τών είρημένων, αλλ' έκ τών λαμπτήρων τε τών στοι-
χείων, οίον α, β, γ, και τα εξής. η δ' δς: τί εστίν άρα ή γραμματική; ην δ' έγώ: έ'ξις επίκτητος διανοητική, περί τών οκτώ μερών τοΰ λόγου καταγινομέ-
25
νδ'
νη, τόν τε δρον εκάστου καί τον κανόνα δίδουσα και μηδενί βαρβαρίζουσα ή σολοικίζουσα. η δ' δς: ή γραμματική ουκ εστίν έ'ξις διανοητική, αλλ' αισθητική. ην δ' εγώ:
πόΏ&ΰ γε καί δει. ή γαρ αισθητική ουκ έκ προϋπαρχούσης γνώσεως γί
-
νεται ή δε γραμματική έκ προϋπαρχούσης γνώσεως γίνεται, δός είπεΐν έκ της
5
αίσθήσεως. η δ' δς: ή γραμματική ου τέχνη, αλλ' επιστήμη καί σοφία; ην ο εγω:
πολλού γε και οει- η μεν γχρ περί των αειοιων και αει ωσαύτως εχόν
των καί φυσικών συνθέτων ένασχολεΐται- ή δε περί τά άπλα καί τί εστί καταγί νεται, α τίνα μήτε έν τοϊς ουσι μήτ' εν τη διάνοια, ή δε γραμματική περί τε τήν
10
γένεσιν του λόγου καταγίνεται, δθεν καί τέχνη εστί. η δ' δς: ή γραμματική ου τέχνη, άλλα φρόνησις; ην δ' εγώ:
ουδαμώς, άλλα μετά φρονήσεως- αιτία γαρ του ζην καλώς ή φρόνησις
καί μόριον της ανθρωπείας ψυχής, δι' ου φρονεί καί λογίζεται, ή δε γραμματική ούχ οιίτους.
15
η δ' ος: ή γραμματική ου τέχνη, άλλ' εμπειρία κατά τους πολ7ν.ούς; ή|ν ο εγω]:
α : ουοεν II μάλλον εστί εμπειρία ή γραμματική - περί μερικών γαρ αει
ή εμπειρία- ή δε γραμματική τέχνη ούσα. καί περί xcSoAou ένασχολεΐται. β ': οι εμπειρικοί μόνον το δ τι Γσασι, οι δε τεχνικοί καί το διότι, γ ' : οι εμπειρικοί ουκ ί'σασι διδάσκειν οι δε τεχνικοί τό άντίξοον.
20
τοιγαροΰν ή γραμματική ουκ έ'στιν εμπειρία. η δ' δς: ει έξις ή γραμματική, καί μάλιστα διανοητική, ήτις αεί τό καθόλου περιπο λεί ώς αϊ ε ' άληθευτικαί έ'ξεις, έν ποία. τακτέον τήν γραμματικήν; ήν δ' εγώ:
τη τέχνη πάντως, ήτις περί τήν γέννησιν.
ή ο ος: ει τέχνη η γραμματική, επιοειςον. ην δ ' ε γ ώ :
ζο
α ' : πάσα ποιητική έξις ή επιστήμη εστίν ή τέχνη
-
άλλαμήν ή
-
γραμματική έ'ξις διανοητική καί ουκ έ'στιν επιστήμη άρα τέχνη. β': πάσα έξις διανοητική περί τε γένεσιν καταγινομένη τέχνη εστί άλλαμήν ή γραμματική έξις διανοητική καί περί τήν γέννησιν του λόγου ένασχο λεΐται- άρα τέχνη εστίν. γ ': πάσα γνώσις ή τίνος έργασίαν διδάσκουσα τέχνη εστίν άλλα μήν ή γραμματική τήν τοΰ λόγου έργασίαν διδάσκει- άρα τέχνη εστί. δ ' : πάσα έ'ξις διανοητική αρχομένη ένθα ή θεωρία λήγει καί προβαί-
30
νε'
νει κατά σύνθεσιν, τέχνη εστίν, ή γραμματική οΰτως άρα- άρχεται γαρ ή θεωρία ένθα λήγει ή τέχνη· λήγει δ' έ'μπης ένθα ή τέχνη άρχεται και προβαίνει κατά σύνθεσιν. ή δ' δς: ει τέχνη, έδει μένειν το αυτής ποίημα; ην δ' εγώ:
ή τέχνη των ούχ απλώς εστίν ή τε γάρ ποιητική εστίν, ήτις δι' οργά-
νων τεχνητών ενεργεί προς έτερον
5
y.a.1 μετά τήν ποίησιν μένει το ποίημα,
καθάπερ ή οικία μετά τήν οίκοδόμησιν εστί δ' αύθις και πρακτική, ή προς εαυτόν f.2v
ενεργούσα Ι δι' οργάνων φυσικών και ου προς έτερον, ης τίνος μετά τήν πράξιν ου μένει το πραττόμενον, ως μετά τήν χόρευσιν ό χορός. η δ' δς: ει τέχνη, πρακτική άρα ή ποιητική;
10
ην δ' εγώ: ηπερ ενεργεί δι' οργάνων φυσικών και ου προς έτερον, πρακτική εστίν, η δε διατυποΰται και μένει το αυτής πραττόμενον, ποιητική εστί, η ο ος: τι εστίν αυτή εςις η οιανοητικη; ην δ' εγώ:
ουκ άλλο, ει μή φώς τών μαθημάτων, δ θύραθεν ήκει εν τη ανθρωπεία
ψυχή, καθάπερ ει τούτο το αίσθητόν φώς εν τοις όρώσΐ" αφ' ου δε ποιητικόν αύ-
15
τής αίτιον, ή τε μάθησις και διδασκαλία. ή δ' δς: μών ή γραμματική το φώς πέλει τών μαθημάτων; ήν δ' εγώ:
ουδαμώς· φώς γαρ εκείνη και ου το φώς· και νους ετι εκείνη καί ουκ ε
στίν ό νους ό διανοητικός' νους γάρ και ή αΐ'σθησις καί ή φαντασία κατά τον ά παντα.
20
η δ' δς: μών πάσα μάθησις θύραθεν ήκει; ην δ' εγώ:
ή μάθησις καί γνώσις διττή· ή φύσει ή λόγω - καί ταΰτα δσα ένεκα τοΰ
κείται καί αγαθού τινός άφιέμενα ταύτη χρώμενα είσί. η δ' δς: τίς αυτή ή φύσει γνώσις; ην δ' εγώ:
ή γαρ τοΰ λόγου εν άλλοις εφημεν. ή τών φύσει, πάντως· φέρ' ειπείν,
25
τών τε φυτών καί τών άλλων, ου γάρ τίς έδίδαξε τήν φύσιν τών φυτών ρίζας τοι αύτας ποιεΐν κορμούς τε [καί ]στελέχους, φύλλα τε καί άνθη, περικάρπιά τε καί υμένας, σελίδας τε καί περιτοίχεί^α, καί άναμίξ αυτών έμβάλλειν τον οίον αυτά γενώντα καρπόν, ούτε τήν χελιδόναν ή τήν μέλισσαν ούτωσί πως τήν καΛΚονην δημιουργεΐν δθεν καί ή φύσις πάνυ γνωρίζει.
30
νστ
τό περί ου II [της γραμματικής] η δ' δς: πάσα επιστήμη καϊ τέχνη έχει ύποκείμενον και τέλος· ύποκείμενον μεν περί ο καταγίνεται, τέλος δε περί δ στοχάζεται, εξ ων και ετέρα τής ετέρας διακρίνε ται, και άτερ αυτών ουδεμία επιστήμη ή τέχνη - άλλαμήν καθ' ημάς τέχνη ή γραμματική· άρα τί το περί ο καταγίνεται και τί το περί ό στοχάζεται; ην δ' εγώ: το μεν αυτής ύποκείμενον τα οκτώ μέρη τοΰ λόγου εισίν, οίον δνομα, ρή-
5
μα και τα εξής· το δε τέλος περί ο στοχάζεται ούχ απλώς, άλλα ή ώς ω τέλος ή ώς ου υπάρχει. η δ' ος: τί άρα τοϋτο τό ώς ω τε και ου; ήν δ' εγώ:
το μεν ώς ω τέλος εστίν δ δρος και ο κανών τών αυτών, ήτοι ή γνώσις
και το τί εστίν εκάστου (κανών δε το πώς δει εχειν εν τε τη συνθέσει και τη
10
συντάξει)· το δε ώς ου τέλος το όλως τε μή σολοικίζειν ή βαρβαρίζειν, τουτέστιν άτακτεΐν, ούτε περί ενός ούτε περί πολλών. η δ' δς: τί άρα το της γραμματικής παρώνυμον; ήν δ' εγώ:
δ γραμματικός πάντως, δ τον δρο και τον κανόνα άποδιδούς τών οκτώ
μερών τοΰ λόγου" ου γαρ πάς δ γράφων ή άναγινώσκων γραμματικός, άλλα γραμ-
15
ματεύς. η δ' δς: ει εκ τοΰ γράμματος ή γραμματική, το γράμμα πόθεν; ην δ' εγώ:
εκ τής γραμμής πάντως, διατύπωσις γαρ γραμμών εστί το γράμμα" εκ
μιας γαρ ορθής και άλλης πλαγίας τό τ , εκ δε δύο ορΒων και μιας εγκαρσίου τό π,
και τα εξής.
20
η δ' δς: μών αυτά φύσει ή κτήσει τοις άνθρώποις; ην δ' εγώ: ώς ή θύρα και τα ξύλα" φύσει γαρ ύλικώς, κτήσει δε θύραθεν, και ποιητικώς ώς ή θύρα. ή δ' δς: Ι ει τό δι ελαττόνων γενέσθαι άρκετόν, μάταιον άν είη τό δια πλειόνων δια γαρ τών δέκα και τών οκτώ γραμμάτων ίκανώς οι άνθρωποι έπολιτεύοντο. τίνος χάριν δια είκοσιτεσσάρων; ην δ' εγώ: χάριν εύκοσμίας τε και καλλονής, και γαρ οι άνθρωποι και τα ζώα, ατερ δράσεως και ακοής, προσέτι και οσφρήσεως, έδύναντο είναι, αναγκαία γαρ μ,ονοΊουχί τω ζώω ή τε γεΰσις και ή άφή. προσέτι άλλο φίλος, και άλλο φήλος, και
25
ν'ζ'
φύλλος έτερον. η δ' δς: ει τό της γραμματικής ύποκείμενον τα οκτώ μέρη τοΰ λόγου εισί, τα είκοσιτέσσαρα των γραμμάτων τί εστί; ήν δ' εγώ: τα αυτής άπλα και τί εστί, καθάπερ ή υλη και το είδος τής φυσικής και τα τέσσερα πρώτα τής μεταφυσικής;
5
η δ' ος: ει τα άπλα και τι εστί πρώτα εστί και ουδαμώς υστέρα' άλλαμήν τα γράμ ματα εκ τών γραμμών συντίθενται, εξ ων και τύπωσις γραμμών εστί - τα γράμ ματα τοιγαροϋν ούχ απλά. ήν δ' εγώ:
καθάπερ ει τα στοιχεία εν τοις μεικτοίς, ούτωσί πως και τα γράμματα
εν τε τάίς συλλαβαΐς και ταΐς λέξεσι. εκείνα μεν ύπαρκτικώς, ταύτα δε άναφορι-
10
κώς. η δ' δς:
ει το γράμμα διατύπωσις γραμμών εστί, πώς Λάσκαρης μέρος ελάχιστον
φωνής άδιαίρετον καλεί; ην δ' εγώ:
διότι τούτο ορίζεται ου κατά το σημαντικόν είναι, άλλα κατά το σημαι-
νόμενον ημείς δε κατά το άντίξοον.
15
η δ' ος: ει το γράμμα δλως ουκ εστίν ούτε κατά το σημαντικόν είναι ούτε κατά το σημαινόμενον λέξις γαρ και τών λεγομένων εστί, και προσέτι τών εφ' ήμϊν. πώς ουκ έ'φη γράμμα λέγεται, άλλ' έ'φη εστί; ήν δ' εγώ: καταχρηστικώς εφη. η δ' δς: και ει τό γράμμα όλον τί εστί, πώς μέρος καλεί; εκ τών μερών γαρ το δλον
20
συντίθεται, και το όλον εις τα μέρη διαιρείται. II ην δ' εγώ:
κατά άλλο και άλλο. προς μεν την φωνήν θεωρούμενον τό γράμμα μέρος
αυτής εστί· προς εαυτό δε δλον τί εστί. η δ' δς: ει τοΰ γράμματος ή γραμμή (εξ ης τό γράμμα) ελάχιστον, και τής γραμμής τό σημεΐον ελάχιστον, πώς τό γράμμα ελάχιστον καλεί; ην δ' εγώ:
25
ο λόγος περί φωνής, ης τουλάχιστον τό γράμμα 1 άνευ γαρ τούτου φωνή
ου κατορθοϋται, αϊ δε γραμμαί και τα σημεία ου φωναί. η δ' δς: φωνή τί εστί; και ποσαχή; και περί ποίας ήμϊν ο λόγος; ην δ' εγώ:
εστί γοϋν απλώς ή φωνή πλήξις αέρος, και ή άτερ φαντασίας, ή μετά
φαντασίας, ή και μετά διανοίας, περί ης δ λόγος, έναρθρος γαρ μόνη ή παρούσα
30
και τεχνική, ήτις ή σημαντική, οίον θάλασσα, η OL
νη'
τον καλεί; ην δ' εγώ:
το άδιαίρετον επί τοΰ παρόντος το άδιάσπαστον δηλοΤ της φωνής· ει γαρ
εκ τοΰ πολυδώρου το π αφελείς, ουκ εστί πολύδωρος, όθεν έρρέθη άδιαίρετον. η δ' δς: ει το -γράμμα γενικώς εις εικοσιτέσσερα διατέμνεται, ειδικώς δε ποσαχώς; ην δ' εγώ:
εις σύμφωνα δεκαεπτά καί εις επτά φωνήεντα.
5
η δ' δς: φωνήεν καί σύμφωνον τί εστί; ην δ' εγώ:
το μεν καθ' εαυτό φωνήν αποτελούν, το δε ξύν τ ω φωνήεντι. καί τα μεν
φωνήεντα εις μακρά τε καί βραχέα διαιρείται καί δίχρονα- τα δε σύμφωνα εις τε διπλά καί άμετάβολα, ψιλά τε καί δασέα, καί προς τούτοις καί μέσα - απερ άπαν τα ή ήμίφωνα είσίν ή άφωνα λέγεται.
10
η δ' δς: τί εστίν έ'καστον; καί πόσα πέλει; ην δ' εγώ:
μακρά μεν δύο, η καί ω - φωνεΐται δ' ούτως, διότι οι πάλαι μακράν προσ-
ωδίαν έπέβαλλον. Ι βραχέα δε ε καί ο- καλείται δ' ούτως, διότι βραχείαν έπέ&akhov. δίχρονα δε α, ι, υ" λέγεται δ' ούτως, διότι πή μεν μακρόν πή δε βραχύ λαμβάνεται, σύμφωνα δε τών ήμιφώνων επτά, ζ, ξ, κ, λ, μ, ν, ρ, σ. άφωνα δε β,
15
γ, δ, κ, π, τ, θ, φ, χ. διπλά μεν ζ, ξ, ψ· κράζεται δ' ούτως, διότι εκ δύο συμφώ νων, άμετάβολα δε λ, μ, ν, ρ· ε'ι'ρηται δ' ούτως, διότι ου μεταβάλλεται, ψιλά δε κ, π, τ* ψιλοϋται γαρ άεί εν τη συνθέσει, ως ουκ εστί, ώς έπ' εβαλλον. δασέα δε θ, φ, χ - δασύνεται γαρ εν τη συνθέσει, ώς ούχ ούτως, μέσα δε τρία, β, γ, δ· άναμίξ γαρ του τε α καί τών άλλων, ήμίφωνα δέ, διότι εύφων(ότερα τών άφωνων, άφωνα
20
δέ, διότι τών άλλων μάλλον κακόφωνα. η δ' δς: αί δίφθογγοι ή κοινώς ή ποιητικώς εστί. ή δέ κοινώς ή κυρίως, αι, αυ, ει, ευ, οι, ου, αϊτινες ή τών τρεπτών, οίον αυ, αι, οι, ή τών άτρέπτων, οίον ευ, ει, ου. εν τοις παρωχημένοις δε χρόνοις ή τροπή αυτών καί ή μη τροπή γίγνεται. ή δέ κα ταχρηστικώς κοινή α, η, καί ω· εστί ποιητικώς δέ δίφθογγοι καί ωυ, ηυ, ιη. διατί
25
δίφθογγος έρρέθη; ην δ' εγώ: διότι εκ δύο άεί φωνών συντίθεται- φθόγγος γαρ ή φωνή, φωνή δ' απλώς ο ψόφον δι' ακοής ποιεί. η δ' δς: μών αί δίφθογγοι άεί ώς μακρά λαμβάνεται; ην δ' εγώ:
πάντως, εν τέλει δέ λέξεων εύρισκόμεναι αντί βραχέως λογίζονται.
η δ' δς: αί καταχρηστικαί τών διφθόγγων πόθεν γίγνονται; η|ν δ' εγώ]: ή μεν α εκ τοΰ αι, ή δέ η εκ τοϋ αυτού αι. τρέπει γαρ το α εις η , καί το ι II υπογράφει, εν γαρ τ ψ α υπογράφει μόνον το ι* ή δέ ω εκ τοΰ οι τροπή τοΰ
30
νθ' ο εις ω• και το ι υπογράφει. ή δ' δς: αί καταχρηστικώς εκ των κυρίων γίγνονται - το δε αι πόθεν; ην δ' εγώ: εκ του αο, πάντως· αφαιρεί γαρ το α και προσθέτει το ι ποιητικώς. η δ' ος: ει τα άπλα και τί εστί της γραμματικής είσΐ τα εικοσιτέσσερα, τί αρα προς αυτών αμέσως συντίθεται;
5
ήν δ' εγώ: ή συλλαβή πάντως" εκ τε γαρ τοΰ β και τοϋ α το βα γίγνεται. η δ' ος: τί εστί συλλαβή; και ποσαχώς; και τί εστίν έκαστος; ην δ' εγώ: εστί δε συλλαβή μήξις τις τουλάχιστον εν δυσί' και ή άκύρως, ως αί κα ταχρηστικώς δίφθογγοι, ή κυρίως, ώς ή μακρά τε και κοινή και προσέτι ή βραχεί α, καί μακρά μεν ή μακρόν φωνήεν έχουσα, ήτις ή φύσει ή θέσει, και φύσει μέν,
10
οίον ήρως. δταν γαρ εν τών μακρών φωνηέντων ή εν τών δίχρονων έκτεταμένον έχει, ή δίφθογγος μακρά εστίν, οίον ήρως, πράγμα, μίσος, πΰρ, άνους αύλαξ, πεΐνα, οίνος, ούτος, νεύρον ή θέσει, όταν εις δύο σύμφωνα λέγει, οίον άλς, ή όταν δύο σύμφωνα ήνίκα εκφέρεται- καί ουκ εστίν άφωνον προ άμεταβόλου, οίον δπτω, καί έ'ξω. κοινή δε ή πή μεν μακρόν πή δε βραχύ φωνήεν έχουσα, βραχεία δε ή βραχύ
15
φωνήεν ή δίχρονον έχουσα, ήτις ή φύσει, ώς λέγε καί λόγος, ή εθει ώς ηδύς, τίς, λαός, ή διχρόνω. η δ' ος: ποσαγΎ\ τα άμετάβολα; ην δ' έγώ:
ή τα τέσσαρα σύμφωνα τής πέμπτης κλίσεως λ, μ, ν, ρ, ή τα τέσσαρα
φωνήεντα, η, ι, καί ω.
20
η δ' ος: αί συλλαβαί τίνων είσί συντιθέντα; f.5v ην δ' έγώ: πάντως τής λέξεως, Ι ήτις τα οκτώ μέρη εστίν τοϋ προφορικού λόγου, ε στί γαρ ομώνυμος φωνή διάφορα δηλούσα σημαινόμενα- δηλοΓ γαρ το όνομα, το ρήμα, καί τα εξής. ή ο ος: τι εστίν όνομα;
Δ)
ήν δ' έγώ: μέρος λόγου κλιτόν, ούσίαν ιδίαν ή κοινήν σημαίνον. η δ' δς: ει το όνομα μή δν εστί, θέσει γαρ ημείς τιθέμεθα, πώς εστί φαμεν καί μέρος καί τά εξής λέγομεν; ήν δ' έγώ: έρρανηστικώς πάντως καί καταχρηστικώς λέγομεν κατά το σημαινόμενον είναι, καί ου κατά το σημαντικόν. η δ' δς: μών τούνομα φύσει ή θέσει; ην δ' έγώ: ώς μεν εξ ου, φύσει, ώς δε αφ' ου, θέσει, καθάπερ ει και ή ναΰς - κάκείνη γαρ ήπερ ξύλα, φύσει, η δε ναϋς θέσει εστί.
30
ξ'
η δ' δς: πόθεν τουνομα έρρέθη; δνομα γαρ καί το ρήμα; ώς εν τ ω περί ερμηνείας δ φιλόσοφος διδάσκει, παρά της φύσεως γαρ έ'χομεν το δύνασθαι όνομάζειν καί τιθεσθαι τα ονόματα τοις πράγμασι φησί. ην δ' έγώ: επί τοϋ παρόντος εκ τοΰ όνομάζειν, ήτοι το εξ ονόματος καλεϊν. η δ' δς: ει τουνομα μη δν εστίν, αλλά θέσις εξ ημών, το μή ον πώς δύναται σημαί-
5
νειν; ην δ' έγώ: τουνομα ούχ δλως μή δν, αλλ' ον θετικόν εστί" φωνή γάρ εστί σημαντική κατά συνθήκη. η ο ος: ει ούτως, απλούν όλως εστίν η συνθετον; ην δ' έγώ:
συνθετον πάντως, τεχνικόν γαρ τι δν τουνομα καί συνθετον εξ ύλης και
10
είδους καί της τε σημασίας, πρακτικόν μέντοι ον κατά το σχήμα, φυσικόν δέ τι κατά τήν ΰλην καί σωματικόν. κατά γαρ το σχήμα, ποιότις ως II ή θύρα- κατά δέ τήν ΰλην σωματικόν τι ώς τα ξύλα. η δ' ος: ει όλον τι τουνομα, πώς μέρος καλεί; το γάρ μέρος δλου εστί μέρος. ην δ' έγώ: ου προς αυτό, άλλα προς τδν λόγον, ου μέρος τυγχάνει. η δ' δς:
15
ει το μέρος καθόλου εστίν ή μερικόν, καί τό μερικόν ή αόριστον εστίν ώς
άνθρωπος ή ώρισμένον ώς Δίων. τό δέ καθόλου ή επιπλέον, ώς άνθρωπου τό ζώον, ή επίσης τι λογικόν, ή έπέλαττον, ώς ή μήτρα" ώς τί άρα μέρος τουνομα; ην δ^ έγώ: ώς τί αόριστον πάντως. η δ' δς: τίνος άρα λόγου υπάρχει μέρος τουνομα; λόγος γάρ καί ό θεός, τό πρόσταγ-
20
μα, ή ύπόσχεσις, κατά τους θεολόγους' τό είδος, τό πάθος, ή φρόνησις, ή αί'σθησις τε καί φαντασία καί ή διάνοια, κατά τους φιλοσόφους· ό ορισμός, ή κατάφασις, ή άπόφασις, ή άπόφανσις, ό συλλογισμός, ή άπόδειξις, καί ή επαγωγή κατά τους λογικούς· τό ενθύμημα καί τό παράδειγμα κατά τους ρήτορας· ό μϋθος, ή κοίτη, καί άλλα κατά ποιητάς. ήν δ' έγώ:
περί τοϋ διάνοιαν αυτοτελί]
25 δηλούντος, δστις διττός· ή ό έχων ενεργεία
τα οκτώ μέρη τοϋ λόγου, οίον ό νόμος καλώς συστέλλει έπισυστέλλων καί αυτός, ή ό δυνάμει περιέχων ώς ή κατάφασις καί ή άπόφασις. περί δέ λόγου έκτυπώτερον ύστερον έρούμεν. η δ' δς:
ει ό λόγος επί τοϋ παρόντος περί τοϋ απλώς ονόματος εστί, πώς τουνομα
καλεί μέρος λόγου κλιτόν; πολλά γάρ τών ονομάτων άκλιτα. ην δ' έγώ:
τουνομα ή κλιτόν εστί, ή άκλιτον καί περί τοϋ κλιτού ό λόγος, έλλάδι
γάρ φωνή άπαν δνομα κλιτόν.
30
w η δ' δς:
αρετή τού ορισμού το μήτε πλεονεκτεΤν, μήτε μειονεκτεΐν άλλαμήν ή ού
τως πλεονεκτεί, άρ' ούχ ύγειώς έχει - και γαρ ή αντωνυμία καί άλλα κλιτά είσί; f.6v ην δ' εγώ:
επί του παρόντος ό λόγος ου περί τοΰ γενικού, αλλά Ι περ περί του ειδι
κού είναι. η δ' ος: ει τουνομα σημαντικόν τε εστί και άσημον, πώς τουνομα ούσίαν ιδίαν ή κοι-
5
νήν σημαίνει; το γαρ βλήτηρης και τραγέλαφος ουδέν σημαίνει, ην δ' εγώ:
τουνομα απλώς ή κλιτόν τε καί άσημον, ως τραγέλαφος, ή σημαντικόν
τε καί άκλιτον, οίον ίώβ, ή σημαντικόν τε καί κλιτόν, περί ου ό λόγος, η δ' ος: ει τα πλεΤστα τών ονομάτων συμβεβηκότα σημαίνει, πώς επί τοΰ παρόντος ούσίαν δήλοι;
10
εφη τις: περί τών ουσίας σημαινόντων ό λόγος, ην δ' εγώ: πόΚΚοϋγε καί δε? απλώς γαρ περί τοΰ σημαντικού ονόματος ό λόγος· τό δε ουσίας όνομα ύπαρξιν καί οντότητα δηλόΐ, έν η έγκαταλέγεται τό τε αύτοκρατές καί το έτεροκρατές. η ο ος: ει ο λόγος το όλον εστί" όπερ ουόεν εστί - ου γαρ ο λόγος ον. το γαρ ον η ως
Ιο
νοσούν, ή ως νόσος, ή ως ή γένεσις αυτής, ων όλος ο λόγος άμοιρεΤ. πώς τό μέρος του λόγου ούσίαν δηλοϊ; ην δ' εγώ: θετικώς πάντως καί μή ύπαρκτικώς. ή ό ος: πως εφη ιοιαν ή κοινην; ην δ' εγώ: διότι ή καθόλου ή μερικήν ύπαρξιν δηλοΐ. καί ή μεν καθόλου ύπαρξις τής
!20
διανοίας εστί, ή δε μερική τής αίσθήσεως. ή ο ος: ουσία τι όηλοι; ην δ' εγώ:
τήν έξουσίαν, τον πλουτον, τήν ύλην, τον βίον, τήν άπόκτησιν καί τήν
ύπαρξιν, περί ης ό λόγος, ή δ' ος: πώς ό άνθρωπος κοινή ουσία, μερική δε ό Δίων; ην δ' εγώ:
25
διότι ο άνθρωπος δηλοϊ καί τον Δίωνα καί τον Νικάνορα, ό δε Δίων μο-
νονουγι τον εαυτόν τό γαρ κοινόν, έν πολλοίς· τό δε μερικόν, προς εαυτό μόνον. II f.7r
η δ' δς:
μών ή σημασία τού ονόματος καί σημαντικού εστίν ή τού πράγματος καί
σημαινόμενου; ην δ' εγώ: τών άμφω πάντως, τού μεν ονόματος ώς αφ' ου καί προϊούσα, τού δέ σημαινόμενου ώς έν ω καί εμμένουσα, η δ' δς: ποσαχώς ή σημασία; ήν δ' εγώ: ή άνευ φωνής, ή μετά φωνής· καί ή άτερ φωνής τριττή - ή φυσική, ή δια
30
ξβ'
φόβον ώχρίασις, η κατά συνθήκην, τό όροθέσιον, ή νοητική, δεσμός, καπνός, σύνο δος νεφών, άνθρακία. ή δέ μετά φωνής διττή· ή έναρθρος, ή άναρθρος, και ή μεν άναρθρος ή φύσει σημαντική, οίον βήξ, λύγξ, ή βία, οίον οι κρότοι των αψύχων, ή έναρθρος, ήτις διττή, ή άσημος, οίον βλήτηρη, ή σημαντική, ήτις ή κατά συνθή κην, ή νοητώς. και ή μεν νοητώς σημαντική φωνή εστί η δια της φωνής του Ά -
5
ριστάρχου τον Άρίσταρχον σημαίνομεν ή δέ κατά συνθήκην τετραχή" ή απλή συνθέτου, οίον γράφω, ή σύνθετος άπλοϋ, οίον ακρόπολις, ή σύνθετος συνθέτου, φι λοσοφία, ή απλή άπλοΰ, ήτις διττή· ή κοινή, ή ιδία. και ή μεν κοινή, ή γένος, ή ειοος, η οιαφορα, η toiov, η συμδεοηκος· η οε ιοια, η Σωκράτης, ή τι λευκον. η δ' δς: διατί προτετίμηται τουνομα των άλλων;
10
ην δ' εγώ: διότι το ύποκείμενον δηλοί, τά δ' άλλα ως τούτου κατηγορούμενα. η δ' δς: πάν δνομα λέξις εστί - άρα και τανάπαλιν; ην ο εγω:
πο)>Λου γε και οει. λεςις γαρ και τα οκτώ μέρη του Aoyou, οίον όνομα,
ρήμα, και τα εξής. η δ' ος: ει λέξις εστίν ή έχουσα τί λεκτικόν εν αυτή, ήτοι σημαντικόν ή δέ πρόθε-
15
σις, το άρθρον, καί ό σύνδεσμος, το άντίξοον, πώς λέξις καλείται; Ι f.7v η|ν δ' εγώ]: ή λέξις διττή· ή εκ τοΰ λέγειν καί λέγεσθαι μόνως, ως πρόθεσις καί τ ' άλλα, ή ως το έχον εν αύτω τί λεκτικόν, φέρ' ειπείν τουνομα καί το ρήμα- ή γαρ τούτων σημασία εστί το εν αυτοϊς λεκτικόν τε καί σημαντικόν. ή δ' ος: αρ' άπασα λέξις ως όνομα και ρήμα έχει εν αυτή λεκτικόν; ην δ' εγώ:
20
πολλού γε καί δεϊ. τα γαρ άσημα τών ονομάτων λέξεις είσί, αλλ' ου τί
λεκτικόν εν αυτοϊς έ'χοι. η δ' δς: πόσα παρέπεται τω ονόματι; -
ην δ' εγώ: πέντε γένος, είδος, σχήμα, αριθμός, καί πτώσις. καί γένος εστί τό κατά πολλών ειδών λεγόμενον, όπερ ή άρσεν, ή θήλυ, ή ούδέτερον εστί. καί άρσενικόν
25
μεν ου προτάτεττται τό ό άρθρον κατά τήν ευθείαν πτώσιν, οίον ο λόγος· θηλυκόν δέ ου προτάττεται τό ή άρθρον, οίον ή οδός· ούδέτερον ου προτάττεται τό τό, οίον τό βήμα. ή δ' δς: μών τό γένος τοΰ ονόματος ουσιώδες εστίν, ή επουσιώδες; τό γαρ γένος, ή ως ούσίαν, ή ως ποσόν, ή ως ποιόν, ή ως τά προς τι, καί τ" άλλα εστί. ήν δ' εγώ: κατά τό σημαινόμενον πάντως τοϋ ονόματος. η ο ος: τι εστίν ειοος; ήν δ' εγώ: τό σχήμα εκάστης φωνής· είσί δέ δύο τά είδη τοϋ ονόματος' ή πρωτότυ-
30
ξγ' πον, οίον μέγας - ή παράγωγον, οίον μεγαλόψυχος, και παράγωγον μεν τό εξ άλ λων συντεθειμένων. πρωτότυπον δε τό μή εξ άλλου, αλλ' εξ αύτοΰ. η δ' δς: τί εστί σχήμα ονόματος; ην δ' εγώ: λόγος έξηλαγμένος του εν εθει κατά τίνα πλάσιν κόσμου, ή χρείας χάριν. και άλλος γαρ τοις λόγοις περιτίθησι διά τε της ποικιλίας και μεταβολής του λό-
ί)
γου και σεμνοτέραν απεργάζεται την φράσιν αντί γαρ τοΰ λέγειν ει δν αύτοΰ και φίλον τοΰ Ιππου, κομψώς εν άπλότητι φησί II φιλιππίδης. τα δε τοϋ ονόματος, σχήματα, άπλοΰν, <οιον> ίππος, σύνθετον, οίον φίλιππος, παρασύνθετον, οίον φι-
λιππίδης. η δ' δς: τί εστίν αριθμός; ην δ' εγώ:
10
σημεΐον γνωστικόν τοΰ τζοσου των υποκειμένων, εν ή δύο ή πολλά
σημαίνον ενικός γαρ ή δυϊκός ή πληθυντικός ό αριθμός υπάρχει. η δ' ος: ποσαχώς ό αριθμός απλώς; ην δ' εγώ: μέτρος ή μετριτός εστί - και ό μέν μετριτός πέλει τό μετρούμενον πράγ μα - ο δέ εστί αριθμών αριθμός, πέλει τό μέτρος, οίον τό κοίλον και τό κοιλενόμε-
15
νον ήμΐν δ' ό λόγος περί τοΰ πρώτου σημαινόμενου εστίν, ο πέλει εν τή διάνοια. η δ' δς: πόσαι αϊ πτώσεις; ην δ' εγώ: πέντε, ή μεν πρώτη ονομαστική" ήτις ή έπίθετος, οίον οι αγαθοί, ήτις και άτρεπτος - ή ουσιαστική, οίον οι άνθρωποι, ήτις εις γενικήν άττικώς τρέπεται, οίον οι αγαθοί τών ανθρώπων, δευτέρα δε ή γενική - ήτις ή διαιρετική, ώς εις των
20
-
στρατιωτών, λόγχη' ή κτητική, τ ω θανάτω σου, θανάτου ώλεσ' ή ελλειπτική, μισούμαι τής κακίας, ή τοΰ 0ζο8ε·γμ.ονος τάφου προς τους' ή άπολελυμένη, ημών κοιμωμένων έσυλήθη. τρίτη ή δοτική· ήτις ή χαριστική, παιδεύω σοι τον παίδα, ήτοι σοι χαριζόμενος· ή οργανική, τύπτω σε ράβδω, βοηθώ σοι δπλοις, φιλώ σε δλη ψυχή' ή χρονική, τ ω καιρώ έκείνω. τετάρτη ή αιτιατική" ήτις ή έπίθετος,
25
τους αγαθούς, και άτρεπτος· ή ουσιώδης, οίον τους ανθρώπους, ήτις και άττικώς εις γενικήν τρέπεται, οίον τους αγαθούς τών ανθρώπων, πέμπτη ή κλητική, και ή άττικώς, ω πολύδωρος, ή κοινώς ω πολύδωρε. η δ' δς: ει ή ονομαστική και κλητική ορθή και εύθεΤα καλείται και ου πτώσις, ή γαρ πτώσις ένδεια τής ουσίας εστίν, ήντινα ή ονομαστική τε και Ι κλητική δηλοΐ, πώς πτώσεις αϊ πάσαι έρρέθησαν; ην δ' εγώ: ού πάσαι πτώσεις, άλλ' αϊ πλάγιαι μόνον πτώσεις έρρέθησαν, αί δέ όρθαί και εύθεΐαι. ονομαστική μεν ή ορθώς τήν ούσίαν σημαίνουσα" γενική δέ ή τί γένος
30
ξδ' της ουσίας δηλοϋσα' δοτική δε ή τι έτερον εν τή ουσία δίδουσα" αιτιατική δε ή τήν αίτίαν αεί έπεκδηλοΰσα. Κανών αττικοί τήν ευθείαν αντί γενικής, αντί δοτικής τήν αίτιατίκήν, τήν αιτιατικήν αντί γενικής, τήν γενικήν αντί αιτιατικής, τήν αίτατικήν αντί ονομαστικής, δωρι-
5
εις αντί ενικών θηλυκών πληθυντικούς και πτώσεις έκφέρουσι, οίον <άντί> καλήν σοφήν καλάς σοφάς λέγουσι. ή δ' δς: ποσαχώς τοΰνομια; ην δ' εγώ: πολλαχώς· ουσιώδες, Δίων επίθετον, σοφός· προσηγορικόν, άνθρωποςέρωτηματικόν, τί; τζόϊος; πόσος; συγκριτικόν, σοφώτερος· πατρωνυμικόν, κρονί-
10
-
δης· άναφορικόν, οίος ρηματικόν, Φιλήμων ύπερθετικόν, σοφώτατος παρώνυμον, Τρύφων κτητικόν, ιατρός, μουσικός" όμώνυμον, κόραξ" ύποκοριστικόν, κρεάδιον II αόριστον, δστις, όποιος, όπόσος" περιληπτικόν, δήμος, χορός" φερώνυμον, Μεγαπένθης - άριθμητικόν, εν, εις" προς τι, πατήρ, υιός' έθνικόν, Φρύξ, Πέρσης - περιεκτικόν, έλαιών άπολελυμένο[ν], θεός, λόγος, άγγελος, γενικόν, ουσία, ζώον
15
παράγωγον, 'Αλέξανδρος, Αλεξάνδρα. η δ' δς: τί το ί'διον τοΰ ονόματος; ήν δ' εγώ: το άνευ χρόνου κατά πτώσιν κλίνεσθαι, καθάπερ ει και τοΰ ρήματος ή ιδιότης, το έγκλίνεσθαι προσωπικώς κατά χρόνον. η δ' δς: μών τούνομα δίχα τοΰ ρήματος τί σημαίνει; ην δ' εγώ: οριστικώς μεν πάντως, καθ' εννοιαν δε ουδαμώς. η δ' δς: ει τούτο, πώς ούσίαν δηλοί; ην δ' εγώ: όρικώς πάντως και ου κ α τ ' εννοιαν άπλοΰν γαρ τί δηλοί ό δρος, ή δ' έν νοια συμπλοκήν, οίον Σωκράτης περιπατεί.
20
ξε
περί ρήματος f.9v
έ'στι δε μέρος λόγου κλιτόν μετά διαφόρων χρόνων, ένέργειαν, ή πάθος, η Ι ουδέτερον τι σημαίνον. η δ' δς:
ε? το ρήμα ενέργεια τίς εστίν, ήτις ούτ' δν εστίν έ'καστον γαρ των δντων
ένεκεν τής ιδίας ενεργείας υπάρχει, δθεν ή ενέργεια, ούτ' ενεργεί ούτε πάσχει, πώς άρα ή ενέργεια πάθος ή ένέργειαν δηλοΐ;
5
ην δ' εγώ: ή ενέργεια και τό ρήμα ουκ έχει ένέργειαν ή πάθος, αλλ' αυτή ή ενέργεια και τό ρήμα καθ' αυτό ενέργεια ή πάθος υπάρχει κατά την διάφορον προφοράν τής λέξεως. η δ' ος:
ποσαχώς ή ενέργεια; και τί εστίν ενέργεια; και περί τίνος ενεργείας ό λό
γος, ομ,οίως και τό πάθος; ην δ' έγώ:
10
εστί δε ο\ιΑ)νι>μος φωνή διάφορα δτίΚοϋσα σημαινόμενα, ενέργεια γαρ και
ή αφηρημένη και πρό τής δυνάμεως, οίον τό θεϊον, ό νους- ή μετά τής δυνάμεως, τό δεΰρο είδος· ή μετά την δύναμιν, ως ή υφανσις του υφαντού, εν η καί τό ρήμα αναλογικώς έγκαταλέγεται' φωνή γαρ τίς τό ρήμα τοιώσδε έσχηματισμένη περί ης ήμίν ό λόγος.
15
ή δ' δς: ει ή ενέργεια καί τό πάθος τών αντικειμένων, τα δε αντικείμενα ου συνέρ χεται, πώς τό ρήμα ενέργεια ούσα έστι καί πάθος; ην δ' έγώ: επί τοϋ παρόντος ή έναντίωσις κατά τον σχηματισμόν τής λέξεως καί ού κατά τό πράγμα' τήν γαρ επί τών πραγμάτων ουσα^ έναντίωσιν εν τή μεταφυσι κή έροΰμεν.
20
η δ' δς: τί εστί πάθος; καί ποσαχώς καί περί τίνων ήμίν δ λόγος; ην δ' έγώ:
έστι δε ομώνυμος φωνή διάφορα δηλοϋσα σημαινόμενα' δηλοΐ γαρ τό τε
ηδύ καί τό λυπηρόν, εν οις έστι αν πάθος τελειωτικόν ή φθαρτικόν έγκαταλέγε ται, δπερ ποιότης εστί, καθ' ην άλλοιοΐσθαι ενδέχεται, περί ων ουδείς λόγος, ήμίν δ' δ λόγος περί τής προφοράς τής λέξεως, οίον τύπτω καί τύπτομαι, ουδετέρως, ύσταίνω, κοινώς, βιάζομαι, άποθετικώς, μάχομαι. II f. 1 Or ή δ' δς: ει τό ρήμα μή δν εστίν ενέργεια γάρ· πώς εστί φησί, καί ταΰτα μετά χρό νου σημαντικόν; ό γαρ τραγέλαφος ου δύναται τί σημαίνειν.
15
ξστ'
ην δ' εγώ:
ούχ ούτο.>ς έχει ή ενέργεια και τό ρήμα. άναμίξ γαρ δντος τε και μή δν-
τος υπάρχει, θετικόν γαρ ον εστί, και κατά συνθήκην σημαντικόν, ης τίνος άμοιρεΐ ο τραγέλαφος, ος πλάσμα της διανοίας και αποκύημα δλως άμοιροϋν τοΰ σημαινό μενου. η δ' ος: πώς μέρος το ρήμα του λόγου και πώς κλιτόν εφημεν εν τ ω περί ονόματος.
5
νϋν δε ζητητέον πώς μετά διαφόρων χρόνων ένέργειαν ή πάθος ή ουδέτερον τι δηλοΤ; ήν δ' εγώ: ή ενέργεια τοϋ ρήματος και το πάθος, δπερ ταύτό το ρήμα εστί, ενεργη τικώς μεν δηλοΰται ούτως κατά τους διαφόρους jjpôwovç: γράφω, εγραφον, έγρα ψα, γράψω" παθητικώς δέ, γράφομαι, έγραψάμην, γράψομαι.
10
η δ' δς: ποσαχή τό ρήμα; ήν δ' εγώ: ή προσωπικόν, δπερ ένεργητικόν, παθητικόν, ουδέτερον, κοινόν, και άποθετικόν ή τό κατά τι άπρόσωπον, οίον δεΤ, χρή, πρέπει, δοκέ? ή δλως άπρόσωπον, ως τα απαρέμφατα. ή δ' δς: πόσα παρέπεται τ ω ρήματι;
15
ην δ' εγώ: οκτώ" έ'γκλισις, γένος, είδος, σχήμα, αριθμός, πρόσωπον, χρόνος, και συ ζυγία. η δ' δς: πρώτον δει είναι τι καθ' ούσίαν, είτα δ' εχειν δύναμιν, μετά τα ταΰτα ένέρ γειαν άλλαμήν το ρήμα, δπερ εστίν ενέργεια, ουκ έ'στι τών δντο->ν αρ' ουτ' ένέρ γειαν, οΰτε πάθος έχει, και ταΰτα ούτε παρεπόμενα, τό γαρ παρεπόμενον ήγουμέ-
20
νου εστί παρεπόμενον. ην δ' εγώ: f.lOv
έκεΐσε ό λόγος ου περί τών θετικών, αλλά περί τών κυρίων δντων, ων
τό είναι διάφορον, Ι καθάπερ ει την σκιάν έχει το έσκιασμένον επί τοϋ παρόντος δέ ου περί τούτων, άλλα περί τών θετικών και τεχνητών.
25
η δ' ος: τό τεχνητόν εκείνο πρακτικόν άρα ή ποιητόν. παν γαρ τεχνητόν ή ποιητόν εστί ή πρακτόν; ην δ' εγώ:
πρακτόν πάντως· μετά γαρ τήν πράξιν ου μένει τό πραττόμενον και δΓ
οργάνων φυσικών άεί δημιουργείται πάσα φο^νή τών ζώων. τό δέ ποιητόν ούχ ού τως, άλλα SC οργάνων τεχνητών ενεργεί προς έτερον, και ταύτα μένει τό ποιητον μετά τήν ποίησιν. η δ' δς: ει τό ρήμα πρακτόν τε και τούνομα, τό δέ πρακτόν ως έξ ου φύσει και οίκο θεν, ώς δέ άφ' ου θύραθεν και παρά τής τέχνης' ούτως άρα και ταύτα; ην δ' εγώ:
και πάνυ γε· διό και τεχνητόν έρρέθη" φύσει γαρ ή φωνή τοίς ζωοις. δι'
20
ξζ' οργάνων δε φυσικών σχηματίζεται θύραθεν παρά της τέχνης, ή μόνως δια των ορ γάνων, ώς εν τοΐς άλόγοις. η δ' ος: μών άνευ του ονόματος το ρήμα τί σημαίνει; ην δ' εγώ:
το ρήμα ουποτε χωρίς ο^οψχ'τος λέγεται δηλοϋν εννοιαν, οίον γράφει, οι
κοδομεί, ει μη προσυπακούεται. η δ' δς: ει τοΰτο, πώς το ρήμα άνευ τοΰ ονόματος ένέργειαν ή πάθος ή ούδέτερον τί σημαίνει ην δ' εγώ: έκεΤσε μεν δρικώς ή σημασία, επί τοΰ παρόντος δε καθ' εννοιαν, τουτέστι κατά συμπλοκήν, οίον γράφει ό γράφων ή γαρ έννοια ή κατάφασιν ή άπόφασιν. II
w
f.llr
περί μετοχής μέρος λόγου κλιτόν, τής ιδιότητος τοΰ ονόματος και τοΰ ρήματος μετέχον. η δ' δς: εί'περ ίδιον εστίν ο μόνω παντί καί αεί καί τοΰτο ή ιδιότης, ώσπερ ζώον καί ζωότης, τις άρα αΰτη ή ίδιότης τοΰ τε ονόματος καί τοΰ ρήματος, ης ή μετοχή πλουτεί; ην δ' εγώ:
τοΰ μέν ονόματος ή ίδιότης πέλει το κλίνεσθαι κατά πτώσιν ορθίαν τε
5
καί πλαγίαν τοΰ δε ρήματος, κατά χρόνον καί πρόσωπον καί συζυγίαν, ων απάν των ή μετοχή άπορεΐ. ή δ' δς: ει ή μετοχή λέξις τίς εστί καί των εφ' ήμΐν πώς εστί τε φησί καί ταΰτα διαφόρων μετέχει; ήν δ' εγώ:
ου τ ώ είναι, άλλα τη τε διαφόρω αναφορά τής λέξεως· καί γαρ ως ρήμα
10
καί ώς δνομα κλίνεται, διό καί τής αυτών ιδιότητος ευτυχεί. η δ' δς: τίς ή ιδίως άρα της μετοχής ίδιότης; εκαστον γαρ των οκτώ μερών τοΰ λό γου Ί'διον έ'χει. ην δ' εγώ: τοΰ τε ονόματος πάντως καί τοΰ ρήματος· καί ώς ρήμα γάρ καί ώς όνο μα κλίνεται. τ\ ο ος:
μων αυτή ή ιοιοτης εστίν ή μετοχή, καταλλήλως το τε όνομα και το τε ρή
μα; ήν δ' εγώ: τ ώ τρόπω. Ι
15
ξθ'
f.llv
περί άρθρου εστί δε μέρος λόγου κλιτόν, προτασσόμενον της κλίσεως των ονομιάτων και ύποτασσόμενον. ή δ' ος: ε? το άρθρον μέρος ονόματος, οίον τό ξύλον, πώς μέρος λόγου καλεί; ην δ' εγώ:
το μέρος ή κατά διαίρεσιν, ή κατά σύνθεσιν. διαιρών γαρ τον λόγον εις
τα οκτώ μέρη αυτού, το άρθρον μέρος του λόγου εστί - συντιθείς δε τον λόγον εξ
5
αυτών τών μερών, αμέσως μεν μέρος τοΰ ονόματος, δι' αύτοϋ δε και τοϋ λόγου. η ο ος: πως αρυρον ερρεση; ην δ' εγώ:
διότι άρθροΐ και βεβαιοϊ και διορίζει τούνομα, ου δίχα αόριστον το δε αό
ριστον, ουδέν εστίν. η δ' ος: τό άρθρον μόνου του ονόματος, ή και τοϋ ρήματος;
10
[ην δ' εγώ]: τοϋ ονόματος μόνον το γαρ ρήμα ου δεϊται άρθρου. η δ' δς: και πώς το άπαρέμφατον βρύει τοϋ άρθρου; otov τό γράφειν, τό λέγειν; ην δ' έγώ:
διότι τότε αντί τοϋ ονόματος λαμβάνεται.
ή ό ος: τι το ιοιον του αρορου; ην δ' έγώ:
τα μέν προτακτικά ή τόνους έχειν, ή πνεύματα' τα δε υποτακτικά και
15
τόνους και πνεύματα. η δ' ος: άρα τούνομα άτερ άρθρου σημαντικόν τί, ή άσήμαντον; ην δ' έγώ: σημαντικόν, άλλ' ούχ ώρισμένως, οίον άνθρωπος ηλθεν, ναϋς ήκεν. η δ' ος: ναϋς ηκεν και ή ναύς ηκεν τί διαφέρει; ην δ' έγώ:
τό μεν πρώτη γνώσις λέγεται, τό δε δευτέρα- και δια μεν της πρώτης
ουκ οιδεν, άλλα δια της δευτέρας οιδεν. ή δ' ος: παν άρθρον προτάσσεται και υποτάσσεται τοϋ ονόματος; f.l2rr ; v δ' έγώ:
ποΚλοΰγε κα'ι δε? II άλλα τό μεν ό, ή, τό, προτάσσεται - τό δε ός, ή , δ,
ύποτάσεται αεί τοϋ ονόματος.
20
ο'
περί αντωνυμίας εστί δε μέρος λόγου κλιτόν, αντί ονόματος παραλαμβανόμενον ήτις πρωτότυπος, κτητική, δεικτική, αναφορική, σύνθετος. η δ' ος: τί εστί πρωτότυπος; ην δ' εγώ:
ή την ούσίαν και το είναι σημαίνουσα- δηλοϊ γαρ το πρώτον τοϋ τύπου,
τουτέστι τήν σφραγίδα, και ου το σημεΐον ή την εικόνα αυτής - ή γαρ εικόνα αεί ό
5
τύπος τοϋ πρώτου και ου το πρώτον εξ αύτοϋ γάρ τοϋ πρώτου ή είκών και ο τύ πος, και ουκ εναλλάξ. η ό ος: τι εστί κτητική; ην δ' εγώ:
ή την κτήσιν δηλοΰσα" ή δε κτήσις, ή φύσει, ή τύχη, ή προαιρέσει- καί
φύσει μεν ως εν άνθρώποις τα ήθος καί το τοϋ λόγου πειθαρχικόν τύχη δε ως
10
-
πΤκοΰτος, εξουσία, ευγένεια προαιρέσει δε, νους ή αρετή. η ο ος: τι εστί οεικτική; ην δ' εγώ: ή την δείξιν εμφαίνουσα- ή δε δεϊξις άσαψοίς, εστί σαφήνεια- ήτις ή έντε χνος, ή εξ ημών έγκατάσκευος, ήτις ή άχρηστος, ή χρήσιμος - ή άτεχνος, ήτις ουκ αφ' ημών, αλλά θύραθεν, ήτις ή κατά σέβας, ή κατά πολιτείαν.
15
η δ' ος: τί εστί αναφορική; ην δ' εγώ:
ή τήν άναφοράν εμφαίνουσα- ή δε αναφορά το άναφέρειν τήν αίτίαν έπ'
άλλοις. η ό ος: τι εστί συνοετος; ήν δ' εγώ:
ή εξ αναφορικής καί κτητικής ή πρωτοτύπου συγκειμένη - ονομαστικάς
20
δε ουκ έ'χουσι, διότι αύτοπάθειαν σημαίνουσιν, οίον έμαυτοϋ, σαυτοϋ, iawvou. Ι ί\12νη δ' ος: τίς ή πρωτότυπος; ην δ' εγώ: εγώ, σύ, εκείνος. η δ' δς: πότερον, το εγώ, σύ, εκείνος, ό τύπος εστί τοϋ πρώτου ή το πρώτον εστί; ην δ' εγώ:
το εγώ, σύ, εκείνος, ου το πρώτον, αλλ' επί το πρώτον ονόματα γάρ έ-
κείνου καί τύποι καί εικόνες καί θέσεις εξ ημών.
25