14 ΜΑΙΟΥ 1905 Υπάρχει ένας τόπος όπου ο χρόνος είναι ακίνητος. Οι στάλες βροχής μένουν μετέωρες στον αέρα. Τα εκκρεμή των ρολογιών μαρμαρώνουν στη μέση της κίνησής τους. Οι οδοιπόροι στέκουν σαν στήλες άλατος με το ένα πόδι παρατεταμένο λες και κρέμεται από σπάγκο. Ένας ταξιδευτής που πλησιάζει σ’ αυτόν τον τόπο κινείται ολοένα και πιο αργά, απ’ όποια διεύθυνση κι αν έρχεται. Οι χτύποι της καρδιάς του λιγοστεύουν, η αναπνοή του επιβραδύνεται, η θερμοκρασία του πέφτει, ώσπου φτάνει στο νεκρό σημείο και σταματά. Αυτό το σημείο αποτελεί το κέντρο του χρόνου. Από εδώ, ο χρόνος απλώνεται σε ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο μένει ακίνητος και η ταχύτητά του αυξάνεται αργά σε μεγαλύτερες διαμέτρους. Όσοι δεν έφτασαν στο νεκρό σημείο κινούνται μεν αλλά με το ρυθμό των παγετώνων. Ένα χάιδεμα στα μαλλιά ίσως κρατήσει ένα χρόνο, ένα φιλί ίσως κρατήσει μια χιλιετία. Όμως, ποιος άραγε έρχεται για προσκύνημα στο κέντρο του χρόνου; Οι γονείς με τα παιδιά τους και οι εραστές. Στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς γονείς γαντζωμένους πάνω στα παιδιά τους, σ’ έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δε θα χαλαρώσει ποτέ. Η πανέμορφη κορούλα με τα ξανθά μαλλιά δε θα πάψει ποτέ να χαμογελά, δε θα ρυτιδιάσει ποτέ, δε θα πληγωθεί ποτέ, δε θα γνωρίσει το κακό, δε θα ξεχάσει ποτέ όσα τη δίδαξαν οι γονείς της, δε θα σκεφτεί τίποτε κρυφά από αυτούς, δε θα τους φωνάξει ποτέ, δεν θα πάψει ποτέ να αγγίζει τους γονείς της όπως τώρα. Στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς εραστές να φιλιούνται σ’ έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δε θα χαλαρώσει ποτέ. Ο αγαπημένος δε θα πάρει ποτέ τα χέρια του από εκεί που βρίσκονται τώρα, δε θα ταξιδέψει ποτέ μακριά, δε θα ζηλέψει ποτέ, δε θα ερωτευτεί ποτέ κάποιαν άλλη, δε θα χάσει το πάθος τούτης της χρονικής στιγμής ποτέ. Κι εκείνοι που επιστρέφουν στον έξω κόσμο; Τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα, φεύγουν μακριά από τους γονείς τους, φτιάχνουν τη δική τους ζωή, υποφέρουν και πονούν, γερνάνε. Κακίζουν τους γονείς τους που προσπάθησαν να τα κρατήσουν για πάντα, κακίζουν το χρόνο για τις ρυτίδες τους. Αυτά τα γερασμένα πια παιδιά θέλουν ωστόσο να σταματήσουν ξανά το χρόνο. Θέλουν τώρα να κρυσταλλώσουν τα δικά τους παιδιά στο κέντρο του χρόνου. Τα ζευγάρια που επιστρέφουν στον έξω κόσμο διαπιστώνουν πως οι φίλοι τους χάθηκαν από καιρό. Άλλωστε έχουν περάσει ολόκληρες ζωές. Σφιχταγκαλιάζονται αλλά τώρα πια ο εναγκαλισμός τους μοιάζει μοναχικός. Βλέπουν αντίζηλους παντού, χάνουν το πάθος τους, απομακρύνονται, γερνούν και μένουν μόνοι σε έναν κόσμο που δεν τον γνωρίζουν.
Μερικοί ισχυρίζονται πως είναι καλύτερα να μένει κανείς μακριά από το κέντρο του χρόνου. Η ζωή είναι μια ακατάπαυστη θλίψη, όμως είναι υπέροχο να ζεις τη ζωή και δίχως χρόνο ζωή δεν υπάρχει.