ΕΡΓΑ ΤΗΣ Α Λ Κ Η Σ ΖΕΗ Το Καπλάνι της Βιτρίνας, 1η έκδοση, Θεμέλιο, 1963, 2η έκδοση έως 45η έκδοση, Κέδρος, 1974-1997. Έ χει μεταφραστεί: αγγλικά (3 εκδόσεις: ΗΠΑ, Καναδάς, Α γγλία ), ρωσι κά, εστονικά, νορβηγικά, φινλανδικά, ιαπωνέζικα, δανέζικα, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά, σουηδικά, ολλανδικά, ουγγρικά, καταλάνικα, πορτο γαλικά, αραβικά, ιταλικά, τουρκικά, αλβανικά, αρμένικα, βουλγάρικα. Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου, 1η έκδοση έως 57η έκδοση, Κέδρος, 1971-1997. Έ χει μεταφραστεί: αγγλικά (3 εκδόσεις: ΗΠΑ, Καναδάς, Αγγλία), φιν λανδικά, ιαπωνέζικα, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, σουηδικά, δανέζικα, νορβηγικά, ολλανδικά, ισπανικά, καταλάνικα. Ο θείος Πλάτων, 1η έκδοση έως 22η έκδοση, Κέδρος, 1975-1997. Έ χει μεταφραστεί στα γαλλικά. Κοντά στις ράγιες, 1η έκδοση έως 31η έκδοση, Κέδρος, 1977-1997. Έ χει μεταφραστεί στα αγγλικά. Αρβυλάκια και γόβες, 1η έκδοση έως 12η έκδοση, Κέδρος, 1977-1997. Μια Κυριακή του Απρίλη, 1η έκδοση έως 5η έκδοση, Κέδρος, 1981-1993. Έ χει μεταφραστεί στα γαλλικά, ισπανικά, καταλάνικα. Τα παπούτσια του Αννίβα, 1η έκδοση έως 6η έκδοση, Κέδρος, 1982-1994. Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, 1η έκδοση έως 29η έκδοση, Κέδρος, 1987-1997. Έ χει μεταφραστεί: γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, δανέζικα. Θέατρο για παιδιά, Κέδρος, 1993, 3η έκδοση 1996. Η μ ω β ομπρέλα, Κέδρος, 1995, 6η έκδοση 1997. ΒΡΑΒΕΙΑ: Το Καπλάνι της Βιτρίνας, Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου και το Κοντά στις ράγιες έχουν βραβευτεί στις Η.Π.Α. με το βραβείο Mildred L. Batchelder, για το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο μεταφρασμέ νο στα αγγλικά (1968, 1973 και 1979 αντίστοιχα). Το Θέατρο για παιδιά πή ρε το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λ ογοτεχνίας για το 1992.
Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις Β. Πάνοβα: Ο Σεριόζα, Θεμέλιο. Β. Νεκράσοφ: Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ, Θεμέλιο. Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ: Τζαμίλια, Θεμέλιο. Ν. Κοστέρινα: Ημερολόγιο, Θεμέλιο. Τζ. Ροντάρι: Ο Κρεμμυδάκης και η παρέα του, Κέδρος. Τζ. Ροντάρι: Παραμύθια για να σπάτε κέφι, Κέδρος. Τζ. Ροντάρι: Η τερεζούλα-τοσηδούλα, Κέδρος. Έντιτα Μόρρις: Είμαι καλά, το αυτό επιθυμώ και για σας, Θεμέλιο. Μ. Ντε Βασκονσέλος: Όμορφη Πορτοκαλιά μου, Κέδρος. \/ί
Γ κ τ \ ί τ γτγ ρ .·
v iw T P .m v n r
ιπ π η ιτ π π Γ
lC p .ftn n r
Α Λ Κ Η ΖΕΗ
αρραβων ιαστ ικιά του Α χιλλέα
Μ Υ Θ ΙΣ Τ Ο Ρ Η Μ Α
Σχέδιο και μακέτα εξωφύλλου ΑΛΕΚΟΣ ΛΕΒΙΔΗΣ
ISBN 960-04-0180-2
Σ τ ο Γ ιώ ρ γ ο
ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ. Η ΕΛΕΝΗ ΣΤΕ-
κ ετα ι στο παράθυρο και κ ο ιτά ζει έξω. Δ ηλαδή πρέπει να στέκεται και να κ οιτά ζει. Π ρώ τη φορά ταξιδεύει βαγκόνλ ι. Φορεί ένα ροζ νυχτικό με δ α ντέλες. Το αγόρασε σ τις εκπτώ σεις στο σούπερ μ ά ρ κ ετ. Τα δικά τ η ς ξεθώριασαν πλύνε β ά λ ε, στο αυτόματο πλυντήριο τη ς γειτο νιά ς. Δεν μπορείς να ταξιδεύεις β αγκόν-λι με ξεθωριασμένο νυχτικό! Δ ίπ λ α τ η ς όρθιος ο Ε υγένιος. Τ ις π ιτζ ά μ ε ς που φορεί τ ις δανείστηκε από τον Μάνο, που είναι διπλός α π ’ αυτόν. Το παντελόνι τού το μάζεψε πίσω η Ε λένη με μια παραμάνα, το σακάκι όμως π λ έει αξιοθρήνητα πάνω του. — Μην έχ ε ις τόσο τα λα ιπω ρη μ ένο ύφος, συμβουλεύει η . Ε λένη . Τρομαγμένος πρέπει να είσαι. Κ ά τι συμβαίνει έξω στην πλατφ όρμ α και προσπαθείς να μαντέψεις. Ο Ε υγένιος νευριάζει: — ’Ασε τη σκηνοθεσία. Κ ο ίτα καλύτερα τον εαυτό σου, μ ’ αυτό το μπομπονί νυχτικό! Έ ξ ω από το παράθυρο του τρένου στέκει ένας άντρας με σκούρο κοστούμι και πλα τύγυρη ρεπούμπλικα. Φορεί μαύρα γ υ α λ ιά . Ε ίν α ι ο σκηνοθέτης. Ποιος ξέρει γ ια τ ί ντύ νετα ι έτσι. Το τρένο τ η ς φρίκης. Υ περπαραγω γή. Π α ί ζουν τέσσερις μ εγά λοι π ρ ω τα γω νισ τές και διακόσιοι π ε νήντα κομπάρσοι. Ανάμεσα στους κομπάρσους: η Ε λ έ ν η , ο Ε υγένιος, ο Π ά νος, η Ά ν να και ο Σ τέφανος. Ο γδόντα
9
φράγκα τ η μέρα και γύρισμα τουλ ά χισ το γ ια πέντε μέρες. Τετρακόσια φράγκα! Κ ανένας τους δεν έχει κάρτα ερ γα σίας. Τ α κανόνισε όμως ο τρ ίτο ς σκηνοθέτης, που είναι φίλος του Στέφανου. Ε ίνα ι αριστεριστής και τα ξέρει όλα γ ια τη ν Ε λ λ ά δ α . Γ ια τη δικτατορία τω ν «κολονέλων», τους πολιτικούς πρόσφυγες, τους αυτοεξόριστούς. Ακόμα κ αι τ α πολύ πιο πριν, την Κ α το χ ή κ αι τον εμφύλιο.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή —πλάνο —λήψη Το βαγόνι τα λ α ν τεύ ετα ι επ ί τόπου. Η Ε λένη κι ο Ε υ γ έ νιος κοιτάζουν τρομαγμένοι τον Σ τέφανο και τον Πάνο που, δεμένοι χέρ ι χέρ ι με χειροπέδες, πηδούν από το τρένο να δραπετεύσουν.
μοτέρ στοπ
— Δεν πηδάνε έτσι. Το τρένο είναι «εν κινήσει», ουρ λ ιά ζ ε ι ο σκηνοθέτης, και δεν ξέρει π ω ς ο Π άνος έ χ ε ι π η δήσει σ τ ’ α λήθεια από τρένο εν κινήσει όταν τον είχα νε συλλαβει οι Γερμανοί στην Κ α το χ ή και τον μετέφεραν από ένα στρατόπεδο σε άλλο. Ή τ α ν ε τό τε δεκαεννιά χρόνων και τώ ρα τ α ’χ ε ι κ α μ π α νισ τά τ α σαράντα πέντε. Ο Π άνος σηκώ νεται από χ ά μ ω , το ίδιο κι ο Σ τέφ α νος, μια και είναι δεμένοι μ α ζί. Ανεβαίνουν ξανά στο τρένο γ ια να γ ίν ε ι πρόβα — όπως θέλει ο σκηνοθέτης — γ ια τη ν ίδια σκηνή. Ο σκηνοθέτης θα ’χ ε ι σίγουρα ακούσει τη φράση «κου
10
ν τ ’ ετά ντε κολονέλ», μα πού να ξέρει πω ς αυτή η φράση έριξε στην υπερπαραγω γή του π έ ν τε κομπάρσους, π εντε πολιτικούς πρόσφυγες, όπως λ έ γ ο ν τα ι επίσημα. Χ ω ρίς κάρτα εργασίας και με προβλήμ ατα γ ια κάρτα διαμονής. Δεν ξέρει π ω ς η Ά ννα έ χ ε ι μια φρέσκια ουλή κ ά τω απο το δεξί στήθος από τα βασανιστήρια τη ς χούντας. Δεν ξέρει π ω ς μ όλις πριν δυο μήνες β γήκ ε από τη φυλακή κ αι ήρθε κρυφά στη Γ α λ λ ία με π λα σ τό διαβατήριο. Ο σκηνοθέτης ανασηκώνει λ ίγ ο τη ν πλα τύγυρη ρεπούμ π λικ α προς τ α π ίσ ω , κι αυτή τ η φορά μ οιάζει ικανοποιη μένος. Α πλώ νει τ α δυο του χ έ ρ ια μπροστά κι ύστερα τ ’ ανοίγει δ ιά π λ α τα με μια μ εγαλόπρεπη κίνηση. Αυτό ση μαίνει π ω ς ο Π άνος πήδησε σω στά και παρεσυρε οπως έπρεπε τον Σ τέφ ανο. Τώρα α σ χο λ είτα ι με άλλους κομπάρ σους. Ο Π άνος κι ο Σ τέφανος στέκονται λ ίγο παράμερα και περιμένουν να χτυ π ή σ ει η κ λ α κ έτα . «Δεν θα ’ναι και τόσο γρήγορα», σ υλ λογιέτα ι η Ε λ έ ν η , γ ια τ ί β λ έπ ει τον τρίτο βοηθό να τους ξεκλειδώ νει τ ις χειροπέδες. Ο Π άνος τρίβει το δεξί του χέρ ι, στον καρπό. Ε κ εί έχει ένα σημαδάκι. Το ξέρει πολύ κ αλά η Ε λένη αυτό το σημάδι. Του έχει μείνει από τό τε που τ ις φορούσε ενενήντα έξι μερόνυ χ τ α συνέχεια. Πριν είκοσι χρόνια. Τον Π άνο τον γνω ρ ίζει από π α ιδί. Ε κείνη ή τα νε δεκα πέντε χρονώ κι αυτός δεκα οχτώ . Σ τη ν Κ α το χ ή . Μ ένανε στην ίδια πολυκατοικία. Έ ν α πρω ί την περίμενε στις σκάλες. Ε ίχ ε παράξενο ύφος. « Έ λ α σε μια ώρα να με βρεις στην τα ρ ά τσ α , στο πλυσταριό», τ η ς είπε φουριαστά και κατρακύλησε τ ις σκάλες. «Θ έλει να με φ ιλήσ ει», συλλογίστηκε η Ε λένη κ αι π ή γ ε από περιέργεια να δει π ώ ς είναι, γ ια τ ί ακόμα δεν είχε φ ιληθεί με κανένα αγόρι. Τον βρήκε σκαρφαλωμένο στο γύρο τ η ς πέτρινης σκάφης. Τ ης είπε π ω ς αυτή ξεχώ ριζε από τ α κορίτσια τ η ς γ ε ιτ ο νιά ς. Από τη ν α νοιχτή πόρτα που έβ γα ζε στην τα ρ άτσ α φαινόντανε τ α α πλω μ ένα σεντόνια που α νέμιζαν σαν π α
11
νιά στο π έ λ α γ ο ς. Ο Π άνος τη ν τράβηξε από τ α χέρ ια να σκαρφαλώσει κ ι αυτή στη σκάφη. «Τώρα θα μιε φιλήσει;» αναρω τήθηκε. Γ ια τ ί εκείνος ε ίχ ε πλησ ιάσ ει το κ εφ ά λι του πολύ κοντά στο δικό τη ς. 'Α ραγε έπρεπε ν ’ ανοίξει τα χ ε ίλ ια τ η ς η να τ α κρατάει κ λεισ τά ; «Δεν νιώ θεις τίπ ο τα ;» άκουσε ψιθυριστή τη φωνή του Πάνου. «Ν αι», α π ά ν τη σ ε, μια δεν ή τα νε σίγουρη αν ένιωθε κ ά τι. Δεν τ η φ ίλ η σε. Τ ης πρότεινε να μπει στην οργάνωση και να βγούνε μ α ζί να γράψουνε συνθήματα στους τοίχους. «Δεν νιώ θεις τους κ α τ α χ τ η τ έ ς να σου πλακώνουνε το στήθος;» Ακούμπησε το χέρ ι του στο στήθος τ η ς κι άκουσε την καρδιά τη ς που χτυπούσε δυνατά. «Το ’λ ε γ α πω ς ξεχω ρίζεις α π ’ τ ’ ά λ λ α κορίτσια.» Η Ε λένη δεν το ’μαθε π οτέ αν είχε πά ει μόνος του νά τ η βρει ή αν τον είχε σ τείλ ει η Λ ίζ α . Η Λ ίζα ή τα νε η μητέρα τ η ς . Μ α όλοι οι φίλοι κ α ι η ίδια η Ε λένη κι ο μεγαλύτερος αδελφός τη ς τη φώ ναζαν Λ ίζα . «Δεν τη ς μ οιά ζεις», τ η ς λ έγα ν ε, κι εκείνη από μικρό κορίτσι κ α τ α λάβαινε π ω ς θέλανε να πούνε: «Δεν είσαι όμορφη σαν κι 'α υ τή . Δεν έ χ ε ις τον αέρα τη ς» . Αυτόν τον αέρα τ η ς Λ ίζα ς τον ζήλευε πολύ. Σ ’ όλη τη ν Κ α το χή και μ ε τά , σ τις ά λ λ ες μπόρες, η Λ ίζα ντυμένη π ά ν τα με τη ν τε λ ε υ τα ία μόδα, π ότε με τουρμπάν στο κ εφ ά λι, πότε με καπέλο, περνούσε ανάμεσα από μπλόκα Γερμανώ ν, από α σ φ α λ ίτες, κ αι π οτέ κανένας δεν τη σ ταμ ά τησ ε να ψάξει τη ν ασορτί με τα παπούτσια τσ ά ντα τη ς που ή τα νε γε μ ά τη προκηρύ ξεις. Π αράξενη γυναίκα η Λ ίζ α , παράξενη μάνα. Δεν ανησυχούσε, σαν τ ις πιο π ο λλές μανάδες, μήπω ς π ά ε ι η κόρη τη ς στη διαδήλω ση, ανησυχούσε μήπω ς κ α ι δεν π ά ει. Δεν τη ν ήθελε να γίν ει ένα ήσυχο κορίτσι, που του άρεσε να γράφ ει πότε πότε π ο ιή μ α τα . Σίγουρα αυτή θα ’στείλε τον Π άνο. Η μ εγ ά λ η όμως συμπάθεια τ η ς Λ ίζα ς ήτα νε ο Ε υ γ έ νιος, που τον γνώρισε αργότερα.
12
Ο Ε υγένιος βαρέθηκε το παράθυρο και π ά ει και κ ά θετα ι στην κουκέτα. — Μ α τ ι κάνουν λοιπόν και δεν αρχίζουμε; Η Ε λένη δεν κουνάει από τη θέση τη ς. Εξακολουθεί να σ τέκετα ι όρθια με τα χέρ ια κρεμασμένα, σαν να σ υλλογιέ τ α ι κ ά τ ι, σαν να βαριέται και να καθίσει και να σταθεί. — Μ ’ αυτό το μπομπονί νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονώ. Η φωνή του Ευγένιου έχει τόση τρυφερότητα που τη ν ξαφ νιάζει. «Μ’ αυτό το φουστανάκι μοιάζεις δώδεκα χρο νώ.» Ε ίχ ε φορέσει τό τε ένα πράσινο φόρεμα με άσπρο π ικεδένιο για κα δά κ ι — έμπνευση και εκτελεση τ η ς Λ ίζ α ς — και μανσέτες. Ή τ α ν ε δεκαοχτώ χρονω κι οι δυο τους. Τώρα η Ε λένη είναι σαράντα δύο χρονώ και τεσσάρων μηνών. Ο Ε υγένιος την περνά δύο μήνες. «Να μ ’ ακούς εμένα που είμ α ι μεγαλύτερος.» Γελούσανε. Έ μ ο ια ζ ε α λ ή θεια με κοριτσάκι. Μ ’ ένα στήθος τόσο δα, σαν να πρω τοφύτρωνε. Του άρεσε λ ιγ ά κ ι του Ευγένιου. Ύ στερα εκείνος παντρεύτηκε τη ν Πόπη που είχε στήθος Λ ολομ πρίντζιντα. Τώρα η Π όπη είναι μια παχουλή κυρία. Ο Ευγένιος με το πέντε φορές ογδόντα φράγκα — έστω κι αν μείνει α πέντα ρος — θα τη ς αγοράσει από τ ις «Γκαλερί Λ α φ α γιέτ» μια φουντωτή περούκα που είναι τ η ς μόδας. Έ τ σ ι θα εξασφα λίσει τρίμηνο ανακω χή — όπως λ έει εκείνος — και θα ησυ χά σ ει λ ίγ ο από το: «Γύρνα πίσ ω , τ ι παριστάνεις στα Π α ρίσια, θαρρείς π ω ς κάνεις αντίσ τασ η; Κ ά τω κανείς δεν σας υπ ο λο γίζει» . Αυτά του π α ρ α γ γ έ λ ν ει η Π όπη μ ’ όποιον γνω στό έρθει από τη ν Αθήνα. — Μ ’ αυτό το νυχτικό μ οιά ζεις είκοσι χρονών, ξανα λέει ο Ε υγένιος, που νόμισε πω ς η Ε λένη δεν πρόσεξε τ ι είχ ε π ει. Ε κείνη π ά ε ι και κάθεται δίπ λα του. — Τ ότε, σου άρεσα λ ιγ ά κ ι. Ή ρθε η σειρά του Ευγένιου να ξαφ νιασ τεί:' — Τ ότε, ποιος τολμούσε! Ή σουνα η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α .
13
Η Ε λένη σω παίνει. Η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα ! Π οια είναι η κοπέλα; Η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . Π ιάσανε τη ν αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα . Β γή κ ε η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . Έ φ υ γ ε η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα . Α π ’ όπου περνούσε. Τόσες γλώ σ σ ες, τόσες χώ ρ ες. Με διαβατήριο: αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . Μ έχρι τ α βά θη τη ς Α σίας. Ό λ ο το δρόμο του Μ εγάλου Αλεξάνδρου. Λ ίγο πιο κει από τη Σαμαρκάνδη ως τη ν Τασκένδη, όπου ε ίχ ε κ α τα φ ύγει ο Α χ ιλ λ έα ς μ ετά τον εμφύλιο. Τ ασκέντ, όπως τ η λένε ρωσικά, που το ένα τη ς γράμμα μ οιά ζει με τρ ία ινα του Ποσειδώνα χω ρ ίς το κοντάρι τη ς. — Ύ σ τερα , δεν πρόλαβα να σ ’ το π ω , λέει ο Ε υγένιος κ αι σω παίνει απότομα γ ια τ ί π έφ τει η κ λα κ έτα .
Το τρένο της φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
I Α θή να -Π ειρα ιάς. Το πρώτο μου μ εγάλο τα ξίδι με τρ έ νο. — Ε ίσ α ι η Ε λένη ; Ε ίμ α ι ο Α χ ιλ λ έ α ς. Δεν ρω τάνε ποιος Α χ ιλ λ έ α ς. Έ ν α όνομα φ τά νει. — Ο Π άνος μου μίλησε γ ια σένα. Μου δίνει το χέρ ι και προχωρούμε μ α ζί. Το κ εφ ά λι μου μόλις φ τά νει στον ώμο του. Π ερ π α τά ω με τεντω μ ένο λ α ι μό. Τον κ ο ιτά ζω με την κόχη του ματιού. Έ χ ε ι σ μ ιχ τά φρύδια, ανοιχτοκάστανα και σκούρα μ π λε μ ά τια . Α ργή, βαθιά φω νή. Το χέρ ι του είναι ζεσ τό. Το δικό μου π α γ ω μένο. — Ε ίσ α ι κ αλή μαθήτρια;
14
Με ξαφ νιάζει η πρώ τη φράση. — Ε ίμ α ι. Σ τ η ν άλγεβρα μόνο τ α θαλασσώνω, σ τις εξι σώσεις. — Χ ρ ε ιά ζε τα ι και η άλγεβρα. Σ τα μ α τά μ ε. Μου παίρνει τη σάκα. Απορεί που όλα τα βιβλία είναι ντυμένα με κόλλα. Ε ίχ ε η Α ίζα αγορασμένο ένα ολόκληρο ρολό πριν από τον πόλεμο. Ο Π άνος θα του είπε πω ς είμ α ι τσαπατσ ούλα, γ ι ’ αυτό απόρησε. Το ’χ ε ι μανία ο Π άνος να με συσταίνει έτσ ι. «Απόθανε ηρω ικώ ς λόγω τσ απα τσ ουλιάς», λέει π ω ς θα χαράξουνε στο μάρ μαρο του μνημείου μου μ ετά τη ν απελευθέρωση. Τα α στεία του Πάνου! — Αύριο σ τις π έντε και δέκα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς το νίζει το «και δέκα». Ο Π άνος θα είπε και κανένα καλό, πω ς δεν α ργώ λ επ τό στο ραντεβού μου. Θα πάμ ε με τον ηλεκτρικό στον Π ειρ αιά. Δεν ρωτώ γ ια τ ί. Ν τρέπομαι να του πω π ω ς δεν έχω ταξιδέψ ει ποτέ με τον ηλεκτρικό. Ούτε βέβαια με ά λλο τρένο. Α θήνα-Π ειραιάς. Το πρώτο μου μ εγά λο τα ξίδι. Αν κα ταφέρω να κλείσω τους πόντους στο πουλόβερ που π λέκ ω χω ρ ίς να σουρώσει ά γαρ μ πα στον λαιμό — κ α λ ά , είμ αι τσαπατσούλα —, θα το φορέσω. — Ν α έρθεις με σάκα κ αι ποδιά. Το πουλόβερ έχει χρώ μα τ σ α γ α λ ί. Δεν έχει ξεβάψει, π αρ’ όλο που το μ α λ λ ί είναι τρ εις φορές ξηλωμένο και ξαναπλεγμ ένο. Η ποδιά είναι τ η ς ξαδέρφης μου. Τη φο ρούσε πριν τον πόλεμο. Έ χ ε ι ξεθωριάσει και μου π έφ τει φαρδιά στους ώμους. Έ χ ω μια κ α φ ετιά φούστα με π ιέ τε ς γύρω γύρω. Η Α ίζ α γύρισε το ύφασμα από τη ν ανάποδη και τη ν έφ τιαξε από τη ν α ρχή . Μ οιάζει ολοκαίνουργια. Τ αιριάζει με το τ σ α γ α λ ί. Κ ρίμ α. — Να β ά λ εις ποδιά. Ν α β ά λεις τ α σ η μ ειώ μα τα μέσα σ τις ντύσες τω ν βιβλίω ν. Χ ίλ ια «να». Η φωνή του γ ίν ε τ α ι άχρω μη κ αι ξένη.
15
Δ εκάξι χρονώ. Το πρώτο τρένο τ η ς ζω ής μου. Ο πρώ τος άντρας τ η ς ζω ή ς μου. Μ έσα στο τρένο, Ιτ α λ ο ί στρα τ ιώ τ ε ς , Γερμανοί αξιω μ α τικοί, α σ φ α λίτες, μ αυρα γορίτες,, κι ά λλο ς κόσμος, άπλυτος. Οι ντύσες τω ν βιβλίω ν μου γ ε μ ά τες χ α ρ τα κ ια . Δεν φοβάμαι. Δεν με νοιάζει που είμαι σ τριμ ω γμένη . Το μάγουλό μου ακουμπάει στο σακάκι του από σαμαροσκούτι. Έ χ ε ι φουντώσει το μάγουλό μου από το τρ α χύ ύφασμα. Μ ’ αρέσει. Σίγουρα δεν τον λένε Α χ ιλ λ έ α , μα του τα ιρ ιά ζει. Π οτέ δεν θα τον πω με ά λλο όνο μα. Αν δεν ή τα νε αντισυνωμοτικό, θα γ έ μ ιζα τ α περιθώ ρια τω ν βιβλίω ν μου: ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Π λ ά ι στις εξισώσεις τ η ς άλγεβ ρας. Ν α μπορούσα να του π ω π ω ς το π ρ α γμ α τικ ό μου όνομα είναι Δάφνη! Ο Π άνος π ά λ ι φ τα ί ει. «Π ρέπει να πάρεις ψευδώνυμο, γ ια συνωμοτικούς λό γους», μου είπε μόλις μ ’ έγραψε στην οργάνωση. «Ωραία, θα πάρω Ά λ κ η σ τη .» Γ έλασε με κείνο το γ ε λ ά κ ι του σαν ξεκούρντιστο. « 'Ο χ ι, μην πάρεις Μήδεια!» «Ε λένη, ένα συνηθισμένο όνομα.» Ε λένη! Κ α ι το φόρεσα όλη μου τη ζω ή . Ε κ τό ς από λ ίγο καιρό. Σ τ η Ρ ώ μ η . «Με λένε Δ άφ νη.» Έ τ σ ι είπ α στον Ζ α ν-Π ω λ. Το βρήκε πολύ ωραίο, πολύ ελληνικό. Δεν μπορούσα να π ω Ε λ ένη . Η Ε λένη είναι η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . «Είναι η αρραβω ν ια σ τικ ιά μου.» Έ τ σ ι με σύστησε σε κάποιον που συναν τή σα μ ε στον δρόμο. Μπορεί και να το έκανε γ ια λόγους συνωμοτικούς, γ ια να μην αναφέρει όνομα. Ο Α χ ιλ λ έα ς δεν θα ’λ ε γ ε ποτέ το κορίτσι μου. Ως εκείνη τ η μέρα, δεν μου ε ίχ ε π ε ι τίπ ο τα . «Μη με κ οιτά ς παράξενα», ή τα νε η πιο τρυφερή του κουβέντα. Αυτός είναι ο Μ εγάλος Έ ρ ω τα ς. Ο δικός μου έρω τας. Έ χ ω γεμ ίσ ει τ ις σελίδες τω ν βιβλίω ν μου με τρ ίχ ες από το σαμαροσκούτι του — μαδάει α πα ίσ ια —, έχω κρατήσει ένα τόσο δα χ α ρ τά κ ι από ένα σ η μ είω μα που έσκισε. Π ρόλαβα και το γ λ ίτω σ α πριν το κάψει. Ν α ’χ ω μια λέξη γραμμένη από το χέρ ι του, έστω κι αν δεν είναι γ ια μένα, παρά γ ια το πώ ς θα οργανώσου-
16
με με πιο α ποτελεσματικό τρ ό π ο ... Αν το ’ξερε, θα με μάλω νε. Αντισυνωμοτικό. Μ ια ξεχω ριστή λεξοόλα «σύν τομα». Τ ίπ ο τ’ άλλο. Κ αθαρά σ τρογγυλά γρ ά μ μ α τα . Το σ ίγμα στριφογυριστό, η γραμμή τού μι ίσια, μονοκόμματ η
·
«Είναι η αρραβω νιαστικιά μου.» Αυτό ή τα νε. Από κ εί νη τη μέρα μπορούσα στον δρόμο να τον κρατώ από το χέρι. Μπορούσα, όταν καθότανε, να στηρίζομαι με τ α δυο μου χέρια στους ώμους του κι ας ήτα νε και ά λλοι μπρο στά. Η π ρ ώ τ η φ ο ρ ά ήρθε α να π ά ν τεχα . Δ ισ τά ζα μ ε κι οι δυο μας. Με π είρ α ζε. «Να μ εγα λώ σ εις λίγο .» Ε γ ώ ήθε λ α , μα φοβόμουνα κιόλας. Η πρώ τη φορά! Σ ε κάποιο υπό γειο , που το είχα μ ε γ ια παράνομο τυπογραφείο. «Δεν ή τανε σωστό», είπε εκείνος ύ σ τ ε ρ α . «Είναι χώρος δου λ ειά ς.» Π ά γ ω ν α . Δεν ζεστάθηκα καθόλου. Ούτε κείνη τη σ τιγ μ ή . Ό τ α ν δουλεύαμε, έριχνα πάνω μου ένα αντρικό σακάκι που κάποιος το χ ε ξεχάσ ει. Σαν ξύλιαζαν τα χ έ ρια μου, τα έτριβα πάνω στο σαμαροσκούτι του και μ ετά ακουμπούσα ολόκληρη πάνω στην π λ ά τη του όπως καθό τα νε σκυφτός. Κ αλύτερα να φορούσε το σαμαροσκούτι και κείνη τη σ τ ιγ μ ή . Με το σαμαροσκούτι είναι δικός μου. Ε ίνα ι ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ. «Θα. διώξουμε τους κ α τ α χ τ η τ έ ς .» « Η λ ευ τερ ιά θ έλει θυσίες.» « Α φ έντη ς ο λα ό ς.» Ό τ α ν μ ιλ ά ει, φέγγουνε τ α σκούρα μ πλε μ ά τια του. Τα φρύδια τα ανοιχτοκά σ τανα σχηματίζουν κορνίζα από πάνω . «Το είπε ο Α χ ιλ λ έ α ς.» Δ εν ήμουνα μόνο εγώ . Ό λ α τα π α ιδιά τη ς οργάνωσης, αγόρια και κορίτσια, προφέρανε αυτή τη φρά ση. «Το είπε ο Α χιλλέας!» Κ α ι τρ έχα μ ε όπου μας έσ τελ νε, σαν ν ’ α πλώ ναμ ε φτερά. Τα κορίτσια θα νομίζουν πω ς α υ τ ό έχει γ ίν ε ι πολλές φ ορές... Α λλιώ ς τ η φανταζόμουνα τη ν πρώ τη φορά. Ά λ λ ε ς φαντασίες και ά λ λ α όνειρα, όνειρα γ ια κοριτσάκια, που, πριν τους φω νάξει κάποιος στο πλυσταριό γ ια να βγουν να
17
γράψουν συνθήματα στους τοίχους, π η γα ίνα νε στο «Ρεξ», άμα το έργο ή τα ν κ α τά λ λ η λ ο , τ ις Κυριακές το πρω ί. Α λ λ ιώ ς το φανταζόμουνα. Μ πορεί και να ’φ τα ιγ ε το ξεχαρ βαλω μένο ντιβα νάκι. Πετούσε μ ια σούστα και μου έπεφ τε πάνω στη ραχοκοκαλιά. Αυτός ο πονος είναι ο πιο δυνα τός. Μ υρίζει κλεισούρα και τυπογραφικό μ ελάνι. Ο Α χ ιλ λ έα ς φεύγει σχεδόν αμέσως μ ετά . Ε κει που π ά ει δεν ση κώ νει ν ’ αργήσει ούτε δευτερόλεπτό. Μπορεί να ’ναι και θάνατος. «Είσαι καλά;» Ί σ ω ς αυτό είπε πριν κλείσει τη ν πόρτα, ίσως κ ά τι άλλο. Μου ά γ γ ιξ ε το μ έτω πο, λες κι ήθελε να δει αν έχω πυρετό και μου εδωσε το αντρικό σακάκι να σκεπαστώ . Ζαρώνω και τυ λ ίγο μ α ι, ετσι ολόγυ μνη που είμ α ι. 'Αχαρο, αγορίσιο κορμί. Δεν θέλω να το βλέπ ω . Π ονάω παντού. Δεν μπορώ να κουνήσω. Π ρέπει όμως να ντυθώ , γ ια τ ί όπου να ’να ι θα έρθουν τα π α ιδιά να πάρουν το υλικό. Πού να ξέρουν τα κορίτσια π ω ς είναι η πρώ τη φορά! Αν δεν ντρεπόμουνα, θα ρωτούσα τη Ν ίνα, το κορίτσι του Πάνου, αν ήτανε έτσι και με κείνη. Τρέμω ολόκληρη. Ας ε ίχ α ένα τσ ά ι του βουνού, έστω και με χ α ρουπόμελο. Θ έλω να π ά ω σ π ίτι. Η Λ ίζα μού β ά ζει κάθε βράδυ στο παγω μ ένο μου κρεβάτι ενα μπουκάλι με ζεστό νερό. Η πρώ τη φορά! Ανάμνηση: Μ ια σούστα στη ραχοκοκ α λ ιά .
μοτέρ στοπ
Ο Ε υγένιος τεντώ νει τ α χέρ ια του να ξεμουδιάσει. — Κ α λύτερ α στην αγορά να ξεφορτώνω κασόνια, είναι πιο διασκεδαστικό. Η Ε λένη βολεύεται στην κουκέτα κι ακουμπάει το π η γούνι στα γό να τα . Ο Ευγένιος π ά ει και κ άθετα ι π λ ά ι τ η ς. Τα χέρ ια του είναι λ επ τά με μακριά δ ά χτυ λ α και ροζ
18
οβάλ νύχια. Ή θ ε λ ε να γίν ει χειρουργός. Ή θ ελ ε . Σ τ α μ ά τησε στον δεύτερο χρόνο, γ ια τ ί τον πιάσανε. Ύ στερα άρ χισ ε τον τρ ίτο , μα χρειάστηκε να β γει στην παρανομία. Αργότερα τον ξανάπιασαν. Δεν πρόλαβε ποτέ. Κ α νείς τους α π ’ αυτη τη γενιά δεν πρόλαβε ποτέ. Θα του π ή γ α ι νε χειρουργός. Τα χέρια του μπορούν να κάνουν και τη ν πιο λ ε π τ ε π ίλ ε π τη δουλειά. Σ τ η Μακρόνησο έσπαζε π έ τρες. Σ το Π αρίσι, τώ ρα, κουβαλούσε κασόνια στην αγορά. Μ ονάχα γ ια κάποιο διάστημα αποφάσισε να «αστικοποιη θεί», όπως λέει ο ίδιος. Μ ετά τη ν τρ ίτη διαγραφή του από το κόμμα και τ η δεύτερη εξορία του. Ή ρθε γ ια ένα χρόνο στο Π αρίσι κι έμαθε να φ τιά χν ει κολιέ, βρα χιόλια, σκου λαρίκια κι ά λ λ α στολίδια από λ επ τό σύρμα. Γύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε μπουτίκ. Π ήρε κι αυτοκινητάκι. Η Π όπη ήθελε οικοπεδο στη θάλασσα. Βρήκαν σ’ ένα συνεταιρισμό με δόσεις. Ν α παντρευτείς μια κοπέλα με στήθος Λολομ π ρ ίντζιντα , που να τρ έχει πρώ τη στις διαδηλώ σεις, που να σου κουβαλάει τον Δεκέμβρη του ’44 μ ετά τη ν α πελευ θέρωση από τους Γερμανούς — στη μά χη με τους Ε γ γ λ έ ζους — ω ς και τον μπουφέ τη ς γ ια γ ιά ς τη ς γ ια οδόφραγμα και να σου γ ίν ε ι, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια, μια π α χουλή κυρία, με οικόπεδο σώνει και κ α λά στη θάλασσα! Γ ι’ αυτό τον λυπότανε πιο πολύ α π ’ όλα η Ε λένη . Ό τ α ν περνούσε απο τη ν μπουτίκ του κι έβλεπε την Π όπη με το ξασμένο φουντωτό μ α λ λ ί και τη σκληρή λα κ, λες και φο ρούσε κράνος, δεν μπορούσε να πιστέψ ει πω ς υπήρξε κάπο τε η ά λλη Π ό π η , που στη δεύτερη διαγραφή του Ευγένιου ξεφώνιζε: «Ε ίσ τε τρελοί! Αυτός είναι πιο πα λ ικά ρ ι α π ’ ολους μ α ς ...» «Σύντροφοι, χάνουμε τη σοβαρότητά μ ας.» Αυτο το ειπε ο Α χ ιλ λ έ α ς. Ο Ε υγένιος, στη μ ά χ η τω ν Ε ξαρχείω ν, τον Δεκέμβρη του ’4 4 , φορούσε μαύρο χοντρό π α λ τό κι ένα μακρύ πορτοκαλί κασκόλ που σερνότανε χ ά μω. « Ε ίχα τ ις αμυγδαλές μ ου... αυτό βρήκα μπροστά μου... είναι τ η ς μικρής μου αδερφής.» Αυτή ή τα ν η απο
19
λ ο γ ία του Ε υγένιου. Τ ίπ ο τ’ ά λλο. Του κ α τα λόγισ α ν ένα σωρό. Κ α νένα ς δεν τ α θυμ άται τώ ρα. Μ α όποιον κ αι να ρω τήσει κανείς από κείνη τ η συντροφιά, θα π ει π ω ς είναι σίγουρος π ω ς τον διέγραψαν γ ια το πορτοκαλί κασκόλ τη ν ώρα τ η ς μ ά χ η ς. Μ ετά τη ν 21η Απριλίου του 1967 — που έγινε η δ ικτα τορία — η Ε λένη π ή γ ε και τον βρήκε στην μπουτίκ του. Ή τ α ν ε σαν τρελός. Ό χ ι γ ια τ ί φοβότανε μην τον συλλάβουνε. «Να μας πιάσουν στον ύπνο!» Με δυο εξορίες, π α ρ ’ όλες τ ις διαγραφές του, ένιωθε π ω ς δεν μπορεί να κάθετα ι με σταυρω μένα χέρ ια . Ξ αφνικα φ ω τίσ τηκε το πρόσωπο του και κ οίταξε την Ε λένη γ εμ ά το ς ελπίδα . «Σε σ τέλνει κανείς;» Τον απογοήτεψε. Ή ρθε να του ζη τή σ ει λ εφ τά . Θ έλει να πάρει τη ν κόρη τ η ς κ α ι να φύγει στο εξω τερικό, ώσπου να περάσει η μπόρα. Αφήνουν πολλούς να φύγουν, λες κ αι θέλουν να τους ξεφορτωθούν, γ ια να μην έχουν τον μ π ελ ά να τους πιάνουν όλους. Δεν θέλει να φ ύγει χω ρ ίς τ η μικρή, δεν τη ν αφήνει ούτε στη Λ ίζα . «Να φ ύγω . Οσο να περάσει η μπόρα. Λ ίγους μ ήνες.» Ο Ε υγένιος φουντώ νει. «Ε ίσαι τρ ελ ή , θα τους έχουμε τουλάχιστο γ ια π έντε χρόνια.» Κ όντεψαν να τσακωθούν. Τον είπε απαισιόδοξο και κοντόμυαλο. Έ νιω σ ε ξαφνικά π ω ς π α π α γ ά λ ιζ ε κ ά τι ξεχασ μ ένες φράσεις του Α χ ιλ λ έ α . Έ κ α νε να φ ύγει, τη ν τράβηξε απότομα από τη ζ α κ έ τα . Ά νοιξε το συρτάρι του ταμείου. Η Π όπη έλειπε. Τ ης έδωσε ό ,τ ι ε ίχ ε μέσα. Τ ριάντα χ ιλ ιά δ ε ς. Της έχω σε ακόμα κ ά τι ψ ιλά σ τις τσ έ π ες. Την α γκά λια σ ε και τη φίλησε στο στόμα. Δ υνατα. Α πελπισ μένα. Σαν το στερνό φ ιλί που δίνουν δυο κ α τα δ ι κασμένοι πριν τους πάνε γ ια εκτέλεση. «Γράψε!» τη ς φώναξε. Ό τ α ν ύστερα από μερικούς μήνες τον είδε στο Π αρίσι, απόρησε. Κ όντεψαν να χωρίσουν, λ έει, με τη ν Π όπη . «Να καθίσεις σ τ ’ αυγά σου, εμείς κάναμε ό ,τι έπρεπε στον κ α ι ρό μ α ς, ας κάνουν κι ά λλοι τώ ρ α .» Αυτό του έλ ειπ ε να
20
τρ έχει η δικτατορία στους δρόμους κι αυτός να φ τιά χν ει κολιέ με συρματάκια. Παρακαλούσε να τον πιάσουν, μα ούτε κι αυτή τ η χά ρη δεν κάνανε σε μερικούς, να γ λ ιτ ώ σουν τουλάχιστον από τα ερω τημ α τικά : Π ώ ς φ τάσαμε ως εδώ; Π ώ ς δεν ανησυχήσαμε, π ώ ς δεν πήραμε μέτρα; Π ώ ς τους πιάσανε όλους στο κρεβάτι; Δεν μας έμαθαν τίπ ο τ α από συνωμοτισμό οι τόσες παρανομίες; Έ ψ α χ ν ε α π ε γ ν ω σμένα να βρει κάποιον, έστω κ α ι α π ’ αυτούς που σήκωσαν το χέρι και σ τις τρ εις διαγραφές του. Τον βρήκε τυ χ α ία . «Δεν σε π ιά σ α νε. Ούτε κ αι μένα καθώς β λ έπ εις.» «Τώρα τ ι κάνουμε;» «Θα σου μηνύσω.» Του είπε π ω ς ξέρει να φ τιά χν ει ένα σωρό πρ ά γμ α τα : κολιέ, β ρά χιόλια, πομπό. «Δεν είναι ακόμα ώρα, θα σου μηνύσω.» Δεν του μήνυσε πο τέ. Ε ίπ ε στην Π όπη π ω ς θα δοκιμάσει να φ ύγει, κι αν δεν τον σταματήσουν στό αεροδρόμιο, θα π ά ει μ ια βόλτα στο Π αρίσι να βρει καινούργιο υλικό γ ια τη ν μπουτίκ. Τον πίστεψ ε, γ ια τ ί οι δουλειές αρχισαν π ά λ ι να πηγαίνουν καλα . « Εσκασα να περιμένω », λ έ ε ι τη ς Ε λ έ ν η ς, «ένα μ ή νυμα από οποιονδήποτε κι ας ή τα ν ε κι από το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ.» Το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ! Ο μόνος που ήξερε καλά γ α λ λ ικ ά από τη ν παρέα ή τα νε ο Ευγένιος. Π ή γ α ιν ε στη Γ α λ λ ικ ή Α καδημία, όπω ς λ έ γ α νε όλοι τό τε το Γ α λ λ ικ ό Ινσ τιτούτο. Τ ις τελ ευ τα ίες μέρες πριν τη ν απελευθέρω ση, έγινε μ ια μ εγά λ η συγκέντρωση σε κάποια συνοικία τη ς Αθήνας που ή τα νε κιόλας λ εύ τε ρη. Π ρώ τη φορά μαζευόντανε σ τα φανερά τόσοι πολλοί. «Θα έρθει κάποιος από πάνω να μας μ ιλήσ ει», είπε ο Α χ ιλ λ έα ς. Κ ι όπω ς τόνιζε το «κάποιος» και το «από π ά νω» κ α τα λά β α νε όλοι π ω ς θα ή τα νε μ εγάλο σ τέλεχο ς. Μια αίθουσα σχολείου κ α τά μ εσ τη . Μ πήκε ένας κοντόχον τρος άντρας, κάθισε στην έδρα του δάσκαλου κι άπλω σε πάνω τ ις π α λ ά μ ε ς του. Δεν χαμ ογελούσε, δεν μιλούσε, μόνο τους κ ο ίτα ζε γ ια κάμποσο με μισόκλειστα μ ά τια .
21
Ό λ η η αίθουσα κρατούσε τη ν ανάσα τη ς και τον περίμενε' ν ’ ανοίξει το στόμα του. Η Ε λένη καθότανε δ ίπ λ α στον Ε υγένιο και τον άκουγε κ ά τι να σκα λίζει στην τσ ά ντα του. Έ β γ α λ ε ένα γα λλικ ό βιβλίο, το ξεφύλλισε, άνοιξε μια σελίδα και μ ετά το ’βαλε μπροστά τ η ς . Ή τ α ν ε μια π λ α τ ε ία του Παρισιού. Η π λ α τ ε ία Ντανφέρ Ροσερό, που στη μέση ε ίχ ε πάνω σε βάθρο ένα μπρούντζινο λιοντάρι. Ο Ε υγένιος πήρε ένα μολύβι κι έγραψε κάτω από τη ν εικόνα: «Δεν μ ο ιά ζει με το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ;» Η Ε λένη κοί τα ξε τον χοντρό άντρα με τ α απλω μ ένα π α χο υλά χέρια . Ίδ ιο ς το συνοφρυωμένο λιοντάρι! Ο Π άνος, η Ν ίνα και τ ’ ά λ λ α π α ιδ ιά έσκασαν στα γ έ λ ια μ ετά , όταν τους το διηγήθη κα ν. Ή τ α ν ε το μόνο μυστικό που είχε η Ε λένη από τον Α χ ιλ λ έ α . Δεν θα γελούσε. Δεν γελούσε ποτέ με τ έ τοια α σ τεία , ούτε του άρεσε να τ α λένε κι οι ά λλοι. Κ ι αν κ ά τι έχ ε ι μείνει αξέχαστο από κείνα τα χρόνια, είναι που γελούσαν και τ ις πιο δύσκολες σ τιγμ ές. «Δεν είναι μόνο που γεράσ αμ ε», λέει τώ ρα ο Ε υγένιος, «μα χά σ α μ ε και το χιούμορ μ α ς.» Δεν γύριζε ο Ευγένιος πίσω στην Ε λ λ ά δ α , κι ας τα ξ ί δευε κομπάρσος σε ψεύτικα τρένα. Δεν γ ίν ε τα ι να κ αθετα ι στην μπουτίκ του και να φ τιά χ ν ε ι κολιέ με συρματάκια σαν να μην συνέβηκε τίπ ο τα . Σ αν να μην συνέβηκε τίπ ο τα . Ν α γυρίσει πίσω να κάνει τι; Αφού όλα διαλύθηκαν και κανείς δεν πρόκειται να του μηνύσει να κάνει κ α τι. « Ό χ ι, ό χι» , ξεφω νίζει με πείσ μ α ο Πάνος. « Ό λ α υπάρ χουνε, μόνο ξανα φ τιάχνονται, πιο γερά. Θ έλει υπομονή. Μη β ιά ζεσ α ι.» «Κ άποτε βιαζόμασ τα ν.» Ε κ εί αρπά ζονται. Λ ό για πικρά. Η Ε λ έν η μαζεύει τ α πόδια τη ς στην κουκέτα, γ ια τ ί τώ ρα θα έρθουν κι οι ά λλοι στο κουπέ, ώσπου να ξαναπέσει η κ λ α κ έτα . - Μ ην α ρ π α χτείς με τον Π άνο, λέει του Ευγένιου σχε δόν π αρα κ αλεσ τικ ά.
22
— Χ τες συμφωνούσες μ α ζί μου, τη ς κάνει κείνος από τομα. Έ χ ε ι δίκιο. Η Ε λένη μια συμφωνεί και μια διαφωνεί με όλους. Π ότε έτσι, πότε α λ λ ιώ ς. Πόσο πιο εύκολα ή τ α νε τό τε, τον καιρό του Α χ ιλ λ έ α . «Το είπε ο Α χ ιλ λ έ α ς.» Σ τη ν Κ α το χή έγραφες στους τοίχους, δεν συζητούσες πριν τα συνθήματα. Τον Δεκέμβρη του ’44 έπρεπε να στήσεις οδόφραγμα. Το ήξερες, ήσουν σίγουρος πω ς πρέπει να γ ί νει, είτε από πέτρες είτε από καρεκλοπόδαρα είτε από τον μπουφέ τ η ς γ ια γ ιά ς . Δεν ρωτούσες γ ια τ ί. Δεν σκεφτόσου να καν να ρω τήσεις. Τι βολικό να ’σαι η αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έα και ορίζοντάς σου μοναδικός η π λ ά τη του με το σακάκι από σαμαροσκούτι! Ο Σ τέφανος μπαίνει πρώ τος στο κουπέ και π α ίζ ε ι με τ ις χειροπέδες. Π ίσω του ο Π άνος με το γ ε λ ά κ ι του, που όσο π ά ει γ ίν ε τ α ι και πιο ξεκούρντιστο. — Μάθε να τ ις φοράς! Θα σου κάνει καλό που είσαι τόσο επ α να σ τά τη ς. — Αν το λ ες γ ια αστείο, είναι κρύο, α πα ντά ει ο Σ τέ φ α νος ήρεμα. — Δ ια β άσ α τε τ ις χτεσ ινές εφημερίδες; ρω τάει ο Ε υ γ έ νιος, λες και θέλει ν ’ α λλά ξει κουβέντα. Δεν α πά ντη σε κανείς. Μ πήκε κείνη τη ν ώρα στο κουπέ η Ά ννα και σ τριμ ώ χτη κα ν στην κουκέτα να τη ς κάνουν θέση. Ά ρ χισ ε τ η συζήτηση. Μ ιλούσε και τραβούσε τ α μ α λ λ ιά τη ς πίσω με μια απότομη κίνηση, σαν να το ’κανε επίτη δες να πονέσει. Λ έει π ω ς γράφ ει η εφημερίδα γ ια μια μ πόμ πα, που δεν έσκασε και βρέθηκε σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ στην Αθήνα, στο Σ ύ ν τα γμ α . Έ π ρ επ ε να μπει; Μ πήκε τ η σω στή ώρα; Ποιοι τη ν έβαλαν; Ε μ είς; Ε σείς;
23
Αυτοί; Π ροβοκάτσια. Ό λ α προβοκάτσιες τα λ έ τε . Σ τρ ιμ ώ χ ν ε τα ι κι ο Πάνος στην κουκέτα που ω ς τ α τ ώ ρα στεκότανε όρθιος κι έκανε νευρικά β ή μ α τα πά νω κ ά τω στον λ ίγ ο χώρο και τους ζ ά λ ιζ ε . Από την μπόμπα πέρα σαν σ’ ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε σε κάποιο περιοδικό τω ν Ε λ λ ή ν ω ν του εξωτερικού. Π ώ ς; Γ ια τί; Τ ι εννοεί μ ’ αυτό; Π ά λ ι ο Λ ίβανος και η Γ κ α ζέρτα ; Τα λάθη; Πού τραβάμε; Α ντί να μας δώσετε το π α ρ ά δειγμ α , γ ίν α τε αρνάκια. Χ ά σ α τε τη ν επ α να σ τα τικ ό τη τά σας. Ε π α ν α σ τά τες στο Π αρίσι! Α ντά ρτες στο δάσος τη ς Βουλώνης! Λ ό για βαριά ο ένας στον ά λλο. Ανάβουν. Η κουκέτα μόλις τους χω ρ ά ει. Μ οιάζει να ταξιδεύεις μακρύ τα ξ ίδ ι, βαριέσαι τους συνταξιδιώ τες σου κι α ρχίζεις τη ν γκ ρ ίνια , γ ια τ ί ένας κάπνισε παραπάνω ή άλλος άνοιξε το παράθυ ρο. Π αράξενοι τα ξ ιδ ιώ τες. Με μπομπονί νυχτικό, δανεικές π ιτ ζ ά μ ε ς κ αι χειροπέδες. Το διά λ ειμ μ α τελ ειώ νει. Οι ά λλο ι φεύγουν. Μένουν στο κουπέ ο Ε υγένιος και η Ε λ έ ν η . Παίρνουν τη θέση τους κοντά στο παράθυρο. Ό ρθιοι. Έ ξ ω , το σκηνικό έ χ ε ι α λ λά ξει. Τώ ρα το τρένο σ τέκ ετα ι σ’ ένα μικρό σταθμό. Σ τη ν πλατφ όρμα περιμένει κόσμος. Α νάμεσά τους η Ά ν ν α . — Κ α ι να σκεφτείς π ω ς κανένας μας δεν συμπαθεί το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ, κι όμως καβγαδίζουμε, μ όλις προ φ τα ίνει να π ει ο Ευγένιος.
24
Το τρένο της φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
Α νεβαίνω σ το τρένο μ ε τον χωροφύλακα. Κ η φ ισ ιά Αθήνα. Είκοσι λ ε π τά διαδρομή. Α τέλειω το τα ξ ίδ ι. Το ήξερα π ω ς θα με πιάνανε. — Κ α ι τη ν αρραβω νιαστικιά μου τη λένε Δ ά φ νη , κάνει ο χω ροφύλακας κ ο ιτά ζοντα ς τη ν τα υ τό τη τά μου. Μικρή κοπέλα, τ ι π α ς και μ π λέκ εις; "Ε χεις αρραβωνιαστικό; Δεν α π α ντά ω . Γνέφω κ ά τ ι αόριστο με το κ εφ ά λι. Έ χ ω ακόμα τη ν π α λ ιά μου τα υ τό τ η τα . Δεν την ά λ λ α ξ α όταν παντρεύτηκα με τον Α χ ιλ λ έ α . Π αντρεύτηκα! Έ ν α κορίτσι παντρεύεται με φούστα κ α ι πουλόβερ. Χ ω ρίς κουφέτα και λουλούδια. Χ ω ρ ίς καλεσμένους και νυφικό κρεβάτι. Ο Α χ ιλ λ έα ς φ εύγει τη ν ίδια μέρα. Α ντά ρτη ς, κάπου στο βουνό. Α ντάρτης! Χ ω ρίς να είναι π ια πόλεμος, ούτε Κ α το χ ή . Α ντάρτης! Ό τ α ν σ ’ όλους τους τόπους ά ρ χ ιζε μ ια καινούργια ζω ή . « Σ ’ ένα χρόνο θα έχουμε μ πει στην Α θή να.» Ε ίχ ε σιγουριά η φωνή του. «Το είπε ο Α χ ιλ λ έ α ς.» «Μείνε γ ι ’ απόψε», παρακαλούσα. Δεν γινότα νε. Ό λ α εί χα νε κανονιστεί με το δευτερόλεπτο. Ο πρώ τος σύνδεσμος, ο δεύτερος... Ε γ ώ όμως το ’θελα πολύ ένα μ εγά λο νυφικό κρεβάτι. Έ ν α διπλό κρεβάτι με σιδερένιο τσέρκι γ ια τη ν κουνουπιέρα, σαν κι αυτό που είχα μ ε στο σ π ίτι του παππού στο νησί. Κ ουβέρτες άσπρες, π λ εγμ ένες με το κροσεδάκι, μ εγά λ ες στενόμακρες μαξιλά ρες. Το θέλω το νυφικό κρε β ά τι. Χ ω ρίς βιασύνη από το ένα ραντεβού στο ά λλο. Χ ω ρίς φόβο. Μ ια ολόκληρη ν ύ χτα . Η δίκιά μου ν ύ χτα που δεν θά ’ρθει πο τέ. Ν α ξυπνώ και να β λέπω π λ ά ι μου στο μ α ξι λάρι τ α σ μ ιχ τά καστανόξανθα φρύδια. Κ ι έξω, ούτε Γερ μανοί ούτε χα φ ιέδες ούτε όλμοι ούτε σφαίρες. Δεν έχω περάσει π οτέ μου μια ολόκληρη νύ χτα με άντρα. Με τον Α χ ιλ λ έ α . Γ ια τ ί ά λλος άντρας δεν υπάρχει κι ούτε θα υπάρξει π ο τέ. Ό σ ος καιρός κι αν περάσει.
25
Π ενή ντα μία μέρες που τελείω σ ε ο πόλεμος, π ενή ντα μία μέρες που κράτησε η απελευθέρωση. Π ενή ντα νύχτες ε ίχ α τη ν ελπ ίδα να περάσω έστω και μία μόνο ολόκληρη με τον Α χ ιλ λ έ α . «Θα μείνουμε μ α ζί μονάχα σαν παντρευ τούμε.» Το είπε ο Α χ ιλ λ έ α ς. Η Ν ίνα μένει μ α ζί με τον Πάνο σ’ ένα καμαρακι τόσο δα και δεν τη νοιάζει να το δ ια λ α λ εί σ’ όλον τον κοσμο. Θαρρείς μ ά λ ισ τα πω ς το κάνει επ ίτη δες και βρίσκει κάθε φορά να πει κ ά τι γ ια να κ α τα λάβουμε π ω ς τα βράδια κ οιμ ά τα ι μ α ζί του. «Λ αχτάρα που πήρα χ τ ε ς βράδυ! Ξύπνησα και δεν είδα τον Π άνο δίπλα μου.» Α λή θεια, τη ζηλεύω . Ώ ρ ε ς ώρες μου φ αίνετα ι π ω ς θα μείνω η α ιώ νια αρραβω νιαστικιά και π ω ς σ ’ όλη μου. τη ζω ή θα π λ α γ ιά ζ ω με τον Α χ ιλ λ έ α στα β ια σ τικ ά , ανά μεσα σε δυο συνεδριάσεις ή σε δυο δουλειές του. Σ ε ξένο κρεβάτι π ά ν τα . Αν λ είπ ει η Λ ίζ α από το σ π ίτι ή στο καμαράκι τ η ς Ν ίνας. « Σ ’ αρέσει;» ρω τάει η Ν ίνα , ενώ τη ς δίνω πίσω το κλειδί τη ς. Μ πορεί και να ντρέπομαι ν ’ α πα ντή σ ω , μπορεί και να μη μ ’ αρέσει ακριβώς εκείνη η σ τιγ μ ή . Αν κοιμόμουνα όμως μ ια ολόκληρη νύ χτα μ α ζί του, είμ α ι σίγουρη πω ς θα μ ’ άρεσε. Τ ριάντα τρ εις νύχτες τ ις πέρασα π λ ά ι του. Οσο κράτησαν οι μ ά χ ες του Δ εκέμ βρη μ ετά τη ν απελευθέρωση. Ο καινούργιος πόλεμος με τους Ε γ γ λ έ ζ ο υ ς. Τ ριάντα τρ εις νύχτες κ α τ ά χ α μ α , Ντυμέ νοι. Από τη μια κρατούσε το χέρ ι μου κι από τη ν ά λ λ η το όπλο. «Θα διώξουμε τους Ε γ γ λ έ ζ ο υ ς, σ’ τ ’ ορκίζομαι, και θα μείνουμε μ α ζί.» Το είπε ο Α χ ιλ λ έα ς! «Λόρδος Μ πάυρον», ο λόχος τω ν σπουδαστών, και μπροστά με κα ψ α λι σμένα τα καστανόξανθα βλέφαρα, ο Α χ ιλ λ έ α ς. Οι κοπέ λες με ζηλεύουν. Α ρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α , που δεν φοβάται στη μ ά χη ! Φ οβάται μόνο να με πάρει τ η νύχτα και να π α μ ε στο διπλανό καμαράκι που είναι φ υλαγμένα όπλα και σφαίρες. Δεν φ οβάται τα όπλα, βέβαια. Φοβά τα ι τους άλλους, τ ι θα πουν, εκείνος δίνει το π αρ ά δειγμ α . Αν θελήσουν να κάνουν κι ά λλο ι έ τ σ ι... Κ οιμόμαστε όλοι
26
μ α ζί χά μ ω σε κουβέρτες στη μ εγ ά λ η αίθουσα ενός σ χο λεί ου. Μ όλις που αγγίζουν τ α δ ά χτυ λ ά μας. «Θα ζήσουμε μ α ζί, μόλις διώξουμε τους Γερμανούς.» Τους διώ ξαμε. «Αφού τελειώ σουν οι μ ά χες του Δεκέμβρη.» Τελειώ σανε. Κ α ι τώ ρα , γ ια να περάσω μια νύ χτα σε κρεβάτι με τον Α χ ιλ λ έα πρέπει να π ά ει α ντάρ της στα βουνά! «Σου το ορκίζομαι, σ’ ένα χρόνο.» Τώρα, ούτε Γερμανοί ούτε 'Α γ γλο ι. Τώρα ο εχθρός είναι ο αδερφός μου! «Δεν μπορείς να κρυφτείς σ π ίτι μου, θα χά σ ω τ η θέση μου στο υπουργείο.» «Μια βραδιά μονάχα», μεσολαβεί η Α ίζα . «Να χά σ ω τη δουλειά μου επειδή αυτοί θέλουνε;» «Εμείς θέλουμε; Ε μ είς θέλουμε να βασανιζόμαστε, να σκοτωνόμαστε! Ε μ είς θέ λουμε να μπαίνουμε στις φυλακές, να μας σ τήνετε στον τοίχο;» «Εσείς κάνατε ε γ κ λ ή μ α τ α , πήρατε ομήρους.» Ψ έμ α τα ! Το μίσος στα μ ά τια του αδερφού. Το μίσος στα δικά μου μ ά τια . Ο μ εγάλος αδερφός, που σαν έλειπε η Α ίζα μού χ τ έ ν ιζ ε τα μ α λ λ ιά χω ρ ίς να με πονάει. Η μικρή αδερφή που έγραφε π οιήμ α τα μόνο γ ια κείνον στη γιορτή του. Ε μ ε ί ς κι Ε σ ε ί ς . Έ ν α ς ατσάλινος τοίχος ανάμεσά μας. « Σ ’ ένα χρόνο το πολύ», μ ’ α ποχα ιρ ετά ει ο Α χ ιλ λ έ α ς και στη φωνή του υπάρχει σιγουραδα. Σ τρ ίβ ει τον δρομο και χ ά ν ε τα ι. Δεν χύνω ούτε ένα δάκρυ. Ό λ α στέγνω σαν μέσα μου. Α πόμεινα σε μια ά γνω σ τη πόλη. Σ ε μια Αθήνα ξένη. Π όρτες κουφές, μουγκά παράθυρα. «Εσείς που μας σφάξατε.» «Εσείς που μας σ τή νετε στον τοίχο.» « Κ λ ει δώστε τ ις πόρτες στην αρραβω νιαστικιά του συμμορίτη!» Ό λ ε ς τ ις πόρτες. Πράσινες πόρτες με ηλεκτρικά κουδού νια , καρυδένιες μ εγά λ ες πόρτες με μπρούντζινα γυα λισ τά πόμολα. Ακόμα κι εκείνη η μικρή του θείου Κ ώ σ τα , του αδερφού τη ς μ α μ ά ς, με το σιδερένιο χέρι γ ια χ τυ π η τή ρ ι. « Σ ’ ένα χρόνο.» Το είπε ο Α χ ιλ λ έ α ς. Έ ν α χρόνο τώ ρα γυρνάω μ ’ ένα τα γά ρ ι και μια καθαρή κιλότα μέσα. Έ ν α χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σ π ίτια . Κ άθε
27
μέρα κι ένας λιγότερος. Π ιάσανε τη Ν ίνα, τον Π άνο, τον Ε υγένιο. Ή τ α ν ε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ , α π ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χω ρίς φίλους. Κ ά θε τόσο συναντάω τ η Λ ίζα στα β ια σ τικ ά , να μου φέρει κανένα ρούχο και λ εφ τά . Έ χ ε ι, λ έει, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μ π α ίνεις στο χο λ του σπιτιού μας τ η φ ω τογραφ ία του π α τέρα με τα παράσημα απο τον πόλεμο. Ν α γυρίσω σ π ίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σ τα μ α τή σ ει ο νεκρός ήρω ας τη ς Α λβανίας. Δεν θα τους σ τα μ α τή σ ει τίπ ο τα . Δεν είμ α ι η κόρη του ήρω α, εί μ αι η αρραβω νιαστικιά του συμμορίτη. «Που θα μείνεις απόψε;» ρω τάει ανήσυχα η Λ ίζ α . « Έ χ ω κάπου.» Δεν έχω πουθενά. Ε ίν α ι απόγεμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύ χτα . Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυ π ή σ ω . «Μπο ρώ; Γ ι’ απόψε μονάχα;» Χ τύπ η σ α τη ν πόρτα τ η ς Έ ρ σ η ς. Με τη ν Έ ρ σ η καθόμασταν δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μ α ζί, πότε στο σ π ίτι τ η ς , πότε στο δικό μας. Ά νοιξε τη ν πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φ ύγε». Δεν έφυγα αμέσω ς. Δεν ξέρω γ ια τ ί. «Εσείς που π α ίρνετε τα π α ιδιά και τ α κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σ φ ά ζ ε τε ...» Φεύγω χω ρ ίς να τη ς πω : «Ε μ άς που μας σ τή νετε στον τ ο ίχ ο ...» Σ τά θ η κ α γ ια λ ίγο βουβή μπροστά στην κ λεισ τή πόρτα. Σ τη ν π ρώ τη δημοτικού, τη ν πρώ τη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έ ρση κι η Δ άφνη. Σ ιγ ά σ ιγά , χω ρ ίς να το καταλάβουμε, τα δ ά χτυ λ ά μας βρέθηκαν π λ ε γ μ έν α . Μ είναμε έτσι δώδεκα χρόνια. Ό χ ι , δεν ερχότανε μ α ζ ί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μ αθη τικ ά συσσίτια. Τον Δ εκέμ βρη του ’4 4 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έ μ εν ε προς τ η μεριά που ήταν οι Ε γ γ λ έ ζ ο ι και οι ά λ λ ο ι. Ό τ α ν τη συνάντησα μ ετά , μου μιλούσε γ ια κουβάδες μ ά τια .
28
Ε λ ε γ α π ω ς τρόμαξε και θα τ η ς περάσει. Τώρα το μίσος στα μ ά τια τ η ς Έ ρ σ η ς, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έ ρσ η.
Β ρέχει. Από κείνες τ ις αθηναϊκές μπόρες. Π ερπατώ κ αταμεσής στο δρόμο και δεν νοιάζομαι να τρέξω , να φυ λ α χ τ ώ κ άτω από καμιά σ τέγ η . Η βροχή μου δίνει σιγουράδα. Δεν έρ χετα ι κανένας να σε πιά σ ει με τέ το ια μπόρα. Σ το σωμα δεν βρέχομαι. Φορώ ένα γυαλιστερό κίτρινο αδιάβροχο. «Πολύ συνωμοτικό αδιάβροχο, σε ξεχω ρ ίζει κανείς από δυο χιλ ιό μ ετρ α » , με πείραζε ο Π άνος σαν το πρωτοφορεσα. Τα πόδια μου όμως είναι μούσκεμα και τα μ α λ λ ιά μου στάζουν. Κ α τηφ ορίζω τη Διδότου. Ο δρόμος έρημος. Ποιος τρελός π ερ πα τά ει μέσα σε τέτο ια βροχή, εξω από ένα κορίτσι με αντισυνωμοτικό κίτρινο αδιάβροχο και μια καθαρή κ ιλότα στο τα γ ά ρ ι; Θα πά ω στην Κ η φ ι σιά, στο θείο Κ ώ σ τα . Μ ονάχα πρέπει να π ερ πα τά ω δυο ώρες στη βροχή, ώσπου να σκοτεινιάσει. Ο θείος Κ ώ σ τα ς φ οβαται, μπορεί όμως να μ ’ αφήσει να μείνω , γ ι ’ απόψε μόνο. Θα ’μ α ι τη ς λύπησης όταν του παρουσιαστώ έτσι μουσκεμένη. Τη νύ χτα , όταν κοιμ άμ α ι, εκείνος θα ξαγρυπνά και θ’ αφουγκράζεται μη χτυπήσουν την πόρτα. Δυο ώρες μέσα στη βροχή! Έ ν α αυτοκίνητο κ ατεβαίνει το δρό μο, πλα τσουρίζει στα νερά. Ε ίν α ι τα ξ ί. Φρενάρει δίπ λα μου κι α λα φ ιά ζο μ α ι. Έ ν α χέρ ι με τραβάει μέσα. Έ ν α δυνατό ζεσ τέ χερ ι. «Μη φοβάσαι, δεν με παρακολουθούν, το ’χ ω ελ έγ ξει» , μου ψιθυρίζει κάποιος. Ε ίνα ι ο Σ ερ γκ έι. Μ ας τον γνώ ρισε μια μέρα ο Π άνος σε κάποια γιορτή στον Ε λληνοσοβιετικό Σύνδεσμο. «Σ ας έφερα έναν Ρώσο με σάρκα και οστά, γ ια να δείτε π ώ ς είναι.» Μ ετά τον Δ ε κέμβρη του ’4 4 , ώσπου να ξαναρχίσουν π ά λ ι οι συλλήψεις και οι παρανομίες, δεν προφταίναμε να κάνουμε γιορτές.
29
Ή τ α ν ε μ ια βραδιά αφιερωμένη στους Σοβιετικούς π οιη τ έ ς. Ο Σ ερ γ κ έ ι, δημοσιογράφος τη ς /σ β έ σ τια , ζούσε ένα χρόνο κιόλας στην Ε λλά δα . Έ μ α θ ε τ α ελληνικ ά πιο κ αλά κι από μ α ς, όπως έλεγε π ε ιρ α χ τικ ά ο Π άνος. Ό χ ι γ ια τ ί αγαπούσαμε κ αι θαυμάζαμε κ α θετί που ή τα νε σοβιετικό, μα τον Σ ερ γκ έι δεν μπορούσες να μην τον α γα π ή σ εις μό λ ις τον γνώ ρ ιζες. Σε κοιτούσε στα μ ά τια π ά ν τ α , βαθιά βαθιά. Με συμπαθούσε ιδιαίτερα. «Μου θυμ ίζεις τη ν Ό λ ια .» «Π οια Ολια;» « Έ ν α κορίτσι που πέθανε στον πόλεμο από τη ν πείνα, στο Λ ένινγκρα ντ.» Ο Σ ερ γκ έι δεν μ ιλ ά ει. Μου δίνει ένα μ εγά λο σκούρο μ α ν τίλ ι να σκουπίσω το πρόσωπο κ α ι τ α μ α λ λ ιά μου που στάζουν. Κ άθε τόσο γυρ ίζει το κεφ ά λι του και κ ο ιτά ζει πίσω . Δεν μας ακολου θεί κανένας. Κ ατεβαίνουμε τέρμ α Αχαρνών. Μ προστά μας ένα καφενείο, «II ωραία Τήνος». Ο Σ ερ γκ έι μ ’ α γ κ α λ ιά ζει και μπαίνουμε μέσα σαν ζευγαράκι που θέλει να φυλα χ τ ε ί από τη ν μπόρα. Τρέμω ολόκληρη. Π α ρ α γ γ έ λ ν ε ι τσ ά ι με κονιάκ. Μου χύνει δύο ολόκληρα ποτηράκια κονιάκ σ’ ένα ξεπλυμένο ζουμί που φέρανε γ ια τσ ά ι. Μου β γ ά ζ ε ι το αδιάβροχο κ αι παίρνει τα χέρ ια μου να τα ζεσ τά νει. Ό σ α ανθρώπινα χέρ ια κι αν α γ γ ίξ ω στη ζω ή μου, δεν θα ξεχά σω ποτέ αυτή τ η ζεστασιά τω ν χεριώ ν του Σεριόζςι. Με κ ο ιτά ζει στα μ ά τια . «Σε ξεχώ ρισα από μακριά. Το κίτρινο αδιάβροχο.» Το βλέμμα του γ ίν ε τ α ι ανήσυχο. «Π ώ ς εί σαι;» Μου ήρθε ένα α ναφ ιλητό χω ρ ίς δάκρυ. « Έ π α θ ε τ ί π οτα ο Α χ ιλ λ έα ς;» Νεύω όχι. «Ο Π ά ν ο ς ...» , κάνω να πω . Με σ τα μ α τά ει. «Ναι, ξέρω.» «Να δείτε που τον κ α τ α σκεύασαν ειδικά τόσο τέλειο αυτόν τον Σ ερ γκ έι, γ ια να πιστεύουμε π ω ς ολοι οι Σ οβιετικοί είναι σαν εκείνον», αστειευότανε τό τε ο Ε υγένιος. Ο Α χ ιλ λ έ α ς είχε θυμώσει με το αστείο. « Ολοι οι σοβιετικοί άνθρωποι έτσ ι είναι», του παρατήρησε. «Είσαι σίγουρος;» Κ άποιος θυμήθηκε αυ τή τη φράση μ ετά από χρόνια στη δεύτερη διαγραφή του Ε υγένιου. «Τώρα τ ι κάνεις;» ρω τά ει ο Σ ερ γκ έι. Του ψιθυ-
30
ρίζω πω ς έφυγε ο Α χ ιλ λ έ α ς, π ω ς τριγυρνάω εδώ κι εκεί, π ω ς όπου να ’ν α ι θα με πιάσουν. «Κουράγιο, Δαφνούλα», λέει, χω ρίς να μπορεί να π ει τ ίπ ο τ ’ άλλο. Ε ίνα ι επικίνδυ νο να καθίσουμε πιο πολύ. Π ρέπει να φύγουμε. Κ αθένας μας χω ρ ισ τά . Δεν θέλω να κουνηθώ. Σ η κ ώ νετα ι πρώ τος εκείνος. Β γ ά ζ ε ι το πουλόβερ του και μου δίνει να το φορέ σω. Α γοράζει π εν τε σοκολάτες, που βρίσκονται στη βιτρίνα του καφενείου, με ξεβαμμένα χ α ρ τ ιά από τη ν πολυκαι ρία και μου τ ις β ά ζει στο τ α γ ά ρ ι. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι σ φ ιχ τά . Β γαίνω στον δρόμο. Η μπόρα σ ταμ ά τησ ε. Το κονιάκ με έχει ζεσ τά νει κ αι το τεράστιο πουλόβερ του Σ ερ γκ έι με τ υ λ ίγ ε ι σαν ζεσ τή α γ κ α λ ιά . Μ πορεί κ αι να με κρατήσει ο θείος Κ ώ σ τα ς γ ια λ ίγ ε ς μέρες. Δεν με κράτησε ούτε γ ια ένα βράδυ. «Κάθισε να φας, κ αι να κά νεις μπάνιο αν θες, όχι όμως να κ ο ιμ η θείς... κ α τα λ α β α ί νεις.» Κ α τα λ α β α ίν ω . Π ίσω από τ ις πόρτες κάθε σπιτιού.; υπάρχει κολλημένο ένα χ α ρ τί. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΓΣΙΣ ΠΑΝΤΟΣ ΑΤΟΜΟΥ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΙΜΟΥ ΔΙΑ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ. Π α ρακ άτω δήλω ση του νοικοκύρη πόσοι κ αι
ποιοι κατοικούν στο σ πίτι του. Έ ν α ς να βρεθεί σε ξαφνική έρευνα που να μην αναφέρεται στον κ α τά λογο, τη ν ευθύνη τη ν έχει αυτός που έκανε τη δήλω ση. Έ χ ε ι λοιπόν τους λόγους του ο θείος Κ ώ σ τα ς που τρέμ ει μόλις με β λέπ ει. Κ άνω μπάνιο, φορώ την καθαρή κ ιλ ό τα , πλένω τη ν ά λ λ η και τη βάζω κοντά στη σόμπα να στεγνώ σ ει. Δεν θα μ εί νω να φάω , μ όλις στεγνώ σει λ ίγ ο η κ ιλότα θα φύγω . Ο θείος Κ ώ σ τα ς στριφογυρίζει κ αι ρίχνει ανήσυχες μ α τιές στην κ ιλό τα μου. Τη μαζεύω σχεδόν βρεμένη και του λέω , αντίο! Με φ ιλ ά ει και τρέμ ει. «Π ες στη Λ ίζ α ... δεν μπο ρ ώ ... κ α τα λ α β α ίν εις.» Κ α τ α λ α β α ίν ω ... να θέλει όμως και να τον δικαιολογήσω κ αι στη Λ ίζα ! Θα πάω σ π ίτι κι ας γίν ει ό ,τ ι γ ίν ε ι. Ά λ λ η λύση δεν υπάρχει γ ι ’ απόψε τουλάχιστον. Η χα ρ ά που θα τρυπώσω στο μ εγάλο κ ρεβάτι τ η ς Α ίζα ς γ ια να νιώσω πιο σιγουριά
31
με κάνει να π ερπα τώ γρήγορα, θ α χουζουρεύω κ αι η Α ίζα θα μαζεύει τ α ρούχα μου που θα τα ’χ ω π ετα μ έν α εδώ κι εκεί στο καλοσυγυρισμένο δω μάτιό τ η ς. Πριν φ τάσω στην π λ α τ ε ία τ η ς Κ η φ ισ ιάς, τον πήρα είδηση. Κ οντός με λ ε π τό μουστάκι. Μου ζ η τά ε ι τα υ τό τη τα . Του τη δίνω. Ό λ α τ ’ ά λ λ α γίνο ντα ι πολύ γρήγορα. Με π ά ει στη χω ροφυλα κή κι από κει με παραδίνουν σ’ ένα χω ροφύλακα να με π ά ει συνοδεία στην Αθήνα στην Α σφάλεια «για κάποια εξακρίβωση». Εξακρίβωση! Το ξέρουν όλοι: αρραβω νιαστι κιά του Α χ ιλ λ έ α . Τον γά μ ο δεν θα πρόλαβαν να τον μ ά θουν. Μ ια δασκαλίτσα σ’ ένα χωριό τη δίκασαν τρ ις σε θάνατο γ ια τ ί π ή γα ιν ε φ αί στον αρραβωνιαστικό τη ς. Ή τ α ν ε κ α π ετά νιος, συμμορίτης όπως ο Α χ ιλ λ έ α ς. Την εκτέλεσαν γ ια τ ί δεν ήθελε να υπογράψει δήλω ση κ αι να τον αποκηρύξει. Ε ίμ α ι με τον χω ροφύλακα στον ηλεκτρικό κ αι ταξιδεύ ουμε γ ια τη ν Αθήνα. Τα δέντρα τρέχουν σαν να τα κυνη γούνε. Έ χ ε ι σκοτεινιάσει και ξεχωρίζουν οι σιλουέτες τους. Το τ ζ ά μ ι είναι κατεβασμένο ως τη μέση. Μυρίζουν οι πικροδάφνες και το νοτισμένο χώ μ α από τη βροχή. Η «πρώτη φορά» τη ς Ν ίνας με τον Π άνο, σ’ ένα δασάκι, πάνω στο νοτισμένο χ ώ μ α . « Ή τ α ν ε θεϊκά», τ η ς διηγιότα νε εκείνη με τη ν τραγουδιστή φωνή τ η ς. Μ παίνει η άνοιξη. Πόσες κοπέλες θα πλα γιά ζο υ νε με τ ’ αγόρια τους πάνω στο χώ μ α ; Ε ίν α ι όμως κι οι ά λ λ ε ς, οι'α ρραβω νιαστικές τω ν κ απετά νιω ν που πέφτουνε πά νω στη γ η την ποτισμένη με αίμα. Ας μη φτάσει ποτέ αυτό το τρένο στην Α θήνα.
μοτέρ στοπ
32
Ο Ε υγένιος β ά ζει το π α λ τό του πάνω από τ ις π ιτ ζ ά μ ε ς . Δεν είναι καθόλου σίγουρος π ω ς μ οιά ζει επ ιβ ά τη ς βαγκόνλ ι μ ’ αυτό το σουρωμένο με τη ν παραμάνα π α ντελόνι. Τον σώ ζει το πανωφόρι. Το ’χ ε αγοράσει σ’ ένα τα ξίδι στο Λονδίνο, εδώ κ αι κάμποσα χρόνια. Το ύφασμα είναι καλό και διατηρεί τη φόρμα του. Σ ε λ ίγ ο πρέπει να κ α τέβ ει από το τρένο. Έ τ σ ι α π α ιτε ί το σενάριο. Έ χουν κατεβάσει με την Ε λ ένη το τ ζ ά μ ι ν ’ ακούσουν τ ι λέει ο σκηνοθέτης. — Δεν μπορεί το τρένο να καθυστερεί τόση ώρα σ’ ένα μικρό σταθμό. Τ ι συμβαίνει; ανα ρω τιέσ τε. Φοράτε το π α λ τό σας ή το ρίχνετε στους ώμους και κ α τεβ α ίνετε από το τρένο. Μόνο οι άντρες. Οι γυναίκες μένουν στο κουπέ, στο παραθυρο. Ε ίν α ι ξημέρωμα. Έ χ ε ι ψύχρα. — Τόση ανάλυση, ούτε Σ αίξπηρ να π α ίζα μ ε, μουρμουρί ζ ει ο Ε υγένιος. Η Ά ννα σ τέκει π ά ντα στην πλατφ όρμα και τρα βά ει τα μ α λ λ ιά τη ς π ίσ ω . Κ ο ιτά ζει το σκηνοθέτη, όλο θυμό και περιφρόνηση. Λ ες και φ τα ίει ειδικά αυτός ο παράξενα ντυ μένος άνθρωπος με την παλιομ οδίτικη ρεπούμπλικα κ αι τ α κατάμαυρα γ υ α λ ιά , που βρέθηκε η Ά ννα κομπάρσα στο τρένο τη ς φ ρίκης. Πριν λίγους μήνες είχε ένα πρώ το «ρό λο» στην ολλανδική τηλεόραση. Μ όλις είχε β γ ει κρυφά από τη ν Ε λ λ ά δ α κι ένα συνεργείο Ο λλανδών ήρθε στο Π α ρίσι να τη ς πάρει συνέντευξη γ ια τ ις φυλακές και τ α βα σανιστήρια. ’Υστερα π ή γ ε στο Στρασβούργο κι έδειχνε σε ειδικούς τ ις ουλές στο στήθος τ η ς , τ ις μετρούσαν πόντο πόντο, τ ις κατέγρα φ α ν γ ια να ενημερωθεί η Ε πιτροπή τω ν Δ ικ α ιω μ ά τω ν του Ανθρώπου. Η Ά ννα λ έ ε ι πω ς οι ξένοι, τώ ρα με τη δικτατορία στην Ε λ λ ά δ α , αν δεν δουν βασανιστήρια και κορμιά να πέφτουν, δεν θυμούνται τη χώ ρ α σου. Κ α ι στην Ε λ λ ά δ α , μ ετά τ ις π ρ ώ τες συλλήψ εις, έπεσε μουγκαμάρα. Λ ες και ξεχάσαμε τ ι θα π ει α ντίσ τα σ η . Τα π α ιδιά του «Λόρδου Μπάυρον» έχουν γκ ρ ίζα μ α λ λ ιά . Τους σύρανε από το κρε
33
β ά τι κατευθείαν στην εξορία. Φ τα ίτε. Φ τα ίνε. Ε μ ε ίς. Ε σ είς. Α υτοί. Ο σκηνοθέτης σ υνεχίζει τ ις εξη γήσ εις. Κ ρ α τά ει μια σφυρίχτρα κ αι σφυρίζει σαν τροχαίος. Σ το πρώ το σφύριγ μα θα κατεβαίνουν οι μισοί από τη ν μπρος πόρτα του βα γονιού, στο δεύτερο οι υπόλοιποι από την π ίσ ω . Δ οκιμά ζουνε. Ο Ε υγένιος πρέπει να κατέβει με το δεύτερο σφύ ρ ιγμ α . Κ ά νει λάθος και κ α τεβ α ίνει με το πρώ το. Ο σκη νοθέτης σφυρίζει μανιασμένος. Ο Ευγένιος κ α τα λ α β α ίνει π ω ς τ α σφυρίγματα είναι γ ι ’ αυτόν. Ξ ανανεβαίνει στο βα γόνι. Η Ε λένη β γαίνει από το κουπέ στον διάδρομο, ωσπου νά ’ρθει η ώρα να σταθεί στο παράθυρο. — Π ρόσεχε, κ ατεβ α ίνεις στο δεύτερο σφύριγμα, θυμίζει του Ε υγένιου, που σ τέκ ετα ι στην πόρτα του βαγονιού. — Π ώ ς σφυρίζει έτσ ι, τ η ς α πα ντά ει εκείνος νευριασμέ να. Δ ίπ λ α στην Ε λένη έ χ ε ι σταθεί ένας ψηλός ασπρομάλ λ η ς ά ντρ α ς. > — Τ ι είστε; Την ε ίχ ε ακούσει να μ ιλ ά ει ξένη γλώ σσα με τον Ε υ γ έ νιο. — 'Ε λ λ η ν ε ς. — Α , κάνει εκείνος χαρούμενα. Ε γ ώ είμ α ι Ισ π α ν ό ς... « Σ τις θέσεις σας», φωνάζουν απέξω . Η Ε λένη γυρίζει στο κουπέ και βλέπει τον Π άνο καθισμένο κ α τά χ α μ α . — Δεν θα φαίνομαι από το παράθυρο κ αι θα μπορώ να σου κουβεντιάζω . Η Ε λένη παίρνει τη θέση τ η ς στο παράθυρο. Έ χ ε ι ακό μα καιρό, γ ια τ ί ο σκηνοθέτης δεν έχει σ τα μ α τή σ ει να δί νει ο δηγίες.
34
— Στον διάδρομο ήταν ένας Ισ πανός, από τό τε, λέει του Πάνου. Τ ριάντα χρόνια κομπάρσος. Ε μ είς, σαν περά σει τόσος καιρός, θα είμαστε π ερ ιζή τη το ι σε τα ιν ίε ς φρί κης. Ο Π άνος γ ε λ ά ε ι. — Εσύ ό χι. Έ τ σ ι όπως δεν α λ λ ά ζ ε ις , χρόνια τώ ρ α , θα ’σαι μια χα ρ ά κοπελίτσ α , σαν μαθητριούλα. «Φλύαρες, τσ απα τσ ούλες, μαθητριούλες», έλ εγε ο Π ά νος μαλω σιάρικα και χα ϊδ ευ τικ ά μ α ζί τ ις κοπέλες που δούλευαν τό τε μ α ζ ί του στην οργάνωση. Γελούσαν εκείνες και τον λάτρευαν, γ ια τ ί είχε π ά ν τ α ένα αστείο και στις πιο δύσκολες σ τιγ μ έ ς και μπροστά στον θάνατο ακόμα. Τώρα τήν Ε λένη την ενοχλεί αυτό του το χα μ ό γελ ο . Θα Όελε μια φορά να τον δει να δείξει την α π ελπ ισ ία του, γ ια τ ί μέσα του πρέπει να ’ναι απελπισ μ ένος, να π ει: «Τα χα σα μ ε όλα». Ε κείνος, όχι. Χ α μ όγελο. Λ ες κι έχει να εμψυχώσει κανέναν να περάσει το οδόφραγμα ή να α ν τ ι κρίσει το εκτελεστικό απόσπασμα. Γυρνάει από σ π ίτι σε σ π ίτι τω ν π ο λ ιτικώ ν εξόριστων στο Π αρίσι και σαν τον βροχοποιό μοιράζει χ α μ ό γ ελ α , ελπ ίδες και υποσχέσεις. Οι «μαθητριούλες» κρεμόντανε από τ α χ ε ίλ η του κ αι τον π ί στευαν. Τώ ρα, ποιος τον πισ τεύει όταν λέει με πείσμα: "Δεν β λ έπ ετε, ψ ιχ α λ ίζ ε ι κιόλας!» Ενώ το χώ μ α είναι καταξερο κι ούτε ένα σύννεφο στον ουρανό. Κ ά τι έχει να τη ς π ε ι, το νιώ θει η Ε λ έν η , που τον β λέ πει να κουνάει νευρικά τ ις μύτες τω ν παπουτσιώ ν του έτσ ι υπως είναι καθισμένος κ α τά χ α μ α . Έ χ ε ι πάνω στα γόνα τα του ανοιγμένη μια ελληνική εφημερίδα κι εκείνη περια ίν ει πω ς να, τώ ρα θα τ η ς διαβάσει καμ ιά ειδησούλα τόnr) δα και θα τ η ς πει: «Δεν διακρίνεις λοιπόν π ω ς αυτή η ίδηση κρύβει κ ά τι σημαντικό;» Εκείνος όμως διπλώ νει χποτομα τη ν εφημερίδα στα τέσσερα και τη χ ώ ν ε ι στην τσέπη του. Ί σ ω ς και να τ η ς μ ιλή σ ει γ ια κ ά τι ά λλο , γ ια *ια καινούργια δημοτική βιβλιοθήκη που ανακάλυψε σε
35
κάποιο από τα περίχω ρα του Παρισιού και ν ’ α ρ χ ίζει να σ χ εδ ιά ζει π ώ ς θα κάνουμε τ ις δημοτικές βιβλιοθήκες όταν λευτερωθούμε, από τη χούντα αυτή τη φορά. Τ ότε είναι που τον λ υ π ά τα ι η Ε λένη , που δεν άφησε μ ά χ η γ ια μ ά χ η , φυλακή γ ια φ υλακή, και τώ ρα γυρίζει άπραγος στο Π αρίσι, γυμνός, χω ρίς τουφέκι, χω ρ ίς καν καρεκλοπόδαρα γ ια οδόφραγμα. Γυρίζει και «παίζει» τ ις δημοτικές βιβλιοθήκες, όπως στην Κ α το χ ή π α ίζα νε τις «συνταγές» κι έφ τιαχναν φ αντα στικά γλυκ ά με πολύ βού τυρο και π ο λλ ή ζά χα ρ η . Σ τ ις 21 Απριλίου του 1967 θα γινό τα νε τ α εγκα ίνια μ ια ς τέτο ια ς βιβλιοθήκης σε μια συ νοικία τ η ς Α θήνας. Ο Π άνος είχε μερόνυχτα να κοιμηθεί κ αι πρωτοστατούσε στο στήσιμό τη ς. Μ ια τερ α σ τια αφισα με τον Μ αγιακόφσκι γ έ μ ιζ ε τον τοίχο. Έ γ ιν ε όμως η «επανάστασις» των σ υνταγμ α τα ρχώ ν κι ο Μ αγιακόφσκι «λιντσαρίστηκε» επί τόπου. Ο Π άνος συνεχίζει να κ ο ιτά ζει τ ις μύτες τω ν παπουτσιώ ν του. Η Ε λένη του γυρ ίζει τη ράχη να δει τ ι γ ίν ε τα ι έξω. — Η δίκη του Α χ ιλ λ έα ορίστηκε. Π άρε τη ν εφημερίδα, λ έει ο Π άνος. Η Ε λένη μόλις που προφταίνει ν ’ α πλώ σ ει τ ο χέρ ι και π έφ τει η κ λα κ έτα .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
Έ ν α κεφ ά λι μπηγμένο σε πάσσαλο. Μ ε γέ ν ια και ά γρ ια μ ά τια . Τα φρύδια δασιά, δεν είναι όμως σ μ ιχτά . Δεν είναι του Α χ ιλ λ έα . Ο διευθυντής τη ς Α σφάλειας μου δείχνει τ η φ ω τογρα φία.
36
— Δεν είναι ο δικός σου, μα θά ’ρθει κι η σειρά του. Δεν θα μείνει κανείς τους. « Σ ’ ένα χρόνο θα ’χουμε μ πει στην Αθήνα.» Το είπε ο Α χ ιλ λ έα ς. Πόσα κεφάλια μ π η γμ ένα σε πασσάλους σ’ ένα χρόνο; Κ α ι το κεφ ά λι του Α χ ιλ λ έ α ; — Αποκήρυξε τον καπετάνιο σου και θα πας σ π ίτι σου. Το ίδιο τροπάρι, μα νιώθω ξαλάφρω μα. Ά ρ α με πιά σ α νε μόνο και μόνο γ ια τ ί είμαι αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λέα. Δεν ξέρουν τ ίπ ο τ ’ άλλο γ ια μένα. — Η χάρη που μπορώ να σου κάνω στη μνήμη του π α τέρα σου, είναι να σε σ τείλω εξορία με το πρώτο καραβι, συνεχίζει ο διοικητής με πατρικό ύφος. Αν όμως ως το πρω ί β άλεις μυαλό, εδώ είμ ασ τε. Έ ν α ς αστυφύλακας με συνοδεύει σ’ ένα στενό διάδρομο, που στην άκρη του βρίσκεται ένα ξύλινο πορτάκι. Ε ίνα ι κλεισμένο απέξω με σύρτη. Έ ν α ν κοινό σύρτη, σαν κι αυ τόν που είχα μ ε στο νησί στη μικρή αποθηκούλα, το κελάρι όπως το λ έ γ α μ ε , « θ α σε κλείσω στο κελάρι», με φοβέριζε ο αδερφός μου. Μ ια μέρα δοκίμασα να κ λειστώ μόνη μου, γ ια να ξεφοβηθώ και να σταματήσουν οι α π ειλ ές. Δεν εί χ α τολμήσει να κλείσω εντελώ ς το πορτάκι. 'Αφησα μια χαραμάδα να μ π α ίνει ίσα ίσα μια λουρίδα φως. Ο αστυφύ λακας κλείνει πίσω μου τη ν πόρτα χω ρ ίς ν ’ αφήσει χα ρ α μάδα. Σ το κελάρι ήμουνα μόνη. — Γ εια σου! με υποδέχτηκαν κοριτσίστικες φωνές. Σ τέκομ αι σαστισμένη. — Β γ ά λ ε τ α παπούτσια σου, λ έει μια κοπέλα. Β γ ά ζω μ η χα νικ ά τ ις γόβες μου με τ α ψηλά τακούνια. «Να ντύνεσαι κομψά», συμβούλευε η Α ίζ α , «σε υποψιά ζονται λιγότερο». Ο Πάνος όταν με είδε να κ ατα φ τά νω από μακριά σ’ ένα από τα τε λ ε υ τα ία παράνομα ραντεβού μας πριν τον πιάσουν, δεν κρατούσε τα γ έ λ ια του. «Να ’ξερες πώ ς π ερ π α τά ς, κακομοίρα μου, σαν τη ν π ά π ια .» Δεν ε ίχ α φορέσει ποτέ μου παπούτσια με ψηλά τακούνια.
37
Αδύνατο να τα συνηθίσω. Φορούσα αυτές τ ις ψηλοτάκουνες γόβες που μου αγόρασε η Λ ίζ α και π ή γ α ιν α στα παρά νομα ραντεβού προσπαθώντας να περπα τώ με αέρα. Νιώθω ανακούφιση που β γ ά ζ ω τ ις γόβες. Τα μ ά τια μου αρχίζουν να συνηθίζουν στο χα μ η λ ό φως ενός γλόμπου τυ λιγμένου με μπλε κόλλα , που κρέμεται στη μέση του δω ματίου. Χ ά μ ω , πάνω σε κουβέρτες, καθισμένες στριμω χ τ ά η μια κοντά στην ά λ λ η , με τα γόνα τα κολλημένα στο πηγούνι, κάθονται γυναίκες. Σ ιγ ά σ ιγά ξεχω ρ ίζω τα πρόσωπα: η Ε ιρήνη, η Κ α τ ίν α , η Μ ίνα, ως κι η μικρή Δώρα, που π ή γα ινε ακόμα στο γυμνάσιο. Ό λ ε ς τ ις π ιά σανε λοιπόν; Χ α μ ογελώ , μα κάνω πω ς δεν τ ις ξέρω. «Αν σας πιάσουνε και σας κουβαλήσουνε στην Α σφάλεια, να κάνετε πω ς δεν γνω ρίζεσ τε κι όχι "μ ου” και "σου” σαν μαθητριούλες», συμβούλευε ο Π άνος. — Γ εια σας, απαντώ «τά χα » αδιάφορα. Το λέω φ αίνεται τόσο «τά χα » αδιάφορα, που βάζουν οι κοπέλες τα γ έ λ ια . Μ ια γυναίκα μ αζεύετα ι και μου κάνει χώρο να καθίσω δίπλα τ η ς . Μ οιάζει ψ ηλή. Έ χ ε ι κ α σ τα νά μ α λ λιά μαζεμένα πίσω σ ’ ένα μ εγάλο κότσο. Τη γνώ ρισα. Ε ίνα ι η Ν ία. Μ ια φορά την είχα δει σε κάποια δου λειά με τον Α χιλλέα . Θαρρώ π ω ς τη ζή λεψ α , έτσι όπως στεκότανε π λ ά ι του και σχεδόν τον έφτανε. Η Ν ία δεν μου μ ιλά ει, μόνο μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι με το ένα χέρι. Ζαρώνω κοντά τη ς. «Τι καλά που είμ α ι», κόντεψα να π ω , κι α να λο γί στηκα τον εαυτό μου μέσα στη βροχή. Βροντάνε απέξω δυνατά το πορτάκι. Α λαφ ιάζομ αι. — Μην τρομάζεις, με καθησυχάζει η Ν ία . Μ ας χ τ υ π ά νε γ ια να κάνουμε σιω πητήριο. Ύ στερα γυρ ίζει σ τις κο πέλες: — Κ α λ η νύ χτα , λ έει με την επ ιβ λη τικ ή φωνή τη ς. — Κ α λη νύ χτα . — Κ α λ η νύ χτα . — Κ α λη νύ χτα . Απαντούν εκείνες, λες κι έπρεπε μια μια να ανταποδώ
38
σουν το κ αλη νύχτισ μ ά τη ς. Ο ύπνος δεν α λ λ ά ζ ε ι τ ίπ ο τ α ... Μ ονάχα που κλείνουμε τα μ ά τια , μισοκαθισμένες, στην ίδια στάση. — 'Α λ λες μέρες είμαστε πιο λ ίγ ε ς και μπορούμε να ξα πλώνουμε, μου ψιθυρίζει η Ν ία . Ακούμπησε το κεφ άλι σου στον ώμο μου. Η πρώτη νύχτα είναι η πιο δύσκολη. Έ ν α ς ξένοιαστος ύπνος! Σ το κελάρι θα ’χ α πεθάνει από τον φόβο μου. Τώρα, όσες φορές ανοίγω τα μ ά τια , β λέπω τη Ν ία να κρατάει τα δικά τ η ς ορθάνοιχτα. Δεν ακουμπ ά ει το κεφ ά λι όπως οι ά λ λ ες στα γόνα τα , μόνο κρατάει τη μέση όρθια λες και δεν μπορεί να τη λυγίσ ει. Μ ήπω ς την έχουν χτυπ ή σ ει; Το πρω ί, ό ,τ ι και να συμβαίνει, ξυπνώ κεφ άτη. Ας εί ναι φ ριχτές μέρες. «Μπορεί κ ά τ ι ν ’ α λλά ξει σήμερα», συλλογιέμαι. Σήμερα σ τ ’ α λή θεια κ ά τι α λ λ ά ζ ε ι. Ο διοι κ ητή ς περίμενε ως το πρω ί μ ήπω ς ανανήψω, μα τον απο γοήτεψ α. Μ ε φωνάζουν να ετοιμαστώ με τ α π ρ ά γμ α τά μου, δηλαδή το τα γά ρ ι μου. Μ όλις προφταίνω να α π ο χα ιρετήσω τ ις κοπέλες. Με μεταφέρουν μ ’ ένα μικρό φορτηγό με σκεπή από κα ραβόπανό. Με πάνε άραγε στο πλοίο να φύγω κατευθείαν εξορία; Π ώ ς θα ειδοποιήσω τη Α ίζα ; Το π α ν ί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου είναι σε μια μεριά ανασηκωμενο και βλέπω τη ν πρωινή Αθήνα που ξυπνάει. Τα σεντόνια απλω μένα στα παράθυρα αερίζονται από τ ις ανάσες τη ς νύ χτα ς. Μ ια κοπέλα σ’ ένα παράθυρο κρατάει ένα τσ ιμ π ι δάκι και β γ ά ζ ε ι τα φρύδια τ η ς . Τι καλά να ξυπνάς το πρωί και να μπορείς να β γά ζε ις τα φρύδια σου κοντά στο ανοιχτό παράθυρο μια α π ρ ιλ ιά τικ η μέρα! Η τελ ευ τα ία α χτίδ α που β λέπ ω π έφ τει πάνω σ’ ένα άδειο κουτί από κονσέρβα και το κάνει να λαμποκοπάει. Πιο κει ένας κε σές γιαούρτι χυμένος καταμ εσή ς στην άσφαλτο. ΟΔΟΣ ΝΙ ΚΟΔΗΜΟΥ, σ τα μ α τά μ ε. Σ τη ν καρδιά τη ς Π λ ά κ α ς, εκεί που υπαρχουν χ ιλ ιά δ ε ς ομορφιές και κάνουν οι θεοί σεργιά-
39
νι, που λ έει το τραγούδι. Τ μ ήμ α Μ ετα γω γώ ν. Δεν θα ’χ ε ι σήμερα πλοίο, φ α ίνετα ι, κ α ι με παραδίνουν στο Τ μήμα Μ ετα γ ω γ ώ ν . Το κ ελ ί είναι στο υπόγειο. Σ τη ν αρχή μου φάνηκε άδειο. Ύ στερα ένας σκούρος όγκος σάλεψε σε μ ια γω νιά . — Ε , «σκοινοθέτρια», σου έφερα συντροφιά, λ έει ο δε σμοφύλακας, που με κατέβασε στο κελί κι ετο ιμ ά ζετα ι να κλειδώ σει τη ν πόρτα. Μ ια γυναίκα με καφεδί φόρεμα σηκώνει το κ εφ ά λι. Τα μ ά τια τ η ς δεν κοιτάζουν πουθενά. Ο δεσμοφύλακας συνε χ ίζ ε ι τ η φλυαρία: — Π ες τ η ς , βρε, π ώ ς έπνιξες τον άντρα σου με το σκοι νί τη ς μπουγάδας να περάσει η ώρα σας! Η πόρτα κλειδώ νει πίσω μου. Σ τέκομ αι όρθια στη μεση του κελιού. Κ ο ίτα πόσο ψηλή μοιάζω με τα τακούνια! Ε ί ναι η μόνη σκέψη που μου έρ χετα ι στο νου και παραξενεύο μ αι. Μ πορεί ο Α χ ιλ λ έα ς να μην είναι τόσο πιο ψηλός μου. Αν δεν μου είχ ε αγοράσει η Λ ίζα αυτές τ ις γόβ ες, θα μ ’ έπιαναν και δεν θα ήξερα τ ι θα π ει να φοράς ψ ηλά τακού νια . Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν μ ’ έ χ ε ι δει ποτέ με τα κ ο ύ ν ια ... ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν μ ’ έχει δει π οτέ με τα κ ο ύ νια ... ο Α χ ιλ λ έ α ς ... Έ τ σ ι είναι, με πιάσανε μόνο και μόνο γ ια τ ί είμ αι αρραβω νιαστικιά του καπετάνιου, α λλιώ ς θα με Κρατού σαν στην Α σφάλεια. Οι «μαθητριούλες» δεν μ ίλησ αν. Δεν είπαν λέξη κι ας τ ις βασάνισαν. Ούτε ένα όνομα. «Μ αθη τριούλες!» Το παρατσούκλι του Πάνου τους έμεινε γ ια τα κ α λ ά . Μ ε ειδοποίησαν π ω ς τ ις έπιασαν και να προσέχω. Ε γ ώ ήμουνα σίγουρη πω ς δεν θα μιλούσαν. Μ ονάχα το αγόρι τ η ς Σ τέ λ λ α ς «έσπασε». Έ δω σε όλα τ α ονόματα, και του Πάνου. Τους πιάσανε όλους. Μόνο εγώ τ η γ λ ίτ ω σα, γ ια τ ί δεν τον είχα γνω ρίσει. Η Σ τ έ λ λ α έσκαγε που δεν μπορούσε να μου τον παρουσιάσει, γ ια τ ί ο Π άνος έβρι σκε π ω ς δεν είναι καιρός γ ια γνω ριμίες. «Δεν τον ξέρει κ α λά ο Π ά νο ς, μπορείς να του ’χ ε ις απόλυτη εμπιστοσυ-
40
νη», μου παραπονιότανε εκείνη. Α υτές τ ις μέρες περνάνε όλοι τους από στρατοδικείο. Γ ια κατασκοπεία! Νόμος 3 7 5 , όπου οι «μαθητριούλες» βγάζουν τη ν ποδιά του σχο λείου και μ ετα τρέπονται σε κατασκόπους. Πόσο άρα γε θα στέκω όρθια μ ’ αυτά τα τακούνια; Αν ο χωροφύλακας του τρένου ειδοποίησε τη Α ίζα , όπως υποσχέθηκε, θα ψ άχνει τώ ρα εκείνη να με βρει. Τ ι ώρα να ’χ ε ι εδώ επισκεπτήριο; Η γυναίκα στη γω νιά του κελιού α να σ α λεύει... — Με λένε Ε λ έν η , ακούω τον εαυτό μου να λ έει ξαφνι κά. Με λένε Ε λένη . Η γυναίκα δεν μ ιλά ει. Έ χ ε ι π λ εγμ ένα τ α χέρ ια στα γόνατα. Ε ίν α ι λ ε π τά με διάφανες φλέβες. — Ε ίσ αι μέρες εδώ; Γ ια τ ί δεν έ χ ε ι ά λ λ ες κρατούμενες; Κ α μ ιά α πά ντη ση. — Γ ια τ ί δεν έχει ά λ λ ες κρατούμενες; ξαναρω τάω έτσι γ ια ν ’ ακούσω μια φωνή, έστω και τη δίκιά μου. Το κ ελί έ χ ε ι ένα παράθυρο που μόλις περισσεύει μια πιθαμή πάνω από τη γ η . Το π ά τω μ α σανιδένιο. Τα σανί δια βουλιάζουν σε μεριές μεριές και είναι φ αγω μ ένα. Π ώ ς μύριζε το φρεσκοσφουγγαρισμένο σανίδι στο σ π ίτι του παππού στο νησί! Η Α ίζα θα τρ έ χ ε ι τώ ρα από τμ ή μ α σε τμ ή μ α να με ανακαλύψει. Ο αδερφός μου θα φ οβάται, μα θα ανησυχεί γ ια μένα, και θα δίνει λεφ τά στη Α ίζα να με φροντίσει. Α πέξω ακούγονται αμπάρες που ανοίγουν και κ λειδα ριές που ξεκλειδώνουν. Σ τή ν ω αυτί: Κ α μ πάνισ μα από αρ μαθιές κλειδιώ ν και αντρικές ο μ ιλίες. Θα πρέπει να ’ναι κάπου εδώ δ ίπ λ α το κελί τω ν αντρών. Τώρα από το π αρά θυρο περνάνε συνέχεια πόδια. Β λέπ ω ίσα ίσα τ α παπού τσ ια, λες και περπατάνε μοναχά τους. Κ αινούργιες αρβύλες, αρβύλες ξεχαρβαλω μένες, παπούτσια αντρικά χω ρ ίς σ χήμ α , κι ένα ζευγάρι ολοκαίνουργια με χοντρό κρεπ από κ άτω . Α ρχίζω να λογα ριάζω γ ια να περάσει η ώρα: τρία
41
ζευ γά ρ ια υποφερτές αρβύλες, εφ τά το μαύρο τους το χ ά λ ι, έξι ζευ γά ρ ια μαύρα χοντροπάπουτσά, εννέα καφ εδιά, ένα ζευγά ρι π άνινα παπούτσια κα τα ξεσ κ ισ μ ένα ... — Β γάζουν τους άντρες στην αυλή. Τ ις γυναίκες, τ ι ώρα; Η συγκάτοικός μου στο κ ελι δεν α π α ντά ει. Δεν κουνιέ τ α ι από τ η θέση τη ς. Δεν σάλεψε ούτε όταν ακούστηκε να ξεκλειδώνουν τη δικη μας πόρτα. Ε γώ π ε τά γ ο μ α ι. Μ π αί νει ο δεσμοφύλακας. — Μ προς γ ια κατούρημα κι όχι κουβέντα με τους άν τρες. ’Υστερα με κοιτάζει. — Δεν το λέω για τη «σκοινοθέτρια», γ ε λ ά ε ι π ά λ ι με το καλαμπούρι του, αυτη το ’χ ε ι π ιει γ ια κ α λά το α μ ίλ η το νερό. Η γυναίκα τώρα σηκώ νεται αργά αργά και π ά ε ι κατά τη ν πόρτα. Ε ίν α ι μικροκαμωμένη. Π ερ πα τά ει ανάλαφρα, με χά ρ η . Έ ν α ς χωροφύλακας μας συνοδεύει στα αποχω ρητή ρια. Β ρίσκονται σε μια άκρη τ η ς α υλής. Τρία, κ ο λ λ η τά το ένα στο ά λ λ ο , χω ρ ίς πόρτες. Ο χωροφύλακας, με τ η ράχη γυρισμένη σε μας, στεκετα ι απέξω και μας φ υλάει. Η βρόμα μού κόβει την ανασα. — Τ ελειώ σ α τε! Πάμε γ ια πλύσιμο. Δ ια σ χίζουμ ε την αυλη. Οι βρύσες είναι στην ά λλη άκρη. Η αυλή είναι γεμ ά τη κρατούμενους που κάνουν βόλ τε ς . Α ξύριστα, ταλαιπω ρημένα πρόσωπα. Ά ν τρ ες με πο λ ιτ ικ ά κι ά λλο ι με στραπατσαρισμένα σ τρ α τιω τικ ά ρούχα και γ έ ν ια . Νιώθω καποια χα μ ό γ ελ α στο πέρασμά μου κι ύστερα ένα μουρμουρητο, ενας ψίθυρος που περνάει από στόμα σε στόμα: — Η αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έα . — Η αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α ... — Η αρραβωνιαστικιά του Α χιλλέα !
42
Αυτοί με τ α σ τρ α τιω τικ ά είναι αντάρτες. Σ ’ ένα χρόνο θα μπαίνανε στην Αθήνα! Το είπε ο Α χ ιλ λ έα ς. Μ πήκανε, α λ λ ά στο Τ μ ήμ α Μ ετα γω γώ ν. Κ άποιος μου χ α μ ο γ ελ ά ε ι επίμονα. Κ οντοστέκομαι. Αυτό το λίγο στραβό, καβα λητό δόντι είναι του Ευγένιου. Ά λ λ ο χαρακτηριστικό του δεν ξεχω ρίζω στο μαυριδερό πρόσωπο που βλέπω . Ο χωροφύ λακας με σπρώ χνει να προχωρήσω. Γ ια τί άραγε τον φέρα νε τον Ε υγένιο από την εξορία; Τον μπλέξανε σε καμ ιά δίκη; Θα τον βασανίσουν ξανά; Μ αθεύτηκε πω ς στη Μ α κρόνησο μέρες ολόκληρες περπατούσε πάνω κ ά τω στη σκηνή του με χαμένο βλέμμα κ αι φώναζε: «Κ αι λ ο ιπ ό ν... και λ ο ιπ ό ν ...» , όταν είχε γυρίσει από τη χαράδρα που τον βασάνιζαν, γ ια τ ί δεν ήθελε ν ’ αποκηρύξει αυτούς που τον είχα ν διαγράψ ει από το κόμμα. Τώρα θα νιώθω πιο κ α λ ά , όταν ξέρω π ω ς στο διπλανό κελί είναι ο Ε υγένιος. Μαυρισμένο κ αι άγριο που ή τα νε το πρόσωπό του! Μ ια μακρόστενη γούρνα κι από πάνω τέσσερις σκουρια σμένες βρύσες. Σκύβω να π ιω νερό με το στόμα. Σ τη ν π λα ϊνή βρύση φέρνουν κάποιον που μόλις μπορεί να σύρει τα πόδια του. Τον στηρίζουν δύο άλλοι κρατούμενοι. Ο ένας γ ε μ ίζ ε ι τη χούφτα του νερό και του δίνει να π ιε ι. Εκείνου τ α χέρ ια κρέμονται ά χρ η σ τα . Γυρίζω με τρόπο το κεφάλι να κοιτάξω τον διπλανό μου. Έ ν α πρόσωπο μου σκεμένο στο νερό, βαθουλωμένα μ άγουλα, χα ρ α κ ιές γύρω από το στόμα. Μ άτια όμως ολοζώ ντανα που παίζουν σαν τρελά και θένε να τα ρωτήσουν όλα: «Π ώς βρέθηκες εδώ, γ ια τ ί σε πιάσανε;» Μακρύ που έγινε το πρόσωπό του! Τα μ α λ λ ιά του σαν στουπιά. Τα χέρ ια του δύο ξερά κ λαριά . Οι α εικ ίνη τες χεράρες του Πάνου. «Μην α πλ ώ νεις τ ις χ ε ράρες σου, γ ια τ ί θα φτάσεις τους Ε γ γ λ έ ζ ο υ ς.» Τον π ειρ ά ζαμ ε τό τε, τον Δεκέμβρη του ’4 4 , στις μ ά χες που είχα μ ε φ τάσει μύτη με μύτη με τους Ε γ γ λ έ ζ ο υ ς. Α υτές τ ις ίδιες χεράρες που ά πλω νε τ ις μέρες τ η ς απελευθέρωσης τ η ς
43
Αθήνας από τους Γερμανούς σαν να ’θελε ν ’ α γ κ α λ ιά σ ε ι όλον τον κόσμο. «Από δω και πέρα ο κόσμος θα ’ν α ι δικός μας!» Κ α λ ά που δεν έχω με τ ι να σκουπίσω το πρόσω πό μου και τ α δάκρυα μπερδεύονται με τ ις σταγόνες του νερού και δεν ξεχω ρίζουν. Το ’ξερα π ω ς αυτές τ ις μέρες περνούσε στρατοδικείο ο Πάνος μ α ζί με τ ις «μαθητριούλες». Τον φέρανε γ ι ’ αυτό από τη Μακρόνησο στο Μ ε τ α γ ω γ ώ ν . Ά ρ α γ ε π ό τε θα β γει η απόφαση; Θα υπάρξει ΘΑΝΑΤΟΣ; Ποιος πίστεψ ε πω ς μπορεί να πάρει μια κουβέντα από τον Πάνο! Τον βασάνισαν στην Α σφάλεια, στη Μ ακρόνησο. Δεν τον ξέρουν καλά τον Π άνο. Δεν ξέρουν τ ι ς «μαθη τριούλες». Ούτε μια λέξη τόση δα. Έ ξ ι μαρτύρησε ο Μ ίμ η ς, το αγόρι τη ς Σ τ έ λ λ α ς , και έξι έμειναν: Η Σ τ έ λ λ α , η Μ α τίνα , η Ν ίνα, το Κ α τιν ά κ ι και οι δύο α δ ερ φ ές, η Μ αρία και η Λ ένα. Ακόμα και μεταξύ τους α ρνή θηκαν τα κορίτσια ότι γνω ρίζονται. Δ είξανε στο Κ α τ ιν ά κ ι στην Α σφάλεια μια φω τογραφ ία, αγκαλιασμένο μ ε τ ις δύο αδερφές σε μια εκδρομή, κ ι εκείνο: «Αυτα ε ίν α ι κ α τα σκευάσματα τη ς Α σφάλειας, εγώ ούτε στον υπ νο μου δεν τ ις έχω δει». Τ α γράφανε οι εφημερίδες μ ’ ο λ ε ς τ ις λε π τομ έρειες, όταν τ ις είχα νε π ιά σ ει. Μόνο πω ς τ ι ς βασάνι σαν δεν γράφανε. Αυτό τ ο μάθαμε από τους δικούς τους. Αναρωτιόμουνα αν θα μπορούσα ν ’ αντέξω σε β α σ α ν ισ τή ρια, όπω ς το δεκαεφτάχρονο Κ α τιν ά κ ι, αν η Σ τ έ λ λ α μού είχ ε γνω ρίσει το κ α τα π λ η χ τικ ό , όπως έλ εγε, α γ ό ρ ι τη ς. Ο χω ροφύλακας με σπρώ χνει να προχωρώ γ ρ ή γ ο ρ α για να γυρίσω στο κελί μου. Κ α θώ ς περνώ α νά μ εσ α από τους κρατούμενους, νιώθω π ά λ ι όλα τα βλέμματα καρφω μένα πάνω μου. Δεν είναι μονάχα γ ια τ ί μαθεύτηκε «σ’ όλη την αυλή π ω ς είμ αι η αρραβω νιαστικιά του Α χιλλ^έα, αλλα γ ια τ ί είμ α ι ακόμα καινούργια. Φορω το καλο μ ο υ ταγιερ — η θεωρία τ η ς Λ ίζα ς να ντύνεσαι καλά —, τις γ ό β ε ς με τα ψ ηλά τακούνια, τα μ α λ λ ιά μου φρεσκολουσμευα, γυαλί-
στά γ υ α λ ισ τά . Δεν έχω γκρίζο χρ ώ μ α , ούτε τραβηγμένο πρόσωπο. Δεν ξέμαθα να π ερ π α τώ . Γ ια πόσον καιρό ακόμα θα ’μαι καινούργια; Τα ’δα τ α δυο μ ά τια που με κοίταζαν λίγο πριν μπω στο κ ελί μου. Κοκκινισμένα. 'Α γρια . Έ ν α γεροντάκι-χούφταλο μου χα μ ο γ ελ ά ε ι. Δεν έχ ε ι καθόλου δόντια. Τα μ α λ λ ιά του ασπρα, κιτρινισμένα, α χτέ ν ισ τα . Έ χ ε ι φ τάσει δί π λ α μου. — Δ α φ νο ύ λα ... μυρ μ η γκ ά κ ι... Το άκουσα ξεκάθαρα. Ε ίπε: «μυρμηγκάκι» το γεροντάκι και με προσπέρασε. Ο θείος Γ ιά ννη ς ο Σ τρατός! «Μ υρμηγ κάκι», έτσι με φώναζε κι εγώ τον έ λ ε γα ο θείος Γ ιάννης ο Σ τρ α τό ς, γ ια να τον ξεχω ρ ίζω από άλλους δυο θείους Γιάννηδες που είχα . Ή τ α ν ε τ α γ μ α τ ά ρ χ η ς στον τ α χ τ ικ ό στρατό όταν ήμουνα πολύ μικρή κι έφτασε συντα γμ α τά ρ χ η ς στον πόλεμο του ’4 0 . Το Π ά σ χ α , σαν ήμασταν π α ι διά, π η γ α ίν α μ ε στο σ π ίτι του στο Χ αλάνδρι. Έ ν α μικρό σ πιτάκι μέσα σε κήπο με λεμονιές και λουλούδια. Ε ίχ ε μια ορντινάντσα μ ’ ένα παράξενο μικρό όνομα, Κύρκο τον λέγα νε. Ο Κύρκος γύρναγε το αρνί στη σούβλα και τρ α γουδούσε μονότονα το ίδιο τραγούδι: «Ο χάρος βγήκε π α γ α ν ιά ...» Δεν μπορούσα να κ α τα λά β ω τ ι σχέση είχε ο χάρος με τη ν Π α σ χα λ ιά και το αρνί που ψ ήνεται. «Θα ’ναι γ ια τ ί πέθανε το αρνάκι», συλλογιόμουνα. «Π ώς δεν π α ς , θείε Γιάννη Σ τρ α τ έ, στην Α ίγυπτο να πολεμήσεις με τους συμμάχους;» τον ρώ τα γα στην αρχή τη ς Κ α το χ ή ς. « Έ λ α , ντε» , απαντούσε κείνος μ ’ ένα πο νηρό χα μ ό γελ ο . Έ φ υ γε σε λ ίγο γ ια το βουνό. Ή τ α ν ε από τους πρώτους α ντάρτες. Γύρισε στην απελευθέρωση μ ’ ένα μαύρο σκουφί, σταυρωτά φ ισεκλίκια και γενειάδα. Ε ίχ ε π ά ντα τον Κύρκο μ α ζί του. Πριν φ ύγει γ ια το αντάρτικο περασε από το χω ριό του Κύρκου. Εκείνος άφησε το τσ α π ί του και τον ακολούθησε. Δεν πρόλαβε να ξαναπάρει τα βουνά ο θείος Γ ιάννης ο Σ τρ α τό ς, να πά ει με τον Α χ ιλ -
45
λ έα . Π ήρε τον δρόμο γ ια τ η Μακρόνησο. Κ ι ο Κύρκος μ α ζί. Ο Κύρκος «πέθανε» εκεί. Δεν ήξερε, λ έ ε ι, κολύμπι και «πνίγηκε» στη θάλασσα. Έ τ σ ι είπανε τουλάχισ το στη γυναίκα του που ήρθε να βρει τη Α ίζα . Σ αν άκουσα το «μυρμηγκάκι», δεν πρόλαβα να του γν έ ψω, ε ίχ ε προσπεράσει κ ιόλα ς. Δεν ξέρω αν προτιμούσε ο θείος Γ ιά ννη ς ο Σ τρατός να ’τα νε το κεφ ά λι του καρφωμέ νο σ’ έναν πάσσαλο. Μ όλις προλαβαίνει να μας ξανακλειδώ σει στο κ ελί ο δεσμοφύλακας κι από το παράθυρο περνάνε π ά λ ι συνέχεια πόδια. Γυναικεία τ α περισσότερα. Σπορ παπούτσια, γό βες, π αντόφ λες στραβοπατημένες κι ενα ζευγάρι βυσσινιά παπούτσια με μ εγά λες αγκράφες. Τα καινούργια παπού τσ ια τ η ς Λ ίζας! Με βρήκε. Έ ρ χ ε τ α ι επισκεπτήριο. Τρέ χ ω στην πόρτα. Σ ε λ ίγο θα βρεθώ στην α γκ α λ ιά τ η ς. Ό χ ι. Ο δεσμοφύλακας δεν ανοίγει, μόνο σπρώ χνει ένα μ ι κρό παραθυράκι στο πάνω μέρος τη ς π όρτα ς. Σαν πορτρέτο εμ φ α νίζετα ι η Α ίζα . Χ α μ ο γελα σ τή , μ ’ ένα βυσσινί κ α π έ λο, ακριβώς ίδιο χρώ μα με τα παπούτσια. — Σ ε βρήκα! Ε ίσ αι καλά! Κ α μ ιά ανησυχία στο βλέμμα τ η ς. Μου τα λέει όλα β ια σ τικ ά γ ια να προλάβει. Το επισκεπτήριο κρατάει λίγο . Μ ’ έπιασαν γ ια τον Α χιλλέα . Θα με στείλουν εξορία. Ε κ είνη όμο>ς ενεργεί να με κρατησουν στο Μ ετα γω γώ ν. Η κυβέρνηση αυτή όπου να ’ναι πεφ τει κ α ι στην καινούργια θα αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών ένας φίλος του π α τέρ α , που πολεμούσανε μ α ζί στην Α λβ α νία. Υποσχέθηκε να με β γά λ ει. Ο χωροφύλακας έχει σταθεί πιο π έρ α . Η Α ίζα σκύβει στο παραθυράκι να με φιλήσει και μου ψιθυρίζει: — Χ ω ρίς υπογραφές κ αι τα τ έ τ ο ια ... Το επισκεπτήριο τέλειω σε. - Αύριο, κάνει η Α ίζα και με χ α ιρ ε τ ά ε ι κουνώντας το χέρ ι τ η ς , που φορεί βυσσινί πέτσινο γ ά ν τ ι.
46
Τη «σκοινοθέτρια» δεν έρ χετα ι να τη δει κανείς. Της προσφέρω το μισό φ αγη τό α π ’ αυτό που μου έφερε η Λ ίζα . Ούτε που τ ’ α γ γ ίζ ε ι. Αν ε ίχ α τώ ρα π λ ά ι μου μ ια π ο λίτικ η κρατούμενη 0α κουβεντιάζαμε, θα γελούσαμε, θα τ η ς ελεγ α πω ς ο αδερφός μου ησύχασε που με πιάσανε! Δεν μπο ρούσε, λ έει, να με νιώθει να τριγυρνώ εδώ κι εκεί και να ταλαιπω ρούμαι! Μου το είπε η Λ ίζα σκασμένη στα γ έ λ ια . Παράξενη γυναίκα η Λ ίζα . ’Α ρα γε, αν ήτανε να με εκτελέσουνε, θα φορούσε ένα καινούργιο φόρεμα με ασορτί π α πούτσια; Με ποιον να κουβεντιάσω; Η «σκοινοθέτρια» ακούνητη. Α ρ χίζει να μ ’ εκνευρίζει. Το παραθυράκι τη ς πόρτας α νοίγει ξανά. Π ροβάλλει το πρόσωπο ενός χωροφύλακα. Π αιδιάστικο σχεδόν, με στρογγυλά ροζ μάγουλα. Μου π ε τά ε ι ένα κουτί τσ ιγά ρ α και το ξανακλείνει. Δεν κ α π ν ίζω . Το κουτί έχει δύο τσ ι γάρα μέσα κ αι στον π άτο του βρίσκω ένα γρ α μ μ α τά κ ι. Ε ίναι του Ευγένιου: «Ο Π άνος κι εγώ σε φιλούμε. Το απόγεμ α τελ ειώ ν ει η δίκη. Αν αργήσει πολύ, θα σου φέρουν τ ις ''μ α θ η τρ ιο ύ λ ες” . Σου π ά ει το θαλασσί τα γ ιέ ρ . Ε γ ώ έχω μια μικρή δικούλα. Το πολύ δέκα χρόνια. Ο Π άνος λέει πω ς με τ α τακούνια μ οιά ζεις πρ ω τα γω νίσ τρια επαρ χιακού θιάσου. Κ α τά τ ’ ά λ λ α είμ ασ τε μια χα ρ ά . Ο Α. είναι κ αλά και σίγουρα.» Κ α λ ά και σίγουρα! θ α το έμαθαν από κανέναν α ντάρτη συγκρατούμενό τους. Πού να είναι κ αλά και σίγουρα ο Α χιλλ έα ς; Π οια σύνορα να πέρασε; Κ ι εγώ ; Ε ίμ α ι η γυ ναίκα του; Που ούτε μια ολόκληρη νύ χτα δεν πέρασα μ α ζί του. Φορώ στο χέρ ι μια χοντρή βέρα. Ή τ α ν ε του πα τέρα μου. Έ δω σ ε η Λ ίζ α και τ η στένεψαν. Δεν είχα μ ε λεφ τά γ ια βέρες. Μου βαραίνει το δάχτυλο ώρες ώρες. Ο Α χ ιλ λέας. θ α τον ξαναδώ ποτέ! « Σ ’ ένα χρόνο θα μπούμε στην Αθήνα.» Δεν μπήκανε. Κ ι ούτε θα μπούνε ποτέ. Τώρα π ια δεν υπάρχει τ ίπ ο τ α . Έ ν α βρόμικο υπόγειο κ αι ποντίκια , θ α φέρουν τ ις «μαθητριούλες». Φ αίνεται η δίκη θα τ ε
47
λ ειώ σ ει μ ετά τ ις έξι το βράδυ. Μ ετά τ η δύση του ήλιου δεν σε δέχο νται στις φυλακές' κι ας είναι κει το «σπίτι» σου κ αι σε περιμένουν οι ά λ λ ε ς με α γω νία . Σ ε φερνουν στο Μ ετα γ ω γ ώ ν να περάσεις τ η ν ύ χτα . Κ α μ ιά φορά σου δια βάζουν κι εκεί την απόφαση. Θ άνατος; Γ ια ποια ά ρ α γ ε ...
μοτέρ στοπ
Ο Π άνος εξακολουθεί να κάθετα ι κ α τά χ α μ α κ αι να κου νάει τ ις μύτες τω ν παπουτσιώ ν του. Ε ίνα ι φ αγω μένες. Ί σ ω ς περιμ ένει να π ε ι τ ίπ ο τ α η Ε λένη . Εκείνη σω παίνει. — Μ η φ ύγετε από τ ις θέσεις σας, ξαναρχίζουμε αμέ σω ς, φ ω νάζει μ ’ ένα χ ω ν ί ο τρίτος σκηνοθέτης. — Π ά ω , λέει ο Π άνος κ αι σηκώ νεται να φύγει. Π ώ ς καμπούριασαν έτσ ι οι ώμοι του! Εκείνος, θαρρείς κ αι κ α τά λ α β ε τη σκέψη τ η ς , ορθώνει το κορμί του. Κ α ι τ α χ έ ρ ια του ά λλα ξα ν, το πρόσεξε η Ε λένη τη ν ωρα που τη ς έδινε τη ν εφημερίδα, χόντρυναν τα δάχτυλα. — Μ η φ ύγετε από τ ις θέσεις σ α ς... μη φ ύγετε από τ ις θέσεις σ α ς ... > Ο σκηνοθέτης πήρε τη δική του θέση πάνω στον γερανό με τη ν κάμερα. Π ά ει κοντά στη μηχανή, κ οιτά ζει μέσα από τον φακό και κάνει μ ια κίνηση με το χέρ ι σαν να θέλει να διώ ξει κάποιον που είναι πίσω του. Ό σ α χρόνια κι αν περάσουν, θα το θυμ άται πά ντα η Ε λένη αυτό το π λά νο με τη ν κάθε λεπ τομ έρ εια. Οι ίδιες σκηνές, ξανά κ αι ξανά. Σ κ η νή — πλάνο — λήψη. Κ ι ο σκηνοθέτης να τ ιν ά ζ ε ι το χέρι πίσω . Μ πορεί κάποτε να την ξεχάσει αυτή τη χειρονομία. Ε ίνα ι όμως κ ά τι ά λλες κινήσεις που θα μείνουν χα ρ α γμ ένες γ ια όλη τη ς τη ζω ή. « Ό λ ο τα π α λ ιά θυμάστε», νευριάζει π ο λ λ ές φορές η Ά ννα. «Πώς να μη θυμηθούμε τ α πα λ ιά ;» α ν α λ ο γ ίζ ε τα ι τώρα η Ε λένη , κάθε
48
φορά που ζη τά ν ε στην 'Αννα συνέντευξη στα ξένα περιοδι κά ή να παρουσιαστεί στην τηλεόραση, μια στη Σουηδία και μια στη Δ α νία , να μ ιλήσ ει γ ια τ ις π λ η γ έ ς τ η ς. Τότε σε βασανίζανε, σε εκτελούσανε και ποιος το ’ξερε; Ούτε δικα ιώ μ α τα του ανθρώπου ούτε τόσος κόσμος να νοιά ζε τ α ι. Ποιος ξέρει π ω ς το δεκαεφτάχρονο Κ α τιν ά κ ι, πριν το εκτελέσουν, είπε στη μάνα του που ήθελε να πέσει στα πόδια τη ς βασίλισσας γ ια να τη ς δώσει χάρη: «Ε , όχι και εξευτελισμούς, βρε μαμά». Ούτε το όνομα τ η ς Σ τ έ λ λ α ς και τη ς Ν ίνας το ’χ ε ι μάθει ποτέ κανείς στη Σουηδία κ αι στη Δ ανία. Ό λ α ξεχάσ τηκαν. « Ό λ ο τ α π α λ ιά θυμόσα στε.» Ί σ ω ς έ χ ε ι π άει καμ ιά φορά η Ά ννα στην Κ υψέλη στο κομμω τήριο «ΜΑΡΙΛΕΝΑ». Χ τενίζουν οι δυο αδερφές, η Μ αρία και η Λ ένα, τα ξένα κεφ ά λια και κ αμ ιά π ε λ ά τισσα δεν ξέρει πω ς τα κεφ ά λια τω ν κοριτσιών έχουν στοιχίσει κάποτε εκατό χρυσές λίρες το καθένα. II τιμ ή στο χρηματισ τήριο τω ν κεφαλιώ ν ά ρ χιζε από π ενήντα χρυσές λίρες κι έφτανε σε ύψη. Αρκεί να μην έπεφ τες σε χέρ ια α πα τεώ να , α λ λ ά στον κ α τά λ λ η λ ο άν θρωπο που θα μεσολαβούσε στους «κατάλληλους» στρατο δίκες. Δυο έφταναν. Αν α ντί να πάρεις «παμψηφεί» θάνα το έπαιρνες «τρία με δύο», τότε δεν σε εκτελούσαν. Π αρέ μενες όμως μ ελλοθάνατος, ώσπου ν ’ α λ λ ά ξει «κάτι» και να μ ετα τρ α π εί η ποινή σου σε ισόβια. Υπήρχανε όμως και κεφάλια χω ρ ίς τιμ ή . Το κεφ ά λι του Πάνου δεν σήκωνε π αζά ρια. Γ λ ίτω σ ε το τουφέκι γ ια τ ί περίμεναν να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Ν α μην τον μεταφέρουν με φο ρείο γ ια εκ τέλεσ η. Σ το μεταξύ έγινε αυτό το «κάτι». Ά λ λ α ξ ε η κυβέρνηση. Δεν μπορεί να φ αντα στεί η Ε λένη τ ι το εξαιρετικό θα. ’χ ε ι να διη γη θ εί η Ά ννα σε κείνον τον Δανό σκηνοθέτη, που τη ς ζή τη σ ε να κάνει τα ιν ία τ η ζω ή τη ς. Ό σ α κ αι να πέρασε. Αν γινότα νε σήμερα τα ιν ία η ιστορία τ η ς Μ α τίνας, δεν χρ εια ζό τα νε σκηνοθέτης με μ εγά λ η φ αντασία.
49
Το σενάριο είναι έτοιμο. Δεν εχει παρα να χτυ π ή σ ει η κ λ α κ έτα και ν’ αρχίσει το γυρt δεν θα ξεχνούσε τίπ ο τα . Ολο τ α π α λ ιά θυμόμαστε! Έ ξ ω ο σκηνοθέτης όλο και κουνάει το χέρ ι του, σαν να θ έλει να διώξει κ ά τι. Η Ε λ έν η ανοίγει τη ν εφημερίδα. Νομος 3 7 5 . Π α λ ι τα ίδια! Γ ια κατασκοπεία θι* δικαστεί ο Α χιλλέα ς. Τόσα χρό ν ια , καμ ιά κυβέρνηση δεν «πρόλαβε» να τον καταργήσ ει. Π ρ έπ ει κάποιος να φροντίσει τον Α χιλλέα. Δεν έχει^κανέ να δικό του, ούτε στην Ε λ λ ά δ α ούτε πουθενά. Ε κ τός από τη ν Ε λ ένη .
Το τρ ένο τ η ς φρίκης σκηνή ~ πλάνο - λήψη
Έ ξ ω από το κελί μοΆ στον διάδρομο στέκονται σε π α ράταξη οι «μαθητριούλεζ» ντυμένες τα καλά τους, λ ες και γυρίζουν από γιορτή. Ανοίγω μόλις μια χαραμάδα το π α ραθυράκι τη ς πόρτας τ ις βλέπω. Ε ίναι τόσο κοντά μου, που νιώθω τη ν ανάσα τους. Πάντα γελούσαμε με τη Ν ίνα όταν αποφάσιζε να β ά λ ει τα καλά τ η ς . Φορεί ένα λ α χ α ν ί φόρεμα με π ιέ τ ε ί γύρω γύρω κι ένα μαύρο βελούδι νο φιόγκο που δένει στο στήθος. Η Ματίνα, η όμορφη Μ ατ ίν α , η ψηλή που κρατούσε την πράσινη σημαία μ ας, μπροστά μπροστά σ’ όλεί τ ις παρελάσεις τη ς απελευθέρω σης, κι ανέμιζε η σημθ“ α στην ίδια φόρα με τα μ α λ λ ια τ η ς . Τώρα είναι το ίδιο σ τη τή και πιο όμορφη ακόμα. Το Κ α τιν ά κ ι, κοντό, μια σ τα λιά , με τα μυωπικά γυα λά κ ια του και τ ’ αγορίσια κομμένα μαλλιά του. Οι δυο αδερφες, η Μ αρία και η Λ ένα, με καινούργιες φούστες καρό και πουλόβερ. Βυσσινί η μια και λαδί η άλλη. Μ ονάχα η
50
Σ τέ λ λ α φορεί ένα παλιό τσαλακω μένο φόρεμα και τα μ α λ λιά τη ς κρέμονται ίσια, αραιά και άχαρα στους ώμους τη ς. Έ ν α ς άνθρωπος με σ τρ α τιω τικ ά κρατάει ένα χ α ρ τί στο ένα χέρι και με το άλλο κάνει μια κίνηση νευρική, λες και βιδώνει ένα κ απ ά κ ι. Ακούω που ανοίγουν το κ ελ ί τω ν αντρών. Φέρνουν κοντά στις κοπέλες τον Πάνο και τον Μ ίμη, το αγόρι τ η ς Σ τ έ λ λ α ς . Τον Πάνο τον σ τηρ ίζει ο δε σμοφύλακας κι ένας άλλος χω ροφύλακας. Ο άνθρωπος με τα σ τρ α τιω τικ ά α ρ χίζει να δ ια β ά ζει. Κ ο ιτά ζω το χέρ ι του που συνεχίζει να βιδώνει σαν τρελό. ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ.
Π έντε φορές ΘΑΝΑΤΟΣ, παμ ψ ηφ εί. Κ α ι μια φορά ΘΑΝΑ ΤΟΣ, τρία με δύο, γ ια τ ις δυο αδερφές. Ισόβια γ ια τον Μ ίμη, γ ια τ ί έδωσε ονόματα και αποκή ρυξε. Ε ίνα ι α ργά να πάνε τ ις κοπέλες σ τις φυλακές Αβέρωφ. Τραβιέμαι γρήγορα από τη ν πόρτα και κλείνω το παραθυ ράκι. Ακούω τη ν αρμαθιά τω ν κλειδιώ ν του δεσμοφύλακα. Ξαγρυπνάμε όλο το βράδυ στο κ ελ ί καθισμένες γύρω γύρω, λες και θα παίξουμε κανένα π α ιχνίδ ι. Η Σ τ έ λ λ α γράφει α ποχαιρετιστήριο γράμ μ α στον Μ ίμη. Μ ας διαβά ζει τη ν τε λ ε υ τα ία φράση: «Για μένα σε συγχω ρνάω , γ ια τους άλλους, όχι» . Το Κ α τιν ά κ ι το ’χ ε ι πιάσει φλυαρία, θέλει σώνει και καλά να μου δ ιη γη θεί π ώ ς ο Π άνος έκανε σκόνη τον βασιλικό επίτροπο. Έ χ ε ι β γά λ ει το μ άλλινο ζα κ ετά κι που φοράει κι ενώ μ ιλ ά ει τραβάει και ξηλώ νει τους πόντους κ α ι το κάνει ένα κουβάρι μ α λ λ ί. Ε ίν α ι π α π α γ α λ ί χρώ μ α . Η Ν ίνα σηκώ νεται και π ά ει στο παραθυράκι τη ς πόρτας. Μ ιλ ά ει με τον Π άνο που έχει ανοίξει κι αυτός
51
το δικό του. Μ ιλάνε χω ρ ίς να β λέπει ο ένας τον άλλο. Έ χ ο υ μ ε πέσει στον καλό δεσμοφόλακα και κάνει τ α στρα βά μ ά τ ια . Η Νίνα σ τη ρ ίζε τα ι μ ια στο ένα πόδι, μια στο ά λλ ο . Φοράει λουστρίνια παπούτσια με λ ίγο τακούνι και άσπρα σοσονάκια. Οι γ ά μ π ε ς τη ς είναι π α χο υ λ ές, το δέρ μα κοκκινωπό. «Δεν μπορώ τ ις μακριές κ ά λ τσ ες» , μας έ λ ε γ ε , «μ’ ενοχλούν οι ζα ρντιέρες, έτσι νιώ θω πιο λεύ τε ρη·» Η Μ αρία και η Λ ένα σ ιγοκλα ίνε, γ ια τ ί γλ ίτω σ α ν μόνο α υτές. Η Μ ατίνα α π λ ώ νει τ α χέρ ια και τ ις α γ κ α λ ιά ζε ι από τους ώμους κι ύστερα σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι. Το τραγούδι τη ς Μ ατίνας! Το ’λ ε γ ε σ’ όλες τ ις εκδρομές που π η γ α ίν α μ ε μέσα στο λεωφορείο κ αι π ά ν τα κάποιος τη ς φώ ναζε: «Μ ατίνα, το Φ εγγαράκι». Τ ης έμεινε και το παρατσούκλι: «Φ εγγαράκι». Τώρα κανείς δεν τη ς το ζ ή τη σ ε. Ά ρ χ ισ ε μόνη τ η ς να τραγουδάει σ ιγα νά , μα με σί γουρη κ αι κεφάτη φωνή. Φ εγγαράκι, κρύψου ξανά μ α ς αρέσουνε τ α σκοτεινά να μ η μ α ς πά ρει το μ ά τ ι κάποιου ζ η λ ιά ρ η δ ια β ά τη πίσω από σύννεφα κι από βουνά, φ εγγα ρ ά κ ι μου, κρύψου ξανά.
* .
Τραγουδάμε τώρα όλες μ α ζ ί α γκα λια σ μ ένες, ώσπου να ξημερώ σει. Ξαγρυπνάει κ αι η «σκοινοθέτρια» στη γω νιά τ η ς , α μ ίλ η τη . Μ όλις φέξει έρχονται και τ ις παίρνουν. Δεν απο χαιρ ετιόμ α σ τε, κοιτα ζόμ α στε μόνο κ α ι τ α μ ά τια μας έχουν γ ίν ε ι πελώ ρ ια . Από το παράθυρο του κελιού β λ έπ ω τ α πόδια τους καθώ ς τ ις περνάνε από μπροστά. Το Κ α τιν ά κ ι φορεί κ ά τι π α ιδικ ά παπούτσια με λουράκι που κουμπώ νει μ ’ ένα κουμπί στο π λ ά ι. Της Σ τ έ λ λ α ς τ α τ α κούνια είναι φ αγω μένα. Ο λοκαίνουργιες καστόρινες οι γό βες τ η ς Μ ατίνας. Π ερνάει κι ο Π άνος με τον Μ ίμ η. Β λ έ
52
πω τα πόδια τους. Π άνε και τον Π άνο στις φυλακές Αβέρωφ. Θα τους μεταφέρουν με το ίδιο αυτοκίνητο. Θα συ ναντήσει η Ν ίνα τον Πάνο κ αι μπορεί ο χωροφύλακας που τους συνοδεύει να τους αφήσει να μιλήσουν. Η ά λ λ η τους συνάντηση θα ’ναι στο Σ κοπευτήριο, μ ετά τρ εις μέρες, έτσι ορίζει ο νόμος. Του Πάνου τ α πρησμένα πόδια ξ εχ ε ι λίζουν από τ α π απούτσια, δεν ακουμπάνε στη γ η , τον σέρ νουν δυο χω ροφύλακες, β λέπω τ ις αρβύλες τους. Του Μ ίμη τα παπούτσια, καφέ φρεσκογυαλισμένα. Μένω ακούνητη με τα μ α τια καρφωμένα στο παράθυρο, λες κ αι περιμένω να γυρίσουν π ίσ ω . - Με λένε Αργυρώ, μ ιλ ά ει γ ια πρώ τη φορά η γυναίκα που έπνιξε τον άντρα τη ς με το σκοινί τη ς μπουγάδας.
«Τρεις μέρες έχει να φ άει.» Το λέει η Αργυρώ στη Λ ίζα στο επισκεπτήριο. Η Αργυρώ που μ ιλ ά ει, που έχει π ιά σει φ ιλίες με τ η Α ίζα ! Η Α ίζ α που βρίσκει τ ι να π ει με κάθε άνθρωπο! Θα τη ς μάθει μ ια πλέξη με βελόνες τ η ς Αργυρώς. Η Αργυρώ ξέρει μόνο βελονάκι. Β ελόνες δεν έχει πιάσει π ο τέ. Η Α ίζ α θα τη ς φέρει βελόνες και μ α λ λί. Μου φ α ίνετα ι πω ς η κουβέντα τους β γα ίνει από ένα π ηγά δι κι έρ χετα ι σαν βουητό σ τ ’ α υτιά μου. Δεν πρόλαβε να μάθει να π λ έκ ει με βελόνες η Αργυρώ. Την πήραν σε λ ίγ ο , μ ετά το επισκεπτήριο, δεν ξέρω γ ια ποιες φυλακές. Μου χ α ρ ίζε ι ένα τόσο δα μ α ν τιλ ά κ ι με δαντέλα γύρω γύρω. - Γ εια σου, Αργυρώ, κ αλή τύ χ η . - Ο χ, ε γ ώ ...
Ο λομόναχη. Σ ήμερα το ξημέρω μα πρέπει να τους εκ τέλεσαν. Π έρασαν οι τρεις μέρες που δίνουνε προθεσμία. Ας φέρουν κάποια κρατούμενη, όποια κ αι να ’ναι! Δολοφόνα,
53
κλέφ τρα ή πόρνη. Φ τάνει να μην είμ αι μονη. Τ ι πάθανε κ αι δεν κάνουν μ ε τα γ ω γ ές ; Ας φέρουν λοιπον κάποιον! Κ οντεύει π έντε τ ’ α πόγευμ α. Ακούω τ α κ λειδιά στην πόρτα. Ν α το ’ξερε αυτή που θα μπει πώ ς τη ν περιμένω! Σ ηκώ νομ αι να την υποδεχτώ . Η πόρτα ανοίγει δ ια π λ α τη . Ο δεσμοφύλακας κάνει πέρα, αφήνει να περάσει μεσα στο κ ε λ ί μ ια κοπέλα κι ύστερα ξανακλειδώνει τη ν πόρτα. Η κοπέλα σ τέκ ετα ι ακούνητη. Κ λείνω το στόμα μου με τα χέ ρ ια γ ια να μη φωνάξω. Ε ίν α ι η Μ ατίνα! Ν τυμένη κ ά τα σπρα ! Κ άνω να π ά ω κοντά τ η ς ... — Μ η μ ’ α γ γ ίζ ε ις . Ε ίν α ι η φωνή τη ς Μ α τίνα ς, μονάχα άχρω μη. Ε ίνα ι η ίδια η Μ α τίνα , το «Φ εγγαράκι», ντυμένη κάτασπρα, χ λ ω μ ή σαν το φουστάνι τ η ς . — Τ ι έγινε; — Μ ε γ λ ίτω σ ε η Π α ν α γ ία , ψ ελλίζει. Ν ομ ίζω π ω ς θα τρελα θώ , θέλω να ξεφωνίσω. — Οι ά λ λ ες; Ο Π άνος; ρωτάω. Τ α μ ά τια τη ς Μ ατίνας αγριεύουν. — Οι ά λ λ ες; Τι ρω τάς; Δεν ξέρεις; 0 Π ά νος... ό χ ι... δεν τον έφεραν μ α ζί μ α ς, πήρε αναστολή, όσο να μπορέσει να σ ταθεί μόνος του στον τοίχο. — Δεν ή τα ν μ α ζί σας ο Πάνος; λέω και δεν τολμ ώ να το π ιστέψ ω . — Ό χ ι , όχι ο Π άνος. Ε μ ά ς μόνο τουφέκισαν... Μ ιλ ά ει ασυνάρτητα και κρατάει τα χέρια τη ς μπροστά, σαν να φοβάται μην τη ν α γ γίξω . Πάω κοντά τ η ς , την π ιά ν ω κ αι τη ν τρ α ντά ζω με τα δυο μου χέρια. — Τ ις ά λ λ ες τ ις σκότωσαν; — Μ ας τουφέκισαν, σου λέω , τα χα ρ ά μ α τα ..., κ λ α ίει τώ ρα με λυγμούς. Δεν μπορώ να κ α τα λά β ω τίποτα. Τι είναι αυτό το κά τασπρο φόρεμα που φορεί, π ώ ς γύρισε πίσω; Εκείνη στα μ α τ ά ε ι ξαφνικά το κ λά μ α .
54
— ...σ τ ο Σ κ ο π ευ τή ρ ιο ... εμένα μου είπαν κ αι στάθηκα λ ίγο πιο πέρα από κ ε ίν ες ... Τη Ν ίν α ... τη σημαδέψανε στο μαύρο φ ιό γκ ο ... φώναξε «Ζήτω!» Το Κ α τιν ά κ ι φώ να ζε κι αυτό «είναι κουτό να πεθάνουμε». Η Σ τ έ λ λ α έπεσε βουβή. Μ ’ άφησαν τ ε λ ε υ τ α ία ... να τ α δω όλα. Ύ στερα λένε «προχώρα». Προχωρώ. Τα πόδια μου βουλιάζαν σε μια π η χ τ ή λ ά σ π η ... δεν έ β ρ ε χ ε ... ή τα νε α ίμ α. Τώρα θα με σημαδέψουν... τώ ρα θα με σημαδέψουν... άκουγα φω νές. «Γυρνά π?σω, γύρνα πίσ ω .» Γύρισα κι άρχισα να τρέ χ ω σαν τρελή εκεί που μου φ ώ ναζαν. Έ ν α τ ζ ιπ στην εί σοδο του σκοπευτήριου... κάποιος μ ’ έσπρωξε μεσα. Λ ιπο θύμησα. Ο βασιλικός επίτροπος καθότανε στο τ ζ ιπ , εκεί νος που μας καταδίκασε σε θάνατο τώ ρα μιλούσε, γ ε λ α στός σαν τον μ π α μ πά μου: «Μ ατίνα, έγινε θαύμα, σε γ λ ί τωσε η Π α ν α γ ία » . Τη βλέπω έτοιμη να λιποθυμήσει. — Ν α φωνάξω τον δεσμοφύλακα, λέω και τρέμω ολό κληρη. Εκείνη γ α ν τ ζώ ν ε τ α ι απάνω μου. — Ό χ ι, μην π α ς πουθενά! Θα σε φωνάξουνε ν ’ αποκη ρύξεις τον Α χ ιλ λ έ α ! Το λέγα νε πάνω στο γραφείο πριν με κατεβάσουν. «Να δεις που η ά λ λ η θα τρ ελα θεί, μόλις τη δει, και θα υπογράψει», λ έγα ν ε. Δεν μπορώ ν ’ ακούω τ α τρ ελ ά τη ς λό για . Π ά ω στην ά λλη άκρη του κελιού και σω ριάζομαι στα στρωσίδια μου. II Μ ατίνα, όρθια σαν φ άντασμα, με τ α μ α λ λ ιά λ υ τά , συ ν ε χ ίζ ε ι το π α ρ α μ ιλη τό τη ς: — Θ έλανε ένα όνομα... ξέρεις ποιο. — Ε ίπ ε ς; ρω τάω ά γρια , είπες γ ια ... Τον Σ τά θ η τον καταζητούσε όλη η Α σφάλεια. Το όνομά του ή τα νε κ λ ειδί γ ι ’ αυτούς. Ο Π άνος και οι «μαθητριουλες» το κράτησαν καλά φυλαγμένο. Η Μ ατίνα ζαρώ νει με τη ν ερώ τησή μου κι ύστερα λ έει σαν π α ιδα κι που το ’πιασαν να κάνει αταξίες:
55
— Μου έδειξε ο επίτροπος μια φ ω τογραφία του Σ τά θη . «Τον ξέρεις;» Έ λ ε γ α όχι, π ο λλές φορές. 'Ο χ ι, όχι. Ο επίτροπος έφευγε, έμενε ένας ά λλος, ξαναρχότανε ύστερα από ώ ρα, π α λ ι η φωτογραφία, « θ α σε π ά μ ε να βρεις τ ις ά λ λ ε ς» , μιλούσε π ά λ ι ο επίτροπος γ ε λ α σ τά , σαν τον μ π α μ π ά μου. Η Μ α τίνα έρχεται κοντά μου. Σ τέ κ ε τ α ι από πάνω μου. Τη βλέπ ω θεόρατη, θαρρείς και φτάνει ως το τα β ά νι. Β γ ά ζ ε ι τ ις καστόρινες γόβες τ η ς , τ ις ολοκαίνουργιες, και μου τ ις π ε τά ει. Ε ίνα ι καταλασπω μένες. — Β λ έ π ε ις ... είναι α ίμ α τ α ... όχι, δεν θα π ή γ α ιν α να με ξανασκοτώσουν. Ε ίπα γ ια τον Σ τά θη . Ο επίτροπος μου χά ιδεψ ε τα μ α λ λιά . Έ φ υ γε, ήρθε μια γυναίκα, μ ’ έγδυσε μέσα στο τ ζ ιπ και μου φόρεσε τούτο δω το φόρεμα. Ή τ α νε απόγευμα π ια , τους χασομέρησα πολύ, δεν μπορούσανε να με πάνε στου «Αβέρωφ». Αύριο θα με κλεισουν στο εκκλησάκι τη ς φυλακής, θα φωνάξουν όλες τ ις κρατούμε νες να δούνε το θαύμα: Η Π α να γία ! Κ ρ α τώ τη μια τη ς γόβα στο χέρ ι. Α γγίζω τ α ξεραμένα α ίμ α τα . Ε ίνα ι το αίμα τη ς Ν ίνα ς, τη ς Σ τέ λ λ α ς, τη ς Κ α τίν α ς. Η Μ ατίνα έχει σω ριαστεί κ α τά χα μ α . Ακούω τη ν ανάσα τ η ς βαριά, έχει πέσει σε βαθύ ύπνο. Ύ πνος-θάνατο ς. Ό χ ι , όχι ΘΑΝΑΤΟΣ. Π ετά γο μ α ι όρθια κοντά στην πόρτα. Σ τ α χέρια μου κρατάω ακόμα τη ματωμένη γοβα. Ας τη ν πάρουν τη Μ ατίνα όσο γίν ετα ι πιο γρήγορα. Το « Φ εγγαράκι». Μπορεί αυτό που τη ς έτυχε να ’ναι χειρ ότε ρο κι από θάνατο. Ε γ ώ όμως δεν θέλω να μείνω αλλο δω μέσα μ α ζί τη ς. Θα τρελαθώ . Ν α , τώρα θα χτυπήσω με τ η γόβα τη ν πόρτα. Να έρθει ο δεσμοφύλακας να μ’ ανοί ξει. Θα του πω να φωνάξει τον διοικητή κι ας είναι νύ χ τ α . Θα τους αποκηρύξω όλους, θ α πω πως ο Α χιλλέα ς είναι συμμορίτης, σφ α γέα ς, κι ό ,τ ι άλλο μου ζητησουν. Θα αποκηρύξω τον κομμουνισμό και τις παραφυαδες του. Ν α , τώ ρα θα βροντήξω με τ η ματωμένη γοβα την πόρτα.
56
Αύριο θα είμ α ι σ π ίτι. Της Λ ίζα ς δεν θα τη ς αρέσει καθό λου που αποκήρυξα. Η Λ ίζα δεν ξέρει, δεν είδε τ η Μ ατίνα ντυμένη σ τ ’ άσπρα. Αύριο θα γ ίν ε ι το θαύμα το δικό μου. Θα π ερ πα τά ω στους δρόμους τ η ς Αθήνας, θα π ερ πα τά ω όλη μέρα. Θα τρέξω στη θάλασσα. Μα γ ια τ ί δεν βρον τάω ; Σ φ ίγ γ ω μόνο το γοβάκι τόσο δυνατά, που τ α χέρια μου μουδιάζουν. Το π ετά ω πέρα. «Να δεις που η ά λ λ η θα τρελαθεί άμα τ η δει και θα υπογράψει.» Το είπανε στη Μ ατινα. Αυτοί ξέρουν, δηλαδή νομίζουν πω ς τ α ξέρουν ολα. Γίνομαι ένα κουβάρι στα στρωσίδια μου. Η βαριά ανασα τη ς Μ ατίνας μ οιάζει σαν ρόγχος. Το «Φ εγγαρά κ ι» ..: χειρότερο κι από θάνατο; Α νοίγω τ α μ ά τια . Το κ ελ ί είναι άδειο. Π ώ ς κοιμήθηκα! Δεν άκουσα τίπ ο τ α . Π ότε τη ν πήραν! Έ χ ε ι ξημερώσει. Σηκώνομαι μ ηχανικ ά και μαζεύω τ α στρωσίδια μου. Ξάφ νου, έξω στην αυλή ακούγονται σφ υρίγματα, δ ια τ α γ έ ς, βήματα από αρβύλες στο πλακόστρω το. Λ ες κι η πόρτα άνοιξε δ ιά π λ α τα από μόνη τ η ς , γέμ ισ ε το κ ελί μου γ υ ν α ί-' κες. Φορούν σ τρ α τιω τικ ά . Τραβιέμαι σε μια γ ω νιά . Μπρο στά στην α νο ιχτή πόρτα στέκει ένας χω ροφύλακας, ψηλός με μαύρα μ α λ λ ιά και κάτασπρα μυτερά δόντια. Οι γυνα ί κες έχουν καψ αλισμένα βλέφαρα και κοκκινισμένα μ ά τια . Οι αρβύλες τους είναι στραπατσαρισμένες. — Γρήγορα, φ ω νάζει ο χω ροφ ύλακας, τα χτο π ο ιη θ είτε. Τον γνώ ρισα, είναι ο Μ άρφας. Σ τη ν Κ α το χή δούλευε με τους Γερμανούς. Β ασάνιζε κυρίως γυναίκες. Προτιμού σε κανείς να πέσει στα χέρ ια τω ν Γερμανών, παρά στα δικά του. Αφού λευτερω θήκαμε, του ξήλωσαν δυο αστέρια από τ ις επω μ ίδες. Αυτή ή τα ν όλη του η τιμ ω ρ ία . Οι βα σανισμένες εκ τελέσ τη κα ν, η Ε λ λ ά δ α ελευθερώθηκε κι αυ τός φ αίνετα ι π ω ς τώ ρα έ χ ε ι αποστολή να μεταφέρει τ ις ανταρτοπούλες στο Μ ετα γω γώ ν, γ ια το στρατοδικείο. Τι θέλει τώ ρα και με κ ο ιτά ζει κ α τ ά μ α τα . Γ ελά ει μ ’ ένα χοντρό γέλιο και φ αίνονται τα κάτασπρα μυτερά δόντια του.
— Κ ο ίτα πώ ς τ ις κ α τά ντη σ ε ο καπετάνιος σου! Τις γά μησε μιε τ η σειρά, εκείνος το ’σκάσε κι αυτές πάνε γ ια τουφέκι. Κ λ ε ίν ε ι η πόρτα. Ακούω τη ν αρμαθιά τω ν κλειδιώ ν να κουδουνίζει. Οι κοπέλες σ τριμ ώ χνοντα ι, το κ ε λ ί μόλις που μας χω ρ ά ει. Ε γ ώ κάθομαι κι ακουμπώ τ α γό να τα στο π η γούνι γ ια να περισσέψει χώ ρος. Από την άκρη του κελιού σ η κώ νεται ένα κορίτσι, έ χ ε ι μια κοκκινωπή κοτσίδα στρι φ τή από το πολύ σγουρό μ α λ λ ί. Δρασκελαει τ ις ά λ λ ες, κάνει πέρα τη διπλανή μου κ αι κάθεται ανακούρκουδα. Μου π ιά ν ει το χέρ ι. Το δικό τη ς είναι μαυριδερό, βρόμικο. — E ia a t η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα ; λ έει και τα κοκκινισμένα μ ά τια τη ς παίρνουν μ ια λάμψη. Μ ας είπε ο Μ άρφας όταν μας έφερνε π ω ς θα σε βρούμε εδώ. Ή μουνα στην ομάδα του Α χ ιλ λ έ α , μην ακούς τον Μ άρφα τ ι λέει γ ια κείνον. Σ ε ζηλεύω . — Γ ια τ ί; λέω ψιθυριστά. Δεν μου α π α ντά ει. — Πόσω χρονών είσαι; — Δ εκάξι. Έ γ ε ιρ ε στον ώμο μου. Την πήρε αμέσως ο ύπνος. Κ ά θομαι ακούνητη μην τη ν ξυπνήσω. Τα χ ε ίλ ια τ η ς είναι σκασμένα, μ ατω μένα . Το κ ελ ί γέμισε βαριές ανάσες. Π οιος ξέρει πόσα μερόνυχτα έχουν να κοιμηθούν. Τα δικά μου μ ά τ ια είναι καρφωμένα στην πόρτα. Ό λ ο νομίζω πω ς θ ’ ανοίξει κ αι θα μ πει η Μ α τίνα με το άσπρο φόρεμα και τ ις μ ατω μ ένες γόβες. Δεν μπορεί να είναι α λήθεια όλα α υτά! Λ ίγο πιο πέρα η οδός Ερμού. 'Α ρχισε η πρωινή κ ί νηση στον δρόμο. Οι γυναίκες θα κοιτάνε τ ις βιτρίνες και θα ψωνίζουν. — Μ άνα! Μ άνα! σ τ ρ ιγ κ λ ίζε ι στον ύπνο τ η ς μ ια ανταρτοπούλα. Β αρ ιά β ή μ α τα από αρβύλες σταμάτησ αν έξω από την πόρτα του κελιού. Α νοίγει το παραθυράκι τ η ς πόρτας και
58
προβάλλει το κεφάλι του Μ άρφα. < - Σ κ ά σ τε, Β ουλγάρες! Έ ν α γερό γα μ ή σ ι σας χ ρ ε ιά ζε τ α ι κι υστέρα μ π αμ μπαμ.
μοτέρ στοπ
Το γύρισμα τελείω σ ε γ ια σήμερα. Η Ε λένη β ιά ζ ε τα ι να φύγει μην τη ν προλάβουν οι ά λλο ι. Δεν έχει όρεξη γ ια κουβέντες. - Γ εια , π ε τ ά ε ι του Ευγένιου. Με περιμένει η κόρη μου. - Το πρμ>ί, στο μετρό πορτ ν τ ’ Ω τέιγ; - Ν α ι, κάνει η Ε λένη κι έ χ ε ι β γ ει κιόλας από το κου πέ.
Το τρένο περνάει σφυρίζοντας μέσα από τη ρ εμα τιά . Ε ίναι έξι κ αι μισή το πρω ί. Η Ε λένη πίνει όρθια τον καφέ τη ς μέσα σ’ ένα γυάλινο ποτήρι από μουστάρδα μπροστά στο παράθυρο. Το πρωινό σφύριγμα το νιώθει σαν ξαλά φρωμα. Μ έσα στη ν ύ χτα , όταν δεν την παίρνει ο ύπνος και σ υλ λο γιέτα ι περασμένα κ αι τω ρινά , τότε είναι που την κάνει να α π ε λ π ίζ ε τα ι το σφύριγμα του τρένου. Τ ης φ αίνεται π ω ς η νύχτα μακραίνει α τέ λ ε ιω τα . Θαρρεί πω ς θα περάσει όλη τ η ς τη ζω ή στο Σαραντόν στην οδό Κ ονφλόν, α πένα ντι από τη ρ εμα τιά που περνάνε τ α τρένα. Η μια πλευρά τ η ς ρεματιάς είναι γ ε μ ά τ η θάμνους και χα ρ τονένια κουτιά. Οι θάμνοι είναι ξεροί και γκ ρ ίζοι, τη ν άνοιξη φουντώνουν, μα τ α π ετα μ έν α χαρτόκουτα κάνουν τη ρεματιά να μ οιάζει με σκουπιδότοπο. ΙΙρωτάκουσε τη λέξη Σαραντόν όταν είχε π ά ει με τον Ευγένιο στο θέατρο στην Αθήνα να δει το έργο του Π ή τερ
59
Β ά ις Η δολοφονία του Μ α ρά . Πού να ’ξερε ότι κάποια μέρα θα ή τα νε το σ π ίτι τ η ς στο Σαραντόν. «Για λ ίγο » , είχε π ει η Μ αρί-Τερέζ, «μετά θα σου βρούμε διαμέρισμα στο Ιβρί, ο δήμος είναι δικός μας. Δυο δω μάτια με μ π α λ κόνι. Θα μπορείς να β ά λεις γλάστρες στο μπαλκόνι.» «Γλάστρες;» απόρησε η Ε λ ένη . Ή τα ν ε το τελευτα ίο π ρ ά γμ α που είχ ε να σκεφτεί. Η Μ αρί-Τερέζ επέμενε πολύ γ ια τ ις γλ ά σ τρ ες. «Δίνουνε χα ρά στη ζω ή . Θα ζη τή σ ω από τη μ ητέρα μου, που έ χ ε ι ένα σωρό στο σ π ίτι μ ας στην εξοχή. Ε ίν α ι κ ά τ ι πολύ όμορφες με κοκκινωπά φύλλα σαν βελούδινα.» «Κ α λά», έκανε υποχω ρητικά η Ε λ ένη . Ε ίνα ι πολύ πρω ί. Η Δαφνούλα δεν έχει ακόμα ξυπνήσει γ ια το σχολείο. Την κ ο ιτά ζει που κοιμάται με τ α σκεπά σματα μισοπεταμένα. Το δω μάτιο που μένουν είναι μ ε γ α λούτσικο, έ χ ε ι τρία παράθυρα, μόνο που δεν το β λ έπ ει πο τέ ο ή λιο ς. Έ π ε ιτ α υπάρχει και το κουζινάκι, που, όσο μικρό κι αν είνα ι, τους χω ρ ά ει με τον Π άνο, τον Ε υγένιο, τη ν Ά ν ν α και τον Σ τέφανο, τ ις α τέλ ειω τες ώρες που συ ζη τά ν ε τ α βράδια, πολλές φορές ώσπου να φέξει. Έ τ σ ι, δεν ενοχλούν τη μικρή που κοιμ άται. Π ίνει μ ε γ ά λ ε ς γουλιές τον ζεμ α τισ τό καφέ τ η ς . Σ τ ις εφτά και μισή έ χ ε ι ραντεβού με τους άλλους στο μετρό κοντά στο στούντιο. Α ρ χίζει η δεύτερη μέρα γυρίσματος στο τρένο τ η ς φρίκης. Την κυνηγάνε τα τρένα τη ν Ε λένη στη ζω ή τ η ς . Αληθινά και ψεύτικα. Γράφει ένα σημείω μα στη Δαφνούλα να το βρει σαν ξυπνήσει. Ό τ α ν αφήνουν γρ ά μ μ α τα η μια στην ά λ λ η θα υπάρχει π ά ν τα μ ια φρασούλα στα ρωσικά. Η Ε λένη γράφ ει ά τσ α λα , β ια σ τικ ά , η Δαφνούλα π ά λ ι αφήνει παντού στο σ π ίτι σ η μ ειω μα τά κ ια στα ρωσικά με τ α λοξά κ α λ λ ιγρ α φ ικ ά γρ ά μ μ α τα , που τ η ς έμαθε η δασκάλα τη ς στη Μ όσχα. Η οδός Κονφλόν είναι έρημη. Ό χ ι γ ια τ ί είναι νω ρίς, σχεδόν π ά ν τα είναι έρημη. Σ π ά ν ια να συναντήσεις άνθρω πο. θ α ρ ρ είς και οι κάτοικοι π η γα ινοέρχοντα ι σ τις δουλειές
60
τους αθέατοι σαν φ αντάσμ ατα. «Εδώ είναι το μετρό σου», τη ς είχε π ει η Μ αρί-Τερέζ, όταν τη ν π ή γ ε να δει το σ π ίτι που τη ς βρήκε στην οδό Κονφλόν. Μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ, ά λλη λέξη που έχασε τη ν έννοιά τη ς. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η Λ ιμ περτέ μου, η λευτεριά μου, συλλογίστηκε. Λ ίγο πιο κ ά τω , στη γω νία τ η ς λεωφόρου ΛΙΜΠΕΡΤΕ είναι το καφενείο ΛΙΜΠΕΡΤΕ. Πόσες φορές δεν έχει τρέξει εκεί σαν παραλοϊσμένη να τη λεφ ω νή σ ει, ιδίως τον πρώτο καιρό που έφτασε στο Παρίσι και κάθε μέρα είχε τη ν ελ πίδα π ω ς κ ά τ ι θα γινότανε στην Ε λ λ ά δ α . «Τι νέα;», «Τί ποτα». Εκείνο το παγω μ ένο δεκεμβριάτικο πρωινό έτρεξε χ α ραματα, μόλις άνοιξε το καφενείο. Την παραμονή ο βασι λιά ς επιχείρησε να κάνει κίνημα. «Τι νέα;» « Έ φ υ γ ε ο βασ ιλιάς κυνηγημένος με Ά ννα-Μ αρία και τα ρέστα.» Γύρισε στο σ π ίτι πα γω μ ένη . Ε ίχ ε β γει χω ρ ίς κ άλτσες και με το π α λ τό πάνω από το νυχτικό. Κ άθισε στο κρεβά τ ι έτσι όπως ή τα ν ε, με το π α λ τό . Ή τ α ν πολύ νωρίς και η Δαφνούλα δεν είχε σηκωθεί γ ια το σχολείο. Ξαφνικά το δω μάτιο τη ς φάνηκε άχαρο με τ ις ξεφτισμένες πολυθρόνες και το ετοιμόρροπο κομό που με χ ίλ ια ζόρια είχε κ α τα φ έ ρει η Μ αρί-Τερέζ τη μητέρα τ η ς να το β γά λ ει από την αποθήκη και να το δώσει τη ς Ε λ έ ν η ς, γ ια τ ί ή τα νε σ τιλ — άντε βρες — κάποιου Λουδοβίκου. Να έδιω χνε ο βασιλιάς τη χούντα και να γύριζαν πίσω ! Το ’χ ε ελπίσει χ τ ε ς το βράδυ. Τα ξέχασε όλα κι έμενε μόνο ένα: Να γυρίσει πίσω . Πόσα α τέλ ειω τα χρόνια περίμενε π ά λ ι τον γυρισμό, όταν ή τα ν π ολιτική πρόσφυγας στη Σ οβιετική Έ νω ση! Δεν πρόλαβε να τον χα ρ εί τον γυρισμό τ η ς . Λ ίγο καιρό μόνο, κι ύστερα π ά λ ι ξενιτιά . Ποσο α λ λ ιώ τικ ο τη ς φ αίνετα ι τώ ρα το Π αρίσι από την πρώ τη φορά που είχε περάσει πριν δεκατρία χρόνια, όταν π ή γα ινε να συναντήσει τον Α χ ιλ λ έ α . Τ ότε, τη ν είχε ανα
61
λάβει η Μ αρί-Τ ερέζ, σταλμ ένη από το γα λ λ ικ ό κομμουνι στικό κόμμα. Κ αμάρω νε να τη ν παρουσιάζει. «Η αρραβω νια σ τικ ιά του καπετάνιου.» Την π ή γα ιν ε σε διάφορα σ πί τ ια , ακόμα κ αι σ’ έναν πύργο έξω από το Π α ρίσι, και σ’ όλους έ λ ε γ ε μισόλογα η Μ αρί-Τερέζ γ ια τον Α χ ιλ λ έ α κι ύσ τερα ... «Π ες, Ε λένη , γ ια το Τ μήμ α Μ ε τα γ ω γ ώ ν , πες την ιστορία τη ς Μ ατίνας.» Κ ι η Ε λένη ντρεπότανε και κό μ π ια ζε, όπω ς όταν ή τα νε μικρή και την καλούσαν σε γενέθ λ ια . Τ α ά λ λ α πα ιδιά ά ρ χιζα ν ένα ένα να α π α γ γ έ λ λουν π ο ιή μ α τα κι εκείνη χτυποκαρδούσε σαν έφτανε η σει ρά τ η ς κι έπρεπε να τη ς γνέψ ει από μακριά η Α ίζ α , «πες το , τέλ ο ς π άντω ν!», γ ια να π ε ι δειλά δειλά το ποίημά τ η ς . « Σ τ ο λ ίσ τ η κ ε ένας κόρακας μ ε παγονιού φ τ ε ρ ά ...» Ά κ ο υ γε τον εαυτό τη ς να λ έ ε ι τη ν ιστορία τ η ς Μ α τί να ς, ένιωθε άβολα κι ήθελε να τελειώ σ ει όσο γ ίν ε τ α ι πιο γρήγορα. «Μα είναι δυνατό να ’ναι αλήθεια;» απορούσανε αυτοί που άκουγαν. Η Μ αρί-Τερέζ λαμποκοπούσε κ α ι την α γ κ ά λ ια ζε προστατευτικά. Τ ότε, μ ια σ τιγμ ή η Ε λένη π ί στεψε π ω ς το Π αρίσι ή τα νε δικό τ η ς. Σ τη συγκέντρωση που μ ίλησ ε γ ια τ ις κρατούμενες γυναίκες τη ς φερνόντανε σαν να ’τα ν σπουδαίο πρόσωπο. Α ρραβωνιαστικιά του κα πετάνιου με το αρχαίο ελληνικό όνομα! Τ ώρα, το Π αρίσι είναι μ ια ξένη πόλη. Δεν υπάρχουν καπ ετά νιο ι γ ια να ’χουν αρραβω νιαστικιές. Ξένο το Σ α ραντόν και η οδός Κονφλόν κι οι γείτο νες που δεν σου λένε καλημ έρα. Έ χ ε ι και τη Μ αρί-Τερέζ να κουβαλάει δέμα τ α , παπούτσια με σουβλερές μύτες και τακούνι καρφί, π α λιομοδίτικα πανωφόρια με μ περτάκ ια και φουσκωτά μανί κια γ ια τους προσφυγές από τη ν Ε λ λ ά δα . Π ικράθηκε, όταν τ η ς είπε η Ε λένη π ω ς δεν τ α έχουν α νά γκ η . Δεν μπορεί να κ α τα λ ά β ει η Μ αρί-Τερέζ πώ ς γ ίν ε τ α ι να ’σαι εξόριστος κ αι να μη θέλεις ρούχα γερά και ζεσ τά κι ας είναι περασμένης μόδας. Η Ε λ ένη το νιώθει π ω ς τη ν απο γοη τεύ ει. Κ ι εκείνη κι η Δαφνούλα και όλοι οι ά λλο ι δεν
62
δίνουν τη ν εικόνα του εξόριστου όπως τη ν έ χ ε ι η Μ αρίΤερέζ στο μυαλό τη ς. «Εμείς στην Ε λ λά δα ντυνόμαστε», τη ς εξη γεί π ο λλές φορές η Ε λ έν η , που θυμάται ξαφνικά τη θεωρία τη ς Λ ίζας: όσο πιο στεναχω ρημένος είσ α ι, τόσο πιο κ α λά να ντύ νεσαι. Η Λ ίζ α , πριν φύγει η Ε λ έ ν η , τη ς είχε αγοράσει ένα σωρό ρούχα. «Να μη σε λυπούνται», τη ς είχε π ει. Το τελευ τα ίο αντίο τη ς Λ ίζα ς. Η Μ αρί-Τερέζ κουνάει το κ εφ ά λι, μα δεν κ α τ α λ α β α ί νει, και μόνο όταν τη ς λέει η Ε λένη πω ς οι Σ π α ρ τιά τε ς πριν πάνε στη μ ά χη λουζόντανε κ αι βάζανε τα κ α λά τους, σαν να φ ω τίσ τηκε ξαφνικά κ ά τι μέσα τ η ς , κι άρπαξε τη ν Ε λένη και τη φίλησε. Ο Π άνος το λέει: «Στους ξένους, γ ια να σε νιώσουν, πρέπει να β ά λεις στην κουβέντα σου και μια κολόνα Π αρθενώνα». Να γυρίσει πίσω ! Έ σ τ ω και με τον βασιλιά! Ν α γυρί σει και να ’ναι σαν ένα κακό όνειρο αυτοί οι έξι μήνες που πέρασε στο Π αρίσι. Ό τ α ν ξύπνησε η Δαφνούλα τ η βρήκε να κ ά θετα ι στο κρεβάτι με το π α λ τό και να τη ν έχουν πάρει τ α δάκρυα. Τρόμαξε. «Τι έπαθες;» « Έ φ υ γ ε ο βασ ιλιά ς.» «Ε, και κλαις!» Το είπε η μικρή τόσο απορεμένα και κ ω μ ικ ά, που μόνο τότε κ α τά λ α β ε η Ε λένη πόσο α π ελ π ισ τικ ά γελ ο ία ητανε. Κ άθισε έτσι ακούνητη κι ακόμα αφού έφυγε η Δαφνούλα γ ια το σχολείο. Ύ στερα ήρθε και στάθηκε στη μέση τη ς κάμαρας το Κ α τινά κ ι με τ α γυα λά κ ια του και τα ανεμικά του κοτσιδάκια. «Ε , ό χι και εξευτελισμούς, βρε μαμά!» Τ ι γελ ο ία που είμ α ι, τ ι γελο ία που είμαι! Το είπε η Ε λένη δυνατά δυο τρεις φορές. Την τε λ ε υ τα ία φορά το φώναξε σχεδόν, γ ια να μη σκεπασ τεί η φωνή τ η ς από τον θόρυβο τω ν πρωινών τρένων. Η Ε λένη ε ίχ ε γυρίσει μ α ζ ί με τ η Δαφνούλα από τη Σ οβιετική Έ νω σ η στην Ε λ λ ά δ α . Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν είχε προλάβει. Ό σ ο κι αν ή τα νε δημοκρατική η κυβέρνηση,
63
δεν έδινε άδεια σ’ έναν κ α πετά νιο να γυρίσει σ π ίτι του. Έ τ σ ι «γύρισε» ο Α χ ιλ λ έα ς μέσα στη δικτατορία, αφού είχε φ ύγει εκείνη με τ η μικρή γ ια το Π αρίσι. Γύρισε χ ω ρίς να πάρει άδεια από κανέναν. ΕΙΣΕΛΘΩΝ ΛΑΘΡΑΙΩΣ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ: οι τ ίτ λ ο ι στις πρ ώ τες σελίδες τω ν εφημερίδων. Είκοσι χρόνια έλειψε από τη ν Ε λ λ ά δ α ο Α χ ιλ λ έ α ς. Οι δρόμοι είχα ν α λ λ ά ξ ε ι, τα σ π ιτά κ ια γίνανε πολυκ ατο ικ ίες, οι άνθρωποι α πόχτη σ αν σ π ίτ ια , εξοχικά. Η μ ητέρα του είχε πεθάνει κ α ι οι ά λλοι πιο μακρινοί συγ γ εν είς τον είχα ν ξεγράψει από τό τε που β γήκ ε στο βουνό. Δυο μέρες κυκλοφόρησε ο Α χ ιλ λ έ α ς στην Αθήνα — το ’γράψε η εφημερίδα. Μ πορεί κ α ι να πέρασε από κείνη τη γ ω ν ιά του δρόμου όπου είχε α ποχα ιρ ετή σ ει τη ν Ε λένη και να μην του θύμισε τίπ ο τα . Έ ν α ς άντρας με σ μ ιχ τά ασπροκίτρινα φρύδια, γκ ρ ίζα μ α λ λ ιά και σκαμμένο πρόσωπο, περπάτησε ξαφνικά στους δρόμους τ η ς Αθήνας. Γύρευε κάποιο δρόμο που δεν υπήρχε π ια , ένα σ π ίτι που δεν υπήρχε π ια , ένα φίλο, ένα σύντρο φο που είχα ν ε μ α ζί μ πει μπροστά σε τόσες μ ά χ ες. Κ α το χ ή , Δ εκ έμ β ρ η ς... Ο φίλος υ π ή ρ χε, τον βρήκε. Τον σ τεί λα νε τον Α χ ιλ λ έ α κι αυτός π ά ν τα πιστός σ τις εντολές χ ω ρ ίς π ο λ λ ά ερ ω τη μ α τικ ά , χω ρ ίς κανένα ερω τημ α τικό, π ή γ ε στον φίλο, που τον παρέδωσε ίσια στην Α σφάλεια. Ε ίν α ι π α λ ικ ά ρ ι ο Α χ ιλ λ έ α ς. Αυτό ναι, θα το π ε ι στη Δ αφ νούλα. Φ τά νει να μην αρχίσει τ ις π ολλές ερω τήσεις.
Κ λ ε ίν ε ι σ ιγανά την πόρτα μην ξυπνήσει η μικρή και β γ α ίν ει με χ ίλ ιε ς σκεψεις να α λ λ η λ ο χτυ π ιο ύ ντα ι. « ’Ολο τ α π α λ ιά θυμάστε.» Π οια π α λ ιά να θυμηθεί η Ά ν ν α ; Τα δικά μ ας τ α π α λ ιά είναι ολοζώ ντα να, πιο ζω ντα νά από τ α τω ρινά . Ο πρωινός αέρας τ η ς ηρεμεί το μυαλό. Η γ έ φυρα του Σαραντόν, τ α εργοστάσια, η τερ ά σ τια ρεκλάμα
64
ΠΟΡΤΟ ΚΡΟΓΖ τ η ς δείχνουν ένα Π αρίσι που δεν θα γίν ει ποτέ δικό τ η ς , δεν θα γίν ει ποτέ η πόλη τη ς. Φ τάνει στο μετρό ΛΙΜΠΕΡΤΕ. «Αυτό είναι το μετρό σου.» Αυτή είναι η «ελευθερία» μου. Σ ιγ ά σ ιγά έφτιαξαν τον σταθμό του μετρό, βάλανε στους τοίχους πορτοκαλιά κ αι κίτρινα πλα κ ά κ ια . Τι τη νοιάζει τη ν Ε λένη γ ια μια ξένη π ό λη , α π ’ όπου είναι π ε ραστική; « Ε ίμ α ι περαστική», ε ίχ ε π ει τότε που περνούσε από τη Ρ ώ μ η γ ια να π ά ει να βρει τον Α χ ιλ λ έ α στη Σ οβιε τικ ή Έ νω σ η . Π εραστική. Κ α ι έμεινε δυο χρόνια. «Π ερα στική» ήτανε κι από τη Σ οβιετική Έ νω σ η και τ α χρόνια γίνα νε δέκα. Τώ ρα, αν τη ρω τήσει κανείς, δεν θα το λ μ ή σει ποτέ να π ε ι γ ια το Π αρίσι: «Ε ίμ α ι περαστική». Από φόβο. Δεν περισσεύουν πια τόσο π ο λλά χρόνια γ ια να ξα ναρχίσει π ά λ ι μ ια ζω ή. Κ ι ας λ έει ο Ευγένιος π ω ς με το μπομπονί νυχτικό μοιάζει είκοσι χρονώ. Μ ο ιά ζε ι...
Σήμερα η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Μέσα στο κουπέ δη λαδή. Ο Ε υγένιος δεν β γ ά ζ ε ι μ ιλ ιά , π α ρ ’ όλο πόυ έχουν καιρό να κουβεντιάσουν, ώσπου ν ’ αρχίσει το γύρισμα. Ανάμεσά τους, το διπλω τό τρ α π εζά κ ι είναι α νοιχτό γ ια να παίξουν χ α ρ τ ιά . Π ρέπει να κρατάνε τα χ α ρ τιά στα χέρια τους έτσ ι που να φ αίνονται απέξω . Έ χουν πάρει κιόλας τ ις θέσεις .τους. Έ ξ ω , στην πλατφ όρμα, οι μ ακιγ ιέ ζ φροντίζουν τους δύο π ρ ω τα γω ν ισ τές γ ια τ ις τε λ ε υ τα ίες λεπτομ έρειες. Η Ε λένη θυμάται τον έναν α π ’ αυ τούς. Τη μέρα που α ποχαιρέτησε τον Α χ ιλ λ έ α κ αι περ πα τούσε α πελπισ μ ένη στους δρόμους, χώ θηκε σ’ έναν κινη ματογράφο, έτσ ι γ ια να καθίσει κάπου. Έ π α ιζ α ν μ ια τ α ι νία οπου πρω ταγω νιστούσε αυτός ο ηθοποιός που στέκει τώρα δυο μέτρα έξω από το παράθυρο του τρένου. Σ ήμερα έχει κάνει μ ια μ εγά λ η κλοπή και τον κυνηγάει η Ιντερ -
65
π ό λ, τό τε τον κυνηγούσε η Γ κεσ τά πο. Η Ε λένη έκ λα ιγε με α να φ ιλ η τά τόσο, που ντρεπότανε τους διπλανούς. Το ήξερε π ω ς έκλαιγε γ ια τον Α χ ιλ λ έ α που έφυγε, γ ια τον εαυτό τ η ς που τον έχα νε. Ο π ρ ω τα γω νισ τή ς ή τα ν ε νέος τ ό τ ε, τώ ρ α έχει γκ ρ ίζα μ α λ λ ιά και βαθιές ρυτίδες. Ο Α χ ιλ λ έ α ς το ίδιο. Ό π ο ια τα ιν ία κι αν έβλεπε η Ε λένη μ ’ αυτόν τον ηθοποιό, θυμότανε τον εαυτό τη ς βουλιαγμένο στη βελούδινη πολυθρόνα του κινηματογράφου με τ η χού φ τα σφ ιγμ ένη, θαρρείς να μη φ ύγει το τελευτα ίο ά γ γ ιγ μ α του Α χ ιλ λ έ α . — Ε υ γ έ ν ιε ..., σταμ ά τησ ε ξεκρέμαστη τ η φράση ετσι σκυθρωπό που τον β λέπει. Κ ι ο Π άνος σ’ όλο τον δρόμο, από το μετρό ίσαμε το στούντιο, δεν έβγα ζε λέξη. Κ ουβέντιαζαν οι δυο τους ως τ ις τέσσερις το πρωί. Το είπε μ ια σ τιγμ ή ο Ε υγένιος που τον ρωτούσε η Ελένη επίμονα τ ι έ χ ε ι. «Ε ίμαι ξενυχτισ μ έ νος, ξημερωθήκαμε με τον Π άνο.» Τη φ α ν τά ζ ετ α ι την κουβέντα τους. Ο ένας να τ α γκ ρ εμ ίζει όλα κι ο ά λλο ς να προσπαθεί κομματάκι κ ομ μα τά κι να τ α περιμαζέψ ει. Λ ά θη στο παρελθόν, τ ι κάνουμε σήμερα, πού πάμ ε'α ύριο. Σ ή μερα πολύ το ήθελε να κουβεντιάσει με τον Ε υγένιο. Να μιλήσουνε γ ια τη δίκη του Α χ ιλ λ έ α . Εκείνος όμως μένει με τα χ ε ίλ ια αποφασιστικά σφ ιγμένα που τρεμουλιάζουνε καθε τοσο νευρικά. Τα χέρ ια του μονάχα μένουνε π ά ν τα ήρεμα κ αι κρατάνε τα χ α ρ τ ιά , όπω ς ένας ξένοιαστος ε π ι β ά τη ς πρ ώ τη ς θέσης που π α ίζ ε ι μ ια παρτίδα με τ η γυ να ί κα του γ ια να περάσει η ώ ρα. Φορές φορές νιώ θει μια δυνατή τρυφερότητα γ ια τον Ε υγένιο. Ε να βράδυ που γύριζαν από μ ια συγκέντρωση, θέλησε η Ε λένη να περάσει από το σ π ίτ ι του να πάρει εφημερίδες φρεσκιες, που έφερε κάποιος από τη ν Α θή να /Ο τα ν έφτασαν στην ξώπορτα εκείνος τη ρώ τησε: «Θ’ ανέβεις ή να τ ις κατεβάσω ;» «Σε περιμένω κ ά τ ω , δεν θέλω ν ’ α ργή σ ω .» Η απά ντη ση ήρθε από μόνη τ η ς χω ρίς να τη σ κεφ τεί,
66
κι ούτε είχε λόγο να μη θέλει ν ’ αργήσει. Ί σ ω ς γ ια τ ί στον δρόμο, τη ν ώρα που γύρ ιζαν, ο Ευγένιος τ η ς κρατού σε το χέρ ι α λ λ ιώ τικ α από τ ις ά λ λ ε ς φορές. «Σε περιμένω κ άτω » , ξανά πε, όταν τον είδε να κοντοστέκεται. Εκείνος άρχισε ν ’ ανεβαίνει φουριόζικα τ ις σκάλες. Το δω μάτιό του είναι στο έβδομο π ά τω μ α . Έ ν α δω μάτιο υπηρεσίας που τ α επιδέξια δ ά χτυ λ ά του κάρφωσαν, έβαψαν, το μ ε τα μόρφωσαν. «Τώρα μπορείς να π α ίζ ε ις ήρωα του Ζολά», του είχε π ει εκείνη που θυμήθηκε πω ς κάποτε τους είχε τρελάνει με τον Ζολά. Τα β ή μ α τά του άρχισαν ν ’ ακούγονται πιο σβησμένα. Η Ε λένη στάθηκε δίπλα στους σκουπιδοτενεκέδες. Ν ’ ανέ βαινε; Μ ια σ τ ιγ μ ή τη ς πέρασε από τον νου η εικόνα: το χέρι του Ευγένιου με τα μακριά του δ ά χτυλα πάνω στο γυμνό τη ς στήθος. Ν ’ ανέβαινε; Το πόδι τη ς έκανε μια κίνηση προς τ η σκάλα, μα στάθηκε μετέωρο. Έ σβησ ε η εικόνα και γρήγορα ήρθε ά λ λ η κι ύστερα ά λ λ η . Μ ετα . Που θα κοιτάζονταν παραξενεμένοι γ ια ό ,τι συνεβαινε, γυμνοί στο στενό ντιβανάκι σαν κουκέτα τρένου. Μ ετα . Που θα αναρω τιόντανε ο καθένας τους πώ ς τους ηρθε ύστερα από τόσα χρόνια που γνω ρ ίζοντα ι. Χ ω ρίς πάθος, μόνο και μόνο γ ια τ ί νιώσανε μοναξιά σε μια ξενη π ολη . Μ ετά. Που θ ’ ά ρ χ ιζε π ά λ ι ο Ε υγένιος να μ ιλ ά ει γ ια τ ις διαγραφές του. «Κ αι κ α τα λ α β α ίν εις, εσύ να π α θια ζεσ α ι να πιστεύεις κ ι εκείνοι να σε διαλαλούν προδοτη.» Κ ι η ίδια. « Ό τ α ν ξανασυναντηθήκαμε με τον Α χ ιλ λ έ α , δεν ήξερα αν ή τα ν ο δικός μου Α χ ιλ λ έ α ς ή εγώ με τ α χρο ν ιά ...» Ό τ α ν τον άκουσε να κ α τεβ α ίνει τ ις σκά λες, ενιω σε ανακούφιση, χα ρ ά σχεδόν και μια απέραντη τρυφεράδα γ ια κείνον.' Τον περίμενε τόσο χα μ ο γ ελ α σ τή , που απόρη σε. «Τι χα ρές είναι α υτές, πέρασε ο ιππότη ς τω ν ονείρων σου;» Δεν ε ίχ ε ειρωνεία ούτε πίκρα η φωνή του. Ε κείνη χαμογελούσε συνέχεια και ξαφνικά: «Κ α λη νύ χτα , θα χ ά σω το μετρό». Τη φίλησε στη γ ω ν ιά τω ν χ ε ιλ ιώ ν . «Τρε-
67
χ α .» Σ τ η βιάση τη ς παρέσυρε το στρογγυλό καπ ά κ ι του σκουπιδοτενεκέ, που έπεσε με θόρυβο κι άρχισε να κυλάει στον δρόμο που κατηφόριζε. Έ τρ εξα ν κι οι δυο να το π ιά σουν γ ε λ ώ ν τα ς και κοντανασαίνοντας. Νεύριασε η Ε λένη με τ ις σκέψεις που τ η ς ερχόντανε α π α ν ω τά , κι έκανε ακόμα μια προσπάθεια να π ιά σ ει κου βέντα με τον Ευγένιο. — Ε υ γ έ ν ιε , κάποτε η Λ ίζα έλεγε γ ια σ έν α ... — Τ ι είπ ες γ ια τη Λ ίζα ; Το όνομα τ η ς Λ ίζα ς τον έκανε να β γει από τ η σιωπή του και να χα μ ο γελ ά σ ει. Το ’χ ε η Λ ίζα κι αυτό το χ ά ρ ι σμα, ω ς κ α ι το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ έσκαγε χα μ ό γελ ο μπροστά τ η ς . Τον Ευγένιο μ ά λ ισ τα τον αγαπούσε ξέχω ρα. — Ξ έρεις, τη συλλογιέμαι π ά ν τα σαν να υπά ρχει, έκα νε ο Ε υγένιος. Η Ε λ έν η π ά λ ι δεν ήθελε να τη συλλο γιέτα ι τ η Λ ίζ α , γ ια τ ί σε κάθε θύμηση ένιωθε ένα τόσο δυνατό πόνο στο στήθος, που νόμιζε πω ς θα τ η ς κοπεί η ανάσα. Λ ίγους μήνες αφού είχε φύγει γ ια το Π αρίσι, τη ς έγραψε ο αδερ φός τ η ς με λ ίγ α , α λ λ ά σ τα ρ ά τα , λό για τη ν ξαφνική αρ ρώ στια τ η ς Λ ίζ α ς, την καταδίκη τη ς. «Δεν θέλει να σου γράψω τ ίπ ο τ α , μην τύ χ ει και σηκωθείς και γυρίσεις π ί σω.» Το ’ξερε η Λ ίζα πω ς γ ια τη ν Ε λένη γυρισμός σήμαινε εξορία. Ύ στερα ερχόντανε κι ά λ λ α γρ ά μ μ α τα , πότε από τον αδερφό τ η ς, πότε από τη νύφη τ η ς . Η Λ ίζα πά ει χειρότερα , αδυνάτισε, δεν γ ν ω ρ ίζετα ι. Η Ε λένη χα ίρ ετα ι που έμεινε στη μνήμη τη ς η τελ ευ τα ία εικόνα τ η ς Λ ίζ α ς, όταν τη ν αποχαιρετούσε στο αεροδρόμιο. Φορούσε ένα θαλασσί τα γ ιέ ρ που έκανε τ α μ ά τια τη ς ακόμα πιο γ α λ ά ζ ια . — Η Λ ίζ α έλεγε πω ς είσαι ο πιο πιστός μου φίλος. — Αφού το ’λ ε γ ε κ είνη, έτσι πρέπει να ’ν α ι, χ α μ ο γ ε λ ά ει τώ ρ α ο Ε υγένιος. Χ τ υ π ά ε ι η κλακ έτα και σωπαίνουν.
68
Το τρένο της φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Α ναγνω ρίζω από το παράθυρο του κελιού που βλέπει στην αυλή τ α παπούτσια τ η ς Λ ίζ α ς. Σπορ με μ ε γά λ ε ς γλώ σσες και κρεπ από κ ά τω . Ε κείνη που ποτέ δεν β ιά ζε τα ι π ερ πα τά ει τώ ρα γρήγορα. Ά ρ γη σ ε κάπω ς και φοβά τα ι πω ς δεν θα προλάβει το επισκεπτήριο. Τρέχω στο π α ραθυράκι τη ς πόρτας να τη ν περιμένω . Π ορτρέτο στο άνοιγμα του παράθυρου το κεφ ά λι τη ς. Φορεί ένα μοβ τουρμπάν και τ α μ ά τια τ η ς από γ α λ ά ζ ια έχουν γίν ει μα βιά. — Β γ α ίν ε ις, μου λέει με τη ν ήρεμη φωνή τ η ς , που θαρ ρείς και δεν συμβαίνει τίπ ο τα . Ο Μ. έγινε υπουργός και θα υπογράψει τη ν απόλυσή σου. Ο Μ. ή τα ν ε ο φίλος του π α τέρα που πολεμούσανε μ α ζί στην Α λβανία. Σ ε λ ίγ ε ς μέρες β γήκ α. Πού βγήκα; Σ τη ν Αθήνα, σ’ αυτή την ά γνω σ τη πόλη. Κ ο ιτά ζω έξω από το τα ξ ί που με π άει με τ η Α ίζ α σ π ίτι. Ν ομίζω π ω ς βρίσκομαι σε ά λ λον κόσμο, σε ά λ λ η εποχή, πω ς έχω λείψει χρόνια και χρόνια. Οι γυναίκες φοράνε μακριές φούστες με λούκια που φτάνουν ω ς τους αστράγαλους και μπλούζες με τερ ά στιους για κά δες και φρίλια. — Α ίζ α , π ώ ς ντύνονται έτσι; — Το νιου-λουκ δεν έφτασε στο Μ ετα γ ω γώ ν ; γ ε λ ά ε ι η Α ίζα και μου δείχνει τη μακριά τ η ς φούστα. Τόσον καιρό έβλεπα μόνο τα παπούτσια τ η ς από το π α ράθυρο του κελιού και την ίδια ως τ η μέση από το παραθυ ράκι τη ς πόρτας. — Σου έχω κιόλα ς ετοιμάσει τ ι θα β ά λ εις, έκανε η Λ ίζα. Της σ φ ίγγω το χέρι και κ ο ιτά ζω έξω φοβισμένα, όπως όταν ήμουνα μικρή και με π ή γα ιν ε να μου βγάλουν τα
69
κρεα τά κια από τη μύτη. Έ λ ε γ α π ω ς δεν γ ίν ε τα ι οι άν θρωποι στον δρόμο να περπα τούν, να γελούν, να ψωνίζουν στα μ α γ α ζ ιά κι εγώ να π η γ α ίν ω να μου βάλουν τσ ιγ κ έλ ια στη μύτη! Έ ξ ω οι άνθρωποι είναι σαν να μη συμβαίνει τίπ ο τ α . Σ τη ν π λ ά τη του καθίσματος του σοφέρ είναι απλω μ ένη μια εφημερίδα. Δ ια βάζω : ΜΕΤΡΑ ΕΠΑΝΟΔΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΜΑΛΟΤΗΤΑ Η Α. Μ. η βασίλισσα εξετάζει το δυνατόν της αναμορφώβεως των συμμοριτισσών που...
Η π λ ά τ η του σοφέρ κρύβει τ α υπόλοιπα. Δ ια β ά ζω πιο κά τω : ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΣΑΣ: ΑΤΘΙΣ Ήρχισε η μόδα των μεσοφορίων που αναφαίνονται κάτω θεν των φορεμάτων. ...να κρίνει επιεικώς την ανάμιξίν μου διότι με διέτασσαν οι Εαμοβουλγαροι.
— Γ ια τ ί τόσο κατσούφα; απορεί η Λ ίζα . Κ α τα λ α β α ί νεις τ ι σημασία έχει γ ια σένα αυτή η μέρα. Π ώ ς δεν καταλαβαίνω ! Ε ίμ α ι «λεύτερη». Φ τάσαμε σ πίτι. Η κυρία του ισογείου, που κά θετα ι π ά ν τ α μέσα από το παράθυρο να κ ο ιτά ζει ποιος μ π α ίνει και ποιος β γα ίνει στην πολυκατοικία - προς Θεού, δεν την έ χ ε ι βάλει η Ασφάλεια, η περιέργειά τη ς μόνο —, α νοίγει δ ιά π λ α τα τ α τζά μ ια να με υποδεχτεί. Με ξέρει από κορι τσ ά κ ι και σαν ά ρχιζα να μ εγα λώ νω όλο με συμβούλευε: «Μη σου πάρει τα μυαλά κανείς ξεβράκωτος, να βρεις κανέναν οδοντογιατρό.» 0 Α χ ιλ λ έα ς τη ς άρεσε. Τον έβλε π ε να μπαινοβγαίνει μαζί μου στο σ π ίτι. «Ό μορφο αγόρι, μα τ ι κάνει;» Της έλεγα αόριστα πω ς σπουδάζει νομικά. Ό τ α ν διάβασε στις εφημερίδες πω ς έφυγε κ απετά νιος στο βουνό, μόνο που δεν λιποθύμησε. «Κ αι να με χα ιρ ετά ει τόσο ευγενικά!»
70
— Γύρισες, κουτάβι, μου κάνει σχεδόν χα ϊδ ευ τικ ά , κοί τ α τώ ρα να β ά λεις μυαλό και ν ’ αρχίσεις καινούργια ζω ή . Ό λ ο ι θένε ν ’ αρχίσω καινούργια ζω ή . Κ ι ο αδερφός μου κι η νύφη μου, που έρχονται να με καλωσορίσουν, τ α ίδια λένε. Κ αινούργια ζω ή , λες και είναι το πιο απλό πρ ά γμ α που μπορώ να κάνω. Γ ια τον Α χ ιλ λ έ α δεν μ ιλ ά μ ε, δεν πρέπει να μ ιλά μ ε κι ούτε να λέμ ε σε κανέναν πω ς πήραμε μήνυμα από μ ια παράξενη πόλη που το ένα τη ς γράμμα μ οιάζει σαν τη ν τρίαινα του Ποσειδώνα χω ρ ίς το κοντάρι τ η ς. Το γρ άμ μ α το έστειλε στη Α ίζα κάποια ά γνω σ τη Γ α λ λίδα από το Παρίσι που τ η λένε Μ αρί-Τερέζ. Ε γ ώ τώ ρα πρέπει ν ’ απαντήσω σ’ αυτή τη Μ αρί-Τερέζ και να γράψω δυο τρ ία τυπικά λ ό για . «Ε ίμ αι καλά και σε σκέ φτομαι.» Ύ στερα θα περιμένω π ά λ ι μήνες και μήνες γ ια να μου ξανα σ τείλει η Μ αρί-Τερέζ τη ν απάντηση του Α χ ιλ λ έα . Η παράξενη αυτή πόλη είναι κάπου στη Σ οβιε τικ ή Έ νω σ η . Π ώ ς να ’φτάσε ως εκεί; Θυμάμαι που ξε φ υλλίζαμ ε μ α ζ ί ένα περιοδικό στον Ελληνοσοβιετικό Σύν δεσμο. Μ ια κοπέλα κι ένα αγόρι πάνω σ’ ένα τρακτέρ και τα μ α λ λ ιά τ η ς κοπέλας ή τα ν ε γ ε μ ά τ α σ τάχυα. Τώρα ο Α χ ιλ λ έα ς θα ’χ ε ι γύρω του κορίτσια με μ α λ λ ιά γ ε μ ά τα στάχυα. Η Α ίζα με ντύνει γ ια τη ν καινούργια ζω ή. Μου φοράει μια φαρδια βυσσινιά φούστα με λούκια και μ ια θαλασσιά μπλούζα με τεράστιο γ ια κ ά . Μ οιάζω σαν να ’χ ω β γ ει από κανένα π α λ ιό μυθιστόρημα τ η ς Δ ιά π λ α σ η ς τω ν πα/δω ν. Έ ρ χο ν τα ι οι φίλοι να με δουν, δηλαδή οι φίλοι του αδερ φού μου. Οι δικοί μου... Ο θείος Κ ώ σ τα ς, όχι. Φ οβάται. Ο Κ ω σ τής και η γυναίκα του είναι οι πιο κοντινοί φίλοι του σπιτιού. Ο Κ ω σ τή ς ήτα νε με τον αδερφό μου συμμαθητές στο Βαρβάκειο. Η Α ίζα μου λ έει πω ς πολύ τ η ς παρα σ τά θηκε και οικονομικά και ηθικά , όσον καιρό ε ίχ α μόνιμη «κατοικία» μου τη ν οδό Νικοδήμου. Τον Κ ω σ τή τον συμ παθώ πολύ, τον α γα π ώ μ ά λ ισ τα . Με ξέρει από κοριτσάκι.
71
Ε ίν α ι π ο λιτικό ς μηχανικός με πολύ προοδευτικές ιδέες π ε ρί πολεοδομίας. Κ ά ποτε ψήφιζε αριστερά. Κ ά π οτε, όλοι. Κ ά π ο τε, τό τε που διαδηλώ ναμε ξέφρενα στους δρόμους, τό τε που δεν στήναν στον τοίχο. Η γυναίκα του π α ρ α β γα ί νει τη Λ ίζ α σε κομψότητα. Ί σ ω ς το κάνουν επ ίτη δες, γ ια να ξεχάσ ω , μα κανείς δεν με ρω τάει τίπ ο τα γ ια «κει μ έ σα» που ήμουνα. Σ υζη τά νε γ ια το τ ι παίζουν τ α θέατρα, πότε θ’ αρχίσουν οι συναυλίες στο «Ηρώδειο», έξοχος ηθο ποιός ο τά δ ε, φριχτός ο άλλος. Κ ι εγώ τους ακούω κι όλο τρομ άζω μην ανοίξει η πόρτα κ αι μπει ο Μ άρφας. — Ν α έρθεις αύριο το μεσημέρι να φάμε μ α ζί, με β γ ά ζ ει από το θολωμένο μου σύννεφο η φωνή τη ς Ρ έν α ς, τη ς γυναίκα ς του Κ ω σ τή. Θα σου χαρίσω ένα φόρεμα. — Σπουδαία! κάνει χαρούμενη η Λ ίζα . Δεν έχει ά λ λ α α π ’ α υ τά που φοράει. Τ ι τους έπιασε όλους να με στολίσουν;
Δ οκιμ άζω το φόρεμα τη ς Ρ ένα ς μπροστά στον καθρέ φ τη . Η Ρ έν α , με τ ις καρφίτσες στο στόμα, μου κονταίνει λ ίγ ο το στρίφω μα γ ια τ ί είναι πολύ πιο ψηλή από μένα. Ο Κ ω σ τή ς μ π α ίνει στο δω μάτιο και με κοιτά ζει από πάνω ω ς κ ά τω . — Κ α λο ύ λα , μου κάνει χα μ ο γελ α σ τά , π ά ει και το χρ ώ μα με τ α μ ά τια σου. Δεν το ’χ α προσέξει. — Ά σ ε μας λ ίγο μόνους, λ έει στη Ρ ένα. Η Ρ έν α γνέφ ει ναι, με το στόμα γεμ άτο καρφίτσες, και β γα ίν ει. Απόρησα. Σαν τ ι να ’χ ε ι το ιδιαίτερο να μου π ει ο Κ ω σ τή ς; Μ ένω ακούνητη, μη μου φύγουν οι καρφίτσες από το στρίφω μα. Ο Κ ω σ τή ς μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι τρυφερά από τους ώμους. — Φ οβάμαι π ω ς δεν θα προλάβεις ούτε ανάσα να π ά ρεις.
72
Τα ’χα σ α ακόμα πιο πολύ κα ι τον κοιτά ζω π α ρ α λ ο γι σμένα. — Μ είναμε λ ίγ ο ι... οι α νά γκ ες είναι μ ε γ ά λ ε ς. Οι πιο πολλοί ή έχουν π ια σ τεί ή κάθισαν σ π ίτια τους κ αι δεν τους ξεκουνάς με τίπ ο τα . Ο Κ ω σ τή ς, ο κοσμικός Κ ω σ τή ς με διαμέρισμα στο Κ ολω νάκι με τ ις χ ίλ ιε ς νυχτόβιες π α ρ έ ε ς... μου κάνει αυτές τ ις κουβέντες; Φ αίνεται π ω ς το βλέμμ α μου είναι γεμ ά το ερω τημ α τικά . — Σου π α ρ α γ γ έ λ ν ει ο θ η σ έ α ς να συνδεθείς μ α ζ ί μου. Κ α τά λ α β α . — Ο Ανεμοδαρμένος; μου ξέφυγε άθελά μου. Ο Κ ω σ τή ς γέλα σ ε. Μ πορεί κ αι να μην το ’ξερε π ω ς τον λ έγα μ ε έτσ ι. Ο ύτε ο Α χ ιλ λ έα ς το ήξερε. Δεν του άρεσε ν ’ αστειευόμαστε με τα σοβαρά. Ε μ ε ίς όμως με τον Ε υγένιο, τον Πάνο και τ α κορίτσια τον β γά λ α μ ε έτσι από τό τε που τον γνω ρίσαμε, μια βραδιά του Δεκέμβρη του ’44 — τότε που μόλις είχα ν φύγει οι Γερμανοί κ α ι πολεμούσαμε τους Ε γ γ λ έζο υ ς —, όρθιο πάνω σ’ ένα τρ α π εζά κ ι καφενείου να μας μ ιλ ά ει. Το τρ α π έζι ή τα νε στημένο έξω, στην αυλή ενος σχολείου. Φυσούσε κι ο αέρας ανέμ ιζε το π α λ τό του και τ α μ α λ λ ιά του. «Μακάρι να μ ας στείλουνε τον Ανεμο δαρμένο», έ λ ε γ ε ο Ε υγένιος, όταν ήμασταν σε συγκέντρω ση και μας ειδοποιούσανε π ω ς θα έρθει κάποιος από «πά νω». «Α χ, να ’τα νε όλοι σαν τον Ανεμοδαρμένο», λ έ γ α μ ε και ξ α να λέγα μ ε με τ α κορίτσια. — Του π ά ει π ά ν τω ς, λέει ο Κ ω σ τή ς. Ύ στερα μου εξη γεί πω ς εκείνος κι η Ρ ένα κάνουν επ ιδ ειχ τικ ά μ ια κοσμική ζω ή: ταβέρνες, θέατρα, νυχτερινά κέντρα, κι έτσ ι μπορούν χω ρ ίς κανένας να το υποψιαστεί να συναντούν τους ανεμοδαρμένους που είναι παράνομοι. — Έ π ρ επ ε να πάρεις λ ίγ η ανάσα, κάνει ο Κ ω σ τή ς σαν να με λ υ π ά τα ι. Μ α χ ρ ε ιά ζε τα ι. Η παρουσία του με κάνει να νιώ θω ζεσ τα σ ιά . Σ α ν κ ά
73
που εκεί κοντά να υπάρχει ο Α χ ιλ λ έ α ς κι ο Π άνος κι ο Ε υγένιος. Κ ι άξαφνα μι’ έπιασε ανυπομονησία να δω τον Ανεμοδαρμένο, να του μιλήσω γ ια τ α κορίτσια, γ ια τη Μ ατίνα με τ ις γεμ ά τες ξεραμένο α ίμ α γόβες τ η ς , το θαύ μα, το άσπρο φόρεμα. Δεν γ ίν ε τα ι να μην πρέπει να μιλώ σε κανέναν γ ια όλα αυτά τα εφ ια λτικ ά που έζησα στην οδό Νικοδήμου, ε κ ε ί... που κάνουν οι θεοί σεργιάνι. — Ε υ τυ χώ ς που το μήνυμα έρ χετα ι από τον Ανεμοδαρ μένο, λέω γ ε λ ώ ν τα ς στον Κ ω σ τή. — Θες να π εις πω ς αν ερχότανε από άλλον δεν θα ’χ ε ς τόση προθυμία; Τον κ ο ιτά ζω κ α τά μ α τα . Στον Κ ω σ τή μπορώ να έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Το νιώθω. Ξ εχνάω τους συνωμοτι κούς κανόνες. Κουνάω αργά, αμφίβολα το κεφ ά λι μου και σ υλλο γιέμ α ι π ω ς αν το μήνυμα ερχότανε από το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ δεν θα κουνούσα από τη θέση μου. — Έ χ ε ις πολύ κουράγιο, αυτό βλέπω εγώ , λ έ ε ι ο Κ ω στής κ α ι μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι ξανά. — Σ ιγ ά τ ις καρφίτσες, Κ ω στή! Λ ασκάρισε το α γκάλιασμ α κι η φωνή του σοβάρεψε. — Ε μ είς έχουμε επαφή με τον Ανεμοδαρμένο. Μ ε κανέ ναν ά λλο ν, και τονίζει το «κανέναν». Σ ε λ ίγ ε ς μέρες συνάντησα τον Ανεμοδαρμένο ντυμένο μ ’ ένα αποκριάτικο ντόμινο! Ξ ανάρχισαν οι χοροί. Το επέτρεψαν. Ε ίχ α ν απαγορευ τ ε ί όσο κρατούσε ο «συμμοριτοπόλεμος». Μου το ανακοί νωσε όλο χα ρ ά η νύφη μου. ΞΑΝΑΓΤΡΙΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΟΜΑΛΟΤΗΤΑ, γράφ ουν οι εφ η μερίδες μ ε τερ ά σ τιου ς τ ίτ λ ο υ ς σ τ ις π ρ ώ τ ες σ ε λ ίδ ε ς .
Στο κέντρο «Φρόλιξ» αναγγέλλεται η άφιξη του Ζωρζ Γκεταρύ. Η «Αρζεντίνα», πάντοτε πρωτοπόρος στις μεγάλες εμφανίσεις, παρουσιάζει στο αποκριάτικο γλέντι τη Ροζίτα Σεράνο.
74
Η Π λ ά κ α γέμ ισ ε σερπαντίνες κ α ι χαρτοπόλεμο που τύ λιξαν τη ν οδό Νικοδήμου με χαρούμενα χ ρ ώ μ α τα . Κ ι ε γ ώ ... ανένηψα! Ζ ητάω φουστάνι γ ια να πάω σε χορό. Με καλεσαν ο Κ ω σ τή ς κι η Ρ ένα . Ολοι χα ίροντα ι που πά ω να γλ εν τή σ ω , που τα ξέχασα όλα. Η κυρία του ισογείου μού στήνει καρτέρι στο παράθυρο με τ α χέρ ια ακουμπισμέ να στο π ερβά ζι. — 'Α ντε π ια να βρεις και κανέναν οδοντογιατρό να ζ ή σεις αξιοπρεπώ ς. Η Α ίζα ξεκρεμάει από τη ν ντουλάπα τη ς ένα γκρίζο δαντελένιο φόρεμα και μου δίνει να το δοκιμάσω. Σ αν ήμουνα μικρή μ ’ άρεσε να τη ν κ οιτά ζω στον καθρέφτη τη ν ώρα που ντυνότανε. Τη θυμάμαι αυτή την γκ ρ ίζα δ α ντέλα με το μυτερό ντεκολτέ κι ένα μ π λ ε χρυσάνθεμο στο ά νοιγ μα του στήθους. Αυτό το πρόσωπο όμως που κ ο ιτά ζω τώ ρα μέσα στον καθρέφτη δεν έχει τίπ ο τ α από τ η Α ίζ α . Εκείνη με κ ο ιτά ζει π ίσ ω από τη ν π λ ά τ η μου. — Κ άρφωσε λ ίγ ο πιο χ α μ η λ ά το λουλούδι, στο ά νοιγμα του στήθους. — Ποιο στήθος; κάνω νευριασμένα. Η γκ ρ ίζα δ α ντέλα κρέμεται ά χαρα πάνω μου. Μ πορεί με τη φούστα και τη ν μπλούζα να ταιριάζουν τ α μακριά, σγουρά μ α λ λ ιά μου που μοιάζουν διαρκώς α χ τέ ν ισ τ α . Με τούτο ομως εδώ το ρούχο τ α μ α λ λ ιά δεν πά νε, μα πιο πολύ δεν π ά ε ι το ύφος μου που δεν α λ λ ά ζ ε ι με τίπ ο τα . «Δεν έ χ ε ι τον αέρα τη ς Λ ίζα ς» , από π α ιδί άκουγα όλους γύρω μου να λένε. Μα να μην πάρω τίπ ο τα α π ’ αυτή τη γυναίκα που κ α θ ετί απάνω τη ς έ χ ε ι κομψότητα κ α ι χάρη! — Έ π ρ επ ε να π α ς στο κομμω τήριο, π ε τά ει η Α ίζα απελπισ μένα το χ τ έ ν ι, ενώ π α ιδεύετα ι να μου μαζέψ ει τ α μ α λ λ ιά μου ψ ηλά. Κ α ι να π ά ω , το ίδιο κάνει, θ α γυρίσω σ π ίτι και θ’ αρχίσω να τ α χ τ ε ν ίζ ω . Δεν μου π ά ε ι τίπ ο τα , κανένα χ τ έ νισμα. Φ τα ίει το ύφος. Ο Α χ ιλ λ έ α ς αγαπούσε τ α μ α λ λ ιά
75
μου. Ο Α χ ιλ λ έ α ς. Η κοπέλα πάνω στο τρακτέρ ε ίχ ε μια χοντρή ξανθιά κοτσίδα ριγμένη στο π λ ά ι. — Πού να φ ανταστώ π ω ς θα ’θελες να πας σε χορό, λ έει η Λ ίζ α και κάνει π ά λ ι μ ια προσπάθεια να μ αζεψ ει τα μ α λ λ ιά μου. Θα σου διόρθωνα κ ά τ ι άλλο δικό μου. Μ πο ρούσες να ζ ή τ α γ ε ς κι από τη Ρ έν α να σου δανείσει. Κ α τά λ α β α τ ι σ κ έφ τετα ι. Β ά ζω νευριασμένη τ α παπού τσ ια τ η ς Λ ίζ α ς με τα ψ ηλά τακούνια. «Μ οιάζεις σαν π ρ ω τα γω νίσ τρια επαρχιακού θιάσου με τα τακούνια.» Νιώθω έναν κόμπο στον λα ιμ ό. Χ τυπάνε το κουδούνι απο κ ά τω . Ή ρθαν ο Κ ω σ τή ς και η Ρ ένα να με πάρουν. Μ περ δεύομαι στο φόρεμα. Η καρφ ίτσ α, που στερεώνει το μ πλε χρυσάνθεμο, με γρατσουνάει. Μ ια φουρκέτα γλ ισ τρ ά ει στο σβέρκο μου και κρατάω το κεφ ά λι σαν να ’χ ω στραβολαι μ ιά σει, μη μου πέσουν τ α μ α λ λ ιά που είναι σηκωμένα ψη λά. Ο πρώ τος μου χορός. Ά ρ γη σ α λ ίγ ο . Δεν έχω π ά ε ι ποτέ μου σε κοσμικό κέντρο. Μικρή μόνο με π ή γ α ιν ε η Λ ίζα στον παιδικό χορό στο «Ακροπόλ» και μ ’ έντυνε π ότε λου λούδι και πότε Α λίκη στη Χ ώ ρα τω ν Θ αυμάτων. Ο Κ ω στής κι η Ρ ένα φαίνονται ξένοιαστοι. Μπορούν και χ α ί ρονται και τ α γ λ έ ν τια και τους χορούς και το κάνουν ειλ ικρινά με κέφι κι ας πρέπει να συναντήσουν στον χορό ένα ντόμινο που μέσα του κρύβεται ο Ανεμοδαρμένος. — Σ α ς παραχω ρώ τη ν ν τά μ α μου, λ έει ο Κ ω σ τή ς και με σπρώ χνει να σηκωθώ να χορέψω μ ’ ένα ντόμινο που κά θετα ι στο τρ α π έζι μας. Το ντόμινο κι εγώ προχω ράμε στην π ίσ τα . Α ρχίζουμε να χορεύουμε. Το ντόμινο χορεύει ά τσ α λα και με τσ α λ α π α τ ά ε ι. Ε γ ώ κρατάω το κ εφ ά λι μου όσο μπορώ πιο ακούνητο, γ ια να μην πέσουν οι φουρκέτες. Το ντόμινο ακουμπ ά ει το μάγουλό του στο δικό μου και μου ψιθυρίζει σ τ ’ αυτί: — Ό τ α ν σου γνέψ ω , θα φύγουμε.
76
Ε ίνα ι ο Ανεμοδαρμένος. Σ έρνει το σ ίγμα όταν μ ιλ ά ει. Μ πλεκόμαστε σ τις σερπαντίνες κ α ι στον χαρτοπόλεμο. Η μουσική σ τα μ ά τη σ ε. Γυρνάμε στο τρ α π έζι. — Ο επόμενος χορός δικός μου, λ έει γ ελ ώ ν τα ς ο Κ ω στής. Η μουσική ξανα ρ χίζει. Ο Κ ω σ τή ς με παίρνει να χορέ ψουμε. Χ ορεύει ά νετα και χα μ ο γ ελ ά ε ι. — Γ έ λ α , κοριτσάκι. Χαίρου α λή θεια τον χορό. Μ ακάρι να μπορούσα. Κ άνω μ ια προσπάθεια να χα μ ο γελά σ ω . Οι φουρκέτες πέσανε όλες και τα μ α λ λ ιά μου γλισ τράνε στους ώμους σγουρά και ατίθασα. — Έ τ σ ι σου π ά ν ε ... — Ή μουνα φρίκη πριν, ε; Ο Κ ω σ τή ς γ ε λ ά ε ι και συνεχίζει να χορεύει. — Ό χ ι και φρίκη! Ο Κ ω σ τής σε κάνει να χορεύεις κ α λ ά , θες δε θες. Β α λ ς εζιτασιόν. Μου χα μ ο γ ελ ά ε ι, γέρνει το κ εφ ά λι, και το ύφος του είναι σαν να θέλει να μου π ει τρυφερά λ ό για . — Ε ίπ α στη Α ίζα πω ς θα μείνεις σ π ίτι μας το βράδυ. — Πού θα μείνω ; — Με τον Ανεμοδαρμένο. Η ορχήστρα α λ λ ά ζ ε ι απότομα σκοπό. «Θ έλω να χορεύω σ ά μ πα κα ι κ α ρ ά μ π α ...» Τα ζευγάρια βγαίνουν στην π ίσ τα το ένα μ ετά το ά λ λ ο . Ο Κ ω σ τής χοροπηδάει, κ ι εγώ το ίδιο. Η μουσική ξεκουφαίνει. Ο Κ ω σ τή ς μού φω νάζει χω ρ ίς φόβο μην τον ακού σει κανείς: — Η γειτο ν ιά πρέπει να σας πάρει για ζευγάρι. Θα φύγεις το πρω ί. « ...μ ε ς σ τη ς σά μ πα ς τον τρ ελό χο ρ ό ...» Δεν ακούω κ α λ ά τώ ρα τ ι λ έει ο Κ ω σ τή ς. Π ήρε το α υτί μου μια λέξη μόνο: «σ’ το υπόσχομαι». — Τι λες; φ ω νάζω κι εγώ τώ ρα . — Έ ν α ολοκαίνουργιο φουστάνι κι ένα χορό ξένοιαστο.
77
Δ εν θέλω να μου υποσχεθεί τ ίπ ο τ α . Δεν θέλω κανείς να μου υπόσχεται τίποτα. «Σ ’ ένα χρόνο θα ’χουμε μ π ει στην Α θ ή να .» Το υποσχέθηκε ο Α χ ιλ λ έ α ς. «Μ ας πήραν τη ν Α θ ή ν α - νάνου, νανού, νανού — μ ο νά χα γ ια ένα μ ή ν α ...» ξελαρυγγιαζόμασταν στο τραγούδι. Μ ας τη ν πήραν γ ια τ α καλά την Αθήνα. Γ ια π ά ν τ α ; Ό χ ι , ό χ ι, ο Κ ω σ τη ς χ α μ ο γ ε λ ά ε ι. Μπορεί να ’χ ε ι και δίκιο. Ν α υπά ρχει ε λ π ί δα. — Έ τσ ι μπράβο, χα μ ο γέλ α . Σου π ά ει πολύ. Έ ν α ντόμινο κι ένα α χτένισ το κορίτσι με μακρύ φόρεμα α π ό γκρίζα δαντέλα, που μ οιά ζει δανεικό, βγαίνουν από τ η ν «Αρζεντίνα» και μπαίνουν σ’ ένα τα ξ ί. — Κυψέλη, οδός Τήνου, λ έει το ντόμινο στον σοφέρ. Τ ο δωμάτιο είναι ημιυπόγειο. Το μ εγάλο διπλό κρεβάτι ε ίν α ι σκεπασμένο μ’ ένα ξεθωριασμένο ταφ ταδένιο κάλυμ μ ά . Πάνω στο κομοδίνο, μια λ ά μ π α με κόκκινο αμπαζούρ. Η βάση της παριστάνει μια Σ π α νιόλα χορεύτρια. Ο Ανε μοδαρμένος βγάζει το ντόμινο. Φορεί ένα καφεδί κοστούμι μ ε ρίγες. — Ε γώ θα ξαπλώσω στην πολυθρόνα. Π έσε εσυ στο κ ρ εβ ά τι. Τον παρακαλώ να κοιμηθεί εκείνος στο κρεβ ά τι, μα ε π ιμ έν ει. Ξάπλωσα έτσ ι, όπως ήμουνα με το δαντελένιο φ όρεμα, χωρίς να τραβήξω το ταφ ταδένιο κάλυμμ α και σκεπάζομαι με το παλτό μου. Απέναντι μου στην πολυθρόνα, με τ α πόδια α πλω μ ένα σ ε μια καρέκλα, ο Ανεμοδαρμένος κ οιμ άται βαθιά. Τα χ α ρακτηριστικά του προσώπου του είναι τρ α βη γμ ένα κι εχει β α θ ιές ρυτίδες στο μέτω πο. Τ ότε, που ανεβασμένος στο τρ α π εζά κ ι του καφενείου μάς μιλούσε, δεν ε ίχ ε ούτε μια ρ υ τίδα . Η ανάσα του είναι γρήγορη και λ α χ α ν ια σ τή . Σ ’ ό λ η την «Αρζεντίνα» δεν θα υπήρχε απόψε ούτε ένας άν τ ρ α ς που να ’χ ε στη σόλα του παπουτσιού μ ια τρύπα με γ ά λ η σαν τάλιρο, έστω κι αν είχε μασκαρευτεί ζη τιά νο ς.
78
Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος. Το κρασί που ή π ια κάνει τα μ η ν ίγ γ ια μου να χ τυ π ά ν ε . Το κορίτσι μ ετά τον χορό π ά ει στην γκαρσόνιέρα με το ντόμινο! Α λή θεια, αυτό εδώ το δω μάτιο είναι φ τια γμ ένο γ ια έρωτα; Η λά μ πα-σπανιόλα με το κόκκινο αμπαζούρ τ α κάνει όλα να φαίνονται πιο μ ίζερα και θλιβερά. Σ τον έναν τοίχο κρέμε τ α ι ένα ημερολόγιο γα λ λ ικ ό . Μ ια γυναίκα με κοντό μαύρο μεσοφόρι κ αι δα ντελω τές κ ά λ τσ ες. Δεν σβήνω το φ ω ς, γ ια τ ί νομίζω π ω ς θα κρυώνω πιο πολύ. Τα πόδια μου είναι παγω μ ένα κ αι μαζεύομαι ένα κουβαράκι κ ά τω από το πα λ τό μου. Σ τ α πόδια του κρεβατιού, πάνω στο ξύλο, εί ναι ακουμπισμένο το ντόμινο. Ε χ , Ανεμοδαρμένε, που γ ια να βρεις να κοιμηθείς έπρεπε να ντυθείς μασκαράς. Εσύ που, ούτε όταν ήσουνα π α ιδ ί, δεν θα ’χ ε ς τρέξει πίσω από κ αμ ή λα κ αι αποκριάτικο γ α ϊτα ν ά κ ι, εκεί στο χα μ ένο ορει νό χωριό σου. Θ υμάμαι π ω ς είχε μια γυναίκα αδύνατη με πρόωρα τσακισμένο πρόσωπο κι ένα αγοράκι ίσαμε ο χτώ χρονώ , με γ ά μ π ε ς σαν κ α λα μ ά κ ια που περίσσευαν κ ά τω από ένα κοντό παντελόνι με φαρδιά μ π α τζά κ ια . Ποιος ξέ ρει πού να βρίσκονται. Κ λ είνω σ φ ιχ τά τα μ ά τια κ αι προ σπαθώ να κοιμηθώ. Τι όμορφα που χόρευα με τον Κ ω σ τή βαλς εζιτα σ ιόν, κι είχε το χέρ ι του σφ ιχτό γύρω στη μέση μου. «Σου υπόσχο μ α ι...» Ξαφνικά α ρ χ ίζω να ζεσ τα ίνομ α ι. Θα με σκέπαζε η Λ ί ζα . Α νοίγω τ α μ ά τια . Θεοσκότεινα. Δεν ξέρω πού βρίσκο μαι. Σ ιγ ά σ ιγ ά συνηθίζω το σκοτάδι και ξεχω ρ ίζω τη Σ πανιόλα χορεύτρια. Κ άποιος έσβησε τ η λ ά μ πα κ αι έριξε πάνω μου ένα βαρύ π α λ τό . Έ ν α κ α ζα νά κι α κούγετα ι από κάποιο διπλανό διαμέρισμα. Από το ρολό του παράθυρου μ παίνει μια χα ρ αμ ά δα φω ς. Ξ εχω ρ ίζω τον Ανεμοδαρμένο στην πολυθρόνα. Έ χ ε ι προσπαθήσει να σκεπαστεί με το ντό μινο που γλίσ τρ η σ ε και σέρνεται το μισό στο π ά τω μ α . Α πέ ξω ακούγονται οι πρωινοί θόρυβοι του δρόμου. Ξημέρωσε.
79
Πίνουμε καφέ σε μ εγά λ α φ λ ιτζ ά ν ια . Τον έψησε ο Ανε μοδαρμένος. Δεν υπάρχει κουζίνα, μέσα στο μπάνιο βρί σκεται ένα ηλεκτρικό μ ά τι. — Τ αλαιπω ρή θηκες, μου χ α μ ο γ ελ ά ε ι και π ίν ει τον κα φέ του με αργές ρουφηξιές. Ύ σ τερα μου λέει τ ι πρ έπει να κάνω. θ α μ είνει περίπου δέκα μέρες, χω ρ ίς να β γει καθόλου α π ’ αυτό το δω μάτιο. Ε γ ώ θα του π η γα ίνω μέρα παρά μέρα φ α γη τό κ α τά τ ις π έν τε τ ’ απόγευμα. Θα φ τιά χν ω ένα ωραίο πακέτο σαν να ’χ ε ι μέσα π ά σ τες. Δεν θέλει τίπ ο τ α το σπουδαίο. Β ραστές π α τ ά τ ε ς , κ ι, αν γ ίν ε τ α ι, κομπόστα μήλο. Τον π ειρ ά ζει το σ το μ ά χι του. — Κ α νένα ς εκτός από τον Κ ω σ τή δεν ξέρει ότι έχεις επαφή μ α ζ ί μου. Α πολύτως κανένας. Τ ονίζει το «κανένας» και με κ ο ιτά ζει στα μ ά τια . Μ ε ρ ω τά ει γ ια τον Α χ ιλ λ έ α . Του λέω γ ια τ η Μ αρίΤ ερέζ κ α ι τη ν πόλη με το γράμ μ α σαν τη ν τρ ία ινα του Π οσειδώνα χω ρ ίς το κοντάρι τ η ς . Γ ελά ει. — Μ η στεναχω ριεσ αι, έ χ ε ις καιρό μπροστά σου να ζή σεις μ ια πολύ όμορφη ζω ή. Σ τ α μ α τ ά ε ι σαν κ ά τι να σκέφτηκε. — Αν π ή γ α ιν ε ς να τον βρεις τον Α χ ιλ λ έ α ... , Τον κ ο ιτά ζω κ α τ ά π λ η χ τη . — Θα το δούμε, κάνει εκείνος με τη λ ίγο ένρινη φωνή του.
Γ υρίζω σ π ίτι. Η Α ίζα μου άνοιξε μ ’ ένα ψεύτικο, θα ’λ ε γ α , χα μ ό γελ ο . — Έ χο υ μ ε επίσκεψη. Μ πήκα στην τρα πεζα ρία κ α ι είδα να κ ά θετα ι στην πο λυθρόνα, με τ ις μ εγά λ ες λιονταρίσιες πατούσες του α π λ ω μένες, το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ! Μένω βουβή. Τα λό για 80
του Ανεμοδαρμένου «απολύτως κανένας» με κάνουν να π α γώ νω . — Π ά ω τα φ λ ιτζά ν ια στην κουζίνα, λέει τ ά χ α αδιάφο ρα η Λ ίζα και μαζεύει σ’ ένα δίσκο ό ,τ ι βρίσκεται πάνω στο τρ α π έζι. — Ε λ έν η , π ρ έπ ει να μείνω σ π ίτ ι σας γ ια λ ίγ ε ς μέρες, κι εσύ δεν θα ’χ ε ις καμιά επαφ ή, μουγκρίζει το Λ ιοντάρι σαν να δίνει εντολή που δεν σηκώνει αντίρρηση. Σ ω π α ίνω . Α π ο λ ύ τ ω ς με κ α ν έ ν α ν . — Τι θα πούμε στον αδερφό μου; κρεμάστηκα α π ’ αυτή τη ν ελπίδα . · — Η Λ ίζα έ χ ε ι ετοιμάσει μια δικαιολογία. Η Λ ίζα ξανά ρ χετα ι και ρω τάει το Λ ιοντάρι αν θέλει κι άλλον καφέ. Το Λ ιοντάρι τον π ίνει βαρύ-γλυκό. Η Λ ίζ α φοράει σκούρο πράσινο φόρεμα με άσπρες βούλες, εγώ ακό μα την γκ ρ ίζα δαντέλα . Β γα ίνω μ α ζ ί τ η ς από τη ν τρ α π ε ζαρία. Μέσα στην κουζίνα ξέσπασα και γ ια το γκρίζο φό ρεμα που δεν μου π ά ει και γ ια όλα. — .Ακόμα δεν βγήκα και θέλεις να μπούμε σε μ πελάδες; — Δεν τον συμπαθείς, λ έει η Λ ίζ α με την ήρεμη φωνή που τώ ρα με εκνευρίζει. Τους συμπαθητικούς, το ξέρω, ολο και βρίσκεται κάποιος να τους βοηθήσει. Θα πούμε στον αδερφό σου πω ς είναι συγγενής του πατέρα από το χω ριό, που έφυγε στην Α μερική, όταν εσύ ήσουνα ακόμα α γέννη τη κι ο αδερφός σου πολύ μικρός γ ια να τον θυμά τα ι. Ό λ α τ α σκέφτηκε. Τι να τ η ς π ω τώ ρα; Π ω ς έχω ά λ λ η επαφή; Μέσα μου φουντώνουν χ ίλ ια δυο ερ ω τημ α τικ ά . Κ ι αν μείνει το Λ ιοντάρι σ π ίτι μας και τον παρακολουθήσουν, πώ ς θα φτάσω ε γ ώ ω ς τον Ανεμοδαρμένο; Δεν ξέρω τ ι να κάνω. Έ ν α μόνο ξέρω στα σίγουρα: π ω ς δεν θα πω τίπ ο τ α στο Λ ιοντάρι γ ια τον Ανεμοδαρμένο. Π η γα ίν ω ν ’ α λλά ξω φόρεμα και νιώθω καλύτερα, λες κι αυτή η γκ ρ ίζα δαντέλα έφ τα ιγ ε γ ια όλα. Η Λ ίζα φέρ
81
νει τον βαρύ-γλυκό στο Λ ιοντάρι. — Β γ α ίν ω κ ά τι να πάρω από το περίπτερο, τ η ς φωνά ζω κ αι στέκομαι στην πόρτα τ η ς τρα π εζα ρία ς χω ρ ίς να μπω μέσα. — Π ρόσεχε καθώς β γα ίν εις και φέρε μου όλες τ ις εφη μερίδες, προστάζει το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ. Τ ρέχω στο περίπτερο να τηλεφ ω νήσω στον Κ ω σ τή πω ς πρέπει να τον δω οπω σδήποτε. Δίνουμε ραντεβού στο «Μ πραζίλ».
Ο Κ ω σ τή ς έχει φτάσει πριν από μένα και π ίν ει ξένοια στος τον καφέ του. Η παρουσία του με η σ υ χά ζει. Του λέω τ ι συμβαίνει. Κ α τα λ α β α ίνω π ω ς κι εκείνος δεν το συμπα θεί καθόλου το Λ ιοντάρι. Τ α μ ά τ ια του γίν ο ν τα ι πολύ θυ μω μ ένα, το χέρ ι του όμω ς, που το περνάει στον ώμο μου, το νιώ θω τρυφερό και προστατευτικό. Κ ά τ ι θέλει να π ε ι, μα δ ισ τά ζει. Ό λ η μου η α γω νία έχει φύγει κ αι περιμένω ήρεμα να μ ιλήσ ει. — Π ες του π ω ς έχεις επαφή μ α ζ ί μου, κάνει ύστερα από μ ια μικρή σιω πή. Τ ίποτε άλλο. Ν ομίζω π ω ς t j o u φ τά νει. Δ ίπ λ α μας έρχετα ι ένα ζευ γά ρ ι, φίλοι του Κ ω σ τή , συ ζητούνε γ ια μ ια εκδρομή που θέλουν να κάνουν στην Ανάβυσσο. — Υπάρχουν εκεί κ ά τι ψαροταβερνάκια πά νω στη θά λασσα. Δεν έχει ηλεκτρικό, με ασετυλίνες. θα ύ μ α ! — Πού θα μείνουμε; — Σ τους ψαράδες, έχουν δυο κ α λά δω μά τια . Συνεχίζουν τη ν κουβέντα τους, λένε α σ τεία , πειράζοντ α ι μεταξύ τους και μένα το μυαλό μου παίρνει γρήγορες στροφές. Γ ια τ ί το Λ ιοντάρι δεν κάνει να ξέρει π ω ς έχω επαφ ή με τον Ανεμοδαρμένο; Γ ια τ ί ο Ανεμοδαρμένος είπρ:
82
«κανένας»; Π ιο π ολλή εμπιστοσύνη έ χ ε ι στον Κ ω σ τή ; Το Λ ιοντάρι, όσο αντιπαθη τικό κ αι να ’να ι, είναι βέβαια «ανώτερο π άσ ης υποψίας». Κ ά τ ι άλλο συμβαίνει, μα δεν μπορώ να το π ιά σ ω . Να ρωτήσω τον Κ ω σ τή; Κ α λύτερα όχι. Ο Ανεμοδαρμένος είπε: « Ό σ α λιγότερ α ξέρουμε, τόσο καλύτερα». Ά σ ε π ια που γ ια το Λ ιοντάρι δεν θα ’θελα ούτε να βασανιστώ ούτε να πεθάνω . Μπορεί να ’χ ε ι δίκιο η Λ ίζα , όταν λ έει πω ς κάποιος πρέπει να νο ιά ζετα ι και γ ια τους αντιπαθητικούς. Ας μην είμ αι όμως εγώ α υτή. Ο Α χ ιλ λ έα ς θα με μάλω νε που ξεχω ρ ίζω έτσι συμπαθητι κούς και αντιπαθητικούς. Γ ια σκέψου ο Μ ουστάκιας — έτσ ι τον λ έγ α μ ε χα ϊδ ευ τικ ά τον Σ τ ά λ ιν — να μην ή τα ν ε συμ παθητικός!
Γυρίζω στο σ π ίτι. Το τρ α π έζι είναι στρωμένο. Η Λ ίζα δεν τρ ώ ει, κ ά θ ετα ι μονάχα σε μ ια καρέκλα κ α ι... τ α ΐζ ε ι το Λ ιοντάρι. Το τ α ΐζ ε ι μ πριζολάκια! Τα οικονομικά τη ς Λ ίζα ς είναι ζόρικα με μόνο έσοδο τ η σύνταξη του π α τέρ α . Τη βοηθάει λ ίγ ο ο αδερφός μου κ ι εκείνη έχει εξασφ αλί σει, ό χι τον άρτο τον επιούσιο, α λ λ ά τ α παπούτσια κ αι τ α ρούχα τα επιούσια. Π η γα ίν ει στους οίκους μόδας κ αι γρ ά φει σ’ ένα γυναικείο περιοδικό γ ια τ ις επιδείξεις και τ α καινούργια μ οντέλα τους. Ό λ ο ι τη ν αγαπούν κ αι ενθου σιάζονται να τη ν ντύνουν τ ζ ά μ π α , γ ια τ ί, όπως λένε, τ α ρούχα «δείχνουν» απάνω τ η ς. Τη μέρα που β γήκ α από το Μ ε τα γ ω γ ώ ν , ε ίχ ε μ α γειρ έ ψει γιουβαρλάκια, μα μ π ριζολάκ ια δεν είχα δει π οτέ στο σ π ίτι. Τρώει τώ ρα το Λ ιοντάρι κ α ι κρατά ει με το χέρ ι τα μικρά κοκαλάκια που θαρρείς θα τ α τρ α γα νίσ ει κι αυτά . Αφήνω δ ίπ λα του τ ις εφημερίδες. — Λ, κάνει μ ονάχα το Λ ιοντάρι και γλ ε ίφ ει ένα κοκαλάκι. Γνέφω τ η ς Λ ίζ α ς να μας αφήσει μόνους. Σ η κ ώ ν ετα ι
83
ρίχνοντάς μου μια ερω τημ α τική μ α τιά . — Έ χ ω επαφή με τον Κ ω σ τή , λέω κι η φωνή μου κρύ βει ένα μικρό θρίαμβο. Το Λ ιοντάρι έχει πάρει ένα ά λλο μπριζολάκι, μα μένει με το χέρ ι στον αέρα. — Π ώ ς έχ ε ις επαφή; κάνει απότομα. — Ή ρθε και με βρήκε μ όλις β γή κ α . Τον σ τείλα νε από «πάνω». Το Λ ιοντάρι έμεινε μαρμαρωμένο, μονάχα τ α παχουλά του δ ά χτυ λ α κάνανε μ π α λ ά κ ια πάνω στο τρ α πεζομ ά ντιλο τ α ψ ίχουλα του ψωμιού. Έ φ υ γ ε το ίδιο απόγευμα, μόλις άρχισε να σκοτεινιά ζ ε ι. Τον συνόδεψε ως ένα σημείο η Λ ίζα με το μπορντό τ η ς κλος καπέλο. Η Λ ίζ α γυρίζει και δεν με ρω τάει τίπ ο τα . Η Λ ίζα ποτέ δεν ρ ω τά ει. Μένουμε σ ιω π η λ ές. Μ ισοξαπλώνω στο κρεβά τ ι τ η ς , μ ια και το δω μάτιό μου το έκανε όσο έλ ειπ α σαλό νι και τ η ν ύ χτα μου ανοίγει ένα ράντζο στην κάμαρά τη ς. Κ ά θ ετα ι στο σκαμνάκι τη ς το υα λέτα ς τη ς και β γ ά ζε ι τη μ εγ ά λ η καρφίτσα που στερεώ νει το καπέλο τ η ς . Π αράξε νη γυναίκα η Λ ίζα! Πόσες φορές δεν αναρω τηθήκαμε με τον αδερφό μου αν έχει φ ίλο, μα ποτέ δεν ανακαλύψαμε γ ια κανέναν τίπ ο τα το ξεχω ριστό. Θαρρείς και γ ια κείνη όλοι οι άνθρωποι είναι το ίδιο, συμπαθητικοί και α ντιπ α θητικοί. Ξάφνου κ οιτά ζω μέσα στον καθρέφτη τα χ ε ίλ η τ η ς που με το ζόρι τσ ιτώ νοντα ι να μη γελάσουν. Σ ε λ ιγ ο δεν κρα τ ιέ τ α ι και ξεσπάσει σε γ έ λ ια . — Τ ι έπαθες, Λ ίζα; Γ υρίζει το σκαμνάκι με τη ν π λ ά τη στον καθρέφτη, με κ ο ιτά ζει και σ ιγά σιγά σ τα μ α τά ει να γε λ ά ε ι. — Ξέρεις τ ι μου είπε το Λ ιοντάρι μόλις ήρθε σ π ίτι; Αν πάθαινε τίπ ο τ α και π έθα ινε, γ ια τ ί έχει τη ν καρδιά του, να τον έσερνα από τα π όδια, να τον έβαζα μέσα στην
μπανιέρα και να ’ριχνα από πάνω ακουαφόρτε γ ια να δια λυθεί το π τώ μ α . Την κ οιτά ζω γ ια μια σ τιγμ ή βουβή κι ύστερα γε λ ά μ ε κι οι δυο με τη ν καρδιά μας. - Με φ αντάζεσ αι; ξεκαρδίζεται η Λ ίζ α , να σέρνω το Λ ιοντάρι από τ α πόδια! Ύ στερα σοβάρεψε και είπε νοσταλγικά: — Ε ίδες όμως που με σκέφ τηκε, να μη βρω τον μ π ελά μου!
Τ ις απορίες μου γ ια τ ις σχέσεις Λιονταριού-Ανεμοδαρ μένου θα ’θελα πολύ να τ ις κουβέντιαζα με τον Σ εριόζα. Δεν το ’ξερα όμως πω ς εκείνη τ η μέρα που μ ’ έσ τειλε ο Κ ω σ τή ς να τον συναντήσω, ή τα νε η τελ ευ τα ία φορά που τον έβλεπα. Κ ατάσκοπος θα π ει να δίνεις πληροφορίες σε ξένη δύνα μ η. Αυτό είμ α ι λοιπόν! Δίνω πληροφορίες σε ξένη δύναμη. Η ξένη δύναμη είναι ο Σ εριόζα. Οι πληροφορίες είναι γραμμένες με το χέρι μου, με μικροσκοπικά γρ ά μ μ α τα . Γράφω γ ια τ η Μακρόνησο, τ α βασανιστήρια, τους όρους διαβίω σης τω ν κρατουμένων, ονόματα νεκρών, αρρώστων. Ο Κ ω σ τής μού δίνει σ η μ ειώ μ α τα σε τσ ιγα ρ όχα ρ τα και σταλμένα ποιος ξέρει με ποιον τρόπο α π ’ αυτό το νησί τη ς κόλασης. Αν με παρακολουθήσουν και με πιάσουν στο ραν τεβού μου με τον Σ εριόζα, δεν γ λ ιτ ώ ν ω . Νόμος 3 7 5 γ ια κατασκοπεία. Ν ιώ θω όμως μια σιγουριά σε κάθε συνάντη σή μας. Μ ια απέραντη εμπιστοσύνη στην ικανότητά του να φτάνει στο ραντεβού μας χω ρ ίς να τον έχει παρακολου θήσει κανείς. Μ ’ έμαθε και μένα: πριν από κάθε μας συ νάντηση να κάνω α τέλ ειω τες βόλτες και επισκέψεις σε ά σ χετα σ π ίτια . Είχα. να τον δω πάνω από μήνα, όταν ο Ανεμοδαρμένος μου είπε π ω ς πρ έπει να βρω τον Σ εριόζα. Δεν είπε «τον
85
Σ ερ ιό ζα » , είπε «τον φίλο μ ας». Ο Κ ω σ τή ς μου έδωσε τα σ η μ ειώ μ α τα , που κάθισα σαν κ α λή μαθήτρια κ αι τ α καθα ρόγραψα όλο το βράδυ. Την ά λ λ η μέρα, τη λεφ ώ νη σ α από ένα περίπτερο στον Σ εριόζα. Δεν έχω ανά γκη να πω ποια είμ α ι, γ ν ω ρ ίζει τη φωνή μου αμέσω ς. Ζητούσα ένα όνομα, έλ ε γ ε «λάθος» κι αυτό σήμαινε π ω ς θα συναντιόμασταν το βράδυ τ η ς ά λ λ η ς μέρας στον τόπο και στην ώρα που ε ίχ α με κανονίσει από το προηγούμενο ραντεβού μ ας. Π εριμένω ανυπόμονα να τον συναντήσω. Το ραντεβού μας είναι κοντά στην Ακρόπολη, στον δρόμο που π ά ε ι προς το θέατρο του « Ηρώδου του Α ττικού», εκεί που συναντιούν τ α ι ένα σωρό ζευγαράκια. Ξ εχω ρ ίζω τη σιλουέτα του από μακριά. Μ ε περίμενε σ’ ένα π α γκ ά κ ι. Π ά ω κοντά και β λέπ ω να έχει πάνω στα γό ν α τά του ένα μ εγά λ ο πακέτο. Απόρησα. Τόσο αντισυνωμοτικός ο Σεριόζα! Το λαμ πιόνι του στύλου ρίχνει ένα αδύνατο φως πάνω στο πρόσωπό του. Χ α μ ο γ ελ ά ε ι. Σ η κ ώ ν ετα ι, ακουμπάει το π α κ έτο πάνω στον π ά γκ ο και μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι. Με φ ιλάει ζεσ τά κ αι τρυ φερά. — Χ ρόνια π ο λ λ ά . Κ ά π ο τε του είχα π ε ι πό τε είναι τ α γενέθλ ιά μου. — Έ λ ε ιπ α τα ξίδι και σου έφερα από κει το δώρο σου. — Σ ερ ιό ζα , πώ ς θα φύγω μ ’ αυτή τη ν πακ ετά ρα; λέω σαστισμένα. — Δεν θα φύγεις με τη ν π α κ ετά ρ α , θα το φορέσεις. Ε ίν α ι ένα δερμάτινο π α λ τό . Δεν βλέπω κ α λ ά το χρ ώ μ α, μα στην αφή είναι μαλακό σαν γ ά ν τ ι. Β γ ά ζ ω τη μ ά λ λ ιν η χοντρή ζα κ έτα μου κ α ι φορώ το πανωφόρι. — Ό τ α ν φ ύγεις, να προχω ρήσεις μπροστά κ αι να στα θείς λ ίγ ο κ ά τω από ένα στύλο να δω πώ ς σου π ά ε ι. Π ερ π α τά μ ε κάτω από τ α δέντρα στα σκοτεινά. Ο Σ ε ριόζα με κρατά ει από τ η μέση κι ακουμπώ το κ εφ ά λι μου στον ώμο του. Τα χα ρ τά κ ια τ α ’χ α βάλει αμέσω ς στην τσ έπ η του. Τώρα θα παραστήσουμε λίγο ακόμα το ερωτευ
86
μένο ζευγαράκι κ αι μ ετά θα χωρίσουμε. Πόσο θα ’θελα να περπατούσαμε ώρες ολόκληρες έτσ ι. — Πού θα είναι το επόμενο ραντεβού μας; του ψιθυρίζω. Δεν μου α π α ν τά ει αμέσω ς. Ύ στερα μου σ φ ίγ γ ε ι δυνατά τη μέση. — Φ εύγω. — Γ ια πολύ; τρομάζω . — Νάι. — Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ; — Θα με ξαναδείς βέβαια. Οι άνθρωποι που αγαπιούν τ α ι π ά ν τα κάπου ξαναβρίσκονται. Θα το δεις. Δεν μπορώ να μιλήσ ω , τον νιώθω κ αι κείνον πολύ συγκινημένο, μα προσπαθεί να κάνει τη φωνή του ξένοιαστη. — Αν έρθεις κάποτε στη Μ όσχα, θα με ζη τή σ εις στην εφημερίδα. — Μη μου λες παραμύθια. — Π οτέ δεν ξ έρ εις... Α ποχαιρετιόμαστε σαν ζευγά ρι που χω ρ ίζει με σ πα ρ αγ μό. , ■ — Μην ξεχά σ εις να σταθείς κ ά τω από τον στύλο. Π ροχωρώ λ ίγ α β ήμ ατα. Σ τέκ ο μ α ι κ ά τω από τον στύ λο. Γυρίζω το κ εφ ά λι, ο Σ εριόζα έ χ ε ι κιόλας εξαφ ανιστεί. Π ερπατώ τώ ρα γρήγορα. Μ ια απέρα ντη μοναξιά με τ υ λ ί γ ε ι και προσπερνώ τα ζευγα ράκια που α γκ α λ ιά ζο ντα ι στη μέση τη ς α λ έα ς. Μόνη. Γ ια πόσον καιρό. Ε ίν α ι κακό να α πο ζη τάω ένα αντρίκειο χέρ ι να μ ’ α γκ α λιά σ ει από τη μέση; Γ ια τ ί δεν με πήρε μ α ζ ί του ο Α χ ιλ λ έα ς; Πού μ ’ άφησε; Γυρίζω σ π ίτ ι, κι η Λ ίζα απορεί που με β λέπ ει με το καινούργιο πανωφόρι. — Τόσο κομψό ρούχο δεν έ χ ε ις φορέσει στη ζω ή σου. Σου π ά ει πολύ. Η Ρ ένα σ’ το χάρισε; Δεν α π α ν τά ω , κι η Λ ίζα δεν είναι περίεργη γ ια να ξαναρω τήσει. Α λή θεια, μου π ά ει το π α λ τό . Έ χ ε ι ένα βαθύ
87
λ α δί χρ ώ μ α . Β ά ζω τ α χέρ ια σ τις τσ έπες κ αι νιώθω σαν να παίρνω λ ίγ ο από τον «αέρα» τ η ς Λ ίζα ς.
μοτέρ στοπ
— Την τε λ ε υ τα ία φορά που είδα τη Λ ίζα ή τα ν ε στις μ ε γ ά λ ε ς τ η ς ομορφιές, σ υνεχίζει ο Ευγένιος τη ν κουβέντα που είχα ν α ρχίσει πριν το γύρισμα. Η Ε λ έν η του δ ιη γ ιέ τα ι τη ν ιστορία του Λιονταριού με το ακουαφόρτε. — Ξ έρεις π ω ς είδανε το Λ ιοντάρι να τριγυρνάει στο Π αρίσι; κάνει ο Ευγένιος. — Θα ’χ ε γούστο να το συναντήσουμε στην π λ α τε ία Ν τανφέρ Ροσερό, κάτω από το πραγμ α τικό λιοντάρι, α σ τειεύ ετα ι η Ε λένη . — Μη γ ε λ ά ς , γ ια τ ί όπου εμφανιστεί ακολουθούν σοβα ρές εξελίξεις. «Τι πιο σοβαρές», σ υ λ λο γιέτα ι η Ε λ έν η , «εδώ χ ω ρ ι στήκαμ ε στα δυο.» «Εσύ με ποιους είσαι, μαμά;» τη ς π έτα ξε ένα πρω ί η Δ αφνούλα, που είχε παρακολουθήσει το προηγούμενο βρά δυ ένα μέρος από τ ις ατέρμονες συζητήσεις τους στο κουζινά κ ι. «Με τους ανεμοδαρμένους...» Τ ης ξέφυγε αυθόρμητα, χ ω ρ ίς να το σ υλλογισ τεί: «Αν ή μ α σταν όλοι με τους συμπαθητικούς», έρ χετα ι καθε τοσο σαν μ α χα ιρ ιά η φράση τη ς Λ ιζ α ς. Η Ε λ έ ν η π ά ντω ς με το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ δεν εί να ι, κι ούτε τ η νοιάζει τ ι πρεσβεύει εκείνο. — Τι ά λλο χειρότερο μπορεί να επακολουθήσει απο το που χω ρ ισ τή κ α μ ε στα δυο, λ έ ε ι τώ ρα φ ω να χτά στον Ε υ γένιο. — Ε γ ώ , κάνει εκείνος, μ ’ όποιον και να π ά ω π ά ν τα θα
88
βρεθούν κάποιοι να με διαγράψουν. Ας προσέξει ο Π άνος που είναι άσπιλος. — Γ ια τ ί τσ ακώ νεστε, λ έει η Ε λ έ ν η , σας ακούν ο Σ τ έ φανος κι η 'Α ννα, αφου, κι οι δυο, το Λ ιοντάρι μ ια φορά δεν το θέλετε. — Ό λ α τ ’ απλοποιείς εσύ, νευριάζει γ ια τ α κ α λ ά ο Ε υγένιος, και είσαι τ η ς θεωρίας του καρπουζιού. — Του καρπουζιού; απορεί η Ε λένη . — Τ ότε, στην εξορία, οι κομματικοί καβγάδες δίνανε και παίρνανε. Κ άποιος «από π ά νω », που μόλις ε ίχ ε π ια στεί, ήθελε να μονιάσουμε όλοι. Π ρότεινε λοιπόν να βά λουμε ρεφενέ ν ’ αγοράσουμε ένα μ εγά λ ο καρπούζι, να κ α θίσουμε γύρω γύρω να το φάμε αδερφωμένα και να τ α ξεχάσουμε όλα. Τώρα θα πρότεινα να φάμε κρέπες, γ ια να είμαστε πιο πολύ στη γ α λ λ ικ ή ατμόσφαιρα. «Ας χ τυ π ή σ ει γρήγορα η κ λ α κ έτα » , παρα καλεί η Ε λ έ νη γ ια τ ί δεν τη ν μπορεί τη ν τόση ειρωνεία του Ε υγένιου.
Το τρ έν ο τ η ς φ ρ ίκ η ς σκηνή — πλάνο — λήψη Τα παράθυρα του κουπέ είναι α νο ιχτά . Ο Ε υγένιος και η Ε λένη π ρέπει ν ’ ακουμπάνε με τους α γκώ νες στο μισοκατεβασμένο τ ζ ά μ ι. Έ τ σ ι α π ο κ λ είετα ι να κουβεντιάζουν τη ν ώρα του γυρίσματος. Κ α λ ύ τερ α , γ ια τ ί εκείνη νιώθει να βουλιάζει μ ετά από κάθε τέ το ια συζήτηση. Σ το δ ιπ λ α νό κουπέ, όρθιος μπροστά στο α νοιχτό παράθυρο σ τέκει ο Πάνος και κ α π ν ίζει. Η Αννα κ αι ο Σ τέφ ανος, κουκουλω μένοι σε χοντρά π α λ τ ά , παριστάνουν ένα ζευγάρι που κ α τεβ αίνει από το τρένο και π ά ει προς τη ν έξοδο του σταθ μού. «Κ α λά θα είναι να μη διακρίνεστε σ τις σκηνές, γ ια τ ί έτσι θα σας μεταχειριστούν κ αι σ’ ά λ λ α γυρίσμ ατα», συμ
89
βούλευε ο τρ ίτο ς σκηνοθέτης, ο φίλος του Σ τέφανου. Την Ε λένη όμω ς κ αι τον Ε υγένιο τους έχουν στήσει σχεδόν κ α τά φ α τσ α στο φακό κι έτσ ι, μόλις τελειώσουν οι σκηνές του τρένου, τελ ειώ νει κ αι η κ α λ λ ιτε χ ν ικ ή τους καριέρα μ α ζί με τ α ογδόντα φράγκα τ η μέρα.
μοτέρ στοπ
Η σκηνή φ αίνετα ι δεν άρχισε κ αλά . Ο σκηνοθέτης νευ ριάζει. Η κ λ α κ έτα χ τ υ π ά ε ι, κ α ι π ά λ ι από τη ν αρχη.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Έ ν α γλ υκ ό νανούρισμα είναι το λίκνισμα του τρένου. Κ ο ιτά ζω έξω από το παράθυρο. Δεν προσέχω το τοπίο. « Έ φ υ γ α κ α ι π ά ω στον Α χ ιλ λ έ α . Έ -φ υ -γα και π ά -ω στον Α -χ ιλ -λ έ -α » , λέω μέσα μου στον ρυθμό που κάνουν οι ρό δες. Σ το κουπέ γ ίν ε τα ι χα λ α σ μ ό ς. Ν ά π ο λη -Ρ ώ μ η . Τρίτη θέση. Ξ ύλινοι π ά γκ οι. Τ ι με νοιάζει; Έ φ υ γ α κ αι πάω στον Α χ ιλ λ έ α . Τέσσερις τα ξ ιδ ιώ τες σε κάθε πά γκ ο , στρι μ ω χ το ί σ τρ ιμ ω χτο ί. Δ ίπ λ α μου κάθεται ένας κοντός με λεπ τό μουστάκι και καινούργιο κοστούμι με φαρδιές ρίγες. Οι ά λ λ ο ι τον φωνάζουν Τσίτσο. Φ αίνεται λ έει α σ τεία , γ ια τ ί γελούν όλοι, εκτός από μένα που δεν κ α τα λα β α ίνω ιτα λ ικ ά . Κ ά θομ αι με τα πόδια μαζεμένα γ ια τ ί ο α ντικρι νός μου έ χ ε ι απλώ σει τα δικά του. Τον κ ο ιτά ζω . Δεν μ οιά ζει Ιτ α λ ό ς . Τα μ α λ λ ιά του είναι σκούρα ξανθά, κι αν κρίνω από τ α πόδια του, θα πρέπει να ’ναι πανύψηλος. Μ ισοκοιμ άται. Ε ίνα ι εφτά το πρω ί. Σ τ ις π έν τε έφτασα
90
στη Ν άπολη μ ’ ένα εμπορικό καράβι. Ο καπετάνιος ή τα νε γνω στός τ η ς Λ ίζ α ς και με πήρε χω ρ ίς να πληρώ σω ναύ λο. Ο φίλος του πατέρα που μ ’ έβ γα λ ε από το Μ ε τα γ ω γώ ν, τώ ρα που είναι υπουργός, μου έδωσε διαβατήριο. Δεν ξέρω γ ια ποιο λόγο, ισχύει μόνο γ ια τη ν Ιτ α λ ία . Μου ζήτη σ ε να υποσχεθώ πω ς θα π ά ω στην Ιτ α λ ία να σπουδά σω και ν ’ αρχίσω καινούργια ζ ω ή . Ε γ ώ όμως π ά ω στον Α χιλ λ έα ! Π ιο πολύ α π ’ όλους χ α ίρ ε τα ι ο Ανεμοδαρμένος. Μ ήπω ς γ ια τ ί γ λ ιτ ώ ν ε ι κάποιος; Ο Κ ω σ τή ς μ ’ α ποχα ιρ ε τά ε ι πολύ συγκινημένος: «Σε είχα μ ε τόσο συνηθίσει». Σ τη Ν άπολη με άφησε το βαπόρι κ αι τώ ρα πάω στη Ρ ώ μ η . Σ τη Ρ ώ μ η δεν με περιμένει κανένας. Τι με νοιάζει; Από κει είναι όλα κανονισμένα. Τα κανόνισε ο Κ ω σ τή ς. Πόσο θα περιμένω ; Δ έκα, είκοσι μέρες. Θα μου δώσουν β ίζα στο σοβιετικό προξενείο και ΘΑ ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ. — Με συγχω ρ είτε, μου κάνει με σπασμένα ιτα λ ικ ά ο αντικρινός μου κ αι τραβάει τ α πόδια του που έχουν ακουμπήσει τ α δικά μου. Ο Τσίτσο, ο γείτο νά ς μου, β γ ά ζ ε ι μια μ π ο τίλ ια κ ιά ντι και προσφέρει σ’ όλους να πιουν με τη σειρά από το μπου κ άλι. Δ ίνει και σε μένα. Ό λ ο ι γελούν με την ατζαμοσύνη μου να π ιω κατευθείαν από το μπουκάλι. Ρωτούν από πού είμαι κ αι σαν τους λέω Ε λ λ η ν ίδ α ενθουσιάζονται. Ο μ ακρυπόδαρος, ο α πένα ντι μου, με ρω τάει αν μ ιλά ω γ α λ λ ι κά. Λ έω π ω ς μ ιλά ω και πιάνουμε κουβέντα. Ε ίν α ι Ε λ β ε τός. Μ ένει στη Ρ ώ μ η και σπουδάζει στη Σ χο λ ή Κ α λ ώ ν Τ εχνώ ν. Ζω γράφος. Ή τ α ν στη Ν άπολη γ ια να δει τη ν Π ομ πηία . Ή χ ε ι π ά ει μ ια φορά στην Ε λ λ ά δ α , στην Κ ρή τ η . Λ έει π ω ς μοιάζω με τ ις γυναίκες στις τοιχογρ αφ ίες τη ς Κνωσού. Ν α το πάρω κομπλιμέντο; Ε γ ώ ποια είμ α ι, πού πάω ; θ α ’θελα να το φωνάξω: ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ. — Π ά ω στη Ρ ώ μ η να σπουδάσω Ιστορία. Μ ιλάμε δυνατά, γ ια τ ί φωνάζουν οι ά λλοι τόσο Αου δεν ακουγόμαστε.
91
Τον λένε Ζ α ν-Π ω λ. Ε μ ένα Δάφνη. Μου έρ χετα ι έτσ ι, χω ρ ίς να το σκεφτώ και λέω Δ άφνη, π α ρ ’ όλο που δεν με φ ω νάζει π ια κανείς έτσ ι, ούτε η Λ ίζα . Ο Ζ α ν-Π ω λ ξέρει όλες τ ις τοιχογρ αφ ίες τ η ς Κνωσού α πέξω . Ε γ ώ δεν έχω π ά ει πο τέ μου στην Κνωσό. Π ότε να π ή γ α ιν α ; Ούτε βέβαια κ αι στην Ε λ β ε τία έχω π ά ε ι. Το μόνο που ξέρω γ ι ’ αυτή τ η χώ ρ α είναι ένα στρογγυλό κουτά κ ι τυρά κια, με μια ζω γρ α φ ιά στο κ α πά κ ι, ένα πράσινο λιβ άδι όπου βόσκει μια άσπρη α γελ ά δα με μαύρες βουλές. — Μ αρία -Ρ οζάρια , Μ α ρ ία -Ρ οζάρια , ξεφ ω νίζει τόσο ο Τσίτσο, ο διπλανός μου, που δεν μπορώ π ια ν ’ ακούσω τ ι λ έει ο Ζ α ν-Π ω λ. Λ ένε Μ αρία-Ρ οζάρια τη ν κοπέλα που κ ά θετα ι π λ ά ι μου, από τη ν ά λλη μεριά. Ε ίν α ι ένα μελαχρινό κορίτσι, που φορεί τερ ά σ τια σκουλαρίκια με πράσινες π έτρ ες. Τρα βάει τον Ζ α ν-Π ω λ από το μανίκι. Του γνέφ ει π ω ς θέλει να του π ει τη ν τύ χη του. Εκείνος γ ε λ ά ε ι και τη ς α πλώ νει τη ν π α λ ά μ η . Κ ά τ ι κ α τα λ α β α ίνω απο ιτα λ ικ ά , άκρες μ έ σες. Του λ έει πω ς θα συναντήσει μ ια μ ελα χρινή κοπέλα με μαύρα μ ά τια και μ ε γ ά λ α σκουλαρίκια με πράσινα π ε τρά δια . Ό λ ο ι γελά νε δυνατά με τη ν καρδιά τους. Μ οιά ζουμε παράταιροι ανάμεσά τους ο Ζ α ν-Π ω λ κι εγώ . Κ ον τεύουμε να φτάσουμε. Ο Ζ α ν-Π ω λ προτείνει να βρεθούμε στη Ρ ώ μ η . Μου δίνει ένα χ α ρ τά κ ι με τη διεύθυνση και το τη λέφ ω νό του, το χώ νω στην τσ ά ντα μου. «Δεν θα με ξαναδείς», λέω μέσα μου. ΙΙΑΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ. Κ όντεψα να το φω νάξω . Φ τάσαμε. Ο Τσίτσο μ ’ α π ο χα ιρ ετά ει και μου σ φ ίγ γ ε ι δυνατά το χέρ ι. — Μπουόνα φορτούνα — κ α λή τύ χ η —, σινιορίνα. — Μπουόνα φορτούνα, λ έει κι η Μ αρία-Ρ οζάρια και με φ ιλά ει στα δυο μάγουλα. Ο Ζ α ν-Π ω λ έχει ένα μικρό σακίδιο και θα π ά ε ι με το τρα μ εκεί που μένει. Ε γ ώ έχω μ ια μ εγά λ η β α λ ίτσ α και θα πάρω τα ξ ί. Κ α λύτερα, θ έ λ ω να ’μαι μόνη. Θαρρώ π ω ς
92
στον σταθμό θα με περιμένει ο Α χ ιλ λ έ α ς. Έ χ ω τρ ία χρό νια να τον δω. Σ ε λίγο όμως θα ’μαι κοντά του, σε κείνη την πόλη που έχει το ένα γράμ μα σαν τη ν τρία ινα του Ποσειδώνα χω ρ ίς το κοντάρι τ η ς , εκεί που τ α κορίτσια έχουνε σ τάχυα στα μ α λ λ ιά , εκεί που όλοι οι άνθρωποι θα ’ναι σαν τον Σ εριόζα. Ο Ζ α ν-Π ω λ μ ’ α π ο χα ιρ ετά ει μόλις βγαίνουμε στον σταθμό. Θα περιμένει να του τη λεφ ω νή σω . Αν ήμουνα η Μ αρία-Ροζάρια θα του φ ώ ναζα μελοδραματικά: «Αντίο γ ια π άντα» .
— Πόσο θα μ είνετε; με ρω τάει η κυρία Ιο υ λ ιέτα , η ιδιοχ τ ή τρ ια τη ς πανσιόν. — Δ έκα, είκοσι μέρες το πολύ, λέω με κ ά τι τρισ άθλια ιτα λ ικ ά , μα εκείνη δείχνει π ω ς κ α τά λα β ε. Μ ας τ η σύστησε μια φ ίλη τ η ς Λ ίζα ς που ε ίχ ε μείνει κάποτε εκεί. Η πανσιόν είναι φ τηνή κ αι καθαρή. Η κυρία Ιουλιέτα έ χ ε ι βαμμένα μ α λ λ ιά χρ ώ μ α καφέ, σαν τρ α π έζι. Φορεί άρωμα που μυρίζει μοσχοκάρυδο. Μου εξη γεί τους κανονισμούς τ η ς πανσιόν. Αν δ εχ τώ ποτέ αντρική επίσκε ψη, η πόρτα του δωματίου μου π ρέπει να είναι α νο ιχτή . Μ πάνιο μπορώ να κάνω μ ια φορά τ η βδομάδα. Κ άθε πρω ί όμως θα μου δίνει ένα κ ανά τι ζεμ α τισ τό νερό. Το δω μάτιό μου είναι πολύ μικρό, μα μ οιά ζει καθαρό. Το παράθυρο βλέπει σ’ ένα φ ω τα γω γό . Δεν π ειρ ά ζει, δέκα, είκοσι μέ ρες ας μην έ χω φως και ήλιο. Ε ίνα ι φτηνό και θα τ α β γά λ ω πέρα. Ο θείος Κ ώ σ τα ς, ίσως γ ια να εξιλεω θεί γ ια τ ις νύχτες που δεν μ ’ άφησε να μείνω σ π ίτι του, αποφάσι σε να μου σ τέλνει ένα μικρό επίδομα γ ια να σπουδάσω και να «ξεχάσω ». Δεν ξέρει πόσο λ ίγ ο θα χρ εια σ τεί να π λ η ρώνει! Η κυρία Ιο υ λ ιέτα μου δίνει ένα γράμ μ α . Ε ίν α ι από τη
93
Μ αρί-Τερέζ. Τ ης είχα γράψ ει τη διεύθυνση τ η ς Ρ ώ μ η ς. Χ α ιρ ε τ ίζ ε ι τη ν έξοδό μου από τη ν Ε λλά δα και λ έει πω ς ο Α χ ιλ λ έ α ς έμαθε από κείνη τ ις προσπάθειές μου να φύγω γ ια τη ν Ιτ α λ ία . Μήνυσε π ω ς μ όλις φτάσω στον προορισμό μου, να π ά ω στο σοβιετικό προξενείο να ζη τή σ ω τ η β ίζα μου. Του έχουν υποσ χεθεί...
— Η οδός Γ κ α έτα , παρακαλώ ; Οι άνθρωποι στον δρόμο είναι ολοπρόθυμοι να σου εξη γήσουνε π ώ ς να π ας εκεί που ζ η τ ά ς, ακόμα και να σε συνοδέψουνε γ ια λίγο . Η οδός Γ κ α έτα είναι ένας ήσυχος δρόμος με ψ ηλά δέντρα. Ε κ εί είναι το σοβιετικό προξενείο. Π εριμένω σ’ ένα μικρό σαλόνι. Ε ίμ α ι μόνη. Π ά νω στο τρ α π εζά κ ι διάφορα περιοδικά. Τα ξεφ υλλίζω . Κ ο π έλες με χαρούμενα καθαρά πρόσωπα, ντυμένες όπως κάμποσα χρό νια πριν, με μακριές κοτσίδες οι περισσότερες, κι αγόρια με σκούρα π αντελόνια και άσπρα πουκάμισα. Α λλού, ομά δες με εθνικές φορεσιές έχουν στηθεί γ ια χορό. Κ α ι το Κ ρεμλίνο με το αστέρι του! Η καρδιά μου χ τ υ π ά ε ι δυνατά. Σ ε μ ια σελίδα σ τα μ α τά ει η ανάσα μου. Ο Σ τά λ ιν ! Ο Μουσ τά κ ια ς μας! Γύρω του είναι μαζεμένα κοριτσάκια με σκούρα καφέ φουστανάκια και άσπρες ποδίτσες με φρα μ π α λ ά δ ες. Μοιάζουν να ’χουν β γει από παραμύθι. Έ ν α κο ριτσάκι προσφέρει στον Μ ουστάκια ένα μπουκέτο λουλού δια. Αυτός χ α μ ο γελ ά ει και χα ϊδεύει το κεφ ά λι του π α ι διού. Σ υ ν εχ ίζω να ξεφ υλλίζω . Π άρκα με λίμ νες και λου λούδια. Α γόρια και κορίτσια παρέες παρέες σεργιανάνε. Χ ω ρά φ ια , σ τά χυα , θημω νιές και πάνω καθισμένα κορί τσ ια γ ε λ ά ν ε . Κ λείνω το περιοδικό και νιώθω μεθυσμένη. Φοβάμαι μην ξεφωνίσω από χα ρ ά . Δεν πήρα είδηση πω ς άνοιξε μια πόρτα. Έ ν α ς ψηλός άντρας μου λ έει στα γ α λ λ ικ ά να περάσω στο γραφείο του.
94
Ε ίνα ι ο πρόξενος. Δεν μ οιάζει του Σεριόζα και το χ α μ ό γ ε λό του είναι τυπικό. Τα χά νω λ ίγ ο , μα παίρνω κουράγιο και ζη τώ τ η β ίζα μου. Δεν έ χ ε ι ιδέα. ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΙΔΕΑ. Σ το γράμμα τ η ς η Μ αρί-Τερέζ έλ ε γ ε πω ς όλα είναι κανο νισμένα. Ο πρόξενος ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΙΔΕΑ! Ακούει π ά ν τω ς τη ν ιστορία μου κ α ι με συμβουλεύει να κάνω αίτησ η γ ια β ίζα . "Ρωτώ πόσο θα περιμένω . Δ έκα, είκοσι μέρες; Δεν ξέρει. Α παντάει όμως στις ερωτήσεις μου. 'Ο χ ι, δεν είναι κοντά σε θάλασσα η πόλη που βρίσκεται ο Α χ ιλ λ έ α ς. Π άνω από το γραφείο του κρέμεται στον τοίχο ένας μ εγάλος χ ά ρ τη ς. Ακουμπάει σ’ ένα σημείο του χά ρ τη το δάχτυλό του. Το νύχι του είναι όλο άσπρες κ η λίδες. Η Τασκένδη, η πόλη του Α χ ιλ λ έ α , είναι μια πράσινη κηλίδα μέσα στη στέπα . Κοντά σε μια ά λ λ η πόλη που τη ν ξέρω από τη ν ιστορία: τη Σαμαρκάνδη. Θα κάνω λοιπόν όλο τον δρόμο του Μ ε γάλου Αλεξάνδρου; Κ αλύτερα που δεν ήξερα όλα αυτά τα χρόνια πόσο α π ελ π ισ τικ ά μακριά μου είναι ο Α χ ιλ λ έ α ς. Δεν ξέρω γ ια τ ί τον φανταζόμουνα κάπου κοντά σε θάλασ σα. Ό τ α ν κολυμπούσα του έσ τελνα χα ιρ ετίσ μ α τα . Ολό κληρη στέπα ανάμεσά μ α ς, δεν τη ν ε ίχ α φ ανταστεί! Λ έω να περάσω σε δεκαπέντε μέρες γ ια τη ν α πά ντη σ η . Ο πρόξενος επ ιμ ένει, σ’ ένα μήνα. Νιώθω ένα λ ίγ ω μ α στην καρδιά. Τόσο πολύ; — Σ ε είκοσι μέρες; — Έ σ τ ω , συγκατανεύει ο πρόξενος, σε είκοσι μέρες.
Τ ις κόκκινες σημαίες ε ίχ α να τ ις δω από τη ν απελευθέ ρωση. Τότε που διώξαμε τους κ α τ α χ τ η τ έ ς από τη ν Αθή να, στις 12 του Ο χτώ βρη του ’4 4 και ξεχυθήκαμε στους δρόμους να πανηγυρίζουμε. Το τελευτα ίο σφυροδρέπανο που αντίκρισα ή τα νε κείνο που βρήκε ο αδερφός μου ξ εχ α σμένο μέσα σ ’ ένα βιβλίο μου. «Είσαι τρ ελ ή , θέλεις να
95
μ ας στήσουν στον τοίχο;» Σ ίγουρα μπορούσανε να σε σ τή σουνε στον τοίχο τό τε, στο «συμμοριτοπόλεμο», αν βρί σκανε μέσα στο Λ εω νή του Θεοτοκά ένα σφυροδρέπανο απο μ π ογιατισμ ένο χα ρ τί. Τώ ρα τ ις είδα ξαφνικά μπροστά μου ν ’ ανεμίζουνε τ ις κόκκινες σημαίες. Φεύγω από το σοβιετικό προξενείο και τρ ιγυ ρ ίζω στους δρόμους. Η Ρ ώ μ η είναι μια πόλη που μπορείς να τη ν π ερ πα τά ς ολόκληρες ώρες. Ε ίκοσι μέρες ακόμα. Ε ίν α ι πάρα πολύ. Ο Α χ ιλ λ έ α ς έχει μηνύσει πω ς του έχουν υπ οσ χεθεί... Ο πρόξενος όμως δ ε ν ή ξ ε ρ ε τ ί π ο τ α . Σ τρ ίβ ω μια γ ω νιά κ αι βρίσκομαι σε μια π λ α τε ία βουτηγμένη στις κόκκινες ση μαίες. Κ άποιος σε μ ια εξέδρα β γ ά ζ ε ι λόγο και κάτω ο κόσμος — γυναίκες κ αι άντρες με π α ιδ ιά σκαρφαλωμένα στους ώμους τους — φωνάζουν συν θ ή μ α τα και σηκώνουν τ ις γροθιές τους. Τα γό να τά μου τρέμουν. Γυρνάω το κεφ ά λι φοβισμένα, λες κι ένα αόρατο μ ά τ ι με παρακολουθεί, λες κι από κάπου θα προβάλει ο Μ άρφας με τα μυτερά κ άτασ πρα δόντια του. Λ ίγο πιο κει στέκει ένας καραμπινιέρος. Με παρακολουθεί; Έ ν α ς καραμπινιέρος με σφυροδρέπανο! Ε χ ε ι πάνω στο στήθος του καρφιτσω μένο ένα τεράστιο σφυροδρέπανο! Τραγουδάει ή μάλλον ξεφω νίζει: «Α όαντι, πόπολο, α λ α ρισκόρ-α...» Πού βρίσκομαι; Σ πρώ χνω τον κόσμο κ αι περνώ ανάμε σα. Δεν έχω νιώσει τέτοιο παρα λόγια σ μ α στη ζω ή μου. ΕΙΜΑΙ ΛΕΥΤΕΡΗ. Σαν να β γή κ α μόλις τώ ρα από το κελί μου. Γύρω στην π λ α τε ία τ α καφενεία είναι γ ε μ ά τ α . Π α ρέες παρέες τραγουδάνε, χ α λ ά ν ε τον κόσμο. Έ τ σ ι θα ήμ α σ ταν κι εμ είς, στριμω γμένοι π ή χ τρ α σε μια π λ α τ ε ία , με τη Μ α τίνα , τη Ν ίνα , το Κ α τιν ά κ ι, τη Σ τ έ λ λ α . Ο Π άνος κι ο Ευγένιος θα β γά ζα ν ε λόγους. Τον Α χ ιλ λ έ α θα τον σήκωναν στα χέρ ια , όπως αυτόν εδώ που περνάει μπροστά μου. — Β ίβα ιλ κομπάνιο Τζούλιο! — Β ίβαα αα ! ακούω τον εαυτό μου να φ ω νά ζει, έτσ ι γ ια
96
να δοκιμάσω αν μπορεί να β γ ει η φωνή μου. Π ρέπει να π ιω μια πορτοκαλάδα. Έ χ ε ι στεγνώ σ ει τ ε λείω ς ο λαιμός μου. Κ αταφ έρνω με πολύ σπρωξίδι να φτάσω ως τον π ά γκ ο που τ ις πουλάνε. Ζ ητώ μ ία , με κ ά τι δήθεν ιτα λ ικ ά . Π λ ά ι μου ένας με μούσι κι ένας ά λλος με μακρύ σαγόνι σαν του Μουσολίνι με ρωτάνε από ποιον τό πο είμ αι. Μ όλις λέω Ε λ λ η ν ίδ α , μ ’ αγκαλιάζουν και μου σφίγγουν τ α χ έ ρ ια . Σ υστήνονται. — Σύντροφος Ά λ ντο . — Σύντροφος Μ αρτσέλο. Ο ένας είναι κ α θ η γη τή ς τω ν αρχαίω ν ελληνικώ ν κι ο ά λλος δημοσιογράφος. Έ κ α να ν στην Ε λ λ ά δα στον π ό λε μο. Ξέρουν αρκετά ελ λη νικ ά , κυρίως ο Μ αρτσέλο. Ούτε λόγος να πληρώ σω τη ν πορτοκαλάδα. Επιμένουν να με ταΐσουν ένα τεράσ τιο σάντουιτς. — Ν α ξεπληρώσουμε αυτά που σας φ άγα μ ε στην Ε λ λ ά δα, ξεκαρδίζεται ο Ά λ ν το . Μ ασουλάω το σάντουιτς, ενώ με τραβάνε να προχω ρή σουμε μπροστά γ ια ν ’ ακούσουμε αυτόν που μ ιλ ά ει στην εξέδρα. Μ αθαίνω πω ς είναι ο Τ ο λιά τι και σήμερα είναι η γιορτή τη ς εφημερίδας Ο υνιτά. Ο Ά λ ν τ ο κι ο Μ αρτσέλο με κοιτάζουν απορεμένοι που ακούω τον Τ ολιά τι και τρ έ χουν δάκρυα από τ α μ ά τια μου. — Δεν λέει τ ίπ ο τ α το λυπητερό, κάνει ο Μ αρτσέλο που φ α ν τά ζετα ι π ω ς θα κ α τα λα β α ά λ λ ’ α ν τ ’ ά λλω ν. Ο λόγος τελείω σ ε. — Β ίβα! ξεφωνίζουν οι δύο συνοδοί μου κι εγώ μ α ζί τους. — Αντόνιο, φ ω νάζει ο Ά λ ν τ ο κάποιον, έλα να σου γ ν ω ρίσω μ ια Ε λ λ η ν ίδ α . Ο Αντόνιο είναι γεροδεμένος με κοκκινωπά μουστάκια. — Π ά ντα ονειρευόμουνα να γνω ρίσω μια Ε λλη νίδα . Προχωρούμε μέσα στο πλήθος. Εκείνοι λένε α σ τεία με ταξύ τους κ αι γ ε λ ά ν ε . Ν ιώθω ένα χέρ ι να μου σ φ ίγ γ ε ι το
97
στήθος. Ε ίν α ι του Αντόνιο. Τραβιέμαι και π ά ω από την ά λλη. μεριά κοντά στον Μ αρτσέλο. Κ άποιοι φωνάζουν τον Αντόνιο. Μ ας αφήνει και προχωρούμε τώ ρα , ο Μ αρτσέλο, ο Ά λ ν τ ο κι εγώ πιασμένοι α λα μ πρ α τσ έτα . Μ αθαίνω το « α β ά ντι, π ό π ο λο ...» . Τραγουδώ μ ’ όλη μου τη δύναμη, λες και θέλω να β γ ά λ ω το ά χ τ ι μου γ ια τ ις δικές μας χα μ ένες ση μ αίες, γ ια τη Ν ίνα και τ ις ά λλες κοπέλες που δεν θα τραγουδήσουν π ο τέ, γ ια τον Πάνο, τον Ε υγένιο και τον θείο Γιάννη τον Σ τρ α τό που, ποιος ξέρει γ ια πόσο, θα μείνουν κλεισμένοι σ τις φυλακές. — « Α β ά ν τι, πόπολο, α λα ρισκόσα, παντιέρα, ρόσα τρ ιο υ μ φ ερ ά ...» , ξελαρυγγιά ζομ α ι με αγρια χα ρά. Ε ίμ α ι ο μόνος επιβ ά τη ς που σώθηκε από το αεροπλάνο που τσ ακίσ τηκε. Κ αρφώνω στο στήθος μου ένα τεράστιο σφυροδρέπανο που μου δίνει ο Αλντο. Α ρχίζω να νιώθω μ ια γ λ υ κ ιά ζαλά δα από τη ν τόση ελευθερία, από τη ν τόση τύ χ η μου.
'Ωσπου να έρθει το άλλο εικοσαήμερο κάνω τουρισμό. Θα φύγω σε είκοσι μέρες κ αι θέλω να δω τη Ρ ώ μ η . Ο Ά λ ν τ ο κι ο Μαρτσέλο είναι πρόθυμοι να με ξεναγήσουν. Π α ρ ’ όλα τους τα σφυροδρέπανα δεν τους λέω τίπ ο τα γ ια το τα ξ ίδ ι μου. Ή ρθα στη Ρ ώ μ η και θα π ά ω στο Π αρίσι. Πόσο θα μείνω ακόμα; Μ α, είκοσι μέρες.
Αύριο θα πάω στην οδό Γ κ αέτα .
98
Π εριμένω στο μικρό σαλόνι του προξενείου. Σ κ ίζ ω στα κρυφά μια σελίδα από ένα περιοδικό με τη φ ω τογραφ ία του Σ τά λ ιν . Μου φ αίνετα ι απίθανο να ’χ ω μια φω τογρα φία του Σ τ ά λ ιν , να τη ν κ ο ιτά ζω όποτε θέλω χω ρ ίς φόβο μην κάνουν έρευνα και τη βρούνε. Μ όλις προφταίνω να χώ σ ω τη φ ω τογραφ ία στην τσ ά ν τα μου κι εμ φ α νίζετα ι ο πρόξενος. Δεν μου δείχνει τη ν πόρτα, όπως τη ν ά λ λ η φο ρά, να μπω στο γραφείο του, παρά σ τέκετα ι όρθιος μπρο στά μου. Σ ηκώ νομαι κι εγώ . — Η β ίζα σας δεν ήρθε ακόμα. Νιώθω μ ια τρεμούλα στα πόδια. — Π ότε να ξαναπεράσω; — Σ ε κανένα μήνα. — Σ ε είκοσι μέρες; — Έ σ τ ω , σε είκοσι μέρες.
Πέρασε κι ά λλο εικοσαήμερο, η β ίζα μου δεν ήρθε. Ή μουνα τόσο σίγουρη πω ς θα τη ν έπαιρνα, που α ποχαιρέ τη σ α τον Μ αρτσέλο και τον Ά λ ν τ ο . Κ α ι τώ ρα; Ά λ λ ε ς είκοσι μέρες. Τ ουλάχιστο να χα ρ ώ τη Ρ ώ μ η . Φ τά νει ο τουρισμός και τ α αξιοθέτα, με τον Ά λ ν τ ο και τον Μ αρ τσέλο γ ια ξεναγούς. Τώρα θα περπα τή σω μόνη μου. Ε ίκο σι μέρες θα π ερ π α τώ . Κ α ι θα γράψω στη Μ αρί-Τερέζ να τη λεγρα φ ήσ ει του Α χ ιλ λ έ α . Μισή ώρα βάδισμα και μου έφυγε όλο το π λ ά κ ω μ α που ένιωθα β γαίνοντα ς από το σοβιετικό προξενείο. Ούτε κι εγώ ξέρω πώ ς έφτασα στην π ιά τσ α ν τ ’ Ε σ πά νια . Κ άθομαι στα σκαλοπάτια τη ς να ξανασάνω , κι αγοράζω ένα σα·? κουλάκι λούπινα. Ε ίνα ι άνοστα κ αι λ ίγ ο στυφά. Μ ’ αρέ σουν όμως. Τ α μασουλάω και είμ α ι η Δάφνη. Έ ν α ξέ νοιαστο κορίτσι που ήρθε να κάνει τουρισμό στη Ρ ώ μ η . Μπορώ να κάθομαι εκεί στα σ κ α λοπ άτια όσο θέλω , μπορώ
99
να χα μ ο γ ελ ά ω σ’ ένα μ αντρά χα λο με α χ τέ ν ισ τα μ α λ λ ιά που περνάει δίπλα μου και μου λέει: «Τσάο, μπαμ πίνα ». Κ ι αργότερα, άμα θελήσω , μπορώ να πά ω βόλτα με τη βέσπα με τον Γκουίντο. Ο Γκουίντο μένει στην πανσιόν τ η ς κυρίας Ιουλιέτα ς κι έ χ ε ι κάποιο δεύτερο ρόλο στα φω τορομάντζα τη ς συμφοράς. Μου έδειξε ένα δημοσιευμένο σε περιοδικό και κράτησα με κόπο τα γ έ λ ια μου. Ε ίν α ι με μ α γιό , π άνω σ’ ένα βράχο, διακρίνονται οι φουσκωμένοι μύες του. Κ ρ α τά ει α γ κ α λ ιά μια κοπέλα που φορεί μεσοφό ρι με πεσμένες τ ις μ π ρ ετέλες. Σ τη ν ά λ λ η εικόνα εκείνος είναι έτοιμος να την γκρεμίσ ει από τον βράχο στο π έ λ α γο ς. Ας μη με πιά νει α π ελ π ισ ία που θα μείνω ακόμα είκο σι μέρες. Μπορώ να κάνω ό ,τ ι θέλω. Γ ια πρώ τη φορά στη ζω ή μου. Κ ι ούτε θέλω και π ο λ λ ά . Θ έλω ν ’ α πλώ νω το χέρ ι μου και να πιά νω τ α πλα τανόφ υλλα που αργοπετάνε πριν πέσουν κ άτω και σκεπάσουν την άσφαλτο. Θ έλω να τρώ ω λούπινα καθισμένη σ τα σκαλιά, να τεντώ νω τ α πό δια μου και να λιά ζομ α ι. Μ ια σκιά μού κρύβει τον ή λιο. Ανοίγω τ α μισόκλειστα μ ά τια μου. — Δάφνη! Ξ αφ νιάζομαι. Ε ίνα ι ο Ζ α ν-Π ω λ , ο Ε λβ ετό ς ζωγράφος που γνώ ρισα στο τρένο. Π ερίμενε, λ έει, τη λεφ ώ νη μ ά μου. Τον ε ίχ α ξεχάσει εντελώ ς. — Π ά μ ε μια βόλτα; — Κ α ι δεν πάμε! Έ χ ω όλο τον καιρό δικό μου. Μπορώ να κάνω όσες β όλτες θέλω ως το άλλο εικοσαήμερο. Μου π ιά νει το χέρι να σηκωθώ από τ α σκαλιά κι ύστε ρα από π ολλή ώρα, καθώ ς περπατούσαμε, πρόσεξα πω ς μου το κρατούσε ακόμα. Παράξενο να μου κρατά ει το χέρι κάποιος που δεν είναι ο Α χ ιλ λ έ α ς. Δεν το κρατά ει μόνο. Έ χ ε ι μ π λ έξει τα δά χτυ λά του στα δικά μου. Ε γ ώ τ ’ αφή νω . Ξέρω κι εγώ γ ια τ ί;
100
Π ρέπει να ’χουμε περπα τή σει κάμποσο. Βρεθήκαμε κ α θισμένοι στο γύρο του σιντριβανιού με τ ις χελ ώ ν ες. Π οτέ στη ζω ή μου δεν έχω περπα τή σ ει τόσο ξένοιαστα. Ί σ ω ς μονάχα τό τε που ήμουνα μικρή, στα δρομάκια του νησιού. Π οτέ μου δεν έχω καθίσει με κάποιον στο χείλ ο ς ενός σιν τριβανιού να φλυαρώ γ ια χ ίλ ια δυο ασήμαντα π ρ ά γμ α τα . — Ν ’ α γγίξουμ ε το καύκαλο μ ια ς χ ε λ ώ ν α ς, φέρνει γούρι. Ο Ζ α ν-Π ω λ το λέει αυτό. Σκαρφαλώ νω στο σιντριβάνι, πίνω νερό με τη χούφ τα , α γ γ ίζ ω το καύκαλο τη ς χ ελ ώ ν α ς. Ο Ζ α ν-Π ω λ έ χ ε ι σκαρ φαλώσει από τη ν α ντίθετη πλευρά. — Αυτή εδώ είναι η δίκιά μου χελ ώ ν α . Π οια είναι η δίκιά σου; — Τούτη η συμπαθητικούλα. Γ ελάμ ε. Τα πρόσωπά μας είναι μουσκεμένα από το νε ρό. Ξανακαθόμαστε στο χε ίλ ο ς του σιντριβανιού. Σ τον κ ή πο του, λέει ο Ζ α ν-Π ω λ, στα προάστια τη ς Γ ενεύης, έχουν μια τερ ά σ τια χελ ώ να . Μ πορεί να ’vat κι εκατό χρο νώ. Κ ι εγώ τώ ρ α τ ι να πω ; «Ε μείς στον κήπο μ α ς ...» Π οια να πω π ω ς είμαι; Π ά ντω ς σίγουρα είμαι η Δ άφνη. 11 Ε λένη δεν γ ίν ε τ α ι να κ άθετα ι και να πλατσουρίζει ξέ νοιαστα στα νερά του σιντριβανιού, παρέα μ ’ έναν σχεδόν άγνω στο. — Πόσω χρονών είσαι; Ο Ζ α ν-Π ω λ γ ε λ ά ε ι με τη ν α πά ντη σή μου. Ν όμιζε πω ς είμαι είκοσι. Η χοντρή βέρα δεν είναι π ια στο δάχτυλό μου. Την έ β γ α λ α μόλις έφυγα από τη ν Ε λ λ ά δ α , ν ’ απο φεύγω τ ις ερω τήσεις γ ια τον άντρα μου. Φορώ στη θέση τ η ς , γ ια να σκεπάσω το σημάδι τ η ς , ένα δα χτυλίδ ι τ η ς Λ ίζ α ς, σχεδόν παιδικό, με γ α λ ά ζ ια πέτρα. — Ε γ ώ είμ α ι είκοσι τριώ . Τη ζω ή του Ζ α ν-Π ω λ τη μαθαίνω σε λ ίγ α λ ε π τά . Γ ια το μικρό προάστιο έξω από τη Γενεύη, γ ια τον πατέρα του που θα γινό τα νε μ εγάλος ζω γράφ ος, αν δεν παντρευότανε
101
τόσο νέος κι έχανε οικογένεια — τώ ρα διδάσκει ιχνογραφία σ’ ένα σχολείο· γ ια τη μ ητέρ α του που του έ χ ε ι αδυναμία - είναι το μόνο αγόρι — κ αι γ ια τ ις δυο πιο μ εγά λ ες του αδερφές που είναι πα ντρεμ ένες. Ή θ ε λ ε , μόλις τέλειω σ ε το σχολείο, να έρθει στη Ρ ώ μ η στη Σ χο λ ή Κ α λώ ν Τ ε χνώ ν. Ο π ατέρα ς του όμως προτιμούσε να τον διδάξει εκείνος κ αι να ωριμάσει π ρ ώ τα . — Τώρα ωρίμασες; ρω τάω . Γ ε λ ά ε ι, μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι από τους ώμους περιμένοντας ν ’ ακούσει να του πω κι εγώ με λ ίγ α λό για γ ια τη «ζωούλα» μου. Ν ιώ θω κ αλά και ξένοιαστα. Ε ίμ α ι λοιπόν η Δάφνη, ένα κορίτσι χω ρ ίς ιστορία. Ο πατέρα ς μου σκοτώθηκε στον πόλεμο, έχω μια όμορφη μ α μ ά , έναν πιο μ εγά λ ο αδερφό κ αι ήρθα να δω τη Ρ ώ μ η . Τσω ς να σπουδάσω Ισ το ρ ία ... γ ια τους Ετρούσκους. Πού τους θυμήθηκα ξαφνικά τους Ετρούσκους; — Έ χ ω μ ια πείνα! Ε γ ώ δεν πεινώ καθόλου. Θα ’θελα να μην τέλειω νε α υτή η π ρ ώ τη , κι ίσως μοναδική, ξένοιαστη μέρα τη ς ζ ω ή ς μου. Ν α καθίσω κι ά λλο στο πεζούλι του σιντριβα νιού, ν ’ α γ γ ίξ ω μια μια όλες τ ις χελώ νες να μου φέρουν γούρι. Ν α μη σκέφτομαι τ ίπ ο τ α , τουλάχιστον ως, το άλλο εικοσαήμερο που θα π ά ω στην οδό Γ κ α έτα . Θ έλω να τρ α βήξει πολύ τούτη η σ τιγ μ ή στο σιντριβάνι με τ ις χ ε λ ώ νες, να μην τη ν ξεχάσω . Έ ν α φ ιλ ί, κι ύστερα κι ά λλο κι άλλο. Κ ι εγώ το δέχο μ α ι έτσ ι α π λ ά σαν να ’μαι η Δ άφνη, το κορίτσι που ήρθε στη Ρ ώ μ η να μ ελετήσ ει τους Ετρούσκους. — Ξέρω μ ια τρατορία πολύ συμπαθητική. Μ ιλ ά ει ο Ζ α ν-Π ω λ; Ε γ ώ δεν μ ιλώ . Έ χ ω μ ια όμορφη γεύση στα χ ε ίλ ια και νιώ θω τ ις πα λ ά μ ες μου να καίνε σαν να ’χ ω πυρετό. Τι μου συνέβηκε στα ξαφνικά και λ α χ τα ρ ώ να μην τελειώ σ ει αυτή η μέρα; — Ε δώ είναι τα γραφ εία του κομμουνιστικού κόμματος,
102
με β γ ά ζει από τ ις σκέψεις μου ο Ζ α ν-Π ω λ και μου δ είχνει ένα μεγαλόπρεπο χτίριο. Έ χ ε ι, λ έ ε ι, ένα φίλο κομμουνιστή πολύ μεγαλύτερο του, κ α τα π λ η χ τικ ό άνθρωπο. Ο ίδιος δεν είναι κομμουνι στή ς, γ ια τ ί οι κομμουνιστές δεν είναι ελεύθερα άτομα. Γυρίζει και με β λέπει. Φ αίνεται κάπω ς σκοτείνιασε το πρόσωπό μου. — Δεν τους συμπαθείς; — Ποιους; — Τους κομμουνιστές. — Μ π ο τ-τέ-γκ ε Ο-σκοό-ρε, συλλαβίζω τη ν πινακίδα του δρόμου. — Α στείο όνομα γ ια δρόμο, λ έ ε ι ο Ζ α ν-Π ω λ. — Α στείο, λ έω κι εγώ .
Σ αν ήμουνα μικρή και με στέλνανε το καλοκαίρι στο νησί στο σόι τ η ς Λ ίζ α ς, έ λ ε γ α π ω ς δεν μπορούσε να υπάρ ξει στη ζω ή μου πιο μ εγά λ η ευτυχία. Ή μουνα ένα ήσυχο κοριτσάκι, ασήμαντο. Δεν ενοχλούσα κανέναν κ αι μ ’ άρε σε να τριγυρνάω μόνη μου στα στενά δρομάκια του νησιού και να δ ιη γ ιέ μ α ι ιστορίες στον εαυτό μου. Έ μ εν α πότε στις θείες τ η ς Α ίζα ς και πότε σ τις ξαδέρφες τ η ς . Έ β α ζ α σ’ ένα καλα θά κι τ α π ρ ά γμ α τά μου και κάθε απόγευμα διά λ εγα το σ π ίτ ι που ήθελα να κοιμηθώ το βράδυ. — Θεία Ά λ κ η σ τη ! ■— Θεία Α μφ ιτρίτη! — Θεία Γιασεμούλη! — Να μείνω απόψε; — Α νέβα, Δαφνούλα. Ό λ ε ς οι θείες ήτανε π α χουλές και μύριζαν όμορφα. Με κανακεύανε, κ α ι μένα μ ’ άρεσε να κάθομαι στα γόνατά τους και να χώ ν ω το πρόσωπό μου στον μοσκομυρισμένο
103
λαιμό τους. Τ ης Λ ίζας δεν τ η ς άρεσαν τ α χά δ ια κι εγώ τ ’ αποζητούσα. Μέσα στο καλα θά κι μου ε ίχ α ένα τσ ίγκινο κουτί από μπισκότα που έβα ζα μέσα τρ ιά ντα ένα κ ά τ α σπρα χ α λ ίκ ια . Τα μάζευα στην α κρογιαλιά τη ν πρώ τη μέρα που έφ τανα στο νησί. Ο π α τέρα ς μου δεν μ ’ άφηνε να μείνω ούτε μ ια μέρα παραπάνω . Κ άθε βράδυ πετούσα κι από ένα χ α λ ίκ ι στη θάλασσα, κι όσο λιγόσ τευαν, η λύπη που θα φύγω σκέπαζε τη χα ρ ά κι ας ε ίχ α ακόμα μέρες μπροστά μου. Σ τ η Ρ ώ μ η μετράω τ ις μέρες με τη ν επίσκεψή μου στην οδό Γ κ α έτα . Ακόμα είκοσι μέρες. Ακόμα είκοσι μέρες με τον Ζ α ν-Π ω λ. Ακόμα είκοσι μέρες θα είμ αι η Δ άφνη. Την Ε λένη προσπαθώ να την κα τα χω νιά σ ω κάπου. Η οδός Γ κ α έτα , τ α γράμ μ α τα τη ς Λ ίζα ς και οι ελλη νικ ές εφημε ρίδες που μου στέλνει κάθε τόσο, τη ν κάνουν να προβάλλει ά γρια κ αι επ ειλη τικ ή μπροστά μου. «Π ώς μ πόρ εσ ες...» Π ώ ς μπόρεσα! Η Μ αρί-Τερέζ τη λεγρά φ ησε του Α χ ιλ λ έ α γ ια τη β ίζα κι εκείνος απάντησε: «Γίνονται οι απα ιτούμενες ενέργειες». «Ας μην αργήσουν, Α χ ιλ λ έ α , αυτές "ο ι απαιτούμενες ενέργειες” , α ς μην αργήσουν!» Η Ρ ώ μ η είναι μια μ α γικ ή πόλη. Ό χ ι, δεν αποκήρυξα κανέναν. Μ ια ανάσα μόνο. Οι τελ ευ τα ίες ελλη νικ ές εφη μερίδες γράφουν πω ς π ιά σ τη κε ο Ανεμοδαρμένος κί ο Κ ω στή ς. Το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ γλ ίτω σ ε μ ονάχα. Μπορεί και να το ’κρύψε η Λ ίζα . Ο Κ ω σ τή ς μού ε ίχ ε υποσχεθεί ένα καινούργιο φόρεμα κι έναν αληθινό χορό. Ο Α χ ιλ λ έ α ς ε ίχ ε υποσχεθεί σ’ ένα χρόνο η Αθήνα να ’ναι δίκιά μ α ς. Ο Ζ α ν-Π ω λ δεν υπόσχεται τίπ ο τα — μια ανάσα μόνο. Κ λ είν ω τ ις εφημερίδες να διώξω μακριά τη ν Ε λ έ ν η , τη ν αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . Τώρα είμ αι η Δ άφνη, το κορίτσι του Ζ α ν-Π ω λ. «Αα σούα ραγκά τσα », λ έει το γκαρσόνι του μπαρ όπου συναντιόμαστε με τον Ζ α ν-Π ω λ κάθε μέρα, αργά το α πόγευμ α, να πιούμε καπουτσίνο. Μ ’ αρέσει να φ τάνω λ ίγ α λ ε π τ ά αργότερα. Εκείνος έ χ ε ι κιό
104
λα ς καθίσει στο ψηλό σκαμνί με τη ν π λ ά τη γυρισμένη στην πόρτα. Το γκαρσόνι με β λ έπ ει που μπαίνω κ αι του α ν α γ γ έ λ λ ε ι θριαμβευτικά: «Λα σούα ραγκάτσα» — το κο ρίτσι σου! Ο Ζ α ν-Π ω λ γυρίζει το κεφ ά λι χω ρ ίς να κ α τέβ ει από το σκαμνί. — Σου π α ρ ά γ γ ε ιλ α τον καπουτσίνο σου, λέει και με φ ι λά ει α π α λ ά στα χ ε ίλ ια . Κ άθομαι στο διπλανό σκαμνί. Ο Τζίνο, το γκαρσόνι, μας έχει πάρει από συμπάθεια και μας βάζει πιο π ολλή σ α ν τιγ ί στον καπουτσίνο, κι από πάνω τριμμένη σοκολάτα που μοσχομυρίζει. Β ά ζω ζ ά χ α ρ η , ανακατεύω α ργά αργά με το κουτα λάκι, κι ο Ζ α ν-Π ω λ με ρω τάει π ώ ς πέρασα τη μέρα μου. Μ έρες γ ε μ ά τες μικρά ασήμαντα π ρ ά γμ α τα ! Π ή γ α στο μ εγά λ ο μ α γ α ζ ί στο «ΟΥΠΙΜ» κι αγόρασα κ ά τι φτηνά πορτοκαλιά παπούτσια. Ε ίν α ι πάνινα , με λ ε π τή σόλα και μοιάζουν παπουτσάκια μπαλέτου. Α πλώ νω τα πόδια μου να τ α δει. Τα βρίσκει πολύ όμορφα. Γ ελά ω . Μ α ζί με τ α π απούτσια, μου δώσανε δώρο ένα μικρό κόκκι νο ψάρι μέσα σ’ ένα νάιλον σακουλάκι. — Π ερπατούσα στον δρόμο με το ψαράκι στο χέρ ι. Σ υ λ λογιόμουνα τ ι να το κάνω. Π ή γ α ίσαμε τ η β ίλα Μ ποργκέζε και το ’ριξα στη λιμνούλα. — Π άμ ε να δούμε αν κολυμπάει ακόμα; λ έει ο ΖανΠ ω λ. — Π ά μ ε.
Τα πρω ινά π η γ α ίν ω στο φροντιστήριο του σινιόρ Αγκοστίνι να μάθω ιτα λ ικ ά . Μου τον σύστησε ο Μ αρτσέλο και δεν μου παίρνει δίδακτρα. Το φροντιστήριο είναι στον τρ ί το όροφο μ ια ς μικρής πολυκατοικίας στην οδό Λούκα, κον τά στη βία Β ένετο. Μέσα στην τά ξη είναι δεκάξι θρανία κολλητά το ένα στο ά λλο, από ο χτώ σε κάθε σειρά. Το
105
μάθημα είναι το ίδιο γ ια μικρούς και μ εγάλους. Κ άθομαι π λ ά ι στον Τ ζέρι, ένα Α μερικανάκι δώδεκα χρονώ, και στη Σ έ ιλ α , μ ια Ινδή γύρω στα π ενή ντα . Ο σινιόρ Α γκοστινι έχει φωνή βαρύτονου και μ ας β ά ζει όλους μ α ζ ί να λεμε ό ,τ ι μάθαμε στο περασμένο μάθημα: Ούνο, ντούε, τρε καφέ, κα φ έ, κα φ έ, κουάτρο, τσίνκουε, σέι λ έ ι, λ έ ι, λ έ ι, σ έ τε, ότο, νόβε, πιόβε, πιόβε νον π ιό 6εεεεεε. Ο Ζ α ν-Π ω λ γ ε λ ά ε ι με δάκρυα κάθε φορά που του διηγ ιέ μ α ι το μάθημά μου. Ε κείνος τ α πρωινά π η γ α ίν ε ι τέ σ σερις φορές τη βδομάδα στη Σ χο λ ή Κ αλώ ν Τ εχνώ ν. Τις ά λ λ ες μέρες ζω γρ α φ ίζει στο δω μάτιό του. Μ ένει σ’ ένα από τ α μ ε γ ά λ α κτίρια γ ια ξένους φ οιτητές στην οδό Ν τέλε Μ π έλε Ά ρ τε . Έ χ ε ι ένα μ εγά λ ο φωτεινό δω μάτιο που, άμα δρασκελίσεις το παράθυρο, βρίσκεσαι σ’ ένα τα ρ α τσ ά κ ι. Κ α νένα άλλο δωμάτιο δεν β γ ά ζ ε ι στο τα ρ α τσ μ κ ι, κι έτσ ι το ’χ ε ι αποκλειστικά δικό του. Π ολλές φορές εκείνος ζω γ ρ α φ ίζει κι εγώ λιά ζομ α ι στο ταρατσάκι. Κ ά τ ω α π λ ώ ν ετα ι η βίλα Μ ποργκέζε. Ο Ζ α ν-Π ω λ ζω γρ α φ ίζει αφηρημένα. Από ζω γραφ ική έχω μ εσά νυχτα . Δεν μπορώ να ζ ω γραφ ίσω ούτε ένα καραβάκι, όπως ζωγραφίζουν όλα τα π α ιδιά . Σ το σχολείο, στο μάθημα τη ς ιχνογρα φ ία ς, μου τ α ζω γ ρ ά φ ιζε όλα η Έ ρ σ η . Τ ις χαρτογραφ ίες μου τ ις έκανε η Λ ίζ α . Ούτε αυτό δεν πήρα από τη Λ ίζ α , που τα χέρ ια τ η ς είναι χρυσά. Τα δικά μου θαρρείς και είναι ά χρ η σ τα . Ο Ζ α ν -Π ω λ έχει ένα συμμαθητή και φίλο στη Σ χο λ ή Κ α λ ώ ν Τ εχνώ ν, τον Φράνκο. Ο Φράνκο ζω γρ α φ ίζει το
106
π ία , ζω γ ρ α φ ίζει τη φ ίλη του τ η Λάουρα μ ’ ένα κόκκινο μ α ν τίλ ι στα μ α λ λ ιά να τραγουδάει το «Παντιέρα, ρά σ α ...» . Έ χ ε ι ζω γραφ ίσει κι εμένα με μ ά τια ολά νο ιχτα , λες και π ρω τοαντικρίζω τον κόσμο. Αυτά τα κ α τα λ α β α ί νω , μα του Ζ α ν -Π ω λ ... Ο Φράνκο λέει πω ς ο Ζ α ν-Π ω λ έχει πιο πολύ τα λέντο από κείνον. Ο Ζ α ν-Π ω λ ξεχνάει τη ν άγνοιά μου και μόλις τ ε λ ε ιώ σει έναν πίνα κα με ρωτάει: — Π ώ ς σου φ αίνεται; — Εκείνο το φως δεξιά, που τρυπάει τη μαύρη σκιά σαν ρομφ αία... Αφήνω ξεκρέμαστη τη φράση μου. Ο Ζ α ν-Π ω λ σ ω π α ί νει. Σ ω π α ίν ει γ ια π ολλή ώρα. Νιώθουμε άβολα κι οι δυο. Ό π ω ς κείνη τ η μέρα στο Β ατικα νό, στην Κ α π έλ α Σ ισ τίνα. Ε γ ώ π ή γ α ιν α γ ια πρώ τη φορά. Π ιά σ τηκ ε ο σβέρκος μου να κοιτώ το τα β άνι τόσες ώρες που ο Ζ α ν-Π ω λ μου εξηγούσε κομ ματάκι κομματάκι με όλες τ ις λεπτομ έρειες τη ν τεχν ικ ή του Μ ιχα ή λ Α γ γ έ λ ο υ . Σ τη ν αρχή έμεινα θαμπω μένη με τ α όσα έβλεπα κ αι άκουγα. Ύ στερα σ ιγά σιγά άρχισα να ζ α λ ίζ ο μ α ι, μου ερχότανε ναυτία. Από πο λύ μακριά έφτανε η φωνή του Ζ α ν-Π ω λ σαν ένα μουρμουρητό, νόμιζα π ω ς οι ά γ γε λ ο ι στο τα β ά νι ανεβοκατέβαζαν τ ις φτερούγες τους. Σ τ α μ ά τια μου δεν χωρούσαν π ια ά λ λες εικόνες. 'Ακόυσα με ανακούφιση ένα κ αμ πα νάκι να χτυ π ά ε ι, που σήμαινε πω ς πρέπει να φύγουμε. Ό τ α ν γυρίσαμε στη Ρ ώ μ η , ο ήλιος π ή γα ινε να δύσει κι όλα ή τα νε τυ λ ιγ μ έν α σ’ ένα κ α νελί φως. Κ ο ίτα ζα χαρού μενη γύρω μου, τ α χρ ώ μ α τα , τους ανθρώπους, τ α σ π ίτ ια , σαν ανακουφισμένη που δεν έβ λ επ α π ια τόσο χρυσάφι, τό σες φτερούγες και που μπορούσα να γυρίσω το κεφ ά λι μου όπως ήθελα. Κ ά π ο ια σ τιγμ ή κοντοστάθηκα α πένα ντι στον τοίχο ενός σπιτιού. Έ ν α ς τεράσ τιος τοίχος χω ρ ίς παράθυ ρα, μ ’ ένα μικρό μπαλκονάκι σε μια άκρη σαν κ α τά λάθος, με κασονάκια γ ε μ ά τα βουκαμβίλιες. Στον άδειο το ίχο ,
107
στο βάθος του μπαλκονιού, ακουμπισμένη μια ταβανόσκου π α και π λ ά ι τη ς κρέμονταν ένα ζευγάρι αρβύλες. — Αριστούργημα, δείχνω το μπαλκονάκι στον ΖανΠ ω λ. Ε κείνος δεν μίλησε. Ε νιω σ α το χέρι του να χα λα ρώ νει και ν ’ αφήνει το δικό μου. Κ ο ίτ α ζ α με τη ν κόχη του μ α τιού τ α σφ ιγμένα του χ ε ίλ ια και τα θυμωμένα του μ ά τια . Τα μ ά τια του σίγουρα θα ή τα νε ακόμα πλημμυρισμένα από τ α αριστουργήματα που είχα μ ε δει στην Κ α π έλ α Σ ιστίνα. Ε κ εί ούτε μια σ τ ιγ μ ή δεν φανέρωσα έκσταση. Δεν είπα: αριστούργημα! Π ή γ α μ ε στο δω μάτιό του και το ’ξερα πω ς δεν θα κρα τούσε πολύ ο θυμός του. Σ το πρώτο α γκ ά λ ια σ μ α , ξεχά στηκε κι ο Μ ιχα ή λ Ά γ γ ε λ ο ς κι η σκούπα με το μακρύ κοντάρι. Αυτό είναι το μόνο που τον χω ρ ίζει από μένα, η ζω γραφ ική του. Ενώ εμένα με χω ρ ίζει από κείνον η Ε λ έ νη, η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α .
Αφού πιούμε τον α πογευματινό μας καπουτσίνο, τ ις πιο π ο λ λ ές φορές πάμ ε να φάμε το βράδυ σε μια τραφορία με τον Φράνκο και τη Λάουρα. Ο Ζ α ν-Π ω λ δεν χω νεύει πολύ τη Λάουρα, γ ια τ ί γ ε λ ά ε ι δυνατά και κάθε τόσο λέει: « Ό τ α ν θα παντρευτούμε με τον Φ ράνκο...» Ο Ζ α ν-Π ω λ α γ α π ά ε ι πολύ τον Φράνκο και πιστεύει π ω ς αν παντρ ευτεί γρήγορα, π ά ει π ια , δεν θα γ ίν ε ι μ εγάλος ζω γράφ ος. Μη φοβάσαι, Ζ α ν-Π ω λ, δεν πρόκειται ποτέ να πω «όταν θα π α ντρ ευτο ύ μ ε...». Σ χεδόν π ά ν τα μετά τη ν τρατορία καταλή γουμ ε στο δω μ άτιο του Ζ αν-Π ω λ. Δεν μπορώ να μείνω πέρα από τ ις εντεκ άμ ισ ι. Κ λείνει η καγκελόπορτα . Δεν έμεινα π οτέ τη νύ χτα μ α ζ ί του. Α παγορεύεται. Αν μείνω κρυφά, μπορεί να με δει η καθαρίστρια. Δεν με νοιάζει και τόσο που
108
φεύγω . Μ ’ αρέσει ν ’ αφήνω τον Ζ α ν-Π ω λ ξαπλω μένο στο κρεβάτι του να με κ ο ιτά ζει που ντύνομαι. — Αύριο, μου λέει τρυφερά κ α ι μισονυσταγμένα. — Αύριο. Αύριο θα π ά ω π ά λ ι στην οδό Γ κ α έτα . Αν έγιναν «οι απαιτούμενες ενέργειες», δεν θα υπάρξει άλλο εικοσαήμερο με τον Ζ α ν-Π ω λ . Ο Α χ ιλ λ έ α ς περιμένει.
Τις Κ υριακές παίρνουμε συνήθως το λεωφορείο να πάμ ε στο Τ ίβολι ή πιο μακριά στο «Αάκο ν τ ’ Αλμπάνο» ή περ π α τά μ ε στην Ά π ια Α ντίκα. Σ τον γυρισμό π άμ ε στον Φράνκο και στη Λάουρα. Μ έ νουν σε μια σοφίτα στην π ιά τσ α ν τ ’ Ε σπάνια. Τότε μπορεί να ζηλεύω τη Λάουρα που τρ ιγυρ ίζει σαν νοικοκυρά, μας ψήνει τσ άι και ξετρυπώνει ένα κουτί μπισκότα ανάμεσα στα π ιν έλ α του Φράνκο κ α ι σε πουλόβερ κουβαριασμένα στα ράφια. Ό τ α ν γυρίζουμε στο δω μάτιο του Ζ α ν-Π ω λ έ χ ε ι α ρ χ ί σει να σ κοτεινιά ζει. Τραβώ το κάλυμμα από το ντιβ ά νι, γδύνομαι και χώ νομ α ι στα δροσερά σεντόνια. Ο Ζ α ν-Π ω λ π λ α γ ιά ζ ε ι δίπ λα μου. Το παράθυρο το αφήνουμε ανοιχτό κι ας κάνει ακόμα ψύχρα. Τα κορμιά μας ζεσ τα ίνοντα ι το ενα από το ά λ λ ο . Τα περιστέρια π ετά νε από το τα ρ α τσ ά κι και πάνε να κουρνιάσουν στην αντικρινή χ α μ η λ ή σ τέγη . Οι καμπάνες χτυπούν εσπερινό. Μ ια τέ το ια ώρα μίλησα στον Ζ α ν-Π ω λ γ ια τη ν Ε λ έν η , τη ν αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . Ό τ α ν τέλ ειω σ α , μ ’ έπιασε α γ ω νία . Μ ήπω ς δεν έπρεπε να πω τίπ ο τα ; Δεν τολμούσα να γυρίσω να τον κοιτά ξω . Έ μ ειν ε γ ια λίγο ακίνητος κι ύστερα μ ’ α γκ ά λια σ ε σ φ ιχ τά . Μ ήπω ς λ α χ τ ά ρισε γ ια τ ί θα φύγω; Ό χ ι, δεν μπορούσε να το πιστέψ ει, ετσι που μ οιάζω ξένοιαστη κοπέλα να έχω περάσει τόσα
109
στη ζω ή μου. Κυρίως τον εντυπώσιασε η ιστορία τ η ς Μ α τίν α ς. Π ώ ς γ ίν ε τα ι στην όμορφη χω ρα μου να συμβαίνουν τόσο φοβερά π ρ ά γμ α τα ! Γ ια τον Α χ ιλ λ έα δεν ρω τά ει τίπ ο τ α . Λ ες και δεν τον αφορά. — Θα σου λείψω; Δεν β λέπ ω καμιά α γω νία στο βλέμμα του. Χ α λαρώ νει λ ίγ ο το α γκά λια σ μ α και μου α π α ντά ει ήρεμα με σιγουράδα: — Π ώ ς θα π α ς εκεί, δεν θα σ’ αφήσουν. Δεν είπε: «δεν θα σ’ αφήσω ». Αυτό να ι, είμ α ι σίγουρη π ω ς δεν το είπε. — Θα ’θελα να ’μενες όλη τη νύχτα κοντά μου. Ο Ζ α ν-Π ω λ δεν ξέρει π ω ς δεν έχω περάσει ολόκληρη ν ύ χτα ούτε με τον Α χ ιλ λ έ α .
Μ άρτης μήνας. Ό λ η η Ρ ώ μ η έχει μπουμπουκιάσει. Η άνοιξη έφτασε νωρίς κι ε γ ώ , όπως λέει ο Φράνκο, μοιάζω σαν ανοιξιάτικο κλαρί έτσ ι όπως είμ αι ντυμένη. Η Λ ίζα μου έσ τειλ ε μια καταπράσινη μπλούζα και μια κλος φού στα με ψιλό καρουδάκι σε τόνους πράσινου που φ τά νει ως τον α σ τρ ά γαλο. Ο Ζ α ν-Π ω λ ήθελε να π ά ω πρω ί πρω ί να τον βρω στο δωμάτιό του. Δεν είχε μάθημα όλη μέρα. « θ α ’να ι σαν να ’χουμε περάσει τη νύχτα μ α ζ ί, άμα σε δω τόσο νω ρίς στο κρεβάτι μου.» Φοράω τ α πράσινά μου ρούχα και τα πορτοκαλιά π α πούτσια και βγαίνω στον δρόμο. Σ υ λ λ ο γιέμ α ι τ ι όμορφα έτσι δροσερή να χω θώ στα ζεσ τά σκεπάσματα του ΖανΠ ω λ . Π εριμένω στη στάση το τραμ. Α πέναντι κ ά τ ι γρά φουν σ’ έναν τοίχο. Ε ίνα ι μακριά και δεν μπορώ να διαβά σω. Θα ’ναι κανένα σύνθημα γ ια α περγία . Γράφουν ήρεμα ήρεμα σαν να ζωγραφίζουν χω ρ ίς φόβο να τους κ υνηγή σουν, να τους πυροβολήσουν, θυ μ ά μ α ι τον Γ ρηγόρη, που
110
τον σκότωσαν με το πινέλο στο χέρ ι. Έ ρ χ ε τ α ι το τρ α μ και σβήνω τ ις θύμησες από το μυαλό μου. Ανεβαίνω στο βαγόνι κ αι κ ο ιτά ζω από τ α κατεβασμένα τ ζ ά μ ια τ α ανθι σμένα δέντρα. Ο Ζ α ν-Π ω λ έχει αφήσει μισόγερτη τη ν πόρτα του δω ματίου του. Ε ίν α ι στο κρεβάτι κ αι κάνει τον κοιμισμένο. Γδύνομαι κ αι τρυπώνω δ ίπλα του. Ε ίχ ε δίκιο, ή τα νε σαν να είχα μ ε περάσει τη νύ χτα μ α ζ ί και ξεκούραστοι ξανα σ μίγαμε το πρω ί. Δεν θέλω ν ’ ανοίξω τ α μ ά τια . Ν ιώθω τόσο καλά! Εκείνος κάνει να σηκω θεί, τον κρατάω να μην κουνήσει. — Π ά ω να φ τιά ξω καφέ, ψιθυρίζει, και χα λα ρώ νω το σφίξιμο. Α νοίγω τα μ ά τια . Π αίρνει τώ ρα τη διπλή καφ ετιέρα, την ακουμπάει στο ηλεκτρικό καμ ινέτο. Σ ε λ ίγ ο ακούω το γουργουρητό του καφέ που βράζει. — Θα σου φέρω τον καφέ στο κρεβάτι. Π ετά ω μ εμ ιάς τ α σκεπάσματα. Π οτέ δεν μ ’ άρεσε να παίρνω πρωινό στο κρεβάτι, νομίζω π ω ς είμ αι άρρωστη. Βρίσκω το μπουρνούζι του Ζ α ν-Π ω λ και τυ λ ίγο μ α ι. — Σου π ά ε ι, λέει εκείνος και ετο ιμ ά ζει το δίσκο. Σκαρφαλώ νω στο παράθυρο να β γω στο τα ρ α τσ ά κι, ν ’ ανασάνω ξανά τη ν πρωινή α νοιξιάτικη δροσιά. Τ εντώ νο μαι στον ήλιο. Α πέναντι ακριβώς είναι ένας μακρόστενος τοίχος. Τι τους έπιασε σήμερα κ α ι γράφουν στους τοίχους. Κ ά τι τερ ά σ τια κόκκινα γρ ά μ μ α τα . Ε ΜΟΡΤΟ... Έ ν α μικρό καμιόνι, σταματημένο μπροστά, μ ’ εμποδίζει να διαβάσω τη συνέχεια. Π οιος να πέθανε; Σίγουρα κανένα στέλεχος του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος. Το καμιονάκι ξεκινάει, φεύγει. Ε ΜΟΡΤΟ ΤΖΙΟΓΖΕΙΙΕ ΣΤΑΛΙΝ. — Ζ α ν -Π ω λ ... Ο Ζ α ν-Π ω λ τρομάζει με τη ν κραυγή μου κι έρχετα ι προς το παράθυρο με την καφ ετιέρα στο χέρ ι. — Τ ι έπαθες;
111
— Π έθανε ο Σ τ ά λ ιν , λέω ξέπνοα κ αι του δείχνω τον α π έν α ν τι το ίχο. — Δεν ή τα νε και τόσο γέρος. Έ λ α μέσα, θα κρυώσει ο καφ ές. Τον κ ο ιτά ζω σαν τρ ελ ή . Τ ι μου λέει; Δεν ή τα νε τόσο γέρος! Δ ρασκελίζω το παράθυρο και μ παίνω στο δω μάτιο. Τρέμω ολόκληρη. — Π έθανε. ΠΕΘΑΝΕ Ο ΣΤΑΛΙΝ. Το κ α τα λα β α ίνεις; Το λ έω με λυγμούς αυτή τη φορά. Ο Ζ α ν-Π ω λ με κοι τ ά ζ ε ι όλο απορία.
Η Δάφνη είναι ένα ήσυχο κοριτσάκι. Το λ έ γ α ν ε οι θείες στο νησί. Δεν κ λα ίει δυνατά, δεν φ ω νάζει. Κ ι αργότερα, η Ε λ έν η το ξεφωνητό το ’π ν ίγ ε μέσα τ η ς. Ό τ α ν πήρανε τ ις «μαθητριούλες» να τ ις εκτελέσουν, όταν φανερώθηκε το «Φ εγγαράκι», η Μ α τίνα σαν φ άντασμα, ντυμένη στα κ ά τα σ π ρα , δεν τη ς βγήκε φωνή. Σ π ά ρ α ζε μέσα τ η ς . Κ α ι σ τις χα ρ ές έτσ ι ή τα νε. Ό τ α ν γελούσε, έ φ εγγε το πρόσω πό τ η ς , άστραφταν τ α μ ά τ ια τ η ς , μα δεν έβγα ινε ήχος. Σ αν βουβή τα ινία . Τώ ρα φω νάζω υστερικά: Π έθανε ο Σ τά λ ιν ! Π έθανε ο Σ τά λ ιν ! Ο Ζ α ν-Π ω λ μου σ φ ίγ γ ε ι τους καρπούς τω ν χ ε ριών να ηρεμήσω. Π έφ τω στο κρεβάτι και δαγκώ νω το μ αξιλά ρι να μην ξεφω νίζω άλλο. — Δ άφ νη, ηρέμησε. Το είπε ε π ιτιμ η τικ ά . Γυρίζω και τον κ ο ιτά ζω . Π ίνει τον καφέ του. Π ίνει καφέ! Μπορεί και κ α τα π ίνει! Σ ε λίγο μπορεί να θελήσει να ζω γραφ ίσ ει ή να ξ α ν α π λ α γιά σ ει μ α ζ ί μου! Κ ρ α τά ει το φ λ ιτζ ά ν ι κ αι το χέρ ι του δεν τρέμει. Τα δ ά χ τυ λ ά του είναι μακριά και λ ε π τά με ροζ π α ιδ ιά σ τι κα νύ χια . Πιάνουν το πινέλο και ζω γραφ ίζουν. Δεν το ’πια σα ν όμως ποτέ ξυλιασμένα και πρησμένα από τ ις χ ιο
112
νίστρες να γράψουν στον τοίχο. Ν α γράψουν: ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ. «Αν ήξερε ο Μ ουστάκιας τ ι τραβάμε», έ λ ε γ ε το
Κ α τιν ά κ ι πριν το εκτελέσουν. «Ξέρει ο Μ ουστάκιας τ ι κά νει», λ έγ α μ ε στην αρχή του πολέμου, όταν η Σ οβιετική Έ νω σ η υπέγραψε τη συνθήκη με τη Γερμανία του Χ ίτ λερ. «Να δείτε που θα τους τη σκάσει, ο Μ ουστάκιας!» Κ ι εγώ που ονειρευόμουνα να τον δω με τα μ ά τια μου! « Ε λ π ί ζω να κάνεις Π ρ ω τομ α γιά στην Κ όκκινη Π λ α τε ία και να ΤΟΝ δεις», μου έγραφε η Μ αρί-Τερέζ από το Π αρίσι. Τ ώ ρα, τ ι θα γίνουμε χω ρίς ΑΓΤΟΝ; Τ ι θα γίν ε ι ο τόπος του; Τι θα γ ίν ε ι ο κόσμος όλος; Δεν φω νάζω π ια , μόνο που τ α δάκρυα τρέχουν α σ τα μ ά τη τ α από τ α μ ά τια μου. Ο Ζ α ν-Π ω λ έχει καθίσει α μ ίλ η τος στην άκρη του κρεβατιού. Μου δίνει το φ λ ιτζ ά ν ι του να π ιω καφέ. Του γνέφω π ω ς δεν θέλω . Ν ιώθω π ω ς αν βάλω έστω και μια γουλιά στο στόμα μου, θα κάνω εμε τό. Ο Ζ α ν-Π ω λ μένει π ά ντα βουβός. Θα ’χ ε ι απορήσει με μένα. Από τη ν α νοιχτή π ιτ ζ ά μ α του φ αίνετα ι το γυμνό του στήθος. Π ώ ς να μην απορήσει; Τι να κ α τα λ ά β ει από μένα! Δεν ένιωσε ποτέ του π είνα , δεν τριγύριζε ποτέ στους δρόμους χω ρ ίς να ξέρει πού θα περάσει τη ν ύ χ τα , δεν του ξεκόλλησαν τους φίλους από τη σάρκα του γ ια να τους στήσουν στον τοίχο, δεν αποκήρυξε ό ,τι πίστευε γ ια να πάψουν να τον βασανίζουν, «δηλώ εγγράφ ω ς ότι απο κηρύσσω τ α ς κομμουνιστικάς ιδέας ω ς εθνοκτόνους...». Π ώ ς θα γ ίν ει μ εγά λος ζω γράφ ος, αφού δεν πόνεσε, δεν έζησε, δεν συναπάντησε στον δρόμο του τους ανεμοδαρμέ νους; Δεν φ τά νει μόνο να μην παντρευτεί μικρός. Τ ι να κα τα λά β ει από μένα; Κ ι εγώ τ ι γυρεύω μ α ζί του; Π ώ ς βρέθηκα στο κ ρεβάτι του; Σ ηκώ νομαι ξαφνικά κι α ρ χ ίζω να ντύνομαι γρήγορα. Να βγω έ ξ ω ... Εκείνος δεν κουνάει από τη θέση του. Π ά ω προς τη ν πόρτα κ αι ξαφνικά με π ιά νει πανικός. Αν δεν με ρωτήσει πού π ά ω ; Αν δεν με σ τα μ α τή σ ει; Ε ίμ α ι σχεδόν
113
κοντά στην πόρτα. Τώρα θα τη ν α νοίξω ... — Π ερίμενε να ντυθώ. Ε ίπ α χ τ ε ς στον Φράνκο κ αι ατη Λάουρα π ω ς θα περνούσαμε από κει. Ν ιώ θω τ α γόνατά μου να λυγίζουν. Β γαίνουμε στον δρόμο. Π αντού οι το ίχο ι γεμ ά το ι με κόκκινα γράμ μ α τα: Ε ΜΟΡΙΟ ΤΖΙΟΤΖΕΠΕ ΣΤΑΛΙΝ
μοτέρ στοπ
Σ ήμ ερα το γύρισμα α ρ χ ίζε ι στις τρεις το απόγευμα. Έ τ σ ι η Ε λένη έχει όλο το πρωινό δικό τ η ς. Δ ηλαδή κα θόλου δικό τ η ς. Ε ίνα ι Π έ μ π τη και η Δαφνούλα δεν έχει σχολείο, και στις «Γκαλερί Λ αφ α γιέτ» κάνουν εκπτώ σεις σ τις καμ παρντίνες. Η Μ αρί-Τερέζ επιμένει να χα ρίσει μια κ αμ πα ρντίνα στη Δ αφνούλα. Η μικρή στραβομουτσουνιά ζει από πριν, όπως κάθε φορά που η Μ αρί-Τερέζ θέλει να τ η ς αγοράσει κ ά τι. Ε ίν α ι σίγουρη, λέει, π ω ς δεν θα τη ς αρέσει. Γ ίν ε τα ι ο σχετικ ός μικροκαβγάς κ αι η Ε λένη θυ μ ίζ ει στην κόρη τη ς πόσα χρω στάνε στη Μ αρί-Τερέζ. Αν ξεπεράστηκαν οι μ ε γ ά λ ε ς δυσκολίες στο Π αρίσι είναι γ ια τ ί τους παραστάθηκε εκείνη . Αυτή έμαθε τ α πρ ώ τα γ α λ λικ ά στη Δαφνούλα, αυτή φρόντισε γ ια το σχολείο που θα π ά ε ι, τ η ς αγόρασε τ ις πρ ώ τες ποδιές: μ ια θαλασσιά για τη μ ια βδομάδα, μ ια ροζ γ ια τη ν ά λ λ η . Την τρ ιγύρ ιζε σ’ όλο το Π αρίσι, όπως ε ίχ ε κάνει τότε με τη ν Ε λ έν η , την π ή γ ε στον ζω ολογικό κήπο κ αι στην «Κ ομεντί Φρανσέζ», και γ ια τσ ά ι στο « Τ ιγιέλ » , ένα πολύ σικ ζαχαροπλα στείο. Η Δαφνούλα δ ιη γιότα νε π ώ ς πίνανε το τσ ά ι σε πορσελάνινα φ λ ιτζ ά ν ια με ζω γραφ ισμ ένα χρυσά φ ύλλα. Τα π ή γ α ι ναν μ ια χα ρ ά οι δυο τους. Ως τον περασμένο Μ άη. Γ ια τ ί η Δαφνούλα, που είχε κ λ είσ ει τον.Α πρίλη τα δώδεκα, ήτανε
114
τον Μ άη του ’68 ένα ψηλόλιγνο κορίτσι, που είχε πάρει όλο τον αέρα τ η ς Λ ίζα ς. Τα γεγο νό τα του Μ άη του ’68 διαδραματίζονταν κυ ρίως στο Κ α ρ τιέ Λ α τέν, το στέκι τω ν φοιτητώ ν τ η ς τ έ χ νη ς και τ η ς διανόησης, κι ο απόηχός τους έφτανε στην αρχή πολύ αμυδρά ίσαμε το Σ αραντόν. Η Ε λένη έπλενε κείνη τη μέρα. Έ π λ ε ν ε κ αι συλλογιό τανε τον Δεκέμβρη του ’4 4 , τη δική τους εξέγερση ενα ντίον τη ς βρετανικής αυτοκρατορίας. «Μ ας πήραν τη ν Α θήνα — νανού, νανού, νανού — μ ο ν ά χ α γ ια ένα μ ή ν α ...» Ό τ α ν βρεθούν με τον Π άνο, τον Ε υγένιο και τους άλλους, τους πιά νει η νο σ τα λγία γ ια τ α τραγούδια που λέγ α ν ε τότε. Η Ά ν ν α , ο Σ τέφανος και τ ’ ά λ λ α πα ιδιά που τα μαθαίνουνε τώ ρ α , ρωτάνε απορεμένα: « Σ τ ’ α λήθεια π ι στεύατε π ω ς σας πήραν οι Ε γ γ λ έ ζ ο ι και οι ά λλο ι την Αθήνα μόνο γ ια ένα μήνα;» Αν το πιστεύαμε! Τώρα έχου με Μ άη του ’6 8 , και την Αθήνα ακόμα δεν τη ν πήραμε. «Κοντεύουμε όμως να πάρουμε το Π αρίσι», ειρω νεύεται ο Π άνος. Ό σο δικός τ η ς ή τα ν εκείνος ο Δεκέμβρης, τόσο ξένος τη ς φ αίνετα ι τ η ς Ε λένης τούτος ο Μ άης. Γύρισε η Δ αφ νούλα ξαναμμένη απέξω κ αι τη βρήκε να π λένει βυθισμέ νη στις σκέψεις τ η ς . Σ τάθη κ ε μπροστά τ η ς, σταύρωσε τ α χέρια και τη ν κάρφωσε με οργισμένο βλέμμ α . «Λοιπόν, στο βάθος είσαι μικροαστή. Το Π αρίσι κ α ίγ ε τ α ι κι εσύ τη ν μπουγάδα σου.» Η Ε λένη γύρισε και τη ν κ οίταξε. Ε ίχ ε όλη τη διάθεση να τη ς δώσει ένα χαστούκι, μα δεν το ’κανε, ήθελε να τη ν πιάσει από το μ α λ λ ί, όπως τη ς έκανε ο αδερφός τ η ς σαν ήτανε μικρή και τη ν τσάκω νε να του ψαχουλεύει το γρ α φείο του, γ ια να βρει μια γο μ ο λ ά σ τιχ α , γ ια τ ί π ά ν τα έ χ α νε τη δίκιά τ η ς , μα ούτε κι αυτό το ’κανε. Π ή γ ε να τ η ς πει μελοδραματικά: «Κάνω τη ν μπουγάδα ΣΟΥ κι όχι τη ν μπουγάδα ΜΟΥ», μα σώπασε. Ί σ ω ς δεν ήξερε με ποια
115
λ ό για μ ια μάνα, μια μάνα που ανέβαινε τον Δεκέμβρη του ’4 4 τη στριφογυριστή σκάλα υπηρεσίας μ ’ ένα παλιοτούφεκο γ ια να πολεμήσει τους Ε γγλ έζο υ ς που είχα ν ταμπουρωθεί στην απέναντι πολυκατοικία και τραγουδούσε: «Μ ας ήρθαν οι Ε γ γ λ έ ζ ο ι ... μ α ο λαός τους χ έ ζ ε ι . .. » , με ποια λ ό γ ια θα μπορούσε να μιλήσει στην κόρη τ η ς που τραγουδούσε τώρα στους δρόμους του Παρισιού τη ν π α γκ ό σμια επανάσταση. Η Δαφνούλα όμως ήξερε τ ι να π ει σ’ αυτή τη μάνα: « Ό λ ο ι εσείς η παρέα χά σ α τε την επανα σ τα τικ ό τη τά σας. Κ ι εσύ κι ο Πάνος κι ο Ε υγένιος. 'Ασε π ια τη Μ αρίΤ ερέζ, που μας έχει φάει τ ’ αυτιά με τη ν Α ντίσταση και το Λ αϊκό Μ έτω πο. Τώρα λ έει μπούρδες και κά θετα ι σ πίτι τ η ς , ενώ έξω χ α λ ά ει ο κόσμος». Κ α ι γ ια να αποδείξει η Ε λένη στην κόρη τ η ς πω ς δεν έχασε τη ν επ α να σ τα τικότη τά τ η ς , βγήκε μ α ζί τ η ς να π ά νε στη διαδήλω ση. Μ ικρά σκληρά νεράντζια , κομμένα από τ ις νεραντζιές μπροστά στο Π α νεπισ τή μιο, βάζανε οι κοπέλες στους κόρ φους τους και τ ’ αγόρια σ τις τσ έπες τους να τα πετά νε στους Γερμανούς. Αυτά είχα νε γ ια όπλα τους. Οι Γ ερμα νοί ρίχνανε ριπές με τα πολυβόλα. Η Ε λένη δεν φοβότανε τό τ ε, στην Κ α το χή , ούτε μ ε τά , στις αρχές του Δεκέμβρη του ’4 4 που ανέβαινε τ ις σκάλες τη ς π λ α τε ία ς Σ υ ν τά γμ α τος α γ κ α ζέ με τον Α χ ιλ λ έ α και τον Π άνο, και πλήθος κόσμου από πίσω τραγουδώ ντας: «Λαοκρατία κι όχι βασι λ ι ά .. .» Η δική τη ς φωνή τρεμούλιαζε λ ίγ ο , γ ια τ ί α πέ να ντι, από τ α κεραμίδια τω ν ανακτόρων πυροβολούσαν στο ψ αχνό, μα δεν τη ς πέρασε ποτέ από τον νου να κάνει π ί σω. Τώρα νιώθει τα γό να τά τ η ς να τρέμουν όταν β λέπει α π ένα ντι στην κόρη τη ς παρα τετα γμ ένους τους αστυνομι κούς με τ ις κάσκες, τ ις διαφανείς ασπίδες από π λ έξιγ κ λ α ς , τ α γκλοπς και τ α δακρυγόνα. Σ φαίρες δεν ρί χνουν. Οι διαδηλω τές ξηλώνουνε τα λιθάρια από το λιθό
116
στρωτό και τους τα π ετά νε. Τη Δαφνούλα την έχει πιάσει από το χέρι ένα άγνω στο αγόρι μιε σγουρά μακριά μ α λ λ ιά και φωνάζουν ξέφρενα συνθήματα. Η Ε λένη απορεί που φοβάται τόσο. Τι θα τους κάνουν; Το πολύ πολύ να ρίξουν δακρυγόνα. Δεν υπάρχουν πολυβόλα. Κ ι αν τους συλλάβουν, ούτε βασανιστήρια ούτε εξορίες ουτε δηλώ σεις μ ε τά νοιας. Μ πορεί ένα χέρι ξύλο. Φ οβάται όμως πολύ η Ε λ ένη . 'Ο χ ι γ ια τ ί δεν είναι δε καοχτώ χρονώ. Της είναι ξένος ο Μ άης. Δεν θέλει να πάθει τίπ ο τα γ ι ’ αυτόν τον ξένο Μ άη. «Τι σημασία έχει όπου κι αν α γω νίζεσ α ι; Το ίδιο κάνει.» Ποιος το ’χ ε ι π ει αυτό. Ψ έμ α ! Ο Μ άης κ α τα λ ά γ ια σ ε , οι καβγάδες όμως τη ς Δαφνούλα ς και τη ς Μ αρί-Τερέζ φούντωναν. Η μικρή τ ή ς π ε τά ει τσ ιτά τα , που κάπου τ α ’χ ε ι ακούσει, και μ ιλά ει γ ια τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Μ αρί-Τερέζ ξεχνάει π ω ς έχει απέναντι τ η ς ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονώ και π α ε ι να τη ς αποδείξει ποια είναι η αληθινή επανάσταση και π ω ς τότε στο Λ αϊκό Μ έ τω π ο ... — Αυτά όλα είναι π α λ ιά και σκουριασμένα, α π α ντά ει με αναίδεια η Δαφνούλα. Η Ε λένη σ υ λ λ ο γιέτα ι π ω ς στην η λ ικ ία τη ς κόρης τη ς η βιβλιογραφία τ η ς σταματούσε στην Π ηνελόπη Δ έ λ τα και στη Σ έλ μ α Λ άνγκερλεφ . « Ό λ α π α λ ιά και σκουρια σμένα», λ έει κ α ι ξανα λέει με πείσμ α η μικρή στη Μ αρίΤερέζ. Η Ε λένη δεν α να κ α τεύετα ι στους καβγάδες τους. Έ χ ε ι ά λλες έννοιες. Το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ είναι στο Π αρίσι.
Ε ίχα νε ραντεβού σ τις έντεκα με τη Μ αρί-Τερέζ μπρο στά στις «Γκαλερί Λ α φ α γιέτ» . Ανεβαίνουν κι οι τρ εις μ α ζ ί κατευθείαν στον όροφο με τ ις καμ παρντίνες. Η Δαφνού λα τις κ ο ιτά ζει αδιάφορα.
117
— Μ α δοκίμασε τούτη, έ χ ε ι σκάσει η Μ αρί-Τερέζ, που τ η ς έ χ ε ι δείξει ένα σωρό καμπαρντίνες. Η μικρή μουτρωμένη κ α τα δ έχ ε τα ι να τη φορέσει. Δεν πρόλαβε να καλοκ οιταχτεί στον καθρέφτη και δήλωσε: — Μ οιάζω βουτυροκόριτσο. Κ α ι δοκίμασε κι ά λλη κι ά λ λ η , βαριεστημένα. Σ τεκό τα νε σαν ξύλο, κι η Ε λένη με τη Μ αρί-Τερέζ τ η ς περνού σανε με δυσκολία τα μ ανίκια . Τ έλος, τ η ς φόρεσαν μια καμ πα ρντίνα μ πεζ ανοιχτό, που έκανε σούρα στην π λ ά τη και σ χ η μ ά τιζ ε μπουφάν. Ό π ω ς την είδε η Ε λένη μέσα στον καθρέφτη, ψ ηλόλιγνη με τα μ α λ λ ιά δεμένα πίσω μ ’ ένα κορδονάκι των παπουτσιώ ν, ένιωσε ένα τσ ίμ πη μ α στην καρδιά. Ά νο ιξε η πόρτα του κελιού και μπήκε μέσα ένα ψηλό λιγνο κορίτσι. Ή τα ν ε μέρα που δεν γίνονταν μ ε τα γ ω γ ές κι η Ε λένη είχε μείνει π ά λ ι μόνη. Το κορίτσι απόμενε όρθιο. Φορούσε μια ανοιχτόχρω μη μ πεζ καμ πα ρντίνα, με σούρα στην π λ ά τη που σ χ η μ ά τιζ ε μπουφάν. Δεν κοίτα ζε τη ν Ε λ έ ν η , τ α μ ά τια τ η ς δεν έβλεπαν πουθενά. Τα χ ε ίλ ια τ η ς ή τα ν ε κάτασπρα. «Π αμψηφεί σε θάνατο», ψ ελλισε. Π ή γ α ιν ε κάθε μέρα φ α γη τό στον αρραβωνιαστικό τ η ς που κρυβότανε. · — Μ α δεν β λέπετε π ω ς με κάνει σ α χλή ; λ έει η Δ αφ νούλα. Π ώ ς το ’λεγα ν το κορίτσι; Ληστοτρόφος. Δ ικάστηκε κ αι καταδικάσ τηκε γ ια ληστοτρόφος, υπάρχει νόμος. Λ η σ τή ς. Ά μ α είσαι «συμμορίτης» και κ ατέβ εις στην πόλη παράνομος, είσαι λη σ τή ς. Ό ποιος σου φέρει φ α ί, είναι ληστοτρόφος. Σ ηκώ νει τουφέκι. — Δ ες το κι εσύ, μ αμ ά , π ώ ς με κάνει! ...Ε ίχ ε ένα παράξενο όνομ α... — Μ αμ ά , δεν β λέπ εις; ξανα λέει η Δάφνη. — Π ε ς τ η ς , Ε λ έν η , δεν τ η ς π ά ει; α π ε λ π ίζ ε τ α ι η Μ αρίΤερέζ.
118
...Μ ά ρ α ! το θυμήθηκε. Μάρα τη ν έλεγα ν. Λ ίγ α χρόνια πιο μ εγά λ η από τη Δαφνούλα. Την εκτέλεσαν μ ετά τρ εις μέρες. Δεν ε ίχ ε ακούσει ποτέ γ ια τη Ρ όζα Λούξεμπουργκ. Της π ή γ α ιν ε η καμπαρντίνα, έτσι ψηλόλιγνη που ή τα ν , μόνο που α ντί κορδόνι τω ν παπουτσιώ ν είχε δεμένα τα μ α λ λ ιά τ η ς μ ’ ένα καφέ βελουδάκι. — Π ά ρ ’ τ η , λοιπόν, λ έει η Ε λένη ανυπόμονα. Η μικρή δισ τά ζει μια σ τιγ μ ή κι ύστερα λ έει συμβιβα στικά: — Κ α α α α λ ά , θα σας κάνω το χ α τίρ ι.
Το γύρισμα α ρ χίζει ακριβώς στην ώρα του, ,η Ε λένη φτάνει τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμ ή λα χα νιασ μ ένη. Μ όλις προ φ ταίνει ν ’ α ντα λ λ ά ξει δυο λ ό για με τον Ευγένιο. — Τ ι νέα; — Π ιάσανε τρ ιά ντα . — Π ά λ ι; Χ τυ π ά ει η κ λ α κ έτα .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο —λήψη Το τρένο έ χ ε ι σταθεί αυτή τη φορά σε άλλο σταθμό. Σ ε κάποια μικρή π ό λη. Η σκεπή τ η ς πλατφ όρμας είναι ξύλι νη, όλο σ κα λίσμ α τα . Μ ια κοπέλα με τη β αλίτσ α στο χέρ ι ετο ιμ ά ζετα ι ν ’ ανέβει στο βαγόνι. Έ ν α ς άντρας μ παίνει τρέχοντας από τη ν είσοδο του σταθμού και φ τά νει κοντά τη ς. Η κ ο π έλα, χω ρίς ν ’ αφήσει τη β α λίτσ α , τον α γ κ α λ ιά ζε ι με το ελεύθερο χέρι τ η ς. — Α ντίο, λ έει ο άντρας με συγκινημένη φωνή.
119
Η κοπέλα έχει ανέβει στο βαγόνι. Το χέρ ι τ η ς είναι α πλω μ ένο, χω ρίς να α γ γ ίζ ε ι π ια το δικό του. — Α ντίο γ ια πάντα. — Δεν υπάρχει γ ια π ά ν τ α , φ ω νάζει ο ά ντρας, ενώ το τρένο έ χ ε ι ξεκινήσει. «Υ πάρχει, συλλογιέται η Ε λ έν η . Υ πάρχει " γ ια π ά ν τ α ” . Ό τ α ν φεύγεις με το τρένο και α ποχαιρ ετά ς κάποιον, γ ια τ ί π α ς στον Α χιλλέα .» μ ο τέρ σ το π
Η σκριπτ-γκερλ τρ έχει και δίνει ένα κασκόλ στην κοπέ λ α . Ο σκηνοθέτης κουνάει νευριασμένος το χέρ ι. — Κ α λ ή κ ι α υτή, ξέχασε το κασκόλ, μ όλις προφταίνει να π ει ο Ε υγένιος και π έφ τει η κλακέτα .
Το τρ έν ο τ η ς φ ρ ίκ η ς σκηνή — πλάνο — λήψη Την πρώ τη φορά που αντίκρισα τον σταθμό τ η ς Ρ ώ μ η ς τον ένιωσα σαν να με καλω σορίζει. Δεν άκουγα τ α βήμα τ ά μου, έτσι όπως είναι στρωμένο το δάπεδο μ ’ ενα π α χύ λα σ τιχένιο υλικό. Ν όμιζα π ω ς κάθε βήμα μου ή τα νε και πιο ανάλαφρο, πω ς πετούσα. Μ ια παράξενη μυρωδιά ανα δυότανε, μου θύμιζε τα «σταμπιλό», κ ά τι χρ ω μ α τισ τές κι μ ω λ ίες που πουλούσανε προπολεμικά μόνο στου «Π ά λλη και Κ ο τ ζιά » , και μας υποχρέωναν στο σχολείο να τ ις αγοράζουμε γ ια το μάθημα ζω γραφ ικής. Ε μ ένα μ ’ άρεσε η μυρωδιά τους. Ά λ λ ο σταθμό δεν είχα δει στη ζω ή μου εκτός από τον σταθμό Λ αρίσης, που βρομούσε ξινίλα και απλυσιά.
120
Τώρα ο σταθμός τη ς Ρ ώ μ η ς με α π οχα ιρ ετά ει γ ια π ά ν τα .
μοτέρ στοπ
Εκείνο το πρω ί που π ή γ α στην οδό Γ κ α έτα , ο πρόξενος με υποδέχτηκε μ ’ ένα χα μ ό γελ ο , λιγότερο ψυχρά από τ ις ά λλες φορές. — Ή ρθε η β ίζα σας. — Α! Αυτό το «α!» μου ξέφυγε. Μπορούσε να το πάρει κανείς για τρόμο ή γ ια πολλή συγκίνηση. Ν ομίζω π ω ς ο πρόξε νος περίμενε να π ω και τ ίπ ο τ ’ ά λλο. Μ α εγώ μένω βουβή. Είκοσι εικοσαήμερα έκανε η β ίζα γ ια να έρθει κι α π ’ αυ τ ά , τα δεκαεφτά τα πέρασα με τον Ζ α ν-Π ω λ. Αν προσθέ σεις τ ις ώ ρες, βγαίνουν πιο π ο λ λ ές α π ’ όσες ήμουνα με τον Α χ ιλ λ έα . Τώρα όμως ΠΑΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ. — Π ώ ς θα φ ύγετε; με συνεφέρνει από τ ις σκέψεις μου ο πρόξενος. Του εξη γώ το σχέδιό μου. Θα π ή γ α ιν α με τρένο στο Π αρίσι, ω ς εκεί φτάνουν τ α λ εφ τά μου. Από κει, Γ άλλοι φίλοι, του κομμουνιστικού κόμματος — δηλαδή η Μ αρίΤερέζ —, θα μου πάρουν εισιτήριο γ ια τη Μ όσχα. — Ω ραία, θα σας βάλουν στη β ίζα τρεις μέρες παραμο νή στη Μ όσχα, ώσπου να π ά ρ ετε το τρένο γ ια τη ν Τ α σκένδη. Δεν κ α τα λ α β α ίνω τίπ ο τα . Τ ι άδεια γ ια τ η Μ όσχα, αφού θα έχω τ η β ίζα γ ια τη Σ οβιετική Έ νω σ η ; Δεν θέλω να του πω π ω ς έτσι και φτάσω στη Μ όσχα δεν με νοιάζει π ια τίπ ο τα . Θα με περιμένει ο Α χ ιλ λ έ α ς κι ο Σεριόζα. Ο πρόξενος μου δίνει ξαφνικά το χέρ ι. Α πλώ νω κι εγώ μηχανικά το δικό μου. Α ναρω τιέμαι αν θα με κουβαλήσει ά λλη μέρα γ ια τη βίζα.
121
— Αφού π ά τ ε στο Π αρίσι, η β ίζα σας θα σας περιμένει στο προξενείο μας εκεί. Κ α λό ταξίδι. Μου α νο ίγει την πόρτα και καταλα βαίνω π ω ς το μόνο που έ χω να κάνω είναι να φύγω. Τα δέντρα στην οδό Γ κ α έτα είναι μπουμπουκιασμένα. Α πρίλης.
Τη β α λ ίτσ α μου την κρατά ει ο Φράνκο. Ο Ζ α ν-Π ω λ και η Λάουρα με κρατάνε από τ α μπράτσα και μου τα σ φ ίγ γουν. Έ τ σ ι κρατούσανε οι καραμπιιέροι ένα κορίτσι ίσαμε δεκα πέντε χρονώ, γ ια να μην τους ξεφύγει. Ε ίχ α μ ε π ά ει με τον Ζ α ν-Π ω λ μια Κ υριακή να πάρουμε το τρένο γ ια το Ο ρβιέτο, να δούμε τα φρέσκα στις εκκλησίες. Το κορίτσι το σέρνανε πάνω στην πλατφ όρμα γ ια να το βάλουν με το ζόρι στο τρένο και κείνο ξεφώ νιζε: «Δεν π ά ω σ π ίτ ι, δεν φεύγω από τη Ρ ώ μ η ». «Π ώ ς τη ν τραβάνε έτσι;» ε ίχ ε θυ μώ σει ο Ζ α ν -Π ω λ . «Είναι α νή λικ η», είπα εγώ . «Ε , και;» θύμωσε π ιο πολύ εκείνος. Ε γ ώ δεν είμ αι ανήλικη κι όμως με κρατάνε σ φ ιχ τά και με π ά νε στο τρένο. Δεν ξεφ ω νίζω , δεν λέω : «Δεν πάω πουθενά, δεν φεύγω από τη Ρώ μη!» Μένω βουβή. Ο Φράν κο μού α νεβ ά ζει τη β α λίτσ α στο βαγόνι. Η Λάουρα μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι και κ λα ίει. Ο Ζ α ν-Π ω λ δεν μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι και δεν κ λ α ίει. Μ όλις που με φ ιλάει στο στόμα. Τα χ ε ί λ ια του είναι κρύα, τα δικά μου το ίδιο. Σ τέκ ο μ α ι στο σκαλί του βαγονιού. Ο Ζ α ν-Π ω λ στην πλα τφ ό ρμ α , με τα χέρ ια κρεμασμένα. Π ώ ς είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του; Σ αν μαρμάρινο. Το τρένο τα λ α ν τε ύ ε τα ι. Ο Φράνκο κι η Λάουρα κουνάνε τ α χέρ ια . Α πλώ νω το δικό μου. Αν με τραβούσε τώ ρα ο Ζ α ν-Π ω λ θα έπε φ τα σαν αχυρένια κούκλα. Το τρένο είναι γεμ ά το στρα τ ιώ τ ε ς που πάνε με άδεια σ π ίτια τους. Κ οντεύει Π ά σ χα . Το τρένο ξεκίνησε. Αναπτύσσει τα χ ύ τ η τ α . Τα χ ε ίλ ια του
122
Ζ α ν-Π ω λ κουνιούνται σαν κ ά τι να μου λέει. Δεν ακούω. Μ ήπω ς φω νάζει: «Μη φ ύγεις»; Ο Ζ α ν-Π ω λ τρ έ χ ε ι να φτάσει το βαγόνι μου και τ α χ ε ίλ ια του εξακολουθούν να λένε κ ά τι. Ε ίμ α ι κιόλας μακριά. Ν ’ αφήνεις τη Ρ ώ μ η τον Α πρίλη είναι σαν να π εθα ί νεις. Ο Ζ α ν-Π ω λ, ο Φράνκο κ αι η Λάουρα έχουν γίν ει μικρές κουκκίδες. Ε γ ώ γέρνω τώ ρα από το παράθυρο και φω νάζω σαν το κορίτσι από το Ορβιέτο: «Δεν πάω πουθενάααα!» Μ α το τρένο είναι π ια μακριά κι ο θόρυβος που κάνουν οι ρόδες του παίρνουν τη φωνή μου και θαρρείς τη ν τσ α λ α π α τά ν ε σε κάθε στροφή τους. Ποιος είπε π ω ς «καλύτερα να κ λα ις στη ρολς-ρόις, π α ρά στο μετρό»; II Μ α ρ ί-Σ α ντά λ , η μ αντάμ Σουσού του Παρισιού. Ψ έ μ α τ α είναι. Κ α λύτερ α να κ λα ις στην τρ ίτη θέση στο τρένο, ανάμεσα στους σ τρ α τιώ τες, παρά στο βαγκόν-λι ολομόναχη, ξαπλω μ ένη σε μια μαλακιά κουκέτα. Οι σ τρ α τιώ τες φωνάζουν, γελούνε, πίνουν κ ιά ν τι από μπουκάλες ντυμένες με ψάθα. Επιμένουν να π ιω κι εγώ . Ρ ω τά νε αν αποχω ρίστηκα τον αρραβωνιαστικό μου. Α παν τά νε οι ίδιοι: Κ ά νει καλό ο λ ίγο ς αποχωρισμός. Κ ι αν ακόμα μ ’ αφήσει γ ια π ά ν τα , να μη σ τενα χω ριέμ α ι. Θα βρω καλύτερον. Του ενός η αδερφή, που την άφησε ο αρ ραβωνιαστικός τη ς ο τσ α γκ ά ρ η ς, κι αυτή έσκασε στο κ λ ά μα κι αδυνάτισε π έντε κ ιλ ά , βρήκε μ ετά ένα συμβολαιο γράφο και ζ ει ζω ή χαρισάμενη. Ως και ηλεκτρική σκούπα τη ς αγόρασε, και την πήρε με το φουστάνι που φορούσε. Τ ι κ αλά που κάθομαι άβολα στον ξύλινο π ά γκ ο , στριμω γμένη ανάμεσα στους σ τρ α τιώ τες που φλυαρούν. Τι κα λ ά που πονεί η μέση μου κ αι π ιά νοντα ι τ α πόδια μου, έτσ ι που δεν έ χ ε ι χώ ρο να τ ’ α πλώ σ ω . Τι καλά που τ α μ ά τια μου δακρύζουν, γ ια τ ί όλοι τους καπνίζουν α σ τα μ ά τη τα . Π αρ’ όλο που είναι Α π ρίλη ς, κλείσανε τ α παράθυρα μόλις νύχτω σε, μ π α ίνει πολλή ψύχρα απέξω . Τι κ αλά που πονεί το κεφάλι μου τόσο δυνατά, θαρρείς και το τσαφ τσαφ του
123
τρένου σφυροκοπάει το μυαλό μου. Έ τ σ ι, δεν νιώ θω κανέ ναν άλλον πόνο. Αν ήμουνα στο βαγκόν-λι, θα πνιγόμουνα στο κ λ ά μ α . Μ α είμαι στην τρ ίτη θέση, στους ξύλινους πάγκους.
Ε ίμ α ι σίγουρη, αυτή θα ’να ι η Μ αρί-Τερέζ. Φορεί ένα μ π λε τ α γ ιέ ρ , άσπρο μ πλουζάκι κι έχει δεμένο στον λαιμό τ η ς ένα κόκκινο μ α ν τίλ ι. Ε ίν α ι κοντούλα, λ ίγ ο γ ε μ ά τ η , μ ελα χρινή και τα μ α λ λ ιά τ η ς χτενισ μ ένα κότσο μέσα σ’ ένα χοντρό δίχτυ. Τώρα κουνάει το χέρ ι τ η ς , κουνάω κι εγώ το δικό μου, μα δεν β λ έπ ει ακριβώς εμένα. Λ ίγο πιο κ ει, στο διπλανό παράθυρο, στέκει μια γυναίκα με τ α μ α λ λ ιά τρα βη γμ ένα πίσω . Μ οιάζει πολύ νέα , μα γύρω στο στόμα τ η ς έχει δυο πικρές ρυτίδες. Τ ης κουνάει το χέρ ι η Μ αρί-Τερέζ. — Μ αρί-Τ ερέζ, δοκιμάζω να φωνάξω, γ ια τ ί άρχισα να α μ φ ιβ ά λ λω αν είναι εκείνη. Γύρισε κ αι με κοίτα ξε, είδα μ ια απορία στο βλέμμ α τη ς κι ύστερα μου έγνεψε δ ισ τα χ τικ ά με το χέρ ι. — Ε λ έν η ; , — Ε γ ώ είμ α ι, τη ς φ ω νάζω . Μ έσα στο τα ξ ί που μας π ά ε ι σ π ίτι τ η ς κ α τά λ α β α την απογοήτευσή τη ς. Π ερίμενε να κατέβει από το τρένο μια νέα μα βασανισμένη γυναίκα που έζησε φυλακή, παρανο μία κ αι φρίκη. Μ ια γυναίκα που περίμενε α τέλ ειω το καιρό να συναντήσει τον α γαπημ ένο τ η ς , τον κ α π ετά νιο , τον ήρω α. Κ α ι τη ς παρουσιάστηκε ένα νέο π λ ά σ μ α , ντυμένο στα πράσινα, λίγο τσαλακω μένο από το πολυήμερο τα ξ ί δι, όμως με φρέσκο κ αι νεανικό πρόσωπο. — Ε ίσ α ι σαν κοριτσάκι, λέει και ξα να λέει η Μ αρίΤ ερ έζ·, Α ργότερα, όταν φ τάσαμε σ π ίτι τη ς κι αρχίσα με να κου
124
βεντιάζουμε, π α ρ α λ ίγο να τη λυπηθώ κιόλας. Ε ίχ ε τόσο πολύ μιλήσ ει γ ια μένα, γ ια τη ν Ε λ έν η , τη ν αρραβωνια στικιά του καπετάνιου, που πέρασε τόσες α γω νίες, που φυλακίστηκε γ ια χάρη του κ αι που χρειά σ τη κε, σαν στο παραμύθι, να λιώ σ ει εφτά ζευ γά ρ ια σιδερένια παπούτσια γ ια να π ά ε ι να βρει τον καλό τη ς! Κ α ι θα ’θελε σίγουρα να παρουσιάσει στους κύκλους τ η ς μ ια γυναίκα σαν εκείνη του τρένου με τ ις πικρές ρυτίδες γύρω από το στόμα. Απόψε κιόλας θα με «εμφανίσει» στης «Γ αλλίδες γυ ναίκες», σε μ ια συγκέντρωση. Μ όλις έχω καιρό να β γά λ ω τ α τσ αλα κ ω μ ένα μου. Η Μ αρί-Τερέζ δ ια λ έγει τ ι θα βά λω . Μ ια μ π λε φούστα με π ιέ τ ε ς κι ένα άσπρο πουλόβερ. Γελάω μέσα μου. Μ οιάζω μ αθήτρια που π ά ει να α π α γ γ ε ί λει το ποίημά τη ς στην εθνική γιορτή του σχολείου. Η Μ αρί-Τ ερέζ με κ ο ιτά ζει μέσα από τον καθρέφτη που χ τεν ίζο μ α ι. — Τράβηξε λ ίγ ο από τη μ ια μεριά τ α μ α λ λ ιά σου προς τ α πίσω , με συμβουλεύει. «Μην τρ α βά ς τα μ α λ λ ιά σου από τ η μια μεριά προς τ α πίσω , σου κάνουν αυστηρό το πρόσωπο», έ λ ε γ ε ο ΖανΓΐωλ. Τώρα η Δάφνη δεν υπάρχει π ια . Μπορώ να τραβήξω τ α μ α λ λιά μου, μήπω ς α ποχτή σ ω το αυστηρό πρόσωπο που πρέπει να ’χ ε ι η Ε λένη , η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . — Κ ρίμ α που λείπουν από το Π αρίσι, α λ λ ιώ ς θα σου γνώ ριζα τη Σ ιμόν Σινιορέ και τον Τβ Μ οντάν, λέει η Μ αρί-Τερέζ. Το Κ α τιν ά κ ι έκρυβε στον κόρφο του μια φ ω τογραφ ία τη ς Σιμόν Σ ινιορέ. «Για σ κ εφ τείτε π ω ς υπόγραψε γ ια μ έ να! Πού να ’ξερε η κακομοίρα γ ια ποιο σπουδαίο μούτρο έβαλε τη ν υπογραφή της!» — Γ ια τ ί μ ελ α γχ ό λ η σ ες; ρω τά ει η Μ αρί-Τερέζ. Της μ ιλά ω γ ια το Κ α τινά κ ι και τ ις ά λ λ ες «μαθητριού λες», γ ια το «Φ εγγαράκι» τη Μ α τίνα .
125
— Έ τ σ ι να μιλήσεις εκεί που π ά μ ε, στη συγκέντρωση, φ ω τίζ ε τα ι το πρόσωπο τη ς Μ αρί-Τερέζ. Οι «Γ α λλίδες γυ ναίκες» έκαναν πολλά διαβ ήμ α τα γ ια να μην τ ις εκ τελ ε σουν. Εσύ που τ α έζησες από κ ο ν τά ... θα ’χ ε ι πολύ ενδια φέρον. — Έ χ ε ις ακούσει γ ια τον Ανεμοδαρμένο, τον Θ ησέα, Μ αρί-Τερέζ; Έ χ ε ι ακούσει φ αίνετα ι. Το πρόσωπό τη ς σ κοτεινιά ζει. Ό χ ι, γ ι ’ αυτόν δεν κάνει ν α μιλήσω ΠΟΤΕ. — Σ ’ τ ’ ορκίζομαι, Μ αρί-Τ ερέζ, είμαι σίγουρη π ω ς δεν είναι έτσ ι, κι αυτόν τον γνώ ρισα από κοντά. Ε κείνη όμως κουνάει νευρικά το κεφάλι τ η ς κι ούτε θέ λ ε ι ν ’ ακούσει. Ακούω όμως εγώ τον εαυτό μου. Γ ια τ ί όταν έμαθα το φοβερό νέο δεν είχα με ποιον να το κουβεντιάσω. Τ ι να κ α τα λ ά β ει ο Ζ α ν-Π ω λ από τη ν τρα γω δία του Ανεμοδαρ μένου: Π ω ς τον είχαν σ υλλάβει, το ε ίχ α διαβάσει στις εφημερίδες, μ α ζί με τον Κ ω σ τή . Έ γ ιν ε η δίκη, τους κα ταδίκασαν σε θάνατο, και τ η μέρα που ήξερα π ω ς θα τους εκτελέσουν περπάτησα μόνη μου ώρα π ολλή σ τις όχθες του Τίβερη, κι έριξα στα θολά νερά του μ α ρ γα ρ ίτες, π ο λ λές μ α ρ γα ρ ίτες, και τ ις κ ο ίτα ζα που π λ έα ν ε, ώσπου τ ις τράβηξαν τ α νερά μακριά. Εκείνο το πρωί μόλις άνοιξα τ ις εφημερίδες που μας έστελνε τ α χ τ ικ ά η Λ ίζ α , ένιωσα γ ια μια σ τιγ μ ή να μου σ τα μ ά τη σ ε η καρδιά. Σ τη ν πρ ώ τη σελίδα τερ ά σ τια γρ ά μ μ ατα: ΑΡΜΟΔΙΩΣ ΠΑΡΕΣΧΕΘΗ Η ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑ ΟΤΙ Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΟΡΙΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕ ΟΤΙ Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΘΗΣΕΑΣ ΠΑΛΑΙΟΘΕΝ ΗΤΟ ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ ΩΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.
— Ό χ ι , Μ αρί-Τερέζ, δεν μπορεί να ή τα ν ο Ανεμοδαρ
126
μένος πράκτορας τη ς Α σφάλειας. Το κόμμα έκανε τρα γικό λάθος. Ε ίπ α ν π ω ς η Α σφάλεια τον φυγάδευσε στην Α μερι κή. Η Λ ίζα όμως μου έγραψε με τρόπο. Συνάντησε τη γυναίκα του, που είδε το π τώ μ α μ ετά τη ν εκτέλεση. — Μ πορεί να την ξεγέλασαν κ αι να τη ς έδειξαν άλλο πτώ μ α . Εσύ τ ι στο ιχεία έχεις; Σ υγκ ρ α τιέμ α ι να μην τ η ς μ ιλήσ ω ά σχη μ α. Τι στοι χ ε ία , γ ια ν ’ αποδείξω ποιος είναι ο Ανεμοδαρμένος. Που με σκέπαζε με το π α λ τό του, που κοιμότανε στην πολυθρό να γ ια να μου δώσει εμένα το κ ρεβ ά τι, που έτρ ω γε μέρες και μέρες βραστές π α τ ά τ ε ς , που, που, που... — Δεν μπορεί να ξεγελά σ τη κ ε η γυναίκα του, Μ αρίΤερεζ, και να αναγνώ ρισε ξένο π τώ μ α ! Φ αίνεται είμ α ι πολυ θυμωμένη κι η Μ αρί-Τερέζ α λ λ ά ζει ύφος. — Π ά μ ε, γ ια τ ί θ’ αργήσουμε. Μόνο, σε π α ρ α κ α λώ , σ’ το λέω γ ια το καλό σου, ώσπου να φ τάσεις στον Α χ ιλ λ έ α , μην ξαναμ ιλήσ εις πουθενά γ ι ’ αυτόν, γ ια τον Ανεμοδαρμέ νο, όπως τον λ ες. Ας σω πάσω. Δεν θα ξαναμιλήσ ω γ ια ΐο ν Ανεμοδαρμέ νο, ώσπου να φ τάσω στον Α χ ιλ λ έ α . — Κ ο ίτα , λ έει η Μ αρί-Τερέζ. Κ ο ιτά ζω μέσα από το τ ζ ά μ ι του αυτοκινήτου και β λ έ πω έξω τη ν απέραντη π ό λη , το Π αρίσι. Η ομορφιά τ η ς σ’ εντυπω σιάζει. Ε μ ένα όμως ο νους μου γυρίζει στη μικρή μου Ρ ώ μ η. — Δεν είναι δυνατό να σ’ αρέσει η Ρ ώ μ η πιο πολύ από το Π αρίσι, απορεί η Μ αρί-Τερέζ. — Τη νιώ θω δίκιά μου τη Ρ ώ μ η . — Π ώ ς δίκιά σου; Δ ίκιά σου είναι η Αθήνα. Φ τάσαμε. Η Μ αρί-Τερέζ παρκάρει το τόσο δα αυτοκι νητάκ ι τ η ς. Κ α τά λ α β α από τη ν πρώ τη σ τιγμ ή που τη συνάντησα π ω ς όταν το θέμα μας δεν είναι: α ντίσ τα σ η , φυλακές, εξορίες, βασανιστήρια, εκ τελέσ εις, η κουβέντα
127
σ τ α μ α τά ει στην τρ ίτη φράση. Μ παίνουμε σε μια τεράσ τια αίθουσα, κατάφ ω τη και γ ε μ ά τη κόσμο. Σ το βάθος το βήμα αστράφτει τυλιγμένο σ’ ένα α τλ α ζέν ιο κόκκινο π α νί. Ε κ εί πάνω πρέπει ν ’ ανέβω και να μ ιλήσ ω . Τα γόνατά μου λυγίζουν. Η Μ αρι-Τερεζ με τρ α β ά ει από το χέρι να προχωρήσω. Φτάνουμε κοντά στο β ήμ α. Π ρέπει ν ’ ανέβω τρ ία σκαλάκια. Η Μ αρι-Τερεζ με βοηθάει να τ ’ ανέβω και μ ’ ακολουθεί. Σ τεκόμαστε κι οι δυο στο βήμα. Ο ψίθυρος του κόσμου παύει. Νεκρική σιω πή. Η Μ αρί-Τερέζ με παρουσιάζει. Ε ίμ α ι ηρωίδα, αρ ραβω νιαστικιά του καπετάνιου. Νιώθω έναν κομπο στο σ το μ ά χι, όπως όταν ήμουνα μικρή και μ ’ έβαζαν με το ζόρι να α π α γ γ ε ίλ ω το ποίημ ά μου: «Σ τολίσ τηκε ένας κό ρακας μ ε παγονιού φ τ ε ρ ά ...» «Π ες το πιο ζω ηρά», μου ψιθύριζε η Λ ίζα , που μ ’ έβλεπε να τρέμω και να κ α τ α π ί νω τ η φωνή μου. — Π ες όλες τ ις λεπτομ έρειες, μου ψιθυρίζει η Μ αριΤερέζ κ α ι κατεβαίνει από το βήμα. Χ ιλ ιά δ ες μ ά τια καρφωμένα πάνω μου. Α ρχίζω με δει λή φω νή, μα χω ρίς να το θέλω δυναμώνει και ζω ντανεύει όσο μ ιλ ά ω γ ια τ ις «μαθητριούλες», γ ια μια από τ ις τ ε λ ευ τα ίες τους νύχτες πριν τ ις εκτελέσουν, που τ ις πέρασα μ α ζί τους. Λέω γ ια το «Φ εγγαράκι», τη Μ α τίνα , που τραγουδούσε τόσο όμορφα, και πω ς δεν την εκτελεσαν, μα τη ν τσάκισαν γ ια π ά ν τα . Μ ε χειροκροτούν. Γίνομαι εγώ ηρω ίδα χω ρ ίς να ’χ ω πεθάνει, γ ια τ ί διηγήθηκα π ώ ς πέθαναν κάποια νέα κορίτσια, συνομήλικές μου, συναγωνίστριές μου, φίλες μου. Ε γ ώ έζησα. Ούτε ξέρω πώ ς κατέβηκα από το βήμα.
Β ιά ζ ε τ α ι η Μ αρί-Τερέζ να φύγω από το Π αρίσι κι α γ ω νιά πιο πολύ από μένα που πέρασε μια βδομάδα και η
128
βίζα μου δεν έφτασε, όπως μου ε ίχ ε υποσχεθεί ο πρόξενος. Β ιάζομ αι κι εγ ώ . Φεύγουν κάθε μέρα τρένα γ ια τη Ρ ώ μ η . Δεν έχ ε ις παρά να πάρεις ένα εισιτήριο τρ ίτη θέση Π αρίσι-Ρ ώ μ η.
Ξυπνάω με πυρετό. — Κ ρίμ α , λ έ ε ι η Μ αρί-Τερέζ, γ ια τ ί βρήκα με πολύ κό πο εισιτήρια γ ια τον Ζεράρ Φ ιλ ίπ , που π α ίζε ι τον Π ρ ίγ κ ι πα του Ό μ π ο υργκ. — Θα π ά μ ε, κάνω και κ οιτά ζω το θερμόμετρο που έχει ανέβει στο τρ ιά ν τα εννιά. Αυτό είναι κ ά τι που μπορεί να μην το ξαναδώ στη ζωή μου. «Αυτό είναι κ ά τι που μπορείς να μην το ξαναδείς στη ζω ή σου», έλ ε γ ε η Λ ίζα . Ή μουνα δέκα χρονώ, και είχα νε έρθει στην Αθήνα οι μαριονέτες του Π οντρέκα, τ α περι βόητα «Π ίκολι». Ε ίχ α τρ ιά ντα εννιά πυρετό. Η Λ ίζα είπε να μην πω τίπ ο τ α στον πατέρα μου και με π ή γ ε . Σ ’ όλη την παράσταση μου κρατούσε το χέρ ι μου που ζ ε μ ά τα γ ε κι εγώ κοίτα ζα σαν μέσα σε όνειρο το θέαμα. Κ ι όμως, τ α ξανάδα στη ζω ή μου τα «Π ίκολι». Π α ίζ α νε και το ίδιο έργο μ ά λ ισ τα . Τα είδα στη Ρ ώ μ η και μου κρατούσε το χέρ ι ο Ζ α ν-Π ω λ. — Θ έλεις να π άμ ε στα παρασκήνια να γνω ρίσεις τον Ζεράρ Φ ιλίπ ; λ έ ε ι η Μ αρί-Τερέζ, μόλις τέλειω σ ε η παρά σταση . Ε γ ώ κάθομαι άφω νη, χω μ ένη ακόμα στο κάθισμά μου. — Ό χ ι, νιώ θω άσχη μ α. Το παίξιμο του Ζεράρ Φ ιλίπ με ε ίχ ε τόσο τα ράξει, που δεν θα μπορούσα ν ’ ανοίξω το στόμα μου. «Ο πρώ τος σου έρω τα ς είναι γ ια μ έν α , το ζέρω, κα ι το καθάριο πρόσωπό σου μου δίνει τ η σιγουριά πω ς δεν θα 'χεις ά λλο υ ς έρω τ ε ς ...» Ζ εστή, ξεκάθαρη, μ ελω δικ ή , μα και σαν κ αμ τσ ι-
129
κ ιά , ε ρ χ ό τ α ν ε η φω νή του ω ς ε μ έ ν α και μ ε τ ά ρ α ζ ε . Ε ίπ α π ω ς ά κ ο υ γ α τον Α χ ι λ λ έ α κι ένιω σ α ξα φ νικ ά έν α ν τρ όμ ο, μ α κ α ι μ ια λ α χ τ ά ρ α να τ ο ν α ντικ ρ ίσ ω όσο γ ίν ε τ α ι ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ.
Σ ε δυο μέρες έφτασε η β ίζα μου και τη ν τρ ίτη μέρα η Μ αρί-Τερέζ μ ’ έβαλε στο τρένο γ ια τη Μ όσχα. Έ σ τ ε ιλ ε πριν τη λ εγ ρ ά φ η μ α στον Α χ ιλ λ έ α : ΦΤΑΝΩ ΜΟΣΧΑ ΑΠΟ ΠΑ Ρ ΙΣ Ι 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ - ΕΛΕΝΗ.
μοτέρ στοπ
Η Ε λένη κι ο Ευγένιος σηκώ νονται να ξεμουδιάσουν. Οι ηθοποιοί έξω στην πλατφ όρμα ξεμουδιάζουν κι αυτοί. Μ ε ρικοί ανάβουν τσιγάρο. Η μ α κ ιγ ιέ ζ τούς β ά ζει πούδρα στο μ έτω πο και στη μύτη. — Σ αν τον Ζεράρ Φ ιλίπ δεν είναι κανείς τους, λ έει η Ε λένη . — Πού τον θυμήθηκες τώ ρα; απορεί ο Ε υγένιος.' — Ε ίν α ι μερικοί θάνατοι που δεν μπορώ να τους παραδε χ τ ώ , σ υ νεχίζει εκείνη. Ή μουνα στη Μ όσχα όταν πέθανε κ ι ένιω σα π ω ς έχασα κάποιον δικό μου. Σ ω π α ίν ει γ ια λίγο κι α να πολεί τ η μοναδική παράσταση που ε ίχ ε δει και την έκανε να νιώ σει πω ς κ ά τι βαθύ τη ν έδενε μ α ζ ί του. — Ο ύτε τη ς Λ ίζα ς τον θάνατο π α ρ α δέχτη κ α , ούτε και του Σ εριόζα. — Γ ια μένα, κάμποσοι ζω ντα νοί είναι σαν να ’χουν π εθάνει, μουρμουρίζει ο Ε υγένιος. Η Ε λ έν η δεν τον ακούει. Κ άθε φορά που θα σ υλλογι
130
στεί τη Λ ίζα κ αι τον Σ εριόζα νιώ θει μια ανά γκη να τους μιλήσ ει, μα πιότερο να τους α γ γ ίξ ε ι. Το νιώθει τόσο έντο να, που τη ς έρ χετα ι η μυρωδιά από το «Σ ανέλ No 5» τη ς Λ ίζα ς και τη λ ιγ ώ ν ε ι η μνήμη τ η ς επαφής του χεριού του Σ εριόζα. Η μεσαία γραμμή τη ς π α λ ά μ η ς του κ α τ έ λ η γ ε σ’ ένα σχήμ α ίδιο σφεντόνα. Γ ια τη Λ ίζ α κουβεντιάζει συχνά με τον Ε υγένιο και ξαλαφρώ νει, γ ια τ ί εκείνος τη ς τ η θυμίζει π ά ν τα πανέμορ φη κι όλο ζω ν τά νια . Γ ια τον Σ εριόζα , σπάνια ν ’ ανοίξει κουβέντα. «Μ ήπως τον είχες ερω τευτεί;» είπε ο Ευγένιος μια μέρα που κ ά τι ανέφερε η Ε λ έν η γ ια κείνον. «Δεν κ α τα λα β α ίνεις π ω ς μπορεί να υπά ρχει κι άλλο αίσθημα το ίδιο δυνατό σαν τον έρωτα;» «Δεν κ α τα λα β α ίνω », τη ς εί χ ε α παντήσει απορημένα εκείνος. Τον θάνατο τ η ς Λ ίζα ς τον περίμενε μέρα τη μέρα. Του Σεριόζα όμως ήρθε α να π ά ν τεχα . Κ υριακή, στα μέσα του περασμένου Αυγουστου. Μ ια από κείνες τ ις «καλοκαιριά τικες» μέρες που βρέχει α σ τα μ ά τ η τα . Κ ι αν έχεις μόλις γυρίσει, ύστερα από χρόνια, «επαναπατρισμένος», από τ η Μ όσχα στην Ε λ λ ά δ α και έ χ ε ις ξανά εκπα τρισ τεί «εθελου σίως» και βρίσκεσαι σ’ ένα σ π ίτι στη Νορμανδία να κοιτάς τ α καταπράσινα λιβάδια με τ ις α γελ ά δες να μουγκανί ζουν, σε π ιά ν ει α π ελ π ισ ία με το ψιλοβρόχι. Η Μ αρί-Τερέζ ήρθε το Σ ά β βα το να την πά ρ ει, με τη Δαφνούλα, στο εξοχικό τ η ς στη Νορμανδία. Β ρίσκεται σ’ ένα παλ ιό α γρόκτη μ α απομονωμένο. Το πιο κοντινό χω ριό α π έχ ει ένα τέτα ρ το με τ ’ αυτοκίνητο. Η Δαφνούλα τρ ε λ α ί ν ετα ι γ ι ’ αυτό το πα λ ιό σ π ίτι με τ α δοκάρια, τα τ ζ ά κ ια , τ α π α τά ρ ια και τη ν αποθήκη κ ά τω από τη σ τέγη , όπου μπο ρείς να τρυπώ σεις από ένα πορτάκι κ αι να σ κ α λίζεις κούτες με π α ιχν ίδια που φ ύλαγε η Μ αρί-Τερέζ από όταν ή τα ν π αιδί. Της Ε λ έν η ς όλη αυτή η ηρεμ ία τη ς φέρνει α να σ τά τω ση. Κ ι ακριβώς γ ια τ ί όλα γύρω είναι σ ιω π η λ ά , δεν παύει να σ υ λ λ ο γιέτα ι. Τι γ ίν ε τ α ι κ ά τω στην Ε λ λ ά δ α ; Τι
131
κάνουμε μ εις έξω; Γ ια τί μας κατηγορούν τ α νέα π α ιδιά π ω ς δεν θέλουμε να κάνουμε α ντίσ τασ η; Γ ια τί δεν β γα ίν ει ο κόσμος στην Ε λ λ ά δα στους δρόμους; Τι γ ίν ε τ α ι με τον παράνομο μηχανισμό; Χ αθήκανε ολοι; Δεν υπάρχει κανένας δεκαοχτάχρονος, έστω ανοργάνω τος, να κατεβά σει από τη ν Α κρόπολη, όπως τό τ ε, τ η σημαία τ η ς καινούργιας κ α το χή ς; Κ ι εμείς στο Π αρίσι που συνεδριάζουμε κι α να μ α σάμε τ ις ολομέλειες και φτου κι α π ’ την αρχή. — Ν α σας π ά ω βόλτα στο χω ριό; λέει η Μ αρί-Τερέζ. Σ τα μ ά τη σ ε να βρέχει. Το κοντινό χωριό το λένε Ρ η κ αι η Δαφνούλα γ ε λ ά ε ι με το όνομα κ αι τραγουδάει ένα τραγουδάκι που τη ς έ λ ε γ ε ο Α χ ιλ λ έ α ς , όταν ήτανε πολύ μικρή: « Τ α χ τ φ ί πού π α ς, μ α ρ ή ■ στον τσ ο πά νη γ ια τυρί». Ε ίν α ι π έν τε το απόγευμα. Οι δρόμοι του χωριού είναι έρημοι. Ε δώ κανείς δεν β γα ίνει στην πόρτα του να π ιά σ ει κουβέντα με τον γείτονα . — Μ αγεμένο είναι το χω ρ ιό, λέει η Δαφνούλα, μόνο εμείς κυκλοφορούμε. — Τ ι να κάνει ο κόσμος κυριακάτικα στον δρόμο; απορεί η Μ αρί-Τ ερέζ. Ο ή χ ο ς από τ α τακούνια τους α ν τη χ ε ί στο λιθόστρωτο. — «ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ», δια β ά ζει η Δαφνούλα μ ια επ ι γραφή π ά νω από ένα πανδοχείο-εστιατόριο. Η Μ αρί-Τερέζ τους εξη γεί π ω ς αυτό ή τα νε το σ π ίτι τη ς μ α ν τά μ Μποβαρί κ αι π ω ς στην π ρ α γ μ α τικ ό τη τα το χω ριό Ρ η ή τα ν το μέρος που ζούσε με τον άντρα τ η ς. «Π ώ ς να μην το σκάσει α π ’ αυτό το π λ η χ τικ ό χωριό!» σ υ λ λ ο γ ιέτα ι η Ε λένη. Γυρίζουν από τον π ερ ίπ α το, κι η Μ αρί-Τερέζ με τη Δαφνούλα πάνε κοντά στο τ ζ ά κ ι να συνεχίσουν τη «Μονόπολη» που είχα ν αρχίσει πριν φύγουν και τη ν άφησαν α πλ ω μ ένη στο χ α λ ί. — Π ά ω να κάνω τσ ά ι, λ έ ε ι η Ε λένη .
132
Ακούει από τη ν κουζίνα τη Δαφνούλα να ρουφάει τη μύτη τη ς και τ η Μ αρί-Τερέζ να δ ιη γ ιέ τα ι στη μικρή σε «παιδική» διασκευή τη Μ α ν τά μ Μ ποβαρί. Τους π η γ α ίν ε ι το τσ ά ι, κι εκείνη παίρνει το δικό τη ς φ λ ιτζά ν ι και κάθε τα ι σε μια πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο να κ ο ιτά ζει τ ις α γελά δες που βόσκουν ακόμα, αδιαφορώντας αν το ψιλοβρόχι ξανάρχισε. «Η Έ μ μ α άνοιξε την πίσω π όρτα , που β γ ά ζ ε ι σ ’ ένα σοκάκι, κι έφυγε με την απόφαση να μην ξαναγυρίσει σπί τ ι τη ς» , λέει η Μ αρί-Τερέζ με γλ υ κ ιά φωνή, λες και διηγ ιέ τ α ι τ η Σ τ α χ τ ο π ο ύ τ α . Να μπορούσε κι η Ε λένη να το έσκαγε από μ ια πίσω π ό ρ τα ... Κ α ι να π ά ει πού; — Μ αμα, μου δίνεις, σε πα ρ α κ α λώ , ένα π α κ ετά κ ι χα ρ το μ ά ντιλα από το π α λ τό μου; Η Δ αφνούλα, αφοσιωμένη στο π α ιχ ν ίδ ι, δεν θέλει να κουνήσει. Η Ε λ ένη π άει στον καλόγερο, όπου κρέμ ετα ι το πανωφόρι τη ς μικρής. Α π’ τη ν τσ έπ η , μ α ζί με τ α χα ρτομ ά ν τιλ α , τράβηξε κι ένα φάκελο. Τον γνώρισε αμέσω ς, από τη σταμπαρισμένη κόκκινη σημ αία με το σφυροδρέπα νο. Ό χ ι , δεν ή τα ν ε τ α γρ ά μ μ α τα του Σ εριόζα. Δ ίνει τα χα ρ το μ ά ντιλα στη Δαφνούλα και τ η ς δείχνει τον φάκελο. — Μ ερντ, κάνει εκείνη. Το «σκατά» είναι μια από τ ις πρ ώ τες γ α λ λ ικ ές λέξεις που έμαθε, κι ό χι βέβαια από τ η Μ αρί-Τερέζ. Η μικρή δικα ιολογιέτα ι π ω ς είχε κ α τέβ ει πρώ τη στην πόρτα να περιμένει τη Μ αρί-Τερέζ που ερχότανε να τους π ά ει και βρήκε το γρ ά μ μ α , τρυπωμένο σχεδόν κ ά τω από το χ α λ ά κι. Θα το ’χ ε ρίξει ο ταχυδρόμος από χ τ ε ς κ αι δεν το πρόσεξαν. Κ ο ιτ ά ζ ε ι την Ε λένη κ αι περιμένει κατσά δα , μα εκείνη δεν τη ς λ έει τίπ ο τα . Β λ έπ ει π ω ς αποστολέας είναι η Σ όνια, η γυναίκα του Σ εριόζα. Αν ή τα νε από τον Σ εριό ζ α , μπορεί να έλ εγ ε στη Δαφνούλα μαλω σιάρικα: «Αφού ξέρεις πόσο περιμένω γράμμ α του!» Ε ίχ ε γράψει στον Σ ε-
133
ριόζα από τον Μ άη, κι ακόμα να τη ς απα ντή σει. Η Σόνια θα τη ς έγραφε τ α νέα τω ν παιδιώ ν και θα τη ρωτούσε γ ια τα δικά τ η ς . Η Μ αρί-Τερέζ τ η ς λ έει ν ’ ανάψει το φως. Έ χ ε ι σχεδόν σκοτεινιάσει στο δω μάτιο. Η Ε λένη βολεύε τ α ι σε μια μ εγά λ η πολυθρόνα που δίπ λα τη ς έχει ένα τρα π εζά κ ι με μ ια λά μ πα . Σ κ ίζ ε ι τον φάκελο κ α ι.κ ο ιτά ζει το γράμ μα , μ ή πω ς έχει δυο λ ό γ ια του Σεριόζα. Δεν έχ ε ι. Το διαβάζει από τη ν αρχή. Δεν φ ω νάζει, δεν β ά ζει τ α κ λ ά μ α τα , μόνο λ έει με μια φωνή που μόλις βγαίνει: — Μ αρί-Τερέζ, δώσε μου λ ίγ ο κονιάκ, σε παρα καλώ . — Έ χ ε ι τίπ ο τα ; Η Ε λένη δεν α πα ντά ει. Η Μ αρί-Τερέζ τη ς φέρνει ένα ποτηράκι κονιάκ, και τό τε μόνο πρόσεξε πω ς τα χέρ ια τη ς Ε λένη ς τρέμανε τόσο, που έπιασε και με τα δυο σ φ ιχ τά το ποτηράκι. — Τι έπαθες; τρομάζει η Μ αρί-Τερέζ και τ η ς παίρνει το π οτη ρά κ ι, να τη ς δώσει να π ιε ι γουλιά γουλιά. Έ τ σ ι έκανε κι ο Σ εριόζα στο καφενείο «Η ω ραία Τ ή νος». Ποιος θα τη ν α γ α π ά ει π ια τόσο πολύ; Οι α γελ ά δες έφυγαν από το λιβάδι. Βράδιασε. Έ ξ ω βρέχει, β ρ έ χ ε ι... σ τις 3 0 Ιουνίου πέθανε από καρκίνο, γράφει η Σ όνια, μέσα σε είκοσι μέρες. Το γράμμα έ χ ε ι ημερομηνία 15 Ιουλίου. Έ κ α ν ε σχεδόν μήνα να φ τάσει. — Μ αμά; π ε τ ιέ τ α ι η Δαφνούλα, που τώ ρα πήρε είδηση π ω ς κ ά τ ι συμβαίνει. Μη λιποθυμήσεις, σε παρακαλώ ! — Ό χ ι , α γ ά π η μου, δεν λιποθυμώ. — Π ώ ς νιώ θεις; ρω τάει η Μ αρί-Τερέζ. Η Ε λ έν η γνέφ ει με το κ εφ ά λι πω ς είναι κ α λ ά . Μέσα τη ς λέει: «Δεν νιώθω, δεν νιώθω τίπ ο τα . 'Αδειο». Δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει πω ς έχασε έτσι ξαφνικά τον Σ εριόζα στο χωριό Ρ η , με τη μ αντάμ Μποβαρί του, που, το ’σκάσε από τη ν πίσω πόρτα του σπιτιού τ η ς ...
134
— Τραβάει πολύ το διά λειμ μ α , λ έει ο Ε υγένιος, κι η Ε λένη τον κ ο ιτά ζει σαν να μην ξέρει πού βρίσκεται. — 'Ε χ ε ις τίπ ο τα ; τη ρω τάει. — Ο χι. — Π άμε στο διπλανό κουπέ να βρούμε τους άλλους. Ο Πάνος σίγουρα θα ’χ ε ι εφημερίδες. Μ πορεί να γράφουν κ ά τι νεότερο γ ια τη δίκη του Α χ ιλ λ έ α . — Ε υγένιε, τ ι να πω στη Δαφνούλα γ ια τον Α χ ιλ λ έα ; — Να π εις π ω ς από β λα κ εία , απερισκεψία, στείλανε αυτοί που μας καθοδηγούν τον π α τέρ α τ η ς κατευθείαν στο στόμα του λύκου, γ ια τ ί χεσ τή κ α νε αν αυτός θα κάτσει μέσα. — Σου μ ιλώ σοβαρά. — Κ ι εγώ σου α πα ντώ σοβαρότατα. Ο Π άνος, μόλις τους β λ έπ ει, α νεμ ίζει μια ελληνική εφημερίδα. — Αν βρεις, Ε λ έν η , ποιος είναι ανάμεσα στους τρ ιά ντα που πιάσαν. Το βλέμμα του έχει μια πονηράδα. Η Ε λένη δεν μπορεί να μαντέψ ει. — Η φ ιλενάδα σου η Έ ρ σ η . — Η Έ ρση; — Η Έ ρση! Ε ίχ ε να δει τη ν Έ ρση από τον Δεκέμβρη του ’4 4 . «Εσείς που μ ας σ φ ά ζ ε τ ε ...» , «Εσείς που μας σ τήνετε στον το ίχο » , τ α τελ ευ τα ία λ ό για που α ντά λλ α ξα ν. Αν η Ε λένη δεν ε ίχ ε προλάβει να φ ύγει γ ια το Π αρίσι λ ίγο μετά τη δικτατορία, σίγουρα θα τη ν είχα νε πιά σει και μπορεί τώ ρα να βρισκότανε με τη ν Έ ρση στο ίδιο κ ελ ί, π λ ά ι π λ ά ι, όπω ς στο θρανίο. Η 'Αννα π ε τ ά ε ι πέρα τη ν εφημερίδα.
135
— Σ αν τ ις πεταλούδες τούς μαζεύουν με τη ν α πόχη . Μ πορείς να μου π εις το γ ια τ ί, Π άνο; κάνει όλο θυμό, λες και ο Π άνος είναι ο κύριος υπεύθυνος γ ι ’ αυτές τ ις συλλή ψεις. — Γ ια τ ί η κυρία Έ ρ σ η , α ν τ ί να διοργανώνει τ έ ια υπέρ τω ν σπαστικώ ν παιδιώ ν, αποφάσισε να τ α διοργανώνει υπέρ τ η ς α ντιστάσ εω ς κ α τά τ η ς δικτατορίας, α π α ντά ει όλο ειρω νεία ο Πάνος. — Δεν είναι κακό να ξυπνάνε οι άνθρωποι, επεμ βα ίνει πολύ ήρεμα ο Ευγένιος. . Την κουβέντα τη ν έκοψε ο Σ τέφ α ν ο ς, που ήρθε κ α ι σ τά θηκε στην πόρτα του κουπέ. — Ο σκηνοθέτης έχασε φ α ίνετα ι το καπέλο του κ αι δεν έ χ ε ι ά λλο γύρισμα σήμερα. Μπορούμε να φύγουμε. — Θα βρεθούμε κατευθείαν το βράδυ; ρω τάει η Ά ν να . — Κ α λύ τερ α στην έξοδο του μετρό, να πάμ ε όλοι μ α ζί, α π α ν τά ει η Ε λ ένη .
Η Ε λένη ηρεμεί στο μετρό! Κ ι ας έχει κόσμο. Ν ιώθει π ω ς είναι ολομόναχη. Ως ένα σημείο κάνανε τη διαδρομή όλοι μ α ζί. Κ ουβεντιάζανε γ ια τη ν Έ ρ σ η , τ ις συλλήψ εις, τ α μπερδέμ ατα που γίνοντα ι στο κόμμα. Γ ια τον Α χ ιλ λ έ α δεν έγραφαν τίπ ο τ α οι εφημερίδες. Η Ε λένη ένιωθε ανα κούφιση όταν ένας ένας κ ατέβ α ιναν. — Σ τ ις ο χ τώ , στην έξοδο του μετρό. — Μ ην α ργή σ ετε, σας ξέρω. Τ ελευτα ίος έμεινε ο Π άνος κι η Ε λένη ανυπομονούσε να τον δει να κ α τέβ ει κι αυτός. — Π έρασε η στάση σου. — Δεν π ειρ ά ζει, θα σε π ά ω λ ίγ ο παρακάτω . Η Ε λένη δεν έχει όρεξη γ ια κουβέντα. Έ χ ε ι όμως ο Π άνος.
136
— θ α βρούμε δικηγόρο να στείλουμε κάτω στη δίκη του Α χ ιλ λ έα . Ύ στερα, χω ρ ίς εκείνη να τον ρω τήσει, συνεχίζει: — Σ τ η Δαφνούλα να π εις π ω ς ο π ατέρα ς τη ς είναι α γω νισ τή ς, π ω ς π ή γ ε κ ά τω γ ια τ ί τον στείλανε να οργα νώσει τη ν αντίστασ η. Η Ε λένη σω παίνει. — Δεν χ ρ ε ιά ζ ε τα ι να τ η ς εξη γήσ εις πιο π ο λ λ ά , η μ ι κρή κ α τα λ α β α ίνει. Η φωνή του γ ίν ε τα ι τρυφερή. Ο Πάνος έ χ ε ι πολλές φ ιλίες με τ η Δαφνούλα. Κ ουβ εντιά ζει μ α ζ ί τ η ς σαν να ’τα νε συνομήλικοι. 'Α θελά του, τ η σύγκρινε με τη ν κόρη του και π λ η γω νό τα νε. Κ άθε φορά που έπαιρνε γράμ μ α από τη ν Αθήνα το έφερνε α γανακτισμένος στην Ε λ έν η . «Α γα πητέ μου π α τέρ α , είμ α ι κ α λ ά , έχω καλούς βαθμούς, μα η έλλειψ ή σου επιδρά πολύ στον χαρακτή ρα μου.» Δεν είναι δυνατόν, έ λ εγ ε και ξ α ν ά λ εγε, να γράφ ει μόνη τ η ς τέτοιο γράμ μ α . Μ έσα στο πορτοφόλι του είχε μ ια καρτούλ α που του ε ίχ ε σ τείλ ει η Δαφνούλα από τη ν κ ατασ κή νω ση που ε ίχ ε π ά ε ι. «Π αλιόφ ιλε Π άνο, τ ι κάνεις;» Η κόρη του έχει τη ν η λ ικ ία τη ς. Η Ε λένη πισ τεύει π ω ς η γυναίκα του Πάνου θέλει με κάθε τρόπο να τον κάνει να γυρίσει κ αι νομίζει π ω ς τ α γρ ά μ μ α τα τ η ς κόρης του θα τον επηρεάσουν. Δεν τον ξέρει τον Πάνο! Δεν φ τα ίει η ανάμνηση τη ς Ν ίνα ς, που δεν μπόρεσε ποτέ η Ε λένη να κάνει φ ίλη τη γυναίκα του Π ά νου. Μ ια μ ελα χρινή γυναίκα με αυστηρό πρόσωπο, που όταν σου μ ιλ ά ει θαρρείς σε μ α λ ώ νει γ ια κ ά τ ι που έκανες στραβό. Πού τ η γνώρισε ο Π άνος, π ώ ς τη ν παντρεύτηκε, η Ε λένη δεν ρώ τησε π ο τέ, κι εκείνος απόφευγε συστημα τικ ά να μ ιλ ή σ ει. Πόσο του τα ίρ ια ζ ε η ασουλούπωτη Ν ίνα με το καθάριο γελ α σ τό πρόσωπο! Έ ν α κούνημα του μετρό τη ν έκανε να γραπω θεί α πάνω του.
137
— Μην αχούς τον Ευγένιο, αν σε συμβουλεύει να χω ρ ί σεις, τ η ς λ έει εκείνος κοντά σ τ ’ α υτί. Δεν χωρίζουν κά ποιον που είναι φυλακή. Τον κ ο ιτά ζει ξαφνιασμένη. — Δεν σκέφτηκα τέτοιο π ρ ά γ μ α , μα μέσα μου είμ αι χω ρισμένη από καιρό. — Μ έσα μ α ς, όλοι σχεδόν είμ ασ τε χωρισμένοι. Σ ώ πασ ε γ ια λίγο κι ύστερα συνέχισε: — Π ολύ μπέρδεμα θα φέρει αυτή η δικτατορία. Κ α ι δεν εννοώ μόνο π ο λ ιτικ ά . Σ τ ις σχέσεις μ ας, θα γίνουμε άνω κ ά τω . Την τε λ ε υ τα ία φράση τη ν είπε με το ξεκούρδιστο γ ε λ ά κι του. — Α ρκετά σε π ή γ α , λέει ξάφνου και στην πρώ τη στάση κ ατεβ α ίνει. Τον κ ο ίτα ζε στην πλατφόρμα που τη ς κουνούσε το χέρ ι, τη ν αποχαιρετούσε λες κι έφευγε σε μακρινό τα ξ ίδ ι. Το παντελόνι του φυσαρμόνικα, κι οι άκρες του σακακιού του τσαλακω μένο εξώφυλλο βιβλίου. Η Ε λένη β λ έπ ει την ώρα, και συλλογιέτα ι π ω ς μόλις προφταίνει να π ά ει στο κομμω τήριο. Τα μ α λ λ ιά τ η ς είναι χ ά λ ια . Αν τη ν έβλεπε η Λ ίζ α ... «Να περιποιείσαι, τον εαυτό σου να μη σε λυπούνται.» — Θα σας κάνω ένα χρωμοσαμπουάν «Λ έαινα τω ν δα σών», να φ ω τίσ ει λίγο το μ α λ λ ί σας, λέει η Φρανσουάζ, η μικρή βοηθός στο κομμωτήριο τ η ς γειτο νιά ς, όπου π ή γ ε γ ια π ρώ τη φορά η Ε λένη. Ό σο κι αν αποφάσισε να ’να ι όμορφη και περιποιημένη απόψε, δεν μπόρεσε να μη γ ελ ά σ ει. «Λέαινα τω ν δασών!» Με ύφος τρομ αγμένης ελαφ ίνας. Ε ίν α ι όλοι τους καλεσμένοι στου Ν ικ ήτα. Ν α προσέξει μην τον π ε ι π ά λ ι Ν ικ ήτα. Θ υμάται την κ α τά π λ η ξή τη ς τον πρώ το καιρό που ήρθε στο Π αρίσι, όταν ανακάλυψε π ω ς ο Κ ώ σ τα ς Κ α σ ίμ η ς, που όλοι μ ίλα γα ν γ ι ’ αυτόν,
138
ήτα νε ο Ν ικ ή τα ς. Ε ίχ ε να τον δει από το ’4 5 . Κ άνανε μ α ζί ουρά στον κινηματογράφο «Αττικόν» γ ια να δούνε το Ουράνιο τόιξο, τη ν πρώ τη σοβιετική τα ιν ία που προβάλανε στην Ε λ λ ά δ α και γινότανε χα μ ό ς. Ύ στερα ο Ν ικ ή τα ς έφυγε με υποτροφία στο Π αρίσι και δεν ξανάκουσε π ια γ ι ’ αυτόν. Ο Ε υγένιος λέει πω ς είχ ε αποξενωθεί, θαρρείς με μανία, από κ αθετί που αφορούσε τη ν Ε λλά δα . Ο Ν ικ ήτας! Που σε όλες τ ις φ οιτητικές διαδηλώ σεις στην Κ α το χή έφτανε να β γει μπροστά, γ ια να τρέξουν σμάρι οι φ οιτητές από πίσω του. Που τον Δεκέμβρη του ’4 4 , λοχα γός στον «Λόρδο Μπάυρον», τον λόχο τω ν φ οιτητώ ν, είχε ανέβει μόνος του σε μια ταράτσα μ ’ ένα οπλοπολυβόλο τη ς συμ φοράς και ε ίχ ε διαλύσει μια ομάδα Ε γ γ λ έ ζ ω ν που χτυπού σανε από τη ν απέναντι πολυκατοικία. Ο Ν ικ ήτας! Που είχε φάει μ ια σφαίρα στο στήθος. Π έρασε ξυστά στην καρδιά του και βγήκε ανάμεσα από δυο πλευρά. Τώρα ο δικηγόρος Κ α σ ίμ η ς ξαναθυμήθηκε το σημάδι του, ανοίγει το μεταξω τό του πουκάμισο και το δείχνει με περηφάνια. « Ε δ ώ ... παρά τρ ίχ α .» Ο Ε υγένιος λ έει, π ά λ ι, π ω ς όλα τούτα τ α χρόνια ω ς τη δικτατορία δεν ήθελε ν’ ακούσει γ ια οργανώ σεις και γ ια κόμμα. Ε ίχ ε τσακω θεί τό τε με τον γρ α μ μ α τέα τ η ς α χ τίδ α ς του κι α ποτραβ ήχτηκε. Τ ώ ρα, σαν να ξύπνησε ξαφνικά. «Ν ικήτα!» απόρησε η Ε λένη τη ν πρώ τη φορά που τον συνάντησε σε μ ια συγκέντρωση. «Πού το θυμήθηκες τώ ρα! Ο Ν ικ ή τα ς δεν υπάρχει π ια .» 'Ανοιξε όμως το σ π ίτι του στους παλιούς συντρόφους και στους καινούργιους. Δ ίνει χρ ή μ α τα γ ια να κατέβουν στην Ε λ λ ά δ α Γ ά λ λο ι συνάδελφοί του να παρακολουθήσουν τ ις δίκες που γ ίνο ντα ι στην Αθήνα. Τ α ξαναθυμήθηκε όλα τ α π α λ ιά , ω ς και τον τσακωμό του με τον γρ α μ μ α τέα τη ς α χ τίδ α ς του. «Ε ίδατε π ω ς ε ίχ α δίκιο τό τε, στον καβ γά μου με τον Αυγερινό;» Κ ανένας τους δεν θυμότανε ποιος ήτα νε ο τσακω μός
139
τους κι ούτε καταλά β ανε γ ια τ ί «δικαιώθηκε» τώ ρ α . «Αυ τ ά είναι περασμένα, του α π α ν τά ε ι ο Π άνος, κι ο Α υγερι νός έ χ ε ι εκ τελ εσ τεί.» «Η ιστορία όμως με δικαίω σε», επ ι μένει ο Κ α σ ίμ η ς και κουνάει νευρικά τα πόδια του χω ρ ίς να σ υ νεχίζει ά λλο την κουβέντα. Πόσο δεν μ οιά ζει του Ν ικ ή τα ο Κ ώ σ τα ς Κ α σ ίμ η ς. Του Ν ικ ή τα , με τ α αιώ νια ξηλω μ ένα κουμπιά, είχα νε απομείνει μονάχα δύο να κουμπώνει το γκρί ψαροκόκαλο πανω φό ρι του. Τώρα φορεί κουστούμι σκούρο Θαλασσί, μ ετα ξω τό που κάμισο και γ ρ α β ά τα του Λ ανβέν. Μ ένει σ’ ένα διαμέρισμα στο Ν ε ϊγ ί, μ ’ ένα τεράστιο σαλόνι, όλο κολόνες και π ίν α κες στους τοίχους. Τότε, όταν μαζεύονταν σ π ίτι του, στην οδό Π ιπίνου, στριμώ χνονταν σ’ ένα μικρό σαλονάκι. Οι πολυθρόνες είχα νε τρύπες στα μ πράτσα, κι όποιος καθότα νε εκεί έχω νε το δάχτυλό του κ αι τραβούσε μικρά αχυράκια. Σ τον το ίχ ο κρέμονταν κ ά τι τρ ια ντά φ υλλα από χοντρό ροζ νήμ α , π λ ε γ μ έν α με το κροσεδάκι, και στη μέση ή τα νε κολλημένο ένα κεφ αλάκι κούκλας με ξεπλυμένα μ ά τια και χ ε ίλ ια . Τους άρεσε να μαζεύονται στο σ πίτι του Ν ικ ή τα , γ ια τ ί στη μέση του σαλονιού έ κ α ιγ ε , αναμμένο με πυρή να, ένα μ εγ ά λ ο μπρούντζινο μ α γ κ ά λ ι. Π ολλές φορές ο(Ν ι κ ή τα ς ε ίχ ε , γ ια έκπληξη, μισή π α τ ά τ α γ ια τον καθένα, ψημένη στη χόβολη. Π ώ ς τ η λέγα ν ε την κοπέλα του; Μ αρινούλα. Κ άθισε οχτώ χρόνια φυλακή κ αι β γή κ ε με σπονδυλίτιδα. Ο Κ ασίμ ης ή τα νε π ια παντρεμένος στο Π α ρίσι με μ ια Γ α λ λ ίδ α , που κανείς δεν γνώρισε πο τέ. Έ χ ε ι από καιρό χω ρίσ ει. «Να μου προσέχεις τ η Μαρινούλα!» έ λ εγε στην Ε λ έ ν η , όταν έφευγε γ ια κομματική δουλειά μακριά από τη ν Αθήνα. Τα δόντια του Κ ασίμη είναι ίσια, αστραφτερά. Ο Ν ικ ή τ α ς είχε μακριά σκυλόδοντα που καβαλούσανε λ ίγ ο τ α δι π λα νά . Δεν είναι όμως όλα α υτά που αλλάζουνε τόσο τον Ν ικ ή τα από τον Κ ώ σ τα Κ α σ ίμ η . Ε ίν α ι το β λέμμ α . Ά τ ο
140
νο, άδειο. Οι μ α τιές του Ν ικ ή τα σε κάρφωναν, πότε με κακία, πότε με γλυκά. — Ε ίσ α ι όμορφη, Ε λ έν η , σήμερα, τη ς λ έ ε ι κ α ι τ η ς παίρνει το χέρ ι να το φέρει στα χ ε ίλ ια του. «Να σου ράψω το κουμπί στο π α λ τό σου;» «Δεν βαριέ σαι, π ά λ ι θα κοπεί.» — Π ώ ς τ α κατάφερες να μην περάσει χρόνος από πάνω σου; Η Ε λένη χα μ ο γ ελ ά ε ι α μ ή χα να . Ο Κ ασίμ ης τη ν αφή νει, γ ια να υποδεχτεί άλλους που καταφθάνουν. Ε κείνη κάνει στο π λ ά ι να τον αφήσει να περάσει κι ακουμπάει σε μια κολόνα. Από κει μπορεί κ α ι τους παρατηρεί όλους, έναν έναν. Αν ή τα νε ο σκηνοθέτης με το πλατύγυρο κ α π έ λο, θα σταματούσε τον φακό πά νω στην 'Αννα που την έχουν περιτριγυρίσει δημοσιογράφοι. Κ άποιος από τη ν ολλανδέζικη τηλεόραση τη ρω τάει γ ια τ α βασανιστήρια που τη ς έκαναν στην Α σφάλεια. Η Ά ν να τραβάει με δύναμη τα μ α λ λ ιά τ η ς πίσω κι α π α ν τά ει με ξερές φράσεις, νευ ριασμένα. — Σ α ς κάνανε και σεξουαλικά βασανιστήρια; ξαναρωτ ά ε ι ο Ο λλανδός κ αι παίρνει ένα κεφτεδάκι που του προσ φέρει το γκαρσόνι μέσα σ’ έναν ασημένιο δίσκο. Κ ά τ ι σαν ψίθυρος βγήκε από το στόμα τη ς Ά ν ν α ς, που δεν το άκουσε η Ε λένη. Α πέναντι τ η ς είναι ένας μ εγά λ ο ς καναπές. Ά λ λ ο π λ ά νο. (Σ κηνή — πλάνο — λή ψ η /) Κ ά θ ετα ι η Λ ήδα μ ’ α π λ ω μένα τα μακριά τη ς πόδια. Τα μ α λ λ ιά τη ς είναι βαμμένα σε χρώ μ α μπρούντζου. Φοράει ένα ασημί φόρεμα τόσο ανοιχτό μπροστά, που θαρρείς π ω ς αν κάνει μ ια κίνηση παραπάνω θα π ε τ α χ τ ε ί έξω το στήθος τ η ς. Ε ίν α ι περ ιτρ ι γυρισμένη από άλλους δημοσιογράφους. Τρεις φακοί είναι στραμμένοι α πά νω τη ς κ α ι κάθε τόσο αστράφτουν τα φλας. Η Λ ήδα έφτασε με π λα σ τό διαβατήριο στο Π αρίσι.
141
Έ κ α ν ε δυο μήνες φυλακή, μα στη δίκη τη ς αθωώθηκε. 0 Π άνος λ έει π ω ς το βλέμμα τ η ς μ α γ ν η τίζ ε ι και π ω ς θα μάγεψ ε ω ς κι αυτούς τους δικαστές τη ς. Η Ε λένη τ η βρί σκει ψεύτικη κι α να ρω τιέτα ι π ώ ς μπόρεσε η παρανομη ορ γάνω ση να τ η ς εμ πιστευτεί το παραμικρό. Μ ιλά ει στους δημοσιογράφους με νά ζι, κι έρχονται σκόρπιες φράσεις τη ς σ τ’ αυτιά τ η ς Ε λένη ς. — ...ό τ α ν με κάλεσε ο α ν α κ ρ ιτή ς... στη δίκη μου δεν είχ α κανένα τ ρ α κ ... λες και έπ α ιζ α στο θέα τρ ο... βέβαια κοιμόντανε κι οι τρεις στο σ π ίτι μ ου... δεν είχα νε άλλου να π ά ν ε ... μας τσίμπησαν όλους... σας ορκίζομαι, στη δίκη πιστέψ ανε ότι νόμιζα π ω ς ξέμειναν σ π ίτι μου που ε ίχ α π ά ρ τι κι ε ίχ ε περάσει η ώρα τη ς κυκλοφορίας... το είπα τόσο α θ ώ α ... Κ α ι οι δικαστές την πίστεψ αν. Η αλήθεια είναι πω ς γοητεύ ει πολλούς. Ακόμα και τον Π άνο. Ο Ε υγένιος — που δεν έχει πέσει στη γοη τεία τ η ς — το κ α τα λα β α ίνει γ ια τον Π άνο. Μ ε τ ις τόσες φυλακές, εξορίες και παρανομίες, δεν συνάντησε ποτέ στον δρόμο του γυναίκες σαν τη Λ ήδα. Τώρα οι δημοσιογράφοι τη χειροκροτούν. Η Λ ήδα εχει α γκ α λιά σ ει ένα Σουηδό δυο μέτρα μπόι και ποζάρει στον φακό. Π λ ά ι στην κολόνα που σ τέκ ετα ι η Ε λένη είναι μ ια ρο τό ντα φορτωμένη ασημικά: κουτάκια μικρά, μ ε γ ά λ α , σ τρογγυλά, τετρ ά γω να , οβάλ, και ταμ πακιέρες διάφορες με περίεργα σκαλίσματα. Σ το σ π ίτι του Ν ικ ή τα , πάνω στο τρ α π εζά κ ι του μικρού σαλονιού ήτανε μια ασημένια ζα χα ρ ιέρ α , χω ρ ίς καπάκι, με το ένα χέρι σπασμένο. Μ αυρισμένη, και θα ’χ ε να γυ α λ ισ τεί πριν από τον πόλεμο. Ο Π άνος, αφού διάβαζε απο ένα χα ρ τά κ ι ό ,τι είχε να π ε ι, το έσ χιζε κ ο μ μ α τά κ ια , το έριχνε στη ζαχα ρ ιέρ α , άναβε ένα σπίρτο και το ’κ α ίγε. Σ το βάθος του σαλονιού, μπροστά σ’ έναν π ίνα κα που π αρισ τά νει φουρτουνιασμένη θάλασσα, στέκει ο Π άνος.
142
Φορεί το ίδιο ασιδέρωτο παντελόνι και το σακάκι με τ ις άκρες γυρισμένες σαν τσαλακω μένο εξώφυλλο βιβλίου. Γύρω του μια πμρέβε από φ οιτη τές και φοιτήτριες γελά νε με κ ά τι που τους λέει. — Ά κου, να μην το ξέρουν! κάνει δήθεν α γα ν α χτισ μ ένος. — Έ λ α , λοιπόν, πες το να το μάθουμε! π α ρ α κ α λά ει μια στρουμπουλή κοπέλα με φουντωτά σγουρά μ α λ λ ιά . Την παρέα π λ η σ ιά ζει τώ ρα ο Στέφανος και ο Ά γ γ ε λος. « Ε λ ά τε να σας μάθω ένα τραγούδι», έλ ε γ ε τό τε ο Ά γ γ ε λ ο ς που ε ίχ ε κατέβει από το βουνό, λ ίγ ε ς μέρες πριν, την απελευθέρωση. Ε ίχ α ν ε συγκεντρωθεί σε μια ελεύθερη συνοικία τ η ς Αθήνας. Το τραγουδούσανε σιγά σ ιγ ά , γ ια τ ί λίγο πιο πέρα, στην παρακάτω γειτο ν ιά , οι Γερμανοί δεν είχα νε φύγει ακόμα: Λ ευτεριά πανώ ρια κόρη κ α τ ε β α ίν ε ι από τα όρη, ο λα ό ς την α γ κ α λ ιά ζ ε ι κ α ι χορεύει κα ι γ ιο ρ τ ά ζ ε ι. ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, φωνή λαού, που φ τά νει ως τ ’ άστρα τ ’ ουρανού.
Την περιμένανε τό τε τ η Λ ευτεριά να κατέβει από τα όρη. Σ τα όρη ήτα νε οι α ντά ρ τες, κι ο θείος Γ ιά ννη ς ο Σ τρατός. Τ ώ ρα, από πού να κ ατέβ ει; Μ όλις π ά ει να γίν ει κ ά τι, τους πιάνουν έναν έναν ή μάλλον δέκα δέκα. «Π ώς δεν μας πιά νανε τότε;» «Ο χ, π ια και σεις με το τότε σας!» θα π ει η Ά ν ν α . «Κ οιτάξτε το τώρα!» Το ΤΩΡΑ... Λ ευ τερ ιά πανώ ρια κ ό ρ η ...
Τραγουδάνε ο Π άνος κι ο Ά γ γ ε λ ο ς , που έχει γένια σαν τότε που κατέβηκε από το βουνό, μονάχα που τώ ρα είναι ψαρά. ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, φωνή λ α ο ύ ...
143
Ξ εχω ρ ίζει η βαρύτονη φωνή του Χρύσανθου, που έχει π λησ ιάσ ει τη ν παρέα. Εις το δικαστήριον ανηλίκων εγένετο χθες η δίκη του μαθητου X ... κατηγορουμένου ότι μετέδωσε εις το κοινόν συνθήματα δυνάμενα να εμβάλωσιν εις ανησυχίας τους πολίτας, διότι κατά την ομιλίαν του καθηγητού, γενομένην επί τη επετείω της 28ης Οκτωβρίου εφώναξεν: Κάτω ο φα σισμός.
Ο Χρύσανθος ήτανε το ’46 μ α θη τή ς, δεκάξι χρονώ. 0 Π άνος γνέφ ει τη ς Ε λ έν η ς να πά ει κοντά τους. Το κεφ ά λι του ακουμπά πάνω στον πίνα κα με τ η φουρτουνια σμένη θάλασσα και τη βαριά επίχρυση κορνίζα. Η Ε λένη στέκει ακόμα στην κολόνα αναποφάσιστη. — Ε λένη ! Μ ια γυναίκα με κοκκινωπά μ α λ λ ιά , χτενισ μ ένα μπουκ λ ά κ ια , ήρθε και στάθηκε δίπ λα τη ς. Την Ε λ έν η την ξαφ νιάζει αυτή η φωνή που έμοιαζε ναζιάρικου κοριτσιού. Η γυναίκα τη ν α γ κ α λ ιά ζε ι με το ένα χέρ ι. Μ ε το άλλο κ ρατάει ένα σπανακοπιτάκι. Π ά νω στο καφέ φουστάνι τη ς έχουν πέσει μερικά κομματάκια φύλλο από το σπανακοπιτά κ ι που ανακατεύονται με τ ις χά ντρ ες ενός κολιέ από κ εχρ ιμ π ά ρ ι, σαν κι αυτά που αγοράζουν όλοι όσοι πάνε τα ξ ίδ ι στη Σ οβιετική Έ νω σ η . — Πόσα χρόνια, Ε λένη μου! Αυτή η παιδιά στικη φωνή, που ποτέ δεν τ η ς τα ίρ ια ζε. Ε ίνα ι η Μ αργα ρίτα . Ε ίχ ε τό τε μαύρα μ α λ λ ιά τρα βη γμ ένα κότσο. Σ τ η δίκη τη ς φορούσε μαύρη φούστα και άσπρο πουκάμισο κουμπωμένο ω ς τον λαιμό. Η Ε λένη τη ν ήξερε κ α λ ά , έκανε μ ά λ ισ τα μ α ζί τ η ς ιδιαίτερα α ρχα ία ελ λ η ν ι κά. Ή τ α ν ε καθη γήτρια σε γυμνάσιο τη ς Α θήνας. Η π α ι δική τ η ς φωνή τη ν έκανε να φ αίνετα ι α φ ελή ς. « Ό π ω ς αντιλαμβάνεσ θε, πρόκειται γ ια μια αφελή γυναικούλα που τη ν μ πλέξα νε χω ρ ίς να το κ α τα λ ά β ει» , έλ εγε στη δίκη ο
144
συνήγορός τ η ς , γ ια να αλαφρύνει τη θέση τ η ς από τ ις βάριες κ ατηγο ρ ίες — κατάσκοπος, ληστοτρόφος και ά λ λ α πολλά —, που τ η ς είχανε φορτώσει. Η Μ αργαρίτα δεν τον άφησε να προχω ρήσει. «Καθόλου, κύριοι στρατοδίκες, δεν είμαι αφελής γυναικούλα. Ε ίμ α ι κ αθη γήτρ ια , έχω δημο σιεύσει π ο λλές αξιόλογες μ ελ έτες κι ό ,τ ι κάνω το κάνω συνειδητά.» Κ α τα δικ ά σ τη κε σε θάνατο. Αργότερα πήρε χάρη. Ε ίχ ε μείνει έντεκα χρόνια φυλακή, τα τρία με τ ις μ ελλοθάνατες. Κ άθε αυγή περίμενε πω ς θα τη ν τουφέκιζαν. — Δεν ά λ λα ξες καθόλου. Π ά μ ε να τραγουδήσουμε, τη σερνει από το χέρ ι η Μ αργαρίτα. Π άνε κοντά στους άλλους κι η Ε λένη μένει με το στό μα κλειστό σαν να μην ξέρει τ ι ήχος θα β γει, αν το ανοί ξει. Ξ εχω ρ ίζει τώ ρα η πα ιδιά σ τικη φωνή τη ς Μ αργαρί τ α ς. ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, ΕΑΜ, φω νή λα ο ύ ...
— Προσοχή, προσοχή! χ τυ π ά ε ι π α λ α μ ά κ ια ο δικηγόρος Κ ασίμ ης. «Τρελάθηκες, Ν ικ ή τα , και χ τ υ π ά ς π α λ α μ α κια ; θ ’ ακουστούμε α πέξω .» Ή τ α ν ε η τελ ευ τα ία τους παρανομη συνεδρίαση, πριν τη ν απελευθέρωση. «Μα το είπες τοσο ωραία, σύντροφε!» Κ ι ο Ν ικ ή τα ς ξανα λέει τη φράση χ α μηλόφω να, μα έντονα: «Το μ ά τι στο κλισιοσκόπιο, είμ α στε έτοιμοι! Η λευτεριά είναι στην πόρτα μας.» Το τραγούδι σ τα μ α τά ει, όλοι γυρίζουν τα κ εφ αλια κ α τα κει που ακούστηκαν τα π α λ α μ ά κ ια . Π ίσω από τον Κ ώ σ τα Κ ασίμη εμ φ α νίζετα ι ένα γκαρσόνι με μια τεράσ τια τούρ τα . Π άνω είναι γραμμένο με ροζ τρια ντα φ υλλακια απο ζάχαρη: ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ.
145
Η Ε λ έ ν η , πριν φύγει γ ια το γύρισμα, τρ έχει στο μ π α κάλικο τ η ς γ ειτο νιά ς «Λε ζαρντέν ντε γκουρμέ» — ο κή πος τω ν καλοφαγάδω ν — αυτή είναι η μεγαλόπρεπη ονο μασία του. Β ρίσκεται στο ισόγειο ενός μεγάλου σπιτιού, χτισμένου με πέτρα και κόκκινα τούβλα. 'Α μα έχει ομί χ λ η , τ α κόκκινα τούβλα ξεχωρίζουν σαν παρηγοριά. Τό σους αιώ νες πριν φ τιά χνανε τέ το ια σ π ίτια , με π έτρα και κόκκινο τούβλο, γ ια να έρ χετα ι τώ ρα η Ε λένη ν ’ α γοράζει μ πανάνες κ αι να τη ς λέει κάθε πρω ί τα ίδια λ ό γ ια η χον τρή μ π ακ ά λισ σ α, η κυρία Φρανς: «Κ αλημέρα, κύριοι και κυρίες», κι ας είναι η μόνη πελά τισ σ α στο μ α γ α ζ ί, «τι παλιόκαιρος σήμερα!». Β ιά ζ ε τ α ι να γυρίσει σ π ίτ ι, ν ’ αφήσει τ ις μπανάνες γ ια να τ ις βρει η Δαφνούλα όταν σχολάσει. Τ ις ακουμπάει στο τρ α π έζ ι και ψ άχνει χ α ρ τί να τ η ς γράψει δυο λ ό γ ια . Β ρί σκει ένα σκισμένο φύλλο από τετράδιο, μισογραμμένο. Έ ν α αρχινισμένο γράμμα τ η ς Δαφνούλας στον Α χιλ λ έα : «Τα π α ιδ ιά στην τάξη με ρω τάνε γ ια σένα και με ζη λεύ ουνε που έχω μ παμ πά στη φυλακή γ ια π ο λ ιτικ ά . Η πιο καλή μου φ ίλη έχει μ π α μ πά βαρόνο, μα είναι καλό κορί τσ ι κ αι λ έει π ω ς οι γονείς τ η ς είναι μουχλιασμένοι. Ε νώ ο δικός μ ο υ ...» . , Χ ά ρ η κ ε, φ α ίνετα ι, η Δαφνούλα που τη ς είπε ο Π άνος π ω ς ο π α τέρ α ς τη ς είναι φυλακή. Έ τ σ ι ε ίχ ε μ ια πιο ξε κάθαρη εικόνα για κείνον. Ό λ ο του γράφει γρ ά μ μ α τα κι ας το ξέρει π ω ς δεν θα τ α λ ά β ει ποτέ. Δεν ρω τά ει π ια τη ν Ε λ έν η , μα τον Πάνο, γ ια τον πα τέρα τ η ς , κι εκείνος τη ς π εριγρά φ ει τον Α χ ιλ λ έ α , που «έφτανε να π ει μ ια κουβέν τ α κ αι τρ έχα μ ε όπου μας έστελνε σαν ν ’ α πλώ να μ ε φ τε ρά». Δεν ξέρει η Ε λένη αν είναι σωστό ν ’ αφήνει τον Πάνο να μ ιλ ά ει γ ια όλα αυτά στην κόρη τ η ς . Γ ια τίπ ο τα π ια δεν ξέρει τ ι είναι σωστό. Μ έσα στο μετρό που τη ν π ά ε ι στο στούντιο, σ υλλογιέ τ α ι τόσο, που θαρρείς κ αι θα «ψηλώσει» ο νους τ η ς . Ώ ρ ε ς
146
ώρες, α λή θεια , το νιώθει π ω ς «ψηλώνει» ο νους τ η ς . Η Δαφνούλα τη θέλει ηρωίδα, μ α χ η τικ ή , πισ τή σύζυγο. Οι γονείς τη ς φ ίλη ς τη ς κόρης τ η ς , τ η ς μικρής βαρόνης, βρί σκονται στα χω ρ ίσ μ α τα . Η Μ π λα νς είναι ένα α σχημούλικο κοριτσάκι με πανάδες. Μ ια μέρα τη ν άκουσε η Ε λ ένη από τη ν κουζίνα που κουβέντιαζε με τη Δαφνούλα. Η Μ πλανς έ κ λ α ιγ ε , γ ια τ ί ε ίχ ε γ ίν ε ι μ εγάλος κ α β γά ς στο σ π ίτι. Η μαμά τη ς είχε φίλο. «Η δίκιά σου δεν ε ίχ ε πο τέ;» ρω τάει η Μ πλανς με κλαψ ιάρικη φωνούλα, κι α πα ν τά ε ι η περήφανη καμπανιστή φωνή τ η ς Δαφνούλας: «Η μαμά μου έ χ ε ι τον μπαμ πά μου στη φυλακή». Η δ ια π α ιδα γώ γη σ η του Πάνου! Ν α φ τιά χν ει ήρω ες στα πα ιδιά . Κ αταδικασμ ένη λοιπόν από τη ν κόρη τ η ς στα σί γουρα. «Δ ικαιολογίες στον εαυτό σου», λέει η 'Α ννα, που μια μέρα τ η ς το π έτα ξε κατάμουτρα. Η συζήτηση είχε ξεκινήσει από κ ά τ ι ασήμαντο, κ αι μ ετά πήρε άσχημο δρό μο. «Αυτή είναι η διαφορά τ η ς γ ενιά ς μας. Ε μ είς κάνουμε έρωτα κι ας είμ ασ τε στην παρανομία κ αι δεν το κρύβουμε. Ε σείς ή το κάνετε στα κρυφά ή γίνεσ τε οσιομάρτυρες, ανέραστες και κομπλεξικές και κάθεστε και κ λ α ίτε ακόμα τον εκτελεσμένο ΕΠΟΝίτη που σας είχε πρω τοφ ιλήσει». «Για μένα το λες;» αγρίεψε τέλο ς η Ε λ έν η . Η Ά ν ν α τη ν α γκά λια σ ε όλο α γ ά π η . « Γ ια τί δεν έχεις το θάρρος να π α ς με τον Ν τιν τιέ; Σ ε ποιον θα δώσεις λόγο; Δεν ζεις στην Αθήνα. Το Π αρίσι είναι απέραντο.» Απέραντο το Π αρίσι! Μ ια μικρή γειτο νιά που όλο μ π λ έ κονται ο ένας στα πόδια του άλλου, κι αν δεν ιδωθούν μια μέρα ρω τιούνται: «Πού χάθηκες;» Την π είρ αζαν όλοι την Ε λένη γ ια τον Ν τιν τιέ , που ερ χότανε συχνά στο γύρισμα. Ή τ α ν ε γνω στός του τρίτου σκηνοθέτη, του φίλου του Στέφανου, κ αι είχε α να κ ατευτεί κι αυτός στο σενάριο του τρένου τη ς φ ρίκης. Μ όλις συ ναντούσε τη ν Ε λένη σε κανένα διά λειμ μ α στο μ παρ, τ η ς έλ εγε χα ρ ιτο λ ο γώ ν τα ς: «Αν σε ε ίχ α γνω ρίσει πριν, θα σου
147
έγραφα ρόλο». Ο Π άνος κι ο Ε υγένιος τη ν π είρ α ζα ν π ω ς έχασε τη ν ευκαιρία να γ ίν ε ι σταρ. Μ ια μέρα, συνάντησε τον Ν τ ιν τ ιέ μόνη τη ς στο μπαρ κι ένιωσε ξαλαφρω μένη που δεν ή τα ν ε οι άλλοι. Ή π ια ν ε καφέ μ α ζ ί κι εκείνος τη ς μιλούσε γ ια τη ν Κορσική, όπου π η γ α ίν ε ι τ α καλοκαίρια, και μ ο ιά ζει Ε λ λ ά δα . Δεν τ η ρώτησε λέξη γ ια τ η χούντα, ούτε γ ια τη ν αντίσταση κ αι τους φυλακισμένους, μόνο τ η ς μιλούσε γ ια τη Σαντορίνη, όπου είχε π ά ει πριν λ ίγ α χρό νια . Ο Ν τ ιν τιέ μ ιλά ει γ ια τον εαυτό του. Ε ίν α ι χω ρισ μ έ νος, έ χ ε ι τρ ία παιδιά που ζουν με τη μ η τέρ α τους στην Γ κρενόμπλ. Τ α βλέπει στις διακοπές τους. Η Ε λ έ ν η , να ι, είναι π α ντρ εμ ένη , ο άντρας τ η ς δεν μπορεί να β γ ει από τη ν Ε λ λ ά δ α . Δεν ξέρει γ ια τ ί δεν του λέει π ω ς ο Α χ ιλ λ έ α ς είναι φ υλακή, μα κι ο Ν τ ιν τιέ δεν έχει π ερ ιέρ γεια να ρω τή σ ει περισσότερα. «Αν π η γ α ίν α μ ε στον κινηματογράφ ο απόψε; Το γύρισμα τελ ειώ ν ει νω ρίς.» «Ν αι», λ έει η Ε λ έ νη κ αι σ υ λ λ ο γιέτα ι τη ν κουβέντα τη ς 'Α ννας. Έ φ τα σ α ν α ργά , το φ ιλμ που ήθελαν να δουν ε ίχ ε α ρ χ ί σει. Ο Ν τ ιν τιέ προτείνει να π ά νε να τσιμπήσουν κ ά τι στην «Κ λοζερί ν τε Λ ιλά ». Η Ε λ ένη ξέρει το φημισμένο αυτό μπαρ-εστιατόριο, το ξέρει μόνο από τ α μυθιστορήματα. Ε κ εί τουλάχιστον είναι σίγουρη πω ς δεν θα συναντήσει κανέναν Έ λ λ η ν α , ούτε βέβαια τον Πάνο κ α ι τον Ε υγένιο. Ο Ν τ ιν τ ιέ είναι ένας όμορφος άντρας. Σου δίνει την εντύπω ση π ω ς νιώθει ά νετα , όπου και μ ’ όποιον βρεθεί. Ε κείνη αισθάνεται άβολα κ αι προσπαθεί να ξεκουμπώσει το π α λ τό τ η ς . Του ά λλα ξε κουμπιά και πέφτουν μικρές οι κουμπότρυπες. Ο Ν τιν τιέ έ χ ε ι κιόλας δώσει το αδιάβροχο του στην γκαρνταρόμπα, α π λ ώ νει το χέρ ι να πάρει το δικό τ η ς. — Θα το κρατήσω , κρυώνω λ ίγ ο , λ έ ε ι η Ε λ έ ν η , που τ η ς είναι αδύνατον να ξεκουμπώσει το τελ ευ τα ίο κουμπί. Μόνο αφού κάθισαν π ια στο τρ α π έζι κ α ι τ η ρώτησε τ ι κρασί π ρ ο τιμ ά ει, κατάφερε να ξεκουμπώσει εντελ ώ ς το
148
π α λ τό τ η ς. Ο Ν τιν τιέ τη βοηθάει να το β γ ά λ ε ι, ξαναρωτά ε ι γ ια το κρασί, κ α τα λα β α ίνει τη ν α μη χα νία τ η ς. — Κ α λ ά , θα διαλέξω εγώ γ ια σένα. Κ ά π ο τε, στο χ ίλ ια εφτακόσια τόσο, δ ιη γ ιέ τα ι ο Ν τιντ ιέ , είχε πέσει στη Γ α λ λ ία φυλλοξήρα, σώθηκε μόνο ένα κλήμα και το κρασί που β γήκ ε α π ’ αυτό θα το πιούνε τ ώ ρα. Η Ε λένη δεν άκουσε κ α λά π ώ ς το λένε, μα η λέξη γα λ λ ικ ά α κούγετα ι κ ά τι σαν «σάβανο». Ο Ν τιν τιέ το δοκιμάζει, μισοκλείνει τ α μ ά τια κι ύστε ρα τη ς δίνει να π ιει. Η Ε λένη από κ ρ α σ ιά ... Το νιώ θει στυφό να τη ς σ φ ίγ γ ει το λ α ρ ύ γγι. Ο Ν τιντιέ μ ιλ ά ει γ ια τη ρετσίνα που δοκίμασε πρώ τη φορά στη Σ αντορίνη. Δεν π ά ει κ ά τω με τ ίπ ο τ α , μόνο να τη ν πίνεις κοντά στη θά λασσα με μ εζέ χτα π ό δ ι και τ ζ α τ ζ ίκ ι. — Πόσο θα τ α ’χ ε ις νοσταλγή σει όλα αυτά! Τι να π ε ι σ’ έναν ξένο, που τη θέλει νοσταλγό; Η δίκιά τη ς ν ο σ τα λ γία , εκείνη που δεν μετριότανε με τ ίπ ο τ α και πονούσες όπου σ’ ά γ γ ιζ ε , π ά ει πέρασε. Ή τ α ν ε όσο ζούσε στη Σ οβιετική Έ νω σ η . Ε τούτη εδώ η ν ο σ τα λ γία τη ς μοιάζει σαν ξεπλυμένη. Δεν πρόλαβε να καλοζήσει στην Ε λ λ ά δα γ ια να τη νοσταλγή σει τόσο. Ενάμιση χρόνο μό νο. Δεν π ή γ ε π οτέ στη Σ αντορίνη κι ούτε άφησε πίσω τ η ς τόσα που άφησαν οι άλλοι. Ύ σ τερα , ο χαμ ός τη ς Λ ίζα ς σάρωσε ό ,τι ε ίχ ε απομείνει από νοσ τα λγίες. Ο Ν τιν τιέ τ η θέλει προσφυγοπούλα με τ α μ ά τια π λ η μ μυρισμένα από νο σ τα λγία . Α ρ χίζει να το συνηθίζει το κρασί-σαβανο, τ η ς περνάει μ ια ζέσ τη μέσα σ’ όλο το κορ μ ί και νιώθει ά νετα που ο Ν τ ιν τιέ , ώσπου να φέρουν το ά λλο π ιά το , α π λ ώ νει το χέρ ι του και τ η ς χαϊδεύει το δικό τη ς. Εκείνος μ ιλ ά ει πολύ. Η Ε λένη σχεδόν καθόλου. Της λέει γ ια τη ν τηλεόραση, δουλεύει γ ια τ α σενάρια, κ αι τ ις δυσκολίες με τους συνεργάτες του, γ ια τ α πα ιδιά του, κο στίζουν ένα σωρό λεφ τά: χειμ ερ ινά σπορ, ντύσ ιμ ο... Δεν
149
θέλει να τους στερήσει τ ίπ ο τ α . Η γυναίκα του, παιδοψυχο λό γο ς, τους έχει π ει π ω ς γ ια όλα φ τα ίει ο π α τέρ α ς. Αυτός προσπαθεί να τ α κερδίσει με δώρα και ά νετη ζω ή . Έ τ σ ι, δουλεύει πολύ κ αι σε π ρ ά γμ α τα που δεν τον ενδια φέρουν. Η Ε λένη δεν προσέχει π ια τη ν κουβέντα του κ αι συλλο γ ιέ τ α ι τ ι να του π ει, όταν φ τά σει η σειρά τη ς να μ ιλήσ ει. Ε ίπ ε π ω ς δεν μπορεί ν ’ α ργήσει πολύ, γ ια τ ί δεν βρήκε κανέναν να μείνει με τη ν κόρη τ η ς. Ν α ι, έ χ ε ι μ ια κόρη, είναι δώδεκα χρονώ, τη λένε Δάφνη. Ο Ν τιν τιέ τρ ελ α ίνε τ α ι με το όνομα. Σ τα α ρχα ία χρόνια υπήρχε αντρικό όνο μ α, Δ ά φ νις, Δ ά φ νις και Χ λόη . — Δ ά φ ν ις και Χ λόη, μ ια φοβερά αισθησιακή ιστορία. Την ά λ λ η φορά να κανονίσει να μείνουνε πολύ μ α ζ ί, και το ν ίζει το «πολώ». Η Ε λένη υπόσχεται και κ ά θετα ι στα καρφιά. Δεν ξέρει κι η ίδια γ ια τ ί. "Οχι μόνο γ ια τ ί η Δ αφ νούλα είναι μόνη. «Δ ικαιολογίες στον εαυτό σου», που λ έει κι η Ά ν ν α . Ε δώ , στην «Κ λοζερί ντε Λ ιλ ά » , μοιάζει σαν να ’ναι σε μ ια ά λ λ η χώ ρ α , σ ’ ένα ά λλο Π αρίσι, που δεν μ οιά ζει σε τίπ ο τα με το Σαραντόν. Σ το βάθος τη ς αίθουσας βρίσκε τ α ι ένα μ εγά λ ο πιάνο. Ο π ια ν ίσ τα ς π α ίζ ε ι μ ια μ παλή μουσική, Σοπέν ίσως, ο Ν τ ιν τιέ έχει άσπρα δόντια και έξυπνο χα μ ό γελ ο , φ αίνετα ι του αρέσει η Ε λένη και τη ς λέει π ω ς μ οιά ζει με μια Π α ν α γ ία που είχε δει σ’ ένα εκκλησάκι στη Σαντορίνη. Πού να τ ’ άκουγαν ο Ε υγένιος και ο Π άνος! Θα ξεκαρδιζόντανε στα γ έ λ ια κ αι θα τη ς λ έγ α ν ε π ω ς όλες οι Π α ν α γίε ς σ τις βυζαντινές εικόνες εί ναι μακρομούρες και λ ίγο α λλήθω ρες. Ν α φύγει γρήγορα, μ ήπω ς περάσουν ο Π άνος ή ο Ευγένιος κ αι δεν τη βρουν. Ν α καθίσουν στο κουζινάκι να πουν τ α νέα που έμαθαν. Την π ν ίγ ε ι η «Κ λοζερί ντε Λ ιλ ά » , κι η σονάτα του Σοπέν τη ς φ α ίν ετα ι τώ ρα γλυκερή, μπορεί να ’χουν π ιά σ ει κι άλλους κ ά τ ω , κάποιος πρέπει να βρεθεί να π η γ α ίν ε ι στον
150
Α χ ιλ λ έα ένα ρούχο καθαρό, ένα π ιά το φ αγη τό. Ο Κ α σίμης υποσχέθηκε να σ τείλ ει δικηγόρο. — Πού ταξιδεύει ο νους σου, νο σ τα λγία μου; τη β γ ά ζ ε ι από τ ις σκέψεις ο Ν τιν τιέ. Ν ο σ τα λ γία , θα σε λ έω , συνε-
χ£ζε1,
,
Η Ε λένη π αιδεύετα ι π ά λ ι με τ α κουμπιά του παλτού τ η ς , και τέλο ς το αφήνει ξεκούμπωτο. Την ά λ λ η φορά θα τ α κανονίσει καλύτερα, το υπ όσ χεται στον Ν τιν τιέ. Θα ’χ ε ι καιρό. Τώρα πρέπει να τρέξει σ π ίτι, η μικρή περιμ έ νει.
Φ τάνει λα χα νιασ μένη στο στούντιο και π ά ει κατευθείαν στο τρένο. — Τι έγινες; ρω τάει ο Ε υγένιος που έχει πάρει κιόλας τη θέση του. — Στραβοκοιμήθηκα. Ο Π άνος προβάλλει το κ εφ ά λι του στην πόρτα του κου πέ. — Χ αρούλες, ά λ λες τρεις τέσσερις μέρες γύρισμα. Ε σείς οι δυο μόνο, γ ια τ ί διακριθήκατε στους ρόλους. Τα λέει γ ε λ ώ ν τα ς με το ξεκούρντιστο γ ε λ ά κ ι του, τους γυρίζει τη ν π λ ά τ η και φ εύγει χω ρ ίς να προλάβουν να του - πούνε λέξη. — Τ ότε, ε λ ά τε το βράδυ σ π ίτι να το γιορτάσουμε, λέει η Ε λένη στον Ε υγένιο. Θα σας κεράσω ένα ακριβό κρασί. Το λένε κ ά π ω ς ... μια λέξη που μοιάζει με σάβανο. Το χ ίλ ια εφτακόσια τό σ ο ... ε ίχ ε πέσει φυλλοξήρα στη Γ α λ λ ία κι αυτό το κρασί β γήκ ε από το μοναδικό κ λή μ α που περισώθηκε. Κ ο ιτά ζ ε ι με τη ν κόχη του ματιού τον Ε υγένιο και γ ε λά ει μέσα τ η ς που τον β λέπ ει έκπληκτο. Δεν προφταίνει να τη ρω τήσει ά λλο γ ια τ ις τόσες γ ν ώ σεις τη ς.
151
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Το τρένο μ π αίνει στον σταθμό, ελ α ττώ νει τ α χ ύ τ η τ α , σε λ ίγ ο θα σ ταθεί. Τα τε λ ε υ τα ία ξεψ υχίσματα τ η ς μ η χ α νής. Ε ίν α ι δώδεκα μεσημέρι. Τ έλη του Α πρίλη. Οι άντρες που στέκονται στην πλατφ όρμα φορούν μπλε σκούρα αδιά βροχα — όλα μ ια κοψιά — και οι γυναίκες κ α π έλ α βυσσι νιά , μαύρα ή καφέ από καστόρι, με δυο λουλούδια ολο σ τρ ό γγυλ α , που πάνε να μοιάσουνε τρ ια ντά φ υλλ α , κολλητ ά σε κάθε πλευρά του καπέλου, να σκεπάζουν τ ’ α υτιά . Έ φ τ α σ α στη Μ όσχα. Σ τ η ΜΟΣΧΑ. Μόνο που δεν ζει ο Μ ουστάκιας! Τώρα θα β γω στο παράθυρο του βαγονιού και θα δω τον Α χ ιλ λ έ α να ψ άχνει να με βρει. Ν ’ ά λ λ α ξ ε άρα γ ε; Σ ίγουρα θα ’ναι κι ο Σεριόζα μ α ζί του. Κ ρεμιέμα ι στο παράθυρο, μα δεν διακρίνω κανέναν τους. Η Ιζ α μ π έ λ , μια Γ α λ λ ίδα που ταξίδευε μ α ζί μου από το Π αρίσι και π ά ε ι σε συνέδριο γυναικώ ν στη Μ όσχα, σ τρ ιμ ώ χνετα ι π λ ά ι μου. Τ ις τρ εις μέρες του ταξιδιού τ ή ς διηγιόμουνα τη ν ιστορία μου. Την ιστορία τη ς Ε λ ένη ς και του Α χ ιλ λ έ α . Η Ι ζ α μπέλ ανυπομονεί να δει τ η συγκινη τική συνάντηση, μ ετά από τόσα χρόνια. Ούτε στον κινη μ α τογρ ά φ ο... — Ιζ α μ π έ λ , δεν βλέπω κανέναν. ’ Το τρένο έχει σταμ α τήσ ει κ αι οι επ ιβ ά τες κατεβαίνουν. — Ιζ α μ π έ λ Σονιέ! φ ω νάζει από τη ν πλατφ όρμα μ ια γυ ναίκα κ αι ψ άχνει με το βλέμμ α τ α παράθυρα. — Ε δ ώ , α π α ν τά ει η Ιζ α μ π έ λ και κουνάει χαρούμενα το χ εΡ<·
— Π ά μ ε να κατέβουμε, μου λ έ ε ι, θα σε ψάχνουν σε ά λ λα βαγόνια. — Τ ηλεγρά φ η σα σε ποιο βαγόνι. Κ ατεβαίνουμ ε. Η Ιζ α μ π έ λ α λ λ ά ζ ε ι χειρα ψ ίες με μ ια ομαδα γυναικώ ν, που ήρθαν να τη ν προϋπαντήσουν μ ’ α γ κ α λιές λουλούδια. Κ ά τ ι λέει στη διερμηνέα κ αι γυρίζουν
152
προς το μέρος μου. Ύ στερα έ ρ χετα ι κοντά μου μ ’ ένα νεαρό που μ ιλ ά ει γ α λ λ ικ ά . — Κ άποιο λάθος θα έγινε, λ έει η Ιζ α μ π έ λ , και δεν θα πήρε το τη λ εγρ ά φ η μ ά σου ο Α χ ιλ λ έ α ς. Ο φίλος είναι από το «Ιντουρίστ», θα σε π ά ε ι στο ξενοδοχείο σου. Τα έχω χα μ ένα . — Κ ρίμ α, σ υνεχίζει η Ιζ α μ π έ λ και σηκώνει ψ ηλά τη φωτογραφική τ η ς μ η χα νή , θα α π α θ α νά τιζα τ η συνάντηση' Μ όλις προφταίνει να με α ποχα ιρ ετή σ ει, γ ια τ ί τη ν τρ α βούν προς τη ν έξοδο. Μένω με τον νεαρό από το «Ιντουρίστ». Ζ η τά ει να δει τ α χ α ρ τιά μου και τ α εξετά ζει π ο λ λή ώρα. — Θα σας π ά ω στο ξενοδοχείο «Μόσχα». Έ χ ε τ ε δι καίω μα παραμονής γ ια τρεις μέρες στη Μ όσχα. — Ο άντρας μ ο υ ..., ψ ελ λ ίζω . — Σ το «Ιντουρίστ» του ξενοδοχείου θα σας δώσουν τ ις πληροφορίες που θέλετε. Σ το γραφείο του «Ιντουρίστ» δεν έχουν ιδέα γ ια τον Α χ ιλ λ έ α . Ζ η τώ να μου βρουν το τηλέφω νο του Σ εριόζα στην εφημερίδα /σ δ ε σ τια . Δεν δείχνουν μ εγά λ η προθυμία. Μου λένε να π ά ω στο δω μάτιό μου και θα φροντίσουν. Το δω μάτιο είναι μ εγά λο, με δυο κρεβάτια, βελούδινες βυσσινιές κουρτίνες στα παράθυρα και σκαλιστά τα β ά νια . Κ λείνει πίσω του την πόρτα αυτός που μου κουβάλησε τη β αλίτσα. Σ τέκ ο μ α ι στην ίδια θέση. Χ α μ ένη , π α γω μ ένη κ αι άδεια. Ν ιώ θω ξαφνικά μ ια κούραση, σαν να ’χ ω περ π α τή σ ει χ ιλ ιά δ ε ς χιλ ιό μ ετρ α . Κ ι αν δεν μου δώσουν τον Σ εριόζα στο τηλέφω νο; Θα πέσω στο κρεβάτι και θα μ εί νω εκεί ξαπλω μ ένη τ ις τρεις μέρες που πρέπει να μείνω στη Μ όσχα. Κ ι ύστερα π ώ ς θα π ά ω στην Τασκένδη; Γ ια τ ί δεν πήρε ο Α χ ιλ λ έ α ς το τη λ εγρ ά φ η μ α που έσ τειλ ε η Μ α ρί-Τερέζ; Χ ίλ ιε ς δυο σκέψεις κουτρουβαλιούνται στο μυαλό μου. Π ε τά ω τ α παπούτσια μου κ α ι χώ νομαι στο κρεβάτι
153
έτσι όπω ς είμ αι ντυμένη. Β υθίζομαι σε κ ά τι τεράσ τια πουπουλένια μαξιλάρια και το πουπουλένιο π ά π λ ω μ α με ζεσ τα ίνει αμέσω ς. Ν υστάζω . Μ ια ασυγκράτητη νύστα., θαρρείς κι έχω πάρει υπνω τικό. Μου έδωσαν στο «Ιντουρίστ» κουπόνια γ ια να τρώ ω στο εστιατόριο του ξενοδοχεί ου. Θα κοντεύει τώρα δύο. Δεν πεινά ω , δεν διψάω, μόνο νυστάζω , ν υ σ τά ζω ... Ακούω έναν χτύπο στην πόρτα , δεν μπορώ ν ’ α π α ν τή σω, κι ά λλο ς χτύπος. Α νοίγω με κόπο τα μ ά τ ια ... πού είμαι; Ο χτύ π ο ς τώρα είναι δυνατός. Η πόρτα, που δεν τη ν κλείδω σ α, ανοίγει σ ιγά σ ιγά και προβάλλει ένα τερά στιο μπουκέτο κόκκινα τρ ια ντά φ υλλ α . Συνέρχομαι κι ανα κάθομαι στα μαξιλάρια. Ο Α χ ιλ λ έα ς! Π ίσω από τ α λου λούδια φάνηκε ο εξαίσιος, ο ασύγκριτος, ο «ειδικά κ α τα σκευασμένος» γ ια να νομίσουμε π ω ς όλοι οι Σ οβιετικοί άν θρωποι είναι τέλ ειο ι, ο πιο μ εγάλος φίλος τ η ς καρδιάς μου, που ε ίχ α και θα ’χ ω ποτέ: Ο Σεριόζα! Ακουμπάει στο τρ α π εζά κ ι που είναι στη μέση τ α τρια ντά φ υλλα. Δεν μ ι λ ά ει. Ούτε κι εγώ . Έ ρ χ ε τ α ι και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι. Σ φ ίγγο μ α ι απάνω του και δεν β γ ά ζω ά χν α . Μένουμε έτσι κάμποση ώρα. Τώρα χα μ ο γ ελ ά ε ι και μου χα ϊδεύει τα μ α λ λ ιά . — Δε σ ’ το ’λ εγα ! Οι άνθρωποι που α γαπιούντα ι ξανα βρίσκονται μ ια μέρα! Τα λ ό γ ια του με συνεφέρνουν. — Ο Α χ ιλ λ έ α ς; Κ ο μ π ιά ζει. — Έ π α θ ε τίπ ο τα ; Με καθησυχάζει: — Σ ε περιμένει στην Τασκένδη. Κ ι εγ ώ που έλιω σα εφ τά ζευγά ρια σιδερένια παπούτσια γ ια να τον βρω. — Μ ε περιμένει στην Τασκένδη! — Μη θυμώ νεις, γ ε λ ά ε ι ο Σ εριόζα, κάποιο μπέρδεμα
154
έγινε στο τη λ εγρ ά φ η μ α . Το πήρε α ργά , δεν πρόφταινε.. Κ ά τι δεν μου μοιάζει αληθινό, μα ο Σεριόζα δεν αφήνει να σκεφτώ. Μ ε τραβάει από το χέρι να σηκωθώ και με π ά ει κοντά στο παράθυρο. Α νοίγει τ ις βελούδινες κουρτί νες. — Κ οίταξε τη Μ όσχα, θ α ’μαστέ τρεις μέρες μ α ζ ί, πήρα άδεια από τη ν εφημερίδα. Π αντρεύτηκε, έχει δύο κόρες, δίδυμες, κι ένα γιο. Τα σχολεία έχουν τώ ρα ανοιξιάτικες διακοπές και φύγανε γ ια τον Καύκασο τα παιδιά μ α ζί με τ η γυναίκα του, που είναι δασκάλα. Το λ έει σαν να χ α ίρ ε τα ι γ ια τ ί θα ’ναι μόνος μ α ζί μου. Νιώθουμε μια πολύ μ εγά λ η α γά π η ο ένας γ ια τον άλλο. Σίγουρα δεν είναι έρω τα ς, τον ξεπερνάει. Αν α γά π η σ α αυτή τη ν π όλη , είναι γ ια τ ί τρεις μέρες μου τη ν έδειχνε ο Σεριόζα π έτρ α τη ν π έτρα. «Εδώ, σ’ αυτή τη γ ω ν ιά , περιμέναμε τους Γερμανούς που θα έμ π α ι ναν στη Μ όσχα, ακούγαμε τ ις ομοβροντίες από τα κανόνια τους, μα το είχα μ ε πάρει απόφαση να πεθάνουμε.» Κ ο ιτά ζω τη ν Κόκκινη Π λ α τε ία μ ’ ορθάνοιχτα μ α τια και περ πα τώ ανάλαφρη, σαν τη ν Α λίκη στη Χ ώ ρα τω ν Θ αυμάτω ν. Ν α , τώ ρα θα πέσω σαν και κείνη, και θα χ α θεί κι ο Σ εριόζα κι όλη η μ α γ ε ία . Κ α ι χά θηκ ε, όταν μ π ή καμε στο μαυσωλείο. Ο Μ ουστάκιας, μέσα σε γυάλινο φέ ρετρο, δεν έκανε καθόλου τη ν καρδιά μου να χ τυ π ή σ ει, και δίπλα ο Λ ένιν μια σ τα λ ιά , σαν κέρινη κούκλα. — Δεν έπρεπε να σε φέρω, λ έ ε ι ο Σεριόζα μόλις β γ α ί νουμε έξω, λες και κ α τά λα β ε τ ι ένιωθα. Ε γ ώ δεν έρχομαι ποτέ. Δεν μ ’ αρέσουν τα μαυσω λεία. Την τελ ευ τα ία μέρα, οι β όλτες μας είναι πιο α ργές. Μ ας αρέσει πιότερο να μ ιλά μ ε παρά να βλέπουμε. — Τ ηλεγράφησες του Α χ ιλ λ έ α ; τον ρωτώ κάθε τόσο. Με καθη συχά ζει, μα δεν καθησυχάζει καμιά ά λ λ η μου ανησυχία. Οι ερω τήσεις με πλημμυρίζουν, και οι α π α ν τή σεις του Σ εριόζα μοιάζουνε αόριστες και άκεφες. Π ώ ς δεν
155
συναντήθηκε με τον Α χ ιλ λ έα τόσα χρόνια; «Δεν έτυχε», απά ντη σ ε. Τ ίπ ο τ’ άλλο. Κ ι όταν ρώτησα πώ ς είναι η Τ α σκένδη, άρχισε να μου μ ιλ ά ει γ ια τα παιδικά του χρόνια, που τ α έζησε εκεί. Έ ν α ξιπόλητο αγοράκι τριγυρνούσε στους δρόμους αυ τ ή ς τ η ς π ό λη ς. Σ τη ν επανάσταση είχανε σκοτωθεί όλοι οι δικοί του κάπου κοντά στη Μ όσχα. Αυτόν τον μάζεψ ε ένας σ τρ α τιώ τη ς. Ταξιδεύανε μέρες: με τρένο, με ά λ ο γ α , με κ α μ ή λ ες και φτάσανε στην Τασκένδη, στην καρδιά τη ς Ασίας. Ο σ τρ α τιώ τη ς πέθανε ένα πρωί μέσα στον δρόμο. Ο Σ εριόζα καθότανε όλη μέρα π λ ά ι του και τον περίμενε να ξυπνήσει. Τον μαζέψ ανε, τον πή γα νε στο ορφανοτρο φείο. Τώρα τον α γα π ώ ακόμα πιο πολύ τον Σ εριόζα. Το τελ ευ τα ίο βράδυ πριν φύγω , ανεβαίνει στο δω μάτιό μου στο ξενοδοχείο. Κ αθόμαστε στις δυο βαθιές βελούδινες πολυθρόνες από τη μια και τη ν ά λ λ η μεριά του τρα πεζιού, που είναι στη μέση τη ς κάμαρας. Ο Σεριόζα β γ ά ζ ε ι από τη ν τσ ά ν τα του ένα μπουκάλι κονιάκ. — Γ ια αποχαιρετισμό, λ έει. Κ άθομαι στην πολυθρόνα με τ α πόδια δ ιπ λω μ ένα , πίνω λ ίγ ο κονιάκ κ α ι θυμόμαστε κι οι δυο τη μέρα τ η ς βροχής στο καφενείο «Η ωραία Τήνος», θ έ λ ε ι τόσα να με ρω τή σει, θέλω τόσα να τον ρωτήσω. — Π ώ ς πέρασες στην Ιτ α λ ία ; με ρω τάει ξεκάρφω τα. Δεν α π α ν τώ . Τρόμαξα ξαφνικά. Ν όμιζα π ω ς ή τα ν ε εύ κολο, όπως στο θέατρο, να περάσω από τον ένα ρόλο στον ά λλο. Ν όμ ιζα π ω ς μπορούσα ν’ αφήσω τη Δ άφνη με τον Ζ α ν-Π ω λ στη Ρ ώ μ η . Τώρα είναι η σειρά τ η ς Ε λ ένη ς ν ’ αρχίσει μ ια καινούργια ζω ή . Τ α ρά χτη κ α . Μ ια φράση του Σ εριόζα μού έφερε τον Ζ α ν-Π ω λ δίπλα μου, σ ’ αυτό το δω μάτιο. Λ έω όλη τη ν ιστορία στον Σεριόζα. Μ ’ αρέσει ν ’ ακούω τον εαυτό μου να τ η δ ιη γ ιέ τα ι. Ο Σ ερ ιόζα ακούει, ακούει, κ α ι π ίνει κονιάκ.
156
— Γ ια τί τρομ ά ζεις; Β έβαια και δεν είναι εύκολο να ξεχά σεις κ ά τι που ήτανε τόσο όμορφο. Κ ι έ π ειτα , γ ια τ ί να το ξεχάσεις; Θα ’θελες να μην το είχες ζήσει; — Ο χ ι, δεν θα ’θελα. Ο Σεριόζα μου βάζει κι άλλο κονιάκ. — Ε ίσ α ι πολύ τυχερή. Τώρα στην Τασκένδη ανθίζουνε οι π α σ χα λ ιές. Ε ίμ α ι τυχερή! Κ ι όμως, σαν να φοβάμαι κ ά τι. — Σ εριόζα, π ώ ς θα ’ναι εκεί, π ώ ς θα ’μαι; — Ό λ α θα πάνε κ α λά , μου λ έ ε ι κι ά λλα τέτο ια αόρι στα. Το άλλο π ρ ω ί, όταν με β άζει στο τρένο, τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμ ή που τον α ποχαιρετώ από το παράθυρο και το τρένο ξεκινάει α ργά α ργά , μου φω νάζει: — Πρόσεχε! Δεν ξέρω αν είναι να προσέξω μην πέσω από το παρά θυρο ή κ ά τι ά λλο άγνω στο που με περιμένει. Γ ίνετα ι μ ια μικρή κουκκίδα ο Σ εριόζα. Δεν τον ξεχω ρί ζω π ια . Μ παίνω μέσα στο κουπέ και κοιτά ζω γύρω μου. Το κουπέ β λ έπ ει στον διάδρομο χω ρ ίς πόρτα, όπως κι όλα τ α διπλανά. Έ ν α ς παράξενος κόσμος! Π ώ ς δεν τους είχα παρα τη ρή σει στον σταθμό; Ά ντρ ες με κ ελ εμ π ίες, γυναίκες που κρα τούν στα χέρ ια κ ά τι τεράστιους μπόγους και τσ α γερ ά κι αρμαθιές κουλούρια περασμένα σε σπάγκο. Προσπαθούν να βολευτούν. Δεν ξέρω ποια είναι η κουκέτα μου. Έ χ ε ι τρεις σε κάθε πλευρά, η μια π άνω από την ά λ λ η . Π ώ ς να συνεννοηθώ; Σ ε ποια γλώ σσα; Δ ίνω το εισιτήριό μου σε μια γυναίκα , μου δείχνει τη ν απάνω απάνω κουκέτα. Σκαρφαλώ νω και πρέπει να ξαπλώ σ ω , γ ια τ ί αν καθίσω κουτουλάω στο τα β ά νι. Ξ α πλώ νω μπρούμυτα και κ οιτά ζω έξω από μ ια γω ν ιά του παράθυρου. Το τρένο τρ έχει και πρέπει να περάσω έτσι π έν τε νύ χτες και τέσσερις μέρες. Πού π άω ; Σ τη ν άκρη τ η ς γ η ς ; Ε υτυ χώ ς που είναι στρογ
157
γ υ λ ή , α λ λ ιώ ς θα έπεφ τα στο χά ο ς. Αφού έ χ ε ι π α σ χ α λ ιέ ς, κ α λά θα είναι. Κ ι ο Α χ ιλ λ έ α ς θα με περιμένει με μια α γ κ α λ ιά λουλούδια. Τ έλειω σε π ια . ΦΤΑΝΩ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ.
μοτέρ στοπ
Ο σκηνοθέτης χειρονομεί έξω στην πλα τφ όρμ α . Μ οιά ζ ει εξαγριω μένος. Το μπορ του πλατύγυρου καπέλου του κουνιέται και κάνει κ υμ ατάκ ια . Η Ε λένη κι ο Ε υγένιος δεν μπορούν ν ’ ακούσουν τ ι λ έ ε ι, γ ια τ ί το τ ζ ά μ ι είναι κατεβασμένο. — Τ ι έπαθε π ά λ ι; ρω τάει ο Ευγένιος. Η Ε λένη δεν α π α ντά ει αμέσω ς. — Π οιος; κάνει ύστερα από λ ίγο σαν να θυμήθηκε πω ς τη ρώτησαν κ ά τι. — Ο σκηνοθέτης μ α ς, δεν τον βλέπεις; Η Ε λ ένη τον κ οιτά ζει που π λ η σ ιά ζει τον π ρ ω τα γ ω ν ι στή και ορθώνεται απότομα μπροστά του, κουμπώνοντας αργά α ργά το π α λ τό του. Έ τ σ ι κάνει, όταν θέλει να κ α τα πραΰνει τον θυμό του. Φ αίνεται να το ξέρει αυτο ο π ρ ω τα γ ω ν ισ τή ς, γ ια τ ί δεν κουνιέται από τη θέση του. Δεν β γ ά ζ ει ά χν α . Ο σκηνοθέτης κάνει μ ια απότομη κίνησ η, σαν μ ετα β ο λ ή , κι ύστερα απομακρύνεται με μ ε γ ά λ α β ή μ α τα . — Σκούρα τ α βλέπω τ α π ρ ά γμ α τα . Δεν θα ’θελα να π ρ ω τα γω ν ισ τώ σ’ αυτή τη ν τα ιν ία , λέει ο Ε υγένιος κι α π λ ώ νει τ α πόδια του να ξεμουδιάσουν. — Δεν τ α μπορώ π ια τ α τρένα, ακούγεται ξεκάρφω τη η φράση τ η ς Ε λ έν η ς. — Τ ι έχ ε ις εσύ αυτές τ ις μέρες; Ποιος σου φ τα ίει; α νη συχεί ο Ε υγένιος. — Ο εαυτός μου, η δικτατορία, ο εμφύλιος, ο Δ εκέμ
158
βρης, η Κ α το χ ή , η Τ ασκένδη... — Γ ια σ ιγ ά , κάνει τώ ρα ο Ε υγένιος κι ακουμπά το χέρ ι του στο γόνατό τ η ς , πάνω από το μπομπονί νυχτικό. Γ ια τί δεν μου μ ιλ ά ς να ξαλαφρώσεις; Μ α εσύ, θαρρώ, δεν μ ’ ακούς. Πού ταξιδεύει ο νους σου, Δαφνούλα; Ανασκίρτησε με το «Δαφνούλα». — Α λή θεια, δεν θα ’τα νε κακή ιδέα να με φ ω νάζετε Δάφνη. Εσύ τουλάχιστο. Ν ’ α λλά ξω π ετσ ί.
Το τρένο της φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Πού με π ά ε ι αυτό το τρελό τρένο; Τσουλάει πάνω σ τις ρ ά γιες, θαρρείς και σούρνεται α ργά αργά σαν σ α λιγκ άρ ι. Κ ο ιτά ς έξω , νιώ θεις π ω ς κουνιέται, κι όμως έχ ε ις τη ν εντύπωση π ω ς μένει στην ίδια θέση. Το τοπίο δεν α λ λ ά ζει. Μ ια κ ίτρ ινη , α τέ λ ε ιω τη , διψασμένη σ τέπα . Π ώ ς μπόρεσαν οι π ο ιη τές να τη ν τραγουδήσουν! Κ ι εμείς τό τ ε, στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο, ακούγαμε μ αγεμένοι τον Σεριόζα που τραγουδούσε τη σ τέπ α κι ύστερα μάθαμε τ α λόγια και τα π α π α γ α λ ίζ α μ ε . Μ ας ερχόντανε δάκρυα στα μ ά τια γ ι ’ αυτή τη ν παραμυθένια σ τέπα που δεν θα γνω ρί ζαμε ποτέ. Κ α ι, τώ ρα, εγώ η «τυχερή» τη ν α γ γ ίζ ω και νιώθω να με π ν ίγ ε ι η ξεραμένη γ η τη ς. Ξ α πλω μ ένη στο τρίτο ράφι του κουπέ, μετρώ τ ις ώρες που περισσεύουν γ ια να φτάσουμε. Έ τ σ ι όπω ς είμ αι μπρούμυτα, β λέπ ω τη σ τέπα . Ό χ ι , λάθεψε ο π ο ιη τ ή ς, με τίπ ο τα δεν θυμίζει θάλασσα. Μόνο στην απεραντοσύνη. Γυρνώ στο π λ ά ι και παρακολουθώ το σούρτα φέρτα του κόσμου στον διάδρομο. Π η γα ινοέρ χοντα ι όλη μέρα, άν τρες, γυ να ίκες, παιδιά , με τα τερ ά σ τια τσ αγερά τους και τα γεμίζουν τσ ά ι από το σαμοβάρι που βρίσκεται στην
159
αρχή του κάθε βαγονιού. Έ ν α χέρ ι κάθε τόσο μου προσφέ ρει, εκεί ψ ηλά που βρίσκομαι, μια κούπα. Σ αν ν ’ απορούν που αρνιέμαι. Μ ’ αυτή τη ζέσ τη καυτό τσ άι! Δυο μέρες δεν έχω φάει σχεδόν τ ίπ ο τ α , δεν έχω όρεξη γ ια φ αγη τό. Γ ι’ αυτό κ α τα χά ρ η κ α , όταν το τρένο σ ταμ ά τησ ε κάπου και είδα μέσα από το παράθυρο ένα γέρο με μακριά γ ε νειάδα κ αι κ ελεμ π ία , λες κ αι έβγαινε από παραμύθι τη ς Χ α λ ιμ ά ς , να πουλάει μ ή λ α μέσα σ’ έναν κουβά. Ε ίχ ε γ ε μίσει τον κουβά νερό και τ α μ ή λ α κολυμπούσανε λ α χ τα ρ ι σ τά. Ο Σ εριόζα μού έχει β ά λει στην τσ έπη ρούβλια να ’χ ω γ ια τον δρόμο. Β γα ίνω βιασ τικά ν ’ αγοράσω δυο με γ ά λ α μ ή λ α και ξαναγυρίζω στο βαγόνι. Τρέμω μη μου φύγει το τρένο και απομείνω στη μέση τη ς σ τέπ α ς. Δ α γ κώ νω το μήλο και κείνο α φ ρίζει σαν σ αμ πάνια. Μ ήπω ς είναι χαλα σμ ένο; Β λέπω γύρω μου όλους να τρώ νε με ηδο νή τα μ ή λ α τους. Αφρίζουν όλα! Μ ήλα -σ αμ πά νια. Πού π η γ α ίν ω ; Τι με περιμένει; Κ α θώ ς κρατώ το μήλο με τα δυο μου χ έ ρ ια , κ οιτά ζω τα δ ά χτυ λ ά μου. Σ το ένα η χοντρή μου βέρα που είχα β γ ά λ ε ι στη Ρ ώ μ η , στο ά λλο φορώ ένα δα χτυ λίδ ι με πρά σινη π έτρ α που μου χάρισε ο Ζ α ν-Π ω λ. Τα δυο μ α ζ ί δεν γ ίν ε τ α ι να τ α ’χ ω στα δ ά χτυ λ ά μου. Β γ ά ζ ω με το,ζόρι το δ α χτυ λ ιδ ά κ ι με την πράσινη π έτρ α , κι όταν ξεκινά το τρέ νο, κ α τεβ ά ζω λίγο το τ ζ ά μ ι και το π ετώ με φόρα στη σ τέπ α . Τ α μ ά τια μου τσούζουν από τ α δάκρυα που κ α τ α π ί νω . Σ καρφαλώ νω στη θέση μου και τρώ ω σ ιγά σ ιγά το μ ήλο-σ α μπά νια . Σε κάθε μπουκιά σ φ ίγγω τ α δόντια. Δεν θα φ τά σ ει ποτέ αυτό το τρένο. Τ ελ ευ τα ία νύχτα . Η ζέσ τη είναι αφόρητη. Από το μ ι σάνοιχτο παράθυρο μ παίνει ένας καυτός αέρας που μου κό βει τη ν ανάσα. Δεν με παίρνει ύπνος ούτε γ ια λ ίγ α λ ε π τ ά . Αύριο σ τις οχτώ και δέκα το βράδυ φτάνουμε. Αύριο, δεν θα ’χ ε ι μείνει τίπ ο τα από τη Δάφνη. Π ρέπει ν ’ αγορά σω καινούργια ρούχα. Α υτά που έχω θα μου θυμίζουνε κά
160
θε σ τιγμ ή τη ζω ή στη Ρ ώ μ η . Θα πάμ ε με τον Α χ ιλ λ έ α να ψωνίσουμε. Δεν έχουμε π ά ει ποτέ μ α ζί στα μ α γ α ζ ιά . Θα μου αγορά ζει ό ,τι του αρέσει. Ό π ω ς με είχε ντύσει η Λ ίζα Α λίκη στη Χ ώ ρα τω ν Θ αυμάτων κάποιες αποκριές. Τώρα θα ντυθώ Ε λένη στη Χ ώ ρα τ η ς Σ τ έ π α ς, η αρραβω νια στικιά του Α χ ιλ λ έ α . Το τρένο έ χ ε ι καθυστέρηση δυο ώρες. Αυτές τ ις δυο ώρες τ ις περνώ όρθια. Από τους συνεπιβάτες μου κανένας δεν φ αίνετα ι να ανησυχεί γ ια τη ν αργοπορία. Πίνουν ήρε μα το τσ άι τους κι ακούνε το μεγάφω νο που μ εταδίδει στη διαπασών τραγούδια, στα ουζμπέκικα φ αντά ζομ αι. Έ β α λα ένα φουστάνι που μου χάρισε η Μ αρί-Τερέζ. 'Ασπρο, κόκκινο, μ π λ ε, σαν τη γ α λ λ ικ ή σ ημ αία. Έ χ ε ι μ εγά λο ντεκολτέ και φούστα φαρδιά που φ τά νει ω ς τον α σ τρ ά γα λο. Π ιάνω τ α μ α λ λ ιά μου πίσω . «Μην τα χ τ ε ν ίζ ε ις έτσ ι, σου κανουν αυστηρό το πρόσωπο», έρ χετα ι σ τ’ α υτιά μου η φωνή του Ζ α ν-Π ω λ. Η τε λ ε υ τα ία ώρα δεν περνά, στέκομαι καρφωμένη με τη βαλίτσ α στο χέρ ι κοντά στην πόρτα τη ς εξόδου. Ε μένα περιμένει όλος αυτός ο κόσμος με α γκ α λ ιές π α σ χα λιές; Ε ίχ ε δίκιο ο Σεριόζα. — Να τη ! Α υτή είναι, φωνάζουν ά γνω σ τά μου πρόσω πα. Ψ ά χ ν ω με το βλέμμα τον Α χ ιλ λ έ α . Κ α τεβ α ίνω από το βαγόνι ή μάλλον με κατεβάζουν α πλω μ ένα χέρ ια . Κ ά ποιος μου παίρνει τη β αλίτσ α . — Κ α λ ώ ς μ ας όρισες, συντρόφισσα! Α χ ιλ λ έ α , σύντροφε Α χ ιλ λ έ α , ε δ ώ ... εδώ. Βρέθηκα στην α γ κ α λ ιά του. Σ ηκ ώ νω το κεφάλι και τον βλέπω . Το πρόσωπό του μαυρισμένο, σχεδόν μπρούντζινο. Κ α νείς από αυτούς που με υποδέχονται δεν είναι τόσο ηλιοκαμένος. — Ε λένη μου! Με σ φ ίγ γ ε ι δυνατά. Δεν λέει τ ίπ ο τ ’ άλλο. Ο Α χ ιλ λ έ α ς
161
δεν λ έει ποτέ τρυφερά λ ό γ ια όταν είναι ά λλοι μπροστά. Μ ε π ιά ν ει από το χέρ ι να προχωρήσουμε. Μ α κι εγώ δεν μπορώ να β γά λ ω λέξη. Κ ά νω ν’ ακουμπήσω το κεφ άλι μου στον ώμο του. Δεν το ακουμπώ. Ν ιώθω το χέρ ι του τρ α χύ καθώ ς το ψ ηλα φ ίζω με τα δά χτυ λα . Τ ι δουλειά κάνει ο Α χ ιλ λ έα ς; Γύρω μ α ς σμήνος. Οι άντρες, όλοι κι ο Α χ ιλ λ έ α ς, φορούν σκούρα π α ντελόνια , φαρδιά κ ά τ ω , και άσπρα πουκάμισα με γυριστά μανίκια. Οι γυναίκες τσ ίτινα κ λα ρ ω τά .φουστάνια, μόλις που φτάνουν κ ά τω από το γόνατο. Το δικό μου φόρεμα ακουμπάει σχεδόν στους αστράγαλους. Τα μ α λ λ ιά τους τ α ’χουν κοτσίδες στριφο γυριστές στο κεφάλι ή ψιλό περμανάντ. — Σου ήρθε π ια , σου ήρθε! λένε κι η προφορά τούς β γα ίν ει βαριά, με φ αγω μένα τ α σύμφωνα: «Σ ι ’ρθε, σι ’ρθε!» — Δαφνούλααααα! Από πού βγήκε αυτή η φωνή; Κ άποιος τρ έ χ ε ι, σπρώ χ ν ε ι τους άλλους να περάσει. Κ ρ α τάει μια τερ ά σ τια α γ κ α λ ιά π α σ χ α λ ιέ ς. Μ ια τε λ ε υ τα ία σπρωξιά κι έφτασε κον τ ά μ ας. Ε ίνα ι ο Α ντρέας, ο γνω στός ζω γράφ ος κι ο πιο καλός φίλος τη ς Λ ίζα ς. Ε ίχ α μ ε μάθει πω ς βγήκε στο βου νό κ α ι παραξενευτήκαμε, γ ια τ ί ξέραμε π ω ς ήφανε στο Π αρίσι. «Δεν τον φανταζόμουνα, τόσο καλοπερασάκιας να πάρει τ α βουνά», έλ εγε η Λ ίζα . Ο Αντρέας με τραβάει από τον Α χ ιλ λ έα και μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι. — Ή ρθε η Αθήνα σε μένα, μουρμουρίζει και τρέχουν π ο τά μ ι τ α δάκρυα. Ψ ά χ ν ω το χέρι του Α χ ιλ λ έ α . Ν ιώθω χα μ ένη . — Σου ετοιμάσαμε υποδοχή, γεύμ α, λ έει ο Α ντρέας και με σπρώ χνει σ’ ένα τα ξ ί με τον Α χιλ λ έα . Έ λ ε γ α πω ς θα μέναμε μόνοι, μα έρ χετα ι μ α ζί ο Αν τρ έα ς και μια παχουλή κοπέλα που τη λένε Β ά γ ια . Μ ι λ ά ει με πολύ βαριά προφορά, ανακατεύοντας και λέξεις ρούσικες σε κάθε φράση. Κ ο ιτά ζω με τη ν κόχη του ματιού
162
τον Α χ ιλ λ έα . Μαυρισμένο και κουρασμένο το πρόσωπό του. Τα φρύδια του, π ά ντα σ μ ιχ τά , καστανόξανθα, μα θαρρείς ξασπρισμένα από τον ή λιο. Τα μ ά τια του το ιδιο γα λ α νά . Ψ ά χ ν ω να βρω τη ν π α λ ιά τους λάμψη. Φ αίνεται π ω ς κι εκείνος με παρα τη ρεί στα κρυφά, γ ια τ ί λέει ξαφνικά σ φ ίγγοντά ς μου το χέρι: — Σ αν ν ’ ά λ λ α ξες. — Μ ωρέ, μοιά ζει πιο μικρή από τό τε, γ ε λ ά ε ι ο Αντρέας. — Που π άμ ε; ρωτάω . . — Σ τ η Λ έσ χη , α πα ντά ει ο Α ντρέας. — Ά ρ γη σ ε το τρένο και θα κρύωσαν τα φ α γ η τά , ανη συχεί η κοπέλα που τη λένε Β ά γ ια . Π οια Λ έσχη ; Πού είναι το σ π ίτι μας; Η φωνή του Αντρέα με β γ ά ζ ε ι από τ ις σκέψεις. — Πόσα δεν θα χ ε ις να μας διη γη θείς από κάτω ! — Λ είπω δύο χρόνια. — Ε μ είς εφ τά. Ο Α χ ιλ λ έ α ς σω παίνει και μου σ φ ίγ γει τόσο το χέρ ι, που νιώθω τ α δ ά χτυ λ ά μου να μουδιάζουν. Η Λ έσχη είναι ένα στενόμακρο δω μάτιο με ξύλινους τοίχους. Ούτε κ α τά λα β α πώ ς φ τάσαμε ως εκεί. Ε ίχ ε π ια νυχτώ σει, κι οι δρόμοι που περνούσαμε ήτα νε σκοτεινοί. Ό λ ο το μήκος του δωματίου το π ιά νει ένα μακρόστενο τρ α π έζι, στρωμένο με κάτασπρο τρ α πεζομ ά ντιλο. Βάζουν τον Α χ ιλ λ έα και μένα να καθίσουμε στη μέση σαν να ’μασταν γαμπρός κ α ι νύφη. Δεν τραγουδούν τραγούδια γάμου, α λ λ ά α ντά ρ τικα . Πίνουμε στην υγειά μας ποτηράκια βότ κα που τα κατεβάζουν μονοκοπανιά. Προσπαθώ να χα μ ο γελ ώ σε όλους και νιώθω παρά τα ιρη με το ντεκ ολτέ μου φόρεμα με τα χρ ώ μ α τα τ η ς γ α λ λ ικ ή ς σ η μ αία ς, που φ τά νει ως τον α στρά γαλο. — Έ τ σ ι μακριά τα φοράνε έξω; το πρόσεξε ο Α ντρέας. Ο Αντρέας ή τα ν ε ο μόνος καβαλιέρος τη ς Λ ίζ α ς, α ντά
163
ξιός τ η ς σε ντύσιμο. Τον κ ο ιτά ζω τώ ρα. Κ α ι π ά λ ι ξεχω ρί ζ ε ι από τους άλλους. Φοράει ένα κρεμ κοστούμι από σαν τακρούτα. Θ υμάμαι, όταν ήμουνα π α ιδί, ένα τα γ ιέ ρ τη ς Α ίζα ς από τέτοιο ύφασμα, που αργότερα μου το ’κανε φου στανάκι κι έδενε μπροστά ένας μ εγάλος μ π λε φιόγκος με πουά. Το κατακαλόκαιρο ή τα ν ε πολύ δροσερό. Ούτε ξανάδα πο τέ τέτο ιο ύφασμα, κ α ι τώ ρα στην καρδιά τ η ς Ασίας βρήκα τον Α ντρέα ντυμένο έτσ ι και μ ’ ένα γ α λ ά ζ ιο π α π ιγιόν μ ’ άσπρες βούλες, λ ε ς κ αι ξεκινούσε να π ά ε ι να ζ ω γραφ ίσ ει στη Μ ονμάρτη. Τ ι κάθομαι και σκέφτομαι τώ ρα γ ια σαντακρούτα και π α π ιγιό ν ; ΗΡΘΑ ΣΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ. Μ ιλούν όλοι μ α ζί. Ο Α ντρέας στο αριστερό πλευρό μου όλο με ρω τά ει με δίψα γ ια τον ένα και τον άλλο γνω στό στην Α θήνα. Κ άποια σ τ ιγ μ ή κα τα λα β α ίνω π ω ς δεν α ντέ χ ω ά λλο . Π έντε νύχτες κ α ι τέσσερις μέρες διάβαινα τη σ τέπ α . Ψ ιθυρ ίζω του Α χ ιλ λ έ α να φύγουμε. — Ε ίν α ι κουρασμένη από το τα ξ ίδ ι, με δικαιολογεί. — Ν α ι, ν α ι, γελούν οι ά λλο ι με νόημα. — Ν α φ ύ γετε, η πρ ώ τη ν ύ χτα του γάμου, καλορίζικα. Β γαίνουμε στον δρόμο. Ο Α χ ιλ λ έα ς κι εγώ ! Ο ουρανός είναι γ εμ ά το ς αστέρια. Ο ι δρόμοι κατασκότεινοι. — Ε ίμ α σ τε κοντά, λ έ ε ι ο Α χ ιλ λ έ α ς, θα π ά μ ε με τ α πόδια. — Ανυπομονώ να δω το σ π ίτ ι μ α ς, Α χ ιλ λ έ α , το πρώ το μας σ π ίτ ι. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν λ έει τ ίπ ο τ α , μόνο τα χ α ίν ε ι το βήμα. Ο ύτε κα τα λα β α ίνω πού περπατούμε. Αραιά α ρα ιά , κά ποιος στύλος με αδύνατο λα μ πιόνι μόλις φ ω τίζ ε ι να μη σκουντουφλήσουμε. Ε ίμ α σ τε σ’ ένα μ εγά λο δρόμο και ξε χω ρίζουν τεράσ τιες σκιές δεξιά κι αριστερά, δέντρα που θα π ρ έπει να ’ναι θεόρατα. Ύ στερα στρίβουμε κ ά τι σκο τε ιν ά δρομάκια. Ν ιώθω τ α παπούτσια μου να π α τά ν ε σε μαλακό χ ώ μ α . Γύρω μυρίζει π α σ χα λ ιά . Π ερ π α τά μ ε και μ όλις α γ γιζό μ α σ τε σαν τη ν πρ ώ τη φο
164
ρά που δώσαμε αληθινό ραντεβού, όχι γ ια δουλειά. — Φ τάσαμε, λέει ο Α χ ιλ λ έ α ς και σ τα μ α τά ει σε μια καγκελόπορτα. Β ά ζει το χέρ ι του από μέσα να τραβήξει κάποιο μ ά ντα λο και τη ν α νο ίγει. Προχωρούμε μερικά β ή μ α τα . Π ά λ ι μαλακό χ ώ μ α . Φτάνουμε σε μια ξύλινη πόρτα. Έ ν α ς γλ ό μπος τη φ ω τίζ ε ι α χνά . Η πόρτα στη μέση έχει τ ζ ά μ ια με σιδεριές. Σ τ η θέση ενός τζα μιού έχουν στερεώσει ένα κομ μ ά τι κόντρα π λ α κ έ. Ε ίν α ι ξεκλείδω τη . Ο Α χ ιλ λ έ α ς τη σπρώ χνει και μπαίνουμε σ’ ένα μακρύ διάδρομο. Έ ν α μ πλε λαμ πιόνι ρίχνει λ ίγο φω ς. Δ εξιά κι αριστερά πόρ τ ε ς. Μ οιάζει σαν να ’ναι γρ αφ εία. Σ το τέλος του διαδρό μου μια ξύλινη σκάλα. Την ανεβαίνουμε. Ακολουθώ τον Α χ ιλ λ έα σαν υπνοβάτης. Φ τάνουμε σ’ έναν άλλο διάδρο μο, ίδιον ακριβώς με τον κ ά τω , με πόρτες δεξιά κι α ρισ τε ρά. Σ τη ν τε λ ε υ τα ία πόρτα, στο βάθος δεξιά, ο Α χ ιλ λ έ α ς σ τα μ α τά . Ε ίχ α μ ε φτάσει «σπίτι μας». Μ παίνει πρώ τος κι ανάβει το φω ς. Ε ίνα ι δυνατό και σε στραβώνει. Ο γλόμπος κρέμεται γυμνός μ ’ ένα σύρμα στη μέση του ταβανιού. Το πρώ το που β λέπω είναι το σιδερέ νιο κρεβάτι. Φρεσκοβαμμένο. Μ ε καφ ετιά λα δομ πογιά. Ε ίνα ι στρωμένο με μ ια τρ ια ντα φ υ λλ ιά κουβέρτα π λ εγμ έν η με το βελονάκι. Δ ίπ λ α , ένα κομοδίνο με συρτάρι και ντουλ α π ά κ ι από κ ά τ ω , σαν κι αυτά που έχουν στα νοσοκομεία, βαμμένο στο χρ ώ μ α του κρεβατιού. Π άνω στο κομοδίνο η φω τογραφία μου, με το πράσινο φουστάνι και τ α πικεδενια για κα δά κ ια . Χ α μ ο γ ελ ά ω , ένα ευτυχισμένο, ξένοιαστο χ α μόγελο. Σ τέκ ο μ α ι ασάλευτη στη μέση τη ς κάμαρας. — Αυτό είναι το σ π ίτι μας; κάνω χω ρ ίς να κ ο ιτά ζω τον Α χ ιλ λ έα . Εκείνος με π ιά ν ει από το χέρ ι κ α ι με φέρνει να καθίσου με στο κρεβάτι. Η φωνή του α κούγετα ι απόμακρη και κου ρασμένη. — Ξέρεις με τ ι δυσκολίες πήρα αυτό το δω μά τιο, μονο
165
κ αι μόνο γ ια τ ί ερχόσουνα; Το άσπρισε η Β ά γ ια . Κ ο ίτα , σου έφ τιαξε κ αι ντουλάπα. Κ ο ιτ ά ζ ω στη γω ν ιά , ένα ράφι ψ ηλά, τριγυρισμένο μ ’ ένα σουρωτό κλαρω τό ύφασμα που φτάνει μ έχρι κ ά τω . — Αυτή σου έπλεξε και το κάλυμμα του κρεβατιού. Ξάφνου η φωνή του Α χ ιλ λ έ α γ ίν ε τα ι σαν τό τε που, όταν τον άκουγαν, με ζήλευα ν όλες οι κοπέλες γ ια τ ί ή τα ν αρραβω νιαστικός μου. — Ή ρ θ α μ ε τόσος κόσμος. Κ α ι π ά λ ι κ α λ ά , μας βόλεψαν με δικές τους θυσίες. — Εσύ πού έμενες πριν; το λ μ ώ να ρωτήσω. Δ ισ τά ζε ι ν ’ α πα ντή σει. Ξ αφνικά το βλέμμ α μου π έφ τει σε μ ια κ α φ ετιά καρέκλα με ψάθα, σαν κι αυτές του καφε νείου, τ η μοναδική που υπά ρχει στο δω μάτιο. Σ τ η ράχη τ η ς είναι περασμένο ένα σ τρατιω τικ ό σακάκι, ολοκαίνουρ γιο . Λαμποκοπούν τα χρυσά κουμπιά του. — Τίνος είναι η στολή; Η καρδιά μου φτεροκοπάει μ ια γρήγορα, μια αργά . — Δ ίκ ιά μου. — Κυκλοφορείς με στολή; λέω κι ένας ακαθόριστος φό βος με π λημ μ υρίζει. Ο Α χ ιλ λ έ α ς γ ε λ ά ε ι, όπω ς γελούσε π ά ν τα , χω ρ ίς ή χο , μ ονάχα τ α χ ε ίλ ια του κάνουνε μια σύσπαση. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι από τους ώμους. — Ε δώ κ αι δύο χρόνια σπουδάζω σε μια σ χ ο λ ή ... σε ά λ λ η π ό λ η , πολύ κοντά στην Τασκένδη. Τον Ιούνιο όμως τε λ ε ιώ ν ω . — Μ ηχανικός; ρωτάω με μια αβέβαιη ελπ ίδα . — Μ ηχανικός; Π ώ ς σου ήρθε; — Π ά ν τα σου άρεσε. — Μ ηχανικοί σπουδάζουν πολλοί, μα ο α γώ να ς χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι κι ά λ λ α . Π ά ω σε σχολή αξιω ματικώ ν. Τον κ ο ιτά ζω και δεν κ α τα λ α β α ίνω τ ι μου λ έ ε ι. Εκείνος σ υνεχίζει:
166
— Σ τε ίλ α ν ε καμ ιά δεκαριά από μ α ς, έμπιστους. — Ή θ ελ ε ς πο τέ σου ν ’ ακολουθήσεις σ τρ α τιω τικ ή καριέρα; — Δεν θ’ ακολουθήσω σ τρ α τιω τικ ή καριέρα, μου α πα ν τά ε ι η σίγουρη φωνή του αλλοτινού Α χ ιλ λ έα . Ά μ α όμως χρ εια σ τεί, θα είμ αι έτοιμος. Τότε που πήραμε τα βουνά δεν είχα μ ε ιδέα από σύγχρονο πόλεμο. —■Αυτό π ά ε ι π ια , τέλειω σ ε. Π οια βουνά θα πάρεις σήμ ερ Λ ’
Το πρόσωπό του γ ίν ε τα ι απότομα αυστηρό, όπως τό τε στις συνεδριάσεις, άμα ή τα νε να παρθεί απόφαση γ ια δια γραφές. — Αύριο μπορεί να πρέπει να ξαναπάρουμε τ α όπλα. Κ ά τω , περιμένουν από μας. — Κ ά τω , πού; — Σ τη ν Ε λ λ ά δ α . Η φωνή του τώ ρα γ ίν ε τ α ι πολύ τρυφερή, τ α γ α λ ά ζ ια του μ ά τια ημερεύουν και τ α φρύδια, τ α χρυσοκάστανα, ξεσμίγουν κ αι φ έ γ γ ε ι το πρόσωπο. — Αυτή τη φορά όμως δεν θα σε ξαναχάσω . θ α σε π ά ρω μ α ζί, όπου κι αν πάω . Νιώθω ένα τρέμουλο σ’ όλο το κορμί. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κάνει να με φ ιλήσ ει. Τα χ ε ίλ ια μου είναι π α γω μ ένα . Τον σπρώ χνω ελαφρά. «Σ κάστε, Β ουλγάρες, ένα γερό γα μ ή σ ι κ αι μ παμ μ π α μ ...» , βουίζει σ τ ’ αυτιά μου η φωνή του Μ άρφα. — Τ ις κοπέλες από το λόχο σου τ ις συνάντησα στο Τ μ ή μα Μ ε τα γ ω γ ώ ν . Τ ις εκτέλεσαν όλες. Κ ι είδα φ ω τογρα φίες συναγω νιστώ ν σου με μ π η γμ ένα κεφ άλια στους π α σ σάλους. Ο Α χ ιλ λ έ α ς έ χ ε ι σηκωθεί και τρα βά ει το τρ ια ντα φ υ λλ ί σκέπασμα. — Έ λ α να πέσουμε. Ας μη συζητήσουμε ά λλο απόψε. Έ χο υμ ε μόνο δύο βραδιές δικές μ α ς.
167
— Δύο! — Δεν σου είπα π ω ς η σχολή είναι σ’ ά λ λ η πόλη; Π ή ρα ά δεια γ ια το Σαββατοκύριακο. — Γ ι’ αυτό δεν ήρθες να με προϋπαντήσεις σ τη Μ όσχα; Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν α π α ν τά ει. — Τ ι θα κάνω όσο λ ε ίπ ε ις , ολομόναχη, μέσα σ τη σ τέ π α! Ο Α χ ιλ λ έ α ς γ ε λ ά ε ι. — Η Τασκένδη είναι ένα απέραντο περιβόλι που φυτρώ ν ει μέσα σ τη σ τέπα . Ε ίν α ι κ ι αυτό από τ α ε π ιτ ε ύ γ μ α τ α ... Δεν τον αφήνω να προχω ρήσει. — Δεν ξέρω τη γλώ σ σ α , τον κόσμο. — Η Β ά γ ια θα σε βοηθήσει σ’ ό ,τι θες. Κ ι έ π ειτα , θα ’ν α ι μόνο ω ς τον Ιούνη. — Τ ώ ρα, μόλις τελ ειώ ν ει ο Α πρίλης. — Έ λ α να πέσουμε. Του ζ η τά ω να π ά ω στην τουα λέτα . Ο Α χ ιλ λ έ α ς παίρ νει ένα φακό και βγαίνουμε στον διάδρομο. Κ ατεβαίνουμε τ ις σκ ά λες, παίρνουμε τον κ ά τω διάδρομο κ α ι βγαίνουμε από τη ν πίσω πόρτα σε μ ια αυλή. Μ ε πήρε η μυρωδιά από π α σ χ α λ ιέ ς και τρ ια ντά φ υλλ α . Προχωρούμε λ ίγ α β ή μ α τα . Ο Α χ ιλ λ έ α ς φ ω τίζει μ ια ξύλινη πόρτα με καρφ ω τές σανί δες, τη ν ανοίγει και μου δίνει τον φακό. Ε ίν α ι κ ά τ ι σαν αποθήκη με χώ μ α κ ά τω . Ρ ίχ ν ω το φως πά νω σ’ ένα ξύλι νο βάθρο που έχει μ ια τρύπα στη μέση. Π λ ά ι, από ένα καρφί κρέμονται κ ο μ μά τια εφημερίδες. Ακούω απέξω τον Α χ ιλ λ έ α που β η μ α τ ίζ ει. Ο χω ροφύλακας στο Μ ετα γω γώ ν που μ ’ έβ γα ζε στην το υ α λ έτα έκοβε βόλτες απέξω . — Α χ ιλ λ έ α , σε πα ρ α κ α λώ , π ή γ α ιν ε α πά νω . Θ’ ανέβω μόνη μου. — Πρόσεξε μην π α τή σ εις στα νερά, εδώ δεξιά έ χ ε ι μια βρύση. Ακούω τ α β ή μ α τά του που απομακρύνονται. Σ ε λ ίγ ο
168
βγαίνω έξω . Μυριάδες τ ’ αστέρια στον ουρανό. Η μυρωδιά τω ν λουλουδιών με λ ιγ ώ ν ε ι. Πού βρίσκομαι; Π οια είναι αυτή η πόλη η γεμ ά τη αστέρια κι αρώ μ ατα, με «στρατώ νες» γ ια κ ατοικίες και δρόμους σκοτεινούς με χ λ ω μ ά λα μ πιόνια; Π οιοι είναι οι άνθρωποι που θα ζήσω κοντά τους; Έ ν α β α τρα χά κ ι κοάζει λ ίγ ο πιο πέρα, ακούω το θρόισμά του στα χορτά ρια . Ρ ίχ ν ω τον φακό ένα γύρο ν ’ ανακαλύψω πού βρίσκομαι. Μ οιάζει κήπος. Π ώ ς φύτρωσε στη μέ ση τη ς σ τέπ α ς; Κ ι εγώ που διάβηκα ολάκερη σ τέπα γ ια να βρω τον Α χ ιλ λ έ α να με περιμένει με το όπλο παρά πόδα, να με πάρει από το χέρ ι, μη με ξανα χά σ ει, και να γυρίσουμε σ τα χ ώ μ α τα που είναι ακόμα νω πά από το τόσο αίμα. Κ α νείς δεν περιμένει τίπ ο τ α από σας, Α χ ιλ λ έ α . «Κ άτω » κοιτάζουν πώ ς να γιατρέψουν μόνοι τ ις π λ η γ έ ς τους. «Κ άτω » θένε να καταφέρουνε να ξανασηκώσουνε το κεφάλι ψ η λά , σ ιγά σ ιγά , χω ρ ίς όπλα . «Κ ά τω », το μόνο που ζη τά νε είναι να μπορούν άφοβα ν ’ απλώσουν το χέρι τους σ’ ένα ξύλινο κουτί με μια σχισμή και να ρίξουν εκεί ένα φάκελο που θα ’χ ε ι μέσα ένα χ α ρ τ ί διπλω μένο στα τέσσερα. Ν α μη με ξανα χά σ εις; Τώρα είμ αι χα μ ένη , Α χ ιλ λ έ α . Τώρα θα πρέπει να με ξαναβρείς. — Ε λένη! ακούω τη φωνή του ψ ηλά από το παράθυρο. - Έ ρ χο μ α ι. Ξαναπερνώ τους σκοτεινούς κι έρημους διαδρόμους. Οι άλλοι κάτοικοι του «σπιτιού» είναι ακόμα στο γ λ έ ν τ ι που κάνανε γ ια μένα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς έ χ ε ι ξαπλώ σ ει. Γ ια να κάνω μπάνιο ούτε συζήτηση, ύστερα από πέντε μερόνυχτα στο τρένο! Μπορώ να ζεστάνω νερό σ’ ένα κατσαρολάκι στο ηλεκτρικό μ ά τι. Η Β ά γ ια , λ έ ε ι ο Α χ ιλ λ έ α ς, θα μου δώσει αύριο έναν κου βά ζεστό νερό κ αι μπορώ να πλυθώ στην αποθηκούλα, σε μια σκάφη. Ε κείνος μου αγόρασε ένα τεράστιο μπουκάλι ροδόνερο. Μουσκεύω μια π ε τσ έ τα κ αι σκουπίζω όλο μου το κορμί. Τώρα π ρ έπει να πέσω στο κρεβάτι και να κοιμηθώ
169
μυρωμένη στο ροδόνερο μ ’ έναν άγνω στο άντρα. Εκείνος αραγε με νιώ θει ξένη; Χ ασομερώ , όσο μπορώ. — Έ λ α , λοιπόν! Ξ α π λώ νω δίπλα του και σβήνω το φως. Η πρώ τη νύ χ τ α τ ο υ ... γάμου μας! Η π ρ ώ τη νύχτα που θα τη ν περά σουμε ολόκληρη μ α ζί. Ο Α χ ιλ λ έ α ς β ιά ζε τα ι να με πάρει. Ε γ ώ προσπαθώ να διώξω τ ις μνήμες μου και να ξεχάσω την απέραντη στέπα που α π λ ώ ν ετα ι ανάμεσά μ ας. Α ποκοιμιέται βαθιά. Ε γ ώ μένω με τ α μ ά τια ορθάνοι χ τ α . Το παράθυρο δεν έ χ ε ι παντζούρια, ούτε κουρτίνες. Νιώθω το φως τη ς α υγής να γλ ισ τρ ά ει μέσα στο δω μάτιο και τό τε με παίρνει ο ύπνος. Τ α πουλιά χα λά νε τον κόσμο στο τιτίβ ισ μ α , στην Ασίζη , στη μικρή αυλή του μοναστηριού που π ή γ α ιν ε ο 'Α γιος Φραγκίσκος κ αι κουβέντιαζε με τα πουλιά. Κάθον τα ι ξεθαρρεμένα στα μ α λ λ ιά μ ας και τρώνε μέσα από τ α . χέρ ια μ ας. «Τώρα κ α τα λα β α ίνω τη γα λ ή νη που ένιωθε εδώ ο Ά γ ιο ς Φραγκίσκος», λ έει ο Ζ α ν-Π ω λ, κ αι χα ϊδεύει ένα πουλάκι που φώλιασε στη χούφτα του. Του δ ιη γιέμ α ι πόσο γ έλ α σ α όταν διάβαζα τον Φ τω χούλη του Θεού του Κ α ζα ν τζ ά κ η , που έλ εγε π ω ς ενώ ο Ά γ ιο ς Φραγκίσκος έτρ ω γε τ η φακή του στα ζεσ τά π λ ά ι στο τ ζ ά κ ι, θυμήθηκε ξαφνικά τη ν Π α να γία που γέννησε με πόνους τον Χ ριστό στην κρύα π ά χνη τω ν α λόγω ν και τότε παρά τη σ ε το π ιά το του κ αι βγήκε έξω από το καλύβι, να καθίσει νηστικός πάνω σε μια πέτρα. «Είσαι, λοιπόν, τοσο άθεη;» απορεί ο Ζ α ν-Π ω λ . « Έ ν α μ ’ άρεσε στον Ά γ ιο Φ ραγκίσκο», συνε χ ίζ ω χω ρ ίς να δώσω σημασία στην ερώτησή του, «που έ λ εγ ε στον εαυτό του: Αδερφέ μου γάιδαρε, πολύ σε τ α λαιπώ ρησα». Γέρνω το κεφάλι στον ώμο του Ζ α ν-Π ω λ. «Ξέρεις πό σες φορές μου έρχεται να το π ω κι εγώ στον εαυτό μου;» Ο Ζ α ν-Π ω λ μου χαϊδεύει τ α μ α λ λ ιά . Π οτέ δεν νιώ σαμε τόσο κοντά, το καταλαβαίνουμε κι οι δυο μ α ς. Ό , τ ι μας
170
χω ρ ίζει έχει π ά ει πέρα. «Να μέναμε γ ια π ά ν τα εδώ», με ξαφ νιάζει η φωνή του. «Να μέναμε γ ια π ά ν τα εδώ», λέω κι εγώ και π α ρ α λίγο ν ’ αρχίσω να παρακαλάω γ ι ’ αυτό τον Αγιο Φραγκίσκο. Ο Ζ α ν-Π ω λ μ ιλ ά ει ψιθυριστά π ω ς μ ’ α γ α π ά ει π ο λ ύ ... Ν ομίζω πω ς γνω ριζόμαστε από π α ιδ ιά , πω ς μ εγα λώ σ α μ ε μ α ζί και π ω ς θα ’μαστέ έτσ ι γ ια π ά ν τα , όπως τούτη τη σ τιγμ ή . Η γα λ ή νη που τ υ λ ίγ ε ι τ η μικρή αυλή έ χ ε ι μπει μέσα μας. Ν α γινότα νε όπω ς στον κινηματογράφο, που ο σκηνοθέτης άμα του αρέσει μ ια εικόνα μπορεί να τη ν κρα τά ει ακίνητη πολλή ώ ρα, όσο θελει. Τα τιτιβ ίσ μ α τα τω ν πουλιώ ν δυναμώνουν. Βουίζουν σχεδόν μέσα σ τ ’ α υτιά μου. Α νοίγω με κόπο τ α βαριά μου βλέφαρα. Α ντικρίζω τον Α χ ιλ λ έ α στα πόδια του κρεβα τιού, είναι κιόλας ντυμένος. - Ξύπνησες; Η Β ά γ ια δυο φορές φώναξε π ω ς σου ζ έ στανε νερό.. Απέξω ακούγονται κουβέντες. Π ετά γο μ α ι στο παράθυ ρο. Κ ά τω είναι ένας μικρός κ ή πος, α κ α τά σ τα τα φ υτεμέ νος. Γύρω στη βρύση τρ ε ις γυνα ίκες ξεπλένουν ρούχα μέσα σε τσ ίγκινες σκάφες. Π ιο π έρ α , κ ά τω από μια σκιά, δυο άντρες παίζουνε σκάκι. Ο Α χ ιλ λ έ α ς μου δ είχνει πού να πλύνω το πρόσωπό μου κ α ι τ α δόντια μου. Μ έσα στο δω μάτιο, στηριγμένο στον τ ο ίχ ο είνα ι ένα ν τεπ ο ζιτά κ ι, βαμ μένο πράσινο, κι από κ ά τ ω , σ ’ ένα σκαμνί, μια εμ α γιέ λεκάνη. Το ν τε π ο ζ ιτά κ ι, α ν τ ί γ ια βρύση, έ χ ε ι ελατήριο που πρέπει να το ζο υ λ ά ς συνέχεια με το χέρ ι προς τα πάνω γ ια να τρέξει νερό. Δ εν μπορώ να σαπουνίσω το ένα χέρι με το άλλο. - Ποιος έκανε α υτή τ η ν εφεύρεση; λέω νευριασμένα. Ο Α χιλλέα ς σοβαρεύει. - Πρόσεχε πώς θα μ ιλ ά ς με τ ις γυναίκες. «Πρόσεχε», μου ’χ ε φ ω ν ά ξ ει κ ι ο Σεριόζα όταν έφευγε το τρένο.
171
— Ν α προσέξω τι; α π α ν τά ω , ενώ έχω βρει το κόλπο να στριφογυρίζω το σαπούνι στο ένα χέρι και με το ά λλο να ζουλάω το ελατήριο. — Μ η σε νιώσουν διαφορετική τους. — Ά λ λ α ξ α , Α χιλ λ έα ; ρω τάω απότομα. — Ν α ι, κάνει σταθερά κι ύστερα συμπληρώνει γρήγορα: Μ οιάζει σαν να μην πέρασε χρόνος από πάνω σου, μα το βλέμ μ α , το ύφος έχει α λ λ ά ξ ε ι. — Δεν είμ α ι π ια το κοριτσάκι που άφησες; — Μ πορεί να φ τα ίει κ α ι το ντύσιμο, είναι λ ίγ ο χ τυ π η τό . «Π ώ ς ντύ νετα ι έτσι χ τ υ π η τ ά η Λάουρα! Εσύ μ ’ αρέσει που ντύνεσαι τόσο α π λ ά » , έ λ ε γ ε ο Ζ α ν-Π ω λ άμα β γα ίν α με κι οι τέσσερις έξω. Η Λάουρα φορούσε παρδαλές τσ ιγ κάνικες φούστες και μεγάλους κρίκους σ τ’ α υτιά με φαντα χ τ ε ρ έ ς π έτρ ες. Του Φράνκο του άρεσε έτσ ι κ αι τη ζω γρ ά φ ιζε. Μ ια μέρα εκείνη μου χάρισε ένα ζευ γά ρ ι σκου λα ρίκια . «Τα πιο διακριτικά που βρήκα», έ λ ε γ ε ξεκαρδι σμένη. Γελούσαμε με τον Ζ α ν-Π ω λ όταν τ α ’β α λα να τα δοκιμάσω. Έ κ α ν α να τ α β γ ά λ ω αμέσω ς, μα εκείνος δεν μ ’ άφησε. « Ά σ ’ τα γ ια σήμερα, σε κάνουν να μοιά ζεις ξένοιαστη.» Τ α ’χ ω μ α ζ ί μου τώ ρα κ α ι λέώ να τ α φορέσου όταν βγούμε β όλτα με τον Α χ ιλ λ έ α να μου δείξει τη ν Τασκένδη. Μ πορεί να με κάνουν να μοιά ζω ξένοιαστη. — Θα κρυώσει το νερό, φ ω νά ζει η Β ά γ ια από κ ά τω . Με βοηθάει να πλυθώ μέσα σε μ ια σκάφη, στην αποθηκούλα που είναι και η τρύπα-αποχω ρητήριο. — Τον χειμ ώ ν α πού π λένεσ τε; ρω τάω . Η Β ά γ ια σκάει στα γ έ λ ια . — Ε δώ . Σ το βουνό ή τα νε χειρότερα. Α πέξω , από τον κήπο, α κούγετα ι μ ια φωνή μελω δική , όλο δ ια ύ γεια . — Δυο ώρες είστε στη βρύση, κι έχω ρούχα γ ια ξέπλυ μα.
172
— Ακούς τη ν πριμαντόνα; κάνει ειρωνικά η Β ά γ ια , ενώ μου π ερ ιχά ει με νερό το κεφάλι. Τα μ ά τια μου, το στόμα γεμίζουν σαπουνάδες κ α ι δεν μπορώ να τη ρωτήσω γ ια τ ί λ έει «πριμαντόνα» αυτή που μίλησε. Η Β ά γ ια όμως δεν περιμ ένει ερώτηση κ α ι συνεχίζει: — Ε ίν α ι η Ρ οδιά. Εσένα δεν σε χω νεύει ούτε ζω γρ α φ ι στή. Λ ίγω νε στο βουνό γ ια τον Α χ ιλ λ έ α . Εκείνος δεν γύρνα γε να κ ο ιτά ζει καμιά. Το νερό τώ ρα π έφ τει καυτό στο κεφ ά λι μου. — Σ ιγ ά , με ζεμ ά τισ ες! Η Β ά γ ια ξεκαρδίζεται π ά λ ι. Π εριμένω με τ α σαπούνια στα μ ά τια να προσθέσει κρύο νερό στο κατσαρολάκι. — Η Ρ οδιά , ξανακάνει ειρω νικά, τραγουδούσε στο βουνό όλη την ώρα. Κ α ι τώ ρα το ίδιο. Π αντρεύτηκε τον Σ ω τ ή ρη που τη ς φ τά νει ως τη μέση κ αι τη ν περνάει και δεκα πέντε χρόνια. Μόνο και μόνο γ ια τ ί είναι Αθηναίος και σ τέλεχος. — Έ ν α ς κοντός με αλεπουδίσια μ ά τια ; τη ρω τάω . — Α κριβώς, κάνει εκείνη και μου χύνει στο κεφ ά λι όλο το νερό που απόμεινε. Τον Θυμάμαι τον Σ ω τή ρ η , όλο κάπου τον απαντούσα στις συνεδριάσεις. Το Κ α τινά κ ι τον είχε βαφ τίσει «Αλεπούλη», γ ια τ ί ε ίχ ε μια μούρη λ ίγ ο αλεπουδίσια κι ή τα νε και πονηρός. «Μ ωρέ, μην του λ έ τ ε τ ίπ ο τ α , ούτε τ ι καιρό κάνει, γ ια τ ί Θα σας καρφώσει στην καθοδήγηση», έ λ εγε το Κ α τιν ά κ ι, κι άμα περνούσε εκείνος από μπροστά τη ς σταύρωνε με το δάχτυλο το στόμ α τ η ς , σαν να ’θελε να μας π ει πω ς δεν έπρεπε να το ανοίξουμε. 'Ωσπου να σκουπιστώ και να ντυθώ , έμαθα από τη Β ά γ ια γ ια κάθε οικογένεια που μένει στα υπόλοιπα δ ω μ ά τια του σπιτιού. Το σ π ίτι δεν ή τα νε φ τια γμ ένο γ ια κ α τοικ ίες, α λ λ ά γ ια γρ α φ εία . — Οι π ο λ ιτείε ς είχα νε π ή ξει κ αι δεν ξέρανε π ια πού να μας βάλουνε.
173
— Π οιες π ο λ ιτείες, Β ά γ ια ; — Θα τ ις γνω ρίσεις κι α υτές. Δεκατέσσερις είναι, ολό κληροι συνοικισμοί. Σ τον πόλεμο τ ις είχα νε φ τιά ξει προ σωρινά γ ια να μένουνε οι Γ ια πω νέζοι α ιχμ ά λ ω το ι. Ά μ α ξεμπουκάραμε μεις στα ξαφ νικά, μας βάλανε κει μέσα. Δεν μπορώ να πω , ήτα νε ασπρισμένες και τ α κρεβάτια πεντα κά θαρα , κι από κει που ερχόμασταν ε μ ε ίς ... Το στριμω ξίδι όμως ήτανε ά λλο πρ ά γμ α . Κ οιμόμασταν δέκα δέκα σε θαλάμους, με τ α κ ρεβάτια κ ο λλη τά , κι οι πα ντρ ε μένοι, τρ ία τέσσερα ζευγά ρια στο ίδιο δω μάτιο. Χ ω ρίζανε τ α κρεβά τια με κρεμασμένες κουβέρτες. Τώρα είμ ασ τε μια χα ρ ά . Ω ς κι εμένα μου δώσανε ξέχωρο δω μάτιο. Δ ίπ λ α στο δικό σας. Μόνο που είναι δύο επί τρ ία . Ε ίμ α ι όμως π ασ άς. — Π ώ ς δεν παντρεύτηκες; — Ε ίν α ι μ εγά λη ιστορία, θ α σ ’ τη ν πω με τη ν ησυχία μ ας. Μ ε κόμματα και τ ε λ ε ίε ς . Ά ν τε τώ ρα εσύ στα γρή γορα να φ τιά ξεις κανένα μωρό, να σε ξεγεννήσω . Το κ α λοκαίρι παίρνω δίπλω μ α μ αμ ή ς.
Το πιο απλό μου φόρεμα είναι θαλασσί, κι έ χ ε ι μια φ ρά ντζα από ψάθα στον ποδόγυρο. Ο Α χ ιλ λ έ α ς με κ ο ιτά ζ ε ι μουδιασμένα. Μ ια ζώ νη ψάθινη μου σ φ ίγγει τ η μέση, κ α ι το ντεκ ο λτέ μεγαλούτσικο. Η Λ ίζα το ’χ ε ράψει μόνη τ η ς από κάποιο μοντέλο που βρήκε σ’ ένα γα λ λ ικ ό περιο δικό και μου το ’στείλε. Το πρωτοφόρεσα τη ν Κ υριακή που π ή γ α μ ε με τον Ζ α ν-Π ω λ, τ η Λάουρα και τον Φράνκο να φ άμε καρμπονάρα στην π ιά τσ α Καβούρ. Ο Φράνκο μας έ β γ α λ ε φω τογραφίες με τη Λάουρα πάνω στη γέφυρα με τους α γγέλ ο υ ς. Του Ζ α ν -Π ω λ δεν του αρέσουν οι φωτο γρ α φ ίες. Ο Φράνκο έχ ε ι μ ανία . Δώδεκα πόζες η Λάουρα κι εγ ώ . Ε κείνη με τη ν τσ ιγκ ά νικ η φούστα και μ ια μπλού
174
ζα όλο βολάν, κι εγώ με το θαλασσί φόρεμα με τη ν ψάθα στον ποδόγυρο. « Έ χ ε ι πολύ γούστο η μαμά σου», μου λεγανε κι εγώ καμάρωνα στην πόζα δίπλα στους α γγέλους. Τώρα θα περπα τή σω το όμορφο μου φουστάνι στους δρό μους τη ς Τασκένδης κι ο Α χ ιλ λ έ α ς με κ οιτά ζει λες και έχω βάλει αποκριάτικο κοστούμι. — Ν α πάρεις το διαβατήριό σου μ α ζ ί, λ έει, ενώ π ια είμαστε στην πόρτα. Απόρησα. — Μ ετά τον περίπατο θα π ά μ ε απάνω . — Α πάνω , πού; — Σ τη ν καθοδήγηση. — Κ α ι πρέπει να ’χ ω διαβατήριο! — Θα το παραδώ σεις και θα πάρεις κάρτα διαμονής, όπως έχουμε όλοι. — Ό λ ο ι ήρθατε χω ρ ίς διαβατήριο. Κ ι αν θελήσω να πάω τα ξίδι, στη Γ α λ λ ία , στην Ι τ α λ ία ... — Αυτό δεν γ ίν ε τ α ι, Ε λ έν η . Ό τ α ν έρθει η ώ ρα, θα φύ γουμε όλοι μ α ζ ί γ ια κ ά τω . — Ο ικειουθελώ ς, μουρμουρίζω. — Τι είπ ες; ρω τάει ο Α χ ιλ λ έ α ς. — Τ ίπ ο τα , κάνω και πά ω να πάρω το διαβατήριό μου. «Οικειουθελώς», που έλ εγε κι η Ευγενούλα, μια ανταρτοπούλα στο Μ ετα γω γώ ν . Αυτό το «οικειουθελώς» τη ς στοίχισε το κ εφ ά λι. Ή τ α ν ε δεκάξι χρονώ, μπήκανε οι αν τά ρ τες στο χω ριό και τη σήκωσαν από το κρεβάτι να β γει στα βουνά. «Σ ε πήρανε με το ζόρι;» τη ρωτούσε ο δικηγό ρος τη ς στο στρατοδικείο και τ η ς υπόδειχνε τη ν α π ά ν τη ση. «Οικειουθελώς» επέμενε κ είνη , που δεν ήξερε τ ι σήμαινε αυτή η λ έξη , μα τ η ς φ ά ντα ζε και πίστευε π ω ς θα την έσω ζε, έτσ ι μ εγαλόπρεπη που ή τα νε. Την εκτέλεσαν. Ή τ α ν ε το κορίτσι που μου ε ίχ ε μ ιλήσ ει γ ια πρώ τη φορά γ ια τον Α χ ιλ λ έ α , τον αρραβωνιαστικό μου, τον καπετά νιο τ η ς στο βουνό.
175
Ο ικειοθελώ ς, λοιπόν, εγώ διάβηκα τ η στέπα γ ια να μην τη ν ξαναπάρω πίσω ποτέ π ια . Π οτέ π ια . ΤΑΣΚΕΝΔΗ. Μ ια παράξενη π όλη , που το ένα τ η ς γράμμα μ οιά ζει σαν τη ν τρ ία ινα του Ποσειδώνα. Κ α τα πρά σ ινη. Μ ια όαση στη στέπα κι εγώ κλεισμένη μέσα να περ π α τά ω χέρ ι χέρ ι με τον Α χ ιλ λ έ α . Έ ν α τρ α χύ χ έ ρ ι, που έχει σκληρύνει από τ α γυμνάσ ια, γ ια να μ άθει, ύστερα από τόσες μ ά χ ες, πώ ς πολεμάνε. Ο κεντρικός δρόμος είναι π λ α τύ ς, ασφαλτοστρωμένος, με τεράσ τια δέντρα δεξιά κι αριστερά. Ανάμεσα στον δρόμο και στο πεζοδρόμιο τρέχουν ρυάκια, το μουρμουρητό τους σε γα ληνεύει. Τ ’ αυτοκίνητα λιγ ο σ τά , πού και πού περνάει καμ ιά μαύρη κούρσα, τρα μ , λεω φορεία, μα πολύ συχνά και καμ ή λες που λ ικ νίζοντα ι καμαρω τές πάνω στην άσφ αλτο. 'Α ντρες κ α ι γυναίκες σαν να βγήκαν από παραμύθια. Ντυμένοι με κ α φ τά νια και ρ ιχτά πολύχρω μα φουστάνια. Κ οπέλες με τ α μ α λ λ ιά π λ εγ μ έν α α μέτρη τες κοτσίδες, κι ά λ λ ε ς, πιο σ π ά νια, με ιδιόμορφους φερετζέδες που κατεβαίνουν ως τ α γόνατά τους. Ό λ ο ι με λοξά μ ά τια κι εξογκωμένα μ ή λ α . Οι Ουζμπεκοι. Ανάμεσά τους ά λλος κόσμος, ξανθοί κ α ι γα λανομ ά τη δ ες, με παλιομοδίτικα ρούχα, κι οι γυνα ίκες φορούν παπούτσια χοντροτάκουνα, σαν κι αυτά που φορούσαν στην Αθήνα πριν από τον πόλεμο. Ε κ τός από τον κεντρικό δρόμο κι ένα δυο α κόμ α, οι πιο πολλοί είναι χω μ ά τινο ι, κι η ψάθινη φ ράντζα στον ποδογυρο του φουστανιού μου σαρώνει σαν σκούπα κ α ι σηκώνει σύννεφο τ η σκόνη. Τα μ α γ α ζ ιά είναι α ν ο ιχ τά , π α ρ ’ όλο που είναι Κ υριακή. Λ ίγ α ρούχα, κακόγουστα, σ τις βιτρινες, και μέσα που ρίχνω μ ια μ α τ ιά , β λέπ ω στα ράφια τους τό π ια με πολύχρω μα υφάσματα σαν τ α φουστάνια που φοράνε οι Ο υζμπέκες. Κ ι εγώ που ήθελα να τ ’ αγορά σω όλα καινούργια, γ ια να μη μοιάζω με τ η Δάφνη τη ς Ρ ώ μ η ς! Ο Α χ ιλ λ έα ς με τρ α β ά ει από το χέρ ι να μου δείξει τη ν Ό π ε ρ α . Έ ν μ μ εγά λο δαντελω τό χ τ ίρ ιο . Φτάνουμε
176
στην π α λ ιά πόλη με τα σ π ιτά κ ια , τα φ τια γμ ένα με π λ ί θες, που όμω ς, έτσι τριγυρισμένα από μικρά κ ηπά κια με λουλούδια και λ α χα νικ ά , φαντάζουν πιο ανθρώπινα από τα καινούργια, ά χαρα κτίρια που μοιάζουν περισσότερο με στρατώ νες. Χ α ζεύω εδώ κι εκεί κ ά τ ι ξύλινα περίπτερα με σκεπή και κολόνες. Κ α τά χ α μ α , κάθονται σταυροπόδι άν τρες με μακριές γενειάδες, φορούν καφ τά νια σφιγμένα στη μέση, α νο ιχτά μπροστά, αφήνοντας γυμνό το στήθος. Σ το ένα χέρι κρατούν μια κούπα με αχνιστό τσ άι και με το άλλο διώχνουν νω χελικ ά τ ις μύγες. Ε ίμ α ι εγώ η ίδια με το ίδιο φόρεμα που πόζαρα στη γέφυρα δίπ λα στους α γγέλους. Τώρα με β γά ζει φ ω τογρα φία ο Α χ ιλ λ έ α ς μέσα στη βάρκα που νοίκιασε γ ια να πάμ ε βόλτα στην τ ε χ ν η τ ή λίμνη του μεγάλου πάρκου. Κ άθομαι α πένα ντι του. Εκείνος τραβάει κουπί. Μου χα μ ο γ ελ ά ει. Προσπαθώ να χα μ ο γελ ά σ ω κι εγώ . Π ώ ς π ί στεψα π ω ς είναι τόσο εύκολο όσο στο θέατρο να π α ίζε ις κάθε τόσο κι ά λλο ρόλο; Π ώ ς νόμιζα πω ς θα μπορέσω να εξαφανίσω τ η Δάφνη; Δεν α κούγετα ι τ ίπ ο τ ’ άλλο από το νερό που το σπρώχνουν τα κουπιά του Α χ ιλ λ έα . — Αύριο φ εύγεις και δεν μ ιλήσ αμε καθόλου, κόβω τ η σιω πή. — Έ χο υ μ ε τόσον καιρό μπροστά μ ας, χ α μ ο γελ ά ει ήρε μ α, ά λλω σ τε το άλλο Σαββατοκύριακο θα ’μ α ι π ά λ ι π ί σω. — Ή θ ελ α να σου π ω ... Χ ω ρίς να το περιμένουμε, χω ρ ίς καν να ’χουμε δει σύν νεφα να μαζεύονται, άρχισαν να πέφτουν χοντρές σ τά λες σαν ρώ γες σταφυλιού. — Έ τ σ ι έρχονται οι ανοιξιά τικες μπόρες στην Τασκέν δη, λέει και τραβάει γρήγορα κουπί να φτάσουμε στην όχθη. μ οτέρ στοπ
177
— Ουφ, κάνει ο Ε υγένιος κ αι σηκώ νεται ν ’ ανοίξει το τ ζ ά μ ι. Ανάβει τσιγάρο. Α τέλ ειω τη ήτανε αυτή η σκηνή! Η Ε λ έν η δεν κουνάει από τη θέση τ η ς , λες κ α ι συνεχί ζ ε τ α ι το γύρισμα. «Να κι η Τασκένδη, να κι η Τασκέν δη!», τ η ς έρ χετα ι σαν σφυριές στο μυαλό η φωνή τ η ς Λ ή δας. Μ ια μέρα πριν αρχίσουν το γύρισμα, ε ίχ ε περάσει να τη ν π ά ρ ει ο Ευγένιος να βγούνε βόλτα. Κ α τα λ ή ξ α ν ε στο Σ α ιν-Ζ ερ μ α ίν, στο καφενείο «Μ ανταρέν». Ε κ εί μαζευόντα νε αρκετοί από τους δικούς τους. Η Ε λένη σπάνια πά ει στα καφ ενεία. Οι ά λλο ι, όσες έννοιες κ αι να ’χουν, δεν έχουν π α ιδ ιά . Μπορούν να κάθονται με τ ις ώρες να συζη τούν, να αναλύουν τη ν κ ατάσ τα σ η στην Ε λ λ ά δ α και στη Γ α λ λ ία ακόμα, πίνοντας καφέ ή ποτό α νά λογα με τ α οι κονομικά του ο καθένας. Την ώρα που φτάσανε με τον Ευγένιο στο καφενείο, η Λ ήδα με τον Στέφανο και μ ια μ εγά λ η παρέα καθόντανε στο τζ α μ ω τ ό . Μ έσα στο καφενείο δεν ε ίχ ε θέση. «Μην καθίσουμε μ α ζ ί τους», ψιθύρισε η Ε λένη του Ευγένιου, και τον τράβηξε να πάνε δυο τρ α π εζά κ ια π αρα κ άτω . Την ώρα που περνούσαν, λίγο λοξά π ίσ ω τους, η Λ ήδα τους πρόσε ξε, κι αφού είχα ν προσπεράσει, η Ε λένη τη ν άκουσε ολο κάθαρα που έλ εγε του Στέφανου: «Να κι η Τασκένδη». Ο Ε υγένιος τέλειω σ ε το τσ ιγάρο και κ ά θετα ι. — Δεν ξέρω γ ια τ ί βαριέμαι πολύ σήμερα, λ έει με συρτή φωνή. — Ξέρεις τ ι παρατσούκλι μου έχει κολλήσει η Λ ήδα; λ έει η Ε λένη . Ο Ε υγένιος την κ ο ιτά ζει. — Τ α-σκέν-δη, προφέρει εκείνη μια μια τ ις συλλαβές. — Γούστο έ χ ε ι, γ ε λ ά ε ι ο Ευγένιος. — Γούστο; Ε ξα ρ τά τα ι ποιος το λέει. Η Λ ήδα το λέει με ειρω νεία κ αι περιφρόνηση. — Τ α π α ρ α λές, Ε λενά κ ι.
178
«Τι μπορεί να κ α τα λ ά β ει η Λ ήδα από Τασκένδη», συλ λ ο γ ιέ τα ι η Ε λ ένη και είναι σίγουρη π ω ς την έ χ ε ι κάνει νούμερο στους άλλους. «Περνάει η Τασκένδη.» — Τ ι γυρεύει η Λ ήδα ανάμεσά μ α ς, Ε υγένιε; Εκείνος χ α μ ο γ ελ ά ε ι γα λ ή ν ια . — Γ ια πολλούς θα μπορούσαμε, τώ ρα με τη χούντα , να πούμε: τ ι γυρεύουν ανάμεσά μας; «Μ α αφήστε όλα τα λουλούδια ν ’ ανθίσουν», που λ έει κ α ι κάποιος. — Ε γ ώ δεν τη ν εμπιστεύομαι καθόλου. Απορώ πώ ς τη β άλανε στην οργάνωση. Ν α μην π ω π ω ς είναι κ αι β α λ τ ή . . . , αφήνει μετέω ρη τη φράση τ η ς. Ο Ευγένιος έ χ ε ι το χάρισμα να μη σ’ αφήνει να πάρεις τον κατήφορο, κ ι αυτό το ξέρει η Ε λένη κ αι τον ευγνωμο νεί. — Μην τη ν ξαναπείς τ η λέξη «βαλτή». Μου θυμίζει κάποιες ά λ λ ες εποχές. Κ ά ποια μικροαντιρρησούλα και χαρακτηριζόσουνα «βαλτός», κι ά ντε να το ξεκολλήσεις μ ετά από πά νω σου. Χ ρειάζοντα ν εικοστά και δεν ξέρω πόσα ά λ λ α συνέδρια. Έ λ α όμως να το αναλύσουμε, γ ια τ ί δεν τη ν εμπιστεύεσαι; Δεν ξέρει τ ι να του α πα ντή σ ει. Ούτε στον εαυτό τη ς δεν μπορεί να δώσει α πά ντη σ η. Κ ά π ο τε , το ’4 5 , είχα νε έναν καθο δη γη τή , τον Β άση. Δεν τον χώ νευε κ α μ ιά τους στην οργάνωση. Ε ίχ ε μια μ εγά λ η καμπουρωτή μύτη που τη ρούφαγε συνέχεια και μ ια φωνή τσ ιρ ιχ τή . Σ ε μια συνε δρίαση που έβαλαν το θέμα ν ’ αλλάξουν καθοδηγη τή, ρώ τησαν τη Ν ίνα: «Τι έχεις λοιπόν να καταμαρτυρήσεις στον σύντροφο;» « Έ χ ε ι μια τσ ιρ ιχ τ ή φ ω ν ή ...» , άρχισε η Ν ίνα, μα μπερδεύτηκε και σ τα μ ά τη σ ε χω ρ ίς να βρίσκει τ ι να π ει. Ή τ α ν ε α ντιπα θη τικ ός, π ώ ς να το εξηγήσουν! — Η φωνή τ η ς είναι ναζιά ρα και ψ εύτικη, κάνει η Ε λένη και ψ άχνει να βρει τ η συνέχεια. — Ά λ λ ο ι τ η βρίσκουν γο η τευ τικ ή , βά ζει τ α γ έ λ ια ο Ε υγένιος. ι
179
— Τ ι α στείο βρίσκεις; νευριάζει γ ια τα κ αλά εκείνη. — Σ κέφ το μ α ι τ α μ π λ εξίμ α τα που μας έφερε η παρουσία τ η ς Λ ήδας. Ο Στέφανος τη ν έχει ερω τευτεί, η Ά ννα εί να ι ερωτευμένη με τον Σ τέφ α νο, η Λήδα θέλει τον Πάνο που είναι τόσο μπερδεμένος με τον εαυτό του, με τ α οικο γ εν εια κ ά του, με το κόμμα, και δεν ξέρει π ώ ς να τα ξε μ π λ έξει. Ά σ ’ τ α όμως α υτά . Μην ξεχνάς π ω ς η Λήδα έκανε δυο μήνες φυλακή. — Σ ιγ ά , ειρωνεύεται η Ε λ έν η , έπεσες κι εσύ θαρρώ στη γ ο η τ εία τη ς. Ο Ε υγένιος α πλώ νει το χ έ ρ ι, βρίσκει το δικό τη ς και το σ φ ίγ γ ε ι δυνατά. — Ε γ ώ , το ξέρεις, μ ία θέλω , καθόλου γοητευτική, μπερδεμένη και αναποφάσιστη. Α πέξω ακούγεται δυνατό σφύριγμα. Ο Ευγένιος σηκώ ν ε τα ι κ α ι παίρνει τσι θέση του όρθιος στο παράθυρο καπνί ζο ν τα ς. Η Ε λένη κ ο ιτά ζει τον καπνό του που ανεβαίνει. Σ τη ν πλα τφ όρμ α , ο π ρ ω τα γω νισ τή ς με μια τεράστια βα λ ίτσ α στο χ έ ρ ι'ψ ά χ ν ε ι με το βλέμμα προς το κουπέ τους, σαν να θέλει να ανακαλύψει κάποιον. Η κ λ α κ έτα π έφ τει.
Το τρ έ ν ο τ η ς φ ρίκης σκηνή — πλάνο —λήψη Α νακάθομαι στο κρεβά τι και κοιτάζω τον Α χιλλέα που ν τύ ν ετα ι. Κ ο ιτά ζω τον άντρα μου που ντύνεται στο χα κ ί. Δ η λ α δ ή , το αμπέχονο είναι χα κ ί και το παντελόνι μπλε σκούρο. Π αράξενη στολή. Σ τ ις επωμίδες δεν έχει κανένα διακριτικό. Ό τ α ν φοράει τον ζωστήρα και σφ ίγγει τη μέ ση, μου θυμίζει τους ήρω ες από τις πρώτες σοβιετικές τ α ιν ίε ς που προβλήθηκαν στην Αθήνα το ’45. Του π η γ α ί
180
νει η στολή. Ό λ ε ς οι στολές του πάνε του Α χ ιλ λ έ α . Οι φω τογραφίες που έχει στο αντάρτικο - ή μάλλον στον Δημοκρατικό Σ τρ α τό , μην ξανακάνω το λάθος — με το αυτόματο κρεμασμένο στον ώμο, του δίνουν άλλον αέρα. θ υ μ ίζ ε ι πολύ εκείνον τον Α χ ιλ λ έ α που μάζευα τ ις τρ ίχ ες από το σαμαροσκούτι του κ αι τ ις έβα ζα μέσα στα φύλλα τω ν σχολικώ ν μου βιβλίω ν. Αυτόν τον Α χ ιλ λ έ α με τη στολή θα ερω τεύτηκε η Ροδιά στο βουνό. Εκείνος άραγε δεν ερω τεύτηκε καμιά; Τι θα κάνει ο Α χ ιλ λ έ α ς, όταν σε δυο μήνες β γ ά λ ε ι τη στολή; Ε τοιμ ά ζο μ α ι κ ά τι να π ω , π ω ς μου φ α ίνετα ι παράταιρο να φοράει κανείς στολή σαν κι αυτή, εκτός αν είναι να π ρ ω τα γω νισ τή σ ει σε πολεμική τα ιν ία . Εκείνος όμως δεν π ά ει να γυρίσει τα ιν ία , π ά ε ι με πίστη εκεί που τον έσ τειλαν, κι έτσι τα λ ό για μου θα ηχήσουν πα ρ ά τα ιρ α . Ό , τ ι και να πω από τη σ τιγ μ ή που έφτασα, η χ ε ί παρά τα ιρα. Ας σωπάσω λοιπόν. Θα πρέπει να μένω βουβή. Γ ια πόσο; Γ ια π ά ν τ α , γ ια μια ζω ή . — Μη σ τενα χω ριέσ αι, με φ ιλ ά ει ο Α χ ιλ λ έ α ς, που με β λέπει σκεφτική κι α μ ίλ η τη , θά ’ρθω το άλλο Σ α β βα το κύριακο. Έ φ υ γ ε. Α πέξω α κούγεται γ ια λ ίγ η ώρα ένα π η γ α ιν έ λ α , κι ύστερα το σ π ίτι μένει βουβό. Ό λ ο ι φύγανε σ τις δουλειές τους. Κ ι εγώ να σηκωθώ τώ ρα και να κάνω τ ι; Π άνω στο κομοδίνο μού έ χ ε ι αφήσει ο Α χ ιλ λ έ α ς μ ια μέθο δο ρωσικής. Ν ’ αρχίσω λοιπόν να συλλαβίζω ; Λ ά μ πα βισίτ να π α τα λ κ έ: Η λ ά μ π α κρέμ ετα ι στο τα β ά νι. Ν α συλ λα βίζω όλη μέρα κι ύστερα, το βραδάκι, να κάθομαι στον κήπο με τους άλλους που θα γυρίζουν από τ ις δουλειές τους, κι εκείνοι να πιάνουν κουβέντα σαν χ τ ε ς , γ ια τ η μ ια μ άχη και τη ν ά λ λ η , λες κ αι μόλις τώ ρα αφήσανε τ α του φέκια, κι όχι πριν από π έν τε ολόκληρα χρονιά. Κ ι εγω ανάμεσά τους, χω ρ ίς να ξέρω τ ι να πω . — Δαφνούλαααα! Π ετά γ ο μ α ι στο παράθυρο. Κ ά τ ω στην αυλή σ τεκει ο
181
Α ντρέας, ο ζω γράφ ος. Φορεί το άσπρο του κοστούμι από σαντακρούτα και το π α π ιγιό ν του. Έ χ ε ι ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα κ αι στο χέρ ι κρατάει ένα κίτρινο τριαν τά φ υλλο. Φορώ ένα φουστάνι κ αι κατρακυλάω τ ις σκάλες. Ο Α ντρέας! Ο μόνος κρίκος με τη ζω ή μου στην Αθήνα. — Ή π ιε ς καφέ; λεει κ α ι μου προσφέρει το τρια ντά φ υλ λο. Σ α ν αγουροξυπνημένη μου φαίνεσαι. Κ λ α ίω . Εκείνος μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι συγκινημένος. — Μ ην κ λ α ις, εδά> δεν φτουράνε τα δάκρυα. — Γ ια τ ί δεν φτουράνε; γ ε λ ά ω εγώ . — Γ ια τ ί γ ι ’ αυτά που κ λ α ις, κανείς δεν σε κ α τα λ α β α ί νει. Ή ρ θ α να σε πάρω να σου δείξω το π α λ α τά κ ι μου. Π ά μ ε, λ έ ε ι και μου κάνει μ ια ιπποτική κίνηση να περάσω r μπροστά. Το «παλατά κι» του Α ντρεα, που όσο κοντεύαμε να φ τά σουμε α ρ χ ίζε ι να το λέει το «σκυλόσπιτό μου», είναι ένα καμαράκι τόσο δα, με ξύλινους τοίχους και χα μ η λ ό τα β ά ν ι, κολλημένο στη λ έσ χ η όπου μου είχα νε τρ α π έζι το πρώ το βράδυ που έφτασα. — Ό λ α να τ α υποστώ, α λ λ ά να μείνω με άλλους στο ίδιο δω μ ά τιο, α-δύ-να-τον. Το μόνο που μπορέσανε να μου δώσουνε ή τα νε αυτό εδώ, λ έ ε ι ο Αντρέας. Το περιεργά ζομ α ι. Οι το ίχο ι είναι γεμ ά το ι ράφια με β ιβ λ ία . Το κρεβάτι ψηλό, ανεβαίνεις τρ ία σ καλάκια να το φ τά σ εις, κι από κάτω ξεπροβάλλουν λ ο γή ς λο γή ς χα ρ τό κουτα, τοποθετημένα με τά ξ η . Σ τον έναν τοίχο τ α ράφια σ τα μ α τά νε στη μέση κι από κ ά τω είναι χω μένο ένα μικρό τρ α π εζά κ ι σκεπασμένο με τρ α πεζομ ά ντιλο κεντημένο στο χ έ ρ ι. Δεν βλέπω πουθενά π ιν έλ α κ αι μ π ο γιές. — Πού ζω γρ α φ ίζεις; — Δεν ζω γρ α φ ίζω . Τον κ ο ιτά ζω απορεμένη. — Ν α σου π ω , Δ α φ νούλα ... Ανεβαίνουμε τα σ κα λοπατάκια και καθόμαστε στο κρε
182
β ά τι του. Ά λ λ η θέση γ ια να καθίσουμε δεν έ χ ε ι, έξω από ένα ψηλό ξύλινο σκαμνί, που θα το έχει ζω γραφ ίσει εκεί νος, με ζω ηρά χρ ώ μ α τα και είναι σαν μια ανάσα. Η ζω γραφ ική του Αντρέα θυμίζει πολύ τον Ν τε Κ ίρικο. Το ανακάλυψα όταν π ή γ α στη Ρ ώ μ η . Π ριν, ούτε ήξερα γ ια Ν τε Κ ίρικο. Σ τη ν Ε λ λ ά δ α , τον Αντρέα τον λογά ρια ζαν από τους καλούς ζωγράφους. Του Ζ α ν-Π ω λ δεν του αρέσει ο Ν τε Κ ίρικο, βάλθηκε π ολλή ώρα να μου εξη γεί τ ι δεν τον τραβούσε σ’ αυτή τ η ζω γραφ ική. Τώρα δεν θυμάμαι λέξη α π ’ όσα είπε. θ υ μ ά μ α ι μόνο π ω ς εκείνη τη μέρα φορούσε ένα κίτρινο πουλόβερ που του το ε ίχ α π λ έξει εγώ . Γελούσαμε, γ ια τ ί ή τα νε ά τσ α λ α π λεγμ ένο κι οι γραμμές τ η ς π λέξη ς τρά βα γαν λοξά. Εκείνος όμως το αγαπούσε και δεν έλεγε να το β γ ά λ ε ι από πάνω του. — Γ ια τί δεν ζω γρ α φ ίζεις, λοιπόν; ρωτάω τον Αντρέα. — Ας αρχίσουμε από τη ν α ρ χ ή , Δαφνούλα. Ξέρεις γ ια τ ί έφυγα γ ια το βουνό από το Π αρίσι. — Η Λ ίζα ε ίχ ε απορήσει πολύ που «πήρες τ α βουνά». — Γ ι’ αυτήν «πήρα τα βουνά», λέει ο Α ντρέας κ αι δεί χν ε ι μια φ ω τογραφ ία πάνω στο τρ α π εζά κ ι. Έ ν α πολύ νέο κορίτσι με κοντά κομμένα μ α λ λ ιά , όλο μπουκλάκια, που π α ίζε ι φυσαρμόνικα. Μου θύμισε τη ν Τ γκριντ Μ πέργκμαν στην τα ιν ία από το μυθιστόρημα του Χ έμ ινγουεϊ Γ ια ποιον χ τ υ π ά η κα μ π ά να και του το λέω . — Κ α ι μενα μου τη θύμισε μ όλις την πρω τοείδα, κάνει εκείνος κι υστέρα γ ε λ ά ε ι. Κ ω μ ικ οτρ α γικ ή ιστορία. Η δίκιά μου ιστορία τ ι π ά ει να γ ίν ε ι άραγε; Ν ιώ θω πω ς θα βάλω π ά λ ι τ α κ λ ά μ α τα . Δεν μ ’ αρέσει καθόλου αυτό. Απο τη ν ωρα που έφτασα εδω, ένας κόμπος μου σ φ ίγ γ ε ι το λαιμό και τ ις πιο πολλές φορές με δυσκολία κρατώ τ.α δάκρυα. Ο Α ντρέας με κ ο ιτά ζει. — Τι τρ έχει; Δεν μου είναι εύκολο να μ ιλήσ ω . Γ ενικά, δεν μου είναι εύκολο να μ ιλ ώ γ ια τ α δικά μου. Σ τον μόνο άνθρωπο που
183
θα μπορούσα να τ α πω όλα είναι ο Σ εριόζα. Ο Σ εριόζα! — Θα χ ε ις πάει σίγουρα στη Μ όσχα, Αντρέα. Δεν απά ντη σε αμέσως. — Το ’χ ω ζη τή σ ει π ο λ λ ές φορές στους «απάνω », έστω ένα τα ξ ίδ ι να δω τα μ ουσ εία ... Ύ στερα η φωνή του γ ίν ε τ α ι τρ α χιά : — Δεν μπορούμε να π ά μ ε στη Μ όσχα. Δεν μπορούμε να π ά μ ε πουθενά. Γ ια τη ν ώρα τουλάχιστον. Ό τ α ν με π ή γ ε ο Α χ ιλ λ έ α ς «απάνω» να παραδώσω το διαβατήριό μου, ή τα νε π ια ξεκάθαρο πω ς γ ια το εξωτερικό κ λείσανε όλες οι πόρτες. Βρισκόμουνα πίσω από το «σιδηρούν π αρα πέτασ μ α». Δεν μου πέρασε όμως από το μυαλό π ω ς δεν θα μπορούσα να πάρω το τρένο κ αι να π ά ω όποτε θέλω στη Μ όσχα. — Τ ι α π έγ ινε το κορίτσι; ρωτάω τον Α ντρέα γ ια να πάψ ω να συλλογιέμαι τ α δικά μου. Α ρ χίζει να δ ιη γ ιέ τα ι κ α ι το τσιγάρο του κοντεύει να κάψει τ α κιτρινισμένα δ ά χτυ λ ά του. Έ φ υ γ ε ο Αντρέας γ ια το Π αρίσι, γ ια τ ί τον έπ νιγε η ατμόσφαιρα μ ια ς Αθήνας που ο εμφύλιος σπαραγμός ε ίχ ε μ π ει στην καθημερινή ζ ω ή . Αριστερός του γλυκού νερού ή τ α ν ε , μα δεν ά ντεχε να μαθαίνει γ ια εκ τελέσ εις, βασα νισ τή ρ ια , κι αυτός να κ ά θετα ι να νευριάζει γ ια τ ί δεν του π έ τυ χ ε το κίτρινο χρ ώ μ α . Σ το Π αρίσι ξανάσανε. Γ ύριζε τ α μουσεία, έπινε τον καφέ του στο καφενείο «Ν τε Μ αγκό» στο Σ αιν-Ζ ερμαίν, κι όλο του έρχονταν στον νου οι σ τίχο ι του π ο ιη τή : « Ν τρέπ ο μ α ι γ ια τ η ζ έ σ τα μου κ α ι γ ια τ η ν ανθρω πιά μου». — Σ το βάθος όμως, θαρρώ, δεν ντρεπόμουνα γ ια τ ίπ ο τ α . Χαιρόμουνα το Π αρίσι και ζω γρ ά φ ιζα με κέφι. Σ τ α μ α τ ά ε ι τη διήγηση μ ια σ τιγμ ή ν ’ ανάψει καινούρ- . γιο τσ ιγάρο. Κ ι εγώ δεν ντρεπόμουνα, χαιρόμουνα τη Ρ ώ μ η , έ λ ε γ α π ω ς έ χ ω δικαίω μα γ ια μ ια τέτο ια ανάσα. Δ ικ α ίω μ α ;
184
Ποιος μου το έδωσε; Δεν θέλω τώ ρα να σκεφτώ , ας γυρί σει ο Α χ ιλ λ έ α ς το άλλο Σαββατοκύριακο να κουβεντιάσου με, κι ύστερα βάζω τ ις σκέψεις μου σε τά ξη . Ν ’ ακούσω την ιστορία του Αντρέα, μ ια οποιαδήποτε ιστορία. Φ τάνει να διώ χνω τ η δίκιά μου. Μ ια α νοιξιάτικη μέρα, από κείνες που όλες οι κ α σ τα νιές είναι φουντωμένες, λια ζό τα ν ε ο Αντρέας στο «Ν τε Μ αγκό», σ’ ένα τρ α π εζά κι πάνω στο πεζοδρόμιο. Δ ίπ λ α του ήρθανε κ αι κάθισαν δυο κορίτσια. Το ένα κοντό με γυ α λ ιά , το ά λλ ο να σου κόβει τη ν ανάσα. Εκείνος τα ’χ ε κλείσει τ α σαράντα πέντε και με τ α πιπ ερ ά τα μ α λ λ ιά του δεν έδειχνε ούτε μια μέρα πιο λ ίγ ο . Το κορίτσι που «σου ’κοβε τη ν ανάσα» δεν θα ’τα νε πάνω από είκοσι χρονώ. Ε ιχε κ α τι α εικ ίνη τα μ ελιά μ ά τια κ αι μ α λ λ ιά κουρεμένα κοντά, έξω από κάθε μόδα, που γέμ ιζα ν το κεφ ά λι τη ς μικρές μικρές μπούκλες. Ακολούθησαν τ α γνω σ τά . «Είαπε Ε λληνίδες;» τ ις άκουσε που μιλούσαν ελλη νικ ά , τους συστήθηκε. Το κορίτσι με τ α κοντά μ α λ λ ιά π ε τ ά χ τ η κ ε ολόρ θο και τον φίλησε στο μάγουλο. Σπούδαζε στη Σ χ ο λ ή Κ α λών Τεχνώ ν κι ο Αντρέας ή τα νε ο αγαπημ ένος τη ς ζ ω γράφος. Δεν το είπε βέβαια έτσ ι α π λ ά , α λ λ ά π ω ς εκείνη η μέρα ή τα νε η πιο μ εγά λ η τ ή ς ζω ή ς τη ς και δεν πίστευε ποτέ π ω ς θ ’ ά γ γ ιζ ε αυτό το χέρ ι που ζω γράφισε τον π ίν α κα Το κορίτσι μ ε το ά λο γο . Ξ α π έσ τειλε στα γρήγορα τη φιλενάδα τη ς κ αι θρονιάστηκε δ ίπ λ α του. Π α ρ ά γ γ ε ιλ ε ένα πίπερμαν, που το ’πινε στραβομουτσουνιάζοντας. Μιλούσε γρήγορα. Μ η νομίσει εκείνος π ω ς μ ιλ ά ει στον καθέναν έτσι, μα αυτόν τον ξέρει κ α λά από τα έργα του κ αι του ’χ ε ι εμπιστοσύνη. Ή τ α ν ε είκοσι δύο χρονώ και π έ ν τε μ η νών. Το «πέντε μηνών» το τό ν ιζ ε , λες και π λ η σ ία ζε π ε ρισσότερο τ ις η λ ικ ίες τους. Μ είνανε ώσπου άρχισε να σκο τε ιν ιά ζ ει. Έ κ α ν ε ψύχρα. Σ ηκώ θηκαν να φύγουν. Τ ης πρότεινε να πάνε στο α τελ ιέ του. Η Ν τίν α — έτσ ι λ έγα ν ε το κορίτσι — φλυαρούσε σ’ όλο τον δρόμο και του μιλούσε γ ια
185
τον π ίνα κ ά του που είχε δει σε μ ια έκθεση στην Αθήνα και τον λ ά τρ ευ ε, Το κορίτσι μ ε το ά λο γο . Το κορίτσι μου μ ε τον πυράκανθο, έ τσ ι έ χ ε ι γράψει ο Ζ α ν -Π ω λ κ ά τω από ένα σ κίτσο που μου έ χ ε ι κάνει. Δεν ζ ω γ ρ α φ ίζε ι π οτέ πρόσωπα. Απόρησε κι ο ίδιος. Μ ’ έχει γυμνή ω ς τ η μέση και κρατάω στα χέρ ια έναν πυράκανθο. Τον έκοψα στον δρόμο, ενώ π ή γ α ιν α να τον βρω, πολύ πρω ί π ά λ ι. Ε ίχ α μ α ζί μου ένα βιβλίο, γ ια τ ί αργότερα ε ίχ α μ άθημ α ιτα λ ικ ά , μια ανθολογία Ιτ α λ ώ ν ποιητώ ν. Σ το τέλ ο ς υπήρχε μια λευκή σελίδα. Ετοιμαζόμουνα να ντυθώ , ο Ζ α ν-Π ω λ μου έδωσε να κρατήσω τον πυράκανθο που ε ίχ α φέρει, το βιβλίο ή τα νε ανοιχτό πάνω στο γρ α φείο του στη λευκή σελίδα. Σ χεδία σ ε με κάρβουνο κι ύστε ρα πήρε χρ ώ μ α κι έκανε τον πυράκανθο. « Ά μ α γ ίν ε ις διά σημος, θα το πουλήσω και θα γίνω πλούσια», τον πείρα ζ α . «Θα το κρατήσεις γ ια π ά ν τ α , κι εγώ δεν θα ξανα ζω γραφ ίσω π ο τέ άλλο πρόσωπο.» Ξ α να πλα γιά σ α μ ε και δεν π ή γ α στο μάθημα. Το δρομάκι που έμενε ο Α ντρέας στο Π αρίσι το λέγα νε «οδός τ η ς γ ά τ α ς που ψαρεύει». Η Ν τίνα μόλις το είδε ρ ίχτη κ ε μες στη μέση του δρόμου στον λαιμό του. «Αρχί ζ ει σαν παραμύθι», είπε κ αι τον φίλησε στο στόμα. Έ μ ε ι νε κ ιόλα ς από το πρώτο βράδυ μ α ζ ί του. Του δόθηκε χω ρ ίς κ αμ ιά ψεύτικη ντροπή. Δεν ε ίχ ε όμως ξετσιπω σ ιά το δόσι μό τ η ς . Θερμή και αυθόρμητη. Το κ α τα λά β α ινε ο Α ντρέας π ω ς τη ν Ν τίνα εκείνο που τη ν τραβούσε σ’ αυτόν ή τα νε ο ζω γράφ ος που θαύμαζε, μα έδιω χνε αυτή τη σκέψη και του έμενε η χα ρ ά να ’χ ε ι τούτο το δροσερό κορίτσι στην α γ κ α λ ιά του. Ύ στερα εκείνη σηκώθηκε κ α ι, έτσ ι γυμνή όπω ς ή τ α ν ε , π ή γ ε και πήρε από τη ν τσ έπη τ η ς ζα κ έτα ς τ η ς μ ια φυσαρμόνικα. Γύρισε στο κρεβάτι, κάθισε π λ ά ι του σταυροπόδι με τ α μικρά τ η ς στήθη σ τη τά κι άρχισε να π α ίζ ε ι ένα τραγούδι τη ς Π ιά φ . Κ α μ ιά γυναίκα σ τις τόσες που ε ίχ ε γνω ρίσει δεν τον ε ίχ ε τόσο συνταράξει ερω τικά,
186
όσο αυτό το κορίτσι που έπ α ιζε γυμνό φυσαρμόνικα. Ζήσανε έξι μήνες μ α ζί. Η Ν τίνα τού έδειχνε ένα πάθος ασυγ κράτητο κι εκείνος, α ντί να νιώ θει να τον βαραίνουν τ α σαράντα π έν τε χρόνια του, θαρρούσε πω ς ή τα νε το συνο μήλικο αγόρι τ η ς . Μ ια μέρα έφτασε στο α τε λ ιέ του με την π λ ε χ τ ή ζα κ έτα τη ς στραβοκουμπωμένη, όπως π ά ν τ α , και το κασκόλ ανέμελα τυλ ιγμ ένο στον λαιμό. «Φ εύγω», του λέει. Εκείνος νόμισε π ω ς έπαθε τίπ ο τα κάποιος δικός τη ς κ αι έπρεπε να γυρίσει στην Ε λ λ ά δα . Ή ξερ ε π ω ς ήταν ανακατεμ ένη στη φ οιτητικ ή οργάνωση τω ν Ε λ λ ή νων του Παρισιού. Κ άποιος μπορούσε να τη ν καρφώσει, αν π ή γα ιν ε στην Αθήνα, να τη ν πιά νανε ή να μην τη ν αφ ή νανε να ξαναγυρίσει στο Π αρίσι. — «Μη φ ύγεις», τη ς έ λ ε γ α , κι ήμουνα έτοιμος να πέσω στα πόδια τ η ς , κάνει ο Α ντρέας και διώ χνει με το χέρ ι τον καπνό από το τσιγάρο του που μ ’ έχει πνίξει. Ά ρ α γ ε φώναξε «μη φεύγεις» ο Ζ α ν-Π ω λ, όταν είχε ξεκινήσει π ια το τρένο; « ...Π ο ια Αθήνα!» του είπε η Ν τίνα και έτρεμε ολόκλη ρη. «Π άω στο βουνό.» Ή ρθε εντολή από το κόμμα, οι οργανωμένοι που ζούνε στο Π αρίσι να πάνε στο βουνό. Ο Αντρέας τη ν άρπαξε από τ α χέρ ια . «Δεν θα σ’ αφήσω να π α ς πουθενά!» Η Ν τίνα τού ξέφυγε. «Θά ’ρθεις μ α ζ ί μου.» «Στο βουνό;» «Στο βουνό.» Κ α ι του εξήγησε το σχέδιό τ η ς. Θα κάνανε πολιτικό γά μ ο , θα τον παρουσίαζε στο κόμμα σαν άντρα τη ς π ια και σε τρ εις μέρες θα φεύγανε. Ο Α ντρέας .πέτρω σε. Δεν είχε π ε ι στην Ν τίνα π ω ς ή τα νε παντρεμένος. Τόσα χρόνια ε ίχ ε «δεσμούς», μα ποτέ δεν σκέφτηκε να πάρει διαζύγιο γ ια να παντρευτεί ξανά. Το λέει στην Ν τίνα και κείνη τον βρίζει «αστό» και «ύπουλο» που τη ς το ’κρύψε. Φ ώναζε τόσο δυνατά, που π ή γ ε να τη ς κ λείσει το στόμα με τη ν π α λ α μ η , μην ακούσουν οι γ ε ίτ ο νες. Ε κείνη του δάγκωσε το χ έ ρ ι, άνοιξε τη ν πόρτα κι έφυγε. Δύο μέρες γύριζε ο Α ντρέας στο Π αρίσι να τ η βρει.
187
Π ή γ α ιν ε στα καφενεία που σύχναζαν φίλοι τ η ς , σε κείνα όπου συναντιόντανε οι δυο τους, άφαντη η Ν τίνα . Έ κ λ ε ι νε τα μ ά τ ια και τη ν έβλεπε μπροστά του γυμνή να π α ίζ ε ι φυσαρμόνικα. Το τρίτο βράδυ, σ τις τρεις τ α μ εσά νυχτα , εκεί που ξαγρυπνούσε κι ή τα νε στον πέμ πτο καφέ και στο τέτα ρ το κουτί τσ ιγά ρ α , άκουσε κ άτω στην «οδό τ η ς γ ά τ α ς που ψαρεύει» τη φυσαρμόνικά τ η ς κι αμέσως μ ετά τ α τρ ε χ ά τ α β ή μ α τά τη ς στη σκάλα. Η Ν τίνα άνοιξε με φόρα τη ν πόρτα κ α ι, χω ρίς να μ ιλή σ ει, άρχισε να γδύνεται και να π ε τά ε ι τ α ρούχα τη ς όπου λ ά χ ε ι. Χ ώθηκε στο κρεβάτι του. «Κ ουτέ, δεν θα σ’ άφηνα.» Τα τα χτοποίησ ε όλα με τον καθοδηγητή τη ς που ή τα νε φίλος τη ς και ε ίχ ε κ α τ α νόηση — ευτυχώ ς, γ ια τ ί ο προηγούμενος ή τα νε γομάρι. Του είπε π ω ς είναι αρραβωνιασμένη. II Ν τίνα έπρεπε να φ ύγει το ά λλο πρω ί. Τα ’χ ε όμως κανονίσει όλα με λ επ το μέρειες γ ια τη ν αναχώρηση του Αντρέα. Θα έφευγε σε δεκαπέντε μέρες γ ια τη ν Π ρ ά γ α , προσκαλεσμένος σ’ ένα κ α λ λ ιτεχν ικ ό φ εστιβάλ. Από κει θα τον παραλάμβανε ένας σύνδεσμος να τη ς τον π ά ε ι στο βουνό. «Ξέρεις τ ι μου είπε ο καθοδηγη τής μου; " Μ ε γ ά λ η μας τιμ ή ένας τέτοιος κ α λ λ ιτέ χ ν η ς να β γει μ α ζί μας στο βουνό, θ α ’χ ε ι διεθνώς μ ε γ ά λ η α π ή χ η σ η .” Χ έσ τηκ α γ ια την α πή χη σ η » , ψιθύρι σε του Α ντρέα και σφ ίχτηκε π άνω του. Σ τη ν αρχή εκείνος τ α ’χ ε σαστίσει. Αν έβγαινε στο βουνό, του κοβότανε κάθε δρόμος γ ια επιστροφή. «Κ ι αν θελήσω να γυρίσω στο Π α ρίσι; Έ χ ω τους πίνακές μου, τ α π ρ ά γμ α τά μου.» «Θα μπούμε στην Αθήνα με τον Δημοκρατικό Σ τρ α τό κι από κει π ά μ ε όπου θέλουμε.» Έ δω σ ε ο Αντρέας τους πίνα κές του σ’ ένα φίλο του Γ ά λ λο να τους φυλάξει, φόρεσε το γκρίζο φανελένιο του κοστούμι, γ ια τ ί του φάνηκε πιο ζ ε στό, έβαλε τ α αρβυλάκια του από το Μ οναστηράκι που τα ’χ ε γ ια εκδρομές, αγόρασε ένα μ πλε μοντγκόμερι με ξύλι να κουμπιά, έδεσε το π α π ιγιό ν του και παρουσιάστηκε την τα κ τή μέρα στον καθοδηγητή τ η ς Ν τίνα ς.
188
— Το π ώ ς έφτασα στο βουνό είναι μια ά λ λ η ιστορία. Θα ’χουμε α τέ λ ε ιω τε ς μέρες να διηγιόμαστε. Να διηγιό μ ασ τε α τέλ ειω τες ώρες με τον Α χιλ λ έα ! Έ τ σ ι ονειρευόμουνα τη ζω ή μ ας στην Τασκένδη. Κ άθε Σαββατοκύριακο τώ ρ α , γ ια δυο μ ήνες. Π ρέπει να γνω ρ ι στούμε από τη ν αρχή, είμαστε δυο άλλοι άνθρωποι, που συναντιούνται, που βρέθηκαν σ’ ένα δρόμο. Π ρέπει να διη γιόμαστε ώρες α τέ λ ε ιω τε ς, να διηγηθούμε μέρα τ η μέρα, λεπ τό το λ επ τό όλα αυτά τ α χρόνια που ζήσαμε χω ρισ μ έ νοι. Π ρέπει ο Α χ ιλ λ έα ς να το πάρει απόφαση π ω ς δεν θα ξαναπιάσει π ο τέ τουφέκι. Με το ένα χέρι το τουφέκι και με το ά λλο το χέρι μου. Π ά ει ο καιρός του «πολεμάμε και τραγουδάμε». — Να σου π ω το κω μικοτραγικό τέλος; με συνεφέρνει η φωνή του Α ντρέα. Ο τελ ευ τα ίο ς του σταθμός ή τα ν ε ένα χωριό κοντά στα σύνορα. Ε κ εί θα περίμενε τη ν Ν τίνα και τον λόχο τη ς. Δεν βρήκε τη ν Ν τίνα , παρά ένα φύλλο από τετράδιο με ρίγες, διπλω μένο στα τέσσερα. Του το έδωσε ο νοικοκύρης του σπιτιού όπου τον π ή γ ε ο σύνδεσμος. Το σημείω μα έλ ε γε: «Αντρέα, στο βουνό γνώ ρισα τη ν πρ α γμ α τικ ή α γ ά π η . Εδώ όλα παίρνουνε ά λ λ ες διασ τά σεις. Κ α τά λ α β α π ω ς η α γ ά π η μου γ ια σένα κλεινότα νε μονάχα στην "οδό τη ς γ ά τ α ς που ψαρεύει” . Η τω ρινή δεν έχει σύνορα. Αρραβωνιάστηκα τον καπετάνιο μου. Π ολεμ ά με μ α ζί. Θα π α ν τρευτούμε μόλις μπούμε στην Α θήνα. Με συγχω ρείς που σε κουβάλησα άδικα. Μη μου κρ α τά ς κακία. Ν τίνα .» Με συγχω ρείς που σε κουβάλησα άδικα! Από τη ν «οδό τη ς γ α τ α ς που ψαρεύει» σε τούτο το χαμένο χω ριό, με το μοντγκόμερι κ α ι το παπιγιόν! — Να ήξερε η Α ίζα γ ια τ ί «βγήκες στο βουνό», λέω και με π ιά νει μια α β ά σ τα χτη ν ο σ τα λ γία γ ια τη Λ ίζα . Ν α καθόμουνα τώ ρα στο κρεβά τι τ η ς , κι εκείνη να δοκί μ αζε ένα καπέλο στον καθρέφ τη, κι εγώ να τ η ς έλ ε γ α
189
τη ν ιστορία του κοριτσιού με τ η φυσαρμόνικα. Π ά λ ι αυτός ο κόμπος στον λαιμό μου. — Δεν ξανασυνάντησες π ο τέ τη ν Ν τίνα; κάνω μια προσπάθεια και ρωτώ τον Α ντρέα. — Π ο τέ. Γύρισα όρη και βουνά. Πουθενά. Σ αν τ ε λ ε ίω σαν όλα και ήρθαμε εδώ στην Τασκένδη, έμαθα π ω ς π α ν τρεύτηκε τον καπετάνιο τ η ς , ζ ει στη Ρουμανία κ αι έχει κ αι π α ιδιά . — Τ ης κράτησες κακία; — Που με κουβάλησε άδικα; — Ν α ι. Ο Α ντρέας δεν α πα ντά ει αμέσω ς. Ανάβει κι ά λλο τσ ι γάρο. Το τα σ ά κ ι έχει ξ εχ ειλ ίσ ει σ τ ’ αποτσίγα ρα. Τραβάει μ ια βαθιά ρουφηξιά. — Ό τ α ν πιάσω ξανά πινέλο και φ τιάξω τον πρώ το π ί νακα, θαρρώ πω ς δεν θα τ η ς κρατώ π ια κακία . Από τότε έ χω ζή σ ει χ ίλ ιε ς ζω ές. Γνώρισα α λ λ ιώ ς τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να ζω γρ α φ ίζω , όπως τότε στην «οδό τ η ς γ ά τ α ς που ψαρεύει». Το π ώ ς, δεν το ’χ ω βρει ακόμα. Τώρα διδάσκω σχέδιο σε νέα π α ιδ ιά , σ ’ ένα Ινσ τιτούτο Γραφ ι κών Τ εχνώ ν. Με β λ έπ ει συλλογισμένη. — Σ ’ έπρηξα με τ ις ιστορίες μου και σ’ έπνιγα στον καπνό. Ά ν τ ε , πάμ ε να πάρουμε αέρα και να σε κεράσω μ π εζέδες στο «Τέλειον». Δεν πρόσεξα τα λόγια του. Μόνο σαν β γήκ αμ ε στον δρόμο κ α τά λ α β α το π α ιχ ν ίδ ι του. Μ παίνουμε στο τρα μ και μου α ν α γ γ έ λ λ ε ι τ ις στάσεις που περνάμε: «Αγίου Μ ελε τίου, η επόμενη είναι Κ εφ α λ λ η ν ία ς, μ ετά η Α γγελοπούλου, κ α ι κατεβαίνουμε». Το ζαχαροπλα στείο που με π ά ει το ’χ ε ι β αφ τίσ ει το «Τέλειον» κ αι μπεζέδες, κ ά τι γλυκά που τ α λένε «ζεφύρ». Σ ’ όλη τη ν υπόλοιπη διαδρομή, κα θ ετί που μου δείχνει το ’χ ε ι μετονομάσει. Ν α π ά μ ε μια μέρα στα «Ο λύμπια», λ έει όταν περνούμε μπροστά από
190
την 'Ο περα. Ν ιώ θω άβολα. Σ αν να βλέπω δυο μεγάλους να ’ναι σκυμμένοι στο χ α λ ί και να παίζουν με ψεύτικο τρενάκι. — Κ α ι τώ ρα τ α δικά σου, Δαφνούλα, λ έει, σαν να ετοί μαζε απο ώρα τη ν ερώτηση. Δεν α π α ν τά ω . Τ ι να του π ω γ ια τ α «δικά μου»; Μ ήπω ς ξέρω ποια θα ’να ι τ α «δικά μου» από δω και πέρα; Μ ’ έχει πιάσει ένας τρόμος. Μ ήπω ς «κουβαλήθηκα άδικα»; Ο Α ντρέας δεν περιμένει ν ’ απα ντή σω . — Ν α μάθεις τη γλώ σσα και να σπουδάσεις. Αυτό θα σε σώσει. Αύριο κ ιό λα ς, θα σε π ά ω στον Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβ ιτς να σου α ρχίσει μ αθή μ ατα. Ε ίν α ι τετράσοφος. Μην κ λ α ις, σου το ’π α , εδώ τ α δάκρυα δεν φτουράνε.
μοτέρ στοπ
— Τ α δάκρυα εδώ δεν φτουράνε, λέει η Ε λ έν η , σαν να α π α γ γ έ λ λ ε ι κάποιο μονόλογο. — Τ ι λες; απορεί ο Ε υγένιος. — Κ ά τ ι θυμήθηκα. Ο Ε υγένιος γ ε λ ά ε ι. — Τ ίτλ ο ς από ελληνική τα ιν ία ; Ό λ ο παραξενιές είσαι τελ ευ τα ία . Ν α ’ξερα τ ι γ ίν ε τα ι μέσα σ’ αυτό το κ ε φ ά λ ι... Σ τη ν πόρτα του κουπέ ξεπροβάλλει ο Π άνος. 'Ε χ ε ι π ά ρει ενα πολύ πονηρό ύφος κ ι ε το ιμ ά ζε τα ι να π ε ι κ ά τ ι, σί γουρος π ω ς θα εντυπω σιάσει. — Αν βρείτε ποιον συνάντησα στον δρόμο και με ε ίχ ε μια ώρα όρθιο στο ψιλοβρόχι προσπαθώ ντας να με νουθε τήσει. Η Ε λένη κ ι ο Ε υγένιος τον κοιτάζουν μια σ τιγ μ ή κι ύστερα λένε κι οι δυο μ α ζ ί, θαρρείς και είχα νε συνεννοηθεί:
191
— Το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ! Ο Π άνος έ χ ε ι χα θεί από τη ν πόρτα κ αι π έ φ τε ι η κ λακ έ τα .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ παντρεύτηκε χ τ ε ς ! Δεν το ’ξερα καν π ω ς βρίσκεται στην Τασκένδη. Ή ρ θε να «συγ κεντρω θεί» και να «ξεκουραστεί». « Έ τ σ ι μας είπανε του λ ά χισ το » , με πληροφορεί η Β ά γ ια και σ υνεχίζει όλο φούρ κα: «Ας συγκεντρωνότανε πριν μας κουβαλήσει εδώ στην άκρη τ η ς γης!» «Ας συγκεντρω νότανε, πριν π ρ ω το σ τα τή σει γ ια να β γει χα φ ιές κ αι πράκτορας ο Ανεμοδαρμένος», σ υλ λο γιέμ α ι εγώ . Ο Α χ ιλ λ έ α ς έρ χετα ι γ ια το Σαββατοκύριακο κ α ι, πριν προλάβω να του πω «απόψε θα τ α κουβεντιάσουμε όλα», με προλαβαίνει εκείνος. Λ έει π ω ς το Λ ιοντάρι — δηλαδή δεν είπ ε το Λ ιοντάρι, α λ λ ά ο σύντροφος Γ ιώ ργος — μας κάλεσε το βράδυ στο σ π ίτι τ η ς νύφης να γιορτάσουμε τους γάμους του. — Θ έλει πολύ να σε δει. Η νύφη είναι είκοσι τεσσάρων χρονών κ α ι, κ α τά τη Β ά γ ια , «ζουμπουρλούδικια». — Τ ι τη ν έκανε τη γυναίκα του; ρω τάω . — θ α τ η χώ ρισε, α π α ν τά ενοχλημένα ο Α χ ιλ λ έ α ς. Τον ε ίχ α δει γ ια τε λ ε υ τα ία φορά στο σ π ίτι μ α ς, τότε που τον τ ά ιζ ε η Λ ίζα μ π ρ ιζολάκ ια. Οι μαγούλες του κρέ μονταν κ αι η κοιλιά του στηριζόταν σε κ ά τι αδύνατα κον τ ά ποδαράκια. Έ μ ο ια ζε πενηντά ρης με το παρα πάνω . — Θα τον ω φέλησε, φ α ίν ετα ι, ο αέρας του βουνού. — Ε λ έ ν η , σε πα ρ α κ α λώ , κάνει σχεδόν ικ ετευτικ ά ο Α χ ιλ λ έ α ς.
192
Π ά ω να ντυθώ γ ια να σταματήσουμε τη συζήτηση. — Εσύ δεν θα ντυθείς; — Ε ίμ α ι ντυμένος. Έ χ ε ι β γ ά λ ε ι τη στολή και φορεί το ίδιο μπλε π α ντελό νι που φορούσε τη μέρα που ήρθα κι ένα άσπρο πουκάμισο. Το παντελόνι γ υ α λ ίζε ι στο πίσω μέρος. Δεν ε ίχ α δει κανέ να άλλο ρούχο δικό του κρεμασμένο στην «ντουλάπα». Τραβώ τη ν κλαρω τή κουρτίνα κ αι τη ν ανοίγω . Δ ια λ έ γ ω ένα πράσινο φουστάνι με άσπρες βούλες. Κ ουμπώ νει ω ς απάνω και ο Α χ ιλ λ έ α ς θα το βρει «κατάλληλο». Έ χ ω μ ια πολυ φαρδια ζωνη από λ ά σ τιχ ο , που μου σ φ ίγ γ ε ι τ η μέση. «Μ’ αυτή τη ζώ νη μ οιά ζεις μέλισσα. Έ χ ω τη ν αίσθηση πω ς αν σ ’ α γκα λιά σ ω από τη μέση θα χω ρ ισ τείς στα δύο.» Το χέρ ι του Ζ α ν-Π ω λ με πιά νει από τη μέση και κατηφορίζουμε έτσι το λοφάκι που φτάνει ίσαμε τη λίμ νη. Έ ν α ς συνηθισμένος κυριακάτικος περίπατος στη λίμνη Α λμπάνο. Ξαπλώνουμε στο χορτάρι, συλλογιέμα ι τη Ν ίνα που τ η ς άρεσε να π λ α γ ιά ζ ε ι με τον Πάνο στη χορταριασμένη γ η . Ό τ α ν σηκωνόμαστε να φύγουμε, στο φουστάνι μου έχουν κολλήσει κ ά τι μικρά αγκα θάκια σαν μ π α λ ίτσ ες. Ο Ζ α ν-Π ω λ μου τ α ξεκολλάει ένα ένα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κάθετα ι στο κρεβάτι με το κεφάλι σκυμμέ νο και με περιμ ένει να ντυθώ. Έ ν α ς κουρασμένος ά ντρας, με παντελόνι που γ υ α λ ίζε ι. Το μοναδικό του κοστούμι το έδώσε στον «έρανο». Μου το είπε η Β ά γ ια , όταν απόρησα που έβλεπα π ω ς δεν έχει ά λλο ρούχο έξω από το π α ν τελ ό νι και τη σ τολή. Μ όλις φ τάσανε στην Τασκένδη και π λ ύ θηκαν, ξεψειριάστηκαν και τους δώσανε ρούχα γ ια να π ετάξουν τ α σ τρ α τιω τικ ά , έφτασε κι η γραμμή: «Δώστε στον έρανο γ ια τους συντρόφους κ ά τω στην Ε λ λ ά δ α που είναι στις φ υλακές». «Ποιοι το είπανε; Οι Σοβιετικοί;» « Ό χ ι, κ α λέ, οι δικοί μ ας.» Β γή κ ε πρώτος ο Α χ ιλ λ έ α ς κι έδωσε τ α λ εφ τά — που έβαζε στην άκρη από τον κ ομ μ α τι κό μισθό του, γ ια ν ’ αγοράσει κοστούμι — και μ ια πέτσινη
193
ζώ νη , δώρο τη ς Λ ίζα ς. Ό λ η του η περιουσία. Η Β ά γ ια έδωσε το ένα σκουλαρίκι που ε ίχ ε από τη μάνα τ η ς , το ά λλο το είχε χά σει στο βουνό. Π η γ α ίν ω κοντά στον Α χ ιλ λ έ α και τον α γ κ α λ ιά ζ ω . Σαν να ξα φ νιά ζετα ι. — Ε ίμ α ι έτοιμη. — Π άρε κ ά τι μ α ζί σου, εδώ οι νύχτες είναι ψυχρές. — Εσύ; — Ε γ ώ έχω συνηθίσει, δεν κρυώνω. Το Λ ιοντάρι μάς υποδέχεται στην εξώ πορτα. Πού εί σαι, Λ ίζ α , να τον καμαρώ σεις. Φοράει άσπρο π α ντελόνι κι άσπρο πουκάμισο, κοζάκικο, με πολύχρω μα κ εντίδια στον λαιμ ό κ αι σ τις μανσέτες. — Κ α λ ώ ς μας έφτασες, μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι κ αι νιώ θω τ α σκασμένα χ ε ίλ ια του στο μάγουλό μου. Τι κάνει η Λ ίζα μ α ς, αυτή η κ α τ α π λ η χ τικ ή γυναίκα; — Μ ια χα ρ ά . Χ α ιρ ετά ε ι τον Α χ ιλ λ έ α χ τυ π ώ ν τα ς τον στον ώμο. — Το πα λικά ρ ι μας! λ έ ε ι κ αι με κ ο ιτά ζει με νόημα. Το σ π ίτι είναι το ίδιο άχαρο σαν το δικό μ ας. Μ παίνου με σ’ ένα διάδρομο. Σ τη ν πρ ώ τη πόρτα δεξιά σ τέκει μια χα μ ο γ ελ α σ τή κοπέλα με κλαρω τό φουστάνι. Έ χ ε ι κόκκι να μ ά γουλα, γ α λ ά ζ ια ξεπλυμένα μ ά τια και μια χοντρή καστανή κοτσίδα που τη φέρνει δύο βόλτες γύρω από το κ εφ ά λι. — Η Ζίνα μου, την παρουσιάζει όλο καμάρι το Λ ιοντάρι. Το μ εγά λ ο στρωμένο τ ρ α π έζ ι κλείνει σχεδόν όλο το δω μ άτιο . Π ια τέ λ ε ς με φ α γ η τ ά , μπουκάλες κρασιά, κονιάκ και ια μ α τικ ά νερά, θαρρείς κ αι είναι να φάνε δώδεκα. — Κ α θ ίσ τε, λέει το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ, δείχνοντας το διπλό σιδερένιο κρεβάτι, δεν περιμένουμε κανέναν άλλο. Σ τρ ιμ ώ χ ν ε τα ι κι εκείνος δ ίπλα μας. Α π ένα ντι, έχει μ ια μοναδική καρέκλα, μα η Ζίνα σ τέκ ετα ι όρθια, μας γ ε μ ίζ ε ι τ α π ιά τ α και χ α μ ο γ ε λ ά ε ι συνέχεια. «Κ αι να φαν
194
τα σ τ είς, τον πρώ το που π ή γ ε με Ρ ω σ ίδα κόντεψαν να τον λιντσάρουν.» Η Β ά για μού το ’λ ε γ ε ξεκαρδισμένη στα γ έ λια : «Το ’χ ε απαγορέψει το κόμμα. Α λλιώ ς π ώ ς θα πα ντρευόντανε οι δικές μας στραβοκάνες;» Το Λ ιοντάρι μάς βάζει κρασί στα ποτή ρια. Κ ά τ ι μ ιλ ά ει ο Α χ ιλ λ έ α ς στα ρωσικά και σηκώνει το ποτήρι. Το σηκώ νω κι εγώ . — Το καημένο μου, είναι ορφανό, κάνει το Λ ιοντάρι κ αι γυρίζει το κεφ ά λι κατά τη Ζ ίνα. Τ ης έχει απομείνει μόνο ένας θείος, χούφ ταλο. Ό λ ο ι οι δικοί τη ς χάθηκαν στον πόλεμο. Τι τράβηξε αυτός ο λαός! Ύ στερα τ η ς λέει κ ά τι κι εκείνη γ ε λ ώ ν τα ς σηκώνει το πόδι να δείξει το παπούτσι της.· Έ ν α άσπρο γοβάκι με χρυσή αγκράφα. — Τ ης το ’φερα από τη Ρ ουμανία, καμαρώ νει το Λ ιον τά ρι. Η Ζ ίνα, χω ρ ίς να μ ιλή σ ει, π ά ε ι κι α νοίγει μ ια μ εγά λ η ντουλάπα που χ ω ρ ίζ ε ι ένα μέρος του δω ματίου κ αι ξεκρεμ άει μ ια π λισ έ φούστα. Την κρατά ει μπροστά τ η ς με τ α δυο χέρ ια κ αι φέρνει βόλτες. Ύ στερα π ά ε ι κοντά στο Λ ιοντάρι, το φ ιλ ά ει καταμ εσής στη φαλάκρα. Τρώω ανόρεχτα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κ αι το Λ ιοντάρι πιάνουν μια α τέ λ ε ιω τη συζήτηση γ ια κάποιον σ τρ α τιω τικ ό ελ ιγμ ό που δεν έπρεπε να γίν ει και γ ια κάποιον άλλον που έπρεπε να γ ίν ε ι. Το Λ ιοντάρι κ α τεβ ά ζει στο μεταξύ ποτηράκια βότκα μονοκοπανιά, κι έχει αναψοκοκκινίσει. «Ε γώ τ α ’λ ε γ α , είναι μπερδεμένο το ζ ή τη μ α . Δεν το κουνώ από δω, αν δεν ξεκαθαρίσ ει... άδεια μ ε τ ’ αποδοχών.» Ούτε ακούω π ια . Η Ζίνα κρ α τώ ντα ς ένα π ιά το ξέχειλο φ αγη τό κι ένα ποτηράκι βότκα παρ α μ ερ ίζει π λ ά ι στην ντουλάπα ένα παρδαλό χρ ά μ ι που χρησιμεύει γ ια πόρτα. Σ ε ποιον να τ α π η γα ίνει; « θ α δεις, θα δικαιω θώ , εγώ π ά ν τα στο τέλ ο ς δικαιώ νομαι», έ ρ χετα ι πομπώ δικη η φω νή του Λιονταριού.
195
Β γ ά ζ ε ι λόγο. Η Ζίνα κ ά τ ι του λέει σ τ ’ α υτί. Εκείνος κουνάει κ α τα φ α τικ ά το κ εφ ά λι. — Έ χ ε ι δίκιο το κορίτσι. Γιορτάζουμε τους γάμους μ α ς, θέλει να χορέψουμε κι εμείς τα δικά μας. Ν τα β ά ι, Ζ ινάκι. Εμπρός. Το Λ ιοντάρι σηκώ νεται και γνέφ ει του Α χ ιλ λ έ α να σύ ρουν το τρ α π έζι στην άκρη. Μ ένει ένας άδειος χώ ρος, ίσα ισα ένα τετρ α γω νά κ ι. Η Ζίνα π ά ει κοντά σ’ ένα μικρό τ ρ α π έ ζ ι, τραβάει ένα κόκκινο σκέπασμα που κρύβει κά ποιον όγκο με ακαθόριστο σ χή μ α . Π ροβάλλει ένα γραμμό φωνο με χ ω ν ί. Το κουρντίζει με μια μανιβέλα και βάζει ένα δίσκο. Φοξ τροτ! Έ χ ε ι γούστο να χορέψω φοξ τροτ στην Τασκένδη! Το Λ ιοντάρι παίρνει μ ε ... χά ρη τη Ζίνα να χορέψουν, ακουμπάει το παχουλό του χέρ ι στην π λ ά τη τ η ς και φέρνει την κρεμαστή μαγούλα του κοντά στο μ ά γουλό τ η ς . Ο Α χιλλέα ς κι εγώ μένουμε αμή χα νοι. — Χ ορέψ τε, χορέψτε! δίνει γραμμή το Λ ιοντάρι. Δεν έχω χορέψει ποτέ με τον Α χ ιλ λ έα . Σ τ α ξεφαντώ μ α τα μ ετά τη ν απελευθέρωση, εκείνος δεν χόρευε ποτέ. Σ ηκω νόμαστε μουδιασμένοι. Ο Α χ ιλ λ έα ς κάνει να βάλει το χέρ ι του γύρω από τη μέση μου. Ό χ ι στη μέση! Υπάρ χ ε ι φόβος να χω ριστώ στα δυο. Ν ιώθω το χέρ ι του βαρύ στην π λ ά τ η μου. Τ σ α λα π ατιόμ ασ τε. Κ ο ιτά ζω το αλλο ζευ γά ρ ι. Πού τα ’μαθε όλα αυτά τα τσ α λιμ ά κ ια το Λ ιον τά ρ ι; Ξάφνου, απομένω. Ό χ ι , δεν έχω ζ α λ ισ τε ί. Έ ν α ρυτιδιασμένο χέρ ι ανασηκώνει το χρά μ ι. Από το άνοιγμα ξεπροβάλλει ένα κεφ άλι. 'Ασπρη γενειάδα κι αραιά ανά κ α τα μ α λ λ ιά . Το άλλο χέρ ι κρατάει ένα ποτήρι με βότκα, το σηκώ νει ψ ηλά, λέει κ ά τι στα ρωσικά και εξα φ α νίζετα ι π ίσω από τη ν ντουλάπα. — Ε ίν α ι ο θείος τ η ς , που σας έλ ε γ α , εξη γεί το Λ ιοντά ρι, χω ρ ίς να σταμ α τήσ ει τον χορό. Τα ’χ ε ι λ ίγο χα μ ένα , μα είναι ήσυχος. Μ ένει εκεί δα, πίσω από τη ν ντουλαπα, κι ούτε που τον παίρνουμε είδηση.
196
Ύ στερα κάνει τη Ζίνα λ ίγ ο πέρα και γυρίζει σε μένα. — Σ α νζέ λε νταμ! Με τραβάει από τον Α χ ιλ λ έα και σπρώχνει τη Ζίνα σε κείνον. Σ α νζέ λε ν τα μ , λοιπόν, φοξ τροτ με το Λ ιοντάρι! Δ ιά βηκα ολη τη σ τέπα , γ ια να φτάσω στην καρδιά τ η ς Α σίας, να χορέψω φοξ τροτ με το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ. Δεν λέει να τελειώ σ ει αυτός ο δίσκος, και το χέρ ι τοι> Λιονταριού είναι υγρό και μαλακό. Φοξ τροτ με τσ α λ ιμ ά κια. Έ χ ω π ιε ι κάμποσο γεω ργιανό κρασί και το κεφ άλι μου γυρίζει. — Γ ια τί είπ α τε τον Ανεμοδαρμένο προδότη και πράκτορα; Γ ια τί είπ α τε τον Ανεμοδαρμένο προδότη και πράκτορα, γ ια τ ί είπ α τε τον Ανεμοδαρμένο προδότη και πρ άκ τορ α ... Το λεω δυνατά πολλές φορές, χω ρ ίς καλά κ α λά να το κ αταλά βω . Το Λ ιοντάρι συνεχίζει τα λα χα νια σ τά πηδηχτούλικα β η μ α τά κ ια του, σαν να μην άκουσε. — Γ ια τ ί ε ίπ α τ ε τον Ανεμοδαρμένο προδότη κ α ι πράκτο ρα; το λέω τώ ρα πολύ δυνατά. Ο Α χ ιλ λ έα ς καρφώνεται στη θέση του και καρφώνει και τη Ζίνα. Ο δίσκος σταμ ά τησ ε. Η Ζίνα πά ει να τον γυρίσει από τη ν ά λ λ η μεριά. Το Λ ιοντάρι κ ά τι τ η ς λ έει κι εκείνη μουτρώνει και ρίχνει το κόκκινο π α νί πάνω στο γραμμόφωνο. Το Λ ιοντάρι δεν μου αφήνει το χέ ρ ι, εγώ το τραβάω με κόπο. Δεν με κ ο ιτά ζει, π ά ει και κ άθετα ι βαρύς στο κρεβάτι ξεφυσώντας. — Ά σ ’ τ α α υ τά , μην τα σ κ α λίζεις. Π ες τ η ς , Α χ ιλ λ έ α , κάνει με φωνή που πά ει να γίν ει επίσημη. — Κ α λ ά , λ έ ε ι ο Α χ ιλ λ έα ς με ά χρ ω μ η , ψυχρή φωνή. Τώρα το Λ ιοντάρι α λ λ ά ζ ε ι ύφος. Γ εμ ίζει ένα ποτηράκι βότκα, το σηκώ νει ψηλά: — Σ τ η νίκη! Έ χ ω π ά ε ι κιόλας κοντά στην πόρτα και τραβώ τον Α χιλλέα .
197
— Ζ α λ ίζο μ α ι, να β γω στον αέρα! — Κ ιό λα ς; κάνει το Λ ιοντάρι κλείνοντας πονηρά το μ ά τι. Β γαίνουμε στον δρόμο. Οι νύχτες στην Τασκένδη είναι υγρές και ψυχρές. Μ ετά από λ ίγ α β ή μ α τα , μου πέρασε η ζα λά δα και το μυαλό μου είναι ξεκάθαρο σαν να μην έχω π ιε ι ούτε σταγόνα. Φοβάμαι. Ό χ ι γ ια τ ί είναι κατασκότειν α . Μ ια φορά, όταν ήμουνα δέκα χρονώ, με τσάκω σε ο π α τέρ α ς μου να κάνω τρ α μ π ά λ α στο κλαρί μ ια ς μυγδα λ ιά ς , όπου μου είχε απαγορέψει να σκαρφαλώνω. Κ α τ έ βηκα φοβισμένη. Π ερίμενα να με μαλώ σει ή και να με δείρει. Εκείνος είπε μόνο «κατέβα», και μπήκαμε σιω πη λοί στο σ π ίτι. Π ή γ α στην κάμαρά μου, περίμενα κι έλ εγα μέσα μου: «Τώρα θα μπει να με μαλώ σει, τώ ρα θα μπει να με μαλώ σει». Κ ι όσο δεν ερχότανε, τόσο ο φόβος μ ε γ ά λω νε, θέριευε και παρακαλούσα π ια να μπει να με μ α λ ώ σει. Ας π ε ι κ ά τι ο Α χ ιλ λ έ α ς. Φοβάμαι. Φοβάμαι τον Α χ ιλ λέα . Έ π ρ επ ε ο Σεριόζα να με κρατήσει είκοσι μέρες στη Μ όσχα, ένα μήνα, όπως βάζουν σε καραντίνα αυτούς που έρχονται από εξω τικές χώ ρ ες. Να συνειδητοποιήσω την α λ λ α γ ή . Δεν γ ίν ε τα ι έτσ ι, από τη μια μέρα στην ά λ λ η , ν ’ α λ λ ά ζ ε ις ζω ές. Γ ια τ ί δεν με κράτησε ο Σ εριόζα; Ας με μαλώ σ ει ο Α χ ιλ λ έα ς. «Δεν γ ίν ε τ α ι, κυρία Λ ίζ α , πέντε ώρες μουλάρι και να ’ρ χετα ι η ζω ή σου τ ’ α νά κ α τα .» Ε ί χα μ ε στο σ π ίτι, πριν από τον πόλεμο μια υπηρετριούλα από τη ν Τήνο. Το χωριό τ η ς ήτα νε πάνω στη θάλασσα. Οι δικοί τ η ς τη ν πάντρεψαν μ ’ ένα βουνίσιο. Έ ν α καλο καίρι που π ή γ ε η Λ ίζα στην Τήνο, ήρθε εκείνη και τη βρήκε με κ λ ά μ α τα . Δεν έλ ε γ ε να το συνηθίσει το βουνό. «Π έντε ώρες μουλάρι, κι η ζω ή τ ’ α ν ά κ α τ α ...» Π ερπα τά ω τρ έχο ντα ς σχεδόν, που κι ο Α χ ιλ λ έα ς γρηγορεύει το βήμ α. Μ ένει π ά ντα βουβός. Ε γ ώ του μ ιλώ από μέσα μου. Απόψε πρ έπει να μιλήσουμε, ας είναι να ξημερωθούμε. Π ρέπ ει να τ α πούμε όλα. Κ α ι γ ια τον Ζ α ν-Π ω λ . Γ ια να
198
μπορέσουμε να τ ’ αρχίσουμε όλα από την αρχή. Ε ίμ α ι π ε ρικυκλωμένη από τη σ τέπ α . Δεν έχει κανένα δρόμο. «Πρέπει να μείνω εδώ, πρέπει να ζήσω με σένα, Α χ ιλ λέα.» Έ ν α γύρο μυρίζουν οι π α σ χα λ ιές και οι γκιόνηδες χα λ ά νε τον κόσμο στο κλάμ α -τρα γούδι. Τ ’ αστέρια έχουν κατέβει τόσο, που θαρρείς έτσι κι α πλώ σεις το χέ ρ ι, θα τ ’ α γ γ ίξ ε ις. Τα βήμ ατά μας δεν ακούγονται. Το χώ μ α είναι μαλακό και παχύ. Το φως ενός στύλου κάνει μακριές τ ις σκιές μ α ς, τα κεφάλια μας μοιάζουν ν ’ ακουμπούν. Ε μ είς π ερπα τά μ ε με απόσταση, κι αν καμιά σ τιγμ ή α γ γ ί ζουν άθελά μας τα χέρ ια μ α ς, τ α τραβάμε. Α κούγεται κάποιο αποξεχασμένο μεσημεριάτικο τ ζ ιτ ζ ίκ ι. Κοντεύουμε να φτάσουμε. Έ ν α άρωμα από ζουμπούλια μ ’ έκανε να κατάλά β ω π ω ς περνάμε από έναν κήπο λίγο πιο πέρα από το σ π ίτι. Μ ικρή, στο νησί, π ή γ α ιν α τη Μ εγάλη Π έμ π τη στην εκκλησία. Ο Χ ριστός ξαπλω μένος πάνω σ’ ένα τρ α π έ ζι μέσα στα ζουμπούλια κι εγ ώ έβλεπα τον εαυτό μου πεθαμένο, όχι σε νεκρόκασα, μα πάνω στο τρ α π έζ ι τη ς σάλας σκεπασμένη με ζουμπούλια. Ε υτυχώ ς περνάμε γρ ή γορα, γ ια τ ί δεν α ντέχω τη μυρουδιά τους. Π ερπατάμ ε πιο γρήγορα κι από τ ις μυρουδιές και τώ ρα τυλ ιγόμ α σ τε στο άρωμα τη ς λουΐζας που α να κ α τώ νετα ι με ριπές από α ιγό κλημα. Οι ρόδες ενός μακρινού τρένου ηχούν ρυθμικά κι ο ήχος τους μπερδεύεται με τον φλοίσβο από τ α ρυάκια που τρέχουν σε κάθε πλευρά του δρόμου. — Δεν το φανταζόμουνα π ω ς θα μπορούσες π οτέ ν ’ α μ φισβητήσεις μ ια απόφαση του κόμματος. Η φωνή του Α χ ιλ λ έα είναι λυπημένη και καθόλου μαλω σιάρικη. — Θα μιλήσουμε γ ια όλα απόψε. Η φωνή μου είναι αβέβαιη. Δεν μ ιλήσ αμ ε γ ια τίπ ο τα ή μάλλον μέσα σε λ ίγ ε ς φρά σεις, που ειπώ θηκαν, κλείσα μ ε όλη τη ν κατοπινή ζω ή μας.
199
Έ χο υ μ ε ξαπλώ σει στο κρεβάτι. Βουβοί. Π ρώ τη εγώ σπάω τ η σιω πή. — Ας αφήσουμε τ ’ ά λ λ α , Α χ ιλ λ έ α , κι ας πούμε γ ια τις ζω ές μ ας. Ζήσαμε τόσο λ ίγ ο μ α ζί και τόσο πολύ χώ ρ ια . ΠΡΕΓΙΕΙ να τ α πούμε όλα. Μ πορεί να ’χ ε ς κανένα δεσμό, να ε ίχ α ε γ ώ ... — Δεν θα πιστέψω ποτέ π ω ς είχες δεσμό. Σ ’ αυτό, του λ ά χ ισ το , σου έχω εμπιστοσύνη, λ έει ο Α χ ιλ λ έ α ς και τονί ζ ει το «αυτό». — Εσύ δεν είχες; ρω τάω και χά νω κάθε ενδιαφέρον γ ια συζήτησ η. Ε κείνος δ ισ τά ζει λίγο κι ύστερα λέει α π λ ά και ξεκάθα ρα: — Δεσμό, ό χι. Μπορεί σαν άντρας να χρειά σ τη κε να π ά ω με μ ια γυναίκα, μα δεν θα ’βαζα καμ ιά στη θέση σου. — Κ ι εγώ σαν γυναίκα, αν χρ ειά σ τη κ ε... Δεν μ ’ αφήνει να τελειώ σ ω . — Εσύ το ’π ες πω ς δεν είσαι το κοριτσάκι που άφησα, μα τώ ρα λες παιδιά σ τικα π ρ ά γμ α τα . Δεν λέω τ ίπ ο τ ’ άλλο. Ούτε ποτέ θα ξαναπώ τίπ ο τ α . Ο Α χ ιλ λ έ α ς θέλει την Ε λένη που αποχαιρέτησε στη γω νιά του δρόμου πριν φύγει γ ια το βουνό, και γ α ν τ ζ ώ ν ε τ α ι σε κείνη τη ν εικόνα. Δεν υπ ά ρχει περιθώριο γ ια συζήτηση. Τη Δάφνη πρέπει να τη ν πεθάνω . Ξ απλω μένη σ’ ένα τρ α π έ ζ ι σκεπασμένη με γιούλια . Νίκησε η Ε λένη .
μοτέρ στοπ
Π ερνάει κιόλας το τρίτο τρένο μέσα στη ν ύ χτα . Η Ε λ έ νη δεν λ έ ε ι να κλείσει μ ά τι. Λ ίγ ε ς μέρες ακόμα γύρισμα κ αι μ ετά ψάξιμο από τη ν αρχή γ ια δουλειά. Η Μ αρί-
200
Τερέζ έχει υποσχεθεί να τ η ς βρει μια μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη μ ια ς Δ η μ α ρ χία ς, που είναι «δική» τους. Ό λ α όμως εξαρτιούνται από τη στάση που θα κρατήσει τε λ ικ ά η Ε λένη στη διάσπαση του κόμματος. « Έ ν α ξέρω, Μ αρίΤερέζ, π ω ς δεν θα πάω με το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ.» «Μα δεν α γ α π ά ς τη Σ οβιετική Έ νω σ η ;» «Το ξέρεις π ω ς η μισή καρδιά μου έχει μείνει εκεί.» «Τότε λοιπόν;» Πού να κ α τα λ ά β ει τέ το ια ψ ιλά γρ ά μ μ α τα η Μ αρίΤερέζ. Α γω νιά πιότερο κι από τη ν ίδια την Ε λ έν η , θέλει να τη βολέψει με δουλειά και να καταφ έρει να τ η ς δώσουν από τον Δήμο φτηνό διαμέρισμα, καινούργιο, με τρ ία δω μ ά τια και μπαλκόνι, που μπορεί να το γεμ ίσ ει γλά σ τρ ες. Κ ι ακόμα γ ια τ ί, λέει η Μ αρί-Τ ερέζ, αν η Ε λένη δεν π ά ρει τη σωστή απόφαση, θα ’να ι σαν να φτύνει όλα τ α χρόνια τη ς α γω νισ τικ ή ς τ η ς ζ ω ή ς, με αναθεωρήσεις, α μ φ ισβητήσεις που σε «εκμηδενίζουν σαν άνθρωπο και σε κ α νουν να χά σ εις τη διάθεση γ ια α γώ να ». Ό σο γ ι ’ αυτό, έχει δίκιο η Μ αρί-Τερέζ. Τη διάθεση γ ια α γώ να σίγουρα τη ν έ χ ε ι χ ά σ ε ι. Αύριο, όταν π ά ει στη συγκέντρωση με το Λ ιοντάρι, δεν θα γρατσουνιστεί και δεν θα μ α λ λ ιο τρ α β η χτεί με κανένα γ ια να υποστηρίξει το «πιστεύω» τ η ς , όπως τό τε με τ η Ροδιά στην αυλή του σπιτιού στην Τασκένδη, με τρόπαιο ένα κομμάτι από το ρούχο τ η ς . Κ ι ούτε θα ξεκουμπώσει αύριο το φόρεμά τ η ς , να δούνε όλοι μ ια μικρή ουλή που ’χ ε ψηλά στο στήθος και διακρίνεται ακόμα, παρ’ όλο που πέρασαν τόσα χρόνια από τό τε. Έ ν α σημάδι από τούβλο που, ευτυχώ ς, τη ν πήρε ξώ φαλτσα, εκεί, στο μ εγά λο ντεκ ο λτέ που άφηνε το γ α λά ζιο φόρεμα με τη ν ψάθα. Το τούβλο το πέτα ξε από ένα παράθυρο το Λ ιοντάρι του Ν τανφ έρ. Πετούσε τούβλα στον κόσμο που ε ίχ ε μ α ζευτεί από κ ά τω και φώναζε: «Να φύ γ ε τ ε , να φύγετε!» Φ ώναζε κ ι η Ε λένη μ α ζί με τη Β ά γ ια , έξα λ λες, γ ια τ ί πίστευαν μ ’ όλη τους τη ν ψυχή π ω ς κ ά τι καινούργιο γεννιότανε.
201
«Να κι η Τασκένδη», ειρω νεύεται η Λ ήδα. Τ ι να κ α τα λ α βα ίνει εκείνη γ ι ’ αυτή τ η μακρινή γω νιά τ η ς γ η ς , που μ ια ν ύ χτα κάποιο Σ επτέμ βρη ματοκυλίστηκαν αυτοί που είχα νε κάποτε πολεμήσει π λ ά ι π λ ά ι με τρύπιες αρβύλες; Το σ π ίτ ι δεν έχει παραθυρόφυλλα κι η Ε λένη δεν τρ ά βηξε τ ις κουρτίνες, έτσι το φως από το φανάρι του δρόμου π έφ τει μέσα στο δω μάτιο και φ ω τίζει μια μ εγά λ η αφίσα με το κεφ,άλι του Τσε-Γκεβάρα, που κ ε ίτε τα ι νεκρός με τα μ ά τια α νο ιχτά . Την έ χ ε ι κολλήσει η Δαφνούλα στον το ί χ ο , ακριβώ ς απέναντι από τον καναπέ που κοιμ ά τα ι η Ε λ έν η . «Δεν μπορώ να ξυπνώ τη νύχτα και να το β λέ π ω .» «Δεν πιστεύεις στον Τσε;» ετοιμάστηκε ν 2 αγριέψει η μικρή που κ α τά πινε μ εγά λ ες μπουκιές ψ ω μί π α σ α λ ειμ μένο με «νουτέλα». Ν α τ η ς π ει η Ε λένη π ω ς τ η ς θύμιζε τον Ανεμοδαρμένο στη φ ω τογραφ ία που κείτονταν νεκρός, με τα μ ά τ ια μισάνοιχτα! Πράκτορας και χ α φ ιέ ς , κι η φω το γρ α φ ία τη ς εκτέλεσης ή τα ν ε φω τομοντάζ τη ς Ασφά λ ε ια ς. Κ ι ά λ λ α τέτο ια τρ ελ ά να μεταδίδει ο'σταθμός τ η ς «Ελεύθερης Ε λλά δα ς» κι εκείνος ν α ’κ ε ίτε τα ι στο χώ μ α σαν τον Τσε, με τη χα ρ ισ τική βολή να σ τά ζει α ίμ α ...κ α ι τον Τσε να τον δοξάζουνε σ’ όλον τον κόσμο, ω ς κι η Δαφνούλα που μόλις έκλεισε τ α δεκατρία. «Αυτά μην τα σ κ α λίζεις», έλ εγε το Λ ιοντάρι. «Μην τα σ κ α λ ίζεις» , συμβούλευε και ο Α ντρέας. «Π ώς μπορεί να αμφ ισ βητήσ εις μια απόφαση του κόμματος;» απορούσε ο Α χ ιλ λ έ α ς.
Το τρένο τ η ς φρίκης είναι στη θέση του και τους περι μένει. Δ η λα δ ή , την Ε λένη κ α ι τον Ευγένιο μονάχα. Οι ά λλοι έκαναν τη ν Παρασκευή το τελευτα ίο τους γύρισμα. — Λ οιπόν, τ ι έγινε χ τ ε ς με το Λ ιοντάρι σου; ρω τάει τ ά χ α αδιάφορα ο Ε υγένιος.
202
— Ας ερχόσουνα να μάθεις. Εκείνος το ’χ ε ι ξεκαθαρίσει. Αν είναι να κάνει μια δου λειά συγκεκριμένη, δεν τ ’ αρνιέται. Κ α ι παράνομα να π ά ει κάτω και βόμβα να φ τιά ξει κι ό ,τι θες. Ό χ ι όμως να συνεδριάζει. «Χ ωρίς συνεδριάσεις δεν ξεκαθαρίζονται τ α π ρ ά γμ α τα » , θυμώνει ο Π άνος. «Τι να ξεκαθαριστούν; Οι ίδιοι κι οι ίδιοι.» Σ τη ν πλατφ όρμ α του σταθμού ο πρ ω τα γω νισ τή ς χ α ζ εύ ει μπροστά σε μ ια μ εγά λ η ρεκλάμα. Ε ίνα ι μια απέραντη θάλασσα, πολύ γ α λ ά ζ ια , ένα κορίτσι κάνει θαλάσσιο σκι, τα μ α λ λ ιά του ανεμίζουν. Ο σκηνοθέτης κ ά τι γνέφ ει, ο π ρ ω τα γω νισ τή ς πά ει και σ τέκ ετα ι σχεδόν κολλητός στη ρεκλάμα με τη ν π λ ά τη γυρισμένη στον φακό. — Θα μου π ε ις τέλος πάντω ν τ ι έγινε χ τ ε ς ; Την έσωσε η κλακ έτα και δεν απάντησε.
Το τρ έν ο τ η ς φ ρ ίκ η ς σκηνή — πλάνο — λήψη Η θάλασσα στα ρωσικά είναι ουδετέρου γένους, στα ιτα λ ικ ά αρσενικού. Δεν είναι όμως αυτό που έκανε τ α μην ίγ γ ια μου να σφυροκοπήσουν, μόλις συλλάβισα τη φράση: το καράβι π λ έ ε ι στη θάλασσα. Μ πορεί να μην τη ν ξαναδώ τη θάλασσα! Π οτέ μου! Τα χ ε ίλ ια μου να μην ξανανιώ σουν τη ν αλμύρα τ η ς. Το π α ιδί που θα γεννήσω δεν θα ξέρει τη θάλασσα. Θα τ η β λέπ ει μόνο μέσα στα βιβλία και στα κάδρα. Η αφή τη ς γ ι ’ αυτό θα ’ναι χ α ρ τ ί και μπογιά. — Τι π ά θ α τε, Δάφνη; με ρω τάει ο δάσκαλός μου, ο Μ ι χ α ή λ Γ κρηγκόρεβιτς, που του αρέσει να με φω νάζει Δάφν η
·
Μου μ ιλ ά ει στον πληθυντικό κι ας έχουν περάσει τέσσε
203
ρις μ ήνες που κάνουμε μάθημα. Ε ίμ α ι στον τέτα ρ το μήνα τη ς εγκυμοσύνης μου, στον τέτα ρ το μήνα στην Τασκένδη. Δεν μπορώ να μιλήσω . Με κυρίεψε ξαφνικά πανικός, όπως μ ια νύ χτα στο κ ελί μου στην οδό Νικοδήμου. Ξύπνη σα από εφ ιά λτη και νόμισα π ω ς η πόρτα είχε χα θ εί και ήμουνα περιτριγυρισμένη από τοίχους. Τώρα νιώθω το ίδιο. Α τσάλινος τοίχος, η σ τέπα . Μου περνούσε πότε πότε σαν αστραπή από το νου μ ια σκέψη που τη ν έδιω χνα γρ ή γορα. Αν δεν ξανάβλεπα τ η Α ίζα ; Τώρα ήρθε κ αι θρονιά στηκε μέσα μου ο πανικός και κ ά τι σαν α β ά σ τα χτη δίψα. Μόνο κ α ι μόνο γ ια τ ί συλλάβισα μια λέξη στα ρωσικά: Θ ά-λασ-σα! Ό ποιου γένους κι αν είναι. Ό λ ε ς μου οι έγνοιες π ή γ α ν ε πέρα κι έμεινε μια: η θάλασσα, θα ρρ είς κι όλη μου η ύπαρξη έχει δεθεί μ α ζ ί τη ς κι εγώ τρεμουλιάζω από λ α χ τά ρ α , σαν τους θαλασσινούς αστερίες που ακουμπούσαμε με τον αδερφό μου πάνω στα βρά χια κι αυτοί σαλεύανε και τρεμουλιάζανε, ώσπου να ξεραθούν στον ή λιο . Ύ σ τερα τους μ αζεύαμε κ αι μυρίζαμε όλο τον χ ε ι μώνα θάλασσα. — Π ά ω να σας φέρω τσ ά ι, ακούω απόμακρη τη φωνή του Μ ιχ α ή λ Γ κρηγκόρεβιτς, που πιστεύει π ω ς το τσ άι ηρεμεί τη ν ψυχή. Την πρώ τη μου δασκάλα στο σχολείο δεν τη ν ξέχασα ποτέ. Τ η φω νάζαμε «δεσποινίς Ν ίνα». Ε ίχ ε κοντά μαύρα μ α λ λ ιά , χω ρίστρα στο π λ ά ι, και τ α ’πιά νε από τ η μια μεριά μ ’ ένα κοκαλάκι. Σ το α λφ ά βητο, στη γραφ ή, με δυσκόλευε το έψιλον. Το έγραφ α συνέχεια τρ ία . Η δεσποι νίς Ν ίνα μού το διόρθωνε υπομονετικά, εγώ απελπιζόμ ου να π ω ς θα μ εγαλώ σ ω και δεν θα το μάθω. Μ ια μέρα, γεμ ίσ α μ ε τ ις πλά κες μας με έψιλον, κι ήμουνα όλο α γ ω νία αν το έγραψα σω στά. Ε κ είνη ήρθε κοντά μου, γύρισε τη ν π λ ά κ α το πάνω κάτω : «Είδες τ ι εύκολο που είναι; Το έψιλον είναι ένα τρία ανάποδο». Αυτό, λοιπόν, ή τα νε! Από κείνη τ η μέρα δεν ξαναλάθεψ α. Δεν τη ν ξανασυνάντησα
204
τη «δεσποινίς Ν ίνα», στη δεύτερη τά ξη ά λλα ξα σχολείο. Τη θυμάμαι όμως σαν να ’τα νε χ τ ε ς . Φορούσε μ ια πράσινη ζα κ έτα , που ε ίχ ε απάνω κεντημένο με σταυροβελονιά ένα ελάφι. Ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς καταφ θάνει με το τσ ά ι. Κ ι αυτόν τον πρώ το μου δάσκαλο στα ρωσικά δεν θα τον ξεχά σ ω ποτέ. Ο Αντρέας είχε έρθει να με πάρει γ ια το πρώ το μάθη μα. Στον δρόμο μου μιλούσε γ ια τον Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβ ιτς. Έ χ ε ι παντρευτεί δύο φορές και τώ ρα τρ ίτ η , με μια νεαρή Ο υζμπέκα, που θα τη ν περνάει και τρ ιά ντα χρόνια. « Έ ν α π λά σ μ α » , λέει ο Α ντρέας και τ α μ ά τια του στραφτοκοπάνε, όπω ς κάθε φορά που μ ιλά ει γ ια γυναίκα . Εκείνο που τον παραξενεύει τον Α ντρέα είναι π ώ ς ένας τόσο σοφός άνθρωπος, που έχει μεταφράσει Γ κ α ίτε και Σ αίξπηρ και ξέρει πέντε γλ ώ σ σ ες, ως και α ρχαία ελ λ η ν ι κά, διδάσκει στην Τασκένδη σ’ ένα Π α ιδα γω γικ ό Ιν σ τ ι τούτο. Τον έ χ ε ι όμως ακούσει να μ ιλ ά ει π ολλές φορές γ ια τ α χρόνια που δίδασκε στη Μ όσχα στο Π α νεπισ τή μιο. Μ α ποτέ δεν αναφέρει πώ ς και γ ια τ ί βρέθηκε στην Τασκένδη. Φ τάσαμε σ’ ένα σ π ιτά κ ι τριγυρισμένο από κήπο, π ν ιγ μένο στα λουλούδια. Ο Α ντρέας έβαλε το χέρ ι του μέσα από τη ν καγκελόπορτα, τράβηξε ένα σκοινάκι κ αι τη ν άνοιξε. Μ πήκαμε σε μια μικρή πλακόσ τρω τη αυλή, γ ε μ ά τη γ λ ά σ τρ ες, όλο τρ ια ντα φ υ λ λ ιές. Η πόρτα του σπιτιού ήτανε δ ιά π λ α τα ανοιγμένη κ αι στο κ α τώ φ λι λ ια ζό τα νε μια γα το ύ λα . — Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς, φώναξε από το κ α τώ φ λ ι ο Αντρέας. Β γαλμ ένος από βιβλίο του Τολστόι ή του Τσέχοφ, με γκρίζο μυτερό γ ενά κ ι, μ α λ λ ιά χτενισ μ ένα π ίσ ω , λ ίγ ο μ α κριά, μύτη ανεπα ίσθη τα γα μ ψ ή , μ ά τια βαθύ γ α λ ά ζ ιο . Ψ η λ ό ς, με πολύ μακριά χ έ ρ ια , όταν τ ’ άπλω σε να μας καλωσορίσει τ α μανίκια του ανέβηκαν ως τους α γκώ νες.
205
Αυτός είναι ο δάσκαλός μου. — Ε λ π ίζ ω να ’ναι κ αλή μαθήτρια, κι όχι κουμπούρας σαν κ αι μένα, του μ ιλ ά ει γ α λ λ ικ ά ο Α ντρέας. — Δεν με νοιάζει κι αν δεν είναι. Θα επω φ εληθώ να μάθω ε γ ώ π ο λλά α π ’ α υτή , α π α ντά ει ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς κι αυτός γ α λ λ ικ ά , με μια προφορά που δεν μπόρεσε πο τέ ν ’ α π ο χτή σ ει ο Α ντρέας, τόσον καιρό στο Π αρίσι. Μ ας π ή γ ε σ’ ένα δω μάτιο που οι τοίχοι του ή τα ν γ ε μ ά τοι ράφια με βιβλία ως το τα β ά νι. Σ τη μέση, ένα μ εγάλο τετρ ά γω νο τρ α π έζι φορτωμένο χ α ρ τιά . Σ ’ ένα μέρος, τα χ α ρ τιά είχα ν σπρω χτεί όπω ς όπως κι άφηναν ένα κενό. Ο Α ντρέας έφυγε, η φουντωτή γα τούλα ανέβηκε στα γόνατα του Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς. «Τη λένε Γ κ ρέτα, από τον Φάουστ», μου εξήγησε κι α ρχίσαμε το πρώτο μας μάθημα. Λ ίγο πριν τελειώ σουμε, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα ένα «πλάσμα». Ε ίχ ε δίκιο ο Α ντρέας. Τη λένε Ουρούν, θ α ’ναι ω ς είκοσι δυο χρονώ. Έ χ ε ι σ χισ τά , α να το λ ίτικ α μ ά τ ια , μ ια μαύρη κοτσίδα που φ τά νει ως τ α γό να τα κι ένα κορμί χορεύτριας. Σ πουδάζει α γ γ λ ικ ά . Μου μ ιλ ά ει με μια φωνή που μοιάζει με τραγούδι. Ξέρω λ ίγ α α γ γ λ ικ ά , μα τη ν κ α τα λ α β α ίνω . Ρ ω τά ε ι τον Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς αν με κέρασε τ ίπ ο τ α , κι ύστερα του μ ιλά ει ουζμπέκικα. 'Α λ λο τραγούδι, σε άλλον τόνο. — Σ α ς κ α λ εί η Ουρούν αύριο, με τον Αντρέα. Θα φ τιά ξει «πλοφ», ένα ουζμπέκικο π ιλ ά φ ι. Π ίνω το τσ ά ι.μ ε αργές γουλιές και συνέρχομαι. Ο Μ ι χ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς δεν ρω τά ει ξανά τ ι έχω . — Ας μην προχωρήσουμε ά λλο , λέει. Θα σας π ά ω ως το σ π ίτ ι, θέλω να ξεμουδιάσω λίγο . Σ τον δρόμο μού κρατά ει το χέρ ι.
μοτέρ στοπ
206
— Ξέρεις τ ι μιου είπε η Δαφνούλα, χ τ ε ς το βράδυ, προσ παθεί ν’ α λ λ ά ξ ει η Ε λένη τη ν κουβέντα. Συμφώνησαν με τ ις φίλες τη ς να πάνε το καλοκαίρι στο νότο να βοσκησουν πρόβατα. Κ ι η φ ίλη τ η ς , η μικρή βαρόνη μ α ζί. Ακολου θώ ντας τ α κηρύγμ ατα του Μ άη, φ αίνετα ι. Του Ευγένιου το χ ε ίλ ι τρέμ ει να μη γελ ά σ ει, κάνει πολύν κόπο να κρατήσει το σκυθρωπό του ύφος.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Προσπαθώ ν ’ ανοίξω τ α μ ά τια μου, μα νιώθω μολυβένια τ α βλέφαρα. Σέρνω με κόπο το χέρι στο σωμα μου. Η κοιλιά μου έ χ ε ι φύγει. Γέννησα; Π ότε; Μου έ ρ χετα ι η φωνή τη ς Β ά γ ια ς , σαν να β γα ίνει από κάπου μακριά, «κο ριτσάκι»! Π ότε; Τώρα κ ο ιτά ζω με ορθάνοιχτα τ α μ ά τια . Ε ίμ α ι σ’ ένα κρεβάτι στη μέση ενός απέραντου χώρου, π λέω στο κενό. Σ ιγ ά σ ιγά ξεχω ρ ίζω α πένα ντι μου ένα παράθυρο. Κ λ ω ν ιά π α σ χα λ ιά ς χτυ π ά νε πάνω στο τ ζ ά μ ι του. Γυρίζω το βλέμμα, δεξιά μου. Κ ρεβάτια: ενα, δυο, τρ ία , τέσσερα, π έν τε. Αριστερά, ά λ λ α τόσα. Γυμνά σ τη θια με τρ α γα νές ρώγες και μεγάλους μαύρους κύκλους. Δεν έχω τη δύναμη να φέρω το χέρ ι ως το στήθος. Απο τ α διπλανά κρεβάτια ξεχύνεται ένας ψίθυρος: «Τα φερνουν, τ α φέρνουν!» Μ παίνουν μέσα στο δω μάτιο σε π αρ α τα ξη νοσοκόμες και μοιράζουν μωρά στα δέκα κρεβάτια. Τ ’ α π ι θώνουν π λ ά ι σ τα στήθια που περιμένουν με τ ις ρώ γες τε ν τω μ ένες. Σ το ενδέκατο κρεβάτι δεν φέρνουν τίπ ο τ α . «Το μωρό μου! Τ ι έγ ιν ε το μωρό μου;» Δεν προφταίνω να λ α χταρίσ ω κ αι μ π α ίνει η Β ά γ ια . Έ ρ χ ε τ α ι, μου χα ϊδεύει το μέτω πο.
207
— Π ώ ς είσαι; — Τ ι έπαθε το μωρό μου; κάνω με α γω νία . Η Β ά γ ια γ ελ ά ει. — Π ρω τάρα μου, εσύ. Ε ίν α ι μόλις έξι ώρες που γέννη σες. Αύριο θα το θηλάσεις. — Αύριο; λέω ξέπνοα. Δεν θα το δω ω ς αύριο; — Ε δώ περίμενες εννιά μήνες και τώ ρα σ’ έπιασε ανυ πομονησία; αστειεύετα ι η Β ά γ ια . Κ α τα λ α β α ίν ει πω ς δεν είμ α ι γ ι ’ αστεία. — Π ά ω να δω αν το τάισαν και θα σ’ το φέρω. Από τ α δέκα κρεβάτια α κούγεται το ρούφηγμα τω ν μω ρών που βυζαίνουν. Πού τη βρίσκουν τ η δύναμη. Τώρα θά ’ρθει το δικό μου, το κοριτσάκι μου, το μωρό μου. Δεν λεω το μωρό μ α ς ... είναι και του Α χ ιλ λ έ α , είναι το π α ιδί του. Αυτή τ η σ τιγμ ή όμως είναι αποκλειστικά δικό μου. Δεν ε π ιτρ έ π ετα ι επισκεπτήριο σ τις λ εχώ ν ες, ούτε ο πα τέρα ς. Ό σο μείνω εδώ, θα είμ ασ τε εγώ κι εκείνο. Οι δυο μας. Ύ στερα θα ’ναι και του Α χ ιλ λ έ α , το περιμένει πολυ. Το αποφασίσαμε μ α ζί. Σ το μόνο πραγμ α που συμφωναμε. Χ ω ρίς ντροπή, κρεμαστήκαμε σ’ ένα π λ α σ μ α τα κ ι τοσο δα, να μας τα ισορροπήσει όλα. Να τη η Β ά γ ια , κουβα λ ά ει ένα μικρό κάτασπρο πακ έτο. Το ακουμπάει π λ α ι στο μαξιλά ρι μου. Η πρώ τη μας γνω ριμ ία. Το ’χουν φασκιω μένο, φ α ίνετα ι μονάχα ένα μουτράκι. Έ χ ε ι α νο ιχτά τα μ ά τια κ α ι με κοιτάζει! — Δεν είναι κούκλα; λ έ ε ι η Β ά γ ια . Κ ο ίτα φρύδι, ίδιο του Α χ ιλ λ έ α . Α λή θεια , έχει φρύδια που σχηματίζουν τόξα. Τα μ ά τια του λα μ π ερ ά , χω ρίς καθορισμένο χρ ώ μ α , με κοιτάζουν, κι ας κοροϊδεύει η Β ά για π ω ς τ α πολύ μωρά δεν βλέπουν. Γέρνω το κεφ ά λι και το μυρίζω. Η μυρωδιά του με λ ιγ ώ νει. Η Β ά γ ια κάνει να μου το πάρει. — Α χ , ά σ’ το μου, σε παρακαλώ !
208
— Η υπεύθυνη στον θάλαμο τω ν βρεφών είναι μια σ τρ ίγκ λ α , τ η ς το πήρα με χ ίλ ια ζόρια. Από αύριο θα βα ρεθείς να το β λ έπ εις. — Από αύριο! Η Β ά γ ια φ εύγει. Μου το παίρνει και φεύγει. Π ρέπ ει, λ έει, να περάσουν είκοσι τέσσερις ώρες από τό τε που το γέννησα, γ ια να το θηλάσω . Ν ιώθω ακόμα τη μυρωδιά του στον ώμο μου. Πού να ’ναι ο θάλαμος των βρεφών, να σηκωθώ να π ά ω να το βρω και να περάσω όλη τη νύ χτα δίπλα του. Δεν θα μ ’ αφήσει η στρ ίγκλ α . Ε ίν α ι ομως το π α ιδί μου, το μωρό μου. Π ώ ς μου το παίρνουν έτσι; Π ο τέ, κανένα βράδυ στη ζωή μου δεν θα τ ’ αφήσω μόνο του. Δεν μπορώ να κρατήσω τα βλέφαρα α νο ιχτά . Έ χ ω μια κούρα σ η ... Κ λείνω τ α μ ά τια . Τ ’ ά λ λ α μωρά έχουν φ ύγει. Πόσο κοιμήθηκα; Μ ήπω ς ξημέρωσε και μου φέρουν το δικό μου; — Μπράβο ύπνος! λ έει μια από το δεξιό κρεβάτι. Ε ίνα ι εφτά. — Ξημέρωσε κιόλας; — Ε φ τά τ ’ απόγευμα. Γυρίζω και τη ν κ οιτά ζω . Ε ίν α ι η γυναίκα που γεννού σαμε δίπ λα δίπ λα στην αίθουσα τω ν τοκετώ ν. Μ ας ξεγεν νούσε ο Κ υριάκος, ένας Έ λ λ η ν α ς γυναικολόγος, πρόσφυ γ α ς κι αυτός. Έ τ ρ ε χ ε από τ η μ ια στην ά λ λ η , δηλαδή σε κείνη δεν χρειά σ τη κε να τρέξει και πολύ. Γέννησε με μια κραυγή, σ’ ένα λ επ τό. Έ ν α ν παίδαρο, αγόρι. Κ α ι πιο π έ ρα γεννούσαν συνέχεια. Έ β λ ε π α τους άλλους γιατρούς να κρατούν τα μωρά από τα πόδια και να τα τινάζουν. Γ εν νούσαν, γεννούσαν... Ε γ ώ τίπ ο τ α . Η Β ά γ ια μού σκούπιζε το μέτω πο κι έλ εγε: «Λίγο ακόμα, πάρε ανάσα, μη δ α γ κώ νεις τα χ ε ίλ ια , φώναξε! Δεν είναι ντροπή. Λ ίγο ακό μα!» Κ ι αυτό το λ ίγο δεν τέλ ειω νε ποτέ. — Από πού είσαι; με ρω τάει η διπλανή μου. — Από τη ν Αθήνα, τη ν Ε λ λ ά δ α .
209
Μ ε κ ο ιτά ζει με συμπόνια, πλέκοντας τ η μαύρη μακριά κοτσίδα τη ς. — Κακομοιρούλα μου! Κ ι ήρθες τόσο δρόμο γ ια να γ ε ν νήσεις εδώ. Σίγουρα ούτε θα ξέρει κ α τά πού πέφ τει η Ε λ λ ά δ α . Ε κείνη είναι από τα βάθη του Α ζεμ πα ϊτζά ν. Π αντρεύτηκε Ο υζμπέκο και ζει στην Τασκένδη. — Α χ , να ’χ α τη μάνα μου εδώ, α να σ τενά ζει. Εσύ ποιον έχεις; — Κ α ν έ ν α ... δηλαδή τον άντρα μου. — Φ τιάξου λ ίγ ο , θες καθρέφτη; Θά ’ρθει τώ ρα να σε δει. — Ν όμ ιζα π ω ς α παγορεύεται το επισκεπτήριο. — Α παγορεύεται. Οι δικοί μας έρχονται κρυφά. Π ηδάνε τ α κ ά γ κ ελ α του κήπου. Δεν λες καλά που είμ ασ τε στο ισόγειο. Τους βλέπουμε από τ α παράθυρα, μέσα από το τ ζ ά μ ι. Ά μ α είναι ώρα που βυζαίνουμε, τους δείχνουμε τα μωρά. Τώρα όπου να ’ναι θα ’ρθουν... Θ η λά ζω . Τώρα φέρανε και το δικό μου μωρό μ α ζ ί με τ ’ ά λ λ α . Ε ίν α ι απόγευμα. Κ ο ιμ ά μ α ι α τέλ ειω τες ώρες. Βυθί ζομ αι σ ’ έναν ύπνο χω ρίς όνειρα, μόνο που κάθε τόσο π ε τ ά γ ο μ α ι, φέρνω το χέρι μου στην κοιλιά μου, τρομάζω που έ χ ε ι ξεφουσκώσει. Δεν η σ υχά ζω παρά σαν ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου πω ς το μωρό κοιμ άται στην αίθουσα τω ν βρεφών. Ε ίνα ι το πιο μικρούλικο α π ’ όλα. Έ τ σ ι που το ’χουν φασκιωμένο, δεν μπορώ να δω το κορμάκι του. Ν ομί ζ ω π ω ς τα μ ά τια του θα γίνουν γ α λ ά ζ ια σαν του Α χ ιλ λ έα ή σαν τη ς Λ ίζ α ς. Με κ ο ιτά ζει, είμαι σίγουρη. Ας λ έει ό ,τ ι θέλει η Β ά γ ια . — Δαφνούλα! Το φώναξα έτσ ι, χω ρίς να το σκεφτώ. Ψ ά χ ν α μ ε ονόμα τ α με τον Α χ ιλ λ έα και τον Α ντρέα, αν θα είναι κορίτσι. Ή θ ε λ α πολύ να είναι κορίτσι. Ο Α χ ιλ λ έα ς δεν το ’λ ε γ ε , μα το ’νιωθα πω ς λαχταρούσε γιο. Δεν ήθελα να το β γά
210
λουμε Λ ίζ α , που πρότεινε ο Α ντρέας. Λ ίζ α , μία υπά ρχει. Η επανάληψή τ η ς θα ’ναι απομίμηση. Ο Α χ ιλ λ έ α ς, π ά λ ι, διά λεγε ρωσικά ονόματα: Ν α τά σ α , Β α λεντίνα , Ό λ γ α . Δεν ήθελα. Κ α ι τώ ρα, έτσι όπως τέλειω σ α το θήλασμα και το σ φ ίγγω στην α γκ α λ ιά μου με τη λα χτά ρ α πω ς θα μου το ξαναπάρουν το φώναξα. Δαφνούλα. Αφού δεν το ’χ ω π ια αυτό το όνομα που α γά π η σ α , ας το χαρίσω στο μωρό μου. Πριν από δυο μέρες, δεν ε ίχ α τίπ ο τα ν ’ α γα π ά ω τόσο πολύ και τώ ρα νιώθω πω ς δεν θα υπάρξει τίπ ο τ α στον κόσμο που να με νοιάξει έξω από αυτό. Ε ίν α ι δικό μου, καταδικό μου. Ε δώ , μέσα στη σ τέπα , δεν έχω τίπ ο τα δικό μου. Ούτε τον εαυτό μου. Ούτε τη σκέψη μου. Σούσουρο στα παράθυρα. Τα κλαριά τη ς π α σ χα λ ιά ς π α ραμερίζονται και προβάλλει ένα κεφ ά λι με μ ογγολικά μά γουλα και λοξά α να τολίτικ α μ ά τια . — Ο δικός σου, φωνάζουν οι ά λ λ ε ς στη διπλανή μου. Ε κείνη ρίχνει μια τελ ευ τα ία μ α τιά σ’ ένα καθρεφτάκι, σαλιώ νει με τ α δά χτυλα και στρώνει ένα τσουλούφι του παίδαρού τη ς που περισσεύει κ άτω από τη ν πάνα , π λ η σ ιά ζ ει το παράθυρο και κρατάει ψ ηλά το μωρό, το χορεύει, κι ύστερα κ ο λλά ει το προσωπάκι του στο τζ ά μ ι. Α πέξω ο π ατέρα ς σουρώνει τα δικά του χ ε ίλ ια . — Γρήγορα, φωνάζουν οι ά λ λ ε ς, να προλάβουν κι οι δι κοί μας. Θα ’ρθει ο Α χ ιλ λ έα ς; Ά ρ α γ ε η Β ά γ ια του είπε χ τ ε ς το βράδυ γ ια το κρυφό επισκεπτήριο; — Ε λ έν η , εσένα! λέει η διπλανή μου. Παίρνω τη θέση τη ς κοντά στο παράθυρο. Α πέξω σ τέ κουν ο Α χ ιλ λ έ α ς και ο Α ντρέας. Φέρνω τη Δαφνούλα κον τ ά στο τ ζ ά μ ι. Ο Αντρέας τή ς κουνάει τα χέρ ια σαν να θέλει να τον προσέξει. Ο Α χ ιλ λ έ α ς ακουμπάει το χέρ ι του στο τ ζ ά μ ι. Το πρώτο χά δι στην κόρη του. Αρχίζουν να πέφτουν χοντρές σ τά λ ες βροχής. Η ανοι ξιάτικη μπόρα. Τους γνέφω να φύγουν. Ά λ λ ω σ τ ε , τώ ρα
211
πρέπει να γυρίσω στο κρεβάτι μου, γ ια τ ί θα έρθουν να πάρουν τ α μωρά. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν λέει να φ ύγει. Η μπάρα δυνάμωσε. Π ήραν τ α μωρά κι ο θάλαμος κα τα λ ά γ ια σ ε από τ ις συγκινήσεις του «επισκεπτηρίου». Μό νο μ ια γυ να ίκα , από ένα πέρα κρεβάτι, μένει κολλημένη στο τ ζ ά μ ι. — Έ λ α να ξαπλώ σ εις, τ η ς φω νάζει η διπλανή τη ς, μπορεί νά ’ρθει αύριο. Ε κ είν η , σαν να μην άκουσε, μένει στην ίδια θέση. Κ ά ποια σ τ ιγ μ ή γυρίζει το κ εφ ά λι. — Έ ν α ς ψηλός, ξερακιανός με μούσι περιμένει στον δρόμο. Π ε τά γ ο μ α ι από το κρεβάτι και τρ έχω στο παράθυρο. Ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς! Κ ρ α τάει μια τερ ά σ τια μαύ ρη ομπρέλα. Τα νερά τ η ς βροχής κατρακυλούν από πάνω τ η ς . Σ τέ κ ε ι ασάλευτος, θαρρείς και κρατάει τη ν ομπρέλα να του κάνει σκιά. Με είδε και μου κουνάει το χέρ ι. — Δ ά -φ νη, σ χ η μ α τίζω μ ια μια τ ις συλλαβές με τ α χ ε ί λ ια κι ανυπομονώ να δω αν το μάντεψε. Ε ίν α ι ο πρώ τος που του λ έω το όνομα του μωρού μου. — Δ ά-φ νη, ξαναλένε τα χ ε ίλ ια μου. Κουνάει χαρούμενα π άνω κ ά τω τη ν ομπρέλα. Έ χ ε ι γ ί νει μούσκεμα.
μοτέρ στοπ
— Σ ε σώ ζει η κ λα κ έτα , λ έ ε ι ο Ε υγένιος, μα δεν θα μου γ λ ιτ ώ σ ε ις, θ α μου τα π εις όλα γ ια το Λ ιοντάρι. Τ ι να του π ει του Ευγένιου. Οση ώρα μιλούσε το Λιον τά ρ ι του Ν τανφέρ, ο νους τ η ς έτρεχε τότε που το είδε γ ια τε λ ε υ τα ία φορά, εκείνη τη ν εφ ια λτική νύ χτα τ η ς Τασκέν δης, κάποιο Σ επτέμ βρη.
212
Τώρα κάνουν αναλύσεις πάνω στα «γεγονότα τ η ς Τ α σκένδης», όπως τ α λένε, που οφ είλονται «στην α ποσ τα λινοποίηση και στο γκρέμισμα τ η ς προσω πολατρίας, που εί χ ε αρχίσει να διαφ αίνεται στη Σ οβιετική Έ νω σ η και επηρέασε τους πολιτικούς πρ όσ φ υγες... Ποιος τ α συλλο γιότα νε τό τε όλα αυτά; Π ά ν τω ς, όχι η Ε λένη , η Β ά γ ια , η Ροδιά. Κ άποιος χ τ υ π ά ε ι το τ ζ ά μ ι κι η Ε λένη σηκώ νεται ν ’ ανοίξει το παράθυρο. Ε ίνα ι ο Ν τ ιν τιέ . Κ ρ εμ ιέται σχεδόν η μισή απέξω κι α πλώ νει το χέρ ι. Εκείνος το σ φ ίγγει. — Χ ά θηκες, λ έει. Κ ι εγώ ήμουνα πνιγμένος στις δου λ ειές. Να βρεθούμε στο μπαρ στο μεσημεριανό δ ιάλειμ μ α. Α κούγεται το παρατεταμένο σφύριγμα του σκηνοθέτη, κι ο Ν τιν τιέ είναι κιόλας μακριά, μα γυρίζει το κεφ ά λι ν ’ ακούσει τη ν α πάντησή τη ς. Του γνέφ ει κ α τα φ α τικ ά με το κεφ άλι. Ο Ε υγένιος έχει βυθιστεί σε μια εφημερίδα. Η Ε λένη παίρνει τη θέση τη ς. Α να ρω τιέτα ι αν ο σκηνοθέτης με το πλατύγυρο καπέλο θα μπορούσε μ ετά δεκατρία χρό νια να στήσει τούτη τη σκηνή που γυρίζει τώ ρ α , έτσι ακριβώς όπως είνα ι, χω ρ ίς να κ οιτάξει ούτε μια σημείω ση. Η Ε λένη μπορεί να «στήσει» τ ις σκηνές εκείνης τη ς νύ χτα ς του Σ επτέμ βρη στην Τασκένδη, μια μ ια , μ ’ όλες τ ις λ επ τομ έρειες, χω ρ ίς να ξεχάσ ει το παραμικρό. Μόνο που δεν θα βοηθούσε κανέναν ιστορικό αυτή η αναπαρά σταση, γ ια τ ί εκείνη, ακριβώς σαν τον σκηνοθέτη του τρ έ νου τη ς φρίκης, κ ο ιτά ζει μέσα από τη δική τ η ς γω νία λήψ ης. — Ε υ γ έ ν ιε ...
213
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Κ αθόμαστε με τη Β ά γ ια στην αυλή. Πέρασαν οι άπνοες μέρες του Αυγούστου με τ ις υγρές νύ χτες. Ο Σ ε πτέμ β ρη ς έρ χετα ι γλυκός κ αι ανάλαφρος. Έ κ λ εισ α ένα χρόνο, τέσσερις μήνες και π έν τε μέρες στην Τασκένδη. Ε ίν α ι εφ τά η ώρα το απόγευμα. Η Δαφνούλα κ οιμ άται. Ε ίν α ι ο χτώ μηνών. Έ ν α κοριτσάκι με γ α λ ά ζ ια μ ά τια που θα μοιάσει, είμαι σίγουρη, τ η ς Λ ίζα ς, κι έ χ ε ι τ α πυκνά φρύδια του Α χ ιλ λ έα . Από μένα δεν πήρε τ ίπ ο τ α . Δεν με νο ιά ζει, πήρε το όνομα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν ήθελε να την πούμε Δ άφνη. «Αφού λεν εσένα», δικαιολογήθηκε. «Εμέ να , το ξέρεις πω ς δεν με λένε π ια Δάφνη, κι εσύ ούτε με φ ώ ναξες ποτέ έτσι.» «Μια κι επιμένεις τό σ ο ...» Τώρα, εκείνος λ ε ίπ ε ι εδώ και είκοσι μέρες. Τον έχουν καλέσει στην «έδρα», όπου βρίσκεται η καθοδήγηση του κόμματός. Τ έλειω σε τη σ τρατιω τικ ή σχολή με άριστα ο Α χ ιλ λ έ α ς. Ούτε βέβαια χρειάστηκε να ξαναπιάσει το ό π λ ο ... με δί π λ ω μ α π ια . Τώρα δουλεύει στο κόμμα. Ε κει χ ρ ε ιά ζ ε τα ι, έτσ ι λ έει. Ε ίν α ι Σ άβ βα το, κι όλοι έχουν γυρίσει από τ ις δουλειές τους πιο νω ρίς ή από τα μ α θή μ α τα , όσοι σπουδάζουν. Έ ρ χ ο ν τα ι ένας ένας οι ά ντρες, ξεγυμνώ νονται από τ η μέση κ αι πά νω και πλένονται στη βρύση τη ς α υλής. Οι γυνα ί κες έχουν πλυθεί στις σκάφες στην αποθήκη κ αι βγαίνουν με μουσκεμένα μ α λ λ ιά . Η Ρ οδιά έχει στεριώ σει τ α δικά τ η ς ψ η λά , σ’ ένα μ εγάλο κότσο. Της πάνε. Ο Α λεπούλης, ο άντρας τ η ς , δεν έχει φ ανεί καθόλου. — Πού είναι ο δικός σου; ρω τά ει ο Αργύρης που μένει με τη γυναίκα του και τα π α ιδιά του στο α πένα ντι μ ας δω μά τιο. — Έ χ ε ι δουλειά, του α π α ντά ει ξερά. — Α, κάνει εκείνος σαν να κ α τά λα β ε κ ά τι.
214
Ο Αργύρης γνέφ ει στη Β ά γ ια και σε μένα, που καθόμα σταν στα σ κα λάκια , να πά μ ε κ ά τω από τη βουκαμβιλια. Ε δώ και κάμποσες μέρες, οι λ ίγ ε ς οικογένειες που μένουμε σ’ αυτό το σ π ίτι έχουμε χω ρ ισ τεί σε δυο στρατόπεδα. Α λ λοι κάτω από τη βουκαμβιλια κι ά λλοι κ ά τω απο τη ν κ λη μ α τα ριά . «Μ ας πήρανε το τρ α π έζι» , μουρμούριζε η Β ά γ ια . Κ ά τω από την κ λ η μ α τα ρ ιά ή τα νε στημένο ένα σανιδένιο τρ α π έζ ι. Ε κ εί πο λλές φορές, τ ις ζεσ τές καλο κ αιριά τικες ν ύ χτες φέρναμε τ α φ α γ η τά μας κι όποιος ερ χότανε έτρω γε χω ρ ίς να ρω τήσει τίνος είναι το φαι. Ε κ ει πιάνανε τ ’ α ντά ρ τικα τραγούδια κι α πλω νότανε μ ετα η μ εγά λ η νο σ τα λ γία . «Σαν τέτο ια μέρα στο χωριό μας εί χ α μ ε π ανη γύρι.» «Κλείνουν π έν τε χρόνια που πέθανε η μάνα μου. Ο τάφ ος θα χορτάριασε να με περιμένει.» Τ ώ ρα, πάνε όλα αυτά . Π ότε π ρω τόγινε η α λ λ α γ ή ; Θαρρώ το ίδιο βράδυ που έφυγε ο Α χ ιλ λ έ α ς, γ ια τ ί είχα νιώ σει ξαλαφρωμένη που μπορούσα να διαλέξω ξένοιαστα τη βουκαμβ ίλια . Μ πορεί κ αι ν ’ άρχισε από μια φράση που είπε κείνο το βράδυ στην αυλή ο Αργύρης. «Τι στο διάβολο π ια κι αυτός, δεν μπορεί να λέει τόσο μ ε γ ά λ ε ς ψευτιες γ ια κ α τι που το ζήσαμε στο π ετσ ί μ α ς.» Κ ι εννοούσε κάποιον που είχε έρθει από τη ν «έδρα» να αναλύσει την κατάσ τα ση σε μια συνέλευση. Η Ροδιά ε ίχ ε α γριέψ ει. «Θα το πληρώ σ εις αυτό που ε ίπ ες.» «Πώς τολμ ά ς;» συμπλήρωσε κι ο Α λεπούλης, «να κρίνεις τον ΠΡΩΤΟ τω ν ΠΡΩΤΩΝ;» Ο Αργύρης ε ίχε πάρει φόρα και δεν χα ρ ιζό τα νε σε κανέναν. Ε κρινε, σ χο λία ζε, κ α τα δ ίκ α ζε όσα είχα νε διαδραματιστεί στο βου νό και πριν κ αι μ ετά . «ΕΚΕΙΝΟΣ δεν λαθεύει ποτέ», ξανάκαμε πιο ά γρ ια η Ροδιά. «Εδώ ο θεός έχει λαθέψ ει», πετά χ τ η κ ε η Β ά γ ια , που ως εκείνη τ η σ τιγμ ή δεν ε ίχ ε ανοί ξει το στόμα τ η ς . Η Ροδιά π ή γ ε και στάθηκε μπροστά τ η ς , τη ν κ οίτα ζε στην αρχή α μ ίλ η τη κι ύστερα είπ ε, είπε μ ια μ ια τ ις λεξεις τ η ς , κομπολόι που αργοπέφτουν οι χά ντρες τ®υ: «Εσυ
215
καλύτερα να κρύψεις τ ις πομ πές σου, παρά να μ ιλά ς» . Η Β ά γ ια αναψοκοκκίνισε, έριξε ένα βλέμμα γύρω τ η ς , σαν να ζητούσε βοήθεια, κι έτρεξε στο δω μάτιό τ η ς . Π ή γ α κι εγώ ξοπίσω τ η ς . Η Β ά γ ια έκ λ α ιγε. Απέξω ακουγόντανε οι φωνές του Αργύρη και τ η ς Ρ οδιάς που κ α β γά διζα ν. Οι πομ πές τη ς Β ά για ς! Το αμάρτημά τ η ς ή τα νε ότι ε ίχ ε α γ α π ή σ ει τον Κυριάκο, τον γιατρό που με ξεγέννησε, που ε ίχ ε δική του κ λινική σ τη Αάρισα, που τ α ε ίχ ε παρα τή σ ει όλα: λ εφ τά , δουλειά, γυναίκα , π α ιδιά , γ ια να π ά ει να προσφέρει τ ις υπηρεσίες του στον Δημοκρατικό Σ τρ α τό. Η Β ά γ ια ή τα νε δεκαεννιά χρονώ όταν βγήκε στο βουνό. Τρεις φορές τη ν είχα νε σπάσει στο ξύλο στο χω ριό τη ς — κάπου στη Μ ακεδονία — και το ’ξερε πω ς τη ν τέτα ρ τη θα τη σκότωναν. Η ίδια η μάνα τ η ς έσκαψε λα γούμ ι και τη φυγάδεψε. Βρέθηκε στις μ ά χ ε ς κοντά στον για τρ ό , που ε ίχ ε στήσ ει ένα κινητό χειρουργείο και χειρουργούσε τα π ά ν τα . Δ ιά λεξε τη Β ά για γ ια νοσοκόμα, όχι γ ια τ ί ήτα νε νοστιμούλα, μα γ ια τ ί τ η ς έκοβε. Κ α ι όταν έκανε κείνος εγ χειρ ή σ εις, του περνούσε τ α εργαλεία σαν έμπειρη βοη θός. Από τό τε τη ν κράτησε κοντά του, ώσπου φτάσανε στην Τασκένδη. Κ αταδικασμένη μια τέτοια α γ ά π η . Από το κόμμα π ρ ώ τ’ α π ’ όλα. Ο για τρ ός δούλευε τώ ρα σ’ 'ένα μ εγά λ ο νοσοκομείο. «Τον λατρεύουν όλοι εκεί μέσα», λέει η Β ά γ ια , «πώς μπορείς να μη λατρέψ εις έναν τέτοιον άν θρωπο!» Τον γνώρισα τον Κυριάκο όταν π ή γ α πρώ τη φορά να μ ’ εξετάσ ει αν ήμουν έγκυος. Η Β ά για με ε ίχ ε βοηθή σει ν ’ ανέβω στην πολυθρόνα. «Ξέρεις τ ι θα π ε ι να κρύβεις τη ν α γ ά π η σου μέσα σ’ αυτό το δω μάτιο, να π λ α γ ιά ζ ε ις με τον άντρα που λατρεύεις στα βιαστικά σε τούτη εδώ τη ν πολυθρόνα και να ξέρεις π ω ς δεν θα κάνεις π οτέ π α ιδί δικό του;» Ο Κυριάκος ε ίχ ε δυο γιους και τη γυναίκα του, που α να γκάσ τηκα ν να καταφύγουνε σε σ υγγενείς στην Αθήνα, γ ια τ ί τους ρήμαξαν όταν βγήκε κείνος στο βουνό. Τα ξέρει όλα η Β ά γ ια , μα το πήρε απόφαση να μείνει
216
κοντά του. Μόνο που θα ’θελε να γίνονταν όλα στα φανε ρά. Τι το κακό; Μ ια γυναίκα θα του ’π εφ τε, που ζ ει μονά χος τόσα χρόνια, και ποιος ξέρει γ ια πόσα ακόμα. Τι το πείραζε το κόμμα, αν θα ήτα νε αυτή; Λύσσαξε η Ρ οδιά , γ ια τ ί ο άντρας τη ς είναι μισή μ ερ ίδα ... Οι α να τα ρ α χές δεν γίνοντα ι μόνο στη δική μας α υλή. Ο Αντρέας λ έει π ω ς δεν μπορεί να κλείσει μ ά τι, γ ια τ ί μέχρι τ α ξημερώ ματα καβγαδίζουν έξω από το «σκυλόσπιτό» του, κι οι το ίχο ι είναι ξύλινοι, τους διαπερνάει κι ο ψίθυ ρος ακόμα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς, πριν φ ύγει, με ορμήνεψε ν ’ απο φεύγω τ ις συζητήσεις και τα «κουτσομπολιά», γ ια τ ί δεν ξέρουμε πού θα β γά λει αυτή η κατάσ τα ση. «Δεν μπορεί παρά να βλάψ ει το κόμμα.» «Π οια κ ατάσ τα σ η, Α χιλλέα ;» «Ο κόσμος έχασε το σεβασμό του, θίγει π ρ ά γ μ α τα που είναι ιερά.» Δεν μου είπε τ ίπ ο τ ’ ά λλο, μα η Β ά γ ια τ α λέει α λ λ ιώ ς. Ε γ ώ ε ίχ α το μωρό και δεν μπορούσα να παω στη μ εγά λ η συνέλευση. «Πού να τ α φ ανταζόμασταν π α λιά » , μου δ ιη γ ιέ τα ι την ά λ λ η μέρα η Β ά γ ια . «Να β λέ π εις τον ΙΙΡΩΤΟ τω ν ΠΡΩΤΩΝ, που τον είχα μ ε τόσο ψ ηλά, σχεδόν σαν τον Σ τά λ ιν , να ρω τάει ποιος συμφωνάει με την απόφαση, και κάτω νέκρα! Τα χέρ ια , θαρρείς, πεθα μένα, ακούνητα. Γ ια πρώ τη φορά ο κόσμος τολμούσε.» Τολμούσε να μη συμφωνήσει σε κ ά τ ι που η ταν ολοφάνερο πω ς δεν ή τα ν έτσι που του το παρουσίαζαν. Κ α μ ία δεκα ριά όμως χέρ ια σηκώθηκαν: τ η ς Ρ οδιά ς, του Α λεπουλη, του Α χ ιλ λ έ α ... « Έ τρ ε μ α σαν το φύλλο», κάνει η Β ά γ ια , «κ αταλα β αίνεις, γ ια πρώ τη φορά στη ζω ή μας ανοίξαμε τα μ ά τια μ α ς.» Κ ι ύστερα, συνεχίζει με παιδιά σ τικη αφέ λεια: «Ποιος μας τ ’ άνοιξε, βρε Λ ενάκι; Ούτε που το κα τά λα βα » . Ο Α χ ιλ λ έ α ς, από κείνη τη μέρα, στριφογύριζε τ ις νύ χ τ ε ς στο κρεβά τι, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Το Λ ιοντάρι όλο του μηνούσε να π ά ει να τον δει. Έ φ ε υ γ ε , χα νότα νε και γύρναγε α ργά το βράδυ τσακισμένος. Μ ια μερα ηρθε
217
κ αι τον πήρε ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο. Ό τ α ν γύρισε, φαινόταν ακόμα πιο σκοτισμένος. Εκνευρίζομαι που δεν μου κουβεντιάζει τίπ ο τα . «Δεν κ α τα λ α β α ίν εις.» «Π ες μου να κ α τα λ ά β ω . Γ ια τ ί το Λ ιοντάρι τριγυρίζει σαν τη ν προξενήτρα από σ π ίτι σε σ π ίτι; Αφού ήρθε στην Τασκένδη να ξεκουραστεί και να συγκεντρω θεί, τ ι ιδροκοπάει τώ ρα;» Ό λ α α υ τά τ α λ έει «κουτσομπολιά» ο Α χ ιλ λ έ α ς κ α ι δεν θέλει να τα συζητώ . Τη μέρα που έφυγε γ ια τη ν «έδρα» έμοιαζε τόσο συγχυσμένος, που δεν είχα όρεξη να τον ρω τήσω τ ίπ ο τ α . Ούτε γ ια τ ί φ εύγει ούτε πόσο θα λείψ ει. Εκείνος μόνος του είπε, φ ιλ ώ ν τα ς τη Δαφνούλα: «Σε δυο βδομάδες που θα γυρίσω, ούτε θα με θυμάται.» Ε μ ένα μ ’ έσφιξε στην α γκ α λ ιά του, λες κ αι έφευγε γ ια τον εκατοντ α ε τή πόλεμο. Κ ι οι δεκατέσσερις π ο λ ιτείε ς είναι σε αναβρασμό. Κ άθε τόσο έ ρ χετα ι κάποιος στην αυλή μας και κ ά θ ετα ι, ανάλο γ α , κ ά τω από τη βουκαμβίλια ή την κ λ η μ α τα ρ ιά . Ξ ε χνούσανε π ο λ λ ές φορές π ω ς το άλλο πρωί έπρεπε να ση κωθούν χα ρ ά μ α τα να πάνε σ τις δουλειές τους, κ α ι τους έβρισκε η μέρα σ υζη τώ ντα ς. Ακούω τ ις συζη τή σ εις, μα π ώ ς να μ πω στη ζω ή τους. Τρία χρόνια στο βουνό και π έντε στην Τασκένδη, πριν έρθω εγώ . Την κόβουν τώ ρα αυτή τη ζω ή κομματάκι κομ ματάκι και ψάχνουν να βρουν ποιος έδωσε, ας πούμε, εντολή να εκ τελεσ τεί εκείνο το π α λ ικά ρ ι του Δημοκρατικού Σ τρατού που «θα ’πρεπε ά γ α λ μ α να του στήσουμε μεθαύριο σα γυρίσουμε στην Ε λ λάδα». Μ ε ποιον να μιλήσω ε γώ και ν ’ αναλύσω κομμα τά κ ι κο μ μ α τά κ ι, ώσπου να φ τάσω στον δολοφόνο τ η ς μνή μης του Ανεμοδαρμένου; Κ άθομαι στη βουκαμβίλια που εί ναι ο Α ργύρης, η Β ά γ ια κ αι μερικοί άλλοι από το σ π ίτι. Έ ρ χ ε τ α ι κι ο Αντρέας στη βουκαμβίλια. Η Λ ίζ α , αν μ ’ έβλεπ ε, θα ’λ ε γ ε π ά λ ι π ω ς ξεχω ρίζω συμπαθητικούς και α ντιπ αθη τικ ούς. Μ α πώ ς να μην είμ αι με τον Αργύρη, που σαν π λ έ ν ε τα ι στη βρύση κ ο ιτά ζω το στήθος και τ α πόδια
218
του κι είναι γ ε μ ά τ α σημάδια από βόλια. Τα χέρ ια του είναι κατάμαυρα, τα π λένει π ο λλή ώρα, γ ια τ ί δουλεύει στο χυτήριο. Το βράδυ μ ετά τ η δουλειά ξενυχτά ει στο βιβλίο, γ ια τ ί σπουδάζει με α λλη λο γρ α φ ία . Ο Α λεπουλης, με την άνεσή του. Π ά ει στο Π α νεπισ τή μ ιο, έ χ ε ι υποτρο φία, κι η Ρ οδιά το ίδιο. Ποιος διάλεξε τον Α λεπούλη γ ια το Π α νεπισ τή μιο και τον Αργυρή γ ια το χυτήριο; Ξέρανε κι οι δυο τ α ίδια γρ άμ μ α τα όταν φτάσανε στην Τασκένδη και το μυαλό του Αργύρη κόβει. Ο Α λεπουλης δουλεύει στο κόμμα κ αι π έφ τει κι ά λλος μισθός. Έ τ σ ι μπόρεσε κι αγόρασε στη Ροδιά μια τρίφ υλλη ντουλάπα με καθρέφτη, τη μοναδική που υπάρχει σ’ όλο το σ π ίτι. Οι συζητήσεις φουντώνουν μέρα με τη μέρα, μα τούτο το αποψινό σούρουπο μοιάζει τόσο ήρεμο. Αν και είμ ασ τε χωρισμένοι σε κ λη μ α τα ριά και βουκαμβιλια, κανείς δεν έ χει διάθεση γ ια καβγά. Ε γ ώ περιμένω τον Α ντρέα νά ’ρθει να πάμ ε β ό λτα . Προθυμοποιήθηκε η Β ά για να μείνει με τη Δαφνούλα, γ ια τ ί ο δικός τ η ς , όπως μου είπ ε, έχει εφημερία στο νοσοκομείο. Κ ουβεντιάζουμε μισοψιθυριστά με τον Αργύρη που μας λέει τ α νέα. II Ροδιά άφησε την κ λη μ α τα ριά κ αι τράβηξε τη ν καρέκλα τ η ς στη μέση τη ς α υλής, πολύ κοντά μας. Τρώει ηλιόσπορους και τους μασουλάει δυνατά. Από μικρή πάθα ινα α λερ γία , αν κάποιος δίπλα μου έτρ ω γε πασ ατέμπο. Ο αδερφός μου και τ α ξαδέρφια μ ας, ά μα θέλανε να με πειράξουν, έρχονταν πισω μου και μασουλούσανε τους σπόρους, φτύνοντας με δύναμη τ α φλούδια. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με τη Ροδιά δυο β ή μ α τα πιο κει. Β λ έπ ει κι ο Αργύρης τον εκνευρισμό μου και γυρί ζ ει και τη ς λέει: — Βρε Ρ οδιά , μας τρέλα νες στο τσάκα-τσούκα, δεν π α ς παραπέρα; — Γ ια τί; Ε νοχλήθηκε η μ α ν τά μ από τ α Π αρίσια; Α παντώ πολύ ήρεμα:
219
— Δεν έχ ε ις το δικαίω μα να με λες έτσι. — Το παίρνω μόνη μου το δικαίω μα να μ ιλώ έτσι στις κυρίες. Σ υ ν εχ ίζω ψύχραιμα: — Αν δεν σου πάει το όνομά μου, να με λες συντρόφισσα. — Σύντροφους λέω μόνο τους σύντροφους. — Αν εσύ βγήκες στο βουνό, κι εμείς κ άτω δεν κάναμε α γώ να ; Ε κείνη εξακολουθεί να μασουλάει ηλιόσπορους και να φτύνει ε π ιδ ειχ τικ ά τα φλούδια. Κ ά νει μια ανάπαυλα και σ υνεχίζει: — Ποιον α γώ να ; Α, αγωνιζόσουνα στους Παρισίους ντυ μένη σαν αρτίστα. — Σ κά σ ε, αγριεύει ο Αργύρης. Π ά ει η ψυχραιμία μου. Σ ηκώ νομαι. Π ά ω πολύ κοντά τ η ς . Τρέμω ολόκληρη. Ακούω τον εαυτό μου να σ τρ ιγκ λ ί ζ ε ι, υστερικά, παράφω να, αρπά ζω τη Ροδιά από το ρούχο: — Σου απαγορεύω να μου ξαναμιλήσεις έτσ ι. Ακούς; — Μου απαγορεύεις! Εσύ; Την τραβάω φ αίνεται πολύ δυνατά κι ένα κομμάτι από τη ν μπλούζα τη ς μου μένει στο χέρι. Ξ εσ κ επ ά ζετα ι το στήθος τ η ς . Ούτε νοιά ζετα ι να το καλύψει. — Π ο ια είσαι συ που μου απαγορεύεις; ξανα λέει έξαλλ
η
'
Μ ’ α ρπ ά ζει από τα μ α λ λ ιά και μου φέρνει το κεφ άλι πολύ κοντά στο δικό τη ς. — Τ ρελαθήκατε, σ τα μ α τή σ τε, ακούω τους άλλους να φωνάζουν. — Έ χ ε χά ρ η . Γ ια τον Α χ ιλ λ έ α . Α λ λ ιώ ς, από μεθαύ ριο, θα σ ’ έκανα να σουρθείς στα γόνατα να μου ζη τή σ εις συγγνώ μη. — Γ ια τ ί από μεθαύριο; Ε γ ώ δεν σούρθηκα στα γό να τα στην Α σ φ ά λ εια ... ’Ασε τα μ α λ λ ιά μου.
220
Δεν τ ’ αφήνει και ξεφω νίζω . Μ ια ξένη φωνή. Ο Αργύ ρης κι η Β ά γ ια κάνουν να μας χωρίσουν. • — Το γυναικά κι, θέλει και βοήθεια! — Φ ύγετε, ουρλιάζω στους άλλους και τους σπρώχνω πέρα. Π αλεύω με χέρ ια και με πόδια να τη ς ξεφύγω. Η Ρ ο διά είναι πιο δυνατή μου. Α κούνητη, στεριωμένη στα δυο τ η ς πόδια, μου σ φ ίγγει κι άλλο τ α μ α λ λ ιά και με τρ ε λ α ί νει στον πόνο. Τ α μ ά τια τη ς είναι μέσα στο πρόσωπο μου. Μ εγά λ α , κατάμαυρα, αστραφτερά. Θα του τα ίρ ια ζε του Α χιλλ έα ! — ’Αφησε τ α μ α λ λ ιά μου! Το λέω τόσο ήρεμα, που ξαφνιάστηκε. Ξελάσκαρε το χέρι τη ς. Τ ης έμεινε μια τούφα μ πλεγμ ένη στα δά χτυ λα και τα τ ιν ά ζ ε ι να την ξεμπερδέψει, λες και τη ν κ α ίει. Σαν μόλις τώ ρα να πήρε είδηση το γυμνό στήθος τ η ς , το σκεπάζει με το χέρι και τρ έχει να χω θεί στο σ π ίτι. Η Β ά γ ια μού φέρνει νερό. Θα μαι κ α τά χ λ ω μ η , γ ια τ ί νιώθω να μου έ χ ε ι φύγει όλο το α ίμ α από το πρόσωπο. Θα του τα ίρ ια ζε του Α χιλ λ έα ! Πλούσιο το στήθος τ η ς , στητό και κάτασπρο. Ο Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς, που τη ν εχει μαθήτρια, λ έει π ω ς είναι από τ ις πρώ τες. Κ α ι το δω μά τιό τη ς καθαρό, νοικοκυρεμένο. Έ χ ε ι φαρδιά λ α γόνια . Θα ’κανε π α ιδιά με τον Α χ ιλ λ έα . Α γόρια. Ο Α λεπούλης είναι στέρφος. Ψ η λ ο ί κι οι δυο, ο Α χ ιλ λ έ α ς κι α υτή. Θα συμ φωνούσανε σ ’ όλα. Δεν θα κρίνανε τον ΠΡΩΤΟ τω ν ΠΡΩ ΤΩΝ. Γ ια τ ί μ ’ έφερε ο Α χ ιλ λ έ α ς στην καρδιά τ η ς Α σίας, μέσα στη σ τέπα ; Μ ια Γοδιά του χρ εια ζότα ν. Κ ι ο ΖανΠ ω λ , π ώ ς μ ’ άφησε να φύγω έτσ ι αβασάνιστα. Κ ι εγώ πώ ς έφυγα; Π ώ ς το νομίσαμε όλοι π ω ς δεν γινότα νε α λ λιώ ς; Κ α νείς δεν μας υποχρέωσε. — Η σύχασε, κάνει η Β ά για και μου δίνει γουλιά γουλιά το νερό που έ χ ε ι στάξει μέσα μ έντα. Ο Αργύρης π ά ε ι να π ει κ ά τ ι, μα δεν προφταίνει. Έ ρ χ ε
221
τ α ι απέξω φουριόζος ο Π α ν τιά ς που μένει σ’ ένα από τα δ ω μ ά τια του σπιτιού με τ η γυναίκα του και τα τρ ία π α ι διά του. — Τ ι κάθεσαι; φω νάζει του Αργύρη. Αυτοί που κ αταψ η φίσαμε στη συνέλευση κ α τα λά β α νε τα γραφ εία κι έχουνε ταμπουρω θεί μέσα. Ο κόσμος έχει μοιραστεί στα δύο. Αρ π ά χ τη κ α ν κιόλας μερικοί στα χέρ ια . Η Ροδιά έχει ξαναφανεί στην αυλή. Φοράει μια ολο κόκκινη μπλούζα με κ εντημ ένα τρ ια ντά φ υλλα. Ακούει τον Π α ν τιά και χα μ ο γ ελ ά ε ι θριαμβευτικά. — Ν α ειδοποιήσω τη Φρόσω και φ ύγαμε, λ έει ο Αργύρης του Π α ν τιά . — Έ ρ χο μ α ι μ α ζί σας, ξεσηκώ νεται η Β ά γ ια , που ξέχα σ ε τη ν υπόσχεσή τη ς να μείνει με τη Δαφνούλα. Κ α τα φ θά νει ο Αντρέας φρέσκος φρέσκος με το π α π ιγιό ν του κ αι το λουλούδι στο π έτο . Του λέω τ α νέα και τον π αρα κ αλώ να φυλάξει το μωρό. Δεν μπορεί να ’μ α ι απέξω σε όλα! Θα π ά ω μ α ζί τους. Ο Αντρέας δ έχ ετα ι να μείνει. Α νεβαίνω να τα χτοπ οιή σ ω τη Δαφνούλα που κ οιμ άται στην κούνια τη ς μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. — Θα γυρίσω γρήγορα, φω νάζω του Α ντρέα τρ έχο ντα ς να προλάβω τους άλλους που είναι κιόλας στον δρόμο.— σε δυο ώρες π ρέπει να θηλάσω . Ο Α ργύρης κι ο Π α ν τιά ς μάς βιάζουν με τ η Β ά γ ια να π ερ π α τά μ ε γρήγορα και μ ας σπρώχνουν ν ’ ανέβουμε σ’ ένα τρα μ που έ χ ε ι ξεκινήσει. Από μακριά ακόμα, καθώ ς ανεβαίνουμε τον δρόμο γ ια τη ν π ο λ ιτ ε ία , ακούμε βουητό από φωνές. Μ ας προλαβαί νει στην είσοδο ο Γ ρηγόρης. Τον ξέρω, γ ια τ ί έρ χετα ι συ χ ν ά στο σ π ίτ ι να συζητήσουνε με τον Α χ ιλ λ έ α . Το πουκά μισό του κατασχισμένο. Τα μ ά τια του αγριεμ ένα. — Π έ φ τε ι ξύλο γερό! Μ παίνουμε στην αυλή, μερικοί δέρνονται, ά λλο ι προσ παθούν να τους χωρίσουν.
222
Ο κόσμος που είναι μαζεμένος κάτω από τα γραφ εία φω νάζει: «Να φ ύγετε, να φύγετε!» Τα παράθυρα του δεύ τερου ορόφου είναι ολοφώ τιστα, μα δεν φ αίνετα ι κανένας από μέσα, λ ες και παραμονεύουν. Σ το μεσιανό παράθυρο, στη μια μεριά πάνω στο π ερ β ά ζι, είναι στοιβαγμένα τού βλα σαν να τ α ’βαλε κάποιος εκεί γ ια να το χ τ ίσ ε ι. — Τ ι στο διάβολο, θα σφραγιστούνε μέσα; λ έει η Β ά για . Ξαφνικά, σ’ αυτό το παράθυρο πρόβαλε το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ. Γυμνός από τ η μέση κ αι πάνω . Γ υ α λ ίζει από τον ιδρώτα το πλαδαρό κορμί του. Μ όλις τον β λέπ ει ο κόσμος, δυναμώνει τ ις φωνές. Εκείνος κ ο ιτά ζει αδιάφορα, λες και δεν τρ έ χ ε ι τίπ ο τα . Ούτε κ α τα λ ά β α μ ε πότε πήρε ένα τούβλο από τον σωρό. Το π ετά ει στον α πένα ντι το ίχ ο , σκάει και τ α κομμάτια του τιν ά ζο ν τα ι σαν θραύσματα από οβίδα πάνω στον κό σμο. Μ α τ ι κάνει τώ ρα; Π ε τά ε ι αράδα τα τούβλα, λες και μας ραίνει με λουλούδια. Φ ω νές, σ τρ ιγκ λ ιές, χα λα σ μ ός. «Σ πάστε τ ις π ό ρ τε ς... σ τα μ α τή σ τε τ ο ν ... θα μας σκοτώ σει.» — Φ ύγετε, μ ας φω νάζει ο Αργύρης και μ ας σπρώ χνει με τη Β ά γ ια προς την έξοδο. Γυρίζω το κ εφ ά λ ι, να δω ακόμα μ ια φορά το Λ ιοντά ρι, μήπω ς με τ α χρόνια μού σβήσει από τη μνήμη αυτή η εικόνα και δεν το θέλω . Μ όλις που πρόλαβα να κοιτά ξω , κι ένα κομ μ ά τι τούβλο με χ τύ π η σ ε με τη γω νιά του ψ ηλά στο στήθος. Τρόμαξα από τη ν κραυγή τη ς Β ά γ ια ς. Ο Αρ γύρης σ χ ίζ ει το πουκάμισό του, κι η Β ά γ ια μού σκουπίζει το α ίμ α. — Πονάς; με ρωτάνε. Δεν ξέρω, τ α ’χ ω χα μ ένα . Η Β ά γ ια , με το υπόλοιπο πουκάμισο του Αργύρη, μου κάνει έναν πρόχειρο επίδεσμο και με δένει τόσο σ φ ιχτά γ ια να σ τα μ α τή σ ει το α ίμ α , που δυσκολεύομαι ν ’ ανασάνω.
223
— Ε υ τυ χώ ς που έκανε γ κ ε λ το τούβλο κι ύστερα σε βρήκε, κάνει ο Αργύρης έξω φρένων. Τρελάθηκε αυτός γ ια τα κ α λ ά . Θα σκοτώσει κανέναν. Θα ειδοποιήσω τους Σο βιετικούς. Δεν γίνοντα ι αυτά τ α π ρ ά γμ α τα . Ύ σ τερα γυρίζει σε μένα, β λέπ ει τον μουσκεμένο στο α ίμ α επίδεσμο και λέει στη Β ά για : — Π ή γ α ιν έ τη σε κανένα διανυχτερεύον φαρμακείο. — Ν α μας ρωτάνε π ώ ς κ αι τι; κάνει εκείνη. Έ χ ω στο σ π ίτ ι ό ,τ ι χ ρ ε ιά ζε τα ι. Ν α π έ θ α ιν α ... ηρω ικώ ς στην Τασκένδη! Από τούβλο που π έ τα ξ ε το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ. Η Λ ίζ α , ο Π άνος κι ο Ε υγένιος θα ’πρεπε να κατασκευάσουν μια ιστορία, γ ια τ ί θα το ’βρισκαν προσβολή στη μνήμη μου να μ ιλά νε γ ια τον «ηρωικό» μου θάνατο. Μ παίνουμε κι οι τρ εις στο τρα μ . Προχωρούμε κάμποσες στάσεις κι εκεί, στην Α γγ ελοπούλου που θα ’λ ε γ ε κι ο Α ντρέας, ορμάνε καμ ιά δεκα ριά άντρες κ α ι, πριν το καλοκαταλάβουμε, τραβάνε κάτω τον Αργύρη που στεκότανε κοντά στην πόρτα , γ ια τ ί θα κ α τέβ α ινε στην επόμενη στάση. Το τρα μ ξεκινάει α μ έ σω ς. Οι ά λλοι επιβ άτες κοιτάζουν σαστισμένοι. Έ ν α ς γ έ ρος μουρμουρίζει: «Τρελάθηκαν οι Γκρέκοι». Η Β ά γ ια κι εγώ φωνάζουμε στον οδηγό να σ τα μ α τή σ ει. Ε ίν α ι Ουζμπέκος, ούτε μας δίνει σημασία. Κ ρεμόμαστε στο παράθυ ρο κι ακούμε πέρα, μέσα στο σκοτάδι, τ ις φωνές του Αργύ ρη κ αι τ ις βρισιές τω ν ά λ λ ω ν. Η Β ά για έξα λλη τραβάει τον οδηγό από το μανίκι. — Σ τ α μ ά τ α ... σκοτώνουν άνθρωπο. Εκείνος τη σπρώχνει πέρα. — Δεν ανακατεύομαι σε ξένους καβγάδες. Ε γ ώ έχω ευ θύνη γ ια τον κόσμο που κουβαλάω. Το τρ α μ που, ως τώ ρα π ή γ α ιν ε σαν χ ε λ ώ ν α , πήρε φό ρα, το κ αμ πα νάκι του χ τ υ π ά ε ι σαν τρελό. Σ τη ν επόμενη στάση είναι κόσμος να κ α τέβ ει και κατεβαίνουμε κι εμείς. — Π ή γ α ιν ε σ π ίτι, λέει η Β ά γ ια . Ε γ ώ π ά ω να δω γ ια
224
τον Αργύρη. Ν α ειδοποιήσω τη ν αστυνομία, όποιον βρω από τους δικούς μ ας. Μη φοβάσαι, ξώφαλτσο ή τα ν ε, λ έει και χ ά ν ε τα ι μέσα στη νύχτα. Το στήθος μου με πονάει απο το γ α λ α και μου μουσκεύ ει το φόρεμα. Α νακατεύεται με το α ίμα. Τρέχω σαν τρελή μέσα στο σκοτάδι. Να φτάσω σ π ίτι! Θαρρώ π ω ς θα βρω τη ν κούνια τ η ς Δαφνούλας άδεια και αγριεύομαι. Κάπου πέρα ακούω φω νές. Έ χ ω ακόμα ένα τετρ ά γω νο γ ια να φτάσω . Έ χ ω ακόμα ένα τετρ ά γω νο γ ια να φ τάσω σ π ίτι. Η ώρα τη ς κυκλοφορίας τελ ειώ ν ει σε τρ ία λ ε π τ ά και πρέ π ει να βιασ τώ . Φ ταίει ο Π άνος που αργήσαμε. Του φάνη κε πω ς σε δύο γρ ά μ μ α τα δεν ε ίχ ε πιά σ ει κ αλά η μ π ο γιά . Β ουτάει γερά το πινέλο και μου το δίνει. Ξ αναγράφω το Ν και το Τ. ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ. Γ εμίσαμε τους τοίχους. ΣΤΑχΛΊΝΓΚΡΑΝΤ. Τ ρέχω μόνη μου μέσα στο σκοτάδι. Η χα ρ ά είναι τόση, που διώ χνει τον φόβο. Αύριο πρωι πρω ί δώσα με ραντεβού με τους άλλους να τριγυρίσουμε τους δρόμους τη ς Α θήνας. Θα ’χ ε ι λιακάδα κ αι θ’ αστραποβολάνε τα ντουβάρια. ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ. Κ ι εμείς θα περνοδιαβαίνουμε τ ά χ α τ ε ς αδιάφοροι, π λ ά ι σ τις ξινισμένες μούρες τω ν Γερ μανών. Θα καμαρώνουμε. Σ α ν να γλ ιτώ σ α μ ε το Σ τ ά λ ιν γκραντ με τ α ίδια μας τ α χέρ ια . Δεν φοβάμαι. Αύριο το πρω ί θα ’ναι σαν γιορτή. Από πέρα ακούγονται καρφιά, οι γερμανικές μ π ό τες. Φτερά στα πόδια μου. Δεν φοβάμαι. Αύριο θα ’ναι το πανηγύρι μας. Τρέμω από το φόβο, τρ έ χ ω , μα νιωθω βαρίδια σ τα πό δια. Οι όγκοι τω ν σπιτιώ ν θαρρώ π ω ς θα με πλακώσουνε. Λ ίγο ακόμα κ αι φ τάνω , μα μπορεί καθώς θα στρίψω τη γω νία να με παραμονεύουν να με σκοτώσουν... οι σύντρο φοι του Α χ ιλ λ έ α . Ο Α ντρέας τρομ ά ζει που με β λ έπ ει. Μ ατω μένη, ξ εμ α λ λιασμένη, με τ α μ ά τια δ ιά π λ α τα από τρόμο. Κ ρ α τά ει τη Δαφνούλα στην α γ κ α λ ιά του, που έ χ ε ι ξυπνήσει γ ια τ ί π έ ρασε η ώρα που ή τα ν να θηλάσει. Ν α τα ΐσω τώ ρ α το
225
π α ιδ ί μου με γ ά λ α και αίμα! — Τ ι έ γ ιν ε , λοιπόν; ρω τάει ανυπόμονα ο Α ντρέας. Του τ α λέω ανάκατα κ αι π ά ω στο δω μάτιο τ η ς Β ά για ς να βάλω καθαρό επίδεσμο. — Δεν είμ ασ τε κ α λά , δεν είμασ τε κ α λά , ακούω τη φω νή του, ενώ είμ αι κιόλας στον διάδρομο. Ξ α ναγυρίζω γρήγορα και παίρνω τη Δαφνούλα στην α γ κ α λ ιά μου. Ο Αντρέας κόβει βόλτες πάνω κ ά τω στο δω μάτιο. — Ν α σου ρίξει τούβλο το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ! Αυτό δεν έ χ ε ι γ ίν ε ι στην ιστορία τ η ς παγκόσμιας επανάστασης. Σ τη ν πόρτα έχει φανεί η Φρόσω. — Ο Αργύρης; Δεν προφταίνω να βρω κ α τι να τη ς πω κ αι β λ επ ει τ ις γ ά ζ ε ς με το τσιρότο που έχω β άλει στην π λ η γ ή . — Σ ε χτύπησ α ν; Ε ίνα ι χτυπημ ένος κι ο Αργύρης; κάνει αλαφ ιασμ ένη. — Ο Αργύρης είναι με τ η Β ά γ ια . Ο Αργύρης είναι με τη Β ά γ ια . Το λ έω τόσες φορές μ η χ α ν ικ ά , που α ρ χ ίζε ι να μη με π ισ τεύ ει. — Έ χ ε το νου σου στα π α ιδ ιά . Π ά ω να τον ψάξω. — Ό π ο υ να ’ναι θα ’ρθουν... όπου να ’ναι θα ’ρθουν. Η Φρόσω στέκετα ι στη μέση τη ς κάμαρας κ αι μοιάζει φοβισμένο ζώο. «Ξέρεις τ ι π α λ ικά ρ ι είναι η Φρόσω;» μου ’λ ε γ ε η Β ά γ ια όταν μου γνώ ρ ιζε έναν έναν αυτούς που μέναμε στο ίδιο σ π ίτι. «Κουβαλούσε μέσα στη φ ω τιά τους τρ α υ μ α τίες στην π λ ά τη τ η ς .» — Αν πάθει τίπ ο τα ο Α ργύρης, θα πέσω στη λίμ νη με τ α π α ιδ ιά , κάνει η Φρόσω με άχρω μη φωνη. Ο Α ντρέας έχει β γ ει στον διάδρομο να καπνίσ ει. Η Δαφνούλα αποκοιμήθηκε στο στήθος μου. Θ ήλασε μόνο από το ένα. Το άλλο τη ς μυρίζει ιώδιο. Με πονάει αφόρη τ α από το γ ά λ α . Π ρέπει να το σ τρ α γγίξω μόνη μου. Β ά
226
ζω τη μικρή στην κούνια τ η ς. Έ ξ ω ένας γκιόνης χ α λ ά ε ι τον κόσμο στο κλ ά μ α . Η Φρόσω έ χ ε ι γίν ει ένα κουβαράκι τόσο δα, χά μ ω στα πόδια του κρεβατιού. Ακούμε τη φωνή τη ς Β ά γ ια ς που μ ιλά ει κ ά τω στην αυλή με τη γυναίκα του Π α ν τιά . Η Φρόσω τρ έχει στο παράθυρο. — Β ά για ! — Α νεβαίνω. Η Φρόσω δεν το λμ ά ει να τη ρω τήσει. Η φωνή τ η ς Β ά γ ια ς είναι κοφτή, σαν να δ ια τά ζει: — Ε ίνα ι στο νοσοκομείο, δεν είναι σοβαρά, τον παρα στέκει ο Κ υριάκος. Π ά ρ’ του π ιτ ζ ά μ ε ς και π ά μ ε. Η Ε λ έ νη θα ’χ ε ι το νου τη ς στα π α ιδιά . Ο Α ντρέας στέκει στην πόρτα με το τσιγάρο κολλημένο στα χ ε ίλ ια . — Κοιμήσου στο δω μάτιό μου, του λέει η Β ά γ ια . Ε γ ώ όταν γυρίσω θα πέσω με τη ν Ε λ έν η , στην π ο λ ιτεία σου π έφ τει ξύλο. Η Φρόσω π ά ει να ετοιμ α σ τεί. Η Β ά γ ια κ λείνει τη ν πόρτα, κάθετα ι στο κρεβάτι και σ κεπάζει με τ α χέρ ια το πρόσωπο. — Τι φ ρ ίκ η ... τ ι φρίκη! Ούτε τ η μέρα που ’γιν ε το μ α κελειό στο Β ίτσ ι. — Ε ίν α ι σοβαρά ο Αργύρης; ρω τά ει ο Α ντρέας. Η Β ά γ ια σηκώνει το κεφ ά λι κ αι μας κ ο ιτά ζει. Το πρό σωπό τη ς είναι πέτρινο. ... Ό τ α ν μ ’ άφησε η Β ά γ ια , γύρισε μια στάση πίσω να δει τ ι απόγινε ο Αργύρης. 'Ακούσε πίσω από μ ια μάντρα ουρλιαχτά και βρισιές. Δεν αναγνώ ρισε τ ις φω νές, μοιά ζανε όλες τους, ήτανε στρ ιγκλιάρ ικ ες και λέγα νε βρομό λο γα , δεν τ α ’χ ε ακούσει ποτέ από κανένανε τόσα χρόνια σ τις μ ά χες. Ε ίδε σκιές να πηδάνε πάνω από τ η μάντρα και να το βάζουν στα πόδια. Π ίσ ω από τη μάντρα δεν έβγαινε κανένας ήχο ς. Προχώρησε στο σκοτάδι, αφουγκράστηκε ξανά κ αι πήδησε από τη ν ά λ λ η μεριά τ η ς μάν
227
τρ α ς, ψαχούλευε στο σκοτάδι. Χ άμ ω κείτονταν κάποιος. Τον ψ ηλάφ ισε, το μ εγάλο ρολόι του Αργυρή που το καμ ά ρωνε! Φοβήθηκε πω ς τον σκότωσαν. Του έπιασε το σφυγ μό, χτυπούσε αδύναμα. 'Ακουσε από μακριά τ η σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Π ε τά χ τ η κ ε στον δρόμο. Σ τά θη κ ε μπρο στά στα φ ώ τα σηκώνοντας ψ ηλά τ α χέρ ια τ η ς . Το ασθε νοφόρο σ τα μ ά τη σ ε, του έδειξε τη ν τα υ τό τη τα τ η ς νοσοκό μου, οι τραυματιοφορείς τη ν ακολούθησαν πίσ ω απο τη μάντρα. Πήραν τον Αργύρη. Μέσα ή τα νε κι ά λλο ι π λ η γω μ ένοι που βογκούσαν. Ρ ώ τη σ ε σε ποιο νοσοκομείο τους πάνε κι έτρεξε να βρει τον Κυριάκο που εφημέρευε. Ο Κ υ ριάκος άφησε άλλον στη θέση του και φύγανε να βρούνε τον Αργύρη. Τον βρήκανε χτυπημ ένο ά σ χη μ α , κινδύνευε να χ ά σ ε ι το μ ά τι του. Η Β ά γ ια κι η Φρόσω φεύγουνε. Μένουμε με τον Αν τρ έα. Δεν έχουμε κουράγιο ούτε να μιλήσουμε. Το κ α λύ τε ρο που μπορώ να κάνω είναι να ψήσω καφέ. Ο Α ντρέας π αίρνει μ η χα νικ ά το φ λ ιτζ ά ν ι που του δίνω και λ έ ε ι, σαν να μ ιλ ά ει στον εαυτό του: — Ο ύτε στο Τ ι να κάνουμε ούτε στο 7?να βήμα μπρος, δυο β ή μ α τα π/σω ούτε στο Ο ιμπεριαλισμός το α νώ τα το στάδιο του κ α π ιτα λ ισ μ ο ύ ... Τον κ ο ιτά ζω . — Ν α ι, να ι, συνεχίζει εκείνος. Ό σο από τον Αένιν κ ά θισα κ α ι διάβασα και κ ά τι ψ ιλά από τον Σ τ ά λ ιν , να μη λένε π ω ς η μόρφωσή μου ή τα ν ε αστική —που ή τα ν ε —, δεν βρήκα πουθενά πω ς μπορεί οι σύντροφοι να δέρνονται με ταξύ τους και να βγάζουνε τ α μ ά τια τους. Ν ιώ θω ξαφνικά κουρασμένη, γέρνω στο κρεβ ά τι. Ο Αν τρέας π αίρνει το φ λ ιτζά ν ι του και πά ει κ α τά τη ν πόρτα. — Π ά ω στης Β ά για ς να ξαπλώ σω λίγο. Κ λείδω σε την πόρτα. Δεν ξέρεις τ ι γ ίν ε τα ι. Ας γ ίν ε ι ό ,τ ι θέλει. Δεν έχω κουράγιο να κουνήσω. Ά ρ χ ισ α να βυθίζομαι σ’, έναν ύπνο, σαν να π έφ τω σε π η
228
γ ά δ ι... Χ τυπ άνε τη ν πόρτα. Α νοίγω με κόπο τ α μ ά τ ια . Ε ίν α ι ακόμα ν ύ χτα . - Ν τ ά φ ν η ... κοιμάσαι; Ν τάφνη! Ο Ζ αν-Π ω λ! Π ετιέμ α ι α πά νω , τρ έχω στην πόρτα, μισοκοιμισμένη ακόμα. Την ανοίγω δ ιά π λ α τη . Βρίσκομαι μπροστά στον Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς! — Σ ε ξύπνησα; Έ μ α θ α π ω ς έ χ ε τε φασαρίες. Ε ίπ α μ ε με τη ν Ουρούν μ ή π ω ς θέλεις να σας πάρω σ π ίτι με τη μικρή.
μοτέρ στοπ
Η Ε λένη φορεί το αδιάβροχο τ η ς πάνω από το μπομπονί νυχτικό κι ε το ιμ ά ζετα ι να π ά ει στο μπαρ. — Δεν θά ’ρθεις; ρω τάει τον Ε υγένιο. — Β αριέμ αι, τη ς α π α ντά ει ά κεφ α, φέρε μου κανέναν καφέ όταν γυρίσεις. Το μπαρ είναι γεμ ά το κόσμο. Έ ν α παρδαλό πλήθος ντυμένο λο γή ς λο γή ς κοστούμια. Ψ ά χ ν ε ι να ανακαλύψει τον Ν τιν τιέ , α λ λ ά τη β λέπ ει εκείνος κ αι τη ς φ ω νάζει από μ ια γω νιά . — Δεν μπορώ να μείνω πολύ. Αυτός ο τρελός σκηνοθέ τη ς αποτρελάθηκε. Δεν του αρέσει καμιά από τ ις σκηνές που γυρίσαμε χ τ ε ς . — Κ α λ ύ τερ α , θα τ ις ξαναγυρίσετε όλες, κι έτσ ι θα ’χουμε μια μέρα παραπάνω δουλειά. — Να συμφωνήσω τότε π ω ς είναι σκατά, γ ε λ ά ε ι ο Ν τιν τιέ. Ά μ α γ ε λ ά ε ι μ οιάζει στον Ρ α φ Β αλόνε. «Είσαι ερωτευ μένη μ α ζ ί του», τη ν πείραζε ο Ζ α ν -Π ω λ , γ ια τ ί δεν άφηνε τ α ιν ία γ ια τα ιν ία του η Ε λένη . Ο Ν τιν τιέ τ η ς προτείνει να βγούνε μ α ζί το Σ άββα το.
229
Ν α μην κάνει όμως σαν τη ν ά λ λ η φορά, να έχ ε ι βρει κά ποιον γ ια τη μικρή. — Θα βρω, του α πα ντά ει και σ υλλογιέτα ι πω ς το Σ ά β βατο είναι μακριά ακόμα. Ο Ν τ ιν τιέ πίνει δυο γουλιές καφέ και σηκώ νεται να φ ύγει. — Π ά ω , γ ια τ ί ο τρελός θα με ψ άχνει, λ έει και τη ς δίνει ένα π ε τα χ τό φ ιλί στο στόμα. Η Ε λ έν η παίρνει καφέ και σάντουιτς γ ια τον Ευγένιο. — Τόσο γρήγορα; κάνει εκείνος μόλις τ η β λ έπ ει να μ π α ίνει στο κουπέ. Α κουμπάει τον καφέ και το σάντουιτς στο τρ α π εζά κ ι και τον α γ κ α λ ιά ζε ι από τους ώμους. Ούτε ξέρει το γ ια τ ί. Ν ιώ θει τ α ζεσ τά χέρια του να τη ς τυλίγουν τη μέση κ άτω από το αδιάβροχο και πάνω από το νυχτικό. Ο Π άνος ή η 'Αννα θα θελήσουν να μείνουν με τ η Δαφνούλα το Σ άβ βα το. Η Ε λένη όμως δεν αποφ ασίζει τ ι θα κάνει το Σ ά β βα το. Δεν υπάρχει πιο ανελεύθερος άνθρωπος από κείνη. Τι τη ν εμ ποδίζει να περάσει όμορφα με τον Ν τιντιέ; Να π ε ράσει όμορφα! Έ χ ε ι ξεχάσ ει τ ι θα π ει να περνάς όμορφα, χω ρ ίς να σε τριβελίζουν χ ίλ ιε ς σκέψεις. Αν δεν ή τα ν ο Α χ ιλ λ έ α ς φυλακή, θα ζητούσε να χωρίσουν. Ν α φύγει π ια από π άνω τη ς ο τίτλ ο ς «αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έα » . Πριν από μέρες, τη σ τα μ ά τη σ ε κάποιος στο μπουλβάρ Σ α ιν-Μ ισ έλ. «Δεν είσαι η . .. » , έψαχνε να θυμηθεί το όνο μ α, « ...η αρραβωνιαστικιά του Α χιλλέα ; Ε ίμ α ι ο Φρίξος.» Π ώ ς να τον αναγνω ρίσει. Ε ίχ ε να τον δει από το ’4 5 . Ο Φρίξος — ποτέ δεν έμαθε το αληθινό του όνομα — ήτα νε ένα μαυριδερό αεικίνητο αγόρι με το καλαμπούρι στο στό μ α. Τώρα ειχε μπροστά τ η ς έναν ανθρωπάκο με ψαρά μ α λ λ ιά κι ανέκραστα μ ά τια . Ε ίχ ε φύγει κι αυτός από την Ε λ λ ά δ α με τη δικτατορία, μην τον πιάσουνε. Π α ρ ’ όλο που από το ’60 , που βγήκε ύστερα από δεκατρία χρόνια φ υλακή, δεν είχε α να κατευτεί πουθενά. Ό μ ω ς , στείλανε
230
εξορία κόσμο και κοσμάκη με π α λ ιά δράση. «Αυτοί δεν κοιτάνε τέτο ιες λεπτομέρειες. Δεν θα ά ντεχα τ ις εξορίες, πάθανε τα νεφρά μου, τό τε από το ξύλο. Μ α και τζίφ ρα δεν θα τους έβα ζα.» Η Ε λένη τον ρω τάει τ ι κάνει στο Π αρίσι. «Τ ίποτα.» Το είπε έτσι αυτό το «τίπ οτα», που έδειχνε το άδειο τη ς ζω ής του. Η γυναίκα του βρήκε δου λ ειά , καθαρίστρια σε γραφ εία. Εκείνος παίρνει από το πρωί τους δρόμους. Π ερ πατάει έτσ ι, χω ρίς σκοπό. Μ π α ί νει σε κανένα καφενείο να π ιε ι καφέ και π ά λ ι δρόμο, ώσπου να σχολάσει η γυναίκα του. «Κ αι σου λένε π ω ς το Π αρίσι είναι ω ραία πόλη. Β ροχή, γ λ ίτ σ α , κι ο καφές τους φαρμακερός.» Ύ στερα είπε σαν μετανιω μένος: «Μπορεί να ’χ ω κι άδικο. Σ ά μ π ω ς β λέπω τίπ ο τα που περπα τά ω ! Κ αλύτερα εξορία, η ξενιτιά δεν σηκώ νεται». Τα χέρ ια του Ευγένιου τ η σφίγγουνε δυνατά τώ ρα. — Το Σ ά β βα το μπορεί να ’χ ε ι λιακάδα. Θα ’θελες να κάναμε μια μ εγ ά λ η βόλτα; Η Ε λένη ξεφεύγει από το α γκ ά λ ια σ μ ά του, β γ ά ζ ε ι το αδιάβροχο και παίρνει τη θέση τ η ς . Ό που να ’ναι θα χ τ υ πήσει η κλακέτα,. — Μ πορεί. Ο Ε υγένιος μαζεύει ένα γρ άμ μ α που έπεσε από τη ν τσέπη του αδιάβροχού τη ς. — Ε ίνα ι του αδερφού μου, λ έ ε ι η Ε λένη . Γράφει πω ς μου στέλνει τ α γρ ά μ μ α τά μου που ε ίχ α γράψει στη Λ ίζ α . Να τ α κάνω τι;
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Ο ταχυδρόμος! Με τη φουσκωμένη τσ ά ντα κρεμασμένη στον ώμο. Που στέκεσαι με λ α χ τά ρ α όσο τη ν ψαχουλεύει,
231
μ ή π ω ς τραβήξει σαν τον ταχυδακτυλουργό, από το μαγικό κουτί του, το γράμμα που περιμ ένεις. Τον λ έ γ α ν ε Π ίπ ο, τον ταχυδρόμο στη Ρ ώ μ η . Μου έφερνε τα γρ ά μ μ α τα τη ς Λ ίζ α ς και του Ζ α ν-Π ω λ, μ ια φορά που είχε λείψ ει τ ις γιορτές να π ά ει στην οικογένειά του στη Γενεύη. Έ ξ ι γρ ά μ μ α τα μου είχε σ τείλ ει μέσα σε δέκα μέρες, κι εγώ ά λ λ α τοσα. Γράφαμε σελίδες ολόκληρες τ ι κάναμε ώρα τη ν ώ ρα, τ α πιο ασήμαντα π ρ ά γμ α τα . Π ώ ς π ή γ α με τη Λάουρα στον κινηματογράφο και είδαμε τον Ά μ λ ε χ με τον Λόρενς Ο λιβιέ, ντουμπλαρισμένο στα ιτα λ ικ ά , να λέει: « Έ σ ερ ε ο νον έσερε» και κρατούσα με κόπο τ α γ έ λ ια , π ω ς μας περίμενε ο Φράνκο στην έξοδο, να π ά μ ε γ ια καρμπονάρα. Ο Ζ αν-Π ω λ έγραφε πω ς κάνει σκι, π ω ς π ή γ ε στη θεια του, είχε φ τιά ξει μ η λ ό π ιτα , και κ ά τω κ άτω γράφαμε: μένουν τόσες μέρες να γυρίσεις, μένουν τόσες μέρες γ ια να έρθω. Σ αν έφ τασ ε, δεν είχα μ ε τίπ ο τ α να διηγηθούμε, τα ξέραμε όλα, κι ήτα νε σαν να μην είχα μ ε χω ρίσ ει. Μ πορεί να μην ξαναδώ ποτέ στη ζω ή μου τ α χ υ δρόμο. Ν α μην ξαναδώ τη θάλασσα, τη Λ ίζ α , τον ΖανΠ ω λ , τον Π ιπο. Σ πανια τα γρ ά μ μ α τα που φτάνουνε στην Τασκένδη γ ια τους πολιτικούς πρόσφυγες, όπως τους λένε, οπως μας λένε. Πηγαίνουν όλα στην π ο λ ιτεία όπου είναι η καθοδηγηση, κι από κει μας τα μοιράζουν. Το πρώτο γράμ μ α τ η ς Λ ίζα ς έκανε τέσσερις μήνες να φ τάσει και τ ’ ά λ λ α ακόμα πιο πολύ. Τ α σ τέλνει στη Μ αρί-Τερέζ κι εκείνη σε μένα. Τα δικά μου κάνουν τον ίδιο αντίστροφο δρόμο. Έ ν α γράμμα κατευθείαν από τη ν Τασκένδη θα τους έβαζε σε μ πελάδες. Τι να πεις λοιπόν με τέ το ια α λ λη λο γρα φ ία ; «Ε ίμαι κ α λ ά , η Δαφνούλα μπουσούλησε, έβ γα λε δοντάκια.» Η Λάουρα δεν έχει κανένα λόγο να μην μου γράφ ει κατευθείαν. Ε ίχ α μ ε συμφωνήσει να σ τέλ νουμε πού και πού καμιά κ άρ τα , μόνο γ ια να ξέρου'με πω ς είμ ασ τε κ α λ ά . Ε γ ώ τ η ς έσ τειλ α μ ία , ένα τοπίο του Ρ ώ σου ζω γράφου Λ εβιτάν, και ύστερα από έξι μήνες πήρα
232
μια δική τ η ς με τη γέφυρα τω ν Α γγέλ ω ν . Λ ίγ α λ ό γ ια , μα δεν χρειά ζονταν περισσότερα: «Ε ίμαστε κ α λά και μας λείπ εις» . Του λ είπ ω . Του λείπ ω ; Δεν ξαναπάντησα. Τ ι να πω ; Ούτε όμως κι ο Σεριόζα μου έγραψε, κι αυτό με π αρ α ξενεύει πολύ. Δεν ξέρω τη διεύθυνσή του. « θ α σου σ τείλ ω πρώτος μήνυμα», είπε καθώς με αποχαιρετούσε στο τρένο. Σ υ λλο γιέμ α ι τώ ρα πω ς είπε «μήνυμα», οχι γρ α μ μ α . Δεν μπορεί να με ξέχασ ε ο Σεριόζα! Ε ίνα ι Μ άρτης. Οι τρα υματίες του Σ επτέμβρη β γήκαν από τα νοσοκομεία κι η καινούργια καθοδήγηση ε γ κ α τα στάθηκε στα γραφ εία. Το μίσος όμως παραμένει. Δεν κ α θόμαστε π ια στην αυλή. Ε ίν α ι γ ε μ ά τ η λασπωμένο χιό ν ι. Ό τ α ν συναντιόμαστε στη βρύση, εμείς τη ς βουκαμβίλιας κι εκείνοι τ η ς κ λ η μ α τα ρ ιά ς, δεν λέμε ούτε κ αλη μ έρα . Ο μόνος που χ α ιρ ε τά ε ι και γυρεύει αφορμή να π ιά σ ει κουβέν τ α και δ ια λ α λ ε ί παντού π ω ς τον «ξεγέλασαν τ α γεγονό τα» είναι ο Α λεπούλης. « Γ ια τί αυτός π ά ει π ά ν τα κ α τά πού γέρνει η ζυγαριά », λ έει η Β ά γ ια . Η Ρ οδιά , π ά ντα α γέρ ω χη , π ε τά ε ι κάθε τόσο το φαρμακι τη ς: «Ας μην εί χ α τ ε π λ ά τε ς τους Σοβιετικούς και σας έλ εγα » . Ε ίχ α μ ε π λ ά τε ς τους Σοβιετικούς! Δεν το ’χ α πάρει, εγώ το υ λ ά χ ι στον, είδηση. Η Β ά γ ια έ χ ε ι γίν ει θηρίο με τη Ρ οδιά κι ορκίστηκε να τ η σ τείλει στο εργοστάσιο. «Δεν μπορεί να συνεχίζει τ ις σπουδές τη ς σαν να μην συνέβηκε τίπ ο τ α . Αν κέρδιζαν αυτοί, θα μας στέλνανε στο κάτεργο.» Σ υνέ λαβε λοιπόν το μ εγάλο σχέδιο τ η ς εκδίκησης, μα χω ρ ίς εμένα δεν μπορούσε να το εκτελέσ ει. θ α μιλούσα στον Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς να τη ν κόψει στις εξετάσ εις σε δύο βασικά μ α θή μ α τα , γ ια να μην μπορέσει να συνεχίσει στο Ινστιτούτο. «Να π ά ει λ ίγο καιρό στο εργοστάσιο, να τρ ιφ τεί η μούρη τ η ς , και μ ετά βλέπουμε», αναψοκοκκίνιζαν περισσότερο τ α κόκκινα μ άγουλα τ η ς Β ά γ ια ς. Ε γ ώ δίσ τα ζα , μα σαν άκουγα τ η Ρ οδιά να βροντάει τον κουβά που γ έ μ ιζε νερό όταν μ ’ έβλεπε να πλ η σ ιά ζω στη βρύση,
233
δαιμονιζόμουνα και το ’παιρνα απόφαση. Έ π ρ ε π ε να βια σ τώ , γ ια τ ί θα γύριζε ο Α χ ιλ λ έ α ς, κι ή θελα να προλάβω να κάνω τ ο ... διάβημα, πριν έρθει. Με ε ίχ ε π ιά σ ει μ ε γ ά λη α γω νία περιμένοντας τον Α χ ιλ λ έ α . Π ώ ς θα γυρίσει; Π ω ς θα σ χολία ζε τα γεγονότα ; Κ ι αν συμφωνούσε με τη Ροδιά κ αι τους άλλους; Θα ξενυχτούσαμε π ά λ ι, θα τα μ πλεκαμε όλα, θα τσακωνόμασταν ή θα ξημερωνόμασταν βουβοί. Δεν έτρω γα τ ίπ ο τ α , ε ίχ α γίν ει π ε τ σ ί και κόκαλο. Ο δασκαλός μου με μάλω νε γ ια την αδυναμία μου και καθε φορά που π ή γα ινα γ ια μάθημα η Ουρούν μου εφερνε ένα δυναμωτικό ζελ έ. Ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς παρακο λουθούσε με .πολύ ενδιαφέρον όσα του διηγιόμουνα γ ια τα γεγονότα κ αι ρωτούσε σαν π α ιδ ί που περιμένει με α γω νία τ η συνέχεια του παραμυθιού με το λύκο κ α ι την Κοκκινοσκουφίτσα. «Τι α πέγινε το Λ ιοντάρι του Ντανφέρ;» « Ε φυγε τη ν ά λ λ η μέρα που μου π έτα ξε το τούβλο.» «Ο Αργυρής;» «Τον στείλανε οι Σ οβιετικοί σε νοσοκομείο στη Μ όσχα.» «Ο Α χ ιλ λ έα ς πότε γυρίζει;» «Αυτές τις μέρες.» «Θα ’ρθει να βρει την τουβλοχτυπημένη του πριγκιποπούλ α » , γελούσε με την καρδιά του, κι ύστερα με κοίτα ζε σ τα μ ά τια . «Χαίρομαι που το ’φ αγες εσύ το τούβλο — αφου δεν ή τα νε και τόσο σοβαρό. Μ ’ αρέσει που είσαι μ ’ αυτούς που δάρθηκαν, παρά μ ’ εκείνους που δέρνανε.» «Τώρα θα του πω γ ια τη Ρ οδιά », συλλογιόμουνα. Τώρα θα του π ω πω ς δεν γ ίν ε τα ι να ξεχαστούν όλα. 0 Αργύρης θα γυρίσει σε λ ίγ ο και θα κ ά θετα ι στην αυλή κάτω από τη βουκαμβιλια μ ’ ένα μ ά τι. Η αλήθεια είνα ι πως ή τα νε ο μονος που δεν ζητούσε εκδίκηση. Ε ίχ α μ ε π ά ει με τον Αντρεα κ αι τ η Β ά για να τον δούμε στο νοσοκομείο. Σ φ ρ α γι σ τά τα χ ε ίλ η του. Ό σο και να ρωτούσε επίμονα η Β ά γ ια , ποιοι τον χτύπ η σ α ν, εκείνος έ λ εγε μόνο: « Ή τα ν ε σκοτά δι, δεν ξεχώ ρ ιζα κανέναν». Η Β ά για όμω ς είναι σίγουρη π ω ς ξέρει. «Θα πρέπει να ’τα νε πολύ δικοί του και τον πονάει.»
234
Δεν πρόλαβα ν ’ α ποτελειώ σω όσα ε ίχ α να π ω γ ια τη Ροδιά κι ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς π ε τά χ τη κ ε α πά νω . Τα ήρεμα γ α λ ά ζ ια μ ά τια του γίνα νε θυμωμένα. Έ τρ ε μ ε ολό κληρος και μιλούσε τόσο δυνατά, που ήρθε η Ουρούν τρο μαγμένη και στάθηκε στην πόρτα. «Αυτό π ο τέ, ακοός; Π οτέ, ποτέ!» Κ ραυγή το τελ ευ τα ίο «ποτέ». Φ οβήθηκα. Η Ουρούν π ή γ ε κοντά του, του έδωσε νερό. Ή π ιε μια γουλιά και συνέχισε πιο ήρεμα: « Γ ια τί νομίζεις π ω ς βρίσκομαι' εδώ στην Τασκένδη; Μ ’ έδιωξαν από το Π α νεπισ τή μ ιο τ η ς Μ όσχας. Αρνιόμουνα να απορρίψω κάποιους αριστούχους μαθητές. Έ π α ιρ ν α α πα νω τά σ η μ ειώ μ α τα από ψ ηλά . Δεν’ δ έχτη κ α ποτέ να λερώσω το όνομα του δασκάλου. Κ α ι να το κάνω τώ ρα , που αρχίζουμε ν ’ ανασαίνουμε; Οι μαθητές μου, οι μ ελ έτες μου, η ζω ή μου, π ή γα ν ε ό λ α ... Β έ β α ια ,> δεν ξέρανε πόσο καλό μου κάνανε και πω ς θα έμ παινε η Ουρούν στη ζω ή μου». Έ νιω σ α να ζαρώ νω , να γίνομ α ι τόση δα. Δεν ε ίχ α ξανααισθανθεί τόση ντροπή στη ζω ή μου. Χ ω ρίς να κ α τ α λ α βαίνω τ ι έκανα, άρπαξα το χέρ ι του και το φ ίλησ α. Θα ’θελα να γονατίσ ω στα πόδια του, όπως στα μυθιστορήμα τ α του Τ ολστόι, να πω «ήμαρτον», κι ας με κ λ ο τσ ο ύ σ ε.Ή χειρότερη πράξη τ η ς ζω ής μου! Ο δάσκαλός μου εξακολου θούσε να είναι ταραγμ ένος. Η Ουρούν με πήρε α π α λ ά από τη μέση και μ ’ έβ γα λ ε από το δω μάτιο. «Π άμε στην κουζίνα να πιούμε τσ ά ι, πρέπει να μ είνει μόνος του, να ηρεμήσει.» «Κ ελάηδημα πουλιού η φωνή τη ς» που με παρηγορούσε και «χάϊδεμα φ τερούγας τα χέρ ια τη ς» στα μ α λ λ ιά μου. «Μην κ λ α ις, θα σε συγχω ρέσει, σ’ α γ α π ά ε ι πολύ.» Ο Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς με συγχώρεσε. Ε γ ώ δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου. Αυτή τη ν «πράξη» μου δεν θα τη ν ξεχάσω, ποτέ στη ζω ή μου, γ ια τ ί, αν δεν ή τα νε ο δάσκα λός μου, θα τη ν είχα εκτελέσει κι η ντροπή θα κολλούσε γ ια π ά ν τα στο δέρμα μου. Μ άρτης μ ήνα ς. Ό λ η η Τασκένδη είναι μια λά σ πη ανα
235
κα τω μ ένη με χιό νι. Η Ρ οδιά γυρίζει από το Ινσ τιτούτο τ η ς . Π ά νω στη μ α ντίλ α τ η ς λαμποκοπούν σ τά λες από λιω μένο χιό ν ι. Το κρύο τ ή ς ροδοκοκκινίζει τα μ άγουλα. Ομορφη όσο ποτέ κ αι υπεροπτική, «σαν να μην έτρεξε τίπ ο τα » που λέει κι η Β ά γ ια . Χ α ιρ ετά ει μόνο τον Α χ ιλ λέα κι ας είμ αι κι εγώ δ ίπ λ α . Μπορεί να περίμενε κι εκείνη τον γυρισμό του, μ ε τά τα γεγονότα , με α γω νία οπως κι ε γ ω . Μπορεί να φ αντα ζότα νε π ω ς θα συμμαχούσε μ α ζ ί τ η ς . Πόσο λίγο τον ξέρουμε τον Α χ ιλ λ έα ! Από την πρώ τη σ τ ιγ μ ή που ήρθε, οι φόβοι μου διαψεύστηκαν. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δουλεύει τώ ρα στο εργοστάσιο. Δεν τον έσ τειλ ε κανένας, μόνος του το πρότεινε. Δεν ξέρω πώ ς ή τα νε μ ετά τη ν υποχώρηση στον Γράμμο, μα σε τούτη τη ν επιστροφή του από τη ν «έδρα» έμοιαζε σαν να ’χ ε χά σ ει π ο λ λ ές μ ά χες. Θαρρώ π ω ς τη ν απόφαση γ ια το ερ γοστάσιο τη ν πήρε όταν είδε το σημάδι μου από το τού βλο. Να δουλέψει ερ γά τη ς, «ώσπου να γίνουν οι διεργα σίες μέσα μου», έτσι είπε. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν ε ίχ ε ανάγκη να τον καρφώσει κανείς γ ια να τον στείλουν στο εργοστά σιο. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν μπορούσε ποτέ να ’χ ε ι ά λ λ η γνώ μη από τη ν καθοδήγηση, όποια κι αν είναι. Μόνο να , α ργεί να συνειδητοποιήσει π ω ς τ α είδω λα πέφτουν. Κ α ι πρέπει να το βασανίσει πολύ γ ια να χω νέψ ει πω ς μπορεί να λ α θεύουν κ αι οι ΠΡΩΤΟΙ τω ν ΠΡΩΤΩΝ. Μ άρτης μήνας. Ο Αργύρης γυρίζει από τη Μ όσχα με γυάλινο μ ά τ ι. Π ραγματοποίησε το όνειρο τη ς ζ ω ή ς του να προσκυνήσει το μαυσωλείο στην Κόκκινη Π λ α τε ία . Μ άρτης μήνας. Ο Α ντρέας έρ χετα ι β λ α σ τη μ ώ ντα ς, με τ ις γα λό τσ ες του βουτηγμένες στο χιόνι που λιώ νει. Ε μ έ να μου βρήκε η Β ά για στο π α ζά ρ ι κ ά τι μ ποτάκια με λασέδες που δένουν ως τη μέση τ η ς γά μ π α ς. Ε ίχ ε η Α ίζ α μια φ ω τογραφ ία , κοριτσάκι με π λ ισ έ φούστα, ναυτικό γ ια κ ά και τέ το ια μ ποτά κια , σαν τ α δικά μου. Μ άρτης μήνας. « Γ ια τί β ιά σ τη κ ες ν ’ ανθίσεις, α μ υ γδ α -
236
λ ίτ σ α , στον γκρεμνό;» Εδώ η άνοιξη μοιάζει κ ά τι το πολύ μακρινό. Το δω μάτιο είναι πολύ ζεστό. Μ ια τερ ά σ τια τούβλινη σόμπα φ τά νει ως το τα β ά νι. Ανάβει απέξω , από τον διάδρομο. Έ χ ε ι ένα σιδερένιο πορτά κι, α π ’ όπου ρίχνουμε το κάρβουνο. Ο Α λεπουλης σκοτώ νεται να μου τη γ ε μ ίζ ε ι, χω ρ ίς να με ρω τήσει. Μ ια φορά, που τον είδε η Ρ οδιά με τον κουβά στο χέρ ι γεμ άτο κάρβουνα, του τον αναποδογύ ρισε στη μέση τ η ς αυλής πάνω στο χιό νι. Αν ήξερε κιόλας τ ι π ή γ α να τ η ς κάνω! Δ ιώ χνω γρήγορα τούτη τη σκέψη, γ ια τ ί μ ’ α να σ τα τώ νει. Ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς μου φέρ νετα ι σαν να μη συνέβηκε τ ίπ ο τ α , σαν να μην έκανα τίπ ο τα . Ε γ ώ όμως έχω κ ά ν ε ι... Μ άρτης μήνας. Έ ξ ω στην αυλή τ ’ απλω μένα ρούχα έχουν κοκαλώσει και παίρνουν παράξενα σ χή μ α τα . Π ά γ ω σαν τα χέρ ια μου πριν που ά πλ ω να και τα έχω σα κάτω από τ ις μ α σ χά λ ες. Ζ εσταίνω τ α χέρ ια μου και διαβάζω Τολστόι. Ο Μ ιχ α ή λ Γ κρηγκόρεβιτς θέλει να με προχω ρή σει γρήγορα, ώ στε τον Σ επτέμ β ρη να μπορέσω να πάω στο Π α νεπ ισ τή μ ιο . Κ ι η Δαφνούλα θέλει να προχωρήσει γρήγορα. Κ όβει και ράβει η γλώ σ σ α τη ς α κ α τα λ α β ίσ τικες λέξεις, β ιά ζ ε τα ι να μ ιλήσ ει. Μ άρτης μ ήνα ς. Χ τύπησε η πόρτα κ αι μπήκε στη ζω ή μου η Ν α ν τέζν τα Α λεξέεβνα, η Ν ά ν τια . Μ ια ψ ηλή , γεροδεμένη γυναίκα στέκετα ι στην πόρτα τη ς κάμαράς μ α ς. Φοράει πράσινο σκούρο π α λ τό με πλού σιο γούνινο γ ια κ ά κι έναν τεράστιο γούνινο σκούφο με μ α κριές τρ ίχ ες που τ η ς κ α τεβ α ίνει ω ς τ α μ ά τια . Τα μ ά τια τη ς είναι χρυσά κ αι λαμπυρίζουν. Κ ρ α τά ει στα χέρ ια τη ς μ ια τερ ά σ τια χαρτονένια κούτα. — Π ά ρ ’ τ η , μου λέει κ α ι μου φορτώνει την κούτα, χ ω ρίς να ’χ ω κ α τα λ ά β ει ποια είναι κ αι τ ι θέλει. Μ ια σ τιγμ ή να β γά λ ω τ ις μ π ό τες, γ ια τ ί θα σου γεμ ίσω λάσπες. Σ τέκομ α ι σαν χα μ ένη με τη ν κούτα στα χέρ ια . Ε κείνη ξεκαρδίζεται.
237
— Ξ έχα σ α να σου συστηθώ. Με στέλνει ο Σ εριόζα. Δεν χρ εια ζότα νε καλύτερη σύσταση. — Με λένε Ν α ντέζντα Αλεξέεβνα Κ ούρινα, δηλαδή Ν ά ντια . Μ παίνουμε στο δω μάτιο κι εγώ κρατώ π ά ντα τη ν κούτα στα χέρ ια . — Π ώ ς με ξέχασε τόσον καιρό ο Σεριόζα; —Ή τ α ν ε στην Α μερική, ανταποκριτής. Γύρισε με ά δεια, θα ξαναφύγει γ ια έναν ακόμα χρόνο, λ έει με μια ανάσα, μου παίρνει την κούτα από τα χέρ ια και την ακουμπαει στο κρεβάτι. Η Δαφνούλα, ξαπλω μένη στο κρεβατάκι τ η ς , τη ν κοι τ ά ζ ε ι με έκπληξη μέσα από τα κ άγκ ελα. — Τ ι ομορφο! εκ σ τα σ ιά ζετα ι η Ν άντια κι ύστερα κοιτά ζ ει μια τη μικρή και μια εμένα. Μ οιάζει του π α τέρα τη ς; — Σ τ η γ ια γ ιά τη ς. — Θ ’ ανοίξεις επιτέλους τη ν κούτα; Τη στέλνει ο Σ ε ριόζα. Με πολλή α γά π η . Α νοίγω τη ν κούτα. Π ά νω πάνω ένα ζευγάρι βυσσινιές μ πότες από μαλακό π ετσ ί, φοδραρισμένες με γούνα και κρεπ από κ ά τω . Πιο μέσα βρίσκω ένα πουλόβερ με χνου δωτό μ α λ λ ί, κάτασπρο, μ ’ ένα μεγάλο γυριστό γιακάς μια ροζ φόρμα γ ια τη Δαφνούλα με κουκούλα. Η Ν ά ντια με παρακολουθεί και β ιά ζετα ι πιο πολύ από μένα ν ’ ανακαλύ ψου όλους τους θησαυρούς. Το κρεβάτι γ ε μ ίζ ε ι κονσέρβες: καβούρι, χα β ιά ρ ι, δυο μ ε γ ά λ α βάζα με βούτυρο, τρία με μ α γιο νέζα και δυο τεράσ τια π α κ έτα βαμβάκι. Π ώ ς το μάντεψε ο Σ εριόζα ότι μου ’λ είπε τόσο πολύ το βαμβάκι! Η Β ά γ ια , με χ ίλ ια ζόρια, κατάφερνε να μου βρει λ ίγ ο από το νοσοκομείο όπου δουλεύει. Η μ ε γ ά λ η μου απορία η τα ν γ ια τ ί στην Τασκένδη, με τ ις α πέρα ντες κ α λ λ ιερ γη μ ένες εκτάσεις βαα βά κι, που την εποχή τη ς συγκο μιδής δεν φτάνανε οι μ ηχανές να το μαζέψουν, και π ή γ α ι ναν να βοηθήσουν φ οιτη τές, ερ γάτες και μ αθη τές ακόμα,
238
δεν μπορούσες να βρεις στα φαρμακεία ούτε ένα πακέτο βαμβάκι. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δίνει τη ν κλασική απάντηση: «Φαί νετα ι, χ ρ ε ιά ζε τα ι αλλού». Ο Α ντρέας, π ά λ ι, εξη γεί δια φορετικά: «Είναι κι αυτό ένα από τ α μυστήρια τ η ς σοβιε τικ ή ς οικονομίας». Δεν ξέρω τ ι 0α μου ελεγε ο Σ εριόζα , αν τον ρωτούσα. Π ά ντω ς μου έσ τειλε βαμβάκι. — Κ ά ν ’ τα πέρα τώ ρα, λέει η Ν ά ν τια , κοιτά ζοντας γύ ρω γύρω το δω μάτιο, να καθίσουμε στο κρεβάτι, γ ια τ ί δεν βλέπω να περισσεύει και πολύς χώρος εδώ μέσα. Με βοηθάει να ρίξουμε φύρδην μ ίγδην τα δώρα στην κούτα, που ακούμπαγε στο π ά τω μ α . Κ ρα ταω μονο τ ις μπότες α γ κ α λ ιά , λες και φοβάμαι μη μου τ ις πάρουν π ί σω. II Δάφνη π α ίζ ε ι στο κρεβατάκι τη ς μ ’ ένα αρκουδάκι που τη ς έσ τειλε ο Σεριόζα. Κ αθόμαστε με τη Ν ά ντια δί π λ α δίπλα. Έ χ ε ι β γ ά λ ει το σκούφο τη ς. Τα μ α λ λ ιά τη ς είναι μπρούντζινα. Θα με περνάει κι ένα κεφ άλι. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζει από τους ώμους με το μακρύ τη ς χέρ ι, θέλει να μου τα πει όλα μ α ζί. Ή τ α ν ε συμμαθήτρια του Σ εριόζα στο σχολείο. Σ τη ν προτελευταία τά ξη τον ερω τεύτηκε παράφορα, εκείνος μετρ ι-ό -τα -τα . Λ έει το «μετριότατα» και ξεσπάει σε γ έ λ ια . Ε ίνα ι σκηνοθέτρια και ήρθε να ανεβάσει στο θέατρο νεο λα ίας τον Γ λά ρο του Τσέχοφ. Θα μείνει ως το καλοκαίρι στην Τασκένδη. «Θα γίνουμε πρώ τες φίλες». Τ ης το ’πε ο Σ εριόζα. Τ ης δώσανε διαμέρισμα στη συνοικία με τα κ α ι νούργια σ π ίτια . Έ χ ε ι και μπάνιο. Ν α π η γα ίνω να κάνω μπάνιο εκεί, εδώ σίγουρα θα πλένομ αι σε σκάφη. Γ ελ ά ει. Ε ίνα ι χω ρισ μ ένη, «εμείς στο ε π ά γ γ ε λ μ ά μας όλο χω ρ ί ζουμε», τώ ρα είναι ερωτευμένη μ ’ έναν ωκεανολόγο που ταξιδεύει στους ωκεανούς τον πιο πολύ καιρό. Ε κείνη είναι παράφορα ερωτευμένη μ α ζί του, εκείνος μ ε-τρ ι-ό -τα -τα . Σ κά ει π ά λ ι στα γ έ λ ια . Ξάφνου κ ο ιτά ζει τη Δαφνούλα. — Π ώ ς τη λένε; — Δάφνη.
239
— Σ α ν και σένα. — Ό λ ο ι με φωνάζουν Ε λ ένη . — Μου το ’πε ο Σ εριόζα. Ε γ ώ θα σε λέω Δ άφνη, όπως εκείνος. — Πού το ’μαθε πω ς έχω κόρη; — Σ υνάντησε κάποιον Έ λ λ η ν α από δω. — Γ ια τ ί δεν μου ’γράψε π ο τέ πω ς φεύγει γ ια τη ν Α με
ρική; — Α υτά δεν γράφονται, λ έει η Ν ά ντια και σοβαρεύει τώ ρα . Σ ε ε ίχ ε όμως πολλή έννοια, και μόλις έμαθε πω ς έρχομ αι, μου έδωσε εντολή να σου φέρω τ α π ρ ά γ μ α τα , να σου παρασταθώ και να γίνουμε φ ίλες. Που γίνα μ ε κιόλας! Με φ ιλ ά ει τρεις φορές σταυρω τά και σηκώ νεται να φύ γ ε ι, γ ια τ ί είχε να συναντήσει τον διευθυντή του θεάτρου τ η ς . Αύριο όμως, μετά τη ν πρόβα, θα χρ θει να μας πάρει, με τη Δ αφνούλα, στο σ π ίτι τ η ς . Ε φ υγε σαν σίφουνας, όπως είχε έρθει. Σ ’ όλο το δωμά τιο έμεινε η μυρωδιά από το άρωμά τη ς. Α ίγο βαρύ, μα ευχάριστο. Δ οκιμάζω τ ις μπότες του Σ εριόζα . Σ αν να νιώθω τ ις φαρδιές π α λ ά μ ες του να μου ζεσταίνουν τ α ξυ λιασμένα πόδια μου που περπάτησαν ξιπόλητα στο χιόνι.
μοτέρ στοπ
— Αν μας κρατήσουν κι ά λ λ ε ς μέρες γ ια γύρισμα, λεει η Ε λένη του Ευγένιου, θ’ αγοράσω μπότες βυσσινιές, φοδραρισμένες με γούνα. Ο Ε υγένιος τη ν κ οιτά ζει με απορία. — Θα σκας με τη γούνα στο μετρό. — Σ τον δρόμο όμως θα ζεσ τα ίνομαι. Τα ποδιά μου είναι συνέχεια ξυλιασμένα. Ά σ ε που μπορεί να π ά μ ε με τ η Μ α ρί-Τερέζ στο σ π ίτι τη ς στη Νορμανδία, τη ν ά λ λ η βδομα-
240
δα, που θα τελειώ σουμε το γύρισμα και θα ’χ ε ι κι η Δ α φ νούλα α περ γία . Ε κεί έ χ ε ι υγρασία. — Σκέψου, η Δαφνούλα α περγία ! γ ε λ ά ε ι ο Ε υγένιος. — Κ α ι με άδεια τω ν γονέων μ ά λ ισ τα , συμπληρώνει η Ε λένη και θυμάται το σημείω μα που τη ς είχε αφήσει πριν από μέρες η Δαφνούλα: «Να μου υπογράψεις το σημ ειω ματάριο τω ν απουσιών κ α ι να λ ες π ω ς η κόρη μου Δάφνη κ .λ π ., έλειψε χ τ ε ς από τ ις 8 .1 5 " ως τ ις 1 6 .1 5 ', λόγω απεργίας». Το ’4 3 , στην Κ α το χ ή , εκτός από τη ν Ε λένη που είχε τη ν υποστήριξη τη ς Λ ίζ α ς , σχεδόν όλες τη ς οι συμμαθήτριες φάγανε γερή κατσάδα, μερικές και ξύλο, από τους γονείς τους γ ια τ ί α περγήσανε. Η συνάντηση ολων τω ν σχολείω ν ήτα νε έξω από το υπουργείο Π αιδεία ς και ζ η τούσαν να δουν τον υπουργό γ ια να υποβάλουν τα α ιτή μ α τ ά τους. Τους είπανε π ω ς λ ε ίπ ε ι. Π ή γα νε και τη ν ά λ λ η μέρα και τη ν π α ρ ά λ λ η , π ά λ ι έλ ειπ ε. Τ ότε, φ τιάξανε το τραγουδάκι: Σ ή μ ερ α πρω ί, μ ια επ ιτρο π ή από τα σ χο λεία πάει στον υπουργό, τον ψ ά χνει σ τα γρα φ εία . Αφού δεν είν ε χ ε ί, είπ ε η επ ιτρο π ή , θά ’ρθουμε μ ε π έτρ ες αύριο το πρωί. Κ α ι την τελ ευ τα ία φορά π ή γ α ν ε με πέτρες. Τ ις ρίξανε στα κλειστά παραθυρόφυλλα, ξεφώ νιζαν το τραγουδάκι και ζητούσαν μ αθη τικά συσσίτια. Σ αν κατέφθασε η αστυ νομία, το ’βαλαν στα πόδια. «Π άμε σ π ίτια μας να τ ις φάμε», είπε τ η ς Ε λένη ς μια μικρή τη ς δευτέρας γυμ να σίου. Τώρα α περ γεί η Δαφνούλα κι όλη τ η ς η τά ξ η , με υπογραφή τω ν γονέω ν. Ε ίν α ι πιο εύκολα τώρα; Λ ιγοτερο επικίνδυνο, ναι, μα πιο εύκολα, σίγουρα οχι. Δεν ζητού σαμε μεταρρυθμίσεις στην π α ιδ εία , οι κοιλιές μας ητα νε πολύ άδειες. Ό σο γ ια τ ις ιδέες μ α ς, ήμασταν τοσο σιγου-
241
ρες, που δεν μας περνούσε καν από το νου ν ’ αμφιβάλλουμε γ ια κ ά τ ι. Η Ε λένη ανησυχεί πολύ γ ια τη Δαφνούλα και γ ια όλα τ α π α ιδ ιά του Μάη του ’68 που, ενώ η μ α χ η τικ ή εξέγερ ση τ η ς νεολαίας κ α τα λ ά γ ια σ ε , συνεχίζουν να απεργούν με τη ν άδεια τ η ς μαμάς. «Τι σκας», τη ς ε ίχ ε π ε ι μ ια μέρα ο Ε υγένιος που τ α κουβέντιαζαν, «όταν μεγαλώσουν θα τα ξεχάσουν όλα και θα προσαρμοστούν.» «Αυτό, ακριβώς, δεν θέλω », αποκρίθηκε η Ε λ ένη . — Ακόμα τ ις μπότες σκέφ τεσαι, την π ειρ ά ζει ο Ε υ γ έ νιος, που β λέπ ει να ’ναι αλλού ο νους τη ς. — Μ πορεί και να τ ις φορέσω στη Β ρετάνη, που έχει σ π ίτι η αδερφή του Ν τ ιν τιέ , κι εκείνος μ ’ έ χ ε ι καλέσει τόσες φορές να πάω . — Αν θέλεις σώνει και κ α λ ά να τ ις π ερ πα τή σ εις, να σε π ά ω β όλτα στο δάσος τ η ς Βουλώνης. — Ά σ ε να τ ις πάρω π ρ ώ τα , γε λ ά ε ι η Ε λένη και πεφ τει η κ λ α κ έτα .
Το τρένο τ η ς φ ρ ίκ η ς σκηνή — πλάνο — λήψη — Ν α ’χ ε ις ζεσ τά πόδια, να π α τά ς στο χιό νι κ α ι στη λά σπη κ α ι να μη σε νοιά ζει. Δεν περνάει το νερό από τ ις βυσσινιές μ πότες. — Μ ας τρέλανες με τ ις μ π ό τες, με π ειρ ά ζει ο Α ντρέας, λες και μ ια ζω ή περπατούσες ξιπόλητη και τω ρα πρω τοβαλες παπούτσι. — Μ ε τ α μποτάκια μου ή τα νε σαν να π ερ πα τώ ξιπ όλη τ η . Τα πόδια μου συνέχεια μουσκεμένα. Ο Α ντρέας με κ οιτά ζει. — Σ π ά ν ια σ’ έχω δει τόσο χαρούμενη, γ ια ενα ζευγάρι μ π ό τε ς!
242
Ε ίμ α σ τε στον δρόμο γ ια το σ π ίτι τ η ς Ν ά ντια ς. Ε ίχ ε λείψ ει τρεις μέρες στη Μ όσχα, να δει τον ωκεανολόγο τη ς. Από τη ν π ρώ τη σ τιγμ ή που τ η ς γνώ ρισα τον Αντρέα γίνα νε φίλοι. Τ ης διηγήθηκε όλη τ η ζω ή του, και γ ια τη ν Ν τίνα. Η Ν ά ντια το λέει και το ξανα λέει και γ ε μ ίζ ε ι θαυμασμό γ ι ’ αυτόν: «Ακούς ν ’ αφήσει το Π αρίσι και να πάρει τα βουνά γ ια ένα κορίτσι, κι αυτή η σκρόφα να του πει: συγγνώ μη που σε κουβάλησα άδικα! Ο δικός μου ούτε ω ς την Τασκένδη δεν έρ χετα ι με το αεροπλάνο. Του πά ω όμως εγώ ψηλοκρεμαστή». Έ χ ε ι δίκιο ο Α ντρέας, νιώθω χαρούμενη. Δεν είναι βέβαια γ ια τ ις μπότες μονά χα , που περπα τώ στο χιό ν ι με ζεσ τά τ α π ό δ ια ... Μ α, να , ξαφνικά το πήρα απόφαση, είδα τ ι καλό μου συμβαίνει κι είπ α έτσι γ ια λ ίγ ο να ξεχάσω όλα τ ’ ά λ λ α γ ια να μπορέσω να ξεδι πλω θώ και να φ τιά ξω ένα πρόσωπο. Γ ια τ ί, τώ ρ α , δεν εί μαι ούτε η Δάφνη π ια , μα ούτε κι η Ε λ ένη . Ν α ι, είμ αι χαρούμενη γ ια τ ί έχω ζεσ τά πόδια, γ ια τ ί έχω φίλους, γ ια τ ί έχω ένα έξυπνο κοριτσάκι που μ οιά ζει τ η ς Λ ίζ α ς , γ ια τ ί διαβάζω Τολστόι και τον κ α τα λ α β α ίνω . Έ χ ω βυθιστεί στο Π ό λεμ ο ς χ α ι Ε ιρή νη . Το ε ίχ α διαβάσει σε γ α λ λ ικ ή μετάφραση, μ α τώ ρα στα ρωσικά μού προβά λλει ένας Τολστόι π ότε γ εμ ά το ς ποίηση, τρυφ ερότητα, π ότε σκλη ράδα και άγριος ακόμα. «Να σπουδάσεις γλω σ σολογία », μου λ έει και ξαναλέει ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς που, μόνο να τον ακούω να μ ιλ ά ει, κ α τα λα β α ίνω τον έρω τά του γ ια τ η γλώ σ σα. Α υτές οι χα ρ ές μού αλαφρώνουν κ ά πω ς τη μ εγά λ η μου έννοια. Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Ο χ ι, το π α ιδί που απο φασίσαμε να κάνουμε, γ ια να μας φέρει πιο κοντά ή μ ά λ λον γ ια να με φέρει πιο κοντά του, δεν εκπλήρωσε τον βαρύ ρόλο που του αναθέσαμε χω ρ ίς να το ρωτήσουμε. Ο Α χ ιλ λ έα ς νομ ίζει π ω ς είμαστε κ α λ ά μ α ζ ί, γ ια τ ί ο ίδιος νιώθει κ α λ ά τώ ρ α . Μέρα τ η μέρα το βλέμμ α του ζων »· νεύει και δεν μ ο ιά ζει π ια με τον νικημένο σ τρ α τιώ τη . Τον έκαναν κιόλας υπεύθυνο στο τμ ή μ α του στο εργοστάσιο, μι
243
εκείνος αυτό ζη τά ει: να είναι υπεύθυνος σε κ ά τ ι και να τα β γ ά ζ ε ι πέρα. Αν είχα τη νοοτροπία τη ς δεκαεφτάχρονης Ε λ έ ν η ς, τ η ς αρραβω νιαστικιάς του Α χ ιλ λ έ α , θα ήμουνα μ ια χα ρ ά μ α ζί του. Έ χ ω κάνει όμως πολύ δρόμο από τό τ ε , διαβ άζω και Τολστόι! Ο Α χ ιλ λ έα ς δ ια β ά ζει σχεδόν μόνο μαρξιστικά βιβλία κι οι σκέψεις μας δεν συναντιούν τ α ι πουθενά. Γ ια τί, όσες διεργασίες και να γίνα νε μέσα του, δεν θα π α ρ α δεχτεί ποτέ πω ς μπορείς να σ υζη τάς και να εκφρέρεις δική σου γνώ μ η γ ια π ρ ά γμ α τα που ά λλοι, πιο π άνω από σένα, θεμελίω σαν. «Το είπε ο γρ α μ μ α τέα ς, το είπε ο Σ τά λ ιν » , δεν έχ ε ι ά λ λ η κουβέντα. Εκείνος π ι στεύει π ω ς το δέντρο μου κρύβει το δάσος. Του αρέσει να το λ έει πολύ συχνά και πω ς οι καθημερινές δυσκολίες, να κουβαλάω νερό απο τη βρύση, να το ζεσ τά νω στην γ κ α ζιέρα γ ια το μπάνιο τη ς Δαφνούλας, να ξυλιάζουν τα χ έ ρια μου όταν ξεπλένω κι α πλώ νω τα ρούχα, να π ερπα τώ τόσον καιρό με μουσκεμένα πόδια, μ ’ εμποδίζουν να βλέπω τ ις μ ε γ ά λ ε ς επιτεύξεις του σοσιαλισμού. Ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν ξέρει π ω ς η μεγαλύτερή μου δυσκολία είναι να π λ α γ ιά ζ ω μ α ζί του, χω ρ ίς να κουβεντιάζουμε γ ια όλα αυτά τα συγ κ λο νισ τικ ά , που πάνε ν ’ αλλάξουν τ η ζω ή όλων μας. Ο σοσιαλισμός δεν φ τα ίει, β έβ α ια, σε τίπ ο τα , γ ια τ ί δεν·μπο ρείς να κουβεντιάζεις με τον άντρα σου στο κρεβάτι! Ό τ α ν μ ά λ ισ τα έχεις τον καλύτερο α π ’ όλους, που λ έει κι η Ρ οδιά , και τον παραμονεύει στη σκάλα πότε θα γυρίσει από τ η δουλειά γ ια να του πιά σει κουβέντα. «Πρόσεχέ τη ν» , λ έει η Β ά γ ια , «αυτή είναι ικανή να σου τον πάρει.» «Της τα ιρ ιά ζ ε ι» , μου έρ χετα ι να πω . Ό λ α αυτά όμως δεν συζητιούνται στην Τασκένδη. — Π ρόσεχε, λοιπόν, φ ω νάζει έξαλλος ο Α ντρέας, επ ει δή εσύ έ χ ε ις τ ις μπότες σου... Ε ίχ α τσαλαβουτήσει σε μ ια λακκουβίτσα λάσπη και χιό νι κ α ι τον κ α τα π ιτσ ίλ ισ α . Β άζω τα γ έ λ ια , κι εκείνος ξεχνά ει τον θυμό του και γ ε λ ά ε ι μ α ζί μου.
244
— Μ πότες όμω ς, ε; του κάνω κ α ι μπαίνω πρώ τη στην ξώπορτα τη ς Ν ά ντια ς που είναι α ν ο ιχ τή . Δεν χρειά σ τη κε να χτυπήσουμε το κουδούνι στο διαμέρι σμά τη ς. 'Ακούσε την πόρτα του ασανσέρ που, όσο και να προσέχεις, κλείνει με θόρυβο σαν να γκ ρ εμ ίζετα ι το σ π ίτι. — Π εράσ τε, περάστε! Φ αίνεται α ναστατω μένη. « Κ ά τι θα συνέβηκε με τον ωκεανολόγο τ η ς » , συλλογιέμαι. Τ α μπρούντζινα μ α λ λ ιά τ η ς , που π ά ν τα τα χ τ ε ν ίζ ε ι σε μ εγά λον κότσο χ α μ η λ ά στο σβέρκο, τώ ρα είναι ξέπλεκα κι α πλώ νοντα ι κυμ ατιστά ως τη μέση τ η ς π λ ά τη ς . Φορεί μ ια ουζμπέκικη τ ζ ε λ ά μ π α και πασουμάκια ουζμπέκικα, κ ε ν τ η τ ά με γυρισμένες μύ τ ε ς, σαν τα τσαρούχια τα δικά μ ας. — Τι στέκεσ τε, καθίστε, κάνει νευρικά. Π ετά ει τ α πασουμάκια τη ς και βολεύεται στον κανα π έ , με διπλω μ ένα τα γυμνά τη ς πόδια. — Τι έπαθες; ρω τάει ανήσυχα ο Α ντρέας. — Ο ω κ εα ν ο λ ό γο ς..., λέω , μ α δεν προφταίνω τ ίπ ο τ ’ άλλο. Η Ν ά ντια ακόμα δεν καλοκάθισε κ α ι π ε τ ιέ τ α ι ολόρθη, κ ο ιτά ζει γύρω γύρω , σαν να θ έλει να βεβαιω θεί π ω ς δεν ακούει κανένας, κι ύστερα π ά ει κ α ι κ λείνει τ ις κουρτίνες τ η ς μπαλκονόπορτας. Τις κρατάει σταυρω τές με τα χέρ ια πίσω , σαν ηθοποιός που βγήκε να προλογήσει τη ν π αρ ά σταση μπροστά από την κ λεισ τή α υ λ α ία , στο προσκήνιο. Μ ιλάει με χ α μ η λ ή φωνή, αυτή που συνήθως συζητάει φ ω να χτά . Από τ ις πρώ τες φράσεις, μέχρι που τέλ ειω σ ε, κι ύστερα γ ια κάμποσο ακόμα, ο Α ντρέας κι εγώ μέναμε ά λα λο ι, ασάλευτοι στις θέσεις μ α ς. Έ μ α θ ε από σίγουρη π η γ ή , κ α ι τώ ρα κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα σ’ όλή τη Μ όσχα, γ ια μια μυστική εισή γηση του Χρουτσόφ, του γρ α μ μ α τέα τ η ς Κ εντρικής Ε π ι τροπής του Κ Κ Σ Ε . — Κ ά νει τον Σ τά λ ιν σκόνη, λ έ ε ι η Ν ά ντια .
245
— θ ’ ανακοινωθεί επίσημα; καταφέρνει να ψ ελλίσ ει ο Α ντρέας. — Σ ίγουρα, α πα ντά ει η Ν ά ντια , μα δεν ξέρω πότε. Ό λ η η Μ όσχα είναι α νά σ τα τη . Έ ν α ς ξάδερφός μου, ιστορικός, κάνει εμετό συνέχεια. Α ναποδογυρίζεται, λ έει, η ιστορία. Κ α τα λ α β α ίνετε; Ο Σ τ ά λ ιν , που πέθαιναν με τ ’ όνομά του στο στόμα τους, να ’χ ε ι κάνει εγκ λ ή μ α τα ! Ο π α τέρα ς μου, που είναι π ο ιη τ ή ς, κ α τα π ίνει με τ ις χούφτες τ α χ ά π ια . Τόσα π οιήμ α τα γ ια τον Σ τ ά λ ιν ... Τώρα η Ν ά ντια ανοίγει δ ιά π λ α τε ς τ ις κουρτίνες. Η άνοι ξη δεν ήρθε, μα οι μέρες μεγάλω σ αν και φ έ γ γ ε ι ακόμα. — Ο ω κεανολόγος μου λ έει π ω ς ξημερώνει νέα ζω ή και π ω ς θα ζήσουμε μέρες ισάξιες τη ς επανάστασης. Ε γ ώ εί μ αι ακόμα μπερδεμένη. Έ ν α κουβάρι. Σ αν να με α πά τη σ ε κάποιος που λάτρευα και δεν μπορώ να το πιστέψ ω . Α π λώ νει τα χέρια τ η ς , φτερούγες, που πιάνουν από τη μια άκρη ως τη ν ά λλη τη ν μπαλκονόπορτα. — Γ ια σκεφ τείτε, ο μ εγά λος Σ τά λ ιν , ο πατερούλης μ ας. Ε ΜΟΡΤΟ ΤΖΙΟΪ'ΖΗΙΙΕ ΣΤΑΛΙΝ. Η α πελ π ισ ία μου, ο Ζ α ν -Π ω λ που δεν την κ α τα λά β α ινε και μ ’ έκανε να νιώσω π ω ς μ ας χώ ρ ιζε μια άβυσσος, ο Μ ουστάκιας μ α ς, που εί χ α μ ε σ τις καρδιές μας όταν γράφαμε ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ στους τοίχους, κι ας σουλατσάριζαν στις γω νιές οι Γερμα νοί με τ α πολυβόλα. Π ώ ς θα το πάρουν κ ά τω μέσα στις φυλακές; Ο Α χ ιλ λ έα ς; Σίγουρα δεν θα το π ισ τέψ ει. Ο Μ ι χ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς; — Πού π α ς; ξαφ νιάζετα ι η Ν ά ντια που με β λ έπ ει να σηκώνομαι. — Ά ρ γ η σ α , κι έχω αφήσει τη Δαφνούλα στη Φρόσω. Ο Α χ ιλ λ έ α ς έχει συνέλευση στο εργοστάσιο, θα γυρίσει αργ ά· — Μ η μου π εις πω ς θα μ ’ αφήσετε μόνη, διαμαρτύρεται η Ν ά ντια .
246
Ο Αντρέας σκύβει στον δίσκο με τ α π οτά που είναι π ά νω σ’ ένα τρ α π εζά κ ι και παίρνει να σερβιριστεί βότκα. — Μη σε νο ιά ζει, εγώ θα ξημερωθώ μαζί σου κουβεν τιά ζο ν τα ς. Τ έτοια συγκλονιστικά που μας είπ ες, σηκώ νουν βότκα και παρέα. Τρέχω στον δρόμο. Δεν πά ω κατευθείαν σ π ίτι. Θα π ε ράσω πριν από τον Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς. Μου ανοίγει η Ουρούν. — Έ μ α θ ε; ρω τάω . — Ε ίνα ι αναστατω μένος. — Ν α φύγω; — Ο χι, ό χι, θα θέλει να σε δει. Μ όλις με β λ έπ ει ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς, με παίρνει στην α γκ α λ ιά του. Τρέμει από συγκίνηση. — Κ α τα λ α β α ίν εις, τώ ρα θα γυρίσουν οι φίλοι μου! — Από πού, Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς; — Από τ α στρατόπεδα.
μοτέρ στοπ
Η Ε λένη άφησε τον Ε υγένιο να συνεννοηθεί γ ια τα υπό λοιπα γυρίσμ ατα κι εκείνη τρ έ χ ε ι να προλάβει τη Δαφνού λ α που θα ’χ ε ι γυρίσει από το σχολείο. Πριν π ά ει σπίτι," περνάει από το «Λε ζαρντέν ν τε γκουρμέ» ν ’ αγοράσει γιαούρτια με φρούτα και τυρί γ ια μακαρόνια, μήπω ς έρθει κανείς το βράδυ. Η χοντρή μ πακ ά λισ σ α, η μ αντάμ Φρανς, δεν τη ς λ έει «καλημέρα, κύριοι και κυρίες», μόνο είναι ανα σ τατω μ ένη . Κ άποιος έπεσε σ τις γραμμές του τρένου, σκοτώθηκε. Ποιος ξέρει, θα χρ ώ σ τα γε λεφ τά . Γ ια τη μ α ντά μ Φρανς μόνο αν χρ ω σ τά ς λ εφ τά έχεις λόγο ν ’ αυτοκτονήσεις. — Πού έπεσε; ρω τάει ανήσυχα η Ε λένη .
247
— Σ τ ις γραμμές που περνάνε μπροστά από τη ν οδό Κ ονφλόν. Π αίρνει τ α ψώνια και τρ έ χ ε ι γ ια το σ π ίτι. Ε λ π ίζ ε ι να τον μάζεψ αν πριν πάρει είδηση η Δαφνούλα. Α νεβαίνει λ α χ α ν ια σ τά τ ις σκάλες κι α νοίγει με τρόμο τη ν πόρτα. Μ όλις β λ έπ ει τ η μικρή, τ η ς κόβεται το α ίμ α . Έ χ ε ι σύρει μ ια καρέκλα κοντά στο παράθυρο και, καθισμένη πάνω σ τα διπ λω μ ένα τ η ς πόδια, γράφ ει το μάθημά τ η ς στο περ β ά ζι. Την ακούει που μ π α ίνει, γυρίζει και τη ν κ ο ιτά ζει. — Ε ίδες γραφείο που ανακάλυψα; κάνει θριαμβευτικά. Η καρδιά τη ς Ε λένης π ά ει στη θέση τη ς. Σίγουρα δεν είδε τ ίπ ο τ α η Δαφνούλα, που κάθε τόσο εφευρίσκει κι ένα καινούργιο μέρος, γ ια να κάνει τα μαθήματά τ η ς . Δεν τη ς π ά ει το τρ α π έζ ι, κι ακόμα λιγότερο το παιδικό γραφ ειάκ ι, που το κουβάλησε με τόση ιεροτελεστία η Μ αρί-Τερέζ. «Εδώ έβ γ α λ α όλο το σχολείο», είχε π ει συγκινημένη. Μ οιάζει με θρανίο, σαν κι α υτά που έχουνε σ τις μικρές τά ξ ε ις, πράσινο σκούρο, με θήκες γ ια μ ελάνι. Το καπάκι του α νο ίγει κι εκεί μέσα η Δαφνούλα, που δεν έ χ ε ι δει πιο γελοίο γραφείο, χώ νει οτιδή ποτε, εκτός από τετρ ά δια και β ιβλία. — Δεν σ’ ενοχλούνε τα τρένα που μ ελετά ς; ρω τάει η Ε λ έ ν η , γ ια να κ α τα λά β ει αν είχ ε δει τίπ ο τα . — Ί σ α ίσα που μου κάνουνε συντροφιά και κάθε φορά που περνάνε ανεβαίνω στην καρέκλα και τ α χα ιρ ετά ω . — Θα πέσεις! τρομάζει η Ε λ ένη . -ι Τόσο χ α ζ ή μ ’ έχεις; λ έει η Δαφνούλα και συνεχίζει το γράψιμό τη ς. Π ώ ς μπορεί να κάθετα ι έτσι στραμπουληγμένη στην καρέκλα! Δεν τη ς λέει όμως τ ίπ ο τ α η Ε λένη . Κ ι εκείνη τ ι κ α τά λ α β ε που, μόλις άκουγε τον πατέρα τ η ς , στύλωνε τη ν π λ ά τ η σαν σ τρ α τιώ τη ς. Κ ι αυτός, κάθε φορά που την έβλεπε να καμπουριάζει, τ η ς φώ ναζε σαν να ’δινε στρα τιω τικ ό π α ρ ά γγελ μ α : «Ε, οι ώμοι!» Δεν ωφέλησε σε τ ί
248
ποτα . Σ αν κουράζεται, γέρνει του ώμους ακριβώς όπως όταν ήτανε π α ιδί. Αυτό όμως θα τ η ς το π ει τ η ς Δαφνούλας. Τ ης το ’χ ε ι τονίσει τόσες φορές, μα π ά λ ι τ α ίδια. Έ χ ε ι κρεμασμένο στον λαιμό τ η ς μ ’ ένα σπάγκο το κλειδί του σπιτιού. — Β ά λ ’ το , επιτέλους, μέσα από το πουλόβερ σου το κλειδί. Ε ίνα ι μ εγά λο και φ α ίνετα ι από μ ίλ ια μακριά. — Τόσο χ α ζ ή μ ’ έ χεις, λ έει τη ν α γα πη μ ένη τ η ς φράση, ν ’ αφήσω κανένα να μου το τραβήξει; Τα π αιδιά με τ α κλειδιά στον λαιμό έχουν απασχολήσ ει πολύ τους παιδοψυχολόγους στο Π αρίσι. Ά ρθρα, σ υζη τή σεις, ερμηνείες. Οι μητέρας δουλεύουν, γ ια γ ιά δ ε ς δεν υπάρχουν στο σ π ίτ ι, κι έτσι τ α π α ιδιά έχουν το κλειδί κρεμασμένο στον λαιμό, γ ια τ ί όταν γυρίζουν σ π ίτι δεν εί ναι κανείς. Α υτά τα π αιδιά παρουσιάζουν ψυχολογικά προ β λή μ α τα . Η Δαφνούλα όμως τους έ χ ε ι διαψεύσει τους ψυ χολόγους. Ε ίν α ι πολύ περήφανη γ ι ’ αυτό το κ λειδί, το κρεμασμένο με σπάγκο στον λα ιμ ό, και το ’χ ε ι έξω από το πουλόβερ γ ια να φ α ίνετα ι, να βλέπουν όλοι πω ς είναι αρ κετά μ ε γ ά λ η , γ ια να γυρίζει μόνη σ π ίτι και να ετοιμ ά ζει το απογευματινό τ η ς . Μα και κ ά τ ι άλλο θα τους ε ίχ ε βάλει σε δ ίλη μ μ α αυτούς που ασχολούνται με τ α προβλή μ ατα τω ν παιδιώ ν που δεν έχουν π α τέρα στο σ π ίτι. Ε κ ε ί νη καμαρώνει που έχει π α τέρα φυλακή γ ια πολιτικούς λό γους, κι όσο γ ια τη ν α γά π η του π α τέρ α , την έ χ ε ι διπλή από τον Πάνο και τον Ευγένιο. Ο Ευγένιος πέρασε ολό κληρα α πο γεύ μ α τα να τη βοηθάει στα μ αθή μ ατα, και μ έ σα σ’ ένα χρόνο κατάφερε να τη ν κάνει να ξεπεράσει όλες τ ις δυσκολίες και να ’ναι τώ ρα από τ ις πιο κ α λές στην τά ξη τη ς. Ο Π άνος π ά λ ι, τ ις Π έ μ π τε ς που δεν έχει σχο λείο η Δαφνούλα, τη ν π ά ει στα μουσεία, στον ζω ολογικό κήπο, και τ ις Κ υριακές τη σ ερ για νίζει στο Π αρίσι και τη ς μαθαίνει τη ν ιστορία στον δρόμο, από τη Β α σ τίλη ως τη ν Αψίδα του θριάμβου, γω νιά με γ ω ν ιά , χτίριο με χτίρ ιο ,
249
σε ό ,τ ι έ χ ε ι κάποια ιστορική σημασία. Μ ια Κ υριακή γύρισε η μικρή ενθουσιασμένη, γ ια τ ί ο Π άνος τη ν είχε πάει στη συνοικία Μ αραί, και τ η ς είχε δείξει το σ π ίτι όπου έμενε η Φ αντίνα τω ν Α θλίω ν και το στενό όπου συναντιόντανε ο Μ άριος με τη ν Τ ιτίκ α . Δεν ξέρει η Ε λ ένη ποιος από τους δυο χα ίρ ετα ι περισσότερο, γ ια τ ί γυρίζουν κι οι δυο αναψοκοκκινισμένοι και συνεχί ζουν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους γ ια τ α θαυμαστά που είδαν. «Ο Π άνος κι ο Ευγένιος είναι η οικογένειά μας», λ έει η Δαφνούλα κι η Ε λένη το πιστεύει. Πού και πού, κ αμ ιά Κ υριακή, έρχετα ι να τη ν πάρει η Μ αρί-Τερέζ. Η μικρή τ η λ έει «η άτυχη Κ υριακή μου». Τ ότε, θαρρείς γ ια εκδίκηση γ ι ’ αυτή τ η «χαμένη» μέρα, φοράει το πιο ξε βαμμένο μ πλουτζίν τ η ς, που πάνω του έχει ράψει η ίδια με ά τσ α λ ες βελονιές ένα κόκκινο μ πάλω μα — γ ια τ ί μ ετά τον Μ άη του ’68 τα μ π α λ ώ μ α τα παίρνουνε και δίνουνε —, φορεί το πουλόβερ τη ς το μπρος πίσω και τ α σχέδια πάνε όλα στην π λ ά τ η , κι η Ε λένη νομ ίζει πω ς το κάνει γ ια να τη ς λ έει κάθε φορά η Μ αρί-Τερέζ: «Μα, Δαφνούλα, έβα λ ες το πουλόβερ σου ανάποδα!» Ύ στερα από τ η β όλτα με τ η Μ αρί-Τερέζ, η μικρή γυρ ίζει σ π ίτι με δώρα: μια φού στα με π ιέ τ ε ς ή ένα άσπρο ζα κ ετά κ ι με κουμπιά κουνελά κια , που δεν θα το φορέσει π οτέ. Ε κείνη όμως που τη ς λ ε ίπ ε ι τη ς Δαφνούλας είναι η Λ ίζα . Δεν μ ιλ ά ει ποτέ γ ι ’ α υτήν, από τό τε που έμαθε πω ς δεν υπά ρχει. Π ρ ώ τα , έκανε όνειρα να τη ς δείξει το Π α ρί σι. Μόνο μια φορά, που είχα νε π ά ε ι στα μ α γ α ζ ιά με τη ν Ε λένη κ α ι σταμάτησαν σε μ ια βιτρίνα με παπούτσια , η μικρή δεν έλ ε γ ε να ξεκολλήσει. «Αυτά εκεί τ α μοβ δεν είναι φ τυστά τ α παπούτσια τ η ς Λ ίζας;» Τ ις Τ ετά ρ τες όμως τ α βράδια, που η Δαφνούλα δεν έ χ ε ι σχολείο τη ν ά λ λ η μέρα και η Ε λένη φ ροντίζει να είναι π ά ν τα σ π ίτ ι, μ ιλάνε γ ια τη Λ ίζα . Ό χ ι γ ια τ η Λ ίζα τη γ ια γ ιά τ η ς , μα τη Λ ίζα τ η μαμά τη ς Δ άφ νης, που ήτα νε η Ε λένη μικρή.
250
Πέφτουν νωρίς γ ια ύπνο, κι η Δαφνούλα τρυπώνει στο κρεβάτι τη ς Ε λ έν η ς κι α ρ χ ίζει τ α «πες μου». «Π ες μου τό τε, που π ή γ ε η Λ ίζα να σε καμαρώσει στο σχολείο σ τις επιδείξεις τη ς ρυθμικής κι εσύ χόρευες στις μύτες και μπερδικλω νόσουνα...». Κ ι α ρ χ ίζει η Ε λένη να λέει και να ξαναλέει τ ι έκανε μικρή, και ξεχνά ει π ια τ ι είναι αληθινό και τ ι το έχει φ αντα στεί. Ο Π άνος ήρθε νωρίς γ ια να προλάβει τη Δαφνούλα, πριν π ά ει γ ια ύπνο, κι ύστερα, αφού εκείνη π ά ει με χ ίλ ια ζόρια στο κρ εβ ά τι, έρ χετα ι στην κουζίνα να φ τιά ξει τη σάλτσα γ ια τ α μακαρόνια, γ ια τ ί λ έει πω ς η Ε λένη την κάνει χω ρίς έμπνευση. Κ ι ο Π άνος όλα θέλει να τα κάνει με έμπνευση, ακόμα κ α ι τ η σά λτσ α γ ια τα μακαρόνια. — Να σου π ω , πριν έρθουν οι ά λ λ ο ι, τη ς λ έει ανακα τεύοντας τ η σ ά λτσ α με το ξύλινο κουτάλι. Π ες στη Δ α φ νούλα π ω ς δεν θα έρθω να τη ν πάρω ούτε τη ν Π έμ π τη ούτε τη ν Κ υριακή. — Θα «πας απάνω »; τον π ειρ ά ζει η Ε λένη . Ο Πάνος είναι π ά ν τα τόσο συνωμοτικός κι όταν φεύγει γ ια δουλειές τ η ς οργάνωσης σε ά λ λ η χώ ρα , λέει: «παω απάνω ». Κ ι αυτό μπορεί να ση μ αίνει, Σουηδία, Β έλ γιο ή Δανία. — Π ά ω στην Π ρ ά γ α , ομολογεί αυτή τ η φορά τον τοπο. Η Ε λένη παραξενεύεται. Π ώ ς θα π ά ει στην Π ρ ά γα! Το διαβατήριό του έ χ ε ι λ ή ξ ει, δεν έ χ ε ι ούτε κάρτα διαμονής στο Π αρίσι, κυκλοφορεί με κάποιο ειδικό χ α ρ τ ί, που του έδωσαν οι Σουηδοί, γ ια πολιτικούς πρόσφυγες, και καθε τρεις μήνες κάνει μια βόλτα ως το Β έλγιο και ξαναγυρίζ ει «τουρίστας» στο Π αρίσι. Σ ε ά λ λ ε ς χώ ρες καταφέρνει και ταξιδεύει με το ελληνικό διαβατήριο, που έ χ ε ι λ ή ξει, κι αν το προσέξει κανείς στον έ λ ε γ χ ο του συσταίνουν να το ανανεώ σει. Μ α στην Π ρ ά γ α , που θέλει β ίζ α ... — Θα σου δώσουν βίζα ; — Π ά ω με σουηδικό, κανονικό διαβατήριο, με μ ια ομά
251
δα Σουηδών. Π ήρα μήνυμα από τον αδερφό τη ς Ν ίνας. Π ρέπει να τον βοηθήσω να φ ύγει από κει. Γ ι ’ αυτό έγινε τόσο αντισυνωμοτικός ο Π άνος! Μ ε ποιον άλλον να μ ιλή σ ει, εκτός από τη ν Ε λένη , γ ια τον αδερφό τ η ς Ν ίνα ς; Είκοσι χρόνια πέρασαν από τότε που τουφέκισαν τη Ν ίνα , κι ο Πάνος ακόμα προφέρει με τρυφεράδα το όνομά τ η ς . Ο αδερφός τη ς ή τα νε στον Δημοκρατικό Σ τρ α τό κ αι μ ετά πολιτικός πρόσφυγας στην Τσεχοσλοβακία. Ε ίχ ε π ρω τοσ τατήσ ει στην Ά νοιξη τη ς Π ρ ά γα ς. Τον είχε συναντήσει ο Π άνος που τό τε ε ίχ ε π ά ει εκεί.
Τον Αύγουστο που πέρασε ε ίχ ε π ολλή ζέσ τη . Το Π αρίσι άδειο. Ό λ α σχεδόν τ α μ α γ α ζ ιά στη γειτο νιά είχα ν κ λ εί σει γ ια διακοπές, ακόμα και το «Λε ζαρντέν ντε γκουρμέ». Γ ια να ψωνίσει κ ά τι η Ε λένη έπρεπε να περάσει όλη τη γέφυρα του Σαραντόν, να βρει ένα μ α γ α ζ ί ανοιχτό. Ε υ τυ χώ ς η Δαφνούλα είχε π ά ε ι σε κατασκήνω ση, η Μ αρι-Τερέζ φρόντισε. Θαρρείς κ αι τον Αύγουστο μόνο οι πο λ ιτικ ο ί πρόσφυγες μένουνε στο Παρίσι. Ε κείνο το βράδυ η Ε λένη είχε π ά ει μ α ζί με τους· ά λ λους στου Στέφανου. Μ ένει στο μπουλβάρ Αραγκό, σε μια αυλη που έχουνε πολλοί ζω γράφ οι τα α τε λ ιέ τους. Κ ά ποιοι φίλοι του Γ ά λ λοι, α ρισ τεριστές, του είχα ν βρει ένα μικροσκοπικο α τελ ιέ. Γ ια τα β ά ν ι, έχει μ ια τζα μ α ρ ία που τη χ τ υ π ά ε ι ο ήλιος. Το χειμ ώ να κ α λά , μα τώ ρα τον Αύ γο υ σ το ... Η αυλή όμως είναι δροσερή. Π έφ τει σκιά από τ α γύρω χ τ ίρ ια και στη μέση έ χ ε ι μια κ ασ τα νιά, δ ίπ λα σ’ ενα π α λ ιό π η γ ά δ ι που μ ετα χειρ ίζο ντα ι το φρόχειλο και το καπα κι του γ ια τρ α π εζά κι. Ο μόνος κάτοικος που έμενε α υγουσ τιάτικα στην αυλή είναι ο Στέφανος και μ ια γριούλ α που ζούσε σ’ ένα στενό καμ αράκι, θαρρείς κ α τά λάθος βαλμένο ανάμεσα στα α τ ε λ ιέ . Ε ίχ α ν β γ ά λ ε ι καρέκλες
252
έξω κι άκουγαν στο τρανζίστορ τ α τελ ευ τα ία νέα τη ς Π ρ ά γα ς. Η Ά ν ν α κατέφθασε φουριόζικη ανεμ ίζοντας μια εφημερίδα. «Ορίστε», είπε α να σ τατω μ ένη . Σ τη ν πρώ τη σελίδα ή τα νε η φωτογραφία ενός τα νκ ς, με το κεφ ά λι ενός σ τρ α τιώ τη να ξεπροβάλλει από μέσα. «Τα σοβιετικά τανκς μπήκαν στην Π ράγα», έγραφε η λ εζά ν τα . Η Ε λένη δεν γύρισε να κοιτάξει περισσότερο, διάβασε τη λ ε ζ ά ν τα με την κόχη του ματιού, χω ρ ίς να κουνηθεί από τ η θέση τ η ς. «Τι έ χ ε ις να πεις τώρα πια ;» κάνει ο Σ τέφανος του Πάνου, που πίστευε πω ς δεν γ ίν ε τ α ι να μπουν τ α σοβιετι κά τανκς στην Π ρά γα. Ο Πάνος δεν ε ίχ ε να πει τίπ ο τ α . Έ μ ο ια ζ ε π λη γω μ ένο ς σαν να πέρασαν τ α τανκς πάνω από το ίδιο του το κορμί. Ε ίχ ε γυρίσει τόσο ενθουσιασμένος από τη ν Ά νοιξη τη ς Π ρ ά γα ς, που πίστευε πως έπρεπε να ζήσ ει, όσο πιο γρ ή γορα γινό τα ν, κ αι το δικό τους κόμμα μ ια τέτο ια άνοιξη. «Ε γώ το ’λ ε γ α πω ς τέτοια άνοιξη δεν την αφήνουν ν ’ ανθίσει», έ λ εγ ε πικρόχολα ο Ε υγένιος. Ό τ α ν γύρισε η Ελένη το βράδυ σ π ίτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Έ σ β η σ ε το φως κι έσυρε τη ν καρέκλα τη ς κον τ ά στο παράθυρο. Το μεγάλο φως του δρόμου, ακριβώς α πένα ντι, φ ώ τιζ ε τόσο, που και να διαβάσει ακόμα μπο ρούσε. Ά π λ ω σ ε τη ν εφημερίδα τ η ς Ά ννα ς στο περβά ζι και τώ ρα κ ο ίτα ζε γ ια πρώτη φορά κ αλά τη φ ω τογραφ ία. Δ ε θα ’τα νε ούτε είκοσι χρονώ το σ τρ α τιω τά κι με τη ν α τσ α λά κω τη στολή που πρόβαλε μπούστο μέσα από τον πυργίσκο του τα ν κ ς. Κ οντά κουρεμένα μ α λ λιά και μ ά τια ολά νο ιχτα , θαρρείς κι απορούν. Έ γ ρ α φ ε η εφημερίδα π ω ς δεν είχα νε π ε ι στους στρατιώ τες τον αληθινό τους προορι σμό. Τα χ ε ίλ ια του λίγο π α χ ιά , μ ισ ά νοιχτα , διακρίνονται ίσια, κάτασπρα δόντια. Μπορούσε να ’τα νε κι ο γιος του Σεριόζα! Την έπιασε ξαφνικά α να φ ιλητό κι έγειρε το κε φ άλι στο περ βά ζι. Ε κ εί στην οδό Κονφλόν, που περνάνε τα τρένα μέσα
253
στη ν ύ χ τ α , ίσως αυτά ήτα νε τ α μόνα δάκρυα που χύθηκαν γ ια τον μικρό Ρώσο σ τρ α τιώ τη , που τον στείλανε να ποδο π α τή σ ει τ α ξένα όνειρα.
— Τ ης μ οιάζει πολύ, τ η β γ ά ζ ε ι από τ ις σκέψεις τ η ς ο Π άνος. — Π οια ς; κάνει η Ε λένη που είχε αφαιρεθεί κι έστυβε χω ρ ίς λόγο το σφουγγάρι τω ν π ιά τω ν . — Τ ης Ν ίνα ς, ο αδερφός τ η ς.
Η Ε λ έν η κ άθετα ι στο κουπέ κ ι ανησυχεί που δεν έχει φανεί ο Ε υγένιος. Συνήθως όταν φτάσει, τον βρίσκει κιό λ α ς στη θέση του να δ ια β ά ζει εφημερίδα. Έ ξ ω , στην π λα τφ όρμ α , είναι όλα έτοιμ α . Γ ίν ετα ι το τελ ευ τα ίο σούρτ α φέρτα. Σ η κ ώ νετα ι να π ά ε ι ως τον διάδρομο, μα τη ν π ρολαβαίνει ο Ευγένιος που μ παίνει φουριόζος. — Μ ε χασομέρησε η υπεύθυνη τω ν κομπάρσων. Τρεις μέρες ακόμα τ ις έχουμε σίγουρα. Εκτός αν τρ ελα θεί γ ια τ α κ α λ ά ο σκηνοθέτης κ α ι γ υ ρ ίζει συνέχεια το τρένο, οπό τ ε θα ξεχειμωνιάσουμε. Β ολεύεται στη θέση του.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
Το τρένο ταρακουνιέται λ ίγ ο , μα ξα να σ τα μ α τά ει α μ έ σως.
μοτέρ στοπ 254
— Κ ο ίτα , λ έει ο Ε υγένιος, που έχει κολλήσει το πρό σωπο στο τ ζ ά μ ι, το ίδιο σκηνικό με το χτεσ ινό. Π άνε να ξανακάνουν όλα τ α πλάνα. — Κ ά τ ι μου έλ εγ ε χ τ ε ς ο Ν τιν τιέ στο μπαρ, θυμάται τώ ρα την κουβέντα τους η Ε λένη . Ο σκηνοθέτης π ά ει κι έρ χετα ι με μ εγά λ ες δρασκελιές, λ ες και του είπανε να μετρήσει πόσα β ήμ ατα μάκρος είναι το π λα τό . Το μαύρο του π α λ τό ξεκούμπωτο α νεμ ίζει στο πάνε κι έλα. Μόνο το πλατύγυρο καπέλο του μένει ακούνητο στο κεφ ά λι του, σαν να ’ναι κολλημένο. — Κ α λύ τερ α , θα πέσουν κι ά λ λ α ογδοντάρια. Τ ις έχ ε ις σίγουρες τ ις μ π ό τες, λέει ο Ε υγένιος. — Κ ι εσύ τη ν περούκα. — Π οια περούκα; — Δεν είπ ες να πάμ ε μ α ζί στις «Γκαλερί Λ α φ α γιέτ» ν ’ αγοράσεις μ ια περούκα γ ια τη ν Π όπη; — Δεν χ ρ ε ιά ζ ε τα ι, χωρίζουμε.
Το τρένο της φρίχης σκηνή — πλάνο — λήψη Φ τάνω σ το σ π ίτι και βλέπω φως στο παράθυρό μας. Γύρισε ο Α χ ιλ λ έ α ς; Μ ήπω ς έμαθαν τίπ ο τα στο εργοστάσιο κ αι δεν έκαναν συνέλευση; Δεν ξέρω αν θέλω να έχει μ ά θει. Να μη μιλήσ ω με κανένα γ ια όλα αυτά τ α συγκλονι στικά θα σκάσω, κι αν π ά λ ι τ α κουβεντιάσω με τον Α χ ιλ λ έα , μπορεί να μου π ει «κουτσομπολιά» και να μη θέλει να κάνει κ α μ ιά συζήτηση, ώσπου ν ’ ανακοινωθούν επίση μα από το κόμμα. Θα ’θελα να γυρίσω πίσω στη Ν ά ντια κ αι να καθίσω μ α ζ ί τη ς και με τον Αντρέα ίσαμε το πρω ί ή να ξαναπάω στον Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς και να τον ρωτήσω γ ι ’ αυτή τη ν τρομερή κουβέντα που μου είπε: « θ α γυρίσουν οι φ ίλοι μ ου... από τ α στρατόπεδα». Κ ι εμ είς,
255
άμα ακούγαμε καμιά τέτο ια διάδοση, λ έγα μ ε: «ψευτιές, ψ ευτιές, ψ ευτιές». Τώρα θ’ ανέβω , η Φρόσω θα ’χ ε ι τα ΐσ ει τ η Δαφνούλα, θα τη β άλω να κοιμηθεί και θα καθίσουμε με τον Α χ ιλ λ έ α στο θλιβερό μας δωμάτιο α μ ίλ η το ι, με κανένα βιβλίο στο χέρ ι, τη σ τιγμ ή που ο κόσμος όλος συγ κ λ ο ν ίζετα ι. Τον βρίσκω να κάθετα ι στη μοναδική μας καρέκλα, χ λ ω μ ό , με τ α σ μ ιχ τά του φρύδια να του σκιάζουν τ α μά τ ια . Ξ έρει, σίγουρα ξέρει. Μ όλις με β λ έπ ει, σηκώνει το κεφ ά λι. Θολά τα γ α λ ά ζ ια του μ ά τια . Θα ’ναι μ εγά λο το χτύ π η μ α γ ι ’ αυτόν. Ο μ εγά λος Σ τ ά λ ιν ... — Έ μ α θ ες; ρωτάω. — Ν α ι, α πα ντά ει ξερά. — Σ α ς το ’παν στο εργοστάσιο; — Τ ι θες να πεις; κάνει σαν να μην κ α τά λα β ε. 'Υ στερα, χω ρ ίς να κουνηθεί από τη θέση του, σηκώνει με τ α δυο χέρ ια του ψ ηλά το βιβλίο που κρατούσε. — Τι είν ’ αυτό; κάνει με φωνή κοφτή. Η ιτα λ ικ ή μου ανθολογία, το κορίτσι με τον πυράκανθο στην άδεια τελ ευ τα ία σελίδα. — Πού το βρήκες; — Γύρευα το πιστοποιητικό τ η ς γέννησης του παιδιού, το χρειαζόμουνα γ ια το εργοστάσιο. Έ ψ α ξα στο κουτί που έχ ε ις τ α χ α ρ τιά σου. — Ας περίμενες να γυρίσω. — Αυτό έχεις να μου π εις; — Τι ά λ λ ο ... Του Α χ ιλ λ έ α τα χέρ ια τρέμουν. Ξ εφ υλλίζει το βιβλίο. Φ τάνει στο τέλος. Έ ν α κορίτσι γυμνό ίσαμε τη μέση και ανάμεσα στα δυο του στήθη ένας πυράκανθος που κρατάει στο χέρ ι. Ό λ ο το σχέδιο είναι μαυρόασπρο, με κάρβουνο, μόνο ο πυράκανθος έχει χρ ώ μ α . Το κορίτσι μού μ οιά ζει. Ο Α χ ιλ λ έ α ς μ ιλ ά ει με π ν ιχ τ ή φω νή, μην ξυπνήσει η Δ αφ νούλα.
256
— Κ άθισες να σε ζωγραφίσουν έτσι; — Ό λ ο ι οι ζω γράφοι κάποιο μοντέλο είχαν. — Έ κ α ν ες το μιοντέλο γ ια λεφ τά ; — Ό χ ι , με ζω γράφ ισε ένας φίλος. Τα μ ά τια του σκληραίνουν και τ α φρύδια του γίν ο ν τα ι πιο δασιά, όπως τότε, όταν πρότεινε να διαγράψουν τον Ευγένιο. Σ κ ίζ ε ι το φύλλο. — Μ ηη! — Θα ξυπνήσεις το π α ιδί. Θ ’ ακούσουν απέξω . Προσπαθώ να του το πάρω, το κάνει κουβάρι στη φού χ τ α του και σηκώνει το χέρι ψ ηλά. Δεν τον φ τά νω , το τσαλάκω σε, με τσαλάκω σε, νιώθω τ ’ αγκάθια του πυρά κανθου να μου τρυπάνε το στήθος. Έ ν α κομμάτι από τ η ζω ή μου το τσαλάκω σε. — Δεν έχεις το δικαίω μα, είναι δικό μου, λέω με μουν τή φωνή. — Ν τροπή, Ε λένη! — Εσύ δεν μ ’ άφησες ποτέ να σου μιλήσω . Ε γ ώ μ ό λ ις ή ρ θ α ... — Να μου π ε ις τ ι; και μου γυ ρ ίζει τη ν π λ ά τη . — Δ ώ σ’ το μου! παρακαλάω . Ακούω το χ α ρ τί που σ κ ίζετα ι. Π ετρώ νω . Τώρα π α ίρνει τ α κομματάκια και τα βάζει σ ’ ένα τα σά κι που είναι π α νω στο κομοδίνο. Μ πορεί να τ α μαψέζω και να τα κολλήσ ω , όσο μικρά κι αν ε ίν α ι... Α νάβει ένα σπίρτο, τα κ α ίε ι, όπως κ α ίγα μ ε μέσα στη ζαχαρ ιέρ α του Ν ικ ή τα τ α σημ ειω μ ατάκια με τ α παράνομα μηνύματα. Π ά ει στο π α ρ ά θυρο κι ακουμπάει το μέτω πο στο τ ζ ά μ ι. Ε γ ώ πού να π ά ω ; Ό χ ι, δεν θα πέσω στις γραμμές του τρένου σαν τη ν Ά ν ν α Κ αρένινα. Δεν είμ αι ηρωίδα του Τολστόι. Δεν είμ αι κ α μιά ηρωίδα. Ούτε μπορώ να πάρω το π α ιδί και να φ ύγω . Τη στέπα δεν τ η διαβαίνεις με τ α πόδια. Δεν θα κάνω τίπ ο τα , δεν μπορώ να κάνω τίπ ο τ α . Τ ίποτα. Σ αν τους φίλους του Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς με κλείσανε στο στρα
257
τόπεδο, μ ’ έκλεισε αυτός που μάζευα τ ις τρ ίχ ες από το σαμαροσκούτι του και τ ις έκρυβα σ τις σελίδες τω ν βιβλίω ν μ ο υ ... Κ ι ο ά λλος, που προφέραμε με λα τρ εία τ ’ όνομά του, κι εκείνος έπλεκε συρμ α τοπλέγματα γύρω στους συν τρόφους του. Μ α τώρα θα χτυπήσουν οι καμπάνες και θα μάθει όλος ο κόσμος πόσο άδικος ή τα νε, αυτός, ο πιο δί καιος, ο πιο σοφός, ο πιο μ εγά λ ο ς, ο αλάνθαστος. Σ ε λ ίγο θ’ ανοίξουν οι πόρτες από τα σ τρ α τόπ εδα ... εγώ , όμω ς, τ ι θα κάνω τ ώ ρ α ... ούτε έχω ά λλο δω μάτιο να τρυπώσω κι άλλο κ ρεβάτι να κοιμηθώ. Αν δεν ήτανε η Δαφνούλα, θα έφευγα να π ά ω στη Ν ά ντια . Θα έφευγα από ποιον; Από τον καλύτερο. Οι δεκατέσσερις π ο λιτείες θα με πετροβο λούσαν. Α νοίγει το παράθυρο, αδειά ζει το τα σ ά κι με τ ις σ τ ά χ τ ε ς , να μη μείνει τ ίπ ο τ α . Τώρα, θέμε δε θέμε, θα πέσουμε στο στενό κρεβάτι. Κ α νείς μας όμως δεν το λ μ ά ε ι... Πόσο ακόμα θα σ τέκ ετα ι όρθιος, ακούνητος κι εγώ καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού; Α ρχίζει να γδύ νετα ι. — Δεν θα πέσεις; λέει με κουρασμένη φωνή. — Ν α ι, α πα ντώ και μαζεύω το ιταλικό ανθολόγιο, που είναι πετα μένο πάνω στην κουβέρτα.
μοτέρ στοπ
^ '
— Ε ίπ ε ς χω ρ ίζεις; ρω τάει η Ε λένη τον Ευγένιο. — Μ ε χω ρ ίζ ε ι η Π όπη, γ ε λ ά ε ι ειρωνικά. Έ β α λ ε συνέ ταιρο στην μπουτίκ και τ α πά νε μια χαρά και συνεταιρικά και συναισθηματικά. Δεν μπορεί, λ έει, άλλο τ ις περ ιπ έ τε ιε ς κ αι τ η μιζέρια. Τα τα χτο π ο ίη σ ε όλα, θα με κηρύξει σε αφάνεια και θα β γει το διαζύγιο εις βάρος μου. — Τ ι σημασία έχει αν β γ ει εις βάρος σου; — Κ α μ ιά . Έ τ σ ι κι α λ λ ιώ ς, ό ,τ ι έχουμε είναι γραμμένο στο όνομα τ η ς Π όπης.
258
«Τι απλό που είναι να χ ω ρ ίζ ε ις τώ ρα», σ υλ λο γιέτα ι η Ε λένη. — Α ληθινά λεύτερος, λ έει ο Ε υγένιος κι α πλ ώ νει τα δυο του χέρ ια . Χ ω ρίς γυνα ίκα , χω ρ ίς περιουσία, χω ρ ίς π ατρίδα, χω ρ ίς δουλειά, χ ω ρ ίς ... κόμμα. — Αυτό το τελευ τα ίο , εσύ το διά λεξες, λέει η Ε λένη . Ε π ιμ ένεις να μένεις απέξω , κι όμως όλο εκεί τριγυρνάς. Λ ες πω ς δεν νοιά ζεσα ι, και σκας ίσως πιο πολύ α π ’ όλους, γ ια το τ ι θ’ α πο γίνει αυτό το κόμμα. Κ ά νεις τον αδιάφορο και μέσα σου τρ ώ γεσ α ι. Γ ια τ ί δεν έμενες κάτω ; Θα ’κάνες μια δηλωσούλα κ αι θα ζούσες μια χα ρ ά . — Έ λ α , όμω ς, που δεν μπορούσα, Ε λενάκ ι. Π ρόσεχε, γ ια τ ί το τρένο ξεκινάει π ά λ ι.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Το τρένο άφησε πίσω του τη σ τέπ α . Π ερνάει τώ ρα π ά νω από γέφυρες, δ ια σ χίζει πεδιάδες κι α γ γ ίζ ε ι δάση που μόλις άρχισαν να κοκκινίζουν τ α φ ύλλα τους. Σ τέκομ α ι όρθια στο παράθυρο και φέρνω στο νου μου τη σ τέπα που άφησα. Να μην ξαναγυρίσω ποτέ π ια . Π οτέ π ια . Μπορεί την ίδια ευχή να κάνει κι ο Α ντρέας. Έ χ ε ι σηκωθεί κι αυτός και κ ο ιτά ζει έξω, π ολλή ώ ρα, α μ ίλη το ς. Η Δ αφ νούλα κ ο ιμ ά τα ι στην κουκέτα, τ η νανούρισε το λίκνισμα του τρένου. IIΑΜΕ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ. Το καλοκαίρι πέρασε ζεστό και υγρό. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κι εγώ ξεχάσαμε το κορίτσι με τον πυράκανθο ή μάλλον το κ α τα χω νιά σ α μ ε κάπου πολύ βαθιά μέσα μ α ς, κι όταν, χ ω ρίς να το θέλω , ξεπροβάλλει, με π λ η γ ώ ν ε ι με τ ’ α γκά θια του.
259
Ο Α ντρέας έρ χετα ι τ α πρω ινά στην αυλή μας και κάθε τ α ι κ ά τω από τη βουκαμβίλια, μήπω ς βρει μ ια σ τά λα δροσιά. Το «σκυλόσπιτό» του βράζει, όπως λ έ ε ι. Ό λ ο ι λείπουν στη δουλειά. Μόνο η Ρ οδιά, που τέλειω σ ε τ ις εξε τά σ εις με άριστα σε όλα, κι εγώ μένουμε σ π ίτι. Εκείνη κ ά θετα ι κ ά τω από τη ν κλη μ α τα ριά . Δεν β γ ά ζ ε ι λέξη. Κ εν τά ει και σιγοτραγουδάει. Η Δαφνούλα πλατσουρίζει στα νερά κοντά στη βρύση. Καθε τόσο την κα τα β ρ έχω να δροσιστεί. Ο Αντρέας κι εγώ , σαν τ ις τρ εις αδελφ ές του Τσέχοφ, δεν έχουμε ά λλη κουβέντα: «Ν α π ά μ ε σ τη Μ ό σ χ α , να φ ύγουμε γ ια τ η Μ όσχα, δεν υπάρχει τ ί π ο τ ’ ά λ λ ο σαν τ η Μ ό σ χ α » . Η ελπίδα να πάμε στη Μ όσχα δεν είναι μόνο μια α πελπισ μένη ευχή , όπως στις Τ ρεις α δελφ ές. Σ τ α μέσα του Σ επτέμβρη ο Αντρέας, η Δαφνούλα κι εγώ παίρνουμε το τρένο γ ια τη Μ όσχα, χω ρ ίς εισιτήριο επ ι στροφής. Ο Α χ ιλ λ έα ς έφυγε κιόλας πριν από δεκαπέντε μέρες. Τον πρότειναν οι Σ οβιετικοί, μ α ζί με άλλους δύο α π ’ όλο το εργοστάσιο, να πάει στη Μ όσχα γ ια σπουδές. Οι δικοί μας δεν έφεραν αντίρρηση. Ό σο και να καταρρα κώθηκε εκείνος με το γκρέμισμα του Σ τ ά λ ιν , ακολουθεί π ά ν τα τ η γραμμή του κόμματος, όποια και να ’ναι — από π ίσ τ η , κι ό χι από συμφέρον σαν τον Α λεπούλη. Γύρισε το βράδυ από τη δουλειά να μου π ει το μ εγάλο νέο. Φεύγουμε γ ια τη Μ όσχα. — Θα σπουδάσεις μηχανικός; λέω σίγουρη π ω ς αυτή τη φορά έπεσα σωστά. — Μ ηχανικός; απορεί ο Α χιλλέα ς, λες κ αι ή τα νε το τελ ευ τα ίο π ρ ά γμ α που μπορούσε να κάνει. Θα π ά ω στην κομ ματική σχολή. Δυο χρόνια διάβηκε λαγκάδια και βουνά π ο λεμ ώ ντα ς, κι ύστερα π ή γ ε να σπουδάσει πώς κρατάνε το όπλο. Από δεκάξι χρονώ κ αθοδηγη τής, κι εδώ που ήρθε, μόλις έμαθε
260
τη γλώ σσα, δεν άφησε βιβλίο γ ια βιβλίο μαρξιστικό: Μ αρξ, Έ ν γ κ ε λ ς , Λένιν και δεν ξέρω πόσους τόμους του Σ τά λ ιν — που πάνε τζ ά μ π α τώ ρα — και θα ξανακαθίσει π ά λ ι στο θρανίο γ ια να μάθει π ώ ς καθοδηγούν! Ξαφνικά, σαν να μη μ ’ ένοιαξε τίπ ο τ α , μια χα ρ ά με συνεπήρε. Θα π ά μ ε στη Μ όσχα, στη ΜΟΣΧΑ! Ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς φ εύγει σε λ ίγ ε ς μέρες με την Ουρούν. Τα χιόνια λιώνουνε με το 20ό συνέδριο κι ο δάσκαλός μου ξαναπήρε τη θέση του στο Π α νεπισ τή μ ιο. Μόνο που δεν μπορεί να π ά ει στο σ π ίτι του, στην οδό Γκόργκι, ούτε στην «ντάτσα» του, στα π ερίχω ρα τη ς Μ όσχας. Ε κ εί, όπως μας είπ ε, μένει τώ ρα η γυναίκα του, που ε ίχ ε αρνηθεί να τον ακολουθήσει τότε στην Τασκένδη, στην εξορία του, κι όταν έμαθε γ ια την Ουρούν, αρνήθηκε να του δώσει διαζύγιο, θ α ’π ρεπε, λοιπόν, να μοιραστεί μ α ζί τ η ς το σ π ίτι. «Σκέψου να γυρίζεις στη Μ όσχα κ α ι να μην έχεις πού να μ είνεις», λέει χω ρ ίς πίκρα ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβ ιτς. Θα τους φιλοξενήσει στην αρχή ένας φ ίλος του, που έ χει «μεγάλο διαμέρισμα», τρ ία δ ω μ ά τια . Μ ετά θα νοικιάσουνε ένα ξύλινο σπιτάκι στο δάσος, στα περίχω ρα τη ς Μ όσχας. «Θα πάρω μόνο τ α β ιβ λ ία μου, κ ι ας κρατήσει εκείνη τους μπουφέδες και τ α ασημένια σαμοβάρια.» Η Ν ά ντια έφυγε κιόλας στην αρχή του καλοκαιριού. Α ποχα ιρετισ τήκα με με σφίξιμο στην ψ υχή, ούτε μου περ νούσε ποτέ από το νου π ω ς θα μπορούσα να βρεθώ τόσο σύντομα στη Μ όσχα. Η απουσία τ η ς θα μου άφηνε τερ ά στιο κενό. Κ άθε Τ ρ ίτη , που δεν ε ίχ ε εκείνη πρόβα ούτε κι ε γώ μάθημα με τον Μ ιχα ή λ Γ κ ρη γκ ό ρ εβ ιτς, περνούσαμε με τη Δαφνούλα όλη μέρα στο σ π ίτι τ η ς . « Σ α ς έχω έτοι μο το χ α μ ά μ » , φώ ναζε μόλις μ α ς έβλεπε ν α φτάνουμε κι άνοιγε τ ις βρύσες να γεμ ίσει η μπανιέρα. Η Δαφνούλα δεν έ λ εγ ε να β γει από το νερό κι έ π α ιζ ε με τ α κοκάλινα π α πά κ ια που ε ίχ ε ρίξει μέσα η Ν ά ν τια να κ ολυμ πάνε. Δ ια φορετικό αυτο το πλύσιμο από το μπάνιο σ τ η σκάφη μέσα
261
στο δω μά τιο, κι εγώ να μαλώ νω τ η μικρή: «Μην π α ίζεις με τ α νερά, θα γεμ ίσεις τον τόπο». Η Ν ά ντια μπαινόβ γα ινε στην κουζίνα, μαγείρευε κι έφ τιαχνε γλυκά με μια α πίσ τευ τη γρηγοράδα. Φορούσε τη ν ουζμπέκικη τζ α λ ά μ π α τη ς και περπατούσε ξιπ ό λη τη . Τα μ α λλιά τη ς α χτέν ισ τα , πιασμένα με φουρκέτες ψ ηλά, πετούσαν σγουρές τούφες εδώ κι εκεί. «Σας φ τιά χνω ναπολεόν», φώναζε μια μέρα από τη ν κουζίνα. Π ή γ α περίεργη να δω αυτό το «ναπο λεόν», κι είδα πω ς ήτα νε τούρτα μ ιλ φ έιγ. Η Ν ά ντια δεν μπορούσε να το χωνέψει π ω ς στη Γ α λ λ ία και στη δύση το λένε έτσι το «ναπολεόν», σίγουρα το πρω τόφτιαξαν Γ ά λ λοι ζαχαροπλά στες που είχα ν φτάσει μ α ζί με τον Ναπολέοντα στη Μ όσχα. «Ά κ ου, το ναπολεόν να το λένε μ ιλφ έιγ», έλ ε γ ε και ξεκαρδιζότανε στα γέλ ια . Ύ στερα, αφού τρ ώ γα μ ε και βάζαμε τη Δαφνούλα να κοιμηθεί, έφερνε μ ια μ εγά λη καφετιέρα με μοσκομυριστό καφέ, και π η γ α ίν α μ ε να καθίσουμε στον μ εγάλο καναπέ. Ε κ εί, η Ν ά ντια κι εγώ ξεδιπλώ ναμε τ ις ζω ές μας. Τη μέρα που τη ς μ ίλησ α γ ια το κορίτσι με τον πυράκανθο, είπε πως τώ ρα ένιωθε τ ι θα π ει να ζ εις σε ξένον τόπο, να σου συμ βεί κ ά τι και να μην μπορείς να τρέξεις στη μάνα σου, στους φίλους σου που ξέρεις από μικρό π α ιδί. Ε γ ώ 'ε ίχ α μονάχα εκείνη, που φεύγει στη Μόσχα και με λυπά τα ι τόσο, που ζω ολομόναχη, περιτριγυρισμένη από τ η στέπα. Κ α ι είναι απελπισμένη που δεν μπορεί να με συμβουλέψει τίπ ο τ α , κι α ρχίζει να μου χα ρ ίζει τα π ρ ά γμ α τά τ η ς , θα μου τ ’ αφήσει όλα όταν φύγει και την καφ ετιέρα, να μη βράζω τον καφέ μου στο κατσαρολάκι, και τα ασημένια τη ς κουταλάκια με το μονόγραμμα τη ς γ ια γ ιά ς τ η ς , που είχε κουβαλήσει από τη Μ όσχα. «Θα σου στέλνω δέματα με ό ,τ ι σου λ είπ ει, ξέρω π ω ς δεν είναι παρη γοριά, μα κι αυτό κ ά τ ι ε ίν α ι... έχεις πολύ κουράγιο, εγώ δεν θα το ’χ α .» Έ χ ω κουράγιο! Θ έλω, δεν θέλω, σ φ ίγγω τα δόν τια . Τ ι ά λλο να κάνω;
262
Ο Αντρέας φεύγει κι αυτός γ ια τ η 'Μ ό σ χ α . Κ ά π ω ς ανορθόδοξα, μα φεύγει. Τον παίρνει μ α ζί του ο «στεναχω ρεμένος» Λ ένιν! Ο Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς του είχε γνω ρ ί σει ένα γέρο ζω γράφ ο, τον Λεβ Ι λ ίτ ς . Γίνανε πολύ φίλοι. Ο Λεβ Ι λ ίτ ς ζω γρ α φ ίζει ακόμα με τα παραμορφωμένα από αρθριτικά δά χτυ λά του. Φοράει π ά ντα , χειμ ώ να κα λοκαίρι, κ ά τι μ ά λ λινα μαύρα γ ά ν τ ια με κομμένα μισά τα δά χτυ λ α , γ ια να μπορεί να π ιά νει το πινέλο. Τιμωρημένος κι αυτός. Τον εξόρισαν στην Τασκένδη, γ ια τ ί είχε το λ μ ή σει να ζω γραφ ίσει έναν Λένιν . . .στεναχω ρεμενο. Εναν πίνακα δυο μέτρα ύψος. Α λλιώ τικ ος Λ ένιν, χω ρ ίς το χέρ ι απλω μένο μπροστά να β γ ά ζ ε ι λόγο στα πλήθη , χω ρ ίς μά τ ια να σπιθοβολούν, χω ρ ίς στοχαστικό βλέμμα βαθιάς σο φίας. Ο Λ ένιν του Λεβ Ι λ ίτ ς έ χ ε ι τα μ ά τια γ ε μ ά τ α περι συλλογή και πίκρα, λες και τον έχουν πνίξει οι έννοιες του κόσμου όλου. Έ π ρ επ ε λοιπόν ή να τον εξαφανίσει τον Λ έ νιν του ο δημιουργός του ή , όπως κι έγινε, να κλείσουν γ ι ’ αυτόν οι πόρτες τω ν μουσείων κ α ι οι αίθουσες τω ν εκθεσεων. Μπορούσε να π άει να ζήσ ει στην Τασκένδη, να π ά ρει και τον Λ ένιν του μ α ζί και να ζω γρ α φ ίζει όσο ήθελε, χω ρίς όμως να μπορεί να εκθέτει. Π ώ ς ζούσε; Ο Αντρέας λ έει πω ς τον βοηθούσε ο Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς και μια ανιψιά που είχ ε στη Μ όσχα. Τώρα ο Λένιν του έ χ ε ι «απο φυλακιστεί» από τα σκούρα π α ν ιά που ήτανε τυλιγμένος και βρίσκεται στο «ατελιέ», δηλαδή σ’ ένα μ εγά λο δω μά τιο με χώ μ α κ ά τω , που έ χ ε ι νοικιάσει ο Λεβ Ι λ ίτ ς σ’ ένα παλιό π λιθ ό χτισ το σ π ιτά κ ι. Τα χιόνια λιώ νουν... Οι φοι τη τέ ς τη ς Σ χ ο λ ή ς Κ αλώ ν Τεχνώ ν στην α ρχή , κι ύστερα ά λλοι φ ο ιτη τές από π α νεπ ισ τή μ ια και Ινσ τιτούτα και κοσμος, κόσμος α πλός, έρχονται να προσκυνήσουν τον «στεναχωρεμένο» Λ ένιν με τόση ευλάβεια, σαν να π ή γα ιν α ν στο Μ αυσωλείο. Τον κάλεσαν πίσω στη Μ όσχα τον Λεβ Ι λ ίτ ς κι έφυγε με τον Λένιν του αμπαλαρισμένο, γ ια τη μ εγά λη έκθεση που ετοιμάζουν γ ια κείνον με τη ν ευκαιρία
263
που κ λ είνει τα ογδόντα. Θα ζήσ ει στο σ π ίτι τ η ς ανιψιάς του, που έχει μείνει χρόνια μ α ζ ί τ η ς , από τότε που πέθανε η γυναίκα του. «Θα σε φέρω στη Μ όσχα», είπε του Αν τρέα σαν τον αποχαιρετούσε. Ο Α ντρέας συγκινήθηκε, μα δεν το πίστεψ ε. Τόσο απίθανο του φαινότανε. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός, που έφυγε ο Λεβ Ι λ ίτ ς , κι έσ τειλ ε του Α ντρέα πρόσκληση με σφραγίδες π ω ς τον φιλοξενεί γ ια ένα χρόνο σ π ίτ ι του. « Έ λ α εσύ», του έγραφε, «και μετά κανονίζουμε γ ια μόνιμη διαμονή.» Δεν θα το ά ντεχε ο Α ντρέας να έφευγα εγώ , και προ π ά ντω ν η Δαφνούλα, που τ η ς είχε αφοσιωθεί περισσότερο κι από πα π π ούς, κι εκείνη τον φώ ναζε τρυφερά Ν τεντέ. Δεν θα το βαστούσε π ια να μένει στο «σκυλόσπιτό» του, χω ρ ίς τους πολύ δικούς του ανθρώπους. — Σ τ η Μ όσχα θ’ αρχίσω να ζω γρ α φ ίζω ξανά, το νιώ θω, λέει ο Α ντρέας. Σ τ η Μ ό σ χ α ... Δεν υπάρχει τίπ ο τα καλύτερο από τη Μ όσχα. — Δεν υπά ρχει τίπ ο τα καλύτερο από τη Μ όσχα, μουρ μουρίζω κι εγώ . Σ τη Μ όσχα, θα πάω στο Π α νεπισ τή μ ιο. — Θα χω θώ στα μουσεία. — Θα μ ας π ά ει η Ν ά ντια σ’ όλα τ α θέατρα. — Θα δούμε το «Μπολσόι». — Θα ξαναβρούμε τη Ν ά ν τια , τον Μ ιχα ή λ Γκρη'γκόρεβ ιτς, τη ν Ουρούν. Ό που να ’ναι θα γυρίζει κι ο Σ εριόζα. — Σ τ η Μ όσχα, θα μπορέσουμε να τηλεφωνήσουμε στην Ε λ λ ά δα . — Σ τ η Μ όσχα, θα μ ιλήσω στη Λ ίζα! — Τώρα όμως σκάω στη δίψα, π λ α τ α γ ίζ ε ι τ α χ ε ίλ ια του ο Α ντρέας. Το νερό τ η ς βρύσης είναι χλιαρό. Κ ανένας στο σ πίτι δεν έ χ ε ι ψυγείο. Μόνο η Ρ οδιά. — Δ ιψ ώ ω ω ω ω , φω νάζει ο Α ντρέας. Η Ρ οδιά σηκώ νεται, μ π α ίνει στο σ π ίτι κ αι σε λίγο β γ α ίν ει μ ’ ένα δίσκο με δυο ποτή ρια νερό που αχνίζουν από
264
το π ά γ ω μ α . Τον αφήνει χω ρ ίς να π ει λέξη στο περβάζι του παράθυρου που είναι δίπλα μ ας. Ο Αντρέας π ε τά ε ι ένα «ευχαριστώ », παίρνει το ποτήρι να κατεβάσει το νερό μο νορούφι. Ε γ ώ δεν κουνάω από τη θέση μου. — Δεν θα π ιε ις; με ρω τάει. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι. Εκείνος α πλώ νει το χέρ ι να πάρει και το άλλο ποτή ρι, μα το βλέμμα μου τον σ τα μ α τά ει. Δεν μ ιλά μ ε. Το ποτήρι ιδρώνει. Η Ροδιά μαζεύει το δίσκο και χύνει το νερό που περίσσεψε χ ά μ ω , στην ξεραμένη γ η που το ρούφηξε α μ έ σως. Γστερα μ παίνει στο σ π ίτι με τον δίσκο και τα αδεια ποτήρια. — Μ πράβο, έδειξες χα ρ α κ τή ρ α , ειρωνεύεται ο Α ντρέας.
Η τελ ευ τα ία μου νύχτα στην Τασκένδη είναι σ π α ρ α χ τι κή. Η Β ά γ ια με βοηθάει να μαζέψ ω τ α π ρ ά γμ α τά μου και κάθε τόσο τη ς ξεφεύγει ένας αναστεναγμ ός. Δεν είναι μό νο γ ια τη δική μου αναχώ ρηση. Ε ίν α ι και γ ια τη δική τη ς μοίρα. Π εριμένει παιδί! «Σου τ ’ ορκίζομαι, δεν το ’κανα επίτη δες. Κ ακοί υπολογισμοί, κ αι να ’μαι και μαμή!» Η έκτρωση α πα γορεύεται κι εκείνη φοβάται να π ά ει σ’ αυτές τ ις γυναίκες που τη ν κάνουν κρυφά. «Να πεθάνω και μ ετά να γίνω βούκινο και να τραβολογάνε τον Κυριάκο.» «Τι θα κάνεις, Β ά για ;» Βρήκε τη λύση. Μ ια λύση που θα ’βρίσκε κ αι στο βουνίσιο χω ριό τ η ς . Σ τ ις ελληνικές π ο λ ιτείες τη ς Τασκένδης μπορεί τόσα χρόνια ο κόσμος να έμαθε γρ ά μ μ α τ α , πολλές γυναίκες να π ή γ α ν ε να σπουδάσουν ή να δου λέψουν στα εργοστάσια κ αι να διακριθούν παντού, μα σ τις ανθρώπινες σ χέσ εις οι δεκατέσσερις π ο λ ιτείες παραμένουν απόμακρα ελ λ η ν ικ ά χω ρ ιά , θ α παντρευτεί η Β ά γ ια . Έ ν α συγχω ριανό τ η ς , που τη ν έ χ ε ι ζη τή σ ει πο λλές φο ρές. «Το π α ιδί θα ’ναι δικό μου», τ η ς είπ ε, «και να δεις τ ι
265
κ α λά που θα ζήσουμε.» Δεν φ ανταζότανε ποτέ η Β ά γ ια ότι θα μπορούσε να βρεθεί μ ια τόση μ εγά λ η καρδιά. Θα του χρ ω σ τά ει ευγνωμοσύνη. Μόνο α γά π η δεν μπορεί να δώσει. Την α γά π η τη ς τη ν έδωσε μια γ ια π ά ν τα . Ε κείνη θα μπορούσε να μην παντρ ευτεί κανέναν και να ζήσ ει μόνη με το π α ιδ ί τ η ς . Θα τ α ά ν τε χ ε όλα. Μα δεν το κ άνει, γ ια τον Κ υριάκο. Θα βούιζαν οι π ο λ ιτείες. «Για τον Κυριάκο είναι πιο δύσκολο», λέει η Β ά γ ια , «αυτός β α σ α νίζετα ι πιο πολύ από μένα, έτσι δίνω εγώ τη λύση.» Ο γά μ ος τ η ς θα γ ίν ε ι α υτές τ ις μέρες, πριν προλάβει να φουσκώσει η κοι λ ιά τ η ς κι αρχίσουν να μετράνε οι γειτόνισσες τ ις μέρες. Τ ης δώσανε κιόλας το δω μάτιό μ ας. Θα εγκ α τα σ τα θ εί μό λ ις φύγουμε. Θα κρατήσει το δικό μας σιδερένιο κρεβάτι. Μ πορεί να κ οιμ άται κι από τη ν έξω μεριά, όπως ε γ ώ , γ ια να ’χ ε ις τη ν εντύπωση π ω ς μπορείς να π ε τ α χ τ ε ίς απάνω όποτε θες, κ αι να ξαγρυπνάει τ ις νύχτες με τ α μ ά τια καρ φω μένα στο τα β ά νι, γ ια τ ί το χέρ ι που την α γ κ α λ ιά ζ ε ι δεν θα ’να ι του Κυριάκου. «Θα ’ναι αγόρι που θα του μ οιάζει», με ξαφ νιά ζει η φωνή τ η ς Β ά γ ια ς . Γυρίζω κ αι τη ν κ οιτά ζω . Το πρόσωπό τη ς έχει ηρεμήσει. Σαν να φ έ γ γ ε ι.
— Αν δεν υπήρχε η Β ά γ ια , ούτε που θα γύριζε ποτέ η σκέψη μου στην Τ ασκένδη... — Μ ην το λ ε ς, τη σ τα μ α τά ει ο Α ντρέας, ένα κομμάτι τ η ς ζ ω ή ς μας θα ’ναι π ά ν τα αφημένο εκεί. Έ ν α κο μ μ ά τι τη ς ζω ή ς μου αφημένο στην καρδιά τη ς Α σίας. Ακούω στην απάνω κουκέτα την ανάσα του Αντρέα που γ ίν ε τ α ι πιο βαριά. Το κουπέ δεν είναι χω ρ ίς πόρτες, όπως στον πηγεμ ό μου στην Τασκένδη. Ε ίν α ι ολόκληρο διαμέρισμα με τέσσερις κουκέτες, κι όπως δεν ήρθε τέτα ρ τος επ ιβ ά τη ς το έχουμε όλο στη διάθεσή μας: Ο Α ντρέας, η Δαφνούλα κι εγώ . Δεν θέλω να κοιμηθώ, π α ρ ’ όλο που
266
νιώθω τ α βλέφαρά μου να βαραίνουν. Θ έλω να το νιώθω π ω ς πλησιάζουμε στη Μ όσχα. Κ άθε γύρισμα που κάνουν οι ρόδες, με φέρνουν πιο κοντά στη Μ όσχα, στη ΜΟΣΧΑ. Με τον Α χ ιλ λ έ α , όμως, τ ι θ’ α λ λ ά ξει με τον Α χ ιλ λ έ α στη Μ όσχα; Οι ρόδες κυλάνε. Κ άποιος τρ έχει στην πλα τφ όρμ α , θέ λει να προλάβει το τρένο που έχει κιόλας ξεκινήσει. Σ κύ βω από το παράθυρο. Σκύβω τόσο, που κοντεύω να πέσω . Εκείνος τρ έχει μ ’ α πλω μένα χέρ ια και φ ω νάζει, μα ο θό ρυβός από τ ις ρόδες είναι πολύ δυνατός. Έ ν α ς ψηλός άν τρ α ς, με α πλ ω μ ένα χέρια σαν να θέλει να π ε τά ξ ε ι. Κ ι εγώ , έτσι όπως σκύβω, σαν να θέλω να π ετά ξω να τον α νταμώ σω . «Ν τάφνηηηηηηηη!» Τώρα βλέπω καθαρα το πρόσωπό του. Ε ίν α ι ο Ζ α ν-Π ω λ. — Γ α ρ γά λα τ η ς τη μύτη να ξυπνήσει. Α νοίγω τ α μ ά τ ια . Η Δαφνούλα έχει καθίσει πάνω στην κοιλιά μου και ξεκαρδίζεται στα γ έ λ ια . Ο Α ντρέας με κ οιτά ζει καθιστάς στην α πένα ντι κουκέτα που κοιμότανε η μικρή. — Το ’ριξες στον ύπνο και σε λ ίγ ο φτάνουμε. — Φτάνουμε στη Μ όσχα; ρωτώ αλαφιασμένη. — Σ τη Μ όσχα! Δεν υπάρχει τ ίπ ο τ α καλύτερο από τ η Μ όσχα, ξανα λέει το ρεφρέν του ο Αντρέας.
μοτέρ στοπ
— Κ α λ ά το ε ίπ α , γκ ρ ινιά ζει ο Ε υγένιος. Σ ήμ ερα είναι χειρότερα κι από χ τ ε ς . Ετοιμάσου γ ια διακοπή κάθε δευ τερόλεπτο. Η Ε λένη σκύβει πάνω από το τρ α π εζά κ ι που τους χ ω ρ ί ζ ει και φέρνει το πρόσωπό τ η ς πολύ κοντά στο δικό του. — Κ ι εγώ θα χω ρ ίσ ω ... άμα φ ύγει η χούντα.
267
Ο Ε υγένιος τη ν κ οιτά ζει μέσα στα μ ά τια . — Λ έω π ω ς δεν θα χω ρίσ εις ποτέ. Μ ια είναι ο Π άνος, που σου λ έει π ω ς δεν χωρίζουν κάποιον που είναι φυλακή, αύριο θα βρεθεί ένας ά λλος, που θα σου π ει π ω ς δεν χω ρ ί ζουν κάποιον που μόλις βγήκε από τη φ υ λα κ ή ... Η Ε λ ένη δεν του α π α ντά ει. Σ υ λ λ ο γ ιέτα ι π ω ς μπορεί να ’χ ε ι και δίκιο. Τ ις αποφάσεις γ ια τη ζωή τ η ς , ή τα ν ε τα ίδια τ α γεγονότα που τ ις παίρνανε. Α ν α λ ο γίζετα ι τη σ τιγ μ ή που θα πρέπει ν ’ αποφασίσει μόνη τ η ς , τ ι κουράγιο θα βρει. Ε δώ δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει αν το Σ άββα το θα β γει με τον Ν τιν τιέ ή θα π ά ε ι περίπατο στο δάσος τη ς Β ουλώνης με τον Ευγένιο. Κ α ι το Σάββατο π λ η σ ιά ζε ι. — Πρόσεξες, τη β γά ζει, από τ ις σκέψεις ο Ε υγένιος, π ω ς λέμ ε όλοι: Ά μ α φύγει η χούντα, άμα αυτοί φύγουν. Τ ότε, λέγ α μ ε: Ά μ α διώξουμε τους Γερμανούς, άμα διώξου με τους Ε γ γ λ έ ζ ο υ ς ... Ί σ ω ς μέσα μας να πιστεύουμε πω ς ετούτοι κάποια μέρα θα φύγουν από μόνοι τους. — Π ες τ α στην Ά ννα και στον Στέφανο, γ ε λ ά ε ι η Ε λ ένη , και είμ αι σίγουρη π ω ς θα σου πούνε: «Β έβαια, όλα εσείς τ α κάνατε». — Γ ια τ ί, ψ έμ ατα είναι;
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο —λήψη Το τρένο όσο πά ει ε λ α ττώ ν ει τα χ ύ τ η τ α , γ ια να κυλήσει αργά πάνω σ τις ράγιες, ώσπου να σ ταμ α τήσ ει. Φ τάσαμε. Αυτή τη φορά με περιμένει ο Α χ ιλ λ έα ς στον σταθμό. Κ ι όχι μόνο ο Α χ ιλ λ έα ς. Η Ν ά ν τια , ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρε β ιτς, η Ουρούν, ο Λεβ Ι λ ίτ ς . Φ τάσαμε στη Μ όσχα. Ας το πιστέψ ω π ω ς δεν υπάρχει τίπ ο τ α καλύτερο από τ η Μόσχα.
μοτέρ στοπ
268
Ο Ευγένιος αφήνει να του ξεφύγει μια βρισιά, μα δεν προφταίνει να π ει τ ίπ ο τ ’ άλλο.
Το τρένο της φρίκης σκηνή —πλάνο — λήψη Ο στρατηγός χειμ ώ να ς! Έ τ σ ι κατατροπώ θηκαν οι στρατιές του Ν απολέοντα και οι ορδές του Χ ίτλ ερ . Είκοσι τρία κάτω από το μηδέν. Ο Α ντρέας λ έει πω ς το μοντγκό μερι το νιώθει πλατανόφυλλο στην π λ ά τη του. Το δικό μου π α λ τό δεν το νιώθω καθόλου. Έ ν α καμιλό τη ς Λ ίζ α ς, που μου το ε ίχ ε γυρίσει το μέσα έξω , πριν φύγω από την Ε λ λ ά δα , μα με τ α χρόνια δεν του έμεινε καθόλου χνούδι. Δεν περισσεύουν λεφ τά ν’ αγοράσω γούνα ούτε καν από λα γό . Της Δαφνούλας τη ς χάρισε η Ν ά ντια μια κάτασπρη γούνα, που τη ν κάνει να μ οιάζει με αρνάκι. Η υποτροφία που παίρνει ο Α χ ιλ λ έα ς γ ια τ ις σπουδές του φ τά νει να ζουμε κ α λά , όχι όμως και ν ’ αγοράζουμε ακριβά π ρ ά γμ α τ α . Θα μπορούσα κι εγώ να πάρω μ ια υποτροφία, γ ια να πάω στο Π ανεπισ τή μιο. Ο Α χ ιλ λ έ α ς όμως δεν βρίσκει σω στό να παίρνουμε υποτροφίες δύο από τη ν ίδια οικογένεια. «Μας βοηθούν τόσο οι Σ οβιετικοί και δεν πρέπει να τους εκμεταλλευόμαστε.» Έ τ σ ι, ακολούθησα τη συμβουλή του Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς να σπουδάσω με α λληλογρα φ ία . Θα π η γα ίνω στο Π ανεπιστήμιο μια φορά τον χρόνο να κάνω σεμινάρια και να δίνω εξετάσ εις. Δεν θα «εκ μεταλ λευτώ» το σοβιετικό κράτος, μα θα παγώ σ ω μ ’ αυτό το π α λ τό τον πρώ το μοσχοβίτικο χειμ ώ να μου. Είκοσι τρία υπό το μηδέν. Π ερ π α τά ω στον δρόμο και νομίζω π ω ς μου καρφώνουν χ ιλ ιά δ ε ς βελόνες στο μ έτω πο. Το κεφ ά λι μου, τ ’ αυτιά μου, η μύτη μου είναι τυ λ ιγμ έν α μ ’ ένα τεράστιο σάλι που μου ’π λεξε η Β ά γ ια και μου το ’στείλε σαν έπεσε
269
το πρώ το χιό νι. Αν δεν ή τα νε κι οι μπότες του Σ εριόζα , θα νόμ-ιζα π ω ς περπα τώ ξιπ ό λη τη στον π ά γο . Ο Σ εριόζα γύρισε π ρ ο χτές και πάω τώ ρα να τον δω. Έ μ α θ ε από τη Ν ά ν τια π ω ς είμ αι στη Μ όσχα και σήμερα το πρω ί μου έσ τειλ ε τη λ εγρ ά φ η μ α , με τη διεύθυνσή του κ αι τη στάση του μετρό. « Έ λ α στις εφ τά .» Β γ α ίν ω από το μετρό κ α ι ρω τάω τον δρόμο. Κ α τ α λ α βαίνω π ω ς έχω να περπα τή σ ω ένα ολόκληρο τετρ ά γω νο. Το χιόνι τρ ίζ ε ι κάτω από τ α πόδια μου. «Δεν ξέρεις τη χα ρ ά του χιονιού», λέει ο Ζ α ν-Π ω λ που μόλις γύρισε από τ ις χρισ τουγεννιάτικ ες διακοπές του. Ε ίν α ι ηλιοκαμένος σαν να γύριζε από τη θάλασσα. Η Λάουρα κι ο Φράνκο π ή γ α ν ε κι αυτοί στα χιό ν ια . Η Ρ ώ μ η τ α Χ ριστούγεννα μ οιά ζει έρημη πόλη και τ α εστιατόρια ακόμα είναι κ λ ε ι στά. Τριγυρνάς στους άδειους δρόμους, πού και πού β λέ π εις κανέναν μ παμ πά με το παιδά κι του να κρατούν ένα π ακέτο με «πανετόνε», κ ά τι σαν τσουρέκι, μα άνοστο. Νο μ ίζω π ω ς έχω μείνει ολομόναχη στον κόσμο. Η λιακάδα με παρηγορεί κάπω ς. Έ χ ω β γ ά λ ε ι το πέτσινο π α λ τό του Σεριόζα και κάθομαι με το πουλόβερ στα σ καλάκια τη ς π ιά τσ α ν τ ’ Ε σ πά νια , να με παρηγορήσει ο ή λιος που μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι ολόκληρη. 'Α ραγε σαν κατηφ ορίζει με τα σκι ο Ζ α ν-Π ω λ σ υλ λογιέτα ι π ω ς είμ αι έρημη χρισ τουγεννιά τικ α π ά νω σ τα σκαλακια; Θα τον ρωτήσω άμα γυρίσει. Δεν τον ρώ τησα. Κ ά π ο τε, λ έ ε ι, θα με πάρει μ α ζ ί του στα χιό ν ια . Κ ά π ο τ ε ... Ά μ α πέφτουν χιονονιφάδες γλυκαίνει το κρύο. Τώρα όμως έ χ ε ι έναν ξάστερο ουρανό και το χιόνι που π α τ ώ το νιώ θω σκληρό σαν σίδερο. Κ ουράγιο, ακόμα λ ίγο κι έφ τα σα. «Κ ουράγιο, Ε λένη , ακόμα μ ια κορφούλα.» Ε πέμ εναν πολύ ο Π άνος κι ο Ε υγένιος να πάω μ α ζί τους εκδρομή στην Π άρνηθα. Μ όλις φ τάσαμε στο κ αταφ ύγιο, κάθισα δίπ λ α στο τ ζ ά κ ι μ ’ ένα βιβλίο κ αι δεν το κούνησα από κει ώσπου φ ύγαμ ε. Εκείνοι με πείρ αζαν. « Ή τ α ν ε α νά γκ η να
270
π α ς στα Ιμ α λ ά ια γ ια να διαβάσεις τον Ά εωνή του Θεοτο-
κα;» Μέσα από το π α λ τό φορώ το πουλόβερ που μου είχε σ τείλ ει ο Σ εριόζα , μα το αισθάνομαι σαν μ ετα ξω τό που κάμισο. Ε ίμ α ι τόσο π α γω μ ένη , που δεν νιώθω π ια τίπ ο τ α . Πέρα ω ς πέρα, μέσα στο σκοτάδι, το απλω μένο χιόνι. « Άσπρο χιόνι σάβανο σκέπασε τη ν π λά σ η », έλ εγε ένα ποιη μ α τά κι στο αναγνω στικό τ η ς τε τά ρ τη ς, κι εγώ που δεν είχα δει πο τέ χιόνι στη ζω ή μου το φανταζόμουνα σαν το άσπρο σεντόνι που είχα νε σκεπάσει στη διπλανή αυλή μ α ς, στο νησί, έναν ψαρά που τον β γά λα νε πνιγμ ένο από τη θάλασσα. Τώρα π ερπα τώ πάνω στο χ ιόν ι-σάβανο και θαρρώ πω ς από κ ά τω είναι θαμμένοι όλοι οι ψαράδες τη ς γ η ς . Κ ανένας Ρώ σος π ο ιη τή ς δεν σκέφτηκε να παρομοιά σει το χιόνι με σάβανο. Η Δαφνούλα στον βρεφικό σταθμό μαθαίνει τρυφερά τραγουδάκια γ ια το «χιόνι, χιονάκι» και β γ ά ζ ε ι χαρούμενα τσ ιρ ιχ τ ά , όταν τη ν τσουλάει ο Α χ ιλ λέας με το ελκηθράκι τη ς. Δυο β ή μ α τα ακόμα και μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι ο Σ εριόζα , που με περιμένει στην ξώπορτα με το τσιγάρο κολλημένο στα χ ε ίλ ια . — Ή ρθες! Δεν μπορώ να μιλήσω . Δεν είναι από τη συγκίνηση. Η π α γ ω ν ιά μού κόβει κάθε συναίσθημα. — Π άμ ε γρήγορα μέσα, έχ ε ις π α γώ σ ει. Βρισκόμαστε σ ’ ένα μικρό χ ο λ με κρεμάστρες γυρω γύ ρω. Ο Σ εριόζα παίρνει το π α λ τό μου να το κρεμάσει, μα το χέρι του μένει αιωρούμενο. — Κ αλοκαιρινό παλτό! — Σ τη Ρ ώ μ η δεν το φορούσα καθόλου, γ ια τ ί ζεσ τα ινό μουνα, κι έβα ζα όλο το πέτσινο, το δικό σου. — Σ τ η Ρ ώ μ η ! γ ε λ ά ε ι ο Σ εριόζα. Β γ ά ζ ω τ ις μ π ότες κι εκείνος μου δίνει ένα ζευγά ρι π α ν τόφ λες που μου πέφτουν μ ε γ ά λ ε ς. Μ παίνουμε σ’ ένα δω
271
μάτιο. Μ ε τη ν πρώ τη μ α τιά κ α τά λα β α . Αυτό είναι όλο κι όλο το σ π ίτι του Σ εριόζα. Έ ν α δωμάτιο. Συγυρισμένα όλα κ αι τ α κ τικ ά . Δυο καναπέδες που θ’ ανοίγουν και θα γίνο ντα ι κρεβάτια και μια ντουλάπα στη μέση, κάθετα στον το ίχ ο , που χω ρ ίζει ένα μέρος από το δω μάτιο. Ε ίνα ι λ ίγ ο πιο μ εγά λο από το δικό μ ας. Ο Σεριόζα όμως έχει τρ ία π α ιδιά . Κ αθόμαστε στον κανα πέ. Ζεστάθηκα αμέσω ς. Έ χ ε ι τόση ζέσ τη μέσα στο σ π ίτ ι, που β γά ζω το πουλόβερ μου κ αι μένω με το πουκάμισο. — Τώρα είσαι η Δάφνη, με κ ο ιτά ζει ο Σ εριόζα . Τόσο κουκουλωμένη πριν, δεν σε α ναγνώ ριζα. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι και τ α χ ε ίλ ια του μόλις ακουμπάνε τα δικά μου. — Σ ε λ ίγ ο θα ’ρθει η Σ όνια να μας δώσει τσ ά ι. Έ χ ε ι π ά ει με τ α πα ιδιά να κάνουν π α τ ίν ια στον πά γο . — Μ ’ αυτό το κρόο; α να τρ ιχ ιά ζω . — Ο καλύτερος καιρός γ ια παγοπέδιλα. Γ ελ ά ω . — Θα μ ιλά μ ε γ ια τον καιρό, Σεριόζα; — Έ χο υ μ ε μια ζω ή μπροστά μας να μ ιλά μ ε. — Λ ες να μείνω εδώ μια ζωή! Α κούγονται ποδοβολητά στη σκάλα. — Ή ρ θ ε ο στρατός, κάνει ο Σεριόζα και π ά ει ν ’ ανοίξει τη ν πόρτα. Η Σ ό νια , η γυναίκα του Σ εριόζα , είναι ψ ηλή , γεροδε μένη. Δεν θα μπορούσα να τη ν πω όμορφη. Έ χ ε ι όμως ένα καθαρό πρόσωπο και τ α χα ρακτηριστικά τ η ς δείχνουν σιγουριά κ αι αποφ ασιστικότητα. Δυο κοριτσάκια, δίδυμα, που μοιάζουν στη μητέρα τους, θα ’ναι ίσαμε δέκα χρονώ, και το μικρό αγοράκι γύρω στα π έν τε, φτυσός ο Σ εριόζα. Π ίνουμε τσ ά ι στο τρ α π έζι τη ς κουζίνας με πιροσκί και γλυκ ά . Τα π α ιδιά κι η Σ όνια είναι τόσο άνετοι μ α ζ ί μου, λες κ αι χρόνια μπαινόβγαινα στο σ π ίτι τους. Η Σ όνια με
272
ρω τάει αν βολεύτηκα στη Μ όσχα κ αι τ ι μου λ είπ ει που θα μπορούσε να μου το δώσει. Ο Σ εριόζα χ ά ν ε τα ι γ ια μια σ τιγμ ή κι ύστερα γυρίζει κρ α τώ ντα ς το π α λ τό μου. — Σ όνια, αυτό είναι το χειμ ω νιά τικ ο π α λ τό τ η ς κυ ρίας. — Θεέ μου! αφήνει να τ η ς ξεφ ύγει και σμ ίγει τ α χέρ ια , λ ες κι έπεσε μ ε γ ά λ η συμφορά.
Ε το ιμ ά ζο μ α ι να φύγω. Η Σ όνια β γ ά ζ ε ι από τ η μ ε γ ά λ η ντουλάπα μ ια καφ ετιά γούνα κ αι μου τη ρίχνει στους ώμους. Ε ίν α ι ασήκω τη. — Κ ράτησέ τη ν όσο θες, ο Σ εριόζα μού έφερε καινούρ γ ια από τη ν Αμερική. Δεν προφταίνω να π ω τ ίπ ο τ α κ ι ο Σ εριόζα με βοηθάει να τη φορέσω. Η Σόνια μ ’ α π ο χα ιρ ετά ει, με φ ιλ ά ει σταυρω τά. Ο Σ ά σα, το μικρό τους αγόρι, κ ρ εμ ιέτα ι από το μπράτσο μου. — Μη φύγεις! Τα κοριτσάκια στέκουν παράμερα κ αι με κοιτάζουν, λες κ αι θέλουν να καταλάβουν τ ι α λ λ ιώ τικ ο έχω από τ η μαμά τους. — Την Κ υριακή το μεσημέρι σας περιμένουμε, λ έ ε ι η Σόνια. Ο Σεριόζα έ χ ε ι βάλει το π α λ τό και το γούνινο καπέλο του, να με π ά ει ω ς το μετρό. — Ανυπομονούμε να γνωρίσουμε τ η Δαφνούλα. — Κ α ι τον Α χ ιλ λ έ α , β ιά ζ ε τα ι να προσθέσει η Σ όνια. Β γα ίνω με τον Σ εριόζα στον δρόμο. Η γούνα τ η ς Σόνιας με ζεσ τα ίν ει. Μόνο μου π έφ τει μ ε γ ά λ η και τη νιώθω ασήκωτο βάρος απάνω μου. Π ερ π α τά μ ε α μ ίλ η το ι. Ο Σ ε ριόζα κάνει να πιά σ ει το χέρ ι μου, μα είναι χα μένο μέσα στο μανίκι που μου έρ χετα ι μακρύ. Γ ια τ ί να ’χ ω τη ν καρ διά σφ ιγμένη; Τ ι περίμενα λοιπόν; Ν όμιζα π ω ς ο Σ εριόζα
273
είναι δικός μου; Με μοναδικές έγνοιες τ ις έγνοιες μου; Θαρρούσα π ω ς αυτή η ξέχω ρη τρυφερότητα του ή τα νε μό νο γ ια μένα. Θ εω ρητικά, σκεφτόμουνα καμ ιά φορά π ω ς ο Σεριόζα είχε γυναίκα κ αι π α ιδ ιά , μα ποτέ δεν τον συνδύα ζα μ α ζ ί τους. Π ά ντα ως τώ ρα τον είχα δει μόνο και τη μ εγ ά λ η ζεσ τή π αλάμ η που έσ φ ιγγε το χέρι μου τη ν είχα δίκιά μου. Τι καινούργιο είναι αυτό! Τι σ α χλό, να σ φ ίγ γ ε τ α ι η ψυχή μου όταν άκουσα τ η γυναίκα του να τον φω νά ζει «Σεριόζα»! Εκείνος, μ όλις μπήκε σ π ίτι τη ν α γκά λια σ ε κ αι τη φ ίλησ ε, λες κι ερχότανε από τα ξίδι. Με τη Σόνια γνω ρ ίζο ντα ι από τότε που σπούδαζαν στο Π α νεπισ τή μιο. Κ ι εγώ τ ι φανταζόμουνα, π ω ς τους ενώνει περισσότερο μια μ ε γ ά λ η φ ιλία ; Κ α ι τ ι με νοιάζει εμένα, αν α γ α π ά ει ερω τικά ή φ ιλικά τη γυναίκα του ο Σ εριόζα; Δεν με ρώ τη σ ε τίπ ο τ α , τη λ ίγ η ώρα που ήμασταν μόνοι. Τ ι νόμισε; Π ω ς ήρθα, βρήκα τον Α χ ιλ λ έ α κι όλα είναι μ ια χα ρά; Αφού ξέρει κ αι γ ια τον Ζ α ν-Π ω λ. Δεν είχε π εριέργεια να μάθει π ώ ς αντέδρασε ο Α χ ιλ λ έ α ς; Δεν ανησύχησε γ ια τ ις δυσκολίες τη ς προσαρμογής μου; Μ ονάχα να μην π α γώ σ ω νοιάστηκε. Τον κοιτά ζω με τη ν κόχη του ματιού να περ π α τ ά ε ι με το κορμί λίγο γερμένο προς τ α μπρος, λες και είναι έτοιμος να σώσει κάποιον που έχει πέσει στο π οτά μ ι. Κ άποιον, τον οποιοδήποτε. Ε ίμ α ι μ ια οποιαδήποτε λοιπόν, που, ά μα φωνάξω βοήθεια, θα τρ έχει όπως στον καθέναν. — Την Τ ετά ρτη που μας έρ χε τα ι, κόβει τη σιω πή ο Σ ε ριόζα, έχω πάρει άδεια από τη ν εφημερίδα. Να βρεθούμε να τ α π ε ις όλα, όσα σε πνίγουνε. Θα έχεις π ο λ λ ά , Δ αφ νούλα. Τραβώ ψ ηλά το μανίκι τ η ς γούνας να ελευθερώσω το χέρ ι μου και πιάνω το δικό του. Η γούνα αλάφρυνε, κι εγώ το ίδιο. Ο ασύγκριτος Σ εριόζα! Που τον κατασκεύα σαν ειδικά και τον έσ τειλα ν, γ ια να πιστέψουμε π ω ς όλοι οι Σ οβιετικοί είναι τέλειοι.
μοτέρ στοπ
274
Κ ά τ ι τους γνέφ ει απέξω ο τρίτος σκηνοθέτης. Ο Ε υ γ έ νιος ανοίγει το παράθυρο. — Θα επαναλάβουμε το πλάνο, μας κλείνει πονηρά το μ ά τι. Μόνο που αυτή τη φορά, ο μ αιτρ θέλει τ α τ ζ ά μ ια σας α νο ιχτά . Μ πορείτε να κ α π νίζετε. — Α ρχίζει να μου δίνει στα νεύρα, μουρμουρίζει ο Ε υ γ έ νιος. Σίγουρα η κινηματογραφ ική μου καριέρα σ τα μ α τά ει εδώ, στο Τρένο τ η ς φρίκης. — Ε μένα δεν θα με π ειρ ά ζει καθόλου να έβρισκα δου λειά σε άλλο γύρισμα, λέει η Ε λ ένη . Κ άθομαι κι έχω ένα σωρό καιρό να σκέφτομαι. — Αυτό ακριβώς δεν θέλω , να κάθομαι και να σκέφτο μ α ι, βολεύεται βαριεστημένα στη θέση του ο Ε υγένιος. — Ε λ π ίζ ω π ά ν τω ς να τελειώ σουμε στην ώρα μ α ς, προ φ ταίνει να π ε ι η Ε λ έν η , γ ια τ ί έχω ραντεβού με τον Ν ικ ή τ α ... με τον Κ α σ ίμ η , θέλει να μου συστήσει τη δικηγόρο που στέλνουν κ ά τω γ ια τη δίκη του Α χ ιλ λ έα .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή —πλάνο — λήψη Ο Α χ ιλ λ έ α ς! Έ χ ε ι σ μ ιχ τά φρύδια, ανοιχτοκάστανα μ α λ λ ιά και σκούρα μ πλε μ ά τια . Α ργή, βαθιά φωνή. Το μάγουλό μου ακουμπάει πάνω στο σακάκι του από σαμαρο σκούτι. Έ χ ε ι φουντώσει το μάγουλο από το τρ α χύ ύφα σμα. Μ ’ αρέσει. Σίγουρα δεν τον λένε Α χ ιλ λ έ α , μα του τα ιρ ιά ζει. Αν δεν ήτανε αντισυνω μοτικό, θα γ έ μ ιζ α τα περιθώρια τω ν βιβλίω ν μου: ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κ ά θ ετα ι απένα ντι μου στο τρ α π έζι τ η ς κουζίνας και μ ελ ετά ει. Ε γ ώ διαβάζω ένα δ ιή γ η μ α που δημοσιεύτη κε αυτές τ ις μέρες σ’ ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Η Δ αφ νούλα έχει κοιμηθεί στο δω μάτιο στο κρεβατάκι τ η ς , που
275
είναι πίσω από ένα παραβάν. Το έφερε η Ν ά ντια και τη ς ζω γράφ ισε απάνω αρκουδάκια και σκιουράκια. Έ ξ ω η αυ λή φ έ γ γ ε ι από το χιόνι και τ α δέντρα μοιάζουνε σαν ν ’ ανθίσανε ξαφνικά από τ ις χιονονιφάδες που κάθισαν στα γυμνά κ λα διά τους. Μέσα στην κουζίνα έχει πολλή ζέσ τη κι η μυρουδιά από τη μανιταροσουπα που έχω βράσει θα μπορούσε να συμπληρώσει τη ν εικόνα μιας γ α λ ή ν ια ς οικο γενεια κ ή ς ζω ή ς. Τωρα ομως, οταν τελειώσουμε τ α διαβάσματά μ α ς και πάμ ε να κοιμηθούμε στο διπλανό δω μά τιο, θα τραβήξουμε τον καναπέ που θα γίνει διπλό κρεβά τι, θα πέσουμε δίπ λα δίπλα κι ίσως σμίξουμε σαν αντρόγυνο που, με τα χρόνια, το σμίξιμό του έ χ ε ι μ πει στις συνήθειες τη ς καθημερινής ζω ή ς. «Μπορεί σαν άντρας να χρειά σ τη κε να π ά ω με μ ια γυναίκα, όμως δεν θα ’βαζα καμιά στη δίκιά σου θέση.» Ν α ι, δεν έβαλε κ α μ ιά στη δική μου θέση ο Α χ ιλ λ έ α ς, μα αναρω τιέμαι μ ή π ω ς κι εγώ τώ ρα είμ α ι η γυναίκα που π λ α γ ιά ζ ε ι μ α ζί τ η ς , όταν σαν άντρας χρ ειά ζ ε τ α ι... Μ πορεί από μέρους του να έγινε αυτό σ ιγά σ ιγά χω ρ ίς να το συνειδητοποιήσει κι ο ίδιος, γ ια τ ί μ ’ ένιωθε απόμακρη και απούσα. Δεν είναι η ανάμνηση του ΖανΠ ω λ ούτε οι σ τά χ τε ς από το «κορίτσι με τον πυράκανθο» που με φέρνουν μακριά του. Τον ερωτεύτηκα στα δεκάξι μου, όπως στα δεκατρία ε ίχ α ερω τευτεί τον Νέλσον Έ ν τ ι, κι έδινα π έν τε άλλους «αστέρες» στις φ ίλες μου γ ια ν ’ α πο χτή σ ω μια φω τογραφία του. Η Β ά για , που χω ρ ίς να τη ς π ω π οτέ τίπ ο τ α , από μια διαίσθηση, έβλεπε π ω ς κ ά τι δεν π ή γ α ιν ε κ α λα με τον Α χ ιλ λ έ α , προσπαθούσε κομ μάτι κομ μάτι να μου τον στήσει σ τις μ ά χες στο βουνό. Ν όμιζε π ω ς αυτό αναζητούσα, τη χα μ ένη του λάμψη. Γ ια τ ί εκεί νη δεν υποπτευότανε πω ς δεν ήμουν πια το δεκαεξάχρονο κορίτσι και πω ς θα μπορούσα να ερωτευτώ τώ ρα και κά ποιον που φοβοτανε στον πολεμο. Κάποιον, όμω ς, που να κ α τα λ α β α ίν ει το νόημα που κρύβει αυτό το δ ιή γη μ α που έχω ανοιχτό μπροστά μου. Μ π α μ π ά , σ υλλά β ισε μου είναι
276
ο τίτλ ο ς του. Κ υριακή πρωί στη Μ όσχα. Έ ν α ς νέος άν τρας έχει β γ ά λ ε ι περίπατο το πεντάχρονο κοριτσάκι του. Η μικρή β λέπει τ ις επιγραφ ές στα μ α γ α ζ ιά κ αι, όπως δεν ξέρει να δ ια β ά ζει, του λέει: «Μ παμπά, συλλάβισέ μου». Κ ι εκείνος α ρ χ ίζε ι να συλλαβ ίζει Γ α-λα -κτο-π ω -λεί-ον, Χ ρυ-σο-χο-εί-ον, Ζ α-χα -ρο-πλα -στεί-ον. Ανάμεσα σ’ αυτό το συλλάβισμα ξεδιπλώ νετα ι μια καθημερινή ζω ή με τ ις λεπτομέρειές τ η ς . Πριν από λίγον καιρό, ούτε μπορούσε κανείς να φ αντα σ τεί ότι ήτα νε δυνατόν να δημοσιευτεί ένα τέτοιο διήγημ α που μιλούσε γ ια α π λ ά π ρ ά γμ α τα κι όχι γ ια ηρωισμούς στον πόλεμο, γ ια τ α κολχόζ, γ ια τον'κα λό κομματικό γρ α μ μ α τέα , που έρ χετα ι να νικήσει τον κακο. Ο κόσμος ομως τ α ’χ ε μπουχτίσει. — Να σου διαβάσω κ ά τι, λέω στον Α χ ιλ λ έα . Εκείνος μου δείχνει τ ις σελίδες που του μένουν ακόμα. — Δεν π ειρ ά ζει, κάθεσαι λ ίγο πιο α ργά , α ξίζει τον χοπο. Τ ελειώ νω κι ο Α χ ιλ λ έα ς με κ ο ιτά ζει σαν να θέλει να π ει πω ς άδικα τον χασομέρησα. — Δεν είναι κακό, κάνει και σκύβει ξανά στις σημειώ σεις του. Κ λείνω το περιοδικό. Η συζήτηση σ τα μ α τά ει εκεί. Ο Α χ ιλ λ έα ς εκτός από τα μαρξιστικά του β ιβλία, έχει δια βάσει ένα μοναδικό μυθιστόρημα: το Α ληθινός άνθρωπος του Μ πόρις Π ολεβόι, γ ια έναν ήρωα του πολέμου, έναν πιλότο που τρα υμ ατίστη κε βαριά, του έκοψαν τα δύο πόδια και συνέχισε με ξύλινα πόδια να οδηγεί το κ ατα δ ιω χτικ ό του και να ρίχνει αεροπλάνα με τον α γκυλω τό σταυρό. Τι να του π ει λοιπόν του Α χ ιλ λ έα ένα κοριτσάκι που β ά ζει τον μ παμ πά του ένα κυριακάτικο πρωινό να του διαβάσει τη ν επιγραφή του μπακάλικου; Δεν μπορεί να δει σ’ αυτό το διήγημ α τη ν ανάσα που πήρε ο κόσμος και π ω ς τώ ρα μ ιλ ά ει π ια γ ια τ η ζω ή , τον έρω τα, τ α προβλήματα στο σ π ίτι, στη δουλειά, στην επισ τήμ η του, κι όχι μόνο γ ια το
277
π ώ ς θα π ιά σ ει το πεντάχρονο πλάνο. Μπορεί να δ ια λα λή σει τον ενθουσιασμό του, γ ια τ ί ανακάλυψε ένα τόσο δα φυτό στα βάθη του ωκεανού, όπως ο ωκεανολόγος τη ς Ν ά ν τια , και να τολμ ά ει να καμαρώνει γ ι ’ αυτό. Κ άθε φορά που ερ χετα ι ο Αντρέας και λ έει τ ι άκουσε από τους φίλους του Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς και του Λεβ Ι λ ί τ ς , που γύρισαν από τ α στρατόπεδα, ο Α χ ιλ λ έ α ς βρί σκει πρόφαση να πάει στο δω μάτιο να διαβάσει. Μένουμε τό τε οι δυο μ ας, με τον Α ντρέα, ώρες α τέ λ ε ιω τε ς να συ ζ η τά μ ε στο κουζινάκι. Κ ι ο Αντρέας να π ίνει α πα νω τά τους καφέδες και να λέει: «Ζούμε ιστορικές σ τιγ μ έ ς που, ό ,τ ι και να γ ίν ε ι, πίσω δεν γυρίζουν». Αυτό το κοριτσάκι, που β ά ζει τον μπ αμ πά του ένα κυ ριακάτικο πρωινό να συλλαβίσει τ ις επιγραφ ές τω ν μ α γ α ζιώ ν, είναι που με χω ρ ίζε ι με τον Α χ ιλ λ έα ; Κ ι αν στο δικαστήριο έλ ε γ α πω ς θέλω να χω ρίσω με τον άντρα μου γ ι ’ αυτόν τον λόγο, θα βρισκότανε κανένας δικαστής στον κόσμο να μου δώσει δίκιο; Μ αζεύω το περιοδικό να πάω στο δω μάτιο, ν ’ ανοίξω τον κ ανα πέ που γ ίν ε τα ι κρεβάτι και να ξαπλώ σω από την έξω μεριά, γ ια να μπορώ εύκολα να π ε τ ά γ ο μ α ι... και να π ά ω πού; μ οτέρ σ τοπ ·
Ε υ τυ χώ ς το γύρισμα τέλειω σ ε στην ώρα του. Η Ε λένη όμως δεν προφταίνει να περάσει από το σ π ίτι. ΣαραντόνΝ ε ϊγ ί είναι ολόκληρο τα ξίδι.
278
Ο Κ α σίμ η ς ανοίγει ο ίδιος τη ν πόρτα. — Σ ε περιμέναμε. — Ά ρ γη σ α ; α γω νιά η Ε λ έν η , ενώ εκείνος τη βοηθάει να β γά λει το π α λ τό τη ς. — Η Ε λένη που είναι π ά ντα στην ώρα τη ς. Ο χ ι, δεν άργησες λ επ τό , όπως τό τε. Η Ζενεβιέβ ήρθε πιο νωρίς, γ ια τ ί είχα μ ε να κανονίσουμε ορισμένες λεπτομέρειες γ ια το τα ξίδι τη ς. Ο Κ α σίμ η ς περνάει το χέρ ι του γύρω από τους ώμους τη ς και τη ν οδηγεί στο σαλόνι. Στον μ εγάλο καναπέ, κά τω απο τον π ίνα κα με τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, κά θεται μια νέα γυναίκα με μακριά μαύρα μ α λ λ ιά και σκού ρα λαμπερά μ ά τια . Ο Κ α σίμ η ς κάνει τ ις συστάσεις. — Η «αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α » . Η Ζενεβιέβ. Η Ε λένη δεν τον περίμενε αυτόν τον τίτ λ ο και νιώθει άβολα. Η Ζενεβιέβ σηκώ νεται και την α γκ α λ ιά ζει. — Η «αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α » , ο Κ ώ σ τα ς μού έχει π ει όλη τη ν ιστορία σας, μπορούμε να μ ιλά μ ε στον ενικό, την ιστορία σου. . Δεν τη φ ανταζότανε τόσο πολύ νέα. Π ερίμενε να δει ενα βασανισμένο πρόσωπο, ύστερα από τόσα που πέρασε. «Π άλι τ α ίδια», σ υλ λογιέτα ι η Ε λένη και θυμάται την απογοήτευση τ η ς Μ αρί-Τερέζ όταν τη ν πρω τογνώ ρισε, που τη βρήκε νέα και ντυμένη νόστιμα. — Σ ε διατηρεί ο μεγάλος έρω τα ς, αυτό είναι, ενθουσιά ζ ετ α ι η Ζενεβιέβ. Μου το ’λ ε γ ε ο Κ ώ σ τα ς, μα δεν φ α ντα ζόμουνα π ω ς σ τις μέρες μας μπορεί να υπάρξει ακόμα τ έ τοιος ρομαντισμός. Της το ’λ ε γ ε ο Κ ώ σ τας! Η Ε λένη κ ο ιτά ζει τον Κ α σίμη που ετο ιμ ά ζει τ α ποτήρια με το ουίσκι και ψ άχνει ν ’ ανα καλύψει κ ά τι από τον Ν ικ ή τα τον καιρό εκείνο που του ελειπαν τ α κουμπιά από το π α λ τό του. — Ε γ ώ π ισ τεύ ω , λέει εκείνος, πω ς η Ζενεβιέβ κάνει
279
φυλετικές διακρίσεις, γ ια τ ί α ναλαμβάνει να υπερασπίζει μόνο γυναίκες. 0 Α χ ιλ λ έα ς είναι εξαίρεση. Μ α, στο κάτω κάτω , γ ια γυναίκα το κάνει. Γ ια σένα, Ε λένη . Η Ε λένη παίρνει το π οτήρι με το ουίσκι που τ η ς προσ φέρει κ αι το κουνάει μ η χα νικ ά να λιώσουν τ α π α γ ά κ ια . Ξέρει π ω ς κ ά τι πρέπει να π ε ι, μα δεν βρίσκει κ α μ ιά κα τ ά λ λ η λ η φράση. Ας γινό τα νε, έστω γ ια μ ια σ τ ιγ μ ή , ο Κ ασίμης ο πα λ ιός Ν ικ ή τ α ς ... Πόσο άνετα θα ’νιώθε! - Π ε ίτ ε του Α χ ιλ λ έα π ω ς η κόρη του είναι πρώ τη μ α θήτρια. Το κ α τά λ α β ε αμέσως π ω ς δεν ή τα νε αυτή η φράση που επρεπε, μα τη ν είχε π ε ι π ια . - θ α του μιλήσω γ ια σένα. Π ω ς η α γ ά π η σου γ ια κείνον σε κάνει να μ οιάζεις νέο κορίτσι, που τον περιμένει π άντα ανα λλοίω το από τον χρόνο. Η Ζενεβιέβ π ίνει μια γουλιά σκέτο ουίσκι κ αι συνεχί ζει: - Π ρ α γμ α τικ ός άθλος. Ν α τον περιμένεις τόσα χρόνια, να δ ια σ χίζεις τη μισή γ η γ ια να τον βρεις, να τ α ξαναρ χ ίζ ε ις όλα από την α ρχή , ώσπου να χω ρ ισ τείτε π ά λ ι, να ερχετα ι η χούντα κ α ι, ενώ λ α χ τα ρ ά ς πότε θα τον συναν τήσεις στο Π αρίσι π ια , να μ αθαίνεις πω ς π ή γ ε παράνομος στην Ε λ λ ά δ α και τον έχω σαν π ά λ ι μέσα. Τ ι δύναμη πρέ π ει να κρύβεις! Ε γ ώ δεν θ ’ ά ν τε χ α καθόλου, γ ε λ ά ε ι η Ζενεβιέβ κι ακουμπάει το κ εφ ά λι τ η ς πίσω στον κανα πέ, οπου τ α μακριά μ α λ λ ιά τ η ς μπερδεύονται με τ η φουρτου νιασμένη θάλασσα του πίνα κα . - Η Ε λένη μας όμως α ν τ έ χ ε ι, έρ χετα ι η φωνή του Κ α σ ίμ η , που κάπω ς π ά ει τώ ρα να θυμίσει τ η φωνή του Ν ικ ή τα . Ό λ ο ι εμείς τ η ς γ ε ν ιά ς μας αντέχουμε. Τώρα η φωνή ξα να γίν ετα ι του Κ ασίμ η. Έ χ ε ι καθίσει στον καναπέ πολύ κοντά στη Ζενεβιέβ. - Έ π ρ ε π ε να με γνώ ρ ιζες τό τε. Ατρόμητος ήμουνα. Ψ έ μ α τ α , Ε λένη;
280
Ε υτυχώ ς δεν τη ς έδωσε καιρό να π ε ι τίπ ο τ α , γ ια τ ί συ νέχισε να μ ιλά ει: — Κ ι η Ε λένη ! Ξέρεις τ ι κορίτσι ή τα νε η Ε λένη ; Τους καμαρώ ναμε, που κρατιόντανε χέρ ι με χέρι με τον Α χ ιλ λέα. Τώρα παίρνει το κοσμικό του ύφος: — Μ ας άρεσες τό τε, Ε λ εν ά κ ι, μα ποιος τολμούσε να κοιτάξει τη ν «αρραβωνιαστικιά του Α χιλλέα » ! Κ ά νει μ ια παύση κι η Ε λένη παρα καλά ει να μην το ξαναπεί αυτό το «Ε λενάκι». — Κ α ι τώ ρ α , δηλαδή, μας αρέσεις, χα ρ ιτο λ ο γεί ο Κ α σίμης, μα ποιος τ ο λ μ ά ε ι... Η φλυαρία του δεν έχει τελ ειω μ ό . Ο Ν ικ ή τα ς μιλούσε πολύ, μα ή τα ν ε γ ια να τους π είσ ει π ω ς κ ά τι που υποστή ριζε ήτανε σωστό. Κ α ι τους έπειθε. Τώρα ο Κ ώ σ τα ς Κ α σίμης προσπαθεί ν ’ αποδείξει π ω ς κάποτε ή τα νε μ εγά λος α γω νισ τή ς. — Η Ζενεβιέβ α λω νίζει όλη τη ν υδρόγειο, γ ια να υπε ρασπιστεί τ ις γυναίκες π ο λ ιτικ ές κρατούμενες. Έ τ σ ι, αν μας πιάσουν, δεν ελπίζουμε, γ ια τ ί εμείς δεν έχουμε καμ ιά Ε λένη να μ ας περιμένει. Ε π ιτέλο υς παίρνει το λόγο η Ζενεβιέβ: — Περισσότερο α π ’ όλα μ ’ ενδιαφέρει η ζω ή τω ν κρα τουμένων, ο συναισθηματικός τους κόσμος, κι αυτό με κα θοδηγεί στο π ώ ς θα τους υπερασπιστώ . Α λήθεια, Ε λ έν η , άμα γυρίσω από τη ν Ε λ λ ά δ α , θα σε φέρω σ’ επαφή μ ’ ένα φίλο μου σκηνοθέτη, είμ αι σίγουρη π ω ς θα τον ενδιαφέρει να κάνει τ α ιν ία τη ζω ή σου. — Ό χ ι , τ η ς ξέφυγε σαν κραυγή που τρόμαξε κ αι η ίδια. Ο Κ α σ ίμ η ς κι η Ζενεβιέβ τη ν κοιτάζουν απορεμένοι. «Π ρέπει κ ά τ ι να π ω , πρέπει κ ά τ ι να πω », σ υ λ λο γιέτα ι. Ο Κ ασίμ ης τ η ς έβαλε ουίσκι πολύ δυνατό. Αν π ιε ι ά λ λ η μια γο υ λιά , μπορεί να βρει το κουράγιο.
281
«Θα μας μιλήσει η Ε λένη » , λέει ο Ν ικ ή τα ς, «που ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον τ α προβλήμ ατα με τ ις κοπέ λες». Η Μ αρινούλα, το κορίτσι του Ν ικ ή τα , β γ ά ζ ε ι μια π α τ ά τ α που ψηνότανε στη χόβολη του μ αγκα λιού, την κρατά ει με το πιρούνι, τη φυσάει να κρυώσει κι ύστερα τη δίνει στην Ε λένη . «Φάε π ρ ώ τα τη ν π α τ ά τ α σου, φ ά ’ τη με τα φλούδια, χορταίνει πιο πολύ.» Η ζεσ τή π α τ ά τ α τη ς έρ χετα ι μπάλσαμο στο άδειο σ το μ ά χι και βρίσκει το κου ράγιο να πάρει την υπεράσπιση τ η ς Δ έσποινας, που είχε ερω τευτεί ένα αγόρι από ά λ λ η α ντιστασ ιακή οργάνωση δεξιά, και τη ν π ίεζαν όλοι να το αφήσει. — Ό χ ι , δεν θέλω να γίν ε ι η ζω ή μου τα ιν ία . Μη β λέ π ε τε μόνο το ρομαντικό στην ιστορία. Υπάρχουν άπειρες δυσκολίες κ αι προβλήματα γ ια δύο ανθρώπους που χ ω ρ ί ζουν σε ά λ λ ε ς συνθήκες και ξανασυναντιούνται μ ετά από χ ρ ό ν ια ... Η Ζενεβιέβ δεν την αφήνει να συνεχίσει. — Ακριβώς αυτό είναι το ρομαντικό. Που μέσα από τ ις α ντιξο ό τη τες μένει ακέραιος ο έρω τας. Η Ε λένη θεωρεί ανώφελο να π ε ι τ ίπ ο τ ’ άλλο. Η Ζενε βιέβ έ χ ε ι φ τιά ξει το σενάριο στο μυαλό τ η ς. Γ ια το καλό του Α χ ιλ λ έ α , καλύτερα να μην τη ς χα λ ά σ ει τον μύθο. — Θα μου τ α π εις όλα όταν γυρίσω, μα δεν μ ιλ ά ς και πολύ. Κ α ι η Ζενεβιέβ πιά νει με τ α δυο χέρια τ α δικά τ η ς που είναι π α γω μ έν α . — Ε ίν α ι σεμνή, επεμβαίνει ο Κ α σ ίμ η ς, άμα γνω ρ ισ τεί τ ε καλύτερα θα σου α νο ιχτεί. Ψ έ μ α τ α , Ε λένη ; Γ ια μένα όμως έχ ε ις μείνει και θα μείνεις π ά ν τα η «αρραβωνιαστι κιά του Α χ ιλ λ έα » . — Η «αρραβωνιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α » , η αρραβωνια στικιά του καπετάνιου, πολύ δυνατός τίτ λ ο ς γ ια τα ιν ία , μονολογεί η Ζενεβιέβ, κι ύστερα, σαν να κ α τά λα β ε π ω ς η συζήτηση ξέφυγε από το κύριο θέμα, άρχισε να σ υζη τάει
282
με τον Κ ασίμη νομικά ζ η τή μ α τ α σ χετικ ά με τη δίκη. — Το βασικό είναι να μάθει από μένα ο Α χ ιλ λ έ α ς πω ς η Ε λένη τον περιμένει και π ω ς ο κόσμος έξω νο ιά ζετα ι γ ι ’ αυτόν. Γ ια τ ί, τ ι σημασία έχει πόσα χρόνια θα τον κ α τα δ ι κάσουν — λιγό τερ α από δέκα α πο κ λ είετα ι, αφού η κ α τη γο ρία είναι γ ια κατασκοπεία. Σ ε δέκα χρόνια η χούντα θα έχει φύγει. - Αυτό δα μας έλειπε, να μην έχει φύγει, διαμαρτύρε τ α ι ο Κ α σ ίμ η ς. Ε μ είς τουλάχιστον κάνουμε ό ,τι μπορούμε γ ι ’ αυτό. «Ποιοι εμείς;» α να ρ ω τιέτα ι η Ε λένη .
Η Ε λένη ανυπομονεί να διη γη θεί τη χτεσ ινή βραδιά στον Ε υγένιο. Σήμερα όμως το συνεργείο μ οιάζει σαν έτοιμο γ ια μ ά χ η . Ο σκηνοθέτης με τ α μαύρα γυ α λ ιά στα μ ά τια και τη σφυρίχτρα στα χ ε ίλ ια παίρνει βαθιά ανάσα, γ ια να δώσει το παρατεταμ ένο σφύριγμα. - Π ερίεργο, προφταίνει να π ει ο Ε υγένιος, τρ ίτη νύχτα που β λέπω στον ύπνο μου τ η Λ ίζ α .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Ε ίδα τη Λ ίζ α στον ύπνο μου. Ε ίχ α γυρίσει στην Αθήνα και τη ς έ λ ε γ α : « Ψ έμ α τα , δεν γύρισα, είναι όνειρο». « ’Ο χι», απαντούσε εκείνη, «αλήθεια είναι». Με π ή γ ε στο παράθυρο κι ανασήκωσε τη ν κουρτίνα. «Κ οίτα έξω. Ν α τη η ΕΒΓΑ και το παράθυρο τ η ς κυρίας Ρούσου.» Η κυρία Ρούσου, στην α πένα ντι πολυκατοικία, άφηνε τ α σεντόνια τη ς ν ’ α ερίζοντα ι ως το μεσημέρι. «Για να β λέπ ει ο κό
283
σμος π ω ς είναι με απλικασιόν», έλ εγε η Γ εω ρ γία , η θυ ρωρός μ α ς. Έ νιω σ α ξαλάφρω μα σαν τ α ’δα τ α σεντόνια ν ’ ανεμίζουν μεσημεριάτικα κ α ι πείσ τηκ α π ω ς δεν είναι όνειρο. Η Λ ίζ α φορεί ένα κίτρινο φόρεμα με μ ε γ ά λ α κουμ π ιά . Π οτέ δεν τη θυμάμαι με κίτρινα. «Δες το ύφασμα», μου λέει, «είναι σαν μ ετά ξι.» Ξύπνησα με την αφή του μεταξιού στα δ ά χτυ λ α . Ο Α χ ιλ λ έ α ς κ ο ιμ ά τα ι με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο. Σ ηκώ νομαι και πάω πίσω από το παραβάν που είναι το κρεβατάκι τ η ς Δαφνούλας. Το φ ω τίζει ένα πορτα τίφ με μ π λε αδύνατο γλόμπο. Ά μ α κ ο ιμ ά τα ι, μ οιά ζει πιο πολύ στη Λ ίζ α , τ α ίδια λ ε π τά χα ρ α κ τη ρ ισ τικά . Σκύβω και τη φ ιλώ . «Να π ά μ ε στην Ε λ λ ά δ α , Δαφνούλα, π ρ έπει να δεις τη Λ ίζ α , δεν γ ίν ε τα ι να μην γν ω ρ ίζεις τη Λ ίζ α .» Μου είναι αδύνατο να ξαναγυρίσω στο κρεβάτι. Π η γ α ί νω στην κουζίνα και κάθομαι κοντά στο τρ α π έ ζ ι, με το κ εφ ά λι ακουμπισμένο πάνω στα διπλω μένα μου χέ ρ ια . Δεν έχω καλοξυπνήσει. Αύριο, δηλαδή σήμερα, θα φωνάξω τον Α ντρέα να τηλεφωνήσουμε στη Λ ίζα . Ε ίν α ι μ ια βδο μάδα που μας βάλανε τη λέφ ω νο κι ο Α ντρέας δεν μ ’ αφή νει σε ησ υχία: Να πάρουμε τη Λ ίζα και να πάρουμε τη Λ ίζ α . Ε γ ώ το αναβάλω . Μου φ α ίνετα ι π ω ς, ά μ α ακούσω τη φωνή τ η ς , θα χάσω τη σ χετικ ή μου ισορροπία. Έ ν α γράμ μ α τ η ς Λ ίζ α ς, σταλμένο πριν από δυο μήνες σ τη Μ α ρί-Τ ερέζ, μου α ν α γ γ έ λ λ ε ι δυο μ εγά λ α νέα: Η νύφη μου γέννησε δίδυμα αγοράκια κ αι σ π ίτ ι μας μπήκε τη λέφ ω νο. Θ υμάμαι που με φώναζαν στο τηλέφω νο από το α π έν α ν τι καφενείο. «Σου γράφω τον αριθμό γ ια κάθε ενδεχόμενο.» Κ α ι, τώ ρ α που έφτασε αυτό το «ενδεχόμενο» δ ισ τά ζω . Τον πρώ το καιρό μας στη Μ όσχα, η νο σ τα λ γία του Αν τρέα έμ οιαζε σε ύφεση κι η δίκιά μου σαν να σ τα μ ά τη σ ε απότομα. Με συνεπήραν τ α χ ίλ ια δυο καινούργια κ α ι συγ κλονιστικά που πρω τόβλεπα. Δεν είχα πάρει όμω ς είδηση π ω ς η ν ο σ τα λ γία λούφαζε κάπου μέσα μου, σε μ ια γ ω ν ία ,
284
κ α ι παραφυλούσε τη ν ώρα που θα ξεπετα γότα ν ά γρ ια και βασ ανισ τική. Ο Α ντρέας π ά λ ι όρμησε στα μουσεία κ αι ξέχα σ ε τη στάση Αγγελοπουλου κ αι τους μπεζέδες από το ζα χα ρ ο π λα σ τείο «Τέλειον». Μ α π ώ ς να μην τ α κάνει π έ ρα ό λα , αφού άρχισε να ζω γρ α φ ίζει ξανά! Δ ε ιλ ά δειλά στην α ρχή , έκανε σκίτσα με το μολύβι σ’ ένα μ πλοκ τη ς συμφοράς, το μπακαλοτέφ τερο όπως του το ’λ ε γ α . Μ ια μέρα όμως που καθότανε με τον Α εβ Ι λ ίτ ς στο α τε λ ιέ του, εκείνος του είπε τ ά χ α αδιάφορα: «Τα χέρ ια μου δεν π ιά νουνε π ια καθόλου. Π ά ρ’ τ α όλα , άμα θέλεις, μ π ο γιές, π ιν έ λ α , κ α β α λ έ τ α ...» Από τότε έπιασε ο Α ντρέας τ α π ι ν έ λ α , γ ια να μην τ α ξαναφήσει. Ό χ ι , δεν μοιάζουνε κ α θόλου με του Ν τε Κίρικο τ α καινούργια του έργα. Ο Αεβ Ι λ ί τ ς λέει π ω ς έχουνε δύναμη και αισιοδοξία κ α ι πολλή τρυφ ερότητα. Του χρόνου, σίγουρα, θα κάνει έκθεση, το υπόσ χεται κι αυτό ο Αεβ Ι λ ίτ ς , κι ακόμα θα καταφ έρει να του πάρει μόνιμη διαμονή στη Μ όσχα. Π άνω στο τ ρ α π έ ζ ι τη ς κουζίνας είναι στοιβαγμ ένα τα β ιβ λ ία που δ ιά β α ζα χ τ ε ς . Αν δεν ε ίχ α τον Μ ιχ α ή λ Γκρη γκόρεβ ιτς να μου α νοίγει το κ εφ ά λι, γ ια να μου β ά λ ει τ ις εξαιρέσεις τω ν κανόνων, τ ις ρ ίζες, τ ις π α ρ α λ λ α γ ές τη ς γλ ώ σ σ α ς, θα τ α ε ίχ α βρει μπαστούνια στις σπουδές μου με α λ λ η λ ο γρ α φ ία . Η μ ελέτη όμως μ α ζ ί του είναι μ ια ευτυ χ ία . Έ π ρ επ ε να διαβώ ποταμούς κ αι στέπες γ ια ν ’ απο κ τή σ ω στη ζω ή μου έναν τέτοιο σπάνιο δάσκαλο. Η Ν άντ ια με π η γ α ίν ε ι στα θέατρα και στο μ παλέτο. Ο Α χ ιλ λ έα ς σπάνια έρ χ ε τα ι μ α ζί. Το θέατρο δεν τον ενδιαφέρει κ α ι τόσο, μόνο επ ισ κ έπ τετα ι τ α κολχόζ και τ α εργοστά σ ια , γ ια τ ί «μεθαύριο που θα π ά μ ε στην Ε λ λ ά δ α κ αι θα πάρουμε τη ν εξουσία, θα αντλήσουμε από τη μ ε γ ά λ η π ε ί ρα τω ν Σ οβιετικώ ν». Δεν του περνάει από το νου π ω ς μπορεί να γυρίσουμε χω ρίς να «πάρουμε την εξουσία», α λλ α το πολύ πολύ να μισανοίξει μ ια πόρτα και να περνάμε σ ιω π η λ ά κι αθόρυβα λ ίγο ι λ ίγο ι.
285
Αύριο θα τηλεφω νήσω στη Λ ίζα . Μ ’ αυτή τ η σκέψη δεν μπορώ να π ά ω να ξανακοιμηθώ, π α ρ ’ όλο που έξω είναι ν ύ χτα ακόμα. Θα καθίσω εδώ στην κουζίνα, ώσπου να ξημερώσει. Ψ ή νω διπλό καφέ και ξανακάθομαι στο τρ α π έζι που είναι κολλητό στο παράθυρο. Έ χ ε ι π ά ε ι πέν τε παρά τέτα ρ το κι ακόμα να φέξει. Το παράθυρο β λέπ ει στην εσω τερική αυλή του σπιτιού, ένα μικρό πάρκο με δέντρα κ αι παρτέρια και παιδική χα ρ ά . Η αυλή είναι σε σ χήμ α Π , με πόρτες γύρω γύρω που οδηγούν στα διαμερί σ μ ατα του κάθε τμ ή μ α τος. Η πολυκατοικία μας έ χ ε ι γύρω στα οχτακόσια διαμερίσματα κι αν υπολογίσουμε π ω ς σε κάθε διαμέρισμα μένουν δυο κ αι τρεις οικογένειες, είμασ τε μ ια μικρή πόλη . Τα φ ώ τα τω ν στύλων είναι ακόμα αναμ μ ένα, φ αντάζομαι θα σβήσουν μόλις φέξει. Δεν ήξερα π ω ς υπά ρχει κόσμος που ξεκινάει τόσο πρωί γ ια τη δου λειά του. Από τ ις διάφορες πόρτες βγαίνουν κάθε τόσο άντρες κ αι γυναίκες που διασχίζουν την αυλή με βιαστικό βήμα. Από τη δική μας πόρτα β γα ίνει μια ψ ηλή , γεροδε μένη γυ να ίκα , τυ λ ιγμ ένη σ’ ένα σάλι π λεγμ ένο με το κροσεδάκι από διάφορα πολύχρω μα κομματάκια μ α λ λ ί! Ε ίνα ι η Ε υ γκ ένια Γκαβρίλοβνα, που μένει έναν όροφο π ά νω από μ α ς, η θεία Ζ ένια, όπως τη φωνάζουν τα π α ιδιά . Μ προστά στην εξώπορτά μας είναι τέσσερα π α γ κ ά κ ια , δυο δυο α ντικ ρισ τά , όπου κάθονται συνήθως οι γ ια γ ιά δ ε ς με τ α καροτσάκια τω ν μωρών. Τ ις πρώ τες μέρες που φ τά σαμε στη Μ όσχα, έπαιρνα ένα βιβλίο και καθόμουνα σ ’ ένα π α γ κ ά κ ι. Η Δαφνούλα έ π α ιζε λ ίγο πιο πέρα με τρ ία κοριτσάκια, τ ις τρεις Μ αρίνες. Ή τ α ν ε Σ άββα το απόγευ μ α. Δ ίπ λ α μου ήρθε και κάθισε μια ψηλή γυναίκα με ροδο κόκκινα μ άγουλα. Έ π ια σ ε κουβέντα με τ ις ά λ λ ε ς γυνα ί κ ες, έκανε α σ τεία , τ ις π είρ α ζε, έπαιρνε τ α μωρά από τα καροτσάκια, τα χόρευε κι ύστερα φώναξε τ ις τρ εις Μ αρί νες, τ η Δαφνούλα και ά λ λ α π α ιδ ιά . Αυτά τρ έχα νε σμάρι γύρω τ η ς τσιρίζοντας: α θ εία Ζ ένια, θεία Ζ ένια, το τρ έ
286
νο». Μ πήκε μπροστά να κάνει τη ν α τμ ομ ηχα νή κ αι τ α παιδιά πιασμ ένα από τη φούστα ξοπίσω τη ς με τη σειρά σαν βαγόνια του τρένου, και δώστου εκείνη να ξεφυσάει και να σφυρίζει. Προχωρούσε, γύριζε βόλτες και τ α μικρά την ακολουθούσαν. Σ αν έκανε τ ά χ α τ ε ς πω ς σ τα μ α τά ει, εκείνα ξεφώ νιζαν: «Κι ά λλο, θεία Ζ ένια, κι άλλο». «Πού το βρίσκει το κέφι;» είπε μια γυναίκα που καθό τανε α πένα ντι μου στο π α γ κ ά κ ι, «αυτηνής η ζω ή είναι μαύρη τρ α γω δία .» Γύρισα και κ οίταξα προσεχτικά τη θεία Ζ ένια, που τ ώ ρα άπλω νε τ α χέρ ια τη ς σαν φτερούγες κι έκανε το πουλί κι από πίσω τ α π α ιδιά τέντω να ν κι αυτά τ α χερ άκ ια τους, φτερουγάκια, κι ύστερα εκείνη τ ’ α γ κ ά λ ια ζε όλα μ α ζ ί, τ α σκέπαζε με τ ις φτερούγες τ η ς , κ αι τα μικρά μένανε ακούν η τα , φ ω λιασμένα σ’ αυτή τη ζεσ τή α γ κ α λ ιά . Δεν μπο ρούσα να φ αντα σ τώ τ η «μαύρη τραγω δία» τ η ς ζω ή ς τ η ς . Μου τη διηγήθηκε όμως η ίδια η Ε υγκένια Γκαβρίλοβνα, κάμποσον καιρό μ ε τά , αφού ε ίχα μ ε γνω ριστεί π ια κ α λά . Ό τ α ν λ είπ ει ο Α χ ιλ λ έ α ς στην «έδρα» — κάνει πολύ συχνά τα ξίδια , χω ρ ίς πο τέ να μου λέει τον λόγο, μα ούτε κι εγώ τον ρωτώ —, κ αι θέλω να β γω το βράδυ, έρ χετα ι η θεία Ζένια να μείνει με τη Δαφνούλα. Μόνη τη ς μου το πρότεινε, κι εγώ νόμ ιζα πω ς το έκανε γ ια να β γ ά ζ ε ι κ ά τι πα ρ α πάνω . Ό τ α ν τη ρώτησα πόσο θέλει τη βραδιά, με κοίταξε με τόση απορία, σαν να τη ς ε ίχ α π ει κ ά τι απίθανο. «Να πάρω λεφ τά , γ ια τ ί θα φυλάξω ένα παιδάκι! Χ αρά μου είναι. Μόνο να με ειδοποιείς εγκα ίρ ω ς, γ ια τ ί έχω μ ε γ ά λ η ... π ε λ α τ ε ία .» Έ ν α βράδυ που γύρισα από το θέατρο, με περίμενε στην κουζίνα. Ε ίχ ε κουβαλήσει από το σ π ίτι τη ς ένα σωρό μαρμελάδες γ ια να πιούμε τσ ά ι. «Δεν έ χ ε τε να ξυπνήσετε πρω ί, θεία Ζ ένια;» τη ρώ τησα, β λέποντας πω ς ή τα νε κιό λα ς έντεκα. «Δεν έχω ύπνο. Αν κοιμηθώ τρεις τέσσερις ώρες, λέω κι ευχαριστώ . Μ όλις πέσω στο κρεβά τι, α ρ χ ί
287
ζουνε κ α ι με ζώνουνε οι δαιμόνοι.» Μ ε το δεύτερο φ λ ιτζά ν ι τσ ά ι άρχισε να μου δ ιη γ ιέ τα ι τη «μαύρη τραγω δία» τη ς. Π α ντρεύτηκε πολύ μικρή, είκοσι χρονώ, ο άντρας τη ς ή τα νε πιο μ εγά λο ς, σ τέλεχος του κόμματος. «Δίκαιος και σω στός, όπου εβρισκε το άδικο το ξεφ ώ νιζε.» Τρώει μια μ ε γ ά λ η κουταλιά μαρμελάδα και συνεχίζει: — Αυτό τον έφ αγε. Που ξεφώ νιζε τα άδικα. Ή τ α ν ε κείνα τ α δύσκολα χρόνια. Ε ίχ α μ ε δυο αγοράκια, τρ ιώ και τεσσάρω χρονώ. Έ ν α ξημέρωμα, ήρθανε αυτοί και τον πήρανε. Σ ε τρεις μέρες, πήρανε και μένα. «Τα παιδιά!» φ ώ ναζα. «Θα τα φροντίσουμε.» Κ α ι τα φρόντισαν. Τον άντρα μου δεν τον ξανάδα, πέθανε, μου είπανε, σ ’ ένα στρατόπεδο. Ε γ ώ κάθισα εφ τά χρόνια εξορία. Ε πα φ ή με κανέναν. Ό τ α ν γύρισα, άρχισα να ψάχνω τα π α ιδιά . Οι σ υ γγεν είς, τό τε που ρώ τησα, τους είχαν π ει π ω ς τ α έχουν στους καλύτερους παιδικούς σταθμούς κι ά λλο να μη ρω τούν. Δεν ρωτούσαν, φοβόντανε. Ό τ α ν ξεφοβήθηκαν, ή τα νε α ργά . Κ α νείς δεν ήξερε τίπ ο τα . Κ α ι πού δεν έγρα ψα; Σ ε παιδικούς σταθμούς, σε ορφανοτροφεία... τίπ ο τα . Την α λή θ εια τη ν έμαθα από μια γυναίκα που δούλευε κεί να τα χρόνια σε παιδικό σταθμό. Σ ε π ολλά π α ιδιά κρατου μένων α λ λ ά ζα νε όνομα και επίθετο και τ α καταγρά φ α νε με το καινούργιο όνομα στον σταθμό που τα π ή γα ινα ν . Γ ι’ αυτό τ α δικά μου δεν βρισκόντανε πουθενά. Μ πορεί και να τ α υιοθέτησαν. Τα πρώ τα χρόνια που γύρισα από τη ν εξο ρία, έπαιρνα σαν τρελή τους δρόμους. Ό ποιο π α ιδί συναν τούσα, που θα ’χ ε περίπου τη ν η λ ικ ία τω ν δικών μου, το σταματούσα και το κ ο ίτα ζα μ ήπω ς το αναγνω ρίσω . Τώρα που μπορώ ελεύθερα να ψ άχνω , κανείς δεν θυμάται. Μ πο ρεί μόνο εκείνος που το ’κανε αυτό — αν ζει — να ξέρει. Μα ο φόβος έχ ε ι τόσο φ ω λιάσει μέσα στους ανθρώπους, που δυσκολεύονται να πιστέψουν π ω ς τώ ρα μπορούν να ξεφοβηθούν. θ α ’ναι ολόκληροι άντρες και δίπλα μου να περά
288
σουν, δεν θα τους γνωρίσω. Σ υ νεχίζω όμως και γράφω και ρω τάω παντού. Θα το κάνω ώσπου να πεθάνω , πού ξερ ε ις... Τώρα που τ η βλέπω να φ εύγει γ ια τη δουλειά τ η ς , χα ρ ά μ α τα σχεδόν, γ ια τ ί δουλεύει στην ά λλη άκρη τη ς πόλης, με το στητό κορμί τ η ς , το πολύχρωμο σάλι και τ α κατακόκκινά τ η ς μ άγουλα, νομίζω π ω ς οι δικές μου έ γνοιες είναι μικρές, ασήμαντες. Ασήμαντο και το κουρά γιο μου. Ξημέρωσε γ ια τ α κ α λά , ακούω τον Α χ ιλ λ έα που σηκώ νετα ι. Θα παραξενευτεί να με δει τόσο νωρίς να πίνω καφέ. Μ όλις φύγει με τη Δαφνούλα γ ια τον παιδικό σταθμό κι ύστερα γ ια τη Σ χο λ ή του, θα τηλεφ ω νήσω στον Αντρέα να τρέξει. Δεν μπορώ να χασομερήσω άλλο. Θ έλω ν ’ ακούσω τ η φωνή τη ς Α ίζ α ς. Αμέσως. Μ ήπω ς κ ά τι συμβεί και δεν προλάβω . Κ α ι μένα μου ά λλαξα ν το όνομα, με είπαν Ε λ έ νη, γ ια να μην με α ναγνω ρίζει κανείς. Ε υτυ χώ ς, υπάρχουν μάρτυρες που ξέρουν γ ια τη Δάφνη: ο Α ντρέας, ο Σ ερ ιόζα , ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς, ο Ζ α ν -Π ω λ ...
Κ αθόμαστε με τον Αντρέα και περιμένουμε. Εκείνος έκανε τη ν κλήσ η. Η τη λεφ ω νή τρ ια είπε «αναμονή μισή ω ς δύο ώρες». Πέρασαν τρία τέ τα ρ τα . Ο Αντρέας είναι το ίδιο νευρικός με μένα. Κ α π ν ίζει συνέχεια και δεν προφ ταί νω να του ψήνω καφέδες. Το τηλέφ ω νο το έχουμε β άλει στην κουζίνα, να μην ενοχλεί τ η Δαφνούλα όταν κοιμά τ α ι. Ε γ ώ π ίνω α τέ λ ε ιω τα φ λ ιτζ ά ν ια τσ ά ι και λέω μέσα μου: στο τρίτο φ λ ιτζά ν ι, στο τέτα ρ το θα χτυ π ή σ ει το τ η λέφωνο. Χ τυ π ά ει στο π έμ πτο. Δεν το κουνώ από τη θέση μου, έχω πετρώ σει. — Θα το σηκώσεις; νευριάζει ο Α ντρέας. — Π ά ρ ’ το εσύ.
289
Το παίρνει και μου δίνει αμέσω ς το ακουστικό. Η Λ ίζ α , η ψύχραιμη Λ ίζ α , σ’ όλες τ ις δύσκολες σ τ ιγ μές! Τώρα τρέμ ει η φωνή τ η ς . Α κούγεται καθαρά, σαν να ’ναι στο διπλανό δωμάτιο. — Η Δαφνούλα; Την ά λ λ η φορά που θα σε πάρουμε. Ή θ ε λ α να είμ α ι σίγουρη π ω ς θα μπορέσουμε να μιλήσου με. Μ ε τον Α χ ιλ λ έ α ;... Γ ια τ ί; Μ ια χα ρ ά. Σ το Π α ν επ ι στήμιο; Μ ηχανικός; Ο χι. Η τη λεφ ω νή τρ ια μπαίνει στη μέση: — Τ ελ ειώ νετε, ακόμα ένα λεπτό. Η φωνή μου τρέμει: — Δεν γ ίν ε τ α ι, την πα ρ α κ α λώ , να ζη τή σ ω ά λ λ α τρία λ ε π τά ; Μ ιλά ω με τη μητέρα μου, είχα χ ρ ό ν ια ... — Με τη μαμά σας; Από τη ν ά λ λ η μεριά τ η ς γραμ μ ής την ακούω να ρου φ άει τη μύτη τ η ς , σαν να ’χ ε ι συνάχι. — Μ ιλή σ τε, μ ιλή σ τε, όσο θέλ ετε, δεν θα σας διακόψω. Γνέφω στον Αντρέα να πάρει το ακουστικό, δεν α ντέχω άλλο. — Λ ιζούλα μου, είσαι π ά ν τα νέα και ωραία; Σ κέφ τομ αι ά μα γυρίσουμε να σου κάνω πρόταση γάμου. Ν α β ιασ τώ , μη γεράσ εις; Λ ες ν ’ αργήσουμε τόσ ο... · _ ' Μου ξαναδίνει το ακουστικό. — Σ ε φιλούμε. Λ ίζ α ... το ά λλο Σ άββατο. Κ α τεβ ά ζω το ακουστικό, μα αμέσως ξανα χτύπη σε το τηλέφω νο. — Κ λ είσ α τε; Δεν σας διέκοψα. Μ ιλήσατε με τ η μανούλα σας; — Ν α ι, ναι, ευχαριστώ , τ η ς λέω κι α ναρω τιέμ αι αν σε κανένα μέρος του κόσμου μ ια τη λεφ ω νή τρια μπορεί να συγκινηθεί γ ια τ ί κάποια ά γνω σ τη μίλησε μ ετά από χρό νια με τ η μανούλα τη ς! Το τη λεφ ώ νη μ α σ τ ο ιχ ίζ ε ι ε λ ά χ ισ τ α , έστω κι αν είναι υπεραστικό, θ α μπορούσα να τη λεφ ω νώ πολύ συχνά στη
290
Λ ίζα . Δεν το κάνω όμως, γ ια να μη διαλυθώ εντελώ ς. Κ ανονίσαμε να μ ιλά μ ε κάθε Σ άββατο απόγευμα. Κ άθε Σ άββατο, η Λ ίζ α μου έχει και μ ια έκπληξη. Ε κτός από τον αδερφό μου, τ η νύφη μου, φ ω νάζει ξαδέρφες, φίλους, που ξέρει π ω ς θα χαρώ να τους ακούσω. Ως κι ο θείος Κ ώ σ τα ς τόλμησε να μου μιλήσ ει. Δεν είπε βέβαια «είμαι ο θείος σου Κ ώ σ τα ς» , α λ λ ά «ο θείος σου, κ α τά λα β ες ποιος». Το προτελευταίο Σ άβ βα το, η έκπληξη ή τα νε μ ε γ ά λ η . Μου μίλησε ο Ευγένιος! «Ε ίμ αι αδειούχος», λ έει, κι εγώ δεν κ α τά λ α β α τ ι εννοούσε. Η Λ ίζα βρήκε χίλ ιους δυο συνωμοτικούς τρόπους να μου εξηγήσει πω ς άρχισαν να δίνουν άδειες γ ια ένα δυο μήνες στους εξόριστους να γυρίζουν σ π ίτια τους. Π εράσαμε ωρες με τον Α ντρέα να σχολιάζουμε το γεγονός. Μ ήπω ς είναι ένα μικρό παράθυρο γ ια κάποια α λ λ α γ ή ; Ο Α ντρέας, βέβα ια, είναι π ά ν τα π α ρών στα τη λ εφ ω νή μ α τα , ο Α χ ιλ λ έ α ς πότε π ότε, κι η Δαφνούλα φλυαρεί με τη Λ ίζα τόσο, που τρομάζω να τη ς πάρω το ακουστικό. Η Λ ίζα έχει ενθουσιαστεί που η μικρή μ ιλ ά ει ελλη νικ ά . Αυτό το χρ ω σ τά ει στον Αντρέα και σε μένα. Της μ ιλά μ ε ελληνικά από τότε που γεννήθηκε. Ο Α χ ιλ λ έα ς ρωσικά. Πόσα ά ραγε Σ ά β β α τα θα περάσουνε ώσπου να συναντήσω τη Λ ίζα ; Σ τον κα τά λογο που είναι δίπλα στο τη λέφ ω νο, σε μια άσπρη σελίδα, τραβάω μολυ βιές. Ε ίνα ι είκοσι τέσσερις γ ια τη ν ώρα. Είκοσι τέσσερα Σ άβ βα τα . Σ το τελευτα ίο τη λεφ ώ νη μ α η φωνή τ η ς Λ ίζα ς ήτα νε πολύ χαρούμενη. «Σου στέλνω μια β αλίτσ α π ρ ά γμ α τα με μ ια ομάδα βουλευτών που θα ’ρθουν στη Μ όσχα σε λ ίγ ε ς μέρες. Σ ’ τα σ τέλνω με τ η Σ οφ ία.» «Ποια Σοφία;» «Τη Σοφούλα, τη ν κόρη του Κ ω σ τή . Θα σου τη λεφ ω νή σει.» Η κόρη του Κ ω σ τή στη Μ όσχα! Ή τ α ν ε δέκα χρονώ όταν εκτέλεσαν τον πατέρα τ η ς . Τ ης ά λλαξα ν το όνομα. Π ώ ς θα ζούσε ένα παιδί με το επίθετο ενός εκτελεσμένου γ ια κατασ κοπεία, που όλες οι εφημερίδες είχα ν πρωτοσέ
291
λιδη τ η φ ω τογραφ ία του; Την υιοθέτησαν οι γονείς τη ς Ρ έν α ς, που ή τα νε εθνικόφρονες. Η Ρ ένα ύστερα από δύο χρόνια ξαναπαντρεύτηκε, ο Κ ω σ τή ς δεν είχε αδέρφια κι έτσ ι δεν έμεινε ίχνος α π ’ αυτόν. Η Λ ίζα διάβασε στην εφημερίδα ότι η Σοφούλα ε ίχ ε π αντρευτεί στα δεκαοχτώ τη ς μ ’ έναν βουλευτή τη ς δεξιά ς. Γ ια να έρθει σε επαφή μ α ζ ί τ η ς κ αι να τη ς φορτώσει τη β α λίτσ α , θα π ε ι π ω ς η Σοφούλα με θυμότανε. Την τε λ ε υ τα ία φορά, που τη ν είδα, ή τα νε λ ίγ ε ς μέρες πριν φύγω γ ια τη Ρ ώ μ η . Ο Κ ω σ τή ς ήθελε να μ ’ α ποχαιρετή σει. Δ ώ σαμε ραντεβού στον Β ασι λικό Κ ή π ο κι ήρθε με τη ν κόρη του. Μ εγάλο γεγονός γ ι ’ αυτήν, να β γ ει βόλτα με τον πα τέρα τη ς που τον λάτρευε. Κ ι εμένα μ ’ αγαπούσε πολύ κ αι μόλις με είδε από μακριά έτρεξε κ αι κρεμάστηκε στον λαιμ ό μου. Κ α θίσαμε κοντά στη λίμ νη με τους κύκνους. «Χ αίρομαι που φ εύγεις», λέει ο Κ ω σ τή ς, «θα μας λ είψ εις, κ αι ποιος ξέρει όταν γυρί σ ε ις ...» Δεν τέλειω σ ε τη ν κουβέντα του, ήρθε κοντά μας η Σοφούλα, που είχε π ά ει να τα ΐσ ει κουλούρι τους κύ κνους. «Π ατερούλη, θα μου πάρεις στα γενέθλιά μου έναν κύκνο;» «Θα τον βάλεις στην μπανιέρα;» τ η ς α σ τειεύ τη κα. « 'Ο χ ι» , απάντησε εκείνη σοβαρά, «θα τον φέρω εδώ κ αι θα ’ρχομαι με τον μ π α μ π ά μου να τον τα ΐζ ω .» Π ή γ ε κι α γ κ ά λ ια σ ε τον Κ ω σ τή . «Μου το υπόσχεσαι;» «Ν αι, σ’ το υπόσχομαι.» Δεν τον ξαναείδα τον Κ ω σ τή ούτε κ αι τη Σοφούλα. Ή μουνα στη Ρ ώ μ η όταν διάβασα σ τις εφημερί δες τ η σύλληψ η, κι ύστερα τη ν εκτέλεσή του. Ε ίμ α ι στο μετρό και π η γ α ίν ω στο ξενοδοχείο «Ουκρα νία », π ά ω να συναντήσω τη Σοφούλα. Το ξενοδοχείο είναι στην α ντίθ ετη κατεύθυνση από το σ π ίτι μ ας. Τρία τέ τα ρ τ α τα ξ ίδ ι. Τρία τέτα ρ τα ο νους μου στον Κ ω σ τή . Τώρα θα ή τα νε κι αυτός βουλευτής του νόμιμου αριστερού κόμματος κ αι θα ’ρχότανε ίσως με τη ν ομάδα τω ν βουλευτών στη Μ όσχα. 'Ε να ολοκαίνουργιο φόρεμα κι έναν ξένοιαστο χ ο ρό μού ε ίχ ε υποσχεθεί κ αι σ τη Σοφούλα έναν κύκνο. Δεν
292
πρόλαβε. Τον εκτέλεσαν στα τρ ιά ν τα τέσσερα χρόνια του. «Τέτοιο μυαλό σαν του Κ ω σ τή δεν διαθέτει το κόμμα μας», έλ εγε ο Ανεμοδαρμένος. Ό σ ο π λ η σ ιά ζω τ η στάση που θα κ α τέβ ω , νιώθω τη ν καρδιά μου ν ’ α λ α φ ιά ζε τα ι. Π ώ ς θα είναι η συνάντηση με τη ν κόρη του Κ ω σ τή ; Τ ι θα ξέρει γ ια τον π α τέρ α τη ς; Τ ι θα τ η ς έχει π ει η Ρ ένα ; Σ το χο λ του ξενοδοχείου, μες στη μέση, στέκει ένα π α νέμορφο κορίτσι. Ρ ίχ ν ε ι ανήσυχες μ α τιές γύρω τ η ς . Μό λ ις με β λ έπ ει, χω ρ ίς να διστάσει, τρ έχει και π έφ τει στην α γκ α λ ιά μου. Δεν το περίμενα. — Ε λένη! — Με γνώ ρισες; — Το κ α τά λ α β α πω ς είσαι εσύ. Μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι από τη μέση. Τα χέρ ια τη ς είναι μα κριά και λ ε π τά . Έ χ ε ι μ ε γ ά λ α καστανά μ ά τια και τ ις γυριστές βλεφαρίδες του Κ ω σ τή . — Π άμ ε στο δω μάτιό μου, έχουμε καιρό, ο άντρας μου με τους άλλους είναι σε συνάντηση με κάποιον υπουργό. Σ το ασανσέρ κρατάει το χέρ ι μου και το σ φ ίγγ ει. Μό λ ις μπαίνουμε στο δω μάτιο, μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι ξανά. — Ο μ π α μ π ά ς μου μού το ’γράψε, να σε βρω κ α ι να μου μ ιλήσ εις γ ια κείνον. — Ο μ π α μ π ά ς σου! — Ά φ ησ ε ένα γράμ μ α γ ια μένα σ’ ένα δικηγόρο με τη ν εντολή να μου παραδοθεί όταν γ ίν ω δεκαοχτώ χρονώ. Αν το ε ίχ α πάρει λ ίγ ε ς μέρες νω ρίτερα, δεν θα παντρευόμου να. Τη νιώθω πολύ τα ρ αγμ ένη κ αι γ ια ν ’ α λλά ξω κουβέντα τη ρωτάω: — Π ώ ς σε ανακάλυψε η Λ ίζα ; Η Σοφούλα χ α μ ο γ ελ ά ε ι με το ίδιο μ ελα γχο λικ ό χα μ ό γελο του Κ ω σ τή . — Α πίθανη γυναίκα η Λ ίζ α . Έ ξ υ π νη , όμορφη, κομψή! Ε υτυχώ ς που πέρασε το πολύ κρύο και δεν φορώ τ η γού
293
να τ η ς Σ ό νια ς, α λ λ ιώ ς θα έκανε άθελά τη ς τ η σύγκριση. — Η μ αμ ά μου ξαναπαντρεύτηκε και μένει στη Θεσσα λονίκη. Η Λ ίζα είχε χά σ ει τ α ίχνη τ η ς. Ανακάλυψε όμως εμένα. Δεν ε ίχ α καμ ιά αμφιβολία π ω ς η Λ ίζα άμα έβα ζε κ ά τι στο νου τ η ς , δεν θα η σ ύχα ζε. Μ όλις διάβασε σ τις εφημε ρίδες π ω ς έρχονται βουλευτές στη Μ όσχα, ετοίμασε ένα σωρό π ρ ά γ μ α τα γ ια μένα. Δεν ήξερε όμως κανένα γ ια να μου τ α σ τε ίλ ε ι. Μόνο το επίθετο του άντρα τ η ς Σοφούλας κ ά τι τ η ς έ λ ε γ ε. Θυμήθηκε π ω ς είχε δει στην εφημερίδα το α γ γ ε λ τ ή ρ ιο τω ν γά μω ν τους. Π ήρε στα ίσια τη ν κόρη του Κ ω σ τή τηλέφ ω νο, χω ρ ίς να ξέρει αν ήθελε να έχει καμ ιά σχέση με ανθρώπους από τον κύκλο του π α τέρα τ η ς. Την άκουσε τα ρ αγμ ένη από την ά λ λ η μεριά τη ς γρ α μ μ ή ς. Η Σοφούλα είχε διαβάσει πριν από λίγον καιρό το γρ ά μ μ α του πατέρα τ η ς . « Γ πά ρ χει μια φ ίλ η , η Ε λ ένη , να ψ άξεις να τη βρεις, όπου κι αν βρίσκεται. Ε ίν α ι η πιο κ αλή μου φ ίλ η , θα σου μ ιλή σ ει γ ια τη ζω ή και τον θάνα τό μ ο υ ...» — Ό χ ι β α λ ίτσ α , μπαούλο ολόκληρο θα σου κουβαλού σα. Σ τυ λ ώ ν ει απάνω μου τ α μ ά τια τ η ς, τα μ ά τια τμυ Κ ω στή. — Κ α ι τώ ρα πες μ ου... Μ ιλούσα π ολλή ώρα κ αι ξαφνικά πήρα είδηση π ω ς το δω μάτιο ή τα νε βυθισμένο στο σκοτάδι. Σηκώ θηκα κι άνα ψα το φ ω ς. Η Σοφούλα τ ιν ά ζ ε ι πίσω τα μακριά μ α λ λ ιά τη ς κ αι κ ο ιτά ζει ολόγυρα, λ ες και κάπου μέσα στο δω μά τιο βρισκότανε ο πατέρα ς τ η ς . Ή θ ελ ε να τα μάθει όλα γ ι ’ αυτόν. Τι φορούσε, π ώ ς μιλούσε, τ ι π α ιχν ίδ ια έκανε μ α ζ ί τ η ς . Τ ης λέω γ ια τη ν τελ ευ τα ία συνάντησή μας στον Β ασιλικό Κ ήπο. — Ν α ’ξερες τ ι κ λά μ α έκανα. Γ ια τί νόμ ιζα π ω ς ο μ π α μ π ά ς ξέχασε τ α γενέθλ ιά μου. Μου είπαν π ω ς έφυγε
294
τα ξίδι κι έ λ ε γ α «κ α λά , όεν μπορούσε να μου σ τείλ ει τον κύκνο»; Κ αθώ ς το τα ξίδι μάκραινε πολύ, τη στείλανε με τη γ ια γ ια τη ς στην Ε λ β ε τία , τη βάλανε σε σχολείο εσω τερι κή. Ή ρθε κι η μαμά τη ς π ο λ λ ές φορές να τ η δει και κάποτε τη ς είπανε με τη γ ια γ ιά π ω ς ο μ π αμ πά ς δεν θα ξαναγυρίσει. — Π έθανε; τ ις ρωτούσα κι εκείνες σκύβανε το κεφ ά λι. Σ αν έγινα δεκαπέντε χρονώ, σ τις διακοπές στην Ε λ λ ά δ α , π ή γ α στη μ αμ ά στη Θεσσαλονίκη. Ε κ εί μου είπε την «αλήθεια». Δ ηλαδή αυτή που πίστευα μέχρι σήμερα που κουβέντιασα μ α ζ ί σου γ ια α λή θεια . Π ω ς ο μ π α μ πά ς ή τα νε σπουδαίος άνθρωπος, μα π ω ς τον έμπλεξαν ά λλοι και στο συμμοριτοπόλεμο τον εκτέλεσαν. Δεν κ α τα λά β α ινα και πο λλά π ρ ά γ μ α τα . Σ το κολέγιο, στην Ε λ β ε τία , ε ίχ α με σάνυχτα γ ια όλα. Π αντρεύτηκα λ ίγ α χρόνια αφού τέ λ ε ιω σα το σχολείο. Ο άντρας μου με περνάει δέκα χρόνια. Γύρευα έναν π α τέρ α . Έ χ ε ι αντιπροσω πίες, λ εφ τά . Θα χω ρίσ ω , πριν κάνω κανένα π α ιδί. Ε ίν α ι ζη λιά ρ η ς κ αι βρί ζ ει τους κομμουνιστές. Κ ι εγώ δεξιά είμ αι, μη νομ ίζεις, ετσι που μ εγά λω σ α . Μα δεν θέλω να βρίζουν τους κομμου νιστές, είναι σαν να φτύνω τον πατέρα μου. Έ ψ α ξα να βρω τον τάφο του, κανένας δεν ξέρει. Ε ρ χ ε τα ι κ α ι κάθεται στο μπράτσο τη ς πολυθρόνας μου και μ ’ α γ κ α λ ιά ζ ε ι π ά λ ι. — Τι κ λά μ α έκανα γ ι ’ αυτόν τον κύκνο! Με συνοδεύει ω ς κάτω στην έξοδο να κουβαλήσουμε τη βαρια β α λ ίτσ α που έσ τειλε η Λ ίζ α . Την α ποχα ιρ ετώ , συμφωνούμε να τηλεφωνηθούμε αύριο και κάνω να πάω προς τη ν πόρτα. — Δεν είναι η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα ; με καρ φώνει μ ια φωνή στη θέση μου. Σ ’ εναν κ α να π έ, στη μέση του χ ο λ κάθονται δυο άντρες που τω ρα σηκώ νονται κι έρχονται κοντά μου.
295
— Ε λένη ! Εσύ δεν ά λλα ξες καθόλου. Ε ίν α ι δυο π α λ ιο ί φίλοι. Ο Ά γ γ ε λ ο ς και ο Γ ιά ννη ς. Μ α ζί στην Κ α το χ ή , στον Δεκέμβρη. Ε ίνα ι από τους τ υ χ ε ρούς που γ λ ίτω σ α ν παρά τ ρ ίχ α τον θάνατο — τρ εις με δύο κ α τά . Τώρα βγήκαν από τ η φυλακή κι είναι βουλευτές αριστερού κόμματος. Ακουμπώ τη βαλίτσα χ ά μ ω να τους καλωσορίσω και τό τε γύρω μου γίν ετα ι π η γα δ ά κ ι. Μ αζεύονται κι άλλοι βουλευτές, μερικοί με τ ις γυναίκες τους, μ ’ έχουν στη μέ ση και με κοιτάζουν σαν να τους π ή γα ν επίσκεψη στον ζω ολογικό κήπο να δουν ένα εξω τικό ζω άκι. — Πόσα χρόνια ζείτε εδώ; — Τόσα! Κ α ι δεν σας φ α ίνετα ι. — Σ α ς επιτρέπουν να μας β λ έπ ετε; — Αφού βρίσκεται εδώ, γ ε λ ά ε ι ο Ά γ γ ε λ ο ς . — Ε ρ γά ζεσ τε; — Σ πουδάζετε; Ο άντρας σας; Π ώ ς ζείτε; — Το σ π ίτι σας; Ε ίνα ι α λή θεια πω ς μένουν ο χτώ άτομα σ’ ένα δω μάτιο; Ο Ά γ γ ε λ ο ς και ο Γ ιάννης μπαίνουν μπροστά μου, σαν να θέλουν να με προστατέψουν. Π έρα σε μια γω ν ιά η Σοφούλα σ υζη τά ει μ ’ ένα γεροδεμένο άντρα με μουστάκι, μα κάθε τόσο ρίχνει ανήσυχες μ α τιές προς το μέρος μου. — Τη ζα λ ίσ α τ ε , λέει ο Γ ιά ννη ς, θ α μείνουμε δέκα μέ ρες, έχουμε όλον τον καιρό να τη ρωτήσουμε με ησ υχία. — Θα α πα ντή σ ετε σε όλα; ρω τάει μια γυναίκα που φο ράει λ α χ α ν ί πανωφόρι με μ πακλα βα δω τά γ α ζ ιά . — Το σ π ίτι σας πώ ς είναι; — Ε λ ά τ ε να το δείτε, κάνω αρκετά ενοχλημένη. Οι φίλοι μου με συνοδεύουν ω ς τον δρόμο, μου σηκώνουν τη β α λ ίτσ α και περιμένουν μ α ζ ί μου να έρθει τα ξ ί. — Α λή θεια, μπορούμε να έρθουμε σ π ίτι σου, να δούμε τον Α χ ιλ λ έ α ; ρω τάει ο Ά γ γ ε λ ο ς . — Έ χ ω να τον δω από τ η Συμφωνία τη ς Β ά ρ κ ιζα ς,
296
λέει ο Γ ιά ννη ς, όταν τα χά να μ ε όλα. Ε γ ώ ε ίχ α τα χ ά λ ια μου. Αυτός, όμω ς, λεβ έντης. Ε ίν α ι π ά ν τα τόσο αισιόδο ξος; — Θα σας τη λεφ ω νή σω , λέω α ντί γ ια α πά ντη ση. Δ εί τε το πρόγραμμά σας και κανονίζουμε π ότε να τους φέρετε όλους σ π ίτι. Ν α δουν πω ς δεν τρώ με οδοντόπασ τες... Μέσα στο τ α ξ ί που με π ά ει σ π ίτι τρόμαξα ξαφνικά. Τι έκανα; Τους κάλεσα σ π ίτι; Θα χωρέσουν στο διπλω τό τρ α π έζι; Κ ι ο Α χ ιλ λ έ α ς, τ ι θα π ει; Π ώ ς τους κάλεσα έτσι, χω ρίς να ρω τήσω κανέναν; Μ πορεί να μην τους αφήσουν και θα τους βρουν δικαιολογία πω ς έχουν φορτωμένο πρό γραμμα. Τη Σοφούλα, όμ ω ς,,θα τη δω, οσο πιο πολύ μπο ρώ. Το χρω σ τά ω στον Κ ω σ τή . Π α ρ α λίγο να ξεχάσω πω ς στο πορτ μ π α γ κ ά ζ είναι η β α λίτσ α που έστειλε η Λ ίζ α . Κ άθε π ρ ά γμ α θα το έχει α γ γ ίξ ε ι με τα χέρ ια τ η ς , θα μυρίζει το άρω μά τη ς. Κ ι αυτοί όλοι, που ήρθαν από τη ν Ε λ λ ά δ α , είχα ν μια ά λλη μυρωδιά. Σκέψου, χ τ ε ς ήτα νε στην Αθήνα! Γπάρχουν άνθρωποι που χ τ ε ς ή τα ν στην Α θήνα!
Σ το δω μάτιο ξεχύθηκε ένα άρω μα, «Σ ανέλ No 5». Το άρωμα τη ς Λ ίζ α ς. Ό τ α ν ήμουνα στο Μ ετα γω γώ ν , μόλις άνοιγε το παραθυράκι γ ια το επισκεπτήριο, πλημ μ ύριζε η μυρωδιά του το κ ελί μ ου... Ά γ γ ιζ α τα χέρ ια τ η ς και μύριζαν τα δικά μου όλη τ η ν ύ χτα . Η Δαφνούλα έχει θρονιαστεί μέσα στην α νοιχτή β α λ ί τσ α και π ε τά ει έξω θριαμβευτικά παπούτσια, φουστάνια, πουλόβερ. Ο Αντρέας κι εγώ σκυμμένοι από πάνω . Ο Α χ ιλ λ έα ς κ ά θ ετα ι παράμερα, αδιάφορος και σαν ενοχλη μένος. Τραβώ ένα γιλέκ ο βυσσινί, θυμίζει π α λ ιά στόφα, που στην ύφανσή τ η ς σ χ η μ α τίζο ν τα ι λουλούδια. Δώρο γ ια τον Αντρέα. Το γράφ ει και στο χ α ρ τ ί που περισσεύει από τη ν
297
τσ έπ η . Π ά νω σ’ ένα μ πλε μπουφάν με άσπρες ρίγες που κάνουν ζ ιγ κ ζ α γ κ είναι καρφιτσωμένο άλλο χ α ρ τά κ ι που γράφει: Α χ ιλ λ έ α ς. — Ε ίν α ι γ ια σένα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς μόλις που του ρίχνει μια μ α τιά κ αι β ά ζει τα γ έ λ ια . — Ν α φορέσω εγώ αυτό; — Δεν π ε ιρ ά ζε ι, λέω χω ρ ίς να τον κοιτάξω , το πουλά με κι α γο ρ ά ζεις το μπλε κοστούμι που θέλεις. — Κ ο ίτ α , μ α μ ά , ένα ζω άκι! φ ω νάζει η Δαφνούλα κρα τώ ν τα ς μια άκρη απο γούνα! Πού ήξερε η Λ ίζα πω ς φορώ τόσον καιρό δανεική γού να, που μου έρ χετα ι και μ εγά λ η ; Το καρφιτσωμένο χ α ρ τ ά κι γράφ ει: « Έ γ δ α ρ α το θείο Κ ώ σ τα και σ’ τη ν πήρα .» Η γούνα είναι στα μέτρα μου. Τη φορώ και στριφογυρίζω σαν μανεκέν. Κ αθώ ς πάω να τ η β γ ά λ ω , βλέπω στη γυ α λιστερή τ η ς φόδρα κεντημένο, στο ύψος τη ς καρδιάς, ένα μ εγά λο Δ .: Δάφνη. Από τη ν Κ α το χ ή η Λ ίζα με φώ ναζε κι αυτή Ε λ έ ν η , «μην ξεχασ τώ κ αμ ιά φορά και σε φωνάξω Δάφνη». Τ ώ ρα, πού το ένιωσε π ω ς το Ε λένη μού έρ χετα ι φαρδύ και βαρύ, σαν τη γούνα τ η ς Σ όνιας; Του θείου Κ ώ στα όμως δεν του χρω στώ ευγνωμοσύνη γ ια το δώρο. Θα του γράψω χ ίλ ια ευχαριστώ , μα ευγνωμοσύνη, ό χι. Θα του χρωστούσα μόνο, αν με ε ίχ ε κοιμίσει σ π ίτι του εκείνο το βράδυ που γύρναγα με το τα γ ά ρ ι και τη ν καθαρή κιλό τ α , και μ ’ έπιασαν μόλις β γή κ α . Κ α τα λ α γ ιά ζο υ μ ε από τον ενθουσιασμό τη ς β α λ ίτσ α ς. Η Δαφνούλα ξελογιάσ τηκε γ ια τ α κ α λά , την τραβώ με το ζόρι να π ά ε ι να κοιμηθεί. Κ ουβαλάει όλα τ α δώρα τη ς Λ ίζα ς στο κρεβατάκι τη ς. Π ά ω στην κουζίνα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κι ο Α ντρέας έχουν καθίσει στο τρ α π έζι και περιμένουν. — Λ οιπόν, τ ι νέα από κ ά τω ; ρω τάει ο Αντρέας. Τους μ ιλ ώ γ ια τη Σοφούλα, γ ια τον Ά γ γ ε λ ο , τον
298
Γιάννη και τους άλλους βουλευτές με τ ις ερωτήσεις τους, τη ν κυρία βουλευτού με το λ α χ α ν ί π α λ τό και τ α μ π α κ λα βαδω τά γ α ζ ιά . — Τους κάλεσ α όλους να ’ρθουν σ π ίτ ι, να δουν π ώ ς ζούμε, πω ς δεν τρώ με οδοντόπαστες... 0 Α χ ιλ λ έα ς κι ο Αντρέας με κοιτάζουν κι οι δυο σαν να μην καταλαβαίνουν τ ι λέω . — Τους κάλεσ ες εδώ, στο σ π ίτι; θέλει να βεβαιω θεί ο Α χ ιλ λ έα ς αν άκουσε καλά. — Ν αι. — Τρελάθηκες! κουνάει ο Α ντρέας το κεφάλι. — Γ ια να δούνε πω ς δεν τρώ με οδοντόπαστες, ξαναλέω τώ ρα μουδιασμένα, σαν είδα κ αι τον Αντρέα να βρίσκει παράλογο αυτό που έκανα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς όμως έχει θυμώσει. — Χ ω ρίς να ρω τήσεις κανέναν! Δεν α π α ν τώ . Α ρχίζω να μαζεύω το τρ α π έζι α μ ίλ η τη . Ο Αντρέας κ α τα λ α β α ίνει πω ς π ρέπει να φύγει. Π αίρνει το γιλέκο και τ α τσ ιγά ρ α «Σ αντέ», που θυμήθηκε η Λ ίζα π ω ς κ ά π νιζε, κ αι μας κ α λ η ν υ χ τίζε ι. Τον πάω ως τη ν ξώ πορτα. — Π ώ ς δεν το σκέφτηκες; μου ψιθυρίζει. Γυρίζω στην κουζίνα, π ά ω κατευθείαν στο νεροχύτη να πλύνω τα π ιά τ α , κι ακούω πίσω από την π λ ά τ η μου τον Α χ ιλ λ έ α να χ τυ π ά ε ι νευρικά τ α δ ά χτυλα πά νω στο τρ α π έζι. — Ώ ρ ε ς ώρες απορώ π ώ ς έχ ε ις ξεχάσ ει ότι ανήκεις σ’ ένα κόμμα, ζ ε ις σε μια χώ ρα που πρέπει να τ η ς π έφ τει λόγος γ ια το τ ι κάνουμε. Η φωνή του είναι βαθιά, όπω ς τό τε στις συνεδριάσεις που την άκουγα με κατάνυξη. Τώρα με φοβίζει. — Ε κ θέτεις τον εαυτό σου και εμένα. Α ναρω τήθηκες ποιοι είναι αυτοί που θα φέρεις σ π ίτι και τ ι έχουν στο μυαλό τους;
299
— Οι δύο είναι πα λιοί σου συναγω νιστές, ψ ε λ λ ίζω , χ ω ρίς να γυρίσω καθόλου να τον κοιτάξω . — Π α λ ιο ί συναγω νιστές δεν θα π ει τίπ ο τα . Μ ας τους σ τέλ νει το κόμμα; Π α ρ α τώ τ α π ιά τα , γυρνώ κ α ι τον κοιτά ζω νευριασμέ να: — Ν όμ ιζα πω ς σ’ ενδιέφερε να μάθεις από πρώ το χέρι τ ι γ ίν ε τ α ι στην Ε λλά δα . Κ α ι τους δεξιούς ν ’ ακούσεις, έ χ ε ι ενδιαφέρον. — Δεν περιμένω τον πρώ το τυχόντα βουλευτή γ ια να πληροφορηθώ. Έ χουμ ε τ ις οργανώσεις μας κ ά τω . — Ο 'Α γ γ ελ ο ς κι ο Γ ιά ννη ς ανήκουν στο νόμιμο κόμμα τη ς αριστεράς και σίγουρα είναι πιο πολύ μέσα σ τα π ρ ά γ μ α τα από τον καλύτερο παράνομο, που κ λεισ μ ένος... — Αυτό να μην το ξανα πείς. Κ ι ακόμα εκείνο το ά λλο, που είπ ες π ω ς θα κάνεις, σε συμβουλεύω να μην το το λ μ ή σεις. — Τ ι είπ α ; — Π ω ς θα πουλήσεις το μπλουζόν. Η ρέμησα. Ο ύτε, βέβαια, μου είχε περάσει σοβαρά από το νου να πουλήσω κ ά τι από τ α δώρα τη ς Λ ίζ α ς. — Η γυναίκα μου να κάνει μαύρη αγορά, σ’ αυτούς' που έχυσαν το α ίμ α τους γ ια να μην είμαστε μ εις σκλάβοι στον φασισμό! Τώρα θυμώνω κι εγώ . — Μη μου λες χιλ ιοτρ ιμ μ ένα τσ ιτά τα . Ή θα μου μ ιλά ς σαν άντρας μου ή σαν γ ρ α μ μ α τέα ς του κόμματος. — Το ένα δεν αναιρεί το ά λλο. Σ ω παίνουμε. Π ρέπει ν ’ αλαφρώσει η ατμόσφαιρα, να μιλήσουμε πιο ανθρώπινα. — Τόσο λ ίγ ο με ξέρεις, που με φ αντάστηκες να β γαίνω σ τις σ τράτες να πουλώ τη ν πρ α μ ά τεια μου! Ε γ ώ σκέφτηκα κιόλα ς τ ι θα χαρίσω στη Ν ά ν τια , στην Ουρούν, στην Ε υγκ ένια Γ καβρίλοβνα ... Ό σ ο γ ια τους βουλευτές που
300
κάλεσα, έχ ε ις δίκιο, θα ρωτήσω και θα βρω μ ετά μια δικαιολογία. — Ποιους θα ρωτήσεις; — Τους Σοβιετικούς. — Ε γ ώ θα σου έλεγα όχι. — Γ ια τ ί έ χ ε ις μείνει πίσ ω , Α χ ιλ λ έ α . Τα χιόνια λ ιώ σ α νε, τρέχουνε τ α ρυάκια στους δρόμους κι εσύ β λέπ εις γυρω σου ακόμα πάγους. — Δεν κ α τα λα β α ίνω τ ις παραβολές σου. Τα πρώ τα χρόνια νόμιζα π ω ς είσαι επηρεασμένη από το κοσμοπολί τικο περιβάλλον που ζούσες στη Ρ ώ μ η . Το κοσμοπολίτικο περιβάλλον μου! Ο Ζ α ν-Π ω λ , ο Φράνκο και η Λάουρα. Ο Ζ α ν-Π ω λ που, όσο άσχετος κι αν ήτανε, όταν του μιλούσα γ ια τ ις εκτελέσεις στην Ε λ λ α δ α δεν μπορούσε να φ αντα στεί π ώ ς γινότανε να σκοτώνεις κάποιον μόνο και μόνο γ ια τ ις ιδέες του. Η Λάουρα και ο Φράνκο, που ανήκανε στο ιτα λικ ό κομμουνιστικό κόμμα, α λλ ά μπορούσανε να πειράζουνε τον γρ α μ μ α τέα τους γ ια το ροδακινί μ α γιό του σε μια εδκρομή που είχα νε π ά ει μ αζί. — Έ λ ε γ α π ω ς θα συνέλθεις, συνεχίζει ο Α χ ιλ λ έ α ς, τό σα χρόνια εδώ, μα βλέπω π ω ς κ ά τι δεν π ά ει κ α λά με σ ένα ... Δεν τον αφήνω να τελειώ σ ει. — Κ ά τ ι δεν π ά ει με μ ας, Α χ ιλ λ έ α . — Με μας τους δυο! Η απορία του μ ’ ερεθίζει, ξεχνώ τ ις αποφάσεις μου να προσπαθήσω να είμαι συγκρατημένη. — Δεν το β λ έπ εις πω ς και το πιο απλό πρ ά γμ α το β λέ πουμε διαφορετικά; Το μόνο κοινό που έχουμε είναι το π α ι δί. .. — Κ α ι το κόμμα, Ε λ ένη , κόβει στη μέση τ η φράση μου ο Α χ ιλ λ έα ς. Δεν είναι π ια θυμωμένος, έ χ ε ι πάρει εκείνο το αποφασι-
301
στικο υφος που επαιρνε το τε, κι εγω τον ακουγα και περη φανευόμουνα που ήμουνα αρραβω νιαστικιά του. — Από σένα και μόνο εξα ρ τιέτα ι, αν τίπ ο τα δεν π η γ α ί νει μεταξύ μ α ς, όπως λ ε ς, κ α τ α λ ή γ ει. Ε γ ώ σω παίνω .
μοτέρ στοπ
— Τ ης το είπα τη ς Ζενεβιέβ πω ς ο Α χ ιλ λ έ α ς δεν β άζει τίπ ο τ α π άνω από το κόμμα κ ι αυτό να το ’χ ε ι υπόψη τη ς στην υπεράσπισή τη ς. — Π ώ ς είναι; ρωτάει ο Ε υγένιος. — Ποιος; — Α υτή, η Ζενεβιέβ. — Θα σ ’ άρεσε. Ό μορφ η, δυναμική, γενναία . Θ έλει να με συστήσει σ’ ένα φίλο τ η ς σκηνοθέτη να κάνει τα ιν ία τη ζω ή μου. Δ η λαδή, αυτή που τη ς διηγήθηκε ο Κ α σ ίμ η ς, α λ ά Τριστάνο και Ιζόλδη. — Σ πουδαία, γελ ά ει ο Ε υγένιος, κι έτσι,, όπως έχεις πάρει π ο λ λ ά τρένα στη ζω η σου, θα βρω π ά λ ι δουλειά κομπάρσος, να καπνίζω σε κάποιο κουπέ. Η Ε λ ένη δεν έχει όρεξη γ ι ’ αστεία. — Ο σκοπός είναι να μην τον καταδικάσουν σε θάνατο. Πόσα χρόνια, δεν έχ ε ι, λ έει, σημασία. Θ έλει να του το νώσει το ηθικό, που δεν νομίζω να το ’χ ε ι α νά γκ η , θα του π ει π ω ς έξω τον σκεφτόμαστε, τον σκέφτομαι. Ο Κ α σ ίμ η ς του σ τέλνει λεφ τά . Η μ ητέρα του έχει πεθάνει, η Λ ίζα δεν υ π ά ρχει, δεν έχει κανέναν να τον ν ο ιά ζετα ι. Ο Ε υγένιος στραβώνει το χ ε ίλ ι του με μια γκριμ άτσ α. — Α ναρω τιέμαι τ ι ε π ιτ α γ έ ς θα εξαργυρώσει στο μέλλον ο Κ α σ ίμ η ς γ ι ’ αυτές του τ ις καλοσύνες. Β ουλευτής; Γ ια τί όχι και υπουργός. Με ποιο κόμμα; Μ ’ όποιο έρθει στα π ρ ά γ μ α τα ;
302
Η Ε λένη τον κ οιτά ζει στεναχω ρεμένα. Κ ι αν ξύπνησε στον Κ ασίμη ο παλιός Ν ικ ή τα ς; Ά λ λ ω σ τε γ ια όποιον σκοπό και να το κάνει, αυτή τ η σ τιγμ ή είναι χρήσιμος. Τι θα ’πρεπε να του πούμε; «Ευχαριστούμε, δεν θέλουμε, για τ ί έχεις βλέψ εις στο μέλλον;» «Ε μείς τ ό τ ε ...» , θα απαν τή σει ο Ε υγένιος. Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση, έχει δίκιο η Ά ν ν α π ω ς δεν μπορούμε να υπάρχουμε μόνο μ.ε το τότε. Το τό τε π ά ε ι π ια , πέρασε. Τότε γινόμασταν ολοκαύ τω μ α , ούτε μας περνούσε από το νου πω ς μπορούσαμε να ανταμειφτούμε γ ια ό ,τι κάναμε. Ούτε καν στον παράδει σο, αφού κανείς μας δεν τον πίστευε. — Ν α τ η ς έλ εγ ες αυτής τ η ς Ζενεβιέβ, να κάνουν τα ι νία τη ν αληθινή σου ζω ή , με τ ις περιπλανήσεις σου, τα προβλήματά σου με τον Α χ ιλ λ έ α , με σένα την ίδια, θα ’χε πιο ενδιαφέρον και θα ’τα νε πιο μοντέρνο. — Τα προβλήματά μου, έξω από μερικούς φίλους, δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Ποιος ξέρει πόσα λεφ τά έδωσες, θείε Κ ώ σ τα , για να ξεπληρώ σεις εκείνη τη νύχτα που μ ’ έβγα λες έξω απο το σ π ίτι σου. Σου στοίχισε ακριβά. Δυο χρόνια σχεδόν επίδο μα που μου ’στελνες στη Ρ ώ μ η κ α ι τώ ρα μια γούνα απα λή και ελαφριά σαν πούπουλο, με μ εγά λο για κ ά που μου σκεπάζει τ ’ α υ τιά . Χ ώ νω τ α χέρ ια μου στις τσ έπες, σπης Σόνιας δυσκολευόμουνα, γ ια τ ί μου πέφ τανε πολύ χα μ η λα , σχεδόν στο γόνατο. Η φόδρα τω ν μανικιών κλείνει με λα σ τιχά κ ι γ ια να μην μπαίνει το κρύο. Ό λ α τα σκέφτονται οι κ α π ιτα λ ισ τές! Από τη ς Σ όνιας τ α μ ανίκια, που ήτανε φαρδιά σαν κ αμ π ά νες, μόλις έκανα να σηκώσω τ ο χερι
303
π ά γ ω ν α . Π ερ π α τά ω μ ’ έναν αέρα! Ούτε η Γ κρέτα Γκάρμπο σαν Ά ν ν α Καρένινα. Π α ρ ’ όλα αυτά δεν σου χρω στω ευγνωμοσύνη, θείε Κ ώ σ τα . Α χάριστη είμ αι. Α π α ιτη τικ ή . Ή θ ε λ α να κινδυνέψεις το κ εφ ά λι σου και να κοιμηθώ , μια νύ χτα με βροχή, στο ντιβ α νάκ ι σου, δίπλα στη σόμπα. Ούτε μου πέρναγε από το νου π ω ς εσύ μπορεί να μην το ’χ ε ς πάρει καθόλου απόφαση να θυσιάσεις τη ζω ή σου, επειδή έτυ χε να πας μερικές φορές στις παρελάσεις μ ετά τη ν απελευθέρωση και φ ώ ναζες μ α ζί με χ ιλ ιά δ ε ς κόσμο: Ζ ήτω το ΕΑ Μ . Το κεντημένο Δ στη φόδρα τ η ς γούνας είναι π ά νω στην καρδιά μου. Η καρδιά μου είναι μαύρη. Π εριμένω το μετρό. Αραιά τ α τρένα τέτο ια ώρα. Δέκα το βράδυ.
— Π ά ω να κοιμηθώ, είπε ο Α χ ιλ λ έα ς και δεν άφησε ά λλο περιθώριο γ ια συζήτησ η. Έ χ ω μάθημα νωρίς το πρω ί. Ε γ ώ ήμουνα έτοιμη να ξημερωθούμε κουβεντιάζοντας, να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Ο Α χ ιλ λ έα ς όμως δεν χά ν ε ι ούτε ένα μάθημα, έστω κι αν α π ’ αυτή τη συζήτηση κ ρέμ ετα ι η παραπέρα κοινή ζω ή μας. — Εσύ, τ ι θα κάνεις; θ α μ είνεις στην κουζίνα να δια βάσεις; Ν ο μ ίζει πω ς μπορώ ν ’ ανοίξω τα βιβλία μου και να διαβάσω! — Θα β γω . — Τ έτο ια ώρα; — Δεν είναι ούτε δέκα. Θα πά ω στη Ν ά ν τια , κοιμ άται α ργά. — Αν σε ηρεμήσει η β ό λ τα , π ή γα ιν ε. Σκέψου κι αυτα που είπ α μ ε. Ε ίμ α ι σίγουρος π ω ς θα ’ρθεις στα λ ό για μου. Μ ε φ ίλησε στο μάγουλο, τρυφερά μπορώ να πω .
304
— Κ α λ η ν ύ χ τα , Ε λένη. — Κ α λ η ν ύ χ τα , Α χιλ λ έα .
Ακόμα νά ’ρθει το τρένο κι εγώ δεν κάθομαι σ’ ένα π α γ κ ά κ ι να το περιμένω , παρά στέκομαι όρθια κοιτάζον τ α ς τ ις ρ ά γιες. Π ά ντα αισθάνομαι δέος σαν τ ις κ οιτά ζω να λαμποκοπάνε σαν γυαλιστερά φίδια. Τις κ οιτά ζω που χά νοντα ι στη στροφή κι όλα γυρνάνε στο μυαλό μου: η συνάντηση με τ η Σοφούλα, η β α λίτσ α τη ς Λ ίζ α ς, η κου βέντα με τον Α χ ιλ λ έ α . Π ώ ς το είπε εκείνο; «Ε ίμ αι σίγου ρος πω ς θα ’ρθεις στα λό για μου.» Τα λό για του! Το κόμ μα και το π α ιδ ί αρκούν γ ια να μας ενώνουν μια ολοκληρη ζω ή; Αρκούν; «Δεν μπορώ να θυμώσω μ α ζί σου», λ έει ο Ζ α ν-Π ω λ, « γ ια τ ί μόλις α γκαλιαστούμ ε ξεχνώ γ ια τ ί έχου με θυμώσει.» Μ όλις α γκα λια στούμ ε, Α χ ιλ λ έ α , τό τε είναι που φουντώνουν όλα μέσα μου, κ α ι θέλω ν ’ ανοίξω την πόρτα και να φύγω . Πού να π άω ; Ως τη Ν ά ντια το πολύ πολύ! Το πρω ί που τη λεφ ω νη θήκαμ ε, μου είπε πω ς δεν θα έβγαινε απόψε. Έ ν α ς μεθυσμένος πέφ τει σχεδόν απάνω μου, κουνάει α π ε ιλ η τικ ά το δάχτυλό του, σαν να θέλει να με νουθετήσει: «'Αρθρο έξι, να το ξέρουν κ α λά , εμένα με δ ια π α ιδα γώ γη σ ε το κόμμα, δεν μπορεί αυτός να τσ ιμ π ά ει τον κόλο τη ς γυναίκας μου, άρθρο έξι, με δ ια π α ιδ ...» , Τραβιέμαι πιο πέρα, μα εκείνος δεν έχ ε ι κέφι ν ’ ασχοληθεί μ α ζί μου και π ερ π α τά ει πάνω κ ά τω στην πλατφ όρμ α, συ ν εχίζο ντα ς τον μονόλογό του. Ξ έχα σ α και τους βουλευτές. Εδώ σαν να ’χ ε δίκιο ο Α χ ιλ λ έ α ς. Χ ω ρίς να ρωτήσω! Αύριο θα π ά ω να βρω τον Σ εριόζα να με συμβουλέψει. Αιώνα κάνει αυτό το τρένο. Ξ εχνώ π ω ς η καρδιά μου είναι μαύρη και γ ε λ ά ω μέσα μου με τη ν έκπληξη τη ς Ν ά ντια , να τη ς παρουσιαστώ ν υ χτιά τικ α με τη ν καινούργια γούνα. Θα τη ς τα π ω όλα. Οι ράγιες με τραβάνε σαν μ α γν ή τη ς.
305
Ε γ ώ όμως κ αι η γούνα μου δεν πρόκειται ποτέ να ριχτού με α πάνω τους. Η Ά ννα Κ αρένινα δεν θα ε ίχ ε Ν ά ντια και Σ εριόζα και Αντρέα κ αι Μ ιχ α ή λ Γ κρηγκόρεβιτς. Π α ράξενο! Αν από κ ά τι δεν μπορείς να πεθάνεις σ’ αυτόν τον τόπο, είναι από μοναξιά. Το τρένο προβάλλει κ αι με ξαφ ν ιά ζε ι, λες και δεν το περίμ ενα. Ά θ ελ ά μου κάνω ένα βήμα π ίσ ω . Π α ρ α είχα σ ταθεί κοντά στις ρ ά γιες. Το γρ ά φουν κ αι οι επιγραφ ές: «Μη στεκόσαστε κοντά σ τις γρ α μ μές». Ό π ω ς το περίμενα, η Ν ά ν τια ξαφ νιάζετα ι: — Τ έτο ια ώρα! Τ ρέχει τίπ ο τ α ; Δεν με πρόσεξε στο μισοσκόταδο του διαδρόμου καθώς άνοιξε τη ν πόρτα, μα μόλις προχώρησα μέσα στο σ π ίτι έβ γ α λ ε μικρές κραυγές: — Ό ι... Ό ι... Μ ε π ιά ν ει από το χ έ ρ ι, με στριφογυρνάει, κ α ι τ α χρυσά τ η ς μ ά τ ια σπινθηρίζουν. — Γ ι’ αυτό ήρθες! Μου β γ ά ζ ε ι τη γούνα, τ η σ φ ίγ γ ε ι απάνω τ η ς και βυθί ζ ε ι το πρόσωπό τη ς μέσα. — Α π α λή που είναι! Κ α ι μυρίζει όμορφα. Το «Σ α νέλ No 5» τη ς Λ ίζ α ς. — Δεν ήρθα γ ι ’ αυτό, Ν ά ν τια . Π ά μ ε στην κουζίνα. Η Ν ά ντια ετοιμ ά ζει το τσ ά ι. Ά μ α κάποτε γυρίσω στην Ε λ λ ά δ α , θα καθίσω να λογαριάσω πόσα λ ίτρ α τσ ά ι έχω π ιε ι μ α ζ ί τ η ς . Φέρνει τα φ λ ιτζ ά ν ια και κ ά θ ετα ι δ ίπ λα μου, σ’ ένα καναπεδάκι με π ο λ λ ά μ α ξι λά ρια. Α νεβάζει τ α ξιπ ό λη τα πόδια τη ς — μέσα στο σ π ίτι κυκλοφορεί π ά ν τα ξιπόλητη —, τ α διπλώ νει, κ α θετα ι π ά νω τους, παίρνει ένα μ αξιλαράκι α γκ α λ ιά κ αι με κ ο ιτά ζει σ τα μ ά τια . — Λ έ γ ε. Ν όμ ιζα π ω ς θα τη ς μιλούσα γ ια τον Α χ ιλ λ έ α . Μ α να, που τ η ς λέω γ ια τη Σοφούλα και τον Κ ω σ τή κ αι τον
306
κύκνο που δεν πρόλαβε να τ η ς χα ρίσει. Τα μ ά τια τη ς Ν ά ντια βουρκώνουν. Ά ν τ ε να δ ιη γη θείς σε Ρω σίδα μια συγκινητική ιστορία γ ια οποιονδήποτε άγνω στό τ η ς, κι εκείνη να μη βουρκώσει. Η Ν ά ντια π ε τ ά γ ε τ α ι ξαφνικά από τον κ ανα πέ κ αι χ ά ν ε τ α ι στο διπλανό δω μάτιο. Σ ε λίγο γυ ρ ίζει κ ρ α τώ ντα ς σ τα χέρ ια τη ς έναν κύκνο από πορσελάνη. Ο μακρύς λα ιμ ός του είναι απλω μένος πάνω στη φτερούγα του. — Ε ίνα ι τ η ς π ρ ο γ ια γ ιά ς μου. Θα χα ρ εί η κοπέλα άμα τη ς το δώ σεις. Μ πορεί να πισ τέψ ει πω ς τον έστειλε η ψυχή του π α τέρ α τ η ς. Πόσο τη ν α γ α π ώ τη Ν ά ντια ! Ξ ανακάθεται π ά λ ι στο καναπεδάκι και β ά ζ ε ι τσ ά ι στα φ λ ιτζά ν ια από πορσελάνη, που θα τα ’χ ε ι κι α υτά από τη ν π ρ ο για γιά τ η ς , με ζω γρ α φισμένα μ π λ ε τρ ια ν τά φ υ λ λ α κ αι χρυσό γύρω στο στόμιο. Η Ν ά ντια τώ ρ α σ ω π α ίν ει, ο μόνος θόρυβος που α κούγετα ι είναι από τ α κ ο υ τα λ ά κ ια μας που ανακατεύουμε τη ζ ά χ α ρη. Με ξέρει πόσο δυσκολεύομαι ν ’ αρχίσω άμα έχω κ ά τ ι πολύ δικό μου ν α π ω . Κ ι α υτή , που συνήθως φλυαρεί, σω παίνει τό τ ε κ α ι περιμένει. Π ίνω μ ια γ ο υ λ ιά να πάρω κουράγιο. Έ ξ ω στον ήσυχο δρόμο τη ς Ν ά ν τ ια , όπου δεν ακούγετα ι παρά μόνο πό τε πότε κανένα νιαούρισμα γ ά τ α ς , κάποιος σφυρίζει μια μ ε λω δία. Η Ν ά ν τια π ε τ ά γ ε τ α ι. — Ρουσλάν κ α ι Λ ιουντμ ίλα. Ε ίνα ι ο Σεριόζα. — Τ έτοια ώρα; λέω σαν να μην το πολυπιστεύω κ αι αισθάνομαι σαν ό λ α να ηρεμούν μέσα μου. Η Ν ά ν τια π ά ε ι στο παράθυρο, ανασηκώνει το δ α ν τε λ έ νιο κουρτινάκι κ α ι γνέφ ει μέσα από το τ ζ ά μ ι. Ύ σ τερ α γυρίζει σε μένα: — Που κ α ι πού, άμα τελ ειώ ν ει πιο νωρίς στην εφ η μ ερί δα, εδώ δ ίπ λ α ε ίν α ι, περνάει να π ιει κανένα π οτη ρά κ ι βότκα, π ες δυο κ α λ ύ τερ α .
307
Ακούμε τ α βήμ ατά του στη σκάλα κι η Ν ά ντια π ά ε ι ν ’ ανοίξει. Κ α θώ ς περνάει από μπροστά μου σ τέκ ετα ι απότο μα και με κ ο ιτά ζει. — Έ φ εξ ε το πρόσωπό σου, θεέ μου. Έ χ ε ι γο ύ σ το ...
μοτέρ στοπ
Ο σκηνοθέτης χειρονομεί, μ ιλ ά ει και χειρονομεί. Τα τ ζ ά μ ια του κουπέ είναι κατεβασμ ένα και δεν ακούγετα ι τ ι λ εει σε κάποιον που σ τεκετα ι δ ίπ λ α του. Τ εντώ νει τ α χ έ ρια μπροστά κι ύστερα τ ’ α πλ ώ νει αργά α ρ γά , λ ες και θέλει να παραστήσει π ώ ς κολυμπάνε. — Αν κ ο ίτα ζες τη ζω ή σου στη μοβιόλα, ρω τά ει ο Ε υ γένιο ς, σε ποιο πλάνο θα ’θελες να σταμ α τήσ εις γ ια να το δεις ξανά κ αι ξανά; — Πού σου ήρθε τώ ρα; α π α ν τά ει η Ε λένη που τη ν π α ραξένεψε η ερώτηση. — Γύρευα χ τ ε ς στο δ ιά λειμ μ α τον τρίτο σκηνοθέτη και με σ τείλ α νε στη μοβιόλα. Τον παρακολούθησα λ ίγ ο που δούλευε. Π ερνάνε οι σκηνές, μπορείς να τ ις π α ς μπρος π ίσ ω , να σταμ α τήσ εις όση ώρα θες σ’ ένα πλάνο. Σ κέφ τηκα λοιπόν να γινότανε κ αι να περνούσαμε τη ζω ή μας από τ η μοβιόλα. Σ ε πόσα π λ ά ν α θα θέλαμε να σταθούμε; Ε γ ώ , σε κανένα. Η Ε λ έ ν η σ υλλογιέτα ι λίγο . — Τα πολύ π α λ ιά θα τ α περνούσα γρήγορα, μα σε μερι κά τε λ ε υ τα ία θα σταματούσα, πολλή ώρα: Έ ν α πλάνο στη μικρή αυλή του μοναστηριού τη ς Α σ ίζη ς, εκεί που τ ά ιζ ε ο Ά γ ιο ς Φραγκίσκος τ α πουλιά. Σ το μαιευτήριο, στην Τ ασκένδη, όταν πρω ταντίκρισα τη Δαφνούλα. Σ το αεροδρόμιο, όταν γύρισα με τ η Δαφνούλα στην Ε λ λ ά δ α . Α, ν α ι, κι ά λλο ένα: Την πρ ώ τη φορά που έφ τασα στη
308
Μ όσχα. Έ ν α μπουκέτο τρ ια ντά φ υλλ α και πίσω να προ β ά λλει το κεφ ά λι του Σ εριόζα. — Τυχερή είσαι, με τόσα π λ ά ν α . Αυτόν όμως τον τ έ λειο Σ εριόζα, σ ’ το ’χ ω ξανα πεί, τον είχες ερω τευτεί. — Κ ι η φ ίλη μου η Ν ά ντια μου το ’λ εγ ε. Μ πορεί να ’τα νε κι έτσ ι. Ο τέλειος όμως Σ εριόζα μ ’ ένα καλαμπούρι μου ’κοψε τ η φόρα: « Έ χ ε ις α νά γκ η να ερω τευτείς κάποιον και π έφ τεις στον πρώτο τυ χόντα .» — Έ λ α τώ ρ α , μην κλάψ εις, λ έει ο Ευγένιος που τ η β λέπ ει να ’χ ε ι βουρκώσει. — Μου σ τοίχισ ε αφ άνταστα ο χα μ ός του. Έ ν ιω θ α σι γουριά όσο ήξερα πω ς κάπου υπήρχε ο Σεριόζα. — Κ α ι τώ ρ α , αν θέλεις μπορείς να πέσεις στον πρώ το τυ χ ό ν τα , τη ν κάνει να γελ ά σ ει ο Ευγένιος.
Το τρένο ττης φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη Το κρεβατάκι τη ς Δαφνούλας το κουβαλήσαμε με τον Α χ ιλ λ έ α στο πά νω π ά τω μ α , σ το δω μάτιο τ η ς Ε υγκ ένια Γκαβρίλοβνα. Το παραβάν διπλώ θηκε σε μ ια γω ν ιά . Η μικρή έχει ξετρελαθεί που θα κοιμηθεί στη θεία Ζ ένια. Μ πορεί να μην έχει τη θεία Α μ φ ιτρ ίτη , τη θεία Ά λ κ η σ τ η , τη θεία Γιασεμούλη κι όλες τ ις θείες που ε ίχ α εγώ σαν ήμουνα μικρή στο νησί, κ αι κοιμόμουνα πότε στη μ ια π ό τε στην ά λ λ η , έχει όμως τη θεία Ζένια που δεν ξέρω σε τ ι θα ξεχώ ρ ιζε από π ρ α γμ α τικ ή θεία. Π ήραμε ά δεια και πολύ επίσ η μ α , από «ψηλά», να προσκαλέσουμε τους βουλευτές στο σ π ίτι. Ο Α χ ιλ λ έ α ς κ ά θ ετα ι σ’ αναμμένα κάρβουνά. Ύ στερα από τόσα χρόνια θα συναντήσει γ ια πρώ τη φορά συναγω νιστές του κι ακόμα ανθρώπους που ή τα νε εχθροί του πριν από λ ίγο κ αι πίστευε
309
π ω ς κ α μ ία όυναμη δεν μπορούσε να τους κάνει να τους δώσεις το χέρ ι. «Πώς θα τους χα ιρ ετή σ ω », α να ρ ω τιέτα ι. «Μπορεί να έχουν το ίδιο πρόβλημα κι αυτοί», του α πα ν τ ώ , μα κ α τα λα β α ίνω πω ς δεν του αρέσει καθόλου η α πά ν τησή μου και συνεχίζει τ ις νουθεσίες: «Πρόσεχε α υ τό ... μην π εις εκ είνο ...» Ε γ ώ π ά ω να στρώσω το τρ α π έζ ι, νευριάζω γ ια τ ί τώρα που το ανοίξαμε το τρα πεζομά ντιλο π έφ τει κοντό κι εκεί νος, α ντί να μου λύσει αυτό το πρόβλημα, να με συμβου λεύει να λέω όλο στρογγυλά λ ό γ ια , που λέει και το παρα μύθι. Ούτε δίνω σημασία σ τις κουβέντες του, ο νους μου είναι π ώ ς να τα ταχτοποιήσω όλα καλύτερα. Τ ρέχω στη μαμά μ ια ς από τ ις Μ αρινούλες, τ ις φ ίλες τ η ς Δαφνούλας, που μένει στον τρίτο όροφο, κ αι μου δίνει ένα τεράσ τιο, άσπρο λινό τραπεζομάντιλο. Η Ν ά ντια έχει κουβαλήσει από χ τ ε ς τ α μαχαιροπίρουνα τ η ς γ ια γ ιά ς τη ς κι ένα σερ βίτσιο πορσελάνη, θαρρώ τ η ς π ρ ο για γιά ς τ η ς . Έ φ τ ια ξ ε κ αι το περίφημο «ναπολεόν» τ η ς . Η Ουρούν ετοίμασε δυο κατσαρόλες ουζμπέκικο π ιλ ά φ ι κι η Ε υγκένια Γκαβριλοβνα ένα λοφάκι πιροσκί. Ο Α ντρέας κατέφθασε με σα μ πά νια κ αι χα β ιά ρ ι κι εγώ κάνω τη σ π εσ ια λιτέ μου «μπεφστρόγκανο», δηλαδή μικρά κομματάκια μοσχαρίσιο κρέας με κρέμα και μανιτάρια. 'Ο χ ι, τρώ με οδοντόπα στες! Έ χο υ μ ε ντυθεί με τη Δαφνούλα με καινούργια φου στάνια από τ η βαλίτσα τη ς Λ ίζ α ς, μόνο ο Α χ ιλ λ έ α ς στενα χω ρ ιέτα ι που δεν έχει κοστούμι να φορέσει. Έ ν α κο στούμι μ π λ ε , σταυρωτό σακάκι και φαρδιά π α ντελ ό νια , σαν κι α υτά που φορεί η Κ εντρική Ε πιτροπή του ΚΚΣΕ πάνω στην εξέδρα, στην Κ όκκινη Π λ α τε ία τ ις μέρες τη ς π αρέλα ση ς. Ο Αντρέας, φιγουρίνι σκέτο με το γιλέκ ο τη ς Λ ίζα ς κ α ι π α π ιγιό ν που έφ τιαξε μόνος του στο ίδιο χρ ώ μα. Π ά ω κι έρχομαι, διορθώνω ένα πιρούνι που μου φάνηκε στραβά βαλμένο στο τρ α π έζι, χ τ ε ν ίζ ω τη Δαφνούλα γ ια
310
τρ ίτη φορά και τη ς δείχνω π ώ ς να κρατάει προσεχτικά τον κύκνο από πορσελάνη γ ια να τον προσφέρει στη Σ ο-. Έ ρ χο ν τα ι ακριβώς στην ώρα που είπανε, τους φέρνει η διερμηνέας τους. Μ ια ψηλή κοπέλα με πράσινα μ ά τια και λακκάκια στα μ άγουλα. Τη λένε Τ αμάρα. Ο Α ντρέας δεν ξεκολλάει τα μ ά τια από πάνω τ η ς. — ...β έ β α ια , και τα σ π ίτια είναι στενάχω ρα, πριν την Ε πανάσταση η Μ όσχα ή τα ν χω ριό. Τώρα έχει τόσον π λ η θυσμό, όσο ολόκληρη η Ε λ λ ά δ α . Σ τον πόλεμο, με τους βομβαρδισμούς, καταστράφηκαν τ α μισά σ π ίτια . Κ α ι τ ώ ρα χτίζο υ ν, χτίζο υ ν συνοικίες ολόκληρες. Κ ι εμείς του χρόνου θα πάρουμε πιο μ εγάλο σ π ίτ ι. Το νοίκι είναι σχεδόν συμβολικό. Κ οινόχρηστα, ηλεκτρικό, γ κ ά ζ ι, τηλέφ ω νο σχεδόν τ ζ ά μ π α . Από τρόφιμα δεν λ είπ ει τίπ ο τ α . Κ α λ ά , τα ρούχα είναι ντεμοντέ. Τα πα ιδικ ά όμως πουλιούνται κάτω από το κόστος. Τα πα ιδιά μεγαλώ νουν. Α ναλφαβη τισμός δεν υπ ά ρχει, σε περιοχές που πριν την Ε πα νά στασ η δεν είχα ν καν γραφ τή γλώ σ σα , τώ ρα λειτουργούν .Π ανεπι στήμ ια και Α καδημία Ε πισ τη μ ώ ν. Σ τα μ α τώ απότομα, γ ια τ ί β λέπω τ α μ ά τια του Α χ ιλ λέα και του Α ντρέα καρφωμένα πάνω μου. Του Α ντρέα το χ ε ίλ ι μ ά λ ισ τα σιγοτρέμει, να συγκρατήσει ένα χα μ ό γελ ο . Ε ίμ α ι εγώ που β γ ά ζω αυτόν τον πύρινο λόγο! Κ ι έχω κι ά λ λ α να π ω . Γ ια τη δωρεάν περίθαλψη, τ ις επιτεύξεις στο διάσ τημ α , σύντομα θα π ετά ξει κι ο πρώτος άνθρωπος με το δια σ τη μ ό π λο ιο ... — Σ το κομμω τήριο όμως του ξενοδοχείου μ ετα χειρ ίζο ν τ α ι ακόμα σιδερένια μ πιγκ ουτί, μου κόβει τον οίστρο η κυρία βουλευτοό με το λ α χ α ν ί π α λ τό κ αι τα μ πακλαβαδω τά γ α ζ ιά . Φεύγουν όλοι με τ ις καλύτερες εντυπώσεις κ αι υποσχέ σεις πω ς θα μιλήσουν, θα γράψουν γ ια την επιστροφή μας στην Ε λ λ ά δ α .
311
Η Σοφούλα σ φ ίγγει στην α γ κ α λ ιά τη ς τον κύκνο. — θ α φροντίσω να έρθεις τουλάχιστο με ά δεια , σύντο μ α, μου ψιθυρίζει σ τ’ αυτί. Σου το υπόσχομαι, του το υπό σχομαι, του πατέρα μ ου... — Ε σ ά ς, Ταμάροτσκα, να σας ξαναδούμε, λ έει ο Αν τρέας στη διερμηνέα και τη χασομεράει στην πόρτα. Το σ π ίτι είναι άνω κ ά τω . Ο Αντρέας μένει να μ ας βοη θήσει να μαζέψουμε. — Σ ε θαύμασα, γ ε λ ά ε ι, τέτο ιο λόγο ούτε ο Α λεπούλης δεν θα ’β γ ά ζ ε . Λ ίγο ακόμα και θα ’λ εγες σαν και κείνον: είδα τε π ο τέ σοβιετικό άνθρωπο μεθυσμένο; Γ υρίζει στον Α χιλλέα : — Θ υμάσαι, Α χ ιλ λ έα , τον Π α ν τιά , που έσπρωξε έναν Ρωσο στον δρόμο κι έπεσε κ ά τω , κι όταν τον κατσάδιασαν στην κομματική συνεδρίαση, εκείνος δικαιολογήθηκε πω ς ο άνθρωπος ή τα νε τύφ λα στο μεθύσι κι έπεσε πάνω του; Κ α ι τό τε ο Αλεπούλης είπε το αμίμητο: «Πού είδες εσύ σοβιετικό άνθρωπο μεθυσμένο». — Δεν θυμάμαι, κάνει ενοχλημένα ο Α χ ιλ λ έ α ς, μα γ ια τ ί το λ ες αυτό; Ό σ α είπε η Ε λένη ήτα νε πολύ αληθινά και σω στά. Ο Α ντρέας δεν ξανα μ ιλάει, ο Α χ ιλ λ έα ς έρ χετα ι δίπλα μου και μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι με το ένα χέρ ι, σαν να πρόκειται να βγάλουμε αναμνηστική φ ω τογραφ ία. Μου σ φ ίγγει τον ώμο. Τον νιώ θω περήφανο γ ια μένα. Τ ελειώ νουμε το μάζεμα κι ο Α χ ιλ λ έα ς π ά ει να κοιμη θεί, γ ια τ ί έ χ ε ι δουλειά νωρίς. — Μ είνε όσο να μαζέψω κ ά π ω ς, λέω στον Α ντρέα που ε το ιμ ά ζε τα ι να φύγει. Π ά μ ε τ α π ιά τ α στην κουζίνα, τ α τα χτο π ο ιώ στο νερο χύ τη κ α ι μ ια σ τιγμ ή γυρίζω να τον κοιτάξω . Έ χ ε ι ανά ψει τσ ιγάρο. Οι μ α τιές μας συναντιούνται και μας π ιά νει ένα ασυγκράτητο γέλιο, που το πνίγουμε μην ακουστούμε. — Ή σουνα άφθαστη στον λόγο, Δάφνη.
312
— Σαν να μιλούσα σε ΕΠΟΝίτικη συγκέντρωση τον Δ ε κέμβρη του ’4 4 στην π λ α τε ία Κ υψέλης! Δεν ξέρω πώ ς μου ήρθε. Ί σ ω ς γ ια τ ί είδα να κοιτάνε με τόση περ ιέρ γεια το σ π ίτι, εμ άς, ω ς και οι π α λ ιο ί μας συναγω νιστές. — Τους εντυπώ σιασες όμως. Π άω και κάθομαι δίπ λα στον Α ντρέα. — Τα π ιά τ α , αύριο. Θα έρθει η Ε υγκ ένια Γαβρίλοβνα να με βοηθήσει. — Τι πλά σμ α! λέει ο Αντρέας με έκσταση. — Π οια; — Η Ταμάρα. — Την είπ ες και Ταμάροτσκα, τον πειράζω . — Λ ες να μην είναι ούτε τρ ιά ντα ; κάνει συλλογισμένα. Δεν του α π α ντά ω . Ε ίνα ι κ ά τι άλλο που τόση ώρα στρι φογυρίζει στο μυαλό μου. — Α ντρέα, λ ες να μας αφήσουν να γυρίσουμε; — Ε ίνα ι η πρώ τη φορά που α ρ χίζω να το πιστεύω , α πα ντά ει. Περνούσε ποτέ από το νου μας πριν λίγον καιρό πω ς θα καθόμασταν στο τρ α π έζ ι σου με δεξιούς, κεν τρώους και δικούς μας, πρώην φυλακισμένους; Σ π ά ε ι ο αποκλεισμός. Κ ά τ ι α λ λ ά ζ ε ι κ ά τω στην Ε λ λ ά δα . Ρουφάει βαθιά το τσιγάρο του κι αφήνει τον καπνό ν ’ ανέβει ψ ηλά. — Α χ , να γυ ρ ίζα μ ε, Δαφνούλα. — Α χ, να γυ ρ ίζα μ ε, Αντρέα. — Μ ηηη! Τρόμαξα με τ η φωνή που έβ γα λε. — Μ ην π ε τά ς το κουτί. Ε ίχ α σηκωθεί ν ’ αδειάσω το τα σ ά κ ι με τ ’ α ποτσίγαρα στον σκουπιδοφάγο μ α ζί με το άδειο κουτί από τ α τσ ιγά ρ α του Αντρέα. — Μην το π ε τ ά ς , έχω γράψει από πίσω το τηλέφω νο τη ς Ταμάρα.
313
Έ χ ε ι δίκιο ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς, π ά ω , έρχομαι και δεν κάνω τίπ ο τα . ΓΙαρ’ όλο που τελείω σ α το Π α νεπ ι στήμιο, συνεχίζω μ αθήμ ατα μ α ζ ί του. Εδώ και καιρό όμως δεν διαβ άζω , κ ά τι π α σ α λ είμ μ α τα μόνο, κι ο νους μου α ρμ ενίζει. Εκείνος μου διαβ άζει ένα κείμενο και μενει κ α τ ά π λ η χ το ς που μπερδεύω τίνος είναι. — Π ώ ς γ ίν ε τ α ι, Δάφνη, να μην μπορείτε να ξεχω ρίσε τ ε τον Ν τοστογιέφσκι από τον Τουργκένιεφ; Την π ά τη σ α ! Γ ια τ ί, τον τελ ευ τα ίο καιρό που επιτρ ά πη κε ξανά ο Ν τοστογιέφ σκι, κι αυτός με τα χιόνια που λ ιώ νουν, και δεν προφταίνουν να βγάζουν και να ξαναβγάζουν εκδόσεις με τ α Ά π α ν τ ά του, ο Μ ιχα ή λ Γ κρηγκόρεβιτς με β ά ζει να τον διαβάζω , κάνουμε ασκήσεις πάνω στο ύφος, στη γ λ ώ σ σ α , και τον μελετούμε από τη ν καλή και τη ν ανάποδη. Τώρα που μου διάβαζε ούτε πρόσεχα, ήμουνα σίγουρη π ω ς ήτα νε π ά λ ι Ν τοστογιέφσκι. — Δεν το λέω μόνο γ ια το μάθημα, Δαφνούλα, μα δεν μπορείτε να ζ ε ίτε , να κολυμ πάτε ανάμεσα σε ουρανό και
γγ];Έ τ σ ι
,
,
είναι. Δεν ξέρω αν κολυμπάω ανάμεσα σε ουρανό και γ η , π ά ντω ς κάπου π λέω . Έ χ ε ι αρχίσει ένα α τ έ λ ε ιω το π η γ α ιν έ λ α από τη ν Ε λ λ ά δ α . Έ μποροι, κ α λ λ ιτέ χ ν ε ς, επιστήμ ονες, βουλευτές όλων τω ν αποχρώσεων. Ά λ λ ο ι γνω στοί κι ά λλοι όχι. Ά λ λ ο ι φέρνουν μηνύματα και β α λ ί τσες από τη Α ίζ α , ά λλοι τίπ ο τ α . Ο Αντρέας όμως κι εγώ τους συναντάμε όλους με τη ν ίδια λα χτά ρ α και κουρντίσα με τη ν καθημερινή μας ζω ή στον ρυθμό τω ν τα ξιδιώ ν τους. Μ ας φέρνουν μια ζω ντα νή Ε λ λ ά δ α , μας τ η φέρνουν κοντά μ α ς, χω ρ ίς όμως να μπορούμε να τη ν α γγίξουμ ε. Π ά ει η ησ υχία μας. Π άνε οι χιονισμένοι χ ε ιμ ώ ν ε ς, που β λέπ αμ ε από τη ν κουζίνα τ ις νιφάδες να πέφτουν, Φ λεβά
314
ρη μήνα, και λ έγα μ ε: Κ ά τω θα έχουν ανθίσει οι μυγδα λιές. Τώρα έρχονται φ ίλοι, μας φέρνουν κλωνάρια μυγδα λιά ς και μας λένε, μας λ έ ν ε ... Κ ρεμόμαστε από τα χ ε ί λια τους και νιώθουμε π ω ς δεν μπορούμε π ια να ριζώσουμε εδώ, που τόσα χρόνια κουρνιάσαμε. Π έτα ξε ο πρώτος αστροναύτης στο διάστημα κι όταν όλη η Μ όσχα π α νη γύ ριζε, κι η Δαφνούλα με τον Α χ ιλ λ έ α τρέξανε με σημαιάκια να τον υποδεχτούνε που θα περνούσε από τη μ εγά λ η λεωφόρο Λ ένιν μπρος από το σ π ίτ ι μας, εγώ κ ο ίτα ζα στην τηλεόραση τον Γ καγκάριν να φ τά νει στο αεροδρόμιο κι η καρδιά μου ή τα ν ε σφιγμένη γ ια τ ί, μια μέρα πριν στο ίδιο αεροδρόμιο, ε ίχ α αποχαιρετή σει φίλους από τη ν Ε λ λ ά δ α . Φίλους σταλμένους από τη Λ ίζ α , που μου διηγιόντανε γ ια κείνη, γ ια τον αδερφό μου και τα δίδυμα, και γ ια τον θείο Κ ώ σ τα που λ έει πω ς «η αριστερά βγήκε από τον λήθαρ γο», και β γήκε φ αίνεται κι αυτός από τον δικό του. Ξ ε θάρρεψε τόσο, ώ στε να αγορά ζει μόνος του από το περί πτερο, διπλω μένη βέβαια προς τ α μέσα, τη μόνη αριστερή εφημερίδα που κυκλοφορεί. Α πρίλης, και καταφθάνουν από τη ν Ε λλά δα η λιοκα μ έ νοι από τ ις εκδρομές, κι εμείς ακόμα με τα απομεινάρια του χειμ ώ να , κι όλοι να μας λένε «όπου να ’ναι θα γυρίσε τε» , και τα Σ ά β β α τα έχουν γ ίν ε ι τρακόσια είκοσι δύο από το πρώτο τη λεφ ώ νη μ α στη Λ ίζ α . Πόσα θα περάσουν ακό μα; Μ ας φέρνουν από τη ν Ε λ λ ά δ α περιοδικά και εφημερί δες, να δούμε τ η μ εγά λ η κ αμ πά νια που άρχισε γ ια μας: Ο ΘΕΟΣ ΣΤΓΧΩΡΝΑΕΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΤΕ. Έ ν α άρθρο σε περιοδικό γ ια τους πολιτικούς πρόσφυγες, που έκανε τον Α χ ιλ λ έα να θυμώσει. «Να μας συγχωρέσουν, τ ι; Π ρέπει να επιστρέφουμε με το κεφ ά λι ψ ηλά.» Κ α νείς όμως δεν κάνει λόγο γ ια τέτο ια επιστροφή. Η προσπάθεια που γ ίν ε τ α ι είναι ν ’ ανοίξει μια χα ραμ ά δα . Α, ναι. Γύρισε κιόλας ο πρώ τος. Μ έσα σε φέρετρο. Του δόθηκε άδεια επα να π α τρισμού. Σ ε μ ια εφημερίδα η φ ω τογραφ ία από τη ν κηδεία
315
του. Ο κόσμος που ακολουθεί τον νεκρό κρατά ει π λ α κ ά τ που γράφουν: Ν α γυρίσουν ζω ντα νοί. «Π οτέ, τ ’ ακούς, Δ άφνη», λ έ ε ι ο Α ντρέας, «αν πεθάνω , ποτέ να μην αφήσεις να γυρίσω πίσω σε φέρετρο, καλύτερα να θαφ τώ εδώ, κ ά τω από το χιό νι.» « Ά σ ε τ α μακάβρια, Α ντρέα, θα γυ ρίσουμε νέοι κ αι ζω ντα νοί.» Κ α ι δώστου όνειρα κ αι σχέδια που καταστρώ νουμε μέσα στην κουζίνα, όταν π ά ει ο Α χ ιλ λ έα ς να κοιμηθεί. Γ ια τί εκείνος δεν μ παίνει στο π α ιχ ν ίδ ι μ ας. Θα γυρίσει μόνο σαν γ ίν ε ι νόμιμο το κόμμα, με το κ εφ ά λι ψ ηλά . «Εσύ, άμα επιτρέψουνε, μπορείς να π η γ α ί νεις με τ η Δαφνούλα τ α κ αλοκαίρια.» Δεν α π α ντά ω . Τα καλοκαίρια! Δεν με φτάνουν τ α καλοκαίρια. Θ έλω το φθι νόπωρο, τη ν άνοιξη, το χ ε ιμ ώ ν α , θέλω να ζήσω γ ια π ά ν τ α εκεί, να μη φύγω π ια π ο τέ. Τ ι θα γίν ει με μας τους δύο, θ’ αποφασίσουν τ α γεγο νό τα , όπως αποφάσισαν σ’ όλη μ ας τ η ζω ή! « Ό τ α ν π ά μ ε στην Ε λ λ ά δ α , θα μπορούμε να ταξιδεύουμε», λέει ο Α ντρέας. «Θα πάω στο Π α ρ ί σ ι...» Κ ι ε γ ώ να πάω στη Ρ ώ μ η , στην Ασίζη. Ό χ ι , όχι στην Α σ ίζη . Δυο φορές δεν π ά ε ι κανείς στην Α σίζη. Ν α συναντήσω τον Ζ α ν-Π ω λ; Ό χ ι . Θα βρω όμως τα ίχνη τη ς Λάουρα, έσ τειλ α δυο φορές γρ ά μ μ α από τη Μ όσχα στη διεύθυνση τω ν γονιών τ η ς στην Μ πολόνια, μα δεν πήρα α πά ντη σ η . Ν α μάθω μόνο τ ι α π έγιν ε ο Ζ αν-Π ω λ. Μόνο να μάθω . Η Λ ίζ α β ά ζει φρένο στην ανυπομονησία μας. «Π εριμέ ν ετε να γίνουν οι εκλογές», λ έει στο τηλέφω νο, κ αι τα Σ ά β β α τα πληθαίνουν. Ο Α ντρέας έχει υποσχεθεί γά μο — ξέχασε π ά λ ι π ω ς είναι παντρεμένος — στην Ταμάροτσκα, τη διερμηνέα, γ ια να μπορέσει να την πάρει μ α ζ ί του στην Ε λ λ ά δ α . Η Ταμάρα συνόδεψε το «Μπολσόι» στην Αθήνα κ αι γύρισε κ α τα μ α γεμ ένη . « Ό λ ο ι κάτω σε ξέρου νε», είπε του Αντρέα, «δεν φανταζόμουνα πως είσαι τόσο μ εγά λ ο ς κ α λ λ ιτέ χ ν η ς .» Κ ι από τό τε π ή γε να ζή σ ει μ α ζί του. Γ ια τ ί ο Α ντρέας έ χ ε ι π ια μόνιμη παραμονή στη Μό
316
σχα και διαμέρισμα σε καινούργιο σ π ίτι και το α τε λ ιέ τού Λεβ Ι λ ίτ ς γ ια να ζω γ ρ α φ ίζει, κ αι Τ αμάρα. «Λες να τον α γ α π ά ει» , α να ρ ω τιέτα ι η Ν ά ντια , «ή τη ν τράβηξε μια α λ λ ιώ τικ η ζω ή;» Η Ταμάρα ζούσε με τον π ατέρα τ η ς , τ η μητριά τη ς και το καινούργιο τ η ς αδερφάκι σ’ ένα δω μά τιο στο κέντρο τη ς Μ όσχας. Το σ π ίτι πολύ π α λ ιό , που στριμω χνόντανε τρεις οικογένειες στην ίδια κουζίνα και στο ίδιο αποχω ρητήριο. Τώρα με τον Α ντρέα σε ανεξάρτη το διαμέρισμα, μ εγάλο, φω τεινό δω μάτιο, με κουζίνα, μπάνιο, τρεχούμενο ζεστό νερό κ αι θέρμανση κεντρική. «Β έβαια, είναι χαριτω μ ένος ο Α ντρέας», συμφωνεί η Ν ά ντια , «μα ό χι όμως κ αι να κοιμηθείς μ α ζί του.» Ε ίνα ι εξήντα χρονώ, μα τα χέρ ια του είναι ζαρω μένα, θαρρείς και είναι ογδοντάρης. Η Ταμάρα ούτε τρ ιά ντα κ α λά κα λά. «Τι μας νοιάζει εμάς;» που λέει κι η Ν ά ντια . Η α λ ή θεια είναι π ω ς με τη ν Ταμάρα δεν έχω τίπ ο τα να π ω , και χαίρομ αι που έ χ ε ι πολλή δουλειά, έτσι σχεδόν π ά ν τα έρ χ ε τ α ι ο Α ντρέας μόνος. Ο Σ εριόζα με μάλω σε γ ια τ α κ α λ ά . Έ χ ω βρει, ή μ ά λ λον μου έδωσαν με ενέργειες του Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς, μια πολύ κ α λή δουλειά. Διδάσκω ελλη νικ ά στο Ινσ τιτούτο Ξένων Γ λω σσώ ν, α λ λ ά είπ α να παρ α ιτη θώ στο τέλος τη ς χρονιάς, γ ια τ ί θα φύγω γ ια τη ν Ε λ λ ά δ α . «Αύριο κιόλας να το ξεπ είς» , λέει ο Σ εριόζα , «και θα πας με τη Σόνια και τα π α ιδιά να μάθεις σκι, κι ό χι πού θα το βρω το χιόνι στην Ε λ λ ά δα ! Τόσα χρόνια δεν έμαθες ούτε να π ερ π α τά ς κ αλά κ αλά σ τα χιό νια .» «Αφού το μισώ το χιό νι.» «Τι να γίν ει που ζ εις μέσα στα χιό νια και δεν ξέρεις πόσο θα ζήσεις ακόμα; Φ εύγεις αύριο! Ξέρεις πόσο βαστάει αυτό το αύριο; Κ ι αν συμβεί κ ά τι κ αι δεν φ ύγεις, πού θα το βρεις το κουράγιο;» «Για σκέψου να έρθεις ξανά ανταποκριτής στην Αθήνα, Σεριόζα!» «Δεν γ ίν ε τ α ι τίπ ο τα με σενα», α π ε λ π ίζ ε τ α ι, «άδικα τα λ ό γ ια μου.» «Θα συναντηθούμε στην Ε λ λ ά δ α , Σ εριόζα, είμ αι σίγουρη. Εσύ δεν είπες π ω ς
317
οι άνθρωποι που α γαπιούντα ι ξαναβρίσκονται πάντα;» «Ν αι, το ε ίπ α ...» «Κ ι αν γ ίν ε ι κ ά τι και δεν φύγεις;» στριφογυρίζουν τα λ ό γ ια του Σ εριόζα στο νου μου, μα τα διώ χνω . Αν δεν γυρίσω , έ χ ε ι δίκιο, πού θα βρω το κουράγιο; Τα σημάδια όμως δείχνουν πω ς γυρνάμε. Σ τ ις εκλογές ελπίζουν όλοι να νικήσει η Δημοκρατία, κι ας λ έει ο Α χ ιλ λ έ α ς πω ς «από μια α στική Δ ημοκρατία δεν περιμένουμε τίπ ο τ α το καλό». Ε γ ώ τα περιμένω όλα. Π ρώτος φ αίνετα ι πω ς θα γυρίσει ο Α ντρέας. Τα περιοδικά και οι εφημερίδες στην Ε λ λ ά δ α γράφουνε γ ι ’ αυτόν, φίλοι του ζω γράφοι μάζεψαν τα έργα του, ακόμα κι εκείνα που είχε αφήσει στο Π αρίσι, και του ετοιμάζουν μια μ εγά λ η έκθεση. Μ πορεί να του επιτρέψουν να π ά ει στα εγκ α ίν ια . Ή ρθε να μου φέρει τα αποκόμματα από τ ις εφημερίδες. Μου φάνηκε να κουτσαί νει. «Τι έπαθες;» «Κ αλόγερος θα ’ναι.» Σ ηκώ νει το π α ν τελό νι του, βλέπω στη μέση τ η ς γά μ π α ς ένα πρήξιμο, το π ιά νω , είναι σκληρό σαν καρύδι. «Σε πονάει;» «Μόνο όταν το ζούληξα, μα δεν έβγα λε τίπ ο τ α .» «Να π α ς στην πολυ κ λινικ ή .» «Μ πα, μου έβαλε η Ταμάρα μια αλοιφή τη ς γ ια γ ιά ς τ η ς .» Ξ εχνά ει το πόδι κι α πλώ νει πάνω στο τρ α π έ ζ ι τ α αποκόμματα. «Με λένε Μ οντιλιάνι.» Ε ίν α ι η φω τογρα φ ία ενός πίνακά του: Έ ν α κορίτσι με μικρά γυμνά στήθια που π α ίζ ε ι φυσαρμόνικα. «Η Ν τίνα», μου εξη γεί, λες και δεν το χ α κ α τα λά β ει. Ακολουθώ τ ις συμβουλές του Σεριόζα και του Μ ιχ α ή λ Γ κρηγκόρεβιτς. Δ η λαδή, μαζεύω τα μυαλά μου. Δεν είπα τίπ ο τ α στη δουλειά μου και διαβάζω Ν τοστογιέφσκι. Σ κι όμως ό χι, δεν θα μάθω. Δεν έμαθα τόσα χρόνια και τώ ρα που θα φύγω; Αδιόρθωτη είμ α ι. Ούτε θα π ά ω με το ψιλοβρόχι στο δάσος να μαζέψω μανιτάρια . Δεν ξετρελαίνομαι καθόλου, όπως όλοι, κι ούτε μπορώ να μη λ α χ τα ρ ώ κάθε φορά που χ τ υ π ά ε ι το τη λέφ ω νο, μ ήπω ς ήρθε κάποιος από τη ν Ε λ λ ά δ α με μήνυμα τ η ς Λ ίζ α ς. Σ αράντα ο χτώ Σ ά β
318
β ατα μείνανε ω ς τ ις εκλογές. Η Δαφνούλα ορκίστηκε πιονέρισσα. Κ άθε Σάββατο περιμένω να τη φέρει η μαμά μιας Μ αρινούλας από το π α λ ά τ ι τω ν πιονιέρων γ ια να τηλεφωνήσουμε στη Λ ίζα . « Έ γ ιν α πιονέρισσα», τη ς λέει με περηφάνια, και τη συγκρατώ με κόπο γ ια να μην τη ς α π α γ γ ε ίλ ε ι όλο τον όρκο τω ν πιονιέρων από το τηλέφω νο. «Αυτό το κόκκινο μ α ντίλι θα το φορείς όλη σου τη ζω ή » , τη ς λέει ο Α χ ιλ λ έ α ς. Θυμώνω. Π ώ ς γ ίν ε τα ι να καθορί ζεις σ’ ένα π αιδά κι οχτώ χρονών τ ι θα φορεί όλη του τη ζω ή; Το μ α ν τίλ ι όμως αυτό, που τ η ς έδεσαν με τόση επ ι σημότητα στον λαιμό, με τρομ άζει ώρες ώρες, γ ια τ ί δένει τη μικρή περισσότερο με τον τόπο που γεννήθηκε και μ ε γά λω σ ε, τον τόπο τ η ς. Δεν βαριέσαι: Η Ε λ λ ά δ α , η Λ ίζα θα τη μαγέψουν. Ο Αντρέας έχ ε ι τρία Σ ά β βα τα που δεν έρ χετα ι να μ ιλ ή σει στη Λ ίζα . Το πόδι του έχει τ α χ ά λ ια του, π ιά σ τη κε και η μέση του, και η Ταμάρα τον θεραπεύει με τη ν α λοι φή τη ς γ ια γ ιά ς τη ς και κ α τα π λ ά σ μ α τα . Ο Λεβ Ι λ ίτ ς γ ί νετα ι έξω φρενών. «Πώς τον άφησες στα χέρια α υτής τη ς μικρής μάγισσας;» Π άμε μ α ζί να τον δούμε. Ο Λεβ Ι λ ίτ ς προσπαθεί να τον πείσει να π ά ει στην πολυκλινική να εξετασ τεί, κι ο Αν τρέας του δ είχνει τα περιοδικά που έχουνε φω τογραφημένους τους πίνα κές του. Ο Λ εβ Ι λ ίτ ς ούτε που τους κ ο ιτά ζει και π ά ει στο τηλέφω νο. — Θα σου κλείσω ραντεβού με τον γιατρό και θα έρθω αύριο να σε πάρω . Άκου να σε θεραπεύει με κ α τα π λ ά σ μ α τα και ματζούνια! Βγαίνουμε στο δρόμον και τον ρωτώ: — Α νησυχείτε π ρ α γ μ α τικ ά , Λ εβ Ιλ ίτ ς ; — Δεν είδες το πόδι του χ ά λ ια που έχει; Δεν ξέρω γ ια τ ί, μα δεν νιώθω ανησυχία. Μ οιάζει κα λόγερος, και η μέση του δεν είναι πρώ τη φορά που του πονάει. Φ εύγοντας συναντάμε τη ν Ταμάρα.
319
— Π ώ ς τον βρίσκετε τον Αντριούσα; μας ρ ω τά ει. — Ν α του β ά λεις και κ α τά π λα σ μ α στη μύτη, μ ή πω ς και μικρύνει λ ιγ ά κ ι, α πα ντά ει όλο φούρκα ο Αεβ Ι λ ίτ ς .
μοτέρ στοπ
Το γύρισμα τελείω σ ε γ ια σήμερα κι η Ε λένη μαζεύει τα π ρ ά γ μ α τα τη ς. — Αύριο θα έρθουμε στη μ ία , είδα το πρόγραμμα, λ έει ο Ε υγένιος. — Σ πουδαία, κάνει η Ε λ ένη , να προλάβω κ α ι καμ ιά δουλειά.
Φ τάσανε με τη ν ψυχή στο στόμα στο στούντιο, όμως έχουν λίγο ν καιρό ακόμα πριν πέσει η κ λα κ έτα . Ο Ε υ γ έ νιος π ά ε ι στο μπαρ να φέρει καφ έδες, να συνέρθουν. «Κ α λύτερα να είχα μ ε γύρισμα το πρω ί», συλλογιέτα ι η Ε λ έ νη. « Έ τ σ ι θα έχουμε σοβαρή δικαιολογία να μην πάμ ε στην κ ηδεία.» Χ τ ε ς , γυρνώ ντας σ π ίτι, βρήκε σημείωμα του Πάνου. «Πέθανε ο Ο θέλλος. Η κηδεία θα γίν ει το πρω ί στον ΑϊΓ ιώ ρ γη . Ραντεβού στο μετρό Σ α ιν-Ζ ω ρζ, στις εννέα παρά τέτα ρ το .» Ο Οθέλλος! πρώην π ρ ω τα γω νισ τή ς του Β ασ ι λικού Θεάτρου. Τον διώξανε στον εμφύλιο, γ ια τ ί δεν ήθε λε να υπογράψει δήλωση και ν ’ αποκηρύξει «τον κομμουνι σμό και τ ις παραφυάδες του». Τστερα πέρασε κι αυτός α π ’ όλες τ ις εξορίες. Οι εξόριστοι του κόλλησαν το παρ α τσούκλι Ο θέλλος, γ ια τ ί σε κάθε κουβέντα του όλο π έ τα γ ε: «Τότε που έπ α ιζα τον Ο θ έλ λ ο ...» Η δικτατορία τον βρή κε στο Π αρίσι μ α ζί με μια νεαρή ηθοποιό. «Γύρνα, πουλά
320
κι μου, στη μαμα σου», τ η ς ειπ ε, «εγω καλύτερα στα π α γκ ά κ ια του μετρό, παρά να β λέπω τ ις μούρες τω ν κολονέλω ν.» Ζούσε από βοηθήματα φ ίλω ν και κ ά τι που του έστελνε η γυναίκα του από τη ν Ε λ λ ά δ α . Η Ε λένη τον ήξερε από π α λ ιά . Ε ίχ α ν π ά ει μ α ζί με τον Α χ ιλ λ έα να του προτείνουν να α π α γ γ ε ίλ ε ι στη μ εγά λ η γιορτή του κόμμα τος μ ετά τη ν απελευθέρωση. Μ όλις τον συνάντησε η Ε λ έ νη στο Π αρίσι τη θυμήθηκε. «Η αρραβωνιαστικιά του Α χιλλέα ! Τι κάνει ο λεβέντης; Εσύ δεν ά λλα ξες καθό λου.» Ό τ α ν έμαθε πω ς ο Οθέλλος αρρώστησε, π ή γ ε να τον δει στο νοσοκομείο. Ή τ α ν ε σ’ ένα δω μάτιο μ α ζί με άλλους τρ εις. «Δεν ξέρουν π ω ς έχουν να κάνουν μ ’ έναν Οθέλλο», τη ς παραπονέθηκε, «και μου φέρνονται όπως στον πρώτο τυ χό ντα .» Σ τη ν ορθόδοξη εκκλησία του Α ϊ-Γ ιώ ργη γίνοντα ι οι κ η δείες γ ια τους πιο φ τω χούς, οι ά λλοι κηδεύονται στον Ά γ ιο Σ τέφανο, στην οδό Μ π ιζέ, σε αριστοκρατική γ ε ιτο νιά. Μ ια μια τ ις στάσεις που περνάει η Ε λ ένη , ώσπου να φτάσει στο μετρό Σ αιν-Ζ ω ρζ: Σ α ιν-Λ α ζά ρ , Τ ρινιτέ, Νοτρ Ν τα μ ντε Λ ορέτ. Τις ξέρει από τα αστυνομικά μυθιστορή μ α τα του Σιμενόν με ήρωα τον περιβόητο Μ εγκρέ. «Μα θαίνεις τη ν καθημερινή κουβέντα και το Π αρίσι», τη ς έλεγε ο θείος Κ ώ σ τα ς, που τη ς τα έφερνε να τα διαβάσει. Την καθημερινή κουβέντα τη ν έμαθε, μα είχε μάθει κι ένα Π αρίσι α λ λ ιώ τικ ο , που δεν έμοιαζε σε τίπ ο τα με το Π α ρί σι του μετρό Λ ιμ περτέ. Μετρό Σ α ιν-Ζ ω ρζ, μόλις κ α τεβ α ίνει, β λέπει τον Πάνο και τον Ε υγένιο να βγαίνουνε από το διπλανό βαγόνι. — Ζωή σε λόγου μ ας, λ έει ο Π άνος με το ξεκούρδιστο γ ε λ ά κ ι του. — Θυμάμαι ένα λο χία στη Μακρόνησο, κάνει ο Ε υ γ έ νιος, που μουρμούραγε: «Μωρέ, κανείς να μην πεθαίνει από δαύτους!»
321
— Ν α τώ ρα που κάναμε τη ν α ρ χή , σαρκάζει ο Π άνος. Ορίστε ο π ρώ τος, ποιος έ χ ε ι σειρά να περάσει; Η εκκλησία είναι α πένα ντι στο μετρό. Δεν έ χ ε ι έρθει ακόμα πολύς κόσμος. Το φέρετρο στη μέση, στολισμένο με κόκκινα γ α ρ ίφ α λ α . Η Ε λένη κ αι οι άλλοι δυο πανε να συλλυπηθούν τ η χή ρ α του Ο θέλλου, που ήρθε από τη ν Ε λ λάδα. — Ε π ιτέ λ ο υ ς, τον έχει δικό τ η ς τώ ρα , ψιθυρίζει ο Π ά νος. Σ τά θη κ α ν σε μια γω νιά σ τα δεξιά. Αρχισαν να κ α τ α φθάνουν συνέχεια κι ά λλοι. Η 'Αννα και ο Σ τέφ ανος που πάνε κοντά τους, το Λ ιοντάρι του Ν τανφέρ που κατευθύνετ α ι στην α πένα ντι γω ν ιά . Κ ι ένας ένας, όσοι μπαίνουν στην εκκλησία, στέκονται μ ια σ τιγμ ή στο κ α τώ φ λ ι, ρί χνουν ένα β λέμ μ α , κι ύστερα ά λλο ι πάνε προς τ η μεριά του Λ ιονταριού κι ά λλοι στη δική τους. Ν α κι ένας πρώην υπουργός του Κέντρου, αυτοεξόριστος κι αυτός, που π ά ει κ αι σ τέκ ετα ι σ τ ο ... κέντρο, ακριβώς πίσω από το φέρετρο. Ε ίν α ι με τ η γυναίκα του. Β έβ α ια , αυτοί είναι που είχα ν π ά ει στο σ π ίτι τη ς Ε λένη ς στη Μ όσχα. Τότε εκείνος ή τ α νε μ ονάχα βουλευτής. Η γυναίκα του φοράει μοβ π α λ τό . _ «Στο κομμω τήριο του ξενοδοχείου μ ετα χειρ ίζο ντα ι ακόμα σιδερένια μ πικουτί.» Τη θυμήθηκε η Ε λένη , με το λ α χ α ν ί π α λ τό κ α ι τ α μ πακλα βα δω τά γ α ζ ιά . Ο άντρας τ η ς χα ιρ ε τ ά ε ι τον κόσμο με βαθιά κίνηση του κεφαλιού κ αι τους κ ο ιτά ζει έναν έναν, λες κ αι μ ετράει μ ελλοντικές ψήφους. Η Λ ήδα φ τά νει τελ ευ τα ία . Ν τυμένη κατάμαυρα, σαν να κηδεύανε τον π α τέρα τ η ς. Π ερνάει ανάμεσα από τον κό σμο, π ά ει κι αφήνει έναν άσπρο κρίνο πάνω στο φέρετρο. Ό λ α τ α β λ έμ μ α τα στρέφονται πάνω τ η ς. «Αυτό ήθελε», σ κ έφ τετα ι η Ε λένη . Η εκκλησία είναι μικρή, ο κόσμος σ τρ ιμ ώ χν ετα ι κι όλο καταφθάνουν κι ά λλοι. Ό λ ο ι σχεδόν οι π ο λιτικ ο ί πρόσφυγες του Παρισιού μαζεύτηκαν γ ια το στερνό α ντίο στον Οθέλλο. Ο πρώ τος νεκρός. Το Λ ιοντάρι
322
του Ντανφέρ φοράει μπλε σκούρο κοστούμι, σαν κι αυτό που είχε φέρει επιτέλους ο Α χ ιλ λ έ α ς από ένα τα ξίδι στην «έδρα», και μαύρη γρ α β ά τα . Κ ρ α τά ει τον λόγο του γρ α μ μένο κι α ρ χίζει: «Το θέατρο έχασε έναν π ρ ω τα γω νισ τή κ αι ο α γώ να ς μ ας έναν α γ ω ν ισ τ ή ...» Λ έει κι ά λ λ α , ένα σωρό. Η Ε λένη β λ έπ ει τα πα χουλά του δ ά χτυ λ α να κρα τά νε το χ α ρ τί κ α ι τ α θυμάται που κρατούσανε τ α μπριζολάκια τη ς Λ ίζ α ς. Ν ιώ θει τη ν ιδρωμένη του π α λ ά μ η στο χέρ ι τ η ς , που τη ν είχε πιάσει να χορέψουνε φοξ τροτ, τότε στον γάμο του στην Τασκένδη. Τ ι να τη ν έκανε τ η Ζινα; Γ ια τ ί τώ ρα εμ φ α νίζετα ι π ά λ ι με τ η γυναίκα του; Λ έει, λέει, κ ά τι παίρνει τ ’ αυτί τη ς γ ια Δεκέμβρη, γ ια Σ υμφω νία τη ς Β ά ρ κ ιζα ς, γ ια κ α τα χ τή σ εις του λαού, γ ια ενότη τ α του κόμματος. «Κι εσύ, σύντροφε, πρώ τος σ τις γρ α μ μές μας πάλεψ ες γ ια τη σωστή γ ρ α μ μ ή ...» «Πότε;» ανα ρ ω τιέτα ι η Ε λ έν η . Ο Οθέλλος δεν έδινε πεντάρα γ ια τη γραμμή του κόμματος. « Ό τ α ν έρθουμε στα π ρ ά γ μ α τα » , έλ ε γ ε, «θα π ιά σ ω τ ις πύλες του Β ασιλικού Θεάτρου και δεν θ’ αφήσω να μ πει μέσα κανείς από κείνους που ή τα ν παοόντες στον διω γμό μου και το βούλωσαν.» Μ ετά το Λ ιοντάρι, παίρνουν κι ά λλοι τον λόγο, α π ’ όλες τ ις οργανώ σεις και τ α κόμ μα τα . Ο πρώην υπουργός μ ιλ ά ει με φωνή βαρύτονου: «Ή σουνα μεγά λος ηθοποιός, όμως οι βαρβαροι σταμάτησ αν τη ν πορεία σου...» «Ξ έχα σε», σκέφ τετα ι η Ε λένη , «πως η κυβέρνησή του τον είχε πετά ξει από το θέατρο. Λ ήθη, είπ α μ ε.» Τέλος, μ ιλ ά ει ο Π άνος, δυο λ ό γ ια βιασ τικά , σαν να ’λ ε γ ε τ ι θέλω και μ ιλάω ; Η Ε λένη κι ο Ευγένιος φεύγουν πρώ τοι, γ ια να προλάβουν το γύρισμα. Δεν άργησαν. Πρόλαβε μ ά λ ισ τα ο Ευγένιος να π ά ει στο μπαρ να φέρει καφέδες. — Λόγο όμως το Λ ιοντάρι, λ έει ο Ευγένιος πίνοντα ς με μ εγ ά λ ες γουλιές τον καφέ του. Π α ρ α λ ίγο ν ’ αναλύσει όλα τ α συνέδρια του κόμματος.
323
— Σ τ ις κηδείες όμως είμ α σ τε σπαθί, λ έει η Ε λ ένη . Ό λ ο ι ενωμένοι και παρόντες. — Τη διάσπαση του κόμματος τη ν είδες; — Πού να τη δω, στην εκκλησία; απορεί εκείνη. — Δεν πρόσεξες ποιοι π ή γα ιν α ν από τη μεριά του Λ ιον ταριού και ποιοι από κει που στεκόμασταν εμείς; — Πρόσεξα κ ά τ ι, μα δεν κ α τά λ α β α . Τώρα που το λ ε ς ...
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη — Ό χ ι , ο Α ντρέας δεν θα γυρίσει μέσα σε φέρετρο στην Ε λ λ ά δ α . Του το έχω ορκιστεί. — Η σ ύχασε, μη φ ω νάζεις, προσπαθεί να με ηρεμήσει ο Α χ ιλ λ έ α ς. Δεν κ α τα λα β α ίνω π ω ς φ ω νάζω . Κ ι όταν χτύ π η σ ε το τηλέφ ω νο σ τις π έντε το πρ ω ί, δεν φώναξα, μόνο σκούντη σα τον Α χ ιλ λ έ α που δεν είχε ξυπνήσει με το κουδούνισμα. — Π έθανε. Τηλεφώνησε η Ταμάρα. Κ α λ π ά ζ ω ν καρκίνος στα οστά. Ο καλόγερος, που τον θεράπευε με τη ν αλοιφή τ η ς γ ια γ ιά ς τη ς Τ αμάρα. Σ ’ ένά μήνα τέλ ειω σ α ν όλα. Έ ν α ν ολόκληρο μήνα να παρακο λουθείς έναν άνθρωπο να φ εύγει. Ώ ρ α την ώ ρα, λ επ τό το λεπ τό . Ο Α χ ιλ λ έ α ς μού ψήνει καφ έ. Με τη ν πρώ τη γουλιά μού έρ χετα ι να κάνω εμετό. Ν α περάσει λίγο η ώ ρα, να τ η λ ε φωνήσω στον Αεβ Ιλ ίτ ς κ αι να πάρω το πρώ το μετρό, να π ά ω στο νοσοκομείο. Τι να κάνω π ια στο νοσοκομείο; Ν α φύγω πριν ξυπνήσει η Δαφνούλα. — Τ ι θα τ η ς πούμε, Α χ ιλ λ έ α ; Π ω ς πέθανε ο Ν τεντέ τη ς!
324
Οι λυγμοί με τραντάζουνε. — Η ρέμησε, μη σε δει έτσι το π α ιδί, κάνει κι άλλη προσπάθεια ο Α χ ιλ λ έ α ς να με συνεφέρει. — Φώναξε τη ν Ε υγκένια Γκαβρίλοβνα. — Τ έτοια ώρα! — Ξυπνάει από τη νύχτα. Ο Α χ ιλ λ έα ς δισ τά ζει. — Σ ε παρακαλώ ! — Μη φ ω νά ζεις, θα ξυπνήσεις το π αιδί. Π ά λ ι δεν το πήρα είδηση πω ς φ ώ ναζα. Σ ’ ένα λ επ τό έφτασε η Ε υγκ ένια Γκαβρίλοβνα. Ν τυμ έ νη, λες κι όλη τη νύ χτα καθότανε με τ α ρούχα και περ ί μενε να τη φωνάξουν. Μου δίνει με το ζόρι να π ιω ένα κουταλάκι ζ ά χ α ρ η , ανακατεμένη με ρούμι και λεμόνι. — Θα σου κάνει καλό. — Θεία Ζ ένια , π ε ίτε στη Δ α φ νούλα ... — Μη νοιά ζεσα ι, ξέρω τ ι θα τ η ς π ω . Τηλεφω νώ στον Λεβ Ι λ ίτ ς . Μ όλις ακούει τη φωνή μου κ α τα λα β α ίνει. — Π έθανε, ε; Φεύγουμε με τον Α χ ιλ λ έ α γ ια το νοσοκομείο. Α τέλ ειω το τα ξίδι με το μετρό. Έ χ ε ι π ο λ λ ές θέσεις άδειες, μα δεν κάθομαι. Σ τ έ κ ε τ α ι κι ο Α χ ιλ λ έ α ς και με κρατάει από τη μέση. Ο πρώ τος θάνατος δικού μου ανθρώπου. Ο π α τέρα ς μου, ξένος. Πόσο τρυφερός είναι μ α ζ ί μου ο Α χ ιλ λ έ α ς! Το βλέμμα του ψ άχνει να βρει τ α μ ά τια μου, να μου δώσει κουράγιο. Στον διάδρομο του νοσοκομείου συναντάμε τη ν Ταμάρα. Ε ίνα ι κέρινη. — Τον πήρανε από το δω μάτιο. Π έθανε σ τις δύο τ η νύ χ τ α . Ε γ ώ έφυγα στη μία. Έ νιω θ ε πολύ καλύτερα, κ αι μ ’ έστειλε να ξεκουραστώ. Μου τηλεφώ νησαν λ ίγ ο πριν σε πάρω . Ο Λεβ Ι λ ίτ ς ήρθε, π ά ε ι να ρω τήσει αν μπορούμε να τον δούμε.
325
Ο Λ εβ Ι λ ίτ ς φτάνει κοντανασαίνοντας από τη ν ά λ λ η άκρη του διαδρόμου. — Μπορούμε, λ έει και μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι χω ρ ίς ά λ λ α λό γ ια . Ακολουθούμε έναν νοσοκόμο σε α τέλειω τους διαδρόμους. Οι καθαρίστριες σφουγγαρίζουνε, μυρίζει χλω ρ ίνη . Κ α τ ε βαίνουμε σ κά λες, ύστερα π ά λ ι έρημοι διάδρομοι. — Ε δώ , λ έει ο νοσοκόμος κι ανοίγει μια πόρτα. Μ ας έρ χετα ι ένας ψυχρός αέρας. Μ παίνουμε σε μ ια μ ε γ ά λ η αίθουσα, κρύα, με άσπρα ντουλάπια γύρω γύρω στους τοίχους. Κ ο ιτά ζω καλύτερα, δεν είναι ντουλά πια , είναι συρτάρια με μ ετά λ λ ινα χερούλια. Ο νοσοκόμος απευθύνεται σε κάποιον με άσπρη μπλούζα, που κ ά θ ετα ι σ’ ένα σκαμνί και ξεφ υλλίζει ένα περιοδικό. — Δ είξε τους το είκοσι τρ ία . — Π εράσ τε από δω, λ έει εκείνος και μας δ είχν ει ένα συρτάρι. Τώρα σκύβει να το ανοίξει.
— Ό χι! Το νιώ θω πω ς σ τρ ιγκ λ ίζω και τρ έχω κ α τά τη ν πόρτα. Ούτε κ α τά λ α β α πώ ς ξαναπέρασα τους διαδρόμους, ξανανέβηκα σ κά λες, άλλους διαδρόμους και βρέθηκα στον κήπο του νοσοκομείου με τον Α χ ιλ λ έ α και τον Λ εβ Ι λ ίτ ς κ ά τι να μου φωνάζουν. Σ τά θη κ α ν ’ ανασάνω. Ο Α χ ιλ λ έ α ς με κρατάει από τ ις π λ ά τε ς και με σ τηρ ίζει απάνω του. — Μ η φοβάσαι, δεν λιποθυμώ. Κ ά τω από τ α πόδια μου τρίζουν τα ξερά φ ύλλα. «Που θενά δεν βρίσκεις τέτο ια π ο ικ ιλ ία σε χρ ώ μ α τα το φθινό πωρο, ούτε στο δάσος τη ς Β ουλώ νης, λέει ο Α ντρέας. Δεν χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι να ’σαι ζω γράφ ος, παίρνεις τη ν π α λ έ τ α και το πινέλο κ α ι α ντιγράφ εις.» Ε ίμ α σ τε περίπατο με τον Αντρέα και τη Δαφνούλα στο Μ οναστήρι Ν οβοντέβιτσε, μέσα στον περίβολο που είναι
326
το νεκροταφείο. Ε κεί θάβουν προσω πικότητες, συγγρα φ είς, κ α λ λ ιτέ χ ν ε ς. Τριγυρίζουμε ανάμεσα στους τάφους του Τσέχω φ, του Λ εβιτάν. «Δεν μοιά ζει καθόλου νεκροτα φείο», είχε π ει ο Α ντρέας τη ν πρώ τη φορά που π ή γ α μ ε. «Θαρρείς και είναι ένα ήσυχο περιβολάκι.» Το ’μαθε αυτό κ ι η Δαφνούλα, κι από τό τε π ο λ λ ές φορές, άμα τ η ρω τά με «πού θες να π άμ ε βόλτα ;», λ έ ε ι «στο ήσυχο περιβολά κι». Ο Αντρέας μαζεύει από κ ά τω τ α πεσμένα φύλλα και τ η ς μαθαίνει τ α χρ ώ μ α τα . « Ό χ ι , δεν είναι όλα κόκκινα. Τούτο είναι κεραμίδι, τούτο βυσσινί, αυτό ροδί, αυτό σάπιο μήλο.» Τους ακούω και νιώθω τόση ηρεμία, σαν να μην έχω καμιά σ τενα χώ ρια , καμιά έγνοια. Κ άθομαι σ’ ένα π α γ κ ά κ ι, α πλώ νω τ α χέρια μου και γαληνεύω . «Κ εραμί δι, ροδί», φ τά νει σ τ ’ αυτιά μου η φωνή τη ς Δαφνούλας, που ακουμπάει ένα ένα τ α φύλλα στην πα λ ά μ η του Αν τρέα. Τρίζουν τ α ξερά φύλλα. Γυρνώ το κεφ άλι. Ε ίν α ι η Τ α μάρα που έρ χετα ι βιαστική πάνω στα ψηλά τακούνια τ η ς. — Ε ίνα ι ήρεμος. Μόνο που πρέπει να του φέρω ρούχα. Τον έχουν γυμνό.
Ψ ιλο β ρ έχει στο μοναστήρι Ν οβοντέβιτσε... στο ήσυχο περιβολάκι. Τ α φύλλα που είναι στρωμένα κ ά τω , θαρρείς μόλις τ α πέρασαν με το πινέλο και τ α χρ ώ μ α τά τους είναι ζω ηρά. «Δεν χρ ε ιά ζε τα ι να ’σαι ζω γράφ ος, παίρνεις π α λ έ τα και π ινέλο , κι α ν τιγ ρ ά φ ε ις...» Ο Λεβ Ι λ ίτ ς , ύστερα από χίλ ιο υ ς κόπους και σ υζη τήσ εις, κατάφερε να βρει έναν τάφο δ ίπ λ α στον Ν α ζίμ Χ ικ μ έ τ. «Κ αλή συντροφιά θα ’χ ε ις , Α ντρέα». « Ό λ α τα πρω ινά, γ ια τρ έ , όλα τα πρωινά α π ’ τ α χ α ρ ά μ α τ α , η καρδιά μου στην Ε λ λ ά δ α το υφ εκίζετ α ι ...» το π οίημ α του Ν α ζίμ , που έκανε τη δίκιά σου καρ διά να φτεροκοπά. Π έντε μέρες. Π ώ ς έμεινες π έν τε μέρες
327
γυμνός στο παγω μ ένο συρτάρι, ώσπου _ν’ αποφ ασιστεί σε ποια γ η θα τα φ είς; Οι δικοί μας θέλανε να κάνουνε διαβή μ α τα να στείλουμε τον Α ντρέα στην Ε λ λ ά δα . «Αυτό δεν θα γ ίν ει» , φ ω νάζω π ά λ ι. «Δεν κ α τα λα β α ίνεις το όφελος;» Δεν κ α τα λα β α ίνω τίπ ο τ α . «Π οτέ, ακούς, ποτέ να μην αφήσεις να γυρίσω πίσω σε φέρετρο.» Δεν θα σ’ αφήσω, Α ντρέα, δεν σ’ άφησα. Ο Α χ ιλ λ έ α ς, που όλες αυτές τ ις μέρες μου φερνότανε όπως στη Δαφνούλα όταν έ χ ε ι πολύ πυρετό, με καθησυχάζει π ω ς είναι πολύ δύσκολο να κ α τ α φέρουν να τον στείλουν στην Ε λ λ ά δ α . Ε υ τυ χώ ς, η γυ να ί κα του Α ντρέα, που ρωτήθηκε αν θέλει να τον θάψουν κά τ ω , α πά ντη σ ε: «Δεν τον ε ίχ α ζω ντανό, τ ι να τον κάνω πεθαμένο;» Α ίγους μήνες ακόμα και θα γύριζε. Θ ’ άνοιγε τον δρόμο γ ια όλους μας. Π ά ω στο σ πίτι του να βοηθήσω την Ταμάρα να μαζέψει τ α π ρ ά γ μ α τά του. Μ έσα σ’ έναν μ εγά λο κίτρινο φάκελο είχε φ υλαγμένα όλα τ α αποκόμμα τ α από τ α περιοδικά και τ ις εφημερίδες που γράφανε γ ι ’ αυτόν, μ α ζ ί με φω τογραφίες και σκίτσα τ η ς ) Ν τίνα ς. Ολη του η περιουσία. «Τι να κάνω τ α ρούχα του;» ρω τάει η Τ αμαρα. «Χάρισέ τα .» Ζ η τώ μόνο να κρατήσω το γ α λ ά ζιο π α π ιγιο ν ά κ ι με τα άσπρα πουά, που φορούσε τ η μέ ρα που έφτασα στην Τασκένδη. Η Ταμάρα μαζεύει τα π ρ ά γ μ α τά του, σιγοκλα ίει κ αι μουρμουρίζει. «Πού να π ά ω , πού να πάω ;» Π ρέπει να παραδώσει το σ π ίτ ι, δεν έ χει δικα ίω μ α να μείνει, δεν είναι γυναίκα του. ■Φάνηκε το φερετρο. Ο Σ εριόζα κι η Ν ά ντια που με κρα τούνε α γ κ α ζ έ , μου σφίγγουν τ α μπράτσα δυνατά. Ε ίν α ι σκεπασμένο το φέρετρο με τη ν ελληνική σ ημ αία. «Δεν ξέρω γ ια τ ί, μα όταν β λέπω τη ν ελληνική σημ αία δεν α ν α γ α λ λ ιά ζ ε ι η ψυχή μου, έ λ ε γ ε ο Α ντρέας. Θ υμάμαι τον β ασ ιλιά , τον Μ εταξά, τ ις π α ρ ά τες κ αι τον αστυφύλακα, που χτυπούσε από κάτω τ α κουδούνια, όταν ε ίχα μ ε ξεχά σει να κρεμάσουμε σ ημ αία, που ή τα νε υποχρεω τικό, εις τα ς εορτάς κ αι εις τα ς επετείους.»
328
Μ προστά κρατούν στους ώμους τους το φέρετρο ο Α χ ιλ λέας και η Ταμάρα. Η Ταμάρα φορεί ένα μαύρο αδιάβροχο που ε ίχ ε π α ρ α γ γ ε ίλ ε ι ο Α ντρέας στη Α ίζα γ ια κείνη. «Δεν είναι κούκλα η Ταμάροτσκα με τ α μαύρα;» Έ χ ε ι τώ ρα ξέπλεκα τ α ξανθά μ α λ λ ιά τ η ς , τ α μ ά τια τ η ς είναι κόκκινα και σ τεγ νά , το β λέμμ α τη ς χαμένο. Κουνάει λίγο τα χ ε ίλ η , σαν να μουρμουρίζει: «Πού να π άω ; Πού να πάω ;» Π ίσω κρατούν το φέρετρο ο Αργύρης με τον Π α ντιά και στο ένα π λ ά ι το α γ γ ίζ ε ι με το χέρ ι ο δάσκαλός μου, ο Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρεβιτς. Ή ρθε και επιτροπή από τη ν Τ α σκένδη. Μ ε ρώτησαν ποιους να φωνάξουν. Ε ίπ α όσους αγαπούσε. Ή ρ θ ε η Β ά γ ια κι ο Κυριάκος. Ο γιος τ η ς , που είναι φτυστός ο Κ υριάκος, έμεινε σ π ίτι μ α ζί με τη Δ αφ νούλα και τη ν Ε υγκένια Γκαβρίλοβνα. Η θεία Ζένια έφερε ένα καναρίνι τ η ς μικρής. «Θα του λες κάθε βράδυ: Κ α λ η ν ύ χτα , Ν τεν τέ, και θα ’να ι σαν να ’χ ε ις τον Ν τεν τέ λ ίγο κοντά σου.» Η Δαφνούλα δεν λ έει να το πάρει απόφαση πω ς έφυγε ο Ν τεντέ γ ια π ά ν τα . «Αφού μ ’ α γ α π ά ε ι, θα ξανάρθει.» Ν α , ο Α λεπούλης κι η Ροδιά! Ποιος τους ζ ή τησε να έρθουν! Η Ρ οδιά, σ τη τή κι αδάκρυτη, φορεί ένα μαύρο μ α ν τίλ ι στο κ εφ ά λι, α νοίγει το βήμα κ αι φ τά νει μπροστά, π λ ά ι στον Α χ ιλ λ έ α , ακουμπάει με το ένα τη ς χέρ ι το φέρετρο, λες και θέλει να του αλαφρύνει το βάρος. Ο Α λεπούλης π ερ π α τά ει πίσω πίσω με μαύρο περιβραχιό νιο. Θαρρώ π ω ς θα γυρίσω σ π ίτι κ α ι θα βρω τον Α ντρέα να με περιμένει στο κουζινάκι να σχολιάσουμε τ α τ η ς κ η δείας. «Είδες ύφος η Ρ οδιά, π ώ ς κ οίτα ζε τον Α χ ιλ λ έα ; Ά μ ’ ο Α λεπούλης, με τ η θλιμμένη φάτσα, λες και με λάτρεψ ε.» Γυρίζω το κεφ ά λι κ α ι, μέσα από τ α δάκρυά μου, βλέπω θολά ένα πρόσωπο με μ εγά λ α μ ελ ιά μ ά τια βουρκωμένα. Πού τη ν ξέρω αυτή τ η γυναίκα; Λ ιγνή με άσπρη καμπαρντίνα σφιγμένη στη μέση και πυκνά σγουρά μ α λ λ ιά , τρ α βη γμ ένα και πιασμένα με χ τεν ά κ ια . Δεν κρα-
329
τά ε ι ομπρέλα, ούτε φορεί μ α ν τ ίλ ι, κι η ψιλή βροχή κάθε τ α ι σ τά λ ες σ τά λ ες στα μ α λ λ ιά τ η ς , που λαμπυρίζουν. Η Ν τίνα! Δεν τ η γνώρισα α μέσ ω ς, γ ια τ ί δεν έχει π ια κοντά κουρεμένα μ α λ λ ιά όπως σ τις φ ω τογραφ ίες. «Με σ υ γχ ω ρείς που σε κουβάλησα άδικα.» Αυτό ήρθε να π ε ι του Αν τρέα; Το φέρετρο κατεβα ίνει στον λάκκο. Ο Αεβ Ι λ ίτ ς ρίχνει πάνω χ ώ μ α με τ α μαύρα γ ά ν τ ια που είναι κομμένα στα δ ά χτυ λ α . Έ χ ε ι γίν ει ένα τόσο δα γεροντάκι. Η Ταμάρα κόβει μ ια τούφα από τ α μ α λ λ ιά τη ς και τη ν π ε τά ε ι μ α ζί με το χ ώ μ α που α ρχίζει να σκ επ ά ζει το φέρετρο. Μ αζεύω από κ ά τω τ α βρεμένα φύλλα κ αι τ α ρίχνω στον τάφ ο. Κ ο λλά νε πάνω στο υγρό, φρέσκο χ ώ μ α . Γ έμ ι σε χρ ώ μ α τα ο νιόσκαφτος τά φ ος, κεραμίδι, ροδί, βυσσινί, σάπιο μ ή λ ο ... Ο Α χ ιλ λ έ α ς είναι τώ ρα δ ίπ λ α μου και με κ ρατά ει σφι χ τ ά από τ η μέση. — Π ά μ ε, σε παρα καλώ , μη μένεις άλλο. Σ κ ε π ά ζω με το χέρι το στόμα μου να μην ακουστεί ο λυγμ ός. Ο Α ντρέας δεν θα κ α τέβ ει ποτέ π ια στη στάση Α γγελοπούλου να πάρει μ πεζέδες από το «Τέλειον».
μοτέρ στοπ
Η Ε λ έν η μένει στην ίδια θέση σαν να συνεχιζόταν το γύρισμα. Ο Ε υγένιος σηκώ νεται κι α νοίγει το τ ζ ά μ ι. Το κουπέ γ ε μ ίζ ε ι θορύβους. Η Ε λ έν η ασάλευτη. — Σ ε α να στάτω σε τόσο ο θάνατος του Οθέλλου! Η φωνή του Ευγένιου τη συνεφέρνει. — Ό χ ι. Συλλογιόμουνα έναν ά λλο θάνατο. Μη γ ίν ω κι εγώ σαν τ η θεία Α μ φ ιτρ ίτη , που όταν δεν τη ν έπαιρνε ο ύπνος μετρούσε τους πεθαμένους τ η ς .
330
— Μ ια σ τ ιγ μ ή , φω νάζει ο Ε υγένιος σε κάποιον έξω στην πλα τφ όρμ α , κι ύστερα γυρ ίζει στην Ε λένη: θέλουν κάποιον από μ α ς. — Ε λ π ίζ ω να μη μας πουν π ω ς τελειώ νουμε σήμερα, ανησυχεί η Ε λ έν η . Ο Ε υγένιος β γαίνει από το κουπέ κι η Ε λένη μένει γ ια λίγο μόνη. Ε δώ και λ ίγ ε ς μέρες δεν τ η ς φεύγει από το νου ο Α ντρέας. Π ή γ ε στο Σ α ιν-Μ ισ έλ ν ’ αγοράσει ένα βιβλίο τη ς Δαφνούλας. Ό μορφη μέρα, λια κ ά δα , περπάτησε λ ίγο χα ζεύοντας τ ις βιτρίνες, έφτασε ως το μετρό, όμως μ ’ αυτόν τον σπάνιο ήλιο δεν τ η ς έκανε καρδιά να χω θ εί μέ σα. Τράβηξε πιο κ ά τω , έφτασε στο «κε» Σ α ιν-Μ ισ έλ. Ο μικρός δρόμος βρέθηκε στα δεξιά τη ς: η οδός τ η ς γ ά τ α ς που ψαρεύει. Έ ν α δρομάκι με π α λ ιά σ π ίτια , που μοιάζουν το ένα με το ά λλο. Προχώρησε λ ίγ ο , στο τρίτο σ π ίτι αρι στερά μια α νο ιχτή πόρτα έβ γα ζε σε αυλή. Μ πήκε μέσα, στο βάθος, μ ια ξύλινη σκάλα με φ αγω μένα σ κ α λοπά τια . Ανέβηκε δυο π α τ ώ μ α τ α , σ τα μ ά τη σ ε μπροστά σ’ ένα πορτά κ ι όπου ή τα ν καρφωμένη με π ινέζα μια κάρτα: Ζαν Μ πελιέ — κ α λ λ ιτέ χ ν η ς . Ξ ανακατέβηκε τρ ε χ ά τη τ α σκα λ ιά , βγήκε στον δρόμο, σήκωσε το κεφάλι κ αι είδε στο δεύτερο π ά τ ω μ α ένα κλειστό παράθυρο. Μπορεί να ’τα νε το ίδιο το παράθυρο του Α ντρέα α π ’ όπου άκουγε να ’ρχετ α ι ο ήχο ς τ η ς φυσαρμόνικας τ η ς Ν τίν α ς, όταν ε ίχ ε π ι στέψει π ω ς δεν θα τη ν ξανάβλεπε π ια . Τώρα κ α τ α λ α β α ί νει η Ε λένη τ η «ζω ντανή ιστορία» που μαθαίνει τη ν Κ υ ριακή το πρω ί κ αι τ ’ α πογεύμ α τα τ η ς Π έ μ π τη ς, ο Π άνος στη Δαφνούλα. « Σ ’ αυτή τ η γ ω νιά πρω τοφιλήθηκαν ο Μάριος με τη ν Τ ιτίκ α , εδώ ή τα ν ε το σ π ίτι τ η ς Φ αντίνας.» Ζωντανεύουν όλα, όταν τ α σ π ίτ ια , οι δρόμοι έχουν μείνει α π ε ίρ α χ τα μέσα στους α ιώ νες. Σ τη ν Αθήνα σβήστηκαν όλα τ α ίχνη. — Αν βρεις τ ι μας θέλει! μ π α ίνει ο Ευγένιος στο κουπέ όλο νεύρο. Σ ’ αυτό το πλά νο να στεκόμαστε όλη τη ν ώρα
331
όρθιοι με κατεβασμένα τα τ ζ ά μ ια . Ούτε λέξη να μην μπο ρούμε να πούμε. Η Ε λ ένη σηκώ νεται να πάρει θέση. 0 Ε υγένιος κ α τ ε β άζει τ α τζ ά μ ια . — Τι α δικία , μουρμουρίζει σαν να μ ιλά ει μόνη τ η ς. — Με ποιον τ α έβαλες π ά λ ι; τη ν πειρ άζει ο Ε υγένιος. — Που δεν πρόλαβε να γυρίσει ο Αντρέας στην Ε λ λ ά δ α . Κ άναμ ε τόσα όνειρα μ α ζί. Τώρα θα κόβαμε βόλτες στο Σ α ιν-Μ ισ έλ, στην «οδό τ η ς γ ά τ α ς που ψαρεύει».
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — ληφη Β ρισκόμαστε με τη Δαφνούλα στο αεροδρόμιο τ η ς Β ιέν νης τρ ά νζιτο . Π ρέπει να περιμένουμε π έντε ολόκληρες ώρες γ ια να πάρουμε το αεροπλάνο γ ία Αθήνα. «Π έντε ώρες μουλάρι κι η ζω ή σου τ ’ α ν ά κ α τ α ...» , που έλ ε γ ε κι η υπηρετριούλα μ ας, γ ια τ ί π ά λ ι « τ’ ανάκατα» η ζω ή μου, όσο και να το λαχταρούσα αυτή τη φορά. Οι εκλογές έγιναν στην Ε λ λ ά δ α . Η Δ ημοκρατία νίκη σε. Η Λ ίζ α κατάφερε να μας πάρει άδεια γ ια τρ εις μήνες. « Ε ντά ξει», λ έει ο Α χ ιλ λ έ α ς, «όσο θα λ είπ ω ε γ ώ στην "έδ ρ α ” ». Τα τα ξίδια του στην «έδρα» γίνοντα ι όλο και πιο συχνά τον τελευτα ίο χρόνο. Δουλεύει ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ά στο κόμμα. Τρεις μήνες! Ποιος μίλησε γ ια τρ εις μήνες; Δεν θα γυρίσουμε, το ξέρω. Το ξέρει κι ο Σ εριόζα κι η Ν ά ντια . «Μ ας φεύγεις γ ια π ά ν τ α .» Το είπανε μ όλις τους ανακοίνωσα ότι έφτασε η άδεια. ΓΓ αυτό ο α π ο χ α ιρ ετι σμός μας ή τα νε τόσο σπα ραχτικός. Κ ι ο Ν α ζίμ Χ ικ μ έτ είναι ξαπλω μένος στο ήσυχο περιβολάκι π λ ά ι στον Αν τρέα, γ ια να γράψει ποίημα γ ια μένα. Η μισή καρδιά μου έχει μείνει γ ια πά ντα στη Μ όσχα.
332
Κ αθόμαστε με τη Δαφνούλα σε δυο μ εγά λ ες πολυθρόνες στην αίθουσα του τρ ά νζιτο, εκείνη είναι βυθισμένη στο διάβασμα. Κ ρ α τά ει τρία βιβλία που τ η ς χάρισαν οι τρεις Μ αρίνες, γ ια το καλοκαίρι. Ν ομίζει πω ς θα γυρίσουμε την πρώ τη του Σ επτέμ βρη να π ά ει σχολείο. Π έντε ώρες δρόμο κι η ζω ή τ η ς « τ ’ ανάκατα». Τα π α ιδιά δεν αποφασίζουνε μόνα τους, οι μ εγάλοι τ α κάνουν ό ,τι θέλουν. Θα κάνω όλες τ ις ενέργειες να γυρίσει κι ο Α χ ιλ λ έ α ς, κι όταν έρθει θα πάρουμε τ ις αποφάσεις γ ια μας τους δυο. Αισθάνομαι πω ς θα μου είναι εύκολο να παίρνω αποφάσεις στην Ε λ λ ά δα.
μοτέρ στοπ
Ο Ε υγένιος π ά ε ι να καθίσει. — Μην κάθεσαι, τον σ τα μ α τά ει η Ε λένη , αρχίζουμε αμέσως. Ο τρελός μας σκηνοθέτης είναι με τη σφυρίχτρα στο στόμα.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
— Μ αμά, π ώ ς είναι όλα έτσι κατάσ πρα, σαν χιονισ μ έ να! Π ετά μ ε πάνω από την ΑΘΗΝΑ. Τ ις επιστροφές τ ις ή ξε ρα από τα β ιβ λ ία . Ο Οδυσσέας, είκοσι χρόνια, το νόστιμον ή μ α ρ ... ακόμα λ ίγ ο και θα τον έφ τανα . Κ άτασπρη Αθή να, φ εγγοβ ολά ει, όχι από χιό νι. Η ΘΑΛΑΣΣΑ, η θάλασσα που δεν μοιά ζει με στέπα! — Δ αφνούλα, η θάλασσα!
μοτέρ στοπ 333
Η Ε λ έν η κι ο Ευγένιος μ όλις προφταίνουν να σ τηρι χτούν στο ά λλο πόδι και π έφ τει αμέσω ς η κ λ α κ έτα .
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
Π έρ α, πίσω από τ α τ ζ ά μ ια , μ ας περιμένουν. Τ ι κ ο ιτά ζουν στον έ λ ε γ χ ο τόση ώρα τ α διαβατήριά μας; Τ α παίρ νουν, τα πηγαίνουν κάπου μέσα σ ’ ένα γραφείο. Προσπαθώ να διακρίνω ποιοι ήρθαν να μ α ς προϋπαντήσουν. Η Λ ίζα με κίτρινο φόρεμα! «Κ οίτα έξω , να η "ΕΒΓΑ” κ αι το π α ράθυρο τη ς κυρίας Ρούσου.» Η Λ ίζα φορούσε κίτρινα μόνο στο όνειρό μου. Τ α π τα π η σφραγίδα που βά ζει ο αστυφύ λα κα ς σ τ ’ ά λ λ α διαβατήρια. Ε ίμ α ι στην Αθήνα. «Τι εί σαι;» με ρωτούσανε όταν ήμουνα μικρή και κάνανε χ ά ζ ι που απαντούσα «Ατθίς». «Ε ίμ α ι Α τθίς», μου έρ χ ε τα ι να φωνάξω σ’ αυτόν που έφερε τ α διαβατήριά μας πίσω και τ α δίνει στον έλ εγχο να τα ξανακοιτάξουν π ά λ ι. «Ε ίμ α ι Α τθίς, να περάσουμε, σας πα ρ α κ α λώ .» Ποιο κ εφ ά λι ψη λ ά , Α χ ιλ λ έ α ; Δεν β λέπεις που είμ αι έτοιμη να π α ρα καλέσω; Με π ιά ν ει α γω νία . Τ ι μ ας κρατάνε τόση ώρα; Μ ήπω ς δεν έγιν ε ό ,τ ι πρέπει; Λ είπ ει κ α μ ιά σφραγίδα; — Αυτό τ ι είναι; μου δείχνουν ένα ξέχωρο χ α ρ τ ί, που είναι μέσα στο διαβατήριο, γραμμένο στα ρωσικά. — Η β ίζα εξόδου και εισόδου μας στη Σ οβιετική Έ ν ω ση. Γ ελά νε ειρωνικά. — Μ π α , σας χ ρ ε ιά ζε τα ι κ αι β ίζα γ ια να μ π α ινοβ γα ίνε τ ε στο π αρ α π έτασ μ ά σας; Δεν λέω «ποιο πα ρ α πέτα σ μ α , η δημοκρατία νίκησε, δεν έ χ ε τε το δ ικ α ίω μ α ...» Δεν β γ ά ζ ω μ ιλ ιά . Ακούω το τα π τ α π από τ ις σφραγίδες που πέφτουν τώ ρα στα δικά μας
334
διαβατήρια. Π αίρνω τη Δαφνούλα από το χέρ ι. Α τέλ ειω τη ώρα ώσπου να πάρουμε τ ις β α λίτσ ες. Σ το τελω νείο περνάμε γρήγορα, αφού ήρθαμε μόνο γ ια καλοκαίρι. Έ φ ε ρα λ ίγ α ρούχα και μερικά δώρα. Σ τη ν πόρτα τ η ς εξόδου συνω στίζονται κεφ άλια. Ο αδερφός μου, η νύφη μου, τ α δίδυμα. Έ ν α κάτασπρο κ εφ ά λι, ο θείος Κ ώ σ τας! Π έφ τω στην α γ κ α λ ιά τη ς Λ ίζ α ς. Γ εννιέμ αι σήμερα. Έ χ ω μ ια ολόκληρη ζω ή μπροστά μου.
μοτέρ στοπ
- θ ’ αργήσουμε, αν το π ά μ ε έτσι ως το τέ λ ο ς, γκριν ια ζει ο Ε υγένιο ς. Κ ι έχω να συναντήσω κάποιον, που υποσχέθηκε να με συστήσει σε κάποιον, που θα μ ιλή σ ει σε κάποιον γ ια τη ν κάρτα παραμονής μου...
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο —λήψη Τ μήμα αλλοδαπώ ν. Έ ν α βρόμικο, ψυχρό κτίριο. Σ τους διαδρόμους ξύλινοι καναπέδες γ ια να περιμένει ο κόσμος. Κ άθομαι σ’ έναν τέτοιον ξύλινο, διθέσιο καναπέ. Δ ίπ λ α μου ένας γύφ τος με μια μαϊμού σκαρφαλωμένη στον ώμο του. Περιμένουμε να έρθει η σειρά μας να μπούμε στο γραφείο αριθμός 3 , γ ια να ζητήσουμε παρά τα ση τη ς άδειας παραμονής μας. — Μ εγκά λο μ π ελ ά , ά ντεια κ α ι κόντρα ά ν τε ια , εγκώ Έ λ λ η ν ο , εντώ γκ εννή τηκε, Π λ α τ ε ία Σ ύ ν τα γκ μ α , στο μέση, άνοιξε μάνα μου π ό ντια , κ αι β γ ή κ α ... Κ ι ε γ ώ ... Έ λ λ η ν ο είμ α ι, τ α χ α ρ τιά μου όμως ακόμα να ταχτοποιηθούν. Η δημοκρατία «νίκησε», μα οι λέξεις
335
συμμορίτης και συμμοριτοπόλεμος δεν έφυγαν από το λ εξ ι λόγιο. Γ ια τ ις επίσημες αρχές είμ αι γυναίκα συμμορίτη. Η Λ ίζα β ά ζει κάθε μέρα τα κ α λ ά τη ς κι ανεβοκατεβαίνει στα υπουργεία και στην ΚΥΠ. Γ ια τον Α χ ιλ λ έ α βρίσκει δυσκολίες, έστω και γ ια προσωρινή άδεια. Έ χ ε ι του κό σμου τ ις κ α τα δίκ ες, του έχουν στερήσει την υπηκοότητα. Ά μ α β ά λ ει κ ά τι στο νου τ η ς η Λ ίζ α ... Η Δαφνούλα πρέ π ει να ’χ ε ι τον πατέρα τ η ς . Γ ια τη ν ώρα κάθομαι με τον τσ ιγ γ ά ν ο κ α ι τη μαϊμού να ζητιανέψ ω μια ά δεια , γ ια να μείνω στον τόπο μου. Πέρασαν κιόλας τρεις μ ήνες. Σαν νερό κύλησαν. Θέλησα να χω ρέσω μέσα σ’ αυτές τ ις ενε νήντα μέρες όλα τα χρόνια που έλειψ α. Πριν φύγω από τη ν Ε λ λ ά δ α , το πιο μακρινό μου τα ξίδι με τρένο ήτα νε Α θήνα-Π ειραιάς. Κ ι από νησιά ήξερα ένα, το νησί τη ς Λ ίζίχς. Ε ίχ α π ά ει γ ια τελ ευ τα ία φορά το καλοκαίρι πριν τον πόλεμο. Π όλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, πού νους γ ια τα ξίδια . Κ ι όταν βγήκα από το Μ ετα γω γώ ν, χρ εια ζότα νε άδεια τη ς αστυνομίας γ ια να π α ς και ως τη Θήβα ακόμα. Ο αδερφός μου κι η νύφη μου έφευγαν κάθε τόσο εκδρομές, εγώ λαχταρούσα να πά ω , μα δεν τολμούσα να θυμίσω την παρουσία μου στο τμ ή μ α τη ς γειτο ν ιά ς μου. «Μη σ τενο χω ρ ιέσ αι» , έλ ε γ ε ο Κ ω σ τή ς, «θα έρθει η μέρα που θα μπορείς να ταξιδεύεις ελεύθερα σ’ όλη τη ν Ε λ λ ά δ α , να δεις τ ι μ α γικ ή χώ ρα που είνα ι.» Τώρα που γύρισα τρ έχω σαν αλλοπαρμένη να γνωρίσω τη ν Ε λ λ ά δα . Π έθαινα από νο σ τα λγία χω ρ ίς να την ξέρω. Με τον αδερφό μου ξαναβρήκαμε τη ν παιδιά στικη α γ ά π η μας. Αυτός κι η νύφη μου δεν ξέρουν τ ι να μας πρωτοκάνουν με τη Δαφνούλα, και τ α δίδυμα λάτρεψαν αμέσω ς τη μ εγά λη ξαδερφούλα που ήρθε από μια χώ ρα-παραμύθι, όπου τσουλάνε με το έλκηθρο στα χιόνια , όπως στις χρισ τουγεννιάτικες κάρ τε ς. Κ αταστρώ νουμε σχέδια γ ια τα ξίδια , κι ο αδερφός μου χ α ίρ ε τα ι να μας μαθαίνει τη ν Ε λ λ ά δ α , όπως όταν μου μάθαινε γεω γρ α φ ία κι εφεύρισκε ένα σωρό τρόπους γ ια να
336
με κάνει να μην ξεχνώ τα όρη, τ ις λίμνες και τ α π ο τά μια. Ό χ ι, στο νησί που περάσαμε τα παιδικά μας καλο καίρια δεν π ή γ α μ ε. Με τον πόλεμο, σκόρπισαν όλοι οι δι κοί μας και το σ π ίτι μας το βομβάρδιζαν μια οι Γερμανοί και μια οι Ε γ γ λ έ ζ ο ι. Θα π άμ ε του χρόνου, λ έει η Λ ίζ α , να γνω ρίσει η Δαφνούλα που δεν έχει μνήμες τ ις ομορφιές που απόμειναν. — Ή ρθε η σειρά μου. Κ ρα τήσ ει λίγκο Μ αρικούλα, εί ναι φρόνιμο. Πριν προλάβω ν ’ απαντήσω βρίσκομαι με τη ν αλυσίδα τ η ς μαϊμούς στο χέρ ι. « Σ ’ ένα χρόνο θα μπούμε στην Αθή να», έλεγε ο Α χ ιλ λ έ α ς. Ε γ ώ μπήκα μετά δέκα τόσα χρό νια και δεν με νο ιά ζει, αν είναι να μείνω, να χτυπή σ ω και το ντέφ ι τη ς μαϊμούς να χορέψει. Να μείνω! Ν ’ ακούω γύρω μου ελ λ η νικ ά και να νιώθω ένα ένα ξεχασμένα νοή μ α τα να μου ξαναγεννιούνται. Ν α με παρασέρνει ο Πάνος με τον ΕΠΟΝίτικο ενθουσιασμό του: θα φτιάξουμε βιβλιο θήκες, π ο λ ιτισ τικ ά κέντρα, θα κάνουμε εκδόσεις... Ύ σ τε ρα από δεκατρία χρόνια φ υλακή, είναι ολόιδιος, όπως όταν ήρθε και με βρήκε στο πλυσταριό, γ ια να μου προτεί νει να γράψουμε στους τοίχους. «Π ες πως είμαστε είκοσι χρονώ και τα ξαναρχίζουμε όλα», μου λέει και με π η γ α ί νει σε συγκεντρώ σεις, συναυλίες, διαδηλώσεις, όπου ξανα βρίσκω παλιούς συντρόφους. «Η αρραβωνιαστικιά του Α χιλλέα!» Έ τ σ ι με υποδέχονται πάντα. Μου βρήκε και δουλειά ο Π άνος σ’ έναν εκδοτικό οίκο, να μεταφράζω από τ α ρωσικά. Δεν π ή γα νε άδικα τ α μαθήματα του δασκάλου μου, του Μ ιχ α ή λ Γκρηγκόρεβιτς. Κάθε μέρα και μια κ α ι νούργια χα ρ ά , τόσο που ξεχνάω τ α προβλήματα που θα ξεπεταχτούν με τη ν επιστροφή του Α χιλλέα. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, ας μείνω ακόμα λ ίγ ο με το μεθύσι του γυρι σμού μου. Αύριο θα πάμ ε στους Δελφούς. Ε ίμ α ι σαράντα ενός χρονώ και δεν π ή γ α ποτέ στους Δελφούς. Κ α ι στην Ύ δρα δεν ε ίχ α π ά ει ποτέ.
337
Η Ύ δρα! Ε ίχ ε δίκιο ο Κ ω σ τή ς, η Ε λλά δα είναι χώ ρα μ α γικ ή . Έ ξ ι το πρω ί, οι ά λλο ι κοιμούνται ακόμα. Ν α κατέβω στο λ ιμ ά ν ι να π ιω τον πρώ το καφέ μου! Χ αίρομαι αυτή τ η σ τ ιγ μ ή τ η ς μοναξιάς. Ύ στερα θ’ αγοράσω φρέ σκα ψ ω μάκια και θα πά ω στο σ π ίτι να ετοιμάσω πρωινό γ ια όλους, θ α τον πιούμε στη βεράντα που β λ έπ ει το π έ λα γο ς. Κ ο ιτά ζω τ η θάλασσα ανάμεσα από τα κ α τά ρ τια τω ν καϊκιώ ν και δεν σκέφτομαι τ ίπ ο τ α . Σ το καφενείο δεν έ χ ε ι φτάσει ακόμα κόσμος. Μ οναχα εγω και, λ ίγ α τρ α π εζά κ ια πιο πέρα, ένα ζευγάρι. Ούτε τους προσέχω. Έ ν α γέλ ιο φ τά νει σ τ ’ α υ τιά μου. Δεν το λ μ ώ να γυρίσω το κ εφ ά λι. «Π ώ ς γ ε λ ά ε ι τόσο δυνατά η Λάουρα!» ενο χλ είτα ι ο ΖανΠ ω λ . Ρ ίχ ν ω μια λοξή μ α τιά . Μ εγά λ α φ α ντα χτερ ά σκου λαρίκια σ τ ’ α υ τιά , που με το γ έ λ ιο κουδουνίζουν σαν κ α μ π ανά κια. — Λάουρα, φω νάζω δ ισ τα χτικ ά . Ξαφνιάστηκαν κι οι δυο. Π ρώ τος σηκώνεται ο Φράνκο. Έ χ ε ι λ ίγ ο γκρίζο στους κροτάφους και τα μ ά τια του ξε χειλίζο υ ν α γ ά π η όπως π ά ν τα . Π ε τά γ ε τα ι τώ ρα η Λάου ρα, κάνει ένα βήμα και τον προσπερνάει. Τ ρέχω σ ’ εκεί νους, αναποδογυρίζω μια καρέκλα που π έφ τει με κρότο σ τις π λ ά κ ες. — Δάφνη! — Φράνκο, Λάουρα! Α γκ α λ ια ζό μ α σ τε και δεν βρίσκουμε λόγια. Κ λ α ίμ ε και γ ε λ ά μ ε . Ν ομίζανε πω ς δεν θα με ξανάβλεπαν π οτέ. Π ή ραν τυ χ α ία το καράβι γ ια τη ν Ύ δρα, τε λ ίγο φεύγουν με το πλοίο τ η ς γραμ μ ής. Σκέψου να μη σε συναντούσαμε! Ψ ά χ ν ω με το β λ έ μ μ α ... δεν είναι χανείς ά λλος μ α ζί τους. Ε ίχ α ν ε μ ια βδομάδα καιρό, ήρθανε μόνοι τους στην Ε λ λ ά δα να ξεκουραστούνε. Αφήσανε τα π α ιδιά σ τις γ ια γιά δες. Ν α ι, έχουν δύο, αγόρι κ α ι κορίτσι. Ε γ ώ έχω ένα, κορίτσι, Π ό τε γύρισες; Ο άντρας σου; Κ ρίμα που πρέπει
338
να φύγουμε. 0 Φράνκο ετοιμ ά ζει μ ια μ ε γ ά λ η έκθεση. Η Λάουρα γ ε λ ά ε ι π ά λ ι δυνατά και καμπανίζουν τα σκουλα ρίκια τ η ς. Ο φίλος σου ο Φράνκο εγινε διασημότης. Σ το καφενείο α ρ χ ίζει να μ αζεύετα ι κόσμος, από πέρα έρ χετα ι το βαπόρι. Ν α σας β γά λω μια φ ω τογραφ ία. Σ τεκόμαστε δίπ λα δίπλα με τ η Λάουρα, όπως τ ό τ ε , στη γέφυρα τω ν Α γγέλ ω ν. Ο Φράνκο φ εύγει, π ά ει να φέρει τ ις β α λίτσ ες. Η Λάουρα μ ’ α γ κ α λ ιά ζε ι. Έ χ ε ι ψ ιλές ψ ιλές ρυτίδες γύρω από τα μ ά τια . Γ ια λ ίγ α λ ε π τά θα σε χά να μ ε. Ό χ ι, δεν πήραμε ποτέ γρ άμ μ α σου. Με κ ο ιτά ζει. Ξέρω τ ι θέλει να π ε ι, ξέρει τ ι θέλω να ρωτήσω. Η φλύαρη Λάουρα διστά ζει. Μ ήπω ς πέθανε; Ο Ζ α ν -Π ω λ ... δεν τον βλέπουμε π ια . Μ όλις τέλειω σ ε τ η σχολή παντρεύτηκε μια Κ α να δέζα , εγκαταστάθηκαν στον Κ αναδά, έχουν τρ ία π α ιδιά . Τα εί πε με μια ανάσα. Τα μ ά τια τ η ς γυρεύουν τ α δικά μου. «Ο πατέρα ς μου παντρεύτηκε μικρός, έκανε οικογένεια, κι έτσι δεν έγινε μ εγάλος ζω γράφ ος.» Ο Φράνκο έ χ ε ι δυο π α ιδιά κι έγινε διασημότης, που λ ε ε ι κι η Λάουρα. Κ ά τ ι άλλο έχει να μου π ε ι, δ ισ τά ζει π ά λ ι. Διδάσκει στη Σ χο λ ή Κ α λώ ν Τεχνώ ν στο Μ όντρεαλ, ο Ζ α ν-Π ω λ. Ούτε μας γράφει ούτε ζω γ ρ α φ ίζει, του Φράνκο του κόστισε π ο υ ..., και γ ια τ α δύο. Το βαπόρι έφτασε στην αποβάθρα. Ε ίνα ι το «Κ αμέλια » . Ο κόσμος α ρ χ ίζε ι να π η γ α ίν ε ι στην προβλήτα. Η Λάου ρα ανησυχεί που α ργεί ο Φράνκο. Γ ια τη ζω ή μου, τη ν τω ρινή , δεν προφταίνουμε. Έ ρ χ ε τ α ι ο Φράνκο. Μ οιραζό μαστε τ α π ρ ά γ μ α τα και τρέχουμε. Αφήνουν ν ’ ανέβουν τ ε λ ε υ τα ίο ι... Δεν προλάβαμε, δεν προλάβαμε, λ έει η Λάουρα. Ο Φράνκο γράφει τη λ έφ ω ν α , διευθύνσεις, θ α ’ρθεις να μας βρεις, μου π ιά νει το κεφ άλι με τ α δυο χέρ ια , με κ οιτά ζει στα μ ά τια . Ο Φράνκο π ά ντα κ α τα λα β α ίνει. Ο Φράνκο είναι εδώ , με φ ιλάει. Η Λάουρα με παίρνει ξανά στην α γ κ α λ ιά τ η ς ... Δεν είδαμε τη ν κόρη σου. Το βαπόρι
339
σφύριξε γ ια δεύτερη φορά. Δεν λ έει να μ ’ αφήσει. Τρέ χουν. Το βαπόρι ξεμακραίνει, διακρίνω μόνο το κόκκινο μ α ν τί λ ι που φοράει στο κεφάλι η Λάουρα. ' Δεν μπορούσα ποτέ να φ αντα στώ πω ς το «Κ αμέλια» τη ς γρ α μ μ ή ς Πόρος- 'Γ δ ρ α -Σ π έτσ ες θα έπαιρνε μ α ζί του τον Ζ α ν-Π ω λ , γ ια πά ντα .
Η Μ αρικούλα του γύφτου πήρε πολύ θάρρος, ανέβηκε πάνω στον καναπέ και με σπρώ χνει με το χέρ ι, σαν να θέλει να με ρω τήσει κ ά τι. — Τώρα θά ’ρθει, τη ς λέω κ α ι νομίζω π ω ς κ α τά λ α β ε, γ ια τ ί ησύχασε. Θα ’θελα πολύ να έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη με τη μαϊμού π λ ά ι μου στον ξύλινο καναπέ να περιμένω τη ν άδεια. Αν δεν υπάρχει α πά ντη σ η σήμερα, ίσως θα ρωτήσω: «Να περάσω σε είκοσι μέρες;», όπως τ ό τ ε , στην οδό Γ κ α έτα . — Γ κ α μ ώ , κάνει έξω φρενών ο γύφτος που β γα ίν ει από το γραφείο, μόνο έξι μήνες ντώ σ ανε. Π ά μ ε, Μ αρίκα. Μ παίνω κι εγώ μέσα στο γραφείο νούμερο 3 , γ ια να μάθω, γ κ α μ ώ , πόσο θα μου δώσουν. Μου δώσανε άλλους τρεις μήνες. Σ ε τρεις μήνες η Λ ί ζα θα έ χ ε ι τα χτο π ο ιή σ ει τ α χ α ρ τ ιά μου. Τρεις μήνες κυ λούν σαν νερό. Κ α ι τ ι δεν έκανα σ’ αυτές τ ις ενενήντα μ έ ρ ε ς... έκανα και έ ρ ω τα !...
μοτέρ στοπ
340
— Ε υ γένιε, π ώ ς το λέγαμιε τό τε το «κάνω έρωτα»; Ο Ευγένιος β ά ζει τα γ έ λ ια . — Ή θ ελ α να ήξερα τ ι σκαρφίζεται το μυαλό σου τόση ώρα που ξεροσταλιάζουμε όρθιοι στο παράθυρο. Η Ε λένη επιμ ένει στην ερώτησή τη ς: — Α λήθεια, είμ αι περίεργη, π ώ ς το λέγα μ ε π α λ ιά ; Ο Ευγένιος σκέφ τεται μια σ τιγμ ή . — Ν ομίζω δεν λέγα μ ε τίπ ο τ α ή -λ έ γ α μ ε «αθώα».: Θα ’θελα να ήμ ασταν πολύ πολύ κοντά, και κ ά τι τέ το ια . 'Α ι στο καλό, με μπέρδεψες! — Η Ν ίνα που έκανε έρωτα με τον Πάνο και μου τα διηγιότανε όλα , αναρω τιέμαι τ ι μου ’λ ε γ ε . «Ε ίχα μ ε ξα πλώ σ ει στο χορτάρι κ α ι...» Ο χ ι, όχι, δεν είπε ποτε «πλα γιάσ αμ ε μ α ζί» , ούτε «κοιμηθήκαμε μ α ζί», κ ά τι ά λ λο. Γ ια σκέψου να έχουμε ξεχάσει! — Ε γ ώ π ά ν τω ς τώ ρα δεν θα π ω ποτέ σε μια γυναίκα: « θ έ λ ε ις να κάνουμε έρωτα;» Αλίμονο αν δεν κ α τα λά β ω πω ς θέλει.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή —πλάνο — λήψη Έ κ α ν α λοιπόν έρωτα. Στους Δελφούς. Ο Ν τίνος, ένας φίλος του αδερφού μου, συμμαθητής του από το σχολείο. Πριν τον πόλεμο ερχότανε κάθε Κ υριακή πρω ί να τον πάρει να πάνε στον κινηματογράφο «Ρεξ». Αν το έργο ή τα νε κ α τά λ λ η λ ο , έπαιρναν και μένα μ α ζί. Μ ’ άρεσε ο Ν τίνος κι όλο προσπαθούσα να κάθομαι δίπ λα του, αν δεν είχε προλάβει καμιά κοπέλα τη ς η λ ικ ία ς του. Εκείνος μ ’ έβλ επε με συμπάθεια, σαν τη μικρή αδερφή του φίλου του. Έ ν α αδύνατο κοριτσάκι με π λά κα το στήθος. Τώρα ζει μόνιμα στην Α γ γ λ ία . «Η Ε λ λ ά δ α είναι καλή
341
γ ια τ α καλοκαίρια», λέει, κ α ι παραξενεύομαι. Ή τ α ν παντρεμένος με μια Α γγλ ίδ α κ α ι χώ ρισε. Ή ρθε σε πολ λές εκδρομές μ α ζ ί μας. Τώρα προσπαθούσε να κάθετα ι κοντά μου. «Π ώ ς μ εγά λω σ ες, έγινες γυναίκα», με πείρ α ζε. Ν ιώ σαμε συμπάθεια από τη ν πρώ τη σ τιγ μ ή . Σ υ μ πά θεια μόνο. Σ τους Δελφούς ό μ ω ς... Αν π α ς γ ια πρ ώ τη φο ρά στη ζω ή σου στους Δελφούς, κ α ι βρεθείς στη δύση του ήλιου με κάποιον που σου είναι συμπαθητικός, αν είσαι διψασμένη γ ια όσα σου έλειψαν χρόνια, αν αυτός ο κά ποιος σ’ α γ κ α λ ιά σ ει τρυφερά από τους ώμους τη ν ώρα που κ ο ιτά τε κ ά τω τον κάμπο με τ ις χρυσές ελιές και αισθαν θείς τ α βουνά να σε τυλίγουν, κ α τα λ α β α ίν εις, έστω κι αν έχεις περάσει τ α σαράντα, π ω ς είσαι έτοιμη να τ ις γευ τ ε ίς αυτές τ ις σ τιγμ ές ως το τέλ ο ς. Σ ή μ ερα , στην Ε λ λ ά δ α , αυτό το λένε «κάνω έρωτα»! Πριν φύγω κανείς δεν το ’λ εγε. Ο Ν τίνος θα γύριζε στην Α γ γ λ ία σε λ ίγ ε ς μέρες. Την παραμονή ήθελε να βρεθούμε οπωσδήποτε μ α ζί. Ν α «κά νουμε έρω τα». Μ ένει με τη μ ητέρα του όταν έρ χετα ι στην Ε λ λ ά δ α . Έ ν α ς φίλος του όμως έ χ ε ι κάποιο χώρο κ α ι του έδωσε το κ λειδί. Ε τσ ι είπε: «χώρο». Κ ά π ο τε γνώ ρ ιζα τη ν Αθήνα με κ λεισ τά τ α μ ά τια . Δεν γινότα νε να μπερδέψω τ ις γειτο ν ιές: Κ υψ έλη, Π λ α τ ε ία Α γά μ ω ν, Π λ α τ ε ία Κυριάκού, Ε ξά ρ χεια . Ή ξερ α κι όλους τους δρόμους απέξω . Γ ω νία Κ ω κ αι Ιθά κ η ς, μου ’δωσε το πρώ το ραντεβού ο Πάνος να γράψουμε συνθήματα στους τοίχους. « Έ λ ε γ α πω ς δεν θα το βρεις», ανησυχούσε, κι εγώ περηφανευόμουνα που ήξερα τ η μικροσκοπική οδό Κ ω . Ε ίμ α σ τε με τον Ν τίνο στο τα ξ ί που μας π ά ει στον «χώρο» του φίλου. Στρίβουμε δρόμους κ αι δεν αναγνω ρίζω τίπ ο τ α . Η Αθήνα έγινε μια ομοιόμορφη γειτο ν ιά . Παντού στριμω χ τ έ ς πολυκατοικίες. Χ άθηκαν τ α μικρά μ α γα ζά κ ια , τ α γ α λ α τ ά δ ικ α , τ α καφενεία. Π ή γ α να βρω το καφενείο «Η ωραία Τήνος», έτσι γ ια ανάμνηση του Σ εριόζα, μα ούτε
342
τον δρόμο δεν μπόρεσα ν ’ αναγνω ρίσω . Β γαίνουμε από το τα ξ ί, λίγο παρα κάτω μπαίνουμε σε μ ια πολυκατοικία. Η είσοδος κακόγουστη, με καθρέφτες που σε δείχνουν λ ε π τή και ψ ηλή, και γλά σ τρ ες με π λ α σ τικ ά αναρριχω μένα. Σ το ισόγειο δεξιά μ ια πόρτα με «χρυσό» σκαλιστό πόμολο. Ο «χώρος» είναι ένα δω μάτιο. Δ ιπλό κρεβάτι στη μέση με βυσσινί βελούδινο σκέπασμα και ίδιες κουρτίνες στα πα ρ ά θυρα. Αντίκρυ στο κρεβάτι μια το υ α λ έτα με μ εγά λο κ α θρέφτη και «νέον», που δίνει ένα κρύο φως. Μ προστά ένα «πουφ», βυσσινί βελούδο κι αυτό. Λ ίγο πιο πέρα μια πολυ θρόνα ντυμένη με α τλ α ζω τό ροζ ύφασμα. Δ ίπ λ α στο δω μάτιο είναι το μπάνιο, με μαύρο μάρμαρο, ροζ χ α λ ά κ ια και π ετσ έτες. Πόσο α λ λ ιώ τικ α ένιωθα το «κάνω έρωτα» στους Δ ελ φούς. Ο Ν τίνος κ οιμ άται, ακούω τη ν ελαφριά ανάσα του. Π ρέπει να τον ξυπνήσω. Αύριο φ εύγει και θέλει να προλά βει τη μητέρα του πριν π λ α γ ιά σ ει. Ψ ά χ ν ω στα σκοτεινά ν ’ ανάψω το πορτα τίφ που είναι δ ίπ λ α στο κομοδίνο. Β ρή κα τον διακόπτη. Ο Ν τίνος δεν ξύπνησε με το φως που άναψε. Η λ ά μ π α έ χ ε ι ένα α τλ α ζένιο ροζ αμπαζούρ. Η βάση τ η ς ... μ ια Σ π ανιόλα χορεύτρια. Πού βρίσκομαι; Κ οι τά ζ ω γύρω γύρω το δω μάτιο. Ν α ι, η πόρτα του μπάνιου ή τα νε δεξιά. Το ανακαίνισαν το διαμέρισμα, με μαύρα μάρμαρα κ αι βελούδα. Κ α ι η είσοδος τ η ς πολυκατοικίας ά λλα ξε, γέμ ισ ε καθρέφτες κ αι π λ α σ τικ ά φυτά. Ξ έμεινε η χορεύτρια. Ανακάθομαι στο κρεβάτι αλαφ ιασμένη, θαρρώ π ω ς θ’ αντικρίσω α πένα ντι μου τη ν ξεφτισμένη πολυθρόνα και τον Ανεμοδαρμένο να κ οιμ ά τα ι με το κεφάλι γερτό και το ντόμινο να ’χ ε ι γλισ τρήσ ει λ ίγ ο στο π λ ά ι. Κ ι εγώ , ξεπ α για σ μ ένη , π α ρ ’ όλο το π α λ τό του Ανεμοδαρμένου π ά νω μου, με το γκρίζο δαντελένιο φόρεμα τη ς Λ ίζα ς που δεν μου π ή γ α ιν ε καθόλου. «Θ έλω να χορεύω σάμπα » π α ί ζ ει η ορχήστρα, με τ σ α λ α π α τ ά ε ι ο Ανεμοδαρμένος, «θα φύγουμε μ α ζ ί» , μου ψιθυρίζει. Σ το τα ξ ί λέει τη διεύθυνση:
343
Κ υψ έλη, στην οδό Τήνου. Π ώ ς δεν αναγνώρισα τον δρόμο, που ερχόμουν τρ εις φορές τη βδομάδα, με τ ις βραστές π α τά τ ε ς και τ α ση μ ειω μα τά κια χω μ ένα στα στριφ ώ μ α τά μου! Ε γ ώ που ήθελα να κάνω καινούργια ζω ή! Ό λ α τ α π α λ ιά να με παραμονεύουν σε κάθε γω νιά . Ν α τριγυρνώ στους δρόμους τ η ς Αθήνας, να τ η χα ρώ τόσο που μου ’λ ειψε, κι όταν ανηφορίζω τη Σταδίου ή τη ν Π α νεπισ τημίου, ώσπου να φ τάσω στο Σ ύ ντα γμ α , σε κάθε δυο β ή μ α τα να συναντάω κάποιον. «Η αρραβω νιαστικιά του Α χιλλέα!» Σύντροφοι ή φίλοι από τό τ ε, που ά λλο τε α ναγνω ρίζω και ά λλ ο τε ό χι, τα λα ιπω ρη μ ένα πρόσωπα από πολύχρονες φυ λακές και εξορίες, με μ ά τια όμως που φέγγουν. «Να δεις τώ ρα τ ι έχουμε να κάνουμε. Ν α έρθει κι ο Α χ ιλ λ έ α ς, κι όλοι οι ά λλο ι. Ε πιτέλο υς, οι α γώ νες μας δεν π ή γα ν χ α μ έ νοι.» Κ α ι παρ α κ ά τω άλλοι κι ά λ λ ο ι, π ά ν τα το ίδιο. «Η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έα . Β έβ α ια , εσύ δεν ά λ λ α ξ ες, έμεινες το κορίτσι που ξέραμε. Δεν γέρασες, γ ια τ ί έζησε το όνειρό μας εκεί που ήσουνα.» Ο Ν τίνος ανασαλεύει. — Σ ε ποιο δρόμο είμαστε; — Τήνου, α πα ντά ει μισοκοιμισμένα. Τώρα ξυπνάει εντελώ ς. Ε γ ώ έχω σηκωθεί να ντυθώ. Ούτε κ α τα λ α β α ίν ει την τα ρ α χ ή μου. Έ ν α ς άνθρωπος με ήρεμο παρελθόν. Α ρχίζει να ντύνετα ι και κάνει να μ ’ α γ καλιάσ ει. Τραβιέμαι άθελά μου. — Μη στεναχω ριέσ αι. θ α ξανάρθω τ ις γιορτές. Ε ίμ α σ τε στην πόρτα. Ρ ίχ ν ω μ ια τελ ευ τα ία μ α τ ιά στη Σ π ανιό λα χορεύτρια. Σ το «χώρο» του φίλου είμ α ι σίγουρη δεν θα κάνω έρω τα, δεν θα ξανακάνω έρωτα. Γυρίζω στο σ π ίτι στις μύτες τω ν ποδιών μην ξυπνήσω τη Λ ίζα και τ η Δαφνούλα. Η Λ ίζ α έβαλε ένα ντιβ α νάκ ι στο δω μάτιό τ η ς γ ια τη μικρή. Αγόρασε και καινούργιο καναπέ-κρεβά τι στο σαλόνι γ ια μένα. Κ άθε βράδυ όταν γυρίζω
344
τον βρίσκω ανοιγμένο και στρωμένο γ ια ύπνο. Μ όλις κάνω να μπω στο δω μάτιο, ακούω κάποιο θόρυβο. Ανάβω το φως. Έ ν α ς λυγμός έρ χετα ι από τον καναπέ-κρεβάτι. Μ ια τούφα μ α λ λ ια περισσεύει από τα σκεπασματα. — Δαφνούλα! Δεν μ ’ άκουσε. Κ λ α ίε ι με α να φ ιλητό. Π η γα ίνω κοντά, την ξεσκεπάζω και την παίρνω στην α γκ α λ ιά μου. — Μωρό μου, τ ι έπαθες; Δεν μπορεί να μιλήσ ει. Τη χαϊδεύω και σ ιγά σ ιγά ηρε μεί. Μ έσα από το κλάμα τη ς βγαίνουν τα λόγια: — Να π άμ ε στο σ πίτι μ ας, θέλω τον μ παμ πά μου, τις Μ αρινούλες, τ η θεία Ζένια, το σχολείο μου... — Σ ιγ ά μην ξυπνήσουμε τ η Λ ίζ α . Θα πέσω κοντά σου. Ε ίμ α σ τε χω μ ένες κάτω από τ α σκεπάσματα. Α γ κ α λ ια σμένες σ φ ιχτά σ φ ιχτά . Τ ης δίνω υποσχέσεις. Θα πάμ ε το Π ά σχα τα ξίδι στη Μ όσχα. Κ ι ε γ ώ αποθύμησα τους φίλους μου, τη Ν ά ν τια , τον Σ εριόζα, τον Μ ιχα ή λ Γκρηγκόρε β ιτ ς . Σ ιγ ά σ ιγά η ανάσα τη ς γ ίν ε τ α ι ήρεμη και ξαφνικά νιώ θω να ’ρ χ ε τα ι κ α ι να με κυριεύει και μένα η νο σ τα λ γία . Ά γ ρ ια και βασανιστική, όπως τό τε με τον Α ντρέα, που αναπολούσαμε τη ν Αθήνα. Η ίδια ακριβώς.
μοτέρ στοπ
Η Ε λένη κ α ι ο Ε υγένιος ακούνε τ ις φωνές του σκηνοθέ τη και σκύβουν απο το παράθυρο να δουν τ ι γ ίν ε τα ι έξω. — Αυτό το τρένο αύριο να μην το ξαναδώ. — Τελειώνουμε λοιπόν μ ’ αυτά τ α πλά να; ρω τάει νευ ριασμένα ο βοηθός σκηνοθέτης. — Μ ας απολύουν, γυρίζει η Ε λ ένη στον Ευγένιο. — Ξαφνικά στεναχω ρέθηκα, κάνει εκείνος. Ό χ ι γ ια το
.345
ογδοντάρι, μα συνήθισα να είμ ασ τε μ α ζ ί, θα μου λείψ εις. — Δεν φεύγω δα μ αζί με το τρένο, γ ε λ ά ε ι η Ε λένη . Έ τ σ ι κι α λ λ ιώ ς , δεν βλεπόμαστε σχεδόν κάθε μέρα; — Δεν είναι το ίδιο... Δεν τον αφήνει ν ’ α ποτελειώ σει τη φράση του. — Το τελ ευ τα ίο μας τα ξίδι λοιπόν, λέει η Ε λ έν η . Σ ηκώ νονται άκεφα κι οι δυο να σταθούν στο παράθυρο.
Το τρένο τη ς φρίκης σκηνή — πλάνο —λήψη Σ τέκ ο μ α ι στο παράθυρο τ η ς κουζίνας. Έ ξ ω πέφτουν πυκνές πυκνές νιφάδες. Η Ν ά ντια κάθετα ι στριμ ω γμένη στο ελκηθράκι τ η ς Δαφνούλας και τη σέρνει ο Σ εριόζα . Φοράει τον γούνινο σκούφο τ η ς με τ ις μακριές τ ρ ίχ ε ς . Δεν τον έ χ ε ι κατεβασμένο βαθιά στο μέτω πο και ξεπετιούντα ι τούφες τούφες τ α μπρούντζινα, σγουρά μ α λ λ ιά τ η ς. Γ ε λ ά νε τόσο δυνατά, που ακούω το γέλ ιο τους μέσα από τα δ ιπ λά τ ζ ά μ ια . Μου γνέφουν, κ ά τ ι λένε, δεν κ α τ α λ α β α ί νω. Β λ έπ ω μόνο τ α χ ε ίλ ια τους να κουνιούνται, οι νιφάδες σ τα μ ά τη σ α ν, η αυλή σκεπάστηκε με αφράτο χιό νι. Ο Αν τρέας ζ ω γ ρ α φ ίζει μ ’ ένα μπαστούνι πάνω στο χιό νι ένα βαπόρι, το « Κ α μ έλια». Μ αμάααα! Κ άνω να τρέξω , α λ λ ά θαρρείς κ αι ρίζωσα μπροστά στο παράθυρο. Μ αμάααα! Δεν μπορώ να δω πού είναι η Δαφνούλα. Β λέπ ω μόνο ένα κόκκινο μ π ο τά κι να περισσεύει κ ά τω α π ’ το χ ιό ν ι, κοντά στον Α ντρέα. Εκείνος ζ ω γ ρ α φ ίζε ι, ζω γρ α φ ίζει, ακούω π ά λ ι τα γ έ λ ια του Σεριόζα και τ η ς Ν ά ντια . Μ α μ ά α α α ... Α νοίγω τ α μ ά τια . Α ντικρίζω τη Δαφνούλα και τη Λ ί ζ α . Τ ι ώρα είναι; Π ώ ς δεν π ή γ ε η Δαφνούλα σχολείο; Οι διακοπές του Π ά σ χα αρχίζουν τ η Δευτέρα. «Σ ήκω , σήκω!» Η Λ ίζ α το λέει. Τα φρύδια τ η ς Δαφνούλας έχουν
346
σμίξει. Γ ίνανε ολόιδια του Α χ ιλ λ έ α . Τρομάζω. Τι έγινε; ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ.
Π αρασκευή, 21 Απριλίου. Τη Δευτέρα θα φ εύγαμε με τη Δαφνούλα τα ξίδι στη Μ όσχα!
μοτέρ στοπ
Π έρα στην πλατφ όρμ α, στο βάθος, περνάει ο Ν τιν τιέ . Η Ε λένη γυ ρ ίζει την π λ ά τη στο παράθυρο, μ ήπω ς τη δει κ αι τη ς γνέψ ει. — Λ ες να ’χ ε ι καλό καιρό το Σ άββατο; ρω τάει τον Ευ γένιο. — Γ ια τί; — Δεν είπ ες να π η γα ίνα μ ε βόλτα;
j
Το τρένο της φρίκης σκηνή — πλάνο — λήψη
Τα χέρ ια του Ευγένιου είναι λ ε π τ ά , με μακριά δ ά χτυ λ α και ροζ οβάλ νύχια . Τα κ ο ιτά ζω , έτσι που τα ’χ ε ι ακουμ πισμένα στο γύρο του παράθυρου. Ή θ ε λ ε να γ ίν ε ι χειρουρ γό ς, δεν πρόλαβε. Κ α νείς από τ η γενιά μας δεν πρόλαβε. Μ ας προλάβαιναν ά λ λ α . Π όλεμος, Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Ό λ ο τ α π α λ ιά θυμόσαστε. Μ ας βαριούνται. Δεν λέμ ε να τ α ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζω ή . Πόσες φορές είπ αμ ε να τη φτιάξουμε από τη ν αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μ ας έλειψε. Π ώ ς το λ έ γ α μ ε , Ε υ γ έν ιε, τό τε το «κάνω έρω τα»; Το ξεχάσ αμ ε. Ί σ ω ς , όμω ς, αυτό το ξεχα σ μ ένο ... Ό χ ι , όχι ο Ν τιν τιέ . Ε ίν α ι τόσο ξένος. Με σένα, είμασ τε το ίδιο. Θα μ ιλ ά ς γ ια τ ις διαγραφές σου,
347
θα σου λέω γ ια τον Α χ ιλ λ έ α , όταν μάζευα τ ις τρ ίχ ε ς από το σαμαροσκούτι του. Μ ετά , γ ια τη ν Τασκένδη, γ ια το κορίτσι με τον πυράκανθο του Ζ α ν-Π ω λ , γ ια τον Ζ α ν-Π ω λ που δεν έγινε μεγάλος ζω γράφ ος, θ α σου γνω ρίσω τον Φράνκο και τ η Λάουρα, που θά ’ρθουν τη ν ά λ λ η βδομάδα να μας δουν, θα τους α γα π ή σ εις. Κ ι όταν η δικτατορία φ ύ γ ε ι... κ α λ ά , όταν τους διώ ξουμε... με σένα, β λ έπ εις, δεν θα με π ειρ ά ζει, γ ια τ ί το ξέρω, μόλις κάνω να γδυθώ, θα φανεί στην π λ ά τη μου, σαν τη σφραγίδα με τον δικέ φαλο αετό που βάζαμε στη β α σ ιλόπιτα , χα ραγμ ένο γ ια π άντα: Η αρραβω νιαστικιά του Α χ ιλ λ έ α . μ ο τέρ σ το π