ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΞΕΞΑΚΗΣ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΉ ΤΟΜΟΣΑ':
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΊΉΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΝ
ΕΝΝΟΙΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Iεκδόσε1ς ENNOIA I Μαυρομιχάλη
52- Τ.Κ. 10680- Αθήνα
(() 2.103640419 - 2.f03G4072.9 Fω 2.f03G4072.9 ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΞΕΞΑΚΗΣ:
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΉ ΤΟΜΟΣ Α': ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΔΟΓΜΑτΙΚΗΝ
'Ρ.κδοσης: 142- Κ.Jl.: 780110 ISCB:JV: 978-960-8320-71-0/ SP/J': 978-960-8320-70-3
}lp.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ: Μπαλιάτσας Δημήτρης
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: Καppάς Χρήστος ΦΩΊΌΣΊΌΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ · ΜΟΝΤΑΖ: Εκδόσεις ΕΝΝΟ/Α
ΕΚΊΎΠΩΣΗ: Κωστόnοvλος Άγγελος, ΊΉΛ.: 210~~>741374 ΕΚΊΎΠΩΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Αφοί Ρόη ΑΕ, ΊΉΛ.: 210-5811189
ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Εκδόσεις ΕΝΝΟ/Α ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Βiflλιοδετzκή Ατιικής, ΤΗΛ.: 210-602527.5
© Copyright: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΑ ll@ώ'tη έκδοση ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
2006
Κάθε yvfισιο αντίτυπο σφραγίζεται από τοv Εκδότη
Απαγορεύεται, με αιωιονδήπστε τρόπο, η μερική ή ολική αναδημοσίεοοη, η αναπαρα
γωγή του έργσu σννολικά ή τμηματικά, η εκμετάλλευση με οποιονδήποτε τρόπο, χωρ~ την έγγραφη άδεια του εκδόιη.
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
........................................................................................................................................... 9 ............................................................................................................................... 11
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΑΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΉ
Ή εννοια τών προλεγομένων είς την Όρθόδοξον Δογματικi]ν
.... 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' ΠΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ
1. Περιεχόμενον της θεολογίας ................................................................................... 22 2. Γνώσις τού περιεχομένου της θείας Άποκαλύψεως ............................ 26 3. Έπιστημονικη καl βιωματικη θεολογία .......................................................... 30 4. Θεολογία καl 'Εκκλησία .............................................................................................. 35
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑτΙΚΗΣ ΚΑΘ' ΟΛΟΙ'
1. Ή έννοια της Δογματικής ............................................................................................ 4-Ο 2. Το περιεχόμενον της Δογματικής ........................................................................ 4-2 3. Ή μέθοδος της Δογματικής ....................................................................................... 4-3 α. Σννθετικη μέθοδος β.Άναλυτικη μέθοδος
........................................................................................................ q.q. ........................................................................................................ 4-5
4. Σχέσις της Δογματικής προς τα λοιπa θεολογικa μαθήματα ...... 4-6 α. Σχέσις της Δογματικής προς τα aλλα μαθήματα τού Συστηματικού κλάδου της θεολογίας
....................................................... 4-6
i. Σχέσις τής Δογματικής προς τiιν Χριστιανικi)ν Ήθικήν ............................. 4-6 ii. Σχέσις τής Δογματικής προς την Άπολογητικήν ........................................... 4-8 ... Σχε'σις 111.
-
-
'
'
'
της Δ ογματικης προς την Συμ β ο λι κην
/1.9 ............................................... .,..
β. Σχέσις της Δογματικής προς τα μαθήματα
τού 'Ερμηνευτικού κλάδου της Θεολογίας
..................................................... 4-9
6
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΊΉΝ ΟΡθΟΔΟΞ\ )'
.. '\
·\!Α11ΚΗΝ'
γ. Σχέσις τής Δογματικής προς τα μαθήματα
-
-
'
-'Ι στορικου κ λ'δ του α ου της Θ ~ εο λ ογιας
.............................................................. 49
δ. Σχέσις τής Δογματικής προς τα μαθήματα τού Πρακτικού κλάδου τής Θεολογίας
............................................................. 50
5. Σχέσις τής Δογματικής προς την Θρησκειολογίαν ................................ 51 6. Σχέσις τής Δογματικής προς την Φιλοσοφίαν ........................................... 52 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛ Υ'ΨΈΩΣ
1. Ή εννοια τής θείας Άποκαλύψεως ...................................................................... 56 2. Μορφαi τής θείας Άποκαλύψεως ..................................................................... 60 α. Φuσικi) η έμμεσος θεία Άποκάλuψις
i.
.................................................................. 61
Ή Άποκάλυψις τού Θεού έν τη δημιουργίι;χ και τη προνοίι;χ τού κόσμου
......................................................................................... 61
ii. Ή Άποκάλυψις τού Θεού είς τον έσω iiνθρωπον .......................................... 63 iii. Ή Άποκάλυψις τού Θεού είς την ίστορίαν τής άνθρωπότητος .............. 66 β. Ύπερφuσικη η &μεσος θεία Άποκάλuψις ....................................................... 70 i. Προπtωτικώς .................................................................................................................... 70 ii. Μεταπtωτικώς ................................................................................................................. 71 iii. Έν 'Ιησού Χριστψ ........................................................................................................ 74
3. Σχέσεις φυσικής καi ύπερφυσικής Άποκαλύψεως ............................... 80 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ' ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛ Υ'ΨΕΩΣ
1. Άγία Γραφi] .............................................................................................................................. 87 α. Κανοον τήςΆγίας Γραφής
.......................................................................................... 87 i. Κανων τής Παλαιάς Διαθήκης ................................................................................. 87 ii.
Κανων τής Καινής Διαθήκης '_Ά,
β . Θεοπνευστια της
.................................................................................. 92
Γ-
........................................................................... 93 ί. 'Έννοια τής θεοπνευσcίας τής Άγίας Γραφής .................................................. 94 γιας
ραφης
ii. Μαρnιρίαι περt τής θεοπνευστίας τής Ά γ(ας Γραφής ................................ 97 iii. Φύσις τής θεοπνευσcίας τής Άγίας Γραφής .................................................... 98 α. Ή μηχαvική
ij ρηματική ij κατά λέξιν ii κατά
περi τής θεοπvεvσrίας τής Ά yίας Γραφής
γράμμα θεωρία
......................................................... 99
β. Ή φυσική θεωρία περί τήςθεοπvευστίαςτήςΑyίαςΓραφής
..................... 100
y. Ή ήθική θεωρία περί τής θεοπvευσrίας τήςΆ yίας Γραφής ........................ 100
ι ιι-:ι'ΙΙ
7
. . \''"" ι'• Η ιΊπερφυσικiι η δυναμικη η καi {wοιαν θεωρία
περi τιjςθεοπνευοτίαςτήςΆγίαςΓραφής ......................................................... 101 iv. 'Έκτασις τής θεοπνευστίας τής Άγίας Γραφής ............................................ 103 γ. Χρήσις τής Άγίας Γραφής ........................................................................................ 108 i. Άνάγνωσις τής Άγίας Γραφής ................................................................................ 108 ίί. 'Ερμηνεία τής Άγίας Γραφής .................................................................................. 112 iii. Μετάφρασις τής Άγίας Γραφής ........................................................................... 115
2. Ίερa Παράδοσις ................................................................................................................. 118 α. 'Έννοια τής 'Ιεράς Παραδόσεως
......................................................................... 118 β. Βιβλικαi και πατερικαi μαρτuρίαι περi τής 'Ιεράς Παραδόσεως ... 120 γ. Γραπτa κείμενα τής 'Ιεράς Παραδόσεως ...................................................... 122 δ. Ό έρμηνευτικος χαρακτijρ τής 'Ιεράς Παραδόσεως ............................. 130 ε. Το ίσόκυρον τής Άγίας Γραφής και τής 'Ιεράς Παραδόσεως ......... 14-3 , χαρακτηρ , της - Ί ερας - παρα δ οσεως , στ. ·ο δ υναμικος .................................. 14-5 ζ. Κριτήρια τijς 'Ιεράς Παραδόσεως ...................................................................... 14-8
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ τΗΣ ΔΟΓΜΑΠΚΗΣ
1. Δογματικαl προϋποθέσεις τού άλαθήτου της 'Εκκλησίας ............. 152 α. Ή 'Εκκλησία ώς σώμα Χριστού
............................................................................ 152 - Χρ ιστ'ος ως ' η· κεφαλ'η της - Έκκλησιας ' ...................................... 15/1. "t" β . '0'1η σους γ. Το &.γιον Πνεύμα ώς ή ψυχη τής 'Εκκλησίας ............................................... 156
2. τροποι , εκφρασεως · , - α'λα θήτου της - Έκκλ:ησιας , .............................. 158 του α. Οίκουμενικη Σύνοδος
................................................................................................. 158 β. Τοπικη Σύνοδος ............................................................................................................... 172 γ. Πατέρες και θεολόγοι τής 'Εκκλησίας ............................................................. 173
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Στ'
ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΩΣ ΤΟ ΑΝτΙΚΕΙΜΕΝΟΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕl.ΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ
l'H" ' γενει ' . εννοια του_.,ορου « δ'ογμα» εν ............................................................... 178 2. Ή εννοια " - δ'ογματος ε'ξ εποψεως ' ' ' θ ο δ ο'ξ ου .................................. 180 του ορ α. 'Ορισμος
β.
............................................................................................................................... 180 Έσωτερικος και έξωτερικος χαρακτi}ρ τού δόγματος ......................... 182
8
I ΙΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΏΙΝ
- του 3 . Βασικα' στοιχεια
_δ,
ογματος
ΟΡΘΟΛU:.
,'
iA11KHN
........................................................ ................ 184
- , , α. αντικειμενικης εποψεως .................................................................................. 184 - επο , 'ψ εως .................................................................................... 185 β . 'Εξ.υποκειμενικης 'Εξ,
4. Περ\. θεολογουμένου ......................................................................................................
187
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' Η ΠΙΣΓΙΣ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟΝ ΠΡΟΣΟΙΚΕΙΩΣΕΩΣ
ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΗΘΕΙΩΝ
1. Πίστις - όρθος λόγος ................................................................................................... 192 2. Πίστις - όρθος τρόπος ζωής ................................................................................. 196 ' ικανωσις ' ' ' τη- 'Εκκλησιςχ. ' ................................................... 198 3 .... - Π'ιστις εν Θ εια
ΕΠΙΜΕΊ'ΡΟΝ
1. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ......................................................................................................................... 204 α'. Πηγαί β'.
.................................................................................................................................... 204 Βοηθήματα ......................................................................................................................... 210
2. ΕΥΡΕΤΉΡΙΟΝ ΟΡΩΝ ............................................................................................................ 230
3. ΕΥΡΕΊΉΡΙΟΝ ΚΥΡΙΩΝ 0ΝΟΜΑΤΩΝ ......................................................................... 23.'5
ΙΙΡΟΛΟΓΟΣ Ό πανάγαθος Θεος άποκαλύπτεται είς τΟν άνθρωπον χρησιμοποιών την φυσικην και ύπερφυσικην λεγομένην Άποκάλυψιν, δεδομένου δτι μό νον αύτοαποκαλυπτόμενος δύναται να γνωσθfi, κατα το έφικτόν' ύπο τσU άνθρώπου. Ή προσέγγισις, μελέτη, και γνώσις τού περιεχομένου τής θείας Άποκαλύψεως, τών δογματικών θείων άληθειών, πρέπει να άποτελοϋν βα σικον μέλημα τού άνθρώπου, ό όποίος έπιθυμεί και ποθεί την μετα τού Τρι αδικού Θεού μετοχην και κοινωνίαν.
Προς τούτο είναι άπαραίτητος, μεταξiι άλλων, ή τήρησις βασικής προϋ ποθέσεως, δτι δηλαδi} ό aνθρωπος κινούμενος προς γνώσιν τού Θεού, έπι
βάλλεται να έχη ύπ' όψει αύτού δτι αύτη είναι «γνώσις έν άγνωσίq.», δτι έχει δρια. Δεν έπιτρέπεται άπολυτοποίησις ούτε τού δυνατού τής γνώσεως
τού Θεού, ούτε τού άδυνάτου τής γνώσεως Αύτοϋ, καθ' δσον ό Θεος είναι ταυτοχρόνως άφ' ένος μεν γνωσι;ός, καταληπτός, μεθεκτος και προσιτος
κατα την θείαν ένέργειαν, άφ' έτέρου δε aγνωσtος, άκατάληπτος, άμέθε κτος και άπρόσιτος κατα την θείαν ούσίαν, βάσει τής διδασκαλίας τής 'Ορ
θοδόξου Καθολικής Έκκλησίας. Έπίσης δέον να έπισημανθfi δτι ό πισι;ος όφείλει να βιώση την γνώσιν τών ύπο τού Τριαδικού Θεού άποκεκαλυμμέ
νων δογματικών θείων άληθειών, ώσι;ε ή ζωi} αύτοϋ να άποτελfi έμπειρίαν και έκφρασιν τής θείας πραγματικότητος. Έν
tfi
περιπτώσει ταύτη ή Θεο
λογία είναι όντως Θεολογία, δεδομένου δτι «Περι Θεού τι λέγειν και Θεψ σuντυγχάνειν ούχι ταύτόν», ώς εύσι;όχως παρατηρεί ό &.γιος Γρηγόριος ό Παλαμάς.
Άναμφιβόλως ό χώρος, έντος τού όποίου ό άνθρωπος δύναται, μετ' ά
σφαλείας, να καταστfi γνώστης τών θείων άληθειών και κοινωνος τής θείας
πραγματικότητος, ήτοι τού Τρισυποσι;άτου Θεού, είναι ή 'Ορθόδοξος Έκ κλησία, ό αύθεντικος έρμηνευτi}ς τής Άγίας Γραφής και τής 'Ιεράς Παραδό σεως και ή κιβωτος τής σωτηρίας. Τοιουτοτρόπως ό άνθρωπος, βιών έντος
τής 'Εκκλησίας, δια τής άπαραχαράκτου αύτοϋ πίσtεως και τού όρθού τρό
που ζωής, ώς και δια τής θείας ένισχύσεως, θa όδεύη προς την θέωσιν και την σωτηρίαν. 'Εν Άθήναις
tfi
12η Μαρτίου
2006
Κυριακfι τής 'Ορθοδοξίας
Νικόλαος Γ. Ξεξάκης
Tft
τροφφ Θεολογικft Σχολft Χάλκης
εύγνωμόνως άφιερούται.
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΑΙ
Balfour
Συμεrον Θεσσαλονίκης, Έπιστολη Δογματικη προς Κρήτά τινα ήτοι κατa Λατίνων, έν 'Έργα Θεολογικά, κριτικη έκδοσις μετ' είσαγωγής
ύπο D.
Balfour [Άνάλεκτα Βλατάδων 34], Θεσ σαλονίκη 1981, σσ. 195-219.
Bardy ΒΕΠΕΣ
Theophile d' Antioche, Trois livres a Autolycus, par G. Bardy, J. Sender, SC 20, Paήs 1948. Βιβλιοθήκη 'Ελλήνων Πατέρων καl 'Εκκλησια στικών Συγγραφέων, έκδ. «Άποστολικής Δια κονίας της 'Εκκλησίας της Έλλάδος», Άθηναι
1955 ΓΠΣ
κ. έξ.
Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, τ. Α'-Ε',
Θεσσαλονίκη
1962-1992
(έπιμελείι;χ Π. Χρή
στου).
Camelot
Athanase d' Alexandήe, Discours contre les paϊens, par Ρ. Th. Camelot, SC 18bis, Paris 1977.
Camelot
Ignace d' Antioche- Polycarpe de Smyme, Lettres, Mantyre de Polycarpe, par Ρ. Camelot, SC 10, Paris 2 1951.
Caster
Clement d' Alexandήe, Les Stromates Ι. Introduction de Cl. Mondesert-Traduction et notes de Μ. Caster, SC 30, Paήs 1951.
C.I.C.
Codex Juris Canonici, autoritate Joannis Pauli ΡΡ. 11 promulgatus, Kevelaer 2 1984.
Courtonne
Saint Basile Lettres. Texte etabli et traduit par Υ. Courtonne. Edition "Les Belles Lettres", τ. 1-3, Paris 1957, 1961, 1966.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ
12
'f'H:\1 ΟΡθΟΔΟΞΟΝ ΛΟΓΜΑΊΊΚΗΝ
Cιυuzel
Gregoire le Thaumaturge, Remerciement a Origene. - La 1ettre d' Origene a Gregoire, par Η. Crouzel, SC 148, Paήs 1969.
Danίelou
Gregoire de Nysse, Vie de Moϊse, par J. Danielou, SC 1, Paris 3 1968.
Danίelou
Jean Chrysostome, Sur Ι' incomprehensibilite de Dieu, par J. Danielou, Α. - Μ. Malingrey, R. Flaceliere, SC 28bis, Paris 1970.
Darrouzes
Symeon le Nouveau Theologien. Traites theologiques et ethiques, par J. Daπouzes, τ. 1, SC 122, Paήs 1966.
Donough-Alexander
Gregoήi
Nysseni, In inscriptiones Psalmorum in sextum Psalmum, ίη Ecclesiasten Homilien, ediderunt J. Donough, Ρ. Alexander, W. Jaeger, GNO, vol. V, Leiden 1962.
ΕΕΘΣΠΑ
Έπιστημονικη Έπετηρlς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Άθηνών, Άθήναι
ΕΕΘΣΠΘ
1924 κ.
έξ.
Έπιστημονικη Έπετηρlς Θεολογικης Σχολης Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη
1953 ΕΠΕΘΧ
κ. έξ.
Έπιστημονικη Παρουσία 'Εστίας Θεολόγων
Χάλκης, έν Άθήναις
1987
κ. έξ.
Gallay
Gregoire de Nazianze discours 27-31 (Discours Theologiques), par Ρ. Gallay, SC 250, Paήs 1978.
GCS
Die griechische chήstliche Schή:ftsteller der ersten drei Jahrhunderte, hrsg. von der Κirchenvater Commission der Preussischen Akademie der Wissenschaften, Leipzig (Berlin) 1897 κ. έξ.
GNO
Gregoήi
κ. έξ.
Nysseni Opera, W. Jaeger, Leiden 1960
ΒJ>Λ\\1
13
I' \•1•1 \I
Holl
Epiphanius (Ancoratus und Panarion) hrsg. von Κ. Holl, GCS 25, 31, 37, Leipzig 1915, 1922, 1933.
Hδrner
Gregorii Nysseni, Sermones de creatione hominis, Sermo paradiso, edidit Η. Horner, έν W. Jaeger, GNO, Supplementum, Leiden 1972.
Jaeger,
Π
Gregorii Nysseni, Contra Eunomium, edidit W. Jaeger, έν W. Jaeger, GNO, vol. ΙΙ, Leiden 1960.
Jaubert
Clement de Rome, Epitre aux Coήnthiens, par Α. Jaubert, SC 167, Paήs 1971.
Klostermann
Origenes MatthauserkHίrung, hrsg. (unter Mitwirkung von Ε. Benz) von Ε. Κlostermann, GCS 40, Leipzig 1935.
Klostermann
Eusebius Werke, Gegen Marcell, ϋber die kirchliche Theologie, Die Fragmente Marcells, hrsg. von Ε. Klostermann, GCS, Eusebius, τ. 4, Leipzig 1906.
Koetschau
Oήgenes
Werke, Bd. 2, Buch V-VIII gegen Celsus, Die Schrift vom Gebet, hrsg. von Ρ. Koetschau, GCS, Leipzig 1899.
Kotter
Schriften des Johannes von Damaskos, hrsg. vom Byzantinischen Institut der Abtei Bayern, τ. Ι, ΠΙ, (besorgt von Β. Kotter), Berlin 1973.
Kraemer Κ
Vatikanum Π: Κ. Κraemer, Vatikanum Π. Vollstandige Ausgabe der Konzilsbeschlίisse, όsna brίick 1966.
Krίvocheine
Symeon le Nouveau Theologien, Catecheses, par Β. Κrivocheine, J. Paramelle. Tome Π. Catecheses 6-22, SC 104, Paris 1964.
Mansί
J. - D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, τ. 1-53, Graz 1960-1962 (άνατύπωσις).
ΠΡΟΛΕΓωfΕΜ ΕΙΣ ~ ΟΡθΟΛUΞΟ:\ ΔΟΓΜΑΠΚΗΝ
Ι+
Maπvu
Α. 2
Diognete, par Η. I. 1965.
Maπou,
SC 33bis,
Paήs
Mossaγ
Gregoire de Nazianze discours 20-23, par J. Mossay avec la collaboration de G. Lafontaine, SC 270, Paήs 1980.
Musurίllo
Gregoήi
Nysseni, De vita Moysis, edidit Η. Musuήllo, έν W. Jaeger, Η. Langerbeck, GNO, vol. VII, 1, Leiden 1964.
MyS
Mysteήum
Salutis. Grundήss heilsgeschichtlicher Dogmatik (hrsg. von J. Feiner und Μ. Lδhrer), Einsiedeln-Zίiήch- Kδln, τ. 1 ( 1965), τ. 2 (1967), τ. 31 (1970), τ. 32 (1969), τ. 4 1 (1972), τ.5(1976).
PG
J. -
Ρ.
Seήes
Migne, Patrologiae cursus completus, Graeca, τ. 1-161, Paήsiis 1857-1866.
PL
J. - Ρ. Migne, Patrologiae cursus completus, Sefies Latina, τ. 1-221, Paήsiis 1844-1855.
Pι·igent-Kraft
Epitre de Bamabe, par Ρ. Pήgent - Α. Κraft, SC 172, Paris 1971.
Proces- Veι·baux
Proces-Verbaux du premier Congres de Theologie Orthodoxe a Athenes 29 Novembre-6 Decembre 1936, Publies par Η. S. Alivisatos, Athenes 1939.
Pι·uche
Basile de Cesaree, Traite du Saint-Espήt, par Β. Pruche, SC 17bis, Paris 1968.
RGG
Die Religion in Geschichte und Gegenwart, Tίibingen 3 1957-1965.
Salavίlle
Nicolas Cavasilas, Explication de 1a divine Liturgie, par S. Salaville, R. Bornert, J. Gouillard, Ρ. Perichon, SC 4bis, Paris 2 1967.
sc
Sources Chretiennes. Collection dirigee par de Lubac et J. Danie1ou, Paris 1942 κ. έξ.
Η.
I :1'
Ι\\ Ι
15
I \• .,. "
SM
Sacraιηentum
Σzινοδικι)ς Τόμος
Σννοδικος τόμος, γεγραμμένος έπι ταίς έξε
(1341)
λεγξάσαις και άποβαλομέναις την τού Βαρ
Mundi. Theologisches Lexikon ffir die Praxis, τ. 1-4, Freiburg im Br. 19671969.
λαaμ και Άκινδύνου δυσσέβειαν μεγάλαις
Σννόδοις, έν αίς ούχι ή 'Εκκλησία μόνον, άλ λα και ή σύγκλητος και οί καθολικοl παρήσαν τών 'Ρωμαίων κριταί, προκαθημένου καl τού
θειοτάτου βασιλέως, εως ού περιήν (1341), Ίω. Καρμίρη, ΔΣΜ, τ.
1, σσ. 354-366.
Συνοδικός Τόμnς
Σννοδικbς τόμος, έπικυρών τον έπ' έλέγχφ και
(1347)
καταδίκη τών τού Βαρλαaμ και Άκινδύνου δογμάτων πρότερον τόμον, και σUν Άκινδύνφ
πάλιν
(1347), Ίω. Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. 1, σσ. 366
-374. Συvοδικός Τόμnς
Τόμος συνοδικός, έκτεθεις παρα τής θείας
(1351)
και ίεράς Συνόδου, τής συγκροτηθείσης κατa
τών φρονούντων τα Βαρλαάμ τε καl Άκινδύ νου, έπι τής βασιλείας τών εύσεβών και όρθο δόξων βασιλέων ήμών Καντακουζηνού και Παλαιολόγου σσ.
(1351), Ίω. Καρμίρη, ΔΣΜ, τ. 1,
374-407.
ThGI
Theologie und Glaube, Padenbom 1909 κ.
Thomson
Athanasius, Contra Gentes and De Incarnatione, edited and translated by R. W. Thomson, Oxford 1971.
ΘΗΕ
θρησκευτικfι και Ήθικfι Έγκυκλοπαιδεία, έκδ. Άθ. Μαρτίνου, τόμοι
Τόμος .'4 γάπης
Τόμος Άγάπης,
έξ.
12, Άθήναι 1962-1968.
Vatican-Phanar (1958-1970), Rome-lstanbul 1971.
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτε
και τής θεότητος ι'iξιος; τaς έντολας φύλασσε·
διι'ι τών προσταγμάτων Οδευσον· πράξις γaρ έπίβασις θεωρίας» [Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγ. Κ',
82''
(ΒΕΠΕΣ
59, 147''-")].
12, SC 270,
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣ ΤΗΝ 0ΡΘΟΔΟΞΟΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΝ
τ
α Προλεγόμενα είς τfιν Όρθόδοξον Δογματικην είσάγονν είς το καθ' δλου περιεχόμενον αύtής και συμβάλλονν είς την κα λυτέραν καl εύχερεστέραν κατανόησιν αύtfjς. Ταmα έχουν
χαρακτήρα δογματικον καl εΙναι δννατον να νοηθούν και ύπάρξονν μόνον ώς άναποσπάστως μετ' αύτης συνδεόμενα.
Ένψ ό δρος «Προλεγόμενα» εΙναι ό έπικρατήσας είς το μάθημα τής Δογματικής άντι τοϋ όρου «Είσαγωγικά», ό όποίος άπαντ(Χ είς τα λοιπα μαθήματα, δf:ν έχει δμως παγιωθfj και καθορισθfj το περιεχό
μενον αύtού, ίδίι;χ μεταξu τών δυτικών δογματικών θεολόγων·. Είς την παρούσαν μελέτην το περιεχόμενον τών Προλεγομένων συνίσταται έξ ώρισμένων θεολογικών έννοιών, αί όποίαι άποτελούν
θεμελιώδεις και βασικaς άρχaς τής 'Ορθοδόξου Δογματικής Θεολο
γίας καl αί όποίαι εΙναι άπαραίτητοι διa την συστηματικην μελέτην, έμβάθυνσιν, άποδοχην καl έκθεσιν τών δογματικών άληθειών. Τοι
ουτοτρόπως τα Προλεγόμενα είσάγονν είς το ·Περιεχόμενον τής Δο γματικής, ή όποία άποτελεί σuστηματικfιν διαπραγμάτευσιν τής ύπο τού Τριαδικού Θεού άποκεκαλυμμένης άληθείας. Την άλήθειαν ταύ
την εΙναι δννατον να γνωρίσωμεν μόνον ύπο τού Θεού. Μόνον ό Θε ός, ώς ή άλήθεια, δύναται να δώση την άλήθειαν, να καταστήση γνω
στiιν τfιν άλήθειαν, να άποκαλύψη την άλήθειαν. Ύπο την έποψιν ταύ την τίθενται ώρισμένα έρωτήματα: Τίνι τρόπφ άποκαλύπτεται ή θεία
άλήθεια; Πού δννάμεθα να εϋρωμεν την άλήθειαν; Ποίος εΙναι ό χώρος, έντος τού όποίου έμπεριέχεται ή άλήθεια; Ποίος εΙναι ό έγ γuητfις τής άποκεκαλυμμένης άληθείας, ό άλάθητος έρμηνεuς τής Άγί
ας Γραφής και τής 'Ιεράς Παραδόσεως; Τίνι τρόπψ προσοικειούται ό aνθρωπος την άλήθειαν; Έκ τών έρωτημάτων τούτων άναδύονται,
* Πρβλ. Κ ΒΑRΊΉ, Die kirchliche Dogmatik,
Ι, 1, Die Lehre vom Wort Gottes, Prolegomena zur kirchlichen Dogmatik, Zollίkon-Ziirich '1955. Είς την σ. 41 σημειούtαι δτι τα Προλεγό μενα νοούνται μόνον ώς τμήμα τής Δογματικής. Ένφ ό G. EBELING, Dogmatik des christlichen Glaubens I, Tίibingen 1979, θεωρεί ώς περιεχόμενον τών Προλεγομένων το εργον, τaς πηγάς, την μέθοδον και την δομijν τής Δογματικής.
11
1~\.\< Η\ ΊU\
I 11'<) \1·:1 ·ι )\!Ι·ΛΩ:'\
ΕΙΣ τι ΙΝ ΟI'ΗΟΛΟΞΟ\ ΔΟΙ':\·ΙΛΊlΚΗ\
19
ώς είναι σαφές, θεμελιώδεις θεολογικαι εννοιαιτής 'Ορθοδόξου Δο γματικής, ώς έπl παραδείγματι περl θείας Άποκαλύψεως, ώς τής πη γής τijς Δογματικής, περl τών φορέων τijς θείας Άποκαλύψεως, ήτοι
περl τής Ά γίας Γραφής και τής Ίεράς Παραδόσεως, περι τού άλαθή του τής 'Εκκλησίας, ώς δρου τού εργου τής Δογματικής, περl δόγμα τος, ώς τού άντικειμένου διαπραγματεύσεως τής Δογματικής, περl πί
στεως, ώς τού όργάνου προσοικειώσεως ύπο τού άνθρώπου τών δο γματικών θείων άληθειών. τα θέματα ταύτα θα άποτελέσουν το πε ριεχόμενον και κατ' άκολουθίαν το άντικείμενον εξετάσεως και Ε:ρεύ
νης τών Προλεγομένων είς την Όρθόδοξον Δογματικήν. 'Εκ τών μνημονευθέντων καθίσtαται σαφές δτι iiνευ τών Προλε
γομένων εlναι δυσχερης ή κατανόησις τού περιεχομένου τijς Δογμα τικής, συνεπώς ταύτα άνήκονν όργανικώς είς τον χώρον αύτfjς. Ή δια
πραγμάτευσις λοιπον τών Προλεγομένων είς τΥιν Όρθόδοξον Δο γματικην τυγχάνει άναγκαία διiχ την εύχερεστέραν, πληρεσtέραν και άσφαλεσtέραν κατανόησιν και προσοικείωσιν τών ύπο τού Τριαδι κσu Θεού άποκεκαλυμμένων δογματικών θείων άληθειών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α~ []ΕΡΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ
1. Περιεχόμενον τής θεολογίας' Το περιεχόμενον τijς θεολογίας έν τfί χριστιανικfί γραμματεία εΙ
ναι ή περι τού Θεού διδασκαλία, είδικώτερον δε τριαδικόν, τριαδο κεντρικόν, συμφώνως προς τσuς λόγους τού ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου, ό όποίος, άποστέλλων τσuς μαθητaς Αύτού προς εύαγγελι σμον τού κόσμου και συνοψίζων την δλην διδασκαλίαν είς τfιν θεαρ χικfιν Τριάδα, παραγγέλλει: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αύτοiις είς το όνομα τού Πατρος και τού Υίού και 2
τού Άγίου Πνεύματος» • Το φώς τijς θεολογίας, άπλετον είς τον χώρον τijς Καινής Διαθήκης, δεν έλλείπει καl έκ τού χώρου τijς Πα
λαιάς Διαθήκης, &ν και άπαντ(i κατa τρόπον συνεσκιασμένον. Ού τως ό Μ. Βασίλειος άναφερόμενος είς το χωρίον τijς Γενέσεως: «Ποι 3
ήσωμεν aνθρωπον» , σημειοί: «έν τοίς κατόπιν, ώσπερ δια θυρίδων 4
τινών τού τijς θεολογίας φωτος διαλάμποντος» •
1. Ό δρος «θεολογία>> έγνώρισεν άπ' άρχής διαφόρους σημασίας, αί όποϊαι ποικίλλουν άνα λόγως τού περιβάλλοντος, έντος τού όποίου χρησιμοποιούνται, ώς π. χ. είς τi)ν θύραθεν η riιν χριστιανικfιν γραμματείαν. Περl τού όρου τούτου βλέπε Κ. ΣΚΟΥΊΈΡΗ, Ή έ'νvοια τών δρων <<θεολογία>> <<θεολογείν» <<θεολόγος>> έν τfί διδασκαλί(l τών 'Ελλήνων Πατέρων καί έκκλησιασrικών συγγραφέων μέχρι καί τών Καππαδοκώv, Άθήναι
1972, ενθα και ή σχε
τικiι βιβλίογραφία.
2. Ματθ. 28, 19. Πρβλ. Μ. ΑθΑΝΆΣΙΟΥ, Πρός Σεραπίωvα Α', 28, ΒΕΠΕΣ 33, 1162 '-27 (PG 26, 596C): «Καi ότι αύτη ή πίστις τής 'Εκκλησίας έστί, μαθέτωσαν πώς ό μέν Κύριος άπο στέλλων τοiις άποστόλους παρήγγειλε τούτον θεμέλιον τιθέναι τfι Έκκλησίι;ι λέγων- "Πο
ρευθέντες μαθητεύσατε πάντα τa εθνη βαπτίζοντες αύtοuς είς το ονομα τού Πατρος καl τού Υίού καί τού Άγίου Πνεύματος". Οί δέ άπόστολοι πορευθέντες, ούτως έδίδαξαν· καl τοϋτό έστιν είς πάσαν την ύπ' ούρανΟν 'Εκκλησίαν το κήρυγμα>>.
3. Γεν. l, 26. 4. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕίςτήνΈξαήμερον Θ', 6, SC 26 bίs, 514 (ΒΕΠΕΣ 51, 270"·' 2). Άναλmικώ τερον άναφερόμενος ό ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ είς το «ΠΟιήσωμεν», παρατηρεί: «Ποιήσωμεν
ι'iνθρωπον; rνα νοήσπς <ϊσην> τiιν δεσποτείαν, ινα μη τον πατέρα έπιγινώσκων τον υίον άπογνφς, ίνα είδfις δτι πατfιρ έποίησε δι' υίοϋ καί υίός εκτισε τφ πατρώφ θελήματι, και
δοξάσπς έν υίφ τόν υίον έν πατρl [άγίφ]» (Περl τής ταϋ άνθρώπου γενέσεως καί είς τό καi είκόνα καί καθ' όμο{ωσιν, Λόγ. Α', HόRNER, σ.
6 14-74• PG 44, 260C).
Ι ΙΙ·ΤΙ
HI·:0.\\111
\~
1.\
23
11·:\Ι·:Ι
Ή τριαδικη αυτη θεώρησις του περιεχομένου τής θεολογίας άπα ντ<). κατa τρόπον άμυδρότερον είς τοiJς άπολογητaς και έμφανέστε
ρον είς τοiJς μεταγενεστέρους Πατέρας καi έκκλησιαστικσUς συγγρα
φείς. Οί άπολογηταί, άντικρούοντες καi άνασκευάζοντες το περιεχό μενον του δρου της έθνικης θρησκείας, τουτέστι την θεογονίαν και τaς λοιπaς σχετικaς δοξασίας, διετύπουν την χριστιανικην διδασκα λίαν ύπο την έποψιν κυρίως τής μονοθείας, καίτοι δεν παρεγνώριζον
την περΊ. Τριαδικού θεού διδασκαλίαν. Ο'iJτως ό άπολογητης Τατιανος σημειοί: «Ού γaρ μωραίνομεν, άν δρες 'Έλληνες, ούδε λήρους άπαγγέλλομεν, θεον έν άνθρώπου μορ φfi γεγονέναι καταγγέλλοντες» 5 • Ό δε άπολογητης Άθηναγόρας πα
ρατηρεί: «Τίς
oiJv
ούκ δ.ν άπορήσαι τοiJς άγοντας θεον πατέρα καi
υίον θεον και πνεύμα άγιον, δεικνύντας αύτών και την έν τfi ένώσει δύναμιν και την έν τfi τάξει διαίρεσιν, άκούσας άθέους καλουμένους; και ούδ' έπι τούτοις το θεολογικbν ήμών ίσταται μέρος, άλλα καi πλήθος άγγέλων και λειτουργών φαμεν σί)ς ό ποιητfις και δημιουργος
κόσμου θεος διa τού παρ' αύτοϋ λόγου διένειμε καi διέταξε περί τε ' -τ ' ' ' ' ' ' , ''' ,_ τα στοιχεια ειναι και τους ουρανους και τον κοσμον και τα εν αυτφ
καi την τούτων εύταξίαν» • Το θεολογικον λοιπον μέρος άναφέρεται,
6
κατa τον άπολογητfιν Άθηναγόραν, κατa πρώτον καi κύριον λόγον είς την άγίαν Τριάδα, έπεκτείνεται δμως καi είς τaς προς τον κόσμον θείας ένεργείας, είς την ύπο τού Θεού δημιουργίαν τού άοράτου καi 7
όρατοϋ κόσμου καi τών έν αύτψ •
Ό Μ. Άθανάσιος, έπισημαίνων το πλήρωμα τής θεολογίας έν τφ Τριαδικψ θεψ, σημειοί:
«...
έν Τριάδι ή θεολογία τελεία έστί, καi
αϋτη ή άληθi)ς και μόνη θεοσέβειά έστι, και τοϋτό έστι το καλbν καi ή
άλήθεια· έδει τούτο οmως άεi εΙναι, ίνα μη το καλbν και ή άλήθεια έπι γένηται, και έκ προσθήκης συνίσταται το της θεολογίας πλήρωμα» 8 •
5. ΤΑΠΑΝΟΥ, Πρός vΕλληvας 21, ΒΕΠΕΣ 4, 256 1..10 (PG 6, 852C). 6. ΑθΗΝΑΓΟΡΟΥ, Πρεσβεία περi. χριοτιανών 10, ΒΕΠΕΣ 4, 288"'·36 (PG 6, 9098). 7. Δέον νa σημειωθii, δτι οί άπολογηταt «δέν παρουσίασαν πλήρες θεολογικον
σύστημα,
διότι ένδιεφέρθησαν δι' δσα στοιχεία ήτο εϋλογον δτι eα έγίνοντο άποδεκτα άπό τοVς συνομιλητaς των, τα στοιχεία έκείνα τα όποία σήμερον θεωροϋμεν ώς περιεχόμενον τής λεγομένης φυσικής θεολογίας>> [Π. ΧΡΗΣΊ"ΟΥ, Θεολογία, ΘΗΕ,
6, (1965) 256].
8. Μ. ΑΘΑΝΑΣIΟΥ, Κατa Αρειαvώv, Λόγ. Α', 18 ΒΕΠΕΣ 30, 138"10 (PG 26, 49Α).
24
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ/\
Ό Γρηγόριος ό Θεολόγος, τονίζων την Τριάδα έν μονάδι και την μο νάδα έν Τριάδι, έν τη έρμηνείςt τού άγιογραφικού χωρίου «fιν το φώς το άληθινόν» , παρατηρεί: «τΗν το φώς το άληθινόν, δ φωτίζει πάντα 9
άνθρωπον έρχόμενον είς τον κόσμον, ό Πατήρ. ΤΗν το φώς το άλη θινόν, δ φωτίζει πάντα άνθρωπον έρχόμενον είς τον κόσμον, ό Υίός. ΤΗν το φώς το άληθινόν, δ φωτίζει πάντα άνθρωπον έρχόμενον είς τΟν
κόσμον, ό άλλος Παράκλητος. ΤΗν, και ήν, και ήν· άλλ' εν ήν. Φώς, και φώς, και φώς άλλ' εν φώς, είς Θεός. ΤσίΎτό έστιν δ και ό Δαβίδ πρότερον έφαντάσθη λέγων "έν τφ φωτί σου όψόμεθα φώς" • Και νύν 10
ήμε'ίς και τεθεάμεθα καl κηρύσσομεν, έκ φωτος τού Πατρός, φώς κα
ταλαμβάνοντες τον Υίόν, έν φωτι τφ Πνεύματι, σύντομον και άπέριτ τον τής Τριάδος θεολογίαν» • την θεολογίαν άκριβώς αύτην έκφρά 11
ζει και ό τρισάγιος άγγελικος ύμνος, ώς παρατηρεί λίαν παραστατι κώς ό Έπιφάνιος Σαλαμϊνος: «Σεμνοι δ' άγγελοι έν ούρανφ τον έπι νίκιον ϋμνον ςiδουσιν, σUν Σεραφιμ και Χερουβιμ την τριάδα όμοδό ξως καl όμοστοίχως και όμοουσίως δοξάζοντες και λέγοντες το "ά γιος άγιος άγιος", τρείς φωνaς άποτελούντες, έν ένότητι δε λέγοντες
και ού πολυωνύμως. Ού γaρ λέγουσιν άγιος τέταρτον, ίνα μη προσθώ σί τι τfl τής τριάδος όνομασί<;Χ· ού λέγουσι δις το άγιος, ίνα μη έλλιπης
εϊη ή δόξα της τελειότητος, άλλα τρίς, ίνα Πατέρα και Υίον και Άγιον Πνεύμα έν τη αύτfl τιμή άγιάσωσι, και ού λέγουσιν άγιος και ήμιά γ~ς, άλλ' Lσως λέγουσι το άγιος, μι<) φωνfl και ένι λόγφ και μι(i τελειό τητι τριάδα δοξάζοντες όμού έν ένότητι και ένότητα έν τριάδι» ιz. Ή θεολογία, τής όποίας κέντρον άποτελε'ί ή άγία Τριάς, φανερού ται έν 'Ιησού Χριστφ, διακρινομένης τοιουτοτρόπως τής καθ' έαυτην 1
θεολογίας έκ τής θείας Οίκονομίας \ χωρlς νa σημαίνη τούτο, δτι
9. Ίω. l, 9. 10. Ψαλμ. 35, 10. 11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ,
Λόγ. ΛΑ',
SC 250, 280"-22 (ΒΕΠΕΣ 59, 2682"10). 12. ΕmΦΑΝΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ, .'4. yκυρωτός 26, GCS 1, 3421 "30 (ΒΕΠΕΣ 7429 75"). 13. Πρβλ. ΓΡΗΙΌΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΗ', 8, ΒΕΠΕΣ 60, 67'"5 (PG 36, 320Β): «Μfι θεολο γία το προκείμενον ήμϊν,
6JJ..' οίκονομία.
Θεού δε δταν εϊπω, λέγω Πατρος καί Υίού καl
Ά γ ίου Πνεύματος>>. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ά vατρεπτικδς τσύ άπολοyητικσύ τσύ δυσσεβσύς Εύ vομίου,
PG 29,
577Α. Κ ΣκοΥΊΈΡΗ, UEwoιa δρωv, σ.
160:
<<Κέντρον τής οίκονομίας
είναι ό ένανθρωπήσας ΥίΟς καί Λόγος τού Θεού, τής θεολογίας είναι ή τρισμακαρία καί θεαρχικη Τριaς>>.
2.5 ύπάρχουν δύο πραγματικότητες άνεξάρτητοι άλλήλων. Ή aρρηκτος
σχέσις τής θείας Οίκονομίας προς την καθ' έαmην θεολογίαν είναι προφανής, δεδομένου δτι πάσα ένέργεια τού ένος θείου προσώπου,
άναφερομένη προς τον κόσμον, είναι κοινη της δλης μακαρίας Τριά δος, και των τριων θείων ύποστάσεων. Οuτως «ό μονογενης Υίος ό &ν είς τον κόλπον τού Πατρος έκε'Lνος έξηγήσατο»
14
τa είς τον Θεόν, τον
Τριαδικον Θεον άναφερόμενα. «Αύτόθεν πως την άγίαν και μακα
ρίαν και μυστικην τριάδα πατρος και υίού και άγίου πνεύματος είς σωτήριον έλπίδα διa της έν Χριστq) άναγεννήσεως ή τού Θεού έκ
κλησία παραλαβούσα φυλάττει. και τοϋτ' fιν το εύαγγέλιον, δ μη θε μιτΌν είναι μετατίθεσθαι είς έτερον εύαγγέλιον» 15 • Διa της ένανθρω πήσεως της δεmέρας ύποστάσεως της άγίας Τριάδος, τού Θεού Λό γου, άποκαλύπτεται πάσα ή Τριάς. Ό σαρκωθεις Υίος διδάσκει και γνωστοποιετ είς τσUς άνθρώπους, κατa το μέτρον πάντοτε τού δυνα
τού της δεκτικότητας τού άνθρώπου, την άλήθειαν, έπισημαίνων την σπουδαιότητα και των τριων θείων προσώπων είς το έργον της προ σεγγίσεως και οίκειώσεως της άληθείας αύτης και κατ' άκολουθίαν τfίς λmρώσεως και σωτηρίας τού άνθρωπίνου γένους.
Το περιεχόμενον λοιπον τfίς θεολογίας είναι κυρίως τριαδικον
16
και χριστολογικόν, άναφερόμενον δηλαδη είς τfιν άγίαν Τριάδα και
την θείαν Οίκονομίαν, κατa την όποίαν άποκαλύπτεται και δρι): ή δλη έν 'Ιησού Χριστψ θεαρχικη Τριάς • Περιεχόμενον της θεολογίας
17
είναι έν τελικfί άναλύσει το περιεχόμενον της ύπερφυσικfίς θείαςΆπο καλύψεως.
14. Ίω. 1, 18. 15. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Tώvκam ΜαρκέΛλου, Λ&γ. Α', 1, GCS 14,324-28 (ΒΕΠΕΣ 29, 13'0-14). Πρβλ. αύτόθι, σσ. 3 9 -ιs (PG 24, 716Β): <
την πατρικfιν ίiπασιν άνθρώποις εύαγγελίσασθαι χάριν, έπειδηπερ ό νόμος διQ. Μωσέως έδόθη, διa δε μόνου 'Ιησού Χριστού, ώς διa μονογενούς υίού [Ιησού], ή χάρις καt ή άλή θεια έγένετο>>. Κ. ΣΚΟΥΓΕΡΗ, ·Εwοια δρωv, σ.
127.
16. «Ή θεολογία είναι γνώσις τού έν Τριάδι Θεού έπιτελουμένη ώς άγιασμός τοϋ άνθρώ που» (Κ. ΠΑΠΑΠΕΓΡΟΥ, Σκέψεις περί θεολογίας, σ.
17.
Βλ. Ν. ΞΕΞΑΚΗ,Δοyμ. δψεις, σσ.
134-164.
270).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ/\
26
2.
Γνώσις τού περιεχομένου της θείας Άποκαλύψεως
Τίνι τρόπφ δύναται ό &.νθρωπος νa προσεγγίση τον &πειρον ώκε ανον τής άληθείας, να άναβfί είς το δυσπρόσιτον δρος τής θεολο γίας18 και να γνωρίση το περιεχόμενον αύτού, τας άποκεκαλυμμένας
δηλαδη ύπο τού Τριαδικού Θεού άληθείας, τας άναφερομένας είς τfιν ύπαρξιν Αύτού και τας προς τον κόσμον ένεργείας Του;
Χαρακτηριστικον έπι τού προκειμένου είναι το χωρίον τού Γρηγο
ρίου Θεολόγου, ένθα ο&ος, διηγούμενος την προσωπικην έμπειρίαν
τής θεοπτίας, έπισημαίνει δτι ή μεν φύσις τού Τριαδικού Θεού είναι άκατάληπτος και άπρόσιτος, ή δε μεγαλειότης Αύτού, τουτέστιν ή θεία ένέργεια καταληπτη και προσιτή, γεγονος το όποϊον δέον να άπο
τελfί την βάσιν τού θεολογείν. «τί τούτο έπαθον, ώ φίλοι και μύσται και τής άληθείας συνερασταί; 'Έτρεχαν μεν ώς Θεον καταληψόμε
νος, και ούτως άνήλθον έπι το δρος, και την νεφέλην διέσχον, εϊσω
γενόμενος άπο τής ύλης και των ύλικών, και είς έμαυτον ώς οίόν τε συστραφείς. Έπει δε προσέβλεψα, μόλις είδον Θεού τα όπίσθια- καl τούτο τft πέτρζ! σκεπασθεις τψ σαρκωθέντι δι' ήμaς Λόγψ καl μικρον
διακύψας, ού την πρώτην τε καl άκήρατον φύσιν, και έαυτfί, λέγω δη τfl Τριάδι, γινωσκομένην, και δση τού πρώτου καταπετάσματος, εϊσω
μένει καl ύπο τών Χερουβίμ συγκαλύπτεται, άλλ' δση τελευταία καl
είς ήμaς φθάνουσα. Ή δέ έστιν, δσα έμε γινώσκειν, ή έν τοίς κτίσμα σι και τοϊς ύπ' αύτού προβεβλημένοις και διοικουμένοις μεγαλειότης,
ηώς ό θείος Δαυlδ όνομάζει, "μεγαλοπρέπεια". Ταύτα γαρ Θεού τα όπίσθια, δσα μετ' έκεϊνον έκείνου γνωρίσματα, ίδσπερ αί καθ' ύδά των ήλίου σκιαl και είκόνες ταϊς σαθραίς δψεσι παραδεικνύσαι τον
ηλιον, έπε!. μη αύτον προσβλέπειν ο1όν τε, τψ άκραιφνεϊ τού φωτος νικώντα την αϊσθησιν. Ούτως ο-δν θεολογήσεις, κaν ής Μωσής
... » 19 •
Κατa την έπίπονον λοιπον προσπάθειαν προσεγγίσεως και κατα το
18. «v0ρος γάρ έσι:ιν ώς άληθώς aναντες ΚαL δυσπρόσιtΟV ή θεολογία, ής μόλις ό ΠολiJς λε οος της ύπωρείας φθάνει>> (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς βίον Μωυσέως, Λόγ. Β', Musurillo, σσ. 84"" (ΒΕΠΕΣ 65Α, 141'"'} 19. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', Gallay, SC 250, 104'-10610 (ΒΕΠΕΣ 59, 22020 -36). Πρβλ. ΣΊΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος Θεολόγος, σσ. 150-151.
ΙΙΙ·:Ι>ι ΗΙ·:Ι>
\\ >11
\~Ι·:\ ΙΊ-:\1·:1
27
δυνατον καταλήψεως τού δυσπροσίτου όρους της θεολογίας, δέον νa λαμβάνωμεν ύπ' όψιν την βασικην αύτην σύστασιν τού της θεολογίας έπωνύμου, το άδύνατον τfις γνώσεως της θείας φύσεως και το δννα
τον τfις γνώσεως των θείων ένεργειών. Σημειωτέον δε δτι και ή γνώ
σις τών θείων ένεργειών είναι περιωρισμένη:ιο. Ή γνώσις της θεολο γίας άπαιτε'ί πραγματικην και είλικρινη ταπείνωσιν, ταπεινόφρων δε
είναι έκείνος, «δστις μετρίως περι Θεού φθέγγεται· και τα μεν είπείν
οίδε, τα δε κατέχειν, τών δε όμολογε'ίν την άγνοιαν, και παραχωρείν
τού λόγου τψ πιστευθέντι και είναί τινα πνευματικώτερον δέχεται 1
και διαβεβηκότα μάλλον έν θεωρίφ>z • 'Υπάρχει δηλαδή δριον προ σεγγίσεως και γνώσεως τού Θεού, το όποίον δΕ:ν έπιτρ~πεται ούτε και δύναται, να ύπερκερασθfί άνευ δυσμενών συνεπειώνΖΖ. Τοιουτο
τρόπως ή γνώσις τού Θεού είναι περιωρισμένη, άποτελοϋσα μικρον άπαύγασμα μεγάλου φωτός. Ή ύπεροχη δε τfις γνώσεως θεωρείται
ώς τελειότης, λογιζομένη έπι τη βάσει της δυνάμεως και τfις γνώσε
ως τού πλησίον και όχι έπι τη βάσει της θείας πραγματικότητοξ3 • 'Εν τfί προσπαθείι;t τfίς γνώσεως τού Θεού άπαντούν δύο μέθοδοι
είς τον χώρον της θεολογίας, ή καταφατικη καi ή άποφατική, το δυ νατόν τής γνώσεως τού Θεού καi το άδύνατον τijς γνώσεως Αύτού, το
20. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Πρός Βαρλαάμ Β', 52, Meyendorff, ΓΠΣ, τ. Α', σ. 290: «Έτε ρός τις τών άληθινών θεολόγων, τοiις θρασείς θεολόγους έπιοτομίζων, σκιaν μεν λέγει την έμφαινομένην τψ κόσμφ τού θεού γνώσιν
... ». 21. Ι'ΡΗΓΟΡIΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΒ', 19, SC 318, 126'.,.'8 (ΒΕΠΕΣ 60, 201824). Αίπόθι, 20'._31 (PG 36, 196CD): «Αίσχρον yaρ έσθijτος μεν και διαίτης μη την ύψηλοτέραν αίρείσθαι, άλλa την είπελεοτέραν και τύλοις γονάτων καί δακρύων πηγαϊς, ετι δε νηοτείαις και άγρυπνίαις και χαμευνίαις, κόπφ καί πiiσιν ύπωπιασμοίς το ταπεινόν έπιδείκνuσθαι και
την τής ίδίας άσθενείας συναίσθησιν, αύτοκράτορα δε εΙναι τύραννον έν τοίς περι Θεού λόγοις και μηδενt το παράπαν ύφίεσθαι και την όφρiΝ αrρειν ύπερ πάντα νομοδιδά σκαλον· Ενθα το ταπεινον μετα τής εύδοξίας έχει καt την άσφάλειαν>>.
22. <
όψιν τού όρωμένου, έaν δλον ίδείν έθελήοτι και μη δσον όρiiν άσφαλές. Άκούεις γέννησιν; Το πώς μη περιεργάζειν. Άκούεις δτι το Πνεύμα προϊΟν έκ ΠατρΟς; Το δπως μη πολυπρα γμόνει ... ». (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ, 10-11, Mossay, SC 270, 78· ΒΕΠΕΣ 59, 147"."). 23. « ... Το δε νϊιν εΙναι βραχείά τις άπορροiι πάν το είς ήμiiς φθάνον, και οίον μεγάλου φαιτος μικρον άπαύγασμα. VΩστε και εϊ τις έγνω Θεον, η έγνωκέναι μεμαρτύρηται, τοσούτον
εγνω, δσον aλλου μη το ϊσον ελλαμφθέντος φανijναι φωτοειδέστερος. Και το ύπερβάλ
λον τέλειον ένομίσθη, ού ήj άληθεί~, ήj δε τού πλησίον δυνάμει παραμετρούμενον>> (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ',
17, Gallay, SC 250, 134-136· ΒΕΠΕΣ 59, 228'').
28
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ/\
προσιτον και το άπρόσιτον, το γνωστον καl το aγνωστον, το καταλη
πτον και το άκατάληπτον. Είναι δε άνάγκη να δεχώμεθα και τα δύο αύτα θεολογικα μεγέθη, δια να μη καταλήξωμεν είς μονομέρειαν εί τε ύπερ τού καταφατικού είτε ύπερ τού άποφατικού χαρακτήρος της θεολογίας. Σνναφώς παρατηρεί ό Π. Τρεμπέλας: «ό άποφατισμος λοιπον καθ' έαuτον λαμβανόμενος και aνευ τινος σuναφείας και άμέ σου σννδέσεως προς την καταφατικην θεολογίαν μελετώμενος δημι
ουργεί άμεσον κίνδννον να όδηγήσn τον άνθρωπον αν μη προς αύτfιν την άθείαν, άσφαλώς δμως προς τον aκρον άγνωστικισμον και είς άκατανικήτους περl αύτης τής ύπάρξεως τού Θεού άμφιβολίας. Άλλα και ή καταφατικη θεολογία άνευ της συμπληρώσεως αύτής ύπο της '
-'
,
',,
7'
\.
,
αποφατικης εις παρομοιους κρημνους επομενον ειναι να παρασυ-
ρn»24. Δεν έπιτρέπεται λοιπον να έκλαμβάνεται ό Θεος ούτε ώς εύρι
σκόμενος έκτος πάσης δυνατότητας προσεγγίσεως και γνώσεως ύπο τού άνθρώπου ούτε δμως και ώς τι δυνάμενον να έξετασθfί και έρευ
νηθfί δια μόνης της χρήσεως τού λόγου, δια τών έπιστημονικών μεθό δων, δια τών όποίων δύνανται να γνωσθοϋν τα λοιπα οντα της κο σμικής πραγματικότητοξ. Άντιδρών ό Γρηγόριος Παλαμάς κατα τής
θέσεως τού Βαρλααμ να καταστήση τfιν περl τού Τριαδικού Θεοϋ
24.
Π. τΡΕΜΠΕΛΑ, Μυστικισμός, σ.
21.
Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΊΉ, Όρθ. Θεολογία, σ.
5:
«'Ο θεο
λογών πρέπει σuνεχώς να προσπαθfJ να ύπερβαίνη τοiις κινδwους τής θεολογικής μονι
στικής μεθοδολογίας καl τσίίτο εΙναι δύσκολον, σχεδον άνέφικτον, έν πολλοίς καθήκον. Πώς ε{ναι δννατον να εΙναι κανεlς συγχρόνως ώς θεολογων άδιαιρέτως καθ' έαmον
καταφατικος &μα καl άποφατικος; 'Αλλ' αmη εΙναι ή ούσία τής όρθοδόξου θεολογίας ... ». Αύτόθι, σ. 6: «Καl αί δύο (κατα φατικfι και άποφατικη θεολογία) πρέπει να σννυπάρχονν έν τfi μι(i θεολογική όρθοδόξφ άλληλοπεριχωρούσης όρθΟν λόγον καl μυστήριον
κατευθύνσει, ή όποία ούτως άψευδώς θα προσπαθfi να άvτικατοπτρίζη το λογικώς παρά
δοξον καi. το παραδόξως λογικον τής ένανθρωπήσεως τού Θείου Λόγου &ν ευ τού όποίου καi. μέσφ τού Πνεύματος, ήτοι τής μυστηριακης και εύχαριστηρίου έκκλησιαστικής κοι
νωνίας δεν δWαται κανεις να θεολογήση, ήτοι να σκεφθfi και να όμιλήση περί άποκε καλυμμένου προσωπικσίi Θεού».
25.
Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑπετΡΟΥ, Θεολοyία-έπιοτήμη, σ.
57:
<<Άποτελεί ίσως γεγονος δυσκόλως
δννάμενον να άμφισβητηθfί, δτι η καταφατικη θεολογία προσέφερε, κατa τοiJς νεωτέ ρους χρόνους τής άναπτύξεως τού κριτικού πνεύματος, δπλα είς τfιν άρνητικην κριτικfιν
τσίi Χριστιανισμού. Ή καταφατικη θεολογία περιέγραψε τον Θεον ώς έaν οfιτος ήτο "πράγμα" καl παρέδωσεν ούτω τα περl Αύτού νοήματά της είς τον &τεγκτον κριτικΟν έλεγχαν τής φιλοσοφίας και τής έπιστήμης. "Ό θάνατος τσίi Θεού" ύπηρξεν ό θάνατος
ένος κληρονομικώς βεβαρυμένου τέκνου τής σχολαστικής σκέψεως. VΟ,τι άπέθανεν ήτο έκ γενετijς θνητΟν καt άσφαλώς δΕ:ν ήτο ό άθάνατος Θεός».
JIEI'I
ΗΕΙ ).\1
)JJ \2.:
Ι·λ Ι Ί-:ν:Ι
29
διδασκαλίαν άντικείμενον των όρθολογιστικών συλλογισμών και τής θύραθεν σοφίας, δια παρακάμψεως και παραθεωρήσεως τής Πατε
ρικής Παραδόσεως, σημειοί: «σuνfικας
nκακού φέρει φιλότης, το μη
πάντα στοιχείν ταίς θεοπνεύστοις γραφαίς, άλλα και τους έπ' αύτας
αύταϊς χρωμένους έξελέγχειν έθέλειν, αύτον δε ζητείν την ύπερ τσUς πατέρας εύσέβειαν; 'Εντεύθεν γαρ τους μεμωραμένους σοφους δείν οrεσθαι πεφωτισμένους άναγράφειν έπήρθης, οϊ καl τδv θεοv ύπό
τijv σφiiJv αύτάίv πεποίηvται vόησιv, χαλεπον είναι λέγοντες, άλλ' ούκ 26
άδύνατον, νοfισαι θεόν» • Ό συνδυασμος τών δύο θεολογικών μεθό δων, της καταφατικής και άποφατικής, συνιστούν ένότητα και ένιαί
αν πορείαν προς θεογνωσίαν και θέωσιν. Ό Γρηγόριος Θεολόγος, έπισημαίνων δτι «ού παντος το περι Θε
ού φιλοσοφείν, ού παντός» 27 , συνιστζi είς τον βουλόμενον να θεολο γήση πνευματικην κάθαρσιν: «Δια πολιτείας aνελθε· διi1. καθάρσεως
κτήσαι το καθαρόν» , «πριν δε ταύτην 28
( = την ύλην)
ύπερσχείν, δση
δύναμις, και άνακαθάραι ίκανώς τά τε ώτα και την διάνοιαν fι ψυχής
έπιστασίαν δέξασθαι fι θεολογίε;χ προσβαλείν, ούκ άσφαλες είναι γι νώσκω»29. Δια την έπιτυχίαν λοιπον τοϋ θεολογείν άπαραίτητος προ
ϋπόθεσις είναι ή κατανίκησις, ή άπαλλαγή, ή ύπέρβασις της ύλης, τού ύλιστικού και κοσμικού φρονήματος, ή κάθαρσις τής άκοής και της
διανοίας. «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτε και της θεότητος aξιος; τας έντολας φύλασσε· δια τών προσταγμάτων δδευσον· πράξις γαρ
έπίβασις θεωρίας»30 • Το εργον τούτο είναι ύψηλον και έξαίρετον, πα ραλλήλως δμως είναι δυσχερες και έπίπον~ι, ούτως ώστε να προ καλfί άφ' ένος μεν προθυμίαν δια την νοσταλγίαν και την έλπίδα τής
26. ΓΡΗΙΌΡΙΟΥ ilAΛAMA, Πρός Βαρλαiχμ Α', 55, Meyendorff, ΓΠΣ, τ. Α', σ. 257. Βλέπε καi ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίσr. //, σ. 202. 27. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΖ", 3, Gallay, SC 250, 76 (ΒΕΠΕΣ 59, 214' 5). Πρβλ. Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ, Ήθική-ΆποκάλVψις, σ. 119. 28. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ", 12, Mossay, SC 270,80 (ΒΕΠΕΣ 59, 14735""'). 29. Αύτόθι. 1, Mossay, SC 270, 58 (ΒΕΠΕΣ 59, 1423437). 30. Αύτόθι. 12, Mossay, SC 270, 82 (ΒΕΠΕΣ 59, 147"'-38). 31. Το έπίπονον καi. δυσχερές τής προσεγγίσεως και γνώσεως τοϋ Θεού άποβλέπει, κατa τον ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΘΕΟΛΟΓΟΝ, είς την διατήρησιν τής γνώσεως αίιtής, δεδομένου ότι «φιλεί γaρ
το μέν πόνφ κτηθέν μάλλον κρατείσθαι, το δε QΙ,J.δίως κτηθέν καi. άποπtύεσθαι τάχιστα, ώς πάλιν ληφθijναι δννάμενον>> [Λόγ. ΚΗ", 12, Gallay, SC 358, 124 (ΒΕΠΕΣ 59, 225'-')].
30
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
!\
γνώσεως τοϋ Θεού, άφ' έτέρου δε άγωνίαν, λόγcμ τής άνθρωπίνης άδυ 2
ναμίας καl άσθενείας • 'Έχοντες λοιπον έπίγνωσιν τών όρίων τf}ς γνώσεως τοϋ Θεοϋ και
κατάλληλον πνευματικην προετοιμασίαν και λαμβάνοντες ένίσχυσιν 3
καl θάρρος έκ μέρους τού Τριαδικού Θεού \ προβαίνομεν, έν έπι 34
μονfί καl ύπομονfi , είς το ύψηλον έργον τfι.ς γνώσεως τοϋ περιεχο μένου τfjς θεολογίας, i]τοι είς την γνwσιν τού Τριαδικού Θεού.
3. Έπιστημονικfι και βιωματικfι θεολογία Ή θεολογία ώς έπιστήμη 35 είναι ή κατa το δυνατον έρευνα, έμβά θυνσις και σuστηματικη έκθεσις των άποκεκαλυμμένων θείων άλη θειών, τών πραγματευομένων περl τού ένος Τριαδικού Θεοϋ καl τών προς τον κόσμον ένεργειwν Αύτού.
Ή πανεπιστημιακώς θεραπευομένη καl καλλιεργουμένη θεολογία διακρίνεται είς τέσσαρας κλάδους , ήτοι τον έρμηνευτικόν, τον ίστο 36
ρικόν, τον συστηματικον και τον πρακτικόν. Πρέπει νa σημειωθfi ότι
32. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', 2, Gallay, SC 250, 102 (ΒΕΠΕΣ 59, 219' 9.22): <<Άνιόντι δέ μοι προθύμως έπι το δρος η τό γε άληθέστερον εί.πείν προθυμουμένφ τε άμα και
άγωνι&ντι, το μέν δια riιν έλπίδα, το δε δια την άσθένειαν, ϊνα τijς νεφέλης εϊσω γένω μαι, καl Θεφ συyγένωμαι
33.
... ».
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ',
5, Mossay, SC 270, 64-66
(ΒΕΠΕΣ
59, 1449 ."):
«φέρε τι και περι Θεού ώς έν βραχεί διαλεχθώμεν, α'ίπφ τφ Πατρι και τφ Υίφ και τψ άγίφ Πνεύματι θαρρήσαντες
34. Άπαιτεϊται έπιμονiι
... ».
καl ύπομονiJ και δχι έσπευσμένη έξέτασις, καθ' δσον «το τού τάχους
έπισφαλΕ:ς έν πάσι μεν πράγμασι, μάλιστα δΕ: έν τοίς περl Θεού λόγοις» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΘ',
1, Gallay, SC 250, 176· ΒΕΠΕΣ 59, 23
35. Περl τής σχέσεως θεολογίας καl έπιστήμης βλέπε Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Ε[ναι ή θεολογία eπι σrήμη; Λόγος έναρκτήριος άπαγγελθεiς τfi 19η 'Οκτωβρίου 1905 έν τ<ί) Έθνικφ Πανεπι οτημίφ, έν Άθήναις 1906. Κ. Στι> ΑΊΊΩτοΥ, Εlvαι ή θεολογία eπισrήμη; 'Εν Άθήναις 1911. Κ. ΠΑΠΑΠΕτΡΟΥ, Ε[vαι ή θεολογία eπισrήμη; Άθήναι 1970. Β. CASPER, Κ. HEMMERIE, Ρ. ΗίίΝΕRΜΑΝΝ, Theologie als Wιssenschaft, Methodische Zugίinge [Quaestiones Disputatae 45], Freiburg im Br. 1970. 36. Ό Π. ΧΡΗΣΊΌΥ, δεχόμενος τρείς θεολογικσUς κλάδους, σημειοί: «τρεϊς εΙναι οί βασικοl κλάδοι αύτης ( = τής θεολογίας}, οί όποϊοι περιλαμβάνουν άντικείμενα όλονεν αύξανό μενα. Πρώτον ό ίστορικος (είς τον όποίον ύπάγεται καl ό έρμηνεuτικός), ό άφιερωμέ νος είς την έρμηνείαν τών κειμένων τα όποία άποτελοϋν τaς πηγaς της χριστιανικής
IΊEI'I
31
(-)U I\( Ιll.\~ 1·:\ I Ί·:.\iEI
ή είς κλάδους διάκρισις της θεολογίας έγένετο δια λόγους καθαρώς μεθοδολογικούς, ήτοι δια την καλυτέραν και έπιτυχεστέραν έξέτασιν
τοϋ περιεχομένου αύτfις 3 ', aλλως ή διάκρισις αύτη καθίσταται προ βληματική38. τα μαθήματα δέ, τα όποία ύπάγονται είς ένα εκαστον
των προμνημονευθέντων τεσσάρων κλάδων, είναι, κατα τον Π. Τρε μπέλα, τα άκόλουθα: «Α) Ό Έρμηνευτικος fι Έξηγητικος κλάδος με
τα τών μαθημάτων αύτού· τ. ε. της 'Ιεράς Έρμηνευτικης, της 'Εξηγήσε ως η έρμηνείας, της 'Ιεράς γλωσσολογίας, της 'Ιεράς η βιβλικής κρι
τικης, της Ίουδα"ίκf}ς Άρχαιολογίας, τfις Βιβλικής 'Ιστορίας, της Εί σαγωγf}ς είς τας Άγίας Γραφας και τής Βιβλικής Θεολογίας. Β) Ό Ίστορικος κλάδος μετα τών μαθημάτων αύτού· τ. ε. της Έκκλησιαστι κijς 'Ιστορίας, της 'Ιστορίας τών Δογμάτων, της Συμβολικijς η 'Ιστο
ρίας των 'Ομολογιών, της Πατρολογίας και τijς Έκκλησιαιπικής Γραμ ματολογίας, τής Χριστιανικής Άρχαιολογίας, τής Εκκλησιαστικής Στα
τιιπικής, τής Άγιολογίας, τής 'Ιστορίας των ίεραποιπολών, τής 'Ιστο ρίας τού πολιτεύματος, τής 'Ιστορίας τού χριστιανικού πολιτισμού. Γ)
Ό Θεωρητικος η Συστηματικος κλάδος και τα μαθήματα αύτού· ήτοι ή Θρησκειολογία, ή Άπολογητική, ή Δογματικfι και ή Χριστιανικη 'Ηθική. Και τέλος Δ) Ή Πρακτικfι θεολογία και τα μαθήματα ταύτης τ.ε. ή 'Ομιλητική, ή Λειτουργική, ή Ύμνολογία, ή Κατηχητική, ή Ποι
μαντική, ή Άλιευτικη η Ίεραποστολικη και το Έκκλησιαστικον και 39
Κανονικον Δίκαιον» •
πίστεως και είς την έξέτασιν τών γεγονάtων έν τψ ίσι:ορικψ βίφ τijς Έκκλησίας. Δεύτερον
ό συστηματικός, ό κατ' έξοχfιν θεολογικός, ό όποίος είναι άφιερωμένος είς τiιν συγκρό τησιν ένιαίου όργανικού συσrήματος τών άru..ών και άληθειών τού χρισι:ιανισμού. Τρίτον
ό πρακτικός, δ όποίος εΙναι άφιερωμένος είς την έξέτασιν τών μεθόδων όργανώσεως τijς Έκκλησίας, τού κοινωνικού Εργου αύτής και τijς διδαχής τών πισι:ών>>. [Θεολογ{α, ΘΗΕ
6 (1965) 264]. 37.
Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΙΊΕ'Π'ΟΥ, Θεολογ{α-Έπισrήμη, σ.
38:
«Δια τοiJς πατέρας, οί όποίοι δέν
άσκούν άπλώς μίαν "θεωρητικfιν" ξένην προς την ζωfιν "έπιστήμην", άλλ' άσκούνται δι' όλοκλήρου τfίς ύπάρξεώς των είς την κοινωνίαν τού Θεού, είς τfιν αύθεντικfιν δηλαδfι θεολογίαν, δέν ύπάρχουν άπομεμονωμένοι κλάδοι θεολογίας, δέν ύπάρχουν μονομερείς
θεωρητικαl έξειδικεύσεις. Καl τοϋτο, διάtι οί Πατέρες τijς Έκκλησίας έκκινούν έκ τijς θεολογίας ώς ζωής και δχι έκ τijς θεολογίας ώς "έπιστήμης"».
38. Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΙΙΕ'Π'ΟΥ,.fιπολοyητική, σσ. 65, 67. 39. Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ, Έγκυκλοπαιδεία τήςΘεολογ{ας, ΘΗΕ 5 (1964) 330.
32
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΑ'
Έπ' αύτών δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν, δτι ή Συμβολικfι άνήκει συγχρόνως είς τον Συστηματικον κλάδον όχι ώς ίστορία τών 'Ομολο γιών, ή όποία έντάσσεται είς τον ίστορικον κλάδον, άλλ' ώς έξετά
ζουσα τας δογματικας διαφορας τών χριστιανικών 'Ομολογιών η ά κριβέστερον τας άποκλίσεις τών έτεροδόξων έκ τής 'Ορθοδόξου Κα
θολικής 'Εκκλησίας, i]τοι ώς σuγκριτικfι Δογματική. Άλλα και έπ' aλ λων σημείων και μαθημάτων τής θεολογίας δυνατον να ύπάρχουν διά
φοροι άπόψεις, δεν εrναι δμως ένταύθα ό κατάλληλος χώρος προς έξέτασιν τού θέματος.
Άλλ' δμως δεν έπαρκεί ή ψυχρα και ξηρα έπιστημονικη ερευνα δια τfιν κατανόησιν τών άποκεκαλυμμένων θείων άληθειών. Τούτο δε άποτελεί βασικi]ν θεολογικην πεποίθησιν, τfιν όποίαν κατα τρόπον
παραστατικώτατον άποδίδων ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος, παρατηρεί:
«Τοιαύτη γαρ ή των μυστηρίων ήμών φύσις. Έτέρως γοw έγώ, και έτέρως ό άπιστος περι τούτων διακείμεθα. Άκούω έγω δτι έσταυρώ θη ό Χριστος και την φιλανθρωπίαν εύθέως θαυμάζω· άκούει έκεί
νος, καl άσθένειαν νομίζει. Άκούει δτι δούλος γέγονε, και τi]ν κηδε μονίαν θαυμάζω· άκούει έκείνος, και άτιμίαν λογίζεται. Άκούω δτι
άπέθανε, και την δύναμιν έκπλήττομαι, δτι έν θανάτφ γενόμενος ούκ έκρατήθη, άλλα και έξέλυσε θάνατον· άκούει έκείνος, και άδυναμίαν ύποπτεύει. Άκούων άνάστασιν έκείνος μύθον το πρaγμά φησιv- έγω δε τας δια τών πραγμάτων δεξάμενος άποδείξεις προσκυνώ τού Θε
ού τfιν οίκονομίαν
... »40 •
'Ωσαύτως ή θεολογία δεν δύναται να έκλη
φθfί άπλώς ώς θεωρητικη ένασχόλησις περι τού Θεού και των ένερ γειών Αύτού, δηλαδη ώς άπλή διανοητικη έπεξεργασία τού περιεχο μένου τών άποκεκαλυμμένων ύπο τού Θεού άληθειών, άλλα συνιστ(i
προσέτι καρπον και εκφρασιν έμπειρίας τής έν ΧριστQ> ζωής. 'Επιστή μων-θεολόγος σημαίνει αξιον μαθητfιν τού ένανθρωπήσαντος Λόγου4\
40. 41.
IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Όμιλ. Ζ' είς Α' Κοριvθ.
Πρβλ. π. ΜΠΡΑτΣΙΩτΟΥ, Θέσις Θεολογίας, σσ. έλπίδα καi. εύχfιν
(2, 6}, 1, PG 61, 55. 13-14: « •.. νa έκφράσω ... την
διάπυρον
... διa την άνάδειξιν θεολόγων, κληρικών καl λα'ίκών και ποιμένων
έκ
κλησιαστικών κατa πάντα άξίων μαθητών τού Σωτήρος, συμφώνως προς τσUς πασιγνώ στους λόγους αύτού έν τfJ έπl τοϋ 'Όρους όμιλίι;χ Του "Ύμείς έστε το άλας τi'jς γης, έaν δε το άλας μωρανθfi έν τίνι άλισθήσεται" και "ύμεϊς έστε το φώς τού κόσμου" και προ
ΠΕΡΙ <-Η::Ο.\ΟΙΊΛ.:: Ε'\ Ι'Ε\1~1
33
άγωνιζόμενον να καταστfl ούτος μέτοχος τού γεγονότος τijς θείας Άποκαλύψεως, της μετα τού Θεού κοινωνίας42 • Θεωρητικη και βιω
ματικfι-έμπειρικη γνώσις δέον να εΙναι άπολύτως συνυφασμέναι. Ή θεολογία, ώς καθαρα έπιστήμη, ύπο την εwοιαν τijς άπλijς
γνώσεως τών θείων άληθειών τής πίστεως, &νευ προσπαθείας μετο χής ε ίς την θ ε ίαν πραγματικότητα, παραλληλίζεται προς δένδρον' το όποίον δύναται να φέρη &νθος, δχι δμως καt καρπόν. 'Αλλ' δμως ό
άπώτερος σκοπος της θεολογίας δεν είναι μόνον το δ.νθος, άλλα και ό καρπός 4\ δεν είναι μόνον ή παροχη τών περι Θεού γνώσεων, άλλα το βίωμα, ή ζωή, ή έμπειρία της θείας πραγματικότητος, ή θέωσις, ή
σωτηρία. Ή θεολογία δεν είναι μόνον άπλη θεωρητικη έπιστημονικη γνώσις της άληθείας έκ μέρους τού άνθρώπου, διεπομένη ύπο αύ~
στηρών έπιστημονικών κανόνων, άλλ' είναι ζωη καt κοινωνία μετα
τού Θεού. «Ή γνώσις ή τού Θεού, κόλπος τού Θεού έστιν, έν φ έγκολπίζεται καt περικρατεί πάντας τους θεόφρονας ώσπερ τις
χρυσον έν κόλπφ» • Ή γνώσις τού Θεού σημαίνει ζωην κατa Θεόν, 44
«και γαρ ό Παύλος λέγων, "Ζώ δε ούκέτι έγώ, ζfl δε έν έμοt Χρι στός", ούχ ώς περi νεκρού πάντως έαυτού διελέγετο, άλλ' ώς ζώντος κρείσσονα τών πολλών ζωήν, τφ μετειληφέναι τής όντως ζωης καl
μηδενt θανάτφ περατουμένης
... »45 •
Ό Κύριλλος 'Ιεροσολύμων, τονί
ζων την στενi}ν σχέσιν όρθής θεωρητικής περl Θεού γνώσεως καl βιώ σεως, άναφέρει: «Ό γaρ τfίς θεοσεβείας τρόπος έκ δύο τσύτων συνέ
στηκε, δογμάτων εύσεβών καi πράξεων άγαθών. Καi οmε τα δόγματα,
παvτος το "ούτω λαμψάτω το φώς ύμών tμπροσθεν τών άνθρώπων, δπως ιδωσιν ύμών τa καλa έργα καt δοξάσωσι τΟν Πατέρα ύμών τΟν έν τοίς οι'ιρανοίς" (Ματθ. Ε',
13-16)>>. 42. Πρβλ. κ. ΠΑΠΑΠΕΊΊ'ΟΥ, Θεολοyία-έπιcπήμη, σ. 35: <<Ο επιστήμων-θεολόγος είναι δντως θεολόγος, καθ' δσον μετέχει δλος τής Άποκαλύψεως τού Θεού, τής διa τών κειμένων
τούτων ώς καl δι' οίουδήποτε aλλου τρόπου μαρτυρουμένης».
43.
Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΠΕΊΊ'ΟΥ, Σκέψεις περi Θεολογiας, σ.
271:
«Δέν άρκεί ή θεωρητικη γνώ
σις τού όρθοϋ τρόπου ζωής διlχ νa είναι ή ζωfι αύθεvτικη ... θεολογία είναι ή παρουσία τ&ν καρπών τού πνεύματος είς τijν ζωijν τοϋ άγίου άνθρώπου, δέν είναι μία μάθησις
ξένη προς τijν αύθεvτικfιν ζωήν. Θεολογία είναι ή κοινωνία τού Θεού>>. Κ. ΣΚΟΥΊΈΡΗ, νΕwοια δρωv, σ.
79: « ... ή θεολογία δ/;ν άκολουθεί τaς συνήθεις γνωσιολογικaς κατηγο ρίας, δέν περιγράφει τι ώς άvτικείμενον, άλλ' είναι ό λόγος, ή εκφρασις δήλα δή, τijς διa τού καθαγιασμού άποκαλυπτομένης καl βιουμένης γνώσεως τού Θεού>>.
44. 45.
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Είς Παροιμfας Σολομώντος
Ι'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ',
24, PG 17, 229Α. 5, Mossay, SC 270, 66 (ΒΕΠΕΣ 59, 1442<>- 24).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΛ
34
χωρtς έργων άγαθ&ν εύπρόσδεκτα τφ Θεψ σuτε τa μη μετ' εύσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ό Θεός» 46 • 'Ενταύθα δεν ά πορρίπτεται λοιπον ή άξία τού έπιστημονικού χαρακτήρος τής θεο
λογίας, διa τού όποίου παρέχονται αί περl Θεού γνώσεις δεν παρέ
χεται δμως δι' αύτού έκείνο, το όποίον εΙναι είς την πληρότητα 4' αύ της ή θεολογία, ήτοι κοινωνία, μετοχή, θεωρία Θεού. Είς περίπτωσιν δε κατa τi)ν όποίαν έκλαμβάνομεν την θεολογίαν μόνον ύπο αύστη ρaν έπιστημονικην εποψιν, ώς άπλήν έκθεσιν καl γνώσιν τών θείων 48
άληθειών , τότε στερείται αϋτη τού άληθούς νοήματος αύτής καl ά πέχει τής θεοπτίας. Ύπο την έννοιαν αύτην κατανοούμεν την διάκρι σιν τού Γρηγορίου Παλαμά μεταξu θεολογίας καl θεοπτίας, «περl 49
Θεού γάρ τι λέγειν καl Θεψ σuντυγχάνειν ούχl ταύτόν» • Ή θεολο γία δεν περιορίζεται είς τον περl Θεού λόγον, άλλ' άποτελεί έκφρα σιν τής ύπο τού πιστού βιουμένης άποκεκαλυμμένης άληθείας, κοι
νωνίαν μετa τού Θεού καl μετοχfιν Αύτού • Ύπο τi)ν έννοιαν αύτi)ν 50
46. ΚΥΡΙΛΛΟΥ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχ. /$., 2, Reischl-Rupp, σσ. 90 (ΒΕΠΕΣ 39, 66 3'-673). 47. Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, Θεολοyία-tπιοτήμη, σσ. 183-184: « ... έντος τού σημερινού έπιστη μονικοϋ περιβάλλοντος ή τελικi] καi iιψηλi] δψις της Θεολογίας δΕ:ν εΙναι έπιοτημονική. Έπιοτημονικi] έν τj'j οτενfi της λέξεως έννοίςι είναι ή Θεολογία προπαρασκευαοτικi] της τελικής αύιής δψεως ... Άλλ' ή άληθi]ς θεολογία, έν πατερικfί έννοψ, &ρχεται μετα το τέλος
της έπιοτημονικής ταύτης όψεως της Θεολογίας. ΕΙναι ή σκέψις πέραν τών όρίων της τεχνικής προπαρασκευής, συλλαμβανομένη ώς βιαία δυναμικi] κίνησις τού άνθρωπίνου
πνεύματος έν Άγίqι Πνεύματι, &ρα <'iνευ έξαρτήσεως έξ άνθρωπίνων ύποχρεώσεων, δρων καi. κανόνων καl γνωσιολογικών κατηγοριών. Έδώ ή Θεολογία παύει να είναι έπιοτήμη».
48. Πρβλ. ΣτνΛ. ΠΑπΑΔοποΥΛΟΥ, Θέση Ώριyέvη, σ. 334: «Ή θεολογία καθεαυτi] άπο λει τούργημα γW. τη σωτηρία γίνεται ζήτηση έπιοτημονική, <'iσκηση τών έκλεκτών, <'iσκηση κάποτε διανοητικi] πσU ίκανοποιεί τη γνωοτικi] περιέργεια».
49. Ι'ΡΗΙΌΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ΎπέρτiίJvίερώςήσυχαζ6vτωv l, 3, 42. 453:
Π. ΧΡΗΣτΟΥ, ΓΠΣ, τ. Α', σ.
<<Θεολογία δε τοσούτο της έν φωτί θεοπτίας ταύτης άπέχει καt τοσοίiτο της προς
Θεον όμιλίας κεχώριοται, καθ' δσον καi. το είδέναι τοϋ κεκτησθαι διώριοται· περi. Θεού
γi:J.ρ τι λέγειν καl Θ εφ σuντυγχάνειν ούχl ταmον. 'Εκείνο μΕ:ν γi:J.ρ καl λόγου δείται, τού του τοϋ προσφερομένου δηλαδή, ίσως δε και της κατi:J. τούτον τέχνης, εί μη μέλλει τις
έχειν μόνον, άλλα καi. χρfjσθαι και διαδιδόναι τi]ν εϊδησιν, έτι δε συλλογισμών παντο
δαπfjς ϋλης καl τών έξ άποδείξεως άναγκών καi. τών κατi:J. κόσμον παραδειγμάτων, ών
έκ τού όράν και άκούειν το πfi.ν η το πλείστον άθροίζεται και σχεδΟν τών έν τφ κόσμqι τούτφ στρεφομένων έοτί, και γένοιi δ.ν δήπου και τοίς τού αίώνος τούτου σοφοίς, κδ.ν
μη κεκαθαρμένοι τΟν βίον rοσι καl την ψυχήν. Θεον δ' έν αύτφ κτήσασθαι καl Θεφ κα θαρώς σuγγενέσθαι και τφ άκραιφνεοτάτqι φωτl κραθfjναι, καθ' δσον έφικτον άνθρωπί ντι φύσει, τών άδυνάτων έοτίν, εί μη προ τfί δι' άρετης καθάρσει και ημών αύτών έξω, μάλλον δΕ: ύπεράνω γενοίμεθα>>.
50.
Πρβλ. Ν. Νιssιοτιs, 1'heologίe
der Κirche, σ. 45.
ΙΙΕrΙ HEOλOil.\~ Ι·:\
35
IT'il-:1
θεολογία και θεοπτία δεν νοούνται ώς δύο άνεξάρτητα άπ' άλλήλων μεγέθη, άλλ' ώς εύρισκόμενα είς στενοτάτην σχέσιν, μάλλον δΕ: ώς ταυτιζόμενα. Ή προς Θεον οίκείωσις, διa τijς όποίας ό aνθρωπος, ώς
μετέχων τής νοερας φύσεως, καθίσταται θεοειδής, άποτελε1 την σπου 51
δαιοτέραν άνθρωπίνην δυνατότητα και δωρεάν . Θεωρία τού Θεού και κοινωνία μετ' Αύτού συνιστούν και προσδιορίζουν την έπιτυχίαν
τής πορείας τού διψώντος την άλήθειαν άνθρώπου. Άκριβώς έδώ έ χομεν τfιν πραγματικην θεολογίαν, τfιν θεολογίαν ώς βίωμα, ζωήν, θεωρίαν τού Θεού, θέωσιν. Ή «πραξις», ώς ζωη κατa Θεόν, άγει τό
σον είς τfιν θεωρίαν ώς γνώσιν τού Θεού, δηλαδfι είς την θεωρητικfιν γνώσιν τού Θεού, ώς και είς τfιν θεοπτίαν ώς θέαν Αύtού· «πραξις 52
γaρ έπίβασις θεωρίας» .
4.
Θεολοyία- 'Εκκλησία 'Ομιλούντες περι θεολογίας έννοούμεν όχι τi)ν φιλοσοφικfιν θεο
λογίαν, ή όποία, έν τi'j άναζητήσει τού άνωτάτου όντος, βασίζεται είς τΟν λόγον 53 η &λλην τινα θεολογίαν , άλλa τfιν χριστιανικην -δεδο
54
μένου δτι ώς άντικείμενον έρεύνης είναι το γεγονος τής θείας Άπο καλύψεως55- είδικώτερον δε τi)ν όρθόδοξον Θεολογίαν. Θεολογία
και 'Ορθοδοξία συνιστούν &ρρηκτον ένότητα η, άκριβέιπερον, άπα τελούν εν και το αύtο γεγονος ύπο δύο όψεις, καθ' δσον ή 'Ορθοδο
ξία εΙναι ή γνησία έκφρασις τής άληθούς θεολογίας. Ή 'Ορθοδοξία, έκφράζουσα το περιεχόμενον τής Θεολογίας, παρέχει τούτο όρθον
51. «Πολλών γaρ δνtων ήμϊν και μεγάλων ού μέν σίΝ είΠοι τις &.ν ήλίκων και όσων dJv έκ Θεαίi έχομέν τε και έξομεν, τοϋτο μέγιστον και φιλανθρωπότατον ή προς αύτον νε'ίiσίς τε καt οίκείωσις. VΟπερ γάρ έστι τοίς αίσθητοίς ηλιος τοίπο τοίς νοητοίς Θεός. Ό μεν γαρ
τον όρώμενον φωτίζει κόσμον, ό δέ τον άόρατον· και ό μεν τaς σωματικας δψεις ήλιοει δείς, ό δt τας νοερας φύσεις θεοειδείς άπεργάζεται» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΑ',
1, SC 270, 110-112· ΒΕΠΕΣ 59, 14823 -29). 52. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ', 12, Mossay, SC 270, 82, (ΒΕΠΕΣ 59, 147'8). 53. Ν. Nrssωπs, Yheologίe der Kirche, σσ. 44-45. 54. Αύτόθι, σ. 47. 55. Αύτόθι, σ. 44: «... die christliche Theologie, weil sie das Ereignis der Offenbarung als Gegenstand ihres Nachdenkens hat».
36
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΛ
και γνήσιον, &νευ παραφθορών και παραχαράξεων, ώς τοiίτο άπε καλύφθη ύπο τού Τριαδικού Θεού και παρεδόθη ύπο τού ένανθρω πήσαντος Θεού Λόγου είς τον κόσμον. Οί δύο αύτοι συνώνυμοι και ταιπόσημοι
56
δροι άποδίδονται δια τού ένος δρου: «'Ορθόδοξος Θεο
λογία».
Στενοτάτη δf: είναι ή σχέσις Θεολογίας και 'Εκκλησίας και κατ' 57
άκρίβειαν Θεολογίας καl 'Ορθοδόξου Έκκλησίας • Το νόημα τfjς 'Ορθοδόξου Θεολογίας κατανοείται έν συσχετισμφ και συναρτήσει
προς την Όρθόδοξον 'Εκκλησίαν. 'Όχι μόνον το νόημα, άλλα και αύτη αfuη ή ϋπαρξις τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας προσδιορίζεται έκ
της 'Εκκλησίας, έκ της όποία ς άντλε ί το περιεχόμενον τfjς διδασκα λίας και τού εύαγγελισμού της. Έντος τfjς κιβωτού ταύτης φυλάσσο νται αί άποκεκαλυμμέναι ύπο τού Τριαδικού Θεού άλήθειαι, τας όποίας ή 'Ορθόδοξος Θεολογία, παραλαμβάνουσα, προσφέρει είς
τον aνθρωπον, άποσκοπούσα είς τήν θεογνωσίαν, τfιν μετα τού Θεού
56. Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, Θεολογία-έπισιήμη, σ. 214: «θεολογία είναι συνώνυμος τijς όρθο δοξίας, fίτοι τijς όρθfjς στάσεως έν τfι άποκαλυφθείσn δόξη τοϋ θεοϋ». Γ. ΓΑΛΙΠΙ, 'Ορθο
δοξία-Θεολογία, σσ.
171-172: «Οί σχέσεις τών δύο αύτών μεγεθών ( == 'Ορθοδοξίας καl Θεολογίας) ... είναι σχέσεις περιχωρήσεως: Γιiχ να είναι άξία του όνόματός της ή Θεο
λογία, όρθοδοξεί· καl για να λάβει έπίγνωσι τijς ταmότητός της ή 'Ορθοδοξία, θεολογεί.
Θεολογο'ίiσα ή 'Ορθοδοξία άνευρίσκει τον έαmον της καl καθορίζουσα τlς είδοποιοiις διαφορές, που την ξεχωρίζουν άπο τη μη όρθοδοξία, περιχαρακώνει το στρατόπεδό
της>>. Κ. 11ΑπΑιJΕ'ΓΡΟΥ, Σκέψεις περi θεολογίας, σ.
258: «Άποτελεί κεντρικον πατερικον
δίδαγμα, δτι ή θεολογία είναι ή ( άληθινή) γνώσις τοϋ ( άληθινοϋ) Θεοϋ. Διiχ τοϋτο καl μόνον ώς ορθοδοξία είναι αύτη δυνατή. Ή θεολογία η είναι όρθόδοξος η δεν είναι θεο λογία. Οί δροι "θεολογία" καl "όρθοδοξία" (θεολογικώς ... ) είναι καθ' ολοκληρίαν συνώνυμοι. Δηλοϋν συνωνυμικώς εν καl το αύτο γεγονός, τήν κοινωνίαν του Θεού».
57. Πρβλ.
ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), Όρθ. Θεολογία, σ.
229: « ...
ή 'Ορθόδοξος
Θεολογία άποβαίνει μιiχ ίδιαίτερα διιναμικη πραγματικότητα "μέσα στην 'Εκκλησία καl για την 'Εκκλησία", μι&. ίδιαίτερα άποδεκτη λειτουργία ''για τον &.νθρωπο και κοντα στΟν ι'iνθρωπο". Άποβαίνει δηλαδη ή πιο βασικη εκφραση τfjς ζωής και τijς σκέψης τijς 'Εκκλησίας. Μορφολογεί την άλήθεια καl τη διδασκαλία τfjς 'Εκκλησίας. Καθιστ(i άντι ληπτο το σωστικο μήνυμα και κήρυγμα τfjς 'Εκκλησίας. 'Οριστικοποιεί την πίστη τής 'Εκκλησίας καl τα πιστευτα καl τηρητέα για τον &.νθρωπο μέσα στfιν 'Εκκλησία>>. κ.
RAHNER, Aussage, σσ.
65· 66-67: <
>. G. Οπο, Die Bedeutung der Κirche fiir die Theologίe, ΕΝ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, Kirche und Yheologίe. Beitriige zu eίnem Κliirungsprozeβ, Hamburg 1971, σσ. 44-56.
37 κοινωνίαν και μετοχήν, δηλαδή είς την σωτηρίαγs. Ή 'Ορθόδοξος
Θεολογία είναι και μαρτυρεί το εύαγγέλιον τής χάριτος και τής σω τηρίας, το όπο ίον σuνιστ(i το fργον και την άποστολην τής 'Εκκλη σίας. Τοιοmοτρόπως ή 'Ορθόδοξος Θεολογία, συμβάλλουσα είς την έκπλήρωσιν τής άποστολής τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας και εχουσα ώς περιεχόμενον το περιεχόμενον αύτης, άποβαίνει ή άγγελιαφόρος τού θείου λmρωτικού και σωτηριώδους μηνύματος τής Έκκλησίας59 •
58.
Πρβλ. κ. ΣΚΟΥfΕΡΗ, νΕwοια όρων, σ.
138:
«'Η έκκλησιαστικη θεολογία προϋποθέτει
την ι'iρρηκτον κοινωνίαν τοϋ θεολογοϋντος προς τον έν σαρκl φανέντα Λόγον τοϋ Θεού. 'Η κοινωνία αύτη, ή βίωσις τοϋ γεγονότος τijς σωτηρίας, δεν είναι ύπόθεσις άπλώς και μόνον υπαρξιακή, άλλα γεγονος δπερ έπιτuγχάνεται έν τfί Έκκλησίι;χ και δια της 'Εκκλη σίας>>. ΑΘ. ΙΊΕΦΠΓ.Σ, Θεολοyία-Παράδοσις, σσ.
57-58: «Για να μπορfi δε να είναι πράγ
ματι ή θεολογία μας φύλαξ και προστάτης τijς παραδόσεως πρέπει να βαπτισθii έξ
όλοκλήρου είς τiιν καθολικiι έκκλησιαστικη ζωη και έμπειρία και όρθfι θεολογία τfιν άληθινfι παράδοση και βίωση τοϋ σωτηρίου Μεγάλου Μυστηρίου τής Εύσεβείας, τού Μυστηρίου τijς Άποκαλύψεως τής Άγίας Τριάδος και τής κοινωνίας έν τ(() Σαρκωθέντι Χριστ(i) με τη χάρη και τας δωρεας τού άγίου Πνεύματος».
59. Πρβλ.
Κ. ΠΑΠΑΠΕΊΊ'ΟΥ, Σκέψεις περl θεολογίας, σ.
263:
«Θεολογία είναι ή λειτουργία
τής 'Εκκλησίας, ή οίκείωσις τijς θείας Άποκαλύψεως, και 'Εκκλησία είναι το (σωτη ριώδες) ένέργημα τής θείας ένεργείας, το άποτέλεσμα τής παρουσίας τού Θεού είς τον κόσμον. Έκτος τijς 'Εκκλησίας δΕν ύπάρχει θεολογία (δπως καi δεν ύπάρχει 'Εκκλησία έκτος τής θεολογίας). Ή θεολογία εΙναι κατa την ο'ύσίαν της έκκλησιαστική».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β' ΠΕΡ! ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΘ'0ΛΟΥ
1.
Ή έννοια τής Δοyματικής
Δογματικi) 1 εΙναι το μάθημα τοϋ σuστηματικοϋ κλάδου τής θεολο γίας, το όποίον προβαίνει είς τfιν σuστηματικfιν έκθεσιν των δογμα τικών άληθειών της πίστεως, αίτινες, άποκαλυφθε'ίσαι ύπο τοϋ Τρια δικού Θεοϋ έν τψ προσώπφ τοϋ Ίησοϋ Χριστοϋ, φυλάσσονται έν τfί
Έκκλησί(1 καl διδάσκονται ύπ' αύτijς • 2
3
Λέγοντες «δογματικη άλήθεια» δf:ν έννοοϋμεν δογματισμόν • Ή
Δογματικη προβαίνει, ώς έσημειώθη, είς τfιν έκφορaν της πίστεως τής
Ι. "Εργα τινα της 'Ορθοδόξου Δογματικής:
α. ΖΗΚΟΥ ΡΩΣΗ,Σύσrημα Δογματικής τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, τ. Α' -Β', έν Άθήναις ~1983-'1983.
β. ΧΡΗΣΊΌΥ ΑΝΔΡΟΥΓΣΟΥ, Δογματική τής ΌρθοδόξουΆ. vατολικής 'Εκκλησίας, Άθήναι Ί956.
"'· IΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις τής δογματικής διδασκαλίας τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, Άθήναι "1960. ΤοΥ ΑvτοΥ, Πανεπισrημιακαi Παραδόσεις 'Ορθοδόξου Δογμα τικής, τεύχ. Α', Άθήναι 1968 (Πολυγρ.- περιλαμβάνει τα Προλεγόμενα και την Θεολο γίαν). ΤοΥ J!iffOY, Δογματικής τμήμα Ε, 'Ορθόδοξος Έκκλησιολογία, Άθήναι 1973. δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΥrΕΜΠΕΛΑ, Δογματικ1) τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, τ. Α'-Γ', Άθήναι.
ε. lΩΑΝΝΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Πρωτοπρ., Δογματικη καi Συμβολικη Θεολογία τής 'Ορθοδόξου
Καθολικής 'Εκκλησίας, τ. Α', Θεσσαλονίκη 1973 (νέα ί::κδοσις 1981). στ. ΑΝΔΡΕΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ή δογματική διδασκαλία τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, έν τοΥ ΑΠΟΥ, Ή αύσία τής 'Ορθοδοξίας, Άθήναι
1961, σσ. 21-132. 1. Το περi Θεού έρώτημα. Α: Θεϊσμός, Β: Ά.θεία, Γ: 'Αθεί. σμός, Άθήναι 1977. ΤΟΥ ΑΎτΟΥ, Ή περl ΘεσU 'Ορθόδοξος διδασκαλία, Άθήναι 1985. η. ΝικΟΛΆΟΥ ΜΗΠΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα 'Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Άθfjναι 1983. ζ. ΜΕΓΑ ΦΑΡΑΝτΟΥ, Δογματικiι Π,
θ. Νικοv ΜΑ'fΣΟΥΚΑ, Δογματικiι καi Συμβολικη Θεολογία Α', Β', Γ' Θεσσαλονίκη Ί996,
'1999, 1997. 2.
Ό ΒιΚΕΝτΙΟΣ ΔΑΜΩΔΟΣ, ό όποίος είσήγαγε παρ' ήμίν <<το όνομα Δογματικη η Δογματικη Θεολογία η
Theologia Dogmatica>>
[IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματική, ΘΗΕ
5 (1964) 136],
άνα
φέρει δτι «Δογματικiι είναι έκείνη ή όποία άληθινα είναι ή θεολογία, ή όποία δηλαδfι έξετάζει τα περl πίστεως και τα δόγματα, δπου φuλάττει ή 'Εκκλησία>> (Θεολογία, σ.
3).
Έπειδη λοιπον ή Δογματικi) εlναι ή άληθινη θεολογία, δια τούτο τα σημειωθέντα περι της θεολογίας έν τQ:ι προηγουμένφ κεφαλαίφ ίσχύουν και δια την Δογματικήν.
3.
<< ...
και ό δρος άκόμη ( = δογματισμΟς) iιπενθυμίζει τη Δογματικη της θεολογικής έπισtή
μης και άρκετf:ς φορές δημιουργεί παγίδες στο χώρο τfίς θεολογίας. Άκόμη και ενας
όρθόδοξος δογματολόγος άπο ίδιοσυγκρασία καl άπο πλάνη η άπΟ φανατισμο καl άπο
σκοπιμότητα θα μπορούσε να γίνη δούλος τού δογματισμού ... Ό δογματισμος εlναι μια
Ι Ι ΕΙ' I ΤΗ~ Λ< >I \1XIΊI(H~ ΚΑΘ' UΛΟΥ
41
'Εκκλησίας, ή όποία έκφράζεται είς τα δόγματα αύτης, τόσον τα ύπο τών Οίκουμενικών Συνόδων καθορισθέντα, δσον και τα μη καθορι
σθέντα, άλλ' άδιαλείπτως ύπο τής 'Εκκλησίας κηρυττόμενα και διδα σκόμενα. τα δόγματα περιχαρακώνουν την άλήθειαν, όριοθετοϋν την άλήθειαν. Έντος τής περιχαρακώσεως αύτής έργάζεται ή Δογμα
τική. Το πεδίον δμως έρεύνης καl έξετάσεως είναι άπεριόριστον, δμως άπεριόριστος είναι και ή άλήθεια. Ή Δογματική, καίτοι έντος καθωρισμένων όρίων κινουμένη, έργάζεται έν έλευθερί<;t, καθ' δσον
«σu το Πνεύμα Κυρίου, έκεί έλευθερία»4 • Ό πιστος κινείται έν έλευ θερί<;t έντος τής άληθείας, προς εύρυτέραν γνώσιν αύτης προσπαθεί να γνωρίση δσον το δυνατον περισσοτέρας οψεις και πλευρας της
αύτής άληθείας. Ή άλήθεια, ή δια τού δόγματος έκφερομένη, είναι &πειρος, δΕ:ν περιορίζεται είς ώρισμένα κλειστα καl άμετακίνητα
περιγράμματα· είναι ζωη με δυναμικόν, άναγεννητικόν καl άναμορ
φωτικον χαρακτήρα. Το δόγμα είναι δρος, ό όποίος όδηγεί προς τον Θεόν.
Ή θεία άλήθεια βεβαίως είναί δογματικη έν άπολύτφ της λέξεως έννοίι;χ, ώς μη έπιδεχομένη άλλοίωσιν, προσθήκην η άφαίρεσιν κατα την ούσίαν. Άλήθεια άλλοιουμένη γίνεται ψεύδος. Συνεπώς ό χαρα
κτηρ αύτής είναι άπόλυτος. Άντιθέτως ό δογματισμος είναι άνθρω πίνη ίδέα, ή όποία διεκδικεί άπόλυτον χαρακτήρα. Αύτος είναι ό τραγικος χαρακτi)ρ τού δογματισμού, ή άπολυτοποίησις τού σχετι
κού· το σχετικΟν διεκδικεί το άπόλmον. Ή θεία άλήθεια λοιπον είναι δογματική, παραλλήλως δμως είναι τόσον άχανΕ:ς το πεδίον τής άλη θείας δια την γνώσιν, έμπειρίαν και προσοικείωσιν αύτης, rοστε ό μελετητης αύtής καl ό έντρυφών έν αύτft να εύρίσκηται έντος ώκεα νού θείας προσφοράς, κινούμενος έν αύτft έν πάση έλευθερίι;χ, κατα το μνημονευθf:ν άποστολικον ρητόν. Ή άποκεκαλυμμένη άλήθεια, ή
τuραννικη ίδεοληψία που χαρίζει κλειστα καl άμετακίvητα περιγράμματα σrη σκέψη καl
τη ζωη ένος λαου, mστε η δραστηριότητα καl ή συμπεριφορα τών παγιδευμένων σ' αύτην την ίδεοληψία να χαρακτηρίζονται άπό μια άκαμψία η δυσκαμψία στο χώρο τών πνευμα τικών έκδηλώσεων της πολιτικής γραμμijς και της οίκονομικijς όργανώσεως>> (Ν. ΜΑποv ΚΑ, Δογματισμός, σ.
4. Π Κορ. 3, 17.
328).
ΚΕΦΑΛΑ10Ν Β'
όποία άποτελεί το άντικείμενον τfjς Δογματικής, δεν εΙναι δυνατον να χαρακτηρισθfί ύπο στατικότητος και άκαμψίας. Α1Jτη είναι ή ζωή, προσφέρει την ζωην και ώς έκ τούτου εύρίσκεται έν συνεχεί κινήσει, άνακαινίσει και άναπλάσει, ώς προς τον τρόπον κατανοήσεως και 5
οίκειώσεως αύtής έκ μέρους τού πιστού •
2.
Το περιεχόμενον της Δοyματικής
Ώς προς τi]ν σuστηματικην έκθεσιν των δογματικών άληθειών έχρη 6
σιμοποιήθησαν ύπο τών δογματολόγων διάφοροι διαιρέσεις • Το γε γονος τούτο -το διάφορον δηλαδη τών διαιρέσεων- δεν εχει ίδιαι
τέραν σημασίαν, καθ' δσον εΙναι μεθοδολογικόν. Έκεϊνο, το όποϊον
έχει ούσιαστικην σημασίαν εΙναι το περιεχόμενον τής Δογματικής. 01Jτως ή διάταξις τής 1Jλης τfjς Δογματικής εΙναι δυνατον νa έχη ώς έξής: α. Τριαδικη Θεολογία, β. Δημιουργία, γ. Χριστολογία, δ. Έκ κλησιολογία-Μυστηριολογία, ε. Σωτηριολογία και στ. 'Εσχατολογία. Ή Τριαδικiι Θεολογία έξετάζει τον Θεον καθ' έαmόν, δηλαδη την 1Jπαρξιν, τα ίδιώματα καl τας ένεργείας Αύτού, το μυστήριον τής άγί
ας Τριάδος, ητοι Πατρός, Υίού καl άγίου Πνεύματος, τaς μεταξυ τών θείων ύποστάσεων σχέσεις τfjς θεαρχικής Τριάδος (Μονaς έν Τριά
δι και Τριaς έν Μονάδι) καl την κατa το δυνατον γνώσιν Αύtού ύπο τού άνθρώπου.
Ή Δημωυργία έξετάζει τa άναφερόμενα είς τi]ν ύπο τού Τριαδικού Θεού δημιουργίαν τού πνευματικού, ύλικού καl πνευματικοϋλικού κόσμου, δηλαδη την «έξ ούκ οντων» δημιουργίαν τών άγγέλων καl
S.
Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΎΗ, 'Ορθοδοξία, σ.
121: <<Το δόγμα σε
καμμια περίπτωση δεν όδηγεί στον
δογματισμΟ. Δεν ύπάρχει καμμιiχ σννέχεια μεταξiι τους. Το δόγμα όδηγεί στο άνοικτο έρώτημα περi. τού τελικού διαφεύγοντος "τι" για riιν όρθολογιστικi] σκέψι και που γίνε ται σι.ιγχρόνως πρόκλησις για περαιτέρω έμβάθννσι και άνανέωσι». Ν. ΜΑ'ΓΙΟΥΚΑ, Δο
γματισμός, σ. 341: «Το δόγμα λοιπον ώς θεολογικfι γνώση, εlναι έμπειρία και μετοχi] στη θεία ζωή. Ή Δογματικfι τής θεολογικής έπιστήμης, παράλληλα με τη σuσrηματικfι καl διαρθρωτικη έργασία που κάμει πάνω στα δόγματα, δεν παύει να εlναι μια χαρισματικη λειτουργία της έκκλησιαστικfις ζωής». Κ. ΠΑΠΑΠΕΊ'ΡΟΥ, Πίστη-γνώση, σ. 7: « ... μια πίσrη, που λειτουργεί στην ύπηρεσία τού δογματισμού, δεν μπορεί να άντέχει στο χρόνο
6.
Βλέπε Ν. ΜΙΠΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σο.
49-51.
... ».
I ΙΙ·:ιη
111~
.\01
43
\1.\τll-.11~ Κ\Η Οι\ΟΥ
την έξ αύτών εκπτωσιν τών δαιμόνων, την έν χρόνφ δημιουργίαν, την
αίτίαν, τον σκοπον και την τάξιν τού κόσμου, και ίδιαιτέρως τα περι άνθρώπου, ώς και τα περι της θείας Προνοίας (συντηρήσεως και κυβερνήσεως) τού κόσμου.
Ή Χριστολογία περιλαμβάνει τα περι τής ένανθρωπήσεως της δευτέρας ύποστάσεως της άγίας Τριάδος, ητοι τού Θεού Λόγου, τα της ύποστατικης ένώσεως τών δύο έν Χριστφ φύσεων -θείας και
άνθρωπίνης- έν τφ προσώπφ τού Θείου Λόγου καl τας δογματικας άκολουθίας της ένώσεως αύτης, τα τής «έξ άντικειμένου» σωτηρίας
τού άνθρωπίνου γένους. Ή Έκκλησιολογία περιλαμβάνει τα περι τής έννοίας και φύσεως
τής Έκκλησίας, τaς ίδιότητας και το άλάθητον αύτής, ούσης κιβωτού τής σωτηρίας.
Ή Μυστηριολογία έξετάζει την εννοιαν, την άναγκαιότητα και τα άποτελέσματα τών ίερών Μυστηρίων, τα όποία άποτελοϋν τα μέσα χορηγήσεως τής θείας Χάριτος και κατ' άκολουθίαν τής σωτηρίας είς
τον έπιθυμούντα αύτην και έλευθέρως ένεργούντα πιστόν.
Ή Σωτη@ιολογία έξετάζει τσuς ύποκειμενικοiJς δρους τής σωτη ρίας τού άνθρώπου, ητοι τα περι τής πίστεως και τών εργων αύτού.
Ή 'Εσχατολογία διαπραγματεύεται τα τού θανάτου, τfιν πέραν τού τάφου ζωήν, τfιν μερικην κρίσιν, την μέσην κατάστασιν τών ψυχών, τfιν σχέσιν ζώντων καl τεθνεώτων, την δευτέραν παρουσίαν τού Κυ ρίου, τi]ν Άνάστασιν τών νεκρών, την τελικi)ν κρίσιν όλοκλήρου τού άνθρωπίνου γένους, την αίώνιον ζωην και την αίώνιον κόλασιν, τfιν σuντέλειαν και τi]ν άνακαίνισιν τού κόσμου.
3.
Ή μέθοδος τής Δογματικfις7 Ή Δογματικη δf:ν έπιχειρεί να εύρη το άντικείμενον τού περιεχομέ
νου αύτη ς, διότι τούτο έχει δοθη και άποκαλυφθή ύπο τού Τριαδικού
7.
Περtτής μεθόδου τής Δογματικής βλέπε ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΓΣΟΥ,Δοyματική, σσ. ΜΠΕΛΑ,Δοyματική, τ. Α', σσ.
35-40. Μ.
21-25.
Π. Ί'ΡΕ
ΦΑΡΑΝΊ:ΟΥ,Δοyμ.-Ήθική,Είσαγωyικά, σσ.
27-31.
44
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
Θεού 8, ούτε έπιζητεί νa αύξήση τούτο διa περαιτέρω προσθηκwν, άλλ' άπλως άποβλέπει είς τfιν έμβάθννσιν, έρμηνείαν, κατa το δννατον κα 9
τανόησιν, ταξιθέτησιν καl σuσtηματοποίησιν τής ύλης αύταu • α'. Συνθετικfι μέθοδο;
Ή Δογματικfι προβαίνει είς τfιν έκθεσιν των θείων άληθειων της πίσtεως κατα σuσι:ηματικην καl όργανικην ένότητα, άναγομένη έκ τών έπl μέρους είς το γενικόν. 'Ομιλεί περl τών διαφόρων χριστια
νικων άληθειων έν γένει, διαπραγματεύεται π.χ. περl Θεού, 'Εκκλη σίας κ.λπ., έργαζομένη σuνθετικώς καl βασιζομένη έφ' όλων τών μνη
μείων τής Άποκαλύψεως, δια να έκθέση την καθολικην καl γενικην είκόνα μιaς έκάσι:ης χριστιανικής διδασκαλίας. Άντιθέτως, όταν τα λοιπα θεολογικa μαθήματα όμιλούν περl τών αύτών διδασκαλιών, πε ρl τών αύτών άληθειών, όμιλούν μερικώς, σtηριζόμενα είς μεμονω
μένας πηγας, π. χ. είς την Παλαιαν Διαθήκην fι την Καινην Διαθήκην η την Ίεραν Παράδοσιν. Ή περl Θεού είκών π.χ. έν τfί Παλαι(i Δια
θήκη εΙναι μεν όρθή, δεν είναι δμως πλήρης. την πληρότητα αύτης λαμβάνει έν τt] Καινή Διαθήκη δια τής έν 'Ιησού Χρισι:φ θείας Άπο καλύψεως. Το γεγονος τούτο διαφαίνεται καl είς τους πρώτους σι:ί
χους τής προς 'Εβραίους έπισtολής, Ενθα άναφέρεται ότι «ΠΟλυμε ρώς καl πολυτρόπως πάλαι ό Θεος λαλήσας τοίς πατράσιν έν το'ίς 10
προφήταις έπ' έσχάτου τών ήμερών έλάλησεν ήμίν έν υίiρ» • 'Επίσης
οί ίεροl συγγραφείς ήδννήθησαν να κατανοήσονν καl καταχωρίσονν ώρισμένας μόνον πτυχας της θειότητος τού Θεού • Τοιουτοτρόπως 11
ύπάρχει άλληλοσuμπλήρωσις τών διαφόρων μνημείων τής θείας Άπο
καλίrψεως δια μίαν πληρεσtέραν καl ώλοκληρωμένην, κατα το δυνατόν,
8. Πρβλ. Xr. ΑΝΔΡΟΥΓΣΟΥ, Δογματική, σ. 21: <<Η Δογματικη δi::ν προτίθεται να κατασκευά0\1 τα δόγματα ... , άλλα να έκθέση την πίστιν της 'Εκκλησίας έν τΦ όργανικφ αύτfις σuν δέσμφ>>. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', σ. 36: «'0 θεράπων λοιπΟν της Δογματικής έπι στήμης όφείλει να άποδέχηται έκ προτέρου ώς βεβαίας και άδιαμφισβητήτους τας άλη θείας, τας όποίας πρόκειται να διαπραγματευθfΊ>>.
9. Περι τής σπουδής τής Δογματικής βλέπε W. BEINERT, Dogmatίk studίeren, Eίnfiίhrung ίn dogmatίsches Denken und Arbeiten, Regensburg 1985. 10. Έβρ. 1, 1-2. 11. Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Δογμ.-Ήθική, Είσαγωγικά, σ. 28.
Ι Ι ΕI' I ΊΊ 1~ .\(Η \ΙΧΙΙΙ\ΙΙΣ
1\ ΛΗ
45
ΟΛΟΥ
είκόνα τών άποκεκαλυμμένων ύπο τσu Θεσu άληθειών. Ή Δογματι κη λοιπον όδηγεϊται δια της συνθετικής μεθόδου έκ τών καθ' εκαστα μνημείων τής θείας Άποκαλύψεως καl τών έν αύτοίς περιεχομένων
θείων άληθειών είς την διαμόρφωσιν γενικής είκόνος μιδ.ς έκάστης χριστιανικής διδασκαλίας.
βΌ Άναλυτικfι μέθοδος
Διa της μεθόδου αύτής ή Δογματικη προβαίνει είς την άνάλυσιν της γενικής καl ώλοκληρωμένης είκόνος τών άποκεκαλυμμένων θείων
άληθειών προς οίκείωσιν αύτών έκ μέρους τών πιστών. Τοιουτοτρό πως έπιτυγχάνεται ή βαθυτέρα διείσδυσις είς το περιεχόμενον της χρισtιανικής πίσι;εως καl διδασκαλίας προς εύχερεστέραν κατανόη
σιν καl άποδοχfιν αύτού. Έρμηνεύουσα καl άναλύουσα ή Δογματικη το περιεχόμενον της θείας Άποκαλύψεως, καθισt<:i τούτο περισσότε ρον προσιτον είς τον aνθρωπον. Ούτω γνωρίζονται κατa τρόπον εύ κρινέσtερον αί διάφοροι δψεις καl πτυχαl τού θείου θελήματος. Είς το εργον της Δογματικής πρέπει να δεσπόζη το έρμηνευτικΟν σtοιχεί ον, διa της έπεξεργασίας καl διασαφήσεως τών δογματικών έννοι
ών. «Άνάγκη λοιπον ή Δογματική, άναλύουσα τα δόγματα είς τa
σι;οιχεία η συσtατικά, έξ ών άποτελούνται, και άνευρίσκουσα σUτως είπείν τα δόγματα έν έκάσι;φ δόγματι, να διασαφηνίζη αύτa περιά
πτουσα την μορφήν, δι' ής ό νούς δύναται να συλλάβη την άλήθειαν έν 12
δλφ αύτης τφ βάθει καl τφ πλάτει» •
Βασικώτατος καl άπαραίτητος δρος κατα την διαπραγμάτευσιν
των δογματικών άληθειών εΙναι ή όρθη άπόδοσις και άπαραχάρα κτος Εκθεσις τού περιεχομένου αύτών. Γνώμων προς τfιν κατεύθυνσιν
αύτfιν εΙναι ή 'Ορθόδοξος Καθολικfι 'Εκκλησία, ή άποτελούσα τον άλάθητον και αύθεντικον έρμηνευτfιν της Άγίας Γραφής και της Ίε ρδ.ς Παραδόσεως, είς τaς όποίας έμπεριέχεται ή θεία Άποκάλυψις
καl έπl τών όποίων σtηρίζεται ή Δογματική. Αύτη λαμβάνει το περιε
χόμενον αύτη ς ·έκ τής 'Εκκλησίας. Ή 'Εκκλησία εΙναι έκείνη, ή όποία,
12. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥτΣΟΥ, Δογματική, σ. 23. « ... ή Δογματικη δεν προτίθεται va πορίση πίστιν είς το δόγμα η va αίτιολογήση tiιv είς αmο πίστιν>> (αύτόθι, σ. 24).
46
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'
ώς θεματοφύλαξ τής άληθείας, άποτελεϊ: την κιβωτον αύτfjς. Ή Δο γματικη έκθέτει καi έκφέρει τfιν πίσtιν τfjς 'Εκκλησίας, ώς αiJτη φυ λάσσεται καl διδάσκεται ύπ' αύτijς, κατa την ίσtορικijν αύτijς πορείαν
δια μέσου των αίώνων 13 • Λαμβάνει ύπ' όψιν αύτfjς την άλάθητον έρ μηνείαν τijς 'Εκκλησίας προς όρθfιν κατανόησιν τ&ν άποκεκαλυμμέ νων θείων άληθειων. Δευτερευόντως δε καl καταχρησεικώς μνημο
νεύονται οί έτερόδοξοι, ούτως &σtε καl διa τfjς παραθέσεως τού έσφαλμένου νa κατανοηθfί εύχερέσtερον το όρθόν.
4.
Σχέσις τής Δογματικής προς τα λοιπiΙ θεολογικiΙ μαθήματα
14
Ή Δογματικη εΙναι βασικώτατον 15 μάθημα τής Θεολογίας. Τούτο σmιισtQ. το κέντρον, προς το όποιον κατευθύνονται η έκ τού όποίου πηγάζονν τα &.λλα θεολογικa μαθήματα • 16
α'. Σχέσις τής Δογματικής προς τα άλλα μαθήματα τοϋ Συστη ματικού κλάδου τής θεολογίας
i. Σχέσις τής Δογματικής πρός τήv Χριστιαvικi]v Ήθικi]v Ή Δογματικη εΙναι σtενότατα σmιδεδεμένη μετa τfις Χρισtιανι 1
κfις Ήθικής ', παρέχουσα είς αύτfιν το περιεχόμενον αύτή ς. ΟiJτως ή
13.
Βάσει τούτου προκύπτουν καi. αί διάφοροι χριστιανικαl Δογματικαί, κατ' ό.ναλογίαν προς τaς χριστιανικaς όμολογίας, είς τaς όποίας ή χριστιανικfι πίστις έμφανίζει διαφοράς. Τοισιποτρόπως είς τον χΟ>ρον τοϋ Χριστιανισμού άπαντζi ή Δογματικi) της 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, τοϋ Ρωμαιοκαθολικισμοϋ και τοϋ Προτεσταντισμού. Περι τοϋ όμολογιακοϋ χαρακτηρος της Δογματικής βλέπε Ε. ΚINDER,
Dogmatik-Dogma, σ. 23. 14. Περl της σχέσεως αύτής βλέπεΖ. ΡΩΣΗ, Δογματικη, τ. Α', σσ. 29-55. Π. 'ΓΡΕΜΠΕΛΑ, Δογ ματικη, τ. Α', σσ.18-19. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,Παραδόσεις, σσ. 10-16. Ν. ΜΗΊ"ΣΟΠΟΥΛΟΥ,Δογμα τική, σσ. 34-37. Ε. ΚINDER, Dogmatik-Dogma, σσ. 11-16. 15. Περi τής σπουδαιότητος τοϋ μαθήματος της Δογματικής βλέπε ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), Τά προγράμματα διδασκαλίας καί είδικώς ό συσrηματικός κλάδος τής Θεολογίας είς τfιv Ίεράν Θεολογικfιv Σχολfιv Χάλκης, έν «Έπετηρlς 'Εστίας Θεολόγων Χάλκης» Α' (1980) 81-85. 16. Πρβλ. IΩ. ΚΑΙ'ΜΙΡΗ, Δογματικη, ΘΗΕ 5 (1964) 136. l 7. Περi. της σχέσεως Δογματικής και Χριστιανικής Ήθικής βλέπε IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματική, έν ΘΗΕ (1964) 136. Κ. ΠΑΠΑΠΕ"ΓΡΟΥ, Θεολογία-Έπισrήμη, σσ. 37-38. ΤοΥ ΑΥτΟΥ,Άπο λοyητική, σ. 62. ΤΟΥ AY"fOY, Ούσία Θεολογίας, σ. 28. r. ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ, 'Ηθικόν νόημα, σ. 149. Μ. ΦΑΡΑΝ"fΟΥ, Δογμ.-Ήθική, Είσαγωγικά, σα. 65-99. Τον ΑΥΊΌΥ, Δογματικαί-
111::1'1
ΠΙ.:. .\ΙΗ"\1\ΙIΙ(ΙΙ.:. 1\.\Η 0,\ΟΥ
47
Χριστιανικη Ήθικη άντλε'i: το περιεχόμενον αύτης έκ τής Δογματι
κής. τα δόγματα δεν εΙναι άπλώς θεωρητικαι άλήθειαι, αί όποϊαι εχουν σχέσιν μόνον προς τον νούν, άλλ' εχουν iiμεσον σχέσιν και
άναφορaν είς την ζωijν τού πιστού • Ή Χριστιανικη Ήθικη πραγμα 18
τεύεται την βίωσιν έκ μέρους τού άνθρώπου τών ύπο τού Θεού άπο κεκαλυμμένων θεωρητικών άληθειών. Άναφέρεται ένδεχομένως πε
ρισσότερον είς τον iiνθρωπον, χωρlς τούτο να σημαίνη δτι είναι άν θρωποκεντρική. VΟλα τα θεολογικα μαθήματα είναι θεοκεντρικά 19 • Ό Τριαδικος Θεος άποτελει το κέντρον, έκ τού όποίου πηγάζει ή
άλήθεια, την όποίαν όφείλει ό πιστος να δεχθfι και να έναρμονίση την ζωijν αύτού συμφώνως προς αύτήν. Ό τρόπος ζωής τού πιστού
πρέπει να είναι σύμφωνος και άνάλογος προς το θε'ίον θέλημα, προς την άποκεκαλυμμένην άλήθειαν, πρέπει να άποτελ'fi εκφρασιν τού δόγματος. Τον όρθον τούτον τρόπον ζωής, το ήθικώς ένεργε'i:ν και
κατa Χριστον ζην, έξετάζει ή Χριστιανικη Ήθική. Σαφης ώς έκ τού
του και προφανης είναι ή σχέσις τών δύο ταύτων θεολογικών μαθη μάτων, της Δογματικής, ή όποία εχει ώς εργον τijν συστηματικijν ΕΚ
θεσιν και έκφοραν τών άποκεκαλυμμένων θείων άληθειών, και της Χριστιανικής 'Ηθικής, ή όποία άσχολεϊ:ται με την κατα Χριστον βίω σιν και πραγμάτωσιν των άληθειών αύtών έκ μέρους τού πιστού, με
άποτέλεσμα ή ζωη αύtού να έναρμονίζεται προς τα δόγματα της 'Εκκλησίας. την στενοτάτην σχέσιν δόγματος καl τρόπου ζωης τού
πιστού έπισημαίνουν, πλην άλλων, και τα άκόλουθα χωρία έκτης Πατερικης Παραδόσεως. Ούτως ό Κύριλλος 'Ιεροσολύμων άναφέρει:
Ήθικαi άλήθειαι, σσ. 293-299. Κ. RAHNER, Aufriss einer Dogmatik, σ. 25. Η. J. BIRΚNER, Das Verhiiltnίs von Dogmatίk und Ethίk, έν Handbuch der christlichen Ethik, τ. 1, FreiburgBasei-Wien 1979, σσ. 287 κ. έξ. 18. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς βίοv Μωυσέως, Musurillo, σ. 88'"' 2 (ΒΕΠΕΣ 65Α, 143'""). ΜΑΞΙΜΟΎ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ήθικός χαρακτήρ, σσ. 474 Κ. έξ. Γ. ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ, Ήθικiι Άποκάλuψις, σ. 19. 19. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝΊΌΥ, Δοyμ.-Ήθική, Είσαγωγικά, σ. 27: <<'0 Θεος καΙ. αί ένέργειαι αύτοϋ προς τον κόσμον και προς τον άνθρωπον άποτελεί το κέντρον πάσης θεολογικης έπι στήμης. Βεβαίως ό Θεος
...
έξετάζεται ύφ' έκάστης θεολογικής έπισιήμης ύπο ώρισμέ
νην οκοπιaν και πάντοτε έν σχέσει προς τΟν άνθρωπον. Έν τούι:οις είς πάσαν θεολο γικfιν έπιστήμην πάντοτε ό Θεος και ούχt ό aνθρωπος άποτελεϊ το πρώτον καl κύριον "άντικείμενον" έρεύνης αύτης».
48
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ Β'
«Ό γaρ τής θεοσεβείας τρόπος έκ δύο τούτων σuνέστηκε, δογμάτων
εύσεβών καl πράξεων άγαθwν. Καl ούτε τa δόγματα, χωρlς έργων άγαθων, εύπρόσδεκτα τφ Θεψ οϋτε τa μη μετ' εύσεβών δογμάτων
έργα τελούμενα προσδέχεται ό Θεός» 20 • 'Επίσης ό Γρηγόριος ό Θεο λόγος παρατηρεί: «Καl γaρ θεωρίαν συνέκδημον προς τa έκείθεν ΠΟι ούμε θα, καl πράξιν θεωρίας έπίβασιν» . 21
ii. Σχέσις τijς Δογματικής πρός τfιv Ά.πολοyητικr}v Στενοτάτη είναι καl ή σχέσις τών δύο τούτων θεολογικών μαθημά των22, καθ' δσον ώς έργον τής Άπολογητικης καθορίζεται ή έπιστη
μονικη έρευνα τής σχέσεως τής Θεολογίας προς την aρνησιν τής 23
Θεολογίας • Παραλλήλως ή Άπολογητικη έπισημαίνει δτι αί άποκε
καλυμμέναι θείαι άλήθειαί, ητοι τa δόγματα έν τi1 εύρείq, έννοίι,χ τής λέξεως, δf:ν έντάσσονται είς τον χώρον τού «Παρa λόγου», άλλ' είναι «κατa λόγον» καΙ. «ύπερ λόγον». Διa την έπιτυχίαν λοιπον τής άπο σtολής τής Άπολογητικής, ή όποία άποβλέπει είς την ύπεράσπισιν τών όρθοδόξων δογμάτων έναντι τών άπίστων καΙ. τών άντιφρονού
ντων24, καθίσταται σαφf:ς δτι είναι άναγκαία ή γν&σις τής Δογματι κής, ή όποία έκθέτει την ύπο τού Τριαδικού Θεού άποκεκαλυμμένην άλήθειαν, i]τοι την όρθόδοξον πίσtιν.
20.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ lΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις
!S.., 2, Reischl-Rupp, σ. 90, ΒΕΠΕΣ 39, 663'-67'. Πρβλ. Π. 'ΓΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α, σ. 19: «ή δογματικη άλήθεια δf:ν είναι μεταφυσι κή τις θεωρία, άλλ' ήθικη και πρακτικfι ... Ή Δογματικfι πραγματεύεται τοiις άπαραιτή τους άντικειμενικΟ'uς όρους της καινης έν Χριστ
αύτην ταύτην riιν καινfιν ζωiJν ώς όφείλει να πραγματοποιήται αiJτη έν τφ άνθρώπφ».
21. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ.
Αγτογ, Λόγ. Κ,
22.
PG 35, 649Β-652Α (ΒΕΠΕΣ 58, 329'.7). 12, Mossay, SC 270, 82 (ΒΕΠΕΣ 59, 14738 ).
IS.,
ΡIΓ,
Πρβλ. ΤΟΥ
Περi τίjς σχέσεως Δογματικής καi. Άπολογητικής βλέπε Κ. ΠΑΠΑπετpογ, Ή όρθόδοξος
Άπολοyητικη είς τiJv έποχήv μας. Παράρτημα: Ή σχέσις Δογματικής καi Άπολογητικijς έκ τίjς έπόψεως της Έγκυκλοπαιδείας της Θεολογίας, Άθήναι
23.
Πρβλ. αίιτόθι, σ.
63:
«Ηιν Άπολογητικην θα ήδυνάμεθα
...
1971.
να riιν όρίσωμεν ώς τον διά
λογον της θεολογίας μΕ: δ,τι είναι μη θεολογία fι φαίνεται ώς μη θεολογία. Ό διάλογος
δμως ούτος δχι μόνον δf:ν είναι άσχετος προς το έργον τής Δογματικής, άλλ' άποτελεί, πολiι περισσότερον, ούσιώδες στοιχείον καl της ώλοκληρωμένης πίστεως και της συνει δητοποιήσεώς της, ή όποία καΙ. όνομάζεται
24.
Πρβλ. Ν. ΜΙΠΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σ.
34.
... Δογματική».
49
ΙΙΕΙ'Ι ΊΊΙ~ λΙΙI"\1.\Ίif-:ΙΙΣ 1\:ΛΗ ΟΛΟΥ
iii. Σχέσις τής Δογματικής πρΟς τfιν Συμβολικfιν 'Ωσαύτως ή Δογματικη συνδέεται άμεσώτατα μετα τής Συμβολι κής, ή όποία έξετάζει τας μεταξu τών διαφόρων Χριστιανικών 'Ομο 25
λογιών διαφορας έν τii πίστει • Τοιουτοτρόπως ή Συμβολική, νοου μένη ώς «Συγκριτικη Δογματική», μαρτυρεί τfιν aρρηκτον και άνα
πόσπαστον σχέσιν τών δύο τούτων θεολογικών μαθημάτωνu. β'. Σχέσι; τής Δογματικής ΠQΟς τα μαθήματα τοϋ ΈQμηνευτικοϋ κλάδου τής Θεολογίας
Έπίσης στενη ε ίνα ι ή σχέσις τής Δογματικής προς τα μαθήματα τού Έρμηνευτικού κλάδου, ώς τfιν Έρμηνείαν της Παλαιάς και τής Και νής Διαθήκης και τfιν Θεολογίαν τής Παλαιάς και τής Καινης Δια θήκης, ητοι την Βιβλικην Θεολογίαν. Ή μνημονευθείσα σχέσις κατα
νοείται, έαν ληφθii ύπ' όψιν δτι ή Άγία Γραφiι άποτελεϊ τfιν μίαν έκ τών δύο πηγών τής Δογματικής. Τοιουτοτρόπως ή Δογματική, άντλού σα το περιεχόμενον αύτής έκ τής Άγίας Γραφης και λαμβάνουσα ύπ'
όψιν την έρμηνείαν καl τα πορίσματα τής όρθοδόξου Έρμηνευτικης, παραλαμβάνει τας άποκεκαλυμμένας ύπο τού Θεσu άληθείας προς συστηματικην κατάταξιν, έμβάθυνσιν καl έκθεσιν αύτών. Δια τούτο
είναι άπαραίτητος ή μεrαξυ τών έρμηνευτών και δογματολόγων στε νη συνεργασία '. 2
γ'. Σχέσι; τής Δογματική; ΠQος τa μαθήματα τοϋ ΊστοQικοϋ κλάδου τη; Θεολογία;
'Ομοίως είναι στενη ή σχέσις τής Δογματικής προς τα μαθήματα τοϋ 'Ιστορικού κλάδου, τα όποία παρακολουθούν τfιν πορείαν καl τfιν έξέλιξιν τοϋ Χριστιανισμού δια μέσου τών αίώνων καl έκθέτουν τfιν
ίστορίαν τής 'Εκκλησίας έν γένει. Στενώς συνδέεται ή Δογματικη μετα τής Πατρολογίας, ή όποία -πλην τοϋ βίου καl τοϋ σuγγραφικού
25. Πρβλ. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Συμβολική, σσ. 72 κ. έξ. 26. Πρβλ. αύτόθι, σσ. 116-117.
27. Ό
Κ. RAHNER έπισημαίνει την άποξένωσιν τών έκπροσώπων τών δύο τούτων θεολο
γικών έπιστημών, τής Έξηγητικης δηλαδiι και τής Δογματικfις είς τΟν χώραν τού Ρωμαιο καθολικισμοϋ
(Exegese-Dogmatik,
σ.
82).
.50
ΚΕΦΑιWΟΝΒ'
έργου τών Πατέρων της 'Εκκλησίας- έξετάζει καl την θεολογίαν αίrτών. Οί Πατέρες άποτελοϋν τσuς κυρίως φορείς τής 'Ιερaς Παρα
δόσεως, ή όποία σννιστζi την έτέραν τών πηγών της Δογματικfjξ8 • 'Ωσαύτως ή Δογματικη σννδέεται μετa τi)ς 'Εκκλησιαστικής 'Ιστο ρίας, καl μάλιστα της 'Ιστορίας τών αίρέσεων καl των συνόδων, ένθα διαφαίνονται αί σννθi)και, ύπο τας όποίας άνεπτύχθησαν τα δόγμα τα, καl διαγράφονται αί περιστάσεις, αί όποίαι σννετέλεσαν και
ώδήγησαν είς την διατύπωσιν καl τον καθορισμον αίrτών. 'Επίσης ή
Δογματικfι έχει σtενfιν σχέσιν προς την Ίστορίαν των Δογμάτων, ή όποία έξετάζει την ίσtορικην άνάπτυξιν των δογμάτων • 29
δ'. Σχέσι; τfι; Δογματική; προ; τα μαθήματα τού Πρακτικού κλάδου τη; Θεολογία;
Ή Δογματικi) σχετίζεται καl προς τα μαθήματα τού Πρακτικού κλάδου, ώς τi)ν Λειτουργικήν, Θεολογίαν τfjς Λατρείας, Κατηχητι
κήν, Όμιλητικήν, Ποιμαντικήν, Έξομολογητικfιν καl το Κανονικον Δίκαιον, δεδομένου Οτι τα μαθήματα αίrτα άντλοϋν έν πολλοίς το
περιεχόμενον αύτών έξ έκείνης. Λαμβάνονν έξ αίrτής τaς άληθείας τής πίστεως και έχουν ώς έργον -δια τής λειτουργικής, λατρευτικής και έν γένει έκκλησιαοτικης ζωής- να κατασtήσουν δwατην την βίω σιν τής χριστιανικής άληθείας ύπο του έκκλησιαστικου πληρώματος.
τα μαθήματα του Πρακτικού κλάδου δεν παρέχονν μόνον τας γνώ σεις, αί όποίαι άναφέρονται είς τας άρχάς, τους κανόνας, τον τρόπον και την μορψην έπιτυχους διεξαγωγής του λειτουργικού, ποιμαντικού, κατηχητικού καl έν γένει έκκλησιασtικού έργου, άλλα παραλλήλως προσφέρονν και έκφράζονν καl τας άποκεκαλυμμένας θείας άληθεί ας30. Τοιουτοτρόπως άποβαίνονν μέσα καl όργανα έκφράσεως τών
28. Πρβλ. 29. Πρβλ.
ΣτvΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, σ.
87.
Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ίσrορία τώv Δογμάτων, τ. Α', μέρος πρώτον, Άθijναι
δεύτερον, Άθήναι
1963,
μέρος
1978.
30. Πρβλ. ΕΥ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Όμιλτp:ική, ΘΗΕ 9 (1966) 905: «'Η Όμιλητικη διαιρείται άφ' ένος είς την καθ' ύλην η κατa περιεχόμενον Όμιλητικήν, fιτις έξετάζει την ούσίαν, το περιε χόμενον και την ϋλην του κηρύγματος, και άφ' έτέρου είς την είδολογικην η μορφολο
γικi]ν Όμιλητικήν, tjτις έξετάζει τaς μορφολΟ'(ικaς η είδολογικaς προϋποθέσεις της έπι τυχίας τοϋ θείου κηρύγματος>>. ΤοΥ AYfOY, Μαθήματα Έκκλησιασrικής Ρητορικής fι
I !El'! ΊΊ ι.::
\( ιl
51
\\\"111(1-ι:: ι-.:Μ> ΟΛΟΥ
δογματικών άληθειών, αί όπο'ίαι άποτελοϋν το περιεχόμενον τής Δο
γματικής. Οί κανόνες τής 'Εκκλησίας, οί όποίοι άποτελοϋν το άντι
κείμενον έξετάσεως τού Κανονικού Δικαίου, όχι μόνον δΕ:ν είναι δυ
νατόν να νοηθούν άνεξάρτητοι τών δογμάτων, άλλα τούναντίον είναι άρρήκτως μετ' αύτών συνδεδεμένοι • 31
5.
Σχέσις τής Δογματικής προ; την Θρησκειολογίαν Μεταξu τών δύο τούτων μαθημάτων ύπάρχει σχέσις ύπο την εwοι
αν, δτι και ή Θρησκειολογία έξετάζει τας περι τού θείου έννοίας, ώς
αύται άπαντούν είς τα διάφορα θρησκεύματα. Ή βασικωτάτη δε διαφορα μεταξU αύτών εγκειται είς το γεγονός, δτι τα μεν θρησκεύματα θεολογούν έπι τη βάσει τής φυσικής και μό νον Άποκαλύψεως, εχοντα ώς έκ τούτου, έν πολλοίς, άτελf} και πε 32
πλανημένην περι τού θείου είκόνα , ή δε Δογματικη θεολογεί έπι τfJ βάσει τf}ς έν 'Ιησού Χρισι;φ άποκαλυφθείσης θείας άληθείας, ήτοι έπι τfl βάσει τf}ς ύπερφuσικf}ς θείας Άποκαλύψεως, ή όποία άρχεται άπο τών πρωτοπλάσι;ων, προχωρεί δια τών πατριαρχών, Μωυσέως, προ
φητών και καταλήγει είς το κορυφαίον γεγονος της ένανθρωπήσεως τού Θεού Λόγου. Κατα συνέπειαν ή Δογματική, άντλούσα το περιε χόμενον αύτη ς άποκλεισtικώς έκτης ύπερφυσικf}ς θείας Άποκαλύψε ως και προβάλλουσα τούτο προς άνακαίνισιν και σωτηρίαν τού άνθρώ
που, έντάσσεται είς τον χώρον τf}ς θεολογίας, έν άντιθέσει προς την Θρησκειολογίαν, ή όποία σtερείται της άποκλειστικής αύτijς θεολογι
κής βάσεως, κατα την ερευναν δε αύτης «θεωρεί δλας τας θρησκείας
'Ομιλητικής, έν Άθήναις ίδίςι. σσ.
67-82,
1983, σσ. 53-157 (Γο κήρvyμα έξ έπάψεως ϋλης η περιεχομένου),
ένθα έπισημαίνεται ό χριστολογικός, τριαδικός, έκκλησιαστικος καl
έσχατολογικος χαρακτfιρ τοϋ κηρύγματος.
31. Πρβλ. VL. LossκY, Μυστικi} Θεολογία, σσ. 206-207: «Οί κανόνες, οί όποϊοι ρυθμίζονν την ζωfιν τής 'Εκκλησίας "έν τfί γη'ίνη αύτής όψει", είναι άχώριστοι τών χριστιανικών δο γμάτων. Δέν είναι νομικοl κανονισμοί κυρίως είπε ίν, άλλΟ. έφαρμογαl τών δογμάτων τής 'Εκκλησίας, τής άποκαλυφθείσης παραδόσεως είς δλους τοiις τομεi:ς της πρακτικής ζωής τής χριστιανικής κοινωνίας». Π. ΜποΥΜΗ, Κϋροςκαvόvωv, σσ. 99-102. 32. Βλέπε τa σχετικa έν τfi φυσικft Άποκαλύψει τοϋ παρόντος τόμου.
.52
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ Β'
ώς έξ ϊσου άληθείς καi έγκύρους» 33 • Έκ τούτου δύναται νa κατανο ηθfi ή ποιοτικη διαφορa τού περιεχομένου τής 'Ορθοδόξου Δογματι κής και τής Θρησκειολογίας. Διa τούτο ή Θρησκειολογία δύναται νa έχη μόνον βοηθητικόν χαρακτήρα διa το έργον τής Δογματικής, έν τfi έννοίςι τής κατανοήσεως καi συνειδητοποιήσεως τού άληθούς διa τijς
έπισημάνσεως τού άτελούς και πεπλανημένου • 34
6.
Σχέσις tή; Δογματική; προς τfιν Φιλοσοφίαν την οτενην σχέσιν τών δύο τούτων μαθημάτων διακρίνομεν είς την
ύπ' αύτών έξέτασιν καi ερευναν σχεδόν τών αύτών έννοιών, προσέτι δf: είς την χρησιμοποίησιν κοινής, ώς έπl το πλείστον, λογικής έπιστη μονικης μεθόδου. Παρa ταύτα ή διαφορa μεταξiJ τής Δογματικής καi
τής Φιλοσοφίας ε Ιναι σαφής, καθ' δσον το περιεχόμενον τής Δογμα
τικης εΙναι δεδομένον, γνωστόν καi αύθεντικόν, προερχόμενον έκ της άποκεκαλυμμένης ύπο τοϋ Θεοϋ άληθείας, ένψ ή φιλοσοφία άνα ζητεί τούτο. 'Επίσης, ένψ ή Δογματική, έχουσα ώς κατ' έξοχην όργα νον κατανοήσεως την πίοτιν, άποσκοπεί είς την σωτηρίαν τού άν θρώπου, ή Φιλοσοφία, χρησιμοποιούσα τον όρθον λόγον, περιορίζε
ται άπλώς είς την διανοητικην έπεξεργασίαν και ερενναν τών διαφό ρων έννοιών. Έκ τούτου προκύπτει καl ή διάκρισις μεταξiJ τών θεο
λόγων Πατέρων καl τών θύραθεν φιλοσόφων. Οί μf:ν πρώτοι άναζη τοϋν την θέωσιν καi την σωτηρίαν, οί δε δεύτεροι έπιδιώκονν την
γνώσιν διa την γνώσιν. Ή Φιλοσοφία καi κατ' έπέκτασιν ό όρθός λό γος χρησιμοποιούνται ύπο τής Δογματικης ύπο εννοιαν έπικουρικην
και προπαρασκευαοτικήν, ώς παρατηρεί και Κλήμης ό Άλεξανδρεύς: «Άλλ' εί και μη καταλαμβάνει ή Έλληνικη φιλοσοφία το μέγεθος τής
άληθείας, έτι δε έξασθενεί πράττειν τaς κυριακaς έντολάς, άλλ'
33. Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ, Θρησκειολογία, ΘΗΕ 6 (1965) 545. 34. Περi τής θέσεως τής Θρησκειολογίας έν tii χριστιανική
oiiv
θεολογ~ βλέπε Λ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,
Ή θρησκειολογία καi αί θεολογικαi Σχολαί, «Θεολογία>> ΙΘ'
(1941-1948) 356-360. ΤοΥ
ΑΥΓΟΥ, Ή ίοτορία τώv θρησκευμάτων καθ' έαυτi}v καί έv τfj χριοτιαvικfί θεολοyί(Χ, Αθή ναι
1938.
53
IΙΙ·:Ιη ΤΙΙ~ ΛΙ ti.\1\'ΠI\112.: Ι' Λ<->· ΟΛΟΥ
γε προκατασκευάζει την όδον τn βασιλικωτάτη διδασκαλίςt, άμfι γέ πη σωφρονίζουσα και το ήθος προτυπαUσα καl προστύφσuσα είς παρα
δοχην τής άληθείας (τον) την πρόνοιαν δοξάζοντα»35 • Ή φιλοσοφία χρησιμοποιείται ως θεραπαινlς 36 διa την έπίτευξιν τού έργου τής Δο γματικής Θεολογίας, γεγονος το όποίον καθίσtαται σαφες έκτων συγ
γραμμάτων των Πατέρων τής 'Εκκλησίας. Το φιλοσοφικΟν πνεύμα,
έμβαπτισθεν είς τα νάματα του Χριστιανισμού, έχρησιμοποιήθη δια την έκθεσιν των χριστιανικων άληθειων. Άπετέλεσε το περίβλημα
-
έντος τού όποίου έφυλάσσετο το έξ Άποκαλύψεως θ ε ίον δώρον, ή
σωτηριώδης άλήθεια- και την διακόσμησιν' δια τής όποίας προσεφέ
ρετο το λυτρωτικον θείον μήνυμα. Συναφως παρομοιάζει ό Μ. Βασί
λειος την θύραθεν σοφίαν όχι προς τον καρπόν, άλλa προς τα φύλλα τού δένδρου, τa όποία δίδουν είς αύτό τινα στολισμόν • Ή θύραθεν 37
λοιπον γνώσις καl φιλοσοφία δεν άναφέρονται, fι μάλλον δεν έπιτρέ
πεται νa άναφέρωνται, είς τΟν καρπΟν καl το περιεχόμενον τής Δογμα τικής Θεολογίας, άλλ' είς το ενδυμα καl τον τρόπον έκφράσεως των ύπο του Τριαδικού Θεού άποκεκαλυμμένων θείων άληθειων. VΟtαν ή θύραθεν σοφία είσέλθη είς το περιεχόμενον τής Δογματικής Θεολογίας, προκαλεί άλλοίωσιν αύτοu, όδηγοuσα είς αϊρεσιν καl κακοδοξίαν, ως
έπισημαίνεται τούτο ήδη άπο των άρχων τής ίστορίας τής Έκκλησίας.
35.
ΚΛΗΜΕΝ'ΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς Α',
XVI, Mondesert-Gaster,
σ.
108 (ΒΕΠΕΣ 7,
267 29'"). 36. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝ'ΓΟΥ, Δοyμ.-Ήθική, Είσαyωγικά, σ. 17: <<Η φιλοσοφία είναι άναγκαία, ούχl διa τiιν πίστιν, άλλΟ. διa την θεολογίαν. Διότι δανείζει την μέθοδον και τοiις δρους
είς την θεολογίαν, όξύνει τΟν τρόπον τού σκέπτεσθαι, σuντελεί είς την σαφij και άκριβη διατι!πωσιν τών νοημάτων, διευκρινίζει το ποικίλον περιεχόμενον τών φιλοσοφικών δρων και προ παντος σuντελεϊ διa τής γνώσεως τού θύραθεν είς την σuνειδητοποίησιν
τοϋ οίκείου ... Οί μεγάλοι Πατέρες ύπήρξαν ού μόνον οί μεγαλύτεροι θεολόγοι, άλλΟ. καi. οί μεγαλύτεροι φιλόσοφοι τής έποχijς των. Οϋτω μόνον κατώρθωσαν νa άντιμετωπίσονν
έπιτυχώς την φιλοσοφίαν προς όφελος τού Χριστιανισμού>>.
37. Μ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 'Ομιλία πρός ταύς νέους, δπως aν έξ έλληνικών ώφελοίvrο λόγων
ΒΕΠΕΣ
54, 20Q3'-201 2 (PG 31,
3,
568Β): « ... καθάπερ φuτοϋ οίκεία μεν άρετη τφ καρπφ
βρύειν ώραίφ, φέρει δέ τινα κόσμον καi. φύλλα τοϊς κλάδοις περισειόμενα· οUτω δη καl
ψυχfι προηγουμένως μεν καρπος ή άλήθεια, ούκ aχαρί γε μην ούδε την θύραθεν σοφίαν
περιβεβλήσθαι, ο ίόν τινα φύλλα σκέπην τε τφ καρπφ καi. όψιν ούκ aωρον παρεχόμενα>>. Περί τής ύπεροχης τής εύαγγελικης άληθείας εναντι τής κατa κόσμον σοφίας βλέπε τοΥ
ΑΥτοΥ, Έπιοτολη ΠΕΣ
55, 265"").
223, Πρός Εύστάθιον τον Σεβαστηνόν 2, Courtonne ΠΙ, σ. 10''' 0 (ΒΕ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' ΠΕΡ! ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
1. Ή
iννοια τής θείας Άποκαλύψεως
Άποκάλυψις είναι ή έλευθέρα θεία ένέργεια, δια τής όποίας ό άκτιστος Τριαδικος Θεος καθιοτζi γνωοτα είς τοiις άνθρώπους την iJπαρξίν Του, τaς ένεργείας Του, την αίώνιον βουλήν Του και την έν χρόνφ πραγματοποίησιν αύτη ς δια την σωτηρίαν τοϋ άνθρωπίνου γέ 1
νους. Ό Θεος αύτοαποκαλυπτόμενος άποκαλύπτει έκείνα, τα όποία δεν γνωρίζει ό άνθρωπος και τα όποία δεν θα ήδύνατο να γνωρίση διa τών ίδίων αύτοϋ δυνάμεων • 2
Δέον νa σημειωθft δτι και μετa την γνωοτοποίησιν των κεκρυμμέ νων και άγνώσtων παρa τψ Θεφ μυστηρίων, δπως Αύτος θέλει και
κατa το μέτρον, το όποίον αύτος κρίνει, πάλιν μένει ούτος κεκρυμ 3
μένος διa τον άνθρωπον • Τοιουτοτρόπως ή Άγία Γραφη χαρακτηρί ζει τον Θ ε Ον «άπρόσιτον έν άπροσίτφ οίκοϋντα φωτί»
4
•
'Εκ τών Πα
τέρων της 'Εκκλησίας ό Γρηγόριος ό Θεολόγος γράφει: «άπειρον
ούν το θείον και δυσθεώρητον· καΙ. τούτο πάντη καταληπτον αύτοϋ μόνον, ή άπειρία» • 'Ωσαύτως ό 'Ιωάννης ό Δαμασκηνος άναφέρει: 5
«άπειρον το θείον και άκατάληπτον· και τούτο μόνον αύτοϋ καταλη
πτον, ή άπειρία και άκαταληψία»Ό Ό Θεος λοιπον είναι, κατa την 1. Ό Θεος «άποκαλύπτεται οχι προς έαmόν, ό.λλα προς τα εξω. Οϋτε δΕ: είναι δννατον να θεωρηθούν δέκται τής άποκαλύψεως αί τριαδικαi ύποστάσεις, διότι έν τfi περιπτώσει ταύ τη δεν θα ύπfjρχε διαχωριστικfι γραμμη μεταξiι άποκαλuπτοϊί καi δέκτοu. Ή έντος τής
Τριάδος άποκάλtιψις είναι άδιανόητος ... Το γεννώμενον καl το έκπορεuόμενον ένταϊίθα είναι τής αύτής ούσίας καi φύσεως καi βσuλήσεως, ταύτα δΕ: γνωρίζονν τα πάντα έν τψ Θεψ». (Π. ΧΡΗΣΊΌΥ, :Αποκάλvψις, σ. 802). 2. Πρβλ. ΑΝΩΝΎΜΟΥ, Πρός Δι6yvητοv έπιστολiι 8, 5, SC 33 bis, 70 (ΒΕΠΕΣ 2, 25442... 3): <<Άν
θρώπων δε ούδεlς οίίτε <είδεν> οίίτε έγνώρισεν, αύτος δΕ: έαmον έπέδειξεν».
Offenbarung, σ. 61: «Gott hδrt auch in seiner Offenbarung nicht auf, der zu sein». Αύτόθι, σ. 59: «So ist die Offenbarung Gottes beides zugleich: Verhίillung und Enthίillung, das liiften und das Geltenmachen seines Geheimnisses. Als der Ganz-Andere kann er νοη keiner Κreatur ganz νerstanden werden». 4. Α' Ίω. 4, 12. 5. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΗ', 7, SC 358, 116"-24 (ΒΕΠΕΣ 60, 662930 ). 6. IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, "Εκδοσις I, 4, Kotter Il, 133233 (PG 94, 800Β).
3.
Πρβλ. Ε. BRUNNER,
geheimnisνolle
IIEI'I
τι I~ ι-> ΕΙ\~
57
.\1101\: ·\ι\ Y\IJF..ω:
διδασκαλίαν τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, γνωστος και aγνωστος,
προσιτος και άπρόσιτος, καταληπτος και άκατάληπτος, μεθεκτος και
άμέθεκτος. Το μέγα τούτο και παράδοξον μυστήριον έδράζεται έπι τής, σπουδαιοτάτην θεολογικην σημασίαν έχούσης, διακρίσεως θεί
ας ούσίας και ένεργείαξ. Ό Θεος είναι άπρόσιτος, ακατάληπτος και άμέθεκτος ώς προς την ούσίαν, προσιτός, καταληπτος και μεθεκτος ώς προς τaς ένεργείας 8 • την &.πΟψιν αύτην έκφράζει χαρακτηριστι κώς ό Μ. Βασίλειος: «ήμείς δε έκ μεν τών ένεργειών γνωρίζειν λέγο
μεν τον Θεον ήμών, τfi δε ούσί<_χ αύτfi προσεγγίζειν ούχ ύπισχνούμε θα. Αί μεν γaρ ένέργειαι αύτοϋ προς ήμaς καταβαίνουσιν, ή δε ού 9
σία αύτοϋ μένει άπρόσιτος» • την διδασκαλίαν αύτην εύρίσκομεν διή κουσαν δι' δλης τής όρθοδόξου Πατερικfjς Παραδόσεως, εύρύτερον άναπτυσσομένην ύπο τών έν Κωνσταντινουπόλει κατa τον ΙΔ αί. συγκληθεισ&ν συνόδων και ύπο τοϋ κορυφαίου έκπροσώπου αύτών άγίου Γρηγορίου τοϋ Παλαμά. Τοιουτοτρόπως ή σύνοδος τοϋ
1351,
έπισημαίνουσα την ενωσιν και διάκρισιν θείας ούσίας και ένεργείας
και παραλλήλως το μεθεκτον και άμέθεκτον τοϋ Θεοϋ, διακηρύττει:
7. Περι τής σύσίας και τών ένεργειών τσϋ Θεσϋ βλέπε I Ω. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ. Τδ προπαrορικiJvΑμάρ τημα, Άθfjναι 1957, σσ. 57 κ. έξ. Μ. ΦΑΡΑΝΊΌΥ, Ή περί ΘεσίJ διδασκαλία, σσ. 423-478, 563-581. Κατa τήν δmικi]ν Θεολογίαν «ή ούσία τού Θεού είναι ACΓUS PURUS, καθαρa ένέργεια, καi ή ένέργεια τσϋ Θεού είναι αύtη ή ούσία του. Έκτος τής ούσίας του, πσU ταυ τίζεται μέ τήν ένέργειά του,
NIHIL EST ΙΝ DEO - τίποτε άλλο δέν ύπάρχει παρa τ(i}
Θεώ,. Ή ταύτισις δμως τής ούσίας τού Θεσϋ με τήν ένέργεια έχει σοβαρότατες θεολογικές
συνέπειες, ποiι μπορεί νa πεί κανεiς δτι είναι ή βάσις δλων τών διαφορών μεταξU τής άνατολικfjς και τής δmικfjς Θεολογίας>> (Γ. ΓΑΛΠΗ, 'Ορθοδοξία-Θεολογία, σσ.
172-173). 8. Το «ζώ δέ ούκέτι έγώ, ζfί δέ έν έμοι Χριστός» (Γαλ. 2, 20) δεικνύει τήν μυστικfιν ενωσιν τοϋ πιστού προς τον Θεόν. Ό μέν πιστός, και μετa τήν ένωσιν αmού μετa τής θείας χάρι
τος, παραμένει έντος τών όρίων τής φύσεως αύτού, δεδομένου δτι ή ενωσις δf:ν είναι ύπο στατική, σUτε φυσική, άλλ' ενωσις κατa χάριν, ενωσις μετa τών θείων ένεργειών. Ό δέ Θεός, καίτοι δίδεται και προσοικειοϋται κυρίως διa τών ίερών μυστηρίων, παραμένει
άπρόσιτος καl άκατάληπτος ώς προς τήν θείαν ούσίαν. Μόνον διaτής διακρίσεως ούσίας
καl ένεργείας είναι δννατον να κατανοηθft ή aμεσος κοινωνία μετa τής θείας φύσεως καl συγχρόνως ή άβυσσαλέα άπόστασις άπ' αύτή ς (πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Περί άκιiσrωv έvερ γειώv, σσ.
9.
717-718).
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπιατολή
234, 1, Courtonne ΙΙΙ, σ. 42,._" (ΒΕΠΕΣ 55, 283 2..29). Πρβλ. Γ. ΜΑΡ
ΎΖΕΛΟΥ, Ούσία καi έvέρyειαι τσύ ΘεσίJ κατιl τόv Μέyαv Βασίλειον. Συμβολή είς τήv ίσrο ρικοδοyματικr)v διερεύvησιv τής περί σύσίας καi έvερyειώv τού ΘεσίJ διδασκαλίας τής Όρθοδ6ξου Έκκλησίας, Θεσσαλονίκη
1982).
1984 (ΕΕΘΣΠΘ παράρτ. άρ. 38 τσϋ 27ου τόμου
58
J..:ΕΦΑΛΑΙΟΝϊ
« ... οί δε σrέργειν τε και άσπάζεσθαι προθύμως όμολογούντες, τής τών άγίων τούτων εύσεβείας τε και θεολογίας, μάλλον δε τοίς τού Χρι σrού μερίδος διατελούσιν όντες ήνωμένως κατ' αύταuς τa θεία δια
κρίνοντες και διακεκριμένως ταύτα ένούντες. 'Έν μεν δη και πρώτον και κυρίως άν τις φαίη τής τε θείας ούσίας και ένεργείας διακρίσε
ως είδος. Διενηνόχασι δ' άλλήλων και τψ την θείαν ένέργειαν μετέ χεσθαι και μερίζεσθαι άμερίστως και όνομάζεσθαι και νοείσθαί πως,
εί και άμυδρώς, έκ τών αύτής άποτελεσμάτων, τήν γ ε μην ούσίαν άμέ
θεκτον και άμέρισι:ον καl άνώνυμον είναι, ώς ύπερώνυμον δηλονότι 10
καl άπερινόητον παντελώς» • Έπισημαίνων ό Γρηγόριος Παλαμάς την σωτηριολογικην σημασίαν τού μεθεκτού τού Θεού, παρατηρεί:
«Δεί δη ζητείν ήμiiς Θεον ετερον ούκ όντα μόνον αύτοτελή, αύτενέρ
γητον, αύτον έαυτον δι' έαmού θεώμενον, άλλa και άγαθόν· O'Utω γaρ ούκ άρκεσθήσεται κινείσθαι μόνον τfi έαυτού θεωρίQ.· μηδ' άνεν δεη μόνον, άλλα και ύπερπληρέσrατον· αuτω γaρ βουλόμενος ώς
άγαθος τού ε{; ποιείν ούκ άδυνάτως εξει· μηδ' άκίνητον μόνον, άλλa καl κινούμενον, ούτω γaρ άπασι παρέσται ταίς δημιουργικαίς και προνοητικαίς προόδοις τε και ένεργείαις. Και άπλώς δεί ζητείν ήμάς
Θεον όντα πως μεθεκτόν, ού μετέχοντες εκαστος οίκείως έαυτού κα τα την τής μεθέξεως άναλογίαν όντες και ζώντες και ένθεοι έσόμε θα»11.
Είναι γνωστόν δτι είς την Άγίαν Γραφην ύπάρχουν χωρία, έκ τών όποίων άλλα μεν στηρίζουν το δυνατον τής θέας τού Θεού, άλλα δΕ: άρ νούνται τούτο κατηγορηματικώς. Άναφορικώς προς την πρώτην περί πτωσιν συνηγορούν τa κάτωθι χωρία: «βλέπομεν γaρ άρτι δι' έσόπτρου
10. Σwοδικός τόμnς (1351), 29, σ. 391" πρβλ. Σwοδικiιv τόμοv (1341 ), 28-29, σ. 360: <<ή μακα ρία και άγία θεότης κατ' ούσίαν έσrιν ύπεράρρητος και ύπεράγνωσrος και πάσης άπειρίας άπειράκι.ς έξηρημένη, ούδ' ίχνος δλως καταλήψεως κ&ν ψιλΟν τοίς μετ' αύriιν καταλείψα
σα. Ό τοίς ούσι γaρ ... μη κατ' ούσίαν ύπάρχων μεθεκτός, κατ' af..λον δε τρόπον μετέχεσθαι wίς δνναμένοι.ς βουλόμενος, τού κατ' ούσίαν κρuφίου παντελως ουκ έξίσταται, όπότε και αύtος ό τρόπος, καθ' δν θέλων μετέχεται, μένει διηνεκώς τοίς πδ.σιν άνέκφαντος». Αύtόθι,
40,
σσ.
396-397: « ...
πάν δημιούργημα της ένεργείας τού δημιουργήσαντος, άλλ ούχl της
ούσίας μεταλαγχάνει; Ού γaρ ή οίκία τής τού οίκοδόμου, ούδε ναύς τής τού ναυπηγήσα
ντος μετείληχεν ούσίας, άλλα της τέχνης και τής ένεργείας, κατa τΟν Νύσσης θεολόγον».
11. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, 'Υπέρ wv ίερώς ήσuχαζόvrωv 3, 2, 24. 675-676.
Π. ΧΡΗΣΊΌΥ, ΓΠΣ, τ. Α', σσ.
IIEI'I
τι
1.'.: Hl :ι
\:... \I
Η ι!\
59
\\ ΥΨΙ·:ω::
έν αίνίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον»' 1 • «όψόμεθα αύτον καθώς έστιν» • Σχετικώς προς τi]ν δευτέραν περίπτωσιν μαρτυρούν 13
τα άκόλουθα χωρία: «Ού δυνήσει ίδείν το πρόσωπόν μου· ού γαρ μη ιδη aνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» 15
14
•
«Θεον ούδεις έώρα
κε πώποτε» • «Θεον ούδεlς πώποτε τεθέαται»' • «Ον ( 6
= Θεον) εΊ:δεν
ούδεlς άνθρώπων ούδf. ίδείν δύναται» • 17
την φαινομενικijν αύτην άντίθεσιν τών άγιογραφικών χωρίων εχων
ύπ' όψει ό 'Ιωάννης ό Χρυσόσtομος, παρατηρεί: «τί ούν έρούμεν τψ
μεγαλοφωνοτάτφ Ήσαί<χ., λέγοντι· "Είδον τον Κύριον καθήμενον έπι θρόνου ίrψηλού και έπηρμένου"; τί δε τψ 'Ιωάννη, προσμαρτυροiιντι 18
αύτψ δτι ταύτα ε'Ιπεν, δτε είδε την δόξαν αύτού;
... Πώς ούν ό 'Ιωάν
νης είπε, "Θεον ούδεις έώρακε πώποτε"; Δηλών δτι πάντα έκείνα συγκαταβάσεως ήν, ούκ αύτfjς τfjς ούσίας γυμνής όψις. Εί γaρ αύτην έώρων την φύσιν, ούκ &.ν διαφόρως αύτην έθεάσαντσ άπλή γάρ τις καl άσχημάτιστος αϋτη, και άσύνθετος, και άπερίγραπτος, ού κάθη
ται, ούδε Εσtηκεν, ούδε περιπατεί· ταύτα γαρ πάντα σrομάτων. Πώς δέ έστιν, αύτος οίδε μόνος. Και τούτο δια Προφήτου τινός ό Θεος και Πατηρ έμφαίνων, ελεγεν· "Έγω όράσεις", φησίν, "έπλήθυνα, και έν 19
χερσιν προφητών ώμοιώθην" τουτέσtι, Συγκατέβην, ού τούτο, όπερ
ημην, έφάνην» 20 • Ό κατ' ούσίαν άπρόσιτος Θεος είναι προσιτος κατα την θείαν ένέργειαν, κατα την θείαν δόξαν και τούτο βεβαίως κα
τα το μέτρον τού δυνατού τής άνθρωπίνης δεκτικότητος, ώς γίνεται
12. Α' Κορ. 13, 12.
13. Α' 1ω. 3, 2. 14. Έξ. 33, 20-23. 15. 1ω. 1, 18. 16. Α' Ίω. 4, 12. 17. Α' Τιμ. 6, 16. 18. Ήσ. 6, 1. 19. Ώσ. 12, 11. 20. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣ'ΓΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς1ωάwην, Όμιλ. IE', α', PG 59,97-98. Πρβλ. ΓΡΗΓο ΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', 9, Gallay, SC 250, 116'-118'0 (ΒΕΠΕΣ 59, 223'""z.'): <<0Uτω μεν ούν ου σώμα ήμϊν ό Θεός. Οίιδε γaρ fίδη τις τούτο τών θεοπνεύστων η εUτεν η παρεδέ ξατο, ούδt τής ήμετέρας αύλijς ό λόγος. Λείπεται δη aσώματον ύπολαμβάνειν. Άλλ' εί άσώματον, ούπω μεν σVδε τούτο τής ούσίας παραστατικόν τε και περιεκτικόν, ώσπερ ούδΕ το aγέννητον και το ίiναρχον και το άναλλοίωτον και το c'iφθαρτον και όσα περi
Θεού η περι Θεον εΙναι λέγεται. Τί γaρ οντι αύtQ:ι κατa τi]ν φύσιν καi. τήν ύπόστασιν ύπάρχει το μη aρχi)ν έχειν, μηδΕ έξίστασθαι, μηδε περατοϋσθαι;>>.
60
1\ΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ' 21
κατανοητον και έκ τού Θαβωρίου φωτός • Το χωρίον τού άποστόλου Παύλου: «έΚ μέρους γινώσκομεν, και έκ μέρους προφητεύομεν» , δεν 22
σημαίνει μερικην γνώσιν τfjς ούσίας τού Θεού, «Ούχ δτι το μεν αύτού
τής ούσίας γινώσκει, το δε άγνοεί (άπλούς γaρ ό Θεός)· άλλ' έπειδη
δτι μέν έστι Θεος οΙδε, το δέ, τί την ούσίαν έστίν, άγνοεί" δτι μεν σοφός έστιν έπίσταται, το δε πόσον έσι:ι σοφός, άγνοε ϊ· δτι μέν έστι
μέγας ούκ άγνοε'ί, το δε πόσον, η τίς ή μεγαλωσύνη αύτού, τούτο ούκ
οΙδεν· δτι πανταχού πάρεσι:ιν έπίσταται, το δε πώς ούκ έπίσι:αται· δτι προνοεί και συνέχει τα πάντα και σuγκρατε'ί μετ' άκριβείας, ούκ
άγνοεί, τον δt. τρόπον καθ' δν ταύτα ποιε'ί άγνοεί. Διa τούτο f.λεγε· 23
"Έκ μέρους γινώσκομεν, και έκ μέρους προφητεύομεν"» •
2.
ΜοQφαl. τής θείας Άποκαλύψεως
Προβαίνων ό Θεος είς την άποκαλυπτικην Αύτού ένέργειαν χρη
σιμοποιεί δύο όδούς, δηλαδη την φυσικην και ύπερφυσικήν, η άλλως 24
τi]ν ifμμεσον καl άμεσον Άποκάλυψιν • Τοιουτοτρόπως έπισημαίνεται
21. Πρβλ. Σwοδικόv Τόμοv (1341), 16, σ. 358: <<Άλλ" άφανiις ή δόξα ύπάρχοuσα έν τψ φαι νομένφ σώματι, τοίς μη χωροϋσι τα και άγγέλοις άθέατα, τοϊς σαρκός δεσμίοις άόρατος
έχρημάτιζε. Μεταμορφοϋται τοίνιιν, ούχ δ ούκ ijν προσλαβόμενος, ούδέ είς δπερ ούκ ijv μεταβαλλόμενος, άλλ' δπερ ήν τοίς οίκείοις μαθηταϊς έκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τa όμματα καl έκ τυφλών έργαζόμενος βλέποντας. Καl τοϋτό έστι το "μετεμορφώθη έμπρο σθεν αίπ:ών". Μένων γaρ αίπ:ος έν ταuτότητι, παρ' δ το πρi.ν έφαίνετο, ετερος νϋν τοίς μα
θηταίς έωράτο φαινόμενος. Καl έλαμψε, φησίν, ώς ό ήλιος, ούχ δτι μη τοϋ ηλίου λαμπρό τερον, άμήχανον γαρ άπαραλείπτως έν τfi κτίσει το iiκτιστον είκονίζεσθαι, άλλ' δσον έχώ ρονν καθοράν οί βλέποντες». Περl τοϋ Θαβωρίοu φωτος βλέπε Σννοδικον 'Ορθοδοξίας, παρ{ι ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΛΣΜ, τ.
1, σ. 413.
Χ. ΣΩΊΉΡΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα Θεολογίας, σσ.
Γ. ΓΡΑΊ'ΣΕΑ, Ή Μεταμόρqχ.οσις καi ή όρθ6δοξος εύσέβεια, Άθήναι
72-113. 1966. Σχετικώς προς το
άνεξερεύvητον καl αύτών τών κριμάτων τοίί Θεού ό IΩΑΝΝΗΣ ό ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟ:Σ παρατηρεί:
«"Ώ βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεοϋ, ώς άνεξερεύvητα τa κρίματα αύτοϋ"
(Ρωμ. 11, 33). Ούκ εbτεν "άκατάληπτα", άλλ "Άνεξερεύvητα". Εί δέ έρεννηθήναι ού δύ ναται, πολ.λφ μάλλον καταληφθjjναι άδύνατοv» (Περί άκαταλήπrου, Λόγ. Α',
Cavallera, 96· PG 48, 706). Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', 21, Gallay, SC 250, 144~ ·" 1721 (ΒΕΠΕΣ 59, 230 ). Μ. ΦΑΡΑΝΙΌΥ, Περl Θεσϋ διδασκαλία, σσ. 558, 565. 22.Α' Κορ. 13, 9. 23. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Περί άκαταλήπrου, Λόγ. Α', J. Danielou, SC 28 bίs, 12629 '·300 (PG 48, 706-707). 24. Περi τών δύο τούτων μορφών τής θείας Άποκαλύψεως βλέπε Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Δοyμ. όψεις, σσ. 128 κ. έξ. σ.
7
1/ΕΡΙ ΊΊ ~ Η/·:1,\~
:\11< )I\:
\Λ ΥΨΕΩΣ
6Ι
το γεγονός, οτι ό Θεος γνωρίζεται μόνον αύτοαποκαλυπτόμενος και ό aνθρωπος ερχεται είς γνώσιν και έπικοινωνίαν μετα τοϋ αύτοαπο
καλυπτομένου Θεού, εχων βαθεϊαν την συναίσθησιν, δτι δια τών ίδί ων αύτού άνθρωπίνων δυνάμεων δεν δύναται να έπιτύχn την τοιαύ την γνώσιν και κοινωνίαν. Οϋτω δε παραμερίζεται πάν ιχνος άνθρω
πίνης άλαζονείας και έπάρσεως.
α'. Φυσικfι η έμμεσο; θεία Άποκάλυψι; Δια τού τρόπου τούτου άποκαλύπτων Έαυτον ό Θεος είς τον
aνθρωπον καθίσταται γνωστος έν τfJ δημιουργί~ τού κόσμου καt τη προνοίι;χ αύτού, είδικώτερον δε έν τψ εσω άνθρώπφ και έν τη ίστο ρίι;χ τfjς άνθρωπότητος.
i.
Ή :Αποκάλυψις τσD ΘεσD έν τfί δημιουρyί(Χ καi τfί προνοί(Χ τσD
κόσμου
Ή δημιουργία, κτίσις-φύσις , άποτελει πράγματι το κάτοπτρον 25
τfjς θείας μεγαλειότητος, το όποιον γνωστοποιεΊ: την θειότητα και ά"ί διότητα τού Θεού, ώς σημειοί χαρακτηριστικώς ό άπόστολος Παύ λος: «άποκαλύπτεται γαρ όργη Θεού άπ' ούρανού έπl πάσαν άσέβει
αν και άδικίαν άνθρώπων τών τi]ν άλήθειαν έν άδικίι;χ κατεχόντων, διότι το γνωστον τού Θεού φανερόν έστιν έν αύτοϊς ό γαρ Θεος αύτοίς έφανέρωσε· τa γaρ άόρατα αύτού άπο κτίσεως κόσμου τοίς
ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε άίδιος αύτού δύναμις και θειό
της»26. 'Ωσαύτως ό Μ. Βασίλειος παρατηρε'ί δτι ή δημιουργία ε1ναι
25. Αί εννοιαι «κτίσις» καl «φύσις», αί όποίαι σννήθως σuμπαρατίθενται δεν εχσυν ίδίαν ρί ζαν καt άρχήν. <<Φύσις>> εrναι μία εννοια είς την άρχαίαν έλληνικiJν φιλοσοφίαν, ή όποία δεν έμπερικλείει την διit τσϋ Θεού δημιουργίαν, μάλιστα δΕ άρνείται αίιιήν. Άντιθέτως <<κτί σις» εrναι μία θεολογικi) εννοια, ή όποία άρνείται ρητώς την προέλευσιν της φύσεως έξ
έαmί)ς καl θέτει είς την θέσιν της <<φύσεως» την <<κτίσιν», το <<δημιούργημα». Είναι όμως δννατον νa όλοκληρωθft ή <<φύσις» έν τft δημιουργίι,χ καi ή εννοια <<φύσις» νa άπολέσn
την άρχικfιν αύtής ρίζαν καl νa κατανοηθft ώς «Κτίσις>>. Ύπό την σημασίαν αύτ:ην νοού νται <<φύσις» καt «ψυσικος» είς τον θεολογικον προσδιορισμόν: «φuσικiι Άποκάλuψις>>.
Αύτiι εtναι Άποκάλυψις τού Θεού είς την δημιουργίαν, Άποκάλuψις τού Θεού είς το Εργον Αύτού (Η. FRIES,
26. Ρωμ. 1, 18-20.
Offenbarung,
σσ.
164-165).
Πρβλ. Κ. ΣκοΥΊΈΡΗ, ·εwοια δρωv, σ.
97.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ\! Γ' 2
«διδασκαλε'ίον και θεογνωσίας παιδεmήριον» Ό Ό δημιουργος Θε ος άποτυπώνει έπi. τών κτισμάτων και δημιουργημάτων Αύτού την 28
σφραγ'ίδα τού δημιουργικού Του πνεύματος • Τοιοmοτρόπως άνα
φωνε'ί ό ψαλμφδός: «Ώς έμεγαλύνθη τα εργα σου, Κύριε· πάντα έν 29
σοφί<χο έποίησας» • «Οί ούρανοι διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε 30
χειρών Αύτού άναγγέλλει το στερέωμα» • Άκολουθία τfjς δημιουργικής ένεργείας τού Θεού έμφανίζεται και
ή πρόνοια Αύτού δια τον κόσμον, «άνάγκη γαρ τον αύτον είναι ποιη την τών όντων και προνοητήν· οϋτε γαρ πρέπον οϋτε άκόλουθον aλ
λον μεν ποιητΥ)ν είναι των όντων και aλλο~ δε προνοητήν· ούτω γαρ έν άσθενεί<χο πάντως είσιν άμφότεροι, ό μεν τού ποιε'ίν, ό δε τού προ νοε'ίν. Ό Θεος τοίνυν έστίν, δ τε ποιητης και προνοητής, και ή ποιη
τικη δε αύτού δύναμις και ή συνεκτικη και προνοητικη ή άγαθη αύτού θέλησίς έστι» • Ό όρων καl κατανοων τον Θεον ώς. δημιουργόν, 31
άναγνωρίζει Αύτον καl ώς προνοητήν, δπως άναφέρει και ό Μ. Βα
σίλειος: <<όντως ίστον άράχνης ύφαίνουσιν οί ταύτα γράφοντες, οί ούτω λεπτας και άνυποστάτους άρχας ούρανού και γfjς και θαλάσσης
ύποτιθέμενοι. Ού γaρ ήδεσαν είπεϊν "Έν άρχfι έποίησεν ό Θεος τον ούρανον και την γfjν". δια τούτο άκυβέρνητα και άδιοίκητα είναι τα σύμπαντα, ώς &.ν τύχη φερόμενα, ύπο της ένοικούσης αύτοϊς άθεότη τος ήπατήθησαν» • Τοιοmοτρόπως ό Θεόφιλος Άντιοχείας, έπιση 32
μαίνων λίαν παραστατικως την Άποκάλυψιν τού Θεού δια τfjς δημι ουργίας καl προνοίας τού κόσμου, παρατηρεί: «Καθάπερ γαρ ψυχη
έν άνθρώπφ ού βλέπεται, άόρατος ούσα άνθρώποις, δια δε τfjς κινή σεως τού σώματος νοείται ή ψυχή, ούτως εχοι &.ν καl τον θεον μη
6, SC 26 bis, 110 (ΒΕΠΕΣ 51, 190'-'). Πρβλ. 7, 3, PG 3, 872Α. ΓΡΗΓΟΡΙΟΎ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', 16, Gallay, SC 250, 134 (ΒΕΠΕΣ 59, 227). Αύτόθι, 22-31, Gallay, σσ. 144-175 (ΒΕ ΠΕΣ 59, 230-237). Ν. ΝΗΣΙΩτΗ, Προλεγόμενα, σσ. 46 κ. έξ. Η. FRIES, Offenbarung, σσ. 180-187. 28. Πρβλ. Ε. BRUNNER, Offenbarung, σ. 83: «Das Geschafene tragt durch seinen Schδpfungswillen und durch seine Schδpfungstat den Stempel seines Urhebers>>. 29. Ψαλμ. 103, 24. 30. Ψαλμ. 18, 1. Πρβλ. IΩΑΝΝΟΎ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, VΕκδοσις 1, Kotter II, 7"-" (PG 94, 789Β). 31. IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, VΕκδοσις 29, Kotter ll, ιοο•- (PG 94, 964ΑΒ). 32. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Είς Έξαήμερον, Όμιλ. Α', 2, SC 26 bis, 94 (ΒΕΠΕΣ 51, 186',.").
27.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΎ, Είς Έξαήμερον, Όμιλ. Α', ΑΡΕΟΠΑΠΠΚΑ, Περί θείων όνομάτων
12
63 δύνασθαι όραθηναι ύπο όφθαλμών άνθρωπίνων, δια δε της προνοίας και τών εργων αύτοu βλέπεται και νοείται. 'Όν τρόπον γaρ και πλοίον
θεασάμενός τις έν θαλάσση κατηρτισμένον και τρέχον και κατερχό
μενον είς λιμένα δήλον δτι ήγήσεται εΙναι έν αύτψ κυβερνήτην τον κυβερνώντα αύτό, οuτω δεί νοείν εΙναι τον Θεον κυβερνήτην τών δλων, εί και ού θεωρείται όφθαλμοίς σαρκίνοις δια το αύτον άχώρη
τον εΙναι» 33 • ίί. Ή Ά.ποκάλυψις τσίJ ΘεσίJ είς τον έσω άνθρωποv
Την Άποκάλυψιν τού Θεού είς τον εσω άνθρωπογ34 προσδιορίζων έκφραστικώτατα ό άπόστολος Παύλος, έπισημαίνει: «VΟtαν γaρ έθνη ' ' ,
,
,
' - ,
-
1'
,
,,
τα μη νομον εχοντα φυσει τα του νομου ποιη, ουτοι νομον μη εχοντες
έαυτοίς είσι νόμος, οίτινες ένδείκνυνται το έργον τού νόμου γραπτον έν ταίς καρδίαις αύτών, συμμαρτυρούσης αύτών τής συνειδήσεως και
33.
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝτιοΧΕLΑΣ, Πρός Αύτόλυκοv Α',
Πρβλ. αύτόθι, σ.
5, Bardy, SC 20, 66 (ΒΕΠΕΣ 5, 15.. "). 68 (ΒΕΠΕΣ 5, 15 25 ' 28): «βασιλεiις μεν επίγειος πιστεύεται εlναι, καίπερ
μη πάσι βλεπόμενος, δια δε νόμων και διατάξεων αύτοϋ καl έξουσιών καl δυνάμεων καl είκόνων νοείται. ΤΟν δε θεbν ού βούλει σiι νοείσθαι δια εργων καl δννάμεων;». Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ' Λόγος κατa Έλλήvωv 35, Thomson, σ.
96'6-' 8 (ΒΕΠΕΣ 30, 61 25 -26 ): «οϋτω διε
κόσμησε ( = ό Θεος) την κτίσιν, ώστε καl μη όρώμενον αύτον τfί φύσει, δμως έκ τών Ερ γων γινώσκεσθαι». ΓΡΗΙΌΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ',
222'-8):
6, Gallay, σσ. 110-112 (ΒΕΠΕΣ 59,
«Πώς γαρ δ.ν καl ύπέστη τόδε το πάν, η σuνέστη, μη Θεού τα πάντα καl ούσιώ
σαντος και συν έχοντος; ΟύδΕ γαρ κιθάραν τις όρών κάλλιστα ήσκημένην καl την ταύτης εύαρμοστίαν καl εύταξίαν η τής κιθαρφδίας αύτijς άκούων, ι'iλλο τι η τον τής κιθάρας
δημιουργον καl τον κιθαρφδΟν εννοήσει, καl προς αύτον αναδραμεϊται τη διανοίc;ι, κδ.ν άγνοών τύχη ταίς οψεσιν; Οϋτω καl ήμίν το ποιητικΟν δήλον καl το κινούν καl τηρούν τα πεποιημένα, κ&ν μη διανοίι;χ περιλαμβάνηται Ματθαίον, Όμιλ. ΚΒ',
1, PG 57, 299 κ.
... ».
IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Ύπόμv. είς
έξ.
34. Σχετικώς προς τον εσω ι'iνθρωπον ό ιΙπόστ. Παϋλος σημειώνει: <<σuνήδομαι γαρ τφ νόμφ τοϋ Θεού κατa τΟν εσω ι'iνθρωπον» (Ρωμ. 7, 22). 'Επίσης ΜΑΚΑΡΙΟΣ ο ΑΙΓΥΙΠ10Σ γρά φει: «"Ωσπερ τα μέλη τού σώματος πολλα οντα είς ι'iνθρωπος λέγεται (Ρωμ. 12, 4), οϋτω καl μέλη ψυχης είσι πολλά, νούς, συνείδησις, θέλημα, λογισμοl κατηγοροϋντες καl ιΙπο λογούμενοι (Ρωμ.
2, 15), ιΙλλα ταύτα πάντα είς ενα λογισμΟν είσιν ιΙποδεδεμένα- μέλη δέ ... » (Όμιλίαι πνευματικαι'), Όμιλ. Ζ', ιΙπά ντησις είς έρώτησιν Η', ΒΕΠΕΣ 41, 1893-" (PG 34, 528). Αύτόθι, Όμιλ. Α', ΒΕΠΕΣ 41, 146:w-" (PG 34, 452): « "Ωσπερ γαρ ό άετος βασιλεύει τών όρνέων καt ό λέων τών αγρίων έστι ψυχης, μία δέ έστι ψuχη ό εσω aνθρωπος
θηρίων καl ό ταύρος τών ήμέρων ζQ1ων, και ό ι'iνθρωπος τών κτισμάτων, οϋτως είσι καl
οί βασιλικώτεροι λογισμοl τής ψυχής, λέγω δt το θέλημα, ή συνείδησις, ό νούς, ή άγα πητικiι δύναμις δι' αύτών γαρ το ι'iρμα τής ψυχής κυβερνάται, καl είς τούτους έπανα παύεται ό θεός>>.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ:'οlϊ
64
μεταξi.ι άλλήλων τών λογισμών κατηγορούντων η και άπολογουμένων
... » 35 • Τον ρόλον τής συνειδήσεως, ώς τfjς παρουσίας τού Θεού τcp άν θρώπφ, διαπιστούμεν i]δη είς τον παράδεισον, και μάλιστα μετa την παράβασιν τής θείας έντολής ύπο των πρωτοπλάστων, οί όποίοι
«fl-
κουσαν τής φωνής Κυρίου τού Θεού περιπατούντος έν τ<ρ παραδείσφ
το δειλινον και έκρύβησαν» • Τοi.ις λόγους αύτούς, παρατηρεί ό 36
'Ιωάννης ό Χρυσόστομος, δΕ:ν θa έκλάβωμεν κατa λέξιν, δεδομένου
δτι ό Θεος δεν περιπατεί· διότι πώς θa ήτο δυνατον νa περιπατfί έ κείνος, ό όποίος εΙναι πανταχού παρό:>ν και πληροί το σύμπαν; Έπε ξηγών λοιπον τί σημαίνει τό «i]κουσαν τής φωνής Κυρίου τού Θεού
περιπατούντος έν τφ παραδείσφ το δειλινον καl έκρύβησαν», ση με ι οί: Ό Θεος «αίσθησιν αύτοίς ταύτην ήβουλήθη παρασχε'ίν, ϊνα είς άγω
νίαν αύτοi.ις έμβάλπ δ δη και γέγονε. Τοσαύτην γaρ έσχον την αίσθη σιν, ώς τού Θεού παραγενομένου κρύπτεσθαι έπιχειρείν. Έπεισfjλθε γaρ ή άμαρτία και ή παράβασις, και κατεσκεδάσθη αύτοίς ή αίσχύ
νη. Ό γaρ άδέκαστος δικαστής, το σuνειδος λέγω, κατεξανιστάμενος λαμπρ(i τfi φωνfi έβόα, καl κατηγόρει καl έδείκνυ, καl ώσανεl προ τών όφθαλμών ύπέγραφεν αύτοίς τών άμαρτημάτων το μέγεθος. Διa
τούτο γaρ ό φιλάνθρωπος Δεσπότης άνωθεν καi, έκ προοιμίων δια πλάττων τον άνθρωπον, το σuνειδΟς αύτψ ένέθετο κατήγορον άδιά
λειπτον
... » 3'. Ή συνείδησις
λοιπον δηλώνει την παρουσίαν τού Θεού
έν τψ άνθρώπφ, άποτελούσα την φωνην Αύτού έν αύτψ. Την Άποκάλυψιν τού Θεού είς τον έσω άνθρωπον διa τού έμφύ 38
του νόμου
έκφράζων ό Γρηγόριος Παλαμάς, άναφέρει: «"Εθηκεν
ήμϊν (ό Θεος) έμφυτον νόμον, οlόν τινα στάθμην άπαρέγκλιτον και
35. Ρωμ. 2, 14·15. Πρβλ. Β. 'fΣΑΚΩΝΑ, Ή περl συvειδήσεως διδασκαλία τσϋ άποσrόλου Παύ λου, έν Άθήναις 1968. Ε. BRUNNER, Offenbarung, σ. 86. 36. Γεν. 3, 8. 37. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΜΟΥ, Ύπόμv. είς Γέvεσιv, Όμιλία ΙΖ', 1-2, PG 53, 135. Πρβλ. τοΥ ΑΥΤΟΥ, Είς WV πλσύσιοv καi τιΊv Αάζαροv, λόγ. !:1, καi δτι το σuνειδος ειωθεν ήμάς άνα μιμνfισκειν πολ.λα άμαρτήματα, κal είς τΟν 'Ιωσήφ 5, PG 48, 1013. ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΠΟΛΕΩΣ, Συνείδησις, σα. 341-354. 38. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Περί Θ εσύ διδασκαλία, σ. 149, ένθα γίνεται λόγος περl τής ήθικijς περl ύπάρξεως τοϋ Θεοϋ άποδείξεως τοϋ Καντίου, ή όποία βασίζεται έπl τής «κατηγο
ρικής προσταγής», i]τοι τής έν ήμίν ύπάρξεως τοϋ ήθικοϋ νόμου.
11EPI τι ΙΣ
ΗΕΙ.\Σ
65
.\1 101-..:ι\Λ\'11JΕΩΣ
κριτην άνεξαπάτητον και διδάσκαλον άπαραλόγιστον την οίκείαν έν έκάστφ σuνείδησιν. 'Άν έν ήμίν αύτοίς γενώμεθα τft διανοίι,ι, διδα
σκάλου έτέρου προς την του άγαθου κατανόησιν ού δεησόμεθα· &.ν εξω τη αίσθήσει καλώς διαπορθμεύσωμεν τον νουν "τa άόρατα του 39
Θεου τοίς ποιήμασι νοούμενα καθοράται", φησίν ό άπόστολος» • Ό &.νθρωπος διa του «Κατ' είκόνα» εχει έμφuτον την Εννοιαν του 40
Θεου έντος αύτου • Λέγοντες «έμφuτον» δεν έννοουμεν καl άναγκα στικην έπιβολην τής έννοίας του Θεου, ή όποία άντιβαίνει προς την έλευθερίαν τής βουλήσεως του άνθρώπου οϋτε πλήρη γνώσιν τής έν νοίας του Θεου, άλλa την φορaν καl τi)ν τάσιν προς τον Θεον και την
σύμφυτον προς αύτην δννατότητα του άνθρώπου, δπως έκ τών στοι χείων, τα όποία παρέχει είς αύτον ή φύσις, όδηγηθή είς την άκριβε οτέραν, κατa το δννατόν, έννοιαν περι Θεου και πληρεοτέραν θεο γνωσίαν. Ό &.νθρωπος, ό όποίος «πέφυκε
...
οίκείως έχειν προς θε
όν»4\ φέρει έν έαυτψ σπέρματα άληθείαξ.
39.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, 'Ομιλία Γ', Είς τfιv κατa τόv σεσωσμfvοv aσωτοv τσϋ Κυρίου πα ραβολήv,
PG 151, 36Β.
Έν άντιθέσει προς τον μωσα"ίκον νόμον, τον δοθέντα είς μόνον τον ίουδαϊκbν λαόν, ό
φuσικος νόμος έχορηγήθη είς πάντας τοiις άνθρώπους. «Γραπτον νόμον ούδενl τών άλ
λων έδωκε· τον μf:ν γαρ φuσικον ένδον εlχον fuταντες ένηχοϋντα, τί το καλόν, τί δΕ: ού τοιούτον. Όμοϋ γαρ πλάττων τον άνθρωπον ό Θεός, τούτο αύι:ciι ένέθηκε δικαστήριον άδέκαστον, την έν έκάστφ τοϋ σuνειδότος ψήφον. Τοίς δΕ: Ίουδαίοις έξαίρετόν τι έπραγ ματεύσατο, το και δια γραμμάτων δηλώσαι τα νόμιμα» (ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Είς τόv ΡΜΖ ψαλμόv, β',
PG 55, 482). 40. «Πώς δμως είναι δυνατbν να έξηγηθtj το φαινόμενον τής ύπάρξεως μεταξiJ τών άνθρώ πων άθεϊστών; Ή καθολικότης τής ύπάρξεως έμφύτου ίδέας παρiχ τοίς άνθρώποις θα
έπρεπε να άποκλείη τούτο. Μόνη έξήγησις τοϋ φαινομένου τούτου είναι δτι οί άρνού μενοι τον θεον η την ϋπαρξιν τοϋ θεού άδυνατοϋσι να συμβιβάσωσι την έμφυτον ίδέαν μετα τής λογικής των λειτουργίας>> (ΑΘ. ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΥ, Θεσϋ yvάίσις, σ.
24). Πλείονα 615-1098. 168 (ΒΕΠΕΣ 7, 6738•39 ).
περι τοϋ άθε"ίσμοϋ καl τής άθείας βλέπε Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Δογματική, σσ.
41. 42.
ΚΛΗΜΕΝΊΌΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Προτρεπτικός Χ, ΙοΥΣΊΊΝΟΥ, Απολογία Α',
44,
ΒΕΠΕΣ
Mondesert. σ. 3, 184""' (PG 6, 396ΑΒ):
«παρα πfισι σπέρματα
άληθείας δοκεί είναι>>. Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΠΙ, Φιλοσοqiα Θρησκείας, σ. 49: <<'Ο Θεός, κατα τους Πατέρας, δεν διδάσκεται είς άγνοοϋντας Αύι:bν φιλοσόφους ύπο χριστιανών, άλλ'
έρχεται προς αύτοiJς ώς έπανερχόμενος είς τα ϊδια, δια να δώση κατάφασιν τού γεγο νότος δτι έν αύτψ ζώμεν καl κινούμεθα καl έσμέν, διότι, ώς οί rδιοι οί φιλόσοφοι έδίδα ξαν "τοϋ γαρ καl γένος έσμέν" (Πράξ.
17, 28)». ΤοΥ
ΑvτοΥ, Προλεγόμενα, σσ.
68 κ.
έξ.,
ένθα έξετάζεται ό άνθρωπος ώς πηΎfι γνώσεως τού δημιουργού του. ΜΑΞΙΜΟΥ ΣτΑΥ ΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Σοqiα-Αποκάλυψις, σ.
405.
ΧΡΥΣΟΣrοΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν Έφέσου), Άποκά
λυψις, σσ. στ'-ζ'. Πλείονα περl τοϋ σπερματικού λόγου βλέπε Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ή θεολογία
66
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝϊ
iii. Ή Ά.ποκάλυψις τσύ Θεού είς τiιν ίοτορίαν τfjς άνθρωπότητος Την παρουσίαν τού Θεού είς την ζωην και την πορείαν τής άνθρω πότητος έκφράζει έπιτυχώς ό ψαλμφδός: <<Άνοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητας. Άποστρέψαντος δέ σου το πρόσωπον ταραχθήσονται· άντανελείς το πνεύμα αίrtών, και έκλεί
ψουσι και είς τον χοϋν αίrtών έπιστρέψουσιν. Έξαποστελείς το πνεύ 43
μά σου καl κτισθήσονται, και άνακαινιείς το πρόσωπον τής γ'i)ς» • 'Έτι δε άμεσώτερον προσδιορίζονν τον χώρον τούτον τής Άποκαλύ
ψεως του Θεού τα άκόλουθα χωρία τών Πράξεων: «αίrtος ( ό Θεος) διδοuς πάσι ζωην και πνοfιν καl τα πάντα· έποίησέ τε έξ ένος α'ίματος
πάν εθνος άνθρώπων κατοικείν έπl πάν το πρόσωπον τής γης, όρίσας 44
προστεταγμένους καιροuς καl τας όροθεσίας της κατοικίας αίrtών» •
«'Ός ( ό Θεος) έν ταίς παρφχημέναις γενεαίς είασε πάντα τα εθνη πο ρεύεσθαι ταίς όδοίς αίrtών· καίτοι γ ε ούκ άμάρτυρον έαυτον άφήκεν άγαθοποιών, ούρανόθεν ύμίν ύετοuς διδοuς καl καιροuς καρποφό 45
ρους, έμπιπλών τροφής καl εύφροσύνης τας καρδίας ύμών» • την καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου έπισημαίνονν καl θύραθεν φιλόσοφοι, όπως ό Πλούταρχος, ό όποίος σημειοί: «εϋροις δ' &.ν έπιό>ν πόλεις άτειχίστους, άγραμμάτους, άβασιλεύτους, άοίκους,
άχρημάτους, νομίσματος μη δεομένας, άπείρους θεάτρων και γυμνα σίων, άνιέρου δε πόλεως καl άθέου, μη χρωμένης εύχαϊς μηδ' δρκοις μηδε μαντείαις μηδε θυσίαις έπ' άγαθοίς μηδ' άποτροπαίς κακών
ούδείς έστιν ούδ' εσται γεγονως θεατής» •
46
τσϋ 'Ιουστίvου, φιλοσ6φου καi Μάρτυρος καi αί σχέσεις αύτης πρός τiιν έλληvικηv φιλο σοqiαv, Άθήναι 1960. 43. Ψαλμ. 103, 28-30. 44. Πράξ. 17,25-26. Πρβλ. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Ύπόμv. είς Πράξεις, Όμιλ. ΛΗ', γ', PG 60,271. 45.Πράξ. 14,16-17. 46. ΙIΛΟΥτΑΡΧΟΥ, Πρός Κολώτηv, 31. Πρβλ. Λ. ΦιΛΙΙU1ΙΔΟΥ, Πρωτογ6vωv ζωή, σ. 113: <<ή δλη Ήθική των Εχει έντόνως θρησκεmικον χαρακτfιρα διαπνέεται δηλ. c:'χπο τi)ν πίστιν, δτι τό θείον διέπει τijν ζωήν των, άπο τού θείου προέρχονται καl είς αύτο άναφέρονται τa πάντα καl αύτο έποπτεύει τ(χς πράξεις των λία, σσ.
154-158,
... ».
Μ. ΦΑΡΑΝ'ΓΟΥ, Περί ΘεαίJ διδασκα
ενθα γίνεται λόγος περl της περl υπάρξεως τού Θεού ίστορικο-θρη
σκευτικής άποδείξεως, ή όποία βασίζεται είς τijν καθολικότητα τού θρησκεmικού φαι νομένου διa μέσου τών αίώνων.
111~1'1 τι ΙΣ
HEI \~ ·\1 IOKΛι\Yl\JE!!~
67
Λαμβανομένης ύπ' δψιν της ένεργού παρουσίας τοϋ Θεού είς το
ίστορικον γίγνεσθαι, προβάλλει το έρώτημα: Πώς δικαιολογεlται ή υπαρξις τοϋ κακοϋ, της άδικίας και της άταξίας είς την άνθρωπίνην 47
κοινωνίαν ; Ή πεπερασμένη διάνοια τού άνθρώπου δεν είναι δυνατον να είσέλθn είς τον χώρον τής θείας βουλής, οπως άναφέρει ό άπόστο
λος Παϋλος: «τ Ω βάθος πλαύtου και σοφίας και γνώσεως Θεού· ώς άνεξερεύνητα τα κρίματα αύτού και άνεξιχνίαστοι αί όδοι αύτού. Ί'ίς 48
γαρ εγνω νούν Κυρίου; fι τίς σύμβουλος αύτοϋ έγένετο;» • Παραλλή λως άτενίζοντες προς τα εσχατα, έν τη πεποιθήσει, Οτι «ού γαρ εχομεν 4
ώδε μένουσαν πόλιν, άλλα την μέλλουσαν έπιζητούμεν» \ δεχόμεθα τfιν παρουσίαν τού Θεού έν τfi ίοτορίι;ι, ένθυμούμενοι το άγιογραφικόν: τί
δτι όδος άσεβών εύοδούται;» 50 • 'Εκείνο, το όποίον έναπομένει είναι ή πίστις και ή αίσιοδοξία προς τfιν ζωην δια τi]ν θετικην πορείαν τής 51
ζωής • Δια τού τρόπου τούτου προσλαμβάνει νόημα και περιεχόμενον
ή ίοτορία ώς χώρος έκδηλώσεως τής θείας βουλής • Άναφορικώς προς 52
τον πιστόν, παρα τaς άντινομίας, αί όποίαι παρουσιάζονται έν τφ
κόσμφ, ούτος «Παραμένει το θέατρον, έπι της σκηνής τού όποίου άνε λίσσονται οί θείοι σκοποί. 'Όπισθεν αύτών δρζι αύτος ό Θεός» • 53
47.
Πρβλ. Β. ΒεΛΛΑ, Θεος-ίσrορία, σ.
6:
<<Παραλλήλως προς την φύσιν, ένθα έξεδηλοϋτο ή
δύναμις τού Θεού, ή ίστορία άποτελεί το πεδίον τijς θείας ένεργείας καi άποκαλύψεως
... ». Περι τού προβαλλομένου ζητήματος τijς θεοδικίας βλ. Η.
- G. JANSSEN, Gott - Freidas Theodίzeeproblem ίn der Philosophie der Neuzeit, Darmstadt '1993. G. NEUHAUS, Menschliche Jdentitat angesichts des Leidens. Wonach fragt die Theodizeefrage? έν G. FUCHS (Hrsg.),Angesichtsdes Leids an Gottglauben? Frankfurt am Μ. 1996, σσ. 1752. W. SrMONIS, Woher kommt das Bose?: ... wenn Gott gut ίst, Graz, Wien, Koln 1999. Η. HARιNG, Das Bose in der Welt: Gottes Macht oder Ohnmacht? Darmstadt 1999. ΚL. BERGER, Wίe kann Gott Leid und katastrophen zulassen? Gtitersloh 1999. Η. KESSLER, Gott und das Leid seiner Schopfung: Nachdenkliches zur Theodίzeefrage, Wtirzburg 2000. Μ. SCHULZ, Sakramentale Theodίzee: die Κrankensalbung. Anthropologie, Theologie und Spίrί tualitiit eines Sakramentes, ThGl 91 (2001) 69-86. FR. HERMANNI, Das Bose und die Theodίzee: Eine philosophisch - theologίsche Grundlegung, Gtitersloh 2002. 48. Ρωμ. 11, 33-34. 49. Έβρ. 13, 14. Πρβλ. Ρωμ. 8, 18. Δ. Ί'ΣΑΜΗ, Διαλεκτική, σσ. 71-72. Ε. BRUNNER, Dogmatik 111, σ. 304. F. ΚERSτiENS, Hoffnungsstruktur, σ. 50. 50. Ίερ. 12, 1. 51. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Προλεγ6μεvα, σσ. 27-28. 52. Πρβλ. ΗΛ. ΟικοΝΟΜΟΥ, Κεqχiλαια έρμηvειπικijς, σ. 50. 53. Ν. ΛΟΥΒΑΡΙ, Μεταξύ δύο κ6σμωv, Άθijναι 1949, σσ. 24 καi 344. Πρβλ. ΕΥ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, heίt
-
Leίd:
Θεοδικία, ΘΗΕ
6 (1965) 155-156.
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΓ'
Τοιοιποτρόπως ό Θεός, ό όποϊος έδημιούργησε τον κόσμον, εΙναι
άδύνατον να μη aφησεν είς την ϋπαρξιν καl την ζωην τών κτισμάτων του ιχνη τινα τού δημιουργικού πνεύματος. 'Υπάρχουν λοιπον ϊχνη
άληθείας καl είς τας είδωλολατρικας θρησκείας, όπως εΙναι ή εννοια τού Θεού, ή ίδέα τijς άμαρτωλότητος καi τής άνάγκης προς λύτρωσιν, τα όποία εύρίσκονται είς τi)ν δημιουργίαν έπl τft βάσει τής γενικής η
φυσικης Άποκαλύψεως. Αύτα δμως έχονν περιωρισμένην δννατότητα, σuνεπεί<;t τijς διαοτροψης τijς συνειδήσεως τού άνθρώπου, ή όποία προήλθεν έκ τijς παραβάσεως τijς θείας έντολής ύπο τών Πρωτοπλά στων. Άλλωστε την διαστροφiιν τής ζωης τού άνθρώπου, λόγφ τijς πα
ρακοής, ήκολούθησεν ή άνατροπη και ή διασάλευσις τών δρων τού φυ σικού κόσμου. τας άρνητικας αύτας έπιπτώσεις έπi τού φυσικού κό σμου έπισημαίνων ό Θεόφιλος Άντιοχείας, παρατηρεί: «Θηρία δέ ώνόμασται τα ζώα άπο τού θηριούσθαι, ούχ ώς κακα άρχηθεν γεγε νημένα η ίοβόλα ού γάρ τι κακον άρχήθεν γέγονεν άπο θεού, άλλα τα
πάντα καλα και καλα λίαν, ή δέ άμαρτία ή περl τον aνθρωπον κεκά κωκεν αύτά· τού γαρ άνθρώπου παραβάντος και αύτα σuμπαρέβη.
VΩσπερ γαρ δεσπότης οίκίας έαν αύtος ε-δ πράσση, άναγκαίως και οίκέται εύτάκτως ζώσιν, έαν δέ ό κύριος άμαρτάνη, και οί δούλοι σuναμαρτάνουσιν, τψ αύτψ τρόπφ γέγονε και τα περι τον aνθρωπον
κύριον όντα άμαρτησαι, καi τα δούλα σννήμαρτεν. 'Οπόταν
ow πά
λιν ό aνθρωπος άναδράμη είς τα κατα φύσιν μηκέτι κακοποιών, κά
κείνα άποκατασταθήσεται είς την άρχήθεν ήμερότητα» • 54
Οί είδωλολάτραι, άναφέρει ό άπόστολος Παύλος, «μετήλλαξαν τi)ν άλήθειαν τού Θεού έν τφ ψεύδει, καl έσεβάσθησαν και έλάτρευ
σαν τfι κτίσει παρα τον κτίσαντα» 5S, «γνόντες τον Θεον ούχ ώς Θεον έδόξασαν η εύχαρίστησαν, άλλ' έματαιώθησαν έν τοις διαλογισμοίς
54. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝτιΟΧΕΙΑΣ,Πρός Αύτόλυκοv, Β', 17, Bardy, SC 20,142-144 (ΒΕΠΕΣ 5, 3333 342). Πρβλ. Ρωμ. 8, 19-21. Γ. ΓΑΛΙΊΉ, 'Ορθοδοξία-Θεολογία, σσ. 179-182. Σημειωτέον δτι ή παρατήρησις τού Θεοφίλου Άντιοχείας: «θηρία
...
ώνόμασται τa ζοοα άπο το
θηριοϋσθαι>>, δτι δηλαδη ή όνομασία αύτη είναι άκολουθία της πτώσεως τού άνθρώπου, δi:ν εύσταθεί. Τοίίτο καθίσταται κατανοητΟν και έκ τών άπαντωμένων είς τα πρωtα χωρία τής Γενέσεως, ιί:ις π. χ. ,;ο δε οφις ήν φρονιμώτατος πάντων τών θηρίων» (Γεν.
1). Ή
όνομασία λοιπΟν <<θηρία>> άπαντϊ;i και προπτωτικώς.
55. Ρωμ, l, 25.
3,
69
ιιι·:ι·ι τι ι.:: <-)ι·υ.:: \Ι ι ι )J-:.\.\ ΥΨΕΩΣ
αύτών καl έσκοτίσθη ή άσύνετος αύτών καρδία- φάσκοντες είναι σο φοι έμωράνθησαν, και f1λλαξαν την δόξαν τοϋ άφθάρτου Θεού έν όμοι ώματι είκόνος φθαρτού άνθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και
έρπετών» 56 • Σχετικa είναι καl τa άναφερόμενα είς χωρίον Σοφ. Σολο μώντος: «Μάταιοι μf.ν γaρ πάντες &νθρωποι φύσει, ο1ς παρήν Θεού άγνωσία και έκ τών όρωμένων άγαθών ούκ ίσχυσαν είδέναι τον όντα οϋτε τοϊς έργοις προσχόντες έπέγνωσαν τον τεχνίτην· άλλ' η πύρ η
πνεύμα η ταχινον άέρα η κύκλον aστρων η βίαιον ύδωρ η φωστήρας ούρανού πρυτάνεις κόσμου θεούς ένόμισαν» • Ή ένοχη και ή εύθύνη 57
τού άνθρώπου έγκειται είς την άντίθεσιν καl μη άνταπόκρισιν τής δννατότητος, ή όποία έδόθη ύπο τού Θεού είς τον άνθρωπον. Οί 'Ιου
δαίοι και οί Έθνικοι χαρακτηρίζονται έξ άντιφάσεως και άντιθέσε ως, κατέχοντες <
ντος Θεού και τfjς Άληθείας, άπο τfjς "άσεβείας καl άδικίας"
5
... » Ό
Σχετικώς προς την άξιολόγησιν τής φυσικής Άποκαλύψεως ύπο τής 'Ορθοδόξου θεολογικής παραδόσεως δέον να παρατηρήσωμεν δτι ό
&νθρωπος και ό λοιπος κόσμος δεν έπαυσε και μετa την πτώσιν νa εί ναι «δημιουργία» τού Θεού. Το ύπο τού Θεού δωρηθf.ν «κατ' είκόνα» ύπέοτη μf.ν άχρείωσιν και άμαύρωσιν, όχι δμως πλήρη καταστροφήν.
56. Ρωμ. 1, 21-23. Πρβλ. θεοποίησιν ρωμαίων αύτοκρατόρων. 57. Σοφ. Σολ. 13, 1-2. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΚΗ', 14, Gallay, SC 250, 128-130 (ΒΕΠΕΣ 59, 226'<>30). 58. Ρωμ. 1, 18. Πρβλ. Η. FιuES, Offenbarung, σ. 183. Λ. ΦΙΛlΙΠΙΙΔΟΥ, Ίοτ. έποχής Κ. Δ., σ. 877: <<Άναπολόγητοι εtναι και οί 'Εθνικοί, διότι καl είς αίποvς άπεκαλύφθη ό Θεος έν τοίς εργοις αίπού, aτινα ούτοι έλάτρευσαν ό.ντ' 'Εκείνου, έκτραπέντες ύπο τf)ς άνθρωπίνης τιμης και ό.ξιοπρεπείας είς άναξίας τού άνθρώπου άσχημίας και κακότητας>>.
59.
Λ. ΦWΠΠΙΔΟΥ, 'Ιοτ. έποχής Κ. Δ., σ.
878:
«'Η χριστιανικi] έκκλησία δf:ν άπέρριψε το
θύραθεν θρησκευτικον φαινόμενον καθ' έαυτό, άλλΟ. το περιεχόμενον τής έθνικijς θρη σκείας. "Οχι δτι θρησκεύουν οί είδωλολάτραι, άλλ' δτι δf:ν θρησκεύουν άληθώς, δηλαδi] δτι λατρεύουν ψευδείς θεούς, άποτελεί πλάνην κατα τi]ν κλασσικi]ν εκφρασιν τού Ρωμ.
1 και την
96).
Περt
θρησκείας βλέπε έπίσης Λ. ΦΙΛlΠΠΙΔΟΥ, Σχέσεις θρησκείας καί τέχνης, Άθήναι
πίστιν της 'Εκκλησίας» (Μ. ΦΑΡΑΝΊΌΥ, Περi Θεσϋ διδασκαλία, σ.
1962.
ΑΘ. ΧΑΣΊΌΥΠΗ, Ούσία τής θρησκείας θεωρουμένη άξιολοyικώς έπi τfl βάσει μα{!ΠJριώv έκ τώv ίερώv κειμένων, έν Άθήναις ρησις, Άθήναι
1978,
ίδψ σσ.
96-102
1971. Μ.
ΦΑΡΑΝτΟΥ, Ή θρησκεία. Δογματικi[ θεώ
(Όρθόδοξος-δογματικi] θεώρησις τijς θρησκείας).
ΕΥ. ΣΔΡΑΚΑ, Εγχειρίδιον ίοτορίας τών θρησκευμάτων, έν Θεσσαλονίκη
1966.
70
ΚΕΦΛΛΑ\0'\
r
Ή θέσις αύτη εύρίσκεται είς άντίθεσιν προς τaς άκραίας θέσεις τού Ρωμαιοκαθολικισμού
60
και τού Προτεσταντισμού • 61
β. Ύ περφυσικi] fι άμεσος θεία Άποκάλυψις Ή ύπερφυσικfι θεία Άποκάλυψις
62
άποτελεί τfιν κυρίως καl κατ'
έξοχfιν Άποκάλυψιν, τfιν όποίαν δυνάμεθα νa διακρίνωμεν είς τρεϊς
φάσεις, ήτοι τfιν προπτωτικήν, την μεταπτωτικfιν καl την έν 'Ιησού Χρι στφ.
i. Προπτωτικώς Ή άφετηρία καl έναρξις της ύπερφυσικης τού Θεού Άποκαλύψε ως προς τον ι:'iνθρωπον τοποθετείται είς τον γενάρχην τού άνθρωπί
νου γένους καi κατ' έπέκτασιν είς το πρώτον άνθρώπινον ζεύγος • Οί 63
πρωτόπλαστοι άξιωθέντες της ίδιαιτέρας Άποκαλύψεως τού Θεού
καl ζώντες έν άρετ'fi καl ύπακοfί είς το θέλημα τού Θεού, κατέστησαν έαυταuς μετόχους τής μακαριότητας καl της άγάπης τού Θεού καl
60. Ό Ρωμαιοκαθολικισμος άξιολογεϊ: τον κόσμον, ώς χώρον άποκαλύψεως τού Θεού, κατα τρόπον θετικόν. Τοιουτοτρόπως δέχεται δτι ό aνθρωπος είναι δυνατον να γνωρίσrι τον Θεον μετα βεβαιότητος, κάμνων χρήσιν τijς βοηθείας τού φυσικού φωτος τής άνθρωπί
νης λογικής καl τών λοιπών δημιουργημάτων. Πρβλ. Κ. ΚRAEMER, Vatίcanum ΙΙ, κ.
1, 6, 218: «Die heilige Synode bekennt, "daB Gott, aller Dinge Ursprung und Ziel, mit dem natίirlichen Licht der Vernunft aus den geschaffenen Dingen sicher erkannt werden kann" (vgl. Rom. 1, 20) ... >>. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, 'Ορθοδοξία- Ρωμαιοκαθολικισμός, σσ. 28-29. σ.
61. Ό Προτεσταντισμος άξιολογεϊ έν πολλοίς άρνητικώς τον κόσμον, ώς χwρον Αποκαλύ ψεως τού Θεού καi γνώσεως Αύι:ού. Ή φύσις δf:ν λειτουργεϊ ώς όδος έπικοινωνίας καi σχέσεως Θεού καl άνθρώπου. Τοιουτοτρόπως ό ίiνθρωπος δεν εχει rijν δυνατότητα καl ίκανότητα να άποκτήση γνώσιν τού Θεού μέσφ τής δημιουργίας. Πρβλ. κ.
BAR'fH, KirchDogmatik, τ. I, 1, Zollikon-Zurich '1955, σσ. 172-173. Συναφώς ό Ε. BRUNNER παρα τηρεί: «Die reformatorische Lehre bleibt streng auf die biblische Linie; sie behaubtet die allgemeine Offenbarung, aber sie Jeugnet eine natίirliche Gotteserkenntnis>> (Offenbarung, σσ. 80-81). Κατα συνέπειαν ή έν 'Ιησού Χριστψ Αποκάλυψις άποτελεί το μέσον
lίche
προς γνώσιν τού Θεού. Περl τής ύπο τού Ρωμαιοκαθολικισμού καl τού Προτεσταντισμού άξιολογήσεως τού κόσμου ώς χώρου γνώσεως τού Θεού, βλέπε Μ. ΦΑΡΑΝ'ΓΟΥ, Περi
Θεσϋ διδασκαλίας, σσ.
62.
105-106. Tov
Avτov, Ήθικη φυσ. κ6σμου, σ.
58.
Περl τής ύπερφυσικής θείας Αποκαλύψεως βλέπε Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', σσ.
84-98. Η. FRIES, Offenbamng, σσ. 188-234. J. zum Menschen). R. GόLLNER, Η.- J. GόRτz, ΞΑΚΗ, Δοyμ. οψεις, σσ. 131-164. 63. Πρβλ. Γεν. 1, 28· 2, 16-17· 2, 19.
ΜcΚΕΝΖΙΕ, Geίst, σσ. Κ. ΚIENZLER,
237-263 (Gott spricht Glaubenn, σσ. 160-191. Ν. ΞΕ
\][!)[ τι \Σ <-Η-:1 \~
\11 ι ι ι-: λΛ ΥΨΕΩΣ
71
εύρίσκοντο είς πνευματικην έπικοινωνίαν και άναφοραν προς Αύτόν. Ή κατάστασις αύτη έκφράζει την aμεσον και ύψηλην άποκαλυπτικην ένέργειαν τού Θεού προς τον aνθρωπον.
ii. Μεταπτωτικως Συνεπεί<;χ. δμως τής παρακοής τών πρωτοπλάστων τfιν μακαρίαν αύτην κατάστασιν διεδέχθη ή κατάστασις τής άνθρωπίνης έκπτώσε ως, τού πόνου, τής κακίας, τής θλίψεως και τού θανάτου. Ό σωμα
τικος64 και ψυχικος
65
θάνατος δεσπόζουν πλέον τού άνθρωπίνου γέ
νους. Άπο τού χρονικού τούτου σημείου aρχεται ή δευτέρα φάσις τής
θείας Άποκαλύψεως • Ή άποκαλυπτικη ένέργεια τού Θεού προς τον 66
aνθρωπον περιωρίσθη και μετ' αύτής ή μακαριότης τού άνθρώπου. Ό πεπτωκό>ς aνθρωπος, άπομακρννθεις έκ τού Θεού, εχει εμπροσθεν αύτού νa διανύσn μακρaν όδόν, διa να έπανακτήσn την άπολεσθεϊ σαν μακαρίαν κατάστασιν. Ή ύπερφυσικη θεία Άποκάλυψις δεν έπραγματοποιήθη μετa ταύτα δια μιάς, άλλα παρεχωρήθη βαθμηδόν
και κατ' όλίγον, ώς τούτο έπισημαίνεται είς την προς 'Εβραίους έπι στολήν: «Πολυμερ&ς και πολυτρόπως πάλαι ό Θεος λαλήσας τοϊς πα τράσιν έν τοϊς προφήταις, έπ' έσχάτου τών ήμερών τούτων έλάλησεν
ήμίν έν υίψ» • Ήκολούθησε λοιπον αύτη προοδευτικήν τινα πορείαν, 67
καθισταμένη με τi}ν πάροδον τού χρόνου σαφεστέρα και τελειοτέ ρα68.
Κατa τfιν προοδευτικfιν αύτην πορείαν της ύπερφυσικής θείας Άπα καλύψεως διακρίνονται ώρισμένοι βασικής σημασίας σταθμοί, ώς ά κολούθως.
64.
Τον σωματικον θάνατον διακρίνομεν είς τοiJς λόγους τού Θεού προς τΟν Άδάμ: <
άποστρέψαι σε είς τi]ν γήν, έξ ής έλήφθης, δτι γή εί και είς yijν άπελεύσrι» (Γεν. 3, 19). 65. Ό ψυχικος θάνατος άπεικονίζεται είς το Γεν. 3, 24: «και έξέβαλε ( == ό Θεος) τΟν Άδι'χμ και κατιf>κισεν αύτbν άπέναντι τού παραδείσου τf)ς τριιφijς», δεδομένου δτι ψυχικος
θάνατος είναι ή άπομάκρυνσις-χωρισμος τού άνθρώπου άπο τού Θεού.
66. Γεν. 3, 8.
67. Έβρ. 1, 1. Βλέπε
και ΧΡ. ΒΟΎΛΓΑΡΗ, Ή έv Χρισrrj; τελείωσις τής θείας Οίκοvομiας κατa
τήv πρός Εβραίους έπισrολήv, Άθήναι
1985. 68. Πρβλ. lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις 1, Kotter Il, 106'-1085' (PG 94, 981A-984C).
72
1\ΕΦΑΛΑJΟΝ Γ'
Τοιουτοτρόπως ίδιαιτέρας σημασίας τυγχάνει ή Άποκάλυψις τού 69
Θεού προς τον Νώε , τον όποίον, μετa τον κατακλυσμόν, ηύλόγησε
μετa των οίκείων του, ώς εΙχεν εύλογήσει τους πρωτοπλάστους: «αύ ξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γην και κατακυριεύσα 70
τε αύτής» • Βασικον έπίσης σταθμον άποτελεί ή Άποκάλυψις τού Θεού προς τον Άβραάμ, έν τψ προσώπφ τού όποίου &ρχεται ή Άποκάλυψις προς 71
τον ίσραηλιτικον λαόν • Ό Θεος άπεκαλύφθη ώσαύτως και είς τους
λοιπους πατριάρχας τού 'Ισραήλ, είς τον Ίσαaκ
72
73
και τον Ίακώβ •
Χαρακτηριοτικη εΙναι έπίσης ή Άποκάλυψις τού Θεού προς τον 7
Μωυσήν \ τον όποίον έκάλεσεν έκ τής φλεγομένης και μη καιομένης 75
βάτου, έπl τού δρους Χωρήβ , νa άπελευθερώση τον λαον τού Ίσρα 76
Ύ}λ έκ τού αίγυπτιακού ζυγού , καl έγνωοτοποίησεν είς αύτον το όνο 77
μα Αύτού «έγώ είμι ό ών» , έπισημαίνων τοιουτοτρόπως το αίώνιον 78
και ά'Lδιον Αύτοϋ • 'Εξαιρετικής σημασίας τυγχάνει καl ή έπι τού δρους
69. Γεν. 6, 13-22. 70. Γεν. 9, 1. 71. «Καl είπεν ό Θεος τψ Άβραμ· εξελθε έκ τής γής σου καl έκ τής συγγενείας σου καl έκ τού οrκου τοϋ πατρός σου καl δεύρο είς την γήν, fιν αν σοι δείξω· και ποιήσω σε είς εθνος μέγα καl εύλογήσω σε καί μεγαλυνώ το όνομά σου, καl εση εύλογημένος γηθήσονται έν σοl πaσαι αί φυλαl τής γής» (Γεν.
72. « ... ιϊ>φθη αύτψ ( =
12, 1-3).
Βλέπε καlΓεν.
... και ένευλο 22, 1-2,9-14.
τψ Ίσαaκ) Κύριος έν τfi νυκτl έκείνη καί είπεν· έγώ είμι ό Θεος Άβρα
άμ τοϋ πατρός σου· μη φοβού· μετά σού γάρ είμι καl εύλογήσω σε και πληθννώ το σπέρ μα σου δι' Άβραaμ τον πατέρα σου» (Γεν.
73. «Καl
26, 24).
ένυπνιάσθη, καl ίδοiι κλίμαξ έστηριγμένη έν τfi
yfJ, ής ή κεφαλη άφικνείτο είς τΟν
ούρανόν, καl οί ι'iγγελοι τού θεού άνέβαινον καl κατέβαιναν έπ' αύτής. Ό δε Κύριος
έπεσιήρικτο έπ' αύτής καl είπεν· έγώ είμι ό Θεος Άβραaμ τού πατρος σου, και ό Θεος 'Ισαάκ· μη φοβού· η γη, έφ' ής σV καθεύδεις έπ' αύτής, σοι δώσω αύτijν
... καi. ένευλογη
θήσονται έν σοl πiiσαι αί φυλαl τής γής καl έν τψ σπέρματί σου, καl ίδοiι έγώ είμι μετa
σού διαφυλάσσων σε έν τfl όδψ πάση, ού έάν πορευθflς ... »(Γεν.
28, 12-15). 45, 1-5: «Ήγαπημένον ύπο Θεού καi. άνθρώπων, Μωυσήν ... ώμοίασεν αύτον δόξη άγίων ... ηκούτισεν αύtον τής φωνής αύtού και είσήγαγεν αύtον είς τον γνόφον και Εδωκεν αύτψ κατa πρόσωπον έντολάς, νόμον ζωής ... ». Βλέπε και ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς 2 30 βίον Μωυσέως, Λόγ. Α', Musurillo, σσ. 7'-33 1" (ΒΕΠΕΣ 65Α, 96 '- 111 ). 75. Έξ. 3, 1-5. 76. Έξ. 3, 7-10. 77. Έξ. 3, 14. 78. Πρβλ. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣ'fΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς'Ιωάννην, Όμιλ. ΙΕ', 1, 18, β', PG 59,99-100.
14.Σοφ. Σειρ.
llE\)j
73
ΤΗΣ ΘEIAl.: ι\1101-.:ΛΛΥΨΕΩΣ
Σινά έμφάνισις τού Θεού, ό όπο"ίος έδωκεν είς τον Μωυσην και δι' 79
αύτού είς όλόκληρον τον ίσραηλιτικον λαον τον νόμον • Ή άποκαλυπτικη δμως τού Θεού ένέργεια δεν περιορίζεται είς
τον Μωυσfιν, ό όποίος χαρακτηρίζεται «Πρώτος τον προφητών» 80 , άλλ' ύπfιρξε πλουσία καl είς τσuς λοιποuς προφήτας, τα πρόσωπα δηλαδη
έκείνα, τα όποία, έπιλεγέντα ύπο τού Θεού, είχον ώς άποστολfιν την προαγγελίαν τών μελλόντων, την γνωστοποίησιν και έρμηνείαν, άντ'
Αύτού καl έξ όνόματος Αύτού, είς τοiJς άνθρώπους τής θείας βουλής.
Ό 'Ιουστίνος, ό φιλόσοφος και Μάρτυς, παρατηρεί: «άνθρωποι ούν τινες έν 'Ιουδαίοις γεγένηνται θεού προφfιται, δι' ών το προφητικον 81
πνεύμα προεκήρυξε τα γενήσεσθαι μέλλοντα πριν η γενέσθαι» • 'Έτι δε έμφανέστερον έκφράζεται το έργον τούτο τών προφητών ύπο τού προς ΈμμαοiJς πορευομένου Άναστάντος Λυτρωτού: «ούχl ταύτα έδει παθείν τον Χριστον και είσελθείν είς την δόξαν αύτού; και άρξάμε
νος άπο Μωυσέως καl άπο πάντων τών προφητών διηρμήνευεν
αύτοίς έν πάσαις ταίς γραφαίς τα περι έαυτού» • 82
Είναι χαρακτηριστικόν δτι έν τη Άποκαλύψει τού Θεού προς τα διάφορα ίερα πρόσωπα τής ίσραηλιτικfις θρησκείας παρουσιάζεται 83
συνέχεια, aλυσις άρρήκτως συνυφασμένη • Τοιουτοτρόπως άποκα λυπτόμενος ό Θεος προς τΟν Ίσαακ λέγει: «έγώ είμι ό Θεος Άβρααμ τού πατρός σου» 84 • Άποκαλυπτόμενος δΕ προς τον Ίακοοβ λέγει: <<έγώ
είμι ό Θεος Άβραάμ
...
καl ό Θεος Ίσαάκ» • Άποκαλυπτόμενος έπί
85
σης προς τον Μωυσfιν λέγει: «έγοο Κύριος και ώφθην προς Άβρααμ 86
και Ίσαακ και Ίακώβ, Θεος &ν αύτών» •
79. Έξ. 20, 1-17. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΙΌΥ, Λόγ. Κ', 2, Mossay, SC 270,60 (ΒΕΠΕΣ 59, 143"·"): <<Μωυσής δε και άνεισι και τής νεφέλης εrσω χωρεί και Θεφ συγγίνεται και δέχεται νόμον, τοϊς μεν πολλοίς τον τού γράμματος, τοίς δε ύπερ τους πολλσUς τΟν τού πνεύματος>>. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς τόv βίοv Μωvαέως, Λόγ. Α', (ΒΕΠΕΣ 65Α,
10731>-108'6). 80. ΙΟΥΣΊ'ΙΝΟΥ,Άπολοyία Α', 32, 1, ΒΕΠΕΣ 3, 177" {PG 6, 377Α). 81. Αύtόθι, 31, 1, ΒΕΠΕΣ 3, 17613·"' (PG 6, 376Α). 82. Λουκ. 24, 26-28. 83. Πρβλ. Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ερμηνεία περικοπών, σ.187. 84. Γεv. 26, 24. 85. Γεv. 28, 13. 86. Έξ. 6, 2-4. Πρβλ. Έξ. 4,5.
Musurillo, σσ. 2613 -27"
74
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝr
iii.
Έv Ιησού Χριοτiρ
Το άποκορύφωμα τής ίστορικής πορείας τής ύπερφυσικής θείας
Άποκαλύψεως εύρίσκεται είς την έν 'Ιησού Χριστψ Άποκάλυψιν, τής όποίας θa έπισημάνωμεν ώρισμένα βασικa χαρακτηριστικά. (α) Ό Θεος Λόγος, δηλαδη ή δευτέρα ύπόστασις τής άγίας Τριά
δος, «ούχ άρπαγμον ήγήσατο το εlναι ϊσα Θεψ, άλλ' έαυτον έκένωσε μορφiιν δούλου λαβών, έν όμοιώματι άνθρώπων γενόμενος καl σχή ματι εύρεθεις ώς aνθρωπος
... »8'.
Έσαρκώθη μΕ:ν μόνον το δεύτερον
πρόσωπον τής άγίας Τριάδος , άπεκαλύφθη δε ό δλος Τριαδικος 88
Θεός, ώς παρατηρεί καl ό Γρηγόριος Παλαμάς: «Εί μη έσαρκώθη ό
τού Θεού λόγος, ούκ αν έδείκνυτο Πατfιρ άληθώς ό Πατήρ· ούκ αν άληθώς Υίος ό Υίός ούκ αν το Πνεύμα το Άγιον, προ·ίον καl αύτο έκ τού Πατρός ούκ αν ό Θεος έν ούσίι;ι καl ύποστάσεσιν, άλλ' ένέργειά
τις μόνον ένθεωρουμένη τοίς κτίσμασιν» • Σχετικώς δΕ: προς την αί 89
τίαν, διa την όποίαν ένηνθρώπησεν ό Υίος και όχι ό Πατi]ρ i) το aγιον Πνεύμα, ό 'Ιωάννης ό Δαμασκηνος παρατηρεί: «Πατi]ρ ό πατi]ρ και
ούχ υίος, υίος ό υίος καl ού πατήρ, πνεύμα δ.γιον το πνεύμα και ού πατηρ ούδΕ: υίός ή γaρ ίδιότης άκίνητος. 'Ή πώς αν ίδιότης είη κινου μένη και μεταπίπτουσα; Διa τούτο ό υίος τού θεού υίος άνθρώπου γίνεται, 'ίνα μείνη ή ίδιότης άκίνητος υίος γaρ &ν τού θεού υίος τού άνθρώπου γέγονε σαρκωθεις έκ τής άγίας παρθένου, και ούκ έξέστη τής οίκείας ίδιότητος» 90 •
'Εκάστη ένέργεια τού Θεού προς τον κόσμον εlναι ένέργεια και τών τριών θείων προσώπων, άνεξαρτήτως τού γεγονότος, δτι εν πα ρουσιάζεται ώς φορεiJς μιας συγκεκριμένης ένεργείας (Πατηρ-δημι
ουργία, Υίος-ένανθρώπησις, aγιον Πνεύμα-άγιασμός). Το κοινον τής ένεργείας τών προσώπων τής θεαρχικf)ς Τριάδος έπισημαίνων
87.
Φιλιπ.
88.
Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Έπιοτολη δογματική,
2, 6-7.
Balfour, σ. 203'"-"':
«Και ό Λόγος
γaρ μονογενής ων έν τοίς κόλποις τού Πατρός, καl ού μετa τού Πατρος σεσάρκωται καi τού Πνεύματος, άλλα μόνος καl δμως δλος έστl μετa τού Πατρος καl τού Πνεύματος
άδιαίρετος
89.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Όμιλ.ΙΣ'ϊ, Περί τής κατά σάρκα τοϋ Κυρίου ήμώv Ίησοϋ Χριοτοϋ οίκοvομίας
90.
... ». Αύτόθι, σσ. 201"', 204'"5-1116• Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, Χρισrολοyία, σσ. 95-96.
... , PG 151, 204Β.
IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, VΕκδοσις
4, Kotter
Π,
174'-• (PG 94, 1105C-1108A).
IIEI'I
75
τι-Ι~ (-ω\~ λΙΙΟΙ-:ΛΛΥΨΕΗΣ
χαρακτηριστικώς ό Γρηγόριος Νύσσης, γράφει: «Μία γaρ και όμοία ή ένέργεια τού Πατρός, τού Υίού και τού άγίου Πνεύματος, μία ίσχuς και μία δύναμις, μία θέλησις, μία γνώμη. 'Όσα γaρ πράττοι ό Πατήρ,
άχώριστός έστι και συμπράκτωρ και ό Υίός και δσα &ν έπιτελfi ό Υίός, η το Πανάγιον Πνεύμα, συνεργεί πάντως άδιαιρέτως ό Πατήρ. ΟύδΕ: γaρ ό Υίος δίχα Πατρος άφ' έαυτού καθ' έαυτον ποιεί τι, ούδΕ: ό Πατηρ πάντως χωρlς τού Υίού και τού Πνεύματος, οi!τε πάλιν το
Πνεύμα aνευ τού Υίού και τού Πατρός έργάζεταί τι» 91 • Ή τοιαύτη δΕ κοινη θεία ένέργεια δύναται να νοηθiϊ δια τijς πίστεως, ώς aλλωοτε
και δλον το μυστήριον τής άγίας Τριάδος • 92
(β) Ή σάρκωσις τού Θεού Λόγσυ άποτελεί ίοτορικΟν γεγονΟς και Οχι
δοκητικην έκφανσιν. Τοιουτοτρόπως «δτε ήλθε τΟ πλήρωμα τού χρόνου, 93
έξαπέοτειλεν ό Θεος τον υίΟν αύτού, γενόμενον έκ γυναικός» • την πραγματικην παρουσίαν τού ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου έπιση
μαίνων και ό εύαγγελιστης 'Ιωάννης, ση με ιοί: «δ ήν άπ' άρχής, δ άκη κόαμεν, δ έωράκαμεν τοίς όφθαλμοίς ήμών, δ έθεασάμεθα και αί
χείρες ήμών έψηλάφησαν περι τού λόγου τής ζωής
...
και μαρτυρού
94
μεν και άπαγγέλλομεν ύμίV» • την έπιτυχή έρμηνείαν τής ένώσεως
θείου και άνθρωπίνου, άκτίστου και κτιοτού S, έν τφ προσώπφ τού
9
91. Γ'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ (νόθον), Περl καi είκόvα, PG 44, 1344ΑΒ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙ ΑΣ, Περl τής άγίας καί ζωοποιαύ Τριάδος ΚΣΤ, PG 75, 1185C: «τοίς τε γaρ ύπο τού Θεού και Πατρος γινομένοις συνεργεί ό Υίος και το Πνεύμα το i:iγιον· τοίς τε ύπο τού Υίοίι καl τοίι Πνεύματος τελουμένοις συνευδοκεί ώσαύτως ό Θεος καi Πατήρ». ΣΥΜΕΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Έπισrολή δογματική, Balfour, σ. 201"' • 92. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Έπισrολή δογματική, Balfour, σ. 5
209-"'':
<<Επεl γαρ ή
Τριας Θεος των δλων έστi καl ύπέρ γνωσίν έστι των δλων, και μυστήριόν έστι ή Τριάς,
καl ή γνωσις αύτης καl πίστις μυστήριον· καl πίστει νοείται ή Τριaς καi πίστει έν ήμίν ένεργεί, καl ού καταληπτή έστιν, δτι ύπi:ρ πάντα έστί, καi ούδέν προς άπόδειξιν ίκανον αύtής. πως γαρ δηλώσειε τΟν κτίσιην το κτίσμα;».
93. Γαλ. 4, 4. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περl έvαvθρωπήσεως 15, Thomson, σ. 170" ' 3 (ΒΕΠΕΣ 30, 864 '-87'): «ό τοίι Θεοίι Λόγος, λαμβάνει έαυτ(ί> σώμα, καl ώς άνθρωπος έν άνθρώποις άναστρέφεται>>. Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Ίησαύς, σ. 48. 94.Α"/ω.
1, 1-2.
95. « ... στην 'Ορθοδοξία οί άριστοτελικi::ς έννοιες μεταφυσικός καi ύπερφυσικός, με δλες τiς προεκτάσεις τους, μόνον καταχρηστικώς καi κατa συγκατάβασιν καt οίκονομίαν μπορούν να γίνοιιν άνεκτi::ς
...
Για τijν Όρθόδοξο Θεολογία καt σκέψι ή μόνη διάκρισις
ποiι ύπάρχει είναι μεταξύ τοίι άκτίστου καl τοίι κτιστού>> (Γ. ΓΑΛΙΤΗ, 'Ορθοδοξία-Θεο λογία, σ.
178).
76
Ι\ΕΦΑΛΑ!Οi\;
r
θείου Λόγου, άντιθέτως προς τaς σχετικaς αίρετικaς κακοδοξίας'6 ,
άποδίδει ό δρος τής ιS Οίκουμενικης Σννόδου • Τοιαύτη δε ήτο ή 97
ενωσις τής θείας καΙ. τijς άνθρωπίνης φύσεως διa τής σαρκώσεως τοϋ
Θεού Λόγου, «οοστε καΙ. έν τούτφ ( = τφ σώματι) ήν, και έν τοϊς πάσιν
έτ:ύγχανε, και έξω τών όντων ήν, δτι και ώς &.νθρωπος έπολιτεύετο, 98
καΙ. ώς Λόγος τa πάντα έζωογόνει και ώς Υίος τφ Πατρι συνijν» •
Είναι σαφές δτι ή γνώσις καl άποδοχfι έκ μέρους τού άνθρώπου τής ένώσεως τού τελείου Θεού και τού τε λείου άνθρώπου
99
έπιτυγχάνεται
διa τής πίστεως και τής θείας ένισχύσεως.
96. Άναφερόμενος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ό ΘΕΟΛΟΓΟΣ είς τι':ις διατυπωθείσας περι τb πρόσωπον τοϋ ένανθρωπήσαντος Λόγου αίρετικι':ις κακοδοξίας τονίζει: «... και πολλοiις (δ φρίττω λέ γων) Χριστοiις άνθ' ένός, τον γεννώμενον, τον κτιζόμενον και τον άπο Μαρίας άρχόμε
νον και τον άναλύοντα δθεν είς το είναι προήλθε καi. τον &νοιιν άνθρωπον και τον δντα καi τον φαινόμενον>> (Λόγ. ΛΒ',
5, SC 318, 92 6 -10,
ΒΕΠΕΣ
60, 13 16- 19).
97. «'Επόμενοι τοίνιιν τοίς aγίοις Πατράσιν, ενα και τον αύtον όμολογείν Υίον τον Κύριον ήμών 'Ιησοϋν Χριστόν συμφώνως fuταντες έκδιδάσκομεν, τέλειον τΟν αύτον έν θεότητι καl τέλειον τον αύtόν έν άνθρωπότητι, Θεον άληθώς και &νθρωπον άληθό'>ς τον αύtον έκ
ψυΧής λογικής καl σώματος, όμοούσιον τφ Πατρι κατ<χ τiιν θεότητα και όμοούσιον ήμίν τον αύtον κατa τήν άνθρωπότητα, κατι':ι πάντα δμοιον ήμίν χωρις άμαρτίας προ αίώνων
μί':ν έκ τού Πατρός γεννηθέντα κατa τiιν θεότητα, έπ' έσχάτων δΙ: τών ήμερών τον αύtΟν δι' ήμίiς και διι':ι την ήμετέραν σωτηρίαν έκ Μαρίας rijς παρθένου rijς Θ ε στόκου κατa την άνθρωπότητα, ενα καi τον αύtον Χριστόν, υίόν, κύριον, μονογενή, έν δύο φύσεσιν άσυy χύτως, άτρέπτως, άδιαιρέτως, άχωρίστως γνωριζόμενον, ούδαμοϋ τής των φύσεων δια φορίiς άνηρημένης διι':ι την ενωσιν, σφζομένης δί': μίiλλον rijς ίδιότητος έκατέρας φύσεως καi είς εν πρόσωπον καl μίαν ύπόστασιν σιιντρεχούσης, ούκ είς δύο πρόσωπα μεριζόμε νον
fj
διαιρούμενον, άλλ' ενα καi τον αύtον υίόν μονογενή, ΘεΟν Λόγον, Κύριον Ίησοϋν
Χριστόν, καθάπερ &νωθεν οί προφiiται περl αύtοϋ καl αύtος ήμίiς ό Κύριος Ίησοϋς Χριστός έξεπαίδευσε καl το των Πατέρων ήμό'>ν παραδέδωκε Σύμβολον>> (υΟρος πίστε
ως έν Χαλκηδόνι τετάρτης Οίκουμενικής Σιινόδου, Παρι':ι IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1. σ. 175). 98. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Περί έvαvθρωπήσεως 11, Thomson, σ. 17423 -26 (ΒΕΠΕΣ 30, 8830' 33 ). Πρβλ. IΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, Έπισrολiι ΡΛΘ', PG 78, 276Α: «Δεσπότης ύπάρχων, καl έπου ρανίων, καl τών έπιγείων, και τών καταχθονίων, ούδε τι':ι &νω κατέλιπε, και προς ήμίiς
παρεγένετο». lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις 7,
Kotter II, 1237' 12 (PG 94, 1008C-1009A):
<<τών πατρικών κόλπων ούκ άποστάντα τον λόγον (άπεριγράπτως γι':ιρ) ένφκηκέναι tiΊ
γαστρί rijς άγίας παρθένου ... Έν πίiσι μf:ν σίίν καi. ύπερ τa πάντα ήν και έν ύπάρχων rijς άγίας Θεοτόκου>>. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Θεολογικός ϊ,
tfJ
γαστρι
SC 122, 156. Ae. fΊΕ
ΦΠrΣ, Δόγμα-ήθος, σ. 5.
99.
Πρβλ. lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις
6, Kotter II, 1202023 (PG 94,
1004Β): «έν tiΊ
ένανθρωπήσει τού ένος τής άγίας Τριάδος θεού λόγου φαμεν πίiσαν καl τελείαν τiιν φύσιν rijς θεότητος έν μι4 των αύtής ύποστάσεων ένωθfιναι τfi άνθρωπίνrι φύσει πάση καl ού μέρος μέρει
... >>.
I ΙΕΙ'Ι
ΊΊΙ~ ΗΙ·:Ι:~ ΛΙ
77
]()1\\,\ ΥΨF.ΩΣ
(y) Κατa την έν Ίησοϋ Χριστψ θείαν Άποκάλυψιν φανεροϋται ό Θεος άμέσως, διδάσκει άφ' Έαmοϋ, εχων παρ' αύτψ πλήρη και άλάν
θαστον την γνώσιν τών θείων μυστηρίων, όχι έμμέσως ώς οί προφή ται, οί άπόστολοι και οί λοιποι φορείς τής ύπερφuσικής θείας Άπα
καλύψεως, οί διδάσκοντες έκείνα, τα όποία έγνωστοποιοϋντο προς αύτσuς ύπό τού θεού. Ό 'Ιησούς Χριστος δεν παρέχει άπλώς την γνώσιν, άλλα παραλλήλως προσφέρει την ζωήν, διότι έχει «ζωην
έν έαmψ»
100
, είναι «ή ζωη»
101
...
και χορηγεί την ζωην ώς άρχηγος τής
102
ζωής , είναι «πηγη iJδατος άλλομένου είς ζωην αίώνιον»
103
. Ώς δια
κηρύττει ό ιδιος ό ένανθρωπήσας θεος Λόγος: «έγώ είμι ή άνάστα σις και ή ζωή, ό πιστεύων είς έμε καν άποθάνη, ζήσεται· και πας ό ζών
και πιστεύων είς έμε ού μη άποθάνη είς τον αίώνα»
104
. Ή Άνάστασις
τοϋ Κυρίου άποτελεί την βάσιν και την κρηπίδα τής πίστεως και σω τηρίας τού άνθρώπου
105
. Ό σαρκωθεις θείος Λόγος παρέχει είς όλον
τΟ άνθρώπινον γένος
106
την δννατότητα λιrtρώσεως Και σωτηρίας, την
δννατότητα έπαναφοράς αύτού είς την μακαρίαν και εύδαίμονα ζω ην τής προπτωτικής καταστάσεως. Ό ένανθρωπήσας Υίος καΙ. Λόγος
τού θεού «είς άθέτησιν άμαρτίας διa τής θυσίας αύτού πεφανέρω ται»107 και «έγένετο
...
πaσιν αrτιος σωτηρίας αίωνίου»
108
, καθ' όσον
έπέτυχε «ίνα διa τού θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα τού θανάτου, τούτ' εστι τον διάβολον' και άπαλλάξη τούτους, δσοι φόβφ
θανάτου διa παντος τού ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας» 109 . Ώς παρατηρεί
100. Ίω. 5, 26. 101. Ίω. 14, 6. 102. Έβρ. 2, 10. Βλέπε Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Ή χρήσις τσϋ δρου Α.ρχη}'ύς έv τfl Κ. Διαθήκrι. Συμβολή είς τό πρόβλημα τιjς έπιδράσεως τσϋ 'Ελληνισμού καl τσύ Ίουδαϊσμοϋ έπί τήv Κ. Διαθή κηv, Άθfιναι
1960. 103. Ίω. 4, 14. 104. Ίω. 11, 25. 105. Πρβλ. Α' Κορ. 15, 14:
<<εί Χριστος ούκ έγήγερται κενον ι'iρατο κήρυγμα ήμών, κεvfι δε
και ή πίστις ύμ&ν». Περl τής ίστορικότητος τής Άναστάσεως τού Χριστού βλέπε Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, 'fησσϋς, σσ. 67-79. 106. Περi. τής παγκοσμιότητας τής έν Ίησοίι Χριστψ λυτρώσεως βλέπε Λ. ΦιΛΙΠΠΙΔΟΥ, '!στ. έποχής Κ. Δ., σσ. 859 κ. έξ. 107. Έβρ. 9, 26. 108. Έβρ. 5, 9. 109. Έβρ. 2, 14-15.
78
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝr
ό Κύριλλος Αλεξανδρείας, «κατακεκρίμεθα τψ θανάτφ διa τfίς έν Άδaμ παραβάσεως, δλης τής άνθρωπείας φύσεως τούτο παθούσης έν αύtψ
και γaρ tjν άπαρχη τού γένους. Άλλ' έν Χριστψ πάλιν άνεθάλλομεν είς
ζωήν. Τύπος δΕ: tjν ό Άδaμ τού μέλλοντος, τοίrrέστι Χριστού, τfi τών φθασάντων σκαιότητι την ίσομοιρούσαν ήμϊν είσκομίζοντος χάριν»
110
•
Τοιουτοτρόπως ό Θεος Λόγος «ένηνθρώπησεν, ίνα ήμείς θεοποιη
θώμεν»11\ διa τής παροχής τής άνεξαντλήτου θείας χάριτος
112
• Διa τής
ένανθρωπήσεως δεν άπαλλάσσεται άπλώς ό aνθρωπος έκ τής άμαρ
τίας, άλλa συγχρόνως άνακαινούται μεθ' δλης τής κτίσεως
113
•
(δ) Διa της έν 'Ιησού Χριστψ θείας Άποκαλύψεως συμπληρούται
και όλοκληρούται ή ύπερφυσικfι θεία Άποκάλυψις, ώς άναφέρεται και είς την προς 'Εβραίους έπιστολήν: «ΠΟλυμερώς καl Πολυτρόπως πάλαι ό Θεος λαλήσας τοϊς πατράσιν έν τοίς προφήταις, έπ' έσχάτου
δΕ: τών ή μερών τούτων έλάλησεν ήμίν έν ΥίQ>»
114
•
Ή έν Χριστφ Άπο
κάλυψις λοιπον άποτελεί τfιν κατακλείδα τijς προπαρασκευαστικής καl προοδευτικής πορείας της ύπερφυσικής θείας Άποκαλύψεως έκ
110.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ερμηνεία είς Ρωμαίους 5, ΎΕΡΗ, Σwέπειαι πrώσεως, σσ.
99-103.
15, PG 74, 785C. Πρβλ.
Κ. ΣΚΟΥ
Π. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, Ίσrορικός Ίησσϋς, σο.
266-
275. 111. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ,Περi έvαvθρωπήσεως54, Thomson, σ. 268 11 "12 (ΒΕΠΕΣ 30, 11911 ). Πρβλ. 21 2 ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις 13, Kotter Il, 192 " -' (PG 94, 1137Β). ΗΛ. ΜΟΥΓΣΟΥ ΛΑ, Ή σάρκωσις τσϋ λόγου καi ή θέωσις τσϋ άvθρώπου κατα ρ{ου τσϋ Νύσσης, Άθijναι
1965. VL.
n]v διδασκαλίαv Γρηyο 157-159. Περι τού ένανθρωπήσεως βλέπε G. FLOROVSKY, Cur deus «Ε\ιχαριστήριον» Άμ. Άλιβιζάτου, Άθf]ναι 1958,
Lossκv, Μυστικiι θεολογία, σα.
άπροϋποθέτου η έμπροϋποθέτου της
homo? The motίve of the ίncamatίon, σο. 70-79. Πρβλ. νεοελληνικην μετάφρασιν
τοίι αύτού &ρθρου ύπο τοίι Στ. Χατζηστα
ματίου έν Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Θέματα 'Ορθοδόξου Θεολογίας, eκδ. <<'Άρτος Ζωf]ς», Άθηναι
1973, σο. 33-42. Α 112.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Curdeus homo? ΕΕΘΣΠΑ
IΘ'
(1972) 297-340. (1351), 41, σο. 398-
Περi. τοίι άνεξαντλήτου τής θείας χάριτος βλέπε Σwοδικόv τόμοv
399. 113. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Περί έvαvθρωπήσεως 16, Thomson, σ. 17221 ·'--' (ΒΕΠΕΣ 30, 88'
'):
«άμφότερα γaρ έφιλανθρωπεύετο ό Σωτi]ρ διa της ένανθρωπήσεως, δτι καl τον
θάνατον έξ ήμών ήφάνιζε, και άνεκαίνιζεν ήμίiς>>. π. ΧΡΉΣτΟΥ, Μυστήριο Ά. vθρώπου, σο.
52-56
(Σωτηρία καl Άνάπλασις).
114. Έβρ. l, 1. Πρβλ. lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις 1, Kotter Il, γ-ι• (PG 94, 789Β):
«Και
διiχ νόμου δε καl προφητών πρότερον, επειτα δε και διa τού μονογενούς αύτοϋ υίοίι, κυρίου δε καl θεοίι και σωτijρος ήμών 'Ιησού Χριστού, κατa το έφικτον ήμίν την έαυτοίi έφανέρωσε γνώσιν>>. IΩ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ,Πρσφήτης, σ. σο.
113-136 (Offenbarung als Erfiillung: Jesus Christus).
163. Ε.
BRUNNER, Offenbanιng,
79 τής Παλαιάς προς την Καινην Διαθήκην, έκ τού νόμου προς την χά ριν»ιιs.
Ή έπαγγελία τού Κυρίου: «δταν δε ελθn έκείνος, το Πνεύμα τής άληθείας, όδηγήσει ύμάς είς πάσαν την άλήθειαν· ού γaρ λαλήσει άφ' έαυτού, άλλ' όσα aν άκούσn λαλήσει, καl τα έρχόμενα άναγγελεί
ύμίν» 11 \ έξεπληρώθη κατα την Πεντηκοσrήν, δτε «κατήλθε το Πνεύ μα το aγιον, παρα Πατρός τε καl Υίού πεμφθέν τε καl δοθέν, καl τσUς άγίους μαθητaς περιλάμψαν, καl δλως λαμπάδας άνάψαν θείως, μάλλον δε φωστήρας άναδεϊξαν ύπερκοσμίους και παγκοσμίους αί
ωνίου ζωής έπέχοντας λόγον, δι' αύτών την οίκουμένην πάσαν έφώ τισε»117. Ή πέμψις και ή ελευσις αiJτη τού Παρακλήτου δεν σημαίνει νέαν τινa Άποκάλυψιν, άλλ' ίκάνωσιν καl ένίσχυσιν προς πληρεστέ ραν, άσφαλεστέραν καl εύχερεστέραν κατανόησιν καl οίκείωσιν της
έν Χριστφ Άποκαλύψεως
118
• Δια μεν της έν Χριστψ Άποκαλύψεως
παρέχεται ή άντικειμενικη Άποκάλυψις, ή άπευθυνομένη προς όλον τον κόσμον, δια δε τού φωτισμού και τής δυνάμεως τού άγίου Πνεύ ματος ώς και τής άγαθής προς τούτο διαθέσεως τού πιστού έπιτυγ χάνεται ή ύπ' αύτού προσωπικη προσοικείωσις τής άντικειμενικης
115. Περl της
σχέσεως Παλαιάς καl Καινής Διαθήκης βλέπε lοΥΣΊΊΝΟΥ, Ά.πολογία Α', 30, PG 6, 373Β κ. έξ. (ΒΕΠΕΣ 3, 176 κ. έξ.). I<ΛΗΜΕΝτΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ,ΣτρωματείςΣΤ, 15, GCS 2, 496JD-30 (ΒΕΠΕΣ 8, 2263141 ). ΚΥΡιΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ύπ6μν. είς Ίωάwην 19, 30, PG 74, 672Β. lΣΙΔΩΡΟΥ ilΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, Έπισrολή ΡΖ', ΥιμοθέφΆ. ναyνώσrrι, Πε ρί τής τών Διαθηκών συμφωνίας, PG 78, 256Α. Ρ. ΒRΑτsιοτιs, Orthodoxer Beίtrag, σ. 26. ΤΟΥ ΑΥτοΥ, Π. Διαθήκη, σ. 98. IΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική-Συμβολική, σ. 126. Κ. ΠΑ ΠΑΠΕτΡΟΥ,Αποκάλυψις, σσ.19-38. Κ. ΣκοvτεΡΗ,Συνέπειαιπrώσεως, σσ. 105-106. 116. Ίω. 16, 13. 117. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ llAΛAMA, 'Ομιλία ΚΔ:, Είς τι)v κατa τι)ν Πεντηκοσrήν τελωθείσαv φανέ ρωσιv καί διανομηv τού θείσυ Πνεύματος, PG 151, 316Α.
118. Πρβλ.
ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (vi:iν 'Εφέσου), Ά.ποκάλvψις, σ. ια': «μετa τΟν Κύριον ή
μών Ίησούν Χριστον και τον τελειπαϊον φορέα τού λόγου καl τής διδασκαλίας αύι:οίι,
ijτοι τον τελευταίον άπόστολον, ούδέν νεώτερον περί Θεοίι άποκαλύπτεται, το Πνείιμα το Άγιον, το χορηγούμενον ύπο τοίι Κυρίου, δπως όδηγήοη είς πίiσαν τi)ν άλήθειαν, μένον δια παντος έντος της 'Εκκλησίας καΙ. κατευθίινον Πιν πορείαν καl το έργον αίιτής, δέν άποκαλύπτει νέας άληθείας, άλλ.α. διανοίγει τα όμματα τών μαθητών και τών πιστών προς κατανόησιν και οίκείωσιν της ύπο τού Χριστού άποκαλυφθείσης άληθεί ας». Κ.
- Η. OHLIG, Bibel, σ. 193: <>. Η. FRIES, 0/fenbarung, σ. 226.
80
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Άποκαλύψεωςιι9. Τfί βοηθεί<,χ. τού άγίου Πνεύματος έπιτελεΊ:ται αv
ξησις της γνώοεως καl της έμπειρίας της άληθείας έκ μέρους τού πι στού και όχι α'Ι)ξησις αύτης ταύτης της άληθείας
3.
120
•
Σχέσεις φυαικf]ς καΙ. ύπερφυσικf]ς Άποκαλύψεως
Στενη σχέσις ύπάρχει μεταξiJ τών δύο τούτων μορφών Άποκαλύ ψεως τού Θεού. Ή φυσικη Άποκάλυψις, ώς όδος προς γνώσιν τού
Θεού, άποτελεί πρόδρομον τijς ύπερφυσικης Άποκαλύψεως
121
• Τότε
δε λαμβάνει νόημα και ούσιαστικον περιεχόμενον, δταν διατελfί είς άδιάσπαστον σχέσιν προς την aλλην όδον της θείας Άποκαλίrψεως, δηλαδη την ύπερφυσικην Άποκάλυψιν, καl μάλιστα προς το κορυ φαίον γεγονος αύτfίς, την έν 'Ιησού Χριστψ Άποκάλυψιν. Ή άξιολό
γησις τής φυσικής Άποκαλύψεως έπιτελε ϊται έν συσχετισμψ προς την
ύπερφυσικην θείαν Άποκάλυψιν. Ό aνθρωπος δεν είναι δννατον να γνωρίση aσφαλώς τον Θεον δια μόνης της φυσικής όδου. Ή φυσικη Άποκάλυψις διαθέτει άμυδρΟν φώς, γεγονος το όποϊον έχει ώς άπο
τέλεσμα, ώστε ό άκολουθών αύτην aνθρωπος να λαμβάνη είτε άσα
φij και άτελη είτε έσφαλμένην περl. Θεου γνώσιν
122
• Κυρίως δf: συμ
βαίνει έκείνο, το όποίον άναφέρει ό άπόστολος Παύλος, δτι δηλαδη οί είδωλολάτραι «μετήλλαξαν την άλήθειαν του Θεού έν τψ ψεύδει,
και έσεβάσθησαν και έλάτρευσαν τfi κτίσει παρα τον κτίσαντα»
119.
123
•
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡIΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, 'Ομιλία ΚΕ,
άγαθην και καλλίστην είχον
PG 151, 321Α: «Εί γαρ και την προαίρεσιν ( = οί μάρτυρες), άλλα χωρlς τής τοϋ Θεού δυνάμεως ούκ
&.ν ίσχυσαν ύπερ τfιν φύσιν γενέσθαι και έν σώματι όντες τΟν άσώματον καταπαλέσαι πολέμιον ... ». 120. Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπισrολή 223, 5, Courtonne III, σ. 14'"-15' (ΒΕΠΕΣ 55, 268"-"). 121. «ή φυσικi) Άποκάλuψις άποτελεϊ το έδαφος, έπl τοϋ όποίου άναπτύσσεται το έξ ούρανοϋ
μεταφιιτευόμενον θείον δένδρον της ύπερφυσικής θείας Άποκαλύψεως. Διf:ι. τής φυσικής Άποκαλύψεως προπαιδεύεται και καθοδηγείται ό aνθρωπος είς το να δεχθtj και τΟν έκ τής ύπερφuσικης Άποκαλύψεως ύπερψυη φωτισμΟν
... ή φυσικη Άποκάλυψις έπέχει θέσιν
προδρόμου έν σχέσει προς την ύπερφυσικfιν Άποκάλυψιν» (Π. 'fi>EMIIEΛA, Δογματική, τ. Α', σ. 84.) Πρβλ. Ρ. ΒRΑτsιοηs, Orthodoxer Beίtrag, σ. 29. Ε. BRUNNER, Offenbarung, σ. 92. 122. Πρβλ. Ρ. ΒRΑτsιοτιs, Orthodoxer Beίtrag, σ. 21. 123. Ρωμ. 1, 25.
ΓΙΕΓΙ τι-ΙΣ Η ΕΙ ΛΣ
.\1 101-.:.λΛ ΥΨΕΩΣ
81
Μόνον δταν εχη ό ι'iνθρωπος άφετηρίαν, κέντρον καΙ. πηγfιν την
έν 'Ιησού Χριστψ θείαν Άποκάλυψιν, είναι δυνατον να γνωρίση την παρουσίαν τού Θεού είς τον κόσμον, να λάβη όρθi}ν πεϊραν της φυσι κης τού Θεού Αποκαλύψεως. Την παρουσίαν του Θεου είς τον κό
σμον διακρίνει ό aνθρωπος, ό όποιος καταυγάζεται ύπο τού φωτος της θείας έν 'Ιησού Χριστψ Αποκαλύψεως. την άλήθειαν αύτi}ν έκ
φράζουν σαφώς οί λόγοι τού εύαγγελιστού 'Ιωάννου: Ην το φώς το άληθινόν, δ φωτίζει πάντα ι'iνθρωπον, έρχόμενον είς τον κόσμον- έν
τψ κόσμφ ήν, καΙ. ό κόσμος δι' αύτού έγένετο, καi ό κόσμος αύτον ούκ
έγνω» 124 • Ό Θεος Λόγος λοιπον ήτο παροον είς τον κόσμον καi δμως ήτο aγνωστος είς τους άνθρώπους. Ή φυσικη όδος τότε μόνον είναι δυνατον νa άποβfl άσφαλής, όδηγούσα προς τον Θεόν, όταν ό άκο λουθών αύτην aνθρωπος δέχηται η άκριβέστερον άποδέχηται τi}ν άκτινοβολίαν καi τον φωτισμον τής ύπερφυσικής έν Χριστψ Άποκα λύψεως. Κατ' άκολουθίαν μόνον ό πιστός, ό φωτιζόμενος ύπο τού φωτος τής ύπερφuσικης θείας Άποκαλύψεως έχει την δυνατότητα, διαθέτει την πνευματικην ίκανότητα, νa κατανοήση όρθώς την φυσι κi}ν Άποκάλuψιν και να γίνη μάρτυς τής έν τψ κόσμφ παρουσίας και φανερώσεως τού Θεού. Σχετικώς ό Θεόφιλος Άντιοχείας παρατη
ρεί: «Ο&ός μου θεος ό τών δλων κύριος
... ό θεμελιώσας την γήν έπi
τών ύδάτων και δοiις πνεύμα το τρέφον αύτήν, ού ή πνοη ζωογονεί το πάν, δς έaν συσχfl το πνεύμα παρ' έαυτφ έκλείψει το πάν. Τούτον λαλείς, ι'iνθρωπε, τούτου το πνεύμα άναπνείς, τούτον άγνοείς. Τούτο δέ σοι συμβέβηκε διa την τύφλωσιν τής ψυχής καi την πώρωσιν της
καρδίας σου
...
Προ παντος δε προηγείσθω σου έν τfι καρδίι,χ πίστις
και φόβος ό τού θεού καΙ. τότε σuνήσεις ταύτα»
124. Ίω. 1, 9-10. 125. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝΊ10ΧΕΙΑΣ,
ΠρΟς Αύτόλυκοv Α',
125
•
7, Bardy, SC 20, 72
(ΒΕΠΕΣ
5, 16'"").
Πρβλ. Ν. Νm:ιΩτοΥ, Προλεy6μεvα, σ. 39: «'Η άποκάλυψις έν Χριστιj) είναι ή μόνη άφε τηρία τijς γνώσεως τού Θεού καi όχι ή φυσικiι άποκάλιιψις, ό περιβάλλων ήμίiς κόσμος, αί ένδόμυχοι τάσεις, τα αίσθήματα, ή διαίσθησις, ό όρθός λόγος τού άνθρώπου, iiτινα πάντα ένεργοϋν ώς βοηθητικα μέσα προς άνίχνευσιν άπο χριστιανικής άπόψεως τού προβλήματος τijς ζωής γενικώτερον, άλλ' οχι τής γνώσεως τού Θεού, ή όποία τελείται
έν 'Ιησού Χριστιj) έφ' iiπαξ καi συντελείται καi τελειοίίται έκτοτε συνεχώς έν έκάστφ άνθρώπφ ύπο τού Άγίου Πνεύματος>>.
82
ΚΕΦΛΛΛΙΟΝΓ
Ή γνώσις λοιπον τού Θεού και κατ' άκολουθίαν ή λύτρωσις καl σωτηρία τού άνθρώπου έπιτυγχάνεται δια τής έν 'Ιησού Χριστψ θείας
Άποκαλύψεως. Ή σuμβολη τής φυσικής Άποκαλύψεως δια την σωτη
ρίαν τού άνθρώπου είναι άτελης καl πάντοτε έν συναρτήσει προς την uπερφυσικην Άποκάλuψιν
126
• 'Ενταύθα προκύπτει το θέμα τijς σωτη
ρίας τών άνθρώπων, οί όποιοι δεν έλαβον γνώσιν τijς έν 'Ιησού Χρι
στψ θείας Άποκαλύψεως. Δια το δυσχερες τσUτο πρόβλημα δύνανται να Προσαχθούν σημε'ία, τα όΠΟία
δεν εύνοούν
128
EW00W127,
ΚaL σημεLα, τα όΠΟία
τfιν δυνατότητα σωτηρίας τών έκτος Χριστού ζώντων.
Έπl του προκειμένου δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι μόνον ό Θεος
είναι ό γνωρίζων περl τής σωτηρίας η μη τού «άναιτίως» έν πλάνη
126. <<Ή άπόδοσις τού σωτηριολογικού χαρακτijρος πρέπει να γίνη μόνον είς την ίστορικfιν έν Χριστφ Άποκάλυψιν. Έαν ίσχυρισθfι κανείς δτι ή φuσικη Άποκάλυψις έχει σωτηριολο
yικον περιεχόμενον, ήτοι δυνατότητα παροχης της έλευθερίας έκτης άμαρτίας η δύναται να πληροφορήστι το θέλημα τοϋ είς την ίστορίαν άποκαλυφθέντος έν Τριάδι Θεοϋ, τότε μεταβαίνει είς έπικίνδυνον άτραπόν>> (Ν. ΜΑΊΣΟΥΚΑ, Ούσία δόγματος, σ.
127.
Βλέπε Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Σωτηρία άπίοτων, σ.
462:
61 ).
«Σημεία εύνοοϋντά πως την δυνατότη
τα σωτηρίας τών άπίστων εΙναι τα άκόλουθα:
(1)
Ή καθολικότης της σωτηρίου βουλής τοϋ Θεού, τοϋ θέλοντος πάντας άνθρώπους
σωθήναι καi είς έπίγνωσιν άληθείας έλθείν.
(2)
Ή καθολικότης της ένεργείας της χάριτος, άναφερομένης είς δλους άνεξαιρέτως
τους άνθρώπους. Ό Χριστος είναι το φώς το άληθινον το φωτίζον καl άγιάζον πάντα ι'iνθρωπον έρχόμενον είς τον κόσμον.
(3) Ή καθολικότης τού σωτηρίου έργου τοϋ Χριστού, δστις ύπερ πάντων άπέθανεν. (4) Ή άναίτιος πλάνη τών έκτος τοϋ Χριστιανισμού ίσταμένων, οϊτινες, παρα την ένδε χομένως καλην πίστιν των, δεν έχουν την δυνατότητα γνωριμίας τοϋ Εύαγγελίου.
(5) Το γεγονος της έπt τφ τέλει τών αίώνων καθολικής κρίσεως. Πώς θα κατακριθώσιν ι'iν θρωποι δια τι, δπερ ού μόνον δεν έγνώρισαν, άλλ' ούδε τi)ν δυνατότητα είχον να γνω ρίσουν;
(6)
Το γεγονος δτι πολλοl έκ τών άπίστων iiγouν ζωi)ν ήθικήν, τιμίαν καl είλικρινfι. Ή
φυσικη των καλωσύνη, έν σuνδυασμφ μετα της άγνοίας τοϋ χριστιανικού Εύαγγελίου,
δεν θα έχωσιν άρά γε ίκανi)ν άπολογίαν άπέναντι τοϋ δικαιοκρίτου Θεοίι, δστις θα κρίνn τους άνθρώπους έπl τη βάσει τών έργων ένος έκάστου έξ αύτών;>>.
128.
Βλέπε αύτόθι, σσ.
462-463:
<<Σημεία μη εύνοοίιντα την δυνατότητα σωτηρίας τών μη Χρι
στιι:ι.νών:
(1) Έαν ύπάρχn δυνατότης σωτηρίας τών άπίστων,τότε φαίνεται άποδuναμούμενος ό άπόλυτος λυτρωτικός χαρακτηρ της θείας τού Λόγου ένανθρωπήσεως.
(2) Το
άδύνατον της σωτηρίας τών άπίστων θέτουσιν οί λόγοι τοϋ Κυρίου: <<Εαν μη τις
γεννηθfι έξ ύδατος καl Πνεύματος, ού δύναται είσελθείν είς την βασιλείαν τού Θεού» (Ίω.
3, 5).
IIEI'I
Ί'Ι I~ ι->1·:1\~
\I
Η ΙΙ'ΛΛ ΥΨΕΩΣ
83
διατελούντος καl έκτος τής έν 'Ιησού Χριστψ ύπερφuσικής θείας Άπα καλύψεως ζόΊντος άνθρώπου Θεού;>>
130
129
, «τίς γaρ &νθρωπος γνώσεται βουλην
_ Ώς ό [διος ό Θεός έπισημαίνει: «ού γάρ είσι αί βουλαί μου
ί6σπερ αί βουλαl ύμών, ούδ' ί6σπερ αί όδοl. ύμών αί όδοί μου, λέγει
Κύριος άλλ' όJς άπέχει ό ούρανος άπο τής γής, σuτως άπέχει ή όδός
μου άπο τών όδών ύμών' και τα διανοήματα iJμών άπο της διανοίας μου»ι3ι.
Παραλλήλως. διακρίνομεν είς τους λόγους τού ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου δτι ή σωτηρία έντοπίζεται είς την aρρηκτον καl ζώσαν σύνδεσιν τού άνθρώπου μετ' Αύτού, διa τού μυστικού σώματος Αύ
τού, δηλαδη τής 'Εκκλησίας. Τοιουτοτρόπως ό χορηγος της ζωής καl
σωτηρίας Κύριος διακηρύττει: «'Εγώ είμι ή &μπελος ή άληθινή, καl ό πατήρ μου ό γεωργός έστι. Πάν κλήμα έν έμοl μη φέρον καρπόν, α[ρει αύτό, καl πάν το καρπον φέρον, καθαίρει αύτό, ινα πλείονα καρ πόν φέρη
...
καθως το κλήμα ού δύναται καρπον φέρειν άφ' έαυτού,
έaν μη μείνη έν τfi άμπέλφ, ούτως ούδε ύμε"ίς, έaν μη έν έμοl μείνητε.
(3)
Ή διινατότης σωτηρίας τών άπίστων α[ρει την σημασίαν τοίι προπατορικού άμαρ
τήματος καl τού μυστηριακού βαπτίσματος, δπερ αίρει το άμάρτημα τούτο. Το διινατον τής σωτηρίας τών άπίστων άλλοιοί την εννοιαν τής άμαρτίας καl τών βαριrτάτων σιινεπειών αύτijς. Είναι διινατον οί άπιστοι οί έν τφ προπατορικφ άμαρτή
(4)
ματι σιινεχόμενοι, να διαφuλάξοιιν έαυταuς μακραν θανασίμων άμαρτημάτων, δεδομέ νων γενικώς τής άδιιναμίας καl τής έμπεριστάτου φύσεως τών άνθρώπων;
(5) Άν οί έκτος τού Χριστιανισμού οντες δύνανται να σωθώσι, τότε τίθεται έν άμφιβο λίc;χ το άπόλιrτον άξίωμα τής 'Εκκλησίας, ώς σωζούσης κιβωτού τής χάριτος, έκτος τής όποίας ούδεμία σωτηρία ύπάρχει
(6)
(extra Ecclesiam nulla sa\us).
Όμοίως το ένδεχόμενον τής σωτηρίας τών άπίστων άλλοιοί τi)ν δικαιοίισαν πίστιν,
fίτις νοείται πάντοτε ώς σαφi]ς έπίγνωσις τοίιτο μtν τής άμαρτωλότητος της φύσεως, μεθ' δλων τών βαρυτάτων σιινεπειών αύτfις, τοίιτο δέ τού Θεοίι καi τών θείων πραγμά των, προς α στρέφεται όλοψύχως δια τής πίσtεως ό άνθρωπος».
129. Σχετικώς
προς την διινατότητα η μη σωτηρίας τού έκτος τής 'Εκκλησίας εύρισκομένου
άνθρώπου βλέπε καί: ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική, σσ.
262-267. ΤΟΥ ΑΥΓΟΥ, Συμβολι 340-347. IΩ. l ΝΣϊ (1979) 324-328. ΤοΥ AYfOY, Ή παγκοσμιό της τijς έv ΧριστcjΊ σωτηρίας, <<Θεολογίφ. ΝΑ', (1980) 645-691 και ΝΒ' (1981) 14-15. ΤοΥ AYfOY, Τό όρθόδοξοv δόγμα τijς έv ΧριστcjΊ σωτηρίας, <<Ορθόδοξος Τύπος» 23 (1983), άρ. φύλ. 562, 563, 564. ΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΑτοΥ, Θέσεις Χριστιανών, σσ. 64-65. Ν. ΜΗΊ'ΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σσ. 282-286. 130. Σοφ. Σολ. 9, 13. 131. Ήσ. 55, 8-9. κή, σσ.
78-82.
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Β', σσ.
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΓ'
Έγώ είμι ή aμπελος, ύμείς τα κλήματα. Ό μένων έν έμοl κάγω έν αύ
τψ, ούτος φέρει καρπον πολύν, δτι χωρtς έμοϋ ού δύνασθε ποιείν ού δέν. Έαν μήτις μείνn έν έμοί, έβλήθη έξω ώς το κλήμα καl έξηράνθη, καl σννάγουσιν αύτα καl είς το πύρ βάλλουσι, και καίεται. Έαν μείνη
τε έν έμοl και τα ρήματά μου έν ύμίν μείνη, δ έαν θέλητε αίτήσασθε, καl γενήσεται ύμίν» 132 • Μέτοχος της σωτηρίας γίνεται ό έχων θέσιν
ζ&ντος κλήματος προς την άμπελον, ό οίκοδομ&ν έπl τον μόνον θε μέλιον τον Ίησούν Χριστόν
133
• Δέον λοιπον νa σημειωθfi δτι δεν άρ
κεi άπλή ένταξις είς την Μίαν, Άγίαν, Καθολικην καl Άποστολικην 'Εκκλησίαν δια την έπίτευξιν της σωτηρίας, άλλα και πραγματική, ζώ 13
σα καl δυναμικiJ κοινωνία μετ' αύτής \ συμφώνως προς τους λόγους τού Σωτηρος: «Ού πάς ό λέγων μοι Κύριε Κύριε, είσελεύσεται είς την βασιλείαν τών ούρανών, άλλ' όποιων το θέλημα τού πατρός μου του
έν ούρανΟLς» 135 • 'Επομένως δεν είναι αύτονόητος και αύτόματ0ς ή σω τηρία άκόμη καl δι' έκείνους, οί όποίοι άπλ&ς άνήκουν είς την 'Εκ κλησίαν.
132. Ίω. 15, 1-7. Πρβλ. IΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική-Συμβολική, σ. 113. 133. Πρβλ. Α' Κορ. 3, 10-15: «Εκαστος δΕ βλεπέτω πώς έποικοδομεϊ·
θεμέλιον γaρ aλλον
ούδεlς δύναται θείναι παρa τον κείμενον, δς έστιν 'Ιησούς Χριστός. εί δέ τις έποικοδο μεί έπi τον θεμέλιον τούτον χρυσόν, ι'Χργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, έ
κάστου το εργον φανερον γενήσεται· ή γaρ ή μέρα δηλώσει· δτι έν πυρl άποκαλύπτεται· καl έκάστου το εργον όποίόν έστι το πίιρ δοκιμάσει. εϊ τινος το εργον μενεί δ έπφ κοδόμησε, μισθΟν λήψεται· εί τινος το εργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αίπος δέ σωθήσεται, οϋτως δέ ώς διa πυρός».
134.
Περl τής 'Εκκλησίας ώς μοναδικού χώρου σωτηρίας βλέπε ΑΡ'Ι. ΡΑΝΤΟ.ΣΑΒΛΙΕΒΙ'ΓΣ, Μυ
στήριον, σσ.
83-99, ίδί<;t σ. 88:
<< ••• δεν ύπάρχει σίJτε δύναται νa ύπάρχn &λλη 'Εκκλησία,
έν τη όποίι;t θά ήτο δυνατη ή σωτηρία διά τσiί όνόματος τσiί Ίησσiί Χριστσiί, πλην τijς Μιάς, Άγίας, Καθολικής και Άποστολικής 'Εκκλησίας».
135. Μα-ιθ. 7, 21.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ" Οι ΦΟΡΕΙΣ
ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
τ
ο περιεχόμενον τfjς ύπερφυσικης θείας Άποκαλύψεως έμπε
ριέχεται είς την Άγίαν Γραφfιν και τi)ν Ίερaν Παράδοσιν.
Ta
δύο αύτa θεολογικa μνημεία συνιστούν τον χώρον, έντος του
όποίου παρέχεται ή Άποκάλ1Jψις, ή πραγματοποιηθείσα ύπο τού Τρια δικού Θεού είς τον &νθρωπον. Τοιουτοτρόπως Άγία Γραφη και Ίερa 1
Παράδοσις δεν άποτελοϋν πηγaς (η πηγην) της θείαςΆποκαλύψεως έν τft κυρί~ της λέξεως έννοί~, άλλa φορείς αύτηξ Πηγη της θείας
Άποκαλύψεως κατa τijν κυρίαν σημασίαν τής λέξεως 3 είναι ό άπο καλύπτων έαυτον έν τ{!) προσώπψ τού Θεού Λόγου Τριαδικος Θεός. Ή θεία Άποκάλtrψις πηγάζει έκ τού Τριαδικού Θεού, έμπεριέχεται
είς την Άγίαν Γραφijν και την Ίερaν Παράδοσιν και έκφέρεται δι' αύτών.
ι. Πρβλ. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΊ"ΣΟΥ, Δογματική, σ. τής πηγής τής Αποκαλύψεως, ijτις
3: <<Πάν δόγμα πρέπει να εrνε άπηρυσμένον άπο ... δύναται να διακριθfi είς δύο ίσοκύρους κατα πάντα
πηγάς, τfιν αγίαν Γραφiιν και τfιν ίεραν Παράδοσιν έν στενή έννοίι;χ». ΕΥ. ΑΝΤΩΝIΑΔΟΥ, Θεοπvευσrία, σ.
12:
«Η άγία Γραφiι κατα τfιν όμόφωνον διδασκαλίαν τijς ήμετέρας θεο
λογίας και 'Εκκλησίας άποτελεi τfιν μίαν μόνον των πηγων τijς θείας άποκαλίrψεως, ής τfιν έτέραν άποτελεϊ ή iερά παράδοmς». 'Όχι μόνον είς προσωπικον έπίπεδον, άλλα καi είς εύρύτερον άπαντζt ή άντίληψις αύτή. Τοιουτοτρόπως το Α' Συνέδριον τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας <<άποφασίζει δπως το Β' Συνέδριον τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας, σuνέλθη κατa το ετος
1939 έν Βουκουρεστίφ τής Ρουμανίας, άσχοληltf\ δΕ: μΕ: τfιν ερευναν και λύσιν τών 1) Ai πηγαl τής 'Ορθοδόξου πίστεως: α) Αγία Γραφή, β) 'Ιερα Παρά (έν Proces- Verbaux, σ. 464). Ώσαύτως ή έν Ρόδφ Α' Πανορθόδοξος Διάσκεψις,
έξης προβλημάτων: δοσις>>
καταρτίσασα τον κατάλογον τ
... β) Ίερα Παράδοσις>> (Ή Πρώτη Πα - Α' 'Οκτωβρίου 1961, κείμενα-πρα κτικά, Ε:κ τού Οίκουμενικού Πατριαρχείου 1967, σ. 128). 2. Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Ούσία Θεολογίας, σ. 73: «Ή Αγία Γραφiι είναι φορεiις τής Απο νορθόδοξος Διάσκεψις, Ρόδος, ΚΔ Σεπτεμβρίου
καλύψεως τού Θεού. Το κείμενόν της άποτελεί, διά τήν θεολογούσαν ϋπαρξιν, πηγήν, έκ
τής όποίας άναβλύζει άποκαλυπτομένη ή σώζουσα άλήθεια τού Θεού. Ή Αγία Γραφij είναι έπομένως σύμβολον, είναι δηλαδη ένδοκοσμικον μέγεθος aμα καl φορεiJς τής άπο καλυπτικής ένεργείας τού 'Υπερβατικού». ΣτγΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,Άθαvάσι.ος, σ.
155 <<πη
γη τής άποκαλύψεως είναι ό Θεος μόνον, ή δε Γραψη καl Παράδοσις συνιστο\ιν μόνον εκφρασιν, δργανον κοινοποιήσεως τής άποκαλύψεως fι τής άληθείας».
3. Τοιουτοτρόπως μόνον δευτερευόντως και καταχρηστικώς είναι δυνατον να όνομασθοϋν πηγαι (fι πηγή) τής θείας Αποκαλύψεως ή Αγία Γραψη καl ή Ίερα Παράδοσις, ώς περιέ χουσαι καl έκφέρουσαι αίιτiιν.
ΟΙ ΦΟΙ'I~Ι.:: ΊΊ
1. Άγία
1.::
87
Hl~.l\.:: ..\ΓIΟΚΛΛ ΥΨΕ.ΩΣ
Γραφfι
Ύπο τον δρον «Άγία Γραψη» έννοοϋμεν, ώς γνωστόν, την σuλλο γην τών θεοπνεύστων βιβλίων τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης,
είς τα όποία έμπεριέχεται ή ύπερφuσικη Άποκάλuψις τοϋ Θεοϋ. Ή συλ λογη αίm) άπστελεί τΟν «Κανόνα», έπειδη, άποτελουμένη έκ θεοπνεύ στων βιβλίων, διαλαμβάνει κείμενα κεκυρωμένα ύπο τijς Έκκλησίας ώς θεόπνευστα και περιέχοντα μοναδικοiις και αύθεvτικοiις κανόνας πί στεως και ζωήξ Άποτελεί τΟν άσφαλη γνώμονα άληθείας και πίστεως είς την ίστορικην πορείαν τijς ζωής τοϋ πληρώματος τijς Έκκλησίας.
α. Κανrον τής Άγίας Γραφfις
5
i. Κανων τfjς Παλαιάς Διαθήκης" Ό καταρτισμος τοϋ κανόνος τijς Παλαιδ.ς Διαθήκης όφείλεται είς
την άνάγκην διαχωρισμού τών θεοπνεύστων βιβλίων άπο τών μη θεο πνεύστων. Ό κανrον αύτος φέρεται ύπο διπλήν μορφήν, δηλαδη τi]ν
4. Πρβλ. ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣ'fΑΝτΙΝΙΔΟΥ - ΕΜΜ. ΦΩηΑΔΟΥ, νΕκθεσις, σ. 7. 5. Ό γραπτος θείος λόγος άπετυπώθη, κατa τΟν Ίωάννην τον Χρuσόστομον,
είς τaς πλάκας
και τaς βίβλους, λόγφ τής άμαρτίας τοϋ άνθρώπου νa δεχθfl την έγγραφiιν αίιτοϋ είς τaς καρδίας διa τού Πνεύματος. Ούτως ό ίερος Πατηρ άναφέρει: ,/Εδει μέν ήμaς μηδε δεί σθαι τής άπο γραμμάτων βοηθείας, άλλ' σUτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ώς τού Πνεύμα
τος την χάριν άντi βιβλίων γίνεσθαι ταίς ήμετέραις ψυχαίς, και καθάπερ ταύτα διa μέλα νος, οmω τaς καρδίας τaς ήμετέρας διa Πνεύματος έγγεγράφθαι. Έπειδη δΕ ταύτην διε κρουσάμεθα την χάριν, φέρε καν τον δεύτερον άσπασώμεθα πλοϊιν. Έπε ι Οτι το πρότερον
&.μεινον ήν, και δι' ών ε &τε και δι' ών έποίησεν, έδήλωσεν ό Θεός. Και γaρ τφ Νώε και τφ Άβραaμ καί τοίς έγγονοίς τοίς έκείνου και τφ 'Ιώβ και τφ Μωυσεί δε ού διa γραμμάτων διελέγετο, άλλ' αίrτος δι" έαυτοϋ, καθαρaν εύρίσκων αίιτών την διάνοιαν. Έπειδη δ/: είς αίιτbν τής κακίας ένέπεσε τον πυθμένα &.παξ τών 'Εβραίων ό δήμος, τότε λοιπον γράμμα
τα και πλάκες και ή διa τούτων ύπόμνησις. Καl τούτο ούκ έπι τών έν άλλa και έπl τών έν
tfJ
Παλαι(Ί άγίων,
tfJ Kαιvfi συμβaν rδη τις &.ν. Ούδt γaρ τοίς άποστόλοις εδωκέ τι γρα
πτον ό Θεός, άλλ' άντι γραμμάτων την τοϋ Πνεύματος άπηγγείλατο δώσειν χάριv- έκείνος
γaρ ύμaς άναμνήσει, φησί, πάντα
...
Έπειδη δε τού χρόνου προϊόντος έξώκειλαν, οί μtν
δογμάτων ενεκεν, οί δΕ βίου και τρόπων, έδέησε πάλιν τής άπο τών γραμμάτων ύπομνή
σεως. 'Εννόησαν ο-δν ήλίκον έστι κακόν, τοVς οiJτως όφείλοντας ζήν καθαρώς, ώς μηδΕ δείσθαι γραμμάτων, άλλ' άντl βιβλίων παρέχειν τaς καρδίας τφ Πνεύματι, έπειδη την τιμην άπωλέσαμεν έκείνην, και κατέστημεν είς την τούτων χρείαν, μηδt τφ δευτέρφ πάλιν κεχρήσθαι φαρμάκφ είς δέον
...
σκόπησον ήλίκη κατηγορία, το μηδΕ μετa την βοήθειαν
ταίιτην έθέλειν κερδάνειν, άλλ' ώς είκft και μάτην κείμενα τα γράμματα περιορaν, και μείζονα έπισπό.σθαι την κόλασιν» (Ύπόμv. είς Ματθαϊοv, Όμιλ. Α', α',
6.
PG 57, 13-14). 37-38. Π.
Περl τού κανόνος τής Παλαιάς Διαθήκης βλέπε Β. ΒεΛΛΑ, Αγία Γραφtj, σσ.
88
ΚΕΦΛΛΑΙΟΝΔ
σtενοτέραν, ύπο την όποίαν κατήρτισαν τον κανόνα οί 'Ιουδαίοι της Παλαιστίνης, και τfιν εύρεϊαν, ύπο την όποίαν οί 'Ιουδαίοι τής Αίγύ πτου συμπεριέλαβαν είς αύτον και τα δευτεροκανονικα η άναγινω σκόμενα βιβλία. Είς την έλληνικην μετάφρασιν τής Παλαιaς Διαθή κης, ή όποία όνομάζεται των Ο' η Αλεξανδρινή, έκτος των βιβλίων τών περιλαμβανομένων είς τον έπίσημον έβρα'ίκον κανόνα, ύπάρχουν και
τα λεγόμενα άναγινωσκόμενα. Ή Παλαια Διαθήκη λοιπόν, ή όποία χρησιμοποιείται έπισήμως ύπο τής 'Ορθοδόξου Άνατολικής 'Εκκλη σίας, περιλαμβάνει
49
βιβλία διακρινόμενα είς ίστορικά, διδακτικa
και προφητικά. Άναλυτικώτερον έχουν ώς άκολούθως:
Α'. 'Ιστορικά:
1) Κανονικά:
Γένεσις, 'Έξοδος, Λευιτικόν, Άριθμοί,
Δευτερονόμιον, Ίησοϋς τοϋ Ναυή, Κριταί, Ρούθ, Α'-
-
Β' Παραλειπομένων, 'Έσδρας (Β'), Νεεμίας,
ff. Βασιλειών, Α' 'Εσθήρ. 2) Άναγινω
σκόμενα: 'Ιουδίθ, ΊερεiJς η Α' 'Έσδρας, Α'- Γ' Μακκαβαίων, τεμά χια 'Εσθήρ.
Β'. Διδακτικά:
1) Κανονικά: Ψαλμοί, Ίώβ, Παροιμίαι Σολομωντος,
'Εκκλησιαστής, ~μα i~σμάτων.
2)
Άναγινωσκόμενα: Τωβίτ, Σοφία
Σειράχ, Σοφία Σολομώντος.
Γ'. Προφητικά:
1) Κανονικά: Ήσαίας, 'Ιερεμίας, Θρήνοι Ίερεμίου,
'Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ώσηέ, Άμώς, Μιχαίας, Ίωήλ, Ώβδιού, Ίωνaς, Να ούμ, Άββακούμ, Σοφονίας, Άγγαίος, Ζαχαρίας, Μαλαχίας.
2) Άναγι
νωσκόμενα: Έπιστολη Ίερεμίου, Βαρούχ, Προσθήκαι Δανιήλ'.
Περl τού κύρους τών άναγινωσκομένων βιβλίων τής Π. Διαθήκης παρατηρείται είς την όρθόδοξον θεολογίαν έν μέρει άμφιβολία, άνα
φορικώς προς τfιν έκτασιν τού κανόνος τής Παλαιaς Διαθήκης 8 • Ή
ΜΙJΡΑ"ΓΣΙΩτοΥ, Είσαγωyή Π. Δ., σσ.
253-256. ΤοΥ ΑΥΊ"ΟΥ, Π. Διαθήκη, σσ. 99-100. IΩ. 61-65. Ae. ΧΑΣτοΥΠΗ, Είσαγωγή, σσ. 535-562. EL. OIKONOMOS, Bibel, σσ. 30-34. Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ερμηνεία περικοπών, σσ. 23-33. ΤΟΥ ΑΥΊ"ΟΥ, Ta δευrεροκανονικά, σσ. 1-57. Π. ΜΠΟΥΜΗ, Οί κανόνες τής 'Εκκλησίας περl ταύ κανό νοςτijςΑ.γ. Γραφής, Αθήναι 1986. Ν. ΜΗτΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σσ. 21-22. ΧΡ. ΒΟΥΛΓΑ ΡΗ, 'Ενότης 'Εκκλησίας, σ. 465. HAAG, Buchwerdung, σσ. 374-380. 7. Τα έν τφ Κανόνι τής Π. Διαθήκης βιβλία βλέπε έν Ae. ΧΑ:ΣτΟΥΠΗ, Είσαγωγή, σσ. 177 κ. έξ. 8. Πρβλ. Π. ΜηΡΑ'fΣΙΩΤΟΥ,Π.Διαθήκη, σσ. 99-100: «VΟσον δ' άφορζι είςτήν μεταβυζαvtινην ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδόσεις, σσ.
καi τήν νεωτέραν όρθόδοξον θεολογίαν, δύναταί τις να εi:πη, δτι έν<ϊ> έν τfί ρωσικij θεολο γψ παρατηρείται άπb τοϋ ιη' αίώνος άvtίδρασις κατα τών άναγινωσκομένων η δευτερο κανονικών, όφειλομένη είς προτεσταvtικflν έπίδρασιν (βλέπε π.χ. Κατήχησιν τοϋ Ρώσου
89
ΟΙ ΦOI'EI~ 'ΓΙ I~ 1->l·:t:\~ ΛΠΟΙ\:ι\Λ Υ\lJΕ.ΩΣ
άβεβαιότης αύτη όφείλεται είς το γεγονός, Οτι δεν ύπήρξε σαφijς άπό φανσις είς την άρχαίαν άδιαίρετον 'Εκκλησίαν έπ\. τοϋ προκειμένου. Ό Βασίλειος Βέλλας παρατηρεί σχετικώς: «'Επίσημος ρητη άπόφα
σις Συνόδου, καθολικον έχούσης κύρος, έπl τού θέματος τούτου δεν ύπάρχει έν τfί Όρθοδόξφ Έκκλησίςt. ΚαΙ. ναl μεν ή Πενθέκτη η έν Τρούλλφ καλουμένη Οίκουμενικη Σύνοδος
(691)
έν τφ β' καl λβ' κα
νόνι αύτης έπε σφράγισε τους "Άποστολικους κανόνας" καl τσUς τής Γ έν Καρθαγένη
(397),
περιλαμβάνοντας καl άρκετa τών άναγινω
σκομένων βιβλία, δεν ήδυνήθη δμως ή άπόφασις αϋτη να έπιβληθfi έν τfί Όρθοδόξφ συνειδήσει, διότι ή Σύνοδος αmη δεν ήσχολήθη εί δικώς περl τον κανόνα της Άγίας Γραφής, άλλa συλλήβδην ένέκρινε τσuς άνωτέρω κανόνας, χωρlς να καθορίση τον βαθμΟν τοϋ κύρους
τών βιβλίων. Δια τούτο και ή άμφιταλάντευσις ώς προς τa άναγινω σκόμενα δεν έλειψεν έν τfί Όρθοδόξφ Έκκλησίc;ι»Ό
Αί άκόλουθοι προσωπικαl γνώμαι καl ουνοδικαl άποφάσεις εΙναι χαρακτηριστικαι της άβεβαιότητος, ή όποία έπικρατεί είς τον όρθό δοξον χώρον σχετικώς προς το κϋρος τών άναγινωσκομένων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης.
Ή σύνοδος, ή όποία συνεκλήθη έν Κωνσταντινουπόλει κατa το έτος
1672,
άναφέρει: «οσα μέντοι τών τής Παλαιάς Διαθήκης βιβλί
ων τfί άπαριθμήσει τών άγιογράφων ου συμπεριλαμβάνονται, αίικ άπο τροπιάζοντες ενεκα τούτου ώς έθνικά τινα και βέβηλα, άλλa καλa καl ένάρετα προσαγορεύεται καl ούκ άπόβλητα τυγχάνουσι διό λου»10. Ό πατριάρχης Άλεξανδρείας Μητροφάνης ό Κριτόπουλος
1640), λαμβάνων
(+
θέσιν περισσότερον σαφfί έναντι τών άναγινωσκο
μένων βιβλίων τής Παλαιάς Διαθήκης, σημειώνει είς τfιν 'Ομολογίαν
Μητροπολίτου Φιλαρέτου, Δογματικfιν τοίί Μακαρίου κ.λπ.), τοWτανείον έν τή tλληνικfι θεολογίι;χ, έκτός έλαχίστων έξαιρέσεων, όφειλομένων μάλλον είς τi]ν ρωσικfιν tπίδρασιν (ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΣ, Β. ΑΝτΩΝΙΑΔΗΣ κ.λπ.), έπικρατεί ή γνώμη ύπΕρ τοίί εύρυτέρου κα νόνος, όφειλομένη είς έπίδρασιν τής όμολογίας τού Δοσιθέου (έρωταπόκρ. γ')».
9.
Β. ΒΕΛΛΑ, .:4. yία Γραφή, σσ.
ΧΑΣΊΌΥΠΗ, Είσαyωyή, σ.
37-38. ΤΟΥ ΑΥ'fΌΥ, Heilίge Schrift, σσ. 121-122. Πρβλ. ΑΘ. 560: «'Η aβεβαιότης αUτη (περi τa κανονικa καi. άναγινωσκό
μενα βιβλία τής Π. Δ.) ούδ' aχρι τοίί vίιν έξέλιπε, καίτοι περιωρίσθη πως ύπο την έπίδρα
σιν τής tν Τρούλλφ συνόδου
(692), ητις tμμέσως άπεφήνατο ύπi;ρ τοϋ κανόνος τής Γ' έν Ta δεvrεροκαvοvικά, σσ. 55-56. τ. 2, σ. 693.
Καρθαγένη συνόδου». Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
10.
Παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ,
90
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
του: «τας βίβλους ταύτας άποβλήτους μεν ούχ ήγούμεθα· πολλα γaρ ήθικα πλείστου έπαίνου aξια έμπεριέχεται ταύταις ώς κανονικας δε
και αύθεντικας ούδέποτε άπεδέξατο ή τού Χριστού 'Εκκλησία, ώς μαρ τυρούσι πολλοι μεν και aλλοι, μάλιστα δε δ τε &γιος Γρηγόριος ό
Θεολόγος και ό &γιος Άμφιλόχιος και τελευταίος πάντων ό &γιος 'Ιωάννης ό Δαμασκηνος. Διο ούδf: τα δόγματα ήμών πειρώμεθα έκ
τούτων παραστήσαι, άλλ' έκ τών τριάκοντα τριών κανονικων και αύ θεντικrον βιβλίων· α Μι και θεόπνευστον την άγίαν Γραψην καλού μεν»11. 'Επίσης ό Μητροπολίτης Μύρων (νύν 'Εφέσου) Χρυσόστομος
(Κωνσταντινίδης) και ό Έμμανουfιλ Φωτιάδης
-
καθηγηται τής Δο
γματικής και Άπολογητικής άντιστοίχως έν τfj Θεολογική Σχολfj τής
Χάλκη ς- παρατηρούν δτι ή άπόφασις τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας σχετικως προς το κύρος των άναγινωσκομένων βιβλίων «δf:ν πρέπει
νa άπέχn τής έν Ά νατολft εκπαλαι φερομένης άπόψεως, τής διακρι νούσης μεν ταύτα άπο των κανονικων και θεοπνεύστων κατa το κύ ρος, θεωρούσης δ' δμως και αύτα ώς άποτελούντα μέρος τής Άγίας Γραφής και ώς λυσιτελή και ώφέλιμα τοίς πιστοίς» • 12
Άντιθέτως ή σύνοδος, ή όποία συνεκλήθη έν Ίεροσολύμοις κατα
το έτος
1672, ολίγον μετa τfιν έν Κωνσταντινουπόλει σuνελθοϋσαν κα
τα το αύτο ετος, θεωρεί τα άναγινωσκόμενα κανονικα βιβλία τής Ά γίας Γραφής, έπισημαίνουσα: «'Ημείς γαρ μετα των aλλων τής θείας
Γραφής γνησίων βιβλίων καl ταύτα γνήσια τής Γραφής μέρη κρίνο μεν
...
Εί δέ που δοκεί μη άει πάντα ύπο πάντων συγκαταριθμείσθαι,
ούδf:ν ήττον δμως και ταύτα παρά τε συνόδων και πολλ&ν δσων τής Καθολικής 'Εκκλησίας παλαιοτάτων τε και έγκρίτων θεολόγων άριθ μείται και σuγκαταριθμείται τfj πάση Γραφfj, α πάντα καl ήμεϊς κα
νονικa βιβλία κρίνομεν, και ταύτα την ίεραν γραψην είναι όμολο γούμεν»13. 'Επίσης
6
Χρήστος Άνδρούτσος σημειώνει σχετικως προς
11. Αίιτόθι. σσ. 529-530. 12. ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣτΑΝτΙΝΙΔΟΥ-
ΕΜΜ. ΦΩτιΑΔΟΥ, "Εκθεσις, σ.
29.
Σημειωτέον δτι ή έκθεσις
αύτη συνετάχθη κατ' άνάθεσιν παρa τής Ίερίiς Σννόδου τού Οίκουμενικοϋ Πατριαρχείου ώς συμβολi) είς το έργον τής Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής τής Μεγάλης Σννόδου τής 'Ορθοδόξου Άνατολικής 'Εκκλησίας 'Επιτροπής.
13. Παρa
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
2, σσ. 769-770.
ΟΙ ΦOf>J-]~ ΊΊ-t:: ΗΕΙ:\.:: .\1\ΟΚΛΛ ΥιUΕΩΣ
91
το θέμα: «ήμεiς τασσόμεθα μάλλον μετα τών άποδεχομένων το κανο
νικον αύτών κύρος καλον δμως να φυλάσσηται ή άρχαίαν και ίστο ρικi}ν σημασίαν i::χουσα διάκρισις τών βιβλίων τής Π. Δ. είς κανονικα 14
καl άναγινωσκόμενα» •
Η μη παγία θέσις είς τον όρθόδοξον χώρον καl ή διάφορος άντι μετώπισις είς τον λοιπον χριστιανικον κόσμον
15
τού σημαντικού θέ
ματος τού κύρους τών άναγινωσκομένων βιβλίων τής Παλαιάς Δια
θήκης επιβάλλει την άνάγκην να δοθfι αύθεντικη επ· αύτού άπάντη σις. Κατόπιν άποφάσεως τής Α' Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Δια
σκέψεως, ή όποία συνήλθεν έν
Chambesy Γενεύης το ετος 1976, το γε
νικώτερον θέμα, ύπο τον τίτλον: «Αί πηγαl τής θείας Αποκαλύψεως»,
παρεπέμφθη ε ίς την κατ' ίδίαν μελέτην τών κατα τόπους 'Ορθοδόξων 16
Έκκλησιών • Πρέπει να καθορισθn επισήμως το κύρος, το όποίον άπονέμει είς αύτα τα βιβλία ή 'Ορθόδοξος Ανατολικη 'Εκκλησία.
τα άναγινωσκόμενα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης φρονούμεν δτι δύνανται να ένταχθούν είς τον χώρον τών κανονικών βιβλίων, καθ' δσον άποτελούν ούσιαστικον μέρος τής Αγίας Γραφής.
Ta άναγινω
σκόμενα αύτα βιβλία έχρησιμοποιήθησαν ύπο τών συγγραφέων τής
Καινής Διαθήκης άδιακρίτως, γεγονος το όποίον δf:ν θa σuνέβαινεν, έαν ύπήρχε κατa τους χρόνους έκείνους διαφοροποίησις προς τα
πρωτοκανονιχa • Ή aνευ διακρίσεως χρησιμοποίησις τού έβραϊκού
17
κειμένου καl τής μεταφράσεως τών Ο' ύπο τού Κυρίου και τών Απο στόλων μαρτυρεί την πίστιν είς τflν ίσοτιμίαν «Πρωtοκανονικών» και «δευτεροκανονικών» • τα άναγινωσκόμενα εύρίσκονται κατα πε
18
ριεχόμενον είς συνάφειαν, τόσον προς τα προ αύτών βιβλία τής Πα λαιάς Διαθήκης, δσον καl προς τa κατόπιν αύτών βιβλία τής Καινής
14. ΧΡ.
ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική, σ.
6.
15. Περl τής θέσεως τού Ρωμαι.οκαθολικισμού καi τού Προτεσταντισμού εναντι τών άναγι νωσκομένων βιβλίων τής Παλαιάς Διαθήκης βλέπε ΑΘ. ΧΑΣτοΥΠΗ, Βσαyω-yή, σσ. 558-560. 16. Βλέπε r. ΓΑΛΙΗΙ, Θέματα τής Μεγάλης Συνόδου, Αθήναι 1977, σ. 85. 17. Πρβλ. παράλληλα χωρία κατ' εννοιαν: Ματθ. 10, 16: <<Ιδοiι έyci:J άποστέλλω ύμάς ci:Jς πρό βατα έν μέσφ λύκων>>. Σοφ. Σειρ. 13, 17: «τί κοινωνήσει λύκος άμνψ; οiίτως άμαρτωλος προς εύσεβή>>. Παράλληλα χωρία κατ' εννοιαν καi εκφρασιν: Λουκ. Ι, 52: <<Καθείλε δννάστας άπο θρόνων καi υψωσε ταπεινοiις». Σοφ. Σειρ. 10, 14: «θρόνους άρχόντων καθείλεν ό Κύριος και έκάθισε πραείς άντ' α'ύtών».
18. Ν.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Ta δευτεροκανονικά, σ. 22.
ΚΕΦΛΛΑΙΟ~ Δ'
92
Διαθήκης 1 Ό Βεβαίως ύπάρχει Εντονον το στοιχείον τfjς άρετολογίας
είς τα άναγινωσκόμενα βιβλία, κατ' έπίδρασιν ίσως τής έλληνιοτικής έποχής (κυρίως τοϋ νεοπλατωνισμού), τοϋτο δμως δf:ν σημαίνει δτι
εχουν μόνον έποικοδομητικον χαρακτήρα καl κατ' άκολουθίαν πρέ πει να άποκοποϋν έκ τοϋ χώρου τών κανονικων βιβλίων. Είς την σu νείδησιν πάντως τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας γίνεται γενικως δεκτον το ίσόκυρον άναγινωσκομένων καl κανονικών βιβλίων του κανόνος 20
της Παλαιάς Διαθήκης • Πάντως το θέμα άναμένει, ώς άνεφέρθη, έπίσημον καl αύθεντικην άπόφασιν συνόδου, ή όποία eα έχη γενικον
και καθολικον κύρος.
ii. Kαvwv τής Καινής Διαθήκης
21
'Επίσης ό κανων τής Καινής Διαθήκης προήλθεν έκ τfjς άνάγκης
καθορισμού τών γνησίων ίερων βιβλίων καl διακρίσεως αύτών άπο τών άμφιβαλλομένων, άποκρύφων καl αίρετικων, των άποτελούντων
προ"ίόντα κοινής άνθρωπίνης λογικής καl φαντασίας. '"Ήτο έπιβεβλη μένον να έπισημανθοϋν καl προσδιορισθούν τα ίερα έκείνα βιβλία, τα όποία άποτελοϋν όντως φορε ίς τfjς ύπερφυσικfjς θείας Άποκαλύ ψεως, καl έμπεριέχουν τον γνήσιον καl άκραιφνή λόγον τοϋ Θεού, το μήνυμα τής λυτρώσεως και τής σωτηρίας. «Ή συγκρότησις τού Κανό
νος τής Κ. Διαθήκης ήτο έργον κεφαλαιώδους σημασίας δια τfιν ζωfιν τής 'Εκκλησίας, διότι τα είς τον Κανόνα αύτον περιληφθέντα βιβλία άπετέλεσαν σUν τη προφορικfι ίερζι παραδόσει τας μόνας γραπτaς πηγaς των δσων έπραξαν καl έδίδαξαν ό Κύριος και οί Άπόοτολοι, άποκλεισθεισών πολυαρίθμων άλλων άποκρύφων καl νόθων διηγή
σεων περl τού βίου καl των εργων τοϋ Κυρίου καί των Άποοτόλων» • 22
19. Οiίτως
ή προσωποποίησις τού Λόγου άπηχεί τiιν διδασκαλίαν τής Παλαιάς Διαθήκης
περi προσωποποιήσεως τής Σοφίας. Ίω.
l, 1: <<Εν άρχfι ήν ό λόγος καi ό λόγος fιν προς τον Θεόν, καi Θεος ήν ό λόγος». Σοφ. Σολ. 9, 4: «δός μοι την τών σών θρόνων πάρεδρον σοφίαν καi μη με άποδοκιμάστις εκ παίδων σου».
20. Πρβλ. Π. ΜΠΡΑτΣΙΩτΟΥ, Είοαγωyή Π.Δ., σ. 518. Β. ΒΕΛΛΑ,Ά.y. Γραφή, σ. 38. 21. Περl τού Κανόνος τής Καινής Διαθήκης βλέπε Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαγωγή, σσ. 478 κ. έξ. Σ. ΑrοΥΡΙΔΟΥ, Είσαyωγή είς τiιν Καινiιv Διαθήκην, Άθήναι 1971, σσ. 57-72. Ηλλο, Buchwerdung, σσ. 380-383. 22. Β. lΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαγωyή, σ. 478.
93
ΟΙ φιΗ'Εf~ ΊΊ I~ l-JI-:1.\~ ΛΙIΟΙ(λΛ ΥΨΕΩΣ
Ό κανων τής Καινής Διαθήκης, ό όποίος δεν σuνεκροτήθη «άμέσως καl aνευ μακρών συζητήσεων
σμένων κριτηρίων
23
... , άλλα
βαθμιαίως έπl τη βάσει ώρι
καl ύπο την ίδθησιν ώρισμένων άναγκών τής άρ
χεγόνου Έκκλησίας» , περιλαμβάνει τα ύπο τών Αποστόλων και τών 24
άμέσων συνεργατών αύτών συνταχθέντα γνωστα
είναι:
27 βιβλία, τα όποία
Ta τέσσαρα εύαγγέλια (κατa Ματθα"ίον, Μάρκον, Λουκάν και
Ίωάννην), αί Πράξεις Αποστόλων, αί δέκα τέσσαρες έπιστολαι τού άποστόλου Παύλου (προς Ρωμαίους, Κορινθίους Α' και Β', Γαλάτας, Έφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Θεσσαλονικείς Α' καl Β', Τι
μόθεον Α' και Β', Τίτον, Φιλήμονα, 'Εβραίους), αί έπτα Καθολικαι έπι
στολαι ('Ιακώβου, Πέτρου Α' καί Β', 'Ιωάννου Α', Β', Γ', 'Ιούδα) και ή Άποκάλtrψις τού 'Ιωάννου. Ώς προς τfιν εκτασιν τού κανόνος τής Κ. Διαθήκης ό Βασίλειος Βέλλας παρατηρεί δτι «ούδεμία ποτε έν τfi Όρθοδόξφ Έκκλησί{,Χ, πλην έλαχίστων αίρέσεων έν τfl άρχαίι;χ έποχfi,
ήγέρθη άμφισβήτησις δτι ούτος περιλαμβάνει τα γνωστa 27 βιβλία» Ζ5. Πάντως άναμένεται αύθεντικη άπόφασις τής Έκκλησίας, άναφερομέ νη είς σύνολον τον κανόνα τής Άγίας Γραφής.
β. Θεοπνευστία της Άγίας Γvαφίις
Ή Άγία Γραψη είναι χ&ρος, ό όποίος περιέχει την άλήθειαν26 , εί ναι φορεύς, ό όποιος παρέχει την λυτρωτικfιν και σωτηριώδη άλήθει
αν, είναι δείκτης, ό όποίος όδηγεί προς τον Τριαδικον Θεόν.
23. Πρβλ. Β. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, Πα(Χiδοσις -Αγία Γραφή, σ. 16:
« ... κατa τΟν πόλεμον έκκλησίας
καl αίρέσεως ώς προς τa δρια τοϋ Κανόνος πρωταρχικον ρόλον διεδραμάτισεν ή Παρά
δοσις, τi]ν όποίαν έπεκαλοϋντο άμφότεραι αί πλευραί. Ό άγΟΥν κατ' ούσίαν ήτο μάχη διa την Παράδοσιν καΙ. τfιν γνησιότητα αύτής, έκ τijς έκβάσεως δ' αίπού έξηρτάτο καt ό Κα· νΟΥν τijς Καινfις Διαθήκης ώς νέας άγίας Γραφής. Ή 'Εκκλησία ούδ' έπl οτιγμfιν περιω ρίσθη είς το γράμμα τών ίερών βιβλίων, διότι έγνώριζεν δτι ταύτα άποτελούν βασικήν μεν καi κανονιοτικiιν δια τήν ζωiιν της άναλλοίωτον γραπτήν παράδοσιν, πλfιν ομως άρύονται τfιν αύθεντίαν αύτών έκ τού έν τη έκκλησίι;χ περl αύτών μαρτυρούντος διa της Παραδόσεως, έν εύρεί17- έννοίι;χ έκλαμβανομένης, Παρακλήτου. Μόνον το έν τf\ Έκκλη
σίι;χ άγιον Πνεύμα ήδίινατο νa μαρτυρήσn περt τού έν τf\ Kαιvfi Διαθήκη όμιλούντος άγί ου Πνεύματος».
24. Β. lΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαγωγή, σ. 478. Πρβλ. Η. RIDDERBOS, Begrundungdes Glaubens, σ. 36. 25. Β. ΒΕΛΛΑ,ΆγίαΓραφή, σ. 37. 26. Πρβλ. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Είς Ματθαίον, τ. 10, 4, Κlostermann, σσ. 4" έξ (PG 13, 844 κ. έξ.).
94
1\:ΕΦΑΛΑIΟ:\' Λ'
i.
''Έwοια τής θεοπνευστία ς τijς Α. γ{ας Γραφι]ς
Έφ' δσον Άγία Γραφη είναι ή συλλογη τών θεοπνεύστων βιβλίων 27
τής Παλαιaς και τής Καινής Διαθήκης , ενθα έμπεριέχεται ή ύπερ
φυσικη θεία Άποκάλυψις, είναι άνάγκη νa έξετάσωμεν το θέμα τής θεοπνευστίας τής Άγίας Γραφής. Κατa πρώτον τί έννοούμεν λέγο
ντες «θεοπνευστίαν»; Ή θεοπνευστία έτυμολογικώς εχει την εννοιαν τής θείας πνοής, τής θείας έμπνεύσεως. Ύπο τον δρον «θεοπνευστία
τής Άγίας Γραφής» νοε'ίται «ΕΚτακτος
28
και ύπερφυσικη ένέργεια τού 29
Άγίου Πνεύματος έπι τών ίερfuν συγγραφέων τής Άγίας Γραφής» • Ή ένέργεια αύτη συνίσι;αται «είς την άποκάλυψιν και μετάδοσιν θεί
ων άληθειών είς αύτσuς και είς τον φωτισμον και την ίκάνωσιν αύτών προς κατανόησιν και όρθi]ν εκθεσιν και διατύπωσιν των ύπερφυσι κων άληθειών κατa την ίδιοφυίαν έκάσι;ου ίερού συγγραφέως, ούτως
rοστε ή Άγία Γραφη νa άποτελfl πράγματι και κατ' ούσίαν τον γρα 30
πτον λόγον τού Θεού» . Βάσει των άναφερθέντων προβάλλει το πρόβλημα τής σχέσεως θεοπνευσι;ίας καl Άποκαλύψεως. Άναφορικώς προς τfιν σχέσιν αύ τi]ν διετυπώθησαν διάφοροι άπόψεις έκ μέρους όρθοδόξων θεολό
γων31' χωρίς δμως νa ύπάρχη έπίσημος άπόφανσις της 'Ορθοδόξου
27. «Die als kanoniscb erldarten Schriften wurden νοη der Κirche nur deshalb als kanonish erldart, weil sie wom Heiligen Geiste inspiriert sind» (Μ. ScHMAUS, Glaube, τ. 1, σ. 146). 28. Σχετικώς προς το «ΕΚτακτον» της θεοπνευστίας ό Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ παρατηρεί δτι ή θεοπνευ στία «εϊτε περl τών ίερών κειμένων εϊτε περl της ίερίiς Παραδόσεως πρόκειται δεν είναι κατ' άνάγκην έκτακτός τις οίονεl έξωθεν έρχομένη ένέργεια τσU Άγίου Πνεύματος, ά'ΊJ..a δέον νa νοijται ώς όργανική, έσωτερική τις λειτουργία τσU Πνεύματος, σύνθετος συνήθως κατa τi]ν ύφην αίπής, έχουσα στάδιον προετοιμασίας, ώριμάνσεως καθwς και στάδιον
έμπεδώσεως καl άναγνωρίσεως. ·αχι διότι το Πνεύμα δέν δύναται νa ένεργήστι έκτάκτως·
"το πνεύμα δπου θέλει πνεί και την φωνiιν αύτσU άκσύεις, άλλ.' ούκ οίδας πόθεν έρχεται καl πού ύπάγει" (1ω.
8, 3). Έπειτα το άγιον Πνεύμα έρχεται είς τΟν "κόσμον" έξωθεν- ώς ... » [Θεοπvευσrία, ΘΗΕ 6 (1965) 283-284]. 29. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδ6σεις, σσ. 66. 30. Αίπόθι. 31. Πρβλ. Β. ΒΕΛΛΑ,Αγία Γραφή, σ. 41: «'Εκ τών 'Ορθοδόξων Θεολόγων άλλοι μεν συνταυ παράκλητος δμως εύρηται έντος της Έκκλησίας
τίζουν τελείως την Θεοπνευστίαν προς την Άποκάλuψιν (Κ. ΚΟΝΤΟΓΟΝΗΣ, Ν. ΠΑΠΑΔΟ
ΠΟΥΛΟΣ) η είδικώτερον προς τfιν έσωτερικην άποκάλuψιν
(EYArr.
ΑΝτΩΝΙΑΔΗΣ), άλλοι
όλίγον διαφέροντες, θεωρούν την Άποκάλuψιν άνώτερον είδος Θεοπνευστίας (ΚΩΝ Σ"ΓΑΝ'ΓΙΝΟΣ Ο ΕΞ 0ΙΚΟΝΟΜΩΝ), Ετεροι τοwαvτίον διαχωρίζουν άμφοτέρας, δεχόμενοι tijν
Θεοπνευστίαν ώς έπιστασίαν η tμπνευσιν προς όρθiJν καταγραψην της Άποκαλύψεως (ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ, 'ΓΡΕΜΠΕΛΑΣ)».
ΟΙ ΦΟI'Ι·:ι~ ΊΊ ι.::
95
Hi':l.\.:: :\1 J()J..:ΛΛ \'ΨΕ.ΩΣ
'Εκκλησίας. Θεοπνευστία και Άποκάλuψις νομίζομεν δτι εlναι δυνα τόν άφ' ένος μεν να διακριθοϋν, άφ' έτέρου δε να ταυτισθοϋν, και τού
το ύπο εποψιν χρονικήν. Παρa την στενην σuνάφειαν, ή όποία ύπάρχει μεταξiJ Άποκαλύ ψεως και θεοπνευστίας, δεχόμεθα τijν μεταξiJ αύτών διάκρισιν. Πα ρατηρούμεν δτι, κατa την Άποκάλuψιν, ό Θεος άποκαλύπτει Έαυτον είς τον κόσμον. 'Επιτελείται δηλαδη εν γεγονος άντικειμενικόν. Άπε ναντίας ή θεοπνευστία άναφέρεται είς τi]ν όρθην άποδοχijν και μαρ τυρίαν τών ίερών συγγραφέων περι τής Άποκαλύψεως έν Άγίφ Πνεύ ματι. Συντελείται δηλαδij εν γεγονος ύποκειμενικόν, η άκριβέστε
ρον, άντικειμενικον και ύποκειμενικόν, δεδομένου δτι, διa νa ύπάρ ξη όρθη μαρτυρία τών ίερών συγγραφέων περι Άποκαλύψεως, πρέ πει ό ί:διος ό Θεός, άποκαλύπτων 'Εαυτόν, νa σuμβάλη προς τσUτο
διa τού φωτισμού και τής ένισχύσεως τού άγίου Πνεύματος.
Ή διάκρισις μεταξiJ Άποκαλύψεως και θεοπνευστίας εΙναι περισ σότερον κατανοητη είς τον χώρον τής Καινής Διαθήκης. Ό έναν
θρωπήσας Υίος καl Λόγος τού Θεού προβαίνει είς την πλήρη θείαν Άποκάλυψιν. ΉΆποκάλυψις λοιπον έχει λάβει χώραν έν τψ προ σώπφ τού σαρκωθέντος Θεού Λόγου. Οί ίεροι συγγραφείς τής Και
νής Διαθήκης, δεχόμενοι τον Θείον Λόγον και παραλαμβάνοντες τaς άποκεκαλυμμένας θείας άληθείας, έπιδίδονται, καl μάλιστα μετa παρέλευσιν πολλού χρόνου, είς το έργον τής καταγραφής και έκθέ σεως αύτών. Άκριβώς είς το δεύτερον τούτο σκέλος συντελείται ή
θεοπνευστία, ύπο την Ε'ννοιαν τής έμπνεύσεως καl τού φωτισμού τού Άγίου Πνεύματος έπι τοiJς ίερσuς συγγραφείς, διa την όρθfιν κατα νόησιν και την άλάθητον καταγραφiιν και μετάδοσιν τών άποκεκα
λυμμένων η δη άληθειών' δεδομένου ότι κατa την θεοπνευστίαν αύτην δΕν έχομεν φανέρωσιν νέων άληθειών, άλλ' ύπόμνησιν τών άποκε καλυμμένων ηδη ύπερφuσικών άληθειώΥ • Αί σωτηριώδεις άλήθειαι 2
άπεκαλύφθησαν προηγουμένως και κατεγράφησαν μεταγενεστέρως.
32.
Πρβλ. ΕΥ. ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ, Θεο:τπιευστία, α.
67:
«Ούχi λοιπον νέας άληθείας, άλλi:ι. τaς έν
τη Έκκληαίι;χ προϋπαρχούσας καi έκ τού Χριστού άπορρεούαας καταγράφουαι καl άπο
δίδουαι τa τής Κ. Δ. βιβλία>>. Κατa τον Π. ΧΡΗΣΊΌΥ κατι'χ τι)ν σιιγγραφiιν τών βιβλίων τής Άγ. Γραφής λαμβάνει χώραν οχι θεοπνευστία, άλλ' έπιστααία (Ά.ποκάλυψις, α. 810).
96
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
ΜεταξiJ δηλαδη Άποκαλίrψεως και θεοπνευστίας παρεμβάλλεται χρο νικόν τι διάστημα.
Παραλλήλως προς τfιν διάκρισιν μεταξiJ Άποκαλύψεως και θεο
πνευστίας εΙναι δυνατον νa γίνn, ύπο εποψιν χρονικήν, άποδεκτη ή συνύπαρξις αύτών έν τψ χώρφ της Παλαιάς Διαθήκης. Τούτο δύνα
ται νa σuναχθft και έκ τών άκολούθων χωρίων: «Καl εΙπε Κύριος προς Μωυσfιν· γράψον σεαυτφ τa ρήματα ταύτα· έπι γaρ τών λόγων
τούτων τέθειμαί σοι διαθήκην καl τψ 'Ισραήλ. καl ήν έκεί Μωυσijς έναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ήμέρας καl τεσσαράκοντα νύκτας ... καl έγραφεν έπl τών πλακών τa ρήματα ταύτα τής διαθήκης, τους δέκα λόγους» • «Και νυν γράψατε τa ρήματα τής ψδής ταύτης και 33
διδάξατε αύτfιν τοiJς υίοuς Ίσραi)λ καl έμβαλεϊτε αύτi)ν είς το στόμα αύτών» 34 • «Και έγένετο λόγος Κυρίου πρός με
...
λέγων· υίε άνθρώ
που, γράψον σεαυτψ ... καl έρεϊς προς αύτούς τάδε λέγει Κύριος «Νύν
ow
... » 35 •
καθίσας γράψον έπl πυξίον ταύτα καl είς βιβλίον» • Έ· 36
νταύθα έπιτελείται ταυτοχρόνως Άποκάλυψις καl θεοπνευστία37 • Οί
ίεροl αύτοt συγγραφείς δεν εΙχον ύπ' δψει αύτών άποκεκαλυμμένην ήδη άλήθειαν, προκειμένου νa προβούν κατόπιν, διa της θείας ένι σχύσεως και τού θείου φωτισμού, είς την καταγραφην αύτη ς. Συνεπώς δύναται Άποκάλυψις καl θεοπνευστία είτε νa διακρίνω
νται εt'τε νa συμπίπτουν χρονικώς είς ώρισμένας περιπτώσεις. 'Εκείνο
δμως, το όποιον πρέπει νa έπισημανθfι, είναι δτι κατa περιεχόμενον
αί δύο αύται θεολογικαi πραγματικότητες διακρίνονται πάντοτε, δε δομένου δτι «ή θεοπνευστία προϋποθέτει την Άποκάλυψιν» 38 •
33. Έξ. 34, 27-28. (ΒΕΠΕΣ 65Α,
34. Δειπ. 31, 19. 35. Ίεζ. 24, 1-3. 36. Ήσ. 30, 8. 37. Πρβλ. ΧΡΥΣ.
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς βίον Μωυσέως, Λόγ. Α,
Musuril\o,
σ.
26
1073().40).
ΚΩΝΣΊΆΝΠΝΙΔΟΥ- ΕΜΜ. ΦΩΠΑΔΟΥ, •Εκθεσις, σ.
53:
«δταν είς τον άνθρώ
πινον νοϊίν άνακοινώνται καθ' όλοκληρίαν νέαι, άπρόσιτοι είς αύτον καθ' έαmόν, ή θεο πνευστία συμπίπτει προς την Άποκάλuψιν». Π. ΧΡΗΣ'ΓΟΥ, Αποκάλυψις, σ.
810:
<
κάλuψις πραγματοποιείται δι« τής μορφής τής θεοπνευστίας, σημαινούσης άμεσον ένέρ γειαν τού Θεού έπl τοϋ άνθρωπίνου πνεύματος>>.
38.
Ρ. BRAΊ'SIOΠS, Oιthodoxer Beίtrag, α.
19. Πρβλ. Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ,Δοyματική, τ.
Α', α.
96: «όαον
δήποτε δε και αν σννδέωνται στενώς προς άλλήλας, δέν πρέπει ποτε να λησμονήται δτι
97
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΙΙΣ ΘΕΙΛΣ ΛΙΙΟΚΛΛΥ\ΙJΕΩΣ
ii. Μαρrυρίαι περi τής θεοπvευοτίας τής Ά γίας Γραφijς 'Ενταύθα θa έπισημάνωμεν ώρισμένας βασικaς έκ τών διαφόρων
μαρτυριών, αί όπο"ίαι άναφέρονται είς την θεοπνευστίαν τής Άγίας Γραφfjς3Ό Σχετικa χωρία έκ τής Παλαιάς Διαθήκης άνεφέρθησαν 40
ηδη άνωτέρω • Είς τΟν χώρον τής Καινής Διαθήκης, καl μάλιστα είς τi]ν Β' προς
Τιμόθεον έπιστολfιν ό άπόστολος Παύλος άναφέρει: «Πάσα γραφfι θεόπνευστος και ώφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς ελεγχον, προς 41
έπανόρθωσιν, προς παιδείαν την έν δικαιοσύνη» • Ό αύτος άπόστολος είς την Α' προς Κορινθίους έπιστολfιν γράφει: «Ήμε"ίς σύ το πνεύμα τού
κόσμου έλάβομεν, άλλα το πνεύμα το έκ Θεού, ί:να είδώμεν τa ύπο τού Θεού χαρισθέντα ηδη ήμ"ϊν,
&. και λαλοϋμεν σύκ έν διδακτοίς άνθρωπί
νης σοφίας λόγοις, άλΛ έν διδακτο"ίς πνεύματος άγίου, πνευματικο"ίς πνευματικa συγκρίνοντες» • Είς τi]ν Β' έπιστολfιν τού Πέτρου σημει 41
οϋται: «ού γaρ θελήματι άνθρώπου ήνέχθη ποτε προφητεία, άλλ' ύπο Πνεύματος άγίσυ φερόμενοι έλάλησαν &.γιοι Θεού άνθρωποι» • Είς 43
τaς Πράξεις Άποσtόλων έπισημαίνεται: «Εδει πληρωθηναι τfιν γραψην 44
ταύτην, fιν προε"ίπε το Πνεύμα το Άγιον διiχ στόματος Δαυlδ» • Οί άπολογηται καl οί Πατέρες της 'Εκκλησίας άναφέρονται έπί σης είς την θεοπνευστίαν τής Άγίας Γραφής. Τοιουτοτρόπως ό άπο
λογητης Άθηναγόρας γράφει: «ήμε"ίς δε ών νοούμεν και πεπιοτεύκα μεν εχομεν προφήτας μάρτυρας,
OL
πνεύματι ένθέφ έκπεφωνήκασι
και περι τού Θεού και περl τών τού Θεού
... o'L κατ'
εκστασιν τ&ν έν
αίrτο"ϊς λογισμών κινήσαντος αίrτσuς τού θείου Πνεύματος,
&.
ένηρ
γοϋντο έξεφώνησαν, συγχρησαμένου τού πνεύματος ώς εί και αύ 45
λητης αύλον έμπνεϋσαι» • Ό Θεόφιλος Άντιοχείας άναφέρει: «όθεν
aλλη ή Άποκάλυψις καi άλλη ή θεόπνευστος άνακοίνωσις αίnijς. Προηγείται ή πρώτη καi έπακολουθεί ή δευτέρα>>.
39. Πρβλ. Η. HAAG, Buchwerdung, σα. 336-341 (Schriftaussagen zur lnspiration). 40. Έξ. 34, 27-28· Δευτ. 31, 19· Ήσ. 30, 8. Ίεζ. 24, 1-3. 41. Β' Τιμ. 3, 16. 42.Α' Κορ.
2, 12-13.
43. Β' Πέτρ. 1, 20-21. 44. Πράξ. 1, 16.
45.
ΑθΗΝΑΓΟΡΟΥ, Πρεσβεία περi Χριοτιανώv 7, 9 ΒΕΠΕΣ 4, 286;'""-287,._"' (PG 6, 904C-
908A).
98
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
διδάσκουσιν ήμaς αί άγιαι γραφαl καl πάντες οί πνευματοφόροι» 46 , Ό Κλήμης ό Άλεξανδρεvς σημειώνει δτι τα θεόπνευστα λόγια ύπο τών μακαρίων άποστόλων καl διδασκάλων παρεδόθησαν • Αί θείαι 47
Γραφαι χαρακτηρίζονται ύπο τού Μ. Άθανασίου «θεόπνευστοι» 48 • Ό Μ. Βασίλειος παρατηρεί: «"πaσα γραφiι θεόπνευστος και ώφέλι μος" δια τσUτο συγγραφείσα παρα τού Πνεύματος, ϊν' ώσπερ έν κοι
νQ) τών ψυχών ίατρείφ, πάντες άνθρωποι το ιαμα τού οίκείου πάθους
εκαστος έκλεγώμεθα» • Ό Γρηγόριος Νύσσης άναφέρει δτι «δσα ή 49
θεία Γραψη λέγει, τού Πνεύματός είσι τού Ά γ ίου φωναι
...
και δια
τούτο πάσα Γραψη θεόπνευστος λέγεται, δια το της θείας έμπνεύσεως
είναι διδασκαλία» 5°. 'Επίσης ό Κύριλλος Άλεξανδρείας έπισημαίνει: «διδάσκομεν γαρ έν έκκλησίαις τα δια της θεοπνεύστου γραφflς προ σκομίζοντες δόγματα» • Ό δε 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος παρατηρεί: 51
« ... και ό Ματθαίος τού Πνεύματος έμπλησθεlς έγραφεν άπερ έγραψε
... »52 . iiί. Φύσις τής θεοπνευοτίας τής Ά. yίας Γραφής
Σχετικώς προς την φύσιν τijς θεοπνευστίας διετυπώθησαν κατa 53
καιρσuς διάφοροι γνώμαι καl άπόψεις • Γενικώς οί έρευνηται δέχο νται: α. την μηχανικην η ρηματικfιν η κατα γράμμα η κατα λέξιν, β. τiιν φυσικήν, γ. τi)ν ήθικην και δ. την ύπερφυσικi}ν η δυναμικην η κατ' έννοιαν θεοπνευστίαν. Πρέπει νa σημειωθfί δτι ή διάστασις της θεο
πνευσtίας είναι ή βασικη και είδοποιος διαφορa μεταξiJ τών ίερών κειμένων τής Άγίας Γραφflς και τών λοιπών βιβλίωγ54. «Ή έννοια τής θεοπνευσtίας της Άγίας Γραφflς άναβιβάζει τa κείμενα τών βιβλίων
είς την στάθμην τών "λόγων τού Θεού". Ή στάθμη δε αύτη άποβαίνει
46. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝτιοΧΕΙΑΣ, Πρός Αύτόλυκον Β' 22, Bardy, SC 20, 154 (ΒΕΠΕΣ 5, 37'·'). 47. ΚΛΗΜΕΝτΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς Ζ', 16, GCS 3 (ΒΕΠΕΣ 8, 296'..,). 48. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Αόγος κατα 'Ελλήνων 1, Thomson, σ. 2 (ΒΕΠΕΣ 30, 31 14 ). 49. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 'Ομιλία είς Α' ψαλμiJν 1, ΒΕΠΕΣ 52, 11•• (PG 29, 209). 50. Ι'ΡΗΓΟΡIΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εύνομίου, Λόγ. Γ, ε', Jaeger, σα. 164-165 (ΒΕΠΕΣ 67, 361:1.'362"). 51. ΚΎΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ύπόμv. είςΊωάwην 1, 1-5, PG 73, 1021Β. 52.1ΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς Ματθαίον, Όμιλ. Α', 1, PG 57, 15. 53. Βλέπε Η. HAAa, Buchwerdung, σα. 345-352 (Zur heutigen Fragen der Schriftinspiration). 54. Πρβλ. Γ. ΓΑΛΠΗ, 'Ερμηνευτικά, α. 9. ΗΛ. 0ΙΚΟΝΟΜΟΥ, 'Ερμηνεία, σ. 20.
ΟΙ ΦΟΙ>ΕΙΣ
Tl-t::
99
<->ΕΙ:\~ ΙΙ!lΟΚΑΛΥΨΕ.ΩΣ
διa τής ένανθρωπήσεως τού "Λόγου τού Θεού", έν τψ θεανδρικψ προ σώπφ τού 'Ιησού Χριστού, το πλέον άποδεικτικον στοιχε'ίον τής θεο
πνευστίας και το πλέον φωτεινbν όρόσημον τής άνθρωπίνης σκέψε ως»ss.
α. Ή μηχαvικi} fι ρηματικi} fι κατa λέξιν fι κατa γράμμα θεωρία περi τής θεο πvευστίας τής Ά yίας Γραφής
Συμφώνως προς την θεωρίαν αύτην ό ίερος συγγραφεiις άποβαί νει τυφλον όργανον τού άγίου Πνεύματος. Ένεργε'ί παθητικώς και
μηχανικώς aνευ αύτοσυνειδησίας και αύτενεργείας. Το aγιον Πνεύ μα, το όποϊον φωτίζει τον ίερον συγγραφέα, άφαιρεί έξ αίπου την
προσωπικότητα, τον καθισtζi άπλοw όργανον και ύπαγορεύει είς
αύτον την θείαν βουλην και θέλησιν άκόμη και έπ' αίπών τών λέξεων καl τών σημείων στίξεως. Κύριος, άπόλυτος, μοναδικος καl άποκλει στικος συγγραφεiις τών ίερών κειμένων έκλαμβάνεται κατα την θεω
ρίαν αύτην ό ϊδιος ό Θεός. Ό άπολογητi)ς Άθηναγόρας παραβάλλει, ώς εϊδομεν, την έμπνευσιν τών προφητών ύπο τού άγίου Πνεύματος
προς τi]ν έμπνευσιν του αύλου ύπο τού αύλητού- της φλογέρας ύπο του μουσικού • 56
Ή όρθόδοξος θεολογία άπορρίπτει
57
έν πολλοίς την κατα γράμμα
θεωρίαν περl της θεοπνευστίας της Άγίας Γραφής, θεωρούσα αίπην
άπαράδεκτον και έσφαλμένην δια τοiις έξης λόγους:
i. Διότι ή θεω
ρία αύτη έξισώνει δλα τα κείμενα τής Άγίας Γραφής, ώς προς την
άξίαν και σημασίαν αύτών (θέματα πίστεως, πληροφορίαι χρονολο γικαί, ίστορικαί, γεωγραφικαl κ.λπ.).
ii.
Διότι ύποτάσσει τον Θεον
είς το γράμμα. Καθισtζι την Γραφην τρόπον τινα νομικον βιβλίον, περικλείον έντος αύτού τον Θεόν, ένφ, δπως γνωρίζομεν, «Πνεύμα ό
55. Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις Γρaq;iiJv, σ. 4. Πρβλ. Κ. RAHNER, Schrίft-Theologie, ο. 111. 56. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, Πρεσβεία περi Χρι.οτιαvώv 9, ΒΕΠΕΣ 4, 287,.."". 57. Πρβλ. Ρ. ΒRΑτsιοτιs, Orthodoxer Beitrag, σ. 26. Π. Ί'ΡΕΜΠF.ΛΑ, Δογματική, τ. Α', σ. 109. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σ. 10. ΤΟΥ ΑΥτΟΥ, Παραδόσεις, σ. 70. Τfιν κατa γράμμα αίιτην θε ωρίαν ύπεστήριξαν οί Προτεσrάνται. Το ένσυνείδητον τών ίερών συγγραφέων κατα τfιν έπενέργειαν τού άγίου Πνεύματος περιώριζον άπλώς είς το γεγονός τijς παραχωρήσεως τής χειρός των είς την διάθεσιν τού άγίου Πνεύματος (ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊΆΝτΙΝΙΔΟΥ
ΦΩηΑΔΟΥ, "Εκθεσις, σ.
49).
Πρβλ. Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', σ.
110.
-
ΕΜΜ.
Ι\ΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ
100 Θεός>> 58 •
iii. Διότι ή αύτενέργεια τών ίερών συγγραφέων, την όποίαν
άρνείται ή θεωρία αύτή, προσδιορίζεται ύπο έσωτερικών μαρτυριών τών ίερών κειμένων 59 • Συνεπης προς τfιν άρνητικην αύτής θέσιν ένα ντι τής κατα γράμμα θεοπνευστίας ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία έπιτρέ πει τας μεταφράσεις τής Άγίας Γραφής, διότι, έαν έδέχετο την κατα
γράμμα θεοπνευστίαν αύτfjς, πώς θα fίτο δυνατον να άντικαταστα θοϋν αί λέξεις αύτfjς, αί όποίαι προέρχονται έκ τού Θεού; Τοιουτο τρόπως ή 'Ορθόδοξος θεολογία δεν άντιτίθεται και είς την κριτικην
έπεξεργασίαν τού κειμένου της Άγίας Γραφfjς, έν τη έννοί(Χ τfjς άπα καταστάσεως τού πρωτοτύπου, το όποίον προ"ίόντος τού χρόνου ύπέ 60
στη παραφθοράς, πολλάκις σκοπίμως • β. Ή φυσικiι θεωρία περi τής θεοπνευστίας τής Α yίας Γραφής
Κατa την θεωρίαν αύτήν, ή όποία άντιτίθεται προς την προηγου μένην μηχανικi)ν θεωρίαν και άπορρίπτεται ύπο της όρθοδόξου θεο
λογίας, ή &μεσος επικοινωνία και ή προσωπικη σχέσις τών συγγρα φέων τfjς Καινης Διαθήκης μετα τού 'Ιησού Χριστού, ή ζώσα έπίδρα σις τfjς προσωπικότητος και τής ζωής τού Χριστού έπι τών ίερών συγ γραφέων συνετέλεσε να άποτυπωθfί είς αύτοiJς έντονώτατα ή ζωη
και ή διδασκαλία τού ένανθρωπήσαντος θείου Λόγου, ώστε να έχουν 61
την δυνατότητα να έκθέσουν αύτα κατα τρόπον φυσικόν •
y.
Ή ήθική θεωρία περi τής θεοπvευστίας τής Άyίας Γραφής
Βάσιν τής θεωρίας αύτης άποτελεί ή πραγματικότης, ή όποία έδη μιουργήθη δια τfjς έν 'Ιησού Χριστψ θείας Άποκαλύψεως. Είς τfιν νέ αν αίrτην άτμόσφαιραν, ή όποία προέκυψεν έκ τού λυτρωτικού τούτου γεγονότος, μετέχοντες πάντες οί πιστοί, δέχονται θείον φωτισμόν. Οί
άπόστολοι, διατελούντες ύπο τfιν έπενέργειαν άνωτέρου κατα βαθμΟν
58. Ίω. 4, 24. 59. Πρβλ. Β' Βασ. 1, 18· Δ' Βασ. 12, 19· Αουκ. 1, 1-2· Ίερ. 35· Ίω. 18, 15-16. 60. Πρβλ. Ματθ. 13, 27-28: «Κύριε, ούχl καλΟν σπέρμα έσπειρας έν τiji σiji άγρiji; πόθεν ούν έχει ζιζάνια; ό δΕ: έφη αύτοϊς έχθρος ι'iνθρωπος το\ιτο έποίησεν». Β. ΒΕΛΛΑ, ~ γία Γραφή, σα.
61.
45-49.
Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Δογματικαi παραλλαγαί, α.
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', α.
110.
359-407.
101
ΟΙ ΦΟΙ'ΕΙ~ τι I~ (-JΠΛ~ λJ !ΟΚΑΛΥΨΙ·:Ω2:
φωτισμού έναντι τών λοιπών χριστιανών, προέβησαν είς την συγγρα 62
φfιν τών ίερών αύτών βιβλίων •
Τόσον ή φυσική, δσον και ή μετ' αύτής στενώς συνδεδεμένη ήθι 63
κ'fι θεωρία δεν γίνονται δεκται ύπο τής όρθοδόξου θεολογίας, διότι
i.
άρνοϋνται την ι'iμεσον, είδικην και ίδιαιτέραν έπενέργειαν τού άγίου Πνεύματος έπι τους ίεροiις συγγραφείς τής Άγίας Γραφής,
ii. ύποβι
βάζουν τα ίερα βιβλία της Άγίας Γραφής είς την θέσιν τών λοιπών συγγραμμάτων τών Πατέρων καl έκκλησιαστικών συγγραφέων καi
iii.
έξαίρεται ό άνθρώπινος παράγων έναντι τού θείου κατα τfιν συγ 64
γραφην τών ίερών κειμένων • δ. Ή ύπερφυσικiι
fj
δυναμικη
fj
καi έ'wοιαv θεωρία περί τής θεοπvευοτίας τής
Ά. yίας Γραφής
Ένψ κατa την μηχανικfιν περl θεοπνευστίας τής Άγίας Γραφής θεωρίαν ύπερτονίζεται ό θείος παράγων, κατa δε την φuσικfιν καi ήθικην έξαίρεται ό άνθρώπινος παράγων, κατa την ύπερφuσικfιν θε
ωρίαν έπισημαίνεται ή συνεργασία θείου καi άνθρωπίνου παράγο ντος. Χαρακτηριmικα γνωρίσματα τής δυναμικής αύτης θεωρίας, την
όποίαν δέχεται ή όρθόδοξος θεολογία6S, είναι άφ' ένος μf:ν ή είδικ'fι έπενέργεια τού άγίου Πνεύματος έπi τους ίερους συγγραφείς, άφ'
έτέρου δε ή διατήρησις τής αύτενεργείας αύτών. Δεν αίρεται δηλαδη ή αύτενέργεια καi ή αύτοσuνειδησία τών ίερών συγγραφέων, άλλα πεφωτισμένοι οντες συμμετέχουν ένεργώς κατa την συγγραψην τών ίερών κειμένων. 'Ενεργούν λοιπον δύο παράγοντες, ό θείος, ό
όποίος έχει την ύπεροχήν, καi ό άνθρώπινος, ό όποίος άκολουθεί,
62.
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ΔοΎματική, τ. Α', α. ΔΟΥ, νΕκθεσις, α.
50:
111.
ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΎΑΝΊΊΝΙΔΟΥ - ΕΜΜ. ΦΩΠΑ
<<Είς τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης ό
Fr.
Schleίermacher άρ
νε'ίται θεοπνευστίαν, έφ' δσον ταiίrα δΕ:ν προήλθαν εκ τού πνεύματος τijς χριστιανικής κοινότητος, άλλ' έκ τού πνεύματος τού 'Ισραήλ, εί και διa τi)ν αυνένωσιν μετα τοv πνεύ ματος τούτου τijς άναγκαιότητος τής άπολυτρώσεως, συγγενούς τφ χριατιανικιϊ> πνεύμα
τι είναι δυνατον να άποδοθij είς αmα θεοπνευστία κατά τι».
63.
Λόγφ τijς στενής αύtών σχέσεως συνεξετάζονται ένίοτε η φuσικi) και 'i)θικi) θεωρία. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδόσεις, σα.
64. 65.
71-73.
Ν. Μι-m:οποΥΛΟΥ, Δογματική, α.
25.
Πρβλ. αύtόθι. Πρβλ. Ρ. ΒRΑτsωπs, ΝΟΜΟS, Bibe~ α.
27.
Orthodoxer Beitrag,
α.
26.
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύvοψις, α.
10.
Ει. Οικο
102
ΚF:ΦλλΑΙΟ~ Δ 66
έκπληρών δεmερεύοντα μέν, άλλ' ένεργον ρόλον • «Ή συνήθης έκ φρασις "το κατα Ματθαίον (Μίiρκον, Λουκάν, 'Ιωάννην) Εύαγγέ λιον" δεικνύει δτι, δια την 'Εκκλησίαν, πρωτεύουσαν σημασίαν δεν έχει ό συγγραφεύς τού κειμένου, άλλ' ή δια τού κειμένου προσφερο 6
μένη Άποκάλυψις τού Θεού δια την σωτηρίαν τού άνθρώπου» Ό Ή συνεργασία θείου και άνθρωπίνου παράγοντος κατa την συγγραφην τών ίερών βιβλίων τής Άγίας Γραφής έκφράζεται παραστατικώτατα,
παραβαλλομένη προς την άμοιβαίαν σχέσιν τών δύο έν Χριστφ φύ σεων68. Ό Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, έπισημαίνων την συνεργασίαν θείου και άνθρωπίνου παράγοντος, παρατηρεί: «Το μεν Πνεύμα
...
ύπέβαλλεν έκάστφ τών προφητών· αύτοι δε λοιπον άπήγγειλαν ώς 6
έκαστος ήδύνατο τa τού Πνεύματος» Ό Τοιουτοτρόπως κατa την δυ ναμικην αύτην περι θεοπνευστίας τής Άγίας Γραφής θεωρίαν ύπάρ 70
χει, ώς άνεφέρθη, ή συνεργασία θείου και άνθρωπίνσu παράγοντος • Το aγιον Πνεύμα έμποτίζει τον έσωτερικον κόσμον τών ίερών συγ γραφέων καl καθιστ(Χ αύτοiJς σuνεργοiJς είς το έργον τrjς συγγραφής τών ίερών κειμένων. Οί ίεροl συγγραφείς, διατηρούντες τi]ν αύτενέρ γειαν τής προσωπικότητος αύτών, έγένοντο, δια τής «άφής» τού άγί
ου Πνεύματος είς τi]ν ψυχήν αύτών, διορατικώτεροι κατα τΟν νούν και λαμπρότεροι κατa την ψυχήν • Ό Θεος άποκαλύπτει- ύπομιμνήσκει 71
66. Πρβλ.ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,Παραδόσεις, σσ. 73-74. Ν. ΜΗ'fΣΟΠΟΥΛΟΥ,Δοyματική, σσ. 25-26. Κ. l θεαν
θρώπφ Σωτi'jρι ενωσιν τών δύο φύσεων, διa τούτο ή άναλογία αϋτη δύναται νa χρησι μεύση ώς άφετηρία καl βάσις προς εϋρεσιν και διατύπωσιν τής ζητουμένης όρθfίς έρμη νευτικής άρχής. ~Ον τρόπον δηλαδη έν τfi ένώσει τών δύο φύσεων παρα Κυρίφ
... ούtε
τα θεία ίδιώματα άποβάλλουσι τον ίδιάζοντα αύτοϊς θείον χαρακτήρα δια την ενωσιν μετα τού άνθρωπίνοu, οϋτε τα άνθρώπινα ίδιώματα άποβάλλουσι τον ίδιάζοντα αύτοϊς
άνθρώπινον χαρακτήρα δια την ενωσιν αύτην μετα τού θείου, καθ' δμοιον τρόπον καt έν τfi nϊw Γραφών έρμηνείι;χ όφείλει να διατηρήται άλώβητος ό θείος χαρακτηρ άμα καi, ό άνθρώπινος αίιτrίw ... ».Ρ. ΒRΑτsιοτιs, Orthodoxer Beίtrag, σ. 26. 69. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Προοίμιον τής έξηγήσεως τώvΆ γίωv Προφητ:ώv, PG 126, 569D. 70. Πρβλ. Η. HAAG, Buchwerdung, σ. 335. 71. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατa Κέλσου Ζ', 4, Koetschau, GCS 2, 1562'5 (PG 11, 1425Β).
ι
Jl
ΦΟ\'1·:1~ 1Ί I~ Hl.-.1.\~ .\1101\λΛ \'ΙΙJΕΩΣ
103
τaς σωτηριώδεις άληθείας και ό ίερος συγγραφεύς, φωτιζόμενος και ένισχυόμενος, προβαίνει είς την διατύπωσιν και καταγραφην των θεί ων αύτών άληθειών.
iv. VΕκτασις τής θεοπνευστία ς τής Ά γίας Γραφijς Άναφορικώς προς την έκτασιν τfις θεοπνευστίας τfις Άγίας Γρα φής διετυπώθησαν διάφοροι άπόψεις.
Κατα μίαν &.ποψιν ή θεοπνευστία έπεκτείνεται καθ' δλην τfιν Άγί αν Γραφήν. Ό Χρήστος
'Ανδρούτσος παρατηρεί σχετι
κώς: «Ή γνώμη, δτι ή θεοπνευστία άναφέρεται μόνον είς τfιν δογμα
τικην και την ήθικην διδασκαλίαν, και κατ' άκολουθίαν ή Γραφη είνε άπλανης και άπηλλαγμένη άντιφάσεων ώς προς ταύτας, η έν γένει είς δ,τι άφορ<); είς η)ν σωτηρίαν, είνε θεωρία μεταγενεστέρων Δια μαρτυρομένων θεολόγων άπόβλητος και iiλλως, και ώς aγουσα είς
την έκδοχην τής Γραφής ώς κοινού βιβλίου
... Άφ' ού ή Γραφη δια
κρίνεται είς το θείον αύτή ς μέρος και το άνθρώπειον, είς το είς σωτη ρίαν άναγκαίον καl είς το μή, δΕν ύπάρχει δΕ οϋτε άπόδειξις αύθεν τικη τής τοιαύτης διακρίσεως, ούτε άντικειμενικον κριτήριον προς διάκρισιν τών θεοπνεύστων άπο τών μή, ή όρθολογιστικη τής Γραφής
έκδοχη εlνε εν φυσικον περαιτέρω βήμα
... » 72 •
'Ομοίως ό π α ν α
γ ι ώ τ η ς Τ ρ ε μ Π έ λ α ς χαρακτηρίζει ώς «Πεπλανημένην την έχ δοχήν», κατα την όποίαν «ύπάρχουσι καl τμήματα έν τft Γραφή μη
θεόπνευστα, τής θεοπνευστίας περιοριζομένης είς μόνον δ,τι έν τft Γραφfι άναφέρεται είς την πίστιν και την όρθην βιωτήν. Χωρις να
άρνούμεθα, δτι έν τfi Βίβλφ άπαντώνται αί συμφυείς προς το πεπε ρασμένον τής άνθρωπίνης έκφράσεως άτέλειαι, κατ' ούδένα τρόπον
έπιτρέπεται να δεχώμεθα, δτι ύπάρχουσιν έν αύτft και πραγματικαi πλάναι η και τμήματα μη θεόπνευστα. ΔΕν πρέπει να λησμονfιται δτι αί Άγιαι Γραφαι έγράφησαν ύπ' άνθρώπων, δι' άνθρώπους καl κατ'
άληθώς άνθρώπινον τρόπον, είς τρόπον ωστε να παρουσιάζωσιν άδια σπάστως συνυφασμένας την θείαν μετα τής άνθρωπίνης πλευράς.
Καt θεία μεν πλευρα είναι ή καθ' fuτασαν την Γραφi)ν έφηπλωμένη
72. Xr.
ΑΝΔΡΟΥ'ΓΣΟΥ, Δογματική, α.
5.
104
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΔ
σώζουσα άλήθεια, ή όπωσδήποτε ύπο τού Θεού άποκαλυφθεϊσα. Άν θρωπίνη δε πλευρa είναι το ένδυμα και ή μορφή, έντος των όποίων ό ούράνιος ούτος θησαυρος περιελήφθη, οίονει ένσαρκωθεις και προς
το πεπερασμένον της άνθρωπίνης διανοίας και έκφράσεως προσαρ μοσθείς»
73
•
Κατa δε έτέραν άποψιν η θεοπνευστία της Άγίας Γραφfίς άναφέ ρεται είς τας δογματικaς και fιθικας άληθείας, αί όποίαι περιλαμβά νονται είς αύτήν. Ό Β α σ. Β έ λ λ α ς διερωτάται: «δΕ: ν άντίκειται είς
την έννοιαν τής Άποκαλύψεως και Θεοπνευστίας το δτι δύνανται πολλα ώς άνακριβη, ώς μη ίστορικώς έξηκριβωμένα να άποδειχθώ
σιν;
...
Άποκάλυψιν πρέπει να δεχθώμεν μόνον ώς προς τaς δογμα
τικaς και fιθικας άληθείας, ούχι δε και είς τα ίστορικά, γεωλογικά, άρχαιολογικα κ.λπ. σημεία, έχοντες ύπ' οψιν δτι ή Άγία Γραψη ούτε
γεωλογία, οϋτε φυσική, οϋτε καl ίστορία είναι άλλα θρησκευτικον βιβλίον, προτιθέμενον να διδάξη θρησκευτικας και ήθικας άληθεί ας»74.
Συνδυασμον τών δύο τούτων άπόψεων φαίνεται να άποτελfl ή άπο ψις τού· Ι ω. Κ α ρ μ ί ρ η, γράφοντος: «ή θεοπνευστία, σuνφδα τψ
"π&σα Γραψη θεόπνευστος", έπεκτείνεται έφ' δ λης της Άγίας Γρα φfις και όλοκλήρου του περιεχομένου αύτής, κατ' έξοχfιν δΕ. έπl τών δογματικών και ήθικών άληθειών, άφού aλλως έν τfl Άγίq. Γραφfί
πρέπει να άναζητώμεν την θρησκευτικην άλήθειαν και ούχl τfιν λύσιν έπιστημονικών προβλημάτων, άστρονομικών, γεωλογικών, κοινωνιο λογικών κ.λπ., εί καl είς ταύτα ύπάρχει ή έπιστασία τού Άγίου Πνεύ ματος έν θετικfl και ένεργητικfl έννοίψ>
75
•
73. Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', α. 117. 74. Β. ΒΕΛΛΑ, Κριτική βιβλίου, σα. 156-157. ΤοΥ AYrOY, Bibelkritik, α. 141. ΤοΥ ΑΥfΟΥ,Ά. γία Γραφή, α. 42. BιscHOF ΚAssiAN, Das Studium des Neuen Testaments ίn der Orthodoxen Kίrche
«Kyrios» 1 (1960/61) 24:
«Άποκλείει ή άποδοχη τής θεοπνευστίας θεοπνεύσtου τι
νος βιβλίου πάσαν δυνατότητα πλάνης τινος η άτελείας; την θέσιν ταύτην προσεπάθησα καi έγοο να ύποστηρίξω έν ταίς κατα τα ετη
1928 και 1937 ρωσιστl και γαλλιστ\. δημοσι
ευθείσαις πραγματείαις μου. Σήμερον δέν πιστεύω πλέον δτι ή τοιαύτη θέσις δύναται να ύποατηριχθij παρ' 'Ορθοδόξου θεολόγου>> (παρα ΣτΥΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑκι,Άλάθηrοv, σ.
75.
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδόσεις, ασ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ,Άλάθηrοv, α.
18.
75-76.
ΤοΥ
17).
AYrOY, Έκκλησιολογία, σ. 356. Πρβλ. ΣτvΛ.
10.5
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ τι !Σ ΘΕΙΑΣ ΑΠ ΟΚΑΛ ΥΨΕ.ΩΣ
Μετα την εκθεσιν των άντιπροσωπευτικ&ν τούτων περt της έκτά σεως της θεοπνευστίας της Άγίας Γραφής άπόψεων δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν τα έξης:
Οί ίεροι συγγραφείς είχον την έλευθερίαν να χρησιμοποιήσουν δλας τας γνώσεις, τας όποίας κατε'i:χον και δλας τaς πληροφορίας,
τας όποίας είχον την δυνατότητα να άντλήσουν έκτων γνωστ&ν πη γων (ίστορίας, γεωγραφίας κ.λπ.). Χωρία ενθα δηλούται δτι οί ίεροι συγγραφείς ηντλουν πληροφορίας, είναι, μεταξiJ άλλων, και τα άκό λουθα: Α' Κορ.
11, 18:
«πρώτον μεν γαρ σuνερχομένων ύμ&ν έν τfί
έκκλησί~ άκούω σχίσματα έν ύμίν ύπάρχειν». Γαλ.
1, 13:
«Ήκούσα
τε γαρ την έμην άναστροφήν ποτε έν τ(j) Ίουδα"ίσμ(i), δτι καθ' ύπερ
βολην έδίωκον τiιν 'Εκκλησίαν τού Θεού καΙ. έπόρθουν αύτήν».
Ir
Θεσ.
3, 11: «άκούομεν γάρ τινας περιπατοϋντας έν ύμίν άτάκτως». Αουκ. 1, 1-2: «Έπειδη πολλοι έπεχείρησαν άνατάξασθαι διήγησιν πε ρι τών πεπληροφορημένων έν ήμϊν πραγμάτων καθc:bς παρέδοσαν ήμίν οί άπ' άρχής αύτόπται και ύπηρέται γενόμενοι τού λόγου».
Το προσωπικον - άνθρώπινον στοιχείον ε1ναι παρον είς την Ά γίαν Γραψην, ώς έπισημαίνει και ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος είς την ΜΘ' όμιλίαν αύτού είς τας Πράξεις, άναφερόμενος είς τον άπόστο λον Παύλον: «Πάλιν άνθρωπίνως διαλέγεται και ού πανταχού τής χά ριτος άπολαύει, άλλa και παρ' έαυτού τι συγχωρείται είσφέρειν» •
76
Είς τα πλαίσια αύτα τής αύτενεργείας τών ίερών συγγραφέων έντάσ
σεται και ό ίδιαίτερος και προσωπικος τρόπος καταγραφής των ίερών κειμένων, ώς και ή ύπαρξις φυσικών άδυναμιών τών συγγραφέων, αί
όποίαι άπαντοϋν είς αύτά. Ό εύαγγελιστης Ματθαίος έπi παραδείγ ματι περιγράφει τfιν θεραπείαν τής πενθεράς τού άποστόλου Πέτρου 77
μετα την έπi τού 'Όρους όμιλίαν , ένQ> ό εύαγγελισrfις Λουκάς τοπο θετεί τfιν έν λόγφ θεραπείαν προ τής έπι τού 'Όρους όμιλίας76 • Ή
76. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ"ΟΜΟΥ, Ύπόμv. είς Πράξεις, 'Ομιλία ΜΘ', α', PG 60, 337. 77. Ματθ. 5, 1 έξ. (όμιλία)· 8, 14 έξ. (θεραπεία). 78. Λουκ. 4, 38 κ. έξ. (θεραπεία) 6, 20 κ. έξ. (όμιλία). 'Επίσης «tον έν τii έρήμφ πειρασμον τού Κυρίου διηγοίιvι:αι και οί τρε ίς ( συνοπτικοl) εύαγγελισταί, όλλ' oίrx,l όμοιομόρφως ... Οί άλλοι δύο εύαγγελισταl διηγούνται καl τοiJς τρείς πειρασμοiJς έπl λέξει, άλλ' σίιχt κατa την ίδίαν σειράν, διότι ό μέν Ματθαίος εχει ώς δεύτερον πειρασμον τΟν ύπο τού
106
άσuμφωνία
1\"ΕΦΑΛΑIΟΝ Λ' 79
αύτη βεβαίως δεν έχει ίδιαιτέραν σημασίαν, καθ' δσον
κύριον μέλημα καi βασικη άποστολη των εύαγγελιστών δεν ήτο ή
τήρησις τής χρονικής τάξεως τών γεγονότων, άλλ' ή καταγραφή, ή μαρτυρία, το μήνυμα τής Άποκαλύψεως, ή άγγελία της σωζούσης άποκεκαλυμμένης ύπο τού Θεού άληθείας 80 • Ό Γρηγόριος Νύσσης άναφέρει σχετικώς δτι «το σπουδαζόμενόν έστι τ(j) Πνεύματι
...
ούχ
ίστορίαν ήμiiς διδάξαι ψιλήν, άλλa τaς ψυχaς ήμών δι' άρετής κατα 81
Θεον μορφώσαι» • Ή ϋπαρξις ίστορικών καi χρονολογικών άτε
λειών έν τft Ά γίrι. Γραφft ούδόλως προσβάλλει την άποκαλυφθείσαν θείαν άλήθειαν, ώς π. χ. ό άκριβης χρονικος προσδιορισμος τών ίστο ρικών γεγονότων τής Γεννήσεως καl τής Ά ναστάσεως τού Κυρίου, τα όποία άποτελοϋν βασικώτατον κεφάλαιον τής θείας Άποκαλύψεως.
Έπ' αύτού δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν δτι είς την πραγματικότητα
δεν ύπάρχει δυσχέρεια, «δίλημμα» , ύπο την προϋπόθεσιν δτι γίνε 82
ται διάκρισις μεταξiι τών ίστορικών συνθηκών τού γεγονότος τής Γεν νήσεως καl Άναστάσεως τού ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου καi
αύτού τούτου τού γεγονότος. Είς τiιν όρθόδοξον θεολογίαν δΕν έχει ίδιαιτέραν σημασίαν π.χ. ή άκριβης ώρα η ήμέρα η ήμερομηνία τών κορυφαίων τούτων γεγονότων τής θείας Οίκονομίας, άλλα τα γεγο
νότα αύτα καθ' έαυτά. Σπουδαιότητα δηλαδi) έχει το γεγονός, δτι το δεύτερον πρόσωπον τής άγίας Τριάδος έσαρκώθη κα'L άνέστη έκ νεκρών, παρέχον είς τον άνθρωπον την σωτηρίαν καl την άνάπλασιν. Καl είς μΕ:ν την πρώτην περίπτωσιν έχομεν την ίστορικijν-χρονικην όψιν τού γεγονότος, είς δΕ: την δευτέραν περίπτωσιν τiJν δογματικijν
Λουκίi ώς τρίτον άναφερόμενον, ό δε Λουκίiς έχει ώς δεύτερον πειρασμον τον ύπο τού Ματθαίου ώς τρίτον άναφερόμενον» (Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαyωγή, σ. ΛΙΝΙΚΟΥ, Ίησαύς, σσ.
46). Πρβλ. Κ. ΚΑΛ 70-73, ένθα σημειοϋται δτι <<αί πληροφορίαι ... τών Εύαγγελίων ώς
προς τaς έμφανίσεις τού Άναστάντος άφίστανται άρκούντως άλλήλων».
79. Ή άσυμφωνία αύτη περιορίζεται η καl αrρεται, έaν σημειωθfί, δτι «Ούδεlς δύναται νa άποκλείση έπανάληψιν ύπο τού Κυρίου μιας τόσον άξιολόγου όμιλίας δια την καθόλου διδασκαλίαν του είς &.λλον τόπον καl χρόνον καl μάλιστα ένώπιον νέου έκάστοτε άκρο ατηρίου>> (Μ. ΣΙΩΤΟΥ, 'Ερμηνεία, σ. 50, ύποσημ. 28). Πρβλ. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, 'Ομιλία, σ. 5. 80. Πρβλ. Κ. ΚΑΛΛιΝικοΥ, ΊησαίJς, σ. 49: «Ta Εύαγγέλια είναι μαρτυρία, διδασκαλία, κήρυ
γμα, κατήχησις καl όμολογία πίστεως της άρχεγόνου 'Εκκλησίας».
81. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς ψαλμούς, Βιβλ. Β', 11, Donough, σ. 1172·4 (ΒΕΠΕΣ 66, 6727 .2"). 82. Πρβλ. EL. ΟικοΝΟΜΟS, Bibel, σ. 27.
Ol
ΦΟΙ>Jο:Ι~ ΊΊ I~
HU ο\~ .\I Η Η..:ΛΛ ΥίlJΕΩΣ
107
διάστασιν αίrtού. Ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος παρατηρεί, δτι είς τσuς
εύαγγελιστaς δΕ.ν άπαντ(i ή παραμικρa διαφωνία, άναφερομένη είς βασικα και θεμελιώδη κεφάλαια της πίστεως • 83
Άσυμφωνία έπίσης παρατηρείται είς τοiις εύαγγελιστaς άναφο ρικώς προς την στάσιν τών ληστών έναντι τού σταυρωθέντος 'Ιησού
Χριστού. Τοιουτοτρόπως, ένψ ό Ματθαίος
84
και ό Μaρκοξ άναφέ
ρουν δτι οί λησται ώνείδιζον τον Έσταυρωμένον Ίησοϋν, ό Λουκaς
86
μαρτυρεί δτι ό μf:ν είς τών ληστ&ν έβλασφήμει Αύτόν, ό δΕ. aλλος έλεγε προς Αύτον «μνήσθητί μου, Κύριε, δταν έλθης έν τfi βασιλεί~ σου». Ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος παρατηρεί άναφορικώς προς τijν
μεταξiι τών εύαγγελιστών έμφανιζομένην διαφωνίαν: «πολλαχού γaρ
διαφωνούντες έλέγχονται. Αύτο μf:ν ούν μέγιστον δείγμα τής άλη θείας έστίν. Εί γaρ πάντα συνεφώνησαν μετ' άκριβείας και μέχρι καιρού και μέχρι τόπου, και μέχρι ρημάτων αύτών, ούδεις &.ν έπί στευε τών έχθρών πάσης
83.
... Νυνι δΕ. και ή δοκούσα έν μικροίς είναι διαφορa 87 άπαλλάττει ύποψίας ... » •
IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς Ματθαίον, Όμιλ. Α',
2, PG 57, 16-17: «...
έν τοίς
κεφαλαίοις καΙ. σuνέχουσιν ήμών την ζωi]ν καi. το κήρυγμα συγκροτοϋσιν ούδαμοϋ τις
αmών ούδΕ μικρον διαφωνήσας εύρίσκεται. Τίνα δέ ταύτά έστιν; Οίον, δτι ό Θεος iiνθρωπος έγένετο, δτι θαύματα έποίησεν, δτι έτάφη, δτι άνέστη, δτι άνήλθεν, δτι μέλλει κρίνειν, δτι tδωκε σωτηριώδεις έvτολάς, δτι ούκ έναvτίον τfι Παλαιξι νόμον είσήνεγκεν,
δτι Υίός, δτι Μονογενής, δτι γνήσιος, δτι της αύτης ούσίας τ~ Πατρi. καi. δσα τοιαύtα· περi. γαρ ταύτα πολλfιν εύρήσομεν ούσαν αύτοίς συμφωνίαν>>. Ύπο την εννοιαν αίιτην δέον να νοηθfi καi. το ύπο τού Ι'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ άναφερόμενον: «Ούδέν ψεύδος έν
εύαγγελίοις γέγρωπαι, ούδέ πρόρρησις τού Χριστού έσφαλμένην tχει την tκβαmν» (Προς τοuς άχθομένους ταίς έπιτιμήσεσι, PG 46, 312C). 84. Ματθ. 27, 44: «Καi. οί λησταi. οί συσταυρωθέντες σUν αύτ~ ώνείδιζον αύτόν». 85. Μάρκ. 15, 32: «Καi. οί σuνεσταυρωμένοι αύτ~, ώνείδιζον αύτόν». 86. Λουκ. 23, 39-43: «Είς δέ τών κρεμασθέντων κακούργων έβλασφήμει αmόν λέγων· εί συ
εί ό Χριστός, σώσον σεαυτον καi. ημάς. άποκριθεi.ς δέ ό tτερος έπετίμα αύτ~ λέγων· ού φοβfι συ τον Θεόν, δτι έν τ~ αύτ~ κρίματι εί; καl ημείς μέν δικαίως c'iξια γaρ ών έπρά ξαμεν άπολαμβάνομεν· ούτος δέ ούδtν iiτοπον έπραξε. Καi. έλεγε τ<ϊ> Ίησοϋ· μνήσθητί μου, Κύριε, δταν tλθης έν τfι βασιλείι;ι σου».
87.
IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς Ματθαίον, Όμιλ. Α',
ΖΥΓΑΒΗΝΟΥ, Ύπόμν. είς Ματθαίον,
PG 57, 16. Πρβλ. ΕΥΘΥΜΙΟΥ PG 129, 369Β: «Ού χρη θαυμάζειν είτα μεν ούτος ό
εύαγγελιστiις προστίθησι, τα δε έκεϊνος παραλιμπάνει. Καi. γαρ οίιχ &μα τ~ λέγειν τον Χριστον έγραφον τα Εύαγγέλια, ίνα καi. πάντων όμοϋ τών αύτοϋ λόγων άπομνημονεύειν
έχοιεν, άλλα μετα πολλοuς iJστερον χρόνους. Καi. είκος άνθρώπους οvτας αύταUς έπιλα θέσθαι τινών. και ταύτην tχειν την λύσιν έπl τοιούτων προσθηκών τε καi. παραλείψεων.
108
I(J..:ΦAΛAION Δ
Κατόπιν τών άναφερθέντων σημειούμεν δτι δf:ν δυνάμεθα να δια χωρίσωμεν, έπl τft βάσει άνθρωπίνων κριτηρίων, το θείον άπο του
άνθρωπίνου στοιχείου, τα όποία εύρίσκονται έντος της Άγίας Γρα φής, σUτε προ παντος να άπορρίψωμεν τμήματα της Άγίας Γραφής
ώς μη θεόπνευστα. Δια της Άγίας Γραφής διήκει όχι μόνον το θείον,
άλλα και το άνθρώπινον στοιχε'ίον καl ύπο την εποψιν αύτην δυνά μεθα να κατανοήσωμεν τας φυσικας άδυναμίας τών ίερών συγγρα φέων88.
y'.
Χρfισις τής Άyίας Γραφής
i. Ά νάγνωσις τfjς Αγίας Γραφijς Ώς βασικώτατον μέλημα τού πιστού θεωρεί ή όρθόδοξος θεολο
γία την άνάγνωσιν τών Άγίων Γραφών , έν συσχετισμψ πάντοτε προς 89
την ύπο τής 'Εκκλησίας όρθώς έρμηνευομένην και διδασκομένην άλή θειαν90.
Δέον να σημειωθfί δτι ή άνάγνωσις τής Άγίας Γραφής διαφέρει 91
τής άναγνώσεως παντος άλλου βιβλίου ' δια τον λόγον δε τούτον 92
χρήζει ίδιαιτέρας φροντίδος καl προσοχής • Άπαραίτητον στοιχείον έν προκειμένφ άποτελεϊ ή θεία άρωγή. Σνναφώς σημειοί ό άγιος
Πολλάκις δε καi δια σνντομίαν τινά τινες παρελίμπανον, εσι:ι δ' δτε καi ώς ούκ άνα γκαiα>>. Β. lΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαyωγή, σ.
45:
«Καi έν ταίς διηγήσεσι τών Παθών τού Κυρίου
περιέσωσεν ό Λουκiiς περιστατικά τι να, έλλείποντα παρα τοίς άλλοις εύαγγελισταίς, ώς
... τοuς 88.
λόγους τών ληστών προς τον Έσταυρωμένον Κύριον
(Die Wahrheit der Schrift). der Schrift). 89.
(23, 40-47) ... >>. HAAG, Buchwerdung, σσ. 352-357 1, σσ. 153-164 (Die Irrtumslosigkeit
Περi τής άληθείας τής Άγίας Γραφής βλέπε καί: Η.
Μ.
SCHMAUS, Glaube,
Πρβλ. Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις ΓραψiJν, σ.
10:
τ.
,,·Η άνάγνωσις τών Άγίων Γραφών άπέβη
άπο τών άρχών τοϋ β' μ.Χ. αίώνος χρέος τών Χριστιανών ού μόνον διa την προσωπικfιν
των κατάρτισιν, άλλα καi δια την άπόκρουσιν τών κακοδοξιών τών ψευδοδιδασκάλων καi τών πάσης προελεύσεως αίρετικών>> (Πράξ.
20, 29, 2. Πέτρ. 2, 1). Πλείονα αύτόθι, 7-16. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Έρμηνεmική,Άθfιναι 1971, σσ. 66-70. Π. ΜΠΡΑ'ΓΣlΩΤΟΥ,Π.Δια θήκη, σσ. 100-105. ι HERMANN, Schrίftlesung, σσ. 442-443. 90. Πρβλ. Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις Γραφών, σσ. 4-5. Η. HAAG, Buchwerdung, σσ. 391-396 (Die Schrift als Buch der Κirche). Μ. SCHMAUS, Glaube, τ. 1, σσ. 166-176 (Das gegenseitige Verhiίltnis von Schrift und Κirche). 91. Πρβλ. Ν. Nrsωτrs, Die Einheit, σ. 277. 92. Περί τό)V προϋποθέσεων καl τοϋ τρόπου όρθijς μελέτης τής Άγίας Γραφής βλέπε Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ερμηνεία Περικοπών, σσ. 17-18. σσ.
ΟΙ ΦOPF:I~ τt I~ i-!EIΛ~ ΛΙΙΟΚΛΛ Υ\!ΙΕΩΣ
109
'Εφραίμ: « ... μέλλων άναγινώσκειν, η άναγινώσκοντι προσέχειν έτέ ρφ, δεήθητι πρότερον τού Θεού, "Κύριε, λέγων, 'Ιησού Χριστέ, διά
νοιξον τα ώτα και ταuς όφθαλμοuς τής καρδίας μου, τού άκούσαι τών λόγων σου και συνείναι, και το θέλημά σου ποιήσαι. Πάροικος έγώ είμι έν τfι γfι, μη άποστρέψης άπ' έμού τας έντολάς σου. Άποκάλuψον
τους όφθαλμοiJς μου και κατανοήσω τα θαυμάσια έκ τού νόμου σου"» 93 • Κατόπιν τής θερμής παρακλήσεως και έπικλήσεως έπέρχεται
ή θεία άρωγή, «ή γαρ χάρις ετοιμός έστιν, έπιζητούσα ταUς μετα δα ψιλείας αύτην ύποδεχομένους. Τοιούτος γαρ ό Δεσπότης ό ήμέτερος έπειδαν rδη ψυχην διεγηγερμένην και πόθον ζέοντα τον οίκείον πλοirtον μετα δαψιλείας χορηγεί ύπερβαίνοντα την αrτησιν τfι οίκεί<;χ. 94
φιλοτιμίψ> • Παραλλήλως προς την θείαν συναντίληψιν είναι άναγκαία ή μετα προσοχής μελέτη της Άγίας Γραφής. Σχετικώς έπισημαίνει ό 'Ωριγέ
νης:
«...
πρόσεχε τη τών θείων Γραφών άναγνώσει· άλλα πρόσεχε·
πολλής γαρ προσοχfις άναγινώσκοντες τα θεία δεόμεθα· 'ίνα μη προ
πετέστερον είπωμέν τινα, η νομίσωμεν περι αύτών· και προσέχων τfι τών θείων άναγνώσει μετa πιστής καl Θεψ άρεσκούσης προλήψεως, κρούε τα κεκλεισμένα αύτής, καl άνοιγήσεταί σοι ύπο τού θυρωρού,
περi ού είπεν ό 'Ιησούς "Τούτφ ό θυρωρος άνοίγει". Και προσέχων τii θεί<;χ. άναγνώσει, όρθώς ζήτει και μετα πίσtεως τής είς Θεον άκλι νούς τον κεκρυμμένον τοις πολλοLς νοϋν τών θείων γραμμάτων
... »95 •
'Ωσαύτως ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος παρατηρεί: «Μεγάλη τής θείας Γραφής ή δύναμις, καi πολiις ό τοίς gήμασιν έγκεκρυμμένος πλούτος τών νοημάτων. Δι' ο προσήκει μετ' άκριβείας ήμάς προσέχοντας πολ
λfιν ποιείσθαι την έρευναν, ϊνα δαψιλή την ώφέλειαν έντεύθεν καρ πωσώμεθα. Δια γαρ τούτο και ό Χρισrος παρήγγειλε λέγων, "'Ερευ νάτε τaς Γραφάς"· 'ίνα μη άπλώς ψιλή προσέχωμεν τfι άναγνώσει,
93.
Ψαλμ.
118, 18-19.
ΕΦΡΑΙΜ, παρά Μαξίμου Όμολοyητσύ, Κεq;άλαια θεολογικά,
PG 91,
721ΑΒ. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, "Επη θεολογικά,
94.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Ύπόμν. είς Γέvεσιv, Όμιλ.
PG 37, 517- 518. Θ', 1, PG 53, 76-77.
95, Ίω. 10, 3. ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Έπιστολή πρΟς Γρηγόριοv 4, Crouzel, SC 148, 192..,... (PG 11, 92Α). Σημειωτέον δτι παρa την σύστασιν αύrijν ό rδιος ό 'Ωριγένης δεν έμεινεν έξω τής πλά νης, έξω τijς έσφαλμένης κατανοήσεως τών γραφών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΔ
110
άλλα το βάθος άνιχνεύοντες τον άληθή της Γραφης νούν καταλαβεϊν δννηθώμεν
... »9'.
Ή άπουσία της άπαιτουμένης προσοχής καl τής κα
ταλλήλου περl την Άγίαν Γραφfιν γυμνασίας καθιστ<). κατανοητfιν τfιν άρνησιν άναγνώσεως τής Άγίας Γραφfίς ύπο πάντων τών χριστιανών, 97
ώς έπισημαίνεται είς την 'Ομολογίαν τού Δοσιθέου •
ΕΙναι αύτονόητον δτι ή έν συντριβft καρδίας καl μετα δέους προ σέγγισις τής Άγίας Γραφής άποτελεί άπαραίτητον στοιχείον δια τfιν
άνίχνευσιν τού πολuτιμοτάτου τούτου θείου και σωτηρίου θησαυρού. Ό μελετών αύτην πιστος πρέπει να ένθυμήται τοuς λόγους τού Θεού προς τον Μωυσήν, τον πλησιάσαντα την φλεγομένην και μη καιομέ 98
νην βάτον: «ό γαρ τόπος, έν φ συ εστηκας, γη άγία έστί» •
Ή ώφέλεια, ή όποία προέρχεται έκ τής συνεχούς , έπιμόνου 100 καl 99
έπιπόνου 101 μελέτης της Άγίας Γραφης, είναι σπουδαιοτάτη καl ση μαντικωτάτη, καθ' δσον δι' αύτης ή άνθρωπίνη ψυχη όδηγείται είς «λιμένα ε1Jδιον» 102 , αύξάνει και καρποφορεί. Παραλληλίζων ό ίερος
96. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Ύπόμv. είς Γέvεσιv, Όμιλ. ΛΖ', 1, PG 53, 341. Πρβλ. IΣΙΔΩΡΟΥ IΊΗΛοΥΣΙΩτΟΥ, 'Επιστολή κ&, Βιβλ. Α', PG 78, 197Α. 97. ΔοΣΙΘΕΟΥ, 'Ομολογία, 'Ερώτησις α', Εί δεί τi]ν θείαν γραψην κοινώς παρα πάντων τών χριστιανών άναγινώσκεσθαι; Παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
2,
σ.
768:
<<Οίι μην και υπο πά
ντων άναγινώσκεσθαι ταύτην, άλλ' ύπο μόνον τών μετa της πρεπούσης έρεWης έπ\, τοίς
βάθεσιν έγκυπτόντων τού πνεύματος, και είδότων οίς τρόποις η θεία Γραψη έρευνάται καi διδάσκεται καi. δλως άναγινώσκεται. τοίς δε μη γεγυμνασμένοις και άδιαφόρως fι μόνον κατa το γράμμα fι και κατ' (i).λον τινa τρόπον άλλότριον της εύσεβείας τa της Γραφiiς έκλαμβάνουσιν ή Καθολικη Έκκλησία, διά της πείρας την βλάβην έγνωκυία, ού θεμιτην
την άνάγνωσιν είναι έντέλλεται· ώστε παντι εύσεβεί έπιτετράφθαι μεν άκούειν τα τής Γραφής, ίνα πιστεύrJ μεν τfi καρδί(χ είς δικαιοσύνην, όμολογiί δε τφ στόματι είς σωτηρίαν, άναγινώσκειν δε ενια της γραφfjς μέρη
... άπηγόρεmαι ... και εστιν ίσον παραγγέλλειν τοίς
άγυμνάστσις μη άναγινώσκειν ώσαύτως τiιν πάσαν ίερaν γραφήν, και τοίς βρέφεσιν έντέλ λεσθαι μη δ.πτεσθαι στερεάς τροφiiς». Πρβλ. Π. ΜπΡΡJΣΙΩΊΌΥ, Π. Διαθήκη, σσ. 100-101. 98. Έξ. 3, 5. 99. Πρβλ. Ψαλμ. 1, 2: « ... έν τφ νόμφ αύτού ( = τού Κυρίσu) μελετήσει ήμέρας και νυκτός». 10 Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, 'Εξηγήσεις είς τούςψαλμσύς, Ψαλμ. Α', ΒΕΠΕΣ 32, 3324-34 (PG 27, 61ΑΒ). 100. Πρβλ. ΕΦΡΑΙΜ, παρi:l Μαξίμου ΌμολογητσD, Κεψiλαια θεολογικά, PG 91, 721Α: «"Οταν
ταίς θείαις βίβλοις προσομιλfίς, μη άπλώς εσο κατεσπουδασμένος έπιτρέχων έξ έπι πολής και διι&!ν παρέργως τa γεγραμμένα· άλλα καν δέοι πολλάκις, και δις και τρις το αύτο έπελθείν είς άκρίβειαν, μη παραιτήση>>.
101. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘεΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 'Επιστολή δογματική, Balfour, σ. 219: <<Πρόσεχε τfi τών άγίων γραφών έμπόνφ και καθαρ~ άναγνώσει ... >>. 102. IΩΑΝΝΟΥ ΧΙ'ΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, 'Ομιλία είς τό "Μή φοβού δταν πλουτήσrι άνθρωπος" καί περi έλεημοσύvης 1, PG 55, 513.
οι ΦOPEil: τι ι.:: <~)J·:ιΕ ΛιιοΚΑΛΥtμΕΩΣ
Χρυσόστομος την ψυχην προς την γην, σχετικώς προς την εύφορίαν η άκαρπίαν αύτών, παρατηρε'ί: «Καθάπερ γaρ ή χερσουμένη γη,
μηδένα τον άρδεύοντα έχουσα, γέμει άκανθών καl τριβόλων, ή δΕ: γεωργικών άπολαύουσα χειρών τέθηλε και κομc7, και πολυ βρύει τψ καρπψ, οϋτω δη και ή ψυχή, ή μεν τής άρδείας τών θείων άπολαύου
σα λόγων, τέθηλε καl κομc7 και πολu βρύει τψ καρπψ τού Πνεύματος, ή δΕ: έν αύχμ(i), καl άμελεί~ καl σπάνει τής τοιαύτης άρδείας καθε στώσα έρημούται, και ύλομανεί, και άκάνθας έκφέρει πολλάς, τής
άμαρτίας την φύσιν»
103
• 'Επίσης ό Μ. Βασίλειος, έπισημαίνων την
σπουδαιότητα της άναγνώσεως τών θεοπνεύστων Γραφών, άναφέρει: «Μεγίστη δε όδος προς την τού καθήκοντος εϋρεσιν ή μελέτη τών
θεοπνεύστων Γραφών. Έν ταύταις γaρ καl αί τών πράξεων ύποθf}και εύρίσκονται, και οί βίοι τών μακαρίων άνδρών άνάγραπτοι παραδε
δομένοι, οίον είκόνες τινΕ:ς έμψυχοι τfjς κατa Θεον πολιτείας, τ(j) μιμήματι τών άγαθών fργων πρόκεινται. Και τοίνυν περι δπερ &.ν
εκαστος ένδεώς έχοντος έαυτού αίσθάνηται, έκείνφ προσδιατρίβων,
οίον άπό τινος κοινού ίατρείου, το πρόσφορον εύρίσκει τ(j) άρρω στήματι φάρμακον»
104
• 'Ωσαύτως ό Μ. Άθανάσιος γράφει: «οmε γaρ
άλλως κατορθούται άρετή, και άποχη κακών, εί μη δια μελέτης τών θείων Γραφών» 105 • Ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος, παραλληλίζων τον λειμώνα προς τaς Γραφaς καl έπισημαίνων την παροδικότητα και μονιμότητα αύτών άντιστοίχως, σημειώνει: «'Ως ήδίστη ή τών Γραφών
103. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Περί άκαταλήπτου, Λόγ. ΙΒ', Είς τον Παραλυτικον ... ε', PG 48,811. 104. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 'Επιστολή Β', Γρηyορίφ έταίρφ, Courtonne Ι, σσ. 8'-9' (PG 32, 228BC). Πρβλ. Ι'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Β', ΡΕ', Bemardi, SC 247, 224'·' (PG 35, 504C-505A): «'ίν' ήμείς έχωμεν ύπομvήματα καl παιδεύματα τi'jς τών όμοίων, εί ποτε συμπέσοι καιρός,
διασκέψεως ώστε τa μεν φεύγειν, τα δt αίρείσθαι, οίον κανόσι τισi και τύποις, τοίς προλαβοϋσιν έπόμενοι παραδείγμασιν>>. ΙΩ. ΚΟΡΝΑΡΑΚΗ, Ποιμ. Ψυχολοyία, σσ. 20-21.
105. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, 'Ερμηνεία τών ψαλμών ij Περί έπιγραφής ψαλμών, Είς ψαλμΟν Α', PG 27, 603Β. Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Κατiχ Θεόν πολιτεύεοθαι 1, PG 51, 41: «Πά σης μεν θεοπνεύστου Γραφής ή άνάγνωσις γίνεται τοίς προσέχουσιν εύσεβείας έπίγνω
σις>>. ΑΝΑΣΊΆΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Λόγος περί τής άyίας συνάξεως καi περi τσιJ μή κρίνειv καί μνησικακείν,
PG 89, 825Α: «Άει μtν ή τού άγίου πνεύματος χάρις δm πάσης τής τοϋ ... Ή γaρ προ
Θεού Γραφής, προς έργασίαν τών θείων αύτοϋ έντολών ήμάς προτρέπει
σεδρία καl σχολij τής προσευχής και τών θείων Γραφών, μήτηρ ύπάρχει πασών τών
άρετών ... >>. Αύτόθι, 828Α: <>.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
112
tl
άνάγνωσις, και λειμώνος παντος ήδίων και παραδείσου τερπνοτέρα,
καl μάλιστα όταν ή γνώσις τfι άναγνώσει πρόσκειται. Λειμοον μεν γάρ, και άνθών κάλλη, και δένδρων κόμαι, και ρόδον και κιττος και μυρίνη τέρπει την όψιν, καl όλίγων παρελθουσών ήμερών μαραίνε ται· Γραφών δf: γνώσις τειχίζει την διάνοιαν, καθαίρει το συνειδός, άνασπξt τα άνελεύθερα πάθη, φυτεύει την άρετήν, μετάρσιον ποιεί
τον λογισμόν, ούκ άφίησι ταίς άδοκήτοις τών πραγμάτων βαπτίζε σθαι περιστάσεσιν, ίrψηλοτέρους καθ.ίστησι τών τού διαβόλου βελών, προς αύτον μετοικίζει τον ούρανόν, άπολαύει την ψυχην τών συνδέ σμων τού σώματος, κούφα έργάζεται τα πτερα [καl] παν οπερ &ν
είπη τις άγαθόν, είς την τών άκροατών είσοικίζει διάνοιαν
ii.
... » 10'.
'Ερμηνεία τής Ά. γίας Γραφής
Άναγκαία τυγχάνει έπίσης καl ή στενότατα συνδεδεμένη προς την άνάγνωσιν τfjς Άγίας Γραφής έρμηνεία αύτfjς, δεδομένου ότι, ώς παρατηρεί καl ό άπόστολος Πέτρος, άναφερόμενος είς τας έπι στολaς τού άποστόλου Παύλου, «έστι δυσνόητά τινα,
& οί άμαθείς
και άστήρικτοι στρεβλούσιν, ώς καl τaς λοιπaς γραφας προς την ίδίαν αύτών άπώλειαν» 107 • Προς έπιτέλεσιν τού δυσκόλου τούτου έρ
γου διετυπώθησαν, κατa την ίστορικi)ν πορείαν τfjς ζωής τfjς 'Εκκλη σίας, διάφοροι μέθοδοι έρμηνείας
108
, ώς ή ίστορικογραμματικη και
106. lΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣ'ΓΟΜΟΥ, Όμιλ. Ε', 1, PG 63, 485. Πρβλ. τοΥ ΑΥτΟΥ, Ό,W.ία δτε τής έκκλησίας iξω εύρεθεlς Εύτρόπιος άπεσπάοθη ... 1, PG 52, 395-397: <<Ηδυς μέν λειμων καi παράδεισος, πολiι δε ηδύτερον τών θείων Γραφών η άνάγνωσις. Έκεί μέν γάρ έστιν
ι'iνθη μαραινόμενα, ένταύθα δΕ νοήματα άκμάζοντα· έκεϊ ζέφυρος πνέων, ένταύθα δέ Πνεύματος αϋρα· έκεί ι'iκανθαι αί τειχίζουσαι, ένταύθα δέ πρόνοια Θεού η άσφαλιζο μένη· έκεί τέττιγες ι;iδοντες, ένταϋθα δέ προψηται κελαδσϋντες έκεί τέρψις άπο τijς δψεως, ένταύθα δέ ώφέλεια άπο τής άναγνώσεως
...
Προσέχωμεν τοίνιΝ τfi τών Γρα
φών άναγνώσει· έαν γαρ τft Γραφfί προσέχης, έκβάλλει σου την άθυμίαν, φυτεύει σου την ήδονήν, άναιρεί την κακίαν, ριζοϊ την άρετήν, ούκ άφίησιν έν θορύβφ πραγμάτων τα τών κλυδωνιζομένων Πάσχει ν>>.
107. Β' Πέτρ. 3, 16. Περl τijς δυσκολίας κατανοήσεως τί'jς Άγίας Γραφης βλέπε ΒΙΚΕΝτΙΟΥ ΔΑΜΩΔΟΥ, Θεολογία, σσ. 84-86. Περlτijς έρμηνείας τών άγίων Γραφών βλέπε Μ. ΣιΩ τοv, Διασάφησις Γραφών, σσ. 3-87. Σ. ΑrοΥΡΙΔΗ, Έρμηvειπική, σσ. 75 κ. έξ. Μ. ELZE, Schrίftauslegung, σσ. 1520-1528. Η. L!EBING, Schrίftauslegung, σσ. 1528-1534, L. ScHEFFCZYK, Auslegung, σσ. 135-171. 108. Βλ. Γ. ΓΑΛΠΗ, Έρμηνεmικά, σσ. 119-168.
113
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΊlC.: (-)ΕJΛΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
ή άλληγοριΚή
109
τΟι μεταξυ των
, χωρlς να έκλαμβάνωνται ΚαL ώς τελείως άνεξάρτη
110
•
Τού έρμηνευτικού τούτου έργου όδηγοl πρέπει να είναι οί Πατέ ρες τijς 'Εκκλησίας, ώς όρίζεται είς τον 19ον κανόνα της Πενθέκτης
Οίκουμενικijς Συνόδου: «... έκδιδάσκειν τους τijς εύσεβείας λόγους έκ τijς θείας Γραφής άναλεγομένους τα τijς άληθείας νοήματά τε καl
κρίματα και μη παρεκβαίνοντας τους ηδη τεθέντας δρους fι την έκ των θεοφόρων Πατέρων Παράδοσιν.
'AJJJJ.
και εί γραφικος άνακι
νηθείη λόγος, μη άλλως τούτον έρμηνευέτωσαν fι ώς &ν οί τijς 'Εκκλη σίας φωστήρες και διδάσκαλοι δια των οίκείων συγγραμμάτων πα ρέθεντο- και μάλλον έν τούτοις εύδοκιμείτωσαν η λόγους οίκείους σu
ντάττοντες»111. Βάσις της έρμηνείας τής Άγίας Γραφijς πρέπει να εΙ ναι το πνεύμα και ή παράδοσις τijς 'Εκκλησίας, ή όποία άποτελεί τον
άλάθητον και αύθεντικον έρμηνευτην τijς Άγίας Γραφijς
112
• Το γεγο
νός, δτι ή Άγία Γραφη εΙναι θεόπνευστος και γίνεται άποδεκτη ώς θεόπνευστος, δεν άποκλείει το ένδεχόμενον παρεκκλίσεως και πλά
νης κατα την έρμηνείαν των κειμένων αύτf\ς
113
• Δεν άρκεί λοιπον ά
πλώς ή έρμηνεία τής Άγίας Γραφijς, άλλ' εlναι άπαραίτητος και ή άλη θης έρμηνεία αύτijς. Έν έναντίςι. περιπτώσει το έργον τfjς έρμηνείας άποβαίνει άρνητικόν, καταλήγει είς έσφαλμένην και άνεπιτυχη έρ μηνείαν τfjς Άγίας Γραφής, δηλαδη είς αίρεσιν.
Πολλάκις χρησιμοποιούνται τa άγιογραφικa χωρία ώς πρόσχημα διa την στήριξιν αίρέσεως, ώς σημειοί, μεταξu &/.λων Πατέρων, ό Μ.
109.
Βλ. Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις ΓραqxiJv, σσ.
41-48, 52-61. Σ. ΑrοΥΡΙΔΗ, Έρμηvευτική, σσ. 355-356. Β. ΣτΑΥΡΙΔΟΥ, Θεολογική iκπαίδευσις έν τij Άλεξανδριvff σχολfj, Κωνσταντινούπολις 1956. 122-133.
ΣτΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, σσ.
110. Περi τijς άλληλεπιδράσεως καi άλληλοσυμπληρώσεως τών μεθόδων τούτων βλέπε Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις ΓραψiΊν, σσ. 70-75. Θ. ΖΗΣΗ, Έρμ. άρχαί, σσ. 286· 295-300. (ίστο ρικογραμματική, άλληγορικη - τuπολογικη μέθοδος). 111. Παρa Ρ ΑΛΛΗ-ΠοτΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β', σ. 346. Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδόσεις, σ. 78. Μ. ΣιΩτΟΥ, Διασάφησις ΓραψiΊν, σσ. 25-30. ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Έκκληαία, σσ. 74-91 (Ή πατερικη μαρτυρία έγγύησις όρθης έρμηνείας τών Άγίων Γραφών).
112. Πρβλ.
Μ. ΣιΩτΟΥ, Διασάφησις ΓραψiΊν, σ.
5: «ή έρμηνεία τι'jς Άγίας ΓραφίΊς άσκείται
ώς ίδιαίτερον χάρισμα και λειτούργημα άποκλειστικον τής Έκκλησίας τού Χριστού>>. Η. FRIES, Gδttlίche Offenbanιng, σ.
104: << ... die des einzelnen in der Κirche ist». Σ. ΑrοΥΡΙΔΟΥ, Έρμηνεvrική, σ. 35.
stiίndnis
113.
Πρβλ.
Κirche
eine Norm fiir das Schriftver-
114
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
Άθανάσιος: «μία τών αίρέσεων καl πανούργος
... ή Άρειανf] καλουμένη, δολία ούσα
... ύποκρίνεται περιβαλλομένη τάς τών Γραφ&ν λέξεις
... και βιάζεται πάλιν είσελθεϊν είς τον παράδεισον της 'Εκκλησίας, 'ίνα πλάσασα έαυτf]ν ώς χριστιανήν, άπατήση τινaς κατa Χριστού φρο νείν»114. Ώς παρατηρεί δΕ: ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος: «ούχ ή Γραφη
αίτία, άλλ' ή διάνοια ή τα καλώς είρημένα κακώς έρμηνεύουσα
... » 115•
Δια την όρθην έρμηνείαν 116 τών άγιογραφικών κειμένων άπαραίτη τος παράγων, ώς καl κατa την άνάγνωσιν, εΙναι ό θείος φωτισμος 117 , έν σuσχετισμφ προς τον καθαρον βίον
118
καl την βαθεϊαν πίστιν 119 ,
114. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Κατά Ά.ρειαvών Α', 1, PG 26, 13ΑΒ. 115. lΩΑΝΝΟΥ Χi>ΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Είς τον άγιον ίερομάρι:υρα Φωκiiν, καi κατa αίρετικών καl είς τΟν ρμα' ψαλμΟν "Φωνfί μου πρΟς Κύριον έκέκραξα, φωνfί μου πρΟς Κύριον έδεήθηv" 3, PG 50, 703-704. Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, "Επιστολή 39, PG 77, 181Β: «0ί άπο πάσης αίρέσεως έκ τής θεοπνεύστου Γραφijς τaς τίjς έαmών πλάνης σuλλέγουσιν άφορμάς, τa διfι τοίι άγίου Πνεύματος όρθώς είρημένα, ταϊς έαmών κακονοίαις παραφθείροντες».
ll6. Πρβλ. Μ. ΣJΩτοΥ, Διασάφησις Γραqχϊ;ν, σ. 31: «... οί άναγιγνώσκοντες έκ τών πιστών μελών τής Έκκλησίας τας Άγίας Γραφας έδιδάσκοντσ και τας βασικας άρχ(χς καl τοUς κανόνας τής όρθοδόξου έρμηνεmικής. 'Ήτοι· α) την άνάγκην τής μετfι προσοχής άναγνώ
σεως και έρμηvείας τοίι ίεροίι κειμένου, ωστε να μη άπσμακρύνωνται τής σκέψεως τών ίερών συγγραφέων, έν τη προσπαθείc;χ των να κατανοήσουν τaς έννοίας τών λέξεων, τών
έκφράσεων, τών μcρφών καl τών οχημάτων τοίι λόγου τοίι ίερσϋ κειμένου· β) την άναζή τησιν τίjς συγκεκριμένης έννοίας, ύπο την όποίαν χρησιμσποιε'iται έκάσιη λέξις, ή όποία και προσδιορίζεται δια τών ίδικών της προσδιορισμών, ώς και δι(ι τής σuναφείας τοίι λό
γου· γ) την άπσφιιγi]ν παρανοήσεων τοίι κειμένου δια τής άπομονώσεως διαφόρων χωρί ων αίιτοϊι· δ) την άναζήτησιν τής διδακτικής ένότητος προς άποφυγi]ν πάσης έναντιοφα νείας καl άντιφάσεως μεταξU τών παραλλήλων χωρίων· ε) τijν διάκρισιν μεταξύ σι!σιώδους και έπουσιώδους στ) την μη παραγνώρισιν τής σημασίας και τών πλέον άσημάντων έκεί νων λέξεων, δια τών όποίων προσεδίδετο ίδιάζων χρωματισμΟς είς τας έννοίας τού κειμέ νου· ζ) την άναζήτησιν τοίι σκοποίι τής μιάς η τής ι'ίλλης διατυπώσεως τοίι κειμένου· η) την κατανόησιν δυσνοήτων χωρίων δι' WJ..mν παραλλήλων και περισσότερον καταληπτών· θ) τijν προ πάσης προσπαθείας κατανοήσεως τοϋ κειμένου καλi]ν μελέτην τών γραμματικών
και ίσrορικών προϋποθέσεων αύτοϊι· ι) την άναζήτησιν τής ψυχικής καταστάσεως τών ίε ρών συγγραφέων κατα τ(χς διαφόρους στιγμilς τής συγγραφής τών έργων των· κ.λπ.>>.
117.
Πρβλ. ΗΛ. ΜοΥrΣΟΥΛΑ, Γρηγόριος Νύσσης, σ.
470:
<<ό Γρηγόριος θεωρεί την έρμηνεί
αν τής Άγίας Γραφής έργον ούχl άνθρώπινον άλλά θείον
... Ή έφαρμογi] τών έπιστη
μονικών μεθόδων ι'ίνευ τής έπικλήσεως τής θείας βοηθείας καl τίjς μετα σεβασμου προ
σεγγίσεως τών έν αύτη έμπερικλεισμένων θείων άληθειών είς ούδεν άγαθΟν άποτέλε σμα δύναται να καταλήξη».
118. Πρβλ. Θ. ΖΗΣΗ, Έρμ. άρχαί. σσ. 294-295. 119. Πρβλ. κ. ΠΑΠΑΠΕΥΡΟΥ, Ούοία Θεολογίας, σ. 82: <<'Η πίστις είς τον Ίησοϋν ΧρισrΟν άπστελεί καl δρον άπαραίτητον δια τijν κατανόησιν της Γραφής καl το περιεχόμενον τής κατανοήσεως ταύτης. Άνευ πίστεως δεν ύπάρχει κατανόησις τής Γραφής, έφ' δσον
Η5
ΟΙ ΦOJ>JΞ:J~ ΊΊ I~ HJ·:JΛ~ ΑI !Ο ΚΑι\ ΥΨΕΩΣ
δεδομένου δτι «έρμηνεία τής Άγίας Γραφής είναι ή προσωπικη σχέ σις της έρμηνευούσης ύπάρξεως προς τον ένανθρωπήσαντα Λόγον,
τον μαρτυρούμενον έν τn Γραφft» 120 . Άναγκαία έπίσης είναι ή άνί χνευσις τών ίστορικών συνθηκών' ύπο τας όποίας διεμορφώθησαν τα
ίερα αίrτα άγιογραφικa κείμενα, προς πληρεστέραν και άσφαλεστέ ραν κατανόησιν καl έρμηνείαν αίrτών
121
• Κατανοούμενη ή Άγία Γρα
φη έρμηνεύεται και έρμηνευομένη κατανοείται. Ή έρμηνεία τής Άγί
ας Γραφής, δι' άκριβούς καl έπισταμένης δοκιμασίας , όδηγεί προς 122
έπιτυχίαν τού καθ' όμοίωσιν 12\ προς λύτρωσιν καί σωτηρίαν
124
•
iii. Μετάφρασις τής .11 γίας Γραφής Ώς γνωστόν, ή 'Ορθόδοξος Έκκλησία ώς έπίσημον αύτης κείμενον χρησιμοποιεί είς μεν τijν Καινijν Διαθήκην το πρωτότυπον έλληνικον
(ίΞκδοσις Οίκουμενικού Πατριαρχείου), είς δε τijν Παλαιαν Διαθή κην125 την μετάφρασιν τών ΟΌ Έξ έπόψεως δογματικής έπιτρέπεται ή
μετάφρασις τής Άγίας Γραφής, τόσον είς την καθομιλουμένην έλλη νικήν, δσον και είς τας ξένας γλώσσας, σuτως ωστε να καθίσταται προσιτον είς τΟν &νθρωπον το σωτηριώδες και άνακαινιστικbν μήνυμα
ή κατανόησις αi!τη είναι άκριβώς ή πίστις. Ή σύσία τής βιβλικής έρμηνείας είναι ή εύσέ βεια, ή όποία συνίσταται είς την οίκειοποίησιν τών θείων της Γραφijς Μυστηρίων ... >>. ΗΛ. ΜοΥΓΣΟΥΛΑ, Γρηγόριος Νύσσης, σ. 484. 120. Κ. ΠΑΠΑΠΕτΡΟΥ, Ούσία Θεολογίας, σ. 77. 121. Πρβλ. Ν. ΜΑΊ'ΣΟΥΚΑ, Γραφή -Παράδοση, σ. 41. 122. Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ύπόμv. είςΊωάvvηv5, 19, PG 73,3528: «Χρfι γάρ, ώ βέλτιστε, δοκιμάζειν άκριβώς τών είρημένων την δύναμιν καl μη προχείρως έπιπηδάν τοίς έξ άμαθίας είσβαίνουσι λογισμοίς».
123. Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περi άy. Πνεύματος, κεφ. Α', 2, Pruche, SC 17 bis, 252 (ΒΕΠΕΣ 52, 231 28 ""}. 124. Πρβλ. Θ. ΖΗΣΗ, Έρμ. άρχαί, σα. 292-294. 125. «... ή ήμετέρα 'Εκκλησία μόνον δια την Π. Διαθήκην εχει έπίσημον μετάφρασιν, την τών α, fιν μόνην εχει έν έπισήμφ λειτουργική χρήσει, και είς fιν άπονέμει μέγα κύρος, καί, κατa τον Οίκσuμενικον Πατριάρχην Γρηγόριον ΣΥ, προσφέρει, ώς είς άλλο πρω τότυπον, σέβας βαθύtατον
... ταύτα
δμως ούδαμώς σημαίνουσι καi δτι θεωρεί την μετά
φρασιν τών Ο' ώς "αύθεντικfιν καi θεόπνευστον", δπως ήμαρτημένως έδόξαζεν ό Κων
σταντίνος Οίκονόμος ό έξ Οίκονόμων>> (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Παραδόσεις, σσ.
79-80}.
Έπ'
αύτοϋ σημειοϋμεν δτι άπο τών πρώτων χρόνων τής άρχαίας 'Εκκλησίας ή μετάφρασις
τών Ο' χρησιμοποιείται ώς αύθεντική. Γενικώς ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία άποδίδει αύθεντίαν κατa περιεχόμενον είς την μετάφρασιν τών 0', χωρlς να ύπάρχη έπίσημος σννοδικiι άπόφασις προς τούτο.
116
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ
τής ύπερφυσικής θείας Άποκαλίrψεως. Έπl τού προκειμένου δμως πρέπει να διευκρινισθfί και έπισημανθt) δτι ή δυσκολία κατανοήσε
ως τού πρωτοτύπου κειμένου δf:ν όφε ίλεται μόνον ε ίς την &γνοιαν τής γλώσσης, άλλα κατα κύριον λόγον «είς το βάθος και το ύψος τών ύπερφυών νοημάτων του. Άλλωστε δf:ν πρέπει να λησμονώνται τα
πολλα και δυσνόητα έκείνα χωρία, τα όποία συνιστούν άναπάντητα προβλήματα άκόμη καi είς τους πλέον έμπνευσμένους έρμηνευτάς.
Τούτων ή μεταγλώττισις είς άπλουστέραν διάλεκτον σημαίνει άπο μάκρννσιν άπο τής άγιογραφικής των βάσεως καi διάσπασιν τής ένό τητος τών έννοιών αύτών»
126
• Τοιουτοτρόπως μόνον δταν ύπάρχη άπό
λυτος άνάγκη, είναι φρόνιμον να έπιχειρήται το έργον τής μεταφρά σεως τής Άγίας Γραφής, δταν π.χ. πρόκειται να γνωστοποιηθfί το
άγιογραφικον μήνυμα είς λαοiJς, τών όποίων ή γλώσσα εΙναι ξένη προς την γλώσσαν τού πρωτοτύπου κειμένου
127
, η οταν ή γλώσσα ένος
λαού έχη ύποστή τοιαύτην άλλαγήν, ώστε να είναι παντελώς άδύνα τος δι' αύτfjς ή κατανόησις τού άρχικού άγιογραφικού κειμένου.
Το έργον τής μεταφράσεως τής Άγίας Γραφής εΙναι άκρως ύπεύ θννον, δεδομένου δτι έχει σχέσιν προς την σωτηρίαν τού άνθρώπου·
δια τούτο εΙναι άνάγκη να γίνεται μετα φειδούς
128
καl συνέσεως, μετα
προσοχής και έπιμελείας, προς άποφυγην άστόχου και άνεπιτυχούς άποδόσεως τού άγιογραφικού κειμένου και άποτροπην παραχαρά ξεως και νοθεύσεως τού άληθούς καl γνησίου νοήματος αύτού. Βα σικη προϋπόθεσις έπιτυχίας τής έν λόγφ μεταφράσεως άποτελεί ή
είλικρινi)ς διάθεσις καl έπιδίωξις να άποδοθfl το άγιογραφικον κεί μενον όρθώς καl γνησίως είς τον διψώντα την άλήθειαν άνθρωπον, άποκλειομένης πάσης άλλης έξωεκκλησιαστικής
σκοπιμότητος
129
προσηλυτιστικής
•
126. Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Διασάφησις Γραq;ών, σ. 33. 127. Πρβλ. αύτόθι, σσ. 17-21. 128. Περl τίίJν λόγων, οί όποίοι έπιβάλλουν την
άποφυγfιν νεοελληνικών μεταφράσεων tijς
Άγίας Γραφijς βλέπε Ν. ΜΗ'ΓΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σσ.
129. Πρβλ.
-
Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Ζήτημα μεταφράσεως, σ.
10:
27-28.
« •.• ενψ αί μεταφράσεις της Α. Γ.
βοηθούν σημαντικίίJς καl τον χριστιανικον Λαον καl την έπιστήμην, τούναντίον δύνα
νται νa άποβούν αύται άφορμi] σκανδάλου, δταν συνδυάζωνται καθ' οίονδήποτε τρό πον μέ ένεργείας προσηλυτιστικ<χς και προπαγανδιστικάς».
117 Βεβαίως ή γλωσσικη μορφη δεν είναι ή άποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια, πλην δμως περιβάλλει καl προβάλλει αύτην, προς οίκείωσιν αύτή ς έκ μέρους τών πιστών. Ή 'Ορθόδοξος θεολογία δεν δέχεταί την κατα γράμμα θεοπνευστίαν τής Άγίας Γραφής, δια τούτο δεν άρ νείται αUτε την μετάφρασιν, ούτε την κριτικην τού κειμένου αύτής, έν τn έννοίι;χ, ώς έλέχθη, τής άποκαταστάσεως τού πρωτοτύπου, σέβεται δμως καl τιμQ. το έξ άποκαλύψεως περιεχόμενον αύτής. Κατα συνέ πειαν μεριμν(i ουτως ώστε δια τής μεταβολής τής γλωσσικής μορφής,
τού γλωσσικού ένδύματος, να μη μεταβληθiϊ και το περιεχόμενον, ητοι ή άποκεκαλυμμένη θεία άλήθεια. Ή άπόδοσις τού άγιογραφι κού κειμένου είς άπλουστέραν διάλεκτον δεν καταργεί, ούτε άντικα
θιστQ. το πρωτότυπον, δεδομένου δτι «πάσα γλώσσα είς έτέραν μετα
τιθεμένη άπόλλυσι τον ίδιον είρμον»
130
• Έπειδfι λοιπον κάθε μετά
φρασις άπέχει κατά το μάλλον η ήττον έκ τού πρωτοτύπου, είναι άπαραίτητον να συνεκδίδεται ή μετάφρασις μετα τού πρωτοτύπου, το όποίον eα άποτελft, κατ' αύτον τον τρόπον, κριτήριον καl έχέγγuον,
ώς προς τον βαθμον έπιτυχίας τής νέας γλωσσικής άποδόσεως. Δέον έπίσης να έπισημανθft, δτι το τόσον δυσχερες
131
καl ύπεύθυνον εργον
της μεταφράσεως της Άγίας Γραφής πραγματοποιείται έν τη Έκκλη
σί<;χ:, δια τfjς 'Εκκλησίας καl τt) έγκρίσει τfjς 'Εκκλησίας. Πάντως είναι προτιμότερον να άποφεύγηται, κατα το δυνατόν, το δυσχερες τούτο εργον τής μεταφράσεως καl άντ' αύτής να έπιζητήται ή παράθεσις
έρμηνευτικών διασαφήσεων καl σχολίων τών άγιογραφικών χωρίων,
n
130. I. ΦΩτιοv, Ά.μφιλόχια fi λόγων ίερd)v οvλλοyή, έv ζητήματα τής θείας Γραφής δια λύεται. Έρωτ. 152, έκδ. Σοφοκλέους Κ. τού έξ Οίκονόμων, Άθήνrισι 1858, σ. 238 (PG 101, 816Α). 131. Περl τής δυοχερείας έπιτυχοϋς μεταφράσεως τijς Άγίας Γραφfjς βλέπε Μ. ΣΙΩΊΌΥ, Ό Κωvοταvτίvος ό έξ Οίκοvόμωv καl αί μεταφράσεις τής ;ιι yίας Γραφής είς τήv νεοελλη νική ν, ΕΕΘΣΠΘ Γ'
(1958), 1-54.
ΕΜΜ. ΚΩΝΣΊΆΝΊΊΝΙΔΟΥ,
Ta Εύαyyελικά.
Τό πρόβλη
μα τής μεταφράσεως τής ;ιι yίας Γραφής είς τiιv vεοελληvικήv καl τιl αίματηρiι yεyοvό τα τσϋ
1901,
έν Άθήναις
1976. Γ.
ΜΕΊ'ΑΛΛΗΝΟΥ, Τό ζήτημα τής μεταφράσεως τής ;ιι yίας
Γραφής είς τήv vεοελληvικ1)v κατiι τόv /Θ' αί., Άθήναι
1977.
IΩ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ή
νέα μετάφρασις τής Καιγjjς Διαθήκηςοτiι νεοελληνική γλώσσα, Άθήναι 1986. Σ. ΑrοΥ ΡΙΔΗ, Γ. ΓΑΛΙΊΉ, I. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, I. ΓΑΛΑΝΉ, Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, Ή νέα μετάφραση τής Καιγjjς Διαθήκης στή vεοελληvικ1) γλώσσα. Άνασκειιiι τής «Μελέτης-Άπαντήσεως>> τού άν. Καθ.
I.
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Θεσσαλονίκη
1986.
ΚΕΦΑΛΑJΟΝΔ
118
ώς καί ύπομνημάτων, κατa το παράδειγμα τών Πατέρων τfίς Έκκλη σίας132. Τούτο δΕ:, διότι ό πλούτος του άγιογραφικου κειμένου δεν ά ποδίδεται διa της άπλης μεταφράσεως, διa της κατa λέξιν μεταγλωτ τίσεως.
2. Ίεf}a
Παt]άδοσι;
α. "Εννοια τfι; Ίεt]ίi; Παt]αδόσεω; Ύπο τον δρον «'Ιερa Παράδοσις» έν στενfί έννοίςι. έννοουμεν το σύνολον τών θείων άληθειών, αί όποίαι άπεκαλύφθησαν ύπο του
ένανθρωπήσαντος Θεου Λόγου και έκηρύχθησαν ύπ' Αύτου και έν συνεχείι,χ ύπο τών Άποστόλων και τών διαδόχων αύτών είς το πλή ρωμα της 'Εκκλησίας. Την 'Ιερaν Παράδοσιν δννάμεθα νa φαντα σθώμεν ώς ενα εύρw κύκλον, έντος του όποίου περιλαμβάνονται καl διαμορφουνται άφ' ένος μεν ή Καινη Διαθήκη, ώς ή πρώτη γραπτη
διατύπωσις της Παραδόσεως
Παράδοσις
134
133
, άφ' έτέρου δε ή καθ' έαυτην Ίερa
, ώς ή aγραφος διδασκαλία, ή μεταδιδομένη διa ζώσης
είς την 'Εκκλησίαν διa μέσου τών αίώνων. Τοιουτοτρόπως ή Άπο-
. στολικη
Παράδοσις, έντεταγμένη έντος του χώρου της Έκκλησίας S, 13
διατηρεί την ζωτικότητα καl αύθεντικότητα αύτης. της Παραδόσεως αύτης πηγήν, θεμέλιον καl έγγύησιν άποτελεί ό σαρκωθεlς και Άναστaς Υίος και Λόγος του Θεου. Ό ίδιος ό Κύριος άναφέρει είς τi]ν προς τον ούράνιον Πατέρα άρχιερατικi]ν Αύτου προσευχήν: «Καθοος έμε άπέστειλας είς τον κόσμον, κάγω άπέστειλα αύτσuς είς
132. Πρβλ. Μ. ΣιΩτοΥ, Οίκοvόμος, σα. 47-48. Tov Avτov, Διασάφησις Γραφών, σ. 30. 133. Πρβλ. Λουκ. 1, 1-4. 134. «... ή Ίερα Παράδοσις δύναται να διακριθii είς Παράδοσιν άφορώσαν είς την πίστιν, και &.ρα είς Παράδοσιν ίσόκυρον προς την Άγίαν Γραφήν, και είς παραδόσεις εύρυτέ ρου έκκλησιαστικοϋ χαρακτήρος, ήτοι είς ίστορικάς, λειτουργικάς, κανονικάς κ.λπ. παραδόσεις, μεταβλητάς, ώς είκός, καθ' έαυτάς, και μετα σχετικού μόνον κύρους, καi
τούτο διότι αύται δf:ν άφορώσιν είς την πίστιν καl είς τα δόγματα της 'Ορθοδόξου 'Εκ κλησίας» (ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊ'ΑΝτΙΝΙΔΟΥ, Σημασία Παραδόσεως, σ.
66).
Άναφέροντες κατα
την ένταϋθα διαπραγμάτευσιν «Ίερα Παράδοσις» χρησιμοποιοϋμεν αύτήν ύπό την στε νi]ν αύτης εννοιαν, την aγραφον δηλαδi] Παράδοσιν, κυρίως δε τi]ν δογματικήν.
135. Πρβλ. J. BEUMER, ϋberlieferung, σ. 10. R. BOECKLER, Tradίtionsbegriff, σ. 179.
ΟΙ ΦΟΙ'ΕIΣ'ΠΙ~ ΗΙ·:Ι.\Σ ΛΙIΟΙ\ΛΛΥΙ!JΕΩ.Σ
119
τον κόσμογ και ύπερ αύτών έ.γω άγιάζω έ.μαuτόν, ϊνα και αύτοι ώσιν ήγιασμένοι έ.ν άληθείc:;χ.. Ού περι τούτων δε έρωτώ μόνον, άλλα και περl τών πιστευσόντων δια τού λόγου αύτών είς έμέ, ϊνα πάντες εν
ώσι, καθως σύ, πάτερ, έν έμοi κάγω έν σοί, ϊνα και αύτοι έν ήμίν εν iliσι, ϊνα ό κόσμος πιστεύση ότι σU με άπέστειλας»
136
• Τούτο έκφράζων
και ό Κλήμης Ρώμης γράφει, ότι «Οί άπόστολοι ήμίν εύηγγελίσθησαν άπο τού κυρίου 'Ιησού Χριστού, 'Ιησούς ό Χριστος άπο τού Θεού έξε
πέμφθη. Ό Χριστος ούν άπο τού Θεού, καi οί άπόστολοι άπο τού Χριστού· έγένοντο δf: άμφότερα εύτάκτως έκ θελήματος Θεού.
Παραγγελίας ούν λαβόντες και πληροφορηθέντες διa τής άναστάσε ως τού κυρίου 'Ιησού Χριστού και πιστωθέντες έν τΦ λόγφ τού Θεού, μετa πληροφορίας πνεύματος άγίου έξijλθον εύαγγελιζόμενοι την
βασιλείαν τού Θεού μέλλειν ερχεσθαι. Κατa χώρας ούν καi πόλεις κηρύσσοντες και τοiις ύπακούοντας τfj βουλήσει τού Θεού βαπτίζο ντες καθίστανον τaς άπαρχaς αύτών δοκιμάσαντες τQ> πνεύματι, είς
έπισκόπους και διακόνους τών μελλόντων πιστεύειν»
137
• Κατa την
διδασκαλίαν τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας ή πορεία τής έν 'Ιησού Χριστ{ρ άποκαλυφθείσης και παραδοθείσης άληθείας διαγρά
φεται ώς έξης: 'Ιησούς Χριστος
- Άπόστολοι-
διάδοχοι Άποστόλων 138 •
Σχετικώς προς την διαγραφομένην αύτην τροχιaν πρέπει να έπιση
μανθfj ότι δf:ν ύπάρχει διαδοχη Χριστού, άλλa μόνον διαδοχη Άπα
στόλων. Οί Άπόστολοι δεν εΙναι διάδοχοι Χριστού, άλλa δούλοι και διάκονοι Αύτσu
136.
1ω.
17, 18-21.
139
• Την άδιάσπαστον ταύτην άλυσιν και σuνέχειαν
Περl Πjς σχέσεως κηρύγματος καi Παραδόσεως βλέπε Γ. IlA"fPΩNOY,
Θέματα Θεολογίας, σσ.
137.
30-48.
ΚΛΗΜΕΝΊΌΣ ΡΩΜΗΣ, ΠρΟς Κοριvθίους Α',
30'). Πρβλ. ΧrΥΣ.
42, Jaubert,
σσ.
168-170. (ΒΕΠΕΣ 1, 29"'63. Β. ΣτοrΙΑΝΝΟΥ, ·εv
ΚΩΝΣΊΆΝΊΊΝΙΔΟΥ, Σημασία Παραδόσεως, σ.
vοια Παραδόσεως, σ.
90.
Άντιθέτως «Κατa τΟν
Hamack
πρέπει να γίνεται διάκρισις
μεταξv τού κηρύγματος τού Ίησού καi τού κηρύγματος περi τού 'Ιησού αύτών τούrων τών Άποστόλων
138.
... >>
(Π. ΜΠΡΑτΣΙΩτοΥ, Χάρvακ-Όρθοδοξία, σ.
Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, ;ιtπόοτολος, σ. νάληπτα πρόσωπα, άπέθανον
... , το
286:
288).
«Οί μεν άπόστολοι, ώς μοναδικa καi άνεπα
άποστολικον άξίωμα δμως συνεχίζεται είς την "Εκ
κλησίαν. Οί 'Επίσκοποι τijς Έκκλησίας δf:ν είναι άπόστολοι, είναι δμως οί διάδοχοι τών Άποστόλων. Άπόρριψις τijς συνεχίσεως τού άποστολικοϋ άξιώματος εiς την Έκκλησίαν θa έσήμαινειν άπόρριψιν τijς συνεχίσεως τού άπολυτρωτικού εργου τού Χριστού είς τόν
κόσμον. Το εργον τού Χριστού θa καθίστατο μόνον παρελθΟν οχι δt και παρόν>>.
139. Ή έπισήμανσις αϋτη εύρίσκεται είς άντίθεσιν προς την περt Πάπα άντίληψιν, συμφώνως
120
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
έπισημαίνων ό Γρηγόριος Παλαμάς παρατηρεί: «Καθάπερ δε ει τις
άπο τής φωτοφόρου λαμπάδος έτέραν άνάψει και άπ' έκείνης &λλην και έφεξής τft διαδοχn παρακατέχων, άει παραμένον έχει το φώς ούτω και διa τής τών άποστόλων χειροτονίας έπι τους αύτών διαδό χους και άπο τούτων έφ' έτέρους πάλιν και έφεξής, ή του θείου Πνεύ ματος διαδιδομένη χάρις διa πάσης διήκει γενεάς και φωτίζει πάντας τους πειθομένους τοίς πνευματικοϊς ποιμέσι και διδασκάλοις»
140
• Ή
Παράδοσις λοιπον τής 'Εκκλησίας άποτελεί συνέχειαν τής Άποστο λικής Παραδόσεως, τής όποίας ή πηγη και άφετηρία εύρίσκεται είς τον ένανθρωπήσαντα Θεον Λόγον.
Tomo σημειοί και ό Μ. Άθανά
σιος: «'Ίδωμεν δε δμως και προς τούτοις και αύτην τfιν έξ άρχής πα
ράδοσιν καl διδασκαλίαν και πίστιν τής καθολικής 'Εκκλησίας, fιν ό μεν Κύριος έδωκεν, οίδε άπόστολοι έκήρυξαν, και οί πατέρες έφύ
λαξαν. 'Εν ταύτη γaρ ή 'Εκκλησία τεθεμελίωται»
141
•
β. Βιβλικαl και πατερικαl μαρτυρίαι περl της Ίερίiς Παραδόσεως
την προφορικfιν και &γραφον Παράδοσιν έπισημαίνουν, πλην άλ
λων, καl αί άκόλουθοι βιβλικαl μαρτυρίαι: Ό 'Ιωάννης είς το Εύαγ γέλιον αύτοii τονίζει: «έστι καl άλλα πολλa οσα έποίησεν ό Ίησους,
άτινα έaν γράφηται καθ' εν, ούδε αύτον οΙμαι τον κόσμον χωρήσαι τa γραφόμενα βιβλία»
142
• Ό αύτος εύαγγελιστης γράφει είς τfιν Β'
αύτοii έπιστολήν: «Πολλa εχων ύμίν γράφειν ούκ ήβουλήθην διa χάρτου και μέλανος, άλλ' έλπίζω γενέσθαι προς ύμaς και στόμα προς
προς την όποίαν ούτος θεωρεί έαυτΟν διάδοχον τού Πέτρου, όντος διαδόχου τοϋ Χρι στού. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝΓΟΥ, Έκκλησtας έρώτημα, σ. είς τον ίσχυρισμόν του δτι ύπάρχει
succesio
526: «Ή ρίζα τού κακού έγκειται
τού Χριστού δι' άνθρώπων, ijτοι "μεταβί
βασις της potestas τού Ίησού Χριστού είς τΟν Πέτρον". Ό ίσχυρισμΟς σίttος ε Ιναι όντως οχι μόνον λογικώς, άλλΟ. καt θεολογικώς "aσύλληπτος". 'Εδώ καταργείται το Άγιον Πνεύμα ώς ό "διάδοχος" τού 'Ιησού Χριστού είς το <Χπολυτρωτικόν του εργον καt ύπο καθίσταται δια τοϋ Πάπα
140. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
... >>.
ΠΑΛΑΜΑ, 'Ομιλία ΚΔ:, Είς τiιν κατά Πιν Πεντηκοστήν τελεσθείσαν φανέ
ρωσιν καi διανομην ταίί θείου Πνεύματος, Δόγμα, σ.
23. 0. CULLMANN, Tradition,
σ.
PG 151, 316ΑΒ. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Νέον 32. J. FELLERMAYR, Tradition-Suksession, σα.
314-327. 141.
Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Πρός Σεραπίωνα Α',
R. BOECΚLER, Traditionsbegriff, 142. Ίω. 21, 25.
σ.
28, ΒΕΠΕΣ 33, 116' 4 (PG 26, 593C-596A). Πρβλ. 180.
121
ΟΙ ΦOI'l-:1~ Tll~ ΗF:ΙΛΣ ΛΠΟΚΑΛ ΥΨΕ.ΩΣ
στόμα λαλήσαι, ϊνα ή χαρα ήμών πεπληρωμένη fι» 143 • Ό άπόστολος Παϋλος άναφέρει είς την Β' προς Θεσσαλονικείς έπιστολfιν αύτοϋ:
«Άρα ούν, άδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις &ς έδιδά χθητε ειτε δια λόγου ειτε δι' έπιστολfίς ήμών»
144
• Είς την Α' προς
Κορινθίους γράφει ό αύτος άπόστολος: «έπαινώ δε ύμάς, άδελφοί, δτι πάντα μου μέμνησθε και καθως παρέδωκα ύμίν τας παραδόσεις
κατέχετε»
145
•
Έκ τών Πατέρων της 'Εκκλησίας ό Έπιφάνιος Κύπρου σημειοί:
<<Δεί δf: και παραδόσει κεχρfίσθαι· ού γαρ πάντα άπο τής θείας γρα φής δύναται λαμβάνεσθαι. διο τα μεν έν Γραφαίς, τα δε έν παραδό σει παρέδωκαν οί aγιοι άπόσtολοι· οος φησιν ό aγιος άπόστολος "Ώς παρέδωκα ύμϊν"· και &λλοτε· "οϋτως διδάσκω, και ούτως παρέδωκα έν ταϊς έκκλησίαις"
... »146 • 'Επίσης
ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος άναφέ
ρει χαρακτηριστικώς: «Ού γaρ δι' έπισι:ολής παρεδίδοσαν ( οί άπό σι:ολοι), άλλa πολλa και άγράφως. 'Ομοίως δε κάκεϊνα και ταύτά έστιν άξιόπιστα, rοσι:ε και τiιν Παράδοσιν τής 'Εκκλησίας άξιόπιστον
ήγούμεθα»
147
• Ό Μ. Βασίλειος, έπισημαίνων τfιν άξίαν τής άγράφου
Παραδόσεως 148, άναφέρει ώρισμένα παραδείγματα αύτfίς είς το περi άγίου Πνεύματος έργον αύτου: «ίνα του πρώτου και κοινοτάτου μνη σθώ
-
τφ τύπφ του σι:αυρου τσuς είς το δνομα τού Κυρίου ήμών
Ίησου Χριστου ήλπικότας κατασημαίνεσθαι, τίς ό διa γράμματος δι
δάξας; Το προς άνατολaς τετράφθαι κατa τfιν προσευχήν, ποίον έδί δαξεν ήμάς γράμμα; τα τής έπικλήσεως ρήματα έπi τfί άναδείξει του &ρτου τfίς Εύχαριστίας καi του ποτηρίου τής εύλογίας, τίς τών άγίων
143. Π
Ίω.
12. 2, 15. 145. Α' Κορ. 11, 1-2. 144.Π Θεσ.
Πρβλ.
11, 23-24:
«έγω γαρ παρέλαβον άπό τού Κυρίου δ καi παρέδω
κα ύμίν, ότι ό Κύριος 'Ιησούς έν τfί νυκτl ή παρεδίδστο ελαβεν ι'iρτον καl εύχαριστήσας εκλασε καl είπε· λάβετε φάγετε· τούτό μού έστι το σώμα τΟ ύπf:ρ ύμών κλώμενον· τούτο ποιείτε είς ti]ν έμfιν άνάμνησιν ... >>. 146. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ, Κατά αίρέσεων, βιβλ. Β', τ. 1, 61, 6, GCS 2, 386 1..20 (ΒΕΠΕΣ 75, 31830-3193 ). 147. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Ύπόμν. είς Β' Θεσσαλονικείς, 'Ομιλία tS., 2, PG 62, 488. 148. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί άγ. Πνεύματος, κεφ. ΚΖ', 66, Pruche, SC 17 bis, 480 (ΒΕΠΕΣ 52, 286 39-287'): <
δύναμιν παραιτείσθαι, λάθοιμεν liν είς αύτΟ. τα καίρια ζημιοϋντες το Εύαγγέλιον, μάλ λον δε είς όνομα ψιλόν περιιστώντες τό κήρυγμα>>.
122
ΠΦΛΛΑΙΟΝ Δ'
έγγράφως ήμ'ίν καταλέλοιπεν; Ού γαρ δη τούτοις άρκούμεθα, ών ό άπόστολος η το εύαγγέλιον έπεμνήσθη, άλλα και προλέγομεν και
έπιλέγομεν έτερα, ώς μεγάλην έχοντα προς το μυστήριον την ίσχύν' έκ τής άγράφου διδασκαλίας παραλαβόντες. Εύλογούμεν δε τό τε ϋδωρ τού βαπτίσματος και το ελαιον τής χρίσεως και προσέτι αύτον τον βαπτιζόμενον. Άπο ποίων έγγράφων; Ούκ άπο τής σιωπωμένης καl μυστικής παραδόσεως; Τί δέ; αύτην του έλαίου την χρήσιν τίς
λόγος γεγραμμένος έδίδαξε; Το δε τρlς βαπτίζεσθαι τον άνθρωπον, πόθεν; Άλλα δε δσα περι το βάπτισμα, άποτάσσεσθαι τQ) σατανζi και
το'ίς άγγέλοις αύτού, έκ ποίας έστl γραφής; Ούκ έκ τής άδημοσιεύτου ταύτης καl άπορρήτου διδασκαλίας, ην έν άπολυπραγμονήτφ και
άπεριεργάστφ σιγfί οί πατέρες ήμών έφύλαξαν, καλώς έκε'ίνο δεδι δαγμένοι, τών μυστηρίων το σεμνον σιωπfί διασώζεσθαι; Ά γaρ ούδε
έποπτεύειν εξεσι:ι το'ίς άμυήτοις, τούτων πώς αν ήν είκος την διδα σκαλίαν έκθριαμβεύειν έν γράμμασιν;» 149 • γ. Γραπτα κείμενα τη; Ίερά; Παραδόσεω;
Την άγραφον Παράδοσιν, ή όποία κατ' άρχaς παρεδίδετο προφο ρικώς διa ζώσης φωνής, κατέγραψεν ή 'Εκκλησία είς διάφορα έκ
κλησιαστικa μνημεία 150 , δπως είναι οί άποφάνσεις τών έπτa Οίκου μενικών Σννόδων (δροι καl κανόνες δογματικοσυμβολικοϋ χαρακτή
ρος, μεταξiJ τών όποίων ίδιαιτέραν θέσιν κατέχει το Σύμβολον Νι 151
καίας- Κωνσταντινουπόλεως ), αί άποφάνσεις τών τοπικών σννόδων,
149. Αύτόθι, Pruche, SC 17 bis, 480-482 {ΒΕΠΕΣ 52, 287'-2} Πρβλ. IΩ. ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Περi είκόνωv 1, 23, Kotter ΠΙ, 113.,'"-1148 '·"' (PG 94, 1256C). Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Γραφή-Παράδοσις, σσ. 185-186. J. RAτziNGER, Tradίtίonsbegriff, σ. 25. Υ. CoNGAR, Tradition, σσ. 74-81 (έν θα άναφέρονται παραδείγματα άγράφου Παραδόσεως τών Είρηναίου, Τερτυλλιανού, Κλήμεντος Άλεξανδρέως, Ώριγένους, Διονυσίου Άλεξανδρείας, πάπα Στεφάνου, Κυ πριανού, Μ. Βασιλείου, Έπιφανίου, 'Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ίερωνύμου, πάπα Ίννοκε ντίου, Αί!γουστίνου, Λέοντος, 'Ιωάννου Δαμασκηνού, Θεοδώρου Στουδίτου, Β' Οίκου μενικής Συνόδου, Θωμii Άκινάτου κ.ά.). Αύτόθι, σ.
84,
άναφέρονται
34
άποστολικαl
παραδόσεις.
150.
Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1,
σσ.
17-33. ΤοΥ 66. Ν.
Σ'ΙΆΝΠΝΙΔΟΥ,Σημασία Παραδόσεως, σ.
ΑΥ'ΓΟΥ, Σύvοψις, σσ.
11-14.
ΧΡΥΣ. ΚΩΝ
ΜΗΓΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σο.
31-32. 151. «1. Πιστεύομεν είς ενα Θεόν, πατέρα παντοκράτορα, ποιητην ούρανού καl γής, όρατών τε πάντων και άοράτων.
ΟΙ ΦΟΡΙ·:Ι~ 'Π!~ ΗΙ·:Ι \~ ΛΙ 101\Λι\ Υl!ΙΕΩΣ
123
αί όποίαι έπεκυρώθησαν ύπο Οίκουμενικ&ν, το Άποστολικον σύμ βολον•sz, το Άθανασιανον σύμβολον 15\ τα λειτουργικa και έν γένει λατρεmικα κείμενα, τa συγγράμματα τ&ν Πατέρων τής Εκκλησίας, ή έκκλησιαστικη τέχνη, τα μεταγενέστερα δογματικα και συμβολικa
κείμενα, τα όποία προέκυψαν εϊτε έκ τής άνάγκης καταπολεμήσεως κακοδοξιών και έτεροδιδασκαλιών τού Ρωμαιοκαθολικισμσu και τού
Προτεσταντισμού εϊτε προς στήριξιν καi έμπέδωσιν τού όρθοδόξου φρονήματος και τής άληθούς πίστεως.
2. Καi. είς ενα Κύριον Ίησσϋν Χριστόν, τον Υίbντοϋ Θεοϋτbν μονογενή, τΟν έκτοϋ Πα τρος γεννηθέντα προ πάντων των αίώνων· φΟ:ις έκ φωτός, Θεbν άληθινον έκ Θεού άλη
θινοϋ, γεννηθέντα ού ποιηθέντα, όμοούσιον τ<ϊ> Πατρί, δι' ού τα πάντα έγένετο.
3. Τον δι' ήμάς τσuς
άνθρώπους και δια τήν ήμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα έκ τιiιν ού
ρανιiιν και σαρκωθέντα έκ Πνεύματος άγίου και Μαρίας τijς παρθένου και ένανθρω πήσαντα.
4. Σταυρωθέντα τε ύπέρ ήμιiιν έπi. Ποντίου Πιλάτου και παθόντα και ταφέντα. 5. Και άναστάντα τη τρίτη ήμέρι;χ κατa τaς γραφάς. 6. Καl άνελθόντα είς τσUς ούρανοuς και καθεζόμενον έκ δεξιών τού Πατρός. 7. Καl πάλιν έρχόμενον μετa δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ού τijς βασιλείας ούκ εσται τέλος.
8.
Και είς το Πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν, το έκ τοϋ Πατρός έκπορευόμε
νον, το σUν Πατρl και Υίφ συμ.προσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλijσαν δια των προφητιiιν.
9. Είς μίαν, άγίαν, καθολικfιν και άποστολικfιν Έκκλησίαν. 10. Όμολογοϋμεν εν βάπτισμα είς ι'ίφεσιν άμαρτιιiιν. 11. Προσδοκιiιμεν άνάστασιν νεκριiιν. 12. Και ζωijν τού μέλλοντος αίιiινος. ΆμήV>> (Παρα IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 77). 152.
«Πιστεύω είς Θεον πατέρα παντοκράτορα, ποιητi)ν ούρανοϋ καl γής. Καl είς Ίησοϋν Χριστόν, τον Υίον αύτοϋ τον μονογενf), τΟν Κύριον ήμιiιν, τον συλληφθέντα έκ Πνεύ ματος aγίου, γεννηθέντα έκ Μαρίας τijς παρθένου, παθόντα έπi. Ποντίου Πιλάτου,
σταυρωθέντα, άποθανόντα καl ταφέντα, κατελθόντα είς τα κατώτατα (είς τον ί;lδην), τη τρίτη ήμέρι;χ άναστάντα άπο τιiιν νεκριiιν, άνελθόντα είς τσUς ούρανούς, καθεζόμενον
έν δεξιι) τού Θεού Πατρος τού παντοκράτορας έκείθεν έρχόμενον κρίναι ζιiιντας καl νεκρούς. Πιστεύω είς το Πνεύμα το άγιον, άγίαν καθολικfιν Έκκλησίαν, άγίων κοινω νίαν, aφεσιν άμαρτιών, σαρκος άνάστασιν και ζωijν αίώνιον. Άμήν» (Παρα IΩ. ΚΑΡ ΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1,
σ.
46-47).
«Φαίνεται πιθανόν, δτι το Άποστολικον Σύμβολον ώς τόπον μεν καταγωγής /!χει τήν νοτιοδmικην Γαλλίαν, ώς χρόνον δε τον στ' η ζ' αίώνα (αύτόθι, σ.47).
153.
<<Οστις βούλεται σωθijναι, προ πάντων χρη αύτφ την καθολικfιν κρατήσαι πίστιν, Υ)ν εί
μή τις σι!>αν καi. aμωμον τηρήσειεν, aνευ δισταγμού είς τον αίιiινα άπολείται. Πίστις δε καθολικη αuτη έστίν, rνα ενα Θεον έν Τ ρ ι ά δ ι, και Τριάδα έν μονάδι σε βώμεθα, μήτε συγχέοντες τaς ύποστάσεις, μήτε τi)ν ούσίαν μερίζοντες.
Άλλη γάρ έστιν ή τού Πατρος ύπόστασις, άλλη τού Υίού καl αλλη τού Άγίου Πνεύμα τος άλλα Πατρος καi Υίού καl Άγίου Πνεύματος μία έστl θεότης, rση δόξc;χ, συνα'ίδιος
724
ΚΕΦΑλλΙΟΝΔ.
Ta μνημονευθέvtα γραπτa κείμενα τijς 'Ιερδ.ς Παραδόσεως, χρη σιμοποιούμενα ύπο τijς Δογματικής ώς πηγαι αύτijς, άπολαμβάνουν διαφόρου άξίας καl σημασίας. Τοιουτοτρόπως ή Δογματικi) θεωρεί πηγi)ν πρωταρχικου κύρους, άπολύτου αύθεvtίας καl ύποχρεωτικσu
ή μεγαλειότης. Οίος ό Πατήρ, τοιοϊrτος καl ό Υίός, τοιοϊrι;ο καl το Πνεύμα το &.γιον. Άκτιστος ό Πατήρ, άκτιστος ό Υίός, άκτιστον καt το Άγιον Πνεύμα. Άκατάληπτος ό Πατήρ, άκατάληπτος ό Υίός, άκατάληπτον καl το Άγιον Πνεύμα. Αίώνιος ό Πατήρ,
αίώνιος ό Υίός, αίώνιον καl το Άγιον Πνεύμα· πλi]ν ού τρεϊς αίώνιοι, άλλ' ε1ς αίώνιος ωσπερ ούδε τρεϊς άκτιστοι, ούδε τρείς άκατάληπτοι, άλλ' είς άκτιστος και είς άκατά ληπtος. 'Ομοίως παντοκράτωρ ό Πατήρ, παντοκράτωρ ό Υίός, παντοκράτορ το Πνεύμα
το &.γιον· πλi]ν ού τρείς παντοκράτορες, άλλ' είς παντοκράτωρ. ΟUτω Θεος ό Πατήρ, Θεος ό Υίός, Θεος καl το Πνεύμα το &.γιον· πλi]ν ού τρεϊς Θεοί, άλλ' είς Θεός. 'Ωσαύ τως Κύριος ό Πατήρ, Κύριος ό Υίός, Κύριον καl το Πνεύμα το &.γιον· πλi]ν ού τρείς
Κύριοι, ά).)•.' είς έστι Κύριος. VΟτι ωσπερ μοναδικώς έκάστην ύπόστασιν Θεον και Κύ ριον όμολογείν χριστιανικfι άληθείι;t άναγκαζόμεθα, οiίτω τρεϊς ΘεοiJς η τρεϊς Κυρίους λέγειν καθολικfι εύσεβείι;t κωλυόμεθα. Ό Πατηρ ύπ' ούδενός έστι πεποιημένος, οmε δεδημιουργημένος, οmε γεγεννημένος. Ό Υίος άπο μόνου τού Πατρος έστιν, ού πεποιημένος, ούδε δεδημιουργημένος, άλλl:ι. γεγεννημένος. Το Πνεύμα το &.γιον άπο τού Πατρος
[et filio, ]*,
ού πεποιημένον, ούδi;
δεδημιουργημένον, οmε γεγεννημένον, άλλ' έκπορευτόν. Είς ούν έστι Πατήρ, ού τρείς Πατέρες είς Υίός, ού τρείς Υίοί· εν Πνεύμα aγιον, ού τρία Πνεύματα &.για. Καl έν ταύτη τfι Τριάδι ούδεν πρώτον η iίστερον, ούδέν μείζον η έλαττον· άλλ' δμως αί τρεϊς ύποστάσεις συνδιαιωνίζουσαι έαυταίς είσι και ίσαι. VΩστε κατα πάντα, ώς είρηται, καl
Τριας έν μονάδι, καl μονας έν Τριάδι λατρεύεται. Ό θέλων οίίν σωθήναι, οmω περl τής Άγίας Τριάδος φρονείτω. Πλi]ν άναγκαίον έτι έστι προς αίωνίαν σωτηρίαν, δπως και τi]ν έ ν α ν θ ρ ώ π η σ ι ν
τού Κυρίου ήμών 'Ιησού Χριστού όρθώς πιστεύη. vΕστιν ούν πίστις όρθή, 'ίνα πιστεύω μεν καl όμολογώμεν, δτι ό Κύριος ήμών 'Ιησούς Χριστός, ό τού Θεού Υίός, και Θεος καi άνθρωπός έστιν. Θεός έστιν έκ τής ούσίας τού Πατρος προ αίώνων γεννηθείς, και άνθρωπός έστιν έκ τής ούσίας τής μητρος έν χρόνφ γεννηθείς. Τέλειος Θεος και τέλειος άνθρωπος, έκ ψυχής λογικής και άνθρωπίνης σαρκος ύποστάς. "Ισος τφ Πατρι κατα την θεότητα, έλάττων τού Πατρος κατα τi]ν άνθρωπότητα. ~0ς, εί και Θεος '\Jπάρχει καl άν
θρωπος, δμως ού δύο, άλλ' είς έστι Χριστός. Είς δέ, ού τροπfι τής θεότητος είς την σάρκα, άλλl:ι. προσλήψει τής άνθρωπότητος είς τΟν Θεόν. Είς πάντως, ού συγχύσει τών φύσεων, άλλ' ένότητι τής υποστάσεως. "Ωσπερ γi:J.ρ ψυχη λογικi] και σαρξ είς έm:ιν άνθρωπος, οmω Θεος και άνθρωπος είς έστι Χριστός, ό παθrοv δια την ήμετέραν σωτηρίαν, καl κα· τελθrοv είς τΟν ζιδην, καl τfι τρίτη ήμέρι;t άναστας έκ νεκρών, και άνελθrοv είς τοiJς ούρα νούς, και καθήμενος έκ δεξιών τού Θεού και Πατρος τού παντοκράτορας δθεν έλεύσε
ται κρϊναι ζώντας καl νεκρούς, ού τfι παρουσίι;t πάντες άνθρωποι άναστήσονται συν τοίς έαυτών σώμασιν, άποδώσοντες περι τών ίδίων έργων λόγον· καl οί μεν τα άγαθΟ. πρά
ξαντες, πορεύσονται είς ζωfιν αίώνιον, οίδε τα φαύλα, είς το πUρ το αίώνιον. Αϋτη έστιν ή καθολικη πίστις, fιν εί μήτις πιστώς τε και βεβαίως πιστεύστι, σωθfjναι ού δυνήσεται>> (Παρα IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1,
σσ.
101-104).
* <<Πρόκειται περt τού λατινικού Filioque, δπερ είκότως παραλειπεται ύπi> τών έλληνικών μεταφράσεων καί Wωρρίmεται ύπΟ τής όρθοδόξου Έκκλησίας και Θεολογ(ας•• (IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. ι, σ.
103, ση μ. 1).
125
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗ.'..: <->ΕΙΛΣ ΛΙΙΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
χαρακτήρος τaς περl πίm;εως άποφάνσεις τών Οίκουμενικών Σννό δων, ώς το Σύμβολον Νικαίας- Κωνm;αντινουπόλεως και τaς άπα
φάσεις τών τοπικών συνόδων, αί όποίαι έπεκυρώθησαν ύπο Οίκου μενικών Σννόδων.
Μετa ταύτα μνημονευτέα τα σύμβολα Άποστολικον 154 και Άθανα σιανόν155. ΔΕ:ν θa άπεϊχέ τις της πραγματικότητος, έ&.ν έθεώρει το
Άποστολικον σύμβολον ώς εχον άπόλυτον κύρος fι εύρισκόμενον έγ γισt:α προς τa fχοντα άπόλυτον κύρος μνημεία τής Ίερaς Παραδό
σεως, δεδομένου δτι παρa τfιν άφανή
156
αύτοϋ άρχfιν «περιέχει όντως
την παραδοθεϊσαν διδασκαλίαν τών Άποστόλων»
157
. 'Ωσαύτως και το
Άθανασιανον σύμβολον, έaν έξαιρεθοϋν ή άφανfις προέλευσις αύ
τού και ή είς αύτο εισοδος τοϋ Filioque, «κατa τ&λλα όρθοδόξως και έπιτυχώς έκτίθησι τούτο την δογματικfιν διδασκαλίαν τής άρχαίας ήνωμένης τών πέντε πρώτων αίώνων Έκκλησίας, κεκτημένον Ενεκα τούτου ώς και τής άρχαιότητος αύτού μεγάλην θεολογικfιν σημασίαν»ιss.
Έπίσης σπουδαίαν σημασίαν είς τfιν Όρθόδοξον Δογματικfιν 159
κέκτηται και ή 'Ορθόδοξος θεία λειτουργία , τα συγγράμματα των
154. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σσ. 35-51. 155. Αύτόθι, σσ. 95-104. 156. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύvσψις, σ. 12. 157. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 51: ,
t]
τΟν κανόνα της άληθείας η regώam
veritatis
η
fidei
η την διδα
σκαλίαν τfιν καθολικήν, την περιληφθείσαν έν τοίς βιβλίοις της Καινijς Διαθήκης καi.
είτα ό.πο τού β' αίώνος καt έν τοίς βωττιστηρίοις συμβόλοις της Ανατολής Παλαιστινο σuριακijς ρίζης imo διαφόρους παραλλαγaς καi. μορφάς, έν ή κατηχήθησαν καΙ. έβα πτίσθησαν κατa τοος πρώτους αίώνας καt είτα έν τfi Δύσει καθ' ολον τον μεσαίωνα άναρίθμητοι χριστιανοί>>. ΤοΥ AYrOY, Σύvσψις, σ. 12: « ... θa ήδύνατο καt ή 'Ορθόδοξος Καθολικfι Έκκλησία
... να ό.ποδώοη δευτερευόντως καt καταχρηστικώς, ενεκα τijς aφα
νούς άρχής των, τον χαρακτηρα συμβόλων έν εύρυτέρι,:t έννοίι,:t καί είς τα έν ταίς Έκ
κλησίαις τής Δύσεως έν χρήσει όντα σύμβολα Αποστολικον καi. Αθανασιανόν>>.
158. I Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 99. Σημειωτέον δτι τΟ σύμβολον τοϋrο περιελήφθη είς το <<'Ωρο λόγιον το Μέγα>>, εκδ. Άποστ. Διακονίας, Αθήναι '1972, aνευ βεβαίως τού Filioque, ά'λλfι. μετα της έσφαλμένης ένδείξεως «Σύμβολον της πίστεως τού Αγίου Αθανασίου
Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας».
159. Πρβλ. lΩ. ΚΑΡΜιΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σσ. 19-20: «δικαιούται να καταλάβτι θέσιν μεταξiJ τών άρχαίων συμβόλων καt δρων πίστεως άφ' ένος καt άφ' έτέρου τών μεταγενεσrέρων
126
ΚΕΦΑΛΛΙΟ!'-'
!1
Πατέρων τής 'Εκκλησίας, είς τας διδασκαλίας, είς τας όποίας διαπι στσUται συμφωνία Πατέρων
(Consensus Patrum).
τα λατρευτικα έν γένει κείμενα τής 'Εκκλησίας έπιβάλλεται να χρησιμοποιώνται ύπο τής 'Ορθοδόξου Δογματικής μετα προσοχής,
καθ' δσον είς αύτα «συνήθως έπικρατεί ό ποιητικος τόνος και χρω ματισμός, και άπαντώσι ποιητικαl έξάρσεις και ύπερβολαι και γενι
κεύσεις και δραματικαι άπεικονίσεις»
160
• Δικαιολογείται δμως ή
ύπαρξις ένδεχομένης δογματικής άνακριβείας είς τα λατρευτικα κεί μενα τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας; Δεν άντικατοπτρίζει ή 'Ορθόδοξος Λατρεία είς την πληρότητα αύτής το όρθόδοξον πνεύμα, την όρθό δοξον πίστιν; Άναμφιβόλως ό πιστός, ό μετέχων τών λατρευτικfuν
συνάξεων, είναι άνάγκη να λαμβάνη γνησίαν την είκόνα τής δογμα τικής διδασκαλίας τής 'Εκκλησίας, τής όποίας άποτελεί φρουρόν, έν τfi έννοίι.χ τής κοινής συνειδήσεως τής Έκκλησίας
161
• Ή 'Εκκλησία
έχει έπιτακτιΚΟv καθήκον να προσφέρη καθαραν και άνόθευτον 1ίην πνευματικην τροφην είς τα πνευματικά της τέκνα. Ό ποιητικος τόνος
και χρωματισμος δεν δικαιολογεί: είς τα λατρευτικα έκκλησιαστικa
κείμενα την ύπαρξιν διδασκαλιων ξένων και άλλοτρίων προς την Άγίαν Γραψην και την γνησίαν Ίεραν Παράδοσιν τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας. Σημειωτέον δτι, παρα την άπαντfuσαν ένίοτε δογματικην άνακρίβειαν, κυρίως είς τον τρόπον τής διατυπώσεως, το περιεχόμενον τών ύμνων έκφράζει, μετα πολλής έναργείας, σαφηνεί
ας και άκριβείας, τΟν δογματικον πλούτον τής 'Ορθοδόξου Καθολικής
άπλών συμβολικών κειμένων τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας καt ή ίερα Λει
τουργία αύτijς
... Άναμφιβόλως ή 'Ορθόδοξος Λειτουργία είναι τόσον στενώς σννuφα
σμένη προς τήν περt πίστεως καθόλου καt μάλιστα τήν περt 'Εκκλησίας Όρθόδοξον διδασκαλίαν, ωστε άποτελεί αϋτη πλαστικην έκφρασιν τής όρθοδόξσu δογματικής πίστεως καl έξωτερικην έκδήλωσιν και έκφρασιν αύτijς ταύτης τής 'Ορθοδόξου Καθο·
λικfjς 'Εκκλησίας, ής άποτελεί ούσιώδες και άναπόσπαστον χαρακτηριστικον γνώρι σμα, &νευ τού όποίου δέν δύναται να νοηθfi ή 'Εκκλησία αϋτη, και δια τού όποίου δια κρίνεται τών &λλων χριστιανικών 'Εκκλησιών>>. Αύτόθι, σσ.
30, 32.
Ε. SCHLINK, Σημα
σ(α Παραδόσεων, σ. 84: «Χαρακτηριστικον δμως δια τήν Άνατολικi]ν 'Εκκλησίαν εΙναι δτι δόγμα και λειτουργία δέν έλυσαν τον μεταξύ αύτών δεσμόν, άλλ' δτι το δόγμα άρχικώς διετυπώθη ώς λειτουργική έκφρασις. Το δόγμα τής Άνατολικής 'Εκκλησίας καθίσταται δήλον έν τfι λειτουργίςt ώς έκφρασις τής όμολογίας και τής δοξολογίας».
160. I Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 288, ύποσημ. 4. 161. Πρβλ. Β. ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Οίκ. Σύνοδοι, σ. 1064.
ΟΙ ΦΟΙη~ι ~ Ί 11~ ι-Η·:I\~ .\1 !Ο ΚΑι\ \Ί:JΙΕΩΣ
127
'Εκκλησίας 162 • Έπισημαίνων ό Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλος την σπου δαιότητα τής έκκλησιαστικής ψαλμφδίας δια την διαπαιδαγώγησιν
και πνευματικην τροφοδοσίαν τού πιστού σημειοί: «Καλη μεν ή τών ψαλμών λύρα- θεόπνευστος ή τού Πνεύματος κιθάρα- τερπνΟν καί
φοβερον το τής προφητείας i;iσμα· σωτήριος άει ή ψαλμφδία, τα πάθη κοιμίζουσα τn μελφδί<;t. VΟπερ γάρ έστιν άκάνθαις δρεπάνη, τούτο
γίνεται και λύπη ψαλμος ψαλμος γαρ μελφδούμενος έκτέμνει άθυ
μίας ριζοτομεί τaς λύπας άποσπογγίζει τα πάθη· κοιμίζει τοiις θρή νους χειρουργεί τας φροντίδας ψυχαγωγεί τοiις έν όδύναις άμαρ
τωλοiις κατανυγεϊ· έξυπνίζει προς εύσέβειαν· έρημίας πολίζει· τας πό λεις σωφρονίζει· συγκροτεί μοναστήρια· παρθενίαν ύπαγορεύει· πραό τητα έκδιδάσκει· νουθετεί άγάπην· μακαρίζει φιλοπτωχίαν· προς ύπο
μονi]ν άλείφει· είς ούρανοiις μετεωρίζει· στενοχωρεί 'Εκκλησίαν· άγιά ζει ίερέα· δαίμονας φυγαδεύει· προφητεύει τα μέλλοντα- μυστήρια προ
κηρύττει· νομοθετεί τfιν Τριάδα
... »163 •
'Ωσαύτως ή όρθόδοξος έκκλησιαστικfι τέχνη έκφράζει -πρέπει να έκφράζη- το &ρωμα τfjς δογματικής διδασκαλίας τής 'Ορθοδό ξου 'Εκκλησίας. Δια τον λόγον τούτον είναι άπαραίτητον καi το εργον τής είκονογραφήσεως των ναών να έπιτελήται ύπο τfιν καθσ δήγησιν είδημόνων και έμφορουμένων ύπο τοϋ πνεύματος τών όρθο δόξων δογμάτων, «έν γαρ ταίς είκόσιν όρι:'ί>μεν τα ύπερ ήμών τοϋ Δεσπότου πάθη, τον σταυρόν, τον τάφον, τον (Χ.δην νεκρούμενον καi
162.
Πρβλ. Π. 'ΙΡΕΜΠΕΛΑ, Έκλογή ύμvογραqiας, σ.
6:
«Το δογματικΟν περιεχόμενόν τινων
έκ τών ύμνων τούτων παρουσιάζει άκριβεστάτην, εύστοχωτάτην καl άρκοιίντως εύμνη
μόνευτον διατύπωσιν τi'jς χριστιανικής διδασκαλίας. Στίχοι και κώλα οία τά: Το τριλα μπές τής μιό:ς θεότητος διπλούς την φύσιν άλλ' ού τi]ν ύπόστασιv- διο τέλειον αύτον
Θεον καl τέλειον ιiνθρωπον· μηδαμώς ύπομείναντα τροπfιν
fj
φuρμbν η διαίρεσιν, άλλ'
έκατέρας ούσίας τi]ν ίδιότητα σώαν φuλάξαντα· άνάρχφ και γεννήσει τε καl προόδφ Πατέρα προσκννώ τον γεννήσαντα, Υίbν δοξάζω τΟν γεννηθέντα, ύμνώ το σννεκλά μπον Πατρί τε καl Υίίί> Πνεύμα ιiγιον κ.τ.λ., άποτελοίιν στίχους άμιμήτους, είς τοiJς όποίους δια βραχειών προτάσεων καl εύρύθμων λέξεων καθίστανται οίκείαι είς το χριστιανικον πλήρωμα αί βαθύτεραι δογματικαl άλήθειαι, προς πρόσληψιν τών όποίων θα έχρειάζετο ήσκημένος θεολογικΟς νοϋς. Πλούτος θεολογικος λοιπον έξ ένος χαρα
κτηρίζει μέγα μέρος τijς ποιήσεως ταύτης. ΆJJ.iJ. καl δαψιλές χρίσμα εύσεβείας καl εύλαβείας έξ έτέρου διακρίνει έτερον μεγαλύτερον έτι τμήμα αύτής».
163. ΠΡΟΚΛΟΥ
ΚΩΝΣ'ΓΑΝ"ΓΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Λόγ. Β', Είς Πιν έvαvθρώπησιv τού ΚυριΌυ ήμώv
Ιησού Χριστού, καi είς τάς έπαρυστρίδας
1, PG 65, 692BC.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ
128
σκυλευόμενον, των μαρτύρων τσuς &θλους, τους στεφάνους, αύτijν
την σωτηρίαν, ην ό πρωτος ήμων άθλοθέτης και άθλοδότης και στε φανίτης έν μέσφ τής γής κατειργάσατο»
164
. Χαρακτηριστικον παρά
δειγμα είναι ή άπεικόνισις τού Παντοκράτορος είς τον τρούλλον των όρθοδόξων ναων, είς την όποίαν άντικατοπτρίζεται πλουσία δογμα τικη διδασκαλία, άναφερομένη είς την ύπο τού Θεού δημιουργίαν,
σωτηρίαν και κρίσιν τού κόσμου, ώς και ή άπεικόνισις τής βρεφο
κρατούσης Θεοτόκου είς το τεταρτοσφαίριον τf)ς κόγχης, έκφράζου
σα το δόγμα τής σαρκώσεως τού Θεού Λόγου
165
. Μεγάλης σπουδαιό
τητος διa την πνευματικην καλλιέργειαν, παιδαγωγίαν και εύσέβει αν τών πιστων τυγχάνει ό ρόλος των είκόνων
166
, την έποπτικην σημα
σίαν των όποίων έπισημαίνων ό 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός, παρατηρεΊ::
«ΚαL δπερ το'ίς γράμματα μεμυημένοις ή βίβλος, τούτο το'ίς άγραμμά
τοις ή είκών» 167 , τής όποίας ή «τιμη έπl το πρωτότυπον διαβαίνει· καl ό προσκυνών την είκόνα προσκυνε'ί έν αύτfί τού έγγραφομένου την
ύπόστασιν»
168
.
Τοιουτοτρόπως είς την θείαν λατρείαν καl την έκκλησιαστικην τέχνην, άποτελούσας τρόπους έκφράσεως τf)ς έκκλησιαστικής ζωής,
διακρίνομεν άπεικονιζομένην την δογματικην διδασκαλίαν τf)ς Έκ κλησίας16', παρa τaς ένίοτε παρουσιαζομένας άτελείας. Διa τούτο χρησιμοποιούντες την θείαν λατρείαν καl την έκκλησιαστικην τέχνην,
έξ έπόψεως δογματικής, όφείλομεν να έπιδεικνύωμεν την προσήκουσαν
164. Έκ τού «Σννοδικού τής 'Ορθοδοξίας>>, παρa ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 244. 165. Πρβλ. G. SoτιRIOU, Kunst, σσ. 181-182. Κ. ΚΑΛοκΥΡΗ, Ζωγραφική 'Ορθοδοξίας, σσ. 525, 527. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίοτ. Il, σ. 35. 166. Πρβλ.«Σννοδικον τής 'Ορθοδοξίας>>, παρΟ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 245: «... άγιάζε ται μΕ.ν όμοίως δια των σεπτών είκόνων τα ομματα τών όρώντων, άνάγεται δf: δι' αύτών ό νοϋς προς θεογνωσίαν>>. G. GΑLιτιs, Theologίe der Materίe, σ. 460. 167. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Περi είκόvωv I, 17, Kotter, ΠΙ, 93' 8 (PG 94, 1248C). 168. Mansi 13, 377Ε. Πρβλ. Η. BAL"ΓHASAR, Kunst, σ. 720 (γενικώτερον περl τής σημασίας τής τέχνης ώς έκφράσεως τής άποκαλυφθείσης άληθείας, αύτόθι, σσ. 708-726, ενθα καl σχετικη βιβλιογραφία). Β. ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Είκών, σ. 383: «Ούδεμίαν σχέσιν η άναφο
ρΟ.ν προς τΟ.ς σεπτaς είκόνας εχουσιν αί άπαγορεύουσαι τa εrδωλα ρήσεις τής iχγίας Γρα φής, καθ' δσον μάλιστα αί είκόνες άποτελοϋν άποοτολικην παράδοσιν τής 'Εκκλησίας>>.
169.
Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, ·οψειςδόγματος, σ. τ.
1, σ. 155. ΙΩ. τ. Α', σ. 23.
371. ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,Δ.ογματική-Συμβολική, 13 κ. έξ. Γ. ΑΝ"ΓΟΥΡΑΚΗ,Χρ.Άρχαιολογία,
ΦοΥΝΤΟΥΛΗ, Παράδοση, σσ.
ΟΙ ΦΟΡΕΙ~ ΊΊ-ΙΣ ΗΓ::ΙΛ~ ι\ΙlΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
129
προσοχήν, έν σuσχετισμψ προς τα άπόλυτον κύρος εχοντα κείμενα τfις 'Ορθοδόξου Καθολικijς 'Εκκλησίας. Είς τα μνημεία τijς 'Ιεράς Παραδόσεως κατατάσσονται και τα λε
γόμενα «μεταγενέστερα Δογματικοσuμβολικα κείμενα» τijς 'Ορθο δόξου Καθολικijς 'Εκκλησίας, τα όποία σuνετάγησαν άπο τού Θ' αίώνος και έφεξijς, άφ' ένος μεν προς άντιμετώπισιν κακοδοξιών και έτεροδιδασκαλιών τού Παπισμού καl τού Προτεσταντισμού, άφ' έτέ ρου δε προς στήριξιν τού όρθοδόξου φρονήματος. Ταύτα θεωρούνται ώς μη άπηλλαγμένα άποκλίσεων έκ τijς όρθijς και άληθούς όρθοδό
ξου πίστεως και διδασκαλίας
170
• Πρέπει δμως να σημειωθfi δτι δεν
εχουν πάντα τα λεγόμενα Δογματικοσuμβολικα κείμενα την αύτην
ίσχw δια την Όρθόδοξον 'Εκκλησίαν και Θεολογίαν, άλλα τα ύπο συνόδων συνταχθέντα κείμενα εχουν άνώτερον τών λοιπων κύρος.
170.
Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1,
σσ.
20-21:
«οίιδf:ν τούτων εχει σννταχθή ύπο οίκουμε
νικης η πανορθοδόξου τινός Συνόδου, οίιδ' άναπτύσσει θετικώς και πλήρως ίiπασαν την όρθόδοξον διδασκαλίαν, ώς και σιryκριτικώς και άντιρρητικώς προς την τών έτεροδό ξων 'Εκκλησιών, και καθόλου είπεϊν οίιδΕ.ν τοίrτων δtιναται να θεωρηθij ώς κανονι στικον σύμβολον η κανονιστικΟν συμβολικΟν βιβλίον τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκ
κλησίας. 'Ως τοιαύτα λοιπόν, και δη ώς μη προερχόμενα παρ' Οίκουμενικών Συνόδων, τα κατ' όθνείαν άπομίμησιν και κατα συνθήκην λεγόμενα συμβολικα βιβλία τής 'Ορθο δόξου 'Εκκλησίας στερούνται φυσικώς τσϋ άπολύτου, αίωνίου, καθολικσϋ, καl ύποχρε ωτικοϋ κύρους τών συμβόλων, εχοντα μόνον κϋρος σχετικόν, καιρικόν, τοπικΟν και
ούχι οίκουμενικΟν και ύποχρεωτικόν, και άπΟ τής έπόψεως ταύτης δύνανται να χαρα κτηρισθώσιν ώς άπλαί καί έλλειπείς όρθόδοξοι έκθέσεις πίστεως, έκφράζουσαι το
πνεϋμα τής έν η έγράφησαν έποχtjς και πιστοποιοϋσαι τήν δια τών αίώνων άδιάκοπον συνέχειαν και ταυτότητα τής όρθοδόξου πίστεως. Μόνον έαν και έφ' δσον και δταν τύχωσιν άναγνωρίσεως και έγκρίσεως ύπο μελλούσης Οίκουμενικής Συνόδου, δικαιου
μένης να τροποποιήοη καΙ. συμπληρώοη αύτά, θa άποκτήσωm καί ταίιτα το κϋρος τών
συμβόλων, iiλλως έν τ φ μεταξiι έπι τοσούτον Εχουσι κϋρός τι, έφ' δσον συμφωνσϋσι προς τήν διδασκαλίαν τής Άγίας Γραφijς, τών Οίκοuμενικών Συνόδων καΙ. τών 'Ορθοδόξων
Πατέρων καί έν γένει προς τiιν όμόφωνον παράδοσιν τής 'Εκκλησίας». Πλείονα περι τών έν λόγφ κειμένων βλέπε αύτόθι, σσ.
20-33. ΤοΥ ΑΥτΟΥ,Σύνοψις, σσ. 12-14. ΤΟΥ ΑΥ
τοΥ, 'Επιβεβλημένη διόρθωσις. Ή περi τών έσχάτων δογματικi} διδασκαλία τού Πα τριάρχου 'Ιεροσολύμων Δοσιθέσυ, έν Ίεροσολύμοις
1945. ΤΟΥ ΑΥΓΟΥ, Έτερ6δσξοι έπι 1949. ΤοΥ ΑΥΊ'ΟΥ, Ή 'Ομολο γία τήςόρθσδ6ξου πίστεως τού Πατριάρχου 'Ιεροσολύμων Δοσιθέσυ, Άθηναι 1949. ΤοΥ AYfOY, Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτου Κιέβου, Όρθ6δσξος 'Ομολογία, ΔΣΜ, τ. 2, σσ. 582-592. ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑτοΥ, Όρθ. Θεολογία, σσ. 13-14. ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΌΠΟΥΛΟΥ, 'Επι δράσεις, σσ. 20 κ. έξ. Ε. SCHLINK, Σημασ{α παραδ6σεωv, σ. 84. τα μεταγενέστερα Δο γματικοσυμβολικα κείμενα βλέπε παρα IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σσ. 316-503· τ. 2, σσ. 435-1043. δράσεις έπi τάς 'Ομολογίας τσϋ ΙΖ αίώvος, Ίερουσαλi)μ
130
ΚΕΦΑΛΑ10ΝΔ
Δεν εύρίσκονται δηλαδη είς την αύτην βαθμίδα αί άποφάσεις τών ήσuχαστικών λεγομένων συνόδων του ΙΔ' αίώνος προς τας Όμολο~ γίας Πίστεως του ΙΖ' αίώνος. Ή γενικη κρίσις περl του έπικουρικαu χαρακτήρος δλων τών μεταγενεστέρων Δογματικοσυμβολικών κει
μένων δεν είναι δυνατον να γίνη άποδεκτή. Οί συνοδικοl τόμοι τών έτών
1341, 1347 και 1351
έκθέτουν την Όρθόδοξον πίστιν τής Καθο
λικής 'Εκκλησίας περl τής ούσίας καl ένεργείας η ένεργειών τού Θε
ού. Τοιουτοτρόπως αί άποφάσεις τών συνόδων τούτων δf:ν εΙναι δυ νατον να άποτελοw άπλώς έπικουρικην πηγήν δια την Όρθόδοξον
Δογματικήν, κατα την ί::κθεσιν τής περl θείας ούσίας καl ένεργείας όρθοδόξου διδασκαλίας.
δ. Ό έ@μηvεuτικος χαQακτfι@ τfις ΊεQciς ΠαQαδόσεως Ή 'Ιερα Παράδοσις έρμηνεύει την Άγίαν Γραφήν
171
, καθιστώσα
αύτην κατανοητήν, κατα τρόπον εύχερέστερον και άκριβέστερον έκ μέρους τών πιστών. υΟλαι αί χριστιανικαι άλήθειαι δεν έκτίθενται
σαφώς και έναργώς είς την Άγίαν Γραφήν, ώς έπισημαίνει και το γνω στον χωρίον τού άποστόλου Πέτρου
172
. Αί χριστιανικαl λοιπον άλή
θειαι, αί όποίαι έμπεριέχονται είς την Άγίαν Γραφήν, χρήζουν έξη γήσεως, έρμηνείας καl διασαφήσεως ύπο τής Παραδόσεως, και συ
γκεκριμένως ύπο τών κυρίως φορέων αύτής, δηλαδη τών Πατέρων τής 'Εκκλησίας, οί όποίοι «Πρέπει να άποτελούν τους κατ' έξοχην δι δασκάλους καl όδηγαuς της συγχρόνου έρμηνευτικής τών γραφών είς
την προσπάθειαν της κατανοήσεως τοϋ εύαγγελίου ύπο τοϋ άνθρώ που»173. τα άσαφη καl δυσνόητα άγιογραφικα χωρία άπαιτοw το πατερικον φώς καl την πατερικην σκέψιν, δια να καταστούν προσιτα
είς τους πισταuς μετα μεγαλυτέρας εύχερείας καl άσφαλείας. Ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία, ή διακρινομένη δια τi]ν πλουσίαν αύτή ς 'Ιεραν Παράδοσι~
171.
174
, άποδίδει είς αύτην την άληθη σημασίαν αύτής,
Πρβλ. Π. 'ΓΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α, σ.
125: «...
άνευ Παραδόσεως άκριβσϋς δεν θι'χ
ή δυνάμεθα να σuλλάβωμεν το βαθU νόημα τών Γραφών>>.
172. Η' Πέτρ. 3, 16:
«tστι δυσνόητά τινα,
& οί άμαθείς καl άστήρικτοι στρεβλσϋσιν ώς καl
τiχς λοιπι'χς γραφiχς προς τήν ίδίαν αύτών άπώλειαν>>.
173. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Πα:rέρες, σ. 21. 174. Πρβλ. ΑΜ. ΑΛIΒΙΖΑΤΟΥ, Όρθ. Θεολογία,
σ.
10.
131
ΟΙ ΦΟI'I]Σ ΊΊ I~ <-Η .:Ι ΛΣ :\ΙΙΟΚΛι\ YUIF.ΩΣ
άποφεύγουσα τας άκρότητας, αί όποίαι άπαντοw είς τον λοιπόν χρι στιανικον χώρον, ητοι είς τον ΠροτεσταντισμΟν καl τΟν Ρωμαιοκα θολικισμόν175.
Ό Προτεσταντισμος 176 ύποστηρίζει δτι δια την προσοικείωσιν της
σωτηρίας είναι άναγκαία μόνον ή Άγία Γραφή, ή όποία δεν χρήζει αύθεντικής έρμηνείας, άπορρίπτει δε πάσαν έκκλησιαστικijν αύθε
ντίαν, ώς την Ίερaν Παράδοσιν, την Οίκουμενικijν Σύνοδον, τΟν Πά παν177. Ή Άγία Γραψη δεν εχει άνάγκην της Ίεράς Παραδόσεως, άλ
λa δύναται να έρμηνεύση αύτijν άφ' έαυτής
178
. Είς την Παράδοσιν δεν
άποδίδεται άπόλυτος σημασία καl δεν άναγνωρίζεται καθοριστικος ρόλος είς τό έρώτημα: Τίνι τρόπφ έρχεται προς ήμάς σήμερον ή δι
δασκαλία, ή άγγελία τών άποστόλων; Ή Άγία Γραφη προβάλλεται 17
κατ' αύτον τον τρόπον ώς ό μόνος φορεiJς τού λόγου τού Θεού Ό Κα
τα τi]ν Confessio Augustana ή Παράδοσις κατ' ούδένα τρόπον είναι όμοταγης τής Γραφής. Ή Γραψη εχει το πρωτείον άναφορικfuς προς την αύθεντίαν, την σχετιζομένην προς θέματα πίστεως και έκκλησια στικής ζωής. Το πρωτείον τής Γραφής όφείλεται είς το γεγονός, δτι ή Παράδοσις ούδf:ν το νέον προσφέρει εναντι αύτής. Ταυτοχρόνως
έπισημαίνεται δτι δεν ύπάρχει, κατa το πρώτον λουθηρανικον όμο λογιακον έγγραφον, έρμηνεύουσα Παράδοσις
va») ύπΟ
(<
την εwοιαν τής συμπληρώσεως τής Γραφής
180
inteφreti
.
Ό ύπερτονισμος αύτος της Άγίας Γραφής καl ή άπόρριψις της
Παραδόσεως
181
ε ίς τον χώρον τού Προτεσταντισμού άπετέλεσαν καl
175. Πρβλ. Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Όρθ. Θεολογία, σ. 126. 176. Βλέπε ν. MEHEDINτU, Offenbarung- ϋberlίeferung, σσ. 131-213 (Die τradition aus der Sicht der evangelischen Theologie). ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊ'ΑΝτΙΝΙΔΟΥ, Σημnσία Παραδόσεως, σσ. 70-78. 'Ενταύθα δέον να σημειωθii Οτι «αί Προτεοταvτικαl όμολογίαι τού 16ου αίώνος, μολονότι συνέκλιναν είς μίαν βασικην θέσιν, είς την άποκήρuξιν τών σφαλμά των τής Ρώμης, έξέφραζον όχι σπανίως άποκλινούσας θεολογικiχς άπόψεις. Έξ ι'iλλου, δπως το ολον φαινόμενον τής Μεταρρυθμίσεως χαρακτηρίζεται ώς πορεία, ώς δίοδος
μέσφ διαφόρων, ένίοτε δέ άντιφατικών, σταδίων, κατ· άνάλογον τρόπον καi αί Όμο λογίαι διήλθαν άπο διαφόρους φάσεις» (Κ. ΣκοΥΙΈΡΗ, Γένεσις τών 93 άρθρων, σ.
88). 177. IΩ. ΚΑΡΜIΡΗ, Λ.ούθηρος Mα{!ftvoς, ΘΗΕ 8 (1966) 363. 178. Πρβλ. και w. DΑΝτΙΝΕ, Unfehlbarkeit, σ. 29. 179. Κ. SKYDSGAARD, Schrίft-Tradίtίon, σ. 169. J. GEISELMANN, Schrift·Tradίtion, σ. 85. 180. Πρβλ. Β. DIΠRICH, Traditίonsverstiίndnis, σσ. 102-103. 181. την άπόρριψιν τής Παραδόσεως δικαιολογούν οί Διαμαρτυρόμενοι δια τών έξης δύο
732
ΚF:ΦΑΛΑΙΟΝ Δ
τον βασικον λόγον τijς σuστηματικijς έρεύνης τijς Βιβλικijς Θεολο γίας182.
Ό Ρωμαιοκαθολικισμος δέχεται τόσον την Ά γίαν Γραφήν, δσον και τi)ν 'Ιερaν Παράδοσιν ώς φορείς τijς άποκεκαλυμμένης άληθείας. Άμφότεραι πηγάζουν έκ τijς αύτijς θείας πηγijς και κατατείνουν προς
τον αύτον σκοπόν, διδάσκουσαι άλωβήτως καl πιστώς τον λόγον τοϋ Θεού. Ώς έκ τούτου ή 'Εκκλησία δf:ν δύναται νa άντλήση μετa βεβαιό τητος το περιεχόμενον τής Αποκαλύψεως μόνον έκ τής Άγίας Γρα
φf)ς183. Άξιοσημείωτος εlναι έπl τού προκειμένου ή θέσις τού
Joseph
Ratzinger (νύν δf: Πάπα) ό όποίος παρατηρεί δτι «Παράδοσις εlναι κατa την ούσίαν αύτής πάντοτε έξήγησις, δf:ν ύπάρχει άνεξάρτητος,
έπιχειρημάτων: α) Δf.ν φέρει τα γνωρίσματα τού Βικεντίοu, και μάλιστα τής άρχαιότη
τος καt β) Είναι άδύνατον να διασωθfi ή aγραφος διδασκαλία άκεραία καt άλώβητος, μεταβιβαζομένη άπο γενεάς είς γενεάν (Πρβλ. W. ThiLLHAAS, Dogmatik, σ. 319). Ώς προς το πρώτον σημείον πρέπει να ύπομνησθfi ή aγραφος διδασκαλία κατα τοiις πρώ
τους αίώνας. Το δεύτερον στοιχείον είναι οντως άδιανόητον και άκατανόητον δtα τοiις Διαμαρτυρομένοuς, διότι, στερούμενοι 'Εκκλησίας, στερούνται κατ' άκολουθίαν καl τού άλαθήτοu φύλακος τής Παραδόσεως. Καίτοι δμως κατα θεωρίαν οί Διαμαρτυρόμενοι άπέρριψαν την Παράδοσιν, είς τfιν πρaξιν εχονται αύτής. Πολλάκις έθεωρήθη ό Λού θηρος ώς ό φορεiις τού πνεύματος τής 'Εκκλησίας. τα συγγράμματα αύτοϋ ώς άντικα ταστήσαντα τα συγγράμματα τών Πατέρων τής 'Εκκλησίας, άλλiJ.. και τα συμβολικα βι βλία τών λουθηρανών άπετέλεσαν βαθμηδον κανόνα πίστεως προς την Παράδοσιν (ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΊ"ΣΟΥ, Συμβολική, σσ.
(Regula Fidei) άνάλογον 121-122). Τοιουτοτρόπως πα
ρατηρείται άντιφατικότης είς τΟν χώραν τού Προτεσταντισμού. Ένι:ϊ> δηλαδη άπορρί πτεται θεωρητικώς ύπο τών προτεσταντών ή Ίερα Παράδοσις, ώς φορεiJς τfjς χριστια νικής πίστεως, έν τfi πράξει γίνεται χρήσις αiιτής εϊτε ώρισμένων μνημείων τής άρχαί
ας Καθολικής 'Εκκλησίας (δηλ. τώντριών άρχαίων συμβόλων: Νικαίας-Κωνσταντινου πόλεως, Άποστολικόν, Άθανασιανόν), είτε μεταγενεστέρων συγγραμμάτων τοϋ Λου
θήροu και τοϋ Λουθηρανισμού [ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΑουθηραvισμDς, ΘΗΕ
8 (1966) 359J.
Δύναται να λεχθfi δτι κατα τοiJς τελευtαίους χρόνοuς παρατηρείται στροφiι προτεστα ντών θεολόγων προς την Παράδοσιν.
182. <<Το "sola scriptura", ώς ύποχρεωτικfι
θεολογικfι άρχη και εκτυπον δ:μα χαρακτηριστι
κον γνώρισμα τής Μεταρρυθμίσεως, άπαρνηθείσης τfιν άποτελούσαν διά τε riιν Άνα
τολικfιν και Δυtικfιν 'Εκκλησίαν ίσόκυρον πηγην τής πίστεως, riιν 'Ιερaν Παράδοσιν, ύπήρξε, νομίζομεν, το βαθύτερον καl πρωταρχικον κίνητρον, δπερ ώδfιγησεν είς τi]ν συm;ηματικην ερευναν τής Βιβλικής Θεολογίας» (Ν. ΜΠΡΑΊ".ΣΙΩΤΟΥ, Θεολογία π. Δ., σ.
16).
Περl τοϋ ύπερτονισμοϋ τής Άγίας Γραφής είς τον προτεσταντικον χώρον βλέπε
EBELING,
183. Βλέπε
G.
Wort Gottes, σσ. 91-143 (<> und das Problem der Tradition).
σχετικώς άπόφασιν τής Β' Βατικανfις συνόδου, άναφερομένην είς τi]ν σχέσιν
'Ιεράς Παραδόσεως καl Άγίας Γραφής. Παρα Κ. I
uber dίe gottlίche Offenbarung,
κ.
2,
σσ.
220-222.
ΟΙ ΦΟρ~:ιΣ 1Ί 1Σ (-JΕΙΛΣ ΑΙ Ι ΟΚΑΛ ΥΨΕΩΣ
133
άλλ' ώς έξήγησις "βάσει τfjς Γραφής" ... Ώς "Παράδοσις" πρέπει έπίσης
νa μείνη έν τέλει έξήγησις "συμφώνως προς την Γραφην", ύποχρεω
μένη είς την Γραψην
σuνδεδεμένψ>
184
(der Schrift sich verpflichter)
και προς αύτην
• Τούτο δμως δεν διαπιστούται είς τfιν ζωην και την
πρaξιν τής Ρωμαιοκαθολικής 'Εκκλησίας.
Ta ύπ' αύτής καθορισθέντα
νέα δόγματα, ώς του άλαθήτου και του πρωτείου του Πάπα, τής άσπί
λου συλλήψεως τής Θεοτόκου, εύρίσκονται είς άντίθεσιν προς τΥιν άπαραχάρακτον διδασκαλίαν τής 'Εκκλησίας, την έμπεριεχομένην είς την Άγίαν Γραψην και την άκραιφνή καί γνησίαν Ίεράν Παράδο σιν. Ή Ρωμαιοκαθολικη 'Εκκλησία, θεωρούσα την Παράδοσιν ώς τα
μείον πίστεως
(depositum fidei), δημιουργεί αύθαιρέτως έξ αύτου νέα
έσφαλμένα και πεπλανημένα δόγματα, άντιτιθέμενα προς την Άγίαν
Γραφην και την γνησίαν Ίερaν Παράδοσιν
185
•
Ό έρμηνευτικος χαρακτηρ τής 'Ιεράς Παραδόσεως, κατa την όρ
θόδοξον διδασκαλίαν, έπισημαίνεται και είς τον 19ον κανόνα τής Πενθέκτης Οίκουμενικής Συνόδου
(691/692),
ό όποίος σuνιστc}. είς
τους πιστους «έκδιδάσκειν τους τής εύσεβείας λόγους έκ τής θείας
Γραφής άναλεγομένους τa τής άληθείας νοήματά τε και κρίματα και μη παρεκβαίνοντας τους ήδη τεθέντας δρους η την έκ τών θεοφόρων
Πατέρων Παράδοσιν. Άλλα και εί γραφικος άνακινηθείη λόγος, μη άλλως τούτον έρμηνευέτωσαν η ώς αν οί τής 'Εκκλησίας φωστήρες και διδάσκαλοι δια τών οίκείων συγγραμμάτων παρέθεντσ και μάλλον
184. J. RAΊ'ZINGER, Traditionsbegriff, σο. 46-47. Πρβλ J. BEUMER, Miindliche ύberlίeferung, σ. 130: <<'Η φύσις της Παραδόσεως φαίνεται πλήρως καi. τελείως έκπληροuμέvη έπίσης, έaν ύπάρχη συμφωνία μεταξiι τού άντικειμένου αίπίjς καi. της ΓραφίΊς καi. έάν δεν έξέρχεται αίπίjς>>.
185. Πρβλ. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική, σ. 16: «Κατά τiχς θεμελειώδεις αύτών ( = τών δυτι κών) άρχάς ή μεν Γραφiι διδάσκει δ,τι διδάσκει ή Παράδοσις, Παράδοσις δε είνε δ,τι διδάσκει ή Έκκλησία». ΧΡΥΣ. ΙlΑΙΙΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, 'Επιδράσεις, σ. 19. Θ. ΖΗΣΗ, Έρμ. άρχαί, σ. 287. ΑΜ. ΑΑlΒΙΖΑτοΥ, Νέοv Δόγμα, σ. 356: <<ήμείς μεν ( = οί 'Ορθόδοξοι) παραμένο μεν πιστοl είς τfιν βάσιν της πίστεως, ώς α'ϋτη περιέχεται έν τiΊ Άγίr,. Γραφij καl τiΊ Ίερζi Παραδόσει, τϊΊ άπαραιτήτφ ταύtτJ έρμηνείι;χ καt συμπληρώσει της πρώτης, ή δΕ: Ρωμαιο καθολικη Έκκλησία πρεσβεύει είς τfιν δύναμιν της Έκκλησίας ( έκπροσωπουμένης μάλι
στα ύπο μόνου τού Πάπα) τού δημιουργεϊν Ίερiχν Παράδοmν καt έπt ίδίςι. αύθεντίι;ι τού άνακηρύσσειν νέα δόγματα τού Πουργατορίου, τίjς Άσπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, τού άλαθήτου τού Πάπα, vϋν δΕ: καΙ. της είς ούρανσUς Μεταστάσεως της Θεοτόκου καi. εr
τινος aλλου, ίiτινα πάντα άπορρίπτονται ύπό της 'Ορθοδόξου Έκκλησίας».
134
ΚΕΦΑΛΑΙΟ!'\ !1
έν τούτοις εύδοκιμείτωσαν η λόγους οίκείους συντάττοντες»
186
• Ό Μ.
Βασίλειος άναφέρει σχετικώς: «Πίστιν δf: ήμείς οmε παρ' &.λλων γρα
φομένην ήμίν νεωτέραν παραδεχόμεθα οmε αύτοι τα τής ήμετέρας
διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμώμεν, ίνα μη άνθρώπινα ποιή σωμεν τa τής εύσεβείας ρήματα, άλλ' άπερ παρa τών άγίων Πατέρων
δεδιδάγμεθα ταύτα τοίς έρωτώσιν ήμiiς διαγγέλλομεν»
187
•
Οί Πατέρες τής 'Εκκλησίας δf:ν διετύπωσαν είς τa συγγράμματα αύτών μόνον την προσωπικήν των πίστιν, άλλa και την όμολογίαν δλης τής Έκκλησίας 188 • Είς τa συγγράμματα τών Πατέρων «άντανα κλα.ται ή έκκλησιαστικη συνείδησις και το βαθυ αίσθημα της εύθύνης εναντι τού συνόλου τής 'Εκκλησίας
... ή
ίερa Παράδοσις μεταδιδομέ
νη ώς ζωη άπο γενεaς είς γενεάν, φέρεται έν τοίς €ργοις τών Πατέ ρων»18'. Οί Πατέρες, διαθέτοντες εύρυτέραν έμπειρίαν της άληθείας, άποτελούν τους
-
κατa το δυνατόν- άσφαλε ίς σηματοδότας, τους
παρέχοντας την γραμμην πλεύσεως, κατa την προσπάθειαν έρεύνης
186. Παρι'χ ΡΑΛΛΗ-ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα, τ. Β', σ. 346. 187. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπισrολή 140, Courtonne, 11, σ. 61. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έπι σrολή 151, PG 83, 1440: <<ήμείς τοίς θείοις λογίοις άκολουθοϋμεν καί τούτοις ΟΟτασι τοίς άγίοις. Δια γαρ τής τοϋ Πνεύματος χάριτος εις το τής θεοπνεύστου γραφής καταδύντες βάθος, αύτοί δέ την αύτής διάνοιαν έγνωσαν καί τοίς μαθείν βουλομένοις δήλην ταύ την άπέφηναν».
188. Πρβλ. ΓΡΗτΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Καm Εύνομίου, Jaeger, τ. Il, σσ. 8427 Κ. έξ. (ΒΕΠΕΣ 67, 311 3 κ. έξ.). Γ. ΦΛΟΡοΦΣΚΥ, Γρηγόριος Παλαμάς, σ. 103: «'Η διδασκαλία τών Πατέρων είναι το Lδιον άπλοϋν κήρυγμα, το όποίον παρεδόθη καί έφuλάχθη διι':ι των άποστόλων ΟΟταξ,
και δια παντος ... Το άποστολικόν κήρυγμα ζfi έν τfi Έκκλησίc;χ. Έν ήj έννοίc;χ ταύτη ή διδασκαλία των Πατέρων άποτελεί μόνιμον κατηγόρημα τής χριστιανικής iιπάρξεως,
σταθερον καί τελικον μέτρον και κριτήριον τής όρθής πίστεως. 'Επομένως ή στροψη
ήμών προς τοuς Πατέρας είναι κάτι περισσότερον άπο iχπλήν ίστορικfιν άναδρομην είς το παρελθόν καί είς τfιν άρχαιότητα». Β. ΑΝΑΓΝΩΣΊΌΠΟΥΛΟΥ, Πατέρες-Διάλογοι, σ.
648: <<Η πατερικfι διδασκαλία και Παράδοσις ένσαρκώνει, έρμηνεύει καί έκπροσωπεί τfιν πίστιν τής άδιαιρέτου 'Εκκλησίας, δπως έδίδαξεν αύτην ό ίδρυτfις αύτής Κύριος ήμών Ίησοϋς Χριστος καί οί άμέσως διάδοχοι Αύτοϋ Άπόστολοι, δπως διεμορφώθη αϋτη είς την άρχέγονον 'Εκκλησίαν
imo τών διαδόχων έκείνων Πατέρων και Διδασκά
λων καΙ. δπως έξειλίχθη κατα τοUς έπακολουθήσαντας αίώνας, κατα τοiις όποίους έν τiΊ
ένότητι τής πίστεώς της, ποu έπεκύρωσαν καl διεκήρυξαν οί Πατέρες των Οίκουμε νικών Σννόδων, συνεκρότει την Μίαν, Άγίαν, Καθολικfιν και Άποστολικi]ν Έκκλησίαν>>.
189.
Μ. ΦΑΡΑΝτοΥ, ·οψεις δόγματος, σ.
374.
Πρβλ. αύτόθι, σ.
375:
«Οί Πατέρες ταυτίσα
ντες σχεδον την ζωήν των προς την ζωfιν της 'Εκκλησίας, έκφράζονν έντόνως τfιν συνεί δησιν και την πίστιν αίnής και iiρα τα δόγματα της άποκαλύψεως».
ΟΙ Φοrι:ι;: ΙΊ ι:.: ΗΕI.\Σ
.\1 101\ΛλΥ\.ΙJΕΩΣ
135
των διαφόρων θεολογικών προβλημάτων και οίκειώσεως των άλη θειων της χριστιανικής διδασκαλίας. Βεβαίως οί Πατέρες καίτοι κατέχουν πληρεστέραν έμ:πειρίαν της άληθείας, παρa ταύτα ύπόκει νται είς το ένδεχόμενον πλάνης. Το άλάθητον δf:ν δύναται νa άπο δοθfι είς ούδένα &.νθρωπον, οίανδήποτε και δ.ν κατέχη θέσιν είς την έκκλησιαστικην ίεραρχίαν. VΕκαστος &.νθρωπος, λόγφ τού πεπερα
σμένου αίrτού χαρακτήρος, ε lναι δννατΟν να παρεκκλίνη τού όρθοίι, νa έκτραπft της άληθείας
190
• Ένίοτε παρατηροίιμεν ώρισμένας άλη
θείας τονιζομένας ύπο των Πατέρων, λόγφ των άναγκων τής έποχης,
λόγφ τών έσφαλμένων άντιλήψεων έπι θεμάτων χριστιανικής πίστε ως καl διδασκαλίας. Το στοιχείον «αίρεσις» δηλαδη έλαμβάνετο όπωσδήποτε ύπ' όψιν κατa την διατύπωσιν της χριστιανικής άληθεί
ας. Οί Πατέρες έξftρον τaς άληθείας έκείνας, αί όποίαι έκλονίζοντο ύπο των έκάστοτε έμφανιζομένων αίρέσεων. υΟτε δμως ή έντασις
ύπερέβαινε το μέτρον, ώδήγει είς πλάνην καl έκτροπην έκ τής άλη θείας καΙ. τής γνησίας διδασκαλίας. Τοιουτοτρόπως έχομεν το παρά
δειγμα τού Αλεξανδρείας Διονυσίου
(248-264/5),
ό όποίος ζητών νa
190. Τfιν fuτοψιν αύτην εύρίσκομεν διατυπουμένην καl είς το άκόλουθον χωρίον τού IEPOY ΦΩΠΟΥ: «Εί καl είρήκασι τούτο οί δηλωθέντες(= Άμβρόσιος, Αύγουοτίνος, 'Ιερώνυ μος) άλλΟ. κατ' οίκονομίαν ίσως είρήκασιν
...
εί καl τής άκριβείας ώς άνθρωποι παρε
σύρησαν, δ πολλοl πεπόνθασι τών μεγάλων έν τισι, ώς Αλεξανδρείας Διονύσιος
... τών
έπt άγιωούντι όνομασθέντων· ών τινας ρήσεις ούκ άποδεχθήναι ... τfι έκκλησί~ καl ταύτα έπl άλλοις σφόδρα θαυμαζομένων>> (Κατά τώv τής Παλαιiiς Ρώμης θ',
393ΑΒ). Πρβλ. ΣΩΚΡΑτοΥΣ, Έκκλ. ίσr., Σϊ, 17, PG 67,7168: «εί τι
PG 102,
oUv έν αύτοίς (=
τοίς βίβλοις Ώριγένους) έφεύρω καλόν, τούτο δρέπομαι, εί δέ τί μοι άκανθώδες φα νείη, τούτο ώς κεντοw ύπερβαίνω>>. ΣΊΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θέση Ώριyέvη. σ.
327:
<<Επειδfι μάλιστα ή θεολογία σriιν άληθινiJ της μορψη συνιστ(i έκφραση τής ζωής τής Έκκλησίας, έπεται δτι ό καταδικασμένος 'Ωριγένης κατα κάποιο τρόπο ύπάρχει σriι
ζωή της, άφοϋ συνεχώς διαβάζεται καt χρησιμοποιεiται, άναφέρεται θετικα η άρνητι κά. Το φαινόμενον είναι ίσως δυσεξήγητο για την αύτόνομη έρευνητικfι θεολογία, άλλα μάλλον ι'χπλο για τη συνείδηση τής άνατολικής Έκκλησίας καt θεολογίας, ή όποία τον άγάπησε καl τΟν καταδίκασε, τόν άγκάλιαοε με άπέραντη θέρμη καl τΟν άπέρρι ψε μέ άποτροπιασμό>>.
Tov
Avτov, Πατρολογία, σ.
45,
ένθα άναφέρονται πατερικαi.
παρεκκλίσεις καl πλάναι, ώς αί χιλιαοτικαl άντιλήψεις τού Είρηναίου, τα περi. ταυτό
τητος ούσίας καi. ύποοτάσεως τού Μ. Άθανασίου, ή άντίληψις περl άποκαταοτάσεως τών πάντων τού Γρηγορίου Νύσσης. Μ. ΦΑΡΑΝfΟΥ, Δογμ.
- Ήθική, Είσαγωyικά,
σ.
40:
<<Η έκ τών ύοτέρων άνακήρυξις ύπο τής Έκκλησίας τών Πατέρων ώς Άγίων οίιδόλως
συνεπάγεται και τό άλάθητον της θεολογίας των. Ή άγιότης εΙναι πολu εύρυτέρα έννοια της Θεολογίας
... >>.
136
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΔ
aρη την σύγχυσιν μεταξu Πατρος και Υίοϋ, την όποίαν έπρέσβευεν ό
Σαβέλλιος καί οί όμόφρονες αίrτού 19 \ περιέπεσεν είς το άντίθετον aτοπον, ύποσtηρίξας «ποίημα και γενητόν είναι τον υίον τού θεού, μήτε δΕ φύσει ίδιον, άλλα ξένον κατ' ούσίαν αίrτον είναι τού Πατρός ώσπερ έσtiν ό γεωργος προς την aμπελον και ό ναυπηγος προς το
σκάφος και γάρ, ώς ποίημα ών, ούκ fιν πρiν γένηται»
192
• Ό Μ. Βασί
λειος, γράφων είς τον φιλόσοφον Μάξιμον σχετικώς προς τον Διο
νύσιον, παρατηρεί: «Ού πάντα θαυμάζομεν τού άνδρός Εσtι δε α καl παντελώς διαγράφομεν
...
Αίτιον δέ, οίμαι, ού πονηρίι;χ γνώμης άλλα
το σφόδρα βούλεσθαι άντιτείνειν τφ Σαβελλίφ
...
Άντιβαίνων γaρ
σφοδρώς τfί άσεβείι;χ τού Λίβυος, έλαθεν έαυτον είς το έναντίον κακον ύπο τής aγαν φιλοτιμίας ύπενεχθείς» 193 • Τοιουτοτρόπως ό Διο νύσιος Άλεξανδρείας, «διασtροφfί την διαστροφην διορθούμενος»
194
,
ώδηγήθη είς το άντίθετον aκρον, χωρlς δμως να παραμείνη είς την
πλάνην, άλλ' άπολογηθεiς άποκατεσtάθη είς την όρθην πίστιν, μη ένταχθεlς εi.ς την αίρεσιν τού Άρείου 19S, ώς σαφώς άπεδείχθη έκ τού γεγονότος, «δτι μήτε παρ' έτέρων έπισκόπων έπ' άσεβείι;χ καταγνω σθεlς άπεβλήθη τfjς έπισκοπfjς ώσπερ ούτοι (οί άρειομανίται) τού κλήρου μήτε αύτος ώς αίρεσιν έκδικών έξήλθε τfjς έκκλησίας,
άλλ' έν αύτfί κεκοίμηται καλώς καl ή μνήμη μέχρι νϋν αύτοϋ μετa τών Πατέρων έστl και γέγραπται. εί γαρ ήν τα τούτων φρονήσας fι
περl ών έγραψε μη ήν άπολογησάμενος, ούκ ήν άμφίβολον, δτι πά ντως τα αύτα και αύτος αύτοίς έπεπόνθει» 196 • Ή χριστιανικη πίστις
191. Μ. ΑθΑΝΆΣΙΟΥ, Περi Διοvυοίου 5, ΒΕΠΕΣ 31, 205 3-18 (PG 25, 485C-488A). 192. Αύτόθι, 4, ΒΕΠΕΣ 31, 20418- 22 (PG 25, 485C). 193. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, 'Επιστολή 9, 2, Courtonne Ι, σ. 38. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί Διονυ 31 σίου 4, ΒΕΠΕΣ 31, 2043.. : <<εί δέ καιρού καl προσώπου πρόφασις εϊλκυσεν αύτόν τοι αϋτα γράψαι ... >>. 194. ΓΡΗΙΌΡΙΟΥ ΘεοΛοrοv, Λόγ. Κ, 5, Mossay, SC 270,66 19-6827 (ΒΕΠΕΣ 59, 14424 "29): <<Προ σκυνοϋμεν ούν Πατέρα καl ΥίΟν καl Πνεύμα &.γιον, τας μεν ίδιότητας χωρι'ζοντες, ένοϋντες δέ την θεότητα· και oifrε είς εν τα τρία συναλείφομεν, ϊνα μή τήν Σαβελλίου νόσον νοσήσω μεν, ούτε διαιροίίμεν είς τρία έκφυλα και άλλότρια, ίνα μη τα Άρε ίου μανώμεν. Τί γαρ δεί, καθάπερ φυτΟ-ν έτεροκλινες πάντη καμπτόμενον βίς.ι μετάγειν είς
το ετερον μέρος διαστροφfι την διαστροφiιν διορθουμένους, άλλα μη προς τό μέσον εύθύνοντας έν δροις ϊστασθαι τής θεοσεβείας;>>.
195. Πρβλ. Μ. ΑθΑΝΆΣΙΟΥ, Περi Διονυοfου 6, ΒΕΠΕΣ 31, 196. Αύτόθι, 3, ΒΕΠΕΣ 31, 204'·• (PG 25, 484BC).
20sι"-"
(PG 25,
488ΑΒ).
ΟΙ ΦΟΡF:ΙΣ Ί111.: ΗΕΙΑΣ ΛΠΟUΛΥΨΕΏΣ
137
έδράζεται έπi της έν 'Ιησού Χριστψ θείας Άποκαλύψεως, ή όποία εί ναι ή άλήθεια, αί δΕ: διδασκαλίαι του Σαβελλίου, δια τfίς φαύλης συ
ναιρέσεως, και τού Άρε ίου, δια τfjς άτοπωτέρας διαιρέσεως, άποτε 19
λοίιν άκραίας θέσεις καi έκτροπας έξ αύτής '.
Ή άναφορα είς τον όρον τfjς
!S. Οίκουμενικης συνόδου ότι ή
σκαλία τών Πατέρων είναι «άπλανής>>
198
διδα
, ητοι &.νευ πλάνης, δΕ:ν ση
μαίνει ότι άποδίδεται όρθοδοξία και κύρος είς όλόκληρον το έργον έκάστου έκκλησιαστικού Πατρός
199
, άλλΟ. μόνον είς τaς διδασκαλίας
και τaς άπόψεις έκείνας, αί όποίαι έγένοντο δεκται ύπο τfjς 'Ορθο δόξου Καθολικής Έκκλησίας, ήτοι έκφράζονν την καθολικi]ν συνεί δησιν τfjς Έκκλησίας καί κηρύσσονται ύπ' αύτης.
Σχετικώς προς την έκφρασιν «σuμπληρωματικος χαρακτijρ τfίς 'Ιεράς Παραδόσεως», ό όρος «σuμπληρωματικος» 200 χρησιμοποιείται
197. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ', 6, Mossay, SC 270, 68'-70" (ΒΕΠΕΣ 59, 144"145'). Ν. ΞΕSΑΚΗ, Βέκκος, σ. 72. 198. υΟρος πίστεως τίjς έν Χαλκηδόνι τετάρτης Οίκουμενικής Σννόδου παρα ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 174: «ΛΟ δη και πεποιήκαμεν κοινft ψήφφ τα τής πλάνης άπελάσαντες δόγματα, την δε άπλανή τών Πατέρων άνανεωσάμενοι πίστιν ... >>. Πρβλ. ΣτΥΛ. ΠΑΠΑ ΔΟΠΟΥΑΟΥ,Πατρολογία, σ.
43.
199. Ό ίερος ΦΩΠΟΣ φρονεί δτι οί Πατέρες είναι δννατόν να πλανηθούν είς θέματα, περl τών όποίων δεν ύπήρξε «ζήτησις», δεν έζητήθη δηλαδiι ή γνώμη αύτών προς λύσιν και ρίου δια την έποχην καt μετα τijς σωτηρίας συνδεομένου θέματος (Έπιστολαi Ε, Πρός τόv Ακυληίας Μητροπολ(τηv, σ.
196). 200. Περt τού συμπληρωματικού χαρακτήρος τής Ίεράς Παραδόσεως έν σχέσει προς ri]ν Άγίαν Γραφiιν βλέπε: Κ. ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ, 'Επιδράσεις, σ. 120, ένθα ούτος προτείνων, ώς σύνεδρος τού Α' 'Ορθοδόξου Θεολογικού Συνεδρίου, τα έξεταστέα ζητήματα τού
έπομένου Συνεδρίου, σημειοϊ: «Έαν δύναται να yίvrι παρ' ήμϊν άποδεκτi] ή παρα τfι δυτικfί έκκλησίc;χ έπικρατούσα διάκρωις τής ίεράς Παραδόσεως είς άποοτολικiιν καt έκκλησιαστικiιν καt έαν ή πρώτη έκτι μόνον έρμηνευτικΟν χαρακτijρα η και προσθε τικον ώς προς την αγίαν Γραφήν». Ζ. ΡΩΣΗ, Δογματική, τ.
1, σ. 29: «... ή
έν τfι όρθοδόξφ
Έκκλησίc;χ διαφuλαττομένη γνησία παράδοσις, ή συμπληροϋσα καt έρμηνεύουσα ri]ν Γραφήν». ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική, σ.
3: << ... νοουμένης τής Παραδόσεως έν στενft έννοίc;χ, έν άντιθέσει προς ri]ν έγγραφον διδασκαλίαν τής άγίας Γραφijς, ώς περιλαμ βανούσης διδάγματα τής πίστεως η ούδαμώς η σκιωδώς περιεχόμενα έν τfι Γραφfi ... ». ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σ. 9: «'Όύ γαρ πάντα άπΟ τής θείας Γραφijς δύναται λαμβάνε σθαι· διο τά μi;ν έν Γραφαϊς, τα δi; έν Παραδόσει παρέδωκαν οί aγιοι Άπόστολοι" (Εm ΦΑΝΙΟΥ, Κατ' αίρέσ.
61, 6, PG 41, 1048). 'Επομένως ή Άποστολικ1) Παράδοσις έχει έν
σχέσει προς την άγίαν Γραφiιν τούτο μεν έρμηνευτικόν, τούτο δΕ: προσθετικΟΎ και συμ
πληρωματικόν χαρακτήρα». Αύτόθι, ύποσημ. 3: <<Άξιοσημείωtον είναι δτι τον συμπλη ρωματικόν χαρακτήρα τijς ίεράς Παραδόσεως, πλiιν τών 'Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθο λικών, δέχονται καί τινες Διαμαρτυρόμενοι, καΙ. μάλισtα Άγγλικανοί. Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,
ΚF:ΦΑΛΑΙΟ!\: Δ
738
ένταίιθα έν καταχρηστικft έννοί<;ι, ητοι δχι έν τfi έννοί<;ι οτι ύπάρχοuν δογματικαl άλήθειαι έν τfί 'Ιερ(i Παραδόσει μη άπαντ&σαι εστω καl
έν σπέρματι έν τij Άγί<;ι Γραφfί, άλλ' έν τfί έννοί<;ι οτι ή Ίερα Παρά δοσις έρμηνεύει και άναπτύσσει εύρύτερον τας ηδη ύπαρχούσας θείας
άληθείας και ένίοτε παρέχει ώρισμένα ίστορικα και aλλα τινα στοι χεία, τα όποία διαφωτίζουν έναργέστερον τα γεγονότα τfjς θείας Άπα καλύψεως έν τfί Άγί<;ι Γραφfί, ώς χαρακτηριστικ&ς άναφέρει ό 'Ιωάν νης ό Δαμασκηνός: «Ού μόνον δε γράμμασι τον έκκλησιαστικον θε σμον παρέδωκαν "οί αύτόπται και ύπηρέται τού λόγου", άλλα καl άγράφοις τισl παραδόσεσι. Πόθεν γαρ οίδαμεν τον Κρανίου τόπον
τον άγιον; Πόθεν το μνfjμα τfjς ζωfjς; Ού παίς παρα πατρος άγράφως παραλαβόντες; Το μεν έν τόπφ Κρανίου σταυρωθfjναι τον Κύριον
γέγραπται καl ταφfjναι έν μνημείφ, δ έλατόμησεν Ίωσfιφ έν τfί πέ τρ<;ι· Οτι δε ταmά έστι τα νυν προσκννούμενα, έξ άγράφου παραδό σεως οίδαμεν καl πλείστα τούτοις παρόμοια»
201
•
Κυρίως λοιπον ή Ίερα Παράδοσις έρμηνεύει και άναπτύσσει τα
έν τfί Άγίι;χ Γραφfj έμπεριεχόμενα. Ό Γρηγόριος Νύσσης σημειοί
σχετικ&ς: «&γαρ έκείνος ( ό Μωυσfjς) είπεν έν όλίγοις τε και εύπερι γράπτοις τοίς ρήμασι, ταmα διa τής ύψηλfις φιλοσοφίας ό διδάσκα
λος ήμ&ν αύξήσας, ούχl άσταχνν, άλλa δένδρον έποίησε κατa τον όμοιωθέντα τfί βασιλεί<;χ. τού σινάπεως κόκκον, τον έν τfί καρδίι;χ
τοϋ γεωργοWτος άποδενδρούμενον
'Ορθοδοξία καi Προτεσταvrισμός, Άθήναι ΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σσ.
201.
... » 202 • Tomo έπισημαίνει ό ίερος
1937, σο. 366 κ. έξ., 371 κ. έξ.». Ν. ΜΗτΣΟ
30-31.
IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Περi είκόνωv Πρβλ. αίιτόθι,
Il, 16, Kotter ΠΙ, 111 1-113 45 (PG 94, 1301C). 20, Kotter 111, 119' (PG 94, 130SB): «v0τι ού νέον το τών είκόνων έφεύ 4
ρημα και ή τούτων προσκύνησις, άλλ' άρχαία τfις 'Εκκλησίας Παράδοσις, δέχου τών γραφικών καi πατρικών χρήσεων τον έσμον». ΤΟΥ ΑΥ'ΓΟΥ, λόγος δεύτερος είς τi}ν
ένδοξον κοίμησιν τής Θεοτόκου καi άειπαρθένου Μαρίας,
Voulet, σ. 170: << ... τfι μέν
άγίq. και θεοπνεύστφ γραφή ούκ έμφέρεται τα κατa την τελευτην τής άγίας Θεοτόκου
Μαρίας έξ άρχαίας δέ και άληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν, δτι έν τφ καιρQ.ι τfις ένδόξου κοιμήσεως αίιτϊις, οί μέν aγιοι σύμπαντες άπόστολοι
... έν καιρού ροπfi
μετάρσιοι συνήχθησαν είς 'Ιεροσόλυμα».
202. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Άπολογητικός πρός Πέτρον τον άδελψlν αύτού, Περi τής έξαημέ ρου, Προοίμιον, PG 44, 64Α. Πρβλ. αίιτόθι, 61: <<'Ον γaρ ί::χει λόγον προς τον κόκκον ό iiσταχυς, και έξ έκείνου ων, κάκείνο μη ων, μάλλον δέ έκείνο μέν ών τfί δυνάμει,
παρηλλαγμένος δέ μεγέθει και κάλλει και ποικιλίq. και σχήματι· τον αίιτον είποι τις &ν
139 Πατήρ, άναφερόμενος είς τα ύπο τού Μ. Βασιλείου γραφέντα σχε
τικώς προς την δημιουργίαν τοϋ κόσμου. 'Ενταύθα τονίζεται ή άνά πτυξις τών νοημάτων, τα όποία έγράφησαν έν σuντομίι;t και περιε
κτικότητι ύπο τοϋ Μωυσέως είς το βιβλίον της Γενέσεως. Κατ' αύτον τον τρόπον δυνάμεθα να συλλάβωμεν
-
κατα το δυνατον- το νόημα
τών ύπερφυσικών άποκεκαλυμμένων θείων άληθειών, αί ό:ιωίαι έμπε ριέχονται είς την Άγίαν Γραφήν.
Το γεγονος τοίrτο καθίσταται σαφέστερον και είς το έργον τών συνόδων. Τοιοmοτρόπως ή Α' Οίκουμενικη Σύνοδος έπέτυχε, δια τού φωτισμού τού άγίου Πνεύματος, να κατανοήσn όρθώς τΟν νοίιν τών Γραφ&ν και να διατυπώσn τi]ν περl. «όμοουσίου» διδασκαλίαν
τής 'Εκκλησίας. Οί Πατέρες τής Συνόδου, έχοντες ώς βάσιν καi κρη πίδα τi}ν Άγίαν Γραφήν, κατώρθωσαν, διa τής ίκανώσεως αύτών ύπο τής θείας άντιλήψεως, «λευκότερον είπεϊν καΙ. γράψαι, όμοούσιον
είναι τψ πατρι τον υίόν»J03 • την σημασίαν τής Άγίας Γραφής, ώς καθοριστικού παράγοντος διατυπώσεως τfις δογματικής διδασκα
λίας, μαρτυρεί καi το γεγονος τfις διαμάχης περι το «iiγραφον»
204
ήδη
έν τfι άρχαίQ. Έκκλησίι.χ. Βεβαίως ό δρος «όμοούσιος» δεν εύρίσκε
ται έν τfi Άγία Γραφfi, άπαντ(i δμως ούτος κατa περιεχόμενον. Λα βόντες λοιπον ύπ' όψιν οί Πατέρες τής Συνόδου άγιογραφικa χωρία,
ώς «Πάντα δσα έχει ό Πατi]ρ έμά έστι» έσμεν»
206
205
, «έγrο και ό Πατηρ εν
, «ό έμε έωρακrος έώρακε τον πατέρα»
207
, προέβησαν είς την
έπέχει λόγον προς τi]ν τού Μεγάλου Μωυσέως φωνήν, τa παρa τού Μεγάλου Βασιλεί ου διa φιλοπονωτέρας θεωρίας έξεργασθέντα νοήματα». ΗΛ. Οικ.ΟΝΟΜΟΥ, Κοσμογο
νία, σ.
48: «'Η ταυτόχρονη όμοιότητα καt άνομοιότητα κόκκου και φυτού σίτου όφείλε
ται στΥιν ταυτότητα τής ούσίας καt τi]ν άνομοιότητα τών σταθμητών συμβεβηκότων ("μεγέθους, κάλλους, ποικιλίας καt σχήματος"). Διατιιποϋται δηλαδiι ή άρχή δτι ή μία
203.
ούσία λαμβάνει στΥιν φύσι διάφορες μορφές, χωρtς νa άναιρεθή>>. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, VΟτι ή έv Νικαίr;χ σύνοδος έωρακvία 20, ΒΕΠΕΣ 31, 161~" (PG 25, 452Β): <<ήναγκάσθησαν καt αύτοt
(=
οί Πατέρες τijς συνόδου) συναγαγεϊν έκ τών
γραφών την διάνοιαν καί, iiπερ πρότερον F.λεγον, ταύτα πάλιν λευκότερον είπείν καt
γράψαι, όμοούσιον είναι τ<ϊ> πατρt τΟν uίόν ... >>. Πρβλ. ΣΊΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αθανά σιος, σσ.
204.
62-63.
Περi. τού όμοουσίου, βλ. Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Δογματική, τ. Β'.
Περl άγράφων βλέπε ΣΥΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Παιiρες, σα.
σιος, σσ. 46 κ. έξ.,
205. Ίω. 16, 15. 206. Ίω. 10, 30. 207. Ίω. 14, 9.
106-108.
64-78. ΤΟΥ ΑΥΙΌΥ,Αθαvά-
740
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΔ
διατύπωσιν και τον καθορισμον τής περι «όμοουσίου» διδασκαλίαξ08 • 'Εν τfί συναφείι;χ. ταύτη, άπαντών και ό Γρηγόριος Θεολόγος περι της
θεότητος τού Άγίου Πνεύματος, έπισημαίνει, δτι τούτο δεν εΙναι ξέ νον και παρείσακτον, άλλa γνωστον και είς τοiις παλαιοτέρους και είς τοiις συγχρόνους. Ή γνώσις δΕ. αύτη έπιτυγχάνεται διa μελέτης
και έμβαθύνσεως τών θείων Γραφών. Ό μετa προσοχής και ίδιαιτέ ρας έπιμελείας έξετάζων τaς θείας Γραφaς καi είς το «άπόθετον κάλλος» είσερχόμενος, εύρίσκεται είς θέσιν νa άναγνωρίση την ύπο το γράμμα θείαν πραγματικότητα209 • Ή θεότης τού άγίου Πνεύματος
όχι μόνον φέρεται διεσπαρμένως, άλλa και διήκει δι' δλης τής Άγίας
Γραφής. Έκεϊνο το όποίον εχει σημασίαν εΙναι ή παρουσία τfίς κατa περιεχόμενον σχετικής διδασκαλίας είς την Άγίαν Γραφήν
210
• Το θε
μέλιον, έπl τού όποίου στηρίζεται ό καθορισμος τής δογματικής διδα
σκαλίας τfίς 'Εκκλησίας, εΙναι ή Άγία Γραφή, νοουμένη ώς σύνΟψις
208. Πρβλ. ΤΩΝ ΚΑΤ' ΑΙΓΥΙΠΟΝ ΚΑΙ ΛmΥΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ και Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Κατά .fιρει 40 αvιiίν πρός τσiJς έv :Αφρικfί τιμιωτάτους έπισκόπους 8-9, ΒΕΠΕΣ 31, 141" (PG 26, 1041D-1044C): «πάλιν δΕ είπάτωσαν, ει δύναται τα γενητa εί.πείν· "πάντα, δσα έχει ό Πατήρ, tμά έστιν;" 'Έχει δΕ: το κτίζειν, το δημιουργείν, το άίδιον, το είναι παντοκρά τωρ, το ίiτρεπτον. τα γaρ γενητa ού δύναται έχειν το δημιουργείν· κτιστa γάρ έστι·
ούδΕ το άίδιον· άρχfιν γaρ έχει τοϋ εtναι· ούδΕ: το παντοκράτωρ καi aτρεπτον· κρατού μενα γaρ και τρεπτijς φύσεώς έστιν, ώσπερ αί Γραφαι λέγουσιν
... και τοϋτό έστιν· ... Οϋτω νοή
"Έγω και ό Πατήρ, έν έσμεν", και "ό έμΕ: έωρακιtlς έώρακε τον ΠατέραΆ'
σαντες οί Πατέρες έγραψαν όμοούσιον ... ». 209. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΑ', 21, Gallay, SC 250, 31426-316 11 (ΒΕΠΕΣ 59, 276\().19): «Πάλιν και πολλάκις άνακvκλείς ήμίν το ίiγραφον. VΟτι μΕ:ν ούν ού ξένον τούτο ( == το
άγιον Πνεύμα), ούδΕ: παρείσακτον, άλλα καi τοϊς πάλαι και τοίς νϋν γνωριζόμενον καl παραγυμνούμενον, δέδεικται μΕ:ν i}δη πολλοίς τών περi. τούτου διειληφότων, δσοι μη ρι;χθύμως μηδε παρέργως ταίς θείαις Γραφαίς έντvχόντες, άλλα διασχόντες το γράμμα
και είσαι παρακύψαντες το άπόθετον κάλλος ίδείν ήξιώθησαν και τψ φωτισμψ τής γνώ σεως κατηυγάσθησαν. Δηλώσωμεν δΕ: και ήμείς έξ έπιδρομής, δσον ένδέχεται, τοϋ μη δοκείν είναι περιττοί τινες μηδΕ: φιλοτιμότεροι τοϋ δέοντος "έποικοδομοϋντες έπl θε μέλιον άλλότριον"». Περl. τοϋ άποθέτου κάλλους βλέπε ΣτΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρο λογ/α, σσ.
37-42. 210. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, VΟτι ή έv Νικαίr;χ σύνοδος έωρακυία 21, ΒΕΠΕΣ 31, 162,..z' (PG 25, 453ΑΒ): «γινωσκέτω δε δμως, ει τίς έστι φιλομαθής, δτι εί και μη οuτως έν ταίς γρα φαίς είσιν αί λέξεις, άλλά, καθάπερ εϊρηται πρότερον, τiιν έκ τών γραφών διάνοιαν
ί:χουσι και ταύτην έκφωνούμεναι σημαίνουσι τοίς εχουσιν είς εύσέβειαν τiιν άκοiyν
24, Gallay, SC 250, 320'-322 13 (ΒΕΠΕΣ είκόvωv, Kotter Ill, 122 1' 8 (PG 94, 13338C).
όλόκληρον». ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘJΞΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΑ',
59, 277'""").
IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, Περi
ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ τΙ!.:: ΘΕΙΛΣ ΛΙlΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
τfjς Άποστολικης Παραδόσεως
141 211
και κατ' άκολουθίαν ώς αύτάρκης 212 •
Δεν δύναται νa νοηθfi δογματικη διδασκαλία μη άπαντώσα έστω και
άμυδρώς έν τfi Άγίcι. Γραφfi. Βεβαίως ούδεις δύναται νa άρνηθfi την άγραφον δογματικην Άποστολικην Παράδοσιν, ή όποία δμως, έστω
και έν σπέρματι, άπαντ(i έν τfi Άγίrι. Γραφfi. Τούτο δυνάμεθα νa δια κρίνωμεν και είς το χωρίον τού Εύαγγελιστού 'Ιωάννου, άναφέρο
ντος: «Πολλa μεν OW και άλλα σημεία έποίησεν ό 'Ιησούς ένώπιον τών μαθητών αύτού, α ούκ έστι γεγραμμένα έν τψ βιβλίφ τούτιμ· ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε δτι 'Ιησούς έστιν ό Χριστος ό υίος
τού Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωην εχητε έν τφ όνόματι αύτοίι»
213
•
'Ενταύθα έπισημαίνεται ή προς σωτηρίαν τού άνθρώπου αύτάρκεια τού γραφικού λόγου. Ό Μ. Βασίλειος, παρατηρών δτι άλλα μεν έκ
τών δογμάτων και κηρυγμάτων έχομεν έκ τfjς έγγράφου, άλλα δε έκ της άγράφου Παραδόσεως, άναφέρει άρκετa παραδείγματα άγρά
φου Παραδόσεως, ώς π. χ. το σημείον τού σταυρού, διiχ τού όποίου οί έλπίζοντες είς το όνομα τού Κυρίου ήμών 'Ιησού Χριστού έκφράζουν την προς Αύτον πίστιν αύτών, την προς άνατολaς στροψην κατa την
rοραν της προσευχής και έν τέλει την όμολογίαν πίστεως είς τον Πα
τέρα, τον Υίον και το άγιον Πνεύμα 214 • Ταύτα δεν είναι δυνατον νa νοηθούν ώς μη έδραζόμενα έπt τfjς Άγίας Γραφής. Δυνάμεθα νa εί πωμεν δτι τa ύπο τού Μ. Βασιλείου παρατιθέμενα παραδείγματα άγράφου παραδόσεως συνιστούν έκφρασιν τfjς έν τfi Άγίrι. Γραφfi έμπεριεχομένης άποκεκαλυμμένης άληθείας. Άλλως τε είς το αύτο
211. Πρβλ. Κ ΣΚΟΥΓΕΡΗ, Δογματική, σ. 14: «Η Άγία Γραφiι είναι, κατά τινα τρόπον, σύνο ψις τijς δογματικής διδασκαλίας, ένφ ή 'Ιερa Παράδοmς φέρει κατa το μάλλον και
ήττον άνεπτuγμένας θεολογικώς τaς αl.ωνίοιις δογματικaς άληθείας».
212. Πρβλ. Μ. ΑθΑΝΆΣΙΟΥ, Κατa Έλλήvων 1, Thomson, σ.
z···· (Camelot, σ. 46): «αίιτάρκεις
μΕν γάρ είσιν αί aγιαι καi θεόπνευσι:οι γραφαi Προς τijν τfις άληθείας έπαγγελίαν>>. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Ύπόμv. είς Πράξεις, Όμιλ. Α',
καl τί δήποτε ούχi. πάντα συνέγραψε
1, PG 60, 15: «Εί δέ τις λέγοι· (:::: ό Λουκάς), μέχρι τέλους &ν μετ' αίιτσϋ ( = τσϋ
Παύλου); έκείνο &.ν είποιμεν, δτι. και ταίιτα άρκσϋντα ήν τοίς βουλομένοις προσέχειν ... ».
213.
1ω. σ.
214.
20, 30-31. 460.
Πρβλ. Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Ίησσύς, σ.
49.
ΧΡ. ΒΟΎΛΓΑΡΗ, Έvότης 'Εκκλησίας,
Βλέπε Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περi άγ. Πνεύματος, κεφ. ΚΖ',
(ΒΕΠΕΣ
52, 286-289).
66-67, Pruche, SC 17 bis, 478-490
142
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ.
ΠεριΆγίου Πνεύματος Ε.ργον αύτοίι ό ίερος πατf)ρ σημειοί: <<Αλλ' ού
τούτο ήμίν έξαρκεί, ότι τών πατέρων ή παράδοσις κάκείνοι γaρ τφ βουλήματι τής Γραφfjς ήκολούθησαν, έκτων μαρτυριών, &ς μικρφ
πρόσθεν ύμίν έκ τής Γραφfjς παρεθέμεθα, τaς άρχaς λαβόντες
... »215 •
Ή Άγία Γραφiι λοιπον άποτελεί το σημείον άναφοράς προς καθορι
σμον και διατύπωσιν πάσης θείας άληθείας. Ή Άγία Γραφη διακρίνεται μεν διa την αύτάρκειαν αύτfjς κατa
περιεχόμενον, άναφορικώς προς τaς προς σωτηρίαν άπαραιτήτους άληθείας, οχι όμως και διa την σαφήνειαν αύτfjς. Ώς παρατηρεί ό Κλήμης ό Άλεξανδρεύς, «διa πολλaς τοίνυν αίτίας έπικρύπτονται τον νοίιν αί γραφαi πρώτον μεν ίνα ζητητικοi ύπάρχωμεν και προσαγρυ
πνώμεν άεi τii τών σωτηρίων λόγων εύρέσει, επειτα ότι μηδε τοίς άπασι προσήκον νοεϊν, ώς μη βλαβείεν έτέρως έκδεξάμενοι τα ύπο τού άγίου πνεύματος σωτηρίως εi.ρημένα»
216
• Ή άσάφεια τfjς Άγίας
Γραφfjς άποτελεί εΙδος σιωπής, διa τfjς όποίας καθιστ(i δυσχερfj την
κατανόησιν τών δογμάτων έπ' ώφελείι;χ των άναγνωστών217 • Ώς παρά
δειγμα σιωπfjς άναφέρομεν τi]ν μυστικότητα, ύπο τfjς όποίας περιε βάλλετο, κατa τοiις πρώτους χριστιανικοiις χρόνους, το Σύμβολον τfjς
πίστεως. Σχετικώς παρατηρεί ό Κύριλλος 'Ιεροσολύμων: «Ούχ ότι ούκ άξια λαλιάς τα λεγόμενα, άλλ' ότι ή άκοη άναξία του δέξασθαι» 218 •
215. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί άγ. Πνεύματος, κεφ. Ζ', 16, Pruche, SC 17 bis, 300 (ΒΕΠΕΣ 52, 24320-23 ). Πρβλ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ,Ά γία Γραφή, σ. 122: «Τοιουτοτρόπως ή "ίiγραφος παρά δοσις" είς την λατρείαν και τα σύμβολα δεν προσθέτει πραγματικa τίποτε είς το περιε χόμενον τής πίστεως τής Άγ. Γραφiiς, άλλα μόνον καθιστζi τi]ν πίστιν αύτην περισσό τερον εύκρινή».
216.
ΚΛΗΜΕΝΊΌΣ ΑΛΕΕΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματεϊ:ς Σϊ,
15, ΒΕΠΕΣ 8, 225 39-226' (PG 9, 349BC). 18 25 Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΑ', 27, Gallay, SC 250, 330&- 16 (ΒΕΠΕΣ 59, 279 " ); Ην τινα τψ Σωτήρι ... & μη Μνασθαι τότε βασταχθήναι τοϊς μαθηταϊς έλέγετο, δι' &ς εfπον tσως αίτίας, καl δια τοίιτο παρεκαλύπτετο· και πάλιν πάντα διδαχθήσεσθαι ήμάς ύπΟ τοϋ Πνεύματος ένδημήσαντος. Τούτων εν είναι νομίζω καl αύτην τοϋ Πνεύματος την θεότητα, τρανοιιμένην είς ύστερον, ώς τηνικαϊιτα ώρίμου και χωρητής Ίjδη τυyχα νούσης τής γνώσεως, μετa την τοϋ Σωτήρος άποκατάστασιν, ούκέτι άπιστοuμένου τψ θαύματι>>.
217. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί άγ. Πνεύματος, κεφ. ΚΖ', 66, Pruche, SC 17 bis, 484 (ΒΕΠΕΣ 52, 288'""'): <<Σιωπής δε είδος καl ή άσάφεια, ii κέχρηται ή Γραφή, δuσθεώρητον κατασκεu άζοuσα τών δογμάτων τΟν νοϋν, προς το τών έντuγχανόντων λυσιτελές>>. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡ ΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σσ. 41-42. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ,Άγία Γραφή, σσ. 120-121. 218. ΚΥΡlΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ, Προκατήχησις, 12, Reischl-Rupp, σ. 16 (ΒΕΠΕΣ 39, 45',_").
<)I
Φ< Η} ΕΙ~ ΊΊ I~ ΗΕIΛ~ ΛΠUΚΛΛ ΥΙ.\.ΙF.ΩΣ
143
"Ητο άναγκαία δηλαδη κατάλληλος προπαρασκευfι και προετοιμα σία διa την γνώσιν και προσοικείωσιν τών θείων άληθειών. Τοιουτο
τρόπως έν τfl Άγίq.. Γραφfl έμπεριέχονται πάσαι αί σωτηριώδεις άλή θειαι, εστω και σκιωδώς και έν σπέρματι, προς κατανόησιν δε αύτών άπαραίτητος τυγχάνει ή παρουσία τής 'Ιεράς Παραδόσεως. Δεν θa
ήτο ύπερβολη να σημειωθfl δτι ή Άγία Γραφη δεν θα fίτο κατανοητη
&νευ τής 'Ιεράς Παραδόσεως, ώς ό Τριαδικος Θεος δεν θα fΊτο κατα νοητος aνευ τής δια τών θείων Αύτού ένεργειών Άποκαλύψεως 'Εαυ τού. 'Εκ τών άνωτέρω δύναται να συναχθft το συμπέρασμα, ότι ούδό
λως μειοϋται ή Ίερa Παράδοσις, θεωρουμένη ώς μη συμπληρούσα κατa το δογματικον περιεχόμενον την Άγίαν Γραφήν. Δέον δε να έπισημανθfl δτι ή Άγία Γραφi] κατανοείται εύρισκομένη έντος τού
φυσικού αύτfίς περιβάλλοντος, ήτοι είς την Ίερaν Παράδοσιν έν τft ΈκκλησίQ..
ε. Το ίσόκυρον τής Άγίας Γραφής καl της Ίερίiς Παραδόσεως
Άγία Γραφi] και Ίερα Παράδοσις εΙναι ίσότιμοι, ίσόκυροι, ίσο στάσιοι και ίσοδύναμοι, άπαρτίζουν ένότητα και συνιστούν ένιαίαν 9
πορείαν τής 'Ορθοδόξου θεολογίαξ • Έπισημαίνων ό Μ. Βασίλειος
το ίσόκυρον έγγράφου και άγράφου Παραδόσεως, παρατηρεί: <
έν τft Έκκλησίι.χ πεφuλαγμένων δογμάτων και κηρuyμάτων , τα μεν 220
έκ τfjς έγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε έκ τής τών άποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ήμίν έν μυστηρίφ παρεδεξάμεθα· fuτερ άμ φότερα τfιν αύτην ίσχw έχει προς την εύσέβειαν»
221
• την ένότητα τής
Άγίας Γραφfjς και τής 'Ιεράς Παραδόσεως άποδίδει χαρακτηριστι
κώτατα το Συνοδικον τής 'Ορθοδοξίας τήςΖ' Οίκουμενικfjς Συνόδου:
«Οί Προφfίται ώς εΙπον, οί Άπόοτολοι ώς έδίδαξαν, ή 'Εκκλησία ώς
219. Πρβλ. Π. ΜπΡΑΊ'ΣΙΩ'fΟΥ, Βίβλος, σ. 508. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σ. 8. Ν. Nιssιons, Ein· heit, σ. 272. EL. 0ΙΚΟΝΟΜΟS, Bibel, σ. 41. ΣτΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολο'(ία, σ. 43. ΧΡ. ΒΟΥΛΓΑΡΗ, ΈvότηςΈκκλησίας, σ. 466. Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Βέκκος, σ. 88. 220. Ή έννοια τών δρων δόγμα καt κήρυγμα είναι ίδιάζουσα. Βλέπε σχετικώς Γ. ΦΛΟΡΟΦ ΣΚΥ, Α '(ία Γραφή, σ. 118. Γ. ΓΑΛΠΗ, Γραφiι-Παράδοσις, σ. 183. W. RORDORF - Α. SCHNEΙDER, Tradίtίonsbegriff, σ. 145, ύποσημ. 1. Η. OVEN, Erkenntnίslehre, σ. 73. 221. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί άγ. Πνεύματος, κεφ. ΚΖ', 66, Pruche, SC 17 bis, 478-480 (ΒΕΠΕΣ 52, 28634 "37 ).
ΚΕΦΑΛΑ10~ Δ.
144
παρέλαβεν, οί Διδάσκαλοι ώς έδογμάτισαν, ή οίκουμένη ώς συμπε φρόνηκεν
... ΑiJτη ή πίστις τών Άποστόλων, αuτη ή πίστις τών Πατέ
ρων, αuτη ή πίστις τών Όρθοδόξων» 222 • Τοιουτοτρόπως Άγία Γραφη καί Ίερα Παράδοσις, μη άντιτιθέμεναι προς άλλήλας, άλλα τό αύτο
περιεχόμενον κατέχουσαι, κέκτηνται το αύτο κϋρος δύο πτuχας ένος και τοϋ αύτοϋ πράγματος
224
223
και άποτελοϋν
•
Παρα το ίσόκυρον όμως Άγίας Γραφής και 'Ιεράς Παραδόσεως ή
Άγία Γραφiι συνιστ(Χ σταθερον και κανονιστικον Ίεραν Παράδοσιν
226
225
μέγεθος δια την
• Ό Μ. Βασίλειος άποδέχεται τας άγράφους δι
δασκαλίας, έφ' όσον δεν είναι «άπεξενωμέναι της κατα την γραψην εύσεβοϋς διανοίας» Ό 'Επίσης ό αύτος ίερος πατηρ παρατηρεί: «Δεί 22
γαρ τον άκροατi]ν τοiις παιδευομένους ταίς θείαις Γραφαίς δέχε σθαι, τα δΕ: άλλότρια άποβάλλεσθαι, καί το ίς τούτοις έπιμένοντας δι
δάγμασιν άποστρέφεσθαι σφοδρότερον»
228
• Ή βασικη δε και χαρα
κτηριστικη έκφρασις «Κατa τaς γραφάς» «σημαίνει δύο tινά: πρώτον ότι ή αύθεντικη ΠΑΡ ΑΔΟΣΙΣ τότε μόνον άποδίδεται όρθώς και
άνευ άντιφάσεως, μέσφ τfίς έκκλησιαστικfίς παραδόσεως, έaν αύτη
είναι ή άπλη συνέχισις και έκθεσις έκείνου, το όποίον άναφέρεται είς την Γραφήν· και δεύτερον ότι ή Γραφη ή ίδία
(die Schrift selbst)
είναι ό μοναδικος αύθεντικος κρίκος μεταξiι ΠΑΡ ΑΔΟΣΕΩΣ και παραδόσεως
222.
(TRADITION UND tradition)» 229 •
Παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
ΒΕΠΕΣ
1, σ. 244. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Πρός Σεραπίωvα Α', 28, 33, 116' 4 (PG 26, 593C-596A): ηδωμεν ... καi. αύτην την έξ άρχfjς παράδοσιν
καi διδασκαλίαν καi πίστιν τfjς καθολικfjς 'Εκκλησίας, ijν ό μεν Κύριος εδωκεν, οί δε άπόστολοι έκήρυξαν καi οί πατέρες έφύλαξαν». Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Γραφή-Παράδοσις, σ.
223.
Πρβλ. Ρ. BRAτsιons, σ.
224.
Orthodoxer Beitrag,
σσ.
22-24.
176.
Ν. ΜΠΡΑΊ"ΣΙΩΤΟΥ, Θεολογία Π.Δ.,
16.
Πρβλ. Ν. Nιssιons,
Einheit, σ. 271. Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Γραφή-Παράδοσις, σσ. 175-176. Κ. Ta 39 άρθρα, σο. 193-197. ΦΑΡΑΝΓΟΥ, vΟψεις Δόγματος, σ. 370.
ΣΚΟΥΊΈΡΗ,
225. 226.
Πρβλ. Μ.
Περl τής σχέσεως Άγίας Γραψης καl 'Ιεράς Παραδόσεως ύπο εποψιν έρμηνευτικfιν βλέπε Κ. ΠΑΠΑΠΕτrΟΥ, Ούσία Θεολογίας, σ.
74. EL. ΟικΟΝΟΜΟS, Bίbel, σ. 43. ΙΩ. 127. 227. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περl πίστεως 1, ΒΕΠΕΣ 53, 24''-25' (PG 31, 677BC). 228. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Παρiχ Ά vασταοίου Σιvαfτου, 'Ερωτήσεις καί Άποκρίσεις, Είς έρώτησιν ΜΗ', PG 89, 608Β. 229. Ν. Νιssιοηs, Einheit, σ. 272. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική-Συμβολική, σ.
ΟΙ ΦΟΡΕΙ Σ ΊΙΙΣ ΗΕΙΑΣ ΑΠ ΟΚΑΛ ΥΨΕΏΣ
t45
στ. Ό δυναμικος χαρακτfιρ τής Ίερίiς Παραδόσεως Έν τfl όρθοδόξφ θεολογί<;Χ ό δυναμικος χαρακτηρ της 'Ιεράς Πα ραδόσεως σημαίνει άφ' ένος μεν την άνανεωτικην, άφ' έτέρου δε την
άμετάβλητον παρουσίαν τής ύπο τού ένανθρωπήσαντος Θεού Λόγου κηρυχθείσης και διa τών Άποστόλων διαδοθείσης διδασκαλίας. Τοι ουτοτρόπως ό δυναμικος αύτος χαρακτηρ δεν νοείται ώς δημιουργία
νέων δογμάτων, γεγονος το όποίον θa εlχεν ώς συνέπειαν την άλλοί ωσιν και παραφθορaν τής άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας, οUτε ώς στατικον μέγεθος
230
προς έξασφάλισιν τού άμεταβλήτου. Έπι τού
προκειμένου δυνάμεθα νa έπισημάνωμεν την σuvύπαρξιν δυναμικού και άμεταβλήτου στοιχείου, την παρουσίαν τοϋ άνανεωτικοϋ και άναλλοιώτου χαρακτήρος της Άποστολικης-Έκκλησιαστικής Παρα
δόσεως. Ή Ίερa Παράδοσις «σημαίνει ού μόνον την φύλαξιν τής έγκύρου περi τοϋ 'Ιησού Χριστού ίστορικής μαρτυρίας, άλλa και την αύθεντικην άνάπτυξιν αύτής κατa τaς άπαιτήσεις τών διαφόρων έποχών. Διa τούτο ή άνάπτυξις αύτη παρουσιάζει περισσότερον βιω
ματικον και όλιγώτερον θεωρητικον περιεχόμενον»
231
• VΕκαστον
στοιχείον, το όποίον, άνακαλυπτόμενον έν τη παρόδφ τοϋ χρόνου
έντος τοϋ χώρου τής Έκκλησίας Ζ, δεν άντίκειται προς την Άποστο 23
λικην Παράδοσιν, δύναται νa ένσωματωθ'fί είς την Παράδοσιν τής
Έκκλησίας
233
, άλλως άποκρούεται και άποβάλλεται ώς προκαλούν
άνατροπην τής Παραδόσεως
234
• Τον έπιτυχή δυναμικΟν χαρακτήρα
τής Παραδόσεως διακρίνομεν είς την άνάπτυξιν τών μη σαφώς έν τfΙ Άγί<;Χ Γραφή διατυπουμένων διδασκαλιών, ώς τοϋ όμοουσίου Πατρος
121-123. ΤΟΥ ΑvτΟΥ, Einheit, σ. 281. Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, 202. 231. Μ. ΣιΩτοΥ, Ελληνική διανόησις καi χρισrιανικη πίστις, Άθήναι 1971, σ. 72. ΧΡ. ΒοΎΛ ΓΑΡΗ, Ενότης Εκκλησίας, σ. 456. 232. Πρβλ. Ν. ΜΑΊ"ΣΟΥΚΑ, Διαλεκτική, σ. 142: «Το περιβάλλον τής Έκκλησίας σUτως η 230.
Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΊΉ, 'Ορθοδοξία, σσ.
Όρθ. Εκκλησίαι, σ.
211.
Π. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ιστορικός Ίησσϋς, σ.
aλλως δίδει δλην την iiνεσιν δια τfιν όμαλi]ν πορείαν. Ούτω ή προσαρμοyiι προς το περιβάλλον άφ' ένος μεν άνανεώνει το περιεχόμενον τής πίσι:εως (διότι το έκφράζει με νέας μορφάς) άφ' έτέρου δε διατηρεί άλώβητον αίιτην ταύτην τfιν έν Χρισι:ψ άποκαλυ φθεϊσαν άλήθειαν. Ή Έκκλησία διαλέγεται προς τΟν κόσμον καt ζητεί τρόπους μετα
δόσεως τού ΕύαΎΎελίου>>.
233. Πρβλ. Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ, Παράδοσις-;ιt vαvέωσις, σσ. 235-236. 234. Πρβλ. ΕΜΜ. ΚΩΝΣΊ'ΑΝτΙΝΙΔΟΥ, Παράδοσις, σ. 9: <<Η Είκονομαχία έθεωρήθη, καΙ. ορθώς, ώς άνατροπi] τής Παραδόσεως τής Έκκλησίας>>.
ΚΕΦΑΛΑ10ΝΔ
146
και Υίού, τής θεότητος τού άγίου Πνεύματος, της διακρίσεως ούσίας και ένεργειών τοϋ Θεού
235
•
Παράδοσις, διαθέτουσα τον δυναμικον χαρακτηρα, δεν σημαίνει μόνον παρελθόν, δηλαδη ίστορίαν, άλλα συγχρόνως παρον και μέλ
λον, δηλαδη ζωi)ν
236
έντός της 'Εκκλησίας, ή όποία είναι σώμα Χρι
στού, ό όποίος είναι «χθες και σήμερον ό αύτος και είς τσuς αίώ νας»237, «ό &ν και ό ήν και ό έρχόμενος» 238 • Νοείται λοιπον ή έν 'Ιησού Χριmφ άποκαλυφθείσα και ύπ' Αύτοϋ παραδοθείσα είς τοvς Άπο mόλους άλήθεια ώς γεγονος τού παρόντος, το όποίον κατατείνει
προς το μέλλον. Αί τρείς χρονικαl διαmάσεις ταυτίζονται είς τον χώ
ρον τής 'Εκκλησίας, άπαρτίζουσαι αίώνιον παρόν. Δια τούτο, δταν όμι λώμεν περl Παραδόσεως έντος τού χώρου της 'Εκκλησίας, έννοούμεν εν γεγονός, το όποίον δεν άνήκει άποκλειστικώς και μόνον είς το
παρελθόν, άλλ' εν γεγονός, το όποίον έντάσσεται ταυτοχρόνως είς το παρον καl το μέλλον, εν γεγονος ζωfις
239
•
Ό δυναμικος χαρακτηρ της 'Ιεράς Παραδόσεως, εχων την εννοιαν τής άνανεώσεως, άναπτύξεως καΙ. προσφοράς της ύπο τού 'Ιησού Χρι σtού παραδοθείσης άληθείας ύπο νέαν και οίκειοτέραν μορφήν, δtν έπιτρέπεται να όδηγήση είς άλλοίωσιν τής χριστιανικής διδασκα
λίας. Είς περίπτωσιν δt κατα τi)ν όποίαν παραποιηθfί ή άκραιφνi)ς καΙ. γνησία Παράδοσις, θα άκούσωμεν τσUς λόγους τού Κυρίου: «μά
την δε σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας έντάλματα άνθρώπων. άφέντες γαρ την έντολην τού Θεού κρατείτε την παράδοσιν τών άν θρώπων»240. Ό Μ. Βασίλειος παρατηρεί σχετικώς: «χρη γαρ άπαρά βατον μένειν άει την έν ζωοποιψ χάριτι δεδομένην παράδοσιν» 241 , «άνένδοτον φυλασσέσθω το φρόνημα ήμών, &.σειmον το στερέωμα
235. 236.
Πρβλ. Γ. ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ, Όρθ. Παράδοσις, σ. Πρβλ.
48.
L' Orthodoxie, Paris 1932, σ. 32. Ν. Νιssιοηs, Einheit, σ. 281. G. GALΠIS, Theologie der Materίe, σ. 462. Γ. ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ, Παράδοσις.!Α ναvέωσις, σ. 247. S.
BULGAΚOV,
237. Έβρ. 13, 8. 238. Άποκ. 1, 4. 239. Πρβλ. Ae. ΓΙΕΦΠfΣ, Θεολογία-Παράδοσις, σ. 56. 240. Μάρκ. 7, 6-8. 241. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περi άγ. Πνεύματος, κεφ. ΙΒ', 28, Pruche, SC 17 bis, 346 253""). Πρβλ. ΜΑΞ!ΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΠροσψίJνησις, σ. 69.
(ΒΕΠΕΣ
52,
Ul ΦOI'EI~ τι ΙΣ ΗΕΙλΣ ΛΙIΟΚΛΛ ΥΨΕΩΣ
147
τής είς Χριστον πίστεως διατηρείσθω
... Πίστιν δε ήμείς οϋτε παρ' iiλ
λων γραφομένην ήμίν νεωτέραν παραδεχόμεθα οϋτε αύτοl τα τής ήμε τέρας διανοίας γεννήματα παραδιδόναι τολμώμεν, ίνα μή άνθρώπινα ποιήσωμεν τα τής εύσεβείας ρήματα, άλλ' fuτερ παρα τών ά.γίων Πα τέρων δεδιδάγμεθα ταύτα τοίς έρωτώσιν ήμάς διαγγέλλομεν
... »242 •
Το γεγονος τής άνa τον κόσμον έξαπλώσεως τής άποκαλυφθείσης έν 'Jησου Χριστφ θείας άληθείας δεν συντελεί είς τήν διάσπασιν και παραποίησιν αύτης, ώς σημειοί και ό Λυώνος Είρηναίος: «Τούτο το
κήρυγμα παρειληφυία, και ταύτην τfιν πίστιν
...
ή 'Εκκλησία, καίπερ
έν δλφ τφ κόσμφ διεσπαρμένη, έπιμελώς φυλάσσει, ώς ένα οίκον οί κοuσα- καl όμοίως πιστεύει τούτοις, ώς μίαν ψυχην και την αύτην ε
χουσα καρδίαν- και συμφώνως ταmα κηρύσσει, και διδάσκει, και πα ραδίδωσιν, ώς εν στόμα κεκτημένη. και γαρ αί κατα τΟν κόσμον διάλε κτοι άνόμοιοι, άλλ' ή δύναμις τής παραδόσεως μία και ή αύτή
... ώσπερ
ό ήλιος, το κτίσμα τοϋ θεοϋ, έν δλφ τφ κόσμφ είς και ό αίτtός ούτω και το κήρυγμα τής άληθείας πανταχft φαίνει, και φωτίζει πάντας άν θρώπους τους βουλομένους είς έπίγνωσιν άληθείας έλθείν» 243 • Ή ποι κιλία τών έκκλησιαστικών έθίμων δεν παραβλάπτει την άκεραιότητα
και γνησιότητα τής ούσίας τής άληθσUς χριστιανικής διδασκαλίας, ώς έπεσημάνθη και κατa τους πρώτους χρόνους τής ίστορικής πορείας τής ζωής τής Έκκλησίας244 • 'Ωσαύτως καi ή σuγκληθείσα έν Κωνστα
ντινουπόλει σύνοδος τού
879/880
ι:fιρισεν δπως έκάστη τών κατα τό
πους 'Εκκλησιών φυλάττη τα άρχαία αύτης Εθη 245 •
242.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπισι:ολiι (ΒΕΠΕΣ
140, ΠρΟς τfιv .:4 vτιοχέωv 'Εκκλησίαν 1-2, Courtonne ΙΙ, σ. 61 IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Περί είκόvωv, Il, 71, Kotter III,
55, 167-168). Πρβλ.
168'·• (PG 94, 1284Α): «Διο δυσωπώ τΟν τοϋ θεού λαόν, το έθνος το δ.γισν, τών έκκλη σιαστικών άνθέξεσθαι παραδόσεων. Ή γaρ κατa μικρον των παραδεδομένων άφαίρε
σις ώς έξ οίκοδομfις λίθων θάττον άπασαν τfιν οίκοδομfιν καταρρήγvuσιν>>.
10, 2, ΒΕΠΕΣ, 5, 115·"-116'0 (PG 7, 552Α-553Α). 151, PG 83, 1440D: <<ΟύδΕ yaρ ή διαφορά των γλωττών διαφορaν δογμάτων είργάσατο ... >>. ΧΡ. ΒοΥΛΓΑΡΗ, ΈvότηςΈκκληαίας, σ. 466. Κ. RAHNER, Unfehlbarkeίt, σ. 26. 244. Πρβλ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Έκκλ. ίοτορία Ε', 24 (ΒΕΠΕΣ 19, 343'-344"). Β. ΑΝΑ ΓΝΩΣΊ'ΟΠΟΥΛΟΥ, Πατέρες-Διάλογοι, σ. 652. Γ. ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ, Έκκλ. Έvότης, σ. 173. 245. Παρa !Ω ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 271: «'Η άγία Σύνοδος είπεν· εκασι:ος θρόνος έσχε
243.
ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, νΕλεyχος Αυώvος Α',
Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΗΓΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έπισι:ολiι
148
ΚF:ΦΑΛΑJΟΝ Δ
ζ. ΚQιτήQια τής Ίερίiς Παραδόσεως
Κριτήρια, προσδιορίζοντα το άνόθευτον και γνήσιον τής 'Ιεράς
Παραδόσεως, θεωρούνται ή άρχαιότης, ή καθολικότης και ή ύπο πά ντων συμφωνία, ώς διατuποϋται ύπο τού Βικεντίου τού έκ Λειρίνου: «δ,τι πάντοτε, πανταχού και ύπο πάντων έπιστεύθψ> 246 • Έπι τού προ κειμένου παρατηρούνται λίαν εύστόχως τα άκόλουθα: «αύτονόητον δτι κατa την συστοιχίαν ταύτην τού γενομένου έντα1Jθα συλλογισμού
ύπάρχει περίεργος μέν, άλλ' άληθης καθ' έαυτην, άντισι;ροφή τις δρων μεταξiJ "Παραδόσεως" καl "πιστεύοντος άνθρώπου", ή έξijς: ένφ θα tδει ή Παράδοσις καθ' έαυτην να έλέγχη τον άνθρωπον έπι όρθότη τι πίστεως και άληθείι.ι, ό άνθρωπος δια τού "πανταχού, πάντοτε καl όμοφώνως" πιστευομένου ύπ' αύτού, καθίσtαται ό έλέγχων την άλή θειαν καl άκρίβειαν τού ύπ' αύτου πισtευομένου, i]τοι τού περιεχο
μένου τής παραδόσεως, είς τρόπον μάλισtα ώσι;ε, δσον ό μη κατa την
Παράδοσιν πιστεύων κρίνεται και είναι αίρετικος καl άνορθόδοξος, έπι τοσούτον και ή μη "πανταχοϋ,πάντοτε και ύπο πάντων" πισtευο
μένη Παράδοσις να μη είναι άληθης καl όρθόδοξος»
247
• Τοιουτοτρό
πως κατανοούμεν το ύπο του 'Ιωάννου τού Δαμασκηνού σημειούμε νον: «ό γaρ μη κατα την παράδοσιν της Καθολικijς 'Εκκλησίας πι σtεύων
...
άπισtός έστιν»
248
•
Κριτήριον λοιπον και έγγύησις τijς πίσtεως εΙναι ή Παράδοσις τής Καθολικijς 'Εκκλησίας, ή όποία άνάγεται είς τοiJς χρόνους τών Άπο στόλων και βιοϋται όρθώς και αύθεντικώς ύπο τού πληρώματος της
άρχαίά τινα παραδεδομένα έθη, και ού χρi] περl τούτων προς άλλήλους διαφιλονικείν
καl έρίζειν. Φuλάττει μεν γαρ ή των Ρωμαίων 'Εκκλησία τα έθη αύτής, καl προσήκόν έστι· φuλάττει δε καί ή Κωνσταντινουπολιτών 'Εκκλησία tδιά τινα έθη, ι'iνωθεν παρα λαβούσα, ώσαύτως καl οί τής Ανατολής θρόνοι
... ».
Βλέπε καl τα λεχθέντα ύπο τού Πά
πα ΙΩΑΝΝΟΥ-ΠΑΥΛΟΥ Β' προς άντιπροσωπείαν τού Οίκουμενικού Πατριαρχείου, «'Επί σκεψις>>
16 (1985)
άρ.
340, σ. 6.
VΙΝCΕΝΊΊΙ LERINRNSIS, Commonίtorium
Primum 11, PL 50, 640: "quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est". Πρβλ. lΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σ. 10, ύποσημ. 2. Tov ΑΥΓΟΥ, Νέον Δόγμα, σ. 23. Ν. ΜΗfΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σ. 31. 247. ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊ'ΑΝ'ΠΝΙΔΟΥ- ΕΜΜ. ΦΩηΑΔΟΥ, "Εκθεσις, σσ. 83-84. 248. lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, •Εκδοσις 83, Kotter 11, 1865-7 (PG 94, 1128Α).
246.
οΙ ΦΟ1 1 ΕΙ~ Ίll~ Ι-Η·] ΛΣ ΛΙΙΟΙ\ΛΛ \'111ΕΩΣ
149
'Εκκλησίας, καθισταμένη σuτως ή Παράδοσις κριτήριον και προσ
διοριστικος παράγων δι' έαυτi]ν έντος του σώματος της Έκκλησίας249.
·.•.·
249. Πρβλ. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίστ. Ι, σ. 7: «'Η 'Εκκλησία, λοιπόν, βιούσα τi)ν έν Χριστ<ϊ:ι λυ τρωτικijν άποκάλυψιν τού έν Τριάδι Θεού, διαφυλάσσει άναλλοίωτον καt άμετάβλητον το περιεχόμενον τού λυτρωτικού μηνύματος της χριστιανικής πίστεως καi έρμηνεύει αύτο αύθεντικώς είς πάσαν έποχήν. 'Εαν ή μία, άγία, καθολικiι καi άποστολικij Έκκλη·
σία κατέχη, βιοί, όμολογfί καi διδάσκη άνό. πάσαν στιγμijν τού ίστορικσϋ της βίου το πλήρωμα τijς χριστιανικής άληθείας, τότε ή καθολικώς έν χρόνQΙ βιωθείσα έκκλησια στικη έμπειρία καθίσταται άσφαλες κριτήριον άξιολογήσεως τού έκκλησιαστικοϋ βίου κάθε έποχής».
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' Το ΑΛΑΘΗΤΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤοΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ ΔοrΜΑΤΙΚΗΣ
1.
Δογματικαl προϋποθέσεις τού άλαθήτοu τής 'Εκκλησίας
α. Ή 'Εκκλησία ώς σώμα Χριστού
θεματοφύλαξ, ταμιοϋχος και αύθεντικος έρμηνεi.ις της θείας Απο καλύψεως, ή όποία έμπεριέχεται έν τfί Άγίιχ Γραφfί και τfί Ίερ(Ι Πα
ραδόσει, ε Ιναι ή Έκκλησία 1 • την αύθεντικην έρμηνείαν 2 της άποκεκα λυμμένης ύπο τού Θεού άληθείας παρέχει ή 'Εκκλησία είς τον &.ν θρωπον3, ό όποίος όφείλει νa εύρίσκηται μετ' αύτής είς &.ρρηκτον σύν δεσμον, συμφώνως προς τοi.ις λόγους τού Κυρίου: <<μείνατε έν έμοί, κάγω έν ύμίν. καθοος το κλήμα ού δύναται καρπον φέρειν άφ' έαυτού, έaν μη μείνn έν τfi άμπέλφ, ούτως ούδε ύμείς, έaν μη έν έμοl μείνη
τε. έγώ είμι ή &.μπελος, ύμείς τa κλήματα. ό μένων έν έμοl κάγω έν
αύτψ, ο&ος φέρει καρπον πολύν, δτι χωρlς έμού ού δύνασθε ποιείν 4
ούδέν» •
Μόνον έν τfι Έκκλησί<.Χ καl ύπο τής 'Εκκλησίας, ή όποία άποτελε ϊ 5
σfuμα Χριστού , παρέχεται ή έγγύησις τής όρθής γνώσεως τής άπα κεκαλυμμένης άληθείας. την θεμελιώδη και κεντρικην έννοιαν της 'Εκκλησίας, ώς σώματος Χριστού, έκφράζει ό άπόστολος Παύλος είς
τaς έπιστολaς αύτού. Ούτως είς την προς Έφεσίους έπιστολην αύτού γράφει: «Και αύτον (τον Χριστον) έδωκε κεφαλην ύπΕ:ρ πάντα τfi
1. Βλέπε σχετικώς IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολο"jία, σσ.
325-358. ΣΓΥΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ, Άρχιμ.
(νϋν
Άρχιεπ. Αύστραλίας), Περί τό άλάθητοv τfίς Εκκλησίας έv τfί Όρθοδόξφ Θεολογί(Χ, Άθη ναι
1965.
ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ή 'Εκκλησία αύθεvτικός έρμηvευτής τfίς έv Χριοτψ θείας Άπο
κσλύψεως, Θεσσαλονίκη
2.
1984.
«Λέγοντες αύθεντικfιν έρμηνείαν έννοούμεν το άληθές νόημα, το όποϊον εδωσεν ή 'Εκ
κλησία έπισήμως διa τών συνόδων είς Βίβλου, σ.
ta χωρία τής Άγίας Γραφής»
(Β. ΒΕΛΛΑ, Αtiθενιiα
614).
3. <<'Η πορεία τής 'Εκκλησίας είναι αίττής tαύτης τής άληθείας πορεία, δέν είναι πορεία προς την άλήθειαν» (ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΠροσφiJvησις, σ. 69). 4. Ίω. 15, 4-5. S. Περl τής έννοίας τής 'Εκκλησίας ώς σώματος Χριστού βλέπε ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολο γία, σσ. 128 κ. έξ. Κ. RAHNER, Dίe Gliedschaft in der Κirche nach der Lehre der Enzyklika Pίus 'ΧΙΙ. "Mysticί corporis Christi", ΕΝ τοΥ ΑΥΓΟΥ, Schrίften Π, σσ. 7-94.
ΤΟ ΑΛΑΗΙΠΟ\ Η!~ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ F.ΡΙΌΥ 11-JΣ ΔΟΓΜΛτΙΚΗΣ
153
έκκλησίςχ., ητις έστl το σώμα αύτού, το πλήρωμα τού τα πάντα έν πάσι
πληρουμένου»
6
•
«Και αύτος εδωκε τσuς μεν άποστόλους, τσUς δε
προφήτας, τσuς δε εύαγγελιστάς, τσuς δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμον τών άγίων είς €ργον διακονίας, είς οίκοδομην τού σώματος τού Χριστού
... » 7 •
'Ωσαύτως είς την προς Κολοσσαείς
έπιστολi}ν αύτσu σημειοί: «ύπερ τού σώματος αύτού (τού Χριστού), δ
έστιν ή έκκλησία» • 8
Το σώμα τούτο τού Χριστού συμπεριλαμβάνει και συμπερικλείει δλον το πλijθος τών πιστών9 • την έσωτερικi}ν αύτi]ν ένότητα και κοι νωνίαν Χριστού-πιστών έκφράζων ό αύτος άπόοτολος Παύλος άνα φέρει: «το ποτήριον τijς εύλογίας δ εύλογούμεν, ούχι κοινωνία τού αίματος τού Χριστού έστιν; τον άρτον δν κλώμεν, ούχι κοινωνία τού
σώματος τού Χριστού έστιν; δτι είς ίiρτος, εν σώμα οί πολλοί έσμεν· οί γaρ πάντες έκ τού ένος ίiρτου μετέχομεν» • «Καθάπερ γaρ το 10
σώμα εν έστι και μέλη εχει πολλά, πάντα δε τα μέλη τού σώματος τού
ένός, πολλa όντα, εν έστι σώμα, ούτω και ό Χριστός καi γaρ έν ένl 11
Πνεύματι ήμε'ίς πάντες είς εν σώμα έβαπτίσθημεν» • Ή μεταξv Χρι στού καl πιστών ένότης κατa την όρθόδοξον διδασκαλίαν παραλλη λίζεται προς την ενωσιν τών δύο έν Χριστφ φύσεων, ητοι άσυγχύτως, άτρέπτως, άχωρίστως και άδιαιρέτως, βάσει τού διατυπωθέντος ύπο
τijς δ. Οίκουμενικής Συνόδου σχετικού χριστολογικού δρου • Είς την 12
6. Έφ. 1, 22-23. 7. Έφ. 4, 11-12. 8. Κολ. 1, 24. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Έξήyησις ~σματος, Όμιλ. Η', Langerbeck, σ. 256 (ΒΕΠΕΣ 66, 226'): Ό Χριστος «σώμα έαmού την 'Εκκλησίαν έποίησεν». 9. Ό Θεος Λόγος προσέλαβε δια τfις σαρκώσεως Αίιτοϋ δλην τi]ν άνθρωπίνην φύσιν, ώς παρατηρεί ό ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: «υ0λη γaρ ένηνθρώπησε ΧριστijJ, καθόπερ ήν ι'iνθρωπος ... Έπείπερ ι'iνθρωπος γεγονώς, δλην εlχεν έν έαuτψ τfιν φύσιν, 'ίνα πάσαν έπα νορθώση μετασκευάσας είς το άρχαϊον» [Ύπόμv. είς Ιωάwηv Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολογία, σ.
7, 39 (PG 73, 753BC)].
137.
10. Α' Κορ. 10, 16-17. Ώς παρατηρεί δε καt ό IΩΑΝΝΗΣ ό ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ διa τi'jς μεταλήψεως τού σώματος καt αίμαtος τού Χριστού «καθαιρόμενοι ένούμεθα τijJ σώματι τσϋ Κυρίου καί τψ πνεύματι αύτοϋ καt γινόμεθα σώμα Χριστού» [νΕκδοσις 13, Kotter ΙΙ, 197":Ηs.ι (PG 94, 1152Β)]. Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολογία, σ. 156. Γ. ΓAΛΠΉ,lntercommunio, σ. 15. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίστ. Ι, σσ. 33-34. Γ. ΜΑΝ'Ι'ΖΑΡΙΔΟΥ, Ήθικόv v6ημα, σ. 138. ll.A' Κορ. 12,12-13. 12. Πρβλ. IΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΎ, νΕκδοσις 13, Kotter ΙΙ, 196 131 "134 (PG 94, 1149Β): «σUτως καt ό
aρτος τi'jς κοινωνίας ούκ &.ρτος λιτός έστιν, άλλ. ήνωμένος θεότητι· σώμα δε ήνωμένον
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ Ε'
154
θεανθρωπίνην ταύτη ν κοινωνίαν στηρίζεται ή άλάθητος έρμηνεία της
Άγίας Γραφijς καί τής 'Ιεράς Παραδόσεως, δεδομένου δτι οί έν Χρι στφ πιστεύοντες «Εν σώμά έσμεν έν ΧριστQ>» • 13
Είς τfιν μυστηριώδη και άνέκφραστον ταύτην θεανθρωπίνην φύ σιν τfjς 'Εκκλησίας, είς τfιν συνύπαρξιν και ένύπαρξιν Χριστού και πι
στών, διακρίνομεν έγγύησιν τού άλαθήτου της 'Εκκλησίας. Ό Μάξι μος ό 'Ομολογητής, έπισημαίνων άφ' ένος μεν το ένιαίον, άφ' έτέρου δΕ: τον έκ διαφόρων μελών άπαρτισμον της 'Εκκλησίας, παρατηρεΊ::
«είκών έστι τού Θεού ή άγία 'Εκκλησία, ώς τfιν αύτfιν τq) Θεφ περl τοi.ις πιστοi.ις ένεργούσα ενωσιν, κ&ν διάφοροι τοίς ίδιώμασι και έκ
διαφόρων και τόπων και τρόπων οί κατ' αύτfιν διa τfjς πίστεως ένο ποιούμενοι τύχωσιν όντες» • 14
β. Ό Ίησούς Χριστος ώς ή κεφαλi) τής 'Εκκλησίας την άλήθειαν αύτfιν εύρίσκομεν έπίσης διατυπουμένην είς τaς έπιστολaς τού άποστόλου Παύλου. Τοιουτοτρόπως ό άπόστολος τών
'Εθνών γράφει: «καl αύτος 15
(=
ό Χριστος) έστιν ή κεφαλfι τού σώμα
τος, τfjς έκκλησίας» • «Μηδεl.ς ύμάς καταβραβευέτω
... ού κρατών τfιν
κεφαλήν, έξ ού πάν το σώμα διa τών άφών καl συνδέσμων έπιχορη γούμενον κα'ί συμβιβαζόμενον αϋξει την αϋξησιν τού Θεού» 16 • «Καl αύτον έδωκε κεφαλfιν ύπερ πάντα τfi έκκλησίι:χ, ήτις έστ'ί το σώμα αύ τού, το πλήρωμα τού τa πάντα έν πάσι πληρουμένου» 17 • «Άληθεύο
ντες δΕ: έν άγάπn αύξήσωμεν είς αύτον τa πάντα, δς έστιν ή κεφαλή,
ό Χριστός, έξ ού πάν το σώμα συναρμολογούμενον και συμβιβαζόμε νον διQ. πάσης άφijς τfjς έπιχορηγίας κατ' ένέργειαν έν μέτρφ ένος έκά
στου μέρους την αϋξησιν τού σώματος ποιείται είς οiκοδομfιν έαυτοϋ
θεότητι ού μία φύσις έστίν, άλiJJ. μία μΕν τού σώματος, τής δε ήνωμένης αύτψ θεότητος έτέρα· ώστε το συναμφότερον ού μία φύσις, άλiJJ. δύο». IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολογία, σσ.
128, 130. 13. Ρωμ. 12, 5. 14. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΓΟΥ, Μυοταyωyία 1, PG 91, 668. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολοyία, σ. 156. Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, Έv6τηςΈκκλησίας, σσ. 178-179. Sτ. ALEXE, Kirche, σ. 169. 15. Κολ. 1, 18. 16. Κολ. 2, 18-19. 17. Έφ. l, 22-23.
'[() .\.\.\HI ΠΟ\ ΊΙ 1~
Ι·:ι-.:ι-.:ΛΙΙΣ!ΛΣ ΩΣ Ο!'ΟΣ ΤΟΥ F:!'ΓΟΥ 'Π-ΙΣ ΛΟΓΜΑ'ΠΚΗΣ
155
18
έν άγάπη>> • «'Ο Χριστος κεφαλη της έκκλησίας, και αύτός έστι σω τi]ρ τοϋ σώματος
1
... ή
έκκλησία ύποτάσσεται τφ ΧρισtΦ» '.
τα μνημονευθέντα άγιογραφικα χωρία, τα όποία χαρακτηρίζονν
τον Χριστον ώς την κεφαλην της 'Εκκλησίας, έκφράζουν βασικας θε
ολογικaς έννοίας, αί όποίαι άναφέρονται είς την ζωην της 'Εκκλη σίας.
ΟUτως έπισημαίνεται ή στενοτάτη συνοχη καl ό άρρηκτος σύνδε σμος κεφαλής και σώματος της 'Εκκλησίας. Σνναφώς παρατηρεί καΙ.
ό 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος: «'Ένθα γαρ ή κεφαλή, έκεί καΙ. το σώμα· καΙ. εί κεφαλη και σώμα, ούδενl μέσφ διείργεται τόπφ- εί δε διείργε
ται, ούκ αν ειη σωμα, ούκ αν είη κεφαλή
...
υlνα γaρ μη άκούσας κε
φαλήν, την άρχi)ν μόνον νομίσης, άλλα και την βεβαιότητα, ούχ ώς aρχοντα μόνον, άλλα και ώς σώματος κεφαλήν
... Το πλήρωμα τού
Χριστού ή 'Εκκλησία. Και γaρ πλήρωμα κεφαλής σώμα, καl πλήρω 20
μα σώματος κεφαλή» • 21
'Ωσαύτως προσδιορίζεται ή έξουσία και κυριαρχία τού Χριστού έπl της 'Εκκλησίας, ή όποία όφείλει νa ύπακούr) είς Αύτόν. Προσέτι δηλούται και ό σωτηριώδηξ χαρακτΥ)ρ τi)ς κεφαλής τi)ς 'Εκκλησίας, τουτέστι του Χριστου, ό όποίος «ήγάπησε τi]ν έκκλησίαν και έαυτον παρέδωκεν ύπερ αύτής, ίνα αύτην άγιάση καθαρίσας τφ
18. Έφ. 4, 15-16. Πρβλ. Ι'ΡΗΙΌΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, VΟταv ύποταγfί, PG 44, 1317D (ΒΕΠΕΣ 66, 435 19. 24 ): <
19. Έφ. 5, 23-24. 20. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣ'ΓΟΜΟΥ,
Ύπόμv. είς Έφεσίσυς, Λόγ. Γ',
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ύπόμv. είς Έφεσίσυς, κεφ.
1, 15-23, 2 PG 62, 26. Πρβλ. 1, PG 124, 1049: «υΩσπερ το
σώμα πλήρωμά έστι τής κεφαλής, άναπληροϋν αύtην δια τών οίκείων μελών, ούτω και ή Έκκλησία πλήρωμά έστι τού Χριστού, "τού τα πάντα έν πάσι πληροuμένου". Πληρούται
γαρ ό Χριστος και οΙον άναγεμίζεται πάντα τα μέλη έν πάσι τοίς πιστοίς ... τουτέστι δια πάντων τών πιστών, ι.'iλλοu ι.'iλλην χάριν συνεισφέροντος. Τότε γαρ πληρούται ή κεφαλi)
ήμών, ό Χριστός, τ.ε. λαμβάνει τέλειον το σώμα, δταν όμού πάντες ώμεν ήνωμένοι καi σuγκεκολλημένοι».
21. 22.
Πρβλ. Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, ΈvότηςΈκκλησίας, σ. Πρβλ. ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκληmολο-yία, σ.
177. 143: «ώς κεφαλη τού σώματος τijς Έκκλησίας ό Σω
τηρ πληροί αύτο τών σωτηριωδών καρπών τijς έξιλαστηρίοu Gυσίας του, ων ή πηyη καi το πλήρωμα τής χάριτος καl τijς άληθείας>>.
156
ΚΕΦΑΛΑlΟΝ Ε'
λουτρψ τού ϋδατος έν ρήματι, 'ίνα παραστήση αύτην έαυτψ ενδοξον τi)ν έκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον fι ρυτίδα η τι των τοιούτων, άλλ' 'ίνα
n
άγία και άμωμος
...
ούδεις γάρ ποτε την έαυτού σάρκα έμίσησεν, 23
άλλ' έκτρέφει και θάλπει αύτήν, καθοος και ό Κύριος την έκκλησίαν» •
Οϋτω πιστοποιείται ή ίδιαιτέρα και ίδιάζουσα μέριμνα τού Χριστού, όντος κεφαλής της 'Εκκλησίας, προς τi)ν 'Εκκλησίαν, δια να καταστή ση αίrtην ένδοξον, άπηλλαγμένην σπίλου η ρυτίδος. Ό Χριστος λοι
πον είναι ό άγρυπνος φρουρος καl έγγυητi)ς τfjς όρθfjς καl γνησίας όρθοδόξου διδασκαλίας, διασώζων και προστατεύων την 'Εκκλησίαν άπο παντος δογματικού σπίλου, ητοι άπο πάσης άνεπιτυχούς και έσφαλμένης έρμηνείας τfjς άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας, <<τρέ φων το έαυτού σrομα, την 'Εκκλησίαν, και καταλλήλως τα έκφυόμενα 24
δια της πίσtεως αmrον μέλη τψ κοινψ σώματι έναρμονίζων» • Ό ένανθρωπήσας Θεος Λόγος, ένεργrον δια τού άγίου Πνεύματος, δύνα
ται και θέλει, «Πάντας άνθρώπους σωθfjναι και είς έπίγνωσιν άλη 25
θείας έλθείν» , κατευθύνων και όδηγrον τi)ν 'Εκκλησίαν είς την έκ πλήρωσιν τfjς ύψηλfjς αύτfjς άποστολfjς.
γ. Το άγιον Πνεύμα ώς ή ψυχη της 'Εκκλησίας Τούτο έπισημαίνει ό ίερος Αύγουσtίνος παρατηρrον ότι «έκείνο
το όποίον είναι ή ψυχη έν τψ άνθρωπίνφ σώματι, τούτο είναι το Άγιον Πνεύμα έν τψ σώματι τού Χριστού, δ έσtιν ή 'Εκκλησία· ό,τι
ένεργεί ή ψυχη έν πάσι τοίς μέλεσιν ένος σώματος, τούτο ένεργεί το 26
Άγιον Πνεύμα έν πάση τfι Έκκλησί<:ι» • Το αύτο νόημα έκφράζων καt ό 'Ιωάννης ό Χρυσόσtομος σημειοί: «Καθάπερ έν σώματι πνεύμά
έσtι το πάντα σuνέχον, καίτοιγε έν διαφόροις μέλεσιν- οvτω και ένταύθα. Δια γaρ τούτο το Πνεύμα έδόθη, ίνα τοuς γένει και τρόποις
διαφόροις διεσtηκότας ένώση. Ό γαρ γέρων καl νέος, ό πένης και ό
23. Έφ. 5, 23-29. 24. Γ'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Έξήyησις~σματος, Όμιλ. ΙΪ, Langerbeck, σ. 382 (ΒΕΠΕΣ 66, 28429"31 ). 25. Α' Τιμ. 2, 4. 26. ΑΥΓΟΥΣΊΊΝΟΥ, Sermo 267, 4, PL 38, 1231: «Quod autem est anima corpori hominis, hoc est Spiritus Sanctus corpori Christi, quod est Ecclesia; hoc agit Spiritus Sanctus in tota Ecclesia, quod agit anima in omnibus membris unius corporis». Βλέπε ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκ κλησιολογία, σ. 228, ένθα καl ή μετάφρασις τσϊί χωρίου.
Τ() ΛΛΑΘΗΓΟ!\' ΊΊ !Σ ΕΙ\:ΚΛΙΙΣΙΑΣ .ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ τΙΙΣ ΔΟΓ~ΊlΚΙΙΣ
157
πλούσιος, ό παίς και ό εφηβος, ή γυvη και ό άνήρ, και πάσα ψυχη εν τι γίνεται, και μάλλον η εί σώμα εν fιν. Ταύτης γaρ τής συγγενείας πολλ<Ρ μείζων έκείνη, καl πλείων ή άκρίβεια αmη ή τής ένώσεως. Ή γaρ τής ψυχής συνάφεια άκριβεστέρα έστίν, δσφ και άπλη και μονο
ειδής έστι» 27 . Τον καθοριστικον ρόλον τού άγίου Πνεύματος διa την ϋπαρξιν και σύστασιν της 'Εκκλησίας άποδίδει ό 'Ιωάννης ό Χρυσό στομος δια τών άκολούθων: «Εί μη Πνεύμα παρήν, ούκ &ν σuνέστη ή 'Εκκλησία· εί δε συνίσταται ή 'Εκκλησία, εύδηλον δτι το Πνεύμα πά ρεστι»28. Ό 'Ιεροσολύμων Δοσίθεος, έπισημαίνων έπίσης την σημα
σίαν τού άγίου Πνεύματος δια το άπλανες καl άλάθητον τής 'Εκκλη
σίας, παρατηρεΊ:: «άληθες καl βέβαιον άναμφιβόλως εΙναι όμολο γούμεν, την Καθολικην 'Εκκλησίαν άδύνατον άμαρτfισαι η δλως πλα νηθfιναι ή ποτε το ψεύδος άντl τής άληθείας έκλέξαι. Το γαρ πανά γιον Πνεύμα, άείποτε ένεργούν δια τών πιστώς διακονούντων άγίων Πατέρων καi καθηγουμένων, πάσης όποιασούν πλάνης τi)ν 'Εκκλη
σίαν άπαλλάττει» . 'Όπως ή άλήθεια άποκαλύπτεται ύπο τής άλη 29
θείας, δηλαδη ύπο τού Θεού, έν τ
σώπφ τού άγίου Πνεύματος έν τfi Έκκλησίι,χ. Έν τελική άναλύσει ή
δλη θεαρχικη Τρι(χς εΙναι ή κατευθύνουσα καi χειραγωγούσα την 'Εκκλησίαν δια την όρθην καl άλάθητον έρμηνείαν καl κατανόησιν τfις άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας.
27. lΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Ύπόμv. είςΈφεσίσυς, Όμιλ. Θ', 3, PG 62, 72. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙ ΡΗ, Έκκλησwλογία, σ. 228: « ... το Άγιον Πνεύμα, άει παρΟν έν τη Έκκλησίι;χ, ένεργεϊ έν αύrfi ούτως, ώστε οίαν θέσιν κατέχει και δ,τι ένεργεί ή ψυχη έν τφ σώματι τοίι άνθρώ που, την αίιτην και μείζονα €τι θέσιν κατέχει και τα αmα και μείζονα ένεργεί και το Άγιον Πνεϋμα έν τφ σώματι της Έκκλησίας».
28. 29.
IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, Είς τήv άγίαv Πεvτηκοοτήv, Όμιλ. Α',
ΔΟΣΙΘΕΟΥ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, 'Ομολογία πίσrεως, δρος
835.
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΈκΝλησιολογία, σ.
212:
«Το
12, παρα
4, PG 50, 459.
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
2, σ.
... Άγιον Πνεiιμα διαμένον έν τη Έκκλη
σίι;χ άχωρίστως μέχρι συντελείας τοίι αίώνος, πληροί αυτην και γεωργεί και ένεργεί τα πάντα έν αύtij, τελειοiιν τi)ν Έκκλησίαν καl σuνεχίζον μετα τοίι Υίοίι έν αύτη και δι' αύτής το λυτρωτικον τοίι άνθρωπίνου γένους €ργον και καθοδηγούν καl χειραγωγοiιν
αίπην έν πάσιν, ούτως ώστε άποβαίνει ή άρχη και ή πηγiι της ύπερψuσικής ζωijς έν αίπfi,
ij αiπο το Πνεύμα είναι ή ζωiι τής Έκκλησίας, i'jτις είναι "κοινωνία τοίι Άγίου Πνεύμα τος">>. ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίσr. I, σ. 7. IΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική-Συμβολική, σ. 151.
158
2.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Τρόποι έκφράσεως τοiΊ άλαθήτου τής 'Εκκλησίας Αί βασικαι λοιπον δογματικαι προϋποθέσεις τού άλαθήτου τijς
'Εκκλησίας είναι ότι ή 'Εκκλησία άποτελεί σώμα Χριστού, δτι ό Χρι στος είναι ή κεφαλη τής 'Εκκλησίας και δτι το άγιον Πνεύμα συνιστ(i την ψuχην της 'Εκκλησίας. Έντος τού πνευματικού τούτου χώρου
κινείται πάσα διαδικασία όρθής και άλαθήτου έρμηνείας τfjς ύπο τοϋ Τριαδικού Θεού άποκεκαλυμμένης σωτηριώδους άληθείας. Το άλά
θητον της 'Εκκλησίας, το όποιον άποτελεί βασικΎ]ν προϋπόθεσιν και άπαραίτητον δρον έπιτuχούς έπιτελέσεως τού εργου τi1s Δογματικής, έκφράζεται πρωτίστως μεν και κυρίως ύπο τών Οίκουμενικών Συνό
δων, δευτερευόντως δε είναι δυνατον να έκφρασθfί ύπο τοπικών συ νόδων καΙ. έπl μέρους Πατέρων, πάντοτε δμως έν άναφορ(i προς τaς άποφάσεις τών Οίκουμενικών Συνόδων καl το δλον πνεύμα και φρθ νημα τής 'Εκκλησίας. α. Οίκουμεvικi) Σύνοδος
Είς την όρθόδοξον 'Εκκλησίαν άνώτατον κριτήριον γνησιότητος
τής χριστιανικής πίστεως και διδασκαλίας, άλάθητος έρμηνεvς τών
άποκεκαλυμμένων θείων άληθειών είναι ή 'Εκκλησία, όργανον δε έκφράσεως και διατυπώσεως τού άλαθήτου είναι ή Οίκουμενικη Σύ νοδος30. Είς αίrtην «άντιπροσωπεύεται το πλήρωμα τής 'Εκκλησίας δια τών έπισκόπων του, οί όποιοι δογματίζουσι τfί έπενεργείι;ι και έπι 31
πνοί<;ι και έπιστασίι;χ. τού άγίου Πνεύματος» . Το άλάθητον τfjς 'Εκ κλησίας εγκειται είς το γεγονός, ότι ό ίδιος ό Θεός, έν τfί ύποστάσει
τού άγίου Πνεύματος, ένεργεί κατa τaς Οίκουμενικaς Συνόδουξ.
30.
Πρβλ. Β. ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Οίκ. Σύvοδοι, σ.
402:
«Αί έπτa Οίκουμενικαl Σύνοδοι, διiχ την
"Ορθόδοξον "Εκκλησίαν άποτελοϋν φωτεινa όρόσημα, σταθμοuς μοναδικής σπουδαιό τητος έν τfJ ίστορικ'fί έν τφ κόσμφ πορείι;ι τής Μιίiς, Άγίας, Καθολικής και Άποστολικfjς
"Εκκλησίας και κατέχονν τijv καρδίαν τfjς "Ορθοδόξου Παραδόσεως. Είναι οί τηλαυγείς πνευματικοl φάροι τής 'Ορθοδοξίας ή έπτάφωτος λυχνία, ή φωτίζουσα τaς ψυχας τών πιστών μέ το φώς τfjς άληθοϋς θεογνωσίας
31.
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Οίκ.Σύνοδοι, σ. Σύνοψις, σ.
32.
688.
... ».
Πρβλ. τοΥ AYrOY, Έκκλησιολογία, σ.
345. ΤΟΥ ΑΥΊΌΥ,
7.
Πρβλ. ΣτvΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αθανάσιος, σσ. τος είς το f.ργον τών Πατέρων τfjς Σννόδου).
29-43
(Ή έπέμβασις τού άγίου Πνεύμα
ΤΟ :\ι\ΑΗΙ Π<)\; ΊΊ ι:. ΕΗΛΙ-ΙΣΙΛΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ τι 1Σ ΛΟΓ\-ΙΛτΙΚΗΣ
1.59
VΟταν ή 'Εκκλησία έκφράζεται ώς «ολον>>, ώς «πλήρωμα», ώς «σ&μα
Χριστού», ύπο την εμπνευσιν και καθοδήγησιν τοϋ άγίου Πνεύματος, τότε αϋτη έρμηνεύει και δογματίζει άσφαλως και άλαθήτως την έν 'Ιησού Χριστφ άποκεκαλυμμένην άλήθειαν. Οί έπίσκοποι, σuγκρο
τοϋντες την Οίκουμενικi)ν Σύνοδον, είναι έκφρασται τής έκκλησια στικfjς άυθεντίαξ. Ή αύθεντία της 'Εκκλησίας νοείται ώς δλον, είναι ύπερατομική. Άποφαινομένης τfjς συγκαλουμένης ώς Οίκουμενικfjς Συνόδου όρθώς και άληθ&ς έπενεργε ί το aγιον Πνεύμα και έπενερ
γούντος τού άγίου Πνεύματος άποφαίνεται όρθώς και άλαθήτως ή Σύ νοδος αiJτη. Το aγιον Πνεύμα δεν έπενεργει, δταν τa μέλη τής Συνό
δου δεν είναι δεκτικa τής έπενεργείας Αύτού· δεν είναι δε δεκτικa τfjς έπενεργείας αύτfjς τού άγίου Πνεύματος, δταν δεν έναρμονίζω νται προς την άλήθειαν.
την αύθεντικi)ν λοιπον και άλάθητον έρμηνείαν τής άποκεκαλυμ
μένης θείας άληθείας, τfjς ύπο τijς αίρετικfjς κακοδοξίας λυμαινομέ νης, δίδει ή 'Εκκλησία έν Οίκουμενικfί Συνόδφ διa τού έν αύτij και δι' αύτης ένεργοϋντος άγίου Πνεύματος, διακρίνουσα την άκραιφνfj δι δασκαλίαν της κακοδόξου καl πεπλανημένης. Τοιοmοτρόπως έν τοίς
33. « ...
μόνον οί κεκτημένοι το
charisma veήtatis
έπίσκοποι εχουσι την έξουσίαν να διατu
πώσωσιν έν σuνόδφ τiιν έκ διαδοχής παραδοθείσαν αίιτο'ίς πίστιν 'Χλησιολοyία, σ.
339).
... »
(ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκ
Περί της αύθεντίας τοiί έπισκόπου βλέπε ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ
(vϋν 'Εφέσου), Αύθεvήα, σ.
379.
Άντικρούων ό ΑΛ. ΣΜΕΜΑΝ την σύγχρονον τάσιν <<να
συμπεριληφθοiίν ίερε'ίς και λα'ίκοί στην "άνωτάτη άρχi]" της 'Εκκλησίας>> παρατηρεί:
«'Άν
... ή ίεραρχία είναι ή κύρια μορφiι καί συνθήκη της συνοδικότητας, τότε είναι πράγ
ματι καθijκον τών έπισκόπων να έκφράσουν την καθολικη ζωi] της 'Εκκλησίας, να έκ προσωπήσουν άληθινα την πληρότητά της. Ή πραγματικi] δομη δμως τών κληρικολαϊ
κών συνόδων δημιουργε'ί την έvτύπωση πrος κάθε "τάξη" στi]ν 'Εκκλησία εχει τa ίδιαί τερά της "συμφέροντα"
... Στi]ν πραγματικότητα δμως ή ούσία και ό σκοπος τσiί κλήρου
είναι να έκφράζει και να έκπληρώνει τα πραγματικα "συμφέροντα" και τίς άνάγκες όχι τών "λαϊκών" σαν τάξη άντίθετη προς τΟν κλήρο, ά1JJι. τσiί λαοiί, τού λαοϋ τοϋ Θεοiί, της
'Εκκλησίας τοϋ Χριστού ... Αύτο δεν σημαίνει πrος ή έπισκοπικi] σύνοδος πρέπει να είναι μυστική, μια κλειστi] συνάντηση "είδημόνων">> (Ά.ποοτολή, σσ.
216-217). Σημειωτέον δτι
ποιμένες και ποιμαινόμενοι δεν είναι δύο άνεξάρτητα άπ' άλλήλων μεγέθη, άλλ' εν και το αίιτο πράγμα, είναι σώμα Χριστσiί· δεν διαχωρίζονται άπ' άλλήλων, διακρίνονται δμως άναλόγως της θέσεως εύθύνης, την όποίαν κατέχουν έν τjj έκκλησιαστικfι διοική
σει και ζωfι. Οί ποιμένες της 'Εκκλησίας και δi] οί διαθέτοντες την άποστολικi]ν δια δοχi]ν έπίσκοποι προέρχονται έκ τού όρθοδόξου λαού, ό όποίος πιστεύει είς τας άλη θείας της όρθοδόξου χριστιανικής πίστεως καi. βιο'ί ταύτα.
160
ΚΕΦΑλλlΟΝ Ε'
πρακτικοις τijς δ' συνεδρίας της Ζ' Οίκουμενικijς Συνόδου άναγινώ σκομεν: «Την τού Θεού και σωτijρος ήμών 'Ιησού Χριστού έκπλη ροϋντες θείαν πρόσταξιν οί aγιοι πατέρες ήμών, τον παρ' αίrτοϋ δο
θέντα αίrτοίς λύχνον τijς θείας γνώσεως ούχ ύπο τον μόδιον εκρυψαν, άλλ' έπι την λυχνίαν άνέθηκαν τijς ώφελιμωτάτης διδασκαλίας, ϊνα
λάμψη πάσι τοις έν τfi οίκίι;ι, τουτέστι τοίς έν τfi Καθολική Έκκλησί<;χ ύμνηθείσι, δια το μήποτε προσκόψαι τινa προς λίθον τον πόδα της
αίρετικfίς κακοδοξίας τών εύσεβώς όμολογούντων τον Κύριον. Αίrτοι γaρ πάσαν πλάνην αίρετικών έξωθοϋσι, και το σεσηπος μέλος, είπως άνίατα νοσεί, έκκόπτουσι· και το πτύον κατέχοντες, την aλωνα κα θαίρουσι· καl τον σίτον' ήτοι τον τρόφιμον λόγον' τον στηρίζοντα καρ
δίαν άνθρώπου, άποκλείουσιν έν τfί άποθήκn τijς Καθολικής 'Εκκλη σίας, το δε aχυρον τfις κακοδοξίας εξω ρίψαντες κατακαίουσι πυρί
άσβέστφ
... » 34. Ή
Οίκουμενικη Σύνοδος άποτελεί το άνώτατον συλ
λογικον οργανον διαποιμάνσεως τijς 'Εκκλησίας, έφ' δσον αί άπο φάνσεις αίrτijς γίνονται άποδεκται ύπο τijς «'Εκκλησιαστικής συνει δήσεως»3S, δηλαδη τijς όμοθύμου κοινής γνώμης κλήρου και λαοϋ. Το
άποφαίνεσθαι λοιπον τών Οίκουμενικών Συνόδων κρίνει, έγκρίνει η κατακρίνει, έπικυροί η άκυροί, το πλήρωμα τijς 'Εκκλησίας, το σύνο λον τών όρθοδόξως πιστευόντων κληρικών και λα·ίκών, ή συνείδησις και το φρόνημα τijς 'Εκκλησίας. Τοιουτοτρόπως άπαραίτητος προϋ
πόθεσις όρθijς λειτουργίας της «'Εκκλησιαστικής συνειδήσεως» εΙ ναι ή γνώσις και ή βίωσις ύπο τού έκκλησιαστικού πληρώματος της άκραιφνοϋς και άπαραχαράκτου έν Ίησοϋ Χριστψ άποκεκαλυμμένης
34. Παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 242. 35. Πρβλ. ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Συνείδησις 'Εκκλησίας,
σσ.
58-59:
«Ύπερ τήν όργανικην βαθ
μίδα καi άνωτάτην άρχην τής διοικήσεως τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, f\τις εΙναι ή Οίκου μενικη Σύνοδος, ή γνησία έκκλησιαστικi] συνείδησις Εχει τήν δύναμιν τής όριστικής άπο φάσεως έπl τοϋ οίκουμενικοίJ κύρους έκείνης, χωρlς αϋτη νa άποτελfι όργανικήν τινα
άνωτέραν τής Οίκσuμενικijς Συνόδου άρχήν. Αϋτη, ούσα διάχυτος καl άόριστος καί οίο νεl σuγκεντρωτικη τοϋ δλου έκκλησιαστικοϋ κύρους αύθεντία, συνισταμένη έκ τής έκφρά σεως όμοφώνου γνώμης του δλου πληρώματος τής 'Εκκλησίας, κλήρου δηλαδi] καl λαού, έπικυροί fι άκυροί άποφάσεις Οίκουμενικών Συνόδων καl τούτων το οίκσuμενικΟν κίJρος έπισφραγίζει>>. Πρβλ. Π. 'ΓΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Β', σσ. Αλάθητοv, σσ. σ.
22· 26.
69-74. ΤοΥ
ΑΎτΟΥ,Συvείδησις, σσ.
401-408. ΣτΎΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚJ, 510-526. Ρ. BRAUCHART, Glaubenssinn,
161
ΤΟ ΑΛΑθ\-ΠΟι\' 'fΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΊΉΣ ΛΟΓΜΑ'ΠΚΗΣ
άληθείας. Ή εγκρισις δε η μη τών άποφάνσεων τών Οίκουμενικών Συνόδων ύπο τής έκκλησιαστικης συνειδήσεως δεν πρέπει να νοηθfί ώς άποτέλεσμα ψηφοφορίας έν πολιτικn και άριθμητικn έννοίςχ, άλλ' 6
έν έννοίςχ ήθικfί με κριτήριον τfιν άρχαιοπαράδοτον όρθitν πίστιΥ • Τοιουτοτρόπως, ένφ ή Οίκουμενικη Σwοδος άποτελεί το όργα
νον, το πλήρωμα τής Έκκλησίας, ητοι ή όμόθυμος γνώμη κλήρου καl 7
λαού άποτελεϊ τον φορέα τού άλαθήτου τής Έκκλησίας • Την σπου δαιότητα, την όποίαν διαδραματίζει ή έκκλησιαστικη συνείδησις σχε τικώς προς το θέμα τής άποδοχijς η μή, τής έπικυρώσεως η μη μιάς συνόδου ώς Οίκουμενικής, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν, λαμβάνοντες ύπ' όψιν τα άκόλουθα:
α) Είναι δυνατον σύνοδος να μη συγκληθfί ώς Οίκουμενική, άλλα να άναγνωρισθfί κατόπιν ώς τοιαύτη ύπο τού πληρώματος τής Έκ κλησίας. Τοιουτοτρόπως, &.ν καΙ. ή Β' Οίκουμενικη Σύνοδος
(381) συ
νεκλήθη ώς γενικη σύνοδος μόνον τού άνατολικού κράτους, παρα ταύ
τα είναι σαφης ή αύτοσuνειδησία τών Πατέρων τής συνόδου περl τής 38
οίκουμενικότητος αύτής , άνεγνωρίσθη δε Οίκουμενικη ύπο τής έκ κλησιαστικής συνειδήσεως καί τής
ti.
Οίκουμενικής Συνόδου, λόγφ
τοϋ σπουδαίου αύτης δογματικού έργου, καΙ. δη τής όλοκληρώσεως τοϋ Συμβόλου τής πίστεως'. Βασικη προϋπόθεmς άναγνωρίσεως μιάς
36. Πρβλ.
37.
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Έκκλησιολοyία, σ.
331. ΣτΥΛ.IΙΑπΑΔοποvΛΟΥ,ίιθαvάοιος, σσ. 49-50.
«Αύτονόητον δτι, δταν όμιλοϋμεν περi, "φορέως" άφ' ένος και περt "φωνijς" η "όργά
νου" άφ' έτέρου, δια την αύθεντίαν έν τfi Έκκλησίι;ι δεν πρέπει να έξάγεται το συμπέ
ρασμα δτι τa δύο ταύτα στοιχεία είναι διάφορα η ξένα προς ι'iλληλα η δτι κινσϋvtαι κατα τρόπον άνεξάρτητον μέσα είς την έκκλησιαοτικην αύθεντίαν, άλλ' άποτελοίιν την σuν δυασμένην μέσα είς την 'Εκκλησίαν μαρτuρίαν έπi της αύtής άποκεκαλυμμένης άληθεί
ας, έπ\. τijς ταυτοσήμως διδασκομένης και πιοτευομένης άληθείας, είς τρόπον ίbοτε σίίτε
ή αύθεντία έν τη Έκκλησίι;ι να νοijται χωρtς τfιν εύρυτέραν έπιμαρτuρίαν της συνειδή σεως της 'Εκκλησίας, άλλ' ούτε, άφ' έτέρου, καt ή κοιvi) συνείδησις να νοήται δτι ύπάρ χει άνευ 'Εκκλησίας έν αύθεντίι;ι οίκονομούσης τα της πίστεως» [ΧΡΥΣΟΣ'ΙΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϊrν 'Εφέσου), Αύθεvn'α, σσ. 386-387]. 38. ΧΡΥΣΟΣ'ΙΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (vίιν Έφέσου), Β' Οίκ. Σύνοδος, σσ. 131-134. 39. Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Οίκ.Σύvοδοι, σ. 691. Tov ΑΥΙΌΥ, Okum. Konzil, σσ. 464-470. ΤοΥ ΑΥ· ΤΟΥ, Δευτ. Οίκ. Σύνοδος, σσ.
258-279. Β. ΣτΕΦΑΝΙΔΟΥ, Έκκλ. ίστ., σσ. 201· 301-302. ΧΡΥ
ΣΟΣ'ΙΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (vίιν Έφέσου), Β' Οίκ. Σύνοδος, σσ.
DREOU,
134-142. DAMASΚINOS ΡΑΡΑΝ·
Okum. Patriarchat, σ. 545. Ίδίι;χ περt τοϋ Συμβόλου Νικαίας- Κωνσταντινουπόλε
ως βλέπε Μ. ΦΑΡΑΝ'fΟΥ,Σύμβολοv, σσ.
ποθέσεις, σσ.
267-276. G.
LARENfZAΚIS,
500-523. ΣτvΛΙΑΝΟΥ ΑΎΣ'fΡΑΛlΑΣ,ίιξιωμ. πρσϋ Glaubensbekenntnis, σσ. 597-635.
162
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ Ε'
Σννόδου ώς Οίκουμενικής ε Ιναι ή έναρμόνισις τών άποφάνσεων αύ τής προς την άλήθειαν.
β) Άντιθέτως σύνοδος σuγκληθεϊσα ώς Οίκουμενικfι
40
δεν έγινε
άποδεκτη ώς τοιαύτη, καθ' δσον αί άποφάνσεις αύτής δεν ένηρμονί
ζοντο προς την άλήθειαν. Τούτο σννέβη π.χ. είς την γνωστfιν ώς «λη στρικην» σύνοδον τής 'Εφέσου
( 449).
Ό αύτοκράτωρ Θεοδόσιος Β',
πιεσθεις ύπο τών ύποστηρικτών τού Εύτυχούς, σννεκάλεσε την σύνο
δον ταύτην, είς την όποίαν έλαβον μέρος και τρεϊς άντιπρόσωποι τού
Ρώμης Λέοντος Α' (εlς έπίσκοπος, ε1ς πρεσβύτερος και εlς διάκο νος). Ό Εύτυχής, ώς γνωστόν, έπρέσβευε τον μονοφυσιτισμόν, ήτοι
έδέχετο την θείαν μόνον φύσιν μετα την ένωσιν τών δύο έν Χριστψ φύσεων. Ή διδασκαλία αύτη άνεγνωρίσθη ύπο τής σννόδου ώς όρθό δοξος καί ήθωώθη ό Εύτυχής. Καίτοι δμως ό αύτοκράτωρ έκύρωσε τα άποφασισθέντα, ή σύνοδος δεν έγινε δεκτή, άποκληθείσα «λη στρική». Ώς βασικα και θεμελιώδη στοιχεία, άπαραίτητα δια τον χαρακτη
ρισμον μιάς σννόδου ώς Οίκουμενικής, δύνανται να θεωρηθοϋν τα 41
έξης:
α) Ή έμφάνισις προβλήματος άναφερομένου κατα κύριον λόγον είς την πίστιν και κατa σννέπειαν είς την σωτηρίαν τών μελων τού πληρώματος τής 'Εκκλησίας. τα δογματικa λοιπον ζητήματα άποτε λοϋν το κατ' έξοχην άντικείμενον έξετάσεως και άντιμετωπίσεως ύπο
τών ώς Οίκουμενικών σννερχομένων Σννόδων. Τούτο έπισημαίνων και ό Ζωναράς άναφέρει: «Και αύτη (ή λεγομένη "πενθέκτη") έκτη
40. Πρβλ. Β. ΣΊΈΦΑΝΙΔΟΥ, Έκκλ. ίστ., σ. 302: «ή σύνοδος τής Σαρδικής (343) και ή της 'Εφέ σου τού έτους 449 (ή «ληστρικfι») συνεκλήθησαν ώς οίκουμενικαί, άf.JJJ. δεν διετηρήθη σαν ώς τοιαϋται, έκπεσοίίσαι της κοινής έκκλησιαστικής συνειδήσεως». !Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ,
Έκκλησιολογία, σσ.
41.
344-345.
ΠΑΥΛΟΥ ΣΟΥΗΔΙΑΣ, Σύνοδος Σαρδικής, σσ.
187-209.
«'Εν τούτοις τa περl την σύγκλησιν, σuγκρότησιν και λειτουργίαν τού συνοδικού θεσμού
διεκανονίσθησαν ύπο τής 'Εκκλησίας κατa καιροiις άναλόγως τών ύφιοταμένων έξωτε
ρικων πολιτικο-εκκληόιασι:ικών συνθηκών, διΟ και έθεωρήσαμεν άναγκαίαν τήν μελέ την τών καθ' έκάοτην έποχfιν έφαρμοσθέντων κριτηρίων δος, σ.
9).
μιάς συνόδου βλέπε Ν. ΜrΛΑΣ, Έκκλ.Δίκαιον, σσ.
ον, σσ.
... »
(ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Α' Οίκ. Σύνο
Περi, τών όρων και κριτηρίων διa τΟν χαρακτηρισμον της οίκουμενικόtητος
190-191.
406-407. Κ. ΜοΥΡΑτΙΔΟΥ,Καν.Δίκαι 142-143. Π.
ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), lf Οίκ. Σύνοδος, σσ.
ΜΠΟΥΜΗ, Συvέπειαι, σσ.
20-23.
163
ΤΟ ΛΛ•\<-JΙΙIΠ\ τΙ I~ Εt-:1\:ΛΙΙΣΙΛΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΙΌΥ ΤΗΣ ΛUΓΜΑΊΊΚΙΙΣ
όνομάζεται, δτι τε μη περl πίστεως και δογμάτων έν αύτfj γέγονε ζή τησις, ίόστε αύτην ίδιαιτάτην δια τούτο λογίζεσθαι Σύνοδον, καl δτι το τής εκτης ύστέρημα, την τών Κανόνων έκθεσιν, αύτη σuνεπλήρω
σε καί, δια προσεχεστέραν προς έκείνην εlναι σuνηριθμήθη έκείνψ> 42 • Άνευ άντιμετωπίσεως δογματικού θέματος δf:ν δικαιολογεϊται ό χα
ρακτηρισμος συνόδου ώς Οίκουμενικης. 'Επιπροσθέτως το θέμα τού το πρέπει να εχη γενικην και καθολικην έπίπτωσιν έπl τού μεγαλυτέ ρου μέρους τού πληρώματος της 'Εκκλησίας, νa έΧη προκαλέσει εύ
ρείαν άναταραχην
43
καl ώς έκ τούτου να ύπάρχη «χρεία κατεπείγου
σα»44 δια την σύγκλησιν της συνόδου.
β) Ή έκπροσώπησις όλου τού πληρώματος της Έκκλησίας, δλων των κατα τόπους 'Εκκλησιών, έν τψ προσώπφ τών έπισκόπων. Ή έκ
προσώπησις αύτη εΙναι δυνατον να έπιτευχθfί είτε αύτοπροσώπως εί τε δι' άντιπροσώπου45 • Τοιουτοτρόπως δf:ν εΙναι άπαραίτητον να συμ μετέχουν είς τας συνόδους aπαντες οί έπίσκοποι, πράγμα το όποϊον
εΙναι δυσχερέστατον, έaν οχι άδύνατον, καl έκ λόγων πρακτικών. Ό μεγάλος άριθμος &.λλωστε των Πατέρων της συνόδου δεν έχει ίδιαι τέραν σημασίαν δια την οίκουμενικότητα αύτης, ώς τούτο διαπιστού ται έκ τών μέχρι τούδε συγκληθεισών Οίκουμενικών Συνόδων.
42. ΖΩΝΑΡΑ, παρά Ράλλη-Ποτλή,Σύvταyμα, τ. Β', σ. 294. Πρβλ. Γ. ΓΑΛΠΉ, Θέματα Μεy. Συ νόδου, σ. 13. 43. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Κατa Άρειαvώv, Λόγ. Β', 34, ΒΕΠΕΣ 30, 208 1'-' 1: <<Τίς, δτε γέγο νεν ή μιαρα τών Άρειανών α'ίρεσις, ούκ εύθύς, άκούσας & λέγουσιν, έξενίσθη, ώς άλλό τρια λεγόντων αύτών, και παρα τον έξ άρχής σπαρέντα λόγον έπισπειρόντων;>> ΣτΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, .1\θαvάσιος, σσ. 27-28. 44. Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Περί τώv έv Άριμίvφ καi έv Σελευκείζt, 5, 1, ΒΕΠΕΣ 31, 292"-"':
<<ή μέν γαρ έν Νικαίι;ι σίινοδος ούχ άπλώς γέγονεν, άλλ' είχεν την χρείαν κατεπείγουσαν και την αίτίαν εύλογον». Βλέπε και ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Α. Οίκ. Σύνοδος, σσ. ΔΟΠΟΥΛΟΥ, .1\θαvάσιος, σσ.
45.
18-20. ΣΊΎΛ.
ΠΑΠΑ
18-20.
«Οί έπίσκοποι ώς φορείς τοϋ φρονήματος της Καθολικής Έκκλησίας, καλοiΝtαι είς τας
σuγκαλουμένας σννόδους οχι δια να κοινοποιήσουν άπλώς είς τας ύπ" αύτοiις έκκλησίας τας έν ταίς σννόδοις κοινfi λαμβανομένας ύπο τών έπισκόπων άποφάσεις, άλλα κυρίως δια να μεταφέρουν είς την σύνοδον το έπl. του άντιμετωπιζομένου ζητήματος φρόνημα τών ύπ' αύτοiις έκκλησιών>> (ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Α' Οίκ. Σύνοδος, σσ.
48-49).
Αύτόθι, σ.
50:
« ...
είς την Α' Οίκουμενικην σύνοδον προσεκλήθησαν π ά ν τ ε ς ο ί έ π ί σ κ ο π ο ι της Κα θολικής 'Εκκλησίας, ένφ τούναντίον μετα την έν Νικαίι;χ σύνοδον τήν σuγκρότησιν τών
Οίκουμενικών σννόδων έπηρέαζε το εκάστοτε ίσχϋον έν τη έκκλησιαστικfι διοργανώσει διοικητικον σύστημα, διο και είς τας Οίκουμενικας σννόδους προσεκαλοiΝtο έκπρόσω ποι πασών τών έκκλησιαστικών διοικητικών ένοτήτων
... ».
164
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
γ) Ή έναρμόνισις, ή αύθεντικη σχέσις, τών καθορισθέντων και δο
γματισθέντων προς την άλήθειαν. 'Εκάστη σύνοδος δέον νa άκολου θfi τaς άποφάνσεις τών προηγηθεισών Οίκουμενικών Συνόδων, ώς
άναφαίνεται είς τον δρον τής έν Νικαίι;χ. Ζ' Οίκουμενικής Συνόδου: «Μετa πάσης τοίνυν άκριβείας έρευνήσαντές τε καl διασκεψάμε νοι, και τψ σκοπψ τής άληθείας άκολουθήσαντες ούδf:ν άφαιρού μεν, ούδf:ν προοτίθεμεν, άλλa πάντα τa τής Καθολικής 'Εκκλησίας άμείωτα διαφυλάττομεν· και έπόμενοι ταίς άγίαις Οίκουμενικαίς
εξ Συνόδοις
... » 46 •
Σημασίαν τινa διa το όρθώς άποφαίνεσθαι τής
σwόδου και την οίκουμενικότητα αύτης έχει ή αύτοσwειδησία τών Πατέρων τής σwόδου. Ή έκκλησιαοτικfι συνείδησις σuμμαρτυρεί έκ τών ύοτέρων περι της άληθώς άποφανθείσης Οίκουμενικής
Συνόδου η άπορρίπτει τfιν μη όρθώς όμιλήσασαν περl της άποκε καλυμμένης άληθείας ψευδοοικουμενικfιν Σύνοδον.
Κατόπιν τούτων προβάλλει εύλογον το έρώτημα, &.ν ή 'Εκκλη σία έχει σήμερον τfιν δυνατότητα συγκλήσεως συνόδου ώς Οίκου μενικής47 και κατ' άκολουθίαν δυνατότητα άλαθήτου έρμηνείας
τής έν 'Ιησού Χριοτψ άποκεκαλυμμένης άληθείας, δεδομένου ότι μόνον έν τη Έκκλησίι;χ., διa της 'Εκκλησίας και ύπο τής 'Εκκλησίας, και μάλιστα κατ' έξοχfιν έν Οίκουμενικfi Συνόδφ έπιτυγχάνεται ή άλάθητος αύτη έρμηνεία.
46. Παρa ΙΩ.
ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1, σ. 239. 'Ωσαύτως
είς τον δρον πίστεως της έν Κωνσταντι
νουπόλει ΣΤ Οίκουμενικής Σννόδου σημεισϊιται: «uΟθεν ή καθ' ήμiiς άγία και Οίκου
μενικfι Σύνοδος, την άπό τινων και ώδε χρόνων της δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν άπε λάσασα, καί
tii των άγίων καl έγκρίτων Πατέρων άπλανώς εύθείι;ι τρίβφ κατακολουθή
σασα, ταίς άγίαις καΙ. οίκουμενικαίς πέντε Σννόδοις έν άπασι εύσεβώς συνεφώνησε (αύτόθι, σ.
221). 'Επίσης
είς τον όρον τής
11 Οίκουμενικής Σννόδου άναφέρεται:
... »
«κοινfi
ψήφφ τα τής πλάνης άπελάσαντες δόγματα, την δε άπλανή τών Πατέρων άνανεωσάμε νοι πίστιν
... »
(αύτόθι, σ.
47. Περί τού δννατοϋ
fj
174).
μη συγκλήσεως συνόδου ώς Οίκουμενικής βλέπε ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ,
Το δυνατόν τής οvyκλήσεως Οίκουμεvικijς Συνόδου, ΕΕΘΣΠΑ ϊ
(1936-1937) 37-50. ΤοΥ
ΑΥΊ'ΟΥ, Εlvαι δυνατή ή σύγκλησις Οίκουμενικής Συνόδου, όπου προτείνει αύτήv ό Πάπας; «'Ορθόδοξος σκέψις» Β' (1959) 119-121. Δ. ΜΙl.ΑΛΑΝοΥ, Εlvαι άvαγκαία καί σκόπιμος ή σύγκλησις Οίκουμεvικής Συνόδου; 'Εν Άθήναις γκλήσεως Οίκουμεvικijς Συνόδου, ΕΕΘΣΠΑ ϊ
1925. ΤοΥ AyroY, Το πρόβλημn τής (JΙ) (1936-1937) 130-135. ΠοΠΟΒΠΣ IΟΥΣJΊ
ΝΟΥ (Αρχιμ.), 'Επικίνδυνος ή σύγκλησις Οίκουμεvικijς Συνόδου (τής 'Ορθοδοξίας;) (με τάφρ. ,<Ορθοδόξου Μαρτυρίας>>), 'Εν Άθήναις
1971. Π. ΜποΎΜΗ, Συνέπεια ι τής άρσεως 1976, σσ. 18 κ. έξ.
τώv άvαθεμάτωv Ρώμης-Κωvσrαvτιvουπόλεως, Άθήναι
165
ΤΟ ΛΛΑC-Η-ΓΓΟi\ τι ΙΣ ΕJ..:ΚΛIΙ.ΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΙΌΥ Ίl ΙΣ ΛΟΓΜΛΊlΚΗΣ
Εύθvς έξ άρχής δέον νa σημειωθfί ότι ή 'Εκκλησία, ώς θεαν
θρώπινος όργανισμός, ώς σώμα Χριστσu, εΙναι όργανισμος ζών, δρών, κινούμενος και έκφραζόμενος. Διa τούτο ή σύγκλησις συ
νόδου ώς Οίκουμενικfίς είναι έξ άντικειμένου δυνατή. Άντίθετος iiποψις, άρνουμένη δηλαδη δυνατότητα τοιαύτης συγκλήσεως, έκλαμ βάνει την 'Εκκλησίαν ώς όργανισμον δεσμευόμενον νa χρησιμοποι ήση το άλάθητον αύτοϋ κριτήριον, να έκφρασθft άσφαλώς και αύθε
ντικώς και κατ' έπέκτασιν νa ζήση έλευθέρως. Δεν εΙναι ομως δυ νατον οϋτε έπιτρεπτον να έμφανίζεται ή 'Εκκλησία του Χριστού άνε νέργητος και άνέκφραστος είς τον χώραν του άλαθήτου αύτής. Ή 'Εκ κλησία εχει άποστολην να προσφέρη άνα πάσαν στιγμην την σωτη
ριώδη άλήθειαν και νa καθορίζn, όταν τούτο εΙναι άναγκαϊον, το άληθες και αύθεντικον νόημα τής χριστιανικής διδασκαλίας.
Ή 'Εκκλησία εΙναι μία, παρα την ύπαρξιν πολλών κατα τόπους Έκ κλησιών48, έπομένως εν και το όργανον αύτης, άναφορικώς προς την άλάθητον έρμηνείαν της Άγίας Γραφής. Τί συμβαίνει δμως μετa την διάσπασιν και άπομάκρυνσιν τού Ρωμαιοκαθολικισμου και έν συνε χείς% τού Προτεσταντισμού έκ τfjς 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλη σίας; Που εύρίσκεται το πλήρωμα της χάριτος και της άληθείας ; Έπ' 49
αmού άπαντώμεν δτι ή 'Ορθόδοξος Καθολικi) 'Εκκλησία συνεχίζει την ζωην τfjς άρχαίας άδιαιρέτου Καθολικής 'Εκκλησίας και διαφυ λάττει την πίστιν αύτης άλώβητον και άκεραίαν, άνευ καθορισμού, κατa την ίστορικην αmής πορείαν, δογμάτων ξένων και άλλοτρίων
προς την άρχαιοπαράδοτον διδασκαλίαν τfjς Έκκλησίας • Τούτο 0
έπισημαίνεται και είς τi)ν δήλωσιν τfjς 'Ορθοδόξου Άντιπροσωπείας
48.
Πρβλ. ΜΑΡΊΎΡΙΟΝ ΠΟΛΥΚΆΡΠΟΥ, Προο{μιοv, ΒΕΠΕΣ
παροικούσα Σμύρναν,
tfi
3, 21'..: «Ή
έκκλησία τού θεού, ή
έκκλησψ τού θεού, τη παροικούσrJ έν Φιλομηλίφ καί πάσαις
ταίς κατa τόπον tijς άγίας και καθολικής έκκλησίας παροικίαις έλεος και είρήνη και άγάπη θεού πατρος και του κυρίου ήμ&ν 'Ιησού Χριστοiι πληθυνθείψ>.
49. Ίω. 1, 14. SO. Πρβλ. Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Όρθ. Έκκλησίαι, σ. 211: «Ή 'Ορθοδοξία στηρίζει την πεποίθησιν τα'ύτην ( δτι fuτασαι αί όρθόδοξοι Έκκλησίαι συνιστούν την Μίαν, ΆγW.ν, Καθολικην καί Άποστολικην 'Εκκλησίαν) έπl. tijς ύφισταμένης συνεχείας της αύτή ς ( όρθής) πίστεως
=
και όρθijς ζωης διά μέσου των αίώνων, πράγμα το όποίον χαρακτηρίζει την όρθόδοξον παράδοσιν».
l66
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
είς τfιν Γ' Γενικijν Συνέλευσιν τού Παγκοσμίου Συμβουλίου τών Έκκλη
σιfuν: « ... Οί όρθόδοξοι δεν δύνανται νa άναγνωρίσουν τi]ν ίδέαν μιaς "όμοτιμίας (έξισώσεως,
Paritaet) τών χριστιανικών όμολογιακών όμάδων (Denominationen)" ούτε έπίσης νa φαντασθαuν τi]ν χριστια νικfjν έπανένωσιν ώς, οUτε όλίγον οUτε πολύ, διομολογιακi]ν συγκόλ λησιν (παράθεσιν,
adjustment).
Ή ένότης έχει διασπασθfj και δέον
όπως κερδηθfί έκ νέου. Ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία δεν είναι μία 'Ομο λογία, μία έκ τών πολλών, μία μεταξυ τών πολλών. Διa τους όρθοδό
ξους ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία είναι ή (καθαυτο) 'Εκκλησία. Ή 'Ορ θόδοξος 'Εκκλησία έχει την άντίληψιν και σuνείδησιν ότι ή έσωτερι κη της δομη και ή διδασκαλία της συμπίπτει προς το άποστολικον μή
νυμα (κήρυγμα) και τfjν παράδοσιν τής άρχαίας άδιαιρέτου 'Εκκλησί ας. Ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία εύρίσκεται είς άδιάσπαστον και σuνεχfj διαδοχfjν τοϋ μυστηριακού λειτουργήματος (τfjς ίερωσύνης,
ntal ministry), τfjς μυστηριακfjς ζωfjς και πίστεως. Ή
sakrame-
άποστολικi) δια
δσχiι τοϋ έπισκοπικοϋ άξιώματος και τής μυστηριακfjς ίερωσύνης
είναι πράγματι δια τους όρθοδόξους ούσιfuδες και προσδιοριστικον και δια τούτο ύποχρεωτικον στοιχείον τής ύπάρξεως τfjς 'Εκκλησίας καθόλου. Ή 'Ορθόδοξος 'Εκκλησία καταλαμβάνει συμφώνως προς την έσωτερικi)ν της πεποίθησιν και έν γνώσει τής καταστάσεως ίδι αιτέραν τινα και εκτακτον
(άσuνήθη)
θέσιν έντος τής διηρημένης
χριστιανοσύνης, ώς φορευς δηλαδη και μάρτυς τfjς παραδόσεως τfjς
άρχαίας άδιαιρέτου 'Εκκλησίας, έκ τής όποίας προέρχονται δια τfjς όδοϋ τής έλαττώσεως (ύποβιβάσεως,
σμοϋ
Reduktion)
και τοϋ άποχωρι
(Seperation) δλαι αί ύφιστάμεναι χριστιανικαι όμολογίαι ... »51 •
51. Παρα IΩ. ΚΑΛοrΗΡΟΥ, Έκ τής Γ Γενικής Συvελεύσεως τσϋ Παyκοσμiου Συμβουλίου τών 'Εκκλησιών είς Νέον Δελχi τών 'Ινδιών, «Γρηγόριος ό Παλαμάς>> ΜΕ' (1962) 15-16. Πρβλ. ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), Θέση 'Ορθοδοξίας, σ. 7: «'Η 'Ορθόδοξος Έκκλησία, πέρα άπο την άλήθεια δτι εfναι ή Μία, Άγία, Καθολικη καl Άποστολικfι Έκκλησία τού Χριστού, παραδέχεται την πραγματικότητα αύτη της ύπάρξεως τών πολλών Έκκλησιών, σαν μία διαφορόtητα που την βοηθεί να καθορίσει τη δικιι'χ της θέση και. στάση άπέναντι στiς πολλες Έκκλησίες
... Ή θέση της 'Ορθοδοξίας άπέναντι στο λοιπο Χριστιανικο κόσμο
σήμερα στηρίζεται σriιν άπλη άλήθεια, δτι δεν μποροίιν να άγνοηθοίιν δλες οί αλλες χρι
στιανικες όλόtητες, πού, σε έσχατη άνάλυση, σαν άποκομμένες άπο την άρχαία Έκκλησία τών πρώτων αίώνων η άπΟ τlς άπότοκες άπ' αύτην Έκκλησίες, με &.ΙJ..α λόγια σαν άποκοπi) άπο άποκοπή, έχουν κάποια σχέση και συνάφεια με τ\.ς πρώτες ρίζες τους».
ΤΟ
1.\.\HIITO\ 11 Ι~
Ι·:Ι-.:1-.:ΜΙΣ\ΛΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΙΣ ΔΟΒ1Α'ΠΚΙΙΣ
167
Τοιουτοτρόπως την πορείαν τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας δf.ν ήκολούθησε δυστυχώς ή Ρωμαιοκαθολικη 'Εκκλησία καΙ. κατ' άκο
λουθίαν ή Προτεσταντική. Είς τον χώρον τής Δύσεως έδόθη έσφαλ μένη έρμηνεία τής χριστιανικής άληθείας, γεγονος το όποίον σημαί
νει άλλοίωσιν τού περιεχομένου της πίστεως. Άλλοιουμένης δμως τής
πίστεως, άλλοιούται και ή άληθfις εννοια της 'Εκκλησίας. 'Όταν δια στρέφεται ή εννοια της πίστεως, δf.ν άποδίδεται οία είναι καΙ. ή γνη σία είκν της 'Εκκλησίας. Βεβαίως κατεβλήθη καΙ. καταβάλλεται προσπάθεια προς άποκα 52
τάστασιν τής έκκλησιαστικης ένότητος τόσον δια τού διαλόγου, άγά
πης, δσον καi δια τού θεολογικού διαλόγου, βασικον δf. βημα προς την κατεύθυνσιν αύτfιν άποτελεί ή συντελεσθείσα κατα το ετος
1965
iiρσις τών άναθεμάτων έκ μέρους τής Άνατολικης καi τής Δυτικής Έκ κλησίας. Παρα ταύτα παραμένονν αί μεταξiι τής 'Ορθοδόξου Καθο
λικής 'Εκκλησίας καΙ. τής Ρωμαιοκαθολικής διαφοραί53 • 'Επίσης ή
52. Αύτόθι, σσ. 30-31: «Ή 'Ορθοδοξία ύπijρξε, εtναι καl θα μείνει 'Εκκλησία ποiι διατηρεί πάντοτε την αύτοσuνειδησία της έκκλησιολογικijς της άκεραιότητος και έπαρκείας της,
δπως και την μοναδικότητά της άπο πλευράς άληθείας που ένσαρκώνει, άποστολικής παραδόσεως που βιώνει, έκκλησιαστικijς δομής ποiι κατέχει και σωματικού και άγια
στικού εργου που έπιτελεl στον κόσμο. Άλλ' ίιπήρξε, είναι καi θα είναι καi. ή 'Εκκλησία που δεν έθεσε και δεν θέτει το φώς της ύπο τΟν μόδιον, άλλ' έπi. την λυχνίαν. 'Εκκλησία
που εχει σuνείδηση της άποστολής της ώς άναπλαστικής δυνάμεως καl ποiι έφάρμοζε καi καλείται έντονώτερα σήμερα να έφαρμόσει την πολύπλευρη, άλλα καl μοναδικiι σέ
άπόδοση διαδικασία τοϋ διαλόγου, προκειμένου να πορευθεί το δύσβατο δρόμο τής άποκαταστάσεως της ένότητος τών 'Εκκλησιών».
53.
Πρβλ. Κοινήν δήλωσιν τού πάπα Παύλου τοϋ Σ! καi. τού πατριάρχου Άθηναγόρου, «Τόμος Άγάπης», Νο
127, 7 Δεκεμβρίου 1965, σσ. 281-283:
«ή χειρονομία αiιτη δικαιο
σύνης καt άμοιβαίας συγγνώμης δεν δύναται να έξαρκέστι είς τερματισμον τών δια φορών, παλαιών καl νεωτέρων, τών ύφισταμένων μεταξiJ τής Ρωμαιοκαθολικής 'Εκκλη σίας καl τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, αϊτινες, τfι ένεργείf!. τοϋ Άγίου Πνεύματος, θα ύπερπηδηθώσι διι'χ τής καθάρσεως τών καρδιών, τής άποδοκιμασίας τών ίστορικών σφαλ μάτων, ώς καl δια τής άποτελεσματικijς θελήσεως τού καταντijσαι είς την κοινήν κατα νόησιν καl διατύπωσιν της άποστολικijς πίστεως καi τών αίτημάτων αύεής
... δτι αυτη
(ή χειρονομία)
...
έκτιμηθήσεται
... έλπίζουσιν ... ώς εκφρασις άμοιβαίας είλικρινούς θελή
σεως προς καταλλαγήν, ώς πρόσκλησις προς έπιδίωξιν, έν πνεύματι άμοιβαίας έμπιστο
σύνης, έκτιμήσεως καΙ. άγάπης, τού διαλόγου, δστις όδηγεϊ αύτάς, Θεού εύδοκοίιντος,
ϊνα έπαναβιώσωσι, έπl μείζονι ώφελείf!, τών ψυχών και προς ελευσιν τής βασιλείας τού Θεού, την πλήρη κοινωνίαν της πίστεως, τής άδελφικής όμονοίας καi τής μυστηριακής ζωής, i]τις ύφίστατο μεταξυ αύτών διαρκούσης τής πρώτης χιλιετηρίδας τής ζωής τής 'Εκ κλησίας>>. Βλέπε και Εν. 'ΓHEODOROY, Prognosen, σ. 206.
168
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
έλπιδοφόρος χειρονομία τού πάπα 'Ιωάννου-Παύλου Β', καθ' fιν οΏ
τος, την 7ην 'Ιουλίου έπi τfί
1600fi
1981,
είς τον έν Ρώμη ναον τού άγίου Πέτρου,
έπετείφ της Β' Οίκουμενικfjς Συνόδου, άνέγνωσεν άμε
τάβλητον το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ητοι &.νευ τού
Filioque54 ,
παρέμεινεν &.καρπος. ΑiJτη δύναται νa χαρακτηρισθfί ώς
μία εύχάριστος άνάμνησις είς τaς σχέσεις 'Ορθοδοξίας καi Ρωμαιο
καθολικισμοϋ, &.νευ ίδιαιτέρου άντικρύσματος. την άκαρπίαν τ&ν παπικ&ν λόγων θεωροϋντες, άναλογιζόμεθα την στάσιν τού λατινό φρονος πατριάρχου 'Ιωάννου Βέκκου, ό όποίος έδέχετο μεν τfιν ά πάλειψιν τού
Filioque έκ τού Συμβόλου τfjς πίστεως, οχι ομως και την 55
άπόρριψιν τfjς σχετικfjς διδασκαλίας •
Ή Ρωμαιοκαθολικη 'Εκκλησία, παραχαράξασα και νοθεύσασα, κατa την ίστορικην αύτfίς πορείαν, τfιν αύθεντικην και γνησίαν πί στιν, τfιν ύπο τού Τριαδικού θεού έν 'Ιησού Χριστι'ρ άποκαλυφθεί
σαν, δf:ν δύναται και δf:ν δικαιούται νa συγκαλfί, ώς πράττει, Οίκου μενικaς Συνόδους 5Ό Άντιθέτως ή 'Ορθόδοξος Καθολικη 'Εκκλησία,
54. Το σχετικόν πωι:ικόν κείμενον βλέπε παρα ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δεm. Οίκ. Σύνοδος, σσ. 273274: «Έπιθυμούμεν να όμολογήσωμεν με δλην την δύναμιν της φωνής ήμών και με δλην την καρδίαν ήμών την άλήθειαν της πίσtέως, fιτις διετυπώθη προ δέκα Εξ αtώνων ύπο της πρώτης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, και να την έκφράσωμεν δια τών τόσων
γνωστών δρων. Έπιθυμοϋμεν να την όμολογήσωμεν και πάλιν, δπως διετυπώθη τότε: "Πιστεύομεν είς το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον και ζωοποιόν, το έκ τού Πατρος έκπο ρευόμενον, το σiιν Πατρι και Υίφ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον το λαλησαν
δια τών προφητών"
... Την πίστιν ταύτην τών
Αποστόλων και τών Πατέρων, την όποίαν
ή Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως τού 381 ώμολόγησε πανηγυρικώς και ώρισε να όμο λογ'i'jται, έπιθυμοϋμεν και ήμείς
...
να όμολογήσωμεν το σύμβολον το
1981
έν tfι καθα
ρότητι και τfί δυνάμει, δια τών όποίων ή σεβασμία έκείνη Σύνοδος τΟ ώμολόγησε και &ρισε προ δέκα Εξ αίώνων να όμολογήται έκτοτε». "Επίσης ό πάπας απευθυνόμενος ri)ν
4ην 'Ιουνίου
1981, πρΟς τΟν
Οίκουμενικόν Πατριάρχην Δημήτριον Α' και άναφέρων τΟ
περι Άγίου Πνεύματος ίiρθρον τού Συμβόλου της πίστεως ίiνευ τού
Filioque, παρατηρεί:
«Τα Σύμβολα τών Οίκουμενικών Συνόδων έκφράζουν κατα τρόπον άναλλοίωτον ri)ν χριστιανικfιν πίσtιν ... ». 55. Πρβλ. Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Βέκκος, σ. 125. 56. <<Η ρωμαιοκαθολική άντίληψις περi Οίκουμενικης Συνόδου είναι δλως διάφορος της
'Ορθοδόξου, διότι, ένψ κατα την τελευταίαν, αύτη είναι το άνώtατον κυρίαρχον σώμα της δλης 'Εκκλησίας, κατα tήν ρωμαιοκαθολικην άντίληψιν δεν είναι η άπλοϋν συμβου λευτικον σώμα δια τον πάπαν και τοίιtο διότι ή προσωπικη αύθεντία αi.rtoϋ δεν δέχεται οίανδήποτε ίiλλην αύθεντίαν ύπερ αύtον καί, συνεπώς, ή συγκέντρωσις τfjς πνευματικής έξουσίας άνήκει είς αi.rtOν και ούχι είς την Οίκουμενικην Σύνοδον» (ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΊΌΥ, Οίκ. Σύνοδος, σ.
120). Ό ύπερτονισμ.Ος τού παπικοϋ θεσμού προσδίδει τελείως διάφορον
ΤΟ ΑΛΛ ΘΙ ΠΟΝ ΊlΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΙΌΥ ΊΊ-ΙΣ ΔΟΓΜΑ'ΠΚΗΣ
169
συνεχίζουσα την πορείαν τfjς Άρχαίας Καθολικής 'Εκκλησίας και δι δάσκουσα άπαραχάρακτον την άποκεκαλυμμένην θείαν άλήθειαν,
εχει το δικαίωμα καt την δυνατότητα συγκλήσεως συνόδου ώς Οίκου μενικης. Ή άπόφασις καt άπόφανσις της γνησίας και άληθους Έκ κλησίας εχει χαρακτήρα οίκουμενικόν. Ή διάστασις τής οίκουμενι
κότητος έν προκειμένφ δf:ν εΙναι ποσοτική, άλλa ποιοτική. Ή 'Ορθό
δοξος Καθολικη 'Εκκλησία ε Ιναι, κατa ταύτα, αύτάρκης πρΟς διατύ πωσιν και καθορισμον τής άλαθήτου και γνησίας χριστιανικης διδα
σκαλίας, άνευ έγκρίσεως τών δογματισθέντων ύπο τfjς Δυτικής Έκ
κλησίας57. Έaν fiτo άναγκαία μία τοιαύτη άναγνώρισις, θα καθίστα το προβληματικη καl ή οίκουμενικότης τfjς Β' Οίκουμενικής Συνό
δου, λόγφ τοϋ δυτικού το
Filioque. Άναγνωρίζουσα ή Δυτικη 'Εκκλησία Filioque στρέφεται ad hoc κατa τfjς Β' Οίκουμενικfις Συνόδου.
Πρέπει έν τοιαύτη περιπτώσει να άρθft ή οίκουμενικότης τής Συνόδου
έννοιαν είς την Οίκουμενικfιν Σύνοδον. Ό πάπας Ρώμης κατέστησεν έαυτΟν πηγiιν πά σης έξουσίας έν τfi Έκκλησψ. Τονίζεται ύπερβολικώς ή παπικη παρουσία, έμφανίζονται
προνόμια τοϋ έπισκόπου Ρώμης ξένα καl άλλόtρια προς την Παράδοσιν τής Μιάς, Άγίας, Καθολικής καl Αποστολική ς 'Εκκλησίας,
mόποία άλλοιώνουν την όρθην εννοι
αν τfjς Οίκουμενικής Συνόδου, μεταβάλλουν την όρθi]ν δομi]ν τοϋ συνοδικοϋ συσrήμα τος, fίτοι τού πολιτεύματος της άρχαίας 'Εκκλησίας. Ή ι':πιζητουμένη άλαζονικη μονο κρατορία τοu Πάπα έν τϊi Έκκλησίςι έπιφέρει άλλοίωσιν τού άληθσUς θεσμσU τής Οίκου μενικής Συνόδου. Μήπως προήδρευσεν ό έπίσκοπος Ρώμης τών έπτa Οίκουμενικών συνόδων; Ή έν τϊi Ρωμαιοκαθολικfi Έκκλησίι,χ σuyκαλουμένη «Οίκουμενικi)» Σύνοδος φέρει, συγχρόνως προς το πέρας αύτης το στοιχείον τής πληρότητος και αύταρκείας, μη
έπιδεομένη τfjς έγκρίσεως τοϋ πληρώματος αύιijς. Περl τής Οίκουμενικfjς Συνόδου έν τfι Ρωμαιοκαθολική Έκκλησψ.βλέπε
iiber dίe Κirche, κ. 3, 22, 336-341, σσ. 145-147. 57. Σχετικώς
σ.
W. ΚRAEMER, Vatikanum Il, Dogmatίsche Konstitution 104. C.I.C., Teil 11, Hierarchίsche Veifassung der Κirche, can.
προς την άναγνώρισιν τών άποφάσεων τών Οίκουμενικών Συνόδων ύπο τοϋ
παπικού θρόνου σημειωτέα τα έξης: «Ή άνάγκη διαφυλάξεως της ένότητος τής 'Εκκλη σίας κατέστησε την όμοφωνίαν τών πέντε πατριαρχικών θρόνων βασικην προϋπόθε
σιν οίασδήποτε άποφάσεως έπl σοβαρού έκκλησιαστικοϋ ζητήματος. Άλλως τε και ή 'Εκκλησία τής Άνατολfjς έγνώριζε την άποφασιστικi)ν σημασίαν τοϋ παπικοϋ θρόνου διCχ
την διαφύλαξιν τής ένότητος της Έκκλησίας, διό και ή άναγνώρισις τών άποφάσεων Οίκουμενικών συνόδων καl ύπο τού παπικού θρόνου έθεωρείτο άναγκαία, ούχi βεβαί ως διa την κατοχύρωσιν tijς άληθείας τών άποφάσεων, άλλα διiχ την διαφύλαξιν τής ένό τητος της Καθολικής 'Εκκλησίας>> (ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ίουοτινιαvός-Πεvταρχία, σ.
738).
Πλείο
να περt Πενταρχίας βλέπε τοΥ ΑΥΊΌΥ, Ό θεσμός τής Πεvrαρχίας των Πατριαρχωv. Ι Προϋποθέσεις διαμορq;ώσεως τaiJ θεσμ.οV. ΙΙ Ίστορικοκαvοvικά προβλήματα περi n}v λειτουρyίαν τaiJ θεσμαίJ, Αθήναι
1969, 1970.
170
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΕ'
ταύτης, έπειδη δΕ:ν εΙναι σύμφωνος ή Δυτικη 'Εκκλησία, η άκριβέστε ρον έπειδη παρεχάραξε και ένόθευσε τήν άποστολοπαράδοτον διδα
σκαλίαν, την πίστιν τής Μιάς, Άγίας, Καθολικής και Άποστολικής 'Εκ κλησίας; Τούτο θα άπετέλει aρνησιν τής ταυτότητος τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας.
Έκ τών μέχρι τούδε λεχθέντων δύναται να συναχθfj δτι ή 'Ορθόδο ξος Καθολικfι 'Εκκλησία δύναται να σuγκαλέση Σύνοδον ώς Οίκου μενικήν. Σχετικώς δμως προς τfιν μέλλουσαν να συνέλθη «Άγίαν και 58
Μεγάλην σύνοδον τής 'Ορθοδόξου Καθολικής Έκκλησίας» , φρο νούμεν ταπεινώς δτι θa ήδύνατο να όνομασθfi Οίκουμενική, έφ' δσον τα θέματα, τα όποία θα έξετάση άνήκουν είς ζωτικα θέματα τής συγ χρόνου έκκλησιαστικής ζωής, χρήζοντα κατεπειγούσης άπαντήσεως. Περατούντες τα σχετικα προς τfιν Οίκουμενικfιν Σύνοδον, θα άνα φερθώμεν είς το θέμα τής σχέσεως κοσμικής έξουσίας και Συνόδου,
μάλιστα δΕ: Οίκουμενικής • Ό αύτοκράτωρ, λόγφ τού θεοκρατικού 59
χαρακτήρος τής βασιλείας, κατείχεν έξέχουσαν θέσιν έν τfj Έκκλη
σί<;χ, χωρiς βεβαίως να εΙναι κάτοχος μυστηριακής ίερωσύνης60 • Οii τος συνεκάλει τας συνόδους και έφρόντιζε διa τα άφορώντα είς την 61
έξωτερικfιν όργάνωσιν της συνόδου • Ούδεiς δύναται να άρνηθfi τας αύτοκρατορικας έπεμβάσεις και αύθαιρεσίας, αί όποίαι έλάμβανον χώραν είς τοπικας συνόδουξ. Τούτο σuνέβαινεν ίδιαιτέρως, δταν οί φορείς τής κρατικής έξουσίας δΕ:ν διεπνέοντο ύπο τού έπιβαλλομένου σεβασμού έναντι της 'Εκκλησίας. 'Επεμβάσεις δμως αύτοκρατορικαι
58. Περl τό"Jν διαφόρων όνομασιών βλέπε και Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Περί τής όvομααίας τής μελ λαύσης συνόδου, «Θεολογία>> ΛΗ' (1967) 529-532. 59. Βλέπε σχετικώς ΣτΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,Αθανάσιος, σσ. 183-204. 60. Πρβλ. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έκκλ. ίστ., Βιβλ. Ε', ιζ', PG 82, 1236D-1237A, ένθα ό Με διολάνων Άμβρόσιος, έκφράζων την futοψιν τής 'Εκκλησίας, επισημαίνει είς τον αυτο κράτορα Θεοδόσιον τον Μέγαν δτι η θέσις τού αύτοκράτορος δεν εύρίσκεται έν τQ:ι ίερQ:ι
θυσιαστηρίφ: «Ta ένδον, ώ βασιλεϋ, μόνοις έστlν ίερεί:Ίσι βατά· τοϊς δε ι'iλλοις futασιν, iiδυτά τε και ι'iψαυστα. ·Εξιθι τοίνυν και τοίς ι'iλλοις κοινώνει τής στάσεως aλουργlς γαρ βασιλέας, ούχ ίερέας ποιεί>>. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚΑΛΛΙΣτΟΥ, Εκκλ. ίστορία ΧΙΙ,
896.
Κ. ΜοvΡΑηΛΟΥ, Σχέσις "Εκκλησίας-Πολιτείας, σ.
"Εκκλησίας καl Πολιτείας έν Βυζαντίφ βλέπε αύτόθι,
61.
Πρβλ. Ν. ΜΙΛΑΣ, Έκκλ. Δίκαιον, σσ. Οίκ. Σύνοδος, σ.
62.
114.
409-410.
105. Πλείονα σα. 85-129.
ΧΡΥΣΟΣ'ΓΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νύν "Εφέσου), ιr
ΒΛ. ΦΕΙΛΑ, Α' Οίκ. Σύνοδος, σσ.
Πρβλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Έκκλ. ίστ., σ.
196.
41, PG 146,
περl τής σχέσεως
39-42.
πι
ΤΟ .\λ\ΗΙΙΊ'< Ι\ τι ΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΛΣ .ΩΣ ΟΡΟΣ ΊΌΥ ΕΡΙΌΥ ΤΙ-/Σ ΛΟΓΜΑΊΊΚΗΣ
-
κρατικαι είς Οίκουμενικaς Συνόδους, άφορώσαι είς τον καθορι
σμον δογμάτων δεν άπαντούν, διότι έν τοιαύτη περιπτώσει θa έξέπι πτον αί τοιαύται Σύνοδοι της οίκουμενικότητος αύτών, ώς συνέβη με
την ληστρικην σύνοδον της 'Εφέσου
(449).
Ό αύτοκράτωρ δf:ν έπέ
βαλλεν έν τή Οίκουμενικfj Συνόδφ δογματικας άπόψεις, αί όποίαι να 63
άπ~δουν προς την άλήθειαν • τα διαδραματισθέντα έπι παραδείγ ματι κατa την περίοδον της Είκονομαχίας
64
(726-843
μ.Χ.) γεγονότα
άποτελούν έπίσης τρανην άπόδειξιν, δτι το πιστον πλήρωμα της 'Εκ κλησίας δf:ν άπεδέχετο την αύθαίρετον έπιβολην τών άπόψεων τοϋ
αύτοκράτορος, άλλ' ήγωνίζετο δια την προβολην και έπικράτησιν της άληθείας. Ό 'Ιωάννης ό ΔαμασκηνΌς έκφράζων την θέσιν τοϋ αύτο κράτορος έναντι της 'Εκκλησίας παρατηρεί: «Ού βασιλέων έστl νομο
θετε'ίν τfι Έκκλησίι;χ
... Βασιλέων
έστl,ν ή πολιτικη εύπραξία, ή δε έκ
κλησιαστικη κατάστασις ποιμένων καί διδασκάλων
... Ύπείκομέν σοι,
ώ βασιλεϋ, έν τοίς κατα τον βίον πράγμασι, φόροις, τέλεσι, δοσολη ψίαις έν αίς τα καθ' ήμάς έγκεχείρισται· έν δε τfι έκκλησιαστικf\ κα ταστάσει έχομεν ταuς ποιμένας, τους λαλήσαντας ήμίν τον λόγον και
τυπώσαντας την έκκλησιαστικην θεσμοθεσίαν. Ού μεταίρομεν δρια αί ώνια,
&έθεντο οί Πατέρες ήμών, άλλα κατέχομεν τας παραδόσεις, κα
θrος παρελάβομεV' εί γaρ άρξόμεθα την οίκοδομfιν της έκκλησίας καl έν μικρQ) καθαιρείν, κατa μικρον το πάν καταλυθήσεται)) 65 • 'Επίσης ό
63.
Πρβλ. ΕΥ. ΧΡΥΣΟΥ, Ή έκκλησιαατική πολιτική ταύ 1ουστινιαvαύ κατa τήv {ριv περί τα Τρία Κεqχiλαια καί τήv Ε Οίκουμεvικήv Σύvοδοv, Θεσσαλονίκη
1969,
σ.
200:
«'Ο Ίου
σtινιανος είναι έμβριθης θεολόγος καl εχει προσωπικας άπόψεις περι τών θεολογικών προβλημάτων της έποχής του και έργάζεται δια την διάδοσιν καl έπικράτησίν των. τα προς τούτο χρησιμοποιούμενα μέσα έξαντλοϋν, άλλα δεν ύπερβαίνουv τα δρια άναμεί ξεως τού αύτοκράτορος είς τα πράγματα τής Έκκλησίας, ώς καθωρίσθησαν ταύcα έθι
μικ&ς κατα τijν άποτοϋ Μ. Κωνσtαντίνου έγκαινιασθείσαν συζυγίαν έκκλησίας και πολι τείας. 'Ο Ίουστινιανος δεν καταπνίγει την θεολογικfιν άντιπολίτευσιν καi. δεν διώκει τοiις
έκπροσώπους της, άλλ' άναζητεί τον μετ' αύτής διάλογον. 'Οσάκις δε ό διάλογος καταλή γει είς άδιέξοδον, συγκαλεί την οίκουμενικήν, καθαρ&ς έπισκοπικi)ν σύνοδον, την όποίαν άναγνωρίζει ώς άνώτατον νομοθετικον καi. δικασtικΟν όργανον τής έκκλησίας».
64. Περι τής έν Ίερείι,χ συνόδου (754 μ.Χ.), ή όποία έχαρακtήρισεν έαυτiιν Οίκουμενικfιν (Mansi 13, 208D), άλλα δεν άνεγνωρίσθη ώς τοιαύτη ύπο τού πληρώματος τής Έκκλη σίας, λόγφ των αίρετικ&ν αύτής άποφάσεων, βλέπε ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλ. ίστ. 11, σσ. 19-23. Β. ΓIΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Χριατολ. άντιλήψεις, σσ. 49-55. 65. lΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Περi είκόvωv, Kotter III, l02 1-104" (PG 94, 1296-1297).
ΚΕΦΛΛΑΙΟΝ Ε'
l72
Κορδούης 'Όσιος (α' ήμισυ τού !1 αίώνος) έκφράζων την άντίθεσιν της άρχαίας 'Εκκλησίας σχετικώς προς την έπέμβασιν τής πολιτικής έξουσίας είς το έργον τών συνόδων είς έπιστολi]ν αύτοϋ προς τον αύ τοκράτορα Κωνστάντιον, έπεμβαίνοντα ύπερ τών άρειανοφρόνων, γράφει: «μη τίθει σεαυτον είς τα έκκλησιαστικά, μηδε συ περl τούτων
ήμιν παρακελεύου, άλλα μάλλον παρ' ήμών (τών έκκλησιαστικών) συ μάνθανε ταύτα
...
Ούτε τοίνυν ήμίν άρχειν έπl τfjς γfjς έξεστι, ούτε σU 66
τού θυμιάν έξουσίαν έχεις, βασιλεύ» • Ό λα"ίκός, οίονδήποτε κοσμι κον άξίωμα και αν κατέχη, έντάσσεται είς το ποίμνιον τής 'Εκκλη
σίας, το όποίον καθοδηγειται καl κατευθύνεται, έπl τfί βάσει τfjς θείας
άληθείας, ύπο των έκκλησιαστικών ποιμένων καl λειτουργών 67 • ΕΙναι χαρακτηριστικον δτι, ένψ αύτοκράτορες ύπεστήριξαν αίρετικας δι
δασκαλίας, αύται τελικώς δεν έπεβλήθησαν ώς δόγματα είς την Έκ κλησίαν68. Το σώμα τijς 'Εκκλησίας άντέδρασε σθεναρώς, δια να άπο
κλεισθf1 ή έπιβολη κακοδοξίας, ή όποία σημαίνει παρέκκλισιν έκ τfjς άληθείας, διαστροφi]ν τής άληθείας, η άκριβέστερον έσφαλμένην ά
ντιμετώπισιν καl έρμηνείαν τijς άληθείας, δεδομένου δτι ή άλήθεια καθ' έαυτην δεν δύναται να διαστραφn, δύναται δμως να έρμηνευθfι καl νοηθfj έσφαλμένως ύπο τού άνθρώπου. β. Τοπικfι σύνοδο; Βεβαίως ή 'Εκκλησία καθορίζει καl διατυποί έν Οίκουμενικfj Συ
νόδφ άλαθήτως τi]ν διδασκαλίαν αύτfjς, έρμηνεύουσα αύθεντικώς καl άποδίδουσα όρθώς το άληθΕ:ς νόημα τijς Άγίας Γραφijς.
Tofrto
δμως ούδόλως άποκλείει καl το δuνατον τού άλαθήτου τοπικής σuνό δου69, ώς βεβαιούται έκ τού γεγονότος, δτι ή Πενθέκτη έν Τρούλλφ
2
66. Παρa Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Περί τώv γεγενημένων παρ' Αρειαvών 44, ΒΕΠΕΣ 31, 266 -Ό 67. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. ΛΒ', 13, Gallay, SC 318,11224 (ΒΕΠΕΣ 60, 17'+'•): <<Τί σεαυτον ποιείς ποιμένα, πρόβατον ών; τί γίνη κεφαλή, πους τυγχάνων; τί στρατηγε ϊν έπι χειρείς, τεταγμένος έν στρατιώταις;>>.
68. Πρβλ. Β. ΣΊΈΦΑΝlΔΟΥ, Έκκλ. ίοτ., σ. 149. Β. ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Χριοτολ. άντιλήψεις, σ. 1. 69. Πρβλ. Σ'ΓΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,Αθανάσιος, σ. 45: <<ή διαδικασία προς άναγωγiιν είς όρ θόδοξον θεολογικον δρον δεν περιορίζεται μόνον είς την Οίκουμενικfιν Σύνοδον τής Νι καίας, άλλα δύναται να λάβn χώραν και είς τοπικiχς συνόδους ... ».
ΤΟ Λι\Αt>Ι ΠΟΝ η ΙΣ ΕΙ..: Ι..:ΛΙΙΣΙΑΣ ΩΣ ΟΙ'ΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ τι ΙΣ ΛΟΓΜΑΊΊΚΗΣ
173
Οίκουμενικη Σύνοδος έπεκύρωσεν άποφάσεις τοπικών συνόδων70 , η
γενικαt σύνοδοι κατέστησαν Οίκουμενικαί, ώς έπt παραδείγματι ή Β'
Οίκουμενικη Σύνοδος. Ή Έκκλησία έκφράζεται δια μέσου των αίώ νων και δια τοπικών συνόδων, και μάλιστα αύτών, αί όποίαι έτυχον
γενικής άποδοχfjς τοϋ συνόλου της Έκκλησίας, χωρ'Lς να ύπάρξη περι
αύτών άπόφασις Οίκουμενικfjς συνόδου. Ώς παραδείγματα είναι δυνατον να άναφερθοϋν αί συγκληθείσαι κατα τον
ILX αίώνα έν Κων
σταντινουπόλει σύνοδοι έξ αίτίας των άναφυεισών ήσuχαστικών λε
γομένων έρίδων. Αί σύνοδοι αύται άνέπτυξαν καl διεσάφησαν τα πε ρt θείας ούσίας καl ένεργείας, άκριβέστερον δε τα περl άκτίστων θεί
ων ένεργειών. Ή καθορισθείσα ύπ' αύτών διδασκαλία, άναγνωρισθεί σα ύπο της όρθοδόξου έκκλησιαστικfjς συνειδήσεως, άποτελεί πλέον
διδασκαλίαν της 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας. Αί σύνοδοι αύ ται εΙχον την συνείδησιν, δτι έξέφραζον το πνεύμα και το φρόνημα της Καθολικής και Άποστολικfjς Έκκλησίας • Ή αύτοσυνειδησία δε 71
αύτη λαμβάνει περιεχόμενον έκ της έγκρίσεως τών άποφασισθέντων ύπο τού πληρώματος της 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας.
γ. ΠατέQες καl θεολόyοι τής Έκκλησίας Άλλα καi δια Πατέρων και μεγάλων θεολόγων της 'Εκκλησίας, οί
όποίοι ζοϋν κατα τρόπον έντονον καt βιωματικον τiιν ζωijν τfjς 'Εκ
κλησίας καi θεολογούν, είναι δυνατον να ύπάρξn άλάθητος έρμη νεία είς δογματικόν τι θέμα πτυχής τινος τής άποκεκαλυμμένης θείας
70.
Βλέπε σχετικώς IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. σσ.
71.
1, σα. 254 κ. έξ. Κ ΜΟΥΡΑτιΔΟΥ, Καν. Δίκαιον,
82-86.
Πρβλ. Σwοδικόν Τόμοv
(1341), 51, σ. 365:
«Και γοiιν άποφαινόμεθα, ώς εί μέν ένδείξε
ται άληθώς μετάνοιαν καt διορθώσεται έαυτον ( == Βαρλαaμ) ... εύ &.ν i:χοι· εί δ' ούν, άπο κήρυκτος εσται και άποτετμημένος τής άγίας τού Χριστού καθολικής και άποστολικής
'Εκκλησίας καl τού όρθοδόξου τών Χριστιανών συστήματος». Συνοδικόv Τόμοv σ.
(1347), 373: «έκκηρύκτους έΎΎQάφως και άποτετμημένους τής τού Θεού καθολικής καi άπο
στολικής 'Εκκλησίας, aτε δυσσεβείς σuνοδικώς άναπεφηνότας, Άκίνδυνον καt τοiις κατ'
αύτον
... ». Σwοδικδv Τόμον (1351), 51, σ. 404: <<τοiις δέ νϋν άναφανέντας και συνοδικώς ( == Βαρλαaμ και Άκινδύνφ) όμόφρονας, και άπλώς δ σοι τής συμ
έξελεΎΧθέντας έκείνοις
μορίας αύτών άποκηρύκτοvς τε και άποβλήτους εχομεν τής καθολικής καi. άποστολικής
τού Χριστού 'Εκκλησίας, εί μη μεταμεληθεϊεν ... >>.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
174
άληθείας 72 • Ή υίοθέτησις γνωμών τινων Πατέρων τής 'Εκκλησίας ύπο
Οίκουμενικών Συνόδων συνηγορεί ύπερ τfjς άπόψεως αύτήξ. Ώς παράδειγμα γενικής άποδοχής δογματικής διδασκαλίας δύναται να
άναφερθ'fi ή περι άκτίστων ένεργειών διδασκαλία τοϋ άγίου Γρηγο ρίου τοϋ Παλαμά, ή όποία, καίτοι διήκει δι' ολης τής 'Ορθοδόξου Παραδόσεως, ομως άνεπτύχθη συστηματικώς και δογματικώς ύπ'
αύτοϋ • την ίδιαιτέραν σπουδαιότητα 74
-
θεολογικfιν και έκκλησια
στικήν- τοϋ άγίου Γρηγορίου , τοϋ άσφαλεστάτου προμάχου, άγω 75
νιστοϋ και έκφραστοϋ τής όρθοδόξου διδασκαλίας και παραδόσεως, έπισημαίνουσα ή ήσuχαστικη σύνοδος τοϋ
1351
παρατηρεί: «Αύτον
μέντοι τον πολλάκις ρηθέντα Θεσσαλονίκης ίερώτατον μητροπολί την' μη δεν άπζiδον των θ ε ίων λογίων γράφοντά τε καl φρονοϋντα
μετ' έξετάσεως καταλαβόντες, μάλλον δε τών θείων λογίων και τής κοινής ήμών εύσεβείας και παραδόσεως, ώς προσfjκεν, ύπερμα χοϋντα, ούκ άνώτερον μόνον παντάπασι τών κατ' αύτοϋ, μάλλον δε τών κατa τfjς τοϋ Χριστού 'Εκκλησίας έρεσχελιών
...
άλλα και άσφα
λέστατον τής 'Εκκλησίας και τfjς εύσεβείας πρόμαχον καl προαγωνι
στfιν και βοηθον ταύτης άποφαινόμεθα. Οϋτω γaρ και οί έπι ταίς
Συνόδοις έκείναις προβάντες τόμοι έξουσι, καθάπερ
oirv έχουσι, το
76
άσφαλές τε καl βέβαιον» •
72. Άλλως
πως φρονών ό Μητροπολίτης Νικοπόλεως MEΛbllOΣ, παρατηρεί: «Ούδενος άρ
χιερέως αί γνώμαι άποτελούν έγγύησιν και άσφάλειαν διa την 'Εκκλησίαν. ΟύδΕ του
άγιωτάτου και σοφωτάτου. Το χάρισμα της άληθείας [χει μόνον ή έν άγίφ Πνεύματι άποφαινομένη Οίκουμενικη Σύνοδος>> (Πέμπτη Οίκ. σύνοδος, σ.
73. Πρβλ. 74. Πρβλ.
22).
Κ. ΜΟΥΡΑτΙΔΟΥ, Καν. Δίκαιον, σσ.
Ν. ΝΗΣΙΩτΗ, Φιλοσοqiα
σκαλία, σ.
86-89. Θρησκείας, σσ. 39-40.
Μ. ΦΑΡΑΝfΟΥ, Περί Θεαϋ διδα
426.
75. 'Ιδιαιτέρας
σημασίας τυγχάνει ό χαρακτηρισμος τού άγίου Γρηγορίου Παλαμά ύπο τού
Οίκουμενικοί:Ί πατριάρχου ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΚΟΚΚJΝΟΥ γράφοντος: «ΣiJ δ', ώ τρισολβία και σε· πτή τίj) δντι και περιπόθητε κεφαλη
...
το κοινον τών θεολόγων και πατέρων και διδα
σκάλων καλλώπισμα, τών άποστόλων ό συναγωνιστής, ό τών όμολογητών και μαρτύρων άναίμακτος ζηλωτης και στεφανίτης και λόγοις και πράγμασι, και τής εύσεβείας άθλη της και στρατηγος και ύπέρμαχος, ό τών θείων δογμάτων ύψηλος έξηγητής και διδάσκα· λος, ό της άθέου καl πολυθέου ταυτησι τών παντοδαπών αίρέσεων πλάνης άναιρέτης
όξύtατος
... καλω δε
σε
... γνώμονά τε θεολογίας και κανόνα δογμάτων ... >>
(λόγος έyκω
μιαστικός είς τόν βίον ταϋ έν άγιΌις Πατρός ήμών Γρηγορίου ταϋ Παλαμά, 655Β-656Α).
76. Συνοδικός Τόμος (1351), 51, σ. 405.
PG 151,
175
'Γ~ ι Λ.\.\ΗΙIΊΟ\ ΊΊ I~ 1·:1\:1\:λΙΙ~IΛΣ ΩΣ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ 'ΠΙΣ ΛΟΓΜΑτli\Ι-ΙΣ
'Ωσαύτως Μάρκος ό Εύγενικος άνεδείχθη στύλος και έδραίωμα της 'Ορθοδοξίας, άγωνιστης και γενναίος προασπιστής, διερμηνεύσας
και άποδώσας την πίστιν τής Καθολικής 'Εκκλησίας όρθώς και γνη
σίως. Καίτοι όλόκληρος ή όρθόδοξος άντιπροσωπεία ένέδωσε κατa την ένωτικην σύνοδον Φερράρας-Φλωρεντίας
(1438-1439)
είς τaς
παπικaς άξιώσεις, ό Μάρκος ό Εύγενικος παρέμεινεν ό μόνος, ό
όποίος σuνεπύκνωσε και έξέφρασε την περι τού άγίου Πνεύματος όρθόδοξον άλήθειαν της Μιaς Έκκλησίας • 77
77.
Πρβλ. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Μιiρκοςό Εύyεvικός, ΘΗΕ 8 (1966) 760. ΤΟΥ ΑΥΓΟΥ, ΔΣΜ, 420. Αύτόθι, σσ. 421-429, €νθα ή έπιστολiι Μάρκου τού Εύγενικού.
τ.
1,
σ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΩΣ Το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ
1.
Ή iννοια τού ορου «δόγμα» έν γένει
Έφ' δσον ή Δογματικη έχει ώς κύριον άντικείμενον έπιστημονικfjς έρεύνης και διαπραγματεύσεως αίrtfjς τα δόγματα' τfjς 'Εκκλησίας,
είναι άνάγκη να προσδιορίσωμεν την σημασίαν της λέξεως «δόγμα». Προς τούτο θα προβώμεν είς σύντομον άνασκόπησιν, άναφερομένην 2
είς τfιν σημασιολογίαν τού δρου τούτου • Ή λέξις «δόγμα», παραγομένη έκ τού ρήματος δοκώ, σημαίνει στα
θεραν άπόφασιν, διαταγήν, διάταγμα, ψήφισμα, νόμον. Ύπο την έν νοιαν αίrtην νοείται και ό τύπος τών άρχαίων ψηφισμάτων, «έδοξε τfj βουλfj και τφ δήμφ τών Άθηναίων». Είς τfιν Παλαιαν και την Καινην Διαθήκην άπαντQ, είτε έν πολιτικfj έννοίg., ώς π. χ. «Εί δοκεί τφ βασι
λεί, δογματισάτω άπολέσαι αύτούς» 3 • «Και το δόγμα έξijλθε, και οί σοφοι άπεκτέννοντο και έζήτησαν Δανιηλ και τοuς φίλους αίrtού ά νελείν»4. «'Εξήλθε δόγμα παρα Καίσαρος Αύγούστου άπογράφεσθαι 5
πάσαν τfιν οίκουμiνην» είτε έν ήθικfj, ώς π. χ. «φυλάσσειν τα δόγματα 6
τα κεκριμένα ύπο τών άποστόλων» , είτε έν δογματικfj έννοίg., ώς π.χ.
«έξαλείψας το καθ' ήμών χειρόγραφον τοίς δόγμασιν»'.
ι. Περl της σημασίας τού δόγματος δια τi]ν Δογματικi]ν βλέπε Ε. ΚιΝDΕR, Dσgmatίk-Dσgma, σσ. 21-28, Ενθα καl σχετικη περl δόγματος ξενόγλωσσος βιβλιογραφία. 2. Περl τών διαφόρων έννοιών τού δόγματος βλέπε Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Σημασιολογία τού δό γματος έv τή άρχαίt;ι χριστιαvικfί καi έξωχριστιαvικfί γραμματείt;ι, Άθήναι 1960. Π. ΤΡΕ ΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', σσ. 3-5. ΧΡΥΣΟΣ"ΙΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), Είσαγωγή, σσ. 15 -21. Ν. Μm"ΣΟΠΟΥΛΟΥ,Δσγματική, σσ. 15-16. Κ ΣΚΟΥΊΈΡΗ,Δογματική, σσ. 5-6. Μ. SCHMAUS, Glaube, τ. 1, σσ. 185-187. G. GLOEGE, Dogma, RGG 2 ('1958) 221-222. J. RANFτ, Dogma I, (Semasiologisch), Rea\lexikon fiir Antike und Christentum 3 (1957) 1257-1260, W. ΒΕΙΝ· ERT, Dσgmatik studieren, Einfuhnιng in dogmatisches Denken und Arbeiten, Regensburg 1985, σσ. 15 κ. έξ. 3. Έσθiιρ 3, 9. 4. Δαvιηλ 2, 13. 5. Λ. ουκ. 2, 1. 6. Πράξ. 16, 4. 7. Κσλσσ. 2, 14.
1':\ \(JJ'\1\T \ !..!~ I ( J \\'ΠJ..:Εl'ι\ε•ω:\ ΛIΛΙlΡΑΙ''ιΙΑτΕΥΣΕΩ.Σ ΊlΙΣ ΛΟΙ''.Iι\'ΓΙΙ\ΙΙΣ
179
Ό ορος «δόγμα» χρησιμοποιείται έπίσης είς τον χώρον τής φιλο σοφίας, άλλα και τών &.λλων έπιστημών, προς δήλωσιν θεμελιώδους άρχής, αύθεντικής διδασκαλίας η άξιώματος, το όποίον εχει άπόλυ τον και ύποχρεωτικον κϋρος δια τοiις άποδεχομένους τούτο. Τοιου
τοτρόπως ό Πλάτων χρησιμοποιεί την λέξιν «δόγμα», δια να δηλώσn τας άρχας τοϋ δικαίου και τοϋ καλού: «Εστι που ήμίν δόγματα έκ παί
δων περι δικαίων και καλών, έν οίς έκτεθράμμεθα ίδσπερ ύπο γο νεϋσι, πειθαρχοϋντές τε και τιμώντες αύτά» • 8
Είς τον χώρον τής έκκλησιαστικής γραμματείας, και μάλιστα είς τους άποστολικοiις Πατέρας, ή λέξις «δόγμα» δηλώνει γενικώς τας έντολάς, αί όποϊαι άναφέρονται τόσον είς την χριστιανικην πίστιν,
οσον καi είς το χριστιανικον ήθος, τόσον είς την άλήθειαν τής πίστε ως, οσον καi είς τας ήθικας άρχάς, αί όπο'ίαι ρυθμίζουν την κατα Χρι
στον και έν Χριστψ ζωήν. Τοιουτοτρόπως έν τfi έπιστολfί τοϋ Βαρ
νάβα άναφέρεται: «Τρία ούν δόγματά έστιν κυρίου· ζωής έλπίς, άρχη καi τέλος πίστεως ήμών, καi δικαιοσύνη, κρίσεως άρχη καi τέλος, άγάπη εύφροσύνης και άγαλλιάσεως, έργων έν δικαιοσύνη μαρτυ ρία»9. 'Επίσης Κλήμης ό Άλεξανδρεiις σημειο'ί: «Ό γνωστικος aρα ήμ'ίν μόνος έν αύταLς καταγηράσας ταϊς γραφα'ίς, τi}ν άποστολικην καi
έκκλησιαστικην σq)ζων όρθοτομίαν τών δογμάτων, κατα το εύαγγέ λιον όρθότατα βιοί, τας άποδείξεις, &ς &.ν έπιζητήσn άνευρίσκειν άνα πεμπόμενος ύπο τοϋ κυρίου άπό τε νόμου και προφητών. ό βίος γάρ,
οΙμαι, τοϋ γνωστικού ούδf:ν aλλο έστiν η έργα καi λόγοι τη τοϋ Κυρί ου άκόλουθοι παραδόσει»
10
•
Παραλλήλως πρέπει να σημειωθfί δτι δια τοϋ δρου «δόγμα» χαρα κτηρίζονται καi τα ύπο τών αίρετικών πιστευόμενα καi ύποστηριζό μενα ώς όρθα καi κοινώς ύπ' αύτών άποδεχόμενα. Ύπο την έννοιαν αύτην θα έννοήσωμεν καi τοiις λόγους τοϋ έπισκόπου Λυώνος Είρη ναίου: «Ταύτα τα δόγματα, Φλωρίνε,
8. 9.
...
ούκ έστιν ύγιοϋς γνώμης
ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Πσλιτε{α Ζ',
538b. 1, 6, Pigent-Κraft, σ. 76 (ΒΕΠΕΣ 2, 227"-"'). Πρβλ. lrNAτiOY ΘΕΟΦο 13, Camelot, σ. 106 (ΒΕΠΕΣ 2, 271"'): <<Σπουδάζετε ούν βεβαιωθήναι
ΒΑΡΝΑΒΑ, Έπιστσλiι
ΡΟΥ, Μαγvησιεύσι
έν τοϊς δόγμασιν τοϋ κυρίου και τών άποστόλων>>.
10.
ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς Ζ',
16,
ΒΕΠΕΣ
8, 296"" (PG 9,
544ΑΒ).
ΚΕΦΛΛΑΙΟΝ
180
l."'f
ταύτα τα δόγματα άσύμφωνά έσtι τfι Έκκλησί~, είς τfιν μεγίσtην άσέ 11
βειαν περιβάλλοντα τους πειθομένους αύτοίς» • 'Ωσαύτως ό Κλήμης ό Άλεξανδρεi.ις άναφέρει: «φθάσαντες δε έξενεγκείν είς τοi.ις άνθρώ πους δόγματα ψευδή, σχεδον άπάσαις ταίς γραφαίς έναργώς μαχόμε 12
νοι και άει ύφ' ήμών τών άντιλεγόντων αύτοίς έλεγχόμενοι» • 'Επίσης είς τον δρον πίστεως τής
tS. Οίκουμενικής Συνόδου σημειοϋται: «τα
τής πλάνης άπελάσαντες δόγματα» 13 • Βραδύτερον, ίδί~ δε άπο τού
tS. αίώνος και έξής, τα δόγματα δη
λώνουν άποκλεισtικώς την θεωρητικfιν άλήθειαν τής πίστεως. Ύπο τi}ν έννοιαν αύτην χρησιμοποιών την λέξιν «δόγμα» και ό Κύριλλος 'Ιεροσολύμων, παρατηρεί: «Ό τής θεοσεβείας τρόπος έκ δύο τούτων
σννέστηκε· δογμάτων εύσεβών καl πράξεων άγαθών. Καl ούτε τα δόγματα χωρις έργων άγαθών εύπρόσδεκτα τφ Θ εφ, ούτε τα μη μετ' 14
εύσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ό Θεός» •
2. Ή
iννοια τού δόγματος έξ έπόψεως όρθοδόξου
α. Όρισμος Ή όρθόδοξος θεολογία θεωρεί το δόγμα διττώς, ήτοι ώς έχον εύ ρείαν και στενfιν σημασίαν. Τοιουτοτρόπως «όρθόδοξα δόγματα έν
τfι εύρείι,χ καl πραγματικfι μf:ν σημασίι,χ τής λέξεως ε Τναι πάσαι αί θε όθεν άποκεκαλυμμέναι θεωρητικαl τής πίσεεως άλήθειαι, αί ύπο τής Άγίας Γραφής καl τής 'Ιεράς Παραδόσεως διδασκόμεναι καl έκπα λαι κηρυσσόμεναι ύπο τής διδασκούσης 'Εκκλησίας καl πισεευόμεναι και βιούμεναι ύπο τού έκκλησιασtικού πληρώματος, έν στενfι δε και
είδικfι θεολογικfι έννοίι;t εrναι αί άλήθειαι, αί όποίαι διδασκόμεναι
ι ι. EtPHNAIOY, 'Επιστολή πρός Φλωρίνον
2, PG 7, 1225Β-1228Α. 12. ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς Ζ', 16, ΒΕΠΕΣ 8, 292 34.37 (PG 9, 533C). 13. Παρa IΩ.ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ. 1, σ. 174. 14. ΚΥΡΙΛΛΟΥ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ,Κατηχήσεις, !S., 2, ΒΕΠΕΣ 39, 66 3'-67 3 (PG 33, 456Β). Πρβλ. Μ. 21 23 ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περί άγ. Πνεύματος, κεφ. ΙΗ', 44, Pruche, SC 17 bis, 402 (ΒΕΠΕΣ 52, 268 . ): «Πώς έν τfι όμολογίι,t τών τριών ύποστάσεων το εύσεβές τής μοναρχίας δόγμα διατηρού
μεν>>. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, 'Επιστολή ΚΓ',
PG 46, 1089Α: «είς δύο τfιν τών χριστιανών ΠΟ
λιτείαν, εϊς τε το ήθικον μέρος, και είς τiιν δογματικi)ν άκρίβειαν».
ΊΊ\ ΛΟΙ'ΜΛΤ Λ ΩΣ ΤΟ ΛΝΠΚΕΙΜΕΝΟΝ ΛΙΛΠΡΑΓΜΑΊΕΥΣΕΩΣ 11ΙΣ ΔΟΓΜΑ11ΚΗΣ
181
ύπο τής Άγίας Γραψης και τής 'Ιεράς Παραδόσεως, καθωρίσθησαν
και διετυπώθησαν έπισήμως και πανηγυρικώς ύπο τών έπτa Οίκου
μενικών Συνόδων» 15 • ΔΕ:ν εύσταθεί λοιπον ή άποψις, δτι δόγματα εί ναι μόνον αί διατυπωθείσαι ύπο τής Έκκλησίας έν Οίκσυμενικαίς Συ νόδοις, η έν τοπικαίς (αί όποίαι έπεκυρώθησαν ύπο Οίκουμενικών),
θεόθεν άποκεκαλυμμέναι σωτηριώδεις άλήθειαι • Ή διατύπωσις αiJ 16
τη τών θείων άληθειών είς δόγματα έχει χαρακτήρα οχι ούσιαστικόν, άλλ' ίστορικον και περιστασιακόν, όφειλομένη είς την άνάγκην άντι
μετωπίσεως έκ μέρους της Έκκλησίας τ&ν αίρετικών, οί όποίοι προ
σεπάθουν να διαστρεβλώσουν την όρθi)ν και γνησίαν χριστιανικi)ν
διδασκαλίαν 1 '. Ώς ήδη άνεφέρθη, ή 'Ορθόδοξος Δογματικη έχει ώς άντικείμενον διαπραγματεύσεως αύτης την σuοτηματικi)ν έκφορaν τής
χριστιανικής πίστεως, ήτοι πάσας τaς ύπο τού Θεού άποκεκαλυμμένας
15. IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σσ. 4-5. Πρβλ. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική, σσ. 10-11: «Πάντα τα λοΙJtα δόγματα τα μη τυχόντα έπιοήμσu διατυπώσεως έμορφώθησαν καl ώρίσθησαν εκπαλαι ύπο τής διδασκσύσης Έκκλησίας. Καl τα μεν έπισήμως διατετυπωμένα δόγμα τα εχει τις έν τοίς όροις καl τοίς συμβόλοις τών οίκσuμενικών συνόδων καl τών τοπικών, ών ή διδασκαλία ώς τοιαύτη άνεγνωρίσθη ύπο οίκσuμενικής συνόδου· ύποκειμένοu δε λόγου περl τών ίiλλων δογμάτων τών άείποτε έν
tii
Έκκλησίι;χ. διδασκομένων, ταύτα
πορίζεταί τις προσφεύγων τούτο μεν είς πάντα τα εyyραφα μνημεία τα έκφράζοντα την σuνείδησιν τής Έκκλησίας, τούτο δε καl κυρίως είς τοiις ίεροiις Πατέρας τής Έκκλησίας,
ών ή όμόφωνος γνώμη είνε ή αύθεντικi) μαρτυρία τής δογματικής διδασκαλίας, fιν άεί ποτε έπρέσβευεν ή Έκκλησία». Π. 'ΓΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τ. Α', σσ.
6-7.
16. Σχετικώς ό καθηγητης IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ παρατηρεί, δτι «δέον ν' άπορρίπτηται πάσα άντί θετος γνώμη, έκφερομένη ύπο θεολόγων άyνοούντων fι παρεξηγσύντων τα έν τfi Όρθο δοξίι;χ. κρατούνtα, καl πειρωμένων να περιορίσωσι τα όρθόδοξα δόγματα μόνον είς ύπο τών άρχαίων έπτα Οίκουμενικών Συνόδων θεσπιθέντα η να διακρίνωσιν αύτα είς κύρια
καi δευτερεύοντα η ούσιώδη καl έπουσιώδη η μεγάλα καi μικρά, καθ' δσον πάντα άνε
ξαιρέτως τα όρθόδοξα δόγματα είναι ίσόκυρα καl ίσοοτάσια ώς "δόγματα Θεοϋ"» (Σύ νοψις, σ.
6, ύποσημ. 1). Βλέπε καi. Π. ΜπΡΑτΣΙΩτοΥ, Ή iwοια τού δόγματος έν τfl Όρθο (1957) 509-516, ένθα άποκρούεται ή έσφαλμένη γνώ
δόξφ Θεολοyί(Χ, «Θεολογία>> ΚΗ'
μη τού Βουλγάρου 'Ορθοδόξου Καθηγητοϋ SΊΈFΑΝ CΑΝΚον περl τής έννοίας τοϋ όρθο
δόξου δόγματος καl έν τέλει έπισημαίνεται: <<Οπωσδήποτε δέν πρέπει ούδεiς να νομίζη
δτι ή 'Ορθόδοξος Έκκλησία εfναι Έκκλησία έλαχίοτων δογμάτων και πολλών θεολο γΟυμένων και θεολογικών γνωμών, ίiρα δέ και πολλών άμφιβολιών και άχαλινώτου έλευθερίας καl άσυδοσίας>> (σ.
17. Πρβλ.
516). 15:
Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Είσαγωγή, σ.
«δέν πρέπει να λησμονήται δτι αί Οίκσuμενικαi
Σύνοδοι δεν συνεκλήθησαν, ϊνα διατυπώσωσιν ίiπασαν τiιν δογματικfιν διδασκαλίαν τής Έκκλησίας, άλλ' δτι αύται συνεκαλούντο έκάστοτε, όσάκις άμφισβήτησις η παρανόησις
άπησχόλει την Έκκλησίαν, προς έπίλυσιν άμφισβητήσεως η ίiρσιν παρανοήσεως καl άποκατάστασιν τής άληθείας έπl γενηθέντος σπσuδαίου ζητήματος>>.
182
ΙV:ΦΛΛΑ10\ Στ
άληθείας της πίσι;εως καl δχι μόνον τας διατυπωθείσας άληθείας είς δόγματα. Πράγματι ή Δογματικη πραγματεύεται καl έκθέτει σumη
ματικώς τfιν πίσι;ιν της 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, ώς προς την Θεολο γίαν, Δημιουργίαν, Άνθρωπολογίαν, Χρισι;ολογίαν, Έκκλησιολογίαν, Μυσι;ηριολογίαν, Σωτηριολογίαν, Έσχατολογίαν, άλλ' αί άλήθειαι, αί άναφερόμεναι είς τα άνωτέρω θέματα δΕ:ν έχουν πάσαι διατυπωθη
έν Οίκουμενικα'ίς Συνόδοις είς δόγματα, δεν είναι δηλαδη δόγματα ύπο την στενην σημασίαν τού δρου. Οϋτω πάντα τα δόγματα, τόσον τα διατυπωθέντα ύπο Οίκουμενικών Συνόδων, δσον καl τα μη διατυ
πωθέντα, είναι έξ ϊσου ύποχρεωτικα δια πάντας τσuς πιστούς, ώς άπολύτως άναγκα'ία δια την σωτηρίαν αύτ&ν. β. Έσωτερικος καl έξωτερικος χαρακτfιρ τοϋ δόγματος Ό μεν έσωτερικος χαρακτηρ τού δόγματος συμπίπτει μετα τοϋ πε
ριεχομένου τού δόγματος καl είναι ή άποκαλυφθε'ίσα άλήθεια καθ' έαυτήν, ό δε έξωτερικος χαρακτηρ αύτού έγκειται είς την προβολην τfjς άληθείας αύτfjς έκ μέρους τής 'Εκκλησίας καl είς την διατύπωσιν, την όποίαν δίδει είς αύτην ή 'Εκκλησία. Το δόγμα λοιπον φέρει δι πλούν χαρακτi)ρα. Άφ' ένος μεν άπαρτίζεται έκ τσϋ θείου στοιχείου, το όπο'ίον συγκροτεί τον έσώτερον πυρήνα καl την βαθυrέραν σύσίαν αύτοϋ, άφ' έτέρου δε έκ τού άνθρωπίνου στοιχείου, το όποϊον άνα
φfiρεται είς το έξωτερικον περίβλημα αύτοϋ. Δια τού τελευταίου τού το καθίσταται προσιτον είς τfιν διάνοιαν των πιστ&ν. Το πρ&τον στοι
Χείον, ώς έκ τής φύσεως αύτσϋ, παραμένει άμετάβλητον καl άναλ λοίωτον18. Ή ίστορικότης τού δόγματος άνάγεται είς το δεύτερον στοιχείον, ητοι είς το έξωτερικον περίβλημα αύτού, το όποίον άπο
τελεί άντικείμενον έρεύνης καl διαπραγματεύσεως τού μαθήματος 19
της 'Ιστορίας τών Δογμάτων •
18. «Θείον είναι το περιεχόμενον αύτοϋ ( = τού δόγματος), ώς έκ τής άληθείας καταγόμε νον καl περl τής άληθείας όμιλοw. Συνεπώς είναι άμετάβλητον, μη ύποκείμενον είς άλλοιώσεις, μεταβολiχς fι συμπληρώσεις (πρβλ. Γαλ. yματος, σ.
19.
l, 8-9)»
(Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, ν0ψειςδό
361).
Πρβλ. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ιστορία τών Δογμάτων, τ. Α', μέρος πρώτον, Άθήναι δεύτερον, Άθήναι
1978. MyS 1 (1965) 727-782.
Κ. RAHNER- Κ. LEHMANN,
Geschichtlichkeit der
1963,
μέρος
Veπnittlung, έν
Τ\ \( )1.\1.\1.\ !2::. τι) .\\ΊΊΙ.:ΕΙΜF.\0;\ ΛΙΛΙΙΡΑΓ~ΙΛΠ.:Π:ΕΩΣ'ΓΙΙΣ ΛΟΓ~ΙΑ'ΠΚΗΣ
183
Το δόγμα ύπο την στενην καl είδικην έννοιαν δf.ν έχει μόνον συ γκεκριμένον περιεχόμενον, άλλα καl σταθεραν γλωσσικην μορφήν.
Ή μορφολογία τοϋ δόγματος είναι άρρήκτως και όργανικώς συνδε δεμένη προς το περιεχόμενον τής έν Ίησοϋ Χριστφ θείας Άποκαλύ ψεως. Έπl τοϋ προκειμένου δννάμεθα να μνηνονεύσωμεν τον όρον τής !λ Οίκουμενικfjς Σννόδου, ό όποιος άναφέρεται είς το χριστολο
γικον δόγμα • Το δόγμα βεβαίως καθ' έαυτο δεν έπιδέχεται μεταβο 20
λήν, είναι δμως άναγκαία ή άπόδοσις και μεταφορα αύτοϋ είς τα πλαίσια έκάστης έποχής. Το δόγμα έχει άποστολην να μεταφέρη την
άλήθειαν είς πάσαν έποχην καl είς πάντα &νθρωπον. Διa να έπιτευ χθii τούτο, πρέπει το δόγμα να όμιλήσn είς την γλώσσαν, την όποίαν κατανοεί εκαστος &νθρωπος. Το δόγμα έπιτελεί βασικην άποστολfιν εϊ'τε άποδιδόμενον είς νέαν γλωσσικην μορψην είτε διατηρούν την
άρχικην αύτοϋ παγίαν μορφήν. Τοιουτοτρόπως, άποδιδόμενον είς τi]ν νέαν γλωσσικην μορφήν, όμιλεί είς έκάστην έποχfιν ώς ζώσα άλή
θεια, διαμένον δε άμετάβλητον, ώς έδόθη ύπο τής 'Εκκλησίας, άπα τελεί κριτήριον έλέγχου έκάστης γλωσσικής άποδόσεως τής άληθεί
ας καl το έχέγγυον περl τοϋ άμεταβλήτου τής πίστεωξ. Είναι αύτο νόητον δτι άνεπιτυχης και έσφαλμένη άπόδοσις τοϋ περιεχομένου
τής άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας άποτελεί α'ίρεσιν, fι μάλλον
όδηγε"ί είς αtρεσιν. Το αύτο περιεχόμενον είναι δννατον νa λάβη διά φορον γλωσσικην μορφην ύπο διαφόρους σννθήκας, δεν έπιτρέπεται
όμως έκ τής άλλαγής τής μορφής να προέλθrJ άλλοίωσις περιεχομέ νου. Ό αύτος θείος πuρην τοϋ δόγματος, ητοι ή άποκεκαλυμμένη θεία
άλήθεια, ένδυόμενος όργανικώς τας άναγκαίας μορφας αύτοϋ είς έκά 22
στην έποχήν , έπιβάλλεται να άποδίδηται όρθώς καi έπιτυχώς προς
ώφέλειαν και σωτηρίαν τών πιστών.
20. 21. 22.
Παρa ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
1,
σ.
175.
Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝ'fΟΥ, ·οψειςδόyματος, σ.
Πρβλ. Αύτόθι, σσ.
361-362.
363.
Ν. ΜΚΓΣΟΥΚΑ, Ούοία δόγματος, σσ.
34-35.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Σf
l84
3.
Βασικα στοιχεία τού δόγματος 23
α. Έξ άντικειμενικijς έπόψεως
Ή θεία αύθεντία. Το δόγμα άποτελεί άλήθειαν αύθεντικην και
άλάθητον, καθ' δσον άποκαλύπτων και άποκαλυπτόμενος είναι αύ
τος ό Θεός παρέχει αύθεντικην και άληθfί είκόνα περι πίστεως είναι άρρήκτως σuνδεδεμένον προς την ύπο τού Τριαδικού Θεοϋ δοθείσαν ύπερφuσικην Άποκάλυψιν. Ή αύθεντία τού δόγματος έντοπίζεται είς
τi]ν πηγην αύτού, τουτέσtιν είς τον Τριαδικον Θεόν. Το δόγμα άποτελεί δείκτην άληθείας, κριτήριον τfjς όρθfjς η έσφαλ μένης πίστεως τού άνθρώπου, μέτρον κρίσεως τfjς γνησίας και άκραι φνούς χρισtιανικfjς διδασκαλίας. Τούτο προφυλάσσει και περιχαρα
κώνει την χριστιανικην άλήθειαν έκ πάσης ύποκειμενικfjς και αύθαι ρέτου κατανοήσεως αύτfjς 24 •
Το δόγμα, βάσει τfjς θείας αύτού αύθεντίας, είναι άναλλοίωτον
και άμετάβλητον καθ' ύλήν καl περιεχόμενον. Ό ίδιος ό σαρκωθεις Θεος Λόγος μαρτυρεί δτι «ό ούρανος και ή γfj παρελεύσονται, οίδε 25
λόγοι μου ού μη παρελεύσονται» • Το δόγμα διαθέτει αύτάρκειαν άληθείας, μη χρfίζον προσθήκης και συμπληρώσεως έκ μέρους άνθρω πίνης σκέψεως και σοφίας.
Σημειωτέον δτι πάντα τα δόγματα άπολαύουν τfjς αύτfjς αύθε ντίας, καθ' δσον πάντα όμού άπαρτίζουν και συγκροτούν το ένιαίον δένδρον τfjς δογματικfjς διδασκαλίας τfjς χριστιανικfjς πίστεως, άγλα
ος καρπος τού όποίου είναι ή σωτηρία τού πισtού. Είναι δμως δυνα τόν να λεχθfί δτι μεταξi.ι τών δογμάτων ώρισμένα άποτελοϋν τον κορ
μον τού δλου δογματικού δένδρου, δπως είναι το Τριαδικον και το Χριστολογικον δόγμα, χωρlς το γεγονος τούτο να αίρη, ούδ' έπ' έλά χιστον, την αύθεντίαν, το κύρος και την άξίαν τών λοιπών δογμάτων δια την σωτηρίαν τού πιστού. Σνναφώς παρατηρεί ό Κωνσταντινου
πόλεως Ταράσιος: «το γαρ έπl δόγμασι, είτε μικρο'ίς είτε μεγάλοις,
23. Βλέπε Ν. MHn:onOYΛOY, Δογματική, σσ. 17-19. 24. Πρβλ. Μ. ΦΑΡΑΝτοΥ, Δσγμ.-Ήθική, Είσαγωγικά, σσ. 63-64. 25. Μάρκ. 13, 31.
ΊΊ\ ,\01'\f.\τΛ ΩΣ ΤΟ Λ:vJΊKf.IME.".;Q:\ ΛΙΑΠΡΑΓΜΑΊ'ΕΥΣΕΩΣ ΊΉΣ ΛΟΓΜΑ'ΠΚΗΣ
18.'5
άμαρτάνειν, ταύτόν έστιν· έξ άμφοτέρων γαρ ό νόμος τού Θεού άθε τείται»26.
'Επίσης δΕ:ν είναι δυνατον να νοηθfi δόγμα, το όποίον δΕ:ν στηρί ζεται, έστω καl έμμέσως, έπι τής Άγίας Γραφής, γεγονος το όποίον άποτελεί δίδαγμα τής Άρχαίας Καθολικής 'Εκκλησίας. Το γνήσιον και
άνόθευτον περιεχόμενον τής άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας δέον να έχη άγιογραφικfιν βάσιν, ήτοι να άπαντ(i, έστω καl έν σπέρματι,
έν τfί Άγίrι. Γραφfι. Ή αύθεντία δε αύτη τού δόγματος, πηγάζουσα έκ τού Τριαδικού Θεού και φερομένη έν τfί Άγίrι. Γραφfι φθάνει μέχρι τοϋ πιστού οχι αύτομάτως, άλλα δια τής 'Εκκλησίας. Ό πιστος γνωρί ζει καl άναγνωρίζει την αύθεντίαν τού δόγματος δια τής αύθεντικfjς έρμηνείας αύτού, τής παρεχομένης ύπο τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας.
p. 'Εξ ύποκειμενικής έπόψεως Σωτηριολογικος χαρακτηρ τού δόγματοξ'. Το δόγμα έχει χαρα κτfjρα σωτηριολογικον ύπο την έννοιαν, δτι δι' αύτού έπιτυγχάνεται ή συνάντησις τού πιστού μετα τοϋ άποκαλυφθέντος Θεού και κατα συνέπειαν ό άγιασμος και ή σωτηρία αύτού. Σημειωτέον δτι άλήθεια
είναι ό Θεός. Το δόγμα χαρακτηρίζεται άλήθεια ύπο την έννοιαν, δτι δι' αύτοϋ φανεροϋται ή άλήθεια, δηλαδfι ό Θεός. Ό 'Ιωάννης ό Χρυ σόστομος έπισημαίνων τον άγιαστικον καl σωτηριολογικον χαρα κτήρα τών δογμάτων παρατηρεί: «άγίους ποίησαν δια τfjς τού Πνεύ
ματος δόσεως και τών όρθών δογμάτων
... τα γαρ όρθα δόγματα περl
Θεού λεγόμενα άγιάζει τfιν ψυχήν» . Ζώντες τfιν δια τού δόγματος 28
έκφραζομένην άλήθειαν, ζώμεν έν προσδοκίrι. και έλπίδι το μέλλον, 29
την τελικi}ν συνάντησιν τοϋ Θεού, βιούμεν το έσχατον • Το παρον
τότε μόνον έχει νόημα θεολογικώς, δταν είναι έσχατολογικόν, δταν
26.
ΤΑΡΑΣΙΟΥ ΚΩΝΣΊΆΝfΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Είς πρακτικάΖ Οι'κουμεvικής Συνόδου,
Acta 27.
Cσnciliorum IV,
60, παρa
IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις, σ.
6, ύποσημ.
J.
HARDUIN,
ι
Πρβλ. Ν. ΜΗτΣοποΥΛΟΥ, Ή παραθεώρησις τής σωτηριολοyικής οημαοiας τής άκριβεί ας τού δ6yματος ύπό τού πληρώματος τής Έκκλησίας, Άθijναι
1967. 28. Πρβλ. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟ:ΣΊΌΜΟΥ, Ύπ6μv. είς 1ωάvνηv, 'Ομιλία 82, 1, PG 59, 443. 29. Περi. τού έσχατολογικού χαρακτήρος τού δόγματος βλέπε Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, ~Οψειςδ6yμα τος, σσ. 364-365.
186
ΚΕΦΛΛΑJΟΝ Στ
δηλαδη ό aνθρωπος στρέφn τοiις πνευματικοiις αύτσu όφθαλμοiις προς το άπώτατον μέλλον, προς τα εσχατα, ενθα ύπάρχει το πλήρω
μα καi το έπιστέγασμα τού πνευματικού άγώνος καi τής όλης αύτού προσπαθείας προς ήθικην άνέλιξιν καi έξέλιξιν. Άκολουθίαν τού σωτηριολογικού χαρακτήρος τού δόγματος άπο
τελεί ό ύποχρεωτικος χαρακτηρ αύτού. Ό πιστός, έπιθυμών την σω τηρίαν καi την έν 'Ιησού Χριστψ δόξαν καi μακαριότητα ύποχρεού
ται να άποδέχηται τα δόγματα τής 'Εκκλησίας, καi μάλιστα άναλλοί ωτα κατα την ούσίαν αύτών30 , καi τούτο διότι ή αrρεσις δεν συντελεί είς σωτηρίαν, μaλλον δε άποκλείει αύτήν. Ή άποδοχη τών άνοθεύ των τούτων δογμάτων δεν έντάσσεται μόνον είς τον θεωρητικον χώ ρον, άλλΟ. κυρίως είς το πεδίον τής βιώσεως καl τής ζωής. Ό 'Ιωάν
νης ό Χρυσόστομος παρατηρεί σχετικώς: «τa ύγιή δόγματα σπουδά ζωμεν έναποτίθεσθαι ταίς έαυτών ψυχαίς καi μετa τούτων καί βίου
άκρίβειαν έπιδείκνυσθαι, rνα καi ό βίος μαρτυρft τοίς δόγμασι, καl τa δόγματα τον βίον άξιοπιστότερον άποφαίνη. Ούτε γaρ έαν έχω
μεν δόγματα μεν όρθά, βίου δε άμελώμεν, όφελος ήμίν εσται τι· ούτε έaν βίον έχοντες, τών όρθών δογμάτων άμελώμεν, κερδaναί τι χρή
σιμον καi προς σωτηρίαν ήμετέραν δννησόμεθα» • Ή ύποχρεωτικη
31
άποδοχη τού δόγματος έκ μέρους τού πιστού ένδεχομένως θα δημι ουργήση την έντύπωσιν, δτι δια τού τρόπου αύtού αίρεται το αύ τεξούσιον τού άνθρώπου καi δεσπόζει ό έξαναγκασμος καi ή δου
λεία. Τοιούτόν τι δμως δεν συμβαίνει, καθ' δσον, ώς διακηρύττει καi
ό άπόστολος Παύλος, «σu
30.
... το Πνεύμα Κυρίου, έκεί έλευθερία» 32 •
Πρβλ. Πρακτικa τής δ' συνεδρίας τής Ζ' Οίκουμενικής Συνόδου, παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,
ΔΣΜ, τ.
1, σ. 242:
«'Ημείς δε κατa πάντα τών αύτών θεοφόρων πατέρων ήμών τa δόγμα
τα καl πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν έν ένi στόματι καi μιζ'ι καρδί~, μηδεν προστι
θέντες, μηδέν άφαιροίιντες τών έξ αύτών παραδοθέντων ήμίν· άλλα τούτοις βεβαιούμε θα, τούτοις στηριζόμεθα· οϋτως όμολογούμεν, οϋτως διδάσκομεν, καθως αί άγιαι και οί κουμενικαi Εξ σύνοδοι ώρισαν καi έβεβαίωσαν>>.
4, PG 53, 110. Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ 2, Reischι-Rupp, σ. 90 (ΒΕΠΕΣ 39, 66"-67 3). 32. Β' Κορ. 3, 17. Πρβλ. Ρωμ. 8, 14-17: <<Όσοι γaρ Πνεύματι θεού άγονται, ούτοί είσιν υίοl 31.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΜΟΥ, Ύπ6μν. είς Γένεσιν, Όμιλ. Ιϊ,
lΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις, Δ,
Θεού, ού γaρ έλάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν είς φόβον, ά'λλ: έλάβετε Πνεύμα υίοθε σίας
... είδε τέκνα, καl κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν
Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού>>.
Τ\ .\01'\1.\Τ \Η~ η) :\\'fΊI\EI\·IF::'I:ON ΛΙΛΙ ΙΡΛΓΜι\'ΓΕΥΣΕΩΣ 11'/Σ ι\ΟΓΜι\'ΓΙΙ\1 Ι~
187
Τοιουτοτρόπως ό πιστός, έπιδιώκων την σωτηρίαν αύτού, διατελεί ώς 3
δημιούργημα προς δημιουργόν, «έν ύπακοfΊ πίστεως» \ προσδοκών καl έλπίζων δια τού δόγματος, δια τής έν 'Ιησού Χριστφ θείας Άπο~ καλύψεως, την πληρότητα καl την κατα το δννατον όμοίωσιν καl θέ~ ωσιν.
4.
llεQi θεολογουμένου Έν συναρτήσει προς τα δόγματα εύρίσκονται τα λεγόμενα θεολο
γούμενα34. Διαφορετικη δμως, έν σχέσει προς τα δόγματα, είναι ή θέσις αύτών είς την πίστιν καl την θεολογικην σκέψιν τής 'Εκκλησίας.
Ώς θεολογούμενον δύναται να νοηθfl aποψις ένος fι περισσοτέρων Πατέρων καl θεολόγων τής 'Εκκλησίας, ή όποία σχετίζεται προς θέ
ματα πίστεως και ήθικής καl την όποίαν είναι δννατον να άποδεχθή ό πιστός, ύπο την προϋπόθεσιν δτι ή 'Εκκλησία δεν έχει διατυπώσει
διάφορον aποψιν η δεν έχει είσέτι άποφανθft. Το θεολογούμενον εΙ~ ναι δυνατον νa άπαντζi είς τΟν χώρον τής 'Ορθοδόξου Δογματικής,
έφ' όσον δεν άντιφάσκει προς δόγμα η άκολουθίαν δόγματος. Ένφ το δόγμα παρέχει βεβαιότητα άληθείας, καθ' δσον δι' αύτού έκφρά
ζεται ή άλήθεια, το θεολογούμενον έχει πιθανότητα άληθείας, ή Έκ
κλησία δε είναι έκείνη, ή όποία θa άποφανθfΊ περι τής βεβαιότητος fι μη τής άληθείας αύτού. Ώς θεολογούμενον έπι παραδείγματι θεωρείται ή &ποψις, ή άνα φερομένη είς την φύσιν τών άγγέλων, συμφώνως προς την όποίαν οί
aγγελοι φέρουν είδος άερίου η αίθερίου σώματος. Σχετικώς προς το θέμα τούτο δεν ύπάρχει σαφiις και ρητη έπίσημος άπόφασις τής 'Εκκλησίας. Ή έπικρατούσα aποψις είς τi)ν όρθόδοξον θεολογίαν φέρεται διατuπουμένη ύπο τού 'Ιωάννου τού Δαμασκηνού, ό όποίος παρατηρεί: «άσώματος δε λέγεται (ό aγγελος), δσον προς ήμάς πάν
33. Ρωμ. 1, 5. 34. Περi θεολογουμένου βλέπε ΘΗΕ
5 (1964) 138.
ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥΓΣΟΥ, Δογματική, σ.
Ν. ΜΗΊ'ΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σ.
SM 4 (1969) 892-894.
15.
3.
ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Δογματική,
Κ. RAHNER,
Theologumenon,
ΚΕΦΑΛΑJΟΝ ΣΙ"
l88
γaρ σuγκρινόμενον προς Θεον τον μόνον άσύγκριτον, παχύ τε και ύλικον εύρίσκεται· μόνον γaρ όντως άυλον το θείόν έστι και άσώμα
τον»35. Ό δε Μ. Βασίλειος γράφει:
«...
έπl τών ούρανίων δυνάμεων,
ή μεν ούσία αύτ&ν άέριον πνεύμα, εί τύχοι, η πύρ άυλον κατa το γε
γραμμένοv- "ό ποιών τους άγγέλους αύτού πνεύματα και τους λει 36
τουργοiις αύτού πυρος φλόγα" ' διο και έν τόπφ είσι και όρατοι γίνο νται, έν τφ εϊδει τ&ν οίκείων αύτ&ν σωμάτων τοίς άξίοις έμφανιζό μενοι»37. Τοιουτοτρόπως οί άγγελοι, καίτοι όνομάζονται άσώματοι,
φέρονν λεπτότατον σ&μα , καθ' όσον είναι κτιστa όντα, έν άντιθέσει 38
προς τον άπολύτως άσώματον aκτιστον Θεόν. Άποψις μη δνναμένη νa ένταχθfι είς τον χώρον τών θεολογουμέ
νων είναι ή σχετιζομένη προς την άσπιλον σύλληψιν τής Θεοτόκου.
Ή άποψις αύτή, ή όποία ήτο θεολογούμενον είς τον χώρον τής Δυτι κής Έκκλησίας άπο τού Η' αί., άνεκηρύχθη είς δόγμα ύπο τού πάπα Πίου τού Θ' το ετος
1854.
Το Ρωμαιοκαθολικον τούτο δόγμα άπορ 39
ρίπτεται ύπο τής 'Ορθοδόξου Έκκλησίας , μη έντασσόμενον σUτε είς τον χ&ρον τών θεολογουμένων, καθ' όσον άντιφάσκει προς δύο δόγ
ματα τής 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, ήτοι προς το δόγμα τής καθολικής έν Άδaμ άμαρτίας και τής έν Χριστφ άπολυτρώσεως. Ό άπόστολος Παύλος γράφει είς την προς Ρωμαίους έπιστολην αύτού: «Ού γaρ Εσtι διαστολή· πάντες γaρ ήμαρτον και ύστερούνται τfiς δό ξης τού Θεού, δικαιούμενοι δωρεaν τft αύτού χάριτι διa τής άπολυ
τρώσεωςτής έν Χριστφ Ίησού
... »40 • Ούδεlς λοιπον ε1ναι άπηλλαγμένος
35. IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσις3, Kotter 11,45 11 -14 (PG 94, 865Α). 36. Ψσλμ. 103, 4. 37. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Πειi άγ. Πνεύματος, κεφ. ΙΣτ, 38, Pruche, SC 17 bis, 380 (ΒΕΠΕΣ 52, 2637-11 ). 38. Πρβλ. Μ. Δ. Χ., Έκκλησιασrικόν 'Ημερολόγιον, «Έκκλησιαστικη Άλήθεια» 1 (1880) 93: «Λέγοvτες άσώματοι δέν έννοοϋμεν αύτοilς πάνττι άσωμάτσuς ώς τΟν Θεον, άλ'λα λεπτο σωμάτους
39.
... ».
Πρβλ. ΜΗΊΊ'ΟΦΑΝΟΥΣ ΚΡιτοποΥΛΟΥ, 'Ομολογία τής Άνατολικής Εκκλησίας τής Καθο λικής καί Άποσrολικής, παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
2,
σσ.
550-551, VΕκθεσις τής σννελ 1966 Διορθοδόξου Θεολο
θούσης έν Βελιγραδίφ, άπο τής α' μέχρι τής ιε' Σεπtεμβρίου
γικής 'Επιτροπής έπt τοϋ Διαλόγου μετα τών Παλαιοκαθολικών, παρa IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, ΔΣΜ, τ.
2, σ. 1038. Μ. ΦΑΡΑΝΓΟΥ, Ή θέσις καi ή σημασία τής Θεοτ6κου είς τήν πίσrιν I, Άθήναι 1983, σσ. 268-269. Ν.
καi τι)v ζωήν, έν τογ ΑΎΊ'ΟΥ, Δογματικά καί Ήθικά
ΜΗn:οποΥΛΟΥ, Δογματική, σ.
40. Ρωμ. 3, 22-24.
205. Ν.
ΞΕΞΑΚΗ, Θεοτόκος, σσ.
501-502.
ΊΆ ΔΟΓ\<ΙΑΊΊ\ .ΩΣ ΤΟ Α.\ΤΙΚΕΙΜΕΙ\'ΟΝ ΛΙΑΠΡΑΓΜΑΊF:ΥΣΕΩΣ 'Π !Σ ΔΟΓΜΑΊ1ΚΗΣ
189
τού προπατορικού ρύπου προ τής έλεύσεως είς τον κόσμον τοϋ έναν
θρωπήσαντος Σωτήρος Χριστοϋ • Ούδεμία διάκρισις σημειοϋται και 41
ούδεμία έξαίρεσις άναφέρεται έπι τού θέματος αύτού. Ή Θεοτόκος,
ώς είναι εύνόητον, συνελήφθη και έγεννήθη προ Χριστού, έπομένως έγεννήθη φέρουσα το προπατορικον άμάρτημα και άναμένουσα και
αiJτη την σωτηρίαν, ώς δηλούται είς τσuς λόγους αύτής: «... και ήγαλ
λίασε το πνεύμά μου έπι τφ Θ εφ τφ σωτήρί μου»
42
•
Βεβαίως ή 'Ορθόδο
ξος 'Εκκλησία τιμζi ίδιαιτέρως, ώς γνωρίζομεν, την Θεοτόκον ώς ά
σπιλον και άμόλυντον, δχι δμως εύθiις άπό τής συλλήψεως αύτής, άλλ' άπο τού εύαγγελισμού αύτής, διa τής έπισκιάσεως τού άγίου Πνεύ ματος.
Σημειωτέον δτι ή διατύπωσις θεολογουμένων ένέχει σπουδαίαν ση μασίαν· δεικνύει το ένδιαφέρον τών Πατέρων και θεολόγων έπι θε μάτων θεολογίας και χριστιανικής πίστεως, μαρτυρεί την προσπά
θειαν έρεύνης και έμβαθύνσεως είς το περιεχόμενον τής πίστεως, την συνειδητοποίησιν τής χριστιανικης άληθείας καl άποδεικνύει τοiις
Πατέρας καl θεολόγους ζώντα μέλη τής 'Εκκλησίας. 'Ωσαύτως έπι σημαίνει το στοιχείον τής ύποκειμενικής έλευθερίας, το όποίον τονί
ζει
-
έν άντιθέσει προς την Ρωμαιοκαθολικην- ή 'Ορθόδοξος Κα
θολικη 'Εκκλησία, έντος πάντοτε τών πλαισίων τής όρθοδόξου πίστε ως και ήθικής έκφράζει δε το δυναμικον στοιχείον τής άνθρωπίνης
ύπάρξεως, το όποίον έμπεριέχει καί τινα τόλμην είς την περι τα θεία ένασχόλησιν.
41.
Πρβλ. ΑΝΑΣΊΆΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Ερωτήσεις καi άποκρίσεις περi διαφ6ρων κεφαλαίων
143, PG 89,
796ΑΒ: <<'Εξετάσαι χρή, πώς είς Ι']μάς ό προπάτωρ παρέπεμψε την έπενε
χθε'ίσαν αύτψ δια την παράβασιν δίκην. Ήκουσεν, δτι "Ύii εί και είς γήν άπελεύση", καl φθαρτος έξ άφθάρτου γέγονε και ύπηνέχθη τοϊς τοϋ θανάτου δεσμοϊς. Έπειδη δέ είς τούτο πεσων έπαιδοποίησεν, οί έξ αύτού γεγονότες ώς άπο φθαρτού φθαρτοl γεγόνα
μεν. Ούτω γεγόναμεν τής έν Άδαμ κατάρας κληρονόμοι. Ού γαρ πάντες ώς σUν έκείνφ παρακούσαντες τής θείας έκείνης έντολijς τετιμωρήμεθα, άλλ' δτι θνητος γεγονώς, είς το έξ αύτοϋ σπέρμα παρέπεμψε την άμαρτίαν· θνητοι γαρ γεγόναμεν έκ θνητού
...
Ούκοϋν
ή καθόλου και γενικωτάτη δίκη δια τής έν Άδαμ παραβάσεως φθορa και θάνατός έσtι>>. 42.Αοvκ.
1, 47.
-
lt
~- ---·
:.__
--
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ/ Η JlιΣτιΣ
ΩΣ 0ΡΓΑΝΟΝ ΠΡΟΣΟΙΚΕ!ΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΗΘΕΙΩΝ
1. Πίστι;
~ όρθο; λόγο;
Ή χριστιανικη άλήθεια, ή όποία άποτελεί το άντικείμενον τής Δο
γματικής, δf:ν έμπίπτει είς τον χώρον, ό όποίος είναι προσιτός είς την aμεσον άντίληψιν τού άνθρώπου. τα δόγματα, ύπο την εύρείαν μορ φήν, ύπερβαίνουν την άνθρωπίνην κατάληψιν, διατηρούν τον μυστη
ριακον αύτών χαρακτήρα καi είναι προσιτα μόνον δια τής πίστεως. Αί χριστιανικαi άλήθειαι κατα το περιεχόμενον αύτών στηρίζονται έπl τής θείας αύθεντίας, κατα την μορφην δμως προσδιορίζονται ύπο τής άνθρωπίνης νοήσεως.
Ό όρθος λόγος όχι μόνον δf:ν δύναται να άνυψωθft είς δογματικας
άληθείας δια τών ίδίων αύτού δυνάμεων, πρiν άποκαλυφθούν ύπο τού Θεού, άλλα καi δταν άκόμη άποκαλυφθούν ύπ' Αύτού, δf:ν δύνα
ται να γνωρίση ταύτας aλλως η δια τής πίστεως 1 • Ή πίστις εlναι ή λει 2
τουργία έκείνη, δια τής όποίας συνδεόμεθα μετα τής Άποκαλύψεως •
Ό όρθος λόγος παραλλήλως είναι το όργανον τής διατυπώσεως τού περιεχομένου τής θείας Άποκαλύψεως καi έμβαθύνσεως είς αύτό. Ή μορφοποίησις καi είδοποίησις τής πίστεως είς δόγματα προϋποθέτει έρευναν, συζήτησιν καi έμβάθυνσιν είς το περιεχόμενον τής πίστεως.
Κατα συνέπειαν, δσον περισσότερον προηγμένη είναι ή θεολογικfι
1. «Τρείς είναι ... αί πηγαt έξ ών άρύεται τaς γνώσεις του ό aνθρωπος: ή έμπειρία, ο λόγος καl ή πίστις ... "Η πίστις ... ύπερβαίνουσα τa δρια τοϋ πεπερασμένου καt άναγομένη είς την ύψίστην καl άπεριόριστον αίτίαν άφ' ένος καt άφ' έτέρου έρειδομένη έπl τijς θείας αύθεντίας καl άξιοπιστ:ίας, οίκοδομεί τaς δια ταύτης οίκειουμένας άληθείας πέρα μεν της έμπειρίας, ούχi. δμως είς παράλογον, άλλ' είς ύπέρλογον χώρον» (Σ. ΛΩΛΗ, Θεωρία δόγ ματος, σ.
Πρβλ. Ε. BRUNNER, Offenbarung, σ. 344. Πλείονα περl πίστ:εως βλέπε καi. Offenbarung-Glaube, σσ. 85-196. Ρ. GόLLNER, Η.- J. Gόκrz, Κ. I
443).
έν Ρ. 'ΓILLICH,
νουν την Άποκάλυψιν τού Θεού. Ή πίστ:ις άνάγει είς την Άποκάλυψιν. Ή Άποκάλυψις άνάγει είς την πίστ:ιν>>.
barung,
σ.
98. F.
J.
RAτziNGER,
ΚERSτJENS,
Traditionsbegriff, Hoffnungsstruktur, σ. 176.
σ.
35.
Η. FRIES,
Giittliche Offen-
Η ΠΙ Π! Σ ΩΣ UfJ!Ά~O~ ΠΡΟΣΟΙΚΕΙΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΊΙΚΩΝ ΑΜ-lθΕΙΩΝ
193
έπιστήμη, τόσον περισσότερον τελειοτέρα είναι ή έκφορα τού περιε χομένου της θείας Άποκαλίrψεως.
Πίστις καi λόγος, πίστις καl γνώσις, τα δύο ταύτα μεγέθη δεν άλ
ληλοαναιρούνται3. Ή πίστις φωτίζει τον λόγον δια την γνώσιν καl κα τανόησιν τών άποκεκαλυμμένων θείων άληθειών. Άνευ τής πίστεως
είναι άδύνατον είς τον aνθρωπον να κατανοήση καi να προσοικειω θft τaς ύπερφuσικaς άληθείας. Ή πίστις άποτελεί το οργανον, δια τού όποίου ό aνθρωπος καθίσταται ίκανος νa διαβfi τον αίσθητον χώρον καl νa όδηγηθ'fi είς τον ύπεραισθητόν, με άποτέλεσμα να έπι
τύχη τfιν ύπερφuσικfιν γνώσιν. Δια μόνου τού λόγου εχομεν γνώσιν
φuσικfιν καl οχι ύπερφuσικήν. Μόνος ό νούς, δ.νευ τής πίστεως, είναι 4
άδύνατον νa λάβη όρθfιν γνώσιν τών θείων άληθειών • Τοιουτοτρό πως, δταν ή λογική, έκτοπίζουσα τfιν πίστιν, έπιχειρft να διερευνήση
τας ύπερβατικας άληθείας δια τών ίδίων αύτης δυνάμεων, καταλήγει είς αίρεσιν. Είς τοιούτον όλίσθημα ύπέπεσε, πλfιν δ.λλων, καl «ό έκ Καλαβρίας όρμώμενος μοναχος Βαρλαάμ, είς το τής οίήσεως πέλα
γος έξ άφροσύνης καi ίδιορρυθμίας καθεlς έαυτόν, καi μέγα φρονών
έπl τη της θύραθεν έπιστήμη φιλοσοφίας, κατα τής ύπερφυούς καl οντως φιλοσοφίας έχώρησεν, έπιοτρατεύσας τfi διδασκαλίι,χ τού Πνεύ ματος τfιν μηδε χωρείν δλως τα τού Πνεύματος δυναμένην ψuχικfιν καl άποδεδοκιμασμένην φιλοσοφίαν» • Ή αίρεσις λοιπον νοουμένη ώς 5
άνεπιτυχfις καl έσφαλμένη έρμηνεία τής άποκεκαλυμμένης θείας άλη
θείας, έχει τfιν βάσιν αύτής είς την κατ' άποκλειστικότητα η κατα κύ 6
ριον λόγον χρησιν τού λογικού • Ό άνθρώπινος λοιπον λόγος καταξιοϋται, δταν καταυγάζεται ύπο τού φωτος της πίστεως, της άπολύτου καl τελείας έμπιοτοσύνης προς
3. Πρβλ. 4. Πρβλ.
Κ. ΠΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Πίσrη-γvώαη, σ.
Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Πίσrις, σ.
404:
9.
<
άλλα δεν λησμονοϋμεν και τb δτι, μεθ' ολας τας ύπηρεσίας, τας όποίας ή έπιστήμη ήμπο ρεί να προσφέρη είς την θρησκείαν, εχει τον Ρουβίκωνά της. Ό νοϋς εΙναι ό προσήλmος τής πύλης, ό μόνον μέχρι της αύλής τού ναού δυνάμενος να προχωρήσrι. Μόνη ή πίστις
ε Ιναι ό ι'iκρος άρχιερεύς, ό φέρων το βήμα ... μέχρι τού ίεροϋ άδύτου, μέχρι τών άγίων τών άγίων
... >>.
S.Σwοδικόςτόμος(l341), σ.
6.
355. Πρβλ.
Κ. ΠΑΠΑΠΕΊ'ΡΟΥ, Θεολογία-έπισιήμη, σ.
Πρβλ. Κ. ΠΑΠΑΠΕrΡΟΥ, Ούοία Θεολογίας, σσ. Γεwαδίου, σ.
171, 210-212.
95. Ν. ΜΑΊ'ΣΟΥΚΑ, Ούοία δόγματος, σ. 9.
37.
Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Θεολογία
{94
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
z·
τον Θεόν, ώς i::πραξεν ό Άβραaμ κατa την κλήσιν αύτού ύπο τού Θε οϋ, Πορευθεις είς το aγνωστον δι' αύτόν: «Και έξήλθε μη έπιστάμενος 7
ποϋ έρχεται» • Πίστις και όρθος λόγος όχι μόνον δεν άλληλοαναι ροϋνται, όχι μόνον δεν ερχονται είς άντίθεσιν, άλλ' εύρίσκονται είς στενην σχέσιν και συνάφειαν, ώς σημειοί και ό Θεοδώρητος Κύρου:
«δείται ή πίστις τής γνώσεως, καθάπερ αi! ή γνώσις τής πίστεως οϋτε 8
γaρ πίστις aνευ γνώσεως, ούτε γνώσις δίχα πίστεως γένοιτ' aν» • Δεν ύπάρχει άμφιβολία, δτι ή ύπεροχη μεταξυ πίστεως καl γνώσεως η μάλλον μεταξυ πίστεως και όρθοϋ λόγου άνήκει είς την πίστιν. Το έργον, το όποίον έπιτελεί ό όρθος λόγος κατa τfιν έρευναν τών
θείων άληθειών, εΙναι καρποφόρον καl έπιτυχές, δταν εύρίσκηταιύπο την έπίδρασιν τής πίστεως • Άσφαλώς ό όρθος λόγος, ό όποιος ένερ 9
γεί ώς ύπηρετικΟν όργανον, δεν έχει την άποστολην -άλλa ούτε και την δυνατότητα- νa άνεύρη και άνακαλύψη άφ' έαυτοϋ σωτηριώδεις
άληθείας, έφ' δσον α&αι έχουν δοθή διa τής θείας Άποκαλύψεως, καl μάλιστα τής έν 'Ιησοϋ Χριστφ θείας Άποκαλύψεως. Ώς έργον αύτοϋ ό όρθος λόγος έχει τfιν όργανικην κατάταξιν, σuστηματοποίησιν, έμβά
θυνσιν, διασάφησιν, διατύπωσιν, έκθεσιν και έκφορaν των άποκεκα
λυμμένων θείων άληθειών. Ή λογικη έξήγησις καl έπεξεργασία δεν σημαίνει προσπάθειαν έκλογικεύσεως τοϋ πιστευομένου, άλλa προ
σπάθειαν κατανοήσεως αύτοϋ. Ή άνάπτuξις τών δογματικών θείων
άληθειών διa τοϋ όρθοϋ λόγου δεν είναι μεταβολη τής ούσίας, άλλa πρόοδος aνευ μεταβολής αύτής. Δεν έκφέρονται δηλαδη καινa δόγμα 10
τα, άλλα τa αύτa καινώς • Ή πρόοδος αύτη δtν έχει την έννοιαν προ σθήκης είς τfιν ούσίαν τοϋ δόγματος, άλλ' έκφράζει τον νέον τρόπον κατανοήσεως τής αύtής άποκεκαλυμμένης άληθείας. Δεν σuντελε'ίται
7. Έβρ. 11, 8.
Πρβλ. Δ. Ί'ΣΑΜΗ, Διαλεκτική, σ.
115:
<<'Ο ι'iνθρωπος, ό όποίος aναζητεί καΙ.
πλησιάζει τον θεόν, έμφανί!;εται ώς ι'iλλος Μωϋσής αναρριχώμενος είς το όρος έχων ώς μοναδικfιν aσφάλειαν τfιν πίστιν. Ή πίστις αύτη νοείται ώς τελεία έμπιστοσύνη είς τον θεον και δι' αύτης ένεργείται ή ποιοτικη άναμόρφωσις τής διανοίας και τών αίσθήσεων, δια να δννηθfi ό ι'iνθρωπος να θεολογήστι όρθώς>>. Ε.
BRUNNER, Offenbaιung, σ. 48. PG 83,816. Περttής σχέσεως πίστεως καlγνώσεως βλέπε Κ. ΠΑπΑπΕτΡΟΥ, Θεολοyία-έπισrήμη, σσ. 37-40. 9. Πρβλ. Κ. ΣΚΟΥrΕΡΗ, νΕvvοια δρωv, σσ. 164-167. 10. Πρβλ. ΧΡ. ΑΝΔΡΟΥτΣΟΥ, Δογματική, σσ. 14-15.
8.
θΕΟΔΩΡΗ"ΓΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έλληvικώvπαθημάτωvθεραπευτική, Λόγ. α',
ΙΙΙΙΙ~.:τι~ .!..!.~ ( >ΙJΙ':\ΝΟΝ ΠΡΟΣΟΙΚF:ΙΩΣF:ΩΣ ΤΩΝ ΔΟΓΜΛ'ΠΚΩΝ ΑΛΗθΕΙΩΝ
195
αϋξησις τής άληθείας, άλλ' αϋξησις τής κατανοήσεως, γνώσεως και 11
έμπειρίας της άληθείας •
Ή πίστις ε Ιναι δώρον τής χάριτος 1 \ το όποίον δμως γίνεται άπο δεκτον έκ μέρους του άνθρώπου, ό όποίος είς την περίπτωσιν ταύτην
κάμνει χρησιν της έλευθέρας βουλήσεως αύτου. Δεν εlναι φαινόμε νον, το όποίον έπιβάλλεται βιαίως έκ μέρους του Θεου. Τοιουτοτρό
πως ή άποδοχf] του φαινομένου τής πίσtεως είναι συνειδητή, είναι «κατ' έπίγνωσιν», εΙναι άπόρροια της συγκαταθέσεως και έγκρίσεως του έλευθέρως ένεργοWτος άνθρώπου'\ ώς έπισημαίνει καΙ. ό 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός: «πίστις δέ έστιν άπολυπραγμόνητος συγκατάθεσις» 14 •
Μετa τi]ν διa τijς πίστεως παραδοχfιν τijς θείας Άποκαλύψεως άνοί γει και πάλιν ό χώρος τfις λογικής έπεξεργασίας και παρασtάσεως του περιεχομέναu αύτης, ώς παρατηρεί και ό άγιος Γρηγόριος Πα 15
λαμάς «ΕΠεται δε τfι πίστει σύνεσις» • Κατόπιν τfις έλευθέρας αύτης άποδοχής αί διανοητικαt δννάμεις του άνθρώπου εύρίσκονται ύπο
την ζωογόνον έπίδρασιν τfις πίστεως, με άποτέλεσμα νa έπιτελουν μετa μεγαλυτέρας εύχερείας και άσφαλείας το εργον της, κατa το δυ νατόν, κατανοήσεως και προσοικειώσεως της χριστιανικής άληθείας.
Ό έχων σταθερaν και βεβαίαν τfιν πίστιν διαθέτει όρθον λόγον πε φωτισμένον και άναγεγεννημένον και νοϋν ένισχυμένον ύπΟ τής θείας
χάριτος προς εύρυτέραν έμπειρίαν τής άληθείας.
11. Πρβλ. 12. Πρβλ.
Μ. ΦΑΡΑΝ"ΓΟΥ, Δοyμ.-Ήθική, Είσαγωyικά, σ. Ν. Nιssroτιs,
Σύνοδος, σ.
21.
Ε.
Theologie der Kίrche, σ. 45. BRUNNER, Offenbarung, σ. 53.
116.
ΜΕΛΕΊΊΟΥ ΝικοποΛΕΩΣ, Πέμπrη Οίκ.
Κ.
RAHNER,Aussage,
σ.
73.
13. Πρβλ. Γ. ΜΑΝ"ΓΖΑΡΙΔΟΥ, Ήθική-Άποκάλυψις, σσ. 41-42: <<Η χριστιανικfι πίστις δεν οίκο δομείται δια τής άκρίτου η αύθαιρέτου παραδοχής παραδόξων άρχών η γεγον&των,
άλλα δια τής έλλόγου καt ένσυνειδήτου άποδοχής της άνακαινιοτικijς δυνάμεως καl χάριτος τού άποκαλυπτομένου Θεού». Ε. BRUNNER,
Offenbarung,
σ.
47:
<<Ή πίστις είναι
ύπακοή, ύπακοfι πίστεως. Ή πίστις συνίσταται και έν τjj άπορρίψει τοϋ αύταρχικοϋ έγώ,
είναι παραίτησις έκ τής αύταρχικότητος καl άναγνώρισις της κυριαρχίας τοϋ άποκαλυ φθέντος Θεού. Ή πίστις είναι αύτοπροσφορά, έλευθέρα ύποταγή. Ή άπιστία εΙναι άνυ πακοη τού άνθρώπου, ό όποίος δtν θέλει να παραιτηθfί της αύτοκυριαρχίας αύτοϋ». Η.
FRIES, Gδttliche Offenbarung, σ. 98. 14. IΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, •Εκδοσις 11, Kotter Il, 187"·"' (PG 94, 1128D). 15. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, 'Επίτομος διήγησις, Κωδ. Διον. 192, φ. 42\ παρα Γ. Ήθική-Άποκάλυψις, σσ. 44-45
ΜΑΝτΖΑΡΙΔΟΥ,
196
2.
Πίστις
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
- όQθος
τQόπος ζωής
Διa την προσέγγισιν καl προσοικείωσιν τής άποκεκαλυμμένης
θείας άληθείας εΊναι άπαραίτητος καl ό όρθος τρόπος ζωής , ό κατa 16
Χριστον καl έν Χριστφ βίος, ό όποίος aλλως τε δf:ν εΊναί τι ξένον καl άλλότριον τής πίστεως, άλλa φυσικον έπακόλουθον καl καρπος τής
άληθούς καl πραγματικής πίστεως καl θεογνωσίας. Ή ύπο τού άν θρώπου κατανόησις των δογματικων θείων άληθειων και κατ' άκο
λουθίαν ή σωτηρία είναι συνάρτησις τής χριστιανικής ζωής, γεγονος το όποίον δf:ν συμβαίνει προκειμένου περι τής κατa κόσμον σοφίας, καθ' δσον οί φιλόσοφοι διώκουν «διa το είδέναι το έπίστασθαι και ού 17
χρήσεώς τινος ένεκεν» • Διa την κατανόησιν και προσοικείωσιν τής
χριστιανικής άληθείας είναι άναγκαίος ό όρθος τρόπος ζωής τού πιστού, δεδομένου δτι αί δυσχέρειαι, τaς όποίας συναντ(i ό aνθρωπος προς κατανόησιν των νοημάτων της Άγίας Γραφής, όφείλονται είς την άντίθεσιν, ή όποία ύπάρχει μεταξiJ των ύψηλων νοημάτων αύτής και 18
τοϋ έν τfi άμαρτίf.;t διαβιοϋντος άνθρώπου • Τοιοmοτρόπως οί άμαρ τωλοl λαμβάνουν όλιγώτερα στοιχεία άληθείας fι οί έν άρετfi και εύ 19
σεβεί(,Χ διαβιοϋντες, ώς έπισημαίνει και Κύριλλος ό Άλεξανδρείας • Χαρακτηριστικώς έπl τού προκειμένου παρατηρεί Γρηγόριος ό Θεο
λόγος: «Καθαρτέον έαmον πρ&τον, είτα τφ καθαρφ προσομιλητέον»20 •
16. Πρβλ. ΧΡ. ΒοΥΛΓΑΡΗ, Έν ΧριοτijΊ τελείωσις, σσ. 124-132. 17. ΑΡι:ΣΊΌτΕΛΟΥΣ, Μεταφυσικiχ 982b. Πρβλ. CHRvssosτoME ο' A"ΓHENEs,Allocution, σ. 480: «Οί μεν λοιποι έπιοτήμονες εύδοκοϋσι, καλώς μf:ν άλλ' άντικειμενικώς γινώσκοντες τijν
έαmών έπισtήμην, προς τα πορίσματα της όποίας δύναται να ώσι και άδιάφοροι, άλλ' ό θεολόγος όφείλει να προσοικειωθjj το περιεχόμενον της θεολογικής έπιοτήμης ώς τι
ίδιον και άναφαίρετον κεφάλαιον τοϋ πνευματικού αύτοϋ κόσμου, όφείλει, ούτως είπεϊν, να ζfl το περιεχόμενον της έαmοϋ έπιοτήμης και να ένθουσιζi ύπf:ρ αύτοϋ
... ». κ ΠΑπΑ 33. Μ. ΦΑΡΑΝΓΟΥ, Δοyμ.-Ήθική, Είσαyωyικά, σσ. 67-68. 18. Πρβλ. Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Βέκκος, σ. 94. 19. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ύπόμν. είς 'Jωάννην 14, 23, PG 74, 289BC: «0ί δι(ι πάσης ΠΕ'ΙΊ'ΟΥ, Θεολογία-έπιστήμη, σ.
άρετης τον οίκεϊον καταλαμπριίνοντες νοϋν, εχοντές τε προς μανθάνειν έπιτηδείως τα
θ ε ίά τε και κεκρυμμένα μυστήρια τijν δια τοϋ Πνεύματος λήψοvται δι;χδουχίαν, και αύτον έν αύτοίς έναυλισθέvτα τΟν Κύριον τοίς της διανοίας έπαθρήσουσιν όφθαλμοίς. Ούκοϋν ού κοινi} τοίς aλλοις τών άγίων ή γνώσις, άλλ' έξαίρετός τις και διωρισμένη, και πολλfιν έχουσα τiιν διαφοράν». · 20. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Κ', 4, Mossay, SC 270,628-9 (ΒΕΠΕΣ 59, 14332-"). Πρβλ. ΊΌΥ Avτov, Λόγ. Μ', 45, PG 36, 424C (ΒΕΠΕΣ 60, 110'""): «ΘεΟν όρώμενόντε καίγιγνωσκό μενον, κατa τiιν άναλογίαν της καθαρότητος».
Η
I I! ΠI~
ω.: ΟΡΓ Α,~ Ο "Ι I ΙΡΟΣΟΙΚΕΙΩ.ΣF:Ω.Σ ΤΩΝ ΛΟΓΜΑΊlΚΩ.Ν ΑΛΗθΕIΩ.\'
197
Ή κάθαρσις αύτη πρέπει να νοηθi\ ύπο δυναμικi}ν και οχι στατικην εννοιαν. Ό &.νθρωπος όφείλει νa άγωνίζηται συνεχώς και άδιαλεί πτως, οϋτως ωστε άφ' ένος μεν να άπέχη τής άμαρτίας, άφ' έτέρου δε
να έμπλουτίζη έαυτον δια τ&ν άρετ&ν • Δf:ν άρκεί δηλαδη ή &.ρνησις 21
τού κακού, άλλ' άπαιτείται και ή θέσις έν τψ άγαθ(ί), έν τφ άπολύτφ
άγαθ(ί), το όποίον είναι ό Θεός. Ό Γρηγόριος Θεολόγος συνιστcj: «Δέ 22
χου και έργάζου το άγαθον έπi τούτφ τφ θεμελίφ τών δογμάτων» •
'Ωσαύτως ό Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεί: «Το γαρ έν τοίς κατα την ύλην σπουδαζομένοις την ψυχην εύρεθηναι αίτιον γίνεται τού έν τοίς
άληθινοίς άγαθοίς αύτην μη εύρεθηναι» • Οί έπιτελέσαvτες και έπι 23
τελοϋvτες την άπαιτουμένην προετοιμασίαν καθιστούν έαuτοiις ίκα ναuς νa δεχθούν, κατa το μέτρον τού δυνατού, <
σίας αύγήν»
24
•
Ό όρθος τρόπος ζωης άποτελεί όχι μόνον προϋπόθεσιν τής, κατα το δυνατόν, κατανοήσεως τής άποκεκαλυμμένης θείας άληθείας, άλλa και καρπον άγλαόν, προερχόμενον έκτης προσοικειώσεως της θείας αύτης άληθείας, καθ' δσον «ή ψυχη
...
...
άκούει
... τα θε"ίΚΟ. λόγια
και τα μετουσιοί ού μόνον είς το γνωστικόν, ά!J.JJ. και είς το έπι
θυμητικον και είς το βουλητικΟν αύτης. ΚαΙ. καθιστ(i αύτα λύy..νον τοίς
ποσιν αύτης καi φ&ς ταίς τρίβοις
... ». 25 Δf:ν άρκεί μόνον ή πίστις, άλλ'
είναι άπαραίτητος και ό καρπός αύτης, i]τοι τα άγαθa εργα, ώς άνα φέρει ό άδελφόθεος 'Ιάκωβος: «ή πίστις, έaν μη εργα εχη, νεκρά έστι
καθ' έαυτήν» 26 • Ό ίδιος ό Κύριος διακηρύττει: «Πάς ούν δσtις άκούει μου τους λόγους τούτους και ποιεί αύτούς, όμοιώσω αύτΟν άνδρι
21. Πρβλ. Ν. ΜΗΠ:ΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ηθική, σσ. 122-123. 22. ΓΡΗΙΌΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. Μ', 45, PG 36, 424C (ΒΕΠΕΣ 60, 110''9). 23. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είςτδν Έκκλησιαοτήν, Όμιλ. ζ', Alexander, σ. 403"-' 3 (ΒΕΠΕΣ 65Α, 2491._12). Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπισrολή Β', 2, Counonne Ι, σ. 85' (ΒΕΠΕΣ 55, 13"...'): <<'Ησυχία ούν άρχη καθάρσεως τfi ψυχfί
... ».
24. Ι. ΦΩτιοv,Λ6γοςπερί τήςΆγίουΠvεύματοςμυσrαγωγίας27, PG 102, 309Α. 25. Κ. ΚΑΛΛIΝΙΚΟΥ, Πίσι:ις, σ. 402. 26. Ίακ. 2, 17. Πρβλ. καi 19-22· 26: «σU πιστεύεις δτι ό Θεος εΙς έστι· καλώς ποιείς
καi. τα
δαιμόνια πιοτεύουσι καi φρίσσσuσι. θέλεις δε γνώναι, ώ ι.'iνθρωπε κενέ, δτι ή πίστις χωρiς τών εργων νεκρά έστιν; Άβραaμ ό πατfιρ ήμών ούκ έξ έργων έδικαιώθη, άνενέ γκας τον υίον αύrοϋ έπι το θυσιασrήριον; βλέπεις δτι ή πίστις σιινήργει τοίς έργοις
αύrοϋ, και έκ τών έργων ή πίστις έτελειώθη
... ώσπερ γaρ το σώμα χωρiς πνεύματος νε
κρόν έστιν, ούτω καt ή πίστις χωρlς τών Εργων νεκρά έστι». ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ.
Κ',
12, Mossay, SC 270, 82'·'
(ΒΕΠΕΣ
59, 14736-38):
«Βούλει θεολόγος γενέσθαι και τής
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
l98
7;
φρονίμφ, όστις ψκοδόμησε την οίκίαν αύτου έπι την πέτραν· και
κατέβη ή βροχή και ήλθον οί ποταμοι και έπνευσαν οί &.νεμοι και προσέπεσαν τη οίκίι:_χ έκείνη και ούκ έπεσε· έτεθεμελίωτο γaρ έπι την
πέτραν. και πάς ό άκούων μου τσuς λόγους και μη ποιών αύτοiJς όμοι~ ωθήσεται άνδρι μωρφ, όστις ψκοδόμησε τi)ν οίκίαν αύτου έπι τfιν
&.μμον· και κατέβη ή βροχη και ήλθον οί ποταμοι καl επνευσαν οί
&.νεμοι καl προσέκοψαν τη οίκίι:_χ έκείνη, καl έπεσεν καl ήν ή πτώσις αύτης μεγάλψ> '. Ώς έπισημαίνει δε και ό Συμεων Θεσσαλονίκης, 2
«Παντος έργου θείου θεμέλιος πίστις όρθη και ή τών εύσεβών θείων δογμάτων τε και έθών συντήρησις, και μη έλλείπης άκλινfi πάντα κρα~ τείν, σπεύδων έν τούτοις αύτοiJς συντηρείν καl λόγοις καl πράγμασι
την καλην καl αύτος τηρών μετa τών λοιπών άδελφών έν Πνεύματι 28
παρακαταθήκην της όρθοδόξου πίστεως» • 'Επίσης ό Άναστάσιος Σιναίτης, άναφερόμενος είς τftν πίστιν και τα έργα και προσδιορίζων άκριβέστερον το χαρακτηριστικον γνώρισμα του τελείου, του άληθι~ νου χριστιανου, σημειοί: «Οί μέν φασιν, δτι πίστις όρθή, και έργα
εύσεβη. Ό δε Ίησους ούκ έν τούτοις όρίζει δντως άληθfi Χριστιανόν. Δύναται γάρ τις και πίστιν και έργα άγαθa έχειν, ύψηλοφρονείν έπ'
αύτοίς, και μη εΊναι τέλειος χριστιανός. Χριστιανος γάρ έστιν άλη θινος οίκος Χριστου, δι' έργων άγαθών καl. δογμάτων εύσεβών συνι,
σταμενος
... » 29 .
3. Θεία ίκάνωσις - Πίστις έν τ'fι Έκκλησί~ Σημειωτέον δτι «χωρις μεν του Πνεύματος ξένοι
έσμεν του
Θεου· τfί δε του Πνεύματος μετοχή συναπτόμεθα τfί θεότητι· οοστε το
είναι ήμάς έν τφ Πατρι μη ήμέτερον είναι, άλλa του Πνεύματος του
θεότητος ι'iξιος; τι'χς έντολaς φύλασσε· διa τών προσταγμάτων δδευσον· πράξις γaρ έπί βασις θεωρίας».
27. Μα-ιθ. 7, 24-27. 28. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 'ΕπισrολiJ δογματική, Balfour, σσ. 218-219. 29. ΑΝ~ιΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑϊτοΥ, "Ερωτήσεις καi Άποκρ(σεις, PG 89, 329Α. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ Νεον ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατήχησις 8, Kriνocheine, SC 104, 88: «δλον Χριστον έν έαυτοϊς όλοτελώς κτησάμενοι ( = οί ϊχγιοι) εργφ και πείρι;χ και αίσθήσει και γνώσει και θεωρίι;χ».
199
I I ΙΙΙ.::ΊΊ~ !.λ~ ΟΙ'ΓΑ:'\0~ Ι ΙΡΟΣΟΙΚΕΙ.ΩΣεΩΣ ΤΩ;\ ΔΟΓ\1ΑΠΚΩ:\ ΑΛΗθΕΙΩ\ 30
έν ήμίν όντος και έν ήμίν μένοντος» • Έπισημαίνων ώσαύτως τfιν
σημασίαν τοϋ θείου παράγοντος ό Γρηγόριος Νύσσης παρατηρεί:
«...
και τα ήμέτερα ώτα χρήζει τών δακτύλων τού 'Ιησού, ίνα δια τής θείας έπαφής του άληθινού λόγου έλευθερωθfί παντος ρύπου τiιν 31
άκσfιν έμφράσσοντος ή άκουστικη τής ψυχής ήμών δύναμις» • Κατα
την προσπάθειαν κατανοήσεως τών δογματικών θείων άληθειών, κατα την έπιδίωξιν νa άνεύρωμεν άπάντησιν είς το ζωτικΟν και άπο
φασιστικον έρώτημα «τlς εί, Κύριε» , άπαραίτητος συνεργός καl 32
συμπαραστάτης είναι ή έξ ύψους ένίοχυσις. Τοιουτοτρόπως ό θείος μόνον φωτισμος μετa τής άνθρωπίνης συγκαταθέσεως είναι δυνατόν, κατa την διδασκαλίαν της 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, να προσφέρn την 33
κατa Χριστον και έν Χριστίj) παιδαγωγίαν • Προσδιορίζων ό Κύριλ 4
λος Άλεξανδρείας την συνέργειαΥ θείου και άνθρωπίνου παράγο ντος, άναφέρει: «άναπετάσαντες γaρ καθάπερ ίστίον τής διανοίας
το πλάτος καt την τού Πνεύματος χάριν έγκολπούμενοι καθάπερ έκ 35
πρύμνης ούρίαν ήχήν, είς βαθείαν έκτρέχωμεν ζήτησιν>> •
30.
Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Κατά .Άρειανών, Λόγ. Β',
ΛΟΓΟΥ, Κατήχησις 10, Κrivocheine,
24, PG 26, 373. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕοΥ ΘΕο SC 104, 142.._57 : «Άπας γb.ρ ό τών άγίmν Επαινος καi μα
καρισμος δια τών δύο τούτων συνίσταται, διά τε τής όρθοδόξου πίστεως καi τού έπαινε τού βίου, καt δια τής δωρεάς τού Άγίου Πνεύματος καi τών χαρισμάτων Αύτ:οϋ. Τοίς γαρ
δυσi τούτοις το τρίτον σuνέπεται. Έν γαρ τQ> βιώσαί τινα καλώς τε καi θεοφιλώς μετiχ φρονήματος όρθοδόξου και έν τφ χαριτωθηναι άπο Θεού καi δοξασθηναι διiχ τής τού
Πνεύματος δωρεάς, σuνέπεται αύτ:Q> ό επαινος και ό μακαρισμος παρiχ πάσης τής "Εκ κλησίας τών πιστών και παρa πάντων τών διδασκάλων αύτής>>. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Θεολογικός ϊ,
31.
Darrouzes, SC 122, 156-158. Ae.
ΙΊΕΦΊΠΣ,Δόγμα- Ηθος, σσ.17-18.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ,ΕίςτδνΈκκλησιαατiJν, Όμιλ. Η',
7
Alexander, σσ. 416"-417' (ΒΕΠΕΣ
65Α,
255"-256 1). 32. Πράξ. 9, 5. Πρβλ.
Ο.
RODENBERG, Wahrheit,
σσ.
55-56:
«Εί.ς την άποφασιστικfιν έρώτηmν
τού Σαύλου "τίς εί, Κύριε" εί.ς το δραμα τής Δαμασκού ή άπάντησις νοείται μόνον διiχ τής πίστεως. Ό Παϋλος ίιπηρξε γνώστης τών Άγίmν Γραφών, ά)J..' ι'iνευ τσϋ θείου φωτισμού δΕν
ήτο δυνατΟν να γνωρίση ri)ν αλήθειαν, τουτέστι τΟν Θεόν>>. Ε. BRUNNER, Offenbarung, σ. 47. 33. Πρβλ. Ρ. BRAτsιoτrs, Orthodoxer Beitrag, σ: 27-28. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Βασικοί χαρακτήρες, σ. 101. Γ. ΜΑΝ"ΓΖΑΡΙΔΗ, Πίστη-έργα, σ. 120. 34. Πρβλ. Ν. ΜΗΊ"ΣΟΠΟΥΛΟΥ, Ή Σwέρyεια ώςσυv-ενέρyεια κατά τfινύποκεψΕνικiινύπό ταύ άνθρώπου προσοικείωσιν τijς έν Xριm:i[J σωτηρίας, Άθηναι 1973. 35. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΆΣ, Πρόλογος τρίτου βιβλίου, PG 73, 40Α. Πρβλ. Μ. ΒΆΣΙΛΕΙΟΥ, 'Επιστολή Β', 6, Courtonne Ι, σ. 13" (ΒΕΠΕΣ 55, 16'"'-"): <<τfιν παρι'χ Θεού συνεργίαν είς την τελείωσιν τών σπουδαζομένων έπιζητοiιντος>>. ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΚΑΒΆΣΙΛΑ, Περi τijς έν Χρισr:ό,J ζωής, Λόγ. Α,
Congourdeau, 16, SC 355, 904" (PG 150, 501Β):
« "Εστι τοίνυν το μf:ν
θεόθεν, τό δε τijς ήμετέρας σπουδής, και τό μεν έκείνου καθαρώς εργον, το δε και ήμϊν
200
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝΖ
Προς οίκείωσιν λοιπόν τών ύπερφυσικών θείων άληθειών ό άν 36
θρωπος όφείλει νa διαθέτη σταθερaν πίστιν , ή όποία «όφθαλμος πάσης συνειδήσεως φωτιστικός έστιν»
37
και το μέσον, διa τοϋ όποίου
ό άνθρωπος δέχεται τaς δωρεaς τής θείας χάριτος και κατ' άκολου 38
θίαν την σωτηρίαν • Αύτονόητον δτι ό άνθρωπος πρέπει νa είναι 39
έντεταγμένος είς την Έκκλησίαν , ή όποία, ώς εϊδομεν, άποτελείτον θεματοφύλακα και άλάθητον έρμηνευτfιν των άποκεκαλυμμένων θεί ων άληθειών, τον ταμιοϋχον, οίκονόμον καl χορηγον τών δωρεών τής σωτηριώδους θείας χάριτος. Ή πίστις λειτουργεί όρθώς έντος τfjς 'Εκ κλησίας. Ό πιστός, διa τής έντάξεως αύτοϋ είς την 'Εκκλησίαν και τής
μετοχfjς αύτοϋ είς τa Μυστήρια , εύρίσκεται είς οχέσιν κλήματος 40
άμπέλου, την όποίαν τόσον παραστατικ&ς διετύπωσεν ό σαρκωθεl.ς
Θεος Λόγος 41 • Διa τοϋ Βαπτίσματος
41
είσέρχεται ό πιστος είς την 'Εκ
κλησίαν, την κιβωτον τής σωτηρίας , καθίσταται μέλος της 'Εκκλησίας 43
έχει φιλοτιμίαν· μάλλον δε τοσούτον παρ' ήμών είσφέρεται μόνον, οσον ύπομείναι την
χάριν καl μfι προδοίίναι τον θησαυρόν, μηδε σβέσαι την λαμπάδα ήμμένην ήδη». Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, 'Ενότης 'Εκκλησίας, σ.
183.
·
36. Πρβλ. ΧΡ. ΒοΥΛΓΑΡΗ, Έν ΧρισrιjΊ τελείωσις, σσ. 104-124. 37. ΚΥΡΙΛΛΟΥ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις, Ε', 4, Reischl-Rupp, σ. 138 (ΒΕΠΕΣ 39, 81'"-11 ). 38. Πρβλ. Γ. ΜΑΝτzΑΡΙΔΗ, Πίστη-έργα, σ. 115. 39. Πρβλ. Ν. ΜΗΓΣΟΠΟΥΛΟΥ, Δογματική, σσ. 281 Κ. έξ. W. RIEB, Glaube, σσ. 62-63. 40. «Σημαίνεται δε ή Έκκλησία έν τοίς μυστηρίοις ούχ ώς έν συμβόλοις, άλΛ: ώς έν καρδίι;ι μέλη καl ώς έν ρίζη τού φυτού κλάδοι, καl καθάπερ έφη ό Κύριος, ώς έν άμπέλφ κλή ματα. Ού γi:ι.ρ όνόματος ένταύθα κοινωνία μόνον fι άναλογίας όμοιότης, άλλα πράγμα τος ταυτότης>>. (ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΚΑΒΆΣΙΛΑ, 'Ερμηνεία τής θείας λειτουργίας, ΛΗ',
1, Salaville,
SC 4 bίs, 230 (PG 150, 452C). 41. Πρβλ. '/ω. 17,4-5. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Βασικοί χαρακτήρες, σ. 104. 42.
Πρβλ. ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΚΑΒΆΣΙΛΑ, Περi τής έν ΧρισrιjΊ ζωής, Λόγ. Β',
150, 521 C-524A): <<... το
6, SC 355, 136'-138' (PG
μεν βάπτισμα ΘεΦ τΟν άνθρωπον καταλλάττει, το δε μύρον τών
έκείθεν άξιοί δώρων, ή δε τραπέζης δύναμις τfιν σάρκα τού Χριστού και το αίμα κοινi:ι. ποιεί καl τψ τελουμένφ ... λουόμεθα πρώτον, εlτα χριόμεθα, και σUτω καθαροiις καl εύώδεις ή τράπεζα δέχεται>>.
43.
Ό IΩΑΝΝΗΣ ό ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΣ έπισημαίνων την άξίαν της Έκκλησίας δια παραλληλισμού
αίιτής προς τfιν κιβωτον παρατηρεί: <<Διi:ι. τούτο ούκ δ.ν άμάρτοι τις τής Κιβωτού την 'Εκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ή μεν γi:ι.ρ κιβωτος παρελάμβανε τα ζ&α, καt έφύλαττε
ζώα, ή δε Έκκλησία παραλαμβάνει τi:ι. ζώα και μεταβάλλει. Οlόν τι λέγω· Είοήλθεν έκεί ίέραξ, καl έξήλθεν ίέραξ· είσήλθε λύκος, και έξήλθε λύκος είσήλθέ τις ίέραξ ένταύθα,
και έξέρχεται περιστερά· είσέρχεται λύκος, καl έξέρχεται πρόβατον· είσέρχεται δφις, καl έξέρχεται άρνίον, ού τής φύσεως μεταβαλλομένης, Cι.λλi:ι. τής κακίας έλαυνομένης ...» (Περi μετανοίας, Όμιλ. Η',
1, PG 49, 336-337).
Πρβλ. αύτόθι, στ.
335-336.
201
ΙΙΙΊΙΣΠΣ ω.: Οl>ι'Λ..'\101'\ ΙlΡΟΣΟΙΚΕΙ.ΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΏΚΩΝ ΑΛΗθΕΙ.ΩΝ
και ένοϋται μετa τού μυσtικού σώματος τού σtαυρωθέντος και άνα
στάντος Χρισtού 44 • Απαραίτητος λοιπον διa την έπίτευξιν τής προ
σοικειώσεως τών θείων άληθειών εΙναι ή καταφυγη είς την 'Εκκλη σίαν, «'Εκκλησίαν δΕ: λέγω, ού τόπον μόνον, άλλα καl τρόπον· ού τοί χους έκκλησίας, άλλa νόμους 'Εκκλησίας. 'Όταν καταφύγης έν Έκ κλησίι;t, μη τόπφ καταφύγης, άλλa γνώμη. 'Εκκλησία γaρ ού τοίχος 45
και όροφος, άλλa πίστις και βίος» • Ζών ό πισtος έντος της 'Εκκλη σίας έχει την δννατότητα και ίκανότητα νa κατανοfi άσφαλώς την χριστιανικην άλήθειαν και κατανοών την άλήθειαν ταύτην νa ζfi έν πραγματικfi καί άληθεί κοινωνίι;t μετa τού Θεού, έπιτυγχάνων «τής προς το κρείττον άλλοιώσεως» • την άνάγκην πραγματικής και ζώ 46
σης πίστεως έντος τού χώρου της 'Εκκλησίας έκφράζει και ή εύαγγε λικη περικοπή, ή άναφερομένη είς την αίμορροούσαν, ή όποία «έλ θούσα έν τφ όχλφ όπισθεν i]ψατο τού ίματίου αύτού
(=
τού 'Ιησού)·
έλεγε γaρ έν έαυτfi, δτι έaν αψωμαι κδ.ν τών ίματίων αύτού, σωθή σομαι. και εύθέως έξηράνθη ή πηγη τού αίματος αύτης, και έγνω τψ σώματι δτι ίαται άπο τής μάσtιγος. καΙ. εύθέως ό 'Ιησούς έπιγναuς έν έαυτφ την έξ αύτού δύναμιν έξελθούσαν, έπισεραφεiς έν τφ οχλφ έλεγε- τίς μου ηψατο τών ίματίων; και έλεγον αύτφ οί μαθηταi. αύτού· βλέπεις τον δχλον σννθλίβοντά σε, και λέγεις τίς μου ηψατο;» • Δεν 47
48
άρκεί δηλαδη ή άπλfί και ανευ σνναισθήσεως ένταξις είς τον χώρον
44.
45.
Πρβλ. Α. ΘΕΟΔΏΡΟΥ, Σωτηρία άπiΌτων, σ. 462. Ρ. W. SCHEELE, Wer gehδrt zur Κίrche? σ. 158. Κ. ΚRAEMER, Vatikanum Π, Dekret iiber den Okumenίsmus 22, σ. 196. Δ. 'Ι'ΣΑΜΗ, Διαλεκτική, σσ. 139-140. IΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ, 'Ομιλία ότε τής έκκλησίας tξω εύρεθείς Εύτρόπιος άπεσπάοθη, καί περί Παραδείσου καί ΓραqχiJν
... 1, PG 52, 397. 46. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ', Περί τελει6τητος, Jaeger, VIII, 1, 213 (ΒΕΠΕΣ 69, 94"-25 ). 47. Μάρκ. 5, 27-31. 48. Ό ΑΝΑΣΊ'ΑΣΙΟΣ ΣΙΝΑΪ'Π-ΙΣ, συνιστών προσοχfιν κατa τaς έν τfi Έκκλησίι;ι συνάξεις,
πα
ρατηρεί: <<Οίιχ όρζiς τοiις τιj:ι έπιγείφ βασιλεί παρισταμένοuς πολλάκις και άσεβεί δντι, πώς αύτιϊ:ι παρίστανται μετa πάσης είιλαβείας, μετa φρίκης προς αύτον ένατενίζοντες,
μήτε φθεγγόμενοι, μήτε παρακινούμενοι, μήτε περισπώμενοι· άλλ' έν ήσιιχίι;ι καί φόβφ αύτιj:ι παριστάμενοι; 'Ημείς δέ, ώς έν θεάτρφ
ij
βαλανείφ, ούτως έν τfί τού Θεού έκκλη
σ~ παριστάμεθα γελώντες, φλυαροϋντες, λογολεσχοϋντες, έαmοiις άπατώντες, και
δοκοϋντες δτι έν έκκλησί(l παριστάμεθα. Ούκ οΙδας, δτι ίατρεϊον καl λιμήν έσtιν ή τού Θεού έκκλησίι;ι;» (Αόyος περί τής άyίας συνάξεως καi περί τού μη κρ(νειν καi μνησικα κείν,
PG 89,
833ΑΒ).
202
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
'l
τής 'Εκκλησίας, άλλ' άπαιτείται ζωντανή, συνειδητη καl. ούσιαστικη σύνδεσις μετ' αύτής, «έστι μεν γαρ ή έν Χριστ4> ζωη αύτο το συνα φθήναι Χριστψ»
4 '.
Τοιουτοτρόπως έπιτελείται ή πορεία έκ τού «Κατ' 50
είκόνα» ΠρΟς τΟ «Καθ' όμοίωσιν» ΚαL έπιτυγχάνεται ή θέωσις , ώς άναφέρεται είς τi)ν Β' Πέτρου: «ϊνα
... γένησθε
θείας κοινωνοι φύσε
ως» 51. Ή ένοίκησις τού Θεού έν τ4> άνθρώπφ άποτελεί το βασικον
στοιχείον δια την όρθην κατανόησιν και προσοικείωσιν τών άποκε καλυμμένων θείων άληθειών. «Και τούτό έοτι τού Θεού ένοίκησις», παρατηρεί ό Μ. Βασίλειος, «το δια τής μνήμης ένιδρυμένον έχειν έν
έαυτφ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναος Θεού, δταν μη φροντίσι γηί ναις το συνεχf:ς τής μνήμης διακόπτηται, όταν μη το ίς άπροσδοκήτοις πάθεσιν ό νούς έκταράττηται, άλλα πάντα άποφυγοον ό φιλόθεος έπι Θεον άναχωρft καί, έξελαύνων τα προσκαλούμενα ήμaς είς κακίαν, 52
τοίς προς άρετfιν άγουσιν έπιτηδεύμασιν ένδιατρίβψ> • Ούτως ό πι στος θα έχη τi)ν δυνατότητα να άναφωνn μετα τού άποστόλου Παύ λου: «ζώ δf: ούκέτι έγώ, ζft δf: έν έμοι Χριοτός» • 53
49.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περi. τής έν Χριοτψ ζωής, Λόγ. Β',
1, SC 355, 1344 -' (PG 150,
521Α).
50. Πρβλ. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ΈπιοτολiJ δογματική, Balfour, σσ. 204-205: «Τίς δi; iJ θέω σις; "Ίνα καl ήμείς θεοl κατa φύσιν η Θεάνθρωποι τελεσθώμεν, η υίοl Θεού φύσει; Ού δαμώς άJJ...iJ. κατa χάριν υίοl καl κατΟ. χάριν θεοί, διiχ τού κατa φύσιν άληθινού Θεού καl Υίού. Κατανοείς τi}ν άλήθειαν; "Άναβαίνω πρΟς τον πατέρα μου" κατa φύσιν, "καl πατέ ρα ύμών" κατa χάριν
... Λοιπον τijς θεώσεως θέσει ήμίν διδομένης, καl τijς υίοποιήσεως
καl τijς δωρεάς καl χάριτος καl ού της ούσίας χορηγουμένης, καl έκ τού κυριακού σώμα τος, έν φ μόνφ κατΦκησε πάν το πλήρωμα της θεότητας σωματικώς, το έμφυσijσαι και Πνεύμα δούναι τijς χάριτός έστι μεταδσϋναι, καl ού τijς ούσίας καl τijς ύποστάσεως τού Πνεύματος». Αύτόθι, σ.
208. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ή περi. θεώσεως τού άνθρώπαυ διδασκαλία 1956. ΤοΥ AYfOY, Βασικοi χαρακτήρες, σ. 11. G. GΑι.ιτιs, 'Γheologίe der Materίe, σ. 465. ΤοΥ ΑΥ ΊΌΥ, 'Ορθοδοξία-Θεολογία, σ. 7. Γενικώτερον περl θεώσεως βλέπε Μ. ΦΑΡΑΝΊΌΥ, Περι' Θεού διδασκαλία, σσ. 531-561. Χ. ΣΩrnΡΟΠΟΥΛΟΥ,ΣυμεώνΘεολόγος, σσ. 79-191. 51. Β' Πέτρ. 1, 4. ΠερΊ. τijς έννοίας τού χωρίου τούτου άναφορικώς προς την θέωσιν τού άν θρώπου βλέπε Γ. ΓΑΛΠΗ, 'Ορθοδοξία-Θεολογία, σσ. 173-175. 52. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Έπισrολη Β', 4, Courtonne I, σ. ιο·-Ι1 (ΒΕΠΕΣ 55, 15"-"). 53. Γαλ. 2, 20. τών Έλλήνων Πατέρων τής 'Εκκλησίας μέχρις 'Ιωάννου τού Δαμασκηνού, Άθήναι
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ - ΒΙΒΛ/ΟΓΡΑΦ/Α - ΕΥΡΕΤΉΡΙΟΝ 0ΡΩΝ - ΕΥΡΕΤΗΡ/ΟΝ ΚΥΡ/ΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
α. Πηγαi ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Μ.,ΚατάΆ.ρειανών, Λόγ. Α'-!1,
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Μ., Λόγος κατiχ 'Ελλήνων,
PG 26, 12-525 (ΒΕΠΕΣ 30, 123-330).
Thomson, Oxford 1971
(ΒΕΠΕΣ
30,
31-73). ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Μ., Περί ένανθρωπήσεως: Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Λόγος περi τής έναν θρωπήσεως τού Λόγου καί τής διiχ σώματος πρΟς ήμiiς έπιφανείας αύτού,
(ΒΕΠΕΣ
Thomson, Oxford 1971
30, 75-121).
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Μ., 'Εξηγήσεις είς τσ/Jς ψαλμσύς,
PG 27, 60-545
(ΒΕΠΕΣ
32, 33-
229). ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Μ., Είς ψαλμσύς: Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, ΠρΟς Μαρκελλϊνον είς τfιν
έρμηνείαν τών ψαλμών,
PG 27, 12-46
(ΒΕΠΕΣ
32, 11-29).
ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., Πρός Σεραπίωvα Α': Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Έπιστολfι πρός Σε ραπίωνα Θμσύεως έπίσκοπον, Κατa τών βλασφημσύvτων καi λεγόντων κτί
σμα είναι το Πνεύμα το άγιον, PG 26,529-608 (ΒΕΠΕΣ 33, 90-121). ΤΩΝ ΚΑΤ' ΑΙΙΎΙΠΟΝ ΚΑΙ ArnYHN ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Πρός τοiJς έν
Αφρικfi έπισκόπους: ΤΩΝ ΚΑΤ' ΑΙΓΥΠτΟΝ ΚΑΙ ΛIΒΥΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΚΑΙ Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Κατa Ά.ρειανών πρΟς τσVς έν Ά.φρικfi τιμιωτάτους έπισκόπους,
PG 26, 1029-1048
(ΒΕΠΕΣ
31, 135-143).
ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., ''Ότι ή έν Νικαίζ! σύνοδος έωρακυία: Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, ''Ότι ή έν Νικαίζ! σύνοδος έωρακυϊα Π,ν πανουργίαν τών περi Εύσέβιον έξέθετο πρεπόvτως καi εύσεβώς κατa τής άρειαvijς αίρέσεως τa όρισθέvτα,
II,
σσ.
1-45·
ΒΕΠΕΣ
Opitz, τ.
31, 144-193· PG 25, 416-476.
ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., Περί Διονυσίου: Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Περί Διονυσίου Ά.λεξαν δρείας, δτι καi αύτος κατa τής άρειαvijς αίρέσεως έφρόνει ώς ή έν Νικαί(Χ
σύνοδος καi μάτην αύτδν συκοφαvτούσιν οί Ά..ρειομανϊται ώς όμόδοξον έαυ τών,
Opitz, τ.
ΙΙ,
46-67·
ΒΕΠΕΣ
31, 202-219· PG 25,480-522.
ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., Περί τών γεγενημένων παρά τών Ά.ρειανών έπi Κωνσταvτίου, ΒΕΠΕΣ
31,242-289.
ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., Περί τών έν Ά.ριμίνφ καί Σελευκείζ1: Μ. ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ, Έπι
στολfι περί τών γενομένων έν τfί έν Άριμίνφ τής 'Ιταλίας καi έν Σελευκείζ1 τής 'Ισαυρίας Συνόδων,
Opitz,
τ.
II,
σσ.
231
κ. έξ.,
PG 26, 681-793
(ΒΕΠΕΣ
31,
290-339). ΑΘΑΝΆΣΙΟΥ Μ., 'Ερμηνεία τών ψαλμών ij περί έπιγραφής ψαλμών,
1344.
PG 27, 591-
ΒIΒΛIΟΓΡ.-\ΦΙΑ
205
ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ, Πρεσβεία περi χριστιανών: ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ, φιλοσό φου χριστιανού,
(ΒΕΠΕΣ
G. Bardy, SC 3, 71-170
4, 282-310).
ΑΝΑΣΤΆΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, 'Ερωτήσεις καi άποκρίσεις περi διαqχ)ρων κεφαλαίων έκ διαφόρων προσώπων,
PG 89, 329-849.
ΑΝΑΣΤΆΣΙΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Λόγος περi τής άγίας σvvάξεως καi περi τσύ μiJ κρί νειν καi μνησικακείν,
PG 89, 825-849.
ΑΝΩΝΥΜΟΥ, Πρός Διόγνητον 'Επιστολή, Η. Ι. Maπou,
SC 33bis, 52-84 (ΒΕΠΕΣ
2, 251-257). ΑΥΓΟΥΣτΙΝΟΥ,
Sermo 267, PL 38, 1229-1231.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Περi πίστεως, ΒΕΠΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Είς Έξαήμερον,
53, 24-31 (PG 31, 676-692).
St. Giet, SC 26bis, 86-522 (ΒΕΠΕΣ 51, 185-
272). ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Περi άγίου Πνεύματος: Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περi τού άγίου Πνεύ
ματος πρΟς τόv έv άγίοιςΆ.μφιλόχιον έπίσκοπον 1κονίου, Β.
Paris 1968,
σσ.
250, 396
(ΒΕΠΕΣ
Pruche, SC 17bis,
52, 231-300).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Κατa Εύvομiου: Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ά. vατρεπrικός τσύ άπολογητι κσύ τσύ δυσσεβσύς Εύvομiου, Λόγ. Α'-ϊ,
PG 29, 497-669
(ΒΕΠΕΣ
52, 157-
227). ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Όμιλίαι είςταUςψαλμούς,
PG 29,209-493 (ΒΕΠΕΣ 52, 11-142).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., ΠρΟς τσiJς νέους, όπως iiν έξ έλληvικώv ώφελοίvrο λόγων,
31, 564-589
(ΒΕΠΕΣ
54, 199-211). Courtonne, τ. 1-229 (ΒΕΠΕΣ 55, 11-390).
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ., Έπιστολαί,
Ι'ΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Αόγ. Β', ΠΕΣ
PG
Ι, σσ.
3-219, τ.
Π, σσ.
1-218, τ. 111,
σσ.
J. Bemardi, SC 247, Paris 1978, σσ. 84-240 (ΒΕ-
58, 246-284 ). Λόγ. δ.,
PG 35, 532-664
(ΒΕΠΕΣ
58, 288-334).
Λόγ. Κ',
J. Mossay, SC 270, 56-84 (ΒΕΠΕΣ 59, 142-148). Λόγ. ΚΑ', SC 270, 110-192 (ΒΕΠΕΣ 59, 148-165). Λόγ. ΚΖ', Ρ. Gallay, SC 250, 70-99 (ΒΕΠΕΣ 59, 213-218). Λόγ. ΚΗ', Ρ. Gallay, SC 250, 100-174 (ΒΕΠΕΣ 59, 219-237). Λόγ. ΚΘ', SC 250, 176-224 (ΒΕΠΕΣ 59, 253-265). Λόγ. ΛΑ', SC 250, 226-342 (ΒΕΠΕΣ 59, 267-282). Λόγ. ΛΒ', SC 318, 82-154 (ΒΕΠΕΣ 60, 11-27), PG 36, 173-212. Αόγ. ΛΗ', Ρ. Gallay-C. Moreschίnί, SC 358, 104-148, PG 36, 312-333 (ΒΕΠΕΣ 60, 64-72). ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘεοΛΟΓΟΥ, VΕπη θεολογικά: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, VΕπη. Βίβλος Α'. Θεολογικά. Τομη Α'. Δογματικά,
PG 37, 397-522
(ΒΕΠΕΣ
61, 11-60).
206
ΕΠIΜΕ'ΓΡΟΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς βίον Μωϋσέως: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περi άρετής, l}τοι
είς τον βίον Μωϋσέως, Λόγ. Α'-Β', Η.
1964,
σσ.
1-145
(ΒΕΠΕΣ 65Α,
Musurillo, GNO, vol. VII1, Leiden
93-176).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς ψαλμσύς: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς τaς έπιγραq;iις τών ψαλμιiJν,
J. Mc Donough, GNO, vol. V, Leiden 1962, σσ. 24-175
(ΒΕΠΕΣ
66,
11-102). ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς τον lκτον ψαλμδν περi τής όγδόης,
GNO, vol. V, Leiden 1962,
σσ.
]. Mc Donough, 187-193 (ΒΕΠΕΣ 66, 103-106).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Καw Εύνομiου: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Τών έκδοθέντων παρiι Εύνομiου δύο λόγων μεw τfιν κοίμησιν τσίJ άγίου Βασιλείου Ά. ντιρρη~ τικδς είς τον πρώτον λόγον (σσ.
22-225)· Πρός ιόν Εύνομiου δεύτερον λόγον 226-409), W. Jaeger, GNO, vol. Ι, Leiden 1960 (ΒΕΠΕΣ 67, 27-261). Καw Εύνομiου τσίJ τρίτου λόγου, W. Jaeger, GNO, vol. 11, Leiden 1960, σσ. 3-311 (ΒΕΠΕΣ 67, 262-373· 68, 13-92). (σσ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, 'Εξήγησις ~σματος: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, 'Εξήγησις τοο ~σματοςτών~σμάτων, Η. (ΒΕΠΕΣ
Langerbeck, GNO, vol. VI, Leiden 1960, σσ. 3-469
66, 107-326).
ΓΡΗΓοΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ,ΕίςιόνΈκκλησιασrήν, Ρ.
1962,
σσ.
Alexander, GNO, vol. V, Leiden
277-442.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρός τοiJς άχθομένους ταίς έπιτιμήσει,
(ΒΕΠΕΣ
PG 46, 308-316
69, 95-100).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ (νόθσν),Περi καi εί'Χόνα: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ,Περi τοοτί έοτι
ιό καi εί'Χόνα ΘεσίJ καi καfl όμοίωσιν,
PG 44, 1328-1345 (ΒΕΠΕΣ 70, 185-194).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Ά.πολογητικος πρός Πέτρον τον άδελqiJν αύτσίJ, Περi τής
έξαημέρου,
PG 44, 61-124.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, «"Όταν ύποταγfι»: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Είς τό, VΟταν ύπο
ταγfι αύτφ τa πάντα, τότε καi αύτοςό Υίοςύποταγήσεται τrjJ ύποτάξαντι αύτrj)
W. πάντα, PG 44, 1304-1325
(ΒΕΠΕΣ
66, 427-444).
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περi τελειότητος: ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρός 'Ολύμπιον, Περi τελειότητος, (ΒΕΠΕΣ
W. Jaeger, GNO, vol. VIII, 1, Leiden 1963, 69, 75-94).
σσ.
173-214
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙlΑΛΑ.ΜΑ, Πρός Βαρλαaμ Α': ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙlΑΛΑΜΑ, Έπιοτολiι Α' πρός Βαρλαάμ,
J. Meyendorff, ΓΠΣ, τ.
Α', Θεσσαλονίκη
2
1988,
σσ.
225-259.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΙlΑΛΑ.ΜΑ, Πρός Βαρλαaμ Β': ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ IΙΑΛΑΜΑ, ΈπιοτολiJ Β' πρός Βαρλαάμ,
J. Meyendorff, ΓΠΣ, τ.
Α', Θεσσαλονίκη
2
1988,
σσ.
260-295.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ύπi'ρ τών ίερώς ήσυχαζόvrων, Π. Χρήσtου, ΓΠΣ, τ. Α',
Θεσσαλονίκη
2
1988,
σσ.
359-694.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ IΙΑΛΑΜΑ, 'Ομιλία Γ', Είς τfιν κατa τον σεσωσμένον aσωτον ταϋ Κυρίου παραβολήν,
PG 151, 32-48.
BIRΛIOI Ί>.\ΦΙ ·\
207
IΊ>ΗΓΟΡΙΟΥ llAΛAMA, 'Ομιλία IΣ'Γ', Περί -rής κατiχ σάρκα τού Κυρίου ήμών Ίησού Χρισrού οίκονομίας
... , PG 151, 189-220.
IΊ>ΗΓΟΡΙΟΥ llAΛAMA, 'Ομιλία Κ&, Είς τfιν κατa Πιν Πεντηκοστ:iιν τελεσθεϊσαν φανέρωσιν καl διανομi]ν τού θείου Πνεύματος,
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ llAΛAMA, 'Ομιλία ΚΕ',
PG 151, 308-320.
PG 151, 320-332.
ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ IΩ., VΕκδοσις: IΩ. ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, νΕκδοσιςάκριβής-rήςόρθοδ6ξου πίσrεως,
Kotter Il, 7-239 (PG 94, 789-1228).
ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ IΩ., Περί είκ6νων: ΙΩ. ΔΑΜΆΣΚΗΝΟΥ, Α6γοι άπολο-yητικοi πρός τσiις διαβάλλοντας τaς άγίας είκόνας,
Kotter 111, 65-200 (PG 94, 1232-1420).
ΔΟΣΙΘΕΟΥ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, 'Ομολογία πίσrεως (1962), παρa 'Ι ω. Καρμίρη, ΔΣΜ, τ.
2, σσ. 746-773. ErPHNAIOY ΛΥΩΝΟΣ,
VΕλεγχος: ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΛΥΩΝΟΣ, νΕλεγχος καi άνατροπη
τijς ψευδωνύμου γνώσεως, βιβλ.
σπάσματα ΒΕΠΕΣ
5, PG 7, 435-1224
5, 93-139). Άπο
5, 140-171.
ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ, Ά. γκυρωτ6ς, Κ.
(ΒΕΠΕΣ
(ΒΕΠΕΣ
Holl, GCS 1, Leipzig 1915,
σσ.
5-149
74, 43-177).
ΕπΙΦΑΝΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ, Κατa αίρέσεων: ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ, Κατa αίρέ
w έπικληθεν Παvάριον ε{τσuv Κιβώτιος, βιβλ. Α'-Γ', Κ Holl, GCS 1, Leίpzig 1915, σσ. 169-464 (αίρ. 1-33)' GCS 2, Leipzig 1922, σσ. 1-524 (αίρ. 34-64)' GCS 3, Leipzig 1933, σσ.1-526 (αίρ. 65-80) (ΒΕΠΕΣ 74, 190-424· 75, 11-424· 76, 11-515).
σεων
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Έκκλησιασrική Ίσrορία,
PG 20, 48-906
(ΒΕΠΕΣ
19,
198-384· 20, 12-105). ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΆΣ, Τών καm Μαρκέλου τού -rής Ά. γκύρας 'Επισκόπου, Λόγ. Α', Ε. Κlostermann,
GCS 14, 1-58
(ΒΕΠΕΣ
29, 11-36), PG 24,708-773.
ΖΥΓΑΒΗΝΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, Ύπ6μν. είς Ματθαίον: ΖΥΓΑΒΗΝΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ, Ύπ6μνημα είς το κατa Ματθαίον εύαγyέλιον,
PG 129, 112-765.
ΘΕΟΔΩΡΗΎΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έκκλησιασrικijςίσrορίαςλόγοιπέντε,
PG 82,881-1280.
ΘεοΔΩΡΗτΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έλλην. παθημ. θεραπευτική: ΘΕΟΔΩΡΗτΟΥ ΚΥΡΟΥ, 'Ελληνικών παθημάτων θεραπευτικi] r}τοι εύαγγελικijς άληθείας έξ έλλη νικijς φιλοσοφίας έπίγvωσις, Λόγοι ΙΒ', ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Έπισrολαί ΡΠΑ',
PG 83, 784-1152. PG 80, 76-226.
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝΠΟΧΕΙΆΣ, Πρός Αύτόλυκον, βιβλ. Α'-Γ', σσ.
58-270
(ΒΕΠΕΣ
Bardy, SC 20, Paris 1948,
5, 13-68).
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΆΣ, Ύπ6μν. είς Έφεσίους: ΘΕΟΦΥΛΑΚτΟΥ ΒΟΥΛΓΑ
ΡΙΆΣ, Tijς τού άγίου Παύλου πρός Έφεσίους έπισrολής έξήγησις,
PG 124,
1032-1137. ΘΕΟΦΥΛΑΚτοΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Προοίμιον τής έξηγήσεως τών Ά. γίωv Προφητών,
PG 126, 565-576.
208
ΕΠΙΜΕΓΡΟΝ
!ΟΎΣ'ΓΙΝΟΥ, .Άπολογία Β'; lΟΥΣΥΙΝΟΥ, .Άπολογία πρώτη ύπ8ρ χριστιανών πρός
..:4 ντωvίvον τον Εύσεβij, PG 6, 328-440
(ΒΕΠΕΣ
3, 162-199).
lΣΙΔΩΡΟΥ ilΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, Έπιστολαί: lΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, 'Επιστολών βι βλία πέντε είς τήv έρμηvείαν τijς θείας Γραφής,
PG 78, 177-1645. S. Salaville, SC 4bis, 56-306
ΚΑΒΆΣΙΛΑ ΝrκΟΛΑΟΥ, Είς τήν θείαν λειτουργίαν,
(PG 150, 368-492). ΚΑΒΆΣΙΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Περί τijς έν Χρισι@ ζωijς, Λόγ. Α'-Ζ', Μ. -Η.
gourdeau, SC 355, 74-356 (Λόγ. (PG 150, 493-625).
Α'-Δ),
Paris 1989· SC 361, 12-220 (Λόγ.
Con-
Ε'-Ζ'),
ΚΛΗΜΕΝτΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Προτρεπτικός: Κι\ΗΜΕΝτΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Προ τρεπτικόςπρόςvΕλληνας, Ο. SHίhlin,
GCS 1, Leipzig 1905, σσ. 3-86 (ΒΕΠΕΣ
7, 17-79). ΚΛΗΜΕΝτΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Στρωματείς: ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΩΣ, Τών
κατa τήν άληθij φιλοσοφίαν γνωστικών ύπομνημάτων Στρωματέων Α' -Η', Ο. SHίhlin,
GCS 2, Leipzig 1906, σσ. 3-518 (Α'-ΣΤ')" GCS 3, Leipzig 1909, σσ. 3102 (Ζ'-Η'), (ΒΕΠΕΣ 7, 234-361· 8, 11-316). ΚΛΗΜΕΝfΟΣ ΡΩΜΗΣ, ΠρΟς Κορινθίους Α',
Jaubert, SC 167, 98-204.
ΚΡΠΟΠΟΥΛΟΥ ΜΗΊΡΟΦΑΝΟΥΣ, 'Ομολογία τfjς Ά νατολικijς 'Εκκλησίας τijς
Καθολικής καi .Άποστολικής, παρa 'Ιω. Καρμίρη, ΔΣΜ, τ.
2, 498-561.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕ:ΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ύπόμν. είςΊωάvvην: ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, 'Ερ
μηνεία
fj ύπόμνημα είς το κατa Ίωάvvην Εύαγyέλιον είς λόγους ΙΒ', PG 73, 9-1056· PG 74, 9-756.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕ:ΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, 'Ερμηνεία είς Ρωμαίους: ΚΥΡΙΛΛΟΥ Α.ΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ,
'Ερμηνεία είς τήν πρός Ρωμαίους έπιστολήν,
PG 74, 773-856.
ΚΥΡΙΛΛΟΥ lΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις: ΚΥΡΙΛΛΟΥ lΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις ΙΗ',
W. C. Reischl- J. Rupp, Cyιillί Hίerosolymanιm archίepίscopί opera quae supersunt 28-320)], ΙΙ [κατηχήσεις IB'-IH' (σσ. 2-342)], Hildesheirn 1967 (ΒΕΠΕΣ 39, 41-137· 137-246· PG 33, 322-1060).
omnίa Ι (προκατήχησις- κατηχήσεις ΙΑ' (σσ.
ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΑπΎrmοΥ, Όμιλίαι πvευματικαί: ΜΑΚΑΙ'ΙΟΥ ΑπΎτmοΥ, Όμιλίαι
πvευματικαί πάνυ πολλής ώφελείας πεπληρωμέvαι περί τής όφειλομέvης καi σπουδαζομένηςχριστιανοίςτελειότητος, ΜΑΞΙΜΟΥ 0ΜΟΑΟΓΗΤΟΥ,Μυσταγωγία,
PG 34,449-821
(ΒΕΠΕΣ
41, 145-355).
PG 91,657-718.
ΜΑΞΙΜΟΥ 0ΜΟΛΟΓΗΊ'ΟΥ, Κεq;άλαια θεολογικά: ΜΑΞΙΜΟΥ 0ΜΟΛΟΓΙΠΟΥ, Κε q;άλαια θεολογικil ήτοι έκλογαi έκ διαφόρων βιβλίων τών τε καθ' ήμάς καl τών θύραθεν,
PG 91, 721-1017.
ΜΑΡτΥΡΙΟΝ ΠΟΛΥΚΆΡΠΟΥ, 'Εγκύκλιος Έπιστολiι τής 'Εκκλησίας Σμύρνης πρός τήν 'Εκκλησίαν Φιλομηλίου, Μαρrύριοντσϋάγίου Πολυκάρπου, ΒΕΠΕΣ 3,
21-27. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΚλλΛΙΣτΟΥ, ΈκκλησιαστικiJίστορία, PG 145,603-1332 (τ.1-7)· PG 146, 9-1274 (τ. 8-14)· PG 147, 9-448 (τ. 15-18).
Blllι\J()J'[)ΛΦIΛ
209
Ι1ΛΑΤΩΝΟΣ, Πολιτεία, Oxford University Press, Oxford. ΠΛΟΥΓΑΡΧΟΥ, Πρός Κολώτην,
31.
Ι1ΡΟΚΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝτΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Αόγ. Β', Είς Π,ν ένανθρώπησιν ταϋ Κυρίου
ήμiiJν ΊησσίJ ΧριστσίJ, καl είς τaς έπαρυστρίδας, PG 65, 692-704. ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 'Επιστολή δογματική: Σ\'ΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, 'Επι στολή δογματική πρός Κρfίτά τινα ήτοι κατa Λατίνων, έν 'Έργα Θεολογικά,
D. Balfour [Άνάλεκτα Βλατάδων 34], Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 195-219. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κατηχήσεις: ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Catechesίs, Β. Κrivocheine,
SC 96 (κατηχ. 1-5), Paris 1963· SC 104 (κατηχ. 6-22), Paήs 1964· SC 113 (κατηχ. 23-34), Paris 1965.
ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Θεολογικός ϊ: ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Βίβλος τών
θεολογικών, Θεολογικοςτρίτος, Darrouzes, SC 122, 154-168. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΣΧΟΛΑΣΠΚΟΥ, 'Εκκλησιαστική ίστορία, ΤΑτΙΑΝΟΥ, Πρός VΕλληνας,
PG 67,33-1629.
PG 6, 804-888 (ΒΕΠΕΣ 4, 242-267).
ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΚΩΝΣΊΆΝΊΊΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Λόγος έγκωμιασrικός είςτόν έν άγιΌις παι:έρα ήμiijν Γρηγόριονάρχιεπίοκοπον Θεσσαλονίκης τΟν Παλαμiiν, ΦΩτΙΟΥ
1., Περi
τής ταϋ άγίου Πνεύματος μυσταγωγίας,
ΦΩτΙΟΥ Ι., Κατa τών τής Παλαιάς Ρώμης,
PG 151,551-656.
PG 102, 208-392.
PG 102, 392-400.
ΦΩτΙΟΥ IEPOY, Ά.μφιλόχια f} λόγων ίερών συλλογή, έν
nζητήματα τής θείας
Γραφiίς διαλύεται, έκδ. Σοφοκλέους Κ. τοϋ έξ Οίκονόμων, Άθήντισι 1858. ΦΩτiΟΥ
1., Έπιmολαί: ΦΩΊΊΟΥ τού σοφωτάτου καl άγιωτάτου Πατριάρχου Κων
σtαντινουπόλεως έπισι:ολαί, έκδ. 'Ιωάννου Ν. Βαλέπα, έν Λονδίνφ 1864. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ IΩ., Περi άκαταλήπτου: IΩ. ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ, Περi άκαταλήπrου ταϋ ΘεσίJ,Πρός:Α νομοίους, Λόγ. Α'-Ε', J.
Danielou, SC 28bis, Paris 1970 (PG
48, 701-748). ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ IΩ., Είς τόν πλούσιον καi τον Αάζαρον, Λόγ.
t!,
καl δτι το οv
νειδός είωθεν ήμiiς άναμιμνήοκειν παλαια άμαρτήματα, καi είς τον Ίωσήφ,
PG 48, 1005-1016. ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ IΩ., Ύπόμν. είς Γένεσιν: IΩ. ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ, 'Υπόμνημα είς Γέ νεσιν, Όμιλίαι ΞΖ',
PG 53, 21-385 (Α'-ΜΑ')' PG 54, 385-580 (ΜΒ'-ΞΖ').
ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ IΩ., Είς τον ΡΜΖ' ψαλμόν,
PG 55, 478-484.
ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΙΩ., Όμιλ. είς τό, «Μή φοβσύ δταν πλουrήσrι aνθρωΠΟ9> καi περl έλεημοσύνης,
PG 55, 511-518.
ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΙΩ., Ύπόμν. είς Ματθαίον: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΠΟΜΟΥ, 'Υπόμνημα είς
τονaγιον Ματθαϊοντονεύαγγελιστήν, είς όμιλίας Α'-Ί' (1-90), PG 57, 13-472 (A'-Mt!)· PG 58,471-794 (ΜΕ'-Ί'). ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ IΩ., Ύπόμν. είς1ωάwην: IΩ. ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ, Υπόμνημα είςτον aγιον 1ωάννην τόν άπόστολον καl εύαγγελιοτήν, είς όμιλίας ΠΖ',
PG 59, 23-482.
2l0
ΕΙΊIΜΕΊ'ΡΟΝ
ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ ΙΩ., Ύπόμν. είς Πράξεις: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ, 'Υπόμνημα είςτaς Πράξεις τών Ά.ποοτόλων,
PG 60, 13-384.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΙΩ., Όμιλ. είς Α' Κορ.: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Όμιλίαι είς τfιν Α' πρός Κορινθίους Μ/1,
PG 61, 11-392.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ IΩ., Κατa Θεον πολιτεύεσθαι: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περi τσύ
κατa Θεον πολιτεύεσθαι, καi είς το Στενiι ή πύλη, καi τά έξijς καi έρμηνεία τής προσευχής τσύ, πάτερ ήμών,
PG 51, 41-48.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ IΩ., Είς τfινάγίαν Πεντηκοοτήν, Όμιλ. Α',
PG 50, 453-470.
ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ IΩ., Είς τον aγιον ίερομάρτυρα Φωκάν καί κατa αίρετικών καl
είς τον ρμα' ψαλμόν «ψωνfί μου πρΟς τον Κύριον έκέκραξα, φωνfί μου πρΟς τον Θεόν έδεήθην»,
PG 50, 699-706.
ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ ΙΩ., 'Ομιλία vΟτε τής έκκλησίας έξω εύρεθεiς Εύτρόπιος άπε σπάσθη, καί περl παραδείσου καί Γραφών, καί είς το «παρέστη ή βασίλισσα έκ δεξιών σου»,
PG 52, 395-414.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΙΩ., Ύπόμν. είς Έφεσίους: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, 'Υπόμνημα είς τfιν πρός Έφεσίους έπιοτολήν,
PG 62, 9-176.
ΧΡΥΣΟΣΊ'ΟΜΟΥ IΩ., Ύπόμν. είς Β' Θεσσαλονικείς: ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ, 'Υπόμνημα είς τfιν πρός Θεσσαλονικείς έπιοτολijν δευτέραν, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΙΩ., Όμιλ. ε,
PG 62, 467-500.
PG 63,485-492.
ΧΡΥΣΟΣ"ΓΟΜΟΥ ΙΩ., 'Ομιλία Η', Περi μετανοίας,
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ,ΕίςΠαροιμίαςΣολομώντος,
PG 49, 335-344.
PG 17,161-252.
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Είς Ματθαίον: ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, 'Εκ τών είς το κατά Ματθαίον έξηγητι κών,
GCS 40, 1-703 (PG 13, 836-1600).
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Κατa Κέλσου: ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Πρός τον έπιγεγραμμένον Κέλσου άληθij λόγον, τόμ. Η', Ρ.
Koetschau, GCS 1 (Α'-/1), σσ. 51-374, 2 (Ε'-Η') 1293, Leipzig 1899 (ΒΕΠΕΣ 9, 68-305· 10, 11-231).
ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Έπιοτολij πρός Γρηγόριον: ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Έπιοτολfι πρός Γρηγόριον τον Θαυματουργόν, Η.
Grouzel, SC 148, 186-194 (PG 11, 88-92).
β. Βοηθήματα ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ Σ., Θεοπνευστία, ΘΗΕ
6 (1965) 278-284.
ΑrοΥΡΙΔΟΥ Σ., Είσαγωγij είς τfιν Καινiιν Διαθήκην, Άθήναι
1971.
ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ Σ., Πατέρες: Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Οί Πατέρες τής 'Εκκλησίας ώς έρμη νευταi τών άyίων Γραφών (άνάτuπον έκ τοϋ Συμποσίου «Είσηγήσεις Α' "Ορθοδόξου 'Ερμηνευτικού Συνεδρίου»), Άθήναι
1973.
ΑrοΥΡΙΔΗ Σ., 'Ερμηνευτική: Σ. AroYPIΔH, Έρμηνευτικij τών ίερών κειμένων, Άθήνα
1979.
13\ΒΛΙ<ΗΓ,\Φiλ
211
ΑΓΟΥΡΙΔΗ Σ., 'Ομιλία: Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Ή έπi τού νΟρους όμιλία τού 'Ιησού (Είσαγωγικa- Σύντομο ύπόμνημα), Άθήνα
1984.
ΑΓΟΥΡΙΔΗ Σ., ΓΑΛΙΠΙ Γ., ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ !Ω., ΓΑΛΑΝΗ IΩ., ΒΑΣΙΛΕΙΆΔΗ Π., Ή νέα μετάφραση τής Καινής Διαθήκηςσι:fι νεοελληνικiι γλώσσα. Άνασκευiι της «Μελέτης-Άπαντήσεως» τοϋ άν. Καθ. Ί. Παναγοπσύλοu, Θεσσαλονίκη
1986.
ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., Όρθ. Θεολογία: ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑτοΥ, Ή σύγχρονος θέσις τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας, ΕΕΘΣΠΑ Γ
Verbaux,
σσ.
(1936-1937) 2-17
(βλέπε και
Proces-
42-54).
ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., Το δυνατόν τfίς συγκλήσεως Οίκουμενικfjς Συνόδου, ΕΕ
ΘΣΠΑ Γ
(1936-1937) 37-50 (βλέπε και Proces-Verbaux, σσ. 256-264).
ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., Νέον δόγμα: ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Το νέον δόγμα, «'Εκκλησία» ΚΖ'
(1950) 354-356, 368-370.
ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., Συνείδησις 'Εκκλησίας: ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Ή Συνείδησις τής 'Εκκλησίας, ΕΕΘΣΠΑ Θ'
(1953-1954) 26-64.
ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ ΑΜ., Οίκ. Σύvοδος: ΑΜ. ΑΛΙΒΙΖΑτοΥ, Είναι δυνατiJ ή σύγκλησις Οίκουμενικfjς Συνόδου, δπως προτείνει αύτην ό Πάπας; «'Ορθόδοξος σκέ ψις» Β'
(1959) 119-121.
ΑΝΑΓΝΩΣτΟΠΟΥΛΟΥ Β., Πατέρες-Διάλογοι: Β. ΑΝΑΓΝΩΣΓΟΠΟΥΛΟΥ, Οί Πατέρες
καi οί θεολογικοi διάλογοι, έν
Aksum-Thyateira Α Festschrift for Archbishop Methodios of Thyateira and Great Bήtain, Άθήναι 1985, σσ. 647-661. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ Π., '/σrορικος 'Ιησούς: Π. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, Το πρόβλημα τού «ίσrορικσϋ Ίησσϋ» έν τfl συγχρ:)νφ έρμηνευτικfi τής Κ.Δ. ύπδ τό qxiJς τής θεολογίας τσϋ ΚυριΛ.λου.Ιιλεξανδρείας, Άθήναι
1975.
ΑΝΔΡΟΥΓΣΟΥ ΧΡ., Δογματική: ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Δογματική τής 'Ορθοδόξου
..:4. νατολικfjς 'Εκκλησίας, Άθήναι 2 1956. ΑΝΔΡΟΥΙ'ΣΟΥ ΧΡ., Συμβολική: ΧΡ. ΑΝΔΡΟΎτΣΟΥ, Συμβολική έξ έπόψεως όρ
θοδόξου, Θεσσαλονίκη
3
1963.
ΑΝτοΥΡΑΚΗ Γ., Χρ. .f\.ρχαιολογία: Γ. ΑΝτΟΥΡΑΚΗ, Χριστιανική Άρχαιολογία. Στοιχεία άπδ τfιν τέχνη ..:4. νατολής καi Δύσεως, τ. Α', Κείμενα· τ. Β', Είκόνες, Άθήνα
1984.
ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ Β., 'Ερμηνευτική: Β. ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ, Έγχειρίδιον 'Ιεράς Έρμηνευ
τικfjς, Κωνσταντινούπολις
1921.
ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ ΕΥ., Έρμ. άρχαί: ΕΥ. ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ, Αί τής Κ. Δ. όρθόδοξοι έρ μηνευτικαi άρχαi καi μέθοδοι καi θεολογικαί των πρσϋποθέσεις, ΕΕΘΣΠΑ Γ
(1936-1937) 161-199.
ΑΝτΩΝΙΑΔΟΥ ΕΥ., Θεοπνευστία: ΕΥ. ΑΝmΝΙΑΔΟΥ, Έπi τσύ προβλήματος τής
θεοπνευοτίας τής .f\.γίας Γραφής, ΕΕΘΣΠΑ ~ και
(1937-1938) 101-168 (βλέπε Proces-Verbaux, σσ. 143-174). (Αι παραπομπαlγίνονται έκ τοϋ άνατύποu
της παρούσης μελέτης).
212
ΕΠΙΜ1ίΡΟΝ
ΒΕΛΛΑ Β., Κριτικr} Βίβλου: Β. ΒΕΛΛΑ, Κριτικiι τής Βίβλου καl έκκλησιασrικη
αύθεvrία, ΕΕΘΣΠΑ
r
(1936-1937) 150-160 (βλέπε καl Proces-Verbaux, σσ.
135-143). ΒΕΛΛΑ Β., Αύθεvrία Βίβλου: Β. ΒΕΛΛΑ, Ή αύθεvάα τής Βίβλου καm τiιν διδαοκα λίαντήςΌρθοδόξουΆ.νατολικήςΈκκλησίας, «Θεολογία» ΚΒ'
(1951) 602-616.
ΒΕΛΛΑ Β., .:4 γία Γραφή: Β. ΒΕΛΛΑ, Ή.:4 γία Γραφiι έν τfj Όρθοδόξφ Έλληνικfl Έκκληοiζl, ΕΕΘΣΠΑ ΙΒ'
(1956-1957) 37-55.
ΒΕΛΛΑ Β., Θεός-ίσrορία: Β. ΒΕΛΛΑ, Θεός καi ίστορία έν τfί ίσραηλιτικfl Θρη σκεί(l, Άθήναι Ί 966. ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΧΡ., Ένότης Έκκλησίας: ΧΡ. ΒΟΥΛΓΑΡΗ, Ή ένότης τής Ά.ποοτολικής Έκκληοiας [Άνάλεκτα Βλατάδων
19],
Θεσσαλονίκη
1974.
ΒοΥΛΓΑΡΗ ΧΡ., Έν ΧριστijJ τελείωσις: ΧΡ. ΒοΥΛΓΑΡΗ, Ή έν ΧριστijJ τελείωσις
τής θείας Οίκονομiας κατa την πρός Έβραίους έπιοτολήν, Άθήναι
1985.
Γ ΑΛΙΊΉ Γ., Ή χρήσις τσίJ όρου 'Αρχηγός έν τfj Κ. Δ ιαθήκrι. Συμβολή είς το πρό
βλημα τής έπιδράσεως τσίJ Έλληνισμαύ καί τσίJ Ίουδαϊσμαύ έπί τiιν Κ. Δια θήκην, Άθήναι
1960.
ΓΑΛΠΗ Γ., lntercommunίo: Γ. ΓΑΛΠΗ, lntercommunίo. Τό πρόβλημα τής μυστηρια
κής κοινωνίας μετa τών έτεροδόξων έξ έπόψεως όρθοδόξου, Άθijναι
1966.
ΓΑΛΙΊΉ Γ., Θέματα Μεγ. Συνόδου: Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Θέματα τής Μεγάλης Συνόδου, Άθηναι
1977.
ΓΑΛΙΊΉ Γ., Γραφiι-Παράδοσις: Γ. ΓΑΛΠΗ, Γραφiι καi Παράδοσις κατiχ τόν Μ. Βασίλειον, Βασιλειάς, έόρτιος τόμος έπi τfi συμπληρώσει θανάτου τού Μ. Βασιλείου, Θεσσαλονίκη
1979,
σσ.
1600 έτών άπο τού 175-187.
ΓΑΛΙΊΉ Γ., 'Ορθοδοξία-Θεολογία: Γ. ΓΑΛΙΊΉ, 'Ορθοδοξία καi Θεολογία, «Κοι νωνία» κr
(1980) 171-183.
ΓΑΛΠΗ Γ., Ερμηνευτικά: Γ. ΓΑΛΙΊΉ, Έρμηvευτικa τής Καινής Διαθήκης, Θεσ σαλονίκη
7
1984.
ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΥ Θεσσαλονίκη
Ae., ΘεοfJ 1954.
γνώσις: ΑΘ. lΕΡΟΜΙΧΑΛΟΥ, Ή περi Θεσ[J γνώσις,
ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ Κ., Θρησκειολογία, ΘΗΕ
6 (1965) 544-551.
ΓlΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Β., Χριοτολ. άvτιλήψεις: Β. ΓIΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αί χριστολογικαi άvτιλήψεις τών είκονομάχων, Άθήναι
1975.
ΓlΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Β., Είκών: Β. ΓlΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΕίκWν καm τόν ίερόν Φώτιον, «Θεολογία» ΝΑ
(1980) 158-185, 379-405.
ΓlΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Β., Οίκ.Σύνοδοι: Β. ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αί Οίκουμενικαi Σύνοδοι
είς ΠινΌ(iJόδοξον λατρείαν, «Θεολογία» ΝΕ' (1984) 402-434, 705-737,
1025-1071.
ΓιΑΝΝΟΥΛΑΤΟΥ ΑΝ., Θέσεις χριστιανών: ΑΝ. ΓIΑΝΝΟΥΛΑΤΟΥ ['Επισκόπου
Άνδρούσης (νw Αρχιεπισκόπου Άλβανίας)], Θέσεις τών χριστιανών eναντι τών aλλων θρησκειών (ίστορικον διάγραμμα), Άθf]ναι
1976.
ΒΙΒΛ!ΟfΊ'ΛΦΙΛ
fΊΕΦτΙ'ΓΣ
Ae.,
213 Δόγμα-τΗθος: ΑΘ. ΓΙΕΦΠΓΣ, Δόγμα καi ήθος είς π]v Όρθόδο
ξοv Παράδοσιν (άνάτυπον έκ τού π. «Θεολογία»), Άθijναι ΙΊΕΦΠΓΣ
Ae.,
1968.
Θεολογία-Παράδοσις:
Ae. ΙΊΕΦΠΓΣ, Θεολογία καi Παράδοσις, 1983, άρ. 8, σσ. 47-58. ή όρθόδοξος εύσέβεια, Άθijναι 1966.
«Ό δσιος Γρηγόριος», περίοδ. Β', έτος Γ'ΡΑ'ΓΣΕΑ Γ., Ή ΜεταμΩρφωσις καi
ΔΑΜΩΔΟΥ ΒΙΚΕΝ'ΓΙΟΥ, Θεολογία: ΒΙΚΕΝΠΟΥ ΔΑΜΩΔΟΥ, Θεολογία Δοyματικi} κατa συντομiαν
ij τε Συνταγμάτων Θεολοyικόν,
έκδ. Γ. Μεταλληνού, Άθijναι
1980. ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΊΌΥ Κ., 'Επιδράσεις: Κ. ΔΥΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ, Καθορισμός {ξωθεν έπι δράσεων έπi τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας ίδί(Χ άπό τijς άλώσεως τijς Κωνστα ντινουπόλεως, ΕΕΘΣΠΑ Γ σσ.
(1936-1937) 118-121
(βλέπε καl
Proces -Verbaux,
209-211).
ΖΗΣΗ Θ., Έρμ. άρχαί: Θ. ΖΗΣΗ, Αί έρμηνευτικαi άρχαi τσίJ Μ. Βασιλείου, Τό μος έόρτιος χιλιοστής έξακοσιοστής έπετείσu Μεγάλου Βασιλείσu Θεσσαλονίκη
1981,
σσ.
(379-1979),
285-300.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Ή περi, θεώσεως τσίJ άνθρώπου διδασκαλία τώv 'Ελλήνων Πα τέρων τής 'Εκκλησίας μέχρις 'Ιωάννου τσίJ ΔαμασκηvσίJ, Άθrjναι
1956.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Ή θεολογία τού Ίουστίνου, φιλοσόφου καi Μά(ΠΙJρος καi αί σχέσεις αύτή ς πρΟς τήν έλληνικi}ν φιλοσοφίαν, Άθijναι
1960.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Σημασιολογία τού δόγματος έν τfί άρχαί(Χ χριστιανικfj καi έξω χρισrιανικfί γραμματεί(Χ, Άθijναι
1960.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Ή αύσία τής 'Ορθοδοξίας, Άθijναι ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α.,
1961.
Cur deω homo? Ά.προϋπόθετος ij έμπροϋπόθετος έναvθρώπησις
τού Θεού Λόγου; (Σχόλιον είς την θεολογίαν τού ίεροϋ Μαξίμου τού Όμο ληγητοϋ), ΕΕΘΣΠΑ ΙΘ'
(1972) 297-340.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Σωτηρία άπίσrων: Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Αί περi σωτηρίας τών άπίστων άντιλήψεις τής συyχι,χ5νου Ρωμαιοκαθολικής θεολογίας, ΕΕΘΣΠΑ Κ'
(1973)
403-464. ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., 'Ιστορία τών Δογμάτων, τ. Α', μέρος πρώτον, Άθijναι ρος δεύτερον, Άθijναι
1963,
μέ
1978.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Βασικοi χαρακτήρες: Α. ΘεοΔΩΡΟΥ, Βασικοi χαρακτήρες καί τάσεις τής όρθοδόξου πνευματικότητας, Τιμητικο άφιέρωμα στον όμότιμο καθηγητη Κωνσταντίνο Δ. Καλοκύρη, ΕΕΘΣΠΘ
(1985) 95-112.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α., Συμβολική: Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Σημειώσεις είς τήν Συyκριτικi}ν Συμβολική ν, έν Άθήναις
1980.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥ., Θεοδικία, ΘΗΕ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥ., 'Ομιλητική,
6 (1965) 155-156. ΘΗΕ 9 (1966) 903-912.
ΘεοΔΩΡΟΥ ΕΥ., Μαθήματα 'Εκκλησιαστικής Ρητορικής fj 'Ομιλητικής, έν Αθή ναις
1983.
ΕΠΙ\1ΕΊ'ΡΟΝ
214
IΩΑΝΝΙΔΟΥ Β., 'Ενότης 'Εκκλησίας: Β. IΩΑΝΝΙΔΟΥ, Ή ένότης τής 'Εκκλησίας κατa τον .ίιπόστολον Παϋλον, «Εύχαρισι;ήριον», Τιμητικος τόμος Άμ. Άλιβι ζάτου, Άθijναι
1958,
σσ.
170-188.
IΩΑΝΝΙΔΟΥ Β., Είσαγωγή: Β. !ΩΑΝΝΙΔΟΥ, Είσαyωyiι είς τήν Καινi}ν Διαθήκην, έν Άθήναις
1960.
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Κ., Πίστις: Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ {πρωτοπρ.), Πίστις, «Νέα Σιών»
10
(1910) 400-409. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ Κ., Ίησσϋς: Κ. ΚΑΛΛIΝΙΚΟΥ, Ίησσϋς ό άπο Ναζαρέτ, ό Θεάνθρω πος καi ή 'Εκκλησία, «Έπισι;ημονικη Παρουσία Έσι;ίας Θεολόγων Χάλκης» Α'
(1987) 47-79.
ΚλλοΓΗΡΟΥ ΙΩ., Έκ τής Γ Γενικής Συνελεύσεως τσύ Παγκοσμiου Συμβουλίου
τών 'Εκκλησιών είς Νέον Δελχi τών Ίνδιών, «Γρηγόριος ό Παλαμάς» ΜΕ'
(1962) 5-16. ΚΑΛοΚΥΡΗ Κ., Ζωγραφικiι 'Ορθοδοξίας: Κ. ΚΑΛοΚΥΡΗ, Ή θεολογικiι ζωγρα φικiι τijς 'Ορθοδοξίας καi ό Οίκουμενικός διάλογος, ΤοΥ
AYrov, Μελετήμα
τα Χριστιανικής 'Ορθοδόξου Άρχαιολοyίας καi Τέχνης, Θεσσαλονίκη 1980, σσ.
523-539.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Έπιβεβλημiνη διόρθωσις. Ή περi τών έσχάτων δογματικiι δι δασκαλία τσύ πατριάρχου 'Ιεροσολύμων Δοσιθέου, έν Ίεροσολύμοις 1945. ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., 'Ετερόδοξοι έπιδράσεις έπi τCtς 'Ομολογίας ταϋ ΙΖ' αίώνος, Ίε ρουσαλημ
1949.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Ή όμολοyία τής όρθοδόξου πίστεως τσύ πατριάρχου 'Ιεροσολύ μων Δοσιθέου, Αθήναι
1949.
ΚΑΡΜΙΡΗ IΩ., Νέον δόγμα: ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Το νέον δόγμα τής Ρωμαϊκής Έκκλη .σίας, «'Εκκλησία» ΚΗ'
(1951) 21-25.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Σύνοψις: ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Σύνοψις τής δογματικής διδασκαλίας τής
'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, Άθήναι 1960. 2
ΚΑΡΜΙΡΗ lΩ., ΔΣΜ: lΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ,
Ta
Δογματικa καi Συμβολικa Μνημεία τijς
'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, τ. 1, Άθηναι 1960, τ. 2, 2
2
Graz-Austria
1968.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ,. Πέτρου Μογίλα, Μητροπολίτου Κιέβου, 'Ορθόδοξος 'Ομολογία, έν ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ, ΔΣΜ, τ.
2,
σσ.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Δογματική, ΘΗΕ
582-592. 5 (1964) 135-142.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., λουθηρανισμός, ΘΗΕ
8 (1966) 358-359.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Λούθηρος: !Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ,Λ.ούθηρος Μαρτίνος, ΘΗΕ 8 ΚΑΡΜΙΡΗ IΩ., Μάρκος ό Εύγενικός, ΘΗΕ
(1966) 359-363.
8 {1966) 760-763.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Οίκ. Σύνοδοι: !Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ, Οίκουμενικαί Σύνοδοι, ΘΗΕ
687-693.
9 (1966)
BIB\1< ΙIΊ' \ΦΙ.\
215
ΚΑΡΜΙΡΗ IΩ., Όρθοδοξία-Ρωμαιοκαθολικισμός: IΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, 'Ορθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμδς ΠΙ. Ή τρίτη qχiσις τijς Β' Βατικανείου Συνόδου (άνά τuπ. έκ τού π. «Έκκλησίω> ), Άθήναι
1966.
ΚΑΡΜΙΡΗ I Ω., Παραδόσεις: I Ω. ΚΑΡΜΙΡΗ, Πανεπιοτημιακαί παραδόσεις 'Ορθο
δόξου Δογματικής, τεϋχ. Α', Άθήναι
1968.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Έκκλησιολοyία: IΩ. ΚΑΡΜ!ΡΗ,ΔογματικfjςτμijμαΕ', 'Ορθόδοξος Έκκλησιολογία, Αθήναι
1973.
ΚΑΡΜΙΡΗ IΩ., Ό Καθολικός χαρακτήρ τής σωτηρίας, «'Εκκλησία» ΝΣΤ
(1979) 324-328. ΚΑΡΜΙΡΗ I Ω., Ή παγκοσμι6της τής έν Χριοτιj) σωτηρίας, «Θεολογία» ΝΑ' (1980) 645-691, ΝΒ' (1981) 14-15. ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Δευτ. Οίκ. Σύνοδος: ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Ή Δευτέρα Οίκουμενική Σύ νοδος έπί τfί
160fr'l έπετείφ (1981) 258-279.
αύτijς, «Πρακτικa τής Ακαδημίας Άθηνών»
56
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ., Το όρθόδοξον δόγμα τijς έν Χριοτιj) σωτηρίας, «'Ορθόδοξος Τύ πος»
23 (1983),
άρ. φύλ.
562, 563
και
564.
ΚοΡΝΑΡΑΚΗ IΩ., Ποιμ. Ψυχολογία: ΙΩ. ΚοΡΝΑΡΑΚΗ, 'Εγχειρίδιον ποιμαvrικής ψυχολογίας, τεϋχ. Α', Θεσσαλονίκη
1980.
ΚΡΙΚΩΝΗ ΧΡ., 'Εκκλησία: ΧΡ. ΚΡΙΚΩΝΗ, Ή 'Εκκλησία αύθεvrικός έρμηνευτής τής έν Χριστιj) θείας :Αποκαλύψεως, [ΕΕΘΣΠΘ, παράρτ. άρ. μου
1982],
37 τού 27ου τό
Θεσσαλονίκη1984.
ΚΩΝΣτΑΝ'ΠΝΙΔΟΥ ΕΜ., Παράδοσις: ΕΜ. ΚΩΝΣτΑΝΊ1ΝΙΔΟΥ, Παράδοσις καi άνα vέωσις κατa τήν είκονομαχίαv, Άθήναι
1972.
ΚΩΝΣΤΑΝ'ΠΝΙΔΟΥ ΕΜ., τα Εύαγγελικά. Το πρόβλημα τής μεταφράσεως τής Ά. γίας Γραφής είς τήν νεοελληνικiιν καί τa αίματηριl γεγονότα τσύ
Άθήναις
1901,
έν
1976.
ΚΩΝΣτΑΝτΙΝΙΔΟΥ ΧΡΥΣ., Σημασία Παραδόσεως: ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊ'ΑΝτΙΝΙΔΟΥ, Δια κόνου (νϋν Μητροπ. 'Εφέσου), Ή σημασία τής :Ανατολικής καi Δυτικής Πα
ραδόσεως έν τιj) Χριστιανισμιj), «'Ορθοδοξία» ΛΕ'
(1960) 60-78.
Lossκy νι., Μυστική θεολογία: νι. LossΚY, Ή μυστική θεολογία τής Ανατολι κής 'Εκκλησίας (μετάφρ. Στ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη
3
1984.
ΛοΣΚΙ ΒΛ., Θέα ΘεσίJ: ΒΛ. ΛοΣΚΙ, Ή Θέα τσύ Θεσύ [μεταφρ. Άρχιμ. Μελετί
ου Καλαμαρa (νϋν Μητροπ. Νικοπόλεως)], Θεσσαλονίκη ΛΟΥΒΑΡΙ Ν., Μεταξ:U δύο κόσμων, Άθijναι
1973.
1949.
ΛΩΛΗ Σ., Θεωρία δόγματος: Σ. ΛΩΛΗ, Θεωρία τσύ δόγματος έξ έπόψεως όρ θοδόξου, Τιμητικος τόμος «Πόνημα εύyνωμον}> Β. Μ. ΒΕΛΛΑ, έν Άθήναις σσ.
1969,
436-449.
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΟΥ Γ., Όρθ. Παράδοσις: Γ. ΜΑΝτzΑΡΙΔΟΥ, Ό ίiγιος Γρηγόριος ό
Παλαμάς καί ή 'Ορθόδοξος Παράδοσις, Παράδοσις και άνανέωσις είς την
2l6
ΕΠΙΜΕΊΡΟΝ
'Εκκλησίαν (Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης σσ.
6], Θεσσαλονίκη 1972,
47-54.
ΜΑΝΊΖΑΡΙΔΟΥ Γ., Έκκλ. έvότης: Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ, Ή άρχiι τijς έκκλησιαστικfjς έvότητος κατa τσUς Πατέρας τijς Έκκλησίας μΕχρι τοϋ τρίτου αίώvος, «Γρη γόριος ό Παλαμι1ς»
56 (1973) 465-484.
ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ Γ., Ήθικij-Ά.ποκάλvψις: Γ. ΜΑΝfΖΑΡΙΔΟΥ, Ήθικη καiΆ.ποκάλυ ψις, ΤΟΥ Ayτoy, ΜέθεξιςΘεοϋ, Θεσσαλονίκη
1979, σσ. 11-129.
ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ Γ., Ήθικόv νόημα: Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ, Το ήθικόv vόημα τoiJ περi Τριάδος δόγματος, έν ΤΟΥ ΑγτοΥ, Μέθεξις Θεού, Θεσσαλονίκη
1979,
σσ.
133-151. ΜΑΝ'fΖΑΡΙΔΟΥ Γ., Παράδοσις-Ά. νανέωσις: Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΟΥ, Παράδοσις καi
άνανέωσις, έν τοΥ
AYWY, ΜέθεξιςΘεοiJ,
Θεσσαλονίκη
1979, σσ. 231-272.
ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΗ Γ., Πίστη-έργα: Γ. ΜΑΝΊ'ΖΑΡΙΔΗ, Πίστη καί έργα, έν Τιμητικο
άφιέρωμα στον όμότιμο Καθηγητη Κωνσταντίνο Δ. Καλοκύρη, ΕΕΘΣΠΘ
(1985) 113-125. ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, 'Ηθικός χαρακτήρ: ΜΆΞΙΜΟΥ ΡΕΠΑΝΕΛΛΗ, Μη τροπ. Σταυρουπόλεως, Ό ήθικος χαρακτijρ τού δόγματος, Μνήμη Συνόδου Άγίας Β' Οίκουμενικijς (έν Κωνσταντινουπόλει
τ. Α', ΟίκουμενικΟν
381),
Πατριαρχείον, Πατριαρχικον υlδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη
1983, σσ. 473-487. ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Συνείδησις: ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ή συvεί δησις κατa τον ίερόν Χρυσόστομον, Μνήμη Μητροπολίτου 'Ικονίου 'Ιακώ βου, έν Άθήναις
1984, σσ. 341-354.
ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Προσqχόνησις: ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Προ
σqχόνησις κατa το Ε Πανελλήνιον Θεολογικόv Συνέδριον, Πρακτικι'χ Ε' Πανελληνίου Θεολογικού Συνεδρίου, Άθijναι
1984, σσ. 66-70.
ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Σοφία-Ά.ποκάλυψις: ΜΆΞΙΜΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ή άρχαία σοφία καi ή θεία Άποκάλυψις, ΕΠΕΘΧ Α'
(1987) 397-407.
ΜΑΡτΖΕΛΟΥ Γ., Ούσία καi έvέργειαι τού ΘεοiJ κατa τοv Μέγαν Βασίλειον, Συμβολiι είς τijν ίστορικοδογματικijν διερεύνησιν τής περi σύσίας καl ένερ
γειών τoiJ ΘεοiJ διδασκαλίας τής 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, [ΕΕΘΣΠΘ πα ράρτ. άρ.
38 τοϋ
27ου τόμου
1982],
Θεσσαλονίκη
1984.
ΜΑτΣΟΥΚΑ Ν., Ούσία δόγματος: Ν. ΜΑτΣΟΎΚΑ, Γένεσις καi σύσία τoiJ όρθο δόξου δόγματος, Θεσσαλονίκη
1969.
ΜΑΠΟΥΚΑ Ν., Διαλεκτική: Ν. ΜΑτΣοΥΚΑ, Ή διαλεκτικij τoiJ παρελθόντος καi ταD παρόντος είςτijν ζωfιν τijς Έκκλησίας, Παράδοσις και άνανέωσις είς την 'Εκκλη σίαν [Σεμινάριον Θεολ&γων Θεσσαλονίκης 6], Θεσσαλονίκη
1972, σσ.127-144.
ΜΑΠΟΥΚΑ Ν., Δογματισμός: Ν. ΜΑΠΟΥΚΑ, Δογματισμός καi Δογματική, «Γρη γόριος ό Παλαμι1ς»
60 (1977) 328-343.
Β\Βι\ΙΟΠ>ΛΦ\Λ
217
ΜΑ'ΓΣΟΥΚΑ Ν., Γραφiι-Παράδοση: Ν. ΜΑτΣΟΥΚΑ,Ά γία Γραφiι καί Παράδοση
κατa τiς έρμηνευτικες άρχες τijς άρχαίας 'Εκκλησίας, «Δελτίο Βιβλικών Μελετών», Νέα σειρι'χ
4 (1985) 41-50 (άφιέρωμα στη μνήμη Βασίλη Στογιάν
νου).
ΜΑ'ΓΣΟΥΚΑ Ν., Δογματικη καl Συμβολικη Θεολογία Α', Είσαγωγiι στη θεολο
γικfι γνωσιολογία [Φιλοσοφικfι καl Θεολογικη Βιβλιοθήκηκη
4
2],
Θεσσαλονί
1996.
ΜΑ'ΓΣΟΥΚΑ Ν., Δογματικη Β': Ν. ΜΑΊ"ΣΟΥΚΑ, Δογματικiι καi Συμβολικη Θεο λογία Β', 'Έκθεση τής όρθόδοξης πίσrης σε άντιπαράθεση μt τη δυτικfι Χρι
στιανοσUνη [Φιλοσοφικfι και Θεολογικfι Βιβλιοθήκη- 3], Θεσσαλονίκη
5
1999.
ΜΑ'ΓΣΟΥΚΑ Ν., Δογματικη καl Συμβολικiι Θεολογία ϊ, Άνακεφαλαίωση και Άγαθοτοπία. "Εκθεση τού οίκουμενικοϋ χαρακτήρα τής χριστιανικής διδα
σκαλίας [Φιλοσοφικi) καl Θεολογικη Βιβλιοθήκη-
34], Θεσσαλονίκη 1997.
ΜΕΛΕτΙΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, Πέμπι:η Οίκουμ. σύνοδος: ΜΕΛΕΤΙΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, Ή Πέμπτη ΟίκσvμΕνικη αύνοδος(Είσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια),Άθήναι 1985. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Γ., Ζήτημα μΕταφράσεως: Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Τό ζήτημα τijς μετα φράσεως τijς Ά γίας Γραφής είς τfιν νεοελληνικην κατiχ τόν ΙΘ' αί., Άθήναι
1977. ΜΗΊ'ΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Ή παραθεώρησις τijς σωτηριολογικijς σημασίας τίjς ά κριβείας τοϋ δόγματος ύπό τσϋ πληρώματος τijς 'Εκκλησίας, Άθήναι
1967.
ΜΙΠΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Ή Συvέργεια ώςσυv-ενέργεια καιa τfινύποκειμΕνικηνύπό τσD άνθρώπου προσοικείωσιν τijς έν Χριστ@ σωτηρίας, Άθήναι
1973.
ΜΙΠΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Δογματική: Ν. ΜΗτΣΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα ΌρθοδόξουΔογμα τικijς Θεολογίας, Άθήναι
1983.
ΜΙΠΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Ήθική: Ν. ΜΗτΣΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα 'Ορθοδόξου Ήθικijς
Θεολογίας, Άθήναι
1983.
ΜΙΛΑΣ Ν., Έκκλ. Δίκαιον: Ν. ΜΙΛΑΣ, Τό έκκλησιαστικόν Δίκαιον τίjς 'Ορθο
δόξου Ά νατολικijς 'Εκκλησίας (μετάφρ. Μελετίου Άποστολοπούλου), έν Άθήναις
1906.
ΜΟΥΡΑτΙΔΟΥ Κ., Σχέσις 'Εκκλησίας-Πολιτείας: Κ. ΜοΥΡΑτΙΔΟΥ, Σχέσις 'Εκκλησίας καl Πολιτείας έξ έπόψεως 'Ορθοδόξου καi τών νεωτέρων κατευ
θύνσεων έν τfj έκκλησιολογίr;ι καi τfί πολιτειολογίr;ι, τ. Α', Άθήναι
1965.
·
ΜοΥΡΑτΙΔΟΥ Κ., Καν. Δίκαιον: Κ. ΜοΥΡΑΊΊΔΟΥ, Κανονικόν Δίκαιον, τ. Α', Άθή ναι
1982.
ΜΟΥτΣΟΥΛΑ ΗΛ., Ή σάρκωσιςτσϋΛόγου καί ή θεώσιςτσύάνθρώπου κατa τiιν διδασκαλίαν Γρηγορίου τσύ Νύσσης, Άθήναι
1965.
ΜΟΥτΣΟΥΛΑ ΗΛ., Γρηγόριος Νύσσης: ΗΛ. ΜΟΥτΣΟΥΛΑ, Γρηγόριος ό Νύσσης
ώς έρμηνευτiις τijς Ά γίας Γραφής, «Πόνημα εύγνωμον» Β. Μ. ΒΕΛΛΑ, έν Άθήναις
1969, σσ. 465-485.
218
ΕΠΙΜΕΊΡΟΝ
ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ., Εlναι ή θεολογία έπιστήμη; Λόγος έναρκτήριος άπαγγελθεlς τiϊ 19η 'Οκτωβρίου
1905
έν τ{j) Έθνικ<ί) Πανεπιστημίψ, έν Άθήναις
1906.
ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ., Είσαγωyή: Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Είσαγωγiι είς τi}ν ίοτορίαν τών Δο
γμάτων, Άθηναι
1919.
ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ.,Εlναι άναyκαία καi σκόπιμος ή σύyκλησιςΟίκοvμενικijςΣυνό δοv; Έν Άθήναις
1925.
ΜπΑΛΑΝοΥ Δ., Το πρόβλημα τής συγκλήσεως Οίκοvμενικijς Συνόδου, ΕΕΘ
ΣΠΑ ϊ
(1936-1937) 130-135
(βλέπε καl
Proces-Verbaux,
σσ.
264-268).
ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ., Όρθ. Θεολογία: Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Ή νεωτέρα όρθόδοξος θεο λογία έν σχέσει πρΟς τfιv πατερικήν θεολοyίαν καi πρΟς τaς νεωτέρας άντι λήψεις καi μεθόδους, ΕΕΘΣΠΑ ϊ
Verbaux,
σσ.
(1936-1937) 122-129
(βλέπε καl
Proces-
232-237).
ΜποΥΜΗ Π., Κύρος κανόνων: Π. ΜποΥΜΗ, Το κύρος καi ή ίσχUς τών ίερών κανόνων (αύθεντικότης καl λειτουργικότης τών ίερών κανόνων), «Θεολο γία» ΜΣΤ
(1975) 94-114.
ΜποΥΜΗ Π., Συνέπειαι τής άρσεως τών άναθεμάτων Ρώμης-Κωνσταντινουπό λεως, Άθfιναι
1976.
ΜποΎΜΗ Π., οι: κανόνες τής Έκκλ ησίας περi τού κανόνος τής.:4 γ. Γραφής, Άθij ναι
1986.
ΜΠΡΑΓΣΙΩΤΟΥ Ν., Θεολογία Π. Δ.: Ν. ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ, Είσαγωγiι είς τi}v Θεο λογίαν τής Πσλαuiς Διαθήκης, Άθηναι
1976.
ΜΙΙΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ Π.,Χάρνακ-Όρθοδοξία: Π. ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ,.fιδ.Χάρνακ καi 'Ορ θοδοξία, «'Εκκλησία» ΚΗ'
(1951) 285-290.
ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ Π., Βίβλος: Π. ΜΠΡΑ'fΣΙΩΤΟΥ, Ή αύθεvτία τijς Βίβλου έξ έπό ψεωςόρθοδόξου, «Θεολογία» ΚΓ'
(1952) 505-516.
ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ Π., Είσαγωγή Π. Δ.: Π. ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ, 'Επίτομος είσαγωγή είς τfιν Π. Δ., Άθήναι
1955.
ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩτΟΥ Π., Ή εwοια τού δόγματος έν τfί Όρθοδόξφ Θεολογί(Χ, «Θεο λογία» ΚΗ'
(1957) 509-511.
ΜΠΡΑΓΣΙΩΤΟΥ Π., Π. Διαθήκη: Π. ΜΠΡΑΊ'ΣΙΩΤΟΥ, Ή Πσλαια Διαθήκη έντfί 'Ελ ληνική Όρθοδόξφ Έκκλησίζl, ΕΕΘΣΠΑ Ι~
(1963) 95-112.
ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ Π., Θέσις Θεολογίας: Π. ΜΠΡΑ"ΓΣΙΩΤΟΥ, Ή θέσις τής Θεολογίας μεταξU τών έπιστημών (άνάτuπον έκ τοϋ π. «Γρηγόριος Παλαμάς» σαλονίκη
1967), Θεσ
1967.
ΝΗΣΙΩΤΟΥ Ν., Θεολογία-Έπιστήμη: Ν. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, Ή θεολογία ώς έπιστήμη καi
δοξολογία, Θεολογία. Άλήθεια καl ζωή. Πνευματικον Συμπόσιον, Άθfιναι
1962,
σσ.
177-214.
ΝΗΣΙΩΤΟΥ Ν., Προλεγόμενα: Ν. ΝΗΣΙΩΤΟΥ, Προλεγόμενα είς n)ν θεολογικήν
BIB.\1\ Jl Ί' \ΦΙ.\
219
γvωσιολοyίαν. Το άκατάληmον τού Θεού καί ή δwατ6της γνώσεως αύτού, Άθήναι
1965.
ΝΗΣΙΩΤΗ Ν., Φιλοσοφία Θρησκείας: Ν. ΝΗΣΙΩτΗ, Φιλοσοφία τής Θρησκείας
καi Φιλοσοφικη Θεολογία. Σκέψεις έπi τού προβλήματος τής θέσεως τής φιλοσοφίας έν τfί σvσrηματικfί Θεολοyί{l, Άθήναι
1965.
ΝΗΣΙΩτΗ Ν., Όρθ. Θεολογία: Ν. ΝΗΣΙΩτΗ, Ή ύπηρεσία τής όρθοδόξου Θεο λογίας είς τiις διορθοδόξους έκκλησιασrικάς σχέσεις σήμερον (άνάτυn. έκ τού τόμου «'Επίσημοι Λόγοι» ετους Άθήναις
1970-1971
Πανεπιστημίου Άθηνών), έν
1973.
ΝΗΣΙΩτΗ Ν., 'Ορθοδοξία.· Ν. ΝΗΣΙΩτΗ, 'Ορθοδοξία: Παράδοσις καi άνακαί
νισις, έν Πανελλήνιον συμπόσιον. έλληνισμσu, Άθήναι
1980,
σσ.
Ta βασικa προβλήματα τοϋ συγχρόνου 111-127.
ΞΕΞΑΚΗ Ν., Βέκκος: Ν. ΞΕΞΑΚΗ, 'Ιωάννης Βέκκος καi αί θεολογικαi άvι:ιλή ψεις αύτού, Άθήναι
1981.
ΞΕΞΑΚΗ Ν., Δογμ. οψεις: Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Δογματικαl όψεις τής έν Ίησσϋ Χρισr@ θείας :Αποκαλύψεως, ΕΠΕΘΧ Α'
(1987) 127-165.
ΞΕΞΑΚΗ Ν., Θεοτόκος: Ν. ΞΕΞΑΚΗ, Ή ύπεραγία Θεοτόκος είς π]ν ζωfιν τής Όρθοδόξσυ Έκκληmας, ΕΠΕΘΧ Γ'
(1994) 491-509.
ΞΕΞΑΚΗ Ν., Δογματική: Ν. ΞΕΞΑΚΗ, 'Ορθόδοξος Δογματική, τ. Α'-Γ', Αθήναι
2006. 0ΙΚΟΝΟΜΟΥ ΗΛ. 'Ερμηνεία: ΗΛ. 0ΙΚΟΝΟΜΟΥ, Προλεγόμενα είςπ]ν έρμηνείαν τijς Π. Διαθήκης, «Δελτίον Βιβλικών Μελετών»
3 (1975) 1-30.
0ΙΚΟΝΟΜΟΥ ΗΛ. Κεqχiλαια έρμηνεvτικijς: ΗΛ. 0ΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κεφάλαια προ βληματικής βιβλικής έρμηνευτικής, τεϋχ. Α', Άθήνα
1983.
0ΙΚΟΝΟΜΟΥ ΗΛ., Κοσμογονία: ΗΛ. 0ΙΚΟΝΟΜΟΥ, Ύψη καi σκοπός τής έρμη νείαςτijς Κοσμογονίας κατά τον Γρηγόριον Νύσσης, «Θεοδρόμος»
1 (1984)
45-53. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩ., Προφήτης: ΙΩ. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, 'Ο προφήτης άπό Να ζαρέτ. Ίστορικη καi θεολογικη μελέτη τής περί Ίησσϋ Χρισrσϋ είκόνος τώv Εύαγγελίων, Άθήναι
1972.
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ IΩ., Ή νέα μετάφραση τής Καινής Διαθήκης στiι νεοελληνικfι γλώσσα, Άθήναι
1986.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Έρμηνεία Περικοπών: Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Έρμηνεία Πε ρικοπών Πσλαιiiς Διαθήκης μετά σrοιχείων είσαγω-yής, τεϋχ. Α', Άθήναι
1973.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Τά δεvτερσκανονικά: Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Τά δεvτερσ κανοvικά τεμάχια τσύ βιβλίου τσύ Δανιήλ. Πρσσευχiι Αζαρίου, άφηγημα
τικον τμήμα, ύμνος τών τριών παίδων - Σωσάννα - Bijλ και Δράκων. 'Ιστορι κή, φιλολογική, θεολογική έξέτασις και προβληματολογία μεθ' ύπομνήματος, έν Άθήναις
1978.
220
ΕΠΙΜΕΊΡΟΝ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΊΎΛ., Πατέρες: ΣτvΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατέρες- Αύξησις τής Έκκλησίας- .ί1 γιον Πνεύμα, Άθi'jναι
1970.
lΙΑπΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΊΎΛ., Γρηγόριος Θεολόγος: ΣΊΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγό
ριος ό Θεολόγος καi αί προϋποθέσεις τής πνευματολογίας αύτοϋ, Άθi'jναι
1971. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΊΎΛ., Θέση Ώριyένη: ΣΊΎΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ή θέση ταϋ Ώριyένη οτiιν Έκκλησία, ΕΕΘΣΠΑ ΚΓ
(1976) 327-334.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΊΎΛ., Πατρολογία.· ΣΥΥΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, τ. Α', Άθήνα
1977.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΊΎΛ., Ά.θανάσιος: ΣτvΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Αθανάσιος ό
Μέγας καi ή Θεολογία τής Οίκουμενικfίς Συνόδου, Άθήναι
1980.
ilΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣ., Έπιδράσεις: ΧΡΥΣΟΣ'fΟΜΟΥ ilΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Άρχιεπ.
Άθηνών, Έξωτερικαi έπιδράσεις έπί τής 'Ορθοδόξου Θεολογίας κατa τον !ΣΤ καί ΙΖ' αίώνα, ΕΕΘΣΠΑ Γ'
baux,
σσ.
(1936-1937) 18-36
(βλέπε και
Proces-Ver-
193-208).
ΙlΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ Κ., Ά.ποκάλυψις: Κ. ΠΑΠΑΠΕΊ'ΡΟΥ, Ή Ά.ποκάλυψις τού Θεού καi
ή γvώσις Αύτού, Άθήναι
1969.
ΙlΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ Κ., Ούσία Θεολογίας, Κ. ΙlΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Ή αύσία τής Θεολογίας, Άθήναι
1970.
Ι1ΑπΑΙΙΕτrοΥ Κ., Θεολογία-Έπιατήμη: Κ. ΠΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Ε{ναι ή θεολογία έπιaτήμη; Άθήναι
1970.
ΙlΑπΑΠΕΊ'ΡΟΥ Κ., Ά.πολογητική: Κ. ΠΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Ή 'Ορθόδοξος Ά.πολοyητικη
είς τ1)ν έποχήν μας. Παράρτημα: Ή σχέσις Δογματικής καl Άπολογητικής έκ τijς έπόψεως τijς Έγκυκλοπαιδείας τijς Θεολογίας, Άθήναι
1971.
ΠΑπΑπΕΊ'ΡΟΥ Κ., Σκέψεις περl θεολογίας: Κ. IlAπAnEτrov, Σκέψεις περί τής
θεολογίας ώς τής κοινωνίας τού Θεού, έν τοΥ ΑvτοΥ, Προσβάσεις, Άθηναι
1979,
σσ.
255-273.
ΙlΑπΑΠΕ'ΓΡΟΥ Κ., Πίστη-γνώση: Κ. ΠΑΠΑΠΕ'ΓΡΟΥ, Πίστη καί γνώση, (Άνάτυπο
άπο τον
27° τόμο «'Επίσημοι λόγοι» Πανεπιστημίου Άθηνών περιόδου άπο 1/9/1982 εως 18/5/1983. Άθήνα 1987.
ΙlΑΊ'ΡΩΝΟΥ Γ., Θέματα Θεολογίας: Γ. ΠΑΊ'ΡΩΝΟΥ, Θέματα Θεολογίας τής Καινής Διαθήκης, τεϋχ. Α', Το άποστολικο κήρυγμα στην πρώτη 'Εκκλησία, Άθήνα
1985.
ΙlΑΥΛΟΥ ΣοΥΗΔΙΑΣ, Σύνοδος Σαρδικfίς: ΠΑΥΛΟΥ ΣοΥΗΔΙΑΣ, Ή σύνοδος τής Σαρδικfjς {343 μ. Χ.)
, ΕΠΕΘΧ Α' (1987) 187-209.
ΠοποΒΠΣ IΟΥΣτΙΝΟΥ (Άρχιμ.), Έπικίνδυνος ή σύγκλησις Οίκουμενικfjς Συ
νόδου (τής 'Ορθοδοξίας;) (μετάφρ. «'Ορθοδόξου Μαρτυρίας»), έν Άθήναις
1971. Ρ ΑΛΛΗ-ΠοτΛΗ, Σύνταγμα: Σύνταγμα των θείων καi ίερών κανόνων των τε
ΒΙΒΛΙΟΙ'ΡΑΦΙΛ
221
άγίων καi πανευφήμων .1\.ποστόλων καi τών ίερών Οίκουμενικών καi τοπικών Συνόδων καi τών κατά μiροςάγίων Πατέρων (έκδ. Γ. Α. Ράλλη- Μ. Ποτλij), τ. Α- ΣΤ, Άθήνησιν
1852-1859.
ΡΑΝτΟΣΑΒΛΙΕΒΙΊ'Σ ΑΡ'Γ., Μυστήριον: ΑΡ'ΓΕΜΙΟΥ ΡΑΝτΟΣΑΒΛΙΕΒΙΊ'Σ ίερομ. (vϋν
Έπισκ. Ράσκας και Πριζρένης), Το μυστήριον τijς σωτηρίας κατά τδν άγιον
Μάξιμον τον Όμολογητήν, Άθηναι
1975.
ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ ΙΩ., Το προπατορικδν .1\.μά(.Πημα, Άθηναι
2
1970.
ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ IΩ., Δογματικi}-Συμβολική: IΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματικi} καi Συμ
βολικi} θεολογία τijς 'Ορθοδόξου Καθολικής 'Εκκλησίας, τ. Α', Θεσσαλονίκη
1981, τ.
Β', Θεσσαλονίκη
1982.
ΡΩΣΗ Ζ., Δογματική: Ζ. ΡΩΣΗ, Σύστημα Δογματικής τής 'Ορθοδόξου Καθολι
κής 'Εκκλησίας, τ. Α, Β', έν Άθήναις
2
1983-11983.
SCHLΙNΚ Ε., Σημασία παραδόσεων: ED. SCHLINΚ, Ή σημασία τών .1\. νατολικών καi Δυτικών παραδόσεωνδιiι. τi}ν χριστιανωούνην, «'Ορθοδοξία» ΛΕ'
(1960)
79-91. ΣΔΡ ΑΚΑ ΕΥ., 'Εγχειρίδιον ίστορίας τών θρησκευμάτων, έν Θεσσαλονίκη
1966.
ΣΙΩΤΟΥ Μ., Οίκονόμος: Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Ό Κωνσταντίνος Οίκονόμος ό έξ Οίκο νόμων καi αί μεταφράσεις τijς .1\.yiας Γραφijς είς τi}ν νεοελληνικήν, ΕΕΘΣ
ΠΘ Γ'
(1958) 1-54.
ΣΙΩΤΟΥ Μ., Δογματικαi παραλλαγαί: Μ. ΣΙΩτοΥ, Περi τών δογματικών παραλ
λαγών τού κειμένου τijς Καινής Διαθήκης, ΕΕΘΣΠΑ ΙΓ' ΣΙΩΤΟΥ Μ., Έλληνικi}
(1959) 359-407. διανόησις καi χριστιανικi} πίστις, Άθήναι 1971.
ΣΙΩΤΟΥ Μ., Διασάφησις Γραq;ών: Μ. ΣΙΩτΟΥ, Τό {ργον τής 'Εκκλησίας πρός
διασάφησιντώνΆ.yiων Γραq;ών, ΕΕΘΣΠΑ Μ
(1979-1980) 1-85.
ΣΙΩΤΟΥ Μ., 'Ερμηνεία: Μ. ΣΙΩΤΟΥ, Ή έρμηνεία τijς έπί τσU νΟρους 'Ομιλίας διiι.
μέσου τών αίώνων. Ίστορικη VΕρευνα, Άθfίναι
1986.
ΣκοΥrΕΡΗ Κ., 'Έννοια όρων: Κ. ΣκοΥτΕΡΗ, Ή έννοια τών δρων «θεολογία» «θεολογείν>> <<θεολόγο9> έν τfί διδασκαλί(,l. τών έλλήνων Πατέρων καi έκκλη σιαστικών συγγραφέων μέχρι καi τώv Καππαδοκών, Άθfίναι
1972.
ΣκοΎτΕΡΗ Κ., Συνέπειαι πτώσεως: Κ. ΣΚΟΥΊΈΡΗ, Σvvέπειαι τής πτώσεως καi λουτρόν παλιγγενεσίας (Έκ της άνθρωπολογίας τού άγίου Γρηγορίου Νύσ σης), Άθfίναι
1973.
ΣκοΎτΕΡΗ Κ., Δογματική: Κ. ΣκοΥτΕΡΗ, ΔογματικiJ μετά στοιχείων Συμβο λικής καi Ά.πολοyητικijς, τ. Α', Β', Άθfjναι
1973.
ΣΚΟΎτΕΡΗ κ., Γένεσις τών 39 άρθρων: κ. ΣκΟΥrnΡΗ, Γένεσις τών 39 aρθρων
καi θέσις τούτων είς τ7)ν Παράδοσιν τήςΆ yyλικijς 'Εκκλησίας, ΕΕΘΣΠΑ ΚΕ'
(1981) 87-155. ΣΚΟΥrΕΡΗ Κ., Τά
κλησίας. ΎπΌ
39
άρθρα: Κ. ΣΚΟΥΊΈΡΗ, Τά
39 άρθρα
τής .1\. yyλικijς 'Εκ
ro q;ώςτήςΌρθοδόξουΣυμβολικήςπαραδόσεως,Ά&ηναι 1982.
222
ΕΠΙΜΕΊΡΟ~
ΣΜΕΜΑΝ ΑΛ., Αποστολή: ΑΛ. ΣΜΕΜΑΝ, Ή άποστολiι τής 'Εκκλησίας στο σύγ χρονο κόσμο (μετάφρ. Ίωσijφ Ροηλίδη), Άθήνα
1983.
ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ Β., Θεολογικiι έκπαίδευσις έv τfί Αλεξανδρινfi Σχολή, Κωνσταντι νούπολις
1956.
ΣτΑΥΡΙΔΟΥ Β., Περi τfjς όνομασίας τfjς μελλούσης συνόδου, «Θεολογία» ΛΗ'
(1967) 529-532. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ Β., Όρθ. Έκκλησίαι: Β. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, 'Ορθόδοξοι Έκκλησίαι (Σύ
ντομος ίστορικη έπισκόπησις), ΕΠΕΘΧ Α'
(1987) 211-223.
ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ Β., Έκκλ. ίστ.: Β. ΣΊΈΦΑΝΙΔΟΥ, ΈκκλησιαστικiJ ίστορία, Άeijναι
2
1959.
ΣτΟΓΙΑΝΝΟΥ Β., Παράδοσις -Αγία Γραφiι: Β. ΣτοΓΙΑΝΝΟΥ, Παράδοσις καi Αγία Γραφή, έν Παράδοσις καt Άνανέωσις είς τijν 'Εκκλησίαν [Σεμινάριον Θεολόγων Θεσσαλονίκης
6], Θεσσαλονίκη 1972, σα. 1-18.
ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ Β., VΕwοια παραδόσεως: Β. ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, Ή έννοια τής παρα
δόσεως οτfιν Καινiι Διαθήκη, έν Παράδοσις-Άνανέωσις, «Σύναξις 'Ορθο δόξων Θεολόγων» Ίερa Μονη Πεντέλης Άθfίναι
17-21 Αύγούστου 1972. Είσηγήσεις,
1972, σα. 83-97.
ΣτΡΑτΙΩΤΟΥ Κ., Εlναι ή θεολογία έπιστήμη; Έν Άθήναις 1911. ΣΊΎΛΙΑΝΟΥ ΑΥΣτΡΑΛΙΑΣ, Αξιωμ. Προϋποθέσεις: ΣΊΎΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ, Άρχιεπι
σκόπου Αύατραλίας,Αξιωματικαi πρσϋποθέσεις καi σuνέπειαι ένιαίου Συμ βόλου τής Πίσrεως, Μνήμη Συνόδου Άγίας Β' Οίκουμενικης (έν Κωνσταντι νουπόλει 381 ), τ. Α', Οίκουμενικον Πατριαρχείον, Πατριαρχικον υlδρυμα Πα
τερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη
1983, σα. 267-276.
ΣΩτΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Χ., ΣυμεdJν Θεολόγος: Χ. ΣΩτΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Νηπτικοi Πατέρες
-1- ΣυμεdJν ό Νέος Θεολόγος (βίος-έργα-διδασκαλία), Άθηναι 1986. ΣΩτΗΡΟΠΟΎΛΟΥ Χ., Θέματα Θεολογίας: Χ. ΣΩrnΡΟΠΟΥΛΟΥ, Θέματα θεολο γίας τοϋ ILf αιώνος, Άθi'jναι
1987.
Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ Π., Δογματική: Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματικiι τής 'Ορθοδόξου Καθο λικής 'Εκκλησίας, Άθηναι
1978 (τ. 1), 1979 (τ. 2 καl 3).
Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ Π., Έγκvκλοπαιδεία τής Θεολογίας, ΘΗΕ
5 (1964) 328-330.
Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ Π., Μυστικισμός: Π. Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ, Μυστικισμός - Ά.ποφατισμός. Κα
ταφατικiι θεολογία, ΕΕΘΣΠΑ ΙΘ'
(1972) 5-98· Κ' (1973) 159-227.
Ί'ΡΕΜΠΕΛΑ Π., Έκλογiι ύμνογραφίας: Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Έκλογiι 'Ελληνικής 'Ορ θοδόξου ύμνογραφίας, Άθfίναι
2
1978.
'ΓΣΑΚΩΝΑ Β., Ή περi σuνειδήσεως διδασκαλία τσίJ άποστόλου Παύλου, έν Άθή ναις
1968.
'ΓΣΑΜΗ Δ., Διαλεκτική: Δ. 'ΓΣΑΜΗ, Ή διαλεκτικη φύσις τής διδασκαλίας Γρηγο
ρίου τσίJ Θεολόγου [Άνάλεκτα Βλατάδων
1], Θεσσαλονίκη 1969.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Θεολογία Γεwαδίου: Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Ή θεολογία Γεwαδίου τού Σχολαρίου, Άθfίναι
1969.
Β113ΛIΟΓΡΛΦΙΛ
223
ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., Περi τών άκτίσrων ένεργειών: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Το περi τών άκτίσrων ένεργειών δόγμα τfίς 'Ορθοδόξου Έκκλησίας καra τfιν διδασκα λίαν Γεwαδίου τού Σχολαρίου, Τιμητικος τόμος «Πόνημα εύγνωμον» Β. Μ. Βέλλα, έν Άθήναις
1969, σσ. 694-719.
ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., Χρισrολογία: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Χρισrολογία. Άθfίναι
1. Τό ένυ.πόσrατον,
1972.
ΦΑΡΑΝΊΌΥ Μ., Δογμ.
-
Ήθικij, Είσαγωγικά: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Δογματικij καi
Ήθικij-Είσαγωγικά, Άθfίναι
1973.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Ήθικη φυσ. κόσμου: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Ήθικi} τού φυσικαϋ κό
σμου, Άθfίναι
1977.
ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., Δογματική: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Δογματικi} ΙΙ,
1. Τό περi Θεαϋ έρώ τημα. Α': Θεϊσμός, Π: Ά.θεία, Γ: :Αθεϊσμός, Άθήναι 1977.
ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., Ή θρησκεία. Δογματικη θεώρησις, Άθfίναι
1978.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Προλεγόμενα: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Προλεγόμενα είς τfιν θεογνω σίαν, Άθήναι
1980.
ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., Σύμβολον: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Ή περi ταϋ έν τριάδι Θεαϋ, καi ίδί(L περi τού Ά. γίου Πνεύματος διδασκαλία ταϋ ίεραϋ Συμβόλου Νικαίας-Κων
σrαντινουπόλεως, «Κοινωνία»~
(1981) 500-523.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., 'Εκκλησίας έρώτημα: Μ. ΦΑΡΑΝΊ'ΟΥ, Ή περi δικαιώσεως διδα
σκαλ{α τού Λουθήρου καi τό περi τής Έκκλησίας έρώτημα, «Θεολογία» Ν~
(1983) 504-541. ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Ή θέσις καi ή σημασία τής Θεοτόκου είς τfιv π{σrιν καi τfιv ζωήν, έν τοΥ ΑΥτΟΥ, Δογματικiχ καi Ήθικiι Ι, Άθήναι
1983, σσ. 259-279.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Ά.πόσrολος: Μ. ΦΑΡΑΝΊΌΥ, Δογματικαi θέσεις είς τό θέμα:
Ά.πόοτολος-Ά.ποοτολή, έν τοΥ ΑΥτΟΥ, Δογματικiχ καi Ήθικiχ Ι, Άθήναι σσ.
1983,
281-290.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Δογματικαi-Ήθικαi άλήθειαι: Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Ή διδακτικi} τών δογματικών καi ήθικών άληθειώv, έν τοΥ ΑvτοΥ, Δογματικiι καi Ήθικiχ
I,
Άθfιναι 1983, σσ. 291-299. ΦΑΡΑΝΤΟΥ Μ., ν0ψειςδόγματος: Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Θεολογικαi όψειςταϋδόγμα
τος, έν τοΥ ΑΥτΟΥ, Δογματικiχ καi Ήθικiι
I, Άθήναι 1983, σσ. 345-385.
ΦΑΡΑΝτΟΥ Μ., Περi Θεού διδασκαλ{α: Μ. ΦΑΡΑΝτΟΥ, Ή περi Θεαϋ όρθόδο
ξοςδιδασκαλία, Άθfίναι 1985. ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ίουσrινιαvός-Πενταρχία: ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ίουσr:ινιαvός καi Πεvr:αρχία, Τιμητικος τόμος «Πόνημα εύγνωμον» Β. Μ. Βέλλα, έν Άθήναις
1969, σσ. 721-
738. ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Θεσμός Πεvr:αρχίας: ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ό θεσμός τής Πεvr:αρχίας τώv Πατριαρχών, Ι Πρσϋποθέσεις διαμορq:χ.όσεως ταϋ θεσμαϋ.
11 Ίοτορικοκανο
νικiχ προβλ'tjματα περi τfιν λειτουργίαv τσϋ θεσμαϋ, Άθήναι
1969, 1970.
224
EIIIMErPON
ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Α' Οίκ.Σύνοδος: ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ή Α' ΟίκουμενικήΣύνοδος. Προβλή ματα περί τήν ού-yκλησιν, τήν συyκρότησιν καί djν λειτοvργίαν τής Συνόδου, Άθfjναι
1974.
ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Έκκλ. ίοτ.
Il:
ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλησιαοτικiι ίσrορiα
κονομαχίας μέχρι τήςάλώσεως (726-1453), Άθήναι
11 . .fιπό
τής εί
1977.
ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Έκκλ. ίσr. Ι: ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Έκκλησιαοτικη ίοτορία ι Άπό τής Άπο σrολικijς έποχijς μέχρι τής είκονομαχίας, Άθήναι
1978.
ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ Λ., Ή ίσrορiα τών θρησκευμάτων καθ' έαυdjν καl έν τfί χρισrια νικ.fί θεολοyίt;Χ, Άθήναι
1938.
ΦwππΙΔΟΥ Λ., Ή θρησκειολογία καl αί θεολογικαi Σχολαί, «Θεολογία» ΙΘ'
(1941-1948) 356-360. ΦΙΛΙΠΙΠΔΟΥ Λ., Ίσr. έποχijς Κ. Δ.: Λ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, 'Ιστορία τής έποχής τής
Καινής Διαθήκης έξ έπ6ψεως παγκοσμiου καl πανθρησ?'ειακijς, Άθήναι
1958. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ Λ., Σχέσεις θρησκείας καl τέχνης, Άθήναι
1962.
ΦιΛΙπmΔΟΥ Λ., Πρωτογόνων ζωή: Λ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, Πρωτογόνων θρησκευτικη ζωή, Άθήναι
1964.
ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ Γ.,
.:4 γία Γραφή:
Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ,
δοσις (μετάφρ. Δ. Τσάμη), Θεσσαλονίκη
.:4 γία Γραφή,
'Εκκλησία, Παρά
1976.
ΦΟΎΝΓΟΥΛΗ !Ω., Παράδοση: !Ω. ΦοΎΝΓΟΥΛΗ, Παράδοση καi θεία Λατρεία, Τόμος έόρτιος χιλιοσdjς έξακοσιοστής έπετείου Μεγάλου Βασιλείου
1979),
Θεσσαλονίκη
1981,
σσ.
(379-
13-24.
ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ ΣτvΛ., .ί1λάθητον: Άρχιμ. ΣτvΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ (vUν Άρχιεπ. Αύ
στραλίας), Περl τό άλάθητον τής Έκκλησίας έν τfί Όρθοδόξφ Θεολογίt;Χ, Άθήναι
1965.
ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ ΣΊΎΛ., Συνείδησις: Άρχιμ. ΣΊΎΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ (vUν Άρχιεπ. Αύ
στραλίας), Ή Συνείδησις τής Έκκλησίας καl τό άλάθητον αύτής, «Γρηγόριος ό Παλαμάς» ΝΑ'
(1968) 510-526.
ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ ΣΊΎΛ., Έκκλησίας Σύvι:αγμα: Άρχιμ. ΣΊΎΛ. ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙ, (vUν Άρχιεπ. Αύστραλίας), Τό περί 'Εκκλησίας σύνταγμα τής Β' Βατικανijς Σv
lιόδου (Είσαγωγiι-Κείμενον-Σvατηματικiι άνάκριαις), Θεσσαλονίκη
1969.
ΧΑΣτοΥΠΗ
Ae., Ούσία τής θρησκείας θεωροvμένη άξιολογικώς έπl τfί βάσει μαρr:υριών έκ τών ίερών κειμένων, έν Άθήναις 1971.
ΧΑΣτΟΥΠΗ
Ae.,
Είσαγωγή:
θήκην, έν Άθήναις
Ae.
ΧΑΣΤΟΥΠΗ, Είσαγωγiι είς djν Παλαιiχν Δια
1981.
ΧΡΗΣΊ'ΟΥ Π., Θεολογία, ΘΗΕ
6 (1965) 252-265.
ΧΡΗΣΊΌΥ Π., .fιποκάλυψις: Π. ΧΡΗΣτΟΥ, Τά σημεία τής άποκαλύψεως, Τι
μητικος τόμος «Πόνημα εiJγνωμον» Β. Μ. Βέλλα, έν Άθήναις
810.
1969, σσ. 798-
ΒΙΒ.\IΙΙIΊ'\ΦΙ
225
\
ΧΡΗΣΤΟΥ Π., Μυστήριο άνθρώπου: Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Το μυστ:ήριο τσύ 'Ανθρώπου
[Θεολογικa Δοκίμια σαλονίκη
5],
ΠατριαρχικΟν υlδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ
1983.
ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Είσαγωγή: ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΥ ΚΩΝ.ΣτΑΝ11ΝΙΔΟΥ, Μητροπ. Μύρων (νϋν Έφέσου),Είσαγωγή είςΠ,ν Δογματικήν, Χάλκη (Πολυγραφημέναι σημειώσεις προς χρήσιν τών φοιτητών τής Θεολογικής
Σχολής Χάλκης).
ΧΡΥΣΟΣΤΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Άποκάλυψις: ΧΡΥΣΟΣτΌΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑ ΝτΙΝΙΔΟΥ, Μητροπ. Μύρων (νϋν Έφέσου),.Άποκάλυψις-Πίοτις-Δόγμα, Χάλκη (Πολυγραφημέναι σημειώσεις προς χρήσιν τών φοιτητών τής Θεολογικής Σχολής Χάλκης).
ΧΡΥΣΌΣτΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου),
Ta
προγράμματα διδασκαλίας καi
είδικώς ό συστηματικός κλάδος τής Θεολογίας είς τήν Ίεράν Θεολογικi}ν Σχολi}ν Χάλκης, Έπετηρl.ς 'Εστίας Θεολόγων Χάλκης Α'
(1980) 81-85.
ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Β' Οίκ. Σύνοδος: ΧΡΥΣΟΣτΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Αί ίοτορικο-δογματικαi πραϋποθέσεις τής οίκουμενικότητος τής .Ά yίας Β' Οίκουμενικής Συνόδου, έν Μνήμη Συνόδου Άγίας Β' Οίκουμε
νικής (έν Κωνσταντινουπόλει 381), τ. Α', ΟίκουμενικΟν Πατριαρχείον, Πα τριαρχικον υlδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη
1983, σσ. 103-144.
ΧΡΥΣΟΣτοΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Α ύθεντία: ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΚΩΝΣτΑΝ11ΝΙ ΔΟΥ, Μητροπ. Μύρων (νίtν 'Εφέσου), Ή αύθεντία είςΠ,ν Όρθόδοξον 'Εκκλη σίαν, Μνήμη Μητροπολίτου 'Ικονίου 'Ιακώβου, έν Άθήναις
1984, σσ. 373-390.
ΧΡΥΣΟΣΊΌΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νϋν 'Εφέσου), Όρθ. Θεολοyία: ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΚΩΝΣτΑ ΝτΙΝΙΔΟΥ, Μητροπ. Μύρων (νϋν 'Εφέσου), Ή λειτουργικότητα τής 'Ορθό
δοξης Θεολογίας σήμερα, «Στάχυς))' τευχ.
68-85 (1985) 228-236.
ΧΡΥΣΌΣΤΟΜΟΥ ΜΥΡΩΝ (νίtν 'Εφέσου), Θέση 'Ορθοδοξίας: ΧΡΥΣΟΣτοΜΟΥ ΚΩΝΣτΑΝΓΙΝΙΔΟΥ, Μητροπ. Μύρων (νϋν 'Εφέσου), Ή θέση τής 'Ορθοδοξίας οτόν σύγχρονο χριστιανικό κ6σμο, Άθήναι ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΤΑΝτΙΝΙΔΟΥ
- ΕΜΜ.
1985.
ΦΩΊΊΑΔΟΥ, υΕκθεσις: ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΥ ΚΩΝΣτΑ
ΝΊΊΝΙΔΟΥ [Μητροπ. Μύρων (νίtν 'Εφέσου)]
- ΕΜΜ.
ΦΩΊΊΑΔΟΥ, νΕκθεσις περί
τών πηγών τής θείας .'Αποκαλύψεως καm τi}ν Όρθόδοξον .Ά νατολικi}ν 'Εκκλησίαν, Θεσσαλονίκη
1971.
ΧΡΥΣΟΥ ΕΥ., Ή έκκλησιαοτικi} πολιτικi} τσϋ Ίουοτινιαναϋ κατa τήν {ριν περί
τα Τρία Κεψiλαια καi Π,ν Ε Οίκουμενικi}ν Σύνοδοv [Ανάλεκτα Βλατάδων
3],
Θεσσαλονίκη
1969. q
ALEXE Sτ., Kίrche: Sτ.
C. ΑιΕΧΕ, Dίe eίne Kίrche und dίe vίelen Kίrchen (au.~ orthodoxer Sίcht), όkumene-Konzil-Unfehlbarkeit (hrsg. im Auftrag des Stίftungsfonds Pro Oriente), Innsbruck, Wien, Mϋnchen 1979, σσ. 169-174.
226
ΕΠΙΥΙΕ'ΓΡΟΝ
BALτHASAR Η.,
gung, MyS
Ι
Kunst: Η. Urs von Balthasar, (1965) 708-726.
Chrίstliche
Kunst und VerkUndi-
7
BARTH Κ., Kίrchlίche Dogmatίk, τ. Ι, Ι, Zo1likon-Ztirich Ι955. BEINERT W., Dogmatίk studίeren, Eίnfiίhrung ίn dogmatίsches Denken und Arbeίten, Resenburg 1985. BEUMER J., ϋberlίeferung: J. BEUMER, Dίe miίndlίche ϋberlίeferung als Glaubensquelle, Handbuch der Dogmengeschichte, Bd. Ι, Fasc. 4 (hrsg. von Μ. Schmaus und Α. Grillmeier), Freiburg im Br. 1962. BIRΚNER Η., Das Verhiiltnίs von Dogmatίk und Ethίk, Handbuch der christlichen Ethik, τ. 1, Freiburg, Basel, Wien 1979, σσ. 287 κ. έξ. BoECKLER R., Tradίtίonsbegriff: R. BOECΚLER, Der moderne rδmίsch-katho lίsche Tradionsbegriff (Kirche und Konfession, Bd. Ι2, hrsg. von Η. Bornkamm, J. Lell, W. von Loewenich, Μ. Schmidt, R. Stuppeήch, W. Sucker), Gδttingen Ι967.
BRATSIOτiS Ρ., Autoήtat
Orthodoxer Beίtrag: Ρ. ΒRΑτsωτιs, Ein orthodoxer Beitrag, Die der Bibel heute (hrsg. von Α. Richardson, W. Schweitzer), Zϋrich
Ι951, σσ.
19-33.
BRAUCHART Ρ., Glaubenssίnn: Ρ. BRAUCHART, Dίe Lehre vom "Glaubenssinn" (Sensus fideί) in ίhrer BedeutungjUr dίe gegenwiirtίge Ekklesiologίe, Graz 1982. BRUNNER Ε., 0./fenbarnng: Ε. BRUNNER, Offenbarnng und Vernunft, Zίirich 2 Ι961. BULGAΚOV S., L' Orthodoxίe, Paris 1932. CASPER Β., HEMMERLE Κ., ΗϋΝΕRΜΑΝΝ Ρ., Theologie als Wίssenschaft. Methodίsche Zugiinge [Quaestίones Dίsputatae 45], Freiburg im Br. 1970. CHRYSOSτoME ο' ATHENES, Allocution: CHRYSOSTOME ARCHEVEQUE ο' ATHENES, Allocutίon, Proces-Verbaux, σσ. 480-481. CONGAR Υ., Traditίon: Υ. CONGAR, Dίe Tradίtίon und die Tradίtionen, Bd. 1, Mainz 1965.
CULLMANN 0., Tradίtion: Ο. CuLLMANN, Die Tradition als exegetisches, historίsches und theologίshes Problem, Zϋrich 1954. DANTINE W., Unfehlbarkeίt: W. DANTINE, Dίe Unfehlbarkeίt der Kirche, Okumene-Konzil-Unfehlbarkeit (hrsg. im Auftrag des Stiftugsfonds Pro Oήente), Innsbruck, Wien, Mϋnchen Ι979. DIΠRICH Β., Traditίonsverstiindnίs: Β. DIΠRICH, Das 1'raditίonsverstiindnis in der Confessio Augustana und in der Confutatίo (Erfurter Theologische Studien, Bd. 51, hrsg. von W. Ernst und Κ. Feiereis), Leipzig 1983. EBELING G., Wort Gottes: G. EBELING, Wort Gottes und Tradition, Gόttingen 2 1966. EBELING G., Dogmatίk des chrίstlichen Glaubens, Ι-ΠΙ, Tϋbingen 1979. ELZE Μ., Schriftauslegung: Μ. ELZE, Schriftauslegung, IV Α. Christliche Auslegung, RGG 5 (3 1961) 1520-1528.
227
HIB.\\( >I I' \ΦΙ.\
FELLERMAYR J., τι·adίtίon-Suksessίon: J. FELLERMAYR, Tradίtίon und Suksessίon ίnι Liclιte des rδmίsche-antίken Erbdenkens. Untersuchungen zu den 1ateinίs chen Vatem bis zu Leo dem GroBen, Miinchen 1979. ofthe carnatίon, «Εύχαριστήριον» 1958, σσ. 70-79. FRIES Η., Offenbarung: Η. FRIES, Die Offenbarung, MyS 1 (1965) 159-234. FRIES Η., Gδttlίche Offenbarung: Η. FRIES, Die gόttliche Offenbarung. Okumenische Aspekte der dogmatischen Konstitution, Die δkumenische Bedeutung der Konzilsbeschliisse (hrsg. von Κ. Schuh}, Hildesheim 1986, σσ. 98-105. GΑιιτrs G., Theologίe der Materie: G. GALΠIS, Zur eίner Theologίe der Materίe,
FLOROVSKY G., Cur deus homo? The
motίve
Τιμητικος τόμος Άμ. Άλιβιζάτου, Άθήναι
Τιμητικο άφιέρωμα στον όμότιμο καθηγητfι Κωνσταντίνο Δ. Καλοκύρη, ΕΕΘΣΠΘ, Θεσσαλονίκη
1985,
σσ.
455-466. GEISELMANN J., Schrift-Traditίon: J. R. GEISELMANN, Dίe Heίlige Schrift und die Traditίon [Quaestiones Disputatae 18], Freiburg im Br. 1962. GLOEGE G., Dogma 11. Chrίstliches Dogma, RGG (3 1958) 221-225. GόLLNER R., GόRTZ Η. - J. ΚlENZLER Κ., Glauben: R. GbιLNΈR, Η. - J. GόRTZ, Κ. ΚIENZLER, Eίnladung zum Glauben, Vom Verstehen des Menschen zum Verstehen des Glaubens, Freίburg im Br. 1979. HAAG Η., Buchwerdung: Η. HAAG, Die Buchwerdung des Wortes Gottes ίn der Heilίgen Schrift, MyS 1 (1965) 289-427. HERMANN Ι., Schriftlesung: I. HERMANN, Schriftlesung, SM 4 (1969) 442-443. Jοεsτ W., Auslegung: W. Jοεsτ, Dίe Frage des Kanons in der heutίgen eνangelίs chen Theologίe, W. JOEST, F. MuBNER, L. SCHEFFCZYΚ, Α. VόGτιε, U. Wιιcκ ΕΝS, Was heίβt Au.~legung der Heiligen Schrift?, Regensburg 1966, σσ. 173-21 Ο. ΚARMIRIS J., όkum. Konzil: J. ΚARM!Rls, Das Zweίte όkumenίsche Konzil, Okumenische Rundschau 30 (1981) 464-470. ΚΑssΙΑΝ BISCHOF, Das Studium des Neuen Testament ίn der Orthodoxen Kirche, "Kyrios" 1 (1960/ 1961)22-39. ΚERSTIENS F., Hoffnungsstruktur: F. ΚERSτiENS, Die Ho.ffrιungsstruktur des Glaubens, Mainz 1969. ΚmDER Ε., Dogmatik-Dogma: Ε. ΚINDER, Dogmatίk und Dogma, Dogma und Denkstrukturen (hrsg. von W. Joest und W. Pannenberg), Gδttίngen 1963. LARENTZAΚIS G., Glaubensbekenntnίs: G. LARENτzAΚIS, Das Glaubensbekenntnίs von Konstantίnopel (381) und das Filίoque ίn der heutίgen Okumene, Tendenzen und Erwartungen, Μνήμη Συνόδου Άγίας Β' Οίκουμενικής (έν Κωνσταντινουπόλει 381}, τ. Α', Οίκουμενικον Πατριαρχείον, ΠατριαρχικΟν υΙδρυμα Πατερικών Μελετ&ν, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 597-635. LIEBING Η., Schriftauslegung: Η. LIEBING, Schriftauslegung, IV Β. HumanismusReformation und Neuzeit, RGG 5 (3 1961) 1528-1534.
228 McΚENziE J., Geίst:
F:ΓΙΙΜΕΓΡΟΝ
ΜCΚΕΝΖΙΕ, Geίst und Welt des Alten
Testaments, Luzem 1962. O.lfenbarung und ϋberlieferung. Neue Mδglichkeiten eines Dίalogs zwίschen der orthodoxen und der evangelίsch-lutherίschen Kίrche [Forschungen zur systematischen und δkumenischen Theologie, hrsg von Ε. Schlink, W. Pannenberg und R. Slenczka, Bd 40], Gδttingen 1980. NISSIOτiS Ν., Einheίt: Ν. NISSIOτiS, Dίe Eίnheίt von Schrift und Tradίtίon von eίnem δstlίch-orthodoxen Standpunkt aus, "Okumenische Rundschau" 14 (1965) 271-292. NISSIOΠS Ν., Theologίe der Kίrche: Ν. NISSIOτiS, Dίe Aufgabe eίner Theo[ogίe der Kίrche, "Kerygma und Dogma" 23 (1977) 41-59. OHLIG Κ. - Η., Bίbel: Κ. - Η. OHLIG, Woher nίmmt dίe Bίbel ίhre Autorίtiit? Zum Verhiiltnίs von Schriftkanon, Kίrche und Jesus, Dϋsseldorf 1970. J.
MEHEDINTU ν., O.lfenbarung-ϋberlίeferung: ν. MEHEDINTU,
Bίbel: Ει. 0IKONOMOS, thodoxen Kίrche, Stuttgart 1976.
0IKONOMOS EL.,
Bίbel
und Bίbelwίssenschaft in der or-
ΟΠο G., Dίe Bedeutung der Kίrche fiίr die τheologίe, έν ΤοΥ ΑΥτοΥ, Kίrche Theologίe Beίtriige zu eίnem Kliirungsprozeβ? Hamburg 1971.
OUEN Η., Erkenntnίslehre: Η. VAN OUEN, τheologίsche Erkenntnίslehre.
und
Versuch Prolegomena [Studien zur Dogmengeschichte und systematischen Theologie, hrsg. von F. Blanke, Α. Rich, Ο. Weber, Bd. 6], Zϋrich 1955. PAPANDREOU DAMASΚlNOS, Okum. Patriarchat: DAMASΚlNOS PAPANDREOU, Metr. von der Schweiz (Jetzt Metr. von Adrianoupolis), Das Okumenίsche Patrίarchat und das Panorthodoxe Konzίl, Μνήμη Συνόδσu Άγίας Β' Οίκσuμενικής (έν Κωνστα ντινουπόλει 381), τ. Α', Οίκσuμενικον Πατριαρχείον, Πατριαρχικον υlδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 543-557. RAHNER Κ., Schriftίnspίratίon: Κ. RAHNεR, ϋber dίe Schriftίnspίratίon [Quaestiones Disputatae 1], Freiburg im Br. 3 1962. RAHNER Κ., Au.frίss eίner Dogmatik: Κ. RAHNER, ϋber den Versuch eίnes Au.frίsses einer Dogmatik, έν ΤΟΥ ΑΥΓΟΥ, Schriften zur Theologίe, Bd. I, Einsiedeln 8 1967, σσ. 9-47. RAHNER Κ., Aussage: Κ. RAHNER, Was ist eίne dogmatische Aussage? έν ΤοΥ ΑΥΓΟΥ, Schriften zur Theologie, Bd. ν, Einsiedeln 3 1968, σσ. 54-81. RAHNER Κ., Exegese-Dogmatίk: Κ. RAHNER, Exegese und Dogmatίk, έν ΤοΥ ΑΥΓΟΥ, Schriften zur Theologίe, Bd. ν, Einsiedeln 3 1968, σσ. 82-111. RAHNER Κ., Schrift- Theologίe: Κ. RAHNER, Heilίge Schrift und τheologie, έν ΤΟΥ ΑΥΓΟΥ, Schriften zur Theologίe, Bd. νΙ, Einsiedeln 2 1968, σσ. 11-120. RAHNER Κ., τheologumenon, SM 4 (1969) 892-894. RAHNER Κ., Unfehlbarkeίt: Κ. RAHNER, (Hrsg.), Zum Problem Unfehlbarkeίt. Antworten auf dίe Anfrage von Hans Kiίng, Freiburg-Basel-Wien 1971. dogmatίscher
Β113>\Ι
229
Κ. - LEHMANN Κ., Geschichtlίchkeit der Vermittlung, έν MyS 1 (1965) 727-782. RANH J., Dogma Ι (Semasiologisch), Reallexikonfiίr Antike und Chrίstentum 3 (1957) 1257-1260.
RAHNER
RATZINGER J., Tradίtίonsbegriff: J. RATZINGER (νύν Πάπα Βενεδίκτου IΣΤ), Είn Versuch zur Frage des Tradίtίonsbegriffs, έν Κ. RAHNER- J. RATZINGER, Offenbarung und ϋberlίeferung [Quaestiones Disputatae 25, hrsg. von Κ. RAHNER und Η. SCHLIER], Freiburg im Br. 1965, σσ. 25-69. RIDDERBOS Η., Begriίndung des Glaubens: Η. RIDDERBOS, Begriίndung des Glaubens, Heilsgeschichte und Heilige Schrift, Wuppertal 1963. RΙεΒ W., Glaube: W. RIEB, Glaube als Konsens, ϋber dίe Pluralίtiit und Eίnheίt ίm Glauben, Miinchen 1979. RODENBERG 0., Wahrheίt: 0. RODENBERG, Um dίe Wahrheίt der Heίligen Schrift, Wuppertal 3 1963. RORDORF W. - SCHNEillER Α., Tradίtίonsbegriff: W. RORDORF - Α. SCHNEIDER, Dίe Entwίcklung des Tradίtίonsbegriffs ίn der Alten Kirche [Traditio Christiano 5], Berlin 1983. SCHEELE Ρ., Wer gehδrt zur Kirche?: Ρ. W. ScHEELE, Wer gehδrt zur Kirche? έν όkumene - Konzil - Unfehlbarkeit, hrsg. im Auftrag des Stiftungsfonds Pro Oήente, lnnsbruck, Wien, Miinchen 1979. SCHEFFCZYK L., Auslegung: L. SCHEFFCZYK, Dίe Auslegung der Heίligen Schrift als dogmatίsche Aufgabe, W. Jοεsτ, F. MuBNER, L. SCHEFFCZYΚ, Α. VOGΠE, U. WILCΚENS, Was heίβt Auslegung der Heίligen Schrift? Regensburg 1966, σσ. 135-171.
SCHMAUS Μ., Glaube: Μ. SCHMAUS, Der Glaube der Kίrche, Handbuch katholischer Dogmatik, Bd 1, 2, Miinchen 1969. SKYDSGAARD Κ., Schrift-Tradίtίon: Κ. Ε. SκYDSGAARD, Schrift und Tradition. Bemerkungen zum Traditίonsproblem in der neueren 1heologίe, "Kerygma und Dogma" Ι (1955) 161-179. SoτrRIOU G., Kunst: G. SoτrRioU, Die Kunst ίn der grίechisch-orthodoxen Kirche, Die Orthodoxe Kirche in gήechischer Sicht, Bd. 1, Teil 2, hrsg. von Ρ. Bratsiotis (Die Κirche in der Welt, hrsg. von Η. Harms, F. Sigg, Η. Wolt), Stuttgart 1960, σσ. 175- Ι 91. THEODOROU Εν., Prognosen: Εν. THEODOROU, Prognosen fiίr dίe Zukunft des Okumenίsmus, όkumene - Konzil - Unfehlbarkeit, hrsg. im Auftrag des Stiftungsfonds Pro Oriente, lnnsbruck, Wien, Miinchen 1979. Offenbarung - Glaube: Ρ. nιιιcΗ, Offenbarung und Glaube, έν Tov Gesammelte Werke, Bd. VIII, hrsg. von R. Albrecht, Stuttgart 1970. TRILLHAAS W., Dogmatίk: W. τrοιιΗΑΑS, Dogmatίk, Berlίn 1962.
TILLICH
Ρ.,
Avτov,
ΕΥΡΕΤΉΡΙΟΝ ΟΡΩΝ Άγγελος
Άπαραχάρακτος
Άγία Γραφη
Άπαύγασμα
24, 72, 187-188 18-19, 31, 45, 49, 56, 58, 8687, 89-91, 93-94, 97-106, 108-117, 120-121, 126, 130-133, 138-145, 152, 154, 165, 172, 180-181, 185, 196 Άγιασμος 74, 185 Άγιογραφικη βάσις δόγματος 116, 185 Άγνοια 27, 116 Ά γνωστικισμος 28 «Άγραφον» 139 Άδιαιρέτως 75, 153 Άθλοθέτης 128 Ά"ίδιότης 61 Αίρεσις 53, 113, 135-136, 183, 186, 193 Αtρεσις Άρειανη 136 Άκατάληπτος 26, 28, 57 Άκαταληψία 56 Άλαζονεία 61 Άλάθητον 'Εκκλησίας 43, 45-46, 113, 135, 157-158, 165, 200 Άλήθεια δογματικη 40-41, 138, 184-185 Άλλοίωσις 41, 53, 145-146, 167, 183, 201 Άμάρτημα προπατορικον 57, 82, 189 Άμαρτία 64, 68, 77-78, 111, 188, 196197 Άμάρτυρος 66 Άμέθεκτος 57-58 Άμπελος 83-84, 136, 152 «Άναιτίως» 83 Ά νακαίνισις κόσμου 43 Άνενέργητος 165 Άνεξαπάτητος 65 Άνθος 33 Άνθρωπίνως 105 Ά νθρωποκεντρικος 47 Άόρατος 61-62, 65
Άπειρία Άπιστος
45, 133, 160, 169
27
56 32, 148
Άπλανfις- άπλανες
103, 137, 157 140 Άποκαλύψεως μνημεία 44-45 Άπόκλισις 32, 129 Άπολογητfις 23, 97 Άπολύτρωσις 101, 188 <<Άπόθετον κάλλος»
Άπόστολοι77,92,100,119,120-121,143 Άποστολοπαράδοτος διδασκαλία Άπρόσιτος
170
26, 28, 56-57 92 Άρπαγμος 74 Άρτος 121, 153 Άρχαιότης 125, 148 Άρωγη θεία 108-109 Άσάφεια 142 Άσπιλος σύλληψις 188-189 Άσυγχύτως 76, 153 Άσυμφωνία 106 Αύθεντία 124, 131, 159, 184-185, 192 Αύλητfις 97, 99 Αύξησις άληθείας 80, 195 Αύτενέργεια 58, 99-102, 105 Αύτεξούσιον 186 Αύτοαποκαλυπτόμενος 57, 61 Αύτοκράτωρ 162, 170-172 Αύτοσuνειδησία ίερών σuyγραφέων 101 Αύτοσuνειδησία Πατέρων 162, 170-172 Άφανfις προέλευσις 125 «Άφiι» άγίου Πνεύματος 102 Άχρείωσις 69 «Άχυρον κακοδοξίας» 160 Άρετολογία
Βάπτισμα
122, 200
231
ΕΥΓΠΊ 11'10\ ΟJ>Ω~
Βάτος
72, 11 Ο
Δωρεά.
35, 188,200
Βιβλία άναγινωσκόμενα
88-92 Βιβλία γνήσια 90, 92, 101 Βιβλία δεuτεροκανονικa 88 Βιβλία θεόπνευστα 87,94 Βιβλία πρωτοκανονικά. 88, 90-92 Βίωμα 33,35 Βρεφοκρατούσα 128 Γεωργος
83, 136
Γνώσις άποφατικη
27,29 27, 29
Γνώσις καταφατικiι
Depositum fidei 133 Δαίμων
127
Δεκτικότης
25, 59 42-43, 61-62, 68-69, 74, 128, 139, 145, 182 «Διαδοχη άποστολικi]» 119, 166 Διαθήκη Καινη 23, 44, 49, 79, 87, 9195,97,100,115,118,178 Διαθήκη Παλαιά. 23, 44, 49, 79, 87-89, 91-92,94,96-97,115,178 Διακόσμησις 53 Διάλογος άγάπης 167 Διάλογος θεολογικος 167 «Διαστροφiι» 68, 136 Διαστροφiι άληθείας 172 Δόγμα 19, 33, 41, 45, 47-48, 50, 90, 98, 128, 133, 172, 178-188, 192-194 Δόγματα καινώς 194 Δόγματα ύποχρεωτικά. 186 Δογματικη 18-19, 31, 40-53, 90, 103, 107, 115, 124-128, 139-141, 158, 174, 178, 182, 184, 192 Δογματικη 'Ορθόδοξος 18-19, 125-126, 130, 181, 187 Δογματικη Συγκριτικη 32, 49 Δημιουργία 23,
Έδραίωμα 'Ορθοδοξίας 'Έθη
174
147, 198
Είκονογράφησις
127 26, 44-45, 51, 65, 69, 111, 126128,154,167,184,202 Έκκλησιολογία 42-43, 182 'Ελευθερία 41, 65, 105, 186, 189 Έλπlς 25, 29, 179, 185 Έμπειρία 26, 32-33 Έμπειρία άληθείας 41, 80, 134-135 'Ενανθρώπησις 25, 43, 51, 74, 78, 99 Ένέργεια θεία 23, 25-27, 30, 42, 56, 58-59, 62, 71, 74, 94, 130, 143, 146, 173 'Ενέργεια θεία κοινij 75 Ένέργειαι άκτιστοι 173-174 'Ένθεος 58 Ένοίκησις Θεού 202 'Εντάλματα άνθρώπων 146 VΕνωσις ύποστατικη 43 'Επεμβάσεις αύτοκρατορικαl 170 'Επενέργεια 100-101, 158-159 Έπίβασις 29, 35, 48 'Επικύρωσις συνόδου 161 'Επίσκοποι 119, 136, 155, 159, 162-163, 179 'Επιστασία 29, 104, 158 'Έργα 34, 43, 48, 62-63, 69, 92, 111, 134, 179-180, 197-198 'Ερμηνεία άλάθητος 46, 154, 157-159, 164-165, 173 'Εσχατολογία 42-43, 182 'Ετερόδοξος 32, 46 Εύπρόσδεκτος 34, 48, 180 Εύχαριστία 121 Είκων
VΗλιος
26, 147
Δογματικυμβολικά. κείμενα129-130 Δογματισμος
40-41
Δοκητικfι έκφανσις Δόξα θεία
75 59, 62, 69, 188
Δυσθεώρητος
56
θάνατος
32-33,43,71, 77-78 35, 58-59 Θεματοφύλαξ 46, 152, 200 Θεογνωσία 29, 36, 62, 65, 196-197 Θέα Θεού
232
ΕΠΙΜΕΊ'ΡΟΝ
Θεοειδiις
Κηδεμονία
35
Θεοκεντρικος
Θεολογία βιωματικη
32 36, 43, 46, 200 Κλήμα 83-84, 153, 200 Κόλασις 43 Κιβωτος
47 30
Θεολογία έπιστημονικiι
30, 33 23, 42 Θεολογία φιλοσοφικη 35 Θεολογούμενον 187-189 Θεοπνευστία 93-105, 108, 117 Θεόπνευστος 29, 87, 90, 98, 107, 113, 127 Θεοπτία 26, 34-35 Θεος Τριαδικος 23, 25-26, 28, 30, 36, 40, 42-43, 47-48, 53, 56, 74, 86, 93, 143, 158, 168, 184-185 Θεοσέβεια 23, 33, 48, 180 Θεού γνώσις 27, 33, 48, 180 Θεού όργiι 61 Θεόφρων 33 Θεραπαινlς 53 Θεωρία 27, 29, 34-35, 48, 58, 99-103 Θέωσις 29, 33, 35, 52, 187, 202 «Θηρία» 68 Θρησκεία έθνικη 23 Θρησκεύματα 51, 69 Θεολογία τριαδικη
Κρίματα άνεξερεύνητα
67 43, 128, 130, 179, 184 Κτίσις 61, 68, 78, 80 Κυβέρνησις 43 Κυβερνήτης 63 Κρίσις
Λαμπaς
120 111-112
Λειμοον
Λειτουργία θεία
125 110 Λόγος γραφικος 141 Λόγος όρθος 52, 192, 194-195 Λοοιτελijς 90 Λύτρωσις 25, 68, 77, 81, 92, 115 «Λιμiιν εύδιος»
Μεγαλειότης
26, 61 Μεγαλοπρέπεια 26 Μέγεθος κανονιστικον
'Ιδιότης άκίνητος
144 45 Μέθοδος ουνθετικη 44-45 Μεταγλώττισις 116, 118 Μεταπτωτικώς 71 Μετάφρασις 88, 91, 100, 115-118 Μονaς 24,42
Ίερa Πάραδοσις
Μονοθεία23
vlαμα
98
'Ιατρείον
98, 111
74 44-45,47,50,86, 92, 118, 120, 122, 124-126, 129-134, 137138,143-144,146,148,152,154,180181 'Ισόκυρος 92, 143-144 Κάθαρσις πνευματικη
29 66, 148 Κακον 29, 66-68, 111, 136, 197 Κανοον Καινής Διαθήκης 92-93 Κανοον Παλαιάς Διαθήκης 87-88,92 Καρπος 32-33, 53, 83, 111, 152, 168, 184, 196-197 «Κατ' είκόνα» 65, 69, 202 Κάτοπτρον 61 Κείμενα λατρειrτικa 123, 126
Μέθοδος άναλιrτικη
Μορφολογία δόγματος Μύθος
183
32
Μυστήρια
32, 43, 57, 77, 122, 127, 200 Μυστηριολογία 42-43, 182 Μυστήριον παράδοξον 57 Μυστικότης 142
Καθολικότης
Ν εοπλατωνισμος Νεφέλη Νόησις
92
26 29, 192
Νόμος έμφυτος
Οίκείωσις
64
25, 35, 42, 45, 79, 117, 135,
200 Οίκονομία θεία
24-25, 32, 106
233
I·:YI'I·TI !1'10\ 01'!2\ Όμοδόξως
Προπτωτικώς
24
139-140 Όμοστοίχως 24 Όρατος 23, 188 Όργανισμος θεανθρώπινος VΟρια γνώσεως
165
30
VΟρος δυσπρόσιτον Ούσία θεία
26-27 57-58, 60, 130, 146, 173
Παιδευτήριον
62 131, 133, 168, 188 Παράβασις 64, 68, 78 Παράδοσις Άγραφος 120, 122, 141 Παράδοσις άπαράβατος 146 Παράδοσις Άποστολικη 118, 120, 141, 145 Παράδοσις Πατερικη 29, 47, 57 Παράδοσις προφορικη 92, 120 Παρακλήτου πέμψις - έλευσις 79 Παραφθορι':t 36, 100, 145 Παρον έσχατολογικbν 185 Πατέρες 23, 29, 50, 52-53, 56, 97, 101, 113,118,120-123,126,130,133-137, 139,141-142,144,147,157-158,160161, 163-164, 171, 173-174, 187, 189 Πατέρες άποστολικοι 179 Πατηρ 22-25, 42, 59, 73-76, 79, 83-84, 136-137,139,141,146,198 Πέτρα 198 Πηγη θείας Άποκαλύψεως 86, 91 Πίστις 19, 33, 40, 43-46, 48-50, 52, 67, 75-77, 81, 87, 91, 99, 103, 107, 109, 114,120,123,125-126,129-131,133136,141-142,144,147-148,154,156, 158, 161-163, 165-168, 170-171, 179184, 187-189, 192-198, 200-201 Πλάκαι 96 Πλήρωμα άληθείας 165 Πνευματοϋλικος 42 Πνοfι 66, 81, 94 Πολυμερώς 44, 71, 78 Πολυωνύμως 24 Πορευθέντες 22 Πρόνοια θεία 43, 62-63 Πάπας
70 19, 41, 79, 131, 143, 195-197, 201-202 πρόσωπον 25, 41, 43, 59, 66, 72-75, 86,95,99, 106,157 Πρόσωπον θεανδρικbν 99 Προτεσταντισμος 70, 123, 129, 131, 165 Προφήτης 44, 51, 59, 71, 73, 77-78, 97, 99, 102, 143, 153, 179 Πρωτόπλαστοι 51, 64, 68, 70-72 Πρωτότυπον 100, 115-117, 128
Προσοικείωσις
<<Ομοούσιος•>
Ρωμαιοκαθολικισμος 70,
123, 131-132,
165,168 Σάρκωσις
75-76, 128 134 Σιωπi] 122, 142 Σκιωδώς 143 Σοφία θύραθεν 29, 53 Σηματοδότης
Σπέρματα άληθείας Σπίλος
65
156
Στατικότης
42 128 Συγκατάβασις 59 Στεφανίτης
Σύγκλησις σuνόδου Σύμβολον
163-165, 169
123, 125 63-65, 68, 89, 92, 134, 137, 160-161,164,166,173,200 Συνείδησις 'Εκκλησίας 126, 160-161, 173 Συνέργεια 199 Σύνοδος «ληστρικfι» 162 Σύνοδος Οίκουμενικη 41, 76, 89, 113, 122-123,125,131,133,137,139,143, 153, 158-165, 168-174, 180-183 Σύνοδος Τοπικη 122, 125, 158, 170, 172-173, 181 Συντέλεια 43 Συντήρησις 43, 198 Σώμα μυοτικον 83, 201 Σωτηρία 25, 33, 36-37, 43, 51-52, 56, 77, 81-84, 92, 102-103, 106, 115-116, Συνείδησις
234
ΕΙ ΙΙΜΕΊ'ΡΟΝ
128, 131, 141-142, 162, 182-187, 189, 196,200 Σωτηρίας δwατότης 77, 82 Σωτηριολογία 42, 43, 182 Ταπεινόφρων
27 27 Τάφος 43, 127 Τελειότης 24, 27 Ταπείνωσις
Τόμοι σuνοδικοl Τριaς
Τριaς Τριaς Τριaς Τρι<Χς
130 23-26, 42, 127 άγία 23-25, 42-43, 74-75, 106 μακαρία 25 μυστικη 25 θεαρχικη 22, 25, 42, 74, 157
Υίος μονογενης
25 'Ύλη 26, 29, 42, 44, 184, 197 Ύπερατομικος 159 'Υπέρβασις ϋλης 29 'Υποψία 107 Fίlioque
125, 168-169
Φιλανθρωπία
32 29 Φιλόσοφος 66, 73, 136, 196 Φορεi.ις 19, 50, 74, 77, 86, 92-93, 130132, 161, 166, 170 Φρουρος 126, 156 Φύσις άκήρατος 26 Φώς 23-24, 80-81, 120, 130, 197 Φωτισμος 79, 81, 94-95, 101, 139 Φωτισμος θείος 96, 100, 114, 199 Φιλοσοφείν
Χάρις
37, 43,78-79,105, 109, 120,146, 165, 188, 195, 199-200 Χειροτονία 120 Χριστιανος άληθινος 198 Χριστολογία 42-43, 182 Χριστού έξουσία 155 Ψυχη 'Εκκλησίας
156, 158
Ώκεανος άληθείας
26
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΑΒΡΑΑΜ
/ ΑΒΡΑΜ 72-73, 87, 194, 197 92, 94, 106, 108, 112113, 130
ΑΓΟΥΡΙΔΗΣ Σ.
ΑΓΟΥΡΙΔΗ Σ., ΓΑΛΙτΗ Γ., ΚΑΡΑΒΙΔΟ
ΠΟΥΛΟΥ IΩ., ΓΑΛΑΝΗ ΙΩ., ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΔΗ Π.
117
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Μ.
22-23, 63, 75-76,78, 98, 110-111, 114, 120, 135-136, 139141, 144, 163, 172, 199 ΑΘΗΝΛΓΟΡΑΣ 23, 97, 99, 167 ΑΑΙΒΙΖΑΤΟΣ ΑΜ. 78, 129-130, 133, 160, 164, 168 ΑΝΑΓΝΩΣΊΌΠΟΥΛΟΣ Β. 134, 147 ΑΝΑΣΓΑΣΙΟΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ 111, 144, 189, 198,201 ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ Π. 78, 145 ΑΝΔΡΟΥτΣΟΣ ΧΡ. 40, 43-45, 82, 86, 9091, 103, 132-133, 137, 181, 187, 194 ΑΝτΟΥΡΑΚΗΣ Γ. 128 ΑΝτΩΝΙΑΔΗΣ Β. 86, 89, 94-95, 102 ΑΝΩΝΥΜΟΣ 56 ΑΥΓΟΥΣΏΝΟΣ 122, 135, 156 ΑvτΟΚΡΑΤΩΡ ΚΩΝΣτΑΝτΙΟΣ 172
ΓιΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Β.
ΓlΑΝΝΟΥΛΑΤΟΣ ΑΝ.
83 37, 76, 146, 199 ΓΡΑτΣΕΑΣ Γ. 60 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ 24, 26-27, 2930, 33, 35, 48, 56, 59-60, 62-63, 69, 73, 76, 111, 136-137, 140, 142, 172, 196-197 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ 22, 26, 47, 72-73, 75, 78, 96, 98, 106-107, 109, 134-135, 138,153,155-156,180,197,199,201 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ llΑΛΑΜΑΣ 27, 29, 34, 5758,65,74,79,120,174,195
ΓrΕΦΠΓΣ ΑΘ.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ IΩ.
56, 62, 71, 74, 76, 78, 90, 122, 128, 138, 140, 147-148, 153,171,187-188,195,202 ΔΑΜΩΔΟΣ ΒΙΚΕΝΠΟΣ 40, 112 ΔΟΣΙΘΕΟΣ IΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ 89, 110, 129, 157 ΔΥΟΒΟΥΝΙΩτΗΣ Κ. 137 ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Μ.
22, 24, 53, 57, 62, 80, 98, 111, 115, 121-122, 134, 136-137, 139, 141-144, 146-147, 180, 188, 197, 199 ΒΕΛΛΑΣ Β. 67, 87, 89, 92-94, 100, 104, 152 ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΧΡ. 71, 88, 102, 141, 143, 145,147,196,200
126, 128, 158, 171-
172
122, 135, 147, 179
-180 ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ
Ε~Σ162 ΖΗΣΗΣ Θ.
113-114
ΖΥΓΑΒΗΝΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ
θΕΟΔΩΡΗτΟΣ ΚΥΡΟΥ ΓΑΛΠΗΣ Γ.
36, 57, 68, 75, 77, 91, 98, 117,143-144,153,163,202 ΓΕΡΟΜΙΧΑΛΟΣ ΑΘ. 65 ΓΕΩΡΓΟΥΛΗΣ Κ. 52
24, 121-122 25, 147
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ
107
134, 147, 170,
194 ΘεοΔΩΡΟΥ Α
40, 49-50, 65, 78, 82, 178, 182, 199-202 ΘεοΔΩΡΟΥ ΕΥ. 67
236
ΕΓΙΙΜΕΊΡΟ!\
ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΑΝΊΊΟΧΕΙΑΣ
ΜΑΞΙΜΟΣ 0ΜΟΛΟΓΗτΗΣ
ΘΕΟΦΟΡΟΣ lrΝΑΠΟΣ
ΜΑΞΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ
63, 68, 81, 98 179
ΘΕΟΦΥΛΑΚΊΌΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
154 47, 64-65,
152 ΜΑΡΚΟΣ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ
IΑΚΩΒ
72,73 IΑΚΩΒΟΣ 197
ΜΑΡτzΕΛοΣ Γ.
IΕΡΟΣ ΦΩΠΟΣ
ΜΑτΣΟΥΚΑΣ Ν.
17 4-175
57 165 40-41, 82, 115, 145,
ΜΑΡτΎΡΙΟΝ ΠΟΛΎΚΑΡΠΟΥ
117, 135, 137, 199 65-66, 73, 79 IΣΑΑΚ 72-73 IΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΊΉΣ 76, 79, 110 IΩΑΝΝΗΣ 59, 75, 81, 120, 141 IΩΑΝΝΗΣ ΒΕΚΚΟΣ 168 IΩΑΝΝΙΔΗΣ Β. 92-93, 106, 108, 154-155, 200 IΟΥΣΠΝΟΣ
ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
199-200,202 75, 77, 106, 141, 193, 197 ~ΟΓΗΡΟΥIΩ. 166 ~ΟΚΥΡΗΣ Κ 128 ΚΑΡΜΙΡΗΣ IΩ. 40, 46, 60, 70, 76, 83, 88-90,94,99,101-102,104,110,113, 115,120,122-126,128-129,132,137138, 142-144, 147-148, 152-162, 164, 168, 173, 175, 180-181, 183, 185-188 ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ 122,142 ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ 119 ΚΟΡΝΑΡΑΚΗΣ IΩ. 111 ΚΡΙΚΩΝΗΣ ΧΡ. 113 ΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜlfΓΡΟΦΑΝΗΣ 188 ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ 75, 78-79, 98, 114-115, 188, 196, 199 ΚΥΡΙΛΛΟΣ lΕΡΟΣΟΛΎΜΩΝ 34, 48, 142, 180,186,200 ΚΩΝΣΊΆΝτΙΝΙΔΗΣ ΕΜ. 117, 145 ΚΩΝΣΤΑΝΊΊΝΙΔΗΣ ΧΡΥΣ. 118-119, 122, 131 ΚΑλλΙΝΙκΟΣ Κ
183, 193 ΜεΛΕτΙΟΣ ΝΙΚΟΠΟΛΕΏΣ
174, 195 116-117 ΜΗτΣΟΠΟΥΛΟΣ Ν. 40, 43, 46, 48, 83, 88, 101-102, 116, 122, 138, 150, 178, 184-185, 187-188, 197, 199-200 ΜΙΛΑΣ Ν. 162, 170 ΜοΥΡΑτΙΔΗΣ Κ. 162, 170, 173-174 ΜΟΥτΣΟΥΛΑΣ ΗΛ. 78, 114-115 ΜΠΑΛΑΝΟΣΔ.30, 131,164,181 ΜπΟΥΜΗΣ Π. 51, 88, 162, 164 ΜΠΡΑτΣΙΩΊΉΣ Ν. 132, 144 ΜΠΡΑτΣΙΩτΗΣ Π. 32, 88, 92, 108, 110, 119,143,181 ΜΩΥΣΗΣ I ΜΩΥΣΗΣ I ΜΩΣΗΣ 25-26, 47, 51,72-73,87,96,110,138-139,194 ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ.
ΝΗΣΙΩτΗΣ Ν.
28, 34, 42, 62, 65, 81, 145,
174 ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΝΩΕ
170
72,87
ΞΕΞΑΚΗΣ Ν.
25, 60, 70, 137, 139, 143, 168, 188, 196
ΟΙ ΚΛτ' ΑΠΎΙΠΟΝ ΚΑΙ ΛIΒΥΗΝ ΕΠΙΣΚΟ ΠΟΙ ΚΑΙ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
0ΙΚΟΝΟΜΟΥ ΗΛ.
140 67, 98, 139
IΙΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣIΩ.78, ΛΕΩΝ Α' ΡΩΜΗΣ
162
67 192
ΛΟΥΒΑΡΙΣ Ν.
ΛΩΛΗΣ Σ.
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΑΙΓΥΊΠΙΟΣ
63 29, 46-47, 145-147, 153, 195, 199-200
ΜΑΝ'fΖΑΡΙΔΗΣ Γ.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Ν.
117 73, 88-89, 91, 94,
108 ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΣτΎΛ.
26, 34, 50, 86, 113,135,137,139-140,143,158,161, 163, 170, 172 ΓIΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣ. 129, 133 fΙΑΠΑΠΕτΡΟΥ Κ. 25, 28, 31, 33, 37, 42,
237
46,48, 79,86,102,114-115,144,192 -194, 196 ΠΑΠΑΣ ΠrοΣ Θ' 188 ΠΑΎΡΩΝΟΣ Γ. 119 ΠΑΥΛΟΣ 33, 61, 63, 67-68, 80, 105, 121, 153, 186, 188, 199 ΠΑΥΛΟΣ ΣοΥΗΔΙΑΣ 162, 164 ΠΕΎΡΟΣ 105, 112, 120, 130, 168 ΠΑΟΥΓΑΡΧΟΣ 66 ΠΟΠΟΒΠΣ IΟΥΣτΙΝΟΣ 164 ΠΡΟΚΛΟΣ ΚΩΝΣτΑΝΠΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 127
ΤΑΠΑΝΟΣ23
τΡΕΜΠΕΛΑΣ Π.
28, 31, 40, 44, 46, 48, 70, 80, 83, 94, 96, 99-101, 103-104, 127, 130, 160, 178, 181 Ί'ΣΑΚΩΝΑΣ Β. 64 Ί'ΣΑΜΗΣ Δ. 67, 194,201 ΦΑΡΑΝ1ΌΣ Μ.
115, 134, 163 84 ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ IΩ. 40, 57, 79, 84,128,144, 157 ΡΩΣΗΣ Ζ. 40, 46, 137
53, 40,43-44,46-47,57, 60, 64-67, 69-70, 74, 119-120, 128, 134-135,144,161,174,182-184,186, 188,193,195-196,202 ΦΕΙΔΑΣ ΒΛ. 29, 128, 149, 153, 157, 162-163, 169-171 ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ Λ. 52, 66, 69, 77 ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ 174 ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ Γ. 78, 134, 142-143 ΦοΥΝτοΥΛΗΣ IΩ. 128
ΣΑΒΕΑΛΙΟΣ
ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΙΣ ΣΎΥΛ.104,
ΡΑΑΛΗΣ-ΠΟΤΛΗΣ
Ρ ΑΝτΟΣΑΒΑΙΕΒΠΣ ΑΡτ.
ΣΕΡΑΦΙΜ
136-13 7
24
ΣΔΡΑΚΑΣ ΕΥ.
69 99-100, 106, 108, 112-114, 116-118, 145 ΣΚΟΥτΕΡΗΣ Κ. 22, 24-25, 33, 37, 61, 78-79, 131, 141, 146, 178, 194 ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ Β. 113, 145, 165, 170 ΣτεΦΑΝΙΔΗΣ Β. 161-162, 170, 172 ΣτοπΑΝΝΟΣ Β. 93, 119 ΣΎΡ ΑτΙΩτΗΣ Κ. 30 ΣΎΥΛΙΑΝΟΣ ΑΥΣΎΡΑΑΙΑΣ 161 ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 74-75, 110, 198,202 ΣΩΚΡΑτΗΣ ΣχΟΑΑΣτΙΚΟΣ 135 ΣΩτΗΡΟΠΟΥΛΟΣ χ. 60, 202 ΣΙΩΠΙΣ Μ.
152, 160 ΧΑΣτοΥΠΗΣ Ae. 69, 88-89, 91 ΧΕΡΟΥΒΙΜ 24, 26 ΧΡΉΣτΟΥ π. 23, 27,96 ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ IΩΑΝΝΗΣ 32, 59-60, 63-66, 72, 87, 98, 105, 107, 109-112, 114, 121-122, 141, 155-157, 185-186,
200-201 ΧΡΥΣΟΣτΟΜΟΣ ΜΥΡΩΝ (vϊiv Έφέσσu)
36, 46, 65, 79, 90, 159, 161-162, 166, 170, 178 ΧΡΥΣ. ΚΩΝΣΊ"ΑΝΠΝΙΔΗΣ
87, 90, 96, 99, 101, 148, ΧΡΥΣΟΣ ΕΥ. 171 ΧΩΡΗΒ72 ΩΡΙΓΕΝΗΣ 33-34,
Τ ΑΡΑΣΙΟΣ I<ΩΝΣτΑΝΠΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
93, 102, 109, 124, 135
184
-185
ALEXE Sτ.
154
BEINERT W. 44, BEUMER J.ll8,
BALYHASAR Η.
BIRΚNER Η.
BARTH Κ.
BOECI
128 18, 70
- ΕΜΜ. ΦΩΊ1Α
ΔΗΣ
178 133
47 R. 118, 120
238
ΕΠΙ~1Ε"ΓΡΟΝ
BRATSIOIIS Ρ. 79-80, 96, 99, 101-102, 144, 199 BRAUCHART Ρ. 160 BRUNNER Ε. 56, 62, 64, 67, 70, 78, 78, 80, 192, 194-195, 199 BULGAKOV S. 146 Β.,
CASPER
ΜΑΝΝ Ρ.
HEMMERLE
0HLIG Κ.
D'
ΑτΗΕΝΕS
96
CoNGAR Υ. 122 CULLMANN 0. 120 DANYINE W. 131 DIΠRICH Β. 131 EBELINGG.I9, 132 ELZE Μ. 112 FELLERMAYR J. 120 FLOROVSKY G. 78 FRIES Η. 61-62, 69-70, 79, 102, 113, 192, 195 GALΠIS
G. 128, 146, 202 GEISELMANN J. 131 GLOEGE G. 178 GόLLNER R., GόRTZ Η. - J. ΚlENZLER κ. 70, 192 IIAAG Η. 88, 92, 97-98, 102, 108 HERMANN I. 67, 108 ΚAsSIAN
BISCHOF 104 F. 67, 194 Ε. 46, 178
ΚERSτiENS ΚlNDER
ΜcΚΕΝΖΙΕ J. 70 MEHEDINTU Υ. 131 Nrssωτrs Ν. 34-35, 143-144, 146, 195
Κ., ΗϋΝΕR-
30
CHRYSSOSΊΌME
LARENTZAΚIS G. 161 LIEBING Η. 112 LOSSKY VL. 51, 78
- Η. 79 0IKONOMOS EL. 88, 101, 106, 143-144 ΟποG. 36 OUEN Η. 143 PAPANDREOU
DAMASΚINOS
161
RAHNER Κ. 36, 47, 49, 99, 102, 147, 152, 187, 195 RAHNER Κ. - LEHMANN Κ. 182 RANFτ J. 178 RAτziNGER J. 122, 132-133, 192 RιDDERBOS Η. 93 RιΕΒ W. 200 RODENBERG 0. 199 RORDORF W. - SCHNEIDER Α. 143 SCHEELE Ρ. 201 SCHEFFCZYK L. 112 SCHLINK Α. 126, 129 SCHMAUS Μ. 94, 108, 178 SKYDSGAARD Κ. 131 SoτιRiou G. 128 THEODOROU Εν. 167 τιLLιcΗ Ρ. 193 TRILLHAAS W. 132