Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α
Ε Ρ Γ Α Σ Ι Ε Σ TOT Ι Δ Ι Ο Τ Α' ΒΙΒΛΙΑ 1. Είναι xai Γίγνεσθαι, '1965, '2000, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος. 2. Physique Contemporaine el Matérialisme Dialectique, Éd. Sociales, Paris, 1973. Μεταφράσεις του: Ιαπωνικά, ισπανικά. Ιταλικά, ουγγρικά. Έλλ. μτφρ.: Διαλεκτική xai Νεότερη Φυσική, '1974, s2001. Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος. 3. La Mature dans la Pensée Dialectique, L'Harmattan, Paris, 2001, μτφρ. : Ιταλικά. Έλλ. μτφρ. : Ή φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, '1975, "2003, 'Ελληνικά Γράμματα. 4. IΑι problème du Déterminisme en physique. Thèse d'État, Paris, 1976. 5. Γα έννοιολογικά θεμέλια της Κβαντικής Μηχανικής, Διατριβή γιά 'Υφηγεσία, 'Αθήνα, 1979. 6. Ή Δυναμική του ίλάχιστον, '1979, '2003, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος. 7. θεωρία xai Πράξη, '1980, '1998, Gutenberg. 8. Φιλοσοφία τοϋ'Ανθρώπου,'1980, J1991, Gutenberg. 9. Physique et Matérialisme, Paris, 1983, Ed. Sociales, μτφρ. : ουγγρικά. 10. Κάρλ Μάρξ, 6 θεωρητικός τον 7ΐρολεταριάτον, 1983, Gutenberg. 11. Τι είναι Φιλοσοφία, '1984, '1985, Σύγχρονη Εποχή. 12. 'Ιδεολογικά, 1986, Gutenberg. 13. Ρήξη ή ένσωμάταχτη;, ι 31989. Σύγχρονη 'Εποχή. 14. "Ενα φάντασμα πλανιέται, '1992, Μ993, Στάχυ. 15. Τό άειθαλες δέντρο της γνώσεως, '1995,31996, Στάχυ - 2006, 'Εκδόσεις "Αγρα. 16. Le Nouveau Réalisme Scientifique, Paris, 1997, L'Harmattan. Μτφρ : Ιταλικά. Έλλ. μτφρ. : Ό νέος ίπιστημονικός ρεαλισμός, 1999 Gutenberg. 17. Ό δαίμων τον'Αϊνστάιν, '2000, '2001, Cutenbcrg. 18. ΓονίΛια τον μέλλοντος, '2001, Προσκήνιο. 19. Δρόμοι της διαλεχτικής, '2003, Εκδόσεις Άγρα. 20. Οί πόλεμοι της Νέας Τάξης, 2005, Προσκήνιο (μέ Δημήτρη Μπελαντή). 21. Ή έξέλιξη των θεωριών της Φνσιχής, Δαίδαλος-1. Ζαχαρόπουλος, 2008. 22.'Απότην πνρά στόν άμβωνα, 2009, Τόπος. Β'ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 1. Analyse, Université Paris XI, 1974. 2. ΕΙσαγωγή στις φυσικές θεωρίες. Πανεπιστήμιο Άθηνων, 1985. 3. Ε1σαγωγή ατή φιλοσοφία: Τό όντολογικό έρώτημα, Πανεπιστήμιο 'Ιωαννίνων, 1993. Γ' ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΕ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ Στά περιοδικά : Δενχαλίων, 'Ελευθερία, 'Επιθεώρηση Φνσικης, 'Επιστημονική Σχέψη, θεμέλια των 'Επιστημών, Καινούργια 'Εποχή, Μαθηματική 'Επιθεώρηση, Οικονομία xai Κοινωνία, Ουτοπία, Πολίτης, Σύγχρονα θέματα. Τομές, Φιλοσοφία, Χημικά Χρονικά• Acta Philosophica, Annales de la Fondation Louis de Broelie, Cahiers d'Histoire et de Philosophie des Sciences ( CNHS), Critique, Epistémologiques, Etudes Philosophiques. Europe, Filosofia e Sosietà, Physics Essays, Fïlosofskiye Nauki, Foundations ofPhysics, Fundamenla Scientiae, Magyar Filozöfiai Szemle, Manàsmo Oggi, NatureSociety-Thought, Nouvelle Critique, I A Pensée, Physics Essays, Revue des Questions Scientifiques, Science and Society. Scientia κλπ. Επίσης: Δεκάδες έργασίες δημοσιευμένες σέ πρακτικά έλληνικών καΐ διεθνών συνεδρίων.
ΕΥΤΥΧΗΣ ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ
Η
ΥΛΗ ΚΑΙ
ΤΟ
ΠΝΕΥΜΑ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ΑΓΡΑ
Αναζητήστε τΙς Ε κ δ ό σ ε ι ς Ά γ ρ α στήν ίστοσελίδα μας
www.agra.gr 'Εάν έπιθυμεΐτε να λαμβάνετε τόν Τιμοκατάλογό μας καΐ να ένημερώνεστε για τις νέες έκδόσεις καΐ τΙς έκδηλώσεις μας, μπορείτε νά μας άποστείλετε δνομα καΐ διεύθυνση.
Τό παρ&ν βιβλίο πρωτογράφτηκε στα γαλλικά μέ τ£>ν τίτλο La Matière et l'esprit. Ή μετάφραση στα έλληνικά είναι τοΰ συγγραφέα.
ISBN 978 - 960 - 325 - 919 - 0 © 2011, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Λ.Ε. Ζωοδόχου Πηγης 99, 114 73 "Αθήνα Τηλ. 210.7011.461 - FAX 210.7018.649 http :// www.agra.gr, e-mail :
[email protected] xai Εύτύχης Μπιτσάκης
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Πρόλογος
9
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: "Υλη,μάζα και ένέργεια: Πρός ίναν μονισμο της ϋλης 1. ΟΙ φιλοσοφικές διαισθήσεις 1. Ύλη, μάζα χαΐ ένέργεια : Πρός τήν κλασική διχοτομία 3. Ή σχετικότητα καΙ ή προσχετικιστική έρμηνεία της 4. Μιά σχετικιστική έρμηνεία των σχέσεων μάζας καΐ ένέργειας 5. Παράδοξα xal ανοικτά έρωτήματα ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Μικροφναική: Μια τοπική διαλεκτική 1. Μικροφυσική: Πέρα άπό τΐ» νευτώνειο παράδειγμα 2. Ύλη : Ενότητα μέσα στή διαφορά των μορφών 3. 01 σχέσεις καΐ τά πράγματα 4. Πέρα άπό τήν οΰσιοκρατία. Γιά μιά διαλεκτική της ουσίας 5. Τελικές παρατηρήσεις
15 ij 24 31 37 47 57 5® 65 η(> 84 93
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Κοσμσγένεση 1. 'Από τους κοσμογονικούς μύθους στή νευτώνεια κοσμολογία 2. Big Bang: Μιά olovel μεταφυσική υπόθεση 3. 'Αναζητώντας όδό διαφυγής
gS 114 134
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Πέρα ίπο το Big Bang: Στοιχεία μιας Ινδοκοσμικης διαλεκτικής 1. Ξεκινάμε άπό τή στιγμή 1(Γ" sec 2. Μάζα τοΰ Σύμπαντος 3. 'Ηλικία τοΰ Σύμπαντος 4. Μετατόπιση πρός τό έρυθρό
139 140 141 142 145
7
97
8
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
5. 'Ομοιογένεια καΙ Ίσοτροπία 6. 'Ακτινοβολία του βάθους τοΰ ούρανοΰ 7. Κβάζαρ 8. Τό έπιχείρημα της νουκλεοσύνθεσης 9. ΤΑ γίγνεσθαι των μορφών της δλης 10. 'Ανάμεσα στήν έπιστήμη χαΐ στή spéculation 11. Γενικές παρατηρήσεις
147 15· 153 155 157 158 167
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Μορφές φυσικής αιτιοκρατίας 1. Θετικισμός καΙ υλισμός : Δύο άντίθετες άντιλήψεις 2. Ή μηχανιστική αΐτιοκρατία καΐ τα 6ριά της 3. Ή δυναμική μορφή αΙτιοκρατίας 4. Ή κλασική στατιστική αΐτιοκρατία 5. Ή κβαντική στατιστική αΐτιοκρατία 6. Τοπικότητα καΐ αιτιότητα στή Φυσική 7. Τελικές παρατηρήσεις
181 183 186 191 195 197 204 211
ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Άνθρωπογένεση 1. 01 φιλοσοφικές διαισθήσεις 2. Ή άνάδυση της ζωής 3. Τό γεγονός της έξέλιξης : Δαρβίνος 4. 'Εξέλιξη: Τά δεδομένα της Γενετικής 5. Άνθρωπογένεση
221 222 230 237 243 257
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ή ΰλη και το πνεύμα 1. Ό δυϊσμός τοΰ πνεύματος καΐ τοΰ σώματος 2. Εγκέφαλος : Τό σκεπτόμενο σώμα 3. 'Αϊτό τήν αίσθηση στήν έννοιαχή σκέψη 4. Τά πράγματα καΐ ol Εννοιες 5. Ή νόηση καΐ ή γλώσσα
ιη\ 271 276 288 3°3 3*8
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Ή φύση και 6 θεός 1. Ό ψυχισμός: Ή ψυχή καΐ τό πνεΰμα 2. Γιά τήν ύπαρξη έμφυτων Ιδεών 3. Ή πενία τοΰ άναγωγισμοΰ 4. Ό άνθρωπος καΙ ό θεός: "Ενας διάλογος άνάμεσα στόν Πλάνκ καΙ στόν 'Αϊνστάιν
333 333 346 359 368
Πρόλογος
Ε
Μυθικές κοσμογονίες και « όρθολογικες» κοσμολογίες Επιχείρησαν và κατανοήσουν αυτό πού υπάρχει. Kai ήρθε μετά ή Επιστήμη, άρνηση και κληρονόμος της φιλοσοφίας. Ό κλασικός όρθολογισμός είχε τά Ιστορικά του δρια. "Ομως, ΰστερα άπό μία μακρά δδύσσεια δύο χιλιάδων χρόνων, τό άνθρώπινο πνεύμα άρχισε và θέτει Ερωτήματα στη Φύση, με νέα μέσα : Είχε ϊρθει ή ώρα της Επιστήμης και του Λόγου. 'Επιστήμονες και φιλόσοφοι ήτανε τώρα οί άπόστολοι μιας γνωσιοθεωρητικής αισιοδοξίας, θεμελιωμένης στή δυνατότητα τοϋ Λόγου và διαλύσει τά «Σκοτάδια». 'Εντούτοις, τέσσερις αιώνες μετά τον Γαλιλαίο, νέες μορφές άνορθολογισμοϋ, παλαιές και νέες μορφές δεισιδαιμονιών, Εξακολουθούν và δεσπόζουν στο πεδίο της 'Ιδεολογίας. Από τη μία μεριά ό Επιστημονισμός, ή ξηρότητα τον θετικισμού και ίνα πλήθος άντιρεαλιστικών ρευμάτων. Άπό την άλλη, νέες μορφές χυδαίου ή ψευδοεπιστημονικού μυστικισμού. Τέλος, στή «μεταμοντέρνα» Εποχή μας, δ νέος γνωσιοθεωρητικός σχετικισμός και οί νέες άναγγελίες τοϋ θανάτου της φιλοσοφίας και κάθε «μεγάλης άφήγησης». Ό χαρακτήρας αυτού τοϋ βιβλίου δεν είναι πολεμικός. Στόχος του είναι νά διαμορφώσει μία μονιστική-ύλιστική άντίληψη γιά τον κόσμο, με την άνάλυση και τή φιλοσοφική άξιοποίηση τών φυσικών Επιστημών. "Ας θέσουμε λοιπόν ώς Αξίωμα τό μονισμό της ύλης. "Υλη ώς φ ι λ ο σ ο φ ι κ ή κ α τ η γ ο ρ ί α . 'Αλλά τί σημαίνει ή λέξη «ύλη»; Οί φυσικές Επιστήμες μελετούν ειδικές μορφές της ύλης. Με ποών τρόπο λοιπόν είναι δυνατόν và περάσουμε άπό τις Επιστημονικές ϊννοιες στις φιλοσοφικές κ α τ η γ ο ρ ί ε ς , ώστε và άναδείξουμε τή φιλοσοφική σημασία τον «πλούτου τον συγκεκριμένου»; Στο Ερώτημα αυτό δεν άφιερώθηκε ειδικό κεφάλαιο, δμως ή συγκεκριμένη διαπραγμάτευση σχετικών προβλημάτων άποτελεϊμία πρώτη άπάντηση, ή όποια, ΕλπίΝ ΑΡΧΗ, ΗΝ ΤΟ « ΘΑ ΥΜΑΖΕΙΝ».
9
ΙΟ
Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α
ζω, θεμελιώνει τή θέση της ένότητας των έπιστημών με τη φιλοσοφία, παρά την καταστατική διαφορά τους.1 "Υλη ώς μοναδική «ουσία» τοϋ κόσμου, άντίθετα με τόν καρτεσιανό δυϊσμό και με κάθε μορφή πνενματοκρατίας ( spiritualisme J. " Υλη, μοναδική ουσία τον κόσμου. 'Αλλά ό κόσμος υπάρχει, ώς άντικειμενική πραγματικότητα, άνεξάρτητα άπό τό « νοούν υποκείμενο », άπό τό πνεύμα ; 'Ερώτημα άδιανόητο για τόν κοινό πρακτικό νου, καθώς και για τή χριστιανική θεολογία. Παρά ταϋτα, ή σχετική άμφιβολία τοϋ Καρτέσιου είναι γνωστή: Ό λεγόμενος «πατέρας τον νεότερου όρθολογισμοϋ» κατέφυγε στόν θεό για và σιγουρευτεί δτι ό κόσμος υπάρχει, έπειδή δ θεός, δντας «άγαθός», δεν θά άφηνε κάποιο μοχθηρό πνεύμα và έξαπατήσει τόν πιστό υπηρέτη του. Άπό τήν άλλη πλευρά, τό πρόβλημα της ύπαρξης της φάσης καθ'έαυτήν και άφ' ίαυτής στερείται νοήματος για τό θετικισμό, καθώς και για τις διάφορες μορφές γλωσσολογικού και μή υποκειμενισμού. 'Ανάγκη λοιπόν và θεμελιώσουμε τή νομιμότητα ένός έπιστημονικοΰ ρεαλισμού άνοικτον στις φυσικές έπιστήμες και στήν κοινωνική πρακτική γενικότερα. Γιά τό πρόβλημα αυτό έπίσης δεν άφιέρωσα ειδικό κεφάλαιο, δμως έλπίζω δτ ι ή θέση τοϋ έπιστημονικοΰ ρεαλισμοϋ θεμελιώνεται μέσα άπό τή διαπραγμάτευση κυρίως των δύο πρώτων κεφαλαίων τοϋ βιβλίου.2 'Εντούτοις, ή ΰλη των έπιστημών δεν είναι τό καθολικό-άφηρημένο της φιλοσοφίας. "Ενας νομιναλισμός άριστοτελικοϋ τύπου είναι πάντοτε κατανοητός, έπειδή αυτό που υπάρχει είναι τό έξατομικευμένο άντικειμενο, τό Ιδώ υπάρχον «τόδετί». Ποιά είναι λοιπόν ή όντική ενότητα των πολλαπλών μορφών ύπαρξης της ΰλης; Είναι γνωστό δτ ι ίνας σύγχρονος δυϊσμός της ΰλης και της ένέργειας, κατά τόν όποιον ή ένέργεια είναι μία αυλή όντότητα, διατυπώθηκε στή βάση μιας όρισμένης έρμηνείας της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας. Τό πρώτο κεφάλαιο τοϋ βιβλίου άποδεικνύει δτ ι ή ερμηνεία αυτή είναι λανθασμένη, έπειδή προϋποθέτει τό τρισδιάστατο, ευκλείδειο πλαίσιο και τόν άντίστοιχο 1. Γιά μία συστηματική διαπραγμάτευση, βλ. Εύτύχη Μπιτσάκη, Τά άειθαλίς δέντρο της γνώσεως, 'Εκδόσεις Άγρα, 'Αθήνα, 2006, κεφ. 1. 2. Για μία συστηματική διαπραγμάτευση, βλ. Εύ. Μπιτσάκη, αύτ., κεφ. 2.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
φορμαλισμό και δχι το τετραδιάστατο πλαίσιο τής σχετικότητας. Μαζικά και μη μαζικά σωμάτια, σωμάτια και πεδία, συνιστούν τήν νλη κατά τη θεωρία της σχετικότητας. Στο μικροφυσικό έπίπεδο υπάρχει ëva πλήθος όντοτήτων. Ποιά είναι συνεπώς ή όντική τους ένότητα ; Ή ένότητα που συνυπάρχει με τη διαφορά και με τήν άντίθεση ; Το δεύτερο κεφάλαιο άποτελεϊ άπόπειρα άνάδειξης μιας «τοπικής διαλεκτικής» που λειτουργεί στο έπίπεδο τής Μικροφυσικής. Περνάμε στή συνέχεια άπό τ ό μ ι κ ρ ό - στο μ έ γ α - . Είναι γνωστό δτι ή Κοσμολογία εγινε ( ή μπορούσε νά γίνει ) φυσική έπιστήμη και δχι μόνο θεωρία τής βαρύτητας, χάρη στή συνεισφορά τής Μικροφνσικής : Χάρη στή « σύντηξη » τοΰ μ ι κ ρ ό - με τό μ έ γ α - . 'Εντούτοις ή θυελλώδης άνάπτυξη τής 'Αστροφυσικής και τής Κοσμολογίας έξέθρεψε, με τή σειρά της, νέους μύθους γιά τή γ έ ν ν η σ η τοΰ Σύμπαντος. Τό τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο τοΰ βιβλίου άποτελοϋν μία προσπάθεια νά άναδειχτοϋν τά Ιδεολογικά θεμέλια τοΰ προτύπου τής Μεγάλης "Εκρηξης ( Big Bang) και ταυτόχρονα νά άνιχνευτοϋν τά θεμέλια μιας υλιστικής διαλεκτικής στο έσωτερικό αύτοϋ τοΰ οιονεί μεταφυσικού κοσμολογικού προτύπου. Τελευταίο έρώτημα : Τί άπέγινε ή άρχή τής αιτιότητας και τής αιτιοκρατίας μπροστά στα νέα δεδομένα των θεωριών τής σχετικότητας και των κβάντα; "Οπως είναι γνωστό, οί σχετικιστικές θεωρίες άποτελοϋν êva σταθερό θεμέλιο τοΰ ρεαλισμού, τής αιτιότητας και τής τοπικότητας. Ή άνάπτυξη τής Μιχροφυσικής, άντίθετα, Αμφισβήτησε τήν ισχύ τής αιτιοκρατίας και τής τοπικότητας· γενικότερα, τοΰ ρεαλισμού και τοΰ υλισμού. 'Επίσης άποτέλεσε ëva δήθεν θεμέλιο γιά ιδεαλιστικές γενικεύσεις και γιά νέες μορφές μυστικισμού. Τό πέμπτο κεφάλαιο άποτελεϊμιά συγκεκριμένη άνάλυση των μορφών αιτιοκρατίας που λειτουργούν στα διάφορα επίπεδα τής πραγματικότητας. Τό συμπέρασμα αυτού τοΰ κεφαλαίου είναι ύπερ τοΰ ρεαλισμού, τής τοπικότητας και τής αιτιοκρατίας. Στή Μικροφυσική, ειδικά, ισχύει μία πολυδύναμη μορφή αιτιοκρατίας : Ό κ β α ν τ ι κ ό ς σ τ α τ ι σ τ ι κ ό ς καθορισμός. "Ας δεχτούμε, συνεπώς, δτι είναι έφικτο νά θεμελιώσουμε êvav ρεαλισμό στις κατεξοχήν «φιλοσοφικές έπιστήμες»: στις θεωρίες τής σχετικότητας, στή Μικροφυσική και στην Κοσμολογία. 'Εντούτοις μό-
Η ΥΛΗ ΚΑΙ Τ Ο Π Ν Ε Υ Μ Α
12
νη ή άντικειμενικότητα της φύσης δεν Επαρκεί γ là và θεμελιωθεί δ μονισμος της ϋλης και, κατά συνέπεια, μία μονιστική-ύλιστική κοσμοαντίληψη. Ό υλισμός θέτει και b>a άξίωμα : την αυθυπαρξία ( asseite ) της φύσης, δηλαδή την άρχή δτι ή φύση είναι αιτία τοϋ έαυτού της. Δηλαδή θέτει, με νέους δρους, τό άξίωμα των προσωκρατικών και τοϋ άρχαίου υλισμού. Συνεπώς, για và θεμελιώσουμε τόν υλισμό, πρέπει và φωτίσουμε τις σχέσεις άνάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα. 'Αλλά γι1 αυτό Εχουμε άνάγκη άπό τις έπιστήμες της ζωής. Τά τρία τελευταία κεφάλαια τοϋ βιβλίου Αφιερώνονται στή μελέτη τοϋ φαινομένου της ζωής : Άβιογενής προέλευση τών πρώτων όργανικών ουσιών. Διαδικασίες complexification, αύτοοργάνωση και στοιχειώδη φαινόμενα μεταβολισμού. Δημιουργία προκαρυωτικών κχπτάρων. Σχηματισμός εύκαρυωτικών κυττάρων. 'Εμφάνιση δλο και περισσότερο περίπλοκων Ανεπτυγμένων όργανισμών. Μακρά πορεία της φυλογένεσης. 'Ανθρωπογένεση, ώς « στιγμή » της Εξέλιξης τών Εμβιων μορφών και Ιδιαίτερα τών Ανώτερων θηλαστικών. Νοογένεση, ώς δυνατότητα τοϋ Εγκεφάλου ή όποια πραγματοποιείται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Ειδικότερα, μελέτη της Ανάπτυξης τοϋ ψυχισμού καΐ της νοημοσύνης τών περισσότερο Αναπτυγμένων ζώων και τών πιθήκων. Τό συμπέρασμα τών τριών κεφαλαίων είναι δτι δεν υπάρχει τομή, μεταφυσικό άλμα, Ανάμεσα στα ζώα κάί στον άνθρωπο. Συναντάμε τό πνεύμα, δπως έγραφε ό Gramsci, δχι στην Απαρχή της έξέλιξης της ϋλης Αλλά σε ίνα συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας της. Τό βιβλίο τελειώνει με Εναν φανταστικό διάλογο Ανάμεσα στον Planck και στον Einstein, στον όποιο Αντιπαρατίθεται ή χριστιανική μεταφυσική με τόν σύγχρονο Επιστημονικό ρεαλισμό και υλισμό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ "Ενα μέρος τοΰ περιεχομένου αύτοϋ τοϋ βιβλίου προέρχεται άπό τΙς έξης δημοσιεύσεις : • « Science et idéologie »,
Mayar Filosophias Szemle,
1,1983, σσ. 9-35.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
»3
'Επίσης άπό τό βιβλίο μου La Nature dans la Pensée dialectique, καθώς καΐ άπό τό άρθρο " F o r an Evolutionary Epistemology", Science and Society, 51, no 4,1988, σσ. 389-413. • "Scientific Realism", Science and Society, 57, 1993, σσ. 160-193. • "Mass, Matter and Energy, a Relativistic Approach", Foundations of Physics, 21,1991, σσ. 63-81. • « Mycrophysique : pour u n monisme de la matière », στό Les Matérialismes ( et leurs détracteurs ), Syllèpse, Παρίσι, 2004, σσ. 113-133. ' Ε π ί σης άπό τό κεφάλαιο 2 τοϋ βιβλίου μου Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983. • « Cosmogénèse : la dialectique sous u n e enveloppe quasi-métaphysique », στό Dialectiques, Syllèpse, Παρίσι, 2007. Ε π ί σ η ς άπό τό κεφάλαιο 6 τοϋ βιβλίου μου Physique et Matérialisme, δ.π. • « Formes de déterminisme physique », La Pensée, 307,1996, σσ. 137-151. 'Επίσης άπό τό άρθρο " Q u a n t u m Statistical Determinism", Foundations of Physics, 18,1988, σσ. 331-355. • " T h e Riddle of Locality. T h e EPR Paradox Revisited", Physics Essays, 9, 1996, σσ. 487-495. 'Επίσης άπό τό άρθρο " U n e interprétation locale du Paradoxe EPR", Annales de la Fondation Louis de Broglie, 15, 1, 1990, σσ. 35-57. Πρέπει έντούτοις νά σημειώσω ί τ ι τά πέντε πρώτα κεφάλαια τοϋ βιβλίου δέν είναι άναπαραγωγή των προηγούμενων δημοσιευμάτων. Χρησιμοποίησα αυτά τ ά δημοσιεύματα λιγότερο ή περισσότερα σάν ((πρώτη δλη» για τ ή σύνταξη των άντίστοίχων κεφαλαίων.
ΠΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ύλη, μάζα και ένέργεια: Πρός έναν μονισμό της υλης
Η
ήταν έποπτικά ρεαλιστική. Τόσο ό θρησκευόμενος Νεύτων ( Isaac Newton, 1643-1727 ) ίσο καΐ ό ύλιστής P. S. Laplace ( 1749-1827 ) δέν άμφέβαλλαν για τήν άντικειμενική υπόσταση καΐ τήν υλική ουσία της φύσης. Επίσης, ή κλασική φυσική ήταν, τασιακά, υλιστική. 'Εντούτοις, ol σχετικιστικές θεωρίες, καΐ ειδικά ή ειδική θεωρία, έτροφοδότησαν μια νέα μορφή ένεργητισμοΰ καΐ ιδεαλισμού, στα πλαίσια μιας προσχετικιστικής έρμηνείας των θεωριών τοΰ Albert Einstein (1879-1955 ). Ή Μικροφυσική, μέ τή σειρά της, έτροφοδότησε ëva νέο κύμα νεοπλατωνισμοϋ καΐ νεοπυθαγορισμοϋ. Έτσι, ή παλαιά διαμάχη γιά τήν άντικειμενικότητα καΐ τήν υλικότητα τοΰ κόσμου άνανεώθηκε μέ τήν Ιδεολογική έκμετάλλευση των επαναστάσεων της σχετικότητας. Ή όντολογική διαμάχη, καΐ ειδικά ή διαμάχη γιά τΙς σχέσεις ύλης καΐ κίνησης, έχει τήν ίδια ήλικία μέ τή Φιλοσοφία. Ή διαμάχη αύτή στήν έποχή μας πηρε κυρίως τή μορφή διαμάχης γιά τΙς σχέσεις μάζας καΐ ένέργειας. Συγκεκριμένα : Ό Νεύτων είχε ταυτίσει τή μάζα, έπιστημονική έννοια, μέ τήν ύλη, φιλοσοφική κατηγορία. Στή συνέχεια ή θερμοδυναμική έφερε αύτή τήν άποψη στό λογικό τέρμα της, έγκαθιστώντας μιά τομή άνάμεσα στή λεγόμενη μάζα-δλη καΐ στήν ένέργεια. Μ' αύτόν τόν τρόπο, και μέ βάση αύτή τήν προσχετικιστική κατανόηση, ή περίφημη έξίσωση του Αϊνστάιν άνάμεσα στή μάζα καΐ τήν ενέργεια, έρμηνεύτηκε ως σχέση ισοδυναμίας άνάμεσα στή μάζα-ΰλη καΐ τήν ένέργεια. Ή κλασική διχοτομία «ξεπεράστηκε» μέ μιά ψευδοδιαλεκτική, ή οποία έτροφοδότησε Ιναν νέο ά-υλισμό. Εντούτοις, 8πως θά προσπαθήσω νά δείξω, είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε, μέ μιά αύθεντικά σχετικιστική έρμηνεία, μιά μονιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη, ΚΛΑΣΙΚΗ Φ Τ Σ Ι Κ Η
>5
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ή οποία ταυτόχρονα θα άποτελεϊ επιχείρημα υπέρ της ένδογενοϋς ένότητας της ΰλης καΙ της κίνησης. Στα πλαίσια αυτής της έρμηνείας, τέλος, ή κλασική άντίθεση άνάμεσα στήν ΰλη καΙ τό πεδίο, άνάμεσα στα μαζικά « υλικά » σωμάτια καΙ στα μή μαζικά, χάνει κάθε νόημα. Ένας έπιστημονικά θεμελιωμένος μονισμός της ΰλης αναδεικνύεται άπό τήν ειδική θεωρία της σχετικότητας. Πράγματι, είναι δυνατόν να θεμελιώσουμε τό μονισμό της ΰλης σέ μια σχετικιστική έρμηνεία των θεωριών τοϋ 'Αϊνστάιν. Ή είδική σχετικότητα αποτέλεσε έξάλλου ένα άπό τά θεμέλια της Μικροφυσικής καΙ της Κοσμολογίας. 'Αλλά ή μικροφυσική έτροφοδότησε διάφορα σύγχρονα ιδεαλιστικά καΙ μυστικιστικά ρεύματα. Θα έπιχειρήσουμε μια έπιστημολογική άνάλυση της μικροφυσικής στό έπόμενο κεφάλαιο. Παρά ταϋτα είναι αναγκαίο να έπισημάνουμε έδώ τό πρόβλημα, έπειδή όρισμένες άπό τΙς βψεις του άνακύπτουν στα πλαίσια της ειδικής σχετικότητας. "Οπως είναι γνωστό, ή μικροφυσική άνέτρεψε τή μηχανιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη, άναδεικνύοντας τά ιστορικά 6ρια τοϋ άτομιστικοΰ παραδείγματος. Ό επιστημονικός ρεαλισμός και ό υλισμός, ό θετικισμός καΙ οί νέες μορφές ίδεαλισμοΰ, ήταν οί πρωταγωνιστές της μεγάλης διαμάχης ή όποία ξέσπασε κατά τή δεκαετία τοΰ '20, περίοδο της συγκρότησης της κβαντικής μηχανικής. Έτσι, ορισμένοι φυσικοί καΙ φιλόσοφοι άνήγαγαν τΙς όντότητες της μικροφυσικής σέ απλές δυναμικότητες ή, άκόμα, σέ καθαρές μορφές. Κατά τόν Werner Heisenberg ( 1901-1976 ), π.χ., τά άτομα καΙ τα στοιχειώδη σωμάτια δέν είναι πραγματικά. Συνιστοϋν μάλλον Ιναν κόσμο δυναμικοτήτων ή δυνατοτήτων, παρά έναν κόσμο πραγμάτων ή γεγονότων.1 Σέ άλλη περίπτωση ό ϊδιος μεγάλος φυσικός διατύπωσε σαφέστερα τή νεοπυθαγόρεια άντίληψή του για τήν ΰλη. «*Αν έπιχειρήσουμε να εισδύσουμε πίσω άπ' αύτή τήν πραγματικότητα στίς λεπτομέρειες των άτομικών συμβάντων, τό περίγραμμα αύτοΰ τοΰ " άντικειμενικά πραγματικοΰ κόσμου " διαλύεται, δχι στήν ομίχλη μιας νέας, άλλα άκόμα άσαφοΰς ιδέας της πραγματικότητας, άλλα στή διάφανη σαφήνεια μιας μαθηματικής, της οποίας οί
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
17
νόμοι διέπουν τό δυνατό, 6χι τό πραγματικό ».2 Σύμφωνα μ'αύτή τή γραμμή σκέψης, Ινα στοιχειώδες σωμάτιο δέν περιγράφεται άπλώς σέ έναν χώρο Hilbert. Είναι ένας χώρος Χίλμπερτ. Ή πυθαγόρεια-πλατωνική άναστροφή τών γενετικών σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα καΐ τΙς έννοιες βρήκε νέο, γόνιμο έδαφος στό χώρο τής Φυσικής. Θα μιλήσουμε γι'αυτά τα προβλήματα στό έπόμενο κεφάλαιο, όπου θα έπιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια συνεκτική εικόνα ενότητας μέσα στή διαφορά τών στοιχειωδών σωματίων. 'Αλλα προτού άσχοληθοϋμε μέ τόν Νεύτωνα καΐ τόν 'Αϊνστάιν, θά είχε ενδιαφέρον να άναζητήσουμε τΙς ρίζες αύτών τών προβλημάτων στήν αρχαία έλληνική φιλοσοφία.
1. 01 φιλοσοφικές
διαισθήσεις
Πολλές προφιλοσοφικές, μυθικές κοσμογονίες θεώρησαν τό Σύμπαν έξελισσόμενη όλότητα. Σαν κάτι πού προήλθε άπό τό χάος, ή άπό κάποιο άλλο πρωταρχικό στοιχείο. Παρά ταϋτα είναι δυνατόν νά άνιχνεύσουμε πολλές όρθολογικές ιδέες σ'αύτές τις κοσμογονίες. Ό όρφισμός, π.χ., είναι μιά μυθική κοσμογονία (καΐ ένα εΐδος σωτηριακής θρησκείας ). 'Ωστόσο, στό πλαίσιο αύτής τής κοσμογονίας υπάρχουν στοιχεία μιας φυσιοκρατικής, υλιστικής άντίληψης. Ή φύση θεωρείται άγέννητη και αιώνια. Ό χρόνος είναι « Γαίης τε βλάστημα καΐ Ούρανοΰ άστερόεντος ». Ή φύση, τέλος, διέπεται άπό τήν άνάγκη. Οί λιγότερο ή περισσότερο « όρθολογικές » κοσμολογίες ήταν οί κληρονόμοι καΐ ταυτόχρονα ή ιστορική άρνηση τών μυθικών κοσμογονιών. Κατά τους « πρώτους φιλοσόφους » τό Σύμπαν θεωρείται αιτία του έαυτοΰ του σέ άέναη γένεση και φθορά. Ή έννοια τοϋ Δημιουργού δέν υπάρχει στή σκέψη τών πρώτων « φυσιοκρατών ». Ό Θαλής ( ~ 640 π.Χ. - ~ 547 π.Χ. ) έπηρεασμένος άπό τήν έλληνική παράδοση καΐ τΙς άνατολικές κοσμογονίες, θεώρησε τό υδωρ άρχή, δηλαδή έσχατο και άναλλοίωτο συστατικό τής ύλης
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
('Αρχή σημαίνει αύτό πού δέν έχει δημιουργηθεί, πού δέν είναι φθαρτό, καί πού διατηρείται κατά τή γένεση καΐ τή φθορά τών πραγμάτων. ) Αντίστοιχα, ό 'Αναξίμανδρος ( 610 π.Χ. - - 546 π.Χ.) δέχτηκε δτι τό Σύμπαν άναδύθηκε άπό τό "Απειρο, το όποιο είναι άγέννητο, άφθαρτο καί προικισμένο μέ κίνηση. Ή γένεση καΐ ή φθορά είναι άποτέλεσμα της πάλης καί της ένότητας τών άντιθέτων καί διέπονται άπό τήν άναγκαιότητα. Ή κίνηση, κατά συνέπεια, θεωρήθηκε ένδογενές κατηγόρημα της ϋλης. 'Αλλά ό πρώτος πού διατύπωσε μια μονιστική καί διαλεκτική άντίληψη τών σχέσεων άνάμεσα στήν ύλη καί τήν κίνηση ήταν ό Ηράκλειτος (-535 π.Χ. - 475 π.Χ.). "Εν τό παν, σέ κίνηση καί μετασχηματισμό. « Ό "Ηλιος νέος έφ'ήμέρη έστίν». Ή πρωταρχική ούσία τοϋ κόσμου κατά τόν 'Ηράκλειτο είναι τό πϋρ, ένεργητικό στοιχείο, τό όποιο καταβροχθίζει καί μεταμορφώνει τά πάντα καί άπό τό όποιο τα πάντα προήλθαν. « Τά δέ πάντα οίακίζει κεραυνός ». Κάθε πράγμα γεννιέται άπό τή μεταμόρφωση της φωτιάς καί ή φωτιά άπό τή μεταμόρφωση τών πραγμάτων. Κατά συνέπεια, ή κίνηση, μέ τή γενικότερη έννοια τοϋ δρου, είναι θεμελιώδες καί άναλλοίωτο κατηγόρημα τοϋ Σύμπαντος. Ε π ι πλέον, ή κίνηση δέν είναι συμπτωματική. Λόγος, κατά τόν'Ηράκλειτο, σημαίνει τήν άντικειμενική φυσική νομοτέλεια. Σημαίνει ταυτόχρονα νόηση, ή όποία συλλαμβάνει τήν κίνηση καί τήν άλλαγή. 'Εντούτοις, « φύσις κρύπτεσθαι φιλεΐ » καί ή « άρμονίη άφανής φανερής κρέσσων ». 'Αλλά ό Λόγος μπορεί να άποκρυπτογραφήσει εκείνο πού είναι κρυμμένο. Τό Σύμπαν κατά τόν 'Ηράκλειτο είναι άπειρο στό χώρο, αιώνιο στό χρόνο καί σέ άέναη μεταμόρφωση. 'Αργότερα, καί παρά κάποιες μηχανιστικές συνηχήσεις, οί άτομικοί ( Λεύκιππος καί Δημόκριτος, 'Επίκουρος καί Λουκρήτιος στή συνέχεια ) θεώρησαν δτι τό Σύμπαν άποτελεΐται άπό μια άπειρία Κόσμων, σέ μεταμόρφωση. Τά άτομα, Ισχατα καί θεμελιώδη συστατικά της ϋλης, είναι άγέννητα, άνώλεθρα καί προικισμένα μέ κίνηση. Τά άτομα ταυτίζονται μέ τό Είναι, τό Ό ν , καί τό κενό μέ τό μή Ό ν . Κατά τόν Δημόκριτο ( - 460 π.Χ. - ~ 370 π.Χ. ) οί άπει-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ
19
ροι κόσμοι είναι άναρχοι. Τά πράγματα σχηματίζονται μέ τήν ίνωση των άτόμων καΐ άποσαθρώνονται σέ άτομα. Τέλος, ή φύση διέπεται άπό τήν άνάγκη. Τίποτα δέν είναι τυχαίο.3 Κατά τους Ατομικούς, τό άτομο είναι άρχή, δριο της διαιρετότητας της ύλης. Τπάρχει μιά άπειρία άτόμων κατά τό μέγεθος καΐ τόν άριθμό. Τά άτομα κινούνται στό κενό, τό όποιο, έπίσης, είναι άπειρο. 'Αντίστοιχα, υπάρχει μιά άπειρία κόσμων πού γεννιούνται και που καταστρέφονται μέ τό χρόνο. Κατά τΙς μεταμορφώσεις της υλης, έξάλλου, τίποτα δέν προκύπτει άπό τό μή Ό ν , οδτε μεταπίπτει στό μή Ό ν . Πρόκειται γιά μιά πρώτη διατύπωση της άρχής της άφθαρσίας της υλης. Ό π ω ς έγραφε ό 'Επίκουρος (341 π.Χ.-270 π.Χ.) στήν 'Επιστολή προς Ήρόδοτον, άν αύτό που άφανίζεται καταστρεφόταν καΐ κατέληγε στό μηδέν, δλα τά πράγματα θά χάνονταν χωρίς νά υπάρχουν στοιχεία στα όποια θα διαλύονταν. Μπορούμε νά έντοπίσουμε τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία σέ υλισμό καΙ ιδεαλισμό στήν έποχή τοΰ Δημόκριτου καΐ τοΰ Πλάτωνα ( 429 π.Χ.-347 π.Χ.). 'Εντούτοις ή φυσιοκρατική φιλοσοφία των 'Ιώνων ήταν, προτοΰ υπάρξει ή λέξη, υλιστική. *Ας άκούσουμε τόν 'Αριστοτέλη : « Οί πρώτοι φιλόσοφοι, ή τουλάχιστον ή πλειονότητά τους, πίστεψαν δτι ανακάλυψαν τΙς άρχές βλων των δντων άποκλειστικά στήν τάξη της υλης. Πράγματι, αύτό πού συνιστά τά δντα, χωρίς έξαίρεση, αύτό πού είναι ή πρωταρχική πηγή άπ' δπου προκύπτουν, εκείνο πού είναι τό τέρμα στό όποιο καταλήγουν δταν καταστραφούν, ή ούσία ή οποία στό βάθος παραμένει καΐ υφίσταται μόνο μεταβολές, αύτό ήταν στά μάτια αύτών των φιλοσόφων τό στοιχείο και ή άρχή των πραγμάτων. "Ετσι κατέληξαν μέ άπόλυτο τρόπο δτι αύτή ή φύση, δπως τήν άντιλαμβάνονταν, διατηρείται καΐ παραμένει αιωνίως ».4 Συνεπώς, κατά τούςΤωνες καΐ τούς άτομικους δέν υπάρχει δημιουργός. Ή φύση είναι άγέννητη. 'Εξάλλου ή έννοια τοΰ Σύμπαντος ( τοΰ Παντός ) δέν ταυτίζεται μέ τήν έννοια Κόσμος. ( Κατά τόν 'Αναξίμανδρο, τόν Δημόκριτο καΐ άλλους υπάρχουν άπειροι κόσμοι.) Ή κίνηση μέ τήν εύρύτερη έννοια τοΰ μετασχηματισμού
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
είναι ένδογενές κατηγόρημα της ΰλης. Τα άτομα καί τό κενό προαναγγέλλουν, άπό μακριά, τό Σύμπαν τοϋ Νεύτωνα. Αύτή ήταν ή γραμμή σκέψης των Ιώνων καί των άτομικών. Ή άντίθετη γραμμή, τήν όποία διαμόρφωσαν οί 'Ελεάτες, οί πυθαγόρειοι, ό Πλάτων καί οί μαθητές του, άποτελοΰσε τήν άρνηση της : Ή κίνηση καΙ ή αλλαγή άπωθήθηκαν στόν κόσμο των έπιφαινομένων. Κατά τους'Ιωνες αυτό πού υπάρχει είναι ή φύση : κάτι πού φύεται καί που άναπτύσσεται μέ άπαρχή μια πρωταρχική, υλική ούσία. Κατά τόν Πυθαγόρα (-580 π.Χ. — 500 π.Χ.), άντίθετα, τό παν είναι άριθμός: κάτι δπως τά κβάντα της σημερινής Φυσικής, στερημένο δμως άπό τό υλικό του περιεχόμενο. Τό Σύμπαν, κατά συνέπεια, δέν είναι υλικό - δέν υπάρχει τίποτα τό όποιο θα άναζητούσαμε πέρα άπό τΙς μή υλικές άρχές : τους άριθμούς. Ή κίνηση καί ή άλλαγή είναι άκατανόητες σ'αύτόν τόν άφηρημένο κόσμο, ό όποιος άποτελεΐται άπό άριθμούς καί γεωμετρικές μορφές. 'Αλλά ή διαμάχη άνάμεσα στόν υλισμό καί τους άντιτιθέμενους στόν υλισμό δέν Ιχει λήξει : Σύγχρονοι φυσικοί, οί όποιοι θεωροϋν δτι οί άριθμοί, οί συμμετρίες ή οί διαφορικές έξισώσεις άποτελοΰν τήν Ισχατη ούσία της μικροφυσικής πραγματικότητας, άναγνωρίζονται εύκολα στήν πυθαγόρεια άριθμολογία.5 Οί "Ιωνες δέχονταν δτι ή νόηση είναι ικανή να γνωρίσει τα πράγματα μέ τήν έπεξεργασία των αισθητηριακών δεδομένων. Αντίθετα, ό Ξενοφάνης ( 6ος αι. π.Χ.), ιδρυτής της Σχολής της Ε λέας, πίστευε δτι οί αισθήσεις δέν είναι ικανές νά συλλάβουν παρά μόνο τά φαινόμενα. Ή αισθητηριακή γνώση είναι άπλή δόξα ( γνώμη ) καί ή κίνηση καί ή άλλαγή δέν άφοροΰν τό Είναι. Είναι συνεπώς άδύνατο νά γνωρίσουμε μέσω των αισθήσεων πώς είναι τά πράγματα. Παρόμοια, ό διάδοχος τοΰ Ξενοφάνη, ό Παρμενίδης ( -540 π.Χ. —450 π.Χ.), μαθητής τοΰ Πυθαγόρα, θεωροΰσε άπατηλά τά δεδομένα τών αισθήσεων ή μόνη οδός πρός τήν άλήθεια είναι κατ' αύτόν ή νόηση. Επίσης, ή γένεση καί ή φθορά είναι αδύνατες. ΤόΌν είναι αιώνιο καί άκίνητο, άντίθετα μέ τό Σύμπαν τών Ιώνων. Ό Ζήνων ( μεταξύ 490 καί 430 π.Χ. ), μέ τή σειρά του, έπι-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
21
χείρησε να άποδείξει μέ τα περίφημα παράδοξά του δτι ή κίνηση είναι άδύνατη.6 Συνεπώς : Τό Είναι κατά τούς'Ίωνες είναι και δέν είναι. Κατά τους Έλεάτες είναι fj δέν είναι. Ή τυπική λογική υποκαθιστά εδώ τή στοιχειώδη διαλεκτική τών 'Ιώνων. Τ ό Ό ν τών Έλεατών είναι άγέννητο καΐ άφθαρτο, συνεχές στό σώμα του. Τό Υπάρχον είναι άκίνητο, δέσμιο ισχυρών αλυσίδων, χωρίς αρχή καΐ χωρίς τέλος, επειδή ή αρχή καΐ ό θάνατος είναι άδιανόητα γι'αυτό. Κατά τόν Παρμενίδη άν ή ένότητα υπάρχει σύμφωνα μέ τή νόηση, ή πολλαπλότητα ισχύει για τΙς αισθήσεις. Ή άλήθεια δίδεται άπό τή νόηση. Κατά συνέπεια, τα φαινόμενα, ή πολλαπλότητα καΐ ή κίνηση δέν άφοροϋν τό Εϊναι. *Ας άκούσουμε επίσης τόν Μέλισσο άπό τή Σάμο ( 5ος αιώνας ), τόν τελευταίο άπό τους Έλεάτες : Αυτό πού υπήρξε υπήρχε πάντοτε καΐ θά υπάρχει πάντοτε. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τήν 'Οντολογία τών Έλεατών ως ίνα είδος μεταφυσικού ύλισμοΰ. 'Αλλά ό Πλάτων ήταν αύτός πού, άκολουθώντας τήν παράδοση τών πυθαγορείων, διαίρεσε αύτό που υπάρχει σέ έναν αιώνιο καΐ αμετάβλητο κόσμο, τόν κόσμο τών 'Ιδεών, που υπάρχει σέ κάποιον ύπερουράνιο τόπο καΐ που άποτελεϊ τό πρότυπο τών αισθητών πραγμάτων, καΐ στόν κόσμο τόν προσιτό στίς αισθήσεις, τόν κόσμο τής γένεσης καΐ τής φθοράς, ό όποιος είναι άντίγραφο, ωχρή αντανάκλαση τοϋ κόσμου τών Ιδεών. Εντούτοις, κατά τόν Πλάτωνα ό Δημιουργός δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo, άλλα άπό ένα μείγμα 'Ιδεών καΐ Ύλης, καΐ τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τό καλύτερο πρότυπο : μέ τή μορφή σφαίρας - τής ωραιότερης άπ' δλες τΙς μορφές. Ό Θεός κατά τόν Πλάτωνα δέν είναι παντοδύναμος. Είναι, ωστόσο, άγαθός.7 Ή διχοτομία άνάμεσα στόν αιώνιο καΐ άμετάβλητο κόσμο τών 'Ιδεών καΐ τόν φθαρτό κόσμο τών αισθητών πραγμάτων όφείλεται κυρίως στόν Πλάτωνα. Γενικότερα: Τό σχίσμα στή φιλοσοφία πραγματοποιήθηκε έκείνη τήν έποχή. 'Από τή μιά πλευρά ό υλισμός τών άτομικών καΐ άπό τήν άλλη ή άριθμολογία τών πυθαγορείων καΐ ό ιδεαλισμός τοϋ Πλάτωνα. 'Ανάμεσα στίς δύο κύριες τάσεις ή μεταφυσική τών Έλεατών.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ό 'Αριστοτέλης ( 384 π.Χ. - 322 π.Χ. ) έπιχείρησε νά υπερβεί τήν άντίθεση άνάμεσα στόν αισθητό κόσμο καί στή νόηση. Ταυτόχρονα συνέχιζε, κατά κάποιον τρόπο, τήν παράδοση τών'Ιώνων. Συγκεκριμένα : Ό Αριστοτέλης θεμελίωσε τήν όντολογία του στήν άρχή της άντικειμενικότητας της φύσης. Επίσης, θεωρούσε τήν κίνηση, μέ τή γενικότερη, διαλεκτική έννοια, ένδογενές καί άναπαλλοτρίωτο κατηγόρημα της φύσης. Ή φύση κατά τόν Σταγειρίτη είναι άρχή κινήσεως καί άλλαγης. Ή κίνηση θεωρείται μετατόπιση στό χώρο, άλλα καί, μετασχηματισμός : Μετάβαση άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότητα. Ή γένεση, γενικότερα, είναι πέρασμα άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία ύπαρξη. Επίσης, ή φύση άποτελεΐ μια άδιαίρετη ολότητα καί ή άλλαγή καθορίζεται άπό τΙς αιτίες. ( Αιτία, κατά τόν 'Αριστοτέλη, είναι τό ένδογενές στοιχείο άπό τό όποιο γίνεται ένα πράγμα.) Οί σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργεία είναι 6χι μόνο ποιοτικές άλλά καί ποσοτικές, δοθέντος δτι τό ένεργεία είναι μέτρον τοϋ δυνάμει. Παρά ταΰτα, κατά τόν 'Αριστοτέλη ή ϋλη είναι κάτι τό άπροσδιόριστο, χωρίς μορφή, παθητικό, τό όποιο πραγματώνεται χάρη στήν έσωτερική τελεολογία του : τήν έντελέχεια. Ό 'Αριστοτέλης άπέρριπτε τή θεωρία τών Ιδεών τοϋ δασκάλου του (τοϋ Πλάτωνα). 'Απέρριπτε τό χωρισμό της μορφής άπό τό περιεχόμενο. Θεωρώντας τήν κίνηση ώς άρχή, κατέληξε στό συμπέρασμα δτι ό χρόνος είναι αιώνιος, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος. Συνακόλουθα, δρισε τήν παρούσα στιγμή ώς δριο: Τελευτή τοϋ παρελθόντος καί άρχή τοϋ μέλλοντος χρόνου. Επίσης, ό 'Αριστοτέλης συνέδεσε διαλεκτικά τό χρόνο μέ τήν κίνηση : Ό χρόνος μετράται μέ τήν κίνηση καί άντίστροφα. Συνεπής μέ τήν άποψή του για τήν κίνηση, άπέρριπτε τό κενό, επειδή άν θά ύπηρχε, ή ήρεμία θά ήταν άναπόφευκτη : Στό κενό, γράφει, ή ήρεμία είναι άναπόφευκτη, έπειδή δέν υπάρχει κάτι πρός τό όποιο θά προσανατολιζόταν ή κίνηση, δοθέντος δτι τό κενό, ώς κενό, δέν συνεπάγεται καμιά διαφορά. Τό κενό δέν προκαλεί τήν κίνηση. Συνεπώς τό κενό δέν υπάρχει. Για νά σώσει τήν κίνηση, ό 'Αριστοτέλης άπέρριψε τήν έννοια
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
23
τοΰ κενοΰ, καθώς καΐ τήν άρχή τής άδράνειας, τήν οποία είχε ό ίδιος διατυπώσει ( μέ τόν δικό του τρόπο ) : « Δέν θά μπορούσαμε να ποΰμε γιατί ένα σώμα κινούμενο στό κενό θα σταματούσε κάπου. Γιατί θά ήταν έδώ μάλλον παρά έκεϊ. Γι' αύτόν τό λόγο, άναγκαστικά, είτε θά βρίσκεται σέ ήρεμία είτε θά κινείται άενάως, άν κάτι ισχυρότερο δέν τό άκινητοποιήσει )>.8 Ό 'Αριστοτέλης ήταν, άπ' αύτή τήν άποψη, θύμα της έποπτείας. "Έτσι, υποστήριζε δτι ένα σώμα θά άκινητοποιηθεΐ άν ή δύναμη πού τό ώθεϊ πάψει νά λειτουργεί. 'Ακόμα περισσότερο : Ό 'Αριστοτέλης, ό φιλόσοφος ό όποιος είχε ορίσει τή φύση ώς « άρχήν κινήσεως καΐ άλλαγης », εισήγαγε ένα τελεολογικό στοιχείο -τήν εντελέχεια- καΐ δέχτηκε τήν ύπαρξη ένός πρώτου κινοϋντος καΐ ένός τελικού αιτίου. 'Επίσης, καΐ αύτός χώριζε τόν κόσμο σέ δύο : στόν ύποσελήνιο, πού είναι ό κόσμος της μεταβολής καΐ της φθοράς, καΐ στόν ύπερσελήνιο, πού είναι ό κόσμος τών τέλειων σφαιρών, τών αιώνιων, τέλειων και ταυτόσημων κινήσεων, καΐ τών αιώνιων καΐ αναλλοίωτων δντων.9 Απορρίπτοντας τό κενό, ό 'Αριστοτέλης θεώρησε τήν ύλη συνεχή. Άπό μιά άποψη ταύτισε τήν υλη μέ τό χώρο : Κατ' αύτόν δέν υπάρχει έκταση χωριστή άπό τα σώματα. Θά μπορούσαμε συνεπώς νά ισχυριστούμε δτι προαναγγέλλει, άπό πολύ μακριά, τΙς άπόψεις τοΰ Καρτέσιου ( René Descartes, 1596-1650 ) καΐ τών σύγχρονων πεδιακών θεωριών. 'Αλλά, προσοχή : δέν επρόκειτο παρά γιά φιλοσοφικές διαισθήσεις. Ή φιλοσοφία προηγήθηκε καΐ σ'αύτή τήν περίπτωση άπό τΙς έπιστημες, άλλά προφανώς στό επίπεδο τοΰ « άφηρημένου καθολικού ». Συνεπώς : Δύο διαφορετικές άντιλήψεις γιά τις σχέσεις άνάμεσα στήν υλη και τήν κίνηση σημάδεψαν τή σκέψη τών « πρώτων φιλοσοφησάντων » : ( 1 ) Ή άρνηση τοΰ κενοΰ καΐ ή συνέχεια της υλης καΐ ( 2 ) τά άτομα καΐ συνεπώς ή άσυνέχεια καΐ ή ύπαρξη τοΰ κενοΰ. ΚαΙ στίς δύο περιπτώσεις ή κίνηση θεωρήθηκε ένδογενές κατηγόρημα της ύλης. Στα νεότερα χρόνια, ό Καρτέσιος ανέπτυξε τήν πρώτη άποψη. Ό Γαλιλαίος ( Galileo Galilei, 1564-1642 ) καΐ ό Νεύτων τή δεύτερη. Τώρα δμως ήταν ή ώρα της επιστήμης. Ή γνώση
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
της φύσης περνούσε άπό τήν περιοχή της φιλοσοφικής διαίσθησης στή μελέτη του συγκεκριμένου καί τοϋ είδικοΰ. Τό πείραμα, ό μαθηματικός φορμαλισμός καί ή μελέτη τοΰ είδικοΰ άποτέλεσαν τή δύναμη της επιστήμης. Άπό τό καθολικό-άφηρημένο της φιλοσοφίας, ή γνώση προχωρούσε τώρα πρός τό συγκεκριμένο, τό ειδικό καί τό άτομικό. Ό άριστοτελικός καί ό μεσαιωνικός νομιναλισμός είχαν ήδη προετοιμάσει τό έδαφος γι'αύτή τή γνωσιολογική επανάσταση. "Ομως, μέ τή διατύπωση της Μηχανικής, ή εικόνα της φύσης έχασε τόν δυναμικό χαρακτήρα καί τά ποιοτικά χαρακτηριστικά της. Πράγματι, ή ένότητα της ΰλης καί της κίνησης ήτανε προβληματική στα πλαίσια της Μηχανικής. Ό Καρτέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Θεό, ό όποιος ήταν ό δότης της άναγκαίας ποσότητας κίνησης ( ένέργειας ). Τό ϊδιο ισχύει καί γιά τόν Νεύτωνα. Τό μηχανιστικό κοσμοείδωλο είχε άνάγκη άπό τήν « πρώτη ώθηση ».10
2. "Υλη, μάζα και ενέργεια: Πρός τήν κλασική
διχοτομία
Ό Καρτέσιος έπιχείρησε νά διατυπώσει τούς νόμους τής Μηχανικής στα πλαίσια ένός θεωρησιακοΰ-φιλοσοφικοΰ συστήματος. Άντίθετα μέ τόν Γαλιλαίο, θεώρησε τήν ύλη συνεχή : σαν ούσία πού τό μοναδικό κατηγόρημά της ήταν ή έκταση. Πράγματι, ό Καρτέσιος ταύτισε τήν ΰλη καί τό χώρο : Ή φύση τοΰ σώματος είναι ή έκταση ή όποία συνιστά έπίσης τή φύση τοΰ χώρου. ( Βέβαια, μέ αύτόν τόν τρόπο ό Καρτέσιος άφυλοποιοΰσε τήν ΰλη καί αύτή είναι μια άπό τΙς άντιφάσεις της φιλοσοφίας του.) Κατά συνέπεια τό κενό « μέ τήν έννοια τών φιλοσόφων » δέν υπάρχει. Ή ομοιότητα μέ τΙς ιδέες τοΰ Αριστοτέλη είναι προφανής. Εντούτοις, κατά τόν Αριστοτέλη ή ΰλη είναι άδημιούργητη καί τό άπειρο νοείται 6χι ώς ένεργεία, άλλα ώς δυνάμει, έν κινήσει. Κατά τόν Καρτέσιο, άντίθετα, ή ΰλη δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό, καί τό άπειρο είναι ένα άπό τά κατηγορήματά του. Θά ονομάσουμε τά πράγματα, έγραφε ό Γάλλος σοφός, μάλλον άπροσδιόριστα παρά άπειρα, γιά νά άφήσουμε τό όνομα της άπειρότητας
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
25
άποκλειστικά για τόν Θεό. Ή διαφορά είναι σαφής : Επιστημονικός ρεαλισμός ( μέ άντιφάσεις ) στήν περίπτωση τοϋ 'Αριστοτέλη, μεταφυσικός ρεαλισμός ( 6χι υλισμός, βπως συχνά λέγεται ) στήν περίπτωση τοϋ Καρτέσιου. Επιστημονική πρόοδος καΐ φιλοσοφική όπισθοδρόμηση. Κατά τόν 'Αριστοτέλη ή κίνηση είναι ένδογενές κατηγόρημα τής υλης. Ή φύση είχε όριστεΐ άπ' αυτόν ως « αρχή κινήσεως καΐ άλλαγής ». Στα πλαίσια τής θεολογικής κοσμολογίας τοϋ Καρτέσιου, ή κίνηση ( ενέργεια ) δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό καΐ διατηρείται χάρη στή βούλησή του. Ό Θεός είναι ή πρώτη αιτία τής κίνησης. Σχετικά μέ αύτό ό Καρτέσιος έγραφε : « Σέ 6 ,τι άφορα τήν πρώτη αιτία, μοΰ φαίνεται ότι είναι προφανές πώς δέν είναι άλλη άπό τόν Θεό, ό όποιος έν τή παντοδυναμία του δημιούργησε τήν ύλη καΐ τήν ήρεμία, καΐ ό όποιος συντηρεί τώρα στό Σύμπαν μέ τή συνήθη συνδρομή του, τόση κίνηση καΐ ήρεμία 6ση έθεσε δημιουργώντας το ». Κατά τόν Καρτέσιο, ή ποσότητα τής κίνησης « δέν αυξάνεται καΐ δέν μειώνεται ποτέ ».11 Συνεπώς : Φυσική άρχή σέ μεταφυσικό θεμέλιο. 'Αντίθετα μέ 6,τι συχνά λέγεται, ό Καρτέσιος, βπως καΐ ό Νεύτων, δέν ήταν ύλιστής. ΤΗταν ένας μεταφυσικός ρεαλιστής δπαδός τοϋ δόγματος τής Δημιουργίας. Κατά τόν Δημόκριτο, τόν 'Αριστοτέλη, άκόμα καΐ τόν Πλάτωνα, ή υλη είναι άδημιούργητη. Είκοσι αιώνες άργότερα, ό Καρτέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Δημιουργό. Κατά τόν Δημόκριτο, τόν 'Αριστοτέλη, κλπ., ή κίνηση είναι ένδογενές κατηγόρημα τής ύλης. Κατά τόν Καρτέσιο ό Θεός προίκισε τήν ύλη μέ κίνηση ( ποιά υλη ; ). 'Εντούτοις, στό έργο τοϋ Καρτέσιου βρίσκουμε τήν πρώτη διατύπωση, έστω καΐ μυστικοποιημένη, τής άρχής τής διατήρησης τής κίνησης (τής ένέργειας). 'Αλλά ή άρχή αύτή όφειλόταν στήν καλοσύνη τοϋ Θεοΰ. Κατά τους « πρώτους φιλοσοφήσαντας », oi φυσικοί νόμοι έκφράζουν ενδογενείς σχέσεις τής ύλης. Κατά τόν Καρτέσιο, άντίθετα, τους νόμους αύτούς τους βρίσε ό Θεός. Ή έπιστημονική γνώση, έξάλλου, είναι δυνατή επειδή ό Θεός δέν μεταβάλλει αύτούς τους νόμους. Ό 'Αριστοτέλης δέχτηκε τήν ύπαρξη ένός τελικού αιτίου.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ό Καρτέσιος, σέ συμφωνία μέ τό πνεϋμα της εποχής του, έγραφε δτι δέν πρέπει να έξετάζουμε τους σκοπούς της δημιουργίας, αλλά μόνο τα μέσα μέ τα όποια ό Θεός δημιούργησε τά πάντα. Ό Καρτέσιος απέρριπτε τήν τελεολογία ( τήν ύπαρξη σκοπού στή φύση ). Έτσι προσανατόλιζε τή φιλοσοφία πρός τήν άναζήτηση τών νόμων της φύσης, καί ειδικά της Μηχανικής.12 Συνεπώς: καί ώς πρός αύτό, επιστημονική πρόοδος καί φιλοσοφική οπισθοδρόμηση. Είναι γνωστό δτι ό Καρτέσιος διατύπωσε τήν άρχή της αδράνειας, άλλα δέν κατόρθωσε νά δώσει μια όρθή καί ποσοτική διατύπωση τών βασικών νόμων της Μηχανικής. Ή διατύπωσή τους προϋπέθετε τά άτομα καί τό κενό. Ό Καρτέσιος είχε άνάγκη άπό τόν Θεό για νά έξηγήσει τήν κίνηση. Ταυτόχρονα είχε γεμίσει τό χώρο μέ στροβίλους (tourbillons ), οί όποιοι προκαλούσαν μιά κατάσταση κίνησης καί τών οποίων ή έξέλιξη ήταν αίτιοκρατημένη. Ό Καρτέσιος δέν υπέθεσε τήν ύπαρξη δυνάμεων πού ή μετάδοσή τους θά ήταν άνεξάρτητη άπό τή μάζα καί πού θά ήταν ή αιτία της κίνησης. Ό Νεύτων, άντίθετα, διατύπωσε, στή βάση τοϋ άρχαίου άτομισμοΰ, μια δυναμική, στά πλαίσια της οποίας τά πράγματα άλληλεπιδροϋσαν μέ τή μεσολάβηση δυνάμεων μέ άπειρη ταχύτητα ( στιγμιαία δράση άπό άπόσταση ). 'Αλλά ούτε ό Νεύτων κατόρθωσε νά λύσει τό πρόβλημα τών σχέσεων υλης καί κίνησης. Ό Δημόκριτος έθεσε ώς άξίωμα τήν αιωνιότητα τών ατόμων. 'Αλλά ό Νεύτων είχε, καί αύτός, άνάγκη άπό τόν Θεό : Μοϋ φαίνεται πιθανό, έγραφε στήν 'Οπτική του, δτι ό Θεός κατά τήν πρώτη στιγμή δημιούργησε τήν "Υλη μέ τή μορφή σταθερών σωματίων, μαζικών καί συμπαγών, σωματίων τά όποια κινούνται καί μέ μέγεθος καί μέ μορφή καί άλλες ιδιότητες, καί μέ άναλογία στό χώρο, σύμφωνα μέ τό σχέδιο για τό όποιο τά δημιούργησε.13 Συνεπώς : Θεολογική θεμελίωση καί έπικάλυψη της Μηχανικής καί της 'Οπτικής. Ή υλη, άντίθετα μέ τό χώρο, δέν διαιρείται ad infinitum. Ό Νεύτων δρισε τόν απόλυτο χώρο, καθεαυτόν, χωρίς σχέση μέ οτιδήποτε έξωτερικό, άκίνητο καί δμοιο μέ τόν εαυτό του. Τό άπει-
ΥΛΗ, Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Ι Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι ί Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗ5Ι
27
ρο κενό τοϋ Δημόκριτου θεωρήθηκε τώρα Αισθητήριο τον Θεον ( SensoriumDei ). Παρόμοια ό Νεύτων βρίσε τόν άπόλντο χρόνο, ό όποιος ρέει άνεξάρτητα άπό οτιδήποτε έξωτερικό. Ή παγκοσμιότητα τοΰ χρόνου άντιστοιχοΰσε, κατά τόν Νεύτωνα, στήν πανταχού παρουσία τοΰ Θεοΰ. Ό Νεύτων βρίσε επίσης τήν άπόλυτη κίνηση ώς μετατόπιση τοϋ σώματος άπό μια άπόλυτη θέση σέ άλλη, έξίσου άπόλυτη. Δέχτηκε, τέλος, τήν ΰπαρξη δυνάμεων οί όποιες διαδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, εισάγοντας μ'αύτόν τόν τρόπο τήν άρχή της δράσης άπό άπόσταση, δηλαδή τή μή τοπικότητα τών φαινομένων. Ή άποψη αύτή « άναστήθηκε » στήν έποχή μας άπό τή σχολή τής Κοπεγχάγης γιά τήν κβαντική μηχανική.14 Σ' αύτή τή βάση ό Νεύτων δημιούργησε τό γενικό πλαίσιο γιά τή μηχανιστική φυσική καί γιά Ινα «σύμπαν» έπίσης μηχανιστικό. Ποιές είναι λοιπόν οί σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη καί τήν κίνηση, σύμφωνα μέ τό νευτώνειο « παράδειγμα » ; Ό Νεύτων είχε ορίσει ώς έξής τήν ΰλη : « Είναι ή ποσότητα τήν όποία θα έννοώ έφεξής καί παντοΰ μέ τή λέξη σώμα ή μάζα ». Ή ποσότητα τής ΰλης κατά τόν Νεύτωνα υπολογίζεται μέ βάση τήν πυκνότητα καί τόν δγκο της όμοΰ.13 Παρόμοια, ή ποσότητα της κίνησης ορίζεται μέ βάση τήν ταχύτητα καί τήν ποσότητα της ΰλης όμοΰ. Ό Ernst Mach ( 1838-1916 ) είχε άντιμετωπίσει κριτικά τις βασικές έννοιες τής Φυσικής τοΰ Νεύτωνα, οί όποιες, κατ'αυτόν, ήταν ε7Π)ρεασμένες άπό τή μεσαιωνική φιλοσοφία. 'Αλλά τό έρώτημά μας είναι διαφορετικό : Είναι νόμιμο và ταυτίζουμε τήν νλη μέ τή μάζα ; Ή μάζα είναι έπιστημονική έννοια, δέχεται ένα μέτρο καί μετέχει στή διατύπωση τών νόμων τής Φυσικής. Πώς θά μπορούσαμε, άντίθετα, νά ορίσουμε Ινα μέτρο τής νλης ; Ή νλη δεν είναι έννοια. Είναι φιλοσοφική κατηγορία. Συνεπώς, δέν νπάρχει μέτρο τής νλης. Θά άσχοληθοΰμε στή συνέχεια μ'αύτή τή μή νόμιμη ταύτιση, ή όποία συνιστά τό άφετηριακό σημείο της προσχετικιστικής ερμηνείας τών σχετικιστικών σχέσεων άνάμεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια, καί τής επιστημολογικής σύγχυσης πού προκύπτει άπ'αύτή τήν έρμηνεία.
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Θά έπιστρέψουμε τώρα στήν άποψη τοΰ Νεύτωνα για τις σχέσεις ύλης καΐ κίνησης. Ό Νεύτων είχε όρίσει τήν άδράνεια ( vis incita ) : vis incita ή έσωτερική δύναμη της υλης είναι μιά δύναμη ή οποία άνθίσταται καΐ έξαιτίας της δποίας κάθε σώμα διατηρεί τήν παρούσα κατάσταση ήρεμίας ή ομοιόμορφης κίνησης σέ εύθεία γραμμή.* Πώς νά έξηγήσουμε λοιπόν τήν κίνηση καΐ τήν άλλαγή, άν ή άδράνεια είναι τό μόνο κατηγόρημα της υλης ; Ό Νεύτων έπιχείρησε νά άπαντήσει στό δίλημμα χωρίς νά καταφύγει πάλι στόν Θεό. Δέχτηκε λοιπόν δτι τά σωμάτια δέν έχουν μόνο vis inertiae, άλλά καΐ δτι κινούνται άπό κάποιες ένεργητικές άρχές, δπως ή βαρύτητα, οί αιτίες της ζύμωσης καΐ της συνοχής τών σωμάτων. ΚαΙ τΙς άρχές αύτές ό Νεύτων δέν τΙς θεωρούσε άπόκρυφες ιδιότητες άλλά γενικούς νόμους της φύσης. '' Ό Νεύτων επιχείρησε νά υπερβεί τό άκαμπτο πνεύμα της Μηχανικής: Επιχείρησε νά άνακαλύψει τΙς αιτίες της κίνησης της ύλης. 'Αλλά ήταν άκόμα πολύ νωρίς. Κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα, ή θερμοδυναμική διευκρίνισε ( μέ τόν δικό της τρόπο ) τήν έννοια της ένέργειας καΐ διατύπωσε τΙς άρχές της διατήρησης καΐ τοϋ μετασχηματισμού της ώς φυσικούς νόμους.18 Εντούτοις ή θερμοδυναμική ήταν δέσμια της νευτώνειας ταύτισης της μάζας μέ τήν υλη. ΚαΙ άπό τή στιγμή πού δεχόταν δτι ή ένέργεια δέν είχε μάζα, ol φυσικοί ( καΐ οί φιλόσοφοι ) χώρισαν τήν πραγματικότητα σέ δύο διαφορετικές ουσίες : Τή μάζα-ϋλη καΐ τήν αυλή ένέργεια. Βάση τοΰ κλασικοΰ καΐ τοΰ σύγχρονου ένεργητισμοΰ είναι αύτό τό μή νόμιμο άμάλγαμα δύο φυσικών έννοιών καΐ μιας φιλοσοφικής κατηγορίας. 'Αναλύοντας κριτικά τή μηχανιστική άντίληψη της φύσης, ό Friedrich Engels ( 1820-1895 ) έγραφε πρός τά τέλη τοΰ 19ου αιώνα : « Ό δρος " ένέργεια " δέν έκφράζει διόλου μέ άκρίβεια τό σύνολο τών σχέσεων της κίνησης, μέ τήν έννοια δτι δέν συλλαμβάνει παρά μία μόνον 6ψη, τή δράση, άλλά δχι τήν άντίδραση. Άπό τήν άλλη πλευρά άφήνει άκόμα θέση στήν πλάνη δτι ή ένέργεια είναι κάτι έξωτερικό ώς πρός τήν υλη, κάτι πού της προσφέρεται
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ
29
άπ' έξω. 'Αλλά, έν πάση περιπτώσει, ή έννοια αυτή είναι προτιμότερη άπό τήν έννοια "δύναμη"». 19 'Αλλά ακόμα καί σήμερα, έναν αιώνα μετά τήν ειδική σχετικότητα καί περισσότερο άπό έναν αιώνα μετά τΙς άναλύσεις τοΰΈνγκελς, τό σύνολο σχεδόν τών φυσικών θεωρεί τήν ένέργεια μή υλική ουσία καί συνεχίζει νά ταυτίζει τή μάζα μέ τήν ύλη. 'Αλλά θά μιλήσουμε γι'αύτό αργότερα. Ό Ένγκελς επέκρινε τήν έννοια της δύναμης ώς άνθρωποκεντρική, καθώς καί τήν άποψη δτι ή ένέργεια είναι ουσία. Καί ό Χέγκελ ( Georg Wilhelm Friedrich Hegel, 1770-1831 ), έπίσης, είχε άπορρίψει τήν έννοια της δύναμης ώς έξωτερική ώς πρός τήν ύλη, σαν κάτι πού έμφυτεύεται στήν ύλη άπ' έξω. Ή κίνηση, καί κατά τόν Χέγκελ, είναι έκφραση τοϋ αύτοδυναμισμοΰ της ύλης. Σήμερα μπορούμε νά ποΰμε δτι ή ένέργεια είναι ένα άπό τά κατηγορήματα της ύλης, μέτρο της κίνησης. Μερικές παρατηρήσεις άκόμα για τά ιστορικά δρια τοϋ νευτώνειου « παραδείγματος ». Ό άπόλυτος χώρος καί ό άπόλυτος χρόνος δέν άντιφάσκουν μέ τήν εποπτεία. Έπίσης, ή τεχνική τοϋ 18ου αιώνα δέν μπορούσε νά διαψεύσει τήν υπόθεση της δράσης άπό άπόσταση. Εντούτοις ό Καρτέσιος, πρίν άπό τόν Νεύτωνα, είχε δεχτεί -στα πλαίσια τοϋ θεωρησιακοΰ του συστήματος- βτι οί δράσεις μεταδίδονται μέ συνεχή τρόπο. 'Αργότερα ό Christiaan Huygens ( 1629-1695 ), σύγχρονος τοϋ Νεύτωνα, είχε υποθέσει δτι ή μετάδοση τοϋ φωτός μέσω της αιθέριας ύλης δέν ήταν άκαριαία.20 'Αλλά αύτός πού Απέδειξε δτι ή ήλεκτρομαγνητική ενέργεια μεταδίδεται μέ πεπερασμένη ταχύτητα ήταν ό James Maxwell ( 18311879 ).Όλες αύτές οί υποθέσεις καί άντιλήψεις δέν αμφισβητούσαν τή διχοτομία άνάμεσα στή δήθεν μάζα-υλη καί τήν άβαρή, άρα αυλή ενέργεια. Τό έπιστημολογικό σφάλμα τοϋ Νεύτωνα έπαναλαμβανόταν στα πλαίσια της μή μηχανιστικής φυσικής, άρχίζοντας άπό τήν ήλεκτρομαγνητική ένέργεια. Καί τό σφάλμα αύτό, άείζωο, άποτελεΐ καί σήμερα έμπόδιο στήν κατανόηση τοΰ φυσικοΰ περιεχομένου τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν. Ό Νεύτων ήταν έκφραστής ένός μεταφυσικού ρεαλισμού ( άν-
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τικειμενικότητα της φύσης καΐ θεϊκή δημιουργία ). Ή έπαγωγική μέθοδος ήταν γι'αύτόν ή κατεξοχήν έπιστημονική μέθοδος. Σέ σχέση μέ τή βαρύτητα έγραφε : « Δεν κάνω υποθέσεις ». 'Εντούτοις έκανε υποθέσεις καΐ μάλιστα μεταφυσικές, πράγμα που δέν αναιρεί τό γεγονός 8τι ή επιστήμη του ήταν εκείνη τήν εποχή, κατά μέγα μέρος, γενίκευση τής έμπειρίας. "Ετσι ό 'Αϊνστάιν έγραψε στόν Πρόλογο της 'Οπτικής τοϋ Νεύτωνα : « Καλότυχε Νεύτων, παιδική ήλικία τής επιστήμης. Όποιος έχει τό χρόνο καΐ τήν ήρεμία μπορεί διαβάζοντας αύτό τό βιβλίο νά ξαναζήσει τα θαυμάσια γεγονότα τα όποια έζησε ό Νεύτων κατά τή νεότητά του. Ή φύση ήτανε γι'αύτόν ένα άνοικτό βιβλίο, πού τα γράμματά του μποροΰσε νά τα διαβάσει χωρίς προσπάθεια. Ή άποψη πού χρησιμοποιούσε, νά άνάγει τό υλικό τής έμπειρίας σέ τάξη, (ραινόταν νά ρέει αύθόρμητα άπό τήν εμπειρία ».21 Όμως ή έμπειρία καΐ ή έποπτεία είναι συχνά άπατηλές καΐ τό « βιβλίο τής φύσης » δέν ήτανε τόσο άνοιχτό ούτε γιά τόν Γαλιλαίο ούτε γιά τόν Νεύτωνα. ΚαΙ δέν είναι τυχαίο δτι ό ίδιος ό 'Αϊνστάιν άνέδειξε καΐ τήν ίδια στιγμή υπερέβη τά όρια τής νευτώνειας φυσικής : τΙς άντιλήψεις γιά τό χώρο, τό χρόνο, τήν κίνηση, τή μάζα και τήν ένέργεια. Ή άριστοτελική άντίληψη είχε γίνει έκ νέου κυρίαρχη μέ τόν 'Αϊνστάιν, χάρη στήν τετραδιάστατη γενίκευση τών έξισώσεων του ήλεκτρομαγνητικοϋ πεδίου καΐ μέ τήν παράσταση τής υλης ως πεδίου στά πλαίσια τής γενικής σχετικότητας. Οί κλασικές θεωρίες τοϋ πεδίου ήταν ή ίστορική-διαλεκτική υπέρβαση τοϋ νευτώνειου « παραδείγματος ». Ή μικροφυσική, στή συνέχεια, συνέβαλε στή γενίκευση τής έννοιας τοϋ πεδίου, τοϋ οποίου « ιδιομορφία » ( singularité ) θεωρείται τό σωμάτιο. Πράγματι, 8πως έγραφε ό 'Αϊνστάιν, τό σωμάτιο δέν μπορεί νά παίξει θεμελιώδη ρόλο. Τό σωμάτιο μπορεί νά παρασταθεί σάν περιορισμένη περιοχή τοϋ χώρου, στήν όποία ή πυκνότητα τής ενέργειας είναι ιδιαίτερα ύψηλή. Τά μαζικά σωμάτια θεωρούνται στα πλαίσια τής γενικής σχετικότητας ιδιομορφίες τοϋ πεδίου.22 Οί σχετικιστικές θεωρίες ξεπέρασαν τά έπιστημολογικά εμπόδια της νευτώνειας φυσικής. "Ανοιξαν μ'αυτόν τόν τρόπο τό δρό-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
30
μο πρός μιά μονιστική-ένοποιητική αντίληψη για τήν υλη ( μαζικά σωμάτια καΐ πεδίο ). 'Αλλά ή νευτώνεια παράδοση έπέζησε μετά τήν έπανάσταση της σχετικότητας καΐ άποτέλεσε έμπόδιο γιά τήν κατανόηση της σχετικότητας. Ή κλασική διχοτομία άνάμεσα στή λεγόμενη μάζα-υλη καΐ τήν ένέργεια, Ιδιαίτερα, διχοτομία χωρίς θεμέλιο στή σχετικότητα, συνέχισε τήν παρασιτική ζωή της σέ έκδηλη άντίφαση μέ τόν νέο, τετραδιάστατο κόσμο. Ά ς επιχειρήσουμε λοιπόν νά συγκεκριμενοποιήσουμε αύτόν τόν ισχυρισμό.
3. Ή σχετικότητα
και ή προσχετικιστική
ερμηνεία της
Ό Έρνστ Μάχ έγραφε στόν Πρόλογο της περίφημης 'Επιστήμης τής Μηχανικής ( 1883 ) 6τι στόχος του ήταν νά άποσαφηνίσει ιδέες, νά έκθέσει τήν πραγματική σημασία της ύλης καΐ νά τήν άπαλλάξει άπό τΙς μεταφυσικές σκοτεινότητες.23 Ό Μάχ ύπογράμμιζε στό βιβλίο του τά μεγάλα έπιτεύγματα τοΰ Νεύτωνα, πέρα άπό τοϋ Γαλιλαίου καΐ τοΰ Χόιγκενς, άναφορικά μέ τήν Ιννοια της μάζας, τή γενίκευση της έννοιας της δύναμης, κλπ. Ταυτόχρονα άσκησε ριζική κριτική στίς θεμελιωδέστερες έννοιες πού εισήγαγε ό Νεύτων (άπόλυτος χώρος, άπόλυτος χρόνος, μάζα, ύλη, άπόλυτη κίνηση, κλπ.). Σχετικά μέ τΙς έννοιες της μάζας και της ύλης, ό Μάχ έγραφε : « 'Αναφορικά μέ τήν έννοια " μάζα " θά πρέπει νά παρατηρήσουμε δτι ή διατύπωση τοΰ Νεύτωνα, ή οποία ορίζει τή μάζα ώς τήν ποσότητα της ύλης ένός σώματος, μετρούμενη μέ τό γινόμενο τοΰ δγκου έπΐ τήν πυκνότητα, είναι άτυχής. Δοθέντος δτι μπορούμε νά ορίσουμε τήν πυκνότητα ώς τή μάζα μιας μονάδας δγκου, ό [ λογικός ] κύκλος είναι προφανής».24 Κατά τόν Μάχ άκόμα καΐ ή έκφραση «ποσότητα τής υλης » δέν είναι κατάλληλη γιά νά έξηγήσει καΙ νά διαλευκάνει τήν έννοια τής μάζας έπειδή ή ίδια ή έννοια δέν έχει τήν άπαιτούμενη σαφήνεια. Ό ορισμός της μάζας είναι ψευδοορισμός καΐ ό ορισμός της άδράνειας γίνεται περιττός. Ό Νεύτων, κατά τόν Μάχ, βρισκόταν ύπό τήν έπίδραση της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ό Μάχ μέ τή σειρά του άφύπνισε τόν 'Αϊνστάιν άπό τόν « δογματικό » του ΰπνο, συμβάλλοντας μ'αύτόν τόν τρόπο στή διατύπωση τής σχετικότητας. 'Ωστόσο ήταν άδύνατο, άκόμα καί γι' αύτόν, νά διαλευκάνει τις σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη, τή μάζα καί τήν ένέργεια. Πράγματι, ή ΰλη κατά τόν Μάχ δέν ήταν τίποτα περισσότερο άπό « συνδυασμός αισθητηριακών στοιχείων, σύμφωνα μέ ορισμένους νόμους». « Ή έπιστήμη», έγραφε, «δέν χάνει τίποτα άν ή " ΰλη ", ή όποία είναι κάτι τό άκαμπτο, στείρο, σταθερό, άντικατασταθεΐ άπό έναν σταθερό νόμο ο.25 Ό άτεγκτος ρεαλιστής 'Αϊνστάιν δέν δεχόταν τή φιλοσοφία τοΰ Μάχ, δπως θά έγραφε άργότερα. Ό Μάχ άπέρριψε τή « μεσαιωνική φιλοσοφία » τοΰ Νεύτωνα ύπέρ μιας έμπειρικής επιστημολογίας. Κατά συνέπεια ήταν άδύνατο νά λύσει τό πρόβλημα, θεωρώντας τήν ΰλη ένα «άγνωστο Κάτι », σύμφωνα μέ τήν παράδοση τοΰ Immanuel Kant ( 17241804 ) καί τοΰ David Hume ( 1711-1776 ). 'Αλλά πρίν επιχειρήσουμε νά διατυπώσουμε μιά άπάντηση στό πρόβλημα, είναι άνάγκη νά σκιαγραφήσουμε τήν προσχετικιστική έρμηνεία τών σχέσεων ΰλης, μάζας καί ένέργειας, άκόμα καί μετά τή διατύπωση τής σχετικότητας ( 1905 ). Ή περίφημη έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν άνάμεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια ( Ε = me2 ) έρμηνεύτηκε ώς σχέση ισοδυναμίας άνάμεσα στή μάζα-ΰλη καί τήν ένέργεια. Ό 'Αϊνστάιν έγραφε τό 1905 : « Ά ν ένα σώμα χάνει ένέργεια μέ τή μορφή άκτινοβολίας, ή μάζα του μειώνεται κατά L/c2.* Τό γεγονός δτι ή ένέργεια πού άφαιρεΐται άπό τό σώμα γίνεται ένέργεια ακτινοβολίας δέν έχει προφανώς σημασία. "Ετσι καταλήγουμε στό άκόλουθο γενικό συμπέρασμα : Ή μάζα ένός σώματος είναι τό μέτρο τοΰ ένεργειακοΰ του περιεχόμενου».26 Υπάρχει συνεπώς μιά ποσοτική σχέση άνάμεσα στή μάζα καί στήν ένέργεια. 'Επιπλέον, ή μάζα αύξάνει μέ τήν ταχύτητα. Συμπέρασμα : Ή μάζα δέν είναι άμετάβλητο μέγεθος, άντίθετα μέ τήν κλασική άποψη. * L: Ή ένέργεια πού χάνεται άπό τό σώμα.
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
33
Μέχρι έδώ δέν υπάρχει πρόβλημα. Ποιά είναι δμως ή έπιστημολογική καί γενικότερα ή φιλοσοφική σημασία αυτής της σχέσης ; Ή κλασική φυσική δεχόταν δύο αρχές : τήν άρχή της διατήρησης της μάζας, ή οποία κακώς ταυτιζόταν μέ τήν όντολογική άρχή της άφθαρσίας της ύλης, καί τήν άρχή της διατήρησης της ένέργειας, ή όποία έθεωρειτο άβαρής, καί κατά συνέπεια άυλη ουσία. 'Αλλά ή ένέργεια είναι ούσία ; Καί τί σημαίνει ή έκφραση « άυλη ούσία » ; Τό σφάλμα τοϋ Νεύτωνα άποτέλεσε τή βάση της έννοιολογικής σύγχυσης ή όποία χαρακτηρίζει καί σήμερα τήν κυρίαρχη ερμηνεία της ειδικής σχετικότητας. *Ας επιχειρήσουμε συνεπώς νά κατανοήσουμε τή σημασία τών εννοιών. Υπήρχαν δύο άρχές. Εντούτοις, σύμφωνα μέ τή σχετικότητα, μπορούμε νά θεωρήσουμε τή μάζα ένός συστήματος, μέτρο της ένέργειάς του. Έτσι, ή άρχή της διατήρησης της μάζας ταυτίστηκε μέ τήν άρχή τής διατήρησης της ένέργειας.2/ Ό ίδιος ό Αϊνστάιν καί μαζί μ'αύτόν τό σύνολο σχεδόν τών φυσικών καί τών φιλοσόφων ερμήνευσαν τήν περίφημη σχέση δχι ώς σχέση άναλογίας άνάμεσα σέ δύο άντίθετα κατηγορήματα τής υλης (άδράνεια καί κίνηση), άλλα ώς σχέση ισοδυναμίας.28 Ή δήθεν ισοδυναμία οδήγησε στό επόμενο βήμα : στήν ταύτιση τής μάζας -ύλης μέ τήν ένέργεια. Έτσι, πάντα σύμφωνα μέ τόν 'Αϊνστάιν : «Ή θεωρία τής ειδικής σχετικότητας οδήγησε στό συμπέρασμα δτι ή άδρανειακή μάζα δέν είναι άλλο άπό ένέργεια, ή όποία βρίσκει τήν πλήρη μαθηματική της έκφραση στόν συμμετρικό τανυστή δευτέρας τάξεως, τόν τανυστή ενέργειας ».29 Θα μπορούσε νά σκεφτεί κανείς δτι ή μάζα-υλη τοΰ νευτώνειου παραδείγματος δέν ήταν άλλο άπό κάποια « άυλη » ούσία. Ό'Αϊνστάιν δέν κατέληξε, προφανώς, στό συμπέρασμα δτι « ούσία » τοΰ Σύμπαντος είναι ή άυλη ένέργεια. Σέ Ινα άλλο κείμενο, δπως θά δοΰμε έξάλλου, θεωρούσε ύλική τήν « ένέργεια », δηλαδή τό ήλεκτρομαγνητικό καί τό βαρυτικό πεδίο. 'Αλλά, φυσικοί καί φιλόσοφοι έκαναν αύτό τό σφάλμα. Πράγματι, άν, σύμφωνα μέ τους ορισμούς τοΰ Νεύτωνα, ή μάζα ταυτίζεται μέ τήν ύλη καί άν, σύμφωνα μέ τή θερμοδυναμική, ή ενέργεια είναι
34
ΙΙΡΩ'ΓΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ουσία pi μηδενική μάζα, δηλαδή μή υλική, καΙ άν, τέλος, υπάρχει μια ισοδυναμία μεταξύ τους, τότε μπορούμε νά διερωτηθούμε: Ποια είναι ή «ουσία» τοϋ κόσμου; Ή μάζα-ΰλη ή ή ένέργεια; Μέ βάση τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ύλη, ό νεότερος ένεργητισμός θεώρησε τήν ενέργεια ώς τήν έσχατη ούσία τοϋ κόσμου. Δηλαδή : Ή ύλη δέν είναι άλλο άπό ενέργεια. 'Αλλά ή ένέργεια είναι άυλη. Συνεπώς : Ό κόσμος δέν είναι άλλο άπό άυλη ούσία. Ό George Berkeley ( 1685-1753 ), άνένδοτος έχθρός τής υλης, θά ήταν έξαιρετικά εύτυχής άν ή έποχή του διέθετε τά άναγκαΐα δεδομένα γιά νά διατυπώσει ένα τόσο σαρωτικό επιχείρημα, ώστε νά έξορίσει τήν επάρατη υλη άπό τό βασίλειο τής έπιστήμης. "Ας παραθέσουμε γιά άλλη μια φορά τόν Χάιζενμπεργκ, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε περισσότερο αύτή τήν άποψη : « Δοθέντος ότι, σύμφωνα μέ τή σχετικότητα, ή μάζα και ή ένέργεια είναι ούσιαστικά ταυτόσημες έννοιες, μπορούμε νά ποΰμε δτι τά στοιχειώδη σωμάτια άποτελοΰνται άπό ενέργεια. Αύτό θά μπορούσε νά έρμηνευτεΐ δτι ορίζει τήν ένέργεια ώς τήν πρωταρχική ούσία τοϋ κόσμου».30 Τό έπιχείρημα τοϋ Χάιζενμπεργκ προϋποθέτει έμμεσα τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ύλη. Ή άποψη αύτή, εξάλλου, άποτελεΐ όργανικό στοιχείο τοϋ νεοπλατωνισμοΰ του. Άπό τήν άλλη πλευρά, υπάρχουν συγγραφείς οί όποιοι, μέ άφετηρία τήν προσχετικιστική έρμηνεία της σχετικότητας, έπιχείρησαν νά διατυπώσουν έναν σύγχρονο σπιριτουαλισμό, ό όποιος θά είχε ένα δήθεν έπιστημονικό θεμέλιο. Ένα παράδειγμα : Ό πατήρ Teilhard de Chardin (1881-1955) έγραφε μέ τό ποιητικό στύλ του: « Ή ενέργεια, καθολική κυμαινόμενη οντότητα, άπ' δπου τό παν άναδύεται καΐ δπου τό παν έπιστρέφει, δπως σέ ώκεανό. Ή ένέργεια, τό νέο πνεύμα. Ή ένέργεια, ό νέος Θεός. Στό 'Ωμέγα τοϋ Κόσμου, δπως καΐ στό "Αλφα, τό 'Απρόσωπο ». "Ετσι, ή έξέλιξη τοϋ Σύμπαντος είναι « άνοδος πρός τή Συνείδηση » καΐ « όφείλει νά άποκορυφωθεΐ σέ μια 'Ανώτατη Συνείδηση ».31 Ό πατήρ Τεγιάρ δέν ήταν ό μόνος πού έρμήνευσε μ'αύτόν τόν τρόπο τΙς σχέσεις μάζας, ύλης και ένέργειας. Ό δρόμος πρός τό « πνεΰμα » ( Θεός, άπόλυτο πνεύμα, 'Ιδέα ) ήταν ήδη άνοικτός. Έν τούτοις τό συμπέρασμα τοΰ
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
35
σχετικού συλλογισμοϋ προϋπέθετε ένα έπιστημονικό-έπιστημολογικό σφάλμα. 'Αλλά θά έπανέλθουμε. Ή προηγούμενη επιστημολογική σύγχυση έχει τΙς έπιπτώσεις της στήν περιοχή τής ϊδιας της φυσικής. Τά σωμάτια θεωρούνται σταθερά, σύμφωνα μέ τό φορμαλισμό της κλασικής φυσικής. Ό φορμαλισμός της σχετικιστικής φυσικής, άντίθετα, συνεπάγεται τή δυνατότητα μετασχηματισμού τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων. "Ετσι, τά μαζικά σωμάτια μετατρέπονται σέ μή μαζικά, καί άντίστροφα. Πάντα μέσα στό πλαίσιο της προσχετικιστικής έρμηνείας, ό μετασχηματισμός μαζικών σωματίων σέ μή μαζικά έρμηνεύθηκε ώς άφυλοποίηση τής ύλης. Ό άντίστροφος μετασχηματισμός θεωρήθηκε υλοποίηση τής ένέργειας. Γιά μιά άκόμη φορά, ή ταύτιση της μάζας μέ τήν ΰλη καί τής ενέργειας μέ κάποια « ούσία » ήταν τό άφετηριακό σημείο μιας έρμηνείας τής όποίας ή νομιμότητα μπορεί νά άμφισβητηθεΐ. Ό 'Αριστοτέλης θεωρούσε τήν κίνηση ένδογενές κατηγόρημα τής ΰλης. ΌΈνγκελς μέ τή σειρά του όπως έχουμε σημειώσει, αναλύοντας κριτικά τΙς άντιλήψεις τής έποχής του, έγραφε δτι ή ένέργεια δεν εϊναι ούσία. 'Αλλά δέν θά άσχοληθοΰμε μ' αύτή τή διαμάχη, ή όποία άνήκει στήν ιστορία τών ιδεών. ΚαΙ δμως, θά βρει κανείς άκόμα καί σήμερα αύτή τήν προσχετικιστική έρμηνεία σέ πανεπιστημιακά συγγράμματα, σέ άρθρα ειδικών, καθώς καί σέ έπιστημολογικές άναλύσεις. Ά ς σημειώσουμε μόνο μιά έντελώς πρόσφατη περίπτωση : Ή κυρία Angèle Kremer-Marietti, φιλόσοφος, μιλάει γιά « έπιστημονική έννοια τής ένέργειας, τήν όποία οί φυσικοί άντιπαραθέτουν στήν έπιστημονική ëwoia τής ΰλης». 'Επίσης : « Ό τύπος τοΰ 'Αϊνστάιν δηλώνει τΙς άμοιβαΐες μετατροπές τής ενέργειας καί τής ΰλης )>.32 Συνεπώς : «Ιστορία τελειωμένη, ιστορία άτέλειωτη » δπως έλεγε ό Louis Althusser ( 1918-1990 ) γιά άλλες Ιστορίες. Είναι ένδιαφέρον νά έπισημάνουμε έδώ κάποιες «στιγμές» τής διαμάχης στή Γαλλία σχετικές μέ τήν έρμηνεία τής έξίσωσης τοΰ 'Αϊνστάιν. Έχουμε ήδη σημειώσει τόν άντιυλιστικό ένεργητισμό τοΰ Χάιζενμπεργκ. Ό Gaston Bachelard ( 1884-1962 ), άπό τήν
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
πλευρά του, μιλούσε για « ενεργειακό υλισμό» (matérialisme énergétique ). « Τό Είναι είναι ένέργεια, καΐ ή ένέργεια είναι Είναι. Ή υλη είναι ένέργεια μ.13 Ό Μπασλάρ μιλούσε, καί αύτός, γιά υλοποίηση τοϋ φωτονίου (της ένέργειας). Ό Paul Langevin ( 1872-1946 ), άντίθετα, μιλούσε τό 1922 γιά άδράνεια της ένέργειας, ή όποία πρέπει νά συμπεριφέρεται ώς ζυγίσιμη. ΚαΙ ό JeanPierre Vigier ( 1920-2004 ), έπίσης, έγραφε δτι « ή μάζα και ή ενέργεια είναι μορφές της ΰλης καΐ κατά τήν πορεία της κίνησης είμαστε μάρτυρες μετασχηματισμού μιας μορφής της ΰλης σέ άλλη ». Ό Évry Schatzman, μέ τή σειρά του, θεωροΰσε δτι ή μάζα χαρακτηρίζει τήν άδράνεια της υλης. Κατ'αύτόν ή ένέργεια πού κατέχει ένα σώμα καΐ ή άδράνειά του είναι δύο διαφορετικές μορφές κίνησης της ύλης.36 Κατά τόν G. Vassails, έπίσης, « ή διατήρηση της ένέργειας καΙ ή διατήρηση της μάζας είναι δύο διαφορετικές άλλά συνδεδεμένες δψεις της άφθαρσίας καΐ τοΰ άδημιούργητου της ύλης καΐ της κίνησης ».37 'Αργότερα, ό J. Druan έγραφε: « Ή μάζα καΐ ή ένέργεια είναι δύο φυσικά μεγέθη πού καΐ τά δύο συνδέονται μέ τήν ύλη, έπειδή άν δέν υπάρχει υλη χωρίς μάζα, δέν υπάρχει έπίσης υλη άκίνητη, χωρίς κίνηση ». Κατά τόν Ντρουάν ή ένέργεια δέν είναι ούσία. Είναι μέτρο της κίνησης.38 Άπό τήν άλλη πλευρά, είναι έπίσης ένδιαφέρον νά σημειώσουμε δτι ό Henri Lefebvre ( 1901-1991 ) μιλούσε γιά έννοια της ΰλης, ή όποία δηλώνει τήν άπειρότητα τοΰ δεδομένου δντος.^Άλλά καΐ όΆλτουσσέρ μιλοΰσε γιά « περιεχόμενο της έπιστημονικής έννοιας της ΰλης », ή όποία μεταβάλλεται μέ τήν άνάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. 40 Οί Γάλλοι ύλιστές, μέ τόν Λανζεβέν καΐ ύστερα άπ' αύτόν, έπιχείρησαν νά άποσαφηνίσουν τίς σχέσεις της υλης, τής μάζας καΐ τής ένέργειας. Όμως, οί έρμηνεϊες τους δέν ήταν πάντα σύμφωνες μέ τήν ειδική θεωρία τής σχετικότητας. Οί προηγούμενες έρμηνεϊες είναι τΙς περισσότερες φορές προσχετικιστικές, έπειδή χρησιμοποιούν έννοιες οί όποιες προϋποθέτουν τόν εύκλείδειο, τρισδιάστατο χώρο. Άλλά ή ειδική σχετικότητα είναι διατυπωμένη στα πλαίσια τοΰ ψευδοευκλείδειου τετρασδιάστατου χώρου τοΰ Μινκόφσκι ( Η. Minkowski, 1864-1909 ).
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ
37
Τό εύκλείδειο πλαίσιο δέν είναι, συνεπώς, τό κατάλληλο για τήν κατανόηση τοϋ φυσικοΰ νοήματος τής ειδικής σχετικότητας. Για μια όρθή έρμηνεία πρέπει νά χρησιμοποιήσουμε τό τετραδιάστατο πλαίσιο. Τά μόνα μεγέθη που έχουν φυσικό νόημα στόν τετραδιάστατο χώρο Μινκόφσκι είναι τά τετραδιάστατα, άναλλοίωτα ( covariantes ) μεγέθη ( τετραδιανύσματα καί τανυστές). Θά έπιχειρήσουμε συνεπώς στή συνέχεια νά αναλύσουμε τις σχέσεις ύλης, μάζας καί ένέργειας, χρησιμοποιώντας τα νέα, σχετικιστικά μεγέθη. Ή ανάλυση αυτή έλπίζω δτι θα άναδείξει τόν Ιδεολογικό χαρακτήρα τής τρέχουσας έρμηνείας καί τήν άσυμβατότητά της μέ τΙς θεωρίες τοΰ 'Αϊνστάιν. Κατά συνέπεια, θά άναδείξει βτι ό σύγχρονος νεοενεργητισμός δέν έχει έπιστημονική βάση.
4. Μια σχετικιστική ερμηνεία τών σχέσεων μάζας και ενέργειας *Ας τό έπαναλάβουμε : Ή ύλη δέν είναι έπιστημονική έννοια. Δέν υπάρχει μέτρο τής ύλης. Ή ύλη δέν ύπεισέρχεται ώς φυσικό μέγεθος στό φορμαλισμό τής Φυσικής. Ή ϋλη είναι όντολογικη κατηγορία. Είναι συνεπώς προφανές δτι οί έπιστήμες δέν άσχολοΰνται μέ τήν υλη έν γένει, άλλα μέ συγκεκριμένες, ειδικές μορφές ύλης, καί μέ ειδικές σχέσεις αύτών τών μορφών. Ή λέξη ύλη έδώ δηλώνει τό άντικείμενο τής έπιστημονικής έρευνας. Ή ύλη, ώς φιλοσοφική κατηγορία, είναι μια άφαίρεση. Είναι τό γενικό-άφηρημένο, τό όποιο έμπεριέχει στή γενικότητά του τήν ποικιλία, τήν πολυμορφία τοϋ είδικοΰ : «Όλο τόν πλοΰτο τοΰ εΐδικοϋ » ( Χέγκελ ). Δηλαδή : Μαζικά σωμάτια, μαζικά καί μή μαζικά πεδία, σωμάτια μέ μηδενική μάζα ήρεμίας, ένδεχομένως τά « κύματα-φαντάσματα » τοΰ 'Αϊνστάιν, τά όποια δέν μεταφέρουν ιδιομορφία ( σωμάτιο). Τέλος, τά δυνάμει σωμάτια, τά έν δυνάμει σωμάτια, τά οιονεί σωμάτια. Όντική ένότητα μέσα στήν πολυμορφία, δπως θά δοΰμε στό έπόμενο κεφάλαιο.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ό Ένγκελς, σύμφωνα μέ τή νομιναλιστική παράδοση, έγραφε : « Ή ύλη, σαν τέτοια, είναι καθαρή δημιουργία τής νόησης και καθαρή άφαίρεση. Κάνουμε άφαίρεση τών ποιοτικών διαφορών τών άντικειμένων, περιλαμβάνοντάς τα, ώς σωματικώς υπάρχοντα, υπό τήν έννοια τής ύλης. Ή υλη, σαν τέτοια, άντίθετα μέ τΙς καθορισμένες υπάρχουσες μορφές, δέν έχει συνεπώς αισθητή ύπαρξη μ.41 Ώς πρός τήν ένέργεια, ό Ένγκελς, εναντίον τής κυρίαρχης έρμηνείας ( τής έποχής του καΐ τής δικής μας ), έπέμενε δτι ή λέξη αύτή άφήνει χώρο στήν πλάνη δτι πρόκειται γιά κάτι έξωτερικό ώς πρός τήν ύλη.42 Θά έπιχειρήσουμε συνεπώς νά διατυπώσουμε μιά σχετικιστική έρμηνεία τών σχέσεων μάζας καΐ ένέργειας. Ή έρμηνεία αύτή θεμελιώνει, έλπίζουμε, έναν μονισμό τής ύλης, έναντίον του κλασικού καΐ τοϋ σύγχρονου δυϊσμού καΐ έναντίον τοϋ όντολογικοΰ δυϊσμού ύλης και πνεύματος, πού δήθεν προκύπτει άπό τήν εξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν. Ή λέξη ύλη δέν είναι έπιστημονική έννοια. Στή γενική περίπτωση δηλώνει τό άντικείμενο τής έρευνας. Ή μάζα καΐ ή ένέργεια, άντίθετα, είναι φυσικές έννοιες καΐ άντιστοιχούν σέ φυσικά μεγέθη. Είναι έννοιες οί όποιες έχουν όντικό άντίκρυσμα. Έτσι : 1. Ή μάζα είναι μέτρο τής άδράνειας. Είναι κατηγόρημα τής ύλης. 2. Ή ενέργεια είναι μέτρο τής κίνησης. Είναι ένα άντίθετο κατηγόρημα της ύλης. 3. Τά δυό μεγέθη συνδέονται μέ τήν περίφημη έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν, ή όποία έκφράζει τήν ένότητα τών άντιθέτων - ένότητα μέσα στή διαφορά καΐ τήν άντίθεση. Πώς θά μπορούσαμε τώρα νά έρμηνεύσουμε αύτή τήν έξίσωση; Ά ς άγνοήσουμε, επί τοϋ παρόντος, τόν τετραδιάστατο φορμαλισμό. Ή έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν δέν είναι έξίσωση ισοδυναμίας δπως γενικά λέγεται. Στό κλασικό πλαίσιο είναι μιά σχέση άναλογίας άνάμεσα σέ δύο διαφορετικά καΐ άντίθετα φυσικά μεγέθη. ( Γιά νά υπολογίσουμε τήν ένέργεια Ε, ή όποία άντιστοιχεΐ σέ μιά
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
39
μάζα m, πρέπει νά πολλαπλασιάσουμε τή μάζα, δχι μέ έναν καθαρό άριθμό, άλλα μέ τό τετράγωνο μιας ταχύτητας.) Ά ν άπορρίψουμε τήν ταύτιση τής μάζας μέ τήν ΰλη, καί άν ταυτόχρονα δέν ταυτίσουμε τήν ένέργεια μέ κάποια ούσία ( άυλη, κλπ.), τότε είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε μιά έπιστημολογικά συνεκτική έρμηνεία τής έξίσωσης τοϋ Αϊνστάιν, καί τών σχέσεων καί τών έξισώσεων πού προκύπτουν άπ' αύτήν. Ή μάζα δέν είναι υλη. Είναι μέτρο ένός άπό τά κατηγορήματά της. Ή ένέργεια δέν είναι ούσία. Είναι μέτρο ένός άλλου κατηγορήματος τής ΰλης. Ή έξίσωση τοϋ Αϊνστάιν δέν σημαίνει 6τι ή μάζα-ΰλη είναι ισοδύναμη μέ τήν ένέργεια, καί άντίστροφα. Ό μετασχηματισμός, π.χ., ένός φωτονίου σέ Ινα ζεΰγος ήλεκτρονίου καί ποζιτρονίου δέν είναι υλοποίηση τής ένέργειας. Είναι μετατροπή ένός σωματίου μέ μηδενική μάζα ήρεμίας σέ δύο μαζικά σωμάτια. Αντίστοιχα, ή μετατροπή ένός ήλεκτρονίου καί ένός ποζιτρονίου σέ Ινα κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας δέν είναι άφυλοποίηση τής ΰλης· είναι μετατροπή δύο μαζικών σωματίων σέ Ινα σωμάτιο μέ μηδενική μάζα ήρεμίας. Γενικότερα: Δέν είναι έπιστημολογικά θεμιτό νά μιλάμε γιά υλικά καί μή υλικά σωμάτια. Στήν πραγματικότητα πρόκειται γιά μαζικά σωμάτια ( λεπτόνια, βαρυόνια, μεσόνια κλπ. ) καί γιά σωμάτια μέ μηδενική ή περίπου μηδενική μάζα ήρεμίας ( φωτόνια, βαρυτόνια, νετρίνο ). Ά π ' αύτή τήν όδό είναι δυνατόν νά φτάσουμε σέ μιά ένιαία-μονιστική άντίληψη γιά τήν ΰλη. Νά θεμελιώσουμε τή θέση γιά τήν όντική ένότητα της ΰλης μέσα στήν ποικιλία τών μορφών, μέ βάση τήν ειδική καί στή συνέχεια τή γενική θεωρία τής σχετικότητας. Ά ς έπιχειρήσουμε τώρα νά άναδιατυπώσουμε στό τρισδιάστατο πλαίσιο τΙς κλασικές άρχές διατήρησης, άποφεύγοντας τή δεσπόζουσα έννοιολογική σύγχυση. Ή κλασική φυσική δεχόταν τή διατήρηση της λεγόμενης μάζας-ΰλης καί τή διατήρηση τής ένέργειας. Σύμφωνα μέ τήν προσχετικιστική έρμηνεία τής σχετικότητας, οί δύο άρχές είχαν άναχθεΐ σέ μία καί μοναδική : Στήν άρχή τής διατήρησης της ΰλης-μάζας καί τής ένέργειας.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή προηγούμενη θέση προϋποθέτει δτι ή μάζα καί ή ένέργεια είναι ούσίες. Είναι έντούτοις δυνατόν νά άναδιατυπώσουμε τΙς δύο κλασικές άρχές χωρίς νά χρησιμοποιήσουμε « ούσίες » : Χρησιμοποιώντας τΙς γενετικές σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένέργεια. "Ετσι : Κατά τή μετατροπή μαζικών σωματίων σέ μή μαζικά, ή ενεργεία μάζα μεταπίπτει στή δυνάμει κατάσταση, ένώ ή δυνάμει ενέργεια μεταπίπτει σέ ένεργεία. Τό άντίθετο ισχύει κατά τή μετατροπή μή μαζικών σωματίων σέ μαζικά. Είναι συνεπώς δυνατόν νά ορίσουμε τήν ολική μάζα ένός σωματίου ώς τό άθροισμα της ένεργεί^ι καί τής δυνάμει ένέργειας. Ή μάζα ένός σωματίου σέ ήρεμία είναι ένεργεία.* Ή ένέργειά του είναι δυνάμει. Ή μάζα ένός φωτονίου, άντίθετα, είναι δυνάμει, ένώ ή ένέργειά του είναι ένεργεία.43 Κατά τούς μετασχηματισμούς τών σωματίων ή ένεργεία μάζα καί ή ένεργεία ένέργεια μπορούν νά μετατραπούν σέ δυνάμει, καί άντίθετα. 'Αλλά ή ολική μάζα ( ένεργείιρι καί δυνάμει ) καί ή ολική ένέργεια ( ένεργεία καί δυνάμει ) διατηρούνται σέ κάθε μετασχηματισμό. "Ετσι είναι δυνατόν νά διατυπώσουμε διαφορετικά τούς νόμους διατήρησης, λαμβάνοντας υπόψη τΙς δυναμικές καί γενετικές σχέσεις άνάμεσα στή μάζα καί στήν ενέργεια, άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείιρι. 1. 'Αρχή διατήρησης τής ολικής μάζας: Mt = Ma + Μρ. Τό άθροισμα της ένεργεία καί τής δυνάμει μάζας διατηρείται σέ κάθε μετασχηματισμό. Ή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ενεργεία είναι συγκεκριμένη. Έχει έπίσης καί τήν ποσοτική πλευρά της ( τό ένεργεία μέτρο τοΰ δυνάμει ). 2. Αρχή της διατήρησης της ενέργειας: Et = Ea + Ερ. Ή ολική ενέργεια ένός συστήματος διατηρείται σέ κάθε μετασχηματισμό. Συνεπώς : Ένότητα διαφορετικών μεγεθών καί κατηγορημάτων. Μετασχηματισμός καί διατήρηση : Ένότητα άντίθετων διαδικασιών. Γιά άλλη μιά φορά : Μιά συγκεκριμένη διαλεκτική. 'Ερώτημα: Πώς πραγματοποιούνται αύτοί οί μετασχηματι* Μπορούμε νά γράψουμε : Mt = Ma + E/c
Έπίσης : El = Ea + me'.
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
41
σμοί ; Ποιές είναι οί μή γνωστές διαδικασίες τών οποίων ή κατάληξη είναι αύτό που είναι προσιτό στις σημερινές γνώσεις μας; Δέν γνωρίζουμε ! Θά πρέπει να υπογραμμίσουμε, άντίθετα μέ τήν τρέχουσα άντίληψη, δτι ή άρχή της διατήρησης της μάζας δέν ταυτίζεται μέ τό φιλοσοφικό άξίωμα της « άφθαρσίας της ύλης ». Ή υλη, βπως έχουμε σημειώσει, δέν είναι έπιστημονική έννοια. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει μέτρο της υλης. Ή άρχή της άφθαρσίας της υλης είναι όντολογικό άξίωμα. Είναι συνεπώς άδύνατο νά τό επαληθεύσουμε ή νά τό διαψεύσουμε. Ή πρόταση, ή ύλη είναι άδημιούργητη καί άφθαρτη, δέν είναι ούτε άληθής ούτε ψευδής. Είναι, σύμφωνα μέ τό σύνολο της έμπειρίας μας, όρθή. Ό Α. L. Lavoisier ( 1743-1794 ) πίστευε δτι είχε έπαληθεύσει, στά δρια τών πειραματικών δυνατοτήτων της εποχής του, τήν άρχή τής άφθαρσίας τής υλης. Κατά συνέπεια: Ένα έπιστημολογικό σφάλμα. Επιπλέον : Περιορισμένη πειραματική άκρίβεια καί -άναπόφευκτα- άγνοια τοϋ γεγονότος δτι ή ένέργεια ένός έξώθερμου πειράματος άντιπροσώπευε κάποιο, μηδαμινό έστω, ποσό μάζας. Τέλος, σύμφωνα μέ ορισμένες σημερινές ένδείξεις, ή μάζα τοΰ « Σύμπαντος» δέν είναι σταθερή, έπειδή υπάρχει δημιουργία μάζας στόν κοσμικό χώρο. 'Αλλά, έστω καί άν έπιβεβαιωνόταν αύτή ή πρόβλεψη, ή οντολογική άρχή τής διατήρησης της ύλης δέν θά παραβιαζόταν, έπειδή ή « δημιουργούμενη » ύλη άναδύεται άπό ένα βαθύτερο έπίπεδο υλικών μορφών. 'Αλλά θά έπανέλθουμε στό έπόμενο κεφάλαιο. Καί τώρα πρέπει νά περάσουμε στό τετραδιάστατο, σχετικιστικό πλαίσιο, προκειμένου νά άναδείξουμε τις αύθεντικά σχετικιστικές έννοιες καί σχέσεις. Έπίσης πρέπει νά διατυπώσουμε όρισμένα πρόσθετα έπιχειρήματα, υπέρ τής μονιστικής άντίληψης τής υλης καί εναντίον τής κυρίαρχης προσχετικιστικής έρμηνείας. Ή σχέση τοΰ 'Αϊνστάιν ( Ε = me2 ) έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο στό τρισδιάστατο πλαίσιο : Είναι μιά ποσοτική σχέση δύο φυσικών μεγεθών, μέτρο δύο άντίθετων κατηγορημάτων της υλης. 'Αλλά ή σχέση αύτή δέν έξαντλεΐ τό περιεχόμενο τών σχετικιστικών έννοιών καί μεγεθών. Οί σχέσεις αύτές άναδεικνύονται, στήν
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ολότητα και τήν άντιφατικότητά τους, μόνο στό τετραδιάστατο χωροχρονικό πλαίσιο. Στό προσχετικιστικό πλαίσιο ή ένέργεια έχει ένα νόημα καί ένα καθεστώς δήθεν « ούσίας ». Εντούτοις, ή ένέργεια έχει ένα πραγματικό φυσικό νόημα, μόνο στό τετραδιάστατο πλαίσιο, στό όποιο άντιπροσωπεύεται άπό τή χρονική συνιστώσα τοΰ τετραδιανύσματος όρμής-ένέργειας. Ή ενέργεια, συνεπώς, έχει φυσικό νόημα μόνο σέ άμοιβαία εξάρτηση μέ τΙς τρεις συνιστώσες τοϋ τετραδιανύσματος πού άντιστοιχοΰν στήν όρμή, δηλαδή στή μάζα. Πρόκειται γιά αύθεντικά σχετικιστική έρμηνεία, έναντίον τής άποψης 6τι ή ένέργεια είναι ούσία. Τό γεγονός 6τι ή μάζα καί ή ενέργεια άντιπροσωπεύονται άπό διαφορετικές συνιστώσες τοϋ ϊδιου τετραδιανύσματος είναι ή τυπική-μαθηματική έκφραση τής διαφοράς καί τής ένότητας αυτών τών δύο άντίθετων φυσικών μεγεθών. Στό σχετικιστικό πλαίσιο ή μάζα είναι σχετικό μέγεθος. 'Αλλά ή μάζα άντιπροσωπεύεται άπό τις τρεις χωρικές συνιστώσες τοΰ τετραδιανύσματος όρμής-ένέργειας. Τό άμετάβλητο μέγεθος στό σχετικιστικό πλαίσιο είναι ή μάζα ήρεμίας, muΌ σχετικιστικός τύπος είναι ή έκφραση ένός άμετάβλητου μεγέθους γιά ένα σωμάτιο : τής μάζας ήρεμίας. Είναι ταυτόχρονα ή έκφραση της ένότητας καί τής διαφοράς τής μάζας καί τής ένέργειας, άλλα δχι τής ταυτότητάς τους. Ή μάζα ήρεμίας mo εξάλλου θεωρείται συχνά ποσοτικό μέτρο τής ύλης. 'Επίσης, ή διατήρηση τής ολικής μάζας καί τής ολικής ένέργειας έρμηνεύεται συχνά ώς διατήρηση τής ύλης καί άφθαρσία τής ένέργειας.45 'Αλλά σύμφωνα μέ τήν άποψη πού έκτίθεται έδώ δέν υπάρχει μέτρο τής ύλης. Ό προηγούμενος ισχυρισμός, συνεπώς, στερείται φυσικοΰ νοήματος. Τό « μήκος » τοΰ διανύσματος όρμής-ένέργειας δέν είναι μέτρο τής ύλης. Τό διάνυσμα αύτό είναι ή γεωμετρική παράσταση τής άμοιβαίας μεταβολής τών χωρικών καί χρονικών συνιστωσών, δηλαδή τής μάζας καί τής ενέργειας τοΰ σωματίου. Τό άναλλοίωτο δέν είναι άσύμβατο μέ τή μεταβλητότητα τών συνιστωσών, δηλαδή μέ τή μεταβλητότητα τής μάζας καί τής ένέργειας, άν άποσυνθέσουμε τό τετραδιάνυσμα σέ δύο ύποχώρους : τόν
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο ΤΗΣ ΥΛΗΣ
43
τρισδιάστατο χώρο καί τόν μονοδιάστατο χρόνο. Συνεπώς, στό σχετικιστικό πλαίσιο δέν υπάρχουν ούσίες: μάζα-ΰλη καί ένέργεια. Τπάρχει μία καί μοναδική ούσία, ή υλη, μέ έναν άριθμό κατηγορημάτων ( άπειρο κατά τόν Baruch Spinoza, 1632-1677 ), δπως ή άδράνεια καί ή κίνηση, καί έναν άριθμό φυσικών μεγεθών, δπως ή μάζα καί ή ένέργεια. Μέ άφετηρία τό σχετικιστικό πλαίσιο είναι συνεπώς δυνατόν νά διευρύνουμε τήν κατηγορία τής ΰλης ώστε νά περιλάβει κάθε οντότητα άνεξάρτητη άπό τό υποκείμενο, έστω καί άν ή μάζα της είναι μηδενική. Μπορούμε, συνακόλουθα, νά υποστηρίξουμε, άντίθετα μέ τήν τρέχουσα άντίληψη, δτι ή μάζα δεν είναι Αναγκαστικό κατηγόρημα τής νλης. Ή προηγούμενη θέση έχει ένα σταθερό-ποσοτικό θεμέλιο στόν σχετικιστικό φορμαλισμό. Πράγματι, στό πλαίσιο αύτοΰ τοΰ φορμαλισμού υπάρχουν σωμάτια τά όποια έχουν ορμή, ένέργεια κλπ., 6χι δμως μάζα ήρεμίας.* Αντίστοιχα, ή κατηγορία τής ΰλης άποσυνδέεται άπό τήν έννοια της μάζας ήρεμίας. Είναι αυτονόητο δτι, άν τό φωτόνιο έχει μηδαμινή μάζα ήρεμίας ( άλλά τί σημαίνει μάζα ήρεμίας γιά τό φωτόνιο ; ), άκόμα καί σέ αύτή τήν περίπτωση κατέχει δυνάμει μάζα, ή όποία μετατρέπεται σέ ενεργείς κατά τούς μετασχηματισμούς τών μαζικών σωματίων. Καί είναι γνωστό δτι υπάρχουν θεωρητικά μοντέλα καί πειράματα πού άναζητοΰν τά « κενά κύματα », τά « κύματα φαντάσματα » τοΰ 'Αϊνστάιν. Οί όντότητες αύτές, άν υπάρχουν, προκαλούν φυσικά φαινόμενα χωρίς νά μεταφέρουν μάζα. Είναι συνεπώς θεμιτό νά διευρύνουμε τήν κατηγορία τής ΰλης ώστε νά περιλάβει, δχι μόνο τά μαζικά σωμάτια, συστατικά τών άτόμων, κλπ., άλλά καί τά μή-μαζικά σωμάτια : ήλεκτρομαγνητικά καί βαρυτικά κύματα. Έτσι, ή κλασική διάκριση άνάμεσα 2
* Ά π ό τόν τύπο : Κ = V( nine-)-' + c-'p-', έχουμε : ρ = Vfr/c - ηι,,-'c-', ( I ), ά π ' δπου, άν m„ = 0. ρ = E/c. Τ ά « μή υλικά » φωτόνια, σύμφωνα μέ τήν έποπτική -άπλοϊκή άποψη γιά τήν ΰλη, έχουν όρμή δπως κάθε υλικό σωμάτιο, καί τό γεγονός αύτό ήταν γνωστό πρίν άπό τή σχετικότητα.
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στήν ύλη καί τό πεδίο δέν έχει πλέον νόημα. Μιά τέτοια γενίκευση είναι σύμφωνη μέ τόν σχετικιστικό φορμαλισμό, καθώς καί μέ τή φυσική σημασία τών θεωριών τοΰ Αϊνστάιν. Πράγματι, στό άρθρο του για τή γενική σχετικότητα, ό 'Αϊνστάιν γράφει : « 'Εφεξής θά διακρίνουμε άνάμεσα στό " βαρυτικό πεδίο καί τήν υλη" μέ τήν έννοια δτι ορίζουμε ώς ύλη καθετί, εκτός άπό τό πεδίο της βαρύτητας ». Ή χρήση της λέξης, συνεπώς, περιλαμβάνει 6χι μόνο τήν ύλη, μέ τή συνήθη έννοια του δρου, άλλά έξίσου καί τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. 'Εντούτοις, στό ίδιο άρθρο ό 'Αϊνστάιν υπογραμμίζει 6τι « τό βαρυτικό πεδίο δρα ποιοτικά δπως κάθε είδος ένέργειας » δημιουργώντας έτσι τή δυνατότητα νά περιλάβουμε καί τό βαρυτικό πεδίο ( καί κάθε άλλο είδος ) στήν κατηγορία τής ΰλης.46 Ή σχετικότητα καί ή κβαντική θεωρία άπέδειξαν δτι ή άντίθεση ύλης καί πεδίου στερείται νοήματος. Παρά ταΰτα, είναι μιά τρέχουσα πρακτική νά θεωρείται τό πεδίο, φυσική μή υλική όντότητα. Ά ς πάρουμε ένα παράδειγμα. Ό Henry Margenau ( 19011997 ), στόν πρόλογο τοΰ βιβλίου τοΰ Ernst Cassirer ( 1874-1945 ) Determinism and Indeterminism in Modern Physics, μιλάει γιά έναν « μή υλικό παράγοντα ( agent ), καλούμενο πεδίο »." ΚαΙ ό ϊδιος ό Κάσσιρερ έγραφε: Μέ τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο έκανε τήν έμφάνισή της μιά νέα πραγματικότητα : τό πεδίο. "Ετσι, « ή ύλη δέν θεωρείται πλέον άνεξάρτητη ύπαρξη, καί έγινε προσπάθεια νά παραχθούν δλα τά χαρακτηριστικά της άπό τούς νόμους τοΰ πεδίου καί μ'αύτόν τόν τρόπο νά θεωρήσουμε τήν ύλη άποτέλεσμα τοΰ πεδίου». 4 8 Ή προσχετικιστική, μηχανιστική άντίληψη είναι προφανής. Κατά τόν Κάσσιρερ ή άδράνεια τής ΰλης άντικαθίσταται ολοκληρωτικά άπό τήν άδράνεια τής ένέργειας. Συνεπώς τό άτομο δέν είναι φορέας υλικής άλλά μόνον ήλεκτρομαγνητικής μάζας. Ή έννοιολογική σύγχυση τοΰ διάσημου Γερμανού φιλόσοφου προϋποθέτει τήν παρανόηση τοΰ φυσικοΰ περιεχόμενου τής σχετικότητας. Στα πλαίσια τών σχετικιστικών θεωριών, μποροΰμε νά δεχτούμε μία καί μοναδική πραγματικότητα, ή όποία έχει τή μορ-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
45
φή μαζικών άλλα καί μή μαζικών σωματίων. Οί διάφορες μορφές αύτης της πραγματικότητας μετασχηματίζονται οί μέν στις δέ, σύμφωνα μέ καθολικούς ή έπιμέρους νόμους διατήρησης. Μετασχηματισμός καί διατήρηση συνιστούν καί σ'αύτή τήν περιοχή διαλεκτικό ζεύγος. Όλα αύτά τά φαινόμενα είναι συγκεκριμένες ένδείξεις της όντικής ένότητας τών μορφών της ύλης, « ένότητας μέσα στή διαφορά », κατά τόν Χέγκελ. Οί διαφορές μάζας, φορτίου, ή σωματιδιακή ή κυματική μορφή κλπ., είναι ειδικές διαφορές στό έσωτερικό της καθολικής ένότητας. Μπορούμε συνεπώς νά δεχτούμε τήν ύπαρξη μίας καί μοναδικής ούσίας, τής ύλης, σέ κίνηση καί σέ μεταμόρφωση. Ενιαία ούσία τών προσωκρατικών, ένιαία ούσία τοΰ Σπινόζα. Μια διαλεκτική όδύσσεια τοΰ πνεύματος : Άπό τό άφηρημένο καθολικό της φιλοσοφίας στό ειδικό καί στό συγκεκριμένο τής επιστήμης, καί άπό έκεϊ, έκ νέου πρός τό καθολικό-άφηρημένο, τό όποιο έγκλείει « 6λο τόν πλοΰτο τοΰ πραγματικού » (Χέγκελ). Τέλος, είναι ένδιαφέρον νά σημειώσουμε άλλη μιά ένδειξη ένότητας άνάμεσα στήν ύλη καί στό πεδίο, καί συνεπώς τής άνυπαρξίας μιας τυπικής άντίθεσης. Συμπερασματικά, τής ύπαρξης ένός συγκεκριμένου μονισμοΰ τής ύλης. Είναι γνωστό 6τι, σύμφωνα μέ τή γενική θεωρία τής σχετικότητας, ή μορφή τοΰ χωροχρονικοϋ συνεχοΰς καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ύλης, βπως αύτή άντιπροσωπεύεται άπό τόν τανυστή όρμής-ένέργειας. Είναι δυνατόν νά έχουμε δύο περιπτώσεις : 1 ) Μαζικά σωμάτια- 2 ) μαζικά σωμάτια καί ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. Στή δεύτερη περίπτωση, τό πεδίο συνεισφέρει καί αύτό, 6πως καί τά μαζικά σωμάτια, στήν καμπυλότητα τοΰ χωρόχρονου.* Δέν υπάρχει διχοτομία άνάμεσα στήν ύλη καί τό πεδίο, δπως καί άνάμεσα στις διάφορες οικογένειες τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων ( σωματίων, αντισωματίων, φερμιονίων, μποζονίων κλπ.). Καί καθώς τό πεδίο είναι * Τυπικά: (1 ) = m„c 2 uju p . ( 2 ) Μμ = πι<><Γΐΐμΐιρ + τ*μ είναι ό τανυστής τοΰ ηλεκτρομαγνητικού πεδίου.
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ό κατεξοχήν άντιπρόσωπος τής κίνησης, έχουμε καί, έδώ ένα συμπληρωματικό έπιχείρημα υπέρ τής ένότητας τής υλης καί τής κίνησης. Τό γενικό, άφηρημένο άξίωμα τής άριστοτελικής άντίληψης για τΙς σχέσεις υλης καί κίνησης ( ή φύσις άρχή κινήσεως καί άλλαγής ) έχει άποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο. ("Αλλη μία περίπτωση τής ίστορικής-διαλεκτικής σχέσης έπιστημών καί φιλοσοφίας.) Σύμφωνα μέ τήν προηγούμενη άνάλυση, τό φως, δηλαδή τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο, είναι μορφή ύλης. Όπως έχουμε σημειώσει, ό 'Αϊνστάιν ήταν ό έξέχων υπερασπιστής αύτης τής θέσης. 'Εντούτοις, είναι τρέχουσα πρακτική νά θεωρούνται υλικά μόνο τά μαζικά σωμάτια καί ώς « ένέργεια », σύμφωνα μέ τήν προσχετικιστική παράδοση, τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο. 'Αλλά, όπως είναι γνωστό, τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο είναι άνεξάρτητο άπό τήν πηγή του. Είναι φορέας όρμής δπως κάθε σωμάτιο. Κατέχει δυνάμει μάζα, ή όποία γίνεται ένεργεία υπό κατάλληλες συνθήκες. Έ λ κεται άπό τά ούράνια ( γενικά : τά βαρέα ) σώματα καί συμβάλλει, καί αύτό, στό βαρυτικό πεδίο. Μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια, σέ φερμιόνια (τά φωτόνια είναι μποζόνια). Μέ μιά άντίστροφη διαδικασία δημιουργείται μέ τή συγχώνευση δύο φερμιονίων ( ένός σωματίου καί ένός άντισωματίου). Κατά συνέπεια, οί τυπικές άντιθέσεις καί οί διχοτομίες, οί τόσο άρεστές στήν τυπική λογική, ύλη καί πεδίο, ύλη καί ένέργεια, ύλη καί φώς, κλπ., δέν έχουν φυσικό θεμέλιο. Είναι κατάλοιπα τής προσχετικιστικής φυσικής καί διάγουν παρασιτικό βίο στό σύμπαν τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν. Ή προηγούμενη έπιχειρηματολογία είναι σύμφωνη μέ τόν έπιστημονικό ρεαλισμό, καθώς καί μέ τόν όρισμό τής ύλης ώς άντικειμενικής πραγματικότητας, άνεξάρτητης άπό τό « πνεΰμα ». 'Αλλά αύτή ή έπιχειρηματολογία, μέ υλιστική τάση, δέν άπαντα στό έρώτημα: Ύλη ή πνεΰμα; Ένας χριστιανός θά μποροΰσε νά υιοθετήσει αύτή τήν άντίληψη, άποδεχόμενος ταυτόχρονα τό δόγμα τής δημιουργίας. Όμως προτοΰ θέσουμε τό έρώτημα : Μονιαμος τής ϋλης, ή δυϊσμός τής ϋλης και τοϋ πνεύματος, θά πρέπει νά άνα-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
47
δείξουμε τήν ένότητα τών μορφών τής υλης, ή όποία άποκαλύπτεται άπό τήν ποικιλία τών μορφών της. Θά πρέπει γι' αύτό νά περάσουμε στό πεδίο τής μικροφυσικής. 'Εντούτοις πρέπει νά σημειώσουμε δτι ή προηγούμενη εικόνα τής ΰλης δέν είναι χωρίς κενά καί παράδοξα. Θά όλοκληρώσουμε συνεπώς αύτό τό κεφάλαιο μέ μιά πολύ συνοπτική άναφορά σέ αύτά τά προβλήματα. 5. Παράδοξα καί ανοικτά
ερωτήματα
Ή ειδική καθώς καί ή γενική σχετικότητα είναι θεωρίες πού έπιβεβαιώθηκαν άπό τό πείραμα καί τήν παρατήρηση. Ή ειδική σχετικότητα, ειδικότερα, άποτέλεσε τή βάση της μικροφυσικής καί, μέσω τής μικροφυσικής, έδωσε συγκεκριμένο, φυσικό περιεχόμενο στήν'Αστροφυσική καί στήν Κοσμολογία. ΚαΙ ή περίφημη έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν άποτέλεσε τό άφετηριακό σημείο τής πυρηνικής τεχνολογίας καί, παρά τΙς άντιρρήσεις τοΰ δημιουργού της, τών πυρηνικών δπλων. Παρά ταΰτα, υπάρχουν διφορούμενα, άσάφειες, παράδοξα καί άνοικτά έρωτήματα, σχετικά μέ τά έννοιολογικά θεμέλια τών σχετικιστικών θεωριών. 'Εδώ θά έπισημάνουμε μόνον εκείνα πού σχετίζονται μέ τήν ειδική σχετικότητα. Έπίσης δέν θά έξετάσουμε σ' αύτό τό κεφάλαιο τά έρωτήματα πού σχετίζονται μέ τό χώρο καί τό χρόνο, έπειδή δέν σχετίζονται άμεσα μέ τό θέμα αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. Ά ς άρχίσουμε άπό τό φωτόνιο, αύτή τή μηδαμινή όντότητα, ή κίνηση τοΰ όποίου προκάλεσε τήν κρίση τής νευτώνειας φυσικής. Είναι γενικά δεκτό δτι ή μάζα ήρεμίας τοΰ φωτονίου είναι μηδενική. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόημα αυτής τής άποψης ; Έπειδή μποροΰμε νά φανταστούμε κάποιο σύστημα αναφοράς σέ σχέση μέ τό όποιο τό φωτόνιο θά ήταν σέ ήρεμία ; Καί πώς ένα σωμάτιο μηδενικής μάζας μπορεί νά έχει μή μηδενική ορμή ; ΚαΙ δμως, ό τύπος ( 1 ) είναι σωστός καί σέ συμφωνία μέ τό πείραμα.
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
*Ας δεχτούμε παρά ταϋτα δτι m = 0 γιά τό φωτόνιο. Γνωρίζουμε δτι ή ταχύτητα αυτού τοΰ σωματίου δέν μπορεί νά υπερβεί τή σταθερά c. 'Αλλά άν ν = c, τότε ή μάζα τοΰ φωτονίου γίνεται άπειρη, δπερ άτοπον. Μπορούμε νά θεωρήσουμε δτι ή ν τείνει πρός τή c. 'Αποφεύγουμε τότε τό άπειρο, άλλα και τότε ή μάζα τοΰ φωτονίου τείνει πρός τό άπειρο. Παρ'δλα αύτά, είναι δεδομένο καί θεμελιακό τό άξίωμα δτι ή ταχύτητα τοΰ φωτονίου είναι άνεξάρτητη άπό τήν κίνηση ώς πρός τό σύστημα άναφορας. Γιατί; Πρόκειται γιά άξίωμα καί γιά πειραματικό γεγονός. Εξήγηση ; *Ας δεχτούμε λοιπόν δτι ή μάζα τοΰ φωτονίου είναι μηδενική. Πώς νά έξηγήσουμε τότε τό γεγονός δτι τό μή μαζικό αύτό σωμάτιο μετασχηματίζεται σέ δύο μαζικά σωμάτια ; 'Επίσης, πώς νά έξηγήσουμε τό γεγονός δτι ή μάζα ενός σωματίου που άπορροφά ίνα φωτόνιο χωρίς μάζα αύξάνεται σύμφωνα μέ τόν τύπο τοΰ 'Αϊνστάιν; Μπορούμε νά δεχτούμε δτι σ'αύτή τήν περίπτωση τό φωτόνιο, σύμφωνα μέ τό σχήμα πού προτείναμε, έχει μια δυνάμει μάζα, ή όποία πραγματώνεται ( περνάει στήν ένεργεία κατάσταση ) κατά τό μετασχηματισμό. Όμως : Μέσα άπό ποιές διαδικασίες ; Στήν άντίθετη περίπτωση, δυό σωμάτια μέ θετική μάζα μετατρέπονται σέ ένα φωτόνιο. Καί σ'αύτή τήν περίπτωση, καί μέ βάση τή διαλεκτική τοΰ δυνάμει καί τοΰ ένεργεία, μποροΰμε νά θεωρήσουμε δτι ή ένεργεία μάζα περνά στήν κατάσταση τοΰ δυνάμει, ένώ ή δυνάμει ένέργεια τών δύο σωματίων πραγματώνεται. 'Αλλά, έστω καί άν αύτή ή έρμηνεία είναι όρθή στό έπιστημολογικό έπίπεδο, καί άν άκόμα δεχτούμε τό δτι, κατά τόν 'Αριστοτέλη, τό ένεργεία είναι μέτρον τοΰ δυνάμει, άκόμα καί σ'αύτή τήν περίπτωση οί φυσικές διαδικασίες παραμένουν στό σκοτάδι. Παρόμοιο έρώτημα : Στό σύστημα τοΰ κέντρου μάζας, ή όρμή τοΰ σωματίου είναι μηδενική. Ό νόμος τής διατήρησης τής ολικής μάζας συμπίπτει μέ τό νόμο τής διατήρησης τής ένέργειας. *Αν ή όρμή είναι διαφορετική άπό τό μηδέν, ή μάζα τοΰ σωματίου αύξάνει σέ συμφωνία μέ τήν έξίσωση τοΰ 'Αϊνστάιν. 'Αλλά μέ ποιόν τρόπο ή ένέργεια μετατρέπεται σέ μάζα ; Καί στήν περίπτωση αύτή μποροΰμε νά Ισχυριστούμε δτι ή δυνάμει μάζα γίνε-
ΥΛΗ, Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Ε Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Ι Μ Ο Τ Η Ι ΥΛΗΣ
49
ται ενεργεία. 'Αλλά ό μηχανισμός, για άλλη μιά φορά, παραμένει στό σκοτάδι. Μιλάμε γιά μάζα. 'Αλλά τί είναι ή μάζα ; Μέτρο της άδράνειας ένός σώματος ! 'Αλλά ή μάζα δέν είναι άναλλοίωτο μέγεθος. Είναι συνάρτηση της ταχύτητας. Ή άδρανειακή μάζα ορίζεται ώς ή μάζα ήρεμίας ένός σωματίου. 'Αλλά ή άδρανειακή μάζα μετατρέπεται σέ ένέργεια, έξ οδ ή μή νόμιμη έπιστημολογική ( προσχετικιστική ) άποψη δτι ή μάζα ένός σωματίου δέν είναι άλλο άπό ένέργεια.49 Έχουμε άναφερθεΐ σ' αύτό τό επιστημολογικό-όντολογικό σφάλμα. Ή ειδική σχετικότητα 6πως καί ή γενική είναι θεωρίες πειραματικά έπιβεβαιωμένες. 'Εντούτοις, ή φύση τής μάζας, τής ενέργειας καί τών άμοιβαίων μετασχηματισμών τους παραμένει « μυστήριο ». Έτσι : τί είναι ή μάζα ; Είναι γνωστό δτι, σύμφωνα μέ τήν άρχή τοϋ Μάχ, ή άδράνεια ένός σώματος καθορίζεται άπό τήν άμοιβαία δράση τών μαζών πού κατανέμονται στό χώρο. "Οπως γράφει ό Hermann Bondi ( 1919-2005 ), τό μέγεθος τής ένέργειας ένός σώματος καθορίζεται άπό τή μάζα τοΰ Σύμπαντος καί τήν κατανομή της. Συνεπώς ή μάζα ένός σωματίου έξαρταται άπό τήν κατάσταση τοΰ Σύμπαντος ! Ά ν ή άρχή τοϋ Μάχ είναι ορθή, ή άδρανειακή έπίδραση τής ύλης υποδηλώνει άλλη μιά σύνδεση άνάμεσα σέ μας καί στά βάθη τοΰ Σύμπαντος.50 Πράγματι, μέ βάση τή σχετικότητα της κίνησης, ό Μάχ υποστήριζε δτι ή άδράνεια είναι τό άποτέλεσμα τής άμοιβαίας άλληλεπίδρασης τής ολότητας τών μαζών τοΰ Σύμπαντος. Ή ποσότητα τής ύλης, έγραφε ό Μάχ, δέν έξηγεϊ τήν έννοια τής μάζας. Ή μάζα είναι δυναμικό μέγεθος, καί ό μόνος όρθολογικός ορισμός είναι δυναμικός ορισμός. Όμως ό Μάχ δέν μπόρεσε νά δώσει μιά έρμηνεία αύτοΰ τοΰ φαινομένου.31 'Επιπλέον, ή άμοιβαία δράση προϋπέθετε, έμμεσα, ένα είδος δράσης άπό άπόσταση. 'Επίσης, δπως σημειώνουν οί Rueda καί Haisch, ή γενική σχετικότητα δέν μπορεί νά ένσωματώσει τήν άρχή τοΰ Μάχ. Άλλες διαφωνίες μ'αύτή τήν άρχή έπισημάνθηκαν άπό τόν Βιζιέ καί τόν Rindler.32 Άπό τήν πλευρά του ό Assis έπεσήμανε έπίσης δτι ή άρχή τοΰ Μάχ, δπως τό είχε έπισημάνει
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ό ίδιος ό 'Αϊνστάιν, δέν ένσωματώνεται στή γενική θεωρία τής σχετικότητας. Ό ίδιος συγγραφέας πρότεινε Ινα δυναμικό πρότυπο, τό όποιο, κατ' αύτόν, θά μπορούσε νά ένσωματώσει τήν άρχή τοΰ Μάχ.53 Ό Άσσίς μας ύπενθυμίζει δτι ό 'Αϊνστάιν ήταν αύτός πού δνόμασε « άρχή τοΰ Μάχ » τήν υπόθεση δτι οί άδρανειακές ιδιότητες τών τοπικών μαζών καθορίζονται άπό τήν κατανομή τής ολικής μάζας τοΰ Σύμπαντος. Επισημάναμε ορισμένες άπό τίς αδυναμίες τής άρχής τοΰ Μάχ. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ορισμένοι φυσικοί έπιχείρησαν νά δώσουν κάποια έρμηνεία αύτής της άρχής. Έτσι, οί Ρουέντα καί Χάις ύποκατέστησαν τήν άρχή τοΰ Μάχ μέ μιά ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση ή όποία είναι συνεπής μέ τήν άρχή τής αιτιότητας. Ή ύπόθεσή τους προϋποθέτει μιά δύναμη άντίδρασης. Συγκεκριμένα: Οί συγγραφείς αύτοί υποστηρίζουν δτι θά μπορούσαμε νά έρμηνεύσουμε, τουλάχιστον κατ'άρχήν, τήν άδράνεια τής ύλης σάν μιά δύναμη άντίδρασης ή όποία προκαλείται άπό τήν άλληλεπίδραση τοΰ ήλεκτρομαγνητικοΰ πεδίου τοΰ μηδενικού σημείου ( ZPF ) μέ τά στοιχειώδη φορτισμένα συστατικά τής ΰλης : τά κουώρκ καί τά ήλεκτρόνια.54 Είναι γνωστό δτι εκτός άπό τήν άδρανειακή μάζα υπάρχει καί ή βαρεία μάζα. Άπό τήν εποχή τοΰ Νεύτωνα γινόταν δεκτό δτι ή άδρανειακή καί ή βαρυτική μάζα ταυτίζονταν γιά δλα τά σώματα. Ή ισότητα τών δύο μαζών ήταν δμως Ινα άπό τά αινίγματα τής Φυσικής. Τό πείραμα τοΰ 1890 τοΰ Lorând von Eötvös ( 1848-1919 ), καθώς καί άλλα, πιό πρόσφατα πειράματα, επαλήθευσαν μέ έξαιρετική προσέγγιση τό άξίωμα τής ισότητας τής αδρανειακής μέ τή βαρεία μάζα. Ή άρχή τής ισοδυναμίας, πού χρησιμοποίησε ό Αϊνστάιν στή γενική θεωρία τής σχετικότητας, άποτελεϊ γενίκευση της υπόθεσης δτι ή βαρεία μάζα είναι ίση μέ τήν άδρανειακή.33 Ποιά είναι δμως ή άφανής αιτία αύτής τής ισότητας ; Λέγοντας δτι ή αύτή ποσότητα ένός σώματος εκδηλώνεται, άνάλογα μέ τίς συνθήκες, ώς άδράνεια ή ώς βάρος56 σημαίνει δτι άναγνωρίζουμε Ινα γεγονός. "Οχι δτι τό εξηγούμε. "Οπως υποστηρίζουν οί Mercier et al., ή άρχή τής ισότητας είναι άπλώς μιά έκφραση πού χρησιμοποιείται ώς όρι-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
50
σμός τόσο για τό νευτώνειο δυναμικό πού μετέχει στήν έξίσωση του Πουασσόν ( Siméon-Denis Poisson, 1781-1840 ) 6σο καί για τή δύναμη της βαρύτητας.5' Έκτοτε διατυπώθηκαν υποθέσεις έρμηνείας τής ισότητας τών δύο μαζών. Θά επισημάνω ένα άρθρο, τό όποιο, κατά τή γνώμη μου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Πρόκειται γιά μιά άπόπειρα νά έρμηνευτεΐ ή άδρανειακή μάζα ώς συνέπεια της αναλλοίωτης περιοδικότητας πού άποδίδεται στα κύματα Ντέ Μπρέιγ ( Louis de Broglie, 1892-1987 ). 'Υποτίθεται δτι είναι δυνατόν νά συσχετιστούν οί άδρανειακές καί άθροιστικές ιδιότητες της ορμής καί τής ένέργειας μέ τά μή γραμμικά φαινόμενα συμβολής τά όποια δημιουργούνται άνάμεσα στά κύματα Ντέ Μπρέιγ καί στά διάφορα σωμάτια. Οί συγγραφείς άποδίδουν στά κύματα Ντέ Μπρέιγ έναν βαθμό πραγματικότητας μεγαλύτερο άπ' δ,τι συνήθως τούς άποδίδεται. Ή άδράνεια θεωρείται δύναμη άντίστασης στήν τροποποίηση τής κίνησης" ή βαρύτητα, άνάλογη μέ τήν άδράνεια, ώς μέτρο τής δύναμης ή όποία άσκεϊται σέ ένα σωμάτιο έντός δεδομένου βαρυτικοΰ πεδίου.58 Σύμφωνα μέ τούς Χάις καί Ρουέντα, ή άδράνεια καί ή βαρύτητα προέρχονται άπ' τήν ίδια ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση άνάμεσα στό πεδίο τοΰ σημείου μηδέν, καί τά κουώρκ καί τά ήλεκτρόνια, συστατικά τών άτόμων. Ά ν ή υπόθεση αύτή είναι όρθή, θά ήταν δυνατόν νά ένοποιηθεϊ ή βαρύτητα καί οί άλλες δυνάμεις. Ή βαρύτητα σ'αύτή τήν περίπτωση θά ήταν έκδήλωση τοΰ ήλεκτρομαγνητισμοΰ.59 Αδρανειακή μάζα, βαρεία μάζα, μετασχηματισμός τής μάζας σέ ένέργεια καί άντίστροφα, ύποκβαντικό κενό πού εκδηλώνεται στό πεδίο της Μικροφυσικής, άλλά καί τής 'Αστροφυσικής, δλα αύτά είναι έκδηλώσεις δομών, διαδικασιών καί σχέσεων « κρυμμένων » στο σήμερα προσιτό έπιπεδο τής πραγματικότητας, φαινομένων, κλπ., πού ή γνώση τους θά άνοίξει έναν νέο κόσμο στή δημιουργικότητα τοΰ άνθρώπινου πνεύματος. Θά σημειώσουμε, κλείνοντας αύτό τό κεφάλαιο, άλλη μιά συνέπεια τής θεωρίας τής βαρύτητας τοΰ Νεύτωνα καί τοΰ Αϊνστάιν.
ι6
Ι1ΡΩΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εϊναι γνωστό δτι ό Νεύτων, μέ βάση τή σωματιδιακή θεωρία του γιά τό φως, είχε διατυπώσει τήν υπόθεση δτι οί άκτίνες τοϋ φωτός, διερχόμενες άπό τή γειτονία μαζικών ούρανίων σωμάτων, θά ύφίσταντο μια άπόκλιση έξαιτίας τοΰ βαρυτικοΰ πεδίου. Ό 'Αϊνστάιν, στα πλαίσια ένός διαφορετικοΰ παραδείγματος, έφτασε στό ϊδιο συμπέρασμα : Οί άκτίνες φωτός πού διέρχονται άπό τή γειτονία τοϋ "Ηλιου θά ύφίσταντο άπόκλιση έξαιτίας τοΰ βαρυτικοΰ του πεδίου. Συνέπεια: Ή γωνιακή άπόσταση άνάμεσα στόν"Ηλιο καί κάποιον γειτονικό άστέρα θά φαινόταν δτι θά αύξανε περίπου κατά ένα δευτερόλεπτο της μοίρας.60 Ή ποσοτική πρόβλεψη της θεωρίας επαληθεύτηκε άπό τήν παρατήρηση. 'Αλλά, άν τό φωτόνιο έχει « μάζα ήρεμίας » ίση μέ μηδέν, πώς μπορεί νά έξηγηθέϊ τό γεγονός δτι ή βαρυτική του μάζα είναι θετική ; Ή ισότητα της άδρανειακής μέ τή βαρεία μάζα δέν θά παραβιαζόταν σ'αύτή τήν περίπτωση ; *Αν m; = mg, πώς μποροΰμε νά έχουμε mi = 0 καί mp > 0 ; Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ 'Αϊνστάιν, ή ένέργεια τοΰ φωτονίου συμβάλλει στό πεδίο βαρύτητας. 'Αλλά πώς μια δυνάμει μάζα δρα σαν ένεργεία μάζα ;61 'Αναφερθήκαμε σέ ορισμένα παράδοξα καί σέ άνοικτά έρωτήματα πού άφοροΰν τίς σχετικιστικές θεωρίες. 'Ιδιαίτερα τΙς σχέσεις μάζας καί ένέργειας. Είναι γεγονός δτι ή σχετικότητα καί ή κβαντική μηχανική είναι έπαληθευμένες θεωρίες. Καί δμως, στα θεμέλιά τους υπάρχουν διφορούμενα, άνοικτά έρωτήματα καί παράδοξα. Σημειώσαμε ορισμένες υποθέσεις, οί όποιες έπιχειροΰν νά άπαντήσουν σ'αύτά τά έρωτήματα. Καί είναι ένδιαφέρον νά σημειώσουμε δτι τό κενό συχνά έμφανίζεται δχι ώς τό μή Ό ν , άλλα ώς μέσον τό όποιο μετέχει σέ φαινόμενα τοΰ κβαντικοΰ έπιπέδου. "Ολο καί περισσότερο γίνεται φανερό δτι οί ιδέες τοϋ Paul Dirac ( 1902-1984 ), τοΰ 'Αϊνστάιν, τοΰ Ντέ Μπρέιγ, τοΰ D. Böhm ( 19171992 ), τοΰ Ζ.Π. Βιζιέ καί άλλων, γιά τήν ύπαρξη ένός ύποκβαντικοΰ ύλικοΰ έπιπέδου, άντιστοιχοΰν σέ κάποια πραγματικότητα. Ή ύπαρξη αύτοϋ τοΰ έπιπέδου σηματοδοτείται άπό φυσικά φαινόμενα: φαινόμενο Lamb-Retherford, « αύθόρμητη » εκπομπή σωματίων, δύναμη Cassimir. Υποτίθεται έπίσης δτι τό κενό ά-
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Ι Ι Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
53
ποτελεΐται άπό δυνάμει φωτόνια, τά όποια κατέχουν γραμμική όρμή. Δέν υπάρχει « τελική θεωρία ». Ή γνώση είναι διαδικασία έμβάθυνσης πρός τήν άπόλυτη αλήθεια. Διαδικασία χωρίς τέλος. Συνεπώς, κάθε θεωρία, όρθή κατ' άρχήν, κατέχει μιά σχετική, ιστορικά καθορισμένη άντικειμενικότητα. Ώς πρός τή σχετικότητα : Ή θεωρία αύτή άνοιξε έναν νέο κόσμο γιά τους φυσικούς, τους φιλόσοφους καί τους άνθρώπους συνολικά. 'Ορισμένα τελικά συμπεράσματα ώς πρός τό βασικό έρώτημα « Ύλη ή πνεΰμα ; » Ή ειδική όπως καί ή γενική σχετικότητα άποτελοΰν τό θεμέλιο ένός μονισμού τής ύλης, έναντίον τών κλασικών καί σύγχρονων μορφών δυϊσμού. Υπάρχει ένα όριο γιά τήν ταχύτητα τών φυσικών άλληλεπιδράσεων. Τά φαινόμενα πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φωτός, ώς τοπικές διαδικασίες μέ χρονικό πάχος. Συνεπώς ή αιτιότητα καί ή τοπικότητα άπέκτησαν συγκεκριμένο περιεχόμενο στα πλαίσια της σχετικότητας. Τά φυσικά φαινόμενα έξάλλου πραγματοποιούνται άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου στό σύμπαν Μινκόφσκι. Κατά συνέπεια τά πραγματικά φυσικά φαινόμενα είναι μή άντιστρεπτά. Ή άνάδραση καί ή έπίδραση στό παρελθόν είναι άδυνατες στά πλαίσια τής σχετικότητας. Συνεπώς : Οί σχετικιστικές θεωρίες συνιστοΰν τό θεμέλιο μιας κοσμοαντίληψης ρεαλιστικής, αιτιοκρατικής καί τοπικής.62 Οί σχέσεις ύλης, μάζας καί ενέργειας δέν άποδεικνύουν ούτε τήν ύπαρξη ούτε τήν άνυπαρξία τοΰ Θεοΰ ούτε τήν πνευματική φύση τοΰ κόσμου. Στόχος τοΰ κεφαλαίου αυτού είναι νά άποδείξει, μέ τή μόνη έπιστημονικά όρθή έρμηνεία τής σχετικότητας πού προϋποθέτει τό τετραδιάστατο χωροχρονικό πλαίσιο, δτι ή διχοτομία ΰλης-μάζας καί ένέργειας δέν έχει έπιστημονικό θεμέλιο. "Οτι είναι συνέπεια τής προσχετικιστικής έρμηνείας τής θεωρίας τοΰ 'Αϊνστάιν. Τό τελικό συμπέρασμα είναι δτι έννοιες δπως υλοποίηση καί άφυλοποίηση, ύλη καί ένέργεια, ύλη καί πεδίο, κλπ., καθώς καί τά οντολογικά συμπεράσματα πού προκύπτουν άπ' αύτές,
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στερούνται νοήματος. Ό μονισμός τής υλης, άντίθετα, ό όποιος θεμελιώνεται στήν ειδική θεωρία τής σχετικότητας, άποτελεϊ ëva άπό τά βάθρα τής υλιστικής καί διαλεκτικής κοσμοαντίληψης.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Werner Heisenberg, Physics and Philosophy, George Allen and Unwin Edition, Λονδίνο, 1958, σ. 160. 2. W. Heisenberg, στά Wolfgang. Pauli (έπιμ.) Neils Bohr and the Development of Physics, Pergamon Press, Νέα 'Υόρκη, 1953. 3. Hermann Diels καί Walther Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmannische Verlag-Buchhandlung, 1965. 4. 'Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, 983b, 7-8. 5. Βλ. σχετικά : Eftichios Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique, L'Harmattan, Παρίσι, 2005, κυρίως κεφ. 1 καί 2. 6. 'Αριστοτέλης, Μετά τά φυσικά, σποράδην. Diels καί Kranz, Die Fragmente. Yves Battistini, Trois Présocratiques, Gallimard, Παρίσι, 1988, κεφ. II. Jean-Paul Dumont, Les Écoles Présocratiques, Gallimard, 1991, κεφ. 3. 7. Γιά τήν όντολογία τοΰ Πλάτωνα, βλ. τους διαλόγους του: Τίμαιος, Θεαίτητος καί Παρμενίδης. 8. 'Αριστοτέλης, Φυσικά, 215a, 19-23. 9. 'Αριστοτέλης, αύτ., Μετά τά φυσικά, Περί Ονρανον, σποράδην. 10. Βλ., μεταξύ άλλων, τά κλασικά βιβλία : Geoffrey Stephen Kirk καί John Earle Raven, The Presocratic Philosophers, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 1957. John Burnet, Early Greek Philosophy, A. & C. Black, Λονδίνο, 1975. 11. Βλ. René Descartes, Principes de la Philosophie, Vrin, Παρίσι, 1971, Μέρος 2 § 36. 12. Αύτ., κεφ. II. 13. Isaac Newton, Opticks, Dover, Νέα Υόρκη, 1952, σ. 400. 14. I. Newton, Mathematical Principles of Natural Philosophy, University of California Press, Μπέρκλεϋ 1947, " Definitions and Scholium". 15. Αντ., " Defs" I καί II. 16. Αύτ.," Def" III. 17. I. Newton, Optkks, a. 401. 18. Βλ. Sadi Carnot, Reflections on the Motive Power of Fire, Dover, Νέα Υόρκη, 1960.
ΥΛΗ. Μ Α Ζ Α ΚΑΙ Ε Ν Ε Ρ Γ Ε Ι Α : Π Ρ Ο Σ Ε Ν Α Ν Μ Ο Ν Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ ΥΛΗΣ
55
19. Friedrich Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 85. 20. Βλ. Chrietiaan Huygens, Treatise on Light, Dover, Νέα 'Τόρκη, 1962, πρόλογος της α' έκδοσης ( 1690 ). 21. Albert Einstein, Πρόλογος στό Newton, Opticks, δ.π. 22. Α. Einstein, Ideas and Opinions, Crown, Νέα'Τόρκη, 1982, σσ. 348, 351. 23. Ernst Mach, The Science of Mechanics, The Open Court Publications, Έβανστον, Ίλλινόις, 1974, πρόλογος. 24. Ανt., σ. 237. 25. Ε. Mach, The Analysis of Sensations, Dover, Νέα'Τόρκη, 1959, σ. 331. 26. Α. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, Dover, Νέα "Τόρκη, 1923, σ. 71. 27. A. Einstein, La théorie de la relativité restreinte et générale, CauthierVillare, Παρίσι, 1978, σσ. 51-52. 28. A. Einstein, Ideas and Opinions, δ.π., σ. 337. 29. A. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., a. 148. 30. W. Heisenberg, Physics and Philosophy, δ.π., σ. 67. 31. Pierre Teilhard de Chardin, Le Phénomène humain, Seuil, Παρίσι, 1962, σ. 268. 32. Angèle Kremer-Marietti, στό Les matérialismes et leurs détracteurs, Syllèpse, Παρίσι, 2004, σ. 61. 33. Gaeton Bachelard, Le matérialisme rationnel, PUF 1953, σ. 177. 34. C. Bachelard, L'activité rationaliste de la physique contemporaine, PUF 1951, a. 109. 35. Jean-Pierre Vigier, περ. IM Pensée, τεΰχος 51, 1953, σ. 98. 36. Évry Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 98. 37. G. Vassails, περ. La Pensée, τεϋχος 51,1953, σ. 99. 38. J. Druan, La Pensée, τεΰχος 53, 1954, σ. 29. 39. Henri Lefebvre, Problèmes actuels du marxisme, PUF 1960, σ. 21. 40. Louis Althusser, Lénine et la philosophie, Maspéro, Παρίσι, 1969. 41. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 259. 42. Αντ., σ. 52. 43. Γι'αυτά τά θέματα: Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983. Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique, δ.π. 44. Bitsakis, La nature dans la pensée dialectique, δ.π., ΕΙσαγωγή. 45. Yakov Petrovich Terletski, Paradoxes in Relativity, Plenum Press, Νέα 'Τόρκη, 1968, σσ. 60-61. 46. Α. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., σσ. 143 καί 149.
47. Ernst Cassirer, Determinism and Indeterminism in Modern Physics.
ι6
Ι 1 Ρ Ω Τ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
48. Αύτ., XIII, 34. 49. Βλ. Lev Borisovich Okun, " The Concept of the Mass ", περ. Physics Today, 'Ιούνιος 1980, σ. 31. Κατά τόν 'Οχούν, « ή μάζα χαΐ ή ένέργεια είναι ουσιαστικά παρόμοιες : είναι απλώς διαφορετικές έκφράσεις τοΰ Ιδίου πράγματος ». 50. Hermann Bondi, Cosmology, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 1968, σ. 28. 51. Ε. Mach, The Science of Mechanics, The Open Court Publications, Ίλλινόις, 1960. 52. Alfonso Rueda, Bernard Haisch, περ. Physics Letters A 240, 1998 ( 115 ). 53.Αντ. Έπίσης, Διεθνές Συνέδριο, Λένινγκραντ, 1991. 54. Αύτ. 55. Achilleus Papapetrou, Lectures on General Relativity, Reidel, Ντορντρέχτη, 1974, σ. 55. 56. A. Einstein, La théorie de la relativité restreinte et générale, δ.η., σ. 72. 57. André Mercier κ.ά., On General Relativity, Akademie Verlag, Βερολίνο, 1979, σσ. 84-85. 58. J.W.G. Wignall, περ. Foundations of Physics, τόμος 15, άρ. 2,1985, σ. 207. 59. Haisch καί Rueda, NASA Workshop, 12-14 Αύγούστου 1997. 60. A. Einstein, στό Einstein κ.ά., The Principle of Relativity, δ.π., σ. 99. 61. Γιά μια διαφορετική προσέγγιση της άρχής τοϋ Μάχ, βλ. : Aleksandr Aleksandrovich Loguno ν, Relativistic Theory of Gravitation and the Mach Principle, Dubya, 1997. 62. Γι'αύτά τά προβλήματα, βλ. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κυρίως κεφ. 7.
ΔΕΤΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μικροφυσική : Μια τοπική διαλεκτική
Σ
ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ έπιχειρήσαμε να άνασκευάσουμε τό δυϊσμό « μάζας - υλης » καί ένέργειας. Επιχειρήσαμε συνεπώς νά θεμελιώσουμε τό μονισμό τής υλης, άναδεικνύοντας τή φυσική σημασία τής περίφημης σχέσης τοϋ 'Αϊνστάιν, και γενικότερα τής ειδικής καί τής γενικής θεωρίας τής σχετικότητας. Εντούτοις, ή άντικειμενικότητα τής ύλης ( ρεαλισμός ) καί ή όντική ένότητά της ( μονισμός ) δέν « άποδεικνύουν » τήν άλήθεια τοΰ ύλισμοΰ. Επειδή, εκτός άπό τή ρεαλιστική άρχή, ό υλισμός θέτει -δπως έχουμε τονίσει- καί Ινα δεύτερο άξίωμα : Τήν αυθυπαρξία τής ΰλης. 'Αλλά γιά νά θεμελιώσουμε αύτή τή δεύτερη άρχή έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες τής ζωής καί τοΰ άνθρώπου ειδικότερα. Μόνο μέ βάση καί τΙς βιολογικές έπιστήμες καί, τΙς έπιστήμες τοΰ άνθρώπου μπορούμε νά άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα υλη και πνεΰμα. Τό πρόβλημα αύτό θά διερευνηθεί στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου. 'Αλλά προτοΰ τό άντιμετωπίσουμε, θά πρέπει νά δοΰμε μιά άλλη δψη τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης : Τήν ένότητα τών μορφών τής ύλης στό μικροφυσικό έπίπεδο. Τήν ένότητα μέσα στήν πολλαπλότητα, τή διαφορά καί τήν άντίθεση στό βαθύτερο, γνωστό επί τοΰ παρόντος, έπίπεδο όργάνωσης τής ύλης" έπειδή καί στό μικροφυσικό έπίπεδο άνθεΐ ένας σύγχρονος δυϊσμός, νεοπλατωνικές καί νεοπυθαγόρειες ιδέες. Κατά τους άκραίους, τό πνεύμα καί ή έλεύθερη βούληση έγκαταβιώνουν στό βαθύτερο έπίπεδο οργάνωσης τής ΰλης. Κα! τό πνεΰμα προϋποθέτει τόν χορηγό !
57
ΔΕΥΤΕΡΟ
58
1. Μικροφυσική:
Πέρα άπό το νευτώνειο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
παράδειγμα
Βρισκόμαστε πολύ μακριά, δχι μόνον άπό τό άτομο τοϋ Δημόκριτου καί τοΰ Νεύτωνα, άλλά καί άπό τό άτομο τών άρχών τοΰ 20οΰ αιώνα. Λίγες λέξεις γιά τήν Ιστορία τής δημιουργίας τής « νεότερης φυσικής ». Ή « γένεση » αύτή σημαδεύτηκε δχι άπό τή δημιουργία θεωρίας, άλλά άπό τά έπιτεύγματα τών πειραματιστών. Τό 1895 άνακαλύφθηκαν οί άκτίνες Χ. Τό 1896 καί τό 1898 ή ραδιενέργεια καί τά πρώτα ραδιενεργά στοιχεία. Τό 1897 τό ήλεκτρόνιο. Mè τήν άνακάλυψη τής ραδιενέργειας ή Φυσική εισήλθε στήν έποχή τών «μεταστοιχειώσεων» Π. Λανζεβέν. Αύτή τήν έποχή ήταν γνωστό τό πρωτόνιο, τό ήλεκτρόνιο καί τό κβάντο τής ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας. Στή συνέχεια οί φυσικοί άνακάλυψαν τό νετρόνιο ( 1932 ), τά μεσόνια ( 1935,1936 ), τό νετρίνο ( 1953 ), τό άντιπρωτόνιο ( 1955 ), τό άντινετρόνιο ( 1965 ) καί έναν μεγάλο άριθμό « στοιχειωδών » σωματίων τά όποια υπάρχουν στή φύση ή δημιουργούνται στους γιγαντιαίους έπιταχυντές πού κατασκευάστηκαν μετά τόν Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα γνωρίζουμε έναν μεγάλο άριθμό « στοιχειωδών » σωματίων, τά όποια παρουσιάζουν τεράστιες άποκλίσεις ώς πρός τή μάζα, τή διάρκεια ζωής, καί έπίσης διαφέρουν καί ώς πρός άλλες ιδιότητες. 'Αλλά είναι γνωστό δτι οί φυσικοί άνέδειξαν τήν τάξη μέσα στό φαινομενικό χάος. Κι έτσι άνήγαγαν τό σύνολο τών μικροσωματίων σέ τρεις οικογένειες: Τά έξι κουώρκ, τά έξι λεπτόνια καί τά κβάντα, (τους φορείς) τών τεσσάρων φυσικών άλληλεπιδράσεων : Τό φωτόνιο γιά τήν ήλεκτρομαγνητική, τά γλυόνια γιά τήν ισχυρή, τά ένδιάμεσα μποζόνια γιά τήν άσθενή καί τό υποθετικό βαρυτόνιο ( graviton ) γιά τή βαρυτική άλληλεπίδραση. Τά λεπτό νια θεωρήθηκαν «άπλά». Πρόκειται γιά τό ήλεκτρόνιο, τό μιόνιο, τό λεπτόνιο τ, τά τρία νετρίνο καί τά άντισωμάτιά τους. Τά έξι κουώρκ καί τά έξι άντι-κουώρκ είναι « σωμάτια » μέ ήμιακέραιο φορτίο. Χαρακτηρίζονται έπίσης καί άπό άλ-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Ι Ι Κ Η : MIA T O I I I K H
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
59
λες ιδιότητες (χρώμα, παραδοξότητα, γοητεία). Τα κουώρκ καί τά γλυόνια είναι οί βασικοί « δομικοί λίθοι » τών άδρονίων, δηλαδή τών σωματίων τά όποια άλληλεπιδροϋν μέ τή διαμεσολάβηση τής ισχυρής άλληλεπίδρασης. Τά γλυόνια, φορείς τής ισχυρής άλληλεπίδρασης, έξασφαλίζουν τή συνοχή τών κουώρκ στό έσωτερικό τών πυρηνικών σωματίων ( νουκλεονίων ). "Οπως είναι γνωστό, δέν έγινε δυνατόν νά άπομονωθοϋν τά κουώρκ, έπειδή γι' αύτό θά χρειάζονταν κολοσσιαίες ένέργειες. Σήμερα είναι γνωστές οί άκόλουθες οικογένειες σωματίων : Τά λεπτόνια, τά όποια θεωρούνται « στοιχειώδη »· τά άδρόνια, τά όποια άποτελοΰνται άπό κουώρκ καί γλυόνια" τά βαρυόνια ( άδρόνια) άποτελοΰνται άπό τρία κουώρκ καί άπό γλυόνια καί είναι εύαίσθητα στήν ισχυρή άλληλεπίδραση. Υπάρχουν έπίσης οικογένειες σωματίων βαρύτερων άπό τα νουκλεόνια, τά ύπερόνια. Έπίσης, άλλα μέ μηδαμινό χρόνο ζωής ( résonnances, οί όποιες άνήκουν στήν οικογένεια τών μεσονίων ή τών βαρυονίων ) καί πού δημιουργούνται κατά τις άλληλεπιδράσεις άλλων σωματίων. 'Ορισμένες résonnances έχουν χρόνο ζωής της τάξεως τών ΙΟ"23 sec. 'Αναζητείται έπίσης τό σωμάτιο Higgs ( μποζόνιο ), μέ τεράστια μάζα. Ή ύπαρξη αύτού τοΰ σωματίου θά έξηγοΰσε τή μάζα τών ένδιάμεσων μποζονίων, τών κουώρκ καί τών λεπτονίων. Σήμερα είναι γνωστά περίπου 300 σύνθετα σωμάτια, σύντομου χρόνου ζωής, τά όποια γεννώνται στους έπιταχυντές (πιόνια, καόνια κλπ.). Τέλος, πρέπει νά σημειωθεί ή μεγάλη διαίρεση σέ φερμιόνια ( συστατικά τών άτόμων κλπ.) καί σέ μποζόνια (συστατικά τών άλληλεπιδράσεων ). Τά πρώτα σέβονται τήν άπαγορευτική άρχή τοΰ Pauli (δέν μποροΰν νά συνυπάρξουν στήν ίδια κατάσταση). Τά δεύτερα, δχι. Συνεπώς : Τάξη μέσα στό φαινομενικό χάος. Εντούτοις, δέν πρόκειται γιά τυπική ταξινόμηση δντοτήτων άνεξάρτητων μεταξύ τους καί « αιώνιων ». Υπάρχει λανθάνουσα ένότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση. Συγχώνευση τών άντιθέτων μέ δημιουργία άλλων σωματίων, πέρασμα άπό μία οικογένεια σέ άλλη, διαφορετική ή καί άντίθετη ( π.χ., μετατροπή φερμιονίων σέ μποζόνια καί άντίθετα ), καταστροφή καί δημιουργία, μετασχηματι-
59
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σμός καί διατήρηση. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άνιχνεύσουμε αύτή τή συγκεκριμένη, τοπική ή « περιφερειακή » διαλεκτική, ή όποία λειτουργεί στό βαθύτερο γνωστό έπί τοΰ παρόντος, έπίπεδο όργάνωσης τής ΰλης. Κα! άς δοΰμε άν προσφέρουν έπιχειρήματα ύπέρ τοΰ δυϊσμού ύλης καί ένέργειας. Γενικότερα, U7tèp τών σύγχρονων μορφών ιδεαλισμού καί μυστικισμού. Οί ανακαλύψεις τοΰ περασμένου αιώνα ανέδειξαν τά όρια τοΰ μηχανιστικού παραδείγματος. Ή κβαντική μηχανική, ή όποία διαμορφώθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '20, άποτέλεσε τή βάση γιά τήν έρμηνεία τών πειραματικών δεδομένων καί προέβλεψε άλλα φαινόμενα καί άλλες πραγματικότητες. Ή « νέα φυσική » ήταν ή ιστορική άρνηση καί ταυτόχρονα ή « κληρονόμος » της κλασικής φυσικής. 'Εντούτοις καί ή « επανάσταση τών κβάντα » τροφοδότησε Ινα νέο κύμα ά-υλισμοΰ καί μυστικισμού. Τό δημοκρίτειο-νευτώνειο άτομο έθεωρεΐτο συμπαγές καί άφθαρτο καί άποτέλεσε τό θεμέλιο ένός ύλισμοϋ συχνά μηχανιστικού, άλλα καί διαφόρων μορφών ιδεαλισμού. 'Αλλά τό άτομο τής « νέας φυσικής », άντίθετα, έχει δομή, πολλά είδη τοΰ πίνακα τοΰ Μεντελέγιεφ ( 1834-1907 ) άποδείχτηκαν άσταθή καί επιπλέον τό άτομο ήταν πηγή άνεξήγητης άκτινοβολίας. Φιλοσοφικό συμπέρασμα : Ή ΰλη εξαφανίζεται. Τό άτομο άφυλοποιεϊται. Τά στοιχειώδη σωμάτια είναι καθαρή ένέργεια. Ή φυσική τοΰ άτόμου είναι ουσιαστικά μιά έπιστήμη τής ένέργειας (une énergétique). Ή έννοια τής ενέργειας είναι πρωταρχική έννοια, ή ΰλη δέν είναι παρά ένα κενό δστρακο, κλπ. 'Οριακά, τά στοιχειώδη σωμάτια δέν είναι άλλο άπό καθαρές μορφές· μαθηματικά ιδεατά. 'Ιδέες αύτοΰ τοΰ είδους άφθονοΰν στα σχετικά κείμενα. Ό νέος ά-υλισμός άντιστρέφει τή γενετική σχέση έννοιών καί πραγμάτων. Μέ άφετηρία αύτή τήν άναστροφή, ταυτίζει τήν έννοια μέ τό πράγμα. Πρόκειται γιά άρχαία καί ένδοξη συνήθεια, πού χρονολογείται άπό τήν έποχή τοΰ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτωνα. "Οπως στήν έποχή τοΰ σοφοΰ τής Σάμου, ή μαθηματικοποίηση τής Φυσικής διευκόλυνε τήν ιδεαλιστική άποπλάνηση : «Ένας θεωρητικός φυσικός », έγραφε ό Laurent Schwartz ( 1915-2002 ), « θά
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Μ Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
60
πει: ένας τύπος στοιχειώδους σωματίου είναι μια μοναδιαία καί μή άναγώγιμη ομάδα Lorentz μή ομοιογενής ».1 'Επίσης, « Ινα στοιχειώδες σωμάτιο ορίζεται ώς Ινας χώρος Χίλμπερτ συναρτήσεων στό Ei, δπου Ε* είναι ένας σημειακός ( affine ) χώρος τεσσάρων διαστάσεων ».2 'Αλλά ένα στοιχειώδες σωμάτιο δεν είναι μιά μοναδιαία, μή άναγώγιμη, κλπ., άναπαράσταση, είτε ένας χώρος Χίλμπερτ. Είναι ένα δν συγκεκριμένο, άντικειμενικό, τό όποιο μαθηματικά άντιπροσωπενεται άπό τούτη ή εκείνη τή συνάρτηση. Ό Λωράν Σβάρτς, είναι γνωστό, δέν έπαιρνε τό σύμβολο γιά πραγματικότητα. Υπάρχουν δμως άλλοι οί όποιοι κατέληξαν στό συμπέρασμα δτι ή υλη δέν είναι άλλο άπό ένας κόσμος μαθηματικών συμβόλων.3 Καί είναι γνωστό δτι υπάρχει μιά σχολή μαθηματικών οί όποιοι, μέ μιά διαμετρικά άντίθετη όπτική, δέχονται έναν μαθηματικό ρεαλισμό, δηλαδή άποδίδουν άντικειμενική ύπαρξη στά μαθηματικά ιδεατά. Υπάρχουν καί χειρότερα. Είναι γνωστό δτι ή κλασική φυσική ήταν έποπτικά ρεαλιστική καί αιτιοκρατική. Ή κβαντική μηχανική, άντίθετα, είναι μιά πιθανοκρατική θεωρία. Παρά ταύτα είναι δυνατόν νά υποστηριχθεί δτι στήν περιοχή της λειτουργεί μιά νέα μορφή αιτιοκρατίας : Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Έπειδή ή κβαντική μηχανική προϋποθέτει τήν ύπαρξη αιτίων (causalité). Γνωρίζουμε, εν μέρει έστω, τις αιτίες τών φαινομένων. Επιπλέον, ή κβαντική μηχανική είναι αιτιοκρατική, μέ ειδικό τρόπο, έπειδή καί έδώ οί αιτίες καθορίζουν τό άποτέλεσμα. Πράγματι, ή πιθανοτική κατανομή καθορίζεται άπό τΙς συνθήκες. Μιά μεταβολή τών συνθηκών συνεπάγεται μιά νέα κατανομή τών πιθανοτήτων.4 Μπορούμε συνεπώς νά υποστηρίξουμε δτι οί πιθανότητες είναι ή πραγμάτωση τής πολλαπλότητας δυνατοτήτων τοΰ στατιστικού συνόλου καί δτι ό χώρος Χίλμπερτ δέν είναι χώρος ένεργεία καταστάσεων, άλλά χώρος δυνατοτήτων.3 Καί δμως, κατά τή Σχολή τής Κοπεγχάγης ή αιτιότητα καί ή αιτιοκρατία δέν ισχύουν στή μικροφυσική. Κατά τούς άκραίους της σχολής, τέλος, τά μικροσωμάτια διαθέτουν έλεύθερη βούληση.
62
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Καί κατ' έπέκταση, δπως έχουμε σημειώσει, ή άνθρώπινη έλευθερία ενυπάρχει στίς βαθύτερες δομές της « ΰλης ». 'Αλλά υπάρχουν καί άκόμη χειρότερα: Ή νευτώνεια φυσική ήταν αιτιοκρατική (οί ϊδιες αιτίες προκαλούν πάντοτε τά ίδια άποτελέσματα ) καί μή τοπική, έπειδή, δπως έχουμε σημειώσει, πρίν άπό τόν Μάξουελ δεχόταν τό άξίωμα τής δράσης άπό άπόσταση, δηλαδή τήν ύπαρξη δυνάμεων ( άλληλεπιδράσεων ) οί όποιες μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα. Ή ήλεκτρομαγνητική θεωρία τοΰ Μάξουελ, άντίθετα, είναι τοπική ( ή ταχύτητα διάδοσης τής ήλεκτρομαγνητικής άλληλεπίδρασης είναι πεπερασμένη ) καί ή σχετικότητα δέχτηκε μιά πεπερασμένη ταχύτητα γιά δλες τίς φυσικές άλληλεπιδράσεις. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τίς θεωρίες τοΰ 'Αϊνστάιν, ή τοπικότητα έχει ένα σταθερό θεμέλιο, δπως καί ό ρεαλισμός καί ή αιτιοκρατία. Όμως ή μή τοπικότητα είναι έγγεγραμμένη στό φορμαλισμό τής κβαντικής μηχανικής. Ή ρεαλιστική σχολή θεώρησε προσωρινή αύτή τή δυσκολία. Οί περίφημες ανισότητες τοΰ J.S. Bell ( 1928-1990 ) έδωσαν, άργότερα, τή δυνατότητα νά έλεγχθεϊ ή ταυτόχρονη ισχύς τοΰ ρεαλισμού, τής αιτιότητας καί τής τοπικότητας σ'αύτή τήν περιοχή. Τά πειράματα έχουν έπιβεβαιώσει, έπί τοΰ παρόντος, τήν κβαντική μηχανική καί διαψεύσει τίς άνισότητες τοΰ Μπέλ. Τά πειράματα, συνεπώς, εϊναι υπέρ τής μή τοπικότητας. 'Εντούτοις, ή μαρτυρία τοΰ πειράματος δέν είναι καταληκτική, έπειδή υπάρχουν διαφορετικές έρμηνεΐες τών πειραματικών δεδομένων υπέρ τής αιτιότητας. Έχουν έπίσης προταθεί πειράματα τά όποια θά μπορούσαν νά έπαληθεύσουν τήν ισχύ τής τοπικότητας. Παρά ταύτα, μέ άφετηρία μή τελεσίδικα πειραματικά δεδομένα, είναι πάλι στή μόδα ένα νέο κύμα μυστικισμού. Σύμφωνα μ'αύτό τό ρεΰμα, π.χ., έκτός άπό τό τοπικό σώμα μας διαθέτουμε καί ένα μή τοπικό σώμα, διάχυτο στό Σύμπαν, μπορούμε νά άποστείλουμε ένέργεια πρός τό παρελθόν, ή ψυχοκίνηση καί τά θαύματα είναι έφικτά, κλπ. κλπ.6 'Εντούτοις ή διαμάχη γιά τήν έρμηνεία τής κβαντικής μηχανικής δέν έχει λήξει, καί οί τρεις άρχές της σχετικότητας -ρεαλισμός, αιτιότητα καί τοπικότητα- συνιστοΰν τή
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Μ Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
63
βάση για μια λογικά συνεκτική κοσμοαντίληψη. ' 'Αλλά τα έρωτήματα αυτά βρίσκονται έξω άπό τό πλαίσιο αύτοϋ τοϋ κεφαλαίου. Θά έπανέλθουμε στό τέταρτο κεφάλαιο. Οί σχετικιστικές θεωρίες καί ή μικροφυσική ανέδειξαν τά δρια τοΰ μηχανιστικοΰ ύλισμοΰ, άλλα καί τοΰ ιδεαλισμού, ό όποιος έπίσης είναι, καί σέ τελευταία άνάλυση, μηχανιστικός. Ή μηχανιστική άντίληψη γιά τήν υλη είναι οριστικά ξεπερασμένη. Ή ταύτιση της ύλης μέ τό μαζικό, έδώ παρόν σώμα, ή μέ τό δημοκρίτειο σωμάτιο, ήταν μιά πρώτη προσέγγιση τών μορφών της ύλης πού είναι προσιτές στήν έποπτεία. Καί είναι ένδιαφέρον νά παρατηρήσουμε δτι ό νέος ά-υλισμός πιστεύει δτι θά μπορούσε νά άνασκευάσει τό ρεαλισμό ( καί τόν υλισμό ) άποδίδοντάς του τή στενότητα τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ. Ή ύλη, σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη, είναι μαζική, συμπαγής, σωματική, ή δέν υπάρχει. "Ετσι, π.χ., κατά τόν M. Serres, ή λέξη ύλη σχεδόν δέν χρησιμοποιείται άπό τούς φυσικούς. Δέν χρησιμοποιείται πια παρά μόνο άπό τούς μεταφυσικούς. Ό ίδιος θεωρεί τις μεγάλες διαμάχες γιά τήν ύλη καί τό πνεΰμα πολύ άρχαϊκές. « Θά μέ έξέπληττε πολύ », γράφει, « τό νά υπήρχαν σήμερα στή φιλοσοφία αιχμής μάχες άνάμεσα στους όπαδούς τής ύλης καί στούς όπαδούς τοΰ πνεύματος ».8 Οί θετικιστές φαντάζονταν δτι θά μπορούσαν νά ύψωθοΰν πάνω άπό τήν προαιώνια διαμάχη ύλισμοΰ καί ιδεαλισμού. 'Αλλά, καί έδώ, ό « τρίτος δρόμος » δέν είναι βατός. 'Εντούτοις, φαίνεται δτι άπό μία άποψη ό Μ. Σέρ έχει δίκιο. Ή ύλη, πράγματι, δπως έχω υποστηρίξει, δέν υπάρχει ώς έννοια τής Φυσικής. Έπειδή οί φυσικοί, οί χημικοί, κλπ., μελετοΰν ειδικές μορφές ύλης καί δχι τήν υλη, γενικά. ( Ό γιατρός, γράφει ό 'Αριστοτέλης, φροντίζει τόν Σωκράτη ή τόν Καλλία καί δχι τόν άνθρωπο γενικά ). Οί έπιστημες, άντίθετα μέ τή φιλοσοφία, δέν μελετοΰν τό καθολικό-άφηρημένο. Χρησιμοποιούν, ώστόσο, τή λέξη ύλη γιά νά δηλώσουν τό άντικείμενο τών έρευνών τους. Καί άντίθετα μέ αύτό πού ύποστηρίζει ό Μ. Σέρ, ή μάχη άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλισμό στό φιλοσοφικό έπίπεδο 6χι μόνο δέν έχει λήξει άλλα καί συν-
6
4
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
εχίζεται μΐ νέα δεδομένα καί μέ νέα, δχι άναγκαστικά « άρχαϊκά », έπιχειρήματα. Ή μάζα, δπως υποστηρίξαμε, δέν είναι άναγκαΐο κατηγόρημα της υλης. Τό πεδίο, έξάλλου, είναι υλική όντότητα. Ή υλη, συνεπώς, δέν ταυτίζεται μέ τό μαζικό, έδώ παρόν σώμα, μέ τό άριστοτελικό τόδε τι, οΰτε μέ τό μικροσκοπικό γαλιλαιι'κό σωμάτιο, πού δέν έχει άλλο κατηγόρημα άπό τή μάζα. 'Υλικό δέν είναι μόνο τό μακροσκοπικό σώμα τό όποιο κατέχει μιά αύστηρά καθορισμένη περιοχή του χώρου καί υπάρχει άνεξάρτητα άπό τό περιβάλλον του. Άκόμα καί τό λεγόμενο στοιχειώδες σωμάτιο της μικροφυσικής ύπάρχει άντικειμενικά. Κατέχει έναν δχι αύστηρά καθορισμένο, άλλά προσεγγιστικά υπολογίσιμο δγκο. Είναι έντοπίσιμο, έχει μάζα γνωστή μέ καταπληκτική άκρίβεια, κλπ. Κατέχει έπίσης καί άλλα στοιχεία πραγματικότητας (φορτίο, σπίν κλπ.), ή άντικειμενικότητα τών οποίων δέν άμφισβητεΐται, έστω καί άν ή φύση τους είναι άγνωστη. Έπίσης, τά στοιχειώδη σωμάτια διαγράφουν τροχιές μέσα στά έπιστημονικά βργανα, σημαδεύοντας τή συχνά έφήμερη ύπαρξή τους. Τά στοιχειώδη σωμάτια, τέλος, δέν είναι « γυμνά ». Είναι « ντυμένα » καί ή κατάστασή τους, δπως καί οί δυναμικότητές τους καθορίζονται άπό τό (( παιχνίδι » τών εσωτερικών άλληλεπιδράσεων καί δομών, μέ τίς άλληλεπιδράσεις τοΰ περιβάλλοντος. Θά πρέπει, συνεπώς, νά γενικεύσουμε τήν κατηγορία τής ύλης ώστε νά περιλάβει καθετί πού υπάρχει άντικειμενικά. «Όλο τόν πλούτο τοΰ ειδικού » σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ. Όλες τίς μορφές ( μαζικά καί μή μαζικά σωμάτια καί πεδία ) κατά τόν Αϊνστάιν. Σήμερα είμαστε πολύ μακριά άπό τήν άποψη πού περιόριζε τήν « έννοια » τής ύλης σέ έναν άριθμό σταθερών καί έσχατων σωματίων. 'Εντούτοις, ό πολλαπλασιασμός τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων καί ή τεράστια ποικιλία τών στοιχείων πραγματικότητάς τους δέν συνιστούν κάποιο χάος άπρόσιτο στή νόηση. Ή πολλαπλότητα τών κβαντικών σωματίων άνάγεται, δπως έχουμε σημειώσει, σέ έναν μικρό άριθμό « θεμελιωδών » όντοτήτων : Στά έξι λεπτόνια, τά έξι κουώρκ καί τά κβάντα τών τεσσάρων φυσικών
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
65
άλληλεπιδράσεων. Συνεπώς : Ενότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση. Εντούτοις, οί όντότητες πού άναφέραμε δέν είναι τα έσχατα καί αιώνια συστατικά τής ΰλης. Έπειδή, δπως θα έπισημάνουμε στό έπόμενο κεφάλαιο, ή ΰλη Ιχει μιά ιστορία στό χώρο καί στό χρόνο. Κατά τήν πορεία τής κοσμογένεσης οί μορφές τής ΰλης άλλαξαν. Οί σημερινές μορφές αντιπροσωπεύουν συνεπώς μιά « στιγμή » τής κοσμικής έξέλιξης σέ μιά περιοχή τοΰ χώρου. Ή γνώση τοΰ σήμερα προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαντος είναι άσύμβατη μέ τόν σύγχρονο ά-υλισμό, καθώς καί μέ τις μορφές ίδεαλισμοΰ οί όποιες υποθέτουν Ινα πρωταρχικό δν : Πλατωνικές ιδέες, άπόλυτη ιδέα τοΰ Χέγκελ, Θεό-δημιουργό τών θρησκειών, ούδέτερα «δεδομένα» τοΰ θετικισμού, ένεργητισμό, Ισχατη ούσία, κλπ. Επίσης, οί σημερινές γνώσεις άποδεικνύουν τόν επιφανειακό χαρακτήρα τών ιδεών πού απορρίπτουν τήν κατηγορία τής ουσίας ώς μεταφυσική.
2. "Υλη: Ενότητα μέσα στή διαφορά τών μορφών Στό προηγούμενο κεφάλαιο έπιμείναμε κυρίως στις σχέσεις άνάμεσα στή μάζα καί τήν ένέργεια καί στους μετασχηματισμούς τών μικροσωματίων οί όποιοι σχετίζονται μ' αύτή τήν πλευρά τοΰ προβλήματος. Όμως, δπως σημειώσαμε, τά λεγόμενα « στοιχειώδη σωμάτια » δέν είναι τά σωμάτια της κλασικής φυσικής, προϊόν μηχανιστικής άφαίρεσης, τά όποια δέν έχουν άλλο κατηγόρημα άπό τή μάζα. Είναι οντότητες πού έκδηλώνουν τις δυναμικότητές τους κατά τήν κίνηση καί τήν άλληλεπίδραση. Ή πολλαπλότητα τών δυνατοτήτων είναι ή συγκεκριμένη έκδήλωση της όντικής ένότητάς τους, ένότητα πού συχνά επικαλύπτεται άπό τήν πολλαπλότητα τών μορφών. Αντίστροφα, ή ταυτότητα έπικαλύπτει συχνά -δπως θά δοΰμε- διαφορές οί όποιες έκδηλώνονται κατά τή θραύση ορισμένων συμμετριών. Είναι γνωστό δτι υπάρχει μιά τεράστια διασπορά σχετική μέ
66
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τή μάζα τών μικροσωματίων ( άπό μηδέν, ή περίπου, μέχρι μάζες μεγαλύτερες άπό τή μάζα τοΰ πρωτονίου ), τόν μέσο χρόνο ζωής ( άπό πρακτικά άπειρο μέχρι 10 23 sec ), καθώς καί μέ διάφορους κβαντικούς άριθμούς. Εντούτοις ή ποικιλία είναι ή άλλη δψη τής ένότητας. Έτσι, τά στοιχειώδη σωμάτια χωρίζονται, δπως σημειώσαμε, σέ δύο μεγάλες οικογένειες: τά φερμιόνια καί τά μποζόνια. Τά φερμιόνια είναι κυρίως τά συστατικά τών άτόμων ( βαρυόνια, λεπτόνια κλπ.), ένώ τά μποζόνια είναι κυρίως τά κβάντα τών φυσικών άλληλεπιδράσεων. Τό άλγεβρικό άθροισμα τών βαρυονίων (πρωτονίων κλπ.), καθώς καί τών λεπτονίων (ήλεκτρονίων κλπ.) είναι σταθερό στό « Σύμπαν ». Συνεπώς τά φερμιόνια γεννώνται καί καταστρέφονται κατά άντίθετα ζεύγη ( σωμάτιο - άντισωμάτιο). Άντίθετα, δέν υπάρχει νόμος διατήρησης γιά τά μποζόνια (φωτόνια, μεσόνια κλπ.). Ό άριθμός τους συνεπώς δέν είναι σταθερός. Όμως, παρά τίς διαφορές, δέν υπάρχει τυπική διχοτομία άνάμεσα στίς δύο οικογένειες. Υπάρχει ένότητα μέσα στή διαφορά καί τήν άντίθεση, ή όποία έκδηλώνεται μέ τή μετατροπή τών φερμιονίων σέ μποζόνια, καί άντίστροφα. Οί συμμετρίες έπίσης είναι έκδήλωση ένότητας. Άντίστροφα, μέ τή θραύση τής συμμετρίας έκδηλώνεται ή διαφορά καί ή άντίθεση. Τό ήλεκτρόνιο καί τό ποζιτρόνιο, π.χ., είναι φερμιόνια. Μέ τή συγχώνευσή τους μετατρέπονται σέ Ινα κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας, τό όποιο είναι μποζόνιο. Συνεπώς : 'Ενότητα τών άντιθέτων ( τοΰ ήλεκτρονίου καί τοΰ ποζιτρονίου ) καί συγχώνευση μέ τή δημιουργία ένός μποζονίου. Μετασχηματισμός τών φερμιονίων σέ μποζόνια, καί άντίθετα : Μαζικών σωματίων σέ μή μαζικά ( τά όποια έχουν δυνάμει, 6χι ένεργεία μάζα), καί άντίστροφα. Μετασχηματισμός τής ένεργεία μάζας σέ ένέργεια. Καί ή άπελευθερωνόμενη ένέργεια είναι δυνατόν νά περάσει στή δυνάμει κατάσταση. Τό άρχικό φορτίο μεταπίπτει στή δυνάμει κατάσταση μέ τή συγχώνευση ένός φερμιονίου καί τοΰ άντισωματίου του, καί έπανέρχεται στήν ένεργεία κατάσταση μέσω μιας άντίστροφης διαδικασίας : μέ τό μετασχηματισμό ένός φωτονίου σέ ζεΰγος ήλεκτρονίου-ποζιτρονίου.
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
6
7
Καί πρέπει νά σημειώσουμε βτι καί οί άντίστροφες διαδικασίες είναι έπίσης δυνατές, π.χ., ô μετασχηματισμός μποζονίων σέ φερμιόνια. Ή θραύση μιας συμμετρίας, τέλος, είναι έκδήλωση διαφοράς πού καλύπτεται άπό τή φαινομενική ταυτότητα. Τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο, π.χ., είναι ταυτόσημα άν άγνοηθέΐ ή ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Ή διαφορά έμφανίζεται άν ληφθεί ύπόψη αύτή ή άλληλεπίδραση. Κατά συνέπεια: Τοπική και συγκεκριμένη διαλεκτική·. Συμμετρία καί άντίθεση. Ταυτότητα καί διαφορά. Μετασχηματισμός καί διατήρηση. Φαινομενική ταυτότητα καί λανθάνουσα διαφορά. Καί τό άντίθετο : Έκδηλη διαφορά καί λανθάνουσα ταυτότητα. «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεΐ» έγραψε ό 'Ηράκλειτος. Πράγματι, ή διαλεκτική πού επισημαίνουμε άποτελεΐ μιά πρώτη προσέγγιση. Θεμελιώνεται σέ Ινα όρισμένο έπίπεδο όργάνωσης της ύλης. Έπί τοϋ παρόντος άγνοοϋμε τΙς λανθάνουσες πραγματικότητες καί τΙς διαδικασίες τών όποίων άποτέλεσμα είναι οί σήμερα γνωστές πραγματικότητες. Μιά άλλη μεγάλη διαίρεση είναι ή διαίρεση μεταξύ σωματίων καί άντισωματίων. Τά σωμάτια καί τά άντισωμάτια έχουν τήν αύτή μάζα άλλά άντίθετα φορτία. Διαφέρουν έπίσης καί ώς πρός άλλους κβαντικούς άριθμούς. Καί σ'αύτή τήν περίπτωση ή άντίθεση είναι διαλεκτική : Ή όντική ένότητα έκδηλώνεται κατά τή συγχώνευση τών άντιθέτων, άπό τήν όποία προκύπτουν άλλα σωμάτια. Ένα πρωτόνιο καί Ινα άντιπρωτόνιο, π.χ., μέσω τής συγχώνευσής τους μετατρέπονται σέ Ιναν άριθμό μεσονίων π. Ό βαρυονικός άριθμός καί τό συνολικό φορτίο διατηρούνται. Περνούν στή δυνάμει κατάσταση καί μποροΰν νά έπανεμφανιστοΰν υπό κατάλληλες συνθήκες. Οί φυσικοί μιλοΰν σχετικά γιά σωμάτια καί άντισωμάτια. Γιά ύλη καί άντιύλη. Τί σημαίνει 6μως ή λέξη άντιύλη ; Καί στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά άντίθετες μορφές ύλης. Γιά άντίθεση καί γιά συμμετρία ύλικών μορφών. Είναι συνεπώς προφανές δτι ή έννοια άντιύλη είναι ιδεολογική. Κατάλοιπο τής μηχανιστικής άντίληψης, ή όποία άδυνατεΐ νά συλλάβει τήν κρυμμένη ένότητα κάτω άπό τήν άντίθεση. Σωμάτια καί άντισω-
68
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μάτια είναι μορφές ύλης μέ ορισμένα στοιχεία πραγματικότητας άντίθετα, καί άλλα ταυτόσημα. Ό κόσμος μας άποτελεϊται πρακτικά άπό σωμάτια. Καί έάν ύπάρχουν « άντικόσμοι », δηλαδή κόσμοι πού θά άποτελοΰνται άπό άντισωμάτια, τά μέρη αύτά τοΰ Σύμπαντος θά ήταν έξίσου υλικά μέ τό δικό μας. Γιατί δμως αύτή ή άσυμμετρία στή φύση ; Γιατί ή ΰλη μέ τή συνήθη έννοια νά είναι ή μόνη ή όποία υπάρχει στό προσιτό σήμερα μέρος τοΰ Σύμπαντος ; Ά ς ύποθέσουμε δτι κάποια στιγμή τής κοσμογένεσης ή ΰλη ήτανε κάποια ούσία στό έσωτερικό τής οποίας τά άντίθετα άποτελοΰσαν μιά ένιαία ολότητα (άντίθετα ένεργεία, ή δυνάμει). Πώς πραγματοποιήθηκε σ' αύτή τήν περίπτωση τό σχίσμα ; Καί ύπάρχουν σέ κάποια μέρη τοΰ Σύμπαντος άντικόσμοι ; Υπάρχουν σκέψεις καί ύποθέσεις, άλλά δχι άπάντηση, δπως θά δοΰμε στό έπόμενο κεφάλαιο. Μιά άλλη τυπική άντίθεση της προσχετικιστικής φυσικής, γιά τήν όποία μιλήσαμε ήδη, είναι ή άντίθεση ΰλης καί πεδίου. Τό ήλεκτρομαγνητικό πεδίο δέν έχει μάζα ήρεμίας (τί σημαίνει δμως αύτή ή έκφραση ; ). Τό συγκεκριμένο γεγονός άποτελοΰσε έπιχείρημα υπέρ τής διχοτομίας ΰλης καί πεδίου. Άλλά τά φωτόνια μετατρέπονται σέ μαζικά σωμάτια καί ή έννοια τής δυνάμει μάζας καταργεί τόν άποκλεισμό τοΰ ήλεκτρομαγνητικοΰ πεδίου άπό τό βασίλειο τής ύλης. "Άλλα σωμάτια έξάλλου, δπως τό μεσονικό πεδίο, ή τό πεδίο τών άσθενών καί τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων, έχουν μάζα ήρεμίας, καί συνεπώς είναι τόσο « ύλικά » δσο καί τά σωμάτια μέ θετική μάζα ( καί ειδικά τά φερμιόνια ). Ό μετασχηματισμός τοΰ πεδίου σέ « ύλικά » σωμάτια, καί άντίστροφα, είναι άπόδειξη τής βαθύτερης ένότητας, ένότητας μέσα στή διαφορά, γεγονός τό όποιο καταργεί τήν άντίθεση πού δέχεται ή μηχανιστική σκέψη. Καί πρέπει νά υπενθυμίσουμε δτι κατά τή γενική θεωρία τής σχετικότητας, έπίσης, δέν υπάρχει διχοτομία άνάμεσα στά μαζικά σωμάτια καί τό πεδίο. Ή μορφή τοΰ χωρο-χρόνου καθορίζεται άπό τό σύνολο τών μορφών τής ύλης : Μαζικά σωμάτια, φωτόνια καί πεδίο τής βαρύτητας. Καί δμως είναι τρέχουσα συνήθεια τών έπιστημόνων νά μιλούν γιά ΰλη καί πεδίο, γιά ΰλη καί
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η
6
9
ακτινοβολία, για αλληλεπίδραση της υλης μέ τήν ακτινοβολία κλπ. Ή μηχανιστική σκέψη έπέζησε μετά άπό τίς μεγάλες έπαναστάσεις τής σχετικότητας καί τών κβάντα. Ή όντική ένότητα τών λεγόμενων στοιχειωδών σωματίων έκδηλώνεται έπίσης μέσα άπό δύο τύπους νόμων : Τους νόμους μετασχηματισμού καί τούς νόμους διατήρησης. Οί δύο αύτοί τύποι νόμου έξάλλου σχετίζονται ένδογενώς, δοθέντος δτι ή διατήρηση ένός στοιχείου πραγματικότητας έκδηλώνεται κατά τή διάρκεια κάποιου μετασχηματισμού. Έτσι, π.χ., ή διατήρηση τοΰ ήλεκτρικοΰ φορτίου ισχύει καί στό σχετικιστικό πλαίσιο. Ή διατήρηση τής ενέργειας συνδέεται μέ τήν ομοιογένεια τοΰ χρόνου. Ή διατήρηση τής στροφορμής καί τής όρμής μέ τήν ισοτροπία καί τήν ομοιογένεια τοΰ χώρου. 'Αλλά στό σχετικιστικό πλαίσιο ή ένότητα τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου έκφράζεται μέ τό τετραδιάνυσμα όρμής-ένέργειας. Κατά συνέπεια, ή διατήρηση τής ένέργειας καί τής όρμής άντιπροσωπεύεται τώρα άπό έναν καί μόνο νόμο : Τό νόμο τής διατήρησης τοΰ τετραδιανύσματος όρμής-ένέργειας, γιά τό όποιο έχουμε μιλήσει. Έτσι : Ένότητα μέσα στή διαφορά. Ένότητα καί διαφορά τής μάζας καί τής ένέργειας, ένότητα καί διαφορά τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου, ολότητα ή όποία έγκλείει τό χώρο, τό χρόνο, τήν ύλη καί τήν κίνηση. Συνεπώς έτερογενής ένότητα άμοιβαία καθορισμένων στοιχείων πραγματικότητας. Τπάρχουν άπόλυτοι νόμοι διατήρησης, δπως τής μάζας, τής ένέργειας, τοΰ φορτίου, τής στροφορμής, τοΰ λεπτονικοΰ καί τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ, καί νόμοι μή άπόλυτοι, οί όποιοι παραβιάζονται άπό ορισμένες άλληλεπιδράσεις."Ετσι, π.χ., τό ισοτοπικό σπίν διατηρείται άπό τίς ισχυρές άλληλεπιδράσεις, δχι δμως καί άπό τίς ήλεκτρομαγνητικές. Τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο, συνεπώς, ταυτίζονται στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων. Ή ταυτότητα θραύεται καί έμφανίζεται ή διαφορά, άν ληφθεί υπόψη ή ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Ένας άλλος νόμος, άπόλυτος γιά τις ισχυρές καί τις ήλεκτρομαγνητικές άλληλεπιδράσεις, είναι ό νόμος διατήρησης τής δυαδικότητας ( parity ), ό όποιος έπίσης παραβιάζεται άπό τΙς άσθενεΐς άλληλεπιδράσεις. "Ενας νό-
70
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μος, συνεπώς, ισχύει ύπό ορισμένες συνθήκες. Πρόκειται για τό σχετικό, τό όποιο σχηματίζει διαλεκτικό ζεύγος μέ τό άντικειμενικό : μέ τις συνθήκες ΰπαρξής του. Ή διαφορά άνάμεσα στό άπόλυτο καί τό σχετικό δέν είναι «άπόλυτη». Ό νόμος, π.χ., διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ καί τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ είναι άπόλυτος γιά τΙς σήμερα διαθέσιμες ένέργειες. Θά ισχύει τό ίδιο γιά πολύ πιό μεγάλες ένέργειες ; Στό πρωτόνιο άποδίδεται διάρκεια ζωής τής τάξης τοΰ 2 • ΙΟ30. Άπό τήν άποψη αύτή τό πρωτόνιο είναι « άθάνατο ». 'Ωστόσο, ή « μεγάλη ένοποίηση » θά έχει συνέπεια τήν παραβίαση τοΰ νόμου τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ. "Ενα τέτοιο ένδεχόμενο θά είναι άσχετο μέ τή λεγόμενη « άφυλοποίηση » τής ΰλης : Θά είναι ό μετασχηματισμός βαρυονίων σέ άλλα σωμάτια έξίσου υλικά. Ή μελέτη τών συμμετριών έπαιξε ούσιαστικό ρόλο στή φυσική τών μικροσωματίων. Άνάμεσα σέ άλλες συνέπειες, ή μελέτη τών συμμετριών άναδεικνύει μιά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα στήν ταυτότητα καί στή διαφορά. Σημειώσαμε δτι τό πρωτόνιο καί τό νετρόνιο ταυτίζονται στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδράσεων. Ή συμμετρία παραβιάζεται καί άναδύεται ή διαφορά στό έσωτερικό τής ταυτότητας, άν ληφθεί υπόψη ή ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση. Συχνά ή διαφορά καλύπτεται άπό τή φαινομενική ταυτότητα, καί εμφανίζεται μέ τή θραύση τής συμμετρίας. Αντίστροφα, ή διαφορά συχνά έπικαλύπτει τήν όντική ταυτότητα, ή όποία έκδηλώνεται μέ τή βαθύτερη εξερεύνηση τών δομών τής ΰλης. Επίσης, αύτό πού σέ Ινα ένεργειακό έπίπεδο έμφανίζεται άπλό καί ομοιογενές μπορεί νά έκδηλώσει πολλαπλές δυναμικότητες σέ Ινα διαφορετικό ένεργειακό έπίπεδο. Σταθερότητα καί ταυτότητα είναι συνεπώς Ιννοιες σχετικές μέ τό θεωρούμενο έπίπεδο ένέργειας: Αύτό πού είναι σταθερό άποδεικνύεται άσταθές καί τό σταθερό μετασχηματίζεται σέ μιά πολλαπλότητα διαφορετικών μορφών. Ή μικροφυσική είναι τόπος μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής άνάμεσα στήν ταυτότητα καί τή διαφορά, άνάμεσα στό άπλό καί τό σύνθετο, άνάμεσα στό σταθερό καί στό μεταβλητό. Ά ν μποροΰμε νά μιλήσουμε γιά κά-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η
71
ποιο άπόλυτο, αύτό θά ήταν ή υλη καί ή κίνησή της στό χώρο καί τό χρόνο. *Ας έπανέλθουμε στό πρόβλημα τών συμμετριών. Καί έδώ, έπίσης, μπορούμε νά άνιχνεύσουμε μια « τοπική » διαλεκτική : Ή παραβίαση μιας συμμετρίας μπορεί νά έχει συνέπεια τήν άποκάλυψη μιας πλουσιότερης συμμετρίας. Ή δυαδικότητα, για νά πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, παραβιάζεται άπό τις άσθενεΐς άλληλεπιδράσεις. Εντούτοις, μιά πλουσιότερη συμμετρία έκδηλώνεται μέ άντιστροφή τοΰ χώρου καί ταυτόχρονα μέ μετατροπή τοΰ σωματίου στό άντισωμάτιό του. Στή συνέχεια ύποτίθεται δτι ή διατήρηση αύτής της πλουσιότερης συμμετρίας παραβιάζεται, μέ τή σειρά της, άπό ύπερασθενεΐς άλληλεπιδράσεις. Μιά άκόμα περισσότερο πλούσια συμμετρία ( PCT ) λαμβάνεται μέ άντιστροφή τοΰ χώρου, τοΰ σωματίου σέ άντισωμάτιό καί άντιστροφή τοΰ χρόνου. Ή διατήρηση της PCT έξασφαλίζει τήν ταυτότητα τών ίδιων μαζών καί τή διάρκεια ζωής τών σωματίων καί τών άντισωματίων κατά τή διάρκεια τών διασπάσεων, καί τό άναλλοίωτο τών διαδικασιών μέ άντιστροφή τοΰ χρόνου. Οί συμμετρίες αύτές άντιστοιχοΰν σέ δομές καί σέ έσωτερικές, καί συχνά άντίθετες, διαδικασίες. Τό πρόβλημα τών συμμετριών έπανευρίσκεται στήν'Αστροφυσική. "Ετσι, σύμφωνα μέ τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ) στή λεγόμενη άρχική φάση τοΰ « Σύμπαντος » οί τέσσερις άλληλεπιδράσεις ταυτίζονταν. Στό βαθμό πού ή θερμοκρασία τοΰ « Σύμπαντος » έπεφτε, ύπήρξε μιά διαδοχική θραύση τών συμμετριών : Μεγάλη ένοποίηση, ήλεκτροασθενής, διαχωρισμός τών τεσσάρων άλληλεπιδράσεων. Συνεπώς : Θραύση τών συμμετριών καί διαφοροποίηση αύτοΰ πού ήταν ομοιογενές. 'Αλλά γι'αύτά στό έπόμενο κεφάλαιο. Συμπερασματικά : Ταυτότητα καί διαφορά, λανθάνουσα ύπό ορισμένες συνθήκες καί φανερή σέ διαφορετικές. "Ετσι, στό έπίπεδο τών ήλεκτρομαγνητικών δυνάμεων, τά όκτώ βαρυόνια θεωρούνται διαφορετικά. 'Αλλά τά σωμάτια αύτά ομαδοποιούνται σέ τέσσερις πολλαπλότητες στό έπίπεδο τών ισχυρών άλληλεπιδρά-
72
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σεων. Τά μέλη αύτών τών πολλαπλοτήτων ταυτίζονται σέ σχέση μέ αύτές τις άλληλεπιδράσεις. Σέ σχέση μέ μιά πολύ ισχυρή αλληλεπίδραση, τά όκτώ βαρυόνια θα έμφανίζονταν ώς ëva καί μοναδικό σωμάτιο. Μέ μιά αντίστροφη διαδικασία ή διαφορά άναδύεται στό έσωτερικό τής ταυτότητας. "Ετσι : Διατήρηση πού έκδηλώνεται μέσω κάποιου μετασχηματισμού, συμμετρίες καί θραύση τών συμμετριών, ταυτότητα και διαφορά στό έσωτερικό τής ταυτότητας. Αύτή ή « τοπική διαλεκτική» ύπακούει σέ αύστηρά καθορισμένους νόμους. Πράγματι, οί συμμετρίες καί οί νόμοι διατήρησης συνεπάγονται Ιναν άριθμό κανόνων έπιλογής. "Ενας τέτοιος κανόνας μπορεί νά άπαγορεύσει έναν μετασχηματισμό, ό όποιος θά παραβίαζε έναν νόμο διατήρησης, πού θά ήταν πραγματοποιήσιμος άν άγνοούσαμε αύτόν τό νόμο. Δύο πρωτόνια, π.χ., δέν είναι δυνατόν νά μετατραπούν σέ μεσόνια, έπειδή θά παραβιαζόταν ό νόμος διατήρησης του βαρυονικοΰ άριθμοϋ. Άντίθετα, ένα πρωτόνιο καί ëva άντιπρωτόνιο μετατρέπονται σέ έναν άριθμό μεσονίων. Έπίσης, δύο λεπτόνια, π.χ., δύο ήλεκτρόνια, δέν είναι δυνατόν νά μετατραπούν σέ ένα φωτόνιο, έπειδή, σ'αύτή τήν περίπτωση θά παραβιαζόταν ό « άπόλυτος » νόμος διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ. "Ενα ήλεκτρόνιο καί ένα ποζιτρόνιο, άντίθετα, μετατρέπονται σέ ένα φωτόνιο (τό μηδενικό άλγεβρικό άθροισμα τών δύο λεπτονικών άριθμών διατηρείται ). Ό μετασχηματισμός αύτός έπιτρέπεται έπειδή σέβεται τό νόμο διατήρησης τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ. Οί νόμοι μετασχηματισμού, οί άμεταβλητότητες καί οί συμμετρίες είναι ή συγκεκριμένη έκφραση τής όντικής ένότητας τής ΰλης, καί ταυτόχρονα τής διαφοράς στό έσωτερικό τής ένότητας. Τό καθολικό-άφηρημένο, ή ύλη, μοναδική ούσία, ύπάρχει μέ συγκεκριμένες καί ειδικές μορφές. Ό αριστοτελικός νομιναλισμός, σύμφωνος μέ τά δεδομένα τής Φυσικής, είναι άσύμβατος μέ ένα Πρωταρχικό "Ον, μιά υπερβατική Ούσία, καθώς καί μέ τήν παραδοσιακή «άυλη ούσία», ή όποία προϋποθέτει τό σφάλμα τό όποιο έχουμε έπισημάνει.9 Υπάρχει ένα πλήθος στοιχειωδών σωματίων τά όποια δέν εΐ-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
73
ναι κατ' άνάγκην « στοιχειώδη ». Τα βαρυόνια, π.χ., είναι σύνθετες οντότητες. 'Αλλά, δπως σημειώσαμε, οί φυσικοί έβαλαν τάξη στό χάος. 'Ανήγαγαν τήν πολλαπλότητα τών σωματιδίων σέ έναν μικρό άριθμό « θεμελιωδών » οντοτήτων. Ή ένότητα τών μορφών στό εσωτερικό τής πολλαπλότητας γίνεται φανερή. Καί τό έρώτημα, νά άναχθεϊ ή πολλαπλότητα σέ μία καί μόνη θεμελιακή οντότητα, έχει τεθεί κατ' έπανάληψη καί άπό φυσικούς καί άπό φιλόσοφους. Είναι γεγονός δτι οί προσωκρατικοί έπιχείρησαν νά άναγάγουν τό παν σέ μιά άρχική καί μοναδική ούσία. "Ομως οί ούσίες αύτές ( άρχές ) ήταν υλικές καί άδημιούργητες, δπως σημειώνει μέ κάποια κριτική άπόχρωση ό 'Αριστοτέλης. Ό σύγχρονος άναγωγισμός, άντίθετα, είναι τις περισσότερες φορές ρητά ή τασιακά ιδεαλιστικός. Ή ύπαρξη μιας θεμελιακής καί μοναδικής μορφής άσκοϋσε μιά « διακριτική γοητεία » στή μεταφυσική σκέψη, άπό τήν εποχή τοϋ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτωνα μέχρι τόν Χέγκελ καί τούς σημερινούς νεοπλατωνικούς. Όμως οί μορφές τής ΰλης έχουν μιά ιστορία στό χώρο καί στό χρόνο, γεγονός τό όποϊο άντιφάσκει μέ αύτή τήν έλπίδα, καθώς καί μέ τήν έλπίδα γιά μιά « θεωρία τοΰ παντός », ή όποία θά σημάδευε τό τέλος τής Φυσικής. 'Ακραία περίπτωση άναγωγισμοΰ, τασιακά ιδεαλιστικού, είναι ή άπόπειρα νά περιγραφεί ολόκληρο τό Σύμπαν μέ τήν έξίσωση Ε. Schrödinger ( 1887-1961 ). Ή κίνηση είναι ένδογενές καί άναπαλλοτρίωτο κατηγόρημα τής ΰλης, δπως αύτή έμφανίζεται στις θεωρίες τής σημερινής Φυσικής. Ή κίνηση είναι ό τρόπος ΰπαρξης τής ΰλης. 'Ωστόσο κίνηση δέν σημαίνει μόνο μετατόπιση στό χώρο. Είναι γένεση καί καταστροφή μορφών, πραγμάτωση τών δυναμικοτήτων τής ΰλης, ή όποία, δπως τό ήρακλείτειο πΰρ, κατατρώγει καί μεταμορφώνει αύτό πού υπάρχει. Πέρασμα άπό τό δυνάμει στό ένεργεία σημαίνει άνάδυση καί ταυτόχρονα καταστροφή μορφών, έξαφάνιση στοιχείων πραγματικότητας καί άνάδυση άλλων, διαδικασίες πού έχουν χρονικό πάχος, ώς κινήσεις σέ μιά συμπαντική γραμμή στό χώρο Μινκόφσκι.
74
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή διαλεκτική σκέψη είχε συλλάβει τήν έσωτερική σχέση άνάμεσα στή δημιουργία και τήν καταστροφή. "Ετσι, κατά τόν Αριστοτέλη, στήν καταστροφή τών πραγμάτων άντιστοιχεΐ ή γένεσή τους καί αύτή ή αιώνια αλλαγή συνιστά τή μετατροπή μιας μορφής ΰλης σέ άλλη. Ό Αριστοτέλης είναι ό φιλόσοφος πού έπέξεργάστηκε τή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργεία. "Ετσι, κάθε γένεση προϋποθέτει τήν καταστροφή τής προηγούμενης κατάστασης. 'Αντίστροφα, κάθε καταστροφή είναι ταυτόχρονα γένεση. Οί φυσικοί χρησιμοποίησαν τήν έννοια « έκμηδένιση » (annihilation ). 'Εντούτοις, δέν πρόκειται γιά έκμηδένιση μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, έπειδή κάθε « έκμηδένιση » είναι ταυτόχρονα δημιουργία νέων μορφών. Ά ς δοΰμε σχετικά τήν περίπτωση τής « έκμηδένισης » ένός ζεύγους σωματίου-άντισωματίου. Ένα ήλεκτρόνιο καί ένα ποζιτρόνιο, π.χ., μετατρέπονται μέ τή συγχώνευσή τους σέ ένα φωτόνιο. Ένα ζεΰγος πρωτονίου-άντιπρωτονίου μετασχηματίζεται σέ έναν άριθμό μεσονίων. Συνεπώς, ή « έκμηδένιση » είναι ταυτόχρονα πραγματοποίηση τών δυναμικοτήτων τοΰ άρχικοΰ ζεύγους τών άντιθέτων. 'Αλλά κάθε γένεση προϋποθέτει μιά πηγή, άπ' δπου άναδύεται ή νέα πραγματικότητα. Κάθε γένεση είναι ταυτόχρονα καταστροφή της παλαιάς κατάστασης. 'Αλλά σήμερα ή συγκεκριμένη διαλεκτική είναι σέ θέση νά συνδέει τό άφηρημένο μέ τό συγκεκριμένο. Ό μετασχηματισμός είναι ταυτόχρονα διατήρηση, δοθέντος δτι κάθε μετασχηματισμός προϋποθέτει τή διατήρηση κάποιων στοιχείων πραγματικότητας τής παλαιάς κατάστασης. Τό ήρακλείτειο « τά πάντα ρεϊ » βρίσκεται στήν άφετηρία σύγχρονων άσαφών διαλεκτικών άντιλήψεων, οί όποιες συλλαμβάνουν τήν άλλαγή, δχι δμως καί τή διατήρηση. Οί φυσικές διαδικασίες πραγματοποιούνται έν χρόνω. Οί ποιοτικές άλλαγές, ή γένεση καί ή καταστροφή, πραγματοποιούνται πάνω σέ μιά συμπαντική γραμμή τοΰ χωροχρόνου Μινκόφσκι, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Κάθε πραγματική άλλαγή είναι μή-άντιστρεπτή. "Ετσι ό χρόνος έπεμβαίνει άνάμεσα στό παλαιό καί στό νέο : Εκείνο πού άρχίζει δέν είναι ακόμα" είναι στήν
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Γ Ο Ν Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
75
πορεία της πραγμάτωσης, δταν δλες οί συνθήκες θά είναι παρούσες ( Χέγκελ ). Συνεπώς : Μετάβαση άπό τό δυνάμει στό ένεργεία, άνάδυση νέων πραγματικοτήτων, έξαφάνιση ( δηλαδή μετάπτωση στή δυνάμει κατάσταση ) άλλων στοιχείων πραγματικότητας. Θά μπορούσαμε συνεπώς νά μιλήσουμε γιά έναν άνοικτό-διαλεκτικό ρεαλισμό, σύμφωνο μέ τή μικροφυσική πραγματικότητα. Ό κόσμος τών « έλάχιστων » ( minime ) δντων, είναι ήρακλείτειός. Είναι μιά έτερογενής ολότητα, ένιαία καί μοναδική στή διαφορότητά της. Ή πραγματική ένότητα τοΰ κόσμου συνίσταται, κατά τόν Ένγκελς, στήν ύλικότητά του καί ή σημερινή Φυσική είναι μιά συγκεκριμένη έπιβεβαίωση αύτής τής φιλοσοφικής θέσης. Ή ένότητα τοΰ κόσμου, έγραφε ό Ένγκελς, δέν συνίσταται στό Είναι του, παρόλο πού τό Είναι του άποτελεΐ δρο γιά τήν ένότητά του. Έπειδή πρέπει πρώτα νά υπάρχει γιά νά μπορεί νά είναι ένας. Εντούτοις, « τό Είναι συνιστά Ινα άνοικτό έρώτημα άπό τό σημείο δπου σταματά ό δικός μας ορίζοντας ».10 Ή θέση αύτή τοϋ Ένγκελς είναι βαθιά άντιδογματική : Μέχρι σήμερα έχουμε εξερευνήσει Ινα μηδαμινό μέρος τοΰ Σύμπαντος, τό όποιο άπλώνεται μπροστά μας, άπειρος ώκεανός, άνοιχτός στή νόηση καί ταυτόχρονα άνεξάντλητος. Ό όρίζοντάς μας διευρύνεται, άλλα τό άπειρο είναι άπρόσιτο. Αύτή ή δυναμική-διαλεκτική κοσμοαντίληψη δέν είναι ή μόνη δυνατή. Ό ιδεαλισμός καί ό μυστικισμός βρήκαν πρόσφορο έδαφος καί στό πεδίο της μικροφυσικής. Μετά τόν 'Αριστοτέλη, άς άκούσουμε τόν Karl Marx ( 1818-1883 ) : « Τό συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο έπειδή είναι σύνθεση πολλαπλών προσδιορισμών, συνεπώς ένότητα μέσα στή διαφορότητα. Γι'αύτό τό λόγο έμφανίζεται στή νόηση σαν διαδικασία σύνθεσης, σάν άποτέλεσμα, καί δχι σάν άφετηριακό σημείο, παρόλο πού είναι τό πραγματικό σημείο άφετηρίας, καί συνακόλουθα τό άφετηριακό σημείο της άμεσης δράσης καί τής παράστασης ». " 'Αντίθετα μέ τούς ισχυρισμούς τοΰ σύγχρονου φυσικού ιδεαλισμού, ή Φυσική δέν προχωρεί άπό τόν Δημόκριτο στόν Πυθαγόρα καί στόν Πλάτωνα. Ό κόσμος μας είναι ήρακλείτειος.
76
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή αλληλεπίδραση είναι βασική κατηγορία τής διαλεκτικής. Άποτελεϊ έπίσης βασική έννοια τής Φυσικής. Οί φυσικές άλληλεπιδράσεις είναι οντότητες οί όποιες αναδύονται άπό δομές καί κινήσεις βαθιές καί συχνά άγνωστες, καί είναι οί φορείς τής σύνδεσης καί τοΰ άμοιβαίου καθορισμού τών πραγμάτων. Εντούτοις, μιά σύγχρονη φιλοσοφική τάση, θεωρώντας τή σχέση θεμελιακή καί συστατική τοΰ πράγματος, τήν ούσία ώς σύνολο σχέσεων συστατικών τής πραγματικότητας, τό ήλεκτρόνιο κλπ. δχι ώς « άντικείμενο » άλλά ώς σύνολο σχέσεων, καταλήγει, σέ τελευταία άνάλυση, σέ ένα είδος ά-υλισμοΰ. Ά ς συζητήσουμε λοιπόν καί αύτό τό πρόβλημα.
3. Οί σχέσεις και τ à πράγματα Τό σωματικό άντικείμενο ( objet corporel ) ήταν τό άντικείμενο τής Μηχανικής καί γενικότερα τής μακροσκοπικής Φυσικής. Ά κόμα καί τό γαλιλαιικό σωμάτιο, άν καί μηδαμινό ( minime ), εθεωρείτο ώς ένα τόδε τι, τό όποιο κατείχε έναν καλώς προσδιορισμένο χώρο. Επρόκειτο προφανώς γιά άφαίρεση. Εντούτοις, ή άφαίρεση αύτή ήταν ή θεμελιώδης έννοια, 6χι μόνο τής Μηχανικής, άλλά καί τής κλασικής στατιστικής φυσικής. Ή σχετικότητα καί οί κλασικές θεωρίες τοΰ πεδίου γενικότερα, καθώς καί οί κβαντικές θεωρίες, άποτέλεσαν τήν ίστορική-διαλεκτική άρνηση τής άμεσης εποπτείας. Ή « ούσία » τοΰ κόσμου μας έχει τή μορφή ώκεανοΰ, ένός πεδίου οί ιδιομορφίες τοΰ οποίου συνιστούν σωμάτια. Τά μακροσκοπικά σωματικά άντικείμενα είναι « κρυσταλλώσεις » σχετικά σταθερές αύτης τής ούσίας- αύτης τής κυμαινόμενης πραγματικότητας. Επιπλέον, δπως έχουμε ήδη έπισημάνει, ή σημερινή Φυσική δέχεται τήν ύπαρξη τοΰ ύποκβαντικοΰ επιπέδου : Ένός βαθύτερου ώκεανοΰ υλης, άπ' δπου άναδύονται τά σωμάτια τοΰ έπιπέδου τής μικροφυσικής. Συνεπώς, δέν ύπάρχει μή άναγώγιμη άντίθεση άνάμεσα στό φυσικό άντικείμενο καί στό πεδίο.
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
77
Μια τέτοια άντίθεση υπάρχει μόνο στό πλαίσιο της τυπικής λογικής. Τό σωμάτιο είναι ιδιομορφία τοϋ πεδίου. Είναι έντοπισμένο καί ταυτόχρονα καταλαμβάνει μιά εύρύτερη περιοχή. Έχει ταυτότητα καί ταυτόχρονα είναι « ντυμένο » μέ τά πεδία τών φυσικών άλληλεπιδράσεων. Είναι καί δέν είναι ('Ηράκλειτος ), μέ τήν Ιννοια δτι είναι μιά σχετικά σταθερή διακύμανση τοΰ ώκεανοΰ στόν όποιον άνήκει. Τέλος, έχει μετρήσιμη μάζα, ένδεχομένως φορτίο, καί άλλα κβαντικά μεγέθη. "Εχουμε συνεπώς άνάγκη άπό μιά συγκεκριμένη διαλεκτική τοΰ πράγματος καί τών σχέσεών του. Εντούτοις, σύμφωνα μέ τήν άντίληψη πού συζητάμε έδώ, τό « στοιχειώδες » σωμάτιο δέν είναι καθεαυτό. Είναι ή θεμελιώδης άλληλεπίδραση, στήν όποία μετέχει. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη, τό βαθύτερο έπίπεδο είναι τής τάξης, 6χι τοΰ πράγματος ( τοϋ άντικειμένου ) άλλά τής σχέσης. Ά ς συζητήσουμε λοιπόν αύτή τήν άντίληψη τής μικροφυσικής πραγματικότητας. Ή περιοχή άπ'δπου άναδύεται μιά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα στίς σχέσεις καί τά πράγματα είναι κυρίως ή μικροφυσική. Τά μικροσωμάτια, άντίθετα μέ τά άδρανή άντικείμενα τής Μηχανικής, είναι όντότητες ικανές γιά μετασχηματισμό, χάρη στό « παιχνίδι » τών έσωτερικών άλληλεπιδράσεων καί τών έξωτερικών συνθηκών. Ή διαλεκτική είχε συλλάβει τόν θεμελιώδη ρόλο τής άλληλεπίδρασης. Ή ούσία τοΰ ήρακλείτειου σύμπαντος, τό πυρ, είναι σύμβολο κίνησης καί μεταμόρφωσης. Ή άλληλεπίδραση καί ό άμοιβαΐος καθορισμός είναι κεντρικές έννοιες τής Κοσμολογίας. Τό γίγνεσθαι, ή άλλαγή, ό άμοιβαΐος καθορισμός άναλύθηκαν πιό συγκεκριμένα άπό τόν Χέγκελ, τόν Μάρξ καί τόνΈνγκελς καί άπό τή σύγχρονη διαλεκτική σκέψη. Ή Φυσική, άπό τήν πλευρά της, Ικανέ συγκεκριμένο καί « όρατό » τό καθολικό-άφηρημένο τής φιλοσοφίας, μέ τήν άνακάλυψη τών τεσσάρων γνωστών άλληλεπιδράσεων. 'Αλλά ή υπέρβαση τής μηχανιστικής άντίληψης οδήγησε σέ μιά διαμετρικά άντίθετη άπόκλιση : Στό νά θεωρηθεί ή άλληλεπίδραση ώς θεμελιωτική καί συστατική τοΰ πράγματος.
78
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άκόμα περισσότερο : Στό νά ταυτιστεί τό πράγμα μέ τή σχέση. Ά ς πάρουμε Ινα παράδειγμα άπό τήν περιοχή τής Μικροφυσικής: Κατά τούς J.P. Baton καί G. Cohen-Tannoudji «ή μικρότερη όντότητα τής ΰλης δέν είναι πλέον Ινα άντικείμενο- είναι μιά σχέση, μιά άλληλεπίδραση, αύτό πού όνομάστηκε κβάντο δράσης. Ή σχετικιστική ισοδυναμία τής μάζας και της ένέργειας, μεταφρασμένη άπό τή διάσημη σχέση τοΰ Αϊνστάιν, Ε = me-, άποτελεΐ θανάσιμο χτύπημα καί στήν ούσιολογική άντίληψη της ΰλης : Ή ένέργεια μπορεί νά μετασχηματιστεί δημιουργώντας νέα σωμάτια ».12 'Εδώ έπιβάλλονται ορισμένες παρατηρήσεις: Τό κβάντο δράσης δέν είναι « ή πιό μικρή ύλική όντότητα », οΰτε μιά άλληλεπίδραση. Πολλαπλασιαζόμενο μέ μιά συχνότητα, δίνει Ινα κβάντο τοϋ ήλεκτρομαγνητικοϋ πεδίου, τό όποιο είναι ύλική όντότητα μέ μηδενική ( ή περίπου μηδενική ) μάζα ήρεμίας. Ή άποψη τών δύο συγγραφέων άναπαράγει, έμμέσως, τό προσχετικιστικό σφάλμα της ταύτισης της μάζας μέ τήν ΰλη. Προϋποθέτει, επιπλέον, τή μηχανιστική άντίληψη γιά τό φυσικό άντικείμενο, ώς σωματική καί άδρανή όντότητα. Τό γεγονός, τέλος, δτι τό κβάντο τοΰ ήλεκτρομαγνητικοϋ πεδίου μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια προϋποθέτει Ινα « υπόβαθρο » ( fond ), μιά κοινή ούσία. Ή μεσαιωνική -μεταφυσική άντίληψη γιά τήν ούσία είναι ξεπερασμένη. Άλλά μιά διαλεκτική τοϋ πράγματος καί τής ούσίας είναι ή μόνη σύμμορφη μέ τήν πραγματικότητα. "Οπως Ιλεγε ό Σπινόζα, ούσία είναι αύτό χωρίς τό όποιο τό πράγμα δέν μπορεί οΰτε νά είναι οΰτε νά νοηθεί, καί ή όποία, άντίστροφα, δέν μπορεί οΰτε νά ύπάρχει οΰτε νά νοηθεί χωρίς τό πράγμα ».13 Ή διαλεκτική αύτή είναι άκόμα άφηρημένη. "Ομως σήμερα είναι δυνατόν νά έπεξεργαστοΰμε μιά συγκεκριμένη διαλεκτική της ούσίας ( essence ), στά πλαίσια μιας μονιστικής άντίληψης τής ΰλης ( substance ). Πράγματι, άπό τις σημερινές έπιστημες άναδύεται μιά συγκεκριμένη διαλεκτική μέ τήν όποία θά άσχοληθοΰμε στό έπόμενο τμήμα αύτοϋ τοΰ κεφαλαίου. Είναι γεγονός δτι τό « πράγμα » δέν είναι άναγκαστικά τό σω-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : MIA T O I I I K H
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
79
ματικό καί αδρανές αντικείμενο της εποπτείας, τό όποιο θά ήταν δυνατόν νά θεωρηθεί άπομονωμένο άπό τό περιβάλλον του. Τό «πράγμα» της σημερινής Φυσικής δέν υπάρχει παρά μόνο στό πλαίσιο ένός πλέγματος έσωτερικών καί έξωτερικών σχέσεων. Ωστόσο, μιά διαλεκτική τοϋ πράγματος καί τών σχέσεων δέν καταλήγει, άναπόφευκτα, σ'αύτόν τόν νέο τύπο ά-υλισμοΰ: Στις σχέσεις χωρίς πηγή τών σχέσεων. Τό « πράγμα » είναι ή πηγή τών σχέσεων. Οί σχέσεις, ταυτόχρονα, είναι συστατικές τοΰ πράγματος. Δέν είναι δυνατόν νά διαχωρίσουμε αυτές τίς δύο άλληλένδετες « στιγμές » τοΰ πραγματικού. Συλλαμβάνοντας μόνο τή σχέση κινδυνεύουμε νά έκκενώσουμε τό πραγματικό άπό τήν ύλικότητά του : Νά τό άναγάγουμε σέ μιά « όντότητα » χωρίς υλικό φορέα. Ή έννοια τοΰ πεδίου, π.χ., δέν έκφράζει μόνο μιά σχέση άνάμεσα σέ δύο άντικείμενα ( π.χ., σέ δύο ήλεκτρόνια ). Όρίζει τήν ίδια στιγμή ένα « άντικείμενο », τό δυνάμει φωτόνιο, φορέα αύτης τής άλληλεπίδρασης (της σχέσης ). ('Αντίστοιχα, τό κεφάλαιο δέν είναι άπλώς σχέση. Είναι ένα σύνολο μέσων παραγωγής, έμπορευμάτων κλπ., ένταγμένων στίς κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής ). Τό πεδίο κατέχει ιδιότητες ένεργεία καί ιδιότητες δυνάμει, οί όποιες είναι δυνατόν νά πραγματοποιηθούν ώς ιδιότητες πού άναδύονται άπό τό υλικό υπόβαθρο. Συνεπώς : Ούτε σχέσεις χωρίς υπόβαθρο τό όποιο είναι ή πηγή τους. Ταυτόχρονα : Ούτε άντικείμενο χωρίς ένα σύνολο σχέσεων, οί όποιες είναι συστατικές του. Ή σχέση προϋποθέτει τήν ύλη. 'Επειδή ή ύλη είναι ή 7τηγή τών φυσικών άλληλεπιδράσεων πού οί ίδιες είναι μορφές της υλης οί όποιες άναδύονται « άπό τό βάθος τών πραγμάτων » ( Χέγκελ ), έκδήλωση έσωτερικών καί συχνά κρυμμένων δομών καί σχέσεων. Τά τέσσερα κβάντα τών σήμερα γνωστών άλληλεπιδράσεων ( φωτόνια, βαρυτόνια, πεδίο γλυονίων καί ένδιάμεσα μποζόνια ) είναι μορφές ύλης πού μετατρέπονται σέ άλλες μορφές, σύμφωνα μέ καθορισμένους δρόμους. Τό πράγμα καί οί σχέσεις συνυπάρχουν σέ ένδογενή καί γενετική άλληλοσυσχέτιση. Τό ένα δέν ύπάρχει χωρίς τό άλλο.
79
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή διαλεκτική σκέψη, άπό τόν 'Ηράκλειτο μέχρι τόν Χέγκελ, τόν Μαρξ καί τόν Λένιν ( 1870-1924 ), συνέλαβε τόν θεμελιώδη ρόλο της άλληλεπίδρασης, τής οποίας « στιγμή » είναι ή αιτιότητα. Τά άντικείμενα άλληλεπιδροϋν καί. καθορίζονται άμοιβαϊα. Τό γίγνεσθαι, δημιουργία καί καταστροφή μορφών, έχει χρονικό πάχος στό σύμπαν του Μινκόφσκι. Πραγματοποιείται, δπως σημειώσαμε, σέ μιά συμπαντική γραμμή, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Κατά τή διάρκεια τοΰ μετασχηματισμού, τό νέο « δέν είναι άκόμα » : Είναι στήν πορεία τοΰ περάσματος άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση. Τό νέο άναδύεται στό χωροχρόνο, ώς « στιγμή » τοΰ γίγνεσθαι. Ή άλληλεπίδραση δέν είναι σήμερα τό καθολικό-άφηρημένο τής φιλοσοφίας. Υπάρχει μέ συγκεκριμένες καί ειδικές μορφές. 'Ως οιονεί φιλοσοφική έννοια άσκεΐ διαμεσολαβητική λειτουργία άνάμεσα στό πεδίο τής έπιστήμης καί στό πεδίο τής φιλοσοφίας.14 Τό άντικείμενο είναι ολότητα ( διαφοροποιημένη, άντιφατική κλπ. ) άποτελούμενη άπό τό φορέα ( ύπόβαθρο ) καί τίς σχέσεις. Τό ένα δέν ύπάρχει χωρίς τό άλλο. Συνεπώς τό άντικείμενο είναι ένα δλον άμοιβαϊα καθοριζόμενων στοιχείων πραγματικότητας καί σχέσεων. Τό φυσικό άντικείμενο δέν είναι ύποχρεωτικά τό σωματικό πράγμα, τό έδώ παρόν τής άμεσης έποπτείας, τό άριστοτελικό τάδε τι. Είναι άντικείμενο μέ τήν πιό γενική έννοια τοΰ δρου, συχνά άπρόσιτο στήν έποπτεία, μέ μάζα ήρεμίας συχνά τεράστια ή σχεδόν μηδενική, μέ μέση ζωή συχνά στιγμιαία καί παρά ταύτα φορέας μετρήσιμων φυσικών μεγεθών. Άκόμα καί τά έφήμερα, στιγμιαίας ύπαρξης καί μέ σχεδόν μηδενική μάζα σωμάτια, δέν άνάγονται σέ ένα πλέγμα σχέσεων. Οί όντότητες τής μικροφυσικής άνήκουν σ' αύτό τό είδος τής φευγαλέας πραγματικότητας οί όποιες, παρά τό γεγονός αύτό, είναι προσιτές στήν « παρατήρηση » καί στή μέτρηση. Ή γνώση σ' αύτό τό έπίπεδο είναι έμμεση καί παρά ταύτα άντικειμενική. Ή μή άναγώγιμη άντίθεση άνάμεσα στό πεδίο καί στό σωμάτιο άνήκει στό πεδίο τής τυπικής λογικής. Τής λογικής της ταυ-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
80
τότητας καί τών άπολυτοποιημένων ( καί άπολιθωμένων ) αντιθέσεων. Οί σχέσεις άνάμεσα στά πεδία καί στά σωμάτια, άντίθετα, είναι διαλεκτικές : Τό σωμάτιο θεωρείται ιδιομορφία τοΰ πεδίου. Είναι έντοπισμένο καί τήν ϊδια στιγμή άνήκει σέ μιά ολότητα ή όποία τό υπερβαίνει. Είναι εδώ καί ταυτόχρονα « κατέχει » μιά εύρύτερη περιοχή τοΰ χώρου. Έπίσης, είναι καί δέν είναι, άλλά δχι μέ τήν άσαφή διαλεκτική : Δέν είναι παρά διακύμανση καί παρά ταύτα μπορεί νά έχει έναν πρακτικά άπειρο χρόνο ζωής. Συνεπώς : Συγκεκριμένη διαλεκτική αύτοΰ πού μεταβάλλεται καί αύτοΰ πού διατηρείται ( « μεταβάλλον, άναπαύεται » - 'Ηράκλειτος ). Διαλεκτική τοΰ μέρους καί τοΰ δλου, τοΰ τοπικοΰ καί τοΰ μή τοπικοΰ, τοΰ είναι καί τοΰ μή Είναι, τοΰ μή εισέτι δντος καί τοΰ υπάρχοντος, τοΰ άπειροστοΰ καί τοΰ πεπερασμένου, τοΰ ένεργεία καί τοΰ δυνάμει, τής αλληλεπίδρασης καί τής πηγής της. Ή μικροφυσική μετέβαλε ριζικά τίς άντιλήψεις μας γιά τήν υλη. Ειδικά γιά τίς σχέσεις άνάμεσα στις φυσικές όντότητες καί τις σχέσεις αύτών τών δντοτήτων μέ τό περιβάλλον τους. 'Αλλά καί στό δικό της έπίπεδο, τό θεμελιώδες δέν είναι ή σχέση, έπειδή ή σχέση προϋποθέτει τις φυσικές άλληλεπιδράσεις καί οί φυσικές άλληλεπιδράσεις προϋποθέτουν τό « βάθος » άπό τό όποϊο άναδύονται. Ή άποψη δτι τό στοιχειώδες σωμάτιο δέν είναι en soi, άλλά ή θεμελιακή σχέση στήν όποία μετέχει, άπολυτοποιεϊ έναν άπό τους δύο άντίθετους καί άλληλένδετους πόλους τής φυσικής ολότητας πού είναι τό κβαντικό σωμάτιο. Τό έπίπεδο τών στοιχειωδών σωματίων, έξάλλου, δέν είναι τό έσχατο : Δέν είναι τό τελευταίο καί θεμελιακό έπίπεδο οργάνωσης της ύλης. "Οπως έχουμε σημειώσει, υπάρχουν ήδη σημάδια τοΰ ύποκβαντικοΰ έπιπέδου, άπ' δπου άναδύονται τά στοιχειώδη σωμάτια. Ό αιθέρας τοΰ Ντιράκ, ό αιθέρας τοΰ 'Αϊνστάιν, τό ύποκβαντικό έπίπεδο τών Ντέ Μπρέιγ, Μπώμ καί Βιζιέ, είναι διαφορετικά ονόματα ένός μέσου, άπρόσιτου έπί τοΰ παρόντος, άλλά τοΰ οποίου έχουμε ήδη τά πρώτα σημεία ύπαρξης. Στήν άντίθετη κλίμακα, ένα άπό τά υπαρκτά κοσμολογικά πρότυπα υποθέτει τή συνεχή δημιουργία ΰλης στό διάστημα, καί ήδη υπάρχουν
81
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
παρατηρήσεις εύνοϊκές γι'αύτή τήν τολμηρή ύπόθεση. Τα στοιχειώδη σωμάτια άναδύονται άπό τόν ύποκβαντικό ώκεανό. 'Αναδύονται άπό τό « υπόβαθρο ». Τά στοιχεία πραγματικότητάς τους άναδύονται χάρη στό « παιχνίδι » άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείρ. Είναι πραγματοποιημένες δυνατότητες τοϋ μέσου. Κάθε όντότητα έξάλλου είναι φορέας πολλαπλών καί λανθανουσών δυνατοτήτων. Είναι πυρήνας μιας « άφανοϋς άρμονίας » δπως ύποστήριζε ό σοφός της 'Εφέσου. 'Αλλά γι' αύτό στό έπόμενο κεφάλαιο. Τό κοσμικό γίγνεσθαι δέν είναι διαδικασία άναδόμησης προϋπαρχουσών καί άναλλοίωτων όντοτήτων. Είναι διαδικασία μετάβασης άπό τό δυνάμει στό ένεργεία, διαδικασία άνάδυσης καί καταστροφής μορφών, διατήρησης στοιχείων πραγματικότητας τής προηγούμενης κατάστασης καί άνάδυσης νέων στοιχείων καί σχέσεων. Σέ μιά άλλη κλίμακα καί μέ βάση τή φυσική τών ύψηλών ένεργειών καί τήν κοσμολογία, μπορούμε νά μιλάμε γιά άναδυόμενους κόσμους ( δχι σύμπαντα, δπως λένε οί ειδικοί ) καί γιά κόσμους πού καταβυθίζονται στις άχανεΐς έκτάσεις ένός άναδυόμενου καί αύτοδημιουργούμενου Σύμπαντος. Συνεπώς : Ό χ ι άντικείμενα χωρίς έσωτερικό δυναμισμό, αιώνια καί μέ άναλλοίωτες ιδιότητες. Τό γίγνεσθαι τής ΰλης είναι δημιουργία καί καταστροφή πραγμάτων, ιδιοτήτων καί σχέσεων στοιχείων πραγματικότητας πού έξαφανίζονται, καί άλλων πού άναδύονται. Μή γραμμικές διαδικασίες, δπως παρατηρούσε ό 'Αϊνστάιν. Διαδικασίες μετασχηματισμού κατά τίς όποιες τίποτα δέν προκύπτει άπό τό μή 0ν καί τίποτα δέν μεταπίπτει στό μή όν ( « Μηδέν τι έκ τοΰ μή δντος γίγνεσθαι, μηδέ είς τό μή 6ν φθείρεσθαι » - Δημόκριτος ). Ή άρχή τοΰ Δημόκριτου ισχύει πάντα, Iστω καί άν τά άτομά του δέν είναι « άτομα » καί έστω καί άν υπάρχει δημιουργία ΰλης, έπειδή αύτή ή δημιουργία θά είναι άνάδυση ΰλης άπό Ινα βαθύτερο έπίπεδο. Συνεπώς, δχι άόριστη μετατροπή, άπολυτοποίηση τής άλλαγής, άλλά συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα σ'έκεϊνο πού άλλάζει κι έκεϊνο πού διατηρείται. Συγκεκριμένα : Διατήρηση τής όλι-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ν Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
«3
κής μάζας, της ολικής ένέργειας, τοϋ όλικοϋ φορτίου, τής ορμής, της στροφορμής, τοϋ σπίν, τοϋ λεπτονικοΰ καί, τοΰ βαρυονικοΰ άριθμοΰ κλπ. Οί νόμοι διατήρησης είναι ή συγκεκριμένη καί ποσοτική πλευρά μιας διαλεκτικής άντίθετης μέ τήν άόριστη διαλεκτική τής γενικής ρευστότητας. Καί : Κάθε νόμος διατήρησης έκδηλώνεται καί βεβαιώνεται διαμέσου κάποιας μεταβολής. Τό σωματικό άντικείμενο, τό έδώ παρόν καί σχετικά σταθερό, δέν έκδιώκεται παρά ταΰτα άπό τό βασίλειο τής ΰλης. Είναι μπροστά μας, προσιτό ή καί άπρόσιτο στήν έποπτεία. 'Αλλά ή έπιστημονική γνώση γίνεται 6λο καί περισσότερο Ιμμεση, καθώς διαμεσολαβεϊται άπό έπιστημονικά όργανα καί μαθηματικούς φορμαλισμούς. Ή έπιστημονική γνώση είναι δλο καί περισσότερο γνώση δομών καί σχέσεων άπρόσιτων στήν έποπτεία, καί διαδικασιών μετάπτωσης άπό τό δυνάμει στό ενεργείς. Οί πειραματικές έπιβέβαιώσεις καί οί τεχνικές έφαρμογές τών νόμων τής Μικροφυσικής άποτελοϋν τήν πρακτική άπόδειξη τής όντικής καί τής γνωσιολογικής άντικειμενικότητάς τους. Ό λ α αύτά δμως δέν είναι μόνο γνώση σχέσεων. Είναι γνώση φυσικών « άντικειμένων » καί σχέσεων οί όποιες δημιουργούνται μέ τή μεσολάβηση άλληλεπιδράσεων, πού καί αύτές είναι υλικές. Ή διαδικασία τής γνώσης είναι διαδικασία έμβάθυνσης, παρ'δλα τά σφάλματα, τίς λανθασμένες υποθέσεις καί τίς ιδεολογικές άποπλανήσεις. Καί ή έμβάθυνση τής γνώσης είναι άνάδυση τοΰ άγνώστου στό πεδίο τής νόησης. Είναι, ειδικότερα, άνακάλυψη σχέσεων αιτίας καί άποτελέσματος. 'Αλλά οί σχέσεις αύτές είναι σχέσεις άνάμεσα σέ ύλικές οντότητες καί δχι σχέσεις άνάμεσα σέ σχέσεις. Ή γνώση είναι διαδικασία έμβάθυνσης. Μετάβασης άπό τά φαινόμενα, στήν ούσία τών πραγμάτων. 'Αλλά ή κατηγορία τής ούσίας είναι ό «κύριος έχθρός» τών θετικιστών, τών μεταμοντέρνων, καί άλλων φιλοσοφικών ρευμάτων. Τό νά μιλάμε λοιπόν γιά ουσία δέν σημαίνει μιά προκριτική άν δχι μεταφυσική νοοτροπία; Ή μεταφυσική ούσιοκρατία δέν είναι νεκρή. Άναγεννάται μέ νέες μορφές, παρόλο πού είναι άσύμβατη μέ τήν έπιστημονική νόηση. 'Αλλά αύτό σημαίνει δτι θά Ιπρεπε νά έξορίσουμε
8
4
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τήν έννοια της ουσίας άπό τό πεδίο της φιλοσοφίας ; *Ας έξετάσουμε τό έρώτημα. 4. Πέρα άπο τήν ουσιοκρατία. Γιά μιά διαλεκτική τής ουσίας Ποιά είναι λοιπόν ή στάση αυτών τών φιλοσοφικών ρευμάτων άπέναντι στήν κατηγορία της ούσίας ; Είναι γνωστό δτι οί φιλόσοφοι ( καί δχι μόνον οί φιλόσοφοι ) άναζήτησαν συχνά μιά μοναδική ούσία, ένα πρωταρχικό Όν, μιά Ούσία πνευματική, ύπερβατική, ένα αιώνιο Ό ν έξω άπό τό χρόνο, πού θά ήταν τό κατεξοχήν Όν. Τό Ό ν τώνΈλεατών, άγέννητο καί αιώνιο, οί 'Ιδέες τοΰ Πλάτωνα, άπό μιά άποψη τά άτομα τοΰ Δημόκριτου καί τά σωμάτια τοΰ Νεύτωνα άντιπροσωπεύουν ορισμένες « στιγμές » τής μεταφυσικής άντίληψης τής Ούσίας. Ή ούσιοκρατία έμπεριέχεται έπίσης στή φιλοσοφία τοΰ 'Αριστοτέλη καί τοΰ Χέγκελ. 'Εντούτοις, ό 'Αριστοτέλης υποστήριζε τήν άντικειμενικότητα καί τό ένδογενές τής ούσίας, καί ό Χέγκελ είχε συλλάβει, στα πλαίσια τοΰ ιδεαλιστικού του συστήματος, τή διαλεκτική φαινομένου καί ούσίας. Ό Μάρξ, μέ τή σειρά του, ένσωμάτωσε τήν κατηγορία της ούσίας σέ μιά υλιστική καί διαλεκτική όντολογία. Σύμφωνα μέ ένα άπό τά άποφθέγματά του, ή έπιστήμη θά ήταν περιττή άν τό φαινόμενο ταυτιζόταν μέ τήν ούσία. Σήμερα μποροΰμε νά ποΰμε δτι τό φαινόμενο είναι έκδήλωση καί ταυτόχρονα έπικάλυψη τής ούσίας. Τό χρώμα ή τό άρωμα ένός άνθους, π.χ., είναι έκδήλωση καί ταυτόχρονα έπικάλυψη τής χημικής του σύστασης ( τά φαινόμενα, κατά τόν 'Αναξαγόρα, 5ος αι. π.Χ., είναι «δψις άδήλων»). Είναι γεγονός δτι ή λέξη ούσία ( substance, υπόσταση ) χρησιμοποιήθηκε άπό τή θεολογική σκέψη, κυρίως άπό τούς νεοπλατωνικούς, μέ μεταφυσικό νόημα, καθώς καί άπό τόν Σπινόζα, ώς θεμελιακή κατηγορία τοΰ πανθεϊσμοΰ του ( ύπόσταση ). Άπό γνωσιολογική άποψη ό Λένιν έπίσης υποστήριζε δτι ή νόηση έμβαθύνει « άπό τή φαινομενικότητα στήν ούσία, άπό τήν ούσία πρώτης τάξεως, τρόπος τοΰ λέγειν, στήν
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
«5
ούσία δευτέρας τάξεως, κ.ο.κ. μέχρι τό άπειρο ».,5 Πρόκειται γιά θέση της διαλεκτικής γνωσιοθεωρίας, νοούμενη ώς έμβάθννση, σέ συμφωνία μέ τήν όντολογική θέση γιά τό άνεξάντλητο τής ΰλης σέ έκταση καί σέ βάθος. Ό υλισμός άπορρίπτει τή μεταφυσική ούσιοκρατία. Άλλά, κάτω άπό τήν πίεση τοΰ θετικισμού, κλπ., όρισμένοι διαλεκτικοί, άντί νά άναζητήσουν μιά διαλεκτική άνάμεσα στήν ούσία καί τό φαινόμενο κατήργησαν τόν έναν άπό τους πόλους τής άντίθεσης. Άλλά άς έπιμείνουμε λίγο στήν ορολογία. Συχνά οί δύο κατηγορίες substance καί essence ( έλληνικά ένας μόνο όρος : ούσία ) θεωρούνται συνώνυμες. Άλλά γιά τόν φυσικό, τόν χημικό, κλπ., ή έννοια τής ούσίας ( substance ) δηλώνει τό άντικείμενο τής έρευνας καί τοΰ πειραματισμού του. "Ετσι, ό έπιστήμονας διακρίνει άνάμεσα στίς καθαρές ούσίες οί όποιες άποτελοΰνται άπό ταυτόσημα μόρια ή άτομα ( π.χ., νερό, ζάχαρη, άμμωνία ) καί τά μείγματα, τά όποια άποτελοΰνται άπό δύο ή περισσότερα είδη μορίων. Σ'αύτό τό πλαίσιο ή ούσία ταυτίζεται μάλλον μέ τήν υλη, ή όποία έκδιπλώνει τΙς δυναμικότητές της στό χώρο καί στό χρόνο. Ή ούσία, μ'αύτή τήν έννοια, είναι τό « υπόβαθρο» άπ' δπου άναδύονται τά φαινόμενα. Είναι ή μοναδική substance ( υπόσταση ) τοΰ Σπινόζα καί τοΰ ύλισμοΰ. Ό Ένγκελς, π.χ., ταύτιζε τίς κατηγορίες τής ούσίας ( substance ) καί τής ΰλης : «Ή ούσία, ή ύλη, δέν είναι άλλο άπό τό σύνολο τών ούσιών άπό τίς όποιες μέ άφαίρεση προήλθε ή έννοια ».16 Άπό τήν άλλη πλευρά δέν είναι δυνατόν νά άντιπαραθέσουμε τυπικά τήν ύλη καί τήν ούσία ( essence ). Ή ούσία ( essence ) ένός πράγματος προϋποθέτει ένα υπόστρωμα, ένα υπόβαθρο, πηγή τών σχέσεων τοΰ άντικειμένου. Σύμφωνα δμως μέ τόν νέο ά-υλισμό, ή ούσία δπως σημειώσαμε, ταυτίζεται μέ ένα σύνολο σχέσεων, συστατικών τοΰ άντικειμένου. Ταυτίζεται μέ τή θεμελιακή σχέση, παράγωγο τοΰ πράγματος. Μέ τό σύνολο τών σχέσεων συστατικών τής θεωρούμενης πραγματικότητας. Άλλά μπορούμε νά διερωτηθούμε γιά άλλη μιά φορά: Σχέσεις χωρίς πηγή ; Χωρίς υλικό υπόστρωμα ; Έπίσης : Σχέσεις οί όποιες άποκαθίστανται μέ
86
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τή μεσολάβηση φυσικών άλληλεπιδράσεων ; 'Αλλά τότε ποιά είναι ή πηγή τών άλληλεπιδράσεων ; Άκόμα : Κεφάλαιο ώς σχέση χωρίς τή μεσολάβηση μέσων παραγωγής, κλπ. ; Φυσικά άντικείμενα τά όποια άνάγονται σέ πλέγμα σχέσεων οί όποιες δέν προϋποθέτουν κάποια πηγή ; Νά άνανεώσουμε καί νά έμβαθύνουμε τόν υλισμό, αύτή τήν «έποχή τής περιφρόνησης» (Άνρί Λεφέβρ). Μέ ποιά έννοια ; Ά ς έπιστρέψουμε στό έπίπεδο τοϋ συγκεκριμένου. Μέ ποιά έννοια τό γεγονός 6τι τό φωτόνιο μετατρέπεται σέ δύο φερμιόνια ( μαζικά σωμάτια ) σημαίνει δτι δέν είναι « ούσία », δηλαδή ύλική όντότητα, ή όποία μεταμορφώνεται ; Ά ν τό πάν είναι σχέση, άπό ποΰ ή σχέση άντλεΐ τήν πηγή της ; Άλλά τό έδώ παρόν άντικείμενο, μέ θετική ή μηδενική μάζα, είναι μιά όργανική όλότητα στοιχείων πραγματικότητας καί σχέσεων, τά όποια, μέ τόν έγγενή καί γενετικό άμοιβαΐο καθορισμό τους, συνιστούν τήν ούσία του. Πράγμα πού ταυτίζεται μέ ένα σύνολο σχέσεων. Πράγμα πού άνάγεται στή διαφανή καθαρότητα τών μαθηματικών (Χάιζενμπεργκ). Πράγμα πού ταυτίζεται μέ συνάρτηση. Άλλά, δπως γράφει καί ό Michel Paty, « έφτασαν νά προτείνουν δτι, μέ τή μοντέρνα φυσική, ή ούσία έξαφανίζεται γιά νά γίνει συνάρτηση. Άλλά ή πραγματικότητα δέν είναι ή έννοια, άλλά αύτό στό όποιο άντιστοιχεΐ ή έννοια».1' Δέν είναι δυνατόν νά άντιπαραθέσουμε τυπικά τή substance καί τήν essence δπως έκανε ό Πλάτων ( ούσία τοϋΌντος, οί 'Ιδέες ), ή ό Χέγκελ, ό όποιος θεωρούσε τήν υλη ώς τήν άλλοτριωμένη μορφή τοΰ πνεύματος. Ό Αριστοτέλης, δπως έχουμε σημειώσει, θεωρούσε τήν ούσία ώς ένδογενή στό έξατομικευμένο άντικείμενο καί ό Σπινόζα είχε έπεξεργαστεϊ μιά διαλεκτική άνάμεσα στή substance ( υπόσταση ) καί τήν essence ( ούσία ) ή όποία, καί κατ' αύτόν, ήταν ή ούσία τοΰ συγκεκριμένου, άτομικοΰ άντικειμένου. Μποροΰμε νά όρίσουμε τήν ούσία ( essence ) ώς τό σύνολο τών στοιχείων πραγματικότητας καί τών σχέσεων πού στόν άμοιβαΐο καθορισμό τους χαρακτηρίζουν τό άντικείμενο σέ μιά δεδομένη στιγμή τής ιστορίας του. Μέ αύτόν τόν τρόπο δέν είναι δυνατόν νά χωρίσουμε τήν ούσία ( substance υπόσταση ) άπό τήν ού-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
87
σία ( essence ). Θά μπορούσαμε, συνεπώς, να διατυπώσουμε άξιωματικά έναν αριθμό άπό προτάσεις, σχετικές μέ τις κατηγορίες της substance ( ούσίας ) καί της essence ( ούσίας ), άποφεύγοντας τόσο τόν μεταφυσικό ούσιολογισμό βσο καί τόν ά-υλισμό της μόδας. 1. Ή ύλη-ούσία είναι αντικειμενική πραγματικότητα. Ε π ι πλέον είναι causa sui ( αιτία τοϋ έαυτοΰ της, ύλιστική θέση ). Είναι ή μοναδική ούσία της φύσης. Τό πνεύμα, άντίθετα μέ τόν καρτεσιανό κλπ. δυϊσμό, είναι « προϊόν » της μακράς έξέλιξης, βιολογικής άρχικά, καί κοινωνικής στή συνέχεια. Τό πνεύμα δέν υπάρχει « κρυμμένο » στήν ύλη. Ή νόηση δέν είναι ένα άπό τά κατηγορήματά της. Είναι « προϊόν » της λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου. 2. Οί έπιστήμες έξερευνοΰν ειδικές μορφές τής ύλης. Ή ένότητα τών έπιστημών θεμελιώνεται στήν ένότητα τών μορφών τής ύλης. Ή ένότητα μέσα στή διαφορά καί τό γίγνεσθαι τής ύλης άντιφάσκουν μέ τήν ύπαρξη ένός πρωταρχικού καί μοναδικοΰ Όντος. 3. Ή ύλη-ύπόσταση ( substance ) ορίζεται μέ τά κατηγορήματά της, τά όποΐα, κατά τόν Σπινόζα, συνιστοΰν τήν ούσία της ( essence ). Ή άπειρότητα τών κατηγορημάτων άντιστοιχεϊ στήν άπειρότητα τής ύλης στό χώρο καί στό χρόνο. Ή μοναδική ούσία είναι πεδίο δυνατοτήτων" άναδυομένων ποιοτήτων καί άλλων πού έξαφανίζονται στόν ώκεανό τής ύλης. 4. Κατά τόν Σπινόζα, « κάθε ούσία ( essence ) είναι ούσία κάποιου πράγματος, στό όποιο καί άντιστοιχεϊ άμοιβαΐα ». Συνεπώς, ή ούσία είναι ένδογενής ( έμμενής ) στό έξατομικευμένο άντικείμενο ( νομιναλισμός, υλισμός ). 5. Τά έξατομικευμένα άντικείμενα είναι πεπερασμένοι « τρόποι », πεπερασμένες υπάρξεις στό χώρο καί στό χρόνο. Τά έξατομικευμένα άντικείμενα άνήκουν, κατά τόν Σπινόζα, « στή φυσικοποιημένη φύση ».18 Σύμφωνα μέ μιά σύγχρονη όρολογία, είναι πραγματοποιημένες δυναμικότητες. Μορφές οί όποιες άναδύονται « άπό τά βάθη τοΰ πραγματικού » ( Χέγκελ ). 6. Τό φαινόμενο δέν είναι ξένο άπό τήν ούσία. Είναι έκδήλωση
88
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
καί ταυτόχρονα επικάλυψη της ουσίας. Ή Χημεία καί ή Φυσική έπιβεβαίωσαν τή διαίσθηση τής υλιστικής θεωρίας τής γνώσης. Ταυτόχρονα άπέδειξαν τήν άφέλεια τοϋ έμπειρισμοΰ, καταργώντας τήν άντίθεση άνάμεσα στίς πρωτεύουσες καί τίς δευτερεύουσες ιδιότητες. 7. Τπάρχει μιά ιστορία τών μορφών τής ύλης, ή όποία άντιστοιχεϊ στήν ιστορία τής αύτοδημιουργίας τοΰ Σύμπαντος. Σύμφωνα μέ ένα τουλάχιστον κοσμολογικό πρότυπο, υπάρχει δημιουργία νέας ΰλης, ή όποία άναδύεται άπό τό ύποκβαντικό έπίπεδο. Συνεπώς, ή κατηγορία τής ούσίας (substance) γίνεται καί αύτή ιστορική κατηγορία. 8. Ή έμφάνιση νέων μορφών ΰλης δέν συνιστά κίνηση πρός κάποιο τέλος, σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ, ή τόν Τεγιάρ ντέ Σαρντέν. Είναι διαδικασία αύτοδημιουργίας. Ή μεταφυσική σκέψη, άπό τούς 'Ελεάτες μέχρι τίς μέρες μας, υποστηρίζει μιά διχοτομία άνάμεσα στό φαινόμενο καί τήν ούσία. "Ετσι ό Χάιζενμπεργκ, γιά νά πάρουμε Ινα σύγχρονο παράδειγμα, άνήγαγε τήν ούσία τών μικροσωματίων, στή «διάφανη καθαρότητα τών μαθηματικών». Δέσμιος καί αύτός τοΰ νευτώνειου παραδείγματος, θεωρούσε τήν ένέργεια «πρωταρχική ούσία» τοΰ κόσμου.19 Μιά περισσότερο μυστικιστική άποψη διατυπώθηκε, δπως έχουμε σημειώσει, άπό τόν Πατέρα Τεγιάρ ντέ Σαρντέν, ό όποιος έπίσης ταύτιζε τήν ΰλη μέ τήν ένέργεια καί τήν ένέργεια μέ τό νέο πνεύμα, τόν νέο θεό. Εντούτοις, ύπάρχει καί μιά άντίθετη άποψη, διαλεκτική, άκόμα καί στά πλαίσια ιδεαλιστικού συστήματος. Ό Λένιν, π.χ., άναφερόμενος στόν Χέγκελ, έγραφε : « Ή ούσία είναι ή άλήθεια τοΰ Είναι ». Τέτοια είναι ή πρώτη φράση, ή όποία φαίνεται βαθιά μυστικιστική. 'Αλλά άμέσως άρχίζει, άς ποΰμε, νά φυσάει μιά δροσερή αύρα. Τό Είναι είναι τό άμεσο. Θέλοντας νά γνωρίσει τό άληθινό, αύτό πού τό Είναι είναι h εαντω και άφεαντον, ή γνώση δέν σταματά στό άμεσο καί στούς καθορισμούς του, άλλά άνοίγει εναν δρόμο διαμέσου αύτοΰ, μέ τήν υπόθεση δτι έκεΐθεν ( ύπογρ. τοΰ Χέγκελ ) αύτοΰ τοΰ Είναι υπάρχει άκόμα κάτι διαφορετικό άπό τό ίδιο τό Είναι, ένα είδος υπόβαθρου ( fond ) πού θά ήταν ή άλήθεια
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
8
9
τοϋ Είναι ». Τό υπόβαθρο, κατά τόν Λένιν, είναι ή υλη, μοναδική ούσία. Κατά τόν Λένιν, έπίσης, τό φαινόμενο δέν είναι άπλή « Δόξα » : « Τό φαινόμενο είναι ή ούσία σέ Ιναν άπό τούς καθορισμούς της, σέ μιά άπό τΙς όψεις της, σέ μιά άπό τίς στιγμές της. Ή Ούσία φαίνεται νά είναι άκριβώς αύτό. Τό φαινόμενο είναι ή άντανάκλαση τής ίδιας τής Ούσίας στόν έαυτό της ». Τό φαινόμενο, κατά τόν Λένιν, είναι έκδήλωση τής Ούσίας.20 Καί ή προηγούμενη όντολογική θέση έχει τό όντολογικό της συμπλήρωμα : «Άπό τή μιά πρέπει νά βαθύνουμε τή γνώση ( τήν έννοια ) τής ούσίας, γιά νά βροΰμε τις αιτίες τών φαινομένων. Άπό τήν άλλη πλευρά, μιά πραγματική γνώση τής αιτίας σημαίνει έμβάθυνση τής γνώσης ή όποία προχωρεί άπό τήν έπιφάνεια τών φαινομένων στήν ούσία».21 Ή διαλεκτική τοϋ Χέγκελ είναι ιδεαλιστική. Έτσι, ό Χέγκελ έγραφε γιά τήν ούσία : « Τό Είναι καί ή ούσία είναι στιγμές τοΰ γίγνεσθαι της έννοιας ». Καί ό Λένιν άνταπαντοΰσε : « Νά άντιστραφεϊ: Οί έννοιες είναι τά άνώτερα προϊόντα τοΰ έγκεφάλου, ό όποιος είναι ό ϊδιος τό ύψηλότερο προϊόν τής ΰλης ». Κατά τόν Λένιν « ή διαλεκτική τών πραγμάτων παράγει τή διαλεκτική τών ιδεών, καί 6χι άντίστροφα ».22 Συνεπώς « ή διαλεκτική τών έννοιών έχει τις ύλικές ρίζες της ». Συμπέρασμα : Ούσία ή όποία έχει υλικό υπόβαθρο. Ούσία ή όποία δέν ύπάρχει έξω άπό τό χρόνο. Γνώση τής ούσίας μέσω τών φαινομένων. Γνώση της ούσίας : Διαδικασία χωρίς τέλος. Ό György Lukâcs ( 1885-1971 ), άργότερα, άναφερόταν καί αύτός στή διαλεκτική σχέση άνάμεσα στήν ούσιαστικότητα καί τή φαινομενικότητα στό έργο τοΰ Χέγκελ. 'Οπως σημειώνει σχετικά ό Slavoj Zizek, ή φαινομενικότητα δέν είναι ποτέ άπλή φαινομενικότητα. Ανήκει στήν ούσία. Αναφορικά μέ τή συνείδηση, ή ιδεολογική φαινομενικότητα είναι καί αύτή « άντικειμενικό » κοινωνικό γεγονός, τό όποιο κατέχει τή δική του άποτελεσματικότητα. Καί ό Ζίζεκ τονίζει : « Ό Λούκατς είναι δυνατόν άπ' αύτή τήν άποψη νά θεωρηθεί μέτοχος σ'αύτή τή μεγάλη "άλλαγή παραδείγματος ", ή όποία πραγματοποιείται έπίσης στήν κβαντική φυ-
89
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σική, καί της οποίας ή κύρια διάσταση είναι, δχι ή διάλυση της " άντικειμενικής πραγματικότητας ", ή άναγωγή της σέ μιά " υποκειμενική κατασκευή ", άλλά, άντίθετα, ή άνέκδοτη βεβαίωση τοΰ " άντικειμενικοΰ καθεστώτος τής φαινομενικότητας " ».23 Kai. δμως υπάρχουν μαρξιστές οί όποιοι δέν δέχονται τή νομιμότητα τής κατηγορίας τής ούσίας. Ό Ch. Fuchs, π.χ., γράφει δτι ό Μάρξ καί ό Ένγκελς δέν δέχονταν τήν ιδέα τής ούσίας ώς πρωταρχικής ΰλης, έπειδή θεωρούσαν αύτή τήν άποψη άντιδιαλεκτική. Ό Φούκς παραθέτει στή συνέχεια τή γνωστή άποψη τοΰ Λένιν, σύμφωνα μέ τήν όποία « ή άναγνώριση άμετάβλητων στοιχείων δέν είναι υλισμός, είναι μεταφυσική ». Καί τό συμπέρασμα τοΰ Φούκς : « Τά πεδία καί τά στοιχειώδη σωμάτια δέν μπορούν νά είναι ούσίες (substances) έπειδή είναι υποκείμενα μεταβολής ».2/' Ποιό είναι τό σφάλμα τοΰ Φούκς; Οί κλασικοί τοΰ μαρξισμού δέν δέχονταν τή μεταφυσική άντίληψη τής ούσίας. Δέχονταν έντούτοις καί άνέπτυξαν μιά διαλεκτική άντίληψη γιά τήν ούσία. Κατά συνέπεια τά πεδία καί τά στοιχειώδη σωμάτια είναι « ούσίες », άκριβώς έπειδή είναι υποκείμενα μεταβολής. Οί κλασικοί τοΰ μαρξισμού δέν άπέρριπταν τήν κατηγορία τής ούσίας ( substance ), καθώς καί τής essence, in abstracto. Απέρριπταν τή μεταφυσική τους θεώρηση. Συνεπώς : Ούτε οί καθαρές ούσιαστικότητες τής μεταφυσικής σκέψης ούτε ή άναγωγή τής ούσίας σέ Ινα σύνολο σχέσεων ούτε ή άπόρριψη τής κατηγορίας τής ούσίας. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή ούσία ( essence ) είναι « τό σύνολο τών άναγκαίων καί άναλλοίωτων ιδιοτήτων μιας πραγματικότητας ». 'Αλλά ή ούσία παραμένει άμετάβλητη μέσα στό χρόνο ; Ή ούσία ένός πράγματος συγκροτείται μέσα στό χρόνο, άρα είναι άναλλοίωτη υπό ορισμένες συνθήκες. Επομένως, είναι όριοθετημένη χωρικά καί χρονικά. Ή διάρκεια ζωής ένός βντος συμπίπτει μέ τή χρονικότητα τής ούσίας του. Ό J.-P. Sartre (1905-1980), έξάλλου, δέν είχε δίκιο δταν έλεγε δτι ή ύπαρξη προηγείται τής ούσίας. "Ύπαρξη καί ούσία έχουν κάποιον σταθερό πυρήνα καί ταυτόχρονα μεταβάλλονται μέσα στό χρόνο.
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
90
Ή ούσία χαρακτηρίζει τό δεδομένο άντικείμενο. Σήμερα δμως ξέρουμε δτι υπάρχει μιά ιστορία τών μορφών τής ύλης, άνάδυση αύτοϋ πού είναι δυνάμει, καταστροφή μορφών, άνάπτυξη μορφών στό χωρόχρονο. Ή άναζήτηση ένός δντος άπ'δπου θά προέκυπτε τό πλήθος τών ύλικών μορφών είναι άσύμβατη μέ τά δεδομένα της έπιστήμης. Ή ύλη, έξάλλου, δέν είναι τό άδρανές και αμετάβλητο υπόστρωμα τής Μηχανικής καί τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ. Είναι τό υπόστρωμα τών δυναμικοτήτων τοΰ κόσμου. Είναι τό υπόστρωμα τό όποιο περιέχει αύτό πού είναι καί αύτό πού δέν είναι άκόμα, άλλά πού θά υπάρξει δταν θά ικανοποιηθούν οί συνθήκες τής ύπαρξής του. Οί σημερινές υλικές μορφές (άτομα, στοιχειώδη σωμάτια, κβαντικά ύποσωμάτια κλπ. ) δέν άντιπροσωπεύουν τό αιώνιο, έξω άπό τό χρόνο. Είναι μορφές δημιουργημένες ιστορικά, κατά τή διάρκεια τοΰ κοσμικού γίγνεσθαι. Τπάρχει συνεπώς σύσταση ούσιών, ούσίες πού δέν έχουν άκόμα πραγματωθεί, καί ούσίες πού έχουν φθαρεί. Σήμερα, όπως έχουμε σημειώσει, έχει διατυπωθεί ή υπόθεση δτι στό Σύμπαν γεννιέται νέα ύλη ( άνάδυση μορφών άπό τό ύποκβαντικό έπίπεδο ). Αύτή ή διαδικασιακή διαλεκτική άποτελεΐ τόν πυρήνα μιας άνοιχτης υλιστικής όντολογίας. Μιας όντολογίας χωρίς μεταφυσική. Ή έννοια της άνάδυσης ( emergence ), έναντίον τοϋ διαχωρισμού τοΰ νέου άπό τό παλαιό, καί έναντίον τοΰ μηχανιστικού άναγωγισμοΰ, συναρθρώνει τό παλαιό μέ τό νέο. Διευκολύνει τήν άναζήτηση γενετικών σχέσεων άνάμεσα σ'έκεϊνο πού είναι, σέ αύτό πού δέν είναι άκόμα, καί σ'έκεϊνο πού θά είναι ή νέα πραγματικότητα. Ή έννοια αύτή λειτουργεί ώς έπιστημολογικός καταλύτης κατά τήν άναζήτηση, σέ ένα κατώτερο έπίπεδο όργάνωσης, τών δυναμικοτήτων πού θά πραγματωθούν στό άνώτερο έπίπεδο. Καί τό άντίστροφο. Σημειώσαμε ώς έδώ ορισμένα δεδομένα καί έπιχειρήματα γιά μιά υλιστική έρμηνεία τών θεωριών γιά τή σύσταση τής ύλης. Όμως, ή Φυσική μόνη, δπως έχουμε τονίσει, δέν μπορεί νά θεμελιώσει παρά έναν έπιστημονικό ρεαλισμό μέ υλιστική κατεύθυν-
92
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ση. Μπορεί νά θεμελιώσει τήν άντικειμενικότητα τής υλης και τή διαλεκτική της κίνηση. 'Εντούτοις, ή άντικειμενικότητα μόνη δέν άρκεϊ γιά τή θεμελίωση μιας ύλιστικής άντίληψης τής φύσης, ή όποία, δπως σημειώσαμε έξ ύπαρχής, έχει άνάγκη άπό ένα δεύτερο άξίωμα : Τό άξίωμα τής αυθυπαρξίας ( asseité ) τής ΰλης. Γιά νά άπαλλαγοΰμε άπό τό φάντασμα τοΰ Πνεύματος καί τοΰ Θεοΰ έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες τής ζωής και τοΰ άνθρώπου. Ή ιστορία τής Γής καί ή διαδικασία τής φυλογένεσης έπιβεβαίωσαν τήν υλιστική θέση, κατά τήν όποία ό άνθρωπος είναι φυσικό δν, προϊόν τής έξέλιξης τών ειδών. Ή νευρολογία καί ή ψυχολογία, μέ τή σειρά τους, έπιβεβαίωσαν τή θέση τής ψυχοσωματικής ένότητας τοΰ άνθρώπου: Δέν θά συναντήσουμε τό « πνεύμα » στήν άρχή τής φυσικής ιστορίας άλλά στήν κατάληξή της, δπως έλεγε ό Antonio Gramsci ( 1891-1937 ). Ή φιλοσοφία, τέλος, άπό τόν Ξενοφάνη μέχρι τόν Μάρξ, έξήγησε τή γένεση τής ιδέας τοΰ θεοΰ-δημιουργοΰ τοΰ άνθρώπου, σέ συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Είναι δυνατόν νά « υλοποιήσουμε » τό «πνεύμα», έπειδή τό πνεύμα είναι ένδογενής δυνατότητα τής άζωης ύλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στις συνθήκες ιδιαίτερης περιπλοκότητας ύλικών δομών ( τοΰ έγκεφάλου ) καί σέ συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Μέ τή φιλοσοφική καταξίωση τών σημερινών έπιστημών είναι δυνατόν νά θεμελιώσουμε τό μονισμό τής ύλης, ένάντια στις διάφορες μορφές τοΰ δυϊσμού. Νά θεμελιώσουμε τήν υλιστική θέση γιά μιά φύση αιτία τοΰ έαυτοΰ της, ή όποία έκδιπλώνει δυναμικότητες χάρη στόν έσωτερικό δυναμισμό της, χωρίς νά κατευθύνεται πρός κάποιο τέλος. Εναντίον τοΰ καρτεσιανού δυϊσμοΰ καί τήν πενία τοΰ θετικισμού, ένάντια στό μεταμοντέρνο χάος, ό υλισμός είναι μιά κοσμοαντίληψη συνεκτική καί άνοιχτή στά άποκτήματα τών έπιστημών. 'Αλλά θά έπανέλθουμε.
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : ΜΙΑ Τ Ο Ι Ι Ι Κ Η
5. Τελικές
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
93
παρατηρήσεις
Στό κεφάλαιο αύτό επιχείρησα νά διατυπώσω συμπληρωματικά έπιχειρήματα υπέρ τοϋ μονισμοΰ της ΰλης. Επιχείρησα νά θεμελιώσω Ιναν μονισμό της υλης μέ τή φιλοσοφική άξιοποίηση κυρίως τών δεδομένων τής μικροφυσικής. Ή ύπαρξη μιας φύσης αιτίας τοϋ έαυτοΰ της είναι φιλοσοφική θέση. Δέν άποδεικνύεται. Δέν διαψεύδεται. Θεμελιώνεται. Διατύπωσα καί άλλες θέσεις στήν πορεία αύτοΰ τοϋ κεφαλαίου. Εναντίον τής άποψης δτι ή φιλοσοφία δέν έχει ιστορία, καί έναντίον τής άνιστορικής άποψης γιά τίς φιλοσοφικές θέσεις, έπιχείρησα νά δείξω δτι καί οί φιλοσοφικές θέσεις έχουν ιστορία, ώς γενίκευση καί υπέρβαση τής πρακτικής (έπιστημονικής καί κοινωνικής). Έπίσης δτι τό όντικό τους άντίκρυσμα μεταβάλλεται μέ τό χρόνο. Αύτό ισχύει καί γιά τις έννοιες καί γιά τίς κατηγορίες. Οί προτάσεις πού άφοροΰν τήν άντικειμενικότητα καί τήν αυθυπαρξία τής φύσης είναι άρχές σύμφωνες μέ τό σύνολο τής άνθρώπινης πρακτικής καί μέ τήν ιστορία τής φύσης ειδικότερα. Μονισμός τής υλης, δηλαδή υλισμός, σημαίνει άντικειμενικότητα, αύτοδημιουργικότητα καί χρονική προτεραιότητα τής υλης σέ σχέση μέ τό « πνεύμα », τό όποιο δέν είναι ούσία ( substance, υπόσταση ), άλλά δυνατότητα τής υλης. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη, ή υλη είναι φιλοσοφική κατηγορία ή όποία άναφέρεται στό Είναι, μέσω της έμπειρίας μας άπό τό Είναι, καί δχι μόνο σέ μιά σχέση τοΰ Είναι μέ τή νόηση. 'Αντίστοιχα, ή διαλεκτική έχει ένα όντικό άντίκρυσμα. Βρίσκεται σέ σχέση μορφισμον μέ μιά διαλεκτική φύση. Συνεπώς, ή ύλιστική γνωσιοθεωρία προϋποθέτει μιά υλιστική όντολογία. Είναι έξαρτημένη άπό τήν ΰλη, έξαιτίας τής θεμελιακής άσυμμετρίας της σχέσης ΰλης καί πνεύματος. 26 Ή οντολογική έμβέλεια τών έπιστημών έξηγεϊται άπό τό γεγονός τής όντικής ένότητας τοΰ άνθρώπου μέ τή φύση. Μιά όντολογία τοϋ φυσικοΰ Είναι, μιά όντολογία χωρίς μεταφυσική, προϋποθέτει ταυτόχρονα μιά θεωρία τής γνώσης έξίσου διαλεκτική καί υλιστική.
94
ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
"Ετσι δεχτήκαμε καί έπιχειρήσαμε νά θεμελιώσουμε τή θέση σύμφωνα μέ τήν όποία υπάρχει ένας μορφισμος άνάμεσα στήν πραγματικότητα καί τήν έννοιακή της άναπαράσταση. Οί έννοιες έχουν ένα όντικό άντίκρυσμα : Είναι « άντανακλάσεις » πραγματικοτήτων καί σχέσεων οί όποιες υπάρχουν στά ϊδια τά πράγματα. (Αντανάκλαση δέν σημαίνει μιά άμεση σχέση άνάμεσα στό άντικείμενο καί τήν έννοια. Ώς γνωσιολογική κατηγορία προϋποθέτει τήν προτεραιότητα τής ύλης καί τή δυνατότητα μορφισμοΰ άνάμεσα στό πράγμα καί τήν παράστασή του, ένός μορφισμού πού έξηγεϊται μέ βάση τήν όντική ένότητα τοΰ άνθρώπου μέ τή φύση ). Υπάρχει συνεπώς ένότητα καί άντίθεση -στή βάση τής ένότητας- άνάμεσα στήν ύλη καί τή γνώση, ένότητα πού προϋποθέτει τά πρωτεία τής ΰλης. Συνεπώς οί έννοιες δέν άντιπροσωπεύουν μόνο σχέσεις, ούτε άπλώς σχέσεις τής νόησης μέ τά πράγματα. Κατά τή διάρκεια της γνωστικής διαδικασίας πραγματοποιείται ή « άναπαραγωγή » τοΰ πραγματικού στή νόηση. 'Εντούτοις, δπως έχουμε τονίσει κατ'έπανάληψη, δέν υπάρχει άμφιμονοσήμαντη άντιστοιχία άνάμεσα στό σύνολο τών στοιχείων πραγματικότητας τοΰ άντικειμένου καί τήν έννοιακή του άναπαράσταση. Ό μορφισμός δέν είναι άμεσος' είναι τό άποτέλεσμα διαμεσολαβήσεων, 6χι μόνο νευροφυσιολογικών, άλλά καί κοινωνικών καί ειδικά ιδεολογικών, άπ' δπου ή ιστορικά καθορισμένη άντικειμενικότητα, καθώς καί ή σχετικότητα τής γνώσης καί ή δυνατότητα τοΰ σφάλματος. Ά ς δεχτούμε συνεπώς, σέ συμφωνία μέ τόν Ilyenkov, δτι ή έννοια δέν είναι ούτε « σημείο » ούτε « δρος καθοριζόμενος διαμέσου άλλων δρων », καί ούτε άπλώς ή « άντανάκλαση » τών ούσιαστικών καί ένδογενών κατηγορημάτων τών πραγμάτων, άλλά τό ούσιαστικό τής ΰλης.2' 'Αλλά θά έπανέλθουμε διεξοδικά στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου. Οί σημερινές έπιστήμες άποτελοΰν τό θεμέλιο γιά τήν έπεξεργασία ένός υλισμού διαλεκτικού, ό όποιος θά έχει άπαλλαγεΐ άπό τή δογματική, άπολογητική καί φετιχιστική σκουριά τοΰ παρελθόντος. 'Αλλά στό έδαφος τών έπιστημών φύεται έπίσης καί τό στείρο δέντρο τοΰ ιδεαλισμού. 'Επιχειρήσαμε ώς έδώ νά έξορκί-
Μ Ι Κ Ρ Ο Φ Υ Σ Ι Κ Η : MIA T O I I I K H
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
95
σουμε τό φάντασμα τοΰ ένεργητισμοΰ καί, τοΰ Πνεύματος, νεκρό απόβλητο της προσχετικιστικής έρμηνείας τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν. 'Αλλά οί θεωρίες αύτές γέννησαν καί άλλα φαντάσματα. Γι'αυτά στό έπόμενο κεφάλαιο.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. I^aurent Schwartz, Marxisme et la Pensée philosophique, C.C.E.S., Παρίσι, 1960. 2. L. Schwartz, Application des distributions à l'étude des particules élémentaires, Cordon and Breach, Λονδίνο, 1969. 3. Βλ. σχετικά: Eftichios Bitsakis, Physujue et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983, σποράδην. 4. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifitjue, L'Harmattan, Παρίσι, 1997. 5. Αύτ., σποράδην. 6. Βλ., για παράδειγμα, τό συλλογικό έργο Science et Conscience, Stock, Παρίσι, 1980. 7. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π., σποράδην. 8. Michel Serres, στό La matière aujourd'hui, Seuil, Παρίσι, 1981, σ. 227. 9. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κεφ. 2, 3, 4. 10. Friedrich Engels, Anti-Dühring, Éditions Sociales, Παρίσι, σ. 73. 11. Karl Marx, Introduction à la critique de l'économie politique, Éditions Sociales, Παρίσι, 1957, σ. 165. 12. Jean-Pierre Baton, Cilles Cohen-Tannoudji, L'horizon des particules, Gallimard, Παρίσι, 1989, σ. 9. 13. Baruch Spinoza, Works of Spinoza, Dover, Νέα'Υόρκη, 1951, II, σ. 10. 14. Ε. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π., κεφ. 2. 15. Lénine, Cahiers Philosophiques, Éditions Sociales, Παρίσι, 1995, σ. 211. 16. F. Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 238. 17. Michel Paty, La matière dérobée. Éditions des archives contemporaines, χ.χ.έκδ.,σ. 369. 18. Βλ. : Spinoza, Works of Spinoza, δ.π. Gilles Deleuze, Spinoza, Philosophie, Pratique, Éditions de Minuit, Παρίσι, 2003. Joseph Moreau, Spinoza et le Spinozisme, PUF, Παρίσι, 1971. 19. Werner Heisenberg, Physics and Philosophy, George Allen and Unwin Edition, Λονδίνο, 1958, σ. 67.
96
Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
20. Lénine, Cahiers Philosophiques, δ.π., σσ. 107, 110,144. 21. Αύτ., σ. 131. 22. Arn., σσ. 139, 162, 165. 23. Slavoj Ziiek, στό Eustache Kouvélakis - Vincent Charbonnier (έπιμ.) Sartre, l.ukacs,Althusser, des marxistes enphilosophie, PUF, Παρίσι, 2 0 0 5 , σ. 1 3 5 . 24. Christian Fuchs, " T h e Self-Organisation of Matter", περ. Nature, Society, Thought, τόμος 16, άρ. 3 ( 2003 ), σ. 281. 25. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σποράδην. Yvon Quiniou, Problèmes du matérialisme, Meridiens Klincksieck, Παρίσι, 1987, σποράδην. 26. Georges Gastaud, περ. La Pensée, τεύχος 175,1990. Έπίσης, κείμενα τοϋ Ιδίου στό περιοδικό Étincelles, τεϋχος 8, 2003. 27. Evald Vassilievich Ilyenkov, Dialectical Logic, Progress Publishers, Μόσχα, 1977.
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Κοσμογένεση Είναι δύσκολο γιά τους φυσικούς và μιλούν για άρχή τον Σύμπαντος. 'Επειδή δσο έπιχειροΰμε và πλησιάσουμε τήν νποτιθεμενη άρχική στιγμή τόσο περισσότερο άπομακρννόμαστε άπό τή γνωστή Φυσική, καί άπό αυτή που είναι δυνατόν νά φανταστούμε. Journal τοϋ Έθνικοϋ Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας, 181, Φεβρουίριος 2005, σ. 2
I ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΕΓΡΑΦΕ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, « δια τό θαυμάζειν ήρξαντο φιλοσοφείν ». Mè τή σειρά του ό Κάντ όμολογοΰσε 6τι δυό πράγματα γέμιζαν μέ θαυμασμό τήν ψυχή του : Ό έναστρος ουρανός πάνω του καί δ ήθικός κόσμος μέσα του. 'Αλλά οί άνθρωποι δέν άρχισαν νά άσχολοΰνται μέ τή φιλοσοφία, γράφει έπίσης ό 'Αριστοτέλης, παρά μόνο δταν είχαν έξασφαλίσει τά άναγκαΐα γιά τή ζωή. Οί άνθρωποι έθεσαν τό έρώτημα γιά τήν προέλευση καί τή φύση τοΰ κόσμου δταν ήταν σέ θέση νά τό θέσουν. 'Από τούς πρώτους πού διατύπωσαν αύτό τό έρώτημα, πάντα σύμφωνα μέ τόν 'Αριστοτέλη, ήταν τό ιερατείο της Αιγύπτου. Οί άνθρωποι αύτοί είχαν τά αναγκαία γιά τή ζωή, χάρη στήν έργασία τών χωρικών κλπ. 'Ανάμεσα στά πρώτα έρωτήματα πού τέθηκαν : Πώς γεννήθηκε ό κόσμος ; Υπήρχε πάντοτε ή δημιουργήθηκε άπό κάποιον θεό ; Υπήρχε κάποια πρωταρχική ούσία άπ' δπου γεννήθηκαν τά πάντα ; Τό Σύμπαν είναι πεπερασμένο ή δχι ; Έπίσης, έρωτήματα περισσότερο συγκεκριμένα : Πώς στρέφεται ό "Ηλιος γύρω άπό τή Γη ; Μέ ποιόν τρόπο ό ούρανός κρατιέται στόν άέρα ; Τί είναι τά άστρα ; Τί γίνεται ό άνθρωπος μετά τό θάνατο ; Κλπ., κλπ. 'Ανάλογα μέ τό χαρακτήρα τών άπαντήσεων μποροΰμε νά διακρίνουμε : 1 ) Τίς μυθικές κοσμογονίες 2 ) Τίς λιγότερο ή περισσότερο όρθολογικές κοσμολογίες, ιστορική άρνηση καί κληρονό97
98
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μους τών μυθικών κοσμογονιών, 3 ) Τήν κλασική κοσμολογία άπό τήν έποχή τοϋ Κοπέρνικου ( Nicolaus Copernicus, 1473-1543 ), τοΰ Johannes Kepler ( 1571-1630 ), τοΰ Νεύτωνα, τοΰ Κάντ, τοΰ Λαπλάς κλπ., 4 ) Τή σχετικιστική κοσμολογία. Ή τελευταία είναι τό άντικείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. Ή σχετικιστική κοσμολογία, έξάλλου, είναι κοσμολογία μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, έπειδή παρατηρησιακά προχωρεί πέρα άπό τό πλανητικό μας σύστημα και τό γαλαξία καί έπίσης διαθέτει έναν μαθηματικό φορμαλισμό έπιβεβαιωμένο άπό τήν παρατήρηση. Εντούτοις καί ή σχετικιστική κοσμολογία δέν έχει θεμελιωθεί σέ μιά βάση άπαλλαγμένη άπό συζητήσιμα άξιώματα. "Ετσι, καί αύτή έγινε πηγή ιδεολογιών καί μύθων. Οί μυθικές κοσμογονίες τών πρωτόγονων λαών, άντίθετα, περιείχαν συχνά όρθολογικά, ρεαλιστικά στοιχεία, προδρομικά έπιστημονικών Ιδεών. Άνάμεσα στίς προεπιστημονικές ιδέες καί τις έπιστήμες δέν υπάρχει, συνεπώς, κάποια τομή, όπως φαντάζονται σημερινοί ειδικοί, δέσμιοι της τυπικής λογικής καί τών φορμαλιστικών έπιστημολογιών. Ά ς σκιαγραφήσουμε λοιπόν τήν προϊστορία της Κοσμολογίας. Έπειδή οί ιδέες τών κοσμογονικών μύθων καί τών μετέπειτα κοσμολογιών δέν είναι χωρίς ένδιαφέρον, όπως θά δοΰμε, άκόμα καί γιά τους ειδικούς τής σημερινής Κοσμολογίας. Τελικός στόχος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου είναι νά άπαντήσει, στά πλαίσια της δικαιοδοσίας τής έπιστήμης, άν ζοΰμε σέ ένα δημιουργημένο ή αύτοδημιουργούμενο Σύμπαν. 1. Άπο τους κοσμογονικούς μύθους στή νευτώνεια κοσμολογία Κάθε λαός έχει τους δικούς του κοσμογονικούς μύθους. Τή δική του κοσμογονία. Οί πρώτες άπόπειρες νά εξηγηθεί ή γέννηση καί ή φύση τοΰ κόσμου ήταν άνθρωπομορφικές καί μυθικές. Παρά ταΰτα, συχνά οί κοσμογονικοί μύθοι περιείχαν όρθολογικούς πυρήνες, άκόμα καί ιδέες απλοϊκά διαλεκτικές. Κατά τους όρφικούς,
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
99
π.χ., ή Γή είναι άγέννητη. Ό χρόνος είναι γέννημα της Γης καί τοϋ έναστρου Ούρανοΰ. Ή φύση διέπεται άπό τήν άνάγκη ( άδράστεια ) κλπ. Δέν είναι τυχαίο 6τι τό νερό έπαιξε σημαντικό ρόλο στίς μυθικές κοσμογονίες. Ή ζωή στήν Αίγυπτο καί στή Μεσοποταμία έξαρτιόταν άπό τούς μεγάλους ποταμούς : Τόν Νείλο, τόν Εύφράτη καί τόν Τίγρη. "Ετσι, σύμφωνα μέ τήν αιγυπτιακή κοσμογονία, υπήρξε μιά έποχή κατά τήν όποία δέν υπήρχε ούτε ό ούρανός ούτε ή γή. Τό μόνο πού υπήρχε ήταν τό άπεριόριστο νερό, τό όποιο περιείχε τό κοσμικό σπέρμα. Άπό τό πρωταρχικό νερό γεννήθηκαν ό άέρας, οί θεοί κλπ. Κατά τούς Βαβυλώνιους, έπίσης, άπαρχή τοΰ κόσμου ήταν τό νερό. Τέλος, σύμφωνα μέ τούς κινεζικούς μύθους, ό ούρανός στηριζόταν σέ όκτώ πυλώνες, πού άκουμποΰσαν σέ μιά Γή περιβαλλόμενη άπό νερό. Άπό τήν άλλη πλευρά τοΰ Ατλαντικού, δπως σημειώνει ό G. Thomson, οί ιθαγενείς τής βόρειας περιοχής τής Ντακότα πίστευαν δτι ό κόσμος είχε δημιουργηθεί άπό τόν άετό καί τήν κουρούνα. Ζώα, δπως ό κροκόδειλος, ό κάστωρ, ό δφις, ό σκύλος, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στίς κοσμογονικές άντιλήψεις τών φυλών τής Αμερικής. Οί άντιλήψεις αύτές ήταν άσχετες μέ τό γεγονός δτι οί συγκεκριμένοι λαοί ήταν προπαντός κυνηγοί ; Ό Τζ. Τόμσον παραθέτει μιά « διαλεκτική » άντίληψη τών Άζτέκων: «Ένας αιώνιος συμβολικός πόλεμος διεξαγόταν άνάμεσα στό φώς καί τό σκότος, τό θερμό καί τό ψυχρό, τόν Νότο καί τόν Βορρά, τόν άνατέλλοντα καί τόν δύοντα ήλιο. Άκόμα καί τά άστρα ήταν συγκεντρωμένα σέ στρατούς τής Ανατολής καί σέ στρατούς τής Δύσης. Μάχες μονομάχων, συχνά μέχρι θανάτου, χρησίμευαν γιά νά έκφράσουν τελετουργικά αύτή τήν ιδέα [ . . . ] Ό ιερός αύτός πόλεμος βρισκόταν σχεδόν παντού στίς τελετουργίες καί στή φιλοσοφία τής θρησκείας τών Άζτέκων ». ' Ή ένότητα καί ή πάλη τών άντιθέτων, άνθρωπομορφική στήν περίπτωση τών'Ινδιάνων, ήταν ήδη ένα άπό τά άξιώματα τής διαλεκτικής τοΰ 'Ηράκλειτου καί άλλων προσωκρατικών. Θά έπιχειρήσουμε τώρα νά σκιαγραφήσουμε τΙς κοσμογονικές
1 10
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αντιλήψεις τών 'Ελλήνων, οί όποιες έπηρέασαν λιγότερο ή περισσότερο άμεσα τή νεότερη Κοσμολογία καί τόν εύρωπα'ικό πολιτισμό, καί πού παρουσιάζουν ένα προφανές ένδιαφέρον γιά τήν άνάλυση τών θεμελιακών παραδοχών τής σύγχρονης Κοσμολογίας. Τό νερό παίζει θεμελιακό ρόλο καί σ'αύτές τίς κοσμογονίες, οί όποιες, άλλωστε, είχαν έπηρεαστεί άπό τίς άντιλήψεις τών Αιγυπτίων καί τών λαών τής Μεσοποταμίας. Σύμφωνα μέ τά ομηρικά έπη, π.χ., ή Γή άποτελεϊ τό θεμέλιο τοΰ Σύμπαντος. Επρόκειτο βέβαια γιά μιά « προφανή άλήθεια ». Ή Γή είναι ένας πεπλατυσμένος δίσκος, κυκλικός, περιβαλλόμενος άπό τόν μεγάλο ποταμό, τόν Ωκεανό. Ό Ωκεανός θεωρείται « πατήρ πάντων ». Πάνω άπό τή Γή βρίσκονται ό άέρας, ό αιθέρας καί ό ούρανός. Ό ούρανός είναι στερεός. Είναι κατασκευασμένος άπό μπρούντζο καί σίδηρο. Τά άστρα κολυμπούν μέσα στόν'Ωκεανό, μέ εξαίρεση τήν Άρκτο. Όσο γιά τόν Άδη, αύτός βρίσκεται κάτω άπό τήν έπιφάνεια τής Γής. ( Ή άποψη γιά τόν Άδη παραμένει άκόμα ζωντανή, κυρίως άνάμεσα στούς χωρικούς. ) Γιά τόν Όμηρο τό νερό είναι άρχή άπό τήν όποία γεννήθηκαν τά πάντα. Τό νερό καί οί θεότητες τοΰ νερού βρίσκονται στήν άπαρχή τών όντων. Άκόμα καί οί θεοί είναι ένδοκοσμικά όντα. Δέν είναι δημιουργοί τοϋ κόσμου. Ό 'Ωκεανός είναι πατήρ τόσο τών άνθρώπων δσο καί τών θεών.2 Σύμφωνα μέ τή Θεογονία τοΰ 'Ησιόδου (8ος-7ος αί. π.Χ.), έπίσης, δέν ύπάρχει δημιουργός. Ή Γή καί ό Ούρανός γεννήθηκαν άπό τό άρχέγονο Χάος. Ή Θεογονία είναι κοσμογονία : Κοσμοαντίληψη μέ ποιητική μορφή : "Ητοι μεν πρώτιστα Χάος γένετ', αντάρ επειτα Γαΐ' ενρύστερνος, πάντων εδος άσφαλες αίει άθανάτων, οί εχονσι χάρη νιχρόεντος 'Ολύμπου τάρταρά τ'ήερόεντα μυχω χθονος ευρυοδείης, ήδ' "Ερος, δς, κάλλιστος έν άθανάτοισι θεοϊσι, λυσιμελής, πάντων τε θεών πάντων τ'άνθρώπων δάμναται εν στήθεσσι νόον καί έπίφρονα βουλήν. 'Εκ Χάεος δ' Έρεβος τε μέλαινά τε Νύξ έγένοντο,
ΚΟΣΜΟΓΕΝΚΣΗ
ΙΟΙ
Νυκτός δ'αΰτΆιθήρ τε xal Ήμερη έξεγένοντο, οΰς τέχε χνσαμενη, Έρέβει φιλότητι μιγεϊσα. Γαία δε τοι πρώτον μεν έγείνατο Ισον εαυτή Ούρανον άστερόενθ', ίνα μιν περι πάντα χαλύπτοι, δφρ' εϊη μαχάρεσσι θεοΐς εδος άσφαλες αίεί.3 Κατά τις πρωτόγονες κοσμογονίες δέν υπάρχει Δημιουργός. Ή Γη προήλθε άπό τό Χάος καί άπ' αύτή τά υπόλοιπα. Οί άνθρωποι δημιουργήθηκαν άπό γή καί νερό. Κατά τή Βίβλο, έπίσης, ό άνθρωπος δημιουργήθηκε άπό χώμα καί νερό άπό τόν Θεό. 'Αλλά κατά τό μύθο τής Πανδώρας, ή πρώτη γυναίκα δημιουργήθηκε άπό τόν "Ηφαιστο, ό όποιος δμως δέν ήταν ύπερφυσικό δν. Ό 'Ορφισμός, έπίσης, ήταν ένα είδος μυθικής κοσμοαντίληψης, καθώς καί Ινα εΐδος σωτηριακής θρησκείας. Καί κατά τή διδασκαλία τοΰ 'Ορφισμού, έπίσης, στίς άπαρχές τοΰ κόσμου ύπήρχε ή γή καί τό νερό. Ή φύση είναι αύτοδημιούργητη καί ή έξέλιξή της υπακούει σέ παγκόσμιους νόμους. Τό Σύμπαν είναι άφθαρτο καί αιώνιο. Ό χρόνος γεννήθηκε άπό τή Γή καί τόν έναστρο Ούρανό. Ή φύση, τέλος, διέπεται άπό τήν άνάγκη (άδράστεια). Θά παραθέσουμε άλλη μιά φορά άπόσπασμα άπό τόν Τζ. Τόμσον : « Ό 'Ορφέας διηγούνταν μέ τά τραγούδια του πώς χωρίστηκαν βίαια ό ούρανός, ή γή καί ή θάλασσα πού πρώτα ήταν ένωμένα" μέ ποιόν τρόπο τά άστρα, ή Σελήνη καί ή πορεία τοΰ "Ηλιου είναι Ινα αιώνιο σημάδι στόν ούρανό, καί πώς σχηματίστηκαν τά βουνά καί τά φλύαρα ποτάμια, μέ τΙς νύμφες καί δλα τά δημιουργήματα πού έρπουν έκεΐ». Σύμφωνα μ'αύτή τήν παράδοση, ό ούρανός καί ή γή ήταν ένωμένα. Στή συνέχεια χωρίστηκαν. Τό πρωταρχικό αύγό, έπίσης, σύμφωνα μέ τήν όρφική παράδοση, δπως καί μέ τις Upanishads, χωρίστηκε στά δυό. Ό Τζ. Τόμσον παραθέτει : « Στήν άρχή δέν υπήρχε" γεννήθηκε καί μεγάλωσε" μετατράπηκε σέ αύγό' τό αύγό έπωάστηκε Ιναν χρόνο" τό αύγό άνοιξε" τό μισό ήταν άπό άσήμι, τό άλλο άπό χρυσό" τό άσημένιο μισό έγινε ή γή μας" τό χρυσό, ό ούρανός... Καί αύτό πού γεννήθηκε ήταν ό Aditya, ό ήλιος».4
102
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Συμπέρασμα : Κοσμογονικοί μύθοι, συχνά άνθρωπομορφικοί. Εντούτοις, ή φύση δέν δημιουργήθηκε άπό κάποιο υπερφυσικό Όν. Οί θεοί, δπως καί οί άνθρωποι, είναι ένδοκοσμικά 6ντα. Ή έξέλιξη τής φύσης διέπεται άπό παγκόσμιους νόμους. Συνεπώς : Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ-Δημιουργοΰ τοΰ κόσμου, ex nihilo, δέν ύπάρχει σ'αύτές τίς κοσμογονίες. "Εξαίρεση : Ή έβραϊκή παράδοση, καί στή συνέχεια ή χριστιανική. Είναι λοιπόν δυνατόν νά μιλάμε γιά άφελή, έστω, ύλισμό ή, τουλάχιστον, γιά φυσιοκρατική άντίληψη σέ σχέση μέ τίς μυθικές κοσμογονίες ; Ένα τέτοιο τολμηρό συμπέρασμα θά ήταν χωρίς θεμέλιο. Έπειδή, άκόμα καί άν οί θεοί δέν ήταν δημιουργοί τοΰ κόσμου, ένα πλήθος άνθρωπόμορφα δντα, θεοί, δαίμονες, νύμφες, νεράιδες, κλπ., κυβερνούσαν τά φυσικά φαινόμενα. Στή συνέχεια, οί « πρώτοι φιλόσοφοι » επιχείρησαν νά έξηγήσουν τά φυσικά φαινόμενα μέ φυσικά αίτια. Κατά τούς πρώτους φυσιοκράτες, π.χ., οί σεισμοί προκαλούνται άπό τΙς τρικυμίες. Ό κεραυνός προκαλείται άπό τή σύγκρουση τών νεφών κλπ. Ό Farrington έγραφε δτι οί Μιλήσιοι έδιωξαν τούς θεούς. 'Αλλά τά πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. 'Ακόμα καί ό ύλιστής Επίκουρος, πολύ άργότερα, δέν είχε άποκλείσει τούς θεούς άπό τήν κοσμολογία του. 'Αλλά καί οί θεοί τοΰ Επίκουρου, δπως καί οί « δαίμονες » τοΰ Θαλή, ήταν ένδοκοσμικά δντα. Δέν υπάρχει τομή άνάμεσα στους κοσμογονικούς μύθους καί τίς κοσμολογίες τών'Ιώνων πού τούς διαδέχτηκαν. Πράγματι, οί Μιλήσιοι ένσωμάτωσαν στις κοσμολογίες τους πολλές μυθικές άντιλήψεις καί ειδικά άνατολικούς μύθους. 'Αλλά ή φύση σ'αύτές τις κοσμολογίες είχε ήδη, λιγότερο ή περισσότερο, « άποκαθαρθεϊ ». Κατά τόν (λ Ε. R. Lloyd : « Μέ τή λέξη " άνακάλυψη της φύσης " έννοώ τήν κατανόηση τής διάκρισης άνάμεσα στό " φυσικό " καί τό " ύπερφυσικό ", δηλαδή τό γεγονός δτι κατανοήθηκε πώς τά φυσικά φαινόμενα δέν είναι προϊόντα άπό τυχαίες καί αύθαίρετες έπιδράσεις, άλλά δτι ρυθμίζονται καί διέπονται άπό διαδοχικούς καθορισμούς αιτίας καί άποτελέσματος. Πολλές ιδέες πού άποδίδονται στούς Μιλήσιους άνακαλοΰν έντονα προηγούμενους
ΚΟΙΜΟΓΕΝΕΣΗ
103
μύθους, άλλά διαφέρουν άπό τΙς μυθολογικές έρμηνεϊες, κατά τό δτι παραλείπουν κάθε άναφορά σέ υπερφυσικές δυνάμεις. 'Αλλά οί πρώτοι φιλόσοφοι δέν ήταν διόλου άθεοι : Κατά τόν Θαλή, π.χ., " τά πάντα είναι γεμάτα άπό θεούς " 3 ». Τό πέρασμα άπό « τό μύθο στό Λόγο » δέν ήταν ούτε στιγμιαίο ούτε ολοκληρωτικό. 'Αλλά οί θεοί τών 'Ιώνων, τών 'Ατομικών, κλπ., δέν ήταν δημιουργοί τής Φύσης. ΤΗταν καί αύτοί φυσικές όντότητες, δπως άλλωστε καί οί θεοί τοΰ ομηρικού Πανθέου. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι οί πρώτοι φιλόσοφοι άναζήτησαν κάποια ύλική άρχή άπ' δπου τό καθετί άντλεϊ τό είναι του, στό όποιο τελικά έζαφανίζεται καί τοΰ οποίου ή ούσία παραμένει παρ' δλες τίς μεταβολές. Συνεπώς, οί « πρώτοι φιλόσοφοι », οί « φυσιοκράτες », δέχτηκαν τήν άντικειμενικότητα καί τήν αυθυπαρξία ( asséité ) τής φύσης. Κατά τόν Θαλή, π.χ., καί τή σχολή του, ό κόσμος είναι Ινας. Τό νερό βρίσκεται στήν άπαρχή τών πραγμάτων. Τό νερό είναι «άρχή». Τά φυσικά φαινόμενα, δπως ό κεραυνός, οί σεισμοί, κλπ., δέν προκαλούνται άπό άνθρωπόμορφα δντα, δπως ό Ζεύς, ό Ποσειδών, οί νύμφες, οί θεοί κλπ., άλλά άπό φυσικά αϊτια. Τό ϊδιο ισχύει γιά τό άπειρο τοΰ 'Αναξίμανδρου, τόν άέρα τοΰ Άναξιμένη, τό πυρ τοΰ 'Ηράκλειτου καί τά άτομα τοΰ Λεύκιππου καί τοΰ Δημόκριτου. 'Ακόμα καί τό Είναι τών 'Ελεατών, άγέννητο, άφθαρτο καί άκίνητο, θά μπορούσε νά θεωρηθεί « ύλικό ». Κατά τά φαινόμενα, υπάρχει μιά έξαίρεση μεταξύ τών προσωκρατικών: Ό 'Αναξαγόρας. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν'Αριστοτέλη, ό 'Αναξαγόρας θεώρησε τό Νοΰ άρχή τών πραγμάτων. 'Ανάμεσα στά 6ντα ό Νοΰς είναι ό μόνος πού είναι άπλός καί καθαρός. Στήν ίδια άρχή ό 'Αναξαγόρας άποδίδει, κατά τόν 'Αριστοτέλη, τήν ικανότητα τής γνώσης καί τής κίνησης, δταν λέγει δτι ό Νοΰς κινεί τά πάντα.7 Όμως, ήδη ό 'Αέτιος έθετε τό έρώτημα άν ή ψυχή είναι σωματική καί ποιά είναι ή ούσία της. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του, « ό Άναξιμένης, ό 'Αναξαγόρας, ό 'Αρχέλαος καί ό Διογένης υποστηρίζουν δτι είναι φτιαγμένη άπό άέρα ». Κατά τόν 'Αναξαγόρα « δλα τά πράγματα στήν άρχή ήταν μαζί, καί ύστερα
104
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ήλθε ό Νοϋς για να τα βάλει σέ κίνηση, σέ διαφορισμό καί σέ τάξη ( πάντα ταύτα διεκόσμησεν ) ». 'Αλλά ό 'Αναξαγόρας ήταν πράγματι « ιδεαλιστής » ; Σύμφωνα μέ ορισμένες μαρτυρίες ό φιλόσοφος θεωρούσε τό Νοΰ κοσμικό πνεύμα, ένα είδος εξαιρετικά λεπτής υλης, ένα σπέρμα, τό πιό έλαφρό άπό δλα, αιτία τής κίνησης καί τής τάξης. Δέν είναι συνεπώς τυχαία ή κριτική στάση τοΰ 'Αριστοτέλη : « Ό 'Αναξαγόρας χρησιμοποιεί γιά τήν κοσμογονία του τό Νοΰ, καί άν κάποιος άπορήσει καί τόν ρωτήσει γιατί τά πράγματα γίνονται άπό άνάγκη, τότε παρακάμπτει τό έρώτημα καί επικαλείται θεωρίες άλλες άπό τό Νοΰ ». 'Αλλά καί ό Κλήμης ό 'Αλεξανδρινός ( -150 - άρχές 2ου αί.) τόν κατηγορούσε γιά άσυνέπεια : «'Αλλ' ούδέ ούτος έτήρησε τήν αίτίαν τήν ποιητικήν, δίνους τινάς άνοήτους άναζωγραφών συν τή τοΰ νοΰ άπραξία τε καί àvoiijt ». Τέλος, ό 'Αναξαγόρας θεωροΰσε τό Σύμπαν άπειρο καί διέκρινε τΙς έννοιες Σύμπαν καί κόσμος.8 Τελικά, δέν υπάρχει δυϊσμός στούς προσωκρατικούς. Χωρίς νά δεχτοΰμε τήν υλιστική θέση μέ τήν πλήρη σύγχρονη έννοια, ή μονιστική άντίληψη γιά τή φύση είναι κοινή σέ δλους αύτούς τούς στοχαστές. Οί «πρώτοι φιλόσοφοι», συνεπώς, ήταν φυσιοκράτες. 'Επιπλέον, τουλάχιστον ό 'Αναξίμανδρος, ό 'Αναξιμένης καί ό Δημόκριτος, θεωροΰσαν τό Σύμπαν άπειρο, διέκριναν τΙς έννοιες Σύμπαν καί κόσμος, καί άντίστοιχα δέχονταν τήν ΰπαρξη άπειρων κόσμων. Τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία, σέ ιδεαλισμό καί ύλισμό, πραγματοποιήθηκε άργότερα, μέ τό έργο τοΰ Δημόκριτου καί τοϋ Πλάτωνα. Κατά τούς "Ιωνες, ή φύση είναι αιτία τοΰ έαυτοΰ της. 'Επιπλέον βρίσκεται σέ κίνηση καί μετασχηματισμό. Ό 'Αριστοτέλης θά ένσωμάτωνε άργότερα τήν κίνηση στήν όντολογία του : «Όσο γιά μας, άς θέσουμε ώς άρχή δτι τά φυσικά δντα, συνολικά ή έν μέρει, βρίσκονται σέ κίνηση. Αύτό άλλωστε είναι φανερό μέ τήν έπαγωγή». 9 Ό'Αριστοτέλης θεωροΰσε τή φύση «άρχήν κινήσεως καί αλλαγής ». Ή κίνηση, κατά τόν Σταγειρίτη, είναι άναπαλλοτρίωτη ιδιότητα τής φύσης, άναρχη, δπως καί ό χρόνος, έπειδή ό χρόνος καί ή κίνηση καθορίζονται άμοιβαΐα. Συνεπώς : 'Αντικειμενικότητα, αύθυπαρξία, αιωνιότητα, δυνα-
ΚΟΕΜΟΓΕΝΕΕΗ
ι ο
5
μικός χαρακτήρας τής φύσης. Φύση αδημιούργητη, άπειρη στό χώρο καί στό χρόνο. Τό άπειρο, τό απεριόριστο κατά τόν 'Αναξίμανδρο, είναι άρχή. 'Από τό άπειρο γεννιούνται οί ούρανοί καί οί κόσμοι. Τό άπειρο υπήρχε πριν άπό τά πράγματα, καί άπό αύτό πρόκυψε ή άρχέγονη ύλη. Τά πάντα προκύπτουν άπό τό άπειρο καί σ' αύτό έπιστρέφουν μέ τήν καταστροφή τους. Ό κύκλος της γένεσης καί τής φθοράς, πού έχει κινητήρια δύναμη τήν πάλη τών άντιθέτων, άφορα δλα τά όντα. Τό άπειρο είναι ή πηγή τής άπειρότητας τών κόσμων.10 ('Εδώ είναι δυνατόν νά έπισημάνει κανείς μιά άναλογία, άλλά μόνον αναλογία, μέ τόν ώκεανό τού αιθέρα τού 'Αϊνστάιν, τό ύποκβαντικό έπίπεδο τής σχολής Ντέ Μπρέιγ, μέ τό κενό ώς ώκεανό άπ' δπου άναδύονται τά σωμάτια τοΰ κβαντικού έπιπέδου.) Ό'Αναξιμένης (-585 π.Χ. —525 π.Χ.), μαθητής τοΰ 'Αναξίμανδρου, δεχόταν καί αύτός -σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Σιμπλίκιου- μία καί μόνη ύλη ώς υπόβαθρο. 'Αλλά άντί νά τή θεωρήσει άπροσδιόριστη, δπως ό 'Αναξίμανδρος, τήν προσδιόρισε, λέγοντας δτι είναι ό άέρας. Ό άέρας είναι ή άρχή δλων τών πραγμάτων. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ 'Αέτιου, ή ψυχή μας, πού άποτελεΐται άπό άέρα, εξασφαλίζει τή συνοχή μας. Ό άέρας είναι άπειρος : «'Ανάγκη καί άπειρον είναι καί πλούσιον, διά τό μηδέποτε έκλείπειν ». " Άπειρο τοΰ Αναξίμανδρου. Άπειρο τοΰ Άναξιμένη. Απειρία τών άτόμων. Απειρία τών κόσμων. Οί προσωκρατικοί διέκριναν άνάμεσα στό Σύμπαν καί τούς κόσμους, άντίθετα μέ τούς σημερινούς όπαδούς τοΰ Big Bang. Κατά τόν Αναξίμανδρο ή φύση είναι αιώνια καί περιλαμβάνει άπειρους κόσμους.12 Έπίσης, κατά τόν Άναξιμένη ό άέρας είναι ποσοτικά άπειρος καί ή γένεση καί ή καταστροφή τών σωμάτων δέν έπηρεάζει τήν ποσότητά του. Καί ό Αναξαγόρας υποστήριζε δτι υπάρχουν καί άλλοι κόσμοι, κατοικημένοι δπως καί ό δικός μας. Αύτοί οί άνθρωποι, έλεγε, έχουν πόλεις στις όποιες κατοικούν καί άγρούς πού τούς καλλιεργούν δπως κι έμεΐς. Έπίσης οί 'Ατομικοί φιλόσοφοι δέχονταν τήν ύπαρξη άπειρων κόσμων. Τέλος, ό Εμπεδοκλής (-493 π.Χ. - -433 π.Χ.)
1 10
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
δίδασκε δτι ό κόσμος είναι ένας. 'Αλλά καί κατ'αύτόν, ό κόσμος δέν είναι τό παν. Είναι μικρό μέρος τοΰ βλου, ένώ τό υπόλοιπο είναι αδρανής ΰλη.13 Τέλος, στή φιλοσοφία τοΰ 'Ηράκλειτου, συναντάμε μιά μονιστική-ύλιστική καί διαλεκτική άντίληψη γιά τόν κόσμο. Σύμφωνα μέ ένα άπό τά έλάχιστα άποσπάσματα τοΰ σοφοΰ τής 'Εφέσου πού έφτασαν ώς έμας : « Τόν κόσμο τούτον, ίδιον γιά δλους, δέν τόν δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, άλλά ήταν πάντα, είναι καί θά είναι άείζωη φωτιά πού σύμφωνα μέ νόμους άνάβει καί σβήνει ». Τό πυρ, ένεργητικό στοιχείο, είναι τό μόνο υπόστρωμα τοΰ κόσμου. Ή κίνηση είναι καί αύτή άρχή, καί όφείλεται στήν πάλη καί στήν ένότητα τών άντιθέτων. Ό κόσμος είναι άρμονία τών έναντίων, « δπως ή άρμονία τοΰ τόξου καί τής λύρας ».14 Συνεπώς : Άπειρο καί άπειρότητα κόσμων. Ά ς παραθέσουμε τόν Σιμπλίκιο ( -490 —560 ) : « 'Εκείνοι πού έθεσαν ώς ύπόθεση δτι οί κόσμοι είναι άπεριόριστοι σέ άριθμό, δπως οί μαθητές τοΰ Αναξίμανδρου, τοΰ Λεύκιππου, τοΰ Δημόκριτου καί άργότερα τοΰ 'Επίκουρου, έθεσαν ώς άρχή δτι ή γένεση καί ή φθορά τους δέν γνωρίζουν δριο, λέγοντας δτι ή γένεση τών μέν συνοδεύεται άπό τή φθορά τών άλλων. "Ετσι ή κίνηση είναι αιώνια, έπειδή άν άπουσιάζει ή κίνηση, τότε δέν ύπάρχει ούτε γένεση οΰτε φθορά ». Θά προσθέσουμε καί μιά μαρτυρία τοΰ Διογένη τοΰ Λαέρτιου ( 3ος αί. μ.Χ. ) πού άφορα τήν κοσμολογία τοΰ Δημόκριτου : « Στήν άπαρχή δλων τών πραγμάτων ύπάρχουν τό άτομο καί τό κενό ( δλα τά άλλα δέν είναι παρά υποθέσεις ). Οί κόσμοι είναι άπεριόριστοι, σέ γένεση καί σέ φθορά. Τίποτα δέν γεννιέται άπό τό τίποτα καί οΰτε έπιστρέφει στό τίποτα. Τά άτομα είναι άπεριόριστα σέ μέγεθος καί σέ άριθμό καί παρασύρονται στό πάν μέ στροβιλώδη κίνηση. Έτσι γεννιούνται τά σύνθετα σώματα : τό πΰρ, ό άήρ, τό ύδωρ, ή γή. 'Επειδή αύτά είναι σύνολα άφθαρτων καί σταθερών λόγω τής σταθερότητας άτόμων». Όλα τά σώματα γεννιούνται άπό τήν άνάγκη : Αιτία είναι ή δίνη πού καλείται άνάγκη. Συνολικά, μιά άντίληψη μέ μηχανιστική χροιά, άλλά υλιστική. Έπίσης, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοΰ Κικέρωνα ( 106 π.Χ. - 43 π.Χ. ) τά άτομα
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
107
κινούνται στό κενό, « στό όποιο δέν υπάρχει ούτε πάνω ούτε κάτω ούτε μέσον ούτε άκρον. "Ετσι ώστε ένώνονται κατά τή συνάντησή τους, για νά σχηματίσουν δλα 6σα βλέπουμε νά υπάρχουν : Θα πρέπει νά καταλάβουμε δτι ή κίνηση τών άτόμων δέν είχε άρχή καί δτι είναι αιώνια ».15 Έτσι : Άπειρότητα τών κόσμων, γένεση καί καταστροφή στό χώρο καί στό χρόνο. Κατά τόν Αριστοτέλη, τό άπειρο δέν είναι πραγματοποιημένο : Είναι δυνάμει. Δέν είναι διάρκεια. Είναι γίγνεσθαι, δπως ό χρόνος καί ό άριθμός τοϋ χρόνου. Τό άπειρο γενικά βρίσκεται στό γεγονός δτι έκεΐνο πού λαμβάνουμε είναι πάντοτε πεπερασμένο, άλλά πάντοτε νέο, διαφορετικό. "Ωστε τό άπειρο δέν πρέπει νά τό παίρνουμε ώς « τόδε τι », σάν άνθρωπο, π.χ., ή σάν οικία, άλλά δπως μιλάμε γιά τήν ήμέρα καί γιά τόν άγώνα, πού τό είναι τους δέν είναι κάποια ούσία, άλλά βρίσκεται πάντα σέ γένεση καί σέ φθορά καί βέβαια είναι πεπερασμένο, άλλά « άεί γε έτερον καί έτερον ».16 Δέν υπάρχει μέτρον τοϋ άπειρου. Εντούτοις ό Αριστοτέλης, ό όποιος έδωσε έναν δυναμικό ορισμό στό άπειρο, ήταν ένας άπό τούς έπιφανέστερους έκπροσώπους τοΰ γεωκεντρικοΰ σφαιρικού καί πεπερασμένου σύμπαντος. Στό πλαίσιο αύτής της συνοπτικής εισαγωγής δέν είναι δυνατόν νά άναφερθοΰμε σέ δλες τίς έλληνικές σχολές. Θά άναφερθοΰμε δμως στή σχολή τών στωικών, έπειδή ή κοσμολογία τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον. Σύμφωνα μ'αύτή τή σχολή, υπάρχει μιά παγκόσμια ούσία, μιά πρωτοόλη. Ή ούσία αύτή είναι ποσοτικά σταθερή, άγέννητη καί άφθαρτη. Άπό τήν πρωταρχική αύτή ούσία ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο. Ό Θεός είναι δημιουργική άρχή καί δημιούργησε τόν κόσμο έργαζόμενος σάν τεχνίτης. Τό πΰρ είναι δημιουργική δύναμη καί μπορεί νά προκαλέσει μιά γενική έκπύρωση τοΰ κόσμου. Όλος ό κόσμος έπηρεάζεται άπό τήν έκπύρωση, μετά τήν όποία δέν μένει τίποτα έκτός άπό τό πυρ. Άλλά τό πυρ, δπως ένα ζωντανό 6ν, μπορεί νά προκαλέσει τήν άνανέωση τοΰ κόσμου. 'Εξαιτίας τής έκπύρωσης ή ύλη μεταπίπτει στήν κατάσταση τής προκοσμικής ούσίας. Καί ό κύκλος έπαναλαμβάνεται. Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία τών στωικών, ό
1 10
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
κόσμος είναι πεπερασμένο σώμα περιβαλλόμενο άπό άπειρο κενό. Συνεπώς ό κόσμος είναι δυνατόν νά διαστέλλεται ή νά συστέλλεται άνάλογα μέ τήν κοσμική φάση. 'Αλλά, άντίθετα μέ τή σημερινή υπόθεση τοϋ Big Bang, έξω άπό τόν κόσμο υπάρχει τό κενό, τό όποιο έκτείνεται στό άπειρο άπ'δλες τίς πλευρές. Συνεπώς ή διαστολή καί ή συστολή πραγματοποιούνται στό υπάρχον κενό. Ή υπόθεση τοϋ Big Bang υποστηρίζει τό άντίθετο : Τό « Σύμπαν » διαστέλλεται στό πουθενά δημιουργώντας τό χώρο ! 'Αλλά θά επανέλθουμε. Θά τελειώσουμε αύτή τή σύντομη έπισκόπηση μέ μιά άναφορά στίς άντιλήψεις τών 'Ελεατών : Στή μεταφυσική τοΰ άγέννητου, άκίνητου καί άφθαρτου Είναι. Καί ή σχολή αύτή δέχεται δτι τό παν προέρχεται άπό τή Γή. Έ ξ ω άπό τό Είναι καί τό μή Εϊναι δέν υπάρχει τίποτα. Τό Είναι έχει άπόλυτη ΰπαρξη. Είναι άδιαίρετο καί πλήρες. Άλλά, άντίθετα μέ τίς κοσμολογίες τών 'Ιώνων, ή κοσμολογία τών'Ελεατών στηρίζεται στή βάση τοΰ αιώνιου καί άκίνητου Όντος : « Δέν μοΰ μένει παρά νά μιλήσω γιά τό δρόμο πού λέγει: Είναι. Πολυάριθμα σημάδια δείχνουν δτι αύτό πού είναι είναι άδημιούργητο καί άφθαρτο, έπειδή είναι ομοιόμορφα άκίνητο, χωρίς τέλος. Ποτέ δέν ήταν καί δέν θά είναι, έπειδή εϊναι, ολόκληρο, παρόν, ένα, συνεχές. Ποιά γένεση λοιπόν νά τοΰ άναζητήσουμε ; » Τό Ό ν τοΰ Παρμενίδη δέν έπιδέχεται άλλαγή : «Άπό έδώ καί μπρός σβήνει ή ιδέα τής γένεσης καί ή φθορά είναι άδιανόητη ». Τό υπάρχον « είναι άκόμα άκίνητο, δέσμιο ισχυρών άλυσίδων, χωρίς άρχή, χωρίς τέλος ».18 Σύμφωνα μέ τή διαλεκτική τοΰ'Ηράκλειτου τό είναι είναι και δέν είναι. Κατά τή μεταφυσική τών 'Ελεατών, είναι ή δέν είναι. Τυπική λογική άντίθετα μέ τή διαλεκτική λογική τών 'Ιώνων. Οί "Ιωνες καί οί Ατομικοί άντιπροσωπεύουν τό φυσιοκρατικόύλιστικό ρεΰμα τής έλληνικής φιλοσοφίας. Οί κυριότεροι άντιπρόσωποι τοΰ ιδεαλιστικού ρεύματος ήταν, ώς γνωστόν, οί πυθαγόρειοι, ό Πλάτων καί ή σχολή του. Ή συμβολή τής σχολής τοΰ Πυθαγόρα στήν άνάπτυξη τών Μαθηματικών είναι γνωστή. Άλλά ή όντολογία των πυθαγορείων επηρεάστηκε άποφασιστικά άπό τή
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
109
σχεδόν ολοκληρωτική άπασχόλησή τους μέ τούς άριθμούς. Κατά τούς πυθαγόρειους, τα πάντα είναι άριθμός. Όπως γράφει δ Αριστοτέλης, « οί πυθαγόρειοι, θρεμμένοι μέ αύτή τήν άποκλειστική σπονδή [ τών Μαθηματικών ] φαντάστηκαν πώς οί άρχές τών Μαθηματικών είναι καί άρχές 6λων τών όντων. Καί καθώς οί άριθμοί είναι φυσικά οί πρώτοι άνάμεσα στίς άρχές αύτής τής τάξης, νόμισαν δτι άνακάλυψαν έκει ένα πλήθος ομοιότητες μέ τά δντα καί μέ τά φαινόμενα πολύ περισσότερες άπ' δ,τι μπορεί νά βρει κανείς στή φωτιά, στή γή καί στό νερό ».19 Κατά τούς πυθαγόρειους τό Σύμπαν είναι σφαιρικό καί ή Γή κατέχει τό κέντρο του. Εντούτοις είναι δυνατόν νά άνιχνεύσουμε κάποια « διαλεκτικά » στοιχεία άκόμα καί στίς άντιλήψεις τών πυθαγορείων. Πρόκειται δμως γιά μυστικιστική « διαλεκτική ». Ό άριθμός 10 είναι ό τέλειος άριθμός. Υπάρχουν έπίσης 10 άρχές οί όποιες συνιστούν ζεύγη άντιθέτων. Τό Σύμπαν θά έπρεπε νά άντιστοιχεΐ στή δεκάδα. Όμως δέν υπήρχαν παρά μόνον 9 ορατά σώματα. Ά ς άκούσουμε λοιπόν πάλι τόν 'Αριστοτέλη : «Όταν παρατηρούσαν κάπου ένα κενό, έσπευδαν νά προσθέσουν έναν κρίκο γιά νά έξασφαλίσουν τήν τέλεια συνοχή τού συστήματός τους. Παίρνω έδώ ένα παράδειγμα : 'Εφόσον ή δεκάς μοιάζει νά είναι τέλεια καί νά περιλαμβάνει τή φύση τών άριθμών συνολικά, ισχυρίζονται δτι καί τά ούράνια σώματα είναι έπίσης δέκα. 'Αλλά καθώς δέν βλέπουμε παρά μόνον έννέα, έφευρίσκουν γιά τις άνάγκες τής περίπτωσης έναν δέκατο : τήν Άντιχθόνα ».20 Είναι βέβαιο δτι οί ειδικοί τής σημερινής Κοσμολογίας δέν χρησιμοποιούν ένίοτε τήν πρακτική τών πυθαγορείων ; Θά δούμε. Μέ τόν Πλάτωνα ολοκληρώνεται τό σχίσμα στή φιλοσοφία. Πάντοτε κατά τόν'Αριστοτέλη, ό Πλάτων άκολουθούσε, κατά μέγα μέρος, βήμα τό βήμα, τούς τελευταίους πυθαγόρειους. Σύμφωνα μέ τήν οντολογία του, τό Όντως Ό ν δέν είναι υλικό. Τό πραγματικό Ό ν είναι οί 'Ιδέες καί τά συγκεκριμένα πράγματα δέν είναι παρά άντίγραφα τών 'Ιδεών. Οί μορφές είναι ή αιτία τών δντων. Άλλά, παρά τόν ριζικό ιδεαλισμό του, ό Πλάτων, άκολουθώντας έν μέρει τήν ιωνική παράδοση, δεχόταν τήν ύπαρξη « υλικών » ούσιών: τής φωτιάς, τοϋ νερού, τής γης, τού άέρα. Προφανώς δέν
1 10
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
έπρόκειτο γιά υλικές άρχές, άλλά γιά μαθηματικά ιδεατά : γιά γεωμετρικές μορφές. Έτσι, π.χ., ή φωτιά άντιστοιχεΐ στό τετράεδρο, ό άέρας στό όκτάεδρο, τό νερό στό είκοσάεδρο, καί ή γη στόν κύβο ( έξάεδρο ). Κατά τόν Πλάτωνα ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο κατά τό καλύτερο πρότυπο, έπειδή είναι « άγαθός ». Όμως δέν δημιούργησε τήν « ΰλη ». Οί Ιδέες είναι άδημιούργητες. Ό Θεός δημιουργεί άπλώς τάξη. Άκόμα, δέν είναι καν παντοδύναμος : κάνει τό καλύτερο δυνατό. Συνεπώς ό Δημιουργός τοΰ Πλάτωνα, άντίθετα μέ τόν Θεό τής Παλαιάς Διαθήκης ( καί τής Νέας ), δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo. Ή συμβολή τής σχολής τοΰ Πλάτωνα στήν ανάπτυξη τών Μαθηματικών καί τής Αστρονομίας είναι γνωστή. Άλλά στόχος μας είναι άλλος : Κατά τούς πυθαγόρειους τό Σύμπαν είναι σφαιρικό καί ή Γή κατέχει τό κέντρο του. Ό Πλάτων καί οί μαθητές του άνέπτυξαν αύτό τό πρότυπο, τό όποιον ώς γνωστόν βρήκε τήν οριστική μορφή του μέ τό έργο τοΰ Κλαύδιου Πτολεμαίου κατά τόν 2ο où. μ.Χ. Άλλά ήδη, άπό τήν έποχή τοϋ Πλάτωνα καί τοΰ Αριστοτέλη, ή φιλοσοφία έκχωροΰσε 8λο καί περισσότερο τή θέση της στις έπιστήμες, καί κυρίως στά Μαθηματικά καί στήν Αστρονομία. Ό Αριστοτέλης δεχόταν τό γεωκεντρικό πρότυπο. Ή Γή κατέχει τό κέντρο τοΰ Σύμπαντος, τό όποϊο είναι σφαιρικό καί πεπερασμένο. Έ ξ ω άπό τήν έξώτατη σφαίρα, δέν ύπάρχει τίποτα, ούτε κενό οΰτε τόπος οΰτε χρόνος. «Έτσι, τά πράγματα έκεΐ δέν είναι σέ τόπο, οΰτε ό χρόνος τά κάνει νά γερνούν, κι οΰτε υφίστανται οποιαδήποτε μεταβολή τά όντα πού είναι τοποθετημένα στήν έξώτατη μετατόπιση, άλλά άναλλοίωτα καί άπαθή καί μέ άριστη αύτάρκη ζωή συνεχίζουν τήν ΰπαρξή τους εις τόν αιώνα τόν άπαντα ».21 Ό διαλεκτικός Αριστοτέλης δέν ξεπέρασε τά βρια τής έποχής του. Ή κοσμολογία του ήταν ή προφανής άρνηση τής διαλεκτικής του. Κατά τόν Αριστοτέλη, έξω άπό τήν έξώτατη σφαίρα δέν υπάρχει τίποτα. Ούτε κάν τό κενό. Κατά τό σημερινό κυρίαρχο κοσμολογικό πρότυπο τό Σύμπαν διαστέλλεται στό τίποτα δημιουργώντας τό χώρο. Τό στατικό σύμπαν τοΰ Αριστοτέλη καί τό « διαστελλόμενο » τοΰ κυρίαρχου πρότυπου πάσχουν άπό τήν ίδια άντί-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
111
φαση σέ σχέση μέ τό χώρο. Τό Big Bang, άντίθετο μέ τό άριστοτελικό πρότυπο, πάσχει διπλά : 'Υποθέτει τήν απαρχή καί τοϋ χώρου καί τοΰ χρόνου. 'Αλλά γι'αύτό στό οικείο μέρος. Στή σύντομη αύτή « εισαγωγή » επιμείναμε κυρίως στίς όρθολογικές δψεις τών μυθικών κοσμογονιών καί τών κοσμολογιών τών 'Ιώνων. Πολλές άπ'αύτές τΙς άντιλήψεις είναι φιλοσοφικά «άληθεΐς ». 'Αλλά μπορούμε νά μιλάμε γιά επιστήμη έκείνη τήν έποχή ; Ά ς άκούσουμε τόν Λόυντ : «Ή έπιστήμη είναι μια νεότερη, 6χι μιά αρχαία κατηγορία : Στα έλληνικά δέν υπάρχει Ινας μοναδικός δρος πού θά ισοδυναμούσε μέ τή δική μας λέξη "έπιστήμη" ( science ). Οί δροι φιλοσοφία ( άγάπη της σοφίας ), έπιστήμη ( γνώση ), θεωρία ( θέαση, speculation ), καί περί φύσεως ιστορία, χρησιμοποιούνται σέ ιδιαίτερα συμφραζόμενα, δπου ή μετάφρασή τους σέ " έπιστήμη " είναι φυσιολογική καί δέν παρουσιάζει μεγάλο κίνδυνο νά οδηγήσει σέ σφάλμα ». Ή « δόξα » τών Μιλησίων, ειδικά, κατά τόν Λόυντ, βρίσκεται προπαντός στό δτι άπέρριψαν τήν υπερφυσική έρμηνεία τών φυσικών φαινομένων καί στό δτι καθιέρωσαν σ' αύτό τό πλαίσιο τήν πρακτική της κριτικής καί τής όρθολογικής συζήτησης.22 Ένας άπό τούς δρους πού έκαναν δυνατή τήν υπέρβαση τοΰ άρχοά'κοΰ-μυθικοΰ έποικοδομήματος ήταν ή άνατροπή τής αριστοκρατίας καί ή έγκαθίδρυση δημοκρατικών καθεστώτων στήν 'Ιωνία. 'Αλλά, πρός τά τέλη τής κλασικής εποχής καί προπαντός έπειτα άπ' αυτήν, μποροΰμε νά μιλάμε γιά έπιστήμη, προπαντός στά Μαθηματικά, στήν 'Αστρονομία καί στήν 'Ιατρική. Ή συνέχεια είναι γνωστή. Κατά τόν'Ιερό Αυγουστίνο ( 354 μ.Χ.430 μ.Χ.), ό Θεός δημιούργησε τά πάντα. Δημιούργησε τόν κόσμο δχι στό χώρο καί στό χρόνο, άλλά με τό χώρο καί τό χρόνο. ( Ή υπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης δέχεται άκριβώς τό ίδιο, χωρίς φυσικά νά άναφέρεται στόν Θεό.) Τό γεωκεντρικό σύστημα υιοθετήθηκε άπό τή χριστιανική θεολογία, δπως καί ή τελεολογία τοΰ 'Αριστοτέλη, ένώ τό ήλιοκεντρικό σύστημα τοΰ Άρίσταρχου ( 310 π.Χ. —230 π.Χ.) άποτελοΰσε αίρεση γιά τήν 'Εκκλησία. Σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια χωρίζουν τόν Άρίσταρχο άπό τόν Γαλιλαίο καί τόν Κοπέρνικο. Ό Κέπλερ « έθραυσε » τις τέλειες σφαίρες τοΰ
1 10
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
'Αριστοτέλη καί ή ούράνια μηχανική τοϋ Νεύτωνα άποτέλεσε τή βάση γιά μιά έπιστημονική κοσμολογία. Ό Κοπέρνικος, ό Κέπλερ καί ό Νεύτων ήταν οί μεγάλοι έπιστήμονες, δημιουργοί τής νεότερης Κοσμολογίας. 'Αλλά κατά τά άλλα δέν ήταν διόλου « έπαναστάτες ». Ό Κέπλερ, γιά νά πάρουμε ένα παράδειγμα, έγραφε : « Σ' εύχαριστώ Θεέ μου, δημιουργέ μας, πού μέ άφησες νά δώ τήν ωραιότητα τής δημιουργίας καί άγάλλομαι γιά τά έργα τών χειρών σου. Δές, ολοκλήρωσα τό έργο γιά τό όποιο αισθανόμουν 6τι είχα κληθεί, άξιοποίησα τό ταλέντο πού μοΰ είχες δώσει καί άνήγγειλα στους άνθρώπους τό μεγαλείο τών έργων σου : Στό μέτρο πού τό περιορισμένο πνεΰμα μου μπόρεσε νά τά κατανοήσει, οί άνθρωποι θά διαβάσουν έδώ τις άποδείξεις ». ( Τό χωρίο αύτό είναι άπό τό W. Heisenberg, Le nature dans la Physique contemporaine, σ. 11.) Δύο έπιστήμονες, δημιουργοί έπιστημών, ό πρώτος πιστός, ό δεύτερος πυθαγόρειος-πλατωνικός. 'Επιστημονική πρόοδος, φιλοσοφική όπισθοδρόμηση. 'Εντούτοις, μέ τόν Νεύτωνα, τόν Κάντ καί τόν Λαπλάς ή Κοσμολογία ήτανε κυρίως μιά θεωρία σχηματισμού τοΰ πλανητικού μας συστήματος. Μόνο μέ τίς παρατηρήσεις τοΰ Edwin Hubble ( 1889-1953 ) ή 'Αστρονομία μπόρεσε νά ξεπεράσει τά δρια τοΰ γαλαξία μας. Μέ τή γενική θεωρία τής σχετικότητας καί μέ τή μικροφυσική, ή Κοσμολογία μπόρεσε νά γίνει φυσική θεωρία : Ή έπιστήμη τοϋ σήμερα προσιτού μέρους τοϋ Σύμπαντος. Ή ανάπτυξη τών φυσικών έπιστημών στήν Εύρώπη δέν ήταν μιά γραμμική έξέλιξη, χωρίς ιδεολογικά καί πολιτικά έμπόδια. Ή ιστορία αύτή είναι γνωστή. Καί καταλήγοντας, πρέπει νά σημειώσουμε τή σχεδόν ολοκληρωτική έκλειψη τής διαλεκτικής καί τή σχεδόν άποκλειστική κυριαρχία τής μηχανιστικής άντίληψης τοΰ κόσμου. Κατά τόνΈνγκελς : « Γιά τούς Έλληνες φιλόσοφους ό κόσμος ήταν ούσιαστικά κάτι πού ξεπήδησε άπό τό χάος, τό όποιο έξελίχθηκε, πού ήταν άποτέλεσμα ένός γίγνεσθαι. Γιά τούς έπιστήμονες στούς οποίους άναφερόμαστε ό κόσμος ήταν κάτι τό άποστεωμένο, τό άκίνητο. Κάτι πού γιά τούς περισσότερους είχε δημιουργηθεί άκαριαΐα. Ή έπιστήμη ήταν άκόμα βαθιά έξαρτημένη άπό τή
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
" 3
θεολογία. 'Αναζητεί καί βρίσκει παντοΰ σάν έσχατη αρχή μια εξωτερική ώθηση, ή όποία δέν είναι έξηγήσιμη μέ άφετηρία τήν ίδια τή φύση ».23 Ή διαπίστωση τοΰΈνγκελς ισχύει τόσο γιά τόν Καρτέσιο 6σο καί για τόν Νεύτωνα, καθώς καί για όλους σχεδόν τούς θεμελιωτές τής Κοσμολογίας ( Κοπέρνικο, Γαλιλαίο, κλπ.). 'Εδώ μπορούμε νά σημειώσουμε μια έσωτερική αντίφαση τής έπιστήμης αύτής τής περιόδου. « Ό Κοπέρνικος ήταν αύτός πού ξεκίνησε. 'Αλλά ό πραγματικός τεχνίτης είναι, στήν έπόμενη γενεά, ό Κέπλερ. Στό πλαίσιο αύτής της θεωρίας καί μέ τίς δικές του παρατηρήσεις τοΰ πλανήτη Άρη, ό Κέπλερ άνακάλυψε τούς νόμους τής κίνησης τών πλανητών [ . . . ] γκρεμίζοντας έτσι τήν ιδέα τής άστρολογίας, κληρονομημένης άπό τήν άρχαιότητα, γιά μιά υπερφυσική δύναμη μέ τήν όποία ήταν προικισμένα τά άστρα, καί ή όποία θά ήταν ή αιτία τής κίνησής του ».24 Άλλά είναι γνωστό δτι ό Κέπλερ ήταν καί άστρολόγος. Όσο γιά τόν Νεύτωνα, είχε άφιερώσει Ινα μέρος τής ζωής του σέ θεολογικές μελέτες καί στήν Αλχημεία. Τό πέρασμα « άπό τό Μύθο στό Λόγο » δέν ήταν οΰτε στιγμιαίο οΰτε πλήρες. Νέοι κοσμογονικοί μύθοι, έξάλλου, άφθονοΰν στή λεγόμενη « έπιστημονική » έποχή μας. Παρά τή θυελλώδη πρόοδο, ή σημερινή έπιστήμη δέν έχει άκόμα άπαλλαγεϊ οΰτε άπό τό μηχανιστικό πνεύμα, οΰτε άπό τήν τελεολογία. Τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ) είναι μιά ύπόθεση. Άλλά ή Εκκλησία τό έκμεταλλεύτηκε γιά νά άποδείξει τή « Δημιουργία ». Όσο γιά τή λεγόμενη άνθρωπική άρχή, τουλάχιστον μέ τήν ισχυρή εκδοχή της, έπιχειρεΐ νά άναστήσει μέ άφελή έπιχειρήματα τήν τελεολογική κοσμοαντίληψη. Θά έπιχειρήσουμε λοιπόν στή συνέχεια μιά κριτική θεώρηση τοΰ στάνταρ προτύπου - καλύτερα: τοΰ κυρίαρχου προτύπου τής Κοσμολογίας. Άλλά πριν άπ'αύτό θά υπενθυμίσουμε ορισμένα δεδομένα : Ό Κοπέρνικος ήταν ό πρώτος πού κατά τά νεότερα χρόνια δημιούργησε ένα ήλιοκεντρικό πρότυπο. Ό Γαλιλαίος, στή συνέχεια, άνακάλυψε ορισμένους νόμους τής Μηχανικής. Ό Κέπλερ, ό « νομοθέτης τοΰ ούρανοΰ » διατύπωσε τούς νόμους τής κίνησης τών πλανητών πάνω σέ ελλειπτικές τροχιές. Άλλά ή αιτία
114
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
αύτών τών κινηματικών νόμων παρέμενε άγνωστη. Ό Νεύτων διατύπωσε τό νόμο της παγκόσμιας έλξης, σύμφωνα μέ τόν όποιο ή δύναμη της βαρύτητας ή όποία συνδέει δύο σώματα είναι άνάλογη μέ τό γινόμενο τών μαζών τους καί άντιστρόφως άνάλογη μέ τό τετράγωνο της άπόστασης. Ή ύλη, κατά τόν Νεύτωνα, άποτελεΐται άπό σκληρά, συμπαγή, αδιαίρετα σωμάτια. Τά ούράνια σώματα είναι κατεσπαρμένα στόν άπειρο κενό χώρο, αισθητήριο τοΰ Θεού, καί άλληλεπιδροΰν μέ τή δύναμη τής βαρύτητας ή όποία διαδίδεται μέ άπειρη ταχύτητα. Ή θεωρία τοΰ Νεύτωνα έδινε τή δυνατότητα γιά δημιουργία κοσμολογικών προτύπων (Κάντ, Λαπλάς). "Ομως τά πρότυπα αυτά ούσιαστικά περιορίζονταν στό πλανητικό μας σύστημα. Μόνο μέ τΙς παρατηρήσεις τού Χάμπλ όπως σημειώσαμε, τό « μάτι » τών άστρονόμων « είδε » έξω άπό τό γαλαξία. Τήν ίδια έποχή, ή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας τοΰ 'Αϊνστάιν άποτέλεσε τό μαθηματικό πλαίσιο γιά τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων. Ένα άπό αύτά είναι τό λεγόμενο πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang ), τό όποιο υποτίθεται δτι περιγράφει τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος καί τό όποιο άποτελεΐ τό κύριο άντικείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου. Ή θεωρία τής βαρύτητας τού 'Αϊνστάιν είναι διατυπωμένη σέ έναν χώρο Riemann, δηλαδή έναν χώρο μέ μεταβλητή καμπυλότητα, ή όποία καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ΰλης στή θεωρούμενη περιοχή. Καί δπως άναφέραμε, κατά τόν 'Αϊνστάιν, άντίθετα μέ τήν τρέχουσα προσχετικιστική άντίληψη, ύλη είναι, δπως έχουμε σημειώσει, τόσο τά μαζικά σωμάτια δσο καί τό ήλεκτρομαγνητικό καί τό βαρυτικό πεδίο. 2. Big Bang: Μιά οιονεί μεταφυσική
υπόθεση
Σύμφωνα μέ τό περιοδικό τοΰ Έθνικοΰ Κέντρου Ερευνών τής Γαλλίας, στό όποιο έχουμε άναφερθεΐ, ή θεωρία τοΰ Big Bang έπιχειρεϊ νά περιγράψει τή δημιουργία τοΰ Σύμπαντος, τέτοιο πού τό
ΚΟΙΜΟΓΕΝΕΣΗ
'»5
γνωρίζουμε, μέ τήν έμφάνιση τοΰ χώρου, τοΰ χρόνου, της ενέργειας καί της υλης. Μ'αύτόν τόν τρόπο είχε γεννηθεί βλη ή υλη, έπειδή συνυπήρξαν οί ακραίες συνθήκες της ένέργειας, τής πυκνότητας καί τής θερμοκρασίας. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόημα τών άξιωμάτων τοΰ Big Bang ; «Άρχή σοφίας όνομάτων έπίσκεψις». Ερώτημα: Είναι έπιστημολογικά νόμιμο να μιλάμε για γέννηση καί γνώση τοϋ Σύμπαντος; Έπειδή Σύμπαν σημαίνει ότιδήποτε υπάρχει. Ποιό θά ήταν λοιπόν τό καθεστώς μιας « θεωρίας » ή όποία φιλοδοξεί νά αποφανθεί για τό σύνολο τής πραγματικότητας καί ή όποία προϋποθέτει τή δημιουργία τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου ; Σύμφωνα μέ τό στάνταρ πρότυπο τής Κοσμολογίας, τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης, τό Σύμπαν γεννήθηκε πρίν άπό περίπου δεκαπέντε δισ. χρόνια. Έτσι, άν πάρουμε κατά λέξη αύτόν τόν ισχυρισμό, είμαστε ύποχρεωμένοι νά συμπεράνουμε δτι τό μεγάλο έρώτημα τό όποιο Ιχει βασανίσει δλες τΙς θρησκείες καί δλα τά φιλοσοφικά συστήματα τά άξια τοΰ όνόματός τους, βρήκε έπιτέλους μιά άπάντηση καί μάλιστα άπό μιά « άκριβή » έπιστήμη. *Ας έπιχειρήσουμε λοιπόν νά « στοχαστοΰμε » τίς προϋποθέσεις τοϋ προτύπου. Οί ειδικοί της σημερινής Κοσμολογίας πιστεύουν πολύ συχνά δτι ή έπιστήμη τους μπορεί νά άποφανθεΐ γιά τό πάν πού ύπάρχει - γιά τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος. Οί ειδικοί συχνά δέν κάνουν διάκριση άνάμεσα στίς έννοιες Σύμπαν καί κόσμος ( τό προσιτό σήμερα μέρος τοΰ Σύμπαντος ). Συνέπεια: Χρησιμοποιούν λέξεις καί έκφράσεις λογικά άντιφατικές, δπως : μίνι σύμπαντα, σύμπαντα μωρά, δλα τά παρόντα σύμπαντα, ποιά σύμπαντα είναι δυνατά, κλπ. Άλλά τό « Σύμπαν » είναι Ινα. Οί κόσμοι είναι ίσως άπειροι. Ποιό είναι τό μαθηματικό πλαίσιο τών σημερινών κοσμολογικών προτύπων ; Οί έξισώσεις της σχετικιστικής βαρύτητας έπιτρέπουν τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων σφαιρικών, ύπερβολικών, παλλόμενων, άκόμα καί μέ ευκλείδεια μορφή τοϋ χώρου. "Ένα άπό τά δυνατά πρότυπα ήταν τό πρότυπο τοΰ δια-
110Τ Ρ Ι Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στελλόμενου σύμπαντος. Όπως γράφει ό Hannes AJfven ( 19081995 ) : «'Ορισμένες λύσεις τών έξισώσεων τοϋ'Αϊνστάιν έπέτρεπαν νά φανταστούμε ίνα Σύμπαν σέ διαστολή. 'Ορισμένες λύσεις παρουσίαζαν ένα " ιδιόμορφο σημείο ", πράγμα πού συνεπαγόταν δτι μιά ορισμένη στιγμή ολόκληρο τό Σύμπαν υπήρξε μέ τή μορφή μοναδικού σημείου. Μέ άφετηρία αύτό τό μοναδικό σημείο άρχιζε ή διαστολή, μέ τρόπο ώστε δλα τά μέρη τοΰ Σύμπαντος απομακρύνονταν μεταξύ τους μέ ταχύτητες άνάλογες μέ τήν άπόσταση πού τά χώριζε. ΑύτοΙ οί τύποι μαθηματικών λύσεων φαίνονταν έφαρμόσιμες στό " διαστελλόμενο Σύμπαν " τό όποιο περιγράφουν οί περίφημοι νόμοι τοΰ Ε. Χάμπλ. Ό δρόμος ήταν έκτοτε άνοικτός γιά μιά νέα, μεγαλειώδη Κοσμολογία ».25 Ό 'Αϊνστάιν είχε προβλέψει τήν ύπαρξη ένός στάσιμου « Σύμπαντος ». Ό W. De Sitter ( 1872-1934 ), άντίθετα, είχε άποδείξει δτι ήταν δυνατό ένα διαστελλόμενο Σύμπαν. 'Από τήν πλευρά του ό Α. Friedmann ( 1888-1925 ) είχε προβλέψει τή φυγή τών γαλαξιών, πριν άπό τήν άνακάλυψη τοΰ Χάμπλ. 'Αλλά ό Χάμπλ ήταν αύτός πού παρατήρησε τή μετατόπιση πρός τό έρυθρό ( 1929 ) καθώς καί δτι τό νεφέλωμα τής 'Ανδρομέδας ήταν ένας γαλαξίας έξω άπό τόν δικό μας, έγκαινιάζοντας τήν έξωγαλαξιακή άστρονομία (1925). Ό Φρήντμαν είχε άποδείξει τό 1922 δτι οί εξισώσεις τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν δέχονται τόσο στάσιμες δσο καί μή στάσιμες λύσεις. Τό πρότυπο τοΰ διαστελλόμενου Σύμπαντος συνδέθηκε μέ τό δνομά του. Στή συνέχεια ό G. I ^maître ( 1894-1966 ) διατύπωσε τήν ύπόθεση τοΰ πρωταρχικού άτόμου (1927) άπό τήν έκρηξη τοΰ όποίου προήλθε τό Σύμπαν, καί ό G. Gamow ( 1904-1968 ), άξιοποιώντας τά δεδομένα τής μικροφυσικής, διατύπωσε τήν ύπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης ( Big Bang, 1948-1949 ). Σύμφωνα λοιπόν μέ τό πρότυπο τοΰ Big Bang [ ειρωνική έκφραση τοϋ Fred Hoyle ( 1915-2001 ) ], τό Σύμπαν δημιουργήθηκε χάρη σέ ένα μοναδικό γεγονός : τή μεγάλη έκρηξη μιας ιδιομορφίας ( singularity ) μηδενικοΰ δγκου, στό έσωτερικό τής οποίας ή ΰλη ( άν υπήρχε ) βρισκόταν σέ κατάσταση άπειρης πυκνότητας καί άπειρης θερμοκρασίας. 'Αλλά: Πώς μιά πεπερασμένη ποσό-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
τητα υλης (ΙΟ54 gr σύμφωνα μ'αύτό τό πρότυπο) υπήρχε (άν υπήρχε ) σέ μηδενικό όγκο ; 'Επιπλέον : Ό χώρος δέν υπήρχε πρίν άπό τό Big Bang. Συνεπώς, τό συμβάν αύτό δέν πραγματοποιήθηκε πουθενά. Έπίσης ό χρόνος δέν υπάρχει. Συνεπώς ή « έκρηξη » δέν πραγματοποιήθηκε ποτέ, έπειδή κάθε συμβάν πραγματοποιείται μιά δεδομένη στιγμή καί έπεται άλλων συμβάντων. Ό π ω ς γράφει ό J.-P. Luminet, ή άρχική ιδιομορφία δέν είναι στήν πραγματικότητα γεγονός : Δέν έγινε κάπου, κι έτσι βρίσκεται έξω άπό τό πεδίο τών θεωριών μας.26 'Επίσης : Άν ή υλη δέν υπήρχε πρίν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη, πώς θά μπορούσε νά έξηγηθεΐ ή γέννησή της ; Τό πρότυπο άδυνατεΐ νά έρμηνεύσει τΙς αιτίες πού προκάλεσαν αύτό τό συμβάν. Φυσικά ή υπερφυσικά αίτια ; ( Είναι γεγονός δτι έγιναν άργότερα προσπάθειες νά έξηγηθεΐ ή έμφάνιση τής ύλης, ώς προερχόμενη άπό τό κβαντικό « κενό ». Άλλά, δπως θά δούμε, ή έξήγηση αύτή προϋποθέτει δλα τά αιτήματα τής « σκληρής » έκδοχής.) Ή υπόθεση τοΰ Big Bang δέν έχει τό καθεστώς έπιστημονικής ύπόθεσης, έπειδή τό πεδίο τής Φυσικής δέν προχωρεί πέρα άπό τό χρόνο Planck ( ΙΟ'43 sec ). 'Επίσης, ή υπόθεση αύτή, μέ τά μηδέν καί τά άπειρα, δέν είναι ούτε έπαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη. Πράγματι: Τί έννοοΰμε μέ τήν έκφραση «άπαρχή τοΰ Σύμπαντος » ; Σύμφωνα μέ τό κυρίαρχο πρότυπο, μιά ποσότητα ΰλης 10s4 gr εξερράγη δημιουργώντας ταυτόχρονα τό χώρο καί τό χρόνο. Ποιά στιγμή, έφόσον ό χρόνος δέν υπήρχε; Καί σέ ποιό σημείο, έφόσον ό χρόνος δέν υπήρχε ; Καί ή ύλη ή όποία « έξερράγη » υπήρχε άπό τήν αιωνιότητα ; Ά ν ναί, τότε ποΰ υπήρχε ; Ή θεωρία άδυνατεΐ νά άπαντήσει, έπειδή δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τίποτα πρίν άπό τήν έκρηξη. Σύμφωνα δμως μέ τή θετικιστική-έπιστημονιστική σκέψη, οί έρωτήσεις αύτές στερούνται νοήματος. Χωρίς νά έχω τήν πρόθεση ούτε τό δικαίωμα νά χαρακτηρίσω μυστικιστές τούς όπαδούς τοΰ Big Bang, ή υπόθεση αύτή μοΰ θυμίζει αύθόρμητα τά λόγια τοΰ Ίεροΰ Αύγουστίνου : Ό Θεός δέν δημιούργησε τόν κόσμο εν τόπω καί χρόνω, άλλά μετά τοΰ τόπου καί τοΰ χρόνου.
110Τ Ρ Ι Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ά ς έπιστρέψουμε δμως στήν Κοσμολογία. "Οπως γράφει ό Stephen Hawking, κατά τή στιγμή τής μεγάλης έκρηξης, φανταζόμαστε 6τι τό Σύμπαν θά έπρεπε νά έχει μηδενικό δγκο, καί για τόν λόγο αύτόν θά έπρεπε νά είναι άπειρα θερμό. Έπίσης, θά έπρεπε νά είναι ομοιόμορφο σέ μεγάλη κλίμακα, καί ομοιογενές μέ τοπικές άνομοιογένειες. Σύμφωνα μέ τό θεώρημα PenroseHawking, κατά τήν άρχή τοΰ χρόνου τό Σύμπαν θά είχε μηδενικό 6γκο καί άπειρη πυκνότητα. Έπίσης, ή καμπυλότητα τοΰ χωροχρόνου θά ήταν καί αύτή άπειρη. Ποιό είναι δμως τό νόημα αύτών τών άπειροτήτων ; Κατά τούς άρχαίους άτομικούς ή ΰλη είναι κατεσπαρμένη σέ έναν άπειρο χώρο. Έπίσης, σύμφωνα μέ τόν Νεύτωνα, ή ΰλη ύπάρχει σέ έναν άπειρο εύκλείδειο χώρο. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τής Φυσικής, άλλά καί μέ τόν κοινό νοΰ, κάθε γεγονός πραγματοποιείται σέ δεδομένο τόπο. ( Στό δημοκρίτειο κενό, σέ ένα σημείο τοΰ χώρου Μινκόφσκι ή τοΰ χώρου Ρήμαν.) Τό Big Bang, άντίθετα, δέν πραγματοποιείται κάπου. Τό άριστοτελικό σύμπαν είναι πεπερασμένο καί κλειστό. Ό Giordano Bruno ( 1548-1600 ), άσκώντας κριτική σ'αύτή τήν άποψη τοΰ Αριστοτέλη γιά τό πεπερασμένο τοΰ Σύμπαντος, έθετε τό άκόλουθο έρώτημα : « Τί θά συμβεί άν κάποιος περάσει τό χέρι του μέσα άπό τήν έξώτατη έπιφάνεια τοΰ ούρανοΰ ; » Μπορεί κάποιος νά θέσει τό ίδιο έρώτημα στους όπαδούς τοΰ Big Bang, τό όποιο προϋποθέτει Ινα Σύμπαν μέ πεπερασμένο δγκο, καί τίποτα έξω άπό τήν « έπιφάνειά » του. Ά ς φανταστούμε τώρα τό νευτώνειο Σύμπαν σάν νά είχε πεπερασμένο δγκο. Σ'αύτή τήν υποθετική περίπτωση, έξω άπό τήν περιοχή πού θά κατείχε ή ΰλη, θά υπήρχε ό άπειρος, χωρίς δρια, κενός χώρος. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ Big Bang τό « Σύμπαν » διαστέλλεται καί μάλιστα μέ ιλιγγιώδη ρυθμό. Διαστέλλεται Πού; Πουθενά! "Ομως οί κοσμολόγοι άπαντοΰν στό έρώτημα: Διαστέλλεται δημιουργώντας τό χώρο. Δημιουργώντας τό χώρο, πού ; Έπειδή κάθε γεγονός πραγματοποιείται κάπου καί σέ κάποια δεδομένη στιγμή. Άντίθετα, τό Σύμπαν, σύμφωνα μέ τό Big Bang, διαστέλλεται δημιουργώντας τό χώρο. Ό ισχυρισμός αυτός
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΕΗ
119
θα μπορούσε νά έχει νόημα έάν επρόκειτο για διαστολή ένός πεπερασμένου μέρους τοϋ Σύμπαντος, στόν άπεριόριστο χώρο ό όποιος τό περιέχει. Όμως τό κυρίαρχο πρότυπο ύποθέτει μιά διαστολή « μέσα ; » στό Τίποτα. Συνεπώς : Δημιουργία « μέσα » σέ έναν άνύπαρκτο τόπο. Επιπλέον, δημιουργία πού δέν πραγματοποιείται σέ κάποια δεδομένη στιγμή, έπειδή ό χρόνος δέν ύπάρχει παρά μόνο μετά τή Μεγάλη Έκρηξη. Ή ύπόθεση τοΰ Big Bang είναι λογικά τρωτή και άδιανόητη άπό φυσική άποψη. Σύμφωνα μέ τόν S. Brünier: «Τό Σύμπαν περιείχε πάντοτε ολόκληρο τό χώρο, δέν διαστέλλεται στό τίποτα. 'Ως πρός τό Big Bang δημιουργήθηκε παντού μέσα στό Σύμπαν καί 6χι σέ κάποιον ειδικό τόπο. 'Απλώς, οί διαστάσεις τοΰ χώρου ήταν τότε πολύ πιό μικρές άπ' δ,τι σήμερα ».27 Έτσι, δλη ή υλη τοΰ Σύμπαντος περιλαμβανόταν σέ μηδενικό δγκο, ό όποιος δέν υπήρχε πουθενά καί ό όποιος έξερράγη στό πουθενά. Μετά τή δημιουργία, ή διαστολή δέν προϋπέθετε τήν ύπαρξη χώρου στό έσωτερικό τοΰ οποίου πραγματοποιείται ή αύξηση τοΰ δγκου τοΰ « Σύμπαντος ». Παρόμοια έρωτήματα τίθενται σέ σχέση καί μέ τό χρόνο. Κάθε γεγονός πραγματοποιείται σέ μιά δεδομένη στιγμή. Ή στιγμή αύτή προϋποθέτει κάποια προηγούμενη καί κάποια έπόμενη στιγμή. Έπειδή, δπως έλεγε ό 'Αριστοτέλης, προεικονίζοντας τήν έννοια τοΰ μαθηματικού όρίου, « ή παρούσα στιγμή είναι τελευτή καί άρχή τοΰ χρόνου, δχι τοΰ ίδιου μέρους τοΰ χρόνου, άλλά τελευτή τοΰ παρελθόντος καί άρχή τοΰ μέλλοντος ».28 Όμως, δέν είναι δυνατόν νά μιλήσουμε γιά στιγμή πού προηγήθηκε άπό τό Big Bang, έπειδή πριν άπ'αύτό τό συμβάν δέν υπήρχε χρόνος. Ή « πρώτη στιγμή » συμπίπτει μέ τή « μεγάλη έκρηξη », τή δημιουργία τοΰ χώρου, της ύλης καί της ένέργειας. Είναι φανερό δτι οί προϋποθέσεις τοΰ κυρίαρχου προτύπου δέν είναι φυσικές προϋποθέσεις. Είναι αύθαίρετα, άν δχι μεταφυσικά αιτήματα. Καί άντίθετα μέ τούς ισχυρισμούς τοΰ Big Bang, ύπάρχει μιά μακρά παράδοση, φιλοσοφική πρώτα ('Ηράκλειτος, 'Αριστοτέλης, καί άλλοι ), έπιστημονική στή συνέχεια ( άπό τόν Νεύ-
120
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τωνα μέχρι τόν Αϊνστάιν ) ή όποία δέχεται τήν ένότητα τοϋ χώρου καί τής κίνησης καί άποκλείει κάθε άπόλυτη έναρξη.29 Δεχόμενος τήν ύπαρξη ένός Θεοΰ-Δημιουργοΰ, ό Νεύτων βρισκόταν σέ άντίφαση μέ τά αιτήματα τών Principia. 'Αλλά ό Θεός, όντας παντοδύναμος, θά μπορούσε νά κάνει οτιδήποτε, καί οί πιστοί του θά ήταν υποχρεωμένοι νά μήν άμφιβάλλουν. Εντούτοις, 6πως έλεγε ό Βοήθιος τής Δακίας τόν 13ο αί. μ.Χ., ό Θεός, ώς forma formarum, ύποθέτει μιά πρώτη υλη πού θά ήταν συναιώνια μ' αύτόν. Γιά τή θεολογία δέν υπάρχει πρόβλημα. 'Αλλά γιά τήν Κοσμολογία ; Δέν ύπάρχει άρχή τοϋ χρόνου. Σέ κάθε στιγμή θεωρούμενη πρώτη είναι πάντα δυνατόν νά συσχετίσουμε μιά προηγούμενη στιγμή, δσο κοντινή καί άν θελήσουμε. "Ομως, δεχόμενοι μιά άπόλυτη άρχή, τοποθετούμαστε έξω άπό τό πεδίο της Φυσικής. Κατά τόν Φρέντ Χόυλ : Τί έννοοΰμε μέ τή λέξη « άπαρχή » τοΰ Σύμπαντος ; Γιά Ιναν κοσμολόγο, ή άρχή τοΰ Σύμπαντος είναι συνώνυμη μέ μιά άκριβή στιγμή: Μ'αύτή κατά τήν όποία, άν άνέλθουμε τό χρόνο, τό Σύμπαν παύει νά ύπακούει στους νόμους τής Φυσικής. Κατά τόν διάσημο άστροφυσικό, είναι μαθηματικά άνέφικτο νά όρίσουμε μιά άρχή γιά τό Σύμπαν ώς ολότητα. Μιά τέτοια άρχή μπορούμε νά τή φανταστούμε γιά ένα ύλικό σωμάτιο, ένα άστρο, Ιναν γαλαξία. "Οχι γιά τό Σύμπαν.30 Ή διαλεκτική νόηση, δπως καί τό σχετικιστικό σχήμα είναι άσύμβατα μέ τό αίτημα τής άρχής τοϋ χρόνου. Πράγματι, σύμφωνα μέ τήν Ειδική Θεωρία τής Σχετικότητας, τά γεγονότα πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοϋ φωτός, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Συνεπώς, δέν υπάρχει άπόλυτη, μηδενική στιγμή. Ή κοινή κορυφή τών δύο κώνων άντιστοιχεΐ στήν « παρούσα στιγμή » τοΰ 'Αριστοτέλη, γιά τόν όποιον έπίσης δέν ύπάρχει άρχή τοΰ χρόνου. Ή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας, έξάλλου, άδυνατεΤ νά περιγράψει τή μηδενική στιγμή ( είναι άδύνατο νά ολοκληρώσουμε τις έξισώσεις τοΰ 'Αϊνστάιν στό σημείο μηδέν ). Δέν μπορεί νά περιγράψει τή στιγμή κατά τήν όποία οί τιμές τών μεγεθών είναι μηδενικές ή άπειρες. Κατά συνέπεια, οί
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
121
προϋποθέσεις τοΰ Big Bang -στιγμή μηδέν, δγκος μηδενικός ( ιδιομορφία ), πυκνότητα τής ΰλης άπειρη, καί άπειρη θερμοκρασία- δέν έχουν φυσικό νόημα. Ή μηδενική στιγμή καί οτιδήποτε συμβαίνει αύτή τή μοναδική στιγμή είναι έξω άπό τήν περιοχή τής Φυσικής. Πράγματι, μέχρι ποΰ μπορούμε νά άνέλθουμε τό χρόνο ; Οί φυσικές μας γνώσεις, γράφει ό Γάλλος άστροφυσικός Ε. Σατσμάν, δέν μας επιτρέπουν άλλο άπό spéculations. Ανερχόμενη άρκετά πρός τό παρελθόν, ή έννοια τής άρχής καταλήγει νά χάνει κάθε νόημα.31 Είναι άλήθεια δτι μέ τίς νέες τεχνολογίες μπορούμε νά άνέλθουμε τό χρόνο καί νά « δούμε » τήν προϊστορία τοΰ « Σύμπαντος ». Έτσι, χάρη στό δορυφόρο wmap έχουμε μιά άκριβή εικόνα τής παλαιότερης ακτινοβολίας τοΰ « Σύμπαντος » 380.000 χρόνια μετά τό Big Bang, μέχρι τις άπαρχές τού « Σύμπαντος ».32 'Αλλά πρόκειται γιά άπαρχή τού Σύμπαντος, ή γιά ένα τοπικό συμβάν, προερχόμενο ένδεχομένως άπό μιά ή περισσότερες « έκρήξεις » στόν ύπάρχοντα χώρο καί χρόνο ; 'Επιπλέον, δ,τι γνωρίζουμε άφορα μέρος τοΰ Σύμπαντος καί μιά περίοδο τής ιστορίας του. Τό πρόβλημα τοΰ χρόνου άποτελεΐ ανυπέρβλητο έμπόδιο γιά τό Big Bang. Ή θεωρία τοΰ « Σύμπαντος » δέν περιλαμβάνει τήν άρχή. « Ό χρόνος μηδέν ρίχνεται στά έξωτερικά έρέβη, έπειδή άντιστοιχεΐ σέ μία άλυτη "ιδιομορφία". Ή θερμοκρασία καί ή πυκνότητα γίνονται άπειρες καί οί υπολογισμοί δέν έχουν νόημα. Ή γενική σχετικότητα δέν λέγει τίποτα γιά τήν άπαρχή τοΰ χρόΊ.Ί
νου ». Ή περίφημη « ιδιομορφία » δέν άντιστοιχεΐ σέ καμία πραγματικότητα καί σέ κανένα φαινόμενο πού θά μποροΰσε νά περιγραφεί μέ τά μέσα τής Φυσικής. Πράγματι : Ποιό είναι τό φυσικό νόημα τών άπειροτήτων -άπειρη πυκνότητα, άπειρη θερμοκρασίατίς όποιες προϋποθέτει τό κυρίαρχο πρότυπο ; Τό άπειρο, ώς τέτοιο, έγραφε ό 'Αριστοτέλης, δέν είναι γνώσιμο. Καί δταν οί άρχές είναι άπειρες σέ ποσότητα καί σέ μορφή, τά πράγματα πού συγκροτούνται άπό τέτοιες άρχές είναι μή γνώσιμα.34 Δέν υπάρχει μέτρο τοΰ άπείρου. Ή τυχόν άπόπειρα νά τοΰ έπιβάλουμε ένα μέτρο
122
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θά σήμαινε τήν άρνησή του, έπειδή τό άπειρο είναι πάντοτε διαφορετικό («'Αεί γε έτερον καί Ιτερον», 'Αριστοτέλης). Ποιό είναι συνεπώς τό φυσικό νόημα τών αιτημάτων : 'Ιδιομορφία μηδενικού βγκου, άπειρη πυκνότητα τής ύλης, άπειρη θερμοκρασία ; Τό άπειρο δέν είναι δυνατόν νά πολιτογραφηθεί στήν έπικράτεια τής έπιστήμης, παρά μόνο ώς τό δριο πρός τό όποιο τείνουν ορισμένα φυσικά μεγέθη. Τό άπειρο είναι φιλοσοφική κατηγορία. 'Αντιπροσωπεύει αύτό πού δέν έχει ολοκληρωθεί καί ταυτόχρονα είναι έν κινήσει, εκείνο πού δέν είναι πραγματοποιημένο ούτε πραγματοποιήσιμο, καί τό όποιο υπερβαίνει κάθε μέγεθος ορισμένο μέ κάποιο μέτρο, δσο μεγάλο καί άν είναι. Τό κυρίαρχο πρότυπο, δεχόμενο άπειρα μεγέθη καί ταυτόχρονα μια ιδιομορφία μηδενικού δγκου, δέν μπορεί νά άξιώσει τό καθεστώς φυσικής θεωρίας.35 Kai Ινα « μεταφυσικό » έρώτημα : Ή ύλη, ή ποσότητα τής οποίας υποτίθεται δτι είναι 10* gr, υπήρχε πρίν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη, καί ήταν έγκλειστη σέ μηδενικό δγκο, ή δημιουργήθηκε κατά τή στιγμή ( ποιά στιγμή ; ) της δημιουργίας τοΰ χώρου και τοΰ χρόνου ; Στήν πρώτη περίπτωση μπορεί νά διερωτηθεί κανείς γιατί παρέμενε άδρανής εις τούς αιώνας τών αιώνων, καί έξερράγη κατά τή « στιγμή μηδέν » ; Στή δεύτερη περίπτωση τίθεται φυσιολογικά τό έρώτημα : Μέ ποιόν τρόπο δημιουργήθηκε ; Μέ θαύμα ;*Αν άναδύθηκε άπό τό κβαντικό κενό, αύτό σημαίνει δτι ό χώρος καί ό χρόνος υπήρχαν πρίν άπό τήν άνάβασή της στό κβαντικό έπίπεδο. 'Αλλά τότε τό βασικό αίτημα τής υπόθεσης τοΰ Big Bang αύτοαναιρεΐται, έπειδή σ'αύτή τήν περίπτωση δέν πρόκειται γιά δημιουργία, άλλά γιά μετασχηματισμό, γιά πέρασμα τής ύλης άπό ένα έπίπεδο όργάνωσης σέ άλλο, άνώτερο, στόν ήδη υπάρχοντα χώρο καί χρόνο. Γιά άνάδυση, γιά πέρασμα άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση, δηλαδή γιά μιά υλική καί διαλεκτική διαδικασία. 'Αλλά τά αιτήματα ( postulats ) τοΰ κυρίαρχου προτύπου άντιφάσκουν μ'αύτή τήν υπόθεση. Μποροΰμε δμως νά μιλάμε γιά περιγραφή τοΰ Σύμπαντος μέ βάση τή Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας ; Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοΰ 'Αϊνστάιν, ή καμπυλότητα, δηλαδή ή μορφή τοΰ χωρόχρο-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
123
νου καθορίζεται -δπως σημειώσαμε- άπό τήν ένταση τών δυναμικών τής βαρύτητας, δηλαδή άπό τήν κατανομή τής υλης ( μαζικά σωμάτια, ήλεκτρομαγνητικό πεδίο καί πεδίο τής βαρύτητας ). 'Αλλά ή κατανομή τής ύλης μεταβάλλεται άπό σημείο σέ σημείο καί περνάμε άπό ένα σημείο στό γειτονικό του μέ άπειροστά βήματα. Κατά συνέπεια ή θεωρία τής βαρύτητας τού 'Αϊνστάιν είναι μιά τοπική θεωρία καί άδυνατεΐ νά περιγράψει τό Σύμπαν ώς σύνολο, άν ή λέξη Σύμπαν μπορεί νά έχει νόημα γιά τήν Κοσμολογία, θεωρούμενη ώς φυσική θεωρία. Συνεπώς, ή σχετικιστική κοσμολογία μπορεί νά διεκδικήσει τό καθεστώς φυσικής επιστήμης, μέ τόν 6ρο δτι θά άναγνωρίσει αύτό πού είναι : Μιά τοπική θεωρία· θεωρία τοϋ μέρους τοϋ Σύμπαντος που είναι bit τοϋ παρόντος προσιτό στις παρατηρήσεις μας. Ό τοπικός χαρακτήρας τής γενικής σχετικότητας δέν έπιτρέπει νά επεκτείνουμε στό σύνολο τοΰ « Σύμπαντος » τό σχήμα της, τό όποιο βασίζεται σέ τοπικές παρατηρήσεις. Πράγματι, πέρα άπό τά θεωρητικά προβλήματα, είναι νόμιμο νά συνάγουμε κοσμολογικά συμπεράσματα μέ άφετηρία τοπικές παρατηρήσεις καί. τοπικά δεδομένα; Ή άρχή τοΰ Κοπέρνικου είναι συμβατή μέ τήν έτερογένεια ή όποία παρατηρείται στό προσιτό μέρος τού Σύμπαντος ; Ό π ω ς θά δούμε, τό αίτημα τής ομοιογένειας, βασικό αίτημα τού Big Bang, άντιφάσκει μέ τά δεδομένα τής παρατήρησης. 'Ακόμα ένα πρόβλημα : Σύμφωνα μέ τήν υπόθεση τοΰ Big Bang, οί γαλαξίες άπομακρύνονται μεταξύ τους μέ έπιταχυνόμενο ρυθμό. 'Αλλά ή μάζα πολλαπλασιαζόμενη μέ μιά έπιτάχυνση είναι δύναμη, καί ή δύναμη πολλαπλασιαζόμενη μέ μιά άπόσταση είναι ένέργεια. Συνεπώς ή έπιταχυνόμενη άπομάκρυνση τών μαζών στό « Σύμπαν » έχει άνάγκη άπό εισροή ένέργειας. Όμως τέτοια ένεργειακή πηγή δέν είναι όρατή. Έτσι μοιάζει νά προέρχεται άπό τό μηδέν, κατά παράβαση τής άρχής τής διατήρησης τής ένέργειας.36 Συνολικά : Τό μεταφυσικό άρωμα τής άρχικής διατύπωσης τοΰ Big Bang είναι αισθητό. Θά παραθέσουμε τήν άποψη τοΰ γνωστού φυσικοΰ Roland Omnès, ό όποιος δέν είναι άντίπαλος τής διαστολής. Ή κριτική του άφορα τΙς προϋποθέσεις τοΰ κυρίαρχου προ-
124
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τύπου - χρόνος μηδέν, θερμοκρασία άπειρη, πυκνότητα άπειρη : « Ό Ιερός Αύγουστίνος έθετε ήδη τό έρώτημα : 44 Τί νά απαντήσουμε σ' αύτούς πού διερωτώνται τί έκανε ό Θεός πριν άπό τή δημιουργία ". Τί νά άπαντήσουμε σέ όσους έρωτοϋν τί ήταν τό Σύμπαν πρίν άπό τό χρόνο Μηδέν ; Είχε άπειρα συσταλεΐ, προτού άρχίσει νά διαστέλλεται ; Δέν γνωρίζουμε τίποτα. Τέλος, καθώς κανένα ίχνος αύτού πού ενδεχομένως προηγήθηκε άπό τήν άρχή τοΰ χρόνου δέν μπόρεσε νά άντέξει στις συνθήκες έκείνης τής περιόδου, δέν θά μπορέσουμε πιθανόν ποτέ νά τό μάθουμε ».37 Έπίσης, κατά τόν Ε. Σατσμάν : « Δέν πρέπει νά λησμονούμε δτι ή Φυσική μας δέν γνωρίζει πώς νά προχωρήσει πέρα άπό τό χρόνο Πλάνκ η.38 Ή διαστολή, έξάλλου, κατά τόν Heidmann, είναι ένα μεγαλειώδες φαινόμενο, τό όποιο άγγίζει τό Σύμπαν. Είναι άπλό, « άκόμα καί άπλο'ι'κό μ.39'Αλλά ή άπλότητα, άκόμα περισσότερο ή άπλοϊκότητα, δέν είναι πάντα κριτήριο άλήθειας. Έν τέλει : Τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης, στήν άρχική έκδοχή του, δέν είναι οΰτε έπαληθεύσιμο οΰτε διαψεύσιμο. Οί βασικές παραδοχές του στερούνται νοήματος. Συνεπώς δέν μπορεί νά διεκδικεί τό καθεστώς φυσικής θεωρίας. Ένα κοσμολογικό πρότυπο πρέπει νά είναι τοπικό, άπαλλαγμένο άπό μηδέν καί άπό άπειρότητες. Μία μεγάλη έκρηξη, ένδεχομένως, ή περισσότερες, πρέπει νά προϋποθέτουν τήν ΰπαρξη τοΰ χώρου, τοΰ χρόνου καί τής ΰλης. Ή έκρηξη ή οί έκρήξεις δέν θά σημαδεύουν μιά γέννηση άλλά μιά στιγμή τής κοσμικής έξέλιξης.
3. 'Αναζητώντας
οδό διαφυγής
Σχετικά μέ τό Big Bang, έγραφε ό Φρέντ Χόυλ, οί άρχικές συνθήκες παραμένουν στό στάδιο τής εικασίας. 'Ως πρός τά έμπειρικά δεδομένα, υπογράμμιζε : «Άκόμα καί μέ τούς πιό ισχυρούς έπιταχυντές σωματίων, είναι άδύνατο νά άναπαράγουμε τίς άκραΐες συνθήκες πού φαντάζονται δτι κυριαρχούσαν στήν περιοχή τής Μεγάλης Έκρηξης : Ή φύση τών φυσικών νόμων πού κυριαρχού-
ΚΟΙΜΟΓΕΝΕΕΗ
125
σαν είναι συνεπώς περισσότερο άπό άβέβαιη ». Έπίσης : « Mè ποιόν τρόπο, άπό μιά έκρηκτική κατάσταση, πάρα πολύ ομοιόμορφη καί πάρα πολυ θερμή, σχηματίστηκε τό " Σύμπαν " ; Ή παραμικρή έξήγηση δέν έχει δοθεί. Κανείς μέχρι σήμερα δέν ήταν σέ θέση νά έξηγήσει πώς σχηματίστηκαν οί γαλαξίες, τέτοιοι πού τούς παρατηρούμε ».40 Είναι άδύνατο νά φτάσουμε στό σημείο μηδέν, έπειδή τό χρονικό μηδέν καί τό μηδέν τοΰ χώρου δέν υπάρχουν. Ή άποδοχή τών προϋποθέσεων τοΰ Big Bang συνεπάγεται, κατά τόν Haiton Arp, τό παράδοξο συμπέρασμα δτι κατά τή στιγμή τής δημιουργίας βρισκόμασταν στό « έσωτερικό αύτοΰ τοΰ σημείου τό όποιο δέν έχει διαστάσεις καί άπό τό όποιο υποτίθεται δτι ξαφνικά άρχισε νά διαστέλλεται τό Σύμπαν ».41 Ή άρχική ιδιομορφία δέν υπήρχε πουθενά καί ή « γένεση » τοΰ Σύμπαντος δέν συνέβη σέ κάποιον τόπο καί σέ μιά δεδομένη στιγμή. Όλα αύτά βρίσκονται άναπόφευκτα Ιξω άπό τό πεδίο μιας έπιστημονικής θεωρίας. Γι'αύτόν τό λόγο οί κοσμολόγοι έπιχείρησαν νά άπαλλαγοΰν άπό τήν « ιδιομορφία » ( singularity ), ή όποία είναι άκατανόητη άπό φυσική άποψη καί μαθηματικά καί παρατηρησιακά άπρόσιτη. Οί ειδικοί έπιχείρησαν λοιπόν νά άνακαλύψουν μιά όδό διαφυγής : Νά περιγράψουν τήν έξέλιξη τοΰ « Σύμπαντος » μέ άφετηρία Ιναν πεπερασμένο χρόνο καί μιά πεπερασμένη άπόσταση : 1043 sec καί 1016 μέτρα. Θά ήταν λοιπόν δυνατόν μ'αύτό τό « τέχνασμα » νά ξεπεραστούν οί άντιφάσεις τής κλασικής έκδοχής καί τό άδιέξοδό της ; Σ' αύτή τήν περίπτωση θεωρητικά θά ήταν δυνατόν νά λυθούν οί έξισώσεις τής βαρύτητας. Όμως : 1043 sec μετά τή στιγμή μηδέν οί θερμοκρασίες είναι τής τάξης τών ΙΟ32 Kelvin, καί οί πυκνότητες τής τάξης τών 1094. Στίς συνθήκες αύτές οί έξισώσεις τής γενικής σχετικότητας δέν είναι πρακτικά έφαρμόσιμες καί οί άπαιτούμενες ένέργειες πρακτικά άνέφικτες. Έπίσης, ή άπόσταση 10"35 m είναι πρακτικά άπρόσιτη. Είναι δυνατόν νά προχωρήσουμε πρός αύτή τήν άπόσταση, άλλά μόνον άσυμπτωματικά. Ό χρόνος Πλάνκ άντιπροσωπεύει ένα πρακτικά άπρόσι-
136
TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
το δριο. Επιπλέον : Πέρα άπό αύτό τό δριο έκτείνεται τό Ιρεβος. Μιά κβαντική θεωρία θά ήταν τότε άναγκαία, άλλα μιά τέτοια θεωρία δέν υπάρχει. Κα! προπαντός : Αύτή ή πιό « μαλακή » εκδοχή προϋποθέτει τή Μεγάλη Έκρηξη καί, συνεπώς, χρεώνεται τΙς προϋποθέσεις της. Ή σημερινή Φυσική δέν έπιτρέπει νά φτάσουμε ώς τό σημείο μηδέν, ούτε στό χρόνο Πλάνκ. Κατά συνέπεια, τό κλασικό σενάριο δπως καί τό « Νέο Big Bang » δέν έδωσαν λύσεις συμβατές μέ τούς νόμους της Φυσικής καί δέν μπορούν νά δώσουν. Άκόμα περισσότερο : Ή Φυσική δέν μπορεί νά προχωρήσει πέρα άπό τό χρόνο Πλάνκ. Είμαστε συνεπώς άπολύτως άνίκανοι νά πούμε τί συνέβη «πρίν». Άλλά καί τό ίδιο τό έρώτημα τοΰ « πρίν » χάνει τό νόημά του, έπειδή τότε εισδύουμε σέ μιά περιοχή δπου γίνεται δεκτό δτι ή βαρύτητα γίνεται « κβαντική ». Άλλά έπί τοΰ παρόντος δέν διαθέτουμε μιά κβαντική θεωρία τής βαρύτητας.42 Ένα νέο κοσμολογικό πρότυπο -^τό πληθωριστικό- πού προτάθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '80 έπιχείρησε νά άπαντήσει στίς κριτικές πού διατυπώθηκαν γιά τό προηγούμενο πρότυπο. Ειδικότερα, τό νέο σενάριο έπιχειρεΐ νά συμβιβάσει τήν άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ μέ τήν άνισοτροπία της κατανομής τών γαλαξιών. Σύμφωνα μέ τό νέο σενάριο, ύποτίθεται δτι πρίν άπό τήν έποχή τοΰ Πλάνκ υπήρχε ένα κβαντικό, μή ορισμένο Σύμπαν. Ακριβώς μετά τή Μεγάλη Έκρηξη, μετά τήν έποχή τοΰ Πλάνκ, τό « Σύμπαν » πέρασε άπό μιά φάση έξαιρετικά ταχείας διαστολής. "Οπως σημειώνει ό J.C. Pecker, σέ ένα έξαιρετικά μικρό κλάσμα τοΰ δευτερολέπτου τό Σύμπαν κυριολεκτικά έξερράγη σ' αύτόν τόν ύπερταχύ καί φανταστικό πληθωρισμό. Ή σχεδόν στιγμιαία καί έκθετική διαστολή τοΰ Σύμπαντος άκολουθήθηκε άπό μιά κλασική διαστολή. Τό πληθωριστικό σενάριο προτάθηκε τό 1980 άπό τόν Alan Guth. Τό κβαντικό κενό θεωρήθηκε κινητήρας αύτοΰ τοΰ φαινομένου. Έτσι, στή διάρκεια ένός κλάσματος τοΰ δευτερολέπτου μετά το Big Bang, έγινε μιά έξαιρετικά ταχεία, σχεδόν στιγμιαία διαστολή. Μιά έκθετική διαστολή καί μιά ταχεία ψύξη. Στήν άρ-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
127
χή τό « Σύμπαν » ήταν μικροσκοπικό. Κατά τή διάρκεια τής διαστολής, οί διακυμάνσεις αύξήθηκαν μέ ιλιγγιώδη ρυθμό. "Ετσι, άπό μιά διακύμανση τοΰ κενοΰ γεννήθηκε τό Σύμπαν ! Τό « κενό » προφανώς ήταν ëva « ψευδοκενό ». Δέν θά ήταν τό Μηδέν, άλλά Ινας « ώκεανός » άπ' δπου άναδύθηκε ή ΰλη. Όμως γι'αύτό τό κενό δέν ξέρουμε τίποτα, δπως καί γιά τό μηχανισμό τής « γέννησης τοΰ Σύμπαντος ». 'Επιπλέον : Ποιά ήταν ή αιτία ή όποία προκάλεσε τόν πληθωρισμό ; Σύμφωνα μέ τόν Ε. Σατσμάν, 6χι μόνο δέν ύπάρχει καμιά εμπειρική άπόδειξη αύτοΰ τοΰ φαινομένου, άλλά έπιπλέον πρέπει νά καταφύγουμε σέ μιά Φυσική πραγματικά έξωτική, πάρα πολύ διαφορετική άπό αύτήν πού χρησιμοποιούμε.43 'Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα μ'αύτό τό πρότυπο, κατά τή διάρκεια τής έξέλιξης καί τής ψύξης τοΰ « Σύμπαντος » θραύστηκε ή άρχική συμμετρία τού κενοΰ. Οί θεμελιώδεις άλληλεπιδράσεις, ένοποιημένες στήν άρχή, χωρίστηκαν διαδοχικά. Κατά τή διάρκεια τής έξέλιξης, οί μορφές τής ΰλης υπέστησαν μιά σειρά άπό μετασχηματισμούς. Πιό συγκεκριμένα : Στήν άρχή τής έκθετικής διαστολής οί θεμελιώδεις άλληλεπιδράσεις άποτελοΰσαν μία καί μόνη άλληλεπίδραση. 'Αλλά ή ταχεία ψύξη είχε συνέπεια τήν πτώση τής θερμοκρασίας καί τή θραύση τής μεγάλης ένοποίησης τών θεμελιωδών δυνάμεων. Έτσι, ΙΟ'*4 sec μετά τό Big Bang έμφανίζεται ή άπαρχή τοΰ χώρου καί τοΰ χρόνου. Στά ΙΟ'36 sec έμφανίζεται ή άσυμμετρία σωματίων-άντισωματίων. Τρία λεπτά μετά τό Big Bang δημιουργούνται τά χημικά στοιχεία, ΙΟ5 Ιτη μετά σχηματίζονται οί γαλαξίες, ΙΟ10 Ιτη μετά τό Big Bang υπάρχει ή άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ. Αύτά κατά τό συζητούμενο σενάριο. Ή άπαρχή τού πληθωρισμού χαρακτηρίζεται, σύμφωνα μ'αύτό τό σενάριο, άπό τεράστιες θερμοκρασίες, άπρόσιτες στά μέσα παρατήρησης. Γίνεται λοιπόν δεκτό δτι κατά τίς πρώτες στιγμές τού « Σύμπαντος » οί φυσικές άλληλεπιδράσεις ήταν δπως σημειώσαμε ένοποιημένες. Στή συνέχεια, ή μιά μετά τήν άλλη, χωρίστηκαν. "Ετσι γεννήθηκαν οί τέσσερις γνωστές σήμερα άλληλεπι-
128
TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
δράσεις. Μεγαλειώδης κατασκευή τοϋ πνεύματος, ή όποία μένει νά άποδειχτεΐ. Όμως ή θεωρία αύτή δέν είναι πλήρης καί ή έπαλήθευσή της είναι άφάνταστα περίπλοκη." Επιπλέον: Γιά νά διαπιστωθεί ή ύπαρξη τής « μεγάλης ένοποίησης » άπαιτοΰνται ένέργειες δισεκατομμύρια φορές ύψηλότερες άπό τίς ένέργειες τών ισχυρότερων έπιταχυντών. Μιά νέα έκδοχή τοΰ πληθωρισμού προτάθηκε, δπως ήταν γνωστό, άπό τόν Andrei Linde. Τό Σύμπαν, κατά τόν Λίντε, γεννήθηκε άπό μιά μικρότατη κβαντική διακύμανση τοΰ άρχέγονου κενοΰ. Ή διακύμανση αύτή ήταν ό κινητήρας τοΰ πληθωρισμοΰ. Καί τό σενάριο αύτό προϋποθέτει μιά άρχική ιδιομορφία, πριν άπό τό χρόνο Πλάνκ. Κατά τόν Λίντε τό Σύμπαν άποτελεΐται άπό μιά άπειρία « μίνι συμπάντων ». Μιά άπειρία Big Bangs θά πραγματοποιήθηκαν πριν άπό τό δικό μας. Συνεπώς μιά άπειρία μίνι συμπάντων. Οί άντιφάσεις « έν τοις δροις » είναι έξόφθαλμες. Έπειδή σύμπαν σημαίνει τό πάν πού ύπάρχει. Συνεπώς δέν ύπάρχει παρά Ινα καί μοναδικό Σύμπαν, τό όποιο εγκλείει ένδεχομένως άπειρους κόσμους. Μίνι Σύμπαν : Ό δρος άνακαλεΐ τά « μίνι μάρκετ » τής άγοραίας κοινωνίας μας. Τό Σύμπαν, κατά τόν Λίντε, γεννήθηκε άπό μιά μικρότατη τυχαία διακύμανση καί άποτελεΐται άπό μιά άπειρία άνεξάρτητων περιοχών πού συνιστοΰν ισάριθμα μίνι σύμπαντα. Τό Σύμπαν, μιά μεγάλη φυσαλίδα, θά γεννοΰσε άλλες φυσαλίδες κ.ο.κ., μέχρι τό άπειρο. Μ'αύτόν τόν τρόπο ό πληθωρισμός θά ήταν αιώνιος. Ώς πρός τό δικό μας « Σύμπαν », Ιχει ήλικία δεκαπέντε δισ. έτών. Τό Σύμπαν είναι αιώνιο, αύτοδημιουργούμενο, χωρίς άρχή καί χωρίς τέλος. Ή τελευταία φράση θυμίζει διαλεκτική. Τό « Σύμπαν » μας είναι μιά χωροχρονική φυσαλίδα πνιγμένη μέσα σέ μιά πολλαπλότητα άπό άλλες φυσαλίδες, οί όποιες σχηματίζονται αδιάκοπα. Όμως μιά τέτοια ιδέα, παρατηρεί ό Ζ. Π. Λυμινέ, δέν θά είναι ποτέ οΰτε έπαληθεύσιμη οΰτε παρατηρήσιμη. Έδώ βρισκόμαστε στά δρια τής έπιστημονικής προσέγγισης καί, χωρίς άμφιβολία, ήδη άπό τήν άλλη πλευρά. Κατά τόν Ζ.Π. Λυμινέ, οί διά-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
129
φορές θεωρίες τής κβαντικής κοσμολογίας εγείρουν τόσα άν δχι περισσότερα προβλήματα άπ'δσα φωτίζουν γιά τΙς άπαρχές τοϋ Σύμπαντος.45 Ή κοσμολογία τοΰ πληθωρισμού δέχεται, καί αύτή, μία άρχή τοΰ Σύμπαντος. Στήν άρχή τοΰ πληθωρισμού δέν υπήρχαν ούτε άστέρες ούτε χημικά στοιχεία ούτε άκτινοβολία. Δέν υπήρχε παρά τό κενό μέ πλήρη συμμετρία. Μέ τή θραύση τών συμμετριών, ή ένέργεια ή όποία άπελευθερώθηκε κατά τή διάρκεια τής μεταβολής φάσης μετατράπηκε σέ σωμάτια, σέ σωμάτια καί άντισωμάτια, σέ βαρυόνια κλπ. Άλλά: Ποιά ήταν ή προέλευση τοΰ συμμετρικού καί άρχικοΰ «Ένός » ; Πώς ήταν ό χρόνος, ό χώρος καί τό κενό, τό όποιο θεωρείται ώς άπαρχή τής δημιουργίας τοΰ Σύμπαντος; Οί λεπτομέρειες τοΰ πληθωρισμού, κατά τόν Martin Rees, είναι θεωρησιακές έπειδή προϋποθέτουν τή Φυσική τών πάρα πολύ υψηλών ένεργειών, ή όποία είναι ολοκληρωτικά άγνωστη. Σύμφωνα δμως μέ τούς Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, ή ιδέα δτι τό Σύμπαν γεννήθηκε άπό τό Μηδέν είναι ένδιαφέρουσα. Είναι ούσιαστικό, γράφουν, νά γνωρίζουμε τί είναι τό « μή δν ». Σύμφωνα μέ τή σύγχρονη κοσμολογία, γράφουν οί δύο συγγραφείς, τό « μή 0ν » σημαίνει : αύτό πού υπάρχει έξω άπό τό Σύμπαν είναι « μή δν ». Όμως, έξω άπό τό Σύμπαν δέν μπορεί νά υπάρξει τίποτα. Τελικά, μπορεί νά υπάρξει « είναι άπό τό μή είναι ». Τό « μή είναι » μπορεί νά προκαλέσει τό ξεκίνημα τοΰ κόσμου. Τίποτα, κατά τούς δύο συγγραφείς, δέν προκάλεσε τό ξεκίνημα τοΰ Σύμπαντος.4' Έτσι είναι δυνατόν νά άποφύγουμε τήν επέμβαση τοΰ Θεοΰ. Εντούτοις, αύτή ή διαλεκτική δέν μάς βοηθά νά « χωνέψουμε » τήν παραβίαση τής διατήρησης της ύλης καί τήν άρχή δτι τό Ό ν προέρχεται άπό τό μή Ό ν . Κατά τόν Μάρτιν Ρής, πολλοί θεωρητικοί είναι υπέρ τής ιδέας τοΰ χαοτικού πληθωρισμού. Τό πρότυπο αύτό, κατά τόν Ρής, δέν προϋποθέτει άναγκαστικά μιά άπλή, άρχική ιδιομορφία. Ή φάση τοΰ πληθωρισμού είναι ένδιάμεση. Ό Λίντε, σημειώνει ό Ρής, άποβλέπει σέ μιά πιό περίπλοκη κατάσταση. Ό πληθωρισμός
• 3°
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
είναι « αιώνιος ». Διάφορα μέρη τοϋ « Σύμπαντος » υφίστανται πληθωρισμό καί δημιουργούν χωριστά σύμπαντα, χωρίς άμοιβαία αίτιακή σύνδεση. Τά σύμπαντα αύτά μποροΰν ενδεχομένως νά άποσαθρωθούν, άφού θά έχουν διασταλεί κατά Ιναν παράγοντα της τάξης τών 10'® ! Οί μεταπτώσεις φάσεως, οί συμπυκνώσεις κλπ., μποροΰν νά πραγματοποιούνται μέ διαφορετικό τρόπο στά διαφορετικά σύμπαντα.48 Κατά τόν Λίντε, τό Σύμπαν διαμέτρου ίσης μέ ΙΟ10 έτη φωτός δέν είναι παρά μόνο Ινα μικρό μέρος μιας τεράστιας φυσαλίδας διαμέτρου ΙΟ3®0 έτών φωτός, ή όποία δημιουργήθηκε άπό μιά διακύμανση τοΰ κβαντικού κενού καί ή όποία « φούσκωσε » ύστερα άπό μιά έξαιρετικά ταχεία περίοδο διαστολής. Ποιά θά μπορούσε νά είναι ή άλήθεια αύτών τών καταπληκτικών σεναρίων ; "Οπως γράφει ό Φρέντ Χόυλ, οί δημιουργοί τής πληθωριστικής κοσμολογίας δέχονται τήν ύπαρξη ένός πεδίου χωρίς νά λένε άπό πού προέρχεται. Τό δέχονται σάν ένα μυστηριακό γεγονός στήν άρχή τοΰ Σύμπαντος. Άπό τήν άλλη πλευρά, κατά τόν Ρής, τά σενάρια αύτά, άγκαλιάζοντας όλόκληρο τό παρατηρήσιμο Σύμπαν σέ ένα μεγαλειώδες άπειρο σύνολο, πλησιάζουν τά 6ρια τής spéculation (θεωρησιακής σκέψης, φαντασίας ). Άπειρο ή πεπερασμένο « Σύμπαν » ; Κατά τούς Jacyna-Onyszkiewicz καί Β. Lange, στό τωρινό Σύμπαν, ΙΟ10 φωτόνια έχουν προκύψει άπό τήν έκμηδένιση ΰλης-άντιύλης κάθε νουκλεονίου. Μετά τήν περίοδο τής διαστολής τό Σύμπαν έχει θερμοκρασία ίση μέ 1028 Κ. Ό όγκος του είναι τεράστιος, άλλά πεπερασμένος, πολύ μεγαλύτερος άπό τό παρατηρήσιμο μέρος τοΰ Σύμπαντος. Μετά τήν περίοδο τοΰ πληθωρισμού ( ύστερα άπό ΙΟ"35 sec ) τό « Σύμπαν » αύξάνει σέ τεράστιο βαθμό, μέχρι τά ΙΟ109 m. Πρόκειται γιά άπόσταση πολύ μεγαλύτερη άπό αύτή πού μπορούμε νά παρατηρήσουμε καί ή όποία είναι της τάξης τών ΙΟ26. Τό Σύμπαν έγινε τόσο τεράστιο ώστε νά μπορούμε νά παρατηρήσουμε μόνον ένα άμελητέο μέρος του. Καί τό τεράστιο αύτό Σύμπαν δημιουργήθηκε άπό μιά κβαντική διακύμανση ! 49 Ή άνθρώπινη φαντασία δέν έχει όρια ! "Ετσι : Μιά άπό τίς έξωτικές υποθέσεις τής σημερινής Φυσικής είναι ή θεωρία τών χορ-
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
130
δών, απειροελάχιστων όντοτήτων της τάξης τών 10_ît m. Οί χορδές πάλλονται μέ ορισμένες συχνότητες, άντανακλώντας τά στοιχειώδη σωμάτια. 'Αλλά προκειμένου νά « λειάνουν τήν ιδιομορφία » φαντάστηκαν ένα είδος « κοσμολογικής διακύμανσης » : Τό Σύμπαν ξεκίνησε άπό άπειρο μέγεθος, κατόπιν συρρικνώθηκε ώστε νά περάσει κάπως άπό τήν τρύπα μιας βελόνας, άπό ένα έλάχιστο, τό Big Bang, προτού νά διασταλεί έκ νέου πρός τό άπειρο.50 Τί άντιπροσωπεύει λοιπόν τό πρότυπο τών « χορδών » ; Η να ι δυνατόν νά άποφευχθοΰν οί οιονεί μεταφυσικές προϋποθέσεις τοϋ κυρίαρχου προτύπου; Κατά τόν Thibaut Damour: Δεχόμενη ώς θεμελιώδες μήκος τό μέγεθος μιας χορδής, ή θεωρία αύτή καταλήγει νά άπαλείψει τΙς χωρικές Ιδιομορφίες πού συναντώνται στή Φυσική, δηλαδή τΙς περιοχές δπου όρισμένα μεγέθη γίνονται άπειρα. "Ετσι, μπορούμε νά έλπίσουμε βτι θά άπαλείψουμε καί τή χρονική ιδιομορφία τήν όποία άντιπροσωπεύει τό Big Bang καί κατά τήν όποία τό Σύμπαν τείνει πρός τό μηδέν, ένώ ή καμπυλότητα γίνεται άπειρη- έστω καί άν σήμερα ή έλπίδα αύτή δέν ένισχύθηκε άπό σίγουρα άποτελέσματα.οΙ Θά έπισημάνουμε ένα άκόμα σενάριο, κατά τό όποιο ή κβαντική βαρύτητα προσφέρει μιά μαθηματική έξήγηση τοΰ πληθωρισμού. Οί έξισώσεις της φανερώνουν δτι δύο μάζες πού έλκονται άπό τή βαρύτητα άπωθοΰνται άμοιβαΐα σέ μικρή κλίμακα, πράγμα πού προκαλεί έπιτάχυνση τής διαστολής κατά τίς πρώτες στιγμές τοΰ Σύμπαντος. Αύτό τό « γεγονός » υποτίθεται δτι θά μπορούσε νά έξηγήσει τή διαστολή. "Αλλο μυστήριο τής Κοσμολογίας οί μαύρες τρύπες, δηλαδή ούράνια σώματα πού δημιουργούνται μέ τή βαρυτική κατάρρευση. Κατά τόν Gabriele Veneziano τό Σύμπαν υπήρχε πολύ πρίν άπό τό Big Bang. Σύμφωνα μέ τό σενάριο « prébigbang », ένα πολύ διεσταλμένο Σύμπαν, σχεδόν κενό, σέ διακύμανση, δημιούργησε μαύρες τρύπες, δπου τό πάν καταρρέει λόγω τής βαρύτητας. Οί μαύρες τρύπες προκαλούν Big Bangs, μεταξύ τών όποίων καί τό δικό μας, τό όποιο είναι ένα μεταξύ τών άλλων.52 'Αλλά οί μαύρες τρύπες υπάρχουν ; Καί άν υπάρχουν, αύτές γέννησαν τό Σύμπαν ; Καί
• 3°
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
άν ναί, τότε δέν πρόκειται γιά γένεση, άλλά γιά μετασχηματισμό καί 6χι γιά Σύμπαν, άλλά γιά μιά περιοχή του Σύμπαντος- τελικά: Πολλή έφευρετικότητα. Πολλή φαντασία. Πολλοί ύπολογισμοί. Άλλά ποιό είναι το άντίστοιχο αυτών τών ιδεών με την πραγματικότητα ; 'Εδώ έπιβάλλονται ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις: Κατ' άρχήν, τά πληθωριστικά σενάρια προϋποθέτουν μιά άγνωστη καί άπρόσιτη κατάσταση πριν άπό τή στιγμή μηδέν ! Όπως σημειώνει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, πριν άπό τή στιγμή μηδέν, ή όποία άναγνωρίζεται ώς μυστική, είχαμε νά κάνουμε μέ ένα κβαντικό Σύμπαν, πίσω άπό τό όποιο βλέπουμε νά προβάλλει τό πρωταρχικό χάος τών 'Αγίων Γραφών. Τά δύο σενάρια προϋποθέτουν τή Μεγάλη Έκρηξη, τή μηδενική στιγμή καί οτιδήποτε αύτά συνεπάγονται ώς μή γνώσιμο, άν δχι μυστηριώδες. Ώς πρός τό σενάριο τοΰ Λίντε, ή άντίφαση «έν τοις δροις» είναι έξόφθαλμ,η: Πολλά σύμπαντα, άλλα σύμπαντα, μίνι σύμπαντα, κλπ. 'Αλλά τό νά μιλάμε γιά Σύμπαν άντί γιά Κόσμο δέν είναι άπλώς γλωσσική παραδρομή. Πέρα άπό τό έννοιακό σφάλμα, ή φράση αύτή άνοίγει τό δρόμο πρός τό μή γνώσιμο, τήν ψευδοεπιστήμη καί τό μυστικισμό. Ά ς δεχτούμε δμως, δτι ορισμένα σενάρια, δπως τοΰ Γκούθ ή τού Λίντε, περιέχουν άλήθειες, δπως ό μετασχηματισμός, ή ιστορικότητα τών μορφών τής ΰλης κατά τή διάρκεια τής κοσμογένεσης. Άλλά σ'αύτή τήν περίπτωση δέν πρόκειται γιά Σύμπαν καί γιά Δημιουργία, άλλά γιά «τοπικά» φαινόμενα, τά όποια διαδραματίζονται στόν υπάρχοντα χώρο καί χρόνο : Γιά μετασχηματισμό τών μορφών τής ΰλης, ή όποία υπάρχει σέ άέναο γίγνεσθαι. Στήν περίπτωση αύτή πρόκειται γιά κοσμογένεση. "Οχι γιά δημιουργία τοΰ Σύμπαντος. Οί τοπικοί « κόσμοι » άναδύονται ίσως άπό τό κενό, τό όποιο δέν είναι τό « μ ή Ό ν ». Είναι ένας ώκεανός δυνάμει σωματίων τά όποια μεταπίπτουν άπό τή δυνάμει στήν ένεργεία κατάσταση. Γιά μορφές ύλης οί όποιες, σύμφωνα μέ μιά φράση τού Χέγκελ, « άναδύονται άπό τά βάθη τοΰ πραγματικού ». Τό « νέο Big Bang », δπως καί τά πληθωριστικά σενάρια, έπιχειροΰν, μέ μιά τυπική παράκαμψη, νά άποφύγουν τά μηδέν καί
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
33
τα άπειρα, άλλα τήν ίδια στιγμή τά προϋποθέτουν. Κατά συνέπεια, μετατοπίζουν τή δυσκολία άντί νά τή λύσουν. Ή περιγραφή τών θεωρητικά προβλέψιμων καί ένδεχομένως πραγματικών γεγονότων μετά τό χρόνο Πλάνκ δέν σημαίνει δτι άπαντήθηκε τό έρώτημα της ύπαρξης καί της έξέλιξης τοΰ Σύμπαντος. Εντούτοις, χάρη στίς θεωρίες της μικροφυσικής καί τή σύμφυση, στό έπίπεδο της Κοσμολογίας, τοΰ « άπειροστά μικρού » μέ τό « άπειρα μεγάλο », οί άστροφυσικοί άνοιξαν τό δρόμο γιά τήν κατανόηση καί τήν περιγραφή τοΰ κοσμικοΰ γίγνεσθαι. Δέν είναι δυνατόν νά άπορριφθεϊ a priori ή υπόθεση δτι τό σήμερα προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος δημιουργήθηκε άπό μία ή περισσότερες ή « άπειρες » γιγαντιαίες έκρήξεις στόν ήδη υπάρχοντα χώρο καί χρόνο. Όμως, τέτοια συμβάντα προϋποθέτουν τήν ύπαρξη κάποιας μορφής ύλης. Έπίσης, κατά τή διάρκεια τής κοσμογενεσης, οί άρχικές μορφές τής υλης ήταν δυνατόν νά μετασχηματιστοΰν σέ άλλες μορφές, κ.ο.κ. 'Αλλά σ'αύτή τήν υποθετική περίπτωση δέν έπρόκειτο γιά δημιουργία τοΰ Σύμπαντος, άλλά γιά άνάδυση ένός πεπερασμένου κόσμου, ένός άπό τούς δυνατούς κόσμους τοΰ Σύμπαντος. Επιπλέον, τό γραμμικό σενάριο τοΰ Big Bang άδυνατεΐ νά περιγράψει τΙς περίπλοκες καί άντιφατικές διεργασίες οί όποιες χαρακτηρίζουν τήν κοσμογένεση. Στό έπόμενο κεφάλαιο θά έπισημάνουμε καί άλλες αυθαίρετες παραδοχές καί άντιφάσεις μέ παρατηρησιακά δεδομένα. Τί στοιχεία άλήθειας, μπορεί νά περιλαμβάνει τό σενάριο τής Μεγάλης Έκρηξης ; Οί είδικοί-όπαδοί τοΰ σεναρίου διέπραξαν τό « άδίκημα » τών πυθαγορείων στό όποιο άναφέρεται ό 'Αριστοτέλης. Νόμισαν δτι μπορούν νά έφαρμόσουν τις έξισώσεις τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν μέχρι τό σημείο μηδέν ή περίπου ώς αύτό τό σημείο. Ταυτόχρονα άναγκάστηκαν νά δεχτούν τήν ύπαρξη καταστάσεων καί μεγεθών άπρόσιτων στήν παρατήρηση. 'Ακόμα, νά χρησιμοποιήσουν μαθηματικά πρότυπα δπως αύτό τής ύπόθεσης τών χορδών, τών οποίων ή άνακάλυψη -άν υπάρχουν- είναι πρακτικά άνέφικτη. 'Ακόμα, έπεκτείνοντας μέχρι τό σημείο μηδέν τις έξισώσεις τής βαρύτητας, καταλήγουν δτι στίς μελανές δπές μη-
134
TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
δενίζεται δ χώρος καί άκινητοποιεΐται δ χρόνος. Καί μέ αφετηρία αυτές τΙς υποθέσεις καί τά πρότυπα, έχει δημιουργηθεί μια άπίθανη έπιστημονικοφανής φιλολογία, ή όποία τρέφει έναν σύγχρονο έπίσης έπιστημονικοφανή μυστικισμό.53 Σέ τί συμπεράσματα είναι δυνατόν νά καταλήξουμε μέ βάση τήν υπόθεση τής Μεγάλης "Εκρηξης, σχετικά μέ τό βασικό έρώτημα αύτοΰ τοΰ βιβλίου ; Προφανώς, μέ βάση μιά έπιστημονική ( ή θεωρούμενη έπιστημονική ) υπόθεση, δέν είναι δυνατόν νά απαντήσουμε στό έρώτημα γιά τΙς σχέσεις ΰλης καί πνεύματος. Καί όμως είναι γνωστό 6τι ή Εκκλησία, συγκεκριμένα δ Πάπας Πίος IB', υποστήριξε δτι ή υπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης άπέδειξε δτι τό Σύμπαν δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό. Συγκεκριμένα, στίς 22 Νοεμβρίου 1951, σέ όμιλία μέ τίτλο « Οί άποδείξεις γιά τήν ύπαρξη τοΰ Θεού » στήν Ποντιφική'Ακαδημία τών'Επιστημών, καί μέ βάση τά τότε δεδομένα τής Κοσμολογίας ό Πάπας υποστήριξε δτι ή έπιστήμη απέδειξε τή δημιουργία τοΰ κόσμου: «"Ετσι, δημιουργία μέσα στό χρόνο. Καί πρός τοΰτο, ένας Δημιουργός ! 'Ιδού λοιπόν -έστω άκόμα καί έμμεση καί άτελής- ή λέξη τήν οποίαν Ήμεΐς έπιζητούσαμε άπό τήν έπιστήμη καί τήν οποίαν ή παρούσα γενεά άπαιτεΐ άπ' αύτήν ».54 Πολλοί μεγάλοι έπιστήμονες έκείνη τήν έποχή ύποστήριζαν τήν άποψη δτι ή έπιστήμη άπέδειξε τή δημιουργία τοΰ κόσμου άπό τόν Θεό. Κύριο έπιχείρημα τότε καί σήμερα ήταν ή υπόθεση τής Μεγάλης "Εκρηξης. Τά σχετικά έπιχειρήματα είναι χωρίς άξία, δοθέντος δτι προϋποθέτουν τήν κυρίαρχη σύγχυση πού άφορα τή σχέση έπιστημονικών προτάσεων καί φιλοσοφικών θέσεων.55 'Αλλά καί έπιστήμονες ευσεβείς καί πιστοί στό δόγμα μπορούσαν νά διακρίνουν, μέ βάση τίς ίδιες γνώσεις γιά τό Σύμπαν, τό άβάσιμο αύτοΰ τοΰ δόγματος.Έτσι, π.χ., ό μεγάλος άστρονόμος καί εύσεβής χριστιανός James Jeans ( 1877-1946 ) έγραφε κατά τή δεκαετία τού '40: «Φαίνεται άπίστευτο βτι τό Σύμπαν έχει σχεδιαστεί άρχικά γιά νά δημιουργήσει ζωή σάν τή δική μας. Γιατί άν ήταν έτσι πράγματι, θά περίμενε κανείς νά βρει μιά καλύτερη άναλογία συγκριτικά μέ τό μέγεθος τοΰ μηχανισμού καί τό ποσόν τοΰ προϊ-
ΚΟΙΜΟΓΕΝΕΣΗ
>35
όντος [ . . . ] Ή μεγάλη άσημαντότητα της ζωής φαίνεται νά οδηγεί σέ πλήρη αποκλεισμό κάθε ιδέα δτι ή ζωή προκαλεί τό ιδιαίτερο ένδιαφέρον τοϋ Μεγάλου Αρχιτέκτονα τοΰ Σύμπαντος μ.56 "Εχει περάσει έκτοτε μισός αιώνας. Νέα δεδομένα συγκροτούν τήν εικόνα ένός « Σύμπαντος » αύτοδημιουργούμενου, άναδυόμενου, σέ άέναη μεταμόρφωση, μιας ΰλης κατεσπαρμένης στίς άχανεΐς έκτάσεις τοΰ χώρου. Ή έπιστήμη συνηγορεί υπέρ τής άπειρότητας τοΰ Σύμπαντος στό χώρο καί στό χρόνο. ΚαΙ δμως στήν έποχή μας, έποχή θριάμβου τής παρατηρησιακής Κοσμολογίας καί τής 'Αστροφυσικής, ή « άδύνατη σκέψη » πρότεινε ώς, άμεση ή έμμεση, απόδειξη τής Δημιουργίας τήν άφελή « άνθρωπική άρχή », ή όποία προσπαθεί νά θεμελιώσει « έπιστημονικά » μιά σύγχρονη τελεολογία.5' Ή έπιστήμη άδυνατεΐ νά άποδείξει τήν ύπαρξη ή τήν άνυπαρξία τοΰ Θεοΰ, τήν ΰπαρξη πνευματικής δντότητας άνεξάρτητης άπό τήν ΰλη. "Ως έδώ προσπάθησα νά θεμελιώσω έναν έπιστημονικό ρεαλισμό μέ ύλιστική τάση. 'Αλλά θά συνεχίσουμε μέ τό κοσμολογικό πρόβλημα ώστε νά συγκεκριμενοποιηθεί ό ιδεολογικός χαρακτήρας τής ύπόθεσης τοΰ Big Bang, νά άποδειχτεΐ ό άντιεπιστημονικός χαρακτήρας τών άπόψεων γιά γέννηση τοΰ Σύμπαντος καί τών μυστικιστικών σχετικών δοξασιών, καί άντίστοιχα νά θεμελιωθεί, μέ βάση καί αύτή τή θεμελιώδη καί πρωτοπόρα έπιστήμη, ή άλήθεια ένός συγχρόνου έπιστημονικοΰ ρεαλισμού.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. George Thomson, Les premiers philosophes, Éditions Sociales, Παρίσι, 1973, σ. 61. 2. Βλ. τα δύο έπικά ποιήματα τοΰ Όμηρου, Ίλιάδα καί 'Οδύσσεια. 3. 'Ησίοδος, "Απαντα, είσ., μτφρ., σχόλια Παναγή Λεκατσά, I. Ζαχαρόπουλος, 'Αθήνα, σ. 105. 4. G.Thomson, Les premiers philosophes, δ.π., a. 159. Για τον όρφισμό: Jane Helen Harrison, Prolegomena to the Study of Greek Religion ( έλλ. τίτλος 'Ορφέας xai όρφιχά μυστήρια, μτφρ. 'Ελένης Παπαδοπούλου, Ίάμβλιχος, 1995 ).
136
TF.TAPTO Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο
Έπίσης, 'Ορφικοί Ύμνοι, μτφρ. Δημήτρη Παπαδίτσα καί Ελένης Λαδιά, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1997. 5. G.E.R. ( Geoffrey Ernest Richard ) Lloyd, Les débuis de la science grecque, Maspéro, Παρίσι, 1974, σ. 19. 6. Aristote, Métaphysique, Vrin, Παρίσι, 1974, 983b. 7. Hermann Diels καί Waither Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmannische Verlag-Buchhandlung, 1965, A 46, A 48, A 99, Β 18. Έπίσης, Aristote, Physique et Métaphysufue. Τοϋ ίδίου, Physique, I
ΚΟΣΜΟΓΕΝΕΣΗ
37
26. Jean-Pierre Luminet, «À la recherche du temps zéro», La Recherche, τεΰχος 390, 'Οκτώβριος 2005, σ. 30. 27. Serge Brünier, « Où sont les limites de l'Univers ? », Science et Vie, τεΰχος 189, 2001, σ. 50. 28. Aristote, Physique, δ.π., 202b 1-3. 29. Isaac Newton, Principia, University of California Press, Μπέρκλεϋ, 1947. Τοϋ ιδίου, Opticks, Dover, Νέα Υόρκη, 1952. 30. Fred Hoyle, « Ils croient toujours aux miracles », Science et Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 138. 31. Evry Schatzman, La Recherche, τεϋχος 91, 'Ιούλιος-Αύγουστος 1978. 32. Βλ. Science et Vie, τεΰχος 1054, Ιούλιος 2005. 33. Science et Vie, τεΰχος 970, 'Ιούλιος 1998, σσ. 62-63. 34. Aristote, Physique, δ.π., 187b 7-12. 35. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983, κεφ. 5. 36. Henry P. Dart III, περ. Apeiron, τεΰχος 17, 'Οκτώβριος 1993, σ. 6. 37. Roland Omnès, L'Univers et ses métamorphoses, Hermann, Παρίσι, 1973, σ. 66. 38. Ε. Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 72. 39. Jean Heidmann, La Recherche, τεΰχος 23, 1971, σ. 459. Τοΰ Ιδίου, Introduction à la Cosmologie, PUF, Παρίσι, 1973, κεφ. 1, τμ. III. 40. Hoyle, Science et Vie, δ.π. 41. Haiton Arp, στό Michele Barone, Franco Selleri (έπιμ.), Frontiers of Fundamental Physics, Plenum, Νέα'Τόρκη, 1994, σ. 1. 42. Ε. Schatzman, L'Expansion de l'Univers, δ.π., σ. 72. 43. Alan H. Guth, The Inflationary Universe, 1997 ( έλλ. έκδ. Τό πληθωριστικά σύμπαν, μτφρ. Χρήστου Μάρκου, Γκοβόστης, 2001 ). Ε. Schatzman, αντ., σ. 54. 44. Περ. Cahiers du C/VRS, τεΰχος 181, Φεβρουάριος 2005. 45. Βλ. Andrei Dmitriyevich Linde, " The Self-Reproducing Inflationary Universe ", περ. Scientific American, τεΰχος 271, Νοέμβριος 1994, σσ. 48-55. J.-P. Luminet, La Recherche, δ.π., σσ. 30 καί 34. 46. Martin Rees, New Perspectives in Astrophysical Cosmology, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 2000, σ. 130. 47. Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, Creation of the Universe, World Scientific, Σιγκαπούρη, 1989. 48. Rees, New Perspectives, δ.π. Linde, Particle Physics and Inflationary Cosmology, Hadwood, 'Ελβετία, 1990. Τοΰ [δίου, Physics Today, Σεπτέμβριος 1987. 49. Zbigniew Jacyna-Onyszkiewicz, Bogdan Lange, στό Franco Sellerri
•
3°
ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
( έπιμ. ), Open Questions in Relativistic Physics, Apeiron, Μόντρεαλ, 1998, σ. 281. 50. Γιά τά προβλήματα αύτά βλ. Guth, The Inßationary Universe, δ.π. Li Zhi-Shu Xian, Creation of the Universe, δ.π. Linde, Particle Physics and Inflationary Cosmology, Hardwood Acad. Publishers, 1990. Jean-Claude Pecker, Scienceet Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 124. Τοϋ Ιδίου, L'Univers exploré, peu à peu expliqué, Odile Jacob, Παρίσι, 2003. Ε. Schatzman, L'expansion de l'Univers, δ.π. 51. Thibaut Damour, Scienceet Vie, τεΰχος 1054, 'Ιούλιος 2005, σ. 65. 52. Gabriele Veneziano, αύτ., σ. 64. Έπίσης, Hoyle, Galaxies, Noyaux et Quasars, Buchet-Chastel, 1966. 53. Βλ. Εύτύχη Μπιτσάκη, To άειθαλές δέντρο τής γνώσεως, "Αγρα, 'Αθήνα, 2006, κεφ. 3. 54. Ά π ό τό βιβλίο τοΰ Paul l^berenne, L'Origine des Mondes, Παρίσι, 1953 ( έλλ. 6κδ. Ή καταγωγή τών κόσμων: 'Υλιστική έρμηνεία τής προέλευσης τον Σύμπαντος, μτφρ. Γιάννη Βιστάκη, 'Αναγνωστίδης, χ.χ.ίκδ.) 55. Γιά τΙς σχέσεις έπιστημών καί φιλοσοφίας, τή σχέση έννοιών καί κατηγοριών, βλ. Εύ. Μπιτσάκη, Τά άειθαλές δέντρο τής γνώσεως, δ.π., κεφ. 1. 56. James Jeans, Το μυστηριώδες σύμπαν ( έλλ. μτφρ. Λ. Λιώκη ), Ίκαρος, 1947, σσ. 15 καί 20. 57. Γιά μια συγκεκριμένη κριτική αύτης της δήθεν « άρχής », βλ. Εύ. Μπιτσάκη, Άπό τήν πυρά στόν άμβωνα, Τόπος, 2009.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Πέρα άπό τό Big Bang: Στοιχεία μιας ένδοκοσμικής διαλεκτικής Σ ΕΔΩ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑ ΚΤΡΙΩΣ μιά κριτική άνασκευή τών βασικών θεωρητικών παραδοχών τοϋ κυρίαρχου ( σήμερα ! ) κοσμολογικού προτύπου, προκειμένου νά άποδείξω τήν επιστημονική καί φιλοσοφική απάτη ( imposture ) τοϋ ίσχυρισμοΰ δτι ή έπιστήμη μπορεί νά άποδείξει τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ καί τή δημιουργία τοΰ κόσμου άπό τόν Θεό. Στό κεφάλαιο αύτό θά έξετάσουμε προπαντός τά παρατηρησιακά δεδομένα πού ύποτίθεται δτι συνηγορούν υπέρ τής Μεγάλης "Εκρηξης. Δηλαδή : Θά συζητήσουμε τά υπέρ καί τά κατά, καί θά έπιχειρήσουμε νά άναδείξουμε στοιχεία μιας διαλεκτικής κρυμμένης κάτω άπό τά μεταφυσικά ιδεολογήματα τών όπαδών τοΰ κυρίαρχου προτύπου. Μέ τόν Νεύτωνα καί τόν Λαπλάς, μέ τή θεωρία τής βαρύτητας καί μέ τά άτομα, μπορούμε νά μιλάμε κατά κάποιον τρόπο γιά Κοσμολογία. Εντούτοις, δπως έχουμε σημειώσει ήδη, πριν άπό τή σχετικότητα καί τίς παρατηρήσεις τοΰ Χάμπλ, ή « κοσμολογία » δέν ξεπερνούσε τά σύνορα τοΰ πλανητικού μας συστήματος. Άκόμα καί τά κοσμολογικά πρότυπα πού διατυπώθηκαν στό μαθηματικό πλαίσιο τής Γενικής Θεωρίας τής Σχετικότητας ήτανε περισσότερο μαθηματικά πρότυπα παρά φυσική θεωρία. Ή σημερινή Κοσμολογία μπορεί νά γίνει φυσική έπιστήμη χάρη στήν έξέλιξη τής Φυσικής, έπειδή ή λεγόμενη « διαστολή τοΰ Σύμπαντος », δηλαδή τό κοσμικό γίγνεσθαι, συνδέεται ενδογενώς μέ τίς θεωρίες τοΰ μετασχηματισμού τών μορφών τής ΰλης. "Ετσι, έστω καί άν δέν μποροΰμε νά άντλήσουμε κοσμολογικά συμπεράσματα άπό τοπικές παρατηρήσεις, ή Κοσμολογία, ώς τοπική έπιστήμη μπορεί νά ύπερβεϊ τό καθεστώς μαθηματικού προτύπου χάρη στή σύμφυση,
»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
στή λειτουργική ένότητα τών άντιθέτων : τοϋ μικρόν μέ τό μέγα. Ή 'Αστροφυσική είναι ή έπιστήμη τής σύμφυσης τοΰ « άπειροστά » μικροΰ μέ τό « άπειρα » μεγάλο. Συνέπεια : Οί πρόοδοι τής μικροφυσικής είχαν κρίσιμες έπιπτώσεις στήν άνάπτυξη της Κοσμολογίας. Χάρη σ'αύτή τή διαλεκτική, ή Κοσμολογία μπορεί νά υπερβεί τό ιδεολογικό στάδιο καί νά γίνει ή έπιστήμη τοΰ σχηματισμού καί τής έξέλιξης τής τοπικής καί πεπερασμένης ολότητας, που είναι ό Κόσμος μας. Συνθήκη sine qua non : Να απαλλαγεί άπό τή φιλοδοξία νά έξηγήσει τή γέννηση τοΰ Σύμπαντος καί έπίσης νά άπαλλαγεϊ άπό τΙς « ιδιομορφίες », τά άπειρα, καί άπό κάθε έννοια χωρίς φυσικό άντίκρυσμα. Ταυτόχρονα, καί άναδραστικά, ή Κοσμολογία θά ήταν μιά άπό τΙς « φιλοσοφικές έπιστήμες » τΙς άπαραίτητες γιά τήν επεξεργασία μιας « διαλεκτικής τής φύσης ». Είναι αύτονόητο ότι οί προηγούμενες παρατηρήσεις δέν σημαίνουν ότι θά έπρεπε νά άπορριφθεΐ en bloc τό πρότυπο τής Μεγάλης "Έκρηξης. Αύτό πού άπαιτεΐται είναι νά άπαλλαγεϊ άπό τΙς οίονεΐ μεταφυσικές προϋποθέσεις του καί άπό λιγότερο ή περισσότερο αύθαίρετες άπόψεις. Θά συζητήσουμε τΙς κυριότερες άπ' αύτές, άναδεικνύοντας ταυτόχρονα τά στοιχεία πού είναι δυνατόν νά άξιοποιηθοΰν γιά μιά διαλεκτική άντίληψη τής φύσης. 1. Ξεκινάμε από τή στιγμή ΙΟ'43 sec Kai πρίν; Τό πεδίο τής Φυσικής περιορίζεται σέ χρόνους μεταγενέστερους άπ'αύτή τήν «άρχική» στιγμή. 'Επιπλέον: Είναι άδύνατον νά άναπαραχθοΰν οί συνθήκες πού υποτίθεται δτι κυριαρχούσαν στή γειτονία τοΰ Big Bang. 'Αναφερθήκαμε στά αιτήματα τής « απαρχής » : Χωρική ιδιομορφία, μηδενική χρονική στιγμή, άπειρότητες. Δέν πρόκειται γιά φυσικά αιτήματα. Τό « σκληρό » πρότυπο δέν μπορεί νά διεκδικήσει τό καθεστώς επιστημονικής ύπόθεσης, έπειδή δέν είναι ούτε έπαληθεύσιμο ούτε διαψεύσιμο. Ή Κοσμολογία πρέπει νά άναγνωρίσει συνεπώς αύτό πού είναι : Ή έπιστήμη τού σχηματισμού καί τής έξέλιξης ένός μέρους
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >
τοϋ Σύμπαντος. 01 γιγαντιαίες αυτές διαδικασίες είναι μή άντιστρεπτές : Πραγματοποιούνται σύμφωνα μέ τό σχετικιστικό σχήμα, άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Ή μή άντιστρεψιμότητα είναι γεγονός καθολικό καί θεμελιώδες : Άφορα μικροσκοπικές διαδικασίες, καθώς καί διαδικασίες σέ κοσμική κλίμακα. Ή μή άντιστρεψιμότητα καί ή έξέλιξη, άκολουθώντας μιά συμπαντική γραμμή, άποκλείουν καί αύτές μιά άπόλυτη άπαρχή. Μπορούμε νά μιλάμε γιά γέννηση ένός άστέρα, ή ένός γαλαξία, καί νά περιγράφουμε αύτό τό φαινόμενο μέ τά μέσα τής Φυσικής. "Ομως, δέν μποροΰμε νά μιλάμε γιά γέννηση τοΰ Σύμπαντος, δηλαδή τοΰ Παντός. 2. Μάζα τον
Σύμπαντος
Μπορούμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν σαν νά έπρόκειτο γιά πεπερασμένη πραγματικότητα ; Καί δμως : Άπό τούς ειδικούς τοΰ άποδίδεται μιά μάζα τής τάξεως τών ΙΟ54 gr. Πρόκειται γιά έντελώς αύθαίρετη άποψη, έάν έπιμένουμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν καί φυσικά νά έννοοΰμε αύτό πού λέμε. Άλλά ύπάρχουν καί άλλες άντιρρήσεις, έναντίον αύτοΰ τοΰ ισχυρισμού. Ή Κοσμολογία τοΰ οίονεί στάσιμου Σύμπαντος προβλέπει τήν ΰπαρξη ένός Σύμπαντος χωρίς άρχή, άπειρου καί μέ δημιουργία μάζας. Κατά τόνΆρπ τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί είναι δυνατόν νά έξηγηθοΰν τά εμπειρικά δεδομένα μέ τή θεωρία μεταβολής τής μάζας τών Χόυλ καί Narlicar. Σύμφωνα μ'αύτή τή θεωρία, ή μάζα θά μπορούσε νά είναι συνάρτηση τοΰ χρόνου. Ή γενική θεωρία τής σχετικότητας έπιτρέπει, κατά τούς Νάρλικαρ καί Άρπ, τή δημιουργία μάζας σέ όποιαδήποτε περίοδο τοΰ Σύμπαντος καί σέ ένα Σύμπαν χωρίς Big Bang. Ή διαδικασία δημιουργίας μάζας δέν θεωρείται πλέον σάν ένα είδος σκοτεινού θαύματος. Σύμφωνα μέ τούς Χόυλ, Burbidge καί Νάρλικαρ, ή δημιουργία μάζας δέν είναι ένα μοναδικό γεγονός, δπως υποτίθεται δτι είναι κατά τήν Κοσμολογία τής Μεγάλης Έκρηξης. Έπίσης, σύμφωνα μέ τούς Άρπ, Νάρλικαρ καί Radecke, στόν
142
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
έξωγαλαξιακό χώρο υπάρχουν δραστήρια κέντρα τά όποΐχ έξακοντίζουν σωματίδια καί κβάντα. Ένα πρότυπο δημιουργίας μάζας βασιζόμενο στή θεωρία της βαρύτητας τοϋ Ε. Μάχ θεωρείται πιθανός μηχανισμός για τήν παραγωγή σωματίων ύψηλής ένέργειας. Ή νέα θεωρία τών Τζ. Μπάρμπιτζ, Ζ. Νάρλικαρ καί Φρέντ Χόυλ έπιχειρέϊ νά άναπτύξει τήν έννοια πεπερασμένων δειγμάτων ύλης μέ περιορισμένη ήλικία, τά όποια έξελίσσονται σέ ένα Σύμπαν στό όποιο δέν βαραίνει χρονικός περιορισμός.1 Κατά συνέπεια, είναι τουλάχιστον αύθαίρετο νά μιλάμε γιά πεπερασμένη μάζα τοΰ « Σύμπαντος ». Οί υποθέσεις καί οί θεωρίες στίς όποιες άναφέρθηκα, άντίθετα, άν θά επιβεβαιωθούν, θά έχουν συνέπεια τήν υπέρβαση ένός άπό τά κατάλοιπα της μηχανιστικής σκέψης. Πράγματι, ή ιστορία τής μεταμόρφωσης τών μορφών τής ύλης κατά τή διάρκεια τής κοσμικής έξέλιξης θά ήταν τό πρώτο βήμα γιά τό ξεπέρασμα τής μηχανιστικής άντίληψης γιά τήν ύλη. Ή δημιουργία μάζας θά ήταν ένα δεύτερο βήμα, τόσο έναντίον τοΰ θεολογικού δόγματος δσο καί τοΰ μηχανιστικοΰ-ύλιστικοΰ, τά όποια υποστηρίζουν τήν ποσοτική καί ποιοτική άμεταβλητότητα τής μάζας τοΰ « Σύμπαντος ».
3. Ήλικία τον
Σύμπαντος
Είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος μέ βάση τοπικά φαινόμενα; 'Αλλά, άκόμα καί στά πλαίσια τοΰ κυρίαρχου προτύπου, τό πρόβλημα δέν έχει λυθεί. Πράγματι, υπάρχουν τεράστιες άποκλίσεις στίς τιμές πού άποδίδονται στή « σταθερά » τοϋ Χάμπλ. Ό Santage τής άποδίδει τήν τιμή 45, τιμή πού σημαίνει δτι τό « Σύμπαν » « γεννήθηκε » πρίν άπό δεκαοχτώ δισ. χρόνια. Κατά τόν Gérard de Vaucouleurs ( 1918-1995 ), ή τιμή τής σταθεράς τοϋ Χάμπλ είναι 85 καί, κατά συνέπεια, ή ήλικία τοΰ « Σύμπαντος » είναι μόνο όκτώ δισ. έτη. Τί τιμή λοιπόν νά άποδώσουμε στό « Σύμπαν » ; Είναι έντελώς αύθαίρετο νά μιλάμε γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος.
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17
>
Ή « ήλικία » υποτίθεται δτι καθορίζεται άπό τή σταθερά του Χάμπλ. 'Αλλά ποιά είναι ή τιμή αύτής τής σταθεράς ; Επιπλέον, ή δήθεν τιμή τής ήλικίας βρίσκεται σέ άντίφαση μέ όρισμένες παρατηρήσεις. Έτσι, σύμφωνα μέ τίς παρατηρήσεις τού Spitzer, ορισμένοι άστέρες τών πιό μακρινών γαλαξιών, φαίνεται νά είναι παλαιότεροι άπό τούς ίδιους τούς γαλαξίες, πράγμα πού προκαλεί κρίση τοΰ κυρίαρχου προτύπου. Έπίσης, ό Henri P. Dart III γράφει : Ή ισχυρότερη μαρτυρία έναντίον τοΰ Big Bang θά μποροΰσε νά είναι ή ήλικία τών παλαιότερων άστέρων τοΰ γαλαξία μας : ήλικία μεταξύ δεκατεσσάρων καί δεκαεννέα δισ. έτών, δηλαδή ξεπερνά τά δέκα δισ. έτη τά όποΐα υπολογίζονται στή βάση τής σταθεράς τοΰ Χάμπλ, άν της άποδοθεΐ ή τιμή 100. Ά ν οί παλαιότεροι άστέρες στό γαλαξία μας είναι άρχαιότεροι άπό τό Σύμπαν τού Big Bang, τότε προφανώς κάτι τό σοβαρά λανθασμένο υπάρχει στή θεωρία.2 Έπίσης, κατά τόν Ζ.Κ. Πεκέρ, ή ήλικία τών άστρικών σμηνών τοΰ γαλαξία μας ύπερβαίνει τήν ήλικία τών δεκαεπτά δισ. έτών. ( Προφανώς πρόκειται γιά τοπικά φαινόμενα καί δχι γιά ήλικία τοΰ Σύμπαντος, έννοια ή όποία στερείται νοήματος.) Ή σταθερά τού Χάμπλ έπαιξε σημαντικό ρόλο στόν υπολογισμό τής « ήλικίας τοΰ Σύμπαντος », μέσα στό κλίμα τής ιδεολογικής έκμετάλλευσης τής Κοσμολογίας τοΰ 20οΰ αιώνα. Άλλά μεταγενέστεροι υπολογισμοί δείχνουν σημαντική μείωση αύτής τής σταθεράς, πρός τήν κατεύθυνση τήν άντίθετη πρός τό κέντρο τής τοπικής ύπερσυσσώρευσης. Έτσι, ή τιμή αύτής τής σταθεράς, ύπολογιζόμενη γιά τούς κοντινούς σέ μας γαλαξίες, είναι διαφορετική άπό τίς τιμές γιά τούς μακρινούς γαλαξίες.3 Έπίσης, οί Karoji καί Nottale μιλοΰν γιά άνώμαλη κατανομή τών άκτινικών ταχυτήτων. Κατά τήν έρμηνεία τους ή τιμή τής σταθεράς τοΰ Χάμπλ δέν είναι σταθερά.4 Επιπλέον, είναι γνωστό δτι ή διαστολή έξαρτάται άπό τήν πυκνότητα της ΰλης. Καί άν ή πυκνότητα έξαρτάται άπό τή θέση καί τό χρόνο, τότε, γράφει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, ό ρυθμός τής διαστολής πρέπει έπίσης νά έξαρτάται άπό τό χρόνο. Ή ίδια ή έννοια τής « σταθεράς τοΰ Πλάνκ » καθίσταται, κατά τόν Γάλλο άστροφυσικό, έντελώς άπαρχαιωμένη.
144
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Εκτός άπό τή γνωσιολογική ιστορικότητα υπάρχει καί μιά ιστορικότητα όντική, ή όποία άφορα τΙς φάσεις της εξέλιξης τοΰ Σύμπαντος. Ό μετασχηματισμός καί ή έξέλιξη εισβάλλουν στήν περιοχή αύτοΰ πού παλαιόθεν έθεωρεΐτο σύμβολο της αιωνιότητας : τών παγκόσμιων σταθερών. Όμως, πέρα άπό συζητήσιμες ύποθέσεις καί πέρα άπό τήν ιδεολογική έκμετάλλευσή τους, ή μελέτη καί ό υπολογισμός τής ηλικίας σχηματισμών, διαδικασιών καί φαινομένων στήν κλίμακα τοΰ σήμερα παρατηρήσιμου μέρους τοΰ Σύμπαντος, είναι μιά μεγαλειώδης καί θαυμαστή επιχείρηση, ή όποία δίνει ένα μέτρο τών δυνατοτήτων τής σημερινής επιστήμης καί τεχνολογίας. Ή κριτική υπέρβαση τών προϋποθέσεων τοΰ Big Bang καί τοΰ γραμμικού σεναρίου του, άνοίγει νέες προοπτικές γιά τήν Κοσμολογία : Έξέλιξη, μετασχηματισμός τών μορφών τής ύλης. Δημιουργία υλης, δχι ex nihilo, άλλά μέ μιά διαδικασία άνάδυσης άπό ένα έπίπεδο όργάνωσης βαθύτερο άπό τό κβαντικό. Συγκεκριμένη διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία. Έτσι : Πραγματικότητα ή όποία σάν ένα γιγαντιαίο κύμα έκδιπλώνει τΙς δυνατότητές της άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Δέν μποροΰμε νά μιλάμε γιά γέννηση τοΰ Σύμπαντος. Άλλά ή γέννηση, ό μετασχηματισμός καί ή καταστροφή μορφών χαρακτηρίζουν τό προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος. Καί τό μέγεθος τών φαινομένων, τών δομών καί τών διαδικασιών ξεπερνά τις δυνατότητες τής άνθρώπινης φαντασίας. Κατά τόν Γκούθ, τό Σύμπαν θά μπορούσε νά ξεπερνά τά ΙΟ37 έτη φωτός. Προφανώς δέν έχουμε δικαίωμα νά άποδίδουμε στό Σύμπαν πεπερασμένο μέγεθος. Παρά ταΰτα, υποστηρίζεται δτι τό Σύμπαν περιέχει ΙΟ90 γαλαξίες καί δτι κάθε γαλαξίας έχει ΙΟ100 άστέρες. Στό γαλαξία μας γεννώνται άστρα καί άλλα πεθαίνουν. Τό περιεχόμενο σέ άέρια άνακυκλώνεται καί έμπλουτίζεται σέ χημικά στοιχεία. Στό γνωστό μέρος τοΰ Σύμπαντος, ή ένέργεια τών φωτονίων μετατρέπεται σέ μαζικά σωμάτια καί μαζικά σωμάτια άνακυκλώνονται σέ φωτόνια. Γαλαξίες σχηματίζονται καί άλλοι σβήνουν. Τεράστια άστρα ύφίστανται βαρυτική κατάρρευση. Υποστηρίζεται έπίσης δτι έπειτα άπό 100.000 δισ. έτη οί γαλαξίες θά
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
σβήσουν. Βυθισμένο σέ ολοκληρωτικό σκότος, τό Σύμπαν θα γνωρίσει τότε μια βραδύτατη αγωνία. Θάνατος τοΰ Σύμπαντος ; Ένας νέος θάνατος ύστερα άπ' αύτόν πού πρόβλεψε ό λόρδος Kelvin ( 1824-1907 ) ; Αύτό πού συμβαίνει στήν πραγματικότητα είναι ή γέννηση, ό μετασχηματισμός καί ό θάνατος κοσμικών σχηματισμών. Κοσμογένεση: 'Ανάδυση υλης στό χώρο, μετασχηματισμός, γένεση νέων μορφών, έξέλιξη πού άκολουθεΐ τό βέλος τοΰ χρόνου, καί δχι έπανάληψη, αιώνια έπιστροφή, κυκλικότητα. Ή μή άντιστρεψιμότητα χαρακτηρίζει τΙς πραγματικές διαδικασίες σέ Ιναν κόσμο δπου « τά πάντα ρεΐ».
4. Μετατόπιση πρός τό ερυθρό Τό φαινόμενο αύτό θεωρήθηκε άπόδειξη τής φυγής τών γαλαξιών. Σύμφωνα μέ τό γραμμικό πρότυπο, ή φυγή είναι ίσότροπη καί άνάλογη μέ τήν άπόσταση. Ό ισχυρισμός αυτός άμφισβητεΐται στό έπίπεδο τής θεωρίας, καθώς καί άπό παρατηρησιακά δεδομένα. "Ηδη άπό τό 1929, ό Fritz Zwicky ( 1898-1974 ) είχε υποστηρίξει δτι ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό θά μποροΰσε νά είναι βαρυτικό φαινόμενο άνάλογο μέ τό φαινόμενο Compton. Έκτοτε υπήρξαν πολλές προσπάθειες γιά νά έξηγηθεί ή μετατόπιση. Οί Πεκέρ καί Βιζιέ, π.χ., πρότειναν μιά έρμηνεία, κατά τήν όποία ή μετατόπιση όφείλεται στή σύγκρουση τών φωτονίων μέ Ινα νέο είδος σωματίων. Πρόκειται γιά τήν ύπόθεση τοϋ «κουρασμένου φωτός», μιά άπό τίς πιό κομψές ύποθέσεις, κατά τόν J.M. BonnetΒίίΐ3ΐι<1.5Όμως οί εικόνες πού έδινε αύτή ή θεωρία ήταν άσαφεΐς. Οί δύο συγγραφείς βελτίωσαν τήν πρότασή τους, γιά νά άπαλείψουν τό « φλού » τών εικόνων. Τά δεδομένα, τά όποια άποτελοϋν άντικείμενο διχογνωμιών, έρμηνεύονται μέ βάση τήν άλληλεπίδραση φωτονίων μή μηδενικής μάζας μέ βαθμωτά μποζόνια, άσθενοΰς μάζας. Ή μετατόπιση έξηγείται ώς φαινόμενο « κουρασμένου φωτός». 6 Κατά τούς Καροζί καί Νοττάλε, έξάλλου, τό
146
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
φως μακρινών γαλαξιών τό όποιο περνάει άπό τήν περιοχή δπου υπάρχουν σμήνη γαλαξιών μετατοπίζεται πρός τό ερυθρό. Σύμφωνα μ' αύτούς τούς ερευνητές, επίσης, μακρινές πηγές φαίνονται πιό φωτεινές δταν παρατηρούνται μέσα άπό σμήνη γαλαξιών οί όποιοι δροΰν σάν βαρυτικοί φακοί. ' Κατά τόν Νάρλικαρ, γράφει ό Άρπ, ή μετατόπιση δέν όφείλεται στή φυγή τών γαλαξιών, άλλά στή μεταβολή τής ταχύτητας σωματίων τά όποια δημιουργούνται μέ σχεδόν μηδενική μάζα.8 Κατά τόν ίδιο, τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί ή μετατόπιση δέν προκαλείται άπό τή διαστολήείναι συνέπεια τής έπεισοδιακής δημιουργίας ύλης μέ άρχική μηδενική μάζα.9 Ό π ω ς σημειώνει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, έξάλλου, πολλοί άστρονόμοι έχουν προτείνει κοσμολογίες χωρίς διαστολή, σύμφωνα μέ τις όποιες οί μετατοπίσεις τοϋ φάσματος δέν συνδέονται μέ τή φυγή τών γαλαξιών άλλά μέ τΙς στοιχειώδεις ιδιότητες τών φωτονίων τά όποια άλληλεπιδροΰν μέ τό μέσον τό όποιο διασχίζουν άνάμεσα στό γαλαξία-πηγή καί τό τηλεσκόπιο. Ή υπόθεση κατά τήν όποία ή μετατόπιση έρμηνεύεται ώς συνέπεια τής διαστολής άμφισβητεΐται καί άπό άλλες άπόψεις. Μεταξύ άλλων, οί Νάρλικαρ καί Άρπ υποστηρίζουν έπίσης δτι κατά τό πρότυπό τους τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί ή μετατόπιση προκαλείται άπό τό φαινόμενο γήρανσης (age-redshift effect).10 Κατά τόν Άρπ οί περισσότεροι κοντινοί σέ μας γαλαξίες, τούς οποίους γνωρίζουμε καλύτερα, άποδεικνύουν μέ μεγάλη στατιστική βεβαιότητα δτι δέν είναι δυνατόν νά εξηγηθεί ή μετατόπιση ώς άποτέλεσμα φυγής, άλλά ώς φαινόμενο προπαντός ένδογενές. " Συμπερασματικά: Κατ'άρχήν οί παρατηρούμενες μετατοπίσεις δέν άφορούν τό Σύμπαν. Είναι « τοπικά » φαιόμενα καί τίποτα δέν μάς δίνει τό δικαίωμα νά ισχυριστούμε δτι παρόμοια φαινόμενα χαρακτηρίζουν δλες τίς περιοχές τοΰ Σύμπαντος. Τό « Σύμπαν » δέν είναι ομοιογενές καί ίσότροπο, δπως υποθέτει τό κυρίαρχο πρότυπο. 'Εδώ δμως μπορεί νά τεθεί τό έρώτημα : Γιατί δέν παρατηρούμε παρά μόνο μετατοπίσεις πρός τό έρυθρό καί 6χι καί πρός τό κυανοΰν ; Τό γεγονός αύτό δέν άποτελεΐ έπιχείρημα ύπέρ τής υπόθεσης, τής φυγής τών γαλαξιών ; Τό έρώτημα εΐ-
ΝΕΡΑ Α Π Ο T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Ι Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ
»47
ναι νόμιμο. Όμως, Ιστω καί άν υπάρχει φυγή τών γαλαξιών, δέν πρόκειται γιά συμπαντικό φαινόμενο. Επιπλέον δέν μπορούμε νά άπορρίψουμε a priori διαφορετικές έρμηνεΐες. ΚαΙ οί διαφορετικές προτάσεις θέτουν νέα έρωτήματα καί λειτουργούν ώς καταλύτες γιά νέες έρευνες. Θά παραθέσουμε, έπίσης, τήν πρόταση τοΰ J.R. Croca, γιά Ινα πείραμα τό όποιο θά μπορούσε νά έλέγξει τό πρότυπο Ντέ Μπρέιγ γιά τό κουρασμένο φώς. Κατά τόν Κρόκα, τό φωτόνιο είναι μιά πραγματική φυσική οντότητα, ή όποία άλληλεπιδρά μέ τό περιβάλλον τό όποιο διασχίζει καί χάνει ένέργεια. "Ετσι είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό, χωρίς φαινόμενο Doppler. 12 Θά παραθέσουμε, τέλος, τό έπιχείρημα τού Dart. Κατ' αύτόν δέν υπάρχει φυσική άρχή κατά τήν όποία 6λη ή ύλη τού Σύμπαντος θά ήταν σέ διαστολή. Ή ίδέα τού διαστελλόμενου Σύμπαντος βρίσκεται σέ άντίθεση μέ τήν άρχή τής καθολικής βαρύτητας. 13
5. 'Ομοιογένεια
και
Ίσοτροπία
Τό κυρίαρχο πρότυπο προϋποθέτει μιά τέλεια ομοιογένεια καί ίσοτροπία γιά τό « Σύμπαν ». Ή ιστορία είναι γνωστή : Τό πρότυπο Φρήντμαν-ΛεμαΙτρ προϋποθέτει μιά σημειακή ιδιομορφία, άπειρη πυκνότητα καί άρχή τοΰ χρόνου. 'Επίσης, ομοιογένεια καί ίσοτροπία τοΰ « Σύμπαντος ». Όλα αύτά πρίν άπό τή δημοσίευση τοΰ νόμου τοΰ Χάμπλ. Στή συνέχεια, άνάμεσα στίς δυνατές μαθηματικές λύσεις επιλέχθηκε εκείνη πού ήταν σύμφωνη μέ τό νόμο τοΰ Χάμπλ. Κατά συνέπεια τό « Σύμπαν » θεωρήθηκε ομοιογενές καί ΐσότροπο, καί ή μετατόπιση πρός τό έρυθρό, συνέπεια τής φυγής τών γαλαξιών. Όμως, κατά τόν 'Αλφβέν, τό Σύμπαν, τέτοιο πού τό παρατηρούμε, δέν είναι ομοιογενές. Θά προσπαθήσουμε νά δούμε αύτό τό πρόβλημα. Πρίν άπό μισόν αιώνα, ό Σοβιετικός Βίκτωρ 'Αμπαρτσουμιάν ( 1908-1996 ) Ιγραφε 6τι, άπλοποιώντας χονδροειδώς τά φαινόμε-
148
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
να, υποθέτοντας δτι ό μεταγαλαξίας είναι ΐδεωδώς όμοιογενής, δεχόμενοι αύθαίρετα δτι πληροί όλόκληρο τό Σύμπαν, μιά σειρά φυσικοί καί άστρονόμοι, χρησιμοποιώντας τή θεωρία της βαρύτητας του 'Αϊνστάιν, κατέληξαν στήν έννοια του πεπερασμένου καί διαστελλόμενου Σύμπαντος. Στήν έποχή τοΰ Χάμπλ, γράφει ό'Αμπαρτσουμιάν, θά μπορούσε κανείς νά δικαιολογήσει μια τέτοια γνώμη. Έκτοτε δμως ή κατάσταση άλλαξε ριζικά. Ή πιό πετυχημένη Ικφραση θά ήταν : «Έσχατη έτερογένεια καί δχι μόνο ποσοτική, άλλά καί έτερογένεια ούσιαστική, ποιοτική ».14 * Ή ομοιογένεια καί ή ίσοτροπία συνεπάγονται δτι ή « καμπυλότητα » τοΰ Σύμπαντος είναι παντού ή αύτή. Ποιά είναι δμως ή νομιμότητα αύτοΰ τοΰ ισχυρισμού; Τά πιό πρόσφατα δεδομένα άντιφάσκουν μ'αύτόν τόν άπλουστευτικό ισχυρισμό. Στήν κριτική του γιά τό πρότυπο τοΰ Big Bang ό D. Sciama ( 1926-1999 ) έγραφε : Μπορούμε νά άποδείξουμε, μέ βάση τήν άκτινοβολία τών 3° Κ καί στό πλαίσιο τής Γενικής Θεωρίας τής Σχετικότητας, δτι τό Σύμπαν πρέπει νά έχει περάσει μία ή περισσότερες φορές άπό μιά κατάσταση άπειρης πυκνότητας. 'Αλλά τί σημαίνει άπειρη πυκνότητα ; Επιπλέον, υπήρξαν μία ή περισσότερες φάσεις διαστολής ; "Ολα αύτά προϋποθέτουν ομοιογένεια καί ίσοτροπία, συνθήκες « οί όποιες δέν ικανοποιούνται στό Σύμπαν, έπειδή ή μάζα είναι συγκεντρωμένη σέ άστέρες, γαλαξίες, σμήνη γαλαξιών ».15 'Αλλά τό πρόβλημα τής ομοιογένειας δέν είναι σήμερα κυρίως θεωρητικό. Σήμερα παρατηρούνται τεράστιες άνομοιογένειες, μιά πάρα πολύ άκανόνιστη κατανομή τών γαλαξιών, άνομοιογενής, άνισότροπη, άκόμα καί ιεραρχημένη. Παρατηρούνται « μεσογαλαξιακές έρημοι ». Οί γαλαξίες ομαδοποιούνται σέ σμήνη καί ύπερσμήνη. Σέ πολύ μεγάλη κλίμακα πρόσφατες άναζητήσεις ( sondages ) * Το φθινόπωρο αύτοΰ τοΰ έτους ( 2008 ) έγινε διεθνές συνέδριο στό Έ ρ ε βάν, αφιερωμένο στό Ιργο τοΰ 'Αμπαρτσουμιάν, τό όποιο πλέον αναγνωρίζεται ώς πρωτοποριακό. ( Τόν μεγάλο Σοβιετικό τόν άποκαλοΰσαν « μπουλντόζα τής 'Αστρονομίας ».)
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >
επέτρεψαν νά άποδοθεϊ στό « Σύμπαν » σπογγώδης δομή ή όποία περικλείει κολοσσιαία κενά, λιγότερο ή περισσότερο σφαιρικά. 'Αναζητήσεις πού επέτρεψαν πρόσβαση στήν τρίτη διάσταση απέδειξαν δτι οί γαλαξίες ομαδοποιούνται σέ « κλωστές » καί σέ « κρέπες ». Ό κόσμος είναι όργανωμένος σέ έπίπεδα, τά όποία έκτείνονται άπό τό άπειρα μικρό στό άπειρα μεγάλο. 'Από τήν πλευρά του ό Ε. Σατσμάν σημειώνει δτι οί γαλαξίες είναι κατανεμημένοι σέ « σχοινιά », σέ « άλυσίδες », στις παρειές τεράστιων φυσαλίδων μέ κανονική κλειστή έπιφάνεια, πάνω στις όποιες είναι τοποθετημένοι οί γαλαξίες.16 Τό « Σύμπαν » είναι έλάχιστα ομοιογενές. Οί γαλαξίες καί τά σμήνη τών γαλαξιών συγκεντρώνονται κατά μήκος τεράστιων δομών : « τοίχων », « κλωστών », πού χωρίζονται άπό κολοσσιαία κενά. Ό Μποννέ-Μπιντώ σημειώνει τήν περίπτωση τών άστροφυσικών Margaret Geller καί John Huchra, οί όποιοι, κάνοντας μιά τρισδιάστατη χαρτογράφηση τοΰ ούρανοΰ, παρατήρησαν δτι οί γαλαξίες δέν κατανέμονται ομοιόμορφα. Σχηματίζουν τεράστιες « κλωστές », « άλυσίδες », πλάτους ένός δισ. έτών φωτός, οί όποιες περιβάλλονται άπό άχανεΐς έκτάσεις κενοΰ. '' Κατά τόν Zeladvich, έξάλλου, οί γαλαξίες σχηματίζονται άπό πάνω πρός τά κάτω. Τεράστια σύννεφα άσταθών άερίων συστέλλονται σχηματίζοντας τεράστιες κρέπες, οί όποιες τεμαχίζονται μέ τή σειρά τους δημιουργώντας σμήνη γαλαξιών, τά όποΐα τεμαχίζονται μέ τή σειρά τους σέ γαλαξίες, κ.ο.κ.18 Οί πρόσφατες άνακαλύψεις μετέβαλαν τήν εικόνα μας γιά τόν κόσμο καί άντιφάσκουν μέ τά άπλουστευτικά σχήματα τοΰ Big Bang. Μία κοσμολογία πλάσματος, διερωτάται ό Μποννέ-Μπιντώ, θά δει σύντομα τό φως, δπως οί « πολύπλοκες ελλείψεις » τοΰ Κέπλερ άντικατέστησαν τούς περισσότερο άρμονικούς κύκλους τοΰ Πτολεμαίου (-90—168); Άπό τήν πλευρά του ό Άλφβέν (βραβείο Νόμπελ ) έγραφε δτι είναι καιρός νά υιοθετήσουμε μιά νέα προσέγγιση τής ήλεκτροδυναμικής κοσμολογίας. Άντί νά άναζητοΰμε νέους νόμους τής Φυσικής, νά έπιχειρήσουμε νά βροΰμε πώς θά χρησιμοποιήσουμε καλύτερα αύτούς πού γνωρίζουμε.
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τό πρότυπο τοϋ Big Bang βρίσκεται σέ κρίση 6χι μόνον εξαιτίας τών οιονεί, μεταφυσικών προϋποθέσεών του καί τοΰ γραμμικοΰ, απλουστευτικού χαρακτήρα του, άλλα επίσης έξαιτίας της άσυμβατότητάς του μέ πολλά παρατηρησιακά δεδομένα. Τό Σύμπαν, σημειώνει ό Ζ.Κ. Πεκέρ, δέν είναι μόνον άνομοιογενές. Είναι φράκταλ « ιεραρχημένο ». Ή μέση πυκνότητα του μειώνεται όταν αύξάνει ό όγκος μέ βάση τόν όποιο ύπολογίζουμε. Αύτό είναι άλήθεια, τουλάχιστον στήν έξερευνημένη περιοχή τοΰ Σύμπαντος, καί δέν υπάρχει καμιά άπόδειξη στό Σύμπαν τών γαλαξιών γιά κάποια ένδεχόμενη ομοιομορφία σέ μεγάλη κλίμακα.19 Τό στάνταρ πρότυπο είναι σέ κρίση. "Οπως γράφει ό Βωκούλερς, όσο νωρίτερα άναγνωριστεΐ αύτό τό γεγονός τόσο νωρίτερα οί « μορφάζουσες κοσμολογίες » ( cosmologies grimaçantes ) καί τά « σύμπαντα-παιχνίδια » θά τοποθετηθούν στή θέση πού τούς ταιριάζει στήν ιστορία τών έπιστημών : πλάι στους έπικύκλους. Τό κυρίαρχο κοσμολογικό πρότυπο θεμελιώνεται στήν κοσμολογική άρχή ή όποία δέχεται μιά τέλεια ομοιογένεια καί ίσοτροπία. Τό πρότυπο αύτό, κατά τόν Hamilton, άδυνατεΐ νά προβλέψει τό σχηματισμό τών γαλαξιών. Άκόμα καί άν προσθέσουμε μαύρη ΰλη γιά νά έξαλείψουμε τΙς μικρές τοπικές άνομοιογένειες, θά πρέπει νά ύποθέσουμε προκαταβολικά τή μορφή τους, πράγμα πού δέν είναι διόλου ικανοποιητικό.20 Ή κοσμολογική άρχή δέν είναι άθώα. Ά ν , άντί νά τή θεωρήσουμε ώς υπόθεση έργασίας, τή θέτουμε ώς φυσική άρχή, τότε καταλήγουμε νά θεμελιώσουμε σ'αύτή τήν άρχή τό άπλουστευτικό σχήμα τοΰ ομοιογενούς, ίσότροπου καί διαστελλόμενου Σύμπαντος, τό όποϊο γεννήθηκε άπό μιά άρχική ιδιομορφία. Άλλά όπως γράφει μέ τή σειρά του ό Χάιντμαν, ή άποδοχή μιας σημειακής ιδιομορφίας είναι μιά « μή νόμιμη προεκβολή » ( extrapolation ). 'Εν τέλει διαμορφώθηκε μιά ιδεολογία ή όποία ισχυρίζεται 8τι θεμελιώνεται στήν έπιστήμη. Κατά τόν A.D. Allen, τέτοιες ιδεολογίες « είναι περισσότερο θρησκευτικές ιδέες, παρά έπιστημονικές, στό μέτρο πού κυρίως βασίζονται στίς φιλοσοφικές ιδέες τοΰ θρησκευόμενου, καί όχι στίς συνέπειες τών πειραματικών δεδομένων».21 Άλλά τά πρόσφατα
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
δεδομένα άντιφάσκουν μέ αύτή τήν άρχή καί μέ 6,τι άπορρέει άπό αύτή. Οί σημερινές παρατηρήσεις έπιτρέπουν νά « δούμε » τόν κόσμο μας τέτοιον πού είναι : Έναν κόσμο άκραίας άνομοιογένειας, μέ πολλαπλότητα μορφών καί μέ μιά ιστορία άντίθετη μέ τό σχήμα τοΰ Big Bang. 6. 'Ακτινοβολία τοϋ βάθους τοϋ ούρανοϋ Κατά τούς όπαδούς τής υπόθεσης τοΰ Big Bang, ή άκτινοβολία τών 3° Κ έχει κοσμολογική προέλευση : Είναι κατάλοιπο τής έκρηξης ή όποία σημάδεψε τήν άπαρχή τοΰ Σύμπαντος. 'Αλλά οί Erwin Findlay-Freundlich ( 1885-1964 ) καί Max Bom ( 1882-1970 ) είχαν προβλέψει άπό τό 1953 τήν ύπαρξη αυτής τής άκτινοβολίας, στό πλαίσιο ένός στάσιμου Σύμπαντος, πολύ πρίν άπό τόν Γκάμοφ καί πολύ πρίν άπό τήν άνακάλυψή της, καί είχαν έρμηνεύσει τή φασματική μετατόπιση τών μακρινών γαλαξιών ώς φαινόμενο « κούρασης τοΰ φωτός ». Έπίσης είχαν προβλέψει τήν παρατήρηση τών Penzias καί Wilson. Κατά τόν Πεκέρ, ή άκτινοβολία 3°Κ, τό ίδιο δπως καί ό νόμος τοΰ Χάμπλ, δέν άποτελεΐ διόλου δοκιμή υπέρ τής έκρηξης, ή όποία άκολουθήθηκε άπό τή διαστολή τοΰ Σύμπαντος.22 Άπό τήν πλευρά του ό Α. Eddington ( 1882-1944 ) δεχόταν δτι τό Σύμπαν διαστέλλεται χωρίς Αρχική Έκρηξη. Σ'αύτό τό πλαίσιο είχε προβλέψει τήν ύπαρξη μιας άκτινοβολίας 3° Κ. Ό Φίντλεϋ-Φρόυντλιχ είχε άποδώσει τήν άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ στίς ιδιότητες τών φωτονίων, καί είχε υπολογίσει μιά τιμή παρόμοια μέ αύτή τοΰ Γκάμοφ, πρίν άπό τήν άνακάλυψή τών Πέντσιας καί Ούίλσον. Καί ό Πεκέρ διερωτάται : « Δέν έρριψαν πολύ νωρίς στή λήθη τίς θεωρίες τών Φίντλεϋ-Φρόυντλιχ καί Μάξ Μπόρν;» Έπειδή είχαν καί αύτοί προβλέψει τήν ύπαρξη μιας άκτινοβολίας μέλανος σώματος περίπου 3° Κ, άλλά τό θεωρητικό τους πλαίσιο ήταν τό πλαίσιο ένός στάσιμου Σύμπαντος.23 Ή λήθη αύτή δέν είναι ή μόνη στήν ιστορία τών έπιστημών. Ή παρατήρηση τής άκτινοβολίας τών 3° Κ θεωρήθηκε, μετά
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τήν υπόθεση τής διαστολής, ώς ή δεύτερη μεγάλη άνακάλυψη τής Κοσμολογίας" ώς έπιβεβαίωση τοϋ προτύπου τοΰ Big Bang. Έτσι « ή ιστορία τοΰ Σύμπαντος έχει εφεξής ( σχεδόν ) ολοκληρωτικά άνασυσταθεΐ ». Κατά τόν Alain Riazyelo, « ή κοσμολογική άκτινοβολία είναι έπί τοΰ παρόντος τό πιό μακρινό καί τό παλαιότερο μήνυμα πού μας μεταδίδει τό Σύμπαν. Στάλθηκε περίπου πρίν άπό 13,7 δισ. έτη, μόνο 380.000 έτη μετά τό Big Bang, σύμφωνα μέ τΙς τελευταίες μετρήσεις ».24 Άλλά μιά τέτοια βεβαιότητα είναι τόσο καλά θεμελιωμένη; Μιά πρώτη άντίρρηση θά ήταν ότι αύτή ή άκτινοβολία, άκόμα καί άν είναι προϊόν « έκρηξης », δέν άφορα κατ' άνάγκην τό « Σύμπαν ». Θά μπορούσε νά είναι κατάλοιπο ένός μεγαλειώδους, άλλά τοπικοΰ συμβάντος. Άλλά άς άκούσουμε τούς ειδικούς. Κατά τόν Σιαμά : « Σέ κάθε περίπτωση, ή θεωρία τοϋ θερμού Big Bang, μέ τή σημερινή μορφή της, δέν προσδιορίζει τήν προέλευση τής θερμικής άκτινοβολίας. Είναι ένδεχομένως πρόβλημα άρχικών συνθηκών, άλλά έξίσου μπορεί νά πρόκειται γιά μεταγενέστερες διαδικασίες, γιά τΙς όποιες μπορούμε νά θεωρητικολογούμε. Τό πρόβλημα παραμένει έπί τοΰ παρόντος μετέωρο ».25 Ά ς άκούσουμε έπίσης τόν Φρέντ Χόυλ: « Σύμφωνα μ'αύτούς τούς κοσμολόγους ( τούς πιστούς ) τό πεδίο άκτινοβολίας μικροκυμάτων δέν θά μπορούσε νά δημιουργηθεί παρά μόνο άπό ένα Big Bang. Άλλά ό ισχυρισμός αύτός δέν ισχύει. Πράγματι, τό φάσμα αύτοΰ τοΰ πεδίου, φάσμα μέλανος σώματος, δέν μπορεί νά μας αποκαλύψει τίποτα γιά τήν προέλευσή του. Άπό οποιοδήποτε πεδίο άκτινοβολίας είναι δυνατόν νά άντλήσουμε χρήσιμο έργο καί κατόπιν νά τό " ένέσουμε " μέ μορφή υποβαθμισμένης ένέργειας στό πεδίο. Όταν αύτή ή διαδικασία γίνεται 6σο χρόνο θελήσουμε, κάθε πεδίο άκτινοβολίας καταλήγει άναπόφευκτα νά μετατραπεί σέ άκτινοβολία μέλανος σώματος. Είναι λοιπόν λογικά άδύνατο νά άντιστρέψουμε τή διαδικασία : Εφόσον ύπάρχει μιά άπειρία άρχικών συνθηκών πού όδηγοΰν στό ίδιο φάσμα μέλανος σώματος, δέν είναι δυνατόν, μέ άφετηρία μιά τέτοια τελική κατάσταση, νά συναγάγουμε τή μορφή τής άρχικής άκτινοβολίας ».26
HEPA A H O T O BIG BANG : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ 1 Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ
•53
Ή κυρίαρχη σημερινή θεωρία χρεώνεται δλες τις προϋποθέσεις τοϋ Big Bang. Επιπλέον : Είναι επιστημονικά θεμιτό νά επεκτείνουμε για ολόκληρο τό Σύμπαν Ινα τοπικό φαινόμενο τοΰ οποίου, επιπλέον, ή άρχή δέν είναι σαφής ; Θά ήταν έντούτοις νόμιμο νά υποθέσουμε δτι ή άκτινοβολία τοΰ βάθους τοΰ ούρανοΰ είναι τό κατάλοιπο ένός τεράστιου άριθμοΰ « έκρήξεων ». 'Αλλά μιά τέτοια υπόθεση θά έπρεπε νά άνατρέψει τά έπιχειρήματα τών άντιπάλων. Επιπλέον θά έπρεπε νά διατυπώσει μιά θεωρία τής προέλευσης αύτής τής άκτινοβολίας. Ένα άκόμα έρευνητικό πεδίο άνοικτό γιά τούς κοσμολόγους. Άλλά, σέ κάθε περίπτωση, ή ύπόθεση τού Big Bang υπονομεύει τήν άξιοπιστία κάθε έρμηνείας ή όποία τήν προϋποθέτει.
7. Κβάζαρ Ή άνακάλυψη τών κβάζαρ θεωρήθηκε σχεδόν άπόδειξη της υπόθεσης τοΰ Big Bang. Ή μετατόπιση τοΰ φάσματός τους έρμηνεύτηκε μέ τήν ύπόθεση δτι βρίσκονταν στά δρια τοΰ παρατηρήσιμου Σύμπαντος' δτι είναι έξαιρετικά μακρινά ούράνια σώματα τά όποια άπομακρύνονται άπό έμας μέ τεράστιες ταχύτητες. Άλλά κατά τόνΆρπ τά κβάζαρ δέν είναι μακρινά άστρα. Συνδέονται μέ γαλαξίες καί έξακοντίζονται βίαια άπό τήν καρδιά γαλαξιών μέ τεράστιες ταχύτητες, γεγονός πού έξηγεΐ τή μεγάλη μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Κατά τούςΆρπ καί Μπάρμπιτζ, τά κβάζαρ δέν είναι τυχαία κατανεμημένα. Είναι πολυπληθέστερα γύρω άπό γαλαξίες, καί συνδέονται μέ τούς γαλαξίες. Θά ήταν συνεπώς εύλογο νά σκεφτούμε δτι ή μελέτη αυτών τών παράξενων άντικειμένων θά μπορούσε νά άνοίξει διαφορετικούς δρόμους γιά τήν έξερεύνηση τοΰ κόσμου καί νά διαψεύσει τήν τρέχουσα ύπόθεση, ή όποία άμφισβητεΐται άπό πρόσφατες παρατηρήσεις. Περισσότερο συγκεκριμένα : Τά κβάζαρ ανακαλύφτηκαν τό 1963. Είναι άστρικά σώματα έξαιρετικά φωτεινά καί παρουσιάζουν μεγάλη μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Ή περισσότερο « προφανής »
154
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
υπόθεση διατυπώθηκε στό πλαίσιο της υπόθεσης της Μεγάλης Έκρηξης : Τά κβάζαρ μετέχουν στή διαστολή τοϋ « Σύμπαντος » καί ή μετατόπιση άποτελεΐ μέτρο τής ταχύτητας διαστολής. Ό νόμος τοΰ Χάμπλ υποτίθεται ότι έπιτρέπει νά υπολογίσουμε τήν άπόσταση τών κβάζαρ. Έτσι, τά τοποθέτησαν στίς έσχατιές τοΰ « Σύμπαντος ». Εντούτοις, κατά τόν "Αρπ, ήδη άπό τό 1966 άρχισαν νά ύπάρχουν ένδείξεις ότι τά κβάζαρ έξακοντίζονται άπό καρδιές όχι μακρινών γαλαξιών, καί ότι ή μετατόπισή τους είναι συνέπεια μιας ένδογενοΰς αιτίας καί όχι τής φυγής τους. Οί ένδείξεις ότι πρόκειται γιά μή μακρινά άντικείμενα συσσωρεύονται κατά τά τελευταία έτη. Σήμερα είναι δυνατόν νά άποδειχτεΐ, κατά τόν Άρπ, ότι τά κβάζαρ έξακοντίζονται άπό γαλαξίες κατά τή διεύθυνση τοΰ μακρού τους άξονα. Τά κβάζαρ, σύμφωνα μέ τόν Άρπ, συνδέονται μέ γαλαξίες μέ ένεργό πυρήνα. Ή παρατήρηση άνώμαλων μετατοπίσεων υποδηλώνει ότι οί ένεργοί γαλαξίες έξακοντίζουν νέα υλη, μέ σημαντικές ταχύτητες, ή όποία σχηματίζει τά κβάζαρ. Οί ιδιότητες αύτής τής νέας ύλης έξηγοΰν τίς φασματικές μετατοπίσεις. Πρόσφατες μετατοπίσεις, στό μήκος κύματος τών άκτίνων Χ, έπιβεβαιώνουν σαφέστερα 8τι τά κβάζαρ καί οί ένεργοί καί συμπαγείς γαλαξίες συνδέονται μέ γειτονικούς γαλαξίες οί όποιοι έχουν άσθενή μετατόπιση. Επιπλέον, ό Άμπαρτσουμιάν καί ό Άρπ είχαν διατυπώσει τήν ύπόθεση ότι ολόκληροι γαλαξίες θά ήταν δυνατόν νά έξακοντίζονται άπό άλλους γαλαξίες. Φαίνεται ότι οί γαλαξίες είναι ικανοί νά έξακοντίζουν όχι μόνο νέφη άερίων, άλλά καί γαλαξιακά συστήματα. Άκόμα περισσότερο : Κατά τούς Άρπ καί Μπάρμπιτζ τά κβάζαρ δέν κατανέμονται τυχαία στόν ούρανό. Αναφορικά μέ τό έργο τού Άρπ, « παγκόσμια γνωστού ακούραστου κυνηγού γαλαξιών », ό Μποννέ-Μπιντώ γράφει : « Εντελώς φυσικά, σχεδόν άπό ρουτίνα, ό Άρπ άποφασίζει νά συγκρίνει αύτούς τούς καταλόγους μέ τούς καταλόγους τών γαλαξιών. Κάνει τότε παράξενες άνακαλύψεις. Σέ πολλές περιπτώσεις, πολυάριθμα κβάζαρ είναι συγκεντρωμένα γύ-
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
ρω άπό γαλαξίες. Άκόμα περισσότερο : Ανακαλύπτει μερικές περιπτώσεις βπου Ινα κβάζαρ καί ένας γαλαξίας συνδέονται μέ μιά γέφυρα ύλης. Δέν θά ήταν δυνατόν αύτά τά κβάζαρ νά μή βρίσκονται στίς τεράστιες άποστάσεις πού τούς άποδίδουν, άλλά νά κατοικούν στή γειτονιά κοντινών γαλαξιών ; »21 Πολύ βιαστικά έξήγησαν τΙς μετατοπίσεις τοΰ φάσματος αύτών τών παράξενων άντικειμένων ώς φαινόμενο όφειλόμενο στή φυγή τών γαλαξιών. Άλλά, κατά τόν Μπάρμπιτζ, άν δεχτούμε 6τι καί μία μόνο μετατόπιση πρός τό έρυθρό δέν όφείλεται στήν καθολική διαστολή, τότε άνοίγουμε τό κουτί της Πανδώρας : Τό μεγαλύτερο μέρος τών γνώσεών μας γιά τό έξωγαλαξιακό σύμπαν θά κινδυνεύσει, καί μαζί μ'αύτό πολλές έπιστημονικές δόξες. Πολύ βιαστικά έξήγησαν τή μετατόπιση τοΰ φάσματος τών κβάζαρ στό πλαίσιο τοΰ κυρίαρχου προτύπου. Ερμηνεία εύκολη, στό πλαίσιο τοΰ γραμμικοΰ προτύπου. Άλλά, άν οί Άρπ, Μπάρμπιτζ καί οί συνεργάτες τους έχουν δίκιο, σ'αύτή τήν περίπτωση θά άνοιγε ένα νέο έρευνητικό πεδίο28 γιά τήν Κοσμολογία. 8. Τό επιχείρημα τής νουκλεοσύνθεσης Τό Big Bang πρόβλεψε τό σχηματισμό τών έλαφρών στοιχείων. Τό έπιχείρημα αύτό θεωρήθηκε ώς ένα άπό τά ισχυρότερα υπέρ τοΰ Big Bang. Άλλά καί αύτό τό έπιχείρημα άμφισβητεΐται. Είναι γνωστό 6τι, κατά τόν Γκάμοφ, οί συνθήκες θερμοκρασίας στό έσωτερικό τών άστέρων δέν θά άρκοϋσαν γιά τή δημιουργία τών περισσότερων στοιχείων τοΰ περιοδικού συστήματος. Τό πρότυπο τοΰ Big Bang θά έπέτρεπε, κατ' αύτόν, τή δημιουργία τών περισσότερων χημικών στοιχείων κατά τίς πρώτες στιγμές τοΰ Σύμπαντος. Άλλά, κατά τόν Χόυλ, ό Γκάμοφ δέν έξηγοΰσε πώς δημιουργήθηκε ή ύλη. Κατά τόν Χόυλ, πρέπει νά διακρίνουμε δύο προβλήματα : Τή σύνθεση τών διαφόρων χημικών στοιχείων μέ άφετηρία τό υδρογόνο, πράγμα πού έπιχείρησε ό Γκάμοφ, καί άπό τήν άλλη πλευρά, τή δημιουργία τοΰ ίδιου τοΰ ύδρογόνου.
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Δημιουργία, γράφει ό Χόυλ, δέν σημαίνει μετασχηματισμός. Οί δύο αύτοί δροι ορίζουν δύο στάδια. Τό πρώτο, μυστηριώδες, της άπαρχής της υλης. Κατόπιν, τό στάδιο τοϋ μετασχηματισμού, τό όποιο μπορεί νά περιγραφεί μέ τίς διαδικασίες της πυρηνικής φυσικής. Τό πρώτο στάδιο είναι άνορθολογικό. Τό δεύτερο, ύψηλά όρθολογικό. ΤΗταν άδύνατο, γράφει ό Χόυλ, νά ποΰμε δτι ή ΰλη έρχόταν άπό τό πουθενά. Θά έπρεπε συνεπώς νά ύποθέσουμε τήν ύπαρξη ένός πεδίου μέ κβαντικούς δρους. Ό Χόυλ δίνει στή συνέχεια λεπτομέρειες τής θεωρίας του: «Αύτό πού Ικανα τό 1948 ήταν διαφορετικό. Επιχειρούσα νά άναλύσω μαθηματικά τό πρόβλημα τής προέλευσης τής βασικής υλης, καί 6χι μόνο τόν τρόπο μέ τόν όποιο μετασχηματίζεται. Κατά τόν Γκάμοφ, τό πρότυπό του έπέτρεπε τή δημιουργία δλων τών χημικών στοιχείων, στις πρώτες στιγμές τοϋ Σύμπαντος. Ό Χόυλ άναφέρεται στό άρθρο τών BBFH ( Burbidge, Burbidge, Fowel καί Hoyle ), οί όποιοι άπέδειξαν δτι τά στοιχεία δημιουργούνται στήν καρδιά τών άστέρων καί δχι κατά τή Μεγάλη Έκρηξη, δπως νόμιζε ό Γκάμοφ.29 Συνεπώς δύο προϋποθέσεις τοΰ κλασικού σεναρίου άμφισβητήθηκαν. Ή πρώτη άφορα τήν « άπαρχή ». Ή δεύτερη τή δημιουργία τών στοιχείων. Έπίσης, κατά τόν Ρής δέν υπάρχει άρχέγονη νουκλεοσύνθεση, δοθέντος δτι δέν υπάρχει χρόνος μηδέν.30 Επιπλέον, κατά τόν Ζ.Κ. Πεκέρ ή σύνθεση χημικών στοιχείων δέν είναι γνωστή παρά μόνο γιά μερικούς γειτονικούς σέ μας γαλαξίες : Ή σημασία τής έξέλιξης τών γαλαξιών κατά τή στιγμή τοΰ σχηματισμού τους, ουσιαστικά άγνωστη σέ μας, καί άπό τήν άλλη πλευρά τά φαινόμενα μετανάστευσης τά όποια είναι δυνατόν νά έμπλουτίσουν Ιναν γαλαξία σέ ήλιο, άνεξάρτητα άπό τήν πυρηνική καύση τοΰ υδρογόνου, καθιστούν αύτό τό πρόβλημα, βασικό σημείο θεμελιακών έρωτημάτων. Τά σενάρια τής νουκλεοσύνθεσης ήταν έφικτά, χάρη στή σύμφυση τής Αστροφυσικής μέ τή Μικροφυσική. 'Αλλά ό Γκάμοφ είχε άκολουθήσει τήν εΰκολη όδό : Υιοθέτησε τήν υπόθεση τοΰ Big Bang καί ένσωμάτωσε τή θεωρία του στό πλαίσιο αύτής τής υπόθεσης. Διπλό σφάλμα : Αποδοχή τοΰ Big Bang καί έρμηνεία τής γέννησης
HEPA ΑΓΙΟ T O BIG BANG : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η !
•57
τών χημικών στοιχείων περίπου κατά τή στιγμή της « γένεσης τοϋ Σύμπαντος ». Ή δεύτερη όδός ήταν πιό δύσκολη. 'Αλλά αύτή ή όδός άνοίγει Ινα νέο πεδίο έρευνας, σχετικό μέ τό μετασχηματισμό τών μορφών τής υλης.31 9. Το γίγνεσθαι τών μορφών τής νλης Θά συζητήσουμε τώρα τό πρόβλημα τοΰ μετασχηματισμού, τής ιστορίας τών μορφών τής ΰλης. Είναι γεγονός ότι αύτή ή Ιστορία έγγράφεται στό πλαίσιο τής οιονεί μεταφυσικής υπόθεσης τοΰ Big Bang. 'Εντούτοις, άν αγνοήσουμε τήν άρχή, τίς άπειρότητες, τήν άξίωση νά έπεκτείνουμε τΙς σημερινές γνώσεις μας στό σύνολο τής πραγματικότητας, σ' αύτή τήν περίπτωση θά ήταν δυνατόν νά άναδείξονμε στοιχεία μιας διαλεκτικής τής ιστορικότητας τών μορφών τής νλης. Ά ς συγκεφαλαιώσουμε λοιπόν τό στάνταρ σενάριο: Πρίν άπό τά 10 " sec, ό χώρος, ό χρόνος και όλα τά φυσικά μεγέθη στερούνται νοήματος. Δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά μάθουμε τί υπήρχε πρίν άπό τό χρόνο Πλάνκ. Υποτίθεται ότι αύτό πού κυριαρχεί είναι τό κβαντικό κενό. Ή μοναδική, καθολική υπερδύναμη θραύεται σέ βαρύτητα καί ήλεκτροϊσχυρή άλληλεπίδραση, ή όποία διέπει τΙς σχέσεις μεταξύ τών σωματιδίων. Μεταξύ 10'" καί 10-3a sec ( θερμοκρασία ΙΟ27 Κ ), ή ήλεκτροϊσχυρή άλληλεπίδραση θραύεται σέ ισχυρή καί ήλεκτροασθενή. Οί διαστάσεις τοΰ άρχέγονου « Σύμπαντος » θά έχουν αύξηθεΤ μέ ιλιγγιώδεις άναλογίες. Τά άρχικά ύπερμαζικά σωμάτια διασπώνται, δημιουργώντας κουώρκ, ήλεκτρόνια καί νετρίνο. 'Από ΙΟ"32 μέχρι ΙΟ"6 sec, μέ θερμοκρασία ένός δισ. βαθμών Κέλβιν, τά κουώρκ συνενώνονται τρία τρία, δημιουργώντας τά πρώτα πρωτόνια καί νετρόνια. 'Επίσης συντίθενται υδρογόνο καί τά ίσότοπά του, καθώς καί άλλα έλαφρά στοιχεία. Στά 380.000 έτη, μέ θερμοκρασίες 3.000° Κ, τό « Σύμπαν » γίνεται διαφανές στήν άκτινοβολία. Εκπομπή τής άκτινοβολίας κοσμολογικού βάθους. Σέ ένα έκατομμύριο χρόνια έμφανίζονται πυρήνες
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
καί μόρια. Άπό διακόσια έκατομμύρια μέχρι 13,7 δισ. έτη ( σήμερα ), γέννηση γαλαξιών καί σμηνών γαλαξιών. Γέννηση καί θάνατος άστέρων. Δημιουργία βαρέων χημικών στοιχείων. Δημιουργία πλανητών. Τό δικό μας πλανητικό σύστημα δημιουργήθηκε πρίν άπό 4.566 δισ. έτη, δηλαδή έννέα δισ. έτη μετά τή Μεγάλη Έκρηξη. Ποιές άλήθειες περιλαμβάνονται σ'αύτό τό σενάριο ; Είναι γεγονός δτι οί μορφές τής νλης ζχουν μιά ιστορία. Ή μεταβολή τών μορφών τής ύλης κατά τή διάρκεια τής κοσμογένεσης, έστω καί άν δέν έγινε άκριβώς μέ τόν τρόπο πού περιγράφεται άπό τό σενάριο τοΰ Big Bang, είναι ένα βασικό γεγονός γιά τήν επεξεργασία μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής, άσύμβατης τόσο μέ τούς μύθους τής δημιουργίας δσο καί μέ τή μηχανιστική σκέψη, υλιστική ή ιδεαλιστική. Φαίνεται παράξενο, άλλά είναι γεγονός : Ή συγκεκριμένη γνώση τής έξέλιξης τών μορφών τής ΰλης θά άποτελέσει θανάσιμο χτύπημα γιά τΙς οιονεί μεταφυσικές προκείμενες τοΰ Big Bang.
10. 'Ανάμεσα στην επιστήμη και στή spéculation Είδαμε ώς έδώ τίς κυριότερες όψεις τής διαμάχης στήν Κοσμολογία. Όμως υπάρχουν καί άλλα προβλήματα γιά τά όποια δέν υπάρχει ικανοποιητική θεωρία, τά όποια τροφοδοτούν τούς σύγχρονους μύθους ή, άκόμα χειρότερα, τόν ψευδοεπιστημονικό μυστικισμό τών ήμερών μας. Ένα πρώτο, σπουδαίο έρώτημα, άφορα τήν άσνμμετρία άνάμεσα στήν υλη και τήν άντιύλη, στό προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος. Είναι γνωστό δτι ό κόσμος μας άποτελεΐται άπό « ΰλη » ( σωμάτια δπως τά πρωτόνια, τά νετρόνια, τά ήλεκτρόνια κλπ.). Όμως στήν περιοχή μας ύπάρχουν καί άντισωμάτια. Έπίσης, έχουν δημιουργηθεί άντισωμάτια ( άντιύλη ) στά έργαστήρια. ( Στό CERN, π.χ., τό 1995 δημιουργήθηκαν άκόμα καί άντιάτομα ύδρογόνου.) Ή ύπαρξη άντισωματίων είχε προβλεφθεί τό 1928 άπό τόν Ντιράκ (πρόβλεψη τοΰ ποζιτρονίου, θετικού ήλεκτρονίου). Τό 1955 άνα-
HEPA ΑΙ Ι Ο T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >
καλύφθηκε τό άντιπρωτόνιο, καί τό 1960 τό άντινετρόνιο. Σωμάτια καί άντισωμάτια έχουν τήν ίδια μάζα, άντίθετο φορτίο καί διαφέρουν καί ώς πρός άλλες ιδιότητες. Πώς έξηγεΐται αύτή ή άσυμμετρία στό « Σύμπαν » ; Στό έρώτημα αύτό δέν έχει δοθεί ώς τώρα ικανοποιητική άπάντηση. Ό J. Vandermeulen έγραφε σχετικά : « Οί πρωτοπόροι της άσυμμετρίας στήν Κοσμολογία, Klein καί Αλφβέν, ύποθέτουν ώς άρχική συνθήκη τοΰ Σύμπαντος ένα πλάσμα μέ συμμετρική σύνθεση ( πρωτόνια-άντιπρωτόνια, ήλεκτρόνια καί ποζιτρόνια ) μέ άρκετά χαμηλή πυκνότητα, ώστε άρχικά νά μποροΰν νά άγνοήσουν τό φαινόμενο της έκμηδένισης. Καταρρέοντας λόγω της βαρύτητας, αύτό τό άντιπλάσμα, θά έβλεπε τις άντιδράσεις έκμηδένισης νά πραγματοποιούνται μέ έπιταχυνόμενο ρυθμό, μετατρέποντας τήν κατάρρευση σέ έκρηξη. Πρόκειται γιά ένα είδος Big Bang μεγάλου μεγέθους, σέ άντίθεση μέ τό Big Bang πολύ υψηλής συγκέντρωσης ». Γιά τό πρότυπο αύτό διατυπώθηκαν αύστηρές κριτικές.32 Όμως : Γιατί μόνο ύλη ; Δέν υπάρχει συμμετρία τών άντιθέτων; 'Αλλά άν αύτή ή συμμετρία υπήρξε, μέ ποιόν τρόπο καταστράφηκε; Γιατί ή λεγόμενη άντιύλη έξαφανίστηκε ; Οί υποθέσεις, οί spéculations καί οί θεωρίες δέν έλειψαν. Έτσι υποτίθεται 6τι κατά τή στιγμή της Μεγάλης "Εκρηξης στό « Σύμπαν » υπήρχε τόση ύλη δση καί άντιύλη. Ή ύλη αύτή είχε δημιουργηθεί άπό τό κενό, έπειδή τό κενό δέν είναι τό μή Όν. 'Αλλά ή δημιουργία ένός σωματίου συμπίπτει μέ τήν ταυτόχρονη δημιουργία ένός άντισωματίου. Ή άρχή τής συμμετρίας δέν θά είχε παραβιαστεί μέχρι έκείνη τή στιγμή. "Ετσι, στήν άπαρχή τοΰ « Σύμπαντος » θά υπήρχαν οί αύτές ποσότητες ύλης καί άντιύλης. Ό διαχωρισμός ύλης-άντιύλης θά έξηγοΰσε τήν ύπαρξη τοΰ « Σύμπαντος ». Ό μως : Τί έγινε ή άντιύλη ; Οί παρατηρήσεις δέν δίνουν άπάντηση. Ό Αλφβέν είχε διατυπώσει τήν ύπόθεση δτι υπήρχαν ίσες ποσότητες τών άντίθετων μορφών οί όποιες άπωθοΰνταν άμοιβαΐα καί δτι υπήρχε ένα « μέτωπο έκμηδένισης », πολύ άπομακρυσμένο γιά νά είναι όρατό. Τό 1967 ό Άντρέι Ζαχάροφ ( 1921-1989 ) είχε δια-
»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
τυπώσει μιά διαφορετική υπόθεση : Τό κενό γέννησε τόση υλη 8ση καί άντιύλη. 'Αλλά κατά τήν ψύξη καί τή διαστολή, ή φύση έπέλεξε τήν « υλη ». Ή άντιύλη δέν ύπάρχει πιά. Ή θραύση τής συμμετρίας CP έξηγεϊ, σύμφωνα μ'αύτό τό σενάριο, γιατί ή φύση προτίμησε τήν « υλη ».33 Τό έρώτημα παραμένει : Υπάρχουν περιοχές τοϋ Σύμπαντος άποτελούμενες άπό άντισωμάτια ; Υπάρχουν « άντικόσμοι » ; Κατοικούμε σέ μιά ειδική περιοχή τοΰ Σύμπαντος ; Τό Σύμπαν είναι συμμετρικό σέ μεγάλη κλίμακα ; Έρωτήματα έπιστημονικά, τά όποια τροφοδοτούν τήν έπιστημονική φαντασία. Ό Ντιράκ έλεγε στήν τελετή τοΰ βραβείου Νόμπελ τό 1933 : «Άν δεχτούμε τήν άποψη γιά πλήρη συμμετρία άνάμεσα στό θετικό καί στό άρνητικό φορτίο, άναφορικά μέ τούς θεμελιώδεις νόμους τής φύσης, τότε πρέπει νά θεωρήσουμε ώς συμπτωματικό τό γεγονός δτι ή Γή ( καί πιθανόν ολόκληρο τό ήλιακό σύστημα ) περιέχει προπαντός άρνητικά ήλεκτρόνια καί θετικά πρωτόνια. Είναι έντελώς πιθανόν δτι γιά ορισμένους άστέρες θά ίσχυε τό άντίθετο, δτι αύτοί θά άποτελοΰνταν κυρίως άπό ποζιτρόνια καί άρνητικά πρωτόνια. Αύτά τά δύο είδη άστέρων θά εϊχαν άκριβώς τά ίδια φάσματα καί δέν θά ήταν δυνατόν νά τούς διακρίνουμε μέ τίς σημερινές άστρονομικές μεθόδους.34 Ά ς ύποθέσουμε δτι υπάρχουν άντιγαλαξίες καί δτι ένας άντιγαλαξίας συναντάται μέ έναν γαλαξία. Στήν περίπτωση αύτή θά υπάρξει έκμηδένιση σωματίων-άντισωματίων. Ά ν ένας γαλαξίας συναντούσε έναν άντιγαλαξία, ή έκμηδένιση ΰλης-άντιύλης θά παρήγαγε θυσάνους φωτονίων γάμμα, οί όποιοι θά ήταν ορατοί σέ όλόκληρο τό χώρο. Άλλά έπί τοΰ παρόντος δέν τούς έχουν δει. Ό νόμος τής ένότητας καί τής συμμετρίας τών άντιθέτων παραβιάζεται ; Ή συμμετρία αύτή παραβιάστηκε σέ κάποια στιγμή τής κοσμογένεσης ; Καί είναι τυχαίο τό γεγονός δτι τό σώμα καί ό έγκέφαλός μας άποτελοΰνται άπό πρωτόνια, νετρόνια καί ήλεκτρόνια; Καί ύπάρχουν «άνθρώπινα» δντα άποτελούμενα άπό άντισωμάτια ; Έρωτήματα νόμιμα, πού έπί τοΰ παρόντος τροφοδοτούν τις spéculations. Ταυτόχρονα, αύθεντικά φιλοσοφικά έρω-
ΜΕΡΑ Α Ι Ι Ο T O BIG BANG : I T O I X E I A M I A I Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Ε Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η !
l6l
τήματα. Πράγματι, ή έννοια υλη καί άντιύλη είναι φιλοσοφικά λανθασμένη. Ή λεγόμενη « άντιύλη » είναι μορφή ύλης. Έπίσης μπορούμε νά μιλάμε γιά Σύμπαν μέ αφετηρία δεδομένα τού κόσμου « μας » ; 'Αλλά τά σημερινά σενάρια είναι μιά έζαιρετική άπεικόνιση τής διαλεκτικής θέσης γιά τήν ένότητα καί τήν πάλη τών άντιθέτων. Σέ β,τι άφορα τήν τοπική άσυμμετρία τήν άπάντηση θά τή δώσουν ή θεωρία καί τό πείραμα. "Ενα άλλο έρώτημα τό όποιο δημιούργησε πολλές διαμάχες καί spéculations είναι τό έρώτημα τής μάζας τοϋ «Σύμπαντος». Σημειώσαμε ότι σύμφωνα μέ τό κυρίαρχο πρότυπο « υπολογίστηκε » αύτή ή μάζα καί είναι ίση μέ 10" gr ! Τό έρώτημα αύτό στερείται νοήματος, άν θέλουμε νά μιλάμε γιά τό Σύμπαν. Μιά πεπερασμένη τιμή είναι έντελώς αύθαίρετη. Θά είχε ϊσως νόημα, άν άφοροΰσε τήν παρατηρήσιμη περιοχή τού Σύμπαντος. 'Αλλά ή μάζα τού προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαντος είναι μόνον αύτή πού γνωρίζουμε σήμερα ; Κατ' άρχήν, ή σκόνη, τά σύννεφα καί τά άέρια πού πληρούν τό « Σύμπαν » έχουν μάζα πολλές φορές μεγαλύτερη άπό τή μάζα τών ορατών άστέρων. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τοΰ τηλεσκοπίου Χάμπλ, τό 98% τοΰ « Σύμπαντος » διαφεύγει άπό τΙς παρατηρήσεις μας. Ό ισχυρισμός αύτός είναι έξίσου αύθαίρετος μέ τόν προηγούμενο, κατά τόν όποϊο τό Σύμπαν έχει πεπερασμένη μάζα (ΙΟ54 gr). Καί ορισμένοι κοσμολόγοι θέτουν τό έρώτημα: Ποιά σύμπαντα είναι δυνατά; Ποιά σύμπαντα είναι πραγματικά ; Τό πρώτο έρώτημα συνιστά άντίφαση έν τοις όροις. Τό δεύτερο είναι γελοίο, έπειδή ύπάρχουν άντικείμενα πού δέν είναι πραγματικά ; Εντούτοις τό έρώτημα άν υπάρχει ή όχι άόρατη ύλη, « μαύρη » ύλη, είναι έντελώς νόμιμο. Σύμφωνα μέ μιά άποψη, ή συνήθης υλη άντιπροσωπεύει μόνο τό 4% τοΰ περιεχομένου τοΰ « Σύμπαντος ». Άπό τί λοιπόν άποτελεΐται τό υπόλοιπο 96% ; Ή μαύρη ΰλη άντιπροσωπεύει τό 23%. Ή φύση της είναι άγνωστη, άλλά είναι ορατές οί δυναμικές συνέπειές της, μέσω τής κίνησης τών άστέρων μέσα στούς γαλαξίες, τών γαλαξιών μέσα στά σμήνη γαλαξιών, τών ϊδιων τών γαλαξιακών σμηνών.35 Κατά τόν Φρίτς Τσβίκυ
102
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
( 1933 ), ή όλική μάζα τοϋ σμήνους Coma ήταν πολύ μεγαλύτερη άπό αύτή πού όφειλόταν μόνο στούς άστέρες. Κατά συνέπεια υπήρχε μιά τεράστια άόρατη μάζα. Σήμερα είναι γνωστά έκατοντάδες σμήνη γαλαξιών, παρόμοια μέ αύτά τοϋ Coma. 'Αλλά ή φύση τής « μαύρης ΰλης » παραμένει άγνωστη. Υπάρχουν φαινόμενα πού μοιάζει νά έπιβεβαιώνουν τήν ύπαρξη άόρατης ΰλης, δπως ή περιστροφή τών γαλαξιών, μετρήσεις άκτίνων Χ άπό δορυφόρους, βαρυτικές άποκλίσεις ( virages gravitationnelle ) πού προβλέπονται άπό τή γενική θεωρία τής σχετικότητας. Έπίσης, σύμφωνα μέ ορισμένες παρατηρήσεις, τό « Σύμπαν» πρέπει νά έχει διασταλεί ταχύτερα άπ'δ,τι προβλέπεται. Γιά νά έξηγηθεΐ αύτό τό φαινόμενο θά πρέπει νά έφευρεθεΐ μιά μυστηριώδης σκοτεινή ένέργεια ή όποία έδωσε ένα λάκτισμα στή διαστολή.36 Έπίσης ή έκπομπή Χ τών σμηνών άποτελεϊ ένα άμεσο ίχνος τής ΰπαρξης άόρατης διαγαλαξιακής ΰλης.37 Ά ς υποθέσουμε λοιπόν δτι ή « μαύρη ΰλη » υπάρχει. Ποιά είναι ή φύση της; Σύμφωνα μέ πρόσφατες έρευνες, γράφει ό Α. Milsztanj, ή πλειονότητα τής μαύρης ΰλης τοΰ γαλαξία μας δέν άποτελεΐται οΰτε άπό φαιούς νάνους, αύτά τά άστρα-άπόβλητα πού ή μάζα τους δέν υπερβαίνει τό 10% τής μάζας τοΰ ήλιου, οΰτε άπό « άστρα-πτώματα », δπως οί λευκοί νάνοι. Ή έρμηνεία αύτών τών φαινομένων άποτελεϊ άκόμα άντικείμενο συζητήσεων.38 Ό Pierre Fayet, άπό τήν πλευρά του, γράφει δτι τά πειράματα φαίνεται νά δείχνουν δτι τό μεγαλύτερο μέρος της μαύρης ΰλης δέν άποτελεΐται άπό συνήθη υλη. Πιθανόν άποτελεΐται άπό ούδέτερα άντικείμενα άνάλογα μέ τά νετρίνο, άλλά πολύ βαριά. Συνεπώς, ή μαύρη ΰλη υπάρχει ; Καί άν ύπάρχει, ποιά είναι ή φύση της; Έπί τοΰ παρόντος υπάρχουν παρατηρησιακά δεδομένα, ύποθέσεις καί spéculations. Δέν ύπάρχει ομοφωνία γι'αύτό τό πρόβλημα. "Ετσι, σύμφωνα μέ μιά άλλη άποψη, τό πρότυπο τής μαύρης ΰλης είναι κατάλληλο γιά τοπικές συσσωρεύσεις, άλλά άδυνατεϊ νά έρμηνεύσει τΙς γιγαντιαίες ύπερσυσσωρεύσεις, δπως δ « μεγάλος τοίχος », μιά σειρά άπό γαλαξίες μήκους τουλάχιστον μισοΰ δισ.
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
ετών φωτός. Ή μαύρη ύλη υπάρχει ; *Η εφευρέθηκε για να εξηγήσει φαινόμενα τά όποια αδυνατούσε νά έξηγήσει τό πρότυπο τοΰ Big Bang; Κατά τούς Νάρλικαρ καΙΆρπ παρατηρήσεις καί έρευνες δέν άνίχνευσαν τό έξωτικό μενού της μαύρης ύλης.39 Έρωτήματα άνοικτά γιά τή θεωρία, τήν παρατήρηση καί τό διαλογισμό. Ή παρατήρηση άπό κοινού μέ τή θεωρία θά άπαντήσουν ίσως στό έρώτημα άν υπάρχει « μαύρη », δηλαδή άόρατη, υλη. "Ηδη δμως μιά όρισμένη μυθολογία, άνορθολογικές φαντασιώσεις έχουν δημιουργηθεί γύρω άπό αύτό τό πρόβλημα. *Ας ύποθέσουμε λοιπόν δτι ή μαύρη ύλη υπάρχει. Ή τυχόν ύπαρξή της θά ήταν μιά έπιπλέον άπόδειξη τοΰ άνεξάντλητου της ύλης καί της πολλαπλότητας τών μορφών της στις άχανεΐς έκτάσεις τοΰ Σύμπαντος. Σέ τελευταία ανάλυση, ένα έπιπλέον γεγονός έναντίον της μηχανιστικής άντίληψης γιά τή φύση. Ένα άλλο πρόβλημα, τό όποιο έξήγειρε τή λαϊκή φαντασία, άλλά καί τή φαντασία έπιστημόνων, καί τροφοδότησε μιά όλόκληρη φιλολογία έπιστημονικής φαντασίας καί μυστικισμοΰ, είναι ή ύπαρξη μελανών όπών. Είναι γνωστό δτι, στό πλαίσιο τής γενικής θεωρίας τής σχετικότητας, μπορεί κανείς νά προβλέψει τήν ύπαρξη μελανών όπών. 'Αλλά κατ'άρχήν ή ιδέα δέν είναι νέα. Πράγματι, στό πλαίσιο τής νευτώνειας θεωρίας τής βαρύτητας καί της σωματιδιακής θεωρίας τοΰ φωτός, μπορεί κανείς νά διανοηθεί τήν ύπαρξη σκοτεινών σωμάτων, νευτώνειους πρόδρομους τών μελανών όπών τής σχετικότητας. Ή έννοια γεννήθηκε τό 1960. Πρόκειται γιά άστέρες πού έχουν καταρρεύσει, στό έσωτερικό τών οποίων ό χώρος είναι πάρα πολύ καμπύλος καί ή γεωμετρία παίρνει παράξενες μορφές. 'Αλλά έπί τοΰ παρόντος, κανένα ούράνιο σώμα αύτής τής φύσης δέν έχει άνακαλυφθεΤ. « Αύτοί οί ιδιόμορφοι άστέρες, πραγματικά τέρατα τά όποια έχει προβλέψει ή σχετικότητα ( άλλά τά όποια δέν παρατηρήθηκαν ποτέ ) είναι τόσο μαζικά ώστε καταρρέουν υπό τήν έπίδραση τής βαρύτητας. Οί μικρότερες μελανές όπές έχουν μάζα δέκα φορές μεγαλύτερη άπό τόν ήλιο, ένώ ή άκτίνα τους δέν ύπερβαίνει τά 30 km, περίπου τό μέγεθος τοΰ Παρισιού. Ό χώρος γύρω τους είναι τόσο παραμορφω-
164
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
μένος ώστε άκόμα καί τό φώς τό όποιο έλκεται άκάθεκτα δέν μπορεί νά διαφύγει ». "Αλλη δψη τοϋ προβλήματος : «Άν ή μάζα δέν είναι πολύ σημαντική », γράφει ό Χόυλ, « ή καταστροφική άπελευθέρωση πυρηνικής ένέργειας θά μπορέσει νά άνακόψει τήν έσωτερική κατάρρευση καί νά άναδιαστείλει τό άντικείμενο πρός τό έξωτερικό. Εντούτοις οί πυρηνικές άντιδράσεις δέν θά είναι άρκετά ισχυρές γιά νά τό κατορθώσουν, άν ή μάζα ύπερβαίνει περίπου ΙΟ6 φορές τή μάζα τοΰ "Ηλιου. Τί θά συμβεί κατά τήν έσωτερική κατάρρευση ένός τέτοιου άντικειμένου ; Ποιό θά είναι τό τελικό άποτέλεσμα τής κατάρρευσης ; Τό άντικείμενο συστέλλεται πέρα άπό τήν άκτίνα τής βαρύτητας καί περιορίζεται σέ μιά ιδιομορφία».40 Κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ στό κέντρο μιας μελανής όπής δέν υπάρχει Ινα σημείο, άλλά Ινας άπειρος χώρος. Σ' αύτόν τό χώρο, ό χρόνος άκινητοποιεΐται σέ κάθε σημείο. "Ενα big crunch πραγματοποιείται, δηλαδή μιά συστολή ολόκληρου τοΰ χώρου, φαινόμενο άντίθετο άπό τό Big Bang. Όμως ή Ιδιομορφία, κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ, θά μπορούσε νά γεννήσει ένα Big Bang καί νά δημιουργήσει ένα νέο Σύμπαν. Τό ίδιο τό Σύμπαν μας γεννήθηκε πιθανόν άπό μιά μελανή όπή πού βρισκόταν σέ ένα πρώτο Σύμπαν.41 Τί σημαίνει δμως δτι στό κέντρο μιας μελανής οπής ύπάρχει ένας άπειρος χώρος καί δτι ό χρόνος ακινητοποιείται σέ κάθε σημείο ; Κατά τόν Τιμπώ Νταμούρ έχουμε άνάγκη άπό μιά θεωρία πλουσιότερη άπό τή γενική σχετικότητα, ικανή νά προβλέψει αύτό πού συνέβη πριν άπό τή Μεγάλη Έκρηξη καί αύτό πού συμβαίνει στό εσωτερικό κάθε μελανής όπής. 'Ιδού ιδέες ικανές νά διεγείρουν καί τήν πιό ψυχρή φαντασία. Άλλά οί μελανές όπές υπάρχουν;Άς άκούσουμε τόν J.F. Robredo : « Δημιουργημένη άπό μιά άπειρη βαρυτική κατάρρευση, ή καρδιά μιας μελανής όπής είναι άκατανόητη γιά τή θεωρία τής οποίας είναι δημιούργημα. Κρυμμένη σήμερα άπό ένα φράγμα πού τήν καθιστά άπρόσιτη, ή ιδιομορφία θά μπορούσε, σύμφωνα μέ ορισμένους, νά γίνει όρατή. Ένα φαινόμενο τό όποιο θά έθετε σέ άμφισβήτηση τήν άρμοδιότητα τής περίφημης θεωρίας τοΰ Άιν-
HEPA A H O T O BIG BANG : Π Ό Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ
'6
5
στάιν ». Άλλά, σύμφωνα μέ τόν ίδιο συγγραφέα, οί μελανές όπές άνθίστανται στήν άμεση άνίχνευση. Καμιά άπόδειξη δέν μπόρεσε νά υπάρξει." Οί άστρονόμοι, γράφει ό Μποννέ-Μπιντώ, δέν έχουν τήν παραμικρή ιδέα άν οί μελανές δπές υπάρχουν πραγματικά, ούτε μέ ποιόν τρόπο θά μπορούσαν νά δημιουργηθούν. Καί οί spéculations πολλαπλασιάζονται. Κατά τόν Χώκινγκ οί μελανές όπές θά μπορούσαν νά εκπέμψουν μιά άκτινοβολία, άποτελούμενη άπό φωτόνια άλλά καί άπό στοιχειώδη σωμάτια, ήλεκτρόνια, ποζιτρόνια, νετρίνο κλπ. Άλλά οί όπές δέν είναι μόνον μελανές. Σύμφωνα μέ ορισμένες ιδέες, οί μελανές όπές είναι δυνατόν νά μετατραπούν σέ λευκές όπές. Κάτω άπό τήν τεράστια βαρυτική πίεση, τά σωμάτια μετατρέπονται σέ φωτόνια, καί ή λευκή όπή εκρήγνυται. Κατά τόν J. Brandes δέν υπάρχει ένα καί μοναδικό Big Bang. Τπάρχουν παντού μικρότερα Big Bang. Τό άπειρο Σύμπαν είναι άσταθές, έπειδή άρκετά μεγάλες βαρυτικές καταρρεύσεις μετατρέπονται σέ έκρήξεις: Ή έξαιρετικά ένεργητική άκτινοβολία τού βάθους καί τά σωμάτιά της είναι κατάλοιπα λευκών όπών, οί όποιες έχουν έκραγεϊ. 43 Έπί τοΰ παρόντος δέν υπάρχουν ένδείξεις γιά τήν ύπαρξη μελανών όπών. Υπάρχουν έμμεσες ένδείξεις οί όποιες προέρχονται άπό παρατηρήσεις τών διακυμάνσεων ταχέων άκτίνων Χ καί γ, στό έσωτερικό δραστήριων γαλαξιακών πυρήνων.44 Θά πρέπει ίσως νά υπενθυμίσουμε γιά άλλη μιά φορά αύτό πού ό Αριστοτέλης έλεγε γιά τούς πυθαγόρειους. Τολμηρές ιδέες, πρότυπα καί μαθηματικοί περίπλοκοι ύπολογισμοί, έπίσης πλούσια έπιστημονική φαντασία, άλλά ποΰ είναι οί μελανές ή λευκές όπές ; Καί όμως ή βαρυτική κατάρρευση, ή όποία προβλέπεται άπό τή θεωρία τής βαρύτητας, φαίνεται ώς ένα έντελώς φυσικό ένδεχόμενο. Άλλά οί όπές, άν υπάρχουν, δέν θά είναι ούτε « σύμπαντα » ούτε ιδιομορφίες ( singularités ), άλλά περιοχές τοΰ χώρου πεπερασμένου όγκου, τεράστιας άλλά πεπερασμένης μάζας καί πεπερασμένης θερμοκρασίας. Καί στό έσωτερικό τών όπών ό χρόνος δέν θά σταματούσε. Αύτό πού θά συνέβαινε σ'αύτή τήν περίπτωση θά συνέβαινε άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου. Οί άντί-
»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
θετες προβλέψεις άφοροϋν οριακές συνθήκες πρακτικά άνέφικτες. Λίγα λόγια γιά τή θεωρία τών χορδών, ή όποία έκανε τήν εϊσο86 της στή Φυσική κατά τή δεκαετία τοϋ *70. Σύμφωνα μέ αύτή τήν ύπόθεση, τά σωμάτια δέν θεωρούνται πλέον σημειακά, άλλά μικρότατα άντικείμενα, χορδές οί όποιες πάλλονται. Τά στοιχειώδη σωμάτια θά άντιστοιχούσαν σέ διαφορετικές καταστάσεις μιας παλλόμενης χορδής : Ή θεωρία είναι διατυπωμένη σέ έναν χώρο δέκα διαστάσεων ( έννέα γιά τό χώρο καί μία γιά τό χρόνο ). Πρόκειται, προφανώς, γιά μαθηματικό χώρο. Στή θέση τών χορδών δέχονται έπίσης τήν ύπαρξη υποθετικών άντικειμένων, μέ περισσότερες διαστάσεις, τΙς μεμβράνες. Τέλος, ύπάρχει καί τό πρότυπο τών ύπερχορδών. 'Αντικειμενικός σκοπός αύτής τής θεωρίας είναι νά ένοποιήσει τίς τέσσερις θεμελιώδεις άλληλεπιδράσεις καί, τελικά, νά οικοδομήσει μιά θεωρία τοΰ Παντός ! 'Αλλά γιά τήν ένοποίηση τών τεσσάρων άλληλεπιδράσεων θά χρειαζόταν μιά μικροσκοπική περιγραφή τής βαρύτητας, δηλαδή ή διατύπωση μιας κβαντικής θεωρίας τής βαρύτητας. Πρόκειται κατά συνέπεια γιά μιά έξαιρετικά φιλόδοξη θεωρία. Πρώτη άντίρρηση: Πρόκειται γιά μαθηματικό μοντέλο έξαιρετικά άναγωγικό, τό όποιο έπιχειρεΐ νά άναγάγει 6λο τόν ποιοτικό πλοΰτο τής ΰλης σέ ένα μαθηματικό σχήμα. Ό μως, παρά ταΰτα, υπάρχουν έμπειρικά δεδομένα ύπέρ τού μοντέλου ;Όπως γράφει ό Marshal : « Ό χ ι πολλά πράγματα. 'Εάν υπάρχουν, θά εκδηλωθούν στά ΙΟ19 δισ. ήλεκτρονιοβόλτ, δηλαδή δέκα έκατομμύρια δισεκατομμύρια φορές πάνω άπ'αύτό πού μπορούν νά κάνουν οί καλύτεροι επιταχυντές μας ».43 'Επιπλέον : 'Υπάρχουν πέντε θεωρίες χορδών. Υπάρχουν μαθηματικές περιπλοκές. Κβαντικές περιπλοκές. Οί ένέργειες πού προβλέπονται γιά τήν άνίχνευσή τους υπερβαίνουν κάθε τεχνική δυνατότητα. Όλες αύτές οί δυσκολίες « ψύχραναν τήν έλπίδα ότι θά βρεθεί ή θεωρία τού Παντός, δτι θά περιληφθούν οί τέσσερις άλληλεπιδράσεις σέ ένα μοναδικό σχήμα ». Τελικά : « Αύτό πού μοιάζει σήμερα μέ μιά θεωρία τοΰ Παντός θά μποροΰσε αΰριο νά καταρρεύσει καί νά γίνει μιά θεωρία τοΰ τίποτα )).46
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >
11. Γενικές
παρατηρήσεις
Επιχειρήσαμε σ'αύτό τό κεφάλαιο νά δοΰμε τίς αντίθετες αντιλήψεις γιά τά θεμέλια τής Κοσμολογίας, έπιστήμης τοϋ Σύμπαντος γιά τούς μέν, έπιστήμης τοΰ προσιτού μέρους τοΰ Σύμπαντος γιά άλλους. Τό κεφάλαιο αύτό δέν άναφέρεται άπευθείας στά προβλήματα τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης καί στίς σχέσεις άνάμεσα στήν ΰλη καί στό πνεΰμα. Εντούτοις, ή φιλοσοφική του έμβέλεια είναι προφανής. "Ετσι, νομίζω, τό πρόβλημα τής Κοσμολογίας έχει τή θέση του στήν προβληματική αύτοΰ τοΰ βιβλίου. Έπειδή ή ύπόθεση τοΰ Big Bang θεωρήθηκε έπιστημονική άπόδειξη τοΰ δόγματος τής δημιουργίας, άλλά καί έπειδή μιά θεωρία τής κοσμογένεσης μπορεί νά άποτελέσει Ινα άπό τά θεμέλια τής μονιστικής-ύλιστικής άντίληψης τής φύσης. Έτσι : Νά στοχαστούμε γιά τόν Κόσμο ! Τήν « προέλευσή » του, τή δομή καί τήν ιστορία του. Ή άπορία μπροστά στό γεγονός τής ΰπαρξης δημιούργησε τούς πρώτους κοσμογονικούς μύθους άλλά καί τΙς πρώτες όρθολογικές κοσμολογίες. Είναι έπίσης μιά άπό τΙς κινητήριες δυνάμεις τής σημερινής έπιστήμης. Γενική Θεωρία τής Σχετικότητας, θεωρία τής βαρύτητας, Μικροφυσική, 'Αστροφυσική καί Κοσμολογία μέ τίς τεχνολογίες αιχμής έπιχειροΰν νά διατυπώσουν τή θεωρία της γέννησης καί τής έξέλιξης τοΰ Κόσμου. Θεωρίες μή πλήρεις καί συχνά άντίθετες. Υποθέσεις ή θεωρίες πού άμφισβητοΰνται. 'Αλλά ή πραγματικότητα είναι πάντα έδώ, κίνητρο γιά τήν έρευνα καί τό στοχασμό. Ά ς παραθέσουμε λοιπόν ένα άπόσπασμα άρθρου γιά τά « άστρα -μωρά » : Τό πολύ μεγάλο ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο, πού είναι έγκατεστημένο στή Χιλή, πέτυχε νά παρατηρήσει πολύ νέους άστέρες πού σχηματίζονταν στό έσωτερικό τών « πυλώνων τής δημιουργίας ». Οί τεράστιες αύτές κολόνες άερίων καί σκόνης, μήκους ένός έτους φωτός, άνήκουν στό νεφέλωμα τοΰ Άετοΰ, μιά περιοχή πλούσια σέ νέα άστρα πρός τήν κατεύθυνση τοΰ άστερισμοΰ τοΰ "Οφεως, σέ 7.000 έτη φωτός άπό τή Γή [ . . . ] Μένει νά κατανοήσουμε πώς σχηματίζονται αύτά τά " άστρα-μωρά " : 'Αναμφίβολα
»50 Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
γεννιούνται άπό τις ισχυρές υπεριώδεις άκτινοβολίες, οί όποιες έκπέμπονται άπό τά μαζικά άστρα τοϋ περιβάλλοντος, τά όποια, συμπιέζοντας καί θερμαίνοντας τά άέρια τών πυλώνων, θά έχουν παίξει τό ρόλο "σπινθήρων τής ούράνιας ζωής" » / ' Τά θαυμαστά παρατηρησιακά γεγονότα, καθώς καί οί θεωρητικές έπεξεργασίες, υπερβαίνουν τις δυνατότητες τής έποπτείας καί τής φαντασίας. Ή Κοσμολογία έπιχειρέϊ νά « βάλει τάξη » στόν θαυμαστό κόσμο τών γεγονότων καί νά έξηγήσει τό κοσμικό γίγνεσθαι. Στή διάρκεια όγδόντα έτών, ή Κοσμολογία τείνει νά συγκροτηθεί σέ « άκριβή έπιστήμη » : Σέ έπιστήμη τοΰ σχηματισμού καί τής έξέλιξης ένός μέρους τοΰ Σύμπαντος βπου, μέ τό παιχνίδι της άναγκαιότητας καί τοΰ τυχαίου, έμφανίστηκε ό homo sapiens. Ποιές θά είναι οί άλήθειες πού περιέχονται σέ αύτά τά κοσμολογικά σενάρια μιας θαυμαστής έφευρετικότητας καί τά όποια έπιχειροΰν νά έρμηνεύσουν τά δεδομένα πού άποκτώνται χάρη στίς καταπληκτικές δυνατότητες τής τεχνολογίας ; 'Ορισμένες άλήθειες είναι άναμφισβήτητες : Τά άτομα τοΰ Δημόκριτου καί τοΰ Νεύτωνα έθεωροΰντο αιώνια, χωρίς δομή καί χωρίς ποιότητες. Ή μηχανιστική αύτή άντίληψη γιά τήν ύλη άποτέλεσε τό θεμέλιο ένός λίγο-πολύ μηχανιστικού υλισμού, άπό τόν Δημόκριτο μέχρι τόν Λαπλάς, άλλά καί ένός μεταφυσικού ρεαλισμού θρησκευτικής προέλευσης (Νεύτων). Τό σχετικιστικό Σύμπαν, παρά τό γεγονός 6τι ήδη θεωρήθηκε 6τι είχε μιά ιστορία, είχε καί αύτό μιά μηχανιστική χροιά, έξαιτίας τής πίστης στήν αιωνιότητα τών σημερινών μορφών τής ύλης. Τό γεγονός αύτό διευκόλυνε άναγωγικές άντιλήψεις, υλιστικής ή θρησκευτικής προέλευσης. Όμως, άκόμα καί στήν έποχή τής δημιουργίας τής άτομικής φυσικής, τά πρωτόνια, τά νετρόνια καί τά ήλεκτρόνια έθεωροΰντο στοιχειώδη σωμάτια, έσχατα συστατικά τών άτόμων. Ή ραδιενέργεια δέν μετέβαλε τήν άναγωγιστική άντίληψη γιά τά στοιχειώδη σωμάτια. Ή ύλη εξελισσόταν, τό Σύμπαν έπίσης, άλλά στό βάθος τοΰ νέου « διαλεκτικοΰ » συμβάντος υπήρχε τό « άκίνητο » : Τά « έσχατα » συστατικά τής ύλης. Αύτή τή φορά, τά πρωτόνια, τά νετρόνια καί τά ήλεκτρόνια.
HEPA ΑΙ Ι Ο T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
Ή επανάσταση της συγχώνευσης της μικροφυσικής μέ τήν Κοσμολογία συνίσταται άπό μιά άποψη στό ότι έδωσε τή δυνατότητα νά δημιουργηθούν σενάρια τοϋ μετασχηματισμού τών στοιχειωδών μορφών τής ύλης κατά τήν πορεία τής κοσμογένεσης. Πράγματι, ή θεωρία τής βαρύτητας, μόνη, δέν ήταν δυνατόν νά πραγματοποιήσει αύτή τήν έπανάσταση. Ή συγχώνευση τής Μικροφυσικής μέ τήν 'Αστροφυσική έδωσε στήν Κοσμολογία τή δυνατότητα νά έπιχειρήσει νά περιγράψει τήν ιστορία τής ΰλης μέσα στό χρόνο. Μ' αύτόν τόν τρόπο ή Κοσμολογία μπόρεσε νά συγκροτηθεί σέ φυσική έπιστήμη καί νά μήν παραμείνει μαθηματικό μοντέλο, χάρη στή γνώση τών θεμελιακών δυνάμεων τής φύσης, τών ιδιοτήτων τών μικροσωματίων καί τών νόμων τής γένεσης καί τοϋ μετασχηματισμού τους. Εντούτοις, ή καταπληκτική αύτή Ιστορία, όπως έπιχειρήσαμε νά υπογραμμίσουμε, περιλαμβάνει αιτήματα, ισχυρισμούς, έννοιες καί ιδέες συζητήσιμες, άκόμα καί οιονεί μεταφυσικές. Τά κεκτημένα τής 'Αστροφυσικής καί τής Κοσμολογίας μποροΰν νά συγκροτήσουν ένα διαλεκτικό « σενάριο » υπό τόν όρο ότι θά άποκαθαρθοΰν άπό τήν πλάνη ότι ή Κοσμολογία μπορεί νά περιγράψει τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος. Ή θραύση τών συμμετριών, ή γέννηση διαφορετικών μορφών υλης, ή μελέτη καί ή γνώση τών θεμελιωδών άλληλεπιδράσεων, οί νόμοι μετασχηματισμού καί διατήρησης, ή υπέρβαση τής άντίληψης γιά τό ένσώματο άντικείμενο ώς αυτόνομη όντότητα στό χώρο, ή άναζήτηση τής διαλεκτικής άνάμεσα στις σχέσεις καί τά πράγματα, όλη ή μεγάλη σειρά άνακαλύψεων καί ιδεών άποτελοΰν ήδη ένα πλούσιο υλικό γιά τή διαμόρφωση στοιχείων μιας διαλεκτικής τής κοσμογένεσης. Όρος sine qua non : Νά θεωρηθεί ή Κοσμολογία αύτό πού είναι, δηλαδή ή έπιστήμη τον σχηματισμού, τής δομής και τής ιστορίας ένος μέρους τον Σύμπαντος. Τού μέρους πού είναι προσιτό στά σημερινά μέσα παρατήρησης καί πειραματισμού. Δηλαδή, μιά τοπική επιστήμη. 'Αλλά δέν πρόκειται μόνο γι'αύτό. Όπως έχουμε ήδη έπισημάνει, χάρη στίς σύγχρονες παρατηρήσεις καί τίς τολμηρές θεω-
170
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ρίες, μπορούμε νά μιλάμε δχι μόνο για μετασχηματισμό, άλλά καί γιά γέννηση υλης στή « δική μας » περιοχή τοϋ Σύμπαντος. "Ετσι, κατά τόν Άρπ, ύπάρχει λύση τών έξισώσεων τοϋ 'Αϊνστάιν γενικότερη άπό τήν παραδοσιακή τοΰ Φρήντμαν. Ή λύση αύτή έπιτρέπει τή δημιουργία ΰλης σέ όποιαδήποτε έποχή τοΰ Σύμπαντος. Κατά τόν ίδιο τόν Άρπ, οί διαδικασίες δημιουργίας ΰλης δέν είναι κάποιο είδος σκοτεινού θαύματος άλλά φυσικές διαδικασίες. Σέ άλλο άρθρο του, ό Άρπ προβλέπει τή δυνατότητα έπεισοδιακής δημιουργίας ΰλης σέ ένα Σύμπαν χωρίς Big Bang. Ή νέα ΰλη δημιουργείται μέ σχεδόν μηδενική μάζα καί μετατοπίζεται μέ ταχύτητα σχεδόν ίση μέ τήν ταχύτητα τοΰ φωτός. Άλλά μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου, ή μάζα αύξάνει καί ή ταχύτητα μειώνεται. Οί μεγάλες μετατοπίσεις τής νέας μάζας πρός τό έρυθρό άντιφάσκουν, σύμφωνα μ'αύτόν τόν ισχυρισμό, μέ τήν ύπόθεση τής διαστολής τοΰ Σύμπαντος. Έπίσης, κατά τούς Άρπ, Νάρλικαρ καί Ράντεκε, στόν έξωγαλαξιακό χώρο υπάρχουν ένεργά κέντρα, τά όποια έξακοντίζουν σωμάτια καί κβάντα. "Ενα πρότυπο δημιουργίας μάζας στηριγμένο στή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ Μάχ, θεωρείται σαν ένας δυνατός μηχανισμός γιά τήν παραγωγή σωματίων μέ μεγάλη ένέργεια. Έχουμε άναφερθεΐ σ'αύτές τίς ιδέες, πού άντιφάσκουν μέ τό σενάριο τού Big Bang. Ή Κοσμολογία τοΰ οιονεί στάσιμου Σύμπαντος προβλέπει τήν ύπαρξη ένός Σύμπαντος χωρίς άρχή, χωρίς τέλος καί μέ δημιουργία μάζας. Ή μάζα αύτή δέν δημιουργείται άκαριάΐά, δπως υποθέτει τό Big Bang. Κατά τόνΆρπ τό Σύμπαν δέν διαστέλλεται καί δέν ύπάρχει δημιουργία ex nihilo. Ή μόνη θεωρία, υποστηρίζει, ή όποία μπορεί νά έξηγήσει τά έμπειρικά δεδομένα, προϋποθέτει τή θεωρία τών Χόυλ καί Νάρλικαρ γιά τή μεταβολή τής μάζας. Σύμφωνα μ'αύτή τή θεωρία, ή ένδογενής μετατόπιση πρός τό έρυθρό είναι άμεση συνέπεια τής έπεισοδιακής δημιουργίας ΰλης σέ αρχική κατάσταση μηδενικής μάζας. Εϊδαμε σ'αύτό τό κεφάλαιο κυρίως τό στάνταρ πρότυπο, δηλαδή τό πρότυπο τοΰ Big Bang στις διάφορες μεταμορφώσεις του. Σημειώσαμε στήν πορεία τήν ΰπαρξη άντίθετων ιδεών καί προτύ-
HEPA ΑΙ Ι Ο T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ
17 >
πων. Υπάρχουν δμως καί άλλα κοσμολογικά πρότυπα; Γενικά ειδικοί καί έκλα'ικευτές τά άγνοοϋν καί τό μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης παρουσιάζεται σάν τό μοναδικό καί, έπιπλέον, σάν τό πραγματικό πρότυπο τοϋ Σύμπαντος. Όμως, ή κατάσταση είναι διαφορετική. Είναι γνωστό δτι οί έξισώσεις τοΰ "Αϊνστάιν έπιτρέπουν τή δημιουργία διαφόρων προτύπων. Έπίσης είναι γνωστό δτι ή ιστορία αύτών τών προτύπων συμπίπτει ούσιαστικά μέ τή διατύπωση τής Γενικής Θεωρίας τής Σχετικότητας. Πρόκειται κυρίως γιά τό στάσιμο πρότυπο τοΰ 'Αϊνστάιν, χωρίς άπαρχή καί χωρίς τέλος, γιά τό πρότυπο τοΰ Ντέ Σίττερ καί γιά τό πρότυπο τών Φρήντμαν -ΛεμαΙτρ τό όποιο άποτέλεσε τό άφετηριακό σημείο γιά τό πρότυπο τής Μεγάλης Έκρηξης. Ή βαρύτητα είναι μιά άλληλεπίδραση μέ άπειρη άκτίνα δράσης, άλλά πολύ άσθενής. Ή ήλεκτρομαγνητική, μέ έπίσης άπειρη άκτίνα, είναι πολύ πιό ισχυρή. Γιατί λοιπόν νά άγνοεΐται αύτή ή άλληλεπίδραση ;Όπως σημειώνει ό Μποννέ-Μπιντώ, ή κοσμολογία τοΰ Big Bang δέν λαμβάνει ύπόψη παρά μόνο ορισμένες, έντελώς έπιμέρους, λύσεις τών έξισώσεων τοΰ 'Αϊνστάιν, μέ άφετηρία πολύ αύστηρές συνθήκες : ΤΙς συνθήκες ένός Σύμπαντος όμοιογενοΰς καί ίσότροπου, στό όποιο άγνοοΰνται δλες οί άλλες δυνάμεις μέ έξαίρεση τή βαρύτητα. Εντούτοις τό « Σύμπαν », δηλαδή τό σήμερα προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος είναι στήν όλότητά του σχεδόν μιά άπέραντη θάλασσα πλάσματος, άερίων άπό φορτισμένα σωμάτια, στό έσωτερικό τών οποίων κυκλοφοροΰν μαγνητικά πεδία καί ήλεκτρικά ρεύματα.48 Γιατί λοιπόν νά άγνοοΰνται αύτά τά φαινόμενα ; Πρόδρομοι πρός αύτή τήν κατεύθυνση ήταν ό Σουηδός Kristian Birkeland ( 1867-1917 ) τό 1902 καί μετά ό Oskar Klein ( 18941977 ). Στή συνέχεια ό Άλφβέν έπιχείρησε νά διατυπώσει τήν πρώτη κοσμολογία πλάσματος. Σύμφωνα μέ τό πρότυπό του, άρχική χωροχρονική ιδιομορφία δέν υπάρχει. Ή άρχέγονη κατάσταση τοΰ « Σύμπαντος » είναι Ινας μεταγαλαξίας, Ινα γιγαντιαίο νέφος άποτελούμενο άπό πολύ άραιό άέριο άπό ΰλη καί άντιύλη, σέ
172
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
βραδεία συστολή. Τό πρότυπο αύτό μπορεί νά έξηγήσει τήν ύποτιθέμενη άπουσία άντιύλης, καί ή έκμηδένιση άντιπροσωπεύει τόν πραγματικό κινητήρα της διαστολής. Αύτή ή κοσμολογία, σημειώνει ό Μποννέ-Μπιντώ, παρέμεινε στήν κατάσταση d'embauche. Εντούτοις οί προβλέψεις τής έπίδρασης τής μαγνητικής δύναμης στό σχηματισμό τών δομών τοΰ Σύμπαντος έπανήλθαν άπότομα στήν ήμερήσια διάταξη τό 1985, μέ τήν άνακάλυψή τών Μάργκαρετ Γκέλλερ καί Τζών Χάκρα, τοΰ « Σύμπαντος-φυσαλλίδας »/'9 Είναι αύτονόητο δτι στόχος αυτού τοΰ κειμένου δέν είναι νά άποτιμήσει τήν άξία τής νέας προσέγγισης. Θά ήθελα άπλώς νά έπισημάνω τήν ύπαρξή της, ώς μιας διαφορετικής προσέγγισης τοϋ προβλήματος τής Κοσμολογίας. Ένα άλλο ήταν τό πρότυπο τοΰ στάσιμου Σύμπαντος. Σύμφωνα μ' αύτό τό πρότυπο δέν υπήρξε ΜεγάληΈκρηξη, τό Σύμπαν διαστέλλεται καί υπάρχει συνεχής δημιουργία ύλης στό χώρο. Τό πρότυπο αύτό έξηγεΐ, σύμφωνα μέ τούς δημιουργούς του, τή δήθεν κοσμολογική μετατόπιση πρός τό έρυθρό. Έπίσης, τό 1956 ό Χόυλ είχε άποδείξει δτι τά χημικά στοιχεία είχαν δημιουργηθεί στό έσωτερικό τών άστέρων, άντίθετα μέ τήν άποψη τής θεωρίας τοΰ Big Bang. Τό γεγονός αύτό ήταν συμβατό μέ τή θεωρία τοΰ στάσιμου Σύμπαντος. Έπίσης, τό πρότυπο αύτό θεωρεί τήν άκτινοβολία βάθους τοΰ ούρανοϋ ώς γεγονός μάλλον τοπικό, παρά κοσμολογικό. Εντούτοις ό Ε. Σατσμάν καί πολλοί άλλοι θεωρούν δτι « ή άνακάλυψή τής άκτινοβολίας βάθους τοΰ ούρανοΰ θά έπρεπε νά δώσει ένα θανάσιμο χτύπημα σ'αύτή τήν υπόθεση».50 'Αλλά τό 1970, σημειώνει ό Σατσμάν, ό Φρέντ Χόυλ έπιχείρησε νά σώσει τή θεωρία, χωρίς Επιτυχία. Στήν πραγματικότητα, πρόκειται γιά μιά μακρά, περίπλοκη καί πρωτότυπη ιστορία. Τό οιονεί στάσιμο πρότυπο εισήγαγε νέες ιδέες καί νέα γεγονότα στή συζήτηση. Ή νέα θεωρία τών Μπάρμπιτζ, Νάρλικαρ καί Χόυλ, ή θεωρία τοΰ οιονεί στάσιμου Σύμπαντος, έπιτρέπει μεταξύ άλλων τή δημιουργία ύλης. Κατά συνέπεια, ό βαρυονικός άριθμός είναι δυνατόν νά μεταβάλλεται κατά τις διαδικασίες πού θεωρούνται « συμβάντα δημιουργίας ». Έπίσης, τό πρότυπο αύτό δίδει διαφο-
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17
>
ρετικές έρμηνείες σέ έναν άριθμό γεγονότων, μεταξύ τών οποίων καί ή φύση τών κβάζαρ. Κατά τόν Χόυλ, ή κοσμολογία δέν άντιμετωπίζει πλέον τό δύσκολο πρόβλημα τοΰ νά κατανοήσει πώς, άπό μιά άρχική περίπου όμοιόμορφη έκρηξη, μπόρεσε νά δημιουργηθεί ένα Σύμπαν μέ αύστηρή δομή, σέ έναν σχετικά σύντομο χρόνο. Καί ό Χόυλ καταλήγει : « Διαθέτουμε τώρα ένα Σύμπαν τού οποίου οί ρίζες έκτείνονται μακριά, στό παρελθόν, ένα Σύμπαν ίκανό νά έξελίσσεται άκολουθώντας ένα πλήθος δρόμους. Κατά τή γνώμη μου, ή εκμετάλλευση όλων τών συνεπειών τής νέας αύτής προσέγγισης θά άποτελέσει τό κοσμολογικό πρόβλημα τοΰ έπόμενου αιώνα».51 Υπάρχουν καί άλλες « προσεγγίσεις » τοΰ κοσμολογικού προβλήματος. 'Αλλά στόχος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου δέν είναι νά καταγράψει τήν ιστορία τους, ούτε νά κρίνει τήν έπιστημονικότητά τους. Δύο συμπληρωματικές παρατηρήσεις : Χρησιμοποιώντας παραθέματα τοΰ άλφα ή τοΰ βήτα συγγραφέα, χρησιμοποιούσα άναγκαστικά τή λέξη Σύμπαν. Άλλά, όπως είχα υποστηρίξει άπό τήν άρχή αύτοΰ τοΰ βιβλίου δέν πρόκειται γιά Σύμπαν. Όλες αύτές οί υποθέσεις άναφέρονται στό προσιτό σήμερα μέρος του. Αναφορικά μέ τή γέννηση τοΰ « Σύμπαντος », άπό μία ή μέ έναν τεράστιο άριθμό έκρήξεων : Δέν είναι δυνατόν νά άποκλείσουμε προκαταβολικά τή δημιουργία επιμέρους τμημάτων τοΰ Σύμπαντος άπό μία ή πολλές « έκρήξεις » προϋπάρχουσας ύλης στόν προϋπάρχοντα χώρο καί χρόνο. Στήν περίπτωση αύτή θά πρόκειται γιά « τοπικά » φαινόμενα χωρίς άναπόφευκτες ιδιομορφίες καί άπειρότητες. 'Ιδιομορφίες καί άπειρότητες άντιστοιχοΰν, όπως υποστήριξα, σέ θεωρητικά όριακές, άλλά πρακτικά καί παρατηρησιακά ανέφικτες συνθήκες. Ποιά άπό τΙς θεωρίες αύτές θά μπορούσε νά είναι ή θεωρία τής δομής καί τής έξέλιξης τοΰ μέρους τοΰ Σύμπαντος πού είναι σήμερα προσιτό στίς παρατηρήσεις μας ; Τήν άπάντηση θά τή δώσει ή έξέλιξη τής Κοσμολογίας. 'Ωστόσο οί σημερινές γνώσεις μας έπιτρέπουν νά διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα φιλοσοφικού χαρακτήρα.
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
• Τό προσιτό μέρος τοϋ Σύμπαντος παρουσιάζεται ώς έτερογενής ολότητα σέ γίγνεσθαι. Ή θέση 6τι τό Σύμπαν είναι άπειρο στό χώρο καί στό χρόνο, ολότητα αυθύπαρκτη, causa sui, είναι μιά φιλοσοφική θέση ή όποία δέν όδηγεϊ σέ λογικές άντιφάσεις καί ή όποία είναι σύμφωνη μέ τό σύνολο τής σημερινής γνώσης. • Ή κίνηση, δπως δέχεται ή διαλεκτική σκέψη, είναι ένδογενές κατηγόρημα τής ΰλης. Οί ύλικοί σχηματισμοί άλληλεπιδρούν καί καθορίζονται άμοιβαϊα διαμέσου τών τεσσάρων θεμελιωδών άλληλεπιδράσεων. Σέ κοσμική κλίμακα δεσπόζει ή βαρύτητα. 'Αλλά καί οί άλλες τρεις μετέχουν στό κοσμικό γίγνεσθαι. Καί έστω καί άν δέν δεχτεί κανείς τίς προκείμενες τοΰ Big Bang, είναι γεγονός δτι στό πλαίσιο αύτοΰ τοΰ προτύπου ξεκίνησε ή περιγραφή καί ή έρμηνεία τής μεγάλης δδύσσειας τών μεταμορφώσεων τής ΰλης στους συμπαντικούς χώρους. • Οί άντιθέσεις τών μερών τοϋ Σύμπαντος, οί καταστροφικές άντινομίες, ή καταστροφή καί ή γέννηση είναι συγκεκριμένες έκδηλώσεις τοΰ έσωτερικοΰ δυναμισμοΰ τής ΰλης. Άντίθεση καί ένότητα τών άντιθέσεων. Μετατροπή μιας μορφής στό άντίθετό της. Συγχώνευση τών άντιθέτων, άπ'δπου άναδύεται μιά νέα μορφή. Διαλεκτική άντίθεση ( opposition ) ή όποία μπορεί νά μετατραπεί σέ άνταγωνιστική ( contradiction ), δπως είναι ή περίπτωση τής βαρυτικής κατάρρευσης. Συνεπώς : Άντίθεση ( opposition ) καί άνταγωνιστική άντίθεση ( contradiction ), ώς όντολογικές κατηγορίες μέ άντίστοιχο στή φύση. • Ό μετασχηματισμός είναι διαδικασία μετάβασης άπό τό δυνάμει στό ένεργεία, άνάδυσης ή καταστροφής όντοτήτων, πού είναι ταυτόχρονα δημιουργία διαφορετικών μορφών. Ανάδυση τού νέου, ώς άρνηση τής προηγούμενης κατάστασης. • Μετασχηματισμός καί διατήρηση είναι δυαδικές, άλληλένδετες διαδικασίες. Κάθε μετασχηματισμός περιλαμβάνει τή διατήρηση στοιχείων πραγματικότητας, καί κάθε διατήρηση έκδηλώνεται μέσω ένός μετασχηματισμού. • Οί νόμοι μετασχηματισμού καί διατήρησης τών φυσικών έπιστημών καί ειδικότερα τής Φυσικής, συγκεκριμενοποιούν τή
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ 17 >
διαλεκτική θέση κατά τήν όποία κάθε μεταβολή είναι συγκεκριμένη : Ταυτόχρονα μετασχηματισμός καί διατήρηση. Κατά τό γίγνεσθαι της υλης τίποτα δέν μεταπίπτει στό μή Όν. • Οί σημερινές γνώσεις έπιτρέπουν νά συλλάβουμε τή μετάβαση άπό μιά κατάσταση σέ άλλη, διαφορετική, ώς διαδικασία ή όποία γίνεται στό χρόνο, ή όποία έχει « χρονικό πάχος ». Εκείνο που άρχίζει, δέν είναι άκόμα. Είναι στήν πορεία της πραγμάτωσης (Χέγκελ). Ή συγκεκριμένη διαλεκτική τοΰ ζεύγους δυνάμει -ένεργεία, ή διαλεκτική τής άνάδυσης ( émergence ) άντιφάσκει μέ τήν έπίπεδη « διαλεκτική » τοΰ γίγνεσθαι, ή όποία συλλαμβάνει τή μεταβολή, άλλά δχι τήν ταυτόχρονη διατήρηση.
'Ορισμένες κοσμολογικές υποθέσεις τις όποιες παραθέσαμε, προβλέπουν τή δημιουργία ύλης στό Σύμπαν. 'Αλλά αύτή ή δημιουργία, έάν υπάρχει, δέν άντιφάσκει μέ τή δημοκρίτεια άρχή, κατά τήν όποία δέν ύπάρχει δημιουργία ex nihilo. Ή τυχόν δημιουργούμενη ύλη άναδύεται άπό ένα ύποκβαντικό έπίπεδο, άπό έναν 'Ωκεανό, ό όποιος δέν είναι τό μή Ό ν . Είναι 'Ωκεανός μικροσωματίων, τά όποια περνοΰν άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότητα, άπό ένα έπίπεδο όργάνωσης σέ άλλο. Συνεπώς, δέν υπάρχει τίποτα τό αιώνιο, έκτός άπό τήν ύλη καί τίς μεταμορφώσεις της (Ένγκελς ). 'Ακόμα καί οί άπόλυτοι νόμοι διατήρησης τής Φυσικής δέν είναι, δπως σημειώσαμε, άπόλυτοι παρά μόνο σέ ορισμένες συνθήκες. Οί νόμοι διατήρησης τοΰ βαρυονικοΰ καί τοΰ λεπτονικοΰ άριθμοΰ, π.χ., θά παραβιάζονται στό πλαίσιο τής « μεγάλης ενοποίησης » τών φυσικών άλληλεπιδράσεων. 'Αλλά ή ένδεχόμενη παραβίαση αύτών τών νόμων θά συνεπαγόταν τήν καταστροφή μιας μορφής καί τή δημιουργία άλλης ή άλλων μορφών. Δέν θά ήταν « καταστροφή » τής ύλης, δπως συχνά λέγεται. Όλες οί φυσικές έπιστήμες, καί ειδικότερα ή 'Αστροφυσική καί ή Κοσμολογία, άντιφάσκουν μέ τήν άκινησία τήν τόσο αγαπητή στά μεταφυσικά συστήματα καί στήν τυπική λογική. Οί σημερινές
176
TF.TAPTO
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
έπιστήμες προχωρούν άπό τούς Έλεάτες πρός τόν 'Ηράκλειτο: Πρός μιά ήρακλείτεια φύση. ΚαΙ άν ή Φυσική μπορεί σήμερα νά θεμελιώσει Ιναν έπιστημονικό ρεαλισμό άνοικτό στίς έπιστήμες καί στή διαλεκτική, τό κεκτημένο τών έπιστημών τής ζωής καί τής κοινωνίας έπιτρέπει νά θεμελιώσουμε μιά δεύτερη άρχή : Τήν άρχή τής αυθυπαρξίας ( asseité ) τής ΰλης. Συνεπώς : Τήν άρχή τοϋ νλισμον. 'Αλλά γι'αύτό στά τρία τελευταία κεφάλαια τοϋ βιβλίου. Διαλεκτική καί ύλισμός ; Ή γενική θεωρία τής σχετικότητας, δηλαδή ή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν, άποτελεΐ τό μαθηματικό πλαίσιο γιά τή δημιουργία κοσμολογικών προτύπων. 'Αλλά ή ιστορία αύτών τών προτύπων μάς θυμίζει αύτό πού έλεγε ό 'Αριστοτέλης γιά τούς πυθαγόρειους : Κλεισμένοι στόν κόσμο τών Μαθηματικών, κατέληξαν νά ταυτίσουν τό υπαρκτό Σύμπαν, μέ Ινα σύμπαν άριθμών. 'Ορισμένες θεωρίες ή ύποθέσεις τής Φυσικής ή τής Κοσμολογίας είναι νεοπλατωνικής ή πυθαγόρειας έμπνευσης. Ή διαπίστωση αύτή ισχύει ιδιαίτερα γιά τήν ύπόθεση τής Μεγάλης Έκρηξης, ή όποία, μέ τοπικά δεδομένα καί χάρη στή θεωρία τοΰ 'Αϊνστάιν, χάρη στήν ΰπαρξη ένός μαθηματικού πλαισίου, έπιχείρησε νά αποφανθεί γιά τή γέννηση καί τήν έξέλιξη τοΰ Σύμπαντος - τοΰ Παντός. Ποιά θά μποροΰσε νά είναι ή « τιμή άλήθειας » αύτής τής ύπόθεσης ; Κατά τόν Άλφβέν, δημιουργό, δπως σημειώσαμε, μιας κοσμολογίας ή όποία περιλαμβάνει καί τήν ήλεκτρομαγνητική άλληλεπίδραση, τό Big Bang είναι ένας μύθος, ίσως ένας θαυμάσιος μύθος, ό όποιος άξίζει μιά τιμητική θέση σέ έναν ζωολογικό κήπο, πού θά περιλαμβάνει ήδη τόν ινδικό μύθο τοΰ κυκλικοΰ Σύμπαντος, τό κοσμικό Αύγό τών Κινέζων, τό βιβλικό μύθο τής δημιουργίας σέ έξι ήμέρες, τόν κοσμολογικό μύθο τοΰ Πτολεμαίου καί πολλούς άλλους. Θά τόν θαυμάζουν πάντοτε γιά τήν όμορφιά του καί θά έχει πάντοτε, δπως οί παλαιοί χιλιόχρονοι μύθοι έναν μεγάλο άριθμό υπερασπιστών.52 Μύθος ; "Ισως, άλλά ένας μύθος πού περιλαμβάνει πολλά στοιχεία μιας τοπικής καί ταυτόχρονα μιας καθολικής διαλεκτικής. Ά ς άκούσουμε δμως τόν A.M. Whitehead: «Δέν ύπάρχει περισ-
HEPA ΑΙ ΙΟ T O BIG BANG: Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Η Σ17>
σότερο συνηθισμένο σφάλμα άπό τό νά υποθέτουμε ότι, έπειδή έγιναν μακροί καί όρθοί υπολογισμοί, τό άποτέλεσμα είναι υποχρεωτικά έφαρμόσιμο σέ όρισμένα φυσικά φαινόμενα». 53 Άν υπάρχουν σχέσεις μορφισμοϋ άνάμεσα στά Μαθηματικά καί στους φυσικούς νόμους, κάθε μαθηματική σχέση πού έχει τήν άξίωση νά έκφράσει έναν νόμο τής φύσης δέν έχει άναγκαστικά έναν άντίστοιχο στήν πραγματικότητα.54 Τό κυρίαρχο πρότυπο φιλοδοξεί νά άποφανθεΐ γιά μιά πραγματικότητα τήν όποία είμαστε υποχρεωμένοι νά θεωρήσουμε άπειρη, άν θέλουμε νά άποφύγουμε τΙς λογικές άντιφάσεις. Άλλά τό πρόβλημα τοΰ άπείρου είναι φιλοσοφικό πρόβλημα. Δέν είναι έπιστημονικό. Κατά τόν Αχιλλέα Παπαπέτρου: «Άπό τήν άποψη τοΰ φυσικοΰ, ή μελέτη τοΰ Σύμπαντος ώς όλότητας είναι πρόβλημα άσυμπτωτικού χαρακτήρα. Πράγματι, ή Ιστορία τών επιστημών μας δείχνει ότι ή έπιστημονική πρόοδος συνίσταται στή βαθμιαία διεύρυνση τών όρίων τής ήδη εξερευνημένης περιοχής τοΰ Σύμπαντος. Ή διεύρυνση πρέπει νά νοηθεί μέ μιά γενική έννοια, δοθέντος ότι προχωρεί πρός δύο άντίθετες κατευθύνσεις ». Γιά τήν έρευνα, ή πιό χρήσιμη υπόθεση έργασίας συνίσταται, κατά τόν Παπαπέτρου, νά δεχτούμε ότι τό Σύμπαν είναι άπειρο σέ έκταση καί σέ ποικιλότητα. Κατά συνέπεια « τό νά φτάσουμε σέ μιά λεπτομερειακή γνώση της δομής ολόκληρου τοΰ Σύμπαντος, γνώση ή όποία θά άποτελοΰσε τήν πλήρη λύση τοΰ κοσμολογικού προβλήματος, θά ήταν κατ' άρχήν έφικτό, άλλά μόνον άσυμπτωματικά, γιά t °° μ.55 Συνεπώς ή έπιστήμη δέν μπορεί νά άποφανθεΐ παρά μόνο γιά τό πεπερασμένο. Ή κοσμογένεση είναι γεγονός. Καί ή θέση γιά τήν άπειρότητα τής φύσης είναι ή μόνη ή όποία δέν οδηγεί σέ λογικές άντιφάσεις. Ή εικόνα μας γιά τή φύση είναι σύμμορφη μέ τήν υλιστική καί διαλεκτική κοσμοαντίληψη. Άλλά ώς τώρα δέν μιλήσαμε παρά γιά τήν άζωη φύση. "Οχι γιά τό « πνεύμα », έπειδή τό πνεύμα, κατά τόν Γκράμσι, δέν βρίσκεται στήν άφετηρία τής κοσμογένεσης. Θά μιλήσουμε γι'αύτό στά τρία τελευταία κεφάλαια τοΰ βιβλίου, προκειμένου νά θεμελιώσουμε τή θέση γιά τό μονισμό τής
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
υλης, έναντίον τοΰ μεταφυσικού δυϊσμοΰ. 'Αλλά πρίν άπ' αύτό είναι άνάγκη νά διερευνήσουμε τΙς μορφές τής φυσικής αιτιοκρατίας οί όποιες ισχύουν στήν άζωη φύση. Ή μελέτη τοΰ προβλήματος τής αιτιοκρατίας συνεισφέρει στή συγκρότηση μιάς κοσμοεικόνας τής φύσης ή όποία λειτουργεί χωρίς «έξωτερική έπέμβαση», χωρίς τόν νομοθέτη τοΰ Καρτέσιου, τοΰ Νεύτωνα, ή τοΰ Πάπα Π ίου IB'.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Γι*αύτά τά θέματα, έκτός άπό τά προηγούμενα, βλ.: Hallori Arp, στό Michele Barone, Franco Selleri (έπιμ.), Frontiers of Fundamental Physics, Plenum, Νέα Υόρκη, 1994, σ. 1. Τοϋ Ιδίου, Physics Essays, τόμος 8, άρ. 3,1995, σ. 350. Τού Ιδίου, στό Franco Sellerri (έπιμ.), Open Questions in Relativislic Physics, Apeiron, Μόντρεαλ, 1998, σ. 265. Arp, J.V. ( Jayant Vishnu ) Narlicar, H.D. Radecke, περ. TheAslrophysical Journal, τεύχος 405,1993, σσ. 51-56. Fred Hoyle, « Ils croient toujoure aux miracles», Science et Vie, τεύχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 143. 2. Henry P. Dart I, περ. Apeiron, τεύχος 17, 'Οκτώβριος 1993, σ. 5. 3. G. Le Denmart κ.ά., Astronomy and Astrophysics, τεΰχος 45, 1975, σ. 219. 4. Iliroshi Karoji, Laurent Nottale, περ. Nature, τεΰχος 259, άρ. 5538, 1976, σ. 31. 5. Jean-Marc Bonnet-Bidaud, περ. Science et Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 149. 6. Toivo Jaakkola κ.ά., Foundations of Physics, τόμος 5, άρ. 2, 1975, σ. 257. 7. Karoji, Nottale, Nature, δ.π. 8. Arp, στό Open Questions in Relativislic Physics, δ.π. 9. Arp, Physics Essays, δ.π. 10. Narlicar, Arp, The Aslrophysical Journal, δ.π. 11. Αντ., a. 81. 12. José R. Croca, Apeiron, τόμος 4, άρ. 2-3,1997, σ. 41. 13. Dart, Apeiron, δ.π., a. 45. 14. Viktor Ambartsumian, στό Recherches Internationales, 14-15, Cosmos, Éditions de la Nouvelle Critique, Παρίσι, 1959, σσ. 27-28. 15. Dennis William Sciama, στό James I-equeux (έπιμ.), Ιχι Recherche en Astrophysique, Seuil, Παρίσι, 1977, σ. 215. 16. fivry Schatzman, L'Expansion de l'Univers, Hachette, Παρίσι, 1989, σ. 65.
HEPA A l i o T O BIG B A N G : Σ Τ Ο Ι Χ Ε Ι Α Μ Ι Α Σ Ε Ν Δ Ο Κ Ο Σ Μ Ι Κ Η Σ Δ Ι Α Α Ε Κ Τ Ι Κ Η Ε
179
17. J.M. Bonnet-Bidaud, Science et Vie, δ.π., σ. 137. Βλ. έπίσης G. Mathez καί Y. Mellier, στό ϊδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie. 18. Alain Bouguet, στό ίδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie, σ. 75. 19. Jean-Claude Pecker, στό ίδιο τεΰχος τοΰ Science et Vie, σ. 128. 20. J.Ch. Hamilton, Science el Vie, τεΰχος 205, 1998, σ. 97. 21. A.D. Allen, Foundations of Physics, τόμος 6, άρ. 1, 1976, σ. 59. 22. J.C. Pecker, περ. La Pensée, τεΰχος 195, 1977, σ. 8. 23. J.C. Pecker, Science et Vie, δ.π., σ. 129. 24. Βλ. Science et Vie, τ. 1054, 'Ιούλιος 2005, σ. 58. 25. Sciama, στό ΙΛ Recherche en Astrophysique, δ.π., σ. 215. 26. F. Hoyle, Science et Vie, δ.π., a. 146. 27. Bonnet-Bidaud, Science et Vie, δ.π., σ. 146. 28. Γιά τά κβάζαρ, βλ. : Arp, στό Adelaide Hewitt κ.ά. ( έπιμ.), Observational Cosmology, 1987. Τοΰ ίδιου, στό Michele Barone, Franco Sellen ( έπιμ.), Frontiers of Fundamental Physics, Plenum, Νέα 'Υόρκη, 1994. Τοΰ ιδίου, Physics Essays, δ.π., σ. 364. Τοΰ Ιδίου, στό Open Questions in Relativistic Physics, δ.π. Arp, Narlicar, Radecke, περ. Astroparticle Physics, τόμος 6, 1997, σ. 387. J.M. Bonnet-Bidaud, αύτ. Fang Li Zhi καί Li Shu Xian, Creation of the Universe, World Scientific, Σιγκαπούρη, 1989. Hoyle, Science et Vie, δ.π. 29. Hoyle, Science el Vie, δ.π. 30. Martin Rees, Science el Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 61. 31. Βλ. : George Gamow, The Creation of the Universe, The Viking Press, Νέα 'Υόρκη, 1961. Bernard Lovell, Emerging Cosmology, Praeger, Νέα'Υόρκη, 1985. Έ π ί σ η ς , τά προηγούμενα κείμενα. 32. J. Vandermeulen, Revue des Questions scientifiques, 4,1971, σ. 445. 33. Πρβλ. τό φάκελο τοΰ Science et Vie, τεΰχος 942, 1996, σ. 57-71, άρθρα τών Η. Guillemont, R. Ikonikoff καί F. Guterl. 34. Paul Dirac, σέ παράθεμα τοΰ J. Vandermeulen, Revue des Questions scientifiques, δ.π., σ. 460. 35. Nabila Aghanim, περ. La Recherche, τεΰχος 390, 'Οκτώβριος 2005, σ. 67. 36. Περ. Cahiers du CNRS, τεΰχος 181, Φεβρουάριος 2005. 37. Mathez-Mellier, Science et Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 109. 38. Α. Milsztanj, La Recherche, τεΰχος 338, 'Ιανουάριος 2001. 39. Pierre Fayet, αντ., σ. 29. Narlicar, Arp, TheAstrophysicalJournal, δ.π., σ. 51. 40. Βλ. : Science et Vie, τεΰχος 978, Μάρτιος 1999, σ. 56 καί έπόμενες. Hoyle, Galaxies, Noyaux et Quasars, Buchet-Chastel, 1966, σ. 133. 41. Πρβλ. : Science et Vie, τεΰχος 978, Μάρτιος 1999, σ. 60. 42. J.F. Robredo, Science et Vie, τεΰχος 887, 1991, σ. 12. Βλ. έπίσης: Jack W. Sulentic, στό Frontiers of Fundamental Physics, δ.π., σ. 98.
»50
ΤΕΤΑΡΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
43. J. Brandes, στό Open Questions in Relaiivislic Physics, δ.π., σ. 273. 44. W. Sulentic, στό Frontiers of Fundamental Physics, δ.π., σ. 28. 45. Maurice Marshal, Science et Vie, τεΰχος 205, Δεκέμβριος 1998, σ. 150 καί έπόμενες. 46. Μ. Marshal, αντ., σ. 160. Γιά λεπτομέρειες, βλ. : P. Davies καί J. Brown (έπιμ.), Λ Theory of Everything?, Cambridge University Press, Καίημπριτζ, 1988. Έ π ί σ η ς : Fayet, La Recherche, τεϋχος 338, 'Ιανουάριος 2001. Ignatios Antoniadis, IM Recherche, τεϋχος 8, έκτός σειράς, Ίούλιος-Σεπτέμβριος 2002, σ. 12. 47. Isabelle ßourdial, Science et Vie, τεΰχος 1014, Μάρτιος 2002, σ. 20. 48. Bonnet-Bidaud, Scienceet Vie, δ.π., σσ. 134-137. 49. Αύτ. Βλ. έπίσης Α. Bouquet στό ίδιο τεΰχος τοΰ Scienceet Vie. 50. Βλ. Hoyle, Scienceet Vie, δ.π., σσ. 40-42. Pecker, δ.π., σ. 133. Schatzman, L'Expansion de l'Univers, δ.π., σ. 47. 51. F. Hoyle, αντ., σσ. 138-143. 52. Hannes Alfven, IM Recherche, τεΰχος 69, 1976, σ. 610. 53. 'Αναφέρεται άπό τόν G. Chevalier, Scienceet Vie, τεΰχος 189, Δεκέμβριος 1994, σ. 89. 54. Achille Papapetrou, Lectures on General Relativity, Reidel, Ντορντρέχτη 1974,σ. 191. 55. Γιά τΙς σχέσεις μαθηματικών καί πραγματικότητας βλ. Ν. Ταμπάκης, 'Αναπαραστάσεις τον Κόσμου, Γκοβόστης, 2003.
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Μορφές φυσικής αιτιοκρατίας ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ διατύπωσα μιά σειρά επιχειρήματα υπέρ τοΰ μονισμοΰ τής ΰλης, τά όποια υπερβαίνουν, τόσο τόν κλασικό δυϊσμό όσο καί τόν νεότερο δυϊσμό πού προκύπτει άπό μιά προσχετικιστική έρμηνεία τής ειδικής καί τής γενικής σχετικότητας, καθώς καί τής μικροφυσικής καί τής Κοσμολογίας. 'Αλλά στά προηγούμενα κεφάλαια ύπέβοσκαν ή έρχονταν στήν επιφάνεια τά προβλήματα τών φυσικών νόμων, τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας. Θά προσεγγίσουμε τώρα αύτά τά προβλήματα, κυρίως στήν περιοχή τής Φυσικής, έπειδή στήν περιοχή της είναι δυνατόν νά μελετηθούν οί θεμελιώδεις νόμοι τής φύσης, στήν «καθαρή» μορφή τους : Μηχανιστική, δυναμική, κλασική στατιστική καί κβαντομηχανική. Οί νόμοι τών πιό σύνθετων μορφών προϋποθέτουν αύτούς τούς νόμους, χωρίς νά άνάγονται σ' αύτούς. Ή Φυσική ήταν ή κατεξοχήν επαναστατική έπιστήμη τών άρχών τού προηγούμενου αιώνα. Οί σχετικιστικές θεωρίες καί ή κβαντική μηχανική, ή μικροφυσική γενικότερα, έπαναστατικοποίησαν τις άντιλήψεις γιά τήν ύλη καί τήν ένέργεια, τό χώρο καί τό χρόνο, τήν αιτιοκρατία καί τό τυχαίο. Συζητήσαμε ήδη, σέ έπιμέρους σημεία, αύτά τά προβλήματα. 'Αλλά τό πρόβλημα τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας είναι θεμελιώδες έπιστημολογικό καί γενικότερα φιλοσοφικό. Πιό πρόσφατα πειράματα καί θεωρητικές έξελίξεις έδωσαν μιά νέα όρμή στή διαμάχη γιά τήν αιτιοκρατία" στά προβλήματα τού ρεαλισμού, τής τοπικότητας καί τής αιτιοκρατίας, γενικότερα. Πρόκειται γιά μιά « ιστορία τελειωμένη » καί όμως « άτελείωτη », δπως θά έλεγε ό 'Αλτουσσέρ. Τέλος, τά φαινόμενα τοΰ χάους, τής πολυπλοκότητας, τών φράκταλ, κλπ., άνοίγουν τό δρόμο γιά τήν άνάδειξη πιό σύνθετων, μή γραμμικών αΐτιακών σχέσεων. Ηι
183
II EM I Ι Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Τρία άξιώματα της κλασικής φυσικής άμφισβητήθηκαν άπό τήν κβαντική μηχανική : Ό ρεαλισμός, ή τοπικότητα καί ή αιτιοκρατία. Ό καθορισμός τών φυσικών διαδικασιών πραγματοποιείται μέ τή διαμεσολάβηση τών τεσσάρων, γνωστών σήμερα, φυσικών άλληλεπιδράσεων: τής ήλεκτρομαγνητικής, τής ισχυρής, τής άσθενοϋς καί τής βαρυτικής. Πώς έμφανίζονται λοιπόν οί σχέσεις καθορισμού στό πεδίο της Φυσικής ; Ή νευτώνεια φυσική ήταν έποπτικά ρεαλιστική. Δεχόταν έπίσης 6τι οί « δυνάμεις » μεταδίδονταν μέ άπειρη ταχύτητα. Τό άξίωμα αύτό συνεπάγεται δτι δέν ύπάρχει χρονική ύστέρηση άνάμεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα. Πρόκειται γιά τήν ένδογενή άλλά φαινομενική μή τοπικότητα τής νευτώνειας φυσικής, ή όποία κατά τά άλλα ήταν ρεαλιστική και αιτιοκρατική. Ό ήλεκτρομαγνητισμός τοϋ Μάξουελ καί οί σχετικιστικές θεωρίες, άντίθετα, θεμελιώθηκαν στό άξίωμα δτι οί φυσικές άλληλεπιδράσεις μεταδίδονται μέ πεπερασμένη ταχύτητα. Γι'αύτόν τό λόγο τά φαινόμενα θεωρούνται διαδικασίες μέ χρονικό πάχος στόν τετραδιάστατο χωροχρόνο τοΰ Μινκόφσκι. Συνεπώς ύπάρχει μιά ορισμένη χρονική ύστέρηση άνάμεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα. Οί θεωρίες τοΰ Μάξουελ καί στή συνέχεια τοΰ Αϊνστάιν ( σχετικιστικός ήλεκτρομαγνητισμός καί θεωρία τής βαρύτητας ) συγκεκριμενοποίησαν τό φυσικό περιεχόμενο τών άλληλεπιδράσεων καί κατά συνέπεια τό φυσικό άντίστοιχο τής αιτιότητας, τής τοπικότητας καί τής αιτιοκρατίας. Έπίσης θεμελίωσαν τό έπιστημονικό καθεστώς της τοπικότητας. Οί κλασικές θεωρίες τοΰ πεδίου είναι ρεαλιστικές, αιτιοκρατικές καί τοπικές. Ή κβαντική μηχανική άμφισβήτησε αύτές τίς άρχές. Σύμφωνα μέ τούς όπαδούς τής θετικιστικής έρμηνείας, ή κβαντική μηχανική καί γενικότερα ή μικροφυσική είναι άσύμβατες μέ τις άρχές τοΰ ρεαλισμοΰ, τής αιτιότητας καί τής τοπικότητας. Τά μικροσωμάτια θεωρήθηκαν άπό πολλούς όπαδούς τής σχολής τής Κοπεγχάγης άπλές δυναμικότητες· άκόμα χειρότερα, μαθηματικές μορφές. Ό νεοπυθαγορισμός βρήκε γόνιμο έδαφος στή μικροφυσική. Επιπλέον : Ό πιθανοκρατικός χαρακτήρας τής κβαντικής
ΜΟΡΦΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ
ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
>83
μηχανικής απέδειξε, κατά τή σχολή τής Κοπεγχάγης, τή χρεοκοπία τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας, τουλάχιστον σ'αύτό τό έπίπεδο. Ή διαμάχη για τό χαρακτήρα τής κβαντικής μηχανικής άρχισε πρίν άπό 80 χρόνια περίπου. ( Κυρίως τό 1927, στό Συνέδριο τοΰ Solvay. ) Σύμφωνα μέ μιά έρμηνεία πρόσφατων θεωρητικών καί πειραματικών δεδομένων, ή τοπικότητα δέν ισχύει πλέον στή Φυσική. 'Αλλά σ'αύτή τήν περίπτωση ή αιτιοκρατική τάξη τής φύσης θά άναγόταν σέ επιφαινόμενο. Συνέπειες : Θά μπορούσαμε νά έπηρεάσουμε τό παρελθόν, νά « τηλεγραφήσουμε στό παρελθόν », νά έπηρεάσουμε τό μέλλον καί νά προβλέψουμε τά γεγονότα. Ή άντιφυσική, ή παραψυχολογία καί τά θαύματα θά ήταν δυνατά. Ό άντιρεαλισμός, ό ίντετερμινισμός ( αύταρχία ) καί ή μή τοπικότητα, σύμφωνα μέ ορισμένους φυσικούς, έχουν άποδειχτεί στή μικροφυσική. Αύτό πού τίθεται σέ άμφισβήτηση, γενικότερα, είναι ή δυνατότητα μιας όρθολογικής γνώσης τοΰ κόσμου.1 Θά ήταν χρήσιμο νά ξεκινήσουμε έπισημαίνοντας μιά ουσιαστική διάκριση. Ή αιτιότητα ( causalité ) καί ή αιτιοκρατία ( déterminisme ) άντιμετωπίζονται πολύ συχνά ώς συνώνυμες έννοιες. Εντούτοις υπάρχει ούσιαστική διαφορά άνάμεσα σ'αύτές τΙς δύο φιλοσοφικές κατηγορίες. Σύμφωνα μέ τήν άρχή τής αιτιότητας, στή φύση υπάρχουν αιτίες καί τά φαινόμενα προκαλούνται άπό μία ή περισσότερες αιτίες. Ή αιτιοκρατία, μέ τή σειρά της, δέχεται ότι τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τά αίτια, σύμφωνα μέ ορισμένες ειδικές μορφές. Οί διάφορες μορφές αιτιοκρατίας άντιπροσωπεύουν τούς τρόπους μέ τούς όποίους πραγματοποιείται ό φυσικός καθορισμός. Ό νόμος είναι ή τυπική έκφραση τών σχέσεων άνάμεσα στήν αιτία, ή τΙς αιτίες, καί τό άποτέλεσμα.
1. Θετικισμός και υλισμός: Δύο άντίθετες
αντιλήψεις
Σύμφωνα μέ τό ρεαλιστικό ρεΰμα, ή αίτιακή σχέση είναι άντικειμενική : Είναι μιά έσωτερική, αναγκαία καί γενετική σχέση άνάμε-
184
11 EM Ν Τ Ο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
σα στα φαινόμενα. Συνεπώς, οί κατηγορίες της αιτίας, της αιτιότητας, της αιτιοκρατίας καί τοΰ νόμου έχουν όντικό καθεστώς : Ε κ φράζουν αντικειμενικές σχέσεις οί όποιες λειτουργούν στή φύση καί δχι μόνο σχέσεις άνάμεσα στίς « ιδέες » μας, τΙς « άντιλήψεις » μας ( έμπειρισμός ), ή προεμπειρικές μορφές τοΰ Λόγου. Κατά τόν έπιστημονικό ρεαλισμό καί κατά τόν ύλισμό, οί κατηγορίες αύτές έχουν όντικό καί δχι μόνον έπιστημικό καθεστώς. Οί νόμοι έχουν τό άντίστοιχό τους στή φύση. Έχουν ένα όντικό καθεστώς, δντας υποκειμενικοί στή μορφή τους (Λένιν). Είναι σχετικοί, ένώ ταυτόχρονα έχουν μιά ιστορικά καθορισμένη άντικειμενικότητα. ( Παράδειγμα: Ή υλη άποτελεΐται άπό άτομα. Ή πρόταση αύτή έκφράζει μιά άντικειμενική άλήθεια. Ταυτόχρονα, ή άλήθεια αύτή είναι ιστορικά καθορισμένη καί έπομένως σχετική : Τά άτομα δέν είναι « άτομα » ).*Αν συνεπώς υπάρχει ένα είδος μορφισμον άνάμεσα στή φύση, στίς έννοιες καί στούς νόμους, ό μορφισμός αύτός δέν άφορά δλες τΙς όντότητες καί τΙς σχέσεις πού λειτουργούν στήν περιοχή τοΰ πραγματικού. Κάθε καθορισμός είναι άρνηση, έγραφε ό Σπινόζα. Έτσι άν ή έννοια έκφράζει τό ούσιαστικό, είναι πάντοτε μιά φτωχή παράσταση της δντότητας ή της σχέσης τήν όποία άντιπροσωπεύει. Ό σύγχρονος ρεαλισμός μπορεί κατ' άκολουθία νά διακηρύξει δτι υπάρχουν νόμοι της φύσης, δτι τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τίς αιτίες τους, χωρίς παρά ταΰτα νά υποβαθμίζεται σέ έναν προκριτικό όντολογισμό. *Αν τό Σύμπαν συνιστά ολότητα, τότε ή άλληλεπίδραση καί ή άμοιβαία έξάρτηση ύψώνονται στό καθεστώς θεμελιωδών όντολογικών κατηγοριών. Ή αιτία καί τό άποτέλεσμα είναι στιγμές της άλληλοσύνδεσης καί τοΰ άμοιβαίου καθορισμού τών μερών αυτής τής " unbroken wholeness " ( άδιαίρετης όλότητας, Ντ. Μπώμ ), ή όποία είναι ό κόσμος μας. Κατά τόν Χιούμ, πατέρα τοΰ νεότερου άγνωστικισμοΰ, άντίθετα, στή φύση δέν υπάρχει ένδογενής άναγκαιότητα. Ένας αίτιακός νόμος περιγράφει μιά κανονικότητα ή όποία παρατηρείται στή φύση. Τίποτα περισσότερο. Δέν έχει νόημα, έγραφε ό Χιούμ, νά ορίσουμε μιά αιτία, λέγοντας δτι κάποιο πράγμα παράγει κά-
ΜΟΡΦΕΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑΣ
>83
ποιο άλλο. Ή αίτιακή σχέση περιορίζεται σέ χρονική : Άν Α, τότε Β. Οί αίτιακές σχέσεις, συνεπώς, περιγράφουν κανονικότητες που παρατηρούνται στή φύση καί τίποτα περισσότερο : « Πώς θά μπορούσε κάποιος νά ισχυριστεί 6τι ορίζει μιά αιτία, λέγοντας δτι κάποιο πράγμα παράγει κάποιο διαφορετικό ; Είναι προφανές βτι δέν θά μπορούσε νά πεϊ τίποτα. Έπειδή, τί έννοεΐ μέ τή λέξη " παραγωγή " » ; 2 Άλλά δπως έχουμε ήδη έπισημάνει, ή έμπειρία είναι σήμερα εύγλωττη. Ή Φυσική, ή Χημεία καί ή Φυσιολογία έχουν άνασκευάσει τό άγνωστικιστικό έπιχείρημα τού Χιούμ : Έχουν άνιχνεύσει τίς διαδικασίες, μέσω τών οποίων τό έξωτερικό άντικείμενο γίνεται στοιχείο τής συνείδησης (αίσθηση, παράσταση, έννοια). Ό θετικισμός τού 19ου καί τοϋ 20ού αιώνα έγκατέλειψε τόν Κάντ γιά νά έπιστρέψει στόν « συνεπή » υποκειμενισμό τοϋ Χιούμ. Δέν ύπάρχει αιτία καί άποτέλεσμα στή φύση, διακήρυσσε ό Έρνστ Μάχ. Ή φύση δέν έχει άτομική ύπαρξη. Ή φύση άπλώς είναι. Κατά τόν Μάχ δέν ύπάρχει άναγκαιότητα, άλλη άπό τή λογική. Ό διάσημος φυσικός ήταν σαφής : « Τοποθετούμαστε άπό τήν πλευρά τοΰ Χιούμ ». Καί ό Henri Poincaré ( 1854-1912 ), μέ τή σειρά του, υποστήριζε δτι ή έσωτερική άρμονία τοΰ κόσμου είναι ή μόνη άντικειμενική πραγματικότητα. Ό μέγας μαθηματικός ήταν άπό τούς πλέον εξέχοντες άντιπροσώπους τοΰ συμβατισμοΰ. Τά διάφορα ρεύματα τοΰ νεότερου καί σύγχρονου θετικισμού άνέπτυξαν, μέ τή σειρά τους, άλλά μέ μιά « λογική » γλώσσα, τις βασικές θέσεις τού έμπειρισμοΰ. Οί μεταφυσικές προτάσεις, έγραφε ό Rudolf Carnap ( 1891-1970 ), δέν είναι οΰτε άληθεΐς οΰτε ψευδείς, έπειδή είναι όλοκληρωτικά έξω άπό τήν περιοχή τής γνώσης. Αντικείμενο τής φιλοσοφίας τής φύσης, κατά τόν Κάρναπ, είναι ή λογική άνάλυση τής έπιστήμης. Ή φιλοσοφία περιορίζεται στή λογική άνάλυση τής γλώσσας. Κατά τόν Κάρναπ, ό Χιούμ είχε δίκιο νά μήν βλέπει στήν αίτιακή σχέση καμιά ένδογενή άναγκαιότητα. Ή έννοια τής άναγκαιότητας, ώστόσο, θά ήταν δυνατόν νά χρησιμοποιηθεί « μέ τήν προϋπόθεση δτι ή χρήση της δέν θά ξεπερνά τά δρια τής τροπικής λογικής, καί δέν θά τής
ι86
ΙΙΕΜΙΙΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
άποδίδεται Ινα μεταφυσικό νόημα ». Έννοιες δπως ή σχέση άνάμεσα στήν αιτία καί στό άποτέλεσμα δέν άφοροϋν παρά μόνο γλωσσικές μορφές. Ή αίτιακή σχέση σημαίνει άπλώς προβλεψιμότητα. Ή ύπαρξη πιθανοκρατικών νόμων, ειδικότερα, σημαίνει τήν κατάρρευση τής αιτιοκρατικής θέσης. Άπό τήν πλευρά του ό Ludwig Wittgenstein ( 1889-1951 ) ισχυριζόταν δτι « ή πίστη στόν αΐτιακό δεσμό είναι δεισιδαιμονία » καί δτι ό νόμος τής αιτιότητας δέν είναι νόμος άλλά μορφή νόμου.4 Οί άντιλήψεις τοΰ θετικισμοΰ-έμπειρισμοΰ βρήκαν πρόσφορο έδαφος κυρίως στήν περιοχή τής μικροφυσικής. Ό πιθανοκρατικός χαρακτήρας τών νόμων της υπήρξε τό άφετηριακό σημείο ένός άντιρεαλιστικοΰ καί ένός άντιαιτιοκρατικοϋ ρεύματος, τό όποιο άναπτύχθηκε κατά τή δεκαετία τοΰ '30 καί τό όποιο δέν έχασε έκτοτε τό άκροατήριό του. Έτσι, οί ιδιομορφίες τής μικροφυσικής, άνάμεικτες μέ έμπειριστικές, ιδεαλιστικές καί πνευματοκρατικές προκαταλήψεις, δημιούργησαν μιά τεράστια φιλολογία, μέ κοινό παρανομαστή τόν ίντετερμινισμό.5Άλλά ό ύποτιθέμενος ίντετερμινισμός θεμελιώνει τήν ύπαρξη « έλεύθερης βούλησης », ή όποία μέ τή σειρά της άποτελεΐ έπιχείρημα υπέρ τής ΰπαρξης χορηγού!
2. Ή μηχανιστική
αιτιοκρατία και τά δριά της
Προτοϋ άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τής κβαντικής μηχανικής, πρέπει νά δοΰμε τΙς δύο κλασικές μορφές αιτιοκρατίας : Τή μηχανιστική καί τή δυναμική. Ό μηχανιστικός, ή λαπλασιανός ντετερμινισμός, συνιστά μιά άπό τίς κύριες βψεις τής μηχανιστικής κοσμοαντίληψης. Ή διαμόρφωση του συνδέεται μέ τήν ανάπτυξη τών έπιστημών -καί κυρίως τής Μηχανικής- κατά τόν 17ο καί τούς έπόμενους αιώνες. Σύμφωνα μέ τήν κλασική μηχανική, οί τιμές τών παραμέτρων πού χαρακτηρίζουν τήν κατάσταση ένός φυσικοΰ συστήματος καθορίζονται τήν κάθε στιγμή, άν είναι γνωστές οί τιμές τους σέ μιά
Μ Ο Ρ Φ Ε Σ Φ Υ Σ Ι Κ Η Σ Α Ι Τ Ι Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α Σ >83
δεδομένη άρχική στιγμή. Ή κίνηση τοϋ συστήματος, συνεπώς, είναι καθορισμένη άπό τήν άρχική του κατάσταση καί τΙς φυσικές άλληλεπιδράσεις : Ή πιθανότητα πρόβλεψης γιά οποιαδήποτε στιγμή θά ήταν ίση μέ τή μονάδα. Παρά τήν ( λανθασμένη ) άρχή κατά τήν όποία οί φυσικές δυνάμεις μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, ή κλασική φυσική δεχόταν τό διαχωρίσιμο ( séparabilité ) τών φυσικών συστημάτων. ( Ή μή τοπικότητα τών φυσικών άλληλεπιδράσεων συνεπάγεται έντούτοις τό μή διαχωρίσιμο. Τό διαχωρίσιμο τό όποιο δεχόταν σιωπηρά ή κλασική φυσική βρισκόταν, συνεπώς, σέ άντίφαση μέ τήν έννοια τής δράσης άπό άπόσταση. Θά δούμε άργότερα τή σπουδαιότητα αύτοΰ τοΰ προβλήματος ). Έπίσης ή κλασική φυσική δεχόταν ότι ή μέτρηση δέν διαταράσσει τήν κατάσταση τοΰ συστήματος, άρα ότι όλες οί μεταβλητές οί όποιες χαρακτήριζαν τήν κατάσταση είναι συμβατές μεταξύ τους. Δεχόταν συνεπώς ότι θά μπορούσαμε νά μετρήσουμε όλες τΙς μεταβλητές τοΰ συστήματος καί νά όρίσουμε αύστηρά τήν κατάστασή του ( ένα σημείο στό χώρο τών φάσεων ). Αύτή ή θεωρητική δυνατότητα αποτελούσε μιά άπό τΙς βάσεις τής μηχανιστικής αιτιοκρατίας. Συνεπώς : Ό ρεαλισμός, ή αιτιοκρατία καί ή μή τοπικότητα άποτέλεσαν τό θεμέλιο τής κλασικής μηχανικής. Θά έπιχειρήσουμε τώρα νά δοΰμε τή λογική πλευρά τοΰ προβλήματος, έπειδή αύτή ή πλευρά είναι ούσιαστική άπό τήν άποψη τής Φυσικής. Ή μή διαταραχή καί ή συμβατότητα τών μεταβλητών σημαίνει ότι τό σύστημα διατηρεί τήν ταντότητά του κατά τή μέτρηση. Ή συμβατότητα τών μεταβλητών, έξάλλου, συνεπάγεται τή συμβατότητα όλων τών προτάσεων πού άφοροΰν τό σύστημα. Ή συμβατότητα όλων τών προτάσεων σημαίνει, μέ τή σειρά της, ότι ή δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν ένα κλασικό σύστημα είναι μπούλεια.6'Αλλά ή μπούλεια δομή είναι ή δομή τής τυπικής λογικής, συνεπώς τής λογικής τής ταυτότητας, γεγονός σύμφωνο μέ τή μηχανιστική άντίληψη τής μέτρησης. 'Αναγκαία συνθήκη γιά νά είναι αιτιοκρατική μιά θεωρία είναι ή λογική της νά είναι μπούλεια. 'Αλλά ή συνθήκη αύτή δέν είναι
ι88
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
καί έπαρκής. Μια συνθήκη αναγκαία καί επαρκής για νά είναι αιτιοκρατικό ένα μπούλειο σύστημα μέ πεπερασμένο αριθμό βαθμών έλευθερίας είναι ή άτομικότητα.' Ή άτομικότητα μιας λογικής καί ή αιτιοκρατία είναι ισοδύναμες.8 Άλλα ή άτομικότητα είναι μια διαφορετική Εκφραση τής διατήρησης τής ταυτότητας: τής άπουσίας νέου. Ποιό είναι τό φιλοσοφικό νόημα τής λογικής πλευράς τής κλασικής αιτιοκρατίας ; Λογική τής ταυτότητας σημαίνει δτι τό σύστημα διατηρεί τήν ταυτότητά του κατά τή μέτρηση καί τήν κίνηση καί δτι, συνεπώς, τίποτα νέο δέν δημιουργείται. Τό μηχανιστικό πρότυπο αξίωνε τήν καθολικότητα. Έτσι, σύμφωνα μέ τήν κλασική φυσική, άκόμα καί οί πιθανοκρατικοί νόμοι θά μπορούσαν νά άναχθοΰν σέ αιτιοκρατικούς μέ τήν εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων ( τών κλασικών λανθανουσών παραμέτρων ). Συνεπώς τό τυχαίο είχε άποκλειστεΐ άπό τόν κόσμο ( θεωρήθηκε προϊόν άτελοΰς γνώσης, καί συνακόλουθα υποκειμενική κατηγορία ). Ό φαταλισμός ( μοιρολατρία ) ήταν τό άναπόφευκτο συμπέρασμα τής μηχανιστικής, λαπλασιακής αιτιοκρατίας. Ό μηχανιστικός ντετερμινισμός προϋποθέτει μιά σειρά έξιδανικεύσεις. Τά πραγματικά φυσικά συστήματα, έντούτοις, δέν σέβονται αύτές τις έξιδανικεύσεις. Έτσι, έκτός άπό τόν πλασματικό χαρακτήρα τών συμπαγών άτόμων καί τών στιγμιαίων άλληλεπιδράσεων, άποδείχτηκε δτι άκόμα καί στήν κλασική μηχανική είναι άνέφικτο νά μετρήσουμε μέ άκρίβεια τή θέση καί τήν όρμή ένός σωματίου, δηλαδή νά ορίσουμε αύστηρά τή θέση του στό χώρο τών φάσεων. Τό άντικείμενο τής έρευνας είναι κατά συνέπεια ένα σύνολο σωματίων τά όποια άντιπροσωπεύουν τό σύνολο τών δυνατών καταστάσεων τοΰ άτομικοΰ σωματίου. Αύτό τό δυνάμει σύνολο είναι ένα στατιστικό σύνολο.9 Θά πρέπει ωστόσο νά σημειώσουμε δτι δέν πρόκειται άπλώς γιά άδυναμία νά παρατηρήσουμε τή θέση τοΰ σωματίου στό χώρο τών φάσεων. Ή κατάσταση έχει άντικειμενικά μιά λεπτή ύφή στοχαστικού χαρακτήρα, καθοριζόμενη άπό τις άλληλεπιδράσεις τοΰ σωματίου μέ τό περιβάλλον του. Ό π ω ς γράφει ό Μπόρν, οί
μ ο ρ φ ε σ φ υ σ ι κ η σ α ι τ ι ο κ ρ α τ ι α σ211
αβεβαιότητες τών άρχικών συνθηκών συνεπάγονται 8τι οί προβλέψεις της κλασικής μηχανικής δέν άφοροϋν τό έξατομικευμένο σωμάτιο, άλλά Ινα σύνολο τροχιών οί όποιες δίδονται άπό μιά πιθανοτική κατανομή. Κατά τόν Μπόρν είναι λογικό νά διατυπώσουμε τήν κλασική μηχανική ώς στατιστική θεωρία. Ι0"Ετσι, ό πιό « αιτιοκρατικός » κλάδος, αποκαλύπτει Ιναν ένδογενή στοχαστικό χαρακτήρα. Τό γεγονός αύτό ύποδηλώνει τόν έσωτερικό δεσμό άνάμεσα στό τυχαίο καί στήν άναγκαιότητα, γεγονός πού υπερβαίνει τή μή άναγώγιμη άντίθεση τοΰ άκαμπτου σχήματος τής τυπικής λογικής. Ή σύγχρονη έννοια τοΰ αιτιοκρατικού χάους έκφράζει τή διαλεκτική άντίθεση τυχαίου καί άναγκαιότητας. Νέα γεγονότα καί νέες θεωρητικές έργασίες κάνουν έφικτή στήν έποχή μας τήν προσπέλαση σέ ένα νέο πεδίο καθορισμοΰ ( détermination) ό όποιος ύπερβαίνει τόν γραμμικό καί μηχανιστικό τρόπο καθορισμοΰ. Ό Αϊνστάιν έλεγε δτι οί πραγματικοί νόμοι τής φύσης δέν είναι γραμμικοί. Οί θεωρίες τοΰ Μπόρν καί τοΰ F. Βορρ ( 1909-1987 ) άποτελοΰν μιά πρώτη ένδειξη 6τι « ό παράδεισος άπλότητας » Bunge τών γραμμικών νόμων τής Μηχανικής δέν είναι παρά έξιδανικευμένη προσέγγιση τών νόμων πού διέπουν τά πραγματικά σωμάτια. Ή νέα περίοδος τής ιστορίας τών άντιλήψεων γιά τήν αιτιοκρατία άρχισε τό 1892 μέ τόν Άνρί Πουανκαρέ, ό όποιος άπέδειξε 6τι Ινα ορισμένο μηχανικό σύστημα, ή έξέλιξη τοΰ οποίου καθορίζεται άπό τίς έξισώσεις τοϋ Χάμιλτον, μπορεί νά έκδηλώσει χαοτική συμπεριφορά. Τό 1963 ό E.N. Lorentz (1917-2008) άπέδειξε 6τι τρεις συζευγμένες έξισώσεις πρώτου βαθμοΰ, μή γραμμικές, μποροΰν νά συνεπάγονται χαοτικές τροχιές. Έκτοτε, νέα φαινόμενα, νέες έννοιες καί νέοι μαθηματικοί φορμαλισμοί έμφανίστηκαν στό πεδίο τών έπιστημών καί 6χι μόνο τής Μηχανικής καί τής Φυσικής : Χάος, διακλαδώσεις ( bifurcations ), καταστροφές, μορφογένεση, έλκυστές, μορφοκλασματικά ( fractal ) κλπ. Ένα νέο πεδίο έχει άποκαλυφτεΐ γιά τίς επιστήμες καί τή φιλοσοφία. Ή χαοτική συμπεριφορά είναι άποτέλεσμα τής εύαίσθητης έξ-
190
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
άρτησης τοϋ συστήματος άπό τίς αρχικές συνθήκες. Άπό μαθηματική άποψη, βλα τά μή γραμμικά δυναμικά συστήματα μέ περισσότερους άπό δύο βαθμούς ελευθερίας, ειδικότερα βιολογικά, μετεωρολογικά ή οικονομικά μοντέλα, μπορούν νά έκδηλώσουν χαοτικά φαινόμενα. Ώς συνέπεια, ή συμπεριφορά τους γίνεται άπρόβλεπτη γιά ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Τό χάος ύποδηλώνει μιά κατάσταση άταξίας καί μή κανονικότητας. Εντούτοις τό χάος δέν είναι ή τυπική άρνηση τής αιτιοκρατίας. Ή Ιννοια τού αιτιοκρατικού χάους έκφράζει τή διαλεκτική ένότητα τών άντιθέτων. Κατά τόν H.G. Schuster « τό αιτιοκρατικό χάος δηλώνει τήν άκανόνιστη καί χαοτική κίνηση, ή όποία προκαλείται άπό μή γραμμικά συστήματα, οί δυναμικοί νόμοι τών όποίων καθορίζουν μονοσήμαντα τή χρονική έξέλιξη τοΰ συστήματος, μέ άφετηρία τή γνώση της προηγούμενης ίστορίας τους ».11 Ή χαοτική συμπεριφορά δέν είναι τό άποτέλεσμα έξωτερικών πηγών θορύβου. Είναι άποτέλεσμα της ιδιότητας τών μή γραμμικών συστημάτων νά άκολουθοΰν έκθετικά γειτονικές τροχιές σέ μιά όριοθετημένη περιοχή τοΰ χώρου τών φάσεων. Ή άρχική τάξη μετατρέπεται στό άντίθετό της. Ταυτόχρονα τό χάος συρρικνώνεται σέ τάξη. Ή έννοια τοΰ παράξενου ελκυστή ( attracteur étrange ) έκφράζει τό γεγονός δτι άρκετά γειτονικές τροχιές έλκονται άσυμπτωτικά κατά τή διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου. Οί παράξενοι έλκυστές, μέ τή σειρά τους, είναι εύαίσθητοι στίς άρχικές συνθήκες. Οί θεωρίες τών καταστροφών καί τών φράκταλ έμφανίστηκαν τήν ίδια περίοδο μέ τίς θεωρίες τοΰ χάους. Περιγράφουν φαινόμενα κίνησης, έξέλιξης, άλλαγής, δημιουργίας καί καταστροφής μορφών. Ή θεωρία τών καταστροφών είναι ταυτόχρονα, θεωρία μορφογένεσης. Οί καταστροφές, γράφει ό Βλαντιμίρ Άρνολντ, « είναι ξαφνικές άλλαγές οί όποιες έμφανίζονται ώς ξαφνικές άπαντήσεις τοΰ συστήματος σέ ήπια άλλαγή τών άρχικών συνθηκών ». Ή θεωρία αύτή έφαρμόζεται σέ μεγάλη τάξη φαινομένων, φυσικών, βιολογικών, γεωλογικών κλπ. Τά φράκταλ είναι περίπλοκες μορφές πού τείνουν πρός μιά έλάχιστη έπιφάνεια, έλά-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
χιστο όγκο κλπ. Ό έλκυστής άνήκει στήν κατηγορία τών φράκταλ. Οί τρεις θεωρίες έχουν τυπικές καί ούσιαστικές όμοιότητες: Άφοροΰν περίπλοκα, μή γραμμικά συστήματα. Περιγράφουν φαινόμενα κίνησης, έξέλιξης, μεταβολής, καταστροφής ή δημιουργίας καί ανάδυσης μορφών. Προϋποθέτουν αίτιακές σχέσεις οί όποιες υπερβαίνουν τήν άπλή καί γραμμική αιτιότητα καί αιτιοκρατία.12 Περιορίσαμε έδώ τήν έξέταση σέ άπλα φαινόμενα μηχανικού χαρακτήρα. Εντούτοις, όπως σημειώσαμε, οί έν λόγω θεωρίες είναι έφαρμόσιμες σέ φαινόμενα όχι μόνο της άζωης, « άδρανοΰς » ΰλης, άλλά καί στά φαινόμενα τής ζωής. Άλλά θά έπανέλθουμε. 3. Ή δυναμική μορφή
αιτιοκρατίας
Ή μηχανιστική μορφή αιτιοκρατίας ισχύει, σέ Ινα ορισμένο έπίπεδο άφαίρεσης, κυρίως γιά μακροσκοπικά συστήματα ( κίνηση στό χώρο, σύγκρουση άκαμπτων σωμάτων κλπ.). Άλλά άκόμα καί σ' αύτή τήν περίπτωση προκαλούνται συχνά φαινόμενα τά όποια δέν είναι μηχανικά (π.χ., παραγωγή θερμότητας). Ή ίδια ή Ιννοια τής δύναμης, έξάλλου, βάση τής μηχανικής καί τής λαπλασιανής μορφής αιτιοκρατίας, παρέμεινε μυστήριο γιά τή Φυσική. Ό πλασματικός χαρακτήρας αύτής τής έννοιας άποδείχτηκε μέ τις σχετικιστικές θεωρίες. "Ετσι, τό πέρασμα άπό τή μακροσκοπική φυσική σέ μικροσκοπικά συστήματα θά άναδείκνυε τά όρια τής μηχανιστικής άντίληψης. Ή ανάπτυξη τού ήλεκτρομαγνητισμοΰ άπέδειξε, πράγματι, ότι δέν υπάρχουν μόνο « δυνάμεις » τύπου κουλόμπ ( οί όποιες μεταδίδονται πάνω στήν εύθεία πού συνδέει τά δύο σώματα ). Υπάρχουν έπίσης δυνάμεις κάθετες σ' αύτή τήν εύθεία. Καί κυρίως, ότι οί δυνάμεις (δηλαδή οί άλληλεπιδράσεις) δέν μεταδίδονται μέ άπειρη ταχύτητα, καί ότι ό καθορισμός δέν είναι στιγμιαίος : Τά φαινόμενα, όπως σημειώσαμε, είναι διαδικασίες οί όποιες πραγματοποιούνται στό χωροχρόνο καί διαθέτουν χρονικό πάχος. Έπι-
192
π ε μ π τ ο
κεφαλαιο
πλέον: Τα ήλεκτρομαγνητικά κύματα έκπέμπονται καί άπορροφώνται άπό τά σώματα. 'Αποτελούν συνεπώς μια νέα πραγματικότητα ασύμβατη μέ τή μηχανιστική άντίληψη. Τό ϊδιο θά βεβαιωνόταν άργότερα καί γιά τά βαρυτικά κύματα, καθώς και γιά τΙς ισχυρές καί τις άσθενεΐς άλληλεπιδράσεις. Υπάρχουν φαινόμενα γένεσης καί καταστροφής άτόμων. Οί νόμοι τής άκτινοβολίας προσανατόλιζαν τήν έρευνα πρός τήν έσωτερική δομή τους. Τό πεδίο ήταν μιά νέα πραγματικότητα, άνεξάρτητη άπό τήν πηγή της, ή όποία έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά καί μεταδίδεται μέ πεπερασμένη ταχύτητα. Ή πραγματικότητα αύτή, τά ήλεκτρομαγνητικά κύματα, είναι οί φορείς μιας νέας μορφής καθορισμού -τής δυναμικής μορφής- ή όποία είναι διαφορετική άπό τή μηχανική μορφή. Μέ τόν ήλεκτρομαγνητισμό τοΰ Μάξουελ, τή σχετικιστική γενίκευσή του στό χώρο Μινκόφσκι καί τή θεωρία τής βαρύτητας τοΰ 'Αϊνστάιν, ή άλληλεπίδραση μεταλλάχθηκε σέ θεμελιακή έννοια τής Φυσικής, έννοια μέ συγκεκριμένες μορφές, άσύμβατη μέ τό μηχανιστικό παράδειγμα. 'Αλληλεπίδραση, αιτιότητα καί αιτιοκρατία συσχετίστηκαν ένδογενώς. Κατά τις πρώτες δεκαετίες τοΰ 19ου αιώνα, ή κβαντική φύση τών μικροοντοτήτων δέν ήταν έκδηλη. Παρά ταΰτα, οί κανονικότητες καί οί νόμοι τών στατιστικών συνόλων ( νόμοι τών άερίων, νόμοι τής Χημείας ) υποδήλωναν ήδη τήν ύπαρξη τών άτόμων. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ή ύπαρξή τους έπαληθεύθηκε πρώτα άπό τή Χημεία, ή όποία χειριζόταν στατιστικά σύνολα άτόμων καί μορίων. Τά φαινόμενα αύτά, δπου τό τυχαίο παίζει ούσιαστικό ρόλο, άποτέλεσαν, στό μακροσκοπικό έπίπεδο, τό υπόβαθρο τής νέας μορφής καθορισμού : τής δυναμικής αιτιοκρατίας, ή όποία ισχύει στόν ήλεκτρομαγνητισμό καί στή βαρύτητα.13 Πράγματι, στό μακροσκοπικό έπίπεδο, ό τυχαιακός χαρακτήρας τών ήλεκτρομαγνητικών καί τών βαρυτικών μικροφυσικών φαινομένων έξαφανίζεται. Ένας τεράστιος άριθμός τέτοιων στοιχειακών φαινομένων έχει συνέπεια τήν άρνηση τής άτομικής φύσης τους. Ή διαλεκτική άρνηση τοΰ τυχαίου παίρνει τή μορφή
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
δυναμικού νόμου, δπου ή πιθανότητα πρόβλεψης είναι ίση μέ τή μονάδα. Εντούτοις ή βεβαιότητα τής πρόβλεψης είναι τό μόνο κοινό χαρακτηριστικό τής μηχανιστικής καί τής δυναμικής μορφής αιτιοκρατίας ( είναι διδακτικό νά σημειώσουμε 8τι οί φυσικοί, άκόμα καί οί φιλόσοφοι, τις περισσότερες φορές δέν κατανοούν τήν ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στους δύο τύπους καθορισμού πού γι' αύτούς ταυτίζονται μέ τή λαπλασιανή αιτιοκρατία ). Πράγματι, ή δυναμική αιτιοκρατία προϋποθέτει : α ) Τήν έννοια τοΰ πεδίου, δηλαδή μιά πραγματικότητα μέ ποιοτικά χαρακτηριστικά, β ) τήν πεπερασμένη ταχύτητα τών άλληλεπιδράσεων, καί συνεπώς τήν άποψη δτι τά φαινόμενα είναι διαδικασίες στό χωρόχρονο ( τοπικότητα ), γ ) τή γένεση καί τήν καταστροφή σωματίων ( φωτονίων, βαρυτονίων ), δ ) τή δομή τοΰ άτόμου καί γενικότερα τής ΰλης, ή όποία προϋποθέτει τις φυσικές άλληλεπιδράσεις ( ήλεκτρομαγνητικές, βαρυτικές, ισχυρές καί άσθενεΐς). Τό γεγονός δτι ή πιθανότητα πρόβλεψης είναι έκ νέου ϊση μέ τή μονάδα είναι μιά συγκεκριμένη πραγμάτωση τής διαλεκτικής άνάμεσα στό τυχαίο καί τό άναγκαΐο.14 Τό άναλλοίωτο ( invariance ) τής μορφής τών νόμων τής Μηχανικής σέ σχέση μέ τούς μετασχηματισμούς τοΰ Γαλιλαίου ήταν ή τυπική 6ψη αύτής τής άντικειμενικότητας. 'Αλλά οί νόμοι τοΰ ήλεκτρομαγνητισμοΰ δέν είναι άναλλοίωτοι ώς πρός τούς κλασικούς μετασχηματισμούς τοΰ Γαλιλαίου. Ή βαθύτερη αιτία αύτής τής άσυμμετρίας είναι ή πεπερασμένη ταχύτητα τής ήλεκτρομαγνητικής άλληλεπίδρασης. Οί νέοι νόμοι τοΰ ήλεκτρομαγνητισμοΰ καί τής σχετικιστικής θεωρίας τής βαρύτητας είναι άναλλοίωτοι ώς γνωστόν ώς πρός μιά άλλη όμάδα μετασχηματισμών : Τήν όμάδα Λόρεντζ. Τό άναλλοίωτο είναι ούσιαστική συνθήκη άντικειμενικότητας, έπειδή οί νόμοι μ'αύτόν τόν τρόπο είναι άνεξάρτητοι άπό τό σύστημα άναφορας καί άποκτοΰν καθεστώς άντικειμενικότητας καί καθολικότητας. Τό τυπικά άναλλοίωτο έξασφαλίζει, έξάλλου, τό άναλλοίωτο τών φυσικών μεγεθών τών οποίων οί σχέσεις έκφρά-
ι94
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
ζονται άπό τό νόμο. 'Αλλά ή σχετικιστική αντικειμενικότητα είναι ισχυρότερη άπό τήν κλασική, έπειδή άφορα μιά εύρύτερη τάξη φαινομένων καί προπαντός φαινομένων πραγματικών, τά όποΐα προκαλούνται άπό υπαρκτές δυνάμεις. Μέ τόν ήλεκτρομαγνητισμό καί τις σχετικιστικές θεωρίες, εισήλθε στήν περιοχή τής Φυσικής μιά νέα έννοια : Ή τοπικότητα. Δηλαδή : 'Εξαιτίας τής πεπερασμένης ταχύτητας τών φυσικών άλληλεπιδράσεων, τό σωμάτιο Α δέν μπορεί νά έπηρεάσει τό σωμάτιο Β άκαριαϊα. Τά φαινόμενα, κατά συνέπεια, δέν είναι άκαριαϊοι μετασχηματισμοί. Είναι διαδικασίες στό χωρόχρονο. Ή τοπικότητα καί ή αιτιότητα άποτελοΰν τό θεμέλιο γιά τή διαμόρφωση μιας όρθολογικής κοσμοαντίληψης. Ή τοπικότητα είναι κεντρική έννοια τής σχετικιστικής φυσικής. Οί τέσσερις σήμερα γνωστές άλληλεπιδράσεις, οί όποιες έχουν ώς φορείς τά φωτόνια, τά βαρυτόνια, τά γλυόνια καί τά ένδιάμεσα μποζόνια, σέβονται τήν τοπικότητα ή όποία είναι έγγεγραμμένη στό μαθηματικό φορμαλισμό τής σχετικότητας. Είναι λοιπόν φυσικό νά συμπεράνουμε ότι τό « Σύμπαν » μας είναι άντικειμενικό ( ρεαλισμός ), αιτιοκρατικό καί τοπικό. Ή γνώση τών σχετικιστικών φαινομένων άνέδειξε τά όντολογικά καί τά γνωσιοθεωρητικά όρια τοΰ μηχανιστικού παραδείγματος. Ό άπόλυτος χώρος καί ό άπόλυτος χρόνος, άμοιβαϊα άνεξάρτητοι, ήταν προϊόν άφαίρεσης άπό τις ιδιότητες καί τίς σχέσεις τους. Ό χώρος καί ό χρόνος άποτελοΰν κατά τή σχετικότητα ένα τετραδιάστατο συνεχές, ή μορφή τού οποίου καθορίζεται άπό τήν κατανομή τής ΰλης. Σύμφωνα μ'αύτό τό δυναμικό πλαίσιο, τά φαινόμενα πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φωτός. Ή τοπικότητα καί ή μή άντιστρεψιμότητα τών υλικών διαδικασιών είναι έγγεγραμένες στόν σχετικιστικό φορμαλισμό. 'Αντίθετα μέ ό,τι λέγεται συχνά, ή χρονική τάξη τών φαινομένων πού συνδέονται αΐτιακά είναι άπόλυτη, σέ συμφωνία μέ τή μή άντιστρεψιμότητα τών φυσικών διαδικασιών. Ό αιτιοκρατικός χαρακτήρας τών φαινομένων, κατά συνέπεια, συνδέεται ένδογενώς μέ τή μοναδική κατεύθυνση τού βέλους τοΰ χρόνου. Τό βέλος τοΰ
μορφεσ φυσικησ
21 1
αιτιοκρατιασ
χρόνου εξάλλου συγκεκριμενοποιεί τόν τοπικό χαρακτήρα τών ήλεκτρομαγνητικών καί. τών βαρυτικών φαινομένων. Όλα τά φυσικά φαινόμενα είναι μή άντιστρεπτά. Ή μή άντιστρεψιμότητα καθορίζει τή μοναδική κατεύθυνση τοΰ βέλους τοΰ χρόνου άπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον. "Ετσι είναι δυνατόν νά μιλάμε γιά φυσικό, κοσμολογικό, θερμοδυναμικό, γεωλογικό, βιολογικό κλπ. βέλος τοΰ χρόνου. Όλες αύτές οί έννοιες έκφράζουν ένα καί μοναδικό γεγονός : δτι δέν βρισκόμαστε σέ ένα μή τοπικό, εύκλείδειο « σύμπαν », άλλά σέ ένα « σύμπαν » στό όποιο οί άλληλεπιδράσεις μέ πεπερασμένη ταχύτητα, δηλαδή τοπικές, έξασφαλίζουν τήν αίτιακή σχέση καί καθορίζουν τήν κατεύθυνση τής ροής τού χρόνου : Ό χρόνος δέν έχει νόημα έξω άπό τήν κίνηση καί τό μετασχηματισμό, δπως τό είχε διαισθανθεί ό Αριστοτέλης. Ό χρόνος συνεπώς δέν είναι τό καθολικό-άφηρημένο τής μηχανιστικής φυσικής. Είναι τοπικός καί συνδέεται μέ τΙς μή άντιστρεπτές διαδικασίες πού πραγματοποιούνται στή φύση. b Συνεπώς : Ό χώρος, ό χρόνος, ή ΰλη, ή κίνηση καί ή αιτιοκρατία συνιστούν κατά τή σχετικότητα ένα συνεκτικό δλον. Ή δυναμική αιτιοκρατία είναι ή μορφή πού χαρακτηρίζει τά σχετικιστικά φαινόμενα.16 'Αλλά δέν έχουμε άκόμα συζητήσει τήν πραγματική μικροσκοπική φύση τών φυσικών φαινομένων καί τίς σχετικές μορφές αιτιοκρατίας. Ή κβάντωση τών άλληλεπιδράσεων στό έπίπεδο τής Μικροφυσικής, άπέδειξε δτι ή συνέχεια τοΰ μακροσκοπικού επιπέδου είναι επιφαινόμενο. Στό έπίπεδο αύτό, τό τυχαίο είναι ούσιαστικό. 'Εδώ τίθεται τό έρώτημα : Τά πιθανοκρατικά φαινόμενα είναι συμβατά μέ τήν αιτιότητα, τήν αιτιοκρατία καί τήν τοπικότητα ;
4. Ή κλασική στατιστική
αιτιοκρατία
Οί κλασικές θεωρίες τού πεδίου χειρίζονται στήν πραγματικότητα τεράστια σύνολα μικροφαινομένων. 'Εντούτοις ό μαθηματικός φορμαλισμός τους προϋποθέτει τή συνέχεια τοΰ πεδίου. Έπίσης,
196
i1emiito
κεφαλαιο
ό νέος τύπος αιτιοκρατίας, 6 όποιος χαρακτηρίζει αύτές τΙς θεωρίες, προϋποθέτει τή συνέχεια τών άλληλεπιδράσεων. Ή κατάσταση αύτή έξηγεϊται άπό τό γεγονός βτι τό μικροσκοπικά τυχαίο μεταμορφώνεται, στο μακροσκοπικό έπίπεδο, σε μακροσκοπική άναγκαιότητα. Είναι ωστόσο γνωστό 6τι άκόμα καί ή κλασική φυσική γνώριζε νόμους βπου τό τυχαίο «ήταν στήν έπιφάνεια». Ή κινητική θεωρία τών άερίων, ή κλασική θερμοδυναμική κλπ. δέν θά υπήρχαν χωρίς τό λογισμό τών πιθανοτήτων. 'Αλλά οί θεωρίες αύτές χειρίζονταν τά μικροσκοπικά συστήματα ώς ύλικά σημεία, δηλαδή στό πλαίσιο της μηχανιστικής άντίληψης. Ή ισχύς τής μηχανιστικής αίτιοκρατίας ήταν, κατά συνέπεια, μιά άπό τις προϋποθέσεις τής κλασικής στατιστικής φυσικής. Πώς θά μπορούσε λοιπόν νά συμφιλιωθεί τό τυχαίο μέ τήν αιτιοκρατία ; Ή κλασική κατάσταση άντιπροσωπεύεται άπό ένα πιθανοτικό μέτρο χωρίς διασπορές. Οί στατιστικές καταστάσεις, άπό τήν άλλη πλευρά, άντιπροσωπεύονται άπό πιθανοτικά μέτρα στό χώρο τών φάσεων. 'Αλλά στό κλασικό πλαίσιο, μιά κατάσταση ή όποία έκδηλώνει στατιστικά διασπορές θεωρείται μή πλήρης περιγραφή τοΰ συστήματος. Έτσι γινόταν δεκτό βτι θά ήταν δυνατόν, κατ' αρχήν, νά εισαχθεί ένας συμπληρωματικός άριθμός παραμέτρων καί νά όριστεΐ μιά κατάσταση χωρίς διασπορές ( ένα σημείο στό χώρο τών φάσεων ). Οί κλασικοί πιθανοκρατικοί νόμοι έθεωροΰντο συνεπώς άναγώγιμοι σέ αιτιοκρατικούς. Κατά συνέπεια, ή κατηγορία τοΰ τυχαίου είχε άναχθεΐ στό καθεστώς υποκειμενικής, μή ούσιαστικής κατηγορίας. 'Αλλά τό τυχαίο μπορεί νά είναι προϊόν μή ορατών δυναμικών νόμων, οί όποιοι θά ήταν δυνατόν νά ανακαλυφθούν, ή τυχαίων κινήσεων σέ ένα διαφορετικό έπίπεδο όργάνωσης τής ύλης : « Παντοΰ βπου τό τυχαίο φαίνεται νά λειτουργεί στήν έπιφάνεια », έγραφε ό Ένγκελς, « βρίσκεται πάντα ύπό τήν έξουσία κρυμμένων έσωτερικών νόμων καί τό θέμα είναι νά τούς άνακαλύψουμε ».'' 'Αλλά ή κβαντική μηχανική φαινόταν άσύμβατη μ'αύτή τήν έλπίδα, τουλάχιστον κατά τήν « όρθόδοξη » έρμηνεία της.
μορφεσ φυσικησ
21 1
αιτιοκρατιασ
5. Ή κβαντική στατιστική
αιτιοκρατία
Ή κλασική στατιστική δέν μπορούσε νά αναδείξει τή διαλεκτική τυχαίου καί άναγκαίου. Ή κβαντική μηχανική πραγματοποίησε αύτό τό βήμα. Ό Πώλ Λανζεβέν ήταν ένας άπό τούς πρώτους πού διατύπωσαν, έστω καί περιληπτικά, τή νέα έννοια τοΰ κβαντικού στατιστικοΰ καθορισμοΰ.18 Ή κβαντική φυσική ( μικροφυσική ) γεννήθηκε μέ τήν άνακάλυψη τής κβάντωσης τής ήλεκτρομαγνητικής άλληλεπίδρασης ( 1900 ), τήν ανακάλυψη τής ραδιενέργειας καί τής δομής τοΰ άτόμου, δηλαδή μέ τήν άπαρχή τής άνακάλυψης ένός έπιπέδου όργάνωσης τής ΰλης, βαθύτερου άπό τό μακροσκοπικό. Ή άνάδυση αύτής τής έπιστήμης προϋπέθετε έξάλλου τήν άνάπτυξη τοΰ ήλεκτρομαγνητισμοΰ καί τών σχετικών τεχνικών τής φωτογραφίας, τής φασματοσκοπίας, τής χημικής άνάλυσης καί όρισμένων κλάδων τών νεότερων Μαθηματικών. Σημειώσαμε στό δεύτερο μέρος αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου 6τι ή δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν κλασικά συστήματα είναι δομή Boole καί 6τι ή δομή αύτή είναι συνέπεια : α ) Τής συμβατότητας όλων τών μεταβλητών τοΰ συστήματος καί β ) τής διατήρησης τής ταυτότητας τοΰ συστήματος κατά τή μέτρηση. Ή έπιμεριστική ταυτότητα, ή όποία ισχύει έπίσης στήν κλασική μηχανική, είναι μιά άλλη έκφραση τής συμβατότητας τών μεταβλητών καί τής διατήρησης τής ταυτότητας τοΰ συστήματος. Ή έπιμεριστική ταυτότητα δέν ισχύει στήν κβαντική μηχανική. Έδώ, άντίθετα, ισχύει ή άρχή τής επαλληλίας.19 'Αλλά ένα πλέγμα τό όποιο Ικανοποιεί τήν άρχή τής έπαλληλίας δέν είναι μπούλειο. Κατά συνέπεια, ή λογική δομή τών προτάσεων πού άφοροΰν ένα κβαντικό σύστημα δέν είναι ή δομή τής τυπικής λογικής, δηλαδή τής λογικής τής ταυτότητας.20 Ποιό είναι τό φυσικό νόημα αύτής τής διαφορετικής λογικής πού ισχύει γιά τά κβαντικά συστήματα ; Ή τυπική αύτή διαφορά είναι μεταγραφή τοΰ γεγονότος ότι οί φυσικές προϋποθέσεις τών δύο κλάδων είναι διαφορετικές. Ή μή
198
ii e m i ι τ ο
κεφαλαιο
μπούλεια δομή τής κβαντικής μηχανικής είναι συνέπεια : α ) Τής ύπαρξης μή συμβατών παραμέτρων καί της ίσχύος τών άνισοτήτων τού Χάιζενμπεργκ, β ) τής ίσχύος τής άρχής τής έπαλληλίας, γ ) τοΰ πιθανοκρατικοΰ χαρακτήρα αύτοΰ τοΰ κλάδου. Μέ ποιόν τρόπο όμως αύτές οί ιδιομορφίες συνδέονται μέ τόν δήθεν ίντετερμινισμό ; Θά έπιχειρήσουμε νά δείξουμε ότι ή διαφορά άνάμεσα στήν κλασική καί τήν κβαντική μηχανική βρίσκεται στό γεγονός ότι στήν κβαντική μηχανική ή άρχή της ταυτότητας -βάση τής μηχανιστικής άντίληψης- δέν ισχύει γενικά. Στήν περίπτωσή της υπάρχει διαταραχή της κατάστασης, δημιουργία νέων στοιχείων πραγματικότητας, μετάβαση άπό τό δυνάμει στό ένεργεία. Έδώ έκδηλώνεται μιά νέα μορφή αιτιοκρατίας : Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός. Ά ς δοΰμε πρώτα τίς άν ισότητες τοΰ Χάιζενμπεργκ, κατά τις όποιες είναι άδύνατο νά μετρήσουμε γιά τό ίδιο σύστημα δύο συζυγείς μεταβλητές ( π.χ., τή θέση καί τήν όρμή ) μέ αύθαίρετα μεγάλη άκρίβεια. Άλλά, κατ'άρχήν, ό ισχυρισμός κατά τόν όποιο οί ανισότητες αύτές θέτουν ένα άνώτατο όριο στήν ταυτόχρονη γνώση τών δύο συζυγών μεταβλητών, άμφισβητήθηκε άπό πολλούς φυσικούς. Ά ς δεχτοΰμε όμως τήν ισχύ τών άνισοτήτων του. Πώς θά τις έρμηνεύαμε σ' αύτή τήν περίπτωση ; Μιά έρμηνεία, ή όποία διατυπώθηκε άπό τόν ίδιο τόν Χάιζενμπεργκ, είναι ή τελεστική ( opérationaliste ) : Τό όργανο τής μέτρησης διαταράσσει τό σύστημα, έξαίτιας τής πεπερασμένης τιμής τοΰ κβάντου δράσης. Έ τσι καταστρέφει τήν πληροφορία ή όποία θά άφοροΰσε τή δεύτερη μεταβλητή. Ή προηγούμενη έρμηνεία προϋποθέτει ότι οί δύο μεταβλητές υπάρχουν πρίν άπό τή μέτρηση. Άλλά ή άποψη αύτή άντιφάσκει μέ τήν « άρχή » τής άνυπαρξίας τών μή παρατηρημένων μεγεθών, τήν όποία διατύπωσαν ό Wolfgang Pauli ( 19001958 ) καί ό ίδιος ό Χάιζενμπεργκ. Ή έλλειψη συνοχής τής έπίσημης έρμηνείας δέν περιορίζεται σ'αύτή τήν άντίφαση. Έπειδή, σύμφωνα μέ τή δεύτερη έρμηνεία, τήν όποία θά όνομάσουμε όντική, τά κβαντικά σωμάτια είναι κυματοδέσμες καί συνεπώς παρουσιάζουν μιά έκταση τόσο στό χώ-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
ρο βσο καί. στήν όρμή. Οί άνισότητες τοϋ Χάιζενμπεργκ υποτίθεται δτι εκφράζουν τήν ένδογενή άβεβαιότητα τής κυματοδέσμης, δηλαδή τοΰ άτομικοΰ κβαντικοΰ σωματίου. Ποιό είναι δμως τό φυσικό νόημα τής κυματοδέσμης ; Ή Ιννοια αύτή διατυπώθηκε άπό τόν ΛουΙ ντέ Μπρέιγ καί στή συνέχεια υιοθετήθηκε άπό τόν Σραίντινγκερ, κατά τήν πρώτη περίοδο τής κβαντικής μηχανικής. Άπό διδακτική άποψη, έγραφε άργότερα ό Ντέ Μπρέιγ, ήταν πολύ χρήσιμο νά χρησιμοποιούμε αύτή τήν εικόνα, « άλλά δέν είναι βέβαιο δτι άντιστοιχεϊ στήν πραγματικότητα ».21 Έπίσης, κατά τόν Σραίντινγκερ, τό σωμάτιο δέν θά μπορούσε νά άντιπροσωπεύεται μέ έπάρκεια, κατ' αύτόν καί κατά τόν ντέ Μπρέιγ, ώς κυματοδέσμη.22 Παρά ταΰτα καί κατά τήν τρέχουσα έρμηνεία, ή κυματοδέσμη είναι φυσική πραγματικότητα, άν καί μή παρατηρήσιμη, άποψη ή όποία δέν έμπόδισε τόν ίδιο τόν Niels Bohr ( 1885-1962 ) νά ύποστηρίξει δτι ένα σωμάτιο δέν είναι κένταυρος μέ διπλή φύση, καί νά δώσει μιά άγνωστικιστική άπάντηση χάρη στήν « άρχή τής συμπληρωματικότητας».23 Ή όρθόδοξη θέση είναι άσυνεπής. Άλλά δπως έλεγε ό Μπασλάρ, ή αιτία τής « άπροσδιοριστίας » είναι σαφώς καθορισμένη : Είναι ή κβάντωση τών άλληλεπιδράσεων. Στή βάση αύτοΰ τοΰ φυσικοΰ γεγονότος, είναι δυνατόν νά διατυπωθεί μιά στατιστική έρμηνεία τών άνισοτήτων τοΰ Χάιζενμπεργκ. Σύμφωνα μέ αύτή τήν έρμηνεία, οί άνισότητες δέν άφοροΰν τό άτομικό σωμάτιο, άλλά ένα στατιστικό σύνολο ταυτόσημων σωματίων, τά όποια βρίσκονται στήν ίδια κβαντική κατάσταση. Έξαιτίας τών άλληλεπιδράσεων μέ τό περιβάλλον, ή μέ τό δργανο τής μέτρησης, άλληλεπιδράσεις πού έχουν τυχαιακό χαρακτήρα, τά συζευγμένα μεγέθη έκδηλώνουν στατιστικές διασπορές, οί όποιες έκφράζονται άπό τις άνισότητες τοΰ Χάιζενμπεργκ. Συνεπώς ή ύπαρξη αύτών τών άνισοτήτων δέν άποτελεΐ έπιχείρημα κατά τής αιτιοκρατίας. Οί αιτίες τών φαινομένων είναι γενικά γνωστές καί τά φαινόμενα καθορίζονται άπό τις αιτίες τους. Μιά άλλαγή τών συνθηκών τροποποιεί τήν πιθανοτική κατανομή τοΰ στατιστικού συνόλου καί
200
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
αύτό άποτελεϊ άπτή μαρτυρία της ύπαρξης νέας μορφής αιτιοκρατίας. Ό κβαντικός στατιστικός καθορισμός είναι ή μορφή καθορισμού ή όποία έκφράζει τό γενικό πλαίσιο τών νόμων στό μικροφυσικό έπίπεδο.24 Ά ν δεχτούμε τήν άρχή τής συμπληρωματικότητας ( Μπώρ ), τότε, κατά τόν Δανό φυσικό, μπορούμε νά Ιχουμε μιά αιτιοκρατική ή μιά χωροχρονική περιγραφή, άλλά όχι καί τΙς δυό ταυτόχρονα. Οί δύο περιγραφές, οί συμπληρωματικές περιγραφές κατηγορημάτων ή φυσικών μεγεθών γενικότερα, « άποκλείονται άμοιβαϊα ». Παρά ταύτα, ή κβαντομηχανική περιγραφή θεωρείται πλήρης άπό τή θετικιστική σχολή ( ή περισσότερο πλήρης δυνατή). Ή έρμηνεία τής Κοπεγχάγης, γενικότερα, είχε γίνει δεκτή άκόμα καί άπό διαπρεπείς φυσικούς οί όποϊοι έθεωρούντο μαρξιστές, δπως ό Léon Rosenfeld ( 1904-1974 ) καί ό Βλαντιμίρ Φόκ ( 1898-1974 ). Καί οί δύο θεωρούσαν διαλεκτική τήν άρχή τής συμπληρωματικότητας. Άλλά διαλεκτική ώς γνωστόν σημαίνει ένότητα καί δχι άμοιβαϊο άποκλεισμό τών συμπληρωματικών κατηγορημάτων. Ή πρώτη άντίρρηση στήν έρμηνεία τής σχολής τής Κοπεγχάγης άφορα τήν «πληρότητα». Άλλά οί φυσικοί χρησιμοποιούν χωροχρονικά δεδομένα γιά νά υπολογίσουν δυναμικά μεγέθη, χωρίς νά νοιάζονται γιά τούς περιορισμούς πού έπιβάλλει ή άρχή της συμπληρωματικότητας. Μιά δεύτερη καί σπουδαιότερη άντίρρηση άφορα τό μηχανιστικό πνεύμα πού ένυπάρχει στήν « όρθόδοξη » έρμηνεία : Άκόμα καί άν θά ήταν δυνατόν νά γνωρίσουμε μέ άκρίβεια τή θέση καί τήν όρμή ένός σωματίου, άκόμα καί σέ αύτή τήν περίπτωση θά ήταν άδύνατο νά προβλέψουμε μέ βεβαιότητα τό άποτέλεσμα μιας « μέτρησης » κατά τήν όποία δημιουργούνται νέες καταστάσεις. Τό φαινόμενο αύτό, ή λεγόμενη « άναγωγή τής κυματοδέσμης », είναι φαινόμενο μετασχηματισμού τοΰ σωματίου. Είναι μή γραμμικό φαινόμενο, τό όποϊο είναι άδύνατο νά περιγραφεί μέ βάση μηχανικά δεδομένα. Έτσι φτάσαμε στό δεύτερο έπιχείρημα τής θετικιστικής σχολής. Σύμφωνα μέ τίς κλασικές μορφές αιτιοκρατίας, οί αύτές αϊ-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
τίες προκαλούν τά αύτά άποτελέσματα (Νεύτων). Είδαμε δμως δτι συχνά στή φύση, δπως καί σέ ορισμένους τύπους μέτρησης, άπό μια αρχική κβαντική κατάσταση, μπορούν νά προκύψουν περισσότερες άπό μία τελικές, σύμφωνα μέ μιά ορισμένη καί γενικά προβλέψιμη πιθανοτική κατανομή. Κατά τήν όρθόδοξη σχολή, ό πιθανοκρατικός χαρακτήρας τής κβαντικής μηχανικής άποδεικνύει δτι ή φύση δέν σέβεται τήν άρχή τής αιτιότητας, τουλάχιστον στό μικροφυσικό έπίπεδο. Ά ς δούμε δμως τήν κατάσταση πιό συγκεκριμένα. Σύμφωνα μέ τόν J. von Neumann ( 1903-1957 ), ύπάρχουν δύο τρόποι έξέλιξης μιας κβαντικής κατάστασης : α ) Ή « αίτιακή », άν τό σύστημα δέν διαταραχτεί, β ) ή « άναίτια » ( acausale ), ή όποία προκαλείται άπό τή μέτρηση καί ή όποία έν γένει οδηγεί σέ περισσότερες άπό μία καταστάσεις, μετασχηματίζοντας τήν άρχική καθαρή κατάσταση σέ μείγμα καταστάσεων. Παρά τή γνώση τής αιτίας ( άλληλεπίδραση μέ τό βργανο ) ό μετασχηματισμός θεωρείται άναίτιος. Άλλά ύπάρχουν καί χειρότερα: Σύμφωνα μ'αύτή τήν έρμηνεία, ό μετασχηματισμός τοΰ κβαντικού συστήματος ( ή λεγόμενη άναγωγή τής κυματοδέσμης ) είναι άνέφικτος. Τό σύστημα τό όποιο ύφίσταται τή μέτρηση θά συνεχίζει νά ταλαντεύεται στήν αιωνιότητα, άνάμεσα στις δυνατές καταστάσεις. Μόνον ή παρέμβαση ένός παρατηρητή ( μιάς συνείδησης ) μπορεί νά προκαλέσει « τήν άναγωγή τής κυματοδέσμης » καί νά δημιουργήσει μιά ιδιοκατάσταση, δηλαδή μιά άπό τίς πιθανές καταστάσεις. Άλλά άκόμα καί ό παρατηρητής, έπεμβαίνοντας, θά άποτελέσει καί αύτός μέρος τοΰ « μεγάλου συστήματος » καί θά χάσει τή μαγική δύναμη τής άναγωγής. 'Εδώ βρίσκεται τό κρίσιμο σημείο τής άποτυχίας τής όρθόδοξης έρμηνείας καί τοΰ ίντετερμινισμοΰ της. Τό σαρκαστικό παράδοξο τοΰ Σραίντινγκερ είναι μιά άπεικόνιση τοΰ άδιεξόδου τής μή στατιστικής έρμηνείας ( τής single system interpretation ).2b Ή ίντετερμινιστική έρμηνεία είναι υποκειμενική. Αντί νά άναγνωρίσει τήν άδυναμία τοΰ σημερινού γραμμικού φορμαλισμού νά περιγράψει τά μή γραμμικά φαινόμενα μετασχηματισμού, είσή-
202
ii e m i ι τ ο
κεφαλαιο
γαγε, χωρίς Ιστω νά δημιουργήσει μιά τεχνητή διέξοδο, τή συνείδηση τοϋ παρατηρητή, ό όποιος δέν έχει σχέση μέ τό φαινόμενο. Πράγματι, πρόκειται γιά μή γραμμικό φαινόμενο ποιοτικού μετασχηματισμού, μή άντιστρεπτό καί μή συντηρητικό ( dissipatif ), τό όποιο δέν είναι στιγμιαίο, άλλα διαθέτει χρονικό πάχος. Στήν έποχή τής σχεδόν άποκλειστικής κυριαρχίας τής θετικιστικής σχολής, δέν υπήρχε κάποιο ρεαλιστικό πρότυπο έναντίον τοΰ υποκειμενισμού. Σήμερα υπάρχουν τέτοια πρότυπα, τα όποια, μέ τήν εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων περιγράφουν τή λεγόμενη άναγωγή τής κυματοδέσμης ώς μή αντιστρεπτό, μή συντηρητικό καί πεπερασμένης διάρκειας φαινόμενο.26 'Αλλα άκόμα καί κατά τήν έποχή τής σχεδόν άποκλειστικής κυριαρχίας τής όρθόδοξης σχολής, υπήρχαν φυσικοί οί όποιοι υπερασπίζονταν τό ρεαλισμό καί τήν αιτιοκρατία. Ό Σραίντινγκερ, π.χ., έπικρίνοντας τήν κυρίαρχη " fit and jark " θεωρία γιά τις μεταπτώσεις άπό ένα ένεργειακό έπίπεδο σέ άλλο, είχε διατυπώσει τήν έλπίδα δτι οί κυματικές έξισώσεις θά μποροΰσαν νά περιγράψουν τις μεταβολές αύτοΰ τοΰ είδους ώς βραδείες καί περιγράψιμες διαδικασίες.2' Σέ ένα άλλο άρθρο τής ίδιας περιόδου ό Σραίντινγκερ έγραφε δτι άν ένας νεοφερμένος στήν κβαντική μηχανική έθετε τό έρώτημα « άν οί μεταπτώσεις στό άτομο πού άκολουθοΰν τήν έκπομπή ένός κβάντου φωτός είναι στιγμιαίες ή άν χρειάζονται κάποιο χρονικό διάστημα γιά νά περάσουν άπό τις ένδιάμεσες καταστάσεις, θά τοΰ άπαντοΰσαν δτι τό έρώτημα στερείται νοήματος καί δτι δέν υπάρχει άπάντηση ». Ό Σραίντινγκερ άναγνώριζε δτι πήγαινε « έναντίον τοΰ ρεύματος ».28 'Επίσης, ό 'Αϊνστάιν επέμενε δτι άν δεχτοΰμε τή στιγμιαία μετάπτωση τής κατάστασης, τότε έχουμε άνάγκη ένός είδικοΰ μηχανισμού δράσης άπό άπόσταση.29 Τήν ίδια έκείνη έποχή είχαν διατυπωθεί οί πρώτες θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους.30 Οί Ντ. Μπώμ καί J. Bub, μέ τή σειρά τους, υποστήριξαν δτι μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους θά μποροΰσε νά περιγράψει τήν «κατάρρευση» ώς αιτιοκρατική διαδικασία.31 Ποιό είναι λοιπόν τό φυσικό περιεχόμενο αύτοΰ τοΰ φαινομέ-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
νου πού ονομάζεται ( χωρίς νά περιγράφεται ούτε νά έξηγεϊται ) άναγωγή τής κνματοδέσμης ; Ένα « ελεύθερο » σωμάτιο έξελίσσεται αιτιοκρατικά. 'Αλλά ή κατάσταση γίνεται έντελώς διαφορετική άν ένα δργανο μέτρησης καταστρέψει τήν ιδανική άπομόνωση τοΰ συστήματος, μέ μιά έξωτερική διαταραχή : Ά ν ύπάρξει μιά σύζευξη άνάμεσα στό δργανο και στό κβαντικό σύστημα. Εξαιτίας τής σύζευξης, θά ήταν δυνατόν, ύπό ορισμένες συνθήκες, νά πραγματοποιηθεί Ινας μετασχηματισμός τοΰ κβαντικού συστήματος : Νέα στοιχεία πραγματικότητας δημιουργούνται χάρη στήν άλληλεπίδραση, άλλα καταστρέφονται καί οί δυνατότητες τοΰ κβαντικοΰ στατιστικού συνόλου γίνονται πραγματικές ( πέρασμα άπό τή δυνατότητα στήν πραγματικότητα). Οί δυναμικότητες αύτές, δηλαδή οί δυνατές καταστάσεις καί οί άντίστοιχες πιθανότητες, εξαρτώνται: α) Άπό τή φύση καί τήν κατάσταση τοΰ σωματίου, β ) άπό τή φύση καί τήν κατάσταση τοΰ δργάνου, γ ) άπό τίς συνθήκες. Κατά συνέπεια, ό μετασχηματισμός είναι αιτιοκρατικός, έπειδή ή μεταβολή τών συνθηκών συνεπάγεται τήν άλλαγή τής πιθανοτικής κατανομής· Οί νέες καταστάσεις δέν άναδύονται άπό τό Μηδέν. Τά στοιχεία πραγματικότητας της νέας κατάστασης προκύπτουν άπό τό μετασχηματισμό στοιχείων τής παλαιάς κατάστασης, έξαιτίας τής άλληλεπίδρασης τοΰ σωματίου μέ τό δργανο. Έδώ έκδηλώνεται, γιά μιά άκόμη φορά, ή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία. Αύτά τά φαινόμενα μετασχηματισμού είναι μή άντιστρεπτά καί μή συντηρητικά. Είναι διαδικασίες στό χωροχρόνο καί δχι στιγμιαίες ( ή άνέφικτες ) μεταπτώσεις. Είναι κατά συνέπεια πραγματικά φυσικά φαινόμενα καί δχι πλασματικές « άναγωγές » καί άλματα μιάς κατεξοχήν πλασματικής οντότητας : τής κυματοδέσμης. Συνεπώς το καταστατικό διάνυσμα δεν είναι ενα λογιστικό έργαλεϊο. 'Εκφράζει τό μέτρο τών δυναμικοτήτων τοϋ στατιστικού συνόλου στις δεδομένες συνθήκες. Μέ τήν ίδια έννοια ό χώρος Χίλμπερτ, στόν όποιο άνήκει τό καταστατικό διάνυσμα, δέν είναι χώρος πραγματικών καταστάσεων πού προϋπάρχουν άπό
204
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
τή μέτρηση, άλλα Ινας δυνάμει χώρος : Ό χώρος τών δυνάμει καταστάσεων τοϋ κβαντικού στατιστικού συνόλου.32 Μέ βάση τήν προηγούμενη έρμηνεία θά μπορούσε νά ύποστηριχτεΐ δτι ή άρχή τής έπαλληλίας, τής οποίας ή ισχύς είναι χαρακτηριστικό τής κβαντικής μηχανικής, είναι ή τυπική έκφραση τών δυναμικοτήτων τοΰ κβαντικού στατιστικού συνόλου.33 Οί καταστάσεις πού ύπάρχουν στό καταστατικό διάνυσμα δέν είναι συνεπώς πραγματικές καταστάσεις, σέ έπαλληλία, δπως συχνά υποστηρίζει ή θετικιστική σχολή.3'' Είναι προφανές δτι οί προηγούμενες διαδικασίες δέν είναι άναίτιες οΰτε μή αιτιοκρατικές. Οί αιτίες είναι γνωστές -τουλάχιστον στό κβαντικό έπίπεδο- καί μέ βάση αύτή τή γνώση είναι δυνατόν νά ύπολογιστοΰν προκαταβολικά οί δυνατές καταστάσεις καί οί άντίστοιχες πιθανότητες. Οί θεωρητικές προβλέψεις έπαληθεύτηκαν πάντοτε. 'Εδώ συνεπώς είμαστε μπροστά σέ έναν νέο τύπο καθορισμού : Τόν κβαντικό στατιστικό καθορισμό,35 Θά μπορούσε δμως νά πει κανείς : Ά ς δεχτοΰμε τήν αιτιότητα ! Άλλά ή αιτιοκρατία ; Πώς οί αύτές αιτίες προκαλούν διαφορετικά άποτελέσματα ; Κατά τή θετικιστική σχολή, ό ίντετερμινισμός είναι έμμενής στά μικροφαινόμενα. Άντίθετα μέ δ,τι συμβαίνει στήν κλασική στατιστική φυσική, τό κβαντικό τυχαίο είναι « ουσιαστικό », « μή άναγώγιμο », έκδήλωση τής έσωτερικής φύσης τών έσχατων συστατικών τοΰ φυσικού κόσμου. Άλλά πώς έξελίχθηκαν τά πράγματα άπό τήν έποχή τοΰ Μπώρ καί τοΰ Χάιζενμπεργκ ; 6. Τοπικότητα και αιτιότητα στή Φυσική Οί σχετικιστικές θεωρίες, δπως έχουμε σημειώσει, είναι τοπικές. Ή κβαντική μηχανική, στήν πρώτη της διατύπωση, είναι μιά τοπική θεωρία. Άλλά σύμφωνα μέ τό σχετικιστικό πνεύμα ορισμένων τουλάχιστον άπό τούς δημιουργούς της (Αϊνστάιν, Ντέ Μπρέιγ, Σραίντινγκερ ), επρόκειτο γιά άνάγκη τοΰ φορμαλισμού. Αύτή ή
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
μή τοπική διατύπωση άντιπροσώπευε συνεπώς μιά πρώτη προσέγγιση στήν πραγματική σχετικιστική φύση τών μικροσωματίων. Οί σχετικιστικές-κβαντικές θεωρίες, εξάλλου, πραγματοποίησαν τή σύνδεση άνάμεσα στά κβαντικά φαινόμενα καί τή σχετικιστική τοπικότητα. Ή κβαντική μηχανική είναι μιά θεωρία κατάλληλη γιά τά μικροφυσικά φαινόμενα. Οί προβλέψεις της έπαληθεύτηκαν άπό τό πείραμα καί τό πεδίο έφαρμογής της συνεχώς επεκτείνεται. 'Εντούτοις τό πρόβλημα τής πληρότητας είχε τεθεί άπό τήν άρχή. Πρώτος ό Λουί ντέ Μπρέιγ πέτυχε μιά αιτιοκρατική διατύπωση μέ λανθάνουσες παραμέτρους τό 1927 ( θεωρία τής διπλής λύσης ). Έπίσης, τό 1935 ό Σραίντινγκερ, μέ τή βοήθεια τού περίφημου παράδοξού του, άνέδειξε τόν υποκειμενισμό καί τό άδιέξοδο τής ορθόδοξης έρμηνείας. Τό ιδιο έτος, οί "Αλμπερτ 'Αϊνστάιν, Boris Podolsky ( 1896-1966 ) καί Nathan Rosen ( 1909-1995 ) ( Einstein, Podolsky, Rosen, EPR ) διατύπωσαν τό δικό τους παράδοξο τό όποιο άμφισβητούσε τήν πληρότητα τής κβαντομηχανικής περιγραφής, άνοίγοντας έτσι τό δρόμο γιά τήν άναζήτηση θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους. Έδώ δέν είναι ή θέση γιά νά περιγράψουμε τό ιδεατό πείραμα EPR. Ή άρχή του έν πάση περιπτώσει συνίσταται στό έξής :Άν δύο σωμάτια Α καί Β έχουν άλληλεπιδράσει στό παρελθόν, είναι δυνατόν, μετρώντας ένα στοιχείο πραγματικότητας τοΰ σωματίου Α, νά προβλέψουμε τήν τιμή τοϋ άντίστοιχου στοιχείου πραγματικότητας τοΰ Β, χωρίς νά κάνουμε μέτρηση. Ή κβαντική μηχανική προβλέπει άλλά δέν έξηγεϊ αύτή τή συσχέτιση. Συνεπώς, κατά τούς EPR δέν είναι πλήρης θεωρία.36 Στήν άμεση άπάντησή του ό Μπώρ, « άνασκεύασε » τήν έπιχειρηματολογία τών EPR, μέ βάση τήν άρχή τού « μή διαχωρίσιμου ». Σύμφωνα μ' αύτή τήν άρχή, τά δύο σωμάτια συνεχίζουν νά άποτελοΰν ένα ένιαΐο σύστημα, μή διαχωρίσιμο, άκόμα καί μετά τό χωρισμό τους. Έτσι υποτίθεται ότι έξηγοΰνται οί συσχετίσεις τους. Τό παράδοξο δέν υπάρχει πλέον. Ή κβαντομηχανική περιγραφή είναι πλήρης καί οριστική, καί τό πρόβλημα τών λανθανου-
205
ii e m i ι τ ο
κεφαλαιο
σων παραμέτρων δέν έχει νόημα. Ποιά είναι δμως ή φύση τών φυσικών αλληλεπιδράσεων, οί όποιες έξασφαλίζουν τό συσχετισμό τών σωματίων Α καί Β στό χώρο, άκόμα καί μετά τό διαχωρισμό τους; Ό Μπώρ ποτέ δέν απάντησε σ'αύτό τό κρίσιμο έρώτημα. Εΐναι ώστόσο προφανές δτι τέτοιες άλληλεπιδράσεις πρέπει νά είναι μή τοπικές, συνεπώς νά άντιφάσκουν μέ τήν άρχή της σχετικότητας (τοπικότητα). *Αν ό Μπώρ είχε δίκιο, θά έπρεπε νά άποδεχτοΰμε ένα νέο σχήμα φυσικού καθορισμού, τό όποιο άναπόφευκτα θά μάς οδηγούσε στήν έποχή του Νεύτωνα.3/ Ό 'Αϊνστάιν δέν δέχτηκε ποτέ τό μή διαχωρίσιμο. Ή πραγματική κατάσταση τοϋ σωματίου Α είναι κατ' αύτόν άνεξάρτητη άπό τό τί γίνεται στό Β, τό όποιο άπέχει άπ'αύτό στό χώρο. Ό 'Αϊνστάιν πάντοτε υποστήριζε δτι ή κβαντική μηχανική δέν είναι πλήρης θεωρία. *Αν έπιμείνουμε στήν άντίθετη θέση, έγραφε, « θά πρέπει νά δεχτούμε δτι μιά μέτρηση πού γίνεται στό Α τροποποιεί βίαια τή φυσική πραγματικότητα τοΰ Β. Τό έπιστημονικό μου ένστικτο άνατριχιάζει μ'αύτή τήν ιδέα »,38 Μέ βάση τή σχετικιστική τοπικότητα, θά μπορούσαμε νά ποΰμε δτι τά άποτελέσματα τών μετρήσεων στό Α καί Β είναι συσχετισμένα έξαιτίας τής κοινής ιστορίας τών όνο σωματίων, άλλά δτι οί ίδιες οί μετρήσεις δεν είναι συσχετισμένες. *Αν τό Α πραγματοποιεί τό στοιχείο πραγματικότητας λΑ, αύτό δέν σημαίνει δτι τό Β θά πραγματοποιήσει αυτόματα ( μέ τηλεπάθεια ; ) τό στοιχείο λΒ. Έχει άπλώς τή δυνατότητα νά πραγματοποιήσει τήν κατάσταση λΒ, άν γίνει μιά κατάλληλη μέτρηση. Θά πρέπει συνεπώς νά άναζητήσουμε τήν έρμηνεία τοΰ παράδοξου EPR στήν κοινή ιστορία τών δύο σωματίων, έπειδή οί παρατηρούμενες συσχετίσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τήν κοινή γένεση τών σωματίων. Ό Τζ.Σ. Μπέλ, θεωρώντας τά δύο σωμάτια ώς πραγματικά χωρισμένα στό χώρο, πράγμα πού είναι σωστό, θεώρησε δτι θά μποροΰσε νά παραγοντοποιήσει τά καταστατικά τους διανύσματα. 'Αλλά δπως υποστηρίζω τό άποτέλεσμα τοΰ υπολογισμού είναι λανθασμένο, έπειδή τά δύο σωμάτια ήταν ήδη συσχετισμένα. Κατά συνέπεια, αιτία τοΰ φαινομένου είναι ή συσχέτιση τών σω-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
ματίων κατά τήν κοινή γέννησή τους καί δχι τό άσαφές μή διαχωρίσιμο.33 Ή κβαντική μηχανική προβλέπει, δπως είπαμε, τό φαινόμενο άλλα δέν τό έξηγεΐ. Δέν είναι λοιπόν « πλήρης » θεωρία. Δηλαδή, έξηγεΐ ώς ένα έπίπεδο τή μικροφυσική πραγματικότητα, άλλα δέν έξηγεΐ βαθύτερες, κρυμμένες διαδικασίες. Ό 'Αϊνστάιν ύπερασπίστηκε πάντοτε τή ρεαλιστική του θέση, δπως καί τήν αιτιοκρατία καί τήν τοπικότητα. Ή έρμηνεία τής Κοπεγχάγης, κατ'αύτόν, ισοδυναμούσε μέ τήν έγκατάλειψη τής τοπικότητας καί τήν εισαγωγή δράσεων άπό άπόσταση. 'Επιπλέον, ή έρμηνεία αύτή ήταν άντιρεαλιστική καί άντιαιτιοκρατική. Κατά τή δεκαετία τοΰ 1930 δλοι, έκτός άπό μερικούς « άνένδοτους », ήταν βέβαιοι δτι ό 'Αϊνστάιν είχε τελεσίδικα ήττηθεΐ άπό τόν Μπώρ. Τήν ίδια περίοδο εξάλλου, ό Φόν Νόυμαν είχε άποδείξει τό περίφημο θεώρημά του, κατά τό όποιο δέν ύπάρχουν κβαντικές καταστάσεις χωρίς διασπορές καί, κατά συνέπεια, ή φύση δέν σέβεται τήν αιτιότητα, τουλάχιστον στό μικροφυσικό έπίπεδο. « Μέσα στά δρια τών συνθηκών μας », έγραφε ό Φόν Νόυμαν, « ή άπόφαση έχει ληφθεί καί είναι έναντίον τής αιτιότητας, έπειδή δλα τά σύνολα παρουσιάζουν διασπορές, άκόμα καί τά όμοιογενή ». Ό Φόν Νόυμαν απέρριπτε έπίσης τήν ύπόθεση τών λανθανουσών παραμέτρων, έπειδή « τό παρόν σύστημα τής κβαντικής μηχανικής θά έπρεπε νά είναι άντικειμενικά λανθασμένο γιά νά είναι δυνατή μιά περιγραφή διαφορετική άπό τή στατιστική, γιά τΙς στοιχειώδεις διαδικασίες ».40 Ή άπόδειξη τοΰ Φόν Νόυμαν ήταν μιά αύστηρή λογικομαθηματική άπόδειξη. Ό ίδιος καί ό G. Birkhoff ( 1911-1996 ) είχαν έπίσης άποδείξει τή μή κλασική δομή τών κβαντομηχανικών προτάσεων.41 Οί άποδείξεις αύτές, μαζί μέ τίς έπιστημολογικές άναλύσεις τοΰ Μπώρ, τοΰ Χάιζενμπεργκ καί άλλων διαπρεπών φυσικών, οδήγησαν τήν ολότητα σχεδόν τών φυσικών στό συμπέρασμα δτι ή ορθόδοξη έρμηνεία ήταν ή όρθή καί δτι ό ίντετερμινισμός ήταν ένδογενές χαρακτηριστικό τοΰ κόσμου τής μικροφυσικής. Ένα νέο κύμα μυστικισμού τροφοδοτήθηκε άπ' αύτή τή θέση. Εντούτοις, δπως είναι γνωστό, κατά τή δεκαετία τοΰ 1950, ή
2θ8
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
κατάσταση πήρε μια απροσδόκητη τροπή. Ό Ντ. Μπώμ χωρίς νά γνωρίζει τή θεωρία τής διπλής λύσης ( 1927 ) κατόρθωσε νά διατυπώσει μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους ( 1952 ), ή όποία έπετύγχανε μιά αΐτιοκρατική-δυναμική περιγραφή της κίνησης τοΰ μικροσωματίου. Στό πλαίσιο αύτής τής θεωρίας οί πιθανότητες γίνονται αναγκαίες καί δέν είναι έκδήλωση έσωτερικής έλλειψης καθορισμού.42 'Αλλά ή αιτιοκρατική αύτή θεωρία ήταν μή τοπική. Έκτοτε διατυπώθηκαν καί άλλες θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους (Μπώμ, Βιζιέ, Aharonov καί άλλοι).43 Έπίσης τό θεώρημα τού Φόν Νόυμαν άνασκευάστηκε άπό τόν Ντέ Μπρέιγ, τόν Α. Lande, τόν Μπέλ καί άπό άλλους φυσικούς.44 'Ορισμένοι ειδικοί στή Λογική ήταν ώστόσο άντίθετοι στίς θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους, έπειδή, κατά τήν άποψή τους, σ'αύτή τήν περίπτωση θά έπρεπε νά ενσωματωθεί ολόκληρο τό κβαντικό πλέγμα σέ μιά κλασική δομή. "Ομως, άλλοι ειδικοί στή Λογική υποστήριξαν ότι έπρόκειτο γιά μιά πολύ περιοριστική άξίωση καί ότι ή ύπαρξη θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους δέν άφοροϋσε παρά μόνον μπούλεια υποσύνολα τού συνόλου τών προτάσεων.43 Εντούτοις -^τελευταίο έπιχείρημα- οί λανθάνουσες παράμετροι, άκόμα καί άν υπάρχουν, δέν έκδηλώνονται, έπειδή οί νέες θεωρίες άναπαρήγαγαν τίς προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής. 'Αλλά όπως έχουμε σημειώσει, ό Μπέλ άπέδειξε τό 1964 ότι μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους, ή όποία θά άπέβλεπε, σύμφωνα μέ τό πνεΰμα τού 'Αϊνστάιν, νά άποκαταστήσει τήν αιτιότητα καί τήν τοπικότητα, θά έπρεπε, ύπό ορισμένες συνθήκες, νά άντιφάσκει μέ τίς στατιστικές προβλέψεις τής κβαντικής μηχανικής.46 Συνεπώς οί θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους θά μπορούσαν νά έλεγχθοΰν πειραματικά ! "Εκτοτε έγιναν πολλά πειράματα. Όλα σχεδόν ήταν ύπέρ τής κβαντικής μηχανικής καί κατά τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ. "Ετσι, μπροστά στό σχεδόν άποδεδειγμένο γεγονός ότι τό πείραμα σέβεται τΙς προβλέψεις τής κβαντικής μηχανικής, μεταξύ τών φυσικών διαμορφώθηκαν οί άκόλουθες τάσεις :
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
α ) Πολλοί έρμήνευσαν τά πειραματικά αποτελέσματα σάν δικαίωση τών ιδεών τοϋ Μπώρ καί ειδικά ώς επιβεβαίωση τοΰ μή διαχωρίσιμου. "Ετσι ή όρθόδοξη σχολή φάνηκε νά παίρνει μιά νέα πνοή. β ) Άπό τή σχολή Ντέ Μπρέιγ προέκυψε έπίσης μιά άλλη τάση ( Μπώμ, Βιζιέ ) ή όποία θέλησε νά σώσει τόν ρεαλισμό καί τήν αιτιοκρατία. Εγκατέλειψε γι'αύτόν τό λόγο τήν τοπικότητα, δεχόμενη τήν ύπαρξη ύπερφωτεινών άλληλεπιδράσεων, οί όποιες, χωρίς νά μεταφέρουν σήμα, έξασφαλίζουν τήν αίτιακή σύνδεση τών σωματίων Α καί Β. Μ'αύτόν τόν τρόπο υποστηρίζουν 6τι γίνεται σεβαστή ή άρχή τής σχετικότητας, έφόσον δέν μεταφέρεται ένέργεια. Όμως ή φύση αύτών τών άλληλεπιδράσεων είναι άγνωστη ( πρόκειται γιά ad hoc ύπόθεση ). Έπίσης μπορεί νά διερωτηθεί κανείς : Μέ ποιόν τρόπο ένα φασικό κύμα τό όποιο δέν μεταφέρει ένέργεια μπορεί νά προκαλέσει παρατηρήσιμα φαινόμενα ; γ ) Ή τρίτη τάση έπιχειρεΐ νά σώσει τό ρεαλισμό, τήν αιτιοκρατία καί τήν τοπικότητα. Σύμφωνα μέ αύτή τήν τάση, οί συνέπειες τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ δέν ισχύουν γιά κάθε τοπική θεωρία. Πειράματα, π.χ., 6πως τοΰ Aspect καί τών συνεργατών του δέν άποτελοϋν διάψευση τής σχετικιστικής τοπικότητας.4' Έπίσης, κατά τούς Ντέ Μπρέιγ, G. Lochak καί άλλους, οί φυσικές προϋποθέσεις τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ δέν είναι συμβατές μέ τή φύση τών μικροσωματίων καί συνεπώς οί άνισότητες αύτές πρέπει νά παραβιάζονται. Πράγματι, άν τά δύο σύνολα τών λανθανουσών παραμέτρων πού δέχεται ό Μπέλ γιά τήν παραγωγή τών άνισοτήτων του θεωρήθηκαν άνεξάρτητα, τότε έχουμε έδώ μιά κλασική συνθήκη, ή όποία -προφανώς- δέν είναι σεβαστή άπό τήν κβαντική μηχανική. Συνεπώς οί άνισότητες τού Μπέλ πρέπει νά διαψεύδονται.48 'Τπάρχουν τέλος, τοπικά πρότυπα αιτιοκρατικά καί ρεαλιστικά, τών όποίων οί προβλέψεις είναι σύμφωνες μέ τής κβαντικής μηχανικής καί τά όποια, συνεπώς, δέν διαψεύδονται άπό τίς άνισότητες τού Μπέλ.49 Τέλος, σημειώθηκε έπίσης μιά διαφορετική έρμηνεία τής διάψευσης τών άνισοτήτων τοΰ Μπέλ, δτι δηλαδή οί συσχετίσεις τών σωματίων Α καί Β πραγματοποιή-
210
π ε μ π τ ο
κεφαλαιο
θηκαν κατά τή στιγμή της δίδυμης γένεσής τους, γεγονός πού συνεπάγεται τή μή παραγοντοποίηση τών καταστατικών τους διανυσμάτων. 50 Πολλοί άντίπαλοι τών θεωριών μέ λανθάνουσες παραμέτρους διατύπωσαν τήν άποψη δτι οί θεωρίες αύτές θέλουν νά άποκαταστήσουν τή λαπλασιανή αιτιοκρατία στή μικροφυσική καί δτι κατά συνέπεια άντιπροσωπεύουν μιά οπισθοδρόμηση. Τό έπιχείρημα αύτό είναι προϊόν άγνοιας καί σύγχυσης. Οί θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους δέχονται τή μή πληρότητα της σημερινής κβαντικής μηχανικής καί προτείνουν μιά δυναμική περιγραφή γιά ορισμένα τυχαιακά φαινόμενα τοΰ κβαντικού έπιπέδου. Έπιπλέον : Γιατί μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους θά έπρεπε νά είναι αιτιοκρατική, μέ τή δυναμική έννοια τοΰ δρου ; Μιά τέτοια θεωρία θά μποροΰσε νά είναι πιθανοκρατική, μέ τήν έννοια δτι θά προβλέπει καί θά εισάγει νέες παραμέτρους καί θά δίδει μιά πληρέστερη περιγραφή άπ' δ,τι ή σημερινή κβαντική μηχανική. Τέτοιες θεωρίες μποροΰν νά έξηγήσουν τά άποτελέσματα τών πειραμάτων τοΰ Άσπέκτ, χωρίς νά έγκαταλείψουν τήν αιτιότητα καί τήν τοπικότητα.31 Μ' αύτόν τόν τρόπο τό πρόβλημα τών λανθανουσών παραμέτρων άπελευθερώνεται άπό τήν άπαίτηση γιά μιά αιτιοκρατική δυναμική περιγραφή, καί άποκτά ένα νέο εύρος : Ταυτίζεται μέ τό πρόβλημα τής διατύπωσης μιάς θεωρίας τής μικροφυσικής ή όποία θά υπερέβαινε τά ιστορικά δρια τής σημερινής θεωρίας. Έν τέλει δέν υπάρχει κβαντική άπροσδιοριστία. Είμαστε μπροστά σέ μιά νέα μορφή καθορισμού, περισσότερο λεπτή καί εύλύγιστη άπό τή δυναμική μορφή. Ή δλη άντιαιτιοκρατική έπιχειρηματολογία στηρίζεται συνεπώς σέ ένα έπιστημολογικό σφάλμα : Στήν ταύτιση τής αιτιοκρατίας μέ τή μηχανιστική μορφή της καί στήν άπόρριψη αύτής της άρχής, άπό τή στιγμή πού ή ειδική αύτή μορφή άποδείχτηκε άνεπαρκής μπροστά στίς νέες πραγματικότητες τοΰ κόσμου τής μικροφυσικής.32 Ό έπιστημολογικός ρεαλισμός καί ή αιτιοκρατία είναι άφετηριακές άρχές γιά κάθε ρεαλιστική άνάλυση τής κατάστασης στήν
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
κβαντική μηχανική. Ή τοπικότητα δέν είναι μιά τέτοια άρχή. Ή αιτιότητα, άντίθετα, είναι μιά σχετικιστική άπαίτηση σύμφωνη μέ 6λα τά δεδομένα τής σημερινής Φυσικής. Κατέχει συνεπώς τό καθεστώς έπιστημονικής έννοιας. Τό μή διαχωρίσιμο, άντίθετα, είναι μιά ad hoc ύπόθεση, ή όποία άντιφάσκει μέ τό άξίωμα τής σχετικότητας. Δέν μπορεί συνεπώς νά έχει τό καθεστώς έπιστημονικής έννοιας. 'Εδώ βρίσκεται μιά ούσιαστική διαφορά.
7. Τελικές
παρατηρήσεις
Επιχειρήσαμε νά περιγράψουμε τίς διάφορες μορφές αιτιοκρατίας. Παρακολουθώντας τήν έξέλιξη τής Φυσικής είναι δυνατόν νά διαπιστώσουμε 6τι ή άνάδυση μορφών, δλο καί περισσότερο σύνθετων καί ούσιαστικών, συμπίπτει μέ τίς μεγάλες έπαναστάσεις οί όποιες σημάδεψαν τήν έξέλιξη αύτής τής έπιστήμης. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι δτι ή κατηγορία τής αιτιότητας είναι « στιγμή » τής άμοιβαίας σύνδεσης καί τοϋ άλληλοκαθορισμοΰ τών φαινομένων. Ή κατηγορία τής άλληλεπίδρασης, θεμελιώδης οντολογική κατηγορία, λειτουργεί σέ ένα διαφορετικό θεωρητικό έπίπεδο, ώς κεντρική έννοια τών θεωριών τής Φυσικής. Μιά δεύτερη διαπίστωση, ή όποία έπιβάλλεται, άφορα τήν ιστορικότητα τών κατηγοριών τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας. Οί κατηγορίες αύτές δέν είναι a priori. Επιπλέον, δέν είναι συμβάσεις : Έχουν διαμορφωθεί μέσα άπό τήν πράξη ώς στιγμές τής θεωρητικοποίησής της. Έτσι, τό περιεχόμενο καί ή μορφή τους μεταβάλλονται μέ τό χρόνο. Επιπλέον, ή έξέλιξη αύτή δέν άφορα μόνο τή γνωσιολογική πλευρά τοϋ προβλήματος. Άφορα ταυτόχρονα καί τήν όντολογική : Καθώς οί μορφές τής ΰλης μεταβλήθηκαν μέ τό χρόνο, είναι εΰλογο νά σκεφτοϋμε δτι μεταβλήθηκαν καί οί μορφές αιτιοκρατίας. Ή ταύτιση τής άλληλεπίδρασης μέ μιά δύναμη μέ άπειρη ταχύτητα άντιστοιχεΐ στή μηχανιστική άντίληψη τής αιτιοκρατίας. Ό Ένγκελς είχε επικρίνει αύτή τή μορφή. Ή διατύπωση τών
ι212
ιιεμιιτο
κεφαλαιο
σχετικιστικών θεωριών, συνεπώς ή άπόρριψη της στιγμιαίας δύναμης καί ή άνάδειξη της άλληλεπίδρασης πού μεταδίδεται μέ πεπερασμένη ταχύτητα, απέδειξε δτι τά φυσικά φαινόμενα είναι συνέπειες μή άντιστρεπτών διαδικασιών καθορισμού, πεπερασμένης διάρκειας. Ή μή άντιστρεψιμότητα δίδει συγκεκριμένο περιεχόμενο στήν κατηγορία τής ποιοτικής άλλαγής. Συνολικά οί σχετικιστικές θεωρίες συνεπάγονται μια διαλεκτική άντίληψη τών φυσικών φαινομένων. Ή δυναμική μορφή αιτιοκρατίας άνέδειξε ταυτόχρονα τά όρια τής μηχανιστικής. Ή τεράστια περιοχή ισχύος καί τό κύρος τών σχετικιστικών θεωριών συνέβαλαν στήν ένίσχυση τού ρεαλιστικού ρεύματος έναντίον τοΰ συμβατισμοΰ. Ή κβαντική μηχανική, άντίθετα, ήταν τό άφετηριακό σημείο τοΰ μεγάλου άντιαιτιοκρατικοΰ κύματος στό όποιο άναφερθήκαμε. Ή διαλεκτική τοΰ άναγκαίου καί τοΰ τυχαίου μας δίνει τά μέσα γιά νά κατανοήσουμε τήν κατάσταση στήν κβαντική μηχανική. Οί νόμοι τοΰ τυχαίου δέν είναι ή άρνηση τής αιτιότητας καί της αιτιοκρατίας. Είναι ή διαλεκτική άρνηση της άναγκαιότητας : Τό τυχαίο μετατρέπεται υπό κατάλληλες συνθήκες σέ άναγκαιότητα. Άντίστροφα, Ινας τεράστιος άριθμός αιτιοκρατικών συμβάντων είναι δυνατόν νά άποτελοΰν τό υπόβαθρο τοΰ στατιστικού νόμου. Τό τυχαίο είναι όντολογική καί ταυτόχρονα γνωσιοθεωρητική κατηγορία. Είναι συνεπώς δυνατόν νά διατυπώσουμε τή θέση δτι στή μικροφυσική λειτουργεί μιά νέα μορφή καθορισμού, πλουσιότερη καί πολυδύναμη. Μπορούμε ταυτόχρονα νά θέσουμε τό έρώτημα τής ένδεχόμενης άναγωγής τών νόμων τής κβαντομηχανικής σέ δυναμικούς νόμους. Συνεπώς, τό έρώτημα γιά τήν ΰπαρξη λανθανουσών παραμέτρων είναι νόμιμο, καί ή ΰπαρξή τους παραμένει άνοικτό έρώτημα. Άλλά μιά θεωρία μέ λανθάνουσες παραμέτρους δέν σημαίνει ούτε τήν παλινόρθωση τής μηχανιστικής, λαπλασιανής αιτιοκρατίας ούτε τήν άναπόφευκτη έπιβολή μιας μορφής δυναμικού νόμου. "Οπως σημειώσαμε, θεωρίες μέ λανθάνουσες παραμέτρους μπορεί νά είναι πιθανοκρατικές, ένώ ταυτόχρονα θά έπιτυγχάνουν
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
μιά περιγραφή πληρέστερη άπό τή σημερινή. "Ετσι, ή άναζήτηση λανθανουσών παραμέτρων άπελευθερώνεται άπό τούς περιορισμούς τής δυναμικής περιγραφής καί μπορεί νά ταυτιστεί μέ τήν άναζήτηση νέων όντοτήτων και νέων καθορισμών πού λειτουργούν στό κβαντικό ή στό ύποκβαντικό έπίπεδο. Σέ τελευταία άνάλυση, μέ τήν πρόοδο τής Φυσικής. 'Αλλά ή άναζήτηση τέτοιων θεωριών είχε συνέπεια τήν άμφισβήτηση της ισχύος τής τοπικότητας. Δυό παρατηρήσεις ώς πρός αύτό : Ή αιτιότητα καί ή αιτιοκρατία είναι άρχές ( principes ) γιά κάθε ρεαλιστική άντίληψη. Ή έξέλιξη τής Φυσικής άπέδειξε τό εύρος καί τήν πολλαπλότητα τών μορφών τους. Ή τοπικότητα, άντίθετα, δέν έχει τό καθεστώς άρχής. Είναι γεγονός δτι ή σχετικιστική τοπικότητα είναι σύμφωνη μέ τή ρεαλιστική άντίληψη, κατά τήν όποία τά φαινόμενα είναι μή αντιστρεπτές διαδικασίες πού πραγματοποιούνται στό χωροχρόνο. 'Αλλά ό ρεαλισμός δέν συνδέεται μέ τούτη ή έκείνη τή μορφή τοπικότητας. Σήμερα Iχουμε συνειδητοποιήσει τήν ιστορικά καθορισμένη σχετικότητα τών έννοιών τής Φυσικής. Έτσι, π.χ., ëva μή μαζικό σωμάτιο είναι έξίσου ύλικό μέ Ινα μαζικό, έπειδή ή μοναδική « ιδιότητα » της ΰλης, ώς φιλοσοφικής κατηγορίας, είναι ή άνεξαρτησία της άπό τό ύποκείμενο. 'Αντίστοιχα, θά ήταν δυνατόν νά δεχτούμε μιά γενικευμένη τοπικότητα, ή όποία θά μπορούσε νά έξασφαλίζεται μέ τό διάμεσο ύπερφωτεινών άλληλεπιδράσεων. Ή οριακή ταχύτητα τής σχετικότητας δέν συνιστά άναγκαστικά ένα άνώτατο δριο τών φυσικών ταχυτήτων. 'Αλλά, έπΐ τοΰ παρόντος, ή σχετικιστική τοπικότητα είναι σύμφωνη μέ τήν ταχύτητα μετάδοσης δλων τών γνωστών άλληλεπιδράσεων. Θά ήταν πράγματι δυνατόν νά δεχτούμε μιά γενικευμένη τοπικότητα, ή όποία θά χαρακτηριζόταν άπό τήν ΰπαρξη άλληλεπιδράσεων μέ ύπερφωτεινή ταχύτητα. Πρόκειται γιά μιά άποψη πού ομοιάζει μέ τήν πρόταση Μπώμ, Βιζιέ. 'Αλλά στήν προκειμένη περίπτωση θά έπρόκειτο γιά ύπερφωτεινές ταχύτητες πού θά μετέφεραν σήμα καί συνεπώς θά μπορούσαν νά προκαλέσουν παρα-
214
π ε μ π τ ο
κεφαλαιο
τηρήσιμα φαινόμενα. Μια τέτοια γενικευμένη τοπικότητα, συνεπώς, δέν θα είχε σχέση μέ τή μή τοπικότητα ή όποία, κατά τή σχολή της Κοπεγχάγης, έπιβεβαιώθηκε πειραματικά καί ειδικά μέ τά πειράματα τοϋ'Ασπέκτ καί τών συνεργατών του. Ή σχετικιστική τοπικότητα συμφωνεί έπΐ τοϋ παρόντος μέ τήν ύπαρξη μιας άνώτατης ταχύτητας στή φύση, ίσης μέ τήν ταχύτητα τοΰ φωτός. Υπάρχουν έντούτοις ορισμένες πειραματικές ένδείξεις, κατά τΙς όποιες ή ταχύτητα τοΰ φωτός σέ όρισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τό σχετικιστικό δριο. Ή τυχόν ύπαρξη τέτοιων ταχυτήτων δέν παλινορθώνει, προφανώς, τή δράση άπό άπόσταση τοΰ μηχανιστικού παραδείγματος. Τυχόν ύπερφωτεινές ταχύτητες θά σέβονται μιά γενικευμένη τοπικότητα.53 'Αντικείμενο αύτοΰ τοΰ κεφαλαίου δέν ήταν, προφανώς, νά άποδείξει δτι ή διαλεκτική καί ό διαλεκτικός ύλισμός « άποδείχτηκαν », άλλά δτι είναι σύμφωνοι μέ τή σημερινή Φυσική. 'Επιχείρησα συνεπώς νά άναλύσω τούς διάφορους τύπους αιτιοκρατίας καί νά άναδείξω τό φυσικό άντίστοιχό τους. *Αν αύτό τό κεφάλαιο άποτελεΐ Ινα « τέστ » υπέρ της διαλεκτικής, καί άν ή μαρτυρία τής Φυσικής είναι υπέρ τής διαλεκτικής, αύτό σημαίνει δτι βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά συγκεκριμένη τοπική διαλεκτική. Αύτό τό ένδεχόμενο θά ήταν έπιχείρημα υπέρ τής υλιστικής άντίληψης γιά τή φύση. Ή έπιλογή άνάμεσα στήν αιτιοκρατία καί τόν [ντετερμινισμό δέν είναι πρόβλημα προσωπικού γούστου ή μιάς a prion έπιλογής. 'Επιβάλλεται άπό τις σημερινές γνώσεις καί άφορά τά ίδια τά θεμέλια τής φύσης. Μία άπό τις άρχές τοΰ ύλισμοΰ, άπό τήν έποχή τοΰ Δημόκριτου καί μέχρι τις μέρες μας, είναι ή άρχή τής αιτιότητας καί τής αιτιοκρατίας. Οί σημερινές έπιστήμες προσκόμισαν άφθονο υλικό υπέρ αύτής τής θέσης. 'Επιχείρησα μέχρι έδώ νά διατυπώσω έπιχειρήματα υπέρ τής αντικειμενικότητας τής φύσης καί υπέρ τοΰ διαλεκτικού χαρακτήρα της. Έπίσης ύπέρ τοΰ δτι ή αιτιότητα καί ή αιτιοκρατία Ιχουν συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή Φυσική καί δτι ή μορφή τους υπερβαίνει τή στενότητα τής μηχανιστικής αιτιοκρατίας. Οί νέες μορ-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
φές καθορισμού άντιστοιχοΰν σέ μιά περισσότερο λεπτή καί βαθύτερη γνώση τής ύλης. Θα μπορούσαμε νά ποϋμε, συμπερασματικά, ότι ό έπιστημονικός ρεαλισμός καί ό υλισμός έχουν ένα σταθερό θεμέλιο στή φύση. 'Οπως όμως έχουμε υπογραμμίσει, ό υλισμός θέτει καί ένα δεύτερο άξίωμα : Τό άξίωμα τής αύθυπαρξίας ( asséité ) τής φύσης, έναντίον τών μύθων τής δημιουργίας καί τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. 'Αλλά γιά νά άπαντήσουμε σ'αύτό τό έρώτημα, δηλαδή τής αύθυπαρξίας τής φύσης καί τής άνυπαρξίας κάποιας πνευματικής άρχής, έχουμε άνάγκη άπό τίς έπιστήμες τής ζωής καί τις έπιστήμες τοϋ άνθρώπου γενικότερα. Θά έπιχειρήσω νά δείξω, στά τρία έπόμενα κεφάλαια, δτι τά δεδομένα αύτών τών έπιστημών θεμελιώνουν τή θέση δτι τό « πνεύμα » είναι « προϊόν » τής ΰλης. Έν τέλει, δτι ό μονισμός τής ΰλης έχει έπιστημονικά θεμέλια. 'Αλλά, δπως είναι γνωστό, ό δήθεν ίντετερμινισμός τής Μικροφυσικής θεωρήθηκε δεδομένος καί άποτέλεσε τήν άφετηρία καί τή βάση ένός νέου κύματος μυστικισμού καί άνορθολογισμοΰ : Ή αιτιοκρατία δέν ισχύει στή φύση. Τά μικροσωμάτια έπιλέγουν έλεύθερα μία άπό τις δυνατές καταστάσεις. Συνεπώς τά μικροσωμάτια διαθέτουν έλεύθερη βούληση καί ή άνθρώπινη έλευθερία έδράζεται σ'αύτό τό βαθύτερο έπίπεδο όργάνωσης τής ΰλης. Ή δήθεν μή τοπικότητα, μέ τή σειρά της, έξέθρεψε δπως έχουμε σημειώσει, ένα έπιστημονικοφανές κύμα μυστικισμού : Ή αιτιοκρατική δομή τοΰ κόσμου είναι πλάνη. Μπορούμε νά « τηλεγραφήσουμε » στό παρελθόν. Μπορούμε νά επηρεάσουμε τό παρελθόν. Εκτός άπό τό τοπικό σώμα μας διαθέτουμε ένα σώμα μή τοπικό, καί μπορούμε νά προβλέψουμε τό μέλλον. Έν τέλει ή παραψυχολογία, ή μαντεία καί τά θαύματα είναι δυνατά. Στά τρία έπόμενα κεφάλαια, δπου καταγράφεται ή πορεία άπό τήν άζωη φύση στήν έμφάνιση τής ζωής μέχρι τήν άνθρωπογένεση καί τή νοογένεση, ελπίζω νά τεκμηριώσω τήν ύλιστική-φιλοσοφική θέση δτι τό πνεύμα είναι δυνατότητα τής ΰλης σέ συγκεκριμένες συνθήκες καί δτι, συνεπώς, ό ύλιστικός μονισμός έχει συγκεκριμένο έπιστημονικό θεμέλιο.
216
π ε μ π τ ο
κεφαλαιο
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Διάφορα Αρθρα στό Science et Conscience, Les deux lectures de Γ Univers, Stock, Παρίσι, 1980. S. Ortoli καί J.P. Pharabond, Le cantique des cantiques, La Découverte, Παρίσι, 1994. Κ. Wilbert (έπιμ.), Quantum Questions: Mythical Wrings of the World's Great Physicists, Shabala, Μπώλντερ Κολοράντο, 1984. Α. Jacquard, Science et Croyances, Ecriture, Παρίσι, 1994. 2. David Hume, A Treatise on Human Nature, Clarendon Presse, 'Οξφόρδη, 1960, σ. 77. 3. D. Hume, αντ. Τοϋ (δίου, Inquiry Concerning Human Understanding, Clarendon Press, 'Οξφόρδη, 1963. 4. Βλ.: Ernst Mach, Mécanique, Herman, Παρίσι, 1904. Τοϋ Ιδίου, The Analysis of Sensations, Dover. Rudolf Carnap, Philosophy and Logical Syntax (δίγλωσση έκδοση ), Egnatia. Τοϋ Ιδίου, Les Fondements philosophu/ues de la physique, A.Colin, Παρίσι, 1973. Ludwig Wittgenstein, Tractatus iMgico-Philosophicus, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1961. 5. Eftichios ßitsakis, " For an evolutionary epistemology ", περ. Science and Society, τεΰχος 51,1998, 1, σ. 389. 6. Καλείται πλέγμα, ένα διατεταγμένο σύνολο τοΰ όποίου κάθε ζεΰγος στοιχείων έχει ένα άνώτερο καί ένα κατώτερο φράγμα ( τά όποια σημειώνονται ώς V καί Λ ). Έ ν α πλέγμα είναι έπιμεριστικό άν κάθε ένας άπό τούς νόμους ( V, Λ ) είναι έπιμεριστικός ώς πρός τόν άλλον. Έ ν α συμπληρωμένο πλέγμα : 1 ) Κατέχει ένα έλάχιστο καί ένα μέγιστο, καί 2 ) κάθε στοιχείο έχει ένα συμπλήρωμα. Έ ν α πλέγμα έπιμεριστιό καί συμπληρωματικό είναι ένα πλέγμα Boole. Ή λογική δομή τοΰ πλέγματος Boole είναι ή δομή της λογικής. 7. Μιά πρόταση είναι άτομική άν δέν υπάρχει πρόταση b πού θά άφοροΰσε τό σύστημα S καί ή όποία θά ήταν διαφορετική άπό τή μηδενική πρόταση καί θά συνεπαγόταν τήν α χωρίς νά ταυτίζεται μ'αύτήν. Ή άτομικότητα είναι ή τυπική έκφραση τοΰ γεγονότος βτι τό σύστημα διατηρεί τήν ταυτότητά του κατά τή μέτρηση. 8. Βλ. N.S. Kronfli, int. J.Th. Phys. 3, 395 ( 1970 ) καί 4,141 ( 1971 ). 9. Βλ. άρθρο τοΰ F. Βορρ στό Observation and Interpretation, Butterworks Publ., Λονδίνο, 1957. 10. Max Born, περ. Physics Bulletin, τεΰχος 11,1995, σ. 304. Τοΰ ίδίου, περ. Journal de Physique et de Radium, τεΰχος 20, 1959, σ. 43. 11. Heins Georg Schuster, Deterministic Chaos, VCII, Βάινχαϊμ, 1989. 12. Vladimir Igorevich Arnold, Catastrophe Theory, Springer-Verlag, Βερολίνο 1986. Schuster, αύτ. René Thom, Modèles Mathémalùjues de la morphoge-
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
nèse, Union Gén. d'Éditions, Παρίσι, 1974. Ilya Prigogine xal Isabelle Stengers, Entre le temps et l'éternité, Flammarion, Παρίσι, 1992. 13. ΕΓ. Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, L'Harmattan, Παρίσι, 1997, κεφ. 2. 14. Για τό χαρακτήρα τών μικροσκοπικών φαινομένων καί τή σχέση τους μέ τό μακροσκοπικό έπίπεδο, βλ. Bitsaksie, Physique et Matérialisme, κεφ. 7 καί 8. 15. Frederik J. Belinfante, Measurements and Time Reversal in Quantum Theory, Pergamon Press, 'Οξφόρδη, 1975. 16. Βλ. έπίσης : Paul Charles William Davies, The Physics of Time Asymmetry, Univ. California Press, 1974. F. Fer, L'Irréversibilité, Cauthier-Villars, 1977. Prigogine, Introduction à la thermodynamique des processus irréversibles, Dunod, 1968. 17. Friedrich Engels, L. Feuerbach, Éditions Sociales, Παρίσι, 1970, σ. 67. 18. Paul Langevin, La Pensée et l'Action, Éditione Sociales, Παρίσι, 1964. 19. Επιμεριστική ταυτότητα: για τρεις προτάσεις a, b, c: c Λ ( a v b ) = ( c Λ a ) ν ( c Λ b ). Ά ρ χ ή της έπαλληλίας : γιά κάθε ζεύγος προτάσεων a, b, ( a ρ" b ), υπάρχει μιά πρόταση c, c * a καί c >· b, τέτοια ώστε : a v b = a v c = b v c . 20. Για τή λογική δομή της κβαντομηχανικής, βλ. : Josef Maria Jauch, Foundations of Quantum Mechanics, Addison-Wesley, 1968. C. Piron, Foundations of Quantum Physics, Benjamin, 1976. 21. Louis de Broglie, La Physique quantique restera-t-elle indéterministe ?, Gauthier-Villars, 1953, σσ. 31-32. 22. Erwin Schrödinger, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, Albin Michel, 1953. 23. Για μιά κριτική άνάλυση της έννοιας της συμπληρωματικότητας, βλ. Bitsakis, στό Alwyn Van der Merwe κ.ά. (έπιμ.), Bell's Theorem and the Foundations of Modem Physics, World Scientific, 1992. 24. Για μια λεπτομερή άνάλυση, βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme en physique, Thèse, Παρίσι, 1976. Τοϋ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π. 25. Γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα, βλ. : John von Neumann, Mathematical Foundations of Quantum Mechanics, Princeton University Press, Πρίνστον, 1955. Schrödinger, Naturwiss, 48, 1935. Γιά μια κριτική άνάλυση τοΰ ζητήματος, βλ. Bitsakis, An. Fond. Louis de Broglie, 5, 263, 1980. Τοΰ Ιδίου, στό Dimitri Ginev, Robert S. Cohen ( έπιμ. ), Issues and Images in the Philosophy of Science, Kluwer, Ντορντρέχτη, 1997, σ. 47. 26. Βλ., για παράδειγμα, Ν. Gisin, C. Piron, Lett. Math. Phys. 5, 379, 1981. 27. Ε. Schrödinger, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, Albin Michel, Paris, 1953, σ. 16. 28. Ε. Schrödinger, II Nouovo Cimenta, 1-1, 1955, σ. 2.
218
π ε μ π τ ο
κεφαλαιο
29. Albert Einstein, στό Louis de Broglie, Physicien et Penseur, δ.π., σ. 5. Τοϋ Ιδίου, στό Electrons et Photons, Gauthier-Villars, Παρίσι, 1928, σ. 253. 30. David Böhm, περ. Physical Rev. 85, 166 καί 188, 1952, δ.π. 31. D. Böhm, J. Bub, Rev. Mod. Physics, 38, 1966, σ. 453. 32. Βλ. Bitsakis, στό G. Tarozzi, A. Van der Merwe ( έπιμ.), Open Questions in Quantum Mechanics, Reidel, 1985. Τοϋ Ιδίου, στό Tarozzi, Van der Merwe (έπιμ.), Microphysical Reality and Quantum Formalism, Reidel, 1987. Τοΰ ιδίου, Problems in Quantum Physics, δ.π. 33. Βλ. Bitsakis, στό Open Question in Quantum Mechanics, δ.π. Τοΰ Ιδίου, στό Microphysical Reality and Quantum Formalism, δ.π. Τοΰ Ιδίου, στό Ludwik Costro κ.ά. ( έπιμ. ), Problems in Quantum Physics, World Scientific, Σιγκαπούρη, 1988. 34. Βλ. Bitsakis, περ. Physics Essays, 4, άρ. 1,1991 35. Βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme..., Thèse. Τοΰ (δίου, στό Physique et matérialisme. Τοΰ Ιδίου, στό Found, of Physics, 18, 331, 1988. 36. Einstein, Podolsky, Rosen, Physical Review, 47, 777, 1935. 37. Neils Bohr, Physical Review, 48, 696,1935. Για μιά ρεαλιστική έρμηνεία τοΰ παραδόξου EPR, πρβλ. Bitsakis, στό Open Questions in Quantum Mechanics, δ.π. Τοΰ Ιδίου, An. Fond. Ixtuis de Broglie, 15, 35,1990. 38. Einstein, Max Born, Correspondance, 1919-1926, Seuil, Παρίσι, 1972. Bitsakis, στό Probleme in Quantum Physics, δ.π., σ. 3. 39. Ef. Bitsakis, Physics Essays, 9, 487, 1996. Τοΰ ιδίου. An. Fond. Louis de Broglie, 15, άρ. 1, 35,1990. 40. Βλ. Von Neumann, Mathematical Foundations of Quantum Mechanics, δ.π., σα. 206-211 καί 295-328. Bitsakis, στό Issues and Images in the Philosophy of Science, δ.π., σ. 47. 41. Garrett Birkhoff, J. von Neumann, Ann. Math., 37, 823,1936. 42. P. Böhm, Physical Review, δ.π. 43. Βλ., γιά παράδειγμα, L. de Broglie, Ixt Physiquequantiquerestera-t-elle indéterministe ?, δ.π. Introduction à la nouvelle théorie des particules τοΰ JeanPierre Vigier καί τών συνεργατών του, Gauthier-Villars, 1961. 44. Bitsakis, στό Issues and Images in the Philosophy of Science, δ.π., σ. 47. 45. Γιά μιά λεπτομερή άνάλυση, βλ. Bitsakis, Le Problème du déterminisme en Physique, δ.π. 46. John S. Bell, Physics, 1,195,1964. Rev. Mod. Phys., 38, 447,1966. 47. Βλ., για παράδειγμα, J.D. Angelidis, Rev. Mod Lett. 51,1819, 1983. Τοΰ Ιδίου, J. Math. Phys., 34,1635, 1993. 48. Βλ. : L. de Broglie, C.R. Acad. Sei. Paris, 274, 1974. L. de Broglie κ.ά., Cah. Fund. Scientiae, 55, 1976. G. Lochak, Cah. Fund. Scientiae, 38,1975. Bitsakis, στό Open Questions in Quantum Mechanics, δ.π.
μορφεσ φυσικησ
αιτιοκρατιασ
21 1
49. Βλ., γιά παράδειγμα, Marshall,Santos,Selleri, Phys. Letters. 98A, 5,1983. Έπίσης, Bitsakis, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π. 50. Bitsakis, Physics Essays, 9, 487, 1996. Τοΰ Ιδίου, An. Fond. Louis de Broglie, 15, άρ. 1, 35, 1990. 51. Βλ. Franco Selleri, Found, of Phys., 12, 645, 1982. Τοΰ Ιδίου, Phys. Lett. 108Α, 197, 1985. Τοΰ Ιδίου, " Variable photon detection as an explanation of EPR experiments ", 'Ακαδημία Έπιστημών Νέας 'Τόρκης, 986. 52. Πρβλ. Bitsakis, Found, of Phys., 21,1,1991, σ. 63. 53. Γιά μιά συστηματική άνάλυση τών ζητημάτων της αιτιότητας καί της τοπικότητας, βλ. Selleri, Quantum Paradoxes and Physical Reality, KJuwer Academic Publishers, 1990. Έπίσης, βλ. Bitsakis, στό P. Nicolacopoulos (έπιμ.), Greek Studies for the Philosophy and History of Sciences, Kluwer, Ντορντρέχτη 1990. ΕΙδικά τό Annexe ( παράρτημα ).
ΕΚΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Άνθρωπογένεση ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ έπιχείρησα νά θεμελιώσω συγκεκριμένα τή θέση γιά τήν ενότητα τών μορφών τής υλης. Να άποδείξω, κατ'άρχήν, δτι ό δυϊσμός της ΰλης καί τής ενέργειας, τής ΰλης καί τοΰ πεδίου, είναι προϊόν μιας προσχετικιστικής έρμηνείας τών θεωριών τοΰ 'Αϊνστάιν. Στή συνέχεια έπιχείρησα νά άναδείξω τήν ένότητα τών μορφών τής ΰλης στό μικροφυσικό έπίπεδο καί νά θεμελιώσω τή θέση δτι ό νεοπλατωνισμός καί ό νεοπυθαγορισμός πού ύποστηρίζουν φυσικοί καί φιλόσοφοι δέν έχουν επιστημονικό θεμέλιο. Τέλος, έπιχείρησα νά άναδείξω τό γεγονός 6τι στό έπίπεδο αύτοοργάνωσης τής ΰλης λειτουργούν σχέσεις μιας τοπικής διαλεκτικής. Περνώντας στήν κλίμακα τοΰ μεγακόσμου, προσπάθησα νά άναδείξω τόν οιονεί μεταφυσικό χαρακτήρα τοΰ προτύπου τής Μεγάλης Έκρηξης, καί ταυτόχρονα νά άνιχνεύσω διαλεκτικές διαδικασίες στό σήμερα προσιτό μέρος τοΰ Σύμπαντος. Ή άνάλυση τών μορφών φυσικής αιτιοκρατίας, τέλος, ήταν τό άναγκαϊο συμπλήρωμα γιά μιά ρεαλιστική καί ύλιστική άντίληψη γιά τή φύση. Συμπέρασμα : Παραμένοντας στό έπίπεδο τής άνόργανης φύσης, είναι δυνατόν νά συγκροτήσουμε μιά, λογικά συνεκτική, ρεαλιστική καί τασιακά ύλιστική κοσμοαντίληψη, ή όποία « δέν έχει άνάγκη » άπό τις έννοιες ( καί τΙς οντότητες ) τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών καί τής θρησκείας. Εντούτοις, δπως έχω τονίσει, ή Φυσική καί ή Κοσμολογία δέν μποροΰν νά θεμελιώσουν παρά μόνο έναν έπιστημονικό ρεαλισμό μέ ύλιστική τάση. 'Επειδή ό ύλισμός, έκτός άπό τό άξίωμα τής άντικειμενικότητας τής ΰλης, άπαιτεΐ καί ένα δεύτερο άξίωμα: Στό άξίωμα δτι ή φύση είναι αιτία τοΰ έαυτοΰ της. Συνεπώς, γιά νά θεμελιώσουμε τήν αύθυπαρξία τής ΰλης έναντίον τοΰ δόγματος 221
εκτο
222
κεφαλαιο
της Δημιουργίας καί έναντίον τών διαφόρων μορφών τοϋ ιδεαλισμού καί τοΰ δυ'ι'σμοΰ, έχουμε άνάγκη άπό τΙς έπιστήμες της ζωής καθώς καί άπό τΙς κοινωνικές έπιστήμες. Γιά νά φωτίσουμε τις σχέσεις άνάμεσα στήν ύλη καί τό πνεύμα θά πρέπει νά δώσουμε έπιστημονική άπάντηση στό πρόβλημα τής προέλευσης καί τής έξέλιξης της ζωής : Στά φαινόμενα τής φυλογένεσης, τής άνθρωπογένεσης καί τής νοογένεσης. Τά δεδομένα της βιολογίας έχουν κρίσιμη φιλοσοφική σημασία, έπειδή μπορούν νά άπαντήσουν στά προηγούμενα έρωτήματα. Δηλαδή : Νά έξηγήσουν τό φαινόμενο τής έμφάνισης της ζωής στή Γή, τό πέρασμα άπό τήν προβιοτική, άζωη ύλη, σέ στοιχειακές μορφές άρχικά, καί τήν έξέλιξη αύτών τών μορφών μέχρι τόν άνθρωπο. Ή βιολογία, συνεπώς, μπορεί νά θεμελιώσει τήν υλιστική θέση κατά τήν όποία δέν συναντάμε τό «πνεύμα» στίς άπαρχές, άλλά σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο της έξέλιξης της ύλης ( Γκράμσι ), ώς ένδογενή δυνατότητα ή όποία πραγματοποιείται σέ συγκεκριμένες συνθήκες. Έτσι ή βιολογία μπορεί νά θεμελιώσει, στή βάση τής ένότητας τών μορφών τής ύλης τήν όποία άποδεικνύει ή Φυσική, μιά ύλιστική-μονιστική άντίληψη γιά τή φύση. Οί έπιστήμες τής φύσης συνολικά έκβάλλουν στόν ύλισμό, άποδεικνύοντας τόν ιδεολογικό χαρακτήρα τοΰ δυϊσμού της ύλης καί τής ένέργειας, τής ύλης καί τοΰ πνεύματος, τοΰ δόγματος τής Δημιουργίας, τής τελεολογίας κλπ., γιά νά μήν άναφερθοΰμε στή λεγόμενη «άνθρωπική άρχή», μοντέρνο άπόβλητο τής ψευδοεπιστημονικής σκέψης.
1. Οί φιλοσοφικές
διαισθήσεις
Πρώτοι οί φιλόσοφοι έπιχείρησαν νά άπαντήσουν στό έρώτημα τής προέλευσης τής ζωής. "Οπως έχουμε σημειώσει, ή φιλοσοφία, άντίθετα μέ τό έγελιανό σχήμα, προηγήθηκε τών έπιστημών, οί όποιες άποτέλεσαν τήν άρνηση, ένώ ταυτόχρονα ήταν οί νόμιμοι κληρονόμοι της. "Ετσι, άπό τήν άρχαιότητα είναι δυνατόν νά έντο-
ανθρωιιογενεεη
223
πίσουμε δύο άνταγωνιστικά ρεύματα σέ σχέση μέ τήν προέλευση τής ζωής : 'Απόψεις για δημιουργία καί άπόψεις ιδεαλιστικές άπό τή μία, καί άπό τήν άλλη τΙς πρώτες άπόπειρες νά έρμηνευθεΐ ή ζωή ώς προϊόν τής έξέλιξης τής ύλης. Μεταξύ τών πρώτων « φυσιοκρατών » ήταν καί οί Έλληνες φιλόσοφοι πρίν άπό τόν Σωκράτη : οί προσωκρατικοί. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά σκιαγραφήσουμε τίς προεπιστημονικές διαισθήσεις τους. Κατά τόν Αριστοτέλη, οί « πρώτοι φιλόσοφοι » θεώρησαν τίς άρχές τών όντων ώς άποκλειστικά υλικές. Σέ συμφωνία μέ τίς φυσιοκρατικές άντιλήψεις τους, θεώρησαν τή ζωή προϊόν τής αύθόρμητης αύτοοργάνωσης τής ΰλης. Γνωρίζουμε, π.χ., ότι ό Θαλής υποστήριζε ότι τό ΰδωρ είναι « άρχή » τών όντων καί μιλοΰσε γιά τή σπουδαιότητά του γιά τή γέννηση καί τή διατήρηση της ζωής τών φυτών καί τών ζώων. Ό Θαλής, υπερβαίνοντας τόν άνιμισμό καί τίς μυθικές κοσμογονίες, άπέδιδε φυσικά αίτια στά φυσικά φαινόμενα. Άλλά οί διαισθήσεις τοΰ Αναξίμανδρου ήταν πιό συγκεκριμένες. Κατ'αύτόν « τά πρώτα ζώα γεννήθηκαν άπό τήν υγρασία καί ήταν κλεισμένα σέ άγκαθωτό κέλυφος. Μέ τόν καιρό άνέβηκαν στις όχθες, τό κέλυφος σχίστηκε καί ταυτόχρονα άλλαξαν ζωή » (Άέτιος ). 'Ως πρός τόν άνθρωπο : « Τά ψάρια καί οί άνθρωποι άνήκουν στό ϊδιο είδος. Στήν άρχή οί άνθρωποι γεννήθηκαν μέσα στά ψάρια καί τρέφονταν όπως οί καρχαρίες, άλλά όταν κατόρθωσαν νά ικανοποιούν μόνοι τίς άνάγκες τους, άρχισαν νά βαδίζουν καί πάτησαν πόδι στήν ξηρά » ( Πλούταρχος ). Οί ιδέες αύτές φαίνονται άφελεΐς στό φώς τών σημερινών έπιστημών. 'Εντούτοις είναι μεγαλοφυείς φιλοσοφικές διαισθήσεις, οί όποιες έπαληθεύτηκαν, ώς πρός τήν άρχή τους, άπό τίς σημερινές έπιστήμες τής ζωής. Ό Άναξιμένης, μαθητής τοΰ Αναξίμανδρου, θεωροΰσε τόν άέρα άρχή τού Σύμπαντος. Σύμφωνα μέ τήν κοσμολογία του, άκόμα καί οί θεοί υπόκεινται στή γένεση, έπειδή γεννιούνται καί πεθαίνουν σέ μακρά χρονικά διαστήματα, όπως σημειώνει σχετικά δ Κικέρων. Αναφορικά μέ τήν ψυχή, δ Άναξιμένης υποστήριζε ότι άποτελεΐται άπό άέρα. Ακολουθώντας τήν ίδια, άφελώς υλιστική, κατεύθυνση ό Αναξαγόρας δεχόταν, καί αύτός, ότι « τί-
224
εκτο
κεφαλαιο
ποτα δέν μπορεί νά προκύψει άπό τό τίποτα ». Κανένα πράγμα οΰτε γεννιέται οΰτε χάνεται, άλλά τά πάντα προκύπτουν άπό προϋπάρχοντα πράγματα, μέ μείξη καί μέ διαίρεση. 'Ως πρός τή ζωή, ό Άέτιος μάς πληροφορεί δτι « ό Διογένης καί ό 'Αναξαγόρας υποστήριζαν δτι μετά τό σχηματισμό τοΰ κόσμου, τά ζώα προέκυψαν άπό τή γη ». Κατά τόν 'Αναξαγόρα, δλα τά πράγματα ήταν « όμοΰ » καί κατόπιν ό Νοΰς « πάντα ταύτα διεκόσμησεν ». Οί άρχές κατά τόν 'Αναξαγόρα είναι άριθμητικά άπεριόριστες. 'Αλλά ό Νοΰς είναι άρχή πού δεσπόζει σέ δλα τά πράγματα καί είναι άπλός, χωρίς μείξη καί καθαρός. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ό 'Αναξαγόρας θεωρήθηκε « ιδεαλιστής » ( πρίν άπό τήν ύπαρξη τοΰ δρου ). Ό 'Αριστοτέλης, π.χ., Ιγραφε δτι ό 'Αναξαγόρας, λέγοντας δτι στή φύση υπάρχει Ινα Πνεύμα, αιτία τοΰ Σύμπαντος καί δλης τής τάξης τήν όποία βλέπουμε, είχε ύποστηρίξει μιά ύγιή γνώμη, ένώ οί προηγούμενοι άπ'αύτόν άρκοΰνταν στό άληθοφανές. "Ομως, πράγματι ό 'Αναξαγόρας άποσχίστηκε άπό τή φυσιοκρατική παράδοση ; Στήν πραγματικότητα ό 'Αναξαγόρας ήταν πιστός στήν παράδοση τών προγενεστέρων του. Ή ψυχή, κατ'αύτόν, άποτελεΐται άπό άέρα ('Αέτιος ). Ό Νους, τό κοσμικό πνεύμα, ώς έξαιρετικά λεπτή ΰλη, τό πιό λεπτό καί τό πιό έλαφρό άπ' δλα, είναι αιτία κίνησης καί τάξης. Πλησιάζουμε στήν έποχή τοΰ Περικλή, σύγχρονου τοΰ 'Αναξαγόρα. 'Ακολουθούν ό Λεύκιππος καί ό Δημόκριτος, ό Σωκράτης ( 470-399 π.Χ. ) καί ό Πλάτων καί τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία. Άπό τή μιά πλευρά ό Πυθαγόρας καί ό Πλάτων, δηλαδή ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός. Άπό τήν άλλη, ό Λεύκιππος καί ό Δημόκριτος, δημιουργοί τοΰ άρχαίου άτομισμοΰ καί τοΰ φιλοσοφικού ύλισμοΰ. 'Επίσης, ό όρθολογισμός τών σοφιστών καί ό υλισμός τών στωικών. Κατά τούς 'Ατομικούς υπάρχουν τά άτομα ( τόΌν ) καί τό κενό ( τό μή Ό ν ). Υπάρχει μιά άπειρία άτόμων καί, άντίστοιχα, άπειροι κόσμοι. Ή γένεση προκύπτει άπό τή σύνδεση τών άτόμων. Ή φθορά άπό τήν άποσύνδεση. Τίποτα δέν γεννιέται άπό τό μή Ό ν , οΰτε μεταπίπτει στό μή Ό ν . Συνεπώς : Διατήρηση της ΰλης. Άπό
ανθρωιιογενεεη
225
τό συνδυασμό τών άτόμων προκύπτει τό νερό, ή φωτιά, τό δέντρο, ό άνθρωπος. Κατά τόν Δημόκριτο ή ύγρασία είναι τό πρώτο αϊτιο γιά τή ζωή (Άέτιος ). Ώς πρός τόν άνθρωπο, ό Δημόκριτος θεωρούσε δτι άρχικά οί άνθρωποι δημιουργήθηκαν άπό νερό καί άπό λάσπη καί δτι ή ψυχή είναι μιά πύρινη σύνθεση άποτελούμενη άπό στοιχεία ορατά γιά τή νόηση. Ή ψυχή, σημειώνει ό 'Αριστοτέλης σχετικά μέ τόν Δημόκριτο, είναι κάτι ένσώματο. 'Επίσης είναι φθαρτή καί άποσυντίθεται μαζί μέ τό σώμα ('Αέτιος ). Ό 'Επίκουρος ήταν Ινας άπό τούς διαπρεπέστερους άντιπροσώπους τοΰ άρχαίου άτομισμοΰ. Καί κατ'αύτόν ύπάρχουν τά άτομα καί τό κενό. Ή ζωή προήλθε άπό τή γή μέ τό συνδυασμό άτόμων. Ή ψυχή ύπάρχει. 'Αποτελείται άπό άτομα, δέν είναι ασώματη καί είναι θνητή. Ή φιλοσοφία τοΰ'Επίκουρου, δπως καί ή φιλοσοφία τοΰ Δημόκριτου, είναι αιτιοκρατική καί άποκλείει κάθε είδος σκοπιμότητας. Στή φύση δροΰν τά ποιητικά, ή υλικά αίτια. Στή συνέχεια ό Λουκρήτιος ( - 9 8 π.Χ.-50 π.Χ.) ήταν ό συνεχιστής τοΰ άρχαίου ύλιστικοΰ άτομισμοΰ. Τά άτομα κάθε είδους είναι, καί κατ'αύτόν, άπειρα σέ άριθμό. Ό κόσμος μας δέν είναι μοναδικός καί είναι φθαρτός. Τά άτομα, άντίθετα, είναι αιώνια. Σέ σχέση μέ τή ζωή, καί ό Λουκρήτιος δεχόταν δτι μητέρα τής ζωής είναι ή γή, έπειδή άπό τή γή προκύπτουν δλα τά δντα. Οί άνθρωποι δέν είναι δημιουργήματα κάποιου θεοΰ ή άλλων υπερφυσικών δυνάμεων. Γεννήθηκαν μέ τή δράση φυσικών δυνάμεων. Κατά συνέπεια ή ούσία τής νόησης καί τής ψυχής είναι ύλική, δπως καί κάθε άλλου όργάνου. Καί ό Λουκρήτιος, έπίσης, δέν δεχόταν τήν ΰπαρξη ύπερφυσικών δντων καί τελικών αιτίων. Καί οί θεοί ; Μετά τόν Ξενοφάνη ( 6ος αιώνας π.Χ.), ιδρυτή τής σχολής τής 'Ελέας, ό Δημόκριτος έπιχείρησε νά έξηγήσει τή γέννηση τής ιδέας τοΰ Θεοΰ ( καί τών θεών ). Παρατηρώντας τά ούράνια φαινόμενα, δπως τις βροντές, τίς άστραπές καί τούς κεραυνούς, τούς σχηματισμούς τών άστρων, τΙς έκλείψεις τοϋ "Ηλιου καί τής Σελήνης, οί πρωτόγονοι τρομοκρατοΰνταν καί φαντάζονταν δτι αιτία ήταν οί θεοί. Ό Μάρξ, άκολουθώντας τήν ίδια γραμμή σκέ-
226
εκτο
κεφαλαιο
ψης, έξήγησε πώς καί γιατί ή ούράνια οικογένεια είναι ή αντανάκλαση της έπίγειας. Θά ήθελα νά τελειώσω αύτή τή σύντομη σκιαγραφία τών άντιλήψεων τών προσωκρατικών μέ ίνα χωρίο άπό τό έργο τοΰ Διόδωρου τοΰ Σικελιώτη ( 1ος αϊ. π.Χ.). Τό χωρίο αύτό είναι σχετικά έκτεταμένο, άλλά νομίζω δτι άξίζει τόν κόπο νά διαβαστεί αύτή ή μαρτυρία. "Ετσι : « Κατά γάρ τήν έξ αρχής τήν δλην σύστασιν μίαν έχειν ΐδέαν ούρανόν τε καί γήν, μεμιγμένης αύτών τής φύσεως- μετά δέ ταύτα διαστάντων τών σωμάτων άπ' αλλήλων, τόν μέν κόσμον περιλαβεϊν άπασαν τήν όρωμένην έν αύτω σύνταξιν, τόν δ'άέρα κινήσεως τυχεΐν συνεχούς, καί τό μέν πυρώδες αύτοΰ πρός τούς μετεωροτάτους τόπους συνδραμεΐν, άνωφεροϋς ούσης τής τοιαύτης φύσεως διά τήν κουφότητα άφ' ής αιτίας τόν μέν ήλιον καί τό λοιπόν πλήθος τών άστρων έναποληφθήναι τη πάση δίνη· τό δέ ΐλυώδες καί θολερόν μετά τής τών ύγρών συγκρίσεως έπί ταύτό καταστήναι διά τό βάρος' είλούμενον δ'έν έαυτω συνεχώς καί συστρεφόμενον έκ μέν τών ύγρών τήν θάλατταν, έκ δέ τών στερεμνιωτέρων ποιήσαι τήν γήν πηλώδη καί παντελώς άπαλήν. Ταύτην δέ τό μέν πρώτον τοΰ περί τόν ήλιον πυρός καταλάμψαντος πήξιν λαβείν, έπειτα διά τήν θερμασίαν άναζυμουμένης της έπιφανείας συνοιδήσαί τινα τών ύγρών κατά πολλούς τόπους, καί γενέσθαι περί αυτά σηπεδόνας ύμέσι λεπτοΐς περιεχομένας- δπερ έν τοϊς έλεσι καί τοις λιμνάζουσι τών τόπων έτι καί νΰν όρασθαι γινόμενον, έπειδάν τής χώρας κατεψυγμένης άφνω διάπυρος ό άήρ γένηται, μή λαβών τήν μεταβολήν έκ τοϋ κατ'όλίγον. Ζωογονουμένων δέ τών ύγρών διά τής θερμασίας τόν είρημένον τρόπον τάς μέν νύκτας λαμβάνειν αύτίκα τήν τροφήν έκ τής πιπτούσης άπό τοϋ περιέχοντος ομίχλης, τάς δ'ήμέρας ύπό τοϋ καύματος στερεοϋσθαΐ" τό δ'έσχατον τών κυοφορουμένων τήν τελείαν αύξησιν λαβόντων, καί τών υμένων διακαυθέντων τε καί περιρραγέντων άναφυήναι παντοδαπούς τύπους ζώων ». (Διόδωρος Σικελιώτης, 1,7,1 )
ανθρωιιογενειη
227
Kai τό κείμενο αύτό μπορεί νά φαίνεται άφελές μπροστά στίς σημερινές γνώσεις. 'Αλλά τό ούσιαστικό δέν είναι ή « έπιστημονικότητά » του. Είναι τό γεγονός δτι ή προσέγγιση τοΰ φαινομένου της ζωής είναι υλιστική, καί διαλεκτική καί δτι άποκλείει, κατά συνέπεια, κάθε μυθική ή υπερφυσική δύναμη. Καί άξίζει νά θέσουμε τό έρώτημα γιατί χρειάστηκαν σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια για νά άντιμετωπιστεΐ έκ νέου τό πρόβλημα τής ζωής ώς γεγονός τής έξέλιξης της άζωης ΰλης. Ή άπάντηση είναι προφανής. Ά ς υπενθυμίσουμε τΙς μυθικές-ποιητικές κοσμογονίες: τόν "Ομηρο, τόν 'Ησίοδο, τόν ορφισμό. Οί κοσμογονίες αύτές ήταν άφελώς « υλιστικές », άκόμα καί διαλεκτικές. Σύμφωνα μ'αύτές, ή Γή είναι μητέρα τών δντων, καί ή δημιουργία ex nihilo είναι άδιανόητη. 'Επίσης κατά τΙς όρθολογικές κοσμολογίες δέν υπάρχει Δημιουργία. Άκόμα καί κατά τόν Πλάτωνα ό Δημιουργός δέν δημιούργησε τόν κόσμο ex nihilo. 'Ως τεχνίτης, τόν δημιούργησε βάζοντας τάξη στίς 'Ιδέες. 'Επιπλέον, ώς άγαθός, τόν δημιούργησε σύμφωνα μέ τό καλύτερο δυνατό πρότυπο. Οί όρθολογικές κοσμολογίες, δπως καί οί άντιλήψεις γιά τή ζωή, δέν ήταν « έπιστημονικές ». Τό καθεστώς τους είναι διαφορετικό άπό τό καθεστώς τών έπιστημονικών άντιλήψεων πού τίς διαδέχτηκαν. 'Εντούτοις, τό πέρασμα « άπό τό μύθο στό λόγο » δέν ήταν ούτε στιγμιαίο ούτε ολοκληρωτικό. 'Ιδέες τών μυθικών κοσμογονιών ένσωματώνονταν στίς φιλοσοφικές κοσμολογίες. 'Επίσης, πολλές άπό τΙς διαισθήσεις τών κοσμογονιών καί τών κοσμολογιών έχουν μιά άναλογία μέ έπιστημονικές άντιλήψεις της Φυσικής, τής Κοσμολογίας καί τής βιολογίας. Έτσι, γιά νά άναδείξουμε τή διαφορά άλλά καί τίς καταπληκτικές ομοιότητες, θά παραθέσουμε τήν άποψη τριών σύγχρονων βιολόγων γιά τήν έμφάνιση τής ζωής : « Τά εϊδη δέν παραμένουν σταθερά στήν αιωνιότητα. Έχουν προκύψει 'ιστορικά άπό προηγούμενες πιό " άπλές " καί πιό " πρωτόγονες " μορφές. Έτσι θά μπορούσε νά κατανοηθεί ή προέλευση τής ζωής άπό τή μή Ιμβια ύλη. Θά μπορούσαμε νά φανταστούμε μιά άρχέγονη χημική σούπα στήν όποία πραγματοποιούνταν κρίσιμες χημικές άντιδράσεις, οί όποιες οδηγούσαν σέ
228
εκτο
κεφαλαιο
άντ(.δράσεις πού άποτέλεσαν τή βάση τών πρώτων μορφών τής ζωής. Ό Δαρβίνος δέν παρέλειψε νά διαλογιστεί μ' αύτόν τόν τρόπο γιά τήν άπαρχή τής ζωής, άλλά ή κύρια θεωρητική πρόοδος όφείλεται στόν βιοχημικό 'Αλεξάντρ Όπάριν ( 1894-1980 ) καί στόν γενετιστή John Haidane ( 1892-1964 ) κατά τή δεκαετία τοΰ '20 ( καί οί δύο προσπάθησαν συνειδητά νά έργαστοΰν στό πλαίσιο τής διαλεκτικής καί όχι τοΰ μηχανικισμοΰ ) »." Συνεπώς : Έπιστημική επανάσταση, αλλαγή « παραδείγματος », άλλά όχι τομή. Αναξίμανδρος, Άναξιμένης, Λεύκιππος, Δημόκριτος, 'Επίκουρος, Λουκρήτιος. Ό Διόδωρος ό Σικελιώτης έδωσε μιά περίληψη αύτής τής μακράς φυσιοκρατικής-ύλιστικής παράδοσης. 'Αλλά ήδη πλησιάζουμε τήν περίοδο της παρακμής τής άρχαίας, όρθολογικής φιλοσοφίας. Ή κρίση τής άθηναϊκής δημοκρατίας, ή κρίση γενικότερα τών δουλοκτητικών κοινωνιών, δέν εύνοοΰσε τήν ήρεμη καί συχνά αισιόδοξη στάση άπέναντι στήν πραγματικότητα. Οί σοφιστές ήταν οί τελευταίοι ιδεολόγοι της δημοκρατίας καί οί στωικοί υιοθέτησαν μιά γαλήνια στάση άπέναντι στίς περιπέτειες τής ζωής. Οί πυθαγόρειοι καί ό Πλάτων είχαν άνοίξει ήδη τό δρόμο πρός τόν φιλοσοφικό ιδεαλισμό. Τώρα τό έδαφος τό κατακτούσαν ό νεοπλατωνισμός, ό συγκριτισμός μέ τόν άνατολικό μυστικισμό, καί τό δόγμα τής Δημιουργίας τής νέας θρησκείας : τοΰ χριστιανισμού. Τό χριστιανικό δόγμα καί ό μυστικισμός έπαιρναν τήν άντεκδίκησή τους. Τώρα, τουλάχιστον στήν Ευρώπη, ό Θεός είχε δημιουργήσει έκ τοΰ μηδενός τόν κόσμο, τό ήλιακό σύστημα, τή ζωή καί τούς άνθρώπους. Τό δόγμα της δημιουργίας συγκατοικούσε μέ τό μυστικισμό καί μέ μηχανιστικές άντιλήψεις. Σύμφωνα μέ μιά τέτοια άντίληψη, ή ζωή ήταν έκφραση κάποιας ζωικής δύναμης ( vis Vitalis ). Όμως ό Fr. Wöhler ( 1800-1882 ) συνέθεσε τό 1828 στό έργαστήριο μιά οργανική ένωση, τήν ούρία, μέ βρασμό ένός διαλύματος κυανιούχου άμμωνίου. Δηλαδή δημιούργησε μιά όργανική ούσία άπό μή οργανικά μόρια. Ή ύπόθεση της ζωικής δύναμης είχε δεχτεί ένα θανάσιμο πλήγμα άλλά τό δόγμα της δημιουργίας καί ό μυστικισμός έπιβίωσαν. 'Από τήν άντίθετη πλευρά
λνθρωιιογκνεςη
229
υπήρχαν μηχανιστικές-ύλιστικές αντιλήψεις για τήν προέλευση τής ζωής, δπως ή ιδέα τής αύθόρμητης γένεσης, δηλαδή δτι τά κύτταρα μπορούσαν νά προέλθουν άπό ένα διάλυμα οργανικών μορίων. Ασκώντας κριτική σ'αύτές τίς άπόψεις ό Ένγκελς έγραφε: « Άπό τότε πού γνωρίζουμε τά χωρίς δομή μονήρη, είναι τρελό νά θέλουμε νά έξηγήσουμε τή γέννηση έστω καί ένός κυττάρου μέ άμεση άφετηρία τήν άδρανή ΰλη άντί γιά τό ζωντανό λεύκωμα, καί νά πιστεύουμε δτι μέ λίγο βρόμικο νερό θά ήταν δυνατόν νά ύποχρεώσουμε τή φύση νά κάνει σέ εΐκοσιτέσσερις ώρες αύτό πού χρειάστηκε έκατομμύρια χρόνια». Σχολιάζοντας τά πειράματα τοΰ Louis Pasteur ( 1822-1895 ), ό Ένγκελς έγραφε : « Τά πειράματα τοΰ Παστέρ άπ' αύτή τήν άποψη είναι μάταια : Σέ κείνους πού πιστεύουν στή δυνατότητα τής αύθόρμητης γένεσης δέν θά άποδείξουν ποτέ τό άδύνατο, μέ τή βοήθεια αύτών τών πειραμάτων. Όμως αύτά τά πειράματα είναι σπουδαία, έπειδή παρέχουν πολλές διασαφηνίσεις σχετικά μ'αύτούς τούς όργανισμούς, τή ζωή τους, τά σπέρματά τους κλπ.». 3 Διατυπώθηκε έπίσης ή υπόθεση δτι τά κύτταρα θά μπορούσαν νά προέλθουν άπό κάποιο « πρωταρχικό βλάστημα ». Άλλά δπως γράφει ό François Jacob (γενν. 1920), μέ τόν R. Virchow (1821 -1902 ) άποκλείστηκε ή δυνατότητα νά γεννηθεί ένα κύτταρο άπό κάποιο οργανικό μείγμα. Ό Ζακόμπ παραθέτει τόν Virchow: « Ε κεί δπου έμφανίζεται Ινα κύτταρο θά έπρεπε νά ύπάρχει προηγούμενα Ινα άλλο, τό ίδιο δπως ένα ζώο δέν μπορεί νά προέλθει άπό τό τίποτα, παρά άπό ένα ζώο, καί ένα φυτό άπό τίποτα άλλο έκτός άπό φυτό ». Μέ τό κύτταρο, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, ή βιολογία βρήκε τό άτομό της. Ό σχηματισμός ένός έμβιου δντος είναι μιά άναπαραγωγή: «Στήν προέλευση κάθε έμβιου δντος ύπάρχει πάντα μία άπ' αύτές τίς μονάδες πού συνθέτουν τό έμβιο, μία σταγονίτσα πρωτοπλάσματος, κλεισμένη σέ ένα περίβλημα, δηλαδή μιά δομή ή όποία κατέχει ήδη δλα τά κατηγορήματα τοΰ έμβιου»/' 'Εντούτοις τό έρώτημα παραμένει : Πώς γεννήθηκε ή ζωή; Μέ
230
εκτο
κεφαλαιο
ποιόν τρόπο ή υλη μπόρεσε στή Γή νά περάσει άπό τό προβιοτικό στάδιο σέ όλο και περισσότερο σύνθετες δομές γιά νά καταλήξει στή δημιουργία Ιμβιων όντων ; Οί προσωκρατικοί είχαν άκολουθήσει τήν όρθή όδό. 'Αλλά ήταν πολύ νωρίς. Στά νεότερα χρόνια ή βιολογία έπιβεβαίωσε, κατ'άρχήν, τίς φιλοσοφικές διαισθήσεις αύτών τών στοχαστών. Βασικές αιτίες τής μακρόχρονης κυριαρχίας τού άνορθολογισμοΰ ήταν ό ρόλος τής θρησκείας στή φεουδαρχική Εύρώπη, άλλά φυσικά καί ή τεχνολογική καθυστέρηση ή όποία δέν έπέτρεπε τή δημιουργία αύθεντικά έπιστημονικών θεωριών : Δηλαδή τό πέρασμα άπό τήν ιδεολογία στήν έπιστήμη. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άκολουθήσουμε τόν μακρύ δρόμο πού όδήγησε στή γέννηση τής ζωής, στήν άνθρωπογένεση καί στή νοογένεση.
2. Ή ανάδυση τής ζωής Άπό πού προήλθε ή ζωή ; ΤΗταν Ινα θαύμα ; Ή άποδοχή τοΰ δόγματος τής Δημιουργίας συνεπάγεται άνυπέρβλητες άντιφάσεις έπιστημονικοΰ καί ήθικοΰ χαρακτήρα. Ή άποδοχή τής υπόθεσης ότι ή ζωή μεταφέρθηκε στή Γή άπό τόν έξωγήινο χώρο, στερείται έπιστημονικοΰ θεμελίου. Ή υπόθεση αύτή μετατοπίζει τό πρόβλημα άντί νά άναζητήσει μιά έξήγηση. Θά έπιστρέψουμε συνεπώς στή γραμμή πού χάραξαν οί προσωκρατικοί, τώρα όμως μέ τά δεδομένα τών φυσικών έπιστημών καί προπαντός τής βιολογίας. Πρώτο έρώτημα: Πώς δημιουργήθηκαν τά πρώτα όργανικά μόρια ; Οί όργανικές ούσίες είναι ένώσεις τού άνθρακα μέ υδρογόνο, όξυγόνο, άζωτο, φωσφόρο κλπ. Τέτοιες ένώσεις Ιχουν συντεθεί άβιογενώς όχι μόνο στό έργαστήριο καί στή Γή, άλλά άκόμα καί σέ άστέρες πού ή θερμοκρασία τους δέν είναι πολύ ύψηλή. Στόν ήλιο, π.χ., Ιχουν παρατηρηθεί όργανικές ρίζες. Έπίσης στόν μεσοαστρικό χώρο πραγματοποιούνται χημικές άντιδράσεις τών οποίων τά προϊόντα Ιχουν βιολογικό ένδιαφέρον. Στά νεφελώματα άνι-
ανθρωιιογενεεη
231
χνεύτηκαν υδρογόνο καί άμμωνία. Στους μετεωρίτες παρατηρήθηκε ή ύπαρξη υδρογονανθράκων. Ή άρχέγονη ατμόσφαιρα της Γής περιείχε νερό, άζωτο, μονοξείδιο καί διοξείδιο τοϋ άνθρακα, μεθάνιο, άμμωνία κλπ. 'Ηλεκτρικές έκκενώσεις, υπεριώδεις άκτίνες, κλπ., προκαλούσαν χημικές άντιδράσεις τών όποίων τά προϊόντα ήταν άμινοξέα, ζάχαρα, καί άλλες όργανικές ούσίες. 'Επρόκειτο γιά ένα πρώτο στάδιο, φυσικοχημικό, τής έξέλιξης τών μορφών τής ύλης πρός τήν έμφάνιση τής ζωής. Σήμερα γνωρίζουμε δτι στήν άρχέγονη άτμόσφαιρα τής Γής δημιουργήθηκαν πολλές όργανικές ούσίες. Ό π ω ς σημειώνει ό Jacques Monod ( 1910-1976 ), πρίν άπό τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια, ή άτμόσφαιρα καί ό φλοιός τής Γής εύνοοΰσαν τή συσσώρευση ορισμένων χημικών ένώσεων τοΰ άνθρακα. Στή Γή υπήρχε έπίσης νερό καί άμμωνία. Μή βιολογικοί καταλύτες εύνοοΰσαν τή δημιουργία πολλών, περισσότερο περίπλοκων όργανικών ουσιών, δπως τά άμινοξέα, καί οί πρόδρομοι τών νουκλεοτιδίων.5 Ό άβιογενής σχηματισμός όργανικών ούσιών στή Γή, δπως οί υδατάνθρακες, τά νουκλεϊκά όξέα, άκόμα καί πρωτεΐνες καί λίπη, δέν παρουσιάζει σήμερα μυστήριο. Σήμερα, έξάλλου, δημιουργούνται στό έργαστήριο, σέ συνθήκες παρόμοιες μέ τίς συνθήκες τής άρχέγονης Γής, άμινοξέα, πεπτίδια, πολυπεπτίδια, νουκλεϊκά όξέα, νουκλεοπρωτεΐνες κλπ. Ή προβιοτική φάση είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστή. « Μποροΰμε νά θεωρήσουμε ώς άποδεδειγμένο » γράφει ό Ζ. Μονό, « δτι σέ μιά δεδομένη στιγμή στή Γή, κάποιες περιοχές μέ νερό μπορούσαν νά περιέχουν σέ διάλυμα υψηλές συγκεντρώσεις τών ούσιαστικών συστατικών τών δύο τάξεων μακρομορίων, τών νουκλεϊκών όξέων καί τών πρωτεϊνών. Σ'αύτή τήν "προβιοτική σούπα", διάφορα μακρομόρια θά μπορούσαν νά σχηματίζονται μέ πολυμερισμό τών προδρομικών μορίων: τών άμινοξέων καί τών νουκλεοτιδίων ». Πάντοτε κατά τόν Μονό, οί στοιχειώδεις μηχανισμοί της έξέλιξης δχι μόνον έχουν κατ' άρχήν κατανοηθεί, άλλά καί ταυτοποιηθεϊ μέ άκρίβεια. « Τό θαΰμα » έχει « έξηγηθεΐ». Αύτά σέ δ,τι άφορά τά οργανικά μόρια. 'Αλλά τό « μυ-
2
3
2
εκτο
κεφαλαιο
στήριο » τοϋ σχηματισμού τοΰ ζωντανοϋ κυττάρου έχει σήμερα « έξηγηθεΐ » ; 6 Γνωρίζουμε, γράφει ό Μονό, τΙς διαδικασίες σχηματισμοΰ στή Γή τών ούσιαστικών χημικών συστατικών τών έμβιων όντων, νουκλεοτιδίων καί άμινοξέων. Τό σχηματισμό, μέ άφετηρία αύτά τά υλικά, τών πρώτων μακρομορίων που ήταν ικανά γιά διπλασιασμό. 'Αλλά πώς, μέσα άπό ποιούς δρόμους, τά υλικά αύτά κατέληξαν στό σχηματισμό κυττάρων; Δέν έχουμε ιδέα, γράφει ό Μονό, γιά τό τί θά μπορούσε νά είναι ή δομή ένός άρχέγονου κυττάρου. Τά πιό άπλα κύτταρα δέν έχουν τίποτα τό « πρωτόγονο ». « Είναι προϊόντα μιας επιλογής ή όποία μπόρεσε, μέσα άπό πεντακόσια ή χίλια δισεκατομμύρια γενεές, νά συσσωρεύσει ένα τελεονομικό σύστημα τόσο ισχυρό ώστε τά πραγματικά άρχέγονα ίχνη νά μή διακρίνονται. Ή άνακατασκευή, χωρίς άπολιθώματα, μιας τέτοιας έξέλιξης είναι άδύνατη ». ' Συνεπώς : Πώς πραγματοποιήθηκε τό πέρασμα άπό τήν « άρχέγονη σούπα » στό κύτταρο ; Μέ άλμα ; Μέ μιά ριζική άσυνέχεια ; Μέ τήν έπέμβαση τοΰ Θεού ; Ό Σοβιετικός βιολόγος Α. 'Οπάριν είχε έπιχειρήσει νά δημιουργήσει μιά γέφυρα άνάμεσα στήν « προβιοτική σούπα » καί στό ζωντανό κύτταρο. ΚαΙ αυτός σημειώνει δτι ή άρχέγονη άτμόσφαιρα τής Γής περιείχε ύδρογόνο, νερό, μεθάνιο κλπ. Έπίσης κατ' αύτόν οργανικές ούσίες δπως ή άλκοόλη, οί άλδευδες, οί κετόνες, τά άμμωνιακά άλατα, κλπ. συντέθηκαν άβιογενώς πριν άπό τήν εμφάνιση τής ζωής. Στις συνθήκες αύτές σχηματίστηκαν κολλοειδή διαλύματα, γεγονός πού είχε συνέπεια τό σχηματισμό σταγονιδίων, τά όποΐα ό 'Οπάριν όνόμασε coacervats ( συσσωματώματα ). Τά σταγονίδια αύτά είχαν στοιχειώδη οργάνωση. Μπορούσαν νά άπορροφοΰν ούσίες άπό τό διάλυμα. Είχαν, συνεπώς, έναν κάποιον μεταβολισμό μέ τό περιβάλλον. Τά συσσωματώματα ήταν άσταθή. Σχηματίζονταν καί καταστρέφονταν. Μέ τό πέρασμα τοΰ χρόνου άποκτοΰσαν κάποια άτομικότητα. Προφανώς, οί στοιχειώδεις αύτές δομές δέν ήταν « ζωντανές ». "Ομως, άν ή θεωρία τοΰ 'Οπάριν, πού σήμερα έπανέρχεται στήν έπιφάνεια, έχει κάποια άλήθεια, τότε θά
ανθρωιιογενεεη
233
μπορούσε νά συμβάλει στήν άναζήτηση ένδιάμεσων μορφών άνάμεσα στήν « άρχέγονη σούπα » καί στό ζωντανό κύτταρο.8 Τό πέρασμα άπό τό κολλοειδές διάλυμα, ένδεχομένως άπό τά συσσωματώματα, στό κύτταρο, είναι προφανώς θεμελιακό πρόβλημα τής βιολογίας. Κατανοούμε τό κύτταρο στίς μεγάλες γραμμές του, έγραφε ό Φρ. Ζακόμπ, όχι δμως τόν ιστό, τό δργανο ή τόν περίπλοκο μηχανισμό. Τό πιό άπλό κύτταρο είναι τό κύτταρο τών βακτηρίων. 'Αλλά άκόμα καί σχετικά μέ τά βακτήρια υπάρχει πλήθος άπό άλυτα προβλήματα. Κατά τόν Ζακόμπ, « τίποτα δέν μας λέγει δτι θά μπορέσουμε κάποτε νά άναλύσουμε τή μετάβαση άπό τό οργανικό στό έμβιο. "Ισως δέν θά μπορέσουμε νά υπολογίσουμε ούτε τήν πιθανότητα πού θά είχε ένα έμβιο σύστημα νά έμφανιστεΐ στή Γή ». Ούτε ό Ζακόμπ είναι αισιόδοξος ώς πρός αύτό. Όμως ό ίδιος γράφει : « Αύτό πού άπέδειξε ή βιολογία είναι δτι δέν ύπάρχει μεταφυσική όντότητα πού θά κρυβόταν πίσω άπό τή ζωή. Ή δύναμη της συνάθροισης, τής δημιουργίας δλο καί πιό περίπλοκων δομών, ή δύναμη άκόμα τής άναπαραγωγης, άνήκει στά στοιχεία τά όποια συνθέτουν τήν ύλη. Άπό τά μικροσωμάτια μέχρι τόν άνθρωπο συναντάται μιά ολόκληρη σειρά άπό ολοκληρώσεις, έπίπεδα, άσυνέχειες. Όμως καμιά ρήξη, ούτε στή σύσταση τών άντικειμένων ούτε στίς σχετικές άντιδράσεις. Καμιά άλλαγή ούσίας ».9 Ά ς έπιμείνουμε σ'αύτό τό πρόβλημα. Ή κίνηση, μέ τή γενικότερη έννοια της λέξης, είναι ένδογενές κατηγόρημα της ΰλης. Αναφερθήκαμε σχετικά στό δεύτερο κεφάλαιο. Μιά άπό τίς δυνατότητες της ΰλης είναι ή αύτοοργάνωση* γιά δημιουργία δλο καί πιό σύνθετων δομών. Έτσι, μέ άφετηρία άνόργανες μορφές, δημιουργήθηκαν όργανικά μόρια : πεπτίδια, πολυπεπτίδια καί πρωτεΐνες, ούσιαστικά στοιχεία τής ζωής. Στά κολλοειδή διαλύματα, άν ή θεωρία τού 'Οπάριν είναι σωστή, τά συσσωματώματα άντιπροσώπευαν ήδη σχετικά σταθερές δομές καί έπιπλέον έκδήλωναν κάποιον μεταβολισμό μέ τό περιβάλλον. Όλες αύτές οί διεργασίες, όξειδωτικές καί άναγωγικές άντιδράσεις, σύνθεση δλο καί περισσότερο περίπλοκων μορίων, συνιστούσαν μιά συνολική μή
2
34
εκτο
κεφαλαιο
αντιστρεπτή κίνηση. Ή έξέλιξη τών προβιοτικών μορφών, καθώς καί τών μορφών ζωής μέ τήν κυριολεκτική έννοια του δρου, πραγματοποιούνταν άκολουθώντας τό θερμοδυναμική βέλος. "Οπως γράφει ό Ζ. Μονό, ή έξέλιξη στή βιόσφαιρα είναι διαδικασία άναγκαστικά μή άντιστρεπτή, ή όποία καθορίζει μιά κατεύθυνση τοΰ χρόνου.10 Οί διαδικασίες αύξησης τής έντροπίας καί οί διαδικασίες αύξησης τής τάξης είναι διαδικασίες αντίθετες καί συζυγείς πού χαρακτηρίζουν τό φαινόμενο τής ζωής. " Ή έμφάνιση τής ζωής άποτελεΐ μιά « στιγμή » στή μακρά διαδικασία αύτοοργάνωσης τής ύλης στίς ειδικές συνθήκες τής Γής. Κατά συνέπεια: Ούτε βιταλισμός ούτε τελεολογία ούτε άκατανόητη μηχανιστική ρήξη. Ούτε άφελής μηχανικισμός μέ μεταφυσικό « συμπλήρωμα », δπως ή ψυχή τοΰ Καρτέσιου, « πατέρα τοΰ νεότερου όρθολογισμοΰ » όπως συνήθως λέγεται. Ή ζωή είναι Ινα έξελικτικό γεγονός αύτοοργάνωσης σέ Ινα εύνοϊκό φυσικοχημικό περιβάλλον. "Οπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ : «"Οποια καί νά ήταν ή άπαρχή πού άποδίδεται σ'αύτό τό όποιο καλείται ζωντανό σύστημα, ή όργάνωση αύτοΰ τοΰ συστήματος δέν κατανοείται παρά μόνο στό έσωτερικό ένός περιβάλλοντος διαμορφωμένου ήδη άπό μακρού χρόνου ».12 Ή ζωή δέν υπήρχε άκόμα. Όμως Ιτεινε νά πραγματοποιηθεί ώς δυνατότητα τής ΰλης. Συνεπώς: Ποιοτική άλλαγή. Διαλεκτικό άλμα. Ούτε ρήξη ούτε «θαύμα». Τάξη ή όποία άναδύεται στό έσωτερικό τής άταξίας. Στιγμές θερμοδυναμικής ισορροπίας καί συνολική κίνηση μακρά άπό τό σημείο ισορροπίας. Οί ζωντανοί δργανισμοί υπόκεινται σέ μιά διαρκή ροή ένέργειας, καί τά συστατικά μέρη τους μποροΰν νά κινούνται Ιντονα, δημιουργώντας ταυτόχρονα τάξη. "Ετσι, τά μόρια τά όποια συγκροτούν Ινα ζωντανό κύτταρο βρίσκονται σέ άδιάκοπη κίνηση (κίνηση Μπράουν), ένώ ταυτόχρονα τοΰ προσδίδουν μιά καλώς καθορισμένη μορφή καί έσωτερικές δομές συνολικά σταθερές ( πυρήνας, συστήματα μεμβρανών, κυτοσκελετός, κλπ.). Σ'αύτή τήν κίνηση αύτοοργάνωσης μέσω μή γραμμικών διεργασιών, καί όχι στά γονίδια, πρέπει νά άναζητήσουμε τήν άπαρχή τών περίπλοκων καί δυναμικών μορφών τών Ιμβιων συστημάτων.13
ανθρωιιογενειη
235
*Ας έπιστρέψουμε στό έρώτημά μας : Ή θέση δτι ή ζωή είναι δυνατότητα της υλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στή Γή σέ μια περίοδο τής έξέλιξής της, είναι θεμελιωμένη έπιστημονικά. "Ομως ή άπαρχή ; Δηλαδή, ό σχηματισμός τοϋ ζωντανού κυττάρου ; Μια άρχή ; Μιά ρήξη ; διερωτάται ό P. Tort. Κα! ή άπάντησή του : « 'Αναγωγικές κοινοτοπίες τών χυδαίων κοινωνιοβιολόγων ». Ούτε ρήξη ούτε έπίπεδη συνέχεια. ''' Συνεπώς : Σύνθεση άνόργανων μορίων. Σχηματισμός όργανικών μορίων. Περίπλοκοι σχηματισμό! στήν « άρχέγονη σούπα ». «Συσσωματώματα». Κύτταρα χωρίς πυρήνα (προκαρυωτικά). Κύτταρα μέ πυρήνα (εύκαρυωτικά). Πρόκειται γιά στάδια στήν έξέλιξη τής ύλης, ή όποία κατέληξε στήν έμφάνιση τών θηλαστικών, τών άνώτερων θηλαστικών ( πίθηκοι, άνθρωπος ) καί στήν έννοιακή σκέψη. Κάθε στάδιο προϋποθέτει τά προηγούμενα, άλλά δέν άνάγεται στίς μορφές του. Τό νέο άναδύεται ώς ή διαλεκτική άρνηση τοΰ προηγούμενου. Τό δλον συνιστά μιά μή άντιστρεπτή διαδικασία, ή όποία πραγματοποιείται μέσα στό χρόνο. Αύτό πού άρχίζει δέν είναι άκόμα" βρίσκεται στήν πορεία τής πραγμάτωσής του, δπως θά έλεγε ό Χέγκελ. Υπάρχουν πολλά άναπάντητα έρωτήματα, σχετικά μέ τήν έμφάνιση τών πρώτων κυττάρων. 'Αλλά τό μακρύ δρομολόγιο τής φυλογένεσης είναι άρκετά γνωστό. *Ας άκούσουμε γιά άλλη μιά φορά έναν διαπρεπή ειδικό, τόν Φρ. Ζακόμπ : « Μέ τήν έννοια τοΰ χρόνου συνδέονται άρρηκτα οί έννοιες τής άπαρχής, της συνέχειας, τής αστάθειας καί τοΰ συμπτωματικοΰ. 'Απαρχή, έπειδή ή έμφάνιση τής ζωής θεωρείται συμβάν τό όποιο πραγματοποιήθηκε, άν δχι μιά μόνο φορά άπό τό σχηματισμό της Γής, τουλάχιστον πάρα πολύ σπάνια : Όλα τά έμβια δντα προέρχονται σήμερα άπό έναν καί τόν ίδιο πρόγονο, ή άπό έναν μικρό άριθμό πρωταρχικών μορφών. Συνέχεια, έπειδή άπό τήν έμφάνιση τοΰ πρώτου όργανισμοΰ τό έμβιο θεωρείται δτι δέν είναι δυνατόν νά γεννηθεί παρά άπό έμβιο : Συνεπώς μόνο έξαιτίας τοΰ φαινομένου διαδοχικών άναπαραγωγών ή Γή κατοικείται σήμερα άπό διαφορετικούς οργανισμούς. 'Αστάθεια, έπειδή άν ή πιστότητα τής άναπαραγω-
236
εκτο
κεφαλαιο
γης τούς οδηγεί σχεδόν πάντοτε στό σχηματισμό τοϋ ταυτόσημου, συμβαίνει, σπάνια άλλά σίγουρα, νά γεννήσει τό διαφορετικό: Αύτό τό στενό περιθώριο εύλυγισίας άρκεϊ γιά νά έξασφαλίσει τή διακύμανση πού είναι άναγκαία γιά τήν έξέλιξη. Συμπτωματικό, τέλος, έπειδή δέν ανιχνεύεται καμιά σκοπιμότητα, οποιουδήποτε είδους στή φύση, καμιά δραστηριότητα τοϋ περιβάλλοντος έπί τής κληρονομικότητας, ικανή νά προσανατολίσει τή μεταβολή πρός μιά προκαθορισμένη κατεύθυνση ».13 Παρά τήν έμβάθυνση τών γνώσεων γιά τή ζωή ώς πραγματοποιημένη δυνατότητα τής ΰλης, ή τελεολογία δέν είναι νεκρή. Μιά άπό τίς τελευταίες της μορφές είναι ή λεγόμενη «άνθρωπική άρχή ». Τό άντίθετό της είναι ό μηχανιστικός άναγωγισμός. Ό άναγωγισμός ( βιολογικός ή δχι ) έπιδιώκει νά άναγάγει μιά μορφή στό σύνολο τών συστατικών της στοιχείων. 'Αλλά τό άνώτερο, τό περισσότερο περίπλοκο, δέν είναι δυνατόν νά άναχθεΐ στά συστατικά στοιχεία του. Τά διάφορα έπίπεδα οργάνωσης, γράφουν οί Levin καί Lewontin, είναι έν μέρει αύτόνομα καί ταυτόχρονα άλληλεπιδροΰν. Οί δύο συγγραφείς άπορρίπτουν « τήν εύφορία ή όποία είχε οδηγήσει πολλά πανεπιστήμια νά προσανατολίσουν τή βιολογία πρός τή μελέτη τών μικρότερων ένοτήτων, άμελώντας τόν πληθυσμό, τόν όργανισμό, καί τίς μελέτες τής έξέλιξης καί τής οικολογίας, ώς " stamp collecting" μορφές ».16 Άπό τό πεδίο τών έπιστημών τής ζωής άναδύεται μιά τοπική διαλεκτική. Ή έπιστήμη γίνεται οντολογική, δπως γράφει ό Υ. Quiniou. Ή όντολογία ( μιά όντολογία χωρίς μεταφυσική ) έπενδύεται ολόκληρη στήν έπιστήμη. Ό Γκ. Μπασλάρ μιλοΰσε ήδη γιά όντολογική άξία τών έπιστημονικών έννοιών, καί ή τωρινή τάση τους είναι ρεαλιστική-ύλιστική.'' Μπορούμε συνεπώς νά μιλάμε γιά διαλεκτική όντολογία τοΰ έμβιου δντος έναντίον τής τελεολογίας καί έναντίον τής πενίας τοΰ μηχανικισμοΰ, ύλιστικοΰ ή θετικιστικοΰ. Έναντίον τοΰ δόγματος τής δημουργίας, τοΰ δυϊσμοΰ ψυχής-σώματος, έναντίον τής ψευδοεπιστημονικής τελεολογίας είναι δυνατόν νά θεμελιώσουμε τή θέση δτι ή ζωή είναι ένδογενής ιδιότητα τής ΰλης, ή όποία πραγματώθηκε στις
ανθρωιιοι'ενεση
237
πρόσφορες συνθήκες τής Γης πρίν άπό μερικά δισεκατομμύρια χρόνια. Ό 'Αριστοτέλης είχε ήδη έπεξεργαστεϊ τή διαλεκτική τοϋ δυνάμει καί τοΰ ένεργεία καί θεωρούσε τό ένεργεία, μέτρον τοϋ δυνάμει. Ή ποσοτική αύτή σχέση έχει σήμερα συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή Φυσική. Οί σχέσεις άνάμεσα στό δυνάμει καί τό ένεργεία δέν είναι μόνο ποιοτικές. Κάθε ένεργεία κατάσταση έχει μιά ή περισσότερες δυνατότητες. Κάθε μετασχηματισμός είναι πραγμάτωση μιας άπό τίς δυναμικότητες τής παλαιάς κατάστασης. Κάθε πραγματωμένη δυναμικότητα συνεπάγεται τήν άνάδυση νέων στοιχείων πραγματικότητας (υλικές όντότητες, φυσικά μεγέθη, σχέσεις κλπ.). Τά στοιχεία αύτά « άναδύονται άπό τό βάθος τού πραγματικού » ( Χέγκελ ). Μετασχηματισμός καί διατήρηση είναι διαλεκτικά άντίθετες διαδικασίες : Ή διατήρηση έκδηλώνεται συχνά μέσω ένός μετασχηματισμού.18 Πολλοί φυσικοί νόμοι είναι γραμμικοί. 'Αλλά, δπως έλεγε ό 'Αϊνστάιν, οί πραγματικοί νόμοι τής φύσης δέν είναι γραμμικοί. Ό άφορισμός αύτός ισχύει κατεξοχήν γιά τήν περιοχή της βιολογίας. Τά βιολογικά φαινόμενα έχουν, καί αύτά, χρονικό πάχος. Πραγματοποιούνται στό χώρο άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου, στό έσωτερικό τοΰ κώνου τοΰ φωτός. Τά βιολογικά φαινόμενα διέπονται καί αύτά άπό αίτιακούς νόμους. 'Εντούτοις οί σχέσεις αιτίας - άποτελέσματος δέν έχουν, σ'αύτή τήν περιοχή, τήν άπλότητα τών νόμων τής Φυσικής. Φαινόμενα αύτοΰ τοϋ είδους περιγράφονται άπό μή γραμμικούς νόμους. Ένας άριθμός νέων έννοιών ( άνάδυση, διακλάδωση, χάος, φράκταλ, πολυπλοκότητα κλπ.) δημιουργήθηκαν γιά νά περιγράψουν τά βιολογικά φαινόμενα, τά όποια ώς μή άντιστρεπτά ορίζουν τό βιολογικό βέλος τοΰ χρόνου.
3. Το γεγονός τής έξέλιξης : Δαρβίνος Επιχείρησα ώς έδώ νά θεμελιώσω τή θέση κατά τήν όποία ή ζωή είναι δυνατότητα τής ύλης, ή όποία πραγματοποιήθηκε στίς εύ-
23»
εκτο
κεφαλαιο
νο'ικές συνθήκες τοϋ πλανήτη μας. Ή θέση αύτή έχει σταθερά θεμέλια, άν καί 8έν έχει άποδειχτεΐ, σύμφωνα μέ τά τυπικά έπιστημολογικά κριτήρια. Τώρα θά συζητήσουμε όχι μιά θέση, άλλά Ινα γεγονός : Τό γεγονός τής έξέλιξης, δηλαδή τής έξέλιξης τής ζωής μέ άφετηρία στοιχειώδεις μορφές: δομές πρίν άπό τό κύτταρο, προκαρυωτικά κύτταρα ( χωρίς πυρήνα ), εύκαρυωτικά κύτταρα, μονοκύτταρους όργανισμούς, κ.ο.κ. 'Ιστορία τής έξέλιξης καί ιστορία τών θεωριών τής έξέλιξης. Έξέλιξη δέν σημαίνει έπίπεδη συνέχεια χωρίς ποιοτικούς μετασχηματισμούς" χωρίς άλματα. Ταυτόχρονα δέν σημαίνει μηχανιστικές ρήξεις. Σέ σχέση μέ τήν έξέλιξη τών μορφών τής ζωής, οί φιλόσοφοι προηγήθηκαν ( καί έδώ ) άπό τούς έπιστήμονες. Έπειδή είναι γνωστό ότι οί πρώτοι νόμοι τής νεότερης έπιστήμης ήταν στατικοί : σταθερότητα τών άτόμων, σταθερότητα τοΰ πλανητικού συστήματος, σταθερότητα τών ειδών, κλπ. Σχετικά μέ τή ζωή, ό Λινναΐος ( Carl von Linné, 1707-1778 ) είχε υπερασπιστεί τή σταθερότητα τών ειδών. Σύμφωνα μ'αύτόν υπήρχαν τόσα είδη όσα υπήρχαν στήν άπαρχή τής ζωής. Ό G. Cuvier ( 1769-1832 ), άντίπαλος τοΰ J.B. Lamarck ( 1744-1829 ), έπιχείρησε νά έξηγήσει τό γεγονός της έξέλιξης τών ειδών, διατυπώνοντας τήν υπόθεση τών διαδοχικών καταστροφών. 'Αλλά ό G.L. Buffon (1707-1788) μιλοΰσε ήδη δειλά γιά έξέλιξη τών ειδών. Κατανοείται συνεπώς τό ότι οί ιδέες του έπικρίθηκαν άπό τή Σχολή Θεολογίας τής Σορβόννης. Ό C.P. Wolf ( 1733-1794 ) ήταν άντίπαλος τής θεωρίας τής στασιμότητας τών ειδών καί ό Ch. Lyell ( 1797-1875 ) έπέκρινε τή θεωρία τών διαδοχικών καταστροφών, άνοίγοντας έτσι τό δρόμο πρός τή θεωρία τής έξέλιξης. Ό Λάιελ ήταν υπέρ τής θεωρίας τοΰ Δαρβίνου. 'Αλλά ώς εύσεβής χριστιανός άπέκρουε τήν ιδέα ότι ό άνθρωπος προέρχεται άπό κάποιο ζώο. Εντούτοις, τό 1863, στό βιβλίο του γιά τήν άρχαιότητα τοΰ άνθρώπου, δεχόταν τήν καταγωγή τοΰ άνθρώπου άπό κάποιο είδος πιθήκου. Οί ιδέες πού άφοροΰν τήν έξέλιξη τών μορφών τής ζωής έχουν μακρά ιστορία. Μιλήσαμε ήδη γιά τούς προσωκρατικούς καί
ανθρωιιοι'ενεση
239
ειδικά τούς 'Ατομικούς. 'Αλλά καί ό 'Αριστοτέλης μιλούσε για έξέλιξη καί ό Ιερός Αύγουστίνος ( μέσα 4ου-άρχές 5ου αι.), δπως καί ό Θωμάς ό 'Ακινάτης ( 13ος αϊ.) δέχονταν δτι ό Δημιουργός είχε άφήσει κάποια περιθώρια στήν έξέλιξη. Μετά τούς νεότερους προδρόμους, είναι γνωστό δτι ό Λαμάρκ, μαθητής καί συνεχιστής τοΰ Μπυφφόν, διατύπωσε μιά θεωρία τής έξέλιξης. Οί μεταβολές τοΰ περιβάλλοντος προκαλοΰν, σύμφωνα μ'αύτή τή θεωρία, μεταβολές στους οργανισμούς, οί όποιοι προσαρμόζονται στό περιβάλλον. Όργανα τά όποια είναι ένεργά γίνονται ισχυρότερα, ένώ τά άδρανή άτροφοΰν. 'Αλλά ήταν άκόμα ένωρίς. 'Ωστόσο, κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα, ή πρόοδος τών φυσικών έπιστημών είχε δημιουργήσει τις άναγκάϊες συνθήκες γιά τή θεωρία τοΰ Δαρβίνου. Σύμφωνα μέ τόν Ζακόμπ: « Κατά τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα πραγματοποιείται μιά στροφή στή βιολογία. Σέ λιγότερο άπό είκοσι χρόνια έμφανίζονται, πράγματι, ή θεωρία τοΰ κυττάρου στήν τελική μορφή της, ή θεωρία τής έξέλιξης, ή χημική άνάλυση τών μεγάλων λειτουργιών, ή μελέτη τής κληρονομικότητας, ή μελέτη τών ζυμώσεων, ή ολοκληρωτική σύνθεση τών πρώτων όργανικών ούσιών. Μέ τό έργο τοΰ Βίρχοφ, τοΰ Δαρβίνου, τοΰ Claude Bernard, τοΰ Mendel, τοΰ Παστέρ, τοΰ Berthelot, ορίζονται οί έννοιες, οί μέθοδοι, τά άντικείμενα έρευνας πού βρίσκονται στήν πηγή τής νεότερης βιολογίας ».,9 Οί καιροί ήταν ώριμοι γιά τή σύσταση τής βιολογίας ώς έπιστήμης, καί γιά τή θεωρία τής έξέλιξης ειδικότερα. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο δτι ό A.R. Wallace ( 1823-1913 ) είχε διατυπώσει, καί αύτός, καί ταυτόχρονα μέ τόν Δαρβίνο τή θεωρία τής μεταβολής τών ειδών μέ τή φυσική έπιλογή. Αύτό πού στόν Δαρβίνο, γράφει ό Ζακόμπ, μεταμόρφωσε ριζικά τή στάση μπροστά στόν έμβιο κόσμο είναι ή στροφή άπό τή μελέτη τών άτόμων στή μελέτη μεγάλων πληθυσμών.20 Τά έμβια δντα ύφίστανται μεταβολές ύπό τήν επίδραση τοΰ περιβάλλοντος. Υπάρχουν εύνοϊκές μεταβολές, οί όποιες διατηρούνται, καί άλλες, βλαβερές, οί όποιες άπορρίπτονται μέ τή φυσική έπιλογή. "Ετσι σχηματίστηκαν νέα είδη. 'Αλλά ή προσαρμογή στό
240
εκτο
κεφαλαιο
περιβάλλον δέν είναι μια παθητική διαδικασία. Ό οργανισμός άντεπιδρά δημιουργώντας τό περιβάλλον του. Έπίσης, δπως σημείωνε ό Ένγκελς, ή προσαρμογή μπορεί *ά σημαίνει τόσο πρόοδο δσο καί οπισθοδρόμηση (π.χ., ή προσαρμογή στήν παρασιτική ζωή είναι πάντα μια οπισθοδρόμηση). Κατά τόν Ένγκελς, πάντοτε, κάθε πρόοδος στήν οργανική έξέλιξη είναι ταυτόχρονα δπισθοδρόμηση, άπό τό γεγονός δτι καθορίζοντας μιά μονόπλευρη έξέλιξη άποκλείει τή δυνατότητα γιά έξέλιξη πρός πολλές άλλες κατευθύνσεις. Έτσι, οί ικανότεροι θά έπιβιώσουν. Οί Μάρξ καί Ένγκελς είχαν κατανοήσει τή σπουδαιότητα της θεωρίας του Δαρβίνου, άλλά καί τις άδυναμίες της. Τό σφάλμα τοΰ Δαρβίνου, έγραφε ό Ένγκελς, ήταν δτι άνάμειξε στή φυσική έπιλογή, ή έπιβίωση τών ικανοτέρων, δυό διαφορετικά πράγματα : Έπιλογή λόγω πίεσης τοΰ υπερπληθυσμού καί έπιλογή χάρη στήν προσαρμογή στίς συνθήκες.21 Ό Δαρβίνος είχε συλλάβει τό ρόλο τών διαφοροποιήσεων ( variations) γιά τήν έξέλιξη τών ειδών. Εντούτοις δέν μποροΰσε νά έξηγήσει τούς μηχανισμούς τών διαφοροποιήσεων καί τής έπιλογής, έπειδή στήν έποχή του ή Βιοχημεία καί ή Γενετική πρακτικά δέν υπήρχαν. Πώς μποροΰμε, κατά συνέπεια, νά δοΰμε σήμερα τή θεωρία τοΰ Δαρβίνου ;*Ας άκούσουμε τόν Φρ. Ζακόμπ: « Μποροΰμε νά ποΰμε δτι οτιδήποτε βρέθηκε άπό τή Γενετική, ολόκληρο τό σώμα τών δογμάτων πού σχηματίζει αύτό πού σήμερα ονομάζεται κλασική γενετική καί μοριακή βιολογία, ήλθε νά στηρίξει τή θεωρία πού διατύπωσε ό Δαρβίνος καί νά τής προσφέρει ένα κυτταρικό καί μοριακό στήριγμα ».22 Ό νεοδαρβινισμός, κατά τόν Ζακόμπ, δέν είναι τίποτε άλλο άπό τόν Δαρβίνο, μετά τόν Μέντελ καί τή μοριακή βιολογία. Σήμερα μιλάμε γιά νεοδαρβινισμό ή, άκριβέστερα, γιά συνθετική θεωρία τής έξέλιξης. Ή θεωρία αύτή, δπως σημειώνει ό Α. de Ridés, καθιερώθηκε άπό τή δεκαετία τοΰ '30, χάρη στή σύγκλιση άπόψεων πού προέρχονταν άπό τόν κλασικό δαρβινισμό, τροποποιημένο άπό τή θεωρία τών μεταλλάξεων ( mutationisme ), στόν όποιο έπιχείρησαν νά προσθέσουν δλα τά κεκτημένα τής γε-
ανθρωιιογενεση
241
νετικής τών πληθυσμών καί ιδιαίτερα τή μαθηματική διαπραγμάτευσή του. Ή συνθετική θεωρία τής έξέλιξης διαμορφώθηκε κατά τή δεκαετία τοϋ '30 άπό Σοβιετικούς καί 'Αγγλοσάξονες ερευνητές. Ή διαφοροποίηση καί ή έπιλογή συνιστούν στό πλαίσιο αύτης τής θεωρίας Ινα λειτουργικό ζεύγος. Οί γενετικές μεταλλάξεις είναι ή πηγή τής κληρονομικής διαφοροποίησης, καί ή έπιλογή πραγματοποιεί μιά διαλογή άνάμεσα στά διαφορετικά.23 Κατά τόν J. Ninio, ό δαρβινισμός είναι κατά κάποιον τρόπο αύτό πού είναι ό Κοπέρνικος γιά τόν φυσικό : "Ενα γενικό πλαίσιο της νόησης έξω άπό τό όποιο τό καθετί θά ήταν παράλογο ή τρομερά περίπλοκο, πλαίσιο γιά τό όποιο δέν γίνεται πλέον προσπάθεια νά επαληθευτεί στίς λεπτομέρειες.24 Είναι έξάλλου γνωστό 6τι ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου είχε συνέπειες οί όποιες έκτείνονται πέρα άπό τήν περιοχή τής βιολογίας. Ό Ούάλλας, ό όποιος διατύπωσε ταυτόχρονα μέ τόν Δαρβίνο τή θεωρία τής φυσικής έπιλογής, δέν διατύπωσε τά φιλοσοφικά συμπεράσματα τής θεωρίας του, έπειδή, δπως σημειώνει ό S.J. Gould, θεωρούσε τό άνθρώπινο πνεύμα σάν τή μόνη θει'κή συνεισφορά στήν ιστορία τής ζωής. Ό Δαρβίνος, αντίθετοι, σημειώνει ό Γκούλντ, συνέτριψε δύο χιλιάδες χρόνια φιλοσοφίας καί θρησκείας. Στό έπίγραμμα τοΰ Σημειωματάριου Μ, ό Δαρβίνος έγραφε: « Ό Πλάτων γράφει στόν Φαίδωνα δτι οί " ιδέες τής φαντασίας " προέρχονται άπό τήν προΰπαρξη τής ψυχής, δτι δέν προκύπτουν άπό τήν έμπειρία... Διάβασε πίθηκος γιά τήν έμπειρία ». 'Αλλά ό Δαρβίνος, κατά τόν Γκούλντ, ήταν Ινας « πολύ ήσυχος έπαναστάτης ». Καθυστέρησε πάρα πολύ νά δημοσιεύσει τό έργο του- έπίσης άπέφυγε νά έκθέσει δημόσια τις φιλοσοφικές συνέπειές του. Έτσι έγραφε στόν Μάρξ ( 1890 ) : « Μοΰ φαίνεται ( άδικα ή δίκαια ) δτι οί έπιθέσεις έναντίον τοΰ χριστιανισμού καί τοΰ θεϊσμοΰ δέν έχουν πρακτικά επίδραση στό κοινό καί δτι ό έμπλουτισμός τοΰ άνθρώπινου πνεύματος πού άκολουθεΐ τήν πρόοδο τής έπιστήμης θά άπελευθερώσει περισσότερο τούς στοχαστές. Γι'αύτό απέφυγα πάντοτε νά μιλάω γιά τή θρησκεία καί περιορίστηκα στήν έπιστήμη ».25 Ό δαρβινισμός συνέβαλε στήν κατεδάφιση τής θεολογίας
242
εκτο
κεφαλαιο
καί τοϋ δόγματος της Δημιουργίας. Εντούτοις, παρά τΙς ήττες τους, ή θεολογία και τό δόγμα τής Δημιουργίας συνεχίζουν τήν παρασιτική ζωή τους ώς « όπιο τών λαών ». Ό Μάρξ καί ό Ένγκελς, άπό τήν πλευρά τους, είχαν συλλάβει τόν έπαναστατικό χαρακτήρα τής θεωρίας τοΰ Δαρβίνου. Συγκεκριμένα, ό Μάρξ έγραφε στόν Ένγκελς : « Σ' αύτό τό βιβλίο βρίσκω τά ίστορικά-ύλιστικά θεμέλια τής άντίληψής μας ». Έπίσης, σέ μιά έπιστολή στόν Lassalle, ό Μάρξ έγραφε : « Τό βιβλίο τοΰ Δαρβίνου είναι πάρα πολύ σπουδαίο καί μοΰ ταιριάζει ώς βάση τής ιστορικής πάλης τών τάξεων ». Ά ς άκούσουμε έπίσης έναν σύγχρονο ειδικό, τόν Π. Τόρ : « Μέχρι έδώ όλα είναι άπλά : ή εξελικτική βιολογία τού Δαρβίνου, ώς φυσική ιστορία, είναι ή υλιστική βάση στήν όποία στηρίζεται φυσιολογικά τό μαρξ-ενγκελσιανό οικοδόμημα τής κοινωνικής ιστορίας τοΰ άνθρώπου, όπου ή ιστορική πάλη τών τάξεων άντικαθιστά τόν βιολογικό άγώνα γιά τήν ύπαρξη η.26 Ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου άποτέλεσε όπλο έναντίον τής θεολογίας, τοΰ δόγματος τής Δημιουργίας, καί τών διαφόρων μυστικιστικών δογμάτων. Οί φιλοσοφικές καί οί ιδεολογικές συνέπειές της άποτέλεσαν μιά άπό τίς βάσεις τής υλιστικής κοσμοαντίληψης. Εντούτοις υπάρχουν έπιστήμες μέ ρεαλιστικά θεμέλια, καί οί όποιες, παρά ταύτα, τροφοδότησαν τόν σύγχρονο άνορθολογισμό καί τό μυστικισμό. Τέτοια είναι ή περίπτωση τής κβαντικής μηχανικής, τών θεωριών τοΰ Αϊνστάιν καί τής σύγχρονης Κοσμολογίας. Ή ιδεολογική λειτουργία τών φυσικών έπιστημών δέν καθορίζεται άποκλειστικά άπό τό μέρος τής άλήθειας τό όποιο έκφράζουν. Ή θεωρία τοΰ Δαρβίνου, άντίθετα, ήταν καί παραμένει ένας άνένδοτος άντίπαλος τών θεωριών τής Δημιουργίας. Θά τελειώσω αύτή τή σύντομη άναφορά στόν Δαρβίνο παραθέτοντας τήν άποψη ένός μαρξιστή βιολόγου, τοΰ καθηγητή G. Tessier, ό όποιος έγραφε σχετικά ήδη άπό τό 1945 : « Καμιά θεωρία της έξέλιξης δέν έξηγεΐ τόσο καλά όσο ό σύγχρονος δαρβινισμός τά ποικίλα χαρακτηριστικά τοΰ κόσμου τής ζωής. Γνωρίζουμε ότι ή ιστορία τής ζωής στή Γή δέν είναι παρά μιά άτέρμονη
ανθρωιιοι'ενεση
243
διαδοχή τυχαίων, τά όποια διορθώνονται κάθε στιγμή μέ τήν έπιλογή, ένας πάγιος και άξεδιάλυτος συνδυασμός τοϋ τυχαίου καί τοΰ άναγκαίου [ . . . ] Στόν ίδιο τό μηχανισμό τής έξέλιξης οφείλει ή Φύση αύτό τό μείγμα αύστηρότητας καί άπρόβλεπτου τό όποιο παρουσιάζει καί παρουσίαζε πάντοτε ».2/ Έναντίον τής θεολογίας, έναντίον τής λεγόμενης « άνθρωπικής άρχής », έναντίον τοϋ άπλοϊκοϋ ύλισμού, ή διαλεκτική τοΰ τυχαίου καί τοΰ άναγκαίου. Ό 'Οπάριν, ό Χαλνταίιν, ό Marcel Prenant ( 1893-1983 ) καί άλλοι μαρξιστές βιολόγοι συνέβαλαν όχι μόνο στήν κριτική κατανόηση τοΰ έργου τοΰ Δαρβίνου. Συνέβαλαν, ταυτόχρονα, στήν ανάπτυξη τής θεωρίας. Μέ τό έργο τοΰ Δαρβίνου συγκροτήθηκε μιά νέα θεωρία. Ή « ήπειρος » τής Βιολογίας άναδύθηκε ώς ή υπέρβαση τών προεπιστημονικών άντιλήψεων γιά τή ζωή : Διαλεκτική υπέρβαση : Οΰτε επίπεδη συνέχεια οΰτε τομή. Τό νέο ένσωμάτωσε 6,τι ήταν βιώσιμο στό παλαιότερο « παράδειγμα ».
4. 'Εξέλιξη:
Τά δεδομένα τής Γενετικής
Ή γνώση τοΰ κυττάρου καί τών βιοχημικών διεργασιών στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου ήταν στοιχειώδης στήν εποχή τοΰ Δαρβίνου. Οί μηχανισμοί τής κληρονομικότητας ήταν πρακτικά άγνωστοι. 'Αντίστοιχα, ό δαρβινισμός δέν μποροΰσε νά έξηγήσει τή διατήρηση, τή μεταβίβαση καί τή διαφοροποίηση πού ήταν κληρονομικές. ΤΗταν συνεπώς άδύνατο νά κατανοηθεί καί νά έξηγηθεΐ ό μηχανισμός τής φυσικής έπιλογής. Τά πειράματα τοΰ Μέντελ ( 1822-1884 ) άπό τήν άλλη πλευρά, τά όποια οδήγησαν στή διατύπωση τών νόμων του, παρά τή σπουδαιότητά τους, ήταν άπλώς στατιστικού χαρακτήρα. Μόνο ή άνάπτυξη τής Βιοχημείας καί τής Γενετικής έπέτρεψε μιά σχετικά βαθύτερη γνώση τής ζωής καί τής έξέλιξης τών μορφών της. Κατά τόν T.G. Dobzhansky ( 1900-1975 ) « τίποτα δέν έχει νόημα στή Βιολογία, έάν δέν έξετάζεται ύπό τό φώς τής έξέλιξης ». Ή έξέλιξη είναι ή συνέπεια τής ΰπαρξης ένός κληρονομικού ύλικοΰ,
244
εκτο
κεφαλαιο
τοϋ ρόλου τοϋ περιβάλλοντος καί της φυσικής επιλογής. Μεταλλάξεις, βραδείες διαφοροποιήσεις, φυσική έπιλογή, έξέλιξη καί δημιουργία νέων ειδών, έξαφάνιση άλλων, άποτελοΰν « στιγμές » τής μακράς οδύσσειας τής φυλογένεσης. Άνάδυση καί έξαφάνιση είναι αντίθετες καί ταυτόχρονα διαλεκτικά συσχετισμένες διαδικασίες. Πρώτη διαπίστωση : Ή ένότητα τών μορφών τής ζωής. "Οπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ: «"Ολα τά Ιμβια δντα άποτελοΰνται άπό κύτταρα. Όλα τά Ιμβια 6ντα χρησιμοποιούν τά ίδια όπτικά ισομερή. Ή γενετική πληροφορία ένός οργανισμού περιέχεται στό δεσοξυριβονουκλεϊνικό όξύ. Ή άναγκαία ένέργεια γιά Ινα Ιμβιο 0ν τοΰ παρέχεται άπό άντιδράσεις δπου οί φωσφορυλιώσεις ζευγαρώνουν μέ τή χρησιμοποίηση μιας χημικής Ινωσης ή τοΰ φωτός ».28 Συνεπώς : 'Ομοιότητα, ή ταυτότητα τών βιοχημικών διεργασιών, τών μηχανισμών άναπαραγωγής, καί διαφοροποίηση, συνεπώς ένότητα παρά τήν πολλαπλότητα τών μορφών καί τήν ποικιλία τών όδών μετασχηματισμού. 'Οργανισμός, άλληλεπίδραση μέ τό περιβάλλον, διαφοροποίηση, φυσική έπιλογή, έξέλιξη. Ή έκτέλεση τοΰ γενετικοΰ προγράμματος έπηρεάζεται άπό τό περιβάλλον. Ό φαινότυπος δέν άντιστοιχεϊ άμφιμονοσήμαντα στό γονότυπο. Γενικότερα, αύτό πού άλλάζει είναι ό όργανισμός ώς διαφοροποιημένη όλότητα. Ή διαφοροποίηση τοΰ όργανισμοΰ συνεπάγεται τή μεταβολή τών σχέσεών του μέ τό περιβάλλον, τό όποιο μέ τή σειρά του τροποποιείται έξαιτίας της επίδρασης τοΰ όργανισμοΰ. Αποτέλεσμα: Άνάδυση δλο καί περισσότερο σύνθετων μορφών, άλλά έπίσης παρακμή, παρασιτική ζωή καί έξαφάνιση. Ή ζωή, προϊόν τοΰ τυχαίου καί τής άναγκαιότητας, δέν κατευθύνεται πρός κάποιο « τέλος » (σκοπό). Αποτελεί θεμελιώδη άρχή δτι κάθε όργανισμός είναι προϊόν τής άλληλεπίδρασης τών γονιδίων μέ τό περιβάλλον. Υπάρχει συνεπώς μιά « διαλεκτική » άνάμεσα στό « έσωτερικό » καί τό « έξωτερικό». Κατά τόν Γκούλντ: «Μιά πλήρης θεωρία τής έξέλιξης οφείλει νά λάβει ύπόψη της δτι υπάρχει ισορροπία άνάμεσα στις
ανθρωιιοιένεση
245
" έξωτερικές " δυνάμεις τοϋ περιβάλλοντος οί όποιες έπιβάλλουν τήν έπιλογή γιά τήν τοπική προσαρμογή, καί τίς " έσωτερικές " δυνάμεις οί όποιες άντιπροσωπεύουν τους περιορισμούς τών κεκτημένων τής έξέλιξης. Ό Ν. Βαβίλοφ ( 1887-1943 ) είχε έπιμείνει πολύ στούς έσωτερικούς περιορισμούς καί είχε υποβαθμίσει τή δύναμη τής έπιλογής. 'Αλλά καί οί δυτικοί δαρβινιστές έκαναν έπίσης λάθος, άγνοώντας στό πρακτικό έπίπεδο ( ένώ τά γνώριζαν θεωρητικά ) τά 6ρια πού επιβάλλονται στήν έπιλογή άπό τή δομή καί τήν έξέλιξη - αύτό πού ό Βαβίλοφ καί οί βιολόγοι τής παλαιάς σχολής είχαν ονομάσει "νόμους τής μορφής". Μέ δυό λόγια, έχουμε άνάγκη άπό μιά πραγματική διαλεκτική άνάμεσα στούς έξωτερικούς καί στούς έσωτερικούς παράγοντες της έξέλιξης μ.29 'Ισορροπία άνάμεσα στίς έξωτερικές καί τίς έσωτερικές δυνάμεις ; Μάλλον διαλεκτική άντίθεση. Ένότητα πού συνυπάρχει μέ τήν άντίθεση ( opposition ), ή όποία μπορεί νά γίνει άνταγωνιστική (contradiction). Κατά συνέπεια, προσαρμογή άλλά καί έξαφάνιση. Ή προσαρμογή δέν είναι παθητική διαδικασία. Οί οργανισμοί, γράφει ό Λιούοντιν, δέν βρίσκουν τό περιβάλλον καί προσαρμόζονται ή πεθαίνουν. Στήν πραγματικότητα δημιουργούν τό περιβάλλον τους. Μ'αύτή τήν έννοια, τό περιβάλλον έγγράφεται στό DNA. Μέ μιά άντίθετη Ιννοια, τά γονίδια, στό βαθμό πού έπηρεάζουν αύτό πού κάνει ό οργανισμός, συνεισφέρουν στήν τροποποίηση τοΰ περιβάλλοντος. Έτσι, άν τά γονίδια μεταβάλλονται κατά τήν έξέλιξη, θά τροποποιείται έπίσης καί τό περιβάλλον τοΰ όργανισμοΰ. «Δέν μποροΰμε νά ζήσουμε», γράφει ό Λιούοντιν, « χωρίς νά άλλάζουμε τό περιβάλλον μας. Πρόκειται γιά τόν δεύτερο νόμο τών σχέσεων άνάμεσα στόν όργανισμό καί τό περιβάλλον».30 'Αλλά δέν ύπάρχει μόνο μεταβολή τών ειδών. Ένας πληθυσμός τοΰ ίδιου είδους δέν άποτελεΐται άπό ταυτόσημα άτομα. Ό « άναπτυξιακός θόρυβος » προκαλεί διαφοροποιήσεις στή λειτουργία τών γονιδίων, γεγονός πού εξηγεί, π.χ., τό δτι δύο ταυτόσημοι δίδυμοι δέν έχουν τά ίδια δακτυλικά άποτυπώματα. 'Αναφορικά μέ τό άνθρώπινο γονιδίωμα, π.χ., δύο άτομα έχουν περίπου 600.000
246
εκτο
κεφαλαιο
διαφορετικά νουκλεοτίδια. Συνεπώς : Ταυτότητα καί διαφορά στό έσωτερικό της ταυτότητας. Σέ 1.000 άνθρώπους οί 995 Ιχουν τόν ϊδιο καρυότυπο μέ σαρανταέξι χρωμοσώματα. Τό υπόλοιπο 5% Ιχει μόνο σαρανταπέντε χρωμοσώματα. Κάθε άνθρώπινο γονιδίωμα διαφέρει άπό κάθε άλλο. Τό DNA που πήρα άπό τή μητέρα μου, γράφει ό Λιούοντιν, διαφέρει κατά τρία έκατομμύρια νουκλεοτίδια άπό τό DNA που πήρα άπό τόν πατέρα μου. Δέν υπάρχουν δύο άνθρώπινα όντα πού νά Ιχουν τό ίδιο γονιδίωμα. Ό τελικός κατάλογος τοΰ άνθρώπινου DNA θά είναι Ινα μωσαϊκό ένός υποθετικού προσώπου, κατά μέσον όρο, τό όποιο δέν θά άντιστοιχεϊ σέ κανένα άνθρώπινο 0ν. Επιπλέον υπάρχουν διαφορές καί διακυμάνσεις τών γονιδίων, άκόμα καί τών χρωμοσωμάτων, οί όποιες έκφράζονται στό φαινότυπο.31 Ή τυπική λογική, λογική τής ταυτότητας, είναι πολύ άκαμπτη γιά νά συλλάβει τήν πλαστικότητα τής Ιμβιας ΰλης. Ή έξέλιξη είναι συνεπώς τό άποτέλεσμα της ένότητας καί τής άντίθεσης άνάμεσα στόν όργανισμό καί στό περιβάλλον. 'Αλλά αύτή ή διαλεκτική σχέση δέν είναι στάσιμη. Εκείνο πού ϊσως χαρακτηρίζει περισσότερο τήν έξέλιξη, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, είναι ή τάση εύλυγισίας κατά τήν έκτέλεση τοΰ γενετικού προγράμματος. Είναι τό « άνοιγμά » της, μέ τήν Ιννοια ότι έπιτρέπει στόν όργανισμό νά αύξάνει όλο καί περισσότερο τΙς σχέσεις του μέ τό περιβάλλον. Ή έξέλιξη, συνεπώς, είναι τό άποτέλεσμα ένός άγώνα άνάμεσα σ'αύτό πού ήταν καί σ'αύτό πού θά υπάρξει, άνάμεσα στή συντήρηση καί στήν έπαναστατικότητα, άνάμεσα στήν ταυτότητα καί στήν άναπαραγωγή καί στό νέο τής διαφοροποίησης. Τό μακροσκοπικό είναι τό συνολικό άποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών. Πάντοτε, σύμφωνα μέ τόν Ζακόμπ, στό μακροσκοπικό έπίπεδο ή έξέλιξη βασίζεται στή συγκρότηση νέων συστημάτων έπικοινωνίας, τόσο στό έσωτερικό τοΰ όργανισμοΰ όσο καί άνάμεσα σ'αυτόν καί σέ ό,τι τόν περιβάλλει. Στό μικροσκοπικό έπίπεδο αύτό μεταφράζεται μέ τήν τροποποίηση τών γενετικών προγραμμάτων σέ ποιότητα καί σέ άριθμό.32 Τή διαλεκτική αύτή άνάμεσα στήν ταυτότητα καί τή διαφορά
α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε ι η
247
στή διάρκεια της ιστορίας του είδους τήν είχε ήδη συλλάβει στήν έποχή του ό Henri Wallon (1879-1962). «Επιμείναμε πολύ», έγραφε, « στα ίχνη πού θα άφηνε στήν ανάπτυξη τοϋ άτόμου ή ιστορία τοΰ είδους : ομοιότητα τής όντογένεσης καί τής φυλογένεσης. Φαίνεται έντούτοις 6τι ή συνόψιση είναι άρκετά άπιστη- δτι οί φάσεις τοΰ παρελθόντος αλλοιώνονται καί καταργούνται σύντομα δταν δέν ανταποκρίνονται πιά στό σχέδιο τοΰ έξελιγμένου δντος. Καί οί όμοιότητες πού έπικαλούμαστε είναι συχνά πολύ προσεγγιστικές ».33 Συνεπώς : Σχετική σταθερότητα καί άναπόφευκτη μεταβλητότητα. Διαφοροποιήσεις θετικές καί βλαβερές. Ή φυσική έπιλογή λειτουργεί μεταξύ τών άτόμων. Προϋποθέτει τή διαφορά καί τή μεταβλητότητα καί άνοίγει Ινα πεδίο δυνατοτήτων. Τό τυχαίο είναι ούσιαστικός παράγων τής έξέλιξης. Ή διαλεκτική άνάμεσα στό έσωτερικό καί τό έξωτερικό, άνάμεσα στό τυχαίο καί τήν άναγκαιότητα άποδεικνύει τό μάταιο κάθε προσπάθειας γιά τελεολογική έρμηνεία τοΰ φαινομένου τής ζωής. Θά μπορούσαμε συνεπώς νά ορίσουμε μιά σκοπιμότητα χωρίς μεταφυσικές προϋποθέσεις, ώς τήν έσωτερική δυναμική τοΰ έμβιου, τοΰ όποίου οί δυναμικότητες πραγματοποιούνται υπό τήν έπίδραση τών έξωτερικών δρων. Ό Ζακόμπ παραθέτει τόν Γκαίτε : « Κάθε δν », γράφει ό Γκαίτε, « έμπεριέχει τό λόγο τής ύπαρξής του. Όλα τά μέρη άλληλεπιδροΰν μεταξύ τους. Έπίσης κάθε ζώο είναι φυσιολογικά τέλειο ». Καί ό Ζακόμπ: «"Ετσι ή σκοπιμότητα τοΰ έμβιου δντος βρίσκει τήν άπαρχή της στήν ίδια τήν ίδέα τοΰ όργανισμοΰ, έπειδή τά μέρη πρέπει νά άναπαράγονται άμοιβαΐα, έπειδή πρέπει νά συνδέονται μεταξύ τους ώστε νά σχηματίζουν τό βλον ».34 Ή σκοπιμότητα είναι ή έκφραση τής αύτορρύθμισης τών γενετικών διαδικασιών, υπό τήν έπίδραση τοΰ περιβάλλοντος. Είναι μιά « έσωτερική σκοπιμότητα » ( G. Gastaud ). Υπάρχει συνεπώς Ινας προσανατολισμός τής έξέλιξης. Τριακόσια έκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν γιά τή μετάβαση άπό τά έρπετά στά θηλαστικά. Ό κινητήρας τής έξέλιξης, γράφει ό Π. Τόρ, είναι ό μηχανισμός της φυσικής έπιλογής τών βιολογικά
248
εκτο
κεφαλαιο
πλεονεκτικών διαφοροποιήσεων. Τό τεράστιο πεδίο τών διαφοροποιήσεων έπιτρέπει τόν έπιλεκτικό μετασχηματικό διαχωρισμό. Ή γενετική μεταβίβαση δίδει διαφορετικά άτομα, άπό τά όποια όρισμένα πλεονεκτούν.35 Ή έξέλιξη συνεπάγεται τήν έμφάνιση νέων δομών, ιδιοτήτων καί ικανοτήτων. 'Αλλά κατά τόν Ζακόμπ, « ή άναπαραγωγή δέν καθορίζεται άπό κανένα ξεχωριστό μόριο. Αύτή ή Ιδιότητα δέν έμφανίζεται παρά μόνο μέ τό πιό άπλό μόρφωμα πού θά μπορούσε νά όνομαστεϊ ζωντανό. Δηλαδή μέ τό κύτταρο μ.36 Ή έξέλιξη είναι μιά διαδικασία μέ δύο άντίθετες καί άρρηκτα συνδεδεμένες όψεις : τήν κληρονομικότητα καί τήν προσαρμογή. Μπορούμε νά θεωρήσουμε τήν κληρονομικότητα, έγραφε ό Ένγκελς, « ώς τή θετική, συντηρητική πλευρά, καί τήν προσαρμογή ώς τήν άρνητική, ή όποία συνέχεια καταστρέφει δ,τι έχει κατακτηθεί άπό τήν κληρονομικότητα. Μπορούμε δμως έπίσης νά θεωρήσουμε τήν προσαρμογή σάν τή δημιουργική, λειτουργική, θετική δραστηριότητα, καί τήν κληρονομικότητα σάν τή δραστηριότητα ή όποία άνθίσταται, ή όποία είναι παθητική, άρνητική. Άλλά, δπως στήν 'Ιστορία ή πρόοδος έμφανίζεται ώς ή άρνηση αύτοΰ πού ύπάρχει, τό ίδιο καί έδώ -γιά καθαρά πρακτικούς λόγους- είναι προτιμότερο νά θεωρούμε τήν προσαρμογή ώς τήν άρνητική δραστηριότητα».37 Αύτά σέ δ,τι άφορα τή διαλεκτική στό μακροσκοπικό έπίπεδο· όρθότερα, στήν κλίμακα τοΰ πληθυσμού. Ποιές είναι δμως οί χημικές διαδικασίες καί οί μεταβολές τών μικροσκοπικών δομών, τό τελικό άποτέλεσμα τών οποίων είναι ή διαφοροποίηση, ή προσαρμογή καί ή έκτέλεση ; Άκόμα καί τό άπλούστερο κύτταρο, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, τό κύτταρο τών βακτηρίων, θέτει πολυάριθμα προβλήματα πού δέν έχουν λυθεί. Οί χημικές άντιδράσεις καί οί δομές πού συγκροτούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου είναι έξαιρετικά πολλές καί περίπλοκες. Τό DNA ένός βακτηριακοΰ κυττάρου, π.χ., μπορεί νά καθορίσει τή δομή 2.000 έως 3.000 πεπτιδικών άλυσίδων. Τά κύτταρα ένός θηλαστικού περιέχουν περίπου 1.000 φορές περισσό-
ανθρωιιογενεση
249
τερο DNA άπ' 6,τι μιας Esterishïa coli. ΤΓπάρχει ένας αυστηρός συντονισμός τών χημικών δραστηριοτήτων, τών ρυθμιστικών κυκλωμάτων. Σήματα ή μηνύματα μεταδίδονται άπό κύτταρο σέ κύτταρο. Τπάρχει μιά αύστηρή άλληλουχία βιοχημικών συμβάντων, κατά τή διάρκεια τών οποίων ή ίδια ή έκφραση τών γονιδίων τροποποιείται στό βαθμό πού διαφοροποιούνται τά κύτταρα.38 Ή άνάπτυξη καί ό πολλαπλασιασμός δλων τών οργανισμών, γράφει μέ τή σειρά του ό Ζ. Μονό, άπαιτοΰν τήν πραγματοποίηση χιλιάδων χημικών άντιδράσεων χάρη στίς όποιες δημιουργούνται τά ούσιώδη συστατικά τών κυττάρων. Πρόκειται γι'αύτό πού καλείται μεταβολισμός. Ό μεταβολισμός οργανώνεται σέ έναν μεγάλο άριθμό « δρόμων » πού συγκλίνουν, άποκλίνουν, ή λειτουργούν κυκλικά, καί πού καθένας περιλαμβάνει μιά άκολουθία προσανατολισμού.39 Ή λειτουργική συνεκτικότητα τοΰ όργανισμοΰ άπαιτεϊ τήν παρέμβαση ένός κυβερνητικού συστήματος τό όποιο διέπει καί έλέγχει τή χημική δραστηριότητα σέ πολλά σημεία. 'Ανάμεσα στίς χημικές ένώσεις οί όποιες μετέχουν στίς άντιδράσεις στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου, καί έπίσης στή δομή του, οί σπουδαιότερες είναι οί πρωτεΐνες. Ό Ένγκελς είχε υπογραμμίσει στήν έποχή του αύτό τό γεγονός. Είχε καταλήξει μάλιστα νά ορίσει τή ζωή ώς τόν τρόπο ύπαρξης τών λευκωματούχων ούσιών. Μιλούσε γιά « ζωντανό λεύκωμα ». ,0 Όταν ό βιταλισμός τροφοδοτούσε τό μυστήριο τής έμφάνισης καί τής ούσίας τής ζωής, ό Ένγκελς τήν είχε ορίσει ώς τόν τρόπο ύπαρξης υλικών ούσιών : τών πρωτεϊνών. Ό όρισμός αύτός περιέχει μιά θεμελιώδη άλήθεια. Τήν ίδια στιγμή είναι μονόπλευρος. Τό λεύκωμα μόνο του δέν είναι « ζωντανό », άντίθετα μέ 6,τι πίστευε ό Ένγκελς. Ή πρόοδος τής Βιοχημείας καί τής Φυσιολογίας άπέδειξαν τόν θεμελιώδη ρόλο τών πρωτεϊνών γιά τή ζωή : Οί πρωτεΐνες υπάρχουν στίς κυτταρικές μεμβράνες καί στό πρωτόπλασμα. Είναι θεμελιώδη συστατικά τοΰ πυρήνα ( τό DNA τών χρωμοσωμάτων τών εύκαριωτικών συνοδεύεται πάντοτε άπό ειδικές πρωτεΐνες). Τά
250
εκτο
κεφαλαιο
ένζυμα τά όποια συναντώνται στή φύση είναι έν μέρει γιγαντιαίες πρωτεΐνες, οί οποίες μετέχουν σέ άντιδράσεις μεταξύ τών πρωτεϊνών καί άλλων ουσιών. Μιά κατηγορία ορμονών ( οί πεπτιδικές όρμόνες ) είναι πρωτεϊνικού χαρακτήρα, δπως π.χ. ή θυροξίνη. Οί πρωτεΐνες καί τά νουκλεϊκά όξέα είναι τά καθοριστικά στοιχεία γιά τή ζωή, σχηματίζουν τό φορέα της καί άποτελούν τίς θεμελιακές δομές της. 'Εδώ ταιριάζει νά υπογραμμίσουμε τόν ειδικό ρόλο τών ένζύμων -ένα μέρος τών όποίων είναι πρωτεϊνικό- γιά τά φαινόμενα τής ζωής. Τά ένζυμα μετέχουν σέ όλες τις βιολογικές άντιδράσεις πού πραγματοποιούνται στους όργανισμούς. Άκόμα καί ό αύτοδιπλασιασμός του νουκλεϊκοΰ όξέος ( DNA ) τό όποιο είναι ό παράγων μεταβίβασης τών κληρονομικών χαρακτήρων, πραγματοποιείται μόνο χάρη στή συμμετοχή ένζύμων στις διάφορες φάσεις τοΰ φαινομένου. Παρά ταΰτα, ό ορισμός τής ζωής ώς τρόπου ΰπαρξης πρωτεϊνών είναι μονόπλευρος. Εκείνη τήν έποχή, τά νουκλεϊκά όξέα, οί όρμόνες, οί βιταμίνες, ό ρόλος τών άνόργανων άλάτων, κλπ., δέν ήταν άκόμα γνωστά. Ή Φυσιολογία γενικότερα έκανε τά πρώτα της βήματα. Τό έπίπεδο τής έπιστήμης εκείνης τής περιόδου εξηγεί έν μέρει αύτό τόν ορισμό τής ζωής άπό τόν Ένγκελς.41 Οί πρωτείνες είναι μεγαλομόρια μοριακοΰ βάρους τό όποιο κυμαίνεται άπό 10.000 μέχρι 1.000.000 καί περισσότερο. Κάθε πρωτεΐνη περιέχει 100 μέχρι 10.000 ρίζες αμινοξέων. Εντούτοις αύτές οί έξαιρετικά πολυάριθμες ρίζες άνήκουν μόνο σέ είκοσι διαφορετικές χημικές ένώσεις οί όποιες συναντώνται σέ δλα τά Ιμβια 0ντα, άπό τά βακτήρια μέχρι τόν άνθρωπο. Αύτή ή μονοτονία τής σύνθεσης, γράφει ό Μονό, άποτελεΐ μιά άπό τις πιό έντυπωσιακές άπεικονίσεις τοΰ γεγονότος δτι ή θαυμαστή ποικιλία τών μακροσκοπικών δομών τών έμβιων δντων έδράζεται, στήν πραγματικότητα, σέ μιά βαθιά καί όχι λιγότερο άξιοσημείωτη ένότητα μικροσκοπικής σύνθεσης καί δομής.42 Ποιές είναι λοιπόν οί περίπλοκες καί γενετικές σχέσεις μεταξύ τών πρωτεϊνών καί τών γονιδίων ; Ή άναπαραγωγή τών πρωτεϊ-
ανθρωιιογενεση
25"
νών καθορίζεται άπό τό DNA. Τά γονίδια συντίθενται άπό τέσσερα νουκλεϊκά όξέα (άδενίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, γουανίνη). Κάθε γονίδιο είναι μιά μακρά άλυσίδα ή όποία περιλαμβάνει δεκάδες χιλιάδες νουκλεϊκά όξέα καί είναι υπεύθυνο γιά τή σύνθεση μιας όρισμένης πρωτεΐνης. Λέγεται συχνά δτι τά γονίδια συνθέτουν τίς πρωτεΐνες. 'Αλλά, κατά τόν Λιούοντιν, τά γονίδια μόνα τους δέν μπορούν νά κάνουν τίποτα. Μιά πρωτεΐνη οικοδομείται άπό ένα περίπλοκο σύστημα χημικής παραγωγής, τό όποιο περιλαμβάνει έπίσης άλλες πρωτεΐνες καί χρησιμοποιεί μιά ειδική άκολουθία νουκλεοτιδίων ένός γονιδίου, γιά νά καθορίσει τήν άκριβή μορφή τής υπό κατασκευή πρωτεΐνης. 'Επίσης δέν ύπάρχει αύτοαναπαραγωγή τών γονιδίων, τά όποια άναπαράγονται μέσω ένός περίπλοκου μηχανισμού πρωτεϊνών πού χρησιμοποιεί τά γονίδια ώς πρότυπα γιά περισσότερα γονίδια. Ό οργανισμός στήν όλότητά του μετέχει στήν άναπαραγωγή αύτών τών θεμελιωδών συστατικών μ.43 Υπάρχουν λοιπόν άπό τή μιά μεριά τά νουκλεϊκά όξέα τά όποΐα διατηρούν τήν « πληροφορία » καί τή μεταδίδουν άπό μιά κυτταρική γενιά σέ άλλη, καί έπίσης οί πρωτεΐνες πού καθορίζονται άπό τά γονίδια καί υπηρετούν τήν κυτταρική άρχιτεκτονική καί τήν ένζυματική κατάλυση.44 Συνεπώς : Διαδικασίες άντίθετες, συμπληρωματικές, κλπ., πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου, τό όποϊο λειτουργεί ώς διαφοροποιημένη όλότητα. Χάρη στίς νεότερες τεχνικές οί ειδικοί κατόρθωσαν νά κατασκευάσουν χάρτες άλληλεπίδρασης άνάμεσα στά γονίδια. Οί χάρτες αύτοί, γράφει ή Janine Guespin-Michel, πού όνομάζονται δίκτυα γονιδιακής ρύθμισης ( reseaux de régulation géniques ), είναι γραφήματα άλληλεπίδρασης, δπου κάθε γονίδιο, κωδικοποιώντας μιά ρυθμιστική πρωτεΐνη, συνδέεται μέ δλα τά γονίδια τά όποία έλέγχει αύτή ή πρωτεΐνη, μέ τόξα προσανατολισμένα θετικά ή άρνητικά, άνάλογα μέ τήν κατεύθυνση τής άλληλεπίδρασης. Οί άλληλεπιδράσεις αύτές είναι μή γραμμικές καί τά δίκτυα αύτά είναι γραφικές παραστάσεις αύτών πού αποκαλούνται μή γραμμικά δυναμικά συστήματα. Πρόκειται, κατά τή Ζ. Γκεσπέν-Μισέλ, γιά « ενοχλητικά, παράδοξα φαινόμενα, πού δέν συμφωνούν μέ τή
252
εβδομο
κεφαλαιο
συνήθη λογική ».45 Πρόκειται γιά διαλεκτικές σχέσεις άλληλεπίδρασης, άμοιβαίου καθορισμού, δημιουργίας τοϋ νέου κλπ. Γιά μή γραμμικές σχέσεις οί όποιες υπερβαίνουν τό πλαίσιο 6χι μόνο τής τυπικής λογικής, άλλά καί τούς συνήθεις γραμμικούς νόμους τών έπιστημών. Έπίσης, ή λογική τής ταυτότητας δέν ισχύει άναφορικά μέ τόν ορισμό τοΰ είδους. Εξαιτίας τής φύσης τοΰ γενετικοΰ κώδικα, γράφει ό Λιούοντιν, στό έπίπεδο τοΰ DNA συμβαίνουν πολλές άλλαγές, οί όποιες δέν άντανακλώνται στις πρωτεΐνες. 'Τπάρχουν συνεπώς πολλές διαφορετικές άκολουθίες DNA οί όποιες άντιστοιχοΰν στήν ϊδια πρωτεΐνη. Υπάρχουν περίπου 3 δισ. νουκλεοτίδια στά γονίδια τοΰ άνθρώπου. Άνάμεσα σέ δύο άνθρώπους ύπάρχει κατά μέσον δρο μιά διαφορά 600.000 νουκλεοτιδίων. Καί ό Λιούοντιν θέτει τό έρώτημα: Ποιό γονιδίωμα θά άντιπροσωπεύει ή άκολουθία γιά τόν κατάλογο τοΰ κανονικού προσώπου ; Καί σ' αύτή τήν περίπτωση ή άκαμπτη λογική τής ταυτότητας δέν λειτουργεί. Μιά λογική τής ταυτότητας καί τής διαφοράς είναι ή μόνη πού θά μπορούσε νά έκφράσει τίς περίπλοκες διαδικασίες οί όποιες πραγματοποιούνται στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου. Έπίσης, ό όργανισμός άλλάζει μέ τό χρόνο. Καί έδώ έπίσης θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά μιά διαλεκτική τοΰ Είναι καί τοΰ Γίγνεσθαι. Κατά τόν Ζακόμπ : « Στό έπίπεδο τής όργάνωσης στό χώρο άντιστοιχεΐ Ινα έπίπεδο σχηματισμού στό χρόνο. Πίσω άπό τό χρόνο τής όντογένεσης διακρίνεται συγκεχυμένα Ινας άλλος χρόνος, περισσότερο άπόμακρος, ισχυρότερος, άπ'δπου φαίνεται νά διακρίνεται Ινα ολόκληρο δίκτυο σχέσεων άνάμεσα στά Ιμβια όντα. Καί τότε καθίσταται έφικτή μιά θεωρία τής έξέλιξης ». Κατά συνέπεια, γράφει ό Ζακόμπ, « ό χρόνος άντιπροσωπεύει σήμερα γιά τόν βιολόγο κάτι πολύ περισσότερο άπό μιά παράμετρο τής Φυσικής. Είναι άχώριστος άπό τήν ϊδια τή γένεση τοΰ έμβιου κόσμου καί τής έξέλιξής του ».4b Άλλά, άκόμα καί στή Φυσική ό χρόνος δέν είναι πάντοτε άπλή παράμετρος. Πράγματι, είναι γνωστό δτι κατά τή σχετικότητα ό χώρος καί ό χρόνος συνιστούν έναν τετραδιάστατο μαθηματικό χώρο. Τά φαινόμενα πραγματοποιούνται
ανθρωιιογενεση
253
στό έσωτερικό τοϋ κώνου τοΰ φωτός άκολουθώντας τό βέλος τοΰ χρόνου, τό όποιο κατευθύνεται άπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον. Τά βιολογικά φαινόμενα υπακούουν καί αύτά σ' αύτή τή μονοσήμαντη, μή άντιστρεπτή κίνηση. Μή άντιστρεψιμότητα καί καθορισμός ( détermination ) ; Μή άντιστρεψιμότητα, ναί ! 'Αλλά ό καθορισμός ; Άπό τή Φυσική, δπως άνέλυσα στό προηγούμενο κεφάλαιο, είναι γνωστό δτι υπάρχουν περισσότερες μορφές αιτιοκρατίας : μηχανική, δυναμική, κλασική στατιστική, κβαντική στατιστική. Έπίσης, τίς τελευταίες δεκαετίες μελετήθηκαν νέες μορφές πού λειτουργούν σέ μή γραμμικά συστήματα. Οί μορφές καθορισμού στή Βιολογία είναι παρόμοιες, άν καί περισσότερο περίπλοκες σέ σχέση μέ τήν κβαντική-στατιστική μορφή, έπειδή στή Βιολογία, πολύ περισσότερο άπ'δ,τι στήν κβαντική μηχανική, πρόκειται γιά πολύ περίπλοκα, μή γραμμικά φαινόμενα. Έτσι, κάθε ύπαρκτή, ένεργεία κατάσταση άντιπροσωπεύει Ινα πεδίο δυνατοτήτων άνοιχτό στό χρόνο. Τό δυνάμει μετατρέπεται σέ ένεργεία, ώς ή διαλεκτική άρνηση της προηγούμενης κατάστασης. Έπίσης, καί τά βιολογικά φαινόμενα έχουν καθορισμένο χρονικό πάχος. Αύτό πού άρχίζει δέν είναι άκόμα. Βρίσκεται στήν πορεία τής πραγμάτωσής του, δπως θά έλεγε ό Χέγκελ. Ή μηχανιστική μορφή αιτιοκρατίας δέν ισχύει στή Βιολογία. Ή όντογένεση γράφει ό René Zazzo ( 1910-1995 ), δέν θά ήταν δυνατόν νά άναπαραγάγει τή φυλογένεση, δπως φαίνεται νά τό πιστεύει ό Sigmund Freud ( 1856-1939 ). Κατά τόν Φρόυντ, ή πορεία της άνάπτυξης είναι προκαθορισμένη. Άλλά κατά τόν Βαλλόν δέν υπάρχει μοίρα. Τό βιολογικό καί τό κοινωνικό είναι άναγκαΐες συνθήκες, άλλά μόνο συνθήκες. Ή ένδεια τοΰ παιδιού κατά τή γέννηση μεταφράζεται σέ άνάγκη τοΰ άλλου, αύτό δμως είναι ένα άπόλυτο πού άνοίγει τό δρόμο τής έλευθερίας, μιας άπεριόριστης προόδου." Τπάρχει δμως, ώς γνωστόν, μιά ιδεολογία βιολογικού ντετερμινισμού, ή όποία άποτελεϊ τή βάση άντιδραστικών κοινωνικών άντιλήψεων. Σύμφωνα μ'αύτή τήν ιδεολογία ύπάρχει μιά άμετά-
254
εβδομο
κεφαλαιο
βλητη, αιώνια άνθρώπινη φύση, εγγεγραμμένη στα γονίδιά μας. Οί διάφορες ικανότητες, χαρακτηριστικά, κλπ. είναι βιολογικά καθορισμένα καί κληρονομικά. Ή άνθρώπινη φύση συνεπώς συνεπάγεται τίς κοινωνικές ιεραρχίες, τό ρατσισμό, τούς πολέμους καί όλες τίς βαρβαρότητες τών άνθρώπινων κοινωνιών. Αύτή ή αίτιοκρατική-άναγωγική ιδεολογία δέν έχει έπιστημονικό θεμέλιο. Ό άναγωγισμός, γράφει ή Ζανίν Γκεσπέν-Μισέλ, δέν λαμβάνει ύπόψη τΙς δυναμικές όψεις τών Ιμβιων όντων. Οί όψεις αύτές άποκρύπτονται πρός όφελος μιας δομικής, συγχρονικής θεώρησης, στήν όποία ό δυναμισμός είτε άγνοεΐται εϊτε λίγο-πολύ θεωρείται διαδοχή σταθερών πλάνων. Ή μή γραμμικότητα υποχρεώνει κατά τή συγγραφέα νά θεωρούμε τή δυναμική πλευρά τών φαινομένων. Ή μή γραμμικότητα συνεπάγεται τό ότι συχνά καταλήγουμε νά άνακαλύψουμε μιά συνολική συνεκτικότητα, ή όποία έξαρτάται άπό τά συμμετέχοντα στοιχεί*, άλλά δέν άνάγεται σ' αύτά.48 Άντίθετα άπό τόν άπλο'ικό άναγωγισμό, πρέπει νά άναζητήσουμε τό νέο, τό όποιο άναδύεται ώς ή διαλεκτική άρνηση τής προηγούμενης κατάστασης. Ή μοριακή βιολογία μελετά τά φαινόμενα στό μικροσκοπικό έπίπεδο. Πρέπει συνεπώς νά έπιχειρήσουμε νά δούμε τό τί συμβαίνει στό έσωτερικό τοΰ κυττάρου. Είναι γνωστό ότι τό γενετικό ύλικό παίζει προνομιούχο ρόλο. Άλλά, σημειώνει ό Ζακόμπ, χωρίς τό κυτόπλασμα πού τόν περιβάλλει, ό πυρήνας τοΰ κυττάρου δέν μπορεί νά κάνει τίποτα. « Τό κύτταρο ώς ολότητα είναι αύτό πού άποτελεΐ τή στοιχειώδη μονάδα τού Ιμβιου, πού διατηρεί τΙς ιδιότητες, πού άφομοιώνει, αύξάνει καί άναπαράγεται. Τό γονίδιο άποτελεΐ τόν Ισχατο όρο τής γενετικής άνάλυσης, άλλά δέν Ιχει καμιά αύτονομία. Ή Ικφρασή του έξαρταται τίς περισσότερες φορές άπό τά άλλα γονίδια πού τό περιβάλλουν. Τό γενετικό ύλικό ολόκληρο, ό ιδιαίτερος συνδυασμός τών γονιδίων πού πραγματοποιείται μέσα στόν οργανισμό καθορίζουν τήν ανάπτυξη, τή μορφή, τίς ιδιότητες τοΰ όργανισμοΰ. Ή φυσική έπιλογή δρα στούς πληθυσμούς εύνοώντας τήν άναπαραγωγή ορισμένων άτόμων »,49 Συνεπώς : Λειτουργική ένότητα τής πολύπλοκης ολότητας πού
ανθρωιιοιένεςη
255
είναι τό κύτταρο. 'Αλλά ή φυσική έπιλογή προϋποθέτει τή διαφορά καί συνεπάγεται τή διαφοροποίηση. Μιά πρώτη έρμηνεία τής διαφοροποίησης δίδουν οί μεταλλάξεις. 'Αλλά οί μεταλλάξεις πραγματοποιούνται τυχαία, καί τό τυχαίο θεωρείται άπό Ινα έπιστημολογικά ρεύμα άναίτιο, ή τουλάχιστον άπροσδιόριστο. Αύτή ή έρμηνεία τοΰ τυχαίου, εφαρμοζόμενη στις βιολογικές μεταλλάξεις, είχε ιδεολογικές συνέπειες, οριακά ιδεαλιστικές. Ά ς δοΰμε λοιπόν τό πρόβλημα τών μεταλλάξεων. Γύρω στό 1900, γράφει ό P.P. Grasse ( 1895-1985 ), ό δαρβινισμός άλλαξε κάπως κατεύθυνση, δταν ό βοτανολόγος Hugo de Vries ( 1848-1935 ) εισήγαγε στή Βιολογία μιά νέα έννοια, τήν έννοια τής άπότομης καί κληρονομικής διαφοροποίησης : τής μετάλλαξης. Ή διαφοροποίηση δέν είναι προϊόν βαθμιαίων καί άνεπαίσθητων τροποποιήσεων. Πραγματοποιείται μέ άπότομες άλλαγές. Συνεπώς ή φύση κάνει άλματα.50 Οί μεταλλάξεις είναι τυχαίες, άπρόβλεπτες. Στή συνέχεια ή έπιλογή διατηρεί τις εύνοϊκές μεταλλάξεις, οί όποιες προσαρμόζονται στις περιστάσεις. Οί μεταλλάξεις έμφανίζονται άπότομα καί κατέχουν έξ ύπαρχής δλους τούς χαρακτήρες τοΰ νέου τύπου. Ποιά είναι δμως ή αιτία τών μεταλλάξεων; Ά ς άκούσουμε τόν Φ. Ζακόμπ : « Δέν βρίσκεται καμιά σύνδεση άνάμεσα στήν παραγωγή τους καί στίς συνέπειες τών έξωτερικών δρων. Καμιά συσχέτιση άνάμεσα στήν έμφάνιση καί στή χρησιμότητά τους. Οί μεταλλάξεις έμφανίζονται τυχαία καί άντιπροσωπεύουν τόσο μιά " πρόοδο " δσο καί μιά " όπισθοδρόμηση ". Πραγματοποιούνται πρός δλες τίς κατευθύνσεις. "Ετσι, οί κληρονομήσιμες διαφοροποιήσεις πραγματοποιούνται μέ κβαντικά άλματα » . Κ α ί ό Ζ. Μονό έγραφε, μέ τή σειρά του, δτι οί μεταλλάξεις οφείλονται στήν ύποκατάσταση ένός ζεύγους νουκλεοτιδίων άπό ένα άλλο, στήν άφαίρεση ή τήν προσθήκη ένός ή περισσότερων ζευγών νουκλεοτιδίων, σέ διάφορους τύπους συγκολλητικών ούσιών πού άλλοιώνουν τό γενετικό ύλικό. Κατά τόν Ζ. Μονό, έπίσης, οί μεταλλάξεις είναι προϊόν τού τυχαίου. Οί μεταλλάξεις, γράφει ό Π.Π. Γκρασσέ, τροποποιούν τήν τάξη τών μονάδων, τά νουκλεοτίδια καθώς καί τή δομή τών πρωτεϊ-
256
εβδομο
κεφαλαιο
νών. Ή διαφοροποίηση που όφείλεται σέ μετάλλαξη « χτυπά » δλες τις γενιές. 'Εξ αύτοϋ προκύπτει μιά σταθερή διαφοροποίηση τής κληρονομικής μας σύστασης. 'Αλλά τό ύπόβαθρο, τό πλάνο, ή γενική δομή τοΰ έμβιου δντος παραμένουν αμετάβλητα. Ποιές είναι δμως οί αιτίες τών άσυνεχών διαφοροποιήσεων ; *Ας άκούσουμε πάλι τόν Ζ. Μονό : « Λέμε δτι αύτές οί αλλοιώσεις είναι συμπτωματικές, δτι προκύπτουν τυχαία. Καί έφόσον άποτελοΰν τή μόνη δυνατή πηγή τροποποιήσεων τοΰ γενετικοΰ κώδικα, μόνο θεματοφύλακα, μέ τή σειρά του, τών κληρονομικών δομών τοΰ όργανισμοΰ, Ιπεται αναγκαστικά δτι μόνο τό τυχαίο είναι ή πηγή κάθε νέου, κάθε δημιουργίας στή βιόσφαιρα. Τό καθαρό τυχαίο, τό μόνο τυχαίο, άπόλυτη άλλα τυφλή έλευθερία, στήν ΐδια τή ρίζα τοΰ θαυμαστοΰ οικοδομήματος τής έξέλιξης [ . . . ] Ή κεντρική αύτή έννοια δέν είναι υπόθεση. Είναι ή μόνη πού μποροΰμε νά διανοηθούμε ».32 Τί σημαίνει δμως «καθαρό τυχαίο » ; Ώς γνωστόν υπάρχουν οί « νόμοι τοΰ τυχαίου ». Άν τροποποιήσουμε τούς δρους ένός φαινομένου πού διέπεται άπό τό τυχαίο, τότε μεταβάλλεται καί ή πιθανοτική κατανομή. Κατά συνέπεια πίσω άπό τό τυχαίο θά πρέπει νά άναζητήσουμε, δπως έλεγε ό Ένγκελς, τούς άφανεΐς νόμους πού τό διέπουν. Τό τυχαίο δέν είναι ούτε άναίτιο ούτε άπροσδιόριστο. Οί νόμοι τοΰ τυχαίου, αυστηροί νόμοι, είναι ή έκφραση της διαλεκτικής άρνησης τής αιτιοκρατίας, είτε μηχανιστικής είτε δυναμικής. Νά άναζητήσουμε, συνεπώς, τις αιτίες τοΰ τυχαίου, δταν μιά τέτοια έρευνα θά ήταν εφικτή. Νά άναδείξουμε, άν είναι δυνατό, τή μορφή καθορισμού τοΰ πιθανοκρατικοΰ φαινομένου. Νά άναγάγουμε συνεπώς, άν είναι δυνατό, τό τυχαίο σέ μιά μορφή δυναμικού νόμου. Μιά άπό τις μεγάλες μάχες στήν κβαντική μηχανική, π.χ., έχει ώς άντικείμενο τό νά άναγάγει τούς πιθανοκρατικούς νόμους σέ δυναμικούς. Έν τέλει τό τυχαίο έχει τις αιτίες του ( είναι αιτιώδες, causal ). Έπιπλέον είναι καθορισμένο. Υπόκειται σέ κάποια μορφή στατιστικού καθορισμού.53 Ή άναγωγή τών πιθανοκρατικών νόμων σέ δυναμικούς είναι ένα μεγάλο έπιστημονικό καί έπιστημολογικό πρόβλημα. 'Ας πε-
ανθρωιιογενειη
257
ριορίσουμε λοιπόν τήν άναζήτησή μας στό πρόβλημα τών μεταλλάξεων. Κατά τόν Ζακόμπ, είναι δυνατόν νά εύνοήσουμε τά άλματα καί νά αυξήσουμε τή συχνότητα τών μεταλλάξεων, έκθέτοντας τό σπέρμα τής δροσόφυλλας σέ άκτινοβολία Χ, όπως έκαμε ό Müller, ή επιδρώντας στους οργανισμούς μέ ορισμένες χημικές ούσίες.Μ Μεταλλάξεις προκαλούνται έπίσης στό έργαστήριο άπό φυσικά αίτια ( άκτίνες Χ, ραδιενέργεια κλπ.), άπό χημικές ούσίες, κλπ. Κατά συνέπεια τό τυχαίο καί στήν περίπτωση αύτή δέν είναι ούτε άναίτιο ούτε άκαθόριστο. Ό καθορισμός καί σ'αύτή τήν περίπτωση είναι στατιστικού χαρακτήρα. Δέν γνωρίζουμε τούς μηχανισμούς τών μεταλλαγών, μετατρέπουμε τό μή εισέτι γνωστό σέ μή γνώσιμο, καί δημιουργούμε μέ αύτή τήν αυθαίρετη έπιστημολογική παραδοχή μιά νέα ίντετερμινιστική ιδεολογία. Θά παραθέσουμε, καταλήγοντας, μιά άποψη παρόμοια μέ αύτή πού έπιχείρησα νά σκιαγραφήσω : τήν άποψη τού Ζώρζ Τεσσιέ, καθηγητή στή Σορβόννη κατά τή δεκαετία τοΰ '40. Οί γενετιστές θεωρούν, έγραφε ό Τεσσιέ πρίν άπό έξηντατρία χρόνια, ότι ή μετάλλαξη ένός γονιδίου είναι ένα αύθόρμητο φαινόμενο, άνεξάρτητο άπό τίς έξωτερικές συνθήκες, τή φυσιολογική κατάσταση τοϋ ζώου πού είναι φορέας της καί άπό τή φύση τών άλλων γονιδίων πού τό συνοδεύουν. 'Εντούτοις, συνέχιζε, μπορούμε νά προκαλούμε μεταλλάξεις χρησιμοποιώντας άκτίνες Χ, ορισμένες χημικές ούσίες, μέ άνοδο τής θερμοκρασίας. Τό έξωτερικό ή τό έσωτερικό περιβάλλον μπορεί νά έπιδράσει μέ διάφορους τρόπους στόν καθορισμό τής διαφοροποίησης. Συνεπώς διαφοροποιήσεις κληρονομικές, μέ τό πνεύμα τοΰ δαρβινισμοΰ.55 Τό Le hasard et la nécessité είναι ένα πασίγνωστο βιβλίο τοΰ Ζάκ Μονό. Ποιά θά μπορούσε όμως νά είναι μιά διαλεκτική τοΰ τυχαίου καί τής άναγκαιότητας ;
5.
Άνθρωπογένεση
Ά ς δεχτούμε ώς γεγονός τό όποιο έχει άποδειχτεΐ, ότι οί χημικές ένώσεις οί άναγκαΐες γιά τήν έμφάνιση τής ζωής δημιουργήθηκαν
25»
εκτο
κεφαλαιο
στόν πρωτόγονο ωκεανό. Ά ς δεχτούμε έπίσης ώς εντελώς λογική τήν ύπόθεση 6τι άνάμεσα στήν « άρχική σούπα » καί τό κύτταρο μεσολάβησαν ένδιάμεσες μορφές δπως, π.χ., τά συσσωματώματα τοΰ 'Οπάριν. Πώς δμως σχηματίστηκαν τά πρώτα προκαρυωτικά κύτταρα ( χωρίς πυρήνα ) ; Καί μέσα άπό ποιές έξελικτικές διαδικασίες δημιουργήθηκαν τά εύκαρυωτικά κύτταρα ; Μιά έρμηνεία τοΰ γεγονότος τής άνθρωπογένεσης προϋποθέτει μιά έρμηνεία τοΰ σχηματισμού τών πρώτων κυττάρων. Ό πρόγονος τοΰ κυττάρου, γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, δέν θά μπορούσε νά είναι παρά ένα είδος πυρήνα, ένας συνδυασμός ορισμένων « άλληλοβοηθούμενων » μορίων. Άλλά τότε, άπό τί ξεκίνησε αύτό ; « Τό γενετικό μήνυμα δέν μπορεί νά μεταφραστεί παρά μόνον άπό τά προϊόντα τής δικής του παραγωγής. Χωρίς νουκλεϊκά όξέα οί πρωτεΐνες δέν έχουν μέλλον. Χωρίς πρωτεΐνες τά όξέα μένουν άδρανή. Ποιά είναι ή κότα καί ποιό είναι τό αύγό ; Φαύλος κύκλος ; Μάλλον μιά μή άντιστρεπτή διαδικασία δημιουργίας δλο καί πιό πολύπλοκων δομών. Υπάρχουν κενά σχετικά μέ τίς φάσεις τής έξέλιξης μέχρι τό ζωντανό κύτταρο. Άλλά δπως γράφει πάλι ό Ζακόμπ, « αύτό πού άπέδειξε ή Βιολογία είναι δτι δέν υπάρχει μεταφυσικό 0ν τό όποιο θά κρυβόταν πίσω άπό τή λέξη ζωή. Ή δύναμη συγκέντρωσης, δημιουργίας δομών αύξουσας πολυπλοκότητας, άναπαραγωγής, άνήκει στά στοιχεία πού συνθέτουν τήν ΰλη. Άπό τά μικροσωμάτια μέχρι τόν άνθρωπο συναντάται μιά σειρά άπό ολοκληρώσεις, έπίπεδα, συνέχειες. Όμως καμιά ρήξη, οΰτε στή σύσταση τών άντικειμένων οΰτε στίς άντιδράσεις πού πραγματοποιούνται. Καμιά άλλαγή ούσίας ».56 Ή Βιολογία λοιπόν άπέδειξε δτι δέν ύπάρχει μεταφυσική όντότητα σχετική μέ τή ζωή ; Θά ήταν ορθότερο νά ποΰμε δτι ή Βιολογία θεμελίωσε τήν υλιστική θέση, κατά τήν όποία δέν ύπάρχει μεταφυσική οντότητα, κλπ. Καί αύτό έπειδή οί όπαδοί τής δημιουργίας μπορούν πάντοτε νά ισχυριστούν τό άντίθετο. Εντούτοις οί δύο « θέσεις » δέν είναι ισοδύναμες : δέν έχουν τήν ίδια « τιμή άλήθειας ». Ή πρώτη θεμελιώνεται στίς έπιστήμες καί άποτελεϊ
ανθρωπογενεση
259
ένα άπό τά θεμέλια μιας μονιστικής κοσμοαντίληψης, λογικά συνεκτικής. Ή δεύτερη είναι αύθαίρετη, χωρίς θεμέλιο. Επιπλέον, συνεπάγεται λογικές άντιφάσεις καί άδιέξοδα. Τέλος, είναι ύποχρεωμένη νά άναδιπλώνεται συνεχώς μπροστά στά νέα έπιστημονικά δεδομένα. Ά ς δεχτούμε λοιπόν δτι ό άνθρωπος είναι Ινα φυσικό δν. Ή άποψη αύτή μπορεί νά φαίνεται τετριμμένη στόν βιολόγο. Άλλά ό δυϊσμός καί τό δόγμα τής Δημιουργίας είναι πάντοτε κυρίαρχες άντιλήψεις στήν «έπιστημονική» καί «μεταμοντέρνα» έποχή μας, παρά τό δτι ή ύλιστική θέση είναι έπιστημονικά θεμελιωμένη. « Νομίζω δτι δλος ό κόσμος σήμερα», γράφει ό J. Piveteau, « συμφωνεί δτι ό άνθρωπος, άπό μερικές άπόψεις τουλάχιστον, είναι ζώο, καί δτι μεταξύ τών ζώων πρέπει νά τοποθετηθεί σέ μιά ειδική όμάδα, τά πρωτεύοντα, ή όποία έκτός άπό τόν άνθρωπο περιλαμβάνει τήν ποικιλία τών πιθήκων. Τό πρόβλημα τής προέλευσης τοΰ άνθρώπου τίθεται τότε ώς έξής : Σέ ποιό σημείο ό άνθρωπος, ή μάλλον ή γραμμή τής όποίας ή κατάληξη είναι ό σημερινός άνθρωπος, άποσπάστηκε άπό τά πρωτεύοντα, καί στή συνέχεια κατά μήκος αύτής τής γραμμής μπόρεσε βαθμιαία νά συγκροτηθεί ό άνθρώπινος τύπος ; » Ό Ζ. Πιβετώ διακρίνει δύο φάσεις : τήν προανθρώπινη, κατά τήν όποία ό άνθρωπος αποσπάται άπό τά πρωτεύοντα, καί μιά δεύτερη φάση, δπου « πάνω σ' αύτή τή γραμμή έμφανίζεται ό αύθεντικός, ό πραγματικός άνθρωπος ». Άλλά σέ ποιά στιγμή πραγματοποιήθηκε αύτός ό διαχωρισμός ; Κατά τόν Πιβετώ δλοι δέν συμφωνούν ώς πρός τή χρονική στιγμή. "Ομως οί παλαιοντολόγοι στήν πλειονότητά τους συμφωνούν νά τήν τοποθετήσουν σέ μιά έποχή τής τριτογενούς περιόδου, τήν όποία άποκαλοΰν μειόκαινο καί ή όποία προσδιορίζεται πρίν άπό δεκαπέντε έκατομμύρια έτη περίπου. Ή έξέλιξη τοΰ άνθρώπου είναι έκτοτε έξέλιξη είτε τής νόησής του είτε τών συναισθηματικών ρυθμών.5' Οί άρχαΐες φιλοσοφικές-ύλιστικές διαισθήσεις έχουν σήμερα άποδειχτεΐ καί συγκεκριμενοποιηθεί άπό τή βιολογία. Ά ν δλοι συμφωνούν ώς πρός τήν «πρωταρχική πηγή », ώς πρός τήν ύπαρξη μιας στιγμής κατά τήν όποία οί πίθηκοι χωρί-
200
εβδομο
κεφαλαιο
ζονται άπό τά άνθρωποειδή, 6λοι δέν είναι σύμφωνοι ώς πρός τούς δρόμους της έξέλιξης. Ό π ω ς σημειώνει ό Safi Douhi, πρίν άπό όκτώ μέ πέντε έκατομμύρια χρόνια διαχωρίστηκε ένας κλάδος τοΰ φυλογενετικού δέντρου τών ειδών. Άπ'αύτή τή διακλάδωση γεννήθηκαν δύο κλάδοι, ξεχωριστοί σήμερα : ό κλάδος τών άνθρώπων καί τών προγόνων τους ( τών άνθρωπιδών ) καί ό κλάδος τών πιό κοντινών σημερινών έξαδέλφων, τοΰ χιμπατζή καί bonobos ( panides ). 'Αλλά κατά τόν Yves Coppens θά πρέπει νά μετατοπίσουμε αύτό τό συμβάν κατά τρία έκατομμύρια έτη. Γιά άλλους ό διαχωρισμός έκτείνεται σέ περισσότερο άπό τέσσερα έκατομμύρια χρόνια, κλπ. Ή συζήτηση γιά τή στιγμή τοΰ διαχωρισμοΰ δέν έχει τελειώσει. Άπό τήν πλευρά τών άπολιθωμένων πρωτευόντων, μέ ήλικία περισσότερο άπό δώδεκα έκατομμύρια χρόνια, σημειώνει ή Lise Barnéoud, άναζητεΐται ό τελευταίος κοινός πρόγονος τοΰ άνθρώπου καί τών μεγάλων πιθήκων. Άλλά άνάμεσα στά δώδεκα καί τά έπτά έκατομμύρια χρόνια υπάρχει τό μεγάλο κενό : Τά άπολιθώματα τών άνθρωποειδών της Αφρικής είναι έξαιρετικά σπάνια. Σέ αύτές τις συνθήκες είναι δύσκολο νά μάθουμε πώς έξελισσόταν ό κοινός πρόγονος τών πρωτευόντων. Άλλά υπήρξε ένας μόνο πρόγονος;58 Τό ούσιαστικό δέν είναι ή άκριβής χρονική στιγμή. Είναι τό γεγονός τοΰ διαχωρισμού. Οί ειδικοί τής μοριακής βιολογίας καί οί παλαιοανθρωπολόγοι δέν συμφωνοΰν γι'αύτή τή στιγμή. Καί τό πρόβλημα τοΰ διαχωρισμού δέν είναι τό μόνο. Υπήρξε μόνο ένα είδος άπ' τό όποιο προήλθε τό δικό μας ; Κατά τόν R.J. Clarke άλλα εϊδη άνθρώπων προηγήθηκαν τοΰ δικοΰ μας, άλλά άν θά άνεβαίναμε τό ρεΰμα τοΰ χρόνου άρκετά μακριά, θά κυριαρχούσαν οί πίθηκοι : Οί πρόγονοι τοΰ γένους Homo ήταν κάπου στήν οικογένεια τών αύστραλοπιθήκων, τών «πιθήκων τοΰ Νότου», εϊτε στούς ardipithèques, τούς « πιθήκους τοΰ έδάφους ».59 Άκόμα ένα έρώτημα στό όποιο τήν άπάντηση θά τή δώσει ή έπιστήμη. 'Εντούτοις υπάρχουν πολλά δεδομένα τά όποια συνιστούν ένα άποφασιστικό έπιχείρημα υπέρ τής κοινής καταγωγής ορισμένων
λνθρωιιογενεση
πιθήκων καί τοϋ άνθρώπου. Οί πίθηκοι, π.χ., έχουν σαρανταοκτώ χρωμοσώματα- ό άνθρωπος σαρανταέξι. Ό άνθρωπος, ό γορίλας καί ό χιμπατζής έχουν τό ίδιο χρωμόσωμα 6, γεγονός πού άποδεικνύει τήν ύπαρξη κοινού προγόνου, ό όποιος είχε αύτό τό χρωμόσωμα. Έπίσης τό 98% τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος είναι τό ίδιο μέ τοΰ χιμπατζή. Ή άνθρώπινη αιμοσφαιρίνη είναι ταυτόσημη μέ τοΰ γορίλα, μέ διαφορά ένός άμινοξέος στά 150. Άπό τήν άποψη αύτή ό γορίλας βρίσκεται πιό κοντά στόν άνθρωπο άπ' 6,τι στόν πίθηκο rhésus.60 Ή ένότητα τοΰ έμβιου κόσμου, γενικότερα, είναι προφανής άπό πολλές άπόψεις. Ό σκελετός, π.χ., τό νευρικό σύστημα, ό μεταβολισμός τών άνώτερων μορφών τής ζωής είναι παρόμοια παρά τίς διαφορές. Έχουμε τίς ίδιες άντιδράσεις άπέναντι στό στρές μέ τά άλλα θηλαστικά : αΰξηση τοΰ ρεύματος τής άδρεναλίνης, αύξηση τής πίεσης τοΰ αίματος, ταχυκαρδία, κλπ. Ό π ω ς καί στά άλλα θηλαστικά, ή ρύθμιση της άναπνοής, ή κυκλοφορία τοΰ αίματος, ή πέψη, καθώς καί άλλες λειτουργίες διαμεσολαβοΰνται άπό τήν έκκριση τών άδένων καί τήν ασυνείδητη δραστηριότητα τοΰ αυτόνομου νευρικού συστήματος. Έπίσης, έχουμε τούς ίδιους μηχανισμούς ρύθμισης τής θερμοκρασίας τοΰ αίματος, κλπ.61 Σέ 8,τι άφορά τήν έξέλιξη, στό βαθμό πού υπάρχουν νέα δεδομένα, οί χρονολογίες καί οί διαδρομές τής έξέλιξης μεταβάλλονται. Ά ς πάρουμε μία άπό τίς δυνατές χρονολογίες. Πρίν άπό τριακόσια έκατομμύρια χρόνια παρατηρείται ή έμφάνιση ορισμένων θηλαστικών μέ μεγαλύτερο έγκέφαλο. Πρίν άπό έβδομήντα έκατομμύρια χρόνια έμφανίζονται τά πρωτεύοντα. Πρίν άπό σαράντα έκατομμύρια χρόνια έμφανίζεται ή κατηγορία τών πρωτευόντων τά όποια δνομάστηκαν πιθηκοειδή. Άνάμεσα σ'αύτά πρέπει νά άναζητήσουμε τόν κοινό πρόγονο τών πιθήκων καί τών άνθρώπων.62 Οί άνθρώπινες γραμμές έμφανίζονται καί έξαφανίζονται. Υπάρχουν πολλοί κατάλογοι χρονολογιών πού άφοροΰν τήν έξέλιξη ή όποία οδήγησε στόν Homo sapiens. Θά παραθέσουμε λοιπόν όρισμένα επιχειρήματα σχετικά μέ τή φάση τής φυλογένεσης. Μέχρι
262
εβδομο
κεφαλαιο
τό 1990, έθεωρεΐτο ότι ό Australopithecus afarensis αντιπροσώπευε τό πρώτο δίποδο της 'Ιστορίας. Ή Λούσυ ( 3,2 έκατομμύρια χρόνια ) θεωρήθηκε « μητέρα όλων τών ανθρώπων ». Όμως ή Λούσυ δέν είναι δυνατόν νά θεωρηθεί πρώτος πρόγονός μας. Είναι πάρα πολύ βέβαιο ότι ό Orrodin ήταν ένα γήινο δίποδο περισσότερο άνθρώπινο άπό τή Λούσυ. Ό Tournai, πού άνακαλύφθηκε στό Τσάντ, υπήρχε πρίν άπό έπτά έκατομμύρια χρόνια. Σήμερα γίνεται δεκτό ότι όλοι οί άνθρωποι προέρχονται άπό έναν πληθυσμό ό όποιος έγκατέλειψε τήν 'Αφρική πρίν άπό 100.000 χρόνια. Ό πληθυσμός αύτός κατέκτησε ολόκληρο τόν πλανήτη καί ανέπτυξε νέες τεχνικές κυνηγιού, ψαρέματος, ναυσιπλοΐας, άνατροφής ζώων καί γεωργίας. Υπήρχε ή άποψη ότι τό όρθιο βάδισμα άφορούσε μόνο τά άνθρωποειδή καί ότι ήταν κύριο κριτήριο της έξέλιξής τους. Σήμερα οί άνθρωπολόγοι διατυπώνουν όλο καί περισσότερες έπιφυλάξεις γι'αύτές τις άπόψεις. Σέ ό,τι άφορά τό « λίκνο » τοΰ άνθρώπινου γένους, σήμερα γίνεται δεκτό ότι ήταν ή 'Αφρική καί ότι οί πρώτοι άνθρωποι έγκατέλειψαν αύτή τήν ήπειρο πρίν άπό δύο έκατομμύρια χρόνια περίπου. Οί ρίζες τοΰ άνθρώπου φαίνεται όλο καί περισσότερο ότι βυθίζονται στά βάθη τής άφρικανικής ήπείρου. 'Αλλά ή ιστορία είναι περίπλοκη καί πρέπει νά ξαναγραφεί κάτω άπό τό φώς νέων δεδομένων. Έχουν βρεθεί άπολιθώματα στή Γεωργία ( δύο κρανία σχεδόν πλήρη, ήλικίας περίπου 1,8 έκατομμυρίων ετών ), στήν Κίνα, στήν 'Ινδονησία ( κρανία άρχαίων Homo erectus ), κλπ. Θεωρείται ότι ό Homo georgicus είναι τό άρχαιότερο άνθρωποειδές πού έχει βρεθεί έξω άπό τήν'Αφρική. Ό Homo floresiensis ζούσε στήν'Ινδονησία, άνατολικά τής Ίάβας. 'Εργαλεία βρέθηκαν κοντά στόν άνθρωπο τοΰ Flores. Είναι αύτός πού τά κατασκεύασε ; 'Ορισμένες μελέτες τείνουν νά άποδείξουν ότι, παρά τό μικρό μέγεθος τοΰ έγκεφάλου του, ήταν ικανός νά δημιουργεί καί νά σχεδιάζει. « Ό άνθρωπος τοΰ Flores είναι μιά κεφαλαιώδης άνακάλυψη ή ένα χονδροειδές σφάλμα ; Τό μέλλον θά μας τό πει». 63 Οί διαφορετικές άπόψεις καί τά σφάλματα είναι άναπόφευκτα. 'Αλλά, παρά τίς διαφορές, όλοι συμφωνούν ότι πρίν άπό 100.000
ανθρωιιογρνεεη
263
χρόνια, ό κόσμος είχε κατοικηθεί άπό « άνθρώπους » πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους - τούς Νεάντερταλ, κυνηγούς στήν Εύρώπη, τούς erectus robustes στήν 'Ασία, τά πιό λεπτοκαμωμένα άνθρωποειδή στή Μέση 'Ανατολή καί στήν 'Ασία. 'Αλλά 70.000 χρόνια άργότερα δέν συναντά κανείς πιά, στό σύνολο τοϋ πλανήτη, παρά μόνο μιά ποικιλία - τόν νεότερο άνθρωπο ή Homo sapiens, μέ λεπτό πρόσωπο, μέ μικρά δόντια καί μέ προεξέχον πιγούνι, κρανίο ύψηλό καί στρογγυλεμένο καί μέ κομψό παράστημα. Τί είχε συμβεί; Καθένας έρμηνεύει μέ τόν τρόπο του τά διαθέσιμα δείγματα. Γιά άλλη μιά φορά τά παλαιότερα άναμφισβήτητα ίχνη αύτοΰ τοϋ Homo θά χαθοΰν στά βάθη τής 'Αφρικής.64 Ά ς τό έπαναλάβουμε : τό ούσιαστικό δέν είναι οί χρονικές στιγμές, οί δρόμοι καί οί ράτσες. Πέρα άπό τά κενά τής 'Ιστορίας, τών διαφορετικών ιδεών καί τών ιδεολογικών έκμεταλλεύσεων, ένα πράγμα είναι βέβαιο : Ό άνθρωπος είναι φυσικό δν, προϊόν τής μακράς όδύσσειας τής φυλογένεσης. Ό άνθρωπος δέν είναι όντολογικά διαφορετικός άπό τά άλλα έμβια. Δέν ύπάρχει τομή άνάμεσα στό άνθρώπινο είδος καί τό υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. 'Ορισμένες συμπληρωματικές παρατηρήσεις προτοΰ περάσουμε στό πρόβλημα τοΰ πνεύματος καί τών σχέσεών του μέ τήν κοσμογένεση καί ιδιαίτερα μέ τήν έξέλιξη τών έμβιων. Άπό ποιό σημείο καί στή βάση ποιών κριτηρίων μπορούμε νά μιλάμε γιά άνθρωπο ; Ή κατασκευή έργαλείων είναι ένα κριτήριο. Ή ΰπαρξη έννοιακής σκέψης έπίσης. Ή άνάπτυξη τοΰ χεριοΰ καί ή άνάπτυξη τοΰ εγκεφάλου ήταν δύο διαδικασίες διαλεκτικά συσχετισμένες, όπως τό είχε αναλύσει στήν έποχή του ό Ένγκελς. 65 Ό Homo Néandertalensis ( 1856 ) είναι πολύ κοντινός μορφολογικά μέ τόν Sapiens. Είχε χωρητικότητα κρανίου κατά μέσον 6ρο μεγαλύτερη άπό τόν νεότερο άνθρωπο, τοΰ όποίου είναι εξάδελφος. Είχε αναπτύξει έξελιγμένη τεχνική έπεξεργασίας τοΰ λίθου καί έθαβε τούς νεκρούς του, πράγμα πού τείνει νά άποδείξει 'ικανότητες γιά γνώση καί άφαίρεση κοντινές μέ τίς δικές μας. 6 6 Όμως, άφοΰ περιπλανήθηκε μέχρι τήν ήπειρωτική Ασία, έξαφανίστηκε πριν άπό 28.000 χρόνια περίπου. Ό Νεάντερταλ, « αύτός ό
264
εβδομο
κεφαλαιο
παράξενος άνθρωπος, παραμένει αίνιγμα». Μεταξύ 120.000 καί 70.000, γράφει ό D. Grambuller, οί Νεάντερταλ κατοίκησαν τήν Κεντρική Εύρώπη, κατόπιν τήν ήπειρωτική 'Ασία καί έξαπλώθηκαν μέχρι τή Σιβηρία. 'Εγκαταστάθηκαν έπίσης στήν'Εγγύς'Ανατολή, 6που ζούσαν ήδη οί πρωτο-Κρό-Μανιόν, οί πρώτοι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι.67 Οί δύο άνθρώπινες φυλές ήταν σύγχρονες. Κατασκεύαζαν λίθινα έργαλεΐα. Έθαβαν τούς νεκρούς τους. Καί μετά έξαφανίστηκαν. Έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις γιά νά έξηγηθεΐ ή έξαφάνισή τους. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τόν Homo sapiens. Καί αύτός γεννήθηκε στήν 'Αφρική; Σύμφωνα μέ τόν Em. Monnier: «Τά άπολιθώματα τοΰ Homo sapiens, τελευταίου κρίκου της έξέλιξης τοΰ άνθρώπου, μάς ξαναφέρνουν στά βάθη της 'Αφρικής. 'Αλλά άνάμεσα σ'αύτούς τούς νεότερους άνθρώπους καί παλαιότερους erectus τής 'Ασίας υπάρχουν ομοιότητες. Ό Sapiens άναδύθηκε έπίσης στήν 'Ασία ; Ή Γενετική καλείται είς βοήθειαν ».68 'Ακόμα Ινα έρώτημα στό όποιο θά άπαντήσει ή έπιστήμη. Κατά τόν Α. Λεόντιεφ ( 1903-1979 ), ή πλειονότητα τών σύγχρονων ερευνητών δέχεται τήν κοινή προέλευση δλων τών άνθρώπινων φυλών πού δέν είναι τίποτε άλλο, άπό βιολογική άποψη, παρά ποικιλίες ένός καί μοναδικοΰ εϊδους : τοΰ Homo sapiens. Φυλετικά χαρακτηριστικά μαρτυρούν, κατά τόν συγγραφέα, υπέρ αύτής τής θέσης. 'Επίσης ορισμένα χαρακτηριστικά, πού ή συνύπαρξή τους διαμορφώνει τήν ιδιαιτερότητα τής ράτσας, συναντώνται μέ διαφορετικούς συνδυασμούς στούς άντιπροσώπους κάθε διαφορετικής ράτσας. Τέλος : « Τά κύρια χαρακτηριστικά τοΰ σύγχρονου " ολοκληρωμένου " άνθρώπου ( δηλαδή, Ινας άνεπτυγμένος έγκέφαλος καί ή άντίστοιχη άναλογία άνάμεσα στά έγκεφαλικά καί τά πρόσθια μέρη τοΰ κρανίου, ή χαρακτηριστική διαμόρφωση τοΰ χεριοΰ, οί ιδιομορφίες τοΰ σκελετοΰ, ό όποιος είναι προσαρμοσμένος στό δρθιο βάδισμα, ή άσθενική ανάπτυξη τοΰ τριχωτοΰ τοΰ σώματος κλπ.) υπάρχουν σέ δλες τις άνθρώπινες ράτσες χωρίς έξαίρεση ».69 Όλες οί ράτσες Ιχουν κοινή προέλευση ; 'Ακόμα Ινα έρώτημα
λνθρωιιογενεση
265
τό όποιο άνήκει στήν αρμοδιότητα τής έπιστήμης. Αύτό πού άποτελεϊ γεγονός είναι δτι ή κατασκευή έργαλείων, ή έργασία προϋπέθεταν μιά κάποια άνάπτυξη της νόησης καί ταυτόχρονα ήταν άποφασιστικός παράγων γιά τήν άνάπτυξη τών ικανοτήτων τοΰ έγκεφάλου. Ό π ω ς έγραφε ό Jean Piaget ( 1896-1980 ), ό άνθρωπος όφείλει στά χέρια του ένα μεγάλο μέρος τής νόησής του. « Fabriquer c'est penser ». Ή γεωργία, ή έξημέρωση τών ζώων, κλπ., ήταν ούσιαστικοί παράγοντες τής « άνθρωποποίησης ». "Αλλος παράγοντας, τό όρθιο βάδισμα : « Γίναμε άνθρωποι μέ τό περπάτημα ». Συνεπώς : Μετάβαση άπό τήν κατάσταση τοΰ ζώου πρός τήν άνθρωποποίηση. Ό Ζώρζ Γκαστώ παραθέτει σχετικά τόν μεγάλο Γάλλο άνθρωπολόγο André Leroi-Gourhan (1911-1986): « Ή σωματική κατασκευή τοΰ Homo sapiens τοΰ έπέτρεπε νά ύπερβεΐ τήν καθαρά βιολογική τάξη καί νά δημιουργεί τεχνουργήματα τών οποίων ή μεταβίβαση βρίσκεται στήν καρδιά τής πολιτισμικής μετάδοσης μέσω τής κοινωνικής κληρονομιάς ». 'Αλλά άνάμεσα στό φυσικό καί στό κοινωνικό-πολιτισμικό δέν υπάρχει κενό. Κατά τόν Γκαστώ : « Σέ ορισμένα ζώα κοντινά μέ τόν άνθρωπο ορισμένα πολιτισμικά ή προπολιτισμικά στοιχειά είναι δυνατόν νά συγκατοικούν μέ τή βιολογική τάξη, τήν καθαυτό ζωική, ή όποία τούς έξουσιάζει καί τούς υποτάσσει σύμφωνα μέ τίς δικές της σκοπιμότητες. Αύτός ό έξουσιασμός άντιστρέφεται προοδευτικά στά προανθρωποειδή καί δλο τό διακύβευμα τής άνθρωπογένεσης συνίσταται άκριβώς στήν υποταγή τής φυσικής τάξης στή νέα, κοινωνικοπολιτισμική, ή όποία προκύπτει άπό τήν έργασία, τή γλώσσα, τήν κληρονομιά καί τήν τεχνική. Συνοπτικά, στόν άνθρωπο ή κληρονομική βιολογική τάξη υποτάσσεται δλο καί περισσότερο ολοκληρωτικά στήν κοινωνική τάξη τής κληρονομικής μεταβίβασης ». '' 'Από Ινα σημείο καί μετά ή έξέλιξη είναι κυρίως κοινωνική καί πολιτισμική. 'Αλλά κατά τά τελευταία τριάντα-σαράντα χιλιάδες έτη υπήρξαν καί βιολογικές μεταβολές στόν άνθρωπο. Φυσικά ό άριθμός τών χρωμοσωμάτων του δέν έχει μεταβληθεί, δπως καί οί βασικές βιολογικές διεργασίες. Όμως ύπήρξαν μεταβολές σω-
266
εβδομο
κεφαλαιο
ματικές-έξωτερ ικές, καθώς καί τροποποιήσεις τών φυσιολογικών λειτουργιών τοϋ σώματος. Τό πιό εκπληκτικό καί πιό άποφασιστικό ώς πρός τήν άνθρωποποίηση ήταν ή άνάπτυξη τοΰ νεοφλοιοΰ χάρη στήν κοινωνική ζωή καί τήν έργασία. Αύτό πού κυριαρχεί Ικτοτε στις άνθρώπινες κοινωνίες είναι ή πολιτισμική κληρονομιά καί 6χι ή βιολογική. "Οπως γράφει ό Lucien Sève ( γενν. 1926 ), στήν άνεπτυγμένη άνθρωπότητα καί τό ίδιο τό βιολογικό είναι ένδογενώς κοινωνικοποιημένο. Ή ίστορικοκοινωνική βάση κυριάρχησε προοδευτικά πάνω στή βιολογική, ή όποία έκτοτε περιορίστηκε στό ρόλο τοΰ φορέα. '2 Ό άνθρωπος, ζώον φυσικό, γενετικά κοινωνικό. Ή έξέλιξη τής άνθρωπότητας είναι μιά μακρά πορεία πραγματοποίησης τών δυνατοτήτων της. Εντούτοις δέν πρόκειται γιά κάποια μεταφυσική τελεολογία. Ά ν θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά κάποια σκοπιμότητα, σ'αύτή τήν περίπτωση θά πρόκειται γιά τόν έσωτερικό δυναμισμό τής ΰλης. Ή μακρά ιστορία της φυλογένεσης άντιφάσκει μέ τό δυϊσμό τής ΰλης καί τοΰ πνεύματος. Τό πνεύμα είναι τό Νέο πού άναδύεται στό έσωτερικό τής ΰλης ώς ένδογενής δυνατότητα. Θά πρέπει συνεπώς τώρα νά κάνουμε άλλο ένα βήμα, καί νά θέσουμε τό έρώτημα : «"Υλη ή πνεΰμα ; », καί νά έπιχειρήσουμε νά θεμελιώσουμε τήν υλιστική θέση έναντίον τοΰ καρτεσιανού δυϊσμού καί έναντίον κάθε μορφής φιλοσοφικού ιδεαλισμού.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Diodore de Sicile. Bibliothèque historique. Livre I, κεφ. II, l-es Belles Lettres, Παρίσι, 1991, 1,7 1,5. Ή σχετική βιβλιογραφία είναι άνεξάντλητη. Για τή σύντομη αύτή σκιαγραφία δέν χρησιμοποίησα τή συνήθη μέθοδο της παράθεσης έν σειρά παραπομπών. Πάντως, έκτος άπό τό κλασικό βιβλίο τών Hermann Diets καί Walther Kranz, Fragmente der Vorsokrutiker, χρησιμοποίησα έπίσης: George Thomson, Les premiers philosophes, Éditions Sociales, Παρίσι, 1973. Yves Battistini, Trois Présocratiques, Gallimard, Παρίσι, 1988. Jean-Paul Dumont. Les Ecoles Présocratiques, Gallimard, 1991. Jean Voilquin. [.es Penseurs
ανθρωπογενεση
267
Grecs avant Socrate, Garnier, 1964. G.E.R. ( Geoffrey Ernest Richard ) Lloyd, Les débuts de la science grecque, Maspéro, Παρίσι, 1974. Έ π ί σ η ς : Pierre Boyancé, Epicure, PU Κ, 1969. Lucrèce, De la Nature des Choses ( είσαγωγή καί σχόλια Georges Cogniot ), Éditions Sociales, 1954. 2. Richard C. Lewontin, Steven Rose, Leon J. Kamin, Nous ne sommes pas programmés, La Découverte, Παρίσι, 1985, σ. 67. 3. Friedrich Engels, Dialectique de la nature. Éditions Sociales, Παρίσι, 1952, σ. 305. 4. François Jacob, Ixi logùjuedu vivant, Gallimard, Παρίσι, 1970, σσ. 135 καί 141. 5. Jacques Monod, στό La Recherche en Biologie, Seuil, Παρίσι, 1975, σ. 38. 6. Αντ., a. 39. 7. Αντ., σ. 40. 8. Aleksandr Oparin, L'Origine de la vie (έλλ. Ικδ. Ή προέλευση τής ζωής, μτφρ. Εύτύχη Μπιτσάκη, έκδ. Μάθηση, ΆΘήνα, 1956 ). 9. F. Jacob, La logique du vivant, Flammarion, 1976, σ. 327. 10. J. Monod, δ.π., σ. 139. 11. Γιά τΙς μή άντιστρεπτές διαδικασίες, πρβλ. Eftichios Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983. 12. F.Jacob, δ.π., σ. 325. 13. Ε. Karzenti, περ. La Recherche, έκτός σειράς, 9, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2008, σσ. 52-55. 14. P. Tort, περ. Le Nouvel Observateur, « Karl Marx » ( έκτός σειράς ), σ. 60. 15. F. Jacob, δ.π., σ. 146. Για τήν « άνθρωπική άρχή », βλ. Εύ. Μπιτσάκη, Από τήν πυρά στον Άμβωνα, Τόπος, 2009. 16. Richard Ixvin, Richard C. Lewontin, The Dialectical Biologist, Harvard University Press, 1955, σ. 288. Έπίσης, R.C. Lewontin, Biology as Ideology, Harper Perenial, 1992 passim. 17. Yvon Quiniou, Problèmes du matérialisme, Meridiens Klincksieck, Παρίσι, 1987, σ. 44-45. 18. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Editions Sociales, Παρίσι, 1983, σποράδην. Τοΰ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, L'Harmattan, 1997, κυρίως τό κεφ. 4. 19. F.Jacob, δ.π., σ. 196. 20. Αντ., σ. 183. 21. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σσ. 316-317. 22. F. Jacob, στό Le darwinisme aujourd'hui, Seuil, Παρίσι, 1979, σσ. 150151. 23. A. de Ricqlés, αύτ., σ. 56. Βλ. έπίσης, περ. Science et Avenir, άρ. Special, 'Απρίλιος-Μάιος 2003. 24. J. Ninio, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 108.
268
εβδομο
κεφαλαιο
25. Stephen Jay Could, Darwin el les grands énigmes de la vie, Pygmalion, Παρίσι, 1979, σσ. 19-24. 26. P.Tort, Nouvel Observateur, δ.π., σ. 63. 27. G. Tessier, περ. Im Pensée, τεΰχος 3,1945, σ. 15. 28. F.Jacob, δ.π., a. 21. 29. S.J. Could, Quand les poules auront des dents, Fayard, Παρίσι, 1984, σ. 153. 30. R. l-ewontin, δ.π., σσ. 112, 114. 31. La Recherche, τεΰχος 298, 1970. Lewonlin, αντ., σ. 68. 32. F.Jacob, La logique du vivant, δ.π., σσ. 329-331. 33. Henri Wallon, La vie mentale, Éditions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 123. 34. F. Jacob, IM logique du vivant, δ.π., a. 103. 35. P. Tort, Nouvel Observateur, δ.π. 36. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 103. 37. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 213. 38. Για τό βακτηριακό κύτταρο, βλ. Jacob, La Logique du vivant, δ.π., a. 287 καί έπόμενες. 39. J. Monod, Le hasard et la nécessité, Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 59. 40. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σσ. 310, 313. 41. ΕΓ. Bitsakis, La Nature dans la pensée dialectique, δ.π., σ. 233. 42. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 61. 43. R. I^ewontin, δ.π., a. 48. 44. F.Jacob, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 155. 45. Janine Guespin-Michel, στό Dialectiques aujourd'hui, Syllepse, Παρίσι, 2006. 46. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σα. 145-146. 47. RenéZazzo, Psychologie et Marxisme, PenoëlfCauthier, Paris, 1975, σ. 49. 48. Guespin-Michel, στό Lucien Sève, Émergence, complexité et dialectique, Odile Jacob, Παρίσι, 2005, σσ. 39-41. 49. F. Jacob, IM logique du vivant, δ.π., σ. 244. 50. Pierre P. Grasse, στό Le darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 133. Jacob, IM logique du vivant, δ.π., σσ. 240-242. Monod, l^e hasard et la nécessité, δ.π., σ. 127. 51. F. Jacob, IM logùjuedu vivant, δ.π., σα. 241-243. 52. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 127. 53. Σέ 6,τι άφορα τήν κβαντομηχανική, πρβλ. Bitsakis, στό The Concept of Probability, Kluwer, 1988, σ. 335. Τοΰ Ιδίου, Le Nouveau Réalisme Scientifique, δ.π. 54. F.Jacob, La logique du vivant, δ.π., a. 242. 55. G. Tessier, La Pensée, δ.π., σ. 15. 56. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σα. 326-328.
α ν θ ρ ω π ο γ ε ν ε ε η
269
57. Jean Piveteau, στό /λ> darwinisme aujourd'hui, δ.π., σσ. 76-86. 58. Lise Barnéoud, περ. Science et Vie, τεΰχος 235, 'Ιούνιος 2006, σ. 37. 59. Ronald J. Clarke, IM Recherche, τεΰχος 345, Σεπτέμβριος 2001, σ. 28. 60. J. Ninio, στό /λ» darwinisme aujourd'hui, δ.π., σ. 96. 61. I-evin, Lewontin, The Dialectical Biologist, δ.π., σ. 259. 62. Robert Clarke, Naissance de l'Homme, Seuil, 1978, σ. 10-14. 63. Lisa Gamier, Science el Vie, τεΰχος 235, 2006, σ. 63-65. 64. Τά δεδομένα καί τα έπιχειρήματα αύτης της παραγράφου σχετικά μέ τούς προγόνους της άνθρωπότητας άντλήθηκαν άπό τό Science et Vie, τεΰχος 235, 'Ιούνιος 2006, καί κυρίως άπό τά άρθρα τών Em. Monnier, S. Douhi, L. Barnéoud, L. Garnier, Carine Chausson. 65. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., « Le rôle du travail...», σ. 171. 66. Science et Vie, τεΰχος 235, 2006, σ. 12. 67. D. Grambuller, Science et Vie, αύτ., σσ. 66-71. 68. Monnier, Science et Vie, αύτ., σσ. 72-77. 69. Alexei Ν. Léontiev, Le développement du psychisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1976, σ. 270. 70. Georges Gastaud, Étincelles, 8, σ. 16. 71. Αντ.,σ. 17. 72. L. Sève, στό Je, Messidor - Éditions Sociales, Παρίσι, 1987, σ. 228.
ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ CT Τ tf->
\
\
~
Η υλη και το πνεύμα
ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ έπιχείρησα νά θεμελιώσω τήν υλιστική θέση, σύμφωνα μέ τήν όποία ή ζωή έμφανίστηκε στή Γή χωρίς «έξωτερική επέμβαση », θεϊκή ή φυσική, ώς άποτέλεσμα τής αύτοοργάνωσης τής ΰλης. Σημείοκτα δτι μέ άφετηρία τήν « προβιοτική σούπα » σχηματίστηκαν δλο καί, περισσότερο πολύπλοκες καί σταθερές δομές. Τέλος, τό ζωντανό κύτταρο, προκαρυωτικό καί εύκαρυωτικό. Σημείωσα έπίσης ότι υπάρχουν προβλήματα άλυτα επί τοΰ παρόντος, όπως καί κενά σχετικά μέ τΙς διαδικασίες τής φυλογένεσης, κλπ. Έπιχείρησα έπίσης νά θεμελιώσω τή θέση δτι ό άνθρωπος είναι φυσικό-βιολογικό 0ν, προϊόν τής μακράς όδύσσειας τής φυλογένεσης. Άκόμα καί ή Καθολική Εκκλησία Ιχει σήμερα δεχτεί αύτή τή θέση.
1. Ό δυϊσμός τον πνεύματος και τον
σώματος
Ά ς δεχτοΰμε ότι ή θέση αύτή ισχύει γιά τόν άνθρωπο, ώς φυσικό -βιολογικό δν. Άλλά τό πνεΰμα ; Ή ψυχή ; Θά ήταν δυνατόν νά άνιχνεύσουμε κάποια συνέχεια στό έσωτερικό τής ποιοτικής μεταβολής ; "Η, άντίθετα, υπάρχει μιά όντολογική ρήζη άνάμεσα στό σώμα καί στό πνεύμα; Υπάρχει κάποια τομή άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τό ζωικό βασίλειο ; Ή μαρτυρία τής έπιστήμης δέν είναι δεκτή άπό όλους, προπαντός άπό τήν Εκκλησία. Άλλά πρέπει νά σημειώσουμε, έξ ύπαρχής, ότι ή έμφάνιση τοΰ άνθρώπου δέν ήταν μιά προνομιούχα πράξη. Έπειδή σήμερα ξέρουμε ότι είμαστε προϊόν μόλυνσης τής άρχέγονης άτμόσφαιρας. Στήν άρχή, πράγματι, ή άτμόσφαιρα τού πλανήτη μας δέν εύνοοΰσε τΙς άνώτερες μορφές τής ζωής, έξαιτίας
272
εβδομο
κεφαλαιο
της αφθονίας τοϋ διοξειδίου τοΰ άνθρακα. 'Αλλά οί μορφές της ζωής εκείνης τής περιόδου κατανάλωναν τό διοξείδιο τοΰ άνθρακα καί άπελευθέρωναν οξυγόνο. Έτσι τροποποιήθηκε ή χημική σύσταση τής άτμόσφαιρας. Τελικά τό όξυγόνο, τό όποιο κυριάρχησε, δηλητήριο γιά τίς ύπάρχουσες μορφές, εύνοοΰσε νέες μορφές ζωής, προκαρυωτικές καί τό σύνολο τών εύκαρυωτικών. Ό άνθρωπος προϊόν μόλυνσης ; Ό άνθρωπος φυσικό 6ν ; Ό άνθρωπος υποβαθμισμένος στό έπίπεδο τοΰ ζώου ; Καί τό πνεύμα ; Οί προσωκρατικοί θεωρούσαν ύλική τήν ψυχή, καί ό Σπινόζα θεωρούσε τόν εγκέφαλο σκεπτόμενο σώμα. Ό Δαρβίνος, μέ τή σειρά του, θεωροΰσε τή νόηση λειτουργία τού σώματος, καί ό Μάρξ, άναφερόμενος στούς νομιναλιστές, έγραφε 6τι μέ τόν άνθρωπο ή ΰλη είχε άρχίσει νά σκέφτεται. Ό Κάντ, τέλος, υποστήριζε δτι ή διάνοια είναι κενή χωρίς τά αισθητηριακά δεδομένα, χωρίς φυσικά νά καταλήξει σέ μιά υλιστική θεωρία τής γνώσης. Καί ή Εκκλησία ; Ή δυϊστική θέση της είναι γνωστή. Όμως, μπροστά στά δεδομένα τής έπιστήμης, ή Καθολική Εκκλησία τουλάχιστον, υποχρεώθηκε νά δεχτεί δτι τό άνθρώπινο σώμα είναι προϊόν τής έξέλιξης τών μορφών τής ζωής. Τό πνεύμα, ή ψυχή, άντίθετα, δημιουργήθηκαν άπό τόν Θεό μέ μιά χωριστή καί προνομιούχα πράξη, άντίθετα μέ τή θεωρία τοΰ Δαρβίνου. Συγκεκριμένα: Ό Πάπας 'Ιωάννης-Παύλος Β' παραδέχτηκε μπροστά στήν Ποντιφική 'Ακαδημία τών 'Επιστημών, στις 13 'Οκτωβρίου 1996, δτι ή δαρβινική θεωρία τής έξέλιξης τών ειδών είναι « περισσότερο άπό μιά ύπόθεση ». 'Εντούτοις, ή έξέλιξη, σύμφωνα μέ τήν Καθολική Εκκλησία, άφορα μόνο τό σώμα. Ή ψυχή, κατά τόν Πάπα Πίο IB', είναι θεϊκής προέλευσης καί δημιουργήθηκε άπευθείας άπό τόν Θεό. Έτσι, άνάμεσα στήν ΰλη καί τό πνεύμα υπάρχει ένα « όντολογικό άλμα ». Ή Καθολική Εκκλησία ύποχρεώθηκε νά άναγνωρίσει τή μισή άλήθεια, έπειδή δπως έγραφε ή Le Monde, στις 25.10.1996, « έξαιτίας τής δαρβινικής έπιστήμης, έβλεπε νά άνοίγει μιά άβυσσος μπροστά στά πόδια της, στήν όποία κινδύνευε νά έξαφανιστεΐ ολόκληρο τό δογματικό της οικοδόμημα ».1 Ή ιδεαλιστική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο ήταν κυρίαρχη σέ
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
273
ολόκληρη τήν Ιστορία. Αφετηρία αύτής τής άντίληψης είναι ό άνιμισμός τών πρωτόγονων κοινωνιών. 'Αλλά ό άνιμισμός δπως έχουμε ύποστηρίξει, δέν είναι ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη. Οί θεοί, οί δαίμονες, τά πνεύματα, οί νεράιδες « ύπάρχουν », άλλά δέν είναι « πνεύματα ». Είναι 6ντα άπλοϊκά υλιστικά. Άπό τό σημείο αύτό πραγματοποιήθηκε άργότερα ή διχοτομία άνάμεσα στό ύλικό καί στό πνευματικό. Ό ύλισμός θεώρησε τήν ψυχή, τήν άνιμα, τό spiritus, κλπ., ύλικά. Ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός, άντίθετα, στέρησε αύτά τά φανταστικά δντα άπό τήν οιονεί ύλικότητά τους. Ειδικά ή ρήξη άνάμεσα στόν υλισμό καί στόν ιδεαλισμό στήν περιοχή τής έλληνικής φιλοσοφίας πραγματοποιήθηκε, δπως έχουμε σημειώσει, μέ τό έργο τοΰ Πυθαγόρα καί τοΰ Πλάτώνα, άφενός, καί τοΰ Δημοκρίτου, τοΰ Επίκουρου καί τοΰ Λουκρήτιου, αφετέρου. Ά ς ύπενθυμίσουμε ορισμένα γεγονότα. Κατά τούς πυθαγόρειους τά πάντα είναι άριθμός. Ό Πλάτων, άκολουθώντας ( κατά τόν Αριστοτέλη ) τούς τελευταίους πυθαγόρειους, χώρισε τόν κόσμο σέ δύο : στόν αισθητό κόσμο τής άναγκαιότητας καί τοΰ γίγνεσθαι, καί στόν κόσμο τών ιδεών οί όποιες άποτελοΰν τά άρχέτυπα τών πραγμάτων. Οί ιδέες είναι ή μόνη αύθεντική πραγματικότητα, τό δντως Όν, έξω άπό τό χρόνο ένώ τά αισθητά είναι άντίγραφα, ώχρή άντανάκλαση τοΰ κόσμου τών ιδεών. Ή άλήθεια είναι άνάμνηση. Όμως οί θνητοί δέν μπορούν νά δοΰν παρά μόνο τή σκιά τών πραγμάτων (άλληγορία τοΰ σπηλαίου). Μόνο ό Θεός καί οί έκλεκτοί του μπορούν νά φτάσουν στή γνώση τής άλήθειας. Ό π ω ς είναι γνωστό, τό χριστιανικό δόγμα διαμορφώθηκε άργότερα, μέ μιά έκλεκτική συγχώνευση τής ιουδαϊκής παράδοσης ( Θεός, δημιουργός τοΰ κόσμου ex nihilo ) μέ τή νεοπλατωνική. Ή ψυχή κατά τό χριστιανισμό είναι άυλη καί άθάνατη. Στή μεσαιωνική σκέψη κυριάρχησε ή μεταφυσική τοΰ Θεοΰ -Δημιουργού. Κατά συνέπεια ή υλιστική παράδοση είχε υποστεί κατά τόν Μεσαίωνα μιά σχεδόν καθολική έκλειψη. Όπως σημειώνει ό G. Mensching, κατά τόν Μεσαίωνα δέν υπάρχει ύλισμός. Άλλά καί τό άντίθετό του, ό φιλοσοφικός ιδεαλισμός, δέν υπήρχε έπί-
274
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
σης κατά τή μακρά περίοδο άπό τόν Καρλομάγνο μέχρι τή Μεταρρύθμιση. Ό άγώνας άνάμεσα στίς άντίθετες κοσμοθεωρίες δέν είχε άκόμα έκδηλωθεΐ ρητά. Ό όρος υλισμός, πού διατυπώθηκε τόν 17ο αιώνα, σημάδεψε μιά φιλοσοφική θέση ή όποία συνδεόταν μέ τήν πρόοδο τών φυσικών έπιστημών.2 Πράγματι, ό νεότερος υλισμός συνδέθηκε μέ τΙς φυσικές έπιστήμες. Άλλά, άκόμα καί κατά τόν 17ο αιώνα, καί μετά, καί παρά τό κίνημα τού Διαφωτισμού, αύτή ή κοσμοαντίληψη ήταν πάντα μειοψηφική, άν όχι περιθωριακή. Ά ς πάρουμε μιά συγκεκριμένη περίπτωση, αύτή τού Καρτέσιου, πατέρα, όπως λέγεται, τού « νεότερου όρθολογισμού ». Ή μεταφυσική τοΰ Καρτέσιου ήταν μηχανιστική, σύμφωνη μέ τό πνεύμα τής Μηχανικής, ή όποία έτεινε νά συγκροτηθεί σέ έπιστήμη. «Υποθέτω», έγραφε ό Καρτέσιος, « ότι τό σώμα δέν είναι άλλο άπό άγαλμα ή γήινη μηχανή, δημιουργημένη άπό τόν Θεό ». Σέ συμφωνία μέ τό χριστιανικό δόγμα, ό Καρτέσιος προίκισε τόν Θεό μέ όλες τίς ιδιότητες πού ήταν άναγκαΐες γιά νά έκπληρώσει τό έργο Του : Κυρίαρχος, αιώνιος, άπειρος, άκίνητος, παντογνώστης, παντοδύναμος καί καθολικός δημιουργός όλων τών πραγμάτων τά όποια υπάρχουν έξω άπό αύτόν. Άλλά μέ ποιόν τρόπο τά υλικά άντικείμενα δημιουργήθηκαν άπό ένα μή ύλικό Ό ν ; Κατά τόν Καρτέσιο « ό Θεός μπορεί τά πάντα». Εντούτοις τά πράγματα, πάντοτε κατά τόν Καρτέσιο, δέν φαίνεται νά είναι « υλικά ». Έπειδή « δέν είναι ή βαρύτητα, ούτε ή διάρκεια ούτε τό χρώμα αύτά πού άποτελοΰν τή φύση τοΰ σώματος, άλλά μόνο ή έκταση». Συνεπώς: Άπό τή μιά μεριά ό μηχανιστικός <( υλισμός », άπό τήν άλλη τό δόγμα τής Δημιουργίας. Άλλά ή « ΰλη » τοΰ Καρτέσιου δέν είναι ή ΰλη σύμφωνα μέ τό χριστιανικό δόγμα (συμπαγή σωμάτια, κλπ.), τό όποιο άργότερα υιοθέτησε ό Νεύτων : Ή υλη ταυτίζεται μέ τήν έκταση καί συνεπώς « άφυλοποιεΐται ». Παρά ταύτα, καί ό Καρτέσιος μιλούσε γιά ουσία, ή όποία σχετίζεται μέ τόν ϊδιο τρόπο μέ όλα τά σώματα, δηλαδή καί μέ αύτά πού είναι μή υλικά καί μέ τά υλικά ή ένσώματα. Πώς είναι λοιπόν δυνατό νά συμφιλιωθεί τό ύλικό μέ τό μή ύλικό ; Τά res externa μέ τά res cogitans ; Μπορούμε νά θεωρήσουμε,
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
275
έγραφε ό Καρτέσιος, τή νόηση καί τήν έκταση ώς τά κύρια πράγματα τα όποια συνιστούν τή φύση της ούσίας, κατανοητής ή σωματικής" δύο μή υλικά κατηγορήματα συνιστούν τήν ούσία. Τό αμάλγαμα αύτό τοΰ Καρτέσιου προεικονίζει τόν πανθεϊσμό τοΰ Σπινόζα. 'Αλλά ό σπινοζισμός είναι μονισμός μέ ύλιστική τάση. Ό Καρτέσιος, άντίθετα, άναπαράγει τόν παραδοσιακό δυϊσμό : Ή ψυχή, κατ' αύτόν, είναι έντελώς χωριστή άπό τό σώμα, ρητά δημιουργημένη, καί συνδεόμενη μέ τό σώμα. Τά ζώα είναι μηχανές στερούμενες άπό πνεύμα. Τό άνθρώπινο σώμα είναι μηχανή δημιουργημένη άπό τόν Θεό. Ή ψυχή είναι χωριστή άπό τό σώμα. 'Εντούτοις βρίσκεται μέσα στόν έγκέφαλο. ( Πώς ; Καί τί γίνεται μετά τό θάνατο τοΰ σώματος ; ) Res cogitans καί res exlensa. Ό καρτεσιανός δυϊσμός είναι μιά περίτεχνη έκδοχή τοΰ μεταφυσικού ρεαλισμοΰ-δυϊσμοΰ τής ιουδαϊκής καί χριστιανικής παράδοσης.3 Παρά τΙς προσπάθειές του, ό Πλάτων δέν κατόρθωσε νά δημιουργήσει μιά γέφυρα άνάμεσα στόν κόσμο τών ιδεών καί στόν κόσμο τών αισθητών πραγμάτων. Γιά τή Γραφή, άντίθετα, δέν υπάρχει πρόβλημα : Ή ύλη υπάρχει. Ή ψυχή έπίσης. 'Αποδείξεις δέν χρειάζονται, καθότι ό Θεός μπορεί τά πάντα. Ό Καρτέσιος έπιχείρησε νά διατυπώσει μιά ορθολογική κοσμοαντίληψη, ή όποία έντούτοις ήταν ύποτελής στό χριστιανικό δόγμα. Ό όρθολογισμός του ήταν μιά άποτυχία. Κατά τόν Noam Chomsky τό έπιχείρημα τοϋ Καρτέσιου είναι περισσότερο άπό παράλογο. Ή μεταφυσική τοΰ Καρτέσιου, ή όποία δέχεται δύο ούσίες, ή θέση γιά τή συνείδηση καί γιά τήν άθανασία τής ψυχής, δλα αυτά, κατά τόν Τσόμσκυ, δέν άπαντοΰν στά έρωτήματα πού τέθηκαν.4 Ό « πατέρας τοΰ νεότερου όρθολογισμοΰ » δέν κατόρθωσε νά διατυπώσει ένα λογικά συνεκτικό σύστημα. 'Αλλά καί ό άλλος μεγάλος φιλόσοφος, τής λεγόμενης νεωτερικότητας, ό Ίμ. Κάντ, ύποτελής καί αύτός στό χριστιανικό δόγμα, υποστήριζε δτι ή άθανασία τής ψυχής είναι άξίωμα τοΰ πρακτικοΰ λόγου. Ό Καρτέσιος δεχόταν τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ γιά νά « άποδείξει » τήν ύπαρξη τοΰ κόσμου. Ό Κάντ « άπέδειξε » τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ δεχόμενος τήν ύπαρξη ένός καθολικού ήθικοΰ νόμου. Οί δυό άντι-
ε β δ ο μ ο
276
κεφαλαιο
πρόσωποι της άστικής τάξης στήν πορεία τής συγκρότησής της ώς τάξης, δέν κατόρθωσαν νά ελευθερώσουν τή νόηση άπό τήν προκαπιταλιστική ιδεολογία. 2. 'Εγκέφαλος:
Το σκεπτόμενο
σώμα
Είναι εύλογο νά ισχυριστούμε δτι ό δυϊσμός σώματος καί πνεύματος είναι χωρίς θεμέλιο. Έπειδή ό δαρβινισμός καί οί έπιστήμες τής ζωής γενικότερα, άποτέλεσαν τό άφετηριακό σημείο γιά μιά συνεκτική έρμηνεία τοΰ φαινομένου τής ζωής καί τής έννοιακής σκέψης. 'Αλλά προκειμένου νά δοΰμε αύτό τό πρόβλημα, πρέπει πρώτα νά άντιμετωπίσουμε τό πρόβλημα τής άνάπτυξης τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου. Μία άπό τίς θεμελιώδεις κατηγορίες της φιλοσοφικής σκέψης είναι ή κατηγορία τής άλληλεπίδρασης καί τοΰ άμοιβαίου καθορισμού τών πραγμάτων. Οί πρώτες στοιχειώδεις δομές στό έσωτερικό τής « προβιοτικής σούπας » άλληλεπιδροΰσαν μέ τό περιβάλλον τους ( μεταβολισμός, προσαρμογή, καταστροφή κλπ.). Μέσα άπό μιά διαδικασία δημιουργίας δλο καί περισσότερο πολύπλοκων δομών δημιουργήθηκαν τά πρώτα κύτταρα χωρίς πυρήνα ( τά προκαρυωτικά ), καί στήν πορεία τού χρόνου τά εύκαρυωτικά. Άπό αύτή τή «στιγμή» άρχίζει τό μακρύ δρομολόγιο τής ζωής : Ή έμφάνιση δλο καί περισσότερο άναπτυγμένων μορφών, ή διαμόρφωση τών αισθητηρίων, τοΰ νευρικοΰ συστήματος καί τοΰ έγκεφάλου. Τά αισθητήρια όργανα, τό νευρικό σύστημα καί ό έγκέφαλος είναι τά δργανα έπικοινωνίας μέ τόν κόσμο στό έσωτερικό τού οποίου διαμορφώθηκαν. Ά ς έπιχειρήσουμε νά συγκεκριμενοποιήσουμε αύτή τή θέση. Ό Λεόντιεφ περιγράφει τήν άνάπτυξη τής αίσθαντικότητας τών ζώων, τόν στοιχειώδη ψυχισμό τους, τή διαφοροποίηση καί τόν πολλαπλασιασμό τών οργάνων τής αίσθησης. Σχετικά μέ τήν δράση, γράφει : « Στά κατώτερα ζωικά είδη τά φωτοευαίσθητα κύτταρα είναι κατανεμημένα σέ ολόκληρη τήν έπιφάνεια τοΰ σώ-
η υλη
και
τ ο
ιινευμα
277
ματος, έτσι ώστε ή φωτοευαισθησία αύτών τών ζώων νά είναι πολύ διάχυτη. Τά πρώτα ζωικά είδη πού είχαν φωτοευαίσθητα κύτταρα συγκεντρωμένα πρός τήν άκρη τής κεφαλής ήταν οί σκώληκες. Συγκεντρωνόμενα τά κύτταρα αύτά άποκτοϋσαν τή μορφή πλάκας. Τά συγκεκριμένα όργανα έπέτρεπαν ήδη έναν άρκετά άκριβή προσανατολισμό πρός τό φώς. Τέλος, σέ ένα άκόμα πιό έξελιγμένο στάδιο ανάπτυξης ( μαλάκια ), οί πλάκες αύτές ρίζωναν καί δημιουργούσαν μιά εσωτερική φωτοευαίσθητη κοιλότητα σφαιρικής μορφής, ή όποία δρούσε σάν " φωτεινός θάλαμος " πού έπέτρεπε τήν άντίληψη τής κίνησης τών άντικειμένων».5 Τά αισθητήρια όργανα είναι « προϊόν » μιας μακράς διαδικασίας αύξουσας πολυπλοκότητας, κατά τή διαδικασία τής φυλογένεσης. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος, έδρα τής νόησης, είναι τό πιό περίπλοκο καί τελειοποιημένο « προϊόν » αύτού τοΰ μακρού δρομολογίου. Οί προηγούμενοι ισχυρισμοί είναι έπιστημονικά θεμελιωμένοι. Ό Λεόντιεφ περιγράφει στή συνέχεια τό δεύτερο, άνώτερο στάδιο άνάπτυξης τοΰ ψυχισμού τών ζώων : τό στάδιο τοΰ άντιληπτικοΰ ψυχισμού. Αύτός ό προοδευτικός προσανατολισμός, γράφει ό Λεόντιεφ, πρός μιά σύνθετη δραστηριότητα, συνδέεται μέ τήν προοδευτική γραμμή της βιολογικής έξέλιξης. Στή συνέχεια, ή συμπεριφορά στή βάση τής όποίας βρίσκονται οί « τροπισμοί » ή τά ένστικτα τών ζώων, θά ήταν τό κατώτερο στάδιο τής ψυχικής άνάπτυξης.6 Ή άνάπτυξη τών αισθητηρίων, τοΰ νευρικού συστήματος καί τοΰ έγκεφάλου τοΰ άνθρώπου ήταν τό άποτέλεσμα τής έξωτερικής δραστηριότητας τών ζώων. Στήν περίπτωση τοΰ άνθρώπου, ή έργασία, καί γενικότερα ή κοινωνική ζωή. Έτσι, δπως υποστηρίζει πάντα ό Λεόντιεφ, ή έργασία, πρώτος καί θεμελιώδης δρος τής ΰπαρξης τοΰ άνθρώπου, είχε ώς συνέπεια τή μεταμόρφωση καί τήν άνθρωποποίηση τοΰ έγκεφάλου, τών όργάνων τής έξωτερικής δραστηριότητας καί τών αισθητηρίων.' Καί πρέπει νά προσθέσουμε δτι ή άνάπτυξη τοΰ νεοφλοιοΰ, προνομιούχου όργάνου τής έννοιακής σκέψης, πραγματοποιήθηκε χάρη στήν έργασία καί στήν κοινωνική ζωή.
278
εβδομο
κεφαλαιο
Ή έργασία καί ή κοινωνική ζωή γενικότερα ήταν άναγκαϊες συνθήκες γιά τήν άνάπτυξη τοΰ εγκεφάλου καί τής νόησης. 'Αλλά ή κοινωνική ζωή καί ή έργασία προϋπέθεταν Ιναν κάποιον βαθμό ανάπτυξης τοΰ έγκεφάλου. Ποιά άπό τΙς δύο συνθήκες προηγήθηκε τής άλλης ; Τό έρώτημα είναι τυπικό" έπειδή πρόκειται γιά μιά μακρά ιστορική διαδικασία άμοιβαίου καθορισμού. Ή άνθρωπογένεση ήταν άποτέλεσμα τοΰ μεταβολισμού τοΰ άνθρώπινου είδους μέ τό περιβάλλον (μέ τό άνόργανο σώμα του, κατά τόν Μάρξ ) μέ τή διαμεσολάβηση τής έργασίας καί τών μορφών κοινωνικής συμβίωσης. Ή έργασία, ή τροφή, πλουσιότερη σέ πρωτεΐνες, ή κοινωνική ζωή, ήταν ορισμένες άπό τΙς άναγκαΐες συνθήκες γιά τήν άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου καί τής έννοιακής σκέψης. Ό Ένγκελς είχε άναλύσει στήν έποχή του τή διαλεκτική σχέση άνάμεσα στήν έργασία καί τήν έμφάνιση καί τήν άνάπτυξη τής νόησης : « Κατ' άρχήν, ή έργασία. "Υστερα άπ' αύτήν, κατόπιν καί ταυτόχρονα μ' αύτήν, ή γλώσσα : Αύτά είναι τά δύο ούσιαστικά κίνητρα μέ τήν έπίδραση τών οποίων ό έγκέφαλος ένός πιθήκου μετασχηματίστηκε βαθμιαία σέ άνθρώπινο έγκέφαλο, ό όποιος, παρά τήν όποια ομοιότητα, τόν ξεπερνά κατά πολύ σέ μέγεθος καί, σέ τελειότητα »8. Είναι πράγματι γνωστό ότι ή δομή τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου είναι πολύ πιό πολύπλοκη καί έξελιγμένη άπό τή δομή τοΰ έγκεφάλου τών πιθηκοειδών. "Οπως σημειώνει ό Λεόντιεφ, « στόν άνθρωπο τοΰ Νεάντερταλ διακρίνονται ήδη μέ σαφήνεια νέες περιοχές ( πεδία ) τοΰ φλοιού, όπως φανερώνουν τά έκμαγεΐα τής έσωτερικής έπιφάνειας τοΰ κρανίου του. Στούς άνθρωποειδεΐς πιθήκους τά πεδία αύτά είναι άκόμα άτελώς διαφοροποιημένα : Φτάνουν στήν πλήρη άνάπτυξή τους στόν σημερινό άνθρωπο ».9 Κατά τήν πορεία τής φυλογένεσης πραγματοποιήθηκε ή βιολογική προετοιμασία τής άνθρωπογένεσης. Ό Λεόντιεφ γράφει γιά Ινα δεύτερο στάδιο μετάβασης στόν άνθρωπο, τό όποιο έκτείνεται άπό τήν έμφάνιση τού πιθηκάνθρωπου μέχρι τήν έποχή -συμπεριλαμβανομένης- τοΰ άνθρώπου τοΰ Νεάντερταλ. Πρόκειται γιά τήν άπαρχή τής κατασκευής έργαλείων, τής έργασίας, καί τών
η υλη
και
τ ο
ιινευμα
279
πρώτων μορφών συμβίωσης. Ή άνατομία τοϋ άνθρώπου μεταβλήθηκε κατά τή διάρκεια αύτης της περιόδου, τήν όποία διαδέχτηκε ή έμφάνιση τοΰ Homo sapiens. Ή ανάπτυξη έκτοτε είναι προπαντός κοινωνική, καί ή έργασία έγινε βασική δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου.10 "Ετσι τό « πνεΰμα », ή νόηση, άναδύθηκε βαθμιαία καί έπίμοχθα στό έσωτερικό τοϋ ζωικοΰ βασιλείου. Κατά τήν καθηγήτρια Dominique Grimaud-Hervé, ό άνθρωπος τοϋ Νεάντερταλ κατείχε ήδη ένα σύνολο έργαλείων πολύ λειτουργικών, καί ικανότητες άφαίρεσης. Οί άνθρωποι αύτοί γνώριζαν τήν τάξη, φρόντιζαν γιά τήν τύχη τών νεκρών τους καί άποδεικνύεται 6τι έθεταν τό έρώτημα γιά τήν ύπαρξη ένός υπερπέραν. Έπίσης τότε διαπιστώνονται ήδη οί πρώτες αισθητικές έκδηλώσεις, δπως τά γεωμετρικά ιχνη πού χαράζονταν σέ όστά ή στήν πέτρα, κλπ.11 Συνεπώς ό έγκέφαλος τοΰ άνθρώπου, άναπτύχθηκε σέ γενετική σχέση μέ τήν έργασία καί τήν κοινωνική ζωή. Ό π ω ς έγραφε ό Άνρί Βαλλόν : « Σχετικά μέ τά άλλα μέρη τοΰ νευρικοΰ συστήματος, ό δγκος καί ή λειτουργική σπουδαιότητα τών εγκεφαλικών ήμισφαιρίων αύξάνει στό βαθμό πού άνεβαίνουμε στή σειρά τών θηλαστικών».12Έπίσης κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ: «Εργασίες πειραματισμού γιά κατασκευή λίθινων έργαλείων συσχετίστηκαν μέ τήν ένεργοποίηση ζωνών τοΰ έγκεφάλου στόν σημερινό άνθρωπο. Τά άποτελέσματα πού έπιτεύχθηκαν μέ τομογραφία άναδεικνύουν μιά σπουδαία δραστηριότητα τών ζωνών πού συνδέονται μέ τήν κινητική καί τή σωματοαισθητική έπεξεργασία τών πληροφοριών καί ειδικά αύτών πού σχετίζονται μέ τήν δράση, τήν άφή, τήν άντίληψη τοΰ έαυτοΰ καί τή στάση τοΰ σώματος. Κάθε δομή τοΰ φλοιοΰ συνδέεται στενά μέ τήν άκρίβεια μιάς λειτουργίας καί αύτές οί περιοχές τοΰ φλοιοΰ πού άλληλοσχετίζονται σέ μεγάλο βαθμό, αναπτύχθηκαν σημαντικά κατά τήν πορεία της έξέλιξης. Έτσι υπήρξε συσχέτιση άνάμεσα στή λειτουργία, καί συνεπώς τή χειρονομία, καί τήν άντίστοιχη έγκεφαλική ζώνη ».13 Ό ύλικός φορέας της νόησης άναπτύχθηκε ώς προϊόν της συμβίωσης καί της κοινωνικής ζωής. Άναδραστικά, ώς άποφασιστικό δργανο τής άνάπτυξης της άνθρωπότητας.
28ο
εβδομο
κεφαλαιο
Τό « σκεπτόμενο σώμα» δέν ήταν συνεπώς προϊόν κάποιας « δημιουργίας ». 'Αναπτύχθηκε στήν πορεία τής μακράς διαδικασίας τής φυλογένεσης. Ό εγκέφαλος άποτελεϊ μιά διαφοροποιημένη ολότητα, ή όποία έξελίχθηκε στήν πορεία της ιστορίας σέ όγκο, σέ λειτουργίες καί σέ δυνατότητες. Σχετικά μέ τόν όγκο, είναι γνωστό ότι ό όγκος τοϋ έγκεφάλου τοΰ άνθρώπου είναι μεγαλύτερος άπό τών άνθρωποειδών : "Ανθρωπος : 1.400 cm1 κατά τόν Λεόντιεφ, 1.650 cm1 τοΰ Homo sapiens κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ, 1.300 gr κατά τόν Γκούλντ. Ανστραλοπίθηκος: 600 cm1 κατά τόν Λεόντιεφ, 550 cm3 κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ, 400 cm1 κατά τόν Γκούλντ. 'Εντούτοις δεν πρόκειται μόνο γιά τόν δγκο. Ή δομή τοΰ έγκεφάλου τοΰ άνθρώπου είναι πολύ πιό πολύπλοκη καί περισσότερο έξελιγμένη άπό τών πιθηκοειδών ( Λεόντιεφ ). 'Επίσης, κατά τόν Γκούλντ τό σωστό κριτήριο δέν είναι οΰτε ή άπόλυτη οΰτε ή σχετική τιμή τοΰ μεγέθους : Είναι ή διαφορά άνάμεσα στό πραγματικό μέγεθος καί στό μέγεθος πού άντιστοιχεΐ σέ Ινα ορισμένο βάρος. Κατά τόν Γκούλντ τό μέγεθος τοΰ έγκεφάλου μας αύξήθηκε πολύ περισσότερο άπ'δ,τι άπαιτοΰσε ή άνάπτυξη τοΰ σώματός μας. Δέν πρόκειται, συνεπώς, άπλώς γιά όγκο. Κατά τόν Ζ. Μονό, ή χωρητικότητα τοΰ κρανίου τών πρωτόγονων άνθρωποειδών ήταν μόλις άνώτερη άπό τοΰ χιμπατζή καί έλαφρώς κατώτερη άπό τοΰ γορίλα. Τό βάρος τοΰ έγκεφάλου, γράφει ό Μονό, δέν είναι άνάλογο μέ τις ίκανότητές του. Τό βάρος όμως τούς έπιβάλλει ένα 8ριο καί ό Homo sapiens δέν ήταν δυνατόν νά άναδυθεΐ παρά μόνο χάρη στήν άνάπτυξη τής κρανιακής κοιλότητας.15 Κατά τόν Μονό οί πρωταρχικές λειτουργίες τίς όποιες έκτελεΐ ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι οί άκόλουθες : 1. Νά έξασφαλίζει τή διεύθυνση καί τόν κεντρικό συντονισμό τής νευροκινητικής δραστηριότητας έν λειτουργία, καί κυρίως τής ροής τών αισθητηριακών δεδομένων. 2. Νά περιέχει, μέ τή μορφή κυκλωμάτων γενετικά καθορισμένων, λιγότερο ή περισσότερο πολύπλοκα προγράμματα δρά-
η υλη kai t o
ι1νευμα
σης, καί νά τά ένεργοποιεϊ σέ συνάρτηση μέ ειδικά έρεθίσματα. 3. Νά αναλύει, νά διηθεί καί νά ολοκληρώνει τά αισθητηριακά δεδομένα γιά νά συγκροτήσει μιά παράσταση τοϋ έξωτερικοΰ κόσμου προσαρμοσμένη στις ειδικές λειτουργίες τοϋ ζώου. 4. Νά καταγράφει τά γεγονότα τά όποια (λαμβανομένης υπόψη τής γκάμας τών ειδικών λειτουργιών ) είναι σημαντικά, νά τά ομαδοποιεί σέ τάξεις, σύμφωνα μέ τΙς άναλογίες τους. Νά συσχετίζει αύτές τίς τάξεις σύμφωνα μέ τίς σχέσεις σύμπτωσης ή διαδοχής τών γεγονότων πού τίς συνιστούν. Νά έμπλουτίζει, νά έκλεπτύνει καί νά διαφοροποιεί τά έσωτερικά προγράμματα, ενσωματώνοντας σ'αύτά τίς έμπειρίες. 5. Νά φαντάζεται, δηλαδή νά άναπαριστά καί νά προσομοιώνει, έξωτερικά γεγονότα, ή προγράμματα δράσης τοϋ ίδιου τοΰ ζώου.16 Συνεπώς : Ό εγκέφαλος δέν είναι οΰτε tabula rasa, στήν όποία άποτυπώνονται τά αισθητηριακά δεδομένα, οΰτε ήλεκτρονική μηχανή. Είναι όργανο συνεκτικής άναπαράστασης τοΰ κόσμου - τής φύσης καί τής κοινωνίας. Όπως γράφει ή καθηγήτρια Μάρθα Κούκκου-Lehmann, ό άνθρώπινος έγκέφαλος, καί ειδικά ό νεοφλοιός, είναι τό όργανο τό όποιο γεννάει καί συντονίζει όλες τίς διαστάσεις καί τίς όψεις τής άνθρώπινης έμπειρίας. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι σύστημα τό όποιο παράγει γνώση καί ή γνώση αύτή δημιουργείται χάρη στή λειτουργία συνεργασίας, συνθετικής καί ολιστικής, τών νευρώνων τοΰ νεοφλοιοΰ. Χάρη σ'αύτές τίς λειτουργίες, οί άνθρωποι δημιουργούν συμβολικές άναπαραστάσεις τής άλληλεπίδρασής τους μέ τόν κόσμο τής φύσης καί τής κοινωνίας. *' Ή άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου καί τοΰ νευρικοΰ συστήματος είναι Ινα πολύ ειδικό γεγονός, τοΰ οποίου τό νόημα καί ή σπουδαιότητα έχουν κατανοηθεί πολύ καλά. « Είναι ένας ειδικός μηχανισμός », έγραφε ό Σραίντινγκερ, « ό όποιος έπιτρέπει στό άτομο νά άπαντήσει σέ ποικίλες καταστάσεις μέ συμπεριφορά ή όποία κατά συνέπεια ποικίλλει καί ή όποία άποβλέπει στήν προσαρμογή σέ ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον ».18 Ή σχέση όργανισμοΰ - περιβάλ-
282
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
λοντος είναι σχέση προσαρμογής στό περιβάλλον καί μεταβολής τοϋ περιβάλλοντος. Ή συνείδηση είναι δυνατότητα τοΰ έγκεφάλου ή όποία άναπτύσεται σέ συγκεκριμένες βιολογικές καί κοινωνικές συνθήκες. Ή γλώσσα είναι ή έκφραση, ή « υλοποίηση » καί ή άντικειμενοποίηση τής σκέψης. 'Αλλά ή ομιλία προϋποθέτει μερικούς έπιπλέον ύλικούς-άνατομικούς δρους. Κατά τήν Γκριμώ-Έρβέ: « Πολλοί άνατομικοί δροι είναι άναγκαϊοι γιά τήν όμιλία. "Ενα μεγάλο στόμα, κατ' αρχήν, πού νά έπιτρέπει τήν κινητικότητα τής γλώσσας, μέ Ιναν ούρανίσκο κοίλο καί δχι πλέον έπίπεδο, δπως σέ ορισμένα μή άνθρώπινα πρωτεύοντα. Ό δρος αύτός, έξάλλου, υπάρχει ήδη στούς αύστραλοπίθηκους. Χρειάζεται έπίσης τήν κάμψη της βάσης τοΰ κρανίου, άρκετή ώστε νά έπιτρέπει τή σωλήνα τοΰ λάρυγγα καί τήν ύπαρξη ένός χώρου τοΰ φάρυγγα κατάλληλου για τή ρύθμιση τοΰ ήχου. 'Αλλά αύτή ή κάμψη ή όποία αρχίζει μέ τήν έμφάνιση τοΰ γένους Homo, δέν βελτιστοποιείται παρά πρίν άπό 200.000 χρόνια, μέ τόν Homo sapiens. 'Εντούτοις ή άνασύσταση τών όδών αναπνοής τοΰ Νεάντερταλ καί ή άνακάλυψή ένός ύοειδοΰς όστοΰ άμεσα συνδεδεμένου μέ φωνητικό σύστημα δπως στόν σύγχρονο άνθρωπο, καί μέ ταυτόσημη μορφολογία, έπιτρέπει νά υποθέσουμε δτι καί αύτός είχε τή δυνατότητα τής ομιλίας ».19 Συνεπώς ή νόηση καί ή γλώσσα προϋποθέτουν τόν άνεπτυγμένο εγκέφαλο καί τήν κοινωνική ζωή, ειδικότερα τήν έργασία, άλλά καί ορισμένες άνατομικές ιδιαιτερότητες οί όποιες, ένδεχομένως, δέν άποτελοΰν άποκλειστικό προνόμιο τοΰ άνθρώπου. 'Από τήν άλλη πλευρά, ή ανάπτυξη τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου σημαδεύει ένα νέο, άνώτερο στάδιο οργάνωσης τής ύλης. 'Εντούτοις ό μηχανιστικός άναγωγισμός δέν συλλαμβάνει τήν ποιοτική διαφορά άνάμεσα στις βιοχημικές διαδικασίες καί τή νόηση. Σημειώσαμε ήδη δτι, δπως γράφει ό Φρ. Ζακόμπ, οί άντιδράσεις πού χαρακτηρίζουν τή δραστηριότητα τοΰ έγκεφάλου θά φανοΰν στόν βιοχημικό τόσο κοινότοπες δσο καί ή πέψη. 'Αλλά τό νά περιγράψουμε ταυτόχρονα μέ τή Φυσική καί μέ τή Χημεία μιά κίνηση τής συνείδησης, ένα αίσθημα, μιά άπόφαση, μιά άνάμνηση, είναι άλλο
η υ λ η και τ ο
πνευμα
2β3
πρόβλημα. Τίποτα δέν μας λέει ότι θα φτάσουμε ποτέ σ'αύτό.20 Ή μηχανιστική-άναγωγική σκέψη θέλει νά άναγάγει τή νόηση στό έπίπεδο της Φυσικής καί τής Χημείας. "Αλλοι δέχονται τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών. Καί οί ιδεαλιστές δέχονται μιά αντίστροφη κίνηση: Άπό τό πνεύμα ('Ιδέα, Απόλυτη'Ιδέα, Θεός, υποκείμενο κλπ.) στήν πραγματικότητα. Άλλά οί βιολογικά κληρονομημένες ιδιότητες τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Λεόντιεφ, συνιστούν έναν μόνον άπό τούς όρους τής διαμόρφωσης τών ψυχικών λειτουργιών καί ικανοτήτων του.21 Δέν είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή νόηση άποκλειστικά άπό τόν ύλικό φορέα της. Κατά τόν Λυσιέν Σέβ « άν θελήσει κανείς νά έξηγήσει τήν άνθρώπινη νόηση με άφετηρία τον εγκέφαλο, στήν πραγματικότητα δέν κάνει άλλο άπό τό νά ντύσει μέ τρόπο έπιφανειακά υλιστικό τόν Ιδεαλισμό τοΰ Κάντ, όπου ή νευρωνική λειτουργία μέ τις γενετικές διαστάσεις της μένει νά κατανοηθεί στό βάθος ώς υπερβατικό Έ γ ώ ».22 Ή νόηση είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ΰλης. Κατά τόν Αϊνστάιν τό πιό ακατανόητο πράγμα είναι ότι ό κόσμος είναι κατανοητός. 'Εντούτοις μπορούμε νά κατανοήσουμε τό γεγονός ότι μπορούμε νά γνωρίσουμε τόν κόσμο μέ βάση τό ότι υπάρχει όντολογική ένότητα άνάμεσα στό Είναι, τήν ύλη καί τό πνεύμα. Ό Ένγκελς είχε συλλάβει στήν έποχή του αύτή τή «διαλεκτική» σχέση : «Άν κανείς διερωτηθεί τί είναι ή νόηση καί ή συνείδηση καί άπό πού προέρχονται, θά βρει ότι είναι προϊόντα τοΰ άνθρώπινου έγκέφαλου καί ότι ό άνθρωπος ό ίδιος είναι προϊόν τής φύσης πού άναπτύχθηκε μέσα καί μέ τό περιβάλλον του, άπ'δπου προκύπτει φυσιολογικά ότι τά προϊόντα τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου δέν βρίσκονται σέ άντίθεση, άλλά σέ συμφωνία μέ τή φύση ».23 Ή ΰπαρξη ένός μορφισμοΰ άνάμεσα στήν πραγματικότητα καί στή νοητική άναπαράστασή της δέν είναι άκατανόητη. 'Υπάρχει 6ντολογική ένότητα άνάμεσα στήν υλη και στό πνεΰμα. Όμως αύτή ή ένότητα ( ένότητα μέσα στή διαφορά ) δέν σημαίνει ότι ή νόηση είναι κάποιο είδος « ούσίας » ή « υπόστασης ». Γιά νά βρούμε μιά άναλογία, άς πάρουμε τήν περίπτωση τής φωνής ή όποία έχει καταγραφεί σέ μιά μαγνητοταινία. Ή φωνή δέν υπάρχει στήν
284
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
ταινία. Μετατράπηκε κατά τή διάρκεια τής εγγραφής σέ ένα σύνολο αλλοιώσεων τής ευαίσθητης ούσίας τής ταινίας. Ή ταινία δέν περιέχει τή φωνή. "Εχει ώστόσο τή δυνατότητα νά άναπαράγει τά ήχητικά σήματα. Κατά άνάλογο τρόπο ( άλλά πρόκειται μόνο γιά άναλογία ), οί εικόνες τών αισθητηρίων, οί έννοιες καί ή νόηση δέν ύπάρχουν αύτές καθαυτές. Στόν έγκέφαλο ύπάρχει ένα υλικό ύπόστρωμα ικανό νά άναπαράγει τή σκέψη, καθώς καί νά δημιουργεί νέες σκέψεις ( άλλη διαφορά μέ τή μαγνητική ταινία ) μέ άφετηρία τό σύνολο τών « έγγραφών » καί τήν έπεξεργασία τους ( σύγκριση, κατάταξη, λογικές δομές, αίτιακές συνδέσεις, χρονική τάξη, άνάκληση, απόσβεση κλπ.). Ή σχέση άνάμεσα στήν ΰλη καί τή νόηση παρουσιάζει δύο όψεις άντιφατικές, συμπληρωματικές καί άλληλένδετες. Άπό οντολογική άποψη ύπάρχει ένότητα άνάμεσα στήν ΰλη καί τή νόηση, δοθέντος ότι ή νόηση είναι « προϊόν » τής ΰλης. Άπό γνωσιοθεωρητική άποψη ύπάρχει άντίθεση άνάμεσα στήν ύλη καί τή νόηση, δοθέντος δτι ή νόηση είναι « άντανάκλαση » ( μερική, λίγο-πολύ έπιφανειακή ) τής ΰλης. Άλλά ή άντίθεση αύτή γεννιέται στή βάση τής θεμελιακής ένότητας καί δέν έχει σχέση μέ τόν μεταφυσικό διαχωρισμό τοΰ Εϊναι καί τής νόησης, ή μέ τήν άναγωγή τοΰ Είναι στή νόηση (Θεό, άπόλυτη'Ιδέα, ύποκειμενική συνείδηση). Ό διαλεκτικός ύλισμός είναι ένας μονισμός τής ΰλης, μοναδικής ούσίας τοΰ Σύμπαντος. Ή νόηση, τό « πνεΰμα » είναι έξαρτημένα άπό τήν ΰλη. Σήμερα άποτελεΐ έπιστημονική άλήθεια ή θέση δτι ή νόηση είναι λειτουργία τοΰ σώματος, τοΰ έγκεφάλου, ένός οργάνου άκρας πολυπλοκότητας, ό όποιος είναι προϊόν τής κοινωνικής ζωής καί ταυτόχρονα παράγων τοΰ ίστορικοΰ γίγνεσθαι. Ή νόηση είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ΰλης. Μιά άναδυόμενη ιδιότητα. Τό « σκεπτόμενο σώμα » άνήκει σέ ένα άνώτερο έπίπεδο άπό τό βιολογικό, ένώ ταυτόχρονα τό προϋποθέτει. Τό άνώτερο έπίπεδο έχει στοιχεία πραγματικότητας καί ιδιότητες πού δέν ύπάρχουν στά κατώτερα καί πού δέν άνάγονται σ'αύτά. Άλλά ό άναγωγισμός παραμένει πάντα στή μόδα καί συχνά άποκτά σύγχρονες, δή-
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
28
5
θεν έπιστημονικές μορφές. Κατά τόν Jacob Moleschot ( 1822-1893 ), έγραφε ό Ένγκελς, ό έγκέφαλος έκκρίνει τή νόηση, όπως ό νεφρός εκκρίνει τα ούρα. Πρόκειται γιά μια άπό τΙς έκφράσεις τού άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ τοΰ 19ου αιώνα. Καί δμως ύπάρχουν καί σήμερα φυσικοί οί όποιοι ισχυρίζονται δτι θά ήταν δυνατόν νά περιγράψουμε ολόκληρο τό Σύμπαν, τή σκέψη, τά αισθήματα, κλπ., μέ τή βοήθεια τής έξίσωσης τοΰ Σραίντινγκερ. Ή έλπίδα δτι θά φτάσουμε μιά μέρα νά διατυπώσουμε μιά « τελική » θεωρία τής Φυσικής άνήκει στις μηχανιστικές άντιλήψεις πού διάγουν μιά παρασιτική ζωή στό χώρο τών θεωριών τής Φυσικής καί πού τροφοδοτούν έναν άπλοϊκό ύλισμό, καθώς καί τήν πνευματοκρατική του άρνηση. Άπό τόν Λαπλάς στόν Everett III, καί στόν βιολογικό άναγωγισμό ό όποιος άνανεώθηκε, διαφοροποιήθηκε καί διαδόθηκε εύρέως μετά τήν άποκωδικοποίηση τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος, βρισκόμαστε άντιμέτωποι μέ ένα ρεύμα σκέψης τό όποιο άδυνατεΐ νά συλλάβει τήν ποιοτική διαφορά άνάμεσα στά διαφορετικά έπίπεδα όργάνωσης τής ΰλης. Οί άναγωγιστές έλπίζουν δτι θά ήταν δυνατόν νά άναγάγουμε τίς ιδιότητες μιας όντότητας στις ιδιότητες τών μερών της. Κατά τόν Η. Atlan : « Ό ισχυρός άναγωγισμός, ό όποιος δέχεται δτι ή άνάλυση ή όποία διαχωρίζει τό δλον στά μέρη του, άρχει γιά νά κατανοήσουμε τίς ιδιότητες τοΰ δλου, μέ μιά νοητική άνασύσταση δπου οί ιδιότητες αύτές προκύπτουν κατά κάποιον τρόπο αύτόματα άπό τις ιδιότητες τών μερών. Όμως, τό άναγωγικό άξίωμα θά μπορούσε νά έπαληθευτεΐ μόνο σέ άπλούς όργανισμούς, δπου τά μέρη συσχετίζονται μεταξύ τους άθροιστικά καί γραμμικά, μέ τρόπο ώστε μιά ιδιότητα τοΰ δλου μπορεί νά γνωσθεΐ άμεσα άπό τόν κοινό νοΰ, σάν άθροιση τών ιδιοτήτων τών μερών μ.24 Ό άναγωγισμός άδυνατεΐ νά συλλάβει τό νέο, τό όποϊο άναδύεται ώς ή άρνηση καί ταυτόχρονα ώς ό κληρονόμος τοΰ παλαιού. Τό ποιοτικό άλμα, προπαντός στή Βιολογία, πραγματοποιείται διαμέσου μή γραμμικών διαδικασιών μετασχηματισμού. Τό δυνάμει καί τό ένεργεία βρίσκονται σέ διαλεκτική-γενετική σχέση. Οΰτε έπίπεδη συνέχεια οΰτε μηχανιστική τομή.25 Μετασχηματι-
286
εβδομο
κεφαλαιο
σμός σημαίνει άνάδυση νέων στοιχείων πραγματικότητας καί καταβύθιση καί έξαφάνιση άλλων. Σύμφωνα μέ τόν βιολογικό άναγωγισμό, θά μπορούσαμε νά έξηγήσουμε 6χι μόνο τή ζωή, άλλά καί τή σκέψη, τά αισθήματα, κλπ. μέ τή βοήθεια της Φυσικής καί τής Χημείας. Ό έγκέφαλος κατά τόν βιολογικό άναγωγισμό είναι Ινας υπολογιστής. 'Αλλά ό υπολογιστής είναι ήλεκτρονικό μηχάνημα κατασκευασμένο άπό άνθρώπους, τό όποιο δέν μπορεί νά άναπαραχθεϊ, νά άναπτυχθεϊ, τό όποιο δέν σκέφτεται καί δέν μπορεί νά πάρει πρωτοβουλίες. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος παρουσιάζει άναλογίες μέ τόν υπολογιστή, άλλά τίποτα περισσότερο. Καί δέν πρόκειται μόνο γιά βαθμό πολυπλοκότητας. Ό έγκέφαλος είναι βιολογικό όργανο, προϊόν τής έξέλιξης της Ιμβιας ύλης, τοϋ οποίου ή λειτουργία προϋποθέτει τούς νόμους τής Φυσικής καί τής Χημείας, άλλά είναι άδύνατον νά άναχθεΐ σ'αύτούς τούς νόμους. Ή άναγωγική σκέψη υπερεκτίμησε έπίσης τό ρόλο τοϋ δγκου τοΰ έγκεφάλου. "Οπως γράφουν ό Λιούοντιν καί οί συνεργάτες του: « Ή έμμονή στό θέμα τοΰ δγκου τοΰ έγκεφάλου υπάρχει πολύ πρίν άπό τόν 20ό αιώνα. Οί έγκέφαλοι τοΰ Λένιν καί τοΰ 'Αϊνστάιν άφαιρέθηκαν γιά νά μελετηθοΰν μετά τό θάνατό τους. Ένα όλόκληρο έρευνητικό ΐνστιτοΰτο δημιουργήθηκε γιά νά μελετηθεί ό έγκέφαλος τοΰ Λένιν. Χρόνια έργασίας δέν έπέτρεψαν νά βρεθεί τίποτα τό παράξενο σ'αύτόν τόν εγκέφαλο ».26 Ό άναγωγισμός έπιχειρεΐ νά άναγάγει τό ψυχικό στό βιολογικό. Ό Βαλλόν είχε επικρίνει αύτή τήν ιδεολογία ώς έξης : « Ή ψυχολογία, θεωρούμενη ώς φυσική έπιστήμη, θεωρεί τίς ψυχικές έκδηλώσεις άπλή έκδήλωση της ζωής καί στή ζωή δέν βλέπει άλλο άπό τή λειτουργία τών οργανισμών σύμφωνα μέ τή δομή τους. Έτσι, ή ψυχική δραστηριότητα θά Ιπρεπε νά έρμηνευτεΐ μέ τό παιχνίδι αύτών τών λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένων όργάνων. Ή ψυχική δραστηριότητα θά μποροΰσε νά άναχθεΐ αύστηρά σ' αύτά, δπως καί αύτά θά μπορούσαν νά άναχθοΰν, στους νόμους τής μορφογένεσής τους, καί αύτοί στίς φυσικοχημικές μεταλλάξεις άπ' δπου προήλθαν ».2/
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
287
Ό Ρενέ Ζαζό, μαθητής καί συνεργάτης του Βαλλόν, είχε επικρίνει μέ τήν ϊδια γραμμή διαλεκτικής σκέψης τό μηχανιστικό -άναγωγικό ρεϋμα τοϋ μπιχει'βιορισμού : « Μιά άναστροφή σκοπιάς πραγματοποιήθηκε στίς άρχές τοΰ 20οΰ αιώνα μέ τήν πραγματιστική άντίληψη της διάνοιας καί τήν έπιτυχία τοΰ μπιχεϊβιορισμοΰ. Τό ένδιαφέρον στράφηκε άπευθείας στήν αισθησιοκινητική μορφή τής νόησης ή όποία έγινε, μέ τή σειρά της, ή γενική έξηγητική άρχή. Άνάμεσα στήν αίσθησιοκινητική μορφή τής νόησης καί τή θεωρησιακή υπάρχει μιά διαφορά πολυπλοκότητας, κινητικότητας, άλλά όχι διαφορά φύσης. Στήν πιό γενική άρχή τής προσαρμογής δέν προστίθεται καμιά νέα άρχή ή όποία θά λάμβανε ύπόψη τή νέα μορφή διάνοιας. Ή μορφή αύτή θεωρήθηκε έπέκταση τής αίσθησιοκινητικής, μέσα άπό μιά άπλή καί συνεχή γένεση. Σύμφωνα μέ τό παλαιό ρητό, άπό τήν έποχή τού Λάιμπνιτς, ή φύση δέν κάνει άλματα ».28 Υπάρχουν όμως έμπειριστές τών οποίων ή κατεύθυνση είναι, κατ'άρχήν, ρεαλιστική. Ό John R. Searle, π.χ., γράφει ότι ή δική του προσέγγιση τής φιλοσοφίας τοΰ πνεύματος είναι, κατ' άρχήν, φυσιοκρατική-βιολογική. Ό Σήαρλ είναι άντίθετος μέ τό δυϊσμό. Θεωρεί τόν άναγωγισμό έξαιρετικά άποπροσανατολιστικό. Πιστεύει όμως ότι « οί ύλιστές έπιμένουν ότι ή συνείδηση μπορεί νά άναχθέϊ στήν υλική πραγματικότητα ». Ή άποψη αύτή είναι λανθασμένη. Πιστός στή στενότητα τοΰ νατουραλισμού του, ό Σήαρλ θεωρεί " choking " τό γεγονός ότι μιά τέλεια έπιστήμη τοΰ έγκεφάλου δέν μπορεί νά πραγματοποιήσει τήν όντολογική άναγωγή τής συνείδησης κατά τόν τρόπο πού ή έπιστήμη μας είναι ικανή νά αναγάγει τή θερμότητα, τό χρώμα ή τόν ήχο ».29 Όμως ή συνείδηση δέν είναι άμεση, νευροφυσιολογική αντανάκλαση τής πραγματικότητας. Ό Σήαρλ δέν λαμβάνει ύπόψη του τούς κοινωνικούς καθορισμούς καθώς καί τό σύνολο τών διαμεσολαβήσεων άνάμεσα στό άντικείμενο καί τήν έννοια. Τό άνώτερο προϋποθέτει, άλλά δέν άνάγεται στό κατώτερο. Ή συνείδηση, τό πνεύμα προϋποθέτουν έναν ύλικό φορέα, άλλά δέν άνάγονται σ'αυτόν. Τό «πνεΰμα» είναι προϊόν καί ταυτόχρονα παράγων της κοινωνικής ζωής.
288
εβδομο
κεφαλαιο
Θά έξετάσουμε στή συνέχεια τίς βαθμίδες πού όδηγοΰν άπό τά « άπλα » αίσθησιοκινητικά ενεργήματα στήν άνάπτυξη τής έννοιακής σκέψης. 3. Άπό τήν αίσθηση στήν έννοιακή σκέψη Είναι άδύνατο νά έξηγήσουμε τήν ύπαρξη τής νόησης άποκλειστικά μέ τή δομή τοϋ έγκεφάλου. 'Αλλά άς έπιμείνουμε άκόμα στις νευροφυσιολογικές διεργασίες μέσω τών οποίων πραγματοποιείται τό φαινόμενο τής σκέψης. Ό έγκέφαλος είναι ίνα όργανο πού άποτελεΐται άπό ΙΟ'2 Ιως ΙΟ'3 νευρώνες, οί όποιοι συνδέονται μεταξύ τους μέ 10'* Ιως 10'5 συνάψεις. Ό νευρώνας λειτουργεί ώς όλοκληρωτής τών σημάτων. Μπορεί νά προσθέτει ή νά άφαιρεϊ σήματα. Είναι ικανός νά πραγματοποιεί όλες τίς λογικές λειτουργίες τής άλγεβρας τών προτάσεων. Ό νεοφλοιός, τέλος, πραγματοποιεί λειτουργίες άνώτερης τάξης.30 Ό έγκέφαλος, αύτός ό βιολογικός « υπολογιστής » είναι τό όργανο έπεξεργασίας τών σημάτων πού προέρχονται άπό τό έξωτερικό. Μέ βάση τίς σημερινές γνώσεις είναι δυνατόν νά λυθεί τό περίφημο " body-mind problem ", τό όποιο ό φιλοσοφικός έμπειρισμός τό έχει μετατρέψει σέ γόρδιο δεσμό. Ό Δημόκριτος είχε θέσει τό πρόβλημα σέ όρθή φιλοσοφική βάση. Σύμφωνα μέ τή γνωσιοθεωρία του, τά άντικείμενα έκπέμπουν Ινα είδος είδωλα, άντίγραφα, τά όποια έχουν τήν ϊδια μορφή μέ τά άντικείμενα, καί τά όποια, μέ τήν έπίδρασή τους στό όργανο τής όρασης, προκαλούν εικόνες πού άντιστοιχοΰν στά έξωτερικά άντικείμενα. Ό Δημόκριτος είχε διατυπώσει άνάλογες ερμηνείες γιά τήν άκοή, τή γεύση καί τήν όσφρηση. Βέβαια, ό Δημόκριτος δέν γνώριζε τίς νευροφυσιολογικές διεργασίες οί όποιες έξασφαλίζουν τήν έπικοινωνία άνάμεσα στό άντικείμενο καί τό ύποκείμενο. Σήμερα όμως γνωρίζουμε, τουλάχιστον κατ' άρχήν ή έν μέρει, αύτό πού άντιστοιχεΐ άντικειμενικά σέ κάθε αισθητηριακό δεδομένο, καθώς καί τίς διαδικασίες οί όποιες μετατρέπουν τό έξωτερικό σήμα
η υλη και τ ο
ιινευμα
2ö9
σέ δεδομένο της συνείδησης. Έτσι, ή παλαιά διάκριση τών ιδιοτήτων τών σωμάτων σέ πρωτεύουσες καί σέ δευτερεύουσες ( οί όποιες υποτίθεται ότι είναι συμβατικές - νόμω ) έχει χάσει τή σημασία της. Γνωρίζουμε, π.χ., δτι σέ Ινα δεδομένο χρώμα άντιστοιχεϊ Ινα δεδομένο κβάντο ήλεκτρομαγνητικής άκτινοβολίας, συνεπώς δτι τό χρώμα είναι ύποκειμενικά « νόμω », όμως είναι καλώς ορισμένο καί άντιστοιχεϊ σέ μιά συγκεκριμένη φυσική πραγματικότητα. Άπό τήν άποψη αύτή ή ύποκειμενική φιλοσοφία βρίσκεται σέ δύσκολη θέση. Άλλά τά αισθητήρια όργανα μάς δίνουν, καί μέ ποιόν τρόπο, μιά παράσταση σύμμορφη ή πιστή τής πραγματικότητας ; Θά δούμε αύτό τό έρώτημα μέ τή βοήθεια ένός παραδείγματος. Ά ς έπανέλθουμε στήν περίπτωση τής άνθρώπινης φωνής ή όποία καταγράφεται καί άναπαράγεται μέ τή βοήθεια μιας ήλεκτρονικής συσκευής. Στήν άφετηρία ύπάρχει τό φυσικό σήμα ( Ινα σύνολο άπό κυμάνσεις τοΰ άέρα ορισμένης συχνότητας καί εύρους ). Ή διαταραχή αύτή εισέρχεται στό μικρόφωνο καί μετασχηματίζεται σέ Ινα διαφορετικό σήμα : σέ στιγμιαίο ήλεκτρικό ρεΰμα περίπλοκο μέν, άλλά καθορισμένο. Τό άρχικό σήμα δέν υπάρχει πιά. Μετασχηματίστηκε ποιοτικά σέ κάτι διαφορετικό : σέ ήλεκτρικό ρεΰμα. Εντούτοις τά χαρακτηριστικά τοΰ νέου σήματος καθορίστηκαν άπό τά χαρακτηριστικά τοΰ άρχικοΰ. Υπήρξε συνεπώς Ινας πρώτος ποιοτικός μετασχηματισμός καί Ινας πρώτος μορφισμός. Στή συνέχεια τό νέο σήμα καταγράφτηκε σέ μιά μαγνητική ταινία. Τό ρεΰμα δέν υπάρχει πιά. Μετασχηματίστηκε καί αύτό σέ κάτι διαφορετικό : σέ καθορισμένες άλλοιώσεις στήν εύαίσθητη ούσία τής ταινίας. Υπήρξε συνεπώς Ινας δεύτερος ποιοτικός μετασχηματισμός καί Ινας δεύτερος μορφισμός. Ά ς περάσουμε τώρα στήν άνάγνωση τής ταινίας. Κατά τή διάρκεια τής άνάγνωσης οί μεταβολές τής εύαίσθητης ούσίας τής ταινίας προκαλούν τήν έμφάνιση ένός νέου ήλεκτρικοΰ ρεύματος τό όποιο Ιχει τά ίδια χαρακτηριστικά μέ τό άρχικό ρεΰμα. ( Ή πιστότητα έξαρτάται άπό τήν ποιότητα τοΰ όργάνου ). Τό ρεΰμα αύτό ένισχύεται στή συνέχεια. Ά ν ό ένισχυτής είναι υψηλής ποιότητας,
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
ή άλλοίωση τοϋ σήματος θά είναι άμελητέα. Τό ενισχυμένο σήμα περνά στή συνέχεια στό μεγάφωνο καί μετασχηματίζεται στήν αρχική φωνή ή όποία είχε καταγραφεί. Τό ήλεκτρικό σήμα δέν υπάρχει πιά. Μέσω ένός νέου ποιοτικού μετασχηματισμού μετατράπηκε στό αρχικό σήμα. 'Ανάλογα μέ τήν ποιότητα τοΰ όργάνου είναι δυνατόν νά έπιτευχθεΐ υψηλή πιστότητα. 'Οριακά, τό αρχικό σήμα μπορεί νά άναπαραχθεϊ μέ ιδανική πιστότητα. Έτσι μέ μιά σειρά ποιοτικούς μετασχηματισμούς άναπαράχθηκε ή ανθρώπινη φωνή. Ό ήχος δέν υπήρχε στό ρεΰμα, τό ρεΰμα δέν υπήρχε μετά τήν έγγραφή, κλπ. 'Αλλά μέσω αύτών τών μετασχηματισμών ή άρχική ταυτότητα δέν χάθηκε. 'Αναταράχθηκε κατά τήν τελευταία διαδικασία. Γιατί ; 'Επειδή κάθε ποιοτικός μετασχηματισμός δέν ήταν άπροσδιόριστος. Καθοριζόταν άπό τό προηγούμενο σήμα. Έτσι, μέσα άπό μιά σειρά μορφισμους Ιχει άναπαραχθεϊ πιστά τό άρχικό σήμα. *Ας έξετάσουμε τώρα τήν περίπτωση τής δράσης. Υπογραμμίζουμε άπό τήν άρχή δτι πρόκειται γιά δύο παραδείγματα ποιοτικά διαφορετικά, τά όποΐα έντούτοις παρουσιάζουν μιά ένδιαφέρουσα άναλογία. Τό άρχικό σήμα δέν είναι τώρα Ινα ήχητικό, άλλά Ινα ήλεκτρομαγνητικό κΰμα, τό όποιο εκπέμπεται άπό κάποιο άντικείμενο. Έπίσης δέν χρησιμοποιούμε Ινα ήλεκτρονικό μηχάνημα, άλλά Ινα βιολογικό δν. Ή φωτεινή ήλεκτρομαγνητική ένέργεια διέρχεται άπό τήν κόρη καί προσπίπτει στόν άμφιβληστροειδή. Πρώτος ποιοτικός μετασχηματισμός : τό φώς ( τό ήλεκτρομαγνητικό κύμα, ή δέσμη τών φωτονίων ) δέν υπάρχει πιά : Έχει προκαλέσει χημικούς μετασχηματισμούς στή φωτοευαίσθητη έπιφάνεια τοΰ άμφιβληστροειδή. Οί χημικές μετατροπές γεννοΰν μέ τή σειρά τους Ινα στιγμιαίο ήλεκτρικό ρεΰμα, συνεπώς Ινα νέο σήμα ποιοτικά διαφορετικό άπό τό πρώτο. Τό ρεΰμα αύτό μεταβιβάζεται μέσω τοΰ οπτικού νεύρου σέ μιά ειδική περιοχή τοΰ έγκεφάλου δπου προκαλεί μιά ορισμένη διέγερση : μιά καταγραφή σέ μιά ορισμένη περιοχή. Τό ήλεκτρικό σήμα δέν υπάρχει πιά. Εντούτοις προκάλεσε νέους μετασχηματισμούς πού τό τελικό άποτέλεσμά
η υλη kai t o
1ινευμα
291
τους είναι ή όπτική άντίληψη : ή εικόνα τοϋ άντικειμένου τό όποιο είχε έκπέμψει τό άρχικό σήμα. Κα! στήν περίπτωση αύτή έχουμε μιά σειρά άπό ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Οί μετασχηματισμοί αύτοί δέν ήταν αύθαίρετοι : Καθένας είχε καθοριστεί άπό τό σήμα τό όποιο τόν προκάλεσε. "Ετσι μέσω μιας σειράς μετασχηματισμών, ή μορψισμών, προκλήθηκε μιά εικόνα, λιγότερο ή περισσότερο πιστή ( άνάλογα μέ τήν κατάσταση τού όφθαλμοΰ ) τού άρχικοΰ άντικειμένου : μιά σνμμορφη άναπαράσταση τής έξωτερικής πραγματικότητας. Τό έξωτερικό άντικείμενο προκάλεσε μιά υποκειμενική έγγραφή, ή όποία τό άναπαράγει στό έπίπεδο της εποπτείας ώς εικόνα, σύμβολο, άφαίρεση σύμμορφη μέ τή μορφή του καί τή φύση του. Ή σειρά αύτή τών μορφισμών έξασφαλίζει στά αισθητηριακά δεδομένα μιά δεδομένη άντικειμενικότητα. Συνεπώς : Τό πέρασμα άπό τό άντικείμενο στήν εικόνα του δέν ήταν άμεσο. Διαμεσολαβήθηκε άπό μιά σειρά μή άντιστρεπτούς μετασχηματισμούς : μιά σειρά μορφισμούς κατά τή διάρκεια τών οποίων τό άρχικό σήμα άποκτά διαφορετικές μορφές, ένώ διατηρεί, δυνάμει, τή δυνατότητα νά άναπαράγει τή μορφή τού έξωτερικοΰ άντικειμένου. Έπίσης, οί διαμεσολαβήσεις αύτές δέν πραγματοποιούνται μέσω μηχανικών ή άπλών φυσικών φαινομένων, άλλά μέσω χημικών, ήλεκτρομαγνητικών καί φυσιολογικών μετατροπών. Ή εικόνα είναι διαφορετική άπό τό άντικείμενο. Εντούτοις είναι ή εικόνα τον. Ό μετασχηματισμός, συνεπώς, δέν είναι άσύμβατος μέ τή δυνάμει διατήρηση. Έτσι μπορεί νά μάς δώσει πληροφορίες γιά τήν πηγή του, δηλαδή γιά τό άντικείμενο. Ή έποπτεία μάς πληροφορεί γιά όρισμένα έξωτερικά χαρακτηριστικά τού άντικειμένου : όγκο, χρώμα, θερμοκρασία, διάρκεια, κλπ. 'Αλλά ή γνώση δέν σταματά στή έποπτεία : Μέσω τοΰ φαινομένου άνοίγει τό δρόμο πρός αύτό πού είναι « κρυμμένο » καί μή παρατηρήσιμο. Έπειδή, όπως ύποστήριζε ό 'Αναξαγόρας, « όψις αδήλων τά φαινόμενα ». Είναι προφανές ότι έδώ άναφερόμαστε σέ μιά στοιχειώδη καί πρωταρχική άντικειμενικότητα. Ή άντικειμενικότητα τής γνώ-
292
εβδομο
κεφαλαιο
σης είναι στήν πραγματικότητα πολύ πιό πολύπλοκη. Έπειδή ή διαδικασία τής γνώσης έχει μέν ώς « πρώτη ΰλη » τά δεδομένα τής έποπτείας ( χωρίς τά δεδομένα αύτά ή διάνοια είναι κενή, τόνιζε ό Κάντ ), άλλά δέν είναι δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή νά άναχθεΐ σέ αύτά τά δεδομένα. Ή όρθολογική νόηση είναι κοινωνικό φαινόμενο. Οί κοινωνικοί καθορισμοί είναι κατά συνέπεια ούσιαστικοί σ'αύτό τό έπίπεδο. Όπως σημείωνε ό Γκράμσι, « άντικειμενικό σημαίνει πάντοτε " άνθρώπινα άντικειμενικό ", τό όποιο μπορεί νά άντιστοιχεΐ άκριβώς σέ "ιστορικά υποκειμενικό" ή, διαφορετικά, " άντικειμενικό " θά σήμαινε " καθολικά ύποκειμενικό " ».31 'Αντίστοιχα, τό πέρασμα άπό τήν αισθητηριακή εικόνα στήν έννοια δέν είναι άμεσο. Είναι καί αύτό « διαλεκτικό ». Τώρα όμως οί διαδικασίες οί όποιες μεσολαβοΰν δέν είναι κυρίως φυσικές καί φυσιολογικές. Τό πέρασμα προϋποθέτει τήν κοινωνική ζωή, συνεπώς καθορισμούς άλλης τάξης. 'Αλλά πρός τό παρόν άς επιστρέψουμε στίς νευροφυσιολογικές διεργασίες οί όποιες εξασφαλίζουν τήν έπικοινωνία τοΰ ύποκειμένου μέ τόν κόσμο. Ή άναπαράσταση τών στοιχείων τής έξωτερικής πραγματικότητας στή συνείδηση μπορεί νά είναι σύμμορφη, άλλά δέν είναι έξαντλητική. Υπάρχει μιά άπειρία άπό στοιχειά πραγματικότητας καί άντικειμενικές σχέσεις, ένώ οί παραστάσεις μας είναι πάντοτε πεπερασμένες σέ άριθμό. Υπάρχουν στή φύση σήματα τά όποια δέν άντιλαμβανόμαστε έπειδή, όπως είναι γνωστό τά αίσθητήριά μας είναι εύαίσθητα μόνο σέ μιά στενή κλίμακα φωτεινών, άκουστικών κλπ. σημάτων. Είναι, π.χ., γνωστό δτι τό όργανο τής άκοής είναι « κουφό » γιά τήν ολότητα σχεδόν τών ήχητικών συχνοτήτων. ( Είναι εύαίσθητο μόνο σέ συχνότητες περίπου μεταξύ 20 καί 20.000 Hertz.) Έπίσης τό μάτι μας δέν είναι « τυφλό » παρά μόνο γιά τίς συχνότητες μεταξύ έρυθροΰ καί ιώδους, κλπ. Ή έπιλεκτική εύαισθησία είναι ένα συμπληρωματικό έπιχείρημα έναντίον τής μηχανιστικής κατανόησης τής « άντανάκλασης ». Εντούτοις ή άποδυναμωμένη αύτή άναπαράσταση τής πραγματικότητας είναι ιστορικά έπαρκής γιά τήν έπιβίωση τοΰ είδους μας. Τπάρχει λοιπόν μιά έπιλεκτική άντίληψη τών σημάτων. Έπί-
η υλη kai t o
iινευμα
293
σης, τά σήματα δέν « άποθηκεύονται » παθητικά στόν έγκέφαλο. Σάν Ινα εξαιρετικά περίπλοκο έργαστήριο, ό έγκέφαλος πραγματοποιεί μιά σειρά λειτουργίες καταγραφής, διήθησης, ταξινόμησης, ταξινόμησης σέ τάξεις συμβάντων, άνάλυσης καί ολοκλήρωσης, κλπ. Ό πιό πολύπλοκος καί άποτελεσματικός ύπολογιστής είναι Ινα μηχάνημα « άπειρα » λιγότερο πολύπλοκο άπό τόν έγκέφαλο. Καί προπαντός είναι μιας άλλης ποιότητας.32 Τά προηγούμενα είναι μιά περίληψη τών νευροφυσιολογικών διεργασιών οί όποιες έξασφαλίζουν τήν επικοινωνία τοϋ υποκειμένου μέ τόν κόσμο. Συζητήσαμε τό πρόβλημα στό έπίπεδο τής αίσθησης. 'Αλλά πρέπει έπίσης νά άναφερθούμε καί στή γενεαλογία τού φαινομένου. Δηλαδή στό πέρασμα άπό τήν αίσθηση στήν άντίληψη, στήν παράσταση καί τέλος στήν έννοιακή σκέψη. 'Ακόμα καί οί μονοκύτταροι οργανισμοί άντιδρούν σέ ερεθίσματα πού προκαλούνται άπό τό περιβάλλον τους ( φώς, χημικά μόρια, κλπ.). Ό τροπισμός δέν είναι ένα άπλό φαινόμενο. Είναι άντίδραση ή όποία κινητοποιεί χημικές καί φυσιολογικές διαδικασίες. Ή άντίδραση σέ έξωτερικά σήματα, έγραφε ό Ζ. Πιαζέ, δέν είναι πρωταρχικό φαινόμενο. Ή άντίδραση είναι, κατ'άρχήν, άφομοίωση.33 Καί ό Βαλλόν έπίσης έγραφε, ότι οί αισθητηριακές έντυπώσεις πού ό άνθρωπος δέχεται άπό τόν έξωτερικό κόσμο δέν πρέπει νά μελετώνται μόνον άπό τά μέσα. « Στό χαμηλότερο έπίπεδο είναι ή διέγερση καί ή κινητική άντίδραση ή όποία άναπόφευκτα τήν άκολουθεΐ. Καί ή έμπειρία φανερώνει ότι ή άντίδραση τροποποιείται έφόσον δέν συντονίζεται άκριβώς μέ τήν κατάσταση άπό τήν όποία προέρχεται ή διέγερση. Μιά επίμονη άσυμφωνία θά συνεπαγόταν τήν έξαφάνιση τοΰ όντος πού τήν προκάλεσε. Ή αίσθηση καί ή άντίληψη, φαινόμενα άνωτέρου επιπέδου, δέν είναι οΰτε αύτά άκατέργαστα δεδομένα >>.3' 'Επίσης, άκόμα καί οί πιό στοιχειώδεις άντιδράσεις τοΰ οργανισμού οί όποιες προκαλούνται άπό τή δράση τοΰ περιβάλλοντος, δέν είναι άπλά φαινόμενα. Είναι διαδικασίες άφομοίωσης, προσανατολισμού, άντιδράσεις στήν έπίδραση τοΰ περιβάλλοντος καί δράση πρός τό περιβάλλον. "Οπως γράφει ό Βαλλόν, ή αίσθησιο-
294
εβδομο
κεφαλαιο
κινητική δραστηριότητα είναι ταυτόχρονα έπίδραση στόν έξωτερικό κόσμο. Άκόμα καί σέ αΐσθησιοκινητικό έπίπεδο, γράφει μέ τή σειρά του ό Πιαζέ, υπάρχει Ινα είδος άφαίρεσης.Έτσι, π.χ., ό συντονισμός τών κινήσεων μπορεί νά άποκτήσει στή δομή της ομάδας τών μετατοπίσεων.35 Οί άντιδράσεις τοϋ όργανισμοΰ καθορίζονται άπό τή φύση του καί τΙς έξωτερικές συνθήκες. Άλλά ό βιολογικός όργανισμός δέν είναι αύτόματο. Κα! στό βαθμό πού περνάμε σέ άνώτερους όργανισμούς, τά φαινόμενα γίνονται 6λο κα! περισσότερο περίπλοκα, κα! άντίστοιχα αύξάνουν οί βαθμό! έλευθερίας. "Οπως γράφει ό Ζακόμπ, μέ τόν αύξανόμενο ρόλο τών κεκτημένων τροποποιείται ή συμπεριφορά τοΰ άτόμου. « Μέ τήν ικανότητα άπάντησης στά έρεθίσματα, αύξάνουν οί βαθμοί έλευθερίας πού έπιτρέπονται στόν όργανισμό ώς πρός τήν έπιλογή τών άντιδράσεων. Στόν άνθρωπο, ό άριθμός τών δυνατών άντιδράσεων γίνεται τόσο υψηλός ώστε μποροΰμε νά μιλάμε γιά "έλεύθερη βούληση", άγαπητή στους φιλόσοφους. Άλλά ή εύλυγισία δέν είναι ποτέ χωρίς δρια ».36 Άλλά άς επιστρέψουμε στήν έξέταση περισσότερο θεμελιωδών καί στοιχειωδών διεργασιών. Κατ' άρχήν, στή συζήτηση τοΰ φαινομένου τής αίσθησης. Μιά « άποτύπωση » ( impression ), μιά νευρική διέγερση, μιά αΐσθησιοκινητική άντίδραση δέν συνοδεύονται άναγκαστικά άπό μιά αίσθηση" κατά μείζονα λόγο, άπό μιά παράσταση. Προφανώς μιά «άποτύπωση» είναι δυνατόν νά συνοδεύεται άπό μιά αίσθηση. Τό πέρασμα άπό τήν « άποτύπωση » στήν αίσθηση, γράφει ό Trôn Duc Thao, δέν διαφέρει σέ περιεχόμενο. Έπειδή ή αίσθηση δέν είναι άλλο άπό μιά « άποτύπωση » ή όποία διαρκεί. Ή διαφορά άφορα τή σταθεροποίηση τής « άποτύπωσης » στό νευροαισθητικό κύτταρο.37 Πρόκειται δμως μόνο γιά σταθεροποίηση ; Κατά τόν Λεόντιεφ : « Ή αίσθηση δέν είναι επιφαινόμενο τό όποιο συμβαίνει παράλληλα μέ τή διέγερση τών νευρικών, αισθητικών κέντρων καί δέν άποτελεΐ παρά μιά ύποκειμενική άνακλώμενη εικόνα, ή όποία, αύτή καθαυτή, δέν παίζει κανέναν ρόλο. Ή αίσθηση, ώς αισθητή εικόνα ένός άντικειμενικοΰ παράγοντα, άσκεΐ, μιά ειδική λειτουργία
η υλη και τ ο
ιινευμα
295
προσανατολισμού καί έπίσης, άλλα μόνο μέ τήν πρώτη, μιά λειτουργία σηματοδότησης. Οί διαδικασίες τής αίσθησης άνήκουν άπό τή φύση τους σ' αύτή τή δραστηριότητα πού χαρακτηρίζει τά ζώα, καί ή όποία έκφράζεται μέ τόν πιό άμεσο τρόπο στις διαδικασίες "άναζήτησης", στις άντιδράσεις "δοκιμής", τίς όποιες ποτέ δέν παρατηρεί κανείς στό φυτικό κόσμο μ.38 Ή αίσθηση είναι προϊόν διαδικασιών διαμεσολάβησης μεταξύ τοϋ οργανισμού καί τοΰ περιβάλλοντος. Ό Λεόντιεφ άναφέρεται στήν έρεθιστικότητα τοϋ περιφερειακοΰ άκουστικοΰ όργάνου, τό όποιο δέν δημιουργεί παρά μόνο τήν άναγκαία συνθήκη γιά τήν «άντανάκλαση» τοΰ ήχου. «Πώς είναι δυνατή ή άνίχνευση σημάτων, τά όποια προέρχονται άπό αισθητήρια πού δέχονται έξωτερικά έρεθίσματα καί έχουν ώς άποτέλεσμα τήν άναπαραγωγή τής ειδικής ποιότητας τοΰ διεγέρτη ; » Ό πρώτος μετασχηματισμός τών εξωτερικών δράσεων στό δέκτη είναι ή κωδικοποίηση τους. Κατά τόν Λεόντιεφ έχουμε άνάγκη άπό ένα νέο έπίπεδο επεξεργασίας μιάς θεωρίας πού νά θεωρεί τά φαινόμενα τής αίσθησης ώς διαδικασίες οί όποιες, ώς διαμεσολαβητές στις σχέσεις μέ τό ύλικό περιβάλλον, άσκοΰν άπ' αύτό τό γεγονός μιά λειτουργία προσανατολισμού, σηματοδότησης καί ταυτόχρονα αντανάκλασης.39 Ή αίσθηση είναι τό πρώτο βήμα -μιά « στιγμή »- πρός τήν ταυτοποίηση καί τή γνώση τοΰ άντικειμένου. Τά σήματα, όπως σημειώσαμε, δέν αποθηκεύονται παθητικά στόν εγκέφαλο. Ό έγκέφαλος έκτελεΐ μιά σειρά λειτουργιών καταγραφής, διήθησης, ταξινόμησης, κατάταξης σέ τάξεις, άνάλυσης καί ολοκλήρωσης. Ή αίσθηση είναι τό άποτέλεσμα όλων αύτών τών διαδικασιών. Ή αίσθηση είναι, κατά τόν Πιαζέ, ή ένδειξη μιάς νοητικής άφομοίωσης τοΰ άντικειμένου σέ ένα σχήμα δράσης. Ή αίσθηση συνεπώς δέν είναι προϊόν μιας σχέσης άμεσης άντανάκλασης τοΰ άντικειμένου στό ύποκείμενο. Όπως γράφει ό Λεόντιεφ, « δέν είναι δυνατόν νά κατανοήσουμε τά φαινόμενα τής αίσθησης, ύποκειμενικά άπό τή φύση τους, ώς φαινόμενα τά όποια άντανακλοΰν άναγκαστικά τίς άντικειμενικές ιδιότητες, παρά μό-
296
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
νον έάν δεχτούμε δτι ή αίσθηση είναι τό προϊόν της ανάπτυξης τών σχέσεων που μεσολαβούν άνάμεσα στόν οργανισμό καί τό περιβάλλον ». Πηγή τής αίσθησης είναι ή άντικειμενική πραγματικότητα. Ή μορφή της είναι ή υποκειμενική « μετάφραση » αύτοϋ που υπάρχει άντικειμενικά, άνεξάρτητα άπό τό υποκείμενο.40 Υπάρχουν « στιγμές » τής διαλεκτικής τής « ιδιοποίησης » τοΰ άντικειμένου άπό τό υποκείμενο: έρέθισμα, τροπισμός, άντανάκλαση, αίσθηση, άντίληψη, παράσταση, έννοιακή σκέψη. 'Αλλά ή προηγούμενη σειρά δέν είναι μιά γραμμική διαδοχή άνεξάρτητων « στιγμών » οί όποιες οδηγούν στή διέγερση τών αισθητηρίων. Σχετικά μέ τήν άντίληψη, ό Βαλλόν Ιγραφε : « Ή άντίληψη συνίσταται ούσιαστικά στό πέρασμα άπό τή διέγερση τών αισθητηρίων στήν έποπτεία τής παρουσίας ένός άντικειμένου »/'' Εντούτοις ή αίσθηση, ή άντίληψη και ή παράσταση δέν είναι άποκλειστικές δυνατότητες τοΰ άνθρώπινου έγκεφάλου. Καί τό ζώο « άντανακλά » τή γύρω πραγματικότητα μέ τή μορφή εικόνων, λιγότερο ή περισσότερο άποσπασματικών, τών έξατομικευμένων άντικειμένων. Ή γέννηση καί ή άνάπτυξη τοΰ άντιληπτικοΰ ψυχισμού τών ζώων, κατά τόν Λεόντιεφ, καθορίζονται άπό βαθιές άνατομικές καί φυσιολογικές άλλαγές. Ή κυριότερη άπό αύτές είναι ή άνάπτυξη καί ό μετασχηματισμός τού ρόλου τών όργάνων τής αίσθησης πού διεγείρουν άπό άπόσταση και πρίν άπ' όλα τής δράσης.42 Άπό τήν πλευρά του ό Πιαζέ Ιγραφε ότι ή άντίληψη δέν προκύπτει άπό τή συνένωση προϋπαρχόντων στοιχείων τά όποια θά ήταν τά δεδομένα τής αίσθησης. Ή άντίληψη συνιστά μιά οργανωμένη ολότητα, στό έσωτερικό τής οποίας μπορεί νά βρει κανείς στοιχειώδεις χαρακτήρες ή ένότητες, άλλά μέ άνάλυση καί ώς στοιχεία συσταθέντα καί όχι συστατικά.43 Τά αισθήματα ( sensations ), κατά τόν Πιαζέ, δέν είναι άνεξάρτητα, έπειδή πάντοτε συνενώνονται σέ άντίληψη. Κατά συνέπεια : Μπορεί κανείς νά διερωτηθεί άν ή ίδια ή άντίληψη συνιστά μιά αύτόνομη πραγματικότητα, ή άν έξαρτάται άπό τή matricité. Συμπερασματικά : Ούτε ή αίσθηση ούτε ή άντίληψη είναι « στιγ-
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
297
μές » άνεξάρτητες αμοιβαία. Μεταξύ τους ύπάρχουν εσωτερικές, γενετικές σχέσεις. Κατά τον Βαλλόν: «Δέν ύπάρχει αίσθηση, ούτε καν άντίληψη, ή όποία θά ήταν αύτάρκης καί ή όποία θά ήταν δυνατόν νά εισαχθεί ώς έχει σέ ένα σύνολο. Μιά άντίληψη δέν είναι παρά στιγμή, πού ξεπερνιέται τήν κάθε στιγμή άπό τήν άνάγκη νά ταυτοποιήσει καλύτερα τήν πραγματικότητα τήν όποία έκφράζει. Ή αίσθηση δέν είναι τελευταίο καί άκινητοποιημένο στοιχείο. Είναι ταυτόχρονα σημείο άφιξης καί άφετηρία. Δέν έχει άξία παρά μόνον άπό τίς έπιδράσεις τίς όποιες άποδέχεται καί προκαλεί »/''' 'Αντίστοιχα, ή άφετηρία τής γνώσης δέν έξαρτάται μόνον άπό τήν άντίληψη. 'Εξαρτάται άπό τή συνολική δράση τής οποίας τό σχήμα περιλαμβάνει τήν άντίληψη, άλλά καί τήν υπερβαίνει.ίο Αίσθηση, άντίληψη, παράσταση, βρίσκονται στήν άφετηρία της έννοιακής σκέψης. Ά ν ή νόηση είναι « άντανάκλαση » ( διαμεσολαβημένη, μή πλήρης, συχνά ιδεολογική ) τής πραγματικότητας, ή θεωρία της, όπως σημειώνει ό Λεόντιεφ, στηρίζεται σέ μιά άρχική διάκριση : Τή διάκριση άνάμεσα στό υποκείμενο καί τή συγκεκριμένη άντικειμενική πραγματικότητα στήν όποία ζει τό υποκείμενο, δηλαδή βρίσκεται μέ μιά ειδική μορφή ύλικής άλληλεπίδρασης. Σ'αύτή τήν οπτική τό ύποκείμενο δέν άντιτίθεται στόν κόσμο, όπως τό Έγώ τοϋ J.G. Fichte ( 1762-1814 ). Άντίθετα, ό κόσμος καί τό ύποκείμενο συνδέονται έξ ύπαρχής άμοιβαϊα.46 Άντίληψη καί παράσταση είναι δύο πόλοι άλληλένδετοι, παρά τή διαφορά τους. Κατά τόν Πιαζέ ό όρος παράσταση έχει δύο νοήματα : Μέ τήν εύρεία έννοια ή παράσταση συγχέεται μέ τή σκέψη ( pensée )· μέ τή στενή έννοια, άνάγεται στή νοητική εικόνα. Σύμφωνα μέ μιά άλλη έρμηνεία, έπίσης τοΰ Πιαζέ, ή παράσταση είναι ή ικανότητα νά άνακαλοΰμε, μέ ένα σημείο ή μιά συμβολική εικόνα, τό άπόν άντικείμενο, ή τή μή ολοκληρωμένη άκόμα δράση. Κατά συνέπεια ή παράσταση άπελευθερώνεται άπό τήν παρουσία τού άντικειμένου. Αρχίζει, κατά τόν Πιαζέ, όταν ύπάρχει ταυτόχρονα διαφοροποίηση καί συντονισμός άνάμεσα στά « σημαίνοντα » καί τά « σημαινόμενα », ή τις σημασίες. Ή παράσταση, σύμφωνα μέ έναν άλλον ορισμό, καί αύτός τοΰ Πιαζέ, συν-
298
εβδομο
κεφαλαιο
ίσταται είτε στό νά ανακαλούμε τα άπόντα άντικείμενα είτε, βταν διπλασιάζει τήν άντίληψη εν τη παρουσία τους, στό νά συμπληρώνει τήν αντιληπτική γνώση τους, άναφερόμενη σέ άλλα άντικείμενα τά όποια δέν είναι παρόντα. Ή παράσταση εισάγει λοιπόν έπίσης Ινα νέο στοιχείο, πού δέν άνάγεται σ'αύτήν : Ινα σύστημα σημασιών.4' Ή παράσταση είναι συνεπώς ή « εικόνα μιάς πραγματικότητας άνεξάρτητης άπό τό υποκείμενο, ή όποία δμως δέν είναι δυνατόν νά περιοριστεί σέ δ,τι είναι προσβάσιμο στήν άμεση έποπτεία ». Ή παράσταση δέν είναι μιά άμεση εικόνα κάποιου άντικειμένου, δπως ή εικόνα σ'Ιναν καθρέφτη. Στόν πρόλογο τοΰ βιβλίου τοΰ Ρενέ Ζαζό στό όποιο Ιχουμε άναφερθεϊ, ό Πιαζέ Ιγραφε δτι ό Βαλλόν καί ό ίδιος ήταν σύμφωνοι γιά τό δτι τό πέρασμα άπό τό αίσθησιοκινητικό στήν παράσταση δέν έξηγεϊπαρά μόνο τήν άπεικονιστική δψη της παράστασης. Παραμένει άκόμα νά κατανοήσουμε, κατά τόν Πιαζέ, τόν έπίπονο σχηματισμό τών « λειτουργιών » πού διαμορφώνονται μεταξύ τών δύο καί τών έπτά έτών. Εντούτοις ή άπεικονιστική καί ή λειτουργική παράσταση είναι θεμελιακά συμπληρωματικές.48 Ή παράσταση καί ή Ιννοια δέν είναι άναγκαστικά ή εικόνα κάποιου άντικειμένου. Οί ρίζες τών Μαθηματικών ( τής άριθμητικής καί τής γεωμετρίας ), π.χ., βρίσκονται στήν υλική πραγματικότητα. Εντούτοις τά « καθαρά » μαθηματικά, δπως καί ή θεωρητική φυσική, λειτουργούν μέ έννοιες, μέ σχέσεις, μέ « εικόνες », χωρίς άντίκρυσμα στήν έποπτεία. « Ή έμφάνιση τής συμβολικής λειτουργίας », γράφει ό Ζαζό, « αύτή ή δύναμη νά λειτουργούμε μέ καθαρές σημασίες σημαδεύει τό άποφασιστικό κατώφλι άνάμεσα στήν πρακτική καί τή θεωρητική νόηση ».49 *Ας πάρουμε τήν περίπτωση τοΰ χώρου. Κατά τόν Πιαζέ : «Ώς πρός τό πρόβλημα τοΰ χώρου έπιμείναμε στόν ούσιαστικά λειτουργικό χαρακτήρα αύτης της έννοιας, ή όποία δέν περιορίζεται διόλου στήν άντιληπτική έμπειρία ». Ό Πιαζέ θέτει στή συνέχεια τό έρώτημα άν οί χωρικές λειτουργίες, στήν πορεία τής αύθόρμητης άνάπτυξης τής νόησης, οικοδομούνται σύμφωνα μέ τήν ιστορική
η υλη kai t o
ι1νευμα
299
τάξη ( εύκλείδεια μετρική, προβολικές έποπτεϊες κατόπιν, καί τέλος άνακάλυψη τών τοπολογικών συνδέσεων ), ή άν άκολούθησαν μιά τάξη σχηματισμού περισσότερο σύμφωνη μέ τή θεωρητική τάξη ( τοπολογικές έποπτεΐες άρχικά και κατόπιν παράλληλες συστάσεις ένός προβολικού χώρου καί μιας μετρικής πού θά μπορούσε νά πάρει τήν εύκλείδεια μορφή. Σύμφωνα μέ τήν ιστορική έξέλιξη « άρχικά έπικρατούσαν οί τοπολογικές σχέσεις γειτονίας, συνέχειας, εγκλεισμού, θέσεις σέ σχέση μέ σύνορα, κλπ., καί μόνο κατόπιν ταυτόχρονη καί συσχετιζόμενη σύσταση τών εύκλείδειων καί τών προβολικών σχέσεων, μέχρι έναν συντονισμό τών άπόψεων ώς πρός αύτές τις τελευταίες καί τις μετρικές άναφορές )).Μ Συνεπώς : Πρώτα τοπολογικές έποπτεΐες τών οποίων πηγή είναι ή καθημερινή έμπειρία. Στή συνέχεια μετρικές σχέσεις οί όποιες προϋποθέτουν περισσότερο άνεπτυγμένη κοινωνική ζωή. Καί στις δύο περιπτώσεις, οί έποπτικές « έννοιες », όπως καί οί έννοιες μέ τήν αύστηρή έννοια τοΰ όρου, προϋποθέτουν τίς πρακτικές σχέσεις μέ τήν πραγματικότητα. Ή παράσταση έχει, γενικά, μιά αισθητή βάση. Εντούτοις ή συνειδητή « άντανάκλαση » τής πραγματικότητας δέν περιορίζεται στά αισθητηριακά δεδομένα. Ή άπλή άντίληψη ένός άντικειμένου δέν σημαίνει μόνο μορφή, χρώμα, κλπ. "Εχει έπίσης μιά καθορισμένη καί σταθερή σημασία. Θά πρέπει συνεπώς νά ύπάρχει μιά ειδική μορφή συνειδητής άντανάκλάσης τής πραγματικότητας, ποιοτικά διαφορετική άπό τήν άμεση, αισθητή μορφή τής φυσικής άντανάκλασης πού προσιδιάζει στά ζώα.51 Ή άντίληψη μάς πληροφορεί γιά τήν παρουσία τών άντικειμένων καί τά αισθητά χαρακτηριστικά τους ( όγκο, μορφή, χρώμα κλπ.). Χάρη στήν πράξη έπιτυγχάνεται ή γνώση άλλων ιδιοτήτων τών σωμάτων. Ή παράσταση, μέ τήν εύρεία έννοια, ύπερβαίνει τό άμεσα δεδομένο. Τό πέρασμα άπό τήν παράσταση στήν έννοια προϋποθέτει τήν κοινωνική ζωή. Είναι καί αύτό διαλεκτικό. Ή έννοιακή σκέψη έχει ήδη άπελευθερωθεΐ άπό τήν παρουσία τοΰ άντικειμένου : Τό υποκείμενο μπορεί νά σκέφτεται τό άντικείμενο άνεξάρτητα άπό
300
εβδομο
κεφαλαιο
τήν παρουσία του. Επιπλέον : Ή νόηση λειτουργεί μέ έννοιες οί όποιες δέν έχουν τό άντίστοιχό τους στήν πραγματικότητα ή όποία είναι προσιτή στίς αισθήσεις. Ή θεωρητική σκέψη δέν προϋποθέτει άναγκαστικά τήν ύπαρξη εικόνων στή νόηση. Αύτή είναι ή περίπτωση τής θεωρητικής φυσικής καί τών Μαθηματικών. Ή νόηση, απελευθερωμένη άπό τίς δεσμεύσεις τής έποπτείας, μπορεί νά δημιουργεί έπιστήμη, τέχνη, άλλά καί φανταστικούς κόσμους, μυστικά καί ιδεαλιστικά σύμπαντα. Ή έννοιακή σκέψη είναι μιά πραγματωμένη δυνατότητα χάρη στήν κοινωνική ζωή, ένώ ταυτόχρονα είναι άποφασιστικός παράγων τού κοινωνικού γίγνεσθαι. Τό άλμα τό όποιο άντιπροσωπεύει ή νόηση, τό « πνεύμα », προϋπέθετε τή μακρά διαδικασία τής βιολογικής έξέλιξης ή όποία κατέληξε στήν άνθρωπογένεση. Ό Λεόντιεφ δέχεται τά έξης στάδια γι'αύτή τή διαδικασία : 1 ) Βιολογική προετοιμασία τής ψυχής, ή όποία είχε άρχίσει πρός τό τέλος τής τριτογενούς. 2) Πέρασμα στόν άνθρωπο, διαδικασία ή όποία έκτείνεται άπό τήν έμφάνιση τού πιθηκάνθρωπου μέχρι τήν έποχή -συμπεριλαμβανομένης αύτής- τού άνθρώπου τού Νεάντερταλ. Ή περίοδος αύτή σημαδεύτηκε άπό τήν κατασκευή έργαλείων. Στό στάδιο αύτό ή διαμόρφωση τοΰ άνθρώπου υπόκειται άκόμα στους βιολογικούς νόμους. Ό εγκέφαλος άναπτυσσεται χάρη στήν έργασία. 3 ) Τώρα ή άλλαγή τής άνθρώπινης φύσης είναι συνέπεια τοΰ ρόλου τοΰ βιολογικού καί τοΰ κοινωνικού. 'Εμφάνιση τοΰ τύπου τοΰ σημερινού άνθρώπου, τοΰ Homo sapiens. Ή άνθρωπογένεση, γράφει ό Λεόντιεφ, ώς ούσιώδης άλλαγή στή φυσική όργάνωση τού άνθρώπου, ολοκληρώνεται μέ τήν άπαρχή τής κοινωνικής ιστορίας τής άνθρωπότητας.52 Ή μετάβαση άπό τήν παράσταση στήν έννοιακή σκέψη προϋποθέτει τήν άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου χάρη στήν έργασία καί τήν κοινωνική ζωή γενικότερα. Ό νεοφλοιός, ειδικότερα, κύρια έδρα τής νόησης, είναι προϊόν της κοινωνικής ζωής. "Ετσι οί άνθρωποι γεννιούνται μέ έγκέφαλο τοΰ οποίου οί λειτουργίες έξασφαλίζουν τήν έπιβίωσή τους. Κατά τόν Λεόντιεφ : « Θά πρέπει προπαντός νά υπογραμμίσουμε ότι τά κύρια χαρακτηριστικά τοϋ σύγχρονου
η υ λ η και τ ο
πνευμα
2β3
" ολοκληρωμένου " άνθρώπου ( δηλαδή Ινας έγκέφαλος μέ ύψηλή άνάπτυξη, καί ή άντίστοιχη άναλογία άνάμεσα στά έγκεφαλικά καί τά πρόσθια μέρη τοϋ κρανίου, ή χαρακτηριστική διαμόρφωση τοΰ χεριοΰ, οί ιδιομορφίες τοϋ σκελετοϋ ό όποιος είναι προσαρμοσμένος στό όρθιο βάδισμα, ή χαμηλή άνάπτυξη τοΰ τριχωτοΰ τοΰ σώματος, κλπ. ) υπάρχουν σέ δλες, χωρίς έξαίρεση, τίς άνθρώπινες ράτσες μ. 53 Ή έννοια της ράτσας, όπως έχουμε σημειώσει, είναι μιά άφαίρεση. Μιά άφαίρεση ή όποία περιλαμβάνει ένα πλήθος έπιμέρους μορφές, οί όποιες δμως έχουν κοινά ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά, άνάμεσα στά όποια ό έγκέφαλος καί ή λειτουργία του. Ή έννοια της ράτσας έκφράζει μιά βιολογικά καθορισμένη ταυτότητα μέσα στή διαφορά. 'Αλλά ό έγκέφαλος δέν είναι μηχανή τής οποίας ή λειτουργία είναι αύστηρά καθορισμένη. "Ολες οί νευρικές καί έγκεφαλικές λειτουργίες, δπως σημειώνει ό Σραίντινγκερ, δέν συνοδεύονται άπό συνειδητοποίηση. Υπάρχουν διαδικασίες άντανακλαστικών οί όποιες διέρχονται μέν άπό τόν εγκέφαλο, άλλά δέν έμπίπτουν ή σχεδόν ποτέ δέν έμπίπτουν στό πεδίο τής συνείδησης. Στήν τελευταία αύτή περίπτωση, ή διάκριση δέν είναι σαφής: Διακρίνονται βαθμοί άνάμεσα στό όλοκληρωτικά συνειδητό καί στό ολοκληρωτικά μή συνειδητό.54 "Αλλη «θαυμαστή» λειτουργία τοΰ έγκεφάλου είναι ή μνήμη, ώς διατήρηση καί άνάκληση τής πληροφορίας, της εικόνας ή ένός ψυχικοΰ συμβάντος. Ή λειτουργία αύτή άναδεικνύει, δπως σημειώνει ό Πιαζέ, δύο σπουδαία προβλήματα : τό ένα σχετικό μέ τή μάθηση ή τήν άπόκτηση πληροφορίας καί τό άλλο σχετικό μέ τή διατήρησή της. Πρόκειται γιά « άλληλένδετα προβλήματα ».55 Τί είναι τελικά τό πνεΰμα ; "Αυλη ούσία δπως ισχυρίζονται οί διάφορες σχολές τοΰ ιδεαλισμού ; *Ας άκούσουμε τόν διαπρεπή βιολόγο Albert Szent-Györgyi ( 1893-1986 ) : *Ας υποθέσουμε δτι σταματάμε νά τροφοδοτούμε τόν έγκέφαλο μέ ρεΰμα οξυγόνου. Ή συνείδηση, κύριο προϊόν τοϋ έγκεφάλου, θά έξαφανιστεΐ.56 Ή συνείδηση, δπως υποστηρίξαμε, είναι πραγματωμένη δυνατότητα τής ύλης. Σύμφωνα μέ τόν Μάρξ « ή κίνηση τής νόησης δέν είναι
302
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
άλλο άπό άντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένη καί μετατεθειμένη στόν άνθρώπινο έγκέφ<*λο μ.3' Ή νόηση δέν είναι έξωτερική ώς πρός τήν υλη. Αναδύθηκε έπίμοχθα, στό έσωτερικό τών πρωτόγονων κοινωνιών, χάρη στόν άμοιβαΐο καθορισμό τού έγκεφάλου καί τοΰ χεριού κατά τή διάρκεια τής πρακτικής καί τής κοινωνικής ζωής. Κατά τόν Ένγκελς: « Ή μεταμόρφωση τής φύσης άπό τόν άνθρωπο καί όχι ή φύση αύτή καθ' έαυτήν είναι τό πιό ούσιαστικό καί πιό άμεσο θεμέλιο τής άνθρώπινης νόησης καί ή νοημοσύνη τού άνθρώπου μεγάλωσε στό βαθμό πού έμαθε νά μεταμορφώνει τή φύση».58 Ή δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Βαλλόν, « άπό τή στιγμή πού υψώνεται πάνω άπό τίς άντιδράσεις, οί όποιες συνδέονται άμεσα μέ τή βιολογική δομή τοΰ άτόμου, συνεπάγεται τεχνικές, εικόνες, σύμβολα, μιά γλώσσα, πνευματικές λειτουργίες, τών οποίων άναγκαία συνθήκη είναι ή κοινωνία. Ό άνθρωπος δέν είναι δυνατόν νά νοηθεί έξω άπό τήν κοινωνία, χωρίς νά άκρωτηριαστεΐ. Πεδία όλόκληρα τοΰ εγκεφαλικού φλοιού λειτουργούν μόνο σέ σχέση μέ άντικείμενα κοινωνικής προέλευσης ».59 Ό Ένγκελς είχε άναλύσει στήν έποχή του τή διαλεκτική χεριοΰ-έγκεφάλου. Τό χέρι, έγραφε, δέν είναι μόνον όργανο έργασίας. Είναι έπίσης προϊόν τής έργασίας. Καί ό έγκέφαλος, καί προπαντός ό νεοεγκέφαλος, είναι προϊόν καί ταυτόχρονα άναγκαϊος όρος γιά τήν έργασία. Διαμεσολαβώντας τή δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει μέ τή σειρά του ό Λεόντιεφ, τό έργαλεΐο τήν άναδιοργανώνει μέ τέτοιον τρόπο ώστε νά μετασχηματίζονται άκόμα καί οί πιό στοιχειώδεις διαδικασίες πού τή συνιστούν. "Ετσι ή άνάπτυξη τών χειροκίνητων εργαλείων μπορεί νά θεωρηθεί δτι μεταφράζει καί σταθεροποιεί τήν πρόοδο τής άνάπτυξης τών κινητικών λειτουργιών τοΰ χεριοΰ καί τήν άνάπτυξη τής φωνητικής τών γλωσσών, πρός τήν κατεύθυνση μιάς αύξουσας πολυπλοκότητας, ώς έκφραση τελειοποίησης τής άρθρωσης καί τής άκοής.60
η υλη και τ ο
ιινευμα
303
4. Τά πράγματα και οι εννοιες Στό προηγούμενο κεφάλαιο έπιχείρησα νά έπισημάνω τΙς άναγκαΐες συνθήκες γιά τήν « έμφάνιση » τής νόησης, ώς ενδογενούς δυνατότητας τής ύλης" ώς άναδυόμενης πραγματικότητας στό έσωτερικό τής κοινωνίας. Ή σκέψη, ή νόηση, δέν είναι φαινόμενο « καθεαυτό ». Αύτός πού σκέφτεται καί μιλάει είναι κάποιος συγκεκριμένος άνθρωπος, ό Σωκράτης ή ό Καλλίας ( γιά νά παραφράσουμε τόν 'Αριστοτέλη). Ένας άριθμός βιολογικών όρων ήταν άναγκαϊος γι'αύτά: Αισθητήρια όργανα (γιά νά έπικοινωνεΐμέ τό περιβάλλον ). Νευρικό σύστημα γιά τή μεταβίβαση τών σημάτων. 'Αρκετά άνεπτυγμένος έγκέφαλος γιά τήν έπεξεργασία τών σημάτων. Όροι άναγκαΐοι, άλλά όχι έπαρκεΐς. Έπειδή ή νόηση καί ή γλώσσα δέν είναι καθαρά, άκοινωνικά, φυσικά φαινόμενα. Είναι κοινωνικά φαινόμενα τά όποια προϋποθέτουν τό φυσιολογικό καί ταυτόχρονα τό υπερβαίνουν. Ή λέξη είναι φορέας σημασιών. Ό π ω ς γράφει ό Λυσιέν Σέβ « είναι φορέας σημασιών κοινωνικά άντικειμενικών καί ταυτόχρονα ψυχολογικά μεταβλητών ». Ή έμφάνιση όντων ικανών γιά σκέψη δέν ήταν τυχαία. ΤΗταν συνέπεια τής μακράς διαδρομής τής φυλογένεσης. Τό γενετικό πρόγραμμα τοΰ άνθρώπου τοΰ έξασφαλίζει τή δυνατότητα τής γλώσσας. Τοΰ δίδει τή δυνατότητα νά μαθαίνει, νά κατανοεί, νά μιλά οποιαδήποτε γλώσσα. 'Αλλά γιά νά πραγματοποιηθεί αύτή ή δυνατότητα ήταν άναγκαΐο Ινα εύνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον.61 Υπάρχει συνεπώς κάτι τό ένδογενές : μιά ένδογενης δυναμικότητα. Κατά τόν Μάρξ, όταν λέμε ότι όρισμένες μορφές συμπεριφοράς, όπου ή όμιλία, ή συνείδηση, κλπ., είναι ειδικά ένδογενεΐς στόν άνθρωπο, έννοοΰμε άκριβώς τΙς ιδιομορφίες πού διαμορφώθηκαν φυλογενετικά κατά τήν πορεία τής έξέλιξης τοΰ άνθρώπου ώς είδους « άνθρωπος », ώς άνθρώπινο γένος.62 Ή νόηση, συνεπώς, ώς δυνατότητα τής ΰλης. Πώς όμως μπορούμε νά τήν ορίσουμε ; Ό Βαλλόν είχε όρίσει τή σκέψη ώς λεκτική καί θεωρητική νοημοσύνη : Ό όρος σκέψη ( νόηση, pensée ) άπο-
304
εβδομο
κεφαλαιο
δίδεται σέ μια νέα μορφή νοημοσύνης κατά τήν έξέλιξη τών ειδών καί κατά τήν ιστορία τού παιδιού. Ή νοημοσύνη, οριζόμενη μ'αύτόν τόν τρόπο, έμπεριέχεται κατά τόν Βαλλόν στή γραμμή έξέλιξης τών ζώων, άκόμα καί στίς πιό στοιχειώδεις άντιδράσεις της ζωής. Δέν υπάρχει συνεπώς όντολογική ρήξη άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στά άνώτερα ζώα, ώς πρός τήν έμφάνιση τής νοημοσύνης. Υπάρχει Ινας ιστορικός δεσμός, συνέχεια καί ποιοτικό άλμα : Τά ζώα δέν Ιφτασαν μέχρι τήν έννοιακή σκέψη. Ό Βαλλόν, όπως σημειώνει ό Ζαζό, μελέτησε έπί μακρόν τόν πρωταρχικό ρόλο τής συναισθηματικότητας στήν έμφάνιση τών γνωσιακών λειτουργιών, τό πολυσύνθετο παιχνίδι τών αισθημάτων αγάπης καί μίσους, έχθρότητας καί θαυμασμού, κατά τή διαμόρφωση της ήθικής καί πνευματικής προσωπικότητας.63 Ό Βαλλόν συνεπώς άναζήτησε τίς ρίζες τής έμφάνισης τής νόησης στίς σχέσεις τού παιδιού μέ τό περιβάλλον του. Στήν ίδια γραμμή σκέψης ό Λούκατς Ιγραφε ότι ή νοημοσύνη δέν είναι βιολογικό έπιφαινόμενο καί ότι άποτελεΐ τήν ούσιαστική καί ένεργό στιγμή τού κοινωνικού είναι, ώς άντικειμενικό οντολογικό γεγονός.64 Τό κοινωνικό στόν άνθρωπο, Ιγραφε ό Βαλλόν, είναι συνουσιαστικό μέ τόν οργανισμό. Τό βιολογικό καί τό κοινωνικό είναι οί δύο προϋποθέσεις τής νόησης. Κάθε δεξιοτεχνία ή λειτουργία είναι τό προϊόν κάποιου δεδομένου όργάνου. 'Αλλά ό Λεόντιεφ θέτει τό έρώτημα : Πώς νά συμφιλιώσουμε τήν ίδέα ότι οί άνώτερες ψυχικές λειτουργίες τοΰ άνθρώπου Ιχουν Ινα μορφοφυσιολογικό θεμέλιο, μέ τόν ισχυρισμό ότι οί λειτουργίες αύτές δέν σταθεροποιούνται μορφολογικά καί μεταδίδονται μόνο μέ τήν κοινωνική κληρονομικότητα ; Ή απάντηση τοΰ Λεόντιεφ είναι ή άκόλουθη : « Ταυτόχρονα μέ τή διαμόρφωση τών άνώτερων ψυχικών διαδικασιών στό παιδί, πού είναι ειδικά άνθρώπινες, έμφανίζονται έπίσης τά λειτουργικά όργανα τοΰ έγκεφάλου τά όποια τίς πραγματοποιούν, δηλαδή οί συσχετίσεις ή σταθερά συστήματα άντανακλαστικών, τά όποια έπιτρέπουν τήν έκτέλεση καθορισμένων πράξεων »,65 Κατά συνέπεια : Ένότητα τοΰ σωματικού καί τοϋ ψυχικού ώς συνέπεια τής έξέλιξης στό χρόνο. 'Αλλά ή νοημοσύνη τού παιδιού
η υλη και τ ο
ιινευμα
3°5
δέν είναι φαινόμενο χωρίς προϊστορία. Οί άπαρχές της βρίσκονται σέ έκδηλώσεις παρόμοιες μέ έκεΐνες πού έχουν παρατηρηθεί στά ζωικά είδη τά πιό κοντινά στόν άνθρωπο. 'Ορισμένοι συγγραφείς μάλιστα θέλησαν νά βροΰν στά συγκεκριμένα εϊδη αύτό πού όνόμασαν έποχή τοϋ χιμπατζή.06 Ή νοημοσύνη, στίς πρώτες μορφές της, ύπάρχει καί στά ζώα. Αύτή ή υποτυπώδης σκέψη διακρίνεται τόσο άπό τά ένστικτα 6σο καί άπό τή νόηση. Μιά ούσιαστική διαφορά, κατά τόν Ζαζό, διακρίνει τήν πρακτική νοημοσύνη, ή, ορθότερα, τήν καταστασιακή νοημοσύνη ( intelligence des situations ) άπό τή θεωρητική νόηση. Ή καταστατική, ή πρακτική, ή αίσθησιοκινητική νοημοσύνη, είναι μιά πλαστική εποπτεία, κατά τήν παρούσα στιγμή. « Ή καθαρά θετική όψη τών μελετών πού άπό τό τέλος τού περασμένου αιώνα άφιερώθηκαν στήν πρακτική νοημοσύνη τού ζώου καί τοΰ παιδιοΰ », σημειώνει ό Ζαζό, « συνίσταται στό ότι εγκαινίασαν μιά πραγματική γενετική προοπτική, στό ότι άπάλλαξαν τήν ψυχολογία άπό τίς ένδοσκοπικές αύταπάτες καί έτσι επανατοποθέτησαν τήν πράξη πρίν άπό τή σκέψη, τό Είναι πρίν άπό τή συνείδηση. Ή θεωρητική νόηση, άντίθετα, άποτελεϊ τό μέσον γιά νά διαφύγουμε στήν τωρινή κατάσταση πραγμάτων, νά υποκαταστήσουμε τήν έποπτεία τοΰ κόσμου μέ τήν παράστασή του, μέ τό άντίγραφό του ».67 Ά ς επιχειρήσουμε τώρα νά έπισημάνουμε τά στάδια τής άνάπτυξης τής νοημοσύνης καί τής νόησης στό παιδί. Τό δρομολόγιό της είναι μιά έπιβεβαίωση τής υλιστικής θέσης έναντίον τοΰ δυϊσμού ψυχής καί σώματος, καθώς καί έναντίον τών άντιλήψεων γιά τήν ΰπαρξη έμφυτων ίδεών. Ή έπιχειρηματολογία μου θά βασιστεί κυρίως στίς έργασίες τοΰ Λεόντιεφ, τοΰ Πιαζέ, τοΰ Βαλλόν, τού Λ. Βυγκότσκι ( 1896-1934 ) καί τοΰ Ζαζό. Ή πρώτη έπαφή τοΰ παιδιού μέ τά πράγματα, κατά τόν Βαλλόν, είναι καθαρά συγκινησιακή καί οί διάφορες έντυπώσεις τίς όποιες ύφίσταται προστίθενται στίς οργανικές. Σέ δ,τι άφορά τίς σχέσεις τού παιδιοΰ μέ τό οικογενειακό περιβάλλον, γράφει ό Βαλλόν, τό παιδί βρίσκεται υπό τήν πίεση άναγκών τίς όποιες άδυνατεΐ νά ικανοποιήσει μόνο του. "Ετσι, οί πρώτες σχέσεις του δέν
3θ6
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
είναι μέ τά πράγματα, άλλα μέ τά πρόσωπα τών οποίων τήν παρέμβαση μαθαίνει γρήγορα νά προκαλεί μέ τις συναισθηματικές έκδηλώσεις του. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει χάσμα άνάμεσα στό κοινωνικό καί τό άτομικό. Τό άτομο είναι κοινωνικό δν, 6χι λόγω έξωτερικών συμπτώσεων, άλλά άπό μιά έσωτερική αναγκαιότητα. Είναι γενετικά κοινωνικό δν. Τό παιδί, άπό τή γέννησή του, είναι Ôv βιολογικό κα! ταυτόχρονα κοινωνικό. Όμως, μέσα άπό ποιές διαδρομές τό παιδί φτάνει στήν άντίληψη, στήν παράσταση κα! στήν άφομοίωση τών συνθηκών της ζωής του ; Κατά τούς πρώτους μήνες τής ύπαρξής του, τό πρωταρχικό σύμπαν τοΰ παιδιοΰ, είναι κατά τόν Πιαζέ ένα σύμπαν χωρίς άντικείμενα, άποτελούμενο άπό άντιληπτικούς πίνακες οί όποιοι έμφανίζονται καί έξαφανίζονται μέ έπαναρρόφηση ( résorption ) : Τό παιδί δέν αναζητά ένα άντικείμενο άπό τή στιγμή πού θά κρυφτεί μέ ένα παραπέτασμα. Μόνο πρός τό τέλος τοΰ πρώτου έτους τό παιδί άναζητά χωρίς δισταγμό τό άντικείμενο, στό σημείο δπου είχε έξαφανιστεΐ γιά τελευταία φορά : Ή μονιμότητα τοΰ άντικειμένου συνδέεται έκ τοΰ πλησίον μέ τόν έντοπισμό του στό χώρο. 'Εντούτοις, αύτή ή μονιμότητα δέν άντιστοιχεϊ, κατά τόν Πιαζέ, σέ τίποτα τό έμφυτο. Κατά τό πρώτο έτος, τό παιδί δέν μαρτυρεί κάποια παράσταση. Ή συμπεριφορά του είναι άποκλειστικά αίσθησιοκινητική. Ό Πιαζέ άναφέρεται στήν άποψη τοΰ Βαλλόν, κατά τήν όποία πρόκειται άπλώς γιά « intelligence des situations » ( καταστασιακή νοημοσύνη ). Μόνο κατά τό δεύτερο έτος καί κυρίως κατά τό δεύτερο μισό του, υποστηρίζει ό Πιαζέ, βλέπουμε νά έκδηλώνεται έκεινο τό συμβάν πού έχει κεφαλαιώδη σημασία γιά τήν άνθρώπινη νόηση, δηλαδή ή γέννηση τής παράστασης, ή όποία έπιτρέπει στή νοημοσύνη ( intelligence ) νά έσωτερικευτεΐ ώς καθαυτό νόηση ( pensée ). Ή δραστηριότητα τοΰ παιδιού πραγματοποιείται στό χώρο καί στό χρόνο. Οί τοπολογικές καί οί άλγεβρικές σχέσεις βιώνονται, άλλά, προφανώς, δέν άνάγονται στό έπίπεδο τής έννοιακής σκέψης. Ή όμάδα μετατοπίσεων γίνεται άναγκαία μέ τήν προοδευ-
η υλη και τ ο
ιινευμα
307
τική οργάνωση τών δράσεων. Όμως 6χι προκαταβολικά, καί συνεπώς δέν άποτελεΐ προεμπειρική μορφή. Τό παιδί καταλήγει νά άφομοιώνει τούς όρους τής ΰπαρξής του. Οί μπιχεϊβιοριστές, γράφει ό Πιαζέ, άξιοποίησαν κυρίως τήν έννοια τής συσχέτισης ( association ). Εντούτοις αύτή ή έννοια άναφέρεται μόνο σέ έναν έξωτερικό σύνδεσμο άνάμεσα στά συσχετιζόμενα στοιχειά. Κατά τόν Πιαζέ, ή έννοια τής àφομοίωσης ( assimilation), άντίθετα, συνεπάγεται τήν έννοια τής ενσωμάτωσης τών δεδομένων σέ μιά προηγούμενη δομή, ή στή σύσταση μιάς νέας. Μέ τή δράση στό περιβάλλον, καί άμοιβαΐά, τό παιδί καταλήγει νά έξαγάγει σχέσεις τάξης, εγκιβωτισμού κλπ. Ή αφαίρεση προσανατολίζεται τώρα σ'αύτό πού ό Πιαζέ όνομάζει άντανακλαστική άφαίρεση ( abstraction réfléchissante ). Οί πρώτες μορφές γενικών συντονισμών βρίσκονται στή βάση τών λογικο-μαθηματικών δομών. 'Επίσης, στό σημείο άφετηρίας τών αΐτιακών δομών βρίσκεται ή χωροχρονική, κινηματική ή δυναμική οργάνωση. Ή σύσταση τής ομάδας μετατοπίσεων επιτρέπει νά άποδώσουμε στά άντικείμενα καθορισμένες διαδοχικές θέσεις. Τό άντικείμενο άποκτα μ' αύτόν τόν τρόπο μιά κάποια χωροχρονική μονιμότητα άπ'όπου, κατά τόν Πιαζέ, ή δόμηση καί ή άντικειμενοποίηση τών αίτιακών σχέσεων. Οί σχέσεις αύτές, συνεπώς, δέν είναι προεμπειρικές. Ή έννοια τής προσαρμογής, έπίσης κατά τόν Λεόντιεφ, δέν σημαίνει αύτό πού είναι ούσιαστικό στήν ψυχική άνάπτυξη τοΰ παιδιοΰ. Τό παιδί δέν προσαρμόζεται στόν κόσμο τών άντικειμένων καί τών άνθρώπινων φαινομένων πού τό περιβάλλουν. Τόν κάνει δικό του, δηλαδή τόν ιδιοποιείται. Κατά τόν Λεόντιεφ ύπάρχει ούσιαστική διαφορά άνάμεσα στήν προσαρμογή καί στήν ιδιοποίηση. Ή βιολογική προσαρμογή είναι μιά διαδικασία τροποποίησης τών ειδικών ιδιοτήτων καί χαρακτήρων τοΰ υποκειμένου καί τής έμφυτης συμπεριφοράς του, τροποποίηση πού προκλήθηκε άπό τίς άπαιτήσεις τοΰ περιβάλλοντος. Ή ιδιοποίηση είναι μιά διαδικασία ή όποία έχει ώς άποτέλεσμα τήν άναπαραγωγή άπό τό άτομο τών χαρακτήρων, τών ιδιοτήτων καί τών τρόπων άνθρώπινης συμπεριφοράς πού διαμορφώθηκαν ιστορικά.
308
εβδομο
κεφαλαιο
Τό παιδί, γράφει ό Λεόντιεφ, δέν είναι μόνο « τοποθετημένο » στόν κόσμο. Γιά νά ζήσει, πρέπει νά άντιδρά κατάλληλα μέσα στόν κόσμο. 'Αλλά αύτό δέν είναι παρά μόνον ένας όρος τής ειδικής διαδικασίας άφομοίωσης, ιδιοποίησης ή άπόκτησης. Ό άλλος όρος είναι οί σχέσεις μέ τόν κόσμο τών άνθρώπινων άντικειμένων νά διαμεσολαβοννται άπό τίς σχέσεις του μέ τούς άνθρώπους. Τό παιδί δέν ρίχνεται στόν κόσμο τών άνθρώπων. Εισάγεται σ' αύτόν τόν κόσμο άπό τούς άνθρώπους οί όποιοι τό περιβάλλουν καί τό οδηγούν μέσα στόν κόσμο. Εκείνο πού στά ζώα προκύπτει άπό τή βιολογική κληρονομιά, στόν άνθρωπο προκύπτει άπό μιά άφομοίωση, δηλαδή άπό μιά διαδικασία άνθρωποποίησης τοϋ ψυχισμού τοϋ παιδιού. Τό παιδί, όπως έλεγε ό Βαλλόν μέ βάση τίς δικές του παρατηρήσεις, είναι 0ν γενετικά καί βιολογικά κοινωνικό. Ή άνάπτυξη τοΰ ψυχισμού του καί τής νοημοσύνης του, ή όποία δέν είναι μόνο άφομοίωση άλλά καί διάκριση, όπως καί διαφοροποίηση, προϋποθέτει τό κοινωνικό περιβάλλον. Καί ή έμφάνιση τής νόησης προϋποθέτει τό σχηματισμό τοΰ ύλικοΰ φορέα της. Κατά τόν Βαλλόν, ή έμφάνιση τών πεδίων τοΰ έγκεφάλου, όπως τής γλώσσας, προϋποθέτει τήν κοινωνία, όπως οί πνεύμονες προϋποθέτουν τήν άτμόσφαιρα. Ή έμφάνιση τής γλώσσας καί τής νόησης δέν είναι άποτέλεσμα τής ΰπαρξης έμφυτων ιδεών, ούτε τύπων τής έποπτείας καί a priori κατηγοριών, ούτε δωρεά άπό κάποιο υπερβατικό 6ν. Ή έμφάνιση τής νόησης καί τής γλώσσας άποτελεΐ « άλμα » : μιά νέα πραγματικότητα στόν κόσμο τοΰ παιδιού. "Οπως σημειώνει ό Ζαζό, στόν Πιαζέ, όπως καί στόν Βαλλόν, ή έξέλιξη τής νοημοσύνης δέν νοείται ώς άπλή αύξηση. Καί ό ένας καί ό άλλος δέχονται τήν ύπαρξη σταδίων, δηλαδή, συνολικά ποιοτικών άλλαγών. Άπό τήν αίσθησιοκινητική νοημοσύνη στή λογική, άπό τήν πράξη στή νόηση. Καί γιά τούς δύο πρόκειται γιά μιά ιστορία πού συγκροτείται άπό μετασχηματισμούς, άναδιοργανώσεις καί άναδύσεις. Ό Ζαζό σημειώνει στή συνέχεια ότι κατά τή διανοητική άνά-
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
3°9
πτύξη τοϋ παιδιοΰ ύπάρχει, σύμφωνα μέ τόν Πιαζέ, όμοιογένεια καί άνομοιογένεια. Εκείνο τό όποιο άλλάζει είναι οί δομές, οί όποιες κλιμακώνονται καί ή έμφάνισή τους έξαρτάται άπό τίς νευρολογικές συνθήκες καί τούς δρους τοΰ περιβάλλοντος. Εκείνο τό όποϊο δέν μεταβάλλεται είναι ή θεμελιώδης λειτουργία τής προσαρμογής, μέ τό άδιάκοπο παιχνίδι τής άφομοίωσης καί τής προσαρμογής. Τό θεμελιώδες πρόβλημα της διανοητικής έξέλιξης, γράφει ό Ζαζό, είναι τό πρόβλημα της δυαδικότητας καί τής διαδοχής τών δύο μορφών νοημοσύνης: τής αίσθησιοκινητικής καί τής θεωρητικής. Ή νοημοσύνη, σημειώνει ό Ζαζό, έμφανίζεται πρίν άπό τή γλώσσα, πού δέν άπαιτεΐ τά κριτήρια τής κρίσης καί τών μέσων ένδοσκόπησης γιά νά οριστεί. Δέν ύπάρχει κατά συνέπεια τομή, όντολογικό άλμα, άνάμεσα στά ζώα καί στόν άνθρωπο άναφορικά μέ τό φαινόμενο τής νόησης. Υπάρχει ποιοτική διαφορά, γνωσιοθεωρητικό « άλμα », δχι δμως δυϊσμός σώματος καί πνεύματος. Τό ζώο, κατά τόν Βυγκότσκι, μπορεί νά άφομοιώσει ορισμένες λέξεις τής άνθρώπινης γλώσσας, καί νά τίς χρησιμοποιήσει σέ κατάλληλες συνθήκες. Τό παιδί, στό άρχικό στάδιο τής νόησής του, άφομοιώνει έπίσης ορισμένες λέξεις οί όποιες δμως είναι γι'αύτό έξαρτημένα έρεθίσματα, ή υποκατάστατα άντικειμένων, προσώπων, δράσεων, καταστάσεων, έπιθυμιών. Εντούτοις, σ' αύτό τό στάδιο τό παιδί δέν γνωρίζει παρά μόνο τίς λέξεις πού τού έχει δώσει τό περιβάλλον του. Στή συνέχεια, γράφει ό Βυγκότσκι, ή κατάσταση γίνεται θεμελιακά διαφορετική. «Όταν βλέπει ένα νέο άντικείμενο, τό παιδί ρωτά πώς όνομάζεται. Τό ίδιο τό παιδί έχει άνάγκη άπό τή λέξη, καί προσπαθεί ένεργά νά έξουσιάζει τό σημείο πού συνδέεται μέ τό άντικείμενο. Ή γλώσσα βρίσκεται τώρα στή διανοητική φάση τής άνάπτυξής της. Τό παιδί άνακαλύπτει, κατά κάποιον τρόπο, τή συμβολική λειτουργία τής γλώσσας. Στήν πρώιμη ήλικία, κατά τόν Βυγκότσκι, περίπου στά δύο χρόνια, οί γραμμές άνάπτυξης τής νόησης καί τής γλώσσας, χωρισμένες ώς τότε, συνδέονται, συμπίπτουν. Έτσι γεννιέται μιά έντελώς νέα συμπεριφορά, χαρακτηριστική τοΰ άνθρώ-
310
εβδομο
κεφαλαιο
Mè τήν έμφάνιση της γλώσσας καί της συμβολικής σκέψης, γράφει ό Daniel Stern, τα παιδιά κατέχουν ήδη τά μέσα για νά παραμορφώσουν καί νά ύπερβοϋν τήν πραγματικότητα. Τώρα μπορούν νά ύπερβοϋν τήν πραγματικότητα για τό καλό καί για τό κακό.69 Ή ιδεολογία, ώς άνεστραμμένη, φανταστική άντανάκλαση τής πραγματικότητας, γίνεται μιά άπό τΙς δυνατότητες τοΰ « πνεύματος ». Έτσι ό άνθρωπος οίκησε τό σύμπαν του μέ φανταστικά δντα : θεούς, δαίμονες, νεράιδες, κλπ., ιδεολογική άντανάκλαση τής καθημερινής του πραγματικότητας. Ό Ξενοφάνης, ιδρυτής τής σχολής τής 'Ελέας, ήταν Ινας άπό τούς πρώτους πού έξήγησαν τή « γέννηση » τών θεών. Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι δτι ή προέλευση τής νόησης είναι Ινα ένδοκοσμικό φαινόμενο. Ή θέση δτι ή νόηση, τό « πνεύμα », είναι δυναμικότητα της ύλης ή όποία πραγματώθηκε στίς κατάλληλες συνθήκες τοΰ πλανήτη μας είναι έπιστημονικά θεμελιωμένη. Καί είναι έντελώς διαφορετικό νά δέχεται κανείς τήν ύπαρξη ένδογενών δυναμικοτήτων τοΰ έγκεφάλου άπό τό νά δέχεται τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών. Οί σχέσεις άνάμεσα στά πράγματα καί τίς έννοιες είναι σήμερα καθαρές. Τό « πράγμα », τό άντικείμενο, υπάρχει άνεξάρτητα άπό τό ύποκείμενο. Ή νόηση « άντανακλά » έναν άριθμό στοιχείων πραγματικότητας, σχέσεων, κλπ., τοΰ άντικειμένου καί συγκρατεί μιά « εικόνα », μιά μεταγραφή, έναν υποκειμενικό μορφισμό αύτοΰ πού είναι έξωτερικό ώς πρός αύτήν. 'Αλλά θά πρέπει νά έπιμείνουμε στίς σχέσεις άνάμεσα στά πράγματα καί τΙς έννοιες καί ειδικότερα στή γενεαλογία τους. Έπειδή ή έννοιακή σκέψη δέν συγκροτήθηκε μέ κάποια μηχανιστική υπέρβαση τής αΐσθησιοκινητικής νοημοσύνης καί τής παράστασης. Ή άνίχνευση τοΰ δρομολογίου είναι ένα πρόσθετο έπιχείρημα υπέρ τοΰ ένδοκοσμικοΰ χαρακτήρα της, καθώς καί τής διαλεκτικής ανάπτυξης της. Ό Βυγκότσκι μιλάει γιά καθημερινές εννοιες, τίς όποιες τό παιδί διαμορφώνει αύθόρμητα, μέ άφετηρία τή συγκεκριμένη έμπειρία του. Δέν πρόκειται, προφανώς, γιά έπιστημονικές έννοιες. Τό
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
311
παιδί γνωρίζει ήδη τά πράγματα γιά τά όποια γίνεται λόγος. Κατέχει τήν έννοια τοϋ άντικειμένου. 'Αλλά αύτό πού άντιπροσωπεύει αύτή καθεαυτήν ή έννοια παραμένει άκόμα άσαφές.,0 Οί καθημερινές έννοιες, γράφει ό Βυγκότσκι, μεταφράζουν συνολικά τό έπίπεδο πραγματικής άνάπτυξης τοΰ παιδιοΰ, οί έπιστημονικές έννοιες, τό δυνάμει έπίπεδό του, « τή ζώνη τής άνάπτυξής » του. Ό Βυγκότσκι μιλάει έπίσης γιά ύπαρξη ψενδοεννοιών, οί όποιες δέν είναι άποκλειστικό προνόμιο τοΰ παιδιοΰ. Στήν καθημερινή ζωή ή νόησή μας λειτουργεί έπίσης πολύ συχνά μέ ψευδοέννοιες.71 Ό Βυγκότσκι δέχεται, άκόμη, τήν ύπαρξη προεννοιών ( préconcepts ). « Ή προέννοια », γράφει, « είναι άφαίρεση τοΰ άριθμοΰ άποσπασμένη άπό τό άντικείμενο καί, θεμελιωμένη σ'αύτή τήν άφαίρεση, γενίκευση τών αριθμητικών ιδιοτήτων τοΰ άντικειμένου ».72 Δέχεται, τέλος, τήν ύπαρξη έμπειρικών έννοιών, πρώτη γενίκευση τής πράξης, ή όποία δέν υψώνεται στό καθεστώς τής έπιστημονικής έννοιας. Υπάρχει συνεπώς μιά γενεαλογία, ένα δρομολόγιο περάσματος άπό τίς καθημερινές έννοιες, κλπ., στις κυριολεκτικά έπιστημονικές. 'Αλλά πώς πραγματοποιείται αύτό τό πέρασμα ; Άπό τήν άποψη τής διαλεκτικής λογικής, γράφει ό Βυγκότσκι, οί έννοιες τής καθημερινής γλώσσας μας, δέν είναι έννοιες μέ τήν κυριολεκτική έννοια τοΰ όρου. Εντούτοις παρουσιάζουν ένα μεταβατικό στάδιο άνάμεσα στίς ψευδοέννοιες καί στίς πραγματικές έννοιες. Ό Βυγκότσκι άναφέρεται στίς έρευνες τοΰ Jaensen οί όποιες άποκάλυψαν τήν ύπαρξη, στή σφαίρα της έποπτείας, γενικεύσεις ή έπιμέρους ένοποιήσεις εικόνων, πού κατά κάποιον τρόπο είναι συγκεκριμένα άντίστοιχα τών έννοιών ή τών εποπτικών έννοιών. Τό παιδί τό όποιο χειρίζεται αυθόρμητες έννοιες ( concepts spontanés ) φτάνει σχετικά άργά στό νά τΙς συνειδητοποιήσει, νά τίς ορίσει προφορικά, νά τΙς χρησιμοποιήσει καί νά άποκαταστήσει περίπλοκες λογικές σχέσεις μεταξύ τών έννοιών. '3 Υπάρχει μιά διπλή κίνηση, όπως τή σημειώνει ό Μάρξ : άπό τό συγκεκριμένο στό άφηρημένο καί άντίστροφα. Κατά τόν Μάρξ : «Τό συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο έπειδή είναι ή σύνθεση
312
εβδομο
κεφαλαιο
πολλαπλών καθορισμών, συνεπώς ένότητα μέσα στή διαφορά. Γι'αύτόν τό λόγο έμφανίζεται στή νόηση ώς προϊόν σύνθεσης, ώς άποτέλεσμα, όχι ώς άφετηριακό σημείο, παρόλο πού είναι τό πραγματικό σημείο άφετηρίας, καί παρόμοια, στή συνέχεια, τό άφετηριακό σημείο τής άμεσης όρασης καί τής παράστασης. Ή πρώτη κίνηση άνήγαγε τήν πληρότητα τής παράστασης σέ Ιναν άφηρημένο καθορισμό. Μέ τή δεύτερη κίνηση οί άφηρημένοι καθορισμοί όδηγοϋν στήν άναπαραγωγή τοϋ συγκεκριμένου άπό τό δρόμο τής νόησης [ . . . ] Ή μέθοδος ή όποία συνίσταται στήν άνοδο άπό τό άφηρημένο στό συγκεκριμένο είναι γιά τή νόηση ό τρόπος νά ιδιοποιηθεί τό συγκεκριμένο, νά τό άναπαραγάγει μέ τή μορφή τοΰ νοημένου συγκεκριμένου η.11' Τό παιδί διαμορφώνει αύθόρμητα καθημερινές έννοιες μέ γενίκευση, μέ άφετηρία τό συγκεκριμένο. Φτάνοντας στόν κόσμο τής ένηλικιωμένης σκέψης, συνειδητοποιεί τις ίδιες τίς έννοιες καί όχι μόνο τά άντικείμενα τά όποια άναπαριστοΰν. Κατά τόν Βυγκότσκι : « Μέ άφετηρία τις εικόνες καί τίς συνδέσεις, μέ άφετηρία τίς δυνάμει έννοιες καί στή βάση τής χρησιμοποίησης τής λέξης ώς μέσου γιά τό σχηματισμό τής έννοιας, έμφανίζεται έκείνη ή ειδική, σημαντική μορφή τήν όποία μποροΰμε νά ονομάσουμε έννοια μέ τήν πραγματική σημασία τής λέξης ». '5 Κάθε έννοια είναι προϊόν άφαίρεσης καί γενίκευσης. Ή πρώτη κίνηση τής νόησης είναι νά συλλάβει τήν έννοια άπομονωμένη. Πρόκειται γιά άφαίρεση. 'Αλλά, όπως σημειώνει ό Βυγκότσκι, ή γενίκευση δέν σημαίνει τίποτε άλλο, άπό τή διατύπωση μιάς άνώτερης έννοιας, ή όποία έγκλείει στό σύστημα γενίκευσής της, ώς ειδική περίπτωση, τή δεδομένη έννοια. "Ετσι συγκροτείται Ινα σύστημα έννοιών. Ένα πλέγμα μέ έκτατικές άλλά καί κάθετες σχέσεις. Τό σύστημα αύτό δέν είναι κλειστό. Είναι άνοικτό στήν έπιστημονική, καί γενικότερα στήν κοινωνική πράξη. Τό όντικό άντίστοιχο τών έπιστημονικών έννοιών είναι, πρίν άπ' όλα, ό ύλικός κόσμος. Τά άντικείμενα καί οί έσωτερικές καί οί άμοιβαΐες σχέσεις. 'Αλλά ύπάρχουν καί έννοιες οί όποιες άντιστοιχοΰν στόν ψυχικό κόσμο τοΰ άνθρώπου καί άλλες οί όποιες
η υλη και τ ο
ιινευμα
3°3
άφοροϋν τίς κοινωνικές πραγματικότητες καί σχέσεις. Υπάρχουν, τέλος, έννοιες οί όποιες δέν άντιστοιχοϋν στήν παράσταση, όπως πολλές έννοιες τών θεμελίων τής θεωρητικής φυσικής καί τής Κοσμολογίας. Απελευθερωμένη άπό τήν άμεση παράσταση, ή νόησή μας μπορεί τώρα νά σκέφτεται τά πράγματα χωρίς τήν παρουσία τους. Έπίσης, χάρη σ'αύτή τήν έλευθερία, μπορεί νά δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο άπό φανταστικά όντα. Τέλος, νά άντιστρέφει τή γενετική σχέση άνάμεσα στά πράγματα καί τίς έννοιες. Ό Πλάτων ήταν Ινας άπό τούς πρώτους, καί ό πιό διάσημος, άπό έκείνους πού πραγματοποίησαν αύτή τήν άντιστροφή. Οί έννοιες άπό τή στιγμή πού θά διατυπωθούν άποκτούν μιά σχετική αύτονομία. Ζούν τή δική τους ζωή στό έσωτερικό τής κοινωνίας, ένώ ύπακούουν σέ μιά έσωτερική δυναμική, σχετικά αύτόνομη. Ή νόηση έλευθερώνεται άπό τή δεσποτεία τών πραγμάτων καί μπορεί νά έπιδοθεΐ μέ μιά πρωτοφανή έλευθερία στήν έπιστήμη, στήν τέχνη καί στή φιλοσοφία. Έτσι μπορεί νά διαμορφώσει, μέ καθαρά τυπικά κριτήρια, λογικές καί μαθηματικές κατασκευές, οί όποιες δέν άντιστοιχοϋν, κατ' άνάγκην στήν πραγματικότητα. Εντούτοις οί ρίζες οποιασδήποτε λογικής καί μαθηματικής κατασκευής βρίσκονται, σέ τελευταία άνάλυση, μέσα στήν πραγματικότητα. Επιπλέον, αύτό πού σήμερα είναι ένα λογικά συνεκτικό οικοδόμημα άλλά χωρίς όντικό άντίκρυσμα, μπορεί αύριο νά είναι ή μορφή μέ τήν όποία θά εκφραστεί ή πραγματικότητα (π.χ., οί χώροι Ρήμαν καί Χίλμπερτ). Έπίσης, οί θεωρίες της Φυσικής οί όποιες γίνονται όλο καί περισσότερο άφηρημένες συνιστούν μιά έμμεση « άντανάκλαση », ή όποία μπορεί νά άντιφάσκει μέ τήν εικόνα τής άμεσης έποπτείας. Ό ρόλος τής έποπτικής άντανάκλασης, τέλος, είναι μηδαμινός στίς κοινωνικές έπιστήμες, όπου τό έργο τοΰ έρευνητή συνίσταται στό νά άνακαλύψει τούς νόμους τοΰ κοινωνικού γίγνεσθαι, οί όποιοι καλύπτονται άπό τήν άπατηλή κοινωνική φαινομενικότητα./6 Ή νόηση μπορεί μέ τούς μηχανισμούς της νά ιδιοποιηθεί τόν κόσμο. Νά διατυπώσει μιά « άντανάκλαση », ή όποία άντιστοιχεΐ σέ ένα σύνολο στοιχείων πραγματικότητας καί σχέσεων. Ή « άντα-
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
νάκλαση » -ό μορφισμός- έχει έπίσης τή γενεαλογία της. Μπορούμε νά μιλάμε για ψυχισμό πού χαρακτηρίζει τά ζώα. Τό πέρασμα στήν άνθρώπινη συνείδηση είναι ή άπαρχή ένός άνώτερου σταδίου ανάπτυξης τοΰ ψυχισμού. « Ή συνειδητή άντανάκλαση », γράφει ό Λεόντιεφ, « διαφορετικά άπό τήν ψυχική άντανάκλαση τών ζώων, είναι ή άντανάκλαση της συγκεκριμένης πραγματικότητας, αποσπασμένης άπό τΙς σχέσεις άνάμεσα σέ αύτή καί τό υποκείμενο, δηλαδή μιά άντανάκλαση ή όποία διακρίνει τΙς σταθερές ιδιότητες της πραγματικότητας [ . . . ] Ή εικόνα της πραγματικότητας στή συνείδηση δέν ταυτίζεται μέ τό βίωμα τοΰ υποκειμένου : τό άνακλώμενο είναι οιονεί " παρόν " στό υποκείμενο ». Κατά συνέπεια ή συνείδηση διακρίνει τήν άντικειμενική πραγματικότητα άπό τήν άντανάκλασή της, δηλαδή άπό τόν κόσμο τών έσωτερικών έντυπώσεων καί έτσι καθιστά έφικτή τήν άνάπτυξη της αύτοπαρατήρησης. " Ή κατηγορία της αντανάκλασης είναι διαλεκτική : Σημαίνει, σέ τελευταία άνάλυση, τήν άποδοχή ένός άντικειμενικοΰ κόσμου, άνεξάρτητου άπό τό υποκείμενο, καί ταυτόχρονα τή δυνατότητα τοΰ ύποκειμένου νά φτάσει σέ μιά γνώση αύτοΰ τοΰ κόσμου, ιστορικά καθορισμένη, δηλαδή άντικειμενική καί ταυτόχρονα σχετική. Παρά ταύτα, θεωρήθηκε συχνά 6τι οί λέξεις εικόνα καί άντανάκλαση περιόριζαν τή γνωστική διαδικασία σέ μιά άμεση άντανάκλαση ή εικόνα σ'έναν καθρέφτη. *Ας δοΰμε λοιπόν αύτό τό πρόβλημα. Τό βιβλίο τοΰ Ζάκ Μονό, τό όποιο δημοσιεύτηκε στό Παρίσι τό 1970, έγινε μπέστ-σέλερ, όχι μόνον έξαιτίας της έπιστημονικής άξίας του καί τοΰ κύρους τοΰ συγγραφέα, άλλά καί έξαιτίας της άντιμαρξιστικής θέσης του. "Ετσι, σχετικά μέ τήν κατηγορία της άντανάκλασης, ό Μονό έγραφε: « Ό έξωτερικός κόσμος "άνακλώμενος" άπό τήν άνθρώπινη νόηση: 6λα είναι έκεΤ, πράγματι. Ή λογική της άναστροφής άπαιτεΐ προφανώς νά είναι ή άντανάκλαση κάτι πολύ περισσότερο άπό μιά μετάθεση, περισσότερο ή λιγότερο πιστή τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου. Είναι άπαραίτητο γιά τόν διαλεκτικό υλισμό τό " Ding an sich ", τό πράγμα ή τό φαινόμενο νά φτάνει μέχρι τό έπίπεδο της συνείδησης χωρίς άλλοίωση ή
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
3'5
πτώχευση, χωρίς νά επιχειρείται καμία έπιλογή άνάμεσα στίς ίδιότητές του. Πρέπει ό έξωτερικός κόσμος νά είναι κυριολεκτικά παρών στή συνείδηση, μέ τήν όλότητα τών δομών καί τής κίνησής του [ . . . ] Ή ριζική άξίωση τοϋ " τέλειου καθρέφτη " έξηγεΐ τή λύσσα τών διαλεκτικών ύλιστών νά έκδιώξουν κάθε είδος κριτικής έπιστημολογίας, ή όποία έκτοτε θά χαρακτηριστεί άμεσα ιοεαλιστική η καντιανή ». Δέν άξίζει τόν κόπο νά συζητήσουμε αύτή τήν καρικατούρα τοΰ διαλεκτικού ύλισμοΰ, αύτή τήν άπλοι'κή άντίληψη, προϊόν, σέ τελευταία άνάλυση, πολιτικής έχθρότητας. Πράγματι, ποΰ βρήκαν οί τιμητές τοΰ μαρξισμοΰ αύτή τή « θεωρία », ή όποία είναι περισσότερο άφελής καί άπό τά χειρότερα υποπροϊόντα τοΰ μηχανιστικού ύλισμοΰ ; '8 Ποιά είναι λοιπόν ή σημασία τής κατηγορίας τής άντανάκλασης γιά τούς κλασικούς τοΰ μαρξισμού ; Πολύ πριν άπό τόν Λένιν, ό Μάρξ έγραφε ότι ή έπιστήμη θά ήταν άχρηστη άν τά πράγματα ήταν όπως φαίνονται. Ό Λένιν γνώριζε αύτή τή θέση. Ά ς δοΰμε λοιπόν έναν άπό τούς λενινιστικούς ορισμούς τής άντανάκλασης : « Ή προσέγγιση άπό τήν ( άνθρώπινη ) διάνοια ένός έξατομικευμένου άντικειμένου, ή λήψη ένός άποτυπώματος ( έννοιας ), όετ εϊναι μιά πράξη άπλή, άμεση, νεκρή όπως σέ καθρέφτη, άλλά μιά περίπλοκη διπλή πράξη, σέ ζίγκ ζάγκ, ή όποία περιλαμβάνει τή δυνατότητα φανταστικής πτήσης έξω άπό τή ζωή : καί άκόμα περισσότερο έγγράφει τή δυνατότητα ένός μετασχηματισμού ( ένός μετασχηματισμού τόν όποιο δέν άντιλαμβάνεται ό άνθρωπος, τόν όποιο δέν συνειδητοποιεί ) τής άφηρημένης έννοιας, τής ιδέας, σέ φαντασία ( letzter Instanz = Θεό ). Έπειδή, άκόμα καί στήν πιό άπλή γενίκευση, στήν πιό στοιχειώδη γενική ιδέα ( τό " τραπέζι " ) γενικά, υπάρχει κάποια δόση φαντασίας ». '9 Πού είναι λοιπόν ό « τέλειος καθρέφτης » ; Στό σύντομο χωρίο πού παραθέσαμε ύπάρχει ό πυρήνας μιάς διαλεκτικής, δηλαδή άντιεμπειρικής θεωρίας τής γνώσης. Ά ς έπιμείνουμε στόν Λένιν. Σέ ένα σχόλιο στό δεύτερο βιβλίο τής Λογικής τοΰ Χέγκελ ό Λένιν έγραφε : « Ή ούσία είναι ή άλήθεια τοΰ Είναι ! » Τέτοια είναι
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
ή πρώτη φράση ή όποία φαίνεται βαθιά ιδεαλιστική, μυστικιστική. 'Αλλά άμέσως μετά άρχίζει, άς ποϋμε, νά φυσάει μιά δροσερή αύρα : « Τό Εϊναι είναι τό άμεσο. Θέλοντας νά γνωρίσει τό άληθινό, αύτό πού είναι τό Είναι èv ίαυτω καί δι ίαυτόν, ή γνώση δέν παραμένει στό άμεσο, καί στούς καθορισμούς του, άλλά, άντίθετα, διεισδύει μέσω αύτού, μέ τήν προϋπόθεση ότι πίσω ( ύπογρ. τού Hegel ) τό 0ν αύτό είναι άκόμα κάτι διαφορετικό άπό τό ίδιο τό Είναι καί ότι αύτό τό arrère-fond συνιστά τήν άλήθεια τού Είναι. Ή γνώση αύτή είναι μιά γνώση διαμεσολαβημένη, έπειδή δέν βρίσκεται άμεσα κοντά στήν ούσία καί σ'αύτήν, άλλά άρχίζει άπό Ινα άλλο Είναι, καί πρέπει νά διατρέξει Ιναν προκαταβολικό δρόμο, τό δρόμο τής έξόδου πέρα άπό τό Είναι, ή μάλλον τής εισόδου του στόν έαυτό του ».80 Κατά τόν Λένιν ό εύφυής ιδεαλισμός είναι πιό κοντά στόν εύφυή ύλισμό, άπ' ό,τι ό ήλίθιος υλισμός. Ό Λένιν ήταν λοιπόν έμπειριστής ; Ή λενινιστική άντίληψη τής άντανάκλασης περιλαμβάνει τό σχετικισμό. 'Εντούτοις τόν υπερβαίνει στό έσωτερικό τής διαλεκτικής θεωρίας τής γνώσης. Ή « άντανάκλαση » ( reflet ) δέν είναι ούτε ή άντανάκλαση στή σπηλιά τοΰ Πλάτωνα ούτε ή άμεση άντανάκλαση τοΰ άπλοϊκοΰ ύλισμοΰ. Ή « άντανάκλαση » τής πραγματικότητας στή συνείδηση σχετίζεται μέ τίς συνθήκες, είναι πάντοτε μερική, συχνά άνεστραμμένη καί παραμορφωμένη, άλλά δέν άνάγεται σέ κανέναν άπ' αύτούς τούς όρους. Τελικά, είναι μιά διαδικασία άσυμπτωτική πρός τήν άπόλυτη άλήθεια. Ή πραγματικότητα ώς « όλον » υπερβαίνει τις δυνατότητες τής νόησης.81 Τά αισθητηριακά δεδομένα, συνεπώς, δέν είναι άντίγραφα πού άναπαράγουν τό σύνολο τών ιδιοτήτων, τών στοιχείων πραγματικότητας καί τών σχέσεων τοΰ άντικειμένου. Ό π ω ς Ιχουμε ύπογραμμίσει, τά αισθητηριακά δεδομένα είναι προϊόν έπιλογής, άφαίρεσης, ποιοτικών μετασχηματισμών, λογικομαθηματικών επεξεργασιών, κοινωνικών διαμεσολαβήσεων. Κατά συνέπεια δέν άναπαράγουν παρά μόνον όρισμένες όψεις τού άντικειμένου. Παρά ταύτα, τά αισθητηριακά δεδομένα δέν είναι άπλώς σύμβολα ( συμβατισμός). Δέν ύπάρχει ταυτότητα τοΰ άντικειμένου καί τής
η υ λ η και τ ο
ιινευμα
3'5
« εικόνας » του. Υπάρχει όμως μιά άντιστοιχία, μια σνμμορφη παράσταση τοϋ άντικειμένου στή συνείδηση. Ή παράσταση καί τό άντικείμενο είναι διαφορετικά, καί παρά ταΰτα δέν άνήκουν σέ δύο διαφορετικούς κόσμους : στόν κόσμο τών φαινομένων καί στόν κόσμο τών πραγμάτων καθεαυτά. Έν τέλει, « μιά άληθινή ιδέα όφείλει νά άντιστοιχεΐ στό άντικείμενό της, έπειδή έχουμε άληθινές ιδέες » ( Σπινόζα ). Ή θεωρία τής άντανάκλασης θεμελιώνει ούσιαστικά πέντε θέσεις. Ταυτόχρονα προκύπτει άπ'αύτές τίς θέσεις: 1. Υπάρχει μιά πραγματικότητα άνεξάρτητη άπό τό υποκείμενο (έπιστημονικός ρεαλισμός). Ειδικότερα, μιά πραγματικότητα ή όποία είναι αιτία τού έαυτοΰ της ( ύλισμός ). 2. Ή πραγματικότητα δέν είναι μόνον άνεξάρτητη άπό τό πνεΰμα, άλλά καί χρονολογικά προγενέστερη. 3. Ή πραγματικότητα είναι γνώσιμη. 4. Ή γνώση είναι προϊόν τής διαδικασίας ιδιοποίησης τοΰ πραγματικού. 5. Υπάρχει μιά σχετική αύτονομία της γνώσης, μιά έσωτερική δυναμική της καί κατά συνέπεια ή δυνατότητα τοΰ σφάλματος, τής μυστικοποιημένης συνείδησης καί τοΰ ιδεαλισμού.82 Έχουμε κατακτήσει μιά ιστορικά άντικειμενική γνώση της πραγματικότητας. 'Αλλά δέν είναι ή ένότητα τής συνείδησης αύτή πού καθορίζει τήν ένότητα τής άντίληψης τοΰ κόσμου. Σωστό είναι ακριβώς τό άντίθετο. Ή ένότητα τής συνείδησης έχει ένα άντικειμενικό θεμέλιο. Ένα άντίκρυσμα στόν κόσμο τής ύλης. Ειδικότερα, υπάρχει ένα είδος μορφισμον άνάμεσα στήν έπιστημονική γνώση καί τή φυσική πραγματικότητα. 'Αλλά όπως ήδη σημείωσα, δέν υπάρχει άμφιμονοσήμαντη άπεικόνιση άνάμεσα στά στοιχεία τής πραγματικότητας καί στήν « εικόνα » τους στή συνείδηση. Υπάρχει όμως άντιστοιχία, άποκάλυψη, έμβάθυνση, πρόσβαση στήν ούσία διαμέσου τών φαινομένων.83
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
5. Ή νόηση καί ή γλώσσα Συζητήσαμε στό προηγούμενο τμήμα τήν άνάπτυξη της έννοιακής σκέψης. Θά συζητήσουμε τώρα τό φαινόμενο τής γλώσσας. Ειδικότερα, τΙς σχέσεις άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα, στή γλώσσα καί στήν πραγματικότητα. Υπάρχει μιά προγλωσσιχή ( préverbale ) νόηση. Τά πειράματα τοϋ W. Köhler ( 1887-1963 ), γράφει ό Βυγκότσκι, απέδειξαν δτι Ινα έμβρυο νοημοσύνης ύπάρχει στά ζώα, άνεξάρτητα άπό τήν άνάπτυξη τής γλώσσας καί χωρίς συσχέτιση μέ τήν πρόοδό της. Οί « άνακαλύψεις » τών πιθήκων, ή κατασκευή καί ή χρήση έργαλείων άποτελοΰν τήν πρώτη φάση τής ανάπτυξης τής νόησης, άλλά μιά προγλωσσιχή φάση. Κατά τόν Καϊλερ στά άνθρωποειδή ύπάρχει μιά νοημοσύνη ( intelligence ) παρόμοια μέ τοΰ άνθρώπου, παρά τήν άπουσία γλώσσας, έστω καί έλάχιστα άνθρώπινης. Ό Βυγκότσκι γράφει δτι έκεΐνο πού γι'αύτόν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, είναι ή άνεξαρτησία τής δραστηριότητας τοΰ χιμπατζή άπό τή γλώσσα. Στόν χιμπατζή, γράφει ό Βυγκότσκι, παρατηρείται μιά « γλώσσα » άνεπτυγμένη σέ ένα σχετικά ύψηλό έπίπεδο καί παρόμοια ώς ένα σημείο μέ τοΰ άνθρώπου. 'Αλλά στόν χιμπατζή ή νοημοσύνη λειτουργεί άνεξάρτητα άπό τή « γλώσσα » του. Στόν χιμπατζή δέν ύπάρχει παραστατική γλώσσα, ήχοι, π.χ., οί όποιοι θά μπορούσαν νά έχουν τήν άξία ουσιαστικών.84 Γλώσσα σημαίνει, στήν καθημερινή χρήση, χρησιμοποίηση λέξεων. 'Αλλά ό Βυγκότσκι μιλάει έπίσης γιά έσωτεριχή γλώσσα, « περιορισμένη στόν μέγιστο βαθμό, συμπυκνωμένη, στερεογραφική ». Ή γλώσσα, μέ τήν καθαυτό έννοια, έκφράζεται χρησιμοποιώντας λέξεις : σημεία, τά όποΐα άντιπροσωπεύουν άντικείμενα, ιδιότητες άντικειμένων, αισθήματα, σκέψεις κλπ. Χρησιμοποιεί έπίσης έννοιες άνεξάρτητα άπό τήν παρουσία τών άντικειμένων στά όποια άναφέρονται. Υπάρχει ή προφορική καί ύπάρχει ή γραπτή γλώσσα, ή όποία έχει άναπτυχθεϊ στόν μέγιστο βαθμό, άκόμα πιό όλοκληρωμένη στή μορφή της, άπ' δ,τι ή προφορική γλώσ-
η υλη και τ ο
πνευμα
3'9
« 'Αντίθετης κατεύθυνσης », γράφει ό Βαλλόν, « ή έννοιακή νοημοσύνη ( intelligence discursive ) καί ή καταστασιακή νοημοσύνη ( intélligence des situations ), άν καί λειτουργούν, ή μία στό έπίπεδο τών παραστάσεων καί τών συμβόλων, καί ή άλλη στό αίσθησιοκινητικό έπίπεδο, ή μιά μέ διαδοχικές στιγμές καί ή άλλη μέ τή συνολική σύλληψη καί χρήση τών περιστάσεων, προϋποθέτουν καί οί δύο τήν έποπτεία, σχέσεις οί όποιες έχουν ώς πεδίο τό χώρο »,86 Πώς όμως πραγματοποιείται τό πέρασμα άπό τήν ψυχοκινητική στή νοητική δραστηριότητα ; Πάντοτε κατά τόν Βαλλόν, αύτό τό πέρασμα « φαίνεται νά πραγματοποιείται κατά τή στιγμή όπου ή έννοια τοΰ χώρου, ή όποία παύει νά συγχέεται μέ τό χώρο τών κινήσεών μας καί τοΰ σώματος, μοιάζει νά μετουσιώνεται σέ συστήματα τόπου, έπαφών, θέσεων καί σχέσεων άνεξάρτητων άπό εμάς. Οί βαθμοί αύτής τής μετουσίωσης έκτείνονται άπό τό πιό συγκεκριμένο μέχρι τό πιό άφηρημένο καί βρίσκονται στή βάση τών διαφόρων σχημάτων μέ τή βοήθεια τών οποίων ή νόησή μας μπορεί νά κατατάξει καί νά κατανείμει τίς συγκεκριμένες εικόνες ή τά άφηρημένα σύμβολα πάνω στά όποια γίνεται ικανή νά στοχάζεται μ.87 Συνεπώς : Ό χώρος, τά άντικείμενα στό χώρο, τό παιδί καί οί σχέσεις του μέ τά άντικείμενα καί μέ τούς άνθρώπους μέσα στό χώρο. Άπό τήν καταστασιακή νοημοσύνη στή θεωρητική. Άπό τήν παράσταση στή νόηση, μέ τή βοήθεια συμβόλων. Τό παιδί δέν είναι ένας Ροβινσών Κροΰσος. Ή άνάπτυξη τής σκέψης του, γράφει ό Βυγκότσκι, εξαρτάται άπό τή γλώσσα, άπό τά μέσα τής νόησης καί τήν κοινωνικοπολιτισμική έμπειρία. Ή άνάπτυξη τής έσωτερικής γλώσσας καθορίζεται ούσιαστικά άπό εξωτερικούς παράγοντες. Άλλά ή λογική τοΰ παιδιοΰ, όπως άπέδειξαν οί έρευνες τοΰ Πιαζέ, « είναι άπευθείας συνάρτηση τής κοινωνικοποιημένης γλώσσας του ». Κατά τόν Βυγκότσκι ή νόηση τοΰ παιδιοΰ έξαρτάται άπό τήν άνάπτυξη τής κυριαρχίας τών κοινωνικών μέσων τής σκέψης, δηλαδή έξαρτάται άπό τή γλώσσα.88 Ή νόηση καί ή γλώσσα αναπτύσσονται μέ άμοιβαΐο καθορι-
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
σμό, χάρη στήν οικογενειακή καί τήν κοινωνική ζωή. Άπό τή γέννησή τους, γράφει ό Alex Luria, τά παιδιά βρίσκονται σέ σταθερή άλληλεπίδραση μέ τούς ένηλίκους, οί όποιοι έπιδιώκουν νά τά ένσωματώσουν στόν πολιτισμό τους, στίς ιστορικά συσσωρευμένες σημασίες τους καί στούς τρόπους τής δραστηριότητάς τους. Στήν άρχή οί άπαντήσεις τών παιδιών διέπονται άπό φυσικές διαδικασίες, καί πιό συγκεκριμένα άπό αύτές πού προέρχονται άπό τή βιολογική κληρονομιά τους. Άλλά χάρη στή σταθερή έπικοινωνία μέ τούς ένηλίκους διαμορφώνονται περισσότερο περίπλοκες ψυχολογικές διεργασίες. "Ετσι, διαμέσου αύτης τής έσωτερίκευσης τρόπων άντίδρασης στήν πληροφορία, ιστορικά καί πολιτισμικά όργανωμένων, ή κοινωνική φύση τών άνθρώπων γίνεται έπίσης ή ψυχολογική φύση τους.89 Όμως, παρά τόν άμοιβαΐο καθορισμό τους, ή γλώσσα καί ή νόηση, όπως σημειώνει ό Βυγκότσκι, δέν έξελίσσονται παράλληλα, ούτε μέ τόν ϊδιο ρυθμό. Ή νόηση καί ή γλώσσα έχουν έντελώς διαφορετικές γενετικές ρίζες. Κατά τόν Βυγκότσκι, σέ πολλές περιπτώσεις οί καμπύλες τής άνάπτυξής τους συγκλίνουν καί άποκλίνουν, διασταυρώνονται, σέ ορισμένες περιόδους άπομακρύνονται καί άκολουθούν παράλληλες πορείες, άκόμα συγχέονται κάποια στιγμή καί διαχωρίζονται έκ νέου. Κατά συνέπεια ή σχέση άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα δέν είναι σταθερή κατά τή φυλογενετική άνάπτυξη. Παρακολουθώντας τήν άνάπτυξη τής γλώσσας τού παιδιού διαπιστώνει κανείς ένα προνοησιακό στάδιο. Έπίσης, κατά τήν άνάπτυξη τής νόησης διαπιστώνεται ένα προλεκτικό στάδιο. Μέχρι ένα ορισμένο σημείο οί δύο άναπτύξεις άκολουθούν διαφορετικές, άνεξάρτητες πορείες. Σέ κάποιο σημείο οί δύο πορείες συναντώνται, καί μετά ή σκέψη γίνεται λεκτική καί ή γλώσσα νοηματική. Ό Στέρν, γράφει ό Βυγκότσκι, βλέπει σ' αύτό τήν πιό μεγάλη άνακάλυψη τοΰ παιδιού.90 Υπάρχουν συνεπώς στάδια ανάπτυξης τής γλώσσας καί τής νόησης. Πέρασμα άπό τήν πρακτική στή θεωρητική νοημοσύνη. Διαφορά καί πέρασμα άπό τό ένα στό άλλο. « Ή έμφάνιση τής
η υλη και τ ο
πνευμα
3'9
συμβολικής λειτουργίας », έγραφε ό Ζαζό, « αύτής τής δυνατότητας λειτουργίας μέ καθαρές σημασίες σημαδεύει τό αποφασιστικό σκαλοπάτι άνάμεσα στήν πρακτική καί τή θεωρητική νοημοσύνη ». Τό σκαλοπάτι αύτό χωρίζει ριζικά τόν άνθρωπο άπό τά άλλα ζωικά ειδη.91 Ό Μαρξ καί ό Ένγκελς έγραφαν δτι μπορεί κανείς νά διακρίνει τούς άνθρώπους άπό τά ζώα άπό τή συνείδηση, τή θρησκεία καί οτιδήποτε άλλο. 'Αλλά οί άνθρωποι άρχίζουν νά διακρίνονται άπό τά ζώα άπό τή στιγμή πού άρχίζουν νά παράγουν τά μέσα τής ύπαρξης τους, δχι προηγουμένως, πράγμα πού είναι συνέπεια τής σωματικής όργάνωσής τους.92 Υπάρχει δπως έχουμε σημειώσει, μιά διαλεκτική σχέση άνάμεσα στό χέρι καί τή νόηση. Άνθρωπογένεση χάρη στήν έργασία καί ταυτόχρονα δυνατότητα γιά έργασία χάρη στή σωματική συγκρότηση τοΰ άνθρώπου καί στήν ύπαρξη μιάς στοιχειώδους νοημοσύνης. Τό χέρι, έγραφε ό Ένγκελς, δέν είναι μόνο τό δργανο τής έργασίας. Είναι έπίσης προϊόν τής έργασίας. Ή έργασία έξασφαλίζει τήν έπιβίωση. Ταυτόχρονα είναι μέσον γιά τήν πρακτική γνώση τοΰ κόσμου. Χάρη στή δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου, γράφει ό Ένγκελς, διαμορφώθηκε ή έννοια της αιτιότητας : ή ίδέα δτι μιά κίνηση είναι ή αιτία μιάς άλλης. Ή μεταμόρφωση τής φύσης είναι τό ούσιαστικότερο καί πιό άμεσο θεμέλιο της νόησης.93 'Αλλά ή μεταμόρφωση τής φύσης προϋποθέτει τή νόηση. Ταυτόχρονα, χάρη στήν έργασία καί γενικότερα τήν κοινωνική ζωή, ό άνθρωπος έγινε « sapiens ». Ό νεοφλοιός είναι ύλικό προϊόν τής κοινωνικής ζωής καί ειδικά της πρακτικής δραστηριότητας. Υπάρχει μιά συγχώνευση τοΰ ιστορικού στοιχείου μέ τό πολιτισμικό. Τά έργαλεΐα τά όποια χρησιμοποιεί ό άνθρωπος, δπως καί ή συμπεριφορά του, γράφει ό Λούρια, δέν γεννήθηκαν έντελώς άνεπτυγμένα άπό τήν κεφαλή τοΰ Θεοΰ. 'Εφευρέθηκαν καί τελειοποιήθηκαν κατά τή διαδρομή τής 'Ιστορίας. Ή γλώσσα είναι ό φορέας τής άνθρώπινης συνείδησης. Πολιτισμικά έργαλεΐα, δπως ή γραφή καί ή άριθμητική, ένίσχυσαν τή δύναμη τοϋ άνθρώπου.94 'Αλλά ή μεταμόρφωση τής συνείδησης δέν έπηρεάζει άμεσα
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
δλες τίς σχέσεις τοϋ άνθρώπου μέ τόν κόσμο. Μέ τήν πρώτη έμφάνιση τής συνείδησης, κατά τόν Λεόντιεφ, ή πραγματικότητα δέν έμφανίζεται στήν όλότητά της κάτω άπό Ινα νέο φώς. « Στήν άρχή, Ινα μεγάλο μέρος τής πραγματικότητας διατηρεί τόν προηγούμενο φωτισμό του, έπειδή οί σημασίες, οί παραστάσεις καί οί ιδέες δέν τροποποιούνται άφ'έαυτών, αύτόματα, άπό τή στιγμή πού έχουν χάσει τό πεδίο τους στίς συνθήκες τής ζωής. Μπορούν νά διατηρούν τή δύναμη τών προκαταλήψεων, καί ένίοτε, μόνο ώς συνέπεια ένός πεισματικού άγώνα καταλήγουν νά χάσουν τό κύρος τους στά μάτια τών άνθρώπων Ή άνάπτυξη τής συνείδησης, συνεπώς, δέν είναι ούτε στιγμιαία οΰτε ολοκληρωμένη. Ή συνείδηση δέν είναι άντίγραφο τής πραγματικότητας. Δέν είναι όμως οΰτε αύθαίρετη εικόνα. Οΰτε μηχανιστική θεωρία τής γνώσης οΰτε ύποκειμενισμός χωρίς όντολογικό θεμέλιο. "Οπως σημειώνει ό Adam Schaff ( 1913-2006 ), ή γλώσσα δέν δημιουργεί μιά εικόνα, μέ τήν αύστηρή έννοια, τής πραγματικότητας καί ή εικόνα δέν είναι άντίγραφο τής πραγματικότητας. Τό « άντίγραφο » περιλαμβάνει πάντοτε ένα υποκειμενικό στοιχείο. Μ'αύτή τήν έννοια, ή γλώσσα δημιουργεί μιά εικόνα τής πραγματικότητας. Ένα άντικειμενικό άντίγραφο τής πραγματικότητας καί μιά υποκειμενική δημιουργία τής εικόνας της κατά τή γνωστική διαδικασία δέν άποκλείονται άμοιβαϊα. 'Αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργώντας μιά μοναδική ολότητα.96 Ή νόηση καί ή γλώσσα είναι κοινωνικά « προϊόντα ». Μέ τή διαμεσολάβηση τής γλώσσας πραγματοποιείται μιά ιστορικά καθορισμένη μεταγραφή τής πραγματικότητας. Εντούτοις, ορισμένες σχολές, όπως οί όπαδοί τοΰ Κάντ, οί θετικιστές, οί όπαδοί τοΰ συμβατισμοΰ, υποστηρίζουν ότι ή γλώσσα δημιουργεί μιά εικόνα, λιγότερο ή περισσότερο υποκειμενική, τής πραγματικότητας. Στήν περίπτωση αύτή ή γλώσσα δέν μάς λέγει τίποτα γιά τά πράγματα καθεαυτά ( Κάντ ), είναι ή συμβολική έκφραση τών έμπειρικών δεδομένων τά όποια άποτελοϋν τή μοναδική νόμιμη πραγματικότητα ( θετικισμός ), τό πρόβλημα τής γλώσσας είναι τυπικό καί όχι πρόβλημα ούσίας, ή γλώσσα είναι σύμβαση κλπ. Γιά τίς σχολές
η υλη και τ ο ι ι ν ε υ μ α
3'5
αύτές ή γλώσσα δέν είναι έκφραση ένός περιεχομένου. Δέν έκφράζει μεγέθη, ποιότητες καί σχέσεις μιας πραγματικότητας άνεξάρτητης άπό τό υποκείμενο. Είναι δημιουργός μιας αύθαίρετης ή συμβατικής κοσμοεικόνας. 'Οριακά, ή γλώσσα θεωρείται δημιουργός τής πραγματικότητας. Ά ς άκούσουμε, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τό θέμα, τόν Βίττγκενσταϊν : Ό κόσμος είναι ή ολότητα τών γεγονότων, όχι τών πραγμάτων. Ό κόσμος είναι τά γεγονότα στό χώρο τής λογικής. Τά άντικείμενα συνιστούν τήν ούσία τοΰ κόσμου. Ή όλότητα τών υπαρκτών καταστάσεων είναι ό κόσμος. Στή συνέχεια ό Βίττγκενσταϊν μιλάει γιά άντικείμενα καί εικόνες άντικειμένων : Ά ν Ινα γεγονός είναι μιά εικόνα, τότε πρέπει νά έχει κάτι άπό κοινού μέ εκείνο τό όποιο παριστάνει : Μιά λογική εικόνα μπορεί νά άναπαριστά τόν κόσμο. Μιά εικόνα άναπαριστα τήν πραγματικότητα άπεικονίζοντας τή δυνατότητα τών ύπαρχουσών καί τών μή ύπαρχουσών καταστάσεων. Ή όλότητα τών άληθινών σκέψεων είναι μιά εικόνα τοΰ κόσμου. Σέ μιά πρόταση τό ούσιαστικό είναι ό άντιπρόσωπος ένός άντικειμένου. Τά άντικείμενα μποροΰν άπλώς νά όνομαστοΰν. Ή πρόταση μπορεί νά πει μόνο πώς είναι τά πράγματα, άλλά όχι τί είναι. Μία πρόταση είναι ένα μοντέλο τής πραγματικότητας, όπως έμεΐς τή φανταζόμαστε. Εντούτοις, τί σημαίνουν οί λέξεις: άντικείμενο, πραγματικότητα, κόσμος, γιά τόν Βίττγκενσταϊν ; 'Ιδού όρισμένες άπό τις θέσεις του : Ή πίστη σέ ένα αίτιακό nexus είναι δεισιδαιμονία. Τά όρια τής γλώσσας μου είναι τά όρια τοΰ κόσμου μου. Αύτό πού σημαίνει ό σολιψισμός είναι έντελώς σωστό, μόνο δέν είναι δυνατόν νά όνομαστεΐ καί έντούτοις έκδηλώνεται. Ό κόσμος είναι ό κόσμος μου. Τό ύποκείμενο δέν άνήκει στόν κόσμο : Είναι μάλλον τό όριο τοΰ κόσμου. Ό σολιψισμός συμπίπτει μέ τόν καθαρό ρεαλισμό, κλπ.97 Οί λογικές άντιφάσεις είναι προφανείς. Ή θετικιστική σκέψη, όπως είχε έπισημάνει ό Λένιν στήν έποχή του, ταλαντεύεται άναπόφευκτα άνάμεσα στό σολιψισμό καί μέσα άπό υπεκφυγές πρός έναν μή ομολογημένο ρεαλισμό. Ή φιλοσοφία τοΰ Βίττγκενσταϊν είναι χαρακτηριστική αύτής τής τάσης. Ή λεγόμενη φιλοσοφία
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
της γλώσσας θέλει να έξαλείψει, καί αύτή, κάθε « μεταφυσική » άναφορά καί περιορίζεται στήν άνάλυση τής γλώσσας. Καί γιά τή φιλοσοφία τής γλώσσας, τά παραδοσιακά προβλήματα τής φιλοσοφίας είναι ψευδοπροβλήματα. Όμως ή άνοικτή συνηγορία υπέρ τοΰ σολιψισμοΰ είναι δύσκολη. Έπειδή δ κόσμος υπάρχει. Είναι μπροστά μας. Υπήρχε πρίν άπό τό σχηματισμό τής Γης καί θά συνεχίσει νά υπάρχει καί μετά τήν έξαφάνιση τών άνθρώπων. Κανείς δέν μπορεί νά άρνηθεΐ άνοικτά τή ρεαλιστική θέση, έξ ού οί υπεκφυγές καί οί σχολαστικές άναλύσεις τοΰ σύγχρονου άντιρεαλισμοΰ. Κατά τό ρεαλισμό, ό κόσμος, ή πραγματικότητα, « άντανακλάται », άναπαρίσταται στή νόηση. Ή γλώσσα, συνεπώς, άντικειμενοποίηση της σκέψης, « αντανακλά » κατ' άρχήν καί μέσα άπό διαμεσολαβήσεις, συχνά ιδεολογικές, τήν πραγματικότητα. Ή « άντανάκλαση », ό μορφισμός τής πραγματικότητας στή νόηση δέν είναι κάποια μηχανική ή φυσικοχημική διαδικασία. Εϊναι τό άποτέλεσμα φαινομένων ποιοτικοΰ μετασχηματισμού καί κοινωνικών διαμεσολαβήσεων. Επομένως, ή « εικόνα » τής πραγματικότητας είναι ιστορικά ή άνθρώπινα άντικειμενική. Τό υποκειμενικό στοιχείο, όπως έχουμε άναλύσει, άφορά τό γεγονός ότι ή έποπτεία δέν μπορεί νά « άντιληφθεΐ » παρά μόνον ένα υποσύνολο άπό τά στοιχεία τής πραγματικότητας, άλλά έπίσης, καί προπαντός, τό γεγονός ότι ή γνώση γίνεται όλο καί περισσότερο μή έποπτική. Τέλος, τό γεγονός ότι ή σκέψη καί ή γλώσσα δέν είναι άπαλλαγμένες άπό ιδεολογικά στοιχεία. Ή γλώσσα, συνεπώς, δέν έκφράζει κάποια άπόλυτη αλήθεια. 'Αλλά, ταυτόχρονα καί έν γένει, δέν δημιουργεί μιά αύθαίρετη εικόνα τής πραγματικότητας. Μέ βάση τά άντικειμενικά δεδομένα της νόησης, ή γλώσσα μπορεί νά δημιουργήσει μιά εικόνα σνμμορφη μέ τή φύση τών πραγμάτων. Ή διαλεκτική τών σχέσεων άνάμεσα στήν πραγματικότητα, τή νόηση καί τή γλώσσα μπορεί, κατ' άρχήν, νά άποφύγει τόσο τήν άφέλεια τοΰ μηχανιστικού υλισμού όσο καί τόν άγνωστικισμό τοΰ θετικισμού καί τής φιλοσοφίας τής γλώσσας.
η υλη
και τ ο
ιινευμα
325
Παράσταση ή εικόνα είναι δημιουργήματα τής 'Ιστορίας. Έπειδή ή γλώσσα δέν είναι σύστημα τυπικών καί άνιστορικών στοιχείων. Οί νέες πραγματικότητες, έπιστημονικές, τεχνολογικές, γενικότερα κοινωνικές, τροποποιούν συχνά τό νόημα τών λέξεων ή συνεπάγονται τή δημιουργία νέων λέξεων για νά εκφραστούν οί νέες πραγματικότητες. Ή γλώσσα ώς όλότητα μεταβάλλεται. Εξελίσσεται, προκειμένου νά εκφράσει μια νέα κοσμοαντίληψη, σύμφωνη μέ τίς νέες πραγματικότητες ή για νά τίς επικαλύψει ιδεολογικά. Οί διαφορετικές γλώσσες είναι συνέπεια διαφορετικών συνθηκών. Οί διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις δέν είναι συνέπεια γλωσσικών διαφορών. 'Αληθινό είναι άκριβώς τό άντίθετο. Πράγματι, ή κοσμοαντίληψη δέν καθορίζεται άπό τήν ιδιομορφία τής γλώσσας, άλλά άπό τό σύνολο τών κοινωνικών συνθηκών τών οποίων είναι τό άποτέλεσμα καί οί όποιες είναι ή αιτία τής έξέλιξής της στό χρόνο. Καί προφανώς ή γλώσσα, άναδραστικά, γίνεται δύναμη γιά τήν κατανόηση καί τό μετασχηματισμό τοΰ κόσμου, ή γιά τήν κοινωνική όπισθοχώρηση. Κοινωνίες διαφορετικές ζοΰν σέ ιδεολογικούς κόσμους λιγότερο ή περισσότερο διαφορετικούς. Εντούτοις οί διαφορετικοί « κόσμοι » τών διαφορετικών λαών ( ό κόσμος, π.χ., τών άρχαίων 'Ελλήνων καί ό κόσμος τών φυλών τών 'Ινδιάνων ) εκφραζόμενοι μέ διαφορετικές γλώσσες δέν είναι αύθαίρετα δημιουργήματα της γλώσσας, άλλά τοΰ συνόλου τών υλικών καί κοινωνικών συνθηκών κάθε λαού. Τό σύνολο τών άντικειμενικών συνθηκών καί ή πολιτισμική κληρονομιά καθορίζουν τή διαμόρφωση μιάς κοσμοαντίληψης ή όποία θά έκφραστεΐ σέ μιά συγκεκριμένη γλώσσα. Ή γλώσσα δέν είναι άπλώς Ινα σύνολο λέξεων. Είναι φορέας ένός πολιτισμικού άποθέματος ιδεών καί σημασιών. Είναι φορέας πολιτισμικού άποθέματος καί ταυτόχρονα μέσον γιά τή δημιουργία νέων ιδεών καί σημασιών. Ή γλώσσα δέν είναι εργαλείο έξωτερικό ώς πρός τή σκέψη. Σκέψη καί γλώσσα είναι άλληλένδετες καί καθορίζονται άμοιβαΐα. Ή νόηση καθορίζει τή γλώσσα. Ταυτόχρονα, τό πολιτισμικό καί τό γλωσσικό άπόθεμα είναι προϋπό-
3'4
εβδομο
κεφαλαιο
θεση της σκέψης καί τήν καθορίζει. Ά ν ύπάρχει μιά σχέση μορφισμοϋ άνάμεσα στή γλώσσα καί στά στοιχεία της πραγματικότητας, ό μορφισμός αύτός δέν είναι μιά στατική σχέση άνάμεσα σέ δύο άκινητοποιημένα σύνολα. Είναι μιά δυναμική, ιστορική καί γενετική σχέση άνάμεσα σέ δύο « κόσμους » οί όποιοι καθορίζονται άμοιβαϊα καί οί όποιοι μεταβάλλονται έξαιτίας τών σχέσεών τους στό έσωτερικό τής κίνησης τής κοινωνίας. Οί ρίζες τής σκέψης καί τής γλώσσας βρίσκονται στις σχέσεις μέ τόν έξωτερικό κόσμο. Ή νόηση καί ή γλώσσα είναι προϊόντα τοΰ φυσικοΰ καί τοΰ κοινωνικού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα είναι δύναμη γιά τήν κατανόηση καί τή μεταμόρφωση τοΰ περιβάλλοντος. Δέν πρόκειται όμως γιά σχέσεις, χωρίς υλικές καί ιδεολογικές διαμεσολαβήσεις. Κατά τόν Βυγκότσκι : « Ή λέξη άναφέρεται πάντοτε όχι σέ Ινα έξατομικευμένο άντικείμενο άλλά σέ μιά όμάδα ή τάξη άντικειμένων. Κάθε λέξη άντιπροσωπεύει συνεπώς μιά λανθάνουσα γενίκευση, κάθε λέξη γενικεύει, καί κάτω άπό τήν ψυχολογική όπτική ή σημασία τής λέξης είναι, πρίν άπ' όλα, γενίκευση. Άλλά ή γενίκευση, όπως είναι εΰκολο νά τό δοΰμε, είναι προπαντός μιά λεκτική πράξη τής σκέψης, ή όποία άντανακλά τήν πραγματικότητα έντελώς διαφορετικά άπό τήν άμεση αίσθηση καί τήν άντίληψη. Τό πέρασμα άπό τή μή σκεπτόμενη ΰλη στήν αίσθηση καθώς καί τό πέρασμα άπό τήν αίσθηση στή νόηση είναι διαλεκτικά περάσματα.98 Οί λέξεις είναι σημεία ( signes ). 'Εντούτοις τά σημεία δέν είναι χωρίς όντικό άντίκρυσμα. "Οπως γράφει ό Β. Βολοσίνοφ ( 18951936 ), κάθε σημείο είναι μιά κατασκευή μεταξύ προσώπων όργανωμένων κοινωνικά μέσα στή διαδικασία τής άλληλεπίδρασής τους. Ή μορφή τών σημείων, κατά συνέπεια, καθορίζεται κυρίως άπό τήν κοινωνική όργάνωση τών μετεχόντων, καθώς καί άπό τΙς άμεσες συνθήκες τών άλληλεπιδράσεών τους. "Οταν οί μορφές μεταβάλλονται, τά σημεία άλλάζουν έπίσης. Καί θά έπρεπε νά είναι ένα άπό τά έργα τής μελέτης τών ιδεολογιών νά σκιαγραφήσουν τήν κοινωνική ζωή τοΰ γλωσσικού σημείου.99 Θά μπορούσαμε νά ποΰμε, καταλήγοντας, ότι δέν είναι τό άφη-
η υλη και τ ο
πνευμα
3'9
ρημένο υποκείμενο τών ιδεαλιστικών όντολογιών αύτό πού γεννάει τό Είναι (τή φύση, τήν ύλη). Ή νόηση άναδύεται ώς δυνατότητα της έμβιας ύλης. Όπως σημειώνει ό 'Υβόν Κινιού, τό Είναι είναι έξωτερικό ώς πρός τή νόηση, έστω καί άν αύτή είναι εσωτερική ώς πρός τό Είναι. Συνεπώς : Διαλεκτική ένότητα καί άντίθεση. Ένότητα, δχι ταυτότητα: « Ή διαλεκτική λογική άπαγορεύει νά συγχέεται ή 44 νοητική διαδικασία " μέ τήν 44 πραγματική διαδικασία, συνεπώς οί λογικές κατηγορίες μέ τΙς όντολογικές " ( Μάρξ ). Ή νοητική διαδικασία, δπως έκφράζεται κατά τήν έκθεση, δέν είναι παρά ή άναπαραγωγή στό στοιχείο της γνώσης, μιάς πραγματικότητας ή όποία παραμένει έξωτερική καί όντολογικά ξένη μέ τήν άνεξαρτησία της έξω άπό τό πνεύμα (Μάρξ). Δέν πρόκειται συνεπώς νά ένδώσουμε στήν ιδεαλιστική πλάνη γιά μιά γέννηση της πραγματικότητας άπό τή νόηση ».100 Ή ένότητα τοΰ κόσμου, έγραφε ό Ένγκελς, συνίσταται στήν ύλικότητά του. Συμβατισμός ή ρεαλισμός ; Τό έρώτημα είχε ήδη τεθεί άπό τόν 'Αριστοτέλη. Ή γλώσσα, γράφει ό Λ. Κουλουμπαρίτσης, « είναι κατά τόν 'Αριστοτέλη θεμελιακά συμβατική ( κατά συνθήκην ), στό βαθμό πού κάθε λέξη δέν είναι φύσει. 'Αλλά, άκριβώς, κατά τή γνώμη μας, ή νέα αύτή γλώσσα τήν όποία εισάγει ό Σταγειρίτης, έχει τό ιδιαίτερο δτι είναι συμβατική στή φωνητική δομή της, ώς πρός τίς λέξεις πού τή συνθέτουν, άλλά φύσει ώς πρός αύτό πού έπιζητεΐ νά άντιπροσωπεύει, ώς πρός τή χρήση γιά τήν όποία προορίζεται. Έπειδή αύτή ή νέα γλώσσα δέν έχει νόημα παρά μόνο έπειδή δημιουργήθηκε γιά μιά άκριβή χρήση : νά έκφράσει δσο περισσότερο είναι δυνατό μιά πραγματικότητα, ορισμένα « πράγματα » [ . . . ], δηλαδή αύτό πού ύπάρχει, τό Είναι, καί δ,τι σχετίζεται μ'αύτό ».1<Μ Θά ήθελα νά τελειώσω αύτό τό κεφάλαιο, παραθέτοντας τά συμπεράσματα τοΰ Βυγκότσκι τά σχετικά μέ τΙς γενετικές ρίζες της σκέψης καί της γλώσσας. « 1.Ή νόηση (pensée, σκέψη) καί ή γλώσσα έχουν διαφορετικές γενετικές ρίζες. 2. Ή άνάπτυξη της νόησης καί ή άνάπτυξη της γλώσσας άκο-
3'4
εβδομο
κεφαλαιο
λουθοϋν διαφορετικές πορείες καί είναι άνεξάρτητες μεταξύ τους. 3. Ή σχέση άνάμεσα στή νόηση καί στή γλώσσα δέν είναι κάποιο μέγεθος, έστω καί λίγο σταθερό, κατά τήν πορεία τής φυλογενετικής άνάπτυξης. 4. Τά άνθρωποειδή μαρτυρούν μιά νοημοσύνη παρόμοια μέ τοΰ άνθρώπου άπό ορισμένες άπόψεις ( φωνητική τής γλώσσας, συγκινησιακή λειτουργία, καί στοιχεία κοινωνικής λειτουργίας τής γλώσσας). 5. Στά άνθρωποειδή δέν είναι όρατή μιά σχέση χαρακτηριστική τοΰ άνθρώπου : Ή στενή σύνδεση άνάμεσα στή σκέψη καί τή γλώσσα. Ή μιά καί ή άλλη δέν συνδέονται άμεσα, έστω καί έλάχιστα, στόν χιμπατζή. 6. Στή φυλογένεση τής νόησης καί τής γλώσσας μπορούμε άναμφισβήτητα νά παρατηρήσουμε μιά προλεκτική φάση κατά τήν άνάπτυξη τής νοημοσύνης καί μιά προδιανοητική κατά τήν άνάπτυξη τής γλώσσας ».102 'Ορισμένα συμπεράσματα : Δέν ύπάρχει τομή, όντολογικό άλμα, άνάμεσα στά ζώα, στά άνθρωποειδή καί στόν άνθρωπο. Δέν ύπάρχει τομή άνάμεσα στή νοημοσύνη τών ζώων καί στήν έννοιακή σκέψη. Πρόκειται γιά διαλεκτικό άλμα τό όποιο πραγματοποιήθηκε χάρη στήν κοινωνική ζωή- προλεκτική φάση κατά τήν άνάπτυξη τής νοημοσύνης καί προνοητική κατά τήν άνάπτυξη τής γλώσσας. Συνεπώς : Διαδικασία συνέχειας, περάσματος καί διαλεκτικό άλμα. Τό « πνεΰμα » είναι « προϊόν » τής 'Ιστορίας. Συνεπώς : Ό φιλοσοφικός καί θρησκευτικός ιδεαλισμός δέν έχουν έπιστημονικό θεμέλιο.
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. Βλ. Yvon Quiniou, Etudes matérialistes sur la morale, Kimé, Παρίσι, 2002, σ. 55 καί έπόμενες. 2. G. Mensching, στό Présences du Matérialisme, I/Harmattan, Παρίσι, 1999, σ. 37.
η υ λ η και τ ο
π ν ε υ μ α
3'9
3. René Descartes, Principes, Vrin, 1971. Τοΰ Ιδίου, Discours de la Méthode, Gamier, 1960. Τοΰ ίδιου. Méditations Métaphysiques, PUF, 1963, σποράδην. 4. Noam Chomsky, Language and the Problem of Knowledge, MIT Press, 1991, σ. 141. 5. Alexei Ν. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., a. 18 καί έπάμενες. 6. A. Léontiev, αντ., βλ. ίλο τό κεφ. 1. 7. Α. Léontiev, αντ., α. 62. 8. Friedrich Engels, Dialectique de la nature, Éditions Sociales, Παρίσι, 1975, σ. 171. 9. A. Léontiev, δ.π., σ. 63. 10. Α. Léontiev, δ.π., σσ. 253-275. 11. DominiqueGrimaud-Hervé, περ. Scienceet Vie, τεΰχος 335, 2006, σ. 46. 12. Henri Wallon, La vie mentale, Editions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 169. 13. D. Grimaud-Hervé, δ.π., σ. 51. 14. Stephen Jay Gould, Darwin el les grandes énigmes de la vie. Seuil, Παρίσι, 1997, σσ. 194-198. 15. Jacques Monod, Le hasard et la nécessité, Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 140. 16. J. Monod, La recherche en biologie moléculaire, Seuil, Παρίσι, 1975, σσ. 45-46. 17. Μάρθα Κούκκου-Lehmann, δμιλία στό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα « Ή άνθρώπινη συμπεριφορά καί ή έννοια τοΰ σύγχρονου ούμανισμοΰ », Δελφοί, 14-17 Ιουνίου 1995. 18. Erwin Schrödinger, L'Esprit et la matière, Seuil, Παρίσι, 1990, σ. 154. 19. D. Grimaud-Hervé, δ.π., a. 50. 20. François Jacob, La logique du vivant, δ.π., a. 337. 21. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π. 22. Lucien Sève, Emergence, complexité et dialectique, Odile Jacob, Παρίσι, 2005, σ. 160. 23. F. Engels, Anti-Duhring, Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ. 66. 24. Henri Atlan, A tort et à raison. Seuil, Παρίσι, 1986, σ. 69. 25. Γιά τή διαλεκτική άνάμεσα στό δυνάμει καί στό ένεργείςι βλ. μεταξύ άλλων Eftichios Bitsakis, " T h e Potential and the Real", στό DemetraSfendoniMentzou ( έπιμ.), Aristotle and Contemporary Science, Peter Lang, Νέα 'Υόρκη, σ. 185. Τοΰ Ιδίου, " Aristotle's Dialectics ", Philosophical Inquiry, Vol. XXVII, άρ. 1-2, 2005, σ. 119. 26. Richard C. Lewontin, Steven Rose, Leon J. Kamin, Nous ne sommes pas programmés, Découverte, Παρίσι, 1985, σ. 71. 27. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., a. 115. 28. René Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 71.
3'4
εβδομο
κεφαλαιο
29. John R. Searle, The Rediscovery of the Mind, δ.π., 1992, σ. 106-117. 30. J. Monod, στό La recherche en biologie moléculaire, δ.π., σ. 44-45. 31. Antonio Gramsci, Gramsci dans le texte. Éditions Sociales, Παρίσι, 1975, σ. 340. 32. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σσ. 321-323. 33. Jean Piaget. Biologie et Connaissance, Gallimard, 1967, a. 305. 34. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 117. 35. J. Piaget, Epistémologiegénétique, PUF, Παρίσι, 1979, σ. 21. 36. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 338. 37. Tran Duc Thao, Phenomenology and Dialectical Matérialism, Reidel, 1986, σ. 145. 38. A. léontiev, ΙΑ· développement du psychisme, δ.π., σ. 211. 39. A. Léontiev, αντ., σσ. 217-221. 40. Α. Léontiev, am., σ. 203. 41. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 247. 42. Α. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 34. 43. J. Piaget, Biologie et Connaissance, δ.π., σ. 343. 44. H. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 197. 45. J. Piaget, Psychologie et Epistémologie, PUF, Παρίσι, 1968, σ. 95. 46. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 130. 47. Για τους διαφορετικούς όρισμούς της παράστασης άπό τόν Piaget, βλ. Antonio M. Battre, Dictionnaire d'Epistémologie Génétique, Reidel, 1966, σσ. 156-157. 48. J. Piaget, στό Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σα. 177,181. 49. R. Zazzo, αντ., σ. 76. 50. J. Piaget, Psychologie et Epistémologie, δ.π., σσ. 21-22. 51. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 77. 52. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 151-152, 256. 53. A. Léontiev, αντ., σ. 270. 54. Ε. Schrödinger, L'esprit et la matière, δ.π., σ. 156. 55. Piaget, Biologie et Connaissance, δ.π., σ. 261. 56. Albert Szent-Györgyi, Εισαγωγή στό Submolecular Biology, Academic Press, Νέα Υόρκη 1960, σ. 127. 57. Karl Marx, Le Capital, Éditions Sociales, Παρίσι, 1975, Βιβλίο lo, to. I, σ. 29. 58. F. Engels, Dialectique de la nature, δ.π., σ. 233. 59. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 119. 60. Α. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., ea. 126 καί 228. 61. F. Jacob, La logique du vivant, δ.π., σ. 338. 62. Παράθεμα άπό Leontiev, δ.π., σ. 150.
η υ λ η και τ ο
πνευμα
3'9
63. Βλ. R. Zazzo, Marxisme et Psychologie, δ.π., σσ. 88-89 64. Βλ. György Lukâcs, The Ontology of Social Being, 2, Marx, Merlin Press, 1978, a. 103. 65. A. I^éontiev, L· développement du psychisme, δ.π., σσ. 316-317. 66. Η. Wallon, Αλ vie mentale, δ.π., σ. 263. 67. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σσ. 74-76. 68. Αύτό τό τμήμα τής παρούσας παραγράφου άποτελεϊ ήμιτελή σύνοψη τών άναλύσεων τών συγγραφέων που έχουν ήδη μνημονευτεί, μαζί μέ τό βιβλίο τοΰ Daniel Stern, The Interpersonal World of the Infant, Basic Books Publ., Νέα'Τόρκη, 1985. 69. Αντ., σ. 182. 70. Lev Vygotski, Pensée et Langage, Éditions Sociales, Παρίσι, 1985, σ. 283. 71. Βλ. πρόλογο τοΰ L. Sève στό βιβλίο τοΰ Vygotski, ειδικότερα σ. 13. Έ π ί σης, αντ., σ. 191. 72. Αντ., σ. 302. 73. Αντ., σσ. 191 καί 283. 74. Κ. Marx, Contribution à la critique de l'économie politique. Éditions Sociales, Παρίσι, 1957, σ. 165. 75. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σ. 206. 76. Βλ. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., κυρίως τήν παράγραφο 10 τής Εισαγωγής. 77. Α. Léonliev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 62-63. 78. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., a. 48. Για μιά κριτική τής « κριτικής » τοΰ Monod, βλ. Ε. Bitsakis, Physique Contemporaine et Matérialisme dialectique, δ.π., σ. 38. 79. Lénine, Cahiers philosophiques, Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ. 356. 80. Αντ., σ. 123. 81. Ε. Bitsakis, Physique et Matérialisme, δ.π., σ. 331. 82. Αντ., σ. 335. 83. Γιά τήν έννοια τής έμβάθυνσης βλ. Ludovico Geymonat, Science et Matérialisme ( έλλ. έκδ. 'Επιστήμη καί ρεαλισμός, μτφρ. Παύλου Χριστοδουλίδη, Δαίδαλος - I. Ζαχαρόπουλος, 'Αθήνα 1987, σποράδην. 84. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σα. 112-116. 85. L. Vygotski, αύτ., σ. 262. 86. Η. Wallon, De l'acte à la pensée, σ. 250, όπως παρατίθεται άπό τόν Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., a. 80. 87. H. Wallon, (( Actes au Congrès International de Psychologie», Παρίσι, 1937. Παρατίθεται άπό τόν Zazzo, αντ., σ. 79. 88. L. Vygotski, Pensée et Ixtngage, δ.π., σ. 141.
3'4
ε β δ ο μ ο
κεφαλαιο
89. Alexander R. Luria, The Making of Mind, Harvard University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1979, σ. 45. 90. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σσ. Ill, 125,128. 91. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 76. 92. Marx-Engels, L'Idéologie allemande. Éditions Sociales, Παρίσι, 1971, σ. 45. 93. F. Engels, Dialectique de la nature, Éditions Socialee, Παρίσι, 1952, σσ. 173, 232, 233. 94. A. Luria, The Making of Mind, δ.π., σ. 44. 95. A. Léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σ. 128. 96. Adam Schaff, Language and Cognition, McGraw-Hill, Νέα'Τόρκη 1964, σ. 139. ("Ελλ. μτφρ. Γλώσσα καί Γνώση, έκδ. I. Ζαχαρόπουλος ) 97. Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophicus, Routledge and Kegan Paul, Λονδίνο, 1961, σποράδην. 98. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., σ. 85. 99. Valentin Ν. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, Harvard University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1973, σ. 21 100. Y. Quiniou, Problèmes du matérialisme. Méridiens Klincksieck, 1987, σσ. 11,12, 68-69. 101. Lambros Couloubaritsis, L'Avènement de la science physique, Βρυξέλλες, 1980, σ. 113. 102. L. Vygotski, Pensée et Langage, δ.π., a. 125.
ΟΓΔΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ή φύση καί ό Θεός ΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ νόηση (pensée ), πνεϋμα ( esprit ) καί διάνοια ( intellect ). Οί έννοιες αύτές αναφέρονται στό « λόγο » : στήν έννοιακή σκέψη. 'Αλλά γιά τά ΐδια φαινόμενα, 6πως καί γιά έκεΐνα πού άφοροΰν τήν « εσωτερική » ζωή, τίς συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ., χρησιμοποιούνται έπίσης οί έννοιες ψυχή (âme, psyché), ψυχισμός (psychisme). Χρησιμοποιείται έπίσης ή έννοια της συνείδησης ( conscience ), ή όποία μετέχει καί στίς δύο ομάδες. Τό νόημα αύτών τών έννοιών δέν είναι πάντα καθορισμένο μέ σαφήνεια καί ιδιαίτερα ή έννοια της ψυχής, ή όποία προέρχεται άπό τό χώρο τών θρησκειών καί τών ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. Έτσι τίθενται δύο προβλήματα : Νά δώσουμε, άν είναι δυνατόν, αύστηρούς ορισμούς σέ αύτές τίς έννοιες καί νά άναδείξουμε τούς έσωτερικούς δεσμούς τους. Θά συζητήσουμε πρώτο τό πρόβλημα τοΰ ψυχισμοΰ, δηλαδή τό πρόβλημα τών σχέσεων άνάμεσα στίς γνωστικές καί τίς συναισθηματικές λειτουργίες. Θά προσεγγίσουμε μετά τό έρώτημα γιά τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, έρώτημα άρχαϊο, άλλά πάντα έπίκαιρο. Ή πενία τοΰ βιολογικοΰ άναγωγισμοΰ θά είναι τό έπόμενο έρώτημα. Θά συζητήσουμε, τέλος, τό πρόβλημα τοΰ Θεοΰ, άκολουθώντας τή γραμμή πού έγκαινίασε ό Ξενοφάνης καί τήν όποία άκολούθησε ό Μάρξ. Σήμερα μποροΰμε νά επαναλάβουμε τά λόγια τοΰ Λαπλάς : « Δέν έχω άνάγκη άπ'αύτή τήν έννοια ».
1. Ό ψυχισμός : Ή ψνχή και τό πνεύμα 'Ως πρός τό έπιστημολογικό καθεστώς της έννοιας της ψυχής, ό Ρενέ Ζαζό έγραφε : « Δέν υπάρχει πρόβλημα άπό έπιστημονική 333
334
ογδοο
κεφαλαιο
άποψη νά δεχτούμε τήν έννοια τής ψυχής. 'Αλλά όσο δέν θά έχει έξηγηθεΐ πλήρως μέ ποιόν τρόπο λειτουργεί τό ποιοτικά φυσιολογικό πέρασμα στό ψυχικό, ή έννοια τής ψυχής θά παραμένει - είτε τό θέλουμε είτε όχι ».1 Νά έξορκίσουμε τήν ψυχή ; Δέν θά ήταν πιό πρακτικό νά τής άπονείμουμε ένα υλιστικό καθεστώς; Νά τήν άπαλλάξουμε άπό τό μυστικιστικό της περίβλημα ; Ποιά είναι λοιπόν ή προέλευση αύτής τής έννοιας; Καί ποιά ήταν ή διαδρομή της ; Οί άπαρχές της άνάγονται, όπως είναι γνωστό, στίς πρωτόγονες κοινωνίες. Ή ψυχή άποτελοϋσε ( καί άποτελεΐ) στοιχείο της άνιμιστικής άντίληψης γιά τόν κόσμο. 'Αλλά ό άνιμισμός δέν είναι ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη. Anima, spiritus, πνεΰμα, άνακαλοΰν κάποια « ΰλη », λεπτή καί άνάλαφρη. Σύμφωνα μέ τίς άνιμιστικές δοξασίες ή ψυχή είναι άθάνατη. Μετά τό θάνατο θά συνεχίσει νά ζει στόν "Αδη, στά λιβάδια τοΰ αιώνιου κυνηγιού (Ινδιάνοι ), στά 'Ηλύσια Πεδία κλπ. Όμως ό άνιμισμός ήταν ή άφετηρία τής ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, καθώς καί τοΰ άντιθέτου της : τής φυσιοκρατίας καί τοΰ υλισμού. Πράγματι, ό ιδεαλισμός στέρησε τήν ψυχή άπό τήν οιονεί ύλικότητά της. Ό άρχαΐος υλισμός, άντίθετα, υποστήριζε ότι ή ψυχή άποτελεΐται άπό κάποια λεπτεπίλεπτη ΰλη, άπό άτομα, π.χ., κατά τούς 'Ατομικούς. Τό μεγάλο σχίσμα στή φιλοσοφία πραγματοποιήθηκε μέ τόν Πυθαγόρα καί τόν Πλάτωνα άπό τή μιά μεριά, τόν Λεύκιππο καί τόν Δημόκριτο άπό τήν άλλη. Έχουμε έπισημάνει ήδη αύτά τά γεγονότα. Ά ς υποθέσουμε ότι όρίζουμε τήν ψυχή ώς τό σύνολο τών έσωτερικευμένων σχέσεων τον άνθρωπου με τόν κόσμο - φύση και κοινωνία. Άλλά ένας τέτοιος ορισμός δέν θά ήταν σαφής, έπειδή θά μπορούσε νά άναφέρεται τόσο στά φαινόμενα τοΰ ψυχισμοΰ όσο καί στήν έννοιακή σκέψη. Ά ς έπιχειρήσουμε λοιπόν νά άνακαλύψουμε τΙς διαφορές, καθώς καί τούς έσωτερικούς δεσμούς άνάμεσα στήν ψυχή, στό πνεύμα, στή συνείδηση, καί στίς υπόλοιπες έννοιες τίς όποιες έχουμε άναφέρει. Ά ς άρχίσουμε άπό τόν πατριάρχη τοΰ φιλοσοφικού ιδεαλισμού : τόν Πλάτωνα. Ή ψυχή, κατά τόν Πλάτωνα, άνήκει στόν κόσμο
η φυση
και
ο
θεοσ
335
τών 'Ιδεών. 'Ανήκει στό όντως Ό ν . Είναι άθάνατη καί αποτελείται άπό τρία μέρη : τό λογιστικόν, τό θυμοειδές καί τό έπιθυμητικόν. Ή ψυχή λοιπόν είναι τριμερής. 'Αλλά τά τρία αύτά μέρη είναι άνεξάρτητα μεταξύ τους, ή υπάρχει κάποια ένότητα μέσα στή διαφορά ; Ό Πλάτων χρησιμοποιούσε τήν Ιννοια τού πνεύματος ώς διαφορετική άπό τήν Ιννοια τής ψυχής, άλλά όχι ώς οντολογικά ξένη. Κατά τόν Πλάτωνα: «Πρέπει νά θεώμαστε (τήν ψυχή) προσεκτικά μέ τό βλέμμα τού πνεύματος, τέτοια πού είναι όταν είναι καθαρή. [ . . . ] Θά δούμε τότε ότι είναι άπειρα ώραία ». Υ πάρχει συνεπώς κάποια ένότητα τών τριών μερών τής ψυχής ; Πάλι κατά τόν Πλάτωνα : « Ή ψυχή, ολόκληρη, επεμβαίνει σέ καθεμία άπ'αύτές τΙς λειτουργίες; 'Ιδού κάτι πού είναι δύσκολο νά προσδιορίσουμε ικανοποιητικά ». 'Εντούτοις : « Είναι δύσκολο νά είναι αιώνιο -όπως μας φαίνεται νά είναι ή ψυχή- κάτι πού συντίθεται άπό περισσότερα μέρη, άν τά μέρη αύτά δέν συγκροτούν Ινα τέλειο σύνολο ». Ό διαλεκτικός Πλάτων διέκρινε ήδη κάποια ένότητα μέσα στή διαφορά. Είναι γνωστό ότι οί ρίζες τής ιδεαλιστικής άντίληψης γιά τήν ψυχή άνάγονται στόν όρφισμό καί στούς πυθαγόρειους. 'Αντίθετα μέ τόν άνιμισμό τών πιό καθυστερημένων στρωμάτων τής κοινωνίας, ή ψυχή κατά τόν Πλάτωνα μετέχει στόν κόσμο τών 'Ιδεών οί όποιες ύπάρχουν σέ Ιναν ύπερουράνιο τόπο. Τουλάχιστον στό διάλογο Φαίδων ή ψυχή ταυτίζεται μάλλον μέ τό πνεύμα. Ή άλήθεια, κατά τόν Πλάτωνα, είναι άπρόσιτη στίς αισθήσεις, οί όποιες συλλαμβάνουν μόνο τή σκιά τών πραγμάτων. Ή άληθινή γνώση είναι άνάμνηση αύτοΰ πού ή άθάνατη ψυχή είχε γνωρίσει προτού εγκαταλείψει τόν κόσμο τών 'Ιδεών. Συνεπώς ή ψυχή μπορεί νά φτάσει στή γνώση τοΰ Είναι, άλλά μόνον ό Θεός καί οί έκλεκτοί του μποροΰν νά γνωρίσουν τήν πραγματική άλήθεια. Σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, ή λειτουργία τής ψυχής είναι κυρίως γνωστική, πράγμα πού δέν άποκλείει ένδογενεΐς σχέσεις άνάμεσα στό πνεύμα, στή νόηση καί στά συναισθηματικά φαινόμενα. Μέ βάση τις γνώσεις τής έποχής του, ό Πλάτων δέν ήταν δυνατόν νά έπιτύχει μιά συγκεκριμένη άπάντηση σ'αύτό τό πρόβλημα.2
336
ογδοο
κεφαλαιο
Θά έπιχειρήσουμε τώρα, μέ βάση τίς σημερινές έπιστήμες, νά κατανοήσουμε τή λειτουργία καθεμιάς άπό τίς έννοιες στις όποιες άναφερθήκαμε. Πρώτα λοιπόν τό πρόβλημα τοϋ ψυχισμού, δηλαδή τής κυρίως συναισθηματικής όψης τής « ψυχής ». Θά πρέπει νά σημειώσουμε, άλλη μία φορά, ότι δέν υπάρχει τομή, όντολογικό άλμα άνάμεσα στόν ψυχισμό τών ζώων καί στόν ψυχισμό τοϋ άνθρώπου. Τά ζώα εκφράζουν τίς συγκινήσεις, τίς άνάγκες τους, μέ κραυγές, μορφασμούς, κινήσεις κλπ. Εκφράζουν τΙς συγκινήσεις τους, άλλά άδυνατοΰν νά τΙς ονομάσουν. Ό άνθρωπος, άντίθετα, έκφράζει τά συναισθήματά του χρησιμοποιώντας λέξεις. Συμβολίζει τά άντικείμενα μέ σύμβολα. Υπάρχει συνεπώς μιά « φυσική γλώσσα » ( κραυγές, κλπ.) στά ζώα. Μιά νόηση καί μιά έννοιακή σκέψη στόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος είναι ένα 0ν πού μιλάει. Ό έγκέφαλος, τά αισθητήρια όργανα καί τό νευρικό σύστημα, στήν ύλική καί λειτουργική ένότητά τους, είναι ή « έδρα » τόσο τής νόησης ( τοΰ πνεύματος ) όσο καί τών ψυχικών φαινομένων. Αύτή ή « διαφοροποιημένη ολότητα » ά\απτύχθηκε κατά τή μακρά πορεία τής φυλογένεσης. Ή φυσική έπιλογή έπαιξε θετικό ρόλο αύτή τήν περίοδο. Ό ύλικός φορέας καί οί μηχανισμοί του εξασφάλισαν, μέσω τής προσαρμογής, τήν έπιβίωση τών ειδών καί ειδικά τοϋ άνθρώπου. Ό έγκέφαλος συνιστά μιά διαφοροποιημένη ολότητα. Τά έγκεφαλικά κέντρα είναι έντοπισμένα. Ταυτόχρονα λειτουργοΰν ώς όλον, έπειδή συνδέονται διαμέσου τοΰ δικτύου τών νευρώνων. Ό ψυχισμός συνδέεται μέ τή λειτουργία τών βαθύτερων στρωμάτων τοΰ έγκεφάλου, ένώ ή νόηση, τό « πνεύμα », είναι « προϊόν » τοϋ φλοιοΰ. Εντούτοις δέν ύπάρχει ψυχική λειτουργία χωρίς σκέψη καί δέν ύπάρχουν διαδικασίες τοΰ νοητικοΰ όργάνου χωρίς συναισθηματικά φαινόμενα. Τά αίσθήματά μας « κατοικοΰν » στά βαθύτερα στρώματα τοΰ έγκεφάλου. 'Αλλά ό φλοιός διηθεί καί ελέγχει τίς ψυχικές άντιδράσεις μας. Συνεπώς : Διαφορά άνάμεσα στά βαθύτερα στρώματα τοΰ έγκεφάλου καί στό φλοιό καί ταυτόχρονα, λειτουργική ένότητα. Καταστατική διαφορά τής έννοιακής σκέ-
η φυση
και ο
θεοσ
337
ψης άπό τά συγκινησιακά φαινόμενα. Ταυτόχρονα, άμοιβαϊος καθορισμός. Τά « τρία μέρη » της ψυχής δέν είναι χωριστά, δπως ήδη τό είχε διαισθανθεί ό Πλάτων. Θά μπορούσαμε νά πούμε δτι ή έννοια «πνεύμα» άναφέρεται προπαντός στήν έννοιακή σκέψη, ένώ ή Ιννοια του ψυχισμού άναφέρεται κυρίως στίς συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ. Καί ή ψυχή ; *Ας άρνηθοϋμε νά τής άποδώσουμε μιά υπερβατική προέλευση, δπως έκαναν ό Πυθαγόρας, ό Πλάτων, τό χριστιανικό δόγμα, ό Καρτέσιος, κλπ. Στήν περίπτωση αύτή δέν θά ήταν άντίθετο μέ τήν πραγματικότητα άν δεχόμασταν γι'αύτή τήν έννοια τό καθεστώς τό όποιο τής άποδίδει ή λαϊκή άντίληψη : τό σύνολο τών έσωτερικευμένων σχέσεων μέ τόν κόσμο, οί όποιες έκφράζονται μέ συγκινήσεις, αισθήματα κλπ. Θά παραμείνουμε έτσι στό χώρο τοΰ υλισμού. Άλλά, προσοχή : Ό ψυχικός κόσμος δέν είναι άποκομμένος άπό τόν κόσμο τής νόησης, δπως έχουμε ήδη δεχτεί. Συνειδητά καί μή συνειδητά φαινόμενα. Ό Φρόυντ έπιχείρησε νά εισδύσει στήν περιοχή τοΰ άσυνείδητου. Άλλά κατά τόν σοφό τής 'Εφέσου : « Ψυχής πείρατα ιών ούκ άν έξεύροιο πάσαν έπιπορευόμενος όδόν ούτω βαθύν λόγον έχει ». Α γνωστικισμός ; Μάλλον κίνητρο γιά τήν έπιστημονική άναζήτηση. *Ας έπιμείνουμε στό πρόβλημα τής δομής καί τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου, γιά νά θεμελιώσουμε μιά ύλιστική-μονιστική άντίληψη γιά τό « σκεπτόμενο σώμα » μας. « Ό άνθρώπινος έγκέφαλος », γράφει ή καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, « θεωρείται αύτοοργανώνον σύστημα, τό όποιο όργανώνεται κατά τή διάρκεια τής βιογραφίας. Οί λειτουργίες τοΰ έγκεφάλου είναι : ( α ) Νά άφομοιώνει καί νά χρησιμοποιεί τήν πληροφορία γιά νά συγκροτεί γνώση, δηλαδή συμβολικές άναπαραστάσεις τών χαρακτηριστικών τής πραγματικότητας στό έσωτερικό τής οποίας τό άτομο γεννήθηκε καί ζεϊ, καί τών άλληλεπιδράσεων μέ τήν πραγματικότητα, ( β ) νά φέρνει στό φώς καί νά διευρύνει συνεχώς αύτή τή γνώση καί ( γ ) νά χρησιμοποιεί αύτή τή γνώση γιά νά παράγει νέα « ιδιωτική » γνώση μέ τή μορφή σκέψεων, συγκινήσεων, εύεργετημάτων, άποφάσεων, στρατηγικών, νά άντιγράφει καί νά λύνει
338
ογδοο
κεφαλαιο
προβλήματα, κλπ., καί έτσι να όργανώνει καί να συντονίζει τή συμπεριφορά του στό έσωτερικό αύτής τής πραγματικότητας ». Κατά συνέπεια, τόσο οί γνωστικές όσο καί οί συναισθηματικές λειτουργίες, δηλαδή τό « πνεΰμα » καί ή « ψυχή », έχουν τόν ίδιο ύλικό φορέα. Καί ή συνείδηση ; Θά μπορούσαμε νά ορίσουμε τή συνείδηση ώς καθετί πού άναφέρεται στή νόηση καί στόν ψυχισμό ; 'Αλλά ή έννοια τής συνείδησης άναφέρεται έπίσης καί σέ αύτό πού είναι άσυνείδητο. Πάντα κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, καί πάντα σ' αύτή τή γραμμή σκέψης : « Ό άνθρώπινος έγκέφαλος, καί ειδικά ό νεοφλοιός, είναι όργανο πού γεννάει καί συντονίζει όλες τίς διαστάσεις καί τις όψεις τής άνθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή ομιλία καί μή μεταμφιεσμένες συμπεριφορές, σωματικές καί γνωστικές πλευρές όπως οί σκέψεις, οί συγκινήσεις, τά σχέδια, οί άποφάσεις, κλπ.».3 Ή συμπεριφορά τοΰ άνθρώπου, γράφει ή καθηγήτρια Κούκκου -Lehmann, είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο τό όποιο άναδύθηκε μέσα άπό μιά συνεχή, δυναμική καί παράλληλη άλληλεπίδραση τοΰ άτόμου μέ τίς γνώσεις του, τις λειτουργίες τοΰ σώματός του καί τό κοινωνικό καί τό φυσικό περιβάλλον. Ή συμπεριφορά τοΰ άτόμου τροποποιείται στήν πορεία τής ζωής του, έξαιτίας τοΰ έμπλουτισμοΰ τής κοινωνικής έμπειρίας του. Άκόμα καί τά λεγόμενα ένστικτα έκφράζονται διαφορετικά σέ διαφορετικές συνθήκες, έπειδή καί αύτά διαμεσολαβοΰνται κοινωνικά. Κατά συνέπεια : Ό έγκέφαλος είναι ό φορέας τόσο τών γνωστικών όσο καί τών συναισθηματικών διεργασιών, τοΰ « πνεύματος » καί τής « ψυχής ». Οί διεργασίες αύτές δέΦ είναι διαχωρίσιμες. Μιά σκέψη φέρει ένα συγκινησιακό φορτίο καί οί συγκινήσεις, τά αισθήματα, κλπ., συνοδεύονται ή προκαλούνται άπό γνωστικές διαδικασίες. Έπίσης προκαλούν τέτοιες διαδικασίες. Θά μπορούσαμε λοιπόν νά χρησιμοποιούμε τήν έννοια πνεύμα γιά τΙς γνωστικές διαδικασίες καί τήν έννοια τής ψυχής γιά τίς συναισθηματικές, παρά τό γεγονός ότι είναι άδύνατο νά διαχωρίσουμε τίς δύο λειτουργίες, άκόμα καί άν οί γνωστικές είναι « έντοπισμένες » στό φλοιό καί οί συναισθηματικές στά βαθύτερα
η φυση
και ο
θεοσ
339
στρώματα τοϋ έγκεφάλου. Ή σημερινή ψυχολογία άπορρίπτει κάθε τυπικό διαχωρισμό. "Οπως σημειώνει ό Ντάνιελ Στέρν, δέν είναι δυνατόν νά διαχωρίσουμε τΙς συναισθηματικές λειτουργίες άπό τΙς γνωστικές. Ή άνάγνωση έχει συναισθηματικά κίνητρα καί είναι συναισθηματικά φορτισμένη. Μέ τόν ϊδιο τρόπο σέ μιά έντονη συγκινησιακή στιγμή δραστηριοποιούνται ή άντίληψη καί ή γνώση.4 Κάθε έπιστημονική άνάγνωση, έρευνα ή άνακάλυψη, προκαλεί συναισθήματα. Κάθε καλλιτεχνική δημιουργία καί κάθε θέαση Ιργου τέχνης κινητοποιούν σκέψεις καί διαλογισμούς. Όλα αύτά τά φαινόμενα είναι « στιγμές » τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου, ό όποιος λειτουργεί ώς ένιαΐο καί διαφοροποιημένο όλον. Ή ύλική καί λειτουργική ένότητα τών διαφόρων εκδηλώσεων τοΰ έγκεφάλου συνεπάγεται τήν άδυναμία μιας διαχωριστικής κατάταξης τών έννοιών τοΰ πνεύματος, της ψυχής, τής συνείδησης, όπως συνηθίζει ή τυπική, ταξινομητική σκέψη. "Αλλωστε, τό πνεύμα καί ή ψυχή δέν είναι ούσίες. Ή τυπική λογική μέ τίς άκαμπτες κατηγορίες της, μέ τό νόμο τής μή άντίφασης, άδυνατεΐ νά εξηγήσει καί νά ορίσει αύτά τά φαινόμενα. "Οπως γράφει ό Βυγκότσκι, « ό διαχωρισμός τής διανοητικής πλευράς τής συνείδησής μας άπό τή συναισθηματική, τή βουλητική, είναι Ινα άπό τά μεγαλύτερα καί θεμελιακά μειονεκτήματα ολόκληρης τής παραδοσιακής ψυχολογίας ». Τό ένοποιητικό στοιχείο τών ειδικών μελετών είναι, κατά τόν Βυγκότσκι, ή ιδέα τής άνάπτυξης.5 Επέμεινα μέχρι έδώ κυρίως στήν « ύλική » πλευρά τοΰ προβλήματος τής ψυχολογίας : στή δομική καί τή λειτουργική ένότητα τοΰ έγκεφάλου καί στήν άλληλοσύνδεση τών γνωστικών καί τών συναισθηματικών φαινομένων. 'Αλλά ή ψυχολογία δέν είναι φυσική έπιστήμη : Είναι προπαντός έπιστήμη τοΰ άνθρώπου ώς κοινωνικού όντος, συνεπώς είναι προπαντός κοινωνική έπιστήμη. "Οπως έγραφε ήδη άπό τό 1929 ό Βολοσίνοφ, ένα άπό τά θεμελιώδη καί έπείγοντα καθήκοντα τοΰ μαρξισμοΰ είναι νά δημιουργήσει μιά άντικειμενική Βιολογία σέ κοινωνιολογικά καί όχι σέ φυσιολογικά ή βιολογικά θεμέλια. Ή ψυχή, έλεγε ό Βολοσίνοφ, είναι
34°
ογδοο
κεφαλαιο
κοινωνιολογικό γεγονός, καί κατά συνέπεια πέρα άπό τό στόχο καί τΙς μεθόδους τών φυσικών έπιστημών. Ή υποκειμενική ψυχή δέν είναι κάτι που θά μπορούσε νά άναχθεϊ στίς διεργασίες τοϋ φυσικοΰ, ζωικοϋ όργανισμοΰ. Είναι Ινα « άντικείμενο » γιά ιδεολογική κατανόηση καί κοινωνιολογική έρμηνεία διαμέσου τής κατανόησης.6 Τά προηγούμενα προφανώς δέν άναιροϋν, άντίθετα προϋποθέτουν τό γεγονός ότι ή « ψυχή » έχει ύλικό φορέα. Οί μεταφυσικές άντιλήψεις γιά τήν ψυχή ( θρησκευτικοί μύθοι, πλατωνισμός, καρτεσιανός δυϊσμός κλπ.) δέν άντέχουν μπροστά στά δεδομένα τών φυσικών καί τών κοινωνικών έπιστημών. "Ετσι, θά μπορούσαμε νά όρίσουμε τήν ψυχή ώς τό σύνολο τών έσωτερικευμένων σχέσεων τοΰ άνθρώπου μέ τόν κόσμο ( φύση καί κοινωνία ) καθώς καί τών δυνατοτήτων αύτοΰ τοΰ συνόλου. Ή ψυχή έχει Ιναν ύλικό φορέα, χωρίς νά άνάγεται στίς νευροφυσιολογικές λειτουργίες αύτοΰ τοΰ φορέα. Ή συνείδηση είναι « προϊόν » τής λειτουργίας τοΰ έγκεφάλου. Μία άπό τίς όψεις τής συνείδησης είναι ή νόηση, τό πνεύμα. Ή άλλη είναι ή συναισθηματική πλευρά. 'Αλλά ή ψυχή δέν περιορίζεται στό συνειδητό. Υπάρχει έπίσης τό άσυνείδητο. Ό άνθρώπινος ψυχισμός άναπτύχθηκε κατά τή μακρά περίοδο τής άνθρωπογένεσης καί τής κοινωνικής ζωής : άπό τούς τροπισμούς τών μονοκύτταρων όργανισμών, τή φυσική « άντανάκλαση » τών ζώων, τή ζωική νοημοσύνη μέχρι τήν έννοιακή σκέψη καί τό σύνολο τής συναισθηματικής ζωής, τίς συγκινήσεις, τά αισθήματα καί τίς δυνατότητες τής φαντασίας, είναι δυνατόν νά άνασυσταθεϊ ή φυσική καί κοινωνική ιστορία τής « ΰλης πού σκέφτεται ». ' Θά έπιχειρήσουμε τώρα μιά περισσότερο ειδική άνάλυση ορισμένων όψεων τής συναισθηματικής καί τής γνωστικής ζωής τοΰ άνθρώπου. Ά ς δεχτούμε λοιπόν, όπως σημειώνει ό Ζαζό, τή βιολογική προέλευση τοΰ ψυχισμοΰ, χωρίς νά παραλείψουμε τίποτε άπό τήν πρωτοτυπία του. Νά έξηγήσουμε αύτή τήν πρωτότυπη πραγματικότητα, χωρίς νά πτωχύνουμε τήν ίδιαιτερότητά της. Δέν είναι
η φυση
και
ο
θεοσ
340
λοιπόν τυχαίο δτι ό Βυγκότσκι ήταν έναντίον της « ψυχολογίας τοϋ βάθους » τοϋ Φρόυντ, ό όποιος είχε υπερτονίσει τή βιολογική φύση τοϋ άνθρώπου. Αύτός, άντίθετα, είχε προτείνει μιά ψυχολογία μέ άφετηρία τήν κοινωνικά οργανωμένη έμπειρία, ή όποία καθορίζει τή δομή της συνειδητής δραστηριότητας τοϋ άνθρώπου.8 Στήν ψυχολογία τοΰ άνθρώπου, κατά τόν Βαλλόν, υπάρχει επαλληλία τοΰ κοινωνικοΰ καί τοΰ φυσικοΰ περιβάλλοντος. Ή πολυπλοκότητα τών ψυχικών έκδηλώσεων συνεπάγεται τήν άνάγκη νά άναζητήσουμε στά ζωικά είδη τΙς άπλούστερες μορφές συμπεριφοράς. Ό Λεόντιεφ διέκρινε ένα πρώτο στάδιο τής ανάπτυξης τοΰ ψυχισμοΰ, τό στάδιο τοΰ στοιχειώδους ψυχισμοΰ καί ένα δεύτερο, τοΰ άντιληπτικοΰ ψυχισμοΰ, ό όποιος άντανακλά τήν πραγματικότητα μέ τή μορφή άντανάκλασης πραγμάτων. Ό ψυχισμός της πλειονότητας τών θηλαστικών παραμένει στό στάδιο τοΰ άντιληπτικοΰ ψυχισμοΰ. Τά περισσότερο όργανωμένα άνέρχονται σέ έναν άνώτερο βαθμό άνάπτυξης. Ό άνώτερος βαθμός καλείται κοινώς στάδιο τής νοημοσύνης. Φυσικά, γράφει ό Λεόντιεφ, ή νοημοσύνη τών ζώων είναι έντελώς διαφορετική άπό τή νόηση τοΰ άνθρώπου. Τό στάδιο τής νοημοσύνης χαρακτηρίζεται άπό μιά εξαιρετικά πολύπλοκη δραστηριότητα καί άπό πολύπλοκες μορφές άντανάκλασης τής πραγματικότητας. Θά συνεχίσουμε κάνοντας μιά περίληψη τής άποψης τοΰ Λεόντιεφ. Ή ζωική νοημοσύνη έχει ώς άνατομοφυσιολογική βάση τόν έγκεφαλικό φλοιό. Ή μελέτη τής νοημοσύνης τών άνώτερων πιθήκων άποδεικνύει δτι ή άνθρώπινη διάνοια προετοιμάστηκε στόν κόσμο τών ζώων. Κατά συνέπεια δέν υπάρχει « άδιάβατο ρήγμα άνάμεσα στόν άνθρωπο καί στούς ζωικούς προγόνους του». Ή πνευματική συμπεριφορά τών άνώτερων θηλαστικών, ή όποία έφτασε σέ μιά έντελώς ειδική άνάπτυξη στούς άνθρωποειδεΐς πιθήκους « άντιπροσωπεύει τό άνώτερο δριο ψυχικής άνάπτυξης πέρα άπό τό όποιο άρχίζει ή Ιστορία ένός διαφορετικού ψυχισμού, ένός θεμελιακά νέου τύπου, ό όποιος είναι άποκλειστικότητα τοΰ άνθρώπου : ή άνθρώπινη συνείδηση ». Τό ζώο, έγραφε ό Λεόντιεφ, δέν έκδηλώνει νέες άνάγκες. *Αν
342
ογδοο
κεφαλαιο
άπαντα στά έξαρτημένα σήματα, είναι έπειδή τό σήμα έπιδρά σάν Ινα μή έξαρτημένο έρέθισμα. "Ετσι, ή δραστηριότητα τών ζώων παραμένει πάντοτε στά όρια τών βιολογικών τους σχέσεων, οί όποιες άπό τή φύση τους είναι ένστικτώδεις. Μιά άλλη διάκριση τοΰ ψυχισμοΰ τών ζώων σέ σχέση μέ τήν άνθρώπινη συνείδηση είναι ότι οί σχέσεις ένός ζώου μέ τά όμοιά του είναι θεμελιακά ταυτόσημες μέ τίς σχέσεις πού έχει μέ τά έξωτερικά άντικείμένα. Παραμένουν στή σφαίρα τών βιολογικών-ένστικτωδών σχέσεων. « Στόν ζωικό κόσμο, οί γενικοί νόμοι οί όποιοι διέπουν τούς νόμους τής ψυχικής άνάπτυξης είναι οί νόμοι τής βιολογικής έξέλιξης. Όταν φτάνουμε στόν άνθρωπο, ό ψυχισμός υπόκειται στους νόμους τής κοινωνικοϊστορικής άνάπτυξης ». Ή έξέλιξη, κατά τόν Λεόντιεφ, συνεπάγεται μιά τροποποίηση τών ποιοτικών ιδιομορφιών τοΰ άνθρώπινου ψυχισμού. Οί διάφορες ψυχικές διεργασίες τροποποιούνται πράγματι στήν πορεία τής ιστορικής άνάπτυξης. 'Αλλά, άπό ψυχολογική άποψη, ή άνάπτυξη τής συνείδησης δέν περιορίζεται στήν άνάπτυξη τής νόησης.9 Πρέπει τώρα νά συζητήσουμε περισσότερο συγκεκριμένα μιά άπό τΙς σπουδαίες λειτουργίες τού άνθρώπινου ψυχισμοΰ : τή συγκίνηση. Διαμέσου τής συγκίνησης άποκαθίστανται οί πρώτες σχέσεις μέ τόν άλλο. Ή συγκινησιακή ζωή, κατά τόν Βαλλόν, είναι τό πρώτο πεδίο τών άτομικών σχέσεων τής συνείδησης. « Μέ τή συγκίνηση», έγραφε ό Βαλλόν, «γεννιέται μιά δραστηριότητα ή όποία δέν είναι πλέον ή άμεση άπάντηση τοΰ όργανισμοΰ στους έρεθισμούς τοΰ περιβάλλοντος, άλλά μιά πλαστική μορφοποίηση τοΰ ψυχοσωματικού μηχανισμού μέ τήν εύκαιρία έξωτερικών καταστάσεων. Ή συγκίνηση βρίσκεται στήν άφετηρία τής παραστατικής δραστηριότητας, ή όποία δέν θά πρέπει νά συγχέεται μέ τήν άπλή δραστηριότητα τών αισθητηρίων ».10 Δέν είναι δυνατόν νά χωρίσουμε τό συγκινησιακό στοιχείο άπό τό γνωστικό. Εντούτοις : « Οί συγκινήσεις, συστήματα έκφρασης, άπέχουν άκόμα πολύ άπό τό νά είναι μιά γλώσσα. Παρασύρουν κατά τήν έκφρασή τους τήν ολοκληρωτική συμμετοχή τοΰ άτόμου, χωρίς νά άφήνουν ούτε αίσθημα ούτε σκέψη πού θά παρέμεναν ξέ-
η φυση
και ο
θεοσ
343
νες. Άντίθετα, τίς απορροφούν καί τίς συγκεντρώνουν στό συμφέρον της στιγμής. Οί συγκινήσεις καταργούν βαθμιαία οτιδήποτε μπορούν νά ένσωματώσουν καί καταλήγουν ακόμα νά περιοριστούν, σέ ορισμένες καταστάσεις παροξυσμού, στήν άπλή συνειδητοποίηση τής όργανικής ταραχής τους. Έτσι δέν έχουν κάτι άπό ένα συμβολικό σύστημα ή μιά συμβολική δραστηριότητα. Περιορίζουν καί φτάνουν άκόμα νά πνίξουν τό παιχνίδι τών παραστάσεων, άντί νά τίς έπικαλοϋνται καί νά τΙς συνδυάζουν ». Ή συγκίνηση δέν είναι μηχανική άντίδραση, άποτέλεσμα μιάς γραμμικής σχέσης αιτίας καί άποτελέσματος. Πάντα κατά τόν Βαλλόν, καί ή έλάχιστη ψυχική δραστηριότητα άναφέρεται συνήθως σέ ένα σύνολο συνθηκών, όπου ή σημασία τής καθεμιάς έξαρτάται άπ' όλες τίς άλλες.11Ό Βαλλόν έγραφε τό 1936 ότι στή συνείδηση άνήκει ό ρόλος νά ένώνει τά άτομα μεταξύ τους, μέ τΙς πιό όργανικές καί έσωτερικές σχέσεις. Καί στήν περίπτωση τής συγκίνησης ύπάρχει μιά διαδικασία περάσματος άπό τό βιολογικό στό κοινωνικό, άπό τό βιολογικό στό ψυχικό. Στίς πρώτες έβδομάδες τής ζωής δέν υπάρχει ούσιαστικά συγκίνηση. «Σ'αύτό τό στοιχειώδες στάδιο», έγραφε ό Ζαζό, « δέν ύπάρχει πρόβλημα νά διακρίνουμε, στό σπασμό, άνάμεσα στό σήμα καί τήν αιτία. Ακριβέστερα, άνάμεσα στήν κίνηση καί τήν αίσθαντικότητα. Πέρα άπό αύτή τήν πρωταρχική μή διαφοροποίηση, περίοδο καθαρής παρόρμησης, ή κραυγή διαφοροποιείται μέ τήν ώρίμανση ώς μέσον έκφρασης καί γίνεται, μέ καί χάρη στίς σχέσεις μέ τό περιβάλλον, μέσον έπικοινωνίας ».12 Έτσι, μέ τόν καιρό, ή φυσιολογική άντίδραση μεταμορφώνεται σέ ψυχικό φαινόμενο. Αύτή ή μεταμόρφωση τού όργανικοϋ σέ ψυχικό πραγματοποιείται χάρη στό κοινωνικό άποτύπωμα, στή διπλή φύση τής συγκίνησης καί όταν, οί συνθήκες τής ώρίμανσης, τήν καθιστούν έφικτή. Άκόμα περισσότερο : Ή συγκίνηση, κατά τόν Βαλλόν, χρησίμευσε γιά τή μετάβαση άπό τόν καθαρό αύτοματισμό ό όποιος παραμένει έξαρτημένος άπό τίς διαδοχικές προτροπές τοΰ περιβάλλοντος καί τήν πνευματική ζωή, ή όποία μέ παραστάσεις καί σύμβολα μπορεί νά δώσει στή δράση άλλα κίνη-
344
ογδοο
κεφαλαιο
τρα καί άλλα μέσα άπό έκεϊνα της παρούσας στιγμής καί τής συγκεκριμένης πραγματικότητας.13 Επομένως: Άπό τήν αίσθησιοκινητική δραστηριότητα, στήν αίσθηση, στήν άντίληψη, στήν παράσταση καί στήν έννοιακή σκέψη. Άπό τήν άπλή παρόρμηση στή συγκίνηση καί στήν πνευματική ζωή. Τό « πνεύμα » άναδύθηκε στό έσωτερικό τής κοινωνίας καί χάρη στήν κοινωνική ζωή, προϊόν μιάς έξέλιξης βιολογικής στήν άρχή καί κοινωνικής στή συνέχεια. Ή γενετική προοπτική είναι ή μόνη ή όποία μπορεί νά μάς έπιτρέψει νά άντιληφθοΰμε πώς τό όργανικό γίνεται ψυχικό. Πού είναι λοιπόν τό θαύμα; Καί πού ή άυλη καί άθάνατη ψυχή ; Συνεπώς : Τά ψυχικά φαινόμενα έχουν έναν ύλικό φορέα, ένώ ταυτόχρονα είναι έκδηλώσεις ένός δντος γενετικά κοινωνικού. Ό χυδαίος άναγωγισμός δέν μπορεί νά συλλάβει παρά μόνο τό βιολογικό. Ό ιδεαλισμός χωρίζει τό βιολ<Τγικό άπό τό ψυχικό. Όμως οί δύο « στιγμές » είναι άλληλένδετες σ'ολόκληρη τήν πορεία τής άνθρωπογένεσης καί τής νοογένεσης. Δέν υπάρχει παγκόσμιο « πνεύμα » άποσπασμένο άπό τόν συγκεκριμένο άνθρωπο. Τό άτομο είναι αύτό πού σκέπτεται, πού υποφέρει, πού έλπίζει. Τό άτομο, ώς « πρόσωπο » είναι προϊόν τής κοινωνίας καί ταυτόχρονα ένεργό στοιχείο τοΰ κοινωνικού γίγνεσθαι. Παρά ταύτα ή άστική άντίληψη θεωρεί τήν κοινωνία σύνολο άτόμων μέ συνέπεια νά άδυνατεΐ νά κατανοήσει, παρά τόν μεγάλο άριθμό κοινωνιολογικών θεωριών, τή « φύση » τοΰ άνθρώπου καί νά έξηγήσει τόν ψυχισμό του, καθώς καί τή δημιουργία ιδεολογιών ώς φανταστικών άντιλήψεων τών σχέσεων τοΰ άνθρώπου μέ τίς συνθήκες τής ύπαρξής του. Αύτό πού περιπλέκει τό πρόβλημα τής οριοθέτησης ψυχής -ιδεολογίας, γράφει ό Βολοσίνοφ, είναι ή έννοια τής άτομικότητας. Συχνά τό κοινωνικό θεωρείται σέ δυαδική άντίθεση μέ τό άτομικό. "Ετσι, θεωρείται δτι ή ψυχή είναι άτομική, ένώ ή ιδεολογία είναι κοινωνική. Τέτοιες άντιλήψεις, γράφει ό Βολοσίνοφ, είναι θεμελιακά λανθασμένες. Τό άτομο δέν θεωρείται πρόσωπο, άλλά φυσικό, βιολογικό δν.14 Άλλά τό άτομο γίνεται πρόσωπο στό έσωτερικό τής κοινωνίας
η φυση
και ο
θεοσ
345
καί είναι πεδίο διαφορετικών καί άντίθετων δυναμικοτήτων. Κατά τόν Λ. Σέβ, οί βιογραφικές κατηγορίες είναι ιστορικές, καί δέν έξαιροϋνται οΰτε αύτές πού βασίζονται στό φυσικό γεγονός τής άτομικότητας. Οί θεμελιώδεις έσωτερικές σχέσεις τοΰ άτόμου, κατά τόν Σέβ, δέν βρίσκονται στό ξεχωριστό άτομο, άλλά, παραδόξως, έξω άπ'αύτό, στόν κόσμο τής κοινωνίας. Ή έξωτερική βάση τής προσωπικότητας, ό κόσμος τής κοινωνίας, είναι κάτι άπειρα περισσότερο άπό τό « περιβάλλον ». Ό κόσμος τής κοινωνίας άντιπροσωπεύει γιά τό άτομο τήν « έκκεντρη ούσία » του ( essence excentrée ), τό άντικειμενικό δυναμικό του, μέ άφετηρία τό όποιο άνθρωποποιεΐται έσωτερικεύοντάς το. Ή μελέτη τής προσωπικότητας άρχίζει άπό τή μελέτη « τοΰ συνόλου τών κοινωνικών σχέσεων ».13 Συμπερασματικά: Επιχείρησα νά άνιχνεύσω τίς διαφορές, καί ταυτόχρονα τις έσωτερικές σχέσεις τής ψυχής, τοΰ πνεύματος, τής συνείδησης, τοΰ ψυχισμού καί τής νόησης. Ή γένεση τής ψυχής καί τοΰ πνεύματος μπορεί νά έξηγηθεΐ χωρίς νά καταφύγει κανείς στόν Θεό, ώς « προϊόν » πρώτα τής βιολογικής καί στή συνέχεια τής κοινωνικής έξέλιξης. Ή άνάδυση τού πνεύματος προετοιμάστηκε κατά τήν έξέλιξη τοΰ ζωικού κόσμου καί στή συνέχεια της κοινωνίας. Τό πνεύμα, πού δέν είναι « οντότητα ». Είναι προϊόν καί ταυτόχρονα παράγων τής κοινωνικής ζωής. Ό άνθρωπος ξεπέρασε τήν καθαρά ζωώδη κατάσταση ( animalité). Βιολογικό καί ταυτόχρονα κοινωνικό 0ν, συνιστά πεδίο άντίθετων δυναμικοτήτων. Στίς ταξικές άνταγωνιστικές κοινωνίες πραγματώνονται κυρίως οί άρνητικές δυναμικότητες : έγωισμός, άπληστία γιά χρήμα, ματαιοδοξία, σκληρότητα κλπ. Ή 'Ιστορία είναι ή ιστορία τής πάλης τών τάξεων, σύμφωνα μέ τή γνωστή ρήση τοΰ Μάρξ. Πρόκειται γιά τήν τραγική όψη τής 'Ιστορίας. Ταυτόχρονα ύπάρχει καί ή άντίθετη : έπιστήμη, τέχνη, άλτρουισμός, άγώνες γιά τή χειραφέτηση τής άνθρωπότητας άπό τή βαρβαρότητα, καί προπαντός άπό τή « μεταμοντέρνα ».16 'Αλλά τό πρόβλημα αύτό βρίσκεται έξω άπό τά όρια αύτοΰ τοΰ βιβλίου.
346
ογδοο
κεφαλαιο
2. Για τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών Έπιχείρησα ώς Ιδώ νά δείξω δτι ή υλιστική θέση για τόν άνθρωπο μπορεί νά θεμελιωθεί στίς έπιστήμες. "Οτι δέν είναι άνάγκη νά έπικαλεστοϋμε τόν Θεό, γιά νά έξηγήσουμε τό φαινόμενο της γνώσης καί τό σύνολο τοΰ ψυχισμοΰ τοΰ άνθρώπου. Τό πνεΰμα, είδικά, είναι δυνατότητα τής ύλης, ή όποία πραγματώθηκε στήν πορεία της 'Ιστορίας: τής βιολογικής άρχικά καί τής κοινωνικής στή συνέχεια. Κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τήν υλιστική άντίληψη γιά τόν άνθρωπο, στον έγκέφαλό μας δ& υπάρχουν ϊμφυτες Ιδέες. Εντούτοις οί συζητήσεις γιά τήν ύπαρξη τέτοιων ιδεών, οί όποιες ξεκίνησαν άπό τήν έποχή τοΰ Πλάτωνα, συνεχίζονται, παρά τή συνεισφορά γιά τό άντίθετο άπό τΙς έπιστήμες τοΰ άνθρώπου. Τά σχετικά έπιχειρήματα δέν είναι, γενικά, σαφή. Εντούτοις προϋποθέτουν ή τόν Δημιουργό τοΰ Πλάτωνα, ή τόν Θεό τών χριστιανών. Ά ς δούμε λοιπόν τό πρόβλημα. Ό κόσμος τών ιδεών άποτελεΐ, κατά τόν Πλάτωνα, Ιναν « ξεχωριστό » κόσμο, τόν κόσμο τών αύθεντικών δντων. Οί ίδέες είναι τά άρχέτυπα τών πραγμάτων, καί ή αυθεντική γνώση είναι ή γνώση τών 'Ιδεών. "Έτσι, άντικειμενικός στόχος της ψυχής είναι ή πρόσβαση σ' αύτόν τόν κόσμο. Μέ ποιόν τρόπο ; Ή ψυχή, καί κατά τόν Πλάτωνα, είναι άυλη καί άθάνατη καί μετείχε στόν κόσμο τών 'Ιδεών πρίν άπό τή φυλάκισή της στό φθαρτό σώμα. Έτσι, μέ Ινα είδος Ανάμνησης μπορεί νά έπικοινωνήσει μ'αύτό πού γνώριζε πρίν έγκαταλείψει τόν κόσμο τοΰ Αιώνιου. Υπάρχει λοιπόν Ινα είδος έμφυτων ιδεών, έστω καί σέ λανθάνουσα μορφή, οί όποιες δμως είναι δυνατόν νά « ξυπνήσουν » : νά έπανέλθουν στό πεδίο τής συνείδησης. Έτσι ό Σωκράτης, στό διάλογο Μένων, ισχυρίζεται δτι ένας μορφωμένος δούλος είναι ικανός νά μάθει καί νά άνακαλύψει τΙς άρχές τής Γεωμετρίας, έάν τοΰ τεθοΰν μιά σειρά έρωτήματα. Πώς μπορεί νά έξηγηθεΐ αύτή ή δυνατότητα ; "Οπως σημειώσαμε, ή γνώση είναι άνάμνηση καί « ξύπνησε » στό πνεύμα τού δούλου χάρη στίς έρωτήσεις πού τοΰ
η φυση
και ο
θεοσ
347
έθεσε ό Σωκράτης. Κατά τόν Πλάτωνα, π.χ., ή ιδέα τοϋ τριγώνου είναι άνάμνηση τοϋ ΐδεατοΰ τριγώνου. Στήν ψυχή συνεπώς υπάρχει ή ιδέα τοΰ τριγώνου, τής οποίας άτελή άντίγραφα είναι τά πραγματικά τρίγωνα. Θά μπορούσαμε ωστόσο νά ποΰμε ότι άληθινό είναι τό άντίθετο : Τό τέλειο, Ιδεώδες τρίγωνο άποτελεΐ άφαίρεση άπό τά πραγματικά καί άτελή τρίγωνα τών τεχνητών καί τών γεωμετρών. Έπίσης, ή Ιδέα τοΰ συνόλου τών άκεραίων άριθμών είναι γενίκευση, μέ άφετηρία τά σύνολα ύλικών άντικειμένων. Άκόμα καί οί πιό άφηρημένες έννοιες τών Μαθηματικών είναι προϊόντα άφαίρεσης καί γενίκευσης σχέσεων πού ύπάρχουν στήν πραγματικότητα ( π.χ., οί Ιννοιες τής τοπολογίας ). Ά ν ύπάρχει μιά άντιστοιχία άνάμεσα στόν κόσμο τών Μαθηματικών καί στόν κόσμο τών πραγματικών άντικειμένων καί τών σχέσεών τους, ή άντιστοιχία αύτή δέν προϋποθέτει τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, πρίν άπό τήν έμπειρία τών αισθητηρίων. Άλλά φυσικά, πρέπει νά προσθέσουμε ότι ό μαθηματικός μπορεί νά δημιουργήσει έννοιες καί σχέσεις, άξιωματικά συστήματα, χωρίς αύτά νά άντιστοιχοΰν ύποχρεωτικά σέ άντικείμενα τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου. Άλλά άς επανέλθουμε στους φιλόσοφους. Ή άπάντηση είναι σαφής ώς πρός τόν ιδεαλισμό τοΰ Πλάτωνα. Τό ίδιο δέν ισχύει γιά τούς στοχαστές τοΰ 17ου καί τοΰ 18ου αιώνα. Ά ς πάρουμε τήν περίπτωση τοΰ Καρτέσιου, πατέρα, όπως λέγεται, τοΰ νεότερου « δρθολογισμοΰ ». « Σκέφτομαι, άρα ύπάρχω ». Ή νόηση, θεμέλιο τοΰ Εϊναι. Σκέφτομαι, άρα ύπάρχω, γράφει ό Καρτέσιος, εϊναι ή πρώτη καί πιό βέβαιη πρόταση ή όποία παρουσιάζεται σ'αύτόν πού αναπτύσσει τΙς σκέψεις του μέ τάξη. Μποροΰμε, ύποστήριζε ό Καρτέσιος, νά θεωρήσουμε τή νόηση καί τήν έκταση σάν τά κύρια πράγματα τά όποια συνιστοΰν τή φύση τής νοητής καί τής σωματικής ούσίας. "Ομως ή άμφιβολία παραμένει, έπειδή « θά μπορούσε νά υπάρξει κάποιο κακεντρεχές πνεΰμα πού θά χρησιμοποιούσε όλη του τήν τέχνη γιά νά μέ έξαπατήσει ». Πώς νά ξαναβρούμε λοιπόν τή βεβαιότητα ; Ό Θεός είναι πάντα ένα καταφύγιο : « Ό Θεός δέν μάς έξαπατά, έπειδή
348
ογδοο
κεφαλαιο
αύτό είναι άντίθετο μέ τή φύση του ». Έτσι μποροΰμε νά συμπεράνουμε βτι ύπάρχει μια έκτατή ούσία, αύτό πού όνομάζουν σώμα ή σωματική ούσία, καί δτι υπάρχουν έπιπλέον άπό τά έκτατά πράγματα ( τά res extensa ) καί τά νοητά ( τά res cogitans ). Συνεπώς : Ή « ύλη » καί τό « πνεύμα ». Ταυτίζοντας τήν « ύλη » μέ τήν έκταση, ό Καρτέσιος τήν άφυλοποιεΐ, έστω καί άν ισχυρίζεται τό άντίθετο. 'Αλλά αύτό δέν είναι τό θέμα μας. Ποιές είναι λοιπόν οί σχέσεις άνάμεσα στό σώμα καί τήν ψυχή, σύμφωνα μέ τόν καρτεσιανό δυϊσμό ; Ό Καρτέσιος υποστήριζε δτι ό Θεός δημιούργησε μιά λογική ψυχή καί τή συνέδεσε μέ τό σώμα. Ή λογική ψυχή δέν είναι δυνατόν νά έλκεται άπό τή δύναμη της ύλης. Όφείλει νά έχει ρητά δημιουργηθεί καί νά ένωθεϊ μέ τό σώμα. Μέ ποιόν τρόπο ; Ή άπάντηση είναι άπλή : Ή ψυχή εισάγεται στό σώμα άπό τό κωνάριο, καί έγκαταλείπει τό σώμα μέ τό θάνατο, περνώντας ( προφανώς ) άπό τήν ίδια όδό. Φιλοσοφική όπισθοδρόμηση στήν αύγή τών φυσικών έπιστημών. 'Απλοϊκή μηχανιστική φιλοσοφία στήν έποχή της δημιουργίας της Μηχανικής, τήν όποία έξάλλου ματαίως έπιχείρησε νά διατυπώσει ό ίδιος ό Καρτέσιος. Επιστρέφουμε στό θέμα μας: Παρά τόν δυϊσμό του, ό Καρτέσιος γράφει : « 'Οτιδήποτε έμαθα, τό έμαθα άπό τΙς αισθήσεις ή διαμέσου τών αισθήσεων ». Ό Καρτέσιος, πρόδρομος τοΰ John Locke ( 1632-1704 ) ; 'Αληθινό είναι τό άντίθετο. Σέ μιά έπιστολή του στήν πριγκίπισσα Ελισάβετ ( 17.6. 1643 ) ό Καρτέσιος έγραφε δτι υπάρχουν σέ μάς ορισμένες πρωταρχικές έννοιες, καί δτι διατυπώνουμε δλη τή γνώση μας σύμφωνα μέ τό πρότυπο αύτών τών έννοιών. Πρόκειται γιά έννοιες έμφυτες, μέ τήν αύστηρή σημασία τοΰ δρου ; *Ας πάρουμε τό παράδειγμα τοΰ τριγώνου. Ό Καρτέσιος υποστήριζε δτι « ή πραγματική ιδέα τοΰ τριγώνου ύπήρχε ήδη σέ μάς ». Έπίσης : « Δέν μποροΰμε ποτέ νά γνωρίσουμε τό γεωμετρικό τρίγωνο άπό αύτό πού σχεδιάσαμε στό χαρτί, άν τό πνεύμα μας δέν κατείχε τήν ιδέα ». Έπίσης : « Δέν άρνοΰμαι δτι ή δυνάμει ύπαρξη θά ήταν μιά perfection στήν ιδέα τοΰ τριγώνου, δπως καί ή άναγκαία ύπαρξη είναι μιά perfection στήν ιδέα τοΰ Θεοΰ ».
η φυση
και ο
θεοσ
349
Φαίνεται λοιπόν δτι ό Καρτέσιος δεχόταν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών μέ τήν αύστηρή έννοια του όρου: Κάθε ιδέα τής όποίας έχουμε μιά σαφή καί διακριτή άντίληψη είναι έμφυτη. Ή γνώση τών σωμάτων καί τής ψυχής είναι συνεπώς έμφυτη. Κάθε σαφής καί διακριτή γνώση είναι a priori μέσα στό πνεύμα. 'Αλλά οί ιδέες είναι ένεργεία ή δυνάμει ; Τό πνεύμα ένός μικροϋ παιδιοΰ δέν στοχάζεται γιά τά πράγματα μέσα στήν κοιλιά τής μητέρας του. Τό παιδί έχει δυνάμει ιδέες. Έχει τή δυνατότητα νά γνωρίσει. Μποροΰμε συνεπώς νά δεχτοΰμε ότι οί ιδέες καί οί άλήθειες είναι τάσεις ( dispositions ), δυνατότητες ; Μιά σαφής άπάντηση δέν είναι εΰκολη. Ά ς άκούσουμε λοιπόν σέ σχέση μ'αύτό, δυό σύγχρονους, γνωστούς στοχαστές. Ό Τσόμσκυ, π.χ., υποστηρίζει ότι κατά τόν Καρτέσιο οί έμφυτες ιδέες δέν είναι πραγματική γνώση. "Οτι έχουμε τή δυνατότητα τοΰ γιγνώσκειν. "Οτι τό παιδί έχει τις ιδέες του ώς δυνατότητες. Καί ό Nelson Goodman ( 1906-1998 ), έπίσης, δέχεται ότι τό έμφυτο δέν είναι οί έννοιες, οί τύποι ή οί εικόνες, άλλά « μάλλον κλίσεις, διαθέσεις, συνήθειες ή φυσικές δυνατότητες ». '' Ά ς άφήσουμε τό έρώτημα άνοικτό. Μετά τόν Καρτέσιο ό Gottfried Leibniz ( 1646-1716 ) έθεσε έκ νέου τό πρόβλημα. Ό Λάιμπνιτς ήταν άντίπαλος τοΰ έμπειρισμοΰ καί ειδικότερα τού Λόκ. Τά Νέα Δοκίμια είναι ένας διάλογος άνάμεσα στόν Φιλαλήθη, ό όποιος άντιπροσωπεύει τίς ιδέες τοΰ Λόκ, καί τόν Θεόφιλο, ό όποιος άντιπροσωπεύει τίς δικές του ίδέες. Ό Λόκ, γράφει ό Λάιμπνιτς, θέλει νά έξηγήσει μέ τις αισθητηριακές άντιλήψεις « τή θαυμάσια προκαθορισμένη άρμονία τής ψυχής καί τοΰ σώματος, άκόμα καί όλες τίς Μονάδες, ή άπλές ούσίες ». Ό ριζικός ιδεαλισμός τοΰ Λάιμπνιτς άπορρίπτει τήν ύπόθεση τών άτόμων καί τήν ΰπαρξη τοΰ κενοΰ. "Εγραφε λοιπόν, σχετικά μέ τόν Λόκ : « Αύτός ό συγγραφέας βρίσκεται άρκετά μέσα στό σύστημα τοΰ P. Gassendi, τό όποιο είναι, στό βάθος, τό σύστημα τοΰ Δημόκριτου. Είναι υπέρ τοΰ κενοΰ καί τών άτόμων ». Σχετικά μέ τήν ΰπαρξη έμφυτων ιδεών, ό Λάιμπνιτς έγραφε : « Είμαι υπέρ τής έμφυτης ιδέας τοΰ Θεοΰ πού υποστήριξε ό κ.
350
ογδοο
κεφαλαιο
Descartes, κατά συνέπεια, καί ύπέρ άλλων έμφυτων ιδεών πού δέν προέρχονται άπό τΙς αισθήσεις. Υπάρχουν ιδέες καί άρχές πού δέν προέρχονται διόλου άπό τά αισθητήρια όργανα καί πού τίς βρίσκουμε σέ μάς χωρίς νά τίς σχηματίσουμε, άν καί οί αισθήσεις μάς δίδουν τήν εύκαιρία νά τΙς άντιλαμβανόμαστε. Ή ιδέα τοΰ Θεοΰ καί οί αιώνιοι νόμοι τοΰ Θεοΰ είναι χαραγμένοι στό βάθος τής ψυχής ». Υπάρχουν καθαρές ιδέες, άντίθετα μέ τά φαντάσματα τών αισθήσεων. 'Ολόκληρη ή αριθμητική καί ολόκληρη ή γεωμετρία είναι έμφυτες. Εντούτοις : « Είναι σέ μάς δυνάμει, έτσι ώστε μποροΰμε νά τίς βρούμε έκεϊ, θεωρώντας προσεκτικά καί διευθετώντας αύτό πού υπάρχει ήδη στό πνεύμα, χωρίς νά χρησιμοποιούμε οποιαδήποτε άλήθεια προερχόμενη άπό τήν έμπειρία, ή άπό τήν παράδοση, 6πως άπέδειξε ό Πλάτων ». *Ας δεχτούμε λοιπόν δτι οί έμφυτες ιδέες είναι « διαθέσεις, κλίσεις », μιά « préformation » ή όποία καθορίζει τήν ψυχή μας καί πού κάνει ώστε νά μποροΰν νά προέλθουν άπ' αύτήν. Όμως ό Φιλαλήθης θέτει στόν Θεόφιλο τό έρώτημα : *Αν υπάρχουν έμφυτες άλήθειες, δέν θά πρέπει νά υπάρχουν καί έμφυτες σκέψεις ; Καί ό Θεόφιλος : «Όχι, καθόλου, έπειδή οί σκέψεις είναι δράσεις, καί οί γνώσεις, ή άλήθειες, έφόσον ύπάρχουν σέ μάς άκόμα καί δταν δέν σκεφτόμαστε διόλου, είναι συνήθειες ή διαθέσεις ». Ό Πλάτων έξήγησε ( τρόπος τοΰ λέγειν ) τή δυνατότητα τής ψυχής νά γνωρίζει τά ίδια τά πράγματα. Ό Καρτέσιος καί ό Λάιμπνιτς, άντίθετα, δέν έξήγησαν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, δπως καί τή φύση τους : δυνάμει ή ένεργεία.18 *Ας δεχτοΰμε δτι οί έμφυτες ιδέες δέν είναι ένεργεία, άλλά δτι είναι διαθέσεις, κλίσεις κλπ. Πώς θά έξηγούσαμε λοιπόν αύτή τήν ικανότητα τής « ψυχής » ; Μέ ποιόν τρόπο οί ιδέες είναι χαραγμένες στήν ψυχή ; Γιά τόν Καρτέσιο καί τόν Λάιμπνιτς δέν ύπάρχει άλλη έρμηνεία άπό τόν Θεό, ό όποιος δημιούργησε τή φύση, τόν άνθρωπο καί τήν ψυχή του. « Εξηγούμε » λοιπόν μιά υπόθεση, μέ αύτό πού είναι κατεξοχήν άνεξήγητο. "Ετσι παραμένουμε πάντοτε στό πεδίο τής θεολογικής σκέψης. Άλλά ή πρόταση δτι οί έμφυτες ιδέες είναι χαραγμένες στήν ψυχή μας δέν άποτελεΐ έπιχεί-
η φυση
και ο
θεοσ
350
ρημα υπέρ της ύπαρξης τοϋ Θεοΰ. Ή « τιμή άλήθειας » αύτής τής πρότασης είναι μηδενική, έπειδή συνάγεται άπό Ινα αίτημα μεταφυσικό, καί κατά συνέπεια μή άποδείξιμο. Ή πρόταση ότι ύπάρχουν έμφυτες ιδέες προϋποθέτει τήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Θά άποτελοΰσε, μέ τή σειρά της, μιά άπόδειξη ή έστω ένα έπιχείρημα υπέρ τής ΰπαρξης τοΰ Θεοΰ. Φαΰλος κύκλος. Ά ς δοΰμε τώρα τήν περίπτωση τοΰ Κάντ. Ή πρώτη φράση τής Εισαγωγής στή δεύτερη έκδοση τής Κριτικής τον καθαρού λόγον είναι ή άκόλουθη: « Ό τ ι κάθε γνώση άρχίζει μέ τήν έμπειρία, αύτό δέν έγείρει καμιά άμφιβολία [ . . . ] Χρονολογικά, καμιά γνώση δέν προηγείται σέ μάς άπό τήν έμπειρία καί όλες άρχίζουν μ'αύτή». Θέση, άναμφισβήτητα ρεαλιστική. Ό μ ω ς : Άν όλη ή γνώση μας άρχίζει ΜΕ τήν έμπειρία, αύτό δέν άποδεικνύει ότι όλη προέρχεται ΑΠΟ τήν έμπειρία. Ό Κάντ ήταν « ρεαλιστής » : δεχόταν τήν ΰπαρξη τών πραγμάτων άνεξάρτητα άπό τό υποκείμενο. Ταυτόχρονα όμως δεχόταν ότι ύπάρχουν γνώσεις άνεξάρτητες άπό τήν έμπειρία, άκόμα καί άπό όλα τά δεδομένα τών αισθήσεων. Τέτοιες γνώσεις όνομάζονται a priori. Ό Κάντ τΙς διακρίνει άπό τίς έμπειρικες, οί όποιες έχουν τήν πηγή τους ο posteriori, δηλαδή στήν έμπειρία. Έκτός λοιπόν άπό τήν έμπειρική γνώση, ύπάρχουν γνώσεις α priori. « Μέ τήν έννοια α priori γνώση έννοοΰμε έφεξής όχι τίς γνώσεις πού δέν προέρχονται άπό τούτη ή έκείνη τήν έμπειρία, άλλά έκεΐνες πού είναι άπολύτως άνεξάρτητες άπό τήν έμπειρία ». Ή εποπτεία άναφέρεται στό άτομικό άντικείμενο. Ή έννοια άναφέρεται σ'αύτό διαμεσολαβημένη, μέσω ένός σημείου ( signe ) τό όποιο μπορεί νά είναι κοινό σέ περισσότερα πράγματα. Υπάρχουν έμπειρικές έννοιες. 'Ωστόσο οί καθαρές έννοιες τοΰ λόγου, ή υπερβατικές Ιδέες, καθορίζουν, σύμφωνα μέ άρχές, τή χρήση τής νόησης στό σύνολο ολόκληρης τής έμπειρίας. Οί καθαρές, α priori έννοιες δέν έχουν τίποτα τό έμπειρικό. Οί κατηγορίες είναι a priori. Είναι οί όροι γιά τή δυνατότητα τής έμπειρίας καί ισχύουν a priori γιά όλα τά άντικείμενα τής έμπειρίας. Είναι άντιλήψεις οί όποιες καθορίζουν τούς α priori νόμους
35»
ογδοο
κεφαλαιο
για τα φαινόμενα. 'Αλλά ή γνώση είναι γνώση τών φαινομένων καί όχι τών πραγμάτων καθεαυτών. Έτσι, είναι ή νόηση που έπιβάλλει τούς νόμους της φύσης. Οί κατηγορίες είναι a priori. Έτσι, καμιά έμπειρία δέν μπορεί νά έπιβάλει τήν ιδέα ότι Ινα άντικείμενο θά Ιπρεπε νά Ιχει μιά αιτία. Ό χώρος καί ό χρόνος, έξάλλου, είναι οί a priori μορφές τής έποπτείας. Οί χωρικές καί οί χρονικές σχέσεις έπιβάλλονται άπό τό υποκείμενο στήν αισθητηριακή άντίληψη. Δέν υπάρχουν στά πράγματα. 'Από τά προηγούμενα, τίθεται τό έρώτημα : Οί κατηγορίες καί οί a priori μορφές τής έποπτείας είναι Ιμφυτες ιδέες ; Ό Κάντ απορρίπτει τήν υπόθεση ότι είναι ύποκειμενικές προδιαθέσεις τής νόησης, έμφυτευμένες στό πνεύμα μας άπό τήν πρώτη στιγμή της υπαρξής μας καί ρυθμισμένες μέ τέτοιον τρόπο άπό τόν Δημιουργό ώστε ή χρήση τους νά βρίσκεται σέ τέλεια αρμονία μέ τούς νόμους τής φύσης. 'Ιδού τό έπιχείρημα τοΰ Κάντ: Υπάρχουν δύο τρόποι γιά νά έξηγήσουμε τήν άναγκαία συμφωνία τής έμπειρίας μέ τΙς Ιννοιες. Είτε ή έμπειρία βρίσκεται στήν προέλευση τών έννοιών ειτε οί έννοιες κάνουν δυνατή τήν έμπειρία. Μιά άλλη πρόταση, κατά τόν Κάντ, θά ήταν ή άκόλουθη : Οί κατηγορίες δέν είναι άρχές a priori τής γνώσης, καί δέν προκύπτουν άπό τήν έμπειρία. Είναι υποκειμενικές διαθέσεις τής νόησης, οί όποιες φυτεύτηκαν σέ μάς κατά τήν πρώτη στιγμή τής ύπαρξής μας καί είχαν Ιτσι ρυθμιστεί άπό τόν Δημιουργό ώστε νά συμφωνούν μέ τούς νόμους τής έμπειρίας. Εντούτοις, λέγει ό Κάντ, υπάρχει μιά άποφασιστική άντίρρηση έναντίον αύτής τής πρότασης. Στήν περίπτωση αύτή θά θυσιαζόταν ή άντικειμενικότητα τών κατηγοριών. Ή έννοια τής αιτίας, π.χ., θά ήταν έσφαλμένη, άν θά θεμελιωνόταν σέ μιά αύθαίρετη υποκειμενική άναγκαιότητα, φυτευμένη σέ μάς. Δέν θά μπορούσαμε σ' αύτή τήν περίπτωση νά πούμε ότι τό άποτέλεσμα συνδέεται μέ τήν αιτία στό άντικείμενο, δηλαδή, άναγκαία. Αύτό άκριβώς θέλει ό όπαδός τοΰ σκεπτικισμού. Είναι προφανές ότι ό Κάντ δέν δεχόταν τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών, ούτε μέ τήν ισχυρή παραδοχή ούτε άκόμα καί ώς προδια-
η φυση
και ο
θεοσ
353
θέσεις, δυναμικότητες κλπ. 'Αλλά άν οί κατηγορίες καί οί μορφές της έποπτείας δέν είναι έμφυτες ιδέες, τότε πώς θά ήταν δυνατόν νά έξηγηθεΐ ή προέλευσή τους ; Καί άν δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τά πράγματα καθεαυτά, άλλά μόνο τά φαινόμενα, τότε πώς θά μπορούσε νά έξηγηθεΐ ή άντικειμενικότητα τών φυσικών έπιστημών καί ή άποτελεσματικότητά τους ; Ό Κάντ είχε θέσει αύτό τό έρώτημα : Ά ν οί κατηγορίες δέν προκύπτουν άπό τή φύση, τότε, πώς θά ήταν κατανοητό τό ότι ή φύση όφείλει νά ρυθμίζεται σέ συμφωνία μέ τίς κατηγορίες ; Κατά τόν Κάντ οί νόμοι δέν ένυπάρχουν στά φαινόμενα, όπως καί τά φαινόμενα δέν ένυπάρχουν στά ίδια τά πράγματα. Τά φαινόμενα είναι παραστάσεις τών πραγμάτων καθεαυτά. Πώς λοιπόν οί κατηγορίες μπορούν νά καθορίσουν a prion τά φαινόμενα τής φύσης χωρίς νά έχουν τήν προέλευσή τους στή φύση ; Ό Κάντ επιχείρησε νά άποκαταστήσει κάποια άντιστοιχία, ένα είδος μορφισμοϋ άνάμεσα στά φαινόμενα καί τή συσχέτισή τους στή διάνοια: Ό άντικειμενικός τόπος όλων τών συσχετισμών τών φαινομένων είναι ή συγγένειά ( affinité ) τους. Σύμφωνα μέ τήν άρχή τής χωρίς έξαίρεση ένότητας τής άντίληψης τά φαινόμενα οφείλουν νά είναι σύμμορφα μέ τήν ένότητα τής άντίληψης. Ή ένότητα τής συνείδησης, κατά συνέπεια, έπιβάλλει τούς νόμους στούς οποίους οφείλουν νά υπακούουν τά φαινόμενα, δηλαδή στίς κατηγορίες τής νόησης, καί στίς a priori ( προεμπειρικές ) μορφές τής έποπτείας - τό χώρο καί τό χρόνο.19 Μπορούμε όμως νά ισχυριστούμε ότι, άντίθετα μέ τόν Κάντ, οί κατηγορίες δέν είναι ούτε έμφυτες οΰτε a priori : Είναι γενικεύσεις τής άνθρώπινης έμπειρίας καί δέν άφοροΰν μόνο τά φαινόμενα, έπειδή τά φαινόμενα δέν είναι μόνον επικάλυψη άλλά καί έκδήλωση τής ούσίας. Έπίσης ότι ό χώρος καί ό χρόνος δέν είναι καθαρές έποπτεΐες, a priori συνθήκη τών άντικειμένων καί τών φαινομένων. Οί ιδιότητες τής νόησής μας νά τοποθετεί τά πράγματα στόν τρισδιάστατο χώρο καί νά τά παρακολουθεί στό χρόνο είναι δυναμικότητες διαμορφωμένες στήν πορεία τής φυλογένεσης, σέ άλληλεπίδραση μέ φωτεινά, άκουστικά, κλπ. σήματα, τά όποια
354
ογδοο
κεφαλαιο
διαδίδονται στόν προσεγγιστικά ευκλείδειο χώρο καί οί όποιες πραγματοποιήθηκαν σέ έναν προσεγγιστικά άπόλυτο χρόνο.20 Εντούτοις δέν θα έπιμείνουμε σ' αύτή τήν πλευρά της γνωσιοθεωρίας τού Κάντ, έπειδή αύτό πού μάς ένδιαφέρει έδώ είναι τό πρόβλημα της ύπαρξης έμφυτων ιδεών, χορηγός τών όποίων θά ήταν ό Θεός. ( Ό Κάντ είχε « άποδείξει » δτι δέν μποροΰμε νά άποδείξουμε τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ άπό τό δρόμο της νόησης. Άλλά, ώς γνωστόν, ό Κάντ ήταν εύλαβής χριστιανός, καί « άπέδειξε » τήν ύπαρξη τοϋ Θεού άπό τό δρόμο τοϋ πρακτικού λόγου ). Ή συζήτηση γιά τήν ύπαρξη έμφυτων ιδεών δέν έχει λήξει.*Ας πάρουμε, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε, τήν περίπτωση μιάς συζήτησης σχετικής μέ τό θέμα άνάμεσα στούς Νόαμ Τσόμσκυ, Νέλσον Γκούντμαν καί Hilary Putnam (γενν. 1926). Ό Τσόμσκυ έθεσε τό έρώτημα : Ποιό είναι τό περιεχόμενο τής κλασικής θεωρίας γιά τις έμφυτες ιδέες στήν περίπτωση τοΰ Καρτέσιου καί τοΰ Λάιμπνιτς ; Τό ούσιαστ»ί0 γι'αύτόν είναι τό τί μποροΰμε νά ποΰμε σήμερα, μέ βάση τίς σημερινές γνώσεις. Ή σύγχρονη έρευνα, κατά τόν Τσόμσκυ, είναι υπέρ τής ύπαρξης ψυχολογικών άρχών οί όποιες a prion έχουν αύστηρή ομοιότητα μέ τήν κλασική θεωρία. 'Ωστόσο δέν είναι εύκολο, κατά τόν Τσόμσκυ, νά διατυπώσουμε μιά υπόθεση γιά τήν έμφυτη δομή πού είναι άρκετά πλούσια ώστε νά είναι άντίστοιχη μέ τήν έμπειρία. 'Ο ίδιος είναι σύμφωνος μέ τήν άποψη γιά τίς έμφυτες ιδέες ώς προδιαθέσεις, ή ώς φυσικές δυναμικότητες. Άλλά θά έπανέλθουμε στίς άντιλήψεις τοΰ Τσόμσκυ, δπως τις έκθέτει σέ ένα άπό τά βιβλία του. Έν πάση περιπτώσει, ή " innateness hypothesis " δέν έχει καμιά σχέση μέ τόν Θεό. Ή παρέμβαση τοΰ Γκούντμαν έχει τή μορφή διαλόγου άνάμεσα στόν Anticus καί τόν Jason. Κατά τόν Anticus αύτό πού άποκαλοΰμε γλώσσα είναι ένα πολύ έπεξεργασμένο καί περίτεχνο συμβολικό σύστημα. Αύτό πού ό Anticus θεωρεί άξιοσημείωτο δέν είναι ό σταθερός χαρακτήρας τού έγκεφάλου, άλλά μάλλον ή εύλυγισία του, ή δυνατότητά του νά προσαρμόζεται, νά άλλάζει ό τρόπος πού πραγματοποιεί τήν ένότητα μέσα στήν ποικιλότητα, τή
η φυση
και ο
θεοσ
355
σταθερότητα μέσα στήν αστάθεια, νά έφευρίσκει μάλλον παρά νά υπακούει. Οί δύο συνομιλητές δέν καταλήγουν σέ συμφωνία. Έν πάση περιπτώσει, αύτό πού είναι γιά τόν Anticus έμφυτο δέν είναι οί Ιννοιες, οί τύποι, ή οί μορφές, άλλά μάλλον οί κλίσεις, οί διαθέσεις, οί συνήθειες ή οί φυσικές δυναμικότητες ». 'Αλλά κατά τόν Anticus, αύτό πού υπερασπίζεται κανείς είναι μάλλον μιά τετριμμένη άλήθεια : ότι τό πνεύμα κατέχει κάποιες ικανότητες, τάσεις, περιορισμούς. Ό Τζών Λόκ είχε φωτίσει μέ διεισδυτικότητα αύτό τό έρώτημα. Κατά τόν τρίτο συνομιλητή τόν Χίλαρυ Πάτναμ, ή υπόθεση γιά τήν ΰπαρξη έμφυτων ιδεών ύποστηρίζει ότι ό άνθρώπινος έγκέφαλος « είναι προγραμματισμένος ήδη άπό τή γέννηση, μέ ορισμένες ειδικές καί δομημένες όψεις τής φυσικής γλώσσας τοΰ άνθρώπου ». Μέ τήν έμπειρία, ύποστηρίζει ό Πάτναμ, δέν φτάνει κανείς νά άποκτήσει τή γενική μορφή τής γραμματικής. Ή γενική μορφή είναι έμφυτη. 'Ωστόσο ή υπόθεση τοΰ έμφυτου τοΰ φαίνεται ούσιαστικά καί άνεπανόρθωτα άσαφής. Σύμφωνα μέ τόν Πάτναμ είναι δύσκολο νά άποφανθεϊ κανείς ύπέρ ή κατά. Ό Πάτναμ μιλάει γιά γλωσσικά καθολικά ( linguistiques universelles ) καί θέτει τό έρώτημα έάν είναι πραγματικά. Τελικά, λέγει ό Πάτναμ, ό Τσόμσκυ ύποστήριξε τήν ιδέα ότι οί άνθρωποι έχουν έναν « έμφυτο έννοιακό χώρο ». " Well and good ", άν αύτή ή ιδέα είναι σωστή. Εντούτοις δέν μάς βοηθά σέ τίποτα. Ό ίδιος ό Πάτναμ είναι έναντίον : Τό θεώρημα τών πρώτων άριθμών δέν είναι έμφυτο, κλπ. Ή έπίκληση τής " innateness " ( τοΰ ένδογενοΰς ) δέν κάνει άλλο άπό τό νά μεταθέτει τό πρόβλημα. Δέν τό λύνει.21 Οί έργασίες τοΰ Νόαμ Τσόμσκυ γιά τή γλώσσα καί τή θεωρία τής γνώσης είναι γνωστές. Έδώ θά άναφερθώ σύντομα στις άπόψεις του γιά τις έμφυτες ιδέες. Ό Τσόμσκυ θέτει τό έρώτημα : Πώς αναπτύσσεται ή γνώση μέσα στόν έγκέφαλο ; Ποιοί είναι οί μηχανισμοί οί όποιοι άποτελοΰν τήν ύλική βάση του ; Μιά σύγχρονη τάση, σημειώνει ό Τσόμσκυ, θεωρεί ότι ορισμένες όψεις τής γνώσης μας είναι έμφυτες. Ό τ ι άποτελοΰν μέρος τής βιολογικής δωρεάς καί είναι καθορισμένες γενετικά. Αύτή ή έκδοχή τοΰ κλα-
356
ογδοο
κεφαλαιο
σικοΰ δόγματος, γράφει δ Τσόμσκι», είναι ούσιαστικά σωστή. 'Αλλά κατ' αυτόν δέν είναι εύκολο νά διατυπώσουμε μιά θεωρία γιά τήν Ιμφυτη δομή, ή όποία είναι άρκετά πλούσια καί αποτελεσματική. Πρόκειται γιά μιά ειδική ικανότητα μέ μιά εύρεία έμφυτη συνιστώσα. Πρώτη συνιστώσα, ή βιολογική-κληρονομική. Ό Τσόμσκυ χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα : Είναι δυνατόν νά φανταστούμε ότι οί χιμπατζήδες έχουν έναν έμφυτο φόβο γιά τά φίδια, έπειδή έκεϊνοι πού δέν έχουν αύτή τή γενετικά καθορισμένη ιδιότητα δέν μποροΰν νά επιβιώσουν καί νά άναπαραχθούν. 'Ωστόσο θά ήταν δύσκολο γιά κάποιον νά υποστηρίξει ότι οί άνθρωποι έχουν τήν ικανότητα νά άνακαλύψουν τήν κβαντική μηχανική γιά παρόμοια αίτια. Κατά συνέπεια, ό άνθρωπος υπερβαίνει τό καθαρά ζωικό στάδιο. Στήν περίπτωση τής γλώσσας υπάρχει μια ειδική ικανότητα ή όποία άποτελεΐ ένα κεντρικό στοιχεΤο τοΰ άνθρώπινου εγκέφαλου. Ή κανονική χρήση τής γλώσσας έχει τό στοιχείο της δημιουργίας. Οί βαθιές δομές, κατά τόν Τσόμσκυ, είναι διακριτές άπό τΙς έπιφανειακές. Θά μποροΰσε ώστόσο νά παρατηρήσει κανείς ότι οί πίθηκοι δέν έχουν έναν έμφυτο φόβο, άλλά βιολογικούς μηχανισμούς οί όποιοι κινητοποιούνται μπροστά στήν έμφάνιση τοΰ φιδιοΰ. 'Από τήν άλλη πλευρά, οί « βαθιές δομές » τής γλώσσας είναι μάλλον δομές τοΰ έγκεφάλου μας διαμορφωμένες κατά τήν πορεία τής βιολογικής έξέλιξης καί στή συνέχεια τής κοινωνικής ζωής, δομές πού άποτελοΰν τόν ύλικό φορέα τής άνάπτυξης τής γλώσσας. Σέ ό,τι άφορά τήν « προέλευση » τής γλώσσας, ό Μονό έγραφε : « Τό νά ισχυριστούμε ότι ή άσυνέχεια στήν έξέλιξη τής γλώσσας είναι άπόλυτη, ότι ή άνθρώπινη γλώσσα έξ νπαρχής δέν χρωστοΰσε άπολύτως τίποτα, π.χ., σέ ένα σύστημα διαφόρων κλήσεων καί προειδοποιήσεων όπως αύτές πού άνταλλάσσουν οί μεγάλοι πίθηκοι, αύτό μοΰ φαίνεται λίγο δύσκολο νά τό υποστηρίξουμε καί έν πάση περιπτώσει, μοΰ φαίνεται μιά άχρηστη υπόθεση ».22 Φαίνεται, γράφει ό Τσόμσκυ, ότι τό παιδί προσεγγίζει τή γλώσσα μέ ένα πλούσιο υπάρχον έννοιακό πλαίσιο καί έπίσης μέ ένα
η φυση
και ο
θεοσ
357
πλούσιο σύστημα παραδοχών για τή δομή τού ήχου καί τή δομή τών περισσότερο σύνθετων έκφράσεων. Όλα αύτά άποτελοϋν μέρος της βιολογικής προίκας μας, ή όποία αφυπνίζεται άπό τήν έμπειρία καί έμπλουτίζεται κατά τήν άλληλεπίδραση τού παιδιού μέ τόν άνθρώπινο καί, τόν υλικό κόσμο. Τό άνθρώπινο πνεύμα λειτουργεί μέ τόν δικό του, ειδικό τρόπο, δημιουργώντας νοητικές άναπαραστάσεις οί όποιες μπορούν νά άντανακλούν άπευθείας τις δομές ορισμένων λογικών συστημάτων.23 Έννοιακό πλαίσιο ; Μάλλον Ινας έγκέφαλος ικανός νά υπερβαίνει τήν καθαρή έποπτεία καί νά φτάνει στήν έννοιακή σκέψη. 'Εδώ δέν είναι ό τόπος γιά νά συζητήσουμε συστηματικά τίς ιδέες τοϋ Τσόμσκυ καί της σχολής του γιά τή γλώσσα καί τήν άνθρώπινη νόηση γενικότερα. Θέλω έντούτοις νά έπιμείνω στήν, κατ'άρχήν, βιολογική-ύλιστική πλευρά τών ιδεών του. 'Ως πρός αύτό, νομίζω δτι είναι καλύτερα νά παραθέσω τήν κρίση τοΰ Ζάκ Μονό : « Είναι γνωστό δτι κατά τόν Τσόμσκυ καί τή σχολή του μπροστά στή μεγάλη ποικιλία τών άνθρώπινων γλωσσών, ή γλωσσική άνάλυση σέ βάθος παίρνει μιά "μορφή" κοινή σέ δλες τίς γλώσσες. Ή μορφή αύτή όφείλει λοιπόν, κατά τόν Τσόμσκυ, νά θεωρηθεί έμφυτη καί χαρακτηριστική τοΰ είδους. Ή άποψη αύτή σκανδάλισε ορισμένους φιλόσοφους ή άνθρωπολόγους, οί όποιοι βλέπουν σ'αύτή μιά έπιστροφή στήν καρτεσιανή μεταφυσική. Τπό τόν 6ρο νά δεχτοΰμε τό ένυπάρχον βιολογικό περιεχόμενο, ή άποψη αύτή δέν μέ ένοχλεΐ διόλου. 'Αντίθετα, μοϋ φαίνεται φυσική, άπό τή στιγμή πού γίνεται δεκτό δτι ή έξέλιξη τών δομών τοΰ φλοιού τού άνθρώπου έχει έπηρεαστεΐ σημαντικά άπό μιά γλωσσική ικανότητα ή όποία άποκτήθηκε πολύ νωρίς, μέ τήν πιό τετριμμένη μορφή. Αύτό συνεπάγεται : νά δεχτοΰμε δτι ή άρθρωμένη γλώσσα, άπό τή στιγμή πού έμφανίζεται μέ τόν άνθρωπο, 6χι μόνον έπέτρεψε τήν έξέλιξη τοΰ πολιτισμού, άλλά καί συνέβαλε άποφασιστικά στήν έξέλιξη τοΰ άνθρώπου ».Μ Συμπερασματικά : Δέν ύπάρχουν έμφυτες ιδέες μέ τήν ίσχυρήμεταφυσική έννοια τοΰ δρου. 'Τπάρχουν : Δυνατότητες τοΰ έγκεφάλου, γεγονός τής έξέλιξής του. 'Ανάπτυξη τής γλώσσας καί τής
358
ογδοο
κεφαλαιο
νόησης, ώς κοινωνικού γεγονότος. Ανάδραση τοϋ κοινωνικού καί ύλική άνάπτυξη τοΰ έγκεφάλου, τοΰ νεοφλοιοΰ καί έμπλουτισμός τών δυνατοτήτων τοΰ έγκεφάλου. ΚαΙ όλα αύτά χωρίς έξωτερική -μεταφυσική συνεισφορά.Έτσι, οΰτε τό ύλικό-βιολογικό χωρίς τό κοινωνικό οΰτε πνεύμα χωρίς υλικό φορέα, άλλά μιά διαλεκτική τοΰ βιολογικού καί τοΰ κοινωνικού στήν πορεία τής νοογένεσης. Όπως παρατηρούσε ό Πιαζέ, ή άνάλυση τής νοητικής άνάπτυξης τοΰ παιδιοΰ κατά τό πρώτο έτος φανερώνει ότι ή σταθερότητα τοΰ άντικειμένου δέν άντιστοιχεΐ σέ κάτι έμφυτο. Τό πρωταρχικό σύμπαν, κατά τούς πρώτους μήνες τής ΰπαρξης, είναι ένα σύμπαν χωρίς άντικείμενα. Κατά τόν Πιαζέ, στόν άνθρωπο δέν υπάρχει παρά ένας μικρός άριθμός γνωστικών δομών πού θά μπορούσε νά τΙς ονομάσει κανείς μέ βεβαιότητα έμφυτες. Κατά συνέπεια δέν ύπάρχουν έμφυτες ιδέες μέ τήν καρτεσιανή έννοια. Ό Πιαζέ, « κατ' έπέκτασιν », θεωρεί έμφυτες τίς α priori κατηγορίες τοΰ Κάντ. Όμως ή άποψή του ώς πρός αύτό εΐν^ιι άρνητική. "Ετσι άναφέρεται στόν Πουανκαρέ καί στόν Λόρεντζ γιά νά ύποστηρίξει ότι « άπό ψυχογενετική άποψη, τέτοιες έρμηνεΐες δέν άντέχουν στήν έρευνα. Ή ομάδα μετατοπίσεων καί ή έποπτεία τοΰ η+1, πού έπικαλεΐται ό Πουανκαρέ, έμφανίζονται ώς ό τελευταίος όρος ( άναγκαΐος μέν, όπως τό καντιανό a priori, άλλά έσχατος καί όχι προκαταβολικός ) μιας προοδευτικής έξισορρόπησης καί όχι ώς άφετηριακή συνθήκη τής χωρικής ή τής άριθμητικής έξέλιξης. Οί γενικές καί άναγκαΐες κατηγορίες, όπως ή αιτιότητα, δέν έμφανίζονται ποτέ μέ ολοκληρωμένη μορφή, καί προπαντός όχι στά άφετηριακά στάδια ».25 Ύπάρχουν « έμφυτες » δομές καί δυναμικότητες ( potentialités ), προϊόντα τής έξέλιξης. 'Αλλά, δπως γράφει ό Ζακόμπ, άγνοοΰμε πώς άρθρώνονται τό έμφυτο καί τό μετέπειτα. 'Επειδή σήμερα δέν άντιτίθενται : άλληλοσυμπληρώνονται. Ή μάθηση ένσωματώνεται στό σταθερό πλαίσιο τής κληρονομικότητας. Κατά συνέπεια ή ψυχική πραγματικότητα είναι βιολογικά καί κοινωνικά καθορισμένη. Μπορεί έπίσης, άναδραστικά, νά είναι κοινωνικά καθορίζουσα. Ό άνθρωπος δέν είναι προϊόν τοΰ περιβάλλοντος. Είναι
η φυση
και ο
θεοσ
359
έπίσης ένεργός παράγων κατά τή δημιουργία αύτοΰ τοϋ περιβάλλοντος. Έτσι ή νόηση γίνεται στήν πορεία τής 'Ιστορίας « ύλική δύναμη » ( Μάρξ ). Κατά συνέπεια: Ή νόηση γεγονός τής έξέλιξης. Θά παραθέσουμε άκόμα μιά φορά τόν Λεόντιεφ : « Είναι γνωστό ότι ή άνάπτυξη τής συνείδησης δέν έχει μιά άνεξάρτητη ιστορία. Ό τ ι καθορίζεται, σέ τελευταία άνάλυση, άπό τήν έξέλιξη τής ΰπαρξης. Αύτή ή γενική μαρξιστική άποψη διατηρεί φυσικά όλη τήν άξία της σχετικά μέ τήν άνάπτυξη τής άτομικής συνείδησης ». ΚαΙ παρακάτω : « Κατά τήν αύγή τής άνάπτυξης τοΰ άνθρώπου, ή σφαίρα τών γλωσσικών σημασιών συγκατοικούσε μέ τήν πιό έκτεταμένη σφαίρα τών ένστικτωδών βιολογικών σημασιών, όπως συγκατοικούσαν άκόμα οί κοινωνικά διαμεσολαβημένες σχέσεις τοΰ άνθρώπου μέ τή φύση, μέ πολυάριθμες ένστικτώδεις συνδέσεις πού ό άνθρωπος διατηρούσε μαζί της. [ . . . ] Έτσι, τό έσωτερικό πεδίο τής άντίληψης, άρχικά σκοτεινό, δέν φωτίστηκε ξαφνικά κανονικά άπό τό " φως τής συνείδησης ", άσθενικό καί τρεμάμενο στήν άρχή, όλο καί περισσότερο ισχυρό, καί τελικά άρκετά ισχυρό ώστε νά μπορεί νά διακρίνει μέ όλο καί περισσότερη άκρίβεια τό περιεχόμενο πού έκδηλώνεται σ'αύτή. Στήν άρχή τό συνειδητό ήταν στενά περιορισμένο ».26
3. Ή πενία τοϋ
άναγωγισμοϋ
Μονισμός τής ΰλης. Ό Παρμενίδης ήταν σαφής : « Ού γάρ άνευ τοΰ έόντος, έν ώ πεφατισμένον έστίν, εύρήσεις τό νοεΐν ούδέν γάρ έστιν ή Ισται άλλο πάρεξ τοΰ έόντος ».27 Ή ΰλη, όπως τή γνωρίζουμε στή Γή, είναι οργανωμένη σέ μιά σειρά έπίπεδα διακριτά, καί ταυτόχρονα άλληλένδετα : ύποσωμάτια, στοιχειώδη σωμάτια, άτομα, μόρια, μακρόκοσμος, βιολογικές μορφές, μεγάκοσμος. Κάθε έπίπεδο διέπεται άπό δικούς του νόμους, ένώ ταυτόχρονα συνδέεται μέ τά κατώτερα έπίπεδα χωρίς νά άνάγεται στούς νόμους αύτών τών έπιπέδων. Υπάρχει μιά διαλεκτική τών επιπέδων όρ-
36ο
ογδοο
κεφαλαιο
γάνωσης της υλης. Ούτε επίπεδη ταυτότητα ούτε μηχανιστικός διαχωρισμός. Εντούτοις, υπάρχει μιά μακρά παράδοση άναγωγισμοΰ, κατά τήν όποία τό άνώτερο και πιό σύνθετο έπίπεδο ανάγεται στό κατώτερο καί περισσότερο άπλό, τό άντικείμενο θεωρείται άθροισμα τών συστατικών μερών του. Ό άναγωγισμός τοϋ Λαπλάς, π.χ., ήταν ένας ριζικός άναγωγισμός ύλιστικού-μηχανιστικοΰ χαρακτήρα. Αύτός ό τύπος υλιστικού άναγωγισμοΰ έπιβιώνει πάντοτε κυρίως μεταξύ τών έπιστημόνων, όπως καί ή μηχανιστικήΐδεαλιστική μορφή του. Έτσι, π.χ., κατά τόν Έβερετ, θά ήταν δυνατόν νά περιγράψουμε όλόκληρο τό Σύμπαν μέ τή βοήθεια της έξίσωσης τοΰ Σραίντινγκερ. Τό Σύμπαν θά άναγόταν σέ μιά άπειρία κλάδων, καθένας άπό τούς οποίους θά μπορούσε νά τό περιγράψει μέ τή βοήθεια μιας μαθηματικής έξίσωσης.28 'Αλλά ό Έβερετ δέν ήταν ό μόνος. Έπίσης, ό Χάιζενμπεργκ καί ολόκληρη ή νεοπυθαγόρεια σχολή υποστηρίζουν ότι τά κβαντικά σωμάτια είναι μαθηματικές μορφές. Άπό τήν άλλη πλευρά, ή έλπίδα ότι θά ήταν δυνατόν νά διατυπωθεί μιά « θεωρία τού παντός », μιά τελική θεωρία ή όποία θά έξηγοΰσε τόν πλοΰτο τών μορφών τής ΰλης μέ τή βοήθεια ένός άριθμοΰ μαθηματικών έξισώσεων, άποτελεΐ άκραία έκφραση μιας μηχανιστικής άντίληψης, συχνά ιδεαλιστικής. Ό θετικισμός τοΰ 20οΰ αιώνα είναι, σέ τελευταία άνάλυση, μιά άντιυλιστική, άλλά κυρίως άναγωγική φιλοσοφία. Σύμφωνα μέ τά διάφορα θετικιστικά ρεύματα, τό έρώτημα γιά τήν άντικειμενική ύπαρξη τοΰ κόσμου στερείται νοήματος. Όπω<^ κάθε « μεταφυσικό » έρώτημα, θέτει ένα ψευδοπρόβλημα. "Ετσι οί θετικιστές φαντάζονται ότι μπορούν νά ύψωθοΰν πάνω άπό τήν αιώνια διαμάχη άνάμεσα στόν ύλισμό καί στόν ιδεαλισμό. Δέν άπορρίπτουμε τή θέση γιά τήν πραγματικότητα τοΰ φυσικοΰ κόσμου, έγραφε ό Κάρναπ. Τή θεωροΰμε στερούμενη νοήματος, όπως καί τήν άντίθετη θέση τοΰ ιδεαλισμού. Ό Κάρναπ έθετε τό έρώτημα : Οί άριθμοί είναι ιδεατά ή πραγματικά άντικείμενα, ύπάρχουν ή όχι έξω άπό τό πνεΰμα μας, είναι άντικείμενα καθεαυτά ή άπλώς άντικεί-
η φυση
και ο
θ ε ο σ 360
μενα της νόησής μας ; Κατά τόν Κάρναπ πρόκειται για μεταφυσικά ψευδοπροβλήματα. Ή « ούδετερότητα » τοϋ θετικισμού εξέθρεψε εκείνη τήν έποχή έναν όντολογικό άναγωγισμό, ιδεαλιστικό, ή άφελώς υλιστικό. Σύμφωνα μ'αύτή τήν άντίληψη τό άντικείμενο τών φυσικών έπιστημών δέν είναι άλλο άπό τά δεδομένα τών αισθήσεων, ή τά δεδομένα πού προκύπτουν άπό τά έπιστημονικά πειράματα. Ή έκφραση " crude data " ( άκατέργαστα δεδομένα ) είναι άγαπητή άπ' αύτό τό ρεΰμα. Όμως ή έκφραση αύτή θέτει δύο έρωτήματα : 1 ) Τά δεδομένα άντιστοιχοΰν σέ μιά άντικειμενική, αύτόνομη πραγματικότητα, ή όποία είναι ή πηγή τους ; 2 ) Υπάρχουν άκατέργαστα δεδομένα, άπόλυτα ουδέτερα, έλεύθερα άπό κάθε ιδεολογικό στοιχείο ; Θά παραθέσουμε τήν άντίδραση ένός φιλόσοφου ό όποιος διαμορφώθηκε στήν άτμόσφαιρα τοΰ κύκλου της Βιέννης καί ό όποιος έγινε ένας άπό τούς πιό διαπρεπείς έχθρούς του : τοΰ Karl Popper ( 1902-1994 ). Τό δόγμα, γράφει ό Πόππερ, κατά τό όποιο οί φυσικές έπιστήμες θά άνάγονταν στά αισθητηριακά δεδομένα, καί έτσι στήν έμπειρία μας, άπορρίπτεται. Ό Πόππερ ήταν « ρεαλιστής ». Ένας « μεταφυσικός ρεαλιστής » δπως έλεγε ό ϊδιος. Σέ σχέση μέ τή δεύτερη έρώτηση, ό Πόππερ έγραφε δτι οί έμπειριστές πίστευαν δτι ή έμπειρική βάση τών φυσικών έπιστημών ήταν οί αισθητηριακές άντιλήψεις ή τά δεδομένα της παρατήρησης πού δίδονται άπόλυτα, καί δτι θά ήταν δυνατόν νά οικοδομηθεί ή έπιστήμη μέ βάση τά δεδομένα, δπως πάνω σ'ένα βράχο. « 'Απέδειξα », γράφει ό Πόππερ, «δτι τά φαινομενικά 'data' της έμπειρίας ήταν πάντοτε έρμηνεΐες υπό τό φώς θεωριών καί κατά συνέπεια έπηρεασμένα άπό τόν υποθετικό χαρακτήρα δλων τών θεωριών». Κατά τόν Κάρναπ, σημειώνει ό Πόππερ, ή Φυσική είναι ολοκληρωτικά άπαλλαγμένη άπό τή μεταφυσική, χάρη στίς προσπάθειες τοΰ Μάχ, τοΰ Πουανκαρέ καί τοΰ'Αϊνστάιν. Ό Πόππερ, άντίστροφα, υποστηρίζει δτι δλες οί θεωρίες τής Φυσικής «λέγουν περισσότερα άπ'δσα μπορούν νά έλεγχθοΰν» (μέ βάση αύτές τίς θεωρίες ). Μιά θεωρία, γράφει ό Πόππερ, « δέν είναι είκό-
362
ογδοο
κεφαλαιο
να ». Δέν πρέπει νά κατανοείται μέ τή βοήθεια « όπτικών εικόνων ». Κατανοούμε μια θεωρία, άν κατανοούμε τό πρόβλημα τό όποιο άποβλέπει νά λύσει καί τόν τρόπο μέ τή βοήθεια τοΰ οποίου τό λύνει καλύτερα άπό τίς άνταγωνιστικές της θεωρίες.30 Είναι γνωστό ότι ό Πόππερ ήταν άντίπαλος τοΰ μαρξισμοΰ καί ειδικά τής διαλεκτικής. Άντίθετα άπ'αύτή τήν άποψη, μιά συγκεκριμένη διαλεκτική είναι άναγκαία γιά νά υπερβούμε τή συνήθεια τού άναγωγισμοΰ. Τό πρώτο σφάλμα τής άναγωγικής σκέψης είναι ότι θεωρεί τά « άκατέργαστα δεδομένα » ώς εικόνες τής πραγματικότητας. Ή έρμηνεία τών έμπειρικών δεδομένων έξαρτάται άπό τό θεωρητικό πλαίσιο στό όποιο έντάσσονται. Άλλά, άντίστροφα, τά νέα έμπειρικά δεδομένα είναι δυνατόν νά άναδείξουν τήν άσυμβατότητά τους μέ τό ισχύον « παράδειγμα ». Ό π ω ς ήδη έχουμε έπισημάνει, στήν περίπτωση διαφωνίας άνάμεσα στά έμπειρικά δεδομένα καί τή θεωρία είναι άναγκαία μιά « άλλαγή παραδείγματος », μιά έπιστημονική έπανάσταση, προκειμένου νά συμφιλιωθούν τά δεδομένα μέ τή θεωρία. Ή έπιστήμη υπερβαίνει τό άμεσα δεδομένο. Οί θεωρίες είναι άφηρημένες δημιουργίες. Διαφορετικές θεωρίες είναι αναγκαίες γιά τά διαφορετικά έπίπεδα τής πραγματικότητας, έπειδή στό άνώτερο έπίπεδο λειτουργούν διαφορετικές πραγματικότητες καί σχέσεις. Άλλά τό άνώτερο δέν είναι άποκομμένο άπό τό κατώτερο. Ό ήπιος άναγωγισμός είναι δυνατόν νά λειτουργήσει ώς εύρετική άρχή γιά νά άνιχνευθοΰν περάσματα καί πραγματικότητες τοΰ κατώτερου έπιπέδου πού λειτουργούν στό άνώτερο έπίπεδο. Οί νόμοι τής Φυσικής, π.χ., λειτουργούν στό έπίπεδο τής Χημείας, άλλά ή Χημεία δέν άνάγεται στή Φυσική. Ενδιάμεσες έπιστήμες, όπως ή φυσικοχημεία ή ή ήλεκτροχημεία, είναι συγκεκριμένα παραδείγματα τών σχέσεων άνάμεσα στά δύο έπίπεδα. Παρόμοια, οί νόμοι τής Φυσικής καί τής Χημείας λειτουργούν στό έπίπεδο τών έμβιων όντων. Άλλά ή ζωή δέν άνάγεται στό έπίπεδο τής χημείας. Θά παραθέσουμε, γιά άλλη μιά φορά, τόν Ζακόμπ : « Οί σχέσεις οί όποιες χαρακτηρίζουν τή δραστηριότητα τοΰ έγκεφάλου θά φανούν στόν βιοχημικό έξίσου κοινότοπες μέ τήν πέ-
η φυση
και ο
θεοσ
363
ψη. 'Αλλά τό νά περιγράψουμε μέ δρους Φυσικής καί Χημείας μιά κίνηση τής συνείδησης, ένα αίσθημα, μιά άπόφαση, μιά άνάμνηση, είναι διαφορετικό πρόβλημα».31 Κάθε σκέψη, κάθε συγκίνηση, προκαλεί βιοχημικές διαδικασίες ή, άντίθετα, προκαλείται άπό τέτοιες διαδικασίες. "Ομως ή σκέψη καί ή συγκίνηση είναι φαινόμενα διαφορετικής φύσης. Ά ς πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα. Ό ιδεαλιστής άνάγει τή σκέψη στόν Θεό (Καρτέσιος, κλπ.). Ό μπιχεϊβιορισμός, χονδροειδής καί άφελής μορφή άναγωγισμοϋ, τήν άνάγει στήν αίσθησιοκινητική δραστηριότητα. Κατά τόν μπιχει'βιορισμό, σημειώνει ό Ζαζό, « άνάμεσα στήν αίσθησιοκινητική νοημοσύνη καί τή θεωρητική σκέψη ύπάρχει διαφορά πολυπλοκότητας, κινητικότητας, 6χι δμως ούσίας. Στή γενική άρχή τής προσαρμογής δέν προστίθεται καμιά νέα άρχή, ή όποία θά λάμβανε υπόψη τή νέα μορφή νοημοσύνης. Κατά τούς μπιχεϊβιοριστές, πρόκειται άπλώς γιά έπέκταση τής αισθησιοκινητικής δραστηριότητας μέσα άπό μιά άπλή καί συνεχή διαδικασία. Σύμφωνα μέ τό παλαιό άπόφθεγμα, τό όποιο έπανέλαβε ό Λάιμπνιτς, ή φύση δέν κάνει άλματα ».32 Ό μπιχεϊβιορισμός άγνοεΐ τις διαμεσολαβήσεις, τις ένδιάμεσες διαδικασίες, τούς ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Σέ τελευταία άνάλυση, τήν άνάδυση τοϋ διαφορετικού καί του νέου. Ό ψυχισμός προϋποθέτει Ινα όργανικό υπόβαθρο. Άλλά, όπως σημειώνει ό Ζαζό, άνάμεσα στό όργανικό καί τό ψυχικό μεσολαβεί μιά πραγματική γένεση. Τό ψυχικό δέν μπορεί νά άναχθεΐ στό όργανικό. 'Εντούτοις, ή συνήθης τάση τής νόησης, πάντα κα-Α τόν Ζαζό, είναι νά άποκρύπτει τό πέρασμα, ή νά τό θεωρεί άδύνατο.33 Ή Ψυχολογία, έγραφε ό Βαλλόν, θεωρούμενη ώς φυσική έπιστήμη, θεωρεί τις ψυχικές έκδηλώσεις άπλή εκδήλωση τής ζωής καί συχνά στή ζωή δέν βλέπει άλλο άπό τή λειτουργία τών όργανισμών σύμφωνα μέ τή δομή τους. Κατά συνέπεια ή ψυχική δραστηριότητα θά πρέπει νά έξηγηθεΐ μέ τό παιχνίδι τών λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένων όργάνων τοΰ όργανισμοΰ. Αύτό τό είδος μηχανιστικών έρμηνειών δέν είναι σπάνιο στήν Ψυχολογία.34 Ό Βαλλόν, σημειώνει ό Ζαζό, ξεπερνά τή Νευρολογία, άλλά δέν
364
ογδοο
κεφαλαιο
τήν αρνείται. Οί βιολογικοί καί οί ψυχοσωματικοί παράγοντες συνδέονται άρρηκτα σέ κάθε άνθρώπινη συμπεριφορά. Ό ψυχισμός αναπτύσσεται σέ έναν ύλικό φορέα. Άλλά, άντίθετα μέ 6,τι νομίζουν οί όπαδοί τοϋ μπιχε'ιβιορισμοΰ, δέν άνάγεται στούς νόμους τής Φυσικής καί τής Χημείας. Άκόμα περισσότερο : Σύμφωνα μέ τόν Λεόντιεφ « οί κληρονομημένες ιδιότητες τοΰ άνθρώπου δέν καθορίζουν τήν ψυχική συμπεριφορά του. Οί ιδιότητες τοΰ άνθρώπου δέν περιέχονται δυνάμει στόν έγκέφαλό του. Αύτό πού ό έγκέφαλος έχει ώς δυνατότητες δέν είναι τούτες ή έκεΐνες οί ειδικά άνθρώπινες ικανότητες, άλλά μόνον ή ικανότητα διαμόρφωσης αύτών τών ικανοτήτων ».35 Ή πραγματοποίηση μιάς δυνατότητας, δέν είναι πέρασμα χωρίς διαμεσολαβήσεις καί χωρίς ποιοτικούς μετασχηματισμούς. Ή θυελλώδης άνάπτυξη τών έπιστημών τής ζωής : Βιοχημεία, μοριακή βιολογία, Γενετική, Νευρολογία, μελέτη τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος, δλες οί άνακαλύψεις πού πραγματοποιήθηκαν τόν περασμένο αιώνα, συνιστούν πεδίο γιά τήν έπεξεργασία μιάς συγκεκριμένης, τοπικής διαλεκτικής τής ζωής. Τά νέα δεδομένα βρίσκονται σέ κραυγαλέα άντίφαση μέ τό δημιουργισμό (créationisme ) καί μέ τήν τελεολογία. Άλλά στίς κοινωνίες τίς βυθισμένες στήν κρίση, ή έπιστήμη γίνεται έπίσης πηγή ιδεολογίας : Ό μυστικισμός άπό τή μιά πλευρά, ό χυδαίος άναγωγισμός άπό τήν άλλη. Έτσι, ή άποκρυπτογράφηση τοΰ άνθρώπινου γονιδιώματος τροφοδότησε μέ « έπιστημονικά » έπιχειρήματα, κυρίως στίς Η ΠΑ, άλλά καί στήν Ευρώπη, ένα ρεΰμα άναγωγισμοΰ,τό όποιο καταλήγει στό ρατσισμό καί σέ μιά φαταλιστική άντίληψη τής Ιστορίας καί τών προοπτικών τής ανθρωπότητας. Σύμφωνα μ' αύτή τήν ιδεολογία, τά γονίδια καθορίζουν τό χαρακτήρα μας, τή συμπεριφορά μας, άκόμα καί τίς πολιτικές ιδέες μας κλπ. Ή άνθρώπινη βαρβαρότητα, οί πόλεμοι, ή έπιθετικότητα κλπ., δέν έξηγοΰνται μέ τήν κατανόηση τής άνθρώπινης κατάστασης, άλλά ώς φαινόμενα πού ή πηγή τους βρίσκεται μέσα στόν έγκέφαλο : στή φύση του, σέ κάποιο γενετικό σφάλμα κλπ. Μιά μοιρολατρική άντίληψη τής Ιστορίας θεμελιώνεται σ' αύτή τήν άναγωγική ίδεο-
η φυση
και ο
θεοσ
364
λογία.36 Άν ή άνθρώπινη βαρβαρότητα είναι έγγεγραμμένη στόν γενετικό μας κώδικα, άν ή βαρβαρότητα είναι συνέπεια ένός γενετικού σφάλματος έγγεγραμμένου στόν έγκέφαλό μας, τότε θά πρέπει νά έγκαταλείψουμε κάθε έλπίδα δτι ή άνθρωπότητα θά μπορούσε νά ξεπεράσει κάποτε τό στάδιο τών τυφλών νόμων της Ιστορίας. Ή εκμετάλλευση, οί πόλεμοι καί ή βαρβαρότητα θά ήταν τότε τό « μέλλον » μας. Εντούτοις πρόκειται γιά ιδεολογία θεμελιωμένη σέ μηχανιστικές άφελεΐς προκείμενες. Σέ ύποθέσεις χωρίς έπιστημονικό θεμέλιο. Τέτοιες λανθασμένες άντιλήψεις γιά τήν άνθρώπινη φύση είναι δτι ή καταστροφική συμπεριφορά τοΰ άνθρώπου είναι συνέπεια ένός σφάλματος τό όποιο συνέβη κατά τή βιολογική έξέλιξη τοΰ άνθρώπινου είδους, δτι ό νεοφλοιός είναι ή Ιμφυτη φυλογενετική αιτία της άνθρώπινης έπιθετικότητας, δτι ύπάρχει γενετική σύγκρουση άνάμεσα στόν πολιτισμό καί τό έπιθετικό ένστικτο σεξουαλικής φύσης, κλπ. Τό κοινό χαρακτηριστικό αύτών τών λανθασμένων άντιλήψεων είναι, κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, τό σφάλμα τό σχετικό μέ τίς ύποκείμενες έγκεφαλικές λειτουργίες. Ό έγκέφαλος, κατά τήν καθηγήτρια Κούκκου-Lehmann, καί τά άλλα δργανα τοΰ σώματός μας, έξασφάλισαν τήν επιβίωση τοΰ είδους μας. Κατά συνέπεια τό βιολογικό είναι Ινας κανονικός θετικός παράγων. Ή άνθρώπινη συμπεριφορά είναι τό άποτέλεσμα μιάς συνεχούς, δυναμικής καί παράλληλης άλληλεπίδρασης τοΰ άτόμου, άνάμεσα στήν άποκτημένη γνώση, τίς σωματικές λειτουργίες καί τό κοινωνικό καί τό φυσικό περιβάλλον. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος, καί ιδιαίτερα ό νεοφλοιός, είναι τό δργανο τό όποιο παράγει καί συντονίζει δλες τις διαστάσεις καί τις πλευρές τής άνθρώπινης ύπαρξης, σωματικές, συμπεριφορές, σκέψεις, συγκινήσεις, άποφάσεις, φαντασιώσεις κλπ. Ή συμπεριφορά είναι πολυδιάστατο φαινόμενο. Ό άνθρώπινος έγκέφαλος είναι δργανο παραγωγής γνώσης, χάρη στή συνθετική, καί όλιστική λειτουργία τών νευρώνων τοΰ νεοφλοιοΰ. Κατά συνέπεια ή παράνοια είναι κοινωνικό φαινόμενο, δυνατό, άλλά 6χι άναπόφευκτο. Ένα φαινόμενο τό όποιο δέν είναι έγγεγραμμένο στόν γενετικό μας κώδικα. Οί πό-
366
ογδοο
κεφαλαιο
λεμοι προϋποθέτουν καί συνεπάγονται άποκλίσεις άπό τήν κανονική λειτουργία τοϋ έγκεφάλου. Ή καταστροφική συμπεριφορά μοις δέν είναι συνέπεια κάποιου κληρονομικού κακοΰ. Ή καταστροφική συμπεριφορά, συνεπώς, δέν είναι τό μέλλον μας καί δέν είναι οΰτε άναπόφευκτη οΰτε άμετάβλητη. Ό νεοφλοιός έλέγχει τίς άντιδράσεις μας, οί όποιες καθορίζονται καί άπό τήν κουλτούρα μας.3' Νά παραθέσω έπίσης ορισμένα άποσπάσματα άπό τή Διακήρυξη τής Σεβίλλης γιά τή Βία ( Διακήρυξη στό πλαίσιο ένός διεθνούς συνεδρίου μέ θέμα 'Εγκέφαλος και επιθετικότητα, Πανεπιστήμιο τής Σεβίλλης, Μάιος 1986). Σύμφωνα μ'αύτή τή διακήρυξη : « Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι ό πόλεμος καί άλλες βίαιες συμπεριφορές είναι γενετικά προγραμματισμένες στήν άνθρώπινη φύση. Μέ έξαίρεση σπάνιες παθολογικές καταστάσεις, τά γονίδια δέν παράγουν άτομα πού Ιχουν προδιάθεση γιά τή βία. Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι οί άνθρωποι έχουν " βίαιο έγκέφαλο ". Ένώ διαθέτουμε τό νευρωνικό δργανο γιά νά δρούμε βίαια, τό δργανό μας δέν άντιδρά αύτόματα. "Οπως καί στά πιό έξελιγμένα άνώτερα θηλαστικά, ό έγκέφαλός μας διηθεί, φιλτράρει τέτοια έρεθίσματα. Οί άντιδράσεις μας καθορίζονται άπό τόν κοινωνικό πολιτισμό μας. Στή νευροφυσιολογία μας δέν ύπάρχει τίποτα πού νά μάς υποχρεώνει νά άντιδροΰμε βίαια. Είναι έπιστημονικά λανθασμένο νά λέμε δτι ό πόλεμος είναι συνέπεια " ένστικτων ", ή άλλων άτομικών κινήτρων. Τό τιυμπέρασμά μας είναι δτι ό πόλεμος δέν είναι φαινόμενο μέ βιολογική βάση, καί δτι ή άνθρωπότητα μπορεί νά έλευθερωθεΐ άπό τή δουλεία τοΰ βιολογικού πεσιμισμοΰ καί νά άποκτήσει τήν έμπιστοσύνη γιά νά άναλάβει τά άναγκαία έργα μετασχηματισμού, αύτό τό διεθνές Έτος γιά τήν Ειρήνη μ.38 Ό βιολογικός καί άνθρωπολογικός άναγωγισμός υπήρξε έπίσης άντικείμενο κριτικής άπό τήν πλευρά ειδικών οί όποιοι δέν είναι μαρξιστές. "Ενα παράδειγμα : Ό Τζών Σήαρλ χαρακτηρίζει τή φιλοσοφία του « βιολογικό νατουραλισμό ». 'Αναφέρεται στίς τρέχουσες άντιλήψεις οί όποιες ταυτίζουν τόν έγκέφαλο μέ « ψηφιακό
η φυση
και ο
θεοσ
367
υπολογιστή », μιλοϋν για " silicon brains " ( εγκεφάλους άπό πυρίτιο ) κλπ. Γίνεται συχνά δεκτό, γράφει ό Σήαρλ, ότι ή μόνη έναλλακτική πρόταση έναντίον της άποψης ότι ό έγκέφαλος είναι « ψηφιακός υπολογιστής » είναι Ινα είδος φιλοσοφικού δυϊσμού. Ό Σήαρλ πιστεύει ότι « άναιρεί » τήν ύλιστική παράδοση καί όμως δέν άποδέχεται τό δυϊσμό. Γιά τή μελέτη τοϋ έγκεφάλου προτείνει μιά προσέγγιση ή όποία περιλαμβάνει τήν κεντρικότητα τής συνείδησης. Ό Σήαρλ, όπως καί πολλοί άλλοι, ταυτίζει τόν ύλισμό μέ τή μηχανιστική μορφή του. Παρά ταΰτα: Κατ'αύτόν « ή συνείδηση είναι ένα υψηλότερο έπίπεδο, ή μιά άναδυόμενη ιδιότητα τοΰ έγκεφάλου ».39 Τό « πνεύμα » δέν άνάγεται στό βιολογικό. Ή άνάδυσή του είναι ή διαλεκτική άρνηση τής άζωης ΰλης καί τής πρακτικής νοημοσύνης. Ταυτόχρονα ή άνάδυση σηματοδοτεί Ινα άλμα, μιά θετική στιγμή, έπιβεβαίωση τοΰ άνεξάντλητου τών δυναμικοτήτων τής ΰλης. Ό άνθρωπος είναι ίνα Ôv τό όποιο μιλάει. 'Αναδύθηκε στό έσωτερικό τοΰ ζωικοΰ κόσμου, ώς ή διαλεκτική άρνηση τής ζωικότητας. Μποροΰμε νά ισχυριστούμε ότι δέν υπάρχει άναλλοίωτη άνθρώπινη φύση. Ό άνθρωπος είναι κοινωνικό 0ν. Είναι πεδίο άντιθετικών δυνατοτήτων. Στίς άπαρχές τής Ιστορίας ή άλληλεγγύη ήταν ή δεσπόζουσα σχέση άνάμεσα στά μέλη τής φυλής. Στίς ταξικές κοινωνίες, άντίθετα, δεσπόζουν τά πιό άρνητικά χαρακτηριστικά τής άνθρώπινης φύσης. 'Αλλά ό έγωισμός, ό άτομισμός, ή ματαιοδοξία, δέν είναι τά μόνα χαρακτηριστικά τών άνθρώπων, άκόμα καί στίς άνταγωνιστικές κοινωνίες μας. Ό άνθρωπος είναι γενετικά κοινωνική ΰπαρξη. Ή πρόσδεση τοΰ παιδιού στή μητέρα δέν είναι συνέπεια μάθησης" προκύπτει άπό μιά θεμελιώδη βιολογική άνάγκη. Ή φιλία, ό Ιρωτας, ή άλληλεγγύη πού φτάνει μέχρι τή θυσία είναι χαρακτηριστικά τοΰ είδους μας, τά όποια είναι δυνατόν νά κυριαρχήσουν σέ μιά κοινωνία άλληλεγγύης καί έλευθερίας. Ή τέχνη καί ή έπιστήμη, έξάλλου, είναι άνθρώπινα έπιτεύγματα, τά όποια μποροΰν νά γίνουν ούσιαστικός παράγων αύθεντικής προόδου σέ μιά άταξική κοινωνία.
ογδοο
368
κεφαλαιο
'Αλλά άς έπιστρέψουμε, τελειώνοντας, στό πρόβλημα τοϋ φιλοσοφικού ιδεαλισμού καί στό έρώτημα γιά τόν Θεό. 4. Ό άνθρωπος καί ό Θεός: "Ενας διάλογος άνάμεσα στόν Πλάνκ καί στόν 'Αϊνστάιν Προσπάθησα, κατά τήν πορεία αύτοΰ τοϋ βιβλίου, νά υποστηρίξω ότι σήμερα είναι δυνατόν νά έπεξεργαστοΰμε μιά μονιστική άντίληψη γιά τόν κόσμο, λογικά συνεκτική, μέ τή φιλοσοφική άξιοποίηση κρίσιμων κατακτήσεων τών έπιστημών. Υποστήριξα ότι οί υλιστικές άρχές τής άντικειμενικότητας καί τής αύθυπαρξίας τής φύσης θεμελιώνονται στήν έπιστήμη. "Οτι ό άνθρωπος είναι βιολογικό καί ταυτόχρονα κοινωνικό 0ν. "Οτι τό πνεύμα είναι δυναμικότητα τής ύλης ή όποία πραγματοποιήθηκε έδώ, στή Γή. "Ως έδώ «δεν είχαμε άνάγκη άπό τόν Θεό» καί τά προηγούμενα στηρίζονται σέ δεδομένες άλήθειες. «'Αποδείξαμε» λοιπόν τήν άνυπαρξία τοϋ Θεοΰ; Μιά τέτοια άπόδειξη, μέ τήν τυπική έννοια τής λέξης « άπόδειξη », είναι άνέφικτη, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι μιά κοινωνιολογική καί γνωσιοθεωρητική έρμηνεία τής γένεσης τού Θεοΰ, πού άρχίζει άπό τόν Ξενοφάνη, άνανεώνεται άπό τόν Μάρξ καί έμπλουτίζεται άπό τΙς σημερινές έπιστήμες, στερείται άξίας. Ά ς φανταστούμε λοιπόν ότι δυό μεγάλοι φυσικοί, ό Μάξ Πλάνκ, χριστιανός, καί ό Άλμπερτ Αϊνστάιν, σπινοζιστής καί άθεος, έπιστρέφουν έδώ στή Γή καί συζητούν γιά τήν προέλευση τοΰ κόσμου, γιά τόν Θεό, τή θρησκεία καί τή θέση τού άνθρώπου στόν Κόσμο.* 'Αϊνστάιν : Αγαπητέ μου Μάξ, παραφράζοντας τή διάσημη φράση τοΰ Αρχιμήδη, θά μποροΰσα νά ισχυριστώ : Δώστε μου τά κου* Ό « διάλογος » είναι προφανώς φανταστικός. Τα λεγόμενα τών δύο φυσικών δέν προέρχονται πάντα άπό τά κείμενά τους. 'Αλλά οί ιδέες πού τούς άποδίδονται έδώ είναι γενικά σύμφωνες μέ τήν κοσμοαντίληψή τους.
η φυση
και ο
θ ε ο ι
3^9
ώρκ, τά έξι λεπτόνια καί τά κβάντα τών τεσσάρων φυσικών άλληλεπιδράσεων, καί τότε μπορώ νά περιγράψω τή δομή καί τό γίγνεσθαι τοϋ Κόσμου. Είναι βέβαια αύτονόητο δτι θά συναντούσα πολλά άνεξήγητα φαινόμενα. 'Εντούτοις είναι λογικό νά έλπίζω δτι αύτό πού σήμερα είναι άδηλο καί άγνωστο θά γίνει μιά μέρα φανερό καί διαυγές στή νόηση. Είναι έπίσης αύτονόητο δτι θά έκανα μιά συστηματική προσπάθεια νά άποφύγω τήν άπλοϊκότητα τοΰ άναγωγισμοΰ καί τοΰ μηχανιστικού ύλισμοΰ, καθώς καί τή μάταιη καί άφελή έλπίδα δτι μιά Θεωρία τον Παντός, μιά τελική θεωρία γιά τή φύση, θά ήταν ποτέ δυνατή. Πλάνκ : Είμαι δπως καί σύ, άγαπητέ "Αλμπερτ, ρεαλιστής καί αΐτιοκράτης. Πιστεύω στήν άντικειμενικότητα της φύσης καί στόν αιτιοκρατικό χαρακτήρα τών φαινομένων. Είμαι λοιπόν σύμφωνος μέ σένα δτι ό κόσμος είναι γνώσιμος, καί δτι ή έπιστήμη μπορεί νά φτάσει σέ μιά γνώση, δχι άπόλυτη, άλλά έν πάση περιπτώσει άνθρωπίνως άντικειμενική. Πρέπει δμως νά σοΰ θέσω ένα έρώτημα : Ποιά είναι ή προέλευση τών κουώρκ, τών λεπτονίων καί τών κβάντα τών τεσσάρων φυσικών άλληλεπιδράσεων; Δηλαδή τών θεμελιωδών συστατικών της ύλης ; 'Αϊνστάιν : Είμαστε σύμφωνοι δτι ή ύπαρξη τών σωματίων στά όποια άναφερθήκαμε είναι επιστημονικό γεγονός. Όμως, άπό τήν έποχή πού καί οί δύο συμβάλαμε στή διατύπωση της θεωρίας τών κβάντα, ή άντίληψη τών φυσικών γιά τήν ύλη έχει άλλάξει : Δέν μποροΰμε πιά νά μιλάμε γιά αιώνια, άδημιούργητα σωμάτια, τελικές μορφές της ύλης, δπως πίστευαν ό Δημόκριτος καί ό μέγας Νεύτων. Δέν είμαι οπαδός της υπόθεσης τοΰ Big Bang, δμως, δπως ξέρεις, χάρη στή σύμφυση της Μικροφυσικής μέ τήν 'Αστροφυσική, έχει πλέον άποδειχτεΐ δτι οί μορφές της ύλης έχουν μιά ιστορία στό χώρο καί στό χρόνο. Οί μορφές αύτές, συνεπώς, δέν είναι αιώνιες. Δέν ύπάρχει τίποτα τό αιώνιο, έκτός άπό τήν ύλη καί τήν κίνησή της, δπως έλεγε καί ένας συμπατριώτης μας, ό ΦρειδερίκοςΈνγκελς. Νομίζω, λοιπόν, δτι ή άναζήτηση μιας πρωταρχικής 'Οντότητας, άπ'δπου προκύπτει καθετί πού υπάρχει, είναι μιά παλαιά συνήθεια τής μεταφυσικής.
370
ογδοο
κεφαλαιο
Πλάνκ: Είμαι έν μέρει σύμφωνος μαζί σου. Πράγματι, τά κβάντα μας ήταν μιά άπό τΙς πρώτες ένδείξεις ότι τό άτομο δέν είναι « άτομο », άδιαίρετο καί χωρίς δομή. Καί είναι μιά μεγαλειώδης ιδέα νά φανταστούμε δτι οί θεμελιώδεις μορφές τής ύλης μεταβλήθηκαν στήν πορεία τοΰ χρόνου. Άκόμα περισσότερο: Γνωρίζεις, αγαπητέ Αϊνστάιν, δτι ύπάρχει ένα κοσμολογικό πρότυπο τό όποιο προβλέπει τή δημιουργία ΰλης, ιδέα ή όποία άνατρέπει τήν κλασική κοσμοαντίληψη καί άνοίγει νέες προοπτικές γιά τό πνεύμα. 'Εσύ άλλωστε, δπως καί ό Ντέ Μπρέιγ καί ό Ντιράκ, μιλήσατε πρώτοι γιά έναν αιθέρα, ή ένα ύποκβαντικό έπίπεδο, πρίν άπό τούς δημιουργούς τοΰ προτύπου στό όποιο άναφέρθηκες. Συνεπώς : Μεταμόρφωση τής ΰλης. Μάλιστα ! Άλλά άπό ποΰ προέρχεται ή ΰλη ; Σοΰ θυμίζω τό έρώτημα πού έθεσε καί ένας άλλος συμπατριώτης μας, δυστυχώς ναζιστής ! Αναφέρομαι στόν Martin Heidegger, ό όποιος, δπως ξέρεις, έθετε τό έρώτημα : Γιατί το Είναι και δχι το Τίποτα; 'Αϊνστάιν : Έχεις δίκιο, άγαπητέ Μάξ. Όμως, ένας άλλος, συμπατριώτης μας καί αύτός, ό μεγάλος ιδεαλιστής Χέγνελ, έπιχείρησε νά διατυπώσει μιά διαλεκτική άνάμεσα στό Ό ν καί στό μή Όν. Τήν ιδέα αύτή τήν ξαναπήραν οί μαρξιστές. Όμως κατά τή γνώμη μου τίποτα δέν προκύπτει άπό τό Τίποτα. Ό Δημόκριτος έχει δίκιο. Έτσι, κατά τή γνώμη μου, ή διαλεκτική τοΰ Είναι καί τοΰ Μηδενός είναι μιά ψευδοδιαλεκτική. Έγώ δέχομαι ώς άρχές τήν άντικειμενικότητα καί τήν αύθυπαρξία τής ΰλης. Καί οί άρχές τίθενται. Ό π ω ς ξέρεις δέν άποδεικνύονται. Θεμελιώνονται. Δέχομαι συνεπώς τήν ΰπαρξη τής ΰλης ώς έπιστημονικό γεγονός. Καί ή ΰπαρξη ένός ύποκβαντικοΰ έπιπέδου θά ήταν ένα έπιπλέον έπιχείρημα ύπέρ τού ανεξάντλητου τής ΰλης. Πλάνκ : Ή άπάντησή σου δέν μέ ικανοποιεί. Έγώ άναζητώ μιά αιτία τής ύπαρξης τοΰ κόσμου. Καί δέχομαι δτι ό κόσμος δημιουργήθηκε άπό τόν Θεό. 'Αϊνστάιν. Μέ δλο τόν ομολογημένο σεβασμό πρός τό πρόσωπό σου, θά μοΰ έπιτρέψεις νά σοΰ πώ δτι ή θέση σου είναι έξίσου μή άποδείξιμη μέ τή δική μου. Άλλά ή ΰπαρξη μιας φύσης, « αιτίας
η φυση
και ο
θεοσ
370
τοΰ έαυτοΰ της », ή αύθυπαρξία της υλης, δέν είναι περισσότερο ένοχλητική άπό τήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Θά μποροΰσα άκόμα νά πώ ότι, δεχόμενοι τήν ΰπαρξη ένός ύπερφυσικοΰ δντος, δημιουργοΰ τοΰ κόσμου, δέν κάνουμε άλλο άπό τό νά διπλασιάζουμε τό πρόβλημα : Μυστήριο τής ΰπαρξης τοΰ Θεοΰ, μυστήριο τής Δημιουργίας. Ή πρότασή σου δέν έχει καμιά άποδεικτική άξία. Πλάνκ : Λέγεις, λοιπόν, δτι καί οί δύο υποστηρίζουμε έξίσου μή άποδείξιμες θέσεις, καί δτι ή έπιλογή σου, δπως καί. ή δική μου, είναι παρόμοια αύθαίρετες ; 'Αϊνστάιν : "Οχι, καθόλου ! Οί άντίθετες άπόψεις μας δέν έχουν τήν ίδια εύρετική άξία. Έγώ, μέ άφετηρία τά άξιώματα τά όποια έθεσα, μπορώ νά διατυπώσω μιά λογικά συνεκτική κοσμοαντίληψη. Μιά όντολογία, δπως λέν οί φιλόσοφοι, χωρίς μεταφυσικές προκείμενες καί λογικά συνεκτική. 'Ομολογώ βεβαίως δτι ύπάρχουν πολλά προβλήματα γιά λύση, έχω δμως έμπιστοσύνη στή δύναμη τής νόησης καί στό μέλλον τής έπιστήμης. Ή κοσμοαντίληψή μας θά γίνεται όλο καί περισσότερο πλήρης καί άντικειμενική. Τό αϊτημά σου, άντίθετα, άγαπητέ Μάξ, βρισκόταν πάντα καί θά βρίσκεται σέ άντίφαση μέ τά δεδομένα τών έπιστημών. Πλάνκ: Δέν έχεις δίκιο. Ή σκέψη μου έχει ένα θεμέλιο. Κατά τά άλλα, δέν άνακατεύω τόν Θεό στίς έρευνές μου. Στή μελέτη τών νόμων τής Φύσης. 'Αϊνστάιν: Προσωπικά είναι δυνατόν νά άποφύγει κανείς τό λογικά μή συνεκτικό μείγμα τής μεταφυσικής καί τής έπιστημονικής σκέψης. Είναι δμως γνωστό δτι οί Γραφές καί ή θεολογική σκέψη ήταν πάντα άντίθετες μέ τίς άλήθειες τής έπιστήμης. Σοΰ ύπενθυμίζω τό δόγμα τής Δημιουργίας, τής ΰπαρξης μιάς άυλης ψυχής κλπ. Φαντάσου πώς ό Καρτέσιος έφτασε νά υποστηρίζει τή γελοία ιδέα δτι ή ψυχή εισέρχεται στό σώμα-μηχανή καί έγκαταβιώνει στό κωνάριο ! Άκόμα καί ή Καθολική Εκκλησία υποχρεώθηκε πρόσφατα νά παραδεχτεί ότι τό άνθρώπινο σώμα προήλθε άπό τή βιολογική έξέλιξη. Παρά ταΰτα, ή Καθολική Εκκλησία έπιμένει άκόμα στήν αύθαίρετη θέση δτι τό πνεύμα, ή ψυχή δημιουργήθηκαν άπό τόν Θεό καί δτι είναι δωρεά τοΰ Δημιουργού. Ό
372
ογδοο
κεφαλαιο
Θεός έκδιώκεται συνεχώς άπό τό χώρο τών επιστημών. Δέν τοϋ άπομένει παρά ή πράξη της Δημιουργίας, άδιανόητη και μή άποδείξιμη. Πλάνκ : 'Ομολογώ ότι είναι γεγονός ή προαιώνια σύγκρουση άνάμεσα στό δόγμα τής δημιουργίας καί τις έπιστήμες. Έχεις λοιπόν δίκιο. "Ομως, άγαπητέ Άλμπερτ, άπό τήν έποχή τής 'Αναγέννησης, έγινε μιά προσπάθεια νά διαχωριστεί ή άλήθεια τής θρησκείας άπό τήν άλήθεια τών έπιστημών. Πρόκειται γιά δύο χωριστές άλήθειες καί ή θρησκεία δέν έχει δικαίωμα νά παρεμβαίνει στά προβλήματα τής έπιστήμης. Πιστεύω στόν Θεό, Δημιουργό ! 'Αλλά γιά μένα, ή έπιστήμη δέν είναι θεραπαινίς τής θεολογίας. 'Αϊνστάιν : Άν άντιλαμβάνομαι σωστά, δέχεσαι ότι ό Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, όρισε τούς νόμους τής κίνησής του καί έκτοτε δέν επεμβαίνει στή φύση. Πρόκειται γιά τήν άποψη τοΰ μεγάλου, όπως λέν, όρθολογιστή, τοΰ Καρ-ίέσιου. Όλα αύτά όμως είναι μιά μεταφυσική παραδοχή, ούτε έπαληθεύσιμη ούτε διαψεύσιμη, όπως προτιμά νά λέγει ό φίλος μου ό Κάρλ Πόππερ. Πλάνκ : Δέν είπα ότι μπορούμε νά άποδείξουμε τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ, ή τή Δημιουργία τοΰ κόσμου. Γιά μένα πρόκειται γιά άρθρο πίστεως τό όποιο δίδει νόημα στήν ύπαρξη τοΰ άνθρώπου. 'Αϊνστάιν : Σέβομαι βαθιά τήν άνάγκη σου νά βρεις ένα θεμέλιο ήθικής τάξεως. Όμως ή γνωσιολογική ούδετερότητά σου, άγαπητέ Μάξ, είναι εύθραυστη : Δέν θέλω νά άναφερθώ στά προβλήματα ήθικής τάξης πού θέτει ή ύπαρξη τοΰ Θεοΰ : στό κυρίαρχο κακό, στους πολέμους, στήν έκμετάλλευση, στή γενικευμένη βαρβαρότητα. Γνωρίζεις τό δίλημμα κάθε θεοδικίας : Ό Θεός είναι άδύνατος, ή κακός ; *Η δέν υπάρχει ; Δέν θέλω νά συζητήσω περισσότερο αύτή τήν πλευρά τοΰ προβλήματος. Θέλω όμως νά έπιμείνω ότι ή άρχή σου, έκτός άπό τΙς άντιφάσεις πού γεννάει, είναι έντελώς άστήρικτη. Δέν είναι συνεπώς τυχαίο ότι πολλοί άπό τούς πατέρες τής 'Ορθόδοξης, όπως καί τής Καθολικής Εκκλησίας, ύποστήριξαν, έναντίον τών έπιχειρημάτων ή τών « άποδείξεων » υπέρ της ύπαρξης τοΰ Θεοΰ, ότι ό Θεός είναι πέραν τών δυνατοτήτων τής νόησης.
η φυση
και ο
θεοσ
373
Πλάνκ : Άλλά, άγαπητέ Αϊνστάιν, δέν ισχυρίστηκα δτι έχω ένδείξεις ή άποδείξεις για τήν ύπαρξη τοϋ Θεοΰ καί τή Δημιουργία. Πιστεύω στόν Θεό, καί ή πίστη αύτή είναι τό θεμέλιο της ύπαρξής μου. Καί ή πίστη μου, δπως ξέρεις, δέν μέ έμπόδισε να συνεισφέρω μέ τΙς μικρές δυνάμεις μου στήν άνάπτυξη της Φυσικής. 'Αϊνστάιν : Τώρα μοΰ θύμισες έναν Δανό φιλόσοφο, τόν Seren Kirkegaard. Γι'αύτόν, δπως καί γιά τόν χριστιανικό υπαρξισμό καί τόν περσοναλισμό, τό έρώτημα γιά τόν Θεό δέν είναι πρόβλημα λογικής. Είναι προσωπικό, έσωτερικό γεγονός. Όμως αύτή ή πίστη, αύτή ή μυστική έπικοινωνία, δέν συνεπάγεται κάποια βεβαιότητα. Έπειδή, κατά τόν Κίρκεγκωρ, άλήθεια είναι ή υποκειμενικότητα. Τό υπάρχον είναι μόνον ή άβεβαιότητα. Ή άβεβαιότητα είναι άντικειμενική. *Αν θέλω νά παραμείνω στήν πίστη, έγραφε ό Κίρκεγκωρ, θά πρέπει άδιάκοπα νά έπαγρυπνώ γιά νά διατηρήσω τήν άντικειμενική άβεβαιότητα δπου, ευρισκόμενος στά άνοιχτά πάνω άπό 70.000 όργιές βάθους, παρά ταΰτα, πιστεύω. Ποιά βεβαιότητα μπορείς λοιπόν νά θεμελιώσεις στήν πίστη ; Όμως οί άνθρωποι έχουν άνάγκη άπό άποδείξεις. Καί σοΰ θυμίζω σχετικά τήν περίπτωση ένός άλλου μεγάλου φιλόσοφου, συμπατριώτη μας καί αύτοΰ : τοΰ Εμμανουήλ Κάντ. Πιστός χριστιανός, έφτασε στό συμπέρασμα δτι είναι άδύνατο νά άποδειχτεΐ ή ύπαρξη τοΰ Θεοΰ άπό τό δρόμο τής νόησης. Ή ύπαρξη τοΰ Θεοΰ, κατά τόν Κάντ, είναι αίτημα τοΰ πρακτικοΰ λόγου. Μέ μιά κοπερνίκεια άναστροφή, δπως λέγεται, ό Κάντ θέλησε νά θεμελιώσει τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ στόν a priori ήθικό νόμο. Βλέπεις λοιπόν, άγαπητέ Μάξ, δτι ή νόηση άδυνατεΐ νά θεμελιώσει, καί κατά τόν Κάντ, τήν ύπαρξη τοϋ Θεοΰ καί τή δημιουργία της φύσης. Πλάνκ : Άλλά καί έσυ δέν μπορείς νά θεμελιώσεις τήν άρχή τής αύθυπαρξίας. Δέχομαι δτι καί έγώ άδυνατώ νά άποδείξω τήν ύπαρξη τοΰ Θεοΰ καί δτι ή άπόδειξη πού πρότεινε ό Κάντ δέν μέ ικανοποιεί. Πράγματι, τί σημαίνει τιροεμπειρικος ήθικός νόμος γιά Ιναν κόσμο δπου βασιλεύει ή άνηθικότητα ; Ή άνηθικότητα καί ή βαρβαρότητα κυριαρχούν, καί οί « έκλεκτοί » τοΰ Θεοΰ είναι οί μό-
374
ογδοο
κεφαλαιο
vot κάτοχοι της έσωτερικής ηθικής ; Ό Κάντ ήταν Ινας πρωτοπόρος τής Κοσμολογίας, άλλά τά γνωσιολογικά ή ήθικά a priori του δέν μέ Ικανοποιούν. Ό Κάντ θέλησε νά οικοδομήσει μιά κοσμοθεωρία θεμελιωμένη στό Λόγο. 'Αλλά τό σύστημά του δέν άντέχει μπροστά στά δεδομένα τής έπιστήμης. 'Αϊνστάιν : Ποιό θά ήταν λοιπόν τό συμπέρασμά μας, άγαπητέ Μάξ ; Οί δυό άντίθετες άρχές μας είναι μή άποδείξιμες άπό τό δρόμο τής λογικής. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι φτάνουμε σέ λογικό άδιέξοδο καί ότι ή άποδοχή ή μή τοϋ Θεοΰ είναι πρόβλημα προσωπικής έπιλογής ; Πλάνκ : Δέν βλέπω άλλη λύση. Ή επιχειρηματολογία σου είναι έξίσου τρωτή μέ τή δική μου. 'Αϊνστάιν :Mt συγχωρείς, άλλά δέν δέχομαι τό συμπέρασμά σου. Επεσήμανα ήδη ότι έγώ, μέ βάση τίς άρχές πού Ιθεσα, καί άξιοποιώντας φιλοσοφικά τά έπιστημονικά δεδομένα, μπορώ νά οικοδομήσω μιά λογικά συνεκτική κοσμοαντίληψη. 'Εσύ, οφείλω νά σοΰ τό πώ, μέ όλο τόν όμολογημένο σεβασμό στό πρόσωπό σου, βρίσκεσαι πάντα σέ άδιέξοδο. Συζητήσαμε γιά ποιόν λόγο ή υπεκφυγή τοϋ Κάντ δέν άποτελέϊ λύση. Ό μεγάλος συμπατριώτης μας μετατόπισε τό πρόβλημα : Άπό τήν περιοχή τοΰ λεγόμενου « καθαρού λόγου » όπως άγαπά νά λέει ( πράγματι, τί σημαίνει καθαρός λόγος ; ) τό μετέφερε στήν περιοχή τής ήθικής. Σέ άλλη περίπτωση άλλωστε, διατύπωσα σοβαρές κριτικές παρατηρήσεις σχετικές μέ τό καντιανό α priori καί ειδικότερα γιά τήν άντίληψή του γιά τήν a priori φύση τής γεωμετρίας. Θά πρέπει όμως νά όμολογήσω ότι ό Κάντ έμμεσα μέ βοήθησε νά άναζητήσω Ιναν διαφορετικό δρόμο γιά νά προσεγγίσω τό πρόβλημα τοΰ Θεοΰ. Πλάνκ: Δηλαδή; Μέ ποιόν τρόπο ό Κάντ βοήθησε τή σκέψη σου ; Καί ποιά είναι ή νέα όδός σου ; Πρόκειται γιά προσωπική όδό διαφυγής ; 'Αϊνστάιν : "Εχω μπροστά μου Ινα βιβλίο μέ τίτλο : Οί Προσωκρατικοί. Ένας άπό αύτούς, ό Ξενοφάνης, ιδρυτής τής σχολής τής 'Ελέας, γράφει γιά τόν Θεό : «Άν τά βόδια, τά άλογα καί τά λιοντάρια είχανε χέρια καί μπορούσαν μέ τά χέρια τους νά ζω-
η φυση
και ο
θεοσ
375
γραφίζουν καί νά δημιουργούν έργα δπως οί άνθρωποι, τά άλογα θά ζωγράφιζαν εικόνες θεών παρόμοιες μέ άλογα, καί τά βόδια παρόμοιες μέ βόδια, μέ δυό λόγια, εικόνες θεών άνάλογες μέ τή μορφή όλων τών ζωικών ειδών. Οί Αιθίοπες λέν δτι οί θεοί τους Ιχουν ρίνα σιμήν καί είναι μαύροι, οί Θράκες λέν δτι οί θεοί τους Ιχουν γαλανά μάτια καί πυρόξανθα μαλλιά ». Πώς βρίσκεις, άγαπητέ Μάξ, αύτή τήν έξήγηση για τήν ύπαρξη τών θεών ; Πλάνκ : Βρίσκω λογικό, αγαπητέ 'Αϊνστάιν, δτι οί άνθρωποι Ιφτασαν στήν ιδέα τού θεού μέσα άπό μιά μακρά άφαιρετική διαδικασία. Όμως οί πρώτες άνθρωπομορφικές άντιλήψεις δέν άποδεικνύουν δτι οί άνθρωποι δημιούργησαν τούς θεούς καί δτι ή ίδέα τοΰ θεοΰ είναι άπλώς μιά υποκειμενική πλάνη. 'Αϊνστάιν : Συμφωνώ μαζί σου. Νομίζω όμως δτι μποροΰμε νά κάνουμε Ινα βήμα πιό μπροστά γιά νά έξηγήσουμε τή γέννηση τής ιδέας τού θεοΰ στόν έγκέφαλο τών άνθρώπων. Ό Δημόκριτος, ό Επίκουρος, ό Λουκρήτιος, άλλοι μετά τόν Μεσαίωνα, έπιχείρησαν νά έξηγήσουν μέ τή βοήθεια τοΰ λόγου τό θρησκευτικό φαινόμενο. Δέν είμαι δυνατός στή φιλοσοφία καί προπαντός δέν ξέρω πολλά πράγματα άπό τή φιλοσοφία ένός άλλου συμπατριώτη, 'Εβραίου δπως καί έγώ, τοΰ Κάρολου Μάρξ. 'Αλλά άπ' δσα ξέρω, κατά τόν Μάρξ ή θρησκεία δέν είναι άπλώς προϊόν άγνοιας τών νόμων τής φύσης. Δέν άνάγεται στή δεισιδαιμονία ή στήν πλάνη. Ή θρησκεία, σύμφωνα μέ τόν μεγάλο ύλιστή, είναι ή λογική αύτοΰ τοΰ κόσμου μέ λαϊκή μορφή. Ό κόσμος τής θρησκείας είναι ή άντανάκλαση τοΰ πραγματικού κόσμου καί τό μυστήριο τής ούράνιας οικογένειας πρέπει κατά τόν Μάρξ νά άναζητηθεΐ στήν έπίγεια οικογένεια. Πλάνκ : Δέν νομίζω δτι ό Μάρξ, τοΰ όποίου άγνοώ τή διδασκαλία, προχώρησε περισσότερο άπό τόν Ξενοφάνη. 'Αϊνστάιν : Έ γ ώ νομίζω τό άντίθετο. 'Απ' δ,τι ξέρω σχετικά μέ τόν Μάρξ, αύτός μετατόπισε τή συζήτηση άπό τό έπίπεδο τής νοητικής άφαίρεσης στό έπίπεδο τής κοινωνίας καί άναζήτησε μιά άνθρωπολογική έρμηνεία τού θρησκευτικού φαινομένου. Καί γι' αύτόν, ό άνθρωπος είναι πού δημιουργεί τή θρησκεία, χωρίς συ-
376
ογδοο
κεφαλαιο
χνά νά υποψιάζεται τήν άνθρώπινη πηγή της ιδέας τοΰ θεοΰ. Ή θρησκεία είναι, λέει ό Μάρζ, ή αλλοτριωμένη αυτοσυνείδηση. Ή θρησκεία συνεπώς δέν ζει στόν ουρανό, άλλά έδώ, πάνω στή Γή. Θά πρέπει λοιπόν νά άναζητήσουμε τό μυστικό τής έπουράνιας οικογένειας στήν έπίγεια οικογένεια. Ή θρησκεία, κατά τόν Μάρξ, τρέφεται άπό τήν πραγματική δυστυχία τοΰ άνθρώπου, ή όποία συνδέεται μέ τίς κοινωνικές σχέσεις, καί τό φορτίο τής δυστυχίας που αύτές συνεπάγονται. Ό Μάρξ, μεγάλος άνθρωπιστής, θεωρούσε τή θρησκεία σάν τόν άναστεναγμό τού καταπιεσμένου άνθρώπου, σάν τήν καρδιά ένός κόσμου χωρίς καρδιά, σάν τό πνεύμα ένός κόσμου δίχως πνεύμα. Ή θρησκεία, έλεγε ό Μάρξ, είναι ή διαμαρτυρία ένάντια στόν άνθρώπινο πόνο, καί τήν ίδια στιγμή είναι τό όπιο τοΰ λαοΰ. Πλάνκ : Νόμιζα πώς ό Μάρξ ήταν ένας μεγάλος οικονομολόγος, κριτικός τοΰ καπιταλισμού καί θεωρητικός τοΰ σοσιαλισμού. Όμως ό άναμφισβήτητος άνθρωπισμός του καί ή έρμηνεία του γιά τό θρησκευτικό φαινόμενο, τό γεγονός δηΧαδή όπως λές, τής άλλοτρίωσης, όλη αύτή ή άνθρωπολογική έρμηνεία, δέν άποδεικνύει τήν τόσο άγαπητή σου αύθυπαρξία τής φύσης. 'Αϊνστάιν : 'Αλλά άπό τήν άρχή είχαμε συμφωνήσει, άγαπητέ Μάξ, ότι δέν είναι δυνατή μιά τυπική άπόδειξη γιά τήν ΰπαρξη ή τή μή ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Σέβομαι άπολύτως τήν πίστη σου στήν ΰπαρξη τοΰ Θεοΰ. Νομίζω όμως ότι ή σημερινή έπιστήμη « έπιβάλλει τόν ύλισμό ». Ό μονισμός τής ΰλης θεμελιώνεται στίς σχετικιστικές θεωρίες καί στή μικροφυσική. Ή Κοσμολογία είναι ( ή οφείλει νά είναι ) ή έπιστήμη τής δομής καί τής έξέλιξης ένός « κόσμου » άναδυόμενου καί αύτοδημιουργούμενου. Οί έπιστήμες τής ζωής, τέλος, άπέδειξαν ότι ό άνθρωπος είναι βιολογικό-φυσικό 0ν καί ή ψυχοσωματική ένότητά του έχει πρακτικά άποδειχτεΐ. Αύτό τό τελευταίο είναι θανάσιμο κτύπημα έναντίον τοΰ δυϊσμού τοΰ σώματος καί τής ψυχής. Υποστηρίζω λοιπόν ότι ό ύλισμός έχει ένα στέρεο θεμέλιο στις έπιστήμες. Πλάνκ : Όμολογώ ότι τά έπιχειρήματά σου είναι στέρεα. Ό μως δέν μπορείς νά άποδείξεις τόν ύλισμό σου.
η φυση
και ο
θεοσ
377
'Αϊνστάιν: 'Αλλά, άγαπητέ Μάξ, δέν λέω δτι « απέδειξα ». Υποστηρίζω δτι είναι δυνατόν νά έξηγήσουμε τή γέννηση της ιδέας τοϋ θεοΰ καί νά οικοδομήσουμε μια μονιστική άντίληψη γιά τή φύση χωρίς νά έχουμε άνάγκη άπό δημιουργό καί δημιουργία. Πλάνκ : *Αν δμως δέν δέχεσαι τήν ύπαρξη τού Θεοΰ, τότε, σέ ποιό θεμέλιο μπορείς νά οικοδομήσεις μιά ήθική καί έναν ήθικό βίο;
'Αϊνστάιν : Καλή έρώτηση. Όμως ξέρεις δτι ό εύσεβής χριστιανός Κάντ είχε ύποστηρίξει δτι ένας άθεος μπορεί νά είναι έξίσου ήθικός μέ έναν πιστό. 'Εσύ ό ίδιος έξάλλου, άπό τήν όδυνηρή έμπειρία τών δύο παγκόσμιων πολέμων καί τοΰ ναζισμοΰ, ξέρεις δτι έκατομμύρια άνθρωποι θυσιάστηκαν γιά έναν κόσμο ειρήνης καί άδελφοσύνης, χωρίς νά έλπίζουν σέ κάποια μεταθανάτια ζωή καί σέ δποιαδήποτε άνταπόδοση. Πλάνκ: Αύτό πού λές είναι άληθινό. Όμως έπιμένω : Ή άποδοχή ένός ολοκληρωτικού καί τελεσίδικου θανάτου δέν συνεπάγεται έναν άκρωτηριασμό τού άνθρώπινου δντος ; 'Αϊνστάιν : Θά μιλήσω γιά τήν προσωπική μου στάση. Παιδί, είχα μιά βαθιά θρησκευτικότητα. Στήν ήλικία τών δώδεκα έτών, διαβάζοντας βιβλία έπιστημονικής έκλαΐκευσης, κατέληξα στό συμπέρασμα δτι πολλές άπό τίς ιστορίες της Βίβλου δέν ήταν άληθινές. Ό θρησκευτικός παράδεισός μου είχε χαθεί. Έπειτα άπό έναν έσωτερικό άγώνα, ή θέαση τοΰ κόσμου ήταν γιά μένα μιά άπελευθέρωση. Ή άναζήτηση της άλήθειας τοΰ κόσμου είναι θεμέλιο έσωτερικής έλευθερίας καί άσφάλειας. Έπίσης : Ή άναζήτηση της άλήθειας τοΰ κόσμου είναι ταυτόχρονα κίνητρο γιά νά μετάσχεις στό κίνημα γιά νά ξεπεραστεί ή βαρβαρότητα τοΰ άνθρώπινου κόσμου μας. Πλάνκ : *Ας συμφωνήσουμε, λοιπόν, τουλάχιστον σ' αύτό τό τελευταίο σημείο. Δηλαδή γιά τήν εύθύνη μας ώς επιστήμονες καί γιά τά καθήκοντα πού μάς έπιβάλλει αύτή ή εύθύνη.
ογδοο
37»
κεφαλαιο
Α Ν Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ 1. René Zazzo, Psychologie et Marxisme, Denoël-Gonthier, Παρίσι, 1975, σ. 128.
2. Βλ. κυρίως τούς Διαλάγους Φαίδων καί Πολιτεία. 3. Μάρθα Κούκκου-Lehman, όμιλία στό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο μέ θέμα « Ή άνθρώπινη συμπεριφορά καί ή έννοια τοϋ σύγχρονου ούμανισμοϋ», Δελφοί, 14-17 'Ιουνίου 1995. 4. Daniel Slern, The Interpersonal World of the Infant, Basic Books Publ., Νέα Τόρκη, 1985, σ. 42. 5.1 Vygotski, Pensée et Langage, Éditions Sociales, Παρίσι, 1985, σσ. 41-43. 6. Valentin Ν. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, Harvard University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1973, σ. 25. 7. Alexander R. Luria, The Making of Mind, Harvard University Press, Καίημπριτζ Μασαχουσέτης, 1979, σ. 53. 8. Γιά τή φύση τοΰ άνθρώπου, βλ. Eftichios Bitsakis, " Is human nature compatible with socialism ? ", περ. Critique, 36-37, 2005, σ. 157. 9. Alexei N. Léontiev, ΙΛ> développement du psychisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1976, σποράδην. 10. Henri Wallon, La vie mentale. Éditions Sociales, Παρίσι, 1982, σ. 220. 11. Αντ., σ. 221. 12. R. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., a. 38. 13. Παράθεμα άπό αντ., σ. 119. 14. V. Volosinov, Marxism and the Philosophy of Language, δ.π., σ. 34. 15. Lucien Sève, στό Je, Messidor, Παρίσι, 1987, σσ. 224, 226. 16. Bitsakis, " le human nature compatible with socialism ? " , Critique, δ.π. 17. René Descartes : Principes,\rin, Παρίσι, 1971. Τοϋ Ιδίου, Discours de la méthode, Garnier, Παρίσι, 1960. Τοΰ (δίου, Les méditations métaphysiques, PUF, Παρίσι, 1963. Για τήν όπτική γωνία τοΰ Chomsky καί τοΰ Goodman βλ. Robert S. Cohen, Marx W. Wartofsky ( έπιμ. ), Λ Portrait of Twenty-Five Years, Reidel, Ντορντρέχτη, 1985. 18. Gottfried Wilhelm Leibniz, Nouveaux essais sur l'entendement humain, Flammarion, Παρίσι, 1966, σποράδην. 19. Emmanuel Kant, Critique de la raison pure, PUF, Παρίσι, 1975. Χρησιμοποίησα έπίσης τήν άγγλική μετάφραση τοΰ John Miller Dow Meiklejon, Λονδίνο, MSCCCLV. 20. Ef. Bitsakis, Physique et Matérialisme, Éditions Sociales, Παρίσι, 1983, κυρίως κεφ. 5,6, 7. Τοΰ Ιδίου, " Space and Time. The ongoing quest ", Foundations of Physics, τ. 35, 1, 2005, σ. 57. 21. Βλ. A Portrait of Twenty-Five Years, δ.π., σσ. 31-57.
η φυση
και ο
θεοσ
379
22. Jacques Monod, Le hasard et la nécessité. Seuil, Παρίσι, 1970, σ. 144. 23. Noam Chomsky, Language and the Problem of Knowledge, MIT Press, 1991, σποράδην. 24. J. Monod, Le hasard et la nécessité, δ.π., σ. 150. 25. Jean Piaget, Biologie et Connaissance, Gallimard, 1967, σσ. 374-375. Γιά μια κριτική άνάλυση τών ιδεών τοϋ Καντ, Ιδίως σέ 6,τι άφορα τό χώρο καί τί» χρόνο, βλ. Bitsakis, Foundations of Physics, τ. 35, 1, 2005, σ. 57. 26. Α. léontiev, Le développement du psychisme, δ.π., σσ. 91-93. 27. Jean Voilquin, Les Penseurs Grecs avant Socrate, Garnier-Flammarion, 1984, κεφ. V. Έπίσης Παρμενίδης ( είσ. κλπ. Εύαγγ. Ροϋσος ), Στιγμή, 2002, σ. 40. 28. Hugh Everett, Modern Physics, 29, 454, 1957. 29. Karl Popper, The Ix>gic of Scientific Discovery, Hutchinson, Λονδίνο, 1962, σ. 93. 30. Κ. Popper, Conjectures and Refutations, Routledge, Λονδίνο, 1976, σσ. 266,387. 31. François Jacob,/^i logique du vivant, Gallimard, Παρίσι, 1976, σ. 337. 32. Β. Zazzo, Psychologie et Marxisme, δ.π., σ. 71. 33. Αντ., σσ. 31, 32. 34. Η. Wallon, La vie mentale, δ.π., σ. 115. 35. A. léontiev. Le développement du psychisme, δ.π., σ. 248. 36. Γιά μιά παρουσίαση καί κριτική αύτης της Ιδεολογίας, βλ., έκτός τών προαναφερθέντων, Richard C. Lewontin, Biology as Ideology, Harper Perennial, 1991. Έπίσης, Bitsakis, " I s human nature compatible with socialism?", Critique, δ.π. Τοϋ ιδίου. Φιλοσοφία τον άνθρώπον, 3η έκδοση, Gutenberg, 1991. 37. Μάρθα Κούκκου-Lehmann, στό The Human Predicamend, D. Razis ( Ed. ), Prometheus Books, N.Y. 1996, σσ. 269-280. 38. Περ. American Psychologist, 'Οκτώβριος 1990, σ. 1167. 39. John R. Sea rie. The Rediscovery of the Mind, MIT Press, 1992, σποράδην.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΕΥΤΥΧΗ ΜΠΠΤΛΚΗ . Η ΥΛΗ KAI TO IΙΝΕΥΜΑ. ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕΛΙΔΟ ΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΟ - ΦΑΣΜΑ • ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑ ΠΕΝΗ. ΟΙ ΤΥΠΟΓΡΑΦ1ΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΜΠΟΥΜΓΙΟΥΡΑ. ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΜΟΝΤΑΖ ΚΑΙ Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΓΙΝΑΝ ΣΤΟ ΛΙΘΟ ΓΡΑΦΕΙΟ -ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Α.Ε.. ΣΕ ΧΑΡΤΙ PALA ΤΙΝΑ 100 ΓΡΑΜΜΑΡΙΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ. Η ΒΙΒΛΙΟΔΕ ΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΡΟΔΟΙΙΟΥΛΟΥ ΣΕ 1.500 ΑΝΤΙΤΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2011 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΑΓΡΑ. ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΕΤΣΟΓΙΟΥΛΟΣ Αριθμός έκδοσης
1.018